ΑΠ' ΤΟ ΙΣΙΑΣΜΑ ΩΣ ΤΑ ΠΙΣΤΡΟΦΙΑ

41
Ευθυμίου Τάκης Κανέλλος Βασίλης Απ’ το «Ίσιασμα» ως τα «Πιστρόφια» Ήθη, έθιμα και δημοτικά τραγούδια του αρραβώνα και του γάμου απ’ τα χωριά της δυτικής Φθιώτιδας (Αποσπάσματα από το βιβλίο τους)

Transcript of ΑΠ' ΤΟ ΙΣΙΑΣΜΑ ΩΣ ΤΑ ΠΙΣΤΡΟΦΙΑ

Page 1: ΑΠ' ΤΟ ΙΣΙΑΣΜΑ ΩΣ ΤΑ ΠΙΣΤΡΟΦΙΑ

Ευθυμίου Τάκης Κανέλλος Βασίλης

Απ’ το «Ίσιασμα» ως τα «Πιστρόφια»

Ήθη, έθιμα και δημοτικά τραγούδια του αρραβώνα και του γάμου απ’ τα χωριά της δυτικής Φθιώτιδας

(Αποσπάσματα από το βιβλίο τους)

Page 2: ΑΠ' ΤΟ ΙΣΙΑΣΜΑ ΩΣ ΤΑ ΠΙΣΤΡΟΦΙΑ

2

Αφιερώνεται

Στους αγνούς προπάτορές μας που με τ’ ανεπανάληπτα ήθη και έθιμά τους γλύκαιναν και ομόρφαιναν τη στερημένη ζωή τους, πυργώνοντας ως τα ουράνια τον

ρουμελιώτικο πολιτισμό μας!

Καταγραφή υλικού - Συλλογή & επιλογή φωτογραφικού υλικού:

1. Ευθυμίου Τάκης, Δάσκαλος, Δνση κατοικίας Μετσόβου 21 Λαμία,

τηλ. 22310 45453, κιν. 6977386955

2. Κανέλλος Βασίλης, Δάσκαλος, Δνση κατοικίας Β. Βουλγαροκτόνου 6

Σπερχειάδα, τηλ. 22360 43375, κιν. 6972888215

Διόρθωση ύλης: Ευθυμίου Μάρθα, Δικηγόρος, Δνση Πετρίδου 28-30

Αγ. Ελευθέριος, Αθήνα, τηλ. 210 2018369, κιν. 6976091563

Page 3: ΑΠ' ΤΟ ΙΣΙΑΣΜΑ ΩΣ ΤΑ ΠΙΣΤΡΟΦΙΑ

3

Π Ρ Ο Λ Ε Γ Ο Μ Ε Ν Α

Στη Ρουμελιώτικη ζωή ο γάμος κατείχε ύψιστη θρησκευτική και ηθοκοινω-νική σημασία, γι’ αυτό πρωταγωνιστούσε στις εκδηλώσεις των χωρικών μας και η έννοιά του ήταν ταυτόσημη με την έννοια της τύχης και της χαράς της ζωής. Με τα ήθη και έθιμα του γάμου πορεύτηκε, ρίζωσε και πρόκοψε μια ολάκερη γενιά, η γενιά των προπατόρων μας. Χρέος δικό μας, της νεότερης γενιάς, είναι να καταγράφουμε και να μελετάμε αυτόν τον λαϊκό θησαυρό, επειδή ακριβώς χαρακτηρίζει τον πολιτισμό και τη φυσιογνωμία της φυλής μας. Μ’ αυτές τις σκέψεις προχωρήσαμε στη συλλογή, καταγραφή και έκδοση ενός ολοκληρωμένου υλικού που αφορά το τελετουργικό του γάμου μιας παλιότερης εποχής στα χωριά της δυτικής Φθιώτιδας των τριών Δήμων Αγίου Γεωργίου, Σπερχειάδας και Μακρακώμης. Ο τίτλος τού πονήματος «Απ’ το ίσιασμα ως τα πιστρόφια» προτιμήθηκε ως αρκετά εύγλωττος για να δηλώσει ακριβώς ότι συμπεριλαμβάνει όλες τις εθιμοτυπικές διαδικασίες απ’ το «Ίσιασμα» ως τα «Πιστρόφια», δηλαδή τα τελειώματα των γονιών γαμπρού και νύφης για επίσημα αρραβωνιάσματα, μέχρι τα Πιστρόφια, δηλαδή το έθιμο επιστροφής της παντρεμένης πια νύφης με τον άντρα της στο πατρικό της σπίτι, την επόμενη Κυριακή του γάμου, για ν’ απαλύνει τον πόνο τού αποχωρισμού απ’ τους δικούς της. Ευελπιστούμε το παρόν πόνημα ν’ αποτελέσει ένα ευχάριστο ανάγνωσμα κι ένα χρήσιμο μελέτημα για τους μελλοντικούς ερευνητές.

Οι συγγραφείς:

Ευθυμίου Τάκης

Κανέλλος Βασίλης

Page 4: ΑΠ' ΤΟ ΙΣΙΑΣΜΑ ΩΣ ΤΑ ΠΙΣΤΡΟΦΙΑ

4

Page 5: ΑΠ' ΤΟ ΙΣΙΑΣΜΑ ΩΣ ΤΑ ΠΙΣΤΡΟΦΙΑ

5

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

1. Προϋποθέσεις για τον αρραβώνα……………………………………. 9 α. «Καλό τυχερό» β. Η προίκα και τα προικιά γ. Η «τιμή» του κοριτσιού δ. Τα προσόντα των νέων για αρραβώνα

2. Το νυφοδιάλεγμα ………………………………………………………… 12

3. Ο σώγαμπρος……………………………………………………………… 14

4. Το προξενιό..………………………………………………………………. 14

5. Το «ίσιασμα» - λογόδοσμα – προικοσύμφωνα…………………. 15

6. Ο αρραβώνας………………………………………………………………. 18

7. Η έκθεση προικιών………………………………………………………. 20

8· Η εβδομάδα πριν το γάμο…………………………………………….. 22 α. Δευτέρα : «Κίνσ'ει ο γάμος» β. Τρίτη: Σιδέρωμα προικιών γ. Τετάρτη: Ανάπιασμα προζυμιών δ. Πέμπτη: Προβέντα-κάλεσμα κουμπάρου-βλάμηδες-φλάμπουρο ε. Παρασκευή: Καλέσματα με τσίτα, μεταφορά προικιών στ. Σάββατο: γενικές ετοιμασίες - γλέντι

9. Ο γάμος……………………………………………………………………… 32 α. Ετοιμασίες φαγητών β. Ξύρισμα – αρμάτωμα γαμπρού γ. Πρόσκληση κουμπάρου δ. Πομπή για το σπίτι της νύφης-σκαριάτες ε. Στόλισμα της νύφης στ. Πορεία προς την εκκλησία-ψίκι ζ. Το στεφάνωμα η. Χορός στο προαύλιο της εκκλησίας θ. Τα μάγια στα στέφανα ι. Υποδοχή της νύφης στο σπίτι του γαμπρού (Σπάσιμο προβέντας -

πέταγμα μήλου- πέζεμα - σιδέρωμα κλπ.)

10. Μετά το γάμο……………………………………………………………. 65

Page 6: ΑΠ' ΤΟ ΙΣΙΑΣΜΑ ΩΣ ΤΑ ΠΙΣΤΡΟΦΙΑ

6

α. Δευτέρα: «Τι στέκεσαι σα νύφ' από Δευτέρα;» β. Τρίτη: Δουλειές νύφης γ. Τετάρτη: ξεστόλισμα φλάμπουρου- τάισμα βρύσης - πλύσιμο στο

καζάνι δ. Κυριακή: Τα πιστρόφια

11. Απ' το στόμα στο γραμμόφωνο και στα όργανα……………… 68

12. Προλήψεις για το γάμο……………………………………………….. 75

13. Παροιμίες για το γάμο………………………………………………… 76

14. Μύθοι και παραδόσεις για το γάμο……………………………….. 77

15. Ευτράπελα και περίεργα του γάμου………………………………. 78

15. Ενδεικτική βιβλιογραφία…………………………………………….. 79

16. Προφορικές πηγές – Ευχαριστίες…………………………………. 80

Page 7: ΑΠ' ΤΟ ΙΣΙΑΣΜΑ ΩΣ ΤΑ ΠΙΣΤΡΟΦΙΑ

7

Προϋποθέσεις για τον αρραβώνα

Κάθε έκφανση της κοινωνικής ζωής σε παλιότερους καιρούς αποτελούσε την «παλαίστρα» όπου ο νέος και η νέα πρόβαραν τους μελλοντικούς ρόλους για τη δημιουργία τής δικής τους οικογένειας. Τα γνήσια δημοτικά τραγούδια υμνούσαν τη νιότη, τη λεβεντιά, αλλά και τον έρωτα. Ταυτόχρονα οι κοπέλες μάθαιναν από μικρές τα σχετικά με την οικιακή οικονομία, που αργότερα θα είχαν την αποκλειστική ευθύνη. Απαραίτητες προϋποθέσεις για τον αρραβώνα ήταν τα νιάτα (υγεία), τα κάλια (ομορφάδα), το ποιόν (αξιοπρέπεια), το καλό οικογενειακό σόι, η αξιοσύνη της κοπέλας, τα έχοντα (προίκα) και το σπουδαιότερο η τύχη, το καλό τυχερό. α. Το «καλό τυχερό»: Η καλύτερη ευχή που δέχονταν οι κοπελιές όταν ήταν σε ηλικία αρραβώνα ήταν «να ‘χεις καλό τυχερό!». Αυτή η ευχή αφορούσε αποκλειστικά την κοπέλα, επειδή η ίδια δεν είχε το δικαίωμα επιλογής, φανερά τουλάχιστον, όπως ο άντρας. Σ΄ αυτόν κυρίως ευχόταν: «Άιντε κι μ’ ένα καλό κορίτσι!». β. Η προίκα και τα προικιά:

«Η όμορφη για προίκα της έχει τη νοστιμιά της

και χάρη το χαμόγελο και το γλυκό το λόγο» Παρ’ όλα αυτά όμως η προίκα τού κοριτσιού ήταν αναγκαία για το στέριωμα του σπιτιού. Ήταν μια βοήθεια, μια υποχρέωση των γονιών για να πρωτοξεκινήσει στέρεα το ζευγάρι τη ζωή του. Η προίκα ήταν ακίνητη περιουσία, δηλαδή κτήματα, αμπέλια, ζωντανά και χρήματα. Δινόταν πριν το γάμο. Για την οικογένεια που είχε κορίτσια η προίκα αποτελούσε ένα μόνιμο άγχος και μια οικονομική πληγή. Σήμερα, αν και καταργήθηκε με νόμο το 1983, παραμένει ως «γονική παροχή». Οι συμπεθερομάνοι ήταν αυτοί που κανόνιζαν τις λεπτομέρειες τής προίκας και προσπαθούσαν να πάρουν περισσότερα λέγοντας: «Σάματι θα τα πετάξετε, στο παιδί σας θα τα δώσετε!» και οι γονείς της νύφης απαντούσαν: «Καλός ο λόγος, μα έρχονται κι άλλα παιδιά παραπίσω». Τα προικιά όμως ήταν υπόθεση και έγνοια της κοπέλας. Κάθε νέα έπρεπε να ξέρει να υφαίνει. Αυτό ήταν σημαντικό προτέρημά της. Αν δεν ήξερε, καταγραφόταν στο παθητικό της. Τα κορίτσια επιδίδονταν με δεξιοτεχνία και μεράκι στη δουλειά του αργαλειού, γιατί έπρεπε να υφάνουν όλα τα χρειαζούμενα: βελέντζες πρόβιες ή τραγίσιες, μπατανίες πολύχρωμες, χράμια, κιλίμια, τσόλια, θαυμάσια στρωσίδια, προσκέφαλα, δισάκια, τορβάδες, μαρούδια και το σπουδαιότερο τα προικιά τους. Η δουλειά τού αργαλειού συνοδευόταν πάντοτε με το τραγούδι για να γίνεται πιο ευχάριστα. Καθισμένη στον αργαλειό η υφάντρα πατούσε με ρυθμό τις πατήθρες, πετούσε σβέλτα τη σαΐτα και χτυπούσε ρυθμικά το ξυλόχτενο. Όλα έμοιαζαν με ιεροτελεστία. Τα εξαρτήματα είχαν αγαστή συνεργασία. Χτένια ανεβοκατέβαιναν, σαΐτες αράδιαζαν, μιτάρια κινούνταν και το πολύχρωμο ύφασμα δειλά δειλά

Page 8: ΑΠ' ΤΟ ΙΣΙΑΣΜΑ ΩΣ ΤΑ ΠΙΣΤΡΟΦΙΑ

8

αβγάτιζε. Κι έβγαιναν αριστουργήματα υφαντικά που στόλιζαν κι ομόρφαιναν κάθε γωνιά του σπιτικού. Ο ρυθμικός χτύπος του αργαλειού ακουγόταν σ’ όλες τις γειτονιές και μαζί το τραγούδι της κοπέλας. Εκείνη την ώρα η υφάντρα μαζί με τα υφαντά, ύφαινε και τα ακριβά όνειρά της. Για την ομορφιά της υφάντρας μιλάει με «μεταξένια» λόγια το παρακάτω δημοτικό τραγούδι:

«Μεταξωτό ‘ναι το μαλλί, μεταξωτό το χτένι, μεταξωτή κι η κοπελιά που κάθεται κι υφαίνει».

γ. Η τιμή του κοριτσιού:

«Η ήρα μες στο στάρι κι η πέτρα στη φακή κορίτσι φιλημένο δεν κάνει προκοπή!»

