ΣΑΝΤΡΟ ΠΕΝΑ Επιλογή από τα Ποιήματα

31
1 ΑΝΣΡΟ ΠΕΝΑ ΕΠΙΛΟΓΗ ΑΠΟ ΣΑ ΠΟΙΗΜΑΣΑ ΜΕΣΑΦΡΑΗ ΥΡΙΣΟ ΑΛΕΞΑΝΔΡΙΔΗ ΑΘΗΝΑ, ΙΟΤΛΙΟ 2011

description

Επιλογή από τα ποιήματα του Σάντρο Πένα. Poesie scelte di Sandro Penna tradotte in greco

Transcript of ΣΑΝΤΡΟ ΠΕΝΑ Επιλογή από τα Ποιήματα

Page 1: ΣΑΝΤΡΟ ΠΕΝΑ   Επιλογή από τα Ποιήματα

1

ΑΝΣΡΟ ΠΕΝΑ

ΕΠΙΛΟΓΗ ΑΠΟ ΣΑ ΠΟΙΗΜΑΣΑ

ΜΕΣΑΦΡΑΗ

ΥΡΙΣΟ ΑΛΕΞΑΝΔΡΙΔΗ

ΑΘΗΝΑ, ΙΟΤΛΙΟ 2011

Page 2: ΣΑΝΤΡΟ ΠΕΝΑ   Επιλογή από τα Ποιήματα

2

SANDRO PENNA

POESIE SCELTE

TRADUZIONE

CHRISTOS ALEXANDRIDIS

ATENE, LUGLIO 2011

Page 3: ΣΑΝΤΡΟ ΠΕΝΑ   Επιλογή από τα Ποιήματα

3

Se la vita sapesse il mio amore!

me ne andrei questa sera lontano.

Me ne andrei dove il vento mi baci

dove il fiume mi parli sommesso.

Ma chi sa se la vita somiglia

al fanciullo che corre lontano ...

------

E' pur dolce il ritrovarsi

per contrada sconosciuta.

Un ragazzo con la tuta

ora passa accanto a te.

Tu ne pensi alla sua vita

- a quel desco che l'aspetta.

E la stanca bicicletta

ch'egli posa accanto a sé.

Ma tu resti sulla strada

sconosciuta ed infinita.

Tu non chiedi alla tua vita

che restare ormai com'è.

------

Autunno

Il vento ti ha lasciata un'eco chiara,

nei sensi, delle cose ch'ài vedute

- confuse - il giorno. All'apparir del sonno

Δάκ δ γςή ήλενε ημκ ένςηά ιμο!

εα έθεοβα απόρε ιαηνζά.

Θα πήβαζκα εηεί όπμο μ άκειμξ ιε θζθά

όπμο μ πμηαιόξ ιμύ ιζθά ρζεονζζηά.

Πμζμξ κα λένεζ όιςξ εάκ δ γςή δε ιμζάγεζ

ιε ημ αβόνζ πμο ηνέπεζ ιαηνζά…

------

ιμνθμ πμο είκαζ κα ζοκακηζέζηε

ζε άβκςζηδ βεζημκζά.

Έκ’ αβόνζ ιε ηδ θόνια ζηζξ δμοθεζάξ

πενκά ηώνα πθάζ ζμο.

Σηέθηεζαζ ηδ γςή ημο

- ημ ηναπέγζ πμο ημκ πενζιέκεζ.

Καζ ημ ηαθαζπςνδιέκμ πμδήθαημ

πμο αημοιπάεζ πθάζ ημο.

Δζύ όιςξ απμιέκεζξ ζημ δνόιμ

ημκ άβκςζημ ηαζ ημκ αηέθεζςημ.

Γεκ γδηάξ άθθμ από ηδ γςή ζμο

πανά κα ιείκεζ ηώνα πζα όπςξ είκαζ.

------

Φεζκόπςνμ

Ο άκειμξ ζμο άθδζε ιζα ηαεάνζα δπώ

ζηζξ αζζεήζεζξ, από πνάβιαηα πμο είδεξ

- ιπενδειέκα – ηδ ιένα. Μόθζξ θηάζεζ μ ύπκμξ

Page 4: ΣΑΝΤΡΟ ΠΕΝΑ   Επιλογή από τα Ποιήματα

4

difenderti non sai: un crisantemo,

un lago tremulo e una esigua fila

d'alberi gialloverdi sotto il sole.

------

Nel sonno incerto sogno ancora un poco.

E' forse giorno. Dalla strada il fischio

di un pescatore e la sua voce calda.

A lui risponde una voce assonnata.

Trasalire dei sensi – con le vele,

fuori, nel vento? – lo sogno ancora un poco.

------

Notte - sogno di sparse

finestre illuminate.

Sentire la chiara voce

dal mare. Da un amato

libro veder parole

sparire... - Oh stelle in corsa

l'amore della vita!

------

Mi avevano lasciato solo

nella campagna, sotto

la pioggia fina, solo.

Mi guardavano muti

meravigliati

i nudi pioppi. Soffrivano

della mia pena. Pena

di non saper chiaramente...

E la terra bagnata

e i neri altissimi monti

tacevano vinti. Sembrava

che un dio cattivo

avesse con un sol gesto

tutto pietrificato.

E la pioggia lavava quelle pietre.

------

Città

Livida alba, io sono senza Dio.

Visi assonnati vanno per le vie

sepolti sotto fasci d'erbe diacce.

Albe più dense di colori vidi

δεκ ιπμνείξ κ’ ακηζζηαεείξ: έκα πνοζάκεειμ,

ιζα ηνειάιεκδ θίικδ ηαζ ιζα θεπηή βναιιή

από ηζηνζκμπνάζζκα δέκηνα ηάης από ημκ ήθζμ.

------

Σημ ηθεθημΰπκζ μκεζνεύμιαζ θίβμ αηόιδ.

Ίζςξ έπεζ λδιενώζεζ. Από ημ δνόιμ ημ ζθύνζβια

εκόξ ρανά ηαζ δ γεζηή θςκή ημο.

Τμο απακηά ιία θςκή κοζηαβιέκδ.

Ακαζηίνηδια ηςκ αζζεήζεςκ – ιε ηα πακζά,

έλς, ζημκ άκειμ; - ημκ μκεζνεύμιαζ θίβμ αηόιδ.

------

Νύπηα – όκεζνμ δζάζπανηςκ

θςηζζιέκςκ παναεονζώκ.

Ν’ αημύξ ηδκ ηαεάνζα θςκή

απ’ ηδ εάθαζζα. Από έκα αβαπδιέκμ

αζαθίμ κα αθέπεζξ θέλεζξ

κα πάκμκηαζ… - Ψ άζηνα ζε ηίκδζδ,

δ αβάπδ ηδξ γςήξ!

------

Μ’ είπακ αθήζεζ ιόκμ

ζηδκ ελμπή, ηάης

από ιζα ρζθή ανμπή, ιόκμ.

Με ημίηαγακ ζζςπδθέξ

έηπθδηηεξ

μζ βοικέξ θεύηεξ. Πμκμύζακ

απ’ ημ αάζακό ιμο. Βάζακμ

κα ιδκ λένς αηνζαώξ…

Καζ ημ ανεβιέκμ πώια

ηαζ ηα ιαύνα πακύρδθα αμοκά

ζώπαζκακ κζηδιέκα. Λεξ

ηαζ έκαξ ηαηόξ εεόξ

ηα είπε πεηνώζεζ όθα

ιε ιζα ιόκμ πεζνμκμιία.

Καζ δ ανμπή έπθεκε εηείκεξ ηζξ πέηνεξ.

------

Πόθδ

Φθςιή αοβή, είιαζ πςνίξ Θεό.

Νοζηαβιέκα πνόζςπα πενκμύκ ζημοξ δνόιμοξ

εαιιέκα ηάης από ηδκ παβςιέκδ πθόδ.

Αοβέξ ιε πζμ γςδνά πνώιαηα είδα

Page 5: ΣΑΝΤΡΟ ΠΕΝΑ   Επιλογή από τα Ποιήματα

5

su mari su campagne inutilmente.

Mi abbandono all'amore di quei visi.

------

La vita... è ricordarsi di un risveglio

triste in un treno all'alba: aver veduto

fuori la luce incerta: aver sentito

nel corpo rotto la malinconia

vergine e aspra dell'aria pungente.

Ma ricordarsi la liberazione

improvvisa è più dolce: a me vicino

un marinaio giovane: l'azzurro

e il bianco della sua divisa, e fuori

un mare tutto fresco di colore.

------

Sole senz'ombra su virili corpi

abbandonati. Tace ogni virtù.

Lenta l'anima affonda - con il mare -

entro un lucente sonno. D'improvviso

balzano - giovani isolotti - i sensi.

Ma il peccato non esiste più.

------

Il mare è tutto azzuro.

Il mare è tutto calmo.

Nel cuore è quasi un urlo

di gioia. E tutto è calmo.

------

Nuotatore

Dormiva...?

Poi si tolse e si stirò.

Guardò con occhi lenti l’ aqua. Un guizzo

il suo corpo.

Così lasciò la terra.

------

Il sole che ha brunito questo corpo

di giovinetto cede la sua forza.

Ma resta al bacio tenue ancora

il giovinetto immobile: già sogno...

------

Il mio Amore era nudo

in riva di un mare sonoro.

πάκς ζε εάθαζζεξ πάκς ζε ελμπέξ ακώθεθα.

Αθήκμιαζ ζηδκ αβάπδ εηείκςκ ηςκ πνμζώπςκ.

------

Εςή… είκαζ κα εοιάζαζ έκα εθζιιέκμ

λύπκδια ιέζα ζ’ έκα ηνέκμ ημ λδιένςια: κα έπεζξ δεζ

έλς ημ ααέααζμ θςξ ηδξ αοβήξ: κα έπεζξ κζώζεζ

ζημ ηζαηζζιέκμ ημνιί ηδκ πανεέκα ηαζ έκημκδ

ιεθαβπμθία ημο αένα πμο πζνμοκζάγεζ.

Να εοιάζαζ όιςξ ηαζ ηδκ λαθκζηή

απεθεοεένςζδ είκαζ πζμ δδμκζηό: πθάζ ιμο

έκαξ κεανόξ καύηδξ: ημ βαθάγζμ

ηαζ ημ θεοηό ηδξ ζημθήξ ημο, ηζ έλς

ιζα εάθαζζα ιε γςδνά πνώιαηα.

------

Ήθζμξ πςνίξ ζηζά επάκς ζε αννεκςπά ημνιζά

κςπεθζηά. Κάεε ανεηή ζζςπά.

Ανβά αοείγεηαζ δ ροπή – ιε ηδ εάθαζζα –

ιέζα ζ’ έκα θςηεζκό ύπκμ. Έλαθκα

λεπδδμύκ – απνόζιεκα κδζάηζα – μζ αζζεήζεζξ.

Ζ αιανηία όιςξ δεκ οπάνπεζ πζα.

------

Ζ εάθαζζα είκαζ ηαηαβάθακδ.

Ζ εάθαζζα είκαζ πένα ςξ πένα ήνειδ.

Μεξ ζηδκ ηανδζά ηάηζ ζακ ηναοβή

πανάξ. Καζ όθα είκαζ ήνεια.

------

Κμθοιαδηήξ

Κμζιόηακ…;

Έπεζηα βδύεδηε ηαζ ηεκηώεδηε.

Κμίηαλε ιε αθέιια απθακέξ ημ κενό. Έκα ηίκαβια

ημο ημνιζμύ ημο.

Έηζζ άθδζε ημ έδαθμξ.

------

Ο ήθζμξ πμο ιαύνζζε αοηό ημ κεακζηό

ημνιί εβηαηαθείπεζ ηζξ δοκάιεζξ ημο.

Μέκεζ όιςξ ζημ αιοδνό θζθί αηόιδ

μ κεανόξ αηίκδημξ: όκεζνμ ηζόθαξ…

------

Ο Ένςηάξ ιμο ήηακ βοικόξ

ζηδκ αηηή ιζαξ δπδνήξ εάθαζζαξ.

Page 6: ΣΑΝΤΡΟ ΠΕΝΑ   Επιλογή από τα Ποιήματα

6

Gli stavamo d'accanto

- favorevoli e calmi -

io e il tempo.

Poi lo rubò una casa.

Me lo macchiò un inchiostro. Ηo resto

in riva di un mare sonoro.

------

Mi nasconda la notte e il dolce vento.

Da casa mia cacciato e a te venuto

mio romantico antico fiume lento.

Guardo il cielo e le nuvole e le luci

degli uomini laggiù così lontani

sempre da me. Ed io non so chi voglio

amare ormai se non il mio dolore.

La luna si nasconde e poi riappare

- lenta vicenda inutilmente mossa

sovra il mio capo stanco di guardare.

------

Nell'alto arido eremo salmastri

venti a ridarmi dolore di luce.

(E la notte di aprile chiari astri

e nuovi cuori sempre riconduce...)

Vanamente rivivo

in questi cuori: oh assorte

lontananze. E' più vivo

distacco Amor che la confusa Morte.

------

Scuola

Negli azzurri mattini

le file svelte e nere

dei collegiali. Chini

su libri poi. Bandiere

di nostalgia campestre

gli alberi alle finestre.

------

Sera nel giardino

La sera mi ha rapito

i rissosi fanciulli.

Le loro voci d'angeli

in guerra.

Adesso in seno

a nuove luci stanno

là sull'opposte case.

Πθάζ ημο ανζζηόιαζηακ

- εοκμσημί ηαζ ήνειμζ –

εβώ ηαζ μ ηαζνόξ.

Έπεζηα ημκ έηθερε έκα ζπίηζ.

Μμο ημκ θέηζαζε δ ιεθάκδ. Απμιέκς

ζηδκ αηηή ιζαξ δπδνήξ εάθαζζαξ.

------

Αξ ιε ηνύρεζ δ κύπηα ηαζ μ εοπάνζζημξ αβέναξ.

Γζςβιέκμξ από ημ ζπίηζ ιμο ήνεα ζ’ εζέκα

νμιακηζηό ανπαίμ ήνειμ πμηάιζ ιμο.

Κμζηάγς ημκ μονακό ηαζ ηα ζύκκεθα ηαζ ηα θώηα

ηςκ ακενώπςκ εηεί επάκς, ηόζμ ιαηνζκώκ

πάκηα από ειέ. Καζ δεκ λένς πμζμκ εέθς

κ’ αβαπήζς πζα εηηόξ από ημκ πόκμ ιμο.

Τμ θεββάνζ ηνύαεηαζ ηζ έπεζηα ειθακίγεηαζ πάθζ

- ανβή εκαθθαβή, ιάηαζδ

πάκς από ημ ηεθάθζ ιμο, πμο ημονάζηδηε κα ημζηάεζ.

------

Χδθά ζημ άκοδνμ ενδιδηήνζ άκειμζ

όθμ αθιύνα βζα κα ιμο λακαδώζμοκ πόκμ θςηεζκό.

(Καζ δ απνζθζάηζηδ κύπηα θςηεζκά άζηνα

ηαζ ηανδζέξ ηαζκμύνβζεξ πάκηα ημοααθάεζ…)

Μάηαζα λακαγώ

ιέζα ζ’ αοηέξ ηζξ ηανδζέξ: ς θδζιμκδιέκεξ

απμοζίεξ. Πζμ γςκηακόξ

μ απμπςνζζιόξ ημο Ένςηα πανά ημο εμθμύ Θακάημο.

------

Σπμθείμ

Τα βαθάγζα πνςζκά

μζ γςδνέξ ηαζ ιαύνεξ βναιιέξ

ηςκ ιαεδηώκ. Έπεζηα

ζηοιιέκμζ επάκς ζηα αζαθία. Σδιαίεξ

κμζηαθβίαξ ηδξ ελμπήξ

ηα δέκηνα ζηα πανάεονα.

------

Βνάδο ζημ πάνημ

Τμ ανάδο ιμο’ ηθερε

ηα ηααβαηγίδζηα αβόνζα.

Οζ θςκέξ ημοξ αββέθςκ

ζε ώνα ιάπδξ.

Τώνα ανίζημκηαζ ζηδκ αβηαθζά

από θώηα πμο έπμοκ ιόθζξ ακάρεζ

εηεί, ζηα απέκακηζ ζπίηζα.

Page 7: ΣΑΝΤΡΟ ΠΕΝΑ   Επιλογή από τα Ποιήματα

7

Resta sul cielo chiaro

d'un eroe s'un cavallo

incisa macchia muta

sotto la prima stella.

------

Le nere scale della mia taverna

tu discendi tutto intriso di vento.

I bei capelli caduti tu hai

sugli occhi vivi in un mio firmamento

[ remoto.

Nella fumosa taverna

ora è l'odore del porto e del vento.

Libero vento che modella i corpi

e muove il passo ai bianchi marinai.

------

Fantasia per un inizio di primavera

I tuoi occhi infernali

non mi guardano più.

Sento nascere ali

in me. Già guardo in su.

Solcano verdi prati

leggeri treni neri

e scordano, beati,

le stazioni di ieri.

Ove - ferme le ore

su attoniti quadranti -

ritorna un vago amore

alle cose vaganti.

Partire è ancora lieve

se ti lasci alle spalle

- dimentico - la neve

che scende al fondo valle.

------

Sotto il cielo di aprile la mia pace

è incerta. I verdi chiari ora si muovono

sotto il vento a capriccio. Ancora dormono

l'acque ma, sembra, come ad occhi aperti.

Ragazzi corrono sull'erba, e pare

che li disperda il vento. Ma disperso

solo è il mio cuore cui rimane un lampo

vivido (oh giovinezza) delle loro

bianche camicie stampate sul verde.

------

Έπεζ απμιείκεζ ζημκ ηαεάνζμ μονακό

εκόξ ήνςα επάκς ζημ άθμβμ

δ γςβναθζά ζακ άθςκδ ηδθίδα

ηάης από ημ πνώημ άζηνμ.

------

Τα ιαονζζιέκα ζηαθμπάηζα ηδξ ηααένκαξ ιμο

ηαηεααίκεζξ αμοηδβιέκμξ όθμξ ιεξ ζημκ άκειμ.

Τα όιμνθα ιαθθζά ζμο πέθημοκ ιέζα

ζηα ιάηζα, πμο είκαζ γςκηακά ζ’ έκα παθζό ιμο ζύιπακ.

Μέζα ζηδ βειάηδ ηαπκό ηααένκα

ηώνα ιπήηε δ ιονςδζά ημο θζιακζμύ ηαζ ημο ακέιμο.

Άκειμξ εθεύεενμξ πμο πθάεεζ ηα ημνιζά

ηαζ ζημοξ θεοημκηοιέκμοξ καύηεξ ηζκεί ημ αήια.

------

Φακηαζία βζα ηδκ ανπή ηδξ άκμζλδξ

Τα ζαηακζηά ζμο ιάηζα

δε ιε ημζηάγμοκ πζα.

Νζώες κα θοηνώκμοκ θηενμύβεξ

ιέζα ιμο. Αηεκίγς ηζόθαξ ηα ύρδ.

Αοθαηώκμοκ πνάζζκα θζαάδζα

ηα ιαύνα, εθαθνμηίκδηα ηνέκα

ηαζ θδζιμκμύκ, ιαηάνζα,

ημοξ πεεζζκμύξ ζηαειμύξ.

πμο – ζηαιαηδιέκεξ μζ ώνεξ

επάκς ζε ηαηάπθδηηα νμθόβζα –

επζζηνέθεζ ιζα ααέααζδ αβάπδ

βζα ηα αζηαεή πνάβιαηα.

Δίκαζ ακεπαίζεδηδ αηόιδ δ ακαπώνδζδ

εάκ αθήκεζξ πίζς ζμο

- θδζιμκδιέκμ – ημ πζόκζ

πμο πέθηεζ ζημ αάεμξ ηδξ ημζθάδαξ.

------

Κάης από ημκ απνζθζάηζημ μονακό δ βαθήκδ ιμο

είκαζ ααέααζδ. Οζ ακμζπημπνάζζκεξ θοθθςζζέξ

[ηζκμύκηαζ ηώνα

ζηδκ ηύπδ ιε ημκ άκειμ. Κμζιμύκηαζ αηόιδ

ηα κενά, αθθά ζακ ιε ηα ιάηζα ακμζπηά.

Αβόνζα ηνέπμοκ πάκς ζημ πμνηάνζ ηαζ ιμζάγεζ

κα ηα ζημνπίγεζ μ άκειμξ. Αθθά ζηόνπζα

είκαζ ιόκμ δ ηανδζά ιμο πμο ηδξ έπεζ απμιείκεζ

ιόκμ ιζα γςδνή θάιρδ (ς κζόηδ) από

ηα άζπνα ημοξ πμοηάιζζα επάκς ζηδ πθόδ.

------

Page 8: ΣΑΝΤΡΟ ΠΕΝΑ   Επιλογή από τα Ποιήματα

8

Dorme sul lento carro un uomo. E' giugno.

E l'anima si leva in una vaga

certezza. O cieli fermi. E nudi corpi.

Ma le vivaci lotte dei fanciulli

non sostano nel sole... Antica notte

li piegherà più tardi con amore.

------

Le stelle sono immobili nel cielo.

L'ora d'estate è uguale a un'altra estate.

Ma il fanciullo che avanti a te cammina

se non lo chiami non sarà più quello ...

------

Vacanze

Già declina l'estate e il plenilunio

porta vigore nuovo. Ed io son solo.

Dalla casa di Baldo, contadino

antico, viene un suono di organetto.

Poi si levan due voci in alta gara.

L'una è virile e l'altra, ancor più bella,

è forse Baldo il giovinetto amico.

------

Già mi parla l'autunno. Al davanzale

buio, tacendo, ascolto i miei pensieri

piegarsi sotto il vento occidentale

che scroscia sulle foglie dei miei neri

alberi solo vivi nella notte.

Poi mi chiudo nel letto. E mi saluta

il canto di un ragazzo che la notte,

immite, alleva: la vita non muta.

------

Piove sulla città. Piove sul campo

ove incontrai, nel sole, il lieto amico.

Ei, nell'età gentile, ha il cuore vago.

E a me certo non pensa. Ma innocenti

peccati in me la pioggia riaccende.

------

« Alla pregiata vostra ... » e il ticchettio

delle macchine sotto curve spalle.

Alla finestra ronza col silenzio,

Δπάκς ζημ ανβμηίκδημ ηάνμ ημζιάηαζ έκαξ άκηναξ. Δίκαζ

[Ημύκζμξ.

Καζ ηδκ ροπή ηδ ζοκεπαίνκεζ ιζα αηαεόνζζηδ

αεααζόηδηα. Ψ αηίκδημζ μονακμί. Καζ βοικά ημνιζά.

Ζ γςδνή όιςξ πάθδ ηςκ αβμνζώκ

δεκ ζηαιαηά ηάης από ημκ ήθζμ… Ζ ανπαία κύπηα

εα ηα οπμηάλεζ ανβόηενα ιε αβάπδ.

------

Τ’ αζηένζα είκαζ αηίκδηα ζημκ μονακό.

Αοηό ημ ηαθμηαζνζάηζημ ανάδο είκαζ όιμζμ ι’ έκα

[άθθμ ηαθμηαίνζ.

Τμ αβόνζ όιςξ πμο πενπαηά ιπνμζηά ζμο,

εάκ δεκ ημ ηαθέζεζξ, δεκ εα είκαζ όιμζμ ι’ εηείκμ ημ

άθθμ…

------

Γζαημπέξ

Φεύβεζ ηζόθαξ ημ ηαθμηαίνζ ηαζ δ πακζέθδκμξ

θένκεζ ηαζκμύνβζμ ζθνίβμξ. Κζ εβώ είιαζ ιόκμξ.

Από ημ ζπίηζ ημο Μπάθκημ, παθζμύ

πςνζημύ, θηάκεζ μ ήπμξ εκόξ μνβακέημο.

Έπεζηα ορώκμκηαζ δομ θςκέξ ζε ακηαβςκζζιό.

Ζ ιία ακηνίηζα ηαζ δ άθθδ, αηόιδ πζμ όιμνθδ,

ιπμνεί κα’ καζ ημο Μπάθκημ ημο ιζηνμύ ιμο θίθμο.

------

Ήδδ ιμο ιζθά ημ θεζκόπςνμ. Σημ ζημηεζκό

πεναάγζ, ζζςπώκηαξ, αημύς ηζξ ζηέρεζξ ιμο

κα θοβίγμοκ ιε ημ θύζδια ημο δοηζημύ ακέιμο

πμο λεζπά πάκς ζηα θύθθα ηςκ ιαύνςκ ιμο

δέκηνςκ, γςκηακώκ ιόκμ ηδ κύπηα.

Έπεζηα ιαγεύμιαζ ζημ ηνεαάηζ. Καζ ιε παζνεηά

ημ ηναβμύδζ εκόξ αβμνζμύ, πμο δ κύπηα,

ακεθέδηδ, ακαηνέθεζ: δ γςή δεκ αθθάγεζ.

------

Βνέπεζ ζηδκ πόθδ. Βνέπεζ ζημ πςνάθζ

όπμο ζοκάκηδζα, ιε θζαηάδα, ημκ αβαπδιέκμ ιμο θίθμ.

Τνοθενή είκαζ δ δθζηία ημο ηαζ άζηαηδ δ ηανδζά ημο.

Διέκα αέααζα δε ιε ζηέθηεηαζ. Αεώεξ όιςξ αιανηίεξ δ

ανμπή ακάαεζ πάθζ ιέζα ιμο.

------

«Δζξ απάκηδζζκ ηδξ οιεηέναξ…» ηαζ ημ πηύπδια

ηδξ βναθμιδπακήξ ηάης από ημοξ ηονημύξ ώιμοξ.

Σημ πανάεονμ αμοίγεζ ζζςπδνά,

Page 9: ΣΑΝΤΡΟ ΠΕΝΑ   Επιλογή από τα Ποιήματα

9

tutto di sole, il cerchio di un fanciullo.

------

Esco dal mio lavoro tutto pieno

di aride parole. Ma al cancello

hanno posto gli dèi per la mia gioia

un fanciullo che giuoca con la noia.

------

L'opaca moltitudine si aggira

tutt'intorno alla musica. Contenta

non sai di che. Una bellezza sola ...

Invisibile a tutti e più a se stessa.

------

Se sono vuoti gli alberi e il gennaio

comincia appena, a un puro sole brilla

sulla ghiaia del parco ora deserto

lo sputo del fanciullo ch'à passato

forse correndo mosso dall'aprile

lontano ...

------

Torre

Mi portano lontano

dal mondo le campane

del vespro. Ma le umane

trite cose? La mano

di quell'uomo al lavoro

su la spiaggia lontana

che già s'abbuia ...

Umana tenerezza nel coro.

------

Ritornava il borghese alla sua casa

pel mezzogiorno. In riva al fiume amico

un ragazzo operaio sue guerriere

voglie sfogava nel lanciare all'acque

sassi veloci. Ora al borghese piacque

nel sole il giuoco. E a lui disse parole

di cauta simpatia. Ma s'accigliò l'operaio

non uso a confidenze. Insistere dovette con

[suoi modi

amorosi il borghese a fare il chiaro.

Quando in fine appari dietro l’ altera

θηζαβιέκμ όθμ από ήθζμ, ημ ηζένηζ εκόξ αβμνζμύ.

------

Σπμθκάς από ηδ δμοθεζά βειάημξ

λενέξ θέλεζξ. Σηδκ ελώπμνηα όιςξ

έααθακ μζ εεμί βζα δζηή ιμο εοπανίζηδζδ

έκα αβόνζ πμο παίγεζ ιε ηδκ πθήλδ.

------

Τμ εαιπό πθήεμξ βονίγεζ

βύνς από ηδ ιμοζζηή. Ηηακμπμζδιέκμ

δεκ λένεζξ από ηζ. Μία μιμνθζά ιόκμ…

Αεέαηδ ζε όθμοξ ηαζ πενζζζόηενμ ζ ημκ εαοηό ηδξ.

------

Ακ ηαζ είκαζ βοικά από θύθθα ηα δέκηνα ηαζ μ Γεκάνδξ

ιόθζξ ανπίγεζ, ηάης από ημκ ήθζμ ςζηόζμ θάιπεζ,

επάκς ζημ παθίηζ ημο πάνημο, ένδιμο ηώνα,

εηεί πμο έθηοζε ημ αβόνζ όηακ πέναζε

ηνέπμκηαξ, ζπνςβιέκμ ίζςξ από ημκ ιαηνζκό

Απνίθδ…

------

Πύνβμξ

Με παίνκμοκ ιαηνζά

από ημκ ηόζιμ μζ ηαιπάκεξ

ημο εζπενζκμύ. Αθθά ηα ηεηνζιιέκα

ηςκ ακενώπςκ; Τμ πένζ

εηείκμο ημο ακενώπμο πμο ενβάγεηαζ

ζηδ ιαηνζκή παναθία

ηδκ ώνα πμο ζημηεζκζάγεζ…

Ακενώπζκδ ηνοθενόηδηα ζημ Γνέβμ.

------

Δπέζηνεθε μ αζηόξ ζημ ζπίηζ ημο

βζα ιεζδιένζ. Σηδκ όπεδ ημο θζθζημύ πμηαιμύ

έκαξ κεανόξ ενβάηδξ λέζπαβε

ημ πμθειζηό ημο ιέκμξ πεηώκηαξ ζημ κενό

ιε δύκαιδ πέηνεξ. Σημκ αζηό άνεζε

ημ παζπκίδζ ζημκ ήθζμ. Καζ είπε ζημ κεανό

πνμζεπηζηά θέλεζξ ζοιπάεεζαξ. Ο ενβάηδξ όιςξ,

αζοκήεζζημξ ζηζξ μζηεζόηδηεξ, ζοκμθνοώεδηε.

Φνεζάζηδηε κα επζιείκεζ ιε ημκ αβαπδζζάνζημ

ηνόπμ ημο μ αζηόξ, βζα κα λεηαεανίζμοκ ηα πνάβιαηα.

Τόηε ηεθζηά πίζς από ηδκ αβένςπδ έηθναζδ

Page 10: ΣΑΝΤΡΟ ΠΕΝΑ   Επιλογή από τα Ποιήματα

10

espressione una luce limpidissima –

ma quanto limpida.

Tornò il borghese

alla sua casa con la nuova luce.

------

Dal portiere non c'era nessuno.

C'era la luce sui poveri letti

disfatti. E sopra un tavolaccio

dormiva un ragazzaccio

bellissimo.

Usci dalle sue braccia annuvolate,

esitando, un gattino.

------

Eccoli gli operai sul prato verde

a mangiare: non sono forse belli?

Corrono le automobili d'intorno,

passan le genti piene di giornali.

Ma gli operai non sono forse belli?

------

Anche se il vento copre

la primavera, il popolo

canta alla notte.

L'ascolto io dal mio letto. Lascio

« La vita di Gesù ». Ardo a quel canto.

------

Ero per la città

Ero per la città, fra le viuzze

dell'amato sobborgo. E m'imbattevo

in cari visi sconosciuti... E poi,

nella portineria dov'ero andato

a cercare una camera, ho trovato...

Ho trovato una cosa gentile.

La madre mi parlava dell'affitto.

Ηo ero ad altra riva. Il mio alloggio

era ormai in paradiso. Il paradiso

altissimo e confuso, che ci porta

a bere la cicuta...

Ma torniamo

alla portineria, a quei sinceri

modi dell'una, a quel vivo rossore...

Ma supremo fra tutto era l'odore

ειθακίζηδηε έκα πεκηαηάεανμ θςξ –

ια πμθύ ηαεανό.

Καζ μ αζηόξ επέζηνερε

ζπίηζ ημο ιε ημ πνώημ θςξ ηδξ ιέναξ.

------

Σημο εονςνμύ δεκ ήηακ ηακείξ.

Φςξ επάκς από ηα άζηνςηα, άεθζα ηνεαάηζα.

Κζ επάκς ζ’ έκα παθζμηνάπεγμ

ημζιόηακ έκα παθζόπαζδμ

πακέιμνθμ.

Μέζα από ηδ ζηοενςπή αβηαθζά ημο,

αβήηε, δεζθά δεζθά, έκα βαηάηζ.

------

Να μζ ενβάηεξ πμο ηνώκε επάκς

ζημ πνάζζκμ βναζίδζ: όιμνθμζ δεκ είκαζ;

Γύνς ηνέπμοκ η’ αοημηίκδηα,

πενκμύκ μζ πεναζηζημί θμνηςιέκμζ εθδιενίδεξ.

Οζ ενβάηεξ όιςξ, δεκ είκαζ όιμνθμζ;

------

Ακ ηαζ μ άκειμξ ζηεπάγεζ

ηδκ άκμζλδ, μ ημζιάηδξ

ηναβμοδά ηδ κύπηα.

Τμκ αημύς εβώ από ημ ηνεαάηζ ιμο. Παναηάς

ηδ «Εςή ημο Ηδζμύ». Φθέβμιαζ από ‘ηείκμ ημ ηναβμύδζ.

------

Πενζδζάααγα ζηδκ πόθδ

Πενζδζάααγα ζηδκ πόθδ, ακάιεζα ζηα δνμιάηζα

ηδξ αβαπδιέκδξ ζοκμζηίαξ. Κζ έπεθηα επάκς

ζε αβαπδιέκα, άβκςζηα πνόζςπα… Κζ έπεζηα,

ζημ εονςνείμ πμο πήβα

ράπκμκηαξ έκα δςιάηζμ, ανήηα…

Βνήηα ηάηζ εοβεκζηό.

Ζ ιδηένα ιμύ ιζθμύζε βζα ημ κμίηζ

Δβώ ανζζηόιμοκ ζηδκ άθθδ όπεδ. Τμ ηαηάθοιά ιμο

ανζζηόηακ ηζόθαξ ζημκ πανάδεζζμ. Σημκ πανάδεζζμ

πμο είκαζ εμθόξ ηαζ ανίζηεηαζ πμθύ ρδθά, ηαζ ιαξ δίκεζ

κα πζμύιε ημ ηώκεζμ…

Αξ επζζηνέρμοιε όιςξ

ζημ εονςνείμ, ζηδκ εζθζηνίκεζα ηδξ εονςνμύ,

ζ’ εηείκμ ημ έκημκμ ημηηζκάδζ ηδξ κηνμπήξ ημο άθθμο…

Πάκς απ’ όθα όιςξ ήηακ δ ιονςδζά

Page 11: ΣΑΝΤΡΟ ΠΕΝΑ   Επιλογή από τα Ποιήματα

11

casto e gentile della povertà.

------

Sotto il sole vivace e rumorosa

fu la gara. Rimane solo il campo.

E si prepara ad ascoltare il fiume

[ nascosto

come il lento ragazzo si allontana

ultimo, ancora non vestito bene.

------

Se mezzanotte viene, ancora gli uomini

sono attaccati al bicchiere e all'amico.

Ma richiamato ai sogni di domani

con lenta grazia già ripiega un volto

adolescente.

------

Lungo il vecchio sobborgo

non vive malinconia.

Vivon gli stracci una vita gentile

indorati dal sole. E così sia.

------

Era il settembre. Riandava la gente

rumorosa alle strade. Il sole amava

il vino e l'operaio. I canti ardevano

fino alla notte fonda.

Ma restava

attonito un fanciullo, ormai legato

- sotto il caldo fogliame di una sera -

al ridere innocente di un amico...

------

La veneta piazzetta,

antica e mesta, accoglie

odor di mare. E voli

di colombi. Ma resta

nella memoria - e incanta

di sé la luce - il volo

del giovane ciclista

vòlto all'amico: un soffio

melodico: « Vai solo? »

------

ηδξ αβκόηδηαξ ηαζ ηδξ εοβέκεζαξ, πμο ζημνπμύζε

[δ θηώπζα.

------

Κάης από ημκ ήθζμ γςδνή ηαζ όθμ θαζανία

ήηακ δ πάθδ. Απμιέκεζ ιόκμ ημ μζηόπεδμ.

Κζ εημζιάγεηαζ κ’ αημύζεζ ημ ηνοιιέκμ πμηάιζ

ηαεώξ ημ ηεθεοηαίμ αβόνζ κςπεθζηά απμιαηνύκεηαζ,

ιζζμκηοιέκμ αηόιδ.

------

ηακ ένεεζ ημ ιεζμκύπηζ, μζ άκηνεξ εα είκαζ αηόιδ

ζοκηνμθζά ιε ημ πμηήνζ ηαζ ημκ θίθμ.

Αθθά ζημ ηάθεζια ηςκ αονζακώκ μκείνςκ

ιε κςπεθζηή πάνδ έπεζ ηζόθαξ βύνεζ

ημ πνόζςπμ εκόξ εθήαμο

------

Σηo παθζό πνμάζηζμ

δε γεζ δ ιεθαβπμθία.

Δηεί γμοκ ηα ημονέθζα, πνοζςιέκα από ημκ ήθζμ,

ιζα γςή εοβεκζηή. Καζ ιαηάνζ κα’ καζ έηζζ.

------

Ήηακ Σεπηέιανδξ. Σημοξ δνόιμοξ δ αμοή ημο ηόζιμο.

Τμο ήθζμο ημο άνεζακ

ημ ηναζί ηαζ μ ενβάηδξ. Τα ηναβμύδζα ηόνςκακ

ιέπνζ ανβά ηδ κύπηα.

Έκα αβόνζ όιςξ

ζηεηόηακ ζαζηζζιέκμ, δειέκμ πζα

- ηάης από ηδ γεζηή θοθθςζζά εκόξ αναδζκμύ –

ιε ημ αεώμ βέθζμ εκόξ θίθμο…

------

Ζ αεκεηζζάκζηδ πθαηεζμύθα,

παθζά ηαζ ιεθαβπμθζηή, ιαγεύεζ

εαθαζζζκή ιονςδζά. Καζ ημ πέηαβια

ηςκ πενζζηενζώκ. Μέκεζ όιςξ

ζηδ εύιδζδ – ηαζ ηάκεζ ημ θςξ

κα ιμζάγεζ ιε ιαβεία – ημ πέηαβια

ημο κεανμύ πμδδθάηδ

πμο ζηνέθεζ πνμξ ημ θίθμ: ιία ιεθςδζηή

πκμή: «Δίζαζ ιόκμξ;»

------

Page 12: ΣΑΝΤΡΟ ΠΕΝΑ   Επιλογή από τα Ποιήματα

12

Io vivere vorrei addormentato

entro il dolce rumore della vita.

------

Quando la luce piange sulle strade

vorrei in silenzio un fanciullo abbracciare.

------

Non rivedrò il paese ove la sera

cala alla lenta nebbia l'angelo del lavoro.

La luce rivedrò, la luce d'oro

ove brilla il fanciullo. E nella sera

brillan, sognando, le sue gote accese.

------

Un bicchiere di latte ed una piazza

col monumento. Un bicchiere di latte

dalle tue dolci sporche nuove mani.

------

Leggera piomba sul bene e sul male

la loro dolce fretta di godere.

------

Se appare il mio ragazzo all'osteria

uomini a lui sorridono sorpresi,

da una luce. Ma torna la partita

subito dopo. Incerto e solo resta

fra le sue grosse mani il mio fanciullo.

------

Ribrillava una strada, alta sul buio

della campagna, nel notturno

vento di tramontana. Mi fermavo

sorpreso dalla nuova voce, antica

voce felice che diceva: «Adesso

ecco il primo passante, ecco il più bello.»

------

Ride su me la primavera. Tornano

le rondini, si sa. Volano via

via le parole degli amici stolti.

Ritornano, per me, ora le antiche

parole dell'amore. In te, fanciullo,

splendono. Giuocano nei tuoi passi

Να γς εα’ εεθα απμημζιζζιέκμξ

ιεξ ζημκ δδμκζηό εόνοαμ ηδξ γςήξ.

------

ηακ ημ θςξ ηθαίεζ ζημοξ δνόιμοξ

εα ήεεθα ιεξ ζηδ ζζβαθζά κ’ αβηαθζάζς έκα αβόνζ.

------

Γεκ εα λακαδώ ημκ ηόπμ εηείκμ όπμο ημ ανάδο

ηαηεαάγεζ ιεξ ζηδκ ανβόζονηδ μιίπθδ ημκ άββεθμ ηδξ

[ ενβαζίαξ.

Τμ θςξ εα λακαδώ, ημ πνοζαθέκζμ θςξ

όπμο θάιπεζ ημ αβόνζ. Καζ ιεξ ημ απόαναδμ

θάιπμοκ, μκεζνειέκα, ηα λακαιιέκα ημο ιάβμοθα.

------

Έκα πμηήνζ βάθα ηαζ ιζα πθαηεία

ιε έκα ικδιείμ. Έκα πμηήνζ βάθα

από ηα βθοηά ανώιζηα κεακζηά ζμο πένζα.

------

Δθαθνζά πέθηεζ πάκς ζημ ηαθό ηαζ ζημ ηαηό

δ βθοηζά ημοξ αζάζδ βζα δδμκή.

------

Σακ ιπεζ ημ αβόνζ ιμο ζημκ ηαθεκέ

άκηνεξ ημο παιμβεθμύκ λαθκζαζιέκμζ

από έκα θςξ. Ξακανπίγεζ όιςξ ημ παζπκίδζ

αιέζςξ. Γζζηαπηζηό ηαζ ιόκμ απμιέκεζ

ακάιεζα ζηζξ ιεβάθεξ ημο παθάιεξ ημ αβόνζ ιμο.

------

Φεββμαμθμύζε έκαξ δνόιμξ, ρδθά ιεξ ζημ ζημηάδζ

ηδξ ελμπήξ, ηάης από ημ κοπηενζκό

άκειμ ηδξ ηναιμοκηάκαξ. Σηαιάηδζα

λαθκζαζιέκμξ από ιία κεακζηή θςκή, βκώνζιδ,

πανμύιεκδ θςκή πμο έθεβε: «Νάημξ ηώνα

μ πνώημξ δζααάηδξ, κα μ πζμ όιμνθμξ.»

------

Μμο βεθάεζ δ άκμζλδ. Δπζζηνέθμοκ,

ςξ βκςζηό, ηα πεθζδόκζα. Πεημύκ ιαηνζά

ιαηνζά ηα θόβζα ηςκ άιοαθςκ θίθςκ.

Δπζζηνέθμοκ, βζα ιέκα, ηα αθθμηζκά

θόβζα αβάπδξ. Μέζα ζμο, αβόνζ,

θάιπμοκ. Παίγμοκ ιε η’ ααέααζα

Page 13: ΣΑΝΤΡΟ ΠΕΝΑ   Επιλογή από τα Ποιήματα

13

incerti. Ma certa in me cammina

solitaria e tranquilla la felicità.

------

Deserto è il fiume. E tu lo sai che basta

ora con le solari prodezze di ieri.

Bacio nelle tue ascelle, umidi, fieri,

gli odori di un'estate che si guasta.

------

Già fiammeggia il cocomero. La sera

cade più densa ormai. E tu ritorni

un poco malinconico al mio ardore.

------

Quando su la città, beata, antica,

il dolce e rumoroso crepuscolo cantava,

i lenti carrozzoni portavano lontano

le sudice divise dei giovani operai.

A tutti sconosciuto (e quanto poi, a se

[stesso!)

fra le odorose e sudice divise amava andare

- alla dolce deriva delle periferie -

un angelo. (E credete: non quello che oggi

[scrive).

------

Non era la città dove la sera

ebbro cantavo fra le sparse luci

sopra la dolce umidità del fiume.

Adesso un biondo sole sulla nera

bottega di mio padre par che bruci

la nostra assenza. E non ritrovo il fiume.

------

La sera

Indi restammo in pochi - senza donne

nella campagna. Il freddo era cessato.

Ci guardanuno in silenzio. Germinava

la terra. E il mio ragazzo ricordò: « L'altra

[ stagione

ho guardato una donna - e tu dicevi:

"Chi ha sete nel sole

lasci la bicicletta

e aspetti la luna. »

------

αήιαηά ζμο. Μέζα ιμο όιςξ ζηαεενά ααδίγεζ

ιμκαπζηή ηαζ ήνειδ δ εοηοπία.

------

Ένδιμ είκαζ ημ πμηάιζ. Κζ εζύ ημ λένεζξ πςξ θηάκμοκ

πζα μζ πεεζζκέξ παθθδηανζέξ ηάης από ημκ ήθζμ.

Φζθώ ιεξ ζηζξ ιαζπάθεξ ζμο, οβνέξ, αβένςπεξ,

ηζξ ιονςδζέξ εκόξ ηαθμηαζνζμύ πμο θοθθμνμεί.

------

Φθέβεηαζ ήδδ ημ ηανπμύγζ. Τμ ανάδο

πέθηεζ πζμ ζημηεζκό ηώνα πζα. Κζ εζύ επζζηνέθεζξ

θίβμ ιεθαβπμθζηόξ ζηδ θθόβα πμο ιε ηαίεζ.

------

ηακ επάκς ζηδκ ιαηάνζα, παθζά πόθδ

ημ βθοηό ηαζ βειάημ εμνύαμοξ δεζθζκό ηναβμοδμύζε,

ηα ανβμηίκδηα ηαιζόκζα ημοααθμύζακ ιαηνζά

ηζξ ανώιζηεξ ζημθέξ ηςκ κεανώκ ενβαηώκ.

Άβκςζημξ ζε όθμοξ (αθθά ηαζ ζημκ εαοηό ημο!),

ακάιεζα ζηζξ ιμζπμιύνζζηεξ ηαζ ανώιζηεξ ζημθέξ,

έκαξ άββεθμξ αβαπμύζε κα πδβαίκεζ

ζημ δδμκζηό λεπθάκεια ηςκ πνμαζηίςκ

(Καζ πζζηέρηε πςξ δεκ πνόηεζηαζ βζ’ αοηόκ πμο ζαξ

[ βνάθεζ ζήιενα.)

------

Γεκ ήηακ δ πόθδ όπμο ημ ανάδο

ιεεοζιέκμξ ηναβμοδμύζα ακάιεζα ζηα ζηόνπζα θώηα

πάκς από ηδκ δδμκζηή οβναζία ημο πμηαιμύ.

Τώνα έκαξ λακεόξ ήθζμξ επάκς από ημ ζημηεζκό

ιαβαγί ημο παηένα ιμο ιμζάγεζ κα πονπμθεί

ηδκ απμοζία ιαξ. Καζ δεκ λακαανίζης ημ πμηάιζ.

------

Τμ ανάδο

Καηόπζκ ιείκαιε θίβμζ – πςνίξ βοκαίηεξ

ζηδκ ελμπή. Έπαρε κα ηάκεζ ηνύμ.

Κμζηαπηήηαιε ζζςπδθμί. Πναζίκζγε

δ βδ. Καζ ημ αβόνζ ιμο εοιήεδηε: «Πένοζζ

ημίηαλα ιζα βοκαίηα – ηζ εζύ είπεξ:

«πμζμξ δζράεζ ζημκ ήθζμ

αξ αθήζεζ ημ πμδήθαημ

ηαζ αξ πενζιέκεζ ημ θεββάνζ.»

------

Page 14: ΣΑΝΤΡΟ ΠΕΝΑ   Επιλογή από τα Ποιήματα

14

Un monotono vento di veicoli

ci sradicò dalla strada maestra.

Ci trovammo sull'erba. E fu la mesta

luce di quel crepuscolo un pericolo

gaio: la docile figura del lattaio.

------

Indi salito in alto riposavo

in silenzio. Intorno a me passava

e ripassava una lenta figura.

Una nuova figura che portava

-intenta a un suo lavoro - quasi un chiaro

saluto e dell'acqua che brillava.

------

Ma se ognuno dormiva il treno e io,

demoni affettuosi alla deriva,

vegliavamo su lui. L'alba richiama

gli angeli sonnacchiosi. Basse e lente

cavalcate di nebbie: la pianura

etrusca. Con un piglio leggero la sua

guancia

ricerca ora una luce e vi si accosta.

Si fila verso il giorno se la terra

appare lentamente. Ed egli parla... o numi,

egli viene quaggiù per lavorare.

------

Non ami le pareti della tua

stanza. Hai negli occhi i papaveri rossi

in fuga. Il sorriso del giovane

acrobata. Il trionfo

di lui, o della tua

vita quando torna primavera.

------

Languiva la stagione pigramente

al di là dei tuoi vetri, mio barbiere.

Ma un calmo biondo sole occidentale

versavano i tuoi occhi nel mio viso.

Le mute interminabili dolcezze

delle tue dita entro quel chiuso aprile.

------

Con un rapido vezzo hai liberato

la fronte dal ciuffetto. Fieramente

hai dato fuoco alla tua sigaretta.

Έκαξ ιμκόημκμξ άκειμξ μπδιάηςκ

ιαξ πέηαλε έλς από ηδ θεςθόνμ.

Βνεεήηαιε επάκς ζηδ πθόδ. Καζ ημ ιεθαβπμθζηό

θςξ εηείκμο ημο δεζθζκμύ ήηακ έκαξ εοπάνζζημξ

ηίκδοκμξ: δ πνάα ιμνθή ημο βαθαηά.

------

Καηόπζκ ακέαδηα ρδθά ηαζ ακαπαοόιμοκ

ζζςπδθά. Τνζβύνς ιμο πενκμύζε

ηαζ λακαπενκμύζε ανβά ιζα θζβμύνα.

Μία κέα θζβμύνα πμο ιεηέθενε

- αθμζζςιέκδ ζηδ δμοθεζά ηδξ- ζπεδόκ έκα ζαθή

παζνεηζζιό ηαζ κενό πμο θαιπμημπμύζε.

------

θμζ ιπμνεί κα ημζιόκηακ, ημ ηνέκμ όιςξ ηζ εβώ,

ζημνβζημί δαίιμκεξ αηοαένκδημζ,

λαβνοπκμύζαιε επάκς ημο. Ζ αοβή λακαηαθεί

ημοξ κοζηαβιέκμοξ αββέθμοξ. Φαιδθή ηαζ ανβμηίκδηδ

ιαξ πενζαάθθεζ δ μιίπθδ: δ εηνμοζηζηή πεδζάδα.

Απαθά ημ ιάβμοθό ημο

ράπκεζ ηώνα ημ θςξ ηαζ ημ πθδζζάγεζ.

Γθζζηνάιε πνμξ ημ θςξ ηδξ διέναξ, αθμύ δ βδ

ηάκεζ ανβά ηδκ ειθάκζζή ηδξ. Κζ εηείκμξ ιζθά…

ς εεμί, ηαηέαδηε εδώ ηάης βζα κα δμοθέρεζ.

------

Γεκ ζμο ανέζμοκ μζ ημίπμζ ημο δςιαηίμο ζμο.

Έπεζξ ζηα ιάηζα ηόηηζκεξ παπανμύκεξ

πμο δναπεηεύμοκ. Τμ παιόβεθμ ημο κεανμύ

αηνμαάηδ. Τμ ενίαιαμ

εηείκμο, ή ηδξ δζηήξ ζμο

γςήξ όηακ επζζηνέθεζ δ άκμζλδ.

------

Έζαδκε κςπεθζηά δ ιένα

πένα από ηδ αζηνίκα ζμο, ιπανιπένδ ιμο.

ιςξ έκακ ήνειμ λακεό απμβεοιαηζκό ήθζμ

ένζπκακ ηα ιάηζα ζμο ζημ πνόζςπό ιμο.

Σζςπδθή αηέθεζςηδ βθύηα ηα δάπηοθά ζμο

ιέζα ζ’ εηείκμ ημκ Απνίθδ ημο ημονείμο ζμο.

------

Απόημια ηαζ ιε πάνδ εθεοεένςζεξ

ημ ιέηςπό ζμο απ’ ημ ηζμοθμύθζ. Αβένςπα

έδςζεξ θςηζά ζημ ηζζβάνμ ζμο.

Page 15: ΣΑΝΤΡΟ ΠΕΝΑ   Επιλογή από τα Ποιήματα

15

Ma ricade il ciuffetto. E la stagione

indugia, e ride assai languidamente.

------

Vidi arrossire un giorno in un giardino

fanciulli. E le fanciulle più sicure

di sé già sorridevano alla vita.

------

Viene l'alba d'estate. Oh prima luce

sul letto del fratello. Nel silenzio

la ferma confusione: panni e sesso.

Quando viene l'estate lascia questo

malinconico ardore. Nel silenzio

raggiungi il mare placido di luce.

------

Il cielo è vuoto. Ma negli occhi neri

di quel fanciullo io pregherò il mio dio.

Ma il mio dio se ne va in bicicletta

o bagna il muro con disinvoltura.

------

Il mio fanciullo ha le piume leggere.

Ha la voce sì viva e gentile.

Ha negli occhi le mie primavere perdute.

In lui ricerco amor non vile.

Così ritorna il cuore alle sue piene.

Così l'amore insegna cose vere.

Perdonino gli dèi se non conviene

il sentenziare su piume leggere.

------

La mano casta e odorosa di ferro

baciavo... E poi dall'officina un grido

lungo veniva a rapirmi la mano.

------

Mentre noi siamo qui, fra consuete

cose sepolti, -

è sul mondo la luna

e bagna il canto ai contadini. Quete

ascoltano le siepi.

Il fondo ascolto

della mia vita a quel lume di luna.

------

ιςξ λακαπέθηεζ ημ ηζμοθμύθζ. Κζ μ πνόκμξ ανβμπμνεί,

ηαζ βεθάεζ θαββειέκμξ.

------

Δίδα ιζα ιένα ζ’ έκακ ηήπμ κα ημηηζκίγμοκ από κηνμπή

ηάηζ αβόνζα. Καζ ηα ημνίηζζα πζμ ζίβμονα

βζα ημκ εαοηό ημοξ παιμβεθμύζακ ήδδ ζηδ γςή.

------

Ξεπνμαάθθεζ δ ηαθμηαζνζάηζηδ αοβή. Ψ πνώημ θςξ

επάκς ζημ ηνεαάηζ ημο αδεθθμύ. Μέζα ζηδ ζζςπή

ημ επίιμκμ ιπένδεια: αζπνόνμοπα ηαζ ζελ.

Σακ ένπεηαζ ημ ηαθμηαίνζ αθήκεζ αοηή

ηδ ιεθαβπμθζηή θαπηάνα. Μέζα ζηδ ζζςπή

πθδζζάγεζξ ηδκ ήνειδ εάθαζζα από θςξ.

------

Ο μονακόξ είκαζ άδεζμξ. Αθθά ιέζα ζηα ιαύνα ιάηζα

εηείκμο ημο αβμνζμύ εα πνμζεοπδεώ ζημ εεό ιμο.

Αθθά μ εεόξ ιμο θεύβεζ ιε ημ πμδήθαημ

ή ανέπεζ ημκ ημίπμ αδζάκηνμπα.

------

Τμ αβόνζ ιμο έπεζ θηενά εθαθνζά.

Ζ θςκή ημο είκαζ γςδνή ηαζ όθμ πάνδ.

Έπεζ ζηα ιάηζα ημο ηζξ παιέκεξ ιμο άκμζλεξ.

Σ’ αοηόκ ράπκς έκακ ένςηα πμο δε εα’ καζ ποδαίμξ.

Έηζζ λακαπθδιιονίγεζ δ ηανδζά.

Έηζζ μ ένςηαξ δζδάζηεζ αθδεζκά πνάβιαηα.

Κζ αξ ιμο ζοβπςνήζμοκ μζ εεμί ημ άημπμ

ηςκ ηνίζεςκ ιε αθμνιή ηα εθαθνζά θηενά.

------

Τμ ζεικό πένζ πμο ιύνζγε ζίδενμ

θζθμύζα… Κζ ύζηενα απ’ ημ ζοκενβείμ ιζα θςκή

ιαηνόζονηδ ήνεε κα ιμο ανπάλεζ ημ πένζ.

------

Δκώ είιαζηε εδώ, ακάιεζα ζε ζοκδεζζιέκα

πνάβιαηα εαιιέκα, -

επάκς ζημκ ηόζιμ ανίζηεηαζ ημ θεββάνζ

ηαζ θμύγεζ ημ ηναβμύδζ ηςκ πςνζηώκ. Ήζοπεξ

αημύκε μζ αζιαζζέξ.

Τμ αάεμξ αημύς

ηδξ γςήξ ιμο ζ’ εηείκμ ημ θςξ ημο θεββανζμύ.

------

Page 16: ΣΑΝΤΡΟ ΠΕΝΑ   Επιλογή από τα Ποιήματα

16

Le porte del mondo non sanno

che fuori la pioggia le cerca.

Le cerca. Le cerca. Paziente

si perde, ritorna. La luce

non sa della pioggia. La pioggia

non sa della luce. Le porte,

le porte del mondo son chiuse:

serrate alla pioggia,

serrate alla luce.

------

I pini solitari lungo il mare

desolato non sanno del mio amore.

Li sveglia il vento, la pioggia

dolce li bacia, il tuono

lontano li addormenta.

Ma i pini solitari non sapranno

mai del mio amore, mai della mia gioia.

Amore della terra, colma gioia

incompresa. Oh dove porti

lontano! Un giorno

i pini solitari non vedranno

- la pioggia li lecca, il sole li addormenta -

coll'amore danzare la mia morte.

------

La mia vita è monotona, se arde

un calmo sole alle persiane verdi.

Si fa docile sguardo, calmo amore

anonimo, poesia di quattro versi.

------

Un fanciullo correva dietro un treno.

La vita - mi gridava - è senza freno.

Salutavo, ridendo, con la mano

e calmo trasalivo, indi lontano.

------

Anonime stazioni, a un calmo treno

riemergeva il mio corpo addormentato.

E il mondo lieto s'incrociava all'angolo

dei miei calzoni di fresco soldato.

------

Fischiava alla sua porta o nel mio cuore

Οζ εύνεξ ημο ηόζιμο δεκ λένμοκ

όηζ έλς ηζξ ράπκεζ δ ανμπή.

Τζξ ράπκεζ. Τζξ ράπκεζ. Υπμιμκεηζηή

πάκεηαζ, λακαβονίγεζ. Τμ θςξ

δε βκςνίγεζ ηδ ανμπή. Ζ ανμπή

δε βκςνίγεζ ημ θςξ. Οζ εύνεξ,

μζ εύνεξ ημο ηόζιμο είκαζ ηθεζζηέξ:

ηθεζζηέξ ζηδ ανμπή,

ηθεζζηέξ ζημ θςξ.

------

Τα ιμκαπζηά πεύηα ζηδκ ένδιδ

αηνμεαθαζζζά δεκ βκςνίγμοκ ημκ ένςηά ιμο.

Τα λοπκάεζ μ άκειμξ, δ βθοηζά

ανμπή ηα θζθά, δ ιαηνζκή

ανμκηή η’ απμημζιίγεζ.

Αθθά ηα ιμκαπζηά πεύηα δεκ εα ιάεμοκ

πμηέ βζα ημκ ένςηά ιμο, πμηέ βζα ηδ πανά ιμο.

Ένςηα ηδξ βδξ, λέπεζθδ πανά

αηαηακόδηδ. Ψ πόζμ ιαξ παξ

ιαηνζά! Κάπμζα ιένα

ηα ιμκαπζηά πεύηα δεκ εα δμύκε

- δ ανμπή ηα βθύθεζ, μ ήθζμξ η’ απμημζιίγεζ –

ιε ημκ ένςηα κα πμνεύεζ μ εάκαηόξ ιμο.

------

Ζ γςή ιμο είκαζ ιμκόημκδ, όηακ ηαίεζ

έκαξ ήνειμξ ήθζμξ ζηζξ πνάζζκεξ βνίθζεξ.

Γίκεηαζ πνάμ αθέιια, ήνειδ αβάπδ

ακώκοιδ, πμίδζδ ηεζζάνςκ ζηίπςκ.

------

Έκα αβόνζ έηνεπε πίζς από έκα ηνέκμ.

Ζ γςή – ιμο θώκαγε – είκαζ δίπςξ θνέκμ.

Φαζνεημύζα, βεθώκηαξ, ιε ημ πένζ

ηαζ ήνειμξ ακαζηζνημύζα, από εηεί ιαηνζά.

------

Ακώκοιμζ ζηαειμί, ιέζα ζ’ έκα ήζοπμ ηνέκμ

ακαδοόηακ ημ ημζιζζιέκμ ιμο ημνιί.

Κζ μ ηόζιμξ πανμύιεκμξ δζαζηαονςκόηακ ζηδ βςκζά

ημο πακηεθμκζμύ ιμο, πακηεθμκζμύ κεμζύθθεηημο.

------

Σθύνζγε ιπνμξ ζηδκ πόνηα ημο ή ιήπςξ ζηδκ ηανδζά ιμο

Page 17: ΣΑΝΤΡΟ ΠΕΝΑ   Επιλογή από τα Ποιήματα

17

voleva nella notte egli rientrare

il tenero padrone senza chiave?

------

Passano i buoi pesanti con l'aratro

nella gran luce. Chiudimi in un bacio.

------

L'insonnia delle rondini. L'amico

quieto a salutarmi alla stazione.

------

E' dolce piangere quando il cielo è sereno

e brillano le acque nei cantieri

della disperazione giovanile.

------

Qualcuno era venuto a turbare il vostro

[cuore

liberi spettatori senza nome

assorti e indifferenti nella noia,

nella gioia per voi della stagione.

Qualcuno era venuto a invecchiare il vostro

[cuore

liberi adolescenti senza amore

assorti e indifferenti nella gioia,

nella noia per voi del suo peccato.

Qualcuno era venuto e poi se n'era andato

lasciandovi nei cesti, come frutti al mercato.

------

Amavo ogni cosa nel mondo. E non avevo

che il mio bianco taccuino sotto il sole.

------

Ero solo nel mondo, o il mondo aveva

un segreto per me? Di primavera

mi svegliavo a un monotono accordo

e il canto di un amore mi pareva.

Il canto di un amore che premeva

con gli occhi di quel cielo puro e fermo.

------

ήεεθε κοπηζάηζηα κα λακαιπεί

μ ηνοθενόξ αθέκηδξ δίπςξ ηθεζδζά;

------

Πενκμύκ ηα αανζά αόδζα ιε ημ άνμηνμ

ιεξ ζημ έκημκμ θςξ. Κθείζε ιε ζ’ έκα θζθί.

------

Ζ αβνύπκζα ηςκ πεθζδμκζώκ. Ο θίθμξ

κα ιε παζνεηά βαθήκζμξ ζημ ζηαειό.

------

Δίκαζ δδμκζηό κα ηθαζξ όηακ μ μονακόξ είκαζ αίενζμξ

ηαζ θάιπμοκ ηα κενά ζηα καοπδβεία

ηδξ κεακζηήξ απεθπζζίαξ.

------

Κάπμζμξ είπε ένεεζ κα ηανάλεζ ηδκ ηανδζά ζαξ

εθεύεενμζ ακώκοιμζ εεαηέξ,

απμννμθδιέκμζ ηαζ αδζάθμνμζ ιέζα ζηδκ πθήλδ,

ιέζα ζηδ πανά ζαξ ηδξ επμπήξ.

Κάπμζμξ είπε ένεεζ βζα κα ηάκεζ ηδκ ηανδζά ζαξ κα

[ βενάζεζ

εθεύεενμζ έθδαμζ πςνίξ αβάπδ

απμννμθδιέκμζ ηαζ αδζάθμνμζ ιέζα ζηδ πανά,

ιέζα ζηδκ πθήλδ ζαξ βζα ηδκ αιανηία ημο.

Κάπμζμξ είπε ένεεζ ηζ έπεζηα έθοβε

αθήκμκηάξ ζαξ ιέζα ζηα ηαθάεζα, ζακ θνμύηα ζηδκ

[αβμνά.

------

Αβαπμύζα ηάεε πνάβια ζημκ ηόζιμ. Καζ δεκ είπα

πανά ιόκμ ημ θεοηό ιμο ζδιεζςιαηάνζμ ηάης από ημκ

[ ήθζμ.

------

Ήιμοκ ιόκμξ ζημκ ηόζιμ, ή μ ηόζιμξ θύθαβε

ηάπμζμ ιοζηζηό βζα ιέκα; Τδκ άκμζλδ

λοπκμύζα από έκα ιμκόημκμ αηόνκημ

ηαζ ιμο θαζκόηακ κα’ καζ ημ ηναβμύδζ ηάπμζαξ αβάπδξ.

Τμ ηναβμύδζ ηάπμζαξ αβάπδξ πμο επέιεκε

ιε ηα ιάηζα εηείκμο ημο ηαεανμύ ηαζ ζηάζζιμο μονακμύ.

------

Page 18: ΣΑΝΤΡΟ ΠΕΝΑ   Επιλογή από τα Ποιήματα

18

Sedere a una tavola ignota.

Dormire in un letto non mio.

Sentire la piazza già vuota

gonfiarsi in un tenero addio.

------

Era la mia città, la città vuota

all'alba, piena di un mio desiderio.

Ma il mio canto d'amore, il mio più vero

era per gli altri una canzone ignota.

------

Di primavera, se un piccolo amore

grandeggiava nell'animo, diceva:

io durerò lontano come il sole,

sarò nascosto come le viole.

Ma nell'inverno calmo, al fuoco lieto

l'amore impiccioliva, un suo divieto

inutile pareva e già lontano.

L'amore era con me nella mia mano.

------

L'estate se ne andò senza rumore.

Nubi leggere ad una ad una il cuore

gremirono di segni senza nome.

La luna trascorreva ansiosa e onesta.

Lunga distesa sovra un muro nella

canicola dormiva un'altra età.

Nella mano stringeva il suo più caro

oggetto. Non per pudore ché non ha pudore

il sonno, e il sogno è solo anche in città.

------

Felice è stata oggi la mia casa.

Cani giovani e belli l'hanno invasa.

Ogni cosa hanno messo a soqquadro

di loro a me lasciando il più bel quadro.

------

Uscì dal verde inaspettato, ancora

un poco nudo, e subito sparì.

Restò nel caldo di quell'ora un caldo

odore, alcune mosche, - e io con loro.

------

Να ηάεμιαζ ζ’ έκα άβκςζημ ηναπέγζ.

Να ημζιάιαζ ζ’ έκα ηνεαάηζ λέκμ.

Να κζώες ηδκ άδεζα πθαηεία

κα βειίγεζ ζ’ έκα ηνοθενό ακηίμ.

------

Ήηακ δ πόθδ ιμο, δ πόθδ άδεζα

ηδκ αοβή, βειάηδ από ιζα επζεοιία ιμο.

Αθθά ημ ενςηζηό ιμο ηναβμύδζ, ημ πζμ αθδεζκό ιμο

ήηακ βζα ημοξ άθθμοξ έκα ηναβμύδζ άβκςζημ.

------

Τδκ άκμζλδ, όηακ έκαξ ιζηνόξ ένςηαξ

ηονζανπμύζε ιεξ ζηδκ ροπή, έθεβε:

εα είιαζ αζώκζμξ ζακ ημκ ήθζμ,

εα ιείκς ηνοιιέκμξ ζακ ημοξ ιεκελέδεξ.

Τμκ ήνειμ πεζιώκα όιςξ, ζηδ εαθπςνή ηδξ θςηζάξ

μ ένςηαξ βζκόηακ ιζα ζηαθζά, έκα ακώθεθμ

ιπόδζζιά ημο έιμζαγε κα’ καζ ηζόθαξ πμθύ ιαηνζά.

Ο ένςηαξ ήηακ ιαγί ιμο ιεξ ζημ πένζ ιμο.

------

Τμ ηαθμηαίνζ έθοβε πςνίξ εόνοαμ.

Σύκκεθα αναζά έκα έκα λεπείθζγακ

ηδκ ηανδζά ιε ζδιάδζα πςνίξ όκμια.

Ζ ζεθήκδ ηαλίδεοε ακήζοπδ ηαζ αλζμπνεπήξ.

Μέζα ζημκ ηαύζςκα ιζα άθθδ δθζηία

ημζιόηακ λαπθςιέκδ επάκς ζ’ έκακ ημίπμ.

Σημ πένζ έζθζββε ημ πμθοηζιόηενμ πνάβια

πμο ηάηεπε. πζ από κηνμπή, επεζδή μ ύπκμξ

δεκ ηαηέπεζ από κηνμπή, ηαζ ημ όκεζνμ είκαζ ιόκμ αηόιδ

[ηαζ ζηδκ πόθδ.

------

Δοηοπζζιέκμ ήηακ ζήιενα ημ ζπίηζ ιμο.

Νεανά ηαζ όιμνθα ζηοθζά ημ πθδιιύνζζακ.

θα ηα έηακακ άκς ηάης

ηαζ ιμο άθδζακ ηδκ πζμ όιμνθδ εζηόκα ημοξ.

------

Ββήηε πίζς από ηζξ πναζζκάδεξ απνόζιεκα,

ιζζόβοικμξ αηόια, ηζ αιέζςξ πάεδηε.

Απόιεζκε ιέζα ζηδ γέζηδ εηείκδξ ηδξ ώναξ ιζα

γεζηή ιονςδζά, ιενζηέξ ιύβεξ, - ηζ εβώ ιαγί ημοξ.

------

Page 19: ΣΑΝΤΡΟ ΠΕΝΑ   Επιλογή από τα Ποιήματα

19

La rima facile, la vita difficile

La mia vita si appanna, e poi che piove

scelgo il passaggio sotto il tunnel dove

tutto è molliccio, ma però non piove.

Qui tra la gente solita, che muove

il passo verso le solite cose

anch'io mi muovo tra cose non nuove.

Più comune degli altri, non so dove

muove il mio passo stanco, che non vuole

tale apparire a se stesso ed altrove.

Quando a un tratto uno sguardo che sa dove

del mio corpo dirigersi e non vuole

mi sveglia in un baleno - ed è già altrove.

Invano io lo ricerco entro un antico

universo che mi era un giorno amico.

Quando più non pensavo a questa cosa

rintronò sotto il tunnel una gioiosa

voce che sovrastava ogni altra cosa.

Era un saluto postumo e lontano

postumo nel mio cuore, non lontano

nel tunnel più di un breve tratto umano.

------

Qualcuno vi parlava e voi rispondevate

sullo strano argomento delle vendite a rate.

Poi d'un tratto - chiudeste gli occhi per un

[momento

come per rivedere - e d'un fiato: chi era

intorno a una fontana, solitario e di sera?

C'era allora la guerra, è vero, e c'era il

[ coprifuoco,

ma fuggir spaventato per un soldato ignoto!

Forse non era un'ombra, quell'uomo, era un

[fanciullo

e la sua fuga un giuoco soltanto volontario.

E riprendeste il corso del discorso interrotto.

Ma d'un tratto affondaste in un pianto

[dirotto.

Così tra i chiari affari la ria malinconia

s'introduce vestita di buia nostalgia.

------

Il treno tarderà di almeno un'ora.

L'acqua del mare si fa più turchina.

Sul muro calcinato il campanello

casalingo non suona. La panchina

di ferro scotta al sole. Le cicale

sono le sole padrone dell'ora.

Δύημθδ δ νίια, δύζημθδ δ γςή

Ζ γςή ιμο εαιπώκεζ, ηαζ αθμύ ανέπεζ

δζαθέβς ημ πέναζια ιεξ ζημ ημύκεθ όπμο

όθα είκαζ οβνά, αθθά δε ανέπεζ.

Δδώ μζ ζοκδεζζιέκμζ άκενςπμζ, πμο ηα αήιαηά ημοξ

ημοξ πάκε πνμξ ηα ζοκδεζζιέκα πνάβιαηα

ηζ εβώ ηζκμύιαζ ακάιεζα ζε πνάβιαηα όπζ ηαζκμύνβζα.

Πζμ ημζκόξ από ημοξ άθθμοξ, δεκ λένς πμύ

ιε πάεζ ημ ημοναζιέκμ ιμο αήια, πμο δεκ εέθεζ

ηέημζμ κα θαίκεηαζ ζ’ ειέκα ηαζ ζημοξ άθθμοξ.

ηακ λαθκζηά έκα αθέιια πμο λένεζ ζε πμζμ ζδιείμ

ημο ζώιαηόξ ιμο κα ηαηεοεοκεεί ηαζ δεκ ημ εέθεζ

ιε λοπκά ζακ αζηναπή – ηαζ ανίζηεηαζ ηζόθαξ αθθμύ.

Άδζηα ημ ράπκς ιέζα ζ’ έκα παθζό

ζύιπακ πμο ηάπμηε ιμο ήηακ θζθζηό.

Κζ εκώ δεκ ημ ζηεθηόιμοκ πζα

ακηήπδζε ιέζα ζημ ημύκεθ ιζα πανμύιεκδ

θςκή πμο ζηέπαγε μηζδήπμηε άθθμ.

Ήηακ έκαξ ιεηαεακάηζμξ ηαζ ιαηνζκόξ παζνεηζζιόξ,

ιεηαεακάηζμξ ιεξ ζηδκ ηανδζά ιμο, όπζ πζμ πένα

από ηδκ ημκηζκή απόζηαζδ ηςκ ακενώπςκ ζημ ημύκεθ.

------

Κάπμζμξ ζαξ ιζθμύζε ηζ εζείξ απακημύζαηε

ζημ πενίενβμ εέια πςθήζεςκ ιε δόζεζξ.

Έπεζηα λαθκζηά – ηθείζαηε ηα ιάηζα βζα ιζα ζηζβιή

ζακ βζα κα λακαδείηε – ηαζ πςνίξ ακάζα: πμζμξ ήηακ

ηνζβύνς ζηδκ ηνήκδ, ιόκμξ ημ δείθζ;

Ήηακ πόθειμξ ηόηε, είκαζ αθήεεζα, ηαζ είπε ζοζηόηζζδ,

αθθά κα θμαδεεί έκακ άβκςζημ ζηναηζώηδ ηαζ κα ημ

[ζηάζεζ!

Ίζςξ δεκ ήηακ ζηζά, εηείκμξ μ άκενςπμξ, ήηακ έκα αβόνζ

ηαζ δ θοβή ημο έκα εεθδιαηζηό παζπκίδζ.

Καζ λακαπζάζαηε ηδ ζογήηδζδ πμο δζαηόπδηε.

Ξαθκζηά όιςξ αοεζζηήηαηε ζ’ έκα ηθάια αζοβηνάηδημ.

Κζ έηζζ ακάιεζα ζηζξ έκηζιεξ ζοκαθθαβέξ ηνύπςζε

δ έκμπδ ιεθαβπμθία ιε ημ νμύπμ ηδξ ζημηεζκήξ

[κμζηαθβίαξ.

------

Τμ ηνέκμ έπεζ ια ώνα ημοθάπζζημκ ηαεοζηένδζδ.

Τμ κενό ηδξ εάθαζζαξ βίκεηαζ όθμ ηαζ πζμ βαθάγζμ.

Δπάκς ζημκ αζαεζηςιέκμ ημίπμ ημ ημοδμύκζ

ηδξ ελώπμνηαξ δεκ πηοπά. Τμ ζζδενέκζμ

παβηάηζ ηαίεζ ζημκ ήθζμ. Τα ηγζηγίηζα

είκαζ μζ ιόκμζ αθέκηεξ ηδξ ώναξ.

Page 20: ΣΑΝΤΡΟ ΠΕΝΑ   Επιλογή από τα Ποιήματα

20

------

Felice chi è diverso

essendo egli diverso.

Ma guai a chi è diverso

essendo egli comune.

------

Indi rivolto il viso verso il guanciale

sorrideva a se stesso, con beato

rossore.

------

E poi son solo. Resta

la dolce compagnia

di luminose ingenue bugie.

------

Viene l'autunno sonnolento. Brillano

dietro i lucenti vetri due lucenti

occhi.

------

Ho puntato la brama in ogni luogo.

Sotto la pioggia ho perduto il mio seme.

Ora si gonfia il fiume e in me fiorisce

- straripa il fiume - un desiderio nuovo.

------

Poi fu una cosa povera, avvilita,

nascosta da una mano, il segno della vita.

------

Non è la costruzione il lieto dono

della natura. Un fiore chiama l'altro.

------

Tu mi lasci. Tu dici «la natura ... ».

Cosa sanno le donne della tua bellezza.

------

Non è la timidezza che tu celi forse un sogno

confuso degli dèi?

------

Δοηοπζζιέκμξ όπμζμξ είκαζ δζαθμνεηζηόξ

όηακ είκαζ πνάβιαηζ δζαθμνεηζηόξ.

Αθθμίιμκμ όιςξ ζε όπμζμκ είκαζ δζαθμνεηζηόξ

όηακ είκαζ ζοκδεζζιέκμξ.

------

Καηόπζκ ιε ζηναιιέκμ ημ πνόζςπμ πνμξ ημ ιαλζθάνζ

παιμβεθμύζε ζημκ εαοηό ημο, ιε ιαηάνζα

κηνμπή.

------

Κζ έπεζηα είιαζ ιόκμξ. Απμιέκεζ

δ βθοηζά ζοκηνμθζά

από θςηεζκά απθμσηά ρέιαηα.

------

Ένπεηαζ ημ κοζηαθέμ θεζκόπςνμ. Λάιπμοκ

πίζς από ηα θςηεζκά ηγάιζα δύμ θςηεζκά

ιάηζα.

------

Σηόνπζζα πακημύ ημκ πόεμ ιμο.

Κάης από ηδ ανμπή ζπαηάθδζα ημ ζπένια ιμο.

Τώνα θμοζηώκεζ ημ πμηάιζ ηαζ ιέζα ιμο θμοκηώκεζ

- λεπεζθίγεζ ημ πμηάιζ – ιζα κέα επζεοιία.

------

Έπεζηα ήηακ έκα πνάβια θηςπό, ηαπεζκςηζηό

ηνοιιέκμ ηάης από έκα πένζ, ημ ζδιάδζ ηδξ γςήξ.

------

Γεκ είκαζ δ ηαηαζηεοή ημ πανμύιεκμ δώνμ

ηδξ θύζδξ. Τμ έκα θμοθμύδζ θένκεζ η’ άθθμ.

------

Μ’ αθήκεζξ. Λεξ «δ θύζδ…»

Τζ ιπμνμύκ κα ηαηαθάαμοκ μζ βοκαίηεξ από ηδκ

[μιμνθζά ζμο.

------

Γεκ είκαζ ιήπςξ δ κηνμπαθόηδηα πμο ηνύαεζξ

έκα εμθό όκεζνμ ηςκ εεώκ;

Page 21: ΣΑΝΤΡΟ ΠΕΝΑ   Επιλογή από τα Ποιήματα

21

------

Straripa nell'umida notte in silenzio

il fiume. Addio secco vigore della mia

gioventù.

------

Oh nella notte il cane

che abbaia di lontano.

Di giorno è solo il cane

che ti lecca la mano.

----

Qui è la cara città dove la notte

alta non ti spaura. Amici

solitari qui passano e ti danno

uno sguardo d'amore. O tu lo credi...

------

Mi ridestava la voce

del giovane operaio che cantava

dentro la stanza vuota.

------

Sul campo aperto giuocano al pallone.

Il sole ora l’ investe ora li lascia.

La camera d’ albergo è del mio corpo

nudo agli specchi. E sconosciuta

è la città.

------

E’ bello lavorare

nel buio di una stanza

con la testa in vacanza

lungo un azzurro mare.

------

Ecco, fanciullo, io ti ho portato a questo

luogo selvaggio, a notte, per che fare?

Non so. Non posso soffocare io questo

amore della vita. E sotto è il mare.

Lo varcherò. Conoscerò le genti

più disparate. Vedrò quanto è bella

la vita negli occhi di chi ha

quindici anni fanciullo, come te.

------

Ξεπεζθίγεζ ζζςπδθά ιεξ ζηδκ οβνή κύπηα

ημ πμηάιζ. Ακηίμ ζηεβκό ζθνίβμξ

ηδξ κζόηδξ ιμο.

------

Ψ ιέζα ζηδ κύπηα ημ ζηοθί

πμο αθοπηά ιαηνζά.

Τδκ διένα είκαζ ιόκμ ημ ζηοθί

πμο ζμο βθύθεζ ημ πένζ.

------

Δδώ είκαζ δ αβαπδιέκδ πόθδ όπμο δε ζε θμαίγεζ

δ πνμπςνδιέκδ κύπηα. Φίθμζ

ιμκαπζημί πενκμύκ εδώ ηαζ ζμο νίπκμοκ

ενςηεοιέκεξ ιαηζέξ. Ή έηζζ ημοθάπζζημ κμιίγεζξ…

------

Με λύπκδζε δ θςκή

ημο κεανμύ ενβάηδ πμο ηναβμοδμύζε

ιέζα ζημ άδεζμ δςιάηζμ.

------

Σημ ακμζπηό βήπεδμ παίγμοκ ιπάθα.

Ο ήθζμξ πόηε ημοξ θμύγεζ πόηε πάκεηαζ.

Σημ δςιάηζμ ημο λεκμδμπείμο ημ ζώια ιμο

βοικό ιπνμζηά ζημοξ ηαενέθηεξ. Καζ

άβκςζηδ ιμο είκαζ δ πόθδ.

------

Δίκαζ όιμνθμ κα δμοθεύεζξ

ζημ ζημηάδζ εκόξ δςιαηίμο

έπμκηαξ ζημ κμο ηζξ δζαημπέξ

πθάζ ζε ιζα βαθάγζα εάθαζζα.

------

Αβόνζ ιμο, ζε έθενα ζ’ αοηό

ημ άβνζμ ιένμξ, ηδ κύπηα, βζα κα ηάκμοιε ηζ;

Γεκ λένς. Γεκ ιπμνώ κα ηαηαπκίλς εβώ

αοηή ηδκ αβάπδ ηδξ γςήξ. Καζ πζμ ηάης δ εάθαζζα.

Θα ηδ δζααώ. Θα βκςνίζς ημοξ πζμ δζαθμνεηζημύξ

ακενώπμοξ. Θα δς πόζμ όιμνθδ είκαζ

δ γςή ιέζα ζηα ιάηζα ηςκ δεηαπεκηάπνμκςκ, αβόνζ ιμο,

ζακ ηζ εζέκα.

Page 22: ΣΑΝΤΡΟ ΠΕΝΑ   Επιλογή από τα Ποιήματα

22

------

Sole con luna, mare con foreste,

tutt’ insieme baciare in una bocca.

Ma il ragazzo non sa. Corre a una porta

di triste luce. E la sua bocca è morta.

------

Fanciullo tutte queste tue bellezze

in questa cameretta mia borghese

fra la città severa che non sa

niente di tutte queste tue bellezze.

------

Forse la giovinezza è solo questo

perenne amare i sensi e non pentirsi.

------

I tuoi calmi spettacoli. La vita.

L'amore che li lega. Sole sul colle.

E più tardi la luna. Aiuto, aiuto!

------

E' nel dolce scompiglio del tuo viso

l'amore della folla. Quanti amici

per un amico qui confuso e solo.

------

«Lasciami andare se già spunta l'alba.»

Ed io mi ritrovai solo fra i vuoti

capanni interminabili sul mare.

Fra gli anonimi e muti cubi anch'io

cercavo una dimora? Il mare, il chiaro

mare non mi voltò con la sua luce? Salva

era soltanto la malinconia?

L'alba mi riportò, stanca, una via.

------

Amore, amore

lieto disonore.

-----

Donna in tram

Vuoi baciare il tuo bimbo che non vuole:

------

Ήθζμξ ιε θεββάνζ, εάθαζζα ιε δάζδ,

όθα ιεξ ζημ θζθί ζ’ έκα ζηόια.

Τμ αβόνζ όιςξ δεκ ημ λένεζ. Τνέπεζ ζε ιζα πόνηα

ιε ηόηηζκμ θακάνζ. Καζ ημ ζηόια ημο είκαζ κεηνό.

------

Αβόνζ ιμο, ημ ηάθθμξ ζμο αοηό

ιέζα ζ’ εημύημ ημ αζηζηό δςιαηζάηζ ιμο,

ιέζα ζε ιία αοζηδνή πόθδ πμο δεκ έπεζ ζδέα

βζα ημ ηάθθμξ ζμο αοηό.

------

Ίζςξ ηα κζάηα κα είκαζ ιόκμ αοηή

δ αζώκζα αβάπδ ηςκ αζζεήζεςκ πςνίξ ιεηάκμζα.

------

Τα ήνεια ημπία ζμο. Ζ γςή.

Ζ αβάπδ πμο ηα εκώκεζ. Ο ήθζμξ πάκς από ημ θόθμ.

Κζ ανβόηενα δ ζεθήκδ. Βμήεεζα, αμήεεζα!

------

Μέζα ζηδ βθοηζά ακαζηάηςζδ ημο πνμζώπμο ζμο

ανίζηεηαζ δ αβάπδ ημο πθήεμοξ. Πόζμζ θίθμζ

βζα έκακ θίθμ εδώ ιπενδειέκμ ηαζ ιόκμ.

------

«Άζε ιε κα θύβς ιζαξ ηαζ λδιενώκεζ ήδδ».

Κζ εβώ λακάιεζκα ιόκμξ ακάιεζα ζηζξ άδεζεξ

αηέθεζςηεξ ηαιπίκεξ πθάζ ζηδ εάθαζζα.

Ακάιεζα ζημοξ ακώκοιμοξ ηαζ ζζςπδθμύξ ηύαμοξ

έραπκα ηαηαθύβζμ; Ζ εάθαζζα, δ ηαεανή

εάθαζζα δε ιε βύνζζε ιε ημ θςξ ηδξ; Σώεδηε

ιόκμ δ ιεθαβπμθία;

Ζ αοβή ιμο λακάδεζλε, ημοναζιέκδ, έκα δνόιμ.

------

Ένςηα, ένςηα

πανμύιεκδ αηίιςζδ.

------

Γοκαίηα ζημ ηναι

Θέθεζξ κα θζθήζεζξ ημ ιςνό ζμο ηζ εηείκμ δεκ εέθεζ:

Page 23: ΣΑΝΤΡΟ ΠΕΝΑ   Επιλογή από τα Ποιήματα

23

ama guardare la vita, di fuori.

Tu sei delusa allora, ma sorridi:

non è l'angoscia della gelosia

anche se già somiglia egli all'altr'uomo

che per «guardare la vita, di fuori»

ti ha lasciata così...

------

Il vento mi dà pace e la fontana

rumorosa l'oblio. E intanto penso

ricominciare. E sosto in questa piazza

ove il popolo sosta a me dintorno.

------

La lezione di estetica

«Ma che bellezza c'è nella poesia?»

Ascolta, quando vedi un forte amico

pieno di donne intorno, quando preso

sei dall'orchestra, e sotto il riflettore

risplendono i colori di una diva

che seminuda scende giù in platea,

dove tu trasalisci, e sei nascosto

da tanta gente!, quando in una notte

buia e serena in una piazza amici

ballano senza donne al suono d'una

fisarmonica e tu non sei di loro; ebbene

questo

non è bello per te? E' anche bello

per un vecchio signore che si chiama

critico e trova molte cose belle, è andato

anzi più avanti nel trovare al mondo

e forse fuori, belle cose sempre

più belle; eppure dice con amore: «quanto

è bella questa poesia». E tu

mi guardi e non mi dài neppure un bacio?

------

Solo un fanciullo ascolta la mia voce.

E di me parla il mondo: arido bene.

------

La mia poesia non sarà

un giuoco leggero

fatto con parole delicate

e malate

(sole chiaro di marzo

su foglie rabbrividenti

di platani di un verde troppo chiaro).

ημο ανέζεζ κα ημζηάγεζ ηδ γςή, απ’ έλς.

Δίζαζ απεθπζζιέκδ βζ’ αοηό, αθθά παιμβεθάξ:

δεκ είκαζ ημ άβπμξ ηδξ γήθζαξ

πανόθμ πμο ημο ιμζάγεζ ήδδ εηείκμο ημο άθθμο άκηνα

πμο βζα κα «ημζηάγεζ ηδ γςή, απ’ έλς»

ζ’ εβηαηέθεζρε ζ’ αοηή ηδκ ηαηάζηαζδ…

------

Ο άκειμξ ιμο θένκεζ βαθήκδ ηαζ δ δπδνή

ηνήκδ ηδ θδζιμκζά. Καζ ζημ ιεηαλύ ζηέθημιαζ

κα λακανπίζς. Καζ ζηαιαηώ ζ’ αοηή ηδκ πθαηεία

όπμο μ ηόζιμξ ζηαιαηά ηνζβύνς ιμο.

------

Μάεδια αζζεδηζηήξ

«Μα ηζ μιμνθζά οπάνπεζ ιέζα ζηδκ πμίδζδ;»

Άημοζε, όηακ αθέπεζξ έκακ ζπμοδαίμ θίθμ

πενζηνζβονζζιέκμ από βοκαίηεξ, όηακ ζε ζοκεπαίνκεζ

δ μνπήζηνα, ηαζ ηάης από ημοξ πνμαμθείξ

αζηνάθημοκ ηα πνώιαηα ιζαξ κηίααξ

πμο διίβοικδ ηαηεααίκεζ ζηδκ πθαηεία,

όπμο εζύ παναθδνείξ, ηαζ είζαζ ηνοιιέκμξ

ακάιεζα ζε ηόζμ ηόζιμ!, όηακ ιζα κύπηα

ζημηεζκή ηαζ ήνειδ ζε ιζα πθαηεία θίθμζ

πμνεύμοκ πςνίξ βοκαίηεξ ιε ημκ ήπμ εκόξ

αημνκηεόκ ηζ εζύ δεκ είζαζ έκαξ από αοημύξ· θμζπόκ

αοηό δεκ είκαζ όιμνθμ βζα ζέκα; Δίκαζ όιμνθμ

ηαζ βζα έκακ δθζηζςιέκμ ηύνζμ πμο μκμιάγεηαζ

ηνζηζηόξ ηαζ ανίζηεζ πμθθά ςναία πνάβιαηα, πνμπώνδζε

ιάθζζηα παναπένα βζα κα ανεζ ζημκ ηόζιμ,

ηαζ ιπμνεί ηαζ έλς από αοηόκ, πνάβιαηα ςναία, πάκηα

πζμ ςναία· ηαζ όιςξ επακαθαιαάκεζ ιε αβάπδ: «πόζμ

όιμνθμ είκαζ αοηό ημ πμίδια». Κζ εζύ

ιε ημζηάγεζξ ηαζ δεκ ιμο δίκεζξ μύηε έκα θζθί;

------

Μόκμ έκα αβόνζ αημύεζ ηδ θςκή ιμο.

Καζ βζα ιέκα ιζθάεζ όθμξ μ ηόζιμξ: αζήιακημ αβαεό.

------

Ζ πμίδζή ιμο δε εα είκαζ

έκα εθαθνό παζπκίδζζια

ηαιςιέκμ από θέλεζξ κηεθζηάηεξ

ηαζ άννςζηεξ

(ιανηζάηζημξ ήθζμξ ηαεάνζμξ

πάκς ζε ακμζπημπνάζζκα πθαηακόθοθθα

πμο ακαηνζπζάγμοκ).

Page 24: ΣΑΝΤΡΟ ΠΕΝΑ   Επιλογή από τα Ποιήματα

24

La mia poesia lancerà la sua forza

a perdersi nell'infinito

(giuochi di un atleta bello

nel vespero lungo d'estate).

-----

Andiamo, andiamo disperatamente

ancora insieme ne la notte fonda

e lieve e vellutata dell'estate.

------

Nella notte profonda

si consumano le stelle.

Un dolore m'innonda:

un amor di cose belle.

------

Mi adagio nel mattino

di primavera. Sento

nascere in me scomposte

aurore. Ηo non so più

se muoio o pure nasco.

------

Nuoce più l'innocente o il delinquente?

Se tu parli di amore è l'innocente.

------

Porto con me la dolce pena. Erro

entro terre più belle dell'amore.

E mi affaccio sul mare che si batte

contro gli scogli per ridere di sé.

------

Il mio mondo che vi pare di catene

tutto è tessuto d'armonie profonde.

------

Il caldo, il freddo, delle sale d'aspetto.

Il mondo mi pareva un chiaro sogno,

la vita d'ogni giorno una leggenda.

------

Non c'è più quella grazia fulminante

ma il soffio di qualcosa che verrà.

Ζ πμίδζή ιμο εα μνιήζεζ ιε δύκαιδ

βζα κα παεεί ιεξ ζημ άπεζνμ

(παζπκίδζα εκόξ όιμνθμο αεθδηή

ζημ ιαηνόζονημ απόβεοια ημο ηαθμηαζνζμύ).

------

Πάιε, πάιε απεβκςζιέκα

αηόιδ ιαγί ιέζα ζηδ ζημηεζκή

ηαζ απαθή ηαζ αεθμύδζκδ κοπηζά ημο ηαθμηαζνζμύ.

------

Μεξ ζημ ααεύ ζημηάδζ ηδξ κύπηαξ

θζώκμοκ η’ αζηένζα.

Έκαξ πόκμξ ιε πθδιιονίγεζ:

έκαξ ένςηαξ όιμνθςκ πναβιάηςκ.

------

Ξαπθώκς ημ ακμζλζάηζημ

πνςζκό. Νμζώες

κα βεκκζμύκηαζ ιέζα ιμο δζαθοιέκεξ

αοβέξ. Γεκ λένς πζα

εάκ πεεαίκς ή βεκκζέιαζ.

------

Πμζμξ ηάκεζ ιεβαθύηενμ ηαηό μ αεώμξ ή μ εβηθδιαηίαξ;

Δάκ ιζθάξ βζα ημκ ένςηα, μ αεώμξ.

------

Κμοααθάς ιαγί ιμο ημ βθοηό αάζακμ. Πενζπθακζέιαζ

ζε ηόπμοξ ςναζόηενμοξ απ’ ημκ ένςηα.

Καζ ακηζηνίγς ηδ εάθαζζα πμο πηοπζέηαζ

επάκς ζημοξ ανάπμοξ βζα αοημζανηαζιό.

------

Ο ηόζιμξ ιμο πμο ζαξ θαίκεηαζ ηαιςιέκμξ από δεζιά,

είκαζ όθμξ οθαζιέκμξ από ααεζέξ ανιμκίεξ.

------

Ζ γέζηδ, ημ ηνύμ, μζ αίεμοζεξ ακαιμκήξ.

Ο ηόζιμξ ιμο θαζκόηακ ηαεανό όκεζνμ,

δ ηαεδιενζκή γςή έκαξ ιύεμξ.

------

Γεκ οπάνπεζ πζα εηείκδ δ ηεναοκμαμθμύζα πάνδ

αθθά δ πκμή από ηάηζ πμο εα’ νεεζ.

Page 25: ΣΑΝΤΡΟ ΠΕΝΑ   Επιλογή από τα Ποιήματα

25

------

Nel chiuso lago, sola, senza vento

la mia nave trascorre, ad ora ad ora.

Fremono i fiori sotto i ponti.

Sento la mia tristezza accendersi ancora.

------

Torna un pensier d'amore

nel cuore stanco, come

nel tramonto invernale

ritorna contro il sole

il fanciullo alla casa.

------

Tutto il giorno passai coi contadini.

Altro non feci che vederli fare.

La sera la vergogna ai colmi vini

mi prese: alla taverna cosa stavo io a fare?

Isolato, in un angolo, oh sul muro

leggo atterrito e attratto: «il nostro Sandro

poeta fa l'amore di sicuro,

è sempre solo muto come un mulo».

Senza fiato rimango, ormai felice

di quel che il muro, a me tacendo, dice.

------

Era l'alba su i colli, e gli animali

ridavano alla terra i calmi occhi.

Ηo tornavo alla casa di mia madre.

Il treno dondolava i miei sbadigli

acerbi. E il primo vento era su l'erbe.

Altissimo e confuso, il paradiso

della mia vita non aveva ancora

volto. Ma l'ospite alla terra, nuovo,

già chiedeva l'amore, inginocchiamo.

Cadeva la preghiera nella chiusa

casa entro odore di libri di scuola.

Navigavano al vespero felici

gridi di uccelli nel mio cielo d'ansia.

------

Forse invecchio, se ho fatto un lungo viaggio

sempre seduto, se nulla ho veduto

fuor che la pioggia, se uno stanco raggio

di vita silenziosa ... (gli operai

pigliavano e lasciavano il mio treno,

------

Μεξ ζηδκ ηθεζζηή θίικδ, ιόκμ ημο, πςνίξ άκειμ

ημ ηανάαζ ιμο ηαλζδεύεζ ηάπμο ηάπμο.

Τνειμπαίγμοκ ηα άκεδ ηάης από ηα βεθύνζα.

Νμζώες ηδ θύπδ ιμο κα λακαθμοκηώκεζ.

------

Δπζζηνέθεζ ιζα ενςηζηή ζηέρδ

ζηδκ ημοναζιέκδ ιμο ηανδζά, όπςξ

ημ πεζιςκζάηζημ δείθζ

βονίγεζ ηόκηνα ζημκ ήθζμ

ημ αβόνζ ζημ ζπίηζ ημο.

------

θδ ηδ ιένα ηδκ πέναζα ιε ημοξ πςνζάηεξ.

Γεκ έηακα άθθμ από ημ κα ημοξ αθέπς κα δμοθεύμοκ.

Τμ ανάδο ιπνμξ ζημ ηναζί ιε πήνε δ κηνμπή:

ηζ δμοθεζά είπα εβώ ιεξ ζηδκ ηααένκα;

Απμιμκςιέκμξ, ζε ιζακ άηνδ, πάκς ζημκ ημίπμ

δζααάγς ηνμιαβιέκμξ: «μ πμζδηήξ ιαξ Σάκηνμ

ηάκεζ ζίβμονα ένςηα,

είκαζ πάκηα ιόκμξ ηαζ αμοαόξ ζακ ιμοθάνζ».

Μμο ηόαεηαζ δ ακάζα, ηώνα πζα είιαζ εοηοπήξ

βζα όζα μ ημίπμξ, ζςπαίκμκηαξ ιμο, θέεζ.

------

Ξδιένςκε επάκς ζημοξ θόθμοξ, ηαζ ηα γώα

λακάνζπκακ ζηδ βδ ηζξ ήνειεξ ιαηζέξ ημοξ.

Γύνζγα ζημ ζπίηζ ηδξ ιδηέναξ ιμο.

Τμ ηνέκμ θίηκζγε ηα πνςζκά παζιμονδηά ιμο.

Καζ ημ πνώημ θύζδια ημο ακέιμο πάζδεοε ηδ πθόδ.

Πμθύ ρδθά ηαζ εμθόξ μ πανάδεζζμξ

ηδξ γςήξ ιμο δεκ είπε αηόια όρδ.

Ο επζζηέπηδξ όιςξ ζηδ βδ, ηαζκμύνβζμξ,

γδημύζε ηζόθαξ ημκ ένςηα, αξ πνμζηοκήζμοιε.

Έπεθηε δ πνμζεοπή ιέζα ζημ ηθεζζηό

ζπίηζ ακάιεζα ζηδκ μζιή ζπμθζηώκ αζαθίςκ.

Ταλίδεοακ ιεξ ζημ δείθζ εοηοπζζιέκεξ

θςκέξ πμοθζώκ ζημκ αβςκζώδδ μονακό ιμο .

------

Ίζςξ βενκάς, αθμύ έηακα έκα ιαηνύ ηαλίδζ

ζοκέπεζα ηαεζζηόξ, αθμύ δεκ είδα ηίπμηα

εηηόξ απ’ ηδ ανμπή, αθμύ ιζα ημοναζιέκδ απηίδα

ζζςπδθήξ γςήξ… (μζ ενβάηεξ

ακεαμηαηέααζκακ ζημ ηνέκμ ιμο,

Page 26: ΣΑΝΤΡΟ ΠΕΝΑ   Επιλογή από τα Ποιήματα

26

portavano da un borgo a un dolce lago

il loro sonno coi loro utensili).

Quando giunsi nel letto anch'io gridai:

uomini siamo, più stanchi che vili.

------

Abbandonarsi all'onda delle sensazioni

come quest'acqua bionda che si smorza

e si riaccende sotto un giallo sole

carico, come me, di umiliazione.

------

Il mio amore è furtivo

come quello di un povero.

Ognuno può rubarlo.

Ed io dovrò lasciarlo.

Per ciò, fiume silente,

per ciò, mio dolce colle,

io non posso chiamarlo

amor semplicemente.

Ma tu, colle dorato,

e tu, mio fiume molle,

sapete che il mio amore

davvero è un grande amore.

Il pericolo odiato

per adesso non c'è?

Ma voi sapete, amici,

che nel mio cuore è.

Piangere mi vedrete,

o voi sempre felici,

non come piango già,

non di felicità.

------

Malinconia d'amore, dove resta

bianco il sorriso del fanciullo

come un ultimo gabbiano alla tempesta.

------

Sempre fanciulli nelle mie poesie!

Ma io non so parlare d'altre cose.

Le altre cose son tutte noiose.

Ηo non posso cantarvi Opere Pie.

ημοααθμύζακ από έκα πςνζό ζε ιζακ όιμνθδ θίικδ

ηδ κύζηα ιαγί ιε ηα ενβαθεία ημοξ).

ηακ έπεζα ζημ ηνεαάηζ θώκαλα ηζ εβώ:

άκενςπμζ είιαζηε, πζόηενμ ημοναζιέκμζ πανά ηζπμηέκζμζ.

------

Ν’ αθήκεζαζ ζημ ηύια ηςκ αζζεήζεςκ

ζακ ημύημ εδώ ημ λακεό κενό πμο ζαήκεζ

ηαζ λακακάαεζ ηάης από έκακ πνοζό ήθζμ

θμνηςιέκμ, όπςξ εβώ, από ηαπείκςζδ.

------

Ο ένςηάξ ιμο είκαζ ηνοθόξ

ζακ ημο θηςπμύ.

Καεέκαξ ιπμνεί κα ημκ ηθέρεζ.

Κζ εβώ εα πνέπεζ κα ημκ αθήζς.

Γζ’ αοηό, ζζςπδθό ιμο πμηάιζ,

βζ’ αοηό, βθοηέ ιμο θόθε,

εβώ δεκ ιπμνώ κα ημκ μκμιάζς

απθά ένςηα.

Δζύ όιςξ, πνοζαθέκζε ιμο θόθε,

ηζ εζύ, ηνοθενό ιμο πμηάιζ,

λένεηε όηζ μ ένςηάξ ιμο

είκαζ πναβιαηζηά έκαξ ιεβάθμξ ένςηαξ.

Ο ιζζδηόξ ηίκδοκμξ

δεκ οπάνπεζ βζα ηδκ ώνα;

Δζείξ όιςξ θίθμζ ιμο λένεηε

όηζ ανίζηεηαζ ιεξ ζηδκ ηανδζά ιμο.

Θα ιε δείηε κα ηθαίς,

ς εζείξ πμο πάκηα είζηε εοηοπζζιέκμζ,

όπζ όπςξ έηθαζβα ιέπνζ ηώνα,

όπζ από εοηοπία.

------

Μεθαβπμθία ημο ένςηα, εηεί όπμο απμιέκεζ

θεοηό ημ παιόβεθμ ημο αβμνζμύ

ζακ ημκ ηεθεοηαίμ βθάνμ ζηδκ ηαηαζβίδα.

------

Πάκηα αβόνζα ζηα πμζήιαηά ιμο!

Μα δεκ λένς κα ιζθώ βζα άθθα πνάβιαηα.

Τα άθθα πνάβιαηα είκαζ όθα πθδηηζηά.

Δβώ δεκ ιπμνώ κα ζαξ ράθθς αβαεμενβίεξ.

Page 27: ΣΑΝΤΡΟ ΠΕΝΑ   Επιλογή από τα Ποιήματα

27

ΤΝΣΟΜΗ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ

Η ζωή και το έργο του

Ο άληξν Πέλα γελλήζεθε ην 1906 ζηελ Πεξνύηδηα θαη ήηαλ ν πξσηόηνθνο κεηαμύ

ηξηώλ αδεξθηώλ. Όηαλ ν παηέξαο ηνπ γύξηζε άξξσζηνο από ηνλ πόιεκν, ε κεηέξα ηνπ

ηνλ εγθαηέιεηςε θαη κεηαθόκηζε ζην Πέδαξν παίξλνληαο καδί θαη ηελ θόξε ηεο. Σα

αγόξηα έκεηλαλ κε ηνλ παηέξα ηνπο.

Σν 1925 παίξλεη ην δίπισκα ηνπ ινγηζηή θαη ην 1929 εγθαζίζηαηαη κόληκα ζηε Ρώκε,

πιελ κηαο ζύληνκεο δηακνλήο ζην Μηιάλν όπνπ εξγάζηεθε σο ππάιιεινο ζε

βηβιηνπσιείν. Γελ είρε κόληκε απαζρόιεζε θαη δνύζε θησρηθά, κόλνο θαη

απνηξαβεγκέλνο από ηελ θνηλσληθή θαη ινγνηερληθή δσή ηεο πξσηεύνπζαο. πάληα

ζπλαληά ηε κεηέξα ηνπ, πνπ έρεη ζην κεηαμύ κεηαθνκίζεη θη εθείλε ζηε Ρώκε, θαη

ζρεδόλ πνηέ ηνλ παηέξα ηνπ.

Σν 1929 ζηέιλεη κεξηθά πνηήκαηά ηνπ ζηελ Σεξγέζηε, ζηνλ πνηεηή Οπκπέξην άκπα

εθείλνο ελζνπζηάδεηαη θαη ηνλ ελζαξξύλεη λα ζπλερίζεη λα γξάθεη.

Page 28: ΣΑΝΤΡΟ ΠΕΝΑ   Επιλογή από τα Ποιήματα

28

Σν 1939 δεκνζηεύεη ηελ πξώηε πνηεηηθή ηνπ ζπιινγή, ε επηηπρία ηεο νπνίαο ηνπ δίλεη

ηε δπλαηόηεηα λα ζπλεξγαζηεί κε δηάθνξα ζεκαληηθά πεξηνδηθά ηεο επνρήο. Σν

θπξίσο έξγν ηνπ, σζηόζν, βιέπεη ην θσο ηεο δεκνζηόηεηαο κεηά ηνλ πόιεκν.

Σν 1950 βγαίλεη ην δεύηεξν βηβιίν κε πνηήκαηα πνπ θέξεη ηνλ ηίηιν Σδιεζώζεζξ

(Appunti) θαη πέληε ρξόληα αξγόηεξα ην πεδνγξάθεκα Άθζλδ ζηδ εάθαζζα (Arrivo al

mare). Σν 1956 δεκνζηεύεηαη άιιε κία ζπιινγή πνηεκάησλ κε ηνλ ηίηιν Μζα

πενίενβδ πανά βζα γςή (Una strana goia di vivere) θαη ηνλ επόκελν ρξόλν από ηνλ

νίθν Γθαξηδάληη εθδίδνληαη ζε έλα ηόκν όια ηα κέρξη ηόηε πνηήκαηά ηνπ. Η έθδνζε

απηή θέξλεη ηνλ πνηεηή ζην πξνζθήλην θαη ηνπ ραξίδεη ην βξαβείν Βηαξέηδην. Πνιινί

θξηηηθνί αζρνινύληαη ηώξα κε ηε λέα πνηεηηθή αλαθάιπςε πνπ αθνύεη ζην όλνκα

άληξν Πέλα. Ο πην έλζεξκνο ππνζηεξηθηήο ηνπ έξγνπ ηνπ είλαη ν Παδνιίλη, ν νπνίνο

κάιηζηα πξνρώξεζε θαη ζε κηα δηεηζδπηηθή αλάιπζε ηεο πνίεζήο ηνπ.

Σν 1958 εθδίδεη ηε ζπιινγή Σηαονόξ ηαζ ηένρδ (Croce e delizia) θαη ζηε ζπλέρεηα

ζησπά γηα δώδεθα ρξόληα ώζπνπ ην 1970 βγαίλεη πάιη από ηηο εθδόζεηο Γθαξηδάληη

έλαο ηόκνο κε όια ηα πνηήκαηα, ζηα νπνία ζπκπεξηιακβάλνληαη θαη αξθεηά

αλέθδνηα. Σελ ίδηα ρξνληά θεξδίδεη θαη ην βξαβείν Φηνύηδη θαη αξρίδεη λα γίλεηαη

γλσζηόο ζην εμσηεξηθό κέζα από ηηο κεηαθξάζεηο θάπνησλ πνηεκάησλ ηνπ.

Σν 1973 ζπγθεληξώλεη θάπνηα ζύληνκα πεδά θείκελα, πνπ θαηά θαηξνύο είδαλ ην θσο

ηεο δεκνζηόηεηαο ζε δηάθνξα πεξηνδηθά, θαη ηα δεκνζηεύεη κε ηνλ ηίηιν Λίβμξ

πονεηόξ (Un po’ di febbre).

Σα ηειεπηαία ρξόληα ηεο δσήο ηνπ ηα πέξαζε θησρόο θαη άξξσζηνο θαη κάιηζηα ζε

ηέηνην ζεκείν αλέρεηαο πνπ αλάγθαζε θάπνηνπο θίινπο ηνπ λα απνηαζνύλ κέζσ ηνπ

ηύπνπ πξνο ην ηηαιηθό θνηλό δεηώληαο νηθνλνκηθή βνήζεηα θαη εζηθή ππνζηήξημε γηα

ηνλ πνηεηή.

ην ηέινο ηνπ 1976 βγαίλεη ν ηόκνο Παναλεκζέξ (Stranezze), κία λέα πνηεηηθή

ζπιινγή, θαη ηνλ Ιαλνπάξην ηνπ επνκέλνπ έηνπο, ιίγεο κέξεο πξηλ ην ζάλαηό ηνπ, ηνπ

απνλέκεηαη ην βξαβείν Μπαγθνύηα.

Η ποιητική του Πένα

Διάρηζηνη ηηαινί πνηεηέο ηνπ κεζνπνιέκνπ έκεηλαλ αλεπεξέαζηνη από ηα

ινγνηερληθά ξεύκαηα ηεο επνρήο: έλαο από απηνύο είλαη ν άληξν Πέλα. Η πνίεζή

ηνπ δελ έρεη θακία ζρέζε κε ηνπο ζπγρξόλνπο ηνπ εξκεηηθνύο (Οπγθαξέηη, Μνληάιε,

Κνπαδίκνλην), αιιά θαη ν απόερνο ησλ πξσηνπνξηώλ ησλ αξρώλ ηνπ 20νπ

αηώλα

(ζπκβνιηζκόο, θνπηνπξηζκόο) δε θαίλεηαη λα ηνλ επεξεάδνπλ. Οη θξηηηθνί ζήκεξα

βξίζθνπλ ζπγγέλεηεο ηνπ έξγνπ ηνπ κε ηνπο αξραίνπο έιιελεο ιπξηθνύο (θπξίσο

εθείλνπο ηεο Παιαηηλήο Αλζνινγίαο) θαζώο επίζεο θαη κε ηελ πνίεζε ηνπ θίινπ ηνπ

Οπκπέξην άκπα. Έηζη, ζε αληίζεζε πξνο ηε ζειεκαηηθά δπζλόεηε θαη ειηηίζηηθε

πνίεζε ησλ εξκεηηθώλ, ν Πέλα είλαη πην άκεζνο, πην θαηαλνεηόο θαη παξόιν πνπ ε

πνίεζή ηνπ είλαη ζρεδόλ κνλνζεκαηηθή (νκνθπιόθηινο έξσηαο)

Page 29: ΣΑΝΤΡΟ ΠΕΝΑ   Επιλογή από τα Ποιήματα

29

Πάκηα αβόνζα ζηα πμζήιαηά ιμο!

Μα δεκ λένς κα ιζθώ βζα άθθα πνάβιαηα.

θαηνξζώλεη λα ζπγθηλεί, γηαηί είλαη εηιηθξηλήο, γεκάηε ζθξίγνο, δσληάληα, ξεαιηζκό,

αγάπε γηα ηε δσή. Διέρζε όηη ν Πέλα ζθέθηεηαη κε εηθόλεο θαη ζπλαηζζήκαηα.

Δηθόλεο ηεο θαζεκεξηλόηεηαο, πνπ μαθληάδνπλ κε ηελ απιόηεηα θαη ηελ ππθλόηεηα

ηεο πεξηγξαθήο ηνπο: ηαβέξλεο, ζηλεκά, δξόκνη, πιαηείεο, θησρνγεηηνληέο, ηξέλα, ε

ζάιαζζα θαη ε εμνρή, ν Σίβεξεο όια απηά απνηεινύλ ην ζθεληθό ηνπ θαη εθεί κέζα

βξίζθεηαη ε αλζξώπηλε παξνπζία σο κνξθή, σο θίλεζε, σο λόηα αηζηνδνμίαο ή

απαηζηνδνμίαο, αλάινγα:

Ήηακ Σεπηέιανδξ. Σημοξ δνόιμοξ δ αμοή ημο ηόζιμο.

Τμο ήθζμο ημο άνεζακ

ημ ηναζί ηαζ μ ενβάηδξ. Τα ηναβμύδζα ηόνςκακ

ιέπνζ ανβά ηδ κύπηα.

Έκα αβόνζ όιςξ

ζηεηόηακ ζαζηζζιέκμ, δειέκμ πζα

- ηάης από ηδ γεζηή θοθθςζζά εκόξ αναδζκμύ –

ιε ημ αεώμ βέθζμ εκόξ θίθμο…

ή πάιη

Ζ εάθαζζα είκαζ ηαηαβάθακδ.

Ζ εάθαζζα είκαζ πένα ςξ πένα ήνειδ.

Μεξ ζηδκ ηανδζά ηάηζ ζακ ηναοβή

πανάξ. Καζ όθα είκαζ ήνεια.

θαη αθόκε

Τα ήνεια ημπία ζμο. Ζ γςή.

Ζ αβάπδ πμο ηα εκώκεζ. Ο ήθζμξ πάκς από ημ θόθμ.

Κζ ανβόηενα δ ζεθήκδ. Βμήεεζα, αμήεεζα!

Αιιά ε εηθόλα ππάξρεη γηα λα πξνθαιέζεη ην ζπλαίζζεκα, ην νπνίν κε ηε ζεηξά ηνπ

ηεο δίλεη άιιε δηάζηαζε θαη ηελ ππνθεηκεληθνπνηεί:

Βνέπεζ ζηδκ πόθδ. Βνέπεζ ζημ πςνάθζ

όπμο ζοκάκηδζα, ιε θζαηάδα, ημκ αβαπδιέκμ ιμο θίθμ.

Τνοθενή είκαζ δ δθζηία ημο ηαζ άζηαηδ δ ηανδζά ημο.

Διέκα αέααζα δε ιε ζηέθηεηαζ. Αεώεξ όιςξ αιανηίεξ

δ ανμπή ακάαεζ πάθζ ιέζα ιμο.

ή πάιη Φθέβεηαζ ήδδ ημ ηανπμύγζ. Τμ ανάδο

πέθηεζ πζμ ζημηεζκό ηώνα πζα. Κζ εζύ επζζηνέθεζξ

θίβμ ιεθαβπμθζηόξ ζηδ θθόβα πμο ιε ηαίεζ.

ή αθόκε

Έζαδκε κςπεθζηά δ ιένα

πένα από ηδ αζηνίκα ζμο, ιπανιπένδ ιμο.

ιςξ έκακ ήνειμ λακεό απμβεοιαηζκό ήθζμ

Page 30: ΣΑΝΤΡΟ ΠΕΝΑ   Επιλογή από τα Ποιήματα

30

ένζπκακ ηα ιάηζα ζμο ζημ πνόζςπό ιμο.

Σζςπδθή αηέθεζςηδ βθύηα ηα δάπηοθά ζμο

ιέζα ζ’ εηείκμ ημκ Απνίθδ ημο ημονείμο ζμο.

Η ιεπηνκέξεηα, πνπ γηα ηνπο πνιινύο πεξλά απαξαηήξεηε, γηα ηνλ πνηεηή είλαη πεγή

ραξάο, αγαιιίαζεο, έξσηα: απηό ην απιό, ην θαζεκεξηλό, ην βησκέλν, πνπ γεκίδεη ηελ

θαξδηά κε ζπλαηζζήκαηα:

Έζαδκε κςπεθζηά δ ιένα

πένα από ηδ αζηνίκα ζμο, ιπανιπένδ ιμο.

ιςξ έκακ ήνειμ λακεό απμβεοιαηζκό ήθζμ

ένζπκακ ηα ιάηζα ζμο ζημ πνόζςπό ιμο.

Σζςπδθή αηέθεζςηδ βθύηα ηα δάπηοθά ζμο

ιέζα ζ’ εηείκμ ημκ Απνίθδ ημο ημονείμο ζμο.

ή πάιη

Ήηακ δ πόθδ ιμο, δ πόθδ άδεζα

ηδκ αοβή, βειάηδ από ιζακ επζεοιία ιμο.

Αθθά ημ ενςηζηό ιμο ηναβμύδζ, ημ πζμ αθδεζκό ιμο

ήηακ βζα ημοξ άθθμοξ έκα ηναβμύδζ άβκςζημ

Ο πνηεηηθόο ιόγνο ηνπ Πέλα είλαη απιόο θαη ππθλόο, γηαηί ν πνηεηήο μέξεη λα δίλεη ζε θάζε

ζπλεζηζκέλε ιέμε ηε δηθή ηνπ ιπξηθή θόξηηζε:

Κμζιόηακ…;

Έπεζηα βδύεδηε ηαζ ηεκηώεδηε.

Κμίηαλε ιε αθέιια απθακέξ ημ κενό. Έκα ηίκαβια

ημο ημνιζμύ ημο.

Έηζζ άθδζε ημ έδαθμξ.

ή πάιη Δίκαζ δδμκζηό κα ηθαζξ όηακ μ μονακόξ είκαζ αίενζμξ

ηαζ θάιπμοκ ηα κενά ζηα καοπδβεία

ηδξ κεακζηήξ απεθπζζίαξ

ή αθόκε

Κζ έπεζηα είιαζ ιόκμξ. Απμιέκεζ

δ βθοηζά ζοκηνμθζά

από θςηεζκά απθμσηά ρέιαηα.

Όζν γηα ηελ όπνηα ηδηαηηεξόηεηα ζηελ πξνζσπηθή ηνπ δσή (πεγή πνηεηηθήο

έκπλεπζεο γηα ηνλ ίδην) ν πνηεηήο απειεπζεξσκέλνο καο ηε δηαιαιεί κε πεξεθάληα

θαη εηιηθξίλεηα κέζα από έλα ηεηξάζηηρν πνπ κνηάδεη πεξηζζόηεξν κε γλσκηθό παξά

κε πνίεκα:

Δοηοπζζιέκμξ όπμζμξ είκαζ δζαθμνεηζηόξ

όηακ είκαζ πνάβιαηζ δζαθμνεηζηόξ.

Αθθμίιμκμ όιςξ ζε όπμζμκ είκαζ δζαθμνεηζηόξ

όηακ είκαζ ζοκδεζζιέκμξ.

Page 31: ΣΑΝΤΡΟ ΠΕΝΑ   Επιλογή από τα Ποιήματα

31

Ο Σάντρο Πένα στα ελληνικά

Ο άληξν Πέλα δελ είλαη άγλσζηνο ζην ειιεληθό θνηλό. ην πεξηνδηθό Οδόξ Πακόξ

έρνπλ θαηά θαηξνύο κεηαθξαζηεί πνηήκαηά ηνπ θαη ην 1973 νη νκώλπκεο εθδόζεηο

έβγαιαλ έλα ηνκίδην κε ηνλ ηίηιν Λίβμξ πονεηόξ πνπ πεξηειάκβαλε ηε γλσζηή ζεηξά

δηεγεκάησλ ζε κεηάθξαζε Άιθεζηεο Παιάζθα θαη εβδνκήληα δύν πνηήκαηα

κεηαθξαζκέλα από ηνλ Γεκήηξε Νηαθξέηα.

Αιιά θαη ζην δηαδίθηπν έρνπλ γίλεη θάπνηεο αλαθνξέο ζηνλ ηηαιό πνηεηή ζηνπο

αθόινπζνπο δηθηπαθνύο ηόπνπο:

http://umhomemgrego.blogspot.com/2005/10/no-205.html

http://www.poiein.gr/archives/2248/index.html

http://turigr.blogspot.com/2011/01/normal-0-false-false-false-el-x-none-x.html

ηελ παξνύζα κεηάθξαζε ρξεζηκνπνηήζακε σο πξσηόηππα, πνηήκαηα ηνπ Πέλα πνπ

έρνπλ αλαξηεζεί ζην δηαδίθηπν θαη θπξίσο ζηηο ηζηνζειίδεο

http://www.culturaesvago.com/sandro-penna/

https://sites.google.com/site/sirafonzi/omaggio-a-sandro-penna

http://www.la-poesia.it/italiani/fine-1900/penna/SP_indice.htm

Υξίζηνο Αιεμαλδξίδεο