ΜΑΤΙΛΝΤΕ ΣΕΡΑΟ Η αρετή της Κεκίνας

35
1 Ματίλντε Σεράο (Matilde Serao) Η αρετή της Κεκίνας Αθήνα, Οκτώβριος 2013

description

Νουβέλα της Ματίλντε Σεράο σε μετάφραση από τα ιταλικά Χρίστου Αλεξανδρίδη

Transcript of ΜΑΤΙΛΝΤΕ ΣΕΡΑΟ Η αρετή της Κεκίνας

Page 1: ΜΑΤΙΛΝΤΕ ΣΕΡΑΟ   Η αρετή της Κεκίνας

1

Ματίλντε Σεράο

(Matilde Serao)

Η αρετή της Κεκίνας

Αθήνα, Οκτώβριος 2013

Page 2: ΜΑΤΙΛΝΤΕ ΣΕΡΑΟ   Η αρετή της Κεκίνας

2

Τίτλος πρωτοτύπου: La virtù di Checchina

Μετάφραση: Χρίστος Αλεξανδρίδης

Γλωσσική επιμέλεια: Λίτα Κοταρά

Page 3: ΜΑΤΙΛΝΤΕ ΣΕΡΑΟ   Η αρετή της Κεκίνας

3

Questo e-book è stato realizzato anche grazie al sostegno di: E-text Editoria, Web design, Multimedia http://www.e-text.it/ QUESTO E-BOOK: TITOLO: La virtù di Checchina AUTORE: Serao, Matilde TRADUZIONE E NOTE: NOTE: DIRITTI D'AUTORE: no LICENZA: questo testo è distribuito con la licenza specificata al seguente indirizzo Internet: http://www.liberliber.it/biblioteca/licenze/ TRATTO DA: La virtù di Checchina, Nicolò Giannotta editore, Catania 1884. CODICE ISBN: informazione non disponibile 1a EDIZIONE ELETTRONICA DEL: 10 novembre 1997 INDICE DI AFFIDABILITA': 1 0: affidabilità bassa 1: affidabilità media 2: affidabilità buona 3: affidabilità ottima ALLA EDIZIONE ELETTRONICA HANNO CONTRIBUITO: Clelia Mussari, [email protected] REVISIONE: Claudio Paganelli, [email protected] Marina De Stasio PUBBLICATO DA: Marco Calvo Informazioni sul "progetto Manuzio" Il "progetto Manuzio" è una iniziativa dell'associazione culturale Liber Liber. Aperto a chiunque voglia collaborare, si pone come scopo la pubblicazione e la diffusione gratuita di opere letterarie in formato elettronico. Ulteriori informazioni sono disponibili sul sito Internet: http://www.liberliber.it/ Aiuta anche tu il "progetto Manuzio" Se questo "libro elettronico" è stato di tuo gradimento, o se condividi le finalità del "progetto Manuzio", invia una donazione a Liber Liber. Il tuo sostegno ci aiuterà a far crescere ulteriormente lanostra biblioteca. Qui le istruzioni: http://www.liberliber.it/sostieni/

Page 4: ΜΑΤΙΛΝΤΕ ΣΕΡΑΟ   Η αρετή της Κεκίνας

4

Η αρετή της Κεκίνας Ι

Ήρθε ν’ ανοίξει η Σουζάνα, η υπηρέτρια. Φορούσε ένα φόρεμα από γκρίζο μαλλοβάμβακο ύφασμα, ξεθωριασμένο, μαζεμένο στα πλευρά, που άφηνε να φαίνεται ένα φθαρμένο βαμβακερό, σκουρόχρωμο μεσοφόρι. Η ποδιά, από χοντρό ύφασμα, ήταν διάσπαρτη από λαδιές. Κρατούσε μία βρωμερή πατσαβούρα. Μπαίνοντας η Ιζολίνα έκανε ένα μορφασμό αηδίας.

-Είναι μέσα η Κεκίνα; -Μέσα είναι – απάντησε η Σουζάνα, σουφρώνοντας τα λεπτά της χείλη, χείλη

θεούσας. -Και τι κάνει; -Καθαρίζουμε τα έπιπλα με πετρέλαιο. -Αυτό το κατάλαβα. Βρωμάει ο τόπος! Δεν κινδυνεύετε ν’ αρπάξετε καμιά

αρρώστια εσείς; -Η βρόμα απ’ το πετρέλαιο δεν κάνει κακό. -Πήγαινε να πεις στην Κεκίνα ότι είμαι εδώ, ότι έχω να της μιλήσω,

επειγόντως. Πήγαινε γρήγορα – και έβγαλε από την τσέπη ένα μαντίλι, αρωματισμένο με Jockeyclub, για να κλείσει τη μύτη της.

Η Σουζάνα έφυγε, ανασηκώνοντας τους ώμους, με μια κίνηση περιφρόνησης. Η Ιζολίνα ρίχτηκε στον καναπέ από ανοιχτοκίτρινο κρετόν με κόκκινα λουλούδια, πολύ σκληρό, με όρθια ράχη. Κοίταζε αφηρημένα το σαλόνι. Υπήρχαν τέσσερις μικρές πολυθρόνες, καλυμμένες με το ίδιο ύφασμα, όπως εκείνο του ντιβανιού, με τετράγωνα πετσετάκια κροσέ για να προστατεύουν τη ράχη τους από την πομάδα του κεφαλιού. Ήταν τοποθετημένες τριγύρω από ένα στρογγυλό τραπέζι με άσπρο μάρμαρο. Πάνω στο μάρμαρο, χωρίς τραπεζομάντιλο, ένα πορτατίφ από κοκκινωπή γουταπέρκα και ένα παλιό μοντέλο λάμπας πετρελαίου, χωρίς αμπαζούρ. Υπήρχαν ακόμη έξι καρέκλες από μαύρο ξύλο, ξέθωρο, που φαίνονταν πάντα σκονισμένες· μία κονσόλα με γκρίζο μάρμαρο κι επάνω της έξι φλιτζάνια από λευκή πορσελάνη, η καφετιέρα και η ζαχαριέρα, δύο κουτιά ζαχαρωτών άδεια, παλιά, το ένα από ανοιχτοπράσινο σατέν, το άλλο ψάθινο με μικρά κρόσσια· ένα πιατάκι με ψεύτικα φρούτα, κι αυτά από μάρμαρο, έντονα βαμμένα: σύκο, μήλο, ροδάκινο, αχλάδι και ένα ζευγάρι κεράσια. Υπήρχε ακόμη ένα τραπεζάκι χαρτοπαιξίας, σκεπασμένο με πράσινο ύφασμα και με τα πλαϊνά διπλωμένα. Στο μοναδικό παράθυρο οι κεντητές κουρτίνες ήταν πολύ διαφανείς, πολύ στενές, με τις άκρες από κρετόν. Μπροστά στο ντιβάνι είχε ένα μικρό ταπέτο. Αυτά ήταν όλα. Έκανε κρύο, εκείνο το άσχημο φθινοπωρινό πρωινό, μέσα στο παγωμένο σαλόνι. Η Ιζολίνα έσφιξε επάνω της το μαύρο της παλτουδάκι που την αδυνάτιζε κάπως. Αγκάλιασε ορμητικά και με μεγάλη διαχυτικότητα την Κεκίνα που στεκόταν μπροστά της και της χαμογέλασε ήρεμα.

-Επιτέλους σε ξαναβλέπω, καρδιά μου! Δεν μπορούσα πια χωρίς εσένα, καλή μου. Σου ορκίζομαι πως μου φάνηκε ότι πέρασαν χίλια χρόνια χωρίς να σε δω. Αχ, αυτό το Φρασκάτι! Τουλάχιστον πέρασες καλά εκεί όλον αυτόν τον καιρό;

-Ναι – απάντησε η Κεκίνα, χωρίς να παίξει τα βλέφαρα. -Πράγματι, είσαι πιο όμορφη, έχεις πάρει χρώμα. Κρίμα που όλα αυτά πάνε

χαμένα, μ’ εκείνο το βλάκα τον Τοτό, που δεν καταλαβαίνει τίποτα! Και γιατί αυτή η φράντζα επάνω στο μέτωπο, που δεν είναι πια της μόδας;

-Μα… είναι πιο βολικά έτσι, χτενίζομαι σ’ ένα λεπτό. Η Σουζάνα δεν ξέρει να με χτενίσει με άλλον τρόπο.

Page 5: ΜΑΤΙΛΝΤΕ ΣΕΡΑΟ   Η αρετή της Κεκίνας

5

-Τς, τς! Αγοράζεις ένα σίδερο για κατσάρωμα των μαλλιών, βάζεις ένα αναμμένο κάρβουνο στο μαγκαλάκι κι έτσι γίνονται τα κατσαρά, κάθε πρωί. Να, σαν τα δικά μου. Χρειάζεται όμως και ο φιλές, για να κρατάει σταθερά τις μπούκλες.

-Η Σουζάνα δεν έχει ιδέα από όλα αυτά – απάντησε η Κεκίνα με πείσμα. -Γιατί δεν την διώχνεις τη Σουζάνα; Είναι αντιπαθητική. -Αντιπαθητική; -Α, αυτές οι υπηρέτριες! Όλες τους εχθρές μας άσπονδες. Κοίταξε, εγώ θα

ήμουν ευτυχής εάν έδιωχνα την Τερέζα που είναι κλέφτρα, αυθάδης και.. Τι άλλο να σου πω, λείπει με τις ώρες από το σπίτι. Τι να κάνω όμως; Ξέρει όλα μου τα μυστικά, είναι πανέξυπνη. Της έχω εμπιστοσύνη, μια εμπιστοσύνη που μου κοστίζει πολύ, αλλά που μου χρειάζεται κιόλας. Όπως καταλαβαίνεις, δεν μπορώ να την διώξω. Εάν τα πει όλα στον άντρα μου; Χθες ακόμη υποχρεώθηκα να της δώσω τη ρόμπα μου από κόκκινη φανέλα, που μπορούσα ακόμη να τη φορώ και που άρεσε τόσο στο Ροδόλφο. Ω, ο έρωτας είναι μεγάλο βάσανο!

-Είναι ένα μεγάλο βάσανο – ψιθύρισε μηχανικά η Κεκίνα. -Τι ξέρεις εσύ από αυτά; Είσαι χαζή, πάντα σου το έλεγα. Ερωτεύτηκες,

μήπως, στο Φρασκάτι; -Ιζολίνα! -Μη θίγεσαι: όλα μπορούν να συμβούν. Ω! εγώ είμαι ερωτευμένη

περισσότερο από κάθε άλλη φορά. -Με το Ροδόλφο; - Με ποιο Ροδόλφο, ποιο Ροδόλφο! Εκείνος ήταν ένας ηλίθιος, ένας

δικηγόρος, φαντάσου, σαν τον άντρα μου! Δεν είχε γούστο, το καταλαβαίνεις; Καλύτερα ο Τζίτζο, στο κάτω της γραφής. Τούτος εδώ όμως, ο τωρινός, είναι αξιωματικός του ιππικού, τον αγαπώ τρομερά, όπως δεν αγάπησα ποτέ κανέναν. Αχ, Κεκίνα μου, τι πάθος! Σβήνω από έρωτα.

Ενώ έλεγε αυτά, το αίμα πλημμύρισε το όμορφο μελαχρινό της πρόσωπο χρωματίζοντάς το. Τα μάτια της έλαμπαν και τα σαρκώδη χείλη της, κόκκινα, έμοιαζαν να διψούν για φιλιά. Η Κεκίνα την κοίταζε με το αυστηρό, γαλήνιο ύφος γυναίκας χωρίς ταμπεραμέντο, μιας ομορφιάς που δεν την διαπερνάνε ρίγη συγκίνησης και την οποία δεν κατόρθωνε να ασχημίσει το άκομψο, μαύρο, μάλλινο φόρεμα.

-Και ο Τζίτζο; - ρώτησε με τη φυσική φρόνηση που τη χαρακτήριζε. -Α! ο Τζίτζο είναι ζηλιάρης, πολύ ζηλιάρης. Θα με σκοτώσει, αν μάθει ότι

αγαπώ τον Τζιόρτζο. -Και δεν φοβάσαι; -Και βέβαια φοβάμαι. Εάν δεν φοβόμουν, τι αξία θα είχε ν’ αγαπώ τον

Τζιόρτζιο; Το να παίζεις με το θάνατο γι’ αυτόν που αγαπάς δεν είναι μήπως η μεγαλύτερη απόδειξη αγάπης; Εάν ήξερες τι βάσανο είναι αυτή η αγάπη για μένα! Είμαι πάντοτε άφραγκη κι ωστόσο χρειάζομαι λεφτά, καταλαβαίνεις, για να δίνω στην Τερέζα, για τις άμαξες, για τα γάντια, για τα λουλούδια – μου δανείζεις είκοσι λιρέτες;

-Πώς να σου δανείσω; Δεν έχω. -Θεέ μου, τι να κάνω; Αύριο, ξέρεις, έχουμε ραντεβού και πρέπει να πάω

οπωσδήποτε. Έχω ν’ αγοράσω ένα βέλο που κάνει πέντε λιρέτες και που μου χρειάζεται οπωσδήποτε, ένα πλεχτό μπούστο που κοστίζει δεκαπέντε λιρέτες και για να πάω σπίτι του χρειάζομαι άμαξα….

-Μπορώ να σου δώσω έξι λιρέτες· τις φύλαξα από τα ψώνια – είπε χαμηλόφωνα η Κεκίνα.

-Έξι λιρέτες… τι μπορώ να κάνω με έξι λιρέτες;

Page 6: ΜΑΤΙΛΝΤΕ ΣΕΡΑΟ   Η αρετή της Κεκίνας

6

- Μίλα σιγά, μη σ’ ακούσει η Σουζάνα. -Έξι λιρέτες… εντάξει, δώσ’ τες μου, θα κάνω ό,τι μπορώ. Σ’ ευχαριστώ,

χρυσή μου, είσαι καλή, αγάπη μου. Έχουμε μια υπέροχη φιλία εμείς οι δυο. Μπορεί για τον ίδιο λόγο να σου φανώ χρήσιμη κι εγώ καμιά φορά…

-Όχι, όχι – είπε η Κεκίνα τρέμοντας ελαφρά. -Όλα μπορεί να συμβούν, ας μην το κουβεντιάσουμε τώρα, καρδιά μου.

Αντίο, τα λέμε. Φεύγω τώρα, πρέπει να ταχυδρομήσω αυτό το μπιλιέτο στον Τζιόρτζιο. Μήπως έχεις κανένα γραμματόσημο;

-Πώς να έχω, αφού δε γράφω ποτέ; -Στοιχηματίζω ότι δεν έχεις καν επιστολόχαρτο. -Έχει ο Τοτό, στο γραφείο του, με τα χαρακτηριστικά του γραμμένα επάνω. -Κακομοίρα, κακομοίρα, πώς σε λυπάμαι! Ο έρωτας είναι πολύ ωραίο

πράγμα, Κεκίνα μου. Είπε και έφυγε, χαρούμενη, ανάλαφρη, πλημμυρισμένη από ένα εσωτερικό

χαμόγελο που διαγραφόταν στο πρόσωπό της, σαν κάποιον που κουβαλάει έναν γλυκό θησαυρό μες στην καρδιά. Η Κεκίνα έμεινε για λίγο σκεφτική, έπειτα έδεσε γύρω από τη μέση της, επάνω στο μαύρο ρούχο, μια άσπρη ποδιά και πήγε να τρίψει το ντουλάπι με πετρέλαιο, ενώ η Σουζάνα έτριβε το κομμό.

ΙΙ

Μια μέρα – ήτανε Παρασκευή – ο γιατρός Τοτό Πριμιτσέριο, ενώ ετοιμαζόταν να βγει, είπε στη γυναίκα του, την Κεκίνα, που του βούρτσιζε το πανωφόρι στους ώμους:

-Ξέρεις, κάλεσα για γεύμα τον μαρκήσιο της Αραγονίας. Εκείνη σταμάτησε αμέσως το βούρτσισμα. -Καταλαβαίνεις – συνέχισε ο σύζυγος, χωρίς να στρέψει – ήταν τόσο

ευγενικός μαζί μας στο Φρασκάτι, έπρεπε κι εμείς να του το ανταποδώσουμε εδώ, στη Ρώμη. Γνωρίζει όλες τις οικογένειες των ευγενών, μιλά στον ενικό με όλες τις πριγκίπισσες της Ρώμης: θα μου φανεί χρήσιμος. Θα έρθει την Κυριακή, στις εφτά, την ώρα που δειπνούμε· αυτοί γευματίζουν εκείνη την ώρα. Για μια μέρα θα γευματίσουμε κι εμείς στις εφτά.

Όταν έστρεψε, είδε λίγο χλωμή τη γυναίκα του και πολύ σοβαρή. -Σε ενοχλεί αυτό το γεύμα, Κεκίνα μου; Ό,τι έγινε, έγινε και δεν αλλάζει… -Ένας μαρκήσιος… εδώ, στο σπίτι μας… αυτός που γευματίζει με όλες τις

πριγκίπισσες… -Λοιπόν, εδώ θα προσαρμοστεί και δεν πρόκειται δα να πεθάνει από την

πείνα. Κανόνισέ τα εσύ με τη Σουζάνα – κατέληξε ο Τοτό με ρωμαϊκή στωικότητα και έφυγε για το νοσοκομείο του Σάντο Σπίριτο για να βάλει στη θέση τους μπράτσα εξαρθρωμένα και να καθαρίσει πληγές που έχουν αφορμίσει. Ο γιατρός έφυγε, αλλά στο στενάχωρο σπίτι άφησε τα ίχνη του: εκείνη την ακατανίκητη δυσωδία της φαινόλης.

Η Κεκίνα δεν κανόνισε τίποτα με τη Σουζάνα. Η υπηρέτρια ήταν στην κουζίνα και ξάφριζε το βραστό, μουρμουρίζοντας για την ασέβεια του αφεντικού της, που έτρωγε κρέας την Παρασκευή, ενώ εκείνη, η Σουζάνα, αρκούνταν σ’ ένα κομμάτι τηγανητό μπακαλιάρο. Η Κεκίνα ήταν στην κρεβατοκάμαρα, καθισμένη πλάι στο φαρδύ, ψηλό συζυγικό κρεβάτι, με τα χέρια σταυρωμένα, βυθισμένη σε σκέψεις, χωρίς ν’ αντιλαμβάνεται ότι ήταν ακόμη με τις παντόφλες και το τσεμπέρι στο κεφάλι. Ένας μαρκήσιος που επισκέπτεται τις πριγκίπισσες, τις αγκαλιάζει και τους μιλάει στον ενικό, να έρθει στο σπίτι τους για γεύμα! Γιατί όμως τον κάλεσε ο Τοτό;

Page 7: ΜΑΤΙΛΝΤΕ ΣΕΡΑΟ   Η αρετή της Κεκίνας

7

Πώς του ήρθε να το κάνει; Στο Φρασκάτι ο μαρκήσιος της Αραγονίας παραθέριζε στο σπίτι των πριγκίπων της Αλταβίλα. Κάθε μέρα πήγαινε αμαξάδα με την πριγκίπισσα, τη συνόδευε στην εκκλησία, κάνανε ιππασία μαζί, εκείνη με τη μαύρη στολή ιππασίας, με το μαύρο βέλο τυλιγμένο στο αντρικό καπέλο και με μια ροζ καμέλια στη μπουτονιέρα· εκείνος με στολή πράσινη στο χρώμα της ελιάς, γραβάτα από μαύρο σατέν, ατσάλινα σπιρούνια και μαύρο μαστίγιο. Αυτή, η Κεκίνα, τους είχε δει να περνούν δυο-τρεις φορές, σαν οπτασία. Ήταν ένας ωραίος νεαρός, ο μαρκήσιος της Αραγονίας, ψηλός, κατσαρομάλλης, με μάτια με μελαγχολικό τρόπο εκφραστικά. Μια μέρα, ξεπεζεύοντας, στραμπούλιξε λίγο ένα πόδι του και φώναξαν τον Τοτό Πριμιτσέριο στην Αλταβίλα για να θεραπεύσει αυτό το μικροτραύμα. Από τότε όμως, κάθε φορά που ο μαρκήσιος της Αραγονίας συναντούσε την Κεκίνα Πριμιτσέριο, της έβγαζε το καπέλο με βαθιά υπόκλιση, της έκανε εκείνο το μεγάλο αριστοκρατικό χαιρετισμό που σαγηνεύει τις αστές. Τρεις φορές τη χαιρέτησε μ’ αυτό τον τρόπο: μια Κυριακή, στην πλατεία, όπου έπαιζε η δημοτική μπάντα ανάμεσα στην εκκλησία και στο καφέ, ενώ βολτάριζαν οι όμορφες του Φρασκάτι, έχοντας καλυμμένα το κεφάλι και του ώμους με σάλι από λευκό μαλλί· μία Τετάρτη το απομεσήμερο, ενώ εκείνη έραβε πίσω από την μπαλκονόπορτά της, αλλάζοντας μανσέτες σ’ ένα παλιό πουκάμισο του συζύγου της, ο μαρκήσιος της Αραγονίας πέρασε από το δρόμο και τη χαιρέτησε· μια Δευτέρα το πρωί, που ήταν με τη Σουζάνα σ’ ένα απόμερο, στενό δρομάκι του Φρασκάτι και παζάρευαν κάτι καλάθια για τις ντομάτες για πολτό το χειμώνα, που τα πουλούσε ένας χωρικός, ο μαρκήσιος της Αραγονίας περνώντας από εκεί τη χαιρέτησε. Αυτή την τελευταία φορά η Κεκίνα είχε κοκκινίσει, το θυμόταν καλά, δεν ήξερε όμως το γιατί, ίσως επειδή η Σουζάνα λογομαχούσε έντονα με το χωρικό σχετικά με την τιμή. Και τώρα, αυτός ο μαρκήσιος θα ερχόταν για γεύμα κι εκείνη δεν ήξερε τι να ετοιμάσει σ’ αυτό τον ευγενή, συνηθισμένο στη μαγειρική φαντασία μεγάλων μαγείρων. Είχαν ένα σερβίτσιο μόνο για έξι άτομα, αγορασμένο στις εκπτώσεις, και έλειπαν η σαλτσιέρα και η σαλατιέρα: θα ήταν αρκετό; Και τη σαλάτα, απαραίτητη για ένα γεύμα, πού θα την έβαζε; Θα μπορούσε να σερβίρει νιόκι με σάλτσα από κρέας. Τα νιόκι θα τα έκανε η ίδια η Κεκίνα και τη σάλτσα η Σουζάνα, που ήταν καλή στις σάλτσες. Μετά θ’ ακολουθούσε το κρέας γαρνιρισμένο με πατάτες, μαγειρεμένες με τη σάλτσα, έπειτα ένα πιάτο με ψάρι τηγανητό. Τι να κάνει όμως που η Σουζάνα παραπονιόταν ότι το τηγάνι προεξείχε στο κέντρο και το λάδι μαζευόταν στις άκριες έτσι που το ψάρι καιγόταν στη μέση; Χρειαζόταν ένα καινούριο τηγάνι, ειδάλλως θα έπρεπε να αποκλείσει το τηγανητό ψάρι. Τα ασημένια μαχαιροπίρουνα ήταν έξι, αλλά ένα πιρούνι είχε δύο δόντια στραβά. Η Σουζάνα έπρεπε να τα πλύνει γρήγορα μες στην κουζίνα, όπως και τα πιάτα, αφού δεν επαρκούσαν. Έπρεπε όμως να έχουν και ψητό! Τρώνε κοτόπουλο στα σπίτια τα αριστοκρατικά; Πώς να το ψήσει όμως, αφού στην κουζίνα υπήρχαν μόνο δύο εστίες και έλειπε η σούβλα; Αυτό το γεύμα θα κόστιζε ένα σωρό λεφτά. Πώς να πει στον Τοτό πόσα πράγματα λείπανε από το σπίτι! Σε ένα μαρκήσιο με τόσο σοβαρό ύφος ενός σπουδαίου κυρίου, που φορούσε στο δάχτυλο ένα δαχτυλίδι με μπριγιάν, ένα ζαφείρι και ένα ρουμπίνι (το είχε δει πολύ καλά), σε ένα μαρκήσιο, που σίγουρα πολλές πριγκίπισσες θα έπρεπε ν’ αγαπούν, θα έπρεπε να προσφέρουν και ένα πιάτο με γλυκό. Τι γλυκά ήξερε να κάνει εκείνη από τότε που ήταν μικρή; Κέικ με βύσσινα κονσέρβα; Πόσα αυγά έβαζε σ’ ένα κιλό αλεύρι, μισό κιλό ζάχαρη και μισή λίβρα βούτυρο; Και ο φούρνος για το ψήσιμο του κέικ; Θα μπορούσε να το στείλει κάτω, στη θυρωρό, που διέθετε φούρνο. Για να τους κάνει τη χάρη αυτή, έπρεπε να παρακαλέσουν την ανυπόφορη Μανταλένα, που τσακωνόταν πάντα με τη Σουζάνα για θρησκευτικά θέματα, επειδή η Μανταλένα ήταν μία

Page 8: ΜΑΤΙΛΝΤΕ ΣΕΡΑΟ   Η αρετή της Κεκίνας

8

αιρετική. Έπειτα, την επόμενη μέρα, εάν πετύχαινε το κέικ, θα έπρεπε να της στείλει ένα κομμάτι για να το δοκιμάσει και να την ευχαριστήσει έτσι για την καλοσύνη της.

Και τον καφέ, δεν τον σερβίρουν στο τραπέζι αφού το ξεστρώσουν; Η Σουζάνα το πρωί τον έκανε τον καφέ επάνω στη φωτιά, χρησιμοποιώντας το κατακάθι της προηγούμενης ημέρας όπου πρόσθετε λίγο φρέσκο καφέ. Οι ευγενείς όμως, με τους πάντα κομψούς και ζωηρούς τρόπους, είναι προφανές ότι πίνουν τον καφέ τους, που έχει γίνει στη μηχανή του καφέ, επάνω στο καμινέτο και με φρέσκο καφέ, τρία ή τέσσερα κουταλάκια ανά φλιτζάνι, χωρίς να χρησιμοποιούν το κατακάθι. Την περασμένη εβδομάδα στου Μπιανκέλι είχε γίνει μία μεγάλη έκθεση μηχανών του καφέ που γυάλιζαν όλες, με ζωηρά χρώματα και που έμοιαζαν καμωμένες από χρυσό και ασήμι. Χρειαζόταν μία τέτοια μηχανή και σε δυο μέρες η Σουζάνα έπρεπε να μάθει να τη χρησιμοποιεί. Γι’ αυτό το γεύμα θα έπρεπε να ξοδέψουν πενήντα λιρέτες. Ο Τοτό δεν θα της έδινε ποτέ τόσα λεφτά. Της έδινε τρεις λιρέτες την ημέρα για τα έξοδα του σπιτιού, όμως το κρασί ήταν σπιτικό και κάθε τόσο είχαν και κάποιο δωράκι από κανένα πελάτη: ένα κεφάλι τυρί, ένα σαλάμι, κανένα καλάθι φρούτα. Ακόμα και για εκείνες τις τρεις λιρέτες ο Τοτό μουρμούριζε και η Σουζάνα στην κουζίνα ορκιζόταν στην Αγία Ούρσουλα, την προστάτιδα όλων των παρθένων, ότι δεν της έφταναν, δεν της έφταναν και ότι οι χασάπηδες ήταν παλιόσκυλα και οι μανάβηδες κλέφτες του δρόμου. Πώς να ζητήσει από τον Τοτό όλα εκείνα τα λεφτά για το γεύμα του μαρκήσιου; Βέβαια είχε δανείσει εκείνες τις έξι λιρέτες, που έβαλε στην άκρη με στερήσεις, στην άμυαλη Ιζολίνα: με έξι λιρέτες κάτι θα μπορούσε να κάνει… Και όταν το θυμήθηκε, κοκκίνισε μ’ αυτή τη σκέψη.

Έπειτα σηκώθηκε, πήγε στην κουζίνα και έμεινε να κοιτάζει αφηρημένη τη Σουζάνα που έκοβε σε μικρά κομμάτια ένα καρότο για να το βάλει στο ζωμό. Δε μιλούσε απορροφημένη όπως ήταν. Δυο-τρεις φορές η υπηρέτρια μουρμούρισε κάτι για τον καρβουνιάρη που ήταν ασυνείδητος και δε φοβόταν το Θεό, αφού πουλούσε υγρό το κάρβουνο για να ’ναι πιο βαρύ, αλλά η κυρά της δεν της έδωσε σημασία. Κάποια στιγμή η Κεκίνα φάνηκε να συνέρχεται και της είπε:

-Ξέρεις να κάνεις μπούκλες στο μέτωπο, Σουζάνα; -Τι μπούκλες; - ρώτησε εκείνη έκπληκτη. -Σαν εκείνες της Ιζολίνας – είπε η κυρά χαμηλόφωνα.

ΙΙΙ

Όταν ήρθε ο μαρκήσιος της Αραγονίας, στις εφτά παρά δέκα, όπως απαιτεί το έθιμο, η Κεκίνα ήταν ακόμη στο δωμάτιό της και ντυνόταν. Το πρόσωπό της είχε κοκκινίσει, δύο πύρινες πλάκες τα μάγουλά της, τόσο πολύ την είχε ανάψει η πύρα της εστίας. Ήταν ψόφια στην κούραση, όλα έπρεπε να τα κάνει εκείνη, επειδή η Σουζάνα κάθε τόσο πρόβαλλε έντονα αντιρρήσεις, ενοχλημένη εξαιτίας αυτού του γεύματος. Φυσικά, αφού το πρωί δεν τα κατάφερε να πάει στην εκκλησία του Αγίου Αντρέα και ήταν θυμωμένη που δεν είχε μπορέσει να παρακολουθήσει τη λειτουργία. Την ώρα εκείνη λόγω της ζέστης, της κούρασης, του φόβου ότι όλα θα πήγαιναν άσχημα μες στο κεφάλι της Κεκίνας υπήρχε μεγάλη σύγχυση. Τα μάτια της έλαμπαν, σαν να είχε πυρετό. Τέσσερις φορές έπλυνε τα χέρια της από το φόβο μήπως μυρίζουν ψαρίλα και μηχανικά τα μύριζε, σα να βρισκόταν σε κατάσταση υπνοβασίας. Μπαίνοντας στο σαλόνι, ο μαρκήσιος της έκανε ένα κομπλιμέντο για την καλή της εμφάνιση και ο Τοτό Πριμιτσέριο κορδώθηκε. Ο μαρκήσιος φορούσε κλειστό πανωφόρι, γραβάτα από άσπρο σατέν με καρφίτσα από μπριγιάν σε σχήμα πετάλου. Έβγαζε αργά τα γάντια απ’ όπου τα χέρια πρόβαλαν λευκά και μαλακά, σαν γυναικεία. Ενώ εκείνη στεκόταν όρθια, αμήχανη μες στο καινούριο της μάλλινο

Page 9: ΜΑΤΙΛΝΤΕ ΣΕΡΑΟ   Η αρετή της Κεκίνας

9

φόρεμα σε χρώμα ξερού φύλλου, με πλισέ δαντέλα που της γαργαλούσε το λαιμό, σκεφτόταν με απελπισία ότι θα ήταν καλύτερα να του σερβίρει ζωμό αντί για νιόκι.

Ο Τοτό Πριμιτσέριο έλεγε συνεχώς και επέμενε ότι ήταν ένα απλό γεύμα, σ’ ένα ταπεινό σπίτι που δεν είχε καμιά σχέση με τα πριγκιπικά συμπόσια. Ο μαρκήσιος χαμογελούσε με φινέτσα και δεν απαντούσε. Όταν η Σουζάνα ανήγγειλε απότομα ότι τα νιόκι είχαν σερβιριστεί, ο μαρκήσιος με μια υπόκλιση πρόσφερε το μπράτσο του στην κυρία. Αισθάνθηκε το λεπτό άρωμα που εκείνος φορούσε, μπορεί στα μαλλιά, μπορεί και στο μαντήλι, ένα άρωμα απαλό και γλυκερό. Της φαινόταν να το έχει επάνω στα χείλη της, σαν ζάχαρη. Στην πραγματικότητα, στην αρχή του γεύματος υπέφερε πολύ, γιατί όλα πήγαιναν στραβά. Η Σουζάνα στραβοκοίταζε το μαρκήσιο και σερβίριζε με το ζόρι. Τα πιάτα και τα πιρούνια κάνανε έναν αιώνα για να φτάσουν στο τραπέζι από την κουζίνα και η Κεκίνα σιωπούσε, χωρίς να τολμά να καλέσει την υπηρέτρια, καρφώνοντας τα μάτια της στο τραπεζομάντιλο με αμηχανία. Ο Τοτό Πριμιτσέριο ήταν πολύ ευδιάθετος ως γιατρός σε γιορτή, έπαιρνε το θάρρος να κάνει αστειάκια, μιλούσε με οικειότητα στο μαρκήσιο, σα να ’ταν παλιοί συνάδελφοι: του μιλούσε για το σωρό τα πόδια που πριόνισε, για τα εντόσθια που έραψε και τακτοποίησε μέσα στην κοιλιά, για τις κομμένες καρωτίδες και για τις φλεγμονές που έκαναν ένα μπράτσο να πρήζεται σα να ήταν μπάλα. Η λάμπα αμολούσε φλόγα και κάπνιζε και, όταν τη χαμήλωναν, το φως ήταν πολύ αδύνατο. Κάποια στιγμή ο σύζυγος είπε:

-Αγαπητέ μου μαρκήσιε, αυτά τα νιόκι και το γλυκό που θα δοκιμάσετε στο τέλος του γεύματος, είναι έργο της Κεκίνας μου, που τα χέρια της είναι ευλογημένα.

Ο μαρκήσιος τής έκανε ένα νόστιμο κομπλιμέντο. Πραγματικά ήταν πολύ λεπτός. Έδειχνε να μην προσέχει καν τα τόσα κοινά, δυσάρεστα μικροσυμβάντα, δεν έριξε ούτε μια ματιά στη Σουζάνα, σα να μην υπήρχε, πήρε δύο φορές από τα τηγανιτά και μιλούσε συνέχεια, με τη μεγαλύτερη απλότητα. Μιλούσε χαμηλόφωνα, προφέροντας πολύ ελαφρά το ρω, σχεδόν δασύ, και το σίγμα σαν μικρό παιδί, πολύ γλυκά. Η φωνή του είχε τόνους απαλούς, σα χάδι, και στις πιο απλές λέξεις έμοιαζε να κυματίζει μια πνοή θερμή, μια θελκτική ανάσα τρυφερότητας. Όταν μιλούσε, κοίταζε στα μάτια το συνομιλητή του, με το σοβαρό, σκεφτικό του βλέμμα, ενώ ένα ελαφρύ χαμόγελο διακρινόταν κάτω από το τόξο του ξανθού μουστακιού του και το απαλό του χέρι έπαιζε με το μαχαίρι. Η Κεκίνα, αφού συνήλθε από τον εφιάλτη της, έπαιρνε θάρρος βλέποντας την ανεμελιά αριστοκράτη με την οποία ο μαρκήσιος της Αραγονίας δεν έδινε σημασία σε τίποτα. Το κόκκινο πρόσωπό της είχε γίνει ροδαλό και οι μπούκλες, που της γαργαλούσαν το σβέρκο, την ενοχλούσαν ευχάριστα αντί να την βασανίζουν. Κάθε τόσο, κάτω από το βλέμμα του μαρκήσιου, ανοιγόκλεινε τα βλέφαρα, λες και το φως ήταν πολύ έντονο μέσα στο δωμάτιο. Αλλά κι εκείνη χαμογελούσε, όπως ο μαρκήσιος, σιωπηλά, συγκατανεύοντας με μια κίνηση του κεφαλιού σ’ εκείνο που έλεγε. Σχετικά με το κέικ, που ήταν ίσως λίγο παραψημένο, ελαφρά καμένο στις άκριες, εκείνος είπε κάτι πολύ λεπτό για τη γλυκύτητα της γυναίκας. Η Κεκίνα δεν κατάλαβε καλά το νόημα των λέξεων, η φωνή του όμως τη χάιδεψε σα μουσική. Ο μαρκήσιος δεν πήρε καφέ, που ίσως ήταν πολύ κακοφτιαγμένος, κι εκείνη του ήταν ευγνώμων από τα βάθη της καρδιάς της: τα λεφτά δεν της έφτασαν για ν’ αγοράσει τη μηχανή του καφέ. Ο Τοτό Πριμιτσέριο όμως ήθελε ν’ ανοίξουν ένα μπουκάλι vieux cognac, που του είχε δωρίσει ένας πελάτης από τη Γαλλία. Ο μαρκήσιος τότε σήκωσε το ποτήρι και έκανε πρόποση στην κυρία Πριμιτσέριο, η οποία, ανταποκρινόμενη, ήπιε μονορούφι ένα ποτηράκι κονιάκ, ποτό που δεν το είχε ποτέ δοκιμάσει.

Στο σαλόνι έπαψαν για μια στιγμή και οι τρεις. Έκανε κρύο μέσα σ’ εκείνο το φτωχικό δωματιάκι με τα λιγοστά έπιπλα, χωρίς χαλί, με τις άθλιες κουρτίνες. Η

Page 10: ΜΑΤΙΛΝΤΕ ΣΕΡΑΟ   Η αρετή της Κεκίνας

10

Κεκίνα είπε να φέρουν και την άλλη λάμπα που υπήρχε στο σπίτι, λες και το δωμάτιο θα μπορούσε να ζεσταθεί με το φως. Η λάμπα όμως δεν είχε αμπαζούρ και τύφλωνε όταν την κοίταζες. Εκείνη καθόταν στο ντιβάνι, ευθυτενής, αισθανόμενη για πρώτη φορά τη φτώχεια του δωματίου και υπέφερε έντονα γι’ αυτό. Μόλις που ακουγόταν η αρμονική φωνή του μαρκησίου της Αραγονίας, ο οποίος της έλεγε λόγια καθόλου κολακευτικά για τις διακοπές στη Σκωτία, όπου οι Αλταβίλα, τα ξαδέλφια του, είχαν έναν πύργο. Εκεί έκανε κρύο, εκείνη όμως ανατρίχιαζε εδώ και δάκρυα τής έρχονταν στα μάτια. Ο Τοτό Πριμιτσέριο παραδινόταν στον ακατανίκητο ύπνο των παχύσαρκων ανθρώπων, που έχουν φάει και πιει πολύ. Η Κεκίνα έριχνε δειλές ματιές στο σύζυγό της, σαν να τον παρακαλούσε να μην αποκοιμηθεί. Εκείνος όμως, όπως όλοι οι χοντροί, ροχάλιζε. και δεν καταλάβαινε τίποτα· απλωμένος στη μικρή πολυθρόνα, κάθε τόσο έκλεινε τα μάτια και άφηνε το κεφάλι να του πέφτει στο στήθος. Στο τέλος, ένα βλέμμα της Κεκίνας, σαν να ήταν ηλεκτρική εκκένωση, τον ξύπνησε. Σηκώθηκε, πήγε μέχρι το παράθυρο, έριξε μια ματιά στο δρόμο για να δείξει ανεμελιά και στη συνέχεια βγήκε από το δωμάτιο ξαφνικά, χωρίς να στρέψει πίσω του. Ένιωθε την ανάγκη να κοιμηθεί μιαν ωρίτσα μετά το γεύμα.

Ο μαρκήσιος της Αραγονίας έκανε πως δεν πρόσεξε την έξοδο του συζύγου. Καθισμένος στη μικρή πολυθρόνα, με το ένα πόδι επάνω στο άλλο, έδειχνε το αριστοκρατικό πόδι του με την κόκκινη μεταξωτή κάλτσα και το λουστρίνι. Με το ένα χέρι κατσάρωνε, λέπταινε το ξανθό μουστάκι του και το άλλο το ακουμπούσε επάνω στο μπράτσο του ντιβανιού, όπου καθόταν η Κεκίνα, η οποία τώρα ανέπνεε με ανακούφιση, αφού ο σύζυγός της κοιμόταν, ξαπλωμένος φαρδύς-πλατύς στο συζυγικό κρεβάτι. Τολμούσε να σηκώσει επάνω στο μαρκήσιο τα μεγάλα μάτια της, μάτια Ρωμαίας, ακίνητα ίσως στην έκφραση, αλλά βαθιά. Ένιωσε πάλι εκείνο το απαλό άρωμα από μενεξέ, που της ηρεμούσε τα νεύρα. Ο μαρκήσιος της Αραγονίας είχε χαμηλώσει κι άλλο τον τόνο της φωνής του. Τώρα της μιλούσε για το σπίτι του, ένα διαμερισματάκι εργένη, όπου περνούσε πολλές μοναχικές ώρες.

-Γιατί δεν παντρεύεστε τότε; - είπε εκείνη με αφέλεια. Αμέσως μετάνιωσε για την υπερβολική οικειότητα. Εκείνος δεν απάντησε

στην ερώτηση και ακολούθησε σιωπή. -Το σπίτι είναι μοναχικό – ψιθύρισε εκείνος πάλι, κοιτάζοντας την Κεκίνα –

και βρίσκεται στην πληκτική οδό των Αγίων Αποστόλων. Τη γνωρίζετε; Ναι;… χαίρομαι. Όχι το μέγαρο του Μπαλντούτσιο Οντεσκάλκι, του πρίγκιπα Οντεσκάλκι, του φίλου μου, όχι εκείνο, το διπλανό, μετά από μια καμάρα. Είμαι στον πρώτο όροφο: εικοσιτέσσερα σκαλοπάτια. Σιχαίνομαι τις ατέλειωτες σκάλες, με πειράζουν στην καρδιά. Στην οικογένειά μου είναι κληρονομικές οι καρδιοπάθειες, από τις οποίες πεθαίνουμε όλοι πολύ νωρίς. Τι σημασία έχει; Η ζωή πρέπει να είναι σύντομη και καλή. Η δική μου τραβά πολύ του μάκρους και σίγουρα δεν είναι όμορφη. Στο σπίτι μου δεν πατάει ποτέ κανείς. Υπάρχουν δύο πόρτες στο διαμέρισμα. Ο υπηρέτης μου ετοιμάζει από το πρωί ό,τι θα μου χρειαστεί στη διάρκεια της μέρας. Έπειτα απομένω μόνος. Το διαμερισματάκι έχει τριπλές κουρτίνες από κίτρινο μετάξι, από λευκή δαντέλα και από μπροκάρ, που το προστατεύουν από το υπερβολικό φως. Μου αρέσει πολύ το ημίφως, όπου μπορεί κανείς να λαγοκοιμηθεί. Υπάρχουν παντού χαλιά και το σπίτι όλο μοιάζει φοδραρισμένο, μονωμένο ενάντια στο κρύο. Στο τζάκι του σαλονιού καίει πάντα μια ζωηρή φλόγα. Είμαι πολύ ευαίσθητος στο κρύο και στη ζεστασιά αισθάνομαι ευτυχισμένος. Είμαι πάντα μόνος σ’ εκείνο το σπίτι. Για να διασκεδάσω καίω καμία ανατολίτικη παστίλια που αρωματίζει το δωμάτιο, καπνίζω κανένα τσιγάρο και περιμένω ποιος θα έρθει… ποιος; Ένα όνειρο, ένα φάντασμα, μια όμορφη γυναίκα, απλή και καλή, που να με αγαπάει κι εγώ να τη λατρεύω…

Page 11: ΜΑΤΙΛΝΤΕ ΣΕΡΑΟ   Η αρετή της Κεκίνας

11

-Θα θέλατε να έρθετε εσείς; - πρόσθεσε αμέσως, φιλώντας τη ξαφνικά στο λαιμό.

-Όχι, όχι – είπε εκείνη καλύπτοντας τα χείλη με το μπράτσο της. -Έλα την Τετάρτη, από τις τέσσερις έως τις έξι. Έλα Φάνη. -Όχι την Τετάρτη – απάντησε η Κεκίνα παρασυρμένη από εκείνο το όνομα. -Την Παρασκευή, τότε, την ίδια ώρα. Και κάνοντάς της μια βαθιά υπόκλιση, έφυγε. Η Σουζάνα τού έφεξε στις

σκάλες με μία μικρή λάμπα πετρελαίου.

IV Το επόμενο πρωί ο μαρκήσιος της Αραγονίας έστειλε στην κυρία Πριμιτσέριο

μια ανθοδέσμη άσπρα τριαντάφυλλα και ηλιοτρόπια. Ο Τοτό είχε βγει. Την Κεκίνα τη χτένιζε η Σουζάνα: είχε τα μάτια μισόκλειστα και τα χείλη ωχρά, όπως εκείνων που κακοκοιμούνται. Κοιταζόταν στον καθρέφτη, χωρίς να βλέπει τον εαυτό της, σαν υπνωτισμένη. Όταν είδε την ανθοδέσμη σάστισε, την πήρε από το κοτσάνι και την έσφιξε στο στήθος έκπληκτη.

-Ο υπηρέτης περιμένει – είπε η Σουζάνα, με σκληρή και ψυχρή φωνή. -Περιμένει; Να του πεις… να του πεις, Σουζάνα, ότι τον ευχαριστώ πολύ τον

κύριο μαρκήσιο… και ότι τον ευχαριστεί και ο σύζυγός μου. Πήγαινε… στάσου, δεν θα ήταν καλύτερα να του γράψω ένα ευχαριστήριο σημείωμα;

- Πού να ξέρω εγώ! – μουρμούρισε η άλλη ανασηκώνοντας τους ώμους. -Άκουσε, εγώ δεν μπορώ να περάσω μπροστά από τον υπηρέτη, με ένα

φανελένιο μεσοφόρι. Κάνε μου τη χάρη, πάρε ένα φύλλο χαρτί, ένα φάκελο, το μελανοδοχείο, την πένα και φέρ’ τα όλα εδώ.

Κι ενώ η Σουζάνα καθυστερούσε να επιστρέψει, η Κεκίνα, με το πρόσωπο σκυμμένο επάνω στην ανθοδέσμη από τριαντάφυλλα, σκεφτόταν τι θα έγραφε στο μαρκήσιο. Την κυρίεψε η ντροπή που δεν μπορούσε να γράψει καλά, ότι θα έκανε κανένα σοβαρό ορθογραφικό λάθος. Εδώ και πολύ καιρό δεν έγραφε πια γράμματα και ο μαρκήσιος σίγουρα θα λάβαινε θαυμάσια μπιλιέτα από τις υπέροχες πριγκίπισσες, τις συγγένισσές του. Εκείνες θα έπρεπε να γράφουν σε φίνο χαρτί που μοιάζει με σατέν, που η Ιζολίνα ξόδευε τα μαλλιοκέφαλά της για ν’ αγοράσει ένα κουτί από αυτό, ένα χαρτί που μυρίζει ωραία, όπως όλα τα πράγματα των ανθρώπων που είναι ευγενείς και πλούσιοι. Εκείνη, η Κεκίνα, δεν είχε χαρτί, εκτός από εκείνα τα μεγάλα φύλλα ιατρικών συνταγών του συζύγου της, που έγραφαν στο επάνω μέρος: Αντόνιο Πριμιτσέριο, ιατρός-χειρουργός, δέχεται από τη μία έως τις τρεις, οδός Μπούφαλο: μεγάλα φύλλα που βρομούσαν φαινόλη όπως όλα τα αντικείμενα που άγγιζε ο Τοτό, ακόμη και την ίδια, την Κεκίνα, που κάθε τόσο μύριζε τα μανίκια του φορέματός της και ανακάλυπτε κι εκεί τα ίχνη εκείνης της απαίσιας μυρωδιάς.

-Δεν έχουμε φάκελα - είπε η Σουζάνα επιστρέφοντας. -Τι να κάνω τώρα; -Διπλώστε στα τέσσερα ένα μεγάλο χαρτί και κλείστε το με την ψίχα του

ψωμιού. -Όχι, προτιμώ να μη γράψω τίποτα. Πες στον υπηρέτη να ευχαριστήσει εκ

μέρους μου το μαρκήσιο. Όμως… άκουσε, δεν πρέπει να δώσουμε κάτι στον υπηρέτη;

Η υπηρέτρια έκανε ένα μορφασμό, σα να μην ήθελε να αναμειχθεί. -Έχεις μια λιρέτα, Σουζάνα; - είπε η κυρά παρακαλεστικά με τη φωνή και με

το βλέμμα.

Page 12: ΜΑΤΙΛΝΤΕ ΣΕΡΑΟ   Η αρετή της Κεκίνας

12

-Πού θέλετε να την βρω; Σιγά τα ψιλά που μου δίνετε κάθε πρωί! Όλα είναι ακριβά: ο χασάπης δεν έχει το Θεό του και στη μαναβική δεν μπορείς να πλησιάσεις, εάν δεν θέλεις να κολαστείς. Κάτι δεκάρες μου έμειναν στην τσέπη…

-Μέτρησέ τες, Σουζάνα, μπορεί να βγαίνει καμιά λιρέτα – έτρεμε η φωνή της και τα μάτια της πλημμύρισαν δάκρυα.

- Μόλις οχτώ δεκάρες και πρέπει ν’ αγοράσω ακόμη αλάτι για τη σούπα και τυρί για τον πατσά.

-Δώσε αυτές τις οχτώ δεκάρες στον υπηρέτη και να του πεις να ευχαριστήσει το αφεντικό του και να τον παρακαλέσει να με συγχωρήσει που δεν του έγραψα… Πήγαινε, Σουζάνα, για το αλάτι θα δούμε τι θα κάνουμε…

- Ξέρετε, βέβαια, ότι ο μπακάλης δεν μας δίνει βερεσέ. Η Κεκίνα έσκυψε το κεφάλι κι ενώ στο άλλο δωμάτιο η Σουζάνα μιλούσε με

τον υπηρέτη, η κυρά του σπιτιού κοκκίνιζε, κοκκίνιζε από ντροπή για εκείνες τις οχτώ δεκάρες, τις τόσο πενιχρές, τις τόσο ασήμαντες, που ο υπηρέτης, μαθημένος σε πριγκιπικά φιλοδωρήματα, θα τις είχε σίγουρα περιφρονήσει. Όταν άκουσε να κλείνει η πόρτα, αναστέναξε με ανακούφιση.

-… τα πήρε; - Φυσικά. Και σιωπηλά ξανάρχισε να της περνά τη χτένα στα πυκνά, καστανά μαλλιά. Η

Κεκίνα, ανάμεσα από τα μισόκλειστα βλέφαρα, συνέχιζε να κοιτάζει τα λουλούδια, να παρατηρεί το φίνο χαρτί που τα τύλιγε.

-Πού θέλετε να τη βάλω αυτή την ανθοδέσμη; -Εδώ… -Προσέξτε, γιατί η βρόμα των λουλουδιών φέρνει πονοκέφαλο. Σας το λέω,

γιατί μια κυρία, που κάποτε υπηρετούσα, είχε πάθει πονοκέφαλο από τα λουλούδια, μια πολύ έντονη αδιαθεσία.

-Να τα βάλουμε τότε στο σαλόνι. -Σε ποια βάζα, αφού δεν έχουμε; -Σ’ ένα ποτήρι… -Όλα μας τα ποτήρια είναι πολύ μικρά… -Σωστά – μουρμούρισε η κυρά ταπεινωμένη – είναι πολύ μικρά. -Ακούστε με – ξανάρχισε η Σουζάνα – θα σας δώσω μια άγια συμβουλή. Το

καλύτερο που έχετε να κάνετε είναι ν’ αφιερώσετε αυτά τα λουλούδια στην Άμωμο Παναγία της εκκλησίας του Αγίου Αντρέα. Να της τα δώσετε με όλη σας την καρδιά, όπως λέει ο ιεροκήρυκας, και θα έχετε διπλό όφελος από την Άμωμο Παρθένο. Βέβαια… κανείς δεν ξέρει, λουλούδια, γλυκά, κοσμήματα είναι έργα του διαβόλου και βάζουν σε πειρασμό. Αποφύγετε τον κίνδυνο, στείλτε τα λουλούδια στην Παναγία.

-Ας περιμένουμε τουλάχιστον τον Τοτό, να τα δει· θα του αρέσουν – είπε η Κεκίνα χαμηλόφωνα, νικημένη από έναν εσωτερικό φόβο.

-Τώρα μάλιστα! Αφού αυτός λέει ότι τα λουλούδια κοστίζουν πολλά λεφτά και δε σημαίνουν τίποτα και δεν χρειάζονται σε τίποτα, εκτός από τα λουλούδια του τίλιου που προκαλούν ιδρώτα και τα λουλούδια του χαμόμηλου για τον πόνο της κοιλιάς!

-Τότε πήγαινέ τα εσύ αυτά τα λουλούδια στην Παναγία. Ακολούθησε με τα μάτια τα άσπρα τριαντάφυλλα με τη ροζ καρδιά και τα

ευαίσθητα ηλιοτρόπια· στη συνέχεια προσπάθησε να βγει από τη νάρκη. Φόρεσε τη ζακέτα, κομμάτι της άσχημης οικιακής ένδυσής της, προσπάθησε ν’ ανασηκώσει την άσπρη της δαντέλα στο λαιμό, που ήταν εντελώς τσαλακωμένη και πήγε να καθίσει στην τραπεζαρία. Είτε από κούραση, είτε από αηδία δεν είχε όρεξη να κάνει το

Page 13: ΜΑΤΙΛΝΤΕ ΣΕΡΑΟ   Η αρετή της Κεκίνας

13

συνηθισμένο πρωινό γύρο της στο σπίτι για να δει εάν είναι σκονισμένα τα έπιπλα, εάν οι γωνιές των δωματίων ήταν καλά σκουπισμένες, εάν η εστία με τα ασπρόμαυρα πλακάκια γύρω ήταν καλά πλυμένη. Θα έπεφτε ευχαρίστως στο κρεβάτι, ντυμένη όπως ήταν, για να κοιμηθεί, εάν το πάπλωμα από βαμβακερό κιτρινο-κόκκινο ύφασμα, παραγεμισμένο με βαμβάκι, δεν της έδινε την αίσθηση του κρύου. Βάλθηκε να μαρκάρει με κόκκινο χρώμα τα αρχικά Α.Π. και τους αριθμούς σε μερικά καινούρια ξεσκονόπανα, για τα οποία είχε ήδη φτιάξει τις μπορντούρες. Δούλεψε μισή ώρα, σαν σε όνειρο, προσπαθώντας να νικήσει την υπνηλία της με το μέτρημα των κλωστών, ενώ χαμήλωναν τα βλέφαρά της.

Το ξεσκονόπανο τής είχε πέσει καταγής και στο μαύρο της φουστάνι είχε απομείνει η κόκκινη κλωστή, σαν αιμάτινη γραμμή. Τα χέρια της Κεκίνας έμεναν άπραγα επάνω στην ποδιά της. Αισθανόταν ελαφρές ανατριχίλες από το κρύο σε όλο της το σώμα και το κεφάλι της βαρύ. Επάνω στα πλακάκια της κουζίνας τα πόδια της, μες τα παλιά στιβάλια από ύφασμα δαμασκηνό, πάγωναν. Τράβηξε μπροστά της μία καρέκλα και τα ακούμπησε στην τραβέρσα. Ήταν μεγάλη η επιθυμία της να ξαπλώσει σε μια μακριά και μαλακή πολυθρόνα, με λείο μεταξωτό ύφασμα, που να θροΐζει όμορφα, με τα πόδια της χωμένα μέσα σε μια ζεστή και μαλακή κουβέρτα. Εκείνος της είχε μιλήσει γι’ αυτές ακριβώς τις απαλές ανέσεις σα χάδι, και τώρα που την είχε μισοπάρει ένας βασανιστικός ύπνος, όπως ήταν μαζεμένη μέσα στο μάλλινό της φορεματάκι, με τα χέρια χωμένα μέσα στα μανίκια για να ζεσταίνονται, με το κεφάλι σκυμμένο επάνω στο στήθος, μαζεμένη, σκεφτόταν πόσο όμορφη, πόσο άνετη θα έπρεπε να ήταν εκείνη η ζεστή, αρωματισμένη φωλιά στο ημίφως, όπου βούλιαζε κανείς στα πούπουλα και δεν ακούγονταν θόρυβοι. Της τριβέλιζε το μυαλό η φωνή του, τόσο ευχάριστη, πολύ ευχάριστη, ενώ της μιλούσε.

Μες στο γλάρωμα σκεφτόταν, ονειρευόταν, της φαινόταν πως άκουγε ξανά εκείνη τη βαθειά, συγκινητική, χαδιάρικη φωνή, που έδινε έναν μουσικό τόνο στις πιο γλυκές λέξεις. Της φαινόταν πως ανέπνεε στον αέρα γύρω της, εκείνο το δροσερό άρωμα, σχεδόν νεανικό, από μενεξέ. Ένας νευρικός κλονισμός την έκανε να τιναχθεί, την έκανε ν’ ανοίξει τα μάτια: έτρεμε από το κρύο τώρα, μέσα σ’ εκείνη τη σκοτεινή τραπεζαρία με την υγρασία του Νοέμβρη. Τα χέρια της έκαιγαν, τα μπράτσα πονούσαν, στο ένα πόδι αισθανόταν μούδιασμα, σα να την τρυπούσαν χίλιες βελόνες. Πήγε στο δωμάτιό της κουτσαίνοντας, με τα δόντια της να χτυπούν, τυλίχτηκε σ’ ένα μάλλινο σάλι με καρό γκρίζα και γαλάζια, που το είχε κιόλας πλύνει τέσσερις φορές. Αχ, να είχε τουλάχιστον μια γούνα, όπως τόσες τυχερές γυναίκες που συναντούσε στην οδό Κόρσο, όλες τους χαμογελαστές, σφιγμένες ερμητικά μέσα στις μαύρες γούνες τους που άφηναν να φαίνεται μόνο η άκρη του φορέματός τους. Αλλά με τον Τοτό δε χωρούσε καμιά συζήτηση για το θέμα αυτό. Οι πιο φτηνές έκαναν σαράντα πέντε λιρέτες, τεράστιο ποσό. Να βγει με μία γούνα θα ήταν πολύ όμορφο, πολύ καθωσπρέπει, σε αντίθεση με το παλιό της παλτό από μαύρο ύφασμα, του οποίου το σιρίτι είχε χάσει όλες του τις χάντρες και είχε γίνει κόκκινο. Την κυρίεψε μια μεγάλη μελαγχολία εξαιτίας της στέρησης των πλούσιων και κομψών πραγμάτων που συμβάλλουν στη λάμψη της γυναικείας ομορφιάς.

Άνοιξε την ντουλάπα και με λυπημένη έκφραση βάλθηκε να παρατηρεί λεπτομερώς τα ρούχα της. Το καλοκαιρινό της φόρεμα, από μαλλοβάμβακο ύφασμα με μεγάλα πρασινο-κίτρινα καρό, ήταν πολύ ανοιχτόχρωμο και χτυπούσε πολύ στο μάτι, την πάχαινε, ήταν πολύ κρύο, δεν το υπολόγιζε καν. Εκείνο από μαύρο μετάξι, που το φορούσε εδώ και τέσσερα χρόνια, ήταν τριμμένο στις ραφές, κυρίως στο μπούστο, όπου οι στέκες από τις μπανέλες φθείρουν άσχημα το ύφασμα· ήταν πανάθλιο, θα έμοιαζε με κουρελιάρα, δεν μπορούσε να το φορέσει. Δεν της απέμενε παρά το μάλλινο φουστάνι χρώματος ξερού φύλλου, εκείνο που φορούσε το

Page 14: ΜΑΤΙΛΝΤΕ ΣΕΡΑΟ   Η αρετή της Κεκίνας

14

προηγούμενο βράδυ στο γεύμα, το ίδιο πάντα, το ένα και μοναδικό. Δεν είχε άλλο, θα έπρεπε πάλι να βάλει εκείνο και να κάνει την ίδια εμφάνιση, όπως το προηγούμενο βράδυ, δηλαδή την εμφάνιση μιας κακομοίρας που ο άντρας της την κρατάει μέσα στη φτώχεια. Αχ, εκείνος ο Τοτό, τόσο τσιγκούνης, τόσο παραδόπιστος, που επιχειρηματολογούσε ώρες ολόκληρες για την εξοικονόμηση μισής λιρέτας! Ο Τοτό, που ήταν τόσο φιλύποπτος μην τον κλέψουν, που στις υποψίες του έβαζε μαζί τη σύζυγο με την υπηρέτρια και τις παρακολουθούσε και τις κοίταζε με ένα κακεντρεχές χαμόγελο, το χαμόγελο ενός πονηρού ανθρώπου τον οποίο δεν μπορεί κανείς να κοροϊδέψει, που τις πλησίαζε από πίσω, ξαφνικά, όταν μιλούσαν χαμηλόφωνα στην κουζίνα κι εκείνες έμεναν εμβρόντητες, με την Κεκίνα να γίνεται κάτωχρη και τη Σουζάνα να εξοργίζεται. Γιατί να μην της κάνει ένα φόρεμα από μαύρο κασμίρι, από εκείνο το όμορφο, φίνο μαλλί, που κάνει φαρδιές πιέτες και εφαρμόζει στο στήθος σαν γάντι, κάνοντας να φαίνονται πιο αδύνατες οι υπερβολικά γεμάτες γυναίκες; Μα τι! Χρειάζονταν τουλάχιστον δώδεκα μέτρα, επί πέντε λιρέτες το μέτρο, κάνουν εξήντα λιρέτες και καμιά εικοσαριά λιρέτες τα ραφτικά (υλικά και εργατικά), το λιγότερο που απαιτούσε ένα τέτοιο φόρεμα – το κασμίρι δεν χρειάζεται διακοσμητικά – ήταν ογδόντα λιρέτες, για ένα φόρεμα, αλλά φοριέται πάντα, είναι πάντα κομψό και αντέχει έναν αιώνα. Εδώ και δύο χρόνια, κάθε τρεις μήνες τσακώνονταν με τον Τοτό γι’ αυτό το ρούχο:

-Με συγχωρείς, γιατί θα έπρεπε να σου το κάνω; Εκείνα που έχεις δεν σου αρκούν; Έχεις ένα σωρό! Θέλεις να γίνεις ομορφούλα για μένα; Κεκίνα μου, τώρα πια σε γνωρίζω, σε ξέρω καλά και αυτή η κοκεταρία δεν χρειάζεται πια!

-Τότε πρέπει να κυκλοφορώ σαν κουρελιάρα, έτσι δεν είναι; Και ο κόσμος τριγύρω να λέει πως είσαι γιατρός χωρίς πελάτες και χωρίς λεφτά!

Αλλά δεν πήγαιναν παραπέρα οι εξεγέρσεις της φλεγματικής και δειλής φύσης της Κεκίνας. Σήκωνε τους ώμους, υποτασσόταν, ξανάπεφτε στην απάθειά της, επιδιόρθωνε τα παλιά της ρούχα, έδινε να τα βάψουν, να τα πλύνουν. Τώρα όμως, τώρα ξυπνούσε φλογερή, ζωντανή η επιθυμία για το μαύρο φόρεμα. Θα της πήγαινε πολύ ωραία, απλό, με στρογγυλά μαύρα κουμπιά, μ’ ένα μαντήλι από λεπτό άσπρο ύφασμα τυλιγμένο γύρο από το λαιμό, σαν κολάρο μοναχής, με μία ασημένια καρφίτσα να φέρει το όνομα Φάνη, από εκείνες που πουλάει φτηνά το μαγαζί του Σουσίπι. Και από πάνω η γούνα και το καπέλο… πόσο άσχημο ήταν το καπέλο που είχε! Φτιαγμένο από μαύρη ψάθα, που είχε χάσει τη γυαλάδα της, φοδραρισμένο με μαύρο βελούδο, με το μπορ από τη μια μεριά ευθύ και από την άλλη κατεβασμένο, ένα μαύρο φτερό, μικρό, άθλιο, που είχε χάσει τη φόρμα του και κρεμόταν ξεφτισμένο, σαν να είχε βραχεί για τα καλά. Όταν το έβλεπες στο κεφάλι, από κάτω προς τα επάνω, δεν ήταν και άσχημο, κοιτάζοντάς το όμως από πίσω ήταν μια συμφορά. Θα της χρειαζόταν επομένως και ένα καπελάκι από μαύρο βελούδο, απλό, με ένα μικρό διάδημα και μερικά μικρά φτερά όρθια, ένα φιογκάκι δηλαδή, και κορδέλες, από βελούδο κι αυτές, να δένουν κάτω από το σαγόνι. Όλες οι μοδίστρες διέθεταν τέτοια καπελάκια και κόστιζαν από είκοσι έως εικοσιπέντε λιρέτες. Με το μαύρο φόρεμα και τη γούνα θα ήταν χάρμα. Όμως τίποτα, τίποτα: δεν είχε τίποτα από αυτά, δεν θα τα αποκτούσε ποτέ, ήταν αδύνατο, όλα ήταν μάταια.

Επί μισή ώρα η απελπισία την είχε εκμηδενίσει, ενώ στην κουζίνα η Σουζάνα έξυνε μ’ ένα μεγάλο μαχαίρι το τραπέζι για να βγάλει τη λίγδα. Ο θόρυβος που έκανε, μονότονος, συνεχής, στο τέλος την ταρακούνησε, της έδωσε πνοή. Κάτι έπρεπε να κάνει. Άρχισε να ψάχνει στο συρτάρι της ντουλάπας, ανάμεσα στα παλιά τεχνητά λουλούδια με τα στραπατσαρισμένα πέταλα, ανάμεσα στα σκοροφαγωμένα φτερά, ανάμεσα στην κουρελαρία. Υπήρχε ένα καπελάκι από μαύρο σατέν, παλιό δυο χρόνων. Το σχήμα του ήταν πολύ ψηλό, στις πτυχώσεις το σατέν άφηνε να φαίνονται

Page 15: ΜΑΤΙΛΝΤΕ ΣΕΡΑΟ   Η αρετή της Κεκίνας

15

βαμβακερές κλωστές· δεν είχε ούτε λουλούδια, ούτε φτερά. Εάν το ξήλωνε όμως το καπελάκι αυτό και το ξανάφτιαχνε, καλύπτοντας τις φθαρμένες πτυχώσεις, έβαζε τα φτερά του στρόγγυλου καπέλου, που θα μπορούσε να τα κατσαρώσει με το ψαλίδι, θα μπορούσε να προκύψει ένα υποφερτό καπελάκι, χωρίς πτυχώσεις όμως. Αμέσως, κυριευμένη από την αγωνία να δράσει γρήγορα, στρώθηκε στη δουλειά με ανυπομονησία, ξηλώνοντας, ξαναράβοντας, διπλώνοντας, ξαναδιπλώνοντας εκείνο το λίγο σατέν, μη μπορώντας να κρύψει τα φθαρμένα μέρη. Εκείνο που προέκυψε ήταν ένα ασουλούπωτο πράγμα, όλο εξογκώματα, αλλά το φτερό θα τα διόρθωνε όλα αυτά. Το έβγαλε από το στρογγυλό καπέλο και το κάρφωσε με καρφίτσες επάνω σ’ εκείνο που έκανε, για να το δοκιμάσει. Κοιταζόταν μπροστά στον καθρέφτη, φορώντας στο κεφάλι εκείνο το πολύ μικρό καπελάκι, με το φτερό που έγερνε στο πλάι και έβλεπε πως είχε κάνει μια αηδία.

-Τι κάνεις εδώ; - τη ρώτησε ο σύζυγος, πλησιάζοντάς την από πίσω. Γύρισε παρευθύς, τρομαγμένη, λες και είχε κάνει κάποιο έγκλημα, αμήχανη,

μ’ εκείνο το καπέλο στο κεφάλι. -Τι κάνεις εδώ; - επανέλαβε. -Τίποτα. Προσπαθούσα να επιδιορθώσω ένα καπέλο, επειδή, όπως ξέρεις, δεν

έχω. -Πάλι τα ίδια, Κέκα μου; Θα έκανες καλύτερα να έχεις το νου σου στη

ραδικόσουπα, όπου η Σουζάνα ξέχασε να βάλει ένα κομμάτι λαρδί. Και ξέρεις πόσο μου αρέσει το λαρδί!

-Πώς σου φαίνεται αυτό το καπέλο; - τον ρώτησε εκείνη. -Πού θες να καταλάβω εγώ τα γυναικεία σας καπρίτσια; Πολλά που ξέρω εγώ

από τα καπέλα σας! - Πες μου όμως, Τοτό – ικέτεψε εκείνη. -Δεν σου πάει, δεν σου πάει, αφού θέλεις να μάθεις την αλήθεια. Ήταν

καλύτερο το άλλο. Έβγαλε γρήγορα από το κεφάλι το περίεργο καπέλο και του αφαίρεσε το

φτερό. -Δεν είναι ώρα γι’ αυτά, Κέκα – φώναξε ο γιατρός με τη βαριά φωνή του –

τώρα θα φάμε. Στο τραπέζι, την ώρα που ο Τοτό έκοβε το βραστό αποδεχόμενος το γεύμα ως

είχε, η Κεκίνα του είπε για την ανθοδέσμη, τυχαία δήθεν, με τα μάτια καρφωμένα στο πιάτο.

-Βέβαια, όλοι μια παρέα αυτοί οι ευγενείς – απάντησε ο γιατρός – όλοι ίδιοι είναι. Τους προσφέρετε ένα γεύμα που σας κοστίζει πάνω κάτω τριάντα πέντε λιρέτες, με τις οποίες θα τρώγατε επί δέκα μέρες, ξεπαραδιάζεστε ενώ σκοτώνεστε στη δουλειά από το πρωί μέχρι το βράδυ, πιάνοντας σφυγμούς αρρώστων, κοιτάζοντας βρόμικες γλώσσες και άλλα πράγματα πιο βρόμικα ακόμα, τελικά προσπαθείτε να κάνετε καλή εντύπωση, δίνοντάς του να φάει, αυτός έρχεται, τρώει το γεύμα σαν να μην τρέχει τίποτα και μετά πού τον είδατε· την επόμενη μέρα στέλνει μια ανθοδέσμη στην κυρία!

-Ίσως έτσι συνηθίζεται – είπε εκείνη, κοιτάζοντας μες στο ποτήρι της, όπου υπήρχαν μερικές σταγόνες από ένα λευκό παλιόκρασο των πύργων γύρω από τη Ρώμη.

-Συνηθίζεται, συνηθίζεται! Μη μου μιλάς για τις συνήθειές τους των αριστοκρατών. Δώσε μου εκείνο τον πατσά· είναι καμωμένος από λαρδί, έτσι δεν είναι Κέκα; Κάνουν ένα σωρό βλακείες, αυτοί οι κύριοι: τα λουλούδια κοστίζουν πολύ και δεν χρησιμεύουν σε τίποτα. Χρειαζόταν τυρί πεκορίνο επάνω σ’ αυτό τον πατσά. Σουζάνα, γιατί δεν τρίψατε εδώ επάνω τυρί πεκορίνο;

Page 16: ΜΑΤΙΛΝΤΕ ΣΕΡΑΟ   Η αρετή της Κεκίνας

16

-Δεν είχα λεφτά για να το αγοράσω – φώναξε εκείνη από την κουζίνα, κάνοντας μεγάλο θόρυβο με τα πιρούνια και τα μαχαίρια.

-Τα ξοδέψατε όλα; -Όλα. -Ως συνήθως, η ίδια πάντα απάντηση! Να επιστρέφατε ποτέ έστω και καμιά

δεκάρα! -Δώσαμε φιλοδώρημα στον υπηρέτη του μαρκήσιου – έδωσε πρόθυμα

αναφορά η υπηρέτρια. -Και φιλοδώρημα;! Η Κεκίνα ήπιε γρήγορα ένα ολόκληρο ποτήρι νερό. -Και φιλοδώρημα: να σε τι χρησιμεύουν τα λουλούδια, στο να με κάνουν να

τρώω τον πατσά μου χωρίς τυρί. Έτσι νομίζει πως θα βγει από την υποχρέωση ο κύριος μαρκήσιος! Το γεύμα των τριάντα πέντε λιρετών που καταβρόχθισε, πρέπει να μετατραπεί σε δουλειές, να φέρει πελάτες! Να δούμε εάν είναι γαλαντόμος ο κύριος μαρκήσιος. Δεν έχουν μείνει φρούτα από χθες;

-Όχι – απάντησε η σύζυγος. -Σουζάνα, φέρε τότε τα ψημένα κάστανα - φώναξε ο γιατρός. Μετά το γεύμα πήγε στο γραφείο του, όπου περίμενε επισκέψεις από τη μία

έως τις τρεις, οι οποίες όμως ήταν σπάνιες: μία κάθε τρεις ή τέσσερις μέρες. Συνήθως άνοιγε ένα ιατρικό βιβλίο και αποκοιμιόταν επάνω σ’ αυτό, καθισμένος σε μια μεγάλη πολυθρόνα από μαύρο δέρμα, με τα πόδια του κάτω από το γραφείο. Η Κεκίνα είχε μείνει στο τραπέζι, σκεφτική, κόβοντας σε μικρά κομματάκια τα άδεια τσόφλια των κάστανων, ενώ η Σουζάνα μάζευε το τραπέζι. Το δωμάτιο μύριζε βρασμένο ραδίκι και πατσά.

-Για το δείπνο είναι αρκετό το ψητό αρνάκι με πατάτες; - ρώτησε η Σουζάνα, τραβώντας προς το μέρος της το τραπεζομάντιλο και τινάζοντάς το για να πέσουν τα ψίχουλα.

-Είναι αρκετό – της απάντησε η Κεκίνα, χωρίς να κουνηθεί από τη θέση της, ανίκανη να σηκωθεί, καθώς την είχε ξαναπιάσει ο πρωινός λήθαργος.

-Μίλησα με τον πάτερ Φιλένο σήμερα το πρωί στον Άγιο Αντρέα – ξανάπε η υπηρέτρια, παίρνοντας θάρρος από το ευνοϊκό κλίμα μετά το γεύμα. – Αυτός ο άγιος άνθρωπος παραπονιέται ότι δεν πηγαίνετε πλέον συχνά στην εκκλησία.

-Θα μπορούσες να του πεις ότι ο Τοτό ανησυχεί και μου βάζει τις φωνές. -Του είπα ότι το αφεντικό δεν πιστεύει, επειδή ξέρει πώς είναι φτιαγμένος

μέσα ο άνθρωπος και επειδή βλέπει να κακοθανατίζουν τόσοι χριστιανοί, που ο Άγιος Αντρέας, ο προστάτης των ετοιμοθάνατων, να μας φυλάει και να μας γλυτώνει. Αυτοί οι άνθρωποι όμως είναι όλοι το ίδιο: περνάνε καλά και κοροϊδεύουν τη θρησκεία και αμαρτάνουν, όπως τόσοι κολασμένοι – έπειτα, όταν αρρωσταίνουν, καλούν το Θεό και την Παναγία… αρκετά, είπα στον πάτερ Φιλένο ότι θα πάω σήμερα να εξομολογηθώ. Θα μου δώσετε δύο ώρες άδεια, όταν ο κύριος θα πάει στο νοσοκομείο Σάντο Σπίριτο;

-Δεν θα μπορούσες να πας μιαν άλλη μέρα, την Παρασκευή; - είπε η κυρά, τάχα αδιάφορα.

-Όχι, όχι, του είπα ότι θα πάω σήμερα. Γιατί με στέλνετε την Παρασκευή; -Πήγαινε σήμερα, κάνε ό,τι θέλεις – και σήκωσε τους ώμους, σαν κάποιον

που έκανε ό,τι μπορούσε. Έπειτα, αφού ξαναέραψε το φτερό στο στρόγγυλο καπέλο, έβαλε στη θέση

τους μ’ έναν αναστεναγμό όλα εκείνα τα κουρέλια, τα κομμάτια από κορδέλες, το καπελάκι από μαύρο σατέν. Ποτέ δε θα τολμούσε να ζητήσει λεφτά από τον Τοτό. Υποτασσόταν, υποφέροντας σιωπηλά, αρκεί να μην άκουγε εκείνη τη δυνατή φωνή

Page 17: ΜΑΤΙΛΝΤΕ ΣΕΡΑΟ   Η αρετή της Κεκίνας

17

που υπολόγιζε και την τελευταία δεκάρα και της πετούσε κατάμουτρα ότι την ξόδεψε, αρκεί να μην άκουγε τις ύποπτες ερωτήσεις της Σουζάνας. Τώρα διόρθωνε τα κόκκινα αρχικά στα ξεσκονόπανα, εκεί όπου είχε κάνει λάθος το πρωί. Δεν μπορούσε να σκέφτεται τι της έλειπε για να ντυθεί καλά· δεν ήθελε να το σκέφτεται για μην λυπάται περισσότερο. Γιατί να στενοχωριέται; Μόνο μια στιγμή, ύστερα από δυο ώρες, σηκώθηκε για να δει τι έκανε ο σύζυγός της. Κοιμόταν, ροχάλιζε επάνω σ’ ένα χοντρό βιβλίο, με το στόμα μισάνοιχτο και στραβό, το κεφάλι γερμένο στον ένα ώμο, το γελέκο ξεκούμπωτο, που άφηνε να φαίνεται το άσπρο πουκάμισο και η άσπρη φανέλα… Στην κουζίνα η Σουζάνα άνοιγε μικρές τρύπες στο αρνίσιο κρέας που προοριζόταν για ψήσιμο και έχωνε εκεί μέσα δεντρολίβανο και πιπέρι. Στις τρεις και μισή ο Τοτό ξύπνησε πολύ κακοδιάθετος, ζήτησε το βαρύ παλτό και το κασκόλ, που φορούσε όταν έβγαινε από το καταραμένο το νοσοκομείο, βλαστήμησε το επάγγελμα του γιατρού, εκείνους που το εξασκούσαν κι εκείνους που έμελε να το εξασκήσουν, και βγήκε χτυπώντας την πόρτα. Η Κεκίνα σιωπούσε, όπως πάντα, όταν τον άκουγε να φωνάζει. Έπειτα η Σουζάνα φόρεσε το καφέ μάλλινο φόρεμά της, σε απόχρωση καλογερίστικου ράσου, το μαντήλι στο κεφάλι, το μικρό σάλι στους ώμους και πήγε να χαιρετήσει την κυρά της.

-Προσευχήσου στο Θεό για μένα – της είπε αυτή αναστενάζοντας. - Άδικα – απάντησε η άλλη, περίλυπη. Επιτέλους έμεινε μόνη, για δύο ώρες, και μπορούσε να πηγαινοέρχεται, να

σκέφτεται, ελεύθερη, τουλάχιστον ως προς αυτό. Τώρα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά της έκαιγε τα σωθικά η πληγή της έλλειψης ρούχων. Εκείνες οι πριγκίπισσες που άλλαζαν ρούχα τρεις φορές την ημέρα και οι υπηρέτριές τους ντύνονταν πιο κομψά και από την ίδια την Κεκίνα! Εκείνες οι πριγκίπισσες που σίγουρα επισκέπτονταν τις ώρες των συναθροίσεων το διαμέρισμα του μαρκήσιου της Αραγονίας! Κι εκείνη έπρεπε να πάει εκεί ντυμένη έτσι, σαν κουρελιάρα, μ’ εκείνο το παλιό φόρεμα για το οποίο ντρεπόταν;

Ένα δυνατό χτύπημα του κουδουνιού την έκανε να τιναχτεί. Έκπληκτη, δεν τολμούσε ν’ ανοίξει, κοίταζε τριγύρω, όρθια ανάμεσα στο κίτρινο ύφασμα των ξεσκονόπανων. Ποιος να ήταν; Ξαναχτύπησαν, πιο δυνατά. Έπρεπε ν’ ανοίξει. Τελικά ρώτησε με τρεμάμενη φωνή, από μέσα:

-Ποιος είναι; -Φίλος. Άνοιξε, Κεκίνα, εγώ είμαι, η Ιζολίνα. -Α, εσύ είσαι – είπε η Κεκίνα με κάποια απογοήτευση, ενώ άνοιγε την πόρτα. -Μόνη, ε; Πόσο χαίρομαι! Ένα φιλί ή μάλλον δύο σ’ αυτό το όμορφο, χλωμό

προσωπάκι. Τι έχεις, καρδιά μου; -Τίποτα, δεν έχω τίποτα. -Φοβήθηκες μήπως ήταν κανένας κλέφτης; Λέγονται τόσα άσχημα πράγματα,

που βάζω την Τερέζα να ρωτάει πάντα «ποιος είναι». Η Τερέζα, βέβαια, πιάνει πάντα την κουβέντα στην εξώπορτα, πότε μ’ ένα παιδί, πότε με μια γυναίκα, πότε μ’ έναν ηλικιωμένο. Είναι απελπισία.

-Πόσο όμορφη είσαι σήμερα, Ιζολίνα! -Δε νομίζεις; - και σηκώθηκε όρθια, για να την δει καλύτερα. -Όλα για τον Τζιόρτζιο, όλα για την ακριβή μου αγάπη – ξαναείπε ενώ

καθόταν. -Ήσουν και σήμερα μαζί του; - ρώτησε η άλλη με κάποιον δισταγμό. -Και σήμερα και πάντα, όσο μπορώ. Μισή ώρα να βρω, τρέχω κοντά του.

Σήμερα, για παράδειγμα, ήξερα ότι στις πέντε θα έβγαινε ο σύζυγός μου· του έγραψα του Τζιόρτζιο ότι θα πήγαινα σπίτι του από τις πέντε έως τις έξι. Ξέρεις, αυτή είναι η καλύτερη ώρα για τα ραντεβού. Το ζώο, ο άντρας μου, όμως φεύγει στις τρεισήμισι

Page 18: ΜΑΤΙΛΝΤΕ ΣΕΡΑΟ   Η αρετή της Κεκίνας

18

κι έτσι χάνω μιάμιση ώρα. Ο Τζιόρτζιο δεν θα είναι σπίτι του πριν τις πέντε παρά πέντε. Σκέφτηκα, λοιπόν: Θα πάω τώρα στης Κέκας και θα καθίσω λίγο μαζί της, αυτό θα μου χρησιμεύσει και ως άλλοθι, σε περίπτωση που ο άντρας μου θα με ρωτούσε πού ήμουν. Εάν τον δεις, να του πεις ότι ήμουν εδώ μέχρι τις έξι. Μεταξύ φιλενάδων, βλέπεις…

-Θα του το πω – και χαμογέλασε ελαφρά. – Αυτό το καπέλο είναι καινούριο, έτσι δεν είναι;

-Ναι, καινούριο. Σκέψου, δεν το ’χω πληρώσει ακόμα. Η Κόπι όμως με γνωρίζει, θα περιμένει να την πληρώσω. Είχα λεφτά, έπρεπε όμως να τα δώσω για ν’ αγοράσω παπούτσια.

-Αυτά που φοράς, τα λουστρίνια με χρυσό; -Αυτά που φοράω, καρδιά μου. Ούτε λίγο, ούτε πολύ τ’ αγόρασα δεκαέξι

λιρέτες από του Καρντούτσι. Φοβερά ακριβά, βλέπεις όμως τι ψηλό τακούνι, τι ραφή, τι λεπτή μύτη!

-Είναι ωραιότατα. -Ο Τζιόρτζιο λατρεύει τα ποδαράκια που φορούν καλά παπούτσια. Εάν ήξερες

πόσο παράξενοι είναι οι εραστές! Εγώ είχα μερικά απλά μαντήλια, από λευκό ύφασμα, με ένα Ι κεντημένο επάνω. Μου είχαν μείνει από την προίκα μου. Ήταν λοιπόν απαράδεκτα. Ο Τζιόρτζιο θέλει να χρησιμοποιώ μαντήλια από μπατίστα, με δαντελένια μπορντούρα, σαν κι αυτό.

-Είναι ωραιότατο. -Κάνει πέντε λιρέτες. Επειδή του αρέσει να κάνει αστεία σφίγγοντάς μου το

χέρι μέσα στο μανσόν, αγόρασα αυτό εδώ με εννέα λιρέτες. Σου αρέσει; -Είναι ωραιότατο. -Δεν μπορείς να πιστέψεις πώς φεύγουν τα λεφτά, είναι μία συμφορά, χρυσή

μου. Κάνω του κόσμου τα μπλεξίματα, τα κόλπα, τα χρέη· είναι να τρελαίνεται κανείς. Τώρα, για όλα αυτά τα πράγματα που μου χρειάζονταν δανείστηκα εξήντα λιρέτες από κάποια τοκογλύφο που γνώριζε η Τερέζα. Αντί για εξήντα, θα πρέπει να της επιστρέψω εκατόν είκοσι, το διπλάσιο, με έξι λιρέτες την εβδομάδα. Το άσχημο είναι πως εκείνη η στρίγγλα, εάν δεν πληρωθεί κάθε Σάββατο, έρχεται σπίτι μου, στρογγυλοκάθεται στον προθάλαμο και περιμένει. Αυτή την πρώτη εβδομάδα δεν είχα να την πληρώσω. Τι τράβηξα για να την διώξω! Έπρεπε να την παρακαλέσω, εκείνη φώναζε…

-Καημένη Ιζολίνα! -Τι πειράζει; Για τον Τζιόρτζιο θα έκανα τα πάντα. -Είπες πως εκείνη η γυναίκα δανείζει χρήματα; -Γιατί, την χρειάζεσαι; - ρώτησε η Ιζολίνα κοιτάζοντάς την κατά πρόσωπο. -Όχι, όχι… έτσι το είπα. -Είπα κι εγώ… Είναι όμως πολύ δύσκολο να σου δανείσει. Για το τίποτα,

απειλεί να τα πει όλα στο σύζυγο, η κακούργα… -Θεός φυλάξει! Και η καρφίτσα σου είναι καινούρια; -Ναι, χθες την αγόρασα. Τώρα συνηθίζονται τα πέταλα, είναι πολύ της μόδας.

Των κυριών είναι από μπριλάντια, το δικό μου είναι ασημένιο. Δεν πειράζει, δεν θα ήθελα να έχω μπριλάντια, θα μου αρκούσε ένα χρυσό ρολογάκι, ένα από εκείνα τα μικρά, ξέρεις, που είναι σα μενταγιόν. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο φοβερό είναι να μην έχεις ρολόι, όταν έχεις εραστή! Πάντα λαθεύεις με την ώρα. Φτάνεις στο ραντεβού, είναι πολύ νωρίς κι εκείνος δεν βρίσκεται εκεί. Είναι ένας αργός θάνατος. Φτάνεις αργά, πέρασε ένα τέταρτο της ώρας, επί ένα τέταρτο ακόμη εκείνος σου κρατάει μούτρα, γιατί οι άντρες εκνευρίζονται όταν περιμένουν. Βρίσκεσαι στο σπίτι του· κάθε πέντε λεπτά τον ρωτάς: τι ώρα να ’ναι; Εκείνος εξοργίζεται μ’ αυτή την

Page 19: ΜΑΤΙΛΝΤΕ ΣΕΡΑΟ   Η αρετή της Κεκίνας

19

ερώτηση. Στο σπίτι επιστρέφεις πάντα αργοπορημένη, μ’ ένα ύφος παραζαλισμένο και είναι θαύμα που δεν προδίδεσαι. Θεέ μου, και τι δεν θα ’κανα για ν’ αποκτήσω ένα ρολόι! Τώρα, για παράδειγμα, τι ώρα να ’ναι; Είναι ή δεν είναι ακόμη πέντε;

-Δεν ξέρω, δεν έχω ρολόι. -Βλέπεις; Δεν ξέρω εάν πρέπει να βιαστώ ή όχι. Αρκετά, καλή μου, καλύτερα

να φύγω. Θα με επισκεφτείς καμιά μέρα; -Βέβαια, θα σε επισκεφτώ. -Να με ειδοποιήσεις τουλάχιστον. Δεν το πιστεύω όμως πως θα έρθεις.

Κάθεσαι τώρα μόνη σου εδώ μέσα; -Μόνη. -Και τι κάνεις; -Τίποτα. -Τόσος καιρός να πάει χαμένος! Ένα φιλί χρυσή μου και φεύγω, για να μη

συναντήσω κανένα. Όταν έμεινε μόνη, στη σκοτεινιά του δειλινού, η Κεκίνα άρχισε να κλαίει.

Εκείνη δεν είχε ούτε παπούτσια με χρυσά, ούτε μαντήλια από μπατίστα, ούτε μανσόν, ούτε καρφίτσα σε σχήμα πετάλου, ούτε ρολόι. Έκλαιγε γιατί δεν είχε τίποτα απ’ όσα χρειάζονται για τον έρωτα.

V

Τις άγρυπνες νύχτες όμως, μες στη σιωπή, πλάι στον Τοτό που κοιμόταν και ροχάλιζε βαθιά, εκείνες τις ατέλειωτες ώρες που την έπιανε ελαφρά ο ύπνος για σύντομα χρονικά διαστήματα, με στιγμές νευρικών σκιρτημάτων, μέσα σε διαλείμματα αγρύπνιας, κοιτάζοντας τη γραμμή από το φως που έμπαινε από το μισόκλειστο παντζούρι, που ο Τοτό το άφηνε έτσι για να μπορεί να ξυπνά πολύ νωρίς το πρωί, μερικές φορές με τη ζέστη να την πνίγει κάτω από το βαμβακερό πάπλωμα τεντωμένο σα σανίδα, άλλες φορές να μην κατορθώνει να ζεσταθεί μέσα στα παγωμένα σεντόνια από φτηνό ύφασμα, η Κεκίνα ένιωθε να φουντώνει μέσα της πάλι η επιθυμία, ζωντανή, δυνατή, να πάει την Παρασκευή, από τις τέσσερις έως τις έξι, σ’ εκείνο το διαμέρισμα της οδού των Αγίων Αποστόλων. Μέσα στη νύχτα, μέσα στη μοναξιά, καρφώνοντας τα φλογισμένα μάτια της, που η αγρύπνια τα κρατούσε ορθάνοιχτα, μέσα στα σκοτάδια, ένιωθε γεμάτη θάρρος. Αυτός ο μεγαλόσωμος άντρας που ροχάλιζε σ’ όλους τους τόνους και κάθε τόσο άλλαζε πλευρό με μια μόνο απότομη κίνηση κάτω από το πάπλωμα, σαν να τον τίναζε ελατήριο, δεν τη φόβιζε πλέον. Όσο και αν έστηνε αυτί, δεν μπορούσε ν’ ακούσει την αναπνοή της Σουζάνας που κοιμόταν σε μια τρύπα πλάι στην κουζίνα. Οι δύο εχθροί της δεν της φάνταζαν πια τρομεροί. Να πάει, ναι, έπρεπε να πάει, αφού είχε πει «ναι», εκείνο το βράδυ, όταν εκείνος τη φίλησε. Τελικά, πόσο χρόνο θα της έπαιρνε από το Μπούφαλο έως την οδό των Αγίων Αποστόλων; Ίσως δέκα λεπτά με τα πόδια. Όχι, περισσότερο, μπορεί δώδεκα. Από το Μπούφαλο στους Αγίους Αποστόλους υπάρχει ένας πλάγιος, σύντομος δρόμος: ανεβαίνετε από το Νατζαρένο, κατεβαίνετε από την οδό Σταμπερία, περνάτε πλάι από τη Φοντάνα Τρέβι, μπαίνετε στο στενό των Αγίων Βιντσέντσο και Αναστάζιο, έπειτα περνάτε ένα κομματάκι της Ουμιλτά λ’Αρκέτο και φτάνετε αμέσως στους Αγίους Αποστόλους. Ίσως να χρειαστεί ένα τέταρτο της ώρας, περπατώντας αργά για να μη δώσετε στόχο. Εάν κάνετε το μεγάλο γύρο, από το Ποτσέτο, την οδό Κόρσο, μέσω του Αγίου Μαρτσέλο, θα χρειαστείτε μισή ώρα· υπάρχει πάντα τόσος κόσμος στην οδό Κόρσο που πέφτει επάνω σας, σας σταματάει, σας κάνει να σκοντάφτετε, σας καθυστερεί. Καλύτερα από τους μέσα δρόμους. Και με τη διαύγεια του οράματος του νου, που η νυχτερινή αγρύπνια εξάπτει, έβλεπε τον

Page 20: ΜΑΤΙΛΝΤΕ ΣΕΡΑΟ   Η αρετή της Κεκίνας

20

εαυτό της να φεύγει από το σπίτι στις τέσσερις, χαμογελώντας λιγάκι για το αστείο που έκανε στον Τοτό και στη Σουζάνα, την υπηρέτρια που καυχιόταν ότι είναι τόσο πονηρή, περπατώντας αργά, αργά, κοιτάζοντας τα μαγαζιά, το ζαχαροπλαστείο του Πεζόλι, στην οδό Σταμπερία, το χαρτοπωλείο στην πλατεία Τρέβι, τα περιστεράκια που πετούσαν εδώ κι εκεί, ψηλά, επάνω από τη Φοντάνα Τρέβι. Στη συνέχεια έβλεπε τον εαυτό της να περπατάει γρηγορότερα, αφού είχε απομακρυνθεί από το σπίτι της, να στρίβει στην οδό Αγίων Αποστόλων, κοιτάζοντας αφηρημένα τους αριθμούς των σπιτιών, να μπαίνει στο σπίτι του, όπου την περίμενε εκείνος… στο σημείο αυτό τα νεύρα της έτρεμαν σε μία δόνηση κι εκείνη έκρυβε το πρόσωπο στο μαξιλάρι της.

Ναι, όλα της φαίνονταν εύκολα, όλα της φαίνονταν απλά, όλα της φαίνονταν κοντινά, πιθανά, στη διάρκεια της νύχτας που διεγείρει τις δυνάμεις των φλεγματικών χαρακτήρων. Έκανε σχέδια: αύριο θα κάνω μεγάλη σκηνή στον Τοτό και θα του πάρω λεφτά, θ’ αγοράσω τουλάχιστον γάντια, παπούτσια, ένα μανσόν. Είτε: αύριο θα πάω στης Ιζολίνας, θα της ζητήσω να με πάει στο καπελάδικο της Κόπι, για ν’ αγοράσω με πίστωση το καπελάκι και στη συνέχεια, όταν θα έρθει η ώρα να ξεχρεώσω, ο Τοτό θα βάλει τις φωνές, αλλά θα πληρώσει θέλει δεν θέλει. Ή πάλι: αύριο θα πάω στης Ιζολίνας, θα πέσω στην αγκαλιά της, θα της τα πω όλα και θα την παρακαλέσω να ζητήσει χρήματα για μένα από εκείνη τη γυναίκα που δανείζει· έπειτα θα σκεφτώ πώς να ξεχρεώσω. Είτε πάλι: μήπως καμία μέρα η Ιζολίνα θα είχε την καλοσύνη να μου δανείσει τα πράγματά της; Είναι αλήθεια, είμαι πιο γεμάτη από αυτήν, στους ώμους έχουμε τα ίδια μέτρα και άρα αρκεί να φαρδύνω το φόρεμα στη μέση και στα πλάγια. Πόδι έχουμε το ίδιο, μου φαίνεται, ίσως το δικό μου είναι λίγο μικρότερο, αλλά τα παπούτσια της μου κάνουν, μου πάνε τόσο πολύ! Αύριο, αύριο θα πάω στο σπίτι της και θα της τα πω όλα. Της φαινόταν ότι είχε αποκτήσει καινούργια δύναμη που ποτέ πριν δεν είχε νιώσει μέσα της, ένα μεγάλο θάρρος, μια τόλμη που ξεπερνά χαρούμενα κάθε εμπόδιο, μία θέληση τόσο σταθερή που τίποτα δεν μπορούσε να νικήσει ή να κομματιάσει. Γελούσε από περηφάνια, μες στη νύχτα, ανασηκώνοντας τους ώμους, σα να ήθελε να σηκώσει ένα τεράστιο βάρος έτσι, σαν παιχνίδι, για να δοκιμάσει τις δυνάμεις της. Έπειτα, αφού το ξανάκανε είκοσι φορές το ίδιο σχέδιο, επεκτείνοντάς το, διορθώνοντάς το, έτοιμο, όμορφο, έφτανε στα άκρα του ονείρου της, στην άφιξη σ’ εκείνο το σπίτι όπου εκείνος την περίμενε… και όλα βούλιαζαν μέσα σε μία σύγχυση από ονειρικές φαντασιώσεις αισθήσεων απαλότητας στο ημίφως, θαλπωρής μέσα στη ζεστασιά, βαθιάς σιωπής, ηδονικής θωπείας πλούσιων και όμορφων πραγμάτων.

Η αυγή όμως την έριχνε σ’ έναν βαθύ ύπνο από τον οποίο μάταια, επί μισή ώρα, προσπαθούσαν να την ξυπνήσουν οι φωνές και οι γκρίνιες του Τοτό. Σηκωνόταν εξαντλημένη, με το στόμα πικρό, στεγνό, εξαντλημένη από την αϋπνία. Κάθε πρωί ο Τοτό έβρισκε να της πει κάτι.

-Θα σε πείραξε η χοιρινή μπριζόλα, Κέκα μου. -Εάν δεν αισθάνεσαι καλά, γιατί δεν παίρνεις αναβράζον κιτρικό μαγνήσιο;

Είναι ένα ευχάριστο ποτό που σου καθαρίζει το στομάχι σα σκούπα. -Κέκα μου, όσο περισσότερο σε κοιτάζω, τόσο περισσότερο σχηματίζω τη

γνώμη ότι πρέπει να υποφέρεις από δυσκοιλιότητα. Γιατί δε δοκιμάζεις λίγο αμυγδαλέλαιο; Φρεσκοφτιαγμένο, στου Γκαρνέρι, είναι μια νοστιμιά.

-Ναι, ναι, θα το πάρω –ψιθύριζε εκείνη, σκύβοντας το κεφάλι. Έτσι, από το πρωί, σιγά σιγά χανόταν η θέλησή της, η δύναμή της, το θάρρος

της. Μάταια προσπαθούσε να ξαναβρεί την τόλμη των νυχτερινών της αγρυπνιών. Η ιδέα να ζητήσει χρήματα από τον Τοτό τής ήταν ανυπόφορη, δεν ήξερε από πού ν’ αρχίσει κι εκείνος τελικά δε θα της έδινε δεκάρα. Προσπαθούσε να εμψυχώσει τον εαυτό της, να πάρει θάρρος για να μιλήσει, αλλά τα λόγια ξεψυχούσαν στα χείλη της.

Page 21: ΜΑΤΙΛΝΤΕ ΣΕΡΑΟ   Η αρετή της Κεκίνας

21

Τον άφηνε να βγει χωρίς να του πει τίποτα. Η Σουζάνα της φαινόταν πως ήταν το άλλο αξεπέραστο εμπόδιο. Ήταν σίγουρη πως δεν μπορούσε να την κοροϊδέψει, αυτή τη δύσπιστη υπηρέτρια, την καχύποπτη, με το εξεταστικό βλέμμα μιας θρησκόληπτης. Όσο για την Ιζολίνα, ντρεπόταν πολύ να της εξομολογηθεί, όχι για τίποτε άλλο, αλλά για το λόγο ότι της ερχόταν άσχημο να της μιλήσει για τη μιζέρια της, για την ανικανότητά της, για την απειρία της. Πώς να βρει το θάρρος να παρουσιαστεί στο μαγαζί της Κόπι για το βελούδινο καπελάκι; Και εάν της το αρνιόταν; Θα ήταν ένας εξευτελισμός που δεν θα μπορούσε να υποφέρει. Σ’ όλη της τη ζωή δεν είχε ποτέ δημιουργήσει χρέη στην καπελού ή στη μοδίστρα, με τον ενστικτώδη φόβο του χρέους που βρίσκεται σε όλες τις ήσυχες συνειδήσεις των αστών. Όσο για εκείνη την άλλη, την τοκογλύφο, η Ιζολίνα τής είχε πει πως ήταν μια στρίγγλα, δεν μπορούσε να κανονίσει τίποτα μαζί της. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα, τίποτα. Ενώ ξεσκόνιζε στο σαλόνι μηχανικά το σερβίτσιο με τα φλιτζάνια, τη φοντανιέρα και τη φρουτιέρα με τα ψεύτικα φρούτα, ενώ βοηθούσε τη Σουζάνα να καθαρίσει τα μπρόκολα για τη σούπα, ενώ έραβε μια λωρίδα από μουσελίνα σ’ ένα μεσοφόρι ξεφτισμένο στην άκρη, ενώ έχυνε ζεστό νερό στο μάρμαρο της τουαλέτας και έτριβε με λίγη ποτάσα για να βγάλει τους λεκέδες, γκρέμιζε μέσα της, σιωπηλά, όλα τα σχέδια που έκανε τη νύχτα. Της φαίνονταν πως ήταν ένα όνειρο, μία τρέλα. Ακόμη και η διαδρομή που φάνταζε τόσο απλή τη νύχτα, τη μέρα της φαινόταν να είναι ένα μπέρδεμα, ένα μπλέξιμο· σίγουρα θα έχανε το δρόμο. Όταν έπεφτε το βράδυ όλα είχαν καταρρεύσει, όλα είχαν γκρεμιστεί και μετατραπεί σε σκόνη, είχαν εξαφανιστεί. Δεν είχε τολμήσει να πει μια κουβέντα, να κάνει κάτι, τίποτα, τίποτα που να την έφερνε κοντά στα σχέδιά της. Και ήταν σίγουρη πως την μέρα που θα πήγαινε εκεί, θα χανόταν στο δρόμο. Στο τέλος της μέρας ένιωθε έντονα τον πόνο από την αδράνειά της, αισθανόταν όλη την πίκρα μιας άδοξης ήττας, σε μια μάχη όπου εκείνη δεν είχε το θάρρος ούτε να επιτεθεί, ούτε να αμυνθεί. Μέσα της παραπονιόταν απλοϊκά για τα γεγονότα που συνέβαιναν, για τα πράγματα που την περιέβαλλαν, για τα πρόσωπα που την περιστοίχιζαν, για τον ίδιο της τον εαυτό, που δεν μπορούσε να κάνει τίποτα, που ήταν ανίσχυρος στα πάντα.

Σ’ αυτή την κατάσταση των πραγμάτων, με την έξαρση της φαντασίας τη νύχτα, με την απόλυτη απουσία βούλησης την ημέρα, έφτασε και το πρωινό της Παρασκευής. Δεν είχε αποφασίσει τίποτα. Έπρεπε να πάει στις τέσσερις, αφού του είχε πει το ναι, όταν τη φίλησε. Πώς, με ποιον τρόπο δεν ήξερε. Εκείνο το πρωί, ο Τοτό της φάνηκε, περισσότερο από ποτέ, φωνακλάς, χολερικός, τσιγκούνης: ήθελε να αφήσει δυόμιση λιρέτες για τα έξοδα, με τη δικαιολογία ότι δεν είχε άλλα ψιλά. Όταν η Σουζάνα υπενθύμισε στο αφεντικό της ότι, επειδή ήταν Παρασκευή, έπρεπε να αφήσει άλλα εικοσιπέντε λεπτά για την πλύστρα που θα έφερνε τα πλυμένα ρούχα, ξέσπασε καυγάς ανάμεσα στην υπηρέτρια και στο αφεντικό της. Ο Τοτό ήταν ενοχλημένος, καταλαβαίνετε, από αυτά τα συνεχή έκτακτα έξοδα, κάθε μέρα κάτι καινούριο· έπρεπε να ζητήσουν την άδεια από την κυρία του τρίτου πατώματος για ν’ απλώνουν τα ρούχα στην ταράτσα, όπου υπήρχε τώρα πια μία βρύση κι έτσι θα μπορούσαν στο εξής να βάζουν μπουγάδα στο σπίτι. Η Σουζάνα απαντούσε ότι δεν ήταν συνηθισμένη να έχει μια μέρα ολόκληρη τα χέρια της βουτηγμένα στο νερό και ότι, για οχτώ λιρέτες το μήνα, έβαζε ήδη σε κίνδυνο την υγεία της.

-Οχτώ λιρέτες, με διατροφή και διαμονή – φώναζε συνέχεια ο Τοτό. -Σιγά τη διατροφή και τη διαμονή! Όταν έφυγε, αφού προηγουμένως έβγαλε ένα προς ένα τα εικοσιπέντε λεπτά,

η Σουζάνα πρόσθεσε, καταλήγοντας: -Σήμερα Παρασκευή, δεκατρείς του μηνός: ο Χριστός νεκρός είναι μέσα στη

γη, για τις αμαρτίες μας.

Page 22: ΜΑΤΙΛΝΤΕ ΣΕΡΑΟ   Η αρετή της Κεκίνας

22

Η Κεκίνα, που δεν είχε βγάλει μιλιά, ανατρίχιασε. Ακόμη και η ημερομηνία, που δεν την είχε λογαριάσει, μια μοιραία ημερομηνία, ένας περίεργος συνδυασμός αριθμού και ημέρας. Μέσα της γεννιόταν ο φόβος του αγνώστου: αυτό το ραντεβού μέρα Παρασκευή, δεκατρείς του μηνός, όταν η παράδοση λέει πως την ημέρα εκείνη δεν παντρεύονται, δεν ξεκινούν ταξίδι και η θρησκεία έχει ορίσει την Παρασκευή σαν ημέρα πένθους, σε ανάμνηση του θανάτου του Λυτρωτή. Πήγε στην κουζίνα, στριφογύρισε εκεί για λίγο:

-Άσχημη μέρα σήμερα – είπε. -Ο Θεός να μας φυλάει από τον πειρασμό – απάντησε η υπηρέτρια. – Εάν

λέγαμε το μικρό κομποσκοίνι των ψυχών του Καθαρτήριου, εκείνο με τα τριάντα αβεμαρία, με το requiem aeternam αντί για το Gloria Patri;

-Ας το πούμε. Τότε, ενώ η Σουζάνα άδειαζε σ’ ένα πιάτο τις φακές και τις φυσούσε,

κουνώντας τες, για να φύγει η σκόνη και στη συνέχεια τις ανακάτευε με το δάχτυλο για ν’ αφαιρέσει τα πετραδάκια και τα ξυλάκια από μέσα – ενώ η Κεκίνα έβαζε λίγη σόδα σ’ ένα κομμάτι ύφασμα και σχημάτιζε έτσι ένα δεματάκι δεμένο με μία κλωστή, για να το βάλει να βράσει μαζί με τις φακές, που θα έβραζαν με τον τρόπο αυτό γρηγορότερα, οι δύο φωνές υψώθηκαν μονότονα, χωρίς ξεχωριστούς τονισμούς, χωρίς γυρίσματα της φωνής, στη συνήθεια της προσευχής, στην αδιαφορία της ημερήσιας προσευχής. Στο τέλος η Κεκίνα έβγαλε έναν αναστεναγμό ανακούφισης, λες και η αίσθηση του δεισιδαίμονα φόβου να είχε σκορπίσει. Ο Χριστός εκείνη τη μοιραία μέρα θα έπρεπε να είχε καλμάρει, αφού του είχαν πει το κομποσκοίνι, ο Χριστός θα έπρεπε να τη βοηθήσει σε όλα, σε ό,τι επιθυμούσε, εκείνη την Παρασκευή. Εκείνη η εσωτερική πεποίθηση της έδωσε λίγο κουράγιο, για να πει στη Σουζάνα:

-Καθάρισε σήμερα εσύ τις λάμπες, κάνε μου τη χάρη. Τώρα, της προκαλούσε αηδία ν’ αγγίξει εκείνο το βρόμικο κουρέλι και να

γυρίζει επί μισή ώρα την κυλινδρική βούρτσα μέσα στο λαμπογυάλι. Η Σουζάνα συμφώνησε, χωρίς να πει κουβέντα. Τότε η Κεκίνα, αποθαρρυμένη, είπε σαν να μιλούσε στον εαυτό της:

-Θέλω να πάω στης Ιζολίνας σήμερα. Με επισκέφτηκε τρεις ή τέσσερις φορές. Η άλλη δεν απάντησε, απασχολημένη καθώς ήταν να πλένει μερικά

μαχαιροπίρουνα. -Θα μπορούσα να πάω την ώρα που ο Τοτό φεύγει για το νοσοκομείο, για την

απογευματινή του επίσκεψη… γύρω στις τέσσερις. -Κοιτάξτε, εάν ήμουν στη θέση σας δεν θα πήγαινα – είπε η υπηρέτρια,

στρέφοντας απότομα. -Γιατί; -Επειδή εκείνη εκεί, όλοι το ξέρουν, είναι μια αμαρτωλή ενώπιον του Θεού

και των ανθρώπων. -Μα όχι… καημένη Ιζολίνα… -Ναι, καημένη Ιζολίνα! Σιγά την καημένη, που από το πρωί μέχρι το βράδυ

είναι βουτηγμένη στην αμαρτία! Λες και δεν ξέρουν όλοι τα φρικτά πράγματα που κάνει! Μόνο ο βλάκας ο άντρας της δεν ξέρει τίποτα· θα έπρεπε όμως να βρεθεί ένας χριστιανός να του ανοίξει τα μάτια.

Η Κεκίνα κοίταξε την υπηρέτρια με τρόμο. -Με επισκέφτηκε τρεις ή τέσσερις φορές – επανέλαβε με πείσμα – θα πρέπει

κι εγώ να της το ανταποδώσω σήμερα.

Page 23: ΜΑΤΙΛΝΤΕ ΣΕΡΑΟ   Η αρετή της Κεκίνας

23

-Ε, πηγαίνετε λοιπόν, αφού το θέλετε τόσο. Στοιχηματίζω ότι εάν εξομολογηθείτε στον πάτερ Φιλένο για τη φιλία που έχετε με την κυρία Ιζολίνα, ο ιερέας θα σας το απαγορέψει, με την απειλή να μη σας δώσει άφεση αμαρτιών.

-Μόνο για σήμερα… - είπε η άλλη συμβιβαστικά. Μετά το γεύμα συνέβη κάτι. Ήρθε ένας πελάτης, ένας επαρχιώτης με πυρετό,

τον έστελνε ο μαρκήσιος της Αραγονίας. Ο Τοτό έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον, έκλεισε την πόρτα του ιατρείου, τον εξέτασε επί μακρόν, του έγραψε μια μεγάλη συνταγή και τον κράτησε μέσα επί μία ώρα. Η Κεκίνα πήγαινε πέρα δώθε με μεγάλη ανυπομονησία. Ο επαρχιώτης άφησε πέντε λιρέτες, ένα ανέλπιστο ποσό για το γιατρό Πριμιτσέριο, στον οποίο έδιναν κανονικά δύο λιρέτες. Ο Τοτό βγήκε κατενθουσιασμένος, κραδαίνοντας το λερό χαρτονόμισμα των πέντε λιρετών.

-Να το πρώτο, Κέκα μου! Αυτός ο μαρκήσιος είναι πολύ καλός άνθρωπος. Θα δεις, θα δεις, θα έρθουν και άλλοι πελάτες και χαρτονομίσματα των πέντε. Το ’λεγα εγώ, αυτοί οι ευγενείς δεν μπορούν να μην ανταποδώσουν μια ευγενική χειρονομία. Είναι τρεις η ώρα, καλά θα κάνω να ντυθώ για να πάω στο νοσοκομείο. Βλέπεις, αυτά είναι τα καλά του επαγγέλματος του γιατρού.

Κι ενώ εκείνος άλλαζε ρούχα, εκείνη τον ακολουθούσε βήμα βήμα, λες και ήθελε να τον βοηθήσει.

-Είσαι ευχαριστημένη, Κέκα; -Ευχαριστημένη. -Θα προσπαθήσω να τον βρω αυτόν το μαρκήσιο, για να τον ευχαριστήσω.

Ποιος να ξέρει πού μένει! Είναι πραγματικά ένας γαλαντόμος. Δεν νομίζεις; -Έτσι νομίζω. -Εάν τον βρω, θα του πω να ξανάρθει εδώ, να μας επισκεφτεί κανένα βράδυ,

μετά το δείπνο. -Να του το πεις, φυσικά. Ο γιατρός έφυγε σφυρίζοντας μια μικρή άρια, πανευτυχής για το επάγγελμα

που είχε διαλέξει, οικτίροντας όλους τους άλλους, τους δυστυχείς: δικηγόρους, μηχανικούς, καθηγητές. Τότε η Κεκίνα έβγαλε το φόρεμα χρώματος ξερού φύλλου, το καπελάκι, το πανωφόρι, τα γάντια, πήρε ένα καθαρό μαντήλι από φτηνό ύφασμα και τ’ ακούμπησε όλα επάνω στο κρεβάτι. Από το πρωί η Σουζάνα την είχε χτενίσει, ξαναπέρασε τη χτένα επάνω στα μαλλιά της, για να τα ισιώσει λιγάκι. Δεν ήθελε να την ξαναφωνάξει για να την χτενίσει πάλι, δεν είχε το θάρρος να το κάνει. Έπειτα άρχισε να ντύνεται αργά, κοιτάζοντας συχνά τον εαυτό της μέσα στον καθρέφτη. Ανακάλυψε ότι είχε τρεις μικρές φακίδες κάτω από το αριστερό μάτι, οι οποίες όμως δεν φαίνονταν από κάποια απόσταση. Σιχαινόταν όλα εκείνα τα άσχημα ρούχα που έπρεπε να φορέσει. Να, το μπούστο του φορέματος φάρδαινε πολύ στη μέση και στένευε στο στήθος τόσο που να την πνίγει. Δεν το είχε προσέξει ποτέ, σήμερα το έβλεπε για πρώτη φορά. Ένα γάντι είχε ξηλωθεί· έχασε χρόνο να το ξαναράψει και δεν είχε και μαύρη κλωστή. Το έραψε με γκρίζα κλωστή, δε διακρινόταν πολύ, μπορούσε να το φορέσει. Δοκίμασε δυο-τρεις φορές το καπελάκι, για να του δώσει μια διαφορετική κλίση, αλλά στο τέλος το φόρεσε όπως το συνήθιζε πάντα. Κοιτάχτηκε μια τελευταία φορά στον καθρέφτη και της φάνηκε ότι είχε ένα πολύ άθλιο παρουσιαστικό, πολύ μίζερο. Τι μπορούσε να κάνει τώρα πια; Ξεκίνησε αργά, τυλιγμένη μέσα στο πανωφόρι της. Μπήκε στην κουζίνα:

-Θα βγείτε; - ρώτησε η υπηρέτρια. -Θα πάω στης Ιζολίνας. -Βρέχει – είπε η άλλη απότομα. -Πώς βρέχει; -Δεν το πήρατε είδηση; Βρέχει εδώ και μισή ώρα.

Page 24: ΜΑΤΙΛΝΤΕ ΣΕΡΑΟ   Η αρετή της Κεκίνας

24

Η Κεκίνα πήγε στο παράθυρο της τραπεζαρίας· η αυλή ήταν βρεγμένη για τα καλά, μπορεί όμως να έφταιγαν οι βρύσες. Πήγε στο παράθυρο του σαλονιού, το μοναδικό που έβλεπε στο δρόμο. Κι όμως, έβρεχε: μια συνεχής σιγανή βροχή, όχι ραγδαία. Άνοιξε τα τζάμια, έβγαλε έξω το χέρι, σαν να μην πίστευε στα μάτια της. Το γάντι το πιτσίλισαν οι σταγόνες της βροχής. Κάθισε για λίγο, λες και την είχαν εγκαταλείψει οι δυνάμεις της. Έπειτα σηκώθηκε:

-Θα πάρω την ομπρέλα – είπε στην υπηρέτρια. Και οι δύο βάλθηκαν να ψάχνουν παντού αυτή την ομπρέλα, τη μοναδική που

διέθετε το σπίτι, μία από εκείνες που κοστίζουν εξήμισι λιρέτες. -Ήταν πίσω από την ντουλάπα – επαναλάμβανε η Κεκίνα, σαν παπαγάλος. -Ήταν, ήταν, αλλά τώρα δεν είναι. Και συνέχιζαν να ψάχνουν, κοιτάζοντας σ’ όλα τα μέρη, ακόμα κι εκεί που

δεν θα μπορούσε να βρίσκεται, κάτω από το κρεβάτι, μέσα στο μπουφέ, μες στο συρτάρι της ντουλάπας. Τίποτα, δεν ήταν πουθενά.

-Ας κοιτάξουμε καλά – έλεγε με επιμονή. -Δεν έχει νόημα να κοιτάξουμε, δεν υπάρχει ομπρέλα. Θα την πήρε ο κύριος,

όταν είδε ότι θα έβρεχε. Θυμόμαστε μήπως εάν ο κύριος την κρατούσε; -Δεν θυμάμαι, δεν κοίταξα. -Λοιπόν, θα την πήρε εκείνος, δεν χρειάζεται να χολοσκάμε πια. Και επέστρεψε στην κουζίνα. Παρόλα αυτά, με τη νευρική ξεροκεφαλιά

κάποιου που θέλει να ξαναβρεί πάση θυσία κάτι που έχασε, η Κεκίνα συνέχισε να ψάχνει, ρίχνοντας σαστισμένες ματιές σε όλες τις γωνιές όπου θα μπορούσε να βρίσκεται η ομπρέλα. Τίποτα, τίποτα. Ξαναγύρισε στο παράθυρο· έβρεχε δυνατότερα τώρα, η γούρνα της βρύσης που βρισκόταν στη γωνία του Ποτσέτο ήταν ξέχειλη από νερό, περνούσαν μερικές ομπρέλες που γυάλιζαν από τη βροχή και κάτω από αυτές κινούνταν κάτι πόδια με αναδιπλωμένα παντελόνια και λασπωμένα υποδήματα. Έβρεχε: δεν μπορούσε να βγει κανείς χωρίς ομπρέλα. Για να πάρει αμάξι, θα χρειάζονταν δεκαέξι δεκάρες, μπορεί και μία λιρέτα, επειδή, όταν ο καιρός είναι κακός οι αμαξάδες της Ρώμης κλέβουν. Έβρεχε συνέχεια και τα τζάμια θάμπωναν, δεν έβλεπε πια ποιος περνούσε από το δρόμο.

-Να έχει άραγε να μου δανείσει μια ομπρέλα η Μανταλένα; - ρώτησε την υπηρέτρια, ξαναμπαίνοντας στην κουζίνα.

-Η Μανταλένα; Σίγουρα έχει, εγώ όμως δεν πάω να της την ζητήσω. Δυο μέρες τώρα αυτή η βρομοστρίγγλα δε με χαιρετά, όταν περνάω.

Η Κεκίνα έκανε μεταβολή, χωρίς να πει τίποτε άλλο, άνοιξε την πόρτα και κατέβηκε τις σκάλες, σαν κουρδισμένη. Στην πραγματικότητα η ταπείνωση που ένιωθε της έφερνε δάκρυα στα μάτια, προσπαθούσε όμως να μην κλάψει.

-Μανταλένα μου, πρέπει να βγω για να δω μια φίλη, την κυρία Ιζολίνα, για κάποια δουλειά. Βρέχει και ο Τοτό πήρε μαζί του την ομπρέλα. Μου δανείζετε, σας παρακαλώ, την ομπρέλα σας;

-Πολύ ευχαρίστως. Γιατί όχι, κυρία μου. Εάν ήταν για την ψευτο-θεούσα τη Σουζάνα, θα έλεγα όχι, επειδή εκείνη δεν δίνει νερό ούτε στον άγιό της. Για σας όμως, αγαπητή μου κυρία! Το άσχημο όμως είναι πως δεν έχω. Βλέπετε, ο άντρας μου την πήρε μαζί του το πρωί κι εγώ έπρεπε να πάω στην οδό Κορονάρι και δεν μπόρεσα. Αν τον περιμένετε να γυρίσει, την ώρα του εσπερινού…

-Ευχαριστώ, Μανταλένα, δεν πειράζει. -Σε λίγο θα έρθει, σε μισή ωρίτσα. -Δεν πειράζει, δεν πειράζει… -Τι μπορώ να κάνω κυρία, έχω όλη την καλή διάθεση…

Page 25: ΜΑΤΙΛΝΤΕ ΣΕΡΑΟ   Η αρετή της Κεκίνας

25

Η Κεκίνα έριξε μια ματιά στο δρόμο. Έβρεχε πάντα, λιγότερο όμως από πριν. Ξανανέβηκε επάνω αργά, αποφασισμένη να περιμένει τη βροχή να σταματήσει. Εξάλλου, δεν ήταν και πολύ αργά. Εκείνος είχε πει από τις τέσσερις έως τις έξι. Αυτή όμως δεν είχε ρολόι. Πίσω από τα τζάμια, όρθια, με την υγρασία του δειλινού να την πιρουνιάζει, κοίταζε μπροστά, στο μαύρο άνοιγμα ενός παραθύρου, για να δει εάν οι σταγόνες της βροχής είχαν αραιώσει. Δεν είχε πλέον ιδέα τι ώρα ήταν, τίποτα. Μέχρι που σιγά σιγά σταμάτησε η βροχή κι εκείνη ξεκίνησε. Χτύπησαν στην εξώπορτα:

-Είναι η πλύστρα – είπε η Σουζάνα. -Τώρα πρέπει να βγω – απάντησε η Κεκίνα. -Και ποιος θα διαβάσει τη λίστα; Εκείνη δεν φεύγει διαφορετικά, και το

γνωρίζετε πως εγώ δεν ξέρω να διαβάζω. Το πράγμα όμως τράβηξε πολύ. Η πλύστρα άρχισε να παραπονιέται για τον

κακό καιρό που δεν της επέτρεπε να στεγνώνει τη μπουγάδα της, να βγάζει από πάνω της τα ρούχα της που ήταν βρεγμένα. Η Κεκίνα, όρθια κοντά στο τραπέζι της τραπεζαρίας, ξεφύλλιζε με δάχτυλα που έτρεμαν το τετράδιο με τις λίστες, μη βρίσκοντας την ημέρα, ενώ η πλύστρα ξεχώριζε τα πλυμένα: σε μια μεριά τα σεντόνια, αλλού τα πουκάμισα, τα τραπεζομάντιλα, μια δέσμη τα μαντήλια και οι κάλτσες. Άρχισαν το μέτρημα, αλλά η λίστα δεν συμφωνούσε. Η Κεκίνα είχε λαθέψει σελίδα, ήταν μια παλιά λίστα, έπρεπε να αρχίσουν το μέτρημα από την αρχή. Τελικά βγήκε το συμπέρασμα ότι έλλειπε ένα σεντόνι και ότι ένα μαντήλι ανταλλάχτηκε με ξένο. Άρχισε καυγάς μεταξύ της Σουζάνας και της πλύστρας, γιατί η τελευταία ισχυριζόταν πως το σεντόνι δεν το είχε πάρει ποτέ η ίδια και η Σουζάνα επέμενε ότι της το έδωσε με τα ίδια της τα χέρια.

-Είναι γραμμένο; - ρωτούσε η υπηρέτρια, φωνάζοντας, την κυρά της. -Είναι γραμμένο – απαντούσε η Κεκίνα μηχανικά. -Λοιπόν, έπρεπε να είναι εδώ. Η πλύστρα κουνούσε το κεφάλι, χωρίς να έχει πεισθεί. Αυτή δεν έχανε ποτέ

τίποτα. Δούλευε σε τέσσερις οικογένειες και όλοι ήταν ικανοποιημένοι με την ακρίβεια στην παράδοση των πλυμένων. Είχε παραδώσει στις άλλες τρεις, χωρίς να υπάρξει καμία περίσσεια.

-Κοιτάξτε καλά μες στη ντουλάπα, το σεντόνι πρέπει να βρίσκεται εκεί, εγώ δεν το πήρα – συνέχιζε να λέει.

Τελικά, ψάχνοντας καλά, βρήκαν το σεντόνι, τυλιγμένο μέσα στη γκρίζα κουβέρτα που ήταν για σιδέρωμα.

-Πώς έγινε και το γράψατε; - ρώτησε η υπηρέτρια, πληγωμένη, στην κυρά της.

-Δεν ξέρω. Μετά ήρθε η σειρά της ανταλλαγής του μαντιλιού. Η Κεκίνα δεν είχε ποτέ

μαντίλια με το μονόγραμμα R, έλεγε η Σουζάνα. Με μεγάλο κόπο πείστηκε η πλύστρα να πάρει πίσω το μαντίλι, για να ψάξει να δει μήπως ήταν κανενός άλλου, στον οποίο θα έδωσε εκείνο της κυρίας. Εκείνη δεν έχανε ποτέ τίποτα, παράδειγμα το σεντόνι, που ύστερα από τόσο καυγά, βρέθηκε στο σπίτι. Και για το μαντίλι, κάποιο λάθος θα έγινε. Τελικά συμφώνησε να το πάρει πίσω, να δει, δεν ήταν καθόλου σίγουρη, θα ξανάφερνε πίσω εκείνο, που δεν ήταν και άσχημο, μεγάλο μαντίλι, από καλό ύφασμα. Η στιγμή της πληρωμής ήταν η πιο δύσκολη. Σύμφωνα με τη λίστα ο λογαριασμός ήταν τριάντα δύο δεκάρες και η Σουζάνα είχε μόνο εικοσιπέντε. Η πλύστρα, φυσικά, ήθελε όλα τα λεφτά της· έπρεπε ν’ αγοράζει η ίδια το σαπούνι και ήταν να τη λυπάται κανείς, που ήταν υποχρεωμένη να πλένει το χειμώνα, μες στα παγωμένα νερά. Η Κεκίνα άκουγε, χωρίς να επεμβαίνει, ακίνητη, με το βλέμμα απλανές, υπολογίζοντας με το νου της τι ώρα θα έπρεπε να είναι. Κι έτσι, όταν

Page 26: ΜΑΤΙΛΝΤΕ ΣΕΡΑΟ   Η αρετή της Κεκίνας

26

επιτέλους η πλύστρα έφυγε, μουρμουρίζοντας ακόμα, η Σουζάνα παραπονέθηκε στην κυρά της ότι την άφηνε μόνη να βγάλει το φίδι από την τρύπα, ν’ αγωνίζεται για τα συμφέροντα του σπιτιού και στο κάτω της γραφής εκείνη, τη Σουζάνα, δεν θα έπρεπε να την ενδιαφέρει τίποτα, αφού κανένας δεν της το αναγνώριζε, ούτε και το αφεντικό της, και μάλιστα εκείνος λιγότερο απ’ όλους. Η Κεκίνα, χωρίς να της δίνει σημασία, πήγε να δει εάν έβρεχε. Δεν έβρεχε, αλλά είχε κιόλας νυχτώσει και ανάβανε τις λάμπες. Δίστασε για μια στιγμή, έπειτα το αποφάσισε. Δεν πρέπει να ήταν και τόσο αργά, το χειμώνα οι μέρες είναι πολύ μικρές! Μπορούσε ακόμη και τώρα να πάει.

-Θα πάτε μόνη; - ρώτησε η Σουζάνα. -Μόνη. -Τέτοια ώρα; -Δεν είναι αργά. -Μπορεί να μην είναι αργά, αλλά σκοτείνιασε. -Τι πειράζει; Είναι τόσο κοντά η Προπαγκάντα! -Με συγχωρείτε, αλλά δεν αρμόζει καθόλου σε μια τίμια γυναίκα να βαδίζει

στο δρόμο μόνη, τέτοια ώρα. Κυκλοφορούν τόσοι παλιάνθρωποι! Κι ακόμα, είναι τέτοια η ώρα, που μπορεί να σας πάρουν για καμία του δρόμου.

-Όταν κάποια πάει στο δρόμο της, δεν της συμβαίνει τίποτε. -Το ξέρω, αλλά εάν ο γιατρός μάθει πως βγήκατε μόνη, τέτοια ώρα, θα

θυμώσει σίγουρα και θα τα βάλει μαζί μου, γιατί δεν έπρεπε να σας αφήσω να βγείτε έτσι.

-Το υποσχέθηκα στην Ιζολίνα… -Λοιπόν, ας κάνουμε το εξής: θα ντυθώ σ’ ένα λεπτό και θα σας συνοδέψω

εγώ στης κυρίας Ιζολίνας. Όταν είμαστε δύο, δε θα μας πειράξει κανείς, κι έπειτα, ξέρω ν’ απαντάω εγώ στους ξεδιάντροπους.

-Και ποιος θα φροντίσει την κουζίνα; -Όλα είναι έτοιμα. Θα σκεπάσω τη φωτιά με τη στάχτη και είμαι στη διάθεσή

σας. Θα περιμένω στον προθάλαμο, όσο εσείς θα κάνετε την επίσκεψή σας. Θα ξαναπώ τις προσευχές στο κομποσκοίνι, για να μην πιάσω την κουβέντα με την Τερέζα, εκείνη την κακιά γυναίκα, που ο Θεός να σε φυλάει.

Η Κεκίνα, χαμένη, κάθισε στην τραπεζαρία, χωρίς να ξέρει τι να κάνει. Άκουγε τη Σουζάνα να κινείται μέσα στο δωματιάκι της, πέφτοντας επάνω στους τοίχους από τη βιάση της να φορέσει το μαλλοβάμβακο φόρεμά της. Δεν ήταν πια δυνατό να εμποδίσει τη Σουζάνα από το να τη συνοδεύσει. Τώρα έπρεπε να πάει στης Ιζολίνας μέχρι την Προπαγκάντα και να μείνει κάνοντάς της επίσκεψη. Είχε παγιδευτεί, δεν ήταν δυνατόν ν’ απαλλαγεί από τη Σουζάνα. Βγήκαν, τραβώντας πίσω τους την πόρτα. Η Κεκίνα περπατούσε με κόπο, λες και την τραβούσε ο λασπωμένος δρόμος. Μπροστά την εκκλησία του Αγίου Αντρέα η Σουζάνα σταυροκοπήθηκε. Η Ιζολίνα δεν ήταν σπίτι. Η Κεκίνα ανάσανε.

-Καλύτερα έτσι – ψιθύρισε η υπηρέτρια. – Πάμε να φύγουμε. Επέστρεψαν, πάντα σιωπηλές. Στην είσοδο η Μανταλένα σταμάτησε την

Κεκίνα: -Εάν θέλετε την ομπρέλα, ο Νίνο γύρισε από το εργοστάσιο… -Δεν τη χρειάζομαι πια, ευχαριστώ – απάντησε η Κεκίνα πολύ μελιστάλαχτα. -Εξάλλου επάνω, στο σπίτι σας, έχει ανέβει και ο κύριος -Α! – έκανε η άλλη απλά. Δεν βιάστηκε ν’ ανέβει. Ο Τοτό είχε επιστρέψει, άνοιξε με το δικό του κλειδί

και άλλαζε παπούτσια. -Βγήκες με τέτοιον καιρό, Κέκα; -Δεν έβρεχε όταν βγήκα.

Page 27: ΜΑΤΙΛΝΤΕ ΣΕΡΑΟ   Η αρετή της Κεκίνας

27

-Πού πήγες; -Στης Ιζολίνας. -Τι κάνει; -Τίποτα. Δεν ήταν εκεί. -Μπορείς να ξαναπάς. -Βέβαια. -Εγώ ήμουν στο νοσοκομείο. Τίποτα σπουδαίο: μία εξάρθρωση, ένα

σπασμένο πόδι, τίποτα άλλο. Εκμεταλλεύτηκα την ευκαιρία για να πάω μέχρι το Caffè di Roma, ξέρεις, στην οδό Κόρσο, για να δω εάν ήταν εκεί ο μαρκήσιος της Αραγονίας…

-Πήγες με τη βροχή; -Είχα μαζί μου την ομπρέλα. Θυμήθηκα πως ο μαρκήσιος της Αραγονίας μου

είχε πει πως καμιά φορά γευμάτιζε σ’ εκείνο το καφέ. Πήρα έναν καφέ που, φαντάσου, έκανε πέντε δεκάρες και έδωσα για φιλοδώρημα μία επιπλέον στο γκαρσόνι, που στραβομουτσούνιασε. Τελικά δεν τον συνάντησα το μαρκήσιο…

Ακολούθησε σιωπή, εκείνη γδυνόταν αργά και ξαναέβαζε τη ρόμπα της. Όταν ήταν να κουμπώσει τη ζακέτα που φορούσε στο σπίτι, ρώτησε:

-Τι ώρα είναι Τοτό; -Έξι. Έστρεψε για μια στιγμή το πρόσωπό της προς τον τοίχο.

VI

Η Σουζάνα έβγαζε μέσα από ένα μεγάλο κόκκινο βαμβακερό μαντίλι τα ψώνια που είχε κάνει για το γεύμα και έλεγε:

-Αυτά είναι τα χειροποίητα κανελόνια, δύο λίβρες, όπως μου είπατε· αυτές είναι οι σαρδέλες για τηγάνισμα με λάδι, ψίχα ψωμιού και ρίγανη: τις πουλούσαν δεκαέξι λεπτά το κιλό και έπρεπε να βάλω τις φωνές για να μου τις αφήσουν στα δεκατέσσερα· αυτές είναι ντομάτες για τη σάλτσα στα κανελόνια…

-Κι αυτό τι είναι; - ρώτησε η Κεκίνα, που κοίταζε και άκουγε αχτένιστη ακόμα, τόσο ωχρή που λες και είχε κιτρινίσει.

Τότε η Σουζάνα έβγαλε κάτι άσπρο, ένα χαρτί, ένα γράμμα που ήτανε βρεγμένο και λεκιασμένο με κόκκινη σάλτσα καθώς βρισκόταν ανάμεσα στις ντομάτες και στα σκόρδα.

-Είναι ένα γράμμα – είπε η υπηρέτρια – μου το έδωσε ο ταχυδρόμος για σας. Επάνω στο φάκελο από εγγλέζικο χαρτί ήταν γραμμένο: Κυρία Φάνυ

Πριμιτσέριο. Επάνω στο όνομα ακριβώς υπήρχε ένας λεκές και το είχε βρομίσει. Μέσα το γράμμα έγραφε: «Πόσο σκληρή φανήκατε σήμερα! Τι σας έκανα για να με βασανίζετε τόσο; Σας περίμενα με λαχτάρα από τις τρεις έως τις εφτά. Θα έρθετε αύριο; Να είστε καλή μαζί μου, τον δυστυχισμένο. Μου είχατε υποσχεθεί πως θα έρθετε· ελάτε. Θα σας περιμένω πάλι, μόνος, όμορφη ύπαρξη, προορισμένη για τον έρωτα, και θα σας καλώ με πάθος. Ω, μη μ’ αφήνετε μόνο, σας ικετεύω γονατιστός – Ο Ούγκο της Αραγονίας.»

Για μια στιγμή, μετά το διάβασμα, της Κεκίνας της φάνηκε ότι τον είδε γονατιστό μπροστά της, τον όμορφο μαρκήσιο της Αραγονίας, μέσα σ’ εκείνη την υγρή και σκοτεινή κουζίνα και άρχισε να τρέμει ολόκληρη και όλα γύριζαν τριγύρω, σα στρόβιλος: η κατσαρόλα επάνω στη φωτιά, η σχάρα κρεμασμένη στον τοίχο, τα σίδερα του σιδερώματος ακουμπισμένα στην άκρη της καμινάδας του τζακιού - και ο θόρυβος από το βρυσάκι που έτρεχε μέσα στο νεροχύτη, της φάνηκε να είναι μία θύελλα.

Page 28: ΜΑΤΙΛΝΤΕ ΣΕΡΑΟ   Η αρετή της Κεκίνας

28

-Τώρα θα σωριαστώ καταγής - σκέφτηκε και στηρίχθηκε στο τραπέζι. -Κρυώνετε; - είπε η υπηρέτρια, ακούγοντας τα δόντια της να χτυπούν. -Ναι, κρυώνω – ψιθύρισε η κυρά, βάζοντας ενστικτωδώς το γράμμα στην

τσέπη της. -Έξω δεν κάνει πολύ κρύο, φυσάει σιρόκος. Μήπως έχει να κάνει με το

στομάχι σας; Θέλετε να σας τηγανίσω δύο σαρδέλες, στα γρήγορα; -Όχι, όχι – και κατευθύνθηκε αργά προς το δωμάτιό της, έχοντας πάντα το

χέρι στην τσέπη, επάνω στο γράμμα. Για πολλή ώρα όμως δεν τολμούσε να το ξαναδιαβάσει, φοβούμενη μήπως μπει ξαφνικά η Σουζάνα και την πιάσει στα πράσα. Η υπηρέτρια σκούπιζε στην τραπεζαρία και η Κεκίνα φοβόταν μήπως πάρει είδηση ακόμη και το θρόισμα του χαρτιού. Έπειτα της ήρθε μια ιδέα: πήρε το προσευχητάρι, έβαλε μέσα το γράμμα, γύρισε δυο-τρία φύλλα, έπειτα άνοιξε το γράμμα και το διάβασε, σα να διάβαζε σελίδα του προσευχηταρίου. Τι ωραίο γράμμα, με την κορώνα του μαρκήσιου επάνω, πολύ απλό, γραμμένο με τόσο λεπτό γραφικό χαρακτήρα, τόσο αρχοντικό, με μπλε μελάνη στεγνωμένη με χρυσόσκονη! Οι λέξεις επιμηκύνονταν αδύναμα, ηδονικά, πιασμένες χέρι-χέρι, ενωμένες με κάτι λεπτές γραμμούλες και στο κάτω μέρος η μεγαλοπρεπής υπογραφή, καθαρή και πλατιά, λες και ηχούσε, λες και κουδούνιζε. Δυο-τρεις φορές επανέλαβε ψιθυριστά: Ούγκο της Αραγονίας. Έπειτα, απ’ τα γραφόμενά του της φαινόταν να βγαίνει προς τα έξω μια πονεμένη μουσική, που την έκανε να υποφέρει από συμπόνια, σα να τον είχε βρει μία μεγάλη συμφορά. Νόμιζε πως άκουγε από τον ίδιο εκείνες τις μελαγχολικές κουβέντες, να τις προφέρει με μια θλίψη στη φωνή. Δάκρυα της πλημμύριζαν τα μάτια. Στη συνέχεια ηρέμησε σιγά-σιγά και στο μυαλό της έμειναν μόνο οι αριθμοί: την περίμενε από τις τρεις έως τις εφτά.

Ενώ τη χτένιζε η Σουζάνα, σώπαινε, παρά τη συνήθειά της, και η Κεκίνα φοβόταν το κατσούφιασμά της. Τι μπορούσε να σημαίνει;

-Μου έγραψε η Ιζολίνα… - της πέταξε, χωρίς να δώσει σημασία. Η Σουζάνα δεν απάντησε. -Για να μου πει πως χθες δεν ήταν σπίτι, επειδή είχε αρρωστήσει μία θεία της. Και ανάσανε μετά το μπερδεμένο ψέμα. -Θα ήταν καμιά αρσενικιά θεία – μουρμούρισε η θεούσα. Δεν έπαψε όμως να είναι κατσούφα. Μάταια η Κεκίνα τη γυρόφερνε,

κυριευμένη από μιαν ανησυχία που δεν είχε ποτέ μέχρι τότε δοκιμάσει. Η Σουζάνα δεν είχε διάθεση για κουβέντα. Η ανησυχία της Κεκίνας μεγάλωσε: εάν η θεούσα μιλούσε στον Τοτό για το γράμμα, τι θα έκανε εκείνη; Και έσφιγγε το γράμμα μέσα στην τσέπη, ανάμεσα στα δάχτυλά της, σπασμωδικά, σαν να ήθελε να το λιώσει· να το σκίσει όμως δεν είχε το θάρρος. Το διάβασε και τρίτη φορά, ανοίγοντάς το μέσα σ’ ένα συρτάρι του κομό, πάνω σε μια στοίβα από πετσέτες του φαγητού. Ήθελε να το μάθει απ’ έξω και μετά να το καταστρέψει, αλλά μπερδευόταν, οι φράσεις ανακατεύονταν μες στο μυαλό της. Για μια στιγμή σκέφτηκε να το κρύψει κάπου, αλλά πού; Ο Τοτό κάθε τόσο της ζητούσε τα κλειδιά από την ντουλάπα ή το κομό για να πάρει κάτι· το τραπέζι της τραπεζαρίας είχε συρτάρια με ξύλινα πόμολα, χωρίς κλειδαριές και το τραπεζάκι στο σαλόνι δεν είχε συρτάρια. Δεν είχε νόημα, καλύτερα να το κουβαλάει στην τσέπη, ήταν πιο σίγουρο εκεί. Στο γεύμα όμως, με την ανησυχία της όλο να μεγαλώνει, βλέποντας τη Σουζάνα να εξακολουθεί να έχει το θυμωμένο ύφος και να σιωπά πεισματικά, η Κεκίνα έφαγε ελάχιστα. Κάθε τόσο, νευρική, έβαζε το χέρι στην τσέπη για να το αγγίξει, για να βεβαιωθεί εάν ήταν εκεί το γράμμα και δεν έβγαλε ποτέ το μαντίλι από φόβο μήπως άθελά της βγάλει μαζί και το γράμμα. Η υπηρέτρια αυτή τη φορά δε μίλησε και ο Τοτό δεν τσακώθηκε, ως εκ θαύματος. Ήταν κουρασμένος, σαν αχθοφόρος που μετέφερε δέματα στο μόλο και

Page 29: ΜΑΤΙΛΝΤΕ ΣΕΡΑΟ   Η αρετή της Κεκίνας

29

μετά το γεύμα αποκοιμήθηκε αμέσως επάνω στο κρεβάτι, ντυμένος, τυλιγμένος στο παλιό σάλι, και ροχάλιζε ξεφυσώντας σα φυσερό. Χρειάστηκε να κάνουν τέσσερις απόπειρες για να τον ξυπνήσουν, στις τρεις και μισή. Μουρμούριζε, ξερόβηχε, έφτυνε, επειδή το στόμα του ήταν πικρό και είχε πονοκέφαλο.

-Θα ξαναπάς στης Ιζολίνας σήμερα; -Ναι – είπε εκείνη αποφασιστικά. Την ώρα όμως που ντυνόταν, κι ενώ είχε φύγει ο σύζυγος, την Κεκίνα άρχισε

πάλι να τη βασανίζει η σκέψη της Σουζάνας. Να είχε άραγε υποπτευθεί κάτι; Αυτό δα έλειπε. Σταματούσε να κουμπώνει το φουστάνι της, εξαντλημένη, δύσπιστη. Η θλιμμένη όμως μουσική, κρυμμένη μέσα στα λόγια που της έγραφε ο μαρκήσιος, της άγγιζε κάποιες χορδές της καρδιάς, οι οποίες την έκαναν να συνέρχεται και να επιταχύνει το ντύσιμό της.

-Γεια σου, Σουζάνα. -Γεια σας – είπε εκείνη απότομα. Και δεν πρόσθεσε, Ο Θεός μαζί σας, όπως έκανε πάντα. Η Κεκίνα τρόμαξε

πάλι στις σκάλες, αλλά το φως, ο ελεύθερος δρόμος που ανοιγόταν μπροστά της την ενθάρρυναν κι έτσι ανηφόρισε αργά προς το Νατζαρένο. Ήταν νωρίς, δεν έπρεπε να πάει τόσο νωρίς. Όταν όμως βρέθηκε μπροστά στο χαρτοπωλείο της πλατείας Τρέβι, πάγωσε από το φόβο της. Είχε αφήσει το γράμμα του μαρκήσιου της Αραγονίας στην τσέπη της ρόμπας της και η Σουζάνα ήξερα να διαβάζει και χειρόγραφα. Έψαξε στην τσέπη της, μηχανικά, δυο-τρεις φορές, παρακαλώντας το Θεό να τη βοηθήσει να το ξαναβρεί, λες και μπορούσε να γίνει κάποιο θαύμα. Και συνεχίζοντας να ψάχνει επέστρεφε στο σπίτι της, μονολογώντας:

-Παναγία μου, κάνε να μην το έχει διαβάσει! Παναγία μου, βοήθησέ με! Της φάνηκε αιώνας η επιστροφή και προσευχόταν μέσα της. -Άνοιξε, Σουζάνα, εγώ είμαι! -Α, εσείς είστε – είπε εκείνη ξερά. Η μοίρα το θέλησε να έχει κρεμασμένη στο μπράτσο της τη ρόμπα ακριβώς.

Η Κεκίνα στεκόταν αποσβολωμένη. -Γύρισα – είπε αμέσως – επειδή ξέχασα το γράμμα της Ιζολίνας. Υπήρχε μέσα

γραμμένο κάτι σημαντικό που θα έπρεπε να μου εξηγήσει. Είναι στην τσέπη το γράμμα;

Η Σουζάνα της έδωσε τη ρόμπα. -Τη βούρτσιζα – είπε. Η Κεκίνα πήρε το γράμμα, χωρίς να το ανοίξει, και έφυγε, ενώ το μυαλό της

το βασάνιζε η σκέψη: το διάβασε ή δεν το διάβασε; Στο δρόμο, ενώ έστριβε πάλι προς το Νατζαρένο, έριξε μια ματιά στο παράθυρο του σπιτιού της: η Σουζάνα βρισκόταν εκεί και την κοίταζε.

-Θεέ μου! – σκέφτηκε η Κεκίνα – με είδε τώρα που δεν έστριψα για τον Άγιο Αντρέα.

Συνέχισε όμως την πορεία της, μη μπορώντας να κάνει τίποτα άλλο, με τη βούλησή της να έχει παραλύσει από την υποψία ότι η Σουζάνα είχε διαβάσει το γράμμα. Στο Σαν Βιντσέντσο ένας κύριος τη σταμάτησε:

-Κυρα-Κέκα, τι σύμπτωση! Πού πηγαίνετε; Ήταν ο Αλεσάντρο Ποντακίνι, ένας οικογενειακός φίλος που είχε ένα μικρό

καπνοπωλείο. -Πάω εδώ, κυρ-Σάντρο – είπε εκείνη ταραγμένη από την αναπάντεχη στάση –

εδώ… σε μια δουλειά… -Έχετε δουλειές κι εσείς, κυρα-Κέκα; Θα το πω στον κυρ-Τοτό, να προσέχει –

είπε ο άλλος με τη μοχθηρία που χαρακτηρίζει τους κατοίκους της Ρώμης.

Page 30: ΜΑΤΙΛΝΤΕ ΣΕΡΑΟ   Η αρετή της Κεκίνας

30

Εκείνη χαμογέλασε αμυδρά. -Πάω στο βαφείο – εξήγησε – στο βαφείο στην οδό Σαν Μαρτσέλο, για ένα

φόρεμα… -Πάντα ακριβής, πάντα καλή η κυρα-Κέκα. Λίγες τέτοιες γυναίκες! Γι’ αυτό

κι εγώ δεν παντρεύομαι. Όταν το αποφάσισα ήταν πλέον αργά, κυρα-Κέκα μου, και ο κυρ-Τοτό με πρόλαβε – είπε και γέλασε.

Εκείνη απόμεινε αμήχανη, χωρίς να απαντήσει. -Κανένα απόγευμα, όταν θα μπορέσω ν’ αφήσω στο πόδι μου τον Τσέντσο,

τον ανιψιό μου, θα έρθω στο σπίτι σας να τα πούμε λίγο. Εγώ θα βάλω τα ψητά κάστανα κι εσείς το άσπρο κρασί, κυρα-Κέκα. Σύμφωνοι;

-Σύμφωνοι. -Πείτε το στον Τοτό, στον τυχερό κατεργάρη, και να μου τον χαιρετίσετε. Εκείνη ξαναπήρε το δρόμο, πιο ταραγμένη από πριν. Προστέθηκε τώρα και ο

κυρ-Σάντρο που θα τους επισκεπτόταν, που θα μιλούσε, που θα τα εξιστορούσε όλα, που θα ξαναστειευόταν – και η Σουζάνα, στο σπίτι, που ίσως είχε διαβάσει το γράμμα και την είδε από το παράθυρο να στρίβει προς το Νατζαρένο, αντί προς τον Άγιο Αντρέα. Και ποιος ξέρει στο δρόμο πόσοι γνωστοί θα τη συναντούσαν και θα την πρόσεχαν, χωρίς εκείνη να το πάρει είδηση! Και εάν εκείνος ο συνάδελφος του Τοτό, στο Σάντο Σπίριτο, την είχε δει και πήγαινε να του το πει αμέσως στο νοσοκομείο, και ο Τοτό καχύποπτος, πήγαινε στης Ιζολίνας και δεν εύρισκε εκεί την Κεκίνα; Και, μη βρίσκοντάς την εκεί, πήγαινε σπίτι και η Σουζάνα του τα έλεγε όλα: για το γράμμα, που γύρισε πίσω, που ξαναβγήκε, για τη διαφορετική κατεύθυνση που πήρε; Παρόλα αυτά προχωρούσε, προχωρούσε πάντα, χωρίς να βλέπει κανένα.

-Πού πας; - ρώτησε μια γνωστή φωνή. Ήταν η Ιζολίνα. Στεκόταν κοντά στην μπυραρία του θεάτρου Κουιρίνο,

ακουμπισμένη στο ξύλινο κάγκελο, κακοντυμένη, με ένα παλιό καπέλο και με γάντια μανταρισμένα.

-Πού πας, Κεκίνα μου; -Πήγαινα σπίτι σου… - ψιθύρισε η Κεκίνα, μην ξέροντας τι άλλο να πει,

χαμένη εξαιτίας της νέας συνάντησης. -Σπίτι μου; Και πηγαίνεις από εδώ; Πώς σου ’ρθε; Τι σου συμβαίνει, χρυσή

μου; Μήπως δεν αισθάνεσαι καλά; Την πήρε από το χέρι και την τράβηξε στην είσοδο του μεγάλου κτιρίου της

Σιάρα, που χτιζόταν ακόμη, όπου πηγαινοέρχονταν οι χτίστες, ανάμεσα σε σωρούς από μπάζα και δοκάρια που έκλειναν το πέρασμα.

_Δεν έχω τίποτα, δεν έχω τίποτα – απάντησε η Κεκίνα, ενώ προσπαθούσε να συνέλθει – αλλά εδώ και μερικές μέρες έχω κάτι ενοχλήσεις, δεν ξέρω γιατί…

-Μπορεί να είσαι έγκυος, Κέκα μου. -Τι λες τώρα! Δεν ξέρω τι είναι… με πιάνει κάθε τόσο. -Αχ, καλή μου, εγώ θα έπρεπε να βρίσκομαι στο κρεβάτι, τόσο άσχημα που

αισθάνομαι. Τι παλιοζωή είναι αυτή! Πόσες στενοχώριες πρέπει να περάσουμε! Εάν ήξερες, εάν ήξερες… εκείνος ο άθλιος ο Τζιόρτζιο, ο έρωτάς μου, τι μου κάνει…

-Τι σου κάνει; -Απίστευτα πράγματα, Κέκα μου, πράγματα που με κάνουν να κλαίω, μέχρι

που στέρεψαν τα δάκρυά μου. Ούτε λίγο, ούτε πολύ, απ’ ό,τι ξέρω, σίγουρα, κάνει κόρτε εδώ, σε κάποια από αυτές τις γκαρσόνες, αυτές τις νεαρές της μπυραρίας, μια καστανή, και όλα τα βράδια τα περνάει εδώ πίνοντας μπύρες και ποντσίνι και δίνει και ένα φράγκο φιλοδώρημα, καταλαβαίνεις; για να την ρίξει. Το γουρούνι, τον βρομιάρη!

-Μα είσαι σίγουρη;

Page 31: ΜΑΤΙΛΝΤΕ ΣΕΡΑΟ   Η αρετή της Κεκίνας

31

-Πώς δεν είμαι; Αφού αυτός που μου το είπε δεν μπορεί να λέει ψέματα· είναι ένας τόσο καλός και συμπαθητικός νεαρός, ένας φοιτητής της φιλοσοφικής, που γράφει και ποιήματα και τα δημοσιεύει σε μια κυριακάτικη εφημεριδούλα και μένει δίπλα μας. Είναι τόσο καλός, έρχεται εδώ τα βράδια για να κάνει κάτι μελέτες που θα τις βάλει μετά στα βιβλία του και αυτός είναι που μου μίλησε για την προστυχιά του Τζιόρτζιο…

-Κι εσύ τον πίστεψες; -Θα το ήθελα πολύ να μην τον πιστέψω, χρυσή μου, αλλά ο Τζιόρτζιο ήταν

πάντα ένας αχάριστος! Βέβαια, ένας περαστικός σαν τους στρατιωτικούς, όπως λένε. Τώρα, σήμερα, από πείσμα δεν πάω να τον συναντήσω και πέρασα από εδώ, μπροστά από την μπυραρία, για να δω εάν μπορώ να τη διακρίνω αυτή τη γκαρσόνα, που θα είναι πολύ μακιγιαρισμένη, φαντάζομαι. Δεν μπόρεσα όμως να δω τίποτα· είναι πολύ μακριά και τα τζάμια αντανακλούν. Όμως εδώ πέρα κάνει κρύο. Πάμε, θα σε συνοδέψω, θα σου πω τα υπόλοιπα στο δρόμο.

-Όχι- είπε η Κεκίνα. -Δεν θέλεις να σε συνοδέψω; -Όχι. -Α! – έκανε μόνο η άλλη. Οι φλόγες της ντροπής έκαιγαν τα μάγουλα της Κεκίνας: η φωνή πνιγόταν

στο λαρύγγι της. -Θα βιάζεσαι, ε; - ξαναείπε αργά η Ιζολίνα. -Ναι. -Είναι η πρώτη φορά που πας εκεί; -Ναι. -Και είναι ωραίος ο νεαρός; -Ναι. Στέκονταν η μία πλάι στην άλλη, στη γωνία της οδού Αρκέτο,

παραμερίζοντας κάθε τόσο για να περάσουν τα κάρα με τις πέτρες και τα τούβλα, που πηγαινοέρχονταν συνέχεια.

-Μπράβο Κεκίνα! Και να μη μου πεις τίποτα! Φαίνεται πως δεν μ’ αγαπάς, έτσι είναι, δεν με εμπιστεύεσαι, ενώ εγώ πάντα σου τα έλεγα όλα, φαίνεται καθαρά πως είσαι μια μεγάλη υποκρίτρια…

-Αχ, Ιζολίνα! -Βέβαια, είναι θέμα χαρακτήρα, δεν σε αδικώ· όταν αγαπά κανείς, φοβάται. Κι

όμως, θα μπορούσα να σε βοηθήσω, να σου δώσω καμία συμβουλή. Πού μένει; -Εδώ… εδώ κοντά… -Πού; -Στην οδό των Αγίων Αποστόλων. -Άσχημος δρόμος, επικίνδυνος, πολύ κοντά στην οδό Κόρσο – παρατήρησε η

Ιζολίνα, με τον αέρα της έμπειρης – πες του ν’ αλλάξει σπίτι, να νοικιάσει δωμάτιο στις αριστοκρατικές συνοικίες, είναι καλύτερα …

-Εκείνος δεν πάει στις αριστοκρατικές συνοικίες, να κλειστεί σ’ ένα δωμάτιο, είναι κύριος, είναι μαρκήσιος…

-Μαρκήσιος; Τι μαρκήσιος; -Ο μαρκήσιος της Αραγονίας – και περισσότερο αναστέναξε παρά το

πρόφερε. -Της Αραγονίας; Άκουσα να μιλάνε γι’ αυτόν, ένας άρχοντας. Θα σου έκανε

σπουδαία δώρα, ε; Ένα βραχιόλι μήπως; -Όχι, μου έστειλε λουλούδια. -Θα σου έγραψε ωραιότατα γράμματα, έτσι δεν είναι;

Page 32: ΜΑΤΙΛΝΤΕ ΣΕΡΑΟ   Η αρετή της Κεκίνας

32

-Ένα μόνο. -Το έχεις στην τσέπη, φυσικά. Δείξ’ το μου. Και η Κεκίνα της το έδειξε. Όπως πάντα, υπέκυπτε στη θέληση όποιου

βρισκόταν σιμά της. -Είναι ωραιότατο. Είσαι τυχερή, Κεκίνα μου, που σ’ αγαπούν. Το σιγανό

ποταμάκι που δεν έλεγε τίποτα! -Σου τα είπα όλα. -Πήγαινε, χρυσή μου, πήγαινε και ο Θεός μαζί σου. Σου συνιστώ να είσαι

φρόνιμη, γιατί είσαι καινούρια σ’ αυτά τα πράγματα, το παραμικρό μπορεί να σε προδώσει, δεν ξέρεις σε τι κινδύνους πας να μπλέξεις, προχώρα προσεκτικά. Εγώ ξέρω τι πράγμα είναι, τι χτυποκάρδια έχω τραβήξει! Πήγαινε, μη σε καθυστερώ, τυχερή. Εάν δω τον Τοτό, θα του πω πως ήμασταν δυο ώρες μαζί. Δυο ώρες είναι αρκετές, ε; Μήπως… χρειάζεται να μείνεις περισσότερο;

-Αχ, Ιζολίνα! -Μη σκανδαλίζεσαι, δεν κάνεις τίποτε κακό. Δώσε μου ένα φιλάκι, χρυσή

μου, είμαστε κάτι παραπάνω από φίλες, τώρα είμαστε αδελφές. Και έφυγε παίρνοντας την οδό των Παρθένων, με το πηδηχτό της βήμα σαν

άμυαλου πουλιού. Η Κεκίνα περπατούσε αργά και ένιωθε ακόμα ταπεινωμένη από την ντροπή της, που αναγκάστηκε να τα πει όλα. Τώρα της φαινόταν πως είχαν όλα τελειώσει, αφού μια άλλη το ήξερε, αφού η ίδια έδειξε αδυναμία και πρόφερε το όνομά του. Όταν έστριψε στην οδό των Αγίων Αποστόλων, έριξε μια ματιά στην εκκλησία και περνώντας από μπροστά, έσπρωξε την καγκελόπορτα· ήταν κλειστή. Μπροστά στο μέγαρο Οντεσκάλκι στεκόταν ένα αμάξι με οικόσημο. Ήταν άδειο, κάποιον περίμενε. Κατόπιν, στο άλλο πεζοδρόμιο η Κεκίνα είδε την αψίδα και μετά την αψίδα δύο μαγαζιά και στη συνέχεια το πορτάκι με ένα σκαλάκι. Στο κατώφλι όμως, κλείνοντας τη μισή είσοδο, ακουμπισμένος στον τοίχο, βρισκόταν ο θυρωρός, ένα άνθρωπος ψηλός και χοντρός, με χυδαίο πρόσωπο τριχωτό με γκρίζες τρίχες, με ένα κόκκινο μαντίλι δεμένο στο λαιμό και μια τραγιάσκα, που τη φορούσε λίγο στραβά. Κάπνιζε πίπα και κοίταζε τριγύρω. Ξαφνικά, η Κεκίνα σταμάτησε στο απέναντι πεζοδρόμιο, χωρίς να μπορεί να διασχίσει το δρόμο. Για να μπει στο πορτάκι, έπρεπε να ζητήσει την άδεια από το θυρωρό, να τον ρωτήσει εάν ο μαρκήσιος της Αραγονίας ήταν επάνω και μετά να περάσει. Έβαλε όλα της τα δυνατά γι’ αυτή την απόπειρα, αλλά στα μισά του δρόμου σταμάτησε πάλι. Ο θυρωρός είχε ένα απαίσιο και άγριο πρόσωπο, μια από εκείνες τις αναιδείς φάτσες που αποθαρρύνουν τους δειλούς ανθρώπους. Έφτασε μέχρι το μαγαζί του ταπετσιέρη Ρεάντα, προσπαθώντας να πάρει θάρρος και διέσχισε το δρόμο. Πέρασε μπροστά από το πορτάκι χωρίς να σηκώσει τα μάτια στον θυρωρό. Είδε, ωστόσο, να την κοιτάζει ξεδιάντροπα. Ξαναπήγε μέχρι την εκκλησία και έστρεψε να δει τα παράθυρα, με απογοήτευση, σα να ζητούσε βοήθεια. Τα πράσινα παραθυρόφυλλα ήτανε κλειστά, ο μαρκήσιος το είχε πει ότι του άρεσε το ημίφως. Ξαναέκανε το δρόμο από το μέγαρο Οντεσκάλκι μέχρι το καφέ, στη γωνία της οδού Νατσιονάλε, ξαναπερνώντας αργά μπροστά από το πορτάκι. Ο θυρωρός κοίταζε ένα δελτίο του λόττο με οργίλο ύφος, αλλά δεν έλεγε να κουνήσει από τη θέση του. Εκείνη δεν μπήκε. Για τρίτη φορά, πηγαίνοντας προς το μέγαρο Οντεσκάλκι, ξαναπέρασε. Εκείνος γέμιζε αργά την πίπα πιέζοντας τον καπνό με τον αντίχειρα – δεν το κουνούσε από το κατώφλι.

Τότε η Κεκίνα έσκυψε το κεφάλι και γύρισε σπίτι παραιτούμενη.

Ρώμη, Δεκέμβριος 1883

Page 33: ΜΑΤΙΛΝΤΕ ΣΕΡΑΟ   Η αρετή της Κεκίνας

33

Σύντομη βιογραφία

Η Ματίλντε Σεράο μαζί με την Γκράτσια Ντελέντα (βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας 1926) αποτελούν τις σημαντικότερες γυναικείες παρουσίες στα ιταλικά γράμματα μεταξύ του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα. Το έργο και των δύο εντάσσεται στα πλαίσια του βερισμού (η ιταλική εκδοχή του ρεαλισμού) που εκείνη την εποχή αποτελούσε το κυρίαρχο λογοτεχνικό ρεύμα στην Ιταλία. Η Σεράο γεννήθηκε στις 7 Μαρτίου 1856 στην Πάτρα από πατέρα Ιταλό και μητέρα Ελληνίδα. Ο πατέρας της ήταν δικηγόρος και δημοσιογράφος και, κυνηγημένος από τους Βουρβόνους της Νάπολης για τα δημοκρατικά του φρονήματα, κατέφυγε το 1848 στην Πάτρα, όπου γνώρισε και παντρεύτηκε την Παολίνα Μπορέλη, από οικογένεια ξεπεσμένων ευγενών.

Το 1861, με την ενοποίηση της Ιταλίας και την πτώση των Βουρβόνων, η οικογένεια επέστρεψε στη Νάπολη, όπου ο πατέρας άρχισε να δουλεύει ως δημοσιογράφος. Η Σεράο μέχρι την ηλικία των δεκαπέντε ετών ήταν εντελώς αναλφάβητη, παρά τις προσπάθειες που κατέβαλε η μητέρα της να τη μορφώσει. Από τα δεκαπέντε της χρόνια κι έπειτα και σε σύντομο χρονικό διάστημα όχι μόνο κάλυψε το κενό, αλλά κατόρθωσε να πάρει και το πτυχίο της δασκάλας. Προσπαθώντας να συμβάλει κι εκείνη στα πενιχρά οικονομικά της οικογένειας έπιασε δουλειά στους Κρατικούς Τηλέγραφους, αλλά παράλληλα άρχισε να γράφει και να στέλνει κείμενά της σε εφημερίδες της Νάπολης με το ψευδώνυμο Tuffolina. Στην ηλικία των 22 ετών έγραψε την πρώτη της νουβέλα Opale και την έστειλε για δημοσίευση στην εφημερίδα Corriere del Mattino. Από τότε συνέχισε να γράφει ανελλιπώς με στόχο την κοινωνική και πνευματική της ανέλιξη. Σε ηλικία 26 ετών (1882) πήγε στη Ρώμη όπου συνεργάστηκε με το περιοδικό Capitan Fracassa. Γράφει τα πάντα: από κοινωνικά σχόλια μέχρι λογοτεχνική κριτική. Το 1885 γνώρισε και παντρεύτηκε τον ποιητή, δημοσιογράφο και συγγραφέα Εντοάρντο Σκαρφόλιο, του οποίου μάλιστα η κριτική στα πρωτόλεια έργα της συγγραφέως υπήρξε αρνητική. Μαζί του απέκτησε τέσσερις γιούς, χωρίς ωστόσο να πάψει να γράφει. Το 1885 ίδρυσε με το σύζυγό της την εφημερίδα Corriere di Roma. Η δημοσιογραφία έπαιξε σπουδαίο ρόλο στη ζωή

Page 34: ΜΑΤΙΛΝΤΕ ΣΕΡΑΟ   Η αρετή της Κεκίνας

34

της Σεράο, ασχολήθηκε με αυτήν με πάθος και επιπλέον αποτέλεσε πηγή αστείρευτη ερεθισμάτων για το λογοτεχνικό της έργο. Υπήρξε, εξ άλλου, η πρώτη γυναίκα στην Ιταλία που ίδρυσε εφημερίδα. Όταν η οικογένεια επέστρεψε στη Νάπολη το ζεύγος ίδρυσε το 1892 την εφημερίδα Il Mattino. Με την πάροδο του χρόνου όμως άρχισαν να συγκεντρώνονται νέφη επάνω από τη συζυγική ζωή της Σεράο και όταν η ερωμένη του συζύγου της αυτοκτόνησε μπρος στην πόρτα του σπιτιού της, αφήνοντας εκεί ένα έκθετο κοριτσάκι, η συγγραφέας εγκατέλειψε τον Σκαρφόλιο και υιοθέτησε το μωρό στο οποίο έδωσε το όνομα της μητέρας της. Παράλληλα έπαψε να συνεργάζεται με την εφημερίδα Il Mattino, που έμεινε στα χέρια του συζύγου της. Το 1903 γνώρισε το δικηγόρο και δημοσιογράφο Τζουζέπε Νατάλε, τον οποίο παντρεύτηκε μετά το θάνατο του συζύγου της. Μετά την αποχώρησή της από την εφημερίδα Il Mattino, ίδρυσε στη Νάπολη ένα δικό της φύλλο, Il Giorno, το οποίο διηύθυνε μέχρι το θάνατό της, ο οποίος επήλθε την ώρα που έγραφε. Το ημερολόγιο έδειχνε 25 Ιουλίου 1927. Η θεματολογία των έργων της Σεράο έχει να κάνει με την καθημερινότητα, την οποία η συγγραφέας περιγράφει με ρεαλιστικό και γλαφυρό τρόπο, στα πρότυπα του βερισμού, του κυρίαρχου εκείνη την εποχή λογοτεχνικού ρεύματος στην Ιταλία, με μέγιστο εκπρόσωπο τον Τζιοβάνι Βέργκα. Οι τύποι των ανθρώπων, οι μεταξύ τους σχέσεις, τα πάθη και οι αγωνίες τους, ο περίγυρός τους δίνονται με κάθε λεπτομέρεια. Ο κόσμος των μυθιστορημάτων της είναι οι μικροαστοί και οι προλετάριοι της Ιταλίας, των αρχών του 20ου αιώνα. Όπως είπαμε ήδη, η μακροχρόνια ενασχόλησή της με τη δημοσιογραφία σημάδεψε τη ζωή της, αλλά ταυτόχρονα της άνοιξε δρόμους και για τη λογοτεχνική της δημιουργία, γιατί την έφερε πιο κοντά στην πραγματικότητα, την έκανε να γνωρίσει καλύτερα τους ανθρώπους και τις αιτίες που προκαλούν τις συμπεριφορές τους. Και είναι ακριβώς ο ανθρώπινος περίγυρος με τις αλληλεξαρτήσεις του, που συνθέτει τον καμβά επάνω στον οποίο εκτυλίσσεται ο μύθος και κινούνται οι πρωταγωνιστές του δράματος. Υπ’ αυτή την έννοια Η αρετή της Κεκίνας είναι μία από τις χαρακτηριστικότερες νουβέλες της Σεράο, παρόλο που η θεματολογία της περιστρέφεται γύρω από το πρόβλημα της (παρ’ ολίγον) μοιχείας, ένα κοινωνικό πρόβλημα που έχει έντονα απασχολήσει την ιταλική λογοτεχνία, και όχι μόνο την εποχή του βερισμού, όπως θα περίμενε κανείς σε μια χώρα όπου μέχρι πριν μερικά χρόνια ακόμη ήταν απαγορευμένο το διαζύγιο.

Χρίστος Αλεξανδρίδης

Page 35: ΜΑΤΙΛΝΤΕ ΣΕΡΑΟ   Η αρετή της Κεκίνας

35