Εκείνους τους παλιούς καιρούς η «τιμή» (παρθενία) του κοριτσιού ήταν πρωταρχικό προσόν, όπως πολύ εύγλωττα τονίζει και το παραπάνω λαϊκό δίστιχο

Page 9: ΑΠ' ΤΟ ΙΣΙΑΣΜΑ ΩΣ ΤΑ ΠΙΣΤΡΟΦΙΑ

9

και καθόριζε την εκτίμηση όλων προς αυτή, αλλά ταυτόχρονα ήταν και το βαρόμετρο για το ύψος της προίκας που θα έδιναν οι γονείς της. Αρκετές φορές όταν το κορίτσι διέπραττε «ατιμία» έπρεπε να το παντρευτεί ο άντρας που το εξέθεσε. Σε αντίθετη περίπτωση συνέβαιναν αυτοκτονίες αλλά και εγκλήματα τιμής. Συνήθως όμως το ζευγάρι που είχε σχέσεις, επέμενε στο γάμο και παρά τις συνηθισμένες αντιρρήσεις των άλλων, το πετύχαινε, επειδή σύμφωνα με την παροιμία: «Άμα θέλει η νύφη κι ο γαμπρός, τύφλα να ‘χει πεθερά και πεθερός». Σε περίπτωση που ναυαγούσε η ευτυχής κατάληξη τής σχέσης των νέων, η κοπέλα ήταν δύσκολο πλέον να προξενευτεί στο χωριό της, γι’ αυτό ή έμεινε γεροντοκόρη ή αναγκαζόταν να παντρευτεί στον κάμπο. Αυτό, βέβαια, για τα περήφανα ορεινά χωριά της δυτικής Φθιώτιδας ήταν πολύ σκληρό, επειδή τότε οι κλιματολογικές συνθήκες και οι γεωργικές εργασίες στον κάμπο ήταν ανυπόφορες για τους ορεσίβιους. Οι γονείς συχνά λέγανε στην ανάποδη κόρη τους για εκφοβισμό: «Θα σε δώσω εκεί που ψένει ο ήλιος το καρβέλι», εννοώντας το θεσσαλικό κάμπο. Μάλιστα για την παντρειά στον κάμπο υπήρχε και σχετικό δημοτικό τραγούδι που έλεγε: «Μάνα μ’ με κακοπάντρεψες και μ’ έδωσες στους κάμπους και γω στους κάμπους δε βαστώ, ζεστό νερό δεν πίνω, θα μαραθούν τα χείλη μου θα κιτρινοφυλλιάσουν από το χλιο τους το νερό, την κάψα τη μεγάλη. Εδώ τ’ αηδόνι δε λαλεί κι ο κούκος δεν το λέει, οι κάμποι θρέφουν άλογα και τα βουνά λεβέντες κι οι τσούπες μαραζώνουνε, σαν το φλουρί γινόνται». Ο γάμος στα ξένα ήταν πικρό φαρμάκι για την κοπέλα, επειδή κυρίως φανέρωνε τα αισθήματα της απόρριψης στον τόπο της, αφού δεν την προτιμούσαν τα παλικάρια του χωριού της κι ακόμη ήταν αβάσταχτα αφού η επικοινωνία τότε με τους δικούς της ήταν εξαιρετικά δύσκολη. Οι δεσμοί των ανθρώπων, εκείνες τις γνήσιες εποχές, ήταν απόλυτα συνδεδεμένοι με τον τόπο που γεννήθηκαν, γι’ αυτό έλεγαν και την παροιμία: «Παπούτσι από τον τόπο σου κι ας είναι μπαλωμένο». δ. Τα προσόντα των νέων για αρραβώνα Για να «στρέξει» ένας γάμος έπρεπε οι νέοι να διέθεταν ορισμένα προσόντα. Να μερικά απ’ αυτά: Η κοπέλα, εκτός από την «τιμή» της και την προίκα της, ήταν ευπρόσδεκτη για νύφη όταν διέθετε ακέραια σωματική διάπλαση και παινεμένη ομορφάδα, όταν ήταν γερή στην υγεία της, όταν διακρινόταν για την εξυπνάδα της, το ήθος της, τη φρονιμάδα της, την αξιοσύνη της στις σπιτικές και αγροτικές δουλειές (νοικοκυροσύνη). Επίσης η καλή φήμη της οικογένειας ήταν καταλυτικό πλεονέκτημα για την κοπέλα και κυρίως η αξιοσύνη τής μάνας της, επειδή αυτή τη μεγάλωνε και την προίκιζε με προσόντα, αφού ο άντρας ήταν υποχρεωμένος ν’ ασχολείται με τις εξωτερικές δουλειές του σπιτιού. Οι μητέρες λοιπόν παρακινούσαν τις κόρες τους να γίνουν άξιες νοικοκυρές, όπως λέει και το παρακάτω δημοτικό τραγούδι:

Page 10: ΑΠ' ΤΟ ΙΣΙΑΣΜΑ ΩΣ ΤΑ ΠΙΣΤΡΟΦΙΑ

10

«Δεν πας Ρήνω μ’ στην εκκλησιά, να κάνεις το Σταυρό σου, μόν’ μπαίνεις βγαίνεις στο χορό κοιτάς τα παλικάρια; Τα παλικάρια που τηράς, θέλουν καλές γυναίκες, να ξέρουν ρόκα κι αργαλειό, να ξέρουν να υφαίνουν».

Για τη φήμη της οικογένειας τής νύφης μια παροιμία αναφέρει: «Πάρε γυναίκα από σόι και σκύλα από μαντρί». Για να τονίσουν στα χωριά μας το σπουδαίο ρόλο τής μητέρας συνήθιζαν να προσδιορίζουν το κορίτσι με το όνομα τής μάνας της. Δηλαδή έλεγαν: «Η Κατίνα της Κώσταινας». Ανάλογα έπρεπε να ήταν και τα προσόντα του αγοριού. Η λεβεντιά, το σωματικό αλλά και ηθικό ανάστημα, η «μπέσα» στο λόγο του, η γεροσύνη, η μυϊκή δύναμη, η εργατικότητα, η σοβαρότητα, η φιλοτιμία ήταν μερικά από τα επιθυμητά προσόντα του νέου για αρραβώνιασμα. Επίσης η θετική οικογενειακή φήμη, δηλαδή το «καλό τζάκι» έπαιζε σπουδαίο ρόλο, σύμφωνα και με το παρακάτω ρουμελιώτικο τραγούδι:

«Από τη μάνα την καλή, βγαίνει το παλικάρι σαν της βρυσούλας το νερό, σαν της ελιάς το λάδι».

Σπουδαίο προσόν του νέου και ορόσημο για νυφοδιάλεγμα ήταν και το απολυτήριο στρατού. Όταν το νεαρό ζευγάρι διέθετε τα παραπάνω προσόντα, ο γάμος τους συγκέντρωνε σοβαρές πιθανότητες να πετύχει.

Το Ίσιασμα - λογόδοσμα - προικοσύμφωνα

Το ίσιασμα: Όταν ολοκληρώνονταν οι συζητήσεις με τον προξενητή και οι δυο πλευρές της νύφης και του γαμπρού κατέληγαν σε συμφωνία, αυτό λεγόταν ίσιασμα, δηλαδή ταίριασμα και οριζόταν η ημερομηνία για τους επίσημους αρραβώνες. Στην κυριολεξία ίσιασμα σημαίνει: διευθετώ κάτι με αμεροληψία. Τότε ο προξενητής με τον πατέρα ή τους θείους του γαμπρού πήγαιναν στο σπίτι της νύφης, κουβέντιαζαν, κολλούσαν τα χέρια «τόκα» για να επισφραγισθεί η συμφωνία και αμέσως μετά η νύφη τους κερνούσε τσίπουρο ή κρασί. Την επομένη μέρα «των τελειωμάτων», στο σπίτι της νύφης παρατίθονταν το μεσημεριανό τραπέζι στο γαμπρό, στον οποίο πρόσφεραν για φαγητό κοκκινιστή κότα, που να γεννήθηκε Δευτέρα, να ήταν η ηλικία της μονόχρονη, τριτόχρονη ή το πολύ πεντάχρονη και πολυγεννούσα, να πιανόταν από το κοτέτσι την ώρα που τριτολαλούσε ο κόκορας και να σφαζόταν με αχρησιμοποίητο μαχαίρι, ώστε με το φάγωμά της ο γαμπρός πιστεύεται ότι συσφίγγει και δένει αιώνια τη σχέση του με τη νύφη. «Γαμπροδέστρα» λεγόταν για ευνόητους λόγους όλη αυτή η διαδικασία.

Page 11: ΑΠ' ΤΟ ΙΣΙΑΣΜΑ ΩΣ ΤΑ ΠΙΣΤΡΟΦΙΑ

11

Το λογόδοσμα: Τον παλιό καιρό όταν δυο γειτονικές και φιλικές οικογένειες τύχαινε ν’ αποκτήσουν αντίθετου φύλου παιδιά, τα λογόδιναν από την παιδική τους ακόμη ηλικία. Συνηθιζόταν στο καπαρωμένο αγόρι, όταν μεγάλωνε να μην έστελναν προξενιό. Αλλά και το λογοδοσμένο κορίτσι σαν μεγάλωνε ήταν άτιμο και άπρεπο ο πατέρας του να το παντρολογήσει με άλλον γαμπρό και να παραβεί το λόγο της τιμής του. Τα λογοδοσμένα γειτονόπουλα μεγάλωναν πλάι - πλάι και οι γονείς τους τους καλλιεργούσαν συνεχώς την ιδέα του μεταξύ τους γάμου κι έτσι όταν ωρίμαζαν τα πάντρευαν. Οι χωρικοί βεβαιώνουν πως τέτοιοι γάμοι τις περισσότερες φορές πρόκοβαν, γιατί τα παιδιά μεγάλωναν από μικρά μαζί, συνήθιζαν το ένα τα χούγια τού άλλου και δένονταν μεταξύ τους. Έτσι όταν μεγάλωναν, η σχέση τους φυσικά και αβίαστα κατέληγε σε πραγματική αγάπη και στέριωνε σε γερά θεμέλια. Τα προικοσύμφωνα: Συνήθως ο λόγος του πατέρα της νύφης για την προίκα που παραχωρούσε στο γαμπρό αρκούσε. Πολύ παλιά όμως υπάρχουν αναφορές ότι συντάσσονταν και σχετικά προικοσύμφωνα, ως έγγραφη επικύρωση των όρων του συνοικεσίου που γινόταν στο σπίτι της νύφης. Παρόντες ήταν οι πεθεροί, ο παπάς και ο γραμματικός καθώς και μερικοί συγγενείς για μάρτυρες. Ο γραμματικός

κατέγραφε αναλυτικά τα προικιά και πανωπροίκια σε μετρητά, ρουχισμό, ζωντανά, χαλκώματα και ασημικά. Τα προικιά προέρχονταν από δύο πηγές, απ’ όσα πρόσφερε ο πατέρας σε μετρητά και ακίνητα και απ’ όσα ετοίμαζε η μητέρα και η γιαγιά σε πλεχτά και ρουχισμό. Το προικοσύμφωνο συντάσ-σονταν σε δύο αντίγραφα, ένα για κάθε οικογένεια και υπέγραφαν σε οπισθόγραφη δήλωση ο γαμπρός και η νύφη για την καταβολή της προίκας. Τέλος η εγκυρότητά του επικυρωνόταν από τον παπά. Βεβαίως υπήρχαν και επίσημα προικοσύμφωνα που συντάσ-σονταν από συμβολαιογράφο με την παρουσία συνήθως δύο μαρτύρων γνωστών του συμ-βολαιογράφου.

Προικοσύμφωνο που συντάχθηκε από το συμβολαιογράφο Λαμίας Βασ. Περαιβό, εποχής 1832.

Page 12: ΑΠ' ΤΟ ΙΣΙΑΣΜΑ ΩΣ ΤΑ ΠΙΣΤΡΟΦΙΑ

12

Για τα επίσημα προικοσύμφωνα που συντάσσονταν τα πρώτα μεταπελευθερωτικά χρόνια από τον Τούρκικο ζυγό έχουμε να παρατηρήσουμε τα εξής: α) Σ’ αυτά αναγράφεται ο αριθμός του συμβολαίου, ο τόπος, η ακριβής ημερομηνία και η ώρα σύνταξης του συμβολαίου, καταχωρίζονται τα ονόματα των προικοδοτών και προικοδοτουμένων, επίσης τα ονόματα δύο αξιόπιστων μαρτύρων και η μαρτυρία ότι ο γάμος θα πραγματοποιηθεί με τη συναίνεση των συγγενών τών μελλόνυμφων. Τέλος απαριθμούνται τα προικώα, τα οποία είναι άφθαρτα (κτήματα) και φθαρτά (σπίτια, ζώα, εργαστήρια) αλλά και χρήματα καθώς και χρειώδη αντικείμενα του νοικοκυριού δηλαδή οικοσυσκευή, κοσμήματα, ρουχισμός κλπ. Η γλώσσα που συντάσσονταν ήταν η λόγια της εποχής και τέλος το ύφος ήταν λιτό. β) Υπήρχαν περιπτώσεις όπου ο γαμπρός δεν ήταν γηγενής αλλά προερχόταν από το υπόδουλο ελληνισμό (Μακεδονία, Ασπροπόταμο, Όλυμπο κλπ.). Στην περιοχή της Στερεάς Ελλάδας εγκαθίσταντο με ευχαρίστηση οι Έλληνες από τις υπόδουλες περιοχές, δημιουργούσαν οικογένειες και ζούσαν ειρηνικά, μακριά από την ενοχλητική παρουσία των Τούρκων. γ) Οι περισσότεροι των συμβαλλομένων δηλώνουν άγνοια γραμμάτων με συνέπεια να μην μπορούν να βάλουν ούτε την υπογραφή τους. Το γεγονός αυτό αντικατοπτρίζει το χαμηλό πνευματικό επίπεδο εκείνης της εποχής. δ) Οι ανύπαντρες κοπέλες στα προικοσύμφωνα αποκαλούνταν «κυρίες» και όχι «δεσποινίδες». ε) Στα χρηματικά προικώα ποσά χρησιμοποιούσαν και ξένα νομίσματα, όπως τουρκικά γρόσια, δίστηλα τάληρα, βενέτικα φλουριά κλπ. Είναι προφανής η σημαίνουσα θέση που κατείχε ο θεσμός της προίκας παλιότερα, αφού αυτός αποτελούσε αναγκαίο όρο για την τέλεση του επερχόμενου γάμου. Η μορφή της προίκας, ήταν ποικίλη και κυμαίνονταν από υλική (π.χ. ρουχισμός - κτήματα) και χρηματική (καταβολή κάποιου χρηματικού ποσού σε μετρητά) φθάνοντας έως και τη χορήγηση δικαιώματος χρήσης - κατοίκησης δωματίου για τη στέγαση της οικογένειας των νεόνυμφων. Ωστόσο κατάλοιπο του θεσμού της προίκας συναντά κανείς ακόμη και στις ημέρες μας, αφού συνηθίζεται οι γονείς της νύφης να παραχωρούν υλικά αγαθά, συνδράμοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο στο ξεκίνημα της νέας ζωής. Αξίζει να αναφερθεί ότι η συμβολαιογραφική πράξη του προικοσυμφώνου συντάσσονταν μεταξύ του πατέρα της νύφης και του μέλλοντα γαμπρού, ως συμβαλλομένων, δίχως να συμμετέχει στη συνομολόγησή της η νύφη, γεγονός που φανερώνει την υποδεέστερη θέση που αυτή κατείχε στον κοινωνικό βίο της εποχής εκείνης.

Page 13: ΑΠ' ΤΟ ΙΣΙΑΣΜΑ ΩΣ ΤΑ ΠΙΣΤΡΟΦΙΑ

13

Ο αρραβώνας

Ο αρραβώνας ήταν ο προπομπός του γάμου γι’ αυτό γινόταν με μεγάλη επισημότητα και σοβαρότητα, όπως λέει και το δημοτικό τραγούδι:

«Κίνησε τ’ αρχοντόπουλο να πάει ν’ αρραβωνιάσει

με εξήντα πέντε γέροντες κι εξήντα παλικάρια. Μπροστά πάνε οι γέροντες πίσω τα παλικάρια…» Ο αρραβώνας γινόταν συνήθως Σαββατόβραδο, για να ‘χουν μπροστά τους την Κυριακή που θα πήγαιναν οι συγγενείς για να τους συγχαρούν. Εξάλλου Δευτέρα και Τρίτη δεν αρραβώνιαζαν τα παιδιά τους, για να μη δευτεροπαντρευτούν και τριτοπαντρευτούν. Ούτε ακόμη την Πέμπτη (Πέφτη), γιατί πίστευαν πως θα ξέπεφταν και θα φτώχαιναν. Ο αρραβώνας θεωρούνταν ότι ήταν τα μισά στέφανα και επισημοποιούνταν με την αλλαγή των δαχτυλιδιών. Τα δαχτυλίδια τότε ήταν συνήθως παλιά κειμήλια της οικογένειας, που περνούσαν από μάνα σε παιδί και από παιδί σε εγγόνι. Αν έλλειπαν τέτοια δαχτυλίδια, παράγγελναν καινούρια στους χρυσικούς που ήταν χρυσά ή ασημένια για τους πλουσιότερους και μπρούτζινα για τους φτωχότερους. Οι αρραβώνες γίνονταν στο σπίτι της νύφης. Η νύφη πρόσφερε δώρα στο γαμπρό, πεθερικά και κουνιάδια, όπως πουκάμισα, μαντιλάκια, πετσέτες, γραβάτες, μαντίλες και κάλτσες. Στη νύφη έκαναν δώρα η πεθερά και ο πεθερός ένα σταυρό κι ένα δαχτυλίδι. Οι βέρες ήταν φροντίδα του γαμπρού. Τις ακουμπούσαν μέσα σ’ ένα δίσκο με κουφέτα, ρύζι, ανθοπέταλα και μια εικόνα από το εικονοστάσι του σπιτιού. Ο παπάς ή ο κουμπάρος σταύρωνε τα δαχτυλίδια, μουρμούριζε την ευχή των αρραβώνων και τα περνούσε στα δάχτυλα του ζευγαριού. Ύστερα με χειρονομίες, αγκαλιάσματα και ασπασμούς, αντάλλαζαν ευχές για «καλά στέφανα». Ακολουθούσε τρανό τρικούβερτο γλέντι με πλούσια εδέσματα, άφθονο κρασί και τσίπουρο. Οι τρεις τουφεκιές που έριχναν στον αέρα με το κυνηγητικό όπλο, διαλαλούσαν το χαρμόσυνο γεγονός σ’ ολάκερο το χωριό. Απαραίτητα στο γλέντι του αρραβώνα ήταν και τα κλαρίνα. Αν δεν υπήρχαν χρησιμοποιούσαν το γραμμόφωνο. Βέβαια το τραγούδι με το στόμα πρωτοστατούσε. Κατά το έθιμο το πρώτο τραγούδι συνηθιζόταν να το άρχιζε κάποιος ηλικιωμένος ή ο πεθερός που έλεγε: «Σαν κίνησε ένας νιούτσικος να πάει ν’ αρραβωνιάσει, ούτε το ρούχο του έβαλε, ούτε και το ζωνάρι. Κι η μάνα του του φώναξε κι η μάνα του του λέει: -Γύρισε πάρτ’ το ρούχο σου, ζώσου και το ζωνάρι και σύρε ν’ αρραβωνιαστείς την όμορφη κοπέλα. -Γύρεψε βόδια στο ζυγό, γελάδια στην αγέλη, μούλες, φοράδες κι άλογα κι ασέληνο πουλάρι. -Εκεί που πάω μάνα μου, εγώ ν' αρραβωνιάσω, ούτε για ρούχα με ρωτούν, ούτε για το ζωνάρι. -Εκεί τηράν τα νιάτα μου, τηράν την ομορφιά μου

Page 14: ΑΠ' ΤΟ ΙΣΙΑΣΜΑ ΩΣ ΤΑ ΠΙΣΤΡΟΦΙΑ

14

και εγώ στα ρούχα στα προικιά, τον νου μου δεν τον έχω.

-Τον έχω για της λυγερής, τα μάτια και τα φρύδια. Χαρά στην κόκκινη μηλιά, χαρά στο παλικάρι, όπου το μήλο το χρυσό θ' απλώσει για να πάρει». Το δεύτερο τραγούδι το άρχιζε ο γαμπρός, ύστερα από την απαίτηση όλων για να τηρηθεί το έθιμο. Παρά το δισταγμό και την αρχική ντροπή, στο τέλος τα κατάφερνε μια χαρά με το παρακάτω τραγούδι:

«Καμάρι έχουν τα πρόβατα, καμάρι έχουν τα γίδια, καμάρι έχουν και τ' άλογα, όταν τα καβαλικεύουν.

Σαν το καμάρι του γαμπρού, με τις πολλές κουνιάδες, όταν πηγαίν' στην πεθερά, όλες τον καμαρώνουν. Τον καμαρώνει η πεθερά και τον ξαναρωτάει: -Γαμπρέ μου, τι είσαι κόκκινος, γιατί είσαι πικραμένος; Να μη σε μάλωσε κανείς από τους ιδικούς σου;

- Εμέ κι αν με μαλώσανε η αγάπη μου το ξέρει».

Το τρίτο τραγούδι, το έλεγε η νύφη και ήταν το εξής: «Απόψε τα μεσάνυχτα μαλώνει ένας λεβέντης, ούτε με ξένο μάλωνε, ούτε με γείτονα του. Με τη μανούλα τ' μάλωνε με την καλή του μάνα. Μάνα για δε με πάντρευες στα χρόνια τα καλά μου; στα δεκαεφτά, στα δεκαοχτώ, κοντά στα εικοσιένα; Βλέπω τους συνομήλικους πόχουν παιδιά στα χέρια,

πόχουν παιδιά στο δάσκαλο, κορίτσια στα κεντίδια!»

Τα ζωντανά όργανα έδιναν ιδιαίτερη χαρά στα αρραβωνιάσματα.

Page 15: ΑΠ' ΤΟ ΙΣΙΑΣΜΑ ΩΣ ΤΑ ΠΙΣΤΡΟΦΙΑ

15

Την άλλη μέρα, την Κυριακή, οι συγγενείς του αρραβωνιασμένου ζευγαριού, αράδιαζαν στα δυο σπίτια για να συγχαρούν τους μελλόνυμφους και να τους ευχηθούν «καλά στέφανα». Τα κεράσματα ήταν γλυκό κουταλιού, λουκούμι, τσίπουρο και καφές. Το επόμενο διάστημα, μέχρι τα στέφανα, ο γαμπρός επισκεπτόταν το σπίτι της νύφης, με την άγρυπνη όμως παρουσία των δικών της για ν’ αποφεύγονται οι πειρασμοί, κάθε οχτώ ή δεκαπέντε μέρες. Τον περιποιούνταν πλουσιοπάροχα. Γι’ αυτό βγήκε και η παροιμία: « Για το γαμπρό κι ο κόκορας γεννάει αυγά». Ποτέ όμως η νύφη δεν πήγαινε στο σπίτι του γαμπρού, παρά μόνο την ημέρα του γάμου. Κατά τη διάρκεια του αρραβώνα συνηθιζόταν οι μητέρες των αρραβωνιασμένων παιδιών να ανταλλάζουν δώρα μεταξύ τους για να διατηρούν καλές σχέσεις επικοινωνίας. Όταν, ας πούμε, ζύμωναν ψωμί ή έφτιαχναν πίτα ή μάζευαν φρούτα έστελναν και στη συμπεθέρα για χαιρετίσματα. Επίσης συμβολικά δώρα έστελνε ο γαμπρός στη νύφη το Πάσχα. Αυτά τα έλεγαν «πασχαλιάτικα» και τα πήγαιναν τρία αγόρια τη Μεγάλη Πέμπτη. Τα δώρα συνήθως ήταν ένα άσπρο αρνί που συμβόλιζε την αγνότητα, μια κουλούρα κι ένα προσωπικό δώρο της νύφης που ήταν ρούχο ή κόσμημα. Η περίοδος του αρραβώνα ήταν σύντομος και βαστούσε το πολύ έως οχτώ μήνες, οπότε ορίζονταν επίσημα ο γάμος. Μέσα στα έθιμα του αρραβώνα ήταν και η μετάβαση στην πόλη για την εβδομαδιαία αναμνηστική φωτογραφία των αρραβώνων. Η φωτογραφία αυτή ήταν το θρυλικό πορτρέτο που από τη δεκαετία του ’50 διακοσμούσε τα σπιτικά των χωρικών. Τότε, ας μην ξεχνάμε, η φωτογραφία στοίχιζε ακριβά, αφού χρειαζόταν μια ολόκληρη εβδομάδα για να φιλοτεχνηθεί και χρωματισθεί επί πλέον με το χέρι του φωτογράφου. Τέλος ένα άλλο σημαντικό έθιμο του αρραβώνα ήταν και η συνήθεια να πηγαίνει ο αρραβωνιασμένος στην εκκλησία τη βάγια, που θα μοίραζε ο παπάς την Κυριακή των Βαΐων στο εκκλησίασμα.

Η εβδομάδα πριν από το γάμο

Την Κυριακή το βράδυ οχτώ ημέρες πριν το γάμο απαραίτητα πήγαινε στο σπίτι της νύφης ο πεθερός, ο γαμπρός και ο νουνός για να επιβεβαιώσουν τα συμφωνηθέντα του γάμου και να πάρουν την προίκα, αλλιώς γάμος δεν κινούσε. Ενώ τρώγανε και πίνανε, συζητούσαν όλες τις λεπτομέρειες του γάμου και αντάλλαζαν ευχές. Ο γάμος τότε γινόταν μονάχα Κυριακή. Σάββατο ή άλλη μέρα γινόταν τα δευτεροστέφανα, δηλαδή δεύτερος γάμος ύστερα από χηρεία του άντρα. Η χήρα γυναίκα σπάνια ξαναπαντρευόταν, επειδή ήταν υποχρεωμένη να φροντίζει την οικογένειά της και να σεβαστεί παντοτινά τη μνήμη του άντρα της. Αφού, λοιπόν, οι συμφωνίες τηρούνταν, ξεκινούσε η εβδομάδα πριν το γάμο που αναλυτικά περιλάμβανε τις εξής εθιμικές εκδηλώσεις:

Page 16: ΑΠ' ΤΟ ΙΣΙΑΣΜΑ ΩΣ ΤΑ ΠΙΣΤΡΟΦΙΑ

16

Δευτέρα: «Κίν’σει ο γάμος» Σημάδι ότι ξεκινούσε ομαλά η διαδικασία του γάμου ήταν η τουφεκιά που έριχνε στον αέρα ο γαμπρός τη Δευτέρα το πρωί και από τότε έλεγαν «η νύφη μπήκε στη βδομαδούλα της». Στη συνέχεια ο γαμπρός έπαιρνε την τσίτσα (ξύλινο παγούρι) στολισμένη με λουλούδια και πήγαινε να προσκαλέσει αυτοπροσώπως το νουνό που θα στεφάνωνε το ζευγάρι. Κατόπιν τρία αγόρια, που ζούσαν οι γονείς τους, πήγαιναν στο μύλο σιτάρι, που στο μεταξύ είχαν διαλέξει για να είναι καθαρό, για ν’ αλέσουν φρέσκο αλεύρι για τα ψωμιά του γάμου, άσχετα αν τ’ αμπάρια ήταν γεμάτα αλεύρι. Στο μύλο πήγαιναν τραγουδώντας κι εκεί ο μυλωνάς τους έδινε προτεραιότητα στο άλεσμα (παραράδισμα). Μάλιστα ο μυλωνάς έβαζε όλη του τη μαστοριά να φτιάξει το αλεύρι ψιλό-ψιλό σαν άχνη. Αυτές ήταν οι μοναδικές φορές που ο μυλωνάς δεν έπαιρνε ξάι (δικαίωμα αλεστικών). Βέβαια ο ίδιος αποζημιωνόταν και με το παραπάνω αφού υπήρχε έθιμο απαράβατο η νύφη να του στέλνει πίττα, κότα ψητή και μια τσίτσα κρασί για να τον ευχαριστήσει για το άλεσμα. Τέλος με τραγούδια γύριζαν κι από τον μύλο:

Σαράντα μύλοι άλεθαν αλεύρι για το γάμο κι ένας μύλος ξερόμυλος αλέθει το πιπέρι να νοστιμίσουν τα φαγιά, να φάει ο κόσμος όλος. Από την ίδια κιόλας ημέρα, δηλαδή τη Δευτέρα ανάπιαναν τα προζύμια για την προβέντα του μυλωνά. Στο σπιτικό της νύφης μαζεύονταν χαράματα οι κοπελιές του χωριού και μόλις άκουγαν την τουφεκιά του γαμπρού ξεκινούσαν το πλύσιμο των προικιών. Η νύφη ετοίμαζε τη στριφτόπιτα για ψήσιμο, που θα τους φίλευε το μεσημέρι. Οι κοπελιές όλες μαζί φόρτωναν τα προικιά στα ζώα και τα πήγαιναν στην πλησιέστερη βρύση ή στην ποταμιά για πλύσιμο. Εκεί έστηναν τις ξύλινες σκαφίδες κι άρχιζαν το πλύσιμο, χρησιμοποιώντας μπουγάδα από αλισίβα, δηλαδή σταχτόνερο και σπάνια σαπούνι ελιάς ή μοσχοσάπουνο που τότε σπάνιζε. Κατά τη διαδικασία του πλυσίματος των προικιών οι κοπελιές αλλά και ηλικιωμένες γυναίκες που παρευρίσκονταν εκεί τραγουδούσαν σχετικά παινετικά τραγούδια όπως:

Ευχή σου με μανούλα μου, στη λεύκα τα προικιά μου. Με την ευχή, παιδάκι μου και καλοφορεμένα! Επί πλέον τη Δευτέρα ερχόταν η μοδίστρα για να ράψει το νυφικό και να φροντίσει τα ρούχα των μελών της οικογένειας.

Page 17: ΑΠ' ΤΟ ΙΣΙΑΣΜΑ ΩΣ ΤΑ ΠΙΣΤΡΟΦΙΑ

17

Το παραδοσιακό πλύσιμο των προικιών της νύφης σε ποταμιά.

Τρίτη: Σιδέρωμα των προικιών

Την Τρίτη οι κοπελιές και οι φίλες της νύφης σιδέρωναν όλα τα προικιά με καρβουνοσίδερο, τα κολλάριζαν και τα μπαλώτιαζαν. Η ετοιμασία, το κέντημα ή το προβάρισμα του νυφικού κυριαρχούσε αυτή τη μέρα. Την Τρίτη επίσης, αν δεν είχαν μεγάλο απόθεμα καυσόξυλων, πήγαιναν στο δάσος κι έκοβαν επειδή ο γάμος χρειαζόταν πολλά ξύλα για πλύσιμο προικιών, για μαγείρεμα φαγητών και για ζεστασιά αν ο καιρός ήταν κρύος. Φυσικά κάθε ενέργεια συνοδευόταν

απαραίτητα από παινετικά τραγούδια, καρδιακές ευχές και πειράγματα «για καλό τυχερό» προς τις παρευρισκόμενες κοπελιές. Τετάρτη: Ανάπιασμα προζυμιών Τόσο στο σπιτικό της νύφης όσο και στου γαμπρού την Τετάρτη ανάπιαναν τα προζύμια για τα ψωμιά του γάμου, δηλαδή τις προβέντες. Έστρωναν στη μέση του σπιτιού το σκαφίδι και εκεί συμβολικά δύο αγόρια κι ένα κορίτσι (για γούρι ώστε τόσα να ήταν τα παιδιά της νύφης) βάσταγαν τη σήτα για να κοσκινίσουν το αλεύρι, ενώ μια κοπέλα, που ζούσαν οι γονείς της, ανακάτευε το νερό μέχρι να γίνει το ζυμάρι. Ταυτόχρονα τραγουδούσαν όλοι μαζί: 1. Ψιλά – λιγνά τ’ αλεύρια σας κι αφράτα τα προζύμια, κι η κόρη που τ’ ανάπιανε με μάνα με πατέρα…

Page 18: ΑΠ' ΤΟ ΙΣΙΑΣΜΑ ΩΣ ΤΑ ΠΙΣΤΡΟΦΙΑ

18

2. Για φέρτε μας τα χλια νερά, τ’ αφράτα τα προζύμια. Ευχή σου με πατέρα μου, στα πρώτα κοσκινίδια. Ευχή σου με μανούλα μου, στα πρώτα κοσκινίδια. Με την ευχή μου, παιδάκι μου, να ζήσεις να προκόψεις. Κατά τη διαδικασία του κοσκινίσματος έριχναν κέρματα κι έλεγαν τα παρακάτω τραγούδια: Ανάχλια, ανάχλια το νερό κι αφράτο το προζύμι, κόρη καλή τ’ ανάπιανε, όμορφη περιστέρα. Συχνά οι κοσκινάδες καλούσαν τους προσκαλεσμένους λέγοντάς τους: «Ρίξτε – ρίξτε παράδες γιατί χάλασε η σήτα και θέλει μπάλωμα». Τότε οι γονείς και οι άλλοι συγγενείς έριχναν κέρματα και τα χωρατά τελειωμό δεν είχαν. Όσοι μπλέκονταν στη διαδικασία του ζυμώματος υποχρεώνονταν να πιάσουν τα κέρματα με το στόμα. Αυτό το γεγονός το εκμεταλλεύονταν οι παρευρισκόμενοι και τους βουτούσαν τα κεφάλια στο ζυμάρι (τους αλεύρωναν κατά κάποιον τρόπο), χωρατεύοντας και τραγουδώντας. Βέβαια τα χωρατά αυτά και το συμβολικό αλεύρωμα είχαν βαθύτερη σημασία επειδή πίστευαν ότι έτσι στα νεόνυμφα δεν θα τους έλειπε σε όλη τους τη ζωή το ψωμί, που τα στερημένα εκείνα χρόνια ήταν το αναγκαιότερο αγαθό για την οικογένεια. Στο τέλος η μάνα τού γαμπρού έφτιαχνε με λίγο ζυμάρι το σχήμα του Σταυρού και το κολλούσε στο μέτωπο τού γιου της, ευχόμενη: «Καλά στέφανα κι ευλογημένα απ’ το θεό». Ο γαμπρός δεν έπρεπε να επισκεφθεί τη νύφη όταν ανάπιαναν τα προζύμια, αν όμως το έκανε τον μουντζούρωναν με κάρβουνο. Όλη η διαδικασία των προζυμιών συνοδευόταν με φαγοπότι, τραγούδι και χορό. Πέμπτη: Προβέντα - Κάλεσμα κουμπάρου – Βλάμηδες - Φλάμπουρο Την Πέμπτη συστρατεύονταν όλες οι γυναίκες για το ζύμωμα των προβεντών και των εφτάζυμων, που ήταν γαμήλια αρωματικά ψωμιά. Ύστερα ακολουθούσε το φούρνισμα και το ψήσιμο. Η προβέντα φτιαχνόταν από καθάριο αλεύρι πρώτης ποιότητας. Ζυμωνόταν δυο φορές με λάδι και ζάχαρη για να γίνει αφράτη. Πρόσθεταν διάφορα μυρωδικά όπως βανίλια, γλυκάνισο, μαστίχα και βασιλικό. Τη στόλιζαν με κεντίδια που χάραζαν στην επιφάνειά της με πιρούνι, επιδέξιες νοικοκυρές, όπως μαργαρίτες και κορδόνι πλεγμένο ολόγυρα, όλα ανάγλυφα με ζυμάρι. Κάλυπταν την επιφάνεια με ζάχαρη άχνη και τη στόλιζαν με λογιών – λογιών λουλούδια, μαργαρίτες, γαρίφαλα και βασιλικό. Όταν η νύφη πέζευε στο σπίτι του γαμπρού μετά το γάμο, τοποθετούσε ένα μαντήλι στο κεφάλι της και πάνω την προβέντα που ήταν χαραγμένη στα τέσσερα για να μπορεί να την κομματιάζει εύκολα. Τα κομμάτια τα μοίραζε στο συγκεντρωμένο πλήθος. Προβέντα έστελνε ο κάθε καλεσμένος, γι’ αυτό η κουλούρα αυτή πήρε το όνομα προβέντα, επειδή «προβαίνει», στέλνεται δηλαδή πρώτη, φανερώνοντας ότι ο καλεσμένος ανταπροκρινόταν στην πρόσκληση. Καλοψημένη, κεντημένη και

Page 19: ΑΠ' ΤΟ ΙΣΙΑΣΜΑ ΩΣ ΤΑ ΠΙΣΤΡΟΦΙΑ

19

καλοστολισμένη η προβέντα εμφάνιζε ένα καλλιτεχνικό και ευωδιαστό σύνολο που χαιρόσουν να τη βλέπεις. Οι κοπελιές εργάζονταν τραγουδώντας σχετικά τραγούδια για τη νύφη και το γαμπρό, όπως: 1. Άσπρη νερατζιά είχαμε στη γειτονιά μας κι ήρθε ξένος παντάξενος, ήρθε και μας την πήρε ρημάξανε τον τόπο μας και μόρφυναν τον ξένο. 2. Θέλεις γαμπρέ μου να χαρείς, θέλεις να κάνεις γάμο, βάλε να σφάξουνε αρνιά, κατσίκια και κριάρια, βάλε και νιες μες στο χορό σε πέτρινο αλώνι, να μαζευτούν οι όμορφες κι όλες οι μαυρομάτες. Να ‘ρθει κι η κόρη π’ αγαπάς μαζί της να χορέψεις. Την ίδια μέρα ο γαμπρός προσκαλούσε επίσημα τον κουμπάρο του στο γάμο. Και να πως. Τοποθετούσε μια προβέντα σ’ ένα κεντημένο τροβά, έπαιρνε και την τσίτσα με κρασί και μ’ ένα αγόρι συντροφιά ξεκίναγε για το σπίτι του. Αν ο κουμπάρος κατοικούσε στο ίδιο το χωριό, τη στιγμή που ξεκινούσε έριχνε μια τουφεκιά για ειδοποίηση. Ο κουμπάρος ανταπέδιδε την τουφεκιά, σημάδι ότι τον περίμενε. Αν όμως ο κουμπάρος ήταν ξενοχωρίτης, ο γαμπρός τουφεκούσε στην είσοδο του χωριού του. Στο σπίτι του κουμπάρου τρωγόπιναν και συζητούσαν. Κατά την αναχώρηση του γαμπρού, ο κουμπάρος έκοβε ένα κομμάτι από την προβέντα και την έβαζε στον τροβά του γαμπρού για φιλοφρόνηση. Επίσης την Πέμπτη ο γαμπρός καλούσε με κουλούρα τους βλάμηδες και βλάμισσες, τους υπηρέτες δηλαδή της χαράς. Ο αριθμός τους ήταν ανάλογος με το πλήθος των καλεσμένων και πάντοτε μονός. «Μικρός γάμος, μικρό ‘πηρέτιο, μεγάλος γάμος, μεγάλο ‘πηρέτιο», έλεγαν. Οι βλάμηδες ήταν φίλοι τού γαμπρού και οι βλάμισσες κοπέλες από το σόι του. Αυτοί φρόντιζαν τα πάντα που αφορούσαν το γάμο. Όλα εξαρτιόνταν από τη σβελτάδα και την αξιοσύνη τους. Οι βλάμηδες φρόντιζαν να δανείζονται από τα σπίτια τού χωριού, χαλκώματα, καζάνια, κακάβια, τεντζερέδες, αγγειά, γαβάθες, σαγάνια, πιάτα, ποτήρια, κουταλοπήρουνα και μαχαίρια. Ακόμα τραπέζια και διάφορα καθίσματα. Οι ίδιοι οι βλάμηδες είχαν και την ευθύνη επιστροφής όλων των παραπάνω στους κατόχους τους. Στις αρμοδιότητές τους ήταν να κλείσουν τα όργανα, να στολίσουν το φλάμπουρο και να βοηθήσουν στο αρμάτωμα του γαμπρού. Στα γλέντια σερβίριζαν τους μεζέδες και κερνούσαν κρασί. Όπως ο γαμπρός, κατά τον ίδιο τρόπο και η νύφη καλούσε τις βλάμισσές της για να βοηθήσουν στην προετοιμασία του γάμου της. Την ίδια μέρα, την Πέμπτη, οι βλάμηδες έφτιαχναν και στόλιζαν το φλάμπουρο. Λεγόταν και μπαϊράκι, δηλαδή σημαία. Το έφτιαχναν οι βλάμηδες και συγχρόνως το στόλιζαν. Το κοντάρι ήταν από ξύλο κρανιάς. Το πελεκούσαν και το στόλιζαν με μεράκι. Στην κορυφή του στέριωναν ένα οριζόντιο ξυλάκι για να σχηματιστεί το σχήμα του σταυρού. Μια βλάμισσα έραβε με μεταξωτή κλωστή

Page 20: ΑΠ' ΤΟ ΙΣΙΑΣΜΑ ΩΣ ΤΑ ΠΙΣΤΡΟΦΙΑ

20

στις άκρες τού άσπρου πανιού του, ολόγυρα τα χρυσά κρόσσια. Κατόπιν γινόταν το στόλισμα του φλάμπουρου. Η βλάμισσα τοποθετούσε στην κορυφή του κονταριού λουλούδια της εποχής και κρεμούσε διάφορα φρούτα, μήλα και ρόιδα από τα τσιατάλια του σταυρού. Τέλος έδενε ένα άσπρο μαντήλι στη βάση τού σταυρού τού κονταριού, σύμβολο αγνότητας. Έτοιμο πλέον το φλάμπουρο στηνόταν στην αυλόπορτα του σπιτιού τού γαμπρού σε περίοπτη θέση την Πέμπτη το απόγευμα για να το προσέ-χουν και να το θαυμάζουν όλοι και κατέβαινε την Τρίτη το βράδυ μετά την τέλεση του μυστηρίου του γάμου. Το φλάμπουρο ήταν το απαραίτητο σύμβολο του γάμου. Την ώρα που οι βλάμηδες ετοίμαζαν το φλάμπουρο οι κοπέλες τραγουδούσαν το παρακάτω τραγούδι:

Εσένα φλαμπουριάρη μου να σε χαρεί η μανούλα σ’. Να σε παντρέψει γρήγορα, να φτιάξει άσπρο φλάμπουρο. Ράψε το φλάμπουρο καλά, θα γείρει ράχες και βουνά. Θα το γελάσουν τα χωριά, θα το γελάσει πεθερός και πεθερά. Επίσης άλλα δημοτικά τραγούδια που συνόδευαν την κατασκευή του φλάμπουρου ήταν: 1.-Βασιλικέ μου φλάμπουρα, μαντήλι λουλουδάτο, τι κάθεσαι, τι καρτερείς κι δεν κινάς να πάμε; -Καρτερώ τον πατέρα μου να μου δώσει την ευχή του θεού και τη δική του. 2.-Κυρ γιε μου κι ποιος τον κάνει τούτον του νιου τον γάμο με μήλα κι με ρόιδια κι με κόκκινα μαντήλια; -Πατέρας μου κάνει τούτον του νιου τον γάμο με μήλα κι με ρόιδια κι με κόκκινα μαντήλια. Το φλάμπουρο είχε την έννοια της σημαίας και προσέδιδε επισημότητα στο γάμο, καταργήθηκε όμως νωρίς, γύρω στη 1920, για λόγους πρακτικούς γι’ αυτό ήταν δύσκολο να εντοπίσουμε σχετική αυθεντική φωτογραφία και παραθέτουμε από αναπαράσταση που έγινε στον Άγιο Γεώργιο το 1998 τις Απόκριες. Ωστόσο και σήμερα επικράτησε να λέγεται η φράση: «Μη στέκεσαι σαν φλάμπουρο», σε κάποιον που είναι αμίλητος και γεμάτος έπαρση.

Page 21: ΑΠ' ΤΟ ΙΣΙΑΣΜΑ ΩΣ ΤΑ ΠΙΣΤΡΟΦΙΑ

21

Το στολισμένο φλάμπουρο προπορεύεται της πομπής του γάμου.

Page 22: ΑΠ' ΤΟ ΙΣΙΑΣΜΑ ΩΣ ΤΑ ΠΙΣΤΡΟΦΙΑ

22

Παρασκευή: Καλέσματα με την τσίτσα - Μεταφορά προικιών Το κάλεσμα των συγχωριανών για το γάμο δεν γινόταν με προσκλητήρια όπως σήμερα, αλλά οι καλεστάδες τους προσκαλούσαν με την τσίτσα. Η τσίτσα ήταν ή

νεροκολόκυθο ή καλλιτεχνικό ξύλινο παγουράκι που το γέμιζαν με κόκκινο κρασί και οι προσκαλεσμένοι αποδέχονταν την πρόσκληση πίνοντας μια γουλιά. Έφερε δερμάτινη λουρίδα για να κρεμιέται στον ώμο. Από τότε επεκράτησε η φράση για τους ακατάδεχτους: «Με τσίτσα θέλεις να σε καλέσω;». Ο γαμπρός καλούσε επίσημα τον κουμπάρο την Πέμπτη με διαλεχτή κουλούρα, αλειμμένη με μέλι και ζάχαρη καθώς και με κρασί. Ένα αγόρι λοιπόν κρατούσε στο χέρι του την τσίτσα με κρασί κι ένα κορίτσι λουλούδια (βασιλικό ή μαντζουράνες)

και πήγαιναν σε κάθε σπίτι λέγοντας: «Ο γαμπρός κι η νύφη σας καλούν στο γάμο τους». Ο προσκαλούμενος έπινε λίγο κρασί από την τσίτσα, δέχονταν κι ένα λουλούδι κι έλεγε: «Μετά χαράς, καλορίζικα!». Η παραπάνω πρόσκληση σήμαινε ότι ο προσκαλούμενος καλούνταν μονάχα στην τελετή του γάμου. Όσους προσκαλούσαν και στο τραπέζι το τόνιζαν ιδιαίτερα «και στο τραπέζι!», επειδή η πρόσκληση αυτή είχε ιδιαίτερη σημασία, αφού ο προσκαλούμενος ήταν υποχρεωμένος το Σάββατο το απόγευμα να στείλει στο σπίτι του γαμπρού κρέας, ρύζι, κρασί και μια προβέντα. Στο γάμο προσκαλούσαν όλο το χωριό, ενώ απ’ τα γειτονοχώρια καλούσαν μονάχα τους συγγενείς και φίλους, οι οποίοι φυσικά παρέμειναν και στο τραπέζι. Ο λαός μας με τη θυμόσοφη υπερβολή του για να τονίσει το μεγαλείο του καλέσματος στο γάμο έπλασε το στίχο: «Εκάλεσαν εννιά χωριά και πέντε βιλαέτια». Την Παρασκευή γινόταν και η διαδικασία μεταφοράς των προικιών στο σπίτι του γαμπρού. Γι’ αυτό το απόγευμα έστελνε ο γαμπρός τους συγγενείς του με ζώα, στολισμένα με μαντήλι άσπρο στο κεφάλι και πολύχρωμα στολίδια στο σαμάρι, να φορτώσουν τα προικιά και να τα μεταφέρουν πανηγυρικά. Στο κεφάλι κάθε ζώου έδεναν ένα μαντήλι για να κάνουν επίσημη την πομπή. Όλα τα υφασμάτινα προικιά ήταν τακτοποιημένα στο γίκο και τα χαλκώματα μέσα σε μαξιλάρια ή μπαλέτα από ύφασμα που τα έλεγαν γιομίδια. Πάνω στο γίκο καθόταν ο αδερφός ή ένας συγγενής της νύφης και φύλαγε τα προικιά. Για να τους επιτρέψει να τα φορτώσουν έπρεπε να τον κεράσουν παράδες και μάλιστα με τα σχετικά παζαρέματα. Στη συνέχεια οι κοπελιές φόρτωναν τα προικιά στα ζώα τραγουδώντας: Στέκουν τ’ άλογα δεμένα και τ’ αγόρια αρματωμένα, στέκονται κι οι συμπεθέροι στα κουλτσάκια ακουμπισμένοι. Τώρα τ’ άλογα σελώνουν, τώρα τα προικιά φορτώνουν. Φορτώστε τα προικιά καλά, τώρα θα παν στην ξενιτιά, θα τα ξεσχίσουν τα κλαριά, θα τα γελάσει η πεθερά.

Page 23: ΑΠ' ΤΟ ΙΣΙΑΣΜΑ ΩΣ ΤΑ ΠΙΣΤΡΟΦΙΑ

23

Κατά τη διαδικασία του φορτώματος των προικιών η νύφη χόρευε συγκινημένη και οι αηδονολαλούσες κοπελιές τραγουδούσαν το εξής τραγούδι:

Ωραία που ‘ν’ η νύφη μας, ωραία τα προικιά της

ωραία κι η παρέα της που κάνει τη χαρά της.

Άλλα σχετικά τραγούδια που συνήθιζαν να λένε στα προικιά ήταν: 1. Τίνος είν’ τα κόκκινα κι αυτά τα κατακόκκινα; Του κυρ-γαμπρού είναι τα κόκκινα κι αυτά τα κατακόκκινα. Τ’ αδερφάκια μ’ τα φορτώνουν και τ’ αδερφάκια μ’ τα ξεφορτώνουν. 2. Ευχή σ’ μανούλα μ’ τα προικιά μι γεια να τα φουρέσου. Μι την ευχή μ’ πιδάκι μου, μι γεια να τα φορέσεις! 3. Γεια σ’ νύφη μ’ κι ώρα καλή σ’, τ’ έχεις και μας προσκαλείς; Σας προσκάλεσα κορίτσια να μου μάσετε τα προικιά μου, με διώξαν τα γονικά μου. 4. Τέτοια ρούχα κεντημένα στην τριανταφυλλιά απλωμένα, για μάστε τα, για ράψτε τα, για κάντε τα μπαλότα, γιατί θα πάρουν κάμπους και βουνά θα πάρουν πάχνη και δροσιά. 5. Ψαλίδι φραγκοψάλιδο, ψαλίδι ατσαλένιο κόβεις της νύφης τα προικιά και του γαμπρού τα ρούχα. 6. Μια Παρασκευή κι ένα Σαββάτο βράδυ, μάνα μ’ έδιωχνε με ξύλα και λιθάρια. Κι ο πατέρας μου κι αυτός μου λέει φεύγα. Φεύγω κλαίγοντας, φεύγω παραπονιώντας. Παίρνω ένα στρατί, στρατί το μονοπάτι. Βρίσκω ένα δεντρί ψηλό σαν κυπαρίσσι, στέκω το ρωτώ και το βαρυξετάζω. Δε μου λες δεντρί, σαν που να μείνω απόψε; Εδώ είν’ ο ίσκιος μου, στρώσε πλατιά κοιμήσου. Εδώ είν’ οι ρίζες μου, δέσε και τ’ άλογό σου. Εδώ είν’ οι κλώνοι μου, κρέμασε τ’ άρματά σου. Έπειτα, ξεκινούσαν όλοι μαζί για το νέο σπιτικό, με τη συνοδεία μουσικών οργάνων και τα βαρυφορτωμένα ζώα. Η νύφη έμεινε σπίτι. Μπροστάρης της πομπής των προικιών ήταν ένας νέος που βαστούσε καθρέφτη, είδος σπάνιο και πανάκριβο για κείνα τα χρόνια. Οι νοικοκυρές στις γειτονιές ακούγοντας τα όργανα, έβγαιναν στην πόρτα και έραναν τα προικιά με ρύζι, λουλούδια και ευχές. Όταν έφταναν στο σπίτι,

Page 24: ΑΠ' ΤΟ ΙΣΙΑΣΜΑ ΩΣ ΤΑ ΠΙΣΤΡΟΦΙΑ

24

ξεφόρτωναν τα προικιά και τα τακτοποιούσαν στις κασέλες. Έστρωναν το νυφικό κρεβάτι με τα ωραιότερα κεντημένα στρωσίδια, σκόρπιζαν ρύζι και παράδες και τέλος ξάπλωναν πάνω ένα αγοράκι, ως σύμβολο ευτυχίας. Σε περίπτωση που η νύφη καταγόταν από μακρινό χωριό, η μεταφορά των προικιών μπορούσε να γίνει και την Κυριακή, μετά το γάμο.

Μεταφορά προικιών στ’ Αργύρια (1966).

Page 25: ΑΠ' ΤΟ ΙΣΙΑΣΜΑ ΩΣ ΤΑ ΠΙΣΤΡΟΦΙΑ

25

Σάββατο: Γενικές ετοιμασίες – Γλέντι Τη μέρα αυτή σήμαινε γενικός συναγερμός στο σπίτι τόσο της νύφης, όσο και του γαμπρού. Στης νύφης το σπιτικό το Σαββατόβραδο στηνόταν αποχαιρετιστήριο τραπέζι. Καθώς ήταν μαζεμένο όλο το σόι της νύφης και γλεντούσε, έφθανε ο πατέρας του γαμπρού κι έφερνε την προβέντα και τα νυφικά της νύφης. Μαζί του έπαιρνε και το όπλο. Μόλις πάταγε το πόδι του στο κατώφλι του σπιτιού της νύφης έριχνε μερικές τουφεκιές. Τότε οι συγγενείς της νύφης ανταπαντούσαν κι αυτοί με τουφεκιές. Έτσι καλοδέχονταν το συμπέθερο, τον κουλουριάρη όπως τον έλεγαν επειδή έφερνε την προβέντα. Ο συμπέθερος, μπαίνοντας στο σπίτι, επειδή συνήθιζαν να τον πειράζουν οι συγγενείς της νύφης κολλώντας του κουρέλια στα ρούχα ή βάζοντας καρφίτσες στα παπούτσια, ο ίδιος ζητούσε προστασία από τη νύφη. Σ’ αυτή παρέδιδε τα παπούτσια του και το όπλο για φύλαξη. Η νύφη τότε του πρόσφερε κάθισμα να καθίσει και άρχιζε το κέρασμα των φαγητών. Στο τέλος έκοβαν την προβέντα του γαμπρού και τη μοίραζαν σε όλους. Το γλέντι βάσταγε ως το πρωί, συνοδευόμενο με παινετικά αλλά και συγκινητικά τραγούδια, όπως:

Βαστάνε τα βουνά δροσιά, βάστα μανούλα μ’ την καρδιά βάστα πατέρα μ’ την καρδιά ώσπου ν’ αφήσω την υγειά. Το ίδιο γλέντι γινόταν και στο σπίτι του γαμπρού. Και επειδή γλέντι χωρίς τραγούδι δε γίνεται το πρωτοξεκίναγε ο κουμπάρος: Πρώτα θα πάρω ορισμό και δεύτερα θ’ αρχίσω την τιμημένη συντροφιά να την ευχαριστήσω. Ένα τραγούδι θε να πω απάνω στο κεράσι, τ’ αντρόγυνο που γίνεται να ζήσει να γεράσει. Κι άλλο τραγούδι θε να πω απάνω στο λεμόνι, να ζήσει η νύφη κι ο γαμπρός κι η παρέα όλη. Στη συνέχεια η παρέα απαντούσε τραγουδιστά: Ένα τραγούδι θε να πω να έχω και το θάρρος να ζήσει η νύφη κι ο γαμπρός να ζήσει κι ο κουμπάρος. Κι άλλο τραγούδι θε να πω απάνω στη δεκάρα να ζήσει η νύφη κι ο γαμπρός να ζήσει κι η κουμπάρα. Κατόπιν συνέχιζε ο πατέρας του γαμπρού: Φίλοι καλωσορίσατε φίλοι κι αγαπημένοι από καιρό χαρούμενοι και καλοκαρδισμένοι. Μαλαματένια τράπεζα, με ασημένια πιάτα, με τα ωραία φαγητά και τα γυαλιά γιομάτα. Μερικές φορές ο τρανός ενθουσιασμός, η ανείπωτη χαρά και το περίσσιο κέφι ξεπερνούσαν τα όρια, όπως λέει και το παρακάτω δημοτικό τραγούδι:

Page 26: ΑΠ' ΤΟ ΙΣΙΑΣΜΑ ΩΣ ΤΑ ΠΙΣΤΡΟΦΙΑ

26

Σε χρυσοπότηρο τρανό, βάλε κρασί να πιούμε κι αν τύχει και μεθύσουμε στρώσε να κοιμηθούμε. Στρώσε τα στρώματα διπλά, διπλά τα μαξιλάρια και τα παπλώματα βαριά για όλα τα παλικάρια! Εκεί βεβαίως οι άντρες είχαν δουλειά να ετοιμάσουν τα σφαχτά για το Κυριακάτικο βραδινό γλέντι που γινόταν στο σπίτι του γαμπρού. Τα ζώα που έσφαζαν ήταν πρόβατα και γίδια. Για κάθε ζώο που σφάζανε έριχναν κι έναν πυροβολισμό κι έτσι από το πλήθος των πυροβολισμών μάθαιναν οι χωριανοί πόσα ζώα έσφαξαν για το γάμο. Κι εδώ το τραγούδι δεν έλειπε, αφού ταίριαζε απόλυτα με την περίσταση: Θέλεις γαμπρέ μου να χαρείς, θέλεις να κάνεις γάμο; βάλε να σφάξουνε αρνιά, κατσίκια και κριάρια, βάλε και νιες μες στο χορό σε πέτρινο αλώνι, να μαζευτούν οι όμορφες κι όλες οι μαυρομάτες. Να ‘ρθει κι η κόρη π’ αγαπάς μαζί της να χορέψεις.

Ο γάμος

Ο γάμος της Κυριακής περιελάμβανε τις παρακάτω εθιμοτυπικές διαδικασίες: α. Ετοιμασίες φαγητών Οι βλάμηδες με τις βλάμισσες ετοίμαζαν όλα τα φαγητά που ήταν ψητά και βραστό κρέας στιφάδο ή με μακαρόνια που το έβραζαν μέσα σε μεγάλα καζάνια. Εδώ σπουδαίο ρόλο έπαιζε ο αρχιμάγειρας, ο οποίος ζωσμένος την ποδιά ανακάτευε το ζαϊρέ με μια μεγάλη ξύλινη κουτάλα και είχε το νου του στα κοψίδια να μην τα «ξικέψουν» οι επιτήδειοι και ντροπιαστούν στους καλεσμένους. Από την ευωδιά και την τσίκνα των κρεάτων μοσχομύριζε όλη η γειτονιά, προμηνώντας το γαμήλιο γλέντι που θα επακολουθούσε την Κυριακή το βράδυ. β. Ξύρισμα – αρμάτωμα γαμπρού «Στο τέλος τον ξυρίζουν τον γαμπρό» λέει η λαϊκή παροιμία, θέλοντας να τονίσει ότι πλησίασε η ώρα για τα στέφανα. Ο γαμπρός, λοιπόν, έλουζε απαλά το κεφάλι του με αμίλητο νερό που κουβαλούσε από την κεντρική βρύση ένα παιδί που ζούσαν οι γονείς του και δεν έπλυνε όλο το σώμα του για να μη φύγει, σύμφωνα με την πρόληψη που επικρατούσε, το λάδι του νουνού όταν τον βάπτισε. Στη συνέχεια ερχόταν ο κουρέας (μπαρμπέρης) για να τον ξυρίσει. Αν δεν υπήρχε κουρέας τον ξύριζε κάποιος άλλος, που όμως ζούσαν και οι δυο οι γονείς του. Όταν ο καιρός το επέτρεπε, το ξύρισμα γινόταν στην αυλή του σπιτιού. Ο γαμπρός καθόταν σε μια καρέκλα ξυπόλυτος και πάταγε πάνω σε χάλκινο ταψί, όπου μέσα οι συγγενείς έριχναν κέρματα που ήταν το κέρασμα του κουρέα. Ταυτόχρονα

Page 27: ΑΠ' ΤΟ ΙΣΙΑΣΜΑ ΩΣ ΤΑ ΠΙΣΤΡΟΦΙΑ

27

Στιγμιότυπο από το βράσιμο γίδινου κρέατος για γάμο στα Αργύρια το έτος 1959.

έπαιζαν τα όργανα και οι νέοι με τις νέες χόρευαν. Και οι κουμπουριές έπεφταν απανωτές, για ν’ αναγγείλουν το χαρμόσυνο γεγονός. Τα σχετικά τραγούδια που λέγανε στο ξύρισμα ήταν: 1. Άνοιξα χρυσή κασέλα κι έβγαλα χρυσό ξυράφι

κι έφκιασα χρυσό γαμπρό.

2. Μπαρμπέρη τα ξυράφια σου καλά να τ’ ακονίσεις να μη μας κόψεις το γαμπρό και μας τον ασχημίσεις. Μετά το ξύρισμα ακολουθούσε το αρμάτωμα του γαμπρού, δηλαδή το ντύσιμό του. Τα ρούχα τα έδιναν στο γαμπρό τρία αγόρια για γούρι, προκειμένου να γεννήσει η νύφη αγόρι, επειδή τότε τα κορίτσια θεωρούνταν παρακατιανά. Το πρώτο αγόρι έδινε το πουκάμισο, το δεύτερο το παντελόνι με τα παπούτσια και το τρίτο το σακάκι. Ο γαμπρός τα φορούσε και κερνούσε τα παιδιά. Κι εδώ δεν έλειπε το τραγούδι από τις γυναίκες που όμως στέκονταν παράμερα, διακριτικά, όσο ντυνόταν ο γαμπρός. Η μάνα του γαμπρού παραστέκονταν πάντα στο ντύσιμό του και μάλιστα έκανε τις εξής ενέργειες. Έβαζε μέσα στα παπούτσια του τρία σκάγια για να μην τον

Page 28: ΑΠ' ΤΟ ΙΣΙΑΣΜΑ ΩΣ ΤΑ ΠΙΣΤΡΟΦΙΑ

28

ματιάσουν, σταύρωνε το γιλέκο μ’ ένα ατσαλένιο μαχαίρι, για να είναι «ατσάλινος» στην υγεία του, του περνούσε ασημένια καδένα με ρόιδι στο λαιμό, έβαζε το ρολόι και το μαντήλι στο τσεπάκι του γελεκιού και αφού σταύρωνε τον ίδιο με βαμβάκι έλεγε την ευχή: «Να ζήσεις και ν’ ασπρίσεις σαν το βαμβάκι». Τέλος τον ράντιζε με λίγο νερό συμβολικά για να «γίνουν νερό κι αλάτι» τα άσχημα λόγια που είχαν πει μέχρι τότε. Οι βλάμηδες επίσης συμμετείχαν στο αρμάτωμα του γαμπρού, κυρίως δίνοντάς του διάτες κι ορμήνιες, δηλαδή τον «αρμάτωναν», τον όπλιζαν με εφόδια ψυχικά για ν’ αντιμετωπίσει τις δυσκολίες της έγγαμης συμβίωσης. Τα παλιά τα χρόνια η γαμπριάτικη φορεσιά ταυτιζόταν με τη ρουμελιώτικη παραδοσιακή ενδυμασία. Αργότερα φορούσαν κουστούμι μαύρο ή ριγωτό. Στο μικρό τσεπάκι του σακακιού τοποθετούσαν άσπρο μαντήλι. Το γιλέκο ήταν σταυροκουμπωτό. Η γραβάτα σκουρόχρωμη. Τα παπούτσια μαύρο λουστρίνι. Στην τσέπη του σακακιού έβαζαν ένα μικρό ψαλίδι, κλειδωνιά ή σκόρδο για φυλαχτό. γ. Πρόσκληση κουμπάρου Κουμπάρος τα χρόνια εκείνα γινόταν απαραίτητα ο νουνός του γαμπρού. Αν δε ζούσε τότε το ρόλο του κουμπάρου αναλάμβανε κάποιο από τα παιδιά του ή κάποιος άλλος απ’ την οικογένεια του νουνού. Σε περίπτωση που υπήρχε σοβαρός λόγος, όπως πένθος ή λόγοι υγείας, τότε ο νουνός έδινε την ευχή του στο γαμπρό και του επέτρεπε να βρει άλλον κουμπάρο. Ο κουμπάρος δεν ήταν τυχαίο πρόσωπο, αλλά τιμώνταν ιδιαίτερα σε όλη τη διαδικασία του γάμου. Μάλιστα ο λαός μας με τη σοφία του τον συμπεριέλαβε και στα τραγούδια: 1. Καλέσαν το Σταυραετό να πάει να στεφανώσει, φκιάχνει στεφάνι από φλουρί, κηριά μαλαματένια και τα στεφανοδέματα μ’ αγνό μαργαριτάρι. 2. Να ζήσει η νύφη κι ο γαμπρός, να ζήσει κι ο κουμπάρος. Ήταν, λοιπόν, τόσο τιμώμενο πρόσωπο ο κουμπάρος, ώστε δεν ερχόταν μόνος του, παρά πήγαινε ο γαμπρός με τους συγγενείς του να τον προσκαλέσουν και να τον πάρουν με βιολιά, νταούλια και κλαρίνα. Μαζί του ο κουμπάρος είχε κι έναν φίλο του, τον παρακούμπαρο. Στο σπίτι του κουμπάρου στηνόταν ένα σύντομο γλέντι με κρασί και χορό. Όταν ξεκινούσαν ο κουμπάρος κρατούσε μια κανίστρα με τα στεφανομάντηλα, ρύζι, κουφέτα και τις λαμπάδες. Στο δρόμο τραγουδούσαν χαρούμενοι διάφορα τραγούδια όπως:

Με κάλεσαν και στη χαρά – γεια χαρά σας, βρε παιδιά. Γιε μ’ νονός να στεφανώσω, δυο κορμάκια ν’ ανταμώσω. Βάζω τα στέφανα χρυσά, γιε μ’ και τα κηριά απ’ ασήμι, κάνε κόρη ‘λεημοσύνη. Και τα στεφανομάντηλα γιε μ’, αγνό μαργαριτάρι, ποιος την κάνει αυτή τη χάρη.

Page 29: ΑΠ' ΤΟ ΙΣΙΑΣΜΑ ΩΣ ΤΑ ΠΙΣΤΡΟΦΙΑ

29

δ. Πομπή για το σπίτι της νύφης – Οι σκαριάτες Ολόκληρο το συμπεθεριό καβαλαρία σε πομπή ξεκινούσε να πάει να πάρει τη νύφη. Όλοι ήταν ομορφοστολισμένοι και πάνω στα σαμάρια των αλόγων έστρωναν τις πιο επίσημες, φιγουράτες μπαντανίες. Το άλογο του γαμπρού ήταν συνήθως κόκκινο (ντορής) ή μαύρο (καράς), ενώ αντίθετα της νύφης κάτασπρη φοραδίτσα (ελαύνουσα). Ο γαμπρός σε όλη τη διαδρομή ήταν ντροπαλός και σοβαρός.

Βλάμηδες Αγιωργίτες σε γάμο στους Δομιανούς Ευρυτανίας.

Οι βλάμηδες είχαν το πρόσταγμα για να κυλήσει ομαλά όλη η διαδικασία. Κατά την αναχώρηση ο πρωτοβλάμης έδινε το σύνθημα ότι όλα ήταν έτοιμα για να ξεκινήσουν. Η αναχώρηση συνοδευόταν από το παρακάτω τραγούδι:

Κίνησε τ’ αρχοντόπουλο και το καπετανόπουλο να παν στον πέρα μαχαλά, πουν’ τα κορίτσια τα καλά… Χαρακτηριστικό ήταν ότι της πομπής προπορεύονταν το φλάμπουρο. Καθώς πλησίαζαν προς το σπίτι της νύφης, τότε τρεις ή πέντε λεβέντες με τα γρηγορότερα

Page 30: ΑΠ' ΤΟ ΙΣΙΑΣΜΑ ΩΣ ΤΑ ΠΙΣΤΡΟΦΙΑ

30

άλογα ξέκοβαν από την πομπή κι έφταναν γρηγορότερα στο σπίτι της νύφης για να πουν τα συχαρίκια, την είδηση δηλαδή ότι έφτανε ο γαμπρός. Αυτοί οι παραπομποί λέγονταν σκαριάτες, δηλαδή συχαριάτες, αυτοί που μετέφεραν την ευχάριστη είδηση κι έπαιρναν τα σκαρίκια (σχαρίκια= αμοιβή για τις ευχάριστες ειδήσεις).

Σκαριάτες σε γάμο στο Κυριακοχώρι.

Εκείνες τις παλιές εποχές που τα μέσα επικοινωνίας απουσίαζαν, οι σκαριάτες γίνονταν δεκτοί με ανακούφιση, αφού πιστοποιούσαν ότι όλα πήγαιναν καλά. Οι σκαριάτες επιλέγονταν ώστε να ήταν κοινωνικοί και πρόσχαροι για να κάνουν καλή εντύπωση στη νύφη και στους συμπεθέρους. Γι΄αυτό και το δημοτικό τραγούδι θέλει όμορφο και λεβέντη το σκαριάτη:

Ρωτάτε τον Αυγερινό, τον ήλιο το φεγγάρι αν είδαν τέτοιο μορφονιό και τέτοιον καβαλάρη. Οι σκαριάτες πόδεναν τη νύφη κι αυτή για ανταπόδωση μαντήλωνε τους ίδιους αλλά και τ’ άλογά τους. Το μαντήλωμα ήταν μαρτυρικό για το καλό χαμπέρι. Οι σκαριάτες κατά το πόδεμα ακολουθούσαν την εξής παράδοση. Έριχναν λίγο κρασί στο δεξί παπούτσι κι ένα ασημένιο νόμισμα. Η νύφη έπινε τρεις φορές κι έπιανε το νόμισμα με τα δόντια. Σε μερικά χωριά το πόδεμα της νύφης το έκανε ο κουνιάδος της νύφης, αν υπήρχε (αντράδερφος).

Page 31: ΑΠ' ΤΟ ΙΣΙΑΣΜΑ ΩΣ ΤΑ ΠΙΣΤΡΟΦΙΑ

31

Προτού γίνει το πόδεμα η νύφη έδινε τα παπούτσια στ’ ανύπαντρα κορίτσια για να γράψουν στο εσωτερικό τους τ’ όνομά τους. Μετά το χορό, όποιας το όνομα έσβηνε, σήμαινε ότι θα παντρευόταν σύντομα. Κατά το τελετουργικό του ποδέματος τραγουδούσαν: Ήρθε ο αντράδερφος από τα ξένα τη νυφούλα να ποδέσει. Τη νυφούλα να ποδέσει και κρασί να την ποτίσει. Κόπιασ’ αντραδερφούλη μου μ’ κόπιασι, κόπιασι να την ποδέσεις και κρασί να την ποτίσεις. Στη συνέχεια έπαιρναν τη βίκα της νύφης (γυάλινο δοχείο με καλαμωτή επένδυση) γεμάτη κρασί και γύριζαν ν’ ανταμώσουν την πομπή του γαμπρού να την κεράσουν με το κρασί της νύφης. Ύστερα από λίγο το συμπεθεριό του γαμπρού έφτανε στο σπίτι της νύφης, τραγουδώντας ανάλογα:

Ας παν να δουν τα μάτια μου, πως τα περνά η αγάπη μου μην ηύρ’ αλλού κι αγάπησε κι εμένα μ’ απαράτησε. Βέβαια ο γαμπρός γνώριζε από τους σκαριάτες ότι κάτι τέτοιο δε συνέβαινε, αλλά το τραγουδούσε για να δείξει ότι πεθύμησε τη νύφη. Τα κορίτσια της νύφης τραγουδούσαν: Τι χαλεύουν, τι γυρεύουν τ’ αρχοντόπουλα στην αυλή μου. Και οι συμπεθέροι απαντούσαν: Περιστέρα είχαν χαμένη κι ήρθαν να τη βρουν.

Φίλοι καλώς ορίσατε σαν την καλή τη μέρα, κοπιάστε πάνω φίλοι μας να φάτε και να πιείτε, και τη χαρά μας την τρανή μαζί μας μοιραστείτε. Στα λόγια αυτά οι συγγενείς του γαμπρού απαντούσαν όλοι μαζί: Εμείς εδώ δεν ήρθαμε να φάμε και να πιούμε μας είπαν για μιαν όμορφη κι ήρθαμε να τη δούμε. Έλα περδικομάτα μας, έλα καλή μας νύφη. Τότε έβγαινε ντροπαλή-ντροπαλή η νύφη και παράγγελνε: Δεν εβγαίνω, δεν εβγαίνω περιμένω τον αϊτό μου να με πάρει από το χέρι… σαν αϊτός την περιστέρα.

Page 32: ΑΠ' ΤΟ ΙΣΙΑΣΜΑ ΩΣ ΤΑ ΠΙΣΤΡΟΦΙΑ

32

Και κατόπιν: Καλώς τα, τα μπιρμπίλια μας που ‘ρθαν στη γειτονιά μας… Το συμπεθερικό της νύφης τους υποδέχονταν με τουφεκιές. Αφού ξεπέζευαν τους περίμενε ο πεθερός με την τσίτσα στολισμένη. Στη σκάλα περίμενε η πεθερά της οποίας ασπαζόταν το χέρι ο γαμπρός κι αυτή τον καλοδεχόταν, τραγουδώντας: Γαμπρέ τι στέκεις ρόδινος κι ο γρίβας ιδρωμένος. Κατέβα από τ’ άλογο κρασί να σε κεράσω, να ξαποστάσεις, να χαρείς, τη νύφη να φιλήσεις. Μάλιστα παλιότερα η πεθερά τάιζε το γαμπρό στο στόμα κυδώνι που το έβαζαν πάνω σε στολισμένο με λουλούδια δίσκο. Το ίδιο έκανε και για τον κουμπάρο, συμβολικά για να είναι γλυκιά η ζωή τους. Στη συνέχεια ο γαμπρός έπινε κρασί από ένα ποτήρι στολισμένο κι αυτό με λουλούδια, κερνώντας ταυτόχρονα χρήματα το δίσκο. Έπειτα ο πεθερός μαντήλωνε το γαμπρό, τοποθετώντας ένα λευκό μαντήλι σε τριγωνικό σχήμα στους ώμους του γαμπρού. Ο γαμπρός επίσης κέρναγε χρήματα τον πεθερό, βάζοντάς τα στο τσεπάκι του σακακιού. Στη συνέχεια ο γαμπρός έβγαζε από την τσέπη του ένα μεγάλο κόκκινο μήλο, ασημωμένο με ολόχρυση λίρα και αφού το σταύρωνε το πρόσφερε στη νύφη, φιλώντας την στο μάγουλο. Η νύφη σε ανταπόδοση αυτής της προσφοράς, έσκυβε και φιλούσε το χέρι του γαμπρού, δείχνοντας έτσι σεβασμό και υπακοή. Το μήλο αυτό η νύφη το κράταγε και το πέταγε στα κεραμίδια του σπιτιού του γαμπρού, όταν προσκυνούσε για το καλό ριζικό. Την ίδια στιγμή άρχιζε το κέρασμα των μεζέδων και του κρασιού σ’ όλο το συμπεθεριό. Και τότε έφτανε η συγκινητικότερη στιγμή όπου η νύφη αποχαιρετούσε τους δικούς της, με λυπητερά τραγούδια. Να μερικά απ’ αυτά:

1. Μάνα μου τα λουλούδια μου συχνά να τα ποτίζεις… 2. Αφήνω γεια στη γειτονιά σ’ όλα τα παλικάρια, φεύγω μανούλα μου πάω στην ξενιτιά. 3. Άσπρη, κάτασπρη νερατζιά που ‘χαμε στην αυλή μας, ήρθε ξένος παντάξενος, ήρθε και μας την πήρε. Ασκήμαιναν τα σπίτια μας και ‘μόρφυναν τα ξένα. 4. Ο δυόσμος κι ο βασιλικός και το μακεδονίσι, αυτά με αποκοίμισαν και μου ‘φυγε η αγάπη. Παίρνω τα όρη ψάχνοντας και τα βουνά ρωτώντας. Η συγκλονιστικότερη στιγμή ήταν όταν τα κορίτσια του χωριού τραγουδούσαν: Φέρτε μου τη μανούλα μου να την αποχαιρετήσω.

Page 33: ΑΠ' ΤΟ ΙΣΙΑΣΜΑ ΩΣ ΤΑ ΠΙΣΤΡΟΦΙΑ

33

Οπότε ακουγόταν η παραπονεμένη φωνή της μάνας: Είκοσι χρόνια πότιζα μηλίτσα στην αυλή μου, τώρα μου την επήρανε, ας πάει στην ευχή μου. Η ώρα αυτή ήταν χαρμολύπη. Χαρά γιατί παντρευόταν η κόρη και άνοιγε δικό της σπιτικό και λύπη γιατί αποχωριζόταν το πατρικό της σπιτικό. Για το λόγο αυτό τα κορίτσια συμβούλευαν τραγουδιστά το γαμπρό: Γαμπρέ τη νύφη ν’ αγαπάς να μην την εμαλώνεις σαν γλάστρα με βασιλικό να την εκαμαρώνεις. Και το συμπεθερικό του γαμπρού τραγουδούσε το τελευταίο αποχαιρετιστήριο τραγούδι προτού αναχωρήσουν για τα στέφανα: Να μη σας κακοφάνηκε που ‘ρθαμε στο χωριό σας, εμείς τη νύφη πήραμε και το χωριό δικό σας! Σε σπάνιες περιπτώσεις το μυστήριο του γάμου μπορούσε να τελεστεί και στο σπίτι της νύφης, όπου ο παπάς τοποθετούσε πρόχειρα τα εκκλησιαστικά σύνεργά του πάνω στο τραπέζι και τελούσε το μυστήριο. Αυτή η συνήθεια τερματίστηκε οριστικά το 1935.

Δημοτική ορχήστρα των αφών Καραπατή από την Τσούκα, συνοδεύει συμπεθεριό.

Page 34: ΑΠ' ΤΟ ΙΣΙΑΣΜΑ ΩΣ ΤΑ ΠΙΣΤΡΟΦΙΑ

34

Μετά το γάμο

Τα ήθη και έθιμα του γάμου δε σταματούσαν ούτε μετά τα Στέφανα, παρά συνεχιζόταν όλη την εβδομάδα και περιελάμβαναν τα παρακάτω τελετουργικά έθιμα: Τη Δευτέρα η νύφη συγύριζε το σπίτι και τακτοποιούσε τα πράγματα, σεβόμενη όμως τις συνήθειες και τα χούγια της πεθεράς. Επειδή φυσιολογικά η νύφη την πρώτη μέρα στο σπιτικό του άντρα της διακατέχονταν από αμηχανία, επικράτησε η φράση: «Τι στέκεσαι σα νύφ’ από Δευτέρα;». Τη μέρα αυτή η πεθερά έπαιρνε και τα εσώρουχα της νύφης, όταν φυσικά ήταν ματωμένα και τα επιδείκνυε στη γειτονιά, για να βεβαιωθούν όλοι για την «παρθενία» της. Βέβαια, αν τύχαινε το αντίθετο η παμπόνηρη πεθερά, για να μη θιγεί ο γαμπρός ότι πήρε ξεπαρθενιασμένη νύφη ή για να μην πλανώνται υπόνοιες ότι ο γιος της ίσως να είναι ανίκανος, επιστράτευε την πονηριά της κι έβαφε τα εσώρουχα και τα σεντόνια με αίμα κότας που είχε φυλαγμένο γι’ αυτό το σκοπό. Κι έτσι «ούτε γάτα, ούτε ζημιά». Στη νύφη όμως το κρατούσε «μανιάτικο» και σε κάθε περίσταση της το θύμιζε και την εκβίαζε για να πετυχαίνει τους σκοπούς της. Μάλιστα υπήρχαν περιπτώσεις που ο πατέρας της νύφης αναγκαζόταν να δώσει πανωπροίκι κρυφά, για να μην διαλυθεί ο γάμος. Άλλο έθιμο που εκτελούσε η νύφη ήταν να πάει το πρωί να προσκυνήσει τη βρύση. Ξεκινούσε, λοιπόν, από το σπίτι μ’ ένα λαγήνι στο χέρι και προχωρούσε αμίλητη, έχοντας για συνοδεία συγγενείς της. Όταν έφτανε στη βρύση καθάριζε την πέτρινη κούπα, ασήμωνε τη βρύση και γέμιζε το λαγήνι της, ενώ σ’ όλη τη διαδικασία του εθίματος η συντροφιά της τραγουδούσε:

Στείλε με μάνα μ’ για νερό, για να στο φέρω δροσερό, να σου το φέρω δροσερό, να ‘ρθω να βρέξω το γαμπρό κι όλο το συμπεθερ’ κό. Στείλε με μάνα μ’ στείλε με κι αν αργήσω δείρε με, δείρε με και μάλωσέ με και βαριά βαλάντωσέ με. Πήγε η νύφη για νερό, να ραντίσει το γαμπρό…

Page 35: ΑΠ' ΤΟ ΙΣΙΑΣΜΑ ΩΣ ΤΑ ΠΙΣΤΡΟΦΙΑ

35

Τη Δευτέρα επίσης η νύφη για ν’ αποδείξει την αξιοσύνη της έφτιαχνε πίτα που την ονόμαζαν «η πίτα της νύφης» και την πρόσφερε στους κουμπάρους που τους καλούσε το μεσημέρι σε τραπέζι. Τελευταία η νύφη πρόσφερε τα δώρα στον κουμπάρο που ήταν ασπρόρουχα και στην οικογένεια του άντρα της που ήταν: στρώμα, βελέντζα και προσκέφαλα για την πεθερά, πουκάμισα, κάλτσες και ασπρομάντηλα για τους αντράδερφους και φορέματα με ασπρομάντηλα για τις αντράδερφες. Στη νύφη ο γαμπρός πρόσφερε τα δικά του δώρα που ήταν φόρεμα, παπούτσια, κάλτσες και εσάρπα. Την Τρίτη η νύφη αναλάμβανε όλο και περισσότερες πρωτοβουλίες στο σπίτι, σε αγαστή συνεργασία πάντα με την πεθερά. Την Τετάρτη το πρωί η νύφη με τρία μικρά αγόρια ξεστόλιζε το φλάμπουρο. Στη συνέχεια πήγαινε με τον άντρα της στο δάσος να φέρει συμβολικά λίγη πρασινάδα για να έχει δροσιά το σπίτι. Την ίδια μέρα η πεθερά ζέσταινε νερό στο καζάνι να πλύνει τα ματωμένα σεντόνια που κοιμήθηκε το ζευγάρι, δηλαδή να ξεπλύνει τα σημάδια τιμιότητας της νύφης. Τις υπόλοιπες μέρες της εβδομάδας Πέμπτη, Παρασκευή και Σάββατο η νύφη προσπαθούσε να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες και συνήθειες. Αν καμιά φορά επιχειρούσε να κάνει το «δικό της» την επανέφεραν στην τάξη, θυμίζοντάς της την παροιμία: «Νύφ’, όπως βρήκες κι όχι όπως ήξερες». Το νιόπαντρο ζευγάρι ήταν μέλος πια της πατρογονικής οικογένειας και συμμετείχε κανονικά σε όλες τις δραστηριότητες, εκτός από μερικούς προληπτικούς περιορισμούς που βαστούσαν συνήθως ένα χρόνο, όπως για παράδειγμα δεν πήγαιναν σε κηδείες και δεν έτρωγαν κόλλυβα σε μνημόσυνα. Επίσης τις πρώτες βδομάδες δεν εκκλησιάζονταν επειδή ήταν «μαγαρισμένοι» σαρκικά. Η νύφη αποκαλούσε «πατέρα» τον πεθερό και «μάνα» την πεθερά. Στην αρχή τη φώναζαν «νύφ’», σιγά – σιγά όμως το δικό της όνομα ξεχνιόταν και έπαιρνε το όνομα του άντρα της. Παράδειγμα: Λίαινα, Γιώργαινα, Βασίλαινα. Επίσης η νύφη έχανε και το επώνυμό της και έπαιρνε του άντρα της. Την επόμενη Κυριακή, μετά δηλαδή από 8 ημέρες, γιορτάζονταν τα «πιστρόφια». Το νιόπαντρο ζευγάρι, συνοδευόμενο από τους γονείς του γαμπρού και λίγων στενών συγγενών πήγαιναν στην εκκλησία. Εκεί ο επίτροπος τους υποδέχονταν μ’ ένα λουλούδι για να είναι ανθόσπαρτος ο βίος τους. Όταν τέλειωνε η Θεία Λειτουργία έπαιρναν αντίδωρο από του παπά το χέρι κι αυτός τους ευλογούσε. Στη συνέχεια πήγαιναν για μεσημεριανό φαγητό στο πατρικό σπίτι της νύφης. Η διαδικασία αυτή ονομάστηκε «πιστρόφια» επειδή ακριβώς η νύφη με το γαμπρό και τους συγγενείς της επέστρεφε στα γονικά της. Η επίσκεψη αυτή είχε τεράστια σημασία επειδή φανέρωνε ότι όλα του γάμου κύλισαν ομαλά και η συνύπαρξη του

Page 36: ΑΠ' ΤΟ ΙΣΙΑΣΜΑ ΩΣ ΤΑ ΠΙΣΤΡΟΦΙΑ

36

ζευγαριού δεν παρουσίαζε κανένα πρόβλημα. Όταν τα «πιστρόφια» καθυστερούσαν, τότε τα κουτσομπολιά έδιναν κι έπαιρναν ότι κάτι στράβωσε. Στους νιόπαντρους οι γονείς της νύφης και οι συγγενείς της συνήθιζαν να τους προσφέρουν διάφορα δώρα, όλα όμως λευκά για συμβολισμό, ώστε η ζωή τους να είναι πάντα «λευκή» κι ωραία. Αυτά μπορούσε να ήταν: πουλάδα, πιάτο, αυγά ή βαμβάκι.

Με τα «πιστρόφια» έκλεινε οριστικά ο γάμος κι όλοι ήταν ευχαριστημένοι.

Γάμος στη Βίτωλη (1964).

Page 37: ΑΠ' ΤΟ ΙΣΙΑΣΜΑ ΩΣ ΤΑ ΠΙΣΤΡΟΦΙΑ

37

Μύθοι και παραδόσεις για το γάμο

Το Συμπεθερικό: Στο Βελούχι υπάρχει μια χαράδρα με την ονομασία συμπεθερικό. Είναι μια συνεχόμενη γραμμή από πέτρες που τέμνουν κάθετα τη βουνοπλαγιά. Κατά την παράδοση, την εποχή της Τουρκοκρατίας ένα συμπεθερικό με νύφη από κοντινή περιοχή διάβαινε το Βελούχι να πάει στον τόπο του γαμπρού. Σ’ αυτή την τοποθεσία, η νύφη θυμήθηκε ότι ξέχασε να πάρει μαζί της σαν προικιό και μια κλώσα, τη μοναδική που απόμεινε στο πατρικό της σπίτι. Οπότε κάποιοι συνοδοί της

επέστρεψαν και πήραν την κλώσα. Κατά την ώρα που την παρέδωσαν στη νύφη, η ίδια και όλο το συμπεθεριό πέτρωσαν επειδή τους καταράστηκε η μάνα της νύφης για την πλεονεξία και την αχαριστία της. Από τότε τη θέση αυτή με τη φυσική σειρά που εμφανίζονται οι πέτρες, ο λαός μας την έκανε παραμύθι και την ονόμασε Συμπεθερικό. Της νύφ’ς του Κουτρών’: Είναι τοπωνυμία κοντά στη Βίτωλη. Η παράδοση αναφέρει πως κάποτε ήταν μια άστοργη και κακιά θυγατέρα η οποία κακομοιρώθηκε από τις τρεις Μοίρες γι’ αυτή της τη συμπεριφορά, το βράδυ της γέννησής της. Την ημέρα του γάμου της, από-χωρώντας από το πατρικό της σπίτι, δεν αποχαιρέτησε τα γονικά της κι έδωσε εντολή να πάρουν όλα τα υπάρχοντα ακόμα και τη στάχτη από την παραστιά! Αυτή η απληστία «μαύρισε» τα σωθικά της μάνας, η οποία και την καταράστηκε να μην ανταμώσει με τον άντρα της και το συμπεθερικό να μαρμαρώσει επί τόπου. Πράγμα το οποίο και έγινε αμέσως, γιατί η κατάρα της μάνας είναι βαριά και «στρέχει». Σαράντινα (Η Σαράνταινα): Ένα τμήμα της κορυφογραμμής Οξυάς ονομάζεται

Σαράνταινα. Σύμφωνα με την τοπική παράδοση χρωστάει τ’ όνομά της στο δράμα μιας γαμήλιας πομπής που αποτελούνταν από σαράντα άτομα, τα οποία καθώς διάβαιναν ολόραχα το βουνό, πριν από πολλά χρόνια, έπεσαν ξαφνικά πάνω σε φοβερή χιονοθύελλα και εκεί έτυχαν φοβερό θάνατο, αφού θάφτηκαν ζωντανοί κάτω από τα χιόνια. Από τον άδικο και ανεπάντεχο χαμό τους, το χωριό που τους θρήνησε ονομάστηκε Κλαψί.

Page 38: ΑΠ' ΤΟ ΙΣΙΑΣΜΑ ΩΣ ΤΑ ΠΙΣΤΡΟΦΙΑ

38

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. «Λαογραφία Ζιώψης-Αγίου Γεωργίου Φθιώτιδος, Χρ. Κίτσος, θεσσαλονίκη, 1972.

2. «Αγιος Γεώργιος Φθιώτιδας: Ιστορία-Λαογραφία», Ν. Αντωνόπουλος,

εκδ. Γ. Γκελμπέσης, Αθήνα, 1988.

3. «Ζιώψη», εφημερίδες του Πολιτιστικού Συλλόγου Αγιωργιτών Λαμίας.

4. «Αϊγιωργίτικα Νέα», εφημερίδες αδελφών Μπαρμπούνη.

5. «Το Χωριό», εφημερίδες Συλλόγου Αγροτοπαίδων Αγίου Γεωργίου.

6. «Αγιωργίτικη Ηχώ», εφημερίδες του Πολιτιστικού Συλλόγου Αγιωργιτών

Αθήνας.

7. «Ξορκισμός στη λήθη», Ευθυμίου Τάκης, Λαμία 1995.

8. «Στα χνάρια της Γενέτειρας Ζιώψης», Ευθυμίου Τάκης, Λαμία 2007.

9. «Ήθη-Έθιμα και εθιμικό δίκαιο του χωριού», Ζάχος Ξηροτύρης, εκδ. Οδ.

Σταθόπουλος, Αθήνα, 1986.

10. «Στις πλαγιές του Τυμφρηστού», Χαρ. Παπαγεωργίου.

11. «Η Μητρική μου Γλώσσα χωρίς σύνορα», Κοντογιάννης Κώστας, Λαμία

2008.

12. «Τα Αργύρια ένα όμορφο χωριό της δυτικής Φθιώτιδας», Παπανικολάου

Νικόλαος.

13. «Η Σπερχειάδα», Κανέλλος Βασίλης, Σπερχειάδα 1997.

14. «Ο Γουλινάς και τα χωριά του», Κανέλλος Βασίλης, Σπερχειάδα 2006.

15. «Ροβολιάρι - το χιλιόχρονο χωριό», Γάκης Παναγιώτης, Αθήνα 2004.

16. «Ελλάδα πατρίδα μου-Φτέρη χωριό μου», Σταμοκώστας.

17. «Δίκαστρο», Σωτηρόπουλος Νικόλαος, Λαμία 2002.

18. «Η ιστορία της Μακρακώμης», Χορμόβας Ευάγγελος.

19. «Γη Πατρώα», Μηχιώτης Χαρίλαος, εκδόσεις Κασταλία, Αθήνα.

20. «Φθιώτις», περιοδικό.

21. «Στερεολλαδίτικη Εστία», περιοδικό. 22. «Μακρακώμη - Δυτ. Φθιώτιδα. Οδοιπορικό σε όμορφη περιοχή»,

Κουτσαβδής Γ. Αθήνα 1991.

23. «Η ιστορία του χωριού μου: Άγιος Γεώργιος Φθιώτιδας, Χρ. Κίτσος, Θεσσαλονίκη,

1966.

24. «Λαογραφικά της Ρούμελης», Αναγνωστόπουλος Ξεν., Αθήνα 1955.

25. «Απ’ τη Ρουμελιώτικη ζωή», Ζορμπάς Ευάγγελος, Λαμία 1979.

Page 39: ΑΠ' ΤΟ ΙΣΙΑΣΜΑ ΩΣ ΤΑ ΠΙΣΤΡΟΦΙΑ

39

ΠΡΟΦΟΡΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ – ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ

Ευχαριστούμε θερμά όλους όσους βοήθησαν με οποιονδήποτε τρόπο την ολοκλήρωση αυτής της έρευνας. Ιδιαίτερα ευχαριστούμε: 1. Τη Μηλιωρίτσα Βασιλική από τον Άγιο Γεώργιο που κατέγραψε και μας παρέδωσε αρκετά από τα τραγούδια του γάμου που περιλαμβάνονται στο παρόν βιβλίο. Η Βασιλική συμμετείχε σε δεκάδες γάμους και τραγουδούσε με το στόμα σχετικά τραγούδια, παρέα με άλλες γυναίκες της περιοχής. 2. Το Ριτσώνη Ευάγγελο, οργανοπαίχτη από τον Άγιο Γεώργιο. 3. Το Συλεούνη Ευάγγελο, οργανοπαίχτη, από τον Άγιο Γεώργιο. 4. Το Μιχαλόπουλο Δημήτριο (Τάκη), οργανοπαίχτη, από το Ροβολιάρι.

5. Τον Τριανταφύλλου Κων/νο, δικηγόρο, από τα Καμπιά. 6. Τον Κίτσο Γεώργιο, εκπαιδευτικό, από το Νεοχωράκι. 7. Το Μυλωνά Κων/νο, φωτογράφο, από τον Άγιο Γεώργιο. 8. Τον Αντωνόπουλο Φ. Νικόλαο, υλοτόμο, από τον Άγιο Γεώργιο. 9. Το Studio “iris” των Αφων Καραντζούνη από τη Σπερχειάδα. 10. Τον Κολιόπουλο Αθανάσιο, εκπαιδευτικό, από το Παλαιόκαστρο. 11. Το Γκάνιο Λάμπρο, από Δίκαστρο. 12. Τον Καραγιώργο Γρηγόρη, οργανοπαίχτη, από τα Μάρμαρα. 13. Την «Αδελφότητα Ανατολής» και συγκεκριμένα τις κυρίες: Πιτερίγκου Ζωή,

Αναστασοπούλου Ι. Μαρία και Σκαρμούτσου Ν. Φωτεινή.

Page 40: ΑΠ' ΤΟ ΙΣΙΑΣΜΑ ΩΣ ΤΑ ΠΙΣΤΡΟΦΙΑ

40

Page 41: ΑΠ' ΤΟ ΙΣΙΑΣΜΑ ΩΣ ΤΑ ΠΙΣΤΡΟΦΙΑ

41