Κύρου Κλείτος

4
Κύρου Κλείτος - Ἡ Ἡλικία τοῦ Ρόδου Ἀπὸ χέρια σὲ χέρια περνοῦν τὰ ὑπάρχοντα τοῦ ἀνθρώπου χάνεται μὲ τὸν καιρὸ ἡ ζεστασιὰ τῶν πραγμάτων ἀκούγεται ἀπὸ μακριὰ τὸ ἐμβατήριο τῶν ποιητῶν οἱ ἀναίμακτες πλη- γὲς εἶναι οἱ χειρότερες Τώρα μεγάλα κομμάτια ψύχους ἀποκολλοῦνται ἀπὸ τὸν οὐρανὸ μορφὲς ἐμφανίζονται στὸ ἀρνητικό τῆς μνήμης στρατεύματα κατοχῆς ψιθύριζε ἡ Ἀλλέγκρα ἄραγες ποῦ σκόρπισαν οἱ στάχτες της Δὲν ἤσουν διόλου ἐγκρατὴς ἡ ζωὴ εἶναι ἀλλοῦ ἔλεγες καὶ προεκτείνονταν οἱ πολύχρωμες φλέβες σου νὰ συναντήσουν τὰ οὐράνια τόξα ὕστερα ἀπὸ τὸ ἀποβρόχι ἡ γῆ σπαρμένη νεκροὺς δὲν ἔχει ποῦ νὰ πατήσεις Ὅλα τριγύρω ἀποπνέουν μιὰ μελαγχολία λίμνης Σὲ ἀτμόσφαιρα ἀφροδισιακὴ ἀκόμη καὶ τὸ ρόδο Χάνει τὴν ἡλικία του (Ἐπιμύθιο) Ἀπὸ τὴν συλλογὴ «O Πρωθύστερος Λόγος», 1996

description

Τέσσερα ποιήματα

Transcript of Κύρου Κλείτος

Page 1: Κύρου Κλείτος

Κύρου Κλείτος - Ἡ Ἡλικία τοῦ Ρόδου

Ἀπὸ χέρια σὲ χέρια περνοῦν τὰ ὑπάρχοντα τοῦ ἀνθρώπου

χάνεται μὲ τὸν καιρὸ ἡ ζεστασιὰ τῶν πραγμάτων ἀκούγεται

ἀπὸ μακριὰ τὸ ἐμβατήριο τῶν ποιητῶν οἱ ἀναίμακτες πλη-

γὲς εἶναι οἱ χειρότερες

Τώρα μεγάλα κομμάτια ψύχους ἀποκολλοῦνται ἀπὸ τὸν

οὐρανὸ μορφὲς ἐμφανίζονται στὸ ἀρνητικό τῆς μνήμης

στρατεύματα κατοχῆς ψιθύριζε ἡ Ἀλλέγκρα ἄραγες ποῦ

σκόρπισαν οἱ στάχτες της

Δὲν ἤσουν διόλου ἐγκρατὴς ἡ ζωὴ εἶναι ἀλλοῦ ἔλεγες καὶ

προεκτείνονταν οἱ πολύχρωμες φλέβες σου νὰ συναντήσουν

τὰ οὐράνια τόξα ὕστερα ἀπὸ τὸ ἀποβρόχι ἡ γῆ σπαρμένη

νεκροὺς δὲν ἔχει ποῦ νὰ πατήσεις

Ὅλα τριγύρω ἀποπνέουν μιὰ μελαγχολία λίμνης

Σὲ ἀτμόσφαιρα ἀφροδισιακὴ ἀκόμη καὶ τὸ ρόδο

Χάνει τὴν ἡλικία του

(Ἐπιμύθιο)

Ἀπὸ τὴν συλλογὴ «O Πρωθύστερος Λόγος», 1996

Page 2: Κύρου Κλείτος

Κύρου Κλείτος - Kραυγή Δέκατη Πέμπτη

Μιλῶ μὲ σπασμένη φωνὴ δὲν ἐκλιπαρῶ

Τὸν οἶκτο σας μέσα μου μιλοῦν χιλιάδες στόματα

Ποὺ κάποτε φώναζαν ὀργισμένα στὸν ἥλιο

Μιὰ γενιὰ ποὺ ἔψελνε τὰ δικαιώματά της

Κουνώντας λάβαρα πανηγυριοῦ σειώντας σπαθιὰ

Γράφοντας στίχους ἐξαίσιους μιᾶς πρώτης νεότητας

Ποτίζοντας τὰ σπαρτὰ μὲ περίσσιο αἷμα

Μικρὰ παιδιὰ ποὺ ἀφέθηκαν στὸ ἔλεος τ’ οὐρανοῦ

Ἡ γενιά μου ἦταν μιὰ ἀστραπὴ ποὺ πνίγηκε

Ἡ βροντή της ἡ γενιά μου καταδιώχτηκε

Σὰ ληστὴς σύρθηκε στὸ συρματόπλεγμα

Μοίρασε σὰν ἀντίδωρο τὴ ζωὴ καὶ τὸ θάνατο

Οἱ ἄνθρωποι τῆς γενιᾶς μου δὲν πεθαῖναν

Στὰ νοσοκομεῖα κραυγάζαν ἔξαλλοι στὰ ἐκτελεστικὰ

Ἀποσπάσματα τὰ χέρια τοὺς ἦταν μαγνῆτες

Τρώγαν πικρὸ ψωμὶ καπνίζαν ’φημερίδες

Ζητώντας εὐλαβικὰ μιὰ θέση σ’ αὐτὴν τὴ γῆ

Ὅπου κι ἂν στάθηκαν οἱ σκιὲς τους ριζῶναν

Ἄδικα προσπαθεῖτε δὲ θὰ ξεριζωθοῦν ποτὲ

Θὰ προβάλλουν μπροστὰ στὰ τρομαγμένα σας μάτια

Τώρα τὰ καταλάβαμε ὅλα καταλάβαμε

Τὴ δύναμή μας καὶ γιὰ τοῦτο μιλῶ

Μὲ σπασμένη φωνὴ ποὺ κλαίει

Κάθε φορὰ στὴ θύμησή τους

Ἀπὸ τὴν συλλογὴ «Κραυγὲς τῆς νύχτας», 1960

Page 3: Κύρου Κλείτος

Κύρου Κλείτος - Ἀναζήτηση

Ἀπόψε βασανίστηκαν καὶ πάλι οἱ ἀρχαῖες μνῆμες

Ἀπόψε ἐξαντλήθηκαν οἱ τελευταῖες ἀναμονὲς

H νύχτα καταθλιπτικὰ γέρνει ἐπάνω στὶς ψυχές μας

Κι ἐμεῖς τοῦ κάκου ψάχνουμε μιὰν ἥλιου ἀναλαμπὴ

Μονάχοι ὁλομόναχοι στὰ ρίγη τοῦ χειμώνα

Ζητοῦμε λίγη ζεστασιὰ σὲ σκορπισμένες στάχτες

Χάσαμε καθρεφτίσματα σὲ λαμπερὰ φευγάτα μάτια

Ψάχνουμε εἴδωλα νεκρὰ σὲ λίμνες ποὺ ἔχουν στερέψει

Ὅλα μᾶς ἄφησαν γοργὰ – τὰ πεῦκα οἱ ἀμμουδιὲς

Τοῦ ἀνέμου τὰ σφυρίγματα τὰ χάδια οἱ ἐπάλξεις

Κι ὅμως τὸ ξέρουμε καλὰ προτοῦ νὰ ξημερώσει

Θὰ ξαναγεννηθοῦν οἱ ἀναμονὲς οἱ ἐλπίδες θὰ πληθαίνουν

Ἀπὸ τὴν συλλογὴ «Ἀναζήτηση», 194

Page 4: Κύρου Κλείτος

Κύρου Κλείτος - Παραβολή

Πᾶνε τόσα χρόνια ποὺ ναυάγησες στὰ νησιὰ

Τῆς μοναξιᾶς κουράστηκαν νὰ σὲ ἀναζητοῦν

Μὲ ἀγγελίες στὶς ἐφημερίδες πλησίαζε κι ὁ ἀπαιτούμενος

Χρόνος γιὰ νὰ σὲ κηρύξουν ἄφαντο τὶς μέρες

Σ’ ἔδερνε ὁ ἄγριος ἄνεμος τὶς νύχτες σ’ ἔδερνε

Πιὸ ἄγρια μιὰ βροχὴ ἀπὸ ἀναμνήσεις πλάι σου

Παραφύλαγε ἡ λησμονιὰ τρίζοντας τὰ δόντια νοστάλγησες

Ἕνα ξένο ψίθυρο ἕνα λευκὸ πανὶ ἕνα παραθαλάσσιο

Κέντρο ἕνα βρεγμένο δρόμο κάποιο βιβλίο δυό-τρεῖς ἀνθρώπους

Ἤσουν καταζητούμενος ἤθελες νὰ παραδοθεῖς αὐθόρμητα

Ἦταν τὸ λάθος σου τὸ λάθος ποὺ κάποτε ὅλοι μας

Διαπράττουμε βάλθηκες νὰ ξαναγυρίσεις γεφυρώνοντας

Τὸν ὠκεανὸ μ’ ἕνα πλεούμενο ποὺ ἀγόγγυστα σκάρωσες

Μὲ τὴν ἐπιμονὴ καὶ τὴ μεθοδικότητα ποὺ σὲ χαρακτηρίζαν

Ὅμως γελάστηκες στὸ βάρος κι ὅταν ξοδιάστηκε

Ἡ δύναμή σου ἦταν τὸ σκάφος ἀσήκωτο

Κι οὔτε μποροῦσες νὰ τὸ σύρεις στὸ νερὸ

Ἀπὸ τὴν συλλογὴ «Κλειδάριθμοι», 196