Από πού κρατάει η σκούφια σου;

117
2 ο ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΠΟΛΗΣ ΜΑΪΟΣ 2013

description

Εργασία των μαθητών της Ε' Τάξης 2012-2013 του 2ου Δημοτικού Σχολείου Ελευθερούπολης στα πλαίσια του μαθήματος της Ευέλικτης Ζώνης

Transcript of Από πού κρατάει η σκούφια σου;

Page 1: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

2ο ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΠΟΛΗΣ

ΜΑΪΟΣ 2013

Page 2: Από πού κρατάει η σκούφια σου;
Page 3: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ…

Λαθεμένο μού φαινόταν πάντα τ' όνομα που μας δίναν:

«Μετανάστες».

Θα πει, κείνοι που αφήσαν την πατρίδα τους. Εμείς, ωστόσο,

δε φύγαμε γιατί το θέλαμε,

λεύτερα να διαλέξουμε μιαν άλλη γη. Ούτε

και σε μιαν άλλη χώρα μπήκαμε

να μείνουμε για πάντα εκεί, αν γινόταν.

Εμείς φύγαμε στα κρυφά. Μας κυνηγήσαν, μας προγράψανε.

Κι η χώρα που μας δέχτηκε, σπίτι δε θα 'ναι, μα εξορία.

Έτσι, απομένουμε δω πέρα, ασύχαστοι, όσο μπορούμε πιο κοντά

στα σύνορα,

προσμένοντας του γυρισμού τη μέρα, καραδοκώντας το παραμικρό

σημάδι αλλαγής στην άλλην όχθη, πνίγοντας μ' ερωτήσεις

κάθε νεοφερμένο, χωρίς τίποτα να ξεχνάμε, τίποτα

ν' απαρνιόμαστε,

χωρίς να συχωράμε τίποτ' απ' όσα έγιναν, τίποτα δε συχωράμε.

Α, δε μας ξεγελάει τούτη η τριγύρω σιωπή! Ακούμε ίσαμ' εδώ

τα ουρλιαχτά που αντιλαλούν απ' τα στρατόπεδά τους. Εμείς

οι ίδιοι

μοιάζουμε των εγκλημάτων τους απόηχος, που κατάφερε

τα σύνορα να δρασκελίσει. Ο καθένας μας,

περπατώντας μες στο πλήθος με παπούτσια ξεσκισμένα,

μαρτυράει την ντροπή που τη χώρα μας μολεύει.

Όμως κανένας μας

δε θα μείνει εδώ. Η τελευταία λέξη

δεν ειπώθηκε ακόμα.

Μπ. Μπρεχτ, Ποιήματα,

μτφρ. Μάριος Πλωρίτης, Θεμέλιο

Δεν ξέρω να προλογίζω βιβλία , δε μου ‘τυχε ποτέ ίσαμε τώρα. Κι όταν οι συναδέλφισσες της Ε΄τάξης του

σχολείου μας μίλησαν για κάτι που ετοιμάζουν στα πλαίσια του μαθήματος της Ευέλικτης Ζώνης, δε

μπορούσα να φανταστώ ότι το τελικό αποτέλεσμα, ανάμεσα στα άλλα, θα ήταν και ένα βιβλίο.

«Από πού κρατάει η σκούφια σου» λοιπόν .

Ίσως η πρώτη ανάγνωση του τίτλου μας παραπέμπει σε μια πιο ανάλαφρη προσέγγιση , μια απλή και

περίεργη ματιά στο γενεαλογικό μας δέντρο στον τόπο καταγωγής μας. Έναν υπαινιγμό. Έτσι για να

γνωρίσουμε τις ρίζες μας…. Χιλιοειπωμένο. Ή πάλι, μια αντιγραφή και επικόλληση κομματιών ιστορίας. Κι

αυτό συνηθισμένο.

Κι όμως! Στα χέρια μας κρατάμε ένα βιβλίο.

Όχι, κανένας μας δε φαντάζεται ότι έχει μπροστά του ένα ιστορικό πόνημα, γραμμένο με κανόνες που

διέπουν επιστημονικές εργασίες και κανένας φαντάζομαι δε θα το κρίνει ως τέτοιο. Είναι η αποτύπωση

Page 4: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

της δουλειάς 34 παιδιών υπό την καθοδήγηση και επίβλεψη των δασκάλων τους. Εξάλλου, βιβλίο το

ονομάσαμε γιατί εκεί μας παρέπεμψε το μέγεθός του.

Την αξία του θα πρέπει να την αναζητήσουμε αλλού.

Από εκπαιδευτικής άποψης πληροί όλες τις προϋποθέσεις και τεκμηριώνει τον τίτλο ενός σχεδίου

εργασίας. Έννοιες όπως ομαδοσυνεργατική διδασκαλία, διάχυση σε όλα μαθήματα: Ιστορία , Γλώσσα

,Γεωγραφία, Μαθηματικά , Μουσική, Χορός, Θεατρική Αγωγή τα χαρακτηριστικά του.

Θα προτιμούσα να παρακάμψω αυτό το τυπικό εκπαιδευτικό κομμάτι για να εστιάσω στο τι και πώς

«έμαθαν» αυτά τα 34 παιδιά.

Ψάχνοντας να βρουν τις ρίζες τους λοιπόν έμαθαν με τον καλύτερο τρόπο την ιστορία τη δική τους , της

οικογένειάς τους, του τόπου τους. Μπόρεσαν να αποκτήσουν ταυτότητα και συνείδηση του «ποιος

είμαι» . Ένιωσαν ότι ανήκουν σε ένα μικρό σύνολο , αυτό που προσδιορίζεται με βάση τη γεωγραφική

καταγωγή αλλά ταυτόχρονα σε ένα μεγαλύτερο , πιο σύνθετο, αυτό της κοινωνίας που ζουν , της μικρής

μας κωμόπολης. Και μάλιστα διαπίστωσαν πως ο κοινωνικός καμβάς της μικρής μας πόλης είναι

κεντημένος με πολλές και πολύχρωμες κλωστές για να δώσει στο τέλος ένα αποτέλεσμα αρμονικής

συνύπαρξης.

Μα πιο σημαντικό, για μένα τουλάχιστον , είναι πως έστω για λίγο , έστω υποσυνείδητα , καλλιέργησαν

την ενσυναίσθηση, μπήκαν στη θέση του άλλου. Κι αυτός ο άλλος είναι ο πρόσφυγας , ο μετανάστης.

Είναι πια η κατάλληλη στιγμή να δικαιολογήσω την ύπαρξη του ποιήματος του Μπέρτολτ Μπρέχτ στην

αρχή του προλόγου αυτού. Γραμμένο από τον πρόσφυγα Μπρεχτ το 1937, όταν ζούσε ως αυτοεξόριστος

στη Σκανδιναβία, κατατρεγμένος από τη χιτλερική εξουσία. Ο Β' Παγκόσμιος πόλεμος δεν είχε ακόμη

ξεσπάσει, αλλά το ναζιστικό καθεστώς είχε ήδη δώσει δείγματα του βίαιου και απάνθρωπου προσώπου

του με την άγρια καταδίωξη των Εβραίων και των αντιφρονούντων Γερμανών. Πολλοί δημοκρατικοί

καλλιτέχνες και διανοούμενοι διώχτηκαν ή αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη χώρα τους, για να

γλιτώσουν από την ηθική και σωματική τους εξόντωση. (Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Β’

Γυμνασίου).

http://digitalschool.minedu.gov.gr/modules/ebook/show.php/DSGL105/229/1690,5409/

Θα μπορούσαν να έλειπαν οι ημερομηνίες. Έχει αντίρρηση κανείς μας ότι κάλλιστα περιγράφει και το χτες

και το σήμερα; Ελπίζω όχι το αύριο! Και ποια καλύτερη εγγύηση για το αύριο από τα παιδιά ;

Αυτά τα παιδιά που δουλεύοντας όλα μαζί , το καθένα με τη διαφορετικότητά του, συνειδητοποίησαν

πως οι παππούδες τους είναι άνθρωποι που άφησαν τον τόπο τους –τις περισσότερες αν όχι όλες τις

φορές- όχι γιατί το θέλησαν οι ίδιοι αλλά γιατί κάποιος ή κάτι τους το πρόσταξε, τους εξανάγκασε. Μια ο

πόλεμος, μια ο κίνδυνος, μια η φτώχεια.

Και κάποια άλλα , που η οικογένειά τους ήταν πάντα ριζωμένη σ’ αυτόν το μέρος που ζουν και τα ίδια

σήμερα, κατάλαβαν πώς είναι να τα ’χεις όλα και να τα χάνεις σε μια στιγμή και πως άδικα -όταν είδαν

τους ξεριζωμένους να ρ́χονται- φοβήθηκαν οι δικοί τους πως θα χάσουν το έχει τους απ’ αυτούς.

Γιατί σ΄αυτόν τον τόπο και την προσφυγιά τη γνωρίσαμε και τη μετανάστευση. Γιατί ανάμεσα μας και

πρόσφυγες και μετανάστες ζουν. Γιατί αφήνοντας τα πάντα πίσω , κυνηγημένοι, ήρθαμε και στήσαμε από

την αρχή , ανάσα την ανάσα τις ζωές μας . Και μόλις λίγο προκόψαμε και ησύχασε η ψυχή μας από το

κυνηγητό του πρώτου , του δύσκολου καιρού μετά τον ξεριζωμό, πάλι πήραμε τους δρόμους της ξενιτιάς.

Και σήμερα να ΄μαστε πάλι με δυο ταυτότητες . Μια αυτή που δέχτηκε καινούριους ξεριζωμένους από τα

γύρω μέρη, οικονομικούς μετανάστες με το όνειρο της καλύτερης ζωής και μια αυτού του ανθρώπου που

με τη βαλίτσα στο χέρι ξαναπιάνει τα γνώριμα μονοπάτια της ξενιτιάς και της μετανάστευσης.

Πώς λοιπόν μετά από τη δουλειά αυτή ,να μη μάθουν τα παιδιά μας να βλέπουν στο πρόσωπο του άλλου

τον ίδιο τους το εαυτό όταν ξέρουν πως ο γείτονάς τους θα μπορούσε να ν́αι κάποιες δεκαετίες πριν ο

παππούς του , η γιαγιά του; Πώς να νιώσουν εχθρό το συμμαθητή τους απ’ τη γειτονική χώρα όταν ξέρουν

Page 5: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

, ναι ξέρουν πια, πώς όλοι είμαστε ίδιοι και πως όλοι ζήσαμε τα ίδια . Τι να φοβηθούν και γιατί; Το άλλο

χρώμα , την άλλη θρησκεία, την άλλη γλώσσα; Η άγνοια οδηγεί στο φόβο και ο φόβος στη βία.

Η γνώση , αποκτήθηκε. Γέμισε το μυαλό τους. Μακάρι να γίνει φάρος που θα τα οδηγεί στη ζωή τους. Απ’

την άλλη τα συναισθήματα. Γέμισαν την ψυχή τους. Η περηφάνια για τα όσα κατάφεραν οι παππούδες

τους, για το σημάδι που ο καθένας άφησε στον τόπο που ζούμε, στη γλώσσα, στο καθημερινό φαγητό,

στις συνήθειες, στις γιορτές και στις χαρές, στη λύπη και στον πόνο.

Η εικόνα που ζωγραφίστηκε μέσα για τον τόπο και τους ανθρώπους που τον έφτιαξαν , έχει και κάτι από

το καθένα τους.

Τέλος, χάρηκαν ,συγκινήθηκαν, τραγούδησαν, χόρεψαν, έπαιξαν θέατρο, δοκίμασαν ο ένας τα φαγητό

του άλλου, μίλησαν ο ένας τη γλώσσα του άλλου και πάνω από όλα ένιωσαν το σχολείο τους κάπως

αλλιώς. Πιο χαρούμενο, λιγότερο τυπικό και αυστηρό. Έμαθαν να δημιουργούν, χωρίς να αισθάνονται

κούραση.

Θα ήταν άδικο να κλείσω αυτό το κείμενο, έχοντας πει δυο μόνο κουβέντες για τις δυο δασκάλες των

παιδιών, τη Φωτεινή την Παπάζογλου και τη Μαριάννα τη Μοσχοπούλου.

Γιατί αυτές είναι η κινητήρια δύναμη, η ψυχή αυτής της προσπάθειας. Σε μια εποχή εξαιρετικά δύσκολη,

με το χώρο της Παιδείας να περνάει μέσα από τις δικές τους συμπληγάδες, μας έδειξαν ότι σχολείο δεν

σημαίνει διεκπεραίωση. Κάνω το μάθημά μου μέσα στο ωράριό μου και φεύγω. Σημαίνει κατάθεση

ψυχής, πνεύμα ομαδικότητας και δημιουργίας με πρωταρχικό αποδέκτη το παιδί.

Δούλεψαν πολύ, εντός και εκτός σχολείου. Εντός και εκτός ωραρίου. Συντονίζοντας, καθοδηγώντας,

αποτελώντας παράδειγμα για τους μαθητές τους. Χτίζοντας την ομάδα και τις σχέσεις ανάμεσα στα

μέλη της ομάδας. Αθόρυβα, αλλά τόσο αποτελεσματικά! Χωρίς καμιά έξωθεν βοήθεια. Οι καιροί γαρ, ου

μενετοί. Με μόνη αμοιβή την ηθική ικανοποίηση που είμαι σίγουρη πως ένιωσαν.

Γιατί οι δάσκαλοι αυτού του τόπου πάντα έβαζαν πλάτη κ. Υπουργέ της Παιδείας και πάντα θα βάζουν.

Γιατί ξέρουν πως έτσι πρέπει να κάνουν αν θέλουν να μπορούν να στέκονται απέναντι στα παιδικά μάτια

και να κοιτάζουν βαθιά μέσα τους , χωρίς να χρειάζεται να κατεβάσουν τα δικά τους. Και το κάνουν

καθημερινά και με αυταπάρνηση.

Τις ευχαριστώ και νιώθω περήφανη και γι’ αυτές και για τα παιδιά τους.

Ελευθερούπολη, 21 Απριλίου 2013

Η Διευθύντρια του Σχολείου

Παγώνα Θ. Θεοδωρούδη

Page 6: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

Αλησμονώ και χαίρομαι, θυμάμαι και δακρύζω…

Το βιβλίο που κρατάτε στα χέρια σας είναι αποτέλεσμα του πολιτιστικού προγράμματος που

εκπονήθηκε στα πλαίσια της Ευέλικτης Ζώνης από τους μαθητές της Ε’ τάξης ( δύο τμήματα) του 2ου

Δημοτικού Σχολείου Ελευθερούπολης. Η ιδέα γεννήθηκε μετά από συζήτηση με τους μαθητές σχετικά με

την ιδιαίτερη καταγωγή τους.

Στόχος μας ήταν να γνωρίσουν οι μαθητές την καταγωγή τους, τις ρίζες τους, την παράδοσή μας,

τον πολιτισμό γειτονικών χωρών, αφού και στα δύο τμήματα υπήρχαν αλλοδαποί μαθητές, να

αποδέχονται και να σέβονται τη νοοτροπία και την κουλτούρα του άλλου μα πάνω απ’ όλα να

συνειδητοποιήσουν ότι όλοι είμαστε άνθρωποι με τις ίδιες ανάγκες και ότι όλες αυτές οι πολιτισμικές

διαφορές τελικά συνέθεσαν τον πλούσιο πολιτισμό μας.

Τα παιδιά μέσα από ευχάριστες δραστηριότητες ( τραγούδια, χοροί, θεατρικό δρώμενο, αναβίωση

εθίμων, συμμετοχή σε ραδιοφωνική εκπομπή κ.α.) έμαθαν πολλά στοιχεία για την καταγωγή των ίδιων

και των συμμαθητών τους. Επίσης, ήταν μια καταπληκτική ευκαιρία να μάθουν να ερευνούν, να

συνεργάζονται, να δουλεύουν ομαδικά, να επεξεργάζονται και να ταξινομούν πληροφορίες.

Παρόλο που οι απαιτήσεις ήταν πολλές, οι εργασίες, εντός και εκτός σχολικού ωραρίου, ήταν

χρονοβόρες και εμείς, οι εκπαιδευτικοί των τάξεων, ως καθοδηγητές του προγράμματος αποκομίσαμε

γνώση δουλεύοντας με τον ίδιο ενθουσιασμό που εργάστηκαν και τα παιδιά.

Φωτεινή Παπάζογλου

Μαριάννα Μοσχοπούλου

Page 7: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

ΝΤΟΠΙΟΙ ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ

7

ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΠΟΛΗ ( ΠΡΑΒΙ) ΤΟΥ ΝΙΚΟΤΣΑΡΑ Τρία κομμάτια σύννεφα 'ς τον Έλυμπο, 'ς τη ράχη, τό να βαστάει τη δροσιά, τάλλο βαρύ χαλάζι, το τρίτο το μαυρότερο τη θάλασσ’ αγναντεύει. "Πάψε, γιαλέ μου, το θυμό, πάψε τα κύματα σου, να βγουν τα κλεφτοκάραβα, πόχουν τους κλέφταις μέσα, να βγή κι' ο Νίκος μια βολά ψηλά 'ς τ’ Αργυροπούλι." Όσαις μαννούλαις τ' άκουσαν, όλαις κινούν και πάνε. "Νίκο μ', το πού είν' οι άντρες μας, το πού ναι τα παιδιά μας; -Οι άντρες σας δεν είν' εδώ, νουδέ και τα παιδιά σας, πάησαν πέρα 'ς το Χάντακα 'ς το έρημο το Πράβι, πάν να τροχίσουν τα σπαθιά, να πλύνουν τα τουφέκια." Τι έχουν της Ζίχνας τα βουνά και στέκουν μαραμμένα; Μήνα χαλάζι τα βαρεί, μήνα βαρύς χειμώνας; Ουδέ χαλάζι τα βαρεί, ουδέ βαρύς χειμώνας, ο Νικοτσάρας πολεμάει, με τρία βιλαέτια, τη Ζίχνα και το Χάντακα, το έρημο το Πράβι. Τρεις μέραις κάνει πόλεμο, τρεις μέραις και τρεις νύχτες, χωρίς ψωμί, χωρίς νερό, χωρίς ύπνο στο μάτι. Χιόνι έτρωγαν, χιόνι έπιναν και τη φωτιά βαστούσαν. Τα παλληκάρια φώναξε 'ς τοις τέσσερες ο Νίκος. "Ακούστε, παλληκάρια μου, λίγα κι’ αντρειωμένα, βάλτε τσελίκι 'ς την καρδιά και σίδερο 'ς τα πόδια, κι’ αφήστε τα τουφέκια σας και βγάλτε τα σπαθιά σας, γιρούσι για να κάμωμε να φτάσωμε το Πράβι." Το δρόμο πήραν σύνταχα κ' έφτασαν 'ς το γιοφύρι, ο Νίκος με το δαμασκί την άλυσό του κόφτει, φεύγουν οι Τούρκοι σαν τραγιά, πίσω το Πράβι αφήνουν.

Page 8: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

Από πού κρατάει η σκούφια σου;

8

«Παπούτσι απ’ τον τόπο μας κι ας είναι μπαλωμένο»

Γεια σας! Είμαστε οι Αριάδνη Κρουστάλλη, Ελένη Μυλωνά, Δημήτρης Κρουστάλλης, Ειρήνη Ραμπότα και Αργύρης Κατσιγιαννίδης. Είμαστε όλοι ντόπιοι και Μακεδόνες. Οι οικογένειές μας ήταν και είναι εγκατεστημένες στους πρόποδες του Παγγαίου όρους σε μια κωμόπολη του Νομού Καβάλας, την Ελευθερούπολη. Οι κύριες ασχολίες των κατοίκων, ανδρών και γυναικών, ήταν η καλλιέργεια της γης και η κτηνοτροφία, ενώ τα παιδιά βοηθούσαν τους γονείς στις δουλειές του σπιτιού και στα χωράφια μετά το σχολείο. Τα περισσότερα παιδιά τελείωναν μόνο το δημοτικό.

Λίγα λόγια για την ιστορία του τόπου μας…

Το Πράβι (η σημερινή Ελευθερούπολη) είναι μια από τις αρχαιότερες κωμοπόλεις της Ανατολικής Μακεδονίας. Είναι κτισμένη στους πρόποδες των βουνών Παγγαίου και Συμβόλου και μάλιστα στο σημείο όπου αυτά "συμβάλλουν", δηλαδή ενώνονται, πάνω στα ίχνη της "Αρχαίας" ή "Κάτω Οδού" των Αρχαίων Ελλήνων. Το γειτονικό όρος Παγγαίο υπήρξε σπουδαιότατο θρησκευτικό κέντρο της αρχαιότητας αλλά και αξιόλογη πηγή πλούτου, με τα μεγάλα δάση του και τα

περίφημα μεταλλεία χρυσού και αργύρου. Στην κορυφή του υπήρχε το μαντείο του Διονύσου, που το κατείχαν και το εκμεταλλευόταν το πολεμικό θρακικό φύλο των Σατρών.

Γίνεται σήμερα γενικά αποδεκτό ότι από την πόλη μας περνούσε η αρχαία (ή Κάτω) Οδός, που ήταν αυτή την οποία είχε ακολουθήσει ο Ξέρξης κατά την εκστρατεία του στην Ελλάδα.

Υπήρξαν πολλές ετυμολογικές εικασίες σχετικά με τη προέλευση της παλαιότερης ονομασίας της πόλης, (Πράβι), όπως από το λατινικό PRO VIA ή PARA VIA, δηλαδή επάνω ή δίπλα στο δρόμο (Π. Κατωπόδης), "Πραβικαρέστα" (Α.

Πανοραμική άποψη Ελευθερούπολης

Page 9: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

ΝΤΟΠΙΟΙ ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ

9

Μπακιρτζής) κλπ. Πάντως, σ' ένα γράμμα του στα 1212 ο Πάπας Ιννοκέντιος ο Γ', απευθυνόμενος στον τότε καθολικό (λόγω της λατινικής κατάκτησης) Μητροπολίτη Φιλίππων Γουλιέλμο, αναφέρει ανάμεσα στις περιοχές της δικαιοδοσίας του τελευταίου και την "Pravicaresta" που πιθανότατα είναι το Πράβι.

Σύμφωνα με τη διήγηση του Τούρκου περιηγητή Εβλιά Τσελεμπή, το 1667 το Πράβι αποτελούσε έδρα δικαστικής περιφέρειας ιεροδίκη κι είχε 300 περίπου σπίτια, με κήπους, αμπέλια, ένα τζαμί και τρία χάνια. Ήταν επίσης έδρα Τουρκικής υποδιοίκησης (καϊμακαμλίκι).

Περιηγητές των αρχών του 18ου αι. (Πώλ Λούκας κ.λ.π.) μας πληροφορούν ότι στο Πράβι, που είχε πολλά χάνια, λόγω της θέσης του πάνω σε μια σημαντική τότε οδική αρτηρία, υπήρχε εργοστάσιο κατασκευής βλημάτων ("τοπούζια") για πυροβόλα όπλα (στη σημερινή στοά Νάτσιου), τα οποία μεταφερόταν από τα λιμάνια της Καβάλας και του Τσάγεζι (Ορφανίου) στην Κωνσταντινούπολη. Την ίδια περίοδο, λόγω των πολλών νερών της περιοχής, ακμάζει η βυρσοδεψία και η κατασκευή των περίφημων γεμενιών, ελαφρών υποδημάτων που τα λέγανε "τουλούμπες" - γιατί τα χρησιμοποιούσαν οι πυροσβέστες ή τουλουμπατζήδες - τα οποία κατέκλυζαν τις αγορές της Κωνσταντινούπολης και της Φιλιππούπολης, (ανάμνηση αυτής της απασχόλησης αποτελεί ίσως η ονομασία της σημερινής συνοικίας "Τουλούμπα").

Από το Πράβι περνά ο Κοσμάς ο Αιτωλός για να διδάξει. Το πέρασμά του από εδώ τοποθετείται οπωσδήποτε μετά τα 1760, οπότε ο πατριάρχης Σεραφείμ Β' του έδωσε την άδεια να περιοδεύσει και να διδάξει στη Θράκη, τη Μακεδονία, τη Θεσσαλία και την Αιτωλοακαρνανία.

Από το Πράβι περνάει το 1807 και ο Νικοτσάρας και η πόλη αναφέρεται στο γνωστό δημοτικό τραγούδι. Επί Τουρκοκρατίας το Πράβι ήταν έδρα μουδίρη (επάρχου), καδή, οικονομικού εφόρου, τελώνη και ταμία, η δε ελληνική ορθόδοξη κοινότητά του διακρινόταν για την πρόοδό της και την αγάπη της για τα Ελληνικά γράμματα. Μετά από 529 χρόνια Τουρκικού ζυγού το Πράβι που τραγουδήθηκε από τη λαϊκή μούσα ελευθερώθηκε στις 17-10-1912. Μετά την απελευθέρωσή του από τους Τούρκους το Πράβι εμφανίζεται σαν Δήμος, ενώ το 1919 αποτελεί κοινότητα η οποία

περιλαμβάνει τους συνοικισμούς Πράβι και Δρανίτσι. Ο συνοικισμός και η κοινότητα μετονομάσθηκαν σε συνοικισμό και κοινότητα Ελευθερουπόλεως το 1929 ενώ η κοινότητα (ξανα)έγινε Δήμος το 1946. Η μετονομασία, από Πράβι σ' Ελευθερούπολη, έγινε από το όνομα (και προς τιμή αυτού του ονόματος) της κατεστραμμένης από αιώνες από τους Τούρκους κατακτητές προηγούμενης ομώνυμης έδρας της αρχαίας επισκοπής (και μετέπειτα Μητροπόλεως) Ελευθερουπόλεως και κατά συνέπεια προς τιμή της Μητροπόλεως της ίδιας.

Χάρτης Μακεδονίας

Η Ελευθερούπολη του χθες

Page 10: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

Από πού κρατάει η σκούφια σου;

10

Η ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ

Πολιτιστικός Σύλλογος Αυλής "Ήρωας Αυλωνείτης"

Page 11: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

ΝΤΟΠΙΟΙ ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ

11

Η μακεδονική παραδοσιακή φορεσιά αποτελείται από: αρμονία χρωμάτων, τέλεια κεντήματα και πολύτιμα κοσμήματα. Οι στολές, δουλεμένες στο χέρι, από φυσικά υλικά, λάμπουν με πλουσιοπάροχα στολίδια. Οι στολές ανάλογα με τα ξεχωριστά τους κομμάτια, τον τρόπο που δουλεύονται, τα υλικά και τους χρωματικούς συνδυασμούς χαρακτηρίζουν το κοινωνικό επίπεδο, την ηλικιακή ομάδα με κάποιες ιδιαιτερότητες ανάλογα με τις περιοχές της Μακεδονίας. Γενικά η φορεσιά δεν διέφερε πολύ από χωριό σε χωριό. Απλά υπήρχαν κάποιες παραλλαγές. Η φορεσιά ήταν φτωχή, απλή μιας και οι περισσότεροι κάτοικοι ήταν φτωχοί αγρότες, υλοτόμοι, κτηνοτρόφοι κλπ. Ήταν φτιαγμένη όμως με μεράκι και καλαισθησία. Συνήθως τα υφάσματα ήταν υφαντά στον αργαλειό. Εκείνο που πρέπει να τονιστεί είναι ότι όλα τα ρούχα που φορούσαν ήταν έργο των χεριών τους. Κάθε σπίτι είχε τον αργαλειό του και εκεί ύφαινε τα υφαντά της η οικοδέσποινα και τα προικιά της η ανύπαντρη κοπέλα.

Οι βελέντζες, τα προκόβια, τα σκουτιά και όλα τα άλλα μάλλινα υφάσματα από τον αργαλειό θα περνούσαν να χτυπηθούν στα μπατάνια για να καταλήξουν στον φραγκοράφτη, όπου θα γίνει το κοστούμι.

Η ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΦΟΡΕΣΙΑ

Η γυναικεία φορεσιά αποτελούνταν από μακρύ φόρεμα, κοντό γιλέκο μάλλινο ή τσόχινο με χρυσοκεντίδια. Στη μέση φορούσαν φαρδιά ζώνη, την πόρπη. Στο χέρι τους φορούσαν άσπρο μαντίλι και στο κεφάλι μαντίλα στολισμένη με φλουριά. Στα πόδια φορούσαν σκουφούνια και για παπούτσια είχαν πέτσινα τσαρούχια και, τέλος, στολίζονταν με σκουλαρίκια στα αυτιά, μπιλιτζέκια στα χέρια, με πλεξούδες στην πλάτη, και με μπούρλες στο λαιμό, στα στήθια και στη μέση.

Η ΑΝΔΡΙΚΗ ΦΟΡΕΣΙΑ

Οι άνδρες φορούσαν πουτούρα, πουκάμισο (καρό ή λευκό), μαύρο γιλέκο, ζωνάρι μαύρο ή ζαχαρί με κρόσσια, κρεμαστό στη μία πλευρά. Στο κεφάλι φορούσαν τραγιάσκα ή άσπρο μαντίλι κοφτό στο πίσω μέρος, την κλάκα. Για παπούτσια είχαν τα τσουράπια για τις δουλειές και τα αγοραστά τσαρούχια με πρόκες και μαύρες φούντες για τις γιορτές. Οι νέοι δένανε στο λαιμό μια παρδαλή σερβέτα (μαντήλι). Ξυρίζονταν αραιά και άφηναν αφέλειες στα μαλλιά τους για παλικαροσύνη. Οι γέροι δεν ξυρίζονταν καθόλου. Η κάπα τον χειμώνα ήταν ο αχώριστος σύντροφός τους και στο κεφάλι παλιότερα είχαν το γνωστό φέσι που κατέληγε σε κόκκινη φούντα. Τον χειμώνα φορούσαν σαν παλτό το πάντο (από το επανωφόρι) που έφτανε ως το γόνατο.

Να σημειωθεί ότι σε όλο τον ορεινό όγκο της Μακεδονίας (Καβάλα – Γρεβενά) οι στολές ήταν σχεδόν ίδιες. Οι μόνες που διέφεραν ήταν του Δρυμού Θεσσαλονίκης και του Γιδά Ημαθίας.

Page 12: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

Από πού κρατάει η σκούφια σου;

12

ΣΤΑ ΓΛΕΝΤΙΑ…

ΝΤΑΪΡΕΣ Ή ΝΤΑΧΑΡΕΣ -Παραδοσιακό όργανο Μακεδονίας Βασικό ρυθμικό όργανο που ανήκει στην κατηγορία των μεμβρανόφωνων. Συνήθως κατασκευάζεται από τους ίδιους τους οργανοπαίκτες, με κατσικίσιο δέρμα και το στεφάνι ( ένα ξύλινο τελάρο) από ξύλο καρυδιάς, καστανιάς ή οξιάς. Το τελάρο έχει ύψος συνήθως 5-6 εκατοστά και διάμετρο 20-40 εκατοστά. Το δέρμα κολλιέται ή καρφώνεται στην άκρη του κυλινδρικού σκελετού. Για να έχει αυτό το διαφορετικό χαρακτηριστικό ήχο, προσθέτουν γύρω – γύρω, στο στεφάνι, 6-10 ζιλιά ( μεταλλικά κύμβαλα), ώστε με το χτύπημα του χεριού στη μεμβράνη, τα ζιλιά να κουνιούνται και έτσι ν΄ ακούγεται συγχρόνως και η μεταλλική κουδουνιστή φωνή της. Όμως

από χωριό σε χωριό και από οργανοπαίκτη σε οργανοπαίκτη ποικίλλουν οι διαστάσεις ανάλογα με το ηχόχρωμα της συνοδείας ή του παιξίματος. Ο νταϊρές παίζεται μόνο με το δεξί χέρι, ενώ το αριστερό χρησιμεύει για την στήριξη του οργάνου.

ΓΚΑΪΝΤΑ

H Γκάιντα ή τσαμπούνα ή τουλούμι ή αγγείο είναι ένα είδος άσκαυλου, δηλαδή είδος παραδοσιακού μουσικού πνευστού μουσικού οργάνου, αποτελούμενο από ασκό και από ξύλινο μέρος. Η γκάιντα αποτελείται από τον ασκό, το επιστόμιο και το τμήμα παραγωγής ήχου. Το τελευταίο απαρτίζεται από δύο ξεχωριστούς αυλούς. Ο ένας, κοντός με τρύπες, παράγει τη μελωδία και ο άλλος, μακρύς χωρίς οπές, παράγει ένα φθόγγο που κρατάει το ίσο. Ο ασκός παρέχει τον αυλό με αέρα. Πρόκειται για ένα αεροστεγή σάκο από δέρμα προβάτου ή κατσίκας.

Ένας κόσμος που χάνεται...

Page 13: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

ΝΤΟΠΙΟΙ ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ

13

ΖΟΥΡΝΑΣ

Ο νεοελληνικός ζουρνάς ή καραμούζα ή πίπιζα είναι μουσικό όργανο ανοιχτού χώρου, ανήκει στην οικογένεια των λαϊκών οργάνων τύπου όμποε, με διπλό γλωσσίδι. Ταυτίζεται απόλυτα με τον αρχαίο αυλό, πού μέσα από ιστορικές, φιλολογικές αλλά και εικαστικές μαρτυρίες, τον συναντούμε από την εποχή του Ομήρου!!!

ΝΤΑΟΥΛΙ

Το Νταούλι (εκ του δέφω = μαλάσσω το πετσί, το δέρμα για να μαλακώσει) με τη μορφή που το συναντούμε σήμερα, είναι γνωστό από τους βυζαντινούς χρόνους. Παλιοί οργανοπαίχτες μιλούν για δυο και τρεις ζυγιές νταούλια, τα οποία χρησιμοποιούσαν με δεξιοτεχνία οι νταουλτζήδες. Σύμφωνα δε με διασταυρωμένες πληροφορίες, οι μουσικοί αυτοί αποτελούσαν μέρος του σουλτανικού στρατού…

Δεν υπάρχει απόλυτα συγκεκριμένο μέγεθος νταουλιού. Δυο όμως είναι τα στοιχεία τα οποία το προσδιορίζουν. Το πρώτο η τοπική παράδοση και το δεύτερο η σωματική διάπλαση του νταουλτζή. Αν ήταν ψηλός με μακριά χέρια, έφτιαχνε νταούλι που η διάμετρος του έφτανε και τα 80 εκατ. Θύμα του εκσυγχρονισμού όμως έπεσε και το νταούλι, όπως άλλωστε και οι ζουρνάδες που κατασκευάζονται στον τόρνο, αφού περιορίστηκε πια και το μέγεθος του, μέχρι και 56 με 68 εκατ. περίπου.

Η κατασκευή ενός νταουλιού απαιτεί λεπτούς χειρισμούς και κυρίως υπομονή όσον αφορά στην επεξεργασία του δέρματος, και σύμφωνα με την παράδοση το καλύτερο είναι αυτό του γαϊδάρου, μετά του λύκου και μετά του βοδιού.

ΚΛΑΡΙΝΟ

Το κλαρίνο, ως λαϊκό μουσικό όργανο, έρχεται στην Ελλάδα απ' την Τουρκία με τους Τουρκόγυφτους, γύρω στα 1835. Πρωτοεμφανίζεται στη βόρεια Ελλάδα, την `Ηπειρο και τη δυτική Μακεδονία, απ' όπου και προχωρεί προς τα κάτω. Μαζί, αρχικά με το βιολί και το λαούτο και αργότερα και με το σαντούρι, αποτελούν την κομπανία, το κατεξοχήν λαϊκό μουσικό σχήμα πού αντικαθιστά σιγά-σιγά την πατροπαράδοτη ζύγια νταούλι-ζουρνά.

ΧΟΡΟΙ

Ράικο Χορεύεται στις περισσότερες περιοχές της Μακεδονίας από άνδρες και γυναίκες με λαβή των χεριών από τις παλάμες, με τα χέρια τεντωμένα κάτω. Ο χορός αποτελείται από 12 βήματα που εκτελούνται στην αρχή στρωτά και στη συνέχεια πηδηχτά και με περισσότερες κινήσεις σε κάθε βήμα. Τα 8 βήματα του χορού γίνονται προς τη φορά και τα υπόλοιπα 4, αντίθετα από τη φορά.

Page 14: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

Από πού κρατάει η σκούφια σου;

14

Καστοριανός Χορεύεται από άνδρες και γυναίκες στη Μακεδονία, και κυρίως στην περιοχή της Καστοριάς από όπου και το όνομά του, με λαβή των χεριών από τις παλάμες και με το τραγούδι «Πηνελόπη Καρανά ποια θα κάνεις πεθερά;». Αρχική θέση είναι η προσοχή και μουσικό μέτρο τα 2/4. Ο χορός αποτελείται από 3 μέρη.

Γερακίνα Γυναικείος χορός που χορεύεται στη Νιγρίτα Σερρών. Την ονομασία του οφείλει στα λόγια του τραγουδιού που αναφέρονται σε μια όμορφη νέα, τη Γερακίνα. Σύμφωνα με την παράδοση η Γερακίνα, προσπαθώντας να αντλήσει νερό από ένα πηγάδι, έπεσε μέσα και δεν κατάφερε να σωθεί παρά τις προσπάθειες του αγαπημένου της. Η ιστορία έγινε θρύλος και με τον καιρό εξελίχθηκε σε έναν από τους καλύτερους χορούς.

Λεβέντικος ή "Πουστσένο" Χορός στην περιοχή Φλώρινας. Λέγεται και Αμολυτή Γκάιντα, Λυτός, Πούσνοτο, Πουστένο. Το Πουστσένο είναι το Λυτό ή Αμολυτό. Είναι κυκλικός χορός και χορεύεται από άνδρες και γυναίκες μα λαβή από τον καρπό. Τα βήματα είναι 12 ή 15 και ολοκληρώνονται σε 3 μουσικά μέτρα.

Παρτάλος Ο χορός αυτός είναι ένας ανδρικός χορός που χορεύεται κυρίως στην Πυλαία (Καπουτζήδα) της Θεσσαλονίκης. Την ονομασία του την οφείλει μάλλον σε κάποια όμορφη γυναίκα που φορούσε παρτάλια, δηλαδή κουρελιασμένα ρούχα. Γι αυτό και ο χορός λέγεται και «της Παρτάλως.». Η λαβή των χεριών είναι από τις παλάμες με λυγισμένους τους αγκώνες ή από τους ώμους. Ο χορός αποτελείται από έξι πηδηχτά βήματα πάνω στα οποία γίνονται διάφορες φιγούρες. Ανά 4 εξάρια σύμφωνα με τη μουσική αλλάζουμε και φιγούρα. Το μέτωπο του χορού είναι σχεδόν πάντα προς το κέντρο.

Πατρούνινο ή Πετρούνα ή Πατρώνα ή Πατρούλα Χορός που σε μερικά χωριά χορεύεται κατά τη διάρκεια του εθίμου «Ρουγκάτσια». Η λαβή είναι από τις παλάμες, με λυγισμένους τους αγκώνες και αποτελείται από 9 βήματα που τα μετράμε σε τρία τριάρια.

Παρδαλά τσουράπια Αυτός ο χορός συναντάται εκτός από την Ανατολική και στην Κεντρική Μακεδονία και χορεύεται από άνδρες και γυναίκες. Την ονομασία του οφείλει σ’ ένα είδος υποδήματος που φοράνε σ ολόκληρη την ορεινή Μακεδονία, τα λεγόμενα τσουράπια. Η λαβή είναι από τις παλάμες, με λυγισμένους τους αγκώνες, ή και με τεντωμένους κάτω. Τα 12 βήματα του χορού, χορεύονται οκτώ προς τη φορά και 4 αντίθετα, δίνοντας έμφαση στο 7ο και 8ο βήμα, καθώς και στο 11ο και 13ο, στην κίνηση των πελμάτων..

Μακεδονικός κλέφτικος

Είναι ένας από τους ωραιότερους Μακεδονικούς χορούς, που χορεύεται κυρίως στην περιοχή του Γιδά.

Page 15: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

ΝΤΟΠΙΟΙ ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ

15

ΤΑ ΕΘΙΜΑ

Ο ΓΑΜΟΣ

Τα παλιά χρόνια, το πότε και με ποιον θα παντρεύονταν τα παιδιά τους, αποφάσιζαν οι γονείς και μάλιστα ο πατέρας, μόνος ή με την βοήθεια του προξενητή. Αφού κανόνιζαν την προίκα, έκαναν τους αρραβώνες και ο γάμος έπρεπε να γίνει το πολύ μέσα σε 5 μήνες από την επισημοποίηση της σχέσης.

Κουμπάρος σύμφωνα με την παράδοση έπρεπε να γίνει ο νονός του γαμπρού με συνοδεία τα μπρατίμια, όπως έλεγαν τους αδέσμευτους φίλους του νέου που θα παντρευόταν. Μάλιστα το γεγονός του γάμου γινόταν γνωστό από τις δυο οικογένειες μέσα από τις αμέτρητες

τουφεκιές που σκορπιζόταν στον αέρα και το γλέντι με τα νταούλια που έκαναν. Δύο μέρες πριν τον γάμο, που σύμφωνα με το έθιμο γινόταν πάντα Κυριακή, στέλνονταν τα καλέσματα στους συγγενείς και φίλους. Τα καλέσματα που ήταν ζαχαρωτά τυλιγμένα σε λευκό χαρτί και δεμένα με κόκκινη κλωστή τα μοίραζαν μόνο άντρες. Οι γυναίκες τώρα από το σόι του γαμπρού, ετοίμαζαν τα κανίσκια, καλέσματα για τον κουμπάρο και τα μπρατίμια. Την Κυριακή το πρωί όλοι μαζί συγγενείς και καλεσμένοι του γαμπρού συγκεντρώνονταν και ξεκινούσαν για να πάνε να πάρουν την νύφη. Η νύφη σύμφωνα πάντα με τα έθιμα της Μακεδονίας, όση ώρα ετοιμάζονταν έπρεπε να κάθεται πάνω σε μια ψάθα, κάτω από την οποία υπήρχε ένα σίδερο για να είναι …σιδερένιος ο γάμος της. Μάλιστα το σίδερο είχε την μορφή λουριού το οποίο το περνούσαν 3 φορές γύρω από το σώμα της για την βασκανία και το κακό μάτι. Η παράδοση ήθελε όλα τα προικιά της, ακόμη και τα νυφικά της ρούχα, να τα βάζουν μέσα σε ένα κόσκινο με ρύζι και γλυκά ( για να έχει γλυκό και στεριωμένο έγγαμο βίο ) και μάλιστα το νυφικό το πετούσαν κάτω 3 φορές πριν της το φορέσουν.

Όταν έφταναν όλοι από την πλευρά του γαμπρού, μια κοπέλα από τους συγγενείς της νύφης τους καλοδεχόταν και πρόσφερε γλυκό στον γαμπρό. Έπειτα τον καλωσόριζαν οι γονείς της νύφης και περίμεναν ώσπου η κοπέλα να εμφανιστεί. Καθώς έβγαιναν πρώτα τα προικιά, 2 μπράτιμοι της φορούσαν την σιδερένια ζώνη και τα νυφικά παπούτσια της.

Page 16: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

Από πού κρατάει η σκούφια σου;

16

Εκείνη τότε ξεκινούσε και έχοντας στα χέρια μια κουλούρα το ονομαζόμενο κλίκι, την έκοβε και πετούσε ένα κομμάτι στα κεραμίδια του σπιτιού και ένα κρατούσε εκείνη. Όλοι οι προσκεκλημένοι πετούσαν ρύζι για να ριζώσει το ζευγάρι και ξεκινούσαν για την εκκλησία. Τότε δεν είχαν στέφανα αλλά ο κουμπάρος σκέπαζε τα κεφάλια τους με ένα μεταξωτό μαντήλι κρατώντας από ένα αναμμένο κερί για τον καθένα ώστε να φωτιστούν οι νεόνυμφοι. Μετά το τέλος του μυστηρίου ξεκινούσαν όλοι μαζί για το σπίτι του γαμπρού, όπου η νύφη θα έπρεπε να υποκλιθεί μπροστά στα πεθερικά της και εκείνοι με την σειρά τους να την ασημώσουν. Κατόπιν η νέα έριχνε σε αλεύρι το κομμάτι από την κουλούρα που είχε κρατήσει για να της φέρει γούρι αμέσως μετά ξεκινούσαν τα όργανα και το γλέντι του γάμου που πραγματικά ήταν από τα καλύτερα της εποχής.

ΟΙ ΦΟΥΦΟΥΔΕΣ

Με παραδοσιακές φουφούδες και την επίσκεψη του Καππαδόκη Αϊ Βασίλη γιορτάζονται τα Χριστούγεννα στην πόλη της Καβάλας. Το εμπορικό κέντρο της πόλης την παραμονή των Χριστουγέννων θυμίζει μια μεγάλη ψησταριά. Στα πεζοδρόμια οι έμποροι στήνουν υπαίθριες ψησταριές, τις λεγόμενες φουφούδες και προσφέρουν σε όλους τους περαστικούς ψητά κρέατα και ντόπιο κόκκινο κρασί.

Οι παραδοσιακές φουφούδες στήνονται ξανά την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, αυτή τη φορά, σε μεγαλύτερη έκταση και από νωρίς το μεσημέρι στήνεται μεγάλη γιορτή με άφθονο κρασί, ορχήστρες και υπαίθριες ψησταριές για την υποδοχή του νέου χρόνου πολύ πριν από τα μεσάνυχτα.

Από την παραμονή των Χριστουγέννων ένα ακόμη έθιμο αναβιώνει στην πόλη και συγκεκριμένα στην περιοχή της Ν. Καρβάλης. Πρόκειται για την επίσκεψη του Καππαδόκη Αϊ Βασίλη που ολοκλήρωσε το μεγάλο του ταξίδι από την Καισάρεια φθάνοντας στο λαογραφικό χωριό «Ακόντισμα», όπου θα παραμείνει μέχρι την τελευταία μέρα του έτους.

ΤΟ ΕΘΙΜΟ ΤΟΥ ΚΛΗΔΟΝΑ

Την παραμονή του Αϊ Γιαννιού, οι ανύπαντρες κοπέλες μαζεύονται σε ένα από τα σπίτια του χωριού, όπου αναθέτουν σε κάποιο μέλος της συντροφιάς, συνήθως σε μια Μαρία, της οποίας και οι δυο γονείς είναι στη ζωή, να φέρει από το πηγάδι το «αμίλητο νερό». Η κοπέλα πρέπει να φέρει το νερό από το πηγάδι αμίλητη. Επιστρέφοντας στο σπίτι αδειάζει το νερό σε ένα πήλινο δοχείο, στο οποίο κάθε κοπέλα ρίχνει ένα αντικείμενο, το ριζικάρι. Στη συνέχεια το δοχείο

Άγγελός είσαι νύφη μου, κι

αγγελικά χορεύεις,

κι αγγελικά χορεύεις.

Άγγελοι σε στολίζανε, σου

‘βάναν τη σκουφίτσα,

σου ‘βάναν τη σκουφίτσα.

"Κλήδονας" Πολιτιστικός Σύλλογος Ελευθερούπολης

Page 17: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

ΝΤΟΠΙΟΙ ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ

17

Σαν μάθει ο σκύλος γράμματα κι η γάτα να διαβάζει, τότε κι εσύ θα παντρευτείς να κάνει ο κόσμος χάζι.

σκεπάζεται με κόκκινο ύφασμα «κλειδώνεται» και τοποθετείται σε ανοιχτό χώρο. Οι κοπέλες επιστρέφουν ύστερα στα σπίτια τους. Οι κάτοικοι του χωριού ανάβουν φωτιές, τις λεγόμενες «μπουμπούνες». Μια μεγάλη φωτιά στήνεται στην πλατεία του χωριού και άλλες μικρότερες σε όλες τις γειτονιές. Οι κάτοικοι πηδάνε πάνω απ’ αυτές. Έλεγαν ότι αν πηδούσαν τρεις φορές θα έφευγαν οι ψύλλοι και οι κοριοί. Ανήμερα του Αϊ Γιαννιού, αλλά πριν βγει ο ήλιος, η Μαρία φέρνει μέσα στο σπίτι το δοχείο. Αυτή τη φορά στην ομήγυρη μπορούν να συμμετέχουν και παντρεμένες γυναίκες, συγγενείς και γείτονες και των δυο φύλων. Καθισμένη στο κέντρο της συντροφιάς, η Μαρία ανοίγει τον Κλήδονα. Ανασύρει ένα ένα τα αντικείμενα, που

αντιστοιχούν στο ριζικό κάθε κοπέλας, απαγγέλοντας ταυτόχρονα δίστιχα. Το δίστιχο που αντιστοιχεί στο αντικείμενο της κάθε κοπέλας θεωρείται ότι προμηνύει το μέλλον της. Προς το σούρουπο, η κάθε κοπέλα γεμίζει το στόμα της με μια γουλιά αμίλητο νερό και στέκεται μπροστά σε ανοιχτό παράθυρο, έως ότου ακούσει το πρώτο αντρικό όνομα. Αυτό πιστεύεται ότι θα είναι και το όνομα του άντρα που θα παντρευτεί. Μετά το τέλος αυτής της διαδικασίας στήνεται μεγάλο γλέντι στο οποίο συμμετέχει όλο το χωριό.

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΚΑΙ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ

Τα Χριστούγεννα από την παραμονή έσφαζαν κοτόπουλα ή μεγαλύτερα ζώα. Σε όλα τα σπίτια ζύμωναν πίτες με αλεύρι, γάλα, αυγά ζάχαρη και βούτυρο. Οι γυναίκες πήγαιναν στους στάβλους όπου άναβαν κεριά στα παχνιά των ζώων και θυμιάτιζαν. Τη νύχτα της παραμονής χτυπούσε η καμπάνα της εκκλησίας. Άντρες και γυναίκες φορούσαν γιορτινά ρούχα και πήγαιναν όλοι μαζί στην εκκλησία κρατώντας πυρσούς για να βλέπουν στο σκοτάδι. Η λειτουργία τελείωνε πριν ξημερώσει και γύριζαν στα σπίτια τους. Οι μικρότεροι ασπάζονταν τα χέρια των μεγαλύτερων και εύχονταν «Χριστός γεννάται, Αληθώς γεννάται» κ.α. Έστρωναν το χριστουγεννιάτικο τραπέζι που περιελάμβανε σούπα τραχανά και γιουβαρλάκια. Όλες τις μέρες από τα

Χριστούγεννα μέχρι του Αγίου Βασιλείου γιόρταζαν, συγκεντρωμένοι στα σπίτια, διασκέδαζαν χορεύοντας χωριστά οι άντρες και χωριστά οι γυναίκες.

Το βράδυ της παραμονής της Πρωτοχρονιάς τα παιδιά γύριζαν στα σπίτια και έλεγαν τα κάλαντα. Ξημερώματα Πρωτοχρονιάς οι γυναίκες έτρεχαν στη βρύση να φέρουν νερό στον Αϊ Βασίλη. Κάθε μία γέμιζε τη στάμνα της και κρατούσε ύστερα κάτω από τη βρύση μικρή σακούλα με νομίσματα, για να τρέξει μέσα το νερό και να πολλαπλασιαστούν τα νομίσματα. Για το γεύμα του μεσημεριού έπρεπε να έχουν κότα γεμιστή με πλιγούρι. Το τραπέζι ήταν στρωμένο όλη τη μέρα και όποιος περνούσε έξω από το σπίτι τον φίλευαν.

"Κλήδονας" Πολιτιστικός Σύλλογος Ελευθερούπολης

Ήρθε πάλι νέο έτος εις την πρώτη του μηνός ήρθα να σας χαιρετίσω δούλος σας ο ταπεινός. Ο Βασίλειος ο Μέγας, ιεράρχης θαυμαστός εις την οικογένειά σας να ‘ναι πάντα βοηθός. Τα παιδιά εις το σχολείο να πηγαίνουνε συχνά να μαθαίνουνε το βίο, της πατρίδας τα ιερά. Και για τους ξενιτεμένους έχω να σας πω πολλά σας αφήνω καληνύχτα και του χρόνου με υγειά.

Page 18: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

Από πού κρατάει η σκούφια σου;

18

Η ΚΟΥΖΙΝΑ Στη Μακεδονία τα τοπικά φαγητά και η μαγειρική της υπαίθρου καθρεφτίζουν τις παραδόσεις των βοσκών, όπου τα ντόπια ελληνικά τυριά και το ελληνικό γιαούρτι έχουν παίξει σημαντικό ρόλο στην παραδοσιακή ελληνική διατροφή. Οι αλμυρές πίτες, που διατηρούνται αρκετά και προσφέρονται για ταξίδια –ιδεώδεις για τους περιπλανώμενους βοσκούς– αποτελούν σημαντικό κομμάτι της τοπικής μαγειρικής. Τα τουρσιά με λάχανο και πιπεριές, σε κάθε σχήμα, καυστικότητα και προετοιμασία είναι μερικά ακόμα προϊόντα της Βόρειας Ελλάδας. Η μαγειρική της Μακεδονίας και της Θράκης έχει επηρεαστεί σε τεράστιο βαθμό από τους Έλληνες πρόσφυγες που μετανάστευσαν μαζικά εδώ, μετά από την καταστροφή της Μικράς Ασίας (1922), ξεπερνώντας το ένα εκατομμύριο. Μαζί τους έφεραν τις γεύσεις της Ανατολής και την αισθητική ενός πιο αστικού, εκλεπτυσμένου τρόπου μαγειρέματος, που ήταν διανθισμένο με

πολλές γαλλικές επιρροές. Πιάτα που σήμερα θεωρούμε δεδομένα, όπως ο μουσακάς και το σαγανάκι, έφθασαν στην Ελλάδα μαζί με τους Έλληνες της Μικράς Ασίας, όντας μέσα στα τοπικά φαγητά τους.

Χαλβάς

Υλικά 1 φλιτζάνι του τσαγιού σπορέλαιο 2 φλιτζάνια του τσαγιού χονδρό σιμιγδάλι 2 1/2 φλιτζάνια του τσαγιού ζάχαρη 4 1/2 φλιτζάνια του τσαγιού νερό Λίγο ξύσμα πορτοκαλιού 1 βανίλια κανέλλα Εκτέλεση Καίμε καλά το σπορέλαιο, εν συνεχεία ρίχνουμε το σιμιγδάλι και το καβουρντίζουμε ελαφρά μέχρι να ροδίσει αλλά να μην καβουρντιστεί πολύ. Συγχρόνως σε ένα άλλο σκεύος, διαλύουμε τη ζάχαρη στο νερό που έχουμε ζεστάνει. Στη συνέχεια, ρίχνουμε σιγά-σιγά το νερό με τη λιωμένη ζάχαρη στο καβουρντισμένο σιμιγδάλι και το ανακατεύουμε αργά έως ότου αρχίσει να πήζει. Μόλις αρχίσει να πήζει ο χαλβάς, ρίχνουμε λίγο ξύσμα πορτοκαλιού και μία βανίλια. Όταν πήξει αρκετά, σβήνουμε τη φωτιά και αδειάζουμε το μείγμα σε ένα γυάλινο σκεύος για να κρυώσει. Όταν κρυώσει τελείως και μπορεί να κοπεί σε κομμάτια μπορούμε να το σερβίρουμε. Γαρνίρεται με κανέλλα.

Κρεμμυδόπιτα

Υλικά για τη ζύμη 1 ποτήρι (ή κούπα του καφέ) χλιαρό νερό 2 κουταλιές ξύδι 1 κουταλιά κοφτή ζάχαρη (δίνει ωραίο χρώμα στη ζύμη) 1/2 κουταλιά αλάτι Ελαιόλαδο

Αλεύρι όσο πάρει (κοσκινισμένο)

Υλικά για τη γέμιση 4 μεγάλα ξερά κρεμμύδια (αν θέλουμε προσθέτουμε και 3 φρέσκα κρεμμυδάκια) 500 φρέσκια ντομάτα ή ντοματάκια κομμένα Αλάτι, πιπέρι Λίγη ρίγανη 1 μικρό φύλλο δάφνης Ελαιόλαδο

Εκτέλεση Αφού ζυμωθεί η ζύμη με όλα τα υλικά, θα χωριστεί σε 2 μπάλες οι οποίες θα απλωθούν και θα διπλωθούν σαν τετράγωνα μαντήλια, ενώ θα λαδωθούν από όλες τις πλευρές. Θα παραμείνουν διπλωμένες για μισή ώρα σε ζεστό μέρος για να 'ξεκουραστούν' και μετά θα ανοιχτούν σε 2 φύλλα. Για να φτιάξουμε τη γέμιση, καθαρίζουμε τα κρεμμύδια, τα ψιλοκόβουμε και τα βάζουμε σε ένα κατσαρολάκι να βράσουν με μισό ποτήρι νερό για να μαλακώσουν. Κατόπιν ρίχνουμε μέσα την ντομάτα, προσθέτουμε αλάτι, πιπέρι, λίγη ρίγανη, τη δάφνη και σωτάρουμε ελαφρά με ελαιόλαδο. Απλώνουμε το μείγμα ομοιόμορφα στο φύλλο που έχουμε τοποθετήσει σε ένα καλά λαδωμένο ταψί, και το σκεπάζουμε με το 2ο φύλλο γυρνώντας τις άκρες του προς τα μέσα. Αλείφουμε με ελαιόλαδο και 'ραντίζουμε' με τα χέρια μας με λίγο χλιαρό νερό για να αφρατέψει η ζύμη. Ψήνουμε στην αρχή στους 200 βαθμούς να ροδίσει και κατόπιν χαμηλώνουμε τον φούρνο (170-180 βαθμούς ανάλογα με την κουζίνα) και ψήνουμε για 30' περίπου. Σερβίρεται ζεστή.

Page 19: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

ΝΤΟΠΙΟΙ ΜΑΚΕΔΟΝΕΣ

19

ΕΝΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙ… Ο Μαρμαρωμένος Βασιλιάς

(Βέροια Ημαθίας - Μακεδονία)

Μια φορά κι έναν καιρό ήτανε μια βασιλοπούλα. Κάθε πρωί, έβγαινε με τη βάγια της στην αυλή και καθόταν και κεντούσε. Κι εκεί που κεντούσε ερχόταν ένα πουλάκι και καθόταν στην ποδιά της και την έλεγε: «κι αν κεντάς κι αν δεν κεντάς, άντραν πεθαμένον θα πάρεις». Κι η βασιλοπούλα έκλαιγε και στεναχωρούνταν. «Μη στεναχωράσαι» την έλεγε η βάγια, «πουλάκι είναι και δεν ξέρει τι λέει». Μια μέρα, καθότανε πάλι στην αυλή, κι εκεί που κεντούσανε, τη βάγια την πήρε ο ύπνος κι αποκοιμήθηκε. Κι έρχεται τότε πάλι το πουλάκι κι έκατσε στην ποδιά της βασιλοπούλας και την λέει «κι αν κεντάς κι αν δεν κεντάς, άντραν πεθαμένον θα πάρεις». Σηκώνεται το λοιπόν η βασιλοπούλα να το πιάσει το πουλί, μα εκείνο πέταξε κι έφυγε κι όλο κελαηδούσε κι έλεγε «κι αν κεντάς κι αν δεν κεντάς, άντραν πεθαμένον θα πάρεις» και πετούσε μακριά. Έτρεχε η βασιλοπούλα από πίσω να το πιάσει και μπήκε βαθιά μέσα στο δάσος και χάθηκε…. Κι εκεί που περπατούσε και περπατούσε φτάνει μπροστά σ’ ένα παλάτι μαρμάρινο. Μπαίνει μέσα και πάει σ’ όλες τις κάμαρες και δεν βρήκε κανέναν. Στο τέλος μπαίνει μέσα σε μια κάμαρα μεγάλη και βλέπει ξαπλωμένο στο κρεβάτι το βασιλέα που κοιμότανε

και ήταν σαν μαρμαρωμένος. Δίπλα του ήταν αφημένο ένα χαρτί κι έλεγε «όποια με διαβάσει εκατό φορές, θα την πάρω γυναίκα μου». Η βασιλοπούλα έκατσε σε μια μεριά, τι να κάνει δεν είχε, ε, άρχισε να τον διαβάζει. Εκεί που διάβαζε ακούει κάτω απ’ το παράθυρο να φωνάζουν: «σκλάβες, καλές σκλάβες». Σκύβει απ’ το παράθυρο και φωνάζει «Δώσε με μια σκλάβα να με κάμει παρέα». Αμα, παράδες δεν είχε να πλερώσει. Βγάζει το χρυσό το σκουλαρίκι από το αυτί της και το πετάει στον έμπορο. Μετά, έδεσε απ’ τη μέση της ένα σκοινί και το πέταξε απ’ το παράθυρο και πιάστηκε η σκλάβα κι ανέβηκε. Η βασιλοπούλα διάβαζε το βασιλιά και είχε δίπλα της τη σκλάβα για συντροφιά. Όταν κόντευε τις εκατό φορές κουράστηκε, κι έγειρε να κοιμηθεί. «Άμα ξυπνήσει ο βασιλιάς, να τον πεις που τον διάβασα εκατό φορές, είπε στη σκλάβα της. Άμα όμως την πήρε ο ύπνος τη βασιλοπούλα, ξύπνησε ο βασιλιάς και ρώτησε τη σκλάβα «εσύ ποια είσαι;» Εγώ είμαι βασιλέα μου που σε διάβασα εκατό φορές» απάντησε η σκλάβα. «Κι αυτή εδώ ποια είναι;» ρώτησε πάλι ο βασιλιάς. «Να, περνούσε από κάτω ένας και πουλούσε σκλάβες, και την αγόρασα για να με κρατάει λίγο συντροφιά, αλλά αυτή αντί να με κάνει παρέα, την πήρε ο ύπνος». Ο βασιλιάς πήρε τη σκλάβα στο παλάτι και την παντρεύτηκε. Και τη βασιλοπούλα, την έβαλαν στα χωράφια να βοσκάει τις χήνες. Κι εκείνη φυλούσε τις χήνες κι όλο έκλαιγε, αλλά εκεί που ήταν στα χωράφια μοναχή της τι να κάνει; Κάποια φορά, ο βασιλιάς θα πήγαινε μακρινό ταξίδι και γύρισε όλο το παλάτι και ρωτούσε όλους τους υπηρέτες τι δώρο ήθελαν να τους φέρει. Άμα τους ρώτησε όλους είπε «ε, ας πάω και σε κείνη τη σκλάβα που βοσκάει τις χήνες». Πάει και τη ρωτάει κι αυτή του είπε «βασιλιά μου, εγώ δώρα δεν θέλω, αμα θα σε ζητήξω να με φέρεις τρία πράγματα. Ένα μαχαίρι τσ’ σφαγιάς, ένα σκοινί τσ’ κρεμαστής και μια πέτρα τσ’ σκοτωτής. Και πρόσεξε καλά γιατί άμα τα ξεχάσεις αυτά, βουλιάζει το καράβι σου και δε γυρίζεις πίσω». Παραξενεύτηκε ο βασιλιάς αλλά τι να πει… Έφυγε στο ταξίδι ο

Page 20: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

Από πού κρατάει η σκούφια σου;

20

βασιλιάς κι έλειψε τρία χρόνια. Όταν τελείωσε τις δουλειές του, αγόρασε όλα τα δώρα που τον είχαν ζητήσει και μόνο της χηναρούς τα δώρα ξέχασε. Μπήκε στο βαπόρι να ξεκινήσει. Αλλά έπιασε φουρτούνα μεγάλη και παραλίγο να βουλιάξει το βαπόρι. «Μήπως σε ζήτηξε κανένας τίποτα κι εσύ το ελησμόνησες;» τον αρώτηξε ο καπετάνιος. «Βρεεε», λέει ο βασιλιάς, θυμήθηκε τι τον είχε πει η χηναρού, γυρνάει πίσω, παίρνει τα δώρα κι έτσι ημέρεψε η θάλασσα και μπήκε στο βαπόρι και γύρισε στο παλάτι. Πήγε σ’ όλους τους υπηρέτες και τους έδωκε τα δώρα τους και στο τέλος θυμήθηκε και είπε «για να πάω και σε ‘κεινη που βοσκάει τις χήνες». Πήγε λοιπόν και την έδωκε τα δώρα αλλά είχε περιέργεια να δει τι τα ήθελε να τα κάνει. Έτσι κατέβηκε απ’ το άλογο και κρύφτηκε πίσω από ένα δέντρο για να παραφυλάξει. Κι εκεί που παραφύλαγε ακούει την κοπέλα και λέει: «Σκοινί τσ’ Κρεμαστής, να κρεμαστώ, να μην κρεμαστώ;» και το σκοινί μιλούσε και την έλεγε: «Υπομονή βασιλοπούλα μ’υπομονή». «Πέτρα τσ’ σκοτωτής, να σκοτωθώ να μη σκοτωθώ;» «Υπομονή βασιλοπούλα μ’ υπομονή». «Μαχαίρ’ τσ’ σφαγιάς, να σφαγώ, να μη σφαγώ;». «Υπομονή βασιλοπούλα μ’ υπομονή». Φανερώνεται τότε ο βασιλιάς και την λέει: «Τι λόγια είναι αυτά που λες;» Και τον λέει τότε η βασιλοπούλα. «Εγώ ήμουν που σε διάβασα εκατό φορές τότε που ήσουν μαρμαρωμένος. Και πέρσε ένας από κάτω και πουλούσε σκλάβες και πήρα μια να με κάνει παρέα να μην είμαι μοναχιά μ’. Κι επειδή δεν είχα παράδες να τον πλερώσω τον έδωκα το ένα το σκουλαρίκι μου. Αλλά με πήρε ο ύπνος και όταν ξύπνησες σε είπε ψέματα και σε κορόιδεψε και την παντρεύτηκες». Ο βασιλιάς ταράχτηκε μ’ αυτά που τον είπε η βασιλοπούλα και την πήρε μαζί του στο παλάτι και την παντρεύτηκε και τη σκλάβα που τον είχε πει ψέματα την έδιωξε κι ούτε την ξαναείδε ποτέ κανείς. Και ζήσαν αυτοί καλά και ‘μεις καλύτερα… Κι ήμαν κι εγώ εκεί και με δώκαν ένα μσούρ’ φακή...

Προσπάθησα να αποδώσω αυτό το παραμύθι ακριβώς όπως το άκουγα, με τις ίδιες λέξεις και τον ίδιο τρόπο που μου το έλεγε ο παππ ούς μου, Θεμιστοκλής

Πρωτοψάλτου, γεννημένος στη Βέροια Ημαθίας το 1901. Δυστυχώς, ο παππούς μου δεν ανέφερε ποτέ όνομα γι αυτό το παραμύθι... άλλωστε είναι το μοναδικό παραμύθι που μου έλεγε!!! Ποτέ μα ποτέ δεν μου είπε κάποιο άλλο...Ίσως όμως θα μπορούσε ν α ονομαστεί "Ο Μαρμαρωμένος Βασιλιάς" (δική μου

ονομασία)

ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ

Δύο γομάρια μάλωναν σε ξένο αχυρώνα.

Θέλω να αγιάσω, αμμ’ δεν μ’ αφήνουν οι διαόλοι.

Έχασεν η Βενετιά ένα βελόνι,

Γλυκάθηκεν η γριά στα σύκα. Ζήσε Μάη να φας τριφύλλι και τον

Αύγουστο σταφύλι. Η καλή η μέρα απ’ το πουρνό φαίνεται.

Μάθε τέχνη για να ζήσεις, και εμπόριο να κερδίσεις.

Όσα φέρ’ η ώρα δεν τα φέρν’ ο χρόνος. Όσο να συλλογιστεί ο γνωστικός, ο χαζός

πέρασε το ποτάμι. Η κότα πίνει το νερό και κοιτάει και το

θεό. Όσα ξέρ’ ο νοικοκύρης δεν τα ξέρ’ ο

μουσαφίρης. Ο λύκος κι αν εγέρασε κ’ άλλαξε το μαλλί

του, ούτε το νου του άλλαξε ούτε την κεφαλή του

ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ

μουχαμπέτ κουβέντα σεργιάνι βόλτα μουσαφίρια επισκέπτες σβέρκο αυχένας ντουνιάς κόσμος μανιά γιαγιά Σα ‘παν – σα’ κατ πάνω - κάτω τανίζουμι τεντώνομαι τσιγκλάω προκαλώ αδεξιμιός βαφτιστήρι κολάι ευκολία αχούρ αχυρώνας γκλάβα κεφάλι τέντζερης κατσαρόλα χλιάρι κουτάλι καφελίκι μπρίκι

κεπέγκια παντζούρια γκιρλίνγκα μπαστούνι σούργελο κορόιδο προσόψι πετσέτα προσώπου

Page 21: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ

21

ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ

Page 22: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

Από πού κρατάει η σκούφια σου;

22

Γεια σας! Είμαστε οι Παναγιώτης Εμμανουηλίδης, Δημήτρης Παπαδής, Κυριάκος Βακιρτζής, Νίκος Κάζος, Χρήστος Κεχαγιάς, Αλέξανδρος Καλυμνιός ή αλλιώς «Σουτζουκάκια Σμυρνέικα», όπως έχουμε ονομάσει την ομάδα μας.

Κι εμείς είμαστε οι Σοφία Δεληγιαννάκη, Σωτηρία Μελίσση, Πάρης Γιαντσούρης, Γιώργος Δεληγιάννης, Βασίλης Τζιβάνης, Κωνσταντίνα Ρήγα και το όνομα της ομάδας μας είναι «Ξεριζωμένοι Μικρασιάτες». Καταγόμαστε όλοι από τη Μικρά Ασία και συγκεκριμένα από τη Σμύρνη, τα Σώκια και τα Άδανα.

Page 23: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ

23

Οι Έλληνες ζούσαν στη Μ. Ασία από τον 9ο αιώνα π.Χ. Τα τελευταία όμως πεντακόσια χρόνια ζούσαν κάτω από την τουρκική κυριαρχία, με ένα μικρό διάλειμμα από το 1919 μέχρι το 1922, όταν ο ελληνικός στρατός με την άδεια των Ευρωπαίων μπήκε στη Σμύρνη, την απελευθέρωσε και έπειτα προχώρησε προς το εσωτερικό της Μ. Ασίας. Αυτό όμως προκάλεσε την αντίδραση των Νεότουρκων που με αρχηγό τον Κεμάλ ξεκίνησαν τον αγώνα να διώξουν κάθε ελληνικό στοιχείο από τη Μ. Ασία.

Το Σεπτέμβρη του 1922 αποχωρεί ο ελληνικός στρατός και μαζί τους οι Έλληνες κάτοικοι από το φόβο της σφαγής. Οι πρόσφυγες που κατέφθασαν στην Ελλάδα ξεπέρασαν το 1.500.000 και με τη συνθήκη της Λωζάννης (1923) επισημοποιήθηκε οριστικά η ανταλλαγή πληθυσμών. Δεκάδες χιλιάδες Ελλήνων της Μ. Ασίας που δεν πρόλαβαν να διαφύγουν, εξοντώθηκαν ομαδικά από τους Τούρκους.

Η μητρόπολη Αδάνων και Ταρσού βρισκόταν μέσα στα όρια του βιλαετιού Αδάνων και ανήκε στο Πατριαρχείο Αντιοχείας.

Η πόλη των Αδάνων είχε πολύ ανεπτυγμένη βιομηχανία και το μεγαλύτερο μέρος αυτής το κατείχαν οι Ελληνορθόδοξοι. Η οικονομική σημασία των Αδάνων ενισχυόταν από την ύπαρξη υποκαταστήματος της Οθωμανικής Τραπέζης στην πόλη. Στα Άδανα ήταν και ένας από τους μεγαλύτερους σταθμούς του, Γερμανικής ιδιοκτησίας σιδηροδρόμου που κατέληγε στη Βαγδάτη.

Οι ελληνορθόδοξοι της περιοχής της Κιλικίας, κατάγονταν κυρίως από την Καππαδοκία και το Ικόνιο (αν και αναφέρονται νησιώτες και Κύπριοι) μετέβησαν στην Κιλικία λόγω των δυνατοτήτων για εμπορικές δραστηριότητες. Πολλοί από τους πλούσιους κατοίκους των Αδάνων όταν το 1919 η πόλη ήταν υπό Γαλλική κατοχή, μετέφεραν μεγάλο μέρος της περιουσίας τους στην Ελλάδα κι έτσι γλίτωσαν τη καταστροφή κατά την ανταλλαγή των πληθυσμών και άνοιξαν επιχειρήσεις στην Ελλάδα, όπως το μεγάλο κλωστοϋφαντουργείο στην οδό Πειραιώς που τώρα στεγάζεται η σχολή καλών τεχνών . Στη συνθήκη της ανταλλαγής στη Λωζάννη που υπέγραψε ο Βενιζέλος τα Άδανα έχουν το τρίτο σε μέγεθος Ελληνικό πληθυσμό μετά τη Κωνσταντινούπολη και τη Τραπεζούντα.

«Βαπτιστικόν» το οποίο εκδόθηκε από την Μητρόπολη Αδάνων της Μ.Ασίας το 1920.

Page 24: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

Από πού κρατάει η σκούφια σου;

24

Η Σμύρνη ήταν η πιο εμπορική πόλη της Τουρκίας. Η γεωγραφική της θέση, έκανε τη Σμύρνη μέγιστο εμπορικό κόμβο Ανατολής και Δύσης. Τα εμπορεύματα από την ενδοχώρα της Τουρκίας αλλά και από τη Μέση Ανατολή, διακινούνταν μέσω του λιμανιού της Σμύρνης στην Ευρώπη. Το εμπόριο, με το οποίο ασχολούνταν κυρίως οι Έλληνες, έφερε οικονομική ευμάρεια και αυτή με τη σειρά της συντέλεσε στην πολιτιστική ανάπτυξη. Φιλανθρωπικά ιδρύματα, ξακουστές σχολές, νοσοκομεία και ορφανοτροφεία έκαναν τη Σμύρνη να ξεχωρίζει από τις άλλες πόλεις. Η πλειονότητα των κατοίκων της Σμύρνης ήταν Έλληνες, ωστόσο όλοι οι κάτοικοι της Σμύρνης μιλούσαν και ελληνικά.

Το 1919 τα ελληνικά στρατεύματα απελευθέρωσαν τη Σμύρνη. Οι Τούρκοι την έλεγαν Γκιαούρ Ιζμίρ, δηλαδή Σμύρνη των απίστων. Ήταν μια πόλη σύμβολο, που οι Τούρκοι πίστευαν πως έπρεπε να ισοπεδωθεί και να ποδοπατηθεί.

Το καλοκαίρι του 1922 ξεκινά η Μικρασιατική Καταστροφή. Όλο και περισσότεροι πρόσφυγες και εξαθλιωμένοι στρατιώτες συνέρρεαν στη Σμύρνη. Πολίτες και στρατιώτες που είχαν έρθει από το μέτωπο, γέμιζαν τους δρόμους και την προκυμαία προσπαθώντας να εγκαταλείψουν την πόλη με πλοία.

Στις 27 Αυγούστου ξεκινούν οι λεηλασίες και οι πρώτες σφαγές Ελλήνων και Αρμενίων. Τη διοίκηση της πόλης αναλαμβάνει ο Νουρεντίν, ο οποίος δίνει εντολή να δολοφονηθεί ο Μητροπολίτης Σμύρνης

Χρυσόστομος.

Οι Τούρκοι Τσέτες μπαίνουν στα σπίτια, κλέβουν ό,τι βρουν, σκοτώνουν τους άντρες, ατιμάζουν τις κοπέλες, πολλές από τις οποίες μεταμφιέζονται σε γριές ή προτιμούν να πέσουν στη θάλασσα για να σώσουν την τιμή τους. Στη συνέχεια, μεταφέρουν δοχεία με πετρέλαιο και βενζίνη ρίχνουν εμπρηστικές βόμβες και έτσι η Σμύρνη τυλίγεται στις φλόγες.

Οι Έλληνες προσπαθούν να γλιτώσουν από τις φλόγες. Φωτιά στη Σμύρνη πίσω τους και η θάλασσα φυσικό εμπόδιο εμπρός τους. Στην προσπάθειά τους να σωθούν πολλοί σκαρφαλώνουν σε πλοία. Όσοι τα κατάφεραν και δεν τους πέταξαν στη θάλασσα ή δεν τους σκότωσαν έφτασαν στην Ελλάδα, έχοντας μοναδική περιουσία λίγο χώμα από την χαμένη τους πατρίδα…

Η Σμύρνη πριν το '22

Η καταστροφή

Ο ξεριζωμός

Page 25: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ

25

Οι πρόσφυγες που έφτασαν στην Ελλάδα, καθώς και το απροετοίμαστο για ένα τόσο μεγάλο αριθμό προσφύγων ελληνικό κράτος, αντιμετώπισαν πολλά προβλήματα. Έπρεπε να επισκευάσει ή να φτιάξει σπίτια, να μοιράσει γεωργικό κλήρο στους γεωργούς πρόσφυγες και να τους εφοδιάσει με εργαλεία και σπόρους. Οι πρόσφυγες από την άλλη αντιμετώπιζαν ενίοτε και τη ρατσιστική διάθεση των ντόπιων ωστόσο κατάφεραν να συμβιώσουν ειρηνικά και να αλληλοεπηρεαστούν. Μεγάλη ήταν η προσφορά των προσφύγων στην οικονομία, τα γράμματα, στις τέχνες και στις επιστήμες.

Έδρα της επισκοπής Ανέων (ή Αναίων) και της μετέπειτα μητρόπολης ήταν η πόλη Σώκια (Σέβκε) στις εκβολές του Μαιάνδρου, που ταυτιζόταν με την παλαιά Άνεα, ενώ παράλληλα ήταν πρωτεύουσα του καζά Σέβκε που υπαγόταν στο σαντζάκι Αϊδινίου. Γύρω από την πόλη των Σωκίων υπήρχε μεγάλος αριθμός οικισμών που κατοικούνταν από Έλληνες: Γενί-κιοϊ (Νεοχώριο), Τουρούζ-Δεϊρμέν, Δωμάτια, Σπηλιά, Άκ-κιοϊ και Γέροντας. Στην περιοχή βρίσκονταν οι θέσεις ονομαστών ιωνικών πόλεων, όπως της Πριήνης (στην εγγύς περιοχή υπήρχαν δύο οικισμοί, το Κελεμπέσι και το Άκ-Βουργάς) και της Μιλήτου.

Τα στοιχεία που παραδίδονται πληροφορούν για τον πληθυσμό της πόλης των Σωκίων και μιας σειράς χωριών στην περιφέρειά τους, όπου γενικά ο αριθμός των Ελλήνων –χωρίς να αγγίζει τη μουσουλμανική πλειονότητα– ήταν σχετικά υψηλός. Στην περιφέρεια, το Γενίκιοϊ είχε 3.000 Έλληνες, το Τουρούζ-Δεϊρμέν 5.500, τα Δωμάτια 7.000, η Σπηλιά 500, το Άκ-κιοϊ 4.500 και ο Γέροντας 6.000. Τα μικρά χωρια Άκ-Βουργάς και Μπαλάτ είχαν 300 και 200 Τούρκους αντίστοιχα. Η πόλη των Σωκίων αναφέρεται ως εύπορη, με αξιόλογη εμπορική κίνηση, ενώ η περιοχή της παρήγε δημητριακά (στην πόλη λειτουργούσε και ατμόμυλος), σουσάμι, σταφίδα, σύκα. Πιο σημαντική μοιάζει η παραγωγή γλυκόριζας, αφού αμερικανική εταιρεία κατασκεύασε στα Σώκια εργοστάσιο επεξεργασίας της γλυκόριζας προκειμένου να εξάγει τον πολτό της. Κοντά στην πόλη υπήρχαν επίσης κοιτάσματα λιγνίτη. Στην πόλη (με βάση τα στοιχεία της περιόδου 1908-1914) λειτουργούσαν 10 αργαλειοί που απασχολούσαν 50 εργάτριες, όλες Ελληνίδες. Στα παράλια, η περιφέρεια των Σωκίων διέθετε αξιόλογα ιχθυοτροφεία (Καρίνας, Καμπαετίου, Σεκίζ-μπουρνού και Τεριγκιολίου). Τα Σώκια είχαν αποκτήσει εκπαιδευτικά ιδρύματα, που είχαν φθάσει να φιλοξενούν συνολικά 500 μαθητές. Το σύνολο αυτό μοιραζόταν στις αστικές σχολές αρρένων και θηλέων, καθώς και στο νηπιαγωγείο. Παράλληλα, η κοινότητα συντηρούσε νοσοκομείο 8 κλινών.

Μετά το άγριο κυνηγητό των Τούρκων και έπειτα από πολλές δυσκολίες οι παππούδες μας έφτασαν στο λιμάνι της Καβάλας και από εκεί άλλοι εγκαταστάθηκαν στην Ελευθερούπολη και άλλοι στα γύρω χωριά. Οι άντρες ασχολούνταν με τη γεωργία, το εμπόριο, τα μελίσσια. Ήταν ακόμη σαρματζήδες, σιδηρουργοί, παπουτσάδες, ενώ οι γυναίκες ασχολούνταν με το νοικοκυριό.

Page 26: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

Από πού κρατάει η σκούφια σου;

26

Η ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ

Page 27: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ

27

Η ΑΝΔΡΙΚΗ ΦΟΡΕΣΙΑ

Οι άντρες φορούσαν ποτούρια, υφαντό πουκάμισο με φαρδιά μανίκια, κουσιάκια στη μέση, δηλαδή φαρδιά ζωνάρια σε διάφορα χρώματα, γιλέκο και φέσι στο κεφάλι. Το γαμπριάτικο κουσιάκι το έλεγαν ταραμπουλούζ.

Η ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΦΟΡΕΣΙΑ

Οι γυναίκες φορούσαν το σαλβάρι δηλαδή βράκα με φανταστικά σχέδια, και πάνω από αυτήν το ουτσκούρι, ζώνη για να κρατάει τη βράκα. Στο πάνω μέρος του σώματος φορούσαν το μιντίκο, ένα είδος φορέματος που έπεφτε πάνω από τη βράκα και που έκλεινε στο πάνω μέρος του εφαρμοστά με σούστα και συνέχιζε με πιέτες να κλοσάρει, στολισμένο με πολύ ωραία σχέδια και δαντέλες. Στο κεφάλι φορούσαν χλέπια, δηλαδή τσεμπέρια με οϊάδες (δαντελίτσα γύρω γύρω). Πανέμορφα ήταν και τα μαντίλια-τσεβρέδες που χρησιμοποιούσαν καθημερινά για να σκουπίζουν τον ιδρώτα ή τη μύτη τους. Ήταν όλα κεντημένα με πλούσια σχέδια.

Να σημειωθεί ότι πολλοί Έλληνες κάτοικοι της Σμύρνης, έχοντας έρθει σε επαφή με το δυτικό κόσμο μέσω των εμπορικών τους σχέσεων δέχτηκαν επιρροές σε πολλούς τομείς όπως και σε αυτόν της ενδυμασίας.

Page 28: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

Από πού κρατάει η σκούφια σου;

28

ΣΤΑ ΓΛΕΝΤΙΑ…

Μαζί με τους πρόσφυγες ήρθε στην Ελλάδα η παράδοση, τα ήθη και τα έθιμα της περιοχής. Στη Μικρά Ασία λοιπόν συναντάμε χορούς τελετουργικούς, με λεβεντιά και αρχοντιά. Η μουσική εναλλάσσεται από αργή σε γρήγορη και ο χορός εμπλουτίζεται με ομαδικές φιγούρες που απαιτούν ομοιομορφία και συγχρονισμό. Στις ορχήστρες διακρίνουμε όργανα τα οποία δεν τα βρίσκουμε σε πολλές περιοχές. Τα πιο σημαντικά από αυτά είναι το πολίτικο σαντούρι, η πολίτικη λύρα, το κανονάκι, το βιολί και το ούτι που κρατάει τον ρυθμό. Επίσης, κατά τη διεξαγωγή ορισμένων χορών, οι χορευτές χρησιμοποιούν κάποια αντικείμενα όπως μαντήλια, κουτάλια, κεριά ή και ποτηράκια.

ΣΑΝΤΟΥΡΙ

Το σαντούρι, σε σχήμα ισοσκελούς τραπεζίου, έχει μεταλλικές χορδές κατά μήκος των δυο παράλληλων πλευρών του. Σε κάθε φθόγγο αντιστοιχούν 3-5 χορδές κουρδισμένες στον ίδιο τόνο. Είναι τοποθετημένο πάνω σε βάση, πάνω από τα γόνατα του οργανοπαίκτη. Πολλές φορές είναι κρεμασμένο στους ώμους, όταν στον γάμο πηγαίνουν να πάρουν τη νύφη, σε πατινάδες κλπ, (έθιμο που στις μέρες μας τείνει να εκλείψει). Παίζεται με δυο λεπτά ραβδάκια, τις μπαγκέτες, τυλιγμένα στις άκρες με βαμβάκι ή δέρμα. Οι μπαγκέτες, με το άκρο τους γυρισμένο λίγο προς τα πάνω, κρατιούνται ανάμεσα στον δείκτη και το μεσαίο δάκτυλο, με τη βοήθεια του αντίχειρα. Στο παίξιμο χρησιμοποιείται κυρίως ο καρπός του χεριού και λιγότερο τα δάκτυλα. Η ονομασία του μάλλον προέρχεται από το βυζαντινό όργανο ψαλτήρι (μιας και φαινομενικά μοιάζει με το κανονάκι), και μέσα από τους αιώνες έφτασε να ονομάζεται σαντούρι: ψαλτήρι -> σαντίρ -> σαντούρι. Κατά μια άλλη εκδοχή, η ονομασία προέρχεται από τις περσικές λέξεις "σαν ταρ" = εκατό χορδές. Σαντούρια επίσης μπορούμε να βρούμε στη Ρουμανία, καθώς και σε χώρες της Μέσης Ανατολής (Αραβία, Ιράν κλπ) αλλά διαφέρουν από λίγο έως πολύ από το ελληνικό σαντούρι.

Η πλατιά διάδοση του σαντουριού στον ελλαδικό χώρο οφείλεται στους Έλληνες της Μ. Ασίας που ήρθαν μετά τη μικρασιατική καταστροφή. Το σαντούρι παιζόταν βέβαια και πριν το 1922 στην ηπειρωτική και νησιώτικη Ελλάδα, σε περιορισμένη κλίμακα. Χάρη στις εκφραστικές του δυνατότητες γίνεται γρήγορα ένα από τα απαραίτητα όργανα της "κομπανίας" (κλαρίνο, βιολί, σαντούρι, λαούτο).

Page 29: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ

29

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΛΥΡΑ Η πολίτικη λύρα είναι τύπος αχλαδόσχημης λύρας, η οποία διαμορφώθηκε κυρίως στην Κων/πολη. Είναι όργανο τοξωτό, άταστο με τρεις εντέρινες ή μεταλλικές χορδές, οι οποίες παίζονται με τα νύχια του αριστερού χεριού. Η πολίτικη λύρα παίζεται στηριζόμενη ανάμεσα στα πόδια του οργανοπαίκτη (λυράρη). Συναντάται ως όργανο κλειστού χώρου στην αστική μουσική της Κων/πολης.

ΚΑΝΟΝΑΚΙ

Το κανονάκι ή ψαλτήριο αποτελείται από ένα ηχείο σε σχήμα ορθογωνίου τραπεζίου, πάνω στο οποίο είναι τεντωμένες οι χορδές (από έντερο ή από πλαστική ύλη) κατά μήκος των δυο παραλλήλων πλευρών του. Στο καπάκι (δηλ. την ξύλινη επιφάνεια κάτω από τις χορδές) ανοίγονται μια ή περισσότερες τρύπες, συχνά διακοσμημένες. Στην αριστερή πλευρά βρίσκονται τα "μανταλάκια", ή μαντάλια. Το όργανο έλκει πιθανότατα το όνομά του από τον γνωστό μουσικό "Κανόνα" του Πυθαγόρα.

Το κανονάκι παλιότερα, κυρίως στους μεσαιωνικούς χρόνους, ήταν γνωστό με την ονομασία "Ψαλτήριο". Οι αρχές του ψαλτηρίου ανιχνεύονται στον ασιατικό χώρο, πολλούς αιώνες πριν από τους αρχαιοελληνικούς κλασικούς χρόνους. Στην αρχαία Ελλάδα, από πολλούς συγγραφείς έχουμε μαρτυρίες για μουσικά όργανα πιθανόν του τύπου του ψαλτηρίου, με τις ονομασίες τρίγωνον ψαλτήριον, επιγόνειον, μάγαδις κλπ, χωρίς να υπάρχουν εικονογραφημένες μαρτυρίες.

Το κανονάκι "παίζει" κυρίως στα θρακιώτικα, σε πολίτικα και μικρασιάτικα τραγούδια.

ΒΙΟΛΙ

Το βιολί από πολλούς θεωρείται ο βασιλιάς των μουσικών οργάνων. Είναι το πιο διαδεδομένο σόλο όργανο μαζί με το πιάνο και τη κιθάρα. Το βιολί έχει 4 χορδές κουρντισμένες ανά πέμπτες. Το συνηθισμένο μήκος του είναι γύρω στους 60 πόντους ( αν και υπάρχουν και μικρότερα βιολιά για εκπαιδευτικούς σκοπούς) και παίζεται από τον μουσικό στηριγμένο στον ώμο. Ο ήχος στο βιολί παράγεται από το τρίψιμο του δοξαριού στις χορδές. Μερικές φορές θα ακούσετε τον ήχο του βιολιού να παράγεται και με τα δάχτυλα.

Page 30: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

Από πού κρατάει η σκούφια σου;

30

ΟΥΤΙ

Το ούτι ανήκει στην οικογένεια των εγχόρδων που παίζονται με πένα (πλήκτρο), και πιο συγκεκριμένα στην οικογένεια των Λαουτοειδών. Φέρει μεγάλο ηχείο, σε αχλαδοειδές σχήμα, κοντό και φαρδύ μπράτσο και πλάγια κλειδιά χορδίσματος. Το ούτι είναι νυκτό έγχορδο μουσικό όργανο, που κατάγεται από την Περσία και είναι αρκετά διαδεδομένο στις μουσικές της Μέσης Ανατολής αλλά και στην ελληνική παραδοσιακή μουσική. Συγγενεύει με το λαούτο.

ΧΟΡΟΙ

Χασάπικος

Ο χασάπικος έχει πολίτικη καταγωγή και ανάγεται στον βυζαντινό χορό των μακελάρηδων, ο οποίος συνηθιζόταν σε συνοικία της Κωνσταντινούπολης. Δεν είναι τυχαίο που υπάρχει και σιφναίικος χασάπικος, προφανώς γιατί στη Σίφνο μετοίκησαν πολλοί Κωνσταντινουπολίτες. Τον χόρευαν κυρίως χασάπηδες στις γιορτές των συντεχνιών τους. Οι χασάπικοι χορεύονται με τα χέρια πιασμένα από τους ώμους και με πόδια που κάνουν τέσσερα βήματα επί γης και ένα πέμπτο στον αέρα. Ο χασάπικος είναι ένας χορός σε 2/4 που χορεύεται από δυο-τρία άτομα, άντρες και γυναίκες, με βήματα και φιγούρες που απαιτούν συγχρονισμό, πειθαρχία και ακρίβεια, αντίθετα με τον αυτοσχεδιαστικό και ελευθεριάζοντα ζεϊμπέκικο.

"Τα κουτάλια"

Κουτάλι χειρός κρουστό

Από την ταινία "Αλέξης Ζορμπάς"

Page 31: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ

31

Χασαποσέρβικος Το χασαποσέρβικο αποτελεί μετασχηματισμένο και διευρυμένο χορευτικό μοτίβο του ήδη γηγενούς

χασάπικου και διαμορφώθηκε από τις επιδράσεις άλλων λαών της βαλκανικής και της Ανατολικής Ευρώπης. Οι λαοί αυτοί έφταναν στα μεγάλα αστικά κέντρα και στα λιμάνια της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης για λόγους εμπορικούς ή βιοποριστικούς. Οι περιπλανώμενοι μουσικοί, πολλοί από τους οποίους ήταν τσιγγάνοι και έπαιζαν στα καφέ-αμάν, διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στις αναμφισβήτητες μουσικοχορευτικές αλληλεπιδράσεις που ακολούθησαν. Οι χασαποσέρβικοι είναι αναμφισβήτητα χοροί σλαβικής προέλευσης. Δεν είναι τυχαίο που ο πεταχτός χασαποσέρβικος γυρίζει εύκολα σε καζάσκα (κοζάκικος χορός). Μέχρι την καταστροφή του 1922 χόρευαν παρεμφερείς χορούς, όπως το αλέγρο.

Ζεϊμπέκικος

Πρόκειται για ένα χορό εννιάσημο (9/8) με πολλές παραλλαγές, που χόρευαν αρχικά οι Ζεϊμπέκηδες, απ’ όπου και πήρε και το όνομά του. Οι Ζεϊμπέκηδες ήταν Έλληνες από την Θράκη που μετανάστευσαν στην Προύσα και το Αϊδίνι. Αποτελούσαν επίλεκτη κοινωνική τάξη από την οποία οι Τούρκοι «Δερεβέηδες» στρατολογούσαν μια ένοπλη δύναμη που αποτελούσε την τοπική χωροφυλακή (βασιβουζούκοι). Οι Τούρκοι τους αποκαλούσαν γκιαούρηδες (άπιστους). Είναι αλήθεια ότι οι Ζεϊμπέκηδες σιγά σιγά εξισλαμίστηκαν. Όμως δεν ξέχασαν ποτέ την καταγωγή τους και τις παραδόσεις του τόπου τους και διατήρησαν την τοπική θρακική λαϊκή τους ενδυμασία μέχρι το 1883, οπότε ο σουλτάνος Μαχμούτ ο Β τους διέταξε ή να παραδώσουν τα όπλα ή να εναρμονιστούν με την ενιαία στολή της χωροφυλακής. Οι περίπου 40.000 Ζεϊμπέκηδες επαναστάτησαν και στην άνιση αναμέτρηση με τον τακτικά στρατό αποδεκατίστηκαν. Όμως από τα έθιμα της μακρινής πατρίδας τους επέζησε και εξακολουθεί να επιζεί θριαμβευτικά ως τις μέρες μας ο Ζεϊμπέκικος χορός. Διατηρούσαν δικές τους συνήθειες και φορούσαν μια εθνική ενδυμασία που τόνιζε τη θεματολογία του χορού τους.

Page 32: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

Από πού κρατάει η σκούφια σου;

32

Το χαρακτηριστικό του ζεϊμπέκικου είναι ότι είναι μονήρης χορός και δεν έχει βήματα, αλλά μόνο φιγούρες. Κάθε χορευτής κάνει τις προσωπικές του φιγούρες και χορεύει ένα συγκεκριμένο τραγούδι, συνήθως μόνο μία φορά. Ο Εβλιά Τσελεμπή αναφέρει ότι ο ζεϊμπέκικος ευχερώς συνάπτεται προς τον τσάμικο. Το σίγουρο είναι ότι στο ζεϊμπέκικο κρύβεται μια σειρά αδελφών χορών. Ο τουρκικός ζεϊμπέκικος χορεύεται ομαδικά, ενώ ο κυπριακός μόνο από γυναίκες. Δεν είναι ο ρυθμός που διαφοροποιεί τα είδη ζεϊμπέκικου, αλλά το ύφος. Αφού δεν υπάρχει τυποποιημένος βηματισμός, οι φιγούρες αποκτούν εξέχουσα σημειολογική θέση και εναλλάσσονται με ευκολία. Ο χορευτής απαγορεύεται να σκύψει να μαζέψει ό,τι του πέσει από την τσέπη. Ενίοτε σηκώνει με το στόμα ένα τσιγάρο αναμμένο ή ένα ποτήρι κρασί που του ακουμπά στο δάπεδο συνωμοτικά ένας φίλος που τον συνοδεύει, χτυπώντας παλαμάκια γονατιστός. Μια θεαματικότατη φιγούρα είναι αυτή όπου ο χορευτής σηκώνει με τα δόντια τραπέζι με πιάτα και ποτήρια, σκηνή που έχει απαθανατίσει ο Αλέξης Δαμιανός στην ταινία Ευδοκία. Όσο για το χτύπημα μηρού με την παλάμη, δηλώνει έκπληξη στο άκουσμα λυπηρής είδησης.

Καρσιλαμάς, καμηλιέρικο, απτάλικο Συνηθίζεται ιδιαίτερα στις γαμήλιες τελετές και διασκεδάσεις. Στην παραδοσιακή εκτέλεση του χορού, οι γυναίκες κρατούν μαντίλι από δύο διαγώνιες άκρες, με τεντωμένα ή λυγισμένα τα χέρια στους αγκώνες, και κινούν τα χέρια δεξιά κι αριστερά, ή περιστρέφουν το μαντίλι κυκλικά στη μία κατεύθυνση, ώσπου να διπλωθεί και μετά, αυτό ξεδιπλώνεται στην αντίθετη κίνηση. Χορεύεται αντικριστά και παίρνει το όνομα του από αυτή την ιδιαιτερότητα, αφού καρσί στα τουρκικά σημαίνει απέναντι. Ο καρσιλαμάς, εκτός από τα παράλια της Μικράς Ασίας, χορευόταν στη Θράκη και στη Λέσβο.

Τσιφτετέλι Το τσιφτετέλι (τουρκικό ciftetelli: δύο χορδές, επειδή αρχικά ήταν μια μελωδία που την παίζανε σε

δίχορδο βιολί) ξεκίνησε στα καφέ-αμάν, όπου προσελάμβαναν γυναικεία ντουέτα που τραγουδούσαν και χόρευαν εναλλάξ. Είναι ένας πεταχτός και αλέγρος ρυθμός, ο οποίος διαδόθηκε στην Ελλάδα μετά το 1923. Οι ρεμπέτες της Αθήνας το θεωρούσαν κατάλληλο για γυναίκες. Πρόκειται για χορό που παραπέμπει στη λαγνεία. Αυτός είναι ο βασικός λόγος που τα βήματα των ποδιών παίζουν ελάχιστο ρόλο.

Όλος σχεδόν ο χορός βασίζεται στο παλλόμενο στήθος, στο λίκνισμα των γοφών, στο σπάσιμο της μέσης, στις γιρλάντες των χεριών, εν ολίγοις στα σημεία του σώματος που θεωρούνται ενδεικτικά της γυναικείας θηλυκότητας. Η κοιλιά επίσης παίζει μεγάλο ρόλο.

Εψές το βράδυ είδα στ’ όνειρό μου πως είχες τα μαλλάκια σου ριγμένα στο λαιμό μου αμάν άμαν, πια μικρό μην κλαις

αμάν άμαν, κι έχεις ό,τι θες

"Ο χορός της Αϊσέ"

Page 33: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ

33

ΕΘΙΜΑ ΚΑΙ ΣΥΝΗΘΕΙΕΣ… Οι άντρες στην «πατρίδα» κουρεύονταν με μηχανές και όχι με ψαλίδι, όπως είδαν ότι γίνεται στην Ελλάδα, όταν ήρθαν. Οι γυναίκες δε χτενίζονταν μόνες τους, αλλά τις χτένιζαν άλλες συγγενείς. Στην «πατρίδα» δεν έκαναν μπάνιο στο σπίτι, αλλά πήγαιναν κάθε εβδομάδα στο λουτρό (χαμάμ) που υπήρχε στο χωριό. Παρασκευή οι Τούρκοι και Σάββατο, Τετάρτη και Πέμπτη οι Έλληνες.

Το πλύσιμο των ρούχων γινόταν στο ποτάμι που υπήρχε έξω από το χωριό. Όταν έβλεπαν πως η μέρα ήταν καλή, φόρτωναν στα άλογα τα καζάνια, τα ξύλα και τα ρούχα και πήγαιναν στο ποτάμι για να τα πλύνουν.

Αρραβωνιάζονταν από μικρά παιδιά περίπου στην ηλικία των 11 χρόνων και έμεναν για 7 χρόνια και παραπάνω αρραβωνιασμένοι.

Σε όλες τις οικογένειες αρχηγός ήταν ο πατέρας που οργάνωνε τη ζωή της και σε όλα τα σπίτια υπήρχε προγραμματισμός και καταμερισμός της εργασίας.

ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ

Για την πρωτοχρονιά ζύμωναν ζυμάρι χωρίς προζύμι για να φτιάξουν ΑηΒασίλ’ τσορέκ’ ή Πότσια (ΑηΒασίλ’ Πότσια). Άπλωναν τη ζύμη πάνω στο σοφρά, έβαζαν σουσάμι, μπαχαρικά, ένα νόμισμα και τη δίπλωναν και γέμιζαν ταψιά, όσα χωρούσε ο φούρνος. Πότσια έφτιαχναν και σε όλη τη διάρκεια του χρόνου, αλλά έψηναν τη ζύμη στη μασιά πάνω στη φωτιά που άναβε καθημερινά. Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς έστρωναν το σοφρά με 9 λογιών φαγητά: γεμιστή κότα (ΑηΒασίλ’ Ταβού), λαχανοντολμάδες με την κατσαρόλα, μπακλαβά και έβαζαν σιτάρι, καλαμπόκι, ένα ποτήρι κρασί, το πορτοφόλι με τα χρήματα και την αναμμένη καντήλα. Την κότα που θα έσφαζαν την Πρωτοχρονιά την έκλειναν στη σκεπαστούρα από τις 6 Δεκεμβρίου για να «καθαρίσει». Την Πρωτοχρονιά που την έτρωγαν παρατηρούσαν τα κόκκαλα της πλάτης της για να δουν πώς θα είναι η χρονιά που έρχεται.

Ο ΓΑΜΟΣ

Για τους Μικρασιάτες ο γάμος αποτελούσε ιερό καθήκον, τόσο για τους ίδιους όσο και για την κοινωνία. Αγαπούσαν την οικογένεια και φρόντιζαν να τη δημιουργήσουν όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Όπως κρατούσαν τις αρχές και την παράδοση στην πατρίδα, έτσι κι εδώ τώρα δεν άλλαξαν καμιά από τις

όμορφες συνήθειές τους, όπως αυτή του γάμου.

Η ετοιμασία του γάμου αρχίζει το Σάββατο το πρωί . Στο σπίτι του γαμπρού όλοι οι συγγενείς και οι φίλοι είναι μαζεμένοι για να παρακολουθήσουν το πατροπαράδοτο ξύρισμα και να ευχηθούν στο γαμπρό "καλά στέφανα". Την ίδια μέρα το σόι του γαμπρού σφάζει τ' αρνιά που θα αποτελέσουν το γαμήλιο τραπέζι και αρχίζει το γλέντι. Την επόμενη μέρα, την Κυριακή, ξεκινούν πρωί απ΄ το σπίτι του γαμπρού για το σπίτι του κουμπάρου. Όταν η πομπή του γαμπρού φτάνει στο σπίτι του κουμπάρου, ανταλλάσουν ευχές , γίνονται τα απαραίτητα κεράσματα και στήνουν το χορό. Το τέλος του

χορού σημαίνει ότι ο κουμπάρος πρέπει να γυρίσει με το γαμπρό στο σπίτι του μελλόνυμφου. Η παρέα ξεκινάει για το δρόμο της επιστροφής.

Page 34: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

Από πού κρατάει η σκούφια σου;

34

Στο σπίτι του γαμπρού έχουν μαζευτεί όλοι οι καλεσμένοι και περιμένουν. Μαζί με τους συγγενείς και τους φίλους θα συνοδεύσουν το μελλόνυμφο στο σπίτι της νύφης. Ο γαμπρός καβαλάει ένα στολισμένο άλογο. Πίσω απ' αυτόν ακολουθεί ένα δεύτερο άλογο, στο οποίο θα καθίσει η νύφη όταν η γιορτινή

ακολουθία φτάσει στο σπίτι της.

Παράλληλα με αυτά, στο σπίτι της νύφης οι φίλες της τής φοράνε μία μία τα γαμήλια ρούχα και τη στολίζουν. Τα κορίτσια έφτιαχναν μόνα τους μια βαφή νυχιών το "κινεκίζι" και μ΄ αυτό έβαφαν τα νύχια της νύφης μέσα σ΄ ένα στολισμένο πανεράκι. Όλα αυτά αποτελούν ανάμνηση της κοκεταρίας της γυναίκας που φρόντιζε πολύ την εμφάνισή της. Τώρα ήταν η ώρα να στολίσουνε τη νύφη τραγουδώντας την οι φίλες της τραγούδια επαινετικά για την ομορφιά και τα κάλλη της.

Αχ αυτού που πας βρε κόρη μου πολύ ακριβιά θα γένεις.

Αχ θα βγει το στάρι στα εκατότ' αλεύρι στα διακόσια.

Αχ και το φιλί το ροδιανόστα χίλια πεντακόσια.

Αχ έβγα κόρη μου, κόρη μου ήρθαν τα πεθερκά σου.

Αχ αν ήρθαν καλωσόρισαν στρώστε χαλιά να κάτσουν.

Αχ στρώστε χαλιά καλουδιανά κι αφράτα μαξιλάρια.

Αχ αφήνω γειά γειτόνισσες κι εσείς γειτονοπούλες.

Αχ αφήνω γειά στη μάνα μου και σ' όλο μου το σόι.

Έπειτα της φορούσαν το πέπλο με επιμέλεια. Τώρα πλέον η νύφη ήταν έτοιμη, στολισμένη και καμαρωτή, με τα μαλλιά της κότσο και με το αραχνοΰφαντο πέπλο να τον σκεπάζει πεσμένο ως κάτω στη μέση της. Το νυφικό στις πιο παλιές εποχές, εκεί στην Απολλωνιάδα, ήταν ραμμένο από ολομέταξο ύφασμα, μπουφουρακένιο ατλάζι σε μορφή βράκας.

Κατόπιν η μητέρα της νύφης κερνάει τις παρευρισκόμενες που συμμετέχουν στη χαρά και τους εύχεται και στα δικά τους. Οι στιγμές ήταν γεμάτες συγκίνηση αυτή την ώρα του αποχωρισμού και έξω η μουσική από τα όργανα σήμαινε τον ερχομό του γαμπρού και του κουμπάρου.

Στο σπίτι της νύφης

Page 35: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ

35

Οι συγγενείς και οι καλεσμένοι της νύφης περιμένουν στην αυλή του σπιτιού τους συμπεθέρους με το γαμπρό και την ακολουθία του. Μπαίνοντας το σόι του γαμπρού στην αυλή , η μάνα της νύφης σπάει ένα ρόδι κα λέει: "Όσα σπόρια έχει το ρόδι, τόσα μωρούδια αγόρια και κορτσούδια να κάνουν". Αφού

κεραστούν στην αυλή της νύφης και ευχηθούν, ανοίγουν το χορό. Όταν σταματήσει ο χορός, ο γαμπρός και οι μπράτιμοί του - δηλαδή οι αδερφικοί του φίλοι- πηγαίνουν να πάρουν τη νύφη.

Ο γαμπρός φτάνει έξω από την πόρτα της νύφης και τη βρίσκει κλειστή. Από μέσα ακούγονται οι φωνές των κοριτσιών, που ζητούν χρήματα, μπαξίσι. Ο γαμπρός πληρώνει, μα οι κοπέλες ζητούν περισσότερα γιατί η νύφη ειν’ όμορφη και ακριβή. Διασκεδάζουν κι εδώ λίγο τη στιγμή του παζαριού και τελικά ανοίγουν την πόρτα, αφού πάρουν πρώτα το απαραίτητο ρεγάλο.

Στη συνέχεια ο γαμπρός φιλά το χέρι των γονιών της νύφης και ξεκινούν όλοι μαζί για την εκκλησία. Η νύφη κατεβαίνοντας τις

σκάλες στέκει στην εξώπορτα, γυρνά το πρόσωπο κι αντικρίζει το σπίτι. Είναι η ώρα που ο πατέρας της πατάει το κεφάλι τρεις φορές και η νύφη σκύβει σε θέση μετάνοιας, ως ένδειξη αποχαιρετισμού. Η νύφη κι ο γαμπρός ανεβαίνουν στο στολισμένο άλογο που θα τους πάει στην εκκλησία. Τα δυο σόγια, μαζί με τους μελλόνυμφους και το στολισμένο κάρο που βρίσκονται τα προικιά της νύφης, ξεκινάνε για τη στέψη. Τα όργανα έπαιζαν ακούραστα μπροστά, με τα παλικάρια να χορεύουν και τους καλεσμένους να ακολουθούν στο διάβα για την εκκλησία. Εκεί στην πόρτα περίμενε ο παπάς τους μελλόνυμφους για να τους μεταφέρει έναν έναν μπρος στην ωραία πύλη και ν’ αρχίσει το μυστήριο. Ο παπάς ντυμένος στ’ άσπρα άμφια κρατά τη νύφη από το χέρι, την οδηγεί μέσα στο ναό. Στη συνέχεια ακολουθούσε και η μεταφορά του γαμπρού. Ξεχωριστή αξία έχουν τα στέφανα κοινά για όλους, κι αυτά φερμένα από τα πατρικά χώματα, σπάνια και εξαίρετα διακοσμημένα, αντίγραφα ίσως από τα στέμματα των αυτοκρατόρων του Βυζαντίου.

Αφού τελειώσει το μυστήριο, ο κουμπάρος ανοίγει τον πρώτο χορό των νεόνυμφων. Μετά το γάμο ο γαμπρός παίρνει τη νύφη στ' άλογό του, για να την οδηγήσει στο καινούργιο τους σπίτι. Στο σπίτι του γαμπρού οι γονείς του περιμένουν να υποδεχθούν τη νύφη. Σαν φτάσουν, ο γαμπρός ανεβάζει στην αγκαλιά του τη νύφη στα σκαλιά του σπιτιού. Εκεί την αφήνει πάνω σε ένα σίδερο, που έχει τοποθετήσει η μάνα του μπρος στην πόρτα του σπιτιού. Η νύφη το πατάει για να είναι σιδερένια όσο καιρό θα ζήσει εκεί. Η πεθερά της σπάει ένα ψωμί πάνω από το κεφάλι της και της δίνει ευχές για το ριζικό της. Δίνουν ακόμα στη νύφη να κρατήσει ένα αγοράκι για να είναι το πρώτο παιδί που θα γεννήσει αγόρι.

Ένα κορίτσι μοιράζει το ψωμί, που έσπασε η πεθερά στους καλεσμένους και όλοι μαζί εύχονται στο νιόνυμφο ζευγάρι. Οι κοπέλες κουβαλάνε την προίκα της νύφης στο καινούργιο της σπιτικό. Μετά απ' αυτό αρχίζει ο χορός που τον σέρνει η νύφη. Έτσι αρχίζει και το γαμήλιο γλέντι, που θα διαρκέσει ολόκληρη τη μέρα και τη νύχτα. Κατά το μικρασιάτικο έθιμο, ο γαμπρός πρέπει να παραβρίσκεται στο γλέντι όσο κι αν διαρκέσει. Για το λόγο αυτό, οι φίλοι του κάνουν ότι είναι δυνατόν να συνεχιστεί το γλέντι και να του κλέψουν την πρώτη νύχτα του γάμου.

Page 36: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

Από πού κρατάει η σκούφια σου;

36

Το Γαϊτανάκι – γαϊτάνι (έθιμο αποκριάς)

Από τα λίγα έθιμα που διατηρούνται αυτούσια ως τις μέρες μας, το γαϊτανάκι είναι ένας χορός που δένει απόλυτα με το χρώμα και το κέφι της αποκριάς. Το γαϊτανάκι πέρασε στην Ελλάδα από πρόσφυγες του Πόντου και της Μικράς Ασίας και έδεσε απόλυτα με τα άλλα τοπικά έθιμα, αφού η δεξιοτεχνία των χορευτών αλλά και ο ιδιαίτερος χαρακτήρας του δεν αφήνουν κανέναν αδιάφορο! Δεκατρία άτομα χρειάζονται για να στήσουν το χορό. Ο ένας κρατά ένα μεγάλο στύλο στο κέντρο, από την κορυφή του οποίου ξεκινούν 12 μακριές κορδέλες, καθεμιά με διαφορετικό χρώμα. Οι κορδέλες αυτές λέγονται γαϊτάνια . Γύρω από το στύλο, 12 χορευτές κρατούν από ένα γαϊτάνι και χορεύουν μαζί, σε 6 ζευγάρια, τραγουδώντας το παραδοσιακό τραγούδι. Καθώς κινούνται γύρω από το στύλο, κάθε χορευτής εναλλάσσεται με το ταίρι του κι έτσι όπως γυρνούν πλέκουν τις κορδέλες γύρω από το

στύλο δημιουργώντας χρωματιστούς συνδυασμούς. Ο ένας χορευτής περνάει τη μια φορά μέσα και την άλλη από έξω από τον άλλον και έτσι οι κορδέλες πλέκονται πολύχρωμες πάνω στο κοντάρι δημιουργώντας διάφορα χρωματιστά σχέδια. Όταν πια οι κορδέλες τυλιχτούν γύρω από το στύλο και οι χορευτές χορεύουν όλο και πιο κοντά σε αυτόν, τότε ο χορός τελειώνει και το στολισμένο γαϊτανάκι μένει να θυμίζει το αποκριάτικο πνεύμα. Πιθανόν ο κυκλικός αυτός χορός να υποδηλώνει τον κύκλο της ζωής, από την χαρά στην λύπη, από τον χειμώνα στην άνοιξη, από την ζωή στον θάνατο και το αντίθετο.

Γαϊτάνι ν είχα στο πλεχτρί και τσόχαν εις το ράφτη, ωχ, και τσόχαν εις το ράφτη, και ξένον εις την ξενιτιά και καρτερώ τον να ’ρθει, ωχ, και καρτερώ τον να ’ρθει. Γαϊτανάκι μου πλεγμένο στην ανέμη τυλιγμένο. Γαϊτανάκι και μπιρσίμι μου ’στειλαν από τη Σύμη για να ράψουν οι κοπέλες

των αντρών τους τις φανέλες.

Page 37: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ

37

Η ΚΟΥΖΙΝΑ

Η γευστική ιστορία των Ελλήνων της Μικράς Ασίας καθορίστηκε από τις γεωγραφικές και κλιματολογικές συνθήκες του χώρου όπου διαβίωσαν. Τα τοπικά προϊόντα, οι επιρροές που δέχτηκαν από τις εθνότητες με τις οποίες συγκατοίκησαν σε συνάρτηση πάντα με την οικονομική ευμάρεια και την ευρηματικότητα της Μικρασιάτισσας νοικοκυράς διαμόρφωσαν τις επισιτιστικές τους συνήθειες.

Βασική διατροφή του πληθυσμού ήταν τα σιτηρά (και τα παράγωγά τους) και τα όσπρια. Το ψωμί το έπλαθαν σε στρογγυλά καρβέλια, τα οποία χαράκωναν στα τέσσερα, κάνοντας το σχήμα του σταυρού παράδοση που συνεχίζεται ως σήμερα στη Μικρά Ασία.

Το διαιτολόγιό τους περιελάμβανε κρέας προβάτου ή αρνιού, ενίοτε από θηράματα κυνηγιού και ποταμίσια ψάρια ή παστά. Το φθινόπωρο ετοίμαζαν για τις ανάγκες του χειμώνα παστουρμά, σουτζούκι, παστό κρέας, καβουρμά και ξερά κόκαλα. Το νωπό κρέας ήταν για τους Καππαδόκες μια πολυτέλεια. Τα γαλακτοκομικά προϊόντα δεν έλειπαν από κανένα σπίτι. Μάλιστα το γιαούρτι με μέλι ή πετιμέζι προσφερόταν τις γιορτές στους καλεσμένους. Το γιαούρτι είχε και άλλες χρήσεις. Συνόδευε κάποια παραδοσιακά φαγητά, ενώ ανακατεύοντάς το με νερό έφτιαχναν ένα δροσιστικό ποτό, το αϊράνι.

Οι νοικοκυραίοι καλλιεργούσαν κηπευτικά και αμπέλια για τις ανάγκες του σπιτιού. Η περιοχή ήταν πλούσια και σε οπωροφόρα. Το πιο φημισμένο φρούτο ήταν το βερίκοκο το οποίο ξέραιναν το χειμώνα και το μαγείρευαν με αρκετούς τρόπους σε φαγητά και γλυκά και το πιο βασικό προϊόν ο λιναρόσπορος. Η ελιά δεν ευδοκιμούσε και λάδι έβγαζαν από το λινάρι και το σουσάμι.

Με μεγάλη ευχαρίστηση έτρωγαν το πλιγούρι με μανιτάρια. Τα παιδιά από πολύ μικρά ξεχώριζαν τα καλά και όχι τα δηλητηριώδη μανιτάρια. Στην κατηγορία των αγαπημένων φαγητών συναντούμε τα σαλιγκάρια, τα οποία μάζευαν μετά τις φθινοπωρινές βροχές και τις σούπες που τις έτρωγαν και για πρωινό. Καθημερινής κατανάλωσης ήταν οι πίτες και τα πεϊνιρλί. Στα φαγητά τούς άρεσε να προσθέτουν ξηρούς καρπούς, όπως καρύδια, σταφίδες και μπαχαρικά με πρώτα το μαύρο και κόκκινο καυτερό πιπέρι, το σουμάκι, το κύμινο, τον κρόκο (σαφράνι), την κανέλα. Όσοι «τυχεροί» είχαν συζύγους και γιους ξενιτεμένους στην Κωνσταντινούπολη γεύονταν και κάποιες σπάνιες λιχουδιές που τους έστελναν από την πρωτεύουσα: παστές σαρδέλες, τσίρους, ελιές, κονιάκ, ρούμι και χιώτικη μαστίχα για το χειμωνιάτικο γιορτινό τραπέζι.

Page 38: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

Από πού κρατάει η σκούφια σου;

38

Οι κουραμπιέδες, τα ιτσλί και ο μπακλαβάς σερβίρονταν στις γιορτές και στους γάμους. Τα γλυκά του κουταλιού διαδόθηκαν στα τέλη του 19ου αιώνα και τα πρόσφεραν με κονιάκ και ούζο. Γλυκά ήταν και τα εορταστικά φαγητά: τα μήλα, τα κυδώνια, τα ξερά βερίκοκα και τα δαμάσκηνα, πάντα γεμιστά με κιμά, ρύζι, κρεμμύδι και μπαχαρικά. Ο ντολμάς του Αϊ-Βασίλη ήταν ένα ολόκληρο αρνί (ή μόνο τα δύο πλευρά του) γεμιστό με ρύζι ή πλιγούρι, κρεμμύδια, φουντούκια, καρυδόψιχα, σταφίδες και μπαχαρικά. Το ρύζι και οι ξηροί καρποί συμβόλιζαν την προσδοκία για αφθονία. Ο καϊγκανάς, γιορτινός και αυτός, ήταν μια παραλλαγή της ομελέτας με αβγά, αλεύρι και μέλι. Ετοιμαζόταν την ημέρα του γάμου για τον γαμπρό. Συνήθιζαν να τον στέλνουν και στα φιλικά σπίτια για να γνωστοποιήσουν τη γέννηση των παιδιών τους. Το

ίδιο φαγητό στον Πόντο ήταν γνωστό ως «φούστρον».

Το πρωτοχρονιάτικο τραπέζι γλύκαινε η κολοκυθόπιτα, την οποία συνόδευαν με ξηρούς καρπούς, τυρί του τσομλεκιού, σταφύλια, καρπούζια διατηρημένα από το καλοκαίρι, πορτοκάλια και φυσικά παστουρμά και σουτζούκι. Τις γιορτινές ημέρες και στους γάμους έφτιαχναν και το κεσκέκι χυλός από βρασμένο κρέας και σιτάρι. Η ζωοθυσία (το κρέας) γινόταν για να στεριώσει ο γάμος. Το σιτάρι που το συνόδευε ήταν ο σπόρος, ο καρπός της γης, και παρέπεμπε σε ευχή για ευκαρπία των νεόνυμφων. Κεσκέκι μαγείρευαν και στον Πόντο και στην Ιωνία, απλώς χρησιμοποιούσαν διαφορετικές ονομασίες. Το πασχαλινό τραπέζι είχε πάντα σούπα, κρέας ψητό, πιλάφι, πίτες, τυρί και καϊμάκι. Το φαγητό σερβιριζόταν στον σοφρά, σε μπακιρένια ή πήλινη πιατέλα. Έτρωγαν όλοι από το ίδιο πιάτο, καθισμένοι σε μαξιλάρες από υφαντά κιλίμια. Μεγάλη ήταν η ποικιλία και στα νηστίσιμα φαγητά, δεν συγκρίνεται όμως με τη λίστα των γιορτινών τους.

Αντίθετα, η ζωή στη Σμύρνη ήταν πιο εύκολη και σαφώς πιο ευχάριστη, ιδιαίτερα η κοινωνική ζωή, που είχε αστικά χαρακτηριστικά. Στις γευστικές τους συνήθειες συνυπάρχουν τα παραδοσιακά φαγητά της ενδοχώρας, οι έντεχνες συνταγές της πολίτικης κουζίνας, οι γευστικές συνήθειες των νησιών του Αιγαίου και οι επιρροές της ευρωπαϊκής κουζίνας.

Η διατροφή τους βασιζόταν στα όσπρια, στα λαχανικά, στα ψάρια και στο κρέας. Η ιδιαιτερότητά της κατά κύριο λόγο οφείλεται στην ελαιοπαραγωγή και στην πλούσια ιχθυοπανίδα. Για παράδειγμα, τσιπούρες, πένες, σουλήνες, μπαρμπούνια δεν έβρισκες πουθενά αλλού, ούτε καν στην Πόλη. Τα σταφύλια, οι σταφίδες, το κρασί, το ξίδι, το πετιμέζι δεν έλειπαν από κανένα αγροτικό ή αστικό νοικοκυριό. Στα οπωροπωλεία υπήρχαν τοπικά φρούτα αλλά και εισαγόμενες ποικιλίες. Το καλοκαίρι κάθε σπίτι ετοίμαζε την ετήσια σάλτσα του. Ήταν η κουζίνα της αφθονίας.

Page 39: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ

39

Στις σημαντικές οικογενειακές εκδηλώσεις, αρραβώνες, γάμους, βαφτίσια, απαραίτητο κέρασμα ήταν τα αμυγδαλωτά με σουμάδα, καθώς ο καρπός της αμυγδαλιάς συμβόλιζε την ευγονία. Το γλυκό των Χριστουγέννων ήταν τα σεκέρ λουκούμια (οι κουραμπιέδες) και τα φοινίκια που συμβόλιζαν τον σπαργανωμένο Χριστό και το κυρίως φαγητό το γουρουνόπουλο περιχυμένο με χυμό από νεράντζι. Το Πάσχα το αρνί είχε γέμιση από ρύζι, αμύγδαλα και κουκουνάρια και το έψηναν στη χόβολη αποβραδίς ως το πρωί. Σουβλιστό αρνί ή κατσίκι έφτιαχναν μόνο στα βοσκοτόπια. Από γλυκίσματα, τα γλυκά του κουταλιού καθαρά ελληνική συνήθεια ήταν ευρύτατα διαδεδομένα στην Ιωνία. Διάσημα ανά τον κόσμο και τα σιροπιαστά τους: ο μπακλαβάς, το κανταΐφι, το εκμέκ και το σαραϊγλί σερβιρισμένα με καϊμάκι.

ΣΥΝΤΑΓΕΣ

Μαντί

Υλικά για τη ζύμη

½ κιλό αλεύρι για όλες τις χρήσεις

1 αυγό

Λίγο αλάτι

1 ½ φλιτζάνι νερό

Υλικά για τη γέμιση

300 γρ. μοσχαρίσιος κιμάς

1 μέτριο κρεμμύδι τριμμένο

1 κ.γ. μπαχάρι

1κ.γ. κανέλα

1 πρέζα κύμινο

1 πρέζα γαρύφαλλο

½ ματσάκι ψιλοκομμένος μαϊντανός

1 κονσέρβα ψιλοκομμένα ντοματάκια

Αλάτι, πιπέρι

Υλικά για τη σάλτσα γιαουρτιού

½ κιλό γιαούρτι στραγγιστό

1 σκελίδα σκόρδο ψιλοκομμένη

2 κ.γ. ελαιόλαδο

1 πρέζα μοσχοκάρυδο

Εκτέλεση

Ξεκινάτε με τη ζύμη. Αναμειγνύετε σε μια λεκάνη το

αλεύρι, το αυγό και το αλάτι. Ρίχνετε σταδιακά το νερό και

πλάθετε μια σφιχτή ζύμη. Την αφήνετε σκεπασμένη με

πετσέτα για 30 λεπτά. Βάζετε σ’ ένα μπολ τον κιμά, το

κρεμμύδι, το μαϊντανό, το μπαχάρι, την κανέλα, το

γαρύφαλλο, το κύμινο, το αλάτι και το πιπέρι και τα

ζυμώνετε πολύ καλά. Σε μια αλευρωμένη επιφάνεια,

ανοίγετε τη ζύμη σε λεπτό φύλλο και κόβετε σε τετράγωνα

κομμάτια, περίπου στο μέγεθος της παλάμης σας. Βάζετε

λίγη γέμιση κιμά στο κέντρο κάθε κομματιού ζύμης και

κλείνετε με δυο τρόπους: είτε πιάνοντας τις άκρες και

πατώντας τες έτσι ώστε να φαίνεται ο κιμάς είτε

φέρνοντας τις άκρες του κομματιού ζύμης από επάνω,

κλείνοντας τελείως τη γέμιση. Βάζετε τα μαντί σε

λαδωμένο ταψί και τα ψήνετε σε προθερμασμένο φούρνο

στους 200 βαθμούς, μέχρι να πάρουν χρώμα. Αφού γίνει

αυτό τα βγάζετε απ’ το φούρνο τα ραντίζετε με

ψιλοκομμένα ντοματάκια και τα ξαναβάζετε στο φούρνο

μέχρι να απορροφηθούν τα υγρά απ’ τα ντοματάκια. Σ’ ένα

μπολ ρίχνετε το γιαούρτι με το σκόρδο, τις 2 κ.γ.

ελαιόλαδου και το μοσχοκάρυδο και τα ανακατεύετε πάρα

πολύ καλά. Τη στιγμή του σερβιρίσματος, ρίχνετε

κουταλιές γιαουρτιού πάνω απ’ τα μαντί.

Page 40: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

Από πού κρατάει η σκούφια σου;

40

Ατζέμ πιλάφ

Υλικά

2 κούπες ρύζι γλασσέ

1 κούπα κριθαράκι

5 ½ κούπες νερό

Αλάτι, πιπέρι

Εκτέλεση

Σε μια πλατιά κατσαρόλα βάζουμε το λάδι και μόλις ζεσταθεί λίγο ρίχνουμε το κριθαράκι. Ρίχνουμε το νερό, το αλάτι και σκεπάζουμε την κατσαρόλα. Μόλις βράσει το νερό ρίχνουμε το ρύζι. Χαμηλώνουμε λίγο τη φωτιά και τ’ αφήνουμε να απορροφήσει όλο το νερό. Σ’ αυτό το διάστημα τ’ ανακατεύουμε δυο - τρεις φορές.

Ισλί κεφτέ

Υλικά

2 ποτήρια ψιλό πλιγούρι

1 ποτήρι ψιλό σιμιγδάλι

1 κ.γ. κύμινο

1κ.γ αλάτι

1κ.γ. βασιλικό

800 γρ. κιμά μοσχαρίσιο

200 γρ. κιμά αρνίσιο

Εκτέλεση

Αφήνουμε το πλιγούρι στο νερό να φουσκώσει και ύστερα το στραγγίζουμε. Ζυμώνουμε 400 γρ. κιμά μοσχαρίσιο με το πλιγούρι και το σιμιγδάλι. Σωτάρουμε στο τηγάνι χωρίς λάδι 4 ξερά κρεμμύδια, τον αρνίσιο κιμά και τον υπόλοιπο μοσχαρίσιο κιμά, το κύμινο, το βασιλικό, κόκκινο και μαύρο πιπέρι και αλάτι. Ζυμώνουμε καλά το μείγμα. Το πλάθουμε σε μακρόστενα κεφτεδάκια. Το ίδιο κάνουμε και με το πρώτο μείγμα που έχει πλιγούρι. Με τα δάχτυλά μας το ανοίγουμε σαν κούπα και κλείνουμε μέσα το κεφτεδάκι. Τα βράζουμε ή τα τηγανίζουμε.

Σαραγλί (Από τα Σώκια)

Υλικά

½ κιλό φύλλα για μπακλαβά

1 φλιτζάνι καρύδια

1 φλιτζάνι φρυγανιά

1 φλιτζάνι σουσάμι καβουρντισμένο

½ κ.γ. κανέλα

¼ κ.γ. γαρύφαλλο

½ φλιτζάνι ζάχαρη

250 γρ. βιτάμ

Σιρόπι

2 φλιτζάνια ζάχαρη

1 φλιτζάνι νερό

Φλούδα από 1 λεμόνι

Εκτέλεση

Χωρίζουμε τα φύλλα ανά δύο, βουτυρώνουμε το πάνω και βάζουμε λίγη απ’ τη γέμιση τυλίγοντας σε ρολό. Αραδιάζουμε τα ρολά σε βουτυρωμένο ταψί, τα χαράζουμε και ψήνουμε στους 180 βαθμούς μέχρι να ροδίσουν. Ρίχνουμε ζεστό σιρόπι σε ζεστό γλυκό. Το κόβουμε όταν κρυώσει καλά.

Page 41: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ

41

ΘΑ ΣΑΣ ΠΩ ΕΝΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙ…

ΤΑ ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΙΑ

Οι καλικάντζαροι είναι κάτι πλάσματα μαυριδερά, που μοιάζουνε λίγο με τσι αθρώποι μα έχουνε ουρά, μεγάλα μακρουλά αυτιά και μικρά κερατάκια. Δεν είναι όμως σατανάδες, γιατί τσι αθρώποι δε τσι κάνουνε κακό, παρά μοναχά τσι κάνουνε χουνέρια. Τα καλικαντζάρια είναι χουμένα στα κατάβαθα τση γης κι οληχρονής πριονίζουνε το τεράστιο δέντρο που την κρατά με τα δόντια και με τα νύχια για να τη ρημάξουνε και να τη γκρεμίσουνε, γιατί βαριεστήσανε πια να μένουνε στο σκοτάδι χωρίς φως. Μα τσι μέρες τούτες τσι γιορτινές, τσι χριστουγεννιάτικες, κοντολογάνε να τελέψουνε το κόψιμο. Κι επειδή είναι κουρασμένα από την πολλή δουλειά, αφήνουνε εκείνο το λιγάκι για μετά. Ανεβαίνουνε λοιπόν απάνου στη γη και το ρίχνουνε στο γλέντι.

Ο ΚΥΝΗΓΟΣ ΚΙ Η ΠΕΡΔΙΚΑ

Μια μέρα αποφάσισε λε’ ένας κυνηγός να πα’ να κυνηγήσει στο απέραντο ρουμάνι. Ζώνεται λοιπόν τα φουσεκλίκια του, φορά τσι μπότες του, βάνει και το ντουφέκι του στον ώμο και ξεκινά. Περπάτα περπατά και σαν φτάνει στο έμπα του ρουμανιού, συναντά την κυρά - πέρδικα.

-Καλημέρα αφέντη κυνηγε! Του λε’.

-Καλημέρα κυρά-πέρδικα! Τση λε’ κι αυτός.

-Σε βλέπω ζωσμένο με τα φουσεκλίκια σου. Τι πά’ να βαρέσεις; Αγριογούρουνα, λαγούς γιά πουλιά;

-Για πουλιά πηγαίνω κυρά-πέρδικα, για πουλιά. Τση πε’ αυτός.

«Θα σας πω ένα παραμύθι

το κουκί και το ροβίθι.

Κόκκινη κλωστή δεμένη

στην ανέμη τυλιγμένη

Δώσ’ της κλότσο να γυρίσει

παραμύθι ν’ αρχινήσει»

Page 42: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

Από πού κρατάει η σκούφια σου;

42

-Αχ! του είπε η πέρδικα τότες.

-Θέλω να μου κάνεις μια χάρη κυρ κυνηγέ μου.

-Άμα περνά από το χέρι μου, να στην κάνω μετά χαράς. Τσ’ είπε ο κυνηγός.

-Περνά και παραπερνά. Του είπε αυτή.

-Για λέγε λοιπόν, τι χάρη θέλεις;

-Να, του είπε η πέρδικα, θέλω να μου υποσχεθείς πως δε θα βαρέσεις το παιδί μου. Με το υπόσχεσαι κυρ-κυνηγέ μου;

-Στο υπόσχομαι. Μα πώς θα το γνωρίσω; Τσ’ είπε αυτός.

-Ααα…ήκανε εκείνη με χαρά. Θα το γνωρίσεις μεμιάς, γιατί είναι το πιο όμορφο πουλί απ’ ούλα τα πουλιά του κόσμου.

-Εντάξει κυρά-πέρδικα, τσ’ είπε ο κυνηγός και συνέχισε το δρόμο του.

Περάσανε κάμποσες ώρες και η πέρδικα σουλάτσερνε στο έμπα του ρουμανιού, ώσπου βλέπει να ‘ρχεται ο κυνηγός.

-Τι γένηκε κυρ-κυνηγέ;

-Εεεεε ησκότωσα καμπόσα και τα ‘χω μέσα στο σακίδιό μου.

-Για δείξε με τα, του είπε τότες

Ανοίγει λοιπόν το σακίδιο ο κυνηγός και τότες η πέρδικα αρχίνησε να τραβά τα φτερά τση και να κλαίει.

-Αχούυυυυυυ! Γιατί με το ‘κανες αυτό κυρ-κυνηγέ κι ησκότωσες το περδικάκι μου; Γιατί δεν κράτησες την υπόσχεση που με ‘δωκες; Του ‘λεγε κλαίγοντας.

Ο κυνηγός όμως, παρόλο που τα ‘χασε, τση είπε:

-Πρόσεξα ούλα τα πουλιά κυρά-πέρδικα κι ηβάρεσα το πιο άσχημο. Με τα μάτια τα δικά μου ήταν το πιο άσχημο. Μα με τα μάτια τα δικά σου το πιο όμορφο. Δεν το ξέρεις, κυρά -πέρδικα, πως στα μάτια τση κάθε μάνας το παιδί τση φαίνεται πιο όμορφο απ’ ούλα τ’ άλλα;

Page 43: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ

43

ΣΠΟΥΔΑΙΕΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΕΣ

«Κοιμήθηκαν από βραδίς νοικοκυραίοι στον τόπο τους και ξύπνησαν φυγάδες, θαλασσοπόροι, άστεγοι, άποροι, αλήτες και ζητιάνοι στα λιμάνια του Πειραιά, της Σαλονίκης, της Καβάλας, του Βόλου, της Πάτρας… Ενάμισυ εκατομμύριο αγωνίες και οικονομικά προβλήματα ξεμπάρκαραν στο φλούδι της Ελλάδας, με μια θλιβερή ταμπέλα κρεμασμένη στο στήθος: "Πρόσφυγες!" Πού ν' αποκουμπήσουν οι πρόσφυγες; Τι να σκεφτούν; Τι να ξεχάσουν; Τι να πράξουν; Πού να δουλέψουν; Πώς να ζήσουν;…» (Οι Νεκροί περιμένουν, σελ. 133). Διδώ Σωτηρίου

Στήν καταστροφή τῆς Σμύρνης, βρέθηκα μέ τούς γονιούς μου στό λιμάνι, στήν Πούντα. Μέσ’ ἀπ’ τά χέρια τους μέ πήρανε. Κι ἔμεινα στην Τουρκία αἰχμάλωτος. [...]Στρατής Δούκας, Η Ιστορία ενός αιχμαλώτου (απόσπασμα)

ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ Ο Αριστοτέλης Ωνάσης, του Σωκράτη και της Πηνελόπης, γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1906. Το 1922 ήρθε ως πρόσφυγας στην Ελλάδα και έπειτα από λίγο μετανάστευσε στην Αργεντινή. Πολύ γρήγορα ο Ωνάσης, χάρη στο ιδιοφυές επιχειρηματικό του ταλέντο, αναδείχθηκε σε έναν από τους μεγαλύτερους εφοπλιστές του κόσμου.

μπαρμακλίκια κάγκελα

καψούρικα καημένα

βορκόκ βερίκοκο

σογλί σουβλί απουσπιρού το βράδυ

μουρέλ το μωρό

πατέρα ζιμ ο πατέρας μου

κουμάρ μαστραπάς σουφράς στρόγγυλο χαμηλό τραπέζι

πεσκίρ πετσέτα

σαρονιά σκούπα

κουλαντρίζω κουμαντάρω αγλάμα μην κλαις

αμανατζής κουβαλητής

αντέτ έθιμο γκεβεζελίκι αστείο

ζεβζέκης χαζός

από καρσί από μακριά

ίλατζι φάρμακο

Page 44: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

Από πού κρατάει η σκούφια σου;

44

ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΒΙΩΣΑΝ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ… Μαρτυρία Ελένης Καραντώνη από το Μπουνάρμπασι

«… Άρχισε ο στρατός μας να φεύγει. Χτυπούσαν τις πόρτες μας και ζητούσαν ρούχα για να βγάλουν το χακί από πάνω τους. Πόσους δεν ντύσαμε! Οι μεγάλοι οι δικοί μας ξεκουμπιστήκαν και φύγανε κι αφήσαν τον κόσμο στο έλεος του Θεού. Έφταναν οι στρατιώτες ξυπόλητοι, γυμνοί, κουρελιασμένοι, πρησμένοι, νηστικοί. Οι Τούρκοι κατεβαίναν και σφάζαν τους Έλληνες. Το ίδιο έκαναν και οι δικοί μας. Παντού φωτιά και μαχαίρι άκουες και έβλεπες. Από τους κατοίκους του Μπουνάρμπασι έμειναν καμιά δεκαριά οικογένειες… Μερικοί κατάφεραν να φύγουν, σέρνοντας με την κοιλιά προς το Σικλάρι και από κει στη Σμύρνη. Τους άλλους όλους τους ατιμάσανε, τους σφάξανε, τους κρεμάσανε, τους κάψανε. Κι εκείνους που κατάφεραν από το Σικλάρι να φτάσουν στη Σμύρνη, όταν ήρθε ο Κεμάλ, τους έπιασε και τους έσφαξε.

Εμείς βρισκόμασταν στη Σμύρνη. Πλημμύρα οι μαχαλάδες στο αίμα. Βάλανε φωτιά οι Τούρκοι, μια ώρα μακριά. «Μη φοβάστε είναι μακριά», μας είπε ο νοικοκύρης

του σπιτιού που μέναμε. Σ’ ένα τέταρτο η φωτιά είχε έρθει σε μας. Ρίχνανε βενζίνη και προχωρούσε. Βγήκαμε στο δρόμο. Φωτιά από τη μια, θάλασσα από την άλλη. Βρισκόμασταν στη μέση. Και οι Τσέτες βρίσκονταν στη μέση, και σφάζαν και σκοτώναν. Τη νύχτα οι Τσέτες έκαναν επίθεση ν’ αρπάξουν, να σφάξουν, ν’ ατιμάσουν. «Βοήθεια! Βοήθεια!» φώναζε ο κόσμος. Τα εγγλέζικα πλοία ήταν απέναντι. Έριχναν τους προβολείς. Σταματούσαν για λίγο. Τη νύχτα θέλαμε να πάμε προς νερού μας. Πήγαμε λίγο πιο έξω, φρίκη! Βρεθήκαμε σε μια χαβούζα. Γύρω γύρω, στα χείλια της χαβούζας σπαρταρούσαν κορμιά, και μέσα η χαβούζα ήταν γεμάτη κεφάλια. Έπαιρναν όποιον έπιαναν, τον πήγαιναν στην άκρια της χαβούζας, έκοβαν το κεφάλι και το έριχναν μέσα στην χαβούζα και τα κορμιά τα άφηναν να σπαρταρούν γύρω γύρω. Ήταν φοβερό. Όσοι το είδαν τρελάθηκαν. Το τρελοκομείο γέμισε από τρελούς σαν ήρθαμε. Εκεί σ’ αυτό το μέρος χάσαμε και τον πατέρα μου. Τον αδελφό μου τον έσφαξαν στο χωριό. Έβγαλαν, μετά, ιταλικά και ελληνικά πλοία και μας πήραν. Πόσους; Ούτε ένα είκοσι τοις εκατό δεν επήραν. Τέτοια καταστροφή δεν είδαν τα μάτια μου!»

Η Μαρτυρία προέρχεται από το δίτομο «Έξοδος» του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών. Η Ελένη Καραντώνη ζούσε στο Μπουνάρμπασι, έντεκα χιλιόμετρα βορειανατολικά της Σμύρνης. Το Μπουνάρμπασι είχε χίλιους κατοίκους, από τους οποίους

οι οκτακόσιοι ήταν Έλληνες

Μαρτυρία Ελένης Μαναήλογλου από το Ικόνιο

Το ταξίδι κράτησε δεκαέξι μέρες. Μετά τη Ρόδο πιάσαμε Πειραιά, μετά φτάσαμε στην Κέρκυρα. Ήταν παραμονή του Αγίου Σπυρίδωνος, 11 Δεκεμβρίου 1922. Έβρεχε. Βγήκαμε στην παραλία με καΐκια. Λένε: «Θα σας πάμε με αραμπάδες σ' ένα χωριό». Μας πήγαν στο χωριό Σταυρός• κάναμε τέσσερις ώρες ώσπου να φτάσουμε εκεί. Εμείς πηγαίναμε πεζή, τα πράγματα μόνο σε αραμπάδες. Και να βρεχόμαστε σ' όλο αυτό το

διάστημα...

Άλλους έβαλαν στην εκκλησία του χωριού, άλλους στο σχολείο, άλλους σε σπίτια. Δεν ρωτάει κανένας: «Ποιοι είστε, τί θέλετε; » Μια αδιαφορία. Δεν μας έδωσαν τίποτα να φάμε. Δεν είχαν κι αυτοί, τί να μας δώσουν; Μια «καλημέρα» μόνο μας έλεγαν. Καλή ήταν κι αυτή.

Ευτυχώς είχαμε μαζί μας ψωμί....

Μας έφεραν στην Κέρκυρα, μας έβαλαν στο φρούριο, στις εκεί παράγκες. Μεγάλο Σάββατο ήτανε. Έρχεται ένας αέρας και

τις παίρνει τις παράγκες. Τί να κάνουμε; Πήγαμε στην εκκλησία του Άι-Γιώργη, εκεί κοντά. ...

Στην αρχή δεν ταιριάζαμε με τους Κερκυραίους. Αλλες συνήθειες αυτοί, άλλες συνήθειες εμείς. Γλώσσα δεν ξέραμε, δεν μπορούσαμε να συνεννοηθούμε μαζί τους. Μετά όμως τα φτιάξαμε. Πολλά συνοικέσια έγιναν• Κερκυραίοι πήραν

προσφυγοπούλες.

Η Έξοδος (έκδοση του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών), τόμ. Β', σ. 348-349.

Page 45: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ

45

ΑΙΟΛΙΚΗ ΓΗ ΗΛΙΑΣ ΒΕΝΕΖΗΣ Τα άστρα όλα έχουν βγει. Ταξιδεύουν στο Αιγαίο τα παιδικά μας όνειρα. Το κύμα χτυπά τη μάσκα του καϊκιού μας και τα κοιμίζει. Κοιμηθείτε, όνειρα μας. Στην ξένη χώρα που πάμε, πρόσφυγες, τι άραγες να μας περιμένει, τι μέρες να είναι ν’ ανατείλουν;

[... ] Ταξιδεύουν στο Αιγαίο τα όνειρα μας.

Η γιαγιά μας κουράστηκε. Θέλει να γείρει το κεφάλι της στα στήθια του παππού, που έχει καρφωμένα πίσω τα μάτια του μπας και ξεχωρίσει τίποτα από τη στεριά, τίποτα απ’ τα Κιμιντέ -νια. Μα πια δε φαίνεται τίποτα. Η νύχτα ρούφηξε μέσα της τα σχήματα και τους όγκους.

Η γιαγιά γέρνει το κεφάλι της να το ακουμπήσει στα στήθια που την προστατέψανε όλες τις μέρες της ζωής της. Κάτι την μποδίζει και δεν μπορεί να βρει το κεφάλι ησυχία. Σαν ένας βόλος να είναι κάτω από το πουκάμισο του γέροντα.

– Τι είναι αυτό εδώ; ρωτά σχεδόν αδιάφορα. Ο παππούς φέρνει το χέρι του. Το χώνει κάτω απ’ το ρούχο, βρίσκει το μικρό ξένο σώμα που ακουμπά στο κορμί του και που ακούει τους χτύπους της καρδιάς του.

– Τι είναι;

– Δεν είναι τίποτα, λέει δειλά ο παππούς, σαν παιδί που έφταιξε. Δεν είναι τίποτα. Λίγο χώμα είναι.

– Χώμα!

Ναι, λίγο χώμα απ’ τη γη τους. Για να φυτέψουν ένα βασιλικό, της λέει, στον ξένο τόπο που πάνε. Για να θυμούνται.

Αργά τα δάχτυλα του γέροντα ανοίγουν το μαντίλι όπου είναι φυλαγμένο το χώμα. Ψάχνουν κει μέσα, ψάχνουν και τα δάχτυλα της γιαγιάς, σαν να το χαϊδεύουν. Τα μάτια τους,

δακρυσμένα,

στέκουν εκεί.

– Δεν είναι

τίποτα λέω.

Λίγο χώμα. Γη,

Αιολική Γη, Γη του τόπου μου.

Page 46: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

Από πού κρατάει η σκούφια σου;

46

Page 47: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

ΠΟΝΤΟΣ

47

«Πόντιος και μ’ έναν ομάτ»

Γεια σας! Είμαστε οι Τουρασανίδης Ιορδάνης, Γκέρτα Σοφία-Μαρία, Χαραλαμπίδου Αναστασία και Πετρίδης Ανδρέας. Καταγόμαστε από τον Πόντο και συγκεκριμένα από τη Νικόπολη (Γαράσαρη) και την Προύσα. Ύστερα από την ελληνοτουρκική σύμβαση του 1930 οι παππούδες μας ήρθανε στην Ελλάδα. Ξεκίνησαν λοιπόν από την Τουρκία με λίγα ρούχα και τρόφιμα και με πολλές δυσκολίες έφτασαν στη Μακεδονία όπου και εγκαταστάθηκαν. Τα πρώτα χρόνια ήταν πολύ δύσκολα αλλά με τον καιρό προσαρμόστηκαν. Στη νέα τους πατρίδα ασχολήθηκαν με αυτά που ήξεραν, με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Οι γυναίκες βοηθούσαν τους άντρες στα χωράφια και στα ζώα και μετά είχε σειρά το σπίτι και τα παιδιά.

Νικόπολη (Γαράσαρη)

Η πόλη υπήρχε από την κλασική εποχή, από την οποία χρονολογείται το κάστρο της, που είναι χτισμένο σε λόφο που υψώνεται στα ΝΑ της πόλης και διασώζεται μέχρι σήμερα. Την ονομασία Νικόπολη η πόλη έλαβε από τον Πομπήιο, σε ανάμνηση της νίκης του το 66 π.Χ. κατά του Μιθριδάτη του Ευπάτορα, γεγονός που αναφέρει και ο Στράβωνας. Την εποχή του Λικίνιου και κατά τη διάρκεια αντιχριστιανικών διωγμών στην πόλη σκοτώθηκαν μεταξύ άλλων και 45 χριστιανοί στρατιώτες της ρωμαϊκής λεγεώνας, οι οποίοι ανακηρύχτηκαν μάρτυρες. Αργότερα, ο

Ιουστινιανός έδειξε ιδιαίτερη εύνοια προς την πόλη, την επισκεύασε και ίδρυσε στην περιοχή μια Μονή για να τιμήσει τους 45 Μάρτυρες. Η Νικόπολη αποτέλεσε διοικητικό και στρατιωτικό κέντρο της Ρωμαϊκής και της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Σημαντικότατο ρόλο όλο αυτό το διάστημα έπαιξε το κάστρο της Νικόπολης, που ήταν το πλέον ισχυρό σε μια ευρύτατη περιοχή. Η Νικόπολη από της εγκατάστασης των Ελλήνων στην περιοχή του Πόντου, και ιδιαίτερα από τη ρωμαϊκή εποχή και την εποχή του Βυζαντίου, αποτέλεσε κέντρο του Ελληνισμού της περιοχής, αν και στις επόμενες ιστορικές φάσεις ο πληθυσμός των Αρμενίων και των Μουσουλμάνων, τελικά, ήταν

Page 48: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

Από πού κρατάει η σκούφια σου;

48

μεγαλύτερος αυτού των Ελλήνων. Σημαντικό ρόλο στη διατήρηση του Ελληνισμού στην πόλη και τα γύρω χωριά έπαιξε η ίδρυση της επισκοπής Κολωνείας από τα πρώτα χρόνια του χριστιανισμού. Το 1870 αριθμούσε 500 ελληνικές οικογένειες. Στο χωριό Λίτσασα της Νικόπολης, στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου που σώζεται ως σήμερα, ακόμα είναι γραμμένα τα ονόματα των Ελλήνων στους τοίχους, στο γυναικωνίτη και στο ιερό. Ονόματα και ημερομηνίες. Τα έγραψαν για να αφήσουν τα ίχνη τους, λίγο πριν την ανταλλαγή.

Τραπεζούντα Η ίδρυση της Τραπεζούντας ως αποικίας των Σινωπέων ανάγεται στον 7ο αι. π.Χ. Η μοναδική αναφορά του Ξενοφώντα "επί θάλασσαν εις Τραπεζούντα, πόλιν ελληνίδα" σπάει τη σιωπή των αρχαίων κειμένων για την πόλη. Μετέπειτα, στην Ελληνιστική και τη Ρωμαϊκή εποχή, γνωρίζουμε ότι η Τραπεζούντα ήταν σημαντικό οικονομικό κέντρο της Μικράς Ασίας "urbis maximus illustris" (πόλη μεγίστη, ένδοξη). Στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες εμφανίζονται οι πρώτοι μάρτυρες της πόλης, με προεξάρχοντα τον πολιούχο άγιο Ευγένιο. Τότε ανάγονται κατά την παράδοση και οι

ιδρύσεις μεγάλων μονών. Στους επόμενους αιώνες η "θεόσωστη και θεοσυντήρητη" πόλη της Τραπεζούντας θα δοκιμάσει την ένταση των πολεμικών συγκρούσεων, άλλοτε ως βάση των Βυζαντινών στη Μαύρη Θάλασσα και άλλοτε αποτελώντας η ίδια ή η ευρύτερη περιοχή της το θέατρο των πολεμικών επιχειρήσεων. Παράλληλα, ο διοικητικός της ρόλος αναβαθμίζεται με την αναγωγή της σε πρωτεύουσα του θέματος Χαλδίας, ενώ ήδη από το 10ο αιώνα αποτελεί σημαντικό εμπορικό κέντρο της περιοχής.

Η ίδρυση της Αυτοκρατορίας των Μεγάλων Κομνηνών το 1204 θεωρείται απόρροια μακροχρόνιων διεργασιών και όχι γέννημα της ιστορικής συγκυρίας. Για δυόμισι περίπου αιώνες η Τραπεζούντα, ως πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, θα διαδραματίσει σημαίνοντα ρόλο, όχι μόνο ως πολιτική δύναμη αλλά κυρίως ως οικονομικό, εμπορικό και πολιτιστικό κέντρο. . Οι Μεγάλοι Κομνηνοί από την αρχή οργάνωσαν το κράτος τους ακολουθώντας τα πρότυπα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας των Κομνηνών του 11ου και του 12ου. Η παράδοσή της στους Οθωμανούς Τούρκους το 1461 ανοίγει μια καινούρια σελίδα στην ιστορία της.

Οι Πόντιοι ζούσαν κάτω από τον Οθωμανικό ζυγό, αλλά πολύ άνετα αφού είχαν πολλά προνόμια. Οι οικογένειες γεννούσαν πολλά παιδιά, υπήρχαν δάσκαλοι, σχολεία, εκκλησίες, και το εμπόριο ήταν στα χέρια των Ποντίων. Από το 1897 όμως όταν οι Έλληνες ηττήθηκαν στον ελληνοτουρκικό πόλεμο, τα πράγματα άλλαξαν. Οι Τούρκοι απαγόρευσαν τα ελληνικά προϊόντα, τις αγορές σπιτιών ή χωραφιών και οι δολοφονίες των Ποντίων ήταν καθημερινό γεγονός. Τα σχολεία και οι εκκλησίες κλείνουν και αρχίζει ο Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος. Οι Τούρκοι με τη σύμφωνη γνώμη των συμμάχων τους, των Γερμανών, σκοτώνουν και διώχνουν τους Πόντιους, καίνε ολόκληρα χωριά, μετατρέπουν τις εκκλησίες σε στάβλους, αρπάζουν τα μικρά ποντιόπουλα και τα εκτουρκίζουν με το ζόρι με σκοπό να αφανίσουν καθετί ελληνικό από την περιοχή. Ο αριθμός των Ποντίων που εξοντώθηκαν υπολογίζεται στις 300.000. Όσοι κατάφεραν να επιζήσουν αναγκάστηκαν να φύγουν για την Ελλάδα ή τη Ρωσία. Παρά τις δυσκολίες οι Πόντιοι με την εργατικότητά τους και τη δίψα τους για ζωή κατάφεραν να σταθούν και πάλι στα πόδια τους και να ενσωματωθούν με τους άλλους Έλληνες κρατώντας σαν πολύτιμο θησαυρό τα ήθη, τα έθιμα και τα τραγούδια που έφεραν από την Ανατολή.

Page 49: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

ΠΟΝΤΟΣ

49

Η ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ

Page 50: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

Από πού κρατάει η σκούφια σου;

50

Η ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΦΟΡΕΣΙΑ Η γυναικεία ενδυμασία πρέπει να πούμε ότι φορέθηκε μέχρι και τη μικρασιάτικη καταστροφή του 1922 ιδιαίτερα στα χωριά του Πόντου, ενώ στις μεγάλες πόλεις από τις αρχές του 20ου αιώνα αρχίζει να επηρεάζεται από το ευρωπαϊκό είδος ντυσίματος. Το όνομά της το πήρε από το τυπικό ρούχο, το φόρεμα της γυναίκας τη ΖΟΥΠΟΥΝΑ ή ΖΥΠΟΥΝΑ, η οποία έδωσε και το όνομα της σ’ ολόκληρη την ενδυμασία. Έτσι την βρίσκουμε με τ’ όνομα ‘’ΤΑ ΖΟΥΠΟΥΝΑΣ’’ Η ΖΟΥΠΟΥΝΑ η ΖΥΠΟΥΝΑ, το φόρεμα, ένα ρούχο εξαιρετικής ποιότητας ολομέταξο, του οποίου το ύφασμα λέγεται ότι το έφεραν μάλλον από την Ινδία, κατά συνήθεια ριγέ μέχρι σχεδόν τον αστράγαλο και σκισίματα μέχρι επάνω, κοντά στο τέλος του

ποδιού. Το κούμπωμα γινόταν μπροστά με 10-15 υφαντά κουμπιά που έκλειναν το άνοιγμα που έφτανε μέχρι τον αφαλό . Το κούμπωμα του φορέματος διαφέρει από περιοχή σε περιοχή. Τα ίδια κουμπιά συναντάμε στο γύρισμα του μανικιού. Τα χρώματα που προτιμούνταν ήταν έντονα όπως μουσταρδί, πορτοκαλί ή το μουσταρδί με σκούρες καφέ ή μαύρες ραβδώσεις. Το ΚΑΜΙΣ, συνήθως άσπρο ,υφαντό πουκάμισο άλλοτε με γιακά, άλλοτε χωρίς ιδιαίτερες διακοσμήσεις. Το ΣΠΑΛΕΡ ή ΣΠΑΡΕΛΟΠΟΝ για το οποίο έχουν γραφεί τόσα τραγούδια ήταν ο στηθόδεσμος της νέας γυναίκας με δύο δεσίματα συνήθως ένα πίσω από τον λαιμό κι ένα πίσω από την πλάτη. Το δέσιμο ήταν σφιχτό έτσι ώστε να πατάει το στήθος της γυναίκας για να μην φαίνεται πολύ έντονα και ελκυστικά. Το διακοσμούσαν με πλεχτές δαντέλες που έβγαιναν από τον ανοιχτό λαιμό της Ζουπούνας. Το χρώμα συνήθως άσπρο ή μπεζ. Το ΣΑΛΒΑΡ ή ΣΑΛΒΑΡΙΝ μακρύ και πολύ φαρδύ παντελόνι από γυαλιστερό και ευχάριστο για το σώμα ύφασμα, έτσι ώστε να επιτρέπει όλες τις κινήσεις του σώματος χωρίς ν’ αφήνει να διακρίνονται οι γραμμές του γυναικείου κορμιού. ΛΑΧΩΡ ή ΛΑΧΩΡΙΝ ,σε αντικατάσταση του τραπολόζ φοριόταν το ΛΑΧΩΡ βαρύ μάλλινο ύφασμα φερμένο από τη ΛΑΧΩΡΗ της Ινδίας που φοριόταν συνήθως το χειμώνα. Ο τρόπος που φοριόταν το Τραπολόζ και το Λαχωρ διαφέρει από περιοχή. Άλλοτε η μύτη του τριγώνου καταλήγει με μια χοντρή φούντα πίσω κι άλλοτε με πολλές γούντες ή κρόσσια στα δίπλα. Το ΚΟΝΤΕΣ ή ΓΙΛΕΚ ,κοντό γιλέκο από τσόχα ή βελούδο στολισμένο με κεντήματα της εκάστοτε περιοχής. Τα ΚΟΥΝΤΟΥΡΑΣ, χοντρά κλειστά παπούτσια. ΗΤΑΠΛΑ ή ΤΟ ΤΕΠΕΛΙΚΙ, χαρακτηριστικό σκέπασμα του κεφαλιού της πόντιας γυναίκας ,φτιαγμένο από χοντρό δέρμα ή από χοντρό ύφασμα στολισμένο με φλουριά σε κύκλους ή έναν ασημένιο δίσκο κεντημένο.

Page 51: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

ΠΟΝΤΟΣ

51

Το ΛΕΤΖΕΚ ή ΛΕΤΖΕΚΙΝ, η μαντίλα που φοριόταν χωρίς να δένεται, στερεωμένη πάνω στην κόμμωση και περασμένη πίσω από τ’ αυτιά σκεπάζοντας λίγο την τάπλα.

Η ΑΝΔΡΙΚΗ ΦΟΡΕΣΙΑ Τη ΖΙΠΚΑ, βράκα με στενό μπατζάκι και μεγάλη Σέλα, μαζεμένη σε πτυχές πίσω και λιγότερες μπροστά. Το ύφασμα της Σέλας έφτανε τα 4 περίπου μέτρα. Ήταν μάλλινο, τσόχινο ,σε χρώματα μαύρο, μπλε σκούρο ,γκρι ,καφέ με σκούρα στην απόχρωση σιρίτια. Το ΚΑΜΙΣ, υφαντό πουκάμισο, συνήθως καρό ή μονόχρωμο άλλοτε με γιακά κι άλλοτε χωρίς κούμπωμα συνεχόμενο μέχρι κάτω ή μισό. Το ΖΩΝΑΡ, μακριά λωρίδα υφάσματος περίπου 4 εκατοστών σε φάρδος και 8 μέτρων περίπου σε μήκος που χρησίμευε στο σφίξιμο των ρούχων επάνω στο

σώμα του άνδρα. Ξεχωρίζει στο ΤΡΑΠΟΛΟΖ από την Τρίπολη της Αφρικής περίπου οχτώ μέτρων εκ των οποίων τα τέσσερα χρησίμευαν στο σφίξιμο της ενδυμασίας και τα υπόλοιπα τέσσερα στη διακόσμηση της, και στο ΑΤΖΑΜΣΑΛΙΝ από μάλλινο περσικό ύφασμα, μήκους περίπου 4 μέτρων. Το ΣΙΛΑΧΛΙΚ ή ΣΕΡΑΧΛΙΚ ,δερμάτινη χοντρή ζώνη με πολλές θήκες που φοριόταν πάνω από το τραπολόζ και χρησίμευε για να θηκιάζει το ΜΑΧΕΡ ή η ΚΑΜΑ ή το ΚΑΡΑΚΟΥΛΑΚ και η ΤΑΜΠΑΝΤΖΑΝ, το πιστόλι. Επίσης οι θήκες του χρησίμευαν και σαν είδος πορτοφολιού. Τα ΦΥΣΕΚΛΙΚΙΑ, σταυρωτά ήταν χαρακτηριστικό εξάρτημα της φορεσιάς των ανταρτών. Πρέπει σε αυτό το σημείο ν’ αναφέρουμε, ότι τα φισεκλίκια ήταν εξάρτημα ανάγκης των ανδρών του βουνού και του ανταρτικού. Στις πόλεις και στα χωριά όπου η ζωή είχε την πολιτική της κι όχι την πολεμική της μορφή φοριόταν το ΣΙΛΑΧΛΙΚ με την ΚΑΜΑΝ. Το ΠΑΣΛΟΥΚ ή ΠΑΣΛΙΚ ή Κουκούλα, φοδραρισμένο ύφασμα όμοιο με της ΖΙΠΚΑΣ σε σχήμα κουκούλας με λωρίδες υφάσματος τα λεγόμενα ΩΤΙΑ τα οποία δένονταν με διαφορετικούς τρόπους .Στο μπροστά μέρος, το ΠΑΣΛΟΥΚ είχε τα ίδια κεντήματα με το ΓΙΛΕΚ και το ΚΟΝΤΕΣ. Στην κορυφή έφερε μια φούντα παχιά κρεμασμένη σε κορδόνι που δενόταν μαζί με το ένα ΩΤΙ από την αντίθετη μεριά του δεσίματος της κουκούλας. Το ΚΑΡΑΚΟΥΛΑΚ ή ΚΑΜΑ, το μακρύ μαχαίρι με την χαρακτηριστική λαβή που συναντάμε και στο χορό ΠΙΤΖΑΚΟΙΝ. ΤΖΑΠΟΥΛΑΣ ,χαμηλά υποδήματα με ελαφρύ τσαρουχάκι μπροστά.

Page 52: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

Από πού κρατάει η σκούφια σου;

52

ΣΤΑ ΓΛΕΝΤΙΑ…

Κύρια κεφάλαια της Ιστορίας του Ποντιακού Ελληνισμού που διαμόρφωσαν και τον ιδιαίτερο χαρακτήρα των Ποντίων είναι 1ον η Ποντιακή μουσική 2ον οι Ποντιακοί χοροί και 3ον η ποντιακή διάλεκτος με τις ρίζες της στην αρχαία ελληνική γλώσσα. Τα μουσικά όργανα με τα οποία γλεντούσαν και συνεχίζουν ακόμη να γλεντούν οι Πόντιοι ήταν τα εξής:

Η λύρα (κεμεντζές) φτιαγμένη από ξύλο κυρίως δαμασκηνιάς Το αγγείο από δέρμα προβάτου η κατσίκας Η ζουρνά από διάφορα ξύλα Το γαβάλ (φλογέρα) από κουφόξυλο Η κεμανέ (είδος λύρας μεγαλύτερη από την κεμεντζέ, με περισσότερες χορδές) Το νταούλι από δέρμα βοδιού η γαιδάρου

Οι χοροί του Πόντου διαφέρουν σημαντικά από αυτούς των υπολοίπων Ελλήνων κυρίως λόγω της μουσικής τους. Είναι χοροί με έντονο ρυθμό στην πλειοψηφία τους και ζωηρές κινήσεις του σώματος των χορευτών. Οι γνωστότεροι από αυτούς οι οποίοι χορεύονται πλέον σχεδόν από όλους τους Έλληνες είναι: το Τίκ ,το Διπάτ, το Κότσαρι, η Τρυγώνα, το Ομάλ, η Σέρα του οποίου οι ρίζες φτάνουν μέχρι τον Όμηρο, και πολλοί άλλοι ακόμα λιγότερο ίσως γνωστοί αλλά εξίσου εντυπωσιακοί (Σαμψών, Σερανίτσα, Τάμσαρα Λέτσι, Λετσίνα κ.α.) Ορισμένοι χοροί του Πόντου χορεύονται σε πολλές παραλλαγές, με το βήμα να παραμένει το ίδιο αλλά με διαφορετικές κινήσεις των χεριών η του σώματος. Πολύ εντυπωσιακές είναι και οι παραδοσιακές στολές του Πόντου. Οι γυναικείες στολές διακρίνονται σε αστικές και χωρικές και είναι δείγμα αμφίεσης την εποχή του Βυζαντίου ενώ εντυπωσιακή και πολυσύνθετη είναι και η ανδρική φορεσιά του Πόντου.

Page 53: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

ΠΟΝΤΟΣ

53

ΛΥΡΑ

Το βασικό μουσικό όργανο των Ποντίων. Έχει τρεις χορδές και παίζεται με δοξάρι. Κατασκευάζεται κυρίως από ξύλο δαμασκηνιάς «κοκκίμελον». Αποκαλείται και «κεμεντζέ» ή «κεμεντζόπον» που σημαίνει βιολάκι.

ΓΑΒΑΛ

Έχει κι άλλες ονομασίες όπως καβάλ’ και καβαλόπον.

ΑΓΓΕΙΟΝ

Είναι ο αρχαίος άσκαυλος. Στην ποντιακή διάλεκτο έχει διάφορες ονομασίες όπως τουλούμ, τούλουμπαν. Στους μη Πόντιους είναι γνωστό ως γκάιντα ή τσαμπούνα.

Η ΖΟΥΡΝΑ ΚΑΙ ΤΟ ΤΑΟΥΛ

Η ζουρνάς είναι είδος αυλού. Αποτελεί εξέλιξη του αρχαίου «οξύαυλου». Απαραίτητος σύντροφος του ζουρνά είναι το νταούλι, όργανο κρουστό. Με το ταούλ και τη ζουρνάν, ο γάμος παίρνει πανηγυρικό χαρακτήρα.

Page 54: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

Από πού κρατάει η σκούφια σου;

54

ΧΟΡΟΙ

Σέρρα Ο κατεξοχήν πολεμικός χορός των Ποντίων. Έχει ομαδικό χαρακτήρα και χορεύεται από τέσσερις άντρες. Χορευόταν στην αρχαιότητα στα Μεγάλα Παναθήναια κάθε 4 χρόνια, στα μικρά Παναθήναια κάθε χρόνο, με πλήρη πολεμική στολή, καθώς και στα Διοσκούρια της Σπάρτης. Ονομάζεται και πυρρίχιος χορός, διότι οι κινήσεις των χορευτών μιμούνται αντίστοιχες κινήσεις αρχαίου Έλληνα πολεμιστή, σε ώρα μάχης. Ομάλ Είναι ομαδικός, κυκλικός χορός, με έκδηλη την ηθική πραότητα, γι’ αυτό κι ονομάζεται ομάλ που σημαίνει ομαλά. Χορεύεται από άνδρες και γυναίκες που κρατιούνται χέρι χέρι με οριζόντιους τους πήχεις και κατακόρυφους τους βραχίονες.

Είναι μάλιστα τόσα κοντά ο ένας στον άλλο ώστε ο πήχης του ενός χορευτή σχεδόν ακουμπά τον πήχη του άλλου. Κότσαρι Είναι ίσως ο πιο φημισμένος ποντιακός χορός μετά τον πυρρίχιο χορό. Το όνομά του προέρχεται από τον τρόπο που χορεύεται και συγκεκριμένα από τα δυο κουτσά (κοτσά) βήματα που εκτελούνται μάλιστα με ταυτόχρονα χτύπημα της φτέρνας (κοτσ’) στο έδαφος.

Τρυγόνα Είναι ο μοναδικός ποντιακός χορός που έχει φορά προς τα αριστερά και όχι προς τα δεξιά. Είναι συμβολικός χορός και ανήκει στον κύκλο των αγροτικών χορών. Σύμφωνα με την ερμηνεία που του αποδίδεται, η γυναίκα ενός μυξιάρη και οκνηρού άντρα η Τρυγόνα, αναγκάζεται να πάει στο βουνό να κόψει ξύλα και να τα μεταφέρει. Οι κινήσεις του χορού παρουσιάζουν το κόψιμο των ξύλων, όπως άλλωστε περιγράφει και το δημοτικό τραγούδι που συνοδεύει το χορό «έστεκεν κι εποίνεν ξύλα, η Τρυγόνα». Στον Πόντο, Τρυγόνα χόρευαν μόνο οι γυναίκες.

Τικ Είναι κυκλικός, μεικτός χορός, η ονομασία του οποίου σημαίνει ολόρθα (τίκια), υπονοώντας τη στάση που παίρνουν οι χορευτές στη διάρκειά του. Αξίζει να αναφερθεί ότι το τικ χορεύεται και από τους Τούρκους, που ενώ ισχυρίζονται ότι ο χορός είναι τούρκικος, τον ονομάζουν απλώς χορόν.

Page 55: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

ΠΟΝΤΟΣ

55

ΕΘΙΜΑ ΚΑΙ ΣΥΝΗΘΕΙΕΣ…

Ο ΓΑΜΟΣ

Τα έθιμα του γάμου, τόσο για την προετοιμασία του, όσο και για την τέλεσή του ποικίλουν μεταξύ των ποντίων. Τα βασικά χαρακτηριστικά του γάμου διατήρησαν τόσο οι έλληνες του Πόντου, όσο και οι έλληνες του Καυκάσου στις νέες τους πατρίδες. Πιο διαδεδομένος είναι ο όρος «χαρά» και λιγότερο όρος «γάμος» γιατί υπογράμμιζε με ακρίβεια το χαρμόσυνο γεγονός των ανθρώπων. Στην ποντιακή διάλεκτο παραμένει και θα παραμένει σε χρήση ο όρος «χαρά» ή «χαράντας», αλλά και «στεφανώματα». Η ημερομηνία του γάμου οριζόταν με το «λογόπαρμαν» ή «λογοκόψιμον», αλλιώς και «ψαλάφεμαν». Οι γονείς και στενοί συγγενείς του γαμπρού, μαζί και ο δεξάμενος (ο νονός του γαμπρού)

επισκέπτονταν το σπίτι της νύφης για να πάρουν τη συγκατάθεση των γονιών της, αλλά και να ορίσουν την ημερομηνία του γάμου. Κατάλληλη χρονική στιγμή για το γεγονός αυτό ήταν το Σαββατόβραδο. Κατά τη διάρκεια του γλεντιού έφτανε ο κουμπάρος με λίγους συγγενείς του γαμπρού. Τότε έβγαιναν οι συγγενείς της νύφης , κυρίως γυναίκες με πιατέλα στα χέρια (περιείχε συνήθως κοτόπουλο) και τσίπουρο, για να καλωσορίσουν τον κουμπάρο. Όλοι οι συγγενείς της νύφης φτάνουν στο σπίτι της. Το γλέντι συνεχίζεται ως αργά τη νύχτα με το λάλημα της ποντιακής λύρας.

Ανήμερα του γάμου οι προετοιμασίες κορυφώνονταν τόσο στο σπίτι της νύφης , όσο και στου γαμπρού. Οι ελεύθερες κοπέλες, συγγενείς και φίλες της νύφης, παλαιότερα τη στόλιζαν και τη φρόντιζαν, στις μέρες μας παραβρίσκονται κοντά της κατά την προετοιμασία της.

Τα ανύπαντρα κορίτσια έγραφαν κάτω από το παπούτσι της νύφης και ανυπομονούσαν να δουν αν θα σβήσει , ένδειξη ότι θα παντρευτούν σύντομα και αυτές.

Οι συγγενείς μέσα και έξω από το σπίτι έστηναν ένα γλέντι πριν ξεκινήσει η πομπή του γάμου. Αν η νύφη και ο γαμπρός ήταν από το ίδιο μέρος τότε ξεκινούσε η συνοδεία του γαμπρού (του γαμπρού τ΄αλάι) για το σπίτι της νύφης. Η πορεία γίνεται πεζή με τη συνοδεία οργάνων και κυρίως της ποντιακής λύρας χορεύοντας το τας .

Αν η νύφη ήταν από άλλο μέρος η γαμήλια πομπή γινόταν έφιππη.

Στην είσοδο του σπιτιού έβγαιναν οι συγγενείς της νύφης και εμπόδιζαν την πρόσβαση του κουμπάρου και των συγγενών του γαμπρού μέσα στο σπίτι. Τότε γυναίκες, συγγενείς της νύφης, έβγαιναν με δίσκους

στα χέρια και πρόσφεραν μεζέδες στον κουμπάρο και στο γαμπρό. Μια πιατέλα με κότα βραστή στολισμένη με κορδέλες ή κεριά συνοδευόμενη με τσίπουρο για τον κουμπάρο και μια πιατέλα με

Page 56: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

Από πού κρατάει η σκούφια σου;

56

φούστορον (ομελέτα) για το γαμπρό. Πρόσφεραν το φούστορον στο γαμπρό ρωτώντας : «γάμπρε, φούστορον τρως;»

Όταν ο κουμπάρος κατόρθωνε να μπει τελικά στο σπίτι της νύφης τα συγκόρτσια της (οι φιλενάδες της ) ζητούσαν εύρετρα για να παραδώσουν το παπούτσι της που το είχαν κρύψει νωρίτερα. Κάποιος φώναζε : «κρύψτεν το παπούτσ’». Τότε άρχιζε ένας σύντομος διάλογος της νύφης. Έλεγαν στον κουμπάρο : «παπούτσ’ κι’ έχ’». «και που ναι το παπούτσ’;» «εύρικον ατό». «και που θα βρίκατο». «βρέτε το εσείς».

Τότε ο κουμπάρος έβγαζε και δώριζε ένα χρηματικό ποσό, και ο αδελφός της νύφης έβγαζε το κρυμμένο παπούτσι για να φορέσει η νύφη. Και στις μέρες το έθιμο αυτό είναι ακόμα ζωντανό. Όταν πια τελείωναν όλα τα απαιτούμενα έθιμα έβγαινε η νύφη από το πατρικό της με τη συνοδεία της παρανύφ’σας και του αδελφού της. Η παρανύφ’σα ήταν η γυναίκα που συνόδευε τη νύφη απ’ τη στιγμή που την έπαιρνε η συνοδεία του γαμπρού ως τη Δευτέρα το πρωί, που τελείωνε ο γάμος. Παρανύφ’σα ήταν συνήθως η αδελφή του πατέρα της νύφης ή η αδελφή της μητέρας της νύφης ή μεγαλύτερη από τις αδελφές τις ή ακόμα και η νονά της. Αυτή η γυναίκα θα συνόδευε τη νύφη πριν από το γάμο στην αγορά των νυφικών και των κοσμημάτων. Στην εκκλησία φρόντιζε τη νύφη, σκούπιζε τον ιδρώτα του προσώπου, τα δάκρυα της, όταν έκλαιγε και μετά στο σπίτι του γαμπρού, φρόντιζε το φαγητό και το ποτό της. Το βράδυ της Κυριακής αυτή θα κοιμόταν μαζί με τη νύφη. Την προετοίμαζε για τη νυφική παστάδα και της έδινε οδηγίες για τα πρώτα καθήκοντα της στο νέο σπιτικό.

Αφού έπαιρναν από το σπίτι της τη νύφη με τους συγγενείς της «το νυφέπαρμαν» συνέχιζαν πεζοί για το ναό.

Ο χρόνος διάρκειας της πομπής «γαμόστολος» ή «ψικ» ποίκιλε ανάλογα με την απόσταση που είχε ο ναός , αλλά και με τη διάθεση για χορό και ποτό που είχαν οι συγγενείς καθώς χόρευαν μπροστά στη νύφη και στο γαμπρό και καθυστερούσαν την πομπή. Στην πομπή οι συνοδοί του γαμπρού και της νύφης δημιουργούσαν έναν κλοιό γύρω τους το λεγόμενο «σέρεμαν» για να μην εισχωρήσει κανείς. Αποτελούσε κακό σημάδι για τη νέα ζωή του ζευγαριού η διέλευση άλλων προσώπων ανάμεσα από την πομπή τους.

Πριν από τη στέψη σε παλαιότερες εποχές ο ιερέας απηύθυνε στο γαμπρό το ερώτημα «αγαπάς ατέν;» (την αγαπάς) και προς τη νύφη το ίδιο ερώτημα «αγαπάς ατόν;». Με την καταφατική απάντηση των δύο προχωράει στη στέψη. Κατά τη διάρκεια της στέψης η νύφη όφειλε να καμαρώνει κάτω από το πέπλο της , τη λεγόμενη «καμάρα» ή «καμαρωτέρ». Αυτή ήταν μεταξοΰφαντη λευκή καλύπτρα μαζί με κοσμήματα και στο στολίδια. Η νύφη στεκόταν σχεδόν ακίνητη κάτω από την «καμάρα» (το πέπλο) και δεν έστρεφε το κεφάλι ούτε δεξιά, ούτε αριστερά. Μάλιστα μετά το γάμο γινόταν θέμα σχολιασμού «το καμάρωμα» της νύφης, αν αυτή είχε βάλει όλη την τέχνη της για να παραμείνει δίπλα στο γαμπρό με σοβαρότητα και αξιοπρέπεια.

Μετά τα στεφανώματα η γαμήλια πομπή παλαιότερα πορεύονταν στο σπίτι του γαμπρού όπου η μάνα του υποδεχόταν τη νύφη της με τη φράση «έλα καλέσσα οικοκυρά…να είσαι στερεωμέντσα και προκομέντσα». Τη φιλούσε και τη δώριζε χρυσαφικά. Τότε η νύφη έσπαζε ένα πιάτο στην είσοδο του σπιτιού , έθιμο που διασώζεται και στις μέρες μας. Εκεί άρχιζε το «τσουμπούς» (το γλέντι) με όλα τα προετοιμασμένα εδέσματα, για τα οποία φρόντιζαν οι γυναίκες συγγενείς του γαμπρού. Τα όργανα , όπως η ποντιακή λύρα, το νταούλι και το κλαρίνο ηχούσαν ως το ξημέρωμα και οι προσκεκλημένοι δεν κουράζονταν να χορεύουν. Ο χορός συνοδεύονταν με τραγούδι και άφθονο ποτό.

Page 57: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

ΠΟΝΤΟΣ

57

Ακολουθούσε το έθιμο του δωρίσματος «χάρισμαν» στους νιόπαντρους κατά τη διάρκεια του γαμήλιου γλεντιού. Όλοι οι συγγενείς και οι φίλοι ανταποκρίνονταν στο κάλεσμα που τους απηύθυνε ένας βροντόφωνος «ο τελάλης» για τη συγκέντρωση των δώρων «φέρτε , φέρτε, φέρτε, και το πισ’ πα μ’ έρτε. Εκατόν, δακόσα , χίλια πεντακόσια» «ο τάδε …. Χαρίζ’ σον γαμπρόν και ση νύφεν …….. Ο Θεός ν’ αξιών’ ατόν και σα παιδί’ ατ.». Το νιόπαντρο ζευγάρι συγκεντρώνει ένα σεβαστό ποσό για το ξεκίνημα της καινούργιας ζωής . Μετά τα μεσάνυχτα και μετά το χάρισμα τηρούσαν ένα άλλο έθιμο. Το «θήμιγμα ή θήμισμα» ήταν πιο πολύ έθιμο παρά χορός. Πρόκειται για έναν κύκλο χορού που τον αποτελούσαν εφτά μονοστέφανα ζευγάρια , ανδρόγυνα δηλαδή που έχουν έρθει σε πρώτο γάμο, και ένας επιπλέον χορευτής. Στο χορό μπαίνει και το νιόπαντρο ζευγάρι με τον κουμπάρο και την κουμπάρα την παρανφ’σα, αν υπάρχει. Στη μέση του χορού βρίσκονταν τα όργανα, συνήθως ο λυράρης, παίζοντας και τραγουδώντας, και ο παπάς με το θυμιατό του θυμιάζοντας τους νεόνυμφους και τους χορευτές. Κατά τη διάρκεια του τραγουδιού και του χορού δίνονταν συμβουλές , υποδείξεις , ευχές αλλά και παινέματα για τη νύφη. Ο χορός ήταν ομαλός, το ομάλ. Οι χορευτές κρατιούνται από τις παλάμες στο ύψος του ώμου. Κάθε ζευγάρι κρατάει μια λαμπάδα αναμμένη .Το όνομα του χορού θήμισμα ή θήμιγμα προέρχεται από παράφραση του ρήματος φημίζω (θημίζω) αυξάνω τη φήμη κάποιου, δηλαδή του ζευγαριού και μάλιστα της νύφης. « Θημεί, θημεί τον έγγαμον ,θημεί και την εγγάμσα…» Τα εφτά μονοστέφανα ζευγάρια ,καθαρά χριστιανικός συμβολισμός, συμβολίζουν τις εφτά ημέρες της δημιουργίας, της οποίας ενσάρκωσης πρέπει να αποτελέσει το καινούργιο ζευγάρι. Ο επιπλέον χορευτής στον κύκλο, το «τεκ’», το μονόν, είναι γνώρισμα της αυξημένης ευαισθησίας στις προλήψεις ,που υπήρχε στον Πόντο και σ’ όλη την Ελλάδα. Ήταν η άμυνα στη βασκανία και σε κάθε κακό από το οποίο έπρεπε να προφυλαχτεί το νιόπαντρο ζευγάρι.

Σήμερον μαύρος ουρανός ,

σήμερον μαύρ’ ημέρα,σήμερα

θα χωρίουνταν

μάνα και θυγατέρα.Οσήμερον

το κόρασον δύο καρδόπα έχει

τ’ έναν αφήνει σοι’ κυρούκαι τ’

άλλο παιρ’ και πάγει.

Οσήμερον το κόρασον

δύο πορτόπ’ ανοίγει,

τ’ έναν ανοίγει και ν’ εμπαίν’,

τ’ άλλο σπαλεί και πάγει.

Άφσον κόρη, την μάναν σου

και ποίσον άλλεν μάναν.

Άφσον, κόρη, τον κύρη σου και

ποίσον άλλον κύρην.

Άφσον , κόρη, τα αδέλφα σου

Και ποίσον άλλ’ αδέλφα.

Page 58: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

Από πού κρατάει η σκούφια σου;

58

Χριστός γεννέθεν, χαρά

σον κόσμον

χα, καλή ώρα, καλή σ’

ημέρα

Χα, καλόν παιδίν οψές

γεννέθεν

οψές γεννέθεν, το βράδ’

αργάτε.

Το εγέννεσεν η Παναΐα

Το ανάθρεψεν αεί

Παρθένος.

Εκαβάλκεψεν χρυσόν

πουλάρι

εκατήβεν σο σταυροδρόμι.

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΚΑΙ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ

Κάθε σπίτι είχε και ένα γουρούνι. Την παραμονή των Χριστουγέννων το

έσφαζαν και με το κρέας του έφτιαχναν «γαβουρμά» και «τσιλγάνια». Το λίπος του

γουρουνιού το λιώνανε και το χρησιμοποιούσαν στις πίτες και στα φαγητά.

Έφτιαχναν ακόμα τσουρέκια στο φούρνο, που έμοιαζαν με πίτες. Τα παιδιά έψελναν

τα ποντιακά κάλαντα και τους έδιναν, αντί για λεφτά, ξηρούς καρπούς, ξερά σύκα και

κερατούτσες που έμοιαζαν με φασόλια αλλά ήταν γλυκές. Την πρώτη μέρα των

Χριστουγέννων, μετά την εκκλησία, τρώγανε όλοι μαζί πατσά.

Το βράδυ της Πρωτοχρονιάς διάλεγαν ένα μεγάλο κούτσουρο για να καίγεται

στο τζάκι. Πίστευαν ότι η φωτιά διώχνει τα δαιμόνια που έρχονταν από την

καπνοδόχο. Το κούτσουρο αυτό το λέγανε «καλαντοκάρ». Το ίδιο βράδυ ο αρχηγός

της οικογένειας έκοβε τη βασιλόπιτα, που το φλουρί της ήταν μια δεκάρα. Έπειτα ο

ίδιος ανακάτευε φουντούκια με νομίσματα και τα πετούσε ψηλά τρεις φορές

λέγοντας ευχές για τη νέα χρονιά. Ξημέρωμα Πρωτοχρονιάς πηγαίνανε οι χωριανοί στη βρύση του χωριού.

Αφήνανε εκεί τσουρέκια, γλυκίσματα, φρούτα και έπαιρναν νερό (το θεωρούσαν αγιασμένο) για να ραντίσουν το

σπίτι. Μετά έσπαζαν στην πόρτα του σπιτιού ένα ρόδι για το γούρι.

ΚΑΘΑΡΗ ΔΕΥΤΕΡΑ

Στον Πόντο η Καθαρή Δευτέρα δεν ήταν ημέρα γλεντιού και

πετάγματος αετού. Ήταν ημέρα γενικού καθαρισμού όλων των σκευών και

αντικειμένων που είχαν σχέση με το φαγητό. Για τον τελειότερο καθαρισμό

χρησιμοποιούσαν την κατενή. Η κατενή είναι η γνωστή στους παλαιότερους

αλσίβα. Σε ένα καζάνι έβραζαν νερό με στάχτη και μ’ αυτό καθάριζαν τα

μεταλλικά και ξύλινα σκεύη και αντικείμενα. Τα κρεατόκουρα, τα ξύλινα

κούτσουρα, που επάνω έκοβαν τα κρέατα και έφτιαχναν και κιμά, όχι μόνο

τα έπλεναν, αλλά και τα έξυναν με αιχμηρά εργαλεία για να εξαφανιστεί

κάθε ίχνος λίπους που ενδεχομένως είχε εισχωρήσει στο ξύλο. Παρομοίως

έξυναν και τα κοβλάκια(ξύλινα δοχεία για βούτυρο) και τα καρσάνια(ξύλινες λεκάνες). Τα χάλκινα σκεύη αφού τα

έπλεναν, τα έτριβαν με στάχτη για να γυαλίσουν. Επιπλέον καθάριζαν και τα διάφορα στρωσίδια του σπιτιού.

ΠΑΣΧΑ

Το Σάββατο του Λαζάρου έφτιαχναν τα κουλούρια που τα έλεγαν «Κερκέλε» και μαζί με άσπρα αυγά τα

έδιναν στα παιδιά την Κυριακή των Βαΐων όταν έψελναν. Ερχόταν η Μεγάλη Εβδομάδα και δε ν έκαναν δουλειές.

Όλη την εβδομάδα πήγαιναν στην εκκλησία. Τη Μεγάλη Πέμπτη ζύμωναν τα ψωμιά, έκαναν τα τσουρέκια και

έβαφαν τα αυγά. Το βράδυ πήγαιναν στα 12 Ευαγγέλια. Έβαζαν σε σακουλάκια διάφορα αντικείμενα, τα πήγαιναν

στην εκκλησία να διαβαστούν για το καλό του χρόνου. Την πρώτη μέρα του Πάσχα τα καφενεία ήταν κλειστά. Όλος

ο κόσμος ήταν έξω από τα σπίτια του και τσουγκρίζανε τα αυγά. Οι μεγάλοι, σε ομάδες 3-4 ατόμων πήγαιναν από

σπίτι σε σπίτι μαζί με μια λύρα, χόρευαν, τσούγκριζαν αυγά, τους κερνούσαν ούζο και μετά έφευγαν. Ερχόταν η

δεύτερη Ανάσταση, η ώρα 12 το μεσημέρι. Πήγαινε πάλι ο κόσμος στην εκκλησία. Μετά όλο το χωριό μαζευόταν

στην κεντρική πλατεία ή μπροστά στο σχολείο, κάποιος έπαιζε γκάιντα και όλο το χωριό χόρευε, γιατί κατά τη

διάρκεια της νηστείας δε χόρευε κανείς. Τα παιδιά έπαιζαν κυλώντας τα αυγά τους και όποιο είχε το πιο γερό αυγό

και έσπαγε τα αυγά των άλλων, τους τα έπαιρνε.

Page 59: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

ΠΟΝΤΟΣ

59

Η ΚΟΥΖΙΝΑ

Όπως συμβαίνει σε κάθε τόπο, οι διατροφικές συνήθειες των Ποντίων επηρεάστηκαν από τις

ιδιαίτερες συνθήκες της περιοχής και έτσι έχουμε πολλές συνταγές που βασίζονται στα σιτηρά και το

γάλα. Παράλληλα είναι εμφανής ο επηρεασμός από την κουζίνα των Ρώσων και των Αρμενίων και φυσικά

με το πέρασμα του χρόνου και από αυτήν των Τούρκων. Η ιδιαίτερη κουζίνα που διαμόρφωσαν οι

Έλληνες από την αρχαιότητα επηρέασε τους μετέπειτα αφιχθέντες Τούρκους κατακτητές και έτσι πολλά

από τα ποντιακά φαγητά διατηρώντας ατόφια ή μερικώς την αρχική τους ονομασία, τα συναντάμε ακόμα

και σήμερα σε όλη την Μ. Ασία.

Προσεγγίζοντας ερευνητικά την κουζίνα των Ποντίων βλέπουμε ότι δεν περιλαμβάνει συχνή χρήση

κρέατος, τα δε τυροκομικά της παρασκευάζονται αποκλειστικά από αγελαδινό γάλα. Η απουσία των

αμνοεριφίων οφείλεται στην ιδιαίτερη διαμόρφωση των δασών που αποτελούνται από υψηλά δένδρα.

Τα βοοειδή όπως είναι φυσικό δεν ήταν ζώα που εύκολα αποφασίζεις να τα σφάξεις μια και το καθένα

αποτελούσε στο παρελθόν σημαντικό περιουσιακό στοιχείο του ιδιοκτήτη του, αφού εκτός από την

παραγωγή γάλακτος ήταν και σημαντικό υποζύγιο. Θα βρούμε πολύ γάλα, βούτυρο και τυροκομικά να

νοστιμίζουν τα ζυμαρικά και τις πίτες.

Καρς Κεσκέκ

Page 60: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

Από πού κρατάει η σκούφια σου;

60

ΣΥΝΤΑΓΕΣ

Χαβίτς

Υλικά

1/2 κιλό αλεύρι καλαμποκίσιο

χλιαρό νερό

1 φλιτζάνι φέτα τριμμένη

3/4 φλ βούτυρο , αλάτι

Εκτέλεση

Σε μια κατσαρόλα (τότε το φτιάχνανε σε βαθύ τηγάνι) με χλιαρό νερό (δεν μετράω ποσότητα - ρίξτε στην αρχή ένα φλιτζάνι και θα το δείτε) ρίχνουμε το αλεύρι λίγο -λίγο και το ανακατεύουμε να μην σβολιάσει. Βάζουμε την κατσαρόλα στην φωτιά, προσθέτουμε το βούτυρο, το αλάτι και λίγο νερό ακόμα χλιαρό να γίνει σαν χυλός ούτε πολύ πηκτός ούτε πολύ αραιός. Συνεχίζουμε το ανακάτεμα μέχρι αυτό να χυλώσει περίπου 1/2 ώρα σε χαμηλή φωτιά, πάντα με κλειστό το καπάκι τώρα γιατί καίει πάρα πολύ και πιτσιλάει, ανακατεύουμε πού και πού. Όταν θα έχει χυλώσει καλά θα έχει γίνει δηλαδή μία αρκετά πηχτή κρέμα τότε είναι έτοιμο. Κατεβάζουμε από την φωτιά και αφήνουμε να κρυώσει λίγο. Τρώγεται χλιαρό. Σερβίρουμε σε βαθύ πιάτο και επάνω του τρίβουμε το τυρί!

Ωτία

Υλικά 200γρ γιαούρτι αγελαδινό 1 κ.γ σόδα φαγητού 2 φλ. ελληνικού ζάχαρη 2 αυγά 800γρ περίπου αλεύρι για όλες τις χρήσεις 2 βανίλιες λίγο αλάτι

Εκτέλεση Βάζουμε το γιαούρτι σε ένα βαθύ πιάτο και το ανακατεύουμε την σόδα, το αφήνουμε τουλάχιστον 3-4 ώρες να φουσκώσει. Αν μπορείτε αφήστε το όλο το βράδυ. Ανακατεύουμε όλα τα υλικά μαζί βάζοντας σιγά -σιγά το αλεύρι, ζυμώνοντας έως ότου να μην κολλάει στα χεριά (μην είναι πολύ σφικτή η ζύμη), την αφήνουμε 2 ώρες να ξεκουραστεί. Αν βιάζεστε ξεκινήστε αμέσως. Ανοίξτε την ζύμη ένα φύλλο 2 χιλ. κόβουμε την ζύμη σε ρόμβους ή σε τετράγωνα, κάνουμε μια τρύπα στην μέση και περνάμε την μια άκρη μέσα από την τρύπα. Βάζουμε σε ένα κατσαρολάκι αρκετό λάδι να καεί καλά και ρίχνουμε μέσα τα ωτία, τα τηγανίζουμε μέχρι να ροδίσουν και από τις 2 μεριές. Τα βάζουμε σε μια πιατέλα και τα σερβίρουμε με ζάχαρη, μελί ή σκέτα.

Page 61: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

ΠΟΝΤΟΣ

61

ΠΟΝΤΙΑΚΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ

Ο Γιωρίκας κυνηγός Ο Γιωρίκας εν κυνηγός και λέατον η γαρήατ: — Νέπε κι εντρέπουστουν να σκοτώνετε τα πουλία τη Θεού; Εγώ σ’ όλον τη ζωήμ κι εσκότωσα ουτ έναν πουλόπον, λέει ατέ. — Ουτ εγώ, λέατην ο άντρασατς. Τα δακτυλικά αποτυπώματα Ίνας κλέφτες λέει σον γιόνατ: — Κι τιμωρώσε επειδή έφαες την μαρμελάδαν αλλά γιατί εφέκες απάν σο βάζον τα δικτυλικάσ αποτυπώματα. Τα παράδας τη σέρας — Τον πρώτον άντραμ επήρατον για τα παράδασατ! Λέει η σέρα. Όνταν επέθανεν επέρα τον δεύτερον ασόν έρωταν. — Ώστε ατώρα είσαι ευτυχισμέντσα; Λέατην σ Γιωρίκας. — Όχι ατόσον. Γιατί ο πρώτον άντραμ ο μακαρίτης, επήρεμε ασόν έρωταν, ενώ ο δεύτερον επήρεμε για τα παράδας που εφέκεμε ο πρώτον!... Τα ψέματα τη Γιωρίκα και Κωστίκα Ο Κωστίκας και ο Γιωρίκας, λένε ψέματα. — Εγώ έναν ημέραν, λέει ο Κωστίκας, επήγα σο κυνήγ κ’ εσκότωσα έναν ζαρκάδ που έτον τετρακόσαι κιλά. — Και εγώ εσκότωσα, λέει ο Γιωρίκας έναν ζαρκάδ που έτον οχτακόσαι κιλά. — Μα πως ίνεται αήκον τρανόν ζαρκάδ; Λέει ο Κωστίκας. — Έτον η μάνα τη ζαρκαδί που εσκότωσες εσύ, είπενατον ο Γιωρίκας.

Μετάλλιον διασώσεως φουρκισμένων Ίνας ερούξεν σην θάλασσαν και τσαήζ: — Βοήθειαν! Βοήθειαν! Ο Γιωρίκας περάν στεκ και τερείατον και λέατον: — Λυπούμαισε, αλλά κι πρεπ να σώνωσε εγώ, γιατί επήρα οπέρτς το μετάλλιον διάσωσης φουρκισμένων. Οφέτος ας παίρετο ίνας άλλος

Page 62: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

Από πού κρατάει η σκούφια σου;

62

Η ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ ΤΩΝ ΠΟΝΤΙΩΝ - ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ

«Με πολλά βάσανα επιτέλους φτάσαμε στην Κερασούντα . Η πόλη ήταν γεμάτη από ρακένδυτους πρόσφυγες που έφυγαν από την τρομοκρατία των Τούρκων της υπαίθρου και συγκεντρώνονταν στις πόλεις. Εκεί, στην Κερασούντα, μας προειδοποίησαν οι συμπατριώτες μας ότι μαζεύουν όλους τους Έλληνες και τους μεν μεγάλους τους κλείνουν στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου για να τους εξορίσουν κάθε φορά που συμπλήρωνε ο αριθμός των 250 ατόμων, τους δε μικρούς τους οδηγούν με μικρά καΐκια σ΄άγνωστα μέρη. Στην εκκλησία δεν συμπληρώθηκε ποτέ ο αριθμός 250, γιατί εκεί χωρίς φαγητά , χωρίς νερό, μέσα στις ίδιες τους τις ακαθαρσίες, σε λίγες μέρες πέθαιναν οι περισσότεροι. Με τα ίδια μας τα μάτια είδαμε εγώ και ο αδελφός μου να μεταφέρουν τα παιδιά λίγο παρά έξω από την Κερασούντα κι εκεί να τα παραδίδουν στους άγριους Τσέτες αντάρτες. Αυτοί τα άρπαζαν από τα πόδια και χτυπούσαν τα κεφάλια τους πάνω στα μεγάλα βράχια της ακτής , μέχρι να πεθάνουν» (μαρτυρία κ.

Ευρυπίδη)

«Ήμουν οχτώ χρονών .Μια μέρα, στο χωριό, οι τούρκοι συγχωριανοί και γείτονες, μας ειδοποίησαν ότι έπρεπε να φύγουμε. Θα έρχονταν οι Τσέτες… Φωνές, κλάματα, μοιρολόγια. Βγήκαμε στους δρόμους. Από τη βιασύνη δεν προλάβαμε να πάρουμε τίποτε μαζί παρά μόνο τις εικόνες… και την ψυχή μας. Δεν καταλάβαινα και πολλά. Δεν καταλάβαινα γιατί η μάνα μου κοιτούσε το διώροφο αρχοντικό σπίτι μας και έκλαιγε κρατώντας μας σφιχτά στην αγκαλιά της. Οι μεγαλύτεροι κρατούσαν στα χέρια τους λίγα ρούχα και ψωμί. Άλλοι έτρεξαν στην όμορφη εκκλησιά μας, τον Αϊ-Γιώργη, πήραν εικόνες, το Ευαγγέλιο και τον σταυρό. Μάνες χάνανε τα παιδιά τους, αδέλφια χωρίστηκαν. Φωνές, κλάματα, κατάρες από τη μια και από απένα ντι διαταγές και πυροβολισμοί. Όλοι προσευχόμασταν στον Θεό που δεν μπορούσε να μας βοηθήσει. Απομακρυνόμασταν από τα χωριά μας, περπατούσαμε ημέρες, εβδομάδες και όταν συναντούσαμε χωριά ακούγαμε τους Τούρκους να τραγουδούν το “Γιασά Κεμάλ, γιασά” (“Ζήτω Κεμάλ, ζήτω”)κρυβόμασταν. Οι μανάδες κλείνανε τα στόματα των παιδιών τους για να μην ακούσουν τα κλάματα οι Τσέτες. Αρκετοί ηλικιωμένοι δεν μπορούσαν να περπατήσουν, έπεφταν και δεν σηκώνονταν ποτέ. Πέθαιναν κι έμεναν εκεί άταφοι». Και όμως: «Ζούσαμε στο χωριό αρμονικά με τους Τούρκους. Είχαν πάει εκεί οι προγονοί μου αρκετά χρόνια πριν, κυνηγημένοι από τους Τούρκους στην Τραπεζούντα. Τον πατέρα μου τον σκότωσαν. Στα παιδικά μου χρόνια άκουγα μόνο μοιρολόγια από τις γυναίκες που θρηνούσαν τους άνδρες τους. Μετά τον πατέρα μου σκότωσαν τη γυναίκα του θείου μου Αναστάση, την Ελένη, επειδή αρνιόταν να αποκαλύψει πού κρυβόταν ο άνδρας της». Θυμάται σαν σήμερα τα «Αμελέ Ταμπουρού», τα λεγόμενα Τάγματα Εργασίας, που προκάλεσαν το κακό. Από την Τραπεζούντα με πλοίο ήλθαν στην Ελλάδα. «Λεγόταν “Κιτσεμάλ”. Όταν είδαμε το πλοίο συνειδητοποιήσαμε ότι θα φεύγαμε από την πατρίδα μας. Αφήσαμε πίσω προγόνους, τάφους ,σπίτια, μαγαζιά, τον φούρνο μας που ήταν ο καλύτερος της περιοχής μας,τα ζώα μας, τα χωράφια μας που ήταν σπαρμένα και ποτίστηκαν με τον ιδρώτα και το αίμα μας». Το «Κιτσεμάλ» ήταν γεμάτο πρόσφυγες, στοιβαγμένους σαν σαρδέλες. «Μας αποβίβασε στην Κωνσταντινούπολη για να πάρουμε ένα άλλο σαράβαλο πλοίο που νομίζαμε ότι θα βουλιάξει και θα πνιγούμε. Μερικοί πέθαιναν, οι παπάδες τούς έψελναν και οι άνδρες τούς πετούσαν στη θάλασσα. Κρατούσα σφιχτά το χέρι της μάνας μου, μη χαθούμε έως ότου πατήσουμε ελληνικό χώμα. Πεινασμένοι, άρρωστοι, ταλαιπωρημένοι, κατεβήκαμε στην Πρέβεζα. Γυρίσαμε στον Πειραιά και από εκεί στη Θεσσαλονίκη. Πήγαμε στην Τούμπα, μετά στην Αριδαία και τέλος με ποδαρόδρομο φτάσαμε κι εγκατασταθήκαμε στον Πολύμυλο Κοζάνης, μόνο τρεις από την επταμελή οικογένεια» . (μαρτυρία κ. Σταύρου)

Page 63: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

ΠΟΝΤΟΣ

63

Επιστολή μελλοθάνατου Αλέξανδρου Ακριτίδη, εμπόρου Τραπεζούντας Γλυκυτάτη μου Κλειώ

Σήμερον ετελέσθη εν τη φυλακή λειτουργία και εκοινωνήσαμε όλοι, περί τους 100 από διάφορα μέρη. Έχει αποφασισθεί ο δια της κρεμάλας θάνατος. Αύριον θα πηγαίνουν οι 60, μεταξύ αυτών οι 5 Τραπεζούντιοι και θα γίνει ο δι’ αγχόνης θάνατος. Την Τρίτην δεν θα είμεθα εν ζωή, ο Θεός να μας αξιώσει τους ουρανούς και σε σας να δώσει ευλογίαν και υπομονήν και άλλο κακόν να μη δοκιμάσητε. Όταν θα μάθετε το λυπηρόν γεγονός να μη χαλάσετε τον κόσμον, να έχετε υπομονή. Τα παιδιά ας παίξουν και ας χορέψουν. Ας σε βλέπω να κανονίσης όλα όπως ξέρεις εσύ. Ο αγαπητός μου Θεόδωρος ας αναλαμβάνει πατρικά καθήκοντα και να μην αδικήσει κανένα από τα παιδιά τον Γέργον να τελειώσει το σχολείον και να γίνει καλός πολίτης. Τον Γιάννην ας τον έχει μαζί του στη δουλειά. Από τα μικρά, τον Παναγιώτη να στείλεις στο σχολείο, την Βαλεντίνην να την μάθης ραπτικήν. Την Φωφών να μη χωρίζεσαι ενόσω ζεις. Εις τον Στάθιον τας ευχάς μου και την υποχρέωσιν όπως χωρίς αμοιβήν διεκπεραιώσει όλας τα οικογενειακάς μου υποθέσεις που θα του αναθέσητε. Ο παπα Συμεών ας με μνημονεύσει ενόσω ζη. Να δώσης 5 λίρες στην Φιλόπτωχον, 5 λίρες στην Μέριμναν, 5 λίρες στου Λυκαστή το σχολείον. Και ας με συγχωρέσουν όλοι οι αδελφοί μου, οι νυφάδες και όλοι οι συγγενείς και φίλοι.

Αντίο βαίνω προς τον πατέρα και συγχωρήσατέ μου

ο υμέτερος

Αλ. Γ. Ακριτίδης

ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ

ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ

Αλεπόν τρώει και η ζεπίρα πρέσκεται.

Αλλομίαν αν αντρίζω θ’ εγροικώ και κοιματίζω.

Βζημένον φουρνίν, ψωμιά κι ψεν’.

Εκυλίεν η τέντζερη κι εύρεν το γαπάχ.

Έχω σκύλον και συρ με τον λύκον.

αδά εδώ

κοσάρα κότα γαρή γυναίκα πουλόπομ πουλάκι μου λελέβω σε να σε χαίρομαι ζεγκίν πλούσιος καλατσέβω μιλάω γυροκλώσκουμαι στριφογυρίζω μερ που τεμέτερον δικό μας παλαλός τρελός τσιπ πολύ δέβα πάνε κεπίν κήπος ντόσιμον χτύπημα σκούμαι σηκώνομαι τεμέκ δηλαδή γιαβρίμ παιδί μου

Page 64: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

Από πού κρατάει η σκούφια σου;

64

ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΘΡΑΚΗ

Page 65: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΘΡΑΚΗ

65

«Τ’ αηδόνια της Θράκης»

Γεια σας! Είμαστε οι Παναγιώτης Δραγανίδης, Κωνσταντίνα Κυνηγοπούλου, Θανάσης Γοργίας, Μαρία

Τζιβάνη και η Γεωργία Μποπλανιώτη. Καταγόμαστε από την Ανατολική Θράκη και συγκεκριμένα από την

Ανδριανούπολη, το Πασάκιοϊ και τα Μάλγαρα. Οι οικογένειες των παππούδων μας ήρθαν πρόσφυγες στην Ελλάδα

λόγω της ανταλλαγής πληθυσμών με τη Συνθήκη της Λωζάννης. Το

μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετώπισαν ήταν αυτό της γλώσσας, γιατί εκεί

που έμεναν απαγορεύονταν από τους Τούρκους να μιλάν ελληνικά. Μετά την

εγκατάστασή στους στην περιοχή μας ασχολήθηκαν με τη γεωργία, την

κτηνοτροφία και με τα κάρβουνα. Ήταν εργατικοί και πολύ φιλικοί άνθρωποι.

ΑΝΔΡΙΑΝΟΥΠΟΛΗ

Εάν και είχε κατοικηθεί η πόλη από τους Θράκες, στη ρωμαϊκή περίοδο έγινε κέντρο συγκοινωνιών και εμπορίου, ρόλους που κράτησε σε όλη την διάρκεια των αιώνων. Την ίδια εποχή ανακαινίστηκε και εξωραΐστηκε (υδραγωγεία, λουτρά, αγορά κλπ.) με δαπάνες του αυτοκράτορα Αδριανού, που της έδωσε το όνομά του και το οποίο διατήρησε κατά την κατοπινή εποχή, παρόλο που κατά τα βυζαντινά χρόνια ξαναπήρε το όνομα Ορεστιάδα. Οι κυριότερες από τις σημαντικές μάχες, που δόθηκαν σ' αυτήν την πόλη, έγιναν το 323 μ.Χ. μεταξύ Μεγάλου Κωνσταντίνου και Λικινίου, το 378 μ.Χ. μεταξύ Ρωμαίων και Γότθων (ονομαστή μάχη όπου έπεσαν 40.000 Ρωμαίοι), το 551 μ.Χ. μεταξύ Σλάβων και Βυζαντινών, το 568 μ.Χ. πολιορκήθηκε από τους Αβάρους. Αδιάφορους δεν άφησε η Αδριανούπολη και τους Βούλγαρους, που προσπάθησαν, αρκετές φορές, να την καταλάβουν με αρκετές επιτυχίες.

Η πόλη ύστερα από πολλές ταλαιπωρίες και επιδρομές που γνώρισε την εποχή των σταυροφοριών έπεσε τελικά στα χέρια του Τούρκου Σουλτάνου Μουράτ Α' το 1361 και το δημοτικό τραγούδι, που πρωτοδημοσίευσε ο Άγγλος Pasley το 1837 όταν το άκουσε στην Κρήτη και επαναδημοσίευσε αργότερα ο Ν. Πολίτης, θεωρείται ότι είναι το αρχαιότερο δημοτικό μας τραγούδι το οποίο και επιγράφεται "Το κούρσος της Αντριανούπολης" ίσως αναφέρεται στην άλωση αυτή και τη λεηλασία που ακολούθησε της οποίας όμως είχε προηγηθεί κατά το 1353 η άλωση από τους συμμάχους του Βασιλέως Καντακουζινού Τούρκους .

Τ΄ αηδόνια της Ανατολής και τα πουλιά της Δύσης

κλαίγουν αργά, κλαίγουν ταχιά, κλαίγουν το μεσημέρι

κλαίγουν την Αντριανούπολη την πολυκρουσεμένη

όπου τηνε κρουσέψανε τις τρεις γιορτές του χρόνου

του Χριστουγέννου για κηρί και του Βαγιού για βάγια

και της Λαμπρής την Κυριακή για το Χριστός Ανέστη.

Page 66: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

Από πού κρατάει η σκούφια σου;

66

Μέχρι το 1453 ήταν πρωτεύουσα του Οθωμανικού κράτους. Από την εποχή αυτή σώζονται διάφορα κτίρια, όπως τεμένη, λουτρά, ανάκτορα, ιδρύματα κ.α. που κτίστηκαν με το υλικό των γκρεμισμένων ρωμαϊκών και βυζαντινών κτιρίων. Οι Τούρκοι ονόμαζαν την Αδριανούπολη κατά παραφθορά Εντρινέ ή Εντιρνέ. Στη διάρκεια της εποχής που αναφερόμαστε ήταν κέντρο ελληνισμού, ωστόσο οι κάτοικοι δεινοπάθησαν πολύ από τους αφεντάδες Τούρκους με την κήρυξη της επανάστασης του

1821.

Γεγονός σημαντικό για την ελληνική ιστορία ήταν η υπογραφή της συνθήκης της Αδριανούπολης το 1829, που έβαλε τέρμα στο ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1828 - 29, και που με αυτή, για πρώτη φορά οι Τούρκοι αναγνώριζαν την ύπαρξη ελεύθερου ελληνικού κράτους. Στους βαλκανικούς πολέμους (1912- 13) οι Βούλγαροι την κατέλαβαν για λίγο, ενώ από το 1920- 1922 ανήκε στην Ελλάδα και μάλιστα ήταν κέντρο της Γενικής Διοίκησης Θράκης. Με τη μικρασιατική καταστροφή του '22 οι Έλληνες κάτοικοι αναγκάστηκαν να ξεσπιτωθούν, όταν πλέον με τη Συνθήκη της Λωζάννης η Αδριανούπολη

περιήλθε τελικά στην Τουρκία.

ΠΑΣΑΚΙΟΪ

Το Πασάκιοϊ ήταν επαρχία της Κωνσταντινούπολης και άνηκε στη Μητρόπολη Χαλκηδόνας. Η Χαλκηδόνα (Χαλκηδών), σημερινό Καντίκιοϊ, ήταν αρχαία παραθαλάσσια πόλη της Βιθυνίας, στη Μικρά Ασία, δεξιά του εισερχομένου στο Βόσπορο από την Προποντίδα, σχεδόν απέναντι από την πόλη του Βυζαντίου. Κτίστηκε το 675 π.Χ. ως αποικία των Μεγαρέων, 18 χρόνια πριν κτιστεί το Βυζάντιο και αναπτύχθηκε πολύ γρήγορα λόγω του πανελλαδικά φημισμένου εκεί Μαντείου του Απόλλωνα. Κατακτήθηκε από τους Πέρσες επί Δαρείου και έπαιξε σημαντικό ρόλο στον

μετέπειτα Πελοποννησιακό πόλεμο, οπότε η πόλη ταλαντεύτηκε πολλές φορές μεταξύ Αθήνας και Σπάρτης στις συμμαχίες που σημάδεψαν την αρχαία Ελλάδα, για να περιέλθει τελικά σε παρακμή όταν μετά την ίδρυση της Νικομήδειας και τον θάνατο του Βασιλέως της Νικομήδη το 74 π.Χ. κατελήφθη από τους Ρωμαίους, από τους οποίους την απέσπασε για λίγο καιρό ο Μιθριδάτης. Το 133 π.Χ. έγινε μέρος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τον Άτταλο Γ΄ της Περγάμου. Επί Αυτοκράτορα Διοκλητιανού στην πόλη αυτή μαρτύρησε η Αγία Ευφημία. Μετά την επικράτηση του Χριστιανισμού η Χαλκηδόνα υπέστη πολλές επιδρομές εκ μέρους των βαρβάρων. Το 616 καταλήφθηκε από τους Πέρσες και το 667 από τους Άραβες. Το 451 έγινε στην πόλη η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος, η μέχρι σήμερα λεγόμενη «Οικουμενική Σύνοδος της Χαλκηδόνας» και το 507 τοπική σύνοδος. Υπέστη αλλεπάλληλες επιθέσεις βαρβάρων μέχρι την κατάκτησή της από τους Οθωμανούς Τούρκους.

Σήμερα η περιοχή της παλιάς Χαλκηδόνας ονομάζεται Καντίκιοϊ (τουρκ. Kadıköy) και είναι ακριβό προάστιο της Κωνσταντινούπολης με σιδηροδρομικό σταθμό. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο διατηρεί μέχρι σήμερα τη Μητρόπολη Χαλκηδόνος. Από την αρχαία ιστορία της πόλεως τίποτα δεν υφίσταται, εκτός από τμήμα παραλιακού τείχους και κάποιοι τάφοι που βρέθηκαν σε ανασκαφές οικοδομών και κατά την διάνοιξη της σιδηροδρομικής γραμμής.

Η Ανδριανούπολη στου σήμερα

Χαλκηδόνα, η Ασιάτισσα πριγκίπισσα...

Page 67: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΘΡΑΚΗ

67

ΜΑΛΓΑΡΑ

Διοικητικά υπάγονταν στο Βιλαέτι Αδριανουπόλεως και στο Σαντζάκι Ραιδεστού. Ήταν έδρα του ομώνυμου Καζά ενώ εκκλησιαστικά υπάγονταν στην Μητρόπολη Ηρακλείας Τα Μάλγαρα βρίσκονται βορειδυτικά της Ραιδεστού. Στα τέλη του 17ου αιώνα στα Μάλγαρα ο πληθυσμός αριθμούσε 10.000 Έλληνες, Εβραίους και Τούρκους, Το 1873 υπήρχαν 1.200 κάτοικοι ενώ το 1904 ζούσαν 2.600 ελληνόφωνοι κάτοικοι. Οι κάτοικοι ασχολούνταν κυρίως με το εμπόριο και τη γεωργία. Στα Μάλγαρα λειτουργούσε μια Αστική Σχολή εξατάξια με 69 μαθητές, ένα Παρθεναγωγείο με 30 μαθήτριες, ένα Γραμματοδιδασκαλείο με 30 μαθητές και ένα Νηπιαγωγείο με 110 μαθητές. Είχε δυο ιερούς ναούς: τον Άγιο Χαράλαμπο (1849) και Άγιο Γεώργιο (1883). Επίσης υπήρχαν τα αγιάσματα του Προφήτη Ηλία, του Αγίου Νικολάου και της Ζωοδόχου Πηγής.

Η ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ

Page 68: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

Από πού κρατάει η σκούφια σου;

68

Η ΑΝΔΡΙΚΗ ΦΟΡΕΣΙΑ Η ανδρική φορεσιά της Θράκης είναι σχεδόν ίδια σε

όλους τους νομούς. Οι Θρακιώτες φορούσαν όλοι ποτούρια (ένα είδος φαρδιού παντελονιού, που φορέθηκε μόνο στη Θράκη). Το ποτούρι φτιάχνεται από μάλλινο δίμιτο ύφασμα της νεροτριβής, σε καφέ χρώμα, με μαύρο γαϊτάνι στις άκρες. Τα καλοκαιρινά ποτούρια φτιάχνονται από βαμβακερό γαλάζιο ύφασμα και ονομάζονται «βρακιά». Το πουκάμισο είναι λευκό βαμβακερό κεντημένο στο λαιμό, την τραχηλιά και τα μανίκια. Πάνω από το πουκάμισο φοριέται αμάνικο γιλέκο από σαγιάκι. Υπάρχουν και κοντά γιλέκα με μανίκια από σαγιάκι μαύρο ή σκούρο μπλε ή καφέ τα τζαμαντάνι. Κόκκινο είναι το τζαμαντάνι του γαμπρού στην περιοχή της Μακράς Γέφυρας (Ζαλούφι).

Τον χειμώνα φορούσαν τη γούνα (είδος παλτού) με προβιά εσωτερικά. Το παλτό χαρακτηρίζει την οικονομική κατάσταση αυτού που το φοράει. Οι φτωχοί φορούν το

«γιαμουρλούκι» (είδος μακριού παλτού) από γκρι σαγιάκι με κουκούλα. Στα πόδια φορούσαν τσουράπια πλεκτά και τα γουρουνοτσάρουχα ή βοϊδοτσάρουχα που

κατασκευάζουν οι ίδιοι και δένουν με τα τσαρουχόσχοινα. Στις γιορτές φορούσαν τα κουντούρια ή γεμενιά παπούτσια που είναι αγορασμένα κυρίως σαν

δώρα γάμου και φορέθηκαν στα τέλη του 19ου αιώνα. Το συμπλήρωμα της ανδρικής φορεσιάς είναι το μακρύ μάλλινο δίμιτο ζωνάρι, με κρόσσια στις

άκρες, σε χρώμα μαύρο με λευκές ρίγες στο υφάδι ή κόκκινο με λευκές ρίγες για τους νέους και βυσσινί για τους μεγαλύτερους.

Χαρακτηριστικό γνώρισμα της ανδρικής φορεσιάς είναι το κάλυμμα του κεφαλιού. Το κάλυμμα αυτό λέγεται τραγιάσκα και είναι ένα μαύρο ή μπλε ζωνάρι, δυο μέτρων μάκρους μάλλινο ή βαμβακερό, το οποίο τυλίγουν γύρω από το κεφάλι, αφήνοντας να κρέμεται στην πλάτη η μία άκρη. Αντικαταστάθηκε από το καλπάκι, μαύρο βελούδινο ή αστρακάν καπέλο με δύο κουμπιά στο οποίο συνήθως καρφίτσωναν ένα κόσμημα από χάντρες.

Page 69: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΘΡΑΚΗ

69

Η ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΦΟΡΕΣΙΑ

Οι γυναικείες φορεσιές μοιάζει να έχουν φτιαχτεί για να εντυπωσιάσουν παρά για να αναδείξουν την ομορφιά του κορμιού. Αντίθετα λοιπόν με την ανδρική ενδυμασία η οποία παρουσιάζεται ως ένα ενιαίο, κοινό ένδυμα, η γυναικεία ενδυμασία της Θράκης παρουσιάζει μεγάλες διαφοροποιήσεις μέσα στο χώρο. Τα γυναικεία ρούχα αποτελούσαν ένα κώδικα επικοινωνίας που δήλωναν την κοινωνική θέση ή την κοινωνική κατηγορία της γυναίκας. Το κάθε εξάρτημα, το χρώμα, η διακόσμηση, η μορφή του ενδύματος, όλα αποτελούσαν μηνύματα αναγνωριστικά που δήλωναν αδιάψευστα τη θέση της γυναίκας στην παραδοσιακή κοινωνία. Οι ελεύθερες είχαν ρούχα με ζωηρά χρώματα και πλούσια κεντίδια. Οι κορδέλες στολισμένες με πούλιες μόνο για τις ελεύθερες και τις νιόπαντρες, τα κόκκινα «σαλένια» ή «μπουχασένια» μόνο για τις νύφες, που θα τα φορούσαν 40 ημέρες μετά το γάμο. Ο

κεφαλόδεσμος σεμνός για τις ηλικιωμένες, λουλουδιασμένες μαντίλες και σιργκούνια για τις ελεύθερες, για τις νύφες λουλούδια και γκιρλάντες, καρφίτσες και τέλια πολλά. ‘Όλα την ημέρα του γάμου λαμπερά, πλούσια, καλορίζικα, σύμβολα και ευχές για τη νέα ζωή της γυναίκας και την εξασφάλιση της γονιμότητας.

Οι γυναίκες λοιπόν φορούσαν λευκό βαμβακερό πουκάμισο με φαρδιά μανίκια από μέσα, φόρεμα ή τσούκνα μονοκόμματο, αμάνικο, υφαντό, με ειδικά άσπρα σχέδια στον ποδόγυρο, στη λαιμόκοψη και στις μασχάλες, το ζωνάρι και την ποδιά που ήταν ολοκέντητη με γεωμετρικά σχέδια, το μαντίλι, μάλλινο, σταμπωτό που φορούσαν στο κεφάλι, τις κάλτσες που ήταν άσπρες μάλλινες. Όλες οι γυναίκες έφτιαχναν μόνες τις ενδυμασίες τους στον αργαλειό. Υπήρχαν βέβαια στολές απλές που φορούσαν καθημερινά και γιορτινές πιο στολισμένες. Είχαν συνήθως μακριά μαλλιά που τα έκαναν πλεξούδες.

Page 70: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

Από πού κρατάει η σκούφια σου;

70

ΣΤΑ ΓΛΕΝΤΙΑ…

Το όνομα των Θρακών είναι συνδεμένο από τα πανάρχαια χρόνια με την τέχνη της μουσικής. Ο Όμηρος αναφέρει ότι η λατρεία των Μουσών ξεκίνησε από τη Θράκη και σύμφωνα με τον Στράβωνα οι Θράκες μετέφεραν τη μουσική παντού : «Μέχρι της Ινδικής εκείθεν και την πολλήν μουσικήν μεταφέρουσιν».

Και στους νεότερους χρόνους όμως οι Θράκες, διακρινόμενοι για την αγάπη, την έφεση αλλά και την ικανότητά τους στη μουσική, έπλασαν ιδιαίτερους μουσικούς δρόμους, χρησιμοποιώντας, ειδικά από τους βυζαντινούς χρόνους και έπειτα, τα ηχοχρώματα των βυζαντινών μελών, όπως αυτά είχαν διαμορφωθεί μέχρι τότε.

Χαρακτηριστικά ο μεγάλος Θρακιώτης καλλιτέχνης

τραγουδιστής, Χρόνης Αηδονίδης αναφέρει ότι : «…Η μουσική της Θράκης, ειδικά της ανατολικής, είναι συνυφασμένη με το βυζαντινό τραγούδι…».

Ειδικότερα η μουσική της Ανατολικής Θράκης είναι πρόσχαρη με έντονη μελωδικότητα και μοιάζει με τη Μικρασιατική μουσική και ιδιαίτερα της Πόλης που και αυτή είναι έντονα επηρεασμένη από τη βυζαντινή μουσική παράδοση.

Η Ανατολική Θράκη χρησιμοποιεί, κατά βάση, βυζαντινά όργανα, όπως:

ΚΑΝΟΝΑΚΙ

Χορδόφωνο όργανο της ελληνικής βυζαντινής παραδοσιακής μουσικής.

Page 71: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΘΡΑΚΗ

71

Ούτι. Χορδόφωνο όργανο δημοφιλές στους ανατολικούς λαούς. Η ονομασία του προέρχεται από το αραβικό al oud = ξύλο. Στο ΄΄μπράτσο’’ του δεν έχει τάστα.

Πολίτικη λύρα. Χορδόφωνο όργανο σε σχήμα αχλαδιού. Παίζεται με δοξάρι.

Κρουστά ( Μάσα ή Μάσια, Νταούλι, Τουμπελέκι)

Εκτός από τα βασικά αυτά όργανα χρησιμοποιούνται σε ορισμένες περιπτώσεις και:

Ζουρνάς, ( πνευστό όργανο που μοιάζει με το κλαρίνο ή τον αυλό).

Λαούτο ή Λαγούτο, από τα παλαιότερα έγχορδα μουσικά όργανα που μοιάζει με το Ούτι αλλά έχει τάστα

Βιολί Γκάιντα

Page 72: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

Από πού κρατάει η σκούφια σου;

72

ΧΟΡΟΙ

Γενικά οι θρακιώτικοι χοροί είναι ελαφριοί χοροί. Στους περισσότερους, οι άντρες μόνο επιτρέπεται να χορεύουν πρώτοι στη γραμμή. Γνωστότεροι είναι ο Ζωναράδικος, η Μπαϊντούσκα, ο Καρσιλαμάς, ο Μαντηλάτος, Χασάπικος, Συγκαθιστός.

Ζωναράδικος

Μεικτός χορός, από άντρες και γυναίκες, εντυπωσιακός, με μεγάλη διάδοση σ’ όλη τη Θράκη. Οφείλει την ονομασία του στο γεγονός ότι οι χορευτές πιάνονται ο ένας από τον άλλο από τα ζωνάρια. Χορεύεται κυκλικά. Μπροστά μπαίνουν οι άντρες και ακολουθούν οι γυναίκες. Σύμφωνα με τα ήθη παλαιότερα, ο τελευταίος άντρας για να πιαστεί με την πρώτη χορεύτρια του γυναικείου κύκλου και ν’ αποτελέσουν από κοινού έναν κύκλο, έπρεπε απαραίτητα να είχαν συγγενική σχέση μεταξύ τους. Η συνήθεια αυτή ίσχυε για το σύνολο των κυκλικών χορών, ιδιαίτερα στην περιφέρεια του Διδυμότειχου.

Συγκαθιστός

Ιδιαίτερα σημαντικός χορός, από άντρες και γυναίκες. Χορεύεται στους γάμους, όταν πηγαίνουν να πάρουν τη νύφη, επίσης σε πανηγύρια και άλλα γλέντια. Την ονομασία του οφείλει στο ότι το βήμα του χορευτή ημικάθεται μια στο δεξιό και μια στο αριστερό πόδι. Οι συγκαθιστοί σκοποί είναι πολλοί σε κλίμακες, τρόπους και αρχιτεκτονική μελωδιών. Χορεύονται κατά ζεύγη αντικριστά με μεγάλη ποικιλία χορευτικών σχημάτων και συνοδεύονται από ενθουσιώδη επιφωνήματα.

Χασάπικος Πολιτικός ή Μακελάρης

Θεωρείται πολεμικός χορός. Τη σημερινή ονομασία του έλαβε, επειδή ήταν ο χορός που συνηθιζόταν ιδιαίτερα από τη συντεχνία των μακελάρηδων (των χασάπηδων). Ο χορός αποτελείται από δυο μέρη, αργό και γρήγορο, που έχουν διάφορες ονομασίες: βαρύ χασάπικο, χασαπιά κ.ά.

Page 73: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΘΡΑΚΗ

73

Αντικριστός ή Καρσιλαμάς

Χορός με μεγάλη διάδοση (καρσί = αντίκρυ). Συνηθίζεται ιδιαίτερα στις γαμήλιες τελετές και διασκεδάσεις. Στην παραδοσιακή εκτέλεση του χορού, οι γυναίκες κρατούν μαντήλι από δυο διαγώνιες άκρες, με τεντωμένα ή λυγισμένα τα χέρια στους αγκώνες και κινούν τα χέρια δεξιά-αριστερά ή περιστρέφουν το μαντήλι κυκλικά στη μια κατεύθυνση, ώσπου να διπλωθεί» μετά αυτό ξεδιπλώνεται στην αντίθετη κίνηση.

Μαντηλάτος

Χορός αντικριστός, συνήθως από έναν άντρα και μια γυναίκα. Οφείλει την ονομασία του στο μαντήλι που κρατούν οι χορευτές. Συνηθιζόταν ιδιαίτερα στους γάμους, στο δρόμο, όταν πήγαιναν να πάρουν τη νύφη ή τον κουμπάρο για την εκκλησία. Χορός γαμήλιος, γυναικείος, απλός και αργός, με μικρά βήματα, ο πρώτος μετά τη στέψη, με τη νύφη στην κορυφή του χορού.

Μπαϊντούσκα Είναι ζωηρός χορός που χορεύεται από άνδρες και γυναίκες σ’ ολόκληρη τη Θράκη. Υπάρχουν διάφορες εκδοχές για την ερμηνεία γης ονομασίας του χορού. Αν η λέξη έχει σλαβική καταγωγή, τότε σημαίνει πάει ίσια, ενώ αν η ρίζα της λέξης είναι τούρκικη, τότε σημαίνει τον άνθρωπο που δεν περπατά ίσια, κουτσαίνει χωρίς να είναι κουτσός.

Page 74: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

Από πού κρατάει η σκούφια σου;

74

ΤΑ ΕΘΙΜΑ

Παραμονή των Χριστουγέννων Την παραμονή των

Χριστουγέννων το βράδυ μαζεύονται όλοι γύρω από το τραπέζι .Στο τραπέζι επάνω υπάρχουν εννιά νηστίσιμα φαγητά. Ο μεγαλύτερος σε ηλικία κρατάει ένα θυμιατό και θυμιάζει όλα τα φαγητά. Κατόπιν περνάει από τον καθένα χωριστά και τον σταυρώνει τρεις φορές λέγοντας ευχές. Μετά πηγαίνει στα δωμάτια τα οποία τα θυμιατίζει κι εκείνα .Όταν γυρίσει στο τραπέζι παίρνει το μαχαίρι και σταυρώνει τρεις φορές το χριστόψωμο. Αμέσως μετά κόβει σε τρίγωνα κομμάτια το ψωμί και το μοιράζει σε όλους. Καθώς το μοιράζει εύχεται στον καθένα γεροσύνη καλοσύνη καλό μπερεκέτι και καλά Χριστούγεννα.

Το Θρακιώτικο έθιμο του Καλόγερου ή «ΚαλογεροΔευτέρα» ή «Καλογέρικα»

Πρόκειται για Αποκριάτικο δρώμενο με έντονες Διονυσιακές καταβολές, κατά την τέλεση του οποίου οι κάτοικοι επιζητούσαν την ευγονία της γης , από την οποία ήταν ολότελα εξαρτημένοι , καθότι η κύρια ασχολία τους ήταν η γεωργία. Το έθιμο «κατάγεται» από το χωριό Κρυόνερο, ένα μικρό χωριό στην επαρχία της Βιζύης της Ανατολικής Θράκης απ’ όπου οι Θρακιώτες πρόσφυγες μαζί με τα λιγοστά υπάρχοντά τους, τον πόνο του ξεριζωμού απ’ τις εστίες τους και την ελπίδα μιας καλύτερης ζωής, έφεραν τα ήθη, τα έθιμα και τις παραδόσεις τους.

Το πρωί της Δευτέρας συγκεντρώνονταν 20 έως 30 παλικάρια που εκείνο τον καιρό ήταν ανύπαντρα και διάλεγαν μεταξύ τους έναν ο οποίος θα ήταν ο «καλόγερος». Στη συνέχεια τον έντυναν με δέρματα ζώων (προβιές} και στη μέση του είχε περασμένα κουδούνια προβάτων. Το πρόσωπο του το έβαφε με στάχτη και στο κεφάλι φορούσε μια κουκούλα από δέρμα ζώου. Στα χέρια του κρατούσε δύο ξύλα, τα ντουκμάκια, απαραίτητα για τη « δράση» του καλόγερου! Οι συνοδοί του ήταν ντυμένοι με τα ποτούρια, Θρακιώτικη ενδυμασία του Κρυονερίου. Στην παρέα υπήρχε πάντα και ένας μεταμφιεσμένος σε τσιγγάνα. Εκάστοτε, τη συντροφιά συνοδεύει και μία ξύλινη καμήλα.

Page 75: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΘΡΑΚΗ

75

Η εύθυμη συντροφιά δημιουργώντας πολύ θόρυβο, περιφέρονταν σε όλα τα σπίτια του χωριού με τη συνοδεία μιας γκάιντας. Όταν έμπαιναν στην αυλή του σπιτιού, προκειμένου να δημιουργήσουν περισσότερη φασαρία και να γίνει η παρουσία τους αντιληπτή, χτυπούσαν το κάρο που βρισκόταν εκεί με ξύλα που έφεραν στα χέρια τους. Όταν έβγαινε ο νοικοκύρης του σπιτιού έξω του έλεγαν πως το κάρο του θέλει διόρθωμα και τον «απειλούσαν» πως για να μην του προξενήσουν μεγαλύτερη ζημιά, έπρεπε να τους πληρώσει ακριβά! Συγχρόνως, τον έσπρωχναν και τον περιέπαιζαν, προκειμένου να τους δώσει μεγαλύτερο «μπαξίσι». Οι νοικοκυραίοι τους έδιναν, συνήθως, χρήματα και αυγά. Παράλληλα, κερνούσαν τον καλόγερο και τη συντροφιά του διάφορους μεζέδες με τσίπουρο ή ούζο.

Αφού περνούσαν απ’ όλα τα σπίτια του χωριού, το απόγευμα κατέληγαν στην πλατεία, όπου συγκεντρωνόταν όλοι οι κάτοικοι προκειμένου να κάνουν το έθιμο της σποράς. Εκεί η συντροφιά του καλόγερου επέλεγε έναν κάτοικο του χωριού, τον καλύτερο νοικοκύρη, και τον έχριζε βασιλιά. Ταυτόχρονα, κατέφθανε ένα ξύλινο άροτρο στο οποίο οι μεταμφιεσμένοι έπαιρναν τη θέση των βοδιών και ο βασιλιάς κρατώντας το αλέτρι κι ένα ξύλινο κοντάρι τους κέντριζε για να «οργώσουν» τη γη. Μ’ αυτό τον τρόπο έσερναν το αλέτρι στην πλατεία, κάνοντας τρεις περιφορές. Μετά το εικονικό όργωμα, ο βασιλιάς έπαιρνε έναν τενεκέ με σιτάρι και καλαμπόκι που είχε αναμειχθεί με στάχτη κι έσπερνε το υποτιθέμενο οργωμένο χωράφι πετώντας και στους παρευρισκόμενους ενώ όσοι παρακολουθούσαν, έχοντας τα χέρια λερωμένα από τις μουτζούρες της σόμπας, λερωνόταν μεταξύ τους. Κατά τη διάρκεια της σποράς ο βασιλιάς φώναζε διάφορες τιμές για τα βασικά αγροτικά προϊόντα Αμέσως μετά τη σπορά, έπαιρνε έναν τενεκέ με νερό για ποτίσει το ξερό χωράφι. Τότε και μόνον τότε, οι κάτοικοι που παρακολουθούσαν είχαν το δικαίωμα να βρέξουν το βασιλιά και τον καλόγερο με κουβάδες νερό που εμφανίζονταν από το πουθενά μες το πλήθος. Οι βρεγμένοι είχαν, αυτοδίκαια, το δικαίωμα να κυνηγήσουν και να χτυπήσουν με τις βέργες που κρατούσαν αυτούς που τους κατέβρεξαν. Το δρώμενο τελείωνε με πειράγματα, κέφι και χορό.

Το έθιμο της Μπάμπως

Την 8η Ιανουαρίου, γιορτή της Αγίας Δομνίκης ή Δομνής, η κάθε γυναίκα του χωριού η οποία έχει αποκτήσει παιδιά έπρεπε να επισκέφτεται στο σπίτι της τη μαμή και να της προσφέρει δώρα τα οποία κάποτε ήταν χρήσιμα στο έργο της, όπως σαπούνι και πετσέτα, καθώς και διάφορα φαγητά και ποτά. Γι’ αυτό το λόγο από νωρίς το πρωί αφού τελείωναν τις δουλειές του σπιτιού άρχιζαν την ετοιμασία των απαραίτητων φαγητών και μεζέδων, όπως πίτα, λουκάνικα, μπριζόλες, κοτόπουλο, φούσκες κ.α., τα οποία θα πρόσφεραν στη μαμή, αλλά θα τα έπαιρναν μαζί τους και στο βραδινό γλέντι.

Η κάθε γυναίκα ετοίμαζε ένα πιάτο το οποίο περιελάμβανε μεζεδάκια από όλα όσα ετοίμαζε και μαζί με ούζο, καθώς και μια πετσέτα, ένα σαπούνι, ένα μπακιράκι με νερό, που είχε μέσα ένα ματσάκι βασιλικό δεμένο με κόκκινη κλωστή, ξεκινούσε για το σπίτι της μαμής. Μαζί της επίσης είχε και δώρα για τη μαμή όπως κάλτσες, μαντίλα, ποδιά κ.α.

Όταν έφτανε στο σπίτι της μαμής, η «μπάμπω» έβγαινε έξω της έριχνε νερό, της έδινε το σαπούνι για να πλένει τα χέρια της, γιατί αλλιώς, όπως λένε, στον άλλο κόσμο η μαμή θα της προτείνει τα χέρια της άπλυτα, και στη συνέχεια την πετσέτα για να σκουπιστεί. Το μπακιράκι το κλωτσούσε κι αν έπεφτε μπρούμυτα θα γεννούσε αγόρι ενώ αν έπεφτε ανάσκελα θα γεννούσε κορίτσι. Στη συνέχεια έμπαιναν μέσα στο σπίτι της μαμής, έκανε μετάνοια και φιλούσε το χέρι της λέγοντας:

Page 76: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

Από πού κρατάει η σκούφια σου;

76

- Να με φέρεις ένα ( αγόρι ή κορίτσι ) γερό.

- Να’ σαι γερή κορίτσι μ’, να’ σαι καλά, απαντούσε η μπάμπω.

Αν δε ήταν και έγκυος τότε της καρφίτσωνε στο πέτο της κι ένα λουλούδι, λέγοντάς της να της φέρει ένα παιδί όμορφο όπως και το λουλούδι.

Η μαμή με τη σειρά της κερνούσε κι εκείνη τις γυναίκες που την επισκέπτονταν και στη συνέχεια έστρωνε το τραπέζι με το φαγητό που είχε ετοιμάσει, έβαζαν και τα δικά τους οι γυναίκες κι έτσι ξεκινούσε το γλέντι το οποίο όμως θα συνεχιζόταν το βράδυ στο καφενείο του χωριού. Εξάλλου το ούζο και οι μεζέδες σήμαιναν και το επίσημο κάλεσμα της μαμής στο βραδινό χορό, στον οποίο θα έπαιρναν μέρος όλες οι παντρεμένες και χήρες του χωριού. Το τραπέζι ήταν μεγάλο, το κρασί και το ούζο αρκετό, ώστε οι γυναίκες μαζί με τη μαμή να γλεντήσουν με την ψυχή τους. Διηγούνταν διάφορα ανέκδοτα που δεν επιτρεπόταν να τα ακούσει αυτί άντρα.

Το απόγευμα ντυμένες όμορφο και στολισμένες με φλουριά έκαναν πομπή η οποία περιδιαβαίνοντας τους δρόμους του χωριού κατέληγε στο καφενείο του χωριού από το οποίο έδιωχναν όλους τους άνδρες. Οι μόνοι οι οποίοι είχαν άσυλο ήταν ο καφετζής και ο γκαϊντατζής, ο οποίος με τον ήχο της γκάιντας του συνόδευε όλη την τελετή και θα έπαιζε όλη τη νύχτα κατά τη διάρκεια του γλεντιού.

Στο καφενείο γλεντούσαν όλη τη νύχτα. Τιμητική θέση είχε η «μπάμπω», η οποία πρώτη έσερνε το χορό έχοντας κρεμασμένη στη ποδιά της μια πετσέτα και κρατώντας ένα μαντήλι. Της φορούσαν φλουριά, αρμαθιές από πατλάκια (καλαμπόκια ), της έβαζαν καρφίτσες, μπουρλιές και λουλούδια για να φέρει στις γυναίκες όμορφα παιδιά.

Όλες χόρευαν με τη σειρά, έλεγαν ιστορίες και ανέκδοτα σόκιν και το γλέντι αυτό κρατούσε μέχρι το πρωί, μέχρι να βγει ο ήλιος. Ήταν ένα γλέντι για να χαρεί η «μπάμπω» αλλά μαζί της και όλες οι παντρεμένες γυναίκες και κυρίως οι χήρες, οι οποίες δεν είχαν τη δυνατότητα να γλεντήσουν άλλες μέρες αφού ήταν ασυνόδευτες.

Οι άνδρες την ημέρα αυτή, μια και ήταν παράδοση να λείπουν οι γυναίκες από το σπίτι, αναλάμβαναν από ανάγκη τις διάφορες σπιτικές δουλειές, να φροντίσουν δηλαδή τα παιδιά, να προετοιμάσουν το πρόγευμά τους και να τα στείλουν στο σχολείο, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι την ημέρα αυτή οι γυναίκες παίρνουν στα χέρια τους τις εξουσίες του χωριού και οι άνδρες υποβιβάζονται.

Προετοιμασία για το γλέντι. Η γκάιντα απαραίτητη

Page 77: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΘΡΑΚΗ

77

Βάπτιση

Στη βάπτιση συνήθιζαν να δίνουν το παιδί στον ιερέα, ο οποίος φορώντας το πετραχήλι του μετέφερε το παιδί στη μητέρα, που έμενε στο σπίτι. Τη στιγμή της παράδοσης ο νονός έριχνε χρήματα στον αέρα, για να τα μοιραστούν τα παιδιά. Η μητέρα μάθαινε το όνομα του παιδιού από τα παλικάρια που έτρεχαν στο σπίτι της να της το κοινοποιήσουν, παίρνοντας δώρα απ’ αυτή.

Πρωτομαγιά

Την πρώτη μέρα του Μαΐου, για να πάει καλά η σοδειά, στόλιζαν ένα μικρό κορίτσι με πρασινάδα, το ράντιζαν με νερό και το περιέφεραν στα σπίτια του χωριού τραγουδώντας.

Πάσχα

Τη Μεγάλη Εβδομάδα συνήθως τα κορίτσια κάνουν τριήμερο, δηλαδή νηστεύουν τις τρεις πρώτες μέρες, γιατί πιστεύουν ότι νηστικής καρδιάς πιάνει η ευχή και ελπίζουν να βρουν γαμπρό. Την τελευταία μάλιστα βραδιά για να ονειρευτούν ποιον θα πάρουν βάζουν κάτω από το μαξιλάρι τους αλμυροκούλουρα.

Τη Μ. Πέμπτη οι νοικοκυρές κρεμούν από το παράθυρο ή στο μπαλκόνι ένα κόκκινο πανί «το κοκκινοπεφτιάτικο» και όσο είναι κρεμασμένο δεν πλένουν ούτε απλώνουν ρούχα γιατί

το θεωρούν κακό σημάδι. Επίσης κρατούν τη βαφή των αυγών για σαράντα μέρες. Αν υπάρχει αυγό από μαύρη κότα το βάφουν πρώτο και το βάζουν στο εικονοστάσι του σπιτιού. Κατά τη διάρκεια του χρόνου, όποτε πιάνει ισχυρή μπόρα το βάζουν στην αυλή ανάποδα μαζί με την πυροστιά για να διώξουν το χαλάζι που είναι επικίνδυνο για τους αγρούς.

Μπερμπερίτσα περπατώ, το Θεό παρακαλώ Ρίξε Θεέ μου μια βροχή, για τα στάρια, τα κριθάρια

Page 78: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

Από πού κρατάει η σκούφια σου;

78

Η ΚΟΥΖΙΝΑ Τόπος με διαφορετικές διατροφικές συνήθειες η Θράκη,

αφού η κουζίνα της διαμορφώθηκε μέσα από μια πολυπολιτισμική συμβίωση κουλτούρας ανθρώπων με διαφορετική καταγωγή, όπου ο καθένας τους κουβαλά την δικά του γαστρονομική ιστορία τη γεύση του , έτσι έχουμε μια κουζίνα ιδιαίτερα περίτεχνη και εντυπωσιακά γευστική.

Η κουζίνα στη Θράκη έχει γεύση (λόγω της μεγάλης κτηνοτροφίας), από λουκάνικα , τους παστουρμάδες και τους καβουρμάδες (βραστό κρέας στο λίπος του με

μπαχαρικά ), τα πλιγούρια, τους τραχανάδες και τους χειροποίητους γιουφκάδες, με την πρώτη υλη το σιτάρι της τοπικής παραγωγής .

Τα γιαούρτια με τη φρέσκια πέτσα , τα παστά ψάρια τα διάφορα ψαρικά, τα ευωδιαστά κουρμπάνια, και τα ρετσέλια τα τσίπουρα και τα σιροπιαστά γλυκά με τις μοσχοβολιές από τα αμύγδαλα και τα καρύδια με το βούτυρο , τα σουτζούκια με τα ανατολίτικα μείγματα.

Οι Θρακιώτες ήταν καλοφαγάδες. Το τραπέζι ήταν πάντα γεμάτο με εκλεκτά και καλομαγειρεμένα φαγητά από τα χέρια της νοικοκυράς. Η πρώτη και καλύτερη τροφή ήταν το ψωμί και τα ζυμαρικά, ύστερα τα κρέατα και τα ψάρια και μετά τα χορταρικά.

ΣΥΝΤΑΓΕΣ

Μικίκια

Υλικά για τη ζύμη:

2 φλιτζάνια νερό, 1 φακελάκι μαγιά ξερή ή νωπή

2 κουταλιές σούπας μέλι, 1 κουταλάκι αλάτι

Αλεύρι όσο πάρει ,Λίγη κανέλα και ζάχαρη

Υλικά για το σιρόπι:

2 και ½ ποτήρια νερό, 2 ποτήρια ζάχαρη, 1 ξύλο κανέλας

Εκτέλεση

Φτιάχνουμε ζυμάρι με τα υλικά μας και το αφήνουμε να

φουσκώσει. Χωρίζουμε τη ζύμη και φτιάχνουμε μπάλες.

Κάθε μπάλα ανοίγουμε ένα φύλλο όχι πολύ λεπτό και

αλείφουμε με λάδι, πασπαλίζουμε ζάχαρη και κανέλα και

το τυλίγουμε σε ρολό. Κόβουμε το ρολό σε κομμάτια

περίπου 3 εκ. και τα τοποθετούμε σε λαδωμένο ταψί με τις

κομμένες άκρες πάνω- κάτω το ένα κοντά στο άλλο. Τα

ψήνουμε στο μέτριο φούρνο μέχρι να πάρουν χρώμα.

Ετοιμάζουμε το σιρόπι και το βράζουμε για 10΄με το ξύλο

της κανέλας. Μόλις βράσει περιχύνουμε τα μικίκια. Τα

αφήνουμε λίγη ώρα να απορροφήσουν το σιρόπι και τα

μικίκια είναι έτοιμα για σερβίρισμα.

Page 79: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΘΡΑΚΗ

79

Μπάμπω ή Μπομπάρι

Υλικά

½ κιλό έντερο χοιρινό

300 γραμμάρια χοιρινό συκώτι

200 γραμμάρια πλιγούρι

1 πράσο,1 μέτριο κρεμμύδι

αλατοπίπερο, κόκκινο πιπέρι

ρίγανη ,χοντρό αλάτι

σάλτσα ντομάτας,1 φλιτζανάκι ξύδι,

Χυμός ενός λεμονιού, ελαιόλαδο.

Εκτέλεση •Πλένετε πολύ καλά με κρύο νερό το έντερο πρώτα από έξω και εν συνεχεία με ένα ξυλάκι το γυρνάτε και το πλένετε και από μέσα, το τρίβετε με το χοντρό αλάτι. • Ξεπλένετε και το τοποθετείτε για μερικές ώρες μέσα σε νερό χυμό του λεμονιού., το ξεπλένετε ξανά πολύ καλά και το βάζετε σε ένα τρυπητήρι για να στραγγίσει και το περιχύνετε με λίγο ξύδι • Ζεματάτε το συκώτι και το κόβετε σε μικρά καβάκια. • Σοτάρετε το ψιλοκομμένο κρεμμύδια και πράσο , προσθέτετε τα μπαχαρικά και στη συνέχεια το συκώτι και κατόπιν το πλιγούρι με λίγο νερό. • Αφού έχουμε σοτάρει όλα σας τα υλικά δένετε το έντερο από την μία του άκρη με κλωστή και από την άλλη τοποθετείτε ένα χωνί και με την βοήθεια ενός κουταλιού γεμίζετε το εντεράκι σας . • Προσέξετε να μην γεμίσετε ο πολύ το έντερο γιατί μπορεί να σπάσει όταν το πλιγούρι στο ψήσιμο θα απορροφήσει νερό. • Το τοποθετείτε σε ένα ταψί, η σε κατσαρόλα , το τρυπάτε με μια οδοντογλυφίδα και ρίχνετε μέχρι την μέση περίπου με νερό, προσθέτετε την σάλτσα ντομάτας, τη ρίγανη, αλατοπίπερο και το ψήνετε στους 180ο C για δύο ώρες περίπου .

Λαχανιά με χωριάτικα λουκάνικα

Υλικά

2 ή 3 χωριάτικα λουκάνικα κομμένα (10 εκ το κομμάτι)

1 λάχανο φρέσκο

1 κουτί ντοματάκια 400 γρ. ψιλοκομμένα

1 καυτερή πιπεριά ολόκληρη

1 κ.γ κόκκινο πιπέρι γλυκό

1/4 φλυτζ. λάδι

αλάτι, πιπέρι

Εκτέλεση Τηγανίζουμε τα λουκάνικα σε μια βαθιά κατσαρόλα με το λάδι της συνταγής. Αφού πάρουν χρώμα τα λουκάνικα ρίχνουμε το λάχανο κομμένο σε χοντρά κομμάτια. (όχι μικρά γιατί με το βράσιμο θα λιώσει). Αφήνουμε να μαραθεί λίγο το λάχανο με κλειστό καπάκι ανακατεύοντας τακτικά. Ρίχνουμε κατόπιν τα ντοματάκια, την πιπεριά ολόκληρη, το πιπέρι και το αλάτι. Χαμηλώνουμε τη φωτιά και το αφήνουμε μέχρι να βράσει το λάχανο. Καλό είναι να μείνει μόνο με το λαδάκι του. Το φαγητό αυτό είναι πιο νόστιμο όταν είναι πικάντικο. Συνοδεύεται με ντόπιο κόκκινο κρασί. Προσοχή δεν βάζουμε καθόλου νερό γιατί το λάχανο βγάζει πολύ από μόνο του!!!! Καλό είναι να μη σας ξεφύγει πολύ λάδι γιατί θα βγάλουν και τα λουκάνικα

λίπος.

Page 80: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

Από πού κρατάει η σκούφια σου;

80

«Το πιο γλυκό ψωμί»

Κάποτε ήταν ένας πλούσιος βασιλιάς, πολύ πλούσιος, που ό,τι επιθυμούσε η καρδιά του το ’χε. Όλα τα είχε, και τον έλεγαν ευτυχισμένο, ώσπου έπαθε μια παράξενη ανορεξία και δεν είχε όρεξη να βάλει τίποτα στο στόμα του. Σιγά-σιγά αδυνάτιζε, κι άρχισε να γίνεται γκρινιάρης και παράξενος. Πολλοί γιατροί επήγαιναν και τον έβλεπαν, μα τα γιατρικά τους τίποτα δεν μπορούσαν να του κάμουν. Η ανορεξία του βασιλιά όλο και κρατούσε, κι εκείνος έρεβε μέρα με την ημέρα. Τίποτα δε λιμπιζόταν να φάει ούτε «του πουλιού το γάλα», που λέει ο λόγος. Οπού κάποια μέρα, έτυχε να περνάει από το παλάτι του ένας ασπρομάλλης γέροντας φτωχός, που ήτανε όμως σοφός κι ήξερε από γιατρικά. Του είπανε λοιπόν για το βασιλιά, κι ανέβηκε να τον δει.

«Μήπως κουράζεσαι, βασιλιά μου;», τον ρώτησε. «Τι λες, γιατρέ μου», του λέει ο βασιλιάς. «Όλη μέρα ξαπλωμένος απάνου στο θρόνο μου, ούτε το μικρό μου δαχτυλάκι δεν κουνώ». «Μήπως έχεις έγνοιες και σκοτούρες για το λαό σου;» «Όχι, κάθε άλλο. Εγώ ζω ξέγνοιαστος, και καρφάκι δε μου καίεται για κανέναν!» «Μήπως επιθύμησες ποτέ σου κάτι και δεν μπόρεσες να το ’χεις;» «Ούτε κι αυτό! Βασιλιάς είμαι, κι ό,τι γυρέψω, το βλέπω μπροστά μου!…». Σκέφτηκε, σκέφτηκε λίγο ο γέροντας, υστέρα γυρίζει και λέει του βασιλιά: «Άκουσε, βασιλιά μου: Καθώς βλέπω, δεν έχεις τίποτα σοβαρό. Εκείνο που φταίει και δεν έχεις όρεξη να τρως, είναι το ψωμί που σου δίνουν στο παλάτι! Να διατάξεις να σου φέρουν φας το πιο γλυκό ψωμί του κόσμου. Αν μπορέσεις να το ’χεις αυτό, τότε θα γιατρευτείς!».

Από την ίδια μέρα ο βασιλιάς έδωσε διαταγή στους φουρναραίους του παλατιού να ζυμώσουν και να του ψήσουν «το πιο γλυκό ψωμί του κόσμου!». Έπεσαν με τα μούτρα στη δουλειά οι ψωμάδες σ’ όλο το βασίλειο, ποιος θα κάμει στο βασιλιά το πιο γλυκό ψωμί! Ζύμωσαν με ζάχαρη κι ανθόγαλα κάθε λογής ψωμιά και του τα ’φεραν στο παλάτι να τα δοκιμάσει. Μα κανένα απ’ όλα εκείνα τα ψωμιά δεν άνοιγε την όρεξη στο βασιλιά. Ούτε κι ήθελε να τα φάει. Το να του μύριζε, τ’ άλλο του βρομούσε. Ώσπου μια μέρα, έξω φρενών ο βασιλιάς, έστειλε ανθρώπους του να πάνε να βρούνε το γέροντα και να τον ξαναφέρουνε μπροστά του. Έτσι λοιπόν κι έγινε. Θα σε κρεμάσω, που με ξεγέλασες!», του φώναξε ο βασιλιάς μόλις τον είδε. «Γιατί, βασιλιά μου;», τον ρώτησε ο γέροντας. «Γιατί το γλυκό ψωμί, που είπες να μου φτιάξουνε να φάω, δε μου έκαμε τίποτα!» «Μπα;», έκαμε ο γέροντας. «Φαίνεται πως το ψωμί που σου ζύμωσαν, δεν ήταν τόσο γλυκό όσο έπρεπε!» Ο βασιλιάς ήταν πάλι έτοιμος ν’ αγριέψει, μα είδε το γέρο που κάτι συλλογιζότανε, και περίμενε. «Άκουσε, βασιλιά μου», του λέει ο γέροντας ύστερ’ από λίγο. «Αν θέλεις να δοκιμάσεις στ’ αληθινά το ψωμί που θα σε γιατρέψει, πρέπει να ’ρθεις μαζί μου για τρεις μέρες μονάχα και να κάνεις ό,τι σου λέω. Αν δε γίνεις καλά, είσαι ελεύτερος να μου πάρεις το κεφάλι!» Κι ο βασιλιάς, παιδί μου, θέλοντας και μη, δέχτηκε να πάει μαζί με τον παράξενο γέροντα, εκεί που του ’λέγε. Φόρεσε κι αυτός φτωχικά ρούχα, ποδέθηκε παλιοπάπουτσα, πήρε κι ένα μπαστούνι στα χέρια του κι έφυγε κρυφά από το παλάτι, μακριά, κι επήγανε στον κάμπο, εκεί που καθόταν ο γέροντας, σε μια καλύβα, μέσα σ’ ένα χωράφι σπαρμένο.

Μια φορά κι έναν καιρό…

Page 81: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΘΡΑΚΗ

81

Ξημερώνοντας, έδωκε ο γέροντας στο βασιλιά ένα δρεπάνι και του λέει: «Έλα να θερίσουμε!». Έπιασε ο βασιλιάς και θέριζε μες στο λιοπύρι ολάκερη μέρα. Έκαμε καμιά σαρανταριά δεμάτια στάχυα. Ήρθε το βράδυ, πέσανε ξεροί να κοιμηθούνε. Ούτε φαΐ όλη μέρα, ούτε τίποτα. Έμενε, βλέπεις, κι ο γέροντας νηστικός.

Την άλλη μέρα, πρωί πρωί, ξύπνησε ο γέροντας το βασιλιά και του λέει: «Σήκω τώρα, να πάρουμε όλ’ αυτά τα δεμάτια, να τα πάμε στ’ αλώνι να τ’ αλωνίσουμε!». Κουβάλησε στην πλάτη του βασιλιάς περσότερ’ από τα μισά, κι ύστερα όλη μέρα, γκαπ γκουπ, τα κοπάνιζε με το δάρτη, ώσπου κάμανε το στάρι σωρό, τ’ ανεμίσανε και το βάλανε στο σακί. Κι όλη μέρα την περάσανε πάλε έτσι, νηστικοί κι οι δυο τους, μόνο λίγο νερό ήπιανε από τη στέρνα, που ήτανε κοντά στην καλύβα. Πέσανε πάλι κουρασμένοι το βράδυ και κοιμηθήκανε.

Την τρίτη μέρα, το χάραμα, ο γέροντας σήκωσε το βασιλιά: «Ξύπνα», του λέει, «τώρα να πάμε το στάρι μας στο μύλο να τ’ αλέσουμε! Πάρ’ το εσύ στην πλάτη σου, γιατί εγώ δεν μπορώ, και πάμε εκεί στην κορφή του βουνού, που ’ναι ο μύλος». Τι να κάμει ο βασιλιάς, αφού έτσι ήτανε συφωνία, φορτώνεται το σακί στην πλάτη, και κουρασμένος κι ελεεινός το κουβάλησε στην κορφή. Τώρα αρχίνησε και να πεινάει, μα δεν έλεγε ακόμα τίποτα. Αλέσανε το στάρι τους, και για να μην τα πολυλογούμε, γυρίσανε κατά το μεσημέρι στην καλύβα, πάλι ο βασιλιάς φορτωμένος τ’ αλεύρι. «Έλα τώρα να ζυμώσουμε», του λέει ο γέρος. Ξεχώρισε ως δέκα λίτρες αλεύρι, το ’ρίξε στη σκάφη κι έβαλε το βασιλιά να ζυμώνει. Ύστερα τον έστειλε στο λόγγο να κόψει ξύλα, κι αργά κατά το βράδυ βάλανε κι εκάψανε το φούρνο, για να ψήσουνε 3-4 καρβέλια. Ο βασιλιάς τώρα πεινούσε κι επερίμενε πότε να ψηθούν τα ψωμιά, για να φάει! Μα πιο πολύ τα λιμπιζόταν, όταν άρχισε να βγαίνει από το φούρνο η μυρωδιά τους. «Πεινάω πολύ», λέει του γέρου. «Περίμενε και θα φας!», του απάντησε κείνος. Σε λίγο βγήκανε τα καρβέλια, αχνιστά και ροδοψημένα. Σαν πεινασμένος λύκος τότε ο βασιλιάς άρπαξε το καρβέλι, το έκοψε με τα χέρια του κι άρχισε να τρώει. Μα με την πρώτη μπουκιά που κατάπιε, το πρόσωπό του έγινε κόκκινο από χαρά και φώναξε: «Μάλιστα! Αυτό είναι το πιο γλυκό ψωμί του κόσμου! Κι όμως ούτε μια κουταλιά ζάχαρη δεν έριξα στο ζυμάρι του!». Τότε ο γέροντας χαμογέλασε και του είπε: «Βασιλιά μου, πρέπει να ξέρεις πως η ζάχαρη του ψωμιού σου ήταν ο ιδρώτας που έχυσες για να το φτιάξεις. Τώρα είσ’ ελεύτερος να ξαναπάς στο παλάτι σου. Κοίτα μονάχα να δουλεύεις αποδώ κι εμπρός, και θα δεις πως η όρεξη δε θα σου λείψει».

Ο βασιλιάς ακολούθησε την ορμήνεια του γέροντα, κι όταν γύρισε στο παλάτι του, δούλευε κάθε μέρα για το λαό του, εκατέβαινε και στον κήπο του γι’ άλλες δουλειές, κι από τότε γιατρεύτηκε από την ανορεξία κι έτρωε καλά, που μακάρι να τρώαμε κι εμείς έτσι!

Μία ιστορία για το ζύμωμα του ψωμιού…

Η πεθερά έβαλε τη νιόνυφ’ να ζημώσ’. Η νυφ’ σαν άρκεψε να ζυμών’, σαν αρχάρια ρωτ’ σε:

-Πόσο μητέρα να ζυμώσω ;

-Ώσπου να ιδρώσ’, της είπε, ο κώλος. Η νύφ’ το πίστεψε κι άρκεψε να ζυμών’ και να γροθίζ’ το ψωμί και ζυμώνοντας συχνά έβαζε το χέρ’ ντης πε τα ζυμάρια και δοκίμαζε μη ο πισ’ νος ντης ίδρωσε. Ώσπου να τελειώσ’ το ζύμωμα το μισό ζουμάρ’ πέμ’νε στον γκώλο ντης.

Page 82: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

Από πού κρατάει η σκούφια σου;

82

ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ Κούρεψε τ’ αυγό, παρ’ του το μαλλί.

Θρέψε φίδι το χειμώνα, να σε φάει το

καλοκαίρι.

Μην κοιτάς τη μούρη του, κοίταξε τη μοίρα

του.

Παλιός εχθρός φίλος δε γίνεται.

45 Γιάννηδες ενός κοκόρου γνώση.

Όπου λαλούν πολλοί κοκόροι αργεί να

ξημερώσει.

Ο Γεώργιος Βιζυηνός (πραγματικό ονοματεπώνυμο Γεώργιος Μιχαήλ Σύρμας ή Μιχαηλίδης, Βιζύη 1849 - Αθήνα 1896), ήταν Έλληνας πεζογράφος, ποιητής και λόγιος. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της ελληνικής λογοτεχνίας.

ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ

πεισμάνεψε πείσμωσε

αστοχάω ξεχνώ

αχμάκης χαζός

γιοφκάδες χυλοπίτες

γκατζόλ γαϊδούρι

γροντζέλι γουρουνάκι

κουϊτολούκι απάνεμο σημείο

λέσι βρόμα

μαστραπάς αλουμινένιο ποτήρι με χερούλι

μπαΐλντισα κουράστηκα

ντεμέκ δήθεν

πατιρντί φασαρία

πεσκίρ πετσέτα

ραχάτι ξεκούραση

τζάτζαλα μάτζαλα άνω κάτω

χλιάρι το κουτάλι

γουντούρτσι ζωήρεψε

σιαπάν επάνω

τηράς βλέπεις

σημίτι ψωμάκι

Ο Χρόνης Αηδονίδης έχει αναμφισβήτητα αφήσει το δικό του ξεχωριστό αποτύπωμα στο χώρο της παραδοσιακής μουσικής και θα μυεί στα θαυμάσια μυστικά της πολιτισμικής κληρονομιάς μας τις γενιές που έρχονται, ες αεί.

Page 83: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

Η ΜΥΡΟΒΟΛΟΣ ΧΙΟΣ

83

Η ΜΥΡΟΒΟΛΟΣ ΧΙΟΣ

Page 84: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

Από πού κρατάει η σκούφια σου;

84

Γεια σας! Είμαστε οι Σοφία Κουτουβού και Ελένη Κουτουβού. Είμαστε πρώτες ξαδέρφες και ο παππούς μας

καταγόταν από τη Χίο. Ήρθε στην Ελευθερούπολη, γνώρισε τη γιαγιά μας παντρεύτηκαν και δημιούργησαν μια

πολύ μεγάλη οικογένεια.

Νησί καταπράσινο η «μυροβόλος» Χίος, γνωστή και ως το νησί της μαστίχας, έχει πολλά να προσφέρει στον ταξιδιώτη. Πιθανή πατρίδα του Ομήρου, έχει τεράστια ναυτική και πνευματική παράδοση. Κατοικήθηκε από τη νεολιθική εποχή, γνώρισε διαδοχικούς κατακτητές, δοκιμάστηκε από πειρατικές επιδρομές την περίοδο των βυζαντινών χρόνων έπειτα από μια σύντομη περίοδο ενετικής κυριαρχίας πέρασε στα χέρια της εμπορικής γενοβέζικης εταιρείας Μαόνα (για δύο αιώνες). Τεράστιο ήταν το τίμημα που πλήρωσε στην Ελληνική Επανάσταση, με τη Σφαγή του πληθυσμού (1822), παρότι οι Χιώτες δεν έλαβαν αρχικά μέρος στον ξεσηκωμό, καθώς απολάμβαναν τα ιδιαίτερα προνόμια που τους είχαν παραχωρήσει οι Τούρκοι, χάρη στην παραγωγή της μαστίχας. Στα νότια της Χίου καλλιεργείται αιώνες τώρα ο μαστιχοφόρος σχίνος, το δεντράκι που «κεντάνε» οι Χιώτες κι εκείνο «δακρύζει», προσφέροντας απλόχερα το πολύτιμο ρετσίνι. Η μαστίχα, που παράγεται αποκλειστικά στη Χίο, καλλιεργείται από τον 1ο αι. μ.Χ. στο νησί και η παράδοση λέει πως τα σχίνα άρχισαν να δακρύζουν όταν εδώ μαρτύρησε ο Άγιος Ισίδωρος από τους Ρωμαίους (250 μ.Χ.). Όλες οι εργασίες γύρω από το δέντρο, η συλλογή του ρετσινιού και ο καθαρισμός του γίνονται με το χέρι. Από τη Xίο κατάγονταν οι πολιτικοί και λόγιοι Aλέξανδρος Mαυροκορδάτος, Aδαμάντιος Kοραής, Nεόφυτος Bάμβας, Γιάννης Ψυχάρης, Eμμανουήλ Pοΐδης, Λάμπρος Πορφύρας και άλλες σημαντικές προσωπικότητες. Το νησί έχει έκταση 841,6 τ.χλμ., μήκος ακτογραμμής 213 χλμ. και πληθυσμό 52.000 κατοίκους. Συνδέεται ακτοπλοϊκά με το λιμάνι του Πειραιά και αεροπορικά με το αεροδρόμι «Ελευθέριος Βενιζέλος» της Αθήνας.

Page 85: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

Η ΜΥΡΟΒΟΛΟΣ ΧΙΟΣ

85

Σύμφωνα με όλες τις ιστορικές ενδείξεις, η Χίος κατοικούνταν ήδη από τους νεολιθικούς χρόνους. Γύρω στον 9ο π.Χ. αιώνα, στο νησί κατοικούσαν Ίωνες οι οποίοι, μάλιστα, το 477 π.Χ. προσχώρησαν στη Δηλιακή συμμαχία, φοβούμενοι τις κατακτητικές διαθέσεις των Περσών. Όταν η Δηλιακή Συμμαχία εξελίχθηκε σε ηγεμονία, οι κάτοικοι της Χίου ήταν από τους λίγους που κατάφεραν να αποσκιρτήσουν, το 354 π.Χ. Στην πορεία των χρόνων, το νησί κατακτήθηκε τόσο από τους Μακεδόνες όσο και από τους Ρωμαίους. Στα βυζαντινά, πια, χρόνια, δεν έπαψε να ελκύει ξένους κατακτητές, όπως οι Σαρακηνοί, που τη λεηλάτησαν τον 8ο μ.Χ. αιώνα.

Βενετοί και Γενουάτες εγκαταστάθηκαν το 13ο αιώνα στο νησί και το κράτησαν υπό την κυριαρχία της μέχρι το 1566, οπότε η Χίος έπεσε στα χέρια των Οθωμανών. Η συμμετοχή της Χίου στην Ελληνική Επανάσταση του 1821, εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν πολύτιμη. Το ηρωικό νησί συνέβαλε με το ναυτικό πλούτο του στον Αγώνα της ανεξαρτησίας, γεγονός που εξόργισε τους Τούρκους. Το 1822, περισσότεροι από 25.000 κάτοικοι του νησιού θανατώθηκαν ή πουλήθηκαν ως σκλάβοι και το γεγονός αυτό συγκλόνισε όλους του ευρωπαϊκούς λαούς, που εμπνέονταν από τα ιδεώδη του ρομαντισμού. Ο σημαντικός Γάλλος ζωγράφος Ευγένιος Ντελακρουά, στον περίφημο πίνακά του, απεικόνισε την «Σφαγή της Χίου» με τον πιο παραστατικό και συγκινητικό τρόπο, στέλνοντας μηνύματα υπέρ της ανεξαρτησίας της Ελλάδας, ενώ και ο Βίκτωρ Ουγκό αρθρογράφησε για το τραγικό γεγονός με πάθος. Η Χίος απελευθερώθηκε από τον ελληνικό στρατό και ενσωματώθηκε στο ελληνικό κράτος το 1912, κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων 1912-1913.

«Η Σφαγή της Χίου» Ευγένιος Ντελακρουά

Page 86: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

Από πού κρατάει η σκούφια σου;

86

Η ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ

Page 87: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

Η ΜΥΡΟΒΟΛΟΣ ΧΙΟΣ

87

ΑΝΔΡΙΚΗ ΦΟΡΕΣΙΑ

Οι άνδρες σ’ όλα τα χωριά φορούσαν τη γνωστή νησιώτικη παραδοσιακή ενδυμασία, με μικρές παραλλαγές.

Εσωτερικά φορούσαν άσπρη πουκαμίσα, καμποτένια ή διμιτένια, κεντημένη στη λεμωσιά. Εξωτερικά φορούσαν το φαντό πουκάμισο, το γιλέκο, τη βράκα ή σέλλα ή σαλβάρι έδενε με βρακοζώνα στη μέση, το ζωνάρι, ε ίχε πλάτος γύρω στα 15 εκατοστά και μήκος 2 έως 2,5 μέτρα, το σουρτούκος, ήταν ένα είδος παλτού, που τον φορούσαν τον χειμώνα. Στο κεφάλι φορούσαν σκούφο βελούδινο ή φέσι ή και μαντίλα. Οι Καλαμωτούσοι φορούσαν μαντίλα, που σταύρωνε μπροστά κι άφηνε ακάλυπτο όλο το πρόσωπο. Στα πόδια φορούσαν τα λεγόμενα τουρλούκια. Ήταν κάλτσες χοντρές υφασμάτινες ή πλεκτές. Τέλος οι κουντούρες ήτ αν χοντρά παπούτσια παντοφλέ, συνήθως μαύρα. Τις καθημερινές φορούσαν τα γεμενιά

(χοντροπάπουτσα), ενώ πολλοί κυκλοφορούσαν ξυπόλητοι.

Τις καθημερινές οι ενδυμασίες ήταν απλές και από φτηνά και γερά υφάσματα. Στο κεφάλι, σχεδόν όλοι, φορούσαν μαντήλες ά σπρες ή πολύχρωμες, που έδεναν διαφορετικά, ανάλογα με τις τοπικές συνήθειες. Όλοι επίσης φορούσαν τη μπροστέλλα ή προστέλλα (ποδιά), μονόχρωμη ή ριγωτή, που έδενε με κορδόνια κι είχε στη μέση ή στην άκρη δεξιά μια μεγάλη τσέπη. Οι Πυργούσοι φορούσαν διαφορετική ενδυμασία, την «ποδιά». Αυτή αποτελούνταν από το βρατσί (άσπρο στενό παντελόνι), την πουκαμίσα, το ζωνάρι, το γιλέκο, τον τσερβέ (κεντητό μαντήλι που έ πεφτε στην πλάτη), τον σκούφο ή η μαντήλα, τη μπροστέλλα, τα τουρλούκια κι τις κουντούρες.

ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΦΟΡΕΣΙΑ

Επειδή στη γυναικεία στολή υπήρχαν πολλές παραλλαγές, έγινε μια προσπάθεια να περιγραφούν οι ενδυμασί ες, που είχαν κοινά στοιχεία στα περισσότερα χωριά. Πάντως η μεγαλύτερη διαφορά που τις ξεχώριζε ήταν στο δέσιμο του κεφαλομάντηλου. Οι γυναίκες εσωτερικά φορούσαν την ποκαμίσα, την καμιζόρα ή μισοφόρι, τ ο βρατσί ή βρακί, φαρδί, συνήθως καμποτένιο, κεντημένο στις κάτω άκρες στη μέση έδενε με βρακοζώνα. Εξωτερικά φορούσαν το μπούστο, τα μπρουτζούκια, τη φούστα ή ποδιά, τ ο ζακετάκι ή σαμάρι ή καμουχάς, τον τσερβέ, τη στόφα ή στηθόπανο ή γεμενί. Στο κεφάλι φορούσαν τη σκούφα ή ντουβέτα, από πάνω το πεσέτο και το

στρούντζο ή στρουγγί, για να σφίγγει τα μαλλιά. Από πάνω φορούσαν το σαρίκι ή κεφαλομάντηλο. Οι νυφικές στολές έμοιαζαν με τις γιορ τινές ήταν όμως φτιαγμένες με μεγαλύτερη επιμέλεια και πολλά – πολλά κεντήματα. Οι γυναικείες καθημερινές αποτελούνταν από ζακετάκι και μακρύ ως τους αστραγάλους εξωτερικό μισοφόρι. Μπροστά φορούσαν κοντή μπροστέλλα (ποδιά). Στο κεφάλι φορούσαν το μαντήλι, που εξείχε πάνω από το μέτωπο ή και σκούφια μεγάλη, που άφηνε ελεύθερο μόνο το πρόσωπο για να μην τις μαυρίσει ο ήλιος.

Page 88: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

Από πού κρατάει η σκούφια σου;

88

ΣΤΑ ΓΛΕΝΤΙΑ…

Διαφαίνεται η επίδραση της «μικρασιάτικης» μουσικής κουλτούρας, που επηρέασε τη Χίο, ιδιαίτερα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 και τη μόνιμη εγκατάσταση προσφύγων στην πόλη της Χίου και σε διάφορες περιοχές του νησιού. Σ’ αυτό το πλαίσιο, καταγράφεται η ύπαρξη επαγγελματιών ή ημι -επαγγελματιών μουσικών που κυριάρχησαν στα μουσικά δρώμενα της Χίου από τις δεκαετίες 1930 - 1940, υιοθετώντας ένα ρεπερτόριο που συμπεριλάμβανε οργανικούς σκοπούς όπως ζεϊμπέκικα, απτάλικα ζεϊμπέκικα, συρτά, χασάπικα (κασάπικα), αλλά και φωνητικά τραγούδια, καθώς και αμανέδες και τσιφτετέλια. Τα όργανα που χρησιμοποιούσαν κυρίως οι οργανοπαίκτες ήταν κυρίως το σαντούρι, το κλαρίνο, το βιολί, το ούτι (και σπανιότερα το λαούτο), (συνήθως) χωρίς τη συνοδεία κρουστών. Σε ορισμένες περιοχές, όπως στον Άγιο Γιώργη Συκούση, διατηρήθηκαν και όργανα όπως οι τσαμπούνες, με τη συνοδεία μικρού κρουστού (τουμπί). Οι περισσότεροι οργανοπαίκτες δεν εντάσσονταν σε συγκροτήματα ή γενικότερα σε μόνιμα σχήματα, αλλά συνεργάζονταν κατά περίσταση σε διάφορα πανηγύρια, γάμους ή άλλα μουσικά δρώμενα. Η εισαγωγή του μπουζουκιού και των κρουστών (ντραμς) στη μουσική σκηνή της Χίου μετά τη δεκαετία του 1950 επηρέασε το τοπικό ρεπερτόριο αλλά δεν εξάλειψε τις μουσικές πρακτικές που παγιώθηκαν από τις αρχές μέχρι τα μέσα του 20ου αι. Στη σύγχρονη εποχή στα πανηγύρια εξακολουθούν να παίζουν παλιούς σκοπούς όπως ζεϊμπέκικα, συρτά και τσιφτετέλια (τα οποία συχνά συνδυάζονται ως «συρτοτσιφτετέλια», δηλαδή συρτά που «γυρνούν» σε τσιφτετέλια), αλλά και σκοπούς και τραγούδια που εντάσσονται στην παλιότερη και σύγχρονη πανελλήνια κουλτούρα της «λαϊκής» μουσικής.

Page 89: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

Η ΜΥΡΟΒΟΛΟΣ ΧΙΟΣ

89

ΤΑ ΕΘΙΜΑ

Τα καραβάκια

Κάθε χρόνο την παραμονή της Πρωτοχρονιάς αναβιώνει στην κεντρική πλατεία Βουνακίου της Χίου το έθιμο με τα Πρωτοχρονιάτικα Καραβάκια, που διοργανώνεται από την Περιηγητική Λέσχη Χίου και το Δήμο Χίου. Το έθιμο αυτό ξεκίνησε ως τιμή για τις νίκες του ελληνικού στόλου σε ναυμαχίες κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων, από Χιώτες, Ψαριανούς και Έλληνες της Μικράς Ασίας. Ομάδες ατόμων από διάφορες συνοικίες της πόλης αρκετούς μήνες πριν, προετοιμάζονται γι αυτή τη μέρα και κατασκευάζουν με τέχνη και μεράκι εμπορικά και πολεμικά πλοία 5,5 μέτρων σύμφωνα με τους κανονισμούς. Κάθε ομάδα παρουσιάζει το καραβάκι της, στο οποίο έχει δώσει ένα όνομα και στη συνέχεια τραγουδάει με τη συνοδεία της τραμπούκας (χιώτικο όργανο) ή κάποιες φορές και άλλων οργάνων, παινέματα, κάλαντα που δίνουν ευχές για το νέο έτος και σατιρίζουν πολλές φορές τα πολιτικά δρώμενα της περιοχής. Στο τέλος η καλύτερη ομάδα με το καλύτερο καραβάκι και τα καλύτερα παινέματα βραβεύεται με χρηματικό έπαθλο και στη συνέχεια κάνει περιφορά το καραβάκι της στις γειτονιές της Χίου τραγουδώντας τα παινέματα. Κάθε χρόνο συμμετέχουν όλο και περισσότερες ομάδες για τις οποίες σημασία έχει η συμμετοχή και η διατήρηση αυτού του εθίμου και όχι το έπαθλο. Ο Αγάς Κάθε χρόνο την Καθαρά Δευτέρα σε πολλά χωριά (Μεστά, Πυργί, Λιθί, Ολύμποι, Λαγκάδα) το παραδοσιακό έθιμο του Αγά προκαλεί πάντα γέλιο. Το έθιμο αυτό ξεκίνησε από τον καιρό της Τουρκοκρατίας (1830 – 1840) και σατιρίζει τις δίκες των Τούρκων όπως γινόταν στην Τουρκοκρατία. Ο αγάς είναι ο αυστηρός Τούρκος δικαστής που ορίζεται από τους κατοίκους. Η προετοιμασία για το έθιμο ξεκινάει από το πρωί και κατά τις 11π.μ. εισέρχεται στην κεντρική πλατεία πάνω σε ένα γαϊδουράκι ο αγάς και ο εισαγγελέας ρίχνοντας κομφετί. Όταν ξεκινήσει το δικό τους δικαστήριο κανείς παρευρισκόμενος δεν ξεφεύγει από την αυστηρότητα του δικαστή. Με βάση τις ποινές ο καθένας «υποχρεούται» να δώσει χρήματα, που προορίζονται για τον πολιτιστικό σύλλογο, ενώ καμιά φορά συμπεριλαμβάνεται και ο «ακάβαλος», χτυπήματα με ένα πλαστικό ρόπαλο .

Page 90: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

Από πού κρατάει η σκούφια σου;

90

Η Μόστρα των Θυμιανών Τα έθιμο αυτό αναβιώνει στα Θυμιανά και ανάγεται την εποχή του Μεσαίωνα χωρίς ακριβώς να είναι γνωστή η ακριβής χρονολογία. Τότε, οι κάτοικοι γιόρταζαν μια Παρασκευή της Τυροφάγου, όταν το χωριό δέχτηκε επίθεση από πειρατές με σκοπό τη μαστίχα. Οι κάτοικοι έχοντας ενημερωθεί για την επίθεση από τη βιγλάτορα πήραν τα όπλα τους, νίκησαν τους πειρατές και τους κρέμασαν, τους «μόστραραν» δηλαδή στην κεντρική πλατεία. Την επόμενη χρονιά έκαναν αναπαράσταση της νίκης τους. Από τότε κάθε χρόνο την τελευταία Παρασκευή του Τριωδίου οι κάτοικοι μεταμφιέζονται με παλιά γυναικεία ή ανδρικά ρούχα και κρύβουν το πρόσωπο του με αυτοσχέδιες προσωπίδες. Την Κυριακή μαζεύονται στο χωριό και χορεύουν τον παραδοσιακό χορό ταλιμί, έναν εντυπωσιακό χορό που στην ουσία αναπαριστά τις μάχες σώμα με σώμα των ντόπιων με τους

πειρατές. Στη συνέχεια με τη συνοδεία οργάνων τραγουδούν ένα πολεμικό άσμα και κατευθύνονται προς την εκκλησία του Αγίου Ευστρατίου όπου δένουν στα κάγκελα χιώτικα λάβαρα και σημαίες. Σήμερα η μόστρα έχει εμπλουτιστεί με πιο μοντέρνες μεταμφιέσεις και με σατιρικά άρματα. Ο ρουκετοπόλεμος Ο ρουκετοπόλεμος είναι ένα φαντασμαγορικό έθιμο που γίνεται στο Βροντάδο και λαμβάνει χώρα το Μεγάλο Σάββατο της Ανάστασης. Πήρε το όνομα του από τους Χιώτες και πρόκειται στην ουσία για έναν αναίμακτο «πόλεμο» μεταξύ των ενοριών του Αγίου Μάρκου και της Παναγιάς Ερυθιανής που βρίσκονται στην κορυφή δύο αντικριστών λόφων. Οι ρουκέτες αποτελούνται από δύο μέρη, έναν αυτοσχέδιο κύλινδρο που περιέχει το μείγμα (μείγμα νίτρου, θειαφιού και κάρβουνου) και έχει στην άκρη του το φυτίλι και ένα ξύλο μακρύ και λεπτό, όπου δένεται ο κύλινδρος. Ο ρουκετοπόλεμος αντικατέστησε τα κακονάκια και τα όπλα «σουρντάδα», που προκαλούσαν δυνατές εκρήξεις και τα οποία έριχναν οι Βρονταδούσοι επί Τουρκοκρατίας το Μ. Σάββατο. Όταν οι Τούρκοι από φόβο μήπως αυτό οδηγήσει σε κάποια εξέγερση τα επέσυραν το 1889, οι Βρονταδούσοι ξεκίνησαν το ρουκετοπόλεμο. Οι ενορίτες από κάθε εκκλησία προετοιμάζονται πυρετωδώς και με ενθουσιασμό για το συγκεκριμένο υπέροχο βράδυ όπου ο ουρανός γίνεται κόκκινος από τις ρουκέτες.

Page 91: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

Η ΜΥΡΟΒΟΛΟΣ ΧΙΟΣ

91

Η ΚΟΥΖΙΝΑ

Οι Χιώτες φημίζονται για τη γαστρονομία και τις επινοήσεις τους στη μαγειρική γι’ αυτό και οι Χιώτες μάγειροι ήταν περιζήτητοι σε ολόκληρο τον κόσμο. Κατά τους Ελληνιστικούς χρόνους η Χίος ανέδειξε τρεις φιλοσόφους, τον ακαδημαϊκό Απελλή και τους στωικούς Θεόδωρο και τον Αρίστωνα τον Σειρήνα, ενώ την ίδια περίοδο φημιζόταν για τη μαγειρική του τέχνη ο Σιμωνακτίδης ο Χίος, όπως και ένας από τους επτά καλύτερους μάγειρες του 3ου π.Χ. αιώνα, ο οποίος διακρίθηκε στο μαγείρεμα του γόγγρου (το ψάρι μουγκρί).

Στη Χίο ευχαριστιέται, πραγματικά, ο άνθρωπος τη μαγειρική. Βασιλιάς της χιώτικης κουζίνας είναι το ψάρι. Σπαρταριστό και φρέσκο υπάρχει σε αφθονία παντού. Αλλά και τα κρεατικά ή τα γαλακτοκομικά δεν υπολείπονται, αφού όλοι γνωρίζουμε το περίφημο τυρί μαστέλο της Χίου. Μεγάλη παράδοση έχει, επίσης, το νησί και στα πρωτότυπα γλυκά του κουταλιού

(φιστίκι, άνθη λεμονιάς, τριαντάφυλλο κ.ά.), στο ούζο, τη μανταρινάδα, τη σουμάδα και το λικέρ μαστίχα. Τα “δάκρυα” της μαστίχας τα βάζουν σε διάφορα φαγητά της κατσαρόλας αλλά και στο ζυμάρι του ψωμιού”. Και η αλήθεια, βεβαίως, είναι ότι η κουζίνα της Σμύρνης και της Πόλης την αποθέωσαν. Την ανακάτεψαν με παχύ βουβαλίσιο βούτυρο, ζάχαρη και αλεύρι και έκαναν μικρά ζαχαροπλαστικά θαύματα… λουκούμια, σεκέρ παρέ, σιροπιαστά και μπακλαβάδες, βασιλόπιτες, ντοντουρμάδες και τσουρέκια. Μόνο η Χίος και η Λέσβος τη χρησιμοποίησαν εξίσου γενναιόδωρα στην καθημερινή τους κουζίνα σε εποχές, μάλιστα, που η υπόλοιπη Ελλάδα τη... φύλαγε βαθιά στο ντουλάπι.

Από τις μοναδικές δημιουργίες γνωστών ζαχαροπλαστών και τα ευφάνταστα αλμυρά πιάτα μοντέρνων σεφ, που την έχουν ενσωματώσει αρμονικά στις περίτεχνες σάλτσες τους, και από το μεθυστικό απόσταγμα σκίνου, μέχρι το αγαπημένο κουτάλι υποβρύχιο που περιμένει βυθισμένο σε ένα ποτήρι κρυστάλλινο νερό να αναμοχλεύσει γλυκές μνήμες, η μαστίχα παραμένει πάντα ένα μαγικό υλικό!

Μαστέλο

Page 92: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

Από πού κρατάει η σκούφια σου;

92

ΣΥΝΤΑΓΕΣ

Μαμούλια

Υλικά

320 γραμ. ζάχαρη, 320 γραμ. αμύγδαλα, 320 γραμ. βούτυρο, 320 γραμ. λάδι, 3 αυγά, 1 1/2 πακέτο αλεύρι, 1/2 κουταλάκι του γλυκού κανέλα, 1 φακελάκι μπέικιν - πάουντερ, 1 κουταλάκι του γλυκού σόδα, το χυμό 2

πορτοκαλιών.

Εκτέλεση:

Βάζουμε το βούτυρο στη φωτιά μαζί με το λάδι. Σε άλλη κατσαρόλα βάζουμε το γάλα με την ζάχαρη μαζί, να κάψει. Όταν ζεσταθεί το λάδι με το βούτυρο, τα ρίχνουμε μέσα στην κατσαρόλα, που είναι η ζάχαρη με το γάλα. Καθώς τ' ανακατεύομε ρίχνουμε λίγο - λίγο τ' αλεύρι, ανακατεύοντας μέχρι να ψηθεί η ζύμη. Την αφήνομε να κρυώσει. Όταν κρυώσει ρίχνομε ένα - ένα τ' αυγά, τη σόδα και το μπέικιν - πάουντερ και τα ζυμώνουμε. Παίρνουμε κουταλιά - κουταλιά της σούπας ζύμη και αφού την πλάσουμε στα χέρια μας την πλαταίνομε. Βάζουμε στο μισό της ζύμης γέμιση (μισό κουταλάκι) και με το άλλο μισό της ζύμης το κλείνουμε. (Για τη γέμιση: Ανακατεύουμε ξυσμένο καρύδι με αμύγδαλο και τα μουλιάζομε με ανθόνερο. Βάζομε και λίγη κανέλα). Αφού φτιάξουμε όλα τα μαμούλια, τα βάζουμε σε ταψί και τα ψήνουμε για 1 ώρα περίπου σε μέτριο φούρνο. Όταν ψηθούν τα βουτάμε ένα - ένα στο ανθόνερο (μόνο από τη

πάνω πλευρά) και μετά στην άχνη.

Τάρτα με Χιώτικο τυρί και μαστίχα Υλικά: 500γρ. αλεύρι μαλακό 250γρ. βούτυρο φρέσκο 2γρ. κοπανισμένη μαστίχα 1 πρέζα αλάτι 1 τυρί Μαστέλο Χίου 150 γρ. ανθότυρο 2 αβγά πιπέρι δυόσμος Εκτέλεση: Ρίχνουμε το αλεύρι, το βούτυρο, τη μαστίχα και το αλάτι σε ένα μπολ. Ανακατεύουμε καλά και ζυμώνουμε. Στη συνέχεια ανοίγουμε τη ζύμη με τον πλάστη και την απλώνουμε σε βουτυρωμένη φόρμα. Τρίβουμε τα τυριά και τα ανακατεύουμε σε ένα μπολ μαζί με τα αυγά και το πιπέρι. Μισοψήνουμε την τάρτα στο φούρνο. Έπειτα τοποθετούμε τη γέμιση και συνεχίζουμε το ψήσιμο μέχρι να ροδίσει η τάρτα και να κάνει κρούστα η γέμιση. Σερβίρουμε με φρέσκο δυόσμο.

Page 93: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

Η ΜΥΡΟΒΟΛΟΣ ΧΙΟΣ

93

ΤΟ ΔΑΚΡΥ ΤΟΥ ΣΚΙΝΟΥ- Χιώτικο παραμύθι

Ήταν μια φορά στη Χίο, ένας φτωχός χωρικός με τη γυναίκα του και τα τρία του παλικάρια. Όταν μεγάλωσε πολύ και κατάλαβε ότι θα φύγει από αυτόν τον κόσμο, κάλεσε τα παιδιά του και τους είπε: «Εγώ, παιδιά μου, περιουσία δεν έχω, όμως έχω το χωραφάκι με τα δέκα μαστιχόδεντρα. Μοιραστείτε τα δίκαια και …» Εκείνη την ώρα όμως κόμπιασε. Η ανάσα του έπαψε να μπαινοβγαίνει από το στόμα του. Η καρδιά του σταμάτησε να κάνει τον χτύπο που τόσα χρόνια έκανε. Ένα δάκρυ κύλησε και έπεσε στο χέρι της γυναίκας του.

Μόνο μια κουβέντα κατάφερε να ξεστομίσει ο γέροντας: «Σας αγαπώ!» Μετά ακούστηκε ο γδούπος ενός άψυχου κορμιού, που έπεφτε με δύναμη στο κρεβάτι. Η γυναίκα του είχε βουρκωμένα μάτια και τα δάκρυα ήταν έτοιμα να κυλήσουν σαν καταρράκτης. Τα παιδιά είχαν ήδη αρχίσει να σπαράζουν στο κλάμα. Κρατούσαν την καρδιά του σφιγμένη και όλο φιλούσαν το χέρι του πατέρα τους. Η μητέρα τους τούς καθησύχασε, λέγοντας ότι τώρα βρίσκεται σε καλύτερο κόσμο. Έφτασε και ο Ιούλιος. Άλλος ένας μήνας είχε φύγει, αφήνοντας πίσω θλίψη, πόνο και απορία. Η γυναίκα με τα παιδιά της ήθελαν να πάνε για το «παραδοσιακό κέντημα του σκίνου». Έλεγαν πως έπρεπε να πάνε, για να βγουν και λίγο έξω. Η μητέρα οδήγησε τα παιδιά στο χωράφι τους. Γύρω έβλεπαν περήφανους σκίνους να στέκουν στο φως του ήλιου. «Εσείς πηγαίνετε από κει», είπε η γυναίκα. Βγάζοντας το κεντητήρι από τη τσέπη της, ξεκίνησε. Μετά από λίγα λεπτά άρχισαν να πέφτουν δάκρυα πόνου, απ΄ τον περήφανο σκίνο. Και το ίδιο έγινε με τα παιδιά. Τώρα το χώμα είχε απορροφήσει λίγα δάκρυα με ένα πονεμένο «γιατί» Όταν τελείωσαν με μερικούς απ΄ τους σκίνους παρατήρησαν έναν διαφορετικό. Ήταν ένα ψηλό δέντρο με μεγάλα κλαδιά, που έριχναν τη σκιά τους σ΄ ένα μικρό θαμνάκι δίπλα τους. Όλοι παραξενεύτηκαν. Έτρεξαν με φόρα επάνω του και τον χάιδεψαν με μια αγάπη και μια ζεστασιά, σαν να ήταν παιδί τους. Τότε κάτι ασυνήθιστο συνέβη. Ο σκίνος χωρίς να τον έχουν πληγώσει, άρχισε να ρίχνει κάτω δάκρυα, δάκρυα που έπεφταν πάνω στο χέρι της γυναίκας και των παιδιών και γίνονταν ένα μ΄ αυτά. Όλοι εκείνη τη στιγμή παρατήρησαν την εικόνα του αγαπημένου τους να είναι «αγκαλιασμένος» από τα κλαδιά, λες και ήταν κάποιος θησαυρός. Η μητέρα τότε θυμήθηκε το δάκρυ που είχε αφήσει ο άντρας της επάνω στο χέρι της. Έτσι κατάλαβε ότι ετούτος εδώ ο σκίνος είχε ξεχωριστά, ανθρώπινα αισθήματα. Τότε τα κλαδιά του

Μια φορά κι έναν καιρό…

Page 94: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

Από πού κρατάει η σκούφια σου;

94

έσκυψαν σχεδόν αγκαλιάζοντας το κεφάλι των παλικαριών και της μητέρας τους. Άφησε και πάλι ένα δάκρυ και μετά δίνοντάς τους την εικόνα, έκανε πίσω τα κλαδιά του. Η συγκίνηση ήταν αναπόφευκτη. Η γυναίκα τώρα είχε καταλάβει ότι δεν ήταν μόνο εκείνη θλιμμένη, αλλά και η γύρω φύση ήταν λυπημένη. Τότε, ένα απ΄ τα παιδιά θυμήθηκε που ο πατέρας του μιλούσε για έναν πολυαγαπημένο του σκίνο. Κανείς τους μετά από αυτήν την ανάμνηση δεν ήθελε να κεντήσει το σκίνο και να τον

κάνει να κλαίει από πόνο. Όμως εκείνη την ώρα μια ιδέα έλαμψε στα πρόσωπα όλων. Σκέφτηκαν να μην έρχονται κάθε χρόνο για το κέντημα, αλλά κάθε δύο χρόνια, για να αφήσουν να υπάρξουν και άλλες γενιές μαστιχόδεντρων. Όσο για το σκίνο που συνάντησαν, δεν θα τον πειράξουν ποτέ ξανά, γιατί ήταν σαν παιδί τους. Όλοι, λοιπόν, σκέφτηκαν πως ένα μάθημα τους διδάσκεται: «Οι άνθρωποι δεν είναι τα μόνα όντα με αισθήματα. Αντίθετα, όπως όλοι στεναχωριούνται, όταν κάποιος πεθαίνει, έτσι νιώθει και η Μητέρα όλων μας: η φύση!»

Ο θησαυρός της Χίου… Η Μαστίχα!

Ορισμός στο Λεξικό: Μαστίχα ονομάζεται η αρωματική φυσική ρητίνη που εξάγεται από το μαστιχόδεντρο(Πιστακιά η λεντίσκος η Χία)(Pistacia lentiscus var. Chia).

Η μαστίχα είναι μια φυσική ρητίνη που βγαίνει από τον κορμό του μαστιχόδενδρου. Έχει χρώμα υπόλευκο- υποκίτρινο και είναι διαφανής έως ημιδιαφανής στην αρχή, ενώ όσο παλιώνει αποκτά ένα πιο κιτρινωπό και αδιαφανές χρώμα. Το μαστιχόδενδρο είναι ένας αειθαλής θάμνος που έχει την επιστημονική ονομασία: «Pistacia Lentiscus var. Chia». Παίρνει την πλήρη ανάπτυξή του στα 40-50 χρόνια και ζει περίπου 100 χρόνια ή και παραπάνω. Από τον 5o έως 6ο χρόνο αρχίζει να δίνει την ρητίνη του (μαστίχα) και μετά τον 15ο χρόνο παράγει από 60 έως 250 γραμμ. τον χρόνο και σε σπάνιες περιπτώσεις -τα πολύ μεγάλα δέντρα- μπορούν να αποδώσουν έως 400 γραμμ. τον χρόνο. Η Μαστίχα αποκαλείται και Μαστίχη, ή μαστίχι.

Page 95: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

Η ΜΥΡΟΒΟΛΟΣ ΧΙΟΣ

95

Καλλιέργεια

Το μαστιχόδενδρο ευδοκιμεί αποκλειστικά και μόνο στην Νότια Χίο. Σύμφωνα με θεωρίες αυτό οφείλεται στο εύκρατο κλίμα και ειδικότερα στο μικροκλίμα της περιοχής, αλλά και στα υποθαλάσσια ηφαίστεια και στο ασβεστολιθικό έδαφος. Από το παρελθόν έχουν γίνει πολλές προσπάθειες να καλλιεργηθεί ο μαστιχοφόρος σχίνος σε άλλες περιοχές της Ελλάδας ακόμη και σε άλλα κράτη αλλά πάντα χωρίς επιτυχία. Τα 24 μαστιχοχώρια της Νότια Χίου είναι: Λιθί, Βέσσα, Ελάτα, Μεστά, Ολύμποι, Πυργί, Αρμόλια, Καλαμωτή, Πατρικά, Φλάτσια, Νένητα, Βουνό, Κοινή, Παγίδα, Καταρράκτης, Έξω Διδύμα, Μέσα Διδύμα, Μερμήγκι, Θολοποτάμι, Καλλιμασιά, Νεοχώρι, Θυμιανά, Βαβίλοι, Άγιος Γεώργιος Συκούσης.

Η προετοιμασία του Σχίνου και η συλλογή της μαστίχας είναι πολύ επίπονες εργασίες που αρχίζουν τον χειμώνα με το επιφανειακό όργωμα του χωραφιού και το κλάδεμα του δένδρου. Συνεχίζεται τον Ιούνιο με το καθάρισμα –ξύσιμο του εδάφους κάτω από τον σχίνο για να φύγουν τα ξερά χόρτα. Το έδαφος αφού καθαριστεί επιμελώς, σκουπίζεται με κοινή σκούπα ή με αυτοσχέδια, κατασκευασμένη από κλαδιά φασκομηλιάς ή θυμαριού ή άλλων αυτοφυών φυτών. Η ισοπέδωση γίνεται με ασπρόχωμα καλά κοσκινισμένο που στρώνεται κάτω από το δένδρο και πιέζεται καλά στο έδαφος για να δημιουργηθεί μια λεία επιφάνεια. Εκεί θα πέσουν τα δάκρυα της μαστίχας για να στεγνώσουν.

Οι σταγόνες της Μαστίχας πάνω στο ασπρόχωμα αποκτούν λαμπρότητα και στερεοποιούνται ευκολότερα. Το ασπρόχωμα το οποίο αποτελείται από ανθρακικό ασβέστιο είναι αδρανές υλικό, δεν επηρεάζει τις φυσικές και χημικές ιδιότητες της μαστίχας αλλά ούτε και την καθαρότητα της. Επίσης λόγω του μεγάλου ειδικού του βάρους δεν το παίρνει ο αέρας. Σε περίπτωση που δεν στρωθεί το ασπρόχωμα κάτω από τον σχίνο, η Μαστίχα που πέφτει κάτω σκουραίνει και χάνει την εμπορική της αξία. Η Μαστίχα αυτή αποκαλείται «μαυρομάστιχο».

Page 96: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

Από πού κρατάει η σκούφια σου;

96

Πρώτο Κέντημα (ρήνιασμα) Όταν ολοκληρωθούν οι προκαταρκτικές εργασίες, στις αρχές Ιουλίου αρχίζει το «κέντημα» το οποίο είναι τομές 10-15mm και βάθους 2-3mm που γίνονται στον φλοιό του δένδρου με ειδικά εργαλεία με κυρίαρχο το «κεντητήρι» -ένα μικρό αιχμηρό σιδερένιο εργαλείο. Το κέντημα γίνεται πρωινές ώρες, μία φορά την εβδομάδα για 6-8 εβδομάδες. Ο αριθμός των τομών ποικίλει από 20 έως 100 ανάλογα με την ηλικία και το μέγεθος του δένδρου.

Δεύτερο κέντημα Μετά το πρώτο κέντημα (ρήνιασμα) ακολουθεί και δεύτερο, για 5-6 εβδομάδες, όπου ακολουθούνται και οι προηγούμενες εργασίες. Η διαδικασία αυτή κρατά μέχρι την τελευταία συλλογή του φθινοπώρου. Κάθε δέντρο θα κεντηθεί συνολικά από 6 έως 10 φορές. Συνήθως μεσολαβεί μια εβδομάδα από το ένα κέντημα στο άλλο.

Page 97: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

Η ΜΥΡΟΒΟΛΟΣ ΧΙΟΣ

97

Πρώτο μάζεμα Η πρώτη συλλογή γίνεται από τα μέσα Αυγούστου. Όταν η Μαστίχα σταθεροποιηθεί αρχίζει το μάζεμα της με ένα ειδικό εργαλείο που λέγεται «τιμητήρι». Πρώτα συλλέγεται η χοντρή Μαστίχα από το έδαφος και μετά με το ίδιο εργαλείο η Μαστίχα που έχει πήξει στον κορμό του δέντρου που έχει σχηματίσει «δάκρυα». Η υπόλοιπη Μαστίχα μαζεύεται από το έδαφος με σκούπα μαζί με ξερόφυλλα και πετραδάκια. Η Μαστίχα τοποθετείται σε ξύλινα κιβώτια και αποθηκεύεται σε δροσερούς χώρους όπου θα καθαριστεί κατά την διάρκεια του χειμώνα.

Το δεύτερο μάζεμα γίνεται από τα μέσα του Σεπτεμβρίου οπότε και συλλέγεται η ψιλή μαστίχα (τα μικρά δάκρυα) από τον κορμό και το έδαφος. Λόγω μεγέθους και επειδή η υπερβολική Αυγουστιάτικη ζέστη έχει φύγει, η ψιλή μαστίχα στεγνώνει πιο σύντομα από την χονδρή.

Δεύτερο Μάζεμα

Ιστορία

Από τα πολύ παλιά χρόνια, η μαστίχα χρησιμοποιείται για φαρμακευτικούς σκοπούς. Πολλοί αρχαίοι συγγραφείς* αναφέρονται στις θεραπευτικές ιδιότητες της μαστίχας. Κατά την παράδοση της Χίου, οι σχίνοι άρχισαν να δακρύζουν όταν μαρτύρησε ο Άγιος Ισίδωρος από τους Ρωμαίους, περί το 250. Από την περίοδο του 3ου αιώνα χρονολογείται πάντως η καλλιέργεια του φυτού στο νησί. Ωστόσο, απολίθωμα φύλλου μαστιχόδενδρου που βρέθηκε σε ανασκαφές έχει ηλικία έξι εκατομμυρίων ετών.

Page 98: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

Από πού κρατάει η σκούφια σου;

98

Χρήσεις μαστίχας Σήμερα η μαστίχα χρησιμοποιείται ως τσίχλα για μάσημα, με ευεργετικά αποτελέσματα στην υγιεινή των δοντιών. Επίσης η μαστίχα βρήκε εξαιρετική εφαρμογή στην Σαπουνοποιΐα. Η Μαστίχα ως φάρμακο Η σύγχρονη έρευνα έχει δείξει ότι η μαστίχα και το μαστιχέλαιο έχουν:

Γενικά Αντιφλεγμονώδη δράση που αποδίδεται στο ελεανολικό οξύ που

περιέχει η μαστίχα. Έτσι η μαστίχα δρα επουλωτικά, λύοντας τις φλεγμονές συγκεκριμένων οργάνων αρχίζοντας από περιοδοντίτιδες, οισοφαγίτιδες, γαστρίτιδες, δωδεκαδακτυλικό έλκος μέχρι τις κολίτιδες και τις αιμορροΐδες. Ακόμα και όταν δεν υπάρχει πρόβλημα φλεγμονών στα παραπάνω όργανα η μαστίχα προσφέρει διεγερτική αναζωογόνηση που επιτρέπει τη στασιμότητα στις περιοχές αυτές ώστε να αποφεύγονται δυσάρεστες καταστάσεις όπως δυσπεψία ή τυμπανισμός.

Ισχυρές αντιοξειδωτικές ιδιότητες ασκώντας γενικότερη υγεία στον οργανισμό εξουδετερώνοντας τις παραγόμενες ελεύθερες ρίζες.

Η χρήση της μαστίχας βοηθάει σε περιπτώσεις δυσπεψίας, καούρας στο στομάχι και φουσκώματος.

Βοηθά στη θεραπεία του πεπτικού έλκους αφού με τις αντιμικροβιακές ιδιότητες της καταπολεμά το ελικοβακτήριο του πυλωρού. Πρόσφατες μελέτες του Πανεπιστημίου του Nότιγχαμ που δημοσιεύθηκαν στο έγκυρο ιατρικό περιοδικό The New England Journal of Medicine, December 24,1998, Vol. 339, No. 26, απέδειξαν ότι «ακόμα και μικρές ποσότητες μαστίχας -1 γραμ. ημερησίως επί 2 εβδομάδες- δύναται να θεραπεύσουν τα πεπτικά έλκη σε μικρό χρονικό διάστημα.

Μειώνει την χοληστερόλη του αίματος. Έχει σημαντική επίδραση στη λειτουργία του ήπατος με την ενεργοποίηση της αποτοξινωτικής της

δραστηριότητας. Απορροφάται έτσι η χοληστερόλη της οποίας η τιμή στο αίμα μειώνεται με συνέπεια την ελάττωση των καρδιακών παθήσεων.

Η μαστίχα δρα και κατά ορισμένων ιών. Πρόκειται για μία εντελώς ιδιόρρυθμη ιδιότητα της μαστίχας που δεν συναντάται σε κανένα σχεδόν παρασκεύασμα. Η δράση της δηλαδή σε δυο εντελώς διαφορετικούς μικροοργανισμούς, βακτήρια και ιούς. Από τους ιούς που αναφέρονται στις έρευνες κατά των οποίων η μαστίχα είναι αποτελεσματική, είναι ο Herpes Simplex, μια μόλυνση που εκδηλώνεται στο δέρμα, στα χείλη κυρίως αλλά και στα γεννητικά όργανα.

Έχει επίσης βρεθεί ότι διαθέτει και αντικαρκινικές ιδιότητες οι οποίες δεν έχουν ακόμη βρει εφαρμογή, λόγω έλλειψης απαραίτητης έρευνας.

Έχουν αναφερθεί ακόμη και διουρητικές ιδιότητες.

Το 2010 ο Dr Θάνος Ασκητής και ο Θωμάς Σαββίδης

καθηγητής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, ανακοίνωσαν ότι η μαστίχα, μεταξύ άλλων, έχει και αφροδισιακές ιδιότητες!

Page 99: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

Η ΜΥΡΟΒΟΛΟΣ ΧΙΟΣ

99

Η μαστίχα και τα δόντια Στην στοματική κοιλότητα η μαστίχα:

Έχει αντιμικροβιακή δράση έναντι των τερηδονοπαθογόνων και περιοπαθογόνων μικροβίων του στόματος (μικρόβια που προκαλούν τερηδόνα, ουλίτιδα και περιοδοντίτιδα).

Επιταχύνει την επούλωση ελκών του στόματος.

Έχει αντιμυκητιακές ιδιότητες κυρίως έναντι του στελέχους Candida albicans που ευθύνεται για πρόκληση στοματικών λοιμώξεων (στοματίτιδες).

Καταπολεμά την κακοσμία του στόματος καταπολεμώντας τα βακτήρια που προκαλούν άσχημη αναπνοή.

Δίνει ευωδία στο στόμα. Η μάσηση μαστίχας αυξάνει τη ροή του σάλιου εξασφαλίζοντας έτσι προστασία στα δόντια και τους

ιστούς του στόματος. Επίσης βοηθάει στην ορθότερη ανάπτυξη του οστικού συστήματος των γνάθων, μειώνοντας ή και διορθώνοντας ορθοδοντικά προβλήματα.

Το μαστιχέλαιο έχει αναλγητικές ιδιότητες στα δόντια με τερηδόνα. Εμποδίζει την ανάπτυξη τερηδόνας λόγω το ότι εμποδίζει τον σχηματισμό μικροβιακής οδοντικής

πλάκας. Άλλες χρήσεις της μαστίχας Χίου Στην παρασκευή καλλυντικών και αρωμάτων (κρέμες, λοσιόν, σαμπουάν). Στην λιθογραφία, ζωγραφική, ποτοποιία, υφαντουργία, βαμβακουργία και στην βιομηχανία.

Αρωματοποιία Το μαστιχέλαιο χρησιμοποιείται τόσο ως άρωμα όσο ως σταθεροποιητής αρώματος.

Αισθητική Το μαστιχέλαιο χρησιμοποιείται επίσης σε κρέμες προσώπου λόγω της ιδιότητας του να καθαρίζει το πρόσωπο και να του δίνει λαμπερότερο χρώμα. Επίσης χρησιμοποιείται με πολύ επιτυχία σε κρέμες χεριών, λοσιόν σώματος, αφρόλουτρα, σαπούνια κλπ. Βιομηχανία Στην υφαντουργία και βαμβακουργία χρησιμοποιείται ως σταθεροποιητής χρωμάτων για το κολλάρισμα των υφασμάτων και ειδικά των μεταξωτών.

Page 100: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

Από πού κρατάει η σκούφια σου;

100

Μαγειρική Η Μαστίχα χρησιμοποιείται ως μπαχαρικό και προσδίδει ευχάριστο διακριτικό άρωμα σε πολλές συνταγές. Επιπλέον αποτελεί σημαντικό διαιτητικό συμπλήρωμα ιδιαίτερα σε περιπτώσεις έλλειψης ιχνοστοιχείων. Στο Λίβανο και τη Συρία φτιάχνουν ένα είδος παραδοσιακού τυριού με άρωμα και γεύση Μαστίχας. Οι Άραβες θεωρούν μεγάλη πολυτέλεια να αρωματίσουν το φαγητό, το γλυκό ή το γάλα με Μαστίχα. Η μαστίχα δίνει υπέροχη γεύση και άρωμα και στο ψωμί.

Ζαχαροπλαστική Με ιδιαίτερη επιτυχία χρησιμοποιείται σε λουκούμια, μαστιχοκαραμέλες, μαστιχάτο, καθώς και σε πολλά γλυκά, ενώ είναι πασίγνωστα τα τσουρέκια / βασιλόπιτες με μαστίχα (Πολίτικη συνταγή).

Ποτοποιία Η Μαστίχα χρησιμοποιείται ευρύτατα για την παρασκευή λικέρ και ούζου. Το ποτό Μαστίχα πίνεται ως απεριτίφ. Πολύ γνωστό είναι το λικέρ «ΜΑΣΤΙΧΑ ΧΙΟΥ» καθώς και το «ΟΥΖΟ ΜΑΣΤΙΧΑΣ». Με την προσθήκη Μαστίχας το ποτό αποκτά το άρωμα της και επιπλέον περιορίζεται η βλαπτική επίδραση της αλκοόλης στο στομάχι. Στο Ιράκ προστίθεται στην παρασκευή του τοπικού ποτού Αράκ. Επιπλέον οι Αραβικοί Λαοί αρωματίζουν το πόσιμο νερό με Μαστίχα, καίγοντας Μαστίχα. Με τον καπνό της αρωματίζουν την κανάτα και τη γεμίζουν νερό. Επίσης χρησιμοποιείται και σε γαλακτοκομικά.

ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ ούργιος χαζός

αχιλιά στάχτη

Προστέλα ποδιά

σαλαγιάζω ξεκουράζομαι ξαπολίκω αφήνω

ακαμάτης τεμπέλης

παστρεύω καθαρίζω κανεύω σημαδεύω

ξάτο ταράτσα

Μασιδάκι τσιμπιδάκι

παππουδιάζω μουσκεύω φορκαλιά σκούπα

σφαντό φάντασμα

κουσέλι κουτσομπολιό

πολεμώ προσπαθώ

Page 101: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

101

ΑΛΒΑΝΙΑ

ΑΛΒΑΝΙΑ

Page 102: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

Από πού κρατάει η σκούφια σου;

102

Γεια σας! Είμαστε οι Άγγελος Βαγγέλ, Νίκος Βαγγέλης, Εμιλιάνο Ζέκα, Γκερτιάν Τσεκρέζι, Λεντιόν Τόρρα και Σακίπ

Σεχή. Καταγόμαστε από τα Τίρανα, το Πόγραδετς , το Ελβασάν και την Κορυτσά. Οι γονείς μας ήρθαν ως

οικονομικοί μετανάστες στην Ελλάδα, αναζητώντας καλύτερη τύχη. Η ομάδα μας έχει τίτλο « njerez te mire» που

σημαίνει «καλοί άνθρωποι».

ΤΙΡΑΝΑ

Τα Τίρανα είναι η πρωτεύουσα της Αλβανίας.

Έχουν 620.000 κατοίκους (2008) και βρίσκονται

στο κέντρο σχεδόν της χώρας σε απόσταση 30

χλμ. από την Αδριατική θάλασσα. Ο νομός

Τιράνων αποτελείται κατά το μεγαλύτερο μέρος

από την πεδιάδα των Τιράνων.

Η περιοχή που καταλαμβάνεται τώρα από την

πόλη των Τιράνων έχει εποικηθεί από

τους νεολιθικούς χρόνους.

Χτίστηκε από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό το 520, ο οποίος μια μέρα έφερνε βόλτα για να ονομάσει

την περιοχή, και περπατώντας με το άλογο του, συνάντησε μια γιαγιά της περιοχής και την ρωτάει, τι

φτιάχνεις γιαγιά, (τιρ αν) του απαντάει η γιαγιά, δηλαδή δημιουργούσε κλώστη από μαλλί προβάτου.

Η πόλη ιδρύθηκε το 1614 από Τούρκο στρατηγό, πήρε το όνομα της πιθανόν από την Αλβανική λέξη të

rrëna δηλαδή πεσμένα(εξού και ο πληθυντικός ΤΑ τίρανα) εννοώντας τις κατολισθήσεις από το βουνό

Dajti στους πρόποδες του οποίου είναι χτισμένη η πρωτεύουσα. Αυτή είναι η πιο έμπιστη εκδοχή για την

ονομασία της πόλης και δεν έχει καμία σημασιολογική συγγένεια με τους Τυράννους. Στις 8

Φεβρουαρίου 1920, τα Τίρανα επιλέχτηκαν ως προσωρινή πρωτεύουσα της Αλβανίας, που είχε αποκτήσει

την ανεξαρτησία το 1912, από το συνέδριο της Lushnja. Η πόλη επιλέχτηκε ως μόνιμη πρωτεύουσα στις 31

Δεκεμβρίου 1925.

Page 103: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

103

ΑΛΒΑΝΙΑ

ΠΟΓΡΑΔΕΤΣ

Το Πόγραδετς (αλβανικά: Pogradec ή Pogradeci) είναι πόλη της νοτιοανατολικής Αλβανίας. Είναι κτισμένο κοντά στις όχθες της λίμνης Οχρίδας και περιβάλλεται από λόφους προς τα νότια και τα δυτικά. Η λίμνη βρίσκεται στην ανατολική και βόρεια πλευρά του. Από την πόλη περνά η κύρια οδική αρτηρία που συνδέει τα Τίρανα, το Ελβασάν και την Κορυτσά. Το όνομα της πόλεως είναι σλάβικο, από το σλαβομακεδονικό .

ΕΛΒΑΣΑΝ

Το Ελβασάν ή Ελμπασάν είναι πόλη της Αλβανίας, ΝΑ του Δυρραχίου, στον ποταμό Γενούσο και πρωτεύουσα του ομώνυμου νομού. Έχει 45.000 κατοίκους, οι οποίο είναι κατά τα δύο τρίτα τους, μωαμεθανοί. Από το Ε. περνούσε η Εγνατία οδός.

ΚΟΡΥΤΣΑ

Η Κορυτσά (αλβανικά:Korça) είναι πόλη της Αλβανίας. Βρίσκεται κοντά στα ελληνικά σύνορα κι ο

πληθυσμός της είναι 58.911 κάτοικοι. Σήμερα η Κορυτσά είναι βιομηχανική περιοχή.

Παράγει ζάχαρη, οινόπνευμα, μπύρα, δέρματα και υφαντουργικά προϊόντα. Η Κορυτσά παλιά ήταν το

κέντρο του διαμετακομιστικού εμπορίου μεταξύ Κωνσταντινούπολης,

Θεσσαλονίκης, Ιωαννίνων, Αλβανίας κλπ.

Έχουν βρεθεί λείψανα από την νεολιθική εποχή που δείχνουν ο χώρος κατοικήθηκε από το 4000 π.Χ. και

μετά. Η εποχή του Χαλκού διήρκεσε από το 3000 π.Χ. έως 2100 π.Χ. ενώ οι φυλές που ζούσαν στην

περιοχή αυτή, μιλούσαν την βορειοδυτική ελληνική διάλεκτο. Η περιοχή κατά την περίοδο αυτή είχε

κατοικηθεί από τα αρχαία ελληνικά φύλα, των Χαόνων και των Μολοσσών, που ήταν δύο από τα τρία

σημαντικότερα ελληνικά φύλα που κατοικούσαν στην περιοχή της Ηπείρου.

Η πόλη κατά τα νεότερα χρόνια, άρχισε να αναπτύσσεται ως αστικό κέντρο μετά τις επιδρομές από τον

στρατό του Αλή Πασά κατά της γειτονικής Μοσχόπολης, στα τέλη του 18ου αιώνα (1780). Η Κορυτσά

εκτός από σημαντικό εμπορικό αποτέλεσε και πνευματικό κέντρο της ευρύτερης περιοχής, με πλήθος

ελληνικών σχολείων να λειτουργούν σε αυτή. Κατά τον Α' Βαλκανικό πόλεμο (Δεκέμβριος 1912), στην

πόλη εισήλθε ο ελληνικός στρατός που αποχώρησε τον Μάρτιο του 1914, παραδίδοντάς την στην

νεοσυσταθείσα αλβανική χωροφυλακή. Σύμφωνα με άρθρο του πρωτοκόλλου της Κέρκυρας(Μάιος 1914)

η Κορυτσά αποτελεί τμήμα της αυτόνομης δημοκρατίας της Βορείου Ηπείρου, εντός της αλβανικής

επικράτειας. Τον Ιούλιο του ίδιου έτους η πόλη πέρασε υπό τον έλεγχο τον βορειοηπειρωτικών δυνάμεων

με επικεφαλής τον Τσόντο Βάρδα. Κατά την περίοδο του Εθνικού Διχασμού οι Κορυτσαίοι συντάχθηκαν

υπέρ του Κινήματος Εθνικής Αμύνης του Ελευθέριου Βενιζέλου, όμως το 1916 εν μέσω του Α' Παγκοσμίου

Πολέμου η περιοχή πέρασε στον έλεγχο των γαλλικών δυνάμεων.

Page 104: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

Από πού κρατάει η σκούφια σου;

104

Με τη λήξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου (1918) η πόλη επιδικάστηκε με μια σειρά συνθηκών και

πρωτοκόλλων οριστικά στην Αλβανία. Ως το 1925 όλα τα ελληνόφωνα εκπαιδευτικά ιδρύματα έπαψαν να

λειτουργούν βάσει κρατικών αποφάσεων, καθώς η πόλη δεν περιλαμβάνονταν στην αναγνωρισμένη από

το αλβανικό κράτος 'ελληνική μειονοτική ζώνη'.

Κατά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο η Κορυτσά καταλήφθηκε από τον ελληνικό στρατό για μικρό διάστημα,

από 22 Νοεμβρίου 1940 μέχρι 12 Απριλίου 1941. Το διάστημα εκείνο την πόλη διοικούσε προσωρινό

συμβούλιο αποτελούμενο από ένδεκα Έλληνες και τέσσερις Αλβανούς εκπροσώπους. Μετά το τέλος του

πολέμου (1945) η Κορυτσά ξαναπέρασε στην Αλβανία.

Page 105: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

105

ΑΛΒΑΝΙΑ

ΜΟΥΣΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ

Η πολυφωνική μουσική παράδοση της Αλβανίας

βρίσκεται στην 43η θέση των πλέον διακεκριμένων

μουσικών παραδόσεων των λαών του κόσμου.

Το πολυφωνικό τραγούδι εκτελείται συνήθως από

τέσσερις εκτελεστές, που μπορεί όμως να φθάνουν

και τους δέκα, ενώ στην απλούστερη μορφή της

αλβανικής πολυφωνίας υπάρχουν δυο εκτελεστές -

κυρίως άνδρες- χωρίς, ωστόσο, να αποκλείεται και η

γυναικεία παρουσία. Στο πολυφωνικό τραγούδι

υπάρχει μια αυστηρή ιεραρχία ανάμεσα στους

τραγουδιστές, σε άμεση σχέση με την τεχνική και

τον ρόλο του καθενός στην ομάδα. Υπάρχει ο

κορυφαίος που τραγουδά την κυρίως μελωδία και λέγεται πάρτης ή παρτής ή σηκωτής, ο δεύτερος που

«γυρίζει» το τραγούδι και λέγεται γυριστής και οι υπόλοιποι οι οποίοι ισοκρατούν. Κρατάνε δηλαδή το

«ίσο», όπως οι βοηθοί γύρω από τους ψάλτες στις εκκλησίες. Υπάρχει συνήθως κι ένας ακόμα

τραγουδιστής, ο κλώστης, που κάνει ιδιόμορφους λαρυγγισμούς με ψεύτικη φωνή «κλώθοντας» το

τραγούδι.

Αυτού του είδους η μουσική παράδοση είναι ευρύτατα

διαδεδομένη στους κόλπους της αλβανικής κοινωνίας και

χρησιμοποιείται για να «ντύσει» διάφορες εκδηλώσεις της

κοινωνικής ζωής του τόπου. Από τους γάμους, τις γιορτές

του θερισμού, διάφορες θρησκευτικές και άλλες

εκδηλώσεις έως και τις κηδείες, για όλα υπάρχει ένα

πολυφωνικό τραγούδι.

Τις τελευταίες δεκαετίες, η μικρή αλλά σταθερή αύξηση

που καταγράφεται στον λεγόμενο πολιτιστικό τουρισμό, σε

συνδυασμό με το αυξανόμενο ενδιαφέρον της διεθνούς

ερευνητικής κοινότητας για το μοναδικό αυτό μουσικό φαινόμενο, έχει συμβάλλει στην «αναγέννηση»

της αλβανικής πολυφωνικής παράδοσης.

ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ

Οι Αλβανοί ξεχωρίζουν με τη φουστανέλα η οποία έχει κάποια

ομοιότητα με την ποδιά των Σκωτσέζων. Οι φουστανέλες γίνονται

από λινό πανί, δένονται σφιχτά σαν μια γυναικεία ποδιά στη μέση

και κατεβαίνουν ως λίγο πιο ψηλά από το γόνατο. Μια τέτοια

φουστανέλα αποτελείται όλο από τριγωνικές λωρίδες που έχουν τη

κορυφή προς τα πάνω και την κοντή πλευρά προς τα κάτω, τις

μακριές λουρίδες τη μια δίπλα στην άλλη και στο κάτω μέρος

έχουν το σχήμα ενός πολύπτυχου.

Αλβανοί 1916

Page 106: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

Από πού κρατάει η σκούφια σου;

106

KOYZINA

Η αλβανική κουζίνα είναι εμπνευσμένη κυρίως από την Τουρκία, και αυτό συνεπάγεται με πικάντικα φαγητά, πλούσια σε μπαχαρικά. Βέβαια, τα τελευταία χρόνια έχει υιοθετήσει αρκετά στοιχεία από το ιταλικό και ελληνικό μενού. Πολλοί από τους κατοίκους της ασχολούνται με την γεωργία που πρακτικά σημαίνει ως δεν είναι δύσκολο κανείς να βρει φρέσκα λαχανικά και φρούτα. Το λάδι που χρησιμοποιούν στη μαγειρική τους και τις σαλάτες τους, προέρχεται από τους δικούς τους ελαιώνες, γεγονός που κάνει τις γεύσεις

τους πιο αυθεντικές. Tο πιο συνηθισμένο κρέας που χρησιμοποιούν στις συνταγές τους είναι το αρνί, και συνδυάζεται με ζυμαρικά, ρύζι, πατάτες και κρεμμύδια.

Ωστόσο δεν λείπουν και πιάτα όπως το Φρικασέ, και το Ελμπασάν, που μαγειρεύεται αντί για χόρτα με πιπεριές, ενώ και οι τηγανιτοί κεφτέδες αποτελούν βασικό μεσημεριανό γεύμα για τους Αλβανούς. Από το τραπέζι σπάνια θα λείπει η αγαπημένη τους πίτα με επικρατέστερες την τυρόπιτα και τη σπανακόπιτα. Παράλληλα, η διατροφή τους περιλαμβάνει πολλά τυροκομικά και φρούτα όπως επίσης και ψάρια, τα οποία, μάλιστα, τα προτιμούν ιδιαίτερα οι νοικοκυρές του Δυρραχίου, του Αυλώνα και των Αγίων Σαράντα. Το λουκούμι, το ρεβανί, το μουχαλεμπί και ο χαλβάς, γλυκίσματα δηλαδή με ανατολικές επιρροές, είναι τα αγαπημένα τους, και τα τρώνε κυρίως τις απογευματινές ώρες. Το εθνικό γλυκό της χώρας θεωρείται ο μπακλαβάς, ενώ υπάρχει και η σχετική παράδοση που θέλει όλα τα νοικοκυριά να τον φτιάχνουν την Παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Τέλος, το ποτό που πίνεται ευρέως στην Αλβανία, είναι το Μποξά. Ένα γλυκό ποτό που φτιάχνεται από καλαμπόκι και εξάγεται σε όλο τον κόσμο, αλλά και το ελληνικής προέλευσης ρακί που το συναντάει κανείς στις πιο ορεινές περιοχές της χώρας.

ΡΟΣΝΙΤΣΑ

ΥΛΙΚΑ για 5 µερίδες:

1 µικρό κοτόπουλο

300 γρ. αλεύρι για όλες τις χρήσεις

μια κουταλιά λάδι, αλάτι

2 σκελίδες σκόρδο, 1,5 λίτρο νερό

ΕΚΤΕΛΕΣΗ

Παίρνουµε το κοτόπουλο, το ρίχνουµε στην κατσαρόλα που έχουµε το λάδι, το τσιγαρίζουµε µέχρι να πάρει χρώµα και µετά το βγάζουµε σε ένα πιάτο. Παίρνουµε ένα µπολ ρίχνουµε το αλεύρι και µισό ποτήρι νερό, λίγο αλάτι, λίγο λάδι τα ανακατεύουµε όλα µαζί και τα ρίχνουµε στην κατσαρόλα που είχαµε τσιγαρίσει το κοτόπουλο. Τσιγαρίζουµε σε σιγανή φωτιά το µίγµα για να πάρει χρώµα, ρίχνουµε το νερό και το αφήνουµε να βράσει µισή ώρα. Προσθέτουµε το κοτόπουλο και συνεχίζουµεγια 20 λεπτά το βράσιµο. Στο τέλος ρίχνουµε το σκόρδο σε κοµµατάκια και προσθέτουµε λεµόνι στo πιάτο αν θέλουμε.

Το αρνάκι κατέχει κυρίαρχη θέση στην αλβανική κουζίνα. Μαγειρεύεται στη γάστρα και αποκτά την ξεχωριστή του γεύση όταν περιχύνεται με μια πλούσια σάλτσα από γιαούρτι.

Page 107: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

107

ΑΛΒΑΝΙΑ

ΤΟΥΚΟΣΙ

ΥΛΙΚΑ

Μοσχαρίσιο κρέας

1 γιαούρτι πρόβειο

Μαϊντανό

Βούτυρο

αλεύρι

ΕΚΤΕΛΕΣΗ

Βράζουµε το κρέας. Μόλις βράσει το βγάζουµε και το στραγγίζουµε. Σ’ ένα µπολ χτυπάµε το γιαούρτι

µε δύο ή τρεις κουταλιές αλεύρι και τα ρίχνουµε µέσα στο ζουµί. Τα ανακατεύουµε σε σιγανή φωτιά

µέχρι να πάρει βράση και το αφήνουµε για 10 λεπτά. Αφού βράσει ρίχνουµε το µαϊντανό και το

κόβουµε µε αυγολέµονο. Σ’ ένα µπρίκι καίµε το βούτυρο και το προσθέτουµε.

Μουχαλεμπί

Μποξά

Page 108: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

Από πού κρατάει η σκούφια σου;

108

ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ

Αν δεν σπείρεις δεν θα θερίσεις. Kur s'ke mbjellλ, s'ke ηfarλ korr.

Απ'όπου έρχεται η λέξη, έρχεται και η ψυχή Nga del fjala, del dhe shpirti.

Η αλήθεια υπερισχύει όπως το λάδι στο νερό. E vλrteta rri si vaji mbi ujλ.

Μέρα χωρίς δουλειά, νύχτα χωρίς ύπνο. Dita pa punλ nata pa gjumλ.

Οι νέοι έχουν δύναμη, οι παλιοί γνώση. I riu ka fuqi, plaku mλncuri.

Ο καιρός βοηθά όποιον δουλεύει. Moti ndihmon atλqλ punon.

Ο χρόνος είναι χρυσός. Kohλ λshtλ flori

Το σώμα φτιάχνεται με δουλειά, το μυαλό με μελέτη. Trupi shλndoshet me tλ punuar, mλndja ndλrtohet me tλ

mλsuar.

ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ

εδώ këtu

εκεί atje

πολύ shumë

μικρός i vogël

γυναίκα grua

άνδρας burrë

παιδί fëmijë

λουλούδι lule

Page 109: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

109

‘’ Η ΕΛΛΑΔΑ ΕΙΝΑΙ ‘ΔΩ, ΣΑ ‘ΠΑΝ ‘’

ΘΕΑΤΡΙΚΟ ΕΡΓΟ: ‘’Η ΕΛΛΑΔΑ ΕΙΝΑΙ ‘ΔΩ, ΣΑ ΄ΠΑΝ’’

(Βασισμένο στο θεατρικό έργο των Ασημούλα Ζιώγα, Μαρία Ουζουνίδου. Διασκευή Παπάζογλου Φωτεινή, Μοσχοπούλου

Μαριάννα)

Στο καφενείο…

ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΗΣ: Αμάν μπρε με το ευρώ! Άνθρωπος δεν πατάει στο μαγαζί! Κεσάτια, μεγάλα

κεσάτια!

ΝΗΣΙΩΤΗΣ: Σε κάθε μου συναλλαγή με το ευρώ πληρώνω, την είσοδό μας στην ΟΝΕ , ασά

τη μετανιώνω. Γιάντα δεν παντρεύομαι!

(έρχεται ο ντόπιος)

ΜΙΚΑΡΑΣΙΑΤΗΣ: Γεια σου λεβεντόγερε! Για πού το βαλες;

ΝΤΟΠΙΟΣ: Γέροντα να σε πουν τα παιδιάς!

ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΗΣ: Έλα μπρε άσε τα λόγια και κάτσε να σε τρατάρω έναν γκαφέ.

ΝΤΟΠΙΟΣ: Μετά χαράς! Θα γλιτώσω κι τα ευράμ. Σας ειίδα π’ κάθιστε δω κ’ είπα μέσαμ.

Άμα με διει θα με φωνάξ ,δε θα με φωνάξ; Άιντι τράβα φέρε μίνια κάκα κόλα!

ΠΟΝΤΙΟΣ: Ατόρα ντο α φτάμε; Αβούτον το χαζοκούτ πίσον μίαν να αναβ!

(ανοίγουν την τηλεόραση)

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΡΙΑ: Με τα μάτια της Ειρήνης. Κυρίες και κύριοι καλημέρα σας. Τετάρτη

σήμερα 15 Γενάρη 2013 και σε λίγες ώρες εκπνέει η προθεσμία που έδωσε η κ. Μέρκελ

στον ελληνικό λαό. Τα νέα μέτρα χαρακτηρίζονται ως μίνι ατομικές βόμβες που θα πέσουν

στα κεφάλια του ελληνικού λαού.

ΝΤΟΠΙΟΣ: Τι ειν’ αυτές οι μίνι μπόμπες;

ΝΗΣΙΩΤΗΣ: Μίνι μίνι στον αέρα κι αν πέσουν στην κεφάλα μας…γίνονται μάξι.

ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΗΣ: Αμάν…αμάν… θα κάνει ένα μανιτάρι…να! Θα μολυνθούν τα πάντα!

ΝΤΟΠΙΟΣ: Μας πήρε η τρισκατάρατη και μας ταρακούν’σε! Θα να ‘χουμε απ’ ούλα και

τίπουτα δε θα βάνουμε στον στόμα μας. Θα γκανιαξουμ’ απ’ τη δίψα! Αλλά δεν μπουρεί

δε θα μας χάσ’ ‘ετσ’ ου Θιος. Μπουρεί κανιά μίνι να πέσ’ δηθεν τάχαμ κι σι κιην τη

σασκίνα την Αγγέλα και κιην τη σουγλερή τη Λαγκάρ.

Page 110: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

Από πού κρατάει η σκούφια σου;

110

ΠΟΝΤΙΟΣ: Εστά εστά τώραν να ελέπετε ντο θα φτάω εγώ!

(παίρνει τηλέφωνο)

ΜΕΡΚΕΛ: Αλό;

ΠΟΝΤΙΟΣ: Ποία είσαι συ;

ΜΕΡΚΕΛ: Ιχ;; χα, χα! Μέρκελ χία. Ιχ μπιν φγάου Μέγκελ. Εσύ ποιο είσαι;

ΠΟΝΤΙΟΣ: Εγώ είμαι ο Γιωρίκας και σας παίρνω να σας πω ότι σας κηρύσσουμε τον

πόλεμο!

ΜΕΡΚΕΛ: Τι λες; Δεν καταλαβαίνει. Τι πόλεμος;

ΠΟΝΤΙΟΣ: Αυτή τη στιγμή σας κηρύσσουμε τον πόλεμο, εγώ, ο ξάδερφός μου ο Κωστικάς,

ο κουμπάρος μου, ο γείτονάς μου ο Αλεξίκας και η ομάδα του ταβλιού απ το καφενείο,

οκτώ συνολικά.

ΜΕΡΚΕΛ: Χα, χα, οφείλω Γιωγίκα να σου πω ότι έχω στγατό 7 εκατομμύγια άντγες.

ΠΟΝΤΙΟΣ: Αλήθεια; Θα σας ξαναπάρω. (στους άλλους) Ντο ίνεται τώρα; Αυτή λέει έχει

πολλούς.

ΘΡΑΚΙΩΤΗΣ: Ας εχ’. Αχμάκ’ δες είν’ ουλοι. Ιμείς έχουμι όπλα.

ΠΟΝΤΙΟΣ: Κυρία Μέρκελ θα ίνεται ο πόλεμος. Τώρα μαζέψαμε και εξοπλισμό…

ΜΕΡΚΕΛ: Τι εξοπλισμό μαζέψατε, Γιωγίκα;

ΠΟΝΤΙΟΣ: Δυο αλωνιστικές, μια μπουλντόζα και το τρακτέρ του μπατζανάκη μου.

ΜΕΡΚΕΛ: Χα, χα! Χογ ντιγ ντας μαλ αν (για άκου τι λέει)! Θα πγέπει να σου πω ό τι έχω

160.000 τανκς και 140.000 τεθωγακισμένα.

ΠΟΝΤΙΟΣ: Διάβολε, ντο να ίπω τώρα; Θα ξαναπάρω. (στους άλλους) Αυτή λέει έχει τανκς.

ΝΤΟΠΙΟΣ: Αν βάλου μπρος του ψεκαστικό και τ΄ς ραντίσου θα πέσουν σαν κ’νούπια.

ΠΟΝΤΙΟΣ: Αγγέλα α λέγω σε, παραμένει η κήρυξη. Τώρα έχουμε και εναέριες δυνάμεις.

Έχουμε το ψεκαστικό του Ντόπιου. Θα βάλουμε και καραμπίνες επάνω. Α, ναι, μαζί μας

είναι τώρα και η ποδοσφαιρική ομάδα του χωριού.

ΜΕΡΚΕΛ: Γιωγίκα, δεν μπογώ να σου κγύψω ότι έχω 100.000 βομβαγδιστικά, 200.000

στελθ, και οι βάσεις μας πγοστατεύονται από βλήματα εδάφους- αέγος.

Page 111: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

111

‘’ Η ΕΛΛΑΔΑ ΕΙΝΑΙ ‘ΔΩ, ΣΑ ‘ΠΑΝ ‘’

ΠΟΝΤΙΟΣ: Βρε… Θα ξαναπάρω.

Δεν πέρασε πολλή ώρα και ξαναπαίρνει τηλ.

ΠΟΝΤΙΟΣ: Φράου Μέρκελ, δυστυχώς πρέπει να σας ανακοινώσω ότι αποσύραμε την

κήρυξη πολέμου.

ΜΕΡΚΕΛ: Οοοοο τι λες Γιωγίκα , πολύ με στεναχωγείς. Βαγούμ, βγε παιδί μου; Τι έγινε κι

αλλάξατε γνώμη;

ΠΟΝΤΙΟΣ: Κάτσαμε και το κουβεντιάσαμε και είδαμε ότι δεν μπορούμε να θρέψουμε τόσα

εκατομμύρια αιχμαλώτους.

ΝΗΣΙΩΤΗΣ: Γιάντα εσείς οι Πόντιοι, μ’ αρέσετε πολύ, έχετε θαρρετή καρδιά και τόλμη στην

ψυχή, αμά και τα τραγούδια σας κι όλοι οι χοροί μας εξεσηκώνουνε γιατί είναι ζωηροί.

ΠΟΝΤΙΑΚΟΣ ΧΟΡΟΣ

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΡΙΑ: Συνεχίζουμε το δελτίο μας με νέα από τον ιατρικό χώρο. Πρόσφατη

έρευνα που πραγματοποίησαν οι επιστήμονες του Ερευνητικού Κέντρου «μεν εντ γουάιφ»

της Μπανανίας απέδειξε ότι οι παντρεμένοι άντρες ζουν περισσότερα χρόνια.

ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΗΣ: Άκουσες μπρε Χιώτη; Γι’ αυτό σου λέω παντρέψου!

ΘΡΑΚΙΩΤΗΣ: Παντρέψ’ να καλοπεράσ’ !

ΝΤΟΠΙΟΣ: Να καν’ς παιδιά!

ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΗΣ: Να σε κάνει η γυναίκα σου μπουρέκια, κεμπάπ, μπακλαβά, σουτζουκάκια,

γιαουρτλού…

ΝΗΣΙΩΤΗΣ: Ετούτηνε την εποχή μην περιμένεις γάμο γιατί ακρίβυνε η ζωή και μπουνταλιές

δεν κάνω!

ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΗΣ: Να ‘χει το σπίτι παστρικό και το στόμα σφαλιστό.

ΝΗΣΙΩΤΗΣ: Κάλλιο να μου παίξουνε μ’ ένα μπιστόλι δέκα παρά να πάω να παντρευτώ

καμιά γλωσσού γυναίκα!

ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΗΣ: Αμάν μπρε ζεβζέκη! Τι γκουσγκουνιά ειν’ αυτή; Έχει και καλά κορίτσια. Να,

η Μπήλιω του Πανάγου. Νταρντάνα και νοικοκυρά!

ΝΗΣΙΩΤΗΣ: Άμα τη δεις την κοπελιά να΄χει στα πόδια τρίχες έχει διαόλους στην κοιλιά και

γλώσσα δέκα πήχες.

Page 112: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

Από πού κρατάει η σκούφια σου;

112

ΘΡΑΚΙΩΤΗΣ: Γι’ αυτήν τι λες; Του Μπίτσιλη τη Μάρω;

ΝΗΣΙΩΤΗΣ: Παράτησέ τηνε μωρέ του Μπίτσιλη την κόρη μα αυτή ‘χει τσ’ αγαπητικούς σαν

τα κλαδιά στα όρη!

ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΗΣ: Να η Μαγδάλω του Ντελή. Είναι λίγο ασχημούλα αλλά ταμαχιάρα,

δουλευταρού και νοικοκυρά.

ΝΗΣΙΩΤΗΣ: Στο Πυργί ήτανε ένα γαϊδούρι και σαν το καλοκοίταξα της έμοιαζε στη μούρη!

ΘΡΑΚΙΩΤΗΣ: Τούτο του κουρτσούδ’ με τα μάτια τα μιγάλα;

ΝΗΣΙΩΤΗΣ: Τα μάτια της είναι σαν αυγά, τα πόδια της βαρέλια κι όταν γυρνώ και τα θωρώ

ξεραίνομαι στα γέλια!

ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΗΣ: Εεεεε μπρε… Α… για κοίτα αυτήνε. Είναι όμορφη και πλούσια του

πάρεδρου η κόρη. Πάνε να της μιλήσεις!

ΝΗΣΙΩΤΗΣ: Όμορφη είσαι κοπελιά εν πάση περιπτώσει να δούμε κι ο πατέρας σου ίντα

λεφτά θα δώσει!

ΚΟΠΕΛΙΑ: Κι εσύ μ’ αρέσεις Χιώτη μου, γιατί είσι λιβέντς ! Θα πω στον πατέραμ να σι δωκ’

ό,τι χαλέβς!

ΝΤΟΠΙΟΣ: Άιντε μουρέ με το καλό! Να ζήστε πιδιάμ!

ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΗΣ: Και ‘γω κουμπάρος μπρε!

ΝΗΣΙΩΤΙΚΟΣ ΧΟΡΟΣ

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΡΙΑ: Συνεχίζουμε το δελτίο μας με τη γρίπη των πουλερικών, αφού

παρουσιάστηκαν ξανά νέα κρούσματα πιο σοβαρά αυτή τη φορά, στις εγκαταστάσεις ενός

πτηνοτρόφου σ’ ένα χωριό του Δήμου Παγγαίου. Οι αρχές διέταξαν τη σφαγή των

πουλερικών στην Ελευθερούπολη, στην Εξοχή και στο Ακροβούνι.

ΝΤΟΠΙΟΣ: Άει στ΄ανάθεμά με του χαζοκούτ’. Κλεισ’ τα απ΄εκεί να γέν’ αντάρα. Ακούστε με

τι θα σας που. Ταχιά του βραδ’ να πάρετε τ΄ς γ’ναικις σας και τα πιδιά σας κι να ΄ρθιτι ιδώ.

Μη με γλιέπτε μι γκουρλωμένα τα γκαβά σας. Σας κάνου του τραπέζ’.

ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΗΣ: Μπρε γιαχουντής άνθρωπος εσύ, τι χουβαρνταλίκια είν’ αυτά;

ΠΟΝΤΙΟΣ: Λελέβω σε!

ΘΡΑΚΙΩΤΗΣ: Γιουρτάζις τίπουτα; Την επέτειου του γάμου σ’ ;

Page 113: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

113

‘’ Η ΕΛΛΑΔΑ ΕΙΝΑΙ ‘ΔΩ, ΣΑ ‘ΠΑΝ ‘’

ΝΤΟΠΙΟΣ: Τ΄ν επέτειου τ΄ γάμου μ΄, τ΄ν έχουμε λησμουνιήσ’ κι γω κι η γριά μ’. Σάμπους ισί

τ’ θμάσαι; Να σας που. Του γκουρμπάν’ γίνεται ένεκα τ΄ς γρίπ΄ς των πουλερικών.

ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΗΣ: Μπρε σασκούν’. Ο κόσμος κινδυνεύει κι εσύ κάνεις γλέντι;

ΝΤΟΠΙΟΣ: Βιάζιστι πουλύ, κι όποιος βιάζεται σκουντάφτ’. Δε χαίρομι ντιπ, τρεμ’ το

φυλλοκάρδι μ’ για τα πιδιά κι τα ‘γγόνια μ’.

ΘΡΑΚΙΩΤΗΣ: Τότε τι του θες το τραπέζωμα;

ΝΤΟΠΙΟΣ: Να σας που. Είχα κανιά τριανταριά κουτούλες κι τέσσερα κουκόρια. Τα

κουτσοκεφάλ’ σα ούλα μην τα προυλάβ’ η γρίπ’. Γέμ’ σα τουν καταψύκτ’ κι θα τα φάμε

άλλα ψ’ τα, άλλα μαγειρευτά, άιντι κι σαλατούλες , έτοιμο το τραπέζ’. Κρίμα δε θα ‘ταν να

ψουφήσουν και να πάνε θράσες;

ΘΡΑΚΙΩΤΗΣ: Ουυυυυ, αχμακ’ . Τι τα πιστευσ’ αυτά; Τα λεν να φοβερίζουνε τον κόσμο.

ΝΤΟΠΙΟΣ: Λέτε να σφαξ’ τις κοτούλες μ’ τζάμπα;

ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΗΣ: Πονηρός ο Ντόπιος Μπαρμπα-Μήτρο, αλλά αυτή τη φορά την πάτησες. Θα

φάμε και θα πιούμε στην υγειά σου! Χα, χα…

ΝΤΟΠΙΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

(περνάει ένας χωριανός και απευθύνεται στο Μικρασιάτη)

ΧΩΡΙΑΤΗΣ: Γεια σας! Μπαρμπά- Φωτάκη δος μου πίσω το καζάν’ που σ’ δάνεισα.

ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΗΣ: Α, μπρε! Γέννησε του καζάνι. Έκαμε καζανάκι. Να στο δώκω.

ΧΩΡΙΑΤΗΣ: Α μπράβου. Αυγάτισε το βιος μου! ( και φεύγει)

(περνάει και μια κυρία με το παιδί της)

ΚΥΡΙΑ: Έλα παιδάκι μου, μια μπουκίτσα ακόμη… Φάε αγόρι μου, σε παρακαλώ! Άντε πουλί

μου. Μία για τη μαμά α….΄; Άντε και θα σε πάω στον παιδότοπο το απόγευμα.

ΧΩΡΙΑΤΗΣ: Μπαρμπα – Φωτάκη, τι θα γιν’ μ’ εκείνο το καζάν’. Θα μου το δώσεις πίσω;

ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΗΣ: Α, δε στα πα… Ξαναγέννησε έκανε κι άλλο καζανάκι.

ΧΩΡΙΑΤΗΣ: Ωρέ μπράβο ντομουζλίκ’. (και φεύγει)

ΚΥΡΙΑ: Φάε, είπα (άγρια)

Page 114: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

Από πού κρατάει η σκούφια σου;

114

(Το παιδί κλαίει)

ΚΥΡΙΑ:Σώπα, μην κλαις, γιατί θα σε δώσω στον πρόσφυγα να σε φάει!

ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΗΣ: Αλλά βαααλά! Δε ντρέπεσαι, μαρή, κοσκουτζιά γυναίκα που φοβερίζεις το

ογλάνι σ’ . Τι είμαι εγώ κανένας αγριάνθρωπος; Οχτώ παιδιά έχω. Μ’ έδιωξαν οι Τούρκοι

και τα ‘φερα εδώ ζορ ζορντάν, νηστικά αλλά ζωντανά! Και δούλεψα κι έκαμα σπίτι και

νοπικοκυριό. Έλα δω πιδί μ’. Πάρε δυο καραμέλες. Μη φοβάσαι αγόρι μ’ που μι γλεπς με

τα ζωάρια κι τα πουτούρια κι τα μιγάλα τα μουστάκια. Έχω κι γώ κζάνια. Κι μην ακούς τ’

μάνα σ’ που σε φοβερίζ’. Αλλάχ χαΐρ βερσίν!

(έρχεται πάλι ο χωριάτης)

ΧΩΡΙΑΤΗΣ: Μπαρμπα΄- Φωτάκη, αν δε μη δώσεις του καζάν’ θα πάου στον χωροφύλακα.

ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΗΣ: Α, δεν τα ‘μαθες; Το καζάνι σ’ ψόφησε.

ΧΩΡΙΑΤΗΣ: Τι λες μωρέ, λωλάθηκες; Ψοφάν τα καζάνια;

ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΗΣ: Γιατί ρε Παναή, γεννάν τα καζάνια; Ό,τι γεννάει, ψοφάει κιόλας!

ΧΩΡΙΑΤΗΣ: Α, μπαρμπα-Φωτάκη, πάλι μη την έφιρις. Καλά λεν σεις οι Μικρασιάτες δε

χάνιστι με τίπουτα. Περνάτι καμήλα απ’ του βιλόν’. Χαλάλι σ’ γιατί είσι καταφερτζής κι

έξυπνους.

ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

(περνάει κάποιος ξένος)

ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ: Συγγνώμη κύριοι! Μήπως μπορείτε να μου πείτε πού βρίσκεται το 2ο Δημ. Σχ.

Ελευθερούπολης;

ΝΤΟΠΙΟΣ: Άκσε! Θα πας ντουγρού ντουγρού, πουλύ ντουγρού μιτά… α στας να σκιφτού!

ΘΡΑΚΙΩΤΗΣ: Άι ρε σώπα! Πού να καταλαβ’ το πιδί όπως τα λες; Άκσι μένα: Θα πάεις

ντούσκα ντούσκα, ένα ντεβιρμέ απού δω, ένα ντεβιρμέ απού κει, ξανά ντούσκα ντούσκα.

Θα διεις δυου μπαμπάτσκις πουρτάρες. Ντάλτα μέσα, ικί είνι!

ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΣ: Τώρα με φωτίσατε! Καλύτερα να μύριζα τα δάχτυλά μου!

ΝΤΟΠΙΟΣ: Ωρέ τ’ ή ταν τούτο΄; Από πού κατέφκε και δεν ξερ’ ελληνικά;

ΠΟΝΤΙΟΣ: Αβούτος βλάκας φαινόταν. Δεν ήταν Πόντιον τεμέτερον! Το κεφάλι τ’ ήταν

στρογγυλόν!

Page 115: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

115

‘’ Η ΕΛΛΑΔΑ ΕΙΝΑΙ ‘ΔΩ, ΣΑ ‘ΠΑΝ ‘’

ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΗΣ: Ούτε από τη Μικρασία ήταν! Φαινόταν μπουνταλάς και αγράμματος!

ΘΡΑΚΙΩΤΗΣ: Να δεις πουν’ κατ’ απ’ το χαντάκ’. Πελοποννήσιος χαμουτζής. Κι μι λεν εμένα

μιτά ότι η Ελλάδα ειν’ εκεί! Αμ δε! Η Ελλάδα είναι ιδώ! Σα ‘παν!

ΘΡΑΚΙΩΤΙΚΟΣ ΧΟΡΟΣ

Page 116: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

Από πού κρατάει η σκούφια σου;

Βιβλιογραφία

http://www.top-gamos.com/έθιμα-γάμου-στην-μακεδονία

http://entopios.gr, παραδοσιακές μακεδονικές φορεσιές, έθιμα γάμου στη Μακεδονία

http://www.proinos-typos.gr/index.php?do=cat12, ποίημα «ΤΟΥ ΝΙΚΟΤΣΑΡΑ»

http://www.lib-elefth.gr, «Το Πράβι»

www.mycosmos.gr , χάρτης Ν. Καβάλας

http://syllogosvoreioelladitonsyrou.blogspot.gr, χάρτης Μακεδονίας

http://paradositk.blogspot.gr, παραδοσιακοί χοροί

http://zaliosparadosi.blogspot.gr/2008/10/blog-post_23.html, Ένας κόσμος που χάνεται

http://www.xorio.gr, παραδοσιακό μακεδονικό τραγούδι γάμου «Άγγελος είσαι νύφη μου»

www.dimospaggaiou.gr, «Η Ελευθερούπολη του σήμερα»

http://www.arcadonxronoi.gr, Κάλαντα (εικόνα)

http://www.newwinesofgreece.com, Παραδοσιακή κουζίνα

http://archive.in.gr, παραδοσιακές συνταγές

http://www.ebooks4greeks.gr, παραμύθι «Ο μαρμαρωμένος βασιλιάς»

http://einai-adynaton.blogspot.gr, Άδανα (εικόνα, πληροφορίες)

http://www.mikrasiatespellas.gr/documents.html

https://sites.google.com/site/mikedimotiko/mousike-kai-tragoudia-tes-mikras-asi,Μουσική παράδοση Μ.Ασίας

http://www.stixoi.info, «Θα σπάσω κούπες»

http://www.thrakiki.gr, ενδυμασία Θράκης

http://www.aidonidis.gr, βιογραφία και φωτογραφία Χ. Αηδονίδη

http://www.albanians.gr/

http://www.gourmed.gr/travel/destinations/ALBANIA-1.htm

http://www.chiosweb.gr/contents/el/d13_mastic_gum_mastiha_info_mastixa.html

Ανωγειανάκης, Φ., Μουσικά λαϊκά όργανα, Εκδόσεις: Μέλισσα

Κούβας, Γ., Τα Μικρασιατικά παραμύθια της Νενές Μαριγώς, Εκδόσεις Δελφίνι, Αθήνα 1997

Page 117: Από πού κρατάει η σκούφια σου;

Μπόζη, Σ., Καππαδοκία, Ιωνία, Πόντος-Γεύσεις και Παραδόσεις, Εκδόσεις Αστερισμός, 1997

Δούκας, Σ., Ιστορία ενός αιχμαλώτου, Εκδόσεις Χ. Γανιάρης, Αθήνα 1929

Σωτηρίου, Δ., Οι νεκροί περιμένουν, Εκδόσεις «Ο Κέδρος», Αθήνα 1977

Νικόλαος Ανδριώτης, δ.φ., εκπαιδευτικός Α.Ε.: Το προσφυγικό ζήτημα στην Ελλάδα (1821-1930), Θέματα

Νεοελληνικής Ιστορίας Γ΄ Λυκείου, ΟΕΔΒ, Αθήνα

Μαρτυρίες από το δίτομο «Έξοδος», Εκδόσεις Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, Αθήνα

Βενέζης, Η., Αιολική γη, Εκδόσεις Εστία, Αθήνα 1992

Τσιρκινίδης Χ., Συνοπτική ιστορία της γενοκτονίας των Ελλήνων της Ανατολής, Εκδόσεις Αφοί Κυριακίδη,

Θεσσαλονίκη 2009

Κολλιάρος Γ., Μιάν βολάν τσ' έναν τσαιρόν ήτον, Εκδόσεις Αιγέας, Χίος 2003

Ενεπεκίδης Π.Κ., Η Θεσσαλονίκη στα χρόνια 1875-1912, εκδ. Αφοι Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1988, σ.89-90.

«Μαστιχένιες ιστορίες…» , «Τα δάκρυα του σκίνου», Χίος 2008

Παπαγεωργίου Ζ., Ελληνικές παραδοσιακές φορεσιές Μακεδονίας, Εκδόσεις Μίλητος, ελληνοαμερικανική ένωση,

Ακαδημία Αθηνών

Παπαγεωργίου Ζ., Ελληνικές παραδοσιακές φορεσιές Θράκης, Εκδόσεις Μίλητος, ελληνοαμερικανική ένωση,

Ακαδημία Αθηνών

Περίκος Γ., Η μαστίχα Χίου , Εκδόσεις Toubi’s

Πολίτης Ν.Γ., Παραδόσεις, Εκδόσεις Βιβλιόραμα

Μπιλιράκης Ε., Ηθογραφήματα, ευθυμογραφήματα, Εκδόσεις Άλφα Πι

Γεωργαντζή Ε., Ελληνικά έθιμα και γιορτές, Εκδόσεις Neohel

Ζιώγα Α., Ουζουνίδου Μ., Από πού είσαι γιαγιά;…Εσύ παππού;, Εκδόσεις Επικοινωνία Α.Ε., Κομοτηνή 2007