Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος
-
Author
alex32lycos -
Category
Documents
-
view
422 -
download
13
Embed Size (px)
Transcript of Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Κεφάλαιο 1. 1.1 Το αυτοκινούμενο όχημα, Εισαγωγή 1.1 1.2 Οι αναμενόμενες εξελίξεις στο αυτοκίνητο 1.1 1.3 Σχεδίαση και κατασκευή με τη βοήθεια υπολογιστών 1.4 1.4 Σχεδίαση και έλεγχος της παραγωγής με υπολογιστές 1.6 1.5 Ολοκληρωμένη παραγωγή με τη βοήθεια υπολογιστών 1.9 Κεφάλαιο 2. 2.1 Πλαίσια οχημάτων, Εισαγωγή 2.3 2.2 Πλαίσια οχημάτων 2.19 2.3 Φόρτιση πλαισίων 2.28 2.4 Κατασκευή πλαισίων 2.41 2.5 Σχεδιασμός αυτοκινήτου με Η/Υ 2.49 2.6 Σχεδίαση αυτοκινήτου με Autocad 2.60 2.7 Computer Aided Chasis Design [CACD] 2.63 Κεφάλαιο 3. 3 Αμαξώματα οχημάτων, Εισαγωγή 3.1 3.1 Σχεδίαση αμαξώματος σε AUTOCAD 3.1 3.2 Αναλυτική διαδικασία 3.3 3.3 Χρώματα 3.30 3.4 Τροχοί 3.30 3.5 Σκίαση (Autoshading) 3.32 Κεφάλαιο 4. 4.1 Πέδηση, Εισαγωγή 4.3 4.2 Δυναμική της Πέδησης 4.6 4.3 Μέθοδοι πέδησης 4.24 4.4 Μηχανισμοί Φρένων 4.27 4.5 Ταξινόμηση συστημάτων πέδησης 4.32 4.6 Εξοπλισμός Συστήματος Πέδησης Επιβατικών Αυτοκινήτων 4.37 4.7 Εξοπλισμός Συστήματος Πέδησης Φορτηγών Αυτοκινήτων 4.47 4.8 Antilock Braking (ABS) 4.66 Κεφάλαιο 5. 5.1 Αναρτήσεις οχημάτων. Εισαγωγή 5.1 5.2 Πηγές διέγερσης ταλαντώσεων στα οχήματα 5.9 5.3 Εξομάλυνση της κίνησης ενός μηχανοκίνητου οχήματος 5.17
iii

5.4 Σύγχρονες τάσεις στα συστήματα αναρτήσεων 5.62 5.5 Μελέτη και υπολογισμός των αναρτήσεων ενός ηλεκτροκίνητου
οχήματος. 5.67
Κεφάλαιο 6. 6.1 Σύστημα Διεύθυνσης. Εισαγωγή 6.1 6.2 Ευστάθεια και κατευθυντικότητα οχημάτων στην εγκάρσια
διεύθυνση 6.3
6.3 Μελέτη της μεταβατικής συμπεριφοράς οχήματος κατά την είσοδο σε στροφή
6.72
6.4 Ανάλυση του συστήματος διεύθυνσης 6.89 6.5 Θεωρητική ανάλυση των ταλαντώσεων ενός οχήματος κατά τη
διάρκεια της κίνησής του 6.115
Κεφάλαιο 7. 7.1 Έγκριση τύπου οχημάτων 7.1 7.2.1 Ύψος αμαξωμάτων ανατρεπόμενων φορτηγών 7.8 7.3 Αγροτικά μηχανήματα 7.9 7.4 Διαστάσεις και βάρη οχημάτων 7.10 7.5 Έλξη οχημάτων 7.12 7.6 Τροχοπέδηση οχημάτων 7.16 7.7 Ωφέλιμο φορτίο αυτοκινήτων οχημάτων 7.19 7.8 Διακίνηση ειδικών προϊόντων. 7.26 Υπόδειγμα Α Τεχνικό υπόδειγμα για την έγκριση τύπου
επιβατηγών αυτοκινήτων και επιβατηγών μοτοσυκλετών
7.27
Υπόδειγμα Β Τεχνικό υπόμνημα για την έγκριση τύπου ρυμουλκού ή φορτηγού αυτοκινήτου (Μετά ή άνευ αμαξώματος).
7.28
Υπόδειγμα Γ Τεχνικό υπόμνημα για την έγκριση τύπου ρυμουλκούμενου ή ημιρυμουλκούμενου οχήματος.
7.30
Υπόδειγμα Δ Τεχνικό υπόμνημα για την έγκριση τύπου λεωφορείου.
7.32
Κεφάλαιο 8. 8.1 Υπολογισμός ταχύτητας σύγκρουσης οχήματος. 8.1 8.2 Υπολογισμός ενέργειας παραμόρφωσης του χαμένου οχήματος. 8.4 8.3 Υπολογισμός ταχύτητας δίκυκλου κατά την πέδηση. 8.9 8.4 Περιγραφή προγράμματος ανάλυσης ατυχημάτων. 8.12 8.5 Τεχνική εξέταση τροχαίων ατυχημάτων, πραγματογνωμοσύνες. 8.12
iv

v
Κεφάλαιο 9. 9.1 Κινητήρες αυτοκινήτων. Εισαγωγή. 9.1 9.2 Γενικά χαρακτηριστικά των μηχανών εσωτερικής καύσης. 9.3 9.3 Κινητήρας OTTO. 9.10 9.4 Ο κινητήρας DIESEL. 9.13 9.5 Ο κινητήρας WAΝKEL. 9.22 9.6 Στροβιλοκινητήρας. 9.26 9.7 Ανάφλεξη. 9.27 9.8 Τύποι συστημάτων ανάφλεξης. 9.33 9.9 Γενικά χαρακτηριστικά συστημάτων ψεκασμού. 9.45 9.10 Ψεκασμός σε βενζινοκινητήρες. 9.57 9.11 Καταλύτες. 9.71 9.12 Κινητήρες φτωχού μείγματος. 9.76 9.13 Όρια εκπομπών ρύπων. 9.78 Κεφάλαιο 10. 10.1 Ελαστικά. Δυνάμεις και ροπές. 10.3 10.2 Αντίσταση κύλισης των ελαστικών. 10.5 10.3 Σχέση μεταξύ επιτάχυνσης-επιβράδυνσης και ολίσθησης των
ελαστικών. 10.11
10.4 Γωνιακές ιδιότητες των ελαστικών. 10.19 10.5 Συμπεριφορά των ελαστικών σε βρεγμένες επιφάνειες. 10.36 10.6 Λειτουργικές ιδιότητες των ελαστικών. 10.41 Κεφάλαιο 11. 11. Εισαγωγή στη δυναμική της κίνησης οχημάτων 11.3 11.1 Διατύπωση της εξίσωσης κίνησης του οχήματος 11.5 11.2 Συμπληρωματικά στοιχεία για την κίνηση του οχήματος:
επιτάχυνση, ελεύθερη κύλιση. 11.52
11.3 Ανάπτυξη προγράμματος για την βελτιστοποίηση της μονάδας ισχύος
11.60
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Στοιχεία Κίνησης και Ταλαντώσεων (SAE 16)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ
1.1 Η μηχανοκίνητη μεταφορά
Η μηχανοκίνητη μεταφορά, αν και ήταν ένα παλιό όνειρο του ανθρώπου, δεν μπόρεσε να πραγματοποιηθεί ως το ξέσπασμα της βιομηχανικής επανάστασης που έγινε στα μέσα του 19ου αιώνα. Στην περίοδο αυτή, παρουσιάστηκαν επαναστατικές μηχανολογικές τεχνικές με αποτέλεσμα το όνειρο αυτό να γίνει πραγματικότητα. Μέχρι τότε το ιππήλατο αμάξι ήταν το διαδεδομένο μέσο μεταφοράς. Ο συνδυασμός αλόγου - αμαξιού ήταν πολύ ικανοποιητικός στην εμφάνιση. Το άλογο έδινε την ισχύ κίνησης και το αμάξι με τα χρόνια συνεχούς εξέλιξης έγινε ελαφρό, ανθεκτικό και όμορφο, Σχήμα 1.1.
Σχήμα 1.1. Γύρω στα 1880
Σαν τα αμάξια της εποχής το ποδήλατο δίνει την αίσθηση της ελαφριάς κατασκευής και δύναμης. Σε αντίθεση με το αμάξι είναι μηχανισμός. Χωρίς φτερά και κάλυμμα της αλυσίδας το ποδήλατο του 1890 προβάλλει το μηχανισμό κίνησής του, τα πεντάλ, τις οδοντωτές τροχαλίες και την αλυσίδα, Σχήμα 1.2. Ο μεταλλικός σωληνωτός σκελετός του προετοιμάζει τους ανθρώπους για το πέρασμα στην εποχή των μηχανών. Ένα χαρακτηριστικό του ποδηλάτου που δεν βρίσκει

2 ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ εφαρμογή στα αμάξια είναι οι τροχοί με συρμάτινες ακτίνες και πνευματικά ελαστικά. Η επίδραση του ποδηλάτου στην εξέλιξη των αμαξιών αλλά και των πρώτων αυτοκινήτων είναι εμφανής. Το ποδήλατο εξελίσσεται πολύ γρήγορα στις δεκαετίες 1870 και 1880 και οι τεχνολογικές λύσεις που υϊοθετούνται από τους κατασκευαστές αμαξιών και αυτοκινήτων φαίνονται στους τροχούς με ακτίνες, τα σωληνωτά πλαίσια, τα ελαφρά αμαξώματα κ.α.
Σχήμα 1.2. Ποδήλατο του 1892 (Royal Bicycle) και αυτοκίνητο του 1897 (De Dion). Μια μεγάλη καινοτομία ήταν η ανακάλυψη της μηχανής εσωτερικής καύσης και
η εφαρμογή της στο αυτοκινούμενο όχημα δρόμου του Karl Benz, το 1885, που συνετέλεσε στο να αποκτήσει το αυτοκίνητο πρακτική εφαρμογή. Προηγούμενα, 100 περίπου χρόνια νωρίτερα, είχαν κατασκευαστεί διάφορα ατμοκίνητα οχήματα με μικρότερη όμως επιτυχία. Επίσης, αντίθετα με ό,τι πιστεύεται, έγιναν και προσπάθειες κατασκευής ηλεκτροκίνητων οχημάτων αρκετά πριν ανακαλυφθούν οι μηχανές εσωτερικής καύσης. Χαρακτηριστική είναι η προσπάθεια του Σκοτσέζου Robert Davidson, ο οποίος κατασκεύασε το 1837 ένα ηλεκτρικό όχημα που έπαιρνε κίνηση από ένα πολύ απλό ηλεκτροκινητήρα, τον οποίο τροφοδοτούσε μια μπαταρία σιδήρου- ψευδαργύρου.
Η εξέλιξη του κινητήρα εσωτερικής καύσης μείωσε την έκταση και το ενδιαφέρον για αυτοκίνηση με άλλες μορφές κινητήρων. Μέσα στα επόμενα χρόνια, το αυτοκίνητο αποτέλεσε μια γρήγορα εξελισσόμενη μηχανή που έφθασε να περιλαμβάνει πάνω από 20.000 μηχανικά μέρη, τα οποία συνεργάζονταν αρμονικά μεταξύ τους, για την εξασφάλιση αξιόλογης και αξιόπιστης μεταφορικής ικανότητας. Η τεράστια αυτή ανάπτυξη, είχε σαν αποτέλεσμα πολλές διαφοροποιήσεις στο σχεδιασμό του αυτοκινήτου από κατασκευαστική πλευρά, εξωτερική μορφή αλλά και τη χρήση του, σαν μέσο μεταφοράς, εργαλείο δουλειάς ή ακόμα και σαν μέσο διασκέδασης και αναψυχής. Η ανάπτυξη της τεχνολογίας βελτίωσε το αυτοκίνητο στους τομείς της άνεσης, της ασφάλειας, της οδικής συμπεριφοράς και των επιδόσεων.
1.2 Οχήματα του προηγούμενου αιώνα Το πρώτο μηχανοκίνητο όχημα κατασκευάστηκε το 1769 από τον Nicholas
Joseph Cugnot, Γάλλο αξιωματικό του πυροβολικού, ήταν ατμοκίνητο και θεωρείται

ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ 3
ο πρόγονος του σημερινού αυτοκινήτου, Σχήμα 1.3. Μετέφερε 4 άτομα με ταχύτητα 2,25 μίλια ανά ώρα. Όταν αναποδογύρισε στρίβοντας με αυτή την ταχύτητα στους δρόμους του Παρισιού ο Cugnot βρέθηκε στη φυλακή επειδή έβαλε σε κίνδυνο τον πληθυσμό της πόλης.
Σχήμα 1.3. Το πρώτο ατμοκίνητο όχημα, φτιαγμένο το 1769 από τον Cugnot. Το πρώτο αυτοκίνητο που εμφανίσθηκε στην αγορά ήταν ηλεκτρικό και έκανε
την εμφάνιση του το 1881 κατασκευασμένο από την εταιρία Paris Omnibus, αφού προηγουμένως είχαν ανακαλυφθεί οι μπαταρίες μολύβδου - οξέως. Ανάλογα ηλεκτρικά αυτοκίνητα συνεχίζουν να παράγονται για αρκετά χρόνια μετά. Το 1876, ο Γερμανός Nikolaus Otto ανακαλύπτει την πρώτη τετράχρονη μηχανή εσωτερικής καύσεως, μετά από πολύχρονη πειραματική εργασία. Συνεχίζοντας την εργασία του Otto, αλλά εργαζόμενοι ανεξάρτητα, ο Karl Benz και ο Gottlied Daimler παρήγαγαν τα πρώτα, σε παγκόσμια κλίμακα, αυτοκίνητα με μηχανές εσωτερικής καύσης. Το αυτοκίνητο του Benz παρουσιάστηκε το 1885 και ήταν ένα τρίτροχο όχημα με σωληνωτό ατσάλινο πλαίσιο και ανοιχτό ξύλινο αμάξωμα με δύο καθίσματα για τους επιβάτες, Σχήμα 1.4. Ο μπροστινός τροχός κατευθυνόταν από ένα πηδάλιο που έπαιξε το ρόλο του τιμονιού, ενώ την κίνηση έπαιρναν οι δύο οπίσθιοι τροχοί μέσω αλυσίδας. Ο κινητήρας ήταν εμβολοφόρος, μονοκύλινδρος, τετράχρονος που έκαιγε βενζίνη και λειτουργούσε με βάση το θερμοδυναμικό κύκλο του Otto. Είχε ηλεκτρική ανάφλεξη, ήταν υδρόψυκτος και είχε τοποθετηθεί οριζόντια πάνω από τον άξονα των πίσω τροχών. Η ιπποδύναμή του ήταν 0.5 HP στις 250 - 300 στροφές ανά λεπτό και έδινε στο όχημα ταχύτητα 13 ως 16 χιλιομέτρων την ώρα.

4 ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ
Σχήμα 1.4. Το αυτοκίνητο του Benz και ο Daimler με το αυτοκίνητό του. Το όχημα του Daimler κατασκευάστηκε το 1886 και ήταν το πρώτο τετράτροχο
αυτοκίνητο με μηχανή εσωτερικής καύσης (Σχήμα 1.4). Έπαιρνε κίνηση από ένα εγκάρσια τοποθετημένο εμβολοφόρο τετράχρονο μονοκύλινδρο κινητήρα, ο οποίος ήταν τοποθετημένος κατακόρυφα. Ο κινητήρας αυτός παρήγαγε ισχύ 1.5 HP στις 900 RPM. Aνάμεσα στις σημαντικότερες βελτιώσεις που έγιναν την εποχή πριν το 1900 και αφορούσαν στο γενικότερο σχεδιασμό του αυτοκινήτου, μπορούμε να διακρίνουμε την εισαγωγή του εξαερωτήρα (carburateur) με πλωτήρα (floater) από τον Maybach, το 1892, το τιμόνι, όπως το γνωρίζουμε στη σημερινή του μορφή σαν τροχό από τον Vacheron το 1894, τα ελαστικά με αέρα από τους αδελφούς Michelin, τον άξονα μετάδοσης κίνησης του Lanchester το 1895, την εφαρμογή πολλών κυλίνδρων σε μια μηχανή από τον Mors (4 κύλινδροι σε διάταξη V) ή από τον Daimler (4 σε σειρά) καθώς και τον σύνδεσμο τύπου σταυρού (cardan shaft) για την μετάδοση της κίνησης από τον διαμήκη άξονα κινήσεως στους άξονες των τροχών, από τον Renault. Κατά την πρώτη αυτή περίοδο της ζωής του αυτοκινήτου, τα μηχανικά τμήματα τοποθετούνται οπουδήποτε. Συνήθως προσαρμόζονταν γύρω από ένα υποτυπώδες, απογυμνωμένο πλαίσιο που έφερε και τα καθίσματα. Στα Σχήματα 1.5 και 1.6 φαίνονται τυπικά αυτοκίνητα της εποχής αυτής.
Στην εποχή πριν το 1900 δεν γίνεται καμιά προσπάθεια να δοθεί ενιαίο σχήμα στα αυτοκίνητα. Κρύβονται επιμελώς τα μηχανικά εξαρτήματα και τα οχήματα είναι ελαφρά και φαίνονται έτοιμα να υποδεχθούν το άλογο όπως τα παλιά αμάξια. Στο Winton του 1897 που αποτελεί τυπικό δείγμα αμερικανικού αυτοκινήτου φαίνεται ότι το βάρος έχει συγκεντρωθεί στον πίσω άξονα. Το φαινόμενο δεν είναι μόνο οπτικό αλλά και πραγματικό αφού τα 5/6 του βάρους τα φέρει ο πίσω άξονας. Η δυναμική των αυτοκινήτων ήταν άγνωστη ακόμα και παρά το ότι η συγκέντρωση του φορτίου πίσω έδινε καλά χαρακτηριστικά ελκτικής πρόσφυσης των τροχών, η οδήγηση του αυτοκινήτου ήταν μια οδυνηρή περιπέτεια. Μέχρι το 1900 τα αυτοκίνητα στην Αμερική οδηγούνται με τη βοήθεια μοχλού. Αργότερα ακολουθούν την ευρωπαϊκή αντίληψη για το τιμόνι που ξέρουμε σήμερα.

ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ 5
Σχήμα 1.5. Duryea 1893 και Haynes-Apperson 1894 πάνω
και Panhard-Levassor 1895 κάτω.
Σχήμα 1.6. Hertel του 1895 και Winton του 1897 επάνω
Columbia Electric Victoria του 1899 και Locomobile του1900 κάτω.

6 ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ 1.3 Η εποχή της μαζικής παραγωγής - από το 1900 μέχρι το 1927
Από το 1900 και μετά στις περισσότερες βιομηχανικές χώρες εμφανίζονται διάφοροι σχεδιασμοί αυτοκινήτων και στα επόμενα χρόνια πραγματοποιούνται πολλές και σημαντικές καινοτομίες. Το αυτοκίνητο αρχίζει και καθιερώνεται σαν πρακτικός και αποτελεσματικός τρόπος μεταφοράς. Πρέπει να σημειωθεί η μεγάλη αναλογία ηλεκτρικών αυτοκινήτων που κυκλοφορούσαν εκείνη την εποχή, ειδικά στις μεγάλες πόλεις, με σημαντικές μάλιστα επιδόσεις. Το 1902 ο Αμερικανός Charles Baker δημιούργησε ρεκόρ ταχύτητας με 137 km/h. Η γρήγορη όμως εξέλιξη των μηχανών εσωτερικής καύσης αποτέλεσε τροχοπέδη στην ανάπτυξη των ηλεκτροκινητήρων που έδειξαν ότι δεν μπορούν να τις συναγωνιστούν σε ταχύτητα, επιτάχυνση και ακτίνα δράσης.
Σχήμα 1.7. Ηλεκτροκίνητο ταξί Bersey και ηλεκτρικό όχημα De Kruger, (Bullet),
140 km/h.
Η εργασία δύο Γάλλων, του Georges Bouton και του Albert de Dion, οδηγεί στην ανάπτυξη ελαφρών κινητήρων εσωτερικής καύσης με μεγάλη ταχύτητα περιστροφής. Οι συνεχείς βελτιώσεις στο σχεδιασμό - που αφορούσε σ' αυτή τη φάση κυρίως τον κινητήρα - οδήγησαν στην αύξηση των ταχυτήτων των αυτοκινήτων και έδωσαν ισχυρή ώθηση στην εξέλιξη των συστημάτων πέδησης και μετάδοσης της κίνησης. Τα πρώτα φρένα, για παράδειγμα, ήταν τα ίδια με αυτά των ποδηλάτων ή των φρένων που χρησιμοποιούνταν σε άμαξες με άλογα. 'Όμως ο Herbert Frood το 1908 εφευρίσκει ