Ο Μικρός Ήρως

116

Transcript of Ο Μικρός Ήρως

Page 1: Ο Μικρός Ήρως
Page 2: Ο Μικρός Ήρως
Page 3: Ο Μικρός Ήρως
Page 4: Ο Μικρός Ήρως
Page 5: Ο Μικρός Ήρως
Page 6: Ο Μικρός Ήρως
Page 7: Ο Μικρός Ήρως
Page 8: Ο Μικρός Ήρως

ΤΕΥΧΟΣ 11

Το Παιδί - Φάντασµα!

ΤΗΝ τελευταία στιγµή όµως, καθώς το κλοµπ σκίζει τον αέρα για να τον χτυπήσει, ο Γιώργος αντιλαµβάνεται ενστικτωδώς τον κίνδυνο που διατρέχει και µ' ένα πήδηµα βρίσκεται όρθιος, γέρνοντας ταυτόχρονα προς τα πλάγια.

Το κλοµπ περνά µισή σπιθαµή από το κεφάλι του, χωρίς να τον χτυπήσει.

Από το στόµα του Γερµανού βγαίνει µια βλαστήµια:

—Προδότη!, γρυλλίζει. Καλά το είχα υποψιαστεί πως δεν ήσουν ο πραγµατικός Φριτς Ούλσεν! Είσαι το Παιδί - Φάντασµα και θα πεθάνεις απόψε για τις συµφορές που έχεις προκαλέσει στη Γερµανία!

Το χέρι του παιδιού κινείται προς το πιστόλι που κρέµεται από τη ζώνη του. Μα ο Γερµανός που δεν είναι άλλος από τον συνταγµατάρχη Μπέριγκ, τον αρχηγό της µυστικής υπηρεσίας, προλαβαίνει και τον χτυπάει µε το κλοµπ στο µπράτσο, παραλύοντας του το χέρι!

—Θα πεθάνεις απόψε!, γρυλλίζει πάλι. Τώρα καταλαβαίνω ποιος βοήθησε τον Πράκτορα 13 να δραπετεύσει και ποιος σκότωσε τον επιλοχία µου! θα...

Το κλοµπ ανυψώνεται πάλι για να χτυπήσει ξανά, µα αυτή τη φορά το Παιδί - Φάντασµα αντιδρά κεραυνοβόλα.

Καθώς το κλοµπ κατεβαίνει, αυτός τραβάει προς τα πίσω το κεφάλι του και τεντώνει απότοµα προς τα εµπρός το δεξιό πόδι του. Η µπότα του χτυπάει το Γερµανό στο πόδι, ακριβώς κάτω από το γόνατο.

Μια κραυγή πόνου βγαίνει από το στήθος του αρχηγού της µυστικής υπηρεσίας. Το κλοµπ ξεφεύγει από τα δάχτυλα του και πέφτει χάµω Το κορµί του διπλώνεται στα δυο και τα χέρια του πιάνουν το πονεµένο του πόδι

Ο Γιώργος αρπάζει γοργά το κλοµπ και, πριν ο Γερµανός βρει τον καιρό να συνέλθει, τον χτυπάει µ' αυτό στο κεφάλι.

Ο συνταγµατάρχης Μπέριγκ σωριάζεται χάµω αναίσθητος.

Το Παιδί - Φάντασµα κινείται γοργά. Σε λίγες στιγµές, όλοι οι άντρες που κοιµούνται µέσα στο κτίριο θα ξεσηκωθούν από τους κρότους της πάλης και τότε θα είναι πολύ αργά για να ξεφύγει.

Τρέχει στο τραπέζι και αποτελειώνει τη φωτογράφηση των καταλόγων, ενώ τα στηµένα αυτιά του συλλαµβάνουν τους πρώτους ήχους, που φανερώνουν ότι το κτίριο έχει αναστατωθεί.

Βγάζει τώρα το φιλµ από τη φωτογραφική µηχανή, το διπλώνει και το χώνει στην τσέπη του.

Τραβάει το πιστόλι του και κινείται προς την έξοδο.

Την Ίδια στιγµή στο άνοιγµα της πόρτας διαγράφεται η σιλουέτα ενός γιγαντόσωµου Γερµανού. Είναι ο νέος επιλοχίας που είχε αντικαταστήσει εκείνον που είχε σκοτώσει ο Γιώργος.

Ο επιλοχίας, που είναι γνωστός σαν ένας από τους πιο τροµερούς βασανιστές αθώων Ελλήνων, µόλις αντικρίζει τον πεσµένο συνταγµατάρχη του, στρέφει το αυτόµατο που κρατάει προς το παιδί.

Page 9: Ο Μικρός Ήρως

Μα δεν προλαβαίνει να πυροβολήσει.

Το Παιδί - Φάντασµα πιέζει τη σκανδάλη. Ένας ξερός κρότος αντηχεί και ο γιγαντόσωµος Γερµανός σωριάζεται χάµω. ∆εν πρόκειται να βασανίσει πια άλλους Έλληνες!

Μ' ένα πήδηµα, ο Πράκτορας - Ελλάς περνάει πάνω από το κορµί του και βγαίνει στο διάδροµο.

Στο βάθος του διαδρόµου ένας Γερµανός στρατιώτης σηκώνει το όπλο του εναντίον του. Μια σύσπαση του δαχτύλου του Γιώργου και πηγαίνει κι αυτός να ταξιδέψει για τον άλλο κόσµο, µαζί µε τον επιλοχία του.

Το ηρωικό Ελληνόπουλο συνεχίζει το τρέξιµο. Φτάνει στο χολ της εξόδου. Εκεί δυο φρουροί περιµένουν µε τα όπλα τους έτοιµα. Πιέζουν τις σκανδάλες!

∆υο σφαίρες ξεκινούν προς το στήθος του παιδιού. Μα χτυπούν µόνο τον άδειο αέρα, γιατί το Παιδί - Φάντασµα, µε µια κίνηση αίλουρου έχει πέσει µπρούµυτα στο µεταξύ!

Το πιστόλι του απαντάει δυο φορές στους πυροβολισµούς των φρουρών. ∆υο εκπυρσοκροτήσεις αντηχούν και οι Γερµανοί κάνουν βαθιές υποκλίσεις για να µη σηκωθούν ποτέ πια!

Ενώ πίσω του, µέσα στο µεγάλο κτίριο, αντηχούν ποδοβολητά και κραυγές, το Παιδί - Φάντασµα ανοίγει την πόρτα και βγαίνει ορµητικά στο δρόµο.

Το βάζει στα πόδια και χάνεται µέσα στο σκοτάδι της νύχτας. Χάνεται σαν ένα αληθινό Φάντασµα!...

«Πρέπει να δράσουµε απόψε!»

ΣΤΟ σπίτι του «Κεραυνού», του πατέρα της µικρής Κατερίνας, κοιµούνται όλοι, όταν, ξαφνικά, δυνατά χτυπήµατα αντηχούν στην πόρτα.

Η κυρία Ουρανία, η αδελφή του «Κεραυνού», ξυπνάει πρώτη και πηγαίνει να δει από τις γρύλλιες ενός παραθύρου. Το αίµα της παγώνει. Ένας Γερµανός! Και µάλιστα αξιωµατικός!

Τρέµοντας πηγαίνει και ξυπνάει τους άλλους.

—Ένας Γερµανός αξιωµατικός!, ψιθυρίζει στον «Κεραυνό». Θεέ µου! Πάλι τα ίδια θάχουµε!

Χωρίς να µιλήσει ο «Κεραυνός», πηγαίνει σε µια γωνιά του σαλονιού, ανασηκώνει µια σανίδα του πατώµατος και βγάζει από µια κρύπτη όπλα που τα µοιράζει στους άλλους.

—Πρέπει να αντισταθούµε!, λέει. ∆εν πρέπει να πέσουµε στα χέρια των χιτλερικών! Θα µας βασανίσουν και θα µας σκοτώσουν!

Page 10: Ο Μικρός Ήρως

Ο Σπίθας, το αδιάκοπα πεινασµένο παιδί, λέει γκρινιάρικα:

—Θα τους κανονίσω εγώ τους παλιογερµαναράδες! Με ξύπνησαν απάνω που έβλεπα πως ήµουν καθισµένος σ' ένα τραπέζι κι έτρωγα ένα... ψητό αρνί! Μ' έκοψαν απάνω στη γλύκα πριν προλάβω να φάω µια µπουκιά! Θα µου το πληρώσουν αυτό!

Είναι έξω φρενών. Τα µάτια του πετούν σπίθες και το πρόσωπο του είναι κατακόκκινο από θυµό.

Τα χτυπήµατα ακούγονται πάλι στην πόρτα.

—Τώρα θα σας δείξω εγώ, γερµανικά γουρούνια!, γρυλλίζει.

Και, πριν οι άλλοι προλάβουν να τον εµποδίσουν, τρέχει στην πόρτα και την ανοίγει, προτείνοντας το πιστόλι του!

Μια κραυγή έκπληξης και χαράς ξεπηδάει από το λαρύγγι του. Μπροστά του, ντυµένος µε στολή Γερµανού ανθυπολοχαγού στέκεται ο Γιώργος, ο αγαπηµένος του φίλος, το Παιδί - Φάντασµα!

Μια άλλη κραυγή χαράς ακούγεται πίσω από το Σπίθα και η µικρή Κατερίνα, τον προσπερνάει και ρίχνεται στην αγκαλιά του Γιώργου, κλαίγοντας από ευτυχία.

Έχει τόσον καιρό να τον δει! Να δει τον αγαπηµένο της Γιώργο! Από τον καιρό που είχε πάει στους Γερµανούς µεταµφιεσµένος σε ανθυπολοχαγό, δεν τον είχε δει ούτε µια φορά!

Μπαίνουν όλοι µέσα και κλείνουν την πόρτα.

—Γιώργο!, λέει ανήσυχα ο «Κεραυνός». Γιατί ήρθες τέτοια ώρα; Πρέπει να συµβαίνει κάτι σοβαρό!

—Ναι!, απαντάει το Παιδί - Φάντασµα. Οι Γερµανοί ανακάλυψαν ποιος είµαι και γλίτωσα από τα χέρια τους έπειτα από πραγµατική µάχη!

Και διηγείται στους φίλους του τα δραµατικά περιστατικά των τελευταίων ωρών.

—Ευτυχώς, λέει τελειώνοντας, πρόλαβα και φωτογράφησα τους καταλόγους µε τα ονόµατα και τις διευθύνσεις των Γερµανών µυστικών πρακτόρων! θα εµφανίσω το φιλµ απόψε κιόλας και θα δράσουµε αµέσως! Πρέπει να συλλάβουµε ή να εξουδετερώσουµε τους µυστικούς πράκτορας των Γερµανών, πριν ο συνταγµατάρχης Μπέριγκ βρει τον καιρό να τους ειδοποιήσει!

Μαζί µε τον «Κεραυνό», το Παιδί - Φάντασµα ανεβαίνει στο µυστικό δωµάτιο, πάνω από το ταβάνι του σαλονιού, όπου βρίσκεται ο ασύρµατος, καθώς και διάφορα σύνεργα απαραίτητα για την επικίνδυνη δουλειά τους.

Εµφανίζει το φιλµ. Έχουν τώρα στα χέρια τους έναν κατάλογο από διακόσιους τουλάχιστον µυστικούς Γερµανούς πράκτορες, που δρουν στην Αθήνα.

—Απόψε κιόλας, λέει ο Γιώργος, πρέπει όλοι αυτοί να συλληφθούν! Το χτύπηµα θα είναι τροµερό για τους Γερµανούς!

Κάθεται µπροστά στη συσκευή του ασυρµάτου, γυρίζει µερικά κουµπιά και λέει:

«Εδώ Κεραυνός και Πράκτορας - Ελλάς! Καλούµε τον Χ-1 και όλους τους Έλληνες και Συµµάχους πράκτορες της Αθήνας!».

«Εδώ Χ-1!, απαντάει µια φωνή. Σε ακούω!»

Page 11: Ο Μικρός Ήρως

«Εδώ Πράκτορας 13!, λέει µια άλλη φωνή. Σε ακούω!»

«Εδώ Πράκτορας - Αγγλία!, λέει µια τρίτη φωνή. Σε ακούω».

Έτσι, το Παιδί - Φάντασµα έχει συνδεθεί τώρα µε τον ασύρµατο µε τρεις από τις πιο ισχυρές οργανώσεις του κόσµου: µε το συµµαχικό στρατηγείο της Μέσης Ανατολής, µε την οργάνωση των Ελλήνων Πρακτόρων που εκπροσωπείται από τον Πράκτορα 13, µέλη της οργάνωσης του «Κεραυνού» και µε τους Συµµάχους Πράκτορες της Ελλάδος.

«Έχουµε στα χέρια µας, λέει, τον πλήρη κατάλογο των πρακτόρων της µυστικής γερµανικής υπηρεσίας και πρέπει να ενεργήσουµε αµέσως, πριν οι Γερµανοί ειδοποιηθούν! Η κάθε µια από τις οργανώσεις µας θα αναλάβει τη σύλληψη ενός αριθµού Γερµανών Πρακτόρων, θα τους µεταφέρουµε όλους στο βουνό Παρνασσός και εκεί θα τους παραλάβουν συµµαχικά ελικόπτερα για να τους κουβαλήσουν στη Μέση Ανατολή! θα υπαγορεύσω τώρα τα ονόµατα και τις διευθύνσεις, θα υπαγορεύσω πρώτα τα ονόµατα των πρακτόρων, που θα συλλάβουν οι Έλληνες, έπειτα εκείνων που θα συλλάβουν οι Σύµµαχοι πράκτορες και τέλος εκείνων που θα συλληφθούν οι Σύµµαχοι πράκτορες και τέλος εκείνων που θα συλληφθούν από τη στρατιωτική υπηρεσία κατασκοπείας του Συµµαχικού Στρατηγείου. Αρχίζω... ».

Ο προδότης Έλληνας

Η ΝΥΧΤΑ αυτή είναι µια από τις πιο σηµαντικές στην ιστορία του κρυφού πολέµου ανάµεσα στους Έλληνες και Συµµάχους πράκτορες και στους ανθρώπους που χρησιµοποιεί ο Χίτλερ, για να συντριβεί κάθε προσπάθεια του ελληνικού λαού να αποτινάξει από επάνω του το ζυγό των Γερµανών.

Όλα τα µέλη της πατριωτικής οργάνωσης του «Κεραυνού», όλοι οι Σύµµαχοι πράκτορες και όλοι οι στρατιωτικοί κατάσκοποι του Συµµαχικού Στρατηγείου έχουν κινητοποιηθεί!

Έχουν χωριστεί σε µικρές οµάδες από δύο ή τρεις άντρες ή κάθε µια και πηγαίνουν στις διευθύνσεις των Γερµανών πρακτόρων, που είχε φωτογραφήσει το τολµηρό Παιδί - Φάντασµα!

Μια από τις οµάδες αυτές, η πιο µικρή απ' όλες, αποτελείται από τον Γιώργο Θαλασσή και τον Σπίθα.

Τα δυο παιδιά προχωρούν µέσα στη νύχτα γοργά. Κάτω από τις Φανέλες τους έγουν κρυµµένα όπλα. Και µέσα στο στήθος τους έχουν καρδιές που δεν ξέρουν τι θα πει τρόµος.

Ο Γιώργος δεν είναι πια ξανθός. Έχει βάψει τα µαλλιά του και τα φρύδια του µαύρα κι έχει ξαναπάρει τη φυσική του όψη. Ο Σπίθας είναι ευτυχισµένος. Για δυο λόγους: Πρώτον, γιατί η τσέπη του είναι γεµάτη χαρούπια, που το αδιάκοπα πεινασµένο παιδί καταβροχθίζει µε πολλή όρεξη. Και, δεύτερον, γιατί ελπίζει ότι εκεί που πηγαίνουν θα βρει ίσως και άλλα φαγώσιµα, πιο νόστιµα και πιο χορταστικά!

Έχουν φτάσει τώρα στο Παγκράτι και µπαίνουν σ' ένα µικρό δροµάκο, όπου όλα είναι σκοτεινά και ήσυχα. Σταµατούν µπροστά σ' ένα µικρό σπίτι, µε αυλή.

— Εδώ είναι!, ψιθυρίζει ο Γιώργος.

—Τι είναι εδώ; µουρµουρίζει ο Σπίθας, πού δεν έχει ιδέα ούτε που πηγαίνουν, ούτε τι πρόκειται να κάνουν.

Page 12: Ο Μικρός Ήρως

—Ο Παπαδόπουλος, απαντάει ο Γιώργος. Είναι ένας προδότης Έλληνας, από τους πιο ικανούς και πιο σκληρούς πράκτορες των

Γερµανών! θα τον αιχµαλωτίσουµε!

—Μετά χαράς!, λέει ο Σπίθας µε µάτια που λάµπουν. Πράκτορας των Γερµανών είναι. ∆εν µπορεί να µην έχει κανένα ψωµί ή κανένα κοµµάτι ψητό κρέας στην κουζίνα του! Μανούλα µου!

—Ακολούθησε µε, Σπίθα, λέει ο Γιώργος και µη βγάλεις τσιµουδιά από το στόµα σου!

Το Παιδί - Φάντασµα προχωρεί προς την πόρτα της αυλής. Βγάζει από την τσέπη του ένα παράξενο αντικλείδι, µε το οποίο το Συµµαχικό Στρατηγείο έχει εφοδιάσει όλους τους πράκτορες του, και ξεκλειδώνει αθόρυβα.

Σπρώχνει την πόρτα και υποχωρεί σιωπηλά.

Μπαίνουν στην αυλή και πατώντας στις άκρες των ποδιών τους, πλησιάζουν στην πόρτα του σπιτιού.

Το Παιδί Φάντασµα την ανοίγει κι αυτήν αθόρυβα και γλιστράει µέσα σ' ένα σκοτεινό διάδροµο.

Ξαφνικά, δυνατό φως πληµµυρίζει τα πάντα εκεί µέσα, τυφλώνοντας για µια στιγµή τα δυο παιδιά.

Όταν τα µάτια τους συνηθίζουν στο φως βλέπουν στο βάθος του διαδρόµου ένα µεσόκοπο, ρωµαλέο άντρα µε πρόσωπο γεµάτο κακία να τους κοιτάζει σατανικά µ' ένα πιστόλι στο χέρι.

—Χα! κάνει ο άντρας. Τι βλέπω; Το Παιδί - Φάντασµα µε τον ηλίθιο σύντροφο του, το Σπίθα, ήρθε να µου κάνει επίσκεψη! Μεγάλη µου τιµή, Παιδί - Φάντασµα! Να είσαι βέβαιος ότι θα σας περιποιηθώ, όπως αξίζει σε τόσο διακεκριµένους επισκέπτες!

Ο Γιώργος Θαλάσσης τρίζει τα δόντια του από ανήµπορη λύσσα. Έχει µετανιώσει που πήρε µαζί του το Σπίθα! Αν ήταν µόνος του, θα µπορούσε ίσως να απαντήσει όπως πρέπει στον προδότη αυτό Έλληνα! Θα ριχνόταν εναντίον του και θα τα έπαιζε όλα για όλα, σε µια προσπάθεια του να θέσει εκτός µάχης τον πράκτορα των Γερµανών! Τώρα όµως δεν µπορεί να δράσει ελεύθερα, γιατί φοβάται µήπως σκοτωθεί και ο Σπίθας!

Αποφασίζει να κάνει τον «αθώο».

—∆εν είµαστε... φαντάσµατα! απαντάει. Είµαστε δυο παιδιά που πεινάµε και µπήκαµε να κλέψουµε κανένα κοµµάτι ψωµί. Μη µας σκοτώσεις!

—∆ώσε µας κανένα... κοτόπουλο, λέει κι ο Σπίθας κι έχεις το λόγο µας ότι θα φύγουµε χωρίς να σε πειράξουµε!

Ο προδότης γελάει µ' ένα σιγανό, διαβολικό γέλιο.

Page 13: Ο Μικρός Ήρως

—Είσαι κωµικός, Παιδί - Φάντασµα! Αφού ξέρω ποιος είσαι και είµαι βέβαιος ότι ξέρεις ποιος είµαι, γιατί προσπαθείς να µε γελάσεις; Περάστε κι οι δυο σας στο σαλόνι. Θα κάνω ένα τηλεφωνηµατάκι στον αρχηγό της µυστικής υπηρεσίας και σε λίγα λεπτά θα είστε κλεισµένοι στα κρατητήρια του συνταγµατάρχη Μπέριγκ! Περάστε, αγαπητοί µου! Και προσοχή! Στην παραµικρή ύποπτη κίνηση που θα κάνετε, θα πυροβολήσω!

Και προσθέτει µε σαρκασµό:

—Ευχαριστώ που ήρθατε! θα µε κάνετε απόψε Πλούσιο γιατί θα πάρω το µεγάλο ποσό µε το οποίο σας έχουν επικηρύξει οι Γερµανοί!

Τα δυο παιδιά προχωρούν προς την πόρτα που δείχνει ο προδότης Παπαδόπουλος. Για να µπουν στο σαλόνι, πρέπει να περάσουν σε µικρή απόσταση από τον Παπαδόπουλο.

Το Παιδί - Φάντασµα αποφασίζει να δράσει. Αν ο Παπαδόπουλος προλάβει να τηλεφωνήσει στον συνταγµατάρχη Μπέριγκ, όλα είναι χαµένα.

Περπατάει παίρνοντας το πιο τροµαγµένο ύφος του κόσµου.

Φτάνει κοντά στον προδότη...

Ξαφνικά, µε αστραπιαία ταχύτητα, κάνει δυο κινήσεις. ∆ίδει ένα χτύπηµα µε τον αγκώνα του στο στοµάχι του Σπίθα που βαδίζει πίσω του, κάνοντας τον να τραβηχτεί πίσω βογκώντας από τον πόνο!

Ταυτόχρονα σκύβει, στρίβει και ρίχνεται εναντίον του Παπαδόπουλου.

Το δάχτυλο του προδότη πιέζει τη σκανδάλη. Μια εκπυρσοκρότηση ηχεί, αλλά η σφαίρα δε χτυπάει ούτε το Γιώργο που έχει σκύψει, ούτε το Σπίθα που έχει τραβηχτεί πίσω!

Ο πράκτορας των Γερµανών δεν προλαβαίνει να πυροβολήσει για δεύτερη φορά.

Τα µπράτσα του Παιδιού - Φάντασµα τον αρπάζουν από τα πόδια και τραβούν µε δύναµη.

Ο προδότης χάνει την ισορροπία, του και πέφτει µε βρόντο. Το κεφάλι του χτυπάει µε φόρα πάνω στον τοίχο και... χάνει τις αισθήσεις του!

Ο Γιώργος, λαχανιασµένος από την υπεράνθρωπη προσπάθεια που είχε καταβάλει, τον δένει και τον φιµώνει.

Ο Σπίθας πηγαίνει κοντά στο φίλο του µε άγριες διαθέσεις. Θέλει να τον τιµωρήσει για το χτύπηµα στο στοµάχι, που του έσωσε τη ζωή!

Την Ίδια στιγµή όµως, το µάτι του διακρίνει µια ανοιχτή πόρτα προς τα δεξιά. Είναι η κουζίνα! Μ' ένα γρύλλισµα πεινασµένου ζώου, ορµάει µέσα. Όταν ξαναβγαίνει, έπειτα από λίγα λεπτά, στο ένα του χέρι κρατάει µια φραντζόλα και στ' άλλο ένα ψητό κοτόπουλο!

Λίγο αργότερα, ένα µεγάλο κλειστό γερµανικό φορτηγό αυτοκίνητο σταµατάει µπροστά στο σπίτι.

∆υο άντρες πηδούν έξω. Φορούν γερµανικές στολές, µα δεν είναι Γερµανοί. Είναι Έλληνες µεταµφιεσµένοι σε Γερµανούς!

Με τη βοήθεια του Γιώργου και του Σπίθα φορτώνουν τον προδότη

Page 14: Ο Μικρός Ήρως

Παπαδόπουλο στο αυτοκίνητο, που είναι κιόλας γεµάτο από δεµένους Γερµανούς πράκτορες, µαζί µε τους Έλληνες και τους Συµµάχους πράκτορες, που τους συνέλαβαν!. Το αυτοκίνητο, όπου ανεβαίνουν και τα δυο παιδιά, ξεκινάει.

Μαζεύει µερικούς ακόµα αιχµαλώτους κι έπειτα διασχίζει την Αθήνα, φτάνει στην Ιερά Οδό και ταξιδεύει προς το βορρά προς τον Παρνασσό...

∆εκάδες άλλα τέτοια αυτοκίνητα κάνουν την Ίδια δουλειά σε διάφορα άλλα µέρη της Αθήνας. Είναι όλα γερµανικά και οδηγούνται από Γερµανούς που είναι... Έλληνες! Και είναι όλα εφοδιασµένα µε ειδικά χαρτιά — πλαστά, βέβαια — που τους επιτρέπουν να περάσουν ελεύθερα από κάθε γερµανικό µπλόκο!...

Το Βουνό των Μουσών

ΞΗΜΕΡΩΝΕΙ. Πάνω στον καταπράσινο Παρνασσό είναι συγκεντρωµένοι πεντακόσιοι περίπου άντρες. Οι διακόσιοι είναι δεµένοι. Είναι οι µυστικοί πράκτορες των Γερµανών, οι άντρες του συνταγµατάρχη Μπέριγκ που αιχµαλωτίσθηκαν χάρη στην τόλµη του Γιώργου Θαλασσή.

Οι υπόλοιποι είναι Έλληνες και Σύµµαχοι πράκτορες, που φρουρούν τους αιχµαλώτους και περιµένουν νάρθουν τα ελικόπτερα που θα τους παραλάβουν.

Ο «Κεραυνός» τρίβει τα χέρια του ικανοποιηµένος. Η επιτυχία είναι τεράστια! Το χτύπηµα εναντίον των Γερµανών είναι τόσο τροµερό, ώστε ο Χίτλερ θα προτιµούσε να χάσει τρεις διαλεχτές µεραρχίες παρά τους διακόσιους πράκτορες του, που τόσο κακό προξενούσαν στον ελληνικό λαό!

Κάθε τόσο κοιτάζει προς τον ουρανό. ‘Οπου νάναι θα φανούν τα ελικόπτερα και θα παραλάβουν τους πράκτορες των Γερµανών, για να τους µεταφέρουν στο Συµµαχικό Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής.

Τότε, οι Έλληνες και οι Σύµµαχοι πράκτορες θα σκορπιστούν και θα επιστρέψουν απαρατήρητοι στην Αθήνα...

Μια κραυγή χαράς βγαίνει από το στήθος του. Ένα σµήνος από ελικόπτερα που τα συνοδεύουν καταδιωκτικά αεροπλάνα, κάνουν την εµφάνιση τους στον ορίζοντα και πλησιάζουν γοργά.

Την ίδια στιγµή όµως, ένα σµήνος από ... γερµανικά αεροπλάνα κάνει την εµφάνιση του από την αντίθετη µεριά!

Μια τροµακτική µανιασµένη αεροµαχία αρχίζει!

Ταυτόχρονα από την πλαγιά του βουνού αντηχούν πολυβολισµοί και κανονιές!

Ένας από τους σκοπούς που είχε τοποθετήσει ο «Κεραυνός» σε διάφορα στρατηγικά σηµεία, πλησιάζει τρέχοντας.

—Μια γερµανική φάλαγγα µε βαριά τάνκς, φωνάζει, έχει περικυκλώσει τη βουνοκορφή όπου βρισκόµαστε! Προελαύνουν προς τα πάνω! Αν δεν τους σταµατήσουµε, σε µισή ώρα θα µας έχουν αιχµαλωτίσει όλους!

—Στα όπλα!, φωνάζει µ’ όλη του τη δύναµη ο «Κεραυνός». Συγκεντρωθείτε

Page 15: Ο Μικρός Ήρως

αµέσως όλοι εδώ!

Μέσα σε λίγα λεπτά, ολόκληρος ο µικρός στρατός του είναι παρατεταγµένος µπροστά του. Ο «Κεραυνός» δίνει γοργά διαταγές:

—θα χωριστείτε σε τρεις οµάδες! Η πρώτη θα έχει σαν αρχηγό το Παιδί - Φάντασµα, η δεύτερη τον Πράκτορα 13 και η τρίτη τον Πράκτορα - Αγγλία! Ο εχθρός µπορεί να ανεβεί εδώ από τρεις χαράδρες που κατεβαίνουν από την κορυφή του βουνού! θα πιάσετε τις χαράδρες αυτές και θα εµποδίσετε τους Γερµανούς να προχωρήσουν! Εµπρός κι ο θεός βοηθός!

Ενώ οι άλλοι αποµακρύνονται τρέχοντας, ο «Κεραυνός» κάθεται χάµω, µπροστά σε µια συσκευή ασυρµάτου και συνδέεται µε το X-1, το Συµµαχικό Στρατηγείο:

«Εδώ Κεραυνός! Οι Γερµανοί αντιλήφτηκαν την παρουσία µας πάνω στον Παρνασσό και επιτίθενται αυτή τη στιγµή εναντίον µας µε τανκς, ενώ στον αέρα τα αεροπλάνα µας συγκρούονται µε τα αεροπλάνα των Γερµανών! Στείλτε µας ενισχύσεις! Ιδίως, στείλτε µας αντιτανκικά πυροβόλα! Είµαστε αποφασισµένοι να αντισταθούµε µέχρι θανάτου!»

Η µάχη µαίνεται τώρα πάνω στο βουνό, που ήταν άλλοτε η κατοικία των Μουσών των Αρχαίων Ελλήνων!

Οι Γερµανοί επιτίθενται µε επιµονή, αποφασισµένοι να εξοντώσουν τους λίγους τολµηρούς Έλληνες - που είχαν το θράσος και την τρέλα να αψηφήσουν τη χιτλερική αυτοκρατορία! Τα τανκς προωθούνται προς τα πάνω, µέσα στις χαράδρες, γαζώνοντας τα πάντα γύρω µε µια βροχή από πυρωµένες σφαίρες και ξερνώντας το θάνατο µέσα από τα τροµερά στόµια των µικρών κανονιών τους!

Κάθε τόσο όµως αναγκάζονται να σταµατήσουν για να καθαρίσουν το δρόµο, γιατί οι Έλληνες ρίχνουν µεγάλα βράχια µέσα στις χαράδρες, σπρώχνοντας τα µε λοστούς και µε τα χέρια.

Το γερµανικό πεζικό δεν µπορεί ν' ακολουθήσει τα τανκς, γιατί οι αντίπαλοι τους έχουν στήσει πολυβόλα πάνω σε δέντρα και βράχους και ρίχνουν αδιάκοπα εναντίον τους!

Ο Σπίθας ... µάγειρας!

Η ΜΑΧΗ συνεχίζεται µε λύσσα όλη µέρα. Ενώ στον αέρα οι Γερµανοί νικούν πέρα για πέρα, καταρρίπτοντας δύο συµµαχικά αεροπλάνα και αναγκάζοντας τα υπόλοιπα να υποχωρήσουν, κάτω, στο έδαφος, η σύγκρουση ανάµεσα στους Γερµανούς και στους Συµµάχους δεν παίρνει οριστικό τέλος.

Όταν βραδιάζει, οι Γερµανοί έχουν πλησιάσει πολύ στο στρατόπεδο των αντιπάλων τους. Αυτό όµως δε σηµαίνει τίποτα, γιατί, ολόκληρη η δύναµη των Συµµάχων πολεµιστών είναι άθικτη. Απεναντίας, το γερµανικό πεζικό έχει υποστεί αρκετές απώλειες στην προσπάθεια του να προελάσει προς την κορυφή!

Τώρα, το σκοτάδι της νύχτας έχει σταµατήσει κάθε πολεµική δράση. Μια

Page 16: Ο Μικρός Ήρως

σιωπή θανάτου έχει απλωθεί πάνω στο βουνό των Μουσών.

Στο στρατόπεδο των Συµµάχων οι άντρες αναπαύονται. Οµάδες κρούσης είναι τοποθετηµένες στα επικίνδυνα σηµεία. Οι υπόλοιποι είναι ξαπλωµένοι, περιµένοντας να ετοιµαστεί το φαγητό.

Φυσικά, µάγειρας είναι... ο Σπίθας!

Η ευτυχία του καθυστερηµένου παιδιού µε το αδιάκοπα πεινασµένο στοµάχι, δεν περιγράφεται. Βρίσκεται στο στοιχείο του. Ντυµένος µε µια στολή µάγειρα, πηγαινοέρχεται ανάµεσα σε δυο µεγάλα καζάνια, όπου βράζει ρύζι µε κρέας από κονσέρβες και... δοκιµάζει κάθε τόσο το φαγητό. ∆ηλαδή χώνει µια πελώρια κουτάλα πότε στο ένα και πότε στο άλλο καζάνι και ρουφάει περισσότερα από ένα... πιάτο σούπα κάθε φορά, αναστενάζοντας µε ηδονή, χωρίς να τον νοιάζει αν καίγεται η γλώσσα του και το στόµα του!

—Άαααχ!, κάνει. Μανούλα µου! Τι πράγµα είναι αυτό; Τι νοστιµιά! Είµαι σπουδαίος µάγειρας! Φτου να µην αβασκαθώ! ∆εν τόξερα πως µαγειρεύω τόσο όµορφα!

Και ξαναχώνει την κουτάλα του στα καζάνια.

Ο Γιώργος, που επισκέπτεται πότε - πότε το «µαγειρείο» του Σπίθα, του λέει γελώντας:

—Μην το φας όλο, Σπίθα! Άφησε λίγο και για µας!

Τέλος, το φαγητό, είναι έτοιµο. Οι άντρες τρώνε. Μ’ ενθουσιασµό ο Σπίθας διαπιστώνει ότι περίσσεψε αρκετή σούπα και αρχίζει... εκκαθαριστικές επιχειρήσεις µε την κουτάλα του!

Ξαφνικά, καθώς είναι σκυµµένος πάνω από ένα καζάνι και προσπαθεί να µαζέψει µε την κουτάλα του λίγο φαγητό, που έχει αποµείνει εκεί µέσα, ακούει βήµατα πίσω του.

Ανασηκώνεται και... µαρµαρώνει από την έκπληξη. Ένας Γερµανός µε κράνος και µε αυτόµατο στο χέρι προχωρεί σκυφτός προς το µέρος, όπου κοιµούνται οι σύντροφοι του Σπίθα!

Άγνωστο πώς, είχε κατορθώσει να διαφύγει από την επαγρύπνηση των φρουρών και να εισχωρήσει µέσα στο στρατόπεδο!

Έχει γυρισµένη την πλάτη του προς τον Σπίθα και βρίσκεται κοντά στο δεύτερο καζάνι, το οποίο χρησιµοποιεί ως προκάλυµµα για να µη γίνει αντιληπτός!

Φυσικά ο Σπίθας νοµίζει, ότι ο Γερµανός έχει έρθει επίτηδες για να του φάει τη σούπα που έχει περισσέψει! Και γίνεται έξω φρενών!

Σφίγγει µε το ένα του χέρι τη µεγάλη κουτάλα και µε το άλλο αρπάζει µια φούχτα αλάτι µέσα από ένα κουτί.

Και προχωρεί αθόρυβα, µουρµουρίζοντας.

—Παλιογερµαναρά! Ήρθες να µου ρουφήξεις τη σούπα και να µ' αφήσεις να πεθάνω της πείνας! θα σε κανονίσω εγώ όµως! θα σου-κόψω εγώ την όρεξη για πάντα!

Πλησιάζει στο Γερµανό, που δεν έχει πάρει ακόµα είδηση, σηκώνει ψηλά την κουτάλα και την κατεβάζει µ' όλη του τη δύναµη πάνω στο κράνος του στρατιώτη του Χίτλερ!

Page 17: Ο Μικρός Ήρως

Το χτύπηµα αντηχεί σαν καµπάνα. Ο Γερµανός δεν παθαίνει τίποτα, προστατευµένος από το µετάλλινο κράνος. Σαστίζει όµως από τον ξαφνικό κρότο µέσα στο κεφάλι του και γυρίζει.

Ταυτόχρονα, ο Σπίθας τινάζει το άλλο του χέρι.

Το αλάτι χτυπάει κατάµουτρα το Γερµανό και µπαίνει στα µάτια του, κάνοντας τα να πονούν και να τσούζουν φριχτά!

Ένα ανατριχιαστικό ουρλιαχτό ξεπηδάει από το λαρύγγι του. Παρατάει το όπλο του και φέρνει το χέρι του στα µάτια του.

—Λοιπόν; κάνει ο Σπίθας, ενώ µερικοί άλλοι πετάγονται από τον ύπνο τους και αρπάζουν τον Γερµανό. Σου αρέσει η σούπα µου; Ήταν λιγάκι... αλµυρή, µα νόστιµη, ε;

∆ώρα από τον ουρανό!

Η ΝΥΧΤΑ περνάει χωρίς άλλο επεισόδιο. Όταν ξηµερώνει, οι Γερµανοί συνεχίζουν την επίθεση τους. Τα τανκς αρχίζουν πάλι να σκαρφαλώνουν προς τα πάνω, µέσα στις χαράδρες, ενώ οι Έλληνες και οι άλλοι Σύµµαχοι από επάνω, τους χτυπούν µε αυτόµατα, χειροβοµβίδες και βράχια!

Η πάλη είναι παράξενη. Οι Γερµανοί είναι πολύ περισσότεροι και πολύ πιο καλά εξοπλισµένοι, µα οι Σύµµαχοι έχουν πολύτιµα πλεονεκτήµατα. Βρίσκονται πιο ψηλά και είναι αποφασισµένοι να πολεµήσουν ως την τελευταία τους πνοή! Και πολεµούν σα λιοντάρια!

Ο Γιώργος Θαλάσσης, ιδιαίτερα, κάνει θαύµατα στο δικό του τοµέα. Επιτίθεται µε αφάνταστη τόλµη, χτυπώντας τα εχθρικά τανκς µε χειροβοµβίδες και αναγκάζοντας τα κάθε τόσο να υποχωρούν!

Και λες κι ο θάνατος σέβεται τον ηρωισµό του. Οι σφαίρες περνούν ξυστά δίπλα στο κορµί του και πάνω από το κεφάλι του, χωρίς να τον αγγίζουν.

Στις τάξεις των Γερµανών το όνοµα του προκαλεί τρόµο.

«Είναι εκεί το Παιδί - Φάντασµα!, λένε µε δέος. Τον πυροβολείς και οι σφαίρες στρίβουν µόνες τους για να µην τον χτυπήσουν! Είναι ένα σωστό φάντασµα!»

Η µέρα προχωρεί και η µάχη συνεχίζεται µε λύσσα. Όσο περνά η ώρα, τα εφόδια των Ελλήνων και των Συµµάχων ελαττώνονται και οι Γερµανοί κερδίζουν έδαφος αργά µα σταθερά!

—Αν δε µας στείλουν εγκαίρως ενισχύσεις σε υλικό, µουρµουρίζει κάθε τόσο ο «Κεραυνός», δε θα µπορέσουµε να κρατήσουµε ως το βράδυ! Θα µας τσακίσουν οι Γερµανοί, πριν γείρει ο ήλιος! ∆εν µπορούµε να σταµατήσουµε τα τανκς µε τις γροθιές µας!

Ξαφνικά, λίγο µετά το µεσηµέρι, ένα βουητό ακούγεται από τον ουρανό. Ζητωκραυγές αντηχούν. Είναι συµµαχικά αεροπλάνα, που έρχονται για να ανεφοδιάσουν τους πολιορκηµένους ήρωες!

Page 18: Ο Μικρός Ήρως

Πραγµατικά, µεγάλα δέµατα αρχίζουν να πέφτουν από τα αεροπλάνα. Αλεξίπτωτα ανοίγουν και τα δέµατα χαµηλώνουν σιγά - σιγά και προσγειώνονται απαλά µέσα στο συµµαχικό στρατόπεδο!

Οι πολεµιστές τ' ανοίγουν και αφήνουν κραυγές χαράς. Μέσα στα δέµατα υπάρχουν άφθονες χειροβοµβίδες αυτόµατα, χιλιάδες σφαίρες και τρία ανιτανκικά κανονάκια, από εκείνα που χρησιµοποιούνται για την εξόντωση των τανκς!

Υπάρχουν επίσης — κι αυτό κάνει το Σπίθα να ουρλιάξει από ενθουσιασµό — άφθονα τρόφιµα: κονσέρβες, ψωµιά, τυρί, ακόµα και λαχανικά!

Η άµυνα των Ελλήνων και των Συµµάχων τους οργανώνεται καλύτερα τώρα. Μοιράζονται τα όπλα και τα πολεµοφόδια και τα τρία αντιτανκικά πυροβόλα τοποθετούνται στην κορυφή κάθε χαράδρας, για ν' αντιµετωπίσουν τα τανκς.

Αλλά τα κανονάκια αυτά δεν είναι προορισµένα να τεθούν σε λειτουργία. Οι Γερµανοί, που τα φοβούνται ιδιαίτερα, σταµατούν κάθε επίθεση, επισηµαίνουν τη θέση των αντιτανκικών και τα καταστρέφουν ένα - ένα, χτυπώντας τα µε όλµους!

Ενώ η µάχη µαίνεται, ο «Κεραυνός» συγκεντρώνει τους τρεις υπαρχηγούς του το Παιδί - Φάντασµα, τον Πράκτορα 13 και τον Πράκτορα Αγγλία και κάνει πολεµικό συµβούλιο.

—Η κατάσταση είναι κρίσιµη!, λέει. Θέλει ακόµα τρεις ώρες για να δύσει ο ήλιος και η επίθεση των Γερµανών, µετά την καταστροφή των αντιτανκικών, συνεχίζεται πιο άγρια! Προβλέπω ότι, πριν βραδιάσει, ο εχθρός θα έχει µπει στο στρατόπεδο µας και όλα θα έχουν τελειώσει! Είναι αδύνατον να τους κρατήσουµε περισσότερο! Κάτι όµως πρέπει να γίνει! Απόψε όταν νυχτώσει, ελικόπτερα θα προσγειωθούν για να παραλάβουν πρώτα τους αιχµαλώτους κι έπειτα εµάς! Αν µπορούσαµε να κρατήσουµε ώσπου να νυχτώσει...

Οι άλλοι µένουν σιωπηλοί και σκεπτικοί.

Ξαφνικά, το Παιδί - Φάντασµα λέει µε µάτια που αστράφτουν:

—Έχω ένα σχέδιο! Επιτρέψτε µου να το κρατήσω µυστικό, γιατί σίγουρα θα θελήσετε να µε εµποδίσετε! Αν αποτύχει, θα πεθάνω! Αν πετύχει όµως, θα σωθούµε! θα επιφέρω σύγχυση στους Γερµανούς και θα τους κάνω να σταµατήσουν για την ώρα τουλάχιστον την επίθεση τους!

Ο «Κεραυνός» κουνάει το κεφάλι του.

—Καλά, λέει. Κάνε όπως καταλαβαίνεις, παιδί µου! Είτε έτσι, είτε αλλιώς, είµαστε χαµένοι! Ο θεός µαζί σου!

Παιδί εναντίον τανκ!

Ο ΓΙΩΡΓΟΣ σηκώνεται και αποµακρύνεται προς το µέρος όπου βρίσκονται οι άνδρες του. Εκεί, συγκεντρώνει όλους εκείνους που ξέρουν από τανκς και τους δίνει οδηγίες.

Έπειτα, κόβει κλαριά, τα δένει πάνω στο κεφάλι του και στο κορµί του και πηγαίνει και ζαρώνει κοντά στη βάση ενός βράχου, µέσα στη χαράδρα, µε µια µικρή και περίεργη χειροβοµβίδα στο χέρι του.

Κοιτάζοντας κανείς από µακριά προς το µέρος του, δεν µπορεί να υποψιαστεί ότι είναι άνθρωπος. Μοιάζει µάλλον µ' ένα µικρό, κακοφτιαγµένο θάµνο!

Όσο για τη χειροβοµβίδα του, είναι µια µικρή καπνογόνος βόµβα κι ο Γιώργος

Page 19: Ο Μικρός Ήρως

έχει το σκοπό του που την πήρε µαζί του!

Περνάει αρκετή ώρα. Ξαφνικά, µουγγρητά και δυνατοί µεταλλικοί κρότοι ακούγονται από το βάθος της χαράδρας.

Ένα µεγάλο γερµανικό τανκς έρχεται!

Έρχεται µουγγρίζοντας και τριζοβολώντας, ενώ τα πολυβόλα του και το κανονάκι του ξερνούν φωτιά και θάνατο προς την κορυφή του λόφου, προς το επάνω µέρος της χαράδρας όπου είναι ταµπουρωµένοι οι άντρες του Γιώργου!

Το Παιδί - Φάντασµα δε σαλεύει. Μένει ακίνητο στη θέση του, µε

την ανάσα πιασµένη, περιµένοντας µε αγωνία τη στιγµή της δράσης.

Τα γρανάζια του µηχανικού µεγαθηρίου τον αγγίζουν σχεδόν, καθώς είναι συσπειρωµένος κοντά στο βράχο! Από ένα µικροσκοπικό παραθυράκι, τα µάτια ενός Γερµανού µέσα από το τανκς ερευνούν τα πάντα γύρω! Μα δε βλέπουν το τολµηρό παιδί, που καραδοκεί εκεί χάµω, παραµονεύοντας έτοιµο, να εφορµήσει!

Και, ξαφνικά όταν το τανκ τον έχει σχεδόν προσπεράσει, ο Πράκτορας - Ελλάς εφορµά!

Τινάζεται από τη θέση του, πετώντας µακριά του τα κλαδιά και πηδάει εναντίον του τανκ! Ρίχνεται, αυτός, ένα παιδάκι, εναντίον του πιο τροµερού όπλου που διαθέτουν οι σύγχρονοι στρατοί!

Σαν πουλί, βρίσκεται µε δυο πηδήµατα πάνω στο τανκ, δίπλα σ' έναν Γερµανό που, µε το µισό κορµί του έξω από το τανκ, χειρίζεται ένα πολυβόλο, πυροβολώντας µε λύσσα.

Πριν ο Γερµανός προλάβει να αντιληφθεί τι συνέβη, το Παιδί -Φάντασµα τραβάει από την τσέπη του ένα πιστόλι και πυροβολεί. Ο στρατιώτης του Χίτλερ αφήνει ένα βογγητό, παρατάει το πολυβόλο και χάνεται στο εσωτερικό του τανκ!

Ο Γιώργος πετάει την καπνογόνο βόµβα του µέσα στο τανκ από την ανοιχτή καταπακτή, πηδάει κάτω, πέφτει µπρούµυτα και µένει ακίνητος µε το πιστόλι του έτοιµο και µε τα µάτια καρφωµένα στο τανκ.

Ένας υπόκωφος κρότος ακούγεται και ένας πυκνός άσπρος καπνός βγαίνει από το άνοιγµα της καταπακτής.

Το µετάλλινο µεγαθήριο σταµατάει. Τα πολυβόλα και το κανόνι παύουν ν' ακούγονται.

Ουρλιάζοντας σαν κολασµένοι, τέσσερις Γερµανοί πετάγονται έξω σαν τρελοί µέσα από το τανκ, µε τα µάτια κατακόκκινα στραβωµένοι από τον καπνό! f

Ένα πολυβόλο τερετίζει από κάπου, ανάµεσα στα δέντρα. Οι Γερµανοί πέφτουν, σα στάχυα κάτω από το δρεπάνι!

Τέσσερις άντρες, δυο Έλληνες και δυο Άγγλοι πλησιάζουν τρέχοντας και σφίγγουν µε θαυµασµό το χέρι του µικρού ήρωα.

—Συγχαρητήρια, Παιδί - Φάντασµα!, του λένε. Η τόλµη σου ξεπέρασε κάθε ηρωισµό που έχουµε γνωρίσει ως τώρα! Τι θα κάνουµε;

Page 20: Ο Μικρός Ήρως

—Θα µπείτε µέσα στο τανκ, διατάζει το παιδί και θα πάρει ο καθένας τη θέση του. Εσύ θα οδηγείς, εσύ θα αναλάβεις το κανονάκι, εσύ το µπρος πολυβόλο. Εγώ θα πάρω θέση στην καταπακτή και θα χειρίζοµαι το εξωτερικό πολυβόλο! Γρήγορα! Ας µπει πρώτα ένας ν' ανοίξει τα παραθυράκια και ν' αεριστεί το εσωτερικό του τανκ!

Λίγα λεπτά αργότερα, ο Γιώργος και οι τέσσερις σύντροφοι του έχουν µπει µέσα στο τανκ.

«Πυρ!»

ΤΟ ΟΓΚΩ∆ΕΣ µετάλλινο θηρίο, µουγγρίζει πάλι, κάνει µια στροφή γύρω από τον εαυτό του µέσα στη χαράδρα και ξεκινάει προς τα κάτω, προς το µέρος των Γερµανών!

Για µερικά λεπτά, κατεβαίνει τη χαράδρα, χωρίς να συναντήσει τίποτα

Έπειτα ξαφνικά, βρίσκεται ανάµεσα στους Γερµανούς.

Οι στρατιώτες του Χίτλερ είναι ταµπουρωµένοι πίσω από βράχια και δέντρα και πυροβολούν µε µανία προς το µέρος του λόφου. ∆ε δίνουν ιδιαίτερη σηµασία στο τανκ, που υποχωρεί όπως τόσες άλλες φορές!

Ο Γιώργος µένει µισοκρυµµένος και δεν προεξέχει από την καταπακτή παρά µόνο το κεφάλι του, όπου έχει φορέσει ένα γερµανικό κράνος.

∆εν πυροβολεί. Περιµένει την κατάλληλη στιγµή, θέλει να βάλει του Γερµανούς ανάµεσα στο τανκ και στο λόφο, όπου βρίσκονται οι δικοί του, πριν διατάξει «πυρ»!

Το τανκ περνάει νωθρά ανάµεσα στους Γερµανούς, ξεµακραίνει καµιά τριανταριά µέτρα πίσω από τις γραµµές τους και κάνει µεταβολή.

Η στιγµή έχει φτάσει!

—Πυρ!, διατάζει το Παιδί - Φάντασµα.

Αυτό που επακολουθεί είναι κάτι που πολύ δύσκολα µπορεί να το περιγράψει κανείς.

Το κανονάκι του τανκ, το µπροστινό πολυβόλο και το εξωτερικό πολυβόλο, που χειρίζεται ο Γιώργος, αρχίζουν να εξακοντίζουν το θάνατο εναντίον των Γερµανών, γαζώνοντας τους µε σφαίρες και εξοντώνοντας τους µε οβίδες!

Για µερικές στιγµές οι εχθροί δεν καταλαβαίνουν τι συµβαίνει. Έπειτα γυρίζουν, βλέπουν το δικό τους τανκ να τους χτυπάει αλύπητα και γεµίζουν έκπληξη, τρόµο και πανικό!

Το βάζουν στα πόδια ουρλιάζοντας ανατριχιαστικά και ρίχνοντας χάµω τα όπλα τους. Πολλοί τρέχουν προς το λόφο και πέφτουν θύµατα των αντρών του Γιώργου, που περιµένουν εκεί πάνω. Άλλοι τρέχουν προς το τανκ, σαν τυφλοί και σωριάζονται χάµω µε τα κορµιά τους κατατρυπηµένα από τις σφαίρες!

Μερικοί δοκιµάζουν ν' αντισταθούν πυροβολώντας εναντίον του τανκ και

Page 21: Ο Μικρός Ήρως

ρίχνοντας χειροβοµβίδες προς το µέρος του. Μα κι αυτοί πέφτουν κάτω από τα αδυσώπητα χτυπήµατα του µεγαθήριου.

Ελάχιστοι γλιτώνουν και φεύγουν, τρέχοντας σκυφτοί ανάµεσα στους θάµνους και στα βράχια, για να καταφύγουν έντροµοι στους, άλλους τοµείς του µετώπου!

—Πίσω από το στρατόπεδο! διατάζει ο Γιώργος. Γρήγορα! Πριν οι Γερµανοί στείλουν άλλα τανκς στο µέρος αυτό και µας αποκόψουν!

Το µεγαθήριο προχωρεί πάλι προς τα πάνω.

Μπαίνει στη χαράδρα και ανεβαίνει προς τις γραµµές των Ελλήνων και των Συµµάχων, όπου γίνεται δεκτό µε ενθουσιώδεις ζητωκραυγές.

Λίγα λεπτά αργότερα, οι πέντε τολµηροί πολεµιστές, µαζί µε το τανκ, βρίσκονται ανάµεσα στους συντρόφους των.

Ο «Κεραυνός» σφίγγει το χέρι του Παιδιού - Φάντασµα.

—Είσαι άφθαστος, Γιώργο!, του λέει. Είσαι ένας ήρωας των ηρώων! Το κατόρθωµα σου θα µείνει για πάντα γραµµένο µε χρυσά γράµµατα στο βιβλίο της ιστορίας! ∆ε θα µπορούσε να συλλάβει ποτέ νους ανθρώπου µια τέτοια παλλικαριά! Τώρα, οι ελπίδες µας είναι µεγάλες!

Πραγµατικά, µολονότι η µάχη συνεχίζεται οι Γερµανοί, τσακισµένοι ηθικά από το τολµηρό κατόρθωµα του Γιώργου θαλασσή δεν έχουν πια την πρώτη ορµή τους.

Άλλωστε το τανκ που έχει αιχµαλωτίσει το Παιδί - Φάντασµα δε µένει αργό. Κινείται µέσα στο στρατόπεδο προς κάθε σηµείο, όπου δηµιουργείται κίνδυνος για τους πολιορκηµένους και αναγκάζει µε το κανονάκι του και τα πολυβόλα του τους Γερµανούς να υποχωρήσουν!

Νυχτώνει... Με το σκοτάδι, που πέφτει πάνω στο δασωµένο βουνό, νεκρική σιγαλιά απλώνεται γύρω. Κάθε επίθεση σταµατάει. Γοργά, αλλά αθόρυβα, οι Γερµανοί παίρνουν καινούργιες θέσεις και αναδιοργανώνονται, για ν' αρχίσουν πάλι την επίθεση τους όταν θα ξηµερώσει...

Μια µεγάλη έκπληξη όµως τους περιµένει την αυγή, όταν αρχίζουν την επίθεση. ∆ε συναντούν καµιά αντίσταση! Τα τανκς ακολουθούµενα από το πεζικό ανεβαίνουν τις χαράδρες και µπαίνουν στο εχθρικό στρατόπεδο.

Το βρίσκουν άδειο! ∆εν είναι κανένας εκεί! Απολύτως κανένας! Μόνο δυο µεγάλα καζάνια γεµάτα άβραστο φαγητό, στηµένα, πάνω από σβησµένες φωτιές!

—Χάθηκαν σα φαντάσµατα! γρυλλίζει ο αρχηγός των γερµανών. Πώς έφυγαν; Πού πήγαν;

∆εν ξέρει ότι, στο διάστηµα της νύχτας, επωφελούµενα από το σκοτάδι, συµµαχικά ελικόπτερα πήραν τους αιχµαλώτους και τους µετέφεραν µακριά έξω από κάθε κίνδυνο!

—Η Γερµανία του Χίτλερ είχε υποστεί µια από τις τροµερότερες ήττες της! Είχε χάσει διακόσιους από τους καλύτερους µυστικούς πράκτορες της και της είχαν ξεφύγει τριακόσιοι από τους πιο ικανούς Έλληνες και Συµµάχους πράκτορες!

Page 22: Ο Μικρός Ήρως

«Ψηλά τα χέρια!»

ΜΑ οι περιπέτειες των ηρώων µας δεν τελειώνουν εδώ. Τα ελικόπτερα, αφού µεταφέρουν τους αιχµαλώτους σε υποβρύχια, που περιµένουν γι' αυτό το σκοπό στο Αιγαίο πέλαγος, πήραν τους άλλους και τους µετέφεραν σε διάφορα σηµεία της Ελλάδας, λίγους -λίγους σε κάθε µέρος, για να µην προκαλέσουν τις υποψίες των Γερµανών. Από εκεί οι πράκτορες θα ταξίδευαν µε όποιο µέσο µπορούσαν για την Αθήνα...

Ο Γιώργος, ο Σπίθας κι ο «Κεραυνός» βρέθηκαν έτσι πάνω στην Πάρνηθα, κοντά στη στάνη ενός βοσκού.

Από εκεί πρέπει να κατεβούν στην Αθήνα µε χίλιες προφυλάξεις, γιατί δεν µπορούν να ξέρουν τι µέτρα έχουν πάρει οι Γερµανοί.

Κατεβαίνουν µε τα όπλα τους έτοιµα, ενώ τα µάτια τους ψάχνουν αδιάκοπα το σκοτάδι γύρω. Φυσικά, δεν ψάχνουν και οι τρεις για το ίδιο πράγµα. Ο Γιώργος κι ο πατέρας της µικρής Κατερίνας ψάχνουν για να βρουν κανένα Γερµανό. Ο Σπίθας ψάχνει να βρει κανένα οπωροφόρο δέντρο µε καρπούς, για να γεµίσει το στοµάχι του που καλοσυνήθισε τις δυο µέρες που έκανε το µάγειρα πάνω στον Παρνασσό!

Κατεβαίνουν στον κάµπο και προχωρούν προς την Αθήνα µέσα από χωράφια και περιβόλια, αποφεύγοντας τους δρόµους για να µην πέσουν σε κανένα µπλόκο των Γερµανών.

Ξαφνικά, καθώς περνούν κάτω από µια µεγάλη µηλιά, ο Γιώργος σταµατάει κοιτάζοντας γύρω.

— Γι έγινε ο Σπίθας; λέει στον «Κεραυνό». ∆εν τον βλέπω πουθενά!

— Μήπως τρύπωσε σε κανένα µποστάνι για να κλέψει λαχανικά:

απαντάει ο πατέρας της Κατερίνας. Πάντως, πρέπει να γυρίσουµε πίσω για να...

Μια αγριοφωνάρα αντηχεί µέσα στη νύχτα:

—Ψηλά τα χέρια, Έλληνες! Παραδοθείτε!

Τρεις Γερµανοί ξεπηδούν µέσα από το σκοτάδι και ακουµπούν τα αυτόµατα τους στην πλάτη και στο στήθος των δύο 'Ελλήνων.

— Πετάξτε χάµω τα όπλα σας!

Ο Γιώργος κι ο «Κεραυνός» υπακούουν µε το αίµα παγωµένο στις φλέβες τους.

Αφήνουν τα όπλα τους να πέσουν και σηκώνουν τα χέρια τους. Όλα έχουν τελειώσει πια! Είναι στα χέρια των Γερµανών, που οπωσδήποτε θα τους στήσουν στο εκτελεστικό απόσπασµα!

Μα δε νιώθουν κανένα φόβο. Έχουν εκτελέσει το καθήκον τους και είναι ικανοποιηµένοι. ∆εν τους νοιάζει αν πεθάνουν τώρα! Άλλωστε, ήξεραν πάντα ότι µια µέρα θα πρόσφεραν τη ζωή τους για τη σωτηρία της πατρίδας τους!

—Τί θέλετε; λέει ήρεµα ο Γιώργος.

Page 23: Ο Μικρός Ήρως

—Πού πηγαίνετε; ρωτάει ο Γερµανός. Πού βρήκατε τα όπλα αυτά; Ποιοι είστε;

—∆εν πρόκειται να σας πούµε τίποτα!, απαντάει ο «Κεραυνός». Θα µιλήσουµε µόνο στο Γερµανό φρούραρχο!

Είναι φανερό ότι προσπαθεί να κερδίσει χρόνο! Αν οι Γερµανοί δεν τους σκοτώσουν επιτόπου, υπάρχουν πάντα ελπίδες να βρουν µια ευκαιρία να ξεφύγουν.

Οι Γερµανοί µένουν για µερικές στιγµές σκεπτικοί.

—Νοµίζω, λέει ο ένας, ότι πρέπει να τους σκοτώσουµε εδώ! Είναι τόσο σκοτεινή η νύχτα, ώστε φοβάµαι µήπως µας ξεφύγουν στο δρόµο!

—Ναι!, λέει ένας άλλος. Αυτό πρέπει να κάνουµε!

Και γυρίζει στους δύο Έλληνες:

—Κάνετε ένα βήµα πίσω! Και τα χέρια πάντα ψηλά!

Η µοιραία ώρα είχε φτάσει. Ο Γιώργος κι ο «Κεραυνός» κάνουν ένα βήµα πίσω, ενώ ταυτόχρονα συσπειρώνονται για να τιναχθούν προς τα εµπρός και να επιτεθούν εναντίον των Γερµανών, παίζοντας τα όλα για όλα!

Μα δεν προλαβαίνουν να εφορµήσουν.

Το ξερό τερέτισµα ενός αυτόµατου κοµµατιάζει τη γαλήνη της νύχτας!

Πέφτουν!... Όχι οι Έλληνες, όχι το Παιδί-Φάντασµα και ο πατέρας της Κατερίνας, αλλά οι... Γερµανοί!

Πέφτουν µαζί µε τα αυτόµατα τους, χωρίς να προλάβουν να πιέσουν τη σκανδάλη!

Για µερικές στιγµές οι δυο Έλληνες µένουν ασάλευτοι, σαστισµένοι, µαρµαρωµένοι, µην ξέροντας τί να υποθέσουν.

Ποιος είχε πυροβολήσει και από πού;

Κοιτάζουν γύρω, µα δε βλέπουν κανένα!

Ξαφνικά, µέσα στη σιωπή που είχε απλωθεί γύρω, ακούνε έναν παράξενο ήχο, σαν τον ήχο που αφήνουν πολλά γουρούνια όταν τρώνε πεπονόφλουδες όλα µαζί!

Ο ήχος προέρχεται από τή µηλιά, που απλώνει τα κλαδιά της πάνω από τα κεφάλια τους!

Και τότε ο Γιώργος βάζει τα γέλια

Πάνω στο δέντρο είναι κουρνιασµένος ο Σπίθας και καταβροχθίζει µε απληστία τα µήλα!

Αυτός τους είχε σώσει! Αυτός είχε πυροβολήσει εναντίον των Γερµανών από το δέντρο και συνεχίζει τώρα τη... φρουτοθεραπεία του, σα να µη συνέβη τίποτα!

Page 24: Ο Μικρός Ήρως

Από περίπολο σε περίπολο!

ΑΦΗΝΟΥΝ το ηλίθιο και πεινασµένο, αλλά ηρωικό παιδί vα γεµίσει το στοµάχι του και µετά συνεχίζουν το δρόµο τους. ∆ε συναντούν άλλους Γερµανούς, παρά µόνο όταν πλησιάζουν στην Κηφισιά. Εκεί, µια περίπολος προβάλλει ξαφνικά µπροστά τους, ενώ µια άλλη περίπολος ξεφυτρώνει από τον τοίχο ενός περιβολιού πίσω τους!

Ενώ οι Γερµανοί αρχίζουν να πυροβολούν µέσα στο σκοτάδι, οι τρεις Έλληνες χωρίς ν' απαντούν πέφτουν µπρούµυτα και σέρνονται ως ένα σηµείο, από το οποίο µπορούν να βλέπουν και τη µια περίπολο και την άλλη ή µάλλον να βλέπουν τις λάµψεις των πυροβολισµών τους µέσα στο σκοτάδι.

Εκεί, ταµπουρωµένοι πίσω από µερικές πέτρες, σηµαδεύουν προς το µέρος των πυροβολισµών και πιέζουν τη σκανδάλη.

Οι εκπυρσοκροτήσεις των αυτοµάτων τους προσθέτουν µια καινούργια νότα στη φριχτή συναυλία των πυροβολισµών: τη νότα του θανάτου!

Οι περισσότεροι Γερµανοί πέφτουν χτυπηµένοι. Οι υπόλοιποι το βάζουν στα πόδια πανικόβλητοι, νοµίζοντας ότι έχουν να κάνουν µε πολυάριθµους αντιπάλους!

—Μανούλα µου!, µουρµουρίζει ο Σπίθας. Βαρέθηκα πια να πυροβολώ! ∆ε θα τελειώσει, λοιπόν, αυτή η νύχτα; Εκείνα τα µήλα ήταν, φαίνεται από νερό, γιατί άρχισα να πεινώ πάλι!

Ετοιµάζονται να συνεχίσουν το δρόµο τους, όταν το Παιδί-Φάντασµα τους σταµατάει.

—Σταθείτε!, λέει. Έχω µια ιδέα Οι δρόµοι και τα χωράφια γύρω από την Αθήνα είναι γεµάτα από γερµανικές περιπόλους. Γλιτώσαµε ως τώρα, µα είναι αµφίβολο αν θα καταφέρουµε τελικά να φτάσουµε στην Αθήνα ζωντανοί! Προτείνω, λοιπόν, να φορέσουµε τις στολές των Γερµανών, που έπεσαν χτυπηµένοι από τις σφαίρες µας και να προχωρήσουµε παρασταίνοντας τους Γερµανούς! Αν θέλει ο θεός, θα καταφέρουµε ίσως να γλιτώσουµε!

Οι άλλοι συµφωνούν. Φορούν γερµανικές στολές, µπαίνουν στη γραµµή και συνεχίζουν το δρόµο τους µέσα στη νύχτα.

Πλησιάζοντας στο Μαρούσι συναντούν µια άλλη γερµανική περίπολο. Οι Γερµανοί όµως, νοµίζοντας τους για συµπατριώτες τους, ούτε καν πηγαίνουν κοντά τους και οι φίλοι µας προχωρούν ανενόχλητοι και µε την ψυχή στο στόµα!

Όταν τέλος, ακολουθώντας απόµερους δρόµους, φτάνουν στους Αµπελοκήπους, ο Γιώργος λέει:

—Εδώ πρέπει να χωρίσουµε! Μέσα στην Αθήνα, ο κίνδυνος να µας συλλάβουν είναι ακόµα πιο µεγάλος, γιατί τα χαρακτηριστικά µου είναι γνωστά σ' όλους σχεδόν τους Γερµανούς! Γι' αυτό θα συνεχίσω µόνος µου! Καλή αντάµωση στο σπίτι!

Και, πριν ο «Κεραυνός», προλάβει να διαµαρτυρηθεί, το Παιδί-Φάντασµα αποµακρύνεται γοργά.

Μπαίνει σ' έναν έρηµο και σκοτεινό δροµάκο και βαδίζει µε στρατιωτικό βήµα σαν αληθινός Γερµανός στρατιώτης που πηγαίνει να εκτελέσει το καθήκον του!

Ανυποµονεί να φτάσει το συντοµότερο στο σπίτι, να ξαναδεί την αγαπηµένη του Κατερίνα και να της διηγηθεί τα παθήµατα των Γερµανών.

Page 25: Ο Μικρός Ήρως

Καθώς βαδίζει, ένα όνειρο παίρνει σιγά-σιγά µορφή στη φαντασία του. Ο πόλεµος έχει τελειώσει. Η αγάπη και η ειρήνη βασιλεύουν πάλι στον κόσµο. Οι άνθρωποι, αγαπηµένοι µεταξύ τους, ζουν ειρηνικά και δουλεύουν για να κατασκευάζουν όχι κανόνια και οβίδες και σφαίρες, αλλά όµορφα πράγµατα, που κάνουν τη ζωή πιο ευχάριστη και πιο γλυκιά!

Ο Γιώργος ζει µαζί µε την Κατερίνα, τον πατέρα της, τον Σπίθα και την κυρία Ουρανία και κάνει κάτι, που η ορφάνια και η Κατοχή δεν τον είχαν αφήσει να εκπληρώσει: σπουδάζει! Πηγαίνει στο πανεπιστήµιο και...

—Αλτ!, ουρλιάζει ξαφνικά µια άγρια φωνή. Ο Γιώργος πέφτει από τον κόσµο των ονείρων και προσγειώνεται στην ωµή και σκληρή πραγµατικότητα.

Μπροστά του στέκονται δυο Γερµανοί µε τα αυτόµατα τους προτεταµένα!

—Τι θέλετε; ρωτάει το παιδί γερµανικά. —Πού πηγαίνεις, συνάδελφε; ρωτάει ο ένας Γερµανός. —Σε υπηρεσία! —Έχεις χαρτιά: Άδεια: — Οχι! Εκτελώ προφορικές διαταγές.

—Πολύ καλά! ∆είξε µας τα πιστοποιητικά σου!

Ο Γιώργος µε ρίγη στην ψυχή, κάνει το θυµωµένο:

—Και ποιοι είστε εσείς, λέει, που θέλετε να σας δείξω τα πιστοποιητικά µου; Αφήστε µε να περάσω αν δε θέλετε να βρείτε τον µπελά σας! Παραµερίστε!

Μα οι Γερµανοί δεν κατεβάζουν τα όπλα τους. —Ή θα µας δείξεις τα πιστοποιητικά σου ή θα µας ακολουθήσεις στο φρουραρχείο! λένε.

—∆εν πρόκειται να σας ακολουθήσω πουθενά!, δηλώνει ο Γιώργος. Κι αν τολµήσετε να...

—Αν αρνηθείς να µας ακολουθήσεις, θα πυροβολήσουµε!

—Τι συµβαίνει εδώ; ρωτάει µια καινούργια φωνή. Γιατί θα πυροβολήσετε;

Οι δυο Γερµανοί χτυπούν τα τακούνια τους µεταξύ τους σε ένδειξη σεβασµού, αλλά κρατούν πάντα τα αυτόµατα τους προτεταµένα.

Ο Γιώργος γυρίζει και., ένα παγερό χέρι του σφίγγει την καρδιά.

Ένας αξιωµατικός έχει πλησιάσει πίσω του! Ένας συνταγµατάρχης! Και ο συνταγµατάρχης αυτός είναι ο... Μπέριγκ, ο αρχηγός της γερµανικής µυστικής υπηρεσίας!

—Ο στρατιώτης αυτός, λέει ο ένας Γερµανός, αρνείται να µας δείξει τα χαρτιά του, κ. Συνταγµατάρχα και αρνείται επίσης να µας ακολουθήσει στο φρουραρχείο! Εποµένως...

Ο Μπέριγκ γυρίζει στο Γιώργο και λέει αυστηρά:

—Γιατί αρνείσαι να...

Ξαφνικά σωπαίνει, σα να του είχαν κόψει µ' ένα σπαθί το λαιµό! Πλησιάζει το πρόσωπο του στο πρόσωπο του παιδιού και τα µάτια του πάνε να πεταχτούν από τις κόγχες τους.

—Το... το... Παιδί-Φάντασµα!, τραυλίζει τέλος. Συλλάβετέ τον!

Με µια ταχύτατη κίνηση, το Ελληνόπουλο πέφτει στα γόνατα, ενώ ταυτόχρονα πιέζει τη σκανδάλη του αυτοµάτου του.

Page 26: Ο Μικρός Ήρως

Οι δυο Γερµανοί σωριάζονται χάµω, βουβά και γοργά, σα να τους είχε πάρει ξαφνικά ο ύπνος!

Το Παιδί-Φάντασµα κάνει να γυρίσει για να πυροβολήσει και εναντίον του Μπέριγκ, µα αυτός δεν του δίνει τον καιρό.

Τραβάει το πιστόλι του και το κατεβάζει µε δύναµη στο κεφάλι του Ελληνόπουλου!

Ο Πράκτορας - Ελλάς βλέπει ξαφνικά γύρω του τη νύχτα να γεµίζει ήλιους και άστρα! Καµπάνες και σειρήνες συναγερµού αντηχούν στ' αυτιά του!

Έπειτα απόλυτη σιωπή και µαύρο σκοτάδι!

Πέφτει µε τις αισθήσεις του χαµένες...

Το ποτό της Αλήθειας

ΑΝΟΙΓΕΙ τα µατιά του και για αρκετή ώρα δεν µπορεί να καταλάβει πού βρίσκεται. Βλέπει γύρω άσπρους τοίχους. Είναι ξαπλωµένος σ' ένα κρεβάτι µε άσπρα σεντόνια. Το κεφάλι του είναι τυλιγµένο σε επιδέσµους.

Ανασηκώνει το κεφάλι του και βλέπει, καθισµένο απέναντι του, τον συνταγµατάρχη Μπέριγκ να τον κοιτάζει µε µάτια γεµάτα άγριο θρίαµβο και διαβολική κακία.

Και θυµάται! Θυµάται όλα τα τροµακτικά επεισόδια των τελευταίων ηµερών!

Είναι στα χέρια των Γερµανών! Στα χέρια των εχθρών της πατρίδας του, των εγκληµατικών τυράννων, που δολοφονούν τον ελληνικό λαό µε την πείνα και µε το εκτελεστικό απόσπασµα!

Ο Μπέριγκ χαµογελάει σατανικά.

—Πώς είσαι, Παιδί-Φάντασµα; λέει µε ψεύτικη καλοσύνη και κοροϊδευτικό ενδιαφέρον. Θέλω να γίνεις γρήγορα καλά, αγαπητέ µου! Ανησυχώ για την υγεία σου! ∆εν µπορώ, βλέπεις, να ξεχάσω τις µέρες που συνεργαστήκαµε εµείς οι δύο! Ήσουν υπέροχος ως Φριτς Ούλσεν! Αλλά τώρα, αγαπητό µου παιδί, θα περάσουµε ωραία οι δυο µας!

Γελάει δυνατά και προσθέτει:

—Μη βάζεις κακά πράγµατα µε το νου σου! ∆εν πρόκειται να διατάξω να σε βασανίσουν για να σου αποσπάσω πληροφορίες! Όχι! Ξέρω ότι δε θα βγάλεις λέξη από το στόµα σου, έστω κι αν σε κάνουµε κοµµατάκια! θα κάνω κάτι άλλο όµως! θα σε αναγκάσω να µιλήσεις χωρίς να το θέλεις και µάλιστα χωρίς να το ξέρεις! Χά, Χά, χά!

—Πώς θα το κάνεις αυτό; ρωτάει το παιδί νιώθοντας ρίγη ν' ανεβοκατεβαίνουν στη σπονδυλική του στήλη.

Αυτό είναι δικός µου λογαριασµός, απαντάει ο Μπέριγκ σε µαλακό τόνο. Στο µεταξύ όµως θα σε περιποιηθώ όπως αξίζει σ' ένα αντίπαλο της αξίας σου!... Α, ναι!

Page 27: Ο Μικρός Ήρως

Πρέπει να σε προειδοποιήσω! Μη δοκιµάσεις να κάνεις καµιά από τις συνηθισµένες σου τρέλες και να επιτεθείς εναντίον µου, γιατί δυο αυτόµατα είναι διαρκώς στραµµένα εναντίον σου από δυο τρύπες του τοίχου! Και τώρα, το πρόγευµα σου! Είµαι βέβαιος ότι πεινάς έπειτα από τόσες περιπέτειες!

Πιέζει ένα κουδούνι στον τοίχο και σχεδόν αµέσως η πόρτα του δωµατίου, που είναι σιδερένια, ανοίγει.

∆υο Γερµανοί στρατιώτες µπαίνουν σπρώχνοντας ένα τραπεζάκι µε ρόδες, όπου είναι τοποθετηµένος ένας δίσκος µε διάφορα φαγητά.

Τοποθετούν το δίσκο µπροστά του πάνω στο κρεβάτι και φεύγουν.

Ο Γιώργος διστάζει για µια στιγµή. Να φάει από τα φαγητά που του προσφέρουν οι Γερµανοί; Γιατί όχι; Αν περιέχουν δηλητήριο, τόσο το καλύτερο! θα πεθάνει χωρίς να προδώσει! Αν δεν είναι δηλητηριασµένο, θα δυναµώσει τουλάχιστον και ίσως χρειαστεί να παλέψει σκληρά για να σωθεί... αν βέβαια του δοθεί η ευκαιρία!

Τρώει, λοιπόν µε όρεξη δυο αυγά και πίνει ένα ποτήρι γάλα, ενώ ο συνταγµατάρχης Μπέριγκ τον κοιτάζει µε ...πατρικό χαµόγελο.

—Είσαι παράξενο παιδί, Γιώργο θαλασσή!, λέει µε θαυµασµό, που δεν είναι καθόλου ψεύτικος. Είσαι σε εχθρικά χέρια, καταδικασµένος να πεθάνεις κι εσύ τρως µε όρεξη και µ' εκπληκτική απάθεια!

—Αυτό συµβαίνει γιατί δε µε νοιάζει για τη ζωή µου, Γερµανέ!, απαντάει το παιδί. Υπηρέτησα την πατρίδα µου και την ελευθερία! Μπορώ, λοιπόν, να πεθάνω ευχαριστηµένος! θα πέθαινα βέβαια, πολύ πιο ευχαριστηµένος αν έβλεπα τη Γερµανία και τον Χίτλερ σας να τινάζονται στον αέρα!

Τα µάτια του Γερµανού αστράφτουν από κακία.

—∆ε θα ήσουν τόσο ευχαριστηµένος, λέει, αν ήξερες τι περιείχε τα γάλα που ήπιες! Περιείχε ένα φάρµακο που θα σε κάνει να µιλήσεις! Περιείχε το «ποτό της αλήθειας»! Όποιος το πίνει δεν µπορεί να πει ψέµατα όσο διαρκεί η επίδραση του! Λέει την αλήθεια έστω και χωρίς να το θέλει!

Τα φρύδια του Παιδιού-Φάντασµα ζαρώνουν.

—∆ε σε πιστεύω!, λέει. ∆εν είναι δυνατόν...

—Πού ήσουν τις τελευταίες δυο µέρες; ρωτάει ο Γερµανός.

—Στο... στον Παρνασσό! απαντάει το παιδί άθελα του.

—Πώς φύγατε από εκεί; Με τι µέσο; Πώς εξαφανιστήκατε όλοι;

—Φύ... φύγαµε µε ελικόπτερα!

Φρίκη πληµµυρίζει το Γιώργο θαλασσή.

Είχε απαντήσει, χωρίς να το θέλει και χωρίς να καταλάβει κι ο ίδιος πώς!

«Θεέ µου!, σκέπτεται. Αν µε ρωτήσει πού είναι ο «Κεραυνός» και οι άλλοι σύντροφοι µου, θα του το πω! Το καταλαβαίνω! ∆ε θα µπορέσω να αρνηθώ! Κάτι πρέπει να κάνω!...»

—Πού βρίσκεται ο «Κεραυνός»; ρωτάει ο αρχηγός της Γερµανικής µυστικής υπηρεσίας.

Page 28: Ο Μικρός Ήρως

Ο Γιώργος τρέµει ολόκληρος από την προσπάθεια που καταβάλλει για να µη µιλήσει.

Τα χείλη του όµως σαλεύουν άθελα του και σχηµατίζουν λέξεις: —Ο «Κεραυνός» βρίσκεται στην οδό...

Με µια απότοµη κίνηση, το Παιδί-Φάντασµα κλείνει το στόµα του µε την αριστερή παλάµη του! «∆εν πρέπει να µιλήσω!, σκέπτεται. ∆εν πρέπει!» Και κάνει κάτι που δύσκολα µπορεί να φανταστεί ο νους του ανθρώπου.

Page 29: Ο Μικρός Ήρως
Page 30: Ο Μικρός Ήρως

ΤΕΥΧΟΣ 9

Οι µυστηριώδεις απαγωγείς

Η ΖΩΗ που περνούν οι φίλοι µας στο Κάιρο µετά την παρασηµοφορία του Παιδιού - Φάντασµα και του Σπίθα είναι ήσυχη και ευχάριστη. Μένουν σε δυο δωµάτια, στο κτίριο του Ελληνικού Στρατηγείου, όπου οι Έλληνες αξιωµατικοί τους περιποιούνται γεµάτοι θαυµασµό για τον ηρωισµό τους.

Ο «Κεραυνός» και η κορούλα του Κατερίνα ξεκουράζονται απο τις συγκινήσεις και τις περιπέτειες των τελευταίων ηµερών. Μα ο Γιώργος κι ο Σπίθας δεν εννοούν να ησυχάσουν. Τριγυρίζουν αδιάκοπα µέσα στη µεγάλη πόλη, ο πρώτος για να δει όλα τα αξιοθέατα κι ο δεύτερος για να απολαύσει όσο περισσότερο µπορέσει όλα τα . φαγητά των εστιατορίων του Καΐρου!

Ο Σπίθας έχει ιδιαίτερη προτίµηση στις µπανάνες. Περπατάει δίπλα στο Γιώργο µε το στόµα αδιάκοπα µπουκωµένο και µε µια αρµαθιά µπανάνες πάντα στο χέρι.

—Μανούλα µου!, γρυλίζει µε ηδονή κάθε φορά που το στόµα του αδειάζει. Γιατί να µε γεννήσεις στην Ελλάδα αφού είναι τόσο όµορφη η ζωή εδώ;

Είναι νύχτα. Οι δυο φίλοι επιστρέφουν στο Ελληνικό Στρατηγείο έπειτα από πολύωρο περίπατο.

Ξαφνικά, καθώς περνούν από ένα στενοσόκακο µιας φτωχικής συνοικίας του Καΐρου, ο Γιώργος κοιτάζει πίσω ζαρώνοντας τα Φρύδια του.

Τρεις ίσκιοι σαλεύουν στο σκοτάδι κάπου πίσω τους και χάνονται. Τρεις ίσκιοι µε κελεµπίες και σαρίκια.

«Περίεργο!, σκέπτεται το Παιδί · Φάντασµα. Έχω την εντύπωση ότι µας παρακολουθούν. Ποιοι όµως και γιατί; ∆εν βρισκόµαστε πια στην Ελλάδα, αλλά στην Αίγυπτο και δεν έχουµε εχθρούς εδώ!»

Γεµάτος απορίες, ο Γιώργος ταχύνει το βήµα του τραβώντας τον Σπίθα από το µπράτσο.

Μα, έπειτα από δέκα βήµατα, σταµατάει.

Τρεις άλλοι, ίσκιοι έχουν φανεί στην άλλη γωνία του δρόµου µπροστά τους. Τρεις σαρικοφόροι µε κελεµπίες που προχωρούν αργά προς το µέρος των δύο παιδιών, µε ύφος που δεν είναι καθόλου ενθαρρυντικό.

Ένα ρίγος διατρέχει τη ραχοκοκαλιά του Παιδιού Φάντασµα. Νιώθει έναν αόρατο και µυστηριώδη κίνδυνο να τους απειλεί.

Κοιτάζει πίσω, σκοπεύοντας να φύγει προς την κατεύθυνση αυτή. Οι τρεις πρώτοι ίσκιοι µε τα σαρίκια και τις κελεµπίες έχουν κάνει πάλι την εµφάνιση τους και προχωρούν κι αυτοί αργά προς το µέρος τους!

Ο Πράκτορας - Ελλάς καταλαβαίνει. Είναι παγιδευµένοι, άοπλοι,' µέσα σ' ένά σκοτεινό δροµάκι, σε µια παράξενη, άγνωστη πόλη! Οι αντίπαλοι τους είναι πολύ περισσότεροι και, σίγουρα, έχουν· όπλα κάτω από τις κελεµπίες τους.

Ενώ ο Σπίθας, αγνοώντας κάθε κίνδυνο, µασουλάει µε ευχαρίστηση τις

Page 31: Ο Μικρός Ήρως

µπανάνες του, γουργουρίζοντας σαν χορτάτο γατί, ο Γιώργος κοιτάζει γοργά πίσω του.

Τίποτα! Καµιά ελπίδα να ξεφύγουν! ∆εξιά κι αριστερά του δρόµου υψώνονται τοίχοι και κλειστές πόρτες, που δεν παρουσιάζουν καµιά διέξοδο από την παγίδα όπου έχουν πέσει τα δυο παιδιά.

—Σπίθα!, λέει το Παιδί - Φάντασµα, ενώ οι σαρικοφόροι ίσκιοι εξακολουθούν να πλησιάζουν αργά. Θάχουµε καβγάδες!

—Γιατί; ρωτάει µπουκωµένος ο Σπίθας. Εγώ δεν έχω καµιά όρεξη να καβγαδίσω µαζί σου! Σε πείραξα καθόλου; Σε...

∆εν προλαβαίνει να βγάλει άλλες λέξεις από το στόµα του.

Αφήνοντας µια σιγανή κραυγή, οι σαρικοφόροι ορµούν εναντίον τους, µε τα χέρια απλωµένα, ενώ οι κελεµπίες τους κυµατίζουν στον αέρα.

Οι τρεις απ' αυτούς αρπάζουν το Γιώργο κι οι άλλοι τρεις το Σπίθα.

Μα ούτε το ένα ούτε το άλλο Ελληνόπουλο είναι απ' τους αντιπάλους εκείνους, που µπορούν να υποκύψουν εύκολα.

Το Παιδί - Φάντασµα αφήνει το σώµα του να χαλαρώσει µέσα στα χέρια των αντιπάλων του για να τους κάνει να νοµίσουν πως έχουν να κάνουν µ' ένα φοβισµένο παιδί, ανίκανο να αντισταθεί.

Έπειτα, ξαφνικά, κάνει µια απότοµη στροφή γύρω από τον εαυτό του, σαν βίδα σε ξύλο, απλώνοντας συγχρόνως προς τα πλάγια τα χέρια του µε τις γροθιές του σφιγµένες.

Γρυλλίζοντας υπόκωφα, οι αραπάδες τραβιούνται προς τα πίσω. Αυτό δίνει την ευκαιρία στο Ελληνόπουλο να δράσει.

Αρπάζει το πιο κοντινό χέρι, το γυρίζει µε δύναµη, το βάζει πάνω στον ώµο του και σκύβει τραβώντας µε φόρα.

Το κορµί του σαρικοφόρου χάνει την επαφή του µε το χώµα, ταξιδεύει στον αέρα και πηγαίνει και πέφτει πάνω στους δυο συντρόφους του. Σωριάζονται κι οι τρεις χάµω!

Γοργά, το Παιδί - Φάντασµα γυρίζει προς το µέρος του Σπίθα.

Το θέαµα που αντικρύζει είναι κωµικοτραγικό. Το αδιάκοπα πεινασµένο παιδί µε το καθυστερηµένο µυαλό, νοµίζει πως οι αραπάδες του επετέθηκαν για να ... του πάρουν τις µπανάνες!

—Πίσω!, φωνάζει σπρώχνοντας τους αντιπάλους του που τον γρονθοκοπούν µε λύσσα. Για να πάρετε τις µπανάνες θα περάσετε πάνω απ' το πτώµα µου! Ο Νίκος Κατσανίκος του Γεωργίου και της Πηνελόπης δεν παραδίνεται!

Ένας από τους σαρικοφόρους βγάζει κάτω από την κελεµπία του ένα µικρό ρόπαλο και το σηκώνει για να χτυπήσει τον Σπίθα στο κεφάλι.

Ο Πράκτορας - Ελλάς συσπειρώνεται για να εφορµήσει. Την ίδια στιγµή όµως ένα άλλο ρόπαλο τον χτυπάει στο κεφάλι από πίσω και ο Γιώργος νιώθει ένα δυνατό πόνο και χάνει τις αισθήσεις του.

Μια στιγµή πριν βυθιστεί στο σκοτάδι της λυποθυµίας, βλέπει τον άλλο σαρικοφόρο να χτυπάει τον Σπίθα µε το ρόπαλο του. Ο Σπίθας αφήνει ένα ουρλιαχτό

Page 32: Ο Μικρός Ήρως

πόνου, ανοίγει το στόµα του µια σπιθαµή, χώνει µέσα µια µπανάνα και χάνει τις αισθήσεις του!...

Στην Οαση της Ερήµου

ΣΕ ΛΙΓΟ συνέρχονται, µα είναι πια αργά για να αντισταθούν. Οι αραπάδες τους έχουν δέσει και τους έχουν φιµώσει και τους κουβαλούν τώρα στις πλάτες τους µέσα στη νύχτα, στους σκοτεινούς δρόµους της µυστηριώδους πόλης.

Χίλια δυο ερωτηµατικά σχηµατίζονται στο µυαλό του Γιώργου.

Ποιοι είναι οι αλλόκοτοι αυτοί άνθρωποι που επετέθηκαν εναντίον τους και τους αιχµαλώτισαν; Γιατί τους απήγαγαν και πού τους πηγαίνουν τώρα; Έχουν κάνει λάθος και αιχµαλώτισαν τα δυο παιδιά, νοµίζοντας πως είχαν να κάνουν µε άλλους; Ή πραγµατικά ήθελαν να αιχµαλωτίσουν τον Γιώργο θαλάσση και τον Σπίθα;

Οι αραπάδες που κουβαλούν τα δυο παιδιά περπατούν γοργά για αρκετή ώρα, ώσπου φτάνουν στην άκρη της πόλης και σταµατούν, σ' ένα µικρό σύδεντρο. Εκεί, περιµένουν δυο άλλοι µε µια καµήλα, που στην πλάτη της είναι φορτωµένο ένα µεγάλο καλαθωτό κιβώτιο.

Οι σαρικοφόροι ρίχνουν τα παιδιά µέσα στο κιβώτιο και ανταλλάσσουν µεταξύ τους µερικές φράσεις στην αραβική γλώσσα Ο Γιώργος που ξέρει µερικές αραβικές λέξεις, καταλαβαίνει τι λένε:

—θα φύγετε αµέσως και θα τους πάτε στον αρχηγό! Πρέπει να φτάσετε εκεί το συντοµότερο. Και να του πείτε ότι η άλλη δουλειά είναι έτοιµη γι' απόψε! Ο Αλλάχ µαζί σας!

—Εντάξει! Ο Αλλάχ µαζί σας!

Και οι δυο σαρικοφόροι, που περίµεναν στο σύδεντρο µε την καµήλα, ανεβαίνουν στο ζώο και ξεκινούν.

∆ιασχίζουν το σύδεντρο και σε λίγο βγαίνουν στην έρηµο και συνεχίζουν το ταξίδι τους µέσα στην απέραντη θάλασσα της άµµου, που απλώνεται κυµατιστή κάτω από τον αστροπληµµυρισµένο ουρανό.

«Πού µας πηγαίνουν; σκέπτεται ο Γιώργος µε αγωνία Πού µας πηγαίνουν;»

«Μου πήραν τις µπανάνες! σκέπτεται ο Σπίθας. θα µου το πληρώσουν αυτό!»

Ταξιδεύουν έτσι, µέσα στην έρηµο, για τρεις ώρες.

Ξαφνικά, η καµήλα σταµατάει. Ο Γιώργος προβάλλει το κεφάλι του µέσα από το κιβώτιο και κοιτάζει γύρω.

∆εν βλέπει πια την αµµώδη έρηµο γύρω του, αλλά πυκνή βλάστηση και

Page 33: Ο Μικρός Ήρως

ακούει το κελάρισµα κάποιας πηγής εκεί κοντά! Βρίσκονται τώρα σε µιαν όαση, ένα µικρό καταπράσινο κοµµάτι µέσα στα ατέλειωτα κύµατα της ξερής και άγονης ερήµου!

—Τους φέραµε, αφέντη! λέει η φωνή ενός άραβα µέσα στο σκοτάδι.

—Κατεβάστε τους! Βγάλτε τους τα φίµωτρα και φέρτε τους εδώ!

Η καµήλα γονατίζει. ∆υνατά χέρια τραβούν τα δυο παιδιά µέσα από το κιβώτιο και τα κουβαλούν σ" ένα σηµείο, ανάµεσα στους θάµνους όπου είναι αναµµένη µια µικρή φωτιά.

Γύρω από τη φωτιά είναι καθισµένοι µερικοί αραπάδες σταυροπόδι, µε µεγάλα γυριστά σπαθιά ακουµπισµένα γυµνά πάνω στα γόνατα τους.

Σε µικρή απόσταση από τη φωτιά, στέκεται ένας µεγαλόσωµος ξανθός άντρας µε άγρια χαρακτηριστικά ντυµένος µε πουκάµισο παντελόνι και µπότες Ευρωπαίου. Κοντά στον άντρα αυτόν, στη ρίζα ενός δέντρου είναι σταµατηµένη µια µοτοσυκλέτα.

Οι αραπάδες που τους κουβαλούν ρίχνουν τα παιδιά στα πόδια του ξανθού άντρα.

—Αυτά είναι τα σκυλιά!, λένε

Ο ξανθός άντρας σκύβει, κοιτάζει µε προσοχή το Γιώργο και το

Σπίθα και βάζει τα γέλια. ∆υνατά σαρκαστικά, σατανικά γέλια.

Χα, χα, χα, κάνει. Χα, χα, χα Το Παιδί - Φάντασµα και ο βοηθός

του! Είχαν δίκιο, λοιπόν, οι δικοί µου που µε ειδοποίησαν µε τον ασύρµατο από την Ελλάδα ότι το περίφηµο Παιδί - Φάντασµα βρίσκεται στην Αίγυπτο!

Ο Γιώργος νιώθει το αίµα του να παγώνει. Ο άνθρωπος αυτός µιλάει γερµανικά. Είναι Γερµανός! Είναι ένας πράκτορας των Γερµανών, που έχει σχηµατίσει στην Αίγυπτο µια οργάνωση κατασκόπων και σαµποτέρ από αραπάδες! Τα δυο Ελληνόπουλα έχουν πέσει στα χέρια των Γερµανών πάλι!

—Χα, χα, χα! γελάει πάλι ο Γερµανός. ∆εν θα µπορούσα ποτέ να φανταστώ ότι θα αιχµαλώτιζα µια µέρα το ξακουστό Παιδί - Φάντασµα.

Στην ανταύγεια της φωτιάς µια λάµψη θαυµασµού φανερώνεται στα µάτια του.

—Είσαι ο µεγαλύτερος ήρωας του πολέµου, Παιδί - Φάντασµα! συνεχίζει µε σοβαρό τόνο. Τα κατορθώµατα σου είναι σχεδόν απίστευτα! Λυπάµαι πολύ που είµαι αναγκασµένος να σου αποσπάσω ορισµένα µυστικά έστω και µε βασανιστήρια!

—Τι θέλεις από µένα, Γερµανέ; ρωτάει ο µικρός Πράκτορας - Ελλάς µε φωνή ήρεµη και σταθερή.

—θέλω να µου πεις τα ονόµατα και τις διευθύνσεις των Ελλήνων και των Συµµάχων πρακτόρων που δρουν στην Ελλάδα!

Page 34: Ο Μικρός Ήρως

Ζήτω η Ελλάς!

ΓΙΑ µερικές στιγµές βαθιά νεκρική σιωπή. ∆εν ακούγεται παρά µόνο ένα ελαφρό αεράκι, που σαλεύει τα φύλλα, και το τριζοβόληµα της φωτιάς.

Έπειτα, ένα δυνατό γέλιο ακούγεται. Είναι ο Γιώργος! Γελάει µε όλη του την καρδιά, σαν να άκουσε ένα πολύ έξυπνο καλαµπούρι.

—Για να µου ζητήσεις αυτό το πράγµα έβαλες τους ανθρώπους σου να µας αιχµαλωτίσουν και να µας φέρουν εδώ, Γερµανέ; Έχεις την αφέλεια να πιστεύεις ότι µπορείς να µας κάνεις να µιλήσουµε;

Ο Γερµανός αφήνει µια βλαστήµια και τραβάει ένα πιστόλι που κρέµεται από τη ζώνη του.

Στρέφει την κάννη του προς το κεφάλι του Πράκτορα - Ελλάς και γρυλλίζει µε µανία:

—θα µετρήσω ως το δέκα. Αν δεν µιλήσεις θα τραβήξω τη σκανδάλη!

—Το ίδιο αποτέλεσµα θα έχει κι αν µετρήσεις ως το εκατό!, απαντάει ο Γιώργος.

—Ένα... δύο... τρία...

—Ζήτω η Ελλάδα!, φωνάζει το Παιδί - Φάντασµα.

—Τέσσερα... πέντε... έξι...

—Ζήτω η Ελευθερία!

—Επτά... οκτώ...

—Κάτω ο Χίτλερ!

—Εννέα... δέκα!

—Ζήτω η Ελλάδα!, λέει πάλι το παιδί.

Και κλείνει τα µάτια του, περιµένοντας τη σφαίρα που θα του χαρίσει το θάνατο. ∆εν τη φοβάται τή σφαίρα αυτή. Την περιµένει µε χαρά, γιατί ξέρει ότι θα τον απαλλάξει από τα βασανιστήρια που τον περιµένουν!

Μα η σφαίρα δεν έρχεται.

Το παιδί ανοίγει πάλι τα µάτια του και βλέπει τον Γερµανό να στέκεται πάντα µπροστά του, µε το πιστόλι στο χέρι και µε µια ανάµικτη έκφραση λύσσας και θαυµασµού στο πρόσωπο.

—Είσαι θαρραλέο παιδί!, λέει. Και έξυπνο! Προτιµάς τη σφαίρα µου από τα βασανιστήρια, που ξέρεις ότι σε περιµένουν! Μα όχι! θα πεθάνεις σιγά - σιγά, αφού πρώτα µιλήσεις και µου δώσεις τα ονόµατα και τις διευθύνσεις των πρακτόρων που

Page 35: Ο Μικρός Ήρως

δρουν στην Ελλάδα!

—θα χάσεις τον κόπο σου! απαντάει ήρεµα ο Γιώργος. Μπορείς να µας κάνεις κοµµάτια, χωρίς µια λέξη να βγει από το στόµα µας'

Και γυρίζοντας στο Σπίθα προσθέτει στην ελληνική γλώσσα:

—Του είπα ότι δε θα βγει τίποτα από το στόµα µας, όσο κι µας βασανίσει, δεν είν' έτσι, Σπίθα;

—Ναι!, δηλώνει κι ο Σπίθας. Από το στόµα µας δε θα βγει τίποτα! Να µπει, µάλιστα! Καµιά µπανάνα, κανένα ψητό µπούτι, κανένα ψωµί, µάλιστα! Αλλά να βγει από το στόµα µας ποτέ! Προτιµάµε να πεθάνουµε! θα...

Ένας από τους αραπάδες σηκώνει το χέρι του, τεντώνει το κορµί του προς τα εµπρός και χτυπάει µε δύναµη το Σπίθα στο στόµα, µατώνοντας του τα χείλη!

—Σκασµός σκύλε!, µουγγρίζει αραβικά.

—Καλά!, λέει Ο Σπίθας ελληνικά τρίζοντας τά δόντια του. Αν µου πέσεις στα χέρια καµιά φορά, θα σε φάω ζωντανό, ας είσαι και µελαµψός!

Ο Γερµανός πηγαίνει κοντά στη φωτιά, παίρνει ένα αναµµένο κλαδί και πλησιάζει στο Γιώργο.

—Τώρα θα µιλήσεις!, λέει σιγανά. Σε διαβεβαιώ ότι θα µιλήσεις.

Το Παιδί - Φάντασµα βλέποντας το κλαδί να πλησιάζει στο πρόσωπο του, δοκιµάζει να ελευθερώσει τα χέρια του. Το σκοινί χώνεται βαθιά στη σάρκα του, πληγώνοντας την, χωρίς να υποχωρήσει. Τα πόδια του εξ άλλου, είναι κι αυτά δεµένα γερά και δεν υπάρχει καµιά ελπίδα να ελευθερωθούν.

Καταλαβαίνει ότι η µόνη ελπίδα του να σωθεί και να σώσει το Σπίθα είναι να κερδίσει καιρό. Ίσως στο µεταξύ συµβεί κάτι καινούργιο και του δώσει την ευκαιρία να ξεφύγει.

∆ίνει λοιπόν στο πρόσωπο του µια έκφραση τρόµου .και τραυλίζει

—Μη! Θα µιλήσω. Μη µε κάψεις!

Ο Γερµανός βάζει τα γέλια.

—Χα, χα, χα! Τόση ήταν η αντοχή σου, Παιδί · Φάντασµα; Τόσο εύκολα υποχώρησες; Λέγε!

Ο Γιώργος αρχίζει να µιλάει δίνοντας στο Γερµανό µια σειρά από ονόµατα και διευθύνσεις. Φυσικά είναι όλα ψεύτικα. Τα ονόµατα και οι διευθύνσεις είναι ανύπαρκτα!

Ο Γερµανός τα γράφει σ' ένα χαρτί και λέει µε ικανοποίηση.

—Πολύ καλά! θα στείλω µε τον ασύρµατο τα ονόµατα στην Αθήνα. Αν είναι εν τάξει, θα σας σκοτώσω χωρίς βασανιστήρια. Αν όµως µου είπες ψέµατα, θα πεθάνετε µε τον πιο φριχτό τρόπο! Α, ναι! Ξέχασα να σου πω, κάτι που θα σε ευχαριστήσει πολύ, Παιδί -Φάντασµα: Απόψε, πριν ξηµερώσει, το Ελληνικό Στρατηγείο του Κάιρου θα τιναχτεί στον αέρα! Αυτό είναι µια από τις µεγαλύτερες επιτυχίες της µυστικής υπηρεσίας µας!

Και αποµακρύνεται. Κάθεται µπροστά σε µια συσκευή ασυρµάτου, ακουµπισµένη χάµω κοντά στη µοτοσικλέτα, και µεταδίδει σήµατα µορς

Page 36: Ο Μικρός Ήρως

Το θαµµένο µαχαίρι!

Η ΚΑΡ∆ΙΑ του Γιώργου έχει πάψει να χτυπάει. Η ψυχή του έχει γεµίσει από µαύρη και παγερή απόγνωση. Το µυαλό του έχει µουδιάσει και είναι ανίκανο να σκεφτεί.

Μια µόνο σκέψη µπορεί να σταθεί εκεί µέσα. Το Ελληνικό Στρατηγείο θα ανατιναχτεί. Η µικρούλα Κατερίνα και ο πατέρας της θα σκοτωθούν!

Πρέπει να ξεφύγει! Πρέπει να δραπετεύσει και να τρέξει να

τους σώσει! Τώρα, δεν κινδυνεύει µόνο αυτός κι ο Σπίθας! Κινδυνεύει ολόκληρο το Ελληνικό Στρατηγείο! Αν ανατιναχτεί, θα χαθούν οι καλύτεροι αξιωµατικοί του Ελληνικού Στρατού! Και θα χαθεί η Κατερίνα, που ο Γιώργος λατρεύει µε απέραντη στοργή, περισσότερο κι από αδελφή του.

Σαλεύει, µε αγωνία, προσπαθώντας να ελευθερώσει τα χέρια του.

Τίποτα πάλι! ∆εν υπάρχει καµιά ελπίδα! Ό,τι κι αν κάνει, είναι καταδικασµένος να πεθάνει εκεί, µέσα στην έρηµο! Και είναι καταδικασµένοι να πεθάνουν η Κατερίνα, ο «Κεραυνός» κι οι Έλληνες αξιωµατικοί.

Ξαφνικά, η καρδιά του χτυπάει µε δύναµη δυο φορές, σταµατάει και αρχίζει να χοροπηδάει τρελά µέσα στο στήθος του.

Καθώς σαλεύει τα χέρια του, τα δάχτυλα του συναντούν κάτι πολύ κοφτερό που του κόβει το δέρµα!

Κρατώντας την ανάσα του πασπατεύει µε τα δάχτυλα και οι ελπίδες του ανανεώνονται.

Εκεί, µισοθαµµένο στην άµµο, πεσµένο από κάποιον άραβα είναι ένα µαχαίρι. Ένα µικρό γυριστό µαχαίρι µε ατσάλινη λεπίδα! Κι ο Θεός θέλησε να ρίξουν οι αραπάδες το δεµένο παιδί ακριβώς πάνω στο µαχαίρι!

Με γοργές και ανεπαίσθητες κινήσεις, ο Γιώργος πιάνει το µαχαίρι από τη λαβή, πίσω από την πλάτη του και κόβει το σκοινί!

Έπειτα ψιθυρίζει στο Σπίθα που είναι δίπλα του:

—Σπίθα, πρόσεξε καλά αυτά που θα σου πω! Από τη βοήθεια που θα µου δώσεις εξαρτάται η ζωή µας και η ζωή της Κατερίνας! Άκουσε, λοιπόν. Θάρθεις σιγά - σιγά πιο κοντά µου έτσι ώστε η πλάτη σου ν' ακουµπήσει στην πλάτη µου. Θα σου κόψω το σκοινί, µ' ένα µαχαίρι που βρήκα! Θα σου δώσω έπειτα το µαχαίρι και, ο-ταν πω «εµπρός Σπίθα» θα κόψεις το σκοινί που δένει τα πόδια σου, θα πεταχτείς όρθιος και θα µε βοηθήσεις! Κατάλαβες;

—Κατάλαβα!

Page 37: Ο Μικρός Ήρως

Σιγά - σιγά µε αργές κινήσεις, για να µην προκαλέσει τις υποψίες των αραπάδων, ο Σπίθας γυρίζει το κορµί του.

Ο Γιώργος κοιτάζει γύρω. Ο Γερµανός είναι αφοσιωµένος στον ασύρµατο του. Οι αραπάδες γύρω στη φωτιά λαγοκοιµούνται νυσταγµένοι από την αϋπνία.

Με µια ταχύτατη, κίνηση, πλησιάζει το χέρι µε το µαχαίρι στα ποδιά του και κόβει το σκοινί.

Έπειτα κόβει και το σκοινί του Σπίθα και του δίνει το µαχαίρι.

Μένει ακίνητος. Τα σκοινιά τον τυλίγουν ακόµα, µολονότι κοµµένα, και το Παιδί - Φάντασµα δεµένο όπως πριν. ∆εν µπορεί κανείς να καταλάβει µε την πρώτη µατιά ότι το Παιδί - Φάντασµα µπορεί να πεταχτεί όρθιο οποιαδήποτε στιγµή!

Περνούν µερικά λεπτά. ∆εν ακούγεται παρά ο ξερός ρυθµικός κρότος της συσκευής του ασυρµάτου και τα ροχαλητά των αραπάδων.

Ο Γερµανός σηκώνεται τέλος και γυρίζει κοντά στα παιδιά.

—Εν τάξει!, λέει στο Γιώργο. Έστειλα τα ονόµατα στο γερµανικό φρουραρχείο της Αθήνας. Γερµανοί αστυνοµικοί θα επισκεφθούν τις διευθύνσεις που έδωσες και σε µισή ώρα θα ξέρω αν είπες την αλήθεια ή όχι. Και τότε...

—Σου είπα την αλήθεια!, λέει ο Πράκτορας - Ελλάς. Τώρα θέλω να σου πω κάτι άλλο. Κάτι πολύ πιο σοβαρό! Σκύψε περισσότερο γιατί δεν θέλω να µας ακούσει κανείς...

Ο Γερµανός πέφτει στην παγίδα. Γεµάτος περιέργεια σκύβει πιο πολύ και... µ' ένα ακροβατικό πήδηµα, το Παιδί - Φάντασµα τον αγκαλιάζει ακινητοποιώντας τα µπράτσα του πάνω στα πλευρά του!

—Εµπρός Σπίθα!,. φωνάζει. Πάρε του το πιστόλι και κράτησε µ' αυτό µακριά τους αραπάδες!

Ο Σπίθας υπακούει, ενώ ο Γιώργος κι ο Γερµανός συµπλέκονται µε λύσσα, αυτός κόβει τα σκοινιά των ποδιών του, πετάγεται όρθιος και, πριν οι αραπάδες προλάβουν να καταλάβουν τι συνέβη και να ορµήσουν, αρπάζει το πιστόλι του Γερµανού από τη θήκη του και το στρέφει εναντίον τους.

—Πουλάκια µου!, τους λέει. θα κλάψω πολύ αν µε αναγκάσετε να πυροβολήσω και να σκοτώσω κανέναν από σας!

Οι αραπάδες µένουν ακίνητοι, µε τα χέρια ψηλά, τρέµοντας από φόβο.

Ο Γιώργος βλέποντας πως ο Γερµανός είναι τώρα άοπλος τον σπρώχνει µακριά του και συσπειρώνεται έτοιµος να τον υποδεχτεί όπως πρέπει.

Ο πράκτορας του Χίτλερ, ουρλιάζοντας από λύσσα ορµά εναντίον του µε τις γροθιές του σφιγµένες.

Μα δεν υπολογίζει πως έχει να κάνει µε το θρυλικό και ανίκητο Παιδί - Φάντασµα που είναι τέλεια γυµνασµένο στη µάχη.

Ο Γιώργος σκύβει και, καθώς η γροθιά του Γερµανού περνάει πάνω από το κεφάλι του, τον αρπάζει από το χέρι. Μια γοργή µεταβολή, ένα στρίψιµο του χεριού κι ένα τράβηγµα και ο Γερµανός χάνει την επαφή του µε την άµµο.

Το κορµί του ανασηκώνεται στον αέρα και βροντάει χάµω µε τόση φόρα, ώστε µένει ασάλευτο, αναίσθητο!

Page 38: Ο Μικρός Ήρως

Ο Πράκτορας - Ελλάς παίρνει ένα κοµµάτι σκοινί από εκείνο που λίγο πριν έδενε τον ίδιο, και δένει τα χέρια του Γερµανού.

Έπειτα, γυρίζει στους αραπάδες.

—θα µετρήσω ως το τρία, τους λέει στην αραβική. Αν δεν έχετε χαθεί µέσα στην όαση, ο σύντροφος µου θ' αρχίσει να πυροβολεί.

Κυνηγητό στην έρηµο

ΑΦΗΝΟΝΤΑΣ ένα ουρλιαχτό τρόµου, οι αραπάδες, γυρίζουν το βάζουν στα πόδια και χάνονται µέσα στην πυκνή βλάστηση της όασης.

—Έλα Σπίθα!,. φωνάζει το Παιδί - Φάντασµα.

Τρέχει στη µοτοσικλέτα βάζει µπροστά τη µηχανή. Ο Σπίθας χώνει το πιστόλι στην τσέπη του και καβαλάει στο πίσω κάθισµα.

Η µοτοσικλέτα ξεκινάει. Ο Γιώργος την περνάει πάνω από τη συσκευή του ασυρµάτου, καταστρέφοντας την και βγαίνει από την όαση στην αµµώδη έρηµο. Εκεί, ακολουθεί τα ίχνη, που είχε αφήσει πάνω στην άµµο η καµήλα που είχε φύγει πάλι για το Κάιρο στο µεταξύ.

Το ταξίδι είναι πολύ δύσκολο και κουραστικό. Κάθε τόσο η µοτοσικλέτα σταµατάει, γιατί οι ρόδες της, µη βρίσκοντας στέρεο έδαφος γυρίζουν µέσα στην άµµο χωρίς να κινούν τη µηχανή προς τα εµπρός!

Τέλος, καθώς πλησιάζουν πια στα περίχωρα του Κάιρου ο Σπίθας φωνάζει:

—Γιώργο! Κάτι καβαλάρηδες έρχονται πίσω µας!

Το Παιδί - Φάντασµα γυρίζει και τα δόντια του σφίγγονται.

Πέντε αραπάδες πλησιάζουν προς το µέρος τους, καβάλλα σε µικρά γκρίζα άλογα µε τα σπαθιά τους γυµνά στον αέρα!

Σίγουρα είναι άνθρωποι του Γερµανού πράκτορα κι έρχονται να τους προλάβουν και να τους σκοτώσουν!

—Σπίθα!, λέει ο Γιώργος. Πυροβόλησε εναντίον τους! θα σου δώσω από ένα ψητό µπούτι για κάθε ένα που θα σκοτώσεις! Κι αν τους αναγκάσεις να γυρίσουν πίσω, θα σου δώσω ένα ολόκληρο αρνί!

Και στρέφει την προσοχή του στη µοτοσικλέτα αναπτύσσοντας όση ταχύτητα µπορεί πάνω στην κινητή και προδοτική άµµο.

—Μανούλα µου!, φωνάζει ο Σπίθας. Ένα ολόκληρο ψητό αρνί! Μη µου το λες και µε πάρουν τα δάκρυα!

Page 39: Ο Μικρός Ήρως

Και βγάζει το πιστόλι από την τσέπη του.

Οι αραπάδες βρίσκονται τώρα εκατό µέτρα µακριά. Ο Σπίθας σηκώνει το µεγάλο γερµανικό πιστόλι, σηµαδεύει και πιέζει τη σκανδάλη. Η εκπυρσοκρότηση αντηχεί σαν κανονιά µέσα στην ησυχία της νύχτας.

Τίποτα! Κανένας από τους αραπάδες δεν πέφτει. Απεναντίας συνεχίζουν το κυνηγητό µε περισσότερη ορµή!

—∆εν είστε εν τάξει, µουρµουρίζει ο Σπίθας µε παράπονο. Θέλέτε να µε κάνετε να πεθάνω της πείνας!

Και πυροβολεί πάλι.

Αυτή τη φορά ένα από τα άλογα των αραπάδων χτυπηµένο στο στήθος από τη σφαίρα, ανορθώνεται στα πίσω πόδια του και σωριάζεται χάµω µαζί µε τον καβαλλάρη του.

— Ένα ψητό µπούτι!, φωνάζει ο Σπίθας µε ενθουσιαµό. Μανούλα µου!

Και πυροβολεί για τρίτη φορά.

Η σφαίρα του αυτή δε σκοτώνει κανένα, ούτε άλογο ούτε καβαλλάρη. Κάνει όµως κάτι άλλο. Αναγκάζει τους αραπάδες να γυρίσουν τα µπρος πίσω και να φύγουν πάλι προς την κατεύθυνση της ερήµου!

—Ζήτωωω!, ουρλιάζει ο Σπίθας. Κέρδισα το αρνί! Ένα ολόκληρο ψητό αρνί! ∆ε φαντάζοµαι να µου τη σκάσεις Γιώργο!

—Όχι, Σπίθα!, απαντάει ο Πράκτορας - Ελλάς. Αύριο το πρωί θα αγοράσω ένα αρνί και θα το στείλω στο φούρνο για σένα! Τώρα, ξέχασε το αρνί σου! Έχουµε ν' ασχοληθούµε µε κάτι άλλο πολύ πιο σοβαρό. Η Κατερίνα και οι άλλοι κινδυνεύουν! Πρέπει να τους σώσουµε!

Η µοτοσικλέτα µπαίνει στο Κάιρο και διασχίζει ολοταχώς τους έρηµους δρόµους της νυχτωµένης πόλης, θα φτάσει εγκαίρως;

Ο Γιώργος οδηγεί τη µοτοσικλέτα προς το µέρος όπου βρίσκεται το Ελληνικό Στρατηγείο και τη σταµατάει δυο τετράγωνα µακριά, για να µην προδοθεί η άφιξη του από τους κρότους της µηχανής.

Κάνοντας νόηµα στο Σπίθα να τον ακολουθήσει, προχωρεί. Ένας αναστεναγµός ανακούφισης βγαίνει από το στήθος του. Το κτίριο είναι ακόµα όρθιο και ανέπαφο. ∆εν έχει ανατιναχτεί ακόµα!

Πλησιάζει αθόρυβα στα κάγκελα του κήπου και στήνει το αυτί του. Τίποτα. Όλοι κοιµούνται µέσα στο κτίριο. ∆εν ακούγεται ο παραµικρός θόρυβος.

Ο σκοπός της εισόδου ένας νεαρός Έλληνας στρατιώτης από την Αθήνα υποδέχεται µε χαρά τα δυο παιδιά.

—Τι γίνατε; του λέει. Έχει κινητοποιηθεί ολόκληρη η αστυνοµία του Κάιρου για να σας βρει!

—θα σου εξηγήσουµε αργότερα, λέει ο Γιώργος. Συνέβη τίποτα εδώ στο διάστηµα που λείπαµε;

-Όχι!

Ο Γιώργος µε τον Σπίθα ξοπίσω του, προχωρούν µέσα στο κτίριο, θα µπορούσε να βάλει τις φωνές και να. τους ειδοποιήσει όλους να αποµακρυνθούν από

Page 40: Ο Μικρός Ήρως

το κτίριο, που πρόκειται να ανατιναχτεί.

Μα δεν πρέπει να το κάνει αυτό.

Με τις φωνές του θα ειδοποιούσε και τους µυστηριώδεις σαµποτέρ, που ίσως αυτή τη στιγµή ετοιµάζονται να ανατινάζουν το κτίριο.

Περπατώντας στην άκρη των ποδιών του, ο Γιώργος εξετάζει ένα - ένα τα δωµάτια του ισογείου.

Κανένας. Τίποτα ύποπτο.

Κατεβαίνει στο υπόγειο όπου βρίσκεται η κουζίνα και οι αποθήκες µε τα τρόφιµα.

Ο Σπίθας τον ακολουθεί ανοιγοκλείνοντας τα ρουθούνια του, συγκινηµένος απ' τις µυρουδιές των φαγητών που τον χτυπούν στη µύτη.

Οι δυναµίτες και η Κατερίνα

ΦΤΑΝΟΥΝ κάτω. Βρίσκονται σ' ένα διάδροµο µε τρεις πόρτες. Οι δυο οδηγούν σε αποθήκες. Η τρίτη στην κουζίνα.

Από την κουζίνα ένας σιγανός ήχος φτάνει ως τ' αυτιά του. Κάποιος βρίσκεται εκεί µέσα! Και από τη µισάνοιχτη πόρτα βγαίνει µια φωτεινή δέσµη.

Τα δυο παιδιά πλησιάζουν στην πόρτα και κοιτάζουν µέσα.

Αυτό που βλέπουν τους κάνει να παγώσουν.

Ο µάγειρας του στρατηγείου, ένας µελαµψός άραβας, είναι σκυµµένος σε µια γωνιά και τοποθετεί ένα τεράστιο δέµα µε δυναµίτες! Οι δυναµίτες αυτοί είναι τόσο πολλοί ώστε θα µπορούσαν να ανατινάξουν όχι ένα σπίτι, αλλά και ένα ολόκληρο θωρηκτό!

Καθώς τα παιδιά κοιτάζουν, ο άραβας ανάβει ένα σπίρτο, το πλησιάζει στο φιτίλι και το ανάβει!

Τα δυο Ελληνόπουλα εφορµούν. Ο Γιώργος µε τις γροθιές του σφιγµένες, ρίχνεται εναντίον του και µ' ένα χτύπηµα τον εκσφενδονίζει στην άλλη άκρη της κουζίνας.

Έπειτα, αρπάζει το δέµα µε τους δυναµίτες και τραβώντας µε δύναµη το φιτίλι, το αποσπά από την εκρηκτική ύλη και το σβύνει ποδοπατώντας το χάµω!

Πιο πέρα, ο Σπίθας «περιποιείται» τον δολοφόνο άραβα Έχει αρπάξει ένα... ψητό µπούτι από µια κατσαρόλα και τον κοπανάει µ' αυτό στο κεφάλι.

—Αλλάχ!, Αλλάχ!, κάνει ο άραβας. Παραδίνοµαι!

Page 41: Ο Μικρός Ήρως

Ο Γιώργος τον αρπάζει από την κελεµπία και του δένει τα χέρια µ' ένα σκοινί.

—θα πεθάνεις!, του λέει αραβικά, θα πεθάνεις γι' αυτό που θέλησες να κάνεις!

Ο άραβας αρχίζει να κλαψουρίζει.

—Εφέντη µου! Χάρισε µου τη ζωή! ∆ε φταίω εγώ! Ο σατανάς µ' έβαλε να το κάνω αυτό! Ο σατανάς! Μπήκε µέσα µου και µου είπε: «Βάλε αυτούς τους δυναµίτες και τίναξε το σπίτι στον αέρα!»

—Πού βρήκες τους δυναµίτες; ρωτάει το Παιδί - Φάντασµα. Αν πεις όλη την αλήθεια και µαρτυρήσεις ποιοι σε έβαλαν να το κάνεις αυτό, µπορεί να σε λυπηθώ και να σου χαρίσω τη ζωή!

—Με ... έβαλε ο Χασάν!, απαντάει ο άραβας.

—Ο Χασάν, ε; Και πόύ βρίσκεται ο Χασάν;

—Έχω αύριο ραντεβού µαζί του, την ώρα που βγαίνει ο ήλιος κάτω από τη µεγάλη χουρµαδιά, που είναι κοντά στη βρύση της Σεϊλάχ.

Και εξηγεί στο Γιώργο πώς θα βρει τη βρύση της Σεϊλάχ και τη µεγάλη χουρµαδιά.

—Αυτός µου έδωσε τους δυναµίτες και µου είπε πως θα πάρω χίλιες λίρες αν τινάξω στον αέρα το κτίριο! Αύριο το πρωί θα µου έδινε τα λεφτά! Στον Χασάν έδωσα και το κοριτσάκι!

Ο Γιώργος αναπήδηξε σαν να τον κέντρισε ξαφνικά σκορπιός.

—Το κοριτσάκι; φωνάζει. Ποιο κοριτσάκι;

—Εκείνο το κοριτσάκι που το λένε Κατερίνα. Το θέλει λέει, για να το στείλει στο χαρέµι ενός αρχηγού της ερήµου! Μπήκα κρυφά στο δωµάτιο της εδώ και µια ώρα, την έδεσα και τη φίµωσα και την έδωσα στον Χασάν πάνω από τα κάγκελα του κήπου. Μη! Μη! Μη µε σκοτώσεις, εφέντη!

Ο Γιώργος έχει αρπάξει ένα µεγάλο µαχαίρι της κουζίνας και το έχει σηκώσει πάνω απ' το κεφάλι του άραβα!

Μα συγκρατεί το χέρι του. Όχι! ∆εν πρέπει να σκοτώσει έναν ανυπεράσπιστο, δεµένο αιχµάλωτο! Εξ άλλου, µπορεί ακόµα να φανεί χρήσιµος και να τον βοηθήσει να βρει την Κατερίνα.

— Πού είναι το σπίτι του Χασάν; ρωτάει. Λέγε πριν σε σκοτώσω;

—∆εν... δεν ξέρω! Ξέρω µόνο πως τον λένε Χασάν. Τίποτ' άλλο!

Αύριο, που θα τον συναντήσω κάτω από τη µεγάλη χουρµαδιά θα τον ρωτήσω!

Ο Γιώργος τον χτυπάει µε τη γροθιά του στο πρόσωπο, µη µπορώντας να συγκρατήσει το θυµό του, την αγανάκτηση του και τον πόνο του για την απαγωγή της Κατερίνας.

Γυρίζει στον Σπίθα που καταβροχθίζει στο µεταξύ το µπούτι, µε το οποίο είχε δείρει τον άραβα.

—Πάµε!, του λέει.

— Πού; ρωτάει ο Σπίθας µπουκωµένος.

Page 42: Ο Μικρός Ήρως

— Να βρούµε την Κατερίνα! Την έκλεψαν!

— Ε; κάνει ο Σπίθας χαζά. Την έκλεψαν; Μανούλα µου!

Του κόβεται η όρεξη κι αυτό είναι ατράνταχτο σηµάδι της µεγάλης αγάπης, που νιώθει για την Κατερίνα το καθυστερηµένο στο µυαλό παιδί.

Παρατάει το ψητό µπούτι και ακολουθεί το Γιώργο.

Ανεβαίνουν επάνω και ο Γιώργος λέει στο σκοπό της εισόδου:

—Στην κουζίνα είναι δεµένος ο µάγειρας. ∆οκίµασε να ανατινάξει το κτίριο στον αέρα, µα τον προλάβαµε! ∆υστυχώς όµως δεν προλάβαµε κάτι άλλο: την απαγωγή της Κατερίνας! Πηγαίνουµε να τη βρούµε. Ειδοποίησε τους άλλους.

Και αποµακρύνεται γοργά, πριν ο σκοπός προλάβει να κάνει ερωτήσεις...

Στη µεγάλη χουρµαδιά...

ΚΟΝΤΕΥΕΙ να ξηµερώσει. Σε µια µικρή έρηµη πλατεία, µιας µακρινής συνοικίας του Κάιρου, κοντά σε µια βρύση, υψώνεται µια µεγάλη χουρµαδιά.

Πάνω στη χουρµαδιά είναι ανεβασµένος ο... Σπίθας και, φυσικά τόχει ρίξει πάλι στο φαγητό, καταβροχθίζοντας, τους χουρµάδες δέκα - δέκα.

Κάτω απ' τη χουρµαδιά, είναι καθισµένος ο Γιώργος θαλάσσης και περιµένει. Περιµένει µε αγωνία τον µυστηριώδη Χασάν στον οποίο ο µάγειρας έχει παραδώσει τη µικρή Κατερίνα.

Θάρθει όµως στο ραντεβού του µε τον µάγειρα; Ή µήπως δεν φανεί καθόλου; Και τι θα απογίνει η Κατερίνα αν ο άνθρωπος αυτός δεν έρθει; Πώς ο Γιώργος θα µπορέσει να ανακαλύψει τα ίχνη της, να την βρει και να την ελευθερώσει;

Στην αρχή, το Παιδί - Φάντασµα είχε σκεφτεί να χρησιµοποιήσει τον µάγειρα σαν δόλωµα, για να πιάσει στην παγίδα τον Χασάν.

Προτίµησε όµως να µην το κάνει αυτό γιατί φοβήθηκε µήπως η τροµαγµένη όψη του µάγειρα διώξει τον Χασάν.

Αποφάσισε λοιπόν να παίξει ο ίδιος ρόλο δολώµατος. Σίγουρα, αυτός ο Χασάν θα έχει παρακολουθήσει από µέρες το Ελληνικό Στρατηγείο και θα ξέρει ποιος είναι ο Γιώργος. Ίσως, βλέποντας τον µόνο εκεί σε µιαν έρηµη πλατεία µπει στον πειρασµό να αιχµαλωτίσει το Παιδί - Φάντασµα και τότε...

Για λόγους ασφαλείας ο Πράκτορας - Ελλάς έχει τοποθετήσει το Σπίθα πάνω στη χουρµαδιά.

—θα µε ειδοποιήσεις πετώντας ένα κουκούτσι µόλις δεις να πλησιάζει κανένας! του είχε πει. Εγώ, για να µη δώσω υποψίες, θα κοιτάζω χάµω µε

Page 43: Ο Μικρός Ήρως

απελπισµένο ύφος.

—Εν τάξει, είχε πει ο Σπίθας.

Μόλις όµως το αδιάκοπα πεινασµένο παιδί βρίσκεται πάνω στη χουρµαδιά και το ρίχνει στη χουρµαδοφαγία, ξεχνάει τα πάντα. ∆εν υπάρχουν πια γι' αυτόν παρά µόνο οι λαχταριστοί χουρµάδες, κοντά στο στόµα του, γεµάτοι γλύκα και νοστιµιά.

Έτσι δεν βλέπει έναν άραβα µε κελεµπία και σαρίκι να µπαίνει στην πλατεία από ένα στενοσόκακο και να προχωράει σιγά - σιγά προς το Γιώργο, περπατώντας αθόρυβα σαν πάνθηρας!

Ο Σπίθας συνεχίζει το καταβρόχθισµα των χουρµάδων, ενώ ο άραβας µε µιαν έκφραση άγριας χαράς στο πρόσωπο του, τραβάει κάτω από την κελεµπία του ένα µαχαίρι, µουρµουρίζοντας:

—Αυτός είναι! Το παιδί που οι Γερµανοί ονοµάζουν Παιδί - Φάντασµα! Αν το σκοτώσω ή το αιχµαλωτίσω, θα µου δώσουν πολλά λεφτά!

Και χωρίς να καθήσει να σκεφτεί πόσο παράξενο είναι το γεγονός, ότι, αντί για τον µάγειρα του Ελληνικού Στρατηγείου, βρήκε εκεί το Παιδί - Φάντασµα, πλησιάζει πιο πολύ µε το µαχαίρι του υψωµένο.

Και τότε ο Σπίθας. τον βλέπει για πρώτη φορά και τα µάτια του ανοίγουν διάπλατα από την έκπληξη και τον τρόµο. Πώς βρέθηκε έτσι ξαφνικά ο άνθρωπος αυτός εκεί;

Χωρίς να λειτουργήσει καθόλου το µυαλό του, µε µια ενστικτώδη κίνηση, ο Σπίθας πετάει προς τα κάτω ένα τεράστιο τσαµπί από χουρµάδες, που ζύγιζε τουλάχιστον τρεις οκάδες!

Το βαρύ τσαµπί σκίζει τον αέρα γοργά και πριν το ανυψωµένο χέρι του δολοφόνου κατεβεί µαχαιρώνοντας το Παιδί - Φάντασµα τον χτυπάει κατακέφαλα!

'Ενα βογγητό πόνου ξεπηδάει από το στήθος του και το µαχαίρι ξεφεύγει από τα δάχτυλα του.

Ο Γιώργος στριφογυρίζει ξαφνιασµένος, ζυγιάζει µε µια µατιά την κατάσταση και δρα κεραυνοβόλα.

Η γροθιά του χτυπάει τον άραβα στο σαγόνι και τον αποτελειώνει. Ο κακούργος µε την κελεµπία σωριάζεται χάµω αναίσθητος.

Ο Γιώργος σκύβει επάνω του, του ξετυλίγει το σαρίκι από το κεφάλι και τον δένει. Έπειτα, παίρνει νερό από την πηγή και του βρέχει το πρόσωπο συνεφέρνοντάς τον.

—Λέγε! µουρµουρίζει. Πού έχεις πάει το κοριτσάκι που πήρες από τον µάγειρα του Ελληνικού Στρατηγείου; Λέγε! Εκτός αν προτιµάς να σε σκοτώσω αυτή τη στιγµή µε το ίδιο το µαχαίρι σου!

Και σηκώνοντας από χάµω το πεσµένο µαχαίρι, το στρέφει απειλητικά προς τον άραβα.

—θα σου πω πού είναι το κοριτσάκι, απαντάει αυτός. Με πολλή χαρά µάλιστα, γιατί ξέρω όχι θα βρεις το θάνατο εκεί που θα πας! Είναι στο µέγαρο του Πασά Αµπού, στον Τρίτο ∆ρόµο του Προφήτη. Μόνο τα κουνούπια και οι µύγες µπορούν να µπουν εκεί, χωρίς την άδεια του Πασά.

—Μπορεί να γίνω και κουνούπι!, λέει σαρκαστικά ο Γιώργος. Έλα, Σπίθα!

Page 44: Ο Μικρός Ήρως

Αρκετούς χουρµάδες έφαγες! Έλα να µε βοηθήσεις να κρύψουµε αυτόν τον παλιάνθρωπο!

Με τη βοήθεια του Σπίθα, ο Γιώργος µεταφέρει τον άραβα µέσα σ' ένα ερειπωµένο και έρηµο σπίτι και τον αφήνει εκεί µέσα αφού του φίµωσε το στόµα µ' ένα µαντήλι.

Έπειτα κόβει ένα µέρος του σαρικιού του και του βγάζει την κελεµπία, λύνοντας και δένοντας διαδοχικά τα χέρια και τα πόδια.

Φοράει την κελεµπία, τυλίγει το κοµµάτι από το σαρίκι στο κεφάλι του και γίνεται όµοιος µε άραβα µελαχροινός και ηλιοκαµµένος καθώς είναι.

Ο Σπίθας τον κοιτάζει µε γουρλωµένα µάτια.

—Έτσι µούρχεται γρυλλίζει, να χυµήξω επάνω σου και να σε τσακίσω στο ξύλο! Παλιό - άραβα! Έχε χάρη που είσαι ο φίλος µου ο Γιώργος! Αλλοιώς...

— Άκουσε, Σπίθα, λέει το Παιδί - Φάντασµα. Εγώ θα πάω τώρα για να σώσω την Κατερίνα. Εσύ πρέπει να καθήσεις εδώ και να φρουρήσεις τον άραβα ώσπου να γυρίσω. Αν δεις και δε γυρίσω, θα ειδοποιήσεις τον «Κεραυνό».

—Εν τάξει, λέει ο Σπίθας. Αν όµως... πεινάσω στο µεταξύ;

—Αν πεινάσεις ... φάε τον άραβα!

Ένα ατρόµητο παιδί

ΜΙΣΗ ώρα αργότερα, ένας µικρόσωµος άραβας τυλιγµένος στην κελεµπία του πλησιάζει στη µεγάλη αυλόπορτα του µεγάρου του Πασά Αµπού.

Τραβάει ένα χοντρό κορδόνι κι ένα κουδούνι αντηχεί πίσω από την πόρτα.

Σχεδόν αµέσως, η πόρτα ανοίγει κι ένας µισόγυµνος, γιγαντόσωµος αράπης κάνει την εµφάνιση του, µ' ένα πελώριο γυµνό σπαθί στο χέρι.

—Τι θέλεις παλιόσκυλο; γρυλλίζει, βλέποντας τον µικροσκοπικό άραβα που δεν είναι άλλος από τον Γιώργο, το θρυλικό Παιδί · Φάντασµα.

Ο Γιώργος κάνει µια βαθιά υπόκλιση.

—Με στέλνει ο Χασάν. λέει. Πρέπει να δω τον Πασά.

—Περίµενε παλιόσκυλο!

Η πόρτα ξανακλείνει. Έπειτα από λίγο ανοίγει πάλι και ο γιγαντόσωµος αράπης λέει:

—Έµπα µέσα, παλιόσκυλο, κι ακολούθησε αυτή τη σκλάβα!

Ενώ η καρδιά του χτυπάει γοργά το παιδί περνάει το κατώφλι του µεγάρου.

Page 45: Ο Μικρός Ήρως

Θα ξαναβγεί ζωντανός από εκεί; Και θα κατορθώσει να βρει και να σώσει την αγαπηµένη του από τα νύχια των τροµερών αυτών ανθρώπων;

Βρίσκεται µέσα σ' έναν κήπο µε ωραία λουλούδια, µαρµάρινα συντριβάνια και αγάλµατα.

Μια νεαρή σκλάβα υποκλίνεται µπροστά του κι ο Γιώργος την ακολουθεί.

—Πού βρίσκεται το λευκό κοριτσάκι, που έφεραν την νύχτα;

—Στο γυναικωνίτη, στο τρίτο πάτωµα!, απαντάει χωρίς να σκεφθεί η σκλάβα.

Και γυρίζει ξαφνιασµένη ανοίγοντας διάπλατα τα µάτια της:

—Για στάσου! Γιατί ρωτάς; Ποιος είσαι; Μήπως είσαι κατάσκοπος; Μήπως...

Για µια στιγµή ο Γιώργος σκέπτεται να την φιµώσει και να την δέσει για να µην τον προδώσει. Μα δεν έχει σκοινί και µπορεί να τον έβλεπε κανένας από το σπίτι.

Έτσι κάνει κάτι άλλο. Βάζει τα γέλια, σαν να του φάνηκαν πολύ αστεία τα λόγια της σκλάβας.

Το κόλπο πιάνει. Η σκλάβα γελάει κι αυτή και οι υποψίες της αποκοιµίζονται.

Μπαίνουν στο σπίτι, περνώντας ανάµεσα σε δυο πελώριους φρουρούς και προχωρούν µέσα σ' ένα διάδροµο στρωµένο µε παχιά χαλιά.

Στρίβουν σε µια καµπή του διαδρόµου, περνούν από ένα κυκλικό χολ, σταµατούν σε µια πόρτα, όπου στέκεται ένας φρουρός. Η πόρτα ανοίγει. Το παιδί µπαίνει σ' ένα πολυτελές γραφείο µε πανάκριβα χαλιά και βαρύτιµα παραπετάσµατα.

Πίσω από ένα τραπέζι από έβενο είναι καθισµένος ένας παχύς µεγαλόσωµος άντρας, µε µεγάλο µουστάκι και µακριά γένια.

Το ένα του χέρι χαϊδεύει το µουστάκι του. Το άλλο παίζει µ' ένα µεγάλο πιστόλι ακουµπισµένο στο τραπέζι, µπροστά του.

Κοιτάζει µε τα κατάµαυρα άγρια µάτια του το παιδί και γρυλλίζει:

—Ποιος είσαι; Γιατί σ' έστειλε εσένα ο Χασάν; Γιατί δεν ήρθε ο ίδιος;

Ο Γιώργος κάνει µια βαθιά υπόκλιση, έτσι ώστε το κεφάλι του βρίσκεται σχεδόν κάτω από το τραπέζι. Καθώς ανορθώνεται ακουµπάει τα χέρια του στην κόχη του τραπεζιού και σπρώχνει µ' όλη του τη δύναµη.

Το βαρύ τραπέζι ανασηκώνεται, πέφτει επάνω στον Πασά και αναποδογυρίζεται παρασύροντας και τον παχύ άραβα στο πέσιµο του.

Το Παιδί - Φάντασµα πηδάει σαν αίλουρος.

Γονατίζει δίπλα στον Πασά, που το κορµί του, είναι παγιδευµένο κάτω από το τραπέζι ανίκανο να κινηθεί, τραβάει κάτω από την κε-λεµπία του το µαχαίρι που είχε πάρει από τον Χασάν και το ακουµπάει στο λαιµό του.

—Αν δοκιµάσεις να αντισταθείς, Πασά Αµπού, λέει άγρια, θα χώσω το µαχαίρι µου στο λαιµό σου!

Page 46: Ο Μικρός Ήρως

«Φέρε τη µικρή Ευρωπαία!»

ΤΗΝ ίδια στιγµή, η πόρτα ανοίγει και ο φρουρός µπαίνει ορµητικά. Σταµατάει εµβρόντητος βλέποντας τον Πασά χάµω και τον ξένο να του έχει ακουµπήσει ένα µαχαίρι στο λαιµό.

—Αν ο άνθρωπος σου κάνει ένα βήµα προς το µέρος µας, θα πεθάνεις!, λέει ο Πράκτορας - Ελλάς στον Πασά.

—Μείνε εκεί που είσαι, Αλή!, λέει ο Πασάς αφρίζοντας από λύσσα.

Και προσθέτει αποτεινόµενος στο Γιώργο;

—Ποιος είσαι, άτιµο σκυλί; Τι θέλεις από µένα;

—Είµαι κάποιος που ξέρουν πολύ καλά οι Γερµανοί, µε τους οποίους συνεργάζεσαι. Είµαι το Παίδι - Φάντασµα!

Το αίµα φεύγει από το πρόσωπο του Πασά. Τα χαρακτηριστικά του γεµίζουν τρόµο.

—Το Παιδί - Φάντασµα!, µουρµουρίζει. Το παιδί που τρέµουν οι Γερµανοί! Τώρα καταλαβαίνω γιατί σου έχουν δώσει οι Γερµανοί αυτό το όνοµα. Αφού κατώρθωσες να µε αιχµαλωτίσεις µέσα στο ίδιο το σπίτι µου, φαντάζοµαι τι καταστροφές πρέπει να έχεις κάνει στον στρατό του Χίτλερ! Τι θέλεις από µένα, Παιδί - Φάντασµα;

—Ξέρω, απαντάει ο Πράκτωρ - Ελλάς ότι δεν µπορώ να κάνω τίποτα αποτεινόµενος στην αστυνοµία, µολονότι εσύ έβαλες ανθρώπους σου να αποπειραθούν να ανατινάξουν το Ελληνικό Στρατηγείο! Περιορίζοµαι, λοιπόν στο να σου ζητήσω απλώς να ελευθερώσεις το κοριτσάκι που έφερε εδώ ο Χασάν χτες τη νύχτα. Αν υπακούσεις, δε θα πάθεις τίποτα. ∆ιαφορετικά, θα βάψω το µαχαίρι µου στο αίµα ενός εχθρού της Ελλάδας και της Ελευθερίας!

Ο Πασάς µένει για µερικές στιγµές σκεπτικός. Έπειτα λέει στο φρουρό:

—Αλή, πήγαινε να φέρεις εδώ τη µικρή Ευρωπαία!

Ο φρουρός υποκλίνεται και αποµακρύνεται.

Όταν µένουν µόνοι, ο Γιώργος, χωρίς να αποµακρύνει το µαχαίρι του από το λαιµό του Πασά, σπρώχνει µε το ένα του πόδι το τραπέζι και ελευθερώνει το κορµί του.

Τον βοηθάει να ανορθωθεί και στέκεται πίσω του, έχοντας πάν-τα τη λεπίδα του µαχαιριού ακουµπισµένη στο λαιµό του.

Ο Γιώργος περιµένει µε αγωνία.

Λίγα λεπτά αργότερα, ο φρουρός ξαναµπαίνει στο δωµάτιο. Αυτή τη φορά

Page 47: Ο Μικρός Ήρως

σέρνει πίσω του κι ένα κοριτσάκι. Είναι η Κατερίνα. Τα µάτια της είναι κόκκινα από την αγρύπνια και το κλάµα, αλλά το κεφάλι της είναι στητό, περήφανο και το βλέµµα της αστράφτει από µίσος και περιφρόνηση προς τους ανθρώπους που την έχουν αιχµαλωτίσει.

Μόλις αντικρύζει τον Πασά και πίσω του το Γιώργο µε το µαχαίρι του στο λαιµό του, αφήνει µια κραυγή χαράς και τρόµου.

— Γιώργο!, φωνάζει. Θεέ µου! Γιατί ήρθες εδώ; Θα σε σκοτώσουν! Θα...

-Ησύχασε, Κατερίνα!, απαντάει ο Γιώργος µε φωνή γεµάτη ευτυχία. Μη φοβάσαι. ∆εν µπορούν να µε πειράξουν! Τους κρατώ καλά!

Και προσθέτει αποτεινόµενος προς τον Πασά:

—Θα κάνουµε ένα περίπατο εγώ, εσύ και το κορίτσι, Πασά µου. Με την άδεια σου, βέβαια. Θα βγούµε στον κήπο και θα ανοίξεις την αυλόπορτα για να φύγει το κορίτσι! Μήπως έχεις καµιά αντίρρηση, Πασά µου; Οι επιθυµίες σου είναι διαταγές για µένα!

Και στηρίζει µε περισσότερη δύναµη το µαχαίρι στο λαιµό του άραβα.

Ο Πασάς, τρέµοντας ολόκληρος από τρόµο και λύσσα, υπακούει.

— Πάµε, σκυλί!, λέει. Αλη, άφησε αυτή την άπιστη νάρθει µαζί µας! Εσύ µείνε εδώ!

Και ο παράξενος «περίπατος» αρχίζει.

Ο Γιώργος µε το µαχαίρι του πάντα στο λαιµό του Πασά, τον σπρώχνει µπροστά, προς την έξοδο, µε την Κατερίνα δίπλα του.

∆ιασχίζουν έτσι χολ και διαδρόµους και βγαίνουν στον κήπο.

Εκεί ο Γιώργος σταµατάει σε απόσταση δέκα πέντε µέτρων από την αυλόπορτα, όπου στέκεται ο µισό γυµνός γιγαντιαίος φρουρός µε τη σπάθα και διατάζει:

— Πες στο φρουρό ν’ ανοίξει την πόρτα και ν' αφήσει το κορίτσι να φύγει!

Ο Πασάς επαναλαµβάνει τη διαταγή. Ο φρουρός υπακούει γρυλλίζοντας σαν θυµωµένη τίγρη. Ανοίγει την πόρτα και παραµερίζει.

— Εµπρός, Κατερίνα!, λέει ο Γιώργος στο κοριτσάκι. Φύγε τρέχοντας. Πήγαινε στο Ελληνικό Αρχηγείο. Θάρθω κι εγώ εκεί σε λίνα λεπτά. Μην καθυστερήσεις καθόλου! Κάθε λεπτό που περνάει

κάνει τη θέση µας πιο δύσκολη!

Η Κατερίνα διστάζει για λίγο, µα έπειτα υπακούει.

Τρέχει προς την αυλόπορτα και βγαίνει έξω.

Ο Γιώργος αφήνει να περάσουν µερικά λεπτά, για να της δώσει τον καιρό να αποµακρυνθεί κι έπειτα λέει:

—Πασά µου, µε την άδεια σου, θέλω να αποµακρυνθεί ο φρουρός από την πόρτα. Να πάει στο βάθος του κήπου.

Βγάζοντας αφρούς από το στόµα του, ο Πασάς λέει στο φρουρό:

—Πήγαινε στο βάθος του κήπου!

Page 48: Ο Μικρός Ήρως

Βλαστηµώντας άγρια, ο φρουρός αποσύρεται προς τους θάµνους και τα δέντρα.

Ξαφνικά, το Παιδί - Φάντασµα δρα!

Παρατάει τον Πασά και ορµάει προς την ανοιχτή πόρτα. Τρέχει σαν τον άνεµο! Λίγα βήµατα ακόµα και θα βρεθεί έξω, στον ελεύθερο αέρα!

Και τότε, συµβαίνει κάτι απροσδόκητο.

Η πόρτα κλείνει!

Κλείνει µόνη της, σπρωγµένη από κάποιο µυστικό µηχανισµό!

Κλείνει και αιχµαλωτίζει το παιδί µέσα στον κήπο µαζί µε τον τροµερό Πασά και τους γιγαντόσωµους άγριους σωµατοφυλακές του!

—Τον κρατάµε!, ουρλιάζει ο Πασάς. Κρατάµε το άτιµο σκυλί που τόλµησε να σηκώσει χέρι επάνω µου και να µου επιτεθεί µέσα στο ίδιο το σπίτι µου!

Για µερικές στιγµές το Παιδί - Φάντασµα µένει ακίνητο, σαστισµένο από την απροσδόκητη αυτή τροπή που πήρε η κατάσταση.

Ο Πασάς προχωρεί προς το µέρος του τραβώντας ένα µεγάλο µαχαίρι από τη ζώνη του!

Ο κολοσσιαίος φρουρός διασχίζει µε µεγάλα πηδήµατα την αυλή προς το παιδί, µε τη γυριστή σπάθα του υψωµένη!

∆υο άλλοι φρουροί βγαίνουν από το σπίτι ουρλιάζοντας µε µανία και ορµούν και αυτοί προς το Ελληνόπουλο, µε τα σπαθιά τους έτοιµα να σκοτώσουν!

Η απεγνωσµένη πάλη

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ πλησιάζει γοργά προς το µέρος του. Σε λίγες στιγµές, ο Πράκτορας - Ελλάς δε θα υπάρχει πια. θα έχει πέσει νεκρός, µε το κορµί κοµµατιασµένο από τα σπαθιά των αραπάδων!

Μα το Παιδί - Φάντασµα δεν είναι από τους ανθρώπους που εγκαταλείπουν εύκολα κάθε ελπίδα.

Αναµετράει την κατάσταση γύρω του, µε ηρεµία και ψυχραιµία.

Ένα πράγµα είναι βέβαιο. Αν µείνει ακίνητος θα πεθάνει. Αν δράσει, υπάρχουν ελπίδες να ξεφύγει προσωρινά το θάνατο, τρυπώνοντας µέσα στον κήπο, µε την πυκνή βλάστηση του.

Προς το µέρος του κήπου, του φράζει το δρόµο, ο γιγαντόσωµος φρουρός της εισόδου ενώ οι άλλοι έρχονται από το µέρος του σπιτιού.

Page 49: Ο Μικρός Ήρως

Ο Γιώργος χρησιµοποιεί ένα κόλπο, που για να πετύχει απαιτεί όλη την επιδεξιότητα, ταχύτητα, ψυχραιµία και αποφασιστικότητα.

Ορµάει προς το µέρος του γιγαντόσωµου φρουρού και, µόλις φτάνει ένα µέτρο µακριά του, σταµατάει απότοµα, κουλουριάζεται και πέφτει στα πόδια του.

Ο αράπης δεν προλαβαίνει να συγκρατηθεί. Με τη φόρα που έχει, σκοντάφτει πάνω στο παιδί και ξαπλώνεται φαρδύς - πλατύς χάµω!

Το σπαθί ξεφεύγει από τα δάχτυλα του.

Γοργός σαν αστραπή, ο Γιώργος αρπάζει το σπαθί, και, πριν οι άλλοι φτάσουν κοντά του, χώνεται µέσα στον κήπο µε µεγάλα πηδήµατα.

Εκεί, θα µπορέσει καλύτερα να αµυνθεί καλύπτοντας τα νώτα του και ξεγλιστρώντας ανάµεσα στα δέντρα και τους θάµνους.

Ουρλιάζοντας σαν τσακάλια, οι αραπάδες ορµούν µέσα στον κήπο κι ένα τρελό κυνηγητό αρχίζει.

Κάθε τόσο ένας απ' αυτούς φτάνει το παιδί και δοκιµάζει να το σκοτώσει µε το σπαθί του. Μα πάντα η λεπίδα των εχθρών του, αντί να συναντήσει το Παιδί - Φάντασµα, συναντά τον αέρα ή κανένα κορµό δέντρου.

Ο Γιώργος απαντάει στα χτυπήµατα µε σπαθιές, µολονότι η σπάθα που κρατάει είναι πολύ βαριά για τα παιδικά χέρια του.

Εντούτοις κατορθώνει να τραυµατίσει σοβαρά τον έναν από τους αντιπάλους του και κάνει τον Πασά να το βάλει στα πόδια κατατροµαγµένος!

Αλλά η µάχη δεν φαίνεται κοντά στο τέλος της. Κι άλλοι φρουροί από το σπίτι βγαίνουν και παίρνουν µέρος στο κυνηγητό του δαιµόνιου Ελληνόπουλου.

Κάθε στιγµή που περνά φέρνει το Γιώργο Θαλασσή όλο και πιο κοντά στο θάνατο! Οι δυνάµεις του τον εγκαταλείπουν γοργά, αναγκασµένος καθώς είναι να τρέχει αδιάκοπα και να συστρέφεται για να αποφεύγει τα τροµερά χτυπήµατα των αντιπάλων του.

Καθώς ξεφεύγει από τον ένα, πέφτει απάνω σ' άλλον, και, αποφεύγοντας τον κι αυτόν επιδέξια, πέφτει απάνω σε τρίτον και σε τέταρτο!

Εχει λαχανιάσει. Η ανάσα του βγαίνει γοργά και µε δυσκολία από το λαρύγγι του. Τα πνευµόνια του πονούν και καίνε. Τα µάτια του έχουν θαµπώσει. Τα γόνατα του τρέµουν.

Καταβάλλοντος µια τελευταία προσπάθεια, τραυµατίζει έναν αντίπαλο του περνάει κάτω από ένα πυκνό θάµνο και ακουµπάει πάνω στον τοίχο του σπιτιού. Κοιτάζει γύρω.

Πυκνά φυλλώµατα τον ζώνουν και δεν βλέπει κανέναν από τους αντιπάλους του. Ακούει όµως τις φωνές τους και τα βήµατα τους πολύ κοντά και καταλαβαίνει ότι σε λίγες στιγµές θα έχουν πέσει όλοι απάνω του και θα τον κοµµατιάσουν µε τα σπαθιά τους.

—Αντίο, πατρίδα µου!, µουρµουρίζει. Αντίο Κατερίνα!

Ξαφνικά, νιώθει τον τοίχο πίσω του να υποχωρεί. Ένα χέρι τον πιάνει από το µπράτσο και τον τραβάει. Μπαίνει µέσα σ' ένα άνοιγµα που έχει σχηµατιστεί στον κήπο.

Page 50: Ο Μικρός Ήρως

Το άνοιγµα ξενακλείνει.

Το Παιδί - Φάντασµα βρίσκεται µέσα σ' ένα µικρό δωµάτιο, που φωτίζεται αµυδρά από ένα µικρό φεγγίτη. Μπροστά του στέκεται µια γυναίκα. Είναι η νεαρή σκλάβα που τον είχε οδηγήσει στο γραφείο του Πασά!

Έξω ακούγονται τώρα κραυγές:

—Τι έγινε το άπιστο σκυλί; Κάπου τρύπωσε! Ψάξτε όλους τους θάµνους!

—Σε λυπήθηκα!, λέει η σκλάβα. Λυπήθηκα τα νιάτα σου και την παλικαριά σου και, όταν βρέθηκες ακουµπισµένος πάνω στη µυστική αυτή πόρτα, αποφάσισα να σε σώσω! Ακολούθησε µε!

Βγαίνουν από το δωµάτιο και προχωρούν µέσα σ' ένα µισοσκότεινο, έρηµο διάδροµο. Σταµατούν σε µια πόρτα. Η σκλάβα λέει:

—Αυτή είναι η πίσω πόρτα του σπιτιού. Βλέπει σ' ένα δροµάκο. Μόλις την ανοίξω, φύγε, γοργά σαν τον άνεµο!

—Πώς να σου δείξω την ευγνωµοσύνη µου, γι' αυτό που κάνεις για µένα; λέει ο Γιώργος.

—Φεύγοντας όσο πιο γοργά µπορείς! Αν σε πιάσουν, θα σε κρεµάσουν!

Ανοίγει την πόρτα.

Ο Γιώργος ρίχνει µια µατιά έξω, βεβαιώνεται πως ο δρόµος είναι έρηµος και το βάζει στα πόδια. Σε λίγο βρίσκεται µακριά από το τροµερό µέγαρο του Πασά Αµπού, όπου είχε γνωρίσει από πολύ κοντά το θάνατο...

Για νέα αποστολή

ΟΤΑΝ λίγο αργότερα φτάνει στο Ελληνικό Στρατηγείο, αντικρύ-ζει ένα περίεργο θέαµα.

Ένας λόχος είναι παρατεταγµένος µπροστά στο κτίριο... Επικεφαλής του λόχου στέκεται ο Σπίθας µε τον αιχµάλωτο Χασάν δίπλα του.

—Έτοιµοι; φωνάζει ο Σπίθας. θα πάµε να κυριεύσουµε το παλάτι του διαβολοπασά και να σώσουµε το Γιώργο! ∆ε θ' αφήσουµε ε-κει µέσα... ψωµί για ψωµί και κοτόπουλο για κοτόπουλο! θα...

Σωπαίνει γουρλώνοντας τα µάτια του και ανοίγοντας το στόµα του µια σπιθαµή.

—Ο ... Γιώργος!, τραυλίζει. Το... Παιδί - Φάντασµα! Ζήτωωωω!

Από το κτίριο βγαίνει τρέχοντας η Κατερίνα µε τον πατέρα της ξοπίσω της και

Page 51: Ο Μικρός Ήρως

ρίχνεται στην αγκαλιά του.

—Γιώργο µου!, λέει κλαίγοντας από χαρά. Σώθηκες! Βγήκες από την κόλαση εκείνη! Ευχαριστώ θεέ µου!

Ευχαριστώ, θεέ µου, λέει κι ο Σπίθας δίπλα της. Ευχαριστώ Σπίθα!, λέει ο Γιώργος. Ήσουν έτοιµος να κάνεις ολόκληρη εκστρατεία για να µε σώσεις!

—Βεβαίως! µουρµουρίζει ο Σπίθας. Να σε σώσω! Γιατί να µη σε σώσω; Αν σε σκότωνε ο διαβολοπασάς, ποιος θα µου έδινε το... ψητό αρνί που µου έχεις τάξει;

Βάζουν όλοι τους τα γέλια και µπαίνουν στο κτίριο ευτυχισµένοι. Ο Γιώργος δίνει χρήµατα σ' έναν στρατιώτη για ν' αγοράσει και να στείλει στο φούρνο ένα αρνί για τον Σπίθα.

—Εγώ, λέει ο Σπίθας θα λείψω λίγη ώρα. Με συγχωρείτε.

Και αποµακρύνεται από το σπίτι τρέχοντας.

— Που πηγαίνει; ρωτάει η Κατερίνα.

-Στην καλύβα ενός άραβα, εδώ κοντά, λέει ο Γιώργος. Πηγαίνει κάθε πρωί! ∆ίνει ένα µικρό νόµισµα και του φτιάχνουν ένα καζάνι χυλό! Αν δεν ρουφήξει, λέει, αυτό το χυλό κάθε πρωί, νιώθει τα γόνατα του να τρέµουν από την αδυναµία!

Μέσα στο κτίριο Q στρατηγός υποδέχεται θερµά το Παιδί - Φάντασµα.

—Είσαι καταπληκτικός, Γιώργο, του λέει. Έσωσες το Στρατηγείο µας από φοβερή καταστροφή! Και κατώρθωσες να ελευθερώσεις την Κατερίνα από τα χέρια του Πασά Αµπού, που είναι ένας από τους πιο τροµερούς πράκτορες των Γερµανών στην Αίγυπτο. Το ξέρουν όλοι αυτό, αλλά η κυβέρνηση δεν τολµά να κινηθεί εναντίον του, γιατί ο Πασάς Αµπού είναι πανίσχυρος!

Σωπαίνει, µένει διστακτικός για µια - δυο στιγµές κι έπειτα συνεχίζει:

—Έχω να σας κάνω µια σοβαρή ανακοίνωση. Το Συµαχικό Στρατηγείο αποφάσισε να σας αναθέσει µια νέα αποστολή πολύ πιο σοβαρή από κάθε προηγούµενη, θα φύγετε αµέσως για την Ελλάδα.

Η διαταγή αφορά τον Γιώργο και τον «Κεραυνό». Εποµένως, ο Σπίθας κι η Κατερίνα µπορούν να µείνουν εδώ.

—Αδύνατον!, λέει ζωηρά το κοριτσάκι, θα πάω κι εγώ µαζί τους! ∆ε δέχοµαι να µείνω εδώ! Και πρέπει νάρθει κι ο Σπίθας. Το καηµένο το παιδί είναι τόσο καθυστερηµένο ώστε θα πάθει κανένα µεγάλο κακό αν µείνει εδώ χωρίς εµάς!

—Πολύ καλά, λέει ο στρατηγός. Πρέπει όµως να είστε έτοιµοι να φύγετε σε µισή ώρα. θα σας µεταφέρει ένα υποβρύχιο στην Ελλάδα και εκεί θα σας παραδοθεί ένας φάκελος µε οδηγίες.

—Πηγαίνω να ειδοποιήσω το Σπίθα, λέει ο Γιώργος.

Βγαίνει από το κτίριο περνάει σ' ένα γειτονικό δροµάκο και µπαίνει σε µια καλύβα. Εκεί, βλέπει το Σπίθα όρθιο µπροστά σ' ένα τραπέζι, ν' αδειάζει γοργά µε µια κουτάλα ένα καζάνι χυλό!

Πηγαίνει κοντά του.

—Σπίθα, του λέει σιγανά, κάνε γρήγορα! Σε µισή ώρα φεύγουµε για την Ελλάδα!

Page 52: Ο Μικρός Ήρως

Ε; κάνει ο Σπίθας χωρίς να σταµατήσει το άδειασµα του καζανιού. Στην Ελλάδα, ∆εν έρχοµαι πουθενά! Καλά είναι εδώ! Ωχ! Νόστιµος που είναι ο χυλός!

Σε λίγες στιγµές έχει τελειώσει και βγαίνει από την καλύβα γλείφοντας τα χείλη του.

—Πάµε για το... αρνί τώρα!, µουρµουρίζει.

—Ώστε θα µείνεις εδώ; λέει ο Γιώργος. Όπως θέλεις. Εγώ, ο «Κεραυνός» κι η Κατερίνα θα φύγουµε για την Ελλάδα!

—Τί; κάνει ο Σπίθας. θάρθει κι η Κατερίνα; θα µ' αφήσετε εδώ µόνο; Όχι, αγαπητέ µου! ∆ε θα σου γίνει το χατήρι! θάρθω κι εγώ!

Και γλείφοντας πάλι τα χείλη του προσθέτει:

—Ξέρεις κάτι Γιώργο; Πεθύµησα τις ... λεµονόκουπες!

Page 53: Ο Μικρός Ήρως
Page 54: Ο Μικρός Ήρως
Page 55: Ο Μικρός Ήρως
Page 56: Ο Μικρός Ήρως
Page 57: Ο Μικρός Ήρως
Page 58: Ο Μικρός Ήρως
Page 59: Ο Μικρός Ήρως
Page 60: Ο Μικρός Ήρως

ΤΕΥΧΟΣ 12

Ένας αφάνταστος ηρωισµός

∆ΑΓΚΩΝΕΙ τη... γλώσσα του µ' όλη του τη δύναµη, µατώνοντας την. Ένα βογκητό βγαίνει από το στήθος του. Κατεβάζει την παλάµη του και ανοίγει το στόµα του. Ένα ρυάκι κατακόκκινο αίµα κυλάει από την άκρη των χειλιών του.

Παρ' όλο τον πόνο, ένα χαµόγελο θριάµβου κάνει το πρόσωπο του παιδιού να λάµψει. Είναι αποφασισµένος να κόψει πέρα-πέρα τη γλώσσα του µε τα δόντια του, παρά να την αφήσει να προδώσει τους συντρόφους του και την πατρίδα του!

Μα η επίδραση του «ποτού της αλήθειας» είναι πολύ πιο δυνατή απ' όσο φαντάζεται το Παιδί-Φάντασµα. Η πληγωµένη γλώσσα του σαλεύει και µουρµουρίζει:

—Ο «Κεραυνός» βρίσκεται στην οδό...

Το στόµα του Γιώργου κλείνει πάλι σπασµωδικά και τα δόντια του δαγκώνουν πάλι τη γλώσσα!

Ταυτόχρονα το Παιδί-Φάντασµα χώνει τα χέρια του κάτω από το δίσκο και σπρώχνει µε δύναµη.

Ο δίσκος µε το πρόγευµα τινάζεται στον αέρα προς το µέρος του Μπέριγκ, περιλούζοντας τον µε ζάχαρες, κρέµες, βούτυρα και µαρµελάδες!

Την ίδια στιγµή, συµβαίνουν µε απίστευτη γρηγοράδα διάφορα πράγµατα. ∆υο πυροβόλα, που οι κάννες τους είναι χωµένες σε δυο τρύπες του τοίχου, αρχίζουν να πυροβολούν, γεµίζοντας το δωµάτιο µε εκκωφαντικούς κρότους και καπνούς και ραντίζοντας το κρεβάτι µε πυρωµένες σφαίρες! Το Παιδί-Φάντασµα, µε µια σύσπαση, πέφτει από το κρεβάτι και, ενώ οι σφαίρες περνούν ξηστά στο κορµί του, κυλάει γοργά προς το µέρος του Μπέριγκ, που, σαστισµένος στέκεται ασάλευτος, σα µαρµαρωµένος!

Και τότε ο Γιώργος θαλάσσης αρπάζει από τα πόδια τον αρχηγό της µυστικής γερµανικής υπηρεσίας και τραβάει µ' όλη του τη δύναµη.

Ο υψηλόσωµος Γερµανός πέφτει και µια πάλη απόγνωσης και θανάτου αρχίζει ανάµεσα στον αξιωµατικό του Χίτλερ και στο ηρωικό παιδί της Ελλάδας.

Τα πολυβόλα σωπαίνουν µπροστά στον κίνδυνο να χτυπήσουν τον ίδιο τον Μπέριγκ.

Βαριά βήµατα ακούγονται έξω από το δωµάτιο. Έρχονται άλλοι Γερµανοί για να βοηθήσουν τον αρχηγό τους. Λίγες στιγµές ακόµα και θα είναι πολύ αργά. Οι Γερµανοί θα µπουν µέσα, θα τον δέσουν και µε τη βοήθεια του «ποτού της αλήθειας» θα τον αναγκάσουν να γίνει προδότης!

Ο Μπέριγκ έχει αρπάξει το Παιδί-Φάντασµα από το λαιµό και τον σφίγγει µε µανία ουρλιάζοντας:

—Βοήθεια! Τρέξτε! 'Ατιµε Έλληνα! θα µου το πληρώσεις αυτό! θα σε βασανίσω σκληρά! θα...

Η ανάσα του Γιώργου είναι πιασµένη. Ο λαιµός του και τα πνευµόνια του

Page 61: Ο Μικρός Ήρως

πονούν. Τα µάτια του πάνε να πεταχτούν από τις κόγχες τους.

Προσπαθεί ν' αντισταθεί, αλλά, εξασθενηµένος από τα τραύµατα του, δεν µπορεί να εφαρµόσει επάνω στον αντίπαλο του την ιαπωνική πάλη που ξέρει στην εντέλεια.

Ξαφνικά, τα δάχτυλα του συναντούν κάτι σκληρό και µεταλλικό. Είναι το πιστόλι του Μπέριγκ, που κρέµεται στη ζώνη του!

Με τις ελπίδες του ανανεωµένες, το Παιδί-Φάντασµα αρπάζει τη λαβή και τραβάει.

Το πιστόλι είναι τώρα στο χέρι του! Η πάλη δεν είναι πια άνιση!

Το παιδί και ο Γερµανός

ΕΝΩ η πόρτα ανοίγει, ο Γιώργος ακουµπάει το πιστόλι στην πλάτη του συνταγµατάρχη Μπέριγκ λέγοντας:

—Αυτό που νιώθεις στην πλάτη σου είναι το πιστόλι σου! Θα τραβήξω τη σκανδάλη, αν δεν υπακούσεις! ∆ώσε στους ανθρώπους σου τη διαταγή ν' αποµακρυνθούν και σήκω όρθιος!

Τρίζοντας τα δόντια του από λύσσα, ο Μπέριγκ φωνάζει στους άντρες του:

—Αποµακρυνθείτε από το δωµάτιο! Αυτός ο διάβολος µου πήρε το πιστόλι και θα µε σκοτώσει αν µπείτε µέσα!

Σηκώνεται αργά µε τα χέρια του ανυψωµένα και µε το πρόσωπο χλωµό από µανία.

—∆ε θα κερδίσεις, τίποτα, Γιώργο Θαλάσση!, γρυλλίζει. ∆ε θα µπορέσεις να βγεις ζωντανός από εδώ µέσα!

—Αυτό θα το δούµε, απαντάει το παιδί. Μπορεί να πεθάνω κι αυτό θα είναι ευχάριστο για µένα, γιατί έτσι δε θα αναγκαστώ να προδώσω τους δικούς µου! Σε προειδοποιώ όµως! Αν πεθάνω, θα σε πάρω και σένα µαζί µου στον άλλο κόσµο!

Και, σπρώχνοντας το Γερµανό µε την κάννη του πιστολιού, προσθέτει άγρια:

—Προχωρεί! θα βγούµε µαζί από εδώ! Θα µπούµε σ' ένα αυτοκίνητο και θα φύγουµε! Ειδοποίησε τους ανθρώπους σου! Στην παραµικρή ύποπτη κίνηση εκ µέρους τους ή εκ µέρους σου θα πιέσω τη σκανδάλη! Και σε διαβεβαιώ ότι ευχαρίστως θ' απαλλάξω την Ελλάδα και την Ανθρωπότητα από ένα µατωµένο, εγκληµατικό κτήνος!

Ο Μπέριγκ υπακούει µε το πρόσωπο γεµάτο τρόµο. Προχωρεί προς την πόρτα, την ανοίγει και βαδίζει µέσα σ' ένα διάδροµο. Ο Γιώργος τον ακολουθεί, ντυµένος µόνο µε τα εσώρρουχά του, κρατώντας πάντα το πιστόλι καρφωµένο στην πλάτη του.

Page 62: Ο Μικρός Ήρως

Μερικοί Γερµανοί που στέκονται στο διάδροµο, ετοιµάζονται να επιτεθούν. Μα ο αρχηγός τους τους σταµατάει:

—Μην κινηθεί κανένας σας!, φωνάζει. Παραµερίστε! Αυτό το διαβολόπαιδο είναι αποφασισµένο να µε σκοτώσει αν τον πειράξετε!

Βλαστηµώντας υπόκωφα, οι Γερµανοί στρατιώτες αποσύρονται. Ο Μπέριγκ κι ο Γιώργος προχωρούν και φτάνουν στο χολ, ενώ οι άλλοι τους ακολουθούν από µακριά.

Ο φρουρός της εισόδου παραµερίζει κι αυτός υπακούοντας στη διαταγή του συνταγµατάρχη.

Το Ελληνόπουλο και ο Γερµανός βγαίνουν έξω.

Στο δρόµο, µπροστά στο κτίριο της γερµανικής µυστικής αστυνοµίας, είναι σταµατηµένο ένα αυτοκίνητο. Το αυτοκίνητο του Μπέριγκ.

—θα µπεις µέσα, λέει το Παιδί-Φάντασµα στον συνταγµατάρχη, και θα οδηγήσεις το αυτοκίνητο όπου σου πω! Εγώ θα κρυφτώ ανάµεσα στα καθίσµατα για να µη φαίνοµαι από έξω. Το πιστόλι όµως θα είναι αδιάκοπα στραµµένο εναντίον σου! Πρόσεξε λοιπόν! Αν κάνεις καµιά κουταµάρα...

—Να σε πάρει ο διάβολος!..., γρυλλίζει ο Γερµανός.

Και µπαίνει στο αυτοκίνητο. Ο Γιώργος χώνεται στο πίσω µέρος ζαρωµένος χάµω για να µη φαίνεται από έξω και µε την κάννη του πιστολιού ακουµπισµένη στη ράχη του µπροστινού καθίσµατος, λέει:

—Εµπρός!, η επιθυµία σου θα εκπληρωθεί, συνταγµατάρχα

Μπέριγκ! Θα πάµε στο σπίτι όπου µένει ο «Κεραυνός!»

Και του δίνει τη διεύθυνση.

Το αυτοκίνητο ξεκινάει. Ο Μπέριγκ το οδηγεί µε το πρόσωπο παραµορφωµένο και χλωµό από θυµό, λύσσα και ντροπή.

Αυτός, ο διακεκριµένος συνταγµατάρχης Μπέριγκ, ο αρχηγός της τροµερής µυστικής υπηρεσίας του Χίτλερ στην Ελλάδα, είναι αιχµάλωτος ενός παιδιού! Είναι στην απόλυτη διάθεση ενός Ελληνόπουλου που, λίγες στιγµές νωρίτερα ήταν δικός του αιχµάλωτος!

Τι θα πουν οι συνάδελφοι του όταν µάθουν το πάθηµα του; Τι θα πει ο διοικητής των γερµανικών στρατευµάτων της Ελλάδας; Τι θα πει ο ίδιος ο Χίτλερ;

Για µια στιγµή ο Μπέριγκ σκέπτεται να τα παίξει όλα για όλα και να σταµατήσει το αυτοκίνητο µπροστά στην πρώτη γερµανική περίπολο που θα συναντήσει.

Μα δεν το κάνει αυτό! ∆εν τολµά! Όπως όλοι οι τύραννοι, τρέµει για τη ζωή του! ∆ε θέλει να πεθάνει! Προτιµά να ζήσει, έστω και ατιµασµένος!

Λίγα λεπτά αργότερα, ο συνταγµατάρχης Μπέριγκ βρίσκεται µέσα στο σαλόνι του σπιτιού του «Κεραυνού». Τον φρουρεί ο πατέρας της µικρής Κατερίνας, ενώ ο Γιώργος ανεβασµένος στο µυστικό δωµάτιο στέλνει µε τον ασύρµατο ένα µήνυµα στον Χ-1, στο Συµµαχικό Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής:

«Εδώ Πράκτορας-Ελλάς! λέει. Καλώ τον Χ-1!»

«Εδώ, Χ-1! Λέγε, Παιδί-Φάντασµα!»

Page 63: Ο Μικρός Ήρως

«Ο συνταγµατάρχης Μπέριγκ, ο αρχηγός της µυστικής γερµανικής υπηρεσίας στην Ελλάδα, βρίσκεται στα χέρια µας».

«Τι; φωνάζει ο Χ-1. Ο Μπέριγκ; Αυτό είναι καταπληκτικό! Πώς τον πιάσατε;»

Ο Γιώργος εξηγεί µε λίγες φράσεις πώς είχε αιχµαλωτίσει τον Μπέριγκ.

«Συγχαρητήρια, Πράκτορα-Ελλάς! Είσαι ασύγκριτος! Απήγαγες τον αρχηγό της γερµανικής µυστικής υπηρεσίας µέσα από το αρχηγείο του! Είναι κάτι σαν παραµύθι! ∆υσκολεύεται να το πιστέψει κανείς! Ο Χίτλερ θα τρελαθεί από το κακό του!»

Στη «Λυκοφωλιά»

ΕΧΟΥΝ περάσει µερικές µέρες. Οι ήρωες µας δε βρίσκονται τώρα πια στην Αθήνα. Ο Γιώργος Θαλάσσης, ο «Κεραυνός» και ο Σπίθας, µαζί µε µερικούς άλλους 'Ελληνες πράκτορες της πατριωτικής οργάνωσης του «Κεραυνού», βρίσκονται στην Πελοπόννησο, σ' ένα βουνό κοντά στη θάλασσα. Έχουν πάει εκεί για να εκτελέσουν µια καινούργια αποστολή, που τους είχε αναθέσει το Συµµαχικό Στρατηγείο.

Να τι έλεγε το µήνυµα του Συµµαχικού Στρατηγείου που τους έκανε να φύγουν αµέσως για την Πελοπόννησο:

«Στο χωριό Λυκοφωλιά της Πελοποννήσου είναι εγκατεστηµένο το αρχηγείο των Κοµάντος της Ελλάδος, των Ελλήνων και Συµµάχων στρατιωτών, που δρουν στα µετόπισθεν του εχθρού. Οι Ιταλοί το έµαθαν αυτό και αυτή τη στιγµή ένα ισχυρό απόσπασµα τους έχει περικυκλώσει το χωριό, περιµένοντας διαταγές για να επιτεθεί και να συλλάβει τους κοµάντος, που δυστυχώς είναι πολύ λίγοι και όχι βαριά οπλισµένοι. Παρακαλούµε, βοηθήστε τους, αν µπορέσετε!»

Με τα κυάλια του, ο «Κεραυνός» εξετάζει τώρα το χωριό Λυκοφωλιά, που είναι χτισµένο κοντά στους πρόποδες του βουνού. Είναι ένα µικρό χωριό µε εκατό περίπου σπίτια. Γύρω του απλώνονται ελαιώνες και δάση από πεύκα. Από τη µια µεριά υψώνεται το βουνό. Από την άλλη η θάλασσα.

Με τα κυάλια του ο «Κεραυνός» διακρίνει κινήσεις ανάµεσα στα πεύκα και τους ελαιώνες γύρω από το χωριό. Είναι οι Ιταλοί που το έχουν περικυκλώσει. Είναι πολλοί. Πολύ περισσότεροι από τους άντρες που έχει µαζί του και χρειάζεται µεγάλη προσοχή, αν δε θέλει να στείλει τους ανθρώπους του σε βέβαιο θάνατο!

Βάζει τα κυάλια στη θήκη τους και κάθεται µπροστά σε µια συσκευή ασυρµάτου.

Γυρίζει µερικά κουµπιά και λέει µε συνθηµατική γλώσσα:

«Εδώ Κεραυνός! Καλώ το Αρχηγείο των Κοµµάντος!»

«Εδώ Κοµµάντος!»

Page 64: Ο Μικρός Ήρως

«Πόσοι είσθε;»

«Μόνο πέντε! Οι χωρικοί είναι πρόθυµοι να πολεµήσουν µαζί µας εναντίον των Ιταλών! Μα δεν έχουν όπλα! Και οι Ιταλοί είναι τουλάχιστον διακόσιοι! Πόσοι είστε εσείς;»

«Μόνο είκοσι! Έχουµε όµως όπλα για σαράντα! Τη νύχτα θα δοκιµάσουµε να περάσουµε όπλα για είκοσι ανθρώπους µέσα από τις γραµµές των Ιταλών! Περιµένετε µας!»

«Πολύ καλά, Κεραυνέ!»

Έχει νυχτώσει. Τρεις άνθρωποι κινούνται µε χίλιες προφυλάξεις µέσα στο σκοτάδι του δάσους, κατεβαίνοντας αθόρυβα προς την κατεύθυνση του χωριού. Οι δυο είναι µεγαλόσωµοι και δυνατοί άντρες. Είναι φορτωµένοι µε δέκα αυτόµατα ο καθένας και κουβαλούν κι οι δύο µαζί ένα κασονάκι µε σφαίρες.

Ο τρίτος είναι ένα παιδί. Είναι ο Γιώργος Θαλάσσης, το θρυλικό Παιδί-Φάντασµα!

Είναι στο στοιχείο του. Γλιστράει σαν ίσκιος ανάµεσα σε ίσκιους, προχωρώντας µπρος από τους άλλους.

Ξαφνικά, σταµατάει. Οι άλλοι δυο σταµατούν πίσω του.

Μπροστά του, σε απόσταση δέκα µέτρων διακρίνεται µέσα στο σκοτάδι η σιλουέτα ενός Ιταλού φρουρού.

—Περιµένετε εδώ!, ψιθυρίζει ο Γιώργος. Θα δοκιµάσω να τον θέσω εκτός µάχης!

Και, σαν πραγµατικό φάντασµα, γλιστράει προς το µέρος του Ιταλού.

Προχωρώντας σκυφτά ανάµεσα στους θάµνους κάνει ένα µεγάλο γύρο και πλησιάζει τον Ιταλό από την πλάτη.

Αυτός ανύποπτος, µουρµουρίζει ένα τραγουδάκι, που τον εµποδίζει ν' ακούσει τους σιγανούς ήχους που προκαλούν τα πόδια του Γιώργου, όταν πατούν σε ξερόκλαδα.

Ξαφνικά, το Παιδί-Φάντασµα συσπειρώνεται και εκτινάζεται σαν αίλουρος. Πριν ο Ιταλός αντιληφθεί τι συµβαίνει, το µπράτσο του παιδιού τυλίγεται γύρω από το λαιµό του και τον σφίγγει µε δύναµη, πνίγοντας µια κραυγή που πήγε αναπηδήσει από το στήθος του!

Χωρίς να χάσει ούτε στιγµή ο µικρός ήρωας χτυπάει. Το πιστόλι του σηκώνεται και πέφτει και η κάννη του προσγειώνεται µε ξερό κρότο στο κρανίο του εχθρού της Ελλάδας!

Χωρίς να βγάλει άχνα από το στόµα του, ο Ιταλός βυθίζεται σ' έναν ύπνο, από τον οποίο δε θα ξυπνήσει πριν περάσουν πολλές ώρες...

Page 65: Ο Μικρός Ήρως

Τρεις ηρωικοί Έλληνες

Ο ΓΙΩΡΓΟΣ κάνει νεύµα στους δυο άλλους. Συνεχίζουν το δρόµο τους. Τώρα προχωρούν µε διπλές προφυλάξεις, γιατί πλησιάζουν τις κύριες γραµµές των Ιταλών.

Λίγα λεπτά αργότερα, ο Πράκτορας-Ελλάς σταµατάει πάλι. Αυτή τη φορά, κάπου µπροστά, ακούγεται ένα δυνατό ροχαλητό. Κάποιος κοιµάται, ξαπλωµένος πάνω σ' ένα µονοπάτι που κατευθύνεται προς το χωριό.

Το παιδί ψιθυρίζει.

—Χρειάζεται µεγάλη προσοχή! θα... περάσουµε πάνω από τον κοιµισµένο Ιταλό! Πρέπει να µη βγούµε από το µονοπάτι. ∆εξιά κι αριστερά υπάρχουν πυκνοί θάµνοι και δεν ξέρουµε τι θα βρούµε ανάµεσα τους! Εµπρός παιδιά!

Προχωρεί και µε προσοχή διασκελίζει τον κοιµισµένο Ιταλό, φροντίζοντας να µην αγγίξει το κορµί του. Οι δυο άλλοι τον µιµούνται. Ο Ιταλός δεν ξυπνάει. Τεντώνεται µόνο, χασµουριέται, γυρίζει από την άλλη µεριά και συνεχίζει τον ύπνο του!

Τώρα, ο δρόµος είναι ανοιχτός για τους τρεις τολµηρούς Έλληνες. Προχωρούν πιο γοργά πάνω στο µονοπάτι και σε λίγο φτάνουν στο χωριό.

—Αλτ!, αντηχεί µια φωνή όσο πλησιάζουν στα πρώτα σπίτια. Ποιος είναι;

—Πράκτορας-Ελλάς! Σας περνούµε όπλα! Αν θέλετε, θα µπορούσατε να δραπετεύσετε, ακολουθώντας µας! Όπως περάσαµε από τις γραµµές των Ιταλών, µπορούµε να ξαναπεράσουµε!

— Όχι!, απαντάει ο αρχηγός των κοµάντος. ∆εν πρέπει να δοκιµάσουµε να φύγουµε έτσι. ∆εν πρέπει να εγκαταλείψουµε τους χωρικούς που µας βοήθησαν και µας περιέθαλψαν µε τόση στοργή! Αν φύγουµε, οι Ιταλοί θα ξεσπάσουν επάνω τους! θα τους εκτελέσουν όλους! Όχι! Πρέπει να συντρίψουµε τους Ιταλούς και να εκκενώσουµε το χωριό! Έχω συνεννοηθεί µε τον Χ-1. Θα τους µεταφέρουµε στην Αφρική µε δυο συµµαχικά υποβρύχια!

Το πρόσωπο του Γιώργου λάµπει µέσα στο σκοτάδι.

—Μπράβο!, λέει. Αυτό που είπες µου αρέσει πολύ. Είναι αντάξιο ενός ανδρείου πολεµιστή! Ελπίζω ότι όλα θάρθουν ευνοϊκά! και τότε...

Συνοδευόµενος από τους δυο συντρόφους του ο Πράκτορας -Ελλάς αποτραβιέται πάλι προς το δάσος.

Τώρα, η αγωνία τους είναι µικρότερη. ∆εν έχουν πια το βαρύ φορτίο των όπλων και των πυροµαχικών να τους εµποδίζει. Κι έχουν ο καθένας στα χέρια του από ένα αυτόµατο.

Ακολουθούν το ίδιο µονοπάτι. Φτάνουν στον κοιµισµένο Ιταλό, που εξακολουθεί να ροχαλίζει θορυβωδώς, τον διασκελίζουν και... το δάσος µεταβάλλεται ξαφνικά σε κόλαση!

Ουρλιαχτά και βλαστήµιες αντηχούν και ίσκιοι αναπηδούν από παντού σα δαίµονες.

— Πιάστε τους!, ξεφωνίζουν. Σκοτώστε τους! Προσπαθούν να δραπετεύσουν!

Ο Γιώργος και οι δυο συνοδοί του δε διστάζουν. Με ψυχραιµία, απάθεια και

Page 66: Ο Μικρός Ήρως

ακρίβεια κινήσεων, αντιδρούν κεραυνοβόλα.

Γυρίζουν την πλάτη τους ο ένας στον άλλο, σχηµατίζοντας έτσι ένα τρίγωνο, στρέφουν τα αυτόµατα τους προς τους Ιταλούς και πιέζουν τη σκανδάλη.

Το ξερό τερέτισµα των αυτοµάτων γεµίζει τη νύχτα, αντιλαλώντας µέσα στο νυχτωµένο δάσος. Από τις κάννες τους αναπηδούν φλόγες και πυρωµένες σφαίρες, που σκορπίζουν γύρω τον πανικό και το θάνατο!

—Γρήγορα!, λέει το Παιδί-Φάντασµα. Πρέπει να επωφεληθούµε από τη σύγχυση τους! Ακολουθείστε µε!

Σκύβει και αρχίζει να τρέχει ανάµεσα στους θάµνους, σαν κυνηγηµένο αγρίµι, µε τους άλλους ξοπίσω του.

Πότε-πότε µε το αυτόµατο προτεταµένο, πιέζει τη σκανδάλη, ραντίζοντας το δάσος γύρω µε δεκάδες σφαίρες!

Οι Ιταλοί απαντούν στα τυφλά. Πυροβολούν προς κάθε κατεύθυνση, χωρίς να βλέπουν τους αντιπάλους τους και µερικές από τις σφαίρες τους χτυπούν και τραυµατίζουν... Ιταλούς!

Έπειτα από τρέξιµο λίγων λεπτών, οι τρεις Έλληνες αποµακρύνονται από την επικίνδυνη ζώνη! Τώρα, δε διατρέχουν τον κίνδυνο να τους κυκλώσουν και να τους εξοντώσουν οι Ιταλοί.

Όταν τέλος φτάνουν στο µικρό στρατόπεδο των Ελλήνων, βρίσκουν τους συντρόφους τους αναστατωµένους από τους πυροβολισµούς και έτοιµους να ξεκινήσουν για κάτω, για να βοηθήσουν το Γιώργο και τους άλλους!

Το Παιδί-Φάντασµα εξηγεί στον «Κεραυνό» τί είχε συµβεί. Ο πατέρας της µικρής Κατερίνας ζαρώνει τα φρύδια του.

—Πρέπει να δράσουµε αµέσως!, λέει. Σίγουρα, οι Ιταλοί νόµισαν ότι οι κοµάντος που βρίσκονται στο χωριό τους ξέφυγαν και ίσως δοκιµάσουν να µπουν απόψε κιόλας στο χωριό! Κι αυτό δεν πρέπει να γίνει! Συνεννοήσου µε τους κοµάντος µε τη βοήθεια του ασυρµάτου, ενώ εγώ θα ετοιµάζω τους άντρες.

Νυχτερινή επίθεση

ΤΟ ΠΑΙ∆Ι κάθεται µπροστά στη συσκευή του ασυρµάτου και λέει γοργά:

«Εδώ Κεραυνός» Καλώ τους κοµάντος!»

«Λέγε, Κεραυνέ! Τί ήταν οι πυροβολισµοί που ακούσαµε;»

Ο Γιώργος τους εξηγεί και συνεχίζει:

«Υπάρχει φόβος να µπουν απόψε στο χωριό νοµίζοντας ότι εσείς δραπετεύσατε! Για να τους σταµατήσουµε, θα κάνουµε αµέσως µια θορυβώδη

Page 67: Ο Μικρός Ήρως

επίθεση εναντίον τους. Έτσι θα τους δώσουµε την εντύπωση ότι µεγάλες ενισχύσεις έφτασαν για να σας βοηθήσουν. Με τον τρόπο αυτό, θα αναγκαστούν να περιοριστούν σε άµυνα και θα κερδίσουµε έτσι καιρό!»

«Εντάξει! Θα είµαστε έτοιµοι και θα χτυπήσουµε κι εµείς από το χωριό όταν αρχίσει το γλέντι!»

«Ωραία! Και τώρα κάτι άλλο. Υπάρχουν... κατσίκια στο χωριό;» «Κατσίκια; Είναι γεµάτο το χωριό! Γιατί!»

«Ετοιµάστε ένα κοπάδι από καµιά πενηνταριά. Όταν αρχίσει η επίθεση, που θα γίνει από την ανατολική πλευρά του χωριού και καταλάβετε ότι δηµιουργήσαµε ρήγµα στις γραµµές των Ιταλών, προσπαθήστε να περάσετε το κοπάδι µέσα από το ρήγµα. Θα σας στείλουµε µερικούς άντρες για να σας βοηθήσουν...»

«Μα τι τα θέλετε τα κατσίκια;»

«Ίσως αυτά µας δώσουν τελικά τη νίκη!»

Και, χωρίς να δώσει άλλες εξηγήσεις, το Παιδί-Φάντασµα διακόπτει τη συνοµιλία.

Σε λίγο, οι είκοσι Έλληνες κατεβαίνουν γοργά την πλαγιά µε τα όπλα τους έτοιµα για δράση. Καθώς προχωρούν όσο πιο αθόρυβα µπορούν ανάµεσα στα δέντρα, µοιάζουν µε ίσκιους που ήρθαν από τον άλλο κόσµο για να τιµωρήσουν τους ζωντανούς!

Ξαφνικά, όταν πια πλησιάζουν στο µέρος όπου βρίσκονται οι Ιταλοί, το Παιδί-Φάντασµα φωνάζει:

—Πυρ!

Είκοσι αυτόµατα αρχίζουν ταυτόχρονα να βήχουν, να φτύνουν και να ουρλιάζουν, ξερνώντας το θάνατο, µέσα σ" ένα απερίγραπτο πανδαιµόνιο!

Από το µέρος των Ιταλών αντηχούν ουρλιαχτά πόνου και κραυγές τρόµου και πανικού. Τουφέκια και αυτόµατα ηχούν και η µάχη αρχίζει. Μια αλλόκοτη µάχη µέσα στο σκοτάδι, όπου οι αντίπαλοι δε βλέπουν ο ένας τον άλλο κι όπου οι σφαίρες ταξιδεύουν µέσα στο σκοτάδι στα τυφλά, σα θυµωµένες µέλισσες, ψάχνοντας για να βρουν ανθρώπινα κορµιά!

Υπάρχει όµως µια διαφορά: Οι Ιταλοί είναι σαστισµένοι, τροµαγµένοι και πανικόβλητοι. ∆εν ξέρουν πόσοι είναι οι αντίπαλοι τους. ∆εν ξέρουν από πού επιτίθενται εναντίον τους! ∆εν ξέρουν ποιοι είναι. Είναι Έλληνες πατριώτες; Σύµµαχοι στρατιώτες; Είναι αλεξιπτωτιστές;

Οι Έλληνες απεναντίας είναι ήρεµοι και αποφασισµένοι. Ξέρουν µε ποιους και πόσους έχουν να κάνουν, πού ακριβώς βρίσκονται και τι ακριβώς πρέπει να κάνουν. Και πολεµούν για την Ελευθερία! Μάχονται για την Πατρίδα τους! Χτυπούν τους τυρρά-νους!

Έτσι, πολύ σύντοµα οι στρατιώτες του Μουσολίνι αρχίζουν να υποχωρούν. Στην αρχή αποσύρονται από το σηµείο της επίθεσης µε τάξη και σύστηµα. Έπειτα όµως, όταν οι κοµάντος αρχίζουν να ρίχνουν εναντίον τους µε τα αυτόµατα τους από το µέρος του χωριού, η υποχώρηση τους µεταβάλλεται σε άτακτη και πανικόβλητη φυγή!

Ένα µεγάλο ρήγµα σχηµατίζεται στις γραµµές των Ιταλών.

Page 68: Ο Μικρός Ήρως

Ο Γιώργος κινείται γοργά. Μαζί µε τρεις άλλους προχωρεί τρέχοντας προς το χωριό, σταµατάει στο σηµείο όπου τελειώνει το δάσος και τοποθετείται έτσι ώστε µε τις βολές των όπλων τους να εµποδίσουν τους Ιταλούς να κλείσουν το ρήγµα.

Από το µέρος του χωριού, παράξενοι ήχοι φτάνουν ως τ' αυτιά του. Είναι το κοπάδι µε τα πενήντα κατσίκια που είχε ζητήσει από τους κοµάντος!

Όταν το κοπάδι φτάνει κοντά, ο Γιώργος φωνάζει:

—Εδώ, Πράκτορας-Ελλάς! Μην πυροβολήσετε! Θα παραλάβουµε το κοπάδι εµείς! Γυρίστε πίσω στο χωριό και ετοιµαστείτε! Αύριο, στο διάστηµα της ηµέρας ή µόλις βραδιάσει, θα γίνει η µεγάλη µάχη. Αν νικήσουµε θα σωθούµε όλοι. Αν νικηθούµε κι εµείς κι εσείς και οι κάτοικοι του χωριού θα εκτελεσθούµε από τους Ιταλούς!

Το διπλοκάρβελο του Σπίθα

ΞΗΜΕΡΩΝΕΙ. Η µάχη έχει σταµατήσει από πολλή ώρα. Οι Έλληνες έχουν αποσυρθεί στο στρατόπεδο τους, πάνω στο βουνό. Οι απώλειες τους είναι τρεις τραυµατίες και ένας αγνοούµενος. Ο αγνοούµενος είναι ο ...Σπίθας!

Το καθυστερηµένο στο µυαλό και αδιάκοπα πεινασµένο παιδί χάθηκε µέσα στη µάχη. Τι έχει γίνει; Τον σκότωσαν οι Ιταλοί; Τον αιχµαλώτισαν οι στρατιώτες του Μουσολίνι:

Το Παιδί-Φάντασµα καθισµένο ανάµεσα στα κατσίκια που τα έχει δέσει µε σκοινί από κορµούς δέντρων, φέρνει στο νου του τον σύντροφο του και από τα µάτια του κυλούν δάκρυα.

Είναι ολοφάνερο ότι ο καηµένος ο Σπίθας είναι ή νεκρός ή αιχµάλωτος!

Μα ο Σπίθας δεν είναι ούτε νεκρός ούτε αιχµάλωτος! Έχει απεναντίας αιχµαλωτίσει ένα τεράστιο χωριάτικο... καρβέλι και το καταβροχθίζει µε απληστία!

Την ώρα της µάχης ο Σπίθας, αφού πολέµησε σα λιοντάρι εναντίον των Ιταλών, προχώρησε περισσότερο από τους άλλους και βρέθηκε κοντά στα σπίτια του χωριού.

Εκεί τον χτύπησε στα ρουθούνια µυρουδιά από φρεσκοψηµένο ψωµί και... ξέχασε τα πάντα! Ξέχασε τους Ιταλούς τον πόλεµο, τους Γερµανούς, την κατοχή! Ένα µόνο πράγµα υπήρχε στο µυαλό του: εκεί, στα σπίτια αυτά µπορούσε να βρει φρέσκο λαχταριστό ψωµί!

Γύρισε λοιπόν την πλάτη του στη µάχη και µπήκε στο χωριό, όπου λίγο έλειψε να τον γαζώσουν οι κοµάντος µε τα αυτόµατα τους! Όταν όµως αναγνώρισαν στο πρόσωπο του τον διάσηµο βοηθό και φίλο του Παιδιού-Φάντασµα, ο κοµάντος και οι χωρικοί έσπευσαν να τον περιποιηθούν µ' ενθουσιασµό.

Του έδωσαν αυτό που επιθυµούσε, δηλαδή ένα διπλοκάρβελο, και ο Σπίθας το καταβροχθίζει τώρα γρυλλίζοντας από ικανοποίηση. Έτσι, όταν η µάχη τελειώνει σε

Page 69: Ο Μικρός Ήρως

λίγο και οι Ιταλοί ξαναγυρίζουν στις θέσεις τους, ο Σπίθας βρίσκεται αποκλεισµένος µέσα στο χωριό.

Αυτό, φυσικά, δεν τον δυσαρεστεί καθόλου. Το χωριό είναι πλούσιο και από τρόφιµα δεν πρόκειται να του λείψει τίποτα. Οι ώρες που επακολουθούν είναι παραδεισένιες για το Σπίθα. Πηγαίνει από σπίτι σε σπίτι και τρώει ό,τι κι αν του προσφέρουν οι φιλόξενοι χωρικοί: φρούτα, ψωµί, κρέας, γιαούρτι, τυρί, γάλα, γλυκά!

Κατεβαίνουν όλα αυτά στο στοµάχι του, χωρίς όµως αυτό να γεµίζει ποτέ!

Η µέρα περνάει σχετικά ήρεµη. Εκτός από µερικούς δοκιµαστικούς πυροβολισµούς και οι δυο αντίπαλοι µένουν ήσυχοι. Οι Ιταλοί δεν τολµούν να επιτεθούν, γιατί δεν ξέρουν πόσες δυνάµεις διαθέτουν οι εχθροί τους, που είναι κρυµµένοι στα δάση.

Οι Έλληνες εξάλλου, δεν επιτίθενται, γιατί φοβούνται µήπως οι Ιταλοί βλέποντας ότι έχουν να κάνουν µε πολύ λιγότερους αντιπάλους, πάρουν θάρρος και επιτεθούν εναντίον τους µ' όλες τις δυνάµεις τους, που είναι πολύ ανώτερες σε αριθµό!

Ο Γιώργος ήσυχος τώρα για τον Σπίθα, γιατί µε τον ασύρµατο έµαθε ότι βρίσκεται στο χωριό, προετοιµάζει ένα παράξενο στρατηγικό σχέδιο, κάτι που δεν µπορούσαν να περιµένουν ποτέ οι Ιταλοί.

Η ηµέρα προχωρεί. Ο ήλιος γέρνει προς τη δύση του, χωρίς ούτε οι µεν ούτε οι δε να σαλέψουν. ∆ε σκοπεύουν να συγκρουστούν πριν νυχτώσει. Μα λογαριάζουν χωρίς τον ξενοδόχο! Και ξενοδόχος αυτή τη φορά είναι ο... Σπίθας!

Το αδιάκοπα πεινασµένο παιδί, καθώς περιφέρεται µέσα στο χωριό προσπαθώντας να κόψει λιγάκι την όρεξη του µε το... πέµπτο διπλοκάρβελο που έχει φάει από το πρωί, σταµατάει απότοµα ανοιγοκλείνοντας τα ρουθούνια του.

—Μανούλα µου!, µουρµουρίζει µε δέος. Κάπου ψήνουν αρνί!

Και προχωρεί προς το µέρος της µυρουδιάς, σα λαγωνικό. Όταν όµως φτάνει στα τελευταία σπίτια του χωριού, σταµατάει πάλι, απογοητευµένος.

Η µυρουδιά έρχεται από τις ιταλικές γραµµές! Το αρνί το ψήνουν οι Ιταλοί! Ο Σπίθας βλέπει τον καπνό να υψώνεται µέσα από τα δέντρα και δαγκώνει τα χείλη του.

—Παλιοµακαρονάδες!, γρυλλίζει. Θέλετε να µε κάνετε να πεθάνω από την πείνα! Μα θα σας δείξω εγώ! Αν δε σας πάρω το ψητό αρνί, να µε... ψήσουν ζωντανό!

Και χωρίς να καλοσκεφτεί αυτό που κάνει, πέφτει ανάµεσα στα ψηλά χόρτα και προχωρεί προς το δάσος µε τα τέσσερα!

∆ιασχίζει γοργά το ανοιχτό διάστηµα, που απλώνεται ανάµεσα στο χωριό και στο δάσος και χώνεται ανάµεσα στα πεύκα, χωρίς να τον αντιληφθούν οι Ιταλοί.

Τώρα, βρίσκεται σε απόσταση πέντε µόνο µέτρων από το αρνί, που ψήνεται περασµένο σε µια σούβλα. Ένας Ιταλός καθισµένος κοντά στο ψητό, γυρίζει αργά τη σούβλα.

Είναι µόνος του! ∆υο-τρεις άλλοι σύντροφοι του που είναι οι µάγειροι της ιταλικής µονάδας, είναι καθισµένοι πιο πέρα και καθαρίζουν πατάτες.

Ο Σπίθας µένει διστακτικός για µερικές στιγµές. Μα η αχόρταγη πείνα του νικάει, όπως πάντα και το πεινασµένο παιδί ορµάει σαν ταύρος εναντίον κόκκινου

Page 70: Ο Μικρός Ήρως

πανιού!

Με δυο µεγάλα πηδήµατα βρίσκεται κοντά στον Ιταλό που γυρίζει τη σούβλα και η γροθιά του σηκώνεται και πέφτει µε δύναµη χτυπώντας τον στο κεφάλι!

Ο Ιταλός βογκάει υπόκωφα και µένει εκεί ζαλισµένος κουνώντας το κεφάλι του δεξιά κι αριστερά.

Ο Σπίθας αρπάζει τη σούβλα, τη σηκώνει και, χωρίς να λογαριάσει αν καίει, την κόβει στον ώµο του το βάζει στα πόδια προς την κατεύθυνση του χωριού.

Η ξιφολόγχη του Σπίθα

ΠΙΣΩ του ηχούν ουρλιαχτά και κραυγές κι έπειτα πυροβολισµοί. Οι σφαίρες περνούν ξηστά από το κεφάλι του Σπίθα, χωρίς όµως το αχόρταγο παιδί να φοβηθεί ή να σταµατήσει.

Οι Ιταλοί ξεσηκώνονται. Θεωρούν την κλοπή του αρνιού µέσα από τα χέρια τους ως κάτι πολύ προσβλητικό, στο οποίο οφείλουν ν' απαντήσουν αµέσως!

Οργανώνονται λοιπόν και αρχίζουν την επίθεση πριν καλά - καλά φτάσει ο Σπίθας στο χωριό! Τα αυτόµατα τους πυροβολούν εναντίον των σπιτιών του χωριού, ενώ οι ίδιοι προχωρούν έρποντας ανάµεσα στα χόρτα.

Οι κοµάντος και οι είκοσι χωρικοί, που έχουν εξοπλιστεί µε τα αυτόµατα του «Κεραυνού», απαντούν στους πυροβολισµούς και κάνουν µια αντεπίθεση για να αναγκάσουν τους Ιταλούς να υποχωρήσουν.

Στην αντεπίθεση παίρνουν µέρος και αρκετοί κάτοικοι του χωριού οπλισµένοι µε τσεκούρια, ξύλα και δρεπάνια, καθώς και αρκετές γυναίκες και παιδιά!

Ο Σπίθας συµµετέχει κι αυτός στην αντεπίθεση, χρησιµοποιώντας ως λόγχη τη... σούβλα, όπου είναι ακόµα περασµένο το µισοφαγωµένο αρνί!

Ενώ η µάχη µαίνεται γύρω από το χωριό εξ αιτίας της άπληστης πείνας του Σπίθα, επάνω στο βουνό οι Έλληνες πατριώτες κινητοποιούνται, βλέποντας το χωριό να κινδυνεύει να κυριευθεί από τους Ιταλούς!

Κατεβαίνουν γοργά και επιτίθενται εναντίον των στρατιωτών του Μουσολίνι από τα νώτα!

Η µάχη γενικεύεται, ενώ ο ήλιος βυθίζεται στη θάλασσα, µακριά και το σούρουπο πέφτει γοργά! Ολόκληρος ο πληθυσµός του χωριού µάχεται τώρα στο πλευρό των κοµάντος και των Ελλήνων πατριωτών, µε ξύλα πέτρες, µαχαίρια, τσεκούρια, δρεπάνια, πριόνια!

Ο Σπίθας που έχει χάσει την... ξιφολόγχη του, δηλαδή τη σούβλα µε το αρνί, µέσα στη σύγχυση της µάχης, είναι έξω φρενών!

Page 71: Ο Μικρός Ήρως

—Παλιοµακαρονάδες!, ουρλιάζει, θα µου το πληρώσετε ακριβά το αρνί!

Ξεχνάει στο θυµό του να χρησιµοποιήσει το αυτόµατο του και κάνει κάτι άλλο, πολύ κωµικό. Βγάζει τη ζώνη του και τη µεταβάλλει σε σφεντόνα!

Ξαφνικά, ενώ η µάχη µαίνεται γύρω του, ο Σπίθας βλέπει ένα τεράστιο γουρούνι, τροµαγµένο από τους πυροβολισµούς και τις εκρήξεις των χειροβοµβίδων, να τρέχει δώθε - κείθε σαστισµένο!

Το καθυστερηµένο στο µυαλό παιδί βρίσκει ότι θα πολεµούσε καλύτερα.... καβάλα στο γουρούνι! Μ' ένα πήδηµα λοιπόν κάθεται στη ράχη του και ουρλιάζει:

—Αέρααα! Πίσω και σας έφαγα ζωντανούς, µακαρονάδες!

Το γουρούνι τροµαγµένο τον κουβαλάει προς τις ιταλικές γραµµές! Προς τον θάνατο ή την αιχµαλωσία! Ευτυχώς όµως την τελευταία στιγµή, φοβισµένο από τους πυροβολισµούς των Ιταλών, κάνει µια απότοµη µεταβολή, ξαναγυρίζει στο χωριό και πηγαίνει και ρίχνει τον καβαλάρη του µέσα σ' ένα γουρουνόλακο γεµάτο βροµόνερα, αποφάγια και λάσπη!

—Μανούλα µου!, ξεφωνίζει ο Σπίθας φτύνοντας µε αηδία. Τι ήταν αυτό που µου έκανες, παλιογούρουνο; Αν δε σε ψήσω απόψε να µη µε λένε Σπίθα!

Και αρχίζει να κυνηγάει µέσα στο χωριό το γουρούνι, γρυλίζοντας ο ίδιος από τη λύσσα του, σα... γουρούνι!

Το σχέδιο του παιδιού

Η ΜΑΧΗ συνεχίζεται µέσα στη νύχτα, που έχει πέσει τώρα κατασκότεινη. Οι Έλληνες πατριώτες, διασπώντας τις γραµµές των Ιταλών, έχουν µπει στο χωριό και έχουν ενωθεί µε τους κοµάντος και τους χωρικούς, για να σχηµατίσουν µια πιο µεγάλη και πιο αξιόµαχη οµάδα.

Οι Ιταλοί όµως έχουν πάρει θάρρος. Ξέρουν ότι οι αντίπαλοι τους δεν είναι πολλοί. Ξέρουν ότι οι οπλισµένοι µε αυτόµατα και άλλα όπλα δεν είναι περισσότεροι από πενήντα, ενώ η ιταλική µονάδα έχει περισσότερους από διακόσιους άντρες!

Και επιτίθενται! Κάνουν αλλεπάλληλες επιθέσεις εναντίον του χωριού, αποφασισµένοι να σπάσουν το ηθικό των υπερασπιστών του, να κυριεύσουν το χωριό και να εξοντώσουν τους κοµάντος, τους Έλληνες πατριώτες και τους χωρικούς πριν από την αυγή!

Οι πολιορκηµένοι αµύνονται µε λύσσα και µε εκπληκτική ανδρεία, αποκρούοντας τις επιθέσεις.

Ως πότε όµως; θα µπορέσουν να κρατήσουν ως το τέλος; Ή θα σπάσουν στο τέλος και θα πέσουν στα χέρια των Ιταλών όλοι τους;

Όλοι τους; Κι όµως δε βρίσκονται όλοι οι Έλληνες πατριώτες µέσα στο χωριό.

Page 72: Ο Μικρός Ήρως

Τρεις από αυτούς είναι έξω από το χωριό πίσω από τις γραµµές των Ιταλών!

Είναι ο Γιώργος θαλάσσης το Παιδί - Φάντασµα µαζί µε δυο άλλα µέλη της οργανώσεως του «Κεραυνού».

Είναι καθισµένοι κοντά στο µικρό στρατόπεδο των Ελλήνων και παρακολουθούν τη µάχη µέσα στην κατασκότεινη κοιλάδα, κάτω, από τους κρότους των πυροβολισµών και τις λάµψεις των εκπυρσοκροτήσεων.

—Πρέπει να κινηθούµε!, λέει ο ένας από τους δυο συντρόφους του παιδιού. Πρέπει να εφαρµόσουµε το σχέδιο σου! Οι Ιταλοί πλησιάζουν όλο και πιο πολύ στο χωριό!

Το Παιδί - Φάντασµα κουνάει το κεφάλι του.

—Όχι ακόµα!, λέει. ∆εν έφτασε η ώρα! Πρέπει η µάχη να φτάσει στο πιο κρίσιµο σηµείο της για να κάνουµε τη µεγάλη αντεπίθεση! Πρέπει η προσοχή των Ιταλών να είναι εντελώς στραµµένη στο χωριό και να είναι απόλυτα σίγουροι για τη νίκη τους! Έτσι ο αιφνιδιασµός θα είναι ακόµα πιο µεγάλος! Θέλουµε µια ακόµα ώρα για ν' αρχίσει να χαράζει. Σε µισή ώρα το πολύ, θ' αρχίσουµε!

Η µισή ώρα περνάει... Το καθένα από τα τριάντα λεπτά της είναι σαν ένας αιώνας αγωνίας για τους τρεις Έλληνες που περιµένουν!

—Εµπρός παιδιά!, λέει τέλος ο Γιώργος. Ας κάνουµε το σταυρό µας κι ας παρακαλέσουµε το Θεό να µας βοηθήσει να πάνε όλα καλά!

Σηκώνονται και πηγαίνουν κοντά στα κατσίκια, που είναι πάντα δεµένα σε κορµούς δέντρων. Τώρα, τα κατσίκια έχουν στα κεφάλια τους από δύο µικρούς πυρσούς, δύο δαδιά, που νωρίτερα το Παιδί - Φάντασµα και οι βοηθοί του είχαν κόψει από τα πεύκα και είχαν δέσει στα κέρατα των ζώων.

—θα τα λύσουµε λέει το παιδί και θα βάλουµε φωτιά στα δαδιά. Έπειτα, θα σπρώξουµε τα κατσίκια µε πυροβολισµούς προς τη χαράδρα εκείνη εκεί, που κατεβαίνει την πλαγιά του βουνού και καταλήγει στη δυτική πτέρυγα των Ιταλών που, αν κρίνω από τους πυκνούς πυροβολισµούς είναι και η πιο ισχυρή!

Λύνουν γοργά τα κατσίκια και, πριν αυτά καλοκαταλάβουν πως είναι ελεύθερα, βάζουν φωτιά στα δαδιά. Τρελά από φόβο τα δυστυχισµένα ζώα αρχίζουν να τρέχουν στα τυφλά.

Αµέσως, το Παιδί - Φάντασµα και οι βοηθοί του παίρνουν θέσεις από τις τρεις πλευρές του κοπαδιού και αρχίζουν να πυροβολούν µε τα αυτόµατα τους, αφήνοντας ελεύθερη µόνο την πλευρά που οδηγεί στη χαράδρα.

∆ύσκολα µπορεί να περιγράψει κανείς αυτό που επακολουθεί. Το κοπάδι µε τα κατσίκια, µε τα δαδιά στα κερατά τους αναµµένα, το βάζει στα πόδια και χώνεται στη χαράδρα, σαν ένα πλήθος πολεµιστές που επιτίθενται µε δαδιά στα χέρια!

Οι Έλληνες τα ακολουθούν ουρλιάζοντας και πυροβολώντας αδιάκοπα.

Ένας στρατός από φως!

ΚΑΤΩ, στην κοιλάδα, οι Ιταλοί προελαύνουν ζητωκραυγάζοντας υπέρ του Μουσολίνι και της Ιταλίας. Η νίκη είναι σίγουρη τώρα! Οι Έλληνες έχουν σχεδόν συντριβεί! Κάθε στιγµή που περνάει, η αντίσταση τους είναι πιο αδύναµη και οι πυροβολισµοί τους πιο αραιοί. Πριν φέξει, οι Ιταλοί θα µπουν στο χωριό και θα εξοντώσουν κάθε ανθρώπινο πλάσµα που θα βρουν εκεί.

Page 73: Ο Μικρός Ήρως

Ο διοικητής των Ιταλών, ένας νεαρός και κοµψός ταγµατάρχης, είναι ικανοποιηµένος. Πολύ ικανοποιηµένος. ∆ε χωρεί αµφιβολία ότι οι ανώτεροι του θα τον παρασηµοφορήσουν για τη µεγάλη νίκη του. Ίσως µάλιστα πάρει και προαγωγή!

Κοιτάζει προς την Ανατολή. Ο ουρανός έχει αρχίσει να γίνεται γκρίζος προς το µέρος αυτό. Η ώρα της τελικής εφόδου έχει φτάσει!

Γυρίζει στον υπασπιστή του για να δώσει τη διαταγή της τελικής επίθεσης και... µαρµαρώνει µε το αίµα παγωµένο στις φλέβες του!

Μέσα από µια χαράδρα που κατεβαίνει από το βουνό, βλέπει να ξεµπουκάρει ένα κύµα από φώτα! Ένα ποτάµι από αναµµένους πυρρούς!

Τι είναι αυτό; Έρχονται ενισχύσεις των Ελλήνων; Είναι κανένα σώµα άτακτων ανταρτών, που έρχονται να επιτεθούν εναντίον των Ιταλών µε πυρσούς στα χέρια, όπως έκαναν άλλοτε οι αρχαίοι στρατοί;

Ως τ' αυτιά του Ιταλού ταγµατάρχη φτάνουν από το µέρος της χαράδρας πολυβολισµοί, κραυγές και κάτι αλλόκοτες ιαχές που µοιάζουν µε κραυγές αγρίων θηρίων!

Κοιτάζει γύρω του πανικόβλητος.

Οι Ιταλοί στρατιώτες έχουν πάψει να πυροβολούν. Κοιτάζουν όλοι τους, µε τα µάτια γεµάτα τρόµο, τον αλλόκοτο στρατό µε τους πυρσούς που πλησιάζει ολοταχώς.

Ξαφνικά, κάποιος φωνάζει:

—Χαθήκαµε! Μας κυκλώσανε!

Αυτό ήταν! Οι Ιταλοί, τρέµοντας από φόβο, πετούν χάµω τα όπλα τους και το βάζουν στα πόδια!

Στον πανικό τους όµως, αντί να φύγουν προς τα δεξιά και να βρεθούν έξω από τον κλοιό, που σχηµατίζουν οι Έλληνες από τη µια µεριά και τα κατσίκια του Γιώργου από την άλλη, τρέχουν ολόισια προς το χωριό και προς τις σφαίρες των Ελλήνων.

Επακολουθεί µακελειό! Οι µισοί σχεδόν από τους Ιταλούς πέφτουν σκοτωµένοι, στο τρελό αυτό τρέξιµο προς το χωριό. Οι υπόλοιποι φτάνουν στα σπίτια του χωριού και µέσα στα πρώτα φώτα της αυγής, παραδίδονται στους Έλληνες µε τα χέρια ψηλά!

Στο µεταξύ, ο Γιώργος και οι δυο βοηθοί του, βλέποντας ότι η

µάχη έχει πάρει τέλος και ότι οι Ιταλοί παραδίδονται, στρέφουν τα κατσίκια προς τη θάλασσα και µε κραυγές και πυροβολισµούς τα αναγκάζουν να πέσουν το νερό!

Έτσι σβήνουν τα αναµµένα δαδιά και τα καηµένα τα ζώα που έσωσαν ένα

Page 74: Ο Μικρός Ήρως

ολόκληρο χωριό από το θάνατο, γλιτώνουν από το φρικτό µαρτύριο να καούν ζωντανά!

Την Ίδια στιγµή, ο Ιταλός ταγµατάρχης, που έχει συλληφθεί κι αυτός αιχµάλωτος, λέει στον «Κεραυνό»:

— Μας νικήσατε! ∆ε σας συγχαίρω όµως για τη νίκη σας αυτή! Ήσαστε αριθµητικώς υπέρτεροι!

Ο «Κεραυνός» βάζει τα γέλια.

—∆εν είµαστε περισσότεροι από πενήντα µε όπλα! Οι υπόλοιποι ήταν άοπλοι!

—Λες ψέµατα! γρυλίζει ο Ιταλός. Άοπλοι ήταν εκείνοι οι πολεµιστές που κατέβαιναν από το βουνό πυροβολώντας µε δαδιά στα χέρια; Έ;

Ο «Κεραυνός» κρατάει τώρα την κοιλιά του από τα γέλια.

—Οι πολεµιστές; λέει µε δυσκολία. Χα, χα, χα! Να οι πολεµιστές! Κοίταξε τους πόσο τροµεροί είναι!

Έχει ξηµερώσει τώρα εντελώς. Ο Ιταλός κοιτάζει προς το µέρος που του δείχνει ο «Κεραυνός» και βλέπει ένα κοπάδι κατσίκια να πλησιάζει από την κατεύθυνση της θάλασσας!

—Τι θέλεις να πεις; κάνει χαζά.

—Αυτά τα κατσίκια σας έτρεψαν σε φυγή! Ήταν ένα κόλπο του Παιδιού - Φάντασµα. Έδεσε στα κέρατα τους δαδιά και τα άναψε και, µέσα στο σκοτάδι...

Ο Ιταλός ταγµατάρχης δεν µπορεί ν' αντέξει άλλο. Το πάθηµα του είναι αφάνταστα ταπεινωτικό! Όταν µαθευτεί τί έγινε θα γελάσει όλος ο κόσµος µαζί του!

Σε λίγο οι εφηµερίδες όλων των χωρών θα γράφουν στην πρώτη τους σελίδα µε µεγάλα γράµµατα:

«Ένα παιδί και 50 κατσίκια αιχµαλωτίζουν 200 Ιταλούς!»

—Θεέ µου!, µουρµουρίζει ο ταγµατάρχης.

Και σωριάζεται λιπόθυµος.

Οι σαπουνόφουσκες!

Ο ΚΕΡΑΥΝΟΣ και οι άντρες του έχουν µείνει µόνοι, στην παραλία. ∆υο µεγάλα υποβρύχια παρέλαβαν τους κοµάντος και τους αιχµαλώτους Ιταλούς, καθώς και όλους τους κατοίκους του χωριού, για να τους µεταφέρουν στην Αίγυπτο.

Τώρα, οι Έλληνες πατριώτες περιµένουν νάρθει ένα άλλο υποβρύχιο για να τους πάρει κι αυτούς και να τους µεταφέρει στην Αττική."

Ο Γιώργος, το ηρωικό και πονηρό Παιδί - Φάντασµα, που µε το έξυπνο κόλπο του είχε νικήσει τους Ιταλούς διασκεδάζει παρακολουθώντας το Σπίθα.

Page 75: Ο Μικρός Ήρως

Το αχόρταγο παιδί κολυµπάει σε πελάγη ευτυχίας. Είναι καθισµένος επάνω σ' ένα σωρό από ψωµιά, τυριά, σαλάµια και κονσέρβες των Ιταλών και κατεβάζει στο στοµάχι του αφάνταστες ποσότητες τροφίµων!

Απλώνει το χέρι του, αρπάζει µια κονσέρβα, την ανοίγει και «χλαπ!» πάει κάτω. Ταυτόχρονα ένα κοµµάτι ψωµί, µεγαλύτερο από κεφάλι µικρού παιδιού, χώνεται στο στόµα του για να... δείξει στην κονσέρβα το δρόµο προς το στοµάχι! Την Ίδια στιγµή ένα µεγάλο κοµµάτι τυρί ακολουθεί το ψωµί, για να το συντροφεύσει µέσα στην κοιλιά του Σπίθα!

Ο ρυθµός αυτός συνεχίζεται χωρίς διακοπή. Ούτε µια στιγµή τα χέρια του Σπίθα δε µένουν ακίνητα, ούτε µια στιγµή δε µένει το στόµα του άδειο! Μόνο, πότε - πότε, ο Σπίθας σηκώνει µια µεγάλη στάµνα και αδειάζει στο στόµα του πέντ' έξι ποτήρια νερό µαζεµένα!

—Αχ! βογκάει. Εδώ είναι ο Παράδεισος! ∆εν µπορεί να είναι αλλού! Εδώ είναι ο Παράδεισος!

Ξαφνικά, πετάγεται όρθιος µε τα µάτια γουρλωµένα.

—Μανούλα µου!, µουγκρίζει. Την έπαθα τη δουλειά!

Αρπάζει τη στάµνα, τη βάζει στο στόµα του και πίνει καµιά εικοσαριά γουλιές, χωρίς να πάρει ανάσα!

—Τι έπαθες, Σπίθα; ρωτάει ο Γιώργος. Μήπως κατάπιες κατά λάθος καµιά κονσέρβα µαζί µε το... τενεκάκι της;

—Ό... όχι! τραυλίζει ο Σπίθας. Ωχ! ∆εν κατάπια κονσέρβα! Κατάπια ... ωχ!

—ΤΊ κατάπιες, επιτέλους; κάνει ο Γιώργος.

—Κατάπια ένα... µοσχοσάπουνο! Μανούλα µου! Γουργουρίζει η κοιλιά µου!... Γιατί γελάς, Γιώργο; Τι αστείο βλέπεις και γελάς; Μήπως ... ωχ!

Από το στόµα του Σπίθα βγαίνει µια σαπουνόφουσκα!

Έπειτα κι άλλη κι άλλη κι άλλη!

Σε κάθε συλλαβή που προφέρει, πετάγεται από το στόµα του και µια µεγάλη σαπουνόφουσκα, που ταξιδεύει απαλά στον ήσυχο αέρα!

—Μανούλα µου!, κάνει ο Σπίθας βγάζοντας ένα ολόκληρο σµήνος σαπουνόφουσκες από το στόµα του, την έπαθα! Έγινα σαπουνόφουσκα! Μη µε πλησιάζετε! Αν µε αγγίξετε θα σκάσω σαν σαπουνόφουσκα! Ουφ!

Και ξαπλώνει χάµω ανασαίνοντας βαριά και γεµίζοντας τον αέρα γύρω µε σαπουνόφουσκες κάθε µεγέθους, που άλλες είναι σαν µπαλόνια και άλλες σα µικροί βώλοι.

Σιγά - σιγά οι σαπουνόφουσκες γίνονται πιο αραιές, ώσπου στο τέλος παύουν να βγαίνουν από το στόµα του Σπίθα.

Το αδιάκοπα πεινασµένο παιδί βήχει δυνατά, µιλάει µεγαλόφωνα και βλέποντας ότι καµιά σαπουνόφουσκα δε βγαίνει πια από το στόµα του, πετάγεται όρθιος.

—Γιατί χάνω την ώρα µου; µουγκρίζει. Γιατί χάνω µπουκιές; θα πεθάνω από την πείνα έτσι!

Και ρίχνεται πάλι πάνω στο σωρό µε τα τρόφιµα, για να συνεχίσει το καταβρόχθισµα!

Page 76: Ο Μικρός Ήρως

Μα δεν προλαβαίνει να κατεβάσει στην κοιλιά του κι άλλο φαγητό...

Περικυκλωµένοι!

ΜΙΑ κραυγή ηχεί από έναν υψηλό βράχο, όπου ο «Κεραυνός» έχει τοποθετήσει ένα φρουρό:

—Πλοίο πλησιάζει προς τη στεριά!

—Ζήτωωωω!, φωνάζουν οι Έλληνες πατριώτες. Είναι το υποβρύχιο!

—∆εν είναι υποβρύχιο!, απαντάει ο φρουρός. Είναι µια βενζινάκατος! Όχι! Μια µεγάλη τορπιλάκατος του... Ιταλικού στόλου γεµάτη στρατιώτες! Έρχεται ολοταχώς προς το µέρος µας! Πρέπει ν' αποτραβηχτούµε προς το βουνό!

Την ίδια στιγµή, κάποιος άλλος φωνάζει:

—Ιταλοί στρατιώτες έρχονται από το µέρος του βουνού! Είµαστε κυκλωµένοι!

Ψύχραιµος, αλλά και µε τα φρύδια ζαρωµένα από ανησυχία, ο «Κεραυνός» κοιτάζει γύρω.

Η τορπιλάκατος πλησιάζει ολοταχώς από το µέρος του πελάγους. Σε πέντε, το πολύ, λεπτά θα έχει φτάσει στην παραλία.

Οι Ιταλοί, εξάλλου, που κατεβαίνουν από το βουνό, είναι πολλοί. Περισσότεροι από τριακόσιους!

Έχουν αναπτυχθεί σ' ένα ηµικύκλιο και προχωρούν έτσι ώστε ν' αποκόψουν κάθε οδό υποχώρησης των Ελλήνων!

Η θέση των ηρωικών πατριωτών είναι κρίσιµη. Θα έχουν σε λίγο περικυκλωθεί από δυνάµεις τριάντα τουλάχιστον φορές µεγαλύτερες και κάθε αντίσταση θα είναι καθαρή αυτοκτονία!

Μα ο «Κεραυνός» είναι γεννηµένος αρχηγός. ∆εν είναι από εκείνους που τα χάνουν στις δύσκολες στιγµές.

—Ακολουθήστε µε!, φωνάζει στους ανθρώπους του.

Και, ενώ από το βουνό ακούγονται οι πρώτοι πυροβολισµοί, ο «Κεραυνός» τρέχει προς ένα µεγάλο βράχο, που υψώνεται σύρριζα στην ακρογιαλιά µ' ένα στόµιο σπηλιάς στη βάση του.

—Θα καταφύγουµε εκεί!, φωνάζει ο «Κεραυνός» στους άλλους καθώς τρέχουν δίπλα του. Μέσα από τη σπηλιά θα µπορέσουµε να κρατήσουµε άµυνα ώσπου να δούµε τι θα κάνουµε, ώσπου να βρούµε κανένα τρόπο να ξεφύγουµε!

Φτάνουν στο βράχο, σκαρφαλώνουν µε αρκετή δυσκολία και µπαίνουν µέσα.

Page 77: Ο Μικρός Ήρως

Είναι µια µεγάλη σπηλιά, που τα βάθη της χάνονται µέσα σε µαύρα σκοτάδια. Είναι κυκλική και οι τοίχοι της λείοι και υγροί. Από τα βάθη της έρχεται ένα αυλάκι, σκαµµένο από το νερό στο πέρασµα των αιώνων και κυλάει στη θάλασσα

Η σπηλιά είναι ένα φυσικό οχυρό. Μόνο από το µέρος της θάλασσας µπορεί κανείς να µπει εκεί. Στήνοντας κανείς ένα πολυβόλο κοντά στο στόµιο, µπορεί να αποκρούσει την επίθεση ολόκληρου συντάγµατος.

Αυτό ακριβώς κάνουν οι Έλληνες πατριώτες. Στήνουν ένα πολυβόλο που το χειρίζεται ο Γιώργος, γιατί θεωρείται σαν ένας από τους καλύτερους σκοπευτές που υπάρχουν. Οι άλλοι, µε τα όπλα τους έτοιµα, παίρνουν θέσεις από τη µια κι από την άλλη µεριά του στοµίου.

Ο «Κεραυνός» αποσύρεται στο βάθος της σπηλιάς ξεκρεµάει από τον ώµο του ένα σακίδιο και βγάζει µια µικρή συσκευή ασυρµάτου.

—Εδώ κεραυνός!, λέει. Εδώ Κεραυνός! Καλώ το υποβρύχιο Υ-5!»

Μια φωνή λέει αµέσως µέσα από τον ασύρµατο:

«Εδώ Υ-5! Ερχόµαστε, Κεραυνέ!»

«Μην πλησιάσετε στην ακτή! Μια ιταλική τορπιλάκατος βρίσκεται αυτή τη στιγµή εδώ και ένα ιταλικό τάγµα πλησιάζει από τη στεριά! Είµαστε αποκλεισµένοι µέσα οε µια σπηλιά! Ειδοποίησε το Συµµαχικό Στρατηγείο ότι είµαστε αποφασισµένοι να πολεµήσουµε µέχρι θανάτου!»

«∆εν υπάρχει τρόπος να σας βοηθήσουµε;»

«Ο µόνος τρόπος είναι να στείλουν αεροπλάνα για να βοµβαρδίσουν και να πολυβολήσουν την τορπιλάκατο και τους στρατιώτες! Αν, όσο να φτάσουν τα αεροπλάνα, δεν έχουµε υποκύψει στις επιθέσεις των Ιταλών, θα σωθούµε! Γεια - χαρά!»

«Καλή τύχη, Κεραυνέ!»

Την ίδια στιγµή, ο Γιώργος, κρατώντας σφιχτά το πολυβόλο, βλέπει την τορπιλάκατο να πλησιάζει στη στεριά.

— Έτοιµος; λέει στο Σπίθα που είναι καθισµένος δίπλα του κρατώντας την ταινία µε τις σφαίρες.

Ο Σπίθας κουνάει το κεφάλι του βουβά. ∆εν µπορεί να µιλήσει, γιατί έχει χώσει στο στόµα του ένα τεράστιο κοµµάτι τυρί και το τρώει µε ηδονή.

Το Παιδί · Φάντασµα πιέζει τη σκανδάλη και το πολυβόλο αρχίζει να γαβγίζει γοργά και ρυθµικά κάνοντας τη σπηλιά να αντιβουίζει τροµερά, σαν να εκπυρσοκροτούν εκεί µέσα δεκάδες κανόνια!

Επάνω στην ιταλική τορπιλάκατο, οι ναύτες που είχαν στρέψει προς το στόµιο της σπηλιάς ένα κανονάκι και ετοιµάζονται να πυροβολήσουν, διπλώνονται στα δύο χτυπηµένοι από τις σφαίρες και πέφτουν άλλοι πάνω στο κατάστρωµα της τορπιλακάτου και άλλοι στη θάλασσα.

Θαµµένοι στη Σπηλιά!

ΕΝΩ ο Γιώργος εξακολουθεί να πολυβολεί, η τορπιλάκατος κάνει στροφή προχωρεί προς τα δεξιά και χάνεται. ∆ε φαίνεται πια από το µέρος του Παιδιού - Φάντασµα και των άλλων, που βρίσκονται µέσα στη σπηλιά.

Page 78: Ο Μικρός Ήρως

Ξαφνικά, µια κανονιά αντηχεί και αµέσως έπειτα, η σπηλιά συγκλονίζεται ολόκληρη, ενώ ένας άλλος κρότος πολύ πιο δυνατός, µια τροµακτική έκρηξη, αντηχεί πολύ κοντά τους!

Πέτρες πέφτουν από το ταβάνι της σπηλιάς και τραυµατίζουν δυο Έλληνες. Ένα κοµµάτι βράχου αποσπάται από το εµπρός µέρος της σπηλιάς, κάνοντας το στόµιο της να γίνει πιο µεγάλο.

Η οβίδα δεν είχε, ευτυχώς περάσει από το στόµιο και δεν είχε εκραγεί µέσα στη σπηλιά, αλλά έξω από αυτήν, ακριβώς κάτω από το στόµιο. ∆ιαφορετικά, κανένας από τους Έλληνες δε θα είχε µείνει ζωντανός!

Ο Γιώργος αρπάζει το πολυβόλο, το σηκώνει µε υπεράνθρωπη προσπάθεια και, ακολουθούµενος από το Σπίθα, που έχει χώσει κι άλλο ένα κοµµάτι τυρί στο στόµα του, πηγαίνει και τοποθετεί το όπλο άκρη άκρη στο στόµιο της σπηλιάς, έτσι ώστε να βλέπει την τορπιλάκατο.

— Γιώργο!, φωνάζει ο «Κεραυνός». Γύρισε πάνω! Αυτό που κάνεις είναι τρελά! Θα σε σκοτώσουν οι Ιταλοί!

—Θα µας σκοτώσουν όλους, απαντάει το Παιδί - Φάντασµα, αν καταφέρουν να ρίξουν µια οβίδα µέσα στη σπηλιά µας!

Και πιέζει τη σκανδάλη, κάνοντας πάλι το πολυβόλο του ν' αρχίσει το βραχνό και τροµερό τραγούδι του θανάτου!

Οι σφαίρες σαρώνουν το κατάστρωµα της τορπιλακάτου. ∆υο Ιταλοί που χειρίζονται τώρα το κανονάκι και που είναι έτοιµοι να εξαπολύσουν κι άλλες οβίδες εναντίον των Ελλήνων σηκώνουν τα χέρια τους κάνουν µια στροφή γύρω από τον εαυτό τους και σωριάζονται χάµω!

Την Ίδια τύχη έχουν και δυο άλλοι που σπεύδουν να πάρουν τη θέση των πρώτων κοντά στο κανονάκι.

Ένα πολυβόλο αρχίζει να τερετίζει από την πλώρη της βενζινακάτου, στέλνοντας δεκάδες πυρωµένες σφαίρες προς το µέρος της σπηλιάς.

Οι περισσότερες από τις σφαίρες αυτές χτυπούν πάνω στο βράχο, γύρω από το στόµιο. Μια όµως µπαίνει στη σπηλιά και αποσπά... από το χέρι του Σπίθα ένα ιταλικό φρατζολάκι, που το αδιάκοπα πεινασµένο παιδί ετοιµαζόταν να χώσει στο στόµα του!

—Μανούλα µου! κάνει ο Σπίθας αγριεµένος. Το ψωµί! Ποιος µου έκλεψε το ψωµί;

—Μια σφαίρα από το πολυβόλο των Ιταλών!, απαντάει το Παιδί -Φάντασµα γελώντας.

Page 79: Ο Μικρός Ήρως

—Τους άτιµους!, γρυλίζει ο Σπίθας. Τους παλιοµακαρονάδες! Θέλουν να µε κάνουν να πεθάνω από την πείνα!

Και γυρίζοντας προς την τορπιλάκατο φωνάζει:

—Παλιοµακαρονάδες! Βγείτε έξω αν σας βαστάει! Ελάτε κατά δω να σας σπάσω τα...

Την ίδια στιγµή µια άλλη σφαίρα περνάει τόσο κοντά στο αυτί του Σπίθα, ώστε το καθυστερηµένο στο µυαλό παιδί νιώθει ένα κάψιµο στο δέρµα του.

—Μανούλα µου!, κάνει. Και ζαρώνει δίπλα στο Γιώργο!

Το κανονάκι της τορπιλακάτου πυροβολεί πάλι. Η οβίδα, ευτυχώς, αστοχεί και πάλι. ∆ε σκάζει µέσα στη σπηλιά. Χτυπάει πάνω στο βράχο έξω από τη σπηλιά, κάνοντας το έδαφος να κλονιστεί βίαια.

Ατρόµητος ο Γιώργος Θαλάσσης εξοντώνει µε το πολυβόλο του και τους καινούργιους πυροβολητές, πριν αυτοί διορθώσουν τη σκόπευση τους και βρουν το στόχο τους!

Η µονοµαχία αυτή ανάµεσα στο παιδί µε το πολυβόλο και στην ιταλική τορπιλάκατο διαρκεί αρκετή ώρα. Οι οβίδες σκάζουν όλες γύρω από τ.ο στόµιο, γιατί το Παιδί - Φάντασµα σαρώνοντας το κατάστρωµα της βενζινακάτου, εµποδίζει τους Ιταλούς να σηµαδέψουν µε προσοχή!

Ξαφνικά, το αίµα του Γιώργου παγώνει.

Βλέπει ένα µεγάλο στρογγυλό και µακρουλό αντικείµενο ν' αποσπάται από την τορπιλάκατο και να σκίζει τα νερά ταξιδεύοντας προς την παραλία, προς το µέρος της σπηλιάς.

Είναι µια τορπίλη!

Μια µεγάλη τορπίλη, από εκείνες που µπορούν να κόψουν στα δύο ένα ολόκληρο καταδροµικό!

Αν εκραγεί µπροστά στη σπήλια, η τορπίλη θα κονιορτοποιήσει το βράχο, µαζί µ' όλους τους πατριώτες που βρίσκονται εκεί!

—Αποµακρυνθείτε όλοι!, φωνάζει µε απόγνωση το παιδί. Στο βάθος της σπηλιάς! Μια τορπίλη έρχεται προς το µέρος µας!

Και, γυρίζοντας την κάννη του πολυβόλου του προς την τορπίλη, σηµαδεύει µε προσοχή. Αν καταφέρει να την χτυπήσει πάνω στον επικρουστήρα και να την κάνει να εκραγεί µακριά από την ακτή, θα σωθούν! Αλλιώς...

Τραβάει τη σκανδάλη. ∆εκάδες σφαίρες χτυπούν την τορπίλη. Τίποτα! Το όπλο του θανάτου συνεχίζει το δρόµο του χωρίς να εκραγεί!

Ο Γιώργος εξακολουθεί να πυροβολεί, ώσπου η τορπίλη φτάνει σε απόσταση τριών µόνο µέτρων από το στόµιο. Τότε παρατάει το πολυβόλο, τρέχει στο βάθος της σπηλιάς και πέφτει µπρούµυτα.

Μια τροµακτική έκρηξη επακολουθεί. Το έδαφος τρέµει σα να γίνεται σεισµός! Βράχια πέφτουν! Καπνός και σκόνη γεµίζουν τη σπηλιά!

'Επειτα τίποτα... Απόλυτη σιγαλιά. Σιγαλιά θανάτου. Και σκοτάδι θανάτου!

Περνούν µερικές στιγµές. Η φωνή του «Κεραυνού» ακούγεται:

Page 80: Ο Μικρός Ήρως

—Γιώργο, είσαι ζωντανός;

-Ναι!

—Σπίθα;

—Ναι!

—Πράκτωρ 9;

—Ναι!

Έναν - έναν τους καλεί όλους κι ένας - ένας απαντούν. Είναι όλοι παρόντες και ζωντανοί!

Ο Γιώργος σηκώνεται και ανάβει το ηλεκτρικό φαναράκι του.

Επιθεωρεί τους τοίχους της σπηλιάς γύρω.

Όταν µιλάει, η φωνή του είναι γεµάτη απόγνωση:

—Είµαστε θαµµένοι µέσα στη σπηλιά! Η έκρηξη της τορπίλης έφραξε µε µεγάλα κοµµάτια βράχων το στόµιο! Είµαστε θαµµένοι ζωντανοί!

Page 81: Ο Μικρός Ήρως
Page 82: Ο Μικρός Ήρως

ΤΕΥΧΟΣ 10

Νέα Αποστολή

ΠΑΛΙ στην Αθήνα! Οι ήρωες µας βρίσκονται πάλι στην Ελλάδα έπειτα από τις συγκλονιστικές περιπέτειες τους στην Αίγυπτο. Το Παιδί - Φάντασµα, ο «Κεραυνός», η Κατερίνα και ο Σπίθας είναι πάλι συγκεντρωµένοι στην τραπεζαρία, του σπιτιού τους, µαζί µε την αδελφή του «Κεραυνού» Ουρανία που λαµποκοπάει από χαρά βλέποντας πάλι τα αγαπηµένα της πρόσωπα ζωντανά και γερά.

Μαζί τους είναι και ένας µελαχροινός, γεροδεµένος νέος, ο Πράκτορας 13, ένα από τα καλύτεα στελέχη της πατριωτικής οργάνωσης του «Κεραυνού». Ο Πράκτορας 13 δίνει στον πατέρα της µικρής Κατερίνας ένα φάκελο, που έχει τη σφραγίδα του Συµµαχικού Στρατηγείου.

Ο «Κεραυνός» ανοίγει το φάκελο και διαβάζει:

«Αγαπητέ ανηψιέ,

Χαίρε. Είµεθα όλοι καλά. Το αυτό επιθυµούµε και για σας. Οι τέσσερις αγελάδες µας είναι πολύ άρρωστες. Τις έχουν κλείσει στο κάτω µαντρί. Η µία µάλιστα έχει στο πόδι της εξάνθηµα. Πρέπει να µας βρείτε ένα κτηνίατρο για να...».

—Τέσσερις αγελάδες! µουρµουρίζει ο αιώνια πεινασµένος Σπίθας. Μανούλα µου! Να τις είχαµε ψητές!

Το καθυστερηµένο στο µυαλό παιδί έχει µετανοιώσει πικρά που γύρισε στην πεινασµένη Αθήνα, όπου οι άνθρωποι πέφτουν στο δρόµο από την εξάντληση, θυµάται τις µπανάνες, τους χουρµάδες το καθηµερινό καζάνι µε το χυλό και τα άλλα φαγητά της Αιγύπτου και... καρπαζώνει τον εαυτό του από θυµό, γιατί δέχτηκε να εγκαταλείιψει τον παράδεισο αυτό του στοµαχιού του!

Ο «Κεραυνός» αποκρυπτογραφεί το γράµµα του Συµµαχικού Στρατηγείου που είναι συντεταγµένο σε συνθηµατικό κώδικα:

«Αγαπητέ Κεραυνέ,

Πρέπει να ελευθερωθούν τέσσερις σύµµαχοι πράκτορες, που

συνελήφθησαν από τους Γερµανούς και είναι τώρα κλεισµένοι στις φυλακές της Καλλιθέας! Οι άνθρωποι αυτοί ξέρουν πολλά πράγµατα και, αν οι Γερµανοί τους κάνουν να µιλήσουν, θα προκαλέσουν µεγάλη καταστροφή σε ολόκληρη την κατασκοπική οργάνωση µας στην Ελλάδα! Ο ένας µάλιστα από αυτούς έχει γραµµένα µε αόρατη συµπαθητική µελάνη στο πόδι του τα ονόµατα πολλών πρακτόρων µας και καταλαβαίνεις ότι δεν πρέπει να το αντιληφθούν αυτό οι Γερµανοί.

«Οι τέσσερις κρατούµενοι βρίσκονται σ' ένα κελί, στο νότιο τµήµα των φυλακών, κοντά στον τοίχο της αυλής. Σας περιµένουν. Έχουν λιµάρει τα κάγκελα του παραθύρου τους που βλέπει στην αυλή, έτσι ώστε να µπορούν να τα αποσπάσουν αµέσως όταν έρθει η ωρα! Εσείς πρέπει να τους ανοίξετε το δρόµο. ∆ίπλα ακριβώς στις φυλακές, σε απόσταση µόνο δέκα µέτρων από τον τοίχο της αυλής, υψώνεται ένα διώροφο σπίτι. Ανήκει σε δικό µας άνθρωπο που θα σας βοηθήσει. Από εκεί µπορείτε να περάσετε µε πολλή τόλµη και τύχη τον τοίχο όπου πηγαινοέρχεται µέρα - νύχτα ένας φρουρός. Αν θέσετε εκτός µάχης τον φρουρό και ρίξετε ένα σκοινί κάτω στην αυλή, οι κρατούµενοι θα σπάσουν τα κάγκελα του παραθύρου τους και θα

Page 83: Ο Μικρός Ήρως

δραπετεύσουν µε τη βοήθεια του σκοινιού.

«Καταλαβαίνω ότι η αποστολή είναι από τις πιο δύσκολες και επικίνδυνες. Είµαι όµως αναγκασµένος να σας την αναθέσω γιατί δεν µπορεί να γίνει διαφορετικά. Όσο οι άνθρωποι αυτοί είναι στα χέρια των Γερµανών, ο κίνδυνος για την υπόθεση της Ελευθερίας είναι µεγάλος. Κάνω έκκληση στον πατριωτισµό σας. Καλή τύχη.

Ο Αρχιστράτηγος»

Για µερικές στιγµές, σιωπή απλώνεται µέσα στο δωµάτιο. Έπειτα, ο Γιώργος Θαλάσσης λέει:

—Πρέπει να δράσουµε το συντοµότερο! Απόψε κιόλας! Φαίνεται ότι η υπόθεση είναι πολύ επείγουσα!

—Ναι!, λέει ο «Κεραυνός», θα δοκιµάσουµε απόψε να τους ελευθερώσουµε!

Και προσθέτει γυρίζοντας στον Πράκτορα 13:

—Ειδοποίησε πέντε από τους καλύτερους ανθρώπους µας να είναι έτοιµοι για απόψε! Να έχουν µαζί τους και όπλα! Ίσως αναγκαστούµε να δώσουµε µάχη µε τους Γερµανούς!

Το Τολµηρό Παιδί

ΕΧΕΙ νυχτώσει. Το κτίριο των φυλακών της Καλλιθέας υψώνεται σκοτεινό µέσα στη νύχτα, κλείνοντας µέσα του, απέραντο πόνο και αγωνία Εκατοντάδες Έλληνες πατριώτες περιµένουν εκεί µέσα να απλώσει ο Χάρος το χέρι του να τους αρπάξει και να τους στήσει µπροστά στο εκτελεστικό απόσπασµα. Το έγκληµα τους είναι ότι αγαπούν την Ελλάδα και την Ελευθερία περισσότερο από κάθε άλλο πράγµα στον κόσµο!

Στις τέσσερις µόνο γωνίες του µεγάλου τοίχου της αυλής υπάρχουν τέσσερις γλόµποι. Αλλά κι αυτοί είναι τυλιγµένοι µε σκούρα χαρτιά έτσι ώστε δε ρίχνουν παρά ένα αµυδρό φως. Οι Γερµανοί δεν αφήνουν ελεύθερο το φωτισµό της Αθήνας γιατί φοβούνται τα συµµαχικά αεροπλάνα.

Επάνω στον τοίχο που είναι πλατύς, στέκονται τέσσερις φρουροί. Τέσσερις Γερµανοί στρατιώτες οπλισµένοι µε αυτόµατα, έτοιµοι να πιέσουν τη σκανδάλη στην παραµικρή απόπειρα των φυλακισµένων να αποδράσουν.

Είναι στραµµένοι προς τα µέσα, προς την αυλή. Γιατί µόνο από εκεί προβλέπουν κίνδυνο. Από έξω δεν υπάρχει σχεδόν καθόλου κίνδυνος. Πρέπει να είναι τρελός κανείς για να δοκιµάσει να επιτεθεί εναντίον της φυλακής, που είναι σωστό φρούριο µε τον πανύψηλο τοίχο της και µε τις ατσάλινες πόρτες της!

Κι όµως µερικοί «τρελοί» σκοπεύουν να επιτεθούν αυτή τη νύχτα!

Ίσκιοι σαλεύουν αθόρυβα στα σκοτεινά δροµάκια γύρω από το κτίριο των

Page 84: Ο Μικρός Ήρως

φυλακών. Ίσκιοι που κάτω από τα ρούχα τους, έχουν κρυµµένα αυτόµατα και πιστόλια!

Στην ταράτσα ενός σπιτιού, που υψώνεται σε µικρή απόσταση από τον τοίχο της αυλής των φυλακών τρεις άνθρωποι κάνουν µια παράξενη δουλειά. ∆ένουν ένα µεγάλο γάντζο στην άκρη ενός χοντρού σκοινιού. Έπειτα, για να µην αφήσει µεταλλικό κρότο χτυπώντας πάνω στις πέτρες, τυλίγουν τον γάντζο µε κουρέλια.

Οι τρεις αυτοί άνθρωποι είναι ο «Κεραυνός», ο Πράκτορας 13 και ο Γιώργος Θαλάσσης, το ξακουστό Παιδί - Φάντασµα, ο τρόµος των Γερµανών, των Ιταλών και των Βουλγάρων.

—Αυτό που θέλεις να κάνεις, παιδί µου, λέει ο «Κεραυνός», είναι σωστή τρέλα! Αν σε αντιληφθεί ο φρουρός, θα σε γαζώσει µε το αυτόµατο του, πριν προλάβεις να φτάσεις κοντά του!

—Πρέπει να ελπίσω στο θεό και να πολεµήσω!, απαντάει ο Γιώργος. ∆εν υπάρχει άλλος τρόπος να βοηθήσουµε τους τέσσερις κρατούµενους να δραπετεύσουν! Πράκτορα 13, εσύ που είσαι ναυτικός, προσπάθησε να αγκιστρώσεις το γάντζο στον τοίχο της φυλακής! Αν το καταφέρεις αυτό, οι ελπίδες για µια επιτυχία θα είναι πολύ µεγαλύτερες.

—Αυτό είναι παιχνιδάκι για µένα!, λέει ο Πράκτορας 13. Κοιτάξτε! Ούτε θα πάρει χαµπάρι ο Γερµανός!

Πιάνει το σκοινί, πηγαίνει στην άκρη της ταράτσας κρεµάει κάτω το γάντζο και αρχίζει να τον σαλεύει πέρα - δώθε σαν εκκρεµές. Σε κάθε κίνηση του ο γάντζος µαζί µε το σκοινί διαγράφει όλο και πιο µεγάλα ηµικύκλια, ώσπου σιγά - σιγά φτάνει στο ύψος του τοίχου των φυλακών.

Ξαφνικά, ο Πράκτορας 13, κάνει µια απότοµη πλάγια κίνηση. Ο γάντζος περνάει πάνω από το πεζούλι του τοίχου και κρεµιέται από την άλλη µεριά, απαλά, χωρίς να ακουστεί ο παραµικρός κρότος!

—Μπράβο! µουρµουρίζει ο «Κεραυνός». Τράβα τώρα!

Ο Πράκτωρ 13 τραβάει, το σκοινί τεντώνεται. Ο γάντζος έχει αγκιστρωθεί γερά στη γωνιά του πεζουλιού! Με τη βοήθεια των συντρόφων του, δένει την άλλη άκρη του σκοινιού σ' ένα στύλο της ταράτσας.

—Ήρθε η ώρα, Γιώργο! λέει µε συγκίνηση ο «Κεραυνός». Πρόσεχε, παιδί µου! ∆ε θέλω να πάθεις τίποτα! Ό,τι κι αν συµβεί όµως, να ξέρεις ότι εµείς από δω θα παρακολουθούµε άγρυπνα τις κινήσεις του σκοπού, έτοιµοι να τον γαζώσουµε µε τα αυτόµατα µας αν χρειαστεί! Και µην ξεχνάς ότι άλλοι πέντε άντρες οπλισµένοι και αποφασισµένοι, βρίσκονται εδώ κοντά!

Ο Γιώργος κουνάει το κεφάλι του, πιάνεται από το σκοινί και αφήνει το κορµί του να κρεµαστεί στο κενό. Έπειτα, µε επιδεξιότητα χιµπαντζή, αρχίζει να προχωρεί προς τον τοίχο των φυλακών αθέατος σχεδόν µέσα στο σκοτάδι της νύχτας.

Ο δρόµος κάτω είναι έρηµος. Κανένας δεν τολµά να περάσει νύχτα κοντά από τις τροµερές φυλακές.

Σε απόσταση λίγων µέτρων µπροστά του, το Παιδί - Φάντασµα διακρίνει τη σιλουέτα του Γερµανού φρουρού, που στέκεται πάνω στο φυλάκιο της γωνιάς του τοίχου µε την πλάτη στραµµένη προς το µέρος του.

«θεέ µου!, σκέπτεται το παιδί. Βοήθησε µε! Εκατοντάδες άνθρωποι

Page 85: Ο Μικρός Ήρως

κινδυνεύουν, αν αποτύχω απόψε!»

Μερικές κινήσεις των χεριών του ακόµα, και ο Πράκτορας - Ελλάς φτάνει στον τοίχο!

Η ∆ραπέτευση!

ΜΕ ΜΙΑ ανάλαφρη εκτίναξη, διασκελίζει αθόρυβα το πεζούλι και βρίσκεται όρθιος πάνω στον τοίχο.

Ο φρουρός που στέκεται δυο µέτρα πιο πέρα, γυρίζει ξαφνιασµένος. Ανοίγει κατάπληκτος το στόµα του για να φωνάξει και δοκιµάζει να στρέψει το όπλο του προς το παιδί που τόσο απροσδόκητα και αλλόκοτα ξεγλίστρησε σαν φάντασµα πάνω στον τοίχο.

Μα δεν προλαβαίνει.

Μ' ένα πήδηµα το Παιδί - Φάντασµα βρίσκεται κοντά του και η

γροθιά του µε ταχύτητα και ορµή βολίδας χτυπάει το Γερµανό στο λαρύγγι.

Το χτύπηµα, δυνατό και καλοζυγισµένο, κάνει τους µυώνες του Φρουρού να συσπασθούν απότοµα καταπνίγοντας κάθε φωνή!

Ο Γερµανός δοκιµάζει να φέρει τα χέρια του στον πονεµένο λαιµό του. Έτσι δε βρίσκει τον καιρό να χρησιµοποιήσει το αυτόµατο και ο Γιώργος Θαλάσσης συνεχίζει την επίθεση του.

Η γροθιά του ξαναχτυπάει το Γερµανό στο στοµάχι αυτή τη φορά. Ο φρουρός αφήνοντας ένα σιγανό βογγητό, διπλώνεται στα δύο. Ο µικρός ήρωας χτυπάει τότε για τρίτη φορά. Η γροθιά του προσγειώνεται µε µαθηµατική ακρίβεια πάνω στο σβέρκο του Γερµανού που βογγάει πάλι, γονατίζει, ξαπλώνεται χάµω και µένει ακίνητος µε τις αισθήσεις του χαµένες!

Το παιδί δε χάνει καιρό. Μαζεύει το σκοινί, που έχουν στο µεταξύ λύσει οι άλλοι από το στύλο της αντικρινής ταράτσας, και το χαµηλώνει από την άλλη µεριά του τοίχου, µέσα στην αυλή, κοντά, στο παράθυρο που ξέρει πως ανήκει στο κελί των τεσσάρων φυλακισµένων συµµάχων πρακτόρων.

Το σαλεύει έτσι ώστε να χτυπήσει ελαφρά πάνω στο παράθυρο.

Σχεδόν αµέσως ένα τρίξιµο ακούγεται και τα κάγκελα του παραθύρου υποχωρούν.

Ένας ίσκιος πετάγεται έξω, αρπάζει το σκοινί και σκαρφαλώνει γοργά.

Σε µερικές στιγµές βρίσκεται επάνω στον τοίχο δίπλα στο Γιώργο.

Ένας άλλος Ίσκιος ακολουθεί τον πρώτο. Κι έπειτα ένας τρίτος. Ενώ όµως ο τρίτος Ίσκιος βρίσκεται ακόµα στα µισά του τοίχου και ένας τέταρτος προβάλλει από το παράθυρο, από την άλλη άκρη της αυλής αντηχεί ένα ουρλιαχτό:

—Αλτ! Στα όπλα! Στα όπλα!

Page 86: Ο Μικρός Ήρως

Κι ένα πολυβόλο αρχίζει να τραγουδάει το φριχτό τραγούδι του θανάτου, ξερνώντας φωτιά και ατσάλι και µαστιγώνοντας τον τοίχο.

— Πέστε µπρούµυτα!, φωνάζει ο Γιώργος στους δυο πράκτορες που βρίσκονται κιόλας πάνω στον τοίχο.

Ο Ίδιος τρέχει κοντά στον πεσµένο φρουρό, αρπάζει το αυτόµατοι του, το γυρίζει προς το µέρος της αυλής, όπου διακρίνονται οι

λάµψεις των πυροβολισµών ίου πολυβόλου και πιέζει τη σκανδάλη.

Μια κραυγή πόνου ακούγεται και το πολυβόλο σωπαίνει για µερικές στιγµές. Ο τρίτος κρατούµενος φτάνει στην κορφή, του τοίχου και πέφτει µπρούµυτα κι αµέσως έπειτα ο τέταρτος ξαπλώνεται δίπλα του.

Το πολυβόλο αρχίζει πάλι το απαίσιο τερέτισµα του.

—Γρήγορα!, λέει ο Πράκτορας - Ελλάς πιέζοντας τη σκανδάλη του αυτοµάτου του. Ανεβάστε το σκοινί, ρίξτε το από την άλλη µεριά του τοίχου, κατεβείτε στο δρόµο και φύγετε!

Οι τέσσερις πράκτορες υπακούουν γοργά.

Κατεβαίνουν ένας - ένας, ενώ η γαλήνη της νύχτας κοµµατιάζεται από τους πυροβολισµούς και τις κραυγές της γερµανικής φρουράς.

Όταν και ο τελευταίος πράκτορας χάνεται πίσω από τον τοίχο, το Παιδί - Φάντασµα κρεµάει το αυτόµατο στον ώµο του και τους ακολουθεί.

Όταν φτάνει στο δρόµο ρίχνει µια µατιά γύρω. Από τη µια µεριά, οι τέσσερις σύµµαχοι πράκτορες φεύγουν τρέχοντας. Από την άλλη, πίσω από µια γωνιά του δρόµου, προβάλλει µια γερµανική περίπολος.

Ο Γιώργος δεν χάνει ούτε στιγµή.

Ξεκρεµάει γοργά το αυτόµατο του και στέλνει δυο ριπές προς το µέρος της περιπόλου.

∆υο Γερµανοί πέφτουν. Οι υπόλοιποι υποχωρούν πίσω από τη γωνιά.

Με δυο πηδήµατα ο Πράκτορας - Ελλάς βρίσκεται πίσω από µιαν άλλη γωνιά, κοντά στον «Κεραυνό» και στον Πράκτορα 13, που έχουν στο µεταξύ κατέβει από την ταράτσα του σπιτιού.

Από το µέρος όπου στέκονται διακρίνεται η πόρτα των φυλακών.

Ξαφνικά, η πόρτα ανοίγει και µια οµάδα από πάνοπλους Γερµανούς ορµά έξω.

—Πυρ!, διατάζει ο «Κεραυνός».

Τα αυτόµατα των τριών Ελλήνων αρχίζουν να στέλνουν πυρωµένα επισκεπτήρια θανάτου προς το µέρος των Γερµανών.

Την ίδια στιγµή, από µιαν άλλη γωνιά, τα αυτόµατα των άλλων πέντε µελών της οργανώσεως του «Κεραυνού» αρχίζουν να βάλλουν εναντίον των Γερµανών!

Η κουραµάνα του Σπίθα

ΓΙΑ αρκετά λεπτά, συνεχίζεται η µάχη ανάµεσα στους Έλληνες πατριώτες και τους τυράννους. Έπειτα, ο «Κεραυνός» λέει: —Οι σύµµαχοι πράκτορες, θα έχουν

Page 87: Ο Μικρός Ήρως

τώρα αποµακρυνθεί αρκετά. Πρέπει να φύγουµε, πριν φτάσουν ενισχύσεις των Γερµανών και µας κυκλώσουν!

Και, βγάζοντας µια σφυρίχτρα από την τσέπη του, φυσάει µε όλη του τη δύναµη. Ένα διαπεραστικό σφύριγµα ακούγεται.

Αµέσως όλοι οι Έλληνες πατριώτες αρχίζουν να υποχωρούν προς ένα σκοτεινό πλάγιο δρόµο κάθετο προς τις γραµµές του τραµ που περνούν µπρος από τις φυλακές. Οι Γερµανοί, παίρνοντας θάρρος, τους ακολουθούν ανταλλάσσοντας πυροβολισµούς και πολυβολισµούς µαζί τους.

Ανάµεσα στους Έλληνες που υποχωρούν, είναι και ο Νίκος Κα-τσαν'ικος του Γεωργίου και της Πηνελόπης, ο θρυλικός και αδιάκοπα πεινασµένος Σπίθας.

Έχει ένα πιστόλι στο χέρι και πότε - πότε γυρίζει και ρίχνει κι αυτός καµιά σφαίρα εναντίον των Γερµανών, µουρµουρίζοντας:

—Αχ, και να µπορούσα να µπω... στην κουζίνα της φυλακής! Θα έκανα θραύση.

Ξαφνικά, ο Σπίθας σκοντάφτει σε κάτι µαλακό. Σκύβει και... µαρµαρώνει από έκπληξη, χαρά, ενθουσιασµό και δέος. Χάµω, µπροστά στα πόδια του, είναι ένα ... ψωµί! Μια γερµανική κουλούρα, που σίγουρα έχει πέσει από κάποιο γερµανικό αυτοκίνητο, που µετέφερε τρόφιµα στη φυλακή!

—Μανούλα µου!, κάνει ο Σπίθας.

Κάθεται στο πεζούλι του πεζοδροµίου αρπάζει την κουλούρα, χώνει άπληστα τα δόντια του στο ψωµί και... ξεχνάει τα πάντα! Ξεχνάει και τους Γερµανούς και τα αυτόµατα και τις σφαίρες, που περνούν σφυρίζοντας πάνω απ' το κεφάλι του!

Γι' αυτόν δεν υπάρχουν αυτήν τη στιγµή παρά µόνο δυο πράγµατα: Το άδειο του στοµάχι και η κουλούρα που θα το γεµίσει!

Τρώει καταπίνοντας µεγάλες αµάσητες µπουκιές, χωρίς να νοιάζεται καθόλου αν οι Γερµανοί πλησιάζουν όλο και πιο πολύ προς το µέρος του.

Ευτυχώς, έτσι όπως είναι καθισµένος µέσα στο σκοτάδι δεν φαίνεται καθαρά ούτε από τους Έλληνες ούτε από τους Γερµανούς. ∆ιαφορετικά, θα τον είχαν γαζώσει µε τα αυτόµατα και οι πρώτοι και οι δεύτεροι.

Έτσι, όταν ένας από τους Γερµανούς, πιο τολµηρός από τους άλλους, αποφασίζει, να κάνει µια εξόρµηση για να χτυπήσει τους Έλληνες από κοντά, δε δίνει καµιά σηµασία στο κουλουριασµένο

κορµί του παιδιού που τρώει µέσα στο σκοτάδι.

Προχωρεί, τρέχοντας και πυροβολώντας.

Ο Σπίθας τον βλέπει µε την άκρη του µατιού του να έρχεται προς το µέρος του και γρυλλίζει υπόκωφα, σαν σκυλί που πάνε να του πάρουν το ψωµί.

«Παλιογερµαναρά!, σκέπτεται. Το σκέφθηκες, καλά αυτό που θέλεις να

Page 88: Ο Μικρός Ήρως

κάνεις; θα πατήσεις στο πτώµα µου για να πάρεις το ψωµί!»

Και όπως ο Γερµανός τον προσπερνάει, ο Σπίθας — τρώγοντας πάντα — απλώνει το πόδι του και του βάζει µια τρικλοποδιά!

Ο στρατιώτης του Χίτλερ σκοντάφτει και πέφτει. Πέφτει µε τόση φόρα ώστε χτυπάει το µέτωπο του χάµω και µένει ακίνητος µε. τις αισθήσεις του χαµένες!

Οι υπόλοιποι Γερµανοί που είδαν τι συνέβη ορµούν κι αυτοί ουρλιάζοντας από λύσσα.

Ο Σπίθας γίνεται έξω φρενών. Νοµίζει ότι και αυτοί θέλουν να του πάρουν το ψωµί.

«Παλιόσκυλα!, µουρµουρίζει. Ένα ψωµί βρήκα κι εγώ και θέλετε να µου το φάτε! Τώρα θα σας δείξω εγώ!»

Πετάγεται όρθιος, αρπάζει µια µεγάλη χειροβοµβίδα από τη ζώνη του πεσµένου Γερµανού, τραβάει την ασφάλεια της και την εκσφενδονίζει µ' όλη του τη δύναµη εναντίον των άλλων!

Μια τροµακτική έκρηξη ηχεί και για µια στιγµή τα σκοτάδια διαλύονται από µια εκτυφλωτική λάµψη.

Έπειτα γαλήνη και σκοτάδια ακόµα πιο πυκνά.

Από το µέρος των Γερµανών δεν ακούγονται τώρα παρά µερικά βογγητά πόνου.

—Τα θέλατε και τα πάθατε!, γρυλλίζει ο Σπίθας.

Και το βάζει στα πόδια τρέχοντας πίσω από τους συντρόφους του, ενώ τα δόντια του δουλεύουν γοργά και ρυθµικά κατακοµµατιάζοντας την κουλούρα.

Η εκπληκτική οµοιότητα

ΝΥΧΤΑ. Ένας νεαρός Γερµανός αξιωµατικός, σχεδόν παιδί, περπατάει µόνος µέσα σ' έναν έρηµο δρόµο της Αθήνας. Παραπατάει και σκοντάφτει κάθε τόσο και φαίνεται πως έχει πιει απόψε κάπως περισσότερο από το κανονικό.

Καθώς προχωρεί µουρµουρίζει ένα τραγούδι του γερµανικού στρατού:

«Ο στρατός του Χίτλερ ατρόµητος προχωρεί! Γκρεµίζονται µπροστά του αυτοκρατορίες! Τρέµουν µπροστά του οι λαοί του κόσµου!

Σκύβουν και τον προσκυνούν οι...»

Εκεί σταµατάει το τραγούδι του κάπως απότοµα και απροσδόκητα. Τρεις ίσκιοι έχουν ξεπηδήσει µέσα από το σκοτάδι. Σιδερένια µπράτσα τον τυλίγουν. Μια παλάµη του φράζει το στόµα. Μια γροθιά τον χτυπάει µε δύναµη στο σβέρκο κάνοντας τον να χάσει τις αισθήσεις του.

— Γρήγορα!, ψιθυρίζει ο ένας ίσκιος. Στο αυτοκίνητο! ∆ιασχίζουν γοργά το δρόµο, µπαίνουν σ' ένα γειτονικό δροµάκο

Page 89: Ο Μικρός Ήρως

και σταµατούν κοντά σ' ένα αυτοκίνητο. Τοποθετούν εκεί µέσα τον αιχµάλωτο τους και µπαίνουν κι οι ίδιοι. Το αυτοκίνητο ξεκινάει αµέσως.

—Ο «Κεραυνός» θα ενθουσιαστεί!, µουρµουρίζει ο ένας ίσκιος.

Λίγη ώρα αργότερα, ο αιχµάλωτος Γερµανός είναι καθισµένος στο σαλόνι του σπιτιού του «Κεραυνού». Γύρω του είναι καθισµένοι ο «Κεραυνός», ο Γιώργος Θαλάσσης και ο Πράκτορας 13. Τον περιεργάζονται µε προσοχή.

Είναι ξανθός. Είναι είκοσι χρονών περίπου, αλλά το σώµα του είναι λεπτό και φαίνεται πολύ µικρότερος.

Κοιτάζει φοβισµένα τους τρεις Έλληνες και ρωτάει δειλά:

—Τι... τι µε θέλετε; Γιατί µε πιάσατε; Τι... θα µε κάνετε;

Ο Πράκτορας 13 απαντάει µε φωνή που προσπαθεί να την κάνει όσο πιο άγρια µπορεί:

—∆εν ξέρεις ότι, εδώ στην Ελλάδα τους Γερµανούς που πιάνουµε τους... ψήνουµε ζωντανούς;

Το αίµα φεύγει από το πρόσωπο του νεαρού Γερµανού.

—Έλεος! Τραυλίζει. Μη µε ψήσετε ζωντανό! ∆εν... δεν έχω κάνει ποτέ κακό σε Έλληνες! Σήµερα το πρωί ήρθα στην Ελλάδα από τη Γερµανία. ∆εν έχω παρουσιαστεί ακόµα στο Φρουραρχείο!

Οι τρεις Έλληνες ανταλλάσσουν βλέµµατα χαράς.

— Γιατί ήρθες στην Ελλάδα; ρωτάει ο «Κεραυνός». Πρόσεξε! Αν µας πεις ψέµατα, είσαι χαµένος! Όπως καταλαβαίνεις για να µπούµε στον κόπο να σε αιχµαλωτίσουµε θα πει ότι ξέρουµε γιατί ήρθες εδώ! Θέλουµε όµως να το ακούσουµε κι από το ίδιο σου το στόµα!

Ο νεαρός Γερµανός µένει σιωπηλός και διστακτικός.

— Για να πεισθείς ότι ξέρουµε αρκετά πράγµατα για σένα, θα σου πω το όvoµά σου, συνεχίζει ο «Κεραυνός». Λέγεσαι Φριτς Ούλ και κατάγεσαι απο την Νυρεµβέργη! Αρνείσαι να µιλήσεις. Πολύ καλά, αγαπητέ µου Φριτς. ∆υστυχώς είµαι αναγκασµένος να διατάξω...

—Θα µιλήσω!, λέει γοργά ο Φριτς Ούλσεν! Με έστειλαν εδώ για να αναλάβω την γραµµατεία του αρχηγού της γερµανικής Μυστικής Υπηρεσίας στην Ελλάδα, συνταγµατάρχη Άντολφ Μπέριγκ. Έχω σπουδάσει ειδικά σε µια σχολή κατασκόπων και στο Βερολίνο, µε θεώρησαν ως τον πιο ειδικό για τη θέση αυτή. Θα...

Μια ξαφνική κραυγή του Πράκτορα 13 κάνει τον Ούλσεν να σωπάσει τροµαγµένος.

—Κατέβασε το καπέλο σου έτσι ώστε να σκεπαστούν τα µαλλιά σου!, διατάζει ο Πράκτορας 13.

Ο Φριτς Ούλσεν γουρλώνει τα µάτια του, αλλά υπακούει.

—Γιώργο, συνεχίζει ο Πράκτορας 13, πήγαινε και στήσου κοντά στον ανθυπολοχαγό Ούλσεν! Σε παρακαλώ.

Γεµάτος απορία ο Γιώργος πηγαίνει και στέκεται δίπλα στον νεαρό Γερµανό αξιωµατικό.

Page 90: Ο Μικρός Ήρως

Μια κραυγή έκπληξης βγαίνει από το στήθος του «Κεραυνού».

—Θεέ µου!, µουρµουρίζει. Είναι απαράλλακτοι! Σαν δίδυµοι αδελφοί! Αν δεν ήταν ο ένας ξανθός και ο άλλος µελαχροινός θα µπορούσε κανείς να τους περάσει ως το ίδιο άτοµο.

Με µάτια που αστράφτουν από µια τολµηρή ιδέα, το Παιδί - Φάντασµα πλησιάζει γοργά σ' ένα καθρέφτη. Κοιτάζει εκεί το πρόσωπο του, γυρίζει και κοιτάζει τον Ούλσεν.

—Παράξενο!, λέει. Είµαστε όµοιοι!

Και, βάζοντας τα γέλια, πρόσθεσε:

—Φριτς Ούλσεν... Γιώργος Θαλάσσης! Είµαστε το ίδιο πρόσωπο, αγαπητέ µου! Ο ανθυπολοχαγός... Γιώργος Φρίτς Ούλσεν Θαλάσσης! Χα, χα, χα! Αν κάνω ξανθά τα µαλλιά µου και τα φρύδια µου κανένας δε θα µπορέσει να καταλάβει τη διαφορά! Τι λες, «Κεραυνέ»;

—Είσαι τρελός!, λέει ο «Κεραυνός». Αν παρουσιαστείς ως Φριτς Ούλσεν, οι Γερµανοί θα καταλάβουν ότι πρόκειται για άλλον! Μην ξεχνάς ότι ο Ούλσεν είναι προορισµένος για γραµµατέας του αρχηγού της Μυστικής Υπηρεσίας! Θα ξέρουν ίσως για τον Ούλσεν πράγµατα που δεν µπορείς να τα ξέρεις εσύ!

—Θα τα µάθω όλα!, λέει το Παιδί - Φάντασµα. Ο φίλος µου ο Φρίτς από δω θα µε κατατοπίσει! ∆εν είν' έτσι, Φρίτς; Θα µου πει όλες τις λεπτοµέρειες, της ζωής του, τις ιδιοτροπίες του, τα µυστικά του! Τον συµφέρει να το κάνει αυτό. Γιατί θα είναι στα χέρια µας και, αν µου συµβεί τίποτα... Κατάλαβες Φρίτς;

Οι κρίσιµες εξετάσεις

ΤΟ ΑΛΛΟ πρωί, ο νεαρός ανθυπολοχαγός Φρίτς Ούλσεν — που δεν είναι άλλος από τον ήρωά µας Γιώργο θαλάσση µε ξανθά µαλλιά και φρύδια και µε τη στολή του Φριτς — χτυπάει το κουδούνι ενός αρχοντικού σπιτιού του Κολωνακίου.

Στο σπίτι αυτό µένει ένας Γερµανός συνταγµατάρχης, ο Άντολφ Μπέριγκ. Είναι ένας ηλικιωµένος αξιωµατικός µε ευγενικούς τρόπους. Αυτό µόνο ξέρουν γι' αυτόν οι γείτονες του. Κανένας δεν ξέρει όµως ότι ο Μπέριγκ είναι ο αρχηγός της Μυστικής Γερµανικής Υπηρεσίας και ότι το σπίτι αυτό είναι το µυστικό αρχηγείο του.

Από το σπίτι αυτό ξεκινούν τα νήµατα µιας από τις πιο τροµερές γερµανικές υπηρεσίες, που αγκαλιάζει ολόκληρη την Ελλάδα σ' ένα θανάσιµο αγκάλιασµα, σαν ένα τεράστιο χταπόδι! Από το σπίτι αυτό κατευθύνονται όλοι οι Γερµανοί µυστικοί πράκτορες που παρακολουθούν κάθε κίνηση των Ελλήνων πατριωτών και που στέλνουν δεκάδες ανθρώπους κάθε µέρα στο εκτελεστικό απόσπασµα!

Ένας στρατιώτης ανοίγει την πόρτα και χαιρετάει στρατιωτικά.

—Τι επιθυµεί ο κύριος ανθυπολοχαγός;

Page 91: Ο Μικρός Ήρως

—Θέλω να δω τον συνταγµατάρχη Άντολφ Μπέριγκ! Πες του ότι είµαι ο ανθυπολοχαγός Φριτς Ούλσεν.

Ο στρατιώτης ανοίγει τα µάτια του διάπλατα και το πρόσωπο του εκφράζει ταυτόχρονα απορία και χαρά.

—Εσείς είστε ο ανθυπολοχαγός Φριτς Ούλσεν; Καλώς ήρθατε! Ο κύριος συνταγµατάρχης σας περιµένει από χτες! Χάρηκα πολύ, ανθυπολοχαγέ! Είστε τόσο νέος και φαίνεστε τόσο καλός! Ο προκάτοχος σας ήταν κάπως σκληρός απέναντι των κατωτέρων του!

—Αλήθεια; λέει ο Γιώργος. Πού βρίσκεται τώρα;

—Τον σκότωσαν οι Έλληνες στρατιώτες! Και — για να είµαι ειλικρινής — λίγοι λυπήθηκαν για το θάνατο του!

— Πώς λέγεσαι;

—Βίλλυ! Βίλλυ Ζάπεν!

—Οδήγησε µε στον κύριο συνταγµατάρχη, Βίλλυ!

Λίγες στιγµές αργότερα, το Παιδί - Φάντασµα µπαίνει στο γραφείο του αρχηγού της Μυστικής Υπηρεσίας και χαιρετάει φασιστικά έναν ηλικιωµένο αξιωµατικό, καθισµένο πίσω από ένα τραπέζι.

—Χάιλ Χίτλερ!, λέει. Τα σέβη µου, κ. συνταγµατάρχα! Ανθυπολοχαγός Φριτς Ούλσεν! Λαµβάνω την τιµήν...

— Καλά, καλά!, κάνει ο Μπέριγκ. Κάθησε Φριτς! Γιατί άργησες; Σε περίµενα χτες! Και ξέρω ότι έφτασες χτες! Γιατί παρουσιάστηκες σήµερα;

Ο Γιώργος χαµηλώνει το κεφάλι του

—Ζητώ συγγνώµην, αρχηγέ!, µουρµουράει. Ήµουν δυο ολόκληρα χρόνια κλεισµένος στην ειδική σχολή κατασκόπων και...

Ο Μπέριγκ χαµογελάει.

—Καταλαβαίνω, λέει µε συµπάθεια. Παρασύρθηκες, και τόρριξες για µια µέρα έξω, πριν έλθεις εδώ! Σίγουρα, σου έχουν πει πως είµαι αυστηρός, αλλά δεν έχουν δίκιο! Θα περάσεις καλά κοντά µου και θα έχεις αρκετή ελευθερία. Ελπίζω µόνο να σε έχουν καταρτίσει καλά στη σχολή! Ποιόν καθηγητή επί της παρακολούθησης των υπόπτων έχουν τώρα εκεί;

Ο Γιώργος καταλαβαίνει ότι ο αρχηγός της Μυστικής, Υπηρεσίας θέλει να βεβαιωθεί απολύτως για την ταυτότητα του κάνοντας του επιδέξιες ερωτήσεις.

—Τον Χέρµαν, κύριε συνταγµατάρχα!, απαντάει. Είναι λίγο σχολαστικός, αλλά πολύ δυνατός στην ειδικότητα του.

Ο Μπέριγκ γελάει και ρωτάει:

—Είσαι από την Νυρεµβέργη, νοµίζω έ; Έχω πάει στην πόλη αυτή. θυµάµαι µάλιστα το άγαλµα του Γκαίτε στην οδό... ξεχνώ την οδό...

Ο Γιώργος δεν είναι ακατατόπιστος. Είχε περάσει ολόκληρη τη νύχτα µελετώντας την ιστορία και το χάρτη της Νυρεµβέργης γιατί ήξερε ότι ο Μπέριγκ θα δοκίµαζε οπωσδήποτε να τον «πιάσει» ζητώντας του λεπτοµέρειες για την πόλη αυτή.

—Στην οδό Αναπαύσεως, απαντάει.

Page 92: Ο Μικρός Ήρως

—Ακριβώς!, λέει ο Μπέριγκ. Έχω γεράσει πια και η µνήµη µου µε ξεγελάει πότε - πότε!

Και συνεχίζει τις ερωτήσεις τη µια µετά την άλλη.

Τέλος, λέει:

—Μπορώ να δω τα πιστοποιητικά σου, Φριτς;

—Ευχαρίστως.

Ο Γιώργος βγάζει τα χαρτιά του Φριτς Ούλσεν και του τα δίνει. Ο αρχηγός της Μυστικής Υπηρεσίας τα εξετάζει µε προσοχή κοιτάζει τη φωτογραφία κι έπειτα το Γιώργο και του τα δίνει πίσω.

—Εν τάξει!, λέει µε ικανοποίηση. Οµολογώ ότι η απουσία σου χτες µε έβαλε σε υποψίες, αλλά ευτυχώς οι υποψίες αυτές αποδείχτηκαν, αβάσιµες. Οι Έλληνες κατάσκοποι είναι σωστοί σατανάδες και πρέπει να παίρνουµε τα µέτρα µας! Πήγαινε τώρα να βάλεις τις αποσκευές σου στο δωµάτιο σου κι έλα έπειτα να σου εξηγήσω ποια θα είναι η δουλειά σου...

Ο Γιώργος χαιρετάει και βγαίνει από το γραφείο αφήνοντας ένα στεναγµό ανακούφισης. Είχε περάσει από τις κρίσιµες εξετάσεις! Και είχε πετύχει µε βαθµό «άριστα»!

Η σύλληψη του Πράκτορα 13

ΠΕΡΝΟΥΝ µερικές µέρες. Ο Γιώργος κατατοπίζεται στο µεταξύ από τον Μπέριγκ στη δουλειά του. Το καθήκον του συνίσταται στο να καταρτίζει τους ατοµικούς φακέλους των Ελλήνων πατριωτών, που παρακολουθούνται από τους Γερµανούς πράκτορες και να κρατάει το αρχείο µε τα ονόµατα και τις διευθύνσεις των πρακτόρων της γερµανικής Μυστικής Υπηρεσίας.

Η θέση του αυτή είναι πολύτιµη. Μπορεί να ειδοποιεί εγκαίρως τους Έλληνες πατριώτες που κινδυνεύουν και συγχρόνως µπορεί να αντιγράψει τον κατάλογο των Γερµανών πρακτόρων και να τον παραδώσει στα χέρια της οργάνωσης του «Κεραυνού».

Το πρώτο είναι σχετικά εύκολο. Κάθε φορά που βγαίνει έξω, ο «Φριτς Ούλσεν» ρίχνει σ' ένα γραµµατοκιβώτιο ένα γράµµα για τον «Κεραυνό». Στο γράµµα αυτό υπάρχουν πάντα τα τελευταία νέα σχετικά µε την καταδίωξη των Ελλήνων πατριωτών!

Το δεύτερο, η αντιγραφή του καταλόγου των πρακτόρων της Μυστικής Υπηρεσίας είναι δύσκολο. ∆ε µένει ποτέ αρκετή ώρα µόνος στο γραφείο για να τον αντιγράψει. ∆εν µπορεί λοιπόν, να κάνει τίποτ' άλλο παρά να περιµένει µε υποµονή να του παρουσιαστεί η κατάλληλη ευκαιρία.

Μια µέρα, ο αρχηγός της Μυστικής Υπηρεσίας λέει στο Γιώργο:

—Φρίτς! Έχω να σου αναθέσω µια λεπτή αποστολή. Έχω στοιχεία ότι στην

Page 93: Ο Μικρός Ήρως

οδό Αριστοµένους 211 µένει ένας επικίνδυνος Έλληνας σαµποτέρ, που ανήκει στη µυστική οργάνωση του περίφηµου «Κεραυνού», θέλω να πάρεις αµέσως έξι άντρες και να πας να τον συλλάβεις. Στέλνω εσένα γιατί δε θέλω να γίνει θόρυβος γύρω από τη σύλληψη αυτή και ξέρω ότι εσύ θα ενεργήσεις µε σύνεση και περίσκεψη.

Ο µικρός ήρωας νιώθει το αίµα του να παγώνει. Στην οδό Αριστοµένους 211 µένει ένας από τους πιο στενούς συνεργάτες του «Κεραυνού», ο Πράκτορας 13, στενός φίλος του Γιώργου.

Πώς να τον ειδοποιήσει για τον κίνδυνο που διατρέχει;

—Πολύ καλά, αρχηγέ!, λέει για να κερδίσει καιρό. Μπορώ όµως να τελειώσω πρώτα µια επείγουσα δουλειά που έχω;

—Όχι! θέλω να πας αµέσως! Ξέρω ότι ο άνθρωπος αυτός θα είναι εκεί τώρα. Αύριο ή το απόγευµα θα είναι ίσως πολύ αργά!

Με βαριά καρδιά, ο Γιώργος θαλάσσης υπακούει. ∆εν µπορεί να πάει αυτός να συλλάβει τον φίλο του και να τον παραδώσει στους Γερµανούς! Αν αρνηθεί θα συλληφθεί κι ο ίδιος χωρίς να σώσει τον Πράκτορα 13! Αν τον συλλάβει όµως, θα έχει τον καιρό να προσπαθήσει να τον ελευθερώσει!

Παίρνει λοιπόν, έξι στρατιώτες από τη φρουρά της µυστικής υπηρεσίας και ξεκινάει. Μπαίνουν σ' ένα µεγάλο φορτηγό αυτοκίνητο και δέκα λεπτά αργότερα σταµατούν µπροστά στον αριθµό 211 της οδού Αριστοµένους. Οι στρατιώτες ζώνουν αµέσως το σπίτι και ο Γιώργος πλησιάζει στην πόρτα και χτυπάει µε την µπότα του.

—Εν ονόµατι του Φύρερ, ανοίξτε!, φωνάζει.

Και µε την κάννη του πιστολιού χτυπάει πάνω στην πόρτα. Τα χτυπήµατα είναι συνθηµατικά. Είναι χτυπήµατα αναγνώρισης µεταξύ των Ελλήνων πατριωτών, θα καταλάβει ο Πράκτορας 13; Ή θα θελήσει να αντισταθεί;

Ο Γιώργος περιµένει για λίγο κι έπειτα χτυπάει πάλι συνθηµατικά ουρλιάζοντας:

—Εν ονόµατι του Φύρερ, ανοίξτε! θα σπάσουµε την πόρτα και θα βάλουµε φωτιά στο σπίτι!

Ο κρότος ενός σύρτη ακούγεται πίσω από την πόρτα.

Η πόρτα ανοίγει. Ο Πράκτορας 13 κάνει την εµφάνιση του χλωµός, αλλά ήρεµος.

—Μην αντισταθείς!, του ψιθυρίζει το Παιδί - Φάντασµα. Ακολούθησε µε!

Και αρπάζοντας τον από το γιακά, τον τραβάει έξω και του δίνει µια γερή κλωτσιά.

—Γουρούνι!, γρυλλίζει. Γιατί άργησες να ανοίξεις;

Και προσθέτει ψιθυριστά:

—Όταν νυχτώσει περίµενε κάτι στο παράθυρο του κελιού σου!

Και του δίνει άλλη µια κλωτσιά.

—Ανεβάστε στο αυτοκίνητο αυτό το κάθαρµα!, διατάζει τους στρατιώτες.

Και µε το πιο περιφρονητικό ύφος του κόσµου δίνει µια ακόµα κλωτσιά στον Πράκτορα 13...

Page 94: Ο Μικρός Ήρως

Οι δυο µπαλίτσες

ΕΙΝΑΙ περασµένα µεσάνυχτα. Το κτίριο όπου στεγάζεται η τροµερή Μυστική Υπηρεσία των Γερµανών ησυχάζει. Όλοι κοιµούνται, εκτός από τον φρουρό του κελιού όπου είναι κλεισµένος ο Πράκτορας 13 και από το Παιδί - Φάντασµα, τον ψεύτικο Φρσς Ούλσεν.

Ο Γιώργος είναι καθισµένος στο δωµάτιο του, κοντά στο παράθυρο και σκέπτεται. Πρέπει να βρει κάποιο τρόπο να ελευθερώσει τον Πράκτορα 13, χωρίς όµως να προδοθεί ο ίδιος. Θα µπορούσε βέβαια, να κατεβεί στο ισόγειο, όπου βρίσκεται το κελί, να σκοτώσει το φρουρό και να φύγει παίρνοντας µαζί του τον Πράκτορα 13.

Μα δεν πρέπει να εγκαταλείψει την πολύτιµη αυτή θέση του Φριτς Ούλσεν! Μενοντας κοντά στον συνταγµατάρχη Μπέριγκ θα µπορέσει να σώσει όχι ένα, αλλά εκατοντάδες Έλληνες πατριώτες!

Όχι! Πρέπει να βρει ένα τρόπο, που να µη στρέψει υπόνοιες εναντίον του.

Ξαφνικά, τα µάτια του λάµπουν. Σηκώνεται. Βγάζει τα παπούτσια του για να µην κάνει θόρυβο και βγαίνει στο διάδροµο.

Προχωρεί πατώντας στις άκρες των ποδιών του προς το βάθος του διαδρόµου και σταµατάει µπροστά σε µια κλειστή πόρτα. Βγάζει από την τσέπη του ένα παράξενο εργαλείο. Μοιάζει µε κλειδί, αλλά στην πραγµατικότητα, είναι ένα πολύπλοκο µηχάνηµα, που µπορεί να ανοίξει κάθε κλειδαριά, ακόµα και την πιο δύσκολη. Η συµµαχική υπηρεσία αντικατασκοπείας είχε στείλει τον τελευταίο καιρό από ένα τέτοιο µηχάνηµα σ' όλους τους Έλληνες και τους Συµµάχους Πράκτορες που δρουν στην Ελλάδα.

Ο Γιώργος τοποθετεί το µηχάνηµα στην κλειδαριά και πιέζει το καπάκι. Χωρίς να ακουστεί ο παραµικρός ήχος, η κλειδαριά υποχωρεί και η πόρτα ανοίγει.

Το Παιδί Φάντασµα βρίσκεται µέσα σ' ένα µεγάλο δωµάτιο γεµάτο όπλα, σφαίρες και άλλα αντικείµενα χρήσιµα για ένα µυστικό πράκτορα.

∆εν ανάβει το φως. Βγάζει από την τσέπη του ένα ηλεκτρικό φαναράκι και ρίχνει τη φωτεινή δέσµη του γύρω. Πηγαίνει κοντά σ' ένα γραφείο και ανοίγει το συρτάρι. Το συρτάρι είναι γεµάτο από µικρές γυάλινες µπαλίτσες, σαν γκαζές. Οι µπαλίτσες αυτές περιέχουν υπνωτικό αέριο, που µπορεί να κοιµίσει αστραπιαία ακόµα και τον πιο λιγόυπνο άνθρωπο!

Το παιδί παίρνει δυο και τις βάζει στην τσέπη του. Βγαίνει από το δωµάτιο κλειδώνει πάλι µε τη βοήθεια του µικροσκοπικού µηχανήµατος και γυρίζει στο δωµάτιο του.

Εκεί γράφει σ' ένα χαρτάκι:

Page 95: Ο Μικρός Ήρως

«ΕΙΝΑΙ ΑΜΠΟΥΛΕΣ ΥΠΝΩΤΙΚΟΥ ΑΕΡΙΟΥ, ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΕ ΤΙΣ ΓΙΑ ΝΑ ΝΑΡΚΩΣΕΙΣ ΤΟ ΦΡΟΥΡΟ ΤΗΣ ΕΞΟ∆ΟΥ ΚΑΙ ΝΑ ΦΥΓΕΙΣ. Καλή τύχη!

ΠΑΙ∆Ι - ΦΑΝΤΑΣΜΑ»

Τυλίγει τις µπαλίτσες µε το χαρτάκι στην άκρη ενός σπόγγου και πηγαίνοντας στο παράθυρο, χαµηλώνει το σπόγγο προς το παράθυρο του κρατητηρίου που είναι ακριβώς κάτω από το δικό του.

Νιώθει να πιάνει κάποιος το σπάγκο από κάτω. Έπειτα, δυο τραντάγµατα. Ανεβάζει το σπάγκο: Το χαρτάκι είναι δεµένο πάντα στην άκρη του, αλλά οι δυο µπαλίτσες λείπουν.

Πηγαίνει στο τζάκι του δωµατίου και καίει το σπάγκο και το χαρτάκι. Έπειτα, ξαπλώνει στο κρεβάτι του µε την ψυχή γεµάτη αγωνία. Θα καταφέρει να δραπετεύσει ο Πράκτορας 13;

Μέσα στο κελί του, ο Πράκτορας 13 κοιτάζει στο αµυδρό φως που µπαίνει από τον διάδροµο από ένα καγκελωτό παραθυράκι της πόρτας, τις δυο µπαλίτσες.

—Είναι δαιµόνιο αυτό το Παιδί - Φάντασµα!, λέει σιγανά.

Βάζει τη µια µπαλίτσα στην τσέπη του και κρατώντας την άλλη µέσα στην αριστερή φούχτα του, πηγαίνει κοντά στο παραθυράκι.

—Καµαράντ! λέει στον Γερµανό.

Ο Γερµανός τον κοιτάζει περιφρονητικά.

—Τι θέλεις, ελληνικό γουρούνι; γρυλλίζει.

—Καµαράντ, θέλω να πάω προς νερού µου! Σε παρακαλώ, είσαι πολιτισµένος άνθρωπος και καταλαβαίνεις! Μη µ' αφήσεις να υποφέρω! Άλλωστε είµαι εντελώς άοπλος. Ο επιλοχίας της φρουράς µ' έψαξε και µου πήρε ακόµα και τις καρφίτσες που είχα πάνω µου!

Ο φρουρός µένει µια - δυο στιγµές σκεπτικός.

Γι έχει να φοβηθεί; Κρατάει ένα αυτόµατο και ο κρατούµενος είναι άοπλος. Αν κάνει την παραµικρή ύποπτη κίνηση θα πιέσει τη σκανδάλη και ο βρωµο - Έλληνας θα ταξιδέψει για τον άλλο κόσµο!

Βγάζει ένα κλειδί και ξεκλειδώνει. Έπειτα, τραβάει την πόρτα και ακουµπάει την κάννη του αυτοµάτου του στο στήθος του Πράκτορα 13.

—Πρόσεξε!, του λέει. Αν δοκιµάσεις να µου σκαρώσεις κανένα άσχηµο παιχνίδι, θα σου ανοίξω στο κορµί µια τρύπα από την οποία θα µπορεί να περάσει ολόκληρος άνθρωπος!

Ο Πράκτορας 13 σφίγγει την αριστερή του φούχτα. Η αµπούλα σπάζει. Ανοίγει την παλάµη του, ενώ κρατάει την ανάσα του, για να µην ναρκωθεί κι ο Ίδιος.

—Θα πάµε ως το µέρος µαζί, λέει ο Γερµανός και θα... θα... θα...

Η φωνή του σβήνει. Τα µάτια του ανοίγουν και το αυτόµατο πέφτει.

Ο Πράκτορας 13 δεν το αφήνει να βροντήσει χάµω. Το αρπάζει στον αέρα. Έπειτα πιάνει από τη µέση το Γερµανό, που τα γόνατά του λυγίζουν κιόλας και τον ξαπλώνει απαλά στο πάτωµα, για vα µην πέσει το κορµί του µε γδούπο και ειδοποιηθούν οι υπόλοιποι φρουροί που κοιµούνται σ' ένα κοντινό δωµάτιο.

Page 96: Ο Μικρός Ήρως

Με το αυτόµατο στο ένα χέρι και µε τη δεύτερη µπαλίτσα στο άλλο, ο Πράκτορας 13 προχωρεί προς την έξοδο.

∆εν συναντά κανένα µέσα στους διαδρόµους του µεγάλου κτιρίου. Φτάνει στην πόρτα της εξόδου. Ένας Γερµανός φρουρός στέκεται εκεί. µε την πλάτη του γυρισµένη προς το εσωτερικό του σπιτιού Κοιτάζει έξω, από ένα παραθυράκι της µεγάλης πόρτας

Ο Πράκτωρ 13 πετάει προς το µέρος του τη µπαλίτσα

Ο Γερµανός κλονίζεται παρατάει το αυτόµατο που κρατάει και σωριάζεται χάµω µε βρόντο.

Η επιτυχία του Γιώργου

Ο ΕΛΛΗΝΑΣ τρέχει, τραβάει το σύρτη της πόρτας ανοίγει και µ' ένα πήδηµα βρίσκεται έξω. Ο δρόµος είναι έρηµος, αλλά καθώς ο πράκτορας 13 αποµακρύνεται τρέχοντας, µια περίπολος προβάλλει από µια κοντινή γωνιά!

—Αλτ!, ουρλιάζουν οι Γερµανοί.

Ο Πράκτορας 13 αντιδρά µε θαυµαστή ταχύτητα, επιδεξιότητα και ευστροφία.

Πέφτει µπρούµυτα αµέσως και, πριν καν το σώµα του αγγίξει το έδαφος, το αυτόµατο του αρχίζει να βήχει γοργά, κοµµατιάζοντας τη γαλήνη της νύχτας και στέλνοντας προς τους Γερµανούς πυρωµένο ατσάλι.

Οι Γερµανοί δεν προλαβαίνουν να απαντήσουν.

Πριν τα δάχτυλα τους αγγίξουν τις σκανδάλες των όπλων τους, οι σφαίρες του Πράκτορα 13 τους χτυπούν και τους ρίχνουν χάµω νεκρούς! Ο Έλληνας πετάγεται πάλι όρθιος και χάνεται τρέχοντας µέσα στη νύχτα.

Το κτίριο της Μυστικής Υπηρεσίας αναστατώνεται. Ξυπνούν όλοι, σηκώνονται από τα κρεβάτια τους µε τα εσώρουχα τους αρπάζουν τα όπλα τους και βγαίνουν στους διαδρόµους µη ξέροντας τι συµβαίνει.

Όταν, έπειτα από µερικά λεπτά, διαπιστώνουν τί είχε συµβεί, ο αρχηγός της Μυστικής Υπηρεσίας συνταγµατάρχης Μπέριγκ αφρίζει από τη λύσσα του.

—Ο κρατούµενος δραπέτευσε!, ουρλιάζει µε µανία. Νάρκωσε τους δυο φρουρούς, σκότωσε τους τρεις άντρες µιας περιπόλου στο δρόµο κι έφυγε! Είναι η πρώτη φορά που δραπετεύει κρατούµενος από το αρχηγείο της Μυστικής Υπηρεσίας! Οι υπεύθυνοι θα τιµωρηθούν σκληρά! Να έλθει αµέσως στο γραφείο µου ο επιλοχίας της φρουράς! Φριτς, έλα κι εσύ µαζί µoυ

Ο Γιώργος µε ανησυχία στην ψυχή, αλλά και µε εντελώς ήρεµο πρόσωπο τον ακολουθεί

—Λέγε!, βρυχάται ο Μπέριγκ στον επιλοχία της φρουράς. Πως

Page 97: Ο Μικρός Ήρως

δραπέτευσε ο κρατούµενος;

—∆ε... δεν ξέρω, αρχηγέ!, τραυλίζει ο επιλοχίας. Σας διαβεβαιώ ότι τον έψαξα µε τα Ίδια µου τα χέρια και δεν είχε επάνω του τίποτα! Τον έγδυσα και εξέτασα τα ρούχα του! ∆εν είχε κανένα πράγµα που θα µπορούσε να χρησιµοποιηθεί ως όπλο! Του πήρα ακόµα και τις καρφίτσες!

—Τότε που βρήκε τα µέσα να ναρκώσει τους δυο φρουρούς; ρώτησε άγρια ο Μπέριγκ. Μπορείς να µου το εξηγήσεις αυτό;

—∆εν... δεν ξέρω!

—Μου επιτρέπεται κύριε συνταγµατάρχα; λέει ο Γιώργος.

Και, γυρίζοντας στον επιλοχία, ρωτάει:

—Τον έψαξες µέσα στο στόµα, πίσω από τ' αυτιά και µέσα στα µαλλιά;

Ο επιλοχίας γουρλώνει τα µάτια του.

—Ο... όχι! ∆εν...

—Τότε λέει ο Γιώργος στον Μπέριγκ, εκεί είχε κρύψει τις υπνωτικές αµπούλες του ο βρωµο - Έλληνας. Προ µηνών, στη Γαλλία συνελήφθει ένας Άγγλος πράκτορας µε δυο τέτοιες αµπούλες κρυµµένες πίσω από τ' αυτιά του! Τις είχε στερεώσει εκεί µε λευκοπλάστη! Στη σχολή µας είχαν κάνει ειδικό µάθηµα για το θέµα αυτό!

Ο συνταγµατάρχης κοιτάζει µε θαυµασµό το Παιδί - Φάντασµα.

—Βλέπω λέει, ότι δεν χάνουν τον καιρό τους στη σχολή που φοίτησες. Σας µαθαίνουν χρήσιµα πράγµατα! Από δω κι εµπρός εσύ θα ερευνάς τους κρατουµένους! Αυτό το ζώον ο επιλοχίας δεν ξέρει πού πάνε τα τέσσερα!

Και αγριοκοιτάζοντας τον επιλοχία, ουρλιάζει:

—Τσακίσου από µπροστά µου, ηλίθιε! Είσαι τυχερός που ο ανθυπολοχαγός Ούλσεν έδωσε µια εξήγηση για την απόδραση του Πράκτορα 13! Αλλιώς θα σε περνούσα από στρατοδικείο και θα σ' έστελνα στο εκτελεστικό απόσπασµα! Ξεκουµπίσου!

Ο επιλοχίας τρέµοντας σπασµωδικά, χαιρετάει, κάνει µεταβολή και βγαίνει από το δωµάτιο τρέχοντας σχεδόν!

Ο Μπέριγκ χτυπάει τη γροθιά τον στο τραπέζι.

—Χάσαµε έναν από τους πιο επικίνδυνους πράκτορες των Ελλήνων! Μετανοιώνω τώρα που δεν τον βασάνισα αµέσως για να τον κάνω να µαρτυρήσει τα µυστικά της οργάνωσης του. Σκόπευα να το κάνω απόψε λίγο πριν ξηµερώσει! Πώς να φανταστώ ότι θα δραπέτευε στο µεταξύ; Πήγαινε τώρα να κοιµηθείς, Φρίτς!

Ο Γιώργος ανεβαίνει στο δωµάτιο του µε την ψυχή γεµάτη ικανοποίηση. Ο Πράκτορας 13 είχε σωθεί και είχε γλυτώσει από τα βασανιστήρια. Και αντί να υποψιαστεί το Παιδί - Φάντασµα, ο αρχηγός της Μυστικής Υπηρεσίας, τον εµπιστευόταν τώρα περισσότερο και του είχε αναθέσει την έρευνα όλων των κρατουµένων!

Η επιτυχία του ήταν πολύ µεγαλύτερη απ' όσο είχε ελπίσει!

Page 98: Ο Μικρός Ήρως

Ο Σπίθας συλλαµβάνεται!

ΜΙΑ νύχτα, χτυπήµατα ακούγονται στην πόρτα του Παιδιού -Φάντασµα. Ο Γιώργος σηκώνεται από το κρεβάτι του, ντύνεται βιαστικά και ανοίγει. Είναι ο επιλοχίας της φρουράς.

—Κύριε ανθυπολοχαγέ, λέει µας έφεραν ένα νέο κρατούµενο. Είναι ένας πολύ κωµικός τύπος και απορώ γιατί τον συνέλαβαν. Ο αρχηγός είναι κάτω και θέλει να κατεβείτε κι εσείς για να του κάνετε έρευνα!

Όταν κατέβηκε κάτω και µπήκε στο γραφείο του συνταγµατάρχη Μπέριγκ, το παιδί λίγο έλειψε να προδοθεί µπροστά στο απροσδόκητο θέαµα που αντίκρυσε.

Μπροστά στον αρχηγό της Μυστικής Υπηρεσίας στέκεται ένα παιδί. Ένα παχύ παιδί µε κοντά σγουρά µαλλιά. Είναι ο... Σπίθας!

—Έλα µέσα, Φριτς! λέει ο Μπέριγκ στο Γιώργο. Ψάξε αυτό το γουρούνι! Τον πιάσανε δυο πράκτορες µας στη γωνιά ενός δρόµου και τα χαρακτηριστικά του είναι όµοια µε του Σπίθα του βοηθού του καταραµένου Παιδιού - Φάντασµα! Μπορεί να έχει κανένα σπουδαίο σηµείωµα επάνω του!

Συγκρατώντας την ταραχή του και τα γέλια του, ο Γιώργος πηγαίνει κοντά στο Σπίθα.

—Σήκωσε τα χέρια σου ψηλά, γουρούνι!, του λέει γερµανικά.

Φυσικά ο Σπίθας δεν καταλαβαίνει λέξη και ο συνταγµατάρχης που ξέρει ελληνικά, µεταφράζει τα λόγια αυτά" στην ελληνική γλώσσα.

Ο Σπίθας σηκώνει τα χέρια του, µουρµουρίζοντας:

—Γουρούνι είσαι και φαίνεσαι, παλιόσκυλο! Ας σε ξεµοναχιάσω πουθενά και τα λέµε... τζιτζιφιόγκο!

Γελώντας µέσα του, ο Γιώργος τον ερευνά µε προσοχή. ∆εν βρίσκει βέβαια τίποτα, εκτός από µια... λεµονόκουπα, που ο Σπίθας αρπάζει από τα χέρια του και την χώνει στο στόµα του γρυλλίζοντας:

—Πίσω και σ' έφαγα τζιτζιφιόγκο! Αν θέλεις να φας λεµονόκουπες να πας κι εσύ να ψάξεις στα σκουπίδια!

—∆εν έχει τίποτα επάνω του, αρχηγέ!, λέει ο Γιώργος. Άλλωστε δεν µου φαίνεται επικίνδυνος. Είναι σίγουρα, ηλίθιος και δεν µπορώ να πιστέψω ότι το Παιδί - Φάντασιια για τον οποίο τόσα καταπληκτικά πράγµατα έχω ακούσει, έχει ένα τέτοιο βοηθό!

—Μη σε γελούν τα φαινόµενα Φριτς!, λέει ο Μπέριγκ. Άκουσε...

Και ρωτάει γυρίζοντας στο Σπίθα:

—Πώς σε λένε;

—Νίκο Κατσανίκο, του Γεωργίου και της Πηνελόπης!

Page 99: Ο Μικρός Ήρως

—Εσύ δεν είσαι ο περίφηµος Σπίθας;

-Ναι!

—Πού είναι ο Γιώργος Θαλάσσης;

—Έ; κάνει ο Σπίθας κοιτάζοντας τον χαζά.

Το καθυστερηµένο µυαλό του παιδιού δουλεύει µε παράξενο τρόπο. Ξέρει ότι ο φίλος του ο Γιώργος βρίσκεται κάπου µαζί µε τους Γερµανούς ντυµένος γερµανικά. Τώρα, που ο Μπέριγκ του κάνει αυτήν την ερώτηση, ο Σπίθας προσέχει για πρώτη φορά πόσο µοιάζει µε το Γιώργο ο νεαρός ανθυπολοχαγός και βγάζει το συµπέρασµα ότι αυτός πρέπει να είναι ο Γιώργος.

Βάζει τα γέλια.

—Γιατί γελάς; ρωτάει ο Μπέριγκ αγριεύοντας.

—θέλεις να µάθεις πού είναι ο Γιώργος θαλάσσης; κάνει ο Σπίθας.

—Ναι!

—∆εν ξέρεις πού είναι ο Γιώργος;

—Όχι!, απαντά ο Μπέριγκ, αρχίζοντας να χάνει την υποµονή του. Πού είναι;

—∆ε σου το λέω!, λέει ο Σπίθας. Αν σου το πω, θα γίνει µεγάλο κακό! Μπορεί και να πάθεις συγκοπή!

Και κλείνει το µάτι στο Γιώργο.

Το Παιδί - Φάντασµα αρχίζει να ανησυχεί. Αν ο Σπίθας κάνει καµιά βλακεία...

—Γιατί αυτό το γουρούνι µου κλείνει το µάτι; ρωτάει ο Γιώργος τον Μπέριγκ.

—Είναι χαζός λέει ο Γερµανός. Περισσότερο χαζός απ' όσο νόµίζα. Άκουσε, Φρίτς. Έχω ένα σχέδιο, θα τον αφήσω ελεύθερο και θα τον ακολουθήσεις να δεις πού θα πάει! Είναι ο µόνος τρόπος να µάθουµε πού βρίσκεται το Παιδί - Φάντασµα!

—Όπως διατάζετε, αρχηγέ!, λέει ο Γιώργος. Μια στιγµή µόνο να πάρω το πιστόλι µου!

Ο Επιλοχίας

ΛΙΓΟ αργότερα ο Σπίθας βγαίνει από το κτίριο της Μυστικής Υπηρεσίας των Γερµανών. ∆εν τολµά να πιστέψει στην τύχη του. Είναι ελεύθερος! Οι Γερµανοί, αντί να τον σκοτώσουν τον άφησαν να φύγει! και του έδωσαν και µια... κουραµάνα!

Ο Σπίθας ξεµακραίνει µέσα στη νύχτα καταβροχθίζοντας την κουραµάνα απόλυτα ικανοποιηµένος από τη ζωή!

∆εν ξέρει όµως ότι ένας ίσκιος γλυστράει πίσω του. Ένας λεπτός ίσκιος, µε γερµανική στολή. Είναι ο Γιώργος, που παρακολουθεί τον Σπίθα, σύµφωνα µε τη

Page 100: Ο Μικρός Ήρως

διαταγή του αρχηγού της Μυστικής Υπηρεσίας.

Καθώς προχωρεί µέσα στη νύχτα, πίσω από τον σύντροφο του, το Παιδί - Φάντασµα αναρωτιέται τι πρέπει να κάνει.

∆εν µπορεί βέβαια να ισχυρισθεί ότι ο Σπίθας του ξέφυγε! Ο Μπέριγκ δε θα πιστέψει ότι το ηλίθιο αυτό παιδί κατάφερε να ξεγελάσει τον ικανότατο Φρίτς Ούλσεν!

Και δεν µπορεί, επίσης να προδώσει στον Μπέριγκ το σπίτι του «Κεραυνού»!

Τι να κάνει;

Καθώς είναι βουτηγµένος στις σκέψεις αυτές, παρακουλουθώντας το Σπίθα, ανασκιρτάει. Κοιτάζοντας πίσω του, βλέπει έναν ίσκιο που τρυπώνει µέσα σε µια αυλόπορτα.

Τι ήταν; Κανένας καθυστερηµένος διαβάτης; Ή µήπως...

Συνεχίζει το δρόµο του κάνοντας ότι δεν είδε τίποτα. Στην επόµενη γωνία, στρίβει και σταµατάει. Κρύβεται πίσω από ένα στύλο. Στήνει το αυτί του. Ακούει βήµατα να πλησιάζουν. Ένας ίσκιος προβάλλει στη γωνιά και προχωρεί σιγά - σιγά χωρίς να τον αντιληφθεί µέσα στο σκοτάδι.

Ο ίσκιος µουρµουρίζει:

—Τώρα θα σε πιάσω ψευτο-Ούλσεν! Είµαι βέβαιος ότι εσύ είσαι το Παιδί - Φάντασµα! ∆εν είπα ακόµα τίποτα στον αρχηγό γιατί θέλω να έχω αποδείξεις! Τώρα όµως, παρακολουθώντας σε, θα έχω τις αποδείξεις που χρειάζονται! Και θα εκδικηθώ για τη δραπέτευση του Πράκτορα 13, που παρά λίγο να µε στείλει στο εκτελεστικό απόσπασµα!

Ο Γιώργος κρατάει την ανάσα του, ενώ η καρδιά του χτυπάει γοργά. Είναι ο... επιλοχίας της φρουράς του αρχηγείου της Μυστικής Υπηρεσίας! Και είναι βέβαιος ότι ο ανθυπολοχαγός Φρίτς Ούλσεν είναι το θρυλικό Παιδί - Φάντασµα! Και προσπαθεί να συγκεντρώσει αποδείξεις για να µιλήσει στο Μπέριγκ!

Τϊ να κάνει;

Βέβαια, δεν µπορεί, δεν πρέπει να τον αφήσει να γυρίσει πίσω στο αρχηγείο! Πρέπει να τον αιχµαλωτίσει! ∆ιαφορετικά, κινδυνεύει να µάθει ο Μπέριγκ την πραγµατική ταυτότητα του και να τον στείλει στον θάνατο!

Ο επιλοχίας κοντοστέκεται κοιτάζοντας γύρω.

—Τι έγινε; µουρµουρίζει. Πού πήγε; Πού κρύφτηκε;

Με γοργές κινήσεις το Παιδί - Φάντασµα προχωρεί προς το µέρος του και καρφώνει το πιστόλι του στην πλάτη του.

—Σήκωσε ψηλά τα χέρια και µείνε ακίνητος, επιλοχία! λέει σιγανά και άγρια. Πολύ θα µε ευχαριστήσεις αν αρνηθείς να υπακούσεις και µου δώσεις έτσι την ευκαιρία να ξεκάνω ένα γερµανό γρυ-ρούνι σαν εσένα!

Ο επιλοχίας υπακούει. Μένει ακίνητος µε τα χέρια ψηλά.

—Καλά το κατάλαβα λοιπόν, λέει, πως είσαι το Παιδί - Φάντασµα.

—Πώς το κατάλαβες;

—Είµαι από τη Νυρεµβέργη! Είχες µάθει πολύ καλά το µάθηµα σου, όχι όµως

Page 101: Ο Μικρός Ήρως

τόσο καλά ώστε να ξεγελάσεις έναν κάτοικο της Νυρεµβέργης! Σου έκανα µερικές πλάγιες ερωτήσεις και από τις απαντήσεις σου κατάλαβα ότι δεν είχες πάει ποτέ στη Νυρεµβέργη! Άρα δεν ήσουν ο ανθυπολοχαγός Ούλσεν! Και, όταν κοίταξα µε προσοχή µια φωτογραφία του Παιδιού - Φάντασµα είδα ότι η οµοιότητα ήταν καταπληκτική!

—Είσαι αρκετά έξυπνος!, λέει ο Γιώργος. Πάντως πιο έξυπνος από τον Μπέριγκ! Τώρα, ακολούθησε µε! Αν µείνεις ήσυχος η ζωή σου δεν θα κινδυνεύσει µολονότι σου αξίζει ο θάνατος για τα βασανιστήρια στα οποία έχεις υποβάλει τόσους Έλληνες πατριώτες! Προχώρα!

Τότε ο επιλοχίας κάνει ένα µοιραίο σφάλµα.

Γυρίζει απότοµα και χτυπάει µε τον αγκώνα του τον Γιώργο στο στοµάχι, κάνοντας τον να τιναχτεί προς τα πίσω και να πάει να πέσει πέντε µέτρα µακριά!

Και τραβώντας το πιστόλι του, το στρέφει προς το πεσµένο Παιδί - Φάντασµα και πιέζει τη σκανδάλη!

Ο πυροβολισµός αντηχεί βουερά µέσα στη νύχτα. Μια φλόγα ξεπηδάει από το στόµιο του πιστολιού και γλείφει το σκοτάδι απειλητικά.

Η µονοµαχία

Η ΣΦΑΙΡΑ καρφώνεται στην άσφαλτο δυο εκατοστά δίπλα στο αυτί του Γιώργου. Το Παιδί - Φάντασµα αντιδρά γοργά. Με µια συστροφή αναγκάζει το κορµί του να κυλήσει πιο πέρα,

γλιτώνοντας έτσι από µια δεύτερη σφαίρα, που θα τον χτυπούσε κατάστηθα.

Ταυτόχρονα σηκώνει το πιστόλι του, σκοπεύει ταχύτατα και πυροβολεί.

Ο επιλοχίας σωριάζεται χάµω σαν άδειο σακί!

Ο Γιώργος πετάγεται όρθιος, τρέχει κοντά του µε το πιστόλι προτεταµένο και διαπιστώνει ότι ο βασανιστής των Ελλήνων επιλοχίας είναι νεκρός, µε µια τρύπα στο µέτωπο ανάµεσα στα µάτια του!

Το Παιδί - Φάντασµα σκέπτεται γοργά.

Τι πρέπει να κάνει; Να φύγει και να γυρίσει στους δικούς του; Όχι, δεν πρέπει να εγκαταλείψει τη θέση του πριν φέρει σε πέρας την αποστολή του. Και η αποστολή του είναι να αντιγράψει τον κατάλογο µε τα ονόµατα και τις διευθύνσεις των Γερµανών µυστικών πρακτόρων.

Να µείνει; Πώς όµως θα δικαιολογήσει την αποτυχία του στον Μπέριγκ; Και πώς θα πάρει ο αρχηγός της Μυστικής Υπηρεσίας τον θάνατο του επιλοχία του; Μήπως του γεννήσει αυτό υποψίες;

Πρέπει να κάνει κάτι που να δικαιολογήσει και τη διαφυγή του Σπίθα και τον θάνατο του επιλοχία.

Κι αυτό το κάτι είναι τροµερό και οδυνηρό.

Page 102: Ο Μικρός Ήρως

Το παιδί σφίγγει τα δόντια του και στρέφει το πιστόλι του προς... τον εαυτό του!

Κρατάει το πιστόλι σε απόσταση και σηµαδεύει το αριστερό του µπράτσο, έτσι ώστε - η σφαίρα να µη συναντήσει το κόκκαλο, αλλά να τρυπήσει µόνο το κρέας!

Τραβάει τη σκανδάλη!

Ένα βογγητό βγαίνει από το στήθος του, καθώς η σφαίρα του διαπερνά το µπράτσο!

Σταγόνες ιδρώτα σχηµατίζονται στο µέτωπο του, αλλά δεν χάνει τις αισθήσεις του. Πρέπει όµως να λιποθυµήσει. Πρέπει, όταν σε λίγο φτάσουν εκεί περίπολοι των Γερµανών για να δουν τι συµβαίνει να τον βρουν κι αυτόν αναίσθητο.

Πηγαίνει κοντά στον τοίχο και χτυπάει εκεί µε δύναµη το κεφάλι του. Άστρα αρχίζουν να στριφογυρίζουν γύρω του και χιλιάδες καµπάνες να χτυπούν! Τα γόνατα του λυγίζουν και σωριάζεται χάµω λιπόθυµος...

Ανοίγει τα µάτια του και βλέπει πάνω από το κεφάλι του τον συνταγµατάρχη Μπέριγκ να τον κοιτάζει ανήσυχα. Είναι ξαπλωµένος στο κρεβάτι του, µέσα στο δωµάτιο του. Το τραυµατισµένο µπράτσο του, όµως και το κεφάλι του, είναι τυλιγµένα µε επιδέσµους.

—Ο επιλοχίας; ρωτάει. Τι έγινε ο επιλοχίας; Τον απήγαγαν τα γουρούνια οι Έλληνες;

—Τον σκότωσαν!, µουρµουρίζει ο Γιώργος.

—Πες µου Φριτς, τι ακριβώς συνέβη.

—Παρακολουθούσα τον ηλίθιο εκείνο Έλληνα λέει ο Γιώργος, όταν αντελήφθηκα πίσω µου τον επιλοχία. Τον κάλεσα κοντά µου και τον ρώτησα πού πήγαινε. Μου είπε ότι µε είχε πάρει από πίσω, γιατί φοβόταν µήπως µου συµβεί κανένα κακό. Είχε, φαίνεται, κακές προαισθήσεις. Καθώς µιλούσαµε, µια οµάδα Έλληνες µας επετέθει. Ανταλλάξαµε αρκετούς πυροβολισµούς. Τραυµάτισα έναν, αλλά µε τραυµάτισαν και µένα. Θα σκότωνα τους υπόλοιπους, µα κάποιος ήρθε από πίσω και µε χτύπησε στο κεφάλι! ∆ε θυµάµαι τίποτ' άλλο. Έχασα τις αισθήσεις µου.

Ο Μπέριγκ κουνάει το κεφάλι του.

—Μας τύλιξαν οι Έλληνες, µουρµουρίζει. ∆εν ήταν καθόλου συνετή η έµπνευση µου να σε στείλω µόνο να παρακολουθήσεις το ηλίθιο εκείνο παιδί! Έπρεπε να φανταστώ ότι θα µας έστηναν µια παγίδα οι σύντροφοι του κι έπρεπε να στείλω ξοπίσω σου µια περίπολο. Αν το έκανα αυτό ούτε ο Σπίθας θα ξέφευγε, ούτε εσύ θα τραυµατιζόσουν, ούτε ο επιλοχίας θα ήταν τώρα νεκρός! θα µου το πληρώσουν όµως αυτό! Θα µου το πληρώσουν πολύ ακριβά!

...Περνούν µερικές µέρες. Ο Γιώργος γιατρεύεται σιγά - σιγά από τα τραύµατα του. Αρχίζει να κυκλοφορεί µέσα στο δωµάτιο του κι έπειτα µέσα στο κτίριο.

Έχει πάρει πια την απόφαση του. Το επεισόδιο µε τον επιλοχία ήταν χαρακτηριστικό. Ο κίνδυνος που διατρέχει είναι πολύ µεγάλος. Κάποιος άλλος θα βρεθεί να ανακαλύψει ότι ο ανθυπολοχαγός Φρίτς Ούλσεν είναι το Παιδί - Φάντασµα και τότε...

Έχει πάρει την απόφαση του ο Γιώργος. Θα φωτογραφίσει µε µια ειδική φωτογραφική µηχανή µε την οποία τον εφοδίασαν οι σύντροφοι του, τους

Page 103: Ο Μικρός Ήρως

καταλόγους των µυστικών Γερµανών πρακτόρων κι έπειτα θα φύγει.

Έτσι µια νύχτα, το Παιδί - Φάντασµα µπαίνει µε το αντικλείδι στο γραφείο του συνταγµατάρχη Μπέριγκ.

Ανοίγει το χρηµατοκιβώτιο και βγάζει από εκεί τους καταλόγους των µυστικών πρακτόρων. Αρχίζει να τους φωτογραφίζει έναν - έναν µε προσοχή, ενώ το αυτί του είναι στηµένο.

Κι όµως, µολονότι κανένας ήχος δεν φτάνει ως το αυτί του, ένας ίσκιος µπαίνει στο δωµάτιο, γλιστρώντας αθόρυβα!

Ένας ψηλόσωµος ίσκιος, που κρατάει ένα µικρό ραβδί!

Μέσα στο µισοσκόταδο, ο ίσκιος προχωρεί προς το Παιδί - Φάντασµα που είναι απορροφηµένο από τη σπουδαία δουλειά που κάνει.

Σταµατάει σε απόσταση ενός µέτρου µακριά του και σηκώνει το ρόπαλο πάνω από το κεφάλι του Γιώργου Θαλάσση!

Page 104: Ο Μικρός Ήρως
Page 105: Ο Μικρός Ήρως
Page 106: Ο Μικρός Ήρως
Page 107: Ο Μικρός Ήρως
Page 108: Ο Μικρός Ήρως
Page 109: Ο Μικρός Ήρως
Page 110: Ο Μικρός Ήρως
Page 111: Ο Μικρός Ήρως
Page 112: Ο Μικρός Ήρως
Page 113: Ο Μικρός Ήρως
Page 114: Ο Μικρός Ήρως
Page 115: Ο Μικρός Ήρως
Page 116: Ο Μικρός Ήρως