Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

117
1 ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑ∆ΙΑΣ ΒΑΡ∆ΙΑ Προµετωπίδα και τέσσερις παραλλαγές στο ϊδιο θέµα τοϋ ΓΙΑΝΝΗ ΤΣΑΡΟΥΧΗ ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ ΑΓΡΑ Is she dead ? She is what you would have her. FERDINAND: BOSOLA: FERDINAND: BOSOLA: FERDINAND: Fix your eye here. Constantly. Do you not weep ? Others sins only speak ; murder shrieks out. The element of water moistens the earth. But blood flies upward and bedews the heavens. Cover her face ; mine eyes dazzle ; she died young. Webster (From ” The Duchess of Malfi ”) Ποιος ; Ένα χέρι σήκωσε το γάντζο της πόρτας άπέξω, τη µισάνοιξε καί στάθηκε κρατώντας το. Έγώ, καπετά-Γεράσιµε, ό δόκιµος. Θέλω νά σου µιλήσω. Ξάπλωσες ; Τί διάολο θέλεις, µωρέ. Τέσσερες ώρες είµαστε πάνω, τώρα το θυµήθηκες ; Έµπα καί βάλε την πόρτα στο γάντζο. Ό γραµµατικός του « Πυθέα » καθόταν σέ µια γυριστή πολυθρόνα. βιδωµένη στο πάτωµα. Μονάχα µέ το σώβρακο. Τό να πόδι πάνω στάλλο. Έτριβε τον άστράγαλό του µέ την παλάµη. Τό κορµί του γυάλιζε άπό τον ιδρώτα. Σαραντάρης, µελαχρινός, µέ µεγάλα µάτια. Λέγε µωρέ. Τρέχει τίποτάπάνω ; Ό ∆ιαµαντής, ό δόκιµος της κουβέρτας, στάθηκε µπροστά του σά χαζός. Πρώτο µπόι. Ξανθός. Σκούπισε τό κούτελό του µέ τήν άνάποδη. ∆έν ήξερε πώς νάρχίσει, τραύλιζε. Νά καπετά-Γεράσιµε δέν ξέρω µά κάτι έβγαλα. Που µωρέ γύφτο ; Κάτου Σά σπυρίµικρόδέν πονάειµά δέν ξέρω Νά ξεραθείς, βρωµόσκυλο. Χτύπησε τά δυό του δάχτυλα στήν κόψη του τραπέζιου. Έµεινε γιά λίγο χωρίς νά µιλάει. —”Αντε φώναξε τό µαρκονιστή. “Αν κοιµαται, ξύπνα τον. Καί γιά τοΰτο τί θά γίνει ; Κάνε ό,τι σου λέω, τοµάρι. Έµεινε µοναχός. Σκούπισε µένα χακί µαντήλι τό λαιµό του. ‘Η καµπίνα ήταν δυό µέ τρία. Τά φινιστρίνια πάνω άπό τήν κουκέτα. Γραφείο, καναπές, ένα ράφι µέ λίγα βιβλία. Στό µπουλµέ 1 , βιδωτή σένα µπρατσόλι, κρεµόταν µιά χάλκινη λάµπα του πετρελαίου. Ό άνεµιστήρας γύριζε καβουρντίζοντας τό κενό.

description

αφήγημα

Transcript of Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

Page 1: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

1

ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑ∆ΙΑΣ

ΒΑΡ∆ΙΑ

Προµετωπίδα και τέσσερις παραλλαγές στο ϊδιο θέµα

τοϋ ΓΙΑΝΝΗ ΤΣΑΡΟΥΧΗ

ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ ΑΓΡΑ Is she dead ? She is what you would have her. FERDINAND: BOSOLA: FERDINAND: BOSOLA: FERDINAND: Fix your eye here. Constantly. Do you not weep ? Others sins only speak ; murder shrieks out. The element of water moistens the earth. But blood flies upward and bedews the heavens. Cover her face ; mine eyes dazzle ; she died young. Webster (From ” The Duchess of Malfi ”) — Ποιος ; Ένα χέρι σήκωσε το γάντζο της πόρτας άπ’ έξω, τη µισάνοιξε καί στάθηκε κρατώντας το. —Έγώ, καπετά-Γεράσιµε, ό δόκιµος. Θέλω νά σου µιλήσω. Ξάπλωσες ; — Τί διάολο θέλεις, µωρέ. Τέσσερες ώρες είµαστε πάνω, τώρα το θυµήθηκες ; Έµπα καί βάλε την πόρτα στο γάντζο. Ό γραµµατικός του « Πυθέα » καθόταν σέ µια γυριστή πολυθρόνα. βιδωµένη στο πάτωµα. Μονάχα µέ το σώβρακο. Τό ‘να πόδι πάνω στ’ άλλο. Έτριβε τον άστράγαλό του µέ την παλάµη. Τό κορµί του γυάλιζε άπό τον ιδρώτα. Σαραντάρης, µελαχρινός, µέ µεγάλα µάτια. — Λέγε µωρέ. Τρέχει τίποτ’ άπάνω ; Ό ∆ιαµαντής, ό δόκιµος της κουβέρτας, στάθηκε µπροστά του σά χαζός. Πρώτο µπόι. Ξανθός. Σκούπισε τό κούτελό του µέ τήν άνάποδη. ∆έν ήξερε πώς ν’ άρχίσει, τραύλιζε. — Νά … καπετά-Γεράσιµε … δέν ξέρω … µά κάτι έβγαλα. — Που µωρέ γύφτο ; — Κάτου … Σά σπυρί… µικρό… δέν πονάει… µά δέν ξέρω … — Νά ξεραθείς, βρωµόσκυλο. Χτύπησε τά δυό του δάχτυλα στήν κόψη του τραπέζιου. Έµεινε γιά λίγο χωρίς νά µιλάει. —”Αντε φώναξε τό µαρκονιστή. “Αν κοιµαται, ξύπνα τον. — Καί γιά τοΰτο τί θά γίνει ; — Κάνε ό,τι σου λέω, τοµάρι. Έµεινε µοναχός. Σκούπισε µ’ ένα χακί µαντήλι τό λαιµό του. ‘Η καµπίνα ήταν δυό µέ τρία. Τά φινιστρίνια πάνω άπό τήν κουκέτα. Γραφείο, καναπές, ένα ράφι µέ λίγα βιβλία. Στό µπουλµέ1, βιδωτή σ’ ένα µπρατσόλι, κρεµόταν µιά χάλκινη λάµπα του πετρελαίου. Ό άνεµιστήρας γύριζε καβουρντίζοντας τό κενό.

Page 2: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

2

Σηκώθηκε κι έσβησε τό ηλεκτρικό πού τρεµόπαιζε. Άπό τά φινιστρίνια µπήκε σπασµένο τό φως µιας αύγής σέ άνατολικό µήκος. ’’Εκοψε ένα φύλλο άπό παλιό ήµερολόγιο του Brown καί µπατάρησε τό τασάκι µέ τ άποτσίγαρα. Τά τύλιξε, τά πέταξε άπό τό φινιστρίνι. ∆έ µέτρησε καλά, χτύπησαν στή λαµαρίνα καί σκορπίσανε χάµω. — Νά χέσω µές στά χέρια σου, µούγκρισε. Έσκυψε νά τά µαζέψει. ∆έν είχε τελειώσει πού τό γάντζο ξανασηκώθηκε. Πρώτος µπήκε ό µαρκονιστής. Κοντός, κάτου άπό τό κανονικό, µέ άραιωµένα µαλλιά. Φορούσε χακί βρακί, πού κρατιόταν στή µέση του µονάχα άπό τό πρώτο κουµπί. Τ’ άλλα λείπανε. Τό ’να του αύτί έγερνε κι ήταν µεγαλύτερο άπό τ’ άλλο. — Καληµέρα. Τί τρέχει ; — Μακάρι νά ’τρεχε. Κάτι ψώνισε τούτος ό γλάρος. Γιά κοίταξε, εσύ καταλαβαίνεις άπό τέτοια. Ό ∆ιαµαντής στεκόταν παράµερα, µέ χαµηλωµένο κεφάλι, πού θύµιζε Donatello.2 Ό µαρκονιστής κάθησε σ’ ένα χαµηλό σκαµνί άπό καραβόπανο. — Κατέβασέ τα. —Έγώ ; Έµοιαζε σά χαµένος. —Έλα τώρα. ∆έν έχουµε µπροστά µας κορίτσια. Έτσι, πιό κοντά. Καπετά-Γεράσιµε βάλε στήν πρίζα τό φορητό καί φέρ’ το νά φέγγει τά σκέλια του. ‘Άναψε όλα τά φώτα. Έτσι µπράβο. Πότε πήγες τελευταία φορά µέ γυναίκα ; — Στό ’Αλιτζέρι, πού κάναµε bunker3, πάει ένας µήνας καί… — Πότε τό πρωτόδες ; — Προχτές τή νύχτα, µόλις φύγαµε άπ’ τό Sabang. — Τί του ‘ βαλές απάνω ; —’Ιώδιο. — Βγάλε φανέλα, βρακί καί τό σώβρακο. —’Ολα ; —”Οπως ·σέ γέννησε ή µάνα σου. Κάτου άπό τό τρεµάµενο φως της σκάρτης ήλεκτρικής, τό κορµί του παιδιού έδειξε κάτασπρο άπό τή µέση καί κάτου. — Πόσο χρονώ είσαι ; τόν ρώτησε κοιτάζοντας τις πλάτες του, τό στήθος, τή µέση, τα πόδια. — ∆εκαεφτά … τώρα τά κλείνω. — Νά ζήσεις. Πές µου, ∆ιαµαντή, ήτανε µαύρη ; — Ναι. —Όµορφη ; — Πολύ. — Σε σπίτι ; —’Όχι. ’Ανέβαινα τά στενά γιά τήν Κάσµπα. Έκει στό δρόµο της Κόκκινης Θάλασσας, πήγαινα ν’ άγοράσω ένα βραχιόλι της άδερφής µου. « Έσµα… Ταάλε », µου φώναξε. Μπήκα. Νά, έτσι στά γρήγορα … οί>τε πέσαµε στό κρεβάτι. Λές νά ‘ναι τίποτα ; —’Άντε τώρα, κοιµήσου. Μήν τό ψαχουλεύεις καθόλου. Βάνε µονάχα νερό κι άλάτι µ’ ένα µπαµπάκι κι άφηνέ το άπάνου. Τό . βράδυ χαµοµήλι ζεστό. Καί πλένε καλά τά χέρια σου. Γεράσιµε, πότε φτάνουµε στό Σαντούν ; — Τό λιγότερο σ’ έξι µέρες. — Γιά πές µου, πονάς ;

Page 3: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

3

—”Οχι, µόνο καµιά σουβλιά που καί που. — Πονοκέφαλο ; —’Όχι. Ναί, χτές τό µεσηµέρι, 8ταν άπόφαγα. Έτσι σά βάρος στά µηλίγγια. Τί νά ‘ναι ; — Σύρε κοιµήσου. Ξενοιάσου. Κι όπως είπαµε. ‘Όταν πιάσουµε πόρτο, γραµµή στό γιατρό. Συνηθισµένα πράµατα. Ό ∆ιαµαντής έφυγε χωρίς νά χαιρετήσει. Άκουστήκανε τά πέδιλά του πάνου στή λαµαρίνα καί σβήσανε. Ό γραµµατικός κι ό µαρκονιστής µείνανε γιά µιά στιγµή χωρίς νά µιλάνε. Κατόπι ό πρώτος πηρε τό φορητό φως, τό ’βαλε πάνου στό γραφείο καί τό ’σβήσε. —Ό µουλος, ό γιόςτση πουτάνας. Κατάλαβες … πηγεγιά βραχιόλι στόν άνήφορο. Πώς µου τό ’σκάσε ό πούστης, δέν µπορώ νά καταλάβω. Είχαµε σκιστεί στή δουλειά κείνη τή µέρα. Καί νά µήν τόν άποζητήσω 1 —Έχεις άσπρο σπίρτο ; ρώτησε ό µαρκονιστής. — Ναι. — Χύσε µου στά χέρια. Ευχαριστώ. Πήγε στήν πόρτα. — Μή φύγεις. Πίνεις κάτι ; Ένα kirsch ; —’Όχι, δέν πίνω. — Ούίσκυ ; Μπράντυ ; — Τίποτα. — ∆ηλαδή τό ’κοψες όλότελα ; Σά δύσκολο. — Πάνε τρία χρόνια. Τό µάτι του µαρκονιστη έπεσε σ’ ένα µπουκάλι πού βρισκόταν στό κρύσταλλο πάνου άπ’ τό λαβοµάνο. Πήρε ένα ποτήρι καί τό γέµισε κάτου άπ’ τή µέση. — ∆ώσε µου τό ιώδιο, είπε σιγά. Ό άλλος του τό ’δωσε χωρίς νά µιλάει. … δέκα… είκοσι σταγόνες. Τό νερό χρωµατίστηκε. Τό ’πιε µονοµιάς. Έβηξε λίγο. Κατόπι µουρµούρισε : — Θυµάσαι, Γεράσιµε ; … — Ναι. —’ Αν τό ’χεις ξεχάσει νά σου τό θυµίσω. ∆εκαοχτώ χρόνια. Οΰτ’ ένα λιγότερο. Σ’ έκειό τό νησί του Κόλπου. Τό σκάσαµε του καπετάνιου µεσηµεριάτικα, καληώρα σάν τό ∆ιαµαντή πού ’βρισες πρωτύτερα. Τύφλα στό µεήύσι. Βρήκαµε τό χωριό µέ τις µαύρες. ∆ιάβασες χάσκοντας µιά ταµπέλα : Supplying of intoxicants to natives is strictly forbidden. Είχαµε δυό µποτίλιες ό καθένας πάνου µας κρυµµένο, πρόστυχο ούίσκυ. Μέ τή σειρά µου διάβασα τήν άλλη έπιγραφή : Beware of native women. All rotten here. Κείνη τή στιγµή µας σταµάτησαν οί Εγγλέζες του Στρατού Σωτηρίας. Ή γριά στέκα µέ τά χαλασµένα δόντια καί τό κορίτσι µέ τά πράσινα µάτια. « — Που πατε ; ρώτησε ή γριά θυµωµένα. « — Στις γυναίκες. « — Ντροπή σας. Γυρίστε στό καράβι σας. « — Νά γυρίσουµε, είπε κάποιος άπ’ τούς δυό µας. ∆έ θυµάµαι ποιος. Νά γυρίσουµε… αν συµφωνείτε νά #ρθετε καί σεις µαζί µας. » Κι έκαµες µιά κίνηση µέ τό τρίτο δάχτυλο του χεριού σου. Τότε ή γριά µας έφτυσε µέσ’ άπ’ τά χαλασµένα της δόντια. « — Hell damn you both, dirty dogs. » ‘Η µικρή µου φάνηκε πώς χαµογελούσε. Καί πήγαµε στις µαύρες. Στήν καλαµένια καλύβα κι ot δυό. Γυµνές, µέ κάτι πολύχρωµα

Page 4: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

4

κουρέλια στά µαλλιά τους. Πώς µυρίζανε’ ! Τό χέρι σαλτάριζε πάνου στό κορµί τους. Κάτι µικρά άλλήθωρα στήθια σά λάστιχο. Τις άλλάξαµε στό δεύτερο γύρο. Πήρα τή δίκιά σου. Είκοσι µέρες κατόπι, στό Μπισκάγια, φούντωσε τό κακό. Κατόπι χωρίσαµε. Ό καπετά-Γεράσιµος τόν έκοψε µέ µιά κίνηση του χεριού, πήρε ένα κουτί έγγλέζικα τσιγάρα καί του πρόσφερε. Έκανε ν’ άνάψει σπίρτο, µά σταµάτησε άπότοµα. Ό γραµµατικός τόν είχε σιµώσει. — ∆ός µου τό χέρι σου, τό δεξί. “Ανοιξέ το. Ό άλλος τ’ άνοιξε κοιτάζοντας µέ άπορία. —’Α, γιά κοίτα, τί θυµήθηκες. Παιδιαροκαµώµατα. Μιά λεπτή άσπρη γραµµή άρχιζε άπό τό χοντρό δάχτυλο κι έφτανε µέχρι τόν καρπό. — Θά ’θελα νά µήν είχε γίνει. — Μά τί σ’ έπιασε ξηµερώµατα. Οί>τε τό θυµόµουνα. —’Εγώ τό θυµαµαι. Μ’ έχει βασανίσει πολλές φορές τή νύχτα, στή βάρδια. Στή Χουέλβα … κείνη ή µαγαρισµένη τσιγγάνα, ή ξυπόλυτη, µέ τά σκονισµένα πόδια, πού βρωµούσε ό ιδρώτας της µούστο. Σέ προτίµησε. Ακόµα δέν µπορώ νά καταλάβω γιατί τράβηξα τό σουγιά πού µου ‘χες τροχίσει ό ίδιος, πριν τρεις ώρες, στήν πέτρα της µηχανής καί σύ γιατί χούφτωσες τό λεπίδι. Σέ ξαναβρίσκω άπόψε. Άπό τότε πού µπήκες στό Πόρτσαϊτ έχουµε πει καληµέρα κάνα δυο φορές. ‘Όταν σ’ είδα ξαφνικά στή σκάλα, ταράχτηκα. ‘Ήθελα νά σου µιλήσω άπό καιρό. Μου τό φυλάς πάντα ; —’Έλα, µωρέ Γεράσιµε. Παιδί γίνεσαι. Γιά πές µου, πώς έφυγε ό άλλος άσυρµατιστής ; — Τήν είχε κάνει ψώνιο ό φουκαράς, όλο φοβόταν τά σκυλόψαρα. « — Μήν πετάτε τ’ άποφάγια στή θάλασσα, φώναζε στούς ναύτες. Τά µαυλατε τά κερατένια, τά µαζεύετε τριγύρω µας. » Έπειτα φαίνεται πώς έπαθε κράµπα στό χέρι καί δέν µπορούσε νά δώσει. “Ολο έλυνε τό χειριστήριο κι έτριβε τις έπαφές. Έβγαλε Χριστουγεννιάτικα όλο τον άσύρµατο πάνω στό άµπάρι. Κατέβασε στό πέλαγο κοτζάµου κεραία καί τή γυάλισε. ‘Όλοι τήν ψωνίζετε στό τέλος … Μ’ έκοψες. Άσε νά τελειώσω. Τό ’σκασα κείνο τό βράδυ πού σέ χτύπησα καί µπαρκάρησα ναύτης µέ τό σπανιόλικο. Μου ’στειλες τό φυλλάδιό µου άπολυµένο κανονικά καί δέ µαρτύρησες τίποτα. Λοιπόν ; Ό µαρκονιστής χαµογέλασε κι άποκρίθηκε. —”Οχι µόνο τό ‘χω ξεχάσει, µά σου χρωστάω καί χάρη. νΗσουνα διπλός άπό µένα στό µπόι. Χεροδύναµος. Άν µου ’δίνες δυο σκαµπίλια στά µούτρα ή θά σ’ είχα ξεκάνει ή θά ‘χα σκοτωθεί µοναχός µου. Σωπάσανε γιά λίγο κοιτώντας τό πάτωµα. — Ζωγραφίζεις ; ρώτησε 6 γραµµατικός. Θυµαµαι πού ’χές µανία. Σχεδίαζες ώς καί τ’ άσποα του καραβιού µέ κάρβουνο καί σέ κυνηγοΰσε ο λοστρόµος. -Όχι. — Γιατί ; — Νά. Έχασα δυό χρώµατα, τό πράσινο, κι έπειτα… — Λοιπόν, τόν έκοψε ό Γεράσιµος, τί θά γίνει ; — Γιά τό ∆ιαµαντή ; Νά, στό πόρτο, µέ^τό φούντο, στό γιατρό. “Αν εϊναι θετικός, θά του κάνουµε τόν κώλο κόσκινο µέ βισµούθιο και πενικιλίνη. Έκανες καλή θεραπεία ; — Ναί. Τέσσερα χρόνια όλα τά φάρµακα καί φέτος οχτώ εκατοµµύρια άπό τό καινούργιο. Έσύ ; — ∆υό χρόνια καί άταχτα. Σκέφτηκα πώς θά ‘ναι προτιµότερο νά τρελαθεί κανείς άπό τήν άρρώστια παρά άπ’ τά φάρµακα. Παράξενη άρρώστια. “Όσο έχεις τό σπυρί, νοµίζεις πώς

Page 5: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

5

σάπισες, πώς βρωµάς, πώς άπό ώρα σέ ώρα θά σου πέσ’ ή µύτη. Μέ τήν πρώτη τρυπιά, µόλις σβήσει, τά ξεχνάς όλα. Κι έπειτα βασανίζεσαι γιά όλη σου τή ζωή. Ό παραµικρός πονοκέφαλος, ένα µπιµπίκι, µιά ζαλάδα καί σέ πιάνει ό φόβος γιά µήνες. Τό ‘χεις πάθει, Γεράσιµε ; — Ναί, µά τό διασκεδάζω. Έπειτα πιστεύω πώς είµαι καλά. Τόση θεραπεία, τά καινούργια φάρµακα. —Έγώ πιστεύω πώς τίποτα δέν τή σκοτώνει. ‘Άκου τί µου ‘πε ένας Κινέζος γιατρός µιά φορά στό Τσιγκτάο. « Ξέρεις γιατί κάνουµε τά τέσσερα φάρµακα ; Γιατί τό σκουλήκι συνηθάει τό πρώτο καί τό τρώει. Τρώει καί τό δεύτερο, στό τρίτο βαροστοµαχιάζει, στό τέταρτο ναρκώνεται. ‘Όµως δέν ψοφάει. Κοιµάται. » Έγώ τό πιστεύω κι άσ’ τους νά λένε. Τό καλύτερο φάρµακο είναι ή κάψα.4 Γιά τούτο προτιµάω άράδα τά τροπικά. Είδες τούς µαύρους στή Τζαµάικα, στό Port Sudan, στό Μπουσίρ Σηµαδεµένα τά ποδάρια τους µά κλειστά, ούτε µιά µύτη φαγωµένη. Πεθαίνουν άπό γερατειά. ’Αράδα λοιπόν στά τροπικά. Στενοχωρέθηκα ξέρεις µέ τόν µικρό, φαίνεται καλό παιδί. Ποιός τόν προστατεύει ; —Ό καπετάνιος. Ειναι µπάρµπας του. Έχει χήρα µάνα ό µοΰλος κι άδερφές. Περιµένουν άπό δαΰτον. Τις φροντίζει. “Αν τό µάθει ό µπάρµπας του, κάηκε. — Τί άνθρωπος είναι ό καπετάνιος ; —’Ένα δαµάλι. Άκολουθάει τό δικό σου σύστηµα στό ζήτηµα της θεραπείας. Στήν Ερυθρά σκεπάζεται µέ κουβέρτα µάλλινη. Έχει µιαν ηλεκτρική θερµάστρα καί τήν άνάβει 6 τρικέρης, εδώ, σέ τούτες τις θάλασσες. — Είναι ναύτης καλός ; — ∆έν ξέρει νά βγάλει τά µάτια του, τό µουλάρι. — Είναι Κεφαλλονίτης ; — Μπά. Ούτε ξέρει άπό που είναι. Ή γυναίκα του είναι άδερφή του άφεντικοΰ. Κατάλαβες ; Ή γίφυρα δέν τόν γνωρίζει. Μου στέρνει δρντινα µονάχα, µέ τό καµαροτάκι. ∆έν τόν κουβέντιασες καθόλου ; —’Όχι. Προχτές ήρθε γιά πρώτη φορά στήν πόρτα του άσυρµάτου. «— Θά πιαστείς, µου λέει. Βάνεις τόν άνεµιστήρα πάνω στήν πλάτη σου. » Μέ ρώτησε αν έχω Θησαυρούς, περιοδικά. Του ‘πα οχι κι έφυγε. Βρωµούσανε τά ροΰχα του φάρµακα. Σέ ξαγρύπνησα. Πάω νά βγάλω τις µπαταρίες. Σταθµός νά σου πετύχει ! Γειά. —Άν θέλεις, άνέβαινε στή βάρδιά µου νά τά λέµε. ∆ώδεκα-τέσσερις. Νά θυµηθοΰµε τά παλιά. — ∆ίχως άλλο. Έφυγε. Ό γραµµατικός έµεινε µόνος. Τό ήλεκτρικό έσβησε µοναχό του. Λασκάρησε τά κουµπιά του πανταλονιού του κι έπεσε άνάσκελα στόν καναπέ. Τά παπούτσια του βροντήξανε χάµου. Τό ρολόι έδειχνε έξι παρά τέταρτο τοπική. Ό « Πυθέας », cargo πέντε χιλιάδων τόννων, standard του πρώτου πολέµου, µέ χαβούζες καί µηχανή παλινδροµική, ταξίδευε µέ έφτά µίλια άνοιχτά του Singapore. ‘Από τά φινιστρίνια έµπαινε µαραζωµένο άρρωστο φως, πού µύριζε φανικό.

Βάρδια πρώτη -Μήν τό ζορίζεις, κατάλαβες ; Τό παιδεύεις δεξιά κι άριστερά, γι’ αύτό σέ παίρνει. ‘Ένα τόννο κάρβουνο χαραµίζουµε στή βάρδια µας µέ τις παρατιµονιές σου. Σ’ τό ’χω πει τόσες φορές, θέλει γλυκά’ Νά’ χε ρέµατα, θά ‘λεγα στό διάολο. — ∆έ φταίω, καπετά-Γεράσιµε. ∆έν κυβερνιέται. Είµαστε δυό ποδάρια µέ τήν πλώρη. — Μάθε µε ναυτιλία, Πολυχρόνη … Που ‘ναι ό ∆ιαµαντής ; — Πάει γιά τά µίλια, µουρµούρισε ό σκάπουλος.

Page 6: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

6

— Ποιος τόν έστειλε ; Ποιά µίλια ; — ∆έν ξέρω. — Μου φαίνεται πώς εδώ µέσα µενάρουµε. Κατάλαβες ! Άκούµπησε στό παραπέτο, πηρε τά κυάλια καί είπε : —Έτσι όπως κυβερνάς, ξεχωρίζεις καλά τό πράσινο ; -Ναί. —’Όπως τό βλέπεις καί µή σου φεύγει καθόλου. — Καθόλου. Ό άσυρµατιστής άνέβηκε χωρίς ν’ άκουστεϊ καί στάθηκε δίπλα του. — Γειά σου. Σου ‘στειλα τό ρεπόρτο. — Ναί, τό πηρα. Κάτι µαγειρεύει τό Χόνγκ Κόνγκ, δ κάβος. —’ Αλάργα είµαστε άκόµα. ‘Όσο νά παµε κεΐ πάνου … — Καιρός του. ∆έ µου λές, πότε κοιµασαι ; Ό άσυρµατιστής σήκωσε τούς ώµους. — Τό µεσηµέρι κάνα δυό ώρες καί τά χαράµατα άλλο τόσο. — Τόσο λίγο ; —Έκανα χρόνια τή χειρότερη βάρδια µές στά ποστάλια. ∆ώδεκα-τέσσαρες, δέν τή σκαντζάραµε. Έχασα τή γλύκα του ύπνου. Νά ξυπνάς καί νά µπορείς νά τόν ξαναπάρεις γιά λίγο … Ό ∆ιαµαντής άνέβηκε σάν τόν κλέφτη, κουµπώνοντας τό βρακί του. Έφτυσε τό τσιγάρο του, τό πάτησε χάµω καί στριµώχτηκε στή βαρδιόλα. — Λοιπόν, τά ποστάλια. Πές µου γιά δαυτα, είπε ό γραµµατικός. — Κόσµος, φασαρία, κάθε µέρα λιµάνι’ ∆εκάρα στήν µπάντα. Σου τά τρώνε τά ταξιά. Τά ζευγάρια πού τραβιούνται έξω άπό τήν κάµαρά σου καί δέ σ’ άφήνουν νά κλείσεις µάτι. Έχεις καµπίνα καί δέν έχεις. — Γιατί ; — Γιατί που θά κοιµηθούν οί συστηµένοι πού ταξιδεύουν κατάστρωµα ; Πόσες φορές κοιµήθηκα στις πολυθρόνες ! ∆έν έκανες ποτέ µέ ποστάλι ; — Μιά φορά, έξι µήνες. Μά τήν πλήρωσα. — Γιά πές µου. — Τελείωνέ µου, θά σου πώ. —Ό έπιβάτης ; Φορτίο νά σου πετύχει. Χειρότερο κι άπό τό µινεράλι κι άπό τό λιναρόσπορο. Τόν καλύτερό σου φίλο νά ταξιδεύεις, τόν άδερφό σου πού λέει ό λόγος, νά ‘χεις σκιστεί γιά δαΰτον, µόλις φτάσει στό πόρτο πού θά βγει, τόν έχασες. ∆έ θά σέ χαιρετήσει. Τό πιστεύεις ; Θά τό ξεχάσει. — Μπορεί νά µή φταίει. Νά ’χει σαστίσει. -Κι οί ποσταλίσιοι, παιδάκια, ντυµένα τά ροΰχα της σκόλης, τρεις ώρες πριν φανεί τό λιµάνι. Μ’ 6λα τά κακά συνήθεια του επιβάτη : « Πότε φτάνουµε ; τί ώρα ; θά ‘χει θάλασσα ; πήρατε ρεπόρτο ; » Χαλασµένοι, ψιλικατζήδες. Σάν κοράκια πάνου στά ρέλια περιµένουνε τά ψοφίµια. Αλίµονο σέ καµιάν ορφανή πού ταξιδεύει µονάχη. Σέ καµιά παραµέτισσα µέ τόν µπόγο στό χέρι. — Μιά στιγµή, ∆ιαµαντή ! Ό δόκιµος έπνιξε τό τσιγάρο του καί ζύγωσε. — Σου ‘χω πει νά µήν καπνίζεις στή βάρδια. Σύρε στόν άλτη 5 καί πές εκείνου του µανάβη πού κατεβαίνει, άνοµα καί προορισµό. Σιγά, γιά νά σέ παίρνει. —Έπειτα ;

Page 7: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

7

—Έπειτα βαρέθηκα τη Μεσόγειο. Μπήκα σ’ ένα µεγάλο της εταιρείας, πού ’κανε τή γραµµή Αυστραλία, Genova, Πόρτο, “Αντεν, Κολόµπο, Φριµάν, Μέλµπουρν, τριάντα τρεις µέρες ταξίδι. Χαιρόσουνα θάλασσα. Νά ’σουνα στή Genova, νά ’βλεπες άπό µιά µεριά τό πώς µπαΐναν οί µετανάστες ! Τά µεγάφωνα φώναζαν σέ πέντε γλώσσες. ‘Ένας µπερδεµένος λαός, γιοµάτος χρώµα. Ό καθένας µέ τή δίκιά του θρησκεία κι όλοι µαζί δίχως πίστη. Πήγαιναν νά ξαναρχίσουν. Πολλοί µέ τό νούµερο του στρατοπέδου στά χέρια. Γυναίκες πού έρχονταν µαζί σου γιά ένα τσιγάρο, γιά λίγο πιοτό, γιά τίποτα, γιατί βαριόνταν ν’ άρνηθοΰν. Μόλις φθάναµε στό τελευταίο λιµάνι, έπεφτα νά κοιµηθώ κι δταν ξυπνουσα, τούς είχε καταπιεί όλους ή πάχνη του Yara-Yara.6 Που είχε πάει κείνος ό αχός, τό βουητό πού µέ κοίµιζε τόσες µέρες, πού τό βαριόµουνα καί πού τ’ άγαποΰσα. Έρηµα καταστρώµατα, γιοµάτα σπασµένες καρέκλες, έφηµερίδες σ’ όλες τις γλώσσες, εβραίικα βιβλία, χτένες κι άδειανά φακελάκια … Καταλαβαίνεις. Κι έπειτα τά σάρωνε µονοµιάς ή µάνικα του νεροΰ. — Φαντάζοµαι τί θά ’κάνες µέ τις λέχες.7 Θά καλοπέρασες. Ό άσυρµατιστής σώπασε. “Αναψε ένα σπίρτο, τό σήκωσε ψηλά, σά νά ‘θελε νά ξεχωρίσει στή µικρή φλόγα του τά µάτια του γραµµατικού καί τό ’σβήσε χωρίς νά κάνει τσιγάρο. —νΟχι. Ποτέ µου στή θάλασσα. Είκοσι χρόνια µέσα στά σίδερα, δέ µαγάρισα τό γιατάκι µου. Τό ‘χω γρουσουζιά. ‘Αν µ’ άρεσε καµιά καί τό ’θελε, πηγαίναµε στά ξενοδοχεία τών λιµανιών. Ποτέ στό καράβι. — Παραξενιές. “Ολοι σας Βσοι δουλεύετε άσύρµατο εϊσαστε βλαµµένοι. Σας βαράει τό ρεύµα στό κεφάλι. Γιατί γίνηκες άσυρµατιστής ; Ξεκίνησες γιά καπετάνιος. — ∆έν ξεκίνησα γιά τίποτα. Μονάχα γιά νά ταξιδεύω. Εκείνοι πού µαζί πρώτο µπαρκάραµε, σέ τέσσερα χρόνια πήρανε τό χαρτί τους, έσύ τό ίδιο. Εµένα µ’ άρεσε ή πλώρη’ Ή ξενοιασιά. Πιάσανε πολλοί πατριώτες µας καπετάνιοι νά µέ συµβουλέψουνε. Άλλοι µέ κοροϊδεύανε καί µέ δαχτυλοδείχνανε. Μέ πηρε τό φιλότιµο. Ετοιµάστηκα νά πάρω του τρίτου. Τότε συνάντησα έναν έφοπλιστή ξάδερφο της µάνας µου. Ό µόνος άνθρωπος πού µέ καταλάβαινε καί µέ συχωροΰσε. Μου ‘δινε πάντα δουλειά, χωρίς νά µέ ρωτάει γιατί ταξιδεύω. Του τό ‘πα. — « Νά γίνεις µαρκονιστής, µου ‘πε. Άπό νά σπάσουµε µιά πλώρη, καλύτερα νά τσακίσουµε έναν άσύρµατο. » Έπινα, καταλαβαίνεις. Έσύ τό πήρες, του πρώτου ; —”Οχι, ψιθύρισε. Ακόµα. Κι οί>τε ξέρω αν θά τό πάρω ποτέ µου. — Τί είν’ αύτά πού λές ; Γιατί ; Ξέρεις τή δουλειά σου δσο λίγοι. — ∆έν πά’ νά ξέρω. ∆έ φελάει… ∆έν έµαθες ποτέ τίποτα ; ∆έν άκουσες ; - Οχι —Άκου λοιπόν. ‘Υπηρετούσα τή θητεία µου, δταν πηρα του τρίτου. Απολύθηκα καί µπαρκάρησα τριτάκι µέ φορτηγά. Έπειτ’ άπό δυό χρόνια πηρα του δεύτερου, χωρίς εξετάσεις. Ξανάφυγα κι έλειψα δυόµισι χρόνια. Έξι µήνες µου λείπανε γιά νά τό πάρω. Λεφτά δέν είχα στήν µπάντα. Μά τό ’θελα. ‘Όχι πώς θά µέ βάζανε πρώτο, είκοσιοχτώ χρονώ καί δίχως πλάτες, µά έτσι, γιά νά τό ‘χω στήν τσέπη. “Ενας µακρινός µου συγγενής µέ σύστησε καί µπήκα δεύτερος σ’ ένα ποστάλι. ∆έν τ’ άγαπουσα κι εγώ, σάν κι εσένα, τά ποστάλια. Τά σιχαινόµουνα. Κάναµε γραµµή Αλεξάνδρεια-Π ειραιά-Πρίντεζι. Άρχισα νά µπαίνω στό νόηµα καί νά βγάνω δεκάρες. Κάνα φιλέ, καµιά ρόµπα µεταξωτή, τίποτα τσακµακόπετρες, λίγο τσιγαρόχαρτο. Τό λαθραίο δέν είν’ άµαρτία. Τά λεφτά σου δίνεις κι άγοράζεις. ∆έν τό κλέβεις. Βάρδα άπό ναρκωτικά. ∆έν τό σήκωνε το φιλότιµο µου. Κάτι πού δέ βλάφτει τόν άλλονε, µήν το φοβασαι, σκεφτόµουνα. Μου ’ρχότανε δυό καί τρεις χιλιάδες δραχµές τό ταξίδι. Γερά λεφτά τότε. Σέ τρεις µήνες είχα τά λεφτά γιά το φροντιστήριο, περισσεύανε κιόλας. Είχαµε ένα οικόπεδο µικρό, µιά σταλιά, στήν ‘ Αθήνα. Μιά σκεπή, συλλογίστηκα, νά µή βρέχεται ή γριά στά γεράµατα. Τή

Page 8: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

8

θυµασαι τή µάνα µου ; — Ναί. Φάγαµε µιά φορά σπίτι σου. Θυµάµαι πού ‘ σφάξε ένα κοκόρι. ‘Ήπιαµε καί ροµπόλα καί γίναµε κουίνες. Κοιτάζαµε κείνη τή µικρή πού ‘χε άπό τό χωριό. — Τήν Άγγέλικα ! — Ναί, σά λουκούµι καί τήν έστειλε τάχα γιά δουλειά. Έξυπνη γυναίκα. — NoyL Ένα µήνα πριν ξεµπαρκάρω είχα είκοσι χιλιάδες. Καί τώρα γιά τήν καλή, σκέφτηκα. Τά ψώνισα £λα. Σέ τρεις µέρες θά ‘χα τά λεφτά µου δέκα φορές άπάνου. ‘Η γριά κάτι είχε µυριστεί —Θεός σχωρέσ’ τήν ψυχή της— καί µ’ έβαλε στά στενά. «— Στήν ψυχή του πατέρα σου, στή θάλασσα πού ταξιδεύεις, άφέντη µου, άλάργα άπό βρωµοδουλειές. Άρνήθηκα καί τήν άποπηρα. Γυρίσαµε άπό τήν ’Αλεξάνδρεια µιά Πέµπτη πρωί. Βρέθηκα όξω άπό τό τελωνείο µέ τό πράµα σιγουραρισµένο, πέρα άπό τόν “Αγιο Νικόλα. Σταµάτησα κι άνάσανα. ‘Όξω φτώχεια, µουρµούρισα. Λογάριαζα… Τό πώς βρέθηκα µέσα, τό µεσηµέρι, πώς πέρασ’ άπό δίκη —δεκαοχτώ µήνες φυλάκιση— άκόµα δέν τό ‘χω καταλάβει. Ρουφιανιά ; Προδοµένο τό πράµα ; Νά πεις πώς είχα βλάψει κανέναν ; Ζήλεια ! Τέτοια κατραπακιά δέν τήν περίµενα. Τέτοιο στραπάτσο. Κι ήµουνα νέτος, σου λέω. Σπάτσα κουβέρτα πού λέµε. Είκοσι πέντε δραχµές µου µένανε στήν τσέπη καί χίλιες πού ‘χε ή µάνα µου φυλαµένες. Μεγάλο τό κουράγιο της. Βράχος, σου λέω. Τή στιγµή πού µέ µπάσαν πίσω άπό τά σίδερα, µου χαµογελούσε. Μαΰρο γέλιο, µά µου χαµογελούσε. Μιά φορά τή βδοµάδα τήν άφηναν καί µ’ έβλεπε. Ποτέ δέ µου παραπονέθηκε. « — Κουράγιο, όλα γιά τούς άνθρώπους είναι. Θά ‘ βγεις µέ τό καλό καί θά τά ξεχάσουµε όλα. » Πώς τά βόλευε, ποτέ δέν τό ‘µαθα, ούτε καί τή ρώτησα. Μιά Κυριακή µεσηµέρι χειµωνιάτικο, ήρθε κρατώντας µιά καραβάνα. ‘Ιδρωµένη, κατακόκκινη, µέ τό µαύρο παλιό της φόρεµα καί τά παπούτσια της τρύπια καί σκονισµένα. « — Σου ’φερα τό άγαπηµένο σου φαί, µου ‘πε, κότα βραστή. Φάε τώρα, νά µήν κρυώσει. » «”Ακούσε µάνα, της είπα, θά φαµε µαζί, άλλιώς δέ βάνω µπουκιά στό στόµα µου καί πές µου αµέσως τώρα γιατ’ ήρθες µέ τά πόδια ; » Έγινε θηρίο. « — Γιέ µου, δέν είσαι καλά. Άπό τό πρωί πού σηκώθηκα τρώω. ΤΗρθα µέ τό τράµ. Μέ τά πόδια θά ’ρχόµουνα ; Παλάβωσες παιδί µου ; » Γιά πρώτη φορά —είµαι σίγουρος— έλεγε ψέµατα. Λείπανε της κότας τά ποδάρια καί τό κεφάλι. Σά σηκώθηκε νά φύγει, µου ‘βαλε στό χέρι ένα είκοσάρι καί πέντε τσιγάρα σέρτικα καλαµατιανά. « Θά ‘ρτω πάλι, παιδί µου, τήν Πέµπτη. Είναι γιορτή κι άφήνουνε. Κάνε µονάχα κουράγιο. » Τήν είδα άπό τό σιδερόφρακτο παράθυρο της φυλακής νά πηγαίνει σκυφτή. Τί ήθελα ό κερατάς νά κοιτάξω ! Κάτι παιδιά παίζανε στό δρόµο. Ξαφνικά σκόνταψε σ’ ένα λιθάρι κι έπεσε στό γόνατο. Τότε ένας µοΰλος, ένα κώλόπιασµα, ένας γιος πουτάνας ίσαµε οχτώ χρονώ, πήγε άπό πίσω καί τήν έσπρωξε. Σά συνήρθα, είχε στρίψει τή γωνία. Οί κακούργοι γελούσαν άκόµα. ∆υό µέρες κατόπι, ένα πρωί, µέ φώναξε ό διευθυντής. Μέ ζώσανε τά φίδια. « —Έ … άνθρωποι είµαστε, µου ‘πε προστατευτικά. “Ολοι έκεΐ θά παµε. » Είχα τό κουράγιο νά ρωτήσω ποιός τή σήκωσε, που τήν πήγανε. « — Μά ή ∆ηµαρχία. Ποιός άλλος ! » ‘Όταν βγήκα άπό τή φυλακή, δέ βρήκα µήτε κατσαρόλα στό σπίτι. “Εφυγα ναύτης µ’ ένα

Page 9: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

9

παναµαδιάνικο. Γύρισα σέ τρία χρόνια καί πήγα τά κόκαλά της στό χωριό. Τής έκαµα µνήµα µέ µάρµαρο καί γύρω γύρω βάλαµε γλάστρες µέ λουλούδια, πού τ άγάπαγε. Έντεκα χρόνια πού συχωρέθηκε ή Κεφαλλονίτισσα. Άπό τότε δέν έχω χαϊδέψει παιδί. Άν πεις γιά καραµέλες, ούτε στ’ άνίψια µου δέ δίνω. Κλωτσιές µονάχα, σά βρω εύκαιρία. Εϊναι κακούργοι τά παιδιά. Γύρισε νά δει τό µαρκονιστή, µά κείνος είχε κατέβει τις σκάλες, χωρίς νά πει καληµέρα. — ∆ιαµαντή, σκαντζάρησε τις βάρδιες καί κοίτα τά µίλια. Μιά κίτρινη αύγή, καί τό µούτρο του γραµµατικού κίτρινο καθώς τό µελισσοκέρι.

Βάρδια δεύτερη — Γιατί κάθεσαι µωρέ, σά χολιασµένος ; — Τό κεφάλι µου, καπετά-Γεράσιµε. Πάει νά σπάσει. Μου δίνει κάτι σουβλιές πάνου άπό τό µάτι µου τό δεξί. — Της ζέστης. Κι έγώ τό ϊδιο. Πάρε µιάν ασπιρίνη, νά σου περάσει. — Πήρα τρεις άπό τ’ άπόγιοµα. Τίποτα. Κα’ ι κάτι άλλο. Πέφτουνε τά µαλλιά µου καθώς χτενίζοµαι. Γιοµίζ’ ή χτένα. — Είδες τό µαρκονιστή ; — Τώρα πέρασα άπό τόν άσύρµατο, δουλεύει. Νά ‘ξερα τί έχω … —”Ο,τι καί νά ‘χεις, στό πόρτο πάµε. ∆έν πεθαίνει ό άνθρωπος στά καλά καθούµενα. Καµίνι άπόψε. ∆έ φυσάει άπό πουθενά ό ξεσχισµένος. Νά τος. Ψήσε δυό καφέδες, Πολυχρόνη, µέ λίγη ζάχαρη. Πώς πήγε ή βάρδια ; — Χάλια. Βράζει ό δέκτης άπ’ τ’ άτµοσφαιρικά. Φούρνος ό άσύρµατος. ‘Όπου νά πιάσεις, καίγεσαι. Κλειδώνετε καί τό νερό. Μή χειρότερα… Έχει τυφώνα ψηλά. Σου τό ‘στειλα. — ∆έ βαριέσαι, είµαστε πο>ύ κάτου άκόµα. Οΰτε τά παρακλάδια του δέ µας φτάνουνε. Κι όπως πάµε, θά κάνει πολλούς καί θά τούς σπάσει. Φοβασαι ; —Άπό τέτοια, τώρα νά πνιγώ, δεκάρα δέ δίνω. Έγώ µονάχα τις άρρώστιες φοβαµαι. 0 ∆ιαµαντής έκανε ένα πλάγιο βήµα καί τσίτωσε τό αυτί του. — Καί τις γυναίκες, συνέχισε δ µαρκονιστής. Ό γραµµατικός άποκρίθηκε κοροϊδευτικά. —Άµα δέν έχεις γιατρευτεί άπό τήν πρώτη, µή φοβάσαι τή δεύτερη. — ∆έ µέ κατάλαβες. Τό κλινάρι φοβάµαι. Αρρώστια πού µπορείς νά ταξιδεύεις µέ δαύτη, σάν τή δική µας … — Μίλα σιγότερα, δ χάνος κρυφακούει. Είπες κάτι γιά τις γυναίκες. — Ναί. Τις φοβάµαι. —”Ολοι, λίγο-πολύ τις φοβόµαστε. Ετούτες µάλιστα στά λιµάνια. —Ετούτες είν’ οί καλύτερες. Ποιός πηρε ποτές άρρώστια άπό « σπίτι » ; Γιατί τις λένε καθαρές ; Γιατί πλένουνται µόλις τελειώσουνε τή δουλειά. Θυµάµαι µιά τέτοια, ένα βράδυ στό Λάς Βέγκας. Έβγαλα τό πουκάµισό µου. Ή φανέλα µου ή έσωτερικιά ήταν σκισµένη, κουρέλι. Τράβηξα τή γυναίκα νά τή χαϊδέψω. « — Στάσου, µου ‘πε, µή βιάζεσαι. » Μου ’βγάλε µέ τό ζόρι τή φανέλα κι άρχισε νά τήν µπαλώνει. “Οταν τήν πλήρωσα, κοκκίνισε σά µαθήτρια καί µου ‘πε κρατώντας τά λεφτά στό χέρι. « —Άµα δέν έχεις άλλα, δέν πειράζει. Κράτησέ τα κι αν ξαναγυρίσεις, φέρε µου λίγη σταφίδα έλληνική. » Άρνήθηκα καί της έδειξα ένα µάτσο λεφτά. « — Τότε, µου ‘πε, κάνε µου τή χάρη πάρε µιά φανέλα. Άν σ’ έβλεπε ή µάνα σου σέ τέτοιο χάλι, θά ’πιάνε τά κλάµατα. »

Page 10: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

10

Κατάλαβες. Τις άλλες φοβάµαι, τις τίµιες, αύτές πού δέν πέφτουνε γιά λεφτά. Αύτές πού ξέρουνε γράµµατα. Πού τις παντρευόµαστε. —Έσύ δέ θά παντρευτείς ; —”Οχι. Φουκαράδες ναυτικοί. Τις είδα τις γυναίκες τους νά κατεβαίνουν πριν έρθει τό καράβι στό µώλο καί νά περιµένουν δρθιες στό λιοπύρι ή στή βροχή. Τις είδα νά τούς άποχαιρετάνε στό σάλπα, βασανισµένες, σακατεµένες άπό τά ριξίµατα, µ’ ένα τσούρµο παιδιά νά τις τραβάνε άπό τό φουστάνι. Στερηµένες. Καταλαβαίνεις. Λείπει δ άντρας. “Οταν βρεθεί δ έξυπνος τΙς καταφέρνει µέ το πρώτο. Οί κερατάδες θαλασσοπνίγονται. ‘Ένα σωρό ξέρω, πού πήραν άρρώστιες άπδ τις γυναίκες τους. Παράτα µε σου λέω. — Είσαι άδικος, µουρµούρισε µές άπδ τά δόντια του δ Γεράσιµος. Παραµύθια µου άραδιάζεις. Είναι χιλιάδες οί καλές, πού σέβονται το ψωµί πού τρώνε. Γεννάνε, βαφτίζουν, θάβουνε µοναχές τους. ∆έ µου λές ; “Οταν λείπουµε πέντε καί δέκα χρόνια, τί νά σου κάµουνε ; Κορµί το λένε. Ό άσυρµατιστής ήπιε µιά γουλιά καφέ κι έφτυσε στήν παλάµη του. — Βρήκες τίποτα ; Στάσου ν’ άνάψω … — ∆έ βαριέσαι, µή χαλάς σπίρτα. Μύγα µέ τέτοια ζέστη δέ βρίσκεται, µήτε κατσαρίδα. Σκορπιδς άποκλείεται νά ’ναι, δέ θά χώραγε στό φλιτζάνι. Λοιπόν, ή µάνα µου ειχ’ ένα µπάρµπα καπετάνιο. Λεβέντης, πλούσιος, µέ τέσσερα πλεούµενα. Σαραντάρης, παντρεύτηκε τή Ζαφειριώ. ∆εκαοχτάρα, ορφανή, άρχοντοξεπεσµένη. “Οµορφη. Έφερε µαστόρους άπδ τήν Πάτρα κι έκαµε το πατρικό του, παλάτι. Μαόνι καί κρύσταλλο. ’Έµεινε κάµποσο καιρό µαζί της κι έπειτα µπαρκάρησε µέ το καλύτερό του καΐκι πού τό ’χε γράψει καί βαφτίσει στ’ βνοµά της. Πήγαινε κι ερχόταν. “Ενα χάραµα σαλπάρησε γιά τή Σαβόνα. Τά µεσάνυχτα, έβαλε κλειδί στήν πόρτα του καί τή βρήκε καβάλα µ’ έναν Καλαµατιανό πού λάδωνε τά µαλλιά του, τά κατσάρωνε σάν πούστης καί γύριζε τήν Κεφαλλονιά πουλώντας τσίτια καί τσατσάρες. Ό λεγάµενος έκανε νά πηδήσει άπδ το παράθυρο ξεβράκωτος, µά τόν έσυρε άπδ τά µαλλιά πίσω. Ή Ζαφειριώ, άλαλιασµένη, έκρυβε το µούτρο µέ τις παλάµες. Τότες δ µπάρµπας µου έστρωσε τραπέζι γιά τρεις, άναψε τά καντηλέρια καί τις λάµπες, άνοιξε µιά µποτίλια ποµάρ, χαβιάρι καί χοιροµέρι καί τούς έβαλε µέ το ζόρι στό τραπέζι. « — Φάτε, τούς είπε, έχετε άνάγκη άπδ δύναµη. » Ή ψυχοπαίδα τους µέ το νυχτικό φάνηκε στήν πόρτα. « — Σύρε µωρή σκρόφα κοιµήσου καί τσιµουδιά, γιατί θά σου κόψω τόν κώλο. » Καθώς κερνούσε, χύθηκε κρασί καί χρωµάτισε το ρούσικο λινά τραπεζοµάντιλο. Μέ τά βρεµένο του χέρι τούς άλειψε τά κούτελο. « — Γούρι. « — Κωνσταντή, σκότωσέ µε καλύτερα τώρα, µά µή µέ βασανίζεις. Πέταξέ µε στά δρόµο, βγάλε ντελάλη νά τά φωνάξεις, βµως άσε µε νά ντυθώ. » Μόλις ξηµέρωσε, έδιωξε µέ µιά κλωτσιά τάν Καλαµατιανό, άφου πρώτα του ‘κοψε τά δυά µπατζάκια του πανταλονιού, ήπιε καφέ καί πήγε στάν καφενέ, πού ‘χε ναργιλέ δικό του. Τή νύχτα κοιµήθηκε µαζί της καί τήν άλλη τά ϊδιο. ‘Ένα µήνα τήν πήδαγε καί µόλις χάραζε, ξεκίναγε γιά τά χτήµατα. « — Κωνσταντή, του ‘πε ή Ζαφειριώ ένα µεσηµέρι, ξεχνάς κάτι λεφτά κάτου άπά τά προσκέφαλο καθηµερινά. « — ∆έν τά ξεχνάω, της άποκρίθηκε. Πληρώνω πάντα τις πουτάνες πού κοιµαµαι µαζί τους. » ‘Ένα µεσηµέρι ή θειά µου πέταξε τά αίµα πάνου στά τραπέζι τήν ώρα πού τρώγανε καί πέθανε λίγες µέρες κατόπι. Ό καπετάνιος δέν άφησε κανένα νά µπει στά σπίτι. Τή στόλισε

Page 11: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

11

µοναχός του καί τά µεσάνυχτα —τά πρωί θά τή βγάζανε— σήκωσε τά φουστάνια της (τό ’πε έπειτα άπά καιρά ή δουλίτσα πού παραµόνευε), καί τήν έφτυσε στά σκέλια µουρµουρίζοντας « φτού σου, σκρόφα ». Τάν έφτασα θεόστραβο, έκατοχρονίτη, νά κάθεται σ’ ένα σκαµνί, δξου άπά τά σπίτι του, άντίκρυ στή θάλασσα. Αυτές είν’ οί γυναίκες. Ό γραµµατικός άποκρίθηκε άπότοµα. —Άντρας νά σου πετύχει ό µακαρίτης… Παλικαράς 1 Άν είχε πλάτες καί προίκα, θά τά σκέπαζε. Μά βρήκε τήν ορφανή νά βγάλει τά άχτι του. Μπορούσε νά τήν ποµπέψει, νά τή σκοτώσει. Άντρίκεια όµως. Είµαι σίγουρος πώς ή θειά σου θά ‘χει άγιάσει. Κι εκείνου άναβέ του κανένα κερί, γιατί δίχως άλλο θά ‘χει ούρά εκεί πού ’ναι. ‘Όχι γιά νά διώχνει τις µύγες. Ούρά σάν του διαόλου. Ό άσυρµατιστής έπιασε ν’ άνάψει ένα σπίρτο. ∆εύτερο, τρίτο, τέταρτο. Ό δόκιµος τονε σίµωσε δειλά, µέ τάν αναπτήρα στά χέρι. — Κυρ-Νίκο … έχω πονοκέφαλο άπά τά χτές … πέφτουνε καί τά µαλλιά µου. Λές νά V άπό… — Εύχαριστώ, ∆ιαµαντή, ωραίος άναπτήρας. Μέ τήν πρώτη. Μµ, θά δούµε στό πόρτο. Μονάχα µή φοβάσαι. Ό δόκιµος τραβήχτηκε στήν τιµονιέρα. Άκουγόταν µόνο τά ποδάρια της µηχανης πού άνεβοκατεβαΐναν. Γιά πολλήν ώρα δέ µίλησε κανείς. Ξαφνικά ό άσυρµατιστής άρχισε νά βήχει. Ξερός βήχας, πού σου ’δινε στά νεύρα νά τόν άκοΰς. “Εβγαλε τό µαντήλι καί τό ’φερε στό στόµα. — Τσιγαρόβηχας, µουρµούρισε. Τόν έχω χρόνια. Χαλάει κι ό καπνός άπό τήν ύγρασία. Άχυρο φουµάρουµε. Άν µπορούσαµε τούτη τήν ώρα νά βρεθούµε στοΰ Ζαχαράτου, σ’ ένα γαλλικό καφενείο, σέ µιά µπυραρία έγγλέζικη, θά µπορούσαµε νά ξαναβρουµε τήν άληθινή µυρωδιά του καπνού. Ό καφές πού πίνουµε, ξεθυµασµένος, τό τσάι τό ίδιο, τό φαί πού τρώµε, ας µή µιλάµε γιά δαΰτο. Μπαίνει ό διάολος µέσα µου όταν στό πόρτο έρχονται άπ’ οξω νά φάνε καί παινεύουνε τή µακαρονάδα του καραβιού. Σταµάτησε νά βήχει κι έψαξε τήν τσέπη του γιά τσιγάρα. — Γιατί δέν τό κόβεις, άφου σέ πειράζει ; είπε ό Γεράσιµος. — Καί σένα σέ πειράζει κι όλο τόν κόσµο. Μά δέν τό κόβει µήτ’ ένας στούς χίλιους. Άκου. Άν ποτέ βρισκόµουνα χαρµάνης άπό τσιγάρο κι άπό γυναίκα πάνου σ’ ένα ξερονήσι καί µου λέγαν νά διαλέξω ένα άπό τοΰτα τά δυό, θά προτιµούσα τό τσιγάρο. Τό τσιγάρο. — Κουταµάρες. Κανείς δέν ξέρει τί θά κάνει στήν ώρα του. — Μου ‘χει τύχει κάτι σχετικό. Προτίµησα τό τσιγάρο σου λέω. —Άπό τά λόγια σου καταλαβαίνω πώς τις άγαπάς τις γυναίκες, περισσότερο κι άπ’ δ,τι πρέπει. Μπορεί κάποια νά σου ’καµε µεγάλη ζηµιά, γιά τοΰτο έχεις χολιάσει καί µιλάς έτσι’ θά σου περάσει. — Μπά. Τις άγαπάω βέβαια. Είναι χαρά θεοΰ νά τις βλέπεις γυµνές. ‘Όµως νά τις πληρώνεις ή νά σέ πληρώνουνε. Ό πιό σωστός τρόπος. Μαζί δέν είµαστε κείνη τή νύχτα στήν Αµβέρσα ; Κλείσαµε τό Rigel. Μείναµε οί δυό, µέ µιά ντουζίνα κορίτσια πού χόρευαν κάν-κάν πάνου στά τραπέζια. Τά χαράµατα, κάτσαµε καί λογαριαστήκαµε. Τόσο τά πιοτά, τά σπασµένα, ή κάθε µιά. ‘Έξι µηνών δούλεψη. ‘Όταν φύγαµε, είµαι σίγουρος πώς δέ µάς µουτζώσανε. Γιά µένα, γυναίκες είναι κείνες οί κλεισµένες µέσα στά σιδερένια κλουβιά του Tardeo. Στή Γιοκοχάµα, στις βιτρίνες, καθισµένες πάνω στά σκαµνάκια, στά λαϊκά πορνεία του Φουτσο, στά βρώµικα σπίτια της Massawa. Μιά καλαµένια καλύβα, δεκατέσσερα µίλια έξω άπό τό Colombo. Ή Σιγκαλίνα πού περπατούσε γυµνή µέ τά τέσσερα, δείχνοντας τά κίτρινα θαυµάσια δόντια της. Ένα ψαθί στό χώµα, µιά στάµνα νερό, ένα πονηρό µαγκούστ γιά τις νάγιες, ένας βασιλίσκος µέ

Page 12: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

12

πολύχρωµα µάτια γιά τά κουνούπια κι ένα χόρτο πού έκαιγε άδιάκοπα, γιά νά διώχνει τούς σκορπιούς µέ τόν καπνό του. Ξαπλωµένος άνάσκελα, άποκαµωµένος άπό τις βάρδιες, τήν υγρασία, τό πιοτό, τό κορµί της γυναίκας πού κοιµότανε δίπλα µου, κοιτούσα τό καλαµένιο ταβάνι. Ένας σκόρπιός ζαλισµένος, ζυγιαζόταν νά πέσει άκριβώς άνάµεσα στά µάτια µου. Τόν έβλεπα µά δέν µπορούσα νά σαλέψω. Αποκοιµήθηκα. Σιχάθηκα πάντα κείνα τά σάπια λόγια. « Άφησέ µε … δέ θέλω … Πές µου πρώτα πώς µ’ άγαπάς … πώς δέ θά φύγεις ποτέ. » Κι άµα τελειώσεις, νά µήν µπορείς νά τό σκάσεις άµέσως. Νά ’σαι ύποχρεωµένος νά τήν παρηγορήσεις, σά νά τήν είχες δείρει, νά τήν είχες προσβάλει. Αναγούλα. Μαθήµατα πηρα πάντα, µόνο. άπ’ αύτές πού λέµε δηµόσιες. Παιδί, πήγαινα σ’ ένα παλιόσπιτο στήν ’Αθήνα. Τής Σακκούλας. Στό ΓκάζιΡ ’Έπεφτα µέ µιάν άσχηµη Σµυρνιά, τήν ’Αράπω. Καλόβολη καί ψυχικιά. ∆έν άφηνε ζητιάνο χωρίς νά τόν έλεήσει. Μέ φίλευε καραµέλες καί παστέλια. Πρόσεξέ µε καλά. Μιά νύχτα, ένας σωφέρ µέ πήρε περασµένα µεσάνυχτα νά µέ κεράσει στό σπίτι του καί νά φουµάρουµε προυσαλίδικο. Νά δεις καί τό κορίτσι, µου ‘πε. Πήγαµε. Μας περίµενε ή ’Αράπω. Μόνο πού δέ µάς έπλυνε τά ποδάρια. Έφυγα τό πρωί. Έπειτ’ άπό λίγες µέρες πηγα στης Σακκούλας. Μόλις µ’ είδε ή ’Αράπω, έτρεξε τραβώντας µιά γυναίκα άπό τό χέρι. « — Νά σου συστήσω τήν Κρητικιά, είναι καλύτερη κι άπό µένα. » Παραξενεύτηκα. Σάστισα. « Ναί, Νικολή, µου ‘πε. Έµεΐς φάγαµε άπό ένα πιάτο καί δέν κάνει νά ξανρσιέσουµε. Στό καλό. Καλή δύναµη. Κι βποτε θέλεις, νά ’ρθεις άπό τό σπίτι µέ τόν Μιχάλη νά φάµε. » Τούς στεφάνωσα σέ µιάν έκκλησιά δξου άπ’ τήν ’Αθήνα. τΗταν άβαφη, φόραγ’ ένα ταγιέρ άπά παλιά σακάκι κι έκλαιγε 6σο Ιψελνε ό παπάς. Τήν ξανάδα στήν Κατοχή µιά νύχτα, πέρ’ άπά τήν ώρα, νά γυρεύει φαρµακείο γιά τά παιδί της. Καί κάτι άλλο. Σέ κάτι πολιτείες κοντά στά σύνορα, δταν πεθάνει στρατιώτης, αύτές οί γυναίκες, οί « τέτοιες », παίρνουν άδεια, στολίζουνε τάν πεθαµένο καί τον ξενυχτανε. Τάν άκολουθάνε µέχρι τήν εκκλησία, κι έπειτα µένουν άπόξω. Του πανε κόλλυβα γιά καιρό … Σταµάτησε κι άναψε πάλι τσιγάρο. — Σβήνουνε τά κερατένια, µουρµούρισε. —’Υγρασία, όπου ν’ άκουµπήσεις µουσκεύεις, είπε ό γραµµατικός. Τέλειωσες ; Ή πουτάνα είναι πουτάνα. “Ετσι έµαθε, έτσι συνήθισε. Καλές καρδιές µπορεί νά ‘ναι, δέ λέω. Πολλοί τις παντρεύονται. Σπιτωµένες, κρατανε χαραχτήρα. Στεφανωµένες τά σκαρτάρουνε. Τρεις δουλειές µέ φυλλάδιο : αύτές, οί θεατρίνοι κι εµείς. Λεκάνη. Σανίδι. Γέφυρα. “Ολος ό κόσµος µπορεί ν’ άλλάξει δουλειά, σάν πουκάµισο, εµείς ποτέ. Χτυπήσανε τρεις διπλές καί µιά µονή. ‘Ένας ναύτης πέρασε δίπλα τους καί κατέβηκε τή σκάλα. ‘0 ασυρµατιστής έβαλε τά χέρι του µέσ’ άπά τά πουκάµισο. Μέ ψήσανε τά σπυριά της ζέστης. Βάνεις τάλκ καί γίνεται λάσπη. Άπά µικράς ήσουνα χοντροκέφαλος, Γεράσιµε. Γιά νά τελειώνουµε. “Ηµουνα µέ τάν « Πολικό ». Άπά τάν Πειραιά γιά Σαλονίκη. “Οξω άπά τή δεσπέτζα, πάνου στά σεντουκάκι της, καθότανε µιά τέτοια. Άσκηµη σάν τά χρέος. ‘Ένας ναύτης τή διπλάρωσε άπά νωρίς. « — Θά ‘χουµε θάλασσα, νά σέ βάλω κάπου νά ξαπλώσεις. « —”Οχι. » Τής πήγε ένα πιάτο φαί τά βράδυ. « — ∆έ θέλω. Τά µεσάνυχτα ξαναπήγε κοντά της. « — Τσιγάρο ; « —”Οχι, µωρέ τράγο, άφου βλέπεις πώς φουµάρω. Πάρ’ το άπόφαση. ∆έ σ’ τά δίνω. “Εφυγα άπά τά Βούρλα καί πάω γιά τά Βαρδάρι. Άν σ’ άρέσω, έλα κει πέρα. “Οχι έδώ. Γυρεύεις

Page 13: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

13

µωρέ ποτέ σου άπό τό µπακάλη τυρί, τήν Κυριακή πού τονε συναντας στό δρόµο ; Άντε πήγαινε νά βρεις καµιά πρωτοθεσίτισσα. Ξεφορτώσου µε. » Τήν ίδια ώρα, στήν καµπίνα του καπετάνιου, τά ‘χε σηκωµένα σάν τ’ αύτιά του λαγού, µιά κυρία πού τή σεβόταν όλος ό κόσµος στόν τόπο της, µέ τέσσερα παιδιά κι άντρα λεβέντη. Σκέφτηκες µωρέ ποτέ σου τί χαρίζουν οί πόρνες µέ πενταροδεκάρες ; Βάζουν άπάνω τους σακατεµένους, στραβούς, καµπούρηδες, κείνους πού βρωµάνε άγιάτρευτα, πού ’χουν µοτάρια στό κορµί τους, τρελούς, όλους δσους δέ βρίσκεται καµιά γυναίκα νά τούς χαϊδέψει. Ζοΰν στά µπορντέλα, τις λέµε δηµόσιες. Τις άλλες πού ’ναι άπό ‘ξω, πώς πρέπει νά τις φωνάζουµε ; Βρές µου τή λέξη. Ό γραµµατικός γύρισε τις πλάτες καί µπήκε στήν τιµονιέρα. Ξηµέρωνε. Ζεστός άνεµος άρχισε νά φυσάει άπό τήν πλώρη. ‘Ένας κατραµόκωλος8 βγήκε άπό τό καµπούνι κουµπώνοντας τό βρακί του, κατόπι ενας γύφτος.9

Βάρδια τρίτη Βουβές θάλασσες, µεγάλες µά κούφιες, µπαίνανε άπό τήν πλωριά χαβούζα, παίζανε λίγο πάνω στο άµπάρι καί χώνευαν άπο τά πορτέλα. Ό « Πυθέας » βουτοΰσε µέ τήν πλώρη γιά λίγο καί σήκωνε κατόπι κεφάλι. Είκοσι ώρες βαστοΰσε τοΰτο το παιχνίδι. Ό λοστρόµος ό Βαγγέλης, άπο τά Φάρσα, µίλαγε του γραµµατικού µέ τή σερέτικη φωνή του. —’Όλα καταπώς είπες. Οί σφήνες φέρµα. Κάνα δυο ζωντανές κυλήσανε τον πάχτωνα. Τονε σιγουράραµε. Πήγα πρύµα κείνα τά ρεφόρτσα του τιµονιού. All right. Πατηµένος καί ξενερίζει. Που άκούστηκε ! Κι δσο πάει φορτσάρει. — Καλά Βαγγέλη. Ξάπλωσε. Που καί που άστραφτε άνατολικά. — ∆ιαµαντή ! ΤΗρθε κοντά. — Ξύπνα τόν µπάρµπα σου καί πές του πώς ό καιρός είναι ξίδι. Ά θέλει, ας άνέβει. Ν’ άνέβει νά κάνει τί, συλλογίστηκε. Γιά νά µαγαρίσει δηλαδή. ’Ακους τό γουρούνι, νά κατουράει πάνω στή γέφυρα ! Ό ∆ιαµαντής άνέβηκε λαχανιασµένος. — Μου ‘πε καπετά-Γεράσιµε, πώς δέν µπορεί. ’Έχει µπουγιότα στό νεφρό. Νά κάνεις, λέει, δ,τι καταλαβαίνεις καί του µήνας. Ό γραµµατικός φύσηξε τό φωναγωγό τής µηχανής καί φώναξε. — Κόφτε στροφές. Μισό δρόµο. Σέ λίγο τό καράβι άρχισε νά στρώνει πάνω στή θάλασσα. Τό σκαµπανέβασµα λιγόστεψε, σά νά ’χε άπότοµα γαληνέψει. Ό άσυρµατιστής άνέβηκε και στάθηκε λίγο νά συνηθίσει το σκοτάδι. — Τό ρεπόρτο του Χόνγκ Κόνγκ. Πάρ ’το. — Τί λέει ; —”Αλλαξε πορεία ό τυφώνας, άπό τό Palawan γιά τό Mihdoro. Έδώ πού τά λέµε, είναι πολύ άλάργα. —J“Ας πάει στό διάολο, µουρµούρισε ό γραµµατικός. Αύτός µας ‘ έλειπε. “Εχεις καράβι, νά κοντραστάρεις ; ∆ηλαδή καί µέ φετινό καράβι ή θάλασσα δέ θέλει πείσµατα. Μίλια νά ’χεις µονάχα, ν’ άλαργεύεις άπό τό πανηγύρι. Μπαούλο του κέρατά. Σαράντα χρόνια δουλεµένο. Τυχερό µονάχα. Χτύπα ξύλο. Στήν Μπισκάγια. πριν έξι µήνες, µόλις καβαντζάραµε τό Ούζάν,

Page 14: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

14

καβαλήθηκε ή θάλασσα µέ τόν άγέρα. Τέσσαρα βουλιάξανε. Τά δυό, καινούργια. Στή Μαύρη Θάλασσα πρόπερσι, έσπασε ό καιρός. Γραιγοτραµουντάνα, άπά στό τραβέρσωµα. Μάς λυπήθηκε, ειδεµή δέ θά τή σαλτάραµε. Στά 946, τό Μάη, µόλις µπήκαµε στό Sydney, λύσσαξε ό κυκλώνας στήν Τασµάνια. “Η µάς λυπάται ό Θεός ή µάς ξεχνάει ό διάολος. “Οµως τό ’χω γιά σίγουρο πώς θά κολυµπήσουµε κάποτε. —ΤΗρθα γιά τήν άντιστοιχία, τόν έκοψε ό άσυρµατιστής. — Ναι. Πάµε. Τό ’χεις κοιτάξει τό ραδιογωνιόµετρο ; — Ναί. Παλιό σύστηµα, µά κάνει τή δουλειά του. Πάµε. Μπήκανε στό charter room. — ∆ιαµαντή, κάτσε στό µπούσουλα καί θά σέ φωνάξω. Ό µικρός έβγαλε τήν γκριζόλα1 καί τήν άπόθεσε χάµω. Καθώς έσκυψε, τό µούτρο του φωτίστηκε άπό τήν πυξίδα. Άξούριστο κι άδυνατισµένο’ τραβηγµένο. — Μισή κάρτα δεξιά, γλυκά γλυκά. —ΤΗρθε, είπε ό ∆ιαµαντής. —”Αλλη µισή. Νά ‘ρθει γραιγοτραµουντάνα. 1. Καπάκι γιά νά σκεπάζεται τή νύχτα ή πυξίδα, καί νά µή βγαίνει τό φως πού έµποδίζει τήν ορατότητα. 1 Εσωτερικά χώρισµα του πλοίου. 2 Ιταλός γλύπτης (15ος αιώνας). 3 ’Ανθράκευση. 4 Ζέστη. 5 Φωτεινός σηµατογράφος. 6 Ποταµός στην Αύστραλία. 7 Εβραίες. 8 Ναύτης της κουβέρτας. 9 Ναύτης της µηχανης.

Page 15: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

15

38 — Γραιγοτραµουντάνα, άπάντησε ο τιµονιέρης. — Τώρα γραµµή. — Γραµµή, ξανάπε δ τιµονιέρης. — Καί τώρα, ∆ιαµαντή, κατέβα καί πές εκείνου του κόπρου του µπάρµπα σου πώς κόψαµε δρόµο καί πήραµε άντιστοιχία. Κάνε καί δυό µαύρους µέ λίγη. Βγήκαν άπό την τιµονιέρα καί πήγαν στή δεξιά µεριά της γέφυρας. Ό άσυρµατιστής έβγαλε τά τσιγάρα. — Μήν άνάψεις. Νά ‘ρθουν οί καφέδες, κι έπειτα. Ξέρεις µωρέ άπδ που βγαίνει ή ψυχή του πνιγµένου ; Χαµογέλασε. —Άπδ πίσω. Μου τό ’πε ή µάνα µου, µιά φορά πού τή σταύρωσα νά µ’ άφήσει νά φύγω. —Άν προφτάσει νά βγει, άφοΰ κάθε ναύτης έχει τόν καρχαρία του. Άµα ξεφύγει κανένας άπδ δαΰτον, είναι χείρου χειρότερα. Νοσοκοµεία. Τρίτη θέση. ∆ιάδροµοι πού βρωµάνε λάντζα, τά κρεβάτια κοντά κοντά, οί µύγες πού καβαλιοΰνται µπροστά στούς ετοιµοθάνατους. Φοβάµαι τή στεριά, το χώµα. Ό βυθός άνοιχτά είναι καθαρός. Κι άν σ’ αρπάξει το ψάρι, είναι κάτι πού το ξέρεις, πού £ώντας το τρως καί σύ. Καταλαβαίνεις… Ό γραµµατικός χασµουρήθηκε. — Κουβέντα πού βρήκες ν’ άνοίξεις. Μοιρολόι. Πές τίποτ’ άλλο, νά κάνουµε κέφι. Άν ήσουνα παντρεµένος κι εΐχες παιδιά, θά ’κάνες πώς καί τί, νά γυρίσεις στό σπίτι σου, νά χαρεϊς τά παιδιά σου καί νά πεθάνεις άνάµεσά τους. ∆έ λές τήν άλήθεια. ∆έν πιστεύεις σ’ αύτά πού λές. Σ’ άρέσει µονάχα νά τά λές. ∆έν έρωτεύτηκες ποτέ σου ; Άργησε ν’ άπαντήσει. Σίµωσε τή βαρδιόλα κι έγραψε κάτι µέ το νύχι στό γιοµάτο πάχνη τζάµι. —’Η άλήθεια είναι άµαρτία. Ή πιδ χοντροκοµµένη, ή πιδ άφιλάνθρωπη µορφή της ψευτιάς. Νά τήν πει κανείς µόνο γιά νά σώσει κεφάλι άπδ κρεµάλα, µόνο τότε πρέπει. — Τήν είπες ποτέ ; — Μιά φορά µονάχα κι άκόµα πλερώνω γιά χάρη της. — Κι έσωσες κανένα κεφάλι λέγοντάς την ; —Έχασα τό δικό µου. — Γιά πές µου. — ∆εκαπέντε χρονώ … Στήν πρώτη Γυµνασίου, τήν παλιά. Ψεύτης, πουτανιάρης καί κλέφτης. Κάθε άπόγεµα πήγαινα στά Βούρλα. Πούλαγα κάνα βιβλίο, έκανα βουτιές στό πορτοφόλι του πατέρα µου καί τή βόλευα. Τότε άνοιξε ένα « σπίτι », της ‘ Αθήνας, κοντά στό σταθµό. Εβδοµήντα δραχµές. Έφτά φορές περισσότερο άπό τά Βούρλα κι άπό της Άρχόντως. Καί κάτι κοπέλες ! Μιά Σαλονικιά, µόλις είχε δηλωθεί. Τά’φερα δύσκολα. Τά ψιλά δέ φτάνανε ούτε γιά µιά φορά τή βδοµάδα. Θυµήθηκα τό γρουσούζικο δαχτυλίδι πού δέ φορούσε ή µάνα µου ποτέ. Χρυσό, µέ µικρά διαµάντια. Τό ‘χα δεί πολλές φορές στή ντουλάπα της, τυλιγµένο σ’ ένα χαρτάκι, µακριά άπό τ’ άλλα χρυσαφικά. Τό βούτηξα εύκολα. Είχαµε διακοπές γιά τις γιορτές. Βγήκα νά βρω έναν ξάδερφό µου µεγαλύτερο άπό µένα, ξεφτέρι στις βρωµοδουλειές. Πουθενά. Πήγα σ’ ένα σαράφη καί µ’ έδιωξε. ‘Ένας άλλος µου ’δωσε εκατό δραχµές. Τονε φασκέλωσα κι έφυγα. ∆έ βαριέσαι, σκέφτηκα, τ’ άπόγεµα θά τό σκοτώσω µιά χαρά. Ανεβαίνοντας τή σκάλα του σπιτιού µου, άκουσα τόν Κοκό, τό γέρο παπαγάλο, νά φωνάζει µιά λέξη πού συνήθιζε. « Κλέφτης… Κλέφτης…» ∆έν ήταν ή πρώτη φορά πού τό άκουγα, µά δέν ξέρω κείνη τήν ώρα, πώς µου χτύπησε άσχηµα. Φτάνοντας στό χώλ, ένιωσα πώς τήν είχα πατήσει. Ή Μελή, µιά νόστιµη υπηρέτρια πού ‘χαµε, στεκόταν βρθια, κλαµένη, κρατώντας στό

Page 16: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

16

χέρι τό µπογαλάκι της. ∆ίπλα της ή µάνα µου, στά ντουζένια της, της έλεγε : « —Άν µου πεις τήν άλήθεια, δέν πρόκειται νά πάθεις τίποτα. » Κατάλαβα. Γιά µιά στιγµή παλαντζάρησα. “Όµως είχα περάσει τήν ήλικία πού όλα τά παιδιά είναι κακούργοι. Είχα προηγούµενα µέ τή Μελή. Τής τό ‘χα ζητήσει πολλές φορές, µά µ’ είχε άποπάρει. Τό ’πε καί της µάνας µου. ‘Έφαγα κάτι κατραπακιές µπροστά της. Τή µισούσα. ‘Έτσι κλαµένη καί κόκκινη, ήταν πιο οµορφη άπό ποτέ. « — Τί τρέχει ; ρώτησα. « —Άντε µέσα νά φας, µου ’πε ή µάνα µου. « — ∆έν πάω πουθενά. Πέστε µου τί τρέχει. Τί πάθατε ; Μπορεί κάτι νά ξέρω κι έγώ. » Ή Κεφαλλονίτισσα µέ στραβοκοίταξε κι είπε. « — Χάθηκε Ινα δαχτυλίδι. Τό πρωί τό ‘δα µέ τά µάτια µου. Στήν κάµαρά µου δέν µπήκε άλλος κανείς άπό τούτη δώ, πού σκούπισε. Άντε νά φας. » “Εβαλα τό χέρι στήν τσέπη του γιλέκου µου καί τό ’συρα. Τό σήκωσα ψηλά, κρατώντας το στά δυό µου δάχτυλα, α — Νά το … » Τά µάτια της Μελής, τά ωραία κλαµένα µάτια της, µεγάλωσαν παράξενα. Τής µάνας µου µίκρυναν σά χάντρες. — Που τό ‘βρες ; » ∆έ θά ξεχάσω ποτέ τή φωνή της. ∆έν ήταν θυµωµένη. Απελπισµένη. « — ∆έν τό βρήκα. Τό πήρα πρωί πρωί. Τό ‘κλεψα γιά νά τό πουλήσω. Πάρτε το. » Πήρα φόρα γιά τό διάδροµο καί σκόνταψα πάνω στον πατέρα µου, πού χάιδευε τό µούσι του χαµογελώντας. Ό πατέρας µου … ό λαθρέµπορος του Αάο Γιάν, ό χαρτοπαίχτης του Τιέν Τσίν, ό µπακάλης του Πασαλιµανιου στά στερνά του, ό πιό άνελέητος άνθρωπος πού γνώρισα, µ’ είχε συχωρέσει κείνη τήν ώρα. Ό λογαριασµός έµενε άνοιχτός µέ τή µάνα µου. - Καί ή Μελή ; —Ή Μελή … Τό ρεζιλίκι µου έγινε µπρός στά µάτια της στό· πλυσταριό. Κι ενώ τήν πηρε ή µάνα µου µαζί της γιά νά παρασταθεΐ, µόλις τέλειωσε µαζί µου, τή διαολόστειλε σά νά’χε’ρθεί µονάχη της. Λίγες µέρες κατόπι, µιά Κυριακή πού λείπαν όλοι άπό τό σπίτι, ήρθε καθώς διάβαζα, πάνουθέ µου. “Ενιωσα τήν άνάσα της νά µέ χαϊδεύει, νά µέ καίει. Μύριζε φτηνή βιολέτα. « — ∆ιαβάζεις ; « — Ναι. « — ∆έ θά βγεις ; «-Οχι. « — Θές νά µείνω µαζί σου ; « —’Όχι. » Μου χάιδεψε τό κεφάλι. « —Άν θέλεις, νά µή βγω … Σ’ εύχαριστώ γιά κείνο … Κι έγώ πάλι, ό,τι θές άπό µένα. « — Ναί, άµα γυρίσεις, πάρε µου άπό τό περίπτερο του Γιώργη τήν Ενα. « — Τίποτ’ άλλο, κυρ-Νίκο ; « — Τίποτα. » ’Έφυγε. — Ξανάκλεψες άπό τότε ; — Ναί, πολλές φορές. ‘Όταν χωρίσαµε στήν ‘Ισπανία, πηγα δόκιµος µ’ ενα µεγάλο ποστάλι. Παραλάβαινα Ινα άµπάρι γενικό φορτίο. Μεσάνυχτα, παραµονή πρωτοχρονιά του τριάντα, ξεφορτώναµε στον Πειραιά. Οί εργάτες σπάσαν µιά κάσα γαλλικά ξυπνητήρια. Πήραµε άπό ενα ό καθένας καί καρφώσαµε τό κιβώτιο κανονικά, µέ τις ταινίες του. Έβαλα τό δικό µου

Page 17: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

17

µέσ’ άπό τή φόρµα µου, άνέβηκα στό κατάστρωµα καί τράβηξα γιά τήν καµπίνα µου νά ξελιµπάρω. Είχα καί κάτι σοκολάτες στις τσέπες. Θά τό χάριζα σέ µιά Μυτιληνιά, τήν Άµέρσα. ‘Όξω άπό τήν πρώτη θέση κουβέντιαζε ό καπετάνιος µέ τόν άρχιλογιστή τό Μακρή. Μέ φωνάξανε. Στάθηκα λίγο µακριά. « — Σπατσάρησε τό νούµερο τρία ; µέ ρώτησε ό άρχιλογιστής. «— Ναί, τώρα µόλις, του άποκρίθηκα. Βάζουνε τις µπουκαπόρτες. « —Έλα πιο κοντά, µου κάνει ό µπάρµπας µου. Σενιάρατε καλά τις κάσες µέ τά ρολόγια ; « — Ναί, καπετά-Γιώργη. ((— Ντύσου, νά πάς στή µάνα σου. » Άνάσανα καί κίνησα νά φύγω. Τότε, θές δ διάολος πού µέ κυνηγάει, θές οί εργάτες νά ’χάνε κουρδίσει τό άλάρµ γιά χάζι, ένας τροµερός σαµατάς άκούστηκε µέσ’ άπό τή φόρµα µου. Τό ξυπνητήρι χαλούσε τόν κόσµο. “Ωσπου νά καταλάβουνε, είχ’ άνέβει στό πάνου κατάστρωµα καί τό ‘χωσα σέ µιά κρυψώνα. « — Μωρέ µουλε, µου ’πε, σπρώχνοντας τήν πόρτα της καµπίνας µου, µωρέ κλέφτη, νά ‘χεις χάρη τή µέρα πού ξηµερώνει. » Ό Γεράσιµος γέλασε. —Έ, λοιπόν, πίστεψέ µε, κεϊνο τί ρολόι, δεκαοχτώ χρόνια τώρα, βρίσκεται ακόµα καί δουλεύει. “Εκλεψες ποτέ σου ; — Μέ τή σειρά µου κι έγώ, γονάτισα κάτι αµπάρια πού παραλάβαινα. Μιά φορά έσπασα µιά κάσα µέ παπούτσια έγγλέζικα καφετιά. Γουρουνόδερµα. Μιά ντουζίνα ζευγάρια, έτσι νόµισα. Τή νύχτα φώναξα τόν άµπαριτζή µου, νά τά µοιράσουµε. Τά καµάρωνα. Εκείνος, κλέφτρα µέ πατέντα, έριξε µιά µατιά σέ δαΰτα, κούνησε τό κεφάλι του καί µου ‘πε. « — Ρέ άτζαµή, ρέ φάλκο, πώς τήν πάτησες ; Ούλα δεξιά. « — Θά βρούµε καί τήν κάσα µέ τ’ άριστερά », του ‘πα. Άδικα. Ό φορτωτής ήξερε τή δουλειά του. Τό άλλο ταξίδι, άπό τό ίδιο λιµάνι, φορτώσαµε πάλι κάσες παπούτσια. Βγάλαµε µερικά στον άφρό. “Ολα µαΰρα κι άριστερά. Ό φορτωτής, Εβραίος, φόρτωνε σέ δυό, ίσως καί τρεις έταιρεΐες µπερδεµένα. — Ζηµιά. Τί τά κάνατε ; — Στάσου νά δεις. Τά πουλήσαµε σ’ ενα Πειραιώτη πού ’κανε δουλειές του ποδαριού. Σέ δεκαπέντε µέρες ήρθε δξου άπό τό καράβι καί µέ περίµενε. «Άν έχεις, µου λέει, άπό κείνα τά µονά, τά παίρνω. » Τά ’χασα. « — Τί µέ κοιτάς σά χαζός. ∆έν άφησα δεκανίκι γιά δεκανίκι^ Πήγα σέ στέκια πού παν οΐ άνάπηροι. Στό σωµατείο τους. Πόδεσα όλους τούς µονοπόδαρους καί µου χρωστάνε χάρη. » Ό « Πυθέας » βουτουσε µαλακά µέσα σέ βουβές θάλασσες. Ό καιρός σά νά ‘χανε κάπως τή φόρτσα του. Ό καπετά-Γεράσιµος µπήκε στήν τιµονιέρα, άναψε τό φως καί ξαναβγηκε. ΤΗρθε καί κάθησε πλάι στον ασυρµατιστή. Άναψε τσιγάρο καί µίλησε. —Άν άγάπησες ποτέ σου, σέ ρώτησα πριν. —”Οχι, δέ θυµαµαι. “Ηµουνα τόσο βιαστικός. Βαστουσα πάντα µιά βαλίτζα στό χέρι. Μέσα άπό τήν ξώπορτα του σπιτιού µου βρισκόταν ένας σάκκος άπό καραβόπανο, γιοµάτος. ∆έν είχα καιρό. Έσύ ; —Έγώ ; Τήν έπαθα µιά φορά. ’Ακόµα µέ καίει. “Ηµαστε δεµένοι τέσσερες µήνες στό Saigon. ’Από τήν πρώτη µέρα 6λοι σπιτωθήκανε. Άλλοι τις κουβαλήσανε στό καράβι, άλλοι 8ξω στά σπίτια τους. Ένας κάπος Κινέζος, µου µεσίτεψε ν’ άγοράσω µιά, καθώς συνηθίζανε τότε.

Page 18: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

18

Μέ πήγε σέ µιά φτωχογειτονιά, πού βρωµούσε σκόρδο κι αύγά κλούβια. Θά ‘χε ϊσαµ’ εφτά κόρες ό νοικοκύρης, 6ξω άπό τ’ άγόρια. « ∆ιάλεξε, µου ‘πε. Άν θέλεις αγόρι, µή ντραπείς. Μά έγώ σέ συµβουλεύω νά πάρεις τούτη. » Καί µου ’δείξε µιά µπασµένη, δεκατριώ χρονώ, βρωµιάρα κι άχτένιστη. « Μήν τή βλέπεις έτσι, µου ‘πε, σέ δυό µέρες θά ’ναι µιά χαρά. » « Τάο ! » τή φώναξε. Ή µικρή πλησίασε µέ χαµηλωµένο κεφάλι. « ΕΖδες, µάτια ! … Νά, πιάσε, µου λέει, λάστιχο ! Φαί µονάχα θέλει.» Πλήρωσα δεκαπέντε δολάρια καί φύγαµε. Τήν πήγα σ’ ένα µαγαζί. Άναλάβανε νά τήν πλύνουν καί νά τή ντύσουν. Σέ µιάν ώρα τήν πήρα άγνώριστη. Τό µούτρο της έλαµπε. Πηγαίνοντας γιά τό καράβι, µέ βάσταγε άπό τήν άκρη του σακακιού καί πηδούσε γιά νά µέ προφτάσει. Μπήκαµε σ’ ένα ζαχαροπλαστείο. ’Έτρωγε τά γλυκά µέ τά χέρια καί γελούσε. Είχε νυχτώσει. Σ’ ένα ύπαίθριο µαγαζί, παζάρεψα ένα κοραλλένιο βραχιόλι. ∆ιάλεξε µοναχή της ένα τόπι, µιά σβούρα καί παράτησε τό κοράλλι. Ανεβαίνοντας στό καράβι, µας πήρε τό µάτι’ του καπετά-Γιάννη άπό τά Σπαρτιά — Θεός σχωρέσ’ τον. Μας µούτζωσε µέ τά δυό του χέρια. ((— Κερατάδες, νηπιαγωγείο µου τό καταντήσατε. Θά πληρώσετε ένα κι εννιά τήν ήµέρα γιά τό φαί τους. Γράφτε το. ‘Ένα τενεκέ πετρέλαιο µου χαλάσανε σήµερα γιά νά τις ξεψειριάσουνε, είπε του πρώτου µηχανικού. Κοπρόσκυλα…» ‘Όταν πέσαµε στήν κουκέτα, κατάλαβα πώς ή µικρή πρώτη φορά έπεφτε µ’ άντρα. Ζάβωσε τό δεξί της χέρι καί σκέπασε τό πρόσωπό της. Τά δόντια της τρίξανε —δέν ξέρω άν κάνουν όλες έτσι τήν πρώτη φορά, δέν µου ξανάτυχε— καί µέ τό άλλο έπαιζε νευρικά τό σταυρό πού ’χα κρεµασµένο στό στήθος µου. « — Γιατί κλαΐς, Τάο ; τή ρώτησα µέ σπασµένα εγγλέζικα. « — No … No Sorr… Go on … Please put on the light. » Σηκωνόταν πριν φέξει, µου ’ψηνε τσάι, µου γυάλιζε τά παπούτσια καί κατόπι συγύριζε τήν καµπίνα. Τήν πλώρη δέν τήν ήξερε οΰτε τήν πρύµη. Είχε µάθει καί µαγείρευε. Σκέψου πώς δ καπετάΓιάννης, τό θεριό, της έφερνε άπ’ έξω καραµέλες καί µήλα ζαχαρωµένα. Οί άλλες του πληρώµατος, τεµπέλες καί βρωµιάρες, ξαπλωµένες όληµερίς στις καµπίνες ή στήν πλώρη, ξύναν τά σκέλια τους. Ναυλώσαµε γιά τό Bordeaux. Είδε ξαφνικά τις πατριώτισσές της νά µαζεύουν τά προικιά τους καί νά κατεβαίνουν µουτρωµένες τήν άνεµόσκαλα. Αποβραδίς της τό ’φερα µαλακά. ‘Όλη νύχτα δέ σταµάτησε τό µοιρολόι. Είχα δικαίωµα νά τήν πάρω µαζί µου, µιά καί τήν είχ’ άγοράσει. Ό καπετάνιος ούτε νά τό άκούσει. Καί που νά τήν πήγαινα ; Μόλις είχα πάρει τό δίπλωµά µου. Ή Κεφαλλονίτισσα δέ σήκωνε κάτι τέτοια. Μίλησα µέ τόν κάπο πού µου τήν είχε µεσιτέψει. « — Γι’ αυτό χολοσκας ; µου ‘πε ό κούλης, χαµογελώντας πονηρά. Μπορείς νά τήν πουλήσεις στό φτερό σέ µπορντέλο καί νά πάρεις τά λεφτά σου πίσω. » ’Ανατρίχιασα. « —ΊΙήγαινέ την στό σπίτι της … Μά τό καλύτερο είναι νά τήν άφήσεις στό µώλο κι ας διαλέξει µοναχή της. » Τό άπόγεµα της είπα καί ντύθηκε. Φόρεσε τά εύρωπαϊκά της, ενα πράσινο ταγιέρ, κάτι γόβες µέ τακουνάκι κι άνηφορίσαµε. Ό ιδρώτας έτρεχε άπό τό κούτελό της. “Ετριζε τά δόντια της όλη τήν ώρα, όπως τότε, κείνη τή νύχτα. Τό ρικσά1 σταµάτησε οξω άπότό σπίτι της. Έπιασε τά χέρια µου ξαφνικά καί τά ’σφίξε µέ τέτοια δύναµη… Κοντοστάθηκε 8ξω άπό τήν πόρτα καί κοίταζε τή γωνιά του στενού βρώµικου δρόµου. Μπήκαµε. Ό γέρος µας είδε µέ κακό µάτι. Σκίσαµε τό συµφωνητικό. Τήν είδα νά παίζει νευρικά µέ τά κοµµένα χαρτάκια. “Επρεπε νά φύγω. ‘Όµως στεκόµουνα σαν άλαλος κι ένιωθα σίδερα βαριά τά πόδια µου. Ή Τάο είχε πέσει γονατιστή και κρατούσε τά σακάκι µου … Άκουσα µόνο, προτού στρίψω τή γωνιά του δρόµου, Ιναν ήχο σά δοξαριά φάλτσα, έτσι όπως δταν ό άγέρας σκίζει τις τέντες. “Αρχισα νά τρέχω.

Page 19: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

19

Κάπου δυό µίλια. Στήν όδά Catinat, έκεΐ πού ‘ναι τά µαγαζί πού πουλά τά στολίδια καί τά παιγνίδια, σταµάτησα. Πιάστηκα σ’ ένα στύλο καί ξέρασα. « Cholera… Cholera », τσιρίξανε κάνα δυά Κινέζοι καί φύγανε τρέχοντας. Σαλπάραµε τήν άλλη µέρα. Ξαναπηγα πολλές φορές στά Saigon. Ό κάπος είχε πεθάνει. Ή συνοικία πού ήταν τά σπίτι της, είχε γίνει πάρκο καί γαλλικά σχολεία. ∆έν άφησα µπορντέλο, καµπαρέ, λέσχη, όπιοποτεΐο πού νά µήν τή ζητήσω. Πουθενά. Τά κλάµα της µονάχα µου κάνει τις νύχτες τή βίζιτα. — Σέ πηρε δεξιά, πού νά χέσω µές στά χέρια σου. “Ελα στή ρότα σου. Ό φωναγωγάς της µηχανής σφύριξε µοναχός του. — Ναι. “Ετσι όπως πάµε. Άν µαγκάρει1 τά πρωί, θ’ άνοίξουµε δρόµο. “Εκλεισε τά καπάκι καί γύρισε. — Που ’ναι ό ∆’αµαντής ; Που ‘ναι ό µοΰλος ; Λείπει µιάν ώρα. Που ’ναι ό σκάπουλος ; “Εβγαλε τή σφυρίχτρα καί σφύριξε. Ό µαρκονιστής φύσηξε τά τζάµι της βαρδιόλας κι έγραψε µέ τά νύχι του. Άπό τήν άριστερή σκάλα άνέβηκε ό σκάπουλος καί µπήκε κλεφτά στήν τιµονιέρα. Άπά τή δεξιά ό ∆ιαµαντής. Ό θυµάς του γραµµατικού είχε καλµάρει. — Γιατί κρύβεσαι, µωρέ ; Κανείς δέν άποκρίθηκε. Ό άσυρµατιστήζ φώναξε τά δόκιµο. Μιλήσανε σιγανά. — Είσαι βέβαιος ; — Ναί. —Άπά πότε ; — Χτές τά πρωτόειδα. 1. “Αν κοπάσει. 1 ‘Αµάξια γιά ένα-δυό έπιβάτες πού τά σέρνουν κούληδες.

Page 20: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

20

46 — Γιατί δέν τό ’πες. — Σας τό ‘πα … Χτές. — Μόλις σκαντζάρεις, έλα στήν κάµαρα. — Θά ‘ρθω κι έγώ, εΤπε ό γραµµατικός. Κερνάς ; —‘0,τι βρεθεί. Σας περιµένω. Ό Γεράσιµος έµεινε λίγην ώρα άσάλευτος, κοιτώντας µπροστά. Κατόπι πλησίασε στή βαρδιόλα, άναψε ένα σπίρτο και χουχούλισε τό τζάµι µέ τήν άνάσα του. Κόλλησε τά µάτια του. —Ό κερατάς, µουρµούρισε … Ό γιός της πουτάνας. Σκούπισε τό τζάµι µέ τό µανίκι του. Γύρισε στον τιµονιέρη. —”Ολα δεξιά. Κράτα µέ τό πράσινο πού κατεβαίνει. ∆εξιά, πού κατεβαίνει. Ή καµπίνα του άσυρµατιστη. Χαµηλοτάβανη, στενόµακρη. Μιά κουκέτα ξέστρωτη. ‘Ένα λαβοµάνο λερωµένο κι άπό κάτω ένα µπουγέλο γιοµάτο θολό νερό. ‘Ένα τραπέζι κολληµένο στό µπουλµέ, φορτωµένο βιβλία, παλιόχαρτα, κουτιά σπίρτα, ένα παλιό πορτοφόλι, µιά κινέζικη ταµπακέρα καί σκόρπια τσιγάρα. ‘Ένα τασάκι γιοµάτο άποτσίγαρα. Πάνω στό κρεβάτι, κάτου στό πάτωµα, στήν καρέκλα, σκόρπια τσιγάρα. Τό κρύσταλλο του λαβοµάνου γιοµάτο φάρµακα. Opobyl, άλάτι του Κάρλσµπαντ, Fruit salt καί lodone. Άπό τή µιάν άκρη ώς τήν άλλη, σ’ ένα τεντωµένο σκοινάκι, κρέµονταν ένα σώβρακο κακοπλυµένο, µιά φανέλα κι ένα ζευγάρι κάλτσες. Στό πάτωµα ένα άνοιχτό κιβώτιο Craven Α, παραπέρα µιά κάσα µισογιοµάτη µήλα καί πορτοκάλια, σκόρπιζε µιάν έλαφριά µυρωδιά µούχλας. Οί τοίχοι γιοµάτοι χρωµατιστές reproductions άπό τό Life. ‘0 άσυρµατιστής, γυµνός άπό τή µέση κι άπάνω, έριχνε τάλκ στους γιοµάτους σπυριά ώµους καί στό στήθος του. Ό καπετάΓεράσιµος στάθηκε στήν πόρτα. — Κάτσε, του ‘πε ό άλλος, τέλειωσα. —Έχει τόπο νά κάτσω ; Έχεις πήξει στή βρώµα. Κάθε πότε σου συγυρίζει ό καµαρότος ; —Έρχεται ό φουκαράς τήν ώρα πού κοιµαµαι. ∆έ βαριέσαι, καλύτερα. ‘Όσες φορές µου συγυρίζει, µου χαλάει τό ρυθµό της κάµαρας. Ό καυγάς µέ τή µάνα µου ήταν όταν µου σκαντζάριζε κάνα βιβλίο ή κάνα χαρτί… Πάρε τσιγάρο. Νά σου καθαρίσω µήλο ; -Οχι. — Θές άνανά ; — Μέ τί νερό ; Άπό τό µπουγέλο πού πλένεις τά πόδια σου ή άπό τή µποτίλια σου, πού δέ τήν καθαρίζει µήτε τό τσιρτσιµούτσι.1 Ένα τσιγάρο θά πάρω. Γιά στάσου. Τί κακό είναι τούτο δώ µέ τά τσιγάρα ; ‘Όπου γυρίσεις πεταµένα. Κι όποιον βρεις —σ’ έχω προσέξει πολλές φορές— φόρα τό πακέτο. Κλεµµένα τά ’χεις ή σου τά χαρίζουνε ; Σπατάλη πού δέν τήν καταλαβαίνω. Γιατί τό κάνεις ; Ό άσυρµατιστής πέταξε τό τάλκ σ’ ένα ράφι καί κάθησε στό σκαµνάκι. Ό γραµµατικός είχε ξαπλώσει στό κρεβάτι κι είχε διπλώσει τό µαξιλάρι πίσω άπ’ τό κεφάλι του. — Ρωτάς κάτι πράµατα ! Άν µέ ρώταγε κάνας άλλος θά του ’λεγα : έτσι µου γουστάρει. Τήν ξέρεις τήν πίκρα του τσιγάρου. ‘Όταν δέν έχεις … δταν… — Τή δοκίµασα στή φυλακή. — Χειρότερα άµα είσαι βξω. Στήν Αλβανία. Είχα χάσει τή µονάδα µου δυό µέρες. Μουσκεµένος, νηστικός κι άτσίγαρος. Είχε ξηµερώσει. Μιά µέρα χαρά θεοΰ. Αγίου Νικολάου. Ό ήλιος έπαιζε πάνω στό βρεγµένο πράσινο. Περπατούσα σέρνοντας ένα πεινασµένο µουλάρι. Ξαφνικά, βλέπω ένα φαντάρο νά µου κόβει τό δρόµο. « — Πώς είσ’ έτσι ; » µου κάνει. « — Πώς θές νά ‘µαι ; Μήπως άπάντησες τήν τρίτη µοίρα τραυµατιοφορέων ; » του λέω. « — Ναί. Έχει κατασκηνώσει τρεις ώρες µπροστά, στό µοναστήρι της Πέπελης. ‘Όπως

Page 21: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

21

πας, ολο ίσα. » Έκανα νά φύγω. « — Στάσου », µου λέει. “Ανοιξε τά σακκίδιό του καί µου ‘κοψε Ινα κοµµάτι κουραµάνα. Κίνησε νά φύγει, µά ξαναγύρισε. Άνοιξ’ Ινα κόκκινο πακέτο νούµερο δέκα καί µου ‘δωσε ένα τσιγάρο. Τό ‘πιασα στά χέρι µου καί το κοιτούσα. Στήν παλάµη µου ’βαλε άλλο Ινα κι έφυγε γρήγορα. « — Πώς σέ λένε ; » του φώναξα. « Στάσου … Πώς σέ λένε ; » «— Φαντάρο µέ λένε », φώναξε, βάζοντας τις παλάµες χωνί. « Βιάσου νά µή νυχτώσεις, γιατί θά φύγουνε. » Τάν κοιτούσα µέχρι πού τάν έχασα άπά τά µάτια µου. “Εβαλα το ψωµί στο σάκκο µου καί ξάπλωσα κάτου άπά ένα δέντρο. Άναψα το τσιγάρο. Έλα, ∆ιαµαντή. All right. Τώρα σκύψε τά κεφάλι σου. Ακόµα. Κάτου άπά τά ξανθά µαλλιά του παιδιού, πού ‘χαν άραιώσει, καθόταν µιάν άσπρη πιτυρίδα. — Τά ρίχνει κι ή θάλασσα τά µαλλιά, ∆ιαµαντή. ∆έν τό ‘χεις άκούσει ; Λοιπάν µιά καί καλή. ∆έ βλέπω τίποτα πού νά σέ κάνει νά φοβασαι. Πώς πάει τά σπυρί ; — Τά ίδια. Που καί που µατώνει. —Είναι πού θά κλείσει. Ξέρεις που ταξιδεύουµε. Παλιοκλίµατα. Καλά γυρεύεις ; Στά πόρτο θά σου φύγ’ ή έγνοια. Θά παµε µαζί στά γιατρό. Κατόπι θά κεράσεις. Άντε κοιµήσου τώρα κι άν σου φανερωθεί κάνα κορίτσι στάν ύπνο σου διώχ’ το, γιά νά ‘σαι φρέσκος εκεί πού παµε. — Κι ό πονοκέφαλος ; ρώτησε ό µικράς καθώς ντυνόταν. —”Ολοι µας έχουµε. Άντε γειά σου. Τά βήµατά του σβήσανε σέ λίγο πάνω στη λαµαρίνα. — Τά µεγάλο παράσηµο… Άπά τήν πρώτη στιγµή σου τό ‘πα. Καί προχωρεί. “Εχεις πενικιλίνη ; — Ναί. “Επιασε νά ξύνει νευρικά τά κεφάλι του. —”Οµως δέν κάνει νά του δώσουµε τίποτα. “Εχω κι έγώ µιά σειρά βισµούθιο, µά δέν πρέπει. Κι άν δέν έχει τέτοιαν άρρώστια ; Γιατρός είµαι ; Μέ τήν πρώτη ένεση θά ’ναι άρνητικός, άν έχει. Μπερδεψοδουλειά. Κατάλαβες. Κι βµως έκεΐνο τό σηµάδι. Di Castel τό λένε. Είναι φως φανάρι. Πώς φοβάται I … Κι έγώ φοβόµουνα στήν αρχή. Πώς θά µου πέσ’ ή µύτη. — Κι έγώ πώς θά στραβωθώ. Μήν κοιτάς πού τόν άποπαίρνω. Τόν άγαπάω τόν πούστη. Κάτι ξέρει καί φοβάται. Θυµάσαι τόν πατέρα του ; —”Οχι. Ακουστά. — Τρελάθηκε πάνου στή γέφυρα. Θά τό ‘χει µάθει. Στά χωριά µας, καί νά µήν τό ξέρεις ! “Εχουνε τή µεγάλη καλωσύνη νά σου τό σφυρίξουνε. “Ετσι γιά έκδούλευση. Τήν άγαπάς τήν Κεφαλλονιά ; — Ναί. Σάν τόπο. “Οµως πειράζουνε τούς τρελούς, τούς σακάτηδες. Κάτι πού δέν τό χωράει τό κεφάλι µου. — Κουταµάρες … Σ’ όλα τά χωριά του κόσµου πειράζουνε τούς παλαβούς. —”Οχι, στήν πατρίδα µας τούς φτιάνουνε τρελούς έτσι, γιά νά ’χουνε νά γελάνε. —’ Υπερβολές. Σκας µουλάρι µέ τό πείσµα σου. Τί λέγαµε γιά τό τσιγάρο ; Χασµουρήθηκε κι έτριψε τό µάτι του. —”Ασ’ τα γι’ αύριο. Νά ‘χουνε νά λέµε. Νά κοιµηθούµε κάνα δυό ζευγάρια ώρες. Ό γραµµατικός σηκώθηκε, τίναξε άπό τό βρακί του τις στάχτες.

Page 22: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

22

— Πάω νά ρίξω µιά µατιά πάνου. Ξέρεις, ό γέρος ξεχνιέται καµιά φορά στό -παραπέτο. — Τόν παίρνει ; —”Οχι άκριβώς. Νά, πώς τό λέµε … Πήζει. — Τόν κακοµοίρη. Πόσα τά ‘χει ; —Έξηνταπέντε καί βάλε. Πώς γυρίζει ό τροχός ! Χρόνια πρώτος. Καί ναύτης … Γεµιτζής. — Καληµέρα. Πάω νά παραστήσω τούς πεθαµένους. Καθώς έφευγε τράβηξε τή βυσσινιά ξεβαµµένη κουρτίνα.

Βάρδια τέταρτη Τό Μηονεζάρι νά καεί, τό Cardiff νά βουλιάξει. Μά τό καηµένο Skipper Straad ό Θεός νά τό φυλάξει. Εβρεχε άπό τό πρωί. Ό γραµµατικός έκανε τή βάρδια του έξω άπό τήν τιµονιέρα, φορώντας νιτσεράδα. Που καί που έπαιρνε τά γυαλιά, µά τά ξανάβαζε γρήγορα στό κουτί τους. — Σκάπουλος … -‘·Έγώ, καπετά-Γεράσιµε, ό Πολυχρόνης. — Σύρε κάτου καί σβήσε τά φώτα του σαλονιού. Μποδάνε µπροστά. Πέρασε άπό τόν άσύρµατο κατόπι καί πές του, άν δέν έχει δουλειά, νά ’ρθει άπάνου. Μήν άργήσεις. —Όράιτ, καπετά-Γεράσιµε. Πάω. — ∆ιαµαντή, ρίξε µιά µατιά στά πλευρικά κι έπειτα κοίτα µπροστά προσεχτικά. ‘Άµα πας πρός νερού σου, έλα νά µου τό πεις. Γιατί δέ φοράς νιτσεράδα ; — Ζεσταίνοµαι. Ό γραµµατικός σήκωσε τό τζάµι τής βαρδιόλας καί τό σκούπισε άπό ‘ξω κι άπό µέσα. “Εβγαλε τή νιτσεράδα του, τήν κρέµασε σ’ ένα καρφί κι άπόµεινε κοιτάζοντας µπροστά. Θυµήθηκε τις βροχές στό χωριό του. ∆υό, τρεις, τέσσερες µέρες. Τότε πού άνοίγανε τά τουλούµια τό τυρί, τό νιό λάδι. Τό βοστιλίδι πού µύριζε ντούγα.2 Τά σχολείο ήταν µιαν ώρα µέ τά πόδια. Έµενε σπίτι κι έπαιρνε τά Ροβινσώνα µέ τά σκισµένα φύλλα. Τά φαί µοσχοβολούσε. Περιµένανε γράµµα καί λεφτά άπά τήν Άργεντίνα, τάν Καναδά, τή Μαρσίλια. Μιά τέτοια µέρα ήρθε τά µήνυµα πώς δ πατέρας του πνίγηκε 8ξου άπά τά Καβάκια. Μέ βροχή ξεκίνησε Ινα πρωί, δεκάξι χρονώ, νά ταξιδέψει γιά πρώτη φορά. —”Ολο άρρώστια είναι τούτη ή βροχή, µουρµούρισε. Ό Πολυχρόνης ανέβηκε κάνοντας σαµατά. — ∆έν τά ’σβησα, γιατί διαβάζει ό καπετάνιος. ’Έβαλα τσή κοθρίνες.3 Άν σέ µποδάει, λέει, νά τά σβήσει. Ό µαρκόνης βαράει κεΐνο τά µατσακόνι γιερνέ.4 “Ενα βουητό … άλλο νά σου λέω … Κοσµοχάλαση. Μου φαίνεται πώς θά κουρλαθεΐ, σάν τόν άλλονε τάν προκοµµένο. Πολυώρα τάν άκουα νά παραµιλάει. Παίρνει µιά φυλλάδα, τήν ανοίγει καί τήν πετάει. Κι έκειές οί ζόρκες5 πού ‘χει σ’ έκειά τά σταυλο τήν κάµαρή του, στσού τοίχους … Μονιτάρως6 βλαµµένος. Άπά τήν πρύµη θά τονε χάσουµε, όπως µέ βλέπεις … — Του ’πες νά ’ρθει ; —’’Οχι, τόµου® ζύγωσα, µου ‘κανε σινιάλο µέ τά χέρι νά φύγω. Είναι πατριωτάκι ; — Ναι, άπά τήν Έρισσο. Μά εϊναι γεννηµένος σέ τοΰτα τά µέρη πού παµε τώρα. — ∆ηλαδή ; Άπά Κινέζους ; —’Όχι µωρέ, άπά Κεφαλλονίτες. — Είδες ενα σέστο7 πού τό ‘χει ; Ή ρεµπάρτα8 του δέν έχει µήτ’ ενα κουµπί γιά δείγµα. Κι Ικανέ λέει χρόνια µέ τά πασατζέρικα. Έτσι γύριζε κι έκεΐ µέσα ;

Page 23: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

23

Γύρισε ξαφνικά κι είδε τόν άσυρµατιστή δίπλα του. —ΤΩ ! του άφεντός. Τώρα ήρθα, µά τό λαλοΰσες. —Άντε κάνε µας δυό καφέδες. Πάρε άπό τήν κάµαρά µου τό κουτί µέ τόν καλό. Μή βάζεις πολλή ζάχαρη, είπε ό γραµµατικός. — Νά κάµω καί δικόνε µου ; — Κάµε, µωρέ σταυρωτή, µά εσύ τόν πίνεις σορόπι. — Τί ώρα έχεις ; ρώτησε ό γραµµατικός. — ∆ύο καί πέντε … Τά µεσάνυχτα, 6τι ετοιµαζόµουνα ν’ άνέβω, ήρθε τό θερίο9 στόν άσύρµατο. « Πιάνεις Πειραιά ; » µου λέει. — « Θά προσπαθήσω ». — « Λονδίνο ; » — « Κάτι καλύτερα ». Μου ‘δωσε δυό σαρανταποδαρουσες 10 γιά τό γραφείο. Ούτε φραγκοχιώτικα δέν ξέρει νά γράψει. Τώρα νετάρησα. Ατµοσφαιρικά καί παρεµβολές, άλλο τίποτα. Σπινθήρες στήν κεραία. Βρήκε τήν ώρα ! Έγινε τό κεφάλι µου κουδούνι Τί σου ‘λεγε ό Πολύχρονης ; — Τί νά µου πει ό φουκαράς… Βόδι της Καλλιάκρας. Θεοπάλαβος. ∆ώδεκα χρονώ ήτανε µούτσος µ’ ένα καΐκι φαρσινό κι έπεσε άπ’ τό κατάρτι. Άπόγινε δταν του ‘φυγε ή γυναίκα του, τρεις µέρες µετά τό στεφάνωµα. Κι είναι µικρός. Τριαντάρης. Γιατί του τή δώσανε ; “Οµορφη, κι είχε βγάλει γυµνάσιο στό Αργοστόλι. Γύρισε τούτος εδώ µετά τήν Κατοχή, δουλεµένος, φορτωµένος λίρες, τρόφιµα καί ροΰχα. Τό σόι της πείναγε. Του τή δώσανε. Τό περίεργο είναι πώς τόν ήθελε κι εκείνη. Ρωτάς τις γυναίκες ! … ∆έ βδοµαδιάσανε καί γύρισε σπίτι της. — Καλά, δέν είπε τό λόγο ; — Ξέρω έγώ, τήν έχει λέει µεγάλη. — Μπά… ένας λόγος νά µήν έφευγε ποτέ της. Αστειεύεσαι… — Είπανε άκόµα. Σςςς, έρχεται. Ό Πολυχρόνης άνέβηκε βαστώντας άπό ένα µακρύ σύρµα τό µπρίκι καί δυό φλιτζάνια. Τ’ άκούµπησε στό παραπέτο καί τά γιόµισε. — Τά δικό σου ; ρώτησε ό γραµµατικός. —Άφησα πανιόλο.11 Θά τονε πιω στά µπουρίκι. — Πόσες κατσαρίδες έχει ό καθένας ; τάν ξαναρώτησε. — ∆έ πρόλαβα νά τσή µετρήσω τόµου πέφτανε. Άρχισε νά πίνει, κάνοντας θόρυβο µέ τά χείλια του. — ∆έ µου λές, Πολυχρόνη, γιατί δέν παντρεύεσαι ; είπε ξαφνικά ό άσυρµατιστής. ‘0 Πολυχρόνης άπόµέινε µέ τά µπρίκι µετέωρο µπράς στά χείλια του. Προσπάθησε νά ξεδιαλύνει µέσ’ άπά τά σκοτάδι τά µάτια κείνου πού του µίλησε. Κατόπι ρούφηξε τούς ντελβέδες κι άποκρίθηκε. — Μά … παντρεύτηκα µιά βολά, πατριώτη. ∆έν ήτανε τυχερό. Χωρίσαµε. — Ξαναπαντρέψου. Χάθηκαν οί γυναίκες ; Ό Γεράσιµος τάν έσπρωξε µέ τάν άγκώνα, βµως εκείνος τραβήχτηκε και συνέχισε. — Νά κάµεις παιδιά. Νά παρατήσεις τή θάλασσα. — Μαστρονίκο µου, τσή φοβαµαι τσή γυναίκες. Τσή µπουκαπόρτες και τσή γυναίκες. Γλιστράνε τά ιδιο καί µπορεί νά τσακιστείς µέ δαυτες. ∆εύτερη βολά πάει πολύ. — Πώς χώρισες ; Έτσι σαά καλά καθούµενα ; — Ου … που νά σ’ τά λέω. Σάµατις ξέρω ’γώ τί τελώνιο τση γύρισε τά µυαλά µέσα σέ τρεις νύχτες ; • — Μήπως τήν πρώτη νύχτα … Ό γραµµατικός έβηξε δυά τρεις φορές. —Άκου, Πολυχρόνη …

Page 24: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

24

— Νά µέ συµπαθας, καπετά-Γεράσιµε. Φεύγω. Μά βλέπεις δέ φταίω, τά πατριωτάκι µας µέ ρωτάει. —Άσ’ τάν άνθρωπο, Γεράσιµε. ∆ουλειά δέν έχει. Έµεΐς πού ξέρουµε περισσότερα, µπορεί νά βρούµε τήν άκρη. —”Οποιος έχει τή µύγα… Σας είπα τίποτα ; Έγώ στραβών θηκα νά κοιτάζω µπροστά. Οΰτε άκούω τί λέτε. Μή µέ λογαριάζετε. Τραβήχτηκε λίγο παραπέρα. “Αλλο πού δέν ήθελε 6 Πολυχρόνης, ζύγωσε τόν άσυρµατιστή κι άρχισε νά µιλάει γρήγορα καί µπερδεµένα, κοιτάζοντας που καί που λοξά τό γραµµατικό. — Τό λοιπόν, Μαστρονίκο µου, µιά κι άρχίσαµε, θά σ’ τά πω καταπώς γίνανε άπό τήν πρώτη βολά. Στό φως µου σου λέω, δέν τό ‘πα ουτε τση µχνας µου, πού µέ σταύρωσε νά µου τό βγάλει. Μήτε του παπα. “Όµως µή σου φύγει κουβέντα ποτέ, γιατί τουτ’ οί µόρτηδες άφορµή γυρεύουν εδώ µέσα. — Παιδιά είµαστε, Πολύχρονη ; Άν φοβάσαι, µήν τό πεις. — Τό λοιπόν, άφου φάγαµε κι ήπιαµε ένα βουτσί ροµπόλα, µέ παίρνει ή µάνα µου χώρια καί µου λέει : « — Μήν τήν άγριέψεις, τό καλό πού σου θέλω. Αγάλι άγάλια. » Πήγαµε στό σπίτι µας. Τόµου µπήκαµε στήν κάµαρα κι έκατσε άπά στό κρεβάτι, κλείδωσα τήν πόρτα κι άφησα τό κλειδί πάνου σ’ ένα σκρίνιο. Σηκώνεται ξαφνικά καί µου λέει : « — Ξεκλείδωσε, Πολύχρονη, γιατί σηκώνοµαι καί φεύγω τούτη τήν ώρα. » “Εµεινα … « — Γιατί ; » « —’Σκιάζοµαί,, σου λέω. Ξεκλείδωσε. « —Εµένα σκιάζεσαι, Μαριολένη ; « — ∆έν ξέρω. Ξεκλείδωσε καί σβήσε τό φώς. » “Εκαµα καθώς πρόσταξε. Άπό παιδί, δταν πρωτοπήγα στά Βούρλα, κατόπι πού ξενιτεύτηκα, όπου κι άν πηγα, µ’ όποια γυναίκα κι άν έπεσα, είχα τήν πόρτα κλειδωµένη καί τό φώς άναµµένο. Νά µή σ’ τά πολυλογώ, τίποτις. Μιάν ώρα … δυό … άρχισε νά φέγγει. Τίποτις. Πρώτη βολά πού πάθαινα τέτοια πάρτη. Ξεχώρισα τό µούτρο της στό φώς της αύγης. Θειάφι τση Κατάνιας. “Οπου σέ µιά στιγµή, δέν ξέρω πώς, άκούµπησε ή πατούσα της, έτσι άθελά της … — Πολύχρονη, τά µίλια, βρυχήθηκε ό καπετά-Γεράσιµος. —”Ενα µινουτο, ν’ άποσώσω, καπετά-Μεµά µου καί πάω. — Γκρεµίσου … Τά µίλια . . Γαµώ τό φιλότιµό σου … Μπαλάφα. Ό Πολυχρόνης χύθηκε στή σκάλα. Γιά πέντε λεπτά άκουγόταν µονάχα τό ντάκα-ντούκου της µηχανής καί τό άναδίπλιασµα του νεροΰ στή µπάντα του καραβιού. —Εβδοµήντα πέντε µισό. — Καλά, άποκρίθηκε µαλακά ό γραµµατικός. — Λοιπόν … συνέχισε ό Πολυχρόνης. — Σύρε, Πολυχρόνη, στήν κάµαρά µου, τόν έκοψε, καί φέρε κείνο τό κόκκινο βιβλίο µέ τήν άγκυρα. Πιές κάνα δυό γουλιές ρούµι κι έλα κατόπι νά πιάσεις λίγο τό τιµόνι, νά πάει ό ∆ιονύσης γιά κατούρηµα. — Μπά, δέ θέλει. Του τό ‘πα καί δέ θέλει. — Κάνε κείνο πού σου λέω, νά µή … Ό Πολυχρόνης κοντοστάθηκε µ’ άπορία κι έφυγε γυρίζοντας κάνα δυό φορές τό κεφάλι του πίσω καί µουρµουρίζοντας. — Σέ καλό του ! ‘Η µούλα τονε βάρεσε µέ τά τέσσερα, πρώτη βολά… Ή βροχή, ώρα πού ‘χε σταµατήσει. Άστραφτε µόνο. Ό Νικόλας είχε καθήσει στό κασόνι

Page 25: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

25

µέ τά σωσίβια. Θυµόταν κείνο τό µεσηµέρι στό Bordeaux, πού πηγε µέ τή µικρή πού πουλοΰσε τσιγάρα στό Oceania Bar. Εκείνη βιαζόταν, είχε άφήσει τό µαγαζί έρηµο. Είχε τό κόκκινο µάλλινο σάλι στούς ώµους. Σέ µιά κάµαρα πίσω άπ’ τόν πάγκο. « Gauloises bleues s’il vous plait… » Του ’φυγε. Άπό τότε δέν µπορεί νά καπνίσει γαλλικό τσιγάρο. Οΰτε Gitanes, ούτε … Ό Γεράσιµος έχει γυρισµένες τις πλάτες καί κοιτάζει µέσα του καί µπροστά. Τό San Paoli. Τό ξανθό κορίτσι πού … πού δέν είχε… σκουπίζει τόν ιδρώτα του µέ τό µουσκεµένο µαντήλι… φύλο. Τό χέρι του άσυρµατιστη άκούµπησε άλαφρό στον ώµο του. — Γύρισε κατά δω, Γεράσιµε. Κάνε τσιγάρο. — Μιά στιγµή … Στάσου. — Τί έχεις ; Νά φύγω ; 5^ —’Όχι. Κάτσε, νά ’ρθει ό παλαβός νά του ξύσεις τό µοτάρι.12 Καµάρωσα τήν τέχνη σου τόσην ώρα. — Γελιέσαι. Τό δικό µου µοτάρι σκάλιζα µέ τό δίκρανο του Πολύχρονη. — Τά δικά σου δέν τά πειράζεις, γιατί πονάνε. Είσαι βαθύ πηγάδι. — ∆ηλαδή πιστεύεις πώς τόν ρωτούσα άπό περιέργεια ή γιά νά γελάσω µαζί του ; —’Όλοι γαργαλιόµαστε µέ κάτι τέτοια καί δέν τό µολογάµε. Καί πώς τόν ψάρεψες ! Χωρίς δόλωµα. Είσαι µάστορας. — Πέφτεις έξω. ‘Όποιος νά τόν ρωτούσε κείνη τήν ώρα, θά του τό ’λεγε. — Ναί… πολλοί τόν έχουν ρωτήσει. Έσύ βρήκες τή στιγµή. — Πές µου. Ξαναπαντρεύτηκε ή Μαριολένη ; —Όχι. — ∆ιαζύγιο πήρανε ; — ∆έν τόν έχω ρωτήσει. — Είµαι σίγουρος πώς άν ή Μαριολένη πάρει δεύτερον άντρα, µέσα στή βδοµάδα θά τήν παρατήσει εκείνος, γιά τήν ίδια αίτια πού’ παράτησε ή λεγάµενη τόν Πολυχρόνη. — Παραµύθια. Σέ βάρεσε ή ζέστη. — Λοιπόν, θά τόν κάτσω κάτου, νά της κάµει ένα γράµµα. — ∆έν ξέρει νά γράφει. —Έγώ θά του τό γράψω. Βάζω στοίχηµα πενήντα ρουπίες, πώς θά του τηλεγραφήσει : Σέ άναµένω. — Μυαλό πού τό ‘χεις ! Οί Κεφαλλονίτισσες είναι άγύριστα κεφάλια. — Τί θά πει Κεφαλλονίτισσα, Κασώτισσα, Χιώτισσα… Γυναίκες τις λένε … Πάρε τσιγάρο. — Τώρα τό ’πνιξα. Έσύ τά χαραµίζεις, τά πετάς µισά. — Μισά… Ναί… “Εχεις καπνίσει γόπες ; Ξένες γόπες, απο τσίγαρα ; Καηµός µεγάλος. “Εσκυψε στό αύτί του γραµµατικού. — Θά σου πώ κάτι καί µήν κοροϊδέψεις : Που καί που τή νύχτα, πετάω κάνα πακέτο γιοµάτο στή θάλασσα. Είναι τό χρέος. — Στό στρατιώτη ; — Καί στή γυναίκα … Σέ µιά γυναίκα . . Τότε πού ’χανε πέσει οί ναύλοι. Στή µεγάλη κρίση … Σάµπως νά βαριέσαι. Νά φύγω ; —’Όχι, καηµένε. Παρακάλια θέλεις ; Λέγε. — Βρέθηκα ξέµπαρκος στήν Αµβέρσα. Τόν πρώτο µήνα τά βόλεψα. Μπήκε βαρύς

Page 26: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

26

χειµώνας. ∆ούλεψα δυό βδοµάδες µατσακόνι σ’ ένα χιώτικο. Μ’ έφαγε τό κρύο πάνω στή σκαλωσιά. Έκανα κουράγιο, πιστεύοντας πώς θά µέ παίρνανε µαζί. Μέ γελάσανε κι άπόµεινα στό ντόκο, νά τό κοιτάζω πού βιράριζε γιά τήν Άργεντίνα. Έτρωγα στό µαγέρικο του πατριώτη µας. Τονε θυµασαι ; Μιά µέρα δέν είχα νά πληρώσω. ((— Γράφ’ τα, του λέω, καί µόλις µπαρκάρω θά σέ ξοφλήσω. « — Τό ξέρω, µου λέει, µά βλέπεις κρατάει τό ταµείο ή Gladys. ∆έν κάνω κουµάντο.» ‘Η γυναίκα του, µιά βρώµα, ένας ιπποπόταµος, πού τόν έδερνε κιόλας. Άρχισα νά πουλάω. Τό χρυσό ρολόι, τά κουµπιά του πουκάµισου. Σωθήκανε. Πάνου στή σφίξη βρήκα ένα Θιακό, άητό στά χαρτιά. « — Θά µέ βοηθάς νά κόβουµε τά ψωµάκια. » Τί νά ’κανα ; ∆έχτηκα. ∆έν κουράστηκε πολύ νά µέ µάθει. Πηγαίναµε σέ κάτι καλά µαγαζιά, νοικοκυρεµένα. Σ’ άλλο τραπέζι κείνος σ’ άλλο έγώ. Ξεπέφτανε κάτι Ρωµιοί καπνάδες, παραγγελιοδόχοι, φοιτητές. « — Τέταρτος ; Ρέ καλόπαιδο, ξέρεις χαρτιά ; « — Κάτι λίγο. « —Έτσι γιά ψιλό. » Έκανα πώς δέν θέλω. « — Γιά νά περάσει ή ώρα. » Τούς γδύναµε, χωρίς νά τό καταλαβαίνουνε. Μάτσο τά λεφτά. Μ’ έριχνε στή µοιρασιά. Πενταροδεκάρες. Μά τί νά κάνω. Τότε βρήκα ξενοδοχείο στά Skipper Straad. Που άλλου ! Ανάµεσα στά πορνεία, στά φτηνά καµπαρέ, στά µαγερειά. Μιά µικρή κάµαρα σέ σοφίτα. Φτηνή. “Επρεπε νά πας γιά ύπνο µετά τις οχτώ τά βράδυ. Το πρωί στις εφτά, Ινα κουδούνι πάνω άπά τά κεφάλι σου δέ σταµάταγε ώσπόυ νά φύγεις. ‘Όλο τά ξενοδοχείο κουδούνιζε. Στις εφτά καί δέκα Ιπρεπε νά βρίσκεσαι δξω άπ’ τήν πόρτα. Καί τότε; Ινας άλλος κόσµος άρχιζε ν’ άνεβαίνει τις σκάλες. Κατάλαβες. Πήγαιναν νά κοιµηθούν οί δουλευτάδες της νύχτας. Φύλακες, γκαρσόνια, πόρνες, κοκότες, γυναίκες του καµπαρέ. Άρπαζε τά µάτι σου καθώς έβγαινες, πρόσωπα καρβουνιασµένα, ξεπαγιασµένα κι άλλα πού ’χε πέσει τά φτιασίδι άπά πάνω τους, γιά νά µείνει πάνου σ’ άλλα µάγουλα, ρυτιδωµένα καί φαγωµένα άπά τάν άνεµο καί τήν άλµύρα. Πήγαιναν νά κοιµηθούν στά δικά µας κρεβάτια, ξέστρωτα καί ζεστά, καθώς τά ‘χαµε άφήσει. Άπά τήν πρώτη νυχτιά κατάλαβα πώς µοιραζόµουνα τά κρεβάτι µου µ’ Ινα κορίτσι της νύχτας. Κάτι κάλτσες κρεµασµένες σ’ Ινα καρφί, Ινα ζευγάρι µαύρες στραβοπατηµένες γόβες, µέ φιογκάκια τριµµένα, µιά κιλότα κάτου άπά τά µαξιλάρι, σκόρπιες φουρκέτες καί σπασµένες χτένες, στολισµένες µέ ψεύτικες πέτρες. Μά πάνου άπ’ όλα, ή µυρωδιά του κορµιού της. Άκουµποΰσα τά κεφάλι µου στά κλίφι του µαξιλαριού, πάντα βαθουλωµένο άπά τά δικό της καί λαδωµένο άπά τά µαλλιά της, πού πρέπει νά ‘τανε µαΰρα καί µακριά. Κατάλαβα πώς ήταν άδύνατο νά τή γνωρίσω. Καί τό ’θελα. Νόµος παλιάς του µαγαζιού νά µήν ξέρει ό νυχτερινός τάν πελάτη της ήµέρας. Άρχισα νά τή γυρεύω, νά ψάχνω νά τή βρω. ‘0 Γεράσιµος τάν Ικοψε βήχοντας. —Άφοΰ δέν τήν ήξερες, πώς νά τή βρεις ; Ψύλλους στ’ άχερα … Μπορεί νά πέρασες άπά δίπλα της, νά της µίλησες, χωρίς νά τά καταλάβεις. —Αδύνατο. ∆έν τή συνάντησα πουθενά. Καί δέκα µέτρα νά περνούσε µακριά µου, θά τή γνώριζα. — Πώς διάολο ; —Άκουσε. ∆υά ικανότητες άπόχτησα στή ζωή µου. Ή µιά —πάει καλιά της— µπορούσα νά καταλάβω άπά τά τρέκλισµα του µεθυσµένου τό πιοτό πού τόν ζάλισε. Κι άπό τήν άνάσα του. Νά µου µπέρδευες σ’ ένα ποτήρι δσα πιοτά ήθελες καί νά σ’ τά ονοµάτιζα ενα ένα χώρια. Τώρα

Page 27: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

27

πιά δέν µπορώ. Άπ’ δταν σταµάτησα νά πίνω. Ή άλλη … µ’ άκολουθάει άκόµη. Τό χάσιµό της θά ‘ναι θάνατος. Σταµάτησε γιά λίγο. — Λοιπόν ; — Κλείσε µου τά µάτια ή νά ‘ναι νύχτα σ’ ένα δωµάτιο σκοτεινό. Νά περάσουν άπό δίπλα µου πέντε, δέκα, έκατό … δσες θέλεις γυναίκες … Νά σου πω τή νατσιόνα της κάθε µιας … — Σιγά νά µή βρεις καί τά χρόνια τους … Σ’ έχει τηράξει γιατρός τελευταία ; —Έτσι, άπό τήν µυρωδιά τους τήν κατάσαρκη. Άπό τόν άγέρα τους. — Τέλειωσέ µου γιά τήν ’Αµβέρσα. — Λοιπόν, κείνες τις µέρες, τσακώθηκα γιά καλά µέ τό Θιακό. Ξεκαθάρισα κάµποσα λεφτά κι άρχισα οικονοµίες. Έκοβα τό τσιγάρο στή µέση κι έτρωγα ψωµοτύρι. ’Έπρεπε νά ξεχειµωνιάσω κάτου άπό στέγη κι όχι κάτου άπό τά γεφύρια. Ένα βράδυ, πού πήγα νά κοιµηθώ δίχως τσιγάρο στήν τσέπη, βρήκα ένα τασάκι γιοµάτο άποτσίγαρα, λερωµένα µέ κόκκινο κραγιόν της φωτιάς. Γιά πέταµα είναι, συλλογίστηκα. ’Έβγαλα τό τσιγαρόχαρτο καί τά’βαλα στό τσιµπούκι µου. Μιάν άλλη µέρα βρήκα πάνω στό τραπέζι δυό τρία τσιγάρα τσαλακωµένα, άτόφια όµως — λίγο βασανισµένα, σά νά τά ‘χαν παίξει νευρικά δάχτυλα ή νά ’χανε µείνει χύµα σέ τσέπη. Τά κοίταζα ώρα πολλή, µά δέν τόλµησα νά τά πάρω. Μεγαλύτερο βάσανο δέν έχω περάσει. Μόλις ξύπνησα, άπλωσα τό χέρι µου… Θές νά βρω κάνα µπελά, σκέφτηκα … Έφυγα τρέχοντας. Τά βρήκα τό άλλο βράδυ στήν ίδια θέση καί πάνω σ’ ένα χαρτάκι: « Can to smoke… For you …» έγραφε, µ’ ένα στριµµένο γράψιµο. Κι άπό τότε, κάθε βράδυ έβρισκα κάτι. Ένα σάντουιτς, ένα µήλο δαγκωµένο, µιά µποτίλια µέ λίγο µπερδεµένο πιοτό άπό βιδάνια1, καί τσιγάρα. Τις κάλτσες µου πλυµένες καί µπαλωµένες, τά µαντήλια µου σιδερωµένα. “Ενιωθα πώς κάποιος µέ παραστέκει καί µέ πονάει. “Ετσι µπήκαµε στό Φλεβάρη κείνου του τροµερού χειµώνα. Τότε ήρθε ό « Αργοναύτης », νά ξεφορτώσει µινεράλι, µέ καπετάνιο τόν µπάρµπα µου. Είδε τά χάλια µου. « Θά σέ πάρω. Μά ν’ αλλάξεις µυαλά. » Έπεσα στή µακαρονάδα. Του ‘πα πώς είµαι πνιγµένος στά χρέη καί πρέπει νά ξοφλήσω. Μου ’δωσε µπροστάντζα. Τότε πηγα στό µεγαλύτερο άνθοπωλεΐο της Αµβέρσας. Κάπου κεΐ στή Longue rue des images, κι αγόρασα τό άκριβότερο λουλούδι πού βρήκα. Ντάλιες. ‘Ένα µεγάλο κουτί σοκολάτες καί τράβηξα γιά τό Skipper Straad. Θά πήγαινα στήν κάµαρά µου … στήν κάµαρά µας … Θά τ άπίθωνα πάνω στό τραπέζι, έκεΐ πού έβρισκα κείνα τά τσιγάρα. νΟχι, τά λουλούδια πάνω στό λερωµένο προσκέφαλο … “Ενιωθα λιγάκι κωµικός κρατώντας τα. Εκατό µέτρα πριν φτάσω, σ’ ένα στενό, µιά χοντρή, µ’ ένα τσιγάρο στό στόµα κι ένα ψεύτικο λουλούδι στά µαλλιά, µου ‘κοψε τό δρόµο. « — Στήν άρραβωνιαστικιά σούπας, Μπόµπ;» µου ‘πε χαχανίζοντας. « — Κάνε στήν µπάντα », της είπα καί τήν έσπρωξα µαλακά. « —Έλα νά κεράσεις κάτι. «—’Αργότερα, βιάζοµαι τώρα. « —Ένα λεφτό καί φεύγεις. ∆έ θά σέ κρατήσω. » Πάλι άρνήθηκα. Μ’ έσπρωξε καί βρέθηκα σ’ ένα βρωµοµάγαζο… . ‘Ένα… ακόµα ένα. Κι άλλο … Προφταίνω. Μέρα είν’ άκόµα… ∆έ θυµάµαι πόσα. Θυµάµαι πώς τά ξηµερώµατα µέ σήκωσε ή άστυνοµία άπό τις λάσπες. ∆ίπλα µου κάτι τσαλαπατηµένα λουλούδια. Κάποιος είχε κλέψει τις σοκολάτες. Φύγαµε τό µεσηµέρι γιά τό Χούλ… Είπες τίποτα ; —”Οχι… Ναί… τί άρωµα φορούσε κείνη ή γυναίκα. — Του µαγαζιού ;

Page 28: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

28

—”Οχι, του ξενοδοχείου. — Styx του Coty. — Πού νά σέ χέσουν οί γλάροι, µούγκρισε ό γραµµατικός. Σκότωµα θέλεις µωρέ. Μ’ ένα πιστόλι. Καί τί πιστόλι. Γιοµάτο σκατά.

Βάρδια πέµπτη Ό Τρίτος13 άναψε τά φως της τιµονιέρας, έβγαλε Ινα τετράγωνο χαρτί διπλωµένο άπο την τσέπη του, το ξετύλιξε κι Ιδωσε µιά φωτογραφία του ναύτη πού κυβερνουσε. ΤΗταν είκοσιτεσσάρω χρονώ, πρώτο µπόι, µέ ωραίο µελαχρινά µούτρο. Ό Λινατσεράς τήν πήρε στά χέρι του καί τήν κοίταζε µέ τά µάτια µισόκλειστα. Τά φώς έσβησε ξαφνικά. —”Οµορφη. Μ’ άφου θέλει Ιτσι… Μή σκοτίζεσαι. Γυναίκες µέ το σωρό … Νά ‘χα τά χρόνια σου. ‘0 Τρίτος πηρε τή φωτογραφία καί προσπάθησε νά τή διακρίνει µές στά σκοτάδι. — ∆έ τήν πετας, καπετά-Παντελή. Νά πάει νά βρει τά πρώτο σου παπούτσι. Καί µήν τήν ξανασυλλογιστεΐς. — Τό ‘χεις εύκολο, Λινατσερέ ; Σκέψου πώς στά Colombo πήρα τις βέρες. Βρήκα τά χρυσάφι φτηνό. Τής πήρα καί µιά τουρµαλίνα.14 Ράζ καί πράσινη. Χάρµα. Γυρίζω στά καράβι καί τήν ϊδια µέρα λαβαίνω τά γράµµα. —Ό άλλος είν’ βµορφος ; Νέος ; — Ναι. Τώρα βγήκε άπά τή σχολή. Σηµαιοφοράκι. —Ά … κατάλαβα. Τά δικά µας γαλόνια δέ φελάνε. Είν’ άποκριάτικα. Καπετά-Παντελή, καλύτερα πού ‘ρθε 6τσι το πράµα. Ξέρω τί λέω. Μακάρι νά µ’ άφηνε κι έµένα προτού τή στεφανωθώ. Θά ‘µουν άλλιώτικος τώρα. — Κάτι έχω άκούσει. Χώρισες ; — Πώς χώρισα, νά λές. Έγινα λαθρέµπορος γιά χατήρι της. Έχτισα το σπιτάκι στά Ταµπούρια καί τό ’καµα παλατάκι. Τί δέν της κουβαλοΰσα. Τί της έλειψε ; … Άφησα τό ποστάλι καί µπαρκάρησα µέ φορτηγό. Τά γράµµατά της στάζανε µέλι. Έλειψα δυό χρόνια. Γυρίσαµε ενα χειµωνιάτικο βράδυ στόν Πειραιά. Αργήσαµε νά νετάρουµε. Μεσάνυχτα πατηµένα, κίνησα φορτωµένος γιά τό σπίτι. ‘Ένα τετράγωνο πριν, στάθηκα ν’ άλλάξω χέρι, γιατί µ’ είχαµε κόψει τά πράµατα. ‘Όξου άπό τό σπίτι µου, ενας µαντράχαλος πέταγε πέτρες στό παράθυρο. Μπάς καί κάνω λάθος ; Τί θέλει τούτος ό κερατάς, τέτοιαν ώρα. Ξαφνικά τόν είδα νά πιάνει τά δυό πόµολα της πόρτας καί νά τήν κλωτσάει φωνάζοντας : «—Έβγα µωρή πουτάνα, µωρή άτιµη, πού δέν έχεις λόγο κι άς έβγει κι αυτός ό πούστης πού ‘χεις µέσα νά τονε σκίσω. » Σίµωσα. « — Πατριωτάκι, του λέω, τί έπαθες ; — Κάνε δουλειά σου », µου λέει, χωρίς νά γυρίσει Τόν άρπαξα άπό τόν ώµο. « — Τί τρέχει, µωρέ ; » Γύρισε άγριεµένος. «— Τραβήξου, µήν τήν πληρώσεις έσύ. Έχω παρτίδες µέ τή νοικοκυρά.» « — Σύµφωνοι, µά τί σου φταίνε τά πορτοπαράθυρα καί τά βασανίζεις ;» Μολιέται πάνου µου. « —’Όλα θά τά σπάσω καί τό κεφάλι σου, άφου µπαίνεις σέ ξένα νιτερέσα. « — ∆ίκιο έχεις, του ‘πα µαλακά. Μά τούτα δώ πού σπας, τά ‘χω φτιάσει έγώ, δουλεύοντας βάρδιες. Κατάλαβες ; »

Page 29: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

29

Τά ’χασε, πισωπλάτισε µουρµουρίζοντας. « — Που νά ξέρω …» Έστριψε τή γωνία καί χάθηκε. Πίθωσα το σάκο µου καί τή βαλίτζα, κάθησα στό πεζούλι καί περίµενα. Άλλη πόρτα δέν είχε. Βάρεσαν δυό της νυχτός. Άκουσα τήν πόρτα νά ξεσυρτώνεται καί ν’ ανοίγει. Τραβήχτηκα. Τόν είδα νά βγαίνει… ‘Ένας γεράκος µέ κοιλιά. Ούτε µ’ ένιωσε. Άφησα νά περάσουν πέντε λεφτά κι έβαλα τό κλειδί στήν πόρτα. « — Ποιος ; « —Έγώ, ό Σταµάτης. » Έβγαλε µιά φωνή κι έπεσε πάνου µου. « —Άντρα µου. Αφέντη µου. Σέ περίµενα ή καψερή κι έλιωνα. » Μ’ έσυρε προς τήν κρεβατοκάµαρα. Τήν τράβηξα στήν τραπεζαρία. Καπνός µπαγιάτικος, πού σ’ έπιανε στό λαιµό. ∆υό πιάτα µ’ άποφάγια, µιά µποτίλια κρασί. « — ∆έ µου λές, της κάνω, άπό πότε καπνίζεις ; « —Ό κουµπάρος… Πέρασε νωρίς, νά ρωτήσει γιά σένα καί τονε κράτησα γιά φαί. Ου, έφυγε άπό τις εννιά. « — Καί τούτο, µωρή … Τ’ είναι τοΰτο !…)) Καί της δείχνω ένα τσιγάρο πού ‘χε πέσει άπό τό τασάκι κι έκαιγε τό τραπεζοµάντιλο. «—Έλα, καηµένε … Γρινιάζεις µόλις µπήκες. Κάπνισα ένα, γιατί δέν είχα ύπνο … ‘Όλο λείπεις…» κι άρχισε τά κλάµατα. « — Καί κειός 6 µαντράχαλος πού βαροΰσε τήν ξώπορτα τά µεσάνυχτα καί σέ ξαγέριζε άπό βρώµα σέ δηµόσια, µπάς κι ήταν ό νουνός σου ; Π άψε. » Κέρωσε. « — ∆έ σέ καταλαβαίνω. Μεθυσµένος είσαι ή σέ βλάψανε τά ταξίδια ; Σέ καλό σου ! Κάτσε νά σου ψήσω ένα τίλιο. » Τή σταµάτησα µέ τό χέρι. « — ∆υό λόγια µονάχα … Ούλα δικά σου… Καί τό σπίτι καί τά πράµατα… Χωρίς κουβέντες καί σαµατά. Πέρασε αύριο άπό τό δικηγόρο νά βάλεις µιά τζίφρα. Κοµµένη. Έγώ πήγαινα στά σπίτια σέ κάθε πόρτο. Πάτσι. Καί γειά σου. » Στεκότανε µαρµαρωµένη. « —Άσε µου κάνε τ’ άπλυτά σου, νά τά µπουγαδιάσω κι αί>ριο σ’ τά φέρνω. « — Μπά, που νά µπεις σέ κόπο ; Θά σου πονάει κι ή µέση άπό τά κουνήµατα. » Φορτώθηκα τά πράµατα και χτύπησα τήν πόρτα µιας Αρµένισσας, πού ‘χα φιλενάδα προτού παντρευτώ. Μέ δέχτηκε χωρίς νά µέ ρωτήσει τίποτα. — Καί τί άπόγινε ; ρώτησε µέ σπασµένη φωνή ό Τρίτος. Ό Αινατσερός σήκωσε τό χέρι καί χτύπησε µιά διπλή στήν καµπάνα πού κρεµόταν πάνω άπό τό κεφάλι του. — Μά … δέν τήν ξανάδα. ’Έµαθα µονάχα πώς της τά ’φαγε όλα ένας σωφέρης. Κατόπι δηλώθηκε … Στά Βούρλα. — Τροµερό. ∆έ λυπήθηκες ; ∆έν πόνεσες ; — Τί κουβέντες είν’ αύτές. Νά πονέσω … Ξένο κρέας, ποιός τό λογαριάζει. Νά πονέσω τή µάνα µου … Θυµάσαι τόν άλλον άσυρµατιστή ; Χά χά χά. ∆υό µέρες πριν φτάσουµε στον Πειραιά, ούλοι οί παντρεµένοι τηλεγραφήσανε στις κυράδες. Ό µαρκονιστής βγήκε πάνω στό γκρός µπώνκερ καί φώναζε. « —’ Αλλος γιά τηλεγράφηµα… ’Ίσος, νά προλάβουν νά φύγουν οί καβαλάρηδες. » Τονε λέγαµε παλαβό. Κάθε άλλο. Ό Τρίτος βγήκε άπό τήν τιµονιέρα καί στάθηκε φυσώντας τά ρουθούνια του. Κατόπι

Page 30: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

30

έβγαλε τό µαντήλι του. Έµεινε πολλήν ώρα προσπαθώντας νά ξεχωρίσει θάλασσα καί σκοτάδι. Χτυπήσανε τέσσαρες διπλές. Σκάντζα βάρδια. — Γραιγοτραµουντάνα καί καθόλου δεξιά … — Καθόλου δεξιά, άκούστηκε ή φωνή του γραµµατικού πού παράλαβε. Ό σκάπουλος εφερε τόν καφέ καί τόν άπίθωσε στό κασόνι της φαναριέρας. — Τόν άφησα έδεκεΐ. Μήν τονε ριπίσεις. — Καλά, τ άποκρίθηκε ό γραµµατικός. Ό ∆ιαµαντής φορούσε Ινα µπλέ ζακετόνι µέ περιλαίµιο. — Μωρέ ! ∆έν παίρνεις κι ενα λοστό νά σπάσουµε τά µπούζια. Τί µπαγλάρωµα είναι τούτο ; ‘Ή µπάς κι άρχισες τή θεραπεία του µπάρµπα σου ; Θά σκάσεις. — Ποιά θεραπεία, καπετά-Γεράσιµε. — Μπά… έτσι τό ‘πα … “Ελα νά κάνουµε µάθηµα. Βλέπεις τον Εωσφόρο ; Μιά χαρά εΖν’ άπόψε. Άς τ’ άφήσουµε νά ψηλώσει λιγάκι. ‘Ήπιε κάνα δυό γουλιές καφέ. — Φέρε µου τόν εξάντα. Μήν άνάψεις τό φώς. Ναί, δικός µου … άσ’ το. ∆ιαµαντή, στό χρονόµετρο. —”Ετοιµος … έτοιµος … έτοιµος. Τό ’φερε στόν ορίζοντα … — Τόπ — ό σκάπουλος γιά τά µίλια. Τό άστέρι έµοιαζε µέ µάτι πουτάνας χορτάτης. Τό άλλο της τό ‘χε χύσει ό άγαπητικός, µέ τό δάχτυλο. — Τί κοιτάς ; ρώτησε τόν άσυρµατιστή πού στεκόταν πιό πέρα. —Ά! Ψάχνω γιά τό Σταυρό. Κάποτε τόν έβρισκα µόνος µου. -Τώρα, έχει δύσει. Ή άλλη βάρδια πρέπει νά τόν είδε γιά λίγο. ∆έν καταλαβαίνεις ; “Εχουµε ψηλώσει, κι δσο παµε … Πώς τά ξέχασες έτσι ; ∆ηλαδή ξεφτέρι ποτέ δέν ήσουνα. Θυµασαι µιά φορά πού άνέβασες τήν καραντίνα ; — Τόν κατεβάζεις ποτέ ; —”Οχι. ∆έ µέ βολεΐ. Μεγάλη πρεµούρα έχεις µέ τό Σταυρό. — Ναί. ∆έν έχεις νιώσει ποτέ τόν πυρετό του, τό βάρος του. — Τ’ εΖν’ αύτά πού λές ; Μαλάρια είναι ή χαµαλίκα τονε σήκωσα ; ‘Όλα τ’ άστέρια είν’ όµορφα. Εµάς µας χρειάζονται τά ούράνια σώµατα δταν βρίσκονται σ’ ορισµένες µοίρες πάνου άπό τόν ορίζοντα. Τά ρέστα τά µετράνε τά ζευγάρια στά πάρκα. Ανέβα νωρίς στήν όχτώ-δώδεκα, νά τόν προλάβεις. — Τόν άγαποΰσε ένα κορίτσι… — Κι έσύ άγαποΰσες τό κορίτσι. —Όχι. —τΗταν άµορφη ; — ∆έν τή γνώρισα ποτέ. Κι αύτή δέ γνώρισε ποτέ τή θάλασσα. ∆έν είδε ποτέ τό Σταυρό. —”Ολο ποτέ λές άπόψε. Έχεις καµιά φωτογραφία της ; —’Όχι.· Μου ‘γραφε µονάχα. Κάτι γράµµατα ! — Τά ‘χεις µαζί σου ; —’Όχι. Τά πέταξα πέρυσι στή θάλασσα. Στό Shark Bay. Ακου. Τής είχα τάξει Ινα ταξίδι. ‘Όχ. όπως τάζουµε σ’ βσες γνωρίζουµε, άφου δέν τήν είχα γνωρίσει. Ταξίδευα τότε τή Μεσόγειο. Στά 1937. Κανόνισα µέ τό γραφείο νά τήν πάρω Ινα round trip. Τής Ιστειλα κι Ινα

Page 31: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

31

γράµµα. Στόν Πειραιά µας κατασχέσανε γιά κάρβουνο. Έµεινα κι έγώ στό µώλο γιά καιρό. Γιά σκέψου, νά τήν ξεσηκώσω γιά κάτι πού λαχταρούσε καί νά τή γελάσω, χωρίς νά τό θέλω. Άπό τότε δέν της ξανάγραψα. —’Έχεις πεις τόσα ψέµατα, Ινα παραπάνω δέ βλάφτει. — ∆έν είπα κανένα ψέµα ποτέ. Τά ‘χα κανονίσει, σου λέω. “Οπως θά ‘κανα γιά τήν άδερφή µου. — ∆έ βαριέσαι, είπε βραχνά 6 Γεράσιµος, τυχερή ήτανε. Θά βρώµιζες τήν υπόθεση χωρίς άλλο. Σέ ξέρω άπό µικρό. “Ολες είν’ άδερφές σου καί στό τέλος τούς πιάνεις τόν κώλο. Παράτα µε καηµένε. — Τά νεΰρα σου έχεις άπόψε. Μπάς καί δέν ήπιες καφέ ; Άπό τήν ώρα πού άνέβηκα µέ σκυλοβρίζεις. Πάω γιά ΰπνο. — Κάτσε, µωρέ. Αστειεύοµαι. Τί άπόγινε τό κορίτσι ; — Μά … νοµίζω παντρεύτηκε. — Τί κρίµα νά µή σέ περιµένει… ∆έ ζήτησες ποτέ νά τή βρεις, νά τή γνωρίσεις ; —’Όχι. Τή σκέφτοµαι καµιά φορά πριν µέ πάρει 6 ύπνος. Κάποτε, µιά νύχτα, χωρίς νά της µηνύσω, θά πάω στό Βόλο νά της χτυπήσω τήν πόρτα. Νά τήν πάρω ταξίδι. Τώρα µπορώ. — Κι έπειτα ; —Έπειτα… ∆έ σκέφτηκα παραπέρα. Ό γραµµατικός γύρισε άπότοµα, τόν έπιασε άπό τόν ώµο καί του ‘πε βραχνά, µετρώντας τά λόγια του. — Κατόπι… “Εχει καί παραπέρα γιά σένα, Κινέζο του ποταµού. Κατόπι… νά τήν πούλαγες στά µπορντέλα του Βερουτιου γιά διακόσια σούρις15, καθώς τή Μυτιληνιά. Μετάνιωσε άπότοµα γιά δ,τι είχε πει καί µαλάκωσε τή φωνή του. — ∆ηλαδή κουβέντες του Τζελέπη. Μου τά ‘χανε πει, µά δέν τά πίστεψα. “Ηθελα νά σέ ρωτήσω. Μέ συγχωρεΐς. Τό χέρι του γραµµατικού χαλάρωσε κι άπόµεινε σά χαϊδευτικό στον ώµο του άσυρµατιστή. Εκείνος, χωρίς νά µιλήσει καθόλου, κίνησε νά φύγει. Τονε κράτησε. —Άν φύγεις, θά πιστέψω πώς σου κακοφάνηκε. —” Ασε µε νά φύγω. —Αδύνατο. Έγώ φταίω … Στή µάνα µου. Πρώτη φορά πιάνω τέτοιον δρκο … ∆έ θέλησα νά σέ πειράξω. Ούτε τά ‘χω πιστέψει. Μά ήθελα νά µου ’λεγες πώς βγήκε µιά τέτοια κουβέντα. Σέ ρώτησα άπότοµα… Ναυτικοί είµαστε, δέ δουλεύουµε σέ πρεσβεία … Θά πιεις καφέ ; —Έχεις κονιάκ ; — Ναί, µά δέν πίνεις. — Μιά στάλα. — Πολύχρονη, φέρε τή µποτίλια καί δυό ρακοπότηρα. Μπήκε στήν τιµονιέρα κι έσκυψε γιά λίγο στό ανεµολόγια. Ό Πολυχρόνης γέµισε τά ποτήρια, έφερε τό χέρι στό στόµα καί τό ’γλείψε. — Κάτι µου λέει πώς τή γονάτισες τή µποτίλια, του ‘πε ό γραµµατικός. — Νά µουρλαθώ. Νά µέ πανε δεµένο στον Άγιο. Λογάριαζα νά σου πώ νά µέ κεράσεις. — Τώρα έχεις βάρδια. ‘Όσο µείνει. Άµα σκατζάρεις. Άντε. — Γειά. Καλό πόρτο. Ό άσυρµατιστής σήκωσε τό πιοτό καί τό µύρισε λίγην ώρα. — Τρία χρόνια έχω νά τό δοκιµάσω. Γαλλικό είναι ; — Ναί. Armagnac.

Page 32: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

32

Τό ’πιε γουλιά γουλιά, σά φάρµακο. — Λές νά µέ πειράξει ; — Ξέρω ‘γώ ; Μήν πιεις άλλο. — Λοιπόν, θές νά µάθεις τήν. άλήθεια ; —’Όχι. ∆έν είµαι περίεργος. Άλλο πηγα νά πω. —”Ηθελες νά µαλώσουµε πάλι. — Χτύπα ξύλο. Ποτέ. Κακιά στιγµή. “Ετσι µου ‘ρθε. — Μιά µαϊµού είχα µιά φορά, µιά κρυφοδαγκωνιάρα. Άτιµη. Βγήκα µέ δαύτη στό τελωνείο του Πειραια. Πλέρωσα ένα σωρό λεφτά. Κάνω νά µπώ στό τράµ καί µέ σταµατάει ένας καλατζής, ένας γύφτος. « — Χίλια φράγκα, άφεντικό. » ∆έν κατάλαβα τί θέλει. « — ∆υό χιλιάδες …» Μπήκα. « — Παράτα µε του λέω. » “Ισαµε τό σταθµό µου µοστράρησε δέκα χιλιάδες. Γύριζα στήν Ελλάδα άπένταρος. Περιουσία γιά κείνη τήν εποχή. ∆όλωµα. Τήν έδωσα. Ακόµα ντρέποµαι, έπειτ’ άπό τόσα χρόνια. “Οχι… Ό γραµµατικός ξαναπηγε στήν τιµονιέρα καί τηλεφώνησε στή µηχανή. — ∆έν παµε καθόλου απόψε, είπε γυρίζοντας. Σά φουνταρισµένοι. Είναι βάρδια έκειός ό Άλιτζεριάνος στό στόκολο µέ τό Συριανό. Κάθε βράδυ τό κωλοβαράνε, µ’ άπόψε νιέντε άτµός. Μιά-δυό φτυαριές καί ξάπλα. Ρασκέτα1 καθόλου. Τί διάολο… Κάτι φουµάρει ό σκυλάραπας. Τό µεσηµέρι έκανα πάνω κάτω τό γιατάκι του καί τό συρτάρι του. Βρήκα µονάχα Caporal16 καί τσιγαρόχαρτο. Ρωτάω τό Συριανό, 6λο « δέν ξέρω, καπετάνιο µου » . .. Φαίνεται πώς µεταλαβαίνουνε µαζί. — Χασίς ; — ∆έν µπορώ νά καταλάβω. Γιά πές µου κείνο τό άλλο. Πώς διάολο είναι ; —’Η µαριχουάνα ; — Ναί. — Ρίζες ξερές. — Πώς φουµάρεται ; —Έχει, µανούβρα. Μά καίγεται καί σέ τσιµπούκι. — Βρωµάει ; — Ου ! … Σαράντα γειτονιές. —Έκειός, ό πρώτος µηχανικός, καρφί δέν του καίγεται. « ∆έ βαριέσαι, µου λέει τό πρωί, θά παµε … Βιάζεσαι ; » Τί νά του πώ ; Μουλάρι του πυροβολικοί), ό κερατάς. Ξέρεις τί του ‘κανε µιά φορά ένας πατριώτης µας καπετάνιος ; Άκου, νά γελάσεις. Τόν είχε σιχαθεΐ 6λο τό πλήρωµα. Εΐχανε πιάσει κάπου εδώ κάτου, σ’ ένα ξερονήσι, γιά bunker.1 Κάποιος του σφύριξε πώς έχει οξου παιδιά, άραπάκια — τό σακατιλίκι του. Στολίστηκε καί βγήκε. Μόλις νετάρανε, βίρα ό καπετάνιος. Σαράντα µέρες κωλοτραβιόταν ό λεγάµενος. Αναγκάστηκε νά µπει λαδάς σ’ ένα νορβεγέζικο, γιά νά ξεκολλήσει. Άπό τότε του κολλήσανε τό παρατσούκλι « ό Πρόξενος » … Τί κάνεις ; Πίνεις κι άλλο ; Πας νά πατσίσεις σέ µιά βάρδια, τρία χρόνια. Άσε καί του Πολυχρόνη πανιόλο. Ό άλλος σκούπισε τό ιδρωµένο µούτρο του, πέταξε τό τσιγάρο κι άναψε άλλο. Άρχισε νά βήχει.

Page 33: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

33

— Βρωµάνε τά γ… Μουχλιάσανε. Τί ζέστη 1 Βάλε µου λίγο. Τό τελευταίο. Ό γραµµατικός του ’βαλε. — Οί γυναίκες θέλουνε νά τις πουλάς. Τό ’χουνε στό αίµα τους. — Κι έγώ σου λέω νά µήν πιεις άλλο. Ξεσυνήθισες. — Μιά φορά ένας άγαπητικός παντρεύτηκε µιά καλή κοπέλα. Τής έφαγε τήν προίκα. Άρχισε νά τήν πασάρει σέ φίλους, της έβγαλε τά χρυσά δόντια καί τά πούλησε. Τήν πούλησε καί τήν ίδια σ’ ένα παλιόσπιτο. Πέθανε µέ τ’ 6νοµά του στό στόµα της. Τόν άγαπουσε. — Συνηθισµένο. — Τή φόρτωσε σ’ ένα κάρο καί τήν πούλησε στό νεκροτοµείο. :— Τό τοµάρι ! — Ναί. Λυπάµαι πού δέν έµοιασα κείνου. “Αµα δέν τις πουλάς, δέ σέ στιµάρουνε. — Πήγαινε, ξάπλωσε. Τά λέµε κι αΰριο. — ∆έν πάω πουθενά. Θά ξοφλήσω τώρα. ’Έκανες καλά πού τό ’φερες στον άφρό. — Γιά τί πράµα µιλάς ; Άντε νά ήσυχάσεις. — ∆εκαοχτώ χρονώ. Φορούσε µαύρο φτηνό φόρεµα. Σταρένια. Μου τήν έφερε ένας φορατζής στό καράβι: Στό « Aspasia ». « — Είναι πεντάρφανη, µου ‘πε, κι έχει ένα µπάρµπα στή Βηρυτό µπακάλη, πού θά τήν προστατέψει. Θά τήν πας µέχρι τό µαγαζί του, νά του τήν παραδώσεις. Ψυχικό θά κάνεις. » Συλλογίστηκα τό µπελά. Είδα παρακλητικά τά µάτια της. ∆έχτηκα. Τά σκυλόψαρα οί ποσταλίσοι, πού περιµένουν στά ρέλια ψοφίµι, τήν είδανε σά λουκούµι. Τούς έκανα πέρα. ‘Όταν πήγαινα γιά βάρδια, τήν κλείδωνα στήν καµπίνα µου. Παιδί πράµα. Φρόνιµη καί µαλακιά. Φτάσαµε άπόγιοµα στό Μπερούτι. Ξέρεις τούς δρόµους πού πάνε γιά τήν Place des Canons. Ποιόν άπ’ όλους νά παίρναµε ; “Ιδιοι όλοι. Σιδεράδικα, µαγαζιά, ταβέρνες καί πόρτες άνοιχτές, πολλές πόρτες, πού στά πεζούλια τους ή σέ χαµηλά σκαµνάκια κάθονται άραπίνες, µέ τά σκέλια µισάνοιχτα. Είχε τά µάτια χαµηλωµένα καί δέ µίλαγε καθόλου. ‘Ένα δυό στενά καί θά φτάναµε στήν πλατεία. Άνάσανα µ’ άνακούφιση. Τότε µιά κούρσα έκλεισε τό στενό δρόµο, κατεβαίνοντας άργά. Μιά κανελιά κούρσα, πού µ’ έκανε ν’ άνατριχιάσω µόλις τήν είδα. Τό πεζοδρόµιο δέν είχε µήτε µισό µέτρο φάρδος. Κολλήσαµε στόν τοίχο. Ή κούρσα σταµάτησε δίπλα µας. ’Έσπρωξα τή µικρή άπότοµα, νά προχωρήσει. ∆έν πρόλαβα. Ή πόρτα άνοιξε καί µάς έφραξε όλότελα τό πεζοδρόµιο ίσαµε τόν τοίχο. Μπάφα άπό µπερδεµένα µυρωδικά µου χτύπησε τά ρουθούνια. Κουράγιο, είπα µέσα µου κι έσφιξα τό χέρι της µικρής. Ή Madame Blanche, πελώρια καί µπογιατισµένη σά µπαρµπούτα17 του Ensor, κατέβηκε µέ µεγάλο κόπο, κουδουνίζοντας τά χρυσά της βραχιόλια. Στά δάχτυλά της λάµπανε πετράδια πολύτιµα. Καθώς µέ φιλούσε, τά χνώτα της µύριζαν άράκ.18 « — Νικόλα µου, παιδί µου ! … Καιρούς πού σ’ έχασα. Παλιόπαιδο, έτσι ξεχνάς ; Μπείτε νά σας πάω ίσαµε τό Ζάχλε3, νά δείτε β^υνό. » Έπιασε τη µικρή άπό τά δυό µάγουλα καί τή φίλησε στό στόµα. « — Περιστεράκι µου, γιατί δέ µιλάς ; Έλατε λοιπόν, καί µας άγκάλιασε σπρώχνοντάς µας προς τήν πόρτα. ((— Blanche… », είπα παρακαλεστικά, σά νά ’κλαιγα, « Blanche … θά σέ δώ άργότερα, παµε σέ µιά δουλειά. Αργήσαµε. » « —Έγώ θά σας πάω, χρυσά µου. ’Αµέσως. » Τής έπιασα τά δυό χέρια. « — Είναι αδερφή µου. Άσε µας νά φύγουµε. « — Τριακόσια σούρις στό χέρι. Κάθε δεκαπέντε πού θά ’ρχεσαι όλα σου τά έξοδα δικά µου. ‘Όποια θέλεις άπό τό σπίτι… Κατάλαβες ;. .. Παµε. « —Άπό δ,τι θυµαµαι », της είπα µές άπό τά δόντια, « δέν είχαµε ποτε τέτοιες µπίζινες : µου ‘φερες, δέ σου ’φερα. Άσε µε νά περάσω. »

Page 34: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

34

Ένιωσα τά νύχια της µικρής νά µπήγουνται στά χέρια µου. Τά µάτια τής Blanche στριφογύριζαν σά χάντρες Κινέζου ταχυδακτυλουργοΰ µέσα σέ πολύχρωµα φώτα. « —Έχεις δίκιο. ∆έν έχεις τίποτα νά µου θυµηθείς µωρέ σκύλε ; « — ∆έν ξεχνάω… Μά δέν είν’ ή ώρα νά σ’ τό ξεπληρώσω. Κάνε στή µπάντα σου λέω … Θά φωνάξω. « — Θρασίµι… Μιά στιγµή µονάχα. Μιά λέξη. Στό κρεβάτι πού κάναµε. ’Έλα Νικόλα. » Σιχάθηκα. Μά θυµήθηκα κείνο τό πρωινό πού ‘χε βρωµίσει µές στήν κάµαρά µου ό πεθαµένος19 —τρία κιλά πράµα. ∆έν είχε έρθει ό δρόµος20 νά τό πάρει κι ή άστυνοµία τριγύριζε 6ξου άπό τήν καµπίνα µου, περιµένοντας όρντινο νά µπει. Θυµήθηκα τό πώς ήµουνα ζωσµένος καί καταδικασµένος άπό πρίν, κάνα δυό ζευγάρια χρόνια γιά τά σίδερα. ’Αράπικες φυλακές … Τότε µπήκε ή Blanche. Κατάλαβε µέ τό πρώτο. « — Πηγµένος είσαι, µου ’πε. Φέρ’ το γρήγορα.» Άνοιξε τόν τεράστιο κόρφο της καί τό ’βαλε άνάµεσα. « — Τί κάνεις ; της είπα. Ξέρεις τί κάνεις ; Είναι… « — Σώπα βιδέΧο. Σώπα. ‘Έλα τό µεσηµέρι νά τό πάρεις. » Βγήκε. ‘Η πολίτσια της έκανε τόπο νά περάσει. Χαµόγελα καί χαιρετοΰρες. Τό µεσηµέρι µου τό παράδωσε άνέγγιχτο. ’Ήπιαµε άράκ. Θές άπό υποχρέωση, θές γιατί γυάλιζε τότε, κοιµήθηκα µέ δαύτη. « — ∆έ θά σου τό ξεχάσω ποτέ, της είπα. “Ο,τι µου ζητήσεις κι όποιαν ώρα. Κάποτε θά πατσίσουµε. » Χαµογέλασε τότε καί µου χάιδεψε τό µάγουλο. Είχε δύναµη πάνου σ’ όλο τό Λίβανο καί τή Συρία. Λένε πώς έριξε κυβέρνηση κάποτε. Άς είναι… « … Νά πατσίσουµε τώρα. ∆ός µου τή µικρή καί δέ θά κακοπεράσει. Στή … « —’Ασε µε Blanche. Στή ζωή της κόρης σου. » Τότε τήν είδα ν’ άγριεύει καί νά πισωπλατίζει. «— Μή βάνεις στό παλιόστοµά σου τό παιδί µου. Αχάριστε. Κάποτε θά τό µετανιώσεις …» Μέ µούτζωσε µέ τά δυό της χέρια. Μπήκε κατακόκκινη στήν κούρσα. Είχε νυχτώσει. Φτάσαµε στήν πλατεία. Βρήκαµε τό µαγαζί του µπάρµπα της µέ τό πρώτο. ‘Ένας άράπης µάς είπε, γελώντας, πώς ό άνθρωπος πού ζητούσαµε του ’χε πουλήσει τό µαγαζί πρίν ένα µήνα κι είχε φύγει γιά τή Βενεζουέλα. « ∆ιεύθυνση ; » ρώτησε ή µικρή« Ναί, στό Caracas…» Μας άφησε, γιατί µπήκανε πελάτες. “Οταν βγήκαµε, σταθήκαµε καί κοίταξε ό ένας τον άλλον. Τότε πρόσεξα πώς τά µάτια της ήταν ώραΐα. Τά τράµ περνούσανε κουδουνίζοντας γιά τή Rue Damas ή γιά τό Bab Idriss. Τ’ αύτοκίνητα γιά τό Alley, γιά τό Zahle, γιά τή Hamana. Ένας ζητιάνος, καθισµένος χάµω, τραγουδουσε ένα τραγούδι πού δέν έβγαινε άπό τό στόµα του, µά σά νά ’ρχόταν άπ’ όλες τις ανοιχτές πόρτες, άπ’ όλους τούς δρόµους, άπ’ όλα τά στόµατα. ΤΗταν ή ώρα πού, σάν άπό ένα χέρι, άνάβουν και φέγγουν µεµιάς οι στενοί δρόµοι της πλατείας, πού πάνε στή θάλασσα. Πράσινο, µπλέ, κίτρινο, βυσσινί. Monique, Madame Marika, Chryssa, Malvina, Madame Violette. Καί πέρα µακριά, άν άνέβαινες σέ µιά φοινικιά της πλατείας, έσύ πού διαβάζεις καλά τ’ άστέρια, θά ‘βλεπες µέσα σέ µπερδεµένα φαιδρά φώτα : « Blanche », δίπλα σ’ ένα πράσινο ψάρι. “Ωρα πού βλοι ξεκινάνε γιά τή θάλασσα, όπως κάποτε οί Φοίνικες, ντυµένοι κοντούς µανδύες βαµµένους µέ βήσσαλο.1 Σταθήκαµε έξω άπό τό ζαχαροπλαστείο του Bohsali καί κοιταζόµαστε στά µάτια. « —Άκου, της είπα… Άδικα τά χάσαµε κι οί δυό. Βρήκα τή λύση …» — ΪΙάστα µιά, ένα λεφτό. Άκου πώς πάει ή µηχανή. Μ’ άγαπάς δέ µ’ άγαπάς. Ό « Πυθέας » δέν πήγαινε οΰτε µέ τριάντα στροφές. Είχε στυλώσει τά µπροστινά του. Ό γραµµατικός έσκυψε στό φωναγωγό της µηχανής-

Page 35: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

35

— Τί διάολο κάνετε κεΐ κάτου ; Τ’ είπες ; Πέσανε ; ‘Εµένα µου λές… Τό κωλοβαράνε ξεπίτηδες, τά παλιοτόµαρα. Τ’ είπες ; Νά στείλω άνθρώπους ; Περίµενε νά πάµε στήν Κίνα νά τούς φκιάσουµε. Τό ∆ιαµαντή ;… Σου γύρεψα τό δόκιµό σου ποτέ, νά ‘ρθει νά πιάσει τιµόνι ; Έ ; Νά κόψετε τό σβέρκο σας, νά σηκώσετε στήµη. Ξύπνα τόν Πρώτο, τί περιµένεις ; ‘Εµένα ρωτάς ; Κάνε ό,τι θέλεις. Τάπωσε τό φωναγωγό µέ τή σφυρίχτρα, βρίζοντας. — ∆ιαµαντή. Σύρε ξύπνα τόν καπετάνιο και πές του πώς πάµε µέ τήν πρύµη. Κάνε γρήγορα. Μπήκε στήν τιµονιέρα καί κοίταξε γιά λίγην ώρα τό ρολόι του στό φώς της πυξίδας, µετρώντας τις στροφές. ‘Ησυχία. Τά ποδάρια της µηχανής ξεκουράζονταν. Ανέβηκε ό ∆ιαµαντής καί στάθηκε δίπλα του. — Τί σου ‘πε µωρέ ; — Εϊήε νά τάξουµε άπό πέντε πακέτα τσιγάρα καί δυό µποτίλιες µπύρα του καθενός. — Γιά λουκούµια σου ‘πε ; Έ … ‘Ή νά τούς πληρώσουµε τις καβάλες µεθαύριο. Κοίτα χάλια. Κατέβα φουσέκι καί πές του Τρίτου νά σηκώσει τό λαδά καί τό δόκιµο γιά τό βαγονάκι. — Κι άµα δέ θέλουνε ; — Κάνε δ,τι σου λέω. Ό δόκιµος εφυγε βιαστικά. Γύρισε στό Νικόλα, πού είχε τό κεφάλι πεσµένο στό στήθος, σά νά κοιµόταν δρθιος. — Κοιµάσαι ; —’Όχι. Σά νά ξεκινήσαµε. — Ναί. Λιγάκι’… ∆έν πας νά πλαγιάσεις ; —’Όχι. Θά τελειώσω πρώτα. Πάψανε νά µιλάνε. Ακούστηκε ή φωνή του ∆ιαµαντή. — Τούς εβαλε ό Πρώτος µπροστά. ’Έριξε ό ίδιος κάµποσες φτυαριές κι 6 Τρίτος ρασκέτα. Σηκωθήκανε καί δουλεύουνε. Τούς πείραξε λέει ο χθεσινοβραδινός µπακαλιάρος µέ τά κρεµµύδια. — Ξέρω ‘γώ τί τούς πείραξε… Μά τί νά κάνεις … Έδώ πού τά λέµε εχουνε καί δίκιο. Φαί είναι τούτο δώ πού τρώµε. Καί νά µήν έχεις µιά φριζερέτα.1, µιά στάλα κρύο νερό, µιά λεµονάδα. Σέ φορτώνουνε σέ µιά κασσέλα παραδουλεµένη, πού θά ’πρεπε νά ‘χε πουληθεί γιά παλιοσίδερα πρίν του πολέµου, γιά του διαόλου τή µάνα. Ξεσχισµένα πράµατα, ξεφτιλισµένα. ’Άντε γειά σου, ∆ιαµαντή, άπό τήν άλλη µεριά και πρόσεχε. Κοίτα που και που τον µπούσουλα… καί πές του Πολυχρόνη νά πεταχτεΐ νά µας ψήσει δυο δίχως ζάχαρη. — ∆έ θέλω καφέ, µουρµούρισε ό άσυρµατιστής. Νά ’χαµε µιά στάλα πιοτό… — Τί; Τό ‘πιες όλο µωρέ θερίο ; — Τώρα … Άλλαξε τό κέφι µου. Πετάω. Άπό τήν ήµέρα πού τό ‘κοψα, µπαστάρδεψα. Έγινα µίζερος, τσιγκούνης. —Έγινες βµως καλά. — Χαρά στήν καλωσύνη! Λοιπόν νά σου τελειώσω. Τί ώρα είναι; — Τρεις. « — Θά γυρίσουµε στό καράβι, της λέω. Θά παρακαλέσω τόν καπετάνιο νά σέ πάρουµε πίσω άναυλα. Είναι καλός…» Τήν είδα νά γίνεται άλλιώτικη ξαφνικά, άγνώριστη. Έσφιξε τά λεπτά χείλια της καί µου ‘πε πεισµατωµένη : « — ∆έν πάω πουθενά. ∆έν ξέρεις τί έχω τραβήξει στήν Αθήνα. Του λιναριού τά πάθη. Νά νταντεύω πέντε παιδιά της θείας µου, πέντε θηρία. Καί βρισιές ; Χαραµοφάγα, τεµπέλα,

Page 36: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

36

κακορίζικη. ∆έν πάω πίσω. Έχω µιά φίλη στήν Αλεξάνδρεια. « — Ήαραµιλας. Πώς θά βγεις στήν Αίγυπτο ; Μέ τί βίζα ; « — Νά βγάλουµε. « — Τί λές … ∆έν ξέρεις … « — Νά τό σκάσω τή νύχτα. « — Οΰτε γάτα δέν µπορεί νά ξεµυτίσει. Θά γυρίσουµε στήν Αθήνα. « — Ποτέ. Ούτε πεθαµένη. » Τήν είδα νά καλµάρει ξαφνικά. Έπιασε τό κουµπί τού γιλέκου µου … Ό άσυρµατιστής σταµάτησε γιά λίγο καί πηρε ανάσα. —’ Ακου, Γεράσιµε … νά µου άσπρίσει ή θάλασσα τά κόκαλα … νά µου λιώσει τό πουκάµισο … νά µή σώσω … — Βάστα, µωρέ. Σέ πιστεύω. — Στριφογύριζε τό κουµπί τού γιλέκου µου µέ τ’ άδύνατα δάχτυλά της. Είπε κοφτά : « — Θά µέ πας σέ κείνη τή φιλενάδα σου, τή χοντρή, πού µας σταµάτησε µέ τό αύτοκίνητο. » Καί καµουτσί νά µέ χτυπουσε στά µούτρα, µάνικα µέ καυτό νερό νά µ’ έλουζε άπό πάνου ώς κάτου, δέ θά πόναγα τόσο. « — Τί λές, µωρή ; κατάφερα νά της πώ. Ξέρεις τί λές ; « — Φαίνεται καλή γυναίκα, µου άποκρίθηκε ψύχραιµα. « — Κακιά δέν είναι. Ή δουλειά της είναι βρώµικη, σιχαµένη. Πώς νά σου δώσω νά καταλάβεις … « — Κατάλαβα … δέν είµαι µικρή. Άκου. Θά µέ πας γιά δούλα. Ξέρω κι άπό κουζίνα. “Ωσπου νά βρω καµιά δουλειά καλύτερη. ’Έχω βγάλει Γυµνάσιο. Μιλάω γαλλικά. Γιά λίγες µέρες. Άµα γυρίσεις, έρχεσαι καί µέ παίρνεις. Τώρα δέ γυρίζω πίσω. » Τό αίµα είχε άνεβεϊ στό κεφάλι µου. Μου ‘ρθε νά της δώσω µιά στά µούτρα, µά κρατήθηκα. Τήν επιασα άπό τό µπράτσο. « —Έλα, µπρός, παµε γιά τό καράβι. )> Αστράψανε τά µάτια της. Μ’ έσπρωξε άπότοµα. « —’ Ασε τό χέρι µου. ∆έ µέ κουµαντάρεις. Οΰτε πατέρας µου είσαι, ούτε άδερφός µου. Άντε στό καράβι σου κι άσε µε. » Προσπάθησα νά χαµογελάσω. « — Καλά, κάνε δ,τι θέλεις. Παµε νά φαµε µπακλαβά καί µπορεί νά σκεφτουµε κάτι καλύτερο. » Προχωρήσαµε γιά τό άπέναντι πεζοδρόµιο. Είχα σκοπό νά τήν ξεµοναχιάσω στά στενά καί νά τήν πάω µέ τις σπρωξιές στό καράβι. ‘Όπου ξαφνικά µας σταµάτησε ή Βέρα. Ή Ρώσα µέ τά ζαφειρένια µάτια, ή παλατιανή, ήτανε τότε σαντέζα σ’ ένα δεύτερο καµπαρέ. Πολλές φορές µου µιλούσε γιά τή ζωγραφική του Άιβαζόφσκυ, του Ριέπν καί γιά τόν Chagall, πού ‘χε σπουδάσει µαζί του σχέδιο στήν Πετρούπολη, µέ δάσκαλο τόν Bakst. ∆έν έµεινε οΰτε ένα λεφτό, µου χάιδεψε τά µαλλιά καί χάθηκε µέσα στό πλήθος. Γύρισα νά δώ τή µικρή, πού δέν έπαψανά τήν κρατώ άπό τό χέρι, όµως είδα πώς έσφιγγα τό λερωµένο χέρι ένός άράπη, πού µέ κοιτούσε ξαφνιασµένος. Χύθηκα σά σαΐτα µέσα στήν άνθρώπινη µαρέα.1 “Εσπρωχνα, χτυπουσα, παραµιλούσα. Πουθενά. Τό µυαλό µου είχε πήξει. “Ηπια Ινα άράκ. — Τό καλύτερο πού θά ‘κανες, ήτανε νά πήγαινες στήν αστυνοµία ή στης Blanche. — Μιλάς σάν παιδί. ∆έν πρόφταινα. Στήν άστυνοµία … Νά µήν ξέρεις τή γλώσσα. Μπλέξιµο. Βηρυτό τή λένε … Είχα ένα τέταρτο καιρό κι ήθελα δέκα λεφτά νά φτάσω στό λιµάνι. “Ηπια δυό τρία άπανωτά κα’ ι µπήκα στή Rue el Borge. Σκόνταψα πάνω στή Χιώτισσα. Τήν ξέρεις ;

Page 37: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

37

—’Όχι. Ακουστά. — Τή στραβή. Εκατό χρονώνε θά ‘τανε. Σαράντα χρόνια πουτάνα κι άλλα τόσα πατρόνα. Πάντα 6ξω άπό τήν πόρτα του παλιόσπιτου, χειµώνα καλοκαίρι, πάνω σ’ ένα σκαµνάκι. Μέ κατάλαβε άπό τό βήχα µου. « — Σκύψε », µου λέει. Πέρασε τό χέρι της στό πρόσωπό µου. « —Ό Νικόλας. Ό άχαίρευτος. Μά γιατί κλαΐς ;» Ή Χιώτισσα, ή συχωρεµένη, είχε ένα γιο πού σκοτώθηκε τό ‘13 εθελοντής στό Έµίν Άγά. Ή κόρη της πέθανε δώδεκα χρονώ άπ& βλογιά. « — Νά µέ λές µάνα, µου ‘πε µιά φορά. “Ετσι µιλούσε ψευδά κι ό Μανώλης µου. « — Μά γιατί κλαΐς ; » Τής τά ‘πα χαρτί καί καλαµάρι. « — Μωρέ θεριό… µωρέ σκύλε … άτιµε, τί έκανες µωρέ ! Τί έκανες, µωρέ Τούρκο ; « — ∆έ φταίω, της είπα. Πάω, φεύγει τό καράβι. » Μ’ άρπαξε άπό τή ζώνη καί µ’ έσυρε σάν παλιόπραµα. « —Εµένα, µωρέ, δέ µέ σκέφτηκες ; Εµένα πού γυρεύω παιδί σέ στεριά καί σέ θάλασσα… Μακριά άπό δώ θά τήν πήγαινα. Στό βουνό. Σά βασιλοπούλα θά τήν είχα ! Θά ‘χα κάποιον νά µου κλείσει τά µάτια. Μωρέ Τούρκο, άναί^θητε. Χαµένε … Άς έρθει µιά, νά µου πει πώς τήν έχω βγάλει πουτάνα. “Ετοιµες καί µεγάλες τις παίρνω, κι αύτές άκόµα σάν παιδιά µου τις έχω. “Αµα βρε- θεΓ κανείς παλαβός νά τις παντρευτεί, έγώ τις στεφανώνω. Τί σ’ τά λέω, µωρέ τσόγλανε, άφοΰ τά ξέρεις. » Άρχισε νά µοιρολογάει. « — Τώρα δέ γίνεται τίποτις. Στά δόντια του λύκου τήν έριξες, θεόστραβε. » Σήκωσε τά χέρια της : « —Άνθρωποι νά σέ θάβουνε καί διαόλοι νά σέ ξεχώνουνε. Του Χάρου µου διήγηµα θά τό λέω. Φτού σου …» Έφτασα στ6 καράβι, δτι θά σηκώνανε τή σκάλα. Έπιασα βάρδια στή γέφυρα όχτώ-δώδεκα. Τό φανάρι της Σιδώνος τό ‘δα µέ θαµπωµένα µάτια. Τής Τύρου νοµίζω πώς µ’ είδε νά δαγκώνω τά χέρια µου άπό πείσµα καί λύσσα. Μιά δύσκολη βάρδια, πού τή σαλτάρησα µέ τό ζόρι. “Οταν σκατζάρησα, πηγα στήν καµπίνα µου κι έπεσα µέ τά ρούχα. ”Ενιωσα κάτι σκληρό µόλις άκούµπησα στό προσκέφαλο. “Ενας χοντρός φάκελος άπό πισσόχαρτο, σφραγισµένος µέ βουλοκέρι. Είχε µέσα τριακόσια πενήντα σούρις καί ένα γράµµα πού µύριζε Quelques fleurs. « Νικόλα. Χαίροµαι που άλλαξες µυαλά. Ξενοιάσου. Τό περιστεράκι θά καλοπεράσει. Μόλις γυρίσεις πέρασε νά τά πούµε. Καλό ταξίδι. BLANCHE )) Φουµάρησα ένα τσιγάρο γιοµάτο καί κοιµήθηκα σά δαµάλι. Τριακόσια πενήντα σούρις, Γεράσιµε. “Οχι διακόσια. Λάθος σου ’πανε. “Ηµουνα τότες είκοσι τεσσάρω χρονώ… καί φτωχός. Σκούπισε τόν Ιδρώτα πού έσταζε άπό τό κούτελό του. — Ξαναγύρισα είκοσι µέρες µετά καί πηγα στή Blanche. Καθόταν µέ τόν άγαπητικό της τόν Άρµένη σέ δυό µεταξωτά µαξιλάρια κι έπιναν µαστίχα. Σηκώθηκε καί µέ φίλησε σταυρωτά. « — Θέλω νά σου µιλήσω » της είπα. Ό Αύξέντης σηκώθηκε κι έφυγε. « — Φέρε τή µικρή. Τώρα γρήγορα… Πάρετά λεφτά σου. » Τής πέταξα στά µούτρα τό φάκελο. Τά µικρά µάτια της, χωµένα σέ διπλές ξύγκι, στριφογύρισαν. Σήκωσε τό φάκελο σκύβοντας µέ δυσκολία καί είπε γελώντας. « —Ή µικρή πηγε στή ∆αµασκό. Τή σπίτωσε ένας

Page 38: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

38

πασάς. Τύχη βουνό. Κολυµπάει στό χρυσάφι. Ζηµιώνω, µά πηρα τά λεφτά µου δέκα φορές άπάνω. Ή φωνή της έγινε άπότοµη καί τραχιά.—Τί νά σέ πώ, µωρέ ; Μαλάκα … ’Ατζαµή … Τίµιο … ’Ήτανε παρθένα. ∆έν ήξερες νά τήν καλαφατίσεις πρίν µου τή στείλεις ; » ∆έν άνοιξα το στόµα µου. Στεκόµουν καί τήν άκουγα. Ξακολουθοΰσε νά µιλάει γρήγορα καί νά πίνει. Χαχάνισε πρόστυχα. « — Ξέρεις τί µου ’πε γιά σένα ; Νά σέ ψάξω, άν έχεις …» Φαίνεται πώς κοκκίνισα. Ή Blanche µετάνιωσε ξαφνικά γιά δ,τι µου ‘πε καί προσπάθησε νά µέ καλοπιάσει. Μου γιόµισε τό ποτήρι ούίσκυ. Θέλησα νά φύγω, µά µ’ εµπόδισε το ποτήρι πού µέ περίµενε. Τό µπουκάλι κατέβηκε γρήγορα. ∆έν ξέρω … δέ θυµάµαι … πώς βρέθηκα στό καλύτερο δωµάτιο του σπιτιού καβάλα στήν Adnan, µιάν όµορφη ∆ρούσα. Άς µπορούσε κάποιος νά µου πει πώς βρεθήκανε πάλι τά λεφτά στήν καµπίνα µου τήν ώρα πού φεύγαµε. — Λίγο κονιάκ έχεις, λίγο πιοτό ; -Όχι. — Κρίνε µε λοιπόν. Γιατί δέ µιλάς ; Χό καµπανάκι χτύπησε τέσσαρες διπλές. — Μιά στιγµή. Περίµενε νά παραδώσω. Ό καπετά-Παναγής άπό τή Λακήθρα, άνέβηκε σέρνοντας τό ποδάρι του. Ό γραµµατικός άναψε τό φώς. Ή φαλάκρα του δεύτερου ύποπλοίαρχου έλαµψε κοκκινωπή καί ίδρωµένη. ∆έν είχε ουτε µιά τρίχα. Φορούσε χακί πανταλόνι, παντόφλες καί φανέλα µάλλινη δίχως µανίκια. ‘Ένας γίγας εξηντάρης. Βγήκαν κι οί δυό άπό τήν τιµονιέρα καί σταµάτησαν δίπλα στον ασυρµατιστή. —’Όπως είπαµε, καπετά-Παναγή. — Ξενοιάσου. — Καλή βάρδια. Πάµε, Νικόλα. — Καθηστε µωρέ παιδιά πέντε λεφτά, νά συνηθίσει τό µάτι µου στό σκοτάδι. Πέντε λεφτά, νά σάς πώ καί κάτι. Ήπιε µονορούφι τόν καφέ πού του φέρανε κι άναψε τσιγάρο, χωρίς νά µιλήσει. — Λοιπόν … — Μά τί τρέχει… Μας έσκασες. — Είδα ένα δνειρο. Μά τί όνειρο … Ξερόβηξε. — Γιά λέγε, είπε ό µαρκονιστής. — Πώς νά τό πώ … ∆έν ξέρω άν κάνει νά τό πώ. Νά, µωρέ, είδα πώς … νά πάρει ή οργή … νά … πώς πλάγιασα µέ τή µάνα µου τή µακαρίτισσα. Έπειτα λέει δέν ήταν ή µάνα µου, ήταν ή συχωρεµένη άδερφή µου … Νά πάρει τό σκοτάδι… Ακόµα δέν έχω συνέρθει. — Μπά, είπε ό Νικόλας. Αύτό ήταν ; … Τό ’χω δει ένα σωρό φορές. Ξηγιέται εύκολα, είναι άπλό. Είναι κείνες οί ρίζες πού ’χεις άπό τήν κοιλιά της µάνας σου, έπειτα στό βυζί της. Άπό που βγήκες, εδώ πού τά λέµε… Έπειτα ή ζέστη, τό κλίµα. Τί έφαες χτές βράδυ ; —’Ένα ρυζόγαλο µόνο. Ά, κι ένα κουτί ανανά. —Ά, µπράβο. Έγώ άµα φάω γλυκό τό βράδυ στά καράβια, βλέπω τή µάνα µου πεθαµένη. — Κι έγώ, µουρµούρισε ό καπετά-Γεράσιµος. —Έσύ δηλαδή τί ; — Τό ‘χω δει πώς κοιµαµαι µέ… Κούνησε τό χέρι του. —Έχει καµιάν έκκλησιά δίκιά µας έδώ πού παµε ; ρώτησε ό καπετάΠ αναγής. — ∆έν ξέρω, είπε ό άσυρµατιστής, µά µπορεί νά ’χει προτεστάντικη. — Νά της άνάψω κάνα κερί… Σαράντα χρόνια πεθαµένη.

Page 39: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

39

— Παναγή, µου κάνεις µιά χάρη ; τόν έκοψε ό γραµµατικός. —Ά µπορώ. — Νά µας πεις στά γρήγορα τήν ιστορία µέ τήν Άλεούτα. — Οΰ… Σαρανταπέντε χρονώ δουλειά. Τήν έχω ξεχάσει. —”Οσο θυµασαι. Γιά χάρη του πατριώτη µας, πού δέν τήν ξέρει. —Έγώ χατήρια δέ χαλάω. Μή µέ κόψετε µονάχα, γιατί χάνω τή σειρά. Ναίσκε … “Ηµουνα ναύτης τότε µ’ ένα του Κούπα. Νιάνιαρο. Πιάσαµε κεΐ πάνου σ’ ένα νησί άπό δαυτα, γιά δέρµατα. —Έξυσε τό κούτελό του— ∆έ θυµαµαι πώς τό λέγανε… Κόσκα… Κίσκα… “Ετσι κάπως. Κρύο. Κατούραγες καί δέν πρό-φταίνε νά πέσει κάτου. Πάγωνε στόν άγέρα. Πόρτο νά σου πετύχει ! Κάτι άποθήκες σκεπασµένες µέ τσίγκο. Οόλο νύχτα. Πώς νά κοιµηθείς στήν πλώρη … Βγήκαµε πεντέξι Κεφαλλονίτες παρέα. Πίσω άπδ τις άποθηκες, ανακαλύψαµε ένα χαµηλό σπίτι, µ’ ένα φανάρι κρεµασµένο, πού ‘γραφε : Spirits and wines, smoke and matches. Γιά γυναίκες δέν έλεγε. Μας άνοιξε ένας ντυµένος βαριά, σά Σκιµώος. Κάτι τεράστια µουστάκια ξεπετιόνταν άγρια άπό τό φασκιωµένο µούτρο του. « Sit down Sorrs », µάς είπε σά νά µάς έβριζε. Καθήσαµε σέ κάτι µπάγκους µπρος σ’ ένα χαµηλό τραπέζι καί του παραγγείλαµε µιά µποτίλια πιοτό. Τό πάτωµα ήταν στρωµένο ροκανίδι. Κάνα δυό ράφια µέ σκονισµένες µποτίλιες, στόν τοίχο. Πάτησε σ’ ένα σκαµνί γιά νά φτάσει τό ράφι. Γλίστρησε, µά κατάφερε νά µήν του φύγει ή µποτίλια άπ’ τά χέρια. — Που σάς γεννόσπερνε, παλιοκερατάδες ’Εγγλέζοι. Σκατά στήν ψυχή του Μέτελα1… Τό χάβαρο πού σάς πέταγε. Κι εσάς καί τή µονέδα καί τήν παντιέρα σας. » Πέσαµε κάτω καί κυλιόµαστε ξεροί άπό τά γέλια. Τά ‘χασε. « —’Από που ‘σαι µπάρµπα ; « — Μπαρµπαριά καί Τούνεζι νά σάς κόψει. Άπό τήν Κεφαλλονιά. Γιατί, ώρέ ;» Τσακίστηκε νά µάς περιποιηθει, µά δέν έπαψε στιγµή νά βλαστηµά. Μάς ρώτησε καί γιά τά τριακόσια εξήντα τρία χωριά.. Είχε φύγει εικοσάρης. Είχε γυρίσει όλο τόν κόσµο κι είχε κατασταλάξει σέ κειό τό νησί. Γέρος πιά. « —’Εδώ θά πεθάνω, µάς είπε. ∆έν θά ξαναδώ ∆ειληνάτα. Στον πάγο θά µέ χώσουνε καί δέ θά λιώσω. « — Καί γιατί δέ γυρίζεις στήν πατρίδα ; « — Γιά τό άντί… µάς άποκρίθηκε. Τρεις καθάρισα σέ µιά νύχτα. « — ∆έ σέ πιάνει ό νόµος, του ’παµε, έπειτ’ άπό τόσα χρόνια. « — Νά χέσω τό νόµο, φώναξε. Ή Κεφαλλονιά έχει τόν δικόνε της νόµο κι έκειός µέ πιάνει. Ό νόµος τση φαλτσέτας. ∆έν πάω πουθενά.» Πήγα τήν άλλη µέρα µοναχός µου. « — Καµιά κοπέλα, Ζήσιµε … Γίνεται τίποτα ; … Θά σκάσω. » Σκέφτηκε … « —Έδώ άπό πίσω είν’ ενα µαγαζί, δέν έχει άλλο. Είναι µιά ντόπια καί τό δίνει µέ παράδες. Λείπει ό άντρας της βλη νύχτα καί γυρίζει τό πρωί. ∆ηλαδή πρέπει νά ‘χεις ρολόι νά λογαριάζεις, γιατί έδώ τούτη τήν εποχή δέν έχει χάραµα. Τί ώρα σαλπάρετε ; « — Τό πρωί. — ∆έν προλαβαίνεις. » Τό βρήκα εύκολα. Τό πέτσικο1 έκαιγε φόρτσα. ‘Ένας µπόγος άπό δερµάτινα ροΰχα µέ ύποδέχτηκε. Παράγγειλα πιοτό. Άπό τό χαµηλό ταβάνι κρέµονταν τρεις τέσσερις κούνιες. Άπό τή µιάν άκούστηκε ενα µωρουδίστικο κλάµα. Τήν κούνησε λίγο µ’ ένα ξύλο σάν πλάστη καί τό κλάµα σταµάτησε. Άρχισε ή άλλη κούνια νά κλαίει. Ή γυναίκα έκανε τό ϊδιο καί σταµάτησε. Έπιασε ή τρίτη νά τά ταράζει. Κάτι ξεφωνητά ! Άπό τή µιά πήγαινε στήν άλλη. Πέρασε ώς µισή ώρα, ώσπου νά ήσυχάσουνε οί κούνιες καί τότε έσωσε νά µου φέρει τή µποτίλια πού ‘χα

Page 40: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

40

παραγγείλει. Έβαλα µπροστά τό µεγάλο κόλπο. Έστρωσα µόστρα στό τραπέζι πεντέξι χρυσά δολάρια κι έκανα τάχα πώς τά µετράω. Καθώς έσκυψε νά µέ σερβίρει, ξεχώρισα τό πρόσωπό της. Σχιστά µάτια καί στόµα µικρό. Μύριζε ξύγκι φάλαινας, ψάρι παστό καί δέρµα άκατέργαστο. Κοίταζε πονηρά τά δολάρια. “Ωσπου νά της δώσω νά καταλάβει, πέρασε ώρα πολλή. ∆ηλαδή µέ δούλευε. Τό άποφάσισε. Τότες άρχισαν οί κούνιες νά κλαΐνε όλες µαζί. Ησύχαζε τή µιά, λύσσαγε ή άλλη. Άρχισε νά γδύνεται. Ένα παλτό άπό φώκια, ένα δερµάτινο σακάκι. Τής έδωσα νά καταλάβει µέ νοήµατα, πώς θά ’ταν καλύτερο νά λασκάρει άπό τή µέση καί κάτω. Γέλασε. Μου ‘πε, µέ σπασµένα ρούσικα, πώς γιά νά βγει τό κίτρινο κερωµένο βρακί, έπρεπε νά βγάλει 6λα της τά φορέµατα, γιατί ήτανε περασµένο µέ µόνιµες ράντες στούς ώµους, κι έπιανε στις γυµνές πατούσες µέ λουρίδες. Μπερδεψοδουλειά. « Κάνε όπως ξέρεις », της είπα. Γδυνόταν χωρίς νά βιάζεται. Τί ήτανε κείνο µωρέ παιδιά … Σ’ ένα βοδάµαζο δέ θά χώραγαν τόσα ρούχα … “Οπου άκούσαµε µακρινά κουδούνια άπό έλκηθρο. « —Ό άντρας µου », ψιθύρισε τροµαγµένη κι άρχισε νά ντύνεται µέ µιά σβελτάδα, πού µου ‘δωσε στά νεΰρα. Τά κουδουνάκια γίνανε µακρινά καί σβήσανε. ‘Έπιασε πάλι νά γδύνεται µέ βαρεµάρα. Τότες άρχισαν οί κούνιες πάλι νά τά ταράζουνε. Θές οί κούνιες, θές τά έλκηθρα πού περνούσανε κουδουνίζοντας, τό ντύσε γδύσε, ή ώρα πέρασε. Βάρεσε µεσάνυχτα. Καί τότες στάθηκε µπροστά µου 6πως τηνε γέννησε ή µάνα της. “Ενα κορµί… Κείνη τή στιγµή, δτι άρχισα νά τή χαϊδεύω, ή α ∆ωροθέα Κούπα » άρχισε νά σφυρίζει άπανωτές καί γρήγορες. ‘Η Κουρίλλα βάλθηκε νά γελάει χτυπώντας τά χέρια της. Κοίταξα µιά τήν πόρτα καί µιά τήν κοπέλα. Ζυγιάστηκα γιά λίγο κι έπεσα πάνω της. Οί κούνιες φωνάζανε, τά έλκηθρα περνούσανε σά βαλτά καί τό καράβι δέν έπαψε νά σφυράει. Τότες µωρέ παιδιά, εις 6,τι έχω ιερό, ένα καδρόνι, µπορεί άπό τή ζέστη ή κι άπό τό βάρος του χιονιού πού ‘τανε στοιβαγµένο στον τσίγκο της σκεπής, σπάει σάν άγγούρι καί µέ παίρνει ξυστά στόν ώµο. ’Ανοίγει τότες ή πόρτα µέ µιά σπρωξιά καί µπαίνει ό Ζήσιµος. « — Κάνε δελέγκου1, µωρέ καί φεύγετε. » Γύρισε στήν Κουρίλλα, πού έκρυβε τά σκέλια της µ’ ένα ροΰχο : « — Ντύσου, µωρή σκρόφα κι έχω τόν άντρα σου στό µαγαζί τρεις ώρες καί τονε κερνάω. » “Εφαγα µιά κατσάδα άπό τόν καπετάνιο, πού άκόµα τή θυµαµαι. Μόνο χέρι δέ σήκωσε νά µέ βαρέσει. Νά, πού σάς έκαµα τό χατήρι. —”Αλλες φορές τήν έλεγες καλύτερα, Παναγή, είπε ό γραµµατικός. Που ’ναι κείνη ή περιγραφή γιά τά ρούχα … Γέρασες. —Έ, πάλι καλά. Σάς τήν έχω πει µέ τό καµαροτάκι ; Είναι µικρή. — Πές τη, πές τη, είπανε κι οι δυό. — Το λοιπόν, ήµουνα καπετάνιος µ’ Ινα ποσταλάκι. Κάναµε Άµβρακικδ-Ίόνια. Μιά νύχτα στις ‘ Οξιές, µέ καιρδ ξίδι. Σορόκο Λεβάντες. Βάρδα Πύλαρο καί Τζάντε. ∆έν είχαµε δει φανάρι καί καθόµουνα µέ το ∆εύτερο στή γέφυρα, ώσπου νά καθαρίσει λιγάκι, όπου άκούω φωνές καί σαµατά, µεγάλο άπδ το σπιράγιο της πρώτης θέσης. Κατέβηκα σιγά σιγά καί στάθηκα στο διάδροµο πού ’ταν οί καµπίνες. Οί επιβάτες φωνάζανε « Καµαρότο … Καµαρότο. » Σέ µιά γωνιά βλέπω τή βάρδια, ένα καµαροτάκι καινούργιο στή θάλασσα, σωριασµένο χάµω νά ξερνάει καί νά φωνάζει… ο Επιβάτες… Επιβάτες. » Μόλις µ’ εϊδε, τά ’χασε. — Μή µέ βγάλεις, καπετάνιο … Μή µέ βγάλεις κι έχω µάνα χήρα… Θά συνηθίσω. — Καλά, µωρέ, του λέω, δέ σέ βγάνω. Μά πές µου, γιατί φωνάζεις τούς επιβάτες ; « — Γιά τήν ίδια δουλειά πού µέ φωνάζουν κι εκείνοι. Βοήθεια θέλω κι έγώ σάν καί δαύτους, καπετάνιο µου. » Τά ‘λεγε κορφιάτικα.

Page 41: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

41

— Λοιπόν, καλή δύναµη κι άµα σου κάνουνε τίποτα ζαβολιές στή µηχανή, ξύπνα τον καπετάνιο. ∆εκάξι µίλια κάναµε στήν τετραωρία… Καβουροµάνα. — Νά τον φωνάξω, µουρµούρισε ό γέρος. Γιατί νά µήν τονε φωνάξω … Κογιονάριζε21 Γερασιµάκη, δέν πειράζει. Μιά βολά τονε φώναζα νά µου ψήσει καφέ, τώρα γιά νά µου δώσει δρντινα. — Τον είχες ναύτη µου φαίνεται. — Ναί, µ’ ένα του Βέγια. Ναύτης … Βάρδα ζόρι. “Ωσπου νά σήκωνε το ένα ποδάρι, βρώµαγε το άλλο. Μουλάρι µπίτ γιά µπίτ. Ποτέ του δέν έµαθε νά κάνει µιά γάσα, µιά καντηλίτσα.22 Σέµπρε 23 τή µύτη του καθάριζε µέ τά δάχτυλα, όπως καί τώρα. — Λένε πώς έκανε καί τήν άλλη δουλειά, είπε ό γραµµατικός. —Ά … τέτοια πράµατα µή µέ ρωτάτε. ∆έν ξέρω. Ούτε καί το κυνήγησα ποτέ τά λαµπόγυαλο.1 Γιά δές ! Καµαρώστε ήλιο µέ κέρατα ! Θά ‘χουµε ζέστη σήµερα. Στά καλό. Εύχαριστώ γιά τήν παρέα. Κατεβήκανε τή σκάλα. Σταθήκανε στά κατάστρωµα. — Μήν άνάβεις άλλο, είπε δ γραµµατικός. Μπάφιασες. Πάµε γιά ύπνο. — Λοιπόν ; είπε ό άσυρµατιστής κοιτάζοντας τή λαµαρίνα. — Τί πράµα ; — Μά … νά γιά τά κορίτσι πού λέγαµε … γιά τή Βηρυτό … —’Α… ναι, είχες δίκιο. ∆έν έφταιξες. ∆έν ήξερα. Μέ συγχωρεΐς. — Μπά, δέν πειράζει. Νυστάζεις ; — Λιγάκι… Γιατί ; — Νά, γιά νά καθόµαστε δω πέρα, πού δροσίζει. — Κουράγιο πού τό ‘χεις ! Θά τσακίσουµε. Είναι κακά πράµα ή άγρύπνια. Καί σέ τούτη τή θάλασσα ! Θάνατος. — Φοβασαι τά θάνατο ; —’Όπως όλος 6 κόσµος. —Έγώ έχω µιά περιέργεια. Πώς νά ’ναι ; — Τέτοιαν ώρα τέτοια λόγια… Τά µεσάνυχτα τά ξαναλέµε. Έκανε νά φύγει µά κοντοστάθηκε. — ∆έ µου λές … τήν ξανάδες τήν κοπέλα ; Τήν ξαναβρήκες ; —’Όχι… Ποτέ ! — Φεύγω. Ό άσυρµατιστής έµεινε µόνος. Άναψε τσιγάρο καί τράβηξε βαθιά. Κρύος ιδρώτας περίχυσε τά κούτελό του. Έσκυψε, πέρασε τά κεφάλι του στά ρέλια, έχωσε τά δυό του δάχτυλα βαθιά στάν ουρανίσκο κι άρχισε νά ξερνάει στή θάλασσα.

ΜΕΡΟΣ ∆ΕΥΤΕΡΟ

1 Καυστική σόδα. 2 Σανίδα βαρελιού. 3 Κουρτίνες. 4 Β. ∆ιαρκώς. 5 Γυµνές.

Page 42: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

42

6 Όλότελα. 7 Σουλούπωµα. 8 ’Άνοιγµα του πανταλονιού. 9 ‘0 καπετάνιος. 10 Μακριά τηλεγραφήµατα. 11 Τά πάτωµα της βάρκας (έδώ τά κάτω µέρος του µπρικιού). 12 Συρίγγιο, πληγή. 13 Ανθυποπλοίαρχος. 14 Πολύτιµη πέτρα. 15 Λίρες χάρτινες Λιβάνου. Εργαλείο πού ξύνει τά σίδερα. 16 Φτηνός καπνός του Μαρόκου. 17 Μάσκα. 18 Οδζο του Λιβάνου. 19 ’Η µάπα, τό λαθραίο. 20 ‘0 άνθρωπος πού βγάζει ή µπάζει τά λαθραία. 21 Κογιονάρω : κοροϊδεύω. 22 Γάσα, καντηλίτσα : θηλιά, είδος κόµπου. 23 Πάντα.

Page 43: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

43

Βάρδια έκτη Portrait of a Mm A la Comtesse Ariane de Jacquelin Dulphe ∆έ βλέπεις παραπέρα από ένα µέτρο, άπό µισό, λιγότερο, τίποτα, περισσότερο κι άπό τίποτα. Τό ‘χει άπό νωρίς κατεβάσει. Τό πούσι έχει τή δική του µυρωδιά, βπως ή καταιγίδα, ό τυφώνας, ή τρικυµία του κάθε καιρού. Πώς µυρίζει ! Γιοµίζει τά ρουθούνια µου, µά δέν µπορώ νά σου πώ … Ίουδήθ ! Είσαι δέκα χιλιάδες µίλια µακριά άπό τό Gomel καί πέντε άπό µένα. Ανασαίνεις τόν Ιδρώτα του Τάσµαν. Είµαι σίγουρος πώς έχεις λησµονήσει κείνη τή νύχτα, πάνω στό κατάστρωµα του « Cyrenia », δίπλα στό φανάρι του Μινικόι. Φορούσες τή νύχτα. Τό πορφυρό φόρεµά σου σερνόταν κουρέλι στά πόδια σου, τά λιανά σου πόδια µέ τά πέδιλα τών Φοινίκων. Τό κλώτσησες καί χάθηκε στό πράσινο κρουζέτο1, πίσω άπό τή βάρκα. Σαλεύει µονάχα του µατιού σου τό πράσινο. — Φόρεσε τό ροΰχο σου. Σκεπάσου. Παρακαλώ σε φόρεσέ το. — Τό παίρνει ό µουσώνας. ∆έ βλέπεις ; — Είσαι σά γυµνή λεπίδα κινέζικη. — Θέλω τή θήκη µου. ‘Ιουδήθ 1… “Ολα τά πράµατα έχουνε δική τους µυρωδιά. Οί άνθρωποι δέν έχουν. Τήν κλέβουν άπά τά πράµατα. Τά κόκκινα µαλλιά σου µυρίζουν σάν τά άµπάρι της Πίντα, δταν γύριζε άπά τά πρώτο ταξίδι. Στενοί δρόµοι του Γκέττο … Streets are not safe at night. Avoid all saloons. Chagall : Ό Άρχιραβίνος. —’Ατζαµή ! Φίλησέ µε. — Μιάν άλλη φορά. “Όταν ξανάβρω τή γεύση µου. — Τήν έχασες ; Που ; — Στά Barbados … Στήν άµµο. Τήν ξέχασα στά χείλια µιας µαύρης. — Καλά. ∆άγκασέ µε µονάχα. Νά πονέσω. — ∆έν έχω δόντια. Τ’ άφησα σ’ ένα µάγκος άγουρο, εδώ πέρα, άντίκρυ στά Cochin. — Χάιδεψε. —Ίουδήθ… Μέ τί χέρια … έχασα τήν άφή µου πάνω στά ξεβαµµένο µεταξωτά µιας πολυθρόνας, σ’ ένα σπίτι στά Ίκίκι… Έκεί άνάµεσα… Μαζί κι ένα ζαφείρι… ένα µεγάλο ζαφείρι. — Τότε κοίταξέ µε στά µάτια. Γιατί τά κρατάς καρφωµένα χάµω ; Κοίταξέ µε λοιπόν. — ∆έν είναι τά δικά µου. Εκείνα τά φορά ένας γέρος ζητιάνος στά Βόλο. Τ’ άλλάξαµε. — Κοίταξέ µε µέ τά δικά του. —ΤΗταν τυφλός. Τάν βαστοΰσε ένα κορίτσι άπό τά χέρι. —Άσε µε νά σέ βαστάξω κι έγώ άπά τό χέρι. — Ναί. — Παµε. Κρυώνω. — Στάσου, νά σου πώ ένα παραµύθι. — ∆έ θέλω … Πάµε. — Κάνει ζέστη µέσα. ‘0 άνεµιστήρας έχει χαλάσει. Βρωµάει σά φαρµακείο. Είναι κάτι λερωµένα σεντόνια. Μιά βρώµικη λεκάνη. Ένας σκόρπιός πού τρέχει στούς τοίχους. Φοβάµαι… — Τό σκορπιό ; —Εσένα. — Πάµε σου λέω. — Κάνε πέρα τά χέρια σου. Πές κάτι άκόµα.

Page 44: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

44

— Λοιπόν… Μόνον ό γερο-Γιεχού δέν κοιµόταν. ∆ιάβαζε δίπλα στή λάµπα µέ τό καπνισµένο γυαλί. ∆ιάβαζε τό µεγάλο βιβλίο. Ή πόρτα λύγισε στις κοντακιές. “Ηµουν δώδεκα χρόνων. ∆έν πρόφτασα νά χτενίσω τά µαλλιά µου τά κόκκινα. Ήτανε δώδεκα, µέ µαύρους σταυρούς στό µπράτσο. Μεθυσµένοι. Τότε … Μπρός στή µάνα µου, µπροστά στό Γιεχού πού προσεύχονταν µέ τά µάτια κλεισµένα. — Κι οί δώδεκα ; — ∆έ θυµαµαι. ∆έν έχω ζυγώσει άλλον άντρα. “Οµως άπόψε … “Οχι γιατί µ’ αρέσεις. Είµαι µονάχα περίεργη. Παµε. — Αύριο, στό Colombo. — Τώρα. — ∆ός µου τό χέρι σου. Θά σκοντάψεις. “Εχει σκαλί. Μήν άνάβεις τό φώς:. .. Ξέρεις… Είµαι άρρωστος. — ∆έ µέ νοιάζει. —Άκου… Είναι σά νά χαλαµε τό παιχνίδι γιά νά βρούµε τό θαύµα. — Θέλω νά φορέσω τό δικό σου πετσί. Νά κλέψω κι έγώ κάτι άπό σένα. — Κάνε όπως θέλεις. “Ο,τι βρεις κλέψε. ∆είξε µού το µονάχα … Κι έγινε έτσι, όπως τότε, όταν χάιδεψα ένα γυµνό του Pascin µπροστά σέ τρεις φύλακες του Μουσείου, χωρίς νά µέ δούνε. ∆έ βλέπεις ούτε µιά πιθαµή µπρός άπό τήν πλώρη … παραπονιέται ό γραµµατικός. ∆έν τό ξανοίγει. Τό πήζει ολοένα. Γρινιάζει καί φτύνει. Τό τσιγάρο µουσκεύει καί δέν τραβάει. Κάθε τόσο σέρνει τό σύρµα της σφυρίχτρας κι ή καµινάδα ξερνάει µουγκρητό. Πέντε δεύτερα. Κατόπι πενήντα πέντε. Βουβαµάρα. Στήνει τ αύτιά του δεξιά, άριστερά, µπροστά. Τά χουφτώνει µέ τό χέρι. Είναι καί µιάν άλλη καµινάδα πού κλαίει, πού µόλις άκούγεται. Ό Πολυχρόνης, ό σκάπουλος, στέκεται στήν πλώρη, στό κοράκι’, κι δταν σταµατάει το σφύριγµα του « Πυθέα », φωνάζει µέ τήν τροµπαµαρίνα. ‘Όλο καί ζυγώνει… Τ’ άκούω λίγο δεξιά τώρα. Πάλι σφύριγµα. Νέκρα κατόπι. Κι ή βοή του άλλου πού κατεβαίνει. — Νά ‘σαι άλάρµ2, φωνάζει του τιµονιέρη. ‘Όταν σου πώ όλο δεξιά ή όλο άριστερά, θά πάρεις καί σύ βόρτα µέ δαΰτο. Κατάλαβες ; -Ναί. Συλλογιέται… Γιά τήν τύχη µας άρρώστησε ό ∆ιαµαντής. Έχει -πυρετό. Ποιός του ‘πε νά πάει νά ψωνίσει µαλαφράτζα… Πάλι τυχερός τώρα µέ τά καινούργια φάρµακα… Σέρνει τό σύρµα. Τό άφήνει… Καινούργια. Κι έµεΐς νά µήν έχουµε τίποτα καινούργιο δώ µέσα. Ούλα σάπια. Έτσι σφύριζε κι ό παππούς µου στό πούσι. Radar, βυθόµετρο … Που τέτοια τύχη … Σέ βγάνουνε παλικάρι… Ό ∆ιαµαντής προλαβαίνει νά τή γλιτώσει, έµεΐς σαπίσαµε. ‘Υδράργυρος … Ξανασφυρίζει. Ό ∆ιαµαντής ξαπλωµένος στό γιατάκι του φοβαται. Είναι γιοµάτος σπυριά. Νά ‘ναι της ζέστης ; Μά ό πυρετός ; ’Ακούει τό σφύριγµα. Θυµάται τή γυναίκα, τό άσπρο της φόρεµα, πού τό σήκωσε µονάχα, χωρίς νά τό βγάλει. Τό σγουρό τρίχωµα της κοιλίας της. Τραβάει τό µουσκεµένο σεντόνι καί τό κλωτσάει µέ τό πόδι. Τά µάτια της άγαθά καί καλόβολα. Ό δόκιµος χαµογελάει καί ήσυχάζει. « Άν είχε τίποτα, θά µου τό ’λεγε, όπως κείνη τή φορά τό κορίτσι στό Lome. » Ή µάνα του. Βασανισµένη καί µαυροφόρα. Έξω, δίπλα στήν άλτάνα µέ τά βασιλικά ήταν άκουµπισµένος παραγιοµισµένος ό ναυτικός σάκκος. Ή άδερφή του έκοψε ένα γαρύ-φαλο καί του τό ’δωσε. Κατόπι τραβήχτηκε. ‘Η µάνα του δέν έκλαψε. Σέ κείνο τό νησί οί γυναίκες δέν κλαΐνε ποτέ µπροστά στούς άλλους. ‘Όταν κλαΐς, είναι σά νά γδύνεσαι, καί χειρότερο. Κλαΐνε τή

Page 45: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

45

νύχτα, βταν σωθεί τό λάδι του καντηλιού καί τσιρίζει ή καντηλήθρα. “Οταν σέ πιάνει στό λαιµδ ή µυρωδιά του καµένου λαδιού. « ∆ιαµαντή, του ‘πε µέ τήν τραχιά της φωνή, τό νου σου … Νά φυλάγεσαι…» Έσκυψε στ’ αύτί του. Φόρτωσαν τό σάκκο στό καροντσίνο. Μόλις περάσανε τό τελευταίο σπίτι του χωρίου, άρχισε νά κλαίει. Μπάς κι είναι ψώρα ! … ∆υό µέρες άκόµα. ’Όλα στραβά µου ’ρχονται. Θάλασσα άπό µπροστά … Άτµό δέν άνεβάζουνε … Τώρα τό πούσι… Άπό δώ καί πέρα θά φυλάγοµαι. Θά πάρω τό δίπλωµα, θά παντρέψουµε τή µικρή … Κοιτάζει τό ταβάνι. Είναι µιά µάτιση3 πού πάει λοξά στή λαµαρίνα. Κλείνει τά µάτια… Άν είναι τά καρφιά ζυγά, δέν έχω τίποτα. Ένα… δυό … τέσσερα… οχτώ … δώδεκα. Ζυγά. Μπάς κι έκαµα λάθος … Ξαναµετράει… ∆ώδεκα. Σωστά. Χαµογελάει. Σηκώνεται καί πάει στό λαβοµάνο. Είναι γυµνός. ‘Όπως γεννήθηκε. Τό νερό είναι κλειστό τέτοιαν ώρα. Θά τό άφήσουνε τό πρωί, οχτώ µέ δέκα. Τό ξέρει πώς δέν έχει νερό. Σφίγγει τό ρουµπινέτο. Πέφτει στό γιατάκι γιά λίγο. Ξανασηκώνεται καί σιάζει τή φωτογραφία του πατέρα του, πού πέφτει λίγο λοξά. Ξαναπάει στό λαβοµάνο. Ανεβαίνει βρθιος στό γιατάκι καί µετράει πιάνοντάς τα ένα ένα µέ τό δάχτυλό του, τά περτσίνια.4 ∆ώδεκα… Ξανά. Πέφτει άνάσκελα κι άποκοιµιέται µέ τό φώς άναµµένο. Ό καπετά-Παναγής στριφογυρίζει στό γιατάκι του. Ακούει τό σφύριγµα. Πούσι ! Έτσι καί τότε. Νά πεις πώς έλειψα πάνου άπδ τή γέφυρα … Γιά κατούρηµα πηγα καί πρίν το ρίξω είχαµε καβαλήσει τον Όλλαντέζο. Τρακάρησες σου λέει δ άλλος … Άν είχα γραµµατικδ το Γεράσιµο … Έτσι όπως είναι ξαπλωµένος, ψάχνει το πάτωµα µέ το χέρι του πού κρέµεται. Πιάνει µιά µποτίλια, πέφτει δίπλα και κατουράει. Ψάχνει στον τοίχο. Κάτι γυρεύει. Ά … νάτο. Άκούγεται µιά ψιλή καµπανίτσα διπλή. Ου, έχουµε άκόµα τρεις ώρες ξάπλα. Ροχαλίζει. — Κατάπλωρα ! φωνάζει δ Πολυχρόνης άπδ το κοράκι. Ζυγώνει. —’Όλο δεξιά, προστάζει δ γραµµατικδς τον τιµονιέρη καί µονοµιάς τραβάει µιά µακριά σφυριξιά.5 — το νοΰ σου. —’Όλο στήν µπάντα είναι, άποκρίνεται δ τιµονιέρης. Ή σφυριξιά του άλλου άκούστηκε βραχνή κι έσβησε. « All starboard »6, είχε προστάξει κι δ κοκκινόκωλος. — Λάσκα. Μήν τσουγκρίσουµε τις πρύµες µας. . — Στή µέση είναι, λέει ό τιµονιέρης. — Γιά δές µωρέ, πώς µαυρίζει το έρηµο. Όλόκληρο νησί. Άριστερά το τιµόνι σου. —Άριστερά ! — Καί σ’ άλλα, Θανάση. Καί µή χειρότερα. Καί τούτος δίχως ραντάρ. Τά ‘χουνε γιά τά ποστάλια. Ποιός λογάριασε τά πληρώµατα. Σκουπίζει το κούτελο µέ τήν άνάποδη. Ανάβει τσιγάρο. Που θά πάει… Θά το ξανοίξει τά ξηµερώµατα. — Τηλέφωνο ! Καπετά-Γεράσιµε … — Ναι. Ρεπόρτο ; Τά καθαρίζει, λέει. Τώρα τό ’λεγα… Έχεις δουλειά ; … Καλά… Είµαι µούσκεµα … Στήν Κηφισιά ; … Που τή θυµήθηκες … Έλα στά καλά σου … Ναι… Θά ‘χει δροσιά… Χαλάλι τους. Ξεροψήσου µαύρε µου. Γειά. Τραβάει πάλι τό σύρµα της σφυρίχτρας. Πότε θά ξεκουραστώ καµιά στάλα ; ‘Ένα πιάτο

Page 46: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

46

λάχανα… Νά σκάψεις λίγο, νά φυτέψεις, νά τό δεις νά βλασταίνει. Σέµπρε θάλασσα … Γιερνέ1 βάρδια… Αφύσικο πράµα. Ψάρια είµαστε ; Άει στό διάολο. Και νά σέ σαβουρώσουνε λέει, νά σέ τυλίξουνε καραβόπανο. Μπλούµ άπό τήν πρύµη … ’Αδιάβαστος. Άς πεθάνω, λέει, κι ας µέ τραβάνε τά σκυλιά, µιά πού δέ θά τό καταλαβαίνω … Που τό ξέρεις ; Σφυρίζει πάλι — Τότε γιατί άνάβουνε κεριά, γιατί κάνουνε µνηµόσυνα ; Τό τοµάρι, ό Νικόλας… « πιστεύω, λέει, άµα φοβάµαι ». Νά χέσω τήν πίστη σου. Ό Πολύχρονης ήρθε καί στάθηκε δίπλα του. — Γιατί έφυγες µωρέ άπό µπροστά ; — Νά ψήσω καφέ καί νά σκατζάρω τό Θανάση. Είναι νέτα, δέν άκούγεται κανένας. — Καλά, σύρε. Κάνε γρήγορα. Φέρε καί ?άγο ψηµένο γιά µάσηµα. Ξανατραβάει τό σύρµα. Καί µιά γυναίκα… Νά φουµάρεις . ξαπλωµένος, νά τή βλέπεις νά πηγαινοέρχεται, νά κελαδα, νά γκρινιάζει… Άσ’ τον νά λέει. Οί γυναίκες είναι πιστά πράµατα. Χαρά Θεου. Αφήνει τό σύρµα καί άκουµπάει πάνω στό χάλκινο τηλέγραφο γιά λίγο. — Τ’ είπες ; —Ό καφές. —”Ασ’ τονε. Πάρε Θανάση µερικά σπυριά νά µασάς, νά µή σέ πάρει ό ΰπνος. Φώναζε που καί που. Κι έσύ µουρλο-Πολυχρόνη, τό νου σου στό τιµόνι. Τραβάει πάλι τό σύρµα καί συλλογάται. Sales Terriens . Ή καµπίνα του άσυρµάτου βουίζει άπδ τ’ άτµοσφαιρικά. Τά πνίγει µόνον ή τσιµινιέρα πού κλαίει. ∆έν µπορείς νά σταθείς άπδ το θόρυβο καί τή ζέστη. Κάθεται µπροστά στο δέκτη, µέ τούς άγκώνες άκουµπισµένους στο τραπέζι καί τις παλάµες στά µάτια. Ό δέκτης µιλάει τή γλώσσα του. ’Ίσαµε είκοσι καράβια πού δουλεύουν κι άκούγονται άπδ πεντακόσια µίλια, οί σταθµοί στ’ άκρογιάλια. de VJR … XXX1 man overboard … approximate position … please all ships in vicinity keep sharp look out. To ‘γραψε στο ήµερολόγιο. Χαµογέλασε πικρά. Keep sharp look out. Νύχτα καί πούσι. Καί µέρα νά ‘τανε, τρέχα γύρευε. Ψηλοκρεµαστος πηγε στο στόµα του καρχαρία. Ή µοίρα του ναύτη. Ένας µάς άκολούθησε άπδ το Suez ίσαµε το Aden. Άλλος άπδ το Aden ώς το Colombo. Καί τούτος πού τώρα µάς παραστέκει, γιά νά µάς άφήσει έξω άπδ το Σαντούν, καί πεινάει, µάς διπλάρωσε στο Sabang. (( Καί πώς το ξέρετε πώς άλλάζουν άπδ σκάλα σέ σκάλα, µου ‘πε κοροϊδεύοντας ένας στεριανός. Τούς ξεχωρίζετε άπδ τή γραβάτα ; » Κακοµοίρη … ‘Όπως έσύ γνωρίζεις άπδ µακριά το τράµ πού θά σέ ταξιδέψει στο σπίτι σου. Είδα τήν καρδιά του καρχαρία πού ψαρέψαµε σ’ ένα φορτηγό, ξεριζωµένη άπδ το κορµί του, νά σπαρταρά µέσα σ’ ένα µαστέλο γιοµάτο θαλασσινδ νερό, πού το πετοΰσε τριγύρω µέ σκόρσο καί µάς ράντιζε. Μισή ώρα κράτησε το παιχνίδι, ώσπου έγινε άργδς δ ρυθµδς καί σταµάτησε. Που νά το πεις καί νά σέ πιστέψουν ; a Man overboard ». το ξαναδίνει. Γιά στάσου. Έπεσε άπδ το ινδιάνικο. Θά ‘ναι Μαύρος. ’Έχει γλιτώσει. Μόνο άπδ λάθος µπορεί νά χτυπήσει σκύλος τον άράπη. Θυµήσου τ’ άραπάκια στο Aden, στο Djibouti πού κολυµπάνε άντάµα, δίπλα τους. — Μά τή νύχτα πώς τά ξεχωρίζει ; — Τή νύχτα, κωλοστεριανέ, ή µυρουδιά του λέει τά χρώµα. ‘Όταν άγκιστρώσεις σκύλο, ποτέ µήν τόν άνεβάσεις ζωντανό στό κατάστρωµα. Μπορεί νά σέ σκοτώσει, νά σου άνοίξει άµπάρι, νά σου κάµει ζηµιές. Άπίκου1, χτύπα στό κεφάλι. Σκύψε νά σου πώ κάτι στ’

Page 47: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

47

αυτί, µά πουθενά µήν τό µολογήσεις, γιατί θά σέ πάρουνε στό ψιλό. Μ’ ενα µπουγέλο γλυκό νερό, µπορείς νά µπαφιάσεις τόν πιο άγριο άπό δαύτους. Νά τόν σκοτώσεις. Ρίχ’ το στά µάτια του καί στό στόµα. ∆έ ζυγώνει ποτέ στά ποτάµια. Οΰτε στις κατεβασιές τους. Σ’ άφήνει άµα δει θολούρα. — Ψέµατα ! Τότε γιατί στή Basrah, στό ποτάµι του Chat el Arab, οί άσπροι δέν κολυµπάνε οξω άπό τό συρµάτινο δίχτυ ; — Γιατί είν’ ενα stream, βλάκα, ενα ρέµα θαλασσινό, πού φτάνει ψηλά καί τ’ άκολουθάνε. ∆έν πιστεύεις ; Κάνε ένα ταξίδι ίσαµε κεϊ, νά τό δεις µέ τά µάτια σου. « Λατρεύω τούς γλάρους — µου ‘πε κάποτε ένα ώραΐο κορίτσι. — Περήφανα πουλιά. » Τί λές, µωρή … Στεριανά σάν καί σένα. Τραβούν άνοιχτά γιά νά φάνε. Μόλις νιώσουνε καταιγίδα, κουρνιάζουνε στά λιµάνια. Παίζει τό δελφίνι µέ τις πλώρες. Τότε, σαλτάρουνε πολλοί µαζί, χυµανε καί του βγάνουν τά µάτια, τό κοµµατιάζουνε καί τό τρώνε… Πουλιά του προλιµένα. Ξέρω κάτι πετούµενα ίσα µέ τό µικρό σου δάχτυλο, πού τά βλέπεις στόν ωκεανό καί δέν καταδέχονται νά ξεκουραστούν στό κατάρτι. Ζαλίζοµαι στή στεριά. Τό πιό δύσκολο ταξίδι, τό πιο επικίνδυνο, τό ‘καµα στήν άσφαλτο, άπό τό Σύνταγµα στήν ‘Οµόνοια. “Εχω ξεράσει πάνω στό Λίβανο, 6πως οί στεριανοί σέ µελτέµι. Μάς λυπάστε γιατί δέν έχουµε σπίτι, γιατί περπατάµε µ’ άνοιχτά πόδια, γιατί φοράµε τσαλακωµένα πουκάµισα κι άσιδέρωτα ρούχα στό πόρτο. Έγώ σάς χαίροµαι. Σίγουρο κρεβάτι, ήρεµος ύπνος. Καφέ στό κοµοδίνο κι εφηµερίδες. Εκδροµή τό Σαββατοκύριακο µέ κεφτέδες. ‘Όµως δέν άλλάζω τή δουλειά µου µέ τή δική σας, ούτε γιά µιά µέρα. « Πέστε µας κάτι άπό τά ταξίδια σας …» Πόσες φορές τό ’χω άκούσει… Μά γιατί ; Γιά νά σπρώχνει ό ένας τον άλλο µέ τον άγκώνα καί νά γελάτε ; Σφυρίζει ο γραµµατικός. Ναύτης καλός. Κοιτάζει µπροστά, πάντα µπροστά. ∆έ σέ βλέπει στά µάτια. Σέ ρωτάει κάτι καί προσέχει τή θάλασσα. « ∆έ µου λές » µέ ρωτά προχτές ξαφνικά. « Που ’ναι θαµµένος ο πατέρας σου ; … » — Ξέρω ’γώ ! Ταξίδευα τότε πού πέθανε. το παιδί της Μαντζουρίας … ‘Όταν πρωτοπηγε, δεκαεφτά χρονώ, στο Τιέν Τσίν, οί Κινέζοι της περιοχής πάψανε νά καπνίζουν όπιο µονοµιάς, κι όµως ήταν χειρότερα µεθυσµένοι άπδ πρίν. Τί τούς πότιζε ; Ό τροφοδότης του Κουροπάτκιν…. Νύχτα τον σύρανε στο άντίσκηνό του. Πάνω στο κιβώτιο πού ‘χε γιά τραπέζι, άνάµεσα σ’ ένα µισοκοµµένο ψωµί, βρισκόταν µιά τεράστια κατσαρίδα, ένας τούµπανος. « Θά σέ τουφεκίσω πρίν ξηµερώσει ». Ό τροφοδότης πηρε το πειστήριο στο χέρι, το ζύγιασε µέ το µάτι, τό ’βαλε στο στόµα καί το κατάπιε. Σταφίδα, έξοχώτατε. Του νησιού µου. » Ό Κουροπάτκιν κατάπιε το γέλιο του δυσκολότερα άπδ δ,τι δ πατέρας µου το θεριό. « Φύγε … Κι άλλη φορά δέν τή γλιτώνεις. » Ή τράπουλα µιλούσε στά χέρια του. Έχανε µιά µπυραρία στο Λάο Γιάν καί κέρδιζε ένα φούρνο στο Μουκδεν … Γύρισε µέ τή στρατιά του Βράγκελ στά είκοσι, µ’ ένα πεντοχίλιαρο στήν τσέπη κι ένα κουτί καραµέλες. ‘Άρχισε τά σάλτα … Πόλη-Σµύρνη-Πειραιά-’Αλεξάνδρεια-Brindisi… ΤΗρθε µιά νύχτα µ’ ένα χειράµαξο φορτωµένο σακκοΰλες µετζήτια. Μάς µοίρασε άπδ µιά φούχτα. Σ’ ένα µήνα µάς τά πηρε. « ∆ώστε µου, κανάγηδες, καί θά σάς τά γυρίσω χρυσά…» Ή µάνα µου κουνοΰσε το κεφάλι της. ‘Όταν έγινα δεκαοχτώ, του ‘πα πώς θά γίνω ναυτικός. « — Γίνε δ,τι διάολο θέλεις, µου ‘πε. Ρουφιάνος καί πούστης µή γίνεις. » Σκέφτηκε

Page 48: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

48

λίγο… « Έχει καί παλικάρια πούστηδες, µπεσαλήδες. Ρουφιάνος όµως µέ µπέσα δέ βρέθηκε πουθενά. » Μιά µέρα πρίν πεθάνει, έπιασε τά ψαχνά της νοσοκόµας πού τον συγύριζε. — Βάστα µιά Γεράσιµε. Γιά τ’ όνοµα του Θεου. Βάστα µιά. Μου τρύπας τό κεφάλι. Που είναι θαµµένος ; … Το κιβώτιο λησµονήθηκε σ’ ένα ούζάδικο στον Άγιο ∆ιονύση … Ό καλόβολος νεκροθάφτης πληρώθηκε γιά νά ετοιµάσει ένα καινούργιο. Ή µάνα περίµενε στη σκάλα του καραβιού τό γιο της, νά τό κουβαλήσει γιά νά τό πάει στην Κεφαλλονιά, στό ήσυχο κοιµητήρι. Κατάλαβε τό σκατζάρισµα, µά δέ µίλησε. Οΰτε ρώτησε ποτέ. Τά οχτώ χρόνια της Κίνας τή µάθανε νά σωπαίνει. Νά γινότανε, λέει, νά ξεχάσουνε τά κόκαλά µου σ’ ένα µπορντέλο ! Νά τά ‘χουν οί γυναίκες πίπες γιά κλύσµατα, καπνοσύριγγες καί σφυρίχτρες. — Σταµάτα λοιπόν νά τραβας τό καταραµένο σύρµα … Ποιός παπα-ληστής … Ποιός παπα-πόρνος θά µέ ξεµολογήσει. Ό Γερόλυκος άπό τά Ζόλα.7 Πόσα χρόνια … Στό Dili… στό Kupang… ‘Όχι. Στό Bali. Κάπου κεΐ κάτου, πού πιάσαµε µέ τόν « Αργοναύτη » άπό ζηµιά στό τιµόνι. Πάλι ρεπόρτο … ΤΤΤ 8… medical advice … sailor of twenty five … fever forty one … probably of contageous water… any ship with doctor please advise… To πηρε τό Macao. As 9 … QRX 10… ∆ιψάω. Τί διάολο µ’ έπιασε ; Έτσι καί τότε στό « City of Djeda». Είχε άρρωστήσει ένας τιµονιέρης άπό τύφο.. Ανεβαίναµε άπό τή Bombay. Τόν είχαµε άποµονώσει σέ µιά καµπίνα στήν πλώρη. ∆υό τζόβενα τόν παραστέκανε τή νύχτα µέ βάρδιες. Έπιασα στις δυό τά µεσάνυχτα. Μουσώνι κατάπλωρα. Του ’καµα τήν καµφορά καί του ‘βαζα κοµπρέσες µέ ξίδι στο κεφάλι. ΤΗταν ήσυχος. Πέρασε ή βάρδια µου καί κανείς δέν ήρθε νά µέ σκατζάρει. Ό καιρδς είχε φορτσάρει. Τόννοι νερδ κατρακυλούσαν άπδ το καµπούνι στή χαβούζα. Άλλαξα κοµπρέσα του Reginald. το κούτελό του ήτανε παγωµένο καί χαµογελούσε µέ τά µάτια ορθάνοιχτα καί το στόµα στραβωµένο. Καί ν’ άνοιγε ή πόρτα, δέ θά µπορούσα νά βγω. Πότε µου φαινόταν πώς άνοιγόκλεινε τά µάτια, πότε πώς σαλεύει το στόµα του, πώς κουνάει το χέρι. Τότε ήπια γιά πρώτη φορά στή ζωή µου. Έριξα ζάχαρη στή µποτίλια µέ το άσπρο οινόπνευµα. Του φόβου το φάρµακο … Απόψε πάλι… Πώς διάολο µυρίζει τοΰτο δώ το πιοτό ; Τί µου θυµίζει; Πώς µυρίζει… Άράκ… Έτσι βρωµούσε το στόµα της Blanche … — Τήν ξανάδες τήν Blanche ; — Ναί, ύστερ’ άπδ δώδεκα χρόνια, πάλι στή Βηρυτό. Στο « Κορινθία ». ΤΗρθε καί στάθηκε στήν πόρτα της καµπίνας µου. Μ’ άγκάλιασε καί µέ φίλησε καθώς το συνήθιζε σταυρωτά. Μου φάνηκε σά νά ψεύδιζε. Μεθυσµένη θά ’ναι σκέφτηκα. « — Σου ’φερα τήν κόρη µου. Θυµασαι πού τήν έπαιζες µωρό ; πού σ’ έβρεξε µιά φορά … Νά τη. » Ή µικρή κοκκίνισε. νΙσαµε δεκάξι χρονώ. Φορούσε το µεγάλο λευκδ κάλυµµα τών άδελφών του Αγίου Ιωσήφ. « — Πάω νά δώ το καράβι », µας είπε κι έφυγε. Ή Blanche άρχισε νά κλαίει. Πρώτη φορά τήν είδα νά κλαίει καί σάστισα. « — Μου φεύγει… Πάει σ’ ένα µοναστήρι στο Πό. Μου τήν ξελογιάσανε οί βρώµες. Κάτι θά ’µαθε … Τής έκοψα πρώτη θέση, µά δίχως κρεβάτι. Εισαστε γιοµάτοι. Στήν παλιά µας φιλία, Νικόλα, κάνε δ,τι µπορείς νά βολευτεί το παιδί µου. Νά µήν κακοπεράσει. Είδες άδύνατο πού είναι ; — Θά κοιµηθεί στήν καµπίνα µου, τής είπα. Θέλεις άλλο ;

Page 49: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

49

— Κι έσύ ; —Έγώ … κάπου θά βολευτώ. » Μου ’πιασε τά χέρια καί τά ’σφίξε. Έκλαιγε άπελπισµένα. Τά φτιασίδια της είχανε λιώσει καί τρέχανε άπά τις άκρες των χειλιών της. Έπεσε στό κρεβάτι µου σωρός. — Μπά… Γιατί κάνεις έτσι ; “Οπότε θέλεις, πας καί τή βλέπεις. Μπορεί νά µετανιώσει καί νά γυρίσει. Κάνε κουράγιο. Τότε ή Blanche, πού ‘χε τό σπίτι µέ τούς καθρέφτες στή Βηρυτό, άλλο στό Χαλέπι κι Ινα στή ∆αµασκό, πού βταν σήκωνε τά χοντρά της χέρια, πέντε σειρές χρυσά βραχιόλια κουδούνιζαν στό καθένα, πού τή λογαριάζανε µέ είκοσι χιλιάδες λίρες χρυσές, ή Blanche πού µπορούσε νά µιλάει µέρα νύχτα χωρίς ν’ άποσταίνει, σηκώθηκε µέ κόπο, µέ σίµωσε κοντά, πολύ κοντά, κατάφατσα, άνοιξε τό στόµα της, κι έβγαλε τή γλώσσα της έξω, ό,τι άπόµενε, ό,τι είχε άφήσει τό ράδιο κι ή άρρώστια. ∆έν τραβήχτηκα οΰτε µιά τρίχα προς τά πίσω. ∆έν έδειξα τήν παραµικρή ταραχή. — Γιατί δέν πας στό Παρίσι ; — Τώρα γύρισα. — Θά γίνεις καλά, της είπα. Τόσοι καί τόσοι. Μ’ έκοψε. —νΑσ’ τις παρηγοριές.Ένα σου λέω µονάχα.Άν είναι άµαρτία νά πηγαίνουν οί γυναίκες µέ τούς άντρες, τότε καλά παθαίνω ! Τόσο βαριά τιµωρία. Βαρυγκοµάω … Έκανε τό σταυρό της. — Τό σπίτι ; — Τό ’κλεισα. Πάνε δυό µήνες. Είπα στή Βέρα —τή θυµάσαι ;— νά τό κρατήσει, µά δέ θέλησε. —Ή Βέρα… Που ‘ναι ή Βέρα ; — Πέθανε. “Ενας µήνας τώρα. ’Ήπιε κουράρε.1 Είχε κακογεράσει. Καί φτώχεια… Μά ήτανε περήφανη. Μήτ’ ένα πιάτο φαι δέ δέχτηκε άπό τά χέρια µου. Μέ µισούσε — Σταµάτησε λίγο : — Καί συ µέ µισείς. —Έγώ ; Ά δέν ήσουνα σύ, τότε µέ τό πράµα… — Μου τό φυλάς πάντα… γιά τή Μυτιληνιά. ∆έ φταίω. Μοναχή της τό θέλησε. Τήν έβαλα στήν κουζίνα καί τή βρήκα στό κρεβάτι. Τό ‘θελε… Σέ πίκρανα τότε. —Άκου, Blanche, δέ θυµάµαι τίποτε άπ’ δσα λές. ‘0 Άρµένης, δ Αύξέντης, είναι πάντα µαζί σου ; —Όχι, έφυγε. ∆έ βαριέσαι, παλιάνθρωπος ήτανε … Λοιπόν, το παιδί καί τά µάτια σου. — Ξενοιάσου. Θά της σταθώ σάν άδερφός. Σάν πατέρας. Μου άρπαξε το χέρι κι έκανε νά το φιλήσει. το τράβηξα γρήγορα. — Είπες : « σάν πατέρας » … Έ ; τό ‘πες. “Εσκυψε καί κάτι µου ‘πε στ’ αύτί. Φεύγω … Νά σέ φιλήσω, ή µέ σιχαίνεσαι ; Τής έπιασα το κεφάλι και τή φίλησα στο στόµα. Κόλπο στο κόλπο… — Φεύγω. Πάω νά χαιρετήσω τή µικρή. Παρακολούθησα τή σκηνή άπδ µακριά. Ή κόρη της δεχότανε τά φιλιά της κοιτώντας άλλου. ’Αδιάφορη. Χωρίς νά δακρύσει. το µεγάφωνο φώναξε : « All visitors ashore. » Κατέβηκε τελευταία. Είχε νυχτώσει. Πέρασε άνάµεσα άπδ άστυνοµικούς καί τελωνοφύλακες, πού τή χαιρετούσαν γελαστοί µέ το µαστίγιο. Είδα το αύτοκίνητό της νά χάνεται στά υπόστεγα του τελωνείου. Ή κόρη της γελούσε παίζοντας µέ δυδ παιδάκια. Νύχτωσε

Page 50: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

50

κι άνάβανε τά φώτα στή Βηρυτό. Οί Φοίνικες … Βοή της σφυρίχτρας, οµίχλη, ζέστη, κούραση, άνακατώνονται. Γδύσου. Θά σου δώσω γιά φόρεµα το πούσι… Θά πιώ άλλο ένα, γιά χάρη της θάλασσας … Γιά χάρη της γοργόνας πό ‘χω στο µπράτσο µου. Πού σαλτάρει στή θάλασσα κάθε νύχτα καί µέ κερατώνει µέ τον Ποσειδώνα. Γυρίζει το πρωί πού κοιµάµαι, γιοµάτη φύκια καί τσουκνίδες της θάλασσας. ‘Όταν πιάνουµε στεριά γιά καιρό, µαραζώνει καί χάνει τά χρώµατά της … ‘Ένα σπιτάκι στήν έξοχή. Νά κοιµάσαι µιά βραδιά στά δυδ χρόνια. ∆ίχως γυναίκα στο πλάι σου. το πρωί νά σαλπάρεις … Πάλι το ντάκα ντούκου της µηχανής, ή µυρωδιά της λάντζας, ή βαπορίλα, ο µάγέρας πού κόβει τά νύχια του µέ το µαχαίρι της κουζίνας. Βάρδια γιερνέ, γιατάκι µέ κοριούς, επισκευές, µυρωδιά της µοράβιας, πίσσα βρασµένη, άπόπατοι δεξαµενής, νερό θολό στο µπουγέλο. Νερδ µέ τρίχες άπδ λιοντάρια, ποταµίσιο, µαγαρισµένο άπδ κροκόδειλους, βρωµόλογα στο τραπέζι, τσικνισµένο ρυζόγαλο, βλαστήµια γιά καληµέρα, άρρώστια της λαµαρίνας. Σκάτζα βάρδια µ^ τράβηγµα άπδ το χοντρό δάχτυλο του ποδιού. Βίρα. Φούντο. Σταυροδρόµι… Σκάτζα βάρδια. Μπαταρίες στή φόρτιση. Ένα πιοτό ; … A la Gassa de Lautrec. Και τώρα µουσική. Τραγούδι της Κίνας. Άς παµε πιδ πίσω … Bolero.11 Μιά µύγα πού γυρίζει µέσα σέ µιά στρογγυλή γυάλινη σφαίρα, πού άλλάζει χρώµα. Ξεκωλιάρα Εύρώπη… Ποιός θά µέ συχωρέσει ;… Στο Kupang, δ Άλεβίζος. ‘Οχι… χρόνια θαµµένος στο Bali. Πιάσαµε άπδ ζηµιά στο τιµόνι, µέ το « ’Αργοναύτης )). ∆έν ήµουνα πάνου άπδ δεκαεφτά ! Πρωί. Ξυριζόµουνα στήν καµπίνα µου. Άπδ τήν πόρτα έβλεπα τις άσάλευτες φοινικιές κι ενα φώς νά λούζει τή θάλασσα, τή στεριά. ‘Ένα φώς πού το ξαναβρήκα επειτ’ άπδ χρόνια στή ∆ήλο, πάλι πρωί… Bali ! Έφταν’ ένας άχδς στο καράβι µας σά φλογέρα. —’Έναν σκρόφας γιο … Ιναν άτιµο… έναν κέρατά … έναν κλέφτη σάν και µένα θέλω, έναν πατριώτη µου. Άγνωστη φωνή. Βγήκα µέ τις σαπουνάδες. —Έγώ είµαι, φώναξα. Έδώ. Τί ορίζεις ; — Θέλω … θέλω µωρέ πορδοβούλωµα, ρίγανη καί σκόρδα. Άν µπορείς, καί λίγο περσίµουλο.12 Τώρα τά θέλω. Πήγα στον καµαρότο καί µου τά ‘δωσε. Τά πήρε µέ τά χέρια του πού τρέµανε καί τά ‘φερε στή µύτη. Αναστέναξε. ‘Ήτανε γέρος πολύ, ξερακιανός, µέ µεγάλα καφετιά καπνισµένα µουστάκια καί άγρια φρύδια, πού κρύβαν τά µάτια του. Φορούσε µιά βρώµικη τριµµένη σατακρούτα καί µιά παλιά κάσκα. — Θά ’ρθω τό σούρουπο νά σέ πάρω στή φάρµα, νά σέ γέψω.13 —’Όχι, του λέω. —’Οχιά καί µονοµερίδα 14 νά σέ βαρέσει ανάµεσα στά µάτια. Νά ’σαι έτοιµος. ‘Ηρθε πριν νυχτώσει. — Είσαι ready ; — Ναι, στασου νά πάρω µιά µποτίλια ούίσκυ. — Νά πάρεις τά κέρατά σου τά δίφορα.15 Πάµε. Μπήκαµε σέ µιά στενόµακρη βάρκα. ’Έβαλα τό χέρι µου στό νερό κι έβρεξα τό κούτελό µου. Τό ξανάβαζα. — Τί κάνεις, µωρέ δαµάλι, µωρέ δρθιο γουρούνι. Βάλε τά ξερά σου στις τσέπες σου, ά δέ θέλεις νά βγεις κουλός οξω, έχει ξιφιούς. Βγήκαµε. — Πάµε µέ τά ποδάρια, νά δεις καί τόν τόπο.

Page 51: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

51

Στό δρόµο τόν χαιρετούσανε χαµογελαστά γυναίκες κι άντρες του τόπου. — Τό Θεό σου, Άλεβίζο, ό ένας … Τήν Παναγιά σου, ό άλλος … Τήν πίστη σου’ παραπέρα. ’Απαντούσε τά ’ίδια καί πιο χοντρά. Γέλασα δυνατά. — Μή γελάς, ζευζέκη, γιαΐί σέ πάω δελέγκου έκεΐ πού σ’ έφερα. Καθώς περπατούσαµε, πλήθος κοράκια τρίκλιζαν σά σακατεµένοι σφουγγαράδες καί µπερδεύονταν στά πόδια µας. ‘Έσκυβε καί τά χάιδευε. Περάσαµε µιά µικρή ξύλινη γέφυρα καί φτάσαµε σ’ ένα µεγάλο χτήµα πού στή µέση του βρισκόταν ένα έτοιµόρροπο bungalow. Είχε νυχτώσει. Τρεις µικρές κοπέλες τσίτσιδες µάς υποδέχτηκαν στήν πόρτα. Σταµάτησα καί τις κοίταζα. Μ’ έσπρωξε άπότοµα καί βρέθηκα σέ µιά κουνιστή πολυθρόνα. ‘Ένα πελώριο φίδι έπεσε ψηλοκρεµαστό άπό τό ταβάνι πάνω στά γόνατά µου. “Εβαλα τις φωνές. — Φτού σου χέστη … Χριστόδουλε, έλα νά σέ ταίσω. Τό φίδι κουλουριάστηκε στό κορµί του Άλεβίζου. Είναι τό παιδί µου. Τό ‘χω δεκαπέντε χρόνια. Κοιµάµαι µέ δαΰτο. Τά κορίτσια φέρανε κάτι µεγάλες λεκάνες καί µάς πλύναν τά πόδια. Καθήσαµε νά φάµε. Τό κοτόπουλο στεκόταν κόµπος στό λαρύγγι µου. Κοίταζα κλεφτά πότε τή µιά, πότε τήν άλλη. — Φάε, µωρέ κι έπειτα θά τση πηδήξεις καί τσή τρεις. Μά πρώτα φαρµάκωσε, γιά νά ‘χεις κουράγιο. ”Ενας παπαγάλος κάτασπρος, µέ κίτρινο λειρί, περπάταγε πάνω στό τραπέζι καί λέρωνε κάθε στιγµή τό τραπεζοµάντηλο. — Σιχαίνεσαι ; µου ‘πε. Ά θέλεις, τονε διώχνω. ‘Όξω Μουρλοδιονύση. — Μπά, του ‘πα. “Ασ’ τονε. Μά γιατί δέ µιλάει ; — Είναι µουλωµένος άπό τό πρωί. Τονε βάρεσα µ’ ένα κουτάλι, γιατί κυνηγοΰσε τό Χριστόδουλο. Σ’ άρέσουνε τά µάγκος ; ∆έν άποκρίθηκα, γιατί ή ρώγα µιανής άπό τις µικρές, καθώς είχε σκύψει νά µέ σερβίρει, γαργαλουσε τό µάτι µου. Άποφάγαµε, ήρθε ό καφές κι ανάψαµε ποΰρα. — Θές νά βγούµε βόλτα ; Έχει οµορφότερες τό χωριό από τούτες. — Μπά. Νυστάζω. Καλύτερα νά ξαπλώσουµε. Έπεσα καί περίµενα. “Ηρθανε καταπώς µου ‘πε κι οί τρεις. Έξω έπαιζε κείν’ ή φλογέρα. Που καί που έφτανε κάνα µουγκρητό. Ένα δυό φορές ακόυσα ένα συρτό σφύριγµα. Οί κοπέλες στάθηκαν στά γόνατα τροµαγµένες … « Νάγια … Νάγια …» ’Ανάσκελα κι οί τέσσερις, καπνίζαµε κοιτάζοντας τ’ άστρα πού ’µπαιναν άπό τά µεγάλα παράθυρα καί κατέβαιναν τόσο χαµηλά, τόσο, πού µπορούσες νά τά κλείσεις στήν παλάµη σου, νά τά παίξεις µονά ζυγά. Τότε ή Ναµίλα άρχισε νά τραγουδάει. Ή Λοάνα νά παίζει ένα δργανο πού δέν τό ’βλεπα, ή Ταλόρα κάπνιζε καί σώπαινε. Που καί που χάιδευα τά γόνατά της. Σέ λίγο τις πήρε ο ύπνος. Σηκώθηκα καί πήγα στήν κάµαρα του ’Αλεβίζου. ‘Ήτανε καθισµένος σταυροπόδι πάνω σ’ ένα στρώµα. ∆άγκωνε µιά πίπα γιουσερ16, δίχως τσιγάρα. ‘Ένα λυχνάρι του λαδιού µέ τρία φυτίλια έκαιγε δίπλα του. Βαστουσε στά χέρια ένα ήµερολόγιο του 1912. Φορούσε µονάχα τό σώβρακο. Μιά µπρούντζινη αλυσίδα περασµένη στό λαιµό, τέλειωνε σέ µιά µεντάγια, πού χανόταν στά σκέλια του. Τά κανιά του ήτανε µακριά κι άδύνατα, σά βέργες. ∆ίπλα του, σ’ ένα µεταξωτό µαξιλάρι κοιµόταν τό φίδι. Στό ταβάνι καί στους τοίχους ήτανε κρεµασµένα ξερά χταπόδια καί ψάρια παστωµένα. — Καλώς τό φωστήρα, µου ’πε. Θά διψάς … Μέ τό δίκιο σου. Βουρλίστηκες µέ δαΰτες. ∆ώσε µιά κλωτσιά µιανήςκαί πές της νά φέρει πιοτά, άνανάδες καί µάγκος. — Κοιµούνται, του ’πα. ∆έν κάνει. —νΑ, τσή σκρόφες, βρυχήθηκε δ Άλεβίζος. Καί τσή λυπάσαι» µωρέ γουρούνι ;

Page 52: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

52

Έβαλε τις φωνές. ΤΗρθαν άλαφιασµένες στήν πόρτα. — Ρουφόλυµπες ! Ούλες τσή φωτιές τ’ άι-Γιάννη νά πηδήξετε δέ στεγνώνετε, άνασµίδες.17 Φέρανε φρούτα. Μυρίζανε τόσο, πού σ’ έπιανε τό κεφάλι. —Άµα πιάσετε στήν Ελλάδα, νά µου στείλεις τίποτις βιβλία. Τής έκκλησιάς… Κι ένα πετραχήλι. — Πόσα χρόνια έχεις εδώ, µπαρµπα-Άλεβίζο ; τονε ρώτησα. — Μπαρµπαριά καί Τούνεζι… Πενήντα. Κι άσε τήν άνάκριση, γιατί δέ θά βγάλεις τίποτα … Μπάς καί νόµισες πώς ξορίστηκα δώ κάτου γιά καµιά γυναίκα ; Χά χά χά … Τόν έπιασε βήχας άπό τά γέλια. ‘Όρσε δυό φάσκελα. ∆έ φελάνε οί γυναίκες. Τρύπες µονιτάρου, τρύπες καί τίποτες παραπάνου. Σύρε ξεραποξυλώσου 18 κάνα δυό ώρες, γιατί δέ µ’ άρέσει ή τζιέρα19 σου. Είσαι πράσινος, σαλαβρίχα.20 — Μ’ έχει πειράξει τό κλίµα, του ‘πα δειλά. — Ποιό, µωρέ ; Τό καλύτερο του κόσµου. Σύρε κοιµήσου. Βγήκα. Μου φώναξε καί γύρισα πίσω. — Κάτσε. Θέλω νά σου πώ κάτι. Φουµάρεις χασίς ; —Άν λάχει, δέν τ’ άφήνω. Ανάψαµε δυό τσιγάρα. Τράβηξε µιά βαθιά, έκανε κάτι νά πει, µά τό κατάπιε. ‘0 καπνός άνέβαινε στό ταβάνι µονοκόµµατος, χωρίς νά σκορπάει. Μιά στριγγιά φωνή, µακρινή, πού γύρισε σέ κλάµα, έφτασε στήν κάµαρα. —Ή Άινά γεννάει, είπε, σά νά µίλαγε µοναχός. Άλλος µοΰλος έπειτ’ άπό κάνα χρόνο θά κατουράει τση βραγιές µου … Λοιπόν τί λέγαµε ; Ναί, άµα θέλεις, νά µείνεις έδώ πέρα. Άµα γουστάρεις … Θά δουλέψεις στό µαγαζί µου. ∆ουλειά γλέντι. Θά ρίχνεις µιά µατιά στό χτήµα καί θά κοιµάσαι µ’ όλες τσή γυναίκες του νησιού, άπό έννιά χρονώνε κι άπάνου. Κατάλαβες ; Άµα πεθάνω, δ,τι έχω … Τό κεφάλι του έπεσε µαλακά σά σέ µετάνοια. Άρχισε νά ροχαλίζει. Άπόµεινα νά κοιτάζω µιά τό φίδι, πού άναδευότανε, καί µιά τόν Άλεβίζο. Καί τότε µπήκε ό Μουρλοδιονύσης ό παπαγάλος, σάν κανονιέρα σέ πότζι. Χύµηξε πάνω στον Άλεβίζο καί του δάγκωσε τό σώβρακο. Τραβήχτηκε κι άρχισε τή βλαστήµια. Ό πιο χαµένος νταβατζής θά κοκκίνιζε. Σταµάταγε τά παλιόλογα κι άρχιζε τό « Χριστός Άνέστη ». Τό ‘κοβε στή µέση καί ξαναβλαστηµουσε. “Οσο πού κουράστηκε, κούρνιασε στά σκέλια του Άλεβίζου κι άποκοιµήθηκε. Ξανάπεσα µέ τά κορίτσια. Άµα χάραξε, σηκώθηκα κι έκανα µπάνιο σ’ ένα βαρέλι. Οί τρεις κοπέλες λάµπανε στό φώς. Τά µαλλιά τους στάζανε νερό στό κορµί τους. ∆έ παύανε νά µιλάνε ή µιά στην άλλη καί νά γελάνε. Μου φέρανε καφέ. Είδα πέρα στή θάλασσα τόν « Αργοναύτη », ξεβαµµένο, σάν πληγωµένο θεριό, νά περιµένει … γΗρθε ό ‘Αλεβίζος. — Λοιπόν … θά φύγεις ; -Ναί. Προσπάθησα νά ξεχωρίσω τά µάτια του, µά πάλι δέν τά κατάφερα. Οί τρεις Μαύρες τόν είχανε στή µέση. — Φοράδες, µουρµούρισε. Γύρισε σέ µένα : — “Αντε λοιπόν/… Στό … Στήν εύχή µου. Μου ’δωσε τό µεγάλο κοκαλιάρικο χέρι του. — Στό διάολο, έσκουξε ό παπαγάλος. Στοΰ διαόλου τή µάνα, στά µελίδια1, στον άγύριστο. Ξαφνίστηκα καί στάθηκα. —Άντε, πήγαινε … Τις εύχές νά φοβάσαι.

Page 53: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

53

Πρίν περάσω τό ποτάµι, γύρισα τό κεφάλι µου. Είδα τόν Άλεβίζο νά σκουπίζει τό κούτελό του µ’ ένα ταµπακοµάντηλο.21 —Άν µετανιώσεις, έλα πίσω δ,τι ώρα θέλεις … Θά περιµένω. Τόν είδα νά σαλεύει τό χέρι του. Στά τρία χρόνια, βρήκα ένα Ρωµιό σιψάντε 22 στή Τζακάρντα. Τονε ρώτησα. Στράβωσε τά µούτρα του. — Τώρα … Πέντε µέρες ψυχοµαχοΰσε καί παράσταινε µέ τή φωνή του όλα τά θεριά καί τά πετούµενα. Προτού καταπέσει, φώναξε τούς Μαύρους καί τούς έδειξε έναν γκαζοτενεκέ γιοµάτο χρυσάφι. Είναι δικό σας, τούς είπε, µά περιµένετε νά ξοφλήσω κι έπειτα. Τό ’θαψε σέ µιά µεριά στό χτήµα του — δυό χιλιάδες στρέµµατα. Ακόµα σκάβουνε οί Μαύροι… Σκατόψυχος. Κάνα δυό χρόνια πρίν ψοφήσει, του ‘χε λασκάρει. Τόν είχε βαρέσει στό κεφάλι τό µικρόβιο … Ντυνόταν παπάς καί λιβάνιζε όλη τή νύχτα. “Εψαλλε µαζί µέ τόν παπαγάλο. Πόρνος … Άφησε στις δούλες του άπό εκατό λίρες καί τις δρκισε νά πηγαίνουν µιά φορά τή βδοµάδα νά κατουράνε πάνω στό µνήµα του. Τόν ήξερες καλά ; Πρίν του άποκριθώ, τόν είχε φωνάξει ό καπετάνιος. Ποιός θά µέ συχωρέσει ;… Τότε πού πέθανε ή Blanche. ‘Ύστερα άπό λίγες µέρες. Στή Βηρυτό. “Οξω άπό τή Ντουάνα. Κατέβηκες άπό ένα µακρύ γαλάζιο «µάξι. Φορούσες χακί φορεσιά της ερήµου. Καπέλο πορείας. ∆εξιά κι άριστερά σου γονατίσανε δυά φορτωµένες καµήλες. Τά µάτι σου σκληρό καί τά πρόσωπό σου καµένο άπά τά Χαµψίν, τά Σαµάλ, τά Χαµπούµπ, τά Μονσούν. Μαρία ! … Είν’ αδύνατο … Θά ονειρεύοµαι. « — Demain … Demain … c’ est promis …» — Στο κάτου κάτου συχώρεσέ µε. Μά µή µέ κοιτάζεις στά µάτια… ∆έ φταίω. —Έσύ µέ κοιτάς σάν ήλίθιος … Άσπρισες. Τά ίδια γαλόνια φοράς, τά £δια ρούχα. Πήγες µπροστά … µπράβο ! Τί ; Άς γελάσω … Έσύ δέν ήσουν άξιος νά πουλήσεις ένα πακέτο τράνζιτα Νούµερο 1 … ‘Ιεραπόστολε … ∆ός µου ένα τσιγάρο. Καθώς της άναβα, τά χέρια της τρέµανε. Πρόσταξε τούς Μαύρους στή γλώσσα τους καί τής άνεβάσανε τά µπαούλα. Μπήκε στά stateroom ‘, στάθηκε στάν καθρέφτη κι έσιαξε τά µαλλιά της. —Έµπα, λοιπόν. Τί κάθεσαι σά µπουάµπης 2, έξω άπ’ τήν πόρτα. Παράγγειλε κάτι νά πιούµε … ∆υά dry martini. —Έγώ δέν πίνω, µουρµούρισα. Γύρισε καί µέ κοίταξε : —”Αν άξιζες µιά στάλα, ήτανε γιατί µεθούσες. “Ηπιε µεµιάς τά ποτά πού της έφερε ό καµαρότος καί παράγγειλε δεύτερο. Είχε άνοίξει µιά βαλίτζα κι έψαχνε. Ή γλώσσα της πήγαινε γοργά. — Κάτσε λοιπόν. Τί στέκεσαι ; Τί λέγαµε ; Ναι… Γλίστρησα του Μπέη µιά χαρά. Βαρέθηκα τά συριάνικα γλυκά καί τά σάλια του. Μπήκα σ’ ένα καµπαρέ στή ∆αµασκό. Τό ’σκασα. Πήγα στή Basrah. ∆έ µέ σήκωνε τά κλίµα. Έµεινα τρεις µήνες σ’ ένα « σπίτι » στήν ‘Όκα. Κατόπι πήγα στή Μαρµαγκόα, στά Κότσιν. Πέρασα µέ καραβάνι στά Καλγκάν. Άπά τήν ‘Όζακα, πήγα στά Φρίσκο µέ κότερο … Αλήθεια, θά ‘χουµε µελτέµι ; Μόνο τή θάλασσα δέν µπόρεσα νά συνηθίσω … Αστείο … Σ’ είδα ένα βράδυ στο Buenos, στο Calli Pichincha καί σου ’γνεψα. ∆έ µέ γνώρισες. ∆ιάλεξες µιά Σχόλα1 δίχως φρύδια, λιανή σάν καλάµι. Γούστα… Ξαναγύρισα στήν ’Ανατολή. Στο Άντεν. Στο Άδραµαούτ. Είχανε πόλεµο. “Οµορφοι άντρες. Λαµπάδες. “Εµεινα κοντά σ’ ένα φύλαρχο, σέ µιά σκηνή στρωµένη µέ τάπητες, δυδ χρόνια. ’Αλλάζαµε τόπο σάν πουκάµισο. ’Αγάπησα το Σουκάν. “Ητανε λυγερός … Γυναικωτός. Τή µιά νύχτα δ άρχηγδς κοιµόταν µαζί µου, τήν άλλη µέ το Σουκάν, κι έγώ πλάγιαζα µαζί του µετά τά

Page 54: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

54

µεσάνυχτα, σάν µπούχτιζε ό γέρος καί ξεραινόταν. ‘Όταν µέ χάιδευε στούς ώµους, νά έτσι άπδ πάνω ίσαµε τον αγκώνα … “Ετσι… Χάιδεψέ µε … ∆έ σαλεύεις. Καλά. Γυρίζω στήν Ελλάδα γιοµάτη χρυσάφι. Πάω νά παντρευτώ. Θέλω νά κάµω ένα παιδί, έν’ άγόρι.,. . Νά το νανουρίζω, νά το µεγαλώσω. Παράξενο σου φαίνεται ; ∆έ λέω, βέβαια, έχω πατήσει τά τριανταπέντε. Τά σκέλια µου καµένα. ’Ατσάλι καί φλόγα. “Οµως δέν ξέρεις … “Εσυρε κάτι άπδ τή βαλίτζα της. “Α, το βρήκα… Τό ‘χω γιά σένα … Πιάσ’ το. το πέταξε. Τ’ άρπαξα στον άέρα. Ένα βιβλίο µέ βελούδινο ξώφυλλο καί χρυσά γράµµατα στή ράχη « Robinson Crusoe ». — Μά τί έχεις λοιπόν ; Βλάκα ! Μου χάιδεψε τά µαλλιά κι έκλεισε τήν πόρτα … Still Life with Fruit Στήν Ισµήνη και τό Θωµά Πολίτη — τον πήρες ; Ψοφήσαµε κάτω. Κόλαση το στόκολο. Σου γύρισα τον ανεµοδόχο. Γιά. δέν πας νά πέσεις ; Ό Τσαµπούρνας, δ λαδάς, στέκεται µισόγυµνος, µουτζουρωµένος καί χαµογελάει. ∆έν άποκρίνεται. ’Ανοίγει το συρτάρι καί του δίνει ένα µήλο µαραγκιασµένο. Ό λαδάς το δαγκώνει. Κοντοστέκεται… — Μήν ξεχάσεις τί µου ’ταξες. Παλιά. ∆έν πειράζει. “Ο,τι έχει γιά πέταµα. Τά φτιάνει ή κυρά µου γιά τά παιδιά. Γνέφει. — Καί κειό τό κοστούµι πού µου ’πες… — Ναί. Αΰριο δίχως άλλο. — Θές τίποτις, νερό, καφέ ; — Οχι. Σκουπίζει τό κούτελο µέ τό µαντήλι της φωτιάς καί φεύγει. Ναί… Κάτι βρωµάει. Σά βόθρος. ∆έ νιώθω καλά. Σά νά µή βλέπω. Κάτι χτυπάει άπ’ έξω. Πέντε χτύποι… Θυµήσου τά πέντε ταξίδια της Αυστραλίας … Νά µπορούσα νά ξεχωρίσω τό ‘να άπδ τ’ άλλο … Τό πρώτο… Τό κορίτσι µέ τό Basedow. Τό δεύτερο… νΟχι… Ναί… Ή θάλασσα πού φωσφόριζε τέσσερις ώρες στον κόλπο του Aden … Aden. Ξεσχισµένοι βράχοι… fucken place … Τίποτα δέ φοβήθηκα τόσα χρόνια πού ταξιδεύω, 6σο κείνο τό βράχο, πού στις µαύρες καταραµένες ρίζες του παίζουν τά Κεφαλλονιτάκια κρυφτό. Πού πήγες παιδί του Παρισιού νά ξεπλύνεις τό κρίµα… Steamer Point. Τό µουσείο µέ τις ζωντανές γοργόνες. « And no water ». Καί κείνο τό ξεσχισµένο νησί στή µπούκα του πόρτου, µέ τό Λαζαρέττο. Τρεις άσβεστοχρισµένες καλαµένιες καλύβες. Νά µήν τό θυµάµαι… Κι ή Σκωτσέζα καλόγρια… Τό κορίτσι µέ τά κόκκινα µάγουλα, πού πήγαινε νά δουλέψει έκεΐ µέσα, γιά τή µνήµη του Cyril. Θέλω νά ξαναδώ τό Portsaid. Τό γραφείο του καναλιού, τό µαγαζί του Simon Arzt, τά δέντρα. Νά δώ τά φορτηγά πού γυρίζουν άπό τό Νότο καί φουντάρουν γιά λίγο. Τούς γυµνούς βορινούς ναύτες µέ τά πληγιασµένα κορµιά, άκουµπισµένους στά ρέλια… Χαίρουνται πού γυρίζουν γιά µιάν άκόµη φορά… Θά τή σαλτάρω ; Θά γυρίσω ; Είναι άλλο έκεινο τό Portsaid πού βλέπεις όταν κατεβαίνεις γιά τό Νότο. ∆έν έχει γιά τό ναύτη τίποτ’ άλλο άπό prickly heat powder, fruit salt καί κινίνο. Bloody κινίνο καί λεµόνια, πού θά σαπίσουνε στή µέση της Έρυθράς. Καβούρια πού µυρίζουνε βούρκο … Νά ‘ναι τούτη ή στερνή γυναίκα πού πέφτω µαζί της ;… Πόσοι τό ‘χουνε φοβηθεί … ∆έ φοβάµαι µόνο έγώ. Είναι κι άλλοι, µά δέν τό µολογανε. Τό ‘χω διαβάσει στά µάτια τους. Άν περιµένεις νά σου µιλήσουν οί θαλασσινοί, νά σου άνοίξουν τήν καρδιά τους, πρόκοψες … Ή άλήθεια γρουσουζεύει. Τή λέµε που καί που µοναχοί, άπό µέσα µας καί πάλι φοβόµαστε. ∆έν είναι ή θάλασσα πού σκιαζόµαστε. Τήν κουµαντάρουµε καί µάς κουµαντάρει.

Page 55: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

55

Κανείς δέν ξέρει νά τήν ταξιδεύει σάν τούς Γραικούς. Μπουγαζιανοί, Μαρµαρινοί καί ΜαυροΘαλασσίτες. Νησιώτες. Βασανισµένα µούτρα. Χαλασµένα χέρια. Γρινιάρηδες καί παραπονεµένοι. Εσείς µου µάθατε γάσα, καντηλίτσα καί κόµπους. ∆ός τους τό πιο καινούργιο σκαρί. Του παίρνουν τά χούγια σέ µιά βάρδια µέσα. Στή δεύτερη του άλλάζουνε τις πατέντες. Ρίχ’ τους στό πιο άτιµο κλίµα. Ξεσκούφωτοι. Στήν πιο παράξενη θάλασσα, στό πιο δύσκολο λούκι. Στήν µπάντα πιλότος καί πορτολάνες.23 « Νά κοιµάσαι πάντα µέ τήν πόρτα στό γάντζο », µου ’πε µιά φορά ό µπαρµπα-Μιχάλης, ενας λοστρόµος. Σπετσιώτης. « Σ’ ενα τράκο, σ’ Ινα πέσιµο, σέ µιάν έκρηξη, ή πόρτα φρακάρει καί δέν άνοίγει. Νά ’χεις σπίρτα κοντά σου. » Γέλασα. «’Όρσε, µωρέ, µου ’πε καί µέ φασκέλωσε. ∆έ φοβάσαι µωρέ, γιατί δέν έχεις δεί τήν κωλοτρυπίδα του. » Πέθανε στον Πειραιά στό γεροκοµείο, κοιτάζοντας τά σκονισµένα δέντρα. Πέθανε … Κι έγώ θά πεθάνω. Πότε ; ‘Όχι χπόψε. Ή στεριά είναι κοντά. Τήν οσµίζοµαι. ’Έχω άκόµα ταξίδια… Λιµάνια. ∆έ γίνεται άλλιώς. Γυναίκες. Στενά του San Lorenzo, Genova, Hue Bouterie… πού τώρα ζείς µοναχά στό µολύβι του Dignimont24 καί στό νου µου. Στενοί κινέζικοι δρόµοι, πού οί πόρτές σας άνασαίνουν 6πιο καί σκόρδο … Bombay … Σιδερένια κλουβιά γιοµάτα µαύρες πού µυρίζουνε ταύρο. ’Αλγέρι… Σκαλοπάτια της Casbah … Περιµένεις τήν πιστολιά. Rio .. . ‘Όπου καί νά ’ναι. Φτάνει νά φωτίζει τό σταυροδρόµι κόκκινο φως. Στάσου καθώς τότε, βαµµένη µέ σπάτουλα. James Ensor 3 . .. Φράξε τό δρόµο µου. Άν θελήσω νά σύρω —µά δέ θέλω— τούτη τήν κουρτίνα του προσώπου σου, δέ θά βρω τίποτε πίσωθε. Τό ξέρω. Tu viens, cheri? Τσιγάρο; Πάρε. Παίξε στόν άγέρα τή γλώσσα σου 6σο θέλεις. ∆έ θά ‘ρθω µαζί σου. ∆έ θέλω ν’ άνέβω τή γυριστή σκάλα. Ξέρω άπ’ ίλες τις σκάλες ποιό σκαλί λείπει. Ξέρω ποιός τοίχος είναι νά πέσει. Τό κρεβάτι µέ τό σπασµένο ποδάρι, τή βρεγµένη πετσέτα στό καρφί, τήν ξεχειλισµένη λεκάνη µέ τό περµαγκανάτο, πού µου θυµίζει τό βυσσινί του Τίziano, τό στραβοβαλµένο κάδρο στον τοίχο : « Ή θαρραλέα Τιµόκλεια προ του Μακεδόνος ». “Επειτα πώς θά βγάλεις τά παπούτσια, σπρώχνοντας τό ‘να µέ τ’ άλλο δίχως νά σκύψεις. Και στερνά ν’ άκούω κοιτάζοντας τή χαλασµένη ταπετσαρία, κρατώντας τή γαζέτα25 στό χέρι, ν’ άκούω τό σαµατά πού θά κάνει τό σερβιτσάλι στά σκέλια σου. “Οχι. ∆έν άνεβαίνω. Θά ’ρχόµουνα µαζί σου άν είχες αυτό πού χρόνια γυρεύω … ∆ίπλα ή λοξά… Στάσου δξω άπό τήν πόρτα. Πληρώνω νά στέκεσαι άσάλευτη, βουβή, χωρίς ν’ άνασαίνεις. Ξόανο πού λατρεύω. Μή 1 … Κάνε µονάχα πιο πέρα, λίγο, µιά τρίχα, δσο νά περάσει τοΰτο τό άνθρώπινο κουβάρι πού περπατάει µέ τά χέρια πού θυµίζουνε τά πόδια της Καρσάβινα.26 Τ’ είπες ;… Φοβάσαι τό Riccardo ; Πεινάς ; Λές ψέµατα. ∆έ φοβούνται τά σύµβολα. Τά φοβούνται… ∆έν πεινάνε … Βρωµάς ψάρι. Τό ίδιο µυρίζει κι ό σκοτωµένος. Τό θυµάµαι. Στόν Καλαµά ,.. Νά σέ πάρω µαζί µου ; ∆έν ξέρεις τί λές. ‘Αφοΰ πάντα µαζί µου σέ κουβαλάω. Πρωί, µεσηµέρι, στόν ύπνο µου, στή βάρδια, στή σκάτζα. Σ’ έχω µαζί µου προικιό. ’Εσένα κι όλο τούτο τό δρόµο, κι όλους τούς δρόµους καί τήν ψαραγορά καί τούτο τόν άνθρώπινο σωρό πού ’χει γιά κεφάλι τά πισινά του κι αύτή τή σκοτεινή Μητρόπολη πού δέ λειτουργιέται… Giorgione di Castelfranco27… ’Εγώ πού σου ’γδυνα τά µοντέλα. Ό νάνος άπό τήν Καλαβρία … Βρές µου τό πράσινο… ∆ός µου τήν τίντα … Καθάρισε τά πινέλα … Sandro Dato … Μαζί περπατήσαµε στό Firenze, προτού µέ σκοτώσουν οί βαλτοί… Γεώργιος Πέτρος Seurat.4 Τά τρία µεγάλα παιδιά της παλέτας. Είκοσι χρόνια έψαχνα γιά νά ’βρω τό µυστικό του Cezanne.1 Αύγή, µεσηµέρι, δειλινό. Στό Aix, στό Vallon des Lauriers στό Estaque. Μή γελάσεις. Άν τολµήσεις, θά σου σπάσω τό κεφάλι µέ τούτη τήν πένσα. Τό ’βρα στήν Κηφισιά. Μεσάνυχτα. ‘Όπως πας κατά τό Στροφύλι. Άγγισα τή µατιέρα του. Γελάς… Στ’ άχαµνά µου … Χρυσόσκονη στά γένια του Μαγελάνου. Ρίχνεις τά χαρτιά. Μαντεύεις τή µοίρα. Ξηγάς βνειρα … Ξέρεις άπό που θ’ άστράψει πιστόλι, άπό που θά λάµψει µαχαίρι, άπό ποιά µεριά θά συρθεί τό λάσο πού θά µπλέξει τά πόδια σου. Πόδια… Πάλι πόδια … Ά ! … της Μαρινέλλας. Στό δροµάκι Juge du Palais, στά ρεζίλικα. Φαινόταν ένα

Page 56: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

56

κοµµάτι του παλιού λιµανιού κι ό λόφος της Παναγίας. Σέ πήγαιναν γιά πρώτη µετάληψη. Άπό τήν Coutellerie, άπό τή St. Victoret, άπ’ όλους τούς γύρω δρόµους τρέχαν τά « κορίτσια » µισόγυµνα νά σέ καµαρώσουν. Χειµωνιάτικο µεσηµέρι. Μιά σου ’σιαξε τό καπέλο, άλλη τό πέπλο, ή Μιµή τις κορδέλες. Θυµάµαι τά µικρά άτροφικά ποδαράκια σου. Τά ξανάβρα κατόπι στόν ίδιο δρόµο, τό ίδιο άχαµνά, λεκιασµένα καί βασανισµένα άπό άτιµη πείρα, νά κρέµονται στό άµάξι της πολίτσιας, έτσι όπως σέ ρίξανε τή στιγµή πού σέ σκότωσε ό Άνατόλ, µέ τις φαβορίτες καί τό χαλασµένο άπό γροθιές µούτρο. Μαρινέλλα… Οί γυναίκες έχουνε τέσσερα πόδια !… Έ… >ογαριάζω καί τά δικά µου ; ‘Όχι, οί γυναίκες δέν έχουνε… δέν έχουνε πόδια … Παραµιλάς … είσαι άρρωστος … Φοβάσαι… ‘Όχι. Οί άρρωστοι έχουν σηµάδια, πονάνε. Έχω δει άρρώστους. Έχω ξενυχτήσει έξω άπό λεπροκοµεία του Νότου, άπό περιχαρακωµένα χωράφια µέ χολεριασµένους. Λοιµοκαθαρτήρια… Γιά πές µου λοιπόν … Πές µου γιά κείνους πού ‘δανε πρώτη φορά στόν καθρέφτη τό σηµάδι άνάµεσ’ άπό τά µάτια, τις άσπρες πλάκες στόν ούρανίσκο, τις κόκκινες βουλές στό στήθος … Φτάνει… Άνοιξε τά µάτια σου. ‘Όσο τά κλείνεις, βλέπεις µέσα σου καί δέν κάνει. Μέ άνοιχτά βλέπεις µονάχα γύρω σου, ώς µ’ ένα σηµάδι… Σ’ έκεϊνο τό πόρτο της Χιλής µέ τό νίτρο. Τό καρότσι µέ τά παγωτά. Ή γριά µέ τά σκονισµένα τρύπια παπούτσια, πού Ιστορούσανε τό παραµύθι της ατέλειωτης στράτας. ‘Οχι… Άσ’ το γι’ άλλη φορά, µήν τό θυµάσαι. . „ Πέταξε άπό τό φινιστρίνι τούτη τήν καταραµένη µποτίλια, πού ‘ναι γιοµάτη αµαρτία καί άνάµνηση. Λοιπόν, τό µικρό κορίτσι κρατούσε τό φουστάνι τής γριάς καί µέ τ’ άλλο χέρι τό χωνί µέ τό παγωτό. Γαλάζια εύτυχισµένη µερα ! Κονσουέλα. Κοίταξέ µε στά µάτια … ∆έν έχεις. ”Εχεις µονάχα δυό κόκκινες τρύπες. Μά πές µου, άπό που ξεπηδάει τούτ’ ή χαρά πού φωτίζει τό πρόσωπό σου καί τό κάνει νά λάµπει ; … Έ, σύ πού σέρνεις τό άµάξι. Αγοράζω 6λα τά παγωτά σου καί τό άµάξι, καί σένα, ολόκληρη τήν πλατεία, τήν πολιτεία µέ τό νίτρο κι 6λο τόν κόσµο πέρ’ άπό τή θάλασσα καί τ’ άπιθώνω παιχνίδι καί τόπι στά πόδια της. “Αν είδε ποτέ τά χρώµατα καί τά θυµηθεί, θά λυπάται… « ∆ός της τά χρώµατα. » Μά δέ βλέπει… Ποιός µίλησε ; « ∆ός της τά µάτια σου γιά νά δει. “Ο,τι είναι δικό σου µπορείς µονάχα νά δώσεις. “Οσο φτάνει τό µάτι σου, 6σο µπορείς νά χαϊδέψεις, ν’ άκούσεις… Τά παραπέρα είναι ξένα καί δέν τά ορίζεις. Μ’ άκους ;… » > Ναι… Νά πεθάνω άν τό ζητήσει. Μπροστά της. « Είπα … ∆ώσε µονάχα τά µάτια σου. » Μά… Νά πάρει ό διάολος … Παρακούω χειρότερα άπό νά ‘χα πιει άσπρη … Νά ’ρχόταν ένας νά µου πέταγε ενα µπουγέλο νερό στό κεφάλι. Νά ‘ µπαίνε µιά θάλασσα νά µέ βρέξει, νά σωπάσει καί τούτος ό γρύλος, πού σάν ήλεκτρικό µατικάπι28 σκίζει τή λαµαρίνα του κεφαλιού µου. Πουθε µπήκε ; ‘Έψαξα βλες τις γωνιές του άσυρµάτου, τό ταβάνι, τις τρύπες, τό ράφι µέ τά βιβλία. ΤΗρθε µέ τά στόρια του καραβιού29, κάπου χωµένος στά λαχανικά ; Μαζί µέ τούς σκορπιούς στό Colombo ;. .. Τούς σκοτώσαµε τούς σκορπιούς, µά τούτο δώ τό άθώρητο θεριό δέν µπορώ νά τό βρω, νά τό πιάσω, κι όµως είναι κοντά µου, δίπλα µου, άπάνω µου> µέσα µου … Στήν άρχή µέ διασκέδαζε. Μου θύµιζε καλοκαιριάτικη νύχτα. Θηµωνιές, θυµάρι καί ρίγανη. Χόρτο κοµµένο. Σταύλους πού κοιµούνται καµατερά. Τήν πρώτη µέρα. Μά τώρα κατάλαβα πώς µπορεί νά µου σαλέψει. Βλάκα … “Όποιος γεννήθηκε τρελός, δέν έχει νά φοβαται. Ά, νά τη … ή τρελή στά χαλάσµατα του παλιού λιµανιού … Ή Lily 1 Μόλις τέλειωσε ό πόλεµος. Στή Μαρσίλια. “Ολη ή δεξιά µεριά άπό τό ∆ηµαρχείο ίσαµε τό κάστρο τ’ Άη Γιάννη ήτανε ρηµαδιασµένη άπό τά γερµανικά κανόνια. Κάτι κοκότες καθόντάυσαν µέ τό ’να πόδι πάνω στ’ άλλο στά καφενεία της Καναµπιέρας. “Ολες καινούργιες. Μοιάζανε πολύ µέ τις µανάδες τους. Τότε κατάλαβα πώς είχα γεράσει. Μόλις νύχτωσε, µπήκα

Page 57: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

57

σάν κλέφτης στήν Coutellerie. Εκατό µέτρα πιό πέρα αρχίζανε τά χαλάσµατα. Βρήκα τόν Πεγκλή. Φορούσε τό ίδιο µπερέ, όπως πρίν του πολέµου. Πούλαγε ποτά σέ µιά τρύπα. — Που ’ν’ οί κοπέλες ; του ‘πα. — Τρέχα γύρευε… Τις φορτώσανε στά κάρα καί τις κάνανε σαπούνι στή Γερµανία… Χαρά στήν τύχη του, πού πλύθηκε µέ τέτοιο σαπούνι. Καµιά δέν έµεινε. — Καµιά ! Σκούπισε τόν πάγκο µέ µιά πατσαβούρα : —”Εµεινε µιά — καλύτερα νά µήν έµενε. — Ποιά ; —Ή Lily ! — Που είναι ; Πές µου. —Άµα σκοτεινιάσει καλά, πέρνα τή στοά της ∆ηµαρχίας κι έµπα στά χαλασµένα. ∆έν έχεις φόβο. ∆έν πατάει κανένας. Θά τή βρεις έκεΐ πέρα νά ψάχνει τις πέτρες. — Γιατί ; — Μωρέ, κάτι ερωτήσεις… Βαλτός είσαι ; Είναι τρελή σου λέω. Παράτα µε, γιατί πλάκωσε δουλειά (µπήκανε κάτι Άράπηδες) κι έλα νά φαµε µαζί αύριο. Άντε … Τά ίδια σκατά είσαι… δέν, άλλαξες καθόλου… Καλό µπέρδεµα … καί πρόσεξε νά µή σέ δαγκάσει. 1 Τό λούκι, γύρω γύρω στό κατάστρωµα γιά νά τρέχουν τά νερά. 2 Σέ έπιφυλακή. 3 ”Ενωση, ραφή. 4 £ει?ές άπό χοντρά καρφιά πού ένώνουνε τΙς σιδερένιες έπενδύσεις. 5 Μιά µακριά σφυριξιά : στρέφω δεξιά. 6 All starboard : 6λο δεξιά. 7 Χωριό της Κεφαλλονιας. 8 2 ττΤ : σήµα άσφαλείας. 9 As : περίµενε. 10 QEX : θά σέ χαλέσω. lot 11 Μουσικό κοµµάτι του Ravel. 12 Μαΐδανός. 13 Νά σου κάµω τό τραπέζι. 14 Κατάρα κεφαλλονίτικη.

Page 58: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

58

15 ∆ιπλά. 16 Μαύρο κοράλλι. 17 Μικρές γουρουνες. 18 Κοιµήσου σάν ξύλο. 19 ’Όψη. 20 Πράσινη σαύρα. Στά κοµµάτια. 21 Μαντήλι χρώµα χακί (του καπνού). 22 Προµηθευτής τροφίµων. ΙΙΟ Stateroom : καµπίνα πολυτελείας. 23 Ναυτικοί χάρτες. 24 Γάλλος ζωγράφος. 25 Εφηµερίδα. 26 Ρωσίδα χορεύτρια. 27 Ίταλ& ς ζωγράφος. 28 Τρυπάνι. 29 Στόρια : τά εϊδη τής τροφοδοσίας.

Page 59: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

59

ιι8 Chagall: Cimetiere Σκόνταψα στις πέτρες. Βούτηξα στίς λάσπες. Γλίστρησα κάνα δυό φορές κι έπεσα κάτου. Που καί που στεκόµουν καί κοιτούσα ένα γύρο. Άν έκεΐνες οι πέτρες µπορούσανε νά µιλήσουν! Πόση δύναµη, άπό τότε πού ‘ρθαν οί Φωκιανοί, είχε ποτίσει κείνο τό χώµα! Είδα ξαφνικά ν’ άνάβουνε τά φώτα, όπως τότε. Τή γέφυρα νά µπαίνει στή θέση της. Τις πόρτες ν’ άνοιγοκλείνουν. Άκουσα τούς βραχνούς δίσκους µέ τά τραγούδια του 1929. Μέ χάιδεψε ή Pompeia του Piver. Άκουσα τό κρίκ-κράκ πού κάνανε τά καλαµένια στόρια µέ τά κορέλια ‘, στίς µπυραρίες. Τέτοιαν ώρα, πρίν του πολέµου … Είδα κείνο τό δόκιµο του « Αργοναύτη », δεκάξι χρονώ, µ’ ένα κασκέτο τριεστίνικο, κρατώντας τά λεφτά στό χέρι νά µήν τά χάσει. Μιά γυναίκα τόν τράβηξε µαλακά : « Άσε τά λεφτά σου σ’ ένα µέρος (ξεχώρισε ένα τάληρο καί τό ’κρύψε σ’ ένα συρτάρι). Άν θέλεις κατόπι, µου δίνεις ένα φράγκο. » ∆έ θυµαται τ’ δνοµά της. Θυµαται µονάχα πώς κόπηκε. ’Εκείνη ταράχτηκε περισσότερο. “Εκανε δ,τι µπορούσε νά σταµατήσει τό αίµα. Τόν πηγε ώς τή γωνιά του δρόµου. « Π’ές δυό παστίς, του ’πε, καί µή φοβασαι. “Ολοι τό παθαίνουν. » Άνοιξα τά µάτια µου κι είδα τά ερείπια. Σκόνταψα πάλι, µά βχι σέ πέτρα : — Qu’est ce que tu veux ? -Toi. — Va-t-en. — Lily. — Laisse-moi tranquille. — Κανέλα. “Ετσι τή λέγαµε οί Ρωµιοί, γιά τά καφετιά µαλλιά της. Τά πόδια της είχανε τό πιό κρύο λευκό χρώµα πού είδα ποτέ µου. Κίνησε νά φύγει. Τής άρπαξα τό χέρι. Άρχισε νά φωνάζει : « Police . .. Police …» Τήν παράτησα. — Συνάντησα τάν Προσπέρ, της φώναξα καθώς έφευγε. Στή Νουµέα. Σταµάτησε. Είδα τά µάτια της νά γυαλίζουνε, τά χέρια της νά σαλεύουνε παρακαλεστικά. ΤΗρθε κοντά µου. — Dis moi vite. Που είναι ; — Βγήκε άπά τά κάτεργο. Έχει µαγαζί. Ρωτούσε 6λο γιά σένα. Μου ‘πε νά ‘ρθω νά σέ βρω. — Παντρεύτηκε ; Ή φω^’ή της έτρεµε. — Μπά. Άφοΰ σου λέω θά ’ρθει. Μόλις πάρει τήν άδεια. Πές µου, Lily, πώς έγινε τά κακό εδώ πέρα, πώς τά ρίξανε ; Μ’ έκοψε. —’Υπόφερε ; Έχει γεράσει ; —’Όπως τάν ήξερες. — Τά χέρια του έχουνε σηµάδια άπά τις άλυσίδες ; Πονάνε ; (Θυµήθηκα τά ξύλο πού της είχανε δώσει κεΐνα τά χέρια, τά λεφτά πού της είχανε πάρει, τά µαλλιά πού της. είχανε ξεριζώσει.) ’Έχει τά δόντια του ;… τά µαλλιά του ; — Θηρίο, σου λέω. — ∆έ σέ πιστεύω. Σου ‘δωσε κανένα θυµητικό νά µου δώσεις ; Ξεκούµπωσα τά πουκάµισό µου κι έβγαλα, µέ τήν παραµάνα µαζί, άπό τή φανέλα µου, µιά µικρή µεντάγια πλακέ, της Παναγίας. Τήν άλυσίδα τήν είχα πουλήσει στήν Κατοχή. Τής τό ’δωσα. Τό ’φερε στά χείλη καί τό πάτησε µέ τήν παλάµη. Κείνη τή στιγµή •έπαψα νά ’χω τύψεις, νά λυπαµαι γιά τά

Page 60: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

60

ψέµατα πού της είπα. Κάθησε σέ µιά πέτρα. Έγώ σέ µιάν άλλη άντίκρυ. Τά πόδια της σκοτώνανε τό σκοτάδι. Κάναµε πολλήν ώρα νά µιλήσουµε. — Veux tu faire 1’ amour avec moi? — … Θέλω κάτι νά σέ ρωτήσω. —‘0,τι θέλεις. — Πώς έγινε τούτος 6 χαλασµός ; Πώς τά ρίξανε ; — Νά… Κείνη τή νύχτα κοιµόµουνα µ’ έναν Άράπη. Μας ξυπνήσανε τά µεγάφωνα : Νά πάρουµε µιας µέρας ψωµί καί νά κατεβοΰµε στό δρόµο. Έκεΐ νά δεις µπλόκο ! Άπό κάθε γωνιά πρόβαινε κανόνι, πολυβόλο καί τουφέκι. Είµαστε τέσσαρες χιλιάδες. Έκεΐ νά δεις µπέρδεµα. Κατέβαιναν οί γυναίκες άχτένιστες, άπλυτες, άλαλιασµένες καί σκουντούφλαγαν πάνω στούς άγαπητικούς xoCt στους πούστηδες. ∆υό Σπανιόλοι τερορίστες πού κρύβονταν, πετάξανε τά µυαλά τους, γιά νά µήν πέσουν στά χέρια της Γκεστάπο. Κι Ινας δικός σας. Είδα τήν παλιότερη πατρόνα, τή madame Melanie, νά πετάει τά χρυσαφικά της στό δρόµο κι έπειτα νά πέφτει άπό τό τρίτο πάτωµα. “Ισαµε πού νά βραδιάσει διαλέγανε. Άλλους φορτώσανε γιά τή Baumet, γιά τό Frejus, γιά στρατόπεδα κι άλλους γιά τουφέκι. ‘Όταν άδειασε ή συνοικία, άρχισε τό κανονίδι. ∆έκα µέρες ρίχνανε. Αφήσανε τό τετράγωνο κείνο κεΐ πέρα, γιατ’ είχε κάνα δυό παλάτια του παλιού καιρού. ∆έ ρίξανε καί τούτο τό κωδωνοστάσι. Ούτε τό Chateau du Roi Rene. ∆έ φταίνε κείνοι οι κερατάδες, φταίνε οί δικοί µας πού τούς βάλανε. — Κι οί γυναίκες ; — Τις σκορπίσανε σέ καντίνες, σέ στρατόπεδα. Άλλες πεθάναν άπό τήν κακοπέραση. Καµιά δέ γύρισε. —’ Η Κατίνα … Τί γίνηκε ; Τινάχτηκε. -‘· Bonsoir, Nico. — Πές µου γιά τήν Κατίνα… Θά ξαναπάω στή Νουµέα… ‘Η φωνή της έγινε τραχιά. — Γιατί µέ ρωτάς ; ∆έ φταίω. Τής έδωσα τσιγάρο. Είχε νά καπνίσει πολλήν ώρα. Τής πή-. ρα τά χέρια καί τά χάιδεψα. Άρχισε νά κλαίει. Τήν έπιασα µέ τά παρακάλια. Μαλάκωσε κι άρχισε. —’Η Κατίνα… Τήν άγαπουσες. Θυµάµαι… Μέ τόν πόλεµο, είχε τό µαγαζί έδώ παραπέρα. ∆ούλευα µαζί της. “Εκρυβε κάτι Ρωµιούς, πού τούς κυνηγοΰσαν γιά πολιτικά. Τά ‘χα µ’ ένα Γερµανό καί του τά ‘τρωγα. “Ο,τι µυστικά τους µάθαινα, τά ‘λεγα τής Κατίνας. Μιά νύχτα, µόλις κλείσαµε, κίνησα νά φύγω άπό τήν πίσω πόρτα. ‘Η Κατίνα δέ µ’ άφησε. Κλείδωσε καί µ’ έσυρε στήν κουζίνα. “Ητανε µεθυσµένη. Του φόβου … Τά µαύρα της µάτια … Τά µαλλιά της… Άξιζε νά τήν άγαπάς … Μ’ άρπαξε άπό τά µαλλιά καί µ’ έριξε κάτου στις πλάκες. Βαστοΰσε τό µπαλτά πού ’κοβε τό κρέας και τόν άνέµιζε πάνου άπό τό κεφάλι µου … Madonna mia … Μέ σήκωσε καί µέ κόλλησε στόν τοίχο. « — Νά µετρηθούµε, µωρή, µου λέει. Σά γυναίκες, όχι σά ρουφιάνες. « —’Άφησέ µε. Γιατί µέ παιδεύέις ; Πές µου τί έκανα ; « — Κάνεις νερά, µου ‘πε. Πιάσανε τό πρωί τό Μαθιό, µόλις βγήκε άπό τούτη τήν πόρτα. Έσύ τόν πρόδωσες. Οΰτε τό σταυρό σου µήν κάνεις. Θά σέ σφάξω σάν άρνί καί θά σέ πετάξω στόν υπόνοµο της γωνιάς. » Χτύπησε ή πόρτα µέ ράχη πιστολιού. Σιαχτήκαµε καί άνοιξε. ΤΗταν ό Χάνς, ό φίλος µου. Μέ πηρε καί φύγαµε. Τήν άλλη µέρα, τήν πιάσανε. Πέρασε δίπλα µου δεµένη. Μ’ έφτυσε… Νικόλα … Ή φωνή της είχε πάρει µιά κάτου νότα τροµαχτική, σά νά ’βγαίνε άπό τρύπα, άπό πολλές

Page 61: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

61

τρύπες… — Νικόλα… (Σήκωσε µιά πέτρα κάτωθε καί τή φίλησε). Σέ τούτα τά χαλάσµατα πού γεννήθηκα, πού ξεσχίστηκα, πού θά πεθάνω … ∆έν τήν πρόδωσα τήν Κατίνα. . Στή ζωή του Προσπέρ … Κάποιος άλλος. ‘Άρχισε νά ψιχαλίζει. Ση::ώθηκα. Είχε τό κεφάλι στά γόνατα. Θέλησα νά τή βοηθήσω νά σηκωθεί. —’Όχι. Θά µείνω δώ πέρα. Πότε θά σέ ξαναδώ ; • — Μά… δταν γυρίσω. Σέ λίγους µήνες. Που νά σέ ζητήσω; —Έδώ. ’Ακριβώς σέ τούτη τήν πέτρα. Νά. Βάλε σηµάδι. Λοξά µέ τό κωδωνοστάσι. Έδώ στή Rue de la Prison. ∆έ θυµάσαι ; Έδώ πού κάθοµαι, ήτανε τό σκαλοπάτι του µαγαζιού του Προσπέρ, τό σκαλοπάτι πού πέσανε τρεις, ο ένας πίσω άπ’ τόν άλλο, άπό τό λεπίδι του. Μά είχε δίκιο. Νά του πεις πώς τόν περιµένω … Έδώ. Καλό ταξίδι, Νικόλα. Θά περιµένω. Ξαναπηγα πολλές φορές στή Μαρσίλια. ∆έ ζήτησα νά τή δώ. ^Αρχισαν νά σκάβουν καί νά θεµελιώνουν. Ξέθαψαν κι ένα ιερό του ’Απόλλωνα. Γιαπιά, σιδεροδοκοί, τσιµέντα. ‘Όταν σώθηκε ό φρέσκος άσβέστης, σέ µιά καρούτα, οί χτίστες βρήκανε µιά γυναίκα στον πάτο, καµένη. Μιά γυναίκα πού κάποτε τά πόδια της ήτανε πιο λευκά κι άπό τόν ασβέστη … Οί γυναίκες. ∆εκατεσσάρω χρονώ. Κι αύτές πού θά γίνουν κατόπι οί χειρότερες πόρνες κι αύτές πού θά κυλιστουνε σέ βρώµικα σεντόνια, στούς δρόµους, στά πάρκα, κάτου άπό γέφυρες, στά όρθια πορνεία, µέ τό λουρί δεµένο στό γόνατο καί τη θηλιά του στόν ώµο, στίς έκκλησιές, στά Calvaires.1 Καί κείνες πού δέν κυλιστήκανε καί δέν είναι πιά δεκατεσσάρω, πού δέ θά πέσουνε ποτέ τους µέ άντρες, πού δέ θά σκεφτοΰνε τή µοιχεία, τό δόλο, την προδοσία, πού δέ θά λερωθούνε ποτέ τους, είναι άγιες όλες, ευλογηµένες. ’Ανθή … Πρέπει νά ’χεις άγιάσει… “Εχεις προσέξει, σου ’πα µιά νύχτα, εναν κοντό κακοντυµένο µεσόκοπο πού πουλάει στραγάλια καί ξηµεροβραδιάζεται κοιτάζοντας τό παράθυρό σου ; — Ναί. “Ενα χρόνο καί παραπάνω. Τί νά γυρεύει ; — Τή χάρη σου. Φώναξέ τον µιά νύχτα στήν κάµαρά σου. — Είσαι τρελός. Τί θέλει άπό µένα ; — Τήν παλικαριά σου. — Είσαι πρόστυχος. Προσπάθησα πάντα νά µήν πάω κόντρα στό κέφι µου. Θά βρωµάει… —’Ακόµα καλύτερα. Περίµενα νά θυµώσει. Τήν είδα νά σκοτεινιάζει, νά σκέφτεται. Μετάνιωσα. ∆έν ξανάδα κείνον τόν άνθρωπο. Χάθηκε. ∆έν ξαναπηγα στό σπίτι της. Άνθή … δέ γίνεται άλλιώς. Κι έπειτα λέµε παλικάρια κείνους πού δέ φοβούνται τό θάνατο. Νά ’τανε, λέει, µιά γυναίκα στό ψαρόλαδο βαφτισµένη. Βαµµένα τά βρεχάµενά της µοράβια. Καλαφατισµένη µέ πίσσα. Τό σάλιο της άλµυρό. Τά µαλλιά της φύκια, πλοκάµια τά χέρια της. Νερένια τά µάτια της. Τά ποδάρια της … 6χι νά µήν έχει. Έτσι όπως έκείνη στή γυάλα του Άκουάριουµ, στήν … ‘Όχι. Πουθενά. Μονάχα στόν ύπνο µου. Νά τή λένε Θαλασσινή. Νά µιλάει τή γλώσσα πού µιλάνε τά ψάρια. Τά ποδάρια της µηχανής σταµατήσανε. “Ενα µάτσο σίδερα λαδωµένα. Νά τρακαίρναµε … Νά πέφταµε βξω … Τά παµε τά καράβια ή µας πανε ; Τά λένε « σίδερα », λαµαρίνες … ‘Υπάρχουν καράβια µ’ άρσενικό 6νοµα κι είναι θηλυκά καί τό άνάποδο. Είναι κάτι άλλα, πού σέ µισούν άπό τήν πρώτη στιγµή πού πατας τό ποδάρι σου άπάνω τους, σέ διώχνουν, σέ

Page 62: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

62

σπρώχνουν, σκοντάφτειες στούς αύλούς στά κρουζέτα 2, κι άλλα πού σέ θέλουνε, σέ κάνουνε βίδα τους, καρφί καί σκαρµό τους. Σταντάρδο.3 Σίδερα. Χαρά στο πράµα ! Νά βάλεις µιά δεκάρα στήν µπάντα καί νά τά µουτζώσεις γιά πάντα. Νά µήν κατεβαίνεις στό γιαλό. Νά µήν τά θυµασαι… “Οµως ποιός είδε πιό άνοιχτές πληγές άπ’ αύτές της σκουριάς στά πλευρά τους ή της παλιωµένης µοράβιας ; Ποιός άκουσε πιό άνθρώπινο κλάµα άπό τούτο της τσιµινιέρας πού µαρκαλίζει τήν οµίχλη, ή άπό κείνο πού λαχαίνει σέ θύελλα, χωρίς κανένα χέρι νά σύρει τό σύρµα της σφυρίχτρας ; Νά σκούζει µονάχη της, καθώς παντρεύεται µέ τόν άνεµο… ∆υό µάτια. Πράσινο τό ‘να, σµαράγδι. Τ’ άλλο κόκκινο, ρουµπίνι. Τά λένε πλευρικά. Φώτα γραµµής. Είναι µάτια. Τά καράβια δέν τά παµε. Μας πανε. Ζαλίστηκα. Έτσι βπως τότε παιδί, πού µ’ έπιανε ή θάλασσα. Τί άτιµο πράµα ή ναυτία… Ξερατό, χολές. Γίνεσαι µπαίγνιο, κουρέλι. Τίποτ’ άλλο δέ σκέφτεσαι, παρά πώς θά ξεµπαρκάρεις, µόλις φτάσεις στό πρώτο λιµάνι. Έφτασες ; Τά ξεχνάς όλα καί ξαναφεύγεις. ‘Αρχίζεις νά συνηθας. Νοµίζεις. ∆έ σέ ζαλίζει πιά τό πότζι, µά σέ χαλάει2 τό σκαµπανέβασµα. Πάει κι αύτό. Σου µένει νά συνηθίσεις τώρα δταν σκαµπανεβάρει καί ποτζάρει µαζί. Είσαι νέτα. Κάνεις άχταρµά.3 ’Αλλάζεις καράβι. Πρέπει νά µάθεις τά κουνήµατα του καινούργιου. Κάθε καράβι έχει τά δικά του. “Ενας φορτηγίσος ζαλίζεται σ’ ένα ποστάλι. Παράξενη άρρώστια. Φάρµακο… ή στεριά. Οί κουφοί, εκείνοι πού ‘χουνε χάσει τήν βσφρηση, δέ ζαλίζονται. Μήτε οί τρελοί. Θυµαµαι κάποιο βουνίσιο, πού ‘βλεπε τή θάλασσα καί τήν ταξίδευε γιά πρώτη φορά. Άπό τό Βόλο γιά τήν Καβάλα. Χιονιάς µέ κατεβασές. Ή « Κασσάνδρα » ξέρναγε φίδια. “Ολος ό κόσµος ψαθί. Ό βλάχος είχε άνοίξει τό ταγάρι καί φαρµάκωνε ένα κοτόπουλρ. — ∆έ ζαλίζεσαι, µπάρµπα ; του λέω. — ∆ηλαδή ; — Νά, έτσι πού κουνάει, δέ σέ χαλάει ; — Καί τό µουλάρι κουνάει µ’ άποκρίθηκε. Έβαλα στοίχηµα µέ τό λογιστή πώς θά κάνω τό γέρο νά ζαλιστεί. “Οσο κούναγε, τόσο κι έτρωγε. — ∆έ µου λές, γέρο. Τό βουνό κουνάει, γιά τό νερό ; Έµεινε πολλήν ώρα κοιτάζοντας µιά τή στεριά µιά τή θάλασσα. “Επειτα ξέρασε. « — Κι έσύ ζαλίζεσαι ! » — Ποιος µίλησε ; Φοβάµαι. Είναι µιά φωνή πού τήν ξέρω, τή θυµάµαι… Τήν έχω καί λίγο πρίν άκούσει κάνα δυδ φορές. ‘Όµως δέν είναι κανενδς άπδ τούτους έδώ τούς θαλασσινούς πού ταξιδεύω µαζί τους. — Ποιός µίλησε ; — Λοιπόν, έσύ πού κάνεις, άµα θέλεις, τούς έπιβάτες νά ζαλίζουνται, πού ’χεις είκοσι χρόνια στή θάλασσα, πού πέρασες είκοσι φορές τή λίνια1 πάνου κάτου, πές µου : Άπδ ποιά µεριά του κορµιού σου κοιµάσαι ; — Τή µισή νύχτα δεξιά, τήν άλλη άριστερά. — Στήν τρικυµία ; —Ανάσκελα. — All right… Όµολογεΐς πώς ζαλίζεσαι. Καί τώρα πές µου τήν ιστορία της Marie Laure. — Ποιός είσαι ; ∆έ σέ βλέπω … — Μή σέ νοιάζει. Πές µου … —”Ασε µε νά καθήσω.

Page 63: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

63

—’Όχι. Καί µήν άκουµπήσεις πάνω µου, γιατί µέ λερώνεις. Λέγε. — Marie Laure … ∆έ θυµαµαι… παραµέρισε … θέλω νά φύγω, νυστάζω. —’Έχεις νά κοιµάσαι στο πόρτο δώδεκα µέρες, άφου µπορείς καί κοιµάσαι. Λέγε. —’Όχι άπόψε. —’ Ακούω. — ∆έ θυµάµαι. — Λέγε. — Ναί… Στάσου … Λές γιά κείνη τή µικρή Γαλλίδα στο Bandol. Τήν ξανθιά, πού δέ βαφότανε, πού δέν έπαιζε στή ρουλέτα, πού καθόταν ξαπλωµένη στή βεράντα του φτηνού ξενοδοχείου. Έ … γι’ αύτή ; … ∆έν ξέρω … ∆έν τήν ξανάδα … Μή µέ. τραντάζεις έτσι… ∆έν τήν άγαπουσα. Στή θάλασσα πού ταξιδεύω. ∆έν … Έγώ µονάχα τή θάλασσα … — Ούτε τό κορµί σου δέν άγαπας. Έσύ … Λές έγώ, καί γιοµίζει τό στόµα σου. Ταξιδεύεις γιατί φοβάσαι τή στεριά. Πας µέ τις πόρνες, γιατ’ είσαι δειλός. Νίκησες άπό άνάγκη τήν £ηδία. Είσαι γιοµάτος tatoo. Μασκαριλίκια. ∆έν τά κέντησες άπό θαλασσινή πίστη. “Ολοι σταµπάρουνται µεθυσµένοι καί µετανιώνουν, έσύ πήγες ξεµέθυστος. Τά ’βαλές γιά νά µπορείς νά τά δείχνεις. Μόστρα. Είσ’ έτοιµος κάθε στιγµή νά κάνεις τουµπες γιά νά γελάσουν οί άλλοι. Είσαι πιό φτηνός κι άπό … — Πάψε. Φτάνει. Νά σου πώ γιά τή Γκρετσίτα, τήν Όράγια, τήν… — Marie Laure ! — Τό µαντήλι µου. — Πάρ’το. — ∆ός µου τή µποτίλια. — Είναι σπασµένη. Άµα τελειώσεις, θά σου δώσω ένα γυαλί. Καταλαβαίνεις. —Έ … ∆ός µου τσιγάρο. — Σκάσαν άπό τήν υγρασία. Σκόρπισε ό καπνός τους. — Καλά. Λοιπόν άκου : Θυµάµαι µονάχα τά µάτια της. Aqua marina. Τά πιό άθώα πού άξιώθηκα νά δώ. Φύλαγα κείνο τό χειµώνα ένα κότερο στό Bandol. Μου ‘πε πώς δούλευε άπό έφτά χρονώ σέ τσίρκο, πώς είχε βγάλει τά πόδια της καί δέν µπορούσε πιά ν’ άνεβαίνει στό σύρµα. ∆ούλευε τρείς µήνες τό χρόνο στά καµπαρέ της Ανατολής. Μιά σταλιά. “Ισαµε είκοσι χρονώ. Ναί, τήν άγάπησα. Τής είπα νά παντρευτούµε. Γέλασε παράξενα καί µου ‘πε : « — Θά τό δεχόµουνα. ^Μά κάποιος θά βρεθεί καµιά φορά νά γελάσει γιά λογαριασµό σου. « — ∆έ θά σέ ρωτήσω τίποτα περασµένο. Ακόµα καί σέ ” σπίτι ” νά δούλεψες, δέ µέ νοιάζει. » Μέ κοίταξε τροµαγµένη. « — Είναι κάτι χειρότερο. Χίλιες φορές πιό κακό. ∆έ γίνεται νά σ’ τό πώ. » Προσπάθησα νά τήν πείσω πώς τίποτα δέ θά µπορούσε νά µέ τροµάξει. Τά µεσάνυχτα τήν έφερα στά στενά. Φτάσαµε στό κρεβάτι. Ξαφνικά σηκώθηκε καί µ’ έσπρωξε. « — Φύγε. Νά µή σέ ξαναδώ. Χάσου. » Είχα άκούσει κι ήξερα, πώς οί περισσότερες γυναίκες κάνουν έτσι, κείνη τήν ώρα. Άµα κάµεις πίσω, σέ µουτζώνουνε, σέ λένε βλάκα καί σέ σιχαίνονται. Τήν έσυρα στό κρεβάτι. Τότε τράβηξε κάτου άπό τό προσκέφαλο ένα πιστόλι, σάν άγιοβασιλιάτικο. « — Θά σου ρίξω καί τις έξι. » Κόλπο µέ πιστόλι δέν τό ‘χα άκούσει. ∆έν τό φοβήθηκα. Τά µάτια της µέ τρόµαξαν. « — Μιά λέξη … µιά λέξη νά σου πώ. » Τή βαστοΰσα σφιχτά. Λευτερώθηκε. Άκουσα ένα τσάφ καί µιά σφαίρα σφύριξε δίπλα στ’ αύτί µου καί χώθηκε στόν τοίχο. Τό άλλο της χέρι µου ‘δειχνε τήν πόρτα. Τό στήθος της

Page 64: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

64

όλότελα ξέσκεπο. Βγήκα στή σκάλα. Κοντοστάθηκα. Μιά λουρίδα φώς έφεγγε άπό τή µισάνοιχτη πόρτα. Άκουσα τή φωνή της χαµηλή, πονεµένη .. « — Good luck … God bless you …» Άκουσα τήν πόρτα νά κλείνει προσεχτικά. Πόσες πόρτες … Σέ φτάνει. Τά παρακάτω δέ λέγονται. — Είπα τέλειωνε. — Τότε σήκωσέ µε καί φέρε µε στήν πόρτα γιά λίγο … Ν’ άνασάνω. Είχε ξηµερώσει. Τό πούσι σπασµένο. “Ολα στάζανε. Τ’ άστρα φευγάτα. “Ενα µονάχα τρεµόπαιζε. Άκούµπαγε στή γαλέτα1 καί κατόπι µάκραινε. ’Αριστερά ξάνοιγε ή στεριά της Κίνας. — Λοιπόν τό µισό κρίµα δικό σου κι άπάνω σου. Στά πέντε χρόνια, τήν είχα ξεχάσει. Όλότελα. ∆έ µου ‘µενε ούτε σά φαγούρα µαχαιριάς σέ καιρό νοτερό. Ούτε σάν δνοµα. “Ενα χρόνο πρίν του πολέµου, ξεφορτώναµε ξυλεία στό Mex. Τό πρώτο βράδυ ήρθε ό παλιός µου φίλος ό Χασάν µέ τήν καρότσα του. « — Που πάει παραφέντη ; « — Στους σταύλους. — Ντροπής … Μαφίς’ … Πάµε µαυρούκα, έχει καλό … « — Στους σταύλους, Χασάν. » Τραβήξαµε γιά τό κανάλι της Μαχµουντία. “Ητανε τότε τό ακριβότερο θέαµα της ’Αλεξάνδρειας. Μιά λίρα. Τώρα δέν ύπάρχουν οί σταΰλοι. Φτάσαµε. Κοπριά κεντούσε τή µύτη. Τό άµάξι στάθηκε παραπέρα. Μπήκα µέ σινιάλο. ∆υό τρεις γριές τουρίστες, ένα κορίτσι µέ πανάδες στά µάγουλα καί δυό ξένοι ναυτικοί µέ στολή, στέκονταν όλοι ϋρθιοι. Στή µέση του σταύλου ήταν µιά πίστα τριγυρισµένη µέ κάγκελα. “Ενας άράπης µέ βρώµικη κελεµπία πουλουσε φωτογραφίες καί τσιγάρα µέ χασίς. Άλλος µάζευε τις λίρες. ∆υό φέρανε σέρνοντας Ινα γαϊδούρι του Νείλου άχαµνό, πιασµένο Αύγουστο µήνα καί τ’ άφήσανε στή µέση της πίστας. Μιά γυναίκα πήδησε µέ χάρη τό κάγκελο καί µπήκε. Φορούσε κιµονό µαΰρο, µέ πουλιά κόκκινα κεντηµένα. Ανοιχτό άπό πάνω ΐσαµε κάτω … ∆έν µπορώ άλλο. Ξαναγύρισε αύριο, καί θά σου τελειώσω. — Go on, dirty mate. — Τότε ή Marie Laure στάθηκε κατάφατσα στό ήµερο ζώο καί του χάιδεψε άπαλά τό κεφάλι. Οί γριές κοιτούσανε προσεχτικά κάθε λεπτοµέρεια µέ τά φασαµαίν. Τό κορίτσι έβαλε τις παλάµες στά µάτια καί τραβήχτηκε ξεφωνίζοντας. Οί δυό ναυτικοί γελούσαν. « — Χαβάγκα !. .. µου φώναξ’ ένας άράπης, Μήν πετας χάµω τό τσιγάρο σου, θά πιάσει φωτιά ό σανός. » Ένα καµπανάκι χτύπησε γλυκά. « — Χασάν … πάρε άπό πίσω κείνο τό άµάξι. Μήν τό χάσεις καθόλου. Θά ‘χεις διπλό µπαξίς. » Τό καµουτσί κροτάλισε. Μπήκαµε στά στενά. Περάσαµε τήν Κινένα. Οί γυναίκες µάς κουνούσανε τις κοιλιές τους φωνάζοντας : « Ούάχατ σελίν ». Είδαµε τά φώτα του Ramleh. Σταµατήσαµε σ’ ένα κέντρο της Κορνίς. Ό Χασάν δέ θέλησε νά φύγει. « Παραφέντη άρρωστο … Λά, λά φιλούς4… Έγώ περιµένω µέχρι µπόκρα 2 ». Εκείνη κάθησε σ’ ένα ψηλά κάθισµα, µέ γυρισµένες τΙς πλάτες σέ µένα. Σέ µισή ώρα ήπιε πέντε ούίσκυ χωρίς σόδα. Έγώ άλλα τόσα. Έκανα νόηµα του γκαρσονιού. Χαµογέλασε ειρωνικά. « — Περίµενε νά παραδώσω καί σέ πάω έγώ κάπου καλύτερα. « — Τούτη θέλω. « —Άκου, πατριώτη … δέ σιχαίνεσαι ;

Page 65: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

65

« —Άν µπορείς. Άν 8χι… « — Καλά. Περίµενε. » Μου τήν παράδωσε στά άµάξι. Πήγαµε στήν κάµαρά της, στά Sporting. ‘Όταν βρεθήκαµε κατάφατσα, είπα δυνατά Ινα στίχο πού κάποτε µου ‘χε πεί πώς της φέρνει άηδία. (( J’ai une pitie immense pour les coutures de son ventre. » « — Marie Laure . .. Θυµήσου τήν πιστολιά στά Bandol…» Είδα τά µάτια της νά µεγαλώνουν … Aqua marina… Νά γίνουνται θάλασσα, βυθάς καί νά πνίγοµαι µέσα τους. Έξω περίµενε ό Χασάν. « — Μπαµπούρ.5 « —Έιουά. » 6 Έµαθα πώς έ’πειτα άπά δυά µήνες τή βρήκανε κρεµασµένη άπά τήν καλτσοδέτα της, σ’ ένα φτηνά ξενοδοχείο στά Bandol. —Έσύ, γιατί δέν κρεµάστηκες ; —Έγώ … Είχα κρεµαστεί κείνο τά βράδυ στά σάπια δοκάρια του σταύλου. Ακόµα δέν µ’ έχουνε κατεβάσει. — Είσαι φονιάς. —’Όχι. Είναι µιά άλλη Ιστορία… — Σέ σιχαίνοµαι… Φεύγω … Βρωµάς. — Τώρα θά µείνεις βσο θέλω. “Εχω µιάν άλλη. ∆ίχως έρωτα, χωρίς νόηµα, χωρίς δίκιο. Θέλω νά σέ δώ νά ξερνάς. Χωρίς νά ‘χει φουρτούνα. —”Οχι. ∆έ θέλω. Σέ λυπάµαι. Φεύγω. — Κάνε δ,τι διάολο θέλεις. Φύγεις δέ φύγεις, έγώ θά ξελιµπάρω.7 Τό « Καφάρ » … Τριακόσιοι τόννοι… Ξεκινάγαµε άπό τή Μαρσίλια καί όργνώαµε τήν κόστα της Αφρικής. Ξεπορτίζαµε κρυφά άπό τό διάολο τή Τζιµπεράλτα καί φτάναµε µέχρι Καζαµπλάνκα. Καράβι νά σου πετύχει. Μονάχα ρόδες δέν είχε στίς µπάντες. ‘Η δεξαµενή δέν ήξερε τά βρεχάµενά του. Ποτέ δέν κάναµε στούφα.8 Τά ποντίκια τή νύχτα κελαηδούσανε σάν καναρίνια. Μεγάλα σά γάτες. Ενός Άλιτζεριάνου θερµαστή του χαλάσανε τή µύτη καθώς κοιµόταν κι έµεινε σηµαδεµένος. Μιανοΰ Γάλλου τ’ αύτί καί ένοΰ Μαλτέζου τ’ άχαµνά. Ξέρεις πώς µασάνε ; Γλυκά. ∆έν τό νιώθεις. Ρίξαµε µιά φορά µιά γάτα στό άµπάρι καί δέν τήν ξανάδαµε. “Επρεπε νά κοιµάσαι µέ τό τριστόλι στό προσκέφαλο. “Οχι γιά τά ποντίκια. Γιά τό διπλανό σου. ‘Από φαί ; Σούπα φιδέ καί γαλέτα. “Οµως τά κονοµάγαµε. Μάτσο τά λεφτά. Κάθε δυό µήνες πιάναµε Μαρσίλια καί καθόµαστε κάπου µιά βδοµάδα. ΕΙχχ µιά φιλενάδα, τή Gaby, καί τά τόκιζα. Καθόταν σέ µιά σοφίτα στά στενά, κάτω άπό τίς Άκοΰλες. “Οµορφη κοπέλα, άλλά ξεσχισµένη άπό τήν κορφή ώς τά νύχια. Ψεύτρα, κλέφτρα. Μιά νύχτα —θά φεύγαµε ξηµερώµατα γιά τό Αλγέρι— άντί νά µέ ξυπνήσει στίς τέσσερις καθώς της είχα πει, µέ σήκωσε δυό ώρες πρωτύτερα. Χειµώνας. “Οπως ντυνόµουνα, ή γλώσσα της πήγαινε κορδέλα. Νά µου φέρεις … Μήν τό ξεχάσεις, γράφ’ το … Στάθηκε στό άνοιγµα της πόρτας µέ τό κερί στό χέρι —ήλεκτρικό δέν είχε τό σπίτι— καί πρίν προκάµω νά κατέβω τέσσερα πέντε σκαλιά, έκλεισε τήν πόρτα κι άπόµεινα στό σκοτάδι. Ψάχτηκα γιά σπίρτα, µά τά ’χα ξεχάσει. Άπάνου πάλι ή κάτω ! … Πιάστηκα στόν τοίχο κι άρχισα νά κατεβαίνω προσεχτικά. Νέκρα καί µυρωδιά µούχλας … Άρχισε νά συνηθίζει τό µάτι µου στό σκοτάδι. Τρεις άπανωτές πιστολιές σφυρίξανε δίπλα µου. Άλλες δυό άπό κάτω. Κάποιος έπεσε άπάνου µου, µ’ άγκά^ιασε κι έπειτα σωριάστηκε µπροστά µου κι άρχισε νά κατρακυλάει τή σκάλα. Ή πόρτα ξανάνοιξε καί κάποιος άρχισε νά κατεβαίνει τρέχοντας. “Ηµουνα κολληµένος σέ µιάν άλλη πόρτα, µέ τήν πλάτη. Τά χέρια µου άκουµπούσανε σ’

Page 66: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

66

ένα κρύο πόµολο. Τό γύρισα προσεχτικά, χωρίς θόρυβο. Έκανα δυό βήµατα πίσω. Βρισκόµουνα τώρα σέ µιά κάµαρα κι είχα κλείσει τήν πόρτα. ’Έφερα τά χέρια µου άπό τό πέτο ίσαµε τά πόδια. “Ηµουνα βρεγµένος σέ πολλές µεριές. Κάτι πηχτό. Τά χέρια µου κολλούσανε. Τά ’φερα κοντά στά µάτια, στή µύτη, χωρίς νά τ’ άγγίζω πουθενά. ‘Η κάµαρα µύριζε φάρµακο. Τότε έβηξα, χωρίς νά τό θέλω. Άκουσα ένα σφύριγµα σιγαλό. Μιά δυό φορές. Κατόπι σταµάτησε. Μιά λουρίδα φώς έπεσε κόντρα στά µάτια µου. Τά ’κλεισα γρήγορα κι έκανα πέρα-δώθε σά µεθυσµένος. Τό φώς του φακού έκαµε γύρο κι ήρθε πάλι καί στάθηκε λίγο δεξιά µου. Άνοιξα τά µάτια µου καί είδα. “Ενα λευκό χέρι, σά µετέωρο, µέ καλοΰσε. « Παρακαλώ … Χαµηλώστε λιγάκι τό φώς γιά νά ‘ρθω )) ψιθύρισα. “Ενα σφύριγµα σάν της cobra µου άποκρίθηκε. Αµέσως τό φώς χαµήλωσε. Έφτασε στίς φτέρνες µου καί προχώρησα σ’ ένα κρεβάτι. Τά σκεπάσµατα τραβηχτήκανε κι έπεσα µέ τά ρούχα καί τά παπούτσια δίπλα σ’ ένα κορµί ζεστό. Τό φώς έσβησε. ‘Έψαξα στήν τσέπη νά βρω τσιγάρο, µά ένιωσα ένα χέρι νά µ’ έµποδίζει. Άκουσα ξαφνικά φασαρία στό δρόµο. Μοτοσικλέτες, σφυριξιές, γαυγίσµατα. Ό σαµατάς άνέβαινε τις σκάλες, έφτανε κοντά µας. Τό χέρι άνέβασε τά σκεπάσµατα πάνω άπό τό κεφάλι µου καί µέ κουκούλωσε. Μιά ζεστή µυρωδιά µέ χάιδεψε. Γυναικείο κορµί… Σου διώχνει τό φόβο. Σέ ήσυχάζρι, σέ προστατεύει. ∆ίπλα του κι απάνω του, λησµονάς πώς κάποτε θά ψυχοµαχήσεις. Χάιδεψε τά κούτελό µου. Άκουσα ν’ άνοίγουν τήν πόρτα χωρίς νά χτυπήσουν … « Permettez … Police …» Πόσοι νά ’τανε ; Πόσο µείνανε … Άκουγα τά βαριά τους πατήµατα. Τή ντουλάπα ν’ άνοίγει, νά ψάχνουνε κάτου άπά τά κρεβάτι. « Excusez, mon enfant… Καί λίγο πριν κλείσει ή πόρτα… Pauvre Calamite ! » Τά βήµατά τους άκουστήκανε στά πάνω πάτωµα. Άκουσα τή Gaby νά βλαστηµάει. Ξεσκέπασα τά κεφάλι µου κι έψαξα γιά τά Gauloises. Μέ κράτησε πάλι, σά νά µέ µάλωνε. Ένιωσα τά χέρι της άπαλά νά µέ χαϊδεύει. ∆έ µ’ άφησε µόνο νά τή φιλήσω. Κι όλη τήν ώρα πρύ παλεύαµε, κείνο τά σφύριγµα —συνέχεια πιά— πού µ’ ανατρίχιαζε. Κατάφερα καί τή φίλησα. ‘Ένα φιλί άδειανό, λειψό, σά νά γλιστρούσε άπά κάπου καί νά ‘ φεύγε. Είχε πλακώσει ξανά βουβαµάρα, στά σπίτι, στά δρόµο. Τί ώρα νά ’ταν ; Πόσο είχα µείνει ; Τά « Καφάρ » θά σαλπάριζε. Μιά στιγµή … Ένα λεφτό … Θά βρω τά σφύριγµα καί θά φύγω. Χάιδεψα τά ισχνά πρόσωπό της. Μικρή µύτη. Χείλη λεπτά, µιά σταλιά πηγούνι. Λαιµός… Τά χέρι µου σταµάτησε σέ κάτι λείο, κρύο, µεταλλικό, σά δαχτυλίδι. Έβαλα τά χοντρά δάχτυλο του χεριού µου καί τά σφράγισα. Τά κράτησα. Ένιωσα τά κορµί της νά τραντάζεται, νά σπαρταράει… Θά σαλπάρουµε τά χαράµατα ! Τή φίλησα στά κούτελο. “Ητανε κρύο. Κατέβηκα τις σκοτεινές γυριστές σκάλες, χωρίς νά σκέφτοµαι τίποτα… Φόνος … Αστυνοµία… Παραµύθια. Έτριβα µόνο µαλακά τά χοντρά δάχτυλο του χεριού µέ τά δείχτη. Ερηµιά στά δρόµο. Σήκωσα µιάν άναµµένη γόπα άπά χάµω κι άναψα. Ένα ρολόι χτύπησε έξι. Χωρίς νά βιάζοµαι, δίχως νά ψάχνω, έβρισκα τον ένα δρόµο µέ τάν άλλο. Μιά γυναίκα πού τήν είχα δει στις έξι τά άπόγεµα, στολισµένη σά νύφη µέσα στά κρύο, νηστική µά βαµµένη, µέ κοίταξε χωρίς νά ‘χει τά κουράγιο νά γνέψει. Στήν άλλη γωνιά άνοιξε ένα παράθυρο καί µιά λεκάνη µπατάρησε τά νερά της απάνω µου.Τά Πόρτο Βέκκιο. Αντίκρυ τά Άββαεϊο του Άγιου Βίκτωρα. ‘Η γέφυρα… ΕΤχα πέσει άρκττερά. “Ενας ντυµένος µέ φόρµα πέρασε δίπλα µου τρέχοντας, πέταξε ένα γυαλιστερό πράµα, έστριψε τό φρούριο του Άη Γιάννη καί σταµάτησε στό µώλο. Τότε άπό άντίκρυ µεριά, βάρεσε ή σάλπιγγα της Λεγεώνας. Ό άνθρωπος µέ τή φόρµα έπεσε στή θάλασσα. Θά ’φτάνε µέ δέκα άπλωτές. Ή πόρτα της Λεγεώνας θά ‘µενε άνοιχτή γιά πέντε λεφτά. Του ‘λειπαν δυό οργιές γιά νά φτάσει. Νά προλάβει. Τότε άποφάσισα νά πηδήσω κι έγώ. Μιά µπενζίνα γιοµάτη πολιτσιέρηδες του ‘κοψε τήν όργιά πού

Page 67: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

67

του ’µενε. Πισωπλάτισα. “Ακουσα δίπλα µου ένα γέλιο πού βρωµούσε νηστεία και φώσφορο. Τό ’βαλα στά πόδια. Είδα τήν καµινάδα του « Καφάρ » νά καπνίζει. Εκατό µέτρα … Πενήντα… Είκοσι… ’Ανέβηκα τή σκάλά καί βίρα. Ό Miguel, ό λοστρόµος, µου ’δω σε µιά σπρωξιά κι έπεσα πάνω σέ κάτι κουλουριασµένα σκοινιά. Κάποιος µου ‘ριξε ένα µπουγέλο κρύο νερό στό κεφάλι. Τότε µου φάνηκε πώς ήµουνα πνιγµένος στό ποτάµι του Hudson, ξηµερώµατα, καί λικνιζόµουνα άνάµεσα σέ προφυλαχτικά µεταχειρισµένα. Που νά ’χεις ξεχάσει, πάνω σέ ποιό κοµοδίνο, τό φυλαχτό πού σου κάρφωσε ή µάνα σου στή φανέλα, κείνο τό πρωινό πού ’φευγες γιά πρώτη φορά… ‘Υπάρχουνε δέντρα, κήποι, βουνά. Γλυκά τρεχούµενα νερά, πολυτρίχια, κρεβάτια πού δέν κουνιουνται, γυναίκες πού δέ βάφονται, άντρες πού δέ βλαστηµούνε. Άσπροβαµµένες κάµαρες στήν έξοχή, δίχως περτσίνια1 καί σταύρωσες στό ταβάνι. Ν’ αλαργέψεις γιά λίγο άπό τούτα τά πράµατα πού συνήθισες νά τά ψάχνεις τή νύχτα προτού κοιµηθείς, νά τ’ άγγίζεις, νά τά µυρίζεσαι, νά τά βλέπεις πού κουνιουνται, ώσπου νά κλείσεις τά µάτια σου. « Beatrice d’Este » ... Συλλογίζοµαι τήν πρώτη σου νύχτα, σά βρέθηκες µονάχη µ’ έκεΐνον τόν σιδερόφραχτο πού ’χε γυρίσει άπά µάχη, πού βρωµούσε άλογα, κρασί καί πόλεµο. Πώς µπορούνε τά κορίτσια πού παντρεύονται, νά κοιµούνται γιά πρώτη φορά µ’ έναν άντρα πού δέν τάν γνωρίζουν, πού δέν έχουν µυρίσει τά χνώτα του ; … Πώς µπόρεσε ή µάνα µου ; … Είναι κάτι πού µου φέρνει τ’ άντερα στο στόµα… Beatrice … Θά βγάλω άπά δίπλα σου το πορτραϊτο του µικρού Φλωρεντινού, γιατί σέ κάνει καί ύποφέρεις. Το βλέπω στά µάτια σου. Τά χέρια του … ‘Όλα γίνανε σ’ αυτό το πορτραϊτο γιά νά δείξουν τά χέρια του. Τό ‘να πού κρέµεται µέ τά δάχτυλο ζαβωµένο κχί τ’ άλλο πού φαίνεται µισό, ν’ άκουµπάει —τέσσερα δάχτυλα— στά µανίκι… « Andrea Foscari, mignon du Cardinal de Raguse…» Όταν συνήρθα, βρισκόµαστε, πέρ’ άπά τά Planier.1 Ό καπετάνιος µ’ έλουσε µέ τις χειρότερες βρισιές γιά τήν άργητα. Ποτέ δέν έκανα χειρότερο ταξίδι. Πιάσαµε Αλγέρι, Τενές, Μουσταγκανέµ, Όράν, Τανγκιέρ, Ραµπάτ, Καζαµπλάνκα. ∆έ βγήκα πουθενά. Ψώνιζα σέ κάθε πόρτο άπά τούς µπαµπότηδες.2 ‘Όταν πιάναµε λιµάνι, περίµενα τήν άστυνοµία νά µέ πιάσει. Γιατί φοβόµουνα; Μήπως ήξερα; Στήν Τανγκιέρ άποφάσισα νά τά σκάσω. Μετάνιωσα τήν τελευταία στιγµή. ‘Ένα µεσηµέρι άνοιξιάτικο, είδαµε τή Notre Dame de la Garde νά σπάει µέ τά στέµµα της τήν καταχνιά. Ν’ ανέβω ξυπόλυτος άπά τήν πίσω µεριά νά σέ προσκυνήσω … Γλίτωσέ µε άπά τά άδικο. Πρατηγάραµε. Πήγε πέντε ή ώρα κι άρχισε ενας Ινας νά φοράει τά γιορτινά του καί νά φεύγει. Καθόµουν οξω άπά τήν κουζίνα καί συλλογιζόµουνα. ∆έν ήρθε κανένας νά µέ ζητήσει. Λές νά µέ πιάσουν άπόξω ; Νά βγώ, νά µή βγώ ; Ό µάγερας, ενας Άλιτζεριάνος, µεθύστακας καί χασικλής, πού πήγαινε κάθε µέρα στάν καµαρότο µέ µιάν άδειανή µποτίλια καί του γύρευε κρασί γιά τή σάλτσα του στιφάδου —ποτέ δέ φάγαµε τέτοιο φαί στο « Καφάρ »—, βγήκε στήν πόρτα σκουπίζοντας τά βλογιοκοµµένα µούτρα του µέ τή λερωµένη ποδιά του καί µου ’πε : « Γραικέ, δέν µ’ άρέσουν τά µούτρα σου. Γιά νά µή βγαίνεις, κάτι βρωµοδουλειά έχεις σκαρώσει. » Φύσηξε τή µύτη του καί σκούπισε τά δάχτυλά του στή λαµαρίνα. “Εστριψε τσιγάρο, τράβηξε µιά βαθιά καί µου τό ‘δωσε. « Ούτε γαµπρδς δέ θά φουµάρεις τέτοιο πράµα. Τώρα τό ’ψησα. » Τράβηξα µέ λαιµαργία. Ξανατράβηξα. Μου τό άρπαξε άπδ το στόµα βλαστηµώντας. « το γονάτισες, µουλε της Kasbah. » Κείνη τήν ώρα πέρασε δ καπετάνιος. τον πήρανε τά σκάγια. Στάθηκε άντίκρυ µου. ΤΗταν ένας Κορσικανδς µεσόκοπος, καλδς ναύτης καί καλύτερος άνθρωπος. ∆ίχως ποτέ νά βρίζει καί νά βλαστηµάει, τον σεβόµαστε όλοι. Πώς καθόταν σ’ ένα τέτοιο σαράβαλο ; « Αύριο πρωί —µου ‘πε— έλα νά σέ ξοφλήσω. Θ’ άπολυθεΐς. το καράβι θά δέσει. ∆έν έχω κανένα παράπονο άπδ σένα. Τά ΐδια βρωµόσκυλα εισαστε όλοι σας έδώ µέσα. Άν µάθεις πώς ξεκινάµε έλα νά µέ βρεις στο Cafe Samaritain. »

Page 68: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

68

Βαστοΰσε άκόµη κείνο το γλυκδ φώς, κείνη ή χάρη της Μαρσίλιας, πού χωρίζει το σούρουπο άπδ τή νύχτα. “Ετσι, µέ τή φόρµα τή λερωµένη, πήδησα στο ντόκο. Σταµάτησα µπροστά στον τελωνοφύλακα χωρίς νά µου γνέψει καί του ‘δωσα τσιγάρο. Του ’πιασα τήν κουβέντα. Γιατί ; Γιά νά παίξω µέ το φόβο. Άν µ’ έψαχνε ; “Ηµουνα φασκιωµένος µ’ ένα µεταξωτο κάπου δέκα µέτρα κι άπδ µέσα είχα σενιάρει δυδ κιλά. “Οξου άπδ το µερτικδ πού θά ’παιρνα άπδ τά κλεµµένα του άµπαριου πού θά µοιράζαµε τή νύχτα. Ανέβηκα τά σκαλοπάτια της Cathedrale κι είδα κάτου τον τελωνοφύλακα νά καπνίζει. Άν µ’ έπιανε ; … Μπά … Αύριο δίχως δουλειά. ∆έ βαριέσαι. “Εχω νά τή βολέψω γιά δυδ µήνες. “Οταν έφτασα στήν Place de Lanche, είχε νυχτώσει. Φωνές άπδ παιδάκια πού παΐζαν. Ένα µικρό κοριτσάκι είχε ξεκόψει άπδ τ’ άλλα κι έκλαιγε. “Εβγαλα µιά σοκολάτα καί του τήν έδωσα. Παιδί πράµα κι έγώ. ‘Η µικρή τήν πηρε, τήν κοίταξε λίγο, έπειτα τήν πέταξε στίς λάσπες κι άρχισε νά κλαίει πιδ δυνατά. Μιά γυναίκα φτωχοντυµένη άρπαξε το παιδί της, το µπατάρησε καί του ’δωσε κάνα δυδ χεροκωλιές. Έπειτα γυρίζοντας σέ µένα, µ’ έβρισε µέ τή συρτή προφορά της. Κακδ σηµάδι. Νά µή σέ θέλουνε τά παιδιά, νά σέ διώχνουν οί µεγάλοι. Στάθηκα σ’ έναν καθρέφτη µαγαζιού καί κοιτάχτηκα. Σκιάχτηκα. Τό µούτρο µου εΐχε µακρύνει άπό τήν κούραση καί τό φόβο. Τ’ αυτιά µου µοιάζανε σά µικρά κέρατα. Τά µάτια µπασµένα σέ µαύρους κύκλους. Τά χείλια πρησµένα καί µατωµένα άπό τσιγαρόχαρτο. ‘Ένα πάνινο κασκέτο καί µιά φόρµα ντοκ, πού κάποτε ήτανε θαλασσιά … Είχε δίκιο ή γυναίκα. Ό φόβος … Κάποτε σέ µιά πόρτα, σ’ ένα τελωνείο, ό σκοπός σταµάτησε κάποιο ναύτη. — Τί κρύβεις απάνω σου ; — Μά, δυόµισι χιλιάδες δολάρια. Μπορεί καί παραπάνω, δέν τά µέτρησα. ∆έν πρόλαβα. Τόν κοίταξε µέ βαθιά περιφρόνηση. Τόν έσπρωξε. — Ναί, φαίνεσαι άπό τά µάτια. Άει στό διάολο. Βλάκα. Χαµηλό ινδιάνικο τελωνείο. “Ενας ναύτης —στρέψη µατιού— άρπάζει τή σφραγίδα του ελεγκτή τήν ώρα πού µιλούσε σέ κάτ& επιβάτες καί σφραγίζει µιά βαλίτζα γιοµάτη πιοτά καί µυρωδικά — ο φόρος τεράστιος, ή τιµωρία δυό χρόνια στά σίδερα. Ζυγώνει στήν πύλη της εξόδου. Τρέµει λιγάκι. Ό φρουρός µέ τό χακί σαρίκι του χαµογελά, κοιτά τή σφραγίδα καί του χαϊδεύει τήν πλάτη. Μιάν άλλη φορά, ένας άλλος θαλασσινός, περίµενε 6ξω άπό τά κάγκελα κάποιου λιµανιού, νά ‘ρθεΐ ό άνθρωπος νά του περάσει εί-. κοσιπέντε χρυσές. Τό καράβι σφύριξε τρεις πεισµατικές. Σκέφτηκε νά τά µολήσει στή σκάρα του όχετοΰ. Άνοιγόκλεισε τά µάτια’ Πιό πέρα ένας φελάχος πουλουσε φούλια. “Εσυρε µιάν εφηµερίδα, τ/jv έκανε χωνί, έβαλε τά λεφτά στόν πάτο, ένα χαρτί στραπατσαρισµένο νά τά κρύβει καί φώναξε : « Βάλε ». Ή σακούλα γιόµισε µέχρι πάνω — τήν κρατούσε µέ τά δυό χέρια άπό κάτω, δέ γινόταν άλλιώς. Ό φύλακας του ‘ψαξε τά παπούτσια, πηρε µερικά φούλια καί τά ‘φαγε. Πιό πέρα ένας µυστικός τόν έψαξε κι αυτός, άρπαξε λίγα φούλια κι έφυγε. Νά τό καράβι… Οί ναύτες άνεβάζαν τή σκάλα. Οί σκοποί της σκάλας τόν ψάξαν καί βάλανε χέρι λαίµαργο στή σακούλα. Λίγο άκόµα καί θά πιάνανε λίρες. Ό ύπαρχος φώναζε στή γλώσσα τους : « Τελειώνετε. Άστε τον. » Είδε τήν άνεµόσκαλα νά ξεδιπλώνεται. τον έκοψε κρύο. Ή άνεµόσκαλα θέλει δυδ χέρια. Νά τ’ άφήσει νά πέσουν στή θάλασσα ; Βιάσου λοιπόν, φώναζαν άπάνωθε. Ξαφνικά στραπατσάρησε τή σακούλα πού ‘χε άρχίσει νά λιώνει καί τήν έριξε στον κόρφο του. Φορούσε µιά πλατιά φόρµα, πού τήν έσφιγγε στή µέση ένα κοµµάτι τρισίλιο.9 Ανέβηκε. Ό κόσµος έκανε χάζι άπδ πάνω. Πήδηξε στο κατάστρωµα. Τά λεφτά κουδούνισαν φαιδρά. Κανείς δέν τ’ ακούσε. ‘Όλοι τον κοίταζαν στά µάτια.

Page 69: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

69

Οί τρεις ναύτες —παράξενο— είχαν δυδ µάτια. Κουτά, ξεπλυµένα. Πάντα νυσταγµένα. Κι έπειτα λένε πώς δέν κρύβεται δ φόβος. . Στό Νίκο Φαµελιάρη Ή Rue de la Loge στή δόξα της. Τά κορίτσια κάνανε πιάτσα. Καµιά δέ µέ φώναξε. Μπήκα στο µαγαζί του Κινέζου καί περάσαµε στο ιδιαίτερο. Συµφωνήσαµε. Του άφησα το χασίς καί µου γέµισε τις τσέπες λεφτά. Καί τώρα… Gaby … Μά πώς θ’ άνέβω κείνη τή σκάλα… Θυµήθηκα τά βρεµένα χέρια … κείνο το σφύριγµα. Άρχισα πάλι νά τρίβω το χοντρδ δάχτυλο µέ το δείχτη. Περπατώντας σάν κοιµισµένος, έφτασα οξω άπδ το σπίτι καί κάθησα ψόφιος άπδ τήν κούραση στήν καρέκλα του άντικρινου µαγαζιού. ∆έν πεινούσα, δέν είχα κέφι γιά πιοτό, γιά γυναίκες. “Ηθελα µονάχα νά µάθω. Νά λύσω τά σκοινιά του φόβου άπδ πάνω µου. Ό Titin, το γκαρσόνι, µου ’φερε χωρίς νά παραγγείλω κίτρινη άνιζέτα. Μιά άνυπόφορη µπάφα µέ βούλωσε, άπδ τά πόδια του. ∆έν ξεκολλούσα τά µάτια µου άπδ τήν πόρτα του άντικρινου σπιτιού. Ό στενδς δρόµος βούιζε. Πρέπει νά κατέβει. “Ωρα γιά ψώνιο. Έκτος άν µπήκε σέ σπίτι, άν έπαψε νά δουλεύει. Άν πέθανε. Άν δέν κατέβει σέ πέντε λεφτά, πρέπει νά πάω νά δώ. Βγήκε ένας Ίνδοκινέζος, κουµπώνοντας τά βρακί του. Μιά κοκότα γριά, Ινας πούστης, σιάζοντας τά µαλλιά του, κατόπι ένας νάνος, µιά γριά, Ινας ναύτης. Μιά γυναίκα πηρε τήν άνιζέτα, τήν ήπιε κι άναψε τσιγάρο άπά τά πακέτο µου. — Νά κάτσω ; -Οχι. — Ζόρικος είσαι. Περιµένεις καµιά ; — Ναι. Ξέρεις τή Gaby ; Χαχάνισε. « Mon enfant. Κάθε γωνιά καί µιά Gaby. Καί µένα Gaby µέ λένε. Alors, tu viens ? » Τής έδωσα ένα φράγκο κι έφυγε. “Ενα ρολόι βάρεσε εννιά. Κανείς δέ µέ πρόσεχε. “Οµως ένιωθα σάν όλοι νά µέ κοιτούσαν. Σηκώθηκα. ∆υά µέτρα µέ χώριζαν άπά τήν πόρτα. “Εµοιαζα µέ άκροβάτη πού έχασε τήν ισορροπία του. Μου φάνηκε πώς βρισκόµουνα σ’ ένα καΐκι… Νά πάρει ο διάολος … Τά µυστικό µου. ∆έν τά ξέρει κανένας, µήτε ή µάνα µου … Νά το. ∆έν µπορώ ποτέ νά^ µπώ σέ καΐκι. Εκείνη τήν τάβλα άπά τά µώλο στήν κουπαστή, δέν κατάφερα ποτέ νά τή διαβώ. Γιατί ; Τά πολύ νά πέσω στή θάλασσα. Κολύµπι ξέρω. Κι όµως στάθηκα πάντα γιοµάτος φόβο µπροστά της. Άν κάποιος βαστάει τήν άκρη µιας κλωστής άπά τά καΐκι κι έγώ τήν άλλη άκρη … ‘Έ … τότε µπορώ νά περάσω τάβλες διακόσια µέτρα µάκρος. Άν άφήσω τήν κλωστή, θά πέσω χωρίς άλλο. Κείνη τή στιγµή ένιωθα πώς ήµουνα δίχως κλωστή στή µέση της τάβλας. Παλατζάριζα. Κάποιος βιαστικάς µ’ έσπρωξε καί βρέθηκα µέσα. Ανέβηκα τά πρώτο πάτωµα. ∆εύτερο. Τρίτο. Βρισκόµουνα δίπλα στά πόµολο. ‘Η πόρτα άνοιξε καί κάποιος βγήκε. Περίµενα νά πέσει πάνω µου καί νά σωριαστεί κάτω. Κατέβηκε δυά δυά τά σκαλιά σφυρίζοντας. ‘Ένα φώς πάνωθε έφεξε τά λίγα σκαλιά. Χτύπησα τήν πόρτα τής Gaby. ΤΗ ρθε σέ λίγο, φορώντας µονάχα µαύρες κάλτσες. — Ch£ri Nico … ‘Έλα σ’ ένα τέταρτο. “Εχω πελάτη. Τί µου ‘φερες ; —’Ένα δαχτυλίδι. — ∆ός µου το καί φύγε. Έµεινα έξω άπά τήν πόρτα. Σέ δέκα λεφτά µπήκα. — Κάτσε. Περίµενε νά πλυθώ. Πήγε πίσω άπά τά παραβάν. “Ακόυσα τά νερά νά τρέχει. ΤΗρθε καί κάθησε στά γόνατά µου. Φορούσε τά δαχτυλίδι µέ τήν πράσινη πέτρα. Μέ τά ζόρι δεχόµουν τά χάδια της. — Θά µείνεις µαζί µου όλη τή νύχτα. Μόνο νά ψωνίσεις. ∆έν έχω τίποτα. Πετάξου καί µήν άργήσεις.

Page 70: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

70

—”Ακου, Gaby. Έχω νά κοιµηθώ δυά νύχτες. ∆έν έχω κουράγιο ν’ άνεβοκατεβαίνω σκάλες. Πάρ’ αύτά καί ψώνισε. Φόρεσε µιά ξεφτισµέν/) ρόµπα κι έφυγε. “Εµεινα µόνος, κοιτάζοντας τις κιτρινισµένες φωτογραφίες, τά ψεύτικα λουλούδια. Σέ µιά φουφού, µιά κατσαρόλα άνασήκωνε ρυθµικά τά καπάκι της. Τά σήκωσα. Στάν τοίχο κρεµασµένο τά αιώνιο κλύσµα. Ή πίπα του άκουµποΰσε στή χαλκογραφία του Κορσικανού µέ τά τρικαντό. Άπά κάτου τά bidet. Εύτυχώς βρισκόµαστε στήν άνοιξη καί δέν υπάρχουν σταφύλια. Τά περασµένο καλοκαίρι τό ‘χαµε σαλτάρει µέ σταφύλια. ‘Η λεγάµενη βούλωνε τήν τρύπα του bidet, τά γέµιζε πάγο κι άπίθωνε τά σταφύλια. Ό πάγος έλιωνε καί τά τρώγαµε κρύα. Πήγα στά παράθυρο. “Εβλεπε σέ στέγες ρηµαγµένες. Σέ µιά γωνιά, άκουµπισµένο τά ξύλινο ποδάρι του Σάµρα. Τό ‘χα ψάξει πολλές φορές, δταν τάν βοηθούσα στά καράβι νά σενιάρει µέσα τά Camel —χωρούσε έκατά πενήντα πακέτα—. Μιά φορά βάλαµε δίχως ζόρι τέσσερα κιλά άσπρη. Τώρα θά ‘χε καινούργιο ποδάρι. Ή Gaby δούλευε καιρό, νά παρ<’γγείλουνε στά Παρίσι ένα έλαφρότερο, νά χωράει παραπάνω. Ποτέ δέν ψάχναν τά Σάµρα στά Τελωνείο. Είχε χάσει τά πόδι του στά ‘Ύπρ καί φορούσε ροζέτα στά στήθος. Ή Gaby γύρισε µέ τά χέρια γιοµάτα. — Πήρα σκορπιούς καί λύχνους. Άντε µιά βόλτα ώσπου νά µαγειρέψω. Άρνήθηκα. Ξάπλωσα στο κρεβάτι µέ τά παπούτσια. Στά πρόσποδα, σέ µάκρος, τά πανί —ξεβαµµένο— πού βρίσκεται στά πορνεΐα ολου του κόσµου. Τήν είδα νά σηκώνει τήν κατσαρόλα καί νά µπατάρει στό λαβοµάνο τά ζεµατισµένα πανιά της. Τή γέµισε νρρδ κι Ιριξε µέσα τά ψάρια. Άµα τέλειωσε, ήρθε κι έπεσε δίπλα µου. —”Οµορφο τό δαχτυλίδι πού µου ‘φερες. Είναι χρυσό ; -Ναί. Μέ φίλησε. — Τί άλλο µου ‘φερες ; —”Ενα µαντήλι. — Που είναι ; — Τό ‘χω ζωσµένο στή µέση µου. — Βγάλ’ το γρήγορα. Θά ‘χει γίνει φυτίλια. Έπιασε νά µέ ξεβρακώσει. Τά χέρια της δουλεύανε λαίµαργα. — Cochon. Τί παραµάνες είναι τούτες … Ά ! … Τί ωραίο µεταξωτό. Γιά µένα τό ‘χεις ; —”Οχι. Είναι παραγγελία. — Mon loup. Τότε νά τό βγάλουµε, νά σ’ τό φυλάξω. —”Ασ’ το. Τό περιµένουν άπόψε. — Μά… δέ θά µείνεις µαζί µου ; — Θά φύγω καί θά γυρίσω. — Mon vieux … Πότε σαλπάρεις ; — ∆έν ξέρω. Θά µείνω κάνα δυό µήνες. — Magnifique ! Θά κοιµασαι δώ τή νύχτα. Θά σου ‘ρχεται τζάµπα. ∆ηλαδή φτηνά … Γιατί δέ µιλάς ; Tapette. — Θέλω … Νά … µιά κάµαρα µοναχός µου. Έδώ δίπλα… στό κάτου πάτωµα … Ναί… γιά νά ’µαστέ κοντά. Άν … Κάτου άπό τή δική σου, καθώς κατεβαίνεις δεξιά. — Βλακείες… Είναι νοικιασµένη. —Άπό κοµρό ; — Ναί. Άπό τότε πού βρήκαν τήν Καλαµιτέ πεθαµένη … “Οχι. Σκοτωµένη. Λοιπόν θά µείνεις µαζί µου. Τό καλοκαίρι θά παµέ στό Cassis.

Page 71: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

71

— Καλαµιτέ ; Ποιά … — Τήν Πακίτα, mon maquereau. Μιά δασκάλα. Λοιπόν πόσα οικονόµησες ; — Μά … “Ισα µ’ εφτά χιλιάρικα… Καί πώς τή βρήκαν αύτή τήν … — Θά σου πώ … Έφτά χιλιάδες ! … Πολλά … Θά σου τά φυλάω έγώ. Έχω ένα σιδερένιο κουτί. Θά βαστας έσύ τό κλειδί. Φίλησέ µε … Πώς άλλαξες … Κρύος πού είσαι. — Λοιπόν γιά τό δωµάτιο … Άν ήθελες νά ρωτήσεις, µιά στιγµή. — Ου … Μέ σκότισες. Κι άδειανό νά ‘ταν, δέ θά σ’ άφηνα νά τό πιάσεις. Έµενε µιά άρρωστηµένη. Τόν καιρό πού ’λειπες, συχωρέθηκε. — Πώς ; — Γίνηκε κείνο τό βράδυ ένας φόνος στό κάτω πάτωµα. Σκότωσαν ένα Βραζιλιάνο λοστρόµο. “Εφταιγε ή γυναίκα πού κοιµήθηκε µαζί της. “Ετσι παθαίνει κανείς βταν πέφτει µέ γυναίκες πού δέν ξέρει. Προκοµµένε, καί συ δέν προσέχεις. Ό φονιάς είχε τό κουράγιο νά πάει µετά στήν κάµαρα τής Πακίτας. “Ισως γιά νά κρυφτεί. ∆έν τή βρήκανε χτυπηµένη, µά τά σεντόνια της καί τό κορµί της είχανε κάτι λεκέδες. Αίµα. Φαίνεται πώς πάσχισε ό κανάγιας νά τής βγάλει τήν πλατίνα. Άκου τό τέρας, κουράγιο. Έγώ θά σιχαινόµουνα. — Ποιά πλατίνα ; —’Η Πακίτα είχε φραγµένο λαρύγγι. Γιά ν’ άνασαίνει τής πέρασαν canule… —Άπό τί άρρώστια ; — ∆έ βρήκαν. Καρκίνο … Φθίση. — Μήπως σύφιλη ; — Μπά… δέ µας έµοιαζε. ΤΗταν καλό κορίτσι, τίµιο. Τή βίασε τό κτήνος πρίν φύγει. Τό ’παν οί γιατροί. — Τόν πιάσανε ; —’Όχι, ή πρόλαβε καί µπήκε στή Legion ή τό ’σκάσε µέ καράβι. —ΤΗταν βµορφη ; — Μπά … Μιά λεβίθα. Ξανθιά. Καλό κορίτσι. Μά φίλησέ µε λοιπόν. Τί κάθεσαι σά χαζός. — Gaby … Πές µου, είµαι βραχνός ; — Ναι. Ποιός ξέρει τί θά φουµάρησες. Τί θά ’πιες στά ταξίδι. Σηκώθηκα. — Σ’ ένα τέταρτο θά γυρίσω. — Καλά. Άφησε µόνο τά λεφτά σου. Τέτοιαν ώρα εΤναι φόβος. — Τώρα θά πάω νά πληρωθώ. — Νά ‘ρθω µαζί σου ; Μή σέ γελάσουν στά µέτρηµα. — ∆έν κάνει. Φέξε µου µονάχα µέ τή λάµπα νά κατέβω τή σκάλα. — Λάµπα ; … “Η µεθυσµένος είσαι ή τρελός. ∆έ σέ βλέπω καλχ; Γύρισε το διακόπτη κι ή σκάλα φωτίστηκε. Στάθηκε λίγο στά κεφαλόσκαλο. — Μήν άργήσεις … Ma tapette. Στάθηκα έξω άπά τήν κάµαρα τής Καλαµιτέ. Νά πιάσω τά πόµολο —µιά στιγµή— νά τ’ άγγίξω µονάχα. Μέ ποιό χέρι. Τότε… µέ τά δυό. Κάποιος θά βγει. Άλλος άνεβαίνει. Άφησα τήν ξώπορτα µισάνοιχτη πίσω µου. Μέτρα πόρτες. ∆έν τήν ξαναπέρασα. ∆έν ξανάδα τή Gaby. ‘Όµως πολλές φορές, άκόµη καί καλοκαίρι, κρυώνουνε τά δάχτυλα του χεριού µου, στίς άκρες, καί τότε δέν µπορώ νά πιάσω τίποτα µεταλλικό. Οΰτε χρυσάφι. « Ό Κόκυ, 6 παπαγάλος, άνέβηκε στή στέγη του ασυρµάτου, δίπλωσε τά µαδηµένα φτερά καί φώναξε. — Merde, Signor del Mundo.

Page 72: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

72

‘Η Μαρµάρω, ή µαϊµού, άφησε νά πέσει άπά τά στόµα της τά κοµµένο λουτί τής λαιµαριάς καί του ‘πε : — Παλιοµαούνα … Εσένα πρτέ δέ σέ δένουνε. ‘Ένα φίδι σύρθηκε δίπλα τους. Ό Κόκυ τραβήχτηκε. ∆άγκωσε τήν κάθοδο της κεραίας κι άνέβηκε ψηλά. Ή Μαρµάρω σίµωσε καί τά ρώτησε. — Ποΰθε µπήκες ; Τά φίδι σφύριξε : « Στά Sabang. » — ∆αγκώνεις ; —”Οχι. “Ενας µάγος µου ‘χει βγάλει τά δόντια. — Ξοδεύεσαι σέ πατούµενα … Πώς ήρθες ; — Μέ µιά κόφα λαχανικά. — Γιατί ; — Κοιµόµουνα. ∆έν τό ‘θελα. Τ’ είναι δώ µέσα ; Φυλακή ; — Καράβι. Ξαφνικά ό γρύλος άκούττηκε. — Ροκάνα, είπε ή µαϊµού. Άν δέν είχαµε καί σένα, θά ‘χαµε τρελαθεί. Θυµίζεις … — Στεριά. Στεριά, τήν έκοψε ό Κόκυ. — Μαλάκα, µουρµούρισε κείνη. Έγώ τό ’νιωσα άπδ χτές. Κι έπειτα περηφανεύεσαι πώς σ’ είχε ό Πορτογάλος στον ώµο του. — Ροσπού … Καχπέ … Καλτάκ.10 — Στεριά. — Τί νά τήν κάνεις, άφου σ’ έχουνε λυτο καί δέ φεύγεις. Έγώ θά το σκάσω µόλις κοστάρουµε. — Πώς σέ πιάσανε ; τή ρώτησε το φίδι. — Μέ δόκανο. Πανε δυδ χρόνια. — Πώς τά περνάς ; — Οΰτε του οχτρού σου … Χτές ένας ναύτης µέ µουτζούρωσε µέ µίνιο. Γιατί τό ‘καµε ; … » — Πολύχρονη, το νοΰ σου µή σέ παίρνει. « Querotiro … Puta quetaparios.2 — Σκάσε ! — Ποιός µουγκρίζει ; ρώτησε το φίδι. —’Ά … είν’ ένας άνθρωπος άπδ κάτου. — Πεθαίνει ; — Μπά… Είναι µεθυσµένος. — ∆ηλαδή ; — Πιοτό. Μου ρίξαν κι έµένα µιά µέρα στο νερό µου. Χορεύεις, σκούζεις, κατόπι κοιµασαΐ. — Tabacos … Cigaros … Είναι θεριακλής ό’Κόκυ. Καπνίζει. ∆έν άφήνει γόπα γιά γόπχ. Είναι ρουφιάνος, γιά τοΰτο τόν άγαπανε δώ µέσα. — Omak… abouk. “Ενα βουητό. Κι έπειτα σά νά χαµήλωσε σύννεφο. Τό µεγάλο πουλί έπεσε µπροστά τους µ’ άνοιγµένα φτερά. — Καλώς τά σκατά, είπε ό Κόκυ. — Βρήκες τό µέρος, ή µαϊµού.

Page 73: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

73

— Γεράκι… Χάθηκα. Τό φίδι τό ‘κοψε λάσπη. —» Ποΰθ’ έρχεσαι ; —Άπό τή µεγάλη στεριά. — Πώς έπεσες ; — Πήγαινα ταξίδι γιά τά νησιά. —Αποδηµητικό ; — ∆έν καταλαβαίνω… “Εφευγα. Μέ λαβώσανε. Είναι πόλεµος δξω. —”Εχει ό τόπος καρύδια ; —Ό Κόκυ άρχισε νά κατεβαίνει— Μάγκος, ανανάδες ; Αποφάσισα νά τό σκάσω. —Άν τρώτε σκοτωµένους, νά µείνετε. Θά βαρεθείτε νά τρώτε. “Ερχεται πώ καθαρό φαί άπ’ όλα. Φαρµάκι στό νερό, στ’ άµπέλια, στό’ρύζι, στά δέντρα. — Ποιός τό πετάει ; — 01 Άσπροι. — Ποιοι πολεµάνε ; — Οί Κίτρινοι. — Γιατί πολεµάνε ; — Ποιός ξέρει ! Γίνανε, λέει, πολλοί. ∆έν τούς χωράει ό τόπος. —Άφοΰ πεθαίνουνε… — Καί γεννιούνται. —Άς κόψουνε τ’ άχαµνά τους. — Γι’ αυτά ζουνε. Τό µεγάλο πουλί άπλωσε τά φτερά τρυ. Μπατάρησε κι έπεσε στό κατάστρωµα, µπροστά στήν πόρτα του άσυρµάτου … Ξηµέρωνε. » Ό ήλιος. Μιά λουρίδα πέφτει λοξά στό πρόσωπό του. Τά σκορπίζει. Καί µιάν άλλη άπό τό φινιστρίνι τό πλάθει σέ κύβους. ∆έν έχει πιά φωνή. Τά χείλη του παίζουνε µόνο. « — Γιατί δέν έφυγες ; — Shuttup you crook … fucken mate … Σκοινί καί µαχαίρι. Σαπίλα κι άρρώστια. Τρέφεσαι µέ τό χνώτο τους. Παχαίνεις καί ζεΐς … Σέ φτύνω. — Βαριέµαι νά σκουπιστώ. Ποιός είσαι ; « Εις τήν θάλασσαν ». Θυµήσου κείνο τό µισοσκισµένο βιβλίο πού βρήκες σ’ ενα σκρίνιο στήν Άσσο. Γιοµάτο χαλκογραφίες : « Ό Βέν Βραίης καί ό µικρός Γουίλ », « Τό δέντρον Baobab » « Ό Βασιλεύς ∆ίγκο Μπίγκο » … Χωρίσαµε ενα βράδυ, πανε πολλά χρόνια, στό µώλο του Πειραια, πίσω άπό τούς άινάδες11 τών καραβιών. Έσύ φορτώθηκες ένα σάκο ναυτικό κι έγώ άπόµεινα µ’ ενα βιβλίο στό χέρι. Φοβήθηκα νά ’ρθω µαζί σου. — Ναί… Τώρα σέ θυµαµαι. Φορούσες µιά ψάθα του ρυζιοΰ µέ ψιλή κορδέλα … Στό Φισκάρδο … Μιάν άρµατωµένη καλαµίδα καί ψάρευες. ’Έπιανες µονάχα χρυσόψαρα κα καλογρίτσες. Ποτέ δέν έµαθες νά κολυµπάς σάν τ άδέρφια σου. Στις ξόβεργές σου ποτέ δέν πιάστηκε κοτσύφι, καρδερίνα. ‘Ένας κούκος µονάχα. “Ολο τό χωριό γέλασε. Καλοκαίρι στήν έξοχή. Τ’ άλλα παιδιά χαΐδευαν τις µικρές πού παραθέριζαν. Σ’ έπαιρνα κρυφά τά µεσάνυχτα καί σ’ άνέβαζ’ άπό τό χέρι τή σαραβαλιασµένη σκάλα της Βασιλικής άπό τή Λευκάδα, πού µύριζε τό στρώµα της γάλα κι άπλυσιά… ∆έ χωρίσαµε. Μου ’φυγές. ∆ειλέ … — Φτάνει. ∆έν έχει πιά φωνή, τά χείλη του µόνο άναχαράζουνε. — Βοήθεια. » ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

Page 74: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

74

1 Οί σιδερένοι σωλήνες των καζανιών. 2 Σοΰ φέρνει άνακάτωµα. 3 Μεταφορά έπιβατών ή καί έµπορευµάτων άπό ένα καράβι σ’ άλλο. Ξύλινος δίσκος στήν κορφή του καταρτιού. 4 Λεφτά βχι, δέν θέλω. 5 Μπαµπούρ : καράβι. 6 Έιουά : ναί. 7 Θά ξελιµπάρω : θά ξοφλήσω. 8 Στούφα : µυοκτονία. Σειρές άπό χοντρά καρφιά πού ένώνουνε τΙς σιδερένιες έπενδύσεις. \par Νησάκι µέ τ6 φανάρι της Μασσαλίας. 9 Σπάγκος χοντρός, άστριφτος. 10 Βρισιές τούρκικες. 11 ‘Αινάς : τά πίσω µέρος του καραβιού.

Page 75: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

75

Anonimo XIVsec: Trionfo della Morte Στήν Eva ∆ελή Πάρε µε άπό τό χέρι νά µου δείξεις τόν κόσµο. Ό µεγάλος χάρτης σχισµένος. Ή γεωγραφία χαµένη άνάµεσα σέ άχρηστα βιβλία. Ό έξάντας δίχως φακούς. Τούς βγάλαµε γιά ν’ άνάψουµε τσιγάρα. Σπασµένο τό παλινώριο. Ή ρίγλα1 ζαβωµένη. Τό βελόνι της πυξίδας τρελάθηκε καί τρεκλίζει. Τήν µπαρκέτα τήν έκοψε κυνηγός 2, µπορεί καί σκυλόψαρο. Μετζαρόλι3 ; µά δ άµµος δέ βόλεϊ νά περάσει. Άς µετρήσουµε τόν ήλιο µέ τά δάχτυλα. Ποιόν άπ’ όλους ; — Λίγη γαλέττα … — Πάρε… Γιατί φτύνεις ; — Νερό. — Σώθηκε. — Είπες πώς γιά µένα θ’ άνοίξεις τή φλέβα σου. — ∆ές. Τήν άνοιξα. ∆έν τρέχει στάλα. — Στεριά. Νά τη. Τρεις φοινικιές. —’Όχι. Πέντε … Έφτά … Χίλιες… Χιλιάδες. Μήτε µισό µίλι. Κοντά. — ∆ός µου τά κουπιά. — Είναι σάπια. Όλότελα. — Τότε άς φτάσουµε κολυµπώντας. — Κοίταξε τά στόµα του σκύλου, πώς περιµένει. — Ρίξε τή γαλέττα. — Τήν ξερνα καί τήν πετα πάλι άπάνω µας. ∆έ βλέπεις ; Στάσου νά πέσω. Θά χορτάσει. Θά προλάβεις νά βγεις στή στεριά. Φυσάει. Είναι κόντρα. Αλαργεύουµε. Βρέχει. Πιές. Κοιµήσου, θά σέ φυλάω. — Κοιµάµαι. Είναι καιρός πού κοιµάµαι. — Τί ωραία πού είναι τά µαλλιά σου. Άσε µε νά τά καθαρίσω άπά τά άλάτι. -Οχι. — Γιατί γλιστράς άπά τά χέρια µου ; Που είσαι ; Έχω καινούργια tatoo νά σου δείξω. Μήν ξυπνάς… Έτσι όπως είσαι, θά σέ βάλω φιγούρα σέ πλώρη … Κοριτσάκι. Πιάσε µε άπά τά χέρι νά µου δείξεις τάν κόσµο. — ∆έν έχω χέρι. ∆έν υπάρχει κόσµος. Λείπουνε δυό ! Τούς θυµάσαι ; Πνίγηκε 6 ένας µόλις παράλαβε καπετάνιος. Στά Σίγρι. Ξέρασε ή θάλασσα τά παπούτσι του. Σαράντα πέντε νούµερο. Ποιό ψάρι νά ταξιδεύει τά δαχτυλίδι του ! Τήν άλλη µέρα ή θάλασσα δέν ήξερε τίποτα. Έλαµπε σά λίµνη στά χειµωνιάτικον ήλιο. Αποβραδίς έσπαε τά σίδερα. Τά πρωί είχε χορτάσει. Τή στολίζανε µόνο κάτι λαδιές, δυά τρία βαρέλια καί ριπισµένη ξυλεία. ‘Ένα χάλκινο µπρίκι ταξίδευε πάνω σ’ ένα φελλό. ∆εκαοχτώ, µιά κοιλάδα. Κανείς στάν άφρό. Μιάν άσπρη κουλούρα στολισµένη µέ σκοινάκια τρακάρει σ’ ένα κιβώτιο. Κείν’ ή κουλούρα πού τήν άκουµπάνε οί έπιβάτες τών ποσταλιών στά πόδια καί φωτογραφίζονται. Λίγοι ξέρουµε πώς δέν είναι µοναχά γιά φιγούρα. Προσεχτικά ζωγραφισµένη µέ µαΰρα γράµµατά. «ΕΛΠΙΣ ΠΕΙΡΑΙΕΤΣ ». Έψαξε τήν περιοχή τά καράβι τής γραµµής, ώσπου νύχτωσε. Μάζεψε τά συντρίµµια. Θά τά πάει στό Λιµεναρχείο. Θά το σβήσουν άπό τό νηολόγιο καί θά γράψουνε δίπλα µέ κόκκινο µελάνι. « Άπωλέσθη αύτανδρον έξωθι Β.∆. Ακτών Μυτιλήνης, 20 Ίανουαρίου 1939. » Τίποτ’ άλλο. Ό άλλος ; … Είκοσιεννιά χρονώ καπετάνεψε σ’ ένα φορτηγό. Άνοιχτοµάτης, γρήγορος, άξιος στή µανούβρα. Τή θεωρία στά δάχτυλα. Βρέθηκε µεσάνυχτα µέ δεξιά κλίση σαρανταπέντε µοίρες, σ’ ένα µπάγκο3 του Νότου. Ή πορεία σωστή. Τά νερά κρεµαστά. Μπήκε στό charter

Page 76: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

76

room σάν είδε πώς δέν ξεκολλάει. Τά ‘βαλε κάτου, τά µέτρησε, τά ’φερε άπό δώ κι άπό κεΐ. Τό λάθος κανενός. Φάλτσο στό χάρτη ; Μπήκε στήν καµπίνα του καί σκοτώθηκε. Κείνη τήν ώρα του χτύπησε ό γραµµατικός, νά του πει πώς τό καράβι σηκώθηκε µοναχό του, πώς δέν κάνει νερά πουθενά καί ν’ άνεβεΐ γιά νά δώσει πορεία. ‘Ένας Κανάκα πού πλεύρισε µέ τή βάρκα του, —δέν ερχόταν δ µουλος µιάν ώρα νωρίτερα— ξήγησε στό γραµµατικό τό µυστικό. Κάθε έξι χρόνια, τά µεσάνυχτα, φεύγουνε σά σωρός τά νερά πρός τά έξω. Γυρίζουνε σέ τρεις ώρες. Πρίν τήν αυγή. Γελούσε πού τά ’λεγε κι έδειχνε τά λευκά δόντια του. Every six years. Κανένα βιβλίο δέν τό ’χε γραµµένο. Κατόπι τό σηµειώσανε. “Οπως πάντα. Ξανοιχτήκανε. Τόν φουντάρανε στ’ άνοιχτά. Νά τί γίνηκε ό άλλος. Κι άλλοι… Χιλιάδες άλλοι. ‘Ένας βυθός γιοµάτος κόκαλα καί στολίδια. Ψάρια πού δέν έχουνε µάτια, µήτε χρώµα. Είναι άκόµα κι ένα σιδερένιο κουτί µέ γράµµατα, πού άπάνω του βρίσκεται κάτι λιωµένο σέ σχήµα χεριού. Αύτή πού τά ’γράψε κοιµαται τώρα σέ ξένο κρεβάτι. Λαχανιάζει κάτου άπό ξένην άνάσα. Τίποτε δέν ταράζει τόν ύπνο της. Ούτε ή θάλασσα πού χτυπάει τό νησιώτικο σπίτι της στό κατώφλι, 6πως έρχεται άπό µακριά. Άν είναι µάνα, καρφώνει τά παραθύρια της, τά βάφει µαΰρα άπέξω, καί δέ µαγειρεύει ποτέ ψάρι. Άν είναι άδερφή … κάποτε σταµατα νά κλαίει κανείς … Μονάχα ή µάνα δέ βαριέται νά κλαίει, ώσότου τά κλείσει. Οί µεγάλοι δέν κλαίνε. ‘Όµως είν’ ένας κόµπος πού άνεβαινει, ένας βρόχος. Είν’ εκείνο πού κάνει τούς στεριανούς νά γράφουν βιβλία καί τούς ναύτες νά σκαλίζουν καί ν’ άρµατώνουν µέσα σέ µποτίλιες καΐκια ή νά ζωγραφίζουν τά κορµί τους. “Οταν τά βιβλία είναι ωραία, τά καΐκια µαστορεµένα, οί στάµπες πολύχρωµες, τότε… Ή θάλασσα στις άκτές ! ‘Όλοι οί άπόπατοι του κόσµου κατεβαίνουν στή θάλασσα. Οί νεροχύτες, όλο τά άγκοµαχητά τής νύχτας. Τά ίδιο µέ τάν άπόπατο. Ό γιαλάς είναι γιοµάτος σαρδελοκούτια, άποχτενίδια, καρεκλοπόδαρα, τρύπια γοβάκια. Γιοµάτος κορίτσια πού κολυµπάνε καί χαίρονται τά νερό. Χάρισµά σας … Καφέ γιά τον πιλότο. Ό ήλιος ψηλώνει. ‘Ένα γιόγκα4 άσάλευτο πάνω στά νερό. ‘Ένας ναύτης ολόγυµνος κρατά δυά µεγάλα ψάρια στά χέρια καί τ’ άνεβοκατεβάζει, ένας άλλος µέ τις παλάµες χωνί’ φωνάζει « wota … wota …» 5 Αλλάζουνε ψάρια µέ νερό. Ό « Πυθέας » περνά δίπλα του. Οί µπίγες6 του σηκωµένες άπά νωρίς, οί άπλές, τά βίντσια λαδωµένα, τά τσιµέντο σπασµένο στά βκια.7 Ό λοστρόµος δουλεύει τήν πόµπα τής πλώρης. ∆οκιµάζει. Ό καπετάΓεράσιµος σταµατα έξω άπά τήν καµπίνα του άσυρµατιστή. Φορεΐ µιά κάσκα ξεχαρβαλωµένη. — Ξουρίζεσαι ; -Ναί. — Πάτησες απόψε τά γατάκια. ∆έν περίµενες νά κοστάρουµε. — ∆ηλαδή ; — Μά τώρα, παιδιά είµαστε ή παρασταίνεις τόν Κινέζο µετανάστη ; Σέ βρήκε ό καµαρότος άνάσκελα στόν άσύρµατο. Τέζα. τΗρθε καί µέ ξύπνησε. Στά χέρια σέ φέραµε στήν κάµαρα… Μά τό Θεό, ξέρεις πώς ήσουνα ; Νά σέ πιάσει κανείς άπό τά ποδάρια νά σέ πετάξει στή θάλασσα, πού λένε. — Γιατί δέν τό ‘κανες ; — Μυγιάστηκες ; — Μπά… Θυµάσαι τό Νικήτα ; Τόν άνέβασε µιά ντράγα1 άπό τή λάσπη, στό Πλάτα. — Αύτοχτόνησε ; — Ναί. ∆έθηκε χέρια πόδια καί πήδηξε. — Τί λές µωρέ ;

Page 77: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

77

— Μπαλάφα… Τό πώς δέθηκε µοναχός µέ κείνους τούς κόµπους, είν’ άλλη δουλειά. Φαίνεται πώς, πρίν πηδήσει, χτύπησε τό κεφάλι του µ’ ένα σίδερο. — Πέφτοντας ; —’Όχι. Πρίν πέσει. — Αει στό διάολο, µεσηµεριάτικα. ∆έν τό θυµαµαι. Πώς έγινε ; —’Όταν παίρνουν γυναίκες µέ τά φορτηγά καί στεγνώνουνε σώ- ρουχα καί πανιά στίς γραδελάδες καί στά ρέλια, τί περιµένεις … — Τ’ είναι αύτά πού λές ! Οί ναυτικοί είµαστε µπεσαλήδες. ∆έ . σηκώνουµε τά µάτια µας. — Οι γυναίκες µας δέν είναι. Στή θάλασσα τις βαρεΐ τό αλάτι καί τό ιώδιο. Άρρωσταίνουνε δυό φορές τό µήνα. — Πάψε . , . — Στά µάτια µου 1 Μου τό ‘πανε καµαριέρες καί πλύστρες στά ποστάλια. “Αλλος ένας πάλι µαρκόνης, άνέβηκε στή γέφυρα, τόν κεράσανε καφέ καί πηγε στό Θεό. ‘Όλοι σας εισαστε συνάφι. Παραπάνου άπό τρεις, σέ κάθε κλάδο. Έγώ εϊµαι σέκο. — ∆έ σηκώνεις αστεία σήµερα. Κόψε τά πιοτά πάλι. — Βρήκες καµιά µποτίλια στά πάτωµα ; —’Όχι. Φαίνεται πώς τήν ήπιες. Στά χέρι σου, νά κάνεις ό,τι θέλεις. Μά νά µή γινόµαστε ρεζίλι στά πλήρωµα. Ά ! Ξέχασα. Βρήκε δίπλα στά κεφάλι σου ένα µεγάλο στεριανά πουλί µέ σπασµένο ποδάρι. — Χρωµατιστό ; — Ναι. Γαλάζιο, πράσινο κι άσπρο, λεκιασµένο µέ αίµατα. — Τά µολήσατε ; — Τό ‘χει ό λοστρόµος. Του ’βαλε καλαµάκια στά ποδάρι. Τό ’βγάλε Χριστόφορο, γιά νά του θυµίζει τά Φάρσα.’ — Πότε παµε ; — Σέ τρεις ώρες θά κάνουµε « κράτει » γιά πιλότο. Στις πέντε πρέπει νά ’µαστέ δίπλα. — Μπράβο ! Γρήγορα φτάσαµε. —’Αργά ή γρήγορα, στά κάτου κάτου φτάσαµε. Άλλοι κινανε καί δέ φτάνουν ποτέ. —’ Ναι… Είδες, ώραία µέρα. ‘Όσοι πνιγήκανε χτές, θά ’χουνε σήµερα µετανιώσει. — Κουταµάρες … Τί θά γίνει µέ τά δόκιµο ; Έγώ δέν µπορώ νά ξεµυτίσω. Ατζέντηδες, άσφάλεια, στοιβαδόροι, κέρατα. ∆έν κάνει νά τάν άφήσουµε. ’Έχει φουντώσει. Έχεις κουράγιο νά πας ; Θά ’ναι καί κολλητικός ! — Μή στάξει… Άν ένας άπά τούς τριαντατρείς —πόσοι είµαστε ;— σου πεί πώς δέν τήν έχει, φέρ’ τονε νά τονε φτύσω. —’Υπερβολές … — Κι οποίος δέν τήν έχει, θά τήν άρπάξει άπόψε. — Θά τάν πας ; — Ναι, µωρέ … ∆ίχως άλλο. Ανοίξατε τά νερά ; —Άπά τά πρωί. Άντε νά κάνεις µπάνιο, νά συνέρθεις. — Βιαστήκατε. Βρωµάµε. — Τί θές νά ’κανα ; Άπά τή βρώµα δέν πεθαίνει κανείς. Άπά τή δίψα ψοφάει. ”Η νοµίζεις πώς µ’ άρέσει νά πλένοµαι σέ τρεις δόσεις στά µπουγέλο. Λοιπόν, νά σκεφτουµε που θά πατε … — Κάνει νά ρωτήσουµε τά γιατρά τής Καραντίνας ;

Page 78: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

78

-Οχι. — Τάν πιλότο ; — Οΰτε. Κάνα στοιβαδόρο κι αύτόνε µέ τρόπο. Είπες πώς έχεις ενα shore leave. Γιά κοίτα ! — Στάσου. Sao Domingo . .. Santos … ∆έν τό ’χει. — Κοίταξε Sw. — Suva … Swansea. Νά το. Swatow. Άκου. Seamen’s home ; None. Seamen’s agencies ; None. Hospitals ; None. Venereal disease physicians ; None. Dentists — Yes. Doctor Lin ... Μπράβο λιµάνι ! ∆έν ήτανε νά του πρναγε τά δόντι. Άκου νά γελάσεις. Note : Nothing of interest to bring men ashore. Vicious conditions. Avoid riksaw men at night… Χά χά… “Ο,τι χρειάζεται. Πές το στά παιδιά νά δεις, πώς θά µοληθοΰνε. Λοιπόν, ψήσε κάνα Κινέζο του πρακτορείου. Θά περιµένω νά µου πεις. Νά τελειώνουµε άπόψε. Μ’ έχει ρωτήσει τρεις φορές στή βάρδια κι άπο τήν ώρα πού σηκώθηκα µ’ άκλουθάει σά σκύλος. Μόλις νετάρετε, έλα νά µου πεις τί έχει. Άν κοιµάµαι, ξύπνα µε κι άν ή δουλειά είναι στά ναι, πάρε δ,τι φάρµακα σου πει ό γιατρός. Σκέφτηκα νά σου πώ, άν θέλεις, νά τά πληρώσουµε µισά µισά οί δυό µας κι έπειτα βλέπουµε. — Ναι, ναι. “Ηθελα νά σ’ τό ‘λεγα. Πρόλαβες. Ά … νά χέσω µέσα. — Τί τρέχει ; — Κόπηκα: ∆ός µου τά µπαµπάκι καί τά σπίρτο. Στά ράφι δεξιά. Εύχαριστώ. Τίς φοβαµαι τις κοψιές. —Άσ’ το νά τρέξει κι άπέ πάτησέ το καλά. “Ετσι… Γιατί δέ συνηθάς µέ ξουράφι ; Είναι βολικό. — Ξουράφι… Είναι άλαφρό, µαλακό. “Ωρες ώρες σου ’ρχεται… Ό λοστρόµος τούς έκοψε : — Ξεπλέξαµε τά δίχτυα των άµπαριών. Σκουλάραµε8 τά νερά. Εντάξει. Έκανα λίγο άιπότζι τις άγκυρες, νά ’ναι πρόντο.9 Τί άλλο διατάζεις ; — Τίποτις. Νά ’χετ’ έτοιµα ίβιλάγια.10 Στρωµάτσα, µπαλόνια καί τήν άνεµόσκαλα. — Είναι στήν κουβέρτα. Άσένιο.11 — Αύτά. Οι βάρδιες θά σπάσουνε βπως πάντα. — Γιά λεφτά ; Τί νά τούς πώ ; — Αΰ^ιο µεσηµέρι. Καί τά over time.12 ‘Όλα µαζί. Καί µήν ξεχάσεις νά τούς πεις άπδ πάρτη µου, πώς βξω έχουνε πόλεµο καί καλά θά κάνουνε νά µή νυχτωθουνε στά παλιόσπιτα. Νά πηγαίνουν παρέες. ‘Όχι µονάχοι. Νά µήν πίνουν νερό, γιατί είναι χαλασµένο. Μήτε πιοτά, γιατ’ είναι σκάρτα. — Τότε τί θά πιούνε ; Κάτουρο ; — ∆ικός τους λογαριασµός. το πουλί τί κάνει ; —Έφυγε. Έκεΐ πού καθόταν σάν ψόφιο, έδωσε µιά τιναξιά, πού το σκιάχτηκα. Γιά πότε ψήλωσε … Πάω γιά φαί. Ό Γεράσιµος ρώτησε. — Σταµάτησε το αίµα ; — Ναί. Κάνεις γιά παπάς, Μεµα. Σέ κάνα χωριό. Νά τούς µαζώνεις τις Κυριακές τριγύρω σου. Νά σου φέρνουνε πρόσφορα.

Page 79: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

79

— το γελάς ! Άπδ τή δουλειά πού κάνω, καλύτερα θά ’τανε. — Μόνο πού θά ξεχνιόσουνα που καί που καί θ’ άρχιζες τις Χριστοπαναγιές. — Οί ρουφιάνοι στήν Όµόνοια είναι καλύτεροι άπδ µας. ∆ιαβάζουνε το πρωί τήν εφηµερίδα στο κρεβάτι. Ό καφές δίπλα. Ξέρεις τί σκεφτόµουνα τή νύχτα στή βάρδια ; Γιά τούς ναυτικούς δέν έχει κόλαση στήν άλλη ζωή. Τή ζοΰµε µές στά σίδερα ζωντανοί. Είµαστε συχωρεµένοι β,τι κι άν κάνουµε, προτού νά µας συχωρέσουνε. — Μεταλαβαίνεις ποτέ σου ; — Ναί. Στά χωριό µου. —Έγώ ποτέ. — Καλά κάνεις. Τά δικό σου στόµα είναι µαγαρισµένο. Έκει πού τά βάνεις … — Κι έσύ βλαστηµάς. —”Ιδιο τό ’χεις___Άκου νά γελάσεις. Χτές εκείνος ό κερατάς ό Σπύρος, έλυσε τά τσακουµάκι του πάνου στά παραπέτο. Του γλιστράει µιά βίδα καί πάει στή θάλασσα. Τί λές πώς βλαστήµησε ; — Που νά βάλει ό νους µου… — Τά πουλάρι πού καβάλαγε 6 Χριστάς µπαίνοντας στά ‘Ιεροσόλυµα. — Ρέ τάν κανάγια … —Έφτασες ένα ναύτη Σπύρο Τριζάτο, άπά τήν Πύλαρο ; —Αδερφέ µου, τ’ ήτανε κείνο ! Κ<χληµέρα του ’λεγες, βλαστήµαγε. Ό καπετάνιος του ‘κοψε πρόστιµο ένα σελίνι γιά κάθε βλαστήµια. « Νά µή σ’ άκούσω νά βλαστηµήσεις µές στά καράβι », του ‘πε. Τά βράδυ τάν είχε χρεώσει ένα µηνιάτικο πρόστιµα. Τά πρωί τονε χάσανε. “Οπου άκοΰνε στήν πρύµη δυνατές φωνές καϊ βλαστήµιες. “Ητανε Κυριακή. Ψάχνουνε στήν κουβέρτα. Πουθενά. Σκύβουνε στήν πρύµη καί τί νά δούνε. Ό Πυλαρινάς είχε κρεµάσει σκαλωσιά στάν άινά 6ξω άπά τά καράβι, καθόταν άπάνου στήν τάβλα, κούναγε τά ποδάρια του πάνω άπά τήν προπέλα, φουµάριζε καί βλαστήµαγε. ∆ίπλα του κρεµόταν δεµένος µ’ ένα ίβιλάι, ό σάκκος του. « — Μωρέ σκύλε, τί κάνεις, του φωνάξανε. Θά γκρεµιστείς. « — Τί κάνω, µωρέ γαϊδούρια, πού νά ’µπει ο διάολος µέσα σας καί νά ‘vat σερνικοθήλυκος. Ξεµπαρκάρησα καί πέστε του τράγου του καπετάνιου πώς βλαστηµάω άπόξω άπά τά καράβι του. » — Λοιπάν κι έγώ, άµα χάσω κάτι, δέν µπορώ νά τό ’βρω άν δέν διαολοστείλω. Μά δέ βλαστηµάω βαριά. — Κάλλιο νά βλαστήµαγες. — ∆ηλαδή … — Οΰ … Πάει µακριά ή βαλίτζα. Παµε γιά φαί. — ∆έν πεινάω. — Φεύγω. “Ονοµα αντω ‘Εβραϊστί Άβαδδών, καί έν rfj ‘ Ελληνική όνοµα εχει Άπολλνων

ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ H καµπάνα χτυπάει µιά διπλή. Μεσηµέρι παρά είκοσι. Μέσα στήν πλώρη, σ’ ενα τραπέζι άµπογιάτιστο, λεκιασµένο, ό Λινατσερός τρώει βιαστικά. Ό Πολυχρόνης µασάει ενα ριγανόξυλο κι ό Γιάκουµος, ό ξυλουργός, καθαρίζει το τσίγκινο πιάτο του µέ ψίχα ψωµιού. Τέσσερα γιατάκια13 δεξιά µουράδα καί δυο κατάπλωρα, τό ’να πάνω άπό τ’ άλλο, ξέστρωτα. ‘0 Μαυροθαλασσίτης κάθεται σ’ ενα ψηλό γιατάκι καί κόβει τά νύχια των ποδιών του. — Λοιπόν, Κοσµά … Άσε µωρέ τά ποδάρια σου, µάς έσκασες.

Page 80: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

80

— Ναί, γιά νά µήν τά πολυλογάµε, εκεί στό Bario Cino πού σας έλεγα ! Στή Μπαρτσελόνα… — Πρίν του πολέµου ; πετιέται ό Πολυχρόνης. — Πχψε, µωρέ βιδέλο, του κάνει ό Λινατσερός, όλο τόν κόβεις τόν άνθρωπο. Κακό συνήθειο. — Ναί… Πρίν του πολέµου. Είχα πιει καµπόσες µποτίλιες Μαδέρα. Ψωνίζω µιά έκεΐ στά στενά… ‘Όµορφη. Λιγάκι ξερακιανή. Συµφωνάµε… — Πόσα ; Τόν κόβει ό Πολυχρόνης. — Που νά θυµαµαι… Ανεβαίνουµε … πέφτουµε στό κρεβάτι. Κάτι σώρουχα… Ούλο µετάξι καί νταντέλα. « Γυναικεία, µου λέει, θέλεις ή … » ∆έν κατάλαβα. Τής βάνω χέρι καί τρακάρω, αδερφέ µου, σέ ξέρα. Καί τί ξέρα. — ∆ηλαδή ; —Ηταν άντρας µωρέ, ντυµένος γυναίκα. Maricon, έτσι τούς λένε. Ντύνοµαι λοιπόν νά φύγω καί σου στήνουµε έναν καυγά, πού σηκώθηκε 6λο τό τετράγωνο. « Θά µέ πλερώσεις µου λέει ολάκερη βίζιτα. Μ’ έριξες στό κρεβάτι. Ποιός σου ‘πε νά µήν κάνεις … Θά µέ πλερώσεις. » Κάτι στριγγλιές … Άκοΰς ή ροκάνα … ‘Όπου φύγει φύγει έγώ. Ακόµα θά βλαστηµάει. Του ’φερα κάτι σφαλιάρες … Ό Λινατσερός άνάβει καί χαµογελάει. —’ Α θέλουµε σέ πιστεύουµε, Κοσµά. Στό Cardiff πέρυσι την πέρασες µιά βδοµάδα στή στενή, τότε πού ’δωσες καραµέλες στά παιδιά στό Roath Park. Στό Rotterdam, ά δέν καβάλαγες τό τράµ πού ‘τρεχε, άκόµα θά σέ δέρνανε. Στή ∆ανία είχε γιοµίσ’ ή πλώρη άπό παλιόπαιδα καί τούς έδινες γραµµατόσηµα. Τί νά σου πρωτοθυµηθώ … Στή Barcelona βρήκες νά ντραπείς ; “Ασε τό γαζί γι’ άλλου. Είναι καµπρί1 καί σπάει ή βελόνα. — ∆έν τό άρνιέµαι, Λινάτσα. Άκου τί µου λαχαίνει. Μπορώ νά πέσω µέ µιά γυναίκα πού νά φοράει άντρίκεια, µά δέ µπορώ … πώς τό λέν … δέ µου κάνει κέφι νά πλαγιάσω µ’ άντρα πού φοράει φουστάνια. Κοµµένη. Κατάλαβες … — Ψαριανό τό καΐκι, µουρµούρισε ό άλλος. —”Ιδιο τό ’χεις νά βλέπεις δεκατεσσάρι µέ κοντά καί νά ‘ναι τά µπούτια του κοκκινισµένα τό χειµώνα άπό µάλλινο βρακί κι άπό τό κρύο ; Λακέρδα τό λέµε τόν τόπο µας. Βάλ’το στό νοΰ σου µωρέ. Οι γυναίκες βρωµάνε … Φτού … Ό ξυλουργός έκλεισε τό σουγιά του, µάζεψε τά ψίχουλα του ψωµιού κι είπε χωρίς νά κοιτάζει κανέναν: — Γιά πέστε µου, γιατί τά ‘χω µπλέξει. ∆ιάβασα σ’ ένα βιβλίο πώς όποιος έχει τό ‘να κουσούρι, έχει καί τ’ άλλο. — Στόν άπόπατο τό διάβασες, βρνιο, τόν έκοψε ό Μαυροθαλασσίτης. — Ναί στου Μωχαµετάλη καί σ’ είδα νά περιµένεις άπόξω νά τις κάνεις πιαστές. Ό Μαυροθαλασσίτης σηκώθηκε κατακόκκινος. — Γιά σταθείτε, είπε ό Λινατσερός µαλακά. Κάνε µού το λιανά, µωρέ Γιάκουµε. — Νά… άµα τηγανίζεις ψάρια, πώς τά βάνεις στό τηγάνι ; —Άπό τή µιά µεριά, κι έπειτα άπό τήν άλλη. — Γειά σου … Καί µιά παροιµία λέει πώς τό µεταξωτό πάπλωµα ή άπάνωθέ σου τό βάλεις ή άπό κάτου κάνει τήν ίδια ζέστη. Γελάσανε δυνατά. — Νά σας χέσω, κατραµόκωλοι, µούγκρισε ό Μαυροθαλασσίτης. “Επρεπε νά σας γνωρίσω µικρούς. Βουβάλια της Καρχηδόνας.

Page 81: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

81

Μούτζωσε τόν ξυλουργό µέ τις δυό παλάµες κι έφυγε βρίζοντας. — Θά του περάσει, είπε ό Λινατσερός. Μήτε πρώτη, µήτε δεύτερη. ∆έν τό βαστάει 6 µαύρος. Μοναχός του θ’ άνοίξει πάλι κουβέντα. Ρέ τόν Τούρκο ! Προχτές του ’λεγε ό λοστρόµος γιατί δέν παντρεύεται… Περιµένω, λέει, νά δώσει ό ∆εσπότης άδεια νά παίρνεται άντρας µ’ άντρα. Έσύ πάλι γιατί δέν παντρεύεσαι µωρέ Ρόζο ; Γέρασες. Τί περιµένεις ; Ό ξυλουργός έφτυσε χάµω καί χτύπησε τό ξύλο του τραπέζιου. — Τό ‘χω τάξει νά µή λύσω βρακί διαβασµένο. Έπειτα φοβάµαι τά κέρατα. Μιά φορά ξηµερωθήκαµε στό Αργοστόλι µέ τήν « ‘Υπεροχή ». Ό µάγερας έσφαζε κριάρια καί πέταγε τά κέρατα στή θάλασσα. Ένα έπεσε σέ µιά βάρκα. Ό βαρκάρης τό ’πιασε, τό κοίταξε προσεχτικά καί ρώτησε τό διπλανό του βαρκάρη : « — Μωρέ, Λουρέτζο, τ’ είναι τοΰτο δώ ;… » ∆έν πρόφτασε νά τελειώσει καί πέσανε βροχή στή βάρκα τά κέρατα. Ό Λουρέτζος έβαλε τά χέρια χωνί καί του φώναξε : 1 Ό παράλληλος. 2 Ψάρι του ωκεανού. 3 ’Αµµώδες ύψωµα του βυθοΰ. 4 Είδος βάρκας. 5 Νερό. 6 Γερανοί πού άνεβάζουν καί κατεβάζουν τά έµπορεύµατα. 7 Οί τρύπες άπά όπου βγαίνει ή άγκυρα. 8 Μετρήσαµε. 9 ”Ετοιµες. 10 Λεπτά σκοινιά. 11 Ταιριαστά. 12 ‘Υπερωρίες. 13 Γιατάκια µουράδα : κουκέτες κολλητές στόν τοίχο.

Page 82: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

82

ι6ο « — Τίποτσι δέν είναι, Σιγόντο µου. Τίποτσι. Μόνε χτενίζεται ό κατατάνιος καί τό πλήρωµα. » — Τό ’χω άκούσει. Επειδή µελέτησες βρακιά, τό πιό παράξενο πού ’δα ποτέ µου, τό φόραγε µιάν Εβραία. Ούλο νταντέλα, κουµπιά καί κορδόνια. Τρέµανε καί τά χέρια µου. — Καί δέν τήν άφηνες νά τό µολήσει µοναχή της ; — Μπά. ∆έν έχει γούστο. — Ποιός τό λέει… Νά φουµάρεις ξαπλωµένος καί νά γλέπεις. Τό αφήνει καί πέφτει. “Επειτα τό φέρνει στό δεξί πόδι, στά νύχια, χωρίς νά βάλει χέρι. Του δίνει µιά. “Οσο άξίζει έκειό τό πέταµα ! — Γούστα. Νά έδώ κάτου στήν Κίνα, τούτες οί µικρές φοράνε κάτι βρακάκια χασεδένια. “Ισαµε τά γόνατα’ σκέτα, µέ κορδόνι. “Ετσι καταπώς είναι παιδιά πράµατα, σου φέρνει µιά λύπηση. —Άπό τούτες τις νάυλον πού πουλάνε άκόµα καί στά µανάβικα, καλύτερα τά χασεδένια. Θυµάσαι τί φοράγανε δώ καί τριάντα χρόνια οι νοικοκυράδες ; -Όχι. — Πώς νά σ’ τά παραστήσω. Σάν κουδες.1 Πλατιά, άνοιχτά στή µέση µέ ψαλιδιά. — Καλά, που τά θυµάσαι ; “Ησουνα µικρός. —Άπό εννιά χρονώνε δέν άφηνα άπλυτο γυναικείο, όπου νά τό ‘βρισκα. — Τί λές µωρέ, τέτοιο άλκολίκι πρώτη βολά τ’ άκούω. — Τό λιγότερο … είναι άλλα κι άλλα. —Εµένα πάλι µ’ άρεσε νά γλέπω. Έκειό τό Cine Cochon στή Μαρσίλια… “Επειτα τό Teatro Bataclan στό Buenos µέ ζωντανούς άνθρώπους. Ερχόταν δίπλα σου καί µιά γυναίκα µόλις σ’ άκουγε νά βαριανασαίνεις. Ούλο βογγητά ά>|ουγες άπό άκρη σ’ άκρη. — Μωρέ θυµάσαι σπίτια µέ άντρες στή Μαρσίλια ; — Τέτοιους ; —”Οχι. Κάθε άλλο. Πηγαίνανε γυναίκες νά κάνουνε τό κέφι τους. Τί έπαθα µιά φορά ! Είχα ένα φίλο θερµαστή, τό Μηνά. Λεβεντόπαιδο. Τεµπέλης βµως. Βαριότανε τό φτυάρι καί τή ρασκέτα. ∆ούλευε σέ κείνο τό σπίτι. Μέ κάρτα δηλαδή, άπό τήν πολίτσια. Πάω µιά µέρα νά τονε δώ άπό τήν πίσω πόρτα καί καθήσαµε στήν κουζίνα. Ό πατρόνος, ένας Σπανιόλος, µέ πηρε άπό κα^ λό µάτι, γιατί του ‘δινα πουρά. « —Έµπα, µου λέει, στό σαλόνι νά δεις. “Αµα µπει πελάτισσα, φεύγεις. » Στούς καναπέδες ένας άράπης του Μαρόκου, ένας άλλος του Μεξικού, κάνα δυό άσπροι. “Ολοι µέ µπλέ πουκάµισα κι άσπρα πανταλόνια. Καί πλακώνει, άδερφέ µου ξαφνικά, ένα τσούρµο Άµερικάνες. Πρίν προλάβω νά τό σκάσω, µέ παίρνει άπό τό χέρι µιά. Είχε τό µούτρο τυλιγµένο µέ µιά µεταξωτή σάρπα. “Εκανα νά φύγω. Ό Σπανιόλος µέ σπρώχνει καί βρέθηκα σέ µιά κάµαρα. Βγάνει τή σάρπα. Πού νά µήν έσωνε. Άπάνου άπό έβδοµήντα. Καί άσκηµη. Καί νά γυρεύει τό σύστηµα του τόπου. — Τί έκανες ; —”Ο,τι µου ‘πε … Φεύγοντας µου ‘δωσε ένα δολάριο. — Πολλά … Έχεις ξανάρθει έδώ πού παµε, ρέ τόρνο ; —’Όχι. Παραπάνω, στό Άµόι. — Λές νά ‘χει τίποτα σπίτια ; — Ξέρω ‘γώ … Κλάφ’ τα. Όλοΰθε τά κλείνουνε. Μονάχα στό Μπερούτι άποµένουνε. Γιά δαΰτο γιόµισε ό κόσµος µαλαφράτζα. Είδες ο δόκιµος. — Ναί. Φαίνεται πώς µπολιάστηκε. “Ολο ψί ψί ψί µέ τό µαρκόνη. Σκατά πατηµένα καί

Page 83: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

83

δαΰτος. Μωρέ Πολύχρονη, πάψε νά σκαλίζεις τή µύτη σου. Θά ξεράσω. Λές νά βάλουνε καµιά βολά γιατρούς στά φορτηγά ; — Τί λές, Λινάτσα. Παλάβωσες ; Γιά νά τρώνε καί νά κοπρίζουνε ; — Νά τονε βλέπεις µοναχά, γίνεσαι καλά. — Κι έγώ <του λέω πώς δέν ξέρεις τί λές, άπάντησε ό ξυλουργός. “Εκανα µέ τά ποστάλια καί τούς είδα άπό κοντά. Ποιός καλός µωρέ, πάει µέ τά καράβια ; Μας άρρωσταίνει µιά φορά ένας έπιβά-της στή λίνια. Ένα θεριό. Σαρανταπεντάρης. Σέ τρεις µέρες τονε ρίξαµε νά σκανταγιάρει1 τόν ’Ινδικό. —Έ, θά ’τανε νά πεθάνει. Φταίει ό γιατρός ; — Πνευµονία είχε. ∆έν του ‘καµε ούτε µιά ένεση άπ’ αύτές τΙς καινούργιες. Βαριότανε. “Ενας άλλος τήν πέρναγε ξάπλα σέ µιά πολυθρόνα καί διάβαζε κάτι βιβλία γιά τά δέντρα. ‘Άµα του γύρευες άσπιρίνη, κατέβαζε τά µούτρα του. Του ‘λεγες : « — Γιατρέ, µου πονάει τό πλευρό µου. » Αναστέναζε βαθιά. Ά… Καί σου ’λεγε : « — Καί µένα µου πονάει. » Μιά νύχτα πέφτει ένας εργάτης στή µεγάλη δεξαµενή, στή Γένοβα. Ξυπνάνε τό γιατρό. Ή πρώτη του κουβέντα ήτανε : « —yΑ… Τώρα βρήκε νά πέσει. Πώς νά κατέβω ; Θά πέσω κι έγώ. » ‘Ήτανέ καί γέρος. Σαράβαλο. Άπό πάνω φωνάζαµε. « Πιάστε τό γιατρό. » Τρεις τόν κατεβάζανε. Τόν εργάτη τόν άνεβάσανε άλλοι τρεις, πεθαµένο. Μιάν άλλη φορά τονε ζήτησε µιά κυρία στήν πρώτη θέση. « — Γιατρέ µου, του λέει. Έχω …» > ∆έν τήν άφησε ν’ άποσώσει. Αναστέναξε. « —Ά, κι έγώ. » « —Έχω αιµορραγία, γιατρέ, καταλαβαίνεις ; Μητρικά. » Ό Λινατσερός έσκασε στά γέλια. — Τά παραλές, µωρέ. — Κι είχε ένα βίτσιο ό γερο-µπινές. Τόν παραµονέψαµε µιά νύχτα. Νά φρίξεις. Έχεις άκουστά γιά τή σούστα ; — Μέ τούς µακαράδες πού λένε ; —1Όχι… νά, πέφτεις … Τέσσαρες γρήγορες διπλές σπάσανε τήν κουβέντα τους. Κι οί τρεις χυθήκανε στό κατάστρωµα. Μόλις ίσωσε ή καµπάνα, δυά άντρες Ιδρωµένοι, λερωµένοι άπό κάρβουνο καί λάδι, προχωρήσανε στά άµπάρι τά Νούµερο 1. Φορούσανε πανταλόνια ντόκ, φανέλες δίχως µανίκια, τρύπιες καί µαύρες παντόφλες. Ό ένας, ο Ρεµοΰσκος, κάθησε στάκουβούσι2 καί σκούπισε τά κούτελό του µέ τά µαντήλι της φωτιάς. Θά ‘τανε στά πενήντα, µά έδειχνε εξηντάρης. Κουτσός, µέ βαθουλωµένο µούτρο, άδύνατο κορµί, καµένο άπά τή φωτιά. Ό άλλος ο Τενεδιός, στά ίδια χρόνια, γεροδεµένος, δάγκωνε τήν άκρη του διχτυνου µαντηλιού πού κρεµόταν άπά τά λαιµό του. Τά χέρια του ήτανε γιοµάτα στάµπες. — Τί κάθησες ; είπε ό Τενεδιός. Πάµε νά πλυθοΰµε. Έτσι θά φάµε ; Ό Ρεµοΰσκος σηκώθηκε µέ κόπο καί πήγανε στήν πλώρη. Φυσουσε έλαφράς στεριανάς άνεµος. Ό λαδάς πού σκατζάρησε µέ τά ντοκουµάνη, ένα γερο-παραλυµένο πού τάν φωνάζανε καρεκλού, στάθηκε στά παραπέτο κοιτάζοντας τή στεριά. — Ρέ τί έχει Λ/ά γίνει άπόψε, µουρµούρισε ο ντοκουµάνης. Βαζελινωθεΐτε καί φτάσαµε. ∆υά θά πάρω.

Page 84: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

84

— Ναί… Σφίξου, χαχάνισε ό λαδάς. Κι έπειτα νά σέ τρίβουµε µέ σπίρτο καί νά σ’ έχουµε τρεις βδοµάδες κλινάρι, όπως τότε στά Λόµε. Νά χαθείς. —Έγώ, µωρέ, είπε θυµωµένα. Έγώ ; Μέ στοίχηµα. Βάνω κάτου εικοσάρηδες. •— Πάρε µερικές φωτογραφίες άπά κείνες πού ξέρεις καί σέ φτάνει. Έσύ µονάχα γιά πατρόνα κάνεις, έτσι πού κατάντησες. Θυµάσαι τήν Περιβολαριά ; —”Αν τή θυµάµαι ! Άφοΰ τήν είχα δυά χρόνια. Καί τήν Παπύρω στήν Κέρκυρα καί τη Λεµονιά, τή Χοντροκώλα στή Σύρα, τήν Καράβω, τήν Ντουµπίνα. Πατρόνες µιά βολά. ‘Όχι σάν τις σηµερινές. — Τήν Καρεκλού ; Εκείνη τήν ήξερες καλύτερα. ΈπΙ ‘Όθωνα. — Τσή µάνας σου τά χάβαρο. Καθίκι πήλινο. ‘Όρσε, καί του ‘δωσ’ ένα φάσκελο. Ό καρβουνιέρης, ένα λιγνά Συριανάκι, τούς φώναξε. — Τά φαΐ σας. Ό Ρεµοΰσκος κάθησε πάνω στ’ άµπάρι, ά Τενεδιάς δίπλα του κι άρχισαν νά τρώνε άπά τά ίδιο πιάτο, πιλάφι µέ κρέας. — ∆έν τρώς, µωρέ, του ‘πε σέ λίγο ό Τενεδιός. Τρεις έγώ, µι» ♦ » εσυ. — Φαΐ ‘ναι τούτο ! Θά ’χουµε γράµµατα. Λές νά τά φέρει δ πιλότος ; — Ξέρω ‘γώ… άλλο βάσανο. Πάντα καθυστερηµένα. Πολλές βολές βρεµένα, πού δέ διαβάζονται. Καί τά χειρότερο, µπορεί νά ’ρθει ο φάκελος µέ τά γράµµατα του περασµένου ταξιδιού καί τά τωρινά νά βρίσκονται σέ κάνα συρτάρι στά Πόρτο-Σάιτ. Ποιός σέ λογαριάζει. Τήρα χάλια. Πέρυσι έκαµα Πάσχα στά σπίτι µου. Κάτσαµε νά φαµε µέ την κυρά. Χτυπά ή πόρτα. Ταχυδρόµος. Ένα γράµµα γιοµάτο σφραγίδες καί σβησίµατα. “Ακου κυνηγητό : Σαβίτζο … Ροζάριο… Χάλιφαξ… Μότζι. Πουθενά δέ µέ πρόλαβε. Σκίσ’ το, µου λέει ή γυναίκα µου. “Οχι, της λέω, άσ’ το κλειστά νά τά πάρω µαζί µου νά τά διαβάσω καµιά γιορτή στά πέλαγο, πού θά ‘χω νά λάβω καιρό. Γελάσαµε. — Γιά γέλια είναι ; µουρµούρισε δ Ρεµοΰσκος. Κοντεύω νά τρελαθώ. Πέντε µήνες έχω νά λάβω. — Είχες τηλεγράφηµα καηµένε, στά πέλαγο … — Τί νά τά κάνω ; « ‘Υγιαίνοµεν… », Ξέρω ‘γώ ά λένε τήν άλήθεια ; — Καί στά γράµµα δηλαδή θά καταλάβαινες ά σου λένε ψέµατα ; — Είν’ άλλο πράµα τά γράµµα. “Αν τρέχει τίποτα —χτύπα ξύλο— και νά µή σ’τά γράφουνε, θά τά καταλάβεις. Γνωρίζω τά γράµµατα τής κόρης µου άπά µακριά. Νά δεις καλλιγραφία. Καί κάτι κουβέντες I Στά τελευταίο γράµµα µου ‘γραφε : « Πατερούλη, νά µήν κουράζεσαι, νά τρώς καλά, νά διασκεδάζεις » καί παρακάτου : « Σέ λίγα χρόνια θά σέ ξεκουράσω. Θά κάθεσαι σέ µιά ξαπλωτή ρα καί δέ θά κάνεις τίποτα. » Κάτι λόγια ! — Είναι µεγάλη ; — Τώρα µπαίνει στά δεκατρία. Μουτζες νά ’χουνε οί µεγάλες. ∆ός της βιβλία. Κι 6χι φυλλάδες καί παλιοπεριοδικά. Βαθιά βιβλία. Πρόπερσι τό χειµώνα, πού ’µεινα ένα µήνα µαζί τους, κάθε βράδυ µου διάβαζε. Τό µαράζι θά µέ στείλει στόν άλλο κόσµο, µωρέ Τενεδιέ. — Πάψε, γρουσούζη. Γιατί ; — Γιατί… γιατ’ είναι… Πώς νά τό πώ … ’Έλειπα στήν κατοχή. Τήν άφησα τεσσάρω χρονώ. Που νά τά βγάλει πέρα µιά γυναίκα µέ µωρό. Λαχανίδες καί φασόλια. Άν είχανε τις κονσέρβες πού πέταξα στή θάλασσα µέ τόν πόλεµο ! Στέρηση. Χτύπησε κιόλας µιά φορά στό καλάµι. Έκλεισε ή πληγή τώρα καιρό, µά νά, έµεινε … νά, δέν περπατάει καλά µέ τό άριστερό. « Χαρά στό πράµα, µου λέει. ∆έ µέ νοιάζει καθόλου, πατέρα. » Ό καρβουνιέρης έφερ’ ένα µπρίκι κρεµασµένο άπό ένα µακρύ σύρµα. Τό πίθωσε δίπλα

Page 85: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

85

τους. — Τελειώσατε ; -Ναί. — Θά σας πλύνω τά πιάτα µαζί µέ τό δικό µου. Χαλάλι σας. Νά ’χετε χάρη πού φτάνουµε σέ λίγο. Τά µάζεψε κι έφυγε. ‘0 Τενεδιός χάιδεψε τά µεγάλα µουστάκια του. —’Όπως καί νά τό γυροφέρεις, κακά ψυχρά καί µαύρα. ‘Όµως είναι καί χειρότερα. Άνάστησα ένα λεβέντη ίσαµε κει πάνου — δηλαδή, έδώ πού τά λέµε ή µάνα τό άνασταίνει τό παιδί. ‘Όταν τό γένναγε, έγώ φουµάριζα ναργιλέ. Έδώ είναι τό άδικο. Θά ’πρεπε νά νιώθουµε κι έµεΐς µερικές σουβλιές κάτου άπό τ’ άφάλι τήν ώρα πού γεννάνε οί γυναίκες µας. Τριώ χρονώ ήτανε σά γύρισα άπό ταξίδι. Σκληρό παιδί, µου λέει ή γυναίκα µου. ∆έ µαι’νάρεται. Τήν άποπηρα. Είχε µιά σφεντόνα κι έπαιρνε καπέλα. Μιά φορά πηρε κχρύδια, τά ‘κοψε στή χάραξη, τά κούφωσε, έχυσε κατράµι λιωµένο καί πετάλωσε τρεις γάτες. Τις άκουγες τή νύχτα στίς πλάκες τράκα-τρούκου, τράκου-τρούκου, σάν άλόγατα. Τόν έπιασα µέ τό καλό καί του ξήγησα. Πάλευε τρεις µέρες νά τούς καθαρίσει τά ποδάρια. ∆εκαοχτάρης. Ήτανε ό πώ πονόψυχος της γειτονιάς. ∆ούλευε µαραγκός. ∆έν άφηνε ζητιάνο νηστικό. Εικοσάρης, στήν Κατοχή, του ‘δωσε ένα σκαµπίλι κάποιος Γερµανός στήν Όµόνοια, γιατί τόν έσπρωξε. Τότε ό γιός µου µέ µιά κουτουλιά του ‘καµε τά µούτρα παζάρι, τόν ξεβράκωσε και του ‘βαλε τό πιστόλι στόν κώλο. Μέσα γιά µέσα. Καταλαβαίνεις τί έγινε. Τρεις άδειάσανε πάνω του τά πιστόλια τους. Κόσκινο. Μου ’πανε πώς, καθώς ξεψυχοΰσε, έβγαλε τή γλώσσα του καί τούς κοροΐδευε. Ρεµοΰσκο. Κάλλιο νά ‘τανε κουτσός κι άπό τά δυό ποδάρια. Στραβός, παράλυτος. Νά τόν είχα, νά τονε βλέπω … Είπες τίποτα ; Ό άλλος είχε τό κεφάλι χαµηλωµένο. Πάνω στά γόνατά του είχε καθήσει ή γάτα του καραβιού καί τριβόταν. — Τί µαστορεύεις, ∆ιαµαντή, ρώτησε ό άσυρµατιστής. Ό δόκιµος γύρισε ξαφνιασµένος. —’Ένα πουκάµισο πολεµάω νά σιδερώσω, µά που … Είχε στρωµένη µιά κουβέρτα πάνω στό Γκρός µπώνκερ3 καί πάνω της ένα πουκάµισο βρεγµένο. Βαστοΰσε µέ δυό στουπιά µιά µποτίλια γιοµάτη καυτό άτµόνερο —άρχαίος θαλασσινός τρόπος— καί προσπαθούσε νά τό στρώσει. Στάθηκε λίγο καί τόν κοίταξε άπό δίπλα. Είχε κάτου άπό τόν ιδρώτα του µετώπου του ρόδινα σηµάδια. Τά ξανθά µαλλιά του είχαν άραιώσει. Τό πρόσωπό του είχε µακρύνει. —Ετοιµάζοµαι. Θά παµε ; — ∆ίχως άλλο. Αύριο τέτοιαν ώρα θά ‘µαστέ —κόµπιασε— θά ξέρουµε. Παράτα τήν µποτίλια καί µήν παιδεύεσαι. ‘Έχω ένα µεταξωτό άφόρετο. ∆έ µου πάει. Πάµε νά σ’ τό δώσω. — Μά… κάνει ; —Άφοΰ σου τό χαρίζω. Πάµε. —’Ένα λεφτό … Άν … δηλαδή άν έχω … άν είµαι άρρωστος, πρέπει νά µείνω στά πόρτο ; — Παλαβός είσαι ! Αρρώστια του ποδαριού. Θά πάρουµ’ ένέσεις. Έγώ θά σ’ τις βαρέσω. — Κοστίζουνε πολλά ; Έχω νά λαβαίνω πέντε χάρτινες. Φτάνουν ; — ∆ιαµαντή … Άµα θά γίνεις καπετάνιος ή γραµµατικός καί λάβει τήν άνάγκη σου ό δόκιµος ή όποιος άλλος, τί θά κάµεις ; — Μά… — ∆έν έχει µά. Πάµε.

Page 86: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

86

—Έ ! Πλώρη ! Ανεµόσκαλα καί µπαρούµα4 σταβέντο5, φώναξε ή γέφυρα. — Στή θέση τους ! Άποκρίθηκε ό καπετά-Παναγής άπό τό καµπούνι. Ό καπετάνιος φορούσε άσπρα λινά, τέσσερα πλατιά γαλόνια στό κάθε µανίκι καί χρυσό σειρήτι πάνου άπό τό κεραµίδι. Πενηντάρης, ψηλός, πληθωρικός. Μ’ ένα σκοτωµένο ροζ στά µάγουλα καί κίτρινους κύκλους γύρω άπό τά µοσχαρίσια µάτια του. Τό προγούλι του έπεφτε άνάµεσ’ άπό τό µισάνοιχτο περιλαίµιο του χιτώνιου. —Άργάαα, είπε στό γραµµατικό πού κρατούσε τό χερούλι του τηλέγραφου. ‘Η µηχανή άποκρίθηκε µέ µελωδικό κουδούνισµα. — Κράαατει, είπε σέ λίγο. Ή µηχανή έκανε κράτει. Ό « Πυθέας » έκοψε δρόµο. — Γραααµµηηή. Έκεί πού είσαι. — Γραµµή, ό Λινατσερός. Ή πιλοτίνα διπλάρωσε. — ∆ιαµαντή, κατέβασε τό G καί βίρα τό Η. — Καφέ γιά τόν πιλότο καί κονιάκ, διάταζε ό καπετάνιος. —Ό Κινέζος άνέβηκε στή γέφυρα. — Τσίγκουα Χό. What Engine? Draff? — Twenty three af. — O.K. Dangerous cargo ! Ό καπετάνιος έσκυψε καί κάτι του ‘πε στ’ αυτί. ‘0 Κινέζος χαµογέλασε. — How many tugs want? — Two. — Speed ? — Eight. — All right. ∆ώσανε κάβο στά ρυµουλκά. — Starboard, ό πιλότος. — Τό όλον δεξιά, ό καπετάνιος. “Ετοιµη τήν άριστερά γιά φούντο’ Τό καράβι µπήκε στό λούκι. Ό άγέρας µύριζε κοπριά, σάπια θαλασσινά χόρτα καί πόλεµο. ’Αριστερά καί δεξιά, έκατοσταριές φουνταρισµένα σαµπάν.6 “Ενα λέσι7 πάει µέ τό ρέµα. Φοράει χακί. Ταξιδεύει γιά τήν άνοιχτή θάλασσα. Εκτός άν µπερδευτεί µέ τίποτα χορτάρια του ποταµού. Άπό πολύ µακριά φτάνει ό ήχος των κανονιών. Φανήκανε τά ξύλινα κρηπιδώµατα. Είναι λερωµένα µέ γράµµατα, καθώς σέ’ πολλές πολιτείες. Τώρα ξεχωρίζουνε. Τό συνηθανε οί ναύτες πού µπογιατίζουν τά καράβια, νά γράφουνε πάνω στά µαδέρια. Κατάφατσα, ήταν γραµµένα όλλανδέζικα : « Κοστάραµε µέ µιά νεκρόκασα πενήντα χρονώ. Ζήτω ή Όλλανδία. » Παρακάτου ελληνικά : « Άτιµο πόρτο. Τό κρασί κουτελίτης. Οί γυναίκες είναι κλέφτρες, βρωµάνε κι έχουνε ψείρες. » Πιό πέρα γαλλικά : « ∆έκα χιλιάδες µίλια µακριά άπό τήν Place Pigalle. Sale …» Μιάν άλλη : « Τή νύχτα βαστάτε σουγιάδες. » « — Κοντεύουµε. Γιατί δέ γελάτε ; » µέ ρώτησε µιά ταξιδιώτισσα ένα µεσηµέρι πού πιάναµε λιµάνι έπειτ’ άπό µεγάλο ταξίδι. Τήν κοίταξα χωρίς νά καταλαβαίνω. « — Sorry … ∆έν έξηγήθηκα. Θέλω νά πώ γιατί δέν είστε χαρούµενος πού φτάσαµε. Τά µάτια σας είναι τά ίδια &πως τήν ώρα πού ξεκινήσαµε. » « —’Ίσως, γιατί τοΰτο δέν είναι τό Home port », άποκρίθηκα· « —Ακριβώς. Αύτό είναι. Θά ‘πρεπε νά τό καταλάβω. »

Page 87: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

87

Νόµισα κείνη τή στιγµή πώς άν δέν είπα τήν άλήθεια, όµως της είπα κάτι σωστό. Τό ίδιο µέ ρώτησε χρόνια κατόπι µιά ’Ινδή, τήν ώρα πού βλέπαµε τά φώτα του Πειραιά, γυρίζοντας άπ’ τό Νότο. Εύτυχώς κείνη τήν ώρα µέ φωνάξανε γιά δουλειά… Τό πόρτο του τόπου µας … Τό χειρότερο του κόσµου. Γυρίζεις. Άπό τόν προλιµένα σέ γυρεύει ό ύπάλληλος. Σ’τά λέει µασηµένα. « — ∆ηλαδή … νά ξεµπαρκάρω ; « — Ναί. « — ∆ένουµε ; « —’Όχι. « — Τότε, θά ‘ρθει άλλος ; (( — Ναί. «.— Καλά, δέ στέρνατ’ ένα σηµείωµα στό πέλαγο, νά ‘χω τά ρούχα µου έτοιµα γιά δξω ; Σέ τρεις ώρες φεύγουµε. ∆ηλαδή φεύγω. ∆έ µου λές, έκαµα τίποτα καί µέ βγάνουνε ; « — Ξέρω ‘γώ ; Εντολή του Γραφείου. “Ο,τι µου λένε. ‘Υπάλληλος είµαι. » Τότε κάθεσαι σά χαζός καί κοιτάς ένα γύρο. Έζησες µέσα στήν καµπίνα τούτη έξι µήνες, ένα χρόνο … Τώρα είσαι ξένος. Ανοίγεις τά συρτάρια, γιοµίζεις πρώτα τό σάκκο. Έπειτα τή βαλίτζα, τό µικρό σάκκο. Τέλειωσες. ‘Όµως µένουν ένα σωρό µικροπράµατα. Τά χώνεις κι αύτά. Τώρα πρέπει κάτι ν’ άφήσεις σέ µιά γωνιά, — παλιό ναυτικό συνήθειο. —Άς άφήσω τοΰτο τό ιώδιο, κείνη τή µισοτελειωµένη σειρά τά βισµούθιο. Ποιός ξέρει… Άλλος αφήνει µισά σελίνι ή κάνα ζευγάρι κάλτσες άταίριαστες. Βγαίνεις στά µώλο. Άπά κάπου κρέµεται τά µανίκι της στολής σου µέ τά γαλόνια. Φόρεσέ τα αΰριο, νά πας νά κάνεις βόλτα µέ δαΰτα στά Σύνταγµα. “Αν είναι Άπόκριες, πάει κι έρχεται. Καί πάλι δέ φελανε. Είναι µπαλωµένα, λεκιασµένα. Λάδι, µπογιά, άλάτι, ιδρώτας. Αίµα… « Πέστε µας µιάν ιστορία γιά τούς θαλασσινούς. » Άκου λοιπόν, κυρά µου … Τήν άλλη µέρα πας στά Σωµατείο καί µπαίνεις τελευταίος κάτου άπά διακόσιους πού περιµένουνε µπάρκο. ∆ουλεµένος, σου λέει ό άλλος. Σκατά. Σου ’µειναν τρείς κι εξήντα. Ό ξέµπαρκος είν’ ένα σκουπίδι. Γίνεται, τήν άλλη µέρα. Μόλις άλαργέψει ένα µίλι άπά τή θάλασσα. Κάθεσαι µήνες στά παγκάκι κανενάς κήπου καί λιώνεις τά βρακί σου. Κόβεις τά τσιγάρο µισό. Τάν καφέ όλάκαιρο. Σου µένει τά κοµπολόι. Σπάει κι aVro καί χάνεις τις µισές χάντρες. Καλύτερα σέ ξένο τόπο χωρίς δουλειά. Νά µή σέ βλέπουν οί γνωστοί καί κουνάνε τό κεγάλι. Νά µή σέ βαρεθούν οί δικοί σου. Στά Cardiff. Στά Sailor’s Rest. Τά πιάτο καί τά µαχαιροπήρουνα σιγουραρισµένα στά τραπέζι µέ ψιλές άλυσίδες. Τή σούπα τή σερβίρουνε µ’ ένα εργαλείο σάν κλύσµα,, Τή νύχτα κοιµασαι µέ τά ροΰχα, γιά νά µήν τά χάσεις. ‘Όχι του συναφιοΰ, κάτι άλλοι πού δέν είναι θαλασσινοί, µά µπερδεύονται µ’ αύτούς. ‘Όταν έχει λιακάδα, ξαπλωµένος στά γρασίδι του Roath Park καί χαζεύεις τις πάπιες. Που νά σέ ζυγώσει γυναί’· κα… Τότε µαθαίνεις τά ζάρι, χαζεύοντας στά Bute Street. Μιά φορά µ’ ένα σελίνι, κάποιος κέρδισε πέντε λίρες. ∆έν τά ‘βαλε στήν τσέπη. Στεκότανε κάθε βήµα, τά µέτραγε καί τά καµάρωνε. Σέ µιά γωνιά ένας Κουβανέζος του τ’ άρπαξε —µέρα µεσηµέρι— κι έφυγε τρέχοντας. “Εµεινε νά κοιτάζει τά ροζιασµένα του χέρια. “Ερχεται ή µέρα νά φύγεις. Έχεις άποκάµει ν’ άνεβοκατεβαίνεις σκάλες. Παίρνεις ένα χαρτί καί τότε άρχινάει τά µαρτύριο : Σπίτι του Ναύτη, Αποδηµία, Ασφάλεια, Γιατρός, Λιµεναρχείο … Θά µέ βρούνε σέ τάξη ; Νετάρεις. Παίρνεις τήν µπροστάντζα καί πληρώνεις τά χρέη. Ανεβαίνεις τήν άνεµόσκαλα κι είσαι ψοφίµι. Σαλπάρεις. Ταξιδεύεις. Καί ζείς πάντα µέ την αγωνία πώς θά σέ βγάλουνε. Λόξα θά µου πεις. Μπορεί. “Ενας ναύτης µιά φορά. πάλευε δυό χρόνια γιά µπάρκο. Μόλις πηρε το χαρτί, τό ‘ σχίσε καί ξαναγύρισε στόν κηπο της Τερψιθέας. Τύ σούρουπο σκοτώθηκε µοναχός του. — Φούντο τήν άριστερά. Ό λοστρόµος λασκάρισε το φρένο της πόµπας. Ή άγκυρα έφυγε, κάνοντας σαµατά

Page 88: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

88

µεγάλο. Μέτρησε τά βαφτισµένα κλειδιά µέ µονές καµπανιές. Μιά, δυό, τρεις. —Άγάντα καδένα. —Άγάντα. —Ανάποδα. —Ανάποδα. — Κράτει. — Κράτει. —Άς τραβάει περισσότερο το πρυµιδ ρεµούρκιο. το ρυµουλκο τράβηξε. — Τσού κάβους 8ξω. ∆υο λιανά σκοινάκια πετάχτηκαν 8ξω κι άπο πίσω τους οί χοντροί κάβοι δεµένοι. Τέσσερις πέντε Κινέζοι καπελώσανε τις γάσες8 στίς µπίντες.9 — Βίρα πλώρα πρύµα. ∆ώστε springs10… Σιγότερα το βίρα. Πλευρίσανε µαλακά στον ξύλινο ντόκο. Ό γραµµατικδς έσµιξε το λοστρόµο κάτου άπδ τή σκάλα της γέφυρας. —”Ολα άσένιο ; Τά φανάρια ; —’Όλα. — Χωνιά γιά τούς ποντικούς ; — Κι έκεΐνα… Γράµµατα φέρανε ; — Ναι. Ό πιλότος. — Τά µοιράσατε ; Μέ σταυρώνεις κι έσύ σάν τούς άλλους, µωρέ Βαγγέλη. Του τό ‘πα δυό φορές… 6 κόσµος περιµένει. «Άς περιµένει », µου λέει. « ∆ός µου τα, του κάνω, νά τά µοιράσω χέρι χέρι. » «’Όχι σου ‘πα, όχι…» —Όχιά καί µονοµερίδα νά τονε κόψει. Ξέρεις γιατί τό κάνει ; Πού νά τονε βαρέσει µούλα µέ τά τέσσερα1… Γιά νά βασανίζει τόν κόσµο. — Γιά νά ξεκολλάει τά γραµµατόσηµα. — Πάψε, µωρέ. — Στά µάτια µου. Νά µή σώσω νά πατήσω στεριά. ∆έν ξέρεις ; —Ό γιατρός άπόξω, φώναξε κάποιος. Φύγανε βιαστικά. — Μάινα τή σκάλα. Ή σκάλα κατέβηκε τρίζοντας στό µώλο. Σέ λίγο βγήκε ό γραµµατικός άπό τό καρρέ καί φώναξε τό λοστρόµο. — Νά µήν κατέβει ή καραντίνα. “Ολο τό πλήρωµα νά µαζευτεί στήν πρύµη γιά µπόλι. —”Αλλος µπελάς. Βλογιά ; —”Οχι. Πανούκλα. — Πάω. Ό γραµµατικός στάθηκε, ξύνοντας τό κούτελό του. Φάνηκε ό Τρίτος νά ‘ρΧεται άπό πρύµα. — Τά µοιράσατε ; —’Αργότερα. — Νά µή σώσει. Λίγο µέ νοιάζει. — Τότε, γιατί ρωτάς ; Κουβέντα νά γίνεται ; —1Άπό συνήθειο.

Page 89: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

89

Τραβήχτηκε κι άκούµπησε στά ρέλια. Ό γραµµατικός εφυγε κουτσαινοντας. ∆υδ θερµαστές, 6 παραµάγερας κι ένας καρβουνιέρης ζυγώσανε 8ξω άπδ τήν πόρτα του σαλονιού. Χτυπήσανε άπότοµα. Ό καµαρότος του καπετάνιου, ψηλός, αδύνατος, µέ άσπρα µαλλιά κι άλλήθωρος µισάνοιξε τήν πόρτα. — Τ’ είναι, παιδιά ; — Τά γράµµατά µας. — ∆έν µπορεί τώρα. Μιλάει µέ τον πιλότο και το γιατρό. Ό καρβουνιέρης άπλωσε το χέρι του καί τράβηξε άπδ τήν τσέπη του καµαρότου στο πέτο, ενα φάκελο. —Έτουτο τ’ είναι ; Πήγαινε πές του νά σ’τά δώσει στο µοµέντο, γιατί θά µπούµε νά τά πάρουµε µέ το ζόρι. Ή πόρτα έκλεισε. — Παλιορουφιάνε … Σηµαδεµένε … Κολύµπι σου πρέπει. Ή πόρτα άνοιξε πάλι. — Πέστε και στούς άλλους νά περάσουν όλοι εδώθε, όχι στήν πρύµη. Γιά µπόλι καί γιά γράµµα. —Έχω έγώ ; µπάς κι είδες ; ρώτησε δ παραµάγερας. — ∆έν ξέρω. Αρχίσανε νά µπαίνουν δυδ δυό, χωρίς φασαρία. Βγαίνανε ξεµανίκωτοι, άκουµπώντας ενα µπαµπάκι στο πονεµένοχέρι. Μερικοί κρατούσανε γράµµα. Σκορπίσανε. Βρίσκανε µιά γωνιά. “Ένας διαβάζει µεγαλόφωνα, άλλος παίζει µόνο τά χείλια, κάποιος χαµογέλα. Ό Ρεµοΰσκος βγήκε µέ το κεφάλι κατεβασµένο. Ό παραµάγερας τονε σίµωσε. — Πάλι δέν έλαβες ; ∆έν απάντησε. — Πέντε είχα. Τά δυδ περσινά. Νά σου δώσω τά µισά ; Τράβηξε πρύµα, κάθησε σέ µιά µπίντα κι έβγαλε τσιγάρο. Ό Τενεδιδς τον σκούντησε άλαφρά. — Νά συχωρεθοΰν τά πεθαµένα σου. ∆ιάβασέ µου το. Ό Ρεµοΰσκος το πηρε καί κάτου άπ’ το λιγοστο φώς πού έµενε άκόµα, άρχισε νά τοΰ διαβάζει. Στήν κουπαστή, στο καµπούνι, στήν πρύµη, είχανε µαζευτεί ένα πλήθος πουλιά. ’Απόξω περίµεναν δυό του πραχτορείου. Κάτι τελωνοφύλακες, ένας πιλότος της στεριάς. Φοράγανε βλοι άσπρα πουκάµισα πού σκεπάζανε τά πανταλόνια τους κάτου άπ’ τά γόνατα. “Ενας είχε σιµώσει σ’ Ινα φινιστρίνι καί νταραβεριζόταν µέ τάν Άράπη της µηχανής. Ένας ντουανιέρης τάν έδιωξε µέ βρισιές. Μιά γυναίκα στάθηκε δίπλα στή σκάλα. Κρατούσε ένα λουλούδι. “Ηλιο τής Κίνας. Ένα σκυλί πίθωσε τά µπροστινά του πόδια πάνω της. Νά ξυπνάς καί νά βρίσκεσαι σ’ έναν τόπο γιά πρώτη φορά. Τρίβεις τά µάτια, κόκκινα καί κουρασµένα. Βλέπεις θαµπά. Άνθρωποι πού δέν τούς φαντάστηκες. Τούς άγαπας. Νταραβερίζεσαι καί γίνεσαι µάτσο µέ δαύτους. Φεύγεις. Τούς θυµασαι όταν µείνεις γιά λίγο στά σπίτι σου, τήν ώρα πού πέφτεις νά κοιµηθείς. Ή θύµηση άξίζει µονάχα δταν ξέρεις πώς θά κινήσεις γιά καινούργιο ταξίδι. Ή χειρότερη άρνηση, ή µεγαλύτερη άπελπισία, είναι νά φουντάρεις στάν τόπο σου καί νά ζεΐς.µέ τις άναµνήσεις. „ ‘Υπάρχουν σέ µιά γοτθική έκκλησία κάτι στασίδια πού σάν τ’ άναποδογυρίσεις, θά δεις σκαλισµένες παραστάσεις αισχρές. Περισσότερο κι άπά κείνες πού βρίσκονται σέ πέτρινους ναούς στις ‘Ινδίες. Ό άνώνυµος τεχνίτης έχει δουλέψει γιά τά κέφι του. Είχε άποκάµει νά

Page 90: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

90

δουλεύει γιά τούς άλλους, γιά τήν πίστη, γιά τις ιδέες. ∆έν τό ‘καµε γιά νά παίξει. Μά γιά νά υπογράψει. ∆έν ύπάρχει τίποτα στάν κόσµο πού νά µή γίνεται. Τά πιά άπίθανο, τά πιά τροµαχτικό. Φτάνει κάποιος νά τά σκεφτεΐ. Tοv καλύτερο καφέ στή ζωή µου τάν ήπια στή Μόκα. Τά καλύτερο τσάι στά Colombo. “Οταν ζήτησα τρίτο κύπελλο του Ίνδοΰ πού σερβίριζε, θύµωσε. « Θέλεις λοιπάν νά χάσεις 6,τι κέρδισες ; » µου ‘πε. Ό χειρότερος καφές πού πήγα ποτέ στή µάνα µου ήταν άγορασµένος άπά τή Μόκα. Τά χειρότερο τσάι πού άγόρασα ήταν στά Colombo. Άπά τά ίδια µαγαζιά πού είχα πιει. Ό ζωγράφος Πετρίδης, ένας πρόσφυγας άπά τή Ρωσία πού γυάλιζε παπούτσια στή ∆ραπετσώνα. Ζωγράφιζε το κασέλι του κι έλεγε πώς τό ‘κανε µέ τόν τρόπο πού του ‘χαν διδάξει στο Πολυτεχνείο της Μόσχας. Μιά µικρή λαδοτέµπερα. ‘Ιστορούσε Ινα στρατσόχαρτο µέ λίγες ελιές, δυό κρεµµύδια —το ένα µέ φύτρο— ένα κοµµάτι ψωµί µαύρο καί κάτι κουκούτσια δίπλα. το θέµα ήταν άλλο. Ηταν ή λάµπα µέ το σπασµένο γυαλί. ∆έ χωρούσε νά µπει στο τελάρο. Έµενε κρεµασµένη στον τοίχο και φώτιζε λοξά το τραπέζι. Χειµωνιάτικο δειλινδ στίς Martigues. το κορίτσι µιλούσε δίπλα µου άδιάκοπα. Κρεµασµένα δίχτυα, ψαράδικα σπίτια. Ξεροί θαλασσινοί σταυροί καρφωµένοι στίς πόρτες καί ιππόκαµποι. ∆έν πρέπει νά ‘χουµε γυναίκα µαζί µας δταν θέλουµε νά γνωρίσουµε ένα τοπίο, ν’ άκούσουµε µουσική, νά δοΰµε µουσείο. ∆έν αξίζει νά µοιραζόµαστε µ’ αύτές άκόµη καί το κρεβάτι. ‘Όρθιοι στήν κόψη του, καθώς οί στρατιώτες, όπως οί ναύτες. « Νά πάρουµε στρείδια… Γιά κοίτα : La Venise proven^ale. Θά φαµε στου Crespi ! » Κρίµα ! ∆έν είχε δει τον ‘σκιο, πού ‘χε άνεβεϊ άπδ το κανάλι καί περπάταγε πλάι µας. νΗτανε κείνος πού άπδ παιδί είχε νιώσει τήν υγρασία στά λεπτά του δάχτυλα, τήν οµίχλη στά νευρικά του ρουθούνια. Ή κασετίνα µέ τις µπογιές κρεµόταν στή µέση του. Τό καβαλέτο κάτου άπδ τή µασχάλη. Είχε ζωγραφίσει άπδ νωρίς τήν καταχνιά της λιµνοθάλασσας πού είχε αγαπήσει περισσότερο άπδ τ’ άκρογιάλια της πατρίδα^ του, κι είχε άποκάµει. « Πάψε. Άκου λοιπόν. Μάθϊ. Ανόητο κορίτσι. Αξιολάτρευτο. Τά µαλλιά σου παλεύουνε µέ το χρώµα πού έχει άποµείνει. το µολυβί άγωνίζεται µέ τό πορφυρό. Τώρα το καταπίνει. Τότε κείνος γονατίζει ξαφνικά, άνοίγει το κουτί κι άπάνω στό άνάποδο χνουδάτο µιας µάλλινης φανέλάς, ζωγραφίζει τά σάπια πριάρια11, τή µυρωδιά της ψαρίλας καί τά µαλλιά σου. Είναι σκοτεινός, βπως τότε σέ κείνο τό θλιβερό σπίτι µέ τά κάγκελα, στήν Αττική. Ό ζωγράφος του Μεσολογγίου, της Προβέντσας, Μιχαήλ Οικονόµου ». Οί ναύτες είναι ακροβάτες. Φοράνε θαλασσιές φόρµες ή χακί ξεβαµµένες, γιοµάτες µικρές κουκκίδες κόκκινες, πράσινες, µαύρες, άσπρες. Μπορούνε ν’ άνεβοΰνε στήν κορφή του καταρτιού άπό ένα σκοινί, χωρίς ν’ άκουµπάνε τά πόδια τους πουθενά. Μπορούν νά κρατηθούν γιά µιά στιγµή κρεµασµένοι άπό τά δόντια, νά περπατήσουνε πάνω σ’ έναν κάβο τεντωµένο κι άπό κάτω τους νά κυλάει τό ρέµα. Τά χέρια τους είναι γιοµάτα σηµάδια άπό χτυπήµατα, µαγκώµατα. Σέ κάποιους λείπει δάχτυλο. Τό ‘φαγε µακαράς, συρµατόσκοινο, βίντσι. Άπόµεινε χάµω ζεστό γιά λίγο. Ή γάτα τό µύρισε κι έφυγε. ‘0 σκύλος του καραβιού τό γνώρισε καί τό ’γλείψε. Τό σάρωσε τό τζόβενο µαζί µέ τ’ άλλα σκουπίδια. Σέ δύσκολη, σέ βαριά µανούβρα, έχω άκούσει πολλούς ναύτες την ώρα πού ετοιµάζονται, νά λένε σιγά τρίβοντας τά χέρια : « Καί τώρα σκίσου πάλι, Μαρία. » Τ’ όνοµα άλλάζει στό στόµα του καθενός. Γίνεται Ελένη, Θεοδώρα, Ελπίδα. “Οπως λένε τή µάνα τους. Κείνη τή στιγµή πονάνε δυό : ή µάνα καί τό παιδί. Ή µάνα περισσότερο. Πονάει διπλά κι ας είναι µακριά. Είναι µιά δεύτερη γέννηση, δεµένη άπό µιά κλωστή µέ τό θάνατο. ‘Όταν τό καράβι φουντάρει 8ξω άπό λιµάνι, σέ πιάτσα, σέ ποτάµι, κάθονται πάνω στ’

Page 91: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

91

άµπάρια καί πλέκουνε σαλαµάστρα12, µέ τρία, πέντε, εννιά σφιλάτσα.13 Άλλοτε πλέκουν µποτίλιες γύρω γύρω καί κατόπι τίς βάφουν. ’Αγαπάνε τά χρώµατα. Ό λοστρόµος τ’ άνακατεύει καί βρίσκει τήν τίντα.14 Πρίν µπογιατίσουν, παίζουν µέ δαΰτα. Ζωγραφίζουνε κάτι γιά νά γουστάρουν. “Οσο καί νά πλυθουνε, µυρίζουνε πάντα µιά ταγκή µυρωδιά ψαρόλαδου, σκου-ριας ή άπό τό φαρµάκι πού λέγεται τσιρτσιµούρτσι.15 Ή µυρωδιά’ πού άγαπανε ot πόρνες κι οί µανάδες των θαλασσινών. ‘Όταν δείτε σέ καµιάν έξοχή έναν άνθρωπο νά ‘ναι άκουµπισµένος µέ τήν πλάτη σ’ έναν τοίχο καί νά καπνίζει ή νά παίζει τό κοµπολόι του, είναι ναυτικός πού ‘χει πάρει τή σύνταξή του. ’Έχει πιάσει, καθώς λένε, άγκωνάρι. Στό Port Sudan υπάρχει µιά ράτσα, κάτι ψηλοί ξερακιανοί άραπάδες, µέ µιά τούφα σγουρά µαλλιά στό κεφάλι καί µιά διχάλα ξύλινη, κρεµασµένη στό λαιµό γιά νά ξύνονται. Φορούν ένα σώβρακο µονάχα καί ξεφορτώνουνε τά καράβια. Βρισκόµουνα ξαπλωµένος στήν καµπίνα µου, κάτου άπό δυό άνεµιστήρες, σκοτωµένος άπό τήν άνείπωτη ζέστη. ΤΗρθ’ ένας κι έφραξε τήν πόρτα. « Έγώ … Ίδοµενεύς … Iskender παιδί… ∆ώσει ρούχα. » Του ’δωσα µιά παλιά φανέλα. Μ’ άγκάλιασε νά µέ φιλήσει. Περίµενα νά φύγει. « Θέλει χαρτί », µου ‘πε. « Γιατί µωρέ ; » «Εγγλέζος νοµίζει κλέψει… ∆έρνει. » Του ’γραψα τό δωρητήριο. ∆έν έφυγε. Θέλει σφραγίδα. Του ‘βαλα. Σέ λίγο ήρθε άλλος : «Έγώ Κάλχας. » Πήρε παπούτσια, χαρτί. Κατόπι ήρθε ό Αγαµέµνων, ό Πρωτεσίλαος, ό Φίλιππος, Τή νύχτα σ’ έναν παλιόδροµο συνάντησα κάποιον άπό δαύτους καί µέ γνώρισε : «Έγώ Κρίτων . . Έλα µαζί. » Μου ’χανε πει πώς δέν πειράζουν τούς Γραικούς σ’ εκείνο τόν τόπο µέχρι τό Djibouti, καί τόν άκολούθησα. Μπήκαµε σέ µιά καλύβα. “Ενα κορίτσι µας καλωσόρισε. Είχε µιάν άσπρη πετσέτα στή µέση της πού τή σκέπαζε ώς τά γόνατα, έφτιανε τά µαλλιά της σ’ έναν καθρέφτη. Ένα καντήλι έφεγγε µπρός σ’ ένα κόνισµα … « ’Αδερφή µου… ώραϊο… Μαρία. » Τό κορίτσι γύρισε καί µου γέλασε. Είχε θαυµάσια δόντια. Μου ’δωσαν ένα πιοτό πού µύριζε πιπέρι, µοσκοκάρυδο. Ό Κρίτων άναψε φωτιά κι έβαλε πάνω µιά κατσαρόλα γιοµάτη νερό. Καθόµουνα πάνω σέ µιάν άδειανή κάσα. Σηκώθηκα. Άν δέ σ’ άρέσει —µου ’δωσε νά καταλάβω ό φίλος— πάµε άλλου. Φαινόταν πειραγµένος. Ξανακάθησα καί περίµενα νά µάς άδειάσει τόν τόπο. Τό κορίτσι έστρωσε χάµω, κάθησε καί µου ’γνεψε νά πάω κοντά της. Ό Κρίτων έριξε κάτι σπυριά σ’ ένα λιβανιστήρι καί γιόµισε ή καλύβα καπνούς. Γονάτισε µέ τή ράχη στραµµένη σέ µάς κι άρχισε νά ψέλνει. Πέρασε πολλή ώρα. Σηκώθηκα νά κατουρήσω. Ό άπόγονος του Μακεδόνα κοιµόταν γονατιστός. Ή κοπέλα µου ’δωσε νά πιω άπό κείνο τό πιοτό. Τό στόµα µου είχε σηκώσει καντήλες. Άµα χάραξε, ήπιαµε κι οί τρεις καθισµένοι χάµω, φασκόµηλο. Σκεφτόµουν άν έπρεπε νά πληρώσω. Τής έδωσα δέκα σελίνια. Σηκώθηκε, άνακάτεψε ένα κουτί καί µου ’φερε ένα half crown1 πίσω. Τής είπα νά τό κρατήσει. Τό ’φερε στά µαλλιά της καί τό άκούµπησε, έτσι άκριβώς όπως κάνουνε στήν Κεφαλλονιά οί µανάδες των θαλασσινών ; δταν τούς δίνουνε τά παιδιά τους τά πρώτα θαλασσοβρεγµένα λεφτά. Κατόπι πηρε τό χέρι µου, τ’ άκούµπησε στό στήθος, στό στόµα καί στό κούτελο. ‘Ήτανε µικρή, δεκαπέντε χρονώ καί τή λέγανε Άµίρα. Σου ‘χει τύχει νά φτάσεις στό µώλο καί τό καράβι σου νά ‘χει φύγει γιά δέκα χιλιάδες µίλια ταξίδι, νά ‘χει νυχτώσει, νά πέφτει οµίχλη στό ποτάµι, νά ‘σαι τρεις ώρες µακριά άπό τό προξενείο σου ; Στήν τσέπη οΰτε µιά πένα, τό πακέτο άδειανό. Είναι τό πιό βαρύ θαλασσινό κρίµα. Γιά χρόνια σέ δείχτουνε µέ τό δάχτυλο … « Έκειός πού ’χασε τότε τό καράβι του στήν …»

Page 92: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

92

Παραµονή Χριστούγεννα … ‘Όσο µεθυσµένος νά ‘σαι, ξεζαλίζεσαι στό µοµέντο. Κάθεσαι πάνω σέ µιά σιδερένια δέστρα καί σκέφτεσαι. Οί εργάτες σχολάνε καί προσπερνούν αδιάφορα. Βάνεις αύτί, µήπως άκούσεις τή γλώσσα του τόπου σου. Βγαίνεις άπό τούς ντόκους καί τριγυρνάς στήν Ιργατική συνοικία. Βλέπεις τά φωτισµένα θαµπά τζάµια, τά δαντελένια κουρτινάκια. ’Ανοίγει µιά πόρτα καί σέ χτυπά ή µυρουδιά του σπιτιού, της κουζίνας. Ή µάνα σου τούτη τήν ώρα βγάνει τούς κουραµπιέδες καί σέ θυµάται. Έχει κλάψει άπό νωρίς, µά τό κρύβει. Έχει δει όνειρο κακό. Καράβι κάτου άπ’ τά δέντρα. « Πότε θά του ξαναπλύνω τά ροΰχα …» Τά λερωµένα, τ’ άπλυτα, τά θαλασσοβρεγµένα … Κάπου παίζει ένα πιάνο. Ψάχνεις γιά τρίτη φορά τις τσέπες σου. Στά πόδια σου γυαλίζει ένα σελίνι. Σκύβεις. Γελάστηκες. Βρέχει. Βρίσκεις ένα καταφύγιο του πρώτου πολέµου καί µπαίνεις. Βρωµάει, 6µως είναι ζεστά. Σκοντάφτεις πάνω σ’ άνθρώπους πού βλαστηµάνε. Άποκοιµιέσαι καθιστός χάµω. Σηκώνεσαι µόλις φέξει. Ένας πού στρίβει τσιγάρο, σέ κοιτάζει καί βρίζει. Βγαίνεις καί χτυπάς τά πόδια σου. Βρίσκεις µιά γόπα βρεµένη … Πενήντα µέτρα πιό πέρα κυµατίζει µιά σηµαία άσπρη καί γαλάζια. Εννιά καί κάρτο. . — Γεράσιµε, φεύγουµε. Τελειώνει τή σούµα, άφήνει τόν κοντυλοφόρο καί σηκώνεται. Ό άσυρµατιστής φοράει µιάν άσιδέρωτη φορεσιά καί µιά ρεπούµπλικα πράσινη. Ό δόκιµος στέκεται άπέξω. — Λοιπόν, τά ‘ µαθές. Στίς τρεις τά µεσάνυχτα σαλπάρουµε. Θέλανε νά µάς διώξουνε νωρίτερα, µφ δέν έχει νερά γιά έξω, πρίν άπό τις τρεις. ∆υό ποδάρια καί δέ θά µάς σηκώνανε τά νερά στό µώλο. — Μα που πάµε ; — Γιά τή Φορµόζα. Που άλλου ; ∆έν είδες πού τό ‘χουν άµπαντονάρει τοΰτο τό µέρος ; Θά πέσει χωρίς πόλεµο. — Μά δέν άκοΰς κανονίδι ; — Είναι µακριά. ∆έν τηρας πού ‘χουν άναµµένα τά φώτα τους, σά σέ πανηγύρι ; Είδες τά έγγλέζικα πολεµικά έξω άπό τό λούκι ; ” °χ1’ — Τέσσερα. Έτοιµα νά πάρουνε τις άρχές καί κάτι δικούς τους. —”Οπου ψοφίµι κι άγρίµι. —”Οπου σκατό καί µύγα, δέ λές καλύτερα. Ό ∆ιαµαντής άρχισε νά βήχει. — Λοιπόν, µή χασοµεράτε. Νά ’χετε τό νου σας στή σφυρίχτρα. Τέσσερις µακριές µέ τή σκύλα. Γιά στάσου. Τ’ είναι τοΰτο πού φοράς στο κεφάλι ; ∆έν τό πετας ; Ό άλλος τραβήχτηκε. — Μήν τ’ άγγίζεις. Τό ’χω γιά γούρι. —Άντίκα. ∆έν παίρνεις ενα καπέλο ; —”Οταν αγοράζω καπέλο, ξεµπαρκάρω. ‘Η άρρωσταίνω ή µέ διώχνουνε. — Παλαβοµάρες. Βιαστείτε. Τ’ αύτοκίνητα είν’ επιταγµένα. Πάρτε δυό πούς-πούς καί γρήγορα. Στό καλό. “Εσβησε το φώς τής καµπίνας του. Κατέβηκε τή σκάλα κι έκανε µιά βόλτα άπό πλώρη σέ πρύµη. Τ’ άγαποΰσε το σιδερένιο σαράβαλο, µ’ όλο πού τό βλαστήµαγε κάθε στιγµή. Τό πρόσεχε σάν καί τί. νΗξερε τά κουσούρια του καί τις χάρες του. Αγαπούσε το πλήρωµα κι ας τσακωνόταν µαζί του. “Ητανε τίµιος καί σωστός. Τή θάλασσα έλεγε δέν πρέπει νά τήν κοντραστάρεις. Θέλει στιµάρισµα. Καί νά τήν προλαβαίνεις. Εΐχε τορπιλιστεί δυό φορές µέ τόν πόλεµο. ’Αγαπούσε µιά πρώτη του ξαδέρφη, µά δέν τό

Page 93: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

93

‘χε ποτέ µολογήσει. Τήν πάντρεψαν µ’ ένα χαµένο κορµί πού τήν έδερνε. Είχε µέσα στό ρολόι του µιά φωτογραφία της βταν ήταν µικρή. Άκούµπησε στήν ύγρή κουπαστή κι άναψε τσιγάρο. Τή θυµήθηκε πού ‘ παίζε µαντολίνο. « Τά κοραλλένια χείλη σου …» ‘Η Εύανθία… Χτύπησε τό πόδι του νά ξεµουδιάσει. Τόν είχε σακατέψει µιά ένεση πού ‘χε κάνει µοναχός του στό πέλαγο κι είχε χτυπήσει κατά λάθος µιά φλέβα. Μόλις έσωσε τό τσιγάρο, άνέβηκε στήν καµπίνα του, τράβηξε τήν κουρτίνα κι έπεσε στόν καναπέ άνάσκελα, µέ τά ρούχα καί τό φώς άναµµένο. “Ενα κακοπούλι στή στεριά, άρχισε νά σκούζει. Άπό τή διπλανή κάµαρα άκουγόταν ό καπετάνιος πού σουλατσάριζε, µιλώντας µέ τόν πρώτο µηχανικό. —’Όλο παραπονιέσαι, του ’λεγε. Πέντε φορές άνθράκευση είχαµε τούτο τό ταξίδι. Άπό σαράντα λίρες καί πάνω σ’τά λογαριάζω. Εξόν άπό τά ύλικά. — Καί σύ πας ξοπίσω ; άποκρίθηκε ό µηχανικός. ∆ώρα άπό τόν άτζέντη, άπό τούς νερουλάδες. — ∆έν είσαι µέ τά καλά σου. ‘Υλικό του στρατού είµαστε φορτωµένοι… Σάν νά µήν τό ’ξερες. — Κι άπό τά στόρια ; — Τότε, σά νά λές, κλέβω τήν τροφοδοσία… — Μπά … Τέτοια λόγια … Ούλο µέ µπακαλάο τή σαλτάραµε. — Γαµώ τήν πίστη του, φώναξε ό καπετάνιος χτυπώντας τό χέρι του στό τραπέζι. Σου ’λειψε τίποτα; Γύρεψες κάτι καί δέ σ’ τό δώσανε ; — ∆έ λέω … µούγκρισε ό άλλος άπότοµα. Μά τό πλήρωµα… — Ποιός ;… Έχει παράπονο κανένας ; “Ο,τι θέλεις λές I —Έ, κουβέντα νά γίνεται… Ό καπετάνιος χαµήλωσε τή φωνή του. —Άµα τ’ άποφασίσεις νά κλέψεις… Στόν ‘Ισπανικό, ένας Θιακός πούλησε τρεις φορές τό φορτίο. Πότε στούς Κόκκινους, πότε στούς Φρανκίστες. — Μάλιστα. Μπράβο του. Τέτοια θέλω νά µου λές. ∆έ γίνεται τίποτα ; — Μπά, οί>τε ιδέα … Άλλος πόλεµος εκείνος. Ό γραµµατικός σήκωσε τά πόδια του καί τά χέρια του άντίκρυ στό µπουλµέ πού τούς χώριζε καί τούς µούτζωσε µέ τά τέσσερα. Κατόπι λαγοκοιµήθηκε. — Λούφαξε τό γρουσούζικο … µουρµούρισε ό βατσιµάνης της κουβέρτας, ό Λινατσερός, σά νά µίλαγε µοναχός του. — Ναί…, τ’ άποκρίθηκε δ βατσιµάνης της µηχανής, ό Άντώνης ο Πονοκέφοιλος, πού ‘χε δεµένο Ινα κουρέλι σ’ Ινα σπάγκο καί παίδευε τή γάτα. — Στό χωριό µου δέν τό ’χουµε γιά κακό. Μόνο νά µήν κάτσει καί σκούζει πάνω σέ σπίτι. Έγώ δέν τά πιστεύω κάτι τέτοια. —’Αλήθεια … “Ακου λοιπόν, γιατ’ είσαι καινούργιος καί πρέπει νά µαθαίνεις. Τά χαράµατα, µόλις είχε σπάσει τό πούσι, άνέβαινε στή γέφυρα τό καµαροτάκι µέ τούς καφέδες, ό Ντουρουντούς. Ξαφνικά βάνει κάτι φωνές : « Καπετά-Παναγή … Κοίτα …» « Τ’ είναι, µωρέ βρωµιάρη », του λέει ό γέρος .— « ∆ές … µιά χελώνα. » — « Πάψε, χαµένε καί µήν κοιτάς άπό κεΐ. » Ό µικρός τά ’χασε. — «’Αλήθεια σου λέω καπετάνιο… Νά τηνε. » Ό γέρος δέ γύρισε νά κοιτάξει. Ξύστηκε µέ τά δυό του χέρια. — ∆ηλαδή, Ικανέ κάνα κακό τό παιδί ; — Ναί, ρέ ποστοιλίσιε. Είναι τό πιό γρουσούζικο πλεούµενο. ∆έν τή µελετάνε ποτέ. — Καί µ’ αύτό … — Καλά σέ βγάλανε Πονοκέφαλο. Θέλεις άλλο; ∆έ φουντάραµε καί µας είπανε βίρα ; Τό ‘χεις γιά καλό ;

Page 94: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

94

— Τί σχέση Ιχει ; Καθόντανε κοντά στή σκάλα. Πάνω στ’ άµπάρι ήταν Ινα πιάτο µέ σαρδέλες κι έλιές. Πιό πέρα Ινα µπρίκι. Κάποιος άκούστηκε ν’ άνεβαίνει. Ό Λινατσερός Ισκυψε νά δει. — Τά συχαρίκια µου. Έχουµε βίζιτες. Είσαι ξουρισµένος ; Ό άλλος άφησε τό σπάγκο καί πλησίασε. Μιά γυναίκα άνέ’ βηκε καί στάθηκε στό καφάσι τής σκάλας. Βρωµούσε βιολέτα καί σκόρδο. — Τί νά θέλει ; ρώτησε ό Πονοκέφαλος. —ΤΗρθε νά µάς πάρει µέτρα. Μπίτ χοντροκέφαλος είσαι. Άν σ’ άρέσει, πάρ’ τηνε, νά µήν κάθεται πάνω στή σκάλα. — Κάνει… ∆ηλαδή . ‘0 Λινατσερός τής Ιγνεψε κι ήρθε γελαστή. Τά µατάκια της παίζανε. — Που νά τήν πάω ; — Στήν πλώρη σας. Στήν άποθήκη, καλύτερα. Καί µή βάλεις φωτιά πάνω στίς γλύκες. Μή φουµάρετε. —Άν µέ ζητήσουνε ; —Άντε, µωρέ τράγο. Έδώ είµαι έγώ. Τραβήξανε γιά τήν άποθήκη. — Καλά στέφανα, τούς φώναξε. Κάθησε σ’ ένα σκαµνάκι µέ τις πλάτες γυρισµένες στή στεριά κι άρχισε νά ψιλοτραγουδάει. Ή γάτα κατέβηκε τή σκάλα καί χάθηκε πίσω άπο το υπόστεγο. ‘0 Πονοκέφαλος ξαναγύρισε κι έσκυψε στ’ αύτί του ναύτη. — Εχεις ;… — Ψάξε στο ντουλάπι µου. Νούµερο τέσσερα. Μέσα σ’ ένα κουτί Camel ! Μπάς καί θές νά ‘ρθω νά της βρω τήν τ … Μιά φωνή άκούστηκε άπόξω. — Βάρδια ! — Τ’ είναι µωρέ ; — Κατέβα νά πάρεις κάτι πουρά του καπετάνιου. Είχε άνέβει στά µισά της σκάλας. ΤΗταν ό Πολυχρόνης. — Στο χαρτί τ’ είναι ; — ∆υδ γλυκά. ∆ικό σου καί του Πονοκέφαλου. — Είναι καλά ; — Φρέσκα. Μυρίζουνε σόγια. — ΕΙν’ άνοιχτά οξω ; — Ναί. Κάτι παλιοµάγαζα. Κάτι γυναίκες όµως ! … Καί φτηνές. — Καψερέ, σέ κοτσάρανε βατσιµάνη. — ∆έ βαριέσαι… Κάνω καί οικονοµία. Άντε, πήγαινε. Μήν ξεχάσεις τά ποΰρα. Τά θέλει τώρα. — Καλά. ’Έφυγε καί σέ λίγο ξαναγύρισε µουρµουρίζοντας. — Τά κάπνιζες καί στο χωριό σου, γύφτο. Άβάνες. Νά µήν πει νά µου δώσει ένα το γουρούνι… Νά βασανίζει τον κόσµο ξέρει. Κάθησε στο κασόνι. ∆έν πρόλαβε καί κάτι άγριες στριγγλιές τονε σήκωσαν ολόρθο. — Τί διάολο νά ’ναι ; Κατάλαβε. Έκραξε τή γάτα, µά δέ φαινόταν πουθενά.

Page 95: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

95

—Ά … την πουτάνα, τήν κρυφή πληγή. ’Αλοιφή έγινε. Τήν ξαναφώναξε µέ τ’ ϋνοµά της… Τίποτα. Ό Πονοκέφαλος ήρθε λαχανιασµένος. —Έχεις δυο’ σελίνια ; — Στάσου —έψαξε τις τσέπες του— πάρε… Πάτε γιά τά δεύτερο ; Πάρε καί τούτα τά γλυκά … γιά δύναµη. Κάνε δελέγκου. “Εψαξε πάλι γιά τή γάτα. ∆έν πιστεύω νά µου τή σακατέψε16 του διαύλου δ Κινέζος … Θυµήθηκε το Ροκαµβόλ καί τή Ριρίκα. το µούτρο του κατσούφιασε. Τά ‘χε γλιτώσει άπό τή λαµαρίνα. Μεγαλώνανε. Στο τριάντα έξι, είχανε πάει το « Χαράλαµπος » του Γιαννουλάτου στο Tyne γιά σίδερα. « Μόλησέ τα », του ‘πε στο Rotterdam δ καπετάνιος. « Θά βρούµε κάνα µπελά µέ τούς τζώνηδες. » ∆έν τον ακούσε. Που νά τά ‘φηνε µοναχά µές στούς ντόκους. Τά ’κρύψε σ’ ένα καλάθι κι είχε στο νου του νά τά ξεµπουκάρει τή νύχτα. Τά βρήκανε. Ό Λινατσερδς µπροστά κι δ ίνσπέκτορας του Sanitary1 άπδ πίσω. Κατεβήκανε τή σκάλα τής µηχανής. Τούς πέρασε δυδ µικρούς βρόχους κι έπειτα τά πέταξε µέ τά ίδια του τά χέρια στις φωτιές. Τά θυµάται κι άνατριχιάζει… ’Ακούµπησε στή βρεµένη κουπαστή. —”Αργησε δ Πονοκέφαλος. Τέτοιους πελάτες τούς βροντάνε τήν πόρτα, στά µπορντέλα, τούς λένε γραµµατόσηµα οί µαµάδες. Τούς σιχαινόταν τούς ποσταλίσιους. Είχε κάνει ένα φεγγάρι · µαζί τους. Καί τούς λυπότανε. Γυρίζανε υιέ κάτι µούτρα, άπδ τή διανυκτέρευση ! « Σέ καραντίνα τή βρήκα » έλεγε δ ένας γιά τή γυναίκα του. « Τήν έπιασε πόνος στο νεφρδ καί δέν κάµαµε τίποτις » έλεγε δ άλλος. « Πήγανε καί τής είπανε πώς έχω σπιτωµένη στο Βόλο καί µέ πέταξε άπδ το κρεβάτι », ένας θερµαστής. — Τήν καλύτερη κοκότα νά ‘χα —του ‘χε πει δ µπαρµπα-Θόδω-ρος ό ύπολοστρόµος— λιγότερο θά µου κόστιζε άπό τή γυναίκα µου. — Γιατί ; — Ρωτάς µωρέ ; … Φτάνουµε Κυριακή µεσηµέρι καί φεύγουµε άπόγεµα. Πάω σπίτι, καθόµαστε στό τραπέζι, τρώµε. Τά παιδιά δέν τό κουνάνε. Ή ώρα περνάει… “Ενα δεκάρικο του µεγάλου γιά τόν κινηµατογράφο … γίνεται καπνός. ∆εκαπέντε του δεύτερου, γιά ποδήλατο, τό σκάει. ∆έκα του µικρού γιά τό µάτς, πάει κι αύτός. Άποµέν’ ή κόρη. « — Σήκω νά πάς νά δεις τή θεία σου ». « — Βαριέµαι ». « — Παιδί µου, πετάξου νά µου µάσεις λίγο χαµοµήλι ». « — Σου ‘χω µάσει πατέρα, καί τό ‘χω ξεράνει ». Τρελαίνεται γιά πάστες. « —Άντε κόρη µου νά πάς νά φέρεις κάνα καλό γλυκό. ’Όχι άπό δώ πέρα. Έµπα στό λεωφορείο. Έκεΐ κονρά στό ∆ηµοτικό Θέατρο ». Κάνε τή σούµα, Λινατσερέ. Μπαζάραµε τό κατοστάρικο. Ό Πονοκέφαλος έφτασε βήχοντας. ∆ίπλα του ή Κινέζα. — Θά τήν πάρεις ; είπε. —’Όχι, µωρέ, άστηνε νά φύγει. Τούς χαιρέτησε άπό τό χέρι. Καθώς κατέβαινε, σκόνταψε στή γάτα πού γύριζε. Έσκυψε, τή σήκωσε καί τή φίλησε. Άρχισε νά βράζει σάν καζανάκι. — Γειά σου. Κι άµα στεγνώσεις του χρόνου, γράψε µου… ’Έλα δώ, µωρή ψιψίνα. — Τήν πηρε άπάνω του. Έσύ στό κάτου κάτου έκανες τό κέφι σου. Γρατσουνάς, ξεκωλιάρα. — Κινέζα ήτανε ; ρώτησε ό Πονοκέφαλος. — Ξέρω ‘γώ … Οί γυναίκες άπό τή µέση καί κάτου δέν έχουνε πατρίδα. — Γιατί ; — Ου… Μέ σκότισες. — Τέτοια γυναίκα … Πρώτη φορά … — Μπάς καί τή βρήκες κορίτσι ;

Page 96: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

96

—’ Ακούσε λοιπόν… Μά τό Θεό … Νά δεις τί µου ‘πε… — Σέ τί γλώσσα µωρέ … Άν δέν ήτανε τά έλληνικά, θά ‘ µαστέ µουγκοί. Σύρε ψήσε δυό καφέδες, καί πάψε τις κουταµάρες. Αύριο τσιµουδιά, γιατί θά σέ πάρουνε στό ψιλό. Άπό τή στεριά, άκούστηκε µακρινή καντάδα µέ κιθάρα καί µαντολίνο. « We saw Cassandra sprawling in the streets » Στο Θανάση Καραβία Νετάρισε µέ τά δόντια σου τις βερίνες17 του συρµατόσχοινου ! ’Ανέβα στήν τσίµα του καταρτιού καί πάρε τρεις βόλτες µέ τόν αφαλό, πάνω στήν άσπρη σάπια γαλέττα, έτσι βπως κάναν οί ναύτες πού ’χουνε χρόνια πεθάνει. ’Αστροφεγγιά. Ό δρόµος χώριζε στά δυό µιά φυτεία ρυζιοΰ. Ξεχωρίζανε που καί που φώτα σέ καλύβες, χτισµένες πάνω σέ πασσάλους χωµένους στό βούρκο. ’Ανείπωτη βρώµα ψοφιµιού ερχόταν άπότοµα, σβηνόταν, καί παραπέρα τήν άντάµωνες πιό δυνατή κι άνυπόφορη. ’Αλλου άπό άνθρωπο, άλλου άπό άγρίµι. Περνώντας δίπλα σέ σπίτι, βρωµούσε κάτουρο καί σκατά. Πάνω σέ πέτρές, κουρνιασµένα γεράκια. Τό ξεστρατισµένο σκυλί στεκόταν στή µέση του δρόµου, µή ξέροντας άπό που νά διαβεΐ. Άκουγες µονάχα τις βαθιές άνάσες πού βγάζαν οί δυό κούληδες καθώς σέρνανε τά πούς-πούς. Στό ένα καθόταν ό ναυτικός µέ τό πράσινο καπέλο ριγµένο στά · µάτια του. Κάθε λίγο τ’ άνασήκωνε, γιά νά δει νά γυαλίζει τό άσπρο πουκάµισο του παιδιού πού καθόταν στό µπροστινό άµάξι. Ξεφνικά όλα τ’ άστρα κατεβήκανε πολύ χαµηλά. Τόσο, πού κρύψανε τό ’να καρότσι άπό τ’ άλλο : οί πυγολαµπίδες. Ό δόκιµος είχε πυρετό. Τά µηλίγγια του χτυπούσανε. Είχε τό χέρι στήν τσέπη του πανταλονιού καί ψαχούλευε. Άν µπορούσε, θ’ άναβε ένα σπίρτο νά δει. Άπά χτές άρχισε νά µικραίνει. Καί νά πονάει. Τά κακά σπυρί δέν πονάει. Τύ ‘χε διαβάσει. Τώρα θά ‘ταν ίσα µέ µιά πυγολαµπίδα, τή µικρότερη άπ’ όλες. Άκου … έµοιαζε σά µιά πολύτιµη πέτρα πού ’χει δει —πάει καιράς— στά Kasado Shima καί δέν του βγαΐναν τά λεφτά νά τήν άγοράσει. Θά τά θυµάται όλα τοΰτα κάποτε καί θά γελάει. Τούτος έδώ φταίει, πού έρχεται πίσωθε, ό πολύξερος, κι ό γραµµατικός πού φοβάται τάν ίσκιο του. “Ετσι του ‘ρχεται νά σταµατήσει τάν κούλη καί νά γυρίσει πίσω. Νά πάει νά βρει τούς άλλους. ‘Ένα σπίτι φάνηκε έκεΐ πού τέλειωνε ή δεξιά φυτεία. Τά πούς-πούς σταµάτησε άπότοµα. Καί τά άλλο. Ό ένας κούλης σφύριξε µέ τά δάχτυλα. Μιά γυναίκα βγήκε κρατώντας δυά κουβάδες νερό. Τούς πίθωσε χάµω. Οί κούληδες γονάτισαν καί ήπιανε, χωρίς ν’ άκούγονται καθόλου. — ∆ιαµαντή, που πας εκεί πίσω ; — Μιά στιγµή. Γιά κατούρηµα. — Κατούρα δώ πέρα. “Ελα λοιπόν. Φεύγουµε. — ∆ιψάω, κλάφτηκε ο δόκιµος. Νά ζητήσουµε λίγο νερό. — ∆έν κάνει, του άποκρίθηκε µαλακά… Κάνε κουράγιο. Οί Κινέζοι ζευτήκανε. Ξεκινήσανε µέ τήν ίδια τάξη. Τρέχανε πιά γρήγορα. ‘0 δρόµος πλάτυνε, κι άπά δεξιά είχε κάθε τόσο ψηλούς στύλους. Ό ∆ιαµαντής άρχισε νά τούς µετράει. Τ’ άµάξια κόβουνε δρόµο. “Ερχονται τό ‘να δίπλα στά άλλο. Σά νά πηγαίνουν περίπατο. Οί κούληδες µιλάνε. Γρικιοΰνται τόσο, σά νά φιλιούνται δυά τρυγόνια. « — Τά νερό, λέει τά παιδί. « — Τ’ άκούω. Παρακλάδι του Χάν. « — Νά τούς πετάγαµε. « — ∆έν κάνει. « — Φοβάσαι… Μπάς κι είναι οί πρώτοι! Κανείς δικός τους δέ µάς είδε πού τούς

Page 97: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

97

πήραµε. « — ∆έ βαστάνε λεφτά. « —”Οχι γιά τά λεφτά. Μονάχα γιατ’ είναι άσπροι. « —Άν ήτανε στεριανοί, δέ θ’ άρνιόµουνα. « — Και µέ τούτο ; « — Νά… Τραβανε, καθώς εµείς, τούς άνθρώπους, τραβάνε τά σίδερα πάνω στή θάλασσα. « — Μέ τά χέρια ; « — Χειρότερα … Μέ τήν ψυχή τους. » Τό ξύλινο γεφύρι άρχισε νά τρίζει κάτου άπ’ τά πόδια τους. Οί άσπροι κοιµόντανε βαθιά, ονειρεύονταν. Τό παιδί στάθηκε. « — Π ροχώρα, είπε ό γέρος. « — Φοβάσαι. α — Μπορεί. Στά χρόνια σου σκότωσα τρεις άσπρους πρόξενους στό Πεκίνο. « —Έχεις πάει στό Πεκίνο ; « —”Εµεινα τέσσερα χρόνια. ∆ούλευα σ’ ένα πορνείο. « —1Έχεις κοιµηθεί µέ άσπρη ; « — Πολλές φορές. « — Πώς είναι ; « — Σιχαµένες. Μιά γριά τής γενιάς µας µέ δέκα παιδιά, είναι τρεις φορές πιό στενή άπό µιάν εικοσάχρονη άσπρη. « — Γιατί ; « — Τό νερό. ∆έν τό ξέρεις ;… Άν πίνανε άπό τά δικά µας ποτάµια …» Είχαν περάσει τή γέφυρα. Ό µικρός στάθηκε πάλι. « — Βρήκες πέτρα ; Σκόνταψες ; « —’Όχι, Παµε πίσω σου λέω. « — Ακου, ό µικρός ναύτης είναι άρρωστος … Πήγες σχολείο ; « — Ποτέ µου. « — Μάθε λοιπόν πώς δέ σκοτώνουνε τούς άρρωστους. « — Αυτοί τούς σκοτώνουνε. « — Μιλάω γιά µάς. Αλίµονο άν τούς µοιάζαµε. « — Καλά, πάµε. » Ό ∆ιαµαντής όνειρεύεται. ‘Όλοι κείνοι οί δράκοι πού είδε πριν, στήν πολιτεία, τονε κυνηγάνε, τονε φτάνουνε, τονε γλείφουνε µέ τις πύρινες γλώσσες τους. Είναι καϊ µιά γυναίκα µαζί τους. Τούς προστάζει. Τά µαλλιά της µικρές όχιές, τά µάτια της σπηλιές γιοµάτες άστρίτες18, τό κορµί της άπό τή µέση καί κάτου γλίνα, πηλός, λάσπη. Τά χέρια της … Μοιάζουνε µέ τά χέρια της µάνας του µέ κείνο τό φτενό 19 δαχτυλίδι, τήν πράσινη πέτρα, πού τ’ άφηνε στό µάρµαρο της κουζίνας, δταν ήθελε νά πλύνει τά πιάτα. Ό άλλος κοιµάται, . . Μέ τούς Φοίνικες στή Σιδώνα… Ένα µεσηµέρι… στήν Έσνούν πουλάνε γυναίκες. Μιά µικρή πού τήν κλέψαν στή Λέσβο, κρύβει µέ τά χέρια τή γύµνια της. Ένας γέρος άρχοντας άπό τό Μπουσίρ τήν ψάχνει στά πόδια χαµηλά, ψηλότερα, κατόπι στό στήθος. Παρατιέται, σκύβει τό κεφάλι καί κλαίει. ‘0 γέρος µετράει τά λεφτά. Ό ναύτης πετάει ένα σακκούλι χρυσάφι στά πόδια της, τή σκεπάζει µέ τό χιτώνα του. Μπαρκάρουν κι οί δυό γιά τήν Ελλάδα. ΕΙν’ ενα µαχαίρι… Σπαθιά, στιλέτα. ∆έν τά κρατάνε χέρια. Βροχή. Λές νά µήν άποµένει στό κορµί του µιά µεριά, γιά τή στερνή πού θ’ άστράψει ;

Page 98: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

98

Ξυπνάει καί τρίβει τό χέρι του. Ένα σηµάδι πού τό άγαπάει. Γύριζε µιά νύχτα στίς άποβάθρες του Rotterdam. Ένα κορίτσι άκουµπισµένο στή βάση ένός γερανού, τρώει χαλασµένες µπανάνες. ‘Ένα καφάσι άπό τό λευκό καράβι πού ξεφορτώνει πιό κάτου, βρίσκεται στά πόδια της. Ό διπλανός γερανός πού δουλεύει, τή φωτίζει µέ τόν προβολέα του. Τήν άφήνει στό σκοτάδι καθώς στρέφει καί τή φωτίζει ξανά. Είναι άσχηµη, µέ λασπωµένο φόρεµα. Ό ναύτης µέ τή φανέλα τή σιµώνει. — Πώς σέ λένε ; — Dedee. —Έλα νά φας στό καράβι. — ∆έ θέλω. — Περίµενε νά σου φέρω. —”Οχι. Τήν ξέρω τήν καλωσύνη σας. Γιά νά µέ ρίξεις στό κρεβάτι στά στερνά. Γύρισε άπδ δώ … Κάνε πρδς τά κεί… Τώρα µέ τό … Σας ξέρω. Μόλις τελειώσετε άνάβετε τσιγάρο καί δέ γυρίζετε νά κοιτάξετε πίσω. Ένας ναύτης µέ χάλασε… µου 20δωσε κάτι ψεύτικες χάντρες. Γουστάριζε µέ τά κλάµατά µου. Μ’ είχε µεθύσει. Πήρε το άναµµένο τσιγάρο του καθώς ήµουν άνάσκελα µέ σηκωµένα τά πόδια καί τό ’βαλε άπδ τήν άνάποδη έδώ κάτου. Φώναξε το σύντροφό του καί παίζαν µονά-ζυγά, τραβώντας τις τρίχες άπδ τά σκέλια µου. Φτού νά χαθείτε … Βροµόσκυλα. Έκανε νά τής χαϊδέψει τά µαλλιά. Νά τήν παρηγορήσει. “Αρπαξε το χέρι του καί το δάγκωσε σά λυσσασµένο σκυλί. Εκείνος δέν το τράβηξε. Πονοΰσε, µά τήν άφησε. Τ’ άγαπάει τοΰτο το σηµάδι. Τονε τρώει καµιά φορά καί τότε τή θυµαται. ΤΗταν ή πιδ σωστή γυναίκα πού συνάντησε ποτέ… Ξανακοιµαται. Είδαν κι οί δυδ στ’ βνειρό τους πώς παραπατήσανε κατεβαίνοντας σκάλες. Τά δυδ πούς-πούς χαµήλωσαν τήν ίδια στιγµή. Ό δόκιµος πήδηξε πρώτος. Μέσα σ’ ένα χωράφι µαντρωµένο, άριστεράτοΰ δρόµου, ήταν ένα γκρίζο δίπατο σπίτι µέ φωτισµένα παράθυρα. Οί κούληδες ξαπλωθήκαν άνάσκελα. « Θά µετρήσω τ’ άστρα » είπε δ µικρδς κούλης. ‘Ό γέρος : « —Έγώ τις πυγολαµπίδες. » Ό ∆ιαµαντής προσπάθησε νά χαµογελάσει. Άνοιξε ή πόρτα πίσω τους. Ό γιατρός Μά Τουάν ύποκλίθηκε. —’Έλληνες ; -Ναί. — Στή διάθεσή σας. Μιλούσε άγγλικά, λίγο µέ τη µύτη. “Εσκυψε καί διόρθωσε τό βάζο µέ τό λουλούδι. Ό άσυρµατιστής —τά έγγλέζικά του δέ θά τά ζήλευαν νέγροι— του εξήγησε 6σο µπορούσε πιό σύντοµα. Κούνησε τό κεφάλι. ’Έβαλε τό χέρι στόν ώµο του ∆ιαµαντή καί τόν οδήγησε στό εργαστήριο. —Έσεΐς περιµένετε. ∆έ θ’ άργήσω. —Άκουτε, γιατρέ, πιστεύω πώς … —Αφήστε τ’ άστεΐα, είπε ό Κινέζος κλείνοντας τήν πόρτα. — ∆ύσκολος µου φαίνεσαι… µουρµούρισε. Πλησίασε τή βιβλιοθήκη καί τράβηξ’ ένα βιβλίο. Τό ξεφύλλισε, τό ’κλείσε άπότοµα χαλώντας τά µούτρα του. Τό ‘βαλε στή θέση του. — Νά πάρει ό διάολος … Σ’ όποια Παθολογία κοιτάξω, θά βρώ δική µου περίπτωση. Πήρε άλλο κι άρχισε νά διαβάζει.

Page 99: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

99

« Lo mio maestro disse: Quegli e Caco, che sotto il sasso di monte Aventino di sangue fece volte laco …» Πάλι τήν πάτησα — Γύρισε φύλλα πολλά. « Lo copro mio gelato in su la foce trovo …» Ή Κινέζα στεκόταν κοντά του λυπηµένη. — Μιά στιγµή. Σας θέλει ό µικρός, ο φίλος σας. Τήν άκολούθησε στό εργαστήριο. Είδε τό ∆ιαµαντή καθισµένο σ’ ένα χαµηλό σκαµνάκι, µέ τό κεφάλι χαµηλωµένο, νά βαστάει τά γόνατά του. ∆ίπλα του ένα ποτήρι µέ λεµονάδα. — ∆ιαµαντή … Τί τρέχει ; Του σήκωσε ψηλά τό κεφάλι. — θά του περάσει, είπε ό γιατρός. Σκαλίσαµε λίγο µέ τήν πλατίνα και πόνεσε. Οί ναυτικοί είσαστε δειλοί µπροστά στήν άρρώστια. Πιές. Του ’δωσε τό ποτήρι. Πήγε στόν κλίβανο. Τούς είχε τίς πλάτες γυρισµένες. Ή νοσοκόµα βγήκε. Τότε ό άσυρµατιστής άνοιξε Ινα µπουκάλι πού βρισκόταν δίπλα του, πάνω σ’ ένα γυάλινο τραπέζι κι είχε στή φατούρα του τυπωµένη µιά νεκροκεφαλή. “Εχωσε µέσα τό δείχτη του καί τόν Ιφερε στό ρουθούνι. Ξανά… γιά τό άλλο ρουθούνι. Πίθωσε τό µπουκάλι στή θέση του κι έβαλε τά χέρια στίς τσέπες. Πήρε βαθιάν άνάσα… Ό ∆ιαµαντής είχε συνέλθει. Ό γιατρός ήρθε κοντά τους. — Θά περιµένετε τό λιγότερο δυό ώρες. Περάστε στό σαλόνι. Θέλετε καφέ … τσάι ; — Καφέ, άν είναι δυνατό.. — Θά ‘ρθω σέ λίγο νά σας κάνω παρέα. — Μά … πότε κοιµάστε ; Χαµογέλασε. — Τό µεσηµέρι, τρεις ώρες. ΤΗταν ίσαµε τριανταπέντε χρονώ, ψηλότερος άπό τό µέτριο κι είχε ωραία λεπτά χέρια. Κοίταξε τό χρονόµετρο του χεριού του. — Just eleven, ψιθύρισε. Ό δόκιµος πηρε ένα Geographic Magazine καί τό φυλλοµετρούσε. ‘0 άλλος έβαλε τό δάχτυλο στή µύτη, µισόκλεισε τά µάτια καί παρακολουθούσε τό ∆ιαµαντή πού γύριζε τά φύλλα χωρίς νά διαβάζει. Τί διάολο θέλω τέτοιαν ώρα δώ πέρα, συλλογίστηκε. Εµένα δέ µέ πηγε κανένας τότε πού τήν άρπαξα. Πήρα µοναχός την κρυάδα. Θά µπορούσα τούτη τήν ώρα νά χαϊδεύω καµιά Κινέζα κι 8χι νά … Μετάνιωσε άπότοµα. ‘Όσο γεράζω, γίνοµαι µίζερος … κακός. Θυµήθηκε κείνο τόν άλλο δόκιµο … Τότε θά ‘χε τά ίδια χρόνια µέ τούτον. ΕΤχε άνάψει ό λιναρόσπορος στήν Ερυθρά κι άνοίξανε άµπάρια. Γλίστρησε κι έπεσε µέσα, σά µολυβήθρα στόν πάτο. ‘Άµα ξεφορτώσανε έπειτ’ άπό Ινα µήνα στό Μότζι, βγάλανε µιά µούµια στό κατάστρωµα. Είχε τό κουράγιο νά πάει κοντά, νά δει. Τά µαλλιά του µονάχα άπόµειναν, ξανθά. Τόν άγαποΰσε όπως καί τούτον έδώ. Καθώς όλους τούς πρωτοτάξιδους. Τό ίδιο καί κείνα τά κορίτσια πού του δίναν νά συνοδέψει µέ τό « Κορινθία » οί µανάδες τους, καί τά ‘χε σ’ όλο τό ταξίδι κοντά του, τούς έπιανε τό κούτελο µήπως έχουνε πυρετό, τά βάσταγε δταν ξερνοΰσαν, τά πήγαινε στό σταθµό του Άγιου Καρόλου γιά τό Παρίσι, κι άµα δέν προφταίναν τό τρένο, κοιµόταν στή διπλανή κάµαρα στό ξενοδοχείο, γιά νά µή φοβούνται. Φορούσανε κάτι ταγεράκια, καπέλα τόκ, πού µυρίζανε ναφθαλίνη. Γιά καµιά δέν πήγε ό νους του στό κακό. Κάποια τόν είχε σταυρώσει νά τήν πάει στό δρόµο µέ τις κακές γυναίκες. Τήν πήγε σ’ ένα µαγαζί στά στενά τής “Οπερας. Οί γυναίκες —δουλειά δέν είχανε— τή βάλανε στή µέση. Μιά πήγε καί τής έφερε καραµέλες. ‘Όλες τήν παίνευαν γιά τά γαλλικά της. Τά χέρια τους τήν άγγιζαν σά νά θέλαν νά τή χαϊδέψουν. Αγκαλιά τή βγάλανε στό δρόµο. Τής φιλήσανε τά µαλλιά.

Page 100: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

100

Του ’σφίγγε τό χέρι καθώς περπατούσαν. Πριν φτάσουν στήν Κανναµπιέρα, τήν ακούσε νά φυσάει τή µύτη της. « Κρύωσες » τής είπε. «’Όχι… Μά δέν είναι λοιπόν τόσο κακές », άποκρίθηκε κλαίγοντας. Κανένα άπό κείνα τά κορίτσια δέν του ’στείλε µήτε χαιρετίσµατα. Ανοίγει ένα Life… « Can-can in Paris…» Τό πετάει πέρα … Ποιός µου τό ‘πε … Ποιός βαλτός … Ποιός ρουφιάνος… Ή κόρη τής Blanche πέταξε, λέει, τά ράσα καί χορεύει can-can στό Montevideo … Τί µέ νοιάζει στό κάτω κάτω. Ή Μυτιληνιά πέθανε πέρυσι στήν Αθήνα, πάνω στή γέννα… ‘Ό,τι άγγίξω σαπίζει… ∆έν πεθαίνει… Σαπίζει… Ανοίγει ένα Paris Post. ∆ιαβάζει. Parfums de Coty … Τό κορίτσι στήν Αµβέρσα. Τό προσκέφαλο, τά σεντόνα της µυρίζανε styx. Κι έπειτα … ‘Όχι δέ γίνεται… ‘Όµως τό θυµαµαι καλά, µά δέ θέλω νά τό µολογήσω, styx φορούσε ή γυναίκα πού µέ σταµάτησε καθώς πήγαινα τις ντάλιες καί τά γλυκά στό ξενοδοχείο γιά κείνη πού δέ γνώριζα, πού κοιµόµαστε στά ίδια στρωσίδια. Ή χοντρή, ή άσχηµη µέ τή σαγκουίνα στό στόµα, στά µούτρα, στό κούτελο … έκείνη… Ή ίδια … δέ γίνεται… Ό γιατρός ήρθε µπροστά του χαµογελώντας. Σηκώθηκε. Ό ∆ιαµαντής τό ίδιο. —’ Αργούµε. Μή βιάζεστε. Καθήστε. —Έχετε ταξιδέψει ; ρώτησε ό ασυρµατιστής, γιά νά πει κάτι. — Ναί. Έµεινα δυό χρόνια στό Βερολίνο. Κατόπι πηγα στήν ’Αγγλία, στήν ’Αµερική γιά λίγο καιρό. — Σπουδάσατ’ εκεί ; —Έπρεπε. ∆έ γινόταν άλλιώς, είπα µέ πίκρα. ‘Όµως ό παππούς µου, πού ’ταν εµπειρικός γιατρός, µπορούσε νά γιατρέψει ό,τι έγώ δέν µπορώ, ούτε κι οΐ Εύρωπαϊοι µέ τά καινούργια φάρµακα. — ∆ηλαδή ; Τό πρόσωπό του σκοτείνιασε. Είπε µέ τά δόντια σφιγµένα : —Ό πρώτος άρρωστος στόν κόσµο ήταν Κινέζος. Φυσικά κι ό πρώτος γιατρός. —’Αλλά οί ‘Έλληνες ; — Οί Αιγύπτιοι… Οί Έλληνες. Ή Άγια Γραφή είναι χιλιάδάς χρόνια άργότερα. Μπορεί νά ξέρετε καλά γεωγραφία. Χρειάζεται όµως καί ‘Ιστορία. Είπατε πρίν πώς είστε ‘Έλληνες. Τό δέχοµαι. — Μου κάνετε χάρη ; Χαµογέλασε. — Τό πιστεύω άπόλυτα. ‘Όµως πέστε µου, γιατί οί Λευκοί πού ’ναι χαραγµένοι στά παλιά χρυσά νοµίσµατα, στά βάζα, σκαλισµένοι στό µάρµαρο, γιατί δέ µοιάζουνε µέ τούτους πού κατοικούνε σήµερα τήν Εύρώπη ; ∆έ µου θυµίζετε καθόλου τό Μακεδόνα. Άν ξέρετε τό πιό παλιό κινέζικο νόµισµα, πάνω του θά ’µαι ζωγραφισµένος έγώ ! Ό άλλος δέν ήτανε σέ κατάσταση νά θυµώσει. Ρώτησε άποφεύγοντας νά τόν κοιτάξει. —Ό καρκίνος ; . .. — Βιάζεστε. Τόν περασµένον αιώνα ή σπειροχαίτη θέριζε τούς διπλούς άπ’ βσους σήµερα δ καρκίνος. Μέ πιδ φριχτο τρόπο. Ξεχάστηκε τώρα. “Ηρθατε κι οί δυδ τροµαγµένοι πέρ’ άπδ τή θάλασσα, χωρίς λόγο. ∆έκα µερών δουλειά. — Γιατρεύεται σίγουρα ; — Ναί. Ή καινούργια… “Εχετε κουράγιο; ’Ακολουθήστε µε σεις. “Ανοιξε µιά πόρτα και προχώρησε στά σκοτεινά. ‘Απδ το χώλ έµπαινε λιγοστο φώς. Στή µέση µιΛς κάµαρας ξεχώριζε ένα κρεβάτι χειρουργείου,

Page 101: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

101

σκεπασµένο µέ σεντόνι. Ό Κινέζος πάτησ’ ενα κουµπί, δ καταυγαστήρας έλουσε το κρεβάτι µέ φώς. “Εσυρε µέ µιά λαβίδα το σεντόνι άπδ το πάνω µέρος. Μιά µάζα άπδ κρέατα χαλασµένα εκεί πού θά ’πρεπε νά ‘ταν το πρόσωπο. Ούτε µύτη, µήτε µάτια. Καθόλου χείλη. ‘Ένας πολτός. Μιάν άνοιχτή πλατιά πληγή. Κάτι καστανές µποΰκλες πέφταν δεξιά κι άριστερά. ’Ακούσανε ξαφνικά ένα κλάµα, έτσι καθώς φτάνει άπδ µακριά άχδς καραβοφάναρου στήν οµίχλη. Ό γιατρδς γύρισε άπότοµα. — Πήγαινε µέσα καί περίµενε, είπε του δόκιµου αύστηρά. Σένα δέ σέ κάλεσα. “Εκλεισε τήν πόρτα. — Lupus… µουρµούρισε δ άσυρµατιστής. — Still mate … Μή λέτε βλακείες … Ό λύκος γιατρεύεται. Τούτη, µιάν άρρώστια παλιά, οπως ή Κίνα. Σακατεύει µονάχα το πρόσωπο. Κοιτάχτε. Έσυρε το σεντόνι µέχρι κάτω. Ένα κορµί άδύνατο, χαριτωµένο, καθάριο. — Κανένα σηµάδι, συνέχισε δ Κινέζος. Προσέχτε καλά, το παραµικρό. — Σκεπάστε την, είπε δ άλλος. Θά κρυώνει… Ό γιατρδς Μά Τουάν τον έκοψε άπότοµα. —Έπαψε νά ντρέπεται καί νά κρυώνει µιάν ώρα πρίν έρθετε. — Είναι Κινέζα ; — Μά δέν βλέπεις λοιπόν ; Θά ‘πρεπε νά το καταλάβεις τήν πρώτη στιγµή, άπδ τή λεκάνη καί µόνο. ΤΗταν Γαλλίδα. Άπδ το Βορρά. Γύρισε όλα τ’ άµερικανικά νοσοκοµεία. ∆οκίµασε βλα τά καινούργια φάρµακα, χωρίς άποτέλεσµα. Χτές µου τή φέραν. — Πέθανε άπ’ αύτό, δηλαδή ; ∆έν άπάντησε. Τόν κοίταξε µόνο αύστηρά. Χαµήλωσε τά µάτια του σά νά ντρεπόταν. —Άν βρίσκεστε δώ αΰριο το µεσηµέρι, περάστε νά σας πώ τ’ ϋνοµα τής άρρώστιας καί τή γιατρειά της. — Μά πώς γίνεται ; — Είν’ ένας γέρος στο ποτάµι πού ξέρει’ Θά ‘ρθει τά χαράµατα. Είναι φίλος µου. το µικροσκόπιο δέ δείχνει τίποτα. Καταλαβαίνετε ; Μιά µπόµπα έσκασε κάπου κοντά. το σπίτι σείστηκε. Ό γιατρδς έδειξε µέ το δάχτυλο πρδς το Βορρά. — Κατεβαίνουν. Αύτοί, κι οί άλλοι πού φεύγουνε, δέν άγαπάνε τον άνθρωπο. Οί πεινασµένοι στο κάτω κάτω έχουνε δίκιο. — Γιατί δέ φεύγετε ; — Μέ συγχωρείτε. Είναι δική µου ύπόθεση. Παµε. Έσβησε τον καταυγαστήρα. Ό άσυρµατιστής έκλεισε τά µάτια κι έµεινε άκίνητος. Ό γιατρδς τον έπιασε άπδ τούς ώµους καί τον δδήγησε. Μπήκανε στο χώλ. Ό ∆ιαµαντής έλειπε. Σταθήκανε µπροστά στο Cezanne. ’— Σας άρέσει ; ρώτησε δ γιατρός. — Ναί. Έχουµε προχωρήσει άπδ τότε… — Αύτοί προχωρήσανε. Ό Picasso, δ Kandinsky, δ Klee. Θηρία ! Φτάνει νά µή µιλάνε γιά τή ζωγραφική. — ∆ηλαδή ; —Άπδ τον Giotto ίσαµε τον Dali, βλοι οί µεγάλοι ζωγράφοι ήταν οί χειρότεροι δάσκαλοι. Τήν άλήθεια τήν είπαν κάτι έµποροι πού τούς τριγύριζαν. —”Εχετε δίκιο. —”Ενας µέτριος ζωγράφος µπορεί νά µάς εξηγήσει µέ λόγια, πώς δουλεύει. “Ενας

Page 102: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

102

δηµιουργός ποτέ. — Γιατί ; — Είναι µεθυσµένος. Τότε µπορεί νά πάρει στά χέρια του ένα χαρτί, Ινα άδειανδ πακέτο τσιγάρα, Ινα µαντήλι, νά τά παιδέψει γιά λίγην ώρα συζητώντας, νά τά στραπατσάρει —µέ τον τρόπο του— καί νά τ’ άφήσει. Άν αύτός πού τά βρει έχει βράση, θά νιώσει τήν πνοή, θά χαρει τή φόρµα. Άν 8χι, θά τά πετάξει στά σκουπίδια. Μέ καταλαβαίνετε ; — Σχεδόν. — Sorry. “Εχω δουλειά. Μπήκε στό εργαστήριο. Που νά πηγε ό µικρός, συλλογίστηκε ό άσυρµατιστής. Θέλησε νά ξυστεΐ κάτω άπ’ το µάτι, µά δίστασε. Θυµήθηκε … Ακούσε ν’ άνεβαίνουν τή σκάλα. Ό δόκιµος µπήκε χαµογελώντας. Τό µούτρο του έλαµπε. — Πήγαµε µέ τή … Μου ’δείξε µιά συλλογή πεταλούδες. Θέλεις νά τις δεις ; -Οχι. — Θά περιµένουµε πολύ άκόµα ; Ό γιατρός µέ τή νοσοκόµα πέρασαν καί κατέβηκαν τή σκάλα. Μόλις σβήσαν τά βήµατά τους, ό άσυρµατιστής σηκώθηκε καί άνοιξε τήν πόρτα του ιατρείου. — Που πας ; — Νά δώ … νά σου πώ … Έχε τό νου σου. Γύρισε σ’ ένα λεπτό. Τά ρουθούνια του παίζανε. — Είδες … “Εχω ;… — Κοιµήσου άν µπορείς. Έγώ νυστάζω. ∆έν πρόφτασα νά δώ. Ό δόκιµος τόν κοίταξε παραξενεµένος. “Εβγαλε τό λευκό του πουκάµισο καί τό κρέµασε στή ράχη της καρέκλας προσεχτικά. ‘Ήτανε τσαλακωµένο, µουσκεµένο άπό τήν ύγρασία. Κάθησε σέ µιάν άλλη καρέκλα. Σταύρωσε τά χέρια. Τό πηγούνι του άκουµπουσε στό στήθος. Αποκοιµήθηκε. Στήν Τατιάνα Μιλλιέξ Ή Catherine… Ή κοκκινοµάλλα άπό τό Γλάσκωβ. Μπήκε µεσάνυχτα στό καράβι, βξω στόν προλιµένα του Melbourne. Ό άγέρας του κυκλώνα πού στριφογύριζε στήν Τασµάνια, έσπασε δυό φορές τούς κάβους καί παρατρίχα νά µας τσακίσει πάνω στίς ξύλινες άποβάθρες του Williamstown. Φορούσε κόκκινη νιτσεράδα µέ κουκούλα. Έδωσε τά χαρτιά της στό control καί κατέβηκε βιαστική τις σκάλες της πρώτης θέσης. Τήν πήρε τό µάτι µου· “Ενα µικρό κατακόκκινο µούτρο, µιά µύτη ίσαµε µιά δαχτυλήθρα. Τήν ακόυσα νά βρίζει τούς άχθοφόρους. ‘Η πόρτα τής καµπίνας της έκλεισε µέ τέτοιο κρότο, πού ή βάρδια σάστισε. Μολήσαµε τά χαράµατα. Πιλότος δέν άνέβηκε νά µας βγάλει. Είχαµε ογδόντα επιβάτες. “ Ισαµε τόν κάβο του Leeuwin δέν είδαµε κανέναν άπό δαύτους. Ταξιδεύαµε πέντε µερόνυχτα σά φορτηγό. Οί καµαρότοι σερβίρανε τόν κόσµο στ’ ις καµπίνες. — Κάποιος έκανε µαγαρισιές στόν πόρτο, µουρµούριζε ό λοστρόµος. Γιά νά µπουνατσάρει, πρέπει νά πετάξουµε τούς άρσενοκοΐτες στή θάλασσα. — Τότε θά πρέπει ν’ άρχίσουµε άπό σένα, του φώναξ’ ένα καµαροτάκι. “Ερηµο τό κατάστρωµα. Μονάχα ή Σκωτσέζα, µ’ ένα χοντρό παλτό καί λαστιχένιες µπότες, πήγαινε πέρα δώθε, άπό πλώρη σέ πρύµη, κάπνιζε σάν κούλης, κατέβαζε τέσσερα πέντε Drambuie τήν ήµέρα κι έβγανε τή γλώσσα της κοροϊδεύοντας τή θάλασσα. — Τούτ’ ή γρουσούζα βαστάει τή θάλασσα, µου ‘πε ό Άντρο γιάννης ενα πρωί. Είναι παλαβή σου λέω. « — Φέρε µου φιλέτα ρέγγες », µέ προστάζει χτές τό πρωί στήν καµπίνα της. Τσή πάω. Τά µυρίζεται.

Page 103: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

103

« — Πάρ’ τα, µου λέει. Πέρασέ τες άπό τή φωτιά. » Ξαναγυρίζω. « — Φέρε µου τά παπούτσια µου. » « — Take please. » « —’Οχι τούτα. » Έφτά ζευγάρια είχε κάτου άπό τό κρεβάτι. Παίζαµε τήν κολοκυθιά. Μου ’ρθε νά τσή τά βαρέσω στό κεφάλι. Άκου τί κάνει ό πούτανος κάθε µέρα. Αφήνει τό ρουµπινέτο του ζεστού νεροΰ άνοιχτό καί φεύγει. Έχτές τσή τό ‘πα. « “Ετσι µ’ άρέσει », µου λέει. “Οταν πιάσει τό κουµπί του κουδουνιου, λές καί του βάνει καρφίτσα. Μόνο πιστολιά δέ βαράει, σάν ένα πλωτάρχη πατριώτη της, οταν ήθελε τόν καµαρότο του. Είναι ντροπής, άλλά θά σου τό πώ, πατριωτάκι. Έχτές τό πρωί πού πηγε στό µπάνιο, µπήκα νά τση συγυρίσω. Ή καµπίνα ντουµάνι. Αποτσίγαρα χάµου κι ή κουβέρτα δυό καψιές, νά Γερνάει τό κεφάλι σου άπό µέσΛ. ‘Η κιλότα τση, πεταµένη πάνω στό προσκέφαλο. Πώς νά σ’ τό πώ. Μάκα … τσέργα… σά νιτσεράδα άπό τή βρώµα. Τή σήκωσα µ’ ένα ξύλο καί τήν καµάρωνα. Πάω νά σιάξω τό µαξιλάρι, βρεµένο … ζίφτι. Τρεις νά κλαίγανε, δέ θά πότιζε τόσο. Τή λυπήθηκα. Μιά σταλιά παιδί… δεκαεφτά χρονώ. Τί διάολο νά ‘χει ! … … Που νά βρίσκεται ό Άντρογιάννης ! Μ’ άγαποΰσε δσο δέ λέγεται. Κατεργάρης. Ατσίδα, Σου πούλαγε φύκια γιά µεταξωτές κορδέλες καί του ’λεγες εύχαριστώ. Κι 6λο µυστικά στ’ αύτί… « Τό άντρόγυνο του 4 είχε άπόψε πανηγύρι. Ξεστέλιασε τήν κουκέτα. Ή Φραντσέζα του 18 έχει τά ροΰχα της. Ό Πολωνέζος είναι τοπογράφος. Νά δεις τό σεντόνι του … Γεωγραφία ! ‘Αφοΰ κοιµάται άνάσκελα τό µουλάρι. Έκείν’ ή γριά ή Αύστραλέζα µέ τά γυαλιά, έφτά µέρες τώρα δέν πηγε στόν άπόπατο. Θά σκάσει. Έκειός ό Βέλγος κατουράει στό λαβοµάνο. » Έβανε τό χέρι στήν τσέπη. « Νά… πάρε κι ένα άχλάδι, πατριωτάκι, γιά τή βάρδια. » Φτάσαµε πρωί στό Freemantle. Ντύθηκα καί πηγα νά κατέβω τή σκάλα. Είχα τό άριστερό µου χέρι στή µπόλια.21 Πρίν κατέβω τό πρώτο σκαλί, κάποιος µέ τράβηξε άπό τό χέρι. Γύρισα. Ή Σκωτσέζα στεκόταν άντίκρυ µου καί µέ κοίταζε µέ τά βαθιά γαλάζια µάτια της. Βαστοΰσε ένα µάτσο γράµµατα καί µισή λίρα. — Sorry… Μπορείς νά τά ποστάρεις ; — ∆ώσε τα στόν άτζέντη, της είπα. —”Εφυγε. ∆έν τόν πρόφτασα. Γύρισα τις πλάτες µου. Μέ ξαναφώναξε. — Θά µου κάµεις χάρη. Τά πήρα κι άρχισα νά κατεβαίνω. Στά µισά της σκάλας τήν άκουσα νά φωνάζει. — Φέρε µου τά γράµµατα. — Της µάνας σου … µουρµούρισα χωρίς νά γυρίσω … Βρωµιάρα. Πήδησα στόν ντόκο. Έπειτ’ άπό µιάν ώρα, την είδα σ’ ένα κινέζικο µαγαζί, φάτσα στο ταχυδροµείο, νά πίνει γάλα. Τό άπόγιοµα σαλπάρουµε γιά τό Colombo. Σέ τέσσαρες µέρες είµαστε δίπλα στά Cocos. Μπουνάτσα. Άπό τό πολικό κρύο, είχαµε πέσει σέ τροπική ζέστη. Αφήναµε τις καµπίνες µας άνοιχτές, γιά νά παίρνουν αέρα. Μόλις σκατζάρησα, πήγα νά ξαπλώσω. Τά πόδια µου τρέµανε. Έκανα νά µπω, µά σταµάτησα. Μπροστά στό µικρό τραπεζάκι καθόταν ή Σκωτσέζα. Είχε απλώσει µπροστά της πάνου άπό έκατό reproductions ζωγραφικής, µπερδεύοντας τούς φρεσκίστες µέ τούς κυβιστές, τήν Αναγέννηση µέ τούς impressionistes, τόν Lautrec µέ τόν Rafaelo. Τό αίµα µου ‘χε άνεβεΐ στό κεφάλι. Είχα σκοπό Λ/ά τή βρίσω. Σηκώθηκε καί µου ‘δωσε τό χέρι. — Σέ περίµενα, µου ‘πε, µέ αγγελικό χαµόγελο. Θέλω νά σ’ εύχαριστήσω. Κάθησε. Υπάκουσα σάν τελειόφοιτος εξαταξίου. Είµαι σίγουρος πώς χαµογέλασα κιόλας. —Έψαξα τά βιβλία σου. Πειράζει ;

Page 104: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

104

— Καθόλου. Μπορείς νά διαλέξεις … Πίνεις κάτι ; — Whisky and milk. Ό καµαρότος έφερε τό δίσκο. —Έσύ δέ θά πιεις ; µέ ρώτησε. -Οχι. — Γιατί ; — Τό ‘πια µαζεµένο. — Λυπαµαι. ∆έ θά κάνουµε καλή παρέα. — Που θά βγεις ; — Στή Genova. Άν δέ µετανιώσω … Τελείωσα φέτος τό σχολείο καί κάνω τό πρώτο µου ταξίδι. Πήγα στίς Όλλανδικές Ινδίες καί στήν Αύστραλία. Τώρα θέλω νά πάω στή Βραζιλία καί παρακάτω. Ό πατέρας µου ‘χει άνοίξει πίστωση γιά ένα χρόνο. Άναβε τό ‘να τσιγάρο πάνω στό άλλο. “Αλλαζε άπότοµα κουβέντα καί πολλές φορές ξεχνιόταν. “Ο,τι πιάναν τά δάχτυλά της τό ’καναν φυτίλια. Θά ‘χε άνάψει ίσαµε πενήντα φορές τόν άναπτήρα, ένα Ronson, πού τόν πήγαινα νά τόν χαρίσω στήν Ελλάδα. — Πότε φτάνουµε στό Colombo ; µέ ρώτησε. — Μεθαύριο βράδυ. — Θά βγεις ; — ∆ίχως άλλο. — Ξέρεις τήν πόλη ; —Έχω πάει δεκαοχτώ φορές. — Θέλεις νά βγούµε µαζί ; — Εύχαρίστως. — Τί ώρα κάνεις βάρδια τή νύχτα ; — ∆ώδεκα-τέσσαρες. Σηκώθηκε καί µου ‘δωσε τό χέρι. Φορούσε σόρτς. Είχε άδύνατα πόδια µ’ ένα ψιλό κόκκινο χνούδι. — Night.. . Θά ‘θελα νά ’µουν αγόρι. — Γιά νά γινόσουν ναυτικός ; —’Όχι. Σας σιχαίνοµαι. Τή θυµήθηκα κάνα δυό φορές τή νύχτα, στή βάρδια. Μ’ άρεσε πολύ. Άν θέλει, θά µου τό πει ώσπου νά φτάσουµε στό Colombo. Μοναχή της. Μά τί νά µου ζηλέψει. Έχει ένα σωρό λεβέντες τριγύρω της. Μόλις σκατζάρησα πήγα στό µπάνιο. Μπήκα γυµνός στήν καµπίνα µου κι έπιασα τό διακόπτη. Ένα χέρι τράβηξε τό δικό µου. — Μή φοβασαι. Έγώ είµαι, ή Catherine. Θέλω νά σου µιλήσω. Τήν είδα στό φως του φεγγαριού νά ξαπλώνει στήν κουκέτα µου. Κάθησα στήν κόψη. Πήρε τό χέρι µου στά δικά της. —Ακούω, τής είπα. — Πρέπει νά µέ βοηθήσεις. —Άν µπορώ. — Μπορείς δέν µπορείς. Πρέπει. Ή φωνή της άπό παρακαλεστική, έγινε θυµωµένη. Έσυρε τό χέρι µου καί τό άκούµπησε στήν κοιλιά της. —Άκοΰς ; — Ναί. Είναι το ιππάριο του νεροΰ. Έτσι χτυπάει. — Βλάκα. ∆έν καταλαβαίνεις … το παιδί.

Page 105: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

105

Τράβηξα το χέρι µου. — Τί ζήτας άπδ µένα ; — Σου τό ’πα πριν. Νά µέ βοηθήσεις. —Εξηγήσου. — Πρέπει νά το ξεφορτωθώ. —Έκανες λάθος στήν πόρτα. Ό γιατρός … Μου ’φράξε το στόµα µέ το χέρι. ’Ανασηκώθηκε. — Μετάνιωσα πού σ’ τό ‘πα. Βρήκα τον άνθρωπο … Αύριο θά το ξέρει βλο το καράβι. Πήρα το thermos και τής έδωσα νά πιει. — Τί θέλεις νά κάνουµε ; —Εσένα περιµένω νά µου πεις. — Ποδόλουτρο καί κινίνο. — Κουταµάρες, έχω πάρει progynon. ∆έν ξεκολλάει. — το βρήκα. Θά µείνεις στήν Ελλάδα. Σ’ ένα νησί. Ό άντρας σου είναι στον πόλεµο… Άµα λευτερωθείς, θ’ το άφήσεις σ’ ένα σπίτι πού θά σου πώ. Θά του στέρνεις παράδες νά το φροντίζουν. — Κουτέ … µουρµούρισε. Τό ‘χω πιάσει µέ άράπη. — Τότε λοιπόν, θά πάµε στο Άντεν. Έχω καλούς πατριώτες. Θά βρούµε γιατρό. Έχει Γάλλους. ‘Όλα θά πάνε καλά. — Στο “Αντεν… Τρελάθηκες. Πρέπει νά τελειώσουµε στο Colombo. —Έκτος άπδ πόρνες καί άραπάδες πού πουλάνε πετράδια, δέν ξέρω κανέναν πού νά µπορεί νά µάς βοηθήσει. — Είµαστε δύο. Είναι περιττος δ τρίτος … έπικίνδυνος … Θά πάµε µονάχοι. Θ’ άνοίξουµ’ έναν δδηγδ καί θά βρούµε γιατρό. ’Αποκλείω τούς Εύρωπαίους. — Γιατί ; —Ό άδελφδς του πατέρα µου είναι πρόσωπο µεγάλο στήν Κεϋλάνη. Σκέψου, άν το µάθει. — 01 γιατροί δέ µιλάνε ποτέ. — ∆έν ξέρεις τί σου γίνεται. Μήπως προτιµάς νά πάµε στόν µπάρµπα µου νά µέ βοηθήσει ; — Καλά … “Ο,τι θέλεις. Έσκυψα τό κεφάλι. Μου χάιδεψε τά µαλλιά. — ∆ώσε µου τό λόγο σου, µου ‘πε σέ λίγο. — Τόν έχεις. — Φοβάσαι ; —”Οχι. Του χρόνου σά σήµερα, άν τό θυµάµαι, ίσως φοβηθώ, άπόψε καί µεθαύριο δέ θά φοβάµαι. Πήγαινε τώρα. Ξηµερώνει. Σηκώθηκε. — Θέλεις νά σέ φιλήσω ; —”Οχι. Μεθαύριο πού θά ‘µαστέ νέτα. — ∆ηλαδή γιά πληρωµή ; — Σκάσε … Είσαι τρελή. Φεύγοντας, µου ξανάπε. — Λοιπόν, σύµφωνοι. Πές µου ναί. — Ναί… Πού νά σέ πάρει ό διάολος … Ναί. Άκουσα τά πέδιλά της νά βροντάνε στό κατάστρωµα.

Page 106: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

106

— Θά σ’τά σπάσω τά µούτρα … Μά νά τελειώνουµε, κι έπειτα. Ό µουσώνας σάλευε τις φοινικιές κείνο τό άπόγιοµα, στίς άκτές του Colombo. Φουντάραµε σούρουπο. ‘Ωσότου νά πρατιγάρουµε, βάρεσαν οχτώ. Τά µεγάφωνα : «Απόπλους τρίτη πρωινή άκριβώς. Μήν άποµακρύνεσθε της εύρωπαι’κής συνοικίας. » Ή Κατερίνα κατέβηκε πρώτη τή σκάλα. Φορούσε µιά λευκή µεταξωτή µπλούζα καί πανταλόνια. Φορούσα τούτη τήν πράσινη ρεπούµπλικα κι άµερικάνικο σακκάκι άδιάβροχο. — Πάρε τή νιτσεράδα σου, της είπα. Θά βρέξει — Πάψε νά παρασταίνεις τόν κηδεµόνα. Ή άλάντσια1 µάς έβγαλε στήν εξέδρα του τελωνείου. ‘Η οµορφη Ταµήλα του τουρισµου πού πουλουσε τσάι, µας χαιρέτησε. Μόλις ανεβήκαµε, µας κύκλωσαν οι ξυπόλυτοι. « Change money … wanta gems… gold…» Αδειανή ή καφετερία του Grand Oriental. Τά γκαρσόνια χρυσοστολισµένα καί ξυπόλυτα. Πήραµε τον οδηγό τής πολιτείας. Ψάχναµε. — Αύτο είναι, είπε δείχνοντας µέ τό δάχτυλο. Τρίτη γραµµή … Τό βρήκαµε. Γράφ’ το σ’ ένα χαρτάκι καί δρόµο. “Εγνεψα σ’ ένα γκαρσόνι. Ή Κατερίνα µέ τράβηξε άπό τό µανίκι. — Μή ρωτάς. Παµε. Μπήκαµε σ’ ένα ταξί. Είπα στό σωφέρ τ’ βνοµα του δρόµου µονάχα. Έξυσε τό κεφάλι του. —’Αν δέ θυµασαι, του ’πα, µπορώ νά καθήσω µπροστά νά σου δείξω. Έχω πάει πολλές φορές. Ό Ινδός έδειξε πώς θυµήθηκε. Φτάσαµε στήν ινδιάνικη συνοικία. Περάσαµε µιά πλατεία, µιά καινούργια βουδική εκκλησία, ένα µεγάλο µανάβικο. Βγήκαµε στήν έξοχή. — Χαρά πού θά κάνει, είπα δυνατά. — Yes … Μας περιµένει άπό τό πρωί. Εϊναι ’Ινδός ; —’Η µητέρα του. Ό πατέρας του είν’ Εγγλέζος. Του Κυβερνείου. No more … Είπα στό σωφέρ. Νά τό Ivor Garden. — Νά περιµένω ; ρώτησε. —1Όχι. Θά µείνουµε δώ τή νύχτα, στό φίλο µας. Πάρε. — Chankiou. Προχωρήσαµε στά κουτουρού, άκολουθώντας τά κάγκελα του πάρκου. Ό σωφέρ µας φώτισε µέ τά φανάρια του. … Φύγε κέρατά… Μοΰλε … Τά φώτα σβήσανε κι άκούστηκε ή µηχανή του νά µακραίνει. Ή Κατερίνα µ’ έπιασε άπό τό µπράτσο. Τό χέρι της έτρεµε λίγο. — ∆έ βλέπω κανένα φώς, είπε. — Μή βιάζεσαι. Μόλις περάσουµε τό πάρκο, θά δούµε. Πέσαµε σ’ ένα µικρό συνοικισµό µέ άραιά φώτα. — Νά το, τής είπα. Τό πρώτο. τΗταν ένα δίπατο χωρίς φώτα. Άναψα τόν άναπτήρα καί διάβασα. Έψαξα γιά κουδούνι. Τράβηξα µιά µικρή συρµατένια κουλούρα κι άκούστηκε άπό µέσα χαλασµός, σά νά χτυποΰσαν µαζί πολλά γκόγκ. Άνοιξε ή πόρτα. Ένα λαµπάκι άδύνατο φώτιζε τή σκάλα. Ανεβήκαµε. Μιάν άλλη πόρτα άνοιξε. Προχωρήσαµε καί µπήκαµε σ’ ένα δωµάτιο καλά φωτισµένο. Στούς τοίχους ήτανε κρεµασµένοι ένας άλιγκάτορας, µιά κόµπρα κι ένα πουλί. Πάνω στό µεγάλο βαρύ γραφείο, σ’ ενα άνθοδοχεϊο χάλκινο, Ινα µεγάλο λουλούδι µέ κίτρινα φύλλα µοσχοβολούσε άνυπόφορα. ΤΗταν άκόµα ενα χοντρό βιβλίο άνοιχτό, µιά σπασµένη παλαίστρα καραβιού κι ένα ωροσκόπιο. ∆ίπλα σ’ ένα ράφι, σκόρπια, κάτι έργαλεΐα, σάν έκεΐνα πού ‘χαν οί γιατροί στά

Page 107: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

107

φαλαινοθηρικά του 1850. Ένας άνθρωπος ήταν καθισµένος µπρός στό γραφείο, φάτσα σέ µάς, µέ τούς άγκώνες άκουµπισµένους καί κοιτούσε µιά γυάλινη σφαίρα µέ ξύλινη βάση, πού άλλαζε χρώµατα. ∆έ νοιάστηκε καθόλου, ούτε σήκωσε τά µάτια. — Πάµε νά φύγουµε, της ψιθύρισα στό αύτί. ∆έν είν’ αύτός πού γυρεύουµε. Ή Κατερίνα µέ κράτησε. Περιµέναµε δρθιοι ίσαµε πέντε λεφτά. Ξαφνικά σήκωσε τό κεφάλι^ καί µάς κοίταξε. — Σάς περίµενα, ε!π$ σά νά µάς µάλωνε. Αργήσατε. “Ητανε παχύς, µελαψός, µέ χοντρά βάρβαρα χέρια. Φορούσε κίτρινο φόρεµα σάν ιερέας του Βούδα, ανοιχτό µέχρι τή µέση’ παρακάτου τόν έκρυβε τό γραφείο. Άνάµεσ’ άπό τ’ άτριχα στήθια του πού κρέµονταν, γλιστρούσε µιά θαλασσιά πέτρα περασµένη σ’ ένα λιγδωµένο κορδόνι. — Πέρασε πίσω άπό κείνο τό παραβάν καί γδύσου, είπε στό κορίτσι. Του ’δωσα τσιγάρο. Τό πηρε καί τό ‘βαλε σ’ ένα συρτάρι. —Έτοιµη, φώναξε ή µικρή. Ό γιατρός πήγε. ‘Ήτανε κοντός µέ χοντρές γάµπες γυµνές. Ξυπόλυτος. — Nick. ‘Έλα καί σύ. Φοβάµαι. Πήγα κοντά. — Είσαι τεσσάρων µηνών, της είπε. — ∆υόµισι, άποκρίθηκε θυµωµένα. — Τεσσάρων, ξανάπε µαλακά ό ’Ινδός. — ∆έν έχει σηµασία, µουρµούρισα. —Έχει µεγάλη. Τό κεφάλι του παιδιού κοντεύει νά γίνει σάν τό δικό µου. Πήγαµε πάλι στό γραφείο 6λοι µαζί. Ό γιατρός στάθηκε όρθιος πίσω άπό τό βαρύ τραπέζι. “Εβαλε τά χέρια του πάνω, µέ τά δάχτυλα άνοιχτά καί κοίταξε τή γυάλινη µπάλα. — Λοιπόν, είπε ή Σκωτσέζα. ’Αναλαµβάνετε ; — Sure… Σ’ Ινα τέταρτο θά ‘χω τελειώσει. Άπόψε θά µείνετε δώ. Αΰριο µεσηµέρι θά ‘στε καλά, άλαφριά. —Αδύνατο. Πρέπει νά φύγουµε µόλις τελειώσετε. —Επικίνδυνο. Θά σας στείλω µέ δικό µου ρικσά. —’Η άµοιβή σας ; ρώτησε ευγενικά. — Twenty five golden. ‘Η Κατερίνα γύρισε καί µέ κοίταξε σαστισµένη. Ό ’Ινδός πήγε στήν πόρτα, τήν κλείδωσε, Ιβαλε τό κλειδί στήν τσέπη του χιτώνα του καί πήγε πάλι πίσω άπό τό γραφείο. — ∆έν έχουµε τόσα λεφτά, τόλµησα νά πώ. Άν µπορεί νά γίνει µέ είκοσιπέντε χάρτινες, άρχίστε άµέσως. Αλλιώτικα πρέπει νά φύγουµε. Καταλαβαίνετε ; — Μή στεναχωριέσαι, είπε, θά σου δώσω άνθρωπο νά σέ πάει στό καράβι. Άµα τις φέρεις, θά ‘χω τελειώσει. — Ποιο καράβι ; — Αύτό πού σας Ιφερε καί θά φύγει τό χάραµα. Προφταίνεις. Πήξαµε, σκέφτηκα. — ∆έ γίνεται, γιατρέ. Παµε Catherine. Καληνύχτα. Ό ’Ινδός δέ σάλεψε. Μόνο τά µάτια του παίζανε. — Ξέρετε τό νόµο του τόπου ; — Ναί. Καί σύ τό ίδιο πιστεύω. — ∆ιαφέρει. ’Εσείς µου προτείνατε. ‘Υποτίθεται 6τι δέ δέχοµαι καί σάς καταγγέλλω.

Page 108: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

108

Είµαι καβάλα. “Εσκυψε καί κοίταξε τή µπάλα. —Άνοιξε, γιατρέ, του ‘πα. Θ’ άστειεύεσαι σίγουρα. — Καθόλου. Θά µου µετρήσεις τό χρυσάφι κι άµα τελειώσω θά φύγετε. — Γιά ποιο λόγο ! … Έχεις λεφτά ; είπα στήν κοπέλα πού τά ‘χε χαµένα. — Είκοσιπέντε χάρτινες καί κάτι ψιλά. Έσύ ; — ∆έκα χάρτινες. — Τριανταπέντε πράσινες, του ‘πα. — Twenty five golden, είπε µετρώντας τις λέξεις του. — Νά σκεφτώ µιά στιγµή. ‘0 κανάγιας χαµογέλασε εύχαριστηµένος. Έβαλα τό χέρι στήν τσέπη. Είχα νά φορέσω κείνο τό σακάκι άπό τή Νάπολη. Ό µάγος άνοιξε ενα συρτάρι καί κοίταξε µέσα. Έβαλε τό χέρι του καί λασκάρησε τήν άσφάλεια. Τότε, ξαφνικά, ,τό γραφείο άναποδογύρισε κι ό ‘Ινδός βρέθηκε κάτου µπρούµυτα, µέ τό δεξί πόδι µαγκωµένο άπό τό βαρύ έπιπλο καί µ’ ένα πιστόλι πεσµένο µιά πιθαµή µακριά άπό τό χέρι του. — Πιάσ’ το, της είπα. Γρήγορα. Ή Κατερίνα τ’ άρπαξε. Ό µασκαράς µούγκριζε σά θεριό λαβωµένο. “Ενα ναπολιτάνικο στιλέτο γυάλιζε µπροστά του. — Καί τώρα δώσε µου τό κλειδί. Γουρούνι. — Λευτέρωσέ µου τό πόδι. ∆έν µπορώ έτσι. Τό στιλέτο γρατσούνισε τή µύτη του. “Ηµουνα χάµω µέ τό γόνατο. — Τό κλειδί. — ΐίάρ’ το. Τό πέταξε πέρα. Έκανε µεγάλο ζόρι γιά νά λευτερώσει τό πόδι του. Ή κοπέλα κρατούσε τό πιστόλι και κοίταζε σά χαζή. —Έχεις ψαλίδι ; — Ναί. — Κόψε γρήγορα τό κορδόνι του τηλεφώνου. Μόλις ανοίξω τήν πόρτα, κόψε τοΰτο του τοίχου. Βάστα τό ψαλίδι µέ τό µαντήλι σου. Έκανε όπως της είπα. Άνοιξα τήν πόρτα. ’Έκοψε καί τό άλλο. Βγήκαµε καί κλειδώσαµε. Έβαλα τό κλειδί στή τσέπη. —Άναψε ένα σπίρτο, µου ‘πε. — ∆έν κάνει. Νά ή σκάλα. Κατεβήκαµε. Βγήκαµε έξω. — Μιά στιγµή ν’ άνασάνω, µου λέει. —Άκολούθα … ∆έν είναι ώρα … Παρακάτου. Ένας κούλης µέ άσπρο βρακί φάνηκε άπό τή γωνιά του πάρκου. Ερχόταν άπάνω µας. Κόψαµε λοξά. Τόν είδα νά µπαίνει στήν πόρτα πού βγήκαµε. — Καί τώρα δρόµο κι όπου µας βγάλει, τής είπα. ∆έ φυσουσε πιά. Άστραφτε µονάχα κάθε λίγο καί βροντούσε. Τρέχαµε. Άρχισε νά λαχανιάζει. — ∆ός µου τό χέρι σου. — ∆έν µπορώ, βαστάω τό πιστόλι. — Τί λές µωρή … Πέτα το γρήγορα. Τό πέταξε σ’ ενα χαντάκι. Τρέχαµε. Ερηµιά. Φτάσαµε στήν άγορά. Τά καταφέραµε, σκέφτηκα. Είδα τά φώτα του Fort Colombo.

Page 109: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

109

—Άπό δώ, τής είπα. Τώρα ξέρω τό δρόµο. Ακόµα λιγάκι, τρέχα. ,’Η βροχή του µουσώνα κρεµόταν πάνω άπό τά κεφάλια µας. Σταµάτησε ξαφνικά. Τήν έσπρωξα. Μέ κράτησε. — Τί τρέχει ; — Αίµα… ∆έν καταλάβαινα. — Μέ πάει αίµα, σου λέω. Βλάκα. Μ’ έκοψε κρύος ιδρώτας. — Πολύ ; — Ποτάµι. Χοντρές ψιχάλες βροχής άρχίσαν νά πέφτουνε. Τής φόρεσα τό σακάκι µου. — Βγάλε τό πουκάµισό σου. ‘Υπάκουσα. Τό ‘ σχίσε γρήγορα άπό πάνω ίσαµε κάτω. Πήγε παραπέρα. Ή βροχή άρχισε νά πέφτει µέ τό τουλούµι. Κοίταξα γύρω µου απελπισµένα. Πενήντα µέτρα µπροστά µας υψωνόταν ή µεγάλη πέτρινη έκκλησία. Ανοιχτή πάντα. Μέρα νύχτα. Γιά τούς οδοιπόρους, τούς βρεγµένους, τούς κυνηγηµένους, τούς άρρωστους, τούς άνόητους. — ∆ές, της είπα, έκεΐ θά παµε. Τής έδειξα µέ τό χέρι. — Μπορείς ; — Οΰτε βήµα. Πονάω. Τή σήκωσα στά χέρια καί προχώρησα. ΤΗταν άλαφριά, µά τά ’φερα σχκλέτι. Φτάσαµε στό ναό, Τήν έµπασα άϊτο τή µικρή πόρτα πού δέν είχε πορτόφυλλα καί τήν άπίθωσα πάνω σ’ ένα πέτρινο κάθισµα. Σκοτάδι. Μύριζε σά σπηλιά. Ή µικρή άνάσαινε µέ βογγητά. Άναψα τόν άναπτήρα. Ή Κατερίνα έσκουζε σάν άγρίµι. Είδα πώς είµαστε τρεις. Μπροστά µας στεκόταν ή ζητιάνα, του τέµπλου. Ή Σαλάγια. Ό µόνος φίλος µου στο Colombo … ‘Όσες φορές πέρασα άπό τήν πολιτεία, έστω καί γιά µιάν ώρα, πήγαινα πάντα νά τή βρω, νά τήν έλεήσω. Μέ φώναξε µέ τ’ ονοµά µου. Άν έκείνη τή στιγµή έβλεπα τήν άδερφή µου, δέ θά χαιρόµουνα τόσο. — Γλιτώσαµε, είπα στήν Εγγλέζα. — Πεθαίνω, µουρµούρισε έκείνη. Τά χέρια της ήτανε κρύα, 6 σφυγµός της µόλις άκουγόταν. — Περίµενε, µου ’πε ή γριά. Μή φοβάσαι. Κατάλαβα. Χάθηκε στό σκοτάδι. Άκουσα τή µικρή νά κλαίει. Τής βα- στουσα τά χέρια. Ή γριά ήρθε σερνάµενη. — Τό νοΰ σου, µήν τό χύσεις. ∆ός της νά πιει. Γρήγορα. Έδωσα στήν Κατερίνα τό χάλκινο κύπελλο. “Ηπιε λαίµαργα. — Τούτο δώ —ξακολούθησε ή γριά βαστώντας κάτι στό χέρι— νά πάει κάτου. Μέσα γιά µέσα. Βαθιά. — Βάλτο, Σαλάγια, της είπα. Σέ παρακαλώ. —Έγώ … Ποτέ. ∆έν κάνει. Λερώνει γιά πάντα. Μου ‘6 ’δωσε καί πήγε πιό πέρα. Κάθησε χάµω. — ∆ός µου τό µαντήλι σου, είπα στήν Κατερίνα. — ∆έν έχω. Τό πέταξα. “Ητανε µούσκεµα. Πέρασε κάµποση ώρα. ‘Ακουγόταν µόνο ή βροχή. — Πώς νιώθεις ; — Καλύτερα. Σά νά σταµάτησε. “Εκανε λίγο νά σηκωθεί. “Α… ή µέση µου µέ σφάζει.

Page 110: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

110

Ακόµα λίγο. “Ακόυσα τή φωνή τής ζητιάνας. — Σεράγκ, πήγαινε στό Fort Colombo. Φέρε δύο ρικσά. Ζήτησε τό Fernando καί τόν Antonio, είναι βαφτισµένοι άπό Πορτογάλους. ∆ικοί σας. — Μή φεύγεις, έκλαιγε ή Σκωτσέζα. Μή µ’ άφήσεις µέ τούτη τήν κίσσα. Τή φοβαµαι. Θά µου κάµει κακό. — Θά σέ συγυρίσω. Θά σέ φτύσω, συλλογίστηκα φεύγοντας, θά σέ κλωτσήσω στά σκέλια, µά νά τελειώνουµε πρώτα. ‘Η βροχή είχε πάψει. Σ’ Ινα τέταρτο είχα γυρίσει. Ή Σαλάγια περίµενε δξω άπό τό ναό. Ή Κατερίνα δίπλα της, λίγο πιό πέρα … Τή βοήθησα ν’ άνέβει. — Τώρα θά µπορούσα νά πάω καί µέ τά πόδια µου ‘πε. Νιώθω καλά. Μείναµε µερικά δευτερόλεφτα ή γριά κι έγώ, ό ενας άντίκρυ στόν άλλο. “Εκανα νά τής πιάσω τά χέρια. Τραβήχτηκε πέρα. “Εβγαλα Ινα µάτσο λεφτά. — Είσαι µαγαρισµένος, µου ‘πε. “Ισαµε τό θάνατο. ∆έν µπορώ πιά νά πάρω τίποτ’ άπό τά χέρια σου. Ποτέ. “Αφησα τά λεφτά κάτου σ’ ενα πεζούλι. — ΙΙαρ τα απο κει. — Τίποτα δέν µπορεί νά τά καθαρίσει. —Ό Θεός νά σ’ εύλογάει, τής είπα. Ανέβηκα στό ρικσά. Τήν είδα νά µπερδεύεται µέ τή νύχτα. « Σαλάγια, φώναξα ., . Thank you …» « Go to hell…» Τό γραφείο του Νέγρη ήταν άνοιχτό. Κάτι του πληρώµατος, δικοί µας, νταραβερίζονταν µέ τούς ξυπόλυτους. — Κράτα έσύ τήν τσάντα µου, είπε πριν µπούµε στό τελωνείο. ‘Ένας φύλακας µέ κοίταξε κι Ιβαλε τά γέλια. Ετοα ξαφνικά άπέναντί µου Ιναν άνθρωπάκο µέ χακί πανταλόνι, γυµνό άπό τή µέση κι άπάνω, µέ µιά πράσινη ρεπούµπλικα στό κεφάλι, πού έσταζε. Τρακάρησα πάνω του. Είχα πέσει µπροστά στόν καθρέφτη, στό περίπτερο του τουρισµου. Χωρίσαµε πάνω στό κατάστρωµα. — Σ’ έκανε τελατίνι, µου φώναξε ό λογιστής. Τρέµουνε τά ποδάρια σου. Πήγα στήν καµπίνα µου καί κάθησα στό γιατάκι. Κρατούσα τήν τσάντα της. Σκέφτηκα νά τήν πάω κάτω, µά µετάνιωσα. “Εκλεισα τήν πόρτα καί τήν έψαξα. Είχε µέσα ένα µάτσο είκοσιπέντε λίρες χάρτινες καί τρία µασούρια τών δεκαπέντε. Σαρανταπέντε χρυσούς Άη-γιώργηδες, µέ τό κοντάρι στό χέρι. Σέ µιά ζελατίνα είδα τή φωτογραφία ένός τεράστιου Μαόρι, µ’ ένα δίχτυ στά χέρια. Ό Άντρογιάννης µου ’φερε τό µεσηµέρι στή βάρδια τό σακάκι µου. — Νά µου δώσεις τήν τσάντα της, µου ‘πε. — Καλά, γιατί δέν έρχεται νά τήν πάρει ; — Είναι στό παχνί. ∆έ σηκώθηκε καθόλου. Στίς οµορφιές της σήµερα. Λάµπει. — Γιατί δέ σηκώθηκε ; — Κουράστηκε χτές τό βράδυ. Τήν ξεποδάριασες, λέει. ∆έ µου λές πατριωτάκι… — Θά σου πώ άλλοτε. Σερβίρατε ; — Τώρα… “Εφαε τόν περίδροµο. Μασάει άπό τό πρωί σάν προβάτα. Μου ’δωσε ένα κουτί σοκολάτες δώρο. Τις άνοίγω. “Ολες χαλασµένες άπό τή ζέστη. Τής τό ’πα. Καί τί φταίω

Page 111: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

111

‘γώ, µου λέει. Άναθροφή. Καί γουρούνια νά ’βοσκέ… Φαίνεται πώς σήµερα τής ήρτανε. — Σου γύρεψε τίποτα ; —’Όχι. Μά γιά νά µή σηκωθεί .». Θές άνανά ; —’Αργότερα. — Νά τής πώ τίποτις ; — Χαιρετίσµατα. Τό βράδυ τήν είδα νά χορεύει µ’ έναν Άµερικάνο γυναικωτό, πού φορούσε πουκάµισο πολύχρωµο. Τά µεσάνυχτα ήρθε στή βάρδια µου. “Ητανε λίγο κοµµένη. — Γειά σου, Nick. — Γειά σου, κάτσε. ΤΗρθε κοντά µου. — Φίλησέ µε. Τήν φίλησα στό µάγουλο. Μοσχοβόλαγε νιάτα. —Έτσι φιλάνε στήν πατρίδα σου ; — Ναί. Τις άδερφές τους. —Άπό που κι ως που. Περίφηµα τελειώσαµε χτές. Μονάχα πού φοβήθηκες. — Ναί… Λιγάκι. — Τί λιγάκι’ Νά ’βλεπες τά µούτρα σου τήν ώρα πού γλίστρησε ό Ινδός. Σά νά ’τανε τό δικό σου ποδάρι µαγκωµένο. — Πώς γλίστρησε ; — Ξέρω ‘γώ … ∆έν κατάλαβα. — Πήγαινε κοιµήσου. Γρήγορα. — ∆έ νυστάζω. — Τότε φύγε άπό δώ. ’Έχω δουλειά. Μέ κοίταξε µ’ άπορία. ’Έβαλα τόν ποµπό µπροστά, και κάλεσα τό Colombo. ‘Όταν τέλειωσα, είχε φύγει. 1 Νά βυθοµβτρήσβι. 2 Τά υπερυψωµένο παραπέτο του άµπαριου. 3 ’Αµπάρι κοντά στά καζάνια, καρβουναποθήκη. 4 Σκοινί πού ρίχνουν στις βάρκες ή τις µαούνες γιά νά πλευρίσουν. 5 Άπό τό άπάνεµο µέρος. 6 Πλωτές κατοικίες, µαγαζιά κλπ. 7 Πτώµα. 8 Ναυτικές θηλιές στίς άκρες των σκοινιών. 9 ∆υδ χαµηλά σιδερένια κολωνάκια. 10 Ρίξτε τά σκοινιά στο µωλο.

Page 112: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

112

11 Άβαθες βάρκες. 12 Είδος σκοινιού. 13 Νήµατα. 14 Τόνος, άπόχρωση. 15 Καυστική σόδα. 16 ‘Τγειονοµικδς επιθεωρητής. 17 Κόµποι (στριψίµατα) πού σχηµατίζονται στά σκοινιά, τά νήµατα ή τά καλώδια. 18 Είδος φιδιού. 19 Λιγνό, έλαφρύ. 20 Η νοσοκόµα τούς ανέβασε σ’ ένα µικρδ χώλ κι έφυγε. Σταθήκαν δρθιοι πολλήν ώρα. “Ενα βάζο µέ αγιόκληµα πάνω σ’ ένα χαµηλδ τραπέζι, στή µέση. Σχέδια σινικής µελάνης κρεµασµένα στούς τοίχους. Μιά χρωµατιστή λιθογραφία « The blue plate » του Cezanne. Πιδ κεί « Ό Ηνίοχος τών ∆ελφών ». Ή κοπέλα ξανάρθε. « Μπορείτε νά καθήσετε, είπε, δ γιατρδς θά ‘ρθει σέ λίγο. Μου ‘πε νά τον συγχωρείτε. » ΤΗταν βµορφη σά φαρφουρένια κούκλα. “Αβαφη. Σου ‘κανε χαρά νά τή βλέπεις. Ξανάφυγε. Μείνανε µπροστά στή βιβλιοθήκη. — Τής γυάλισες, ∆ιαµαντή. Είδες χαµόγελα ! Τί θά ’κάνες άν έπεφτε στά πόδια σου ; 21 Πετσέτα ή τετράγωνο πανί, περασµένο άπό τόν ώµο.

Page 113: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

113

∆έ µιλήσαµε πέντε µέρες. Τή µέρα πού θά φτάναµε στό Αden, ήρθε καί µέ βρήκε. — Θά βγούµε µαζί ; µου ‘πε. — ∆έν ξέρω. Θά ’χω δουλειά. Τό άπόγεµα περπατούσα κάτου άπό τούς λαδωµένους βρά:’ χους του Steamer Point. Ό Άµπουλάφα ό ∆ιονύσης άπό τό Καραβάδο, πού ‘κανε τόν ταχυδρόµο, µέ σταµάτησε. — Θά ’ρτω µαζί σας. Γύρισα χτές άπό τή Χαλκούτα. Πήγαινε γρήγορα στό µαγαζί του Φώτη, σέ γυρεύει µιά Εγγλέζα. Έχει φάει τόν κόσµο. Πήρα ένα αύτοκίνητο νά πάω στό Sheikh Othman. Είχε κεΐ οµορφες µικρές µαύρες. Κατέβηκα σ ένα µαγαζί νά ψωνίσω χάντρες. “Οταν ξαναµπηκα στό αυτοκίνητο, στή γωνιά καθόταν ή Σκωτσέζα ζαρωµένη. — Σ’ ενοχλώ ; —’Όχι… Μά θά πάω στό χωριό. “Εχω µιά δουλειά. — Θά ‘ρθω µαζί σου. —Έλα, θά περιµένεις λίγο στό άµάξι. — Καλά. Φτάσαµε. Έλειψα ένα τέταρτο … ‘Όταν γύρισα, είχε νυχτώσει. Μόλις κινήσαµε, µιά µικρή µάς πρόλαβε τρέχοντας. Κρατούσε τόν άναπτήρα µου καί τό µαντήλι µου. Κατεβαίναµε γιά τό Steamer Point. Κανείς δέ µιλούσε. Στό Crescent Hotel ή Κατερίνα είπε στό σωφέρ καί σταµάτησε, Μισάνοιξε τήν πόρτα κι έβγαλε τό πόδι της βξω. —Έλα µαζί µου. —Έχω δουλειά. — Τό ξέρω, δέ φέρθηκα καλά. Φταίς κι έσύ … — Νά φέρεσαι πάντα τό ίδιο. Θά πετύχεις σίγουρα. — Θέλω νά σου µιλήσω. —Έγώ δέ θέλω. — Θά µετανιώσεις. — Φύγε. — Καλά. Φεύγω. Κατέβηκε καί στάθηκε στό σκαλί της πλατείας. Άστράφταν τά µάτια της. — Τράβα, είπα του σωφέρ. — ∆ούλε ! µου φώναξε καθώς έφευγε. ‘Υπηρέτη I Τήν άλλη µέρα τό µεσηµέρι είµαστε σέ παράλλαξη1 µέ τό Abou Zabal.2 Τό χαµσίνι µάς γιόµιζε άµµο τό στόµα. Ό Άντρογιάννης ήρθε στόν άσύρµατο κρατώντας ένα φτενό κουτί. Στάθηκε πάνωθέ µου. — Σου τηλεγράφησε ; µου ‘πε. — Ποιός, µωρέ ; —’Η Εγγλέζα. ∆έν ήθελε νά σέ ξυπνήσει τή νύχτα. ΤΗρθε καί πηρε τό µετάξι της. Χαράµατα. Είχε λέει ίρντινο στό πρακτορείο του Cory, νά περιµένει τό « ‘Ιµαλάια ». Σήµερα περνάει. Μ’ άφησε τούτο δώ νά σ’ τό δώσω. Πάω. “Ανοιξα τό κουτί… “Ενα λευκό πουκάµισο Nylon … Στόν Γρηγόρη Μπεκάκη Ό ∆ιαµαντής σηκώνεται καί φοράει τό πουκάµισο. Ό σύντροφός του κάνει µερικά βήµατα, τρίβοντας τά µάτια. Χτυπάει τό µουδιασµένο του πόδι. Κοίτα τό ρολόι του. Μία καί κάρτο. Τά σταχτοδοχεία γιοµάτα άποτσίγαρα. Ανοίγει τό παράθυρο. Ό καπνός έφυγε σά σύννεφο σέ κατσαδούρα.3 Σκύβει καί βλέπει τούς δύο κούληδες νά κάθονται πλάτη µέ πλάτη καί

Page 114: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

114

νά φουµάρουν. Ανατριχιάζει άπό τήν ύγρασία. — ∆ιαµαντή, τά τσιγάρα σου. Τά ’σωσα. “Ανοιξε ή πόρτα. Ό γιατρός κρατάει στό χέρι ένα φάκελο. — Βαρεθήκατε ; —”Οσο νά ‘ναι. Τί χρωστάµε γιατρέ ; — Τίποτα. — Μά δέ γίνεται. Χάιδεψε τόν ώµο του ∆ιαµαντή. — Είπα : τίποτε. Είστε έλεύθεροι. Καλό ταξίδι. —ΤΗταν όµορφη ; ρώτησε άπότοµα ό άσυρµατιστής, κι έδειξε µέ τό δάχτυλό του τήν πόρτα του χειρουργείου. Ό γιατρός έβγαλε άπό τήν τσέπη τής µπλούζας του ένα πασαπόρτι. Του τό ’δωσε άνοιχτό. Τό πηρε. Τά µάτια του µεγαλώσαν, τό στόµα του στράβωσε. … Μελουζίν … Του ‘πεσβ χάµω. Βγήκε άπό τήν πόρτα κρατώντας τό κεφάλι µέ τά δυό χέρια του. Ό ∆ιαµαντής άκολούθησε σαστισµένος. Ό γιατρός Μά Τουάν έσκυψε στο ξύλινο παραπέτο τής σκάλας καί είπε σιγά. — ∆έ φταίω. Μονάχος τό ζήτησες. I will see you again. Οί κούληδες σηκώθηκαν. Ό άσυρµατιστής σίµωσε τό γέρο. — Πές µου λοιπόν, παρακάλεσε ό ∆ιαµαντής. ∆ός µου τό φάκελο. — Παµε τώρα. Αργήσαµε. Ανέβηκε στό πούς-πούς. Τόν τράβηξε άπό τό µανίκι. —Άµα φτάσουµε. Τό πούς-πούς ξεκίνησε. Σέ λίγο τό άλλο διπλάρωσε. — Ναί ή όχι ; φώναξε ό δόκιµος. Ό φίλος του έβαλε τό φάκελο στήν κωλότσεπη καί δέν άποκρίθηκε. Μπήκανε στήν πολιτεία, περάσανε στενούς δρόµους, φωτισµένους µέ κόκκινα φαναράκια. Μιά γυναίκα µπήκε στή µέση καί σταµάτησε τά ρικσά. Κατεβήκαν. Φορούσε µαΰρο κιµονό µέ κόκκινα κεντίδια καί πούλιες άσηµένιες καί χρυσές, πού παίζανε µέ τά φώτα του δρόµου. Κρατούσε ένα λυχνάρι µέ τρία φυτίλια. Ό άσυρµατιστής τής πήρε τό τσιγάρο άπ’ τό στόµα καί τράβηξε. Έκείνη γελούσε. Οί κούληδες πληρωθήκαν, µά δέ φύγανε. Σταθήκανε παραπέρα. Τά µάτια τής γυναίκας στριφογυρίζανε µέσα σ’ ένα πηχτό φτιασίδι άσπρο καί πράσινο. Άνοιξε µιά πόρτα δίπλα τους καί πρόβαλε µιάν άλλη γυναίκα. Τούς έγνεψε. —Έγώ θά πάω στό καράβι, κλάφτηκε ό δόκιµος. Μά … πές µου πρώτα. ‘Η γυναίκα τόν έπιασε άπό τό χέρι. Ό φίλος άπό τ’ άλλο. Άκουστήκανε στριγγλιές, κλάµατα γυναικεία στή γωνία. Οί γυναίκες κι οί κούληδες λακίσανε. Αεροπλάνα πετουσαν φωτοβολίδες. Τρέξανε κεΐ πού γινόταν ή φασαρία. Είδανε κάτι µισόγυµνες Κινέζες νά προσπαθούν νά βγάλουν άπό µιά στενή πόρτα Ινα τεράστιο δέµα, νά τ’ άφήνουν καταγής καί νά φεύγουν, Σκύψαν άπάνω του καί ρίξανε τό φακό. —Ό καπετά-Παναγής, έσκουξε δ µικρός. Του άνοιξε τό πουκάµισο διάπλατα. Ό άλλος του ’πιασε τό σφυγµό καί τό κούτελο. Τότε ή σειρήνα του « Πυθέα » άρχισε νά ούρλιάζει. —Έχει κρυώσει… Πάει καλιά του. Πιάσ’ τον άπό τά πόδια, είπε του µικρού.

Page 115: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

115

Τόν πήγανε σέρνοντας καί φτάσαν στήν πλατεία πού ’ταν οί στρατιώτες. Τ’ άεροπλάνα κατεβήκανε χαµηλά καί πολυβολούσανε. Μακρύτερα, τά ρέστα βοµβαρδίζανε. Ή πλατεία άνεβοκατέβαινε. Τόν άφήσανε κάτω. —Άπό τό Ελληνικό … φώναξε ό δόκιµος µέ τά χέρια χωνί… Παιδιά… Οί σφαίρες σφυρίζανε κοντά τους Κατόπι πλάκωσε βουβαµχρα. —Έλα, ∆ιαµαντή … Τά ποδάρια. ∆υό στρατιώτες µέ τά πιστόλια στό χέρι, τούς σταµατήσανε. — Σκοτωµένος ; —’Οχι. Άπό τό καράβι… Έπαθε συγκοπή. —Ακολουθήστε µας, στό υγειονοµείο. — Πρέπει νά τόν πάρουµε µαζί µας. Φεύγουµε. Βοηθήστε µας. — Στό υγειονοµείο, τσίριξε ό Κινέζος κουνώντας τό πιστόλι. Άκουστήκανε πάλι µοτέρ νά χαµηλώνουν. Οι στρατιώτες τό βάλανε στά πόδια. Ό ασυρµατιστής γονάτισε κι έκλεισε τά µάτια του γέρου. Έβγαλε µέ κόπο άπό τό κρύο δάχτυλο τό δαχτυλίδι του. Τό ρουµπίνι έπαιζε καθώς τό ‘δωσε του δόκιµου. — Φύλαξέ το. Καθώς σηκώθηκε, άπό τήν κωλότσεπή του γλίστρησε ένας λευκός φάκελος κι έπεσε στή λάσπη. — Καί τώρα, κουράγιο. Κάθε λίγο σταµατούσαν γιά νά πάρουν άνάσα. Έδώ λάσπες, πιό πέρα πέτρες. Μιά στιγµή ό καπετάΠ αναγής τούς έφυγε άπό τά χέρια καί βρόντηξε χάµω. Πέρασαν τήν ξύλινη γέφυρα καί φτάσαν στήν άποβάθρα. Ό « Πυθέας » κρατιόταν σ’ έναν κάβο. Κρεµόταν µόνο ή άνεµόσκαλα. — Βρήκατε τήν ώρα νά πάτε στίς πουτάνες, φώναξε ό καπετάνιος άπό τή γέφυρα. Γκρεµοτσακιστεΐτε νά φύγουµε. Τόν άφήσανε χάµω καί µείνανε λαχανιάζοντας µέ κρεµασµένα τά χέρια. Ό γραµµατικός έσκυψε στήν κουπαστή. — Τί τρέχει, µωρέ. Βιαστείτε … Τί κουβαλάτε ; —Ό καπετά-Π αναγής… Κατέβα. Μολήστε τή σκάλα ή ρίχτε σχµπάνι.4 — Τόν καπετάνιο … φώναξε τραχιά ό γραµµατικός κι έβαλε π$δι στήν άνεµόσκαλα. Πήδηξε. “Εσκυψε πάνω του. — Είναι χτυπηµένος ; -Οχι. — Ξεπάγιασε κιόλας. Φουκαρά, Παναγή … Ή σκάλα ήρθε τρίζοντας. Ό καπετάνιος κατέβηκε µέ τόν πρώτο µηχανικό. Πίσωθέ τους ό καµαρότος κρατούσε ένα κουτί. —Ανασαίνει ; ρώτησε ό καπετάνιος. — Συχωρέθηκε, είπε ό Γεράσιµος. — Πήρατε κάνα χαρτί ; Τόν είδε γιατρός ; ∆έν άποκριθήκανε. — Βρήκε τήν ώρα ό χριστιανός, είπε 6 µηχανικός. —Ό νόµος λέει νά τόν άφήσουµε, είπε ό καπετάνιος καί κοίταξε τό µηχανικό. — Ναί… µούγκρισε δ γραµµατικός. Γιά τά κοράκια. Νά χέσω τό νόµο καί… — ∆υό ναύτες κάτου, φώναξε ό καπετάνιος. — Νά µήν κατέβει κανένας, είπε κοφτά ό γραµµατικός. Θά τόν ανεβάσουµε οί δυό µας. Μή χάνουµε καιρό.

Page 116: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

116

Χωρίς νά πει λέξη, ό καπετάνιος λύγισε τό πελώριο κορµί του κι έπιασε άπό τά πόδια τόν πεθαµένο. Ό Γεράσιµος άνέβηκε µέ τήν πλάτη, κρατώντας τον άπό τό κεφάλι. Τά σκαλιά έρχονταν κοφτά, λοξά κι έπρεπε νά τά παταν πάνω στήν κόψη. Πάνωθε σκύβαν οί βάρδιες καί µουρµουρίζανε. Τόν άπιθώσανε στό gross bunker. — Λίγο νερό. είπε ό καπετάνιος βαριανασαίνοντας. Θά σκάσω … —”Ενα µουσαµά καινούργιο, πρόσταξε ό γραµµατικός. Θά µείνει σκεπασµένος ώσπου νά βγούµε άνοιχτά. — Πώς διάολο θά βγούµε µέ σηµαδούρες σβηστές, δίχως πιλότο, είπε ό καπετάνιος. Σέ τέτοιο λούκι… — Καραβοφάναρο δέν πρόκειται νά µείνουµε … Ό ∆ιαµαντής θά πιάσει τήν όχτώ-δώδεκα µοναχός του. Ό καπετά-Παντελής τή βάρδια του γέρου. — Ναί, είπε µαλακά ό καπετάνιος. Καί τώρα ποιός θά ξεκαπελώσει τις δέστρες ; — Είναι δυό µιληµένοι απόξω. Πάµε πάνω. ^ Ό τηλέγραφος κουδούνισε σάν κυπροκούδουνο. — Βίρα … — Μόλα ίπάντο.1 Ή πλώρη του « Πυθέα » ξάνοιξε άριστερά. Απόξω νετάρανε τούς κάβους άπό τις δέστρες, δυό γυναΐ κες µέ φορέµατα βραδινά. “Οταν τελειώσανε, σηκώσανε τά µαντήλια καί χαιρετήσανε. Melbourne 15-8-1951 s/s Cyrenia Tyrrenian Sea 21-12-1952 s/s Corinthia 1 ∆ίπλα. 2 Νησίδα µέ φάρο στήν Ερυθρά θάλασσα. 3 Σύννεφα πού τρέχουν. 4 Σκοινί πού δένουν γύρω άπό ένα βαρύ κιβώτιο, γιά ν’ ανεβεί µέ βαρούλκο.

Page 117: Η Βάρδια Νικος Καββαδίας

117