Αγιος Αντώνιος

24
20 Ἅγιος Ἀντώνιος, Μεγάλη Δέηση καὶ Ἅγιοι. Φορητὴ εἰκόνα ἀπὸ τὴ Μονὴ τοῦ Σινᾶ, γύρω στὸ 1500.

description

Αφιέρωμα Πειραϊκής Εκκλησίας τ.222, 2011

Transcript of Αγιος Αντώνιος

Page 1: Αγιος Αντώνιος

20

Μέγας ἈντώνιοςὉ καθηγητὴς τῆς ἐρήμου

Ἅγιος Ἀντώνιος, Μεγάλη Δέηση καὶ Ἅγιοι. Φορητὴ εἰκόνα ἀπὸ τὴ Μονὴ τοῦ Σινᾶ, γύρω στὸ 1500.

Page 2: Αγιος Αντώνιος

21

Μέγας ἈντώνιοςὉ καθηγητὴς τῆς ἐρήμου

...καταλαβαίνετε καὶ σεῖς, τί ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ἦταν ὁ Ἀντώνιος, ὁ

ὁποῖος ἀπὸ τὰ νειάτα του μέχρι τὴν τόσο μεγάλη ἡλικία του ἐτήρησε ἴση

τὴν προθυμία τῆς ἀσκήσεως⋅ καὶ μήτε ἐξ αἰτίας τῶν γηρατειῶν νικήθηκε

ἀπὸ τὴν πολυτέλεια τροφῆς, μήτε ἄλλαξε τὸ σχῆμα τοῦ ἐνδύματος

ἀπὸ ἀτονία τοῦ σώματός του ἢ ἔνιψε κἂν τὰ πόδια μὲ νερό⋅ καὶ ὅμως

παρέμεινεν ἀβλαβὴς καθ’ ὅλα. [...]

Ὡς πρὸς τὸ ὅτι ἔγινε ξακουστὸς παντοῦ καὶ θαυμαστὸς ἀπὸ ὅλους,

ἐπιθυμητὸς δὲ καὶ ἀπὸ ὅσους δὲν τὸν ἔχουν ἰδῆ, αὐτὰ εἶναι γνώρισμα τῆς

ἀρετῆς καὶ τῆς θεοφιλοῦς ψυχῆς του.

Διότι ὁ Ἀντώνιος ἔγινε γνωστὸς ὄχι ἀπὸ συγγράμματα, οὔτε ἀπὸ τὴν

ἔξωθεν σοφία, οὔτε γιὰ κάποια τέχνη, ἀλλὰ μόνον ἀπὸ τὴ θεοσέβεια.

Ὅτι δὲ τοῦτο ἦταν δῶρον Θεοῦ, κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ τὸ ἀρνηθῆ.

Διότι πῶς ἀκούσθηκε στὴν Ἱσπανία καὶ στὴν Γαλλία; Πῶς ἔφτασε ἡ φήμη

του στὴ Ρώμη καὶ στὴν Ἀφρική, ἐνῷ ἔμενε κρυμμένος καὶ κατοικοῦσε εἰς

τὸ ὄρος, ἐὰν δὲν ἦταν ὁ Θεός, αὐτὸς ποὺ κάνει πανταχοῦ γνωστοὺς τοὺς δικούς Του ἀνθρώπους, ὁ Ὁποῖος

καὶ στὸν Ἀντώνιον τὸ ὑπεσχέθη αὐτὸ ἀπὸ τὴν ἀρχή;

Διότι ἔστω καὶ ἂν αὐτοὶ κάνουν κρυφὰ καὶ θέλουν νὰ μένουν ἄγνωστοι, ὅμως ὁ Κύριος τοὺς δείχνει εἰς

ὅλους σὰν φῶτα, οὕτως ὥστε ὅλοι ὅσοι τοὺς ἀκοῦνε νὰ γνωρίζουν ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ κατορθωθοῦν οἱ

ἐντολὲς καὶ ἔτσι νὰ παίρνουν ζῆλο γιὰ τὸ δρόμο τῆς ἀρετῆς.

Μέγας ἈθανάσιοςἈπὸ τὸ βιβλίο «Ὁ Μέγας Ἀντώνιος», ἐκδ. Β. Ρηγόπουλου.

ἀφιέρωμα

Ὁ Ἅγιος ἈντώνιοςἹ.Μ. Διονυσίου, Ἅγιον Ὄρος, 17ος αἰ.

Page 3: Αγιος Αντώνιος

22

Ἔχει τι μεῖζον οὐρανὸς καὶ τῶν νόων,Ἔξαρχον Ἀντώνιον ἀσκητῶν ἔχων.

Ἑβδομάτῃ δεκάτῃ Ἀντώνιον ἔνθεν ἄειραν.

Οὗτος ὁ Μέγας Πατὴρ ἡμῶν Ἀντώνιος ἦτον ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον, ἤτοι τὸ Μισῆρι, δι-

δαγμένος τὴν πίστιν τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέ-ρα του. Ἤκμαζε δὲ κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Διοκλητιανοῦ καὶ Μαξιμιανοῦ, καὶ ἔφθασεν ἕως εἰς τοὺς χρόνους τοῦ εὐσεβοῦς βασιλέως Μεγάλου Κωνστα-ντίνου, ἐν ἔτει τιη΄ [318]. Οὗτος λοιπὸν ἐπειδὴ ἐξέδωκε τὸν ἑαυτόν του εἰς τὴν ἀσκητικὴν ζωήν, τόσον ὑπερέβαλεν ὅλους τοὺς τότε ἀσκητὰς καὶ Ὁσίους, ὥστε ὁποῦ ἔγινεν εἰς ὅλους τοὺς μετα-γενεστέρους παρά-δειγμα καὶ τύπος τῆς ἀσκήσεως. Καὶ τὸ παράδοξον εἶναι, ὅτι καὶ πρῶτος αὐτός, ἢ ὁμοῦ μὲ πολλὰ ὀλί-γους, ἔγινεν ἀρχηγὸς τῆς ὑπὲρ ἄνθρωπον ταύτης ἀσκητικῆς καὶ ἀγγελικῆς πο-λιτείας καὶ μόνος σχεδὸν ἔφθασεν εἰς τὸν ἀκρότατον ὅρον τῆς πολιτείας ταύτης, καθὼς ὁ κατὰ πλάτος τούτου Βίος διηγεῖται. Ἡμεῖς γὰρ τὴν συντομίαν μεταχειριζόμε-νοι, δὲν ἔχομεν εὐκαιρίαν νὰ διηγούμεθα ἐκεῖνα, ὁποῦ εἶναι φημισμένα εἰς τοὺς πολλοὺς διὰ τὸν Μέγαν τοῦτον Ἀντώνιον. Τόσον δὲ μόνον εἶναι ἀνάγκη νὰ εἰποῦμεν, ὅτι ὁ Μέγας οὗτος Πατὴρ ἀκόμη τὸ θνητὸν σῶμα φορῶν, ἁρπάζετο ἔξω τοῦ σώματος, καὶ ἔβλεπε τὰς ἀναβάσεις τῶν ψυχῶν, ὅταν εὔγαιναν ἀπὸ τὰ σώματα τῶν ἀνθρώ-πων. Καὶ ὅτι ἄλλων μὲν ἀνθρώπων αἱ ψυχαί, ἀνέβαιναν

ὑψηλότερα ἀπὸ τοὺς δαίμονας, ὁποῦ ἐζήτουν νὰ πιά-σουν αὐτάς. Ἄλλων δέ, ἐπιάνοντο ἀπὸ αὐτοὺς φεῦ! καὶ ἐκαταβιβάζοντο εἰς χάσμα βαθύτατον. Τὸ ὁποῖον τοῦτο εἶναι βέβαια ἴδιον μόνης τῆς νοερᾶς καὶ ἀσωμάτου φύ-σεως. Ζήσας δὲ χρόνους ἑκατὸν πέντε, πρὸς Κύριον ἐξε-δήμησεν ἐν ἔτει τξς’ [366]. Τελεῖται δὲ ἡ αὐτοῦ Σύναξις

καὶ ἑορτὴ ἐν τῇ ἁγιωτάτῃ Μεγάλῃ Ἐκκλησίᾳ. Ὁ κατὰ πλάτος Βίος αὐτοῦ συνεγράφη καὶ ἐστάλη πρὸς τοὺς ἐν Αἰγύπτῳ Μοναχοὺς ἀπὸ τὸν Μέ-γαν Ἀθανάσιον τὸν Ἀλε-ξανδρείας ἑλληνικά, οὗ ἡ ἀρχή∙ «Ἀγαθὴν ἅμιλ­λαν ἐνεστήσασθε». Ἀπὸ δὲ τὸ ἑλληνικὸν μετε-φράσθη εἰς τὸ ἁπλοῦν καὶ εὑρίσκεται εἰς τὸν Παράδεισον. Ὅρα καὶ ἐγκώμιον αὐτοῦ εἰς τὴν Σάλπιγγα.

Σημειοῦμεν ἐδῶ ἕνα θαυμαστὸν ἔπαινον διὰ τὸν Μέγαν τοῦτον Ἀντώνιον, ὅστις γρά-φεται παρὰ τῷ Εὐεργε-τινῷ, βιβλ. δ΄, ὑποθέσει δ΄. Δηλαδή, ὅτι ἕνας γέρων διακριτικὸς πα-ρεκάλεσε τὸν Θεὸν διὰ νὰ ἰδῇ τοὺς κοιμηθέ-ντας Ὁσίους Πατέρας. Καὶ εἶδεν αὐτούς, ἔξω μόνον ἀπὸ τὸν Ἀββᾶν Ἀντώνιον. Ὅθεν εἶπεν εἰς τὸν Ἄγγελον, ὁποῦ ἔδειχνεν αὐτῷ τοὺς Πα-

τέρας. Ποῦ εἶναι ὁ Ἀββᾶς Ἀντώνιος; Ὁ δὲ Ἄγγελος εἶπεν αὐτῷ, ὅτι ὁ Ἀντώνιος εὑρίσκεται εἰς τὸν τόπον ἐκεῖνον, ὅπου εἶναι ὁ Θεός. Διατί δὲ ὁ Ἀντώνιος ἠξιώθη τοσαύ-την δόξαν ὑπὲρ τοὺς ἄλλους Πατέρας; Ἐπειδὴ καὶ ἠγά-πησε τὸν Θεὸν ὑπὲρ ἐκείνους. Παρέβαλε γὰρ ὁ Ὅσιος Ἀμμοῦν ὁ Νητριώτης εἰς τὸν Ἀββᾶν τοῦτον Ἀντώνιον καὶ εἶπεν αὐτῷ. Ἐγὼ περισσότερον κόπον κάμνω εἰς τὴν ἄσκησιν ἀπὸ λόγου σου. Καὶ πῶς τὸ ἐδικόν σου ὄνομα ἐμεγαλύνθη εἰς τοὺς ἀνθρώπους περισσότερον ἀπὸ τὸ ἐδικόν μου; Ἀπεκρίθη ὁ Ἀντώνιος. Ἐπειδὴ ἐγὼ ἠγάπη-

Ὁ Μέγας Πατὴρ ἡμῶν Ἀντώνιος

Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου

Page 4: Αγιος Αντώνιος

23

σα τὸν Θεὸν περισσότερον ἀπὸ λόγου σου. Ὅθεν καὶ ἐσυνείθιζεν ὁ ἀοίδιμος νὰ λέγῃ. «Ἐγὼ οὐκέτι φοβοῦμαι τὸν Θεόν, ἀλλὰ ἀγαπῶ Αὐτόν. Ἡ γὰρ τέλεια ἀγάπη ἔξω βάλλει τὸν φόβον». Ἀλλὰ καὶ ὁ Ἀββᾶς Σισώης ὁ κα-τοικῶν εἰς τὸ ὄρος τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου, ἀπεκρίθη πρὸς τὸν εἰπόντα ἀδελφόν. Δὲν ἔφθασας πάτερ εἰς τὰ μέτρα τοῦ Ἀντωνίου; Πρὸς ταῦτα λέγω ἀπεκρίθη ὁ Σι-σώης. Ἀνίσως εἶχον ἕνα ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς τοῦ Ἀντωνίου, ἤθελα γένω ὅλος ὡσὰν φω-τία (σελ. 283 τοῦ Εὐερ-γετινοῦ). Τοσοῦτον ὑπερέβη τοὺς ἄλλους ἀσκητὰς ὁ Ἀντώνιος.

Καὶ τοῦτο δὲ ση-μειοῦμεν, ὅτι οἱ παλαιοὶ Ὅσιοι Πατέρες οἱ ἐν τοῖς Μοναστηρίοις εὑρισκό-μενοι, εὐθὺς ὁποῦ ἐτε-λείοναν τὴν ἑορτὴν τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου, ἀνεχώρουν ἀπὸ τὰ Μο-ναστήριά των καὶ ἐπή-γαιναν εἰς τὰς ἐρήμους καὶ ὄρη καὶ σπήλαια. Καὶ ἐκεῖ ἔμεναν ἕως εἰς τὴν ἑβδομάδα τῶν Βα-ΐων, κατὰ μίμησιν τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου, μᾶλλον δέ, κατὰ μίμη-σιν τοῦ Κυρίου, ὅστις μετὰ τὸ Βάπτισμα τὸ ἐν Ἰαννουαρίῳ γεγονός, ἐπῆγεν εἰς τὴν ἔρημον, καὶ ἐκεῖ ἐνήστευσε τεσ-σαράκοντα ἡμέρας. Κατὰ δὲ τὴν ἑβδομά-δα τῶν Βαΐων ἐσυνα-θροίζοντο πάλιν εἰς τὰ Μοναστήριά των. Καὶ τῇ Κυριακῇ τῶν Βαΐων ἔπρεπε νὰ εὑρεθοῦν ὅλοι συναθροισμένοι.

Διὰ τοῦτο καὶ εἰς τὰ τροπάρια τῆς ἑβδομάδος ταύτης τῶν Βαΐων, συχνάκις ἀναφέρονται τὰ λόγια ταῦτα, προ-σκαλοῦντα τοὺς Ὁσίους, οὕτω.

«Οἱ ἐν τοῖς ἐρήμοις καὶ ὄρεσι καὶ σπηλαίοις, ἥκατε ἀθροίσθητε σὺν ἡμῖν βαϊοφόροι, ὑπαντῆσαι τῷ Βασιλεῖ καὶ Δεσπότῃ» (τῇ Παρασκευῇ). Ὁμοίως καὶ τὸ πρῶτον

τροπάριον τῆς Κυριακῆς τῶν Βαΐων ταύτην τὴν Σύναξιν τῶν Πατέρων ἀναφέρει λέγον∙ «Σήμερον ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἡμᾶς συνήγαγε. Καὶ πάντες αἴροντες τὸν σταυρόν σου λέγομεν». Ἐσήκωναν γὰρ οἱ τρισόλ-βιοι Πατέρες οὗτοι τὸν σταυρὸν τοῦ Κυρίου εἰς τοὺς ὤμους των διὰ τῶν ἀσκητικῶν ἀγώνων, καὶ τῶν θλίψε-ων τῆς μοναχικῆς πολιτείας.

Μόνος δὲ ὁ Ἅγιος Σάββας ἐπρόσμενεν ἕως ὁποῦ ἐτελείωνε τὴν ἑορτὴν τοῦ γέροντός του Ἁγίου Εὐθυμί-ου, καὶ τότε ἐπήγαινεν εἰς τὴν ἔρημον. g

Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Συναξαριστής», ἐκδ. Δόμος.

Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος μὲ σκηνὲς ἀπὸ τὸ βίο του καὶ οἱ Ἅγιοι Ἰάκωβος, Ἀθανάσιος, Δημήτριος καὶ Στέφανος

Ἱ. Ν. Κοιμήσεως Θεοτόκου (Μαλαματένια) πόλεως Τήνου, 18ου αἰ.

Πρῶτος αὐτός, ὁ Μέγας Πατὴρ ἡμῶν Ἀντώνιος

ἢ ὁμοῦ μὲ πολλὰ ὀλίγους, ἔγινεν ἀρχηγὸς τῆς ὑπὲρ ἄνθρωπον

ταύτης ἀσκητικῆς καὶ ἀγγελικῆς πολιτείας καὶ μόνος σχεδὸν ἔφθασεν

εἰς τὸν ἀκρότατον ὅρον τῆς πολιτείας ταύτης, καθὼς ὁ Βίος διηγεῖται.

Page 5: Αγιος Αντώνιος

24

Ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ἡ Ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία, στὴν Αἴγυπτο καί, ἰδιαίτερα, στὴν πρωτεύουσά της, Ἀλεξάνδρεια, ἀργότερα, φυσικὰ καὶ σὲ ἄλλες

περιοχές της, θεμελιώθηκε, ἀπὸ τὸν Εὐαγγελιστὴ Μάρκο, ἡ πρώτη Χριστιανικὴ Ἐκκλησία καὶ κοινότητα.

Οἱ γεωγραφικοὶ λό-γοι, οἱ ὁποῖοι συντέλε-σαν σ’ αὐτό, ἀποτελοῦν ἀντικείμενο τῆς πολι-τικῆς ἱστορίας, τῆς ὁποί-ας, ὅμως, δὲν μποροῦμε νὰ ἀρνηθοῦμε τὸ κύρος καὶ νὰ παραδεχθοῦμε ὅτι καὶ αὐτοὶ οἱ λόγοι συντέλεσαν καὶ βοή-θησαν στὴν ἐξάπλωση τῆς νέας θρησκείας, στὴ Νειλοχώρα –καὶ ὄχι μόνο- καί, μάλιστα, σὲ βαθμὸ σημαντικό.

Οἱ ἱστορικοὶ τῆς ἐποχῆς ἀναφέρουν ὅτι ὁ ἀριθμὸς τῶν χριστιανῶν αὐξανόταν, ὁλοένα καὶ περισσότερο, καὶ λόγῳ τοῦ ἀξιώματος τοῦ Ἀποστόλου καὶ τοῦ ζήλου τῶν πρώτων μαθητῶν, οἱ ὁποῖοι μὲ ἀπαράμιλλο ἐνθουσι-ασμό, συνέρρεαν στὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγε-λίου τοῦ Χριστοῦ, καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Εὐαγγελιστὴς δίδαξε καί, ἔξω, ἀπὸ τὰ στενὰ ὅρια τῆς Ἀλεξάνδρειας, στὰ περίχωρα, καί, ἰδιαί-τερα, στὴν Κυρηναϊκή.

Καὶ ἐκεῖνο, ποὺ μὲ βεβαιότητα γνωρίζουμε, εἶναι ὅτι οἱ μαθητές, οἱ ὁποῖοι ἔγιναν αὐτόπτες μάρτυρες τῆς Ἐπι-φοιτήσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στοὺς Ἀποστόλους, τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, πολὺ ἐνωρίς, ἦλθαν στὴν Αἴγυπτο καὶ διέδωσαν στοὺς κατοίκους τὰ ὅσα εἶχαν συμβεῖ τὴν ἡμέρα ἐκείνη καθὼς καὶ τὴ διδασκαλία τῆς θρησκείας, ποὺ τοὺς ἀποκαλύφθηκε ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Ἰησοῦ Χριστό.

Τοῦ λόγου τὸ ἀληθὲς ἐπιμαρτυρεῖ τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ δι-ωγμοί, οἱ ὁποῖοι ἐξαπολύθηκαν ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν τῆς Αἰγύπτου, ἀπὸ τοὺς Ρωμαίους, τοὺς Ἄραβες, τοὺς

Βανδάλους, ἦταν οἱ πιὸ σφοδροὶ καὶ φρικαλέοι ἀπ’ ὅλους τοὺς διωγμούς, πού, κατὰ καιρούς, ἐξαπολύονταν, ἐνα-ντίον τῶν ἄλλων χριστιανῶν.

Ἀκόμη, εἶναι βέβαιο ὅτι, στοὺς κόλπους τῆς Χρι-στιανικῆς Ἀλεξάνδρειας, λειτούργησε, ἤδη, ἀπὸ τὸν

δεύτερον, μετὰ Χριστόν, αἰώνα, ἀκμάζουσα Χρι-στιανικὴ Σχολὴ καὶ ὅτι ἡ Αἴγυπτος ἀποτέλεσε ἑστία τῶν Ἀναχωρητῶν καὶ τοῦ μοναχικοῦ βίου. Ἦταν ἡ ἐποχὴ ποὺ ἡ νέα θρησκεία εἶχε ἤδη ἐξα-πλωθεῖ σ’ ὅλη τὴν αὐτο-κρατορία, τὰ μαρτύρια τοῦ αἵματος εἶχαν, σχε-δόν, σταματήσει∙ τότε, παρουσιάστηκαν οἱ νέοι μάρτυρες, οἱ μοναχοί, οἱ ὁποῖοι συνέχισαν τὸν ἀγώνα γιὰ τὴ διάδοση τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ἡ ζωή τους ἦταν ἕνα νέο μαρτύριο. Ὅπως ἀνα-φέρει ὁ Ἰωάννης, στὴν Ἀποκάλυψή του, μαρ-τυροῦσαν τὸν Ἰησοῦ, ἔδιναν μαρτυρία τῆς πίστης τους. Διάδοχοι τῶν παλαιῶν μαρτύρων, ἔδειχναν τὸν ἴδιο ζῆλο μ’ ἐκείνους, στὸν ἀγώνα, γιὰ τὴν πραγματοποίηση τῆς πρώτης ἐντολῆς τοῦ Κυρίου, μετὰ τὴν Ἀνά-στασή του: «Πορευθέ­ντες, μαθητεύσατε…».

Πατέρας τοῦ μοναχι-σμοῦ, κορυφαία φυσιογνωμία τοῦ μοναχικοῦ βίου εἶναι ὁ ἅγιος Ἀντώνιος, τοῦ ὁποίου τὸ ἔργο εἶναι ἱεραποστολικό. Τόπος καταγωγῆς του ἡ Κόμα τῆς νότιας Μέμφιδας, γεν-νήθηκε τὸ 251 ἢ 252 μ.Χ. Ἡ οἰκογένειά του ἦταν ἀρκετὰ εὔπορη, οἱ γονεῖς του ἦταν χριστιανοὶ καὶ φρόντισαν νὰ τοῦ δώσουν καλὴ ἀνατροφή. Δυστυχῶς, ὅμως, τοὺς ἔχα-σε, ὅταν ἦταν στὴν ἡλικία τῶν εἴκοσι, περίπου, χρόνων καί, ἀπὸ τότε, ἀνέλαβε τὴν κηδεμονία τῆς ἀδελφῆς του.

Ἁπλὸς καὶ ὀλιγαρκής, ὅπως ἦταν, ἄκουσε μίαν ἡμέ-ρα στὴν Ἐκκλησία τὴν Εὐαγγελικὴ περικοπή: «Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε, πώλησον πάντα τὰ ὑπάρχοντά σοι καὶ δὸς πτωχοῖς καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι» (Ματθ. 10, 21).

Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος καὶ ἡ ἔρημος

Τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Κένυας κ. Μακαρίου

Συνάντηση τοῦ Ἁγ. Ἀντωνίου καὶ τοῦ Ἁγ. Παύλου τοῦ ΘηβαίουΦορητὴ εἰκόνα. Κοσσυφοπέδιο-Μετόχια, 16ος αἰ.

Page 6: Αγιος Αντώνιος

25

Συνεπαρμένος ἀπὸ θεῖο ζῆλο, μοίρασε τὴν περιουσία του, ἀφοῦ κράτησε ἕνα μικρὸ μέρος, γιὰ τὴν ἀδελφή του καὶ ἄρχισε τὴν ἄσκηση. Στὴν ἀρχή, ἔμεινε στὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ του, ὕστερα, σ’ ἕνα ἐγκαταλελειμμένο μνημεῖο, κοντὰ στὸ χωριό του. Τὸ 285 μ.Χ. περίπου ἀποσύρθηκε στὴ λιβυκὴ ἔρημο Πισπίρ, ἐπροχώρησε, προκειμένου νὰ ἀποφύγει τὶς πολλὲς ἐπισκέψεις, πρὸς τὴν Ἐρυθρὰ θάλασσα.

Σ’ ὅλο αὐτὸ τὸ διά-στημα, ἐπισκέφθηκε τὴν Ἀλεξάνδρεια δύο φορές. Ἡ μία φορὰ ἦταν στὰ χρόνια τῶν διωγμῶν ποὺ ἐξαπέλυσε ὁ αὐτοκράτο-ρας Μαξιμίνος (311), καὶ αὐτὸ ἔγινε, γιὰ νὰ ἐνι-σχύσει τοὺς Χριστιανούς. Καὶ ἡ ἄλλη (333), ὕστε-ρα ἀπὸ προτροπὴ τοῦ Μ. Ἀθανασίου, ὁ ὁποῖος ἔγραψε καὶ τὴ βιογραφία τοῦ Ἁγίου, προκειμένου νὰ τὸν ἐνισχύσει στὸν ἀγώνα του, κατὰ τῶν Ἀρειανῶν.

Τὸ 305 μ.Χ. συνι-στοῦσε στοὺς διαφόρους ἐρημίτες, οἱ ὁποῖοι ἤθε-λαν νὰ μονάσουν ἐκεῖ καὶ τοὺς νουθετοῦσε νὰ ἀποσύρονται, στὰ ἡσυ-χαστήρια τῆς ἐρήμου, τὰ ὁποῖα, ἀπὸ τὸ ἔτος αὐτό, εἶχε ἀρχίσει νὰ ἱδρύει. Ἐκεῖ, οἱ μοναχοί, εἴτε ἀπὸ τὴν ἔρημο, εἴτε ἀπὸ τὶς σκῆτες, στὶς ὁποῖες ἦταν κλεισμένοι ἢ ἀπὸ τοὺς στύλους, ὅπου ἡ μαρτυρικὴ ἄσκηση τοὺς καλοῦσε ν’ ἀνεβαίνουν, δὲν ἔπαυαν νὰ πιστεύουν ὅτι ἡ προσωπική τους σωτηρία ἔπρεπε νὰ περάσει ἀπ’ αὐτὴν τοῦ πλησίον.

Ἀπόσυρση, λοιπόν, στὴν ἔρημο, συνιστοῦσε ὁ ἅγιος∙ γιὰ μᾶς, πού, σήμερα, ἡ πρώτη μας ἔγνοια εἶναι τό: «Μὴν μπλέκεις συναισθηματικά», κάτι τέτοιο εἶναι ἀδιανόητο καὶ ὅσο περισσότερο τὸ ἄτομο ἀναγκάζεται νὰ ζήσει, μέσα στὸ συνωστισμὸ τῶν μαζῶν, τόσο περισσότερο νιώθει νὰ πιέ­ζεται, ἀπὸ τὴν ἀνάγκη νὰ «μὴν μπλέκει». Τὸ νὰ μπορέσει, ὅμως, νὰ παρακολουθήσει τὸ ρυθμὸ τῆς ἐποχῆς, γιὰ νὰ κερδίσει τὴν κοινωνικὴ ἀναγνώριση, μέσῳ τῆς συνεχοῦς ἀπόκτησης ὑλικῶν ἀγαθῶν, ἀπαιτεῖ συνεχὴ ἑτοιμότητα.

Ἡ δαπάνη, τὸ τίμημα τῆς αὐτοπραγμάτωσης, στὰ πλαί-σια τῆς καταναλωτικῆς κοινωνίας, δὲν εἶναι ἁπλὰ οἰκο-νομικὴ φθορά∙ εἶναι ἄγχος, πού, συνεχῶς, προσαυξά-νεται ὅσο οἱ ἀπαιτήσεις καὶ τὰ ἐρεθίσματα τῆς κοινωνίας πολλαπλασιάζονται.

Ἔτσι, λοιπόν, τὸ «ἐγώ» βρίσκεται ἀντιμέτωπο μ’ ἕναν κόσμο ἐκθαμβωτικό, ταχύτατα ἐξελισσόμενο, χωρὶς νὰ

ἔχει τὶς ἀπαιτούμενες ἐγγενεῖς δυνάμεις νὰ ἀντισταθεῖ. Δὲν ἔχει θωρακισθεῖ, ἀνάλογα, γιὰ νὰ ἀντεπεξέλθει στὶς και-νούριες ἀπειλὲς ποὺ γεννᾶ ὁ πολιτισμός, μὲ ἀποτέλεσμα αὐτὴ ἡ συνείδηση τῆς ἀδυναμίας του νὰ τοῦ δημιουργεῖ ἄγχος.

Ζώντας, λοιπόν, ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος, κάτω ἀπὸ τέτοιες συνθῆκες, σ’ ἕναν κόσμο χαοτικό, ἀδυνατεῖ νὰ συλλάβει τὸ νόημα τῆς ἐρήμου, ἔτσι, ὅπως τὸν βίωσαν οἱ μοναχοὶ ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι εἶδαν τὴν ἔρημο, ὡς μιὰ αὐθεντική, τὴν πιὸ αὐθεντική, μάλιστα, εὐαγγελικὴ πα-ρουσία ζωῆς, γιατὶ τὸ Εὐαγγέλιο, ὡς μήνυμα σωτηρίας, ἐξαγγέλλεται πρῶτα-πρῶτα, ἀπὸ τὴν ἔρημο. Ὁ ἅγιος Ἰω-

Στόχος, καὶ διακαὴς πόθος τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου ἦταν ἡ προσέγγισή του μὲ τὸν Θεό.

Ἐπέλεξε νὰ ἀποσυρθεῖ στὴν ἔρημο, στὴν ἔρημο τὴν ἀσκητική,

ποὺ προσφέρει, στὸν ἀσκούμενο, τὴν ἀπαραίτητη ἐλευθερία,

γιὰ τὴν πραγμάτωση τοῦ στόχου του.

Συνάντηση τοῦ Ἁγ. Ἀντωνίου καὶ τοῦ Ἁγ. Παύλου τοῦ Θηβαίου. Φορητὴ εἰκόνα ἀπὸ τὴ Μονὴ Ξηροποτάμου, β΄ μισὸ 17ου αἰ.

Page 7: Αγιος Αντώνιος

26

άννης ὁ Βαπτιστὴς κηρύσσει, προδρομικά, τὸ μήνυμα τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ, στὴν ἔρημο. Ἀκόμη, ἡ ἔρημος, μέσα στὸ Εὐαγγέλιο, παρουσιάζεται ὡς πνευματικὸς χῶρος μὲ ἐσχατολογικὲς διαστάσεις, ποὺ πλαισιώνουν τὸν θρίαμβο τοῦ Κυρίου ἐπὶ τοῦ σατανᾶ, ἀφοῦ ὁ Ἰησοῦς «ἐπειράσθη ὑπὸ τοῦ διαβόλου», ἀφοῦ «ἀνήχθη εἰς τὴν ἔρημον» (Ματθ. 4, 1) καὶ ὁ ἀσκητι-κός Του θρίαμβος προδιατυποῦται, καὶ πάλι, μέσα στὴν ἔρημο (Ματθ. 4, 11). Αὐτός του ὁ θρίαμβος ἀπο-τελεῖ, ταυτόχρονα, τὴ «σπερματικὴ δύναμη» τοῦ ἐρημικοῦ ἀσκητικοῦ θριάμβου.

Ἐμεῖς οἱ «ἐγκόσμιοι» χριστιανοὶ θὰ πρέπει νὰ δώσουμε ἰδιαίτερη σημασία στὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ἔρημος, ὡς βασικὸς καὶ ἀνεπανάληπτος, ἱστορικά, σταθμὸς τοῦ λυτρωτικοῦ ἔργου τοῦ Κυρίου, κατέχει πρωτεύ-ουσα θέση. Καὶ θὰ πρέπει, ὁπωσ-δήποτε, νὰ δοῦμε τὴν ἐμπειρία αὐτὴ τῆς ἀσκητικῆς ἐρήμου, σὰν μία μυστικὴ ἐσωτερικὴ διάσταση τοῦ αὐθεντικοῦ χριστιανοῦ.

Αὐτόματα, γεννιέται τὸ ἐρώτη-μα: Εἶναι δυνατὸν ὁ «ἐγκόσμιος», ὁ «κοινωνικός» χριστιανὸς νὰ βιώσει τὴν ἔρημο, ὡς παρουσία πνευμα-τικὴ καὶ λειτουργία τοῦ χριστιανι-κοῦ βιώματος, ὁπότε ἔχει νόημα ὑποχρεωτικό, μέσα στὸν στροβιλι-ζόμενο κόσμο, μέσα στὸν ὁποῖον ρίχτηκε ἑκών-ἄκων; Πράγματι τὸ νὰ προτείνει κάποιος στὸν «κοινω-νικό» χριστιανὸ νὰ βιώσει τὴν ἐρη-μικὴ ζωή, μέσα στὴν καθημερινό-τητά του, μὲ ὅ,τι αὐτὴ συνεπάγεται, εἶναι μία οὐτοπία.

Ὡστόσο, ἡ ἔρημος μὲ τὴν ἔννοια τῆς πολυδύναμης πνευματικῆς λει-τουργίας, τῆς «λειτουργίας» τοῦ χριστιανικοῦ βιώματος εὑρίσκει τὴν πραγμάτωσή της, μέσα στὸν κοινω-νικὸ χῶρο. Κατὰ τὸν Ἅγ. Κασσιανὸ τὸν Ρωμαῖο (πρὸς Κάστορα Ἐπίσκοπον, Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν νηπτικῶν, τόμος Α΄, σελ. 61 κ. ἑξ.), ὅποιος θέλει νὰ βιώσει τὴ λειτουργία αὐτὴ τῆς ἐρήμου πρέπει, πρὶν ἔρθει νὰ κατοικήσει, στὴν ἔρημο, νὰ ἀπαλλαγεῖ, νὰ ἐρημωθεῖ ἀπὸ τὰ πάθη του, γιατὶ ἡ ἔρημος προσφέρει ἐμπειρίες δυ-ναμικὲς μόνον σ’ αὐτὸν ποὺ ἔχει ἀποβάλει τὰ πάθη του. Καὶ ὁ Νικήτας Στηθάτος ἀπορρίπτει τὴν ἄποψη ὅτι ἡ ἀρετὴ πραγματώνεται μέσα στὴν ἔρημο μὲ τὴν τοπική, μόνον, ἔννοια∙ τὸ ἔργο τῆς ἀρετῆς, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὴν

ἀναμόρφωση τῆς ψυχῆς στὸ ἀρχαῖο της κάλλος, μπορεῖ νὰ πραγματωθεῖ «ἐν παντὶ τόπῳ τῆς δεσποτείας αὐτοῦ» (Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν νηπτικῶν, τόμος Γ΄, σελ. 289 ἑξ.).

Πρέπει, λοιπόν, ὅποιος ἀποφασίζει νὰ ζήσει στὴν ἔρη-μο, νὰ ἀπαρνηθεῖ τὶς αἰσθητικὲς ἐντυπώσεις τοῦ κόσμου, νὰ ἀρνηθεῖ τὶς ἀπολαύσεις τῆς σάρκας, γιατί, μόνον ἔτσι,

πραγματώνεται αὐτὸ ποὺ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἔθεσε, ὡς ὅρο βασικό: «Ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν».

Τὸ πνευματικὸ καὶ κοινωνικὸ περιεχόμενο τῆς ἐρήμου, ποὺ ἀπο-τελοῦν τὸ πολυδύναμο νόημά της, εἶναι ἀπέραντο, ἀσχημάτιστο. Ἡ ἔρη-μος, ὡς εἰκόνα, ἡ τοπική, δηλαδή, ἔννοιά της, δὲν εἶναι κάτι ποὺ μπο-ρεῖ νὰ προσδιοριστεῖ καὶ ἡ εἰκόνα αὐτή, ἡ ἀπροσδιόριστη, ἡ ἀπουσία, ἡ ὁποία ἐκφράζεται μὲ τὴν τοπικὴ ἔννοια τῆς ἐρήμου, εἶναι αὐτὴ ποὺ δίνει τὴν ἔννοια τῆς εὐσέβειας, τῆς πραγματικῆς, σὲ ὅλο της τὸ βάθος καὶ τὴν ἔκταση, τῆς εὐσέβειας, ποὺ βιώνεται ἀπὸ τὸν ἀσκητὴ καὶ εἶναι ἀπέραντη, ἀσχημάτιστη, χωρὶς κά-ποιον συγκεκριμένο τύπο, χωρὶς προσωπεῖο. Αὐτὸ τὸ προσωπεῖο, ὁ ἱδρυτὴς τῆς ψυχολογίας τοῦ βά-θους, Karl Jung, θεωρεῖ ὅτι εἶναι ἀπαραίτητο, ἐφ’ ὅσον προστατεύει τὸν ἄνθρωπο, ἀποτρέποντας τὸν κίνδυνο νὰ συγκρουσθεῖ μὲ τὴν ὀδυνηρὴ πραγματικότητα, μὲ τὴν πραγματικότητα τῆς ζωῆς.

Ὁ ἀσκητὴς δὲν βλέπει τὴν ἔρη-μο ὡς ψυχολογικὴ ἀναγκαιότη-τα, ἡ ὁποία, ἴσως, ἀπὸ πολλούς, ἐκλαμβάνεται καὶ ὡς θρησκευτικὴ ἀναγκαιότητα. Ἀνάμεσα σ’ αὐτὲς – τὴν ψυχολογικὴ καὶ θρησκευτικὴ ἀναγκαιότητα – ὑπάρχει μία βαθιὰ ὑπαρξιακὴ ἀντίθεση, μέσα στὴν ὁποία εἶναι πασιφανὴς ἡ ἐρημικὴ ἐσωτερικότητα, σ’ ὅλες της τὶς δια-στάσεις. Αὐτὸ εἶναι, στὸ βάθος, μιὰ

ἀπάτη, ἀφοῦ παρουσιάζει ἕναν ἄνθρωπο νὰ φαίνεται δι-αφορετικὸς ἀπ’ αὐτό, ποὺ στὴν πραγματικότητα, εἶναι. Ἕναν ἄνθρωπο ὑποκριτή, ὑποβιβάζοντάς τον, μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, ἀφαιρώντας του τὴν ἀνθρώπινη ἀξιοπρέπεια. Ὅπως, γίνεται κατανοητό, ὁ μοναχὸς δὲν υἱοθετεῖ συμπε-ριφορές, ποὺ θὰ ἐνίσχυαν αὐτὴ τὴν ὑπαρξιακὴ ἀντίφαση, δὲν μπορεῖ νὰ ἀνεχθεῖ συμπεριφορὰ ὑποκριτική.

Ἄλλωστε, οἱ συμπεριφορὲς αὐτοῦ τοῦ εἴδους συνεπά-γονται, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἄλλα, καὶ διχασμὸ τῆς προσωπικό-

Μόνον στὴν ἔρημο, μὲ τὸ πολυδύναμο νόημά της, εἶναι δυνατὸν στὸν ἐρημίτη νὰ ἀπομακρύνει τὴ σκέψη του ἀπὸ τὸν πλαστό, τὸν εἰκονικὸ καὶ ἀπατηλὸ ἑαυτό του ὥστε νὰ μπορέσει νὰ σκάψει βαθιὰ μέσα του, νὰ συναντήσει τὸ ἀκάθαρτο βάθος του.

Ἅγιος Ἀντώνιος, Ἱ. Ν. Ἁγίων Ἀναργύρων, Καστοριά

Page 8: Αγιος Αντώνιος

27

τητας, ἐφ’ ὅσον ὑπάρχει διάσταση βούλησης καὶ πράξης, διάσταση, ἡ ὁποία προσδίδει τραγικότητα στὸν ἄνθρωπο. Στὴν περίπτωση τῆς ἀσκητικῆς ἐρήμου, ἡ ἐπιλογὴ τῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι ἀποφασίζουν νὰ ζήσουν ἐκεῖ, ἔχει, καθαρά, χαρακτήρα προσωπικὸ καὶ ἡ πραγματοποίησή της ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ ἴδιο τὸ ἄτομο, σὲ μεγάλο βαθμό, τὸ ὁποῖο καλεῖται νὰ ἐνεργοποιήσει ὅλες του τὶς δυνάμεις, ἔτσι, ὥστε νὰ καταφέρει τὴν ταύτιση βούλη-σης καὶ πράξης, ἡ ὁποία φαίνεται νὰ εἶναι αὐτονόητη, ἀφοῦ τὸ ἄτο-μο μπορεῖ νὰ προσδιορίζει τὸ πε-ριεχόμενο καὶ τὸν χαρακτήρα τῶν πράξεών του. Ἂν ἡ βούληση εἶναι ἡ θεωρία, ἡ ζωή, συνολικὰ καὶ στὰ ἐπὶ μέρους, δὲν εἶναι παρὰ ἡ ἔμπρα-κτη ἔκφρασή της. Ἡ συνολική, δη-λαδή, προσπάθεια, γιὰ τὴν κατά-κτηση αὐτῶν τῶν στόχων, τὸ πεδίο ὑλοποίησης καὶ πραγμάτωσης τῆς βούλησης. Καὶ ἡ βούληση δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο, ἀπὸ ἕνα σύνολο «θέλω», ποὺ ἀφοροῦν σὲ μικροὺς ἢ μεγάλους στόχους, ποὺ δίνουν περιεχόμενο, στὸ ἀθόρυβο κύλημα τοῦ χρόνου, ποὺ δίνουν ἀπαντήσεις σὲ ὑπαρξιακὰ ἐρωτήματα.

Ἕνας παράγοντας ποὺ «ἀπαγο-ρεύει» αὐτὴν τὴν ταύτιση, εἶναι ἡ κοινωνία∙ ἔτσι, ἄτομο καὶ κοινωνία γίνονται ἀνταγωνιστὲς καὶ σ’ αὐτὴν τὴν περίπτωση, ἡ μετατροπὴ τῆς βούλησης σὲ πράξη ἐμποδίζεται, ἀπὸ δυνάμεις, ποὺ ὑπερβαίνουν, κατὰ πολύ, τὴ δύναμη τοῦ μεμο-νωμένου ἀτόμου, εἶναι οἱ λεγόμε-νοι κοινωνικοὶ καταναγκασμοί, μιὰ σειρὰ ἀπὸ «πρέπει», ποὺ περιορί-ζουν τὴν ἐλευθερία τῆς βούλησης τοῦ ἀτόμου καὶ τὸ ἐμποδίζουν νὰ πραγματώσει τοὺς στόχους του. Ὅταν, ὅμως, οἱ ἀτομικὲς ἀνάγκες δὲν ταυτίζονται μὲ τὶς κοινωνικές, ὅταν ἀντιμάχονται ἡ ἀτομικὴ καὶ κοινωνικὴ ἰδιότητα τοῦ ἀτόμου, ἡ κοινωνία «ἀναιρεῖ τὸ δικαίωμά του νὰ δρᾶ καὶ νὰ ἱκανοποιεῖ τὶς ἐπιδιώξεις του, ὁρίζοντάς του αὐτὴ τὸ «πεδίο ἀγώνα καὶ πάλης».

Στόχος, καὶ διακαὴς πόθος τοῦ Ἁγ. Ἀντωνίου ἦταν ἡ προσέγγισή του μὲ τὸν Θεό. Ἐπέλεξε, λοιπόν, ἀλλὰ συ-νιστοῦσε καὶ σὲ ὅσους εἶχαν τὸν ἴδιο στόχο, νὰ ἀποσυρ-θοῦν στὴν ἔρημο, στὴν ἔρημο τὴν ἀσκητική, ποὺ προ-σφέρει, στὸν ἀσκούμενο, τὴν ἀπαραίτητη ἐλευθερία, γιὰ τὴν πραγμάτωση τοῦ στόχου του. Αὐτὴ τὴν ἀπόσυρση,

θὰ μποροῦσα νὰ τὴν ὀνομάσω μοναχικότητα, ἡ ὁποία εἶναι συνειδητὴ ἐπιλογὴ καί, ἑπομένως, δημιουργική. Εἶναι κάθαρση καὶ δὲν ἔχει σχέση μὲ τὴ μοναξιά, ἡ ὁποία εἶναι ἀπομόνωση, βιασμὸς τοῦ «εἶναι». Εἶναι τὸ ὀδυνηρὸ «σύνδρομο» τῶν πόλεων.

Μέσα στὴν ἔρημο αὐτὴ βρίσκει κανεὶς κάποιον, ποὺ εἶναι, ἀληθινὰ ὁ ἑαυτός του, ποὺ ἀπορρίπτει τὴν προκατάληψη, τὴν κοινοτοπία, τὴν ὑποκρισία, «τὸ προσωπεῖον», ποὺ κινεῖται, ἐλεύθερα.

Προκειμένου, λοιπόν, ὁ Ἅγιος νὰ βρίσκεται μόνος, ἔχοντας, κο-ντά του, τὸν Θεὸ ἄλλαζε, συχνά, τόπους ἄσκησης, προχωρώντας ὅλο καὶ πιὸ βαθιὰ στὴν ἔρημο, ὥστε νὰ μὴν τὸν φθάνει ἡ βοὴ τοῦ κόσμου.

Ὄχι ὅτι κι ἐκεῖ τὸν ἐγκατέλειψαν οἱ πειρασμοί. Νύχτες ὁλόκληρες πάλευε, μαζί τους καί, στὸ τέλος, μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ, βγῆκε νι-κητής. Παρέμεινε, ὅμως ταπει-νός∙ ποτέ του δὲν ἔδειξε ἔπαρση, ἀλλά, συνέχισε νὰ ἀγωνίζεται καὶ σὲ ἄλλους τομεῖς, ποὺ θὰ τὸν ὁδη-γοῦσαν, ὅσο γινόταν, πλησιέστερα, στὸ στόχο του. Δὲν ἦταν λίγες οἱ φορὲς ποὺ δὲν ἔτρωγε, γιὰ ἀρκετὲς ἡμέρες, οὔτε ψωμί. Τὸ σῶμα ἦταν λιπόσαρκο, ὅμως, μὲ τὴ φλόγα τοῦ πνεύματός του, θέρμαινε τὰ πλή-θη, ὥστε νὰ διατηροῦν τὴν πίστη τους καὶ νὰ ἀποκρούουν αἱρετικὲς διδασκαλίες.

Στὸν βίο του Ἁγίου, ἔτσι, ὅπως τὸν ἔγραψε ὁ Μ. Ἀθανάσιος, περι-έχονται ἀρκετά, γιατί, ὁπωσδήποτε, θὰ ὑπῆρχαν πολλά, ἱεραποστολικὰ περιστατικὰ τῆς μακρόχρονης πο-ρείας τῆς ζωῆς του. Στὸ προοίμιο, λοιπόν, τοῦ βίου τοῦ Ἁγίου, ὁ Μ. Ἀθανάσιος ἀναφέρει ὅτι: «Καὶ μόνη ἡ ἀναφορὰ στὸ ὄνομα τοῦ Ἀντωνί­

ου, ἀποτελεῖ γιὰ τὸν ἴδιον κέρδος». Καὶ συνεχίζει: «Εἶμαι σίγουρος ὅτι ἂν κι ἐσεῖς ἀκούσετε, ἀφοῦ τὸν θαυμάσετε, θὰ θελήσετε νὰ τὸν μιμηθεῖτε». Γιατί: «Ἐστι γὰρ μοναχοῖς ἱκανὸς χαρακτὴρ πρὸς ἄσκησιν ὁ Ἀντωνίου βίος». Παρά-δειγμα γιὰ τοὺς μοναχοὺς ὁ βίος τοῦ Ἁγίου. Ἡ πρώτη νίκη, τὴν ὁποίαν κατήγαγε, ἦταν ἐναντίον τοῦ δράκοντος (σατανᾶ), στὸν ὁποῖον εἶπε τὰ ἑξῆς: «Πολὺ εὐκαταφρό­νητος τυγχάνεις⋅ καὶ γὰρ μέλας εἶ τὸν νοῦν, καί, ὡς παῖς, ἀσθενής⋅ οὐδεμία μοί, λοιπόν, ἐστι φροντὶς περὶ σοῦ»∙ Καὶ

Εἶναι οἱ ἐμβληματικοὶ παράγοντεςτοῦ κυρίαρχου σήμερα «πολιτισμοῦ» τῶν μὴ-κυβερνητικῶν ὀργανώσεων,

μὲ κάργα κυβερνητικὲς χρηματοδοτήσεις,

κι ἄλλων τέτοιων φαιδρῶν,ποὺ ἀγνωνιοῦν νὰ ἐξασφαλίσουν

τὴ συνέχειά τους, μέσῳ τῆς δικής μας ἀ-συνέχειας .

Οἱ ἐρημίτες οἱ ὁποῖοι, μέσα στὴν ἀσκητικὴ ἔρημο, καταπολεμοῦν

τὰ πάθη τους μὲ τὴν συνεχὴ ἄσκηση καὶ προσευχή, προσεγγίζουν τὸν Θεό, βοηθώντας τὸν ἄνθρωπο, νὰ ξαναβρεῖ

τὴν ἀγάπη γιὰ τὴ ζωή.

Ἅγιος Εὐθύμιος, Ἱ. Ν. Ἁγίων Ἀναργύρων, Καστοριά

Page 9: Αγιος Αντώνιος

28

συνέχισε: «Κύριος γὰρ ἐμοὶ βοηθός, κἀγὼ ἐπόψομαι τοὺς ἐχθρούς μου». Ὁ δράκων: «Εὐθὺς καταπτήξας τὰς φωνὰς καὶ φοβηθεὶς ἔτι κἂν ἐγγίσαι τῷ ἀνδρί».

Ὅταν, κάποτε, τὸν ἐπισκέφθηκαν ὅλοι οἱ μοναχοὶ καὶ ἤθελαν νὰ τοὺς μιλήσει τοὺς εἶπε στὴν Αἰγυπτιακὴ (κο-πτική) γλώσσα, μιὰ πού, μόνον, αὐτὴ γνώριζε, ὅτι θὰ πρέπει νὰ δίνουν ἰδιαίτερη σημασία, στὸν ἐποικοδομητικὸ διάλογο, μεταξὺ τῶν πιστῶν καί, κυρίως, τῶν μοναχῶν. Ἐπίσης, τοὺς τόνισε τὴν ἀξία τῆς ἀρετῆς: «Διὰ τί, οὖν μὴ δι’ ἀρετῶν καταλιμπάνομεν (ὑλικὰ ἀγαθά) ἵνα καὶ βασι­λείαν κληρονομήσωμεν; Διὰ τοῦτο μηδὲ τοῦ κτᾶσθαι τῆς ἡμῶν ἐπιθυμίας λαμβανέτω» μιὰ ποὺ ἡ ἀπόκτησή τους δὲν ἀποφέρει κανένα κέρ-δος, ἀφοῦ αὐτὰ «μηδὲ αἴρο­μεν μεθ’ ἑαυτῶν». Ἡ ἀρετὴ ἀποτελεῖ καὶ εἶναι ἴδιον τῆς ἀνθρώπινης φύσης.

Ὅταν τὸ ἔτος 311-312 ἦρθε, στὴν Ἀλεξάνδρεια, γιὰ νὰ ἐνθαρρύνει τοὺς ἀγωνι-ζομένους, στὸ δικαστήριο, τὸ ἔκανε αὐτό, μὲ παρρησία καί, μάλιστα, τοὺς συνόδευε, μέχρι τὸν τόπο τοῦ μαρτυρί-ου καὶ παρέμενε ἐκεῖ, μέχρι νὰ ξεψυχήσουν. Ὅταν ἐπέ-στρεψε, στὴ μετάνοιά του καὶ πάλι, τὸν ἐπισκέφθηκαν πολλοὶ μοναχοὶ πάσχοντες∙ στοὺς μοναχοὺς ἐπαναλάμ-βανε συνεχῶς νὰ πιστεύουν καὶ νὰ ἀγαποῦν τὸν Θεό, νὰ ἀπομακρύνουν τοὺς βρώμι-κους λογισμούς, ἀπὸ τὴ σκέ-ψη τους καὶ νὰ ἀντιστέκονται, στὶς ἐπιθυμίες τῆς σάρκας. Νὰ μὴν εἶναι κενόδοξοι, νὰ προσεύχονται, συνεχῶς, νὰ ψάλλουν, πρὶν καὶ μετὰ τὸν ὕπνο, νὰ ἀποστηθίζουν τὰ παραγγέλματα τῶν Γραφῶν, νὰ ἐνθυμοῦνται τὶς πράξεις τῶν ἁγίων καὶ νὰ ἠχεῖ, πάντα, στ’ αὐτιά τους τὸ τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «Ἑαυτοὺς ἀνα­κρίνετε καὶ ἑαυτοὺς δοκιμάζετε» (Β΄ Κορ. 13, 5). Ἰδιαίτερα, συνιστοῦσε τὸν καθημερινὸ ἀπολογισμὸ τῶν πράξεων ἀπὸ τὸν καθ’ ἕνα, «… ἕως ἂν ἔλθῃ ὁ Κύριος, ὁ τὰ κρυπτὰ ἐρευνῶν» (Α΄ Κορ. 4, 5, Ρωμ. 2, 16).

Συχνά, τὸν ἐπισκέπτονταν ἀσθενεῖς, τοὺς ὁποίους, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ἐθεράπευε καί, πάντοτε, εὐχαρι-στοῦσε τὸν Κύριο, παρακαλώντας τοὺς θεραπευμένους νὰ κάνουν τὸ ἴδιο, γιατὶ ἡ θεραπεία προῆλθε ἀπὸ τὸν Θεό.

Γράμματα δὲν θέλησε, ποτέ του, νὰ μάθει. Ὅμως, μπο-ροῦσε, ἄνετα, νὰ συνομιλεῖ μὲ φιλοσόφους καὶ πεπαι-δευμένους καὶ νὰ ἀλληλογραφεῖ, καὶ μὲ βασιλεῖς ἀκόμα. Κάποτε, τὸν ἐπισκέφθηκαν δύο φιλόσοφοι, γιὰ νὰ τὸν χλευάσουν, ἐπειδὴ δὲν ἤξερε γράμματα. Ἐκεῖνος κατά-λαβε τὶς προθέσεις τους καὶ τοὺς παρήγγειλε πὼς δὲν εἶχε νόημα ν’ ἀσχοληθοῦν μ’ ἕναν ἀνόητο. Οἱ φιλόσοφοι ἀπάντησαν ὅτι δὲν τὸν θεωροῦν ἀνόητο, ἀλλά, τοὐνα-

ντίον, πολὺ σοφό, ὁπότε ὁ Ἅγιος ἀνταπάντησε: «Ἂν ἤλθατε, ὣς ἐδῶ, γιὰ νὰ συ­ναντήσετε κάποιον τρελλό, μάταια κοπιάσατε⋅ ἂν μὲ θε­ωρεῖτε συνετὸ γιατί δὲν ἀκο­λουθεῖτε τὸ δικό μου παρά­δειγμα; Ἃν ἐγὼ ἐρχόμουν νὰ σᾶς ἐπισκεφθῶ, θὰ τὸ ἔκανα, γιὰ νὰ σᾶς μοιάσω, ἀφοῦ ξέ­ρετε πὼς πρέπει νὰ μιμούμα­στε τὸ καλό. Ἔτσι, λοιπόν, κι ἐσεῖς κάνετε αὐτὸ ποὺ εἶμαι ἐγώ, γίνετε Χριστιανοί».

Σὲ κάποιους ἄλλους, πού, κι ἐκεῖνοι τὸν συνάντη-σαν καὶ ἤθελαν, γιὰ τὸν ἴδιο λόγο μὲ τοὺς φιλοσόφους, νὰ τὸν χλευάσουν, ὑπέβαλε τὴν ἐρώτηση: Ποιό ἀπὸ τὰ δύο προηγεῖται, ὁ νοῦς ἢ τὰ γράμματα; Ὁ νοῦς ὀφείλεται στὰ γράμματα ἢ τὰ γράμμα-τα στὸ νοῦ; Ἡ ἀπάντηση ποὺ ἔλαβε ἦταν ὅτι ὁ νοῦς προ-ηγεῖται. Καὶ ἡ ἀποστομωτικὴ ἀπάντηση τοῦ Ἁγίου: Ἄρα, ὅποιος ἔχει γερὸ μυαλό, δὲν χρειάζεται γράμματα.

Σὲ κάποιους νεοπλατω-νικούς, ποὺ κορόιδευαν τὴ

μελέτη τοῦ κηρύγματος τοῦ σταυροῦ, ὁ Ἅγιος, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, ἀπάντησε: «Ἐμεῖς δὲν ἔχουμε ἐμπιστοσύνη σὲ ἀπο­δείξεις φιλοσοφικές, στηριζόμαστε στὴ δύναμη τῆς πίστης. Δοκιμάστε νὰ θεραπεύσετε αὐτοὺς τοὺς δαιμονισμένους, πού, μόλις πρὶν λίγο μοῦ ἔχουν φέρει ἐδῶ, μὲ ὅποιο μέσο σᾶς ἐπιτρέπει ἡ θρησκεία σας. Ἐπικαλεσθεῖτε τὴ δύναμη τῶν εἰδώλων σας». Στὴ συνέχεια, ἀφοῦ εἶδε ὅτι οἱ ἄνθρωποι δὲν εἶχαν, πράγματι, ἐμπιστοσύνη στὰ εἴδωλά τους, σχη-μάτισε τρεῖς φορὲς τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, πάνω στοὺς ἀρρώστους καὶ προσευχήθηκε, στὸν Κύριο. Ἀμέσως, οἱ ἄνθρωποι θεραπεύτηκαν κι ἔφυγαν, εὐχαριστώντας τὸν Θεό. Δὲν σταμάτησε, ὅμως, ἐδῶ. Ἤθελε, μὲ τὴ μαιευτική, κατὰ κάποιον τρόπο μέθοδο, νὰ τοὺς κάνει νὰ παραδε-χτοῦν ὅτι ἡ σοφία τους ἦταν ἀπόρροια λογικῶν συνδυ-

Ζώντας ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος σ’ ἕναν κόσμο χαοτικό, ἀδυνατεῖ νὰ συλλάβει τὸ νόημα τῆς ἐρήμου, ἔτσι, ὅπως τὸν βίωσαν οἱ μοναχοὶ ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι εἶδαν τὴν ἔρημο ὡς μιὰ αὐθεντική, τὴν πιὸ αὐθεντική, μάλιστα, εὐαγγελικὴ παρουσία ζωῆς.

Ἅγιος Ἀντώνιος

Page 10: Αγιος Αντώνιος

29

ασμῶν, ἐνῷ ἡ ἐξακρίβωση τῆς ἀλήθειας μπορεῖ νὰ γίνει μὲ ἀρχικὴ παραδοχή. Στὴν ἐρώτησή του, ἂν προηγεῖται ἡ πίστη ἢ ἡ ἀπόδειξη, ἀπάντησαν πὼς ἡ ἀκριβὴς γνώση τῆς ἀλήθειας ξεκινᾶ ἀπὸ τὴν ἀρχικὴ ἀποδοχή. Καὶ κατέληξε: «Ἡ πίστη ἔχει πηγή της τὰ βιώματα τῆς ψυχῆς, ἐνῷ ἡ λογικὴ ἀπόδειξη εἶναι μία, καθαρά, τεχνικὴ μέθοδος».

Κάποτε, ἀφοῦ ἡ φήμη του εἶχε ἐξαπλωθεῖ, παντοῦ, ὁ αὐτοκράτορας Μ. Κωνσταντίνος καὶ οἱ δύο του γιοί, Κωνστάντιος καὶ Κώνστας, τοῦ ἔστειλαν ἐπιστολές, τὸν ἀποκαλοῦσαν πατέρα καὶ ζη-τοῦσαν τὴν εὐλογία του. Οἱ ἄλλοι μοναχοὶ θαύμαζαν, γιὰ τὶς ἐπιστολὲς τοῦ αὐτοκράτο-ρα, κι ἐκεῖνος, ταπεινά, τοὺς ἔλεγε: «Νὰ μὴν θαυμάζετε γιὰ τὶς ἐπιστολὲς τοῦ βασιλιᾶ, μιὰ ποὺ κι ἐκεῖνος εἶναι ἄνθρω­πος⋅ νὰ θαυμάζετε μᾶλλον γιὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Θεὸς ἔγραψε στοὺς ἀνθρώπους τὸν νόμο καὶ μᾶς μίλησε, μέσῳ τοῦ Υἱοῦ του».

Μόνον, λοιπόν, στὴν ἔρημο, μὲ τὸ πολυδύνα-μο νόημά της – δηλαδὴ τὸ πνευματικὸ καὶ κοινωνικό της περιεχόμενο –, εἶναι δυ-νατὸν στὸν ἐρημίτη νὰ ἀπο-μακρύνει τὴ σκέψη του ἀπὸ τὸν πλαστό, τὸν εἰκόνικο καὶ ἀπατηλὸ ἑαυτό του ὥστε νὰ μπορέσει νὰ σκάψει βαθιά, μέσα του, νὰ συναντήσει τὸ ἀκάθαρτο βάθος του. «Ἔνδον σκάπτε», δίδασκαν οἱ Στωικοί, ἀναγνωρίζοντας ὅτι ἡ ἐνδοσκόπηση ἀποτε-λεῖ σπουδαία ἀρετή. Ὅμως, γιὰ νὰ μπορέσει ὁ ἀσκητής, ἀλλὰ καὶ ὁ κάθε ἄνθρωπος, νὰ σταθεῖ καὶ νὰ ἀντικρίσει τὸν ἑαυτό του, πρόσωπο μὲ πρόσωπο, πρέπει νὰ ἀπαλ-λαγεῖ ἀπὸ τὴν τύρβη τοῦ κόσμου, ἀπὸ τὴ φροντίδα, γιὰ τὴ συσσώρευση ὑλικῶν ἀγαθῶν, ὑποκινούμενος ἀπὸ τὴν ἀπληστία. Κι αὐτὴ ἡ ἀπληστία τὸν ἐξωθεῖ συνεχῶς, πρὸς τὴν αὐτοκαταστροφή του. Ἡ ἀγχώδης βιασύνη, τὸ ἄγχος ποὺ βιάζει τὴ ζωή, συμβάλλει στὴν ἀποστέρηση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὶς βαθύτερες ἀνθρώπινες ἰδιότητές του, ἀπὸ τὴ σκέψη καί, κυρίως, ἀπὸ τὸν Θεό.

Μέσα στὴ μοναξιά του, ὁ ἄνθρωπος ὁδηγεῖται, ἀναπό-φευκτα, σὲ σύγκρουση, συνειδητοποιώντας τὸν ἀποκλει-σμό του, ἀπέναντι σ’ αὐτὸν τὸν πολύμορφο καὶ πολυδιά-στατο κόσμο. Χάνει τὸν ἑαυτό του, χάνει τὸν ἄνθρωπο,

τὸν πλησίον του. Χάνει τὴν ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὸν ἄνθρωπο πού, χωρὶς αὐτήν, ὁ κόσμος εἶναι μία ἀπέ-ραντη μοναξιά. Αὐτὸ τὸ χάσμα, ἀνάμεσα στὸ ἐγὼ καὶ στὸν κόσμο, εἶναι δυνατὸν νὰ γεφυρωθεῖ ἂν ὑπάρξει τὸ κατάλληλο ὑποστήλωμα, πάνω στὸ ὁποῖο θὰ θεμελιωθεῖ ἡ γέφυρα ἐπικοινωνίας ἀτόμου-κόσμου.

Τὸν ρόλο αὐτοῦ τοῦ ὑποστηλώματος καλύπτουν οἱ ἐρημίτες, οἱ ἀσκητές, οἱ ὁποῖοι, μέσα στὴν ἀσκητικὴ ἔρη-

μο, καταπολεμοῦν τὰ πάθη τους καί, μὲ τὴν συνεχὴ ἄσκη-ση καὶ προσευχή, προσεγγί-ζουν τὸν Θεό, βοηθώντας τὸν ἄνθρωπο, μὲ μεγάλη, πάντο-τε, κατανόηση καὶ ἐπιείκεια, νὰ ξαναβρεῖ τὴν ἀγάπη γιὰ τὸν ἄνθρωπο, τὴν ἀγάπη γιὰ τὴ ζωή, δηλαδὴ νὰ προσεγγί-σουν κι αὐτοὶ τὸν Θεό, ἀφοῦ: «Ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστι», βγαίνο-ντας, ἔτσι, ἀπὸ τὰ στενὰ ὅρια τοῦ ἐγώ. Μὲ τὸν τρόπο αὐτόν, τὸ ἄτομο γίνεται ἱκανὸ νὰ ἐλα-χιστοποιήσει, νὰ μειώσει ἢ καὶ νὰ ἐξαφανίσει τοὺς ἐξαναγκα-σμούς, οἱ ὁποῖοι τὸ καταδικά-ζουν σὲ διάσταση βούλησης καὶ πράξης. Ἂν ἡ διάσταση αὐτὴ προσδίδει τραγικότητα στὸν ἄνθρωπο, τότε ἡ ταύτι-ση ἀποτελεῖ, ἢ τουλάχιστον, πρέπει νὰ ἀποτελεῖ ὁριακὸ σημεῖο ἰσορροπίας καὶ εὐτυ-χίας γι’ αὐτόν.

Τὸν Ἅγιο Ἀντώνιο ἀκο-λούθησε μία ἀτελείωτη σειρὰ ἀπὸ μεγάλους ἀσκητές, ποὺ μὲ τὴ διδασκαλία τους, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ ζωντανό τους παρά-δειγμα, ὁδήγησαν πολλοὺς ἀνθρώπους στὴν ὁδὸ τῆς

σωτηρίας. Μέσα στὰ περιορισμένα πλαίσια τῆς μελέτης αὐτῆς, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ τοὺς συμπεριλάβουμε ὅλους. Ἀρκούμαστε, λοιπόν, στὴν ἀναφορὰ σὲ κάποιους ἀπὸ αὐτούς, ποὺ ἔδρασαν στὴν ἔρημο τῆς Αἰγύπτου καὶ ἀνέ-πτυξαν ἱεραποστολικὴ δράση: Ὁ Εὐάγριος ὁ Ποντικὸς (†399), ἀσκητὴς καὶ λόγιος, ὁ Θέων, ὁ ἀββᾶς Ἀμοῦν, ὁ μάρτυρας ἀββᾶς Κύρος καὶ πολλοὶ ἄλλοι, ποὺ μὲ τὸ «ζῶν ὕδωρ» ξεδίψασαν τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι κατέφευγαν σ’ αὐτούς, ζητώντας στήριξη καὶ ἐνθάρρυν-ση, ἀπὸ τὴν ἄγνοια, ὑπερασπίστηκαν τὴν ἁγία πίστη τοῦ Χριστοῦ. g

Εἶναι οἱ ἐμβληματικοὶ παράγοντεςτοῦ κυρίαρχου σήμερα «πολιτισμοῦ» τῶν μὴ-κυβερνητικῶν ὀργανώσεων,

μὲ κάργα κυβερνητικὲς χρηματοδοτήσεις,

κι ἄλλων τέτοιων φαιδρῶν,ποὺ ἀγνωνιοῦν νὰ ἐξασφαλίσουν

τὴ συνέχειά τους, μέσῳ τῆς δικής μας ἀ-συνέχειας .

Ἐμεῖς οἱ «ἐγκόσμιοι» χριστιανοὶ θὰ πρέπει νὰ δώσουμε ἰδιαίτερη

σημασία στὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ἔρημος, ὡς βασικὸς καὶ ἀνεπανάληπτος,

ἱστορικά, σταθμὸς τοῦ λυτρωτικοῦ ἔργου τοῦ Κυρίου,

κατέχει πρωτεύουσα θέση.

Ἅγιος Συμεὼν ὁ Στυλίτης, Ἱ. Ν. Παναγίας τοῦ Ἄρακος, Κύπρος

Page 11: Αγιος Αντώνιος

30

Ὁ ἐπονομαζόμενος καθηγητὴς τῆς ἐρήμου Μέγας Ἀντώνιος γεννήθηκε τὸ ἔτος 251 στὴν κωμόπολη Κομὰ τῆς Αἰγύπτου, πλησίον τῆς ἀρχαίας Μέμφι-

δος. Οἱ γονεῖς του ἦταν ἀρκετὰ εὔποροι κι εὐσεβεῖς. Ἔμει-νε ὅμως ἀγράμματος, γιατὶ ἐκεῖ κοντὰ δὲν ὑπῆρχε κανένα σχολεῖο. Κατάφερε ὅμως προσπαθώντας, ἀγωνιζόμενος καὶ φωτιζόμενος, νὰ μάθει ὅλη σχεδὸν τὴν Ἁγία Γραφὴ

ἀπέξω, καθὼς μαρτυρεῖ ὁ ἱερὸς Αὐγουστίνος. Μιλοῦσε μόνο τὴν τοπικὴ κοπτικὴ διάλεκτο. Εἶχε ἀπέραντη μνήμη. Νέος κήδεψε τοὺς γονεῖς του.

Ἕξι μῆνες μετὰ τὸν θάνατό τους μοίρασε τὴ μεγάλη κτηματική του περιουσία, ποὺ τὴν ἀποτελοῦσαν τρια-κόσια περίπου χωράφια, στοὺς φτωχούς. Στὴ συνέχεια πῆγε τὴν ἀδελφή του σὲ γυναικεῖο κοινόβιο νὰ μονάσει. Ἐλεύθερος ἀπ’ ὅλα βάδισε καὶ ὁ ἴδιος πρὸς τὸν μοναχι-σμό. Στὴν ἀρχὴ δούλεψε σκληρὰ ὡς ἐργάτης. Κατόπιν πῆγε καὶ κλείστηκε σ’ ἕναν τάφο. Ἀναχώρησε γιὰ τὴν ἔρημο. Ἐπὶ μία εἰκοσαετία ἀσκήθηκε ὑπεράνθρωπα σ’ ἕνα τόπο ἄγριο, σκληρὸ καὶ ἐντελῶς ἀπαραμύθητο, με-

ταξὺ τοῦ ποταμοῦ Νείλου καὶ τῆς Ἐρυθρᾶς θάλασσας. Ἡ μόνη του ἐπικοινωνία μὲ τοὺς ἀνθρώπους ἦταν δυὸ φορὲς τὸν χρόνο, γιὰ νὰ λάβει λίγα τρόφιμα ἀναγκαῖα.

Ἀργότερα τὸν πλησίασαν πολλοὶ ἀσκητές, ἀναχω-ρητές, θαυμαστές του καὶ κατοίκησαν πλησίον του σὲ μικρὰ πενιχρὰ οἰκήματα καὶ σχημάτισαν τὴν πρώτη λαύ-ρα. Ἡ μεγάλη του ἄσκηση καὶ τὸ πλῆθος τῶν θαυμάτων του τὸν ἔκαναν πολυσέβαστο. Δυὸ φορὲς μόνο κατῆλθε στὴν Ἀλεξάνδρεια. Τὴν πρώτη, τὸ 311, γιὰ νὰ στηρίξει τοὺς μάρτυρες τῆς πίστεως. Τὴ δεύτερη, τὸ 335, γιὰ νὰ στιγματίσει τὴ φοβερὴ αἵρεση τοῦ ἀρειανισμοῦ, τὴν ὁποία ὀνόμαζε «πρόδρομο τοῦ ἀντιχρίστου». Ὅταν οἱ πατέρες τῆς λαύρας αὐξήθηκαν ἀναγκάσθηκε ν’ ἀναχω-ρήσει στὴ βαθύτερη ἔρημο τῆς Θηβαΐδος, γιὰ νὰ ζήσει ἕνα ὑπέροχο, ἀπερίσπαστο καὶ ἀμέριμνο βίο. Ἔζησε συ-νολικὰ 85 ἔτη ὡς ἐρημίτης. Στὶς 17.1.355 παρέδωσε τὸ πνεῦμα του στὸν Πλάστη του ὁ γενναῖος, ἐπίμονος, ἡρω-ικὸς καὶ θαρρετὸς αὐτὸς ἀθλητής. Πλησίον του εἶχε τοὺς μαθητές του Ἰσαὰκ καὶ Πηλούσιο. Ἔχοντας φωτεινὸ καὶ καθαρὸ νοῦ τοὺς λέει: «Ἐγὼ μέν, τέκνα, ὁρῶ ἐμαυτὸν κα­λούμενον ὑπὸ τοῦ Κυρίου, ὑμεῖς νήφετε… Μὴ φοβηθῆτε τοὺς δαίμονας, τέκνα, ἀλλὰ μᾶλλον τὸν Χριστὸν ἀεὶ ἀνα­πνέετε…». Ὅλη του ἡ περιουσία ἦταν τρία ροῦχα. Τὸ ἕνα τὸ ἔδωσε στὸν πατριάρχη Ἀλεξανδρείας, τὸν Μέγα Ἀθανάσιο, τὸν φίλο του καὶ ἄριστο βιογράφο του. Τὸ ἄλλο στὸν ἐπίσης ἀγαπητὸ φίλο του ἀσκητή-ἐπίσκοπο Σεραπίωνα. Τὸ τρίτο στοὺς ὑποτακτικούς του Ἰσαὰκ καὶ Πηλούσιο. Πρὶν ἐκπνεύσει εἶπε: «Καὶ σώζεσθε τέκνα, ὁ γὰρ Ἀντώνιος μεταβαίνει καὶ οὐκέτι μεθ’ ὑμῶν ἐστι…».

Ὁ ἀγράμματος ἀσκητὴς σαγήνευε μὲ τὸν χαριτωμένο λόγο του καὶ τοὺς πιὸ γραμματισμένους. Ἦταν θεοφώ-τιστος, θεοχαρίτωτος καὶ πάντοτε θεοκίνητος. Εἶχε λόγο γλαφυρό, περίφημο, διακριτικό, νηφάλιο, ἁπλό, σαφή, πειστικό, ἀφοπλιστικὸ καὶ ἐμπνευσμένο. Ἀσυμβίβαστος μὲ ὅ,τι ἀντιευαγγελικὸ κι ἀντιμοναχικὸ σὲ ὅλη τὴ ζώη του. Τὸ κύριο χαρακτηριστικὸ τῆς ζωῆς του ἦταν ὅτι ἦταν ταπεινός. Παρὰ τὸ ὅτι τὸν θαύμαζαν ὑπερβολικὰ οἱ πά-ντες, ἀκόμη καὶ ἄρχοντες πολιτικοὶ κι ἐκκλησιαστικοί, διατηροῦσε μόνιμα τὴν ἀσκητικότητα, τὴν ἁπλότητα καὶ τὴν καθαρὴ ταπεινότητα. Ὑπῆρξε πρότυπο, κανόνας καὶ ὑπόδειγμα τῆς ἀκραιφνοῦς ἀσκητικῆς ζωῆς.

Ἡ ὑπερβολικὴ ἄσκηση τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου, ἡ ἀδιάκοπη μόνωση, οἱ συνεχεῖς νηστεῖες, ἀγρυπνίες καὶ προσευχές, ἡ ἐπιμελὴς παθοκτονία, ἡ ὑπομονετικὴ ἀρε-τοσυγκομιδή, τὸν ἔκαναν ἱκανὸ νὰ λάβει οὐράνια χαρί-σματα καὶ νὰ ἔχει τὸν τίτλο τοῦ πρώτου χριστιανοῦ μονα-χοῦ, τοῦ πρώτου ὁσίου τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Ἀπὸ τὴν καλύβη τοῦ ὁσίου Ἀντωνίου τῆς αἰγυπτιακῆς Θη-βαΐδος ξεκινᾶ τὸ θεάρεστο ρεῦμα τοῦ μοναχισμοῦ, ποὺ

Μνήμη Ἀντωνίου τοῦ Μεγάλου

Τοῦ Μοναχοῦ Μωυσῆ Ἁγιορείτου

Φωτογραφία Γιώργου Ἀνανιάδη, Μοναχός

Page 12: Αγιος Αντώνιος

31

Ἡ ὑπερβολικὴ ἄσκηση τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου, ἡ ἀδιάκοπη μόνωση, οἱ συνεχεῖς νηστεῖες, ἀγρυπνίες

καὶ προσευχές, ἡ ἐπιμελὴς παθοκτονία, ἡ ὑπομονετικὴ ἀρετοσυγκομιδή,

τὸν ἔκαναν ἱκανὸ νὰ ἔχει τὸν τίτλο τοῦ πρώτου χριστιανοῦ μοναχοῦ, τοῦ

πρώτου ὁσίου τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.

σύντομα ἐξαπλώνεται στὸ Σινά, τὴν Ἀντιόχεια, τὴ Συρία, τὴν Παλαιστίνη, τὴν Κύπρο, τὴ Μικρὰ Ἀσία, τὴν Κωνστα-ντινούπολη, τὴν Ἑλλάδα, τὰ Βαλκάνια, τὸν Βορρὰ καὶ τὴ Δύση. Σύγχρονοι τοῦ Ἀντωνίου ὑπῆρξαν ὁ Παχώμιος, ὁ Ἀμμοῦν, ὁ Μακάριος, ὁ Νεῖλος, ὁ Παῦλος καὶ ἄλλοι. Ὅμως ὁ Ἀντώνιος τοὺς ξεπέρασε ὅλους, ἔγινε ὁ διαπρε-πέστερος. Θὰ μπορούσαμε νὰ μιλοῦμε γιὰ ἀντωνιακὸ μοναχισμό. Ὁ Ἀντώνιος ἀγάπησε ὑπέρμετρα τὸν Θεό. Ὁ μοναχὸς φεύγει στὴν ἔρημο ἀπὸ μεγάλη ἀγάπη στὸν Θεό, γιὰ νὰ τὸν ὑπηρετήσει ἀμέριμνα, ἀπερίσπαστα, ὁλοσχερῶς. Ἡ μεγάλη αὐτὴ ἀγάπη του ἐξακτινώνεται καὶ πρὸς τοὺς ἀδελφούς του μὲ διάφορους τρόπους. Κυρί-ως ὅμως διὰ τῆς προσευχῆς. Ὁ μοναχισμὸς τοῦ Ἀντω-νίου διῆλθε μέχρι σήμερα διάφορες τροπές. Μπορεῖ ὁ πυρήνας του νὰ παραμένει ὁ αὐτός, ἀλλὰ ἡ ἐξωτερική του δομὴ διαμορφώθηκε μὲ διάφορους κατὰ καιροὺς τρόπους. Ἀπὸ τὴν ἄλλη ὁ ἁγιοτρόφος μοναχισμός μας παρεξηγήθηκε τρομερά, ἠθελημένα ἢ ἀθέλητα, ἀκόμη καὶ ἀπὸ πρόσωπα ποὺ ποτὲ δὲν θὰ τὸ περίμενες. Ἀκό-μη καὶ ἀπὸ ἐκκλησιαστικοὺς ἄνδρες ποὺ βλέπουν ὅλα τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας μόνο ὡς ἄψογους κοινωνικοὺς ἐργάτες ποὺ ἀποδίδουν ἔργα κοινωνικῆς προνοίας, βο-ηθείας καὶ φιλανθρωπίας.

Δὲν θ’ ἀσχοληθοῦμε ἐδῶ μὲ γνωστοὺς μοναχομά-χους, οἱ ὁποῖοι δὲν γνωρίζουν κι ἐπιμένουν σὲ θέσεις ἀντιευαγγελικές, ἀντιστόρητες καὶ ἀναληθεῖς. Δὲν θὰ παινέσουμε τὸ σκαρί μας οὔτε θ’ αὐτολιβανιστοῦμε. Ὅμως δὲν μποροῦμε νὰ μὴ λυπηθοῦμε, πονέσουμε, προβληματιστοῦμε καὶ σκανδαλιστοῦμε ὅταν ὑψηλοὶ πνευματικοὶ πατέρες ζητοῦν περικοπὴ τῶν ἱερῶν ἀκο-λουθιῶν τῶν ἱερῶν μονῶν καὶ μεταγλώττιση τῶν ἱερῶν κειμένων καὶ γνωστοὶ πρωτοσύγκελλοι ἀναφέρονται ὑποτιμητικῶς σὲ κορυφαίους Γέροντες ποὺ βοήθησαν πολλοὺς πολύ…

Ὁ ὅσιος Ἀντώνιος εἰκοσάχρονος ἄκουσε στὸν ἱερὸ ναὸ τὸν λόγο τοῦ Κυρίου στὸν πλούσιο νέο: «Πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι» (Ματθ. ιθ΄, 21). Τὸν λόγο τοῦ Εὐαγγελίου τὸν ἔκανε ἀμέσως πράξη δίχως κανένα δισταγμό. Ὅταν, μετὰ ἀπὸ λίγο, ἄκουσε πάλι: «Μὴ μεριμνήσητε εἰς τὴν αὔριον⋅ ἡ γὰρ αὔριον μεριμνήσει τὰ ἑαυτῆς» (Ματθ. στ΄, 34) μοίρασε καὶ ὅλα τὰ ὑπόλοιπα ὑπάρχοντά του. Συνδύασε τὴν ἐλευθεροποιὸ ἀκτημοσύ-νη μὲ τὴ θεοποιὸ ἐλεημοσύνη. Μὲ τῶν «δακρύων του τὰς ροάς» γεώργησε «τῆς ἐρήμου τὸ ἄγονον». Μὲ τὰ θερμά, γλυκά, ἄκοπα, καρδιακὰ δάκρυα, κατὰ τὸν ὅσιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος, καθαρίσθηκε, ἀλλὰ καὶ εὐλογή-θηκε, γιατὶ πολλὰ τῶν δακρύων του χύθηκαν χάρη τῶν ἀγαπητῶν ἀδελφῶν του. Οἱ δεήσεις καὶ οἱ ἀγρυπνίες του δὲν ἦταν ἰδιωτικὲς καὶ ἀτομικές, ἀλλὰ γιὰ ὅλο τὸν πάσχοντα κόσμο.

Ὁ μοναχισμὸς ποὺ ἵδρυσε ὁ ὅσιος Ἀντώνιος πρὶν 1655 ἔτη διατηρεῖται ὡς ἱερὸς θεσμός, ὡς εὐαγγελικὴ

ὁδός, ὡς ἁγιοτρόφος ἀνάβαση. Ὁ μοναχισμὸς εἶναι ἀναγκαῖος καὶ σήμερα καὶ πάντοτε. Γι’ αὐτὸ καὶ σήμερα, παρὰ τὴν πολεμικὴ ποὺ δέχεται, διατηρεῖται ἀνθηρός. Πάντως ὅποτε ὁ μοναχισμὸς ἦταν ἀκμαῖος εἶχε καὶ ἡ Ἐκκλησία αἴγλη. Ὁ μοναχισμὸς δὲν ἀναπτύχθηκε ποτὲ δίπλα στὴν Ἐκκλησία ἀλλὰ πάντοτε μέσα στὴν Ἐκκλη-σία. Κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ τὸν ἐμποδίσει καὶ περιορίσει. Εἶναι μεγάλη ἀνάγκη τῆς ψυχῆς τίμιων ἀνθρώπων ποὺ ζητοῦν τὴν πλήρη ἀφιέρωση. Τὸ νὰ πολεμοῦν σήμερα ἀρχιερεῖς τὸν μοναχισμό μας εἶναι σημεῖο τῶν καιρῶν ποὺ δύσκολα ἐξηγεῖται…

Ὁ ὅσιος Ἀντώνιος ὁ Μέγας, ὁ καθηγητὴς τῆς ἐρήμου, ἂς ἀναπαύεται μακάρια στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Θεοῦ.

Ὁ μοναχισμὸς ποὺ μᾶς ἄφησε ἱκανοποιεῖ μέχρι σήμε-ρα μεγάλα πνεύματα. Ἀποτελεῖ δροσοβόλο πνευματικὴ ὄαση, στὴ σημερινὴ βαβυλώνια κάμινο, στὴν ἐρημία τῶν πόλεων. Ἡ κοινωνία τῆς ἐρήμου φωτίζει καὶ παρα-μυθεῖ. Ὁ ὅσιος Ἀντώνιος λέγει: «Ὁ τῇ ἀληθείᾳ λογικὸς ἄνθρωπος, μίαν ἔχει σπουδήν, τὸ πείθεσθαι καὶ ἀρέσκειν τῷ Θεῷ τῶν ὅλων».

Ἅγιε τοῦ Θεοῦ Ἀντώνιε πρέσβευε πάντοτε ὑπὲρ πά-ντων ἡμῶν. g

Φωτογραφία Γκίντερ Στόκινγκερ, Ἅγιον Ὄρος

Page 13: Αγιος Αντώνιος

32

Ἡ ἀσκητικὴ ζωή

Τοῦ Παύλου Εὐδοκίμωφ

Ὁ ἀσκητισμὸς ἀρνητικά, καὶ ἅμα τὸν ἰδοῦμε ἀπὸ χα-μηλά, εἶναι «ἀόρατος πόλεμος», πόλεμος ἀδιά-κοπος καὶ χωρὶς ἀνάπαυλα∙ θετικά, καὶ ἅμα τὸν

ἰδοῦμε ἀπὸ ψηλά, εἶναι φώτιση, πρόσκτηση δώρων, χαρι-σματισμός. Κατὰ τὸ ἐπιτυχημένο σχό-λιο τοῦ ἁγίου Σεραφεὶμ τοῦ Σαρώφ, οἱ μωρὲς παρθένες τῆς εὐαγγελικῆς παραβολῆς (Μτθ. κε΄ 1-13) δὲν εἶχαν λίγες ἀρετές, ἀφοῦ, ἂν καὶ «μωρές», ἦταν, ὡστόσο, παρθένες, κενὲς ὅμως ἀπὸ τὶς δωρεὲς τοῦ ἁγίου Πνεύμα-τος. Γιὰ τοῦτο καὶ ἡ προσευχὴ πρὸς τὸ ἅγιον Πνεῦμα δέεται: «Καθάρισον ἡμᾶς ἀπὸ πάσης κηλίδος» καὶ «ἐλθὲ καὶ σκήνωσον ἐν ἡμῖν».

Ὁ ἀσκητὴς ἀρχίζει μὲ τὴν θέα τῆς ἰδικῆς του ἀνθρώπινης πραγματικό-τητας: «Γνῶθι σαυτόν», ἀφοῦ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ γνωρίση τὸν Θεό, ἂν δὲν γνωρίση πρῶτα τὸν ἑαυτό του1. «Ὁ αἰσθησθεὶς τῶν ἑαυτοῦ ἁμαρτιῶν κρείττω ἐστὶ τοῦ ἐγείροντος τοὺς νε­κρούς» καὶ «ὁ ἀξιωθεὶς ἰδεῖν ἑαυτόν, αὐτὸς κρείττων ἐστὶ τοῦ ἀξιωθέντος ἰδεῖν τοὺς ἀγγέλους». Κατανοοῦμε πόσο πλατειὰ εἶναι μία τέτοια ὅρα-ση, ἀφοῦ τὸ μεγαλύτερο παράδοξο τοῦ κακοῦ εἶναι, κατὰ τὸν ἅγιο Γρη-γόριο Νύσσης, ὅτι βυθίζει τὴν ὕπαρ-ξη μέσα στὴν μὴ ὕπαρξη. Αὐτὸς ὁ φαντασματικός, ὁ ἀνυπαρκτικὸς χαρακτήρας τοῦ κακοῦ καθ’ ἑαυτὸ τονίζεται ἰδιαίτερα στὴν σκέψη τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης∙ ὁ ἴδιος ὑπενθυμίζει καὶ τὴν παρασιτικὴ ὄψη τοῦ κακοῦ: τὰ πάθη φυτρώνουν σὰν «μυρμηκιαί», σὰν τερατώδη σαρκώματα πάνω στὸ ἀγαθὸ ὄν2. Ὁ ἄθεος ὑπαρξισμὸς σχηματίζει μ’ αὐτὰ μία φιλοσοφία τοῦ ἄτοπου: «Τὸ ὄν εἶναι χωρὶς λόγο, χωρὶς αἰτία, χωρὶς ἀναγκαιότητα3∙ κάθε τὶ ποὺ ὑπάρ­χει, γεννιέται χωρὶς λόγο, συνεχίζεται ἀπὸ ἀδυναμία, πε­θαίνει ἀπὸ σύμπτωση»4.

Ἀναγνωρίζομε ἐδῶ τὰ τρία φράγματα, ποὺ ἀφαίρεσε ὁ Χριστός, γιὰ τὰ ὁποῖα κάνει λόγο ὁ Νικόλαος Καβά-σιλας: τὴν φυσικὴ ἐλαττωματικότητα, τὴν διεστραμμένη θέληση καί, τέλος, τὸν θάνατο. Χωρὶς τὸν Χριστὸ δὲν μέ-νει παρὰ μία ἀνυπαρξικὴ ἐπανάσταση (Camus, Bataille) ἐναντίον στὴν ἀτοπία, ἐπανάσταση ἀνενεργή, ἀφοῦ στὸ

τέρμα τὴν περιμένει μόνον ἡ ἐκμηδένιση. Ἡ ἀγωνία με-ταβάλλεται σὲ παραλήρημα «μιᾶς χαρᾶς μαρτυρικῆς» ποὺ ἐκδηλώνεται «μ’ ἕνα γέλιο ἄγριο κι ἀπάνθρωπο». Ἡ ἔσχατη βαθμίδα τῆς πτώσεως βρίσκεται στὴν μοναξιὰ

ποὺ προκαλεῖ ἡ ἐνσυνείδητη ἄρνηση τῆς χάριτος: ἔτσι ὁρίζουν οἱ σύνοδοι τὸ θανάσιμο ἁμάρτημα.

Ὁ κανὼν τοῦ ἁγίου Ἀνδρέου Κρήτης (ποὺ ψάλλεται τὴν Μεγάλη Τεσσαρακοστή καὶ ὁ κανὼν τοῦ ἁγίου Ἰω-άννου Δαμασκηνοῦ (ἡ νεκρώσιμη ἀκολουθία) εἶναι μία εἰσαγωγὴ στὴν τέλεια ἐπιστήμη τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, ἕνα εἶδος ἀσκητικοῦ σκάφανδρου γιὰ νὰ κατέρχεται καὶ νὰ ἐξερευνᾶ τὰ κατοικημένα ἀπὸ τέρατα βάραθρά της.

Ἔχοντας λάβει αὐτὸ τὸ «στιγμιότυπο» τῆς ἀβύσσου της ἡ ψυχή, τείνει πραγματικὰ πρὸς τὴν θεία εὐσπλαχνία

Ἅγιος Ἀντώνιος ὁ Μέγας καὶ Προφήτης Ἠλίας

Page 14: Αγιος Αντώνιος

33

Ὁ ἅγιος Ἀντώνιος ὁ Μέγας

τὴν στιγμὴ τοῦ θανάτου του,

ἐνῷ ἤδη ἀκτινοβολοῦσε

ἀπὸ φῶς, εἶπε:

«Ἀκόμη δὲν ἄρχισα καλὰ-καλὰ

τὴν μετάνοια...»

(«ἀβύσσῳ πταισμάτων κυκλούμενος τὴν ἀνεξιχνίαστον τῆς εὐσπλαχνίας σου ἐπικαλοῦμαι ἄβυσσον»). Ἡ ἀνύψω-ση εἶναι βαθμιδωτή∙ ἡ «Κλίμαξ παραδείσου» τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου ἀναπτύσσει τὴν ἀναγωγικὴ κίνησή της βαθμίδα-βαθμίδα∙ μόνη ἡ τελευταία ἀπὸ τὶς βαθμί-δες αὐτὲς εἰκονίζει τὸν Ἔρωτα. Ἔτσι ἡ ἀσκητικὴ σοφία κατατοπίζει γιὰ τὸν κίνδυνο τῆς ἐλαφρότητας κάθε ἐρω-τικοῦ παιγνιδιοῦ∙ ὁ ἀληθινὸς ἔρωτας ἔρχεται ὡς καρπὸς

τῆς πνευματικῆς ὡριμότητας, τὴν ὁποία στεφανώνει καὶ ἀποτελειώνει.

Τὸ κλίμα μιᾶς ὅλο καὶ πιὸ πολὺ βαθυνόμενης καὶ καλλιεργούμενης ταπεινώσεως περιβάλλει σ’ ὁλόκλη-ρη τὴν διάρκειά της τὴν ἀσκητικὴ ζωή. Ὁ ἅγιος Ἀντώνιος ὁ Μέγας τὴν στιγμὴ τοῦ θανάτου του, ἐνῷ ἤδη ἀκτινο-βολοῦσε ἀπὸ φῶς, εἶπε: «Ἀκόμη δὲν ἄρχισα καλὰ­καλὰ τὴν μετάνοια...»5.

Ἡ ταπείνωση εἶναι ἡ μόνη δύναμη6 ποὺ καταστρέ-φει ριζικὰ κάθε πνεῦμα μνησικακίας, ἀντεκδικήσεως καὶ

ἐγωκεντρισμοῦ, ἐπειδὴ μεταφέρει τὸ κέντρο τῆς ζωῆς ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο στὸν Θεό∙ παύει ὁ ἄνθρωπος νὰ θε-ωρῆ ὅτι τὸ σύμπαν περιστρέφεται γύρω ἀπ’ τὸ «ἐγώ» του καὶ βρίσκει ὁ ἴδιος θέση μέσ’ στὸν Θεό∙ βρίσκεται ἔτσι ἀκριβῶς στὴν θέση του.

Στὸν «ἀόρατο πόλεμο» τῆς ἀσκήσεως ἡ προσοχὴ στρέφεται πρὸς τὴν πνευματικὴ πηγὴ τοῦ κακοῦ. Βλέ-πομε μία μεγάλη διαφορὰ ἀπὸ τὴν λατινικὴ ἀντίληψη

γιὰ τὴν ἀδυναμία τῆς σαρκός, τὴν infirmitas carnis, καὶ τὴν ἀκόμη πιὸ ἀπόλυτη προτεσταντικὴ ἀντίληψη γιὰ τὴν ὁλοκληρωτικὴ χρεοκοπία τοῦ κτίσματος (creatura ex sese deficit). Ἡ ἁμαρτία ὅμως δὲν ἔρχεται ἀπὸ κάτω, ἀπὸ τὴν φύση∙ συντελεῖται στὸ πνεῦμα καὶ μόνον ὕστερα ἐκδη-λώνεται μέσα ἀπ’ τὸ ψυχικὸ καὶ τὸ σαρκικό. Ἔτσι ἡ ἄσκηση, διακριβώ-νοντας τὴν ἱεραρχικὴ δομὴ τῆς φύ-σεως, τείνει πρὸς τὴν δεσποτεία τοῦ πνευματικοῦ πάνω στὸ ὑλικό. Κάνει δυνατὴ μία ἀσκητικὴ ἐπανεγκατοί-κηση τῆς ὕλης. Ἡ ὕλη, ὅπως καὶ τὰ πάθη, εἶναι καλὴ στὰ χέρια τῶν διδα-σκάλων τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Κατὰ τὸν ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή, ἀκόμη καὶ ἡ «ἐπιθυμία», ὁ σαρκικὸς πόθος, ἅμα καθαρθῆ, μπορεῖ νὰ γίνη θερμὸς πόθος τοῦ θείου. g

1. Φιλοκαλία (ρωσ.), Ε΄ 1: Διδασκαλία περὶ τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς.2. Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, Ρ.G. 46, 50 C. Λόγος πρὸς τοὺς πενθοῦντας, Ρ.G. 46, 529 Α.3. J. P. SARTRE, L’ être et le néant, σ. 713.4. J. P. SARTRE, La nausée, σ. 170.5. Ἡ «μετάνοια», μεταμόρφωση καὶ ἀναγέννη-ση, δὲν εἶναι μία πράξη, ἀλλὰ μία ψυχικὴ κατά-σταση καὶ ἑπομένως δὲν ἔχει τέρμα. Ἡ ἀντίθετη κατάσταση εἶναι ἡ «ἀκηδία», ἡ ἀναισθησία τῆς «πετρωθείσης καρδίας».6. Ὁ Ἀντώνιος ἔλεγε στενάζοντας: «Εἶδον πά­

σας τὰς παγίδας τοῦ ἐχθροῦ ἡπλωμένας ἐπὶ τῆς γῆς καὶ στενάξας εἶπον. Τίς ἄρα παρέρχεται ταύτας; Καὶ ἤκουσα φωνῆς λεγούσης μοι⋅ ἡ ταπεινο­φροσύνη» (Ρ.G. 65, 77 Β). Ἡ ταπείνωση δὲν εἶναι διόλου θρίαμβος τοῦ μηδενὸς μέσα στὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ τὸ ἀκριβέστατο αἴσθημα τῆς ἀπο-στάσεως μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπου, ποὺ τοποθετεῖ τὸν τελευταῖον ἀκριβῶς στὴν θέση του.

Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ἡ Ὀρθοδοξία», ἐκδ. Β. Ρηγόπουλου.

Ἁγιογραφία τοῦ Ἀντώνη Φίκου γιὰ τὴν Πειραϊκὴ Ἐκκλησία

Page 15: Αγιος Αντώνιος

34

Μέθοδοι ἀναμαρτησίας

Τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Δορμπαράκη

Μιλώντας γιὰ μεθόδους ἀναμαρτησίας, ποὺ ἐπρότει-νε ὁ ὅσιος Ἀντώνιος, δὲν ἐννοοῦμε ὅτι πράγματι ὁ Χριστιανὸς μπορεῖ νὰ φτάσει σὲ σημεῖο ποὺ δὲν θὰ

ἁμαρτάνει καθόλου. Ἐνῷ δηλ. κλήθηκε ὁ πιστὸς γιὰ κάτι τέτοιο - «ὅποιος εἶναι ἑνωμένος μὲ τὸ Χριστό, παύει ν’ ἁμαρ­τάνει. Ὅποιος ἁμαρτάνει, αὐτὸς οὔτε εἶδε οὔτε γνώρισε ποτὲ τὸ Χριστό... Ὅποιος ἔχει γεννηθεῖ ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ εἶναι παιδί Του, παύει ν’ ἁμαρτάνει, γιατὶ ἡ δύναμη τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ, ποὺ τὸν γέννησε, μένει μέσα του. Ἀφοῦ ὁ Θεὸς τὸν γέννησε, δὲν μπορεῖ νὰ συνεχίσει νὰ ἁμαρτάνει» (Α΄ Ἰω. 3, 6.9) - ἡ ἀμεσότητα τῆς ζωῆς τὸν κάνει νὰ διαπιστώνει τὴν πικρὴ πραγματικότητα: ἔστω καὶ μιὰ ὥρα νὰ εἶναι ἡ ζωή του στὸν κόσμο, θὰ ἁμαρτήσει. Καὶ τοῦτο γιατὶ ἡ ἀπόλυτη ἀναμαρτησία ἀνήκει μόνο στὸν Ἰησοῦ Χρι-στό. Ἐκεῖνος, ὡς Θεὸς καὶ ἄνθρωπος, ὄχι μόνον δὲν ἁμάρτη-σε, ὅσο ἦταν στὴ ζωὴ αὐτή, ἀλλ’ οὔτε κἂν μποροῦσε ν’ ἁμαρτή-σει. Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι ὅμως, ἔστω καὶ ἐνισχυ-όμενοι ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, μποροῦμε νὰ φτάσουμε μόνο σὲ σχετικὴ ἀναμαρτησία, ποὺ θὰ πεῖ ὅτι ἡ ἁμαρτία εἶναι μιὰ πραγματικότητα σύμφυτη - μετὰ τὴν πτώση - μὲ τὸ εἶναι τοῦ ἀνθρώπου. «Ἃν ἰσχυριστοῦμε πὼς εἴμαστε ἀναμάρτη­τοι, ἐξαπατοῦμε τὸν ἑαυτό μας καὶ δὲν λέμε τὴν ἀλήθεια» (Α΄ Ἰω. 1, 8). Ἄλλωστε ἡ ἁμαρτία δὲν βιώνεται τὸ ἴδιο ἀπὸ ὅλους. Ἀλλιῶς τὴ βιώνει ὁ ἀρχάριος στὴν πίστη, κι ἀλλιῶς ὁ προχωρημένος. Τὸ βάθος τῆς ἁμαρτίας βαίνει συνήθως παράλληλα πρὸς τὸ βάθος τῆς σχέσεώς μας μὲ τὸ Θεό.

Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς καὶ ἡ Ἐκκλησία μας δὲν χωρίζει τοὺς ἀνθρώπους σὲ ἁμαρτωλοὺς καὶ ἀναμαρτήτους: ὅλοι εἴμαστε ἁμαρτωλοί. Ἡ μόνη διάκρισή της εἶναι σὲ μετα-νοημένους καὶ σὲ ἀμετανόητους ἁμαρτωλούς. Κατὰ συ-νέπεια, οἱ προτάσεις-μέθοδοι ἀναμαρτησίας τοῦ ἁγίου

Ἀντωνίου κατανοοῦνται ὡς τρόποι γιὰ νὰ ἁμαρτάνουμε λιγότερο∙ νὰ φτάσουμε στὴ σχετικὴ καὶ κατ’ ἄνθρωπον ἀναμαρτησία. «Εἶναι ἀλήθεια πὼς ἡ συνείδησή μου δὲν μὲ ἐλέγχει γιὰ τίποτα, ­λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος­ ἀλλὰ αὐτὸ δὲν ἀποδεικνύει πὼς εἶμαι πραγματικὰ ἀθῶος. Αὐτὸς ποὺ μπορεῖ νὰ μὲ κρίνει εἶναι μόνο ὁ Κύριος» (Α΄ Κορ. 4, 4).

Πολλὲς μεθόδους προτείνει ὁ μεγάλος ὅσιος γιὰ νὰ μὴν ἁμαρ-τάνουμε. Κι εἶναι μέ-θοδοι ποὺ προτείνουν σχεδὸν ὅλοι οἱ ἅγιοί μας. Ἀπὸ τὶς πολλὲς αὐτὲς θὰ ἐπικεντρώ-σουμε τὸ ἐνδιαφέρον μας σὲ τρεῖς, ποὺ πι-στεύουμε, μποροῦν νὰ βοηθήσουν τὸν κάθε πιστὸ στὸ δρόμο τῆς πνευματικῆς του προ-κοπῆς.

α. Ἡ κάθε ἡμέρα: ἀρχὴ τῆς ἀσκήσεως

Ὁ Ἀντώνιος ἦταν ἀπόλυτα προσγειωμέ-νος στὴν πραγματικό-τητα. Ἤξερε ὅτι ὁ μόνος χρόνος ποὺ «ἔχει» στὰ χέρια του, εἶναι μόνο τὸ παρόν, τὸ σήμερα. Τὸ χθὲς ἔχει πιὰ παρέλθει. Εἴτε καλὸ εἴτε κακὸ γι’ αὐτόν, ἔχει πιὰ φύγει. Τὸ μέλλον εἶναι ἄδηλο καὶ ἄγνωστο. Τὸ γνω-

ρίζει μόνον ὁ Θεός. Ἔτσι τὸ πεδίο ποὺ εἶχε ν’ ἀγωνισθεῖ ἦταν μόνον τὸ βάθος τῆς μιᾶς ἡμέρας, τῆς κάθε ἡμέρας, τῆς «σήμερον». «Τῶν ὄπισθεν ἐπιλανθανόμενος, τοῖς δὲ ἔμπροσθεν ἐπεκτεινόμενος» κατὰ τὴ φράση τοῦ ἀποστό-λου Παύλου (Φιλιπ. 3, 13-14).

«Γιὰ τὴν ἀποφυγὴ τῆς ἀμελείας εἶναι καλὸ νὰ μελετᾶμε τὸ ρητὸ τοῦ Ἀποστόλου, τὸ «καθ’ ἡμέραν ἀποθνῄσκω». Διότι ἂν κι ἐμεῖς ζοῦμε ἔτσι, σὰν πεθαμένοι κάθε ἡμέρα, δὲν θὰ ἁμαρτάνουμε. Ἀκόμα ἂς συλλογιζόμαστε, ὅτι δὲν θὰ μείνουμε ζωντανοὶ ὣς τὸ βράδυ καὶ πάλι, ὅταν πρόκειται νὰ κοιμηθοῦμε, ἂς σκεφτώμαστε ὅτι δὲν θὰ σηκωθοῦμε, διότι ὁ χρόνος τῆς ζωῆς μας εἶναι φύσει ἄγνωστος καὶ ρυθμίζε­ται κάθε ἡμέρα ἀπὸ τὴν Θεία Πρόνοια. Ἃν ζοῦμε ἔτσι τὴν

Page 16: Αγιος Αντώνιος

35

Ἡ ἀναμαρτησία ποὺ εὔχεται ἡ Ἐκκλησία ἦταν καὶ τὸ περιεχόμενο

τῆς πνευματικῆς ἀσκήσεως τοῦ ἁγίου. «Κάθε ἡμέρα φρόντιζε

σὰν νὰ ἔκανε ἀρχὴ νὰ παρουσιάζη τὸν ἑαυτό του στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ,

ὅπως πρέπει, δηλαδὴ καθαρὸ στὴν καρδιὰ καὶ ἕτοιμο νὰ ὑπακούη

στὸ δικό Του θέλημα».

κάθε μας ἡμέρα καὶ ἂν συμπεριφερόμαστε ἀνάλογα, οὔτε θ’ ἁμαρτήσουμε, οὔτε θὰ ἐπιθυμήσουμε ὑλικὸ πράγμα, οὔτε θὰ ὀργισθοῦμε μὲ κανένα, οὔτε θὰ θησαυρίζουμε πάνω στὴ γῆ. Ἀλλὰ μὲ τὴν καθημερινὴ προσδοκία τοῦ θανάτου θὰ εἴμαστε ἀκτήμονες, θὰ συγχωρήσουμε τοὺς πάντες γιὰ ὅλα».

Ἡ προοπτικὴ τῆς κάθε ἡμέρας ὡς τῆς μοναδικῆς τῆς ζωῆς του ἦταν σὲ συμφωνία μὲ τὰ λόγια τοῦ Κυρίου: «μὴ μεριμνήσητε εἰς τὴν αὔριον∙ ἡ γὰρ αὔριον μεριμνήσει τὰ ἑαυτῆς∙ ἀρκετὸν τῇ ἡμέρᾳ ἡ κακία αὐτῆς» (Ματθ. 6, 34). Κι ἐπίσης ἐναρμονίζεται μὲ τὴν προσευχὴ τῆς Ἐκκλησί-ας μας. Ἐκείνη συνεχῶς εὔχεται νὰ μᾶς ἀξιώνει ὁ Θεὸς νὰ παραμένου-με ἀναμάρτητοι μόνο «διὰ τὴν ἡμέραν ταύ­την», «διὰ τὴν ἑσπέραν ταύτην», «διὰ τὴν νύκτα ταύτην». Κι ἀκριβῶς ἡ ἀναμαρτησία ποὺ εὔχε-ται ἡ Ἐκκλησία ἦταν καὶ τὸ περιεχόμενο τῆς πνευματικῆς ἀσκήσεως τοῦ ἁγίου γιὰ τὴν κάθε ἡμέρα του. «Ἅγιος μόνο γιὰ σήμερα» - «σὰν νὰ κάνετε ἀρχὴ κάθε ἡμέ­ρα», ἦταν τὸ σύνθημα τοῦ Ἀντωνίου. «Κάθε ἡμέρα φρόντιζε σὰν νὰ ἔκανε ἀρχὴ νὰ παρου-σιάζη τὸν ἑαυτό του στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ, ὅπως πρέπει, δηλ. καθαρὸ στὴν καρδιὰ καὶ ἕτοιμο νὰ ὑπακούη στὸ δικό Του θέλημα».

Εἶναι εὐνόητο ἔτσι ὅτι μιὰ τέτοια προοπτικὴ δὲν ἀφήνει κανένα περιθώριο ἀνάπτυξης οὔτε ἐγωισμοῦ καὶ ὑπερη-φάνειας ἀπὸ τυχὸν σώφρονα καὶ καλὴ ζωή, οὔτε ὅμως μελαγχολίας καὶ ἀπόγνωσης ἀπὸ τυχὸν παραστρατήμα-τα. Τὸ παρελθόν, εἴπαμε, ἔχει πιὰ φύγει. Ἀπὸ τὴν ἄλλη ὁποιοδήποτε ἄγχος καὶ ὁποιαδήποτε καλλιέργεια φα-ντασίας καὶ ὀνειροπολήματος ἀφανίζεται. Ἡ μνήμη τοῦ ἐνδεχομένου θανάτου στὸ τέλος τῆς ἡμέρας λειτουργεῖ ὡς ἀνάχωμα γιὰ παρόμοιες ἐκτροπές.

β. Ἡ καλλιέργεια τῶν καλῶν λογισμῶν

Πέρα ἀπὸ τὴν πρώτη, ἡ πιὸ κύρια μέθοδος ἀναμαρτη-

σίας τοῦ ὁσίου ἦταν ἡ καλλιέργεια καλῶν λογισμῶν. Ἀπὸ τὸ τί λογισμοὺς καλλιεργεῖ κανεὶς στὴν καρδιὰ καὶ τὸ νοῦ του ἐξαρτᾶται ἡ ποιότητα τοῦ ἐσωτερικοῦ του κόσμου. Ὁ Ἀντώνιος, εὑρισκόμενος μέσα στὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, πίστευε ὅτι οἱ καλοὶ λογισμοὶ καὶ ἡ ἐξάσκηση τῶν ἀρετῶν εἶναι τὰ μόνα σύμφωνα πρὸς τὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου. Διότι ὁ Θεὸς μᾶς δημιούργησε γιὰ νὰ ζήσου-με μαζί Του, τηρώντας τὸ θέλημά Του καὶ καλλιεργώντας τὶς ἀρετές. Οἱ φαῦλοι λογισμοὶ καὶ οἱ πονηρὲς σκέψεις

ἀποτελοῦν ἐκτροπὴ ἀπὸ τὴν ὀρθὴ πορεία.

«Ἡ ἀρετὴ εἶναι φυ­σικὴ κατάσταση... Τὸ νὰ εἶναι ἡ ἀνθρώπινη ψυχὴ εὐθεία, αὐτὸ ἀποτελεῖ τὴ φυσική της νοερὰ κατάσταση, ὅπως δηλ. δημιουργήθηκε. Ὅταν ὅμως πάλι παρεκκλίνει καὶ διαστραφεῖ ‘τὸ κατὰ φύσιν’, τότε αὐτὴ ἡ κα­τάσταση ὀνομάζεται κα­κία τῆς ψυχῆς. Διότι ἂν μείνουμε ὅπως πλασθή­καμε, εἴμαστε μέσα στὴν περιοχὴ τῆς ἀρετῆς. Ὅταν ὅμως σκεπτόμα­στε τὰ φαῦλα πράγματα σὰν κακοί, ἀξίζει νὰ κρι­θοῦμε... Ἐφ’ ὅσον εἶναι στὰ χέρια μας, ἂς φυλα­χθοῦμε ἀπὸ τοὺς βρω­μεροὺς λογισμοὺς καὶ ἂς φυλάξουμε τὴν ψυχή μας γιὰ τὸν Κύριο».

Ἰδιαιτέρως εἶναι ση-μαντικὴ ἡ ἐπισήμανση τοῦ ὁσίου, ὅταν ἀντι-μετωπίζει κανεὶς αὐξη-μένες δυσκολίες στὸν

πνευματικὸ ἀγώνα: «νὰ νιώθουμε θαρραλέοι καὶ χαρούμε­νοι, σὰν νὰ ἔχουμε ἤδη σωθῆ». Ὄχι μόνον δηλ. ἀπαιτεῖται νὰ καλλιεργεῖ κανεὶς καλοὺς λογισμούς, μὰ ἐξαιρέτως στὶς δυσκολίες, θὰ πρέπει νὰ παραστήσει μὲ εἰκονιστικὴ δύνα-μη ἐνώπιόν του τὴ διέξοδο, τὴν ὑπέρβαση καὶ τὴ λύση τῶν δυσκολιῶν. Μὲ ἄλλα λόγια, μιὰ δυσκολία καὶ ἕνα πρόβλημα θὰ ξεπεραστοῦν στὸ βαθμὸ ποὺ ἀπεγκλωβίσει κανεὶς τὸ νοῦ καὶ τὴ διάνοιά του ἀπὸ τὸ πρόβλημα καὶ τὰ προσανατολίσει στὴ λύση καὶ τὴ νίκη. «Νίκα ἐν τῷ ἀγαθῷ τὸ κακόν» κατὰ τὴ φράση τῆς Γραφῆς (Ρωμ. 12, 21).

Ἡ διδασκαλία αὐτὴ τοῦ Ἀντωνίου περὶ τῆς καλλιέργει-ας τῶν καλῶν λογισμῶν δὲν εἶχε χαρακτήρα θεωρητικό.[...] Γιὰ πολλὰ χρόνια πήγαινε καὶ παρακολουθοῦσε ἀπὸ

Page 17: Αγιος Αντώνιος

36

κοντὰ φημισμένους ἀσκητὲς καὶ πατέρες.[...] «Ὑποτασσό­ταν πραγματικὰ σὲ φημισμένους πατέρες. Πήγαινε νὰ τοὺς συναντήσει κι ἐφάρμοζε στὸν ἑαυτό του τοῦ καθενὸς τὸ προ­τέρημα τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς ἀσκήσεως. Ἔβλεπε στὸν ἕνα τὸν εὐχάριστο χαρακτήρα, στὸν ἄλλον τὴν προθυμία στὴν προ­σευχή, τοῦ ἑνὸς μελετοῦσε τὴν πραότητα, τοῦ ἄλλου τὰ φι­λάνθρωπα αἰσθήματα. Αὐτὸν πρόσεχε ποὺ ἔμενε ἄγρυπνος ἢ τὸν πλαϊνό του ποὺ ἦταν δοσμένος στὴν σπουδὴ τῶν ἱερῶν γραμμάτων. Τὸν ἕνα ἐθαύμαζε γιὰ τὴν ὑπομονή του καὶ τὸν ἄλλον γιὰ τὶς νηστεῖες καὶ τὴν χα­μαικοιτία. Τοῦ ἑνὸς παρατηροῦσε τὴν ἡμερότητα καὶ τοῦ ἄλλου τὴν μακροθυ­μία. Ὅλων ὅμως μαζὶ σημείωνε τὸν ἔρωτά τους γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν μεταξύ τους ἀγάπη».

Ὁ ἔρωτας γιὰ τὸ Χριστό, ποὺ ἔβλεπε στοὺς πατέρες, πυ-ράκτωσε καὶ τὴ δική του καθαρὴ ψυχή. Ὅ,τι σκεφτόταν, ὅ,τι ἔλεγε καὶ ἔκανε πή-γαζε ἀπὸ τὴν ἀγάπη του αὐτή. Τὸ εἶχε ἄλλωστε ἐπισημάνει καὶ στὸν ἀπόστολο Παῦλο. Ἐκεῖνος δὲν ἔγραφε πρὸς τοὺς Ρωμαίους ὅτι τίπο-τα δὲν μπορεῖ νὰ τὸν χωρίσει ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ; «Τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ;... Οὐδὲν ἡμᾶς δυνήσεται χωρίσαι ἀπὸ τῆς ἀγάπης Αὐτοῦ» (πρβλ. Ρωμ. 8, 39).

Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ ὁ Ἀντώνιος εἶχε διαρκῶς τὰ βλέμματα καὶ τοὺς λογισμούς του στὴν ἀγάπη Ἐκείνου. «Δὲν μὲ τρομάζουν τὰ τραύματα ποὺ μοῦ κάνατε (οἱ δαί-μονες). Καὶ ἂν μὲ γεμίσετε μὲ περισσότερα, «τίποτε δὲν θὰ μὲ χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ». Δὲν ὑπῆρχε λοιπὸν πιὸ φυσιολογικὸ πράγμα γι’ αὐτὸν νὰ καταλήγει πάντα ὁποιοδήποτε λόγο του μὲ τὸν ἴδιο ἐπίλογο: «Τίπο­τα νὰ μὴν προτιμᾶτε στὸν κόσμο ἀπὸ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Χριστό». Κι ἡ προτροπή του πάντα ἦταν ἡ ἴδια: «Χριστὸν πάντοτε ἀναπνέετε».

γ. Καταγραφὴ καὶ ἀνακοίνωση πονηρῶν λογισμῶν

Χρησιμοποιοῦσε καὶ δίδασκε ὁ Ἀντώνιος ὅμως καὶ μιὰ τρίτη μέθοδο ἀναμαρτησίας, πολὺ πρακτικὴ καὶ ἄμεση: τὴν καταγραφὴ καὶ ἀνακοίνωση τῶν πονηρῶν λογισμῶν. Γιὰ νὰ μὴν ἁμαρτάνετε, ἔλεγε, νὰ εἶστε ἕτοιμοι νὰ γράφετε τοὺς λογισμούς σας σὲ χαρτί, σὰν νὰ πρόκειται νὰ τοὺς

δώσετε νὰ τοὺς δια-βάσουν οἱ ἄλλοι συ-νάνθρωποί σας. Ἔτσι ποιός δὲν θὰ ντραπεῖ νὰ ἀφήσει πονηροὺς λογισμοὺς στὸ νοῦ του, ὅταν θὰ ξέρει ὅτι θὰ γίνουν σὲ ὅλους φανεροί;

«Ἃς ὑπάρχη μάλι­στα καὶ ἡ παρατήρηση αὐτή, ποὺ θὰ μᾶς ἀσφα­λίζη ἀπὸ τὴν ἁμαρτία: Ὁ καθένας μας ἂς σημει­ώνη καὶ ἂς γράφη τὶς πράξεις καὶ τὶς διαθέσεις τῆς ψυχῆς του, σὰν νὰ πρόκειται νὰ τὶς γνω­στοποιήση ὁ ἕνας στὸν ἄλλον.

Καὶ πιστέψτε ὅτι, ἐπειδὴ θὰ ντρεπόμαστε νὰ μαθευτοῦν, θὰ πά­ψουμε τὶς ἁμαρτίες καὶ δὲν θὰ θυμόμαστε κα­νένα κακό...»

(Βίος ἁγίου Ἀντωνί­ου, σελ. 100).

Πραγματικά, μέ-νει κανεὶς ἔκθαμβος μπροστὰ στὴν ἐφευ-

ρετικότητα τῶν πατέρων μας, προκειμένου νὰ μὴν ἁμαρ-τάνουν. Τὰ πάντα ἐπινοοῦσαν, κάθε τι ἀνθρώπινο σκέ-φτονταν, γιὰ νὰ μείνουν πάνω στὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Γιατὶ τὸ μυστικὸ τῆς ζωῆς τους ἦταν ἀκριβῶς αὐτὸ ποὺ ἐπισημάναμε προηγουμένως καὶ γιὰ τὸν ὅσιο Ἀντώνιο: ὁ βαθὺς ἔρωτας πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ! g

Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Μαθητεία σὲ σύγχρονους ἁγίους γέροντες», ἐκδ. Ἐπέκταση.

«Τίποτα νὰ μὴν προτιμᾶτε στὸν κόσμο ἀπὸ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Χριστό». Κι ἡ προτροπή του πάντα ἦταν ἡ ἴδια: «Χριστὸν πάντοτε ἀναπνέετε».

Μορφὲς ὁσίων ἀπὸ χειρόγραφο Ἱ. Μονῆς Σταυρονικήτα, Ἅγιον Ὄρος

Page 18: Αγιος Αντώνιος

37

Παρέβαλον ἀδελφοὶ τῷ Ἀββᾷ Ἀντωνίῳ, καὶ λέγουσιν αὐτῷ⋅ εἶπε ἡμῖν λόγον, πῶς σωθῶμεν; λέγει αὐτοῖς ὁ γέρων⋅ ἠκούσατε τὴν γραφήν; καλῶς ὑμῖν ἔχει⋅ οἱ

δὲ εἶπον⋅ καὶ παρὰ σοῦ θέλομεν ἀκοῦσαι, πάτερ⋅ εἶπε δὲ αὐτοῖς ὁ γέρων⋅ λέγει τὸ Εὐαγγέλιον⋅ Ἐὰν τίς σε ραπίσῃ εἰς τὴν δε­ξιὰν σιαγόνα, στρέψον αὐτῷ καὶ τὴν ἄλλην⋅ λέγουσιν αὐτῷ⋅ οὐ δυ­νάμεθα τοῦτο ποιῆσαι⋅ λέγει αὐτοῖς ὁ γέρων⋅ εἰ μὴ δύνασθε στρέ­ψαι καὶ τὴν ἄλλην, κἂν τὴν μίαν ὑπομείνατε⋅ λέγουσιν αὐτῷ⋅ οὐδὲ τοῦτο δυνάμεθα⋅ λέγει ὁ γέρων⋅ εἰ οὐδὲ τοῦτο δύνασθε, μὴ δότε ἀνθ’ οὗ ἐλάβετε⋅ καὶ εἶπον⋅ οὐδὲ τοῦτο δυνάμεθα⋅ λέγει οὖν ὁ γέρων τῷ μαθητῇ αὐτοῦ⋅ ποίησον αὐτοῖς μικρᾶν ἀθήραν⋅ ἀσθενοῦσι γάρ⋅ καὶ λέ­γει αὐτοῖς⋅ εἰ τοῦτο οὐ δύνασθε, κἀκεῖνο οὐ θέλετε, τί ὑμῖν ποιήσω; εὐχῶν χρεία.

Ἀντώνιος, ιη΄Ἡ σκηνὴ εἶναι τυ-

πική. Μοναχοὶ ἐπι-σκέπτονται γέροντα, παραβάλλουσιν αὐτῷ, κατὰ τὴ συνήθη διατύπωση τοῦ Γεροντικοῦ, καὶ τοῦ ζη-τοῦν νὰ τοὺς πεῖ «ρῆμα», λόγον. Σὲ τοῦτον τὸν κόσμο τοῦ μονήρους βίου, τῆς σιωπῆς καὶ τοῦ ἐργοχείρου, οἱ ἄνθρωποι, ἀφενός, ζητοῦν λόγο καί, ἀφετέρου, ἐκεῖνο ποὺ κατεξοχὴν διακρίνει τοὺς γέροντες, τοὺς πεπειραμέ-νους δηλαδὴ πατέρες τῆς ἐρήμου, εἶναι ἀκριβῶς τὸ χά-ρισμα τοῦ λόγου. Οἱ ἀββάδες τοῦ Γεροντικοῦ, ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας, δὲν κάνουν θαύματα, λένε μοναχὰ λόγο, «λόγον ζωηρόν», λόγο γιὰ νὰ ζήσουν καὶ νὰ σωθοῦν οἱ ἄνθρωποι. Ὁ καρπὸς τῆς πείρας συμπυκνώνεται σὲ ἕνα λόγο. Ὁ λόγος ποὺ ζητιέται εἶναι πρακτικός: πές μας τί νὰ κάνουμε γιὰ νὰ σωθοῦμε, εἶπε ἡμῖν λόγον πῶς σωθῶμεν. Ἄλλες περιέργειες δὲν ἔχουν θέση στὴν ἔρημο. Ἀντιστοί-χως, ὁ λόγος χαρίζεται σὲ ὁρισμένους μοναχούς, ἐπειδὴ ὑπάρχουν κάποιοι ἄλλοι ἀποφασισμένοι νὰ τὸν πράξουν.

Ὅταν οἱ ἐργάτες τοῦ λόγου λείψουν, τότε ὁ λόγος γίνεται μάταιος καὶ αἴρεται τὸ χάρισμα.

Παρέβαλον ἀδελφοὶ πρὸς τὸν Ἀββᾶν Φήλικα ἔχοντες μεθ’ ἑαυτῶν κοσμικοὺς καὶ παρεκάλεσαν αὐτόν, ἵνα εἴπῃ

αὐτοῖς λόγον⋅ ὁ δὲ γέ­ρων ἐσιώπα⋅ ἐπὶ πολὺ δὲ παρακαλούντων αὐτῶν, εἶπεν αὐτοῖς⋅ λόγον θέλετε ἀκοῦσαι; λέγουσιν αὐτῷ⋅ ναὶ Ἀββᾶ⋅ εἶπεν οὖν ὁ γέ­ρων⋅ ἄρτι οὐκ ἔνι λόγος⋅ ὅτε ἠρώτων οἱ ἀδελφοὶ τοὺς γέροντας καὶ ἐποί­ουν ἃ ἔλεγον αὐτοῖς, ὁ Θεὸς ἐπεχορήγει τὸ πῶς λαλῆσαι⋅ νῦν δέ, ἐπειδὴ ἐρωτῶσι μέν, οὐ ποιοῦσι δὲ ἃ ἀκού­ουσιν, ᾖρεν ὁ Θεὸς τὴν χάριν τοῦ λόγου ἀπὸ τῶν γερόντων καὶ οὐχ εὑρίσκουσι τί λαλῆσαι ἐπειδὴ οὐκ ἔστιν ὁ ἐργα­ζόμενος⋅ καὶ ἀκούσα­ντες οἱ ἀδελφοὶ ταῦτα, ἐστέναξαν λέγοντες⋅ εὖξαι ὑπὲρ ἡμῶν Ἀββᾶ.

ΦήλιξὉ ἀββᾶς Ἀντώνιος

ἀρνεῖται νὰ πεῖ λόγο καὶ παραπέμπει στὴ Γραφή: ἠκούσατε τὴν γραφήν;. Ὄχι «ἀνέγνωτε» ἀλλὰ

ἠκούσατε. Ἀνάμεσα στοὺς χιλιάδες μοναχοὺς τῆς Νιτρί-ας, τῆς Σκήτης καὶ τῶν Κελλιῶν (σημειωτέον ὅτι τὴν ἀφή-γηση τῆς ἱδρύσεως τῆς τρίτης αὐτῆς κοινότητας ἀπὸ τὸν Ἀμμοῦν, τὴ διαβάζουμε ἐδῶ, Ἀντώνιος, λγ΄) λίγοι ἦταν ἐκεῖνοι ποὺ θὰ εἶχαν δυὸ τρία βιβλία στὸ κελλί τους καί, ἂν εἶχαν, θὰ ἦταν προτιμότερο νὰ ἀπαλλάσσονταν ἀπὸ αὐτά, γιατὶ ἡ ἀκτημοσύνη εἶναι μείζων ὅλων τῶν βιβλίων, καταπῶς συμβουλεύει ὁ ἀββᾶς Θεόδωρος ὁ τῆς Φέρμης (α΄). Τὴ Γραφὴ δὲν τὴ διάβαζαν –οἱ περισσότεροι ἄλλωστε ἦταν ἀγράμματοι–, τὴν ἄκουγαν κυρίως στὴ σύναξη τῆς Κυριακῆς καί, ὅσοι μποροῦσαν, τὴν ἀπομνημόνευαν. Οἱ ἄνθρωποι τοῦ Γεροντικοῦ γενικῶς οὔτε διαβάζουν οὔτε γράφουν, ἀκοῦνε καὶ μιλᾶνε ὅσο γίνεται λιγότερο.

Τί εἶναι τὸ Εὐαγγέλιο γιὰ τὸν ἅγιο Ἀντώνιο; Ἕνα πρα-κτικὸ βιβλίο, λόγος ποὺ σὲ καλεῖ, ἐσένα καὶ ὄχι κάποιον

Ἔργο τοῦ Γιώργου Δέρπαπα

Ἡ πνευματικὴ στρατηγικὴ τῆς κλιμάκωσης

Τοῦ Σταύρου Ζουμπουλάκη

Page 19: Αγιος Αντώνιος

38

ἄλλο, νὰ τὸν ἐφαρμόσεις, νὰ τὸν τηρήσεις, καὶ ὄχι νὰ τὸν συζητήσεις ἢ νὰ τὸν ἑρμηνεύσεις. Κορυφαῖο παράδειγμα τέτοιας σχέσης μὲ τὸ Εὐαγγέλιο ἀποτελεῖ ὁ ἴδιος: Ὅταν ἄκουσε στὴν ἐκκλησία «Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε, πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα, καὶ δὸς πτωχοῖς...» (Μτ. 19, 21), δὲν θεώρησε ὅτι ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ ἀπευθυνόταν στὸν πλούσιο νεανία ἀλλὰ σὲ ἐκεῖνον τὸν ἴδιο προσω-πικά, οὔτε ἔκρινε ὅτι ἐννοεῖ κάτι ἄλλο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ τόσο ἁπλὰ λέει. Τὸν πῆρε κατὰ γράμμα καὶ μοίρασε τὰ πλούτη του. Καὶ ὅταν μία ἄλλη Κυριακὴ ἄκουσε πάλι τὸ Εὐαγγέλιο νὰ λέει «Μὴ οὖν μεριμνήσητε εἰς τὴν αὔρι­ον» (Μτ. 6, 34), πῆρε ξανὰ τὰ λόγια αὐτὰ τοῖς μετρη-τοῖς καί, ἀφοῦ χάρισε ὅσα λίγα εἶχε κρατήσει γιὰ χάρη τῆς ἀδελφῆς του, στὸ ἑξῆς «ἐσχόλαζε [...] προσέχων ἑαυτῷ καὶ καρτερικῶς ἑαυτὸν ἄγων». Ἀξίζει νὰ τονίσουμε γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ τὴ σημα-σία ποὺ ἔχει τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ ἀπόφαση τοῦ ἁγίου Ἀντωνί-ου νὰ γίνει μοναχὸς ἔχει τὴ ρίζα της στὸ Εὐαγγέλιο. Ἔχει γίνει μεγάλη συζήτηση γιὰ τὶς πηγὲς τοῦ μοναχισμοῦ καὶ τὶς ἐπιρροὲς ποὺ (ἀναμφισβήτη-τα) δέχτηκε κατὰ τὴ γένεσή της αὐτὴ ἡ μορφὴ χριστια-νικῆς ζωῆς ἀπὸ ἄλλες ἐξω-χριστιανικὲς μορφές, δὲν θὰ μπορέσουμε ὡστόσο νὰ τὸν κατανοήσουμε, ἂν δὲν λά-βουμε σοβαρὰ ὑπόψη μας, δὲν λέω νὰ υἱοθετήσουμε ἄνευ ὅρων, καὶ τὴν δική του αὐτοερμηνεία, ὅτι δηλαδὴ ὁ μονότροπος βίος τῶν μοναχῶν ἀποτελεῖ ἔκφραση τῆς εὐαγγελικῆς μονοτροπίας, τοῦ «οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρί­οις δουλεύειν», ὅτι τὸ ἱδρυτικὸ δίλημμα τοῦ μοναχισμοῦ «ἢ Θεὸς ἢ κόσμος», ὅπου κόσμος σημαίνει ὅλα ὅσα δὲν εἶναι Θεός, εἶναι ἕνα καθαυτὸ εὐαγγελικὸ δίλημμα. [...]

Οἱ παραβαλόντες μοναχοὶ δὲν μένουν ἱκανοποιημένοι. Ἡ Γραφὴ καλῶς ἔχει γιὰ αὐτοὺς ὅσο καὶ γιὰ ὅλους τοὺς ἄλλους, αὐτὸ τὸ ξέρουν, ἐκεῖνο ὅμως ποὺ θέλουν τώρα εἶναι τὸν δικό του λόγο. Τί ἀκριβῶς θέλουν δηλαδή; Θέ-λουν, φαίνεται, τὸν λόγο τῆς διακρίσεώς του, ἤγουν ἕναν λόγο ποὺ θὰ ἀπευθύνεται εἰδικὰ σὲ αὐτούς, ἐν γνώσει

τῆς πνευματικῆς τους καταστάσεως, πρόσφορο νὰ τοὺς ὠφελήσει. Ἔρημος σημαίνει μονότροπος βίος, ὁμοιομορ-φία, ταυτόχρονα ὅμως θὰ συναντήσει κανεὶς ἐδῶ καὶ με-γάλη προσωπικὴ διαφοροποίηση. Κάθε μοναχὸς ἔχει τὴ βιογραφία του καὶ τὸν χαρακτήρα του, κυρίως ὅμως ἔχει τὴν πνευματικὴ ἡλικία του καὶ τὶς δικές του πνευματικὲς

ἀνάγκες. Σὲ αὐτὸ τὸ πραγματικὸ ἔδαφος τῆς προσωπικῆς δια-φορᾶς, θεμελιώνεται ἡ πνευ-ματικὴ καθοδήγηση τῶν δια-κριτικῶν γερόντων. Ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος ἐπιμένει στὸ Εὐαγ-γέλιο: «Ἐάν τις σὲ ραπίσῃ εἰς τὴν δεξιὰν σιαγόνα, στρέψον αὐτῷ καὶ τὴν ἄλλην». Ξέρει καλὰ ὁ ἐρημίτης τί σημαίνει χριστιανισμός, πηγαίνει κατευ-θείαν στὸν πυρήνα τῆς εὐαγ-γελικῆς διδασκαλίας: ἀγάπη γιὰ τὸν ἄλλον ποὺ νὰ φτάνει μέχρι τὴν ἄρνηση τῆς ἴδιας τῆς αὐτοσυντήρησής σου, τῆς ἐμμονῆς εἰς τὸ εἶναι, τοῦ στερεότερου, δηλαδή, μονι-μότερου καὶ καθολικότερου γνωρίσματος τοῦ ἀνθρώπου. Νὰ ἀγαπᾶς τὸν φίλο σου ἢ τὸν πλησίον του, τοῦτο τὸ δί-δαξαν καὶ ἄλλες πνευματικὲς παραδόσεις, νὰ ἀγαπᾶς ὅμως τὸν ἐχθρό σου, αὐτὸ τὸ δίδα-ξε γιὰ πρώτη φορὰ τὸ Εὐαγ-γέλιο. Νὰ ἀγαπᾶς τὸν ἐχθρό σου μέχρι θανάτου, τοῦ δικοῦ σου θανάτου, τοῦτο τὸ ἀνή-κουστο εἶναι ὁ χριστιανισμός. Ἐφαρμόστε, λοιπόν, αὐτὴ τὴν ἐντολή, λέει ὁ ἅγιος Ἀντώνιος, καὶ θὰ σωθεῖτε. Ποιός μπορεῖ ὅμως νὰ τὴν ἐφαρμόσει τούτη τὴν ἐντολή; Δὲν εἶναι, ἄρα, νὰ ἀπορεῖ κανεὶς ποὺ οἱ μοναχοὶ

ἀπαντοῦν πὼς δὲν μποροῦν νὰ τὸ κάνουν. Ἡ ἀπορία βρί-σκεται ἀλλοῦ: γιατί ὁ διακριτικὸς γέρων προτείνει στοὺς ἄπειρους, κατὰ τεκμήριο, μοναχοὺς ποὺ πῆγαν νὰ τὸν συμβουλευτοῦν τοῦτο τὸ ἀκρότατο, τὸ ὁποῖο γιὰ νὰ τὸ τηρήσεις πρέπει νὰ ἔχεις φτάσει στὸ μέτρο τῆς ἡλικίας τοῦ Χριστοῦ; Μετὰ τὴ δήλωση ἀδυναμίας ἐκ μέρους τῶν μο-ναχῶν, ὁ ἀββᾶς δὲν θὰ κλείσει τὴ συζήτηση, ἀλλὰ θὰ τὴν συνεχίσει, μετριάζοντας τὴν ἀρχικὴ ἀπολυτότητά του: εἰ μὴ δύνασθε στρέψαι καὶ τὴν ἄλλην, κἂν τὴν μίαν ὑπομεί­νατε. Νέα δήλωση ἀδυναμίας, νέος μετριασμός: μὴ δότε ἀνθ’ οὗ ἐλάβετε. Ὁ ἐρημίτης ὄντως ξέρει πολὺ καλὰ τί

Ὁ ἐρημίτης ὄντως ξέρει πολὺ καλὰ τί σημαίνει χριστιανισμός. Ξέρει δηλαδὴ ὅτι ἡ πνευματικὴ στρατηγικὴ τοῦ χριστιανισμοῦ δὲν εἶναι ἡ μαξιμαλιστικὴ στρατηγικὴ τοῦ «ἢ ὅλα ἢ τίποτε», ἀλλὰ ἡ στρατηγικὴ τῆς κλιμάκωσης, τῶν ἀναβαθμῶν, τῶν σταδίων.

Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος προσευχόμενος Εἰκονογράφηση Νικολάου & Μαρίας Σπανοπούλου

Page 20: Αγιος Αντώνιος

39

σημαίνει χριστιανισμός. Ξέρει δηλαδὴ ὅτι ἡ πνευματικὴ στρατηγικὴ τοῦ χριστιανισμοῦ δὲν εἶναι ἡ μαξιμαλιστικὴ στρατηγικὴ τοῦ «ἢ ὅλα ἢ τίποτε», οὔτε ἡ ἰσοπεδωτικὴ τοῦ «τί λάχανα, τί μπρόκολα», οὔτε ἡ βολονταριστικὴ τῆς ἐξ ἐφόδου καταλήψεως τῶν Χειμερινῶν Ἀνακτόρων τῆς ἀρετῆς, ἀλλὰ ἡ στρατηγικὴ τῆς κλιμάκωσης, τῶν ἀνα-βαθμῶν, τῶν σταδίων. Ἂν θεωρεῖ κανεὶς ἀνοίκεια τὴν ὁρολογία ποὺ χρησιμοποιοῦμε ἐδῶ, θὰ τοῦ ὑπενθυμίσουμε ἐν παρόδῳ ὅτι τὸ Γεροντικὸ καὶ ὅλα τὰ μοναστικὰ κείμενα εἶναι μία ἀγωνιστικὴ γραμματεία, μιὰ γραμματεία μάχης, ἡ ὁποία βρίθει ὡς ἐκ τούτου πολεμικῶν ὅρων. Ἡ πνευματικὴ αὐτὴ στρα-τηγικὴ ἀποδίδει σημασία καὶ στὰ μικρότερα κατορθώματα (ὅσο μπορεῖ καὶ νὰ μὴν ἀποδί-δει καμία σὲ μεγάλα, γιὰ λόγους ἀκριβῶς ποὺ ἔχουν νὰ κάνουν μὲ τὴν πνευματικὴ κατάστα-ση καὶ πορεία τοῦ ἀνθρώπου) καὶ ὁδηγεῖ, ἂν ὁδηγήσει, στὴν οἰκείωση τῶν ἀρετῶν, σὲ βάθος χρόνου, διὰ τῆς ἕξεως.

Ἡ πνευματικὴ στρατηγικὴ τῆς κλιμάκωσης, ἡ ὁποία ἀπο-τελεῖ στέρεη συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἔχει ἀποτυπωθεῖ στὴ θεολογία της, στὴν ἠθικὴ διδασκαλία καί, κυρίως, στὴν πνευματικὴ καθοδήγησή της, κατάγεται ἀπὸ τὸ ἴδιο τὸ Εὐαγ-γέλιο: ἡ πλήρωσις τοῦ νόμου, τὴν ὁποία κηρύττει ὁ Χριστός, εἰσάγει αὐτομάτως καὶ ἀπὸ μόνη της τὴν ἔννοια τῶν σταδίων. Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ ὅτι «ὁ βλέ­πων γυναῖκα εἰς τὸ ἐπιθυμῆσαι αὐτῆς ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ» (Μτ. 5, 28) ὁρίζει τὸ τέρμα τῆς διαδρομῆς, ὁ ρεαλισμὸς ὅμως τῆς χριστιανικῆς ἠθικῆς θεωρεῖ ὅτι τὸν βλέποντα εἰς τὸ ἐπιθυμῆσαι καὶ μοιχεύσαντα τὸν χωρίζει μεγάλη ἀπόσταση ἀπὸ τὸν βλέποντα εἰς τὸ ἐπιθυμῆσαι ἀλλὰ τελικῶς μὴ μοιχεύσαντα, πράγμα ποὺ σημαίνει ὅτι ἡ ἐντολὴ «οὐ μοιχεύσεις» ἰσχύει στὸ ἀκέραιο. Ἀκόμη καὶ σὲ αὐτὸ τὸν χῶρο τῆς ἄκρας, καὶ πολλὲς φορὲς ἀκραί-ας, πνευματικῆς ἀπαιτητικότητας ποὺ εἶναι ὁ ἐρημητικὸς μοναχισμὸς τοῦ Γεροντικοῦ, ἡ ἀπόλυτη στάση ποὺ ἀξιώ-νει ἠθικὰ μόνο τὸν τελευταῖο ἀναβαθμὸ τῆς κλίμακας καὶ ἀπαξιώνει τοὺς προηγούμενους δὲν ἔχει θέση. [...]

Ὑπάρχει ὅμως ἕνα κατώτατο ὅριο στὴν ἠθικὴ κλίμα-

κα, τὸ ὁποῖο εἶναι ἀπαράβατο: νὰ μὴν κάνεις κακὸ σὲ ἄνθρωπο. Αὐτὸ σημαίνει τὸ μὴ δότε ἀνθ’ οὗ ἐλάβετε. Τὸ νὰ βλάψεις τὸν ἄλλο δὲν συγχωρεῖται γιὰ κανένα ἀπολύ-τως λόγο, τίποτε δὲν νομιμοποιεῖ μία τέτοια πράξη. Αὐτὸ εἶναι τὸ ὅριον ὃ οὐ παρελεύσεται, γιὰ ἕναν ποὺ θέλει νὰ εἶναι μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ.

Ἂς θυμίσουμε ἐδῶ τὰ τέσσερα εἴδη ἀπαθείας, κατὰ τὸν ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή:

Πρώτη γὰρ ἐστιν ἀπάθεια, ἡ παντελὴς ἀποχὴ τῶν κατ’ ἐνέρ­γειαν κακῶν, ἐν τοῖς εἰσαγομέ­νοις θεωρουμένη⋅ δευτέρα δέ, ἡ παντελὴς κατὰ διάνοιαν περὶ τὴν τῶν κακῶν συγκατάθεσιν ἀποβολὴ λογισμῶν, ἐν τοῖς μετὰ λόγου τὴν ἀρετὴν μετιοῦσι γινο­μένη⋅ τρίτη, ἡ κατ’ ἐπιθυμίαν περὶ τὰ πάθη παντελὴς ἀκινησία, ἐν τοῖς διὰ τῶν σχημάτων τοὺς λό­γους νοητῶς θεωρουμένοις τῶν ὁρωμένων. Τετάρτη ἀπάθεια, ἡ καὶ αὐτῆς τῆς ψιλῆς τῶν παθῶν φαντασίας παντελὴς κάθαρσις, ἐν τοῖς διὰ γνώσεως καὶ θεωρί­ας καθαρὸν καὶ διειδὲς ἔσοπτρον τοῦ Θεοῦ ποιησαμένοις τὸ ἡγε­μονικὸν συνισταμένη.

Τὸ κατ’ ἐνέργειαν κακό, ἡ ἐμπράγματη ἁμαρτία, εἶναι προχριστιανικὴ κατάσταση. Ἡ ζωὴ τοῦ χριστιανοῦ ὡς χριστια-νοῦ ἀρχίζει ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἔχει ξεκόψει («κόπτειν» εἶναι ἡ λέξη τοῦ Γεροντικοῦ) μὲ τὴν κατ’ ἐνέργειαν ἁμαρτία. Ἡ κλίμακα δηλαδὴ τῆς κατὰ Χριστὸν ζωῆς ἔχει ἕνα πρῶτο σκαλὶ -ἀρκετὰ ἤδη δυσκατόρθωτο ὅσο καὶ ἐκεῖνο τὸ καβαφικό- καὶ αὐτὸ εἶναι ἡ παντελὴς ἀποχὴ ἀπὸ τὸ κατ’ ἐνέργειαν κακό. Τὸ κακὸ τῶν κακῶν εἶναι νὰ βλάψεις

ἄλλον ἄνθρωπο. Ὁ ἀββᾶς δὲν μπορεῖ νὰ κατεβάσει πε-ρισσότερο τὸν πνευματικὸ πῆχυ.

Ὁ Ἀντώνιος δὲν ἔχει τίποτε ἄλλο νὰ προσθέσει, γιατὶ δὲν ὑπάρχει ἄλλο περιθώριο συγκατάβασης. Στρέφεται πρὸς τὸν μαθητή του καὶ τοῦ παραγγέλλει νὰ φτιάξει λίγη σούπα γιὰ τοὺς ἐπισκέπτες, γιατὶ εἶναι ἄρρωστοι – καλὴ εὐκαιρία νὰ ἐκτιμήσουμε καὶ τὸ ἰδιότυπο χιοῦμορ τῶν γε-ρόντων. Ἂς φᾶνε λοιπὸν τὸ κουρκούτι τους καὶ ἂς πᾶνε στὸ καλό. Στὸ σημεῖο αὐτὸ εἶναι καιρὸς νὰ γυρίσουμε στὴν ἀπορία ποὺ διατυπώσαμε παραπάνω: γιατί ὁ διακρι-τικὸς γέρων πρότεινε σὲ αὐτοὺς τοὺς ἀσθενεῖς -ἡ ἁμαρτία

Οἱ ἀββάδες τοῦ Γεροντικοῦ δὲν κάνουν θαύματα, λένε μοναχὰ λόγο,

«λόγον ζωηρόν», λόγο γιὰ νὰ ζήσουν καὶ νὰ σωθοῦν οἱ ἄνθρωποι.

Ὁ καρπὸς τῆς πείρας συμπυκνώνεται σὲ ἕνα λόγο.

Ὁ λόγος ποὺ ζητιέται εἶναι πρακτικός: εἶπε ἡμῖν λόγον πῶς σωθῶμεν.

Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος πειραζόμενος ὑπὸ τοῦ διαβόλουΕἰκονογράφηση Νικολάου & Μαρίας Σπανοπούλου

Page 21: Αγιος Αντώνιος

40

Τὸ Γεροντικὸ καὶ ὅλα τὰ μοναστικὰ κείμενα εἶναι μία ἀγωνιστικὴ γραμματεία, μιὰ γραμματεία μάχης, ἡ ὁποία βρίθει ὡς ἐκ τούτου πολεμικῶν ὅρων.

ὡς ἀρρώστια τῆς ψυχῆς εἶναι κοινότατος τόπος τῆς χρι-στιανικῆς ἠθικῆς- τὴν ἀκρότατη ἐντολή; Θὰ προσπαθή-σουμε νὰ ἀπαντήσουμε, κόβοντας δρόμο μέσα ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο. Ἡ διήγηση τοῦ Γεροντικοῦ τὴν ὁποία σχολι-άζουμε ἐδῶ ἔχει ἀναλογίες μὲ τὴν εὐαγγελικὴ διήγηση τῆς συνάντησης τοῦ Χριστοῦ μὲ τὸν πλούσιο νεανία (Μτ. 19, 16-22, Μκ. 10, 17-22, Λκ. 18, 18-23) τὴν ὁποία ἔχουμε ἤδη μνημονεύσει, ὅταν κάνα-με λόγο γιὰ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἐννοοῦσε τὸ Εὐαγγέλιο ὁ ἅγιος Ἀντώνιος. Τὸ ἐρώτημα εἶναι τὸ ἴδιο: «τί ἀγαθὸν ποιήσω ἵνα ἔχω ζωὴν αἰώνιον;» (Μτ. 19, 16), ἴδια εἶναι καὶ ἡ ἀπάντηση: «τήρησον τὰς ἐντολάς», κατὰ τὴν διατύπωση τοῦ Ματθαίου, «τὰς ἐντολὰς οἶδας», κατὰ τὴν ταυτόσημη ἀπάντηση τοῦ κατὰ Μάρκον καὶ τοῦ κατὰ Λουκᾶν. (Δὲν εἶναι ἡ πρώτη φορὰ ποὺ ὁ Χριστὸς παραπέμπει μὲ τὴν ἀπάντησή του στὴ Γραφή: «ἐν τῷ νόμῳ τί γέγραπται;» [Λκ. 10, 26], ἀπαντάει ἀντιρωτώ-ντας στὸν ἐκπειράζοντα νομι-κό). Ἡ συνέχεια εἶναι γνωστή: ἀφοῦ ὁ νέος γνωρίζει καὶ τηρεῖ τὶς ἐντολὲς δὲν τοῦ ἀπομένει παρὰ νὰ μοιράσει τὰ ὑπάρχο-ντά του στοὺς φτωχούς. Ὅταν τὸ ἄκουσε αὐτό, ὁ νεανίσκος ἔφυγε «λυπούμενος⋅ ἦν γὰρ ἔχων κτήματα πολλά».

Γιατί ἄραγε ὁ Χριστὸς φορ-τώνει τὸν νεανία μὲ τέτοιο φορτίο; Ἐπειδὴ θέλει νὰ τοῦ φανερώσει, σὲ ἐκεῖνον καὶ στὸν καθένα, ὅτι δὲν εἶναι, ὅπως μὲ ὑπερβολικὴ σιγουριὰ νομίζει, ἀληθινὸς τηρητὴς τοῦ νό-μου, γιὰ τὸν ἁπλούστατο λόγο ὅτι εἶναι φιλάργυρος. Πῶς ἐφαρμόζει τάχα τὴν ἐντολὴ τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν πλησίον, χωρὶς νὰ ἀνοίγει τὸ πορτοφόλι του; «Οἱ καρδιὲς ἀνοίγουν πολὺ εὔκολα στὴν ἐργατιά⋅ τὰ πορτοφόλια πολὺ δύσκο­λα. Πιὸ δύσκολα ἀπὸ ὅλα ἀνοίγουν οἱ πόρτες τῶν σπιτιῶν μας», γράφει ἁπλὰ ὅσο καὶ διεισδυτικὰ ὁ Ἐμμανουὴλ Λε-βινᾶς. [...]

Μὲ ἄλλα λόγια ἡ προτροπὴ τοῦ Χριστοῦ πρὸς τὸν νεανία εἶναι ἐντέλει μιὰ προτροπὴ σὲ μετάνοια. Παρό-μοια, στὴ διήγηση τοῦ Γεροντικοῦ, ὁ διακριτικὸς γέρων παραγγέλλει στοὺς μοναχοὺς τὸ ἀκρότατο – ἡ κλίμακα τῶν ἀπαιτήσεων στὴν εὐαγγγελικὴ διήγηση εἶναι ἀνι-

ούσα, στὸ Γεροντικὸ κατιούσα – γιὰ νὰ τοὺς ἀποκαλύ-ψει τελικὰ ὅτι δὲν ἔχουν ξεπεράσει ἀκόμη τὸ στάδιο τῆς ἐμπράγματης ἁμαρτίας. Ρωτοῦν γιὰ τὴ σωτηρία τους, ἤγουν γιὰ τὴν κληρονομιὰ τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, καὶ δὲν ἔχουν ἀκόμη λάβει τὴν ἀπόφαση νὰ μὴν κάνουν κακὸ σὲ ἄνθρωπο. Ἐρώτημα: δὲν θὰ μποροῦσε ὁ ἅγιος

Ἀντώνιος νὰ ἀρκεστεῖ στὸ μὴ δότε ἀνθ’ οὗ ἐλάβετε καὶ νὰ παραλείψει τὶς δυὸ προηγούμενες ὑπέρογκες ἐντολές; Ἀσφαλῶς θὰ μποροῦσε, ἀλλὰ προτίμησε τὴν σωστότερη μέθοδο, ὥστε α) τὸ τέλειο νὰ μένει ἀκλόνητο στὴ θέση του, τὸ ἀπό-λυτο νὰ μὴν σχετικοποιεῖται, β) νὰ ἀναγνωρίζεται ἡ ἀνθρώπινη ἀδυ-ναμία, γ) νὰ ὁρίζεται ὁ οὐδὸς τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς.

Ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος στρέφε-ται πρὸς τοὺς μοναχοὺς καὶ τοὺς ἐκφράζει τὴν ἀδυναμία του νὰ τοὺς βοηθήσει: εἰ τοῦτο οὐ δύνα­σθε κἀκεῖνο οὐ θέλετε, τί ὑμῖν ποι­ήσω; Μήπως ὅμως ὁ ἀββᾶς ἀδικεῖ στὸ σημεῖο αὐτὸ τοὺς μοναχούς; Ἐκεῖνοι, σὲ καμία ἀπὸ τὶς τρεῖς ἀπα-ντήσεις τους, δὲν εἶπαν «οὐ θέλο-μεν ποιῆσαι» ἀλλὰ οὐ δυνάμεθα. Ἡ ἀπόσταση ποὺ χωρίζει τὸ «θέλω» ἀπὸ τὸ «δύναμαι» μπορεῖ νὰ εἶναι ἀπὸ ἰλιγγιώδης ἕως ἀνύπαρκτη. Τί ἰσχύει ἄραγε ἐν προκειμένῳ; Μπορεῖ τὸ οὐ δυνάμεθα τῶν μο-ναχῶν νὰ συγκαλύπτει ἁπλῶς τὸ «οὐ θέλομεν»; Ναί, αὐτὸ πιστεύει ὁ γέρων. Γιὰ τὴν πρώτη (εὐαγγελι-κή) προτροπὴ ποὺ τοὺς ἀπευθύνει, δέχεται ὁ Ἀντώνιος νὰ ἰσχύει τὸ οὐ δυνάμεθα. Γιὰ τὴ δεύτερη τὸ ἴδιο, γιὰ τὴν τρίτη ὅμως δὲν μπορεῖ νὰ τὸ

δεχτεῖ. Ἡ ἀποχὴ ἀπὸ τὸ κατ’ ἐνέργειαν κακὸ εἶναι ζήτημα ἀπόφασης, ἄρα βούλησης, καὶ ἐδῶ δὲν ἔχει θέση τὸ οὐ δυνάμεθα. Σωστὰ λοιπὸν μεταφράζει ὁ ἀββᾶς τὸ οὐ δυνά­μεθα τῆς τρίτης ἄρνησης σὲ «οὐ θέλομεν».

Καὶ τώρα λοιπὸν τί γίνεται μὲ τοὺς ἀδελφούς; Τί μπο-ρεῖ νὰ γίνει μὲ ἀνθρώπους – μοναχούς! – ποὺ δὲν ἔχουν λάβει τὴν ἀπόφαση νὰ μὴν ἀδικοπραγοῦν, νὰ μὴν ζη-μιώνουν τὸν ἄλλο; Ἡ κατάστασή τους φαίνεται νὰ εἶναι χειρότερη καὶ ἀπὸ τὴν κατάσταση τοῦ πλούσιου νεανία, γιατὶ ἐκεῖνος τουλάχιστον δὲν πράττει τὸ κακό. Ὁ Χριστὸς πρὶν πεῖ στὸν νεανία νὰ πουλήσει ὅσα ἔχει «ἐμβλέψας αὐτῷ ἠγάπησεν αὐτόν» (Μκ. 10, 21), ὅμοια καὶ ὁ Ἀντώνι-ος συμπαθεῖ τοὺς μοναχούς, δὲν τοὺς ἀποπαίρνει, ἀπορεῖ

Ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος μεταλαμβάνωνΕἰκονογράφηση Νικολάου & Μαρίας Σπανοπούλου

Page 22: Αγιος Αντώνιος

41

Ὁ Πυρήνας τῆς εὐαγγελικῆς διδασκαλίας: ἀγάπη γιὰ τὸν ἄλλον

ποὺ νὰ φτάνει μέχρι τὴν ἄρνηση τῆς ἴδιας τῆς αὐτοσυντήρησης

τοῦ στερεότερου, δηλαδή, μονιμότερου καὶ καθολικότερου

γνωρίσματος τοῦ ἀνθρώπου.

ἁπλῶς τί μπορεῖ νὰ κάνει γιὰ αὐτούς. Εὐχῶν χρεία, εἶναι ἡ ἀπάντηση. Καταρχὰς ἂς θέσουμε τὸ ἐρώτημα ποιός λέει αὐτὸ τὸ εὐχῶν χρεία. Εἶναι ἄραγε ἀπάντηση τῶν μοναχῶν στὴν ἐρώτηση τοῦ ἁγ. Ἀντωνίου, ἢ μήπως τὸ λέει καὶ αὐτὸ ὁ Ἀντώνιος, ἀπαντώντας ὁ ἴδιος στὴν ἐρώτησή του; Σύμ-φωνα μὲ τὶς ταξινομήσεις τοῦ Συντακτικοῦ, ἡ ἐρώτηση αὐτὴ δὲν ἀνήκει σὲ ἐκεῖνες ποὺ ἀπευθύνουμε σὲ κάποιον καὶ ζη-τοῦμε νὰ μάθουμε κάτι ποὺ δὲν ξέρουμε, ἀλλὰ στὶς ἐρωτήσεις ποὺ διατυπώνει ὁ ἐρωτῶν καθ’ ἑαυτὸν λέγων, ἐκφράζοντας ἀπορία, ἀμηχανία, ἀγανάκτηση. Ὁ Ἀντώνιος λοιπὸν ρωτάει καὶ ἀπαντάει ὁ ἴδιος. Ἡ ἀπάντηση στὸ ἐρώτημα ποὺ θέσαμε μπο-ρεῖ νὰ εἶναι εὔκολη, ἔχει ὅμως μεγάλη πνευματικὴ σημασία: ἂν τὸ εὐχῶν χρεία τὸ ἔλεγαν οἱ μο-ναχοί, αὐτὸ θὰ σήμαινε συνει-δητοποίηση ἐκ μέρους τους τῆς πνευματικῆς τους κατάστασης καὶ ἄρα ἀρχὴ μετανοίας.

Χρειάζεται ἑπομένως προ-σευχή. Τίνος ἡ προσευχή; Τῶν μοναχῶν; Μήπως δηλαδὴ ὁ Ἀντώνιος τοὺς συμβουλεύει νὰ προσευχηθοῦν, προκειμένου νὰ βγοῦν ἀπὸ τὴν κατάσταση στὴν ὁποία βρίσκονται; Ὄχι, προφανῶς, γιατὶ ὁ γέρων γνω-ρίζει ὅτι ἡ πράξη προηγεῖται τῆς προσευχῆς καὶ ἀποτελεῖ προ-ϋπόθεσή της, ὅτι ἡ προσευχή, ἂν δὲν συμφωνεῖ μὲ τὴν πράξη, εἶναι μάταιος κόπος.

Εἶπε πάλιν⋅ ἐὰν μὴ συμφω­νήσῃ ἡ πράξις μετὰ τῆς εὐχῆς, εἰς μάτην κοπιᾶ ἄνθρωπος⋅ καὶ εἶπεν ὁ ἀδελφός⋅ τί ἐστι συμφώνησις πράξεως μετὰ εὐχῆς; καὶ εἶπεν ὁ γέρων⋅ ἵνα ὑπὲρ ὧν εὐχόμεθα, μηκέτι ποιῶμεν αὐτά. (Μωυσῆς, ιζ΄)

Μήπως ἐκεῖνο ποὺ χρειάζονται οἱ μοναχοὶ στὴν κα-τάσταση ποὺ βρίσκονται εἶναι ἡ δική του προσευχή; Ἀποτελεῖ κοινὴ πεποίθηση ὅλων τῶν μοναχῶν ὅτι ἡ προ-σευχὴ τοῦ γέροντος ἔχει εὐεργετικὴ δύναμη καὶ γι’ αὐτὸ τὴν ἐκζητοῦν. Οἱ ἐρωτήσεις, αἴφνης, ποὺ ὑποβάλλονται στὸν μέγαν γέροντα, τὸν Βαρσανούφιο, συνοδεύονται μὲ τὴν παράκληση «εὖξαι ὑπὲρ ἐμοῦ». Ἐν προκειμένῳ ὅμως οἱ μοναχοί, ὅπως ἔχουμε ἤδη πεῖ, δὲν ζητοῦν τὴν εὐχὴ τοῦ γέροντος καὶ μοῦ φαίνεται ἐλάχιστα πιθανὸ ὅτι θὰ μι-λοῦσε ὁ ἅγιος Ἀντώνιος μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο γιὰ τὴ δική

του προσευχή, ὅτι θὰ τὴν θεωροῦσε δηλαδὴ ἱκανὴ νὰ τοὺς γιατρέψει ἀπὸ τὴν ἀρρώστια. Ἂν ὅμως δὲν εἶναι οὔτε τὸ ἕνα οὔτε τὸ ἄλλο, τότε γιὰ ποιά εὐχὴ πρόκειται; Ὁ φί-λος μου π. Ἀντώνιος Πινακούλας θεωρεῖ ὅτι μὲ τὸ εὐχῶν χρεία ὁ ἅγιος Ἀντώνιος ἐννοεῖ αὐτὸ ποὺ θὰ λέγαμε σήμε-ρα «θέλουν διάβασμα» καὶ μοῦ ὑποδεικνύει μία ἔκδο-

ση τοῦ corpus τῶν σχετικῶν μὲ τὸν ἅγιο Ἀντώνιο κειμένων ποὺ μεταφράζει μὲ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν τρόπο. Μετὰ ἀπὸ ἀρκετὲς συζητήσεις μαζί του πιστεύω πὼς ἔχει δίκιο. Ἔχοντας δεχτεῖ ὅτι τὸ εὐχῶν χρεία λέγεται ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Ἀντώνιο καὶ ἔχο-ντας ἀποκλείσει τὸ ἐνδεχόμενο νὰ ἐννοεῖται ἡ προσευχὴ τῶν παραβαλόντων ἀδελφῶν, ἡ ἀπόσταση ποὺ χωρίζει τὴ δεύ-τερη ἐκδοχὴ (προσευχὴ τοῦ Ἀντωνίου) ἀπὸ τὴν τρίτη (ἀνά-γνωση εὐχῆς ὑπὸ τοῦ ἱερέως) δὲν εἶναι τεράστια. Πάντως, ἡ τρίτη ἐκδοχὴ ἐκφράζει μὲ μεγα-λύτερη ἔμφαση τὴν πεποίθηση τοῦ γέροντος ὅτι τοῦτοι οἱ μο-ναχοὶ ποὺ τὸν ἐπισκέφθηκαν νοσοῦν πνευματικὰ καί, ἐπειδὴ δὲν μπορεῖ νὰ κάνει τίποτε γιὰ αὐτοὺς (ἂν δὲν κάνουν κάτι καὶ οἱ ἴδιοι), τοὺς παραδίδει στὴν προσευχὴ τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὸ θέλει νὰ τοὺς πεῖ στὴ γλώσσα ποὺ καταλαβαίνουν.

Ὁ νεανίας τῆς εὐαγγελικῆς διηγήσεως «ἀπῆλθε λυπούμε-νος». Ὁ Χριστὸς κατεδάφισε τὴν αὐτοεικόνα του, ἔφερε στὸ φῶς τὸν ἀληθινὸ ἑαυτό του. Ἡ λύπη του ὅμως εἶναι καλὸ ση-

μάδι, δείχνει ὅτι πληγώθηκε, ἄρα μπορεῖ νὰ μετανοήσει. Οἱ ἀδελφοὶ ποὺ ἐπισκέφθηκαν τὸν ἀββᾶ Ἀντώνιο πῶς νὰ ἀπῆλθαν ἄραγε; Ἄδηλο. Ἡ διήγηση δὲν ἔχει ἐκείνη τὴ συνήθη κατακλείδα ὅτι ἔφυγαν οἰκοδομηθέντες ἢ ὠφε-ληθέντες, οὔτε πάλι μᾶς λέει πὼς ἀθύμησαν. Κανεὶς ἑπο-μένως δὲν μπορεῖ νὰ πεῖ πῶς ἐπέστρεψαν εἰς τὰ ἴδια. Τὸ μόνο ποὺ μποροῦμε νὰ ποῦμε, σὲ πλήρη συμφωνία μὲ τὸ πνεῦμα τῆς διηγήσεως, εἶναι νὰ ἐπαναλάβουμε ὅ,τι ἔγρα-ψε ὁ μέγας Βαρσανούφιος σὲ ἀδελφὸ ποὺ ζήτησε συγ-χώρηση: «ὁ θάνατος καὶ ἡ ζωὴ ἡμῶν εἰς τὰς χεῖρας ἡμῶν τυγχάνει». g

Ἀπὸ τὸν συλλογικὸ τόμο «Σύναξις Εὐχαριστίας-Χαριστήρια εἰς τιμὴν τοῦ γέροντος Αἰμιλιανοῦ», ἐκδ. Ἴνδικτος.

Ἡ μεταφορὰ τοῦ σκηνώματος τοῦ Ὁσίου ἈντωνίουΕἰκονογράφηση Νικολάου & Μαρίας Σπανοπούλου

Page 23: Αγιος Αντώνιος

42

Συμβουλὲς γιὰ τὸ ἦθος τῶν ἀνθρώπων καὶ τὴν ἐνάρετη ζωή

Ὁσίου Ἀντωνίου τοῦ Μεγάλου

Οἱ ἄνθρωποι λέγονται λογικοὶ καταχρηστικά. Δὲν εἶναι λογικοὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἔμαθαν τοὺς λόγους καὶ τὰ βι-βλία τῶν ἀρχαίων σοφῶν, ἀλλὰ ὅσοι ἔχουν λογικὴ

ψυχὴ καὶ μποροῦν νὰ διακρίνουν ποιό εἶναι τὸ καλὸ καὶ ποιό εἶναι τὸ κακό∙ καὶ ἔτσι ἀποφεύγουν τὰ κακὰ καὶ ψυ-χοβλαβῆ, μελετοῦν ὅμως σοβαρὰ τὰ καλὰ καὶ ψυχωφελῆ καὶ τὰ πράττουν μὲ μεγάλη εὐχαριστία πρὸς τὸ Θεό. Μόνο αὐτοὶ πρέπει ἀληθινὰ νὰ λέγονται λογικοὶ ἄνθρωποι. Ὁ ἀληθινὰ λογικὸς ἄνθρωπος μιὰ μόνο φροντίδα ἔχει, νὰ ὑπακούει καὶ νὰ εἶναι ἀρεστὸς στὸ Θεό, τὸν Κύριο τῶν ὅλων, καὶ σὲ τοῦτο καὶ μόνο νὰ ἀσκεῖ τὴν ψυχή του, πῶς νὰ γίνει ἀρεστὸς στὸ Θεό, εὐχαριστώντας Τον γιὰ τὴ μεγά-λη καὶ ἐξαιρετικὴ πρόνοιά Του καὶ τὴν κυβέρνηση ὄλου τοῦ κόσμου, ὅποια κι ἂν εἶναι ἡ θέση του στὴ ζωή. Γιατὶ εἶναι παράλογο, νὰ εὐχαριστοῦμε τοὺς γιατροὺς ὅταν μᾶς δίνουν τὰ πικρὰ καὶ ἀηδιαστικὰ φάρμακα γιὰ χάρη τῆς ὑγείας τοῦ σώματός μας, νὰ εἴμαστε ὅμως ἀχάριστοι στὸ Θεὸ γιὰ ὅσα φαίνονται σ’ ἐμᾶς δυσάρεστα καὶ νὰ μὴν ἀναγνωρίζομε ὅτι τὰ πάντα γίνονται ὅπως πρέπει καὶ πρὸς τὸ συμφέρον μας σύμφωνα μὲ τὴν πρόνοιά Του. Γιατὶ ἡ ἀναγνώριση αὐτὴ καὶ ἡ πίστη στὸ Θεὸ εἶναι ἡ σωτηρία καὶ ἡ τελειότητα τῆς ψυχῆς.

Ἡ ἐγκράτεια, ἡ ἀνεξικακία, ἡ σωφροσύνη, ἡ ἐγκαρ-

τέρηση, ἡ ὑπομονὴ καὶ οἱ παρόμοιες μέγιστες καὶ ἐνάρε-τες δυνάμεις μᾶς δόθηκαν ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ εἶναι ἀντίθετες καὶ ἀντιστέκονται καὶ μᾶς βοηθοῦν στὶς ἀντίστοιχες πρὸς αὐτὲς κακίες. Ἂν γυμνάζομε αὐτὲς τὶς δυνάμεις καὶ τὶς ἔχο-με πάντοτε πρόχειρες, τότε νομίζομε ὅτι δὲ μᾶς συμβαίνει πιὰ τίποτε δύσκολο ἢ θλιβερὸ ἢ ἀβάσταχτο∙ γιατὶ σκεφτό-

μαστε ὅτι ὅλα εἶναι ἀνθρώπινα καὶ τὰ νικοῦν οἱ ἀρετὲς ποὺ ἔχομε. Αὐτὰ δὲν τὰ ἔχουν ὑπόψη τους οἱ ἀνόητοι ἄνθρωποι. Οὔτε σκέφτονται ὅτι τὰ πάντα γίνονται σωστὰ

καὶ ὅπως πρέπει γιὰ τὸ συμφέρον μας, γιὰ νὰ λάμψουν οἱ ἀρετές μας καὶ νὰ στεφανωθοῦμε ἀπὸ τὸ Θεό. […]

Ὁ λογικὸς ἄνθρωπος, προσέχοντας ὁ ἴδιος στὸν ἑαυτό του, ἐξετάζει τί πρέπει νὰ πράξει καὶ τί τὸν συμφέ-ρει, καθὼς καὶ ποιά ταιριάζουν στὴν ψυχὴ καὶ τὴν

ὠφελοῦν καὶ ποιά δὲν τῆς ταιριάζουν. Καὶ ἔτσι ἀποφεύγει ἐκεῖνα ποὺ βλάπτουν τὴν ψυχή, ὡς ξένα καὶ γιατὶ τὸν χω-ρίζουν ἀπὸ τὴν αἰώνια ζωή. […]

Οἱ ἄνθρωποι ποὺ τοὺς ὁδηγεῖ τὸ λογικό, δὲν χρει-άζεται νὰ μοιράζουν τὴν προσοχή τους σὲ πολλὲς συντροφιές, ἀλλὰ μόνο στὶς ὠφέλιμες καὶ μάλιστα

σ’ ἐκεῖνες ὅπου πρυτανεύει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ οἱ ἄνθρωποι προχωροῦν πάλι στὴν κατὰ Θεὸ ζωὴ καὶ τὸ αἰώνιο φῶς. […]

Δὲν πρέπει κανένας νὰ λέει ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ κατορθώσει ὁ ἄνθρωπος τὴν ἐνάρετη ζωή, ἀλλὰ νὰ λέει ὅτι αὐτὸ δὲν εἶναι εὔκολο. Οὔτε μποροῦν νὰ

κατορθώσουν τὴν ἀρετὴ οἱ τυχόντες. Τὴν ἐνάρετη ζωὴ τὴν πραγματοποιοῦν ὅσοι ἄνθρωποι εἶναι εὐσεβεῖς καὶ ἔχουν νοῦ ποὺ ἀγαπᾶ τὸ Θεό. Γιατὶ ὁ νοῦς τῶν πολλῶν εἶναι κοσμικὸς καὶ μεταβάλλεται∙ κάνει σκέψεις ἄλλοτε καλές, ἄλλοτε κακές∙ μεταβάλλεται στὴ φύση καὶ γίνεται ὑλικότε-ρος. Ὁ νοῦς ὅμως ποὺ ἀγαπᾶ τὸ Θεό, τιμωρεῖ τὴν κακία ἡ

Ἡ ἀγαθοεργὸς δράση τοῦ Ἁγίου

Ἡ ἐπίθεση τῶν δαιμόνων

Page 24: Αγιος Αντώνιος

43

Ὁλόκληρη ἡ πνευματικὴ κίνησηκαὶ καλλιτεχνικὴ παραγωγὴ

τοῦ Βυζαντίου στὴν τελευταία περίοδο τῆς ἱστορίας του

φανερώνει τὴν ἀνασύνδεση τῶν συγχρόνων

μὲ τὴν ἑλληνικὴ παράδοση.

Ἡ ψυχὴ ποὺ εἶναι ἀληθινὰ λογικὴ καὶ ἀγαπᾶ τὸ Θεό, γνωρίζει ἀμέσως ὅλα

ὅσα συμβαίνουν στὴ ζωή. Καὶ ἐξιλεώνει τὸ Θεὸ μὲ διάθεση

ἀγάπης καὶ Τὸν εὐχαριστεῖ πραγματικά, κατευθύνοντας πρὸς

Αὐτὸν ὅλη τὴν ὁρμὴ καὶ τὸ νοῦ της.

ὁποία ἔρχεται ἑκούσια στοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὴν ἀμέλειά τους.

Οἱ ψυχικὰ ἀκαλλιέργητοι καὶ ἀμαθεῖς θεωροῦν γε-λοῖο πράγμα τοὺς λόγους καὶ δὲν θέλουν νὰ τοὺς ἀκοῦν ἐπειδὴ ἐλέγχεται ἡ κατάστασή τους καὶ θέλουν νὰ εἶναι ὅλοι ὅμοιοι μὲ αὐτούς. Ἐπίσης καὶ ἐκεῖνοι ποὺ εἶναι πα-ραδομένοι σὲ σαρκικὰ ἁμαρτήματα φροντίζουν νὰ εἶναι

ὅλοι οἱ ἄλλοι χειρότεροί τους, νομίζοντας οἱ δυστυχεῖς ὅτι ἐπειδὴ θὰ εἶναι πολλοὶ οἱ ἁμαρτάνοντες, θὰ ἐξασφαλι-στοῦν οἱ ἴδιοι ἀπὸ τὴν κατηγορία.

Ἡ χαλαρὴ ψυχὴ χάνεται καὶ σκοτίζεται ἐξαιτίας τῆς κα-κίας, γιατὶ ἔχει μέσα της ἀσωτεία, ὑπερηφάνεια, ἀπληστία, θυμό, αὐθάδεια, μανία, φόνο, στενοχώρια, φθόνο, πλεο-νεξία, ἁρπαγή, πόνο, ψεῦδος, ἡδονή, ραθυμία, λύπη, δει-λία, ἀσθένεια, μίσος, φιλοκατηγορία, ἀδυναμία, πλάνη, ἄγνοια, ἀπάτη, λησμοσύνη τοῦ Θεοῦ. Μὲ τέτοιες κακίες καὶ παρόμοιες τιμωρεῖται ἡ ἄθλια ψυχὴ ποὺ χωρίζεται ἀπὸ τὸ Θεό. […]

Ἐκεῖνος ποὺ μπορεῖ νὰ ἐξημερώσει τὰ ἤθη τῶν ἀνθρώπων καὶ νὰ τοὺς κάνει νὰ ἀγαπήσουν τοὺς λόγους καὶ τὴν παιδεία, πρέπει νὰ λέγεται ἀνθρω-

ποποιός.Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ ἐκεῖνοι ποὺ μεταστρέφουν τοὺς παραδομένους στὶς σαρκικὲς ἡδονὲς πρὸς τὴν ἐνάρετη καὶ θεάρεστη ζωή, πρέπει νὰ λέγονται καὶ αὐτοὶ ἀνθρωπο-ποιοί, ἐπειδὴ εἶναι σὰν νὰ ξαναπλάθουν τοὺς ἀνθρώπους. Γιατὶ ἡ πραότητα καὶ ἡ ἐγκράτεια εἶναι εὐτυχία καὶ δίνουν καλὴ ἐλπίδα στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων. […]

Ἄνθρωπος λέγεται ἢ ἐκεῖνος ποὺ χρησιμοποιεῖ ὀρθὰ τὸ λογικό του, ἢ ἐκεῖνος ποὺ δέχεται συμβουλὴ γιὰ τὴ διόρθωσή του. Ὁ ἀδιόρθωτος δὲ λέγεται ἄνθρω-

πος, ἀλλὰ ἀπάνθρωπος. Κι αὐτὸ εἶναι τὸ γνώρισμα τῶν

ἀπανθρώπων καὶ οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ πρέπει ν’ ἀποφεύγο-νται. Γιατὶ ἐκεῖνοι ποὺ ζοῦν μὲ τὴν κακία δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ἀποκτήσουν τὴν ἀθάνατη ζωή.

Ὅταν κάνομε καλὴ χρήση τοῦ λογικοῦ μας, τότε εἴμαστε ἄξιοι νὰ λεγόμαστε ἄνθρωποι. Ἀντίθετα, ὅταν δὲν κάνομε καλὴ χρήση τοῦ λογικοῦ, τότε μόνον κατὰ τὸ σῶμα καὶ τὴ φωνὴ διαφέρομε ἀπὸ τὰ ἄλογα ζῶα. Ἂς ἀναγνωρίσει λοιπὸν ὁ συνετὸς ἄνθρωπος ὅτι εἶναι ἀθά-νατος καὶ τότε θὰ μισήσει κάθε αἰσχρὴ ἐπιθυμία, ἡ ὁποία γίνεται αἰτία θανάτου στοὺς ἀνθρώπους.Ὅπως κάθε τέχνη διαμορφώνοντας τὴν ὕλη φανερώνει τὴν ἀξία της, π.χ. ὁ ἕνας δουλεύει τὸ ξύλο κι ὁ ἄλλος τὸ χαλκὸ κι ἄλλος τὸ χρυσὸ καὶ τὸ ἀσήμι, ἔτσι κι ἐμεῖς ἀκούοντας γιὰ τὴν καλὴ καὶ ἐνάρετη καὶ θεάρεστη ζωή, ὀφείλομε νὰ φαινόμαστε ὅτι εἴμαστε πραγματικὰ ἄνθρωποι γιὰ τὴ λογικὴ ψυχή μας καὶ ὄχι γιὰ τὴ διάπλαση μόνο τοῦ σώματός μας. Ἡ ψυχὴ ποὺ εἶναι ἀληθινὰ λογικὴ καὶ ἀγαπᾶ τὸ Θεό, γνωρίζει ἀμέσως ὅλα ὅσα συμβαίνουν στὴ ζωή. Καὶ ἐξιλεώνει τὸ Θεὸ μὲ διάθεση ἀγάπης καὶ Τὸν εὐχαριστεῖ πραγματικά, κατευθύνοντας πρὸς Αὐτὸν ὅλη τὴν ὁρμὴ καὶ τὸ νοῦ της. […]

Ἡλογικὴ καὶ ἐνάρετη ψυχὴ ἀναγνωρίζεται ἀπὸ τὸ βλέμμα, τὸ βάδισμα, τὴ φωνή, τὸ γέλιο, ἀπὸ τὸ ποῦ συχνάζει καὶ μὲ ποιούς συναναστρέφεται.

Ὅλα αὐτὰ ἔχουν ἀλλάξει σ’ αὐτὴν καὶ ἔγιναν κοσμιό-τερα. Γιατὶ ὁ νοῦς ποὺ ἀγαπᾶ τὸ Θεό, σὰν προσεκτικὸς

θυρωρὸς ἀπαγορεύει τὴν εἴσοδο στὶς κακὲς καὶ αἰσχρὲς ἐνθυμήσεις. g

Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Φιλοκαλία», ἐκδ. Τὸ περιβόλι τῆς Παναγίας.

Ἡ διδακτικὴ δράση τοῦ Ἁγίου

Ἡ ταφὴ τοῦ Ἁγίου

Σκηνὲς ἀπὸ τὸ βίο τοῦ Ἁγίου ἈντωνίουΕἰκόνα ἐξωφύλλου. Βυζαντινὸ καὶ Χριστιανικὸ Μουσεῖο Ἀθηνῶν, ἀρχὲς 16ου αἰ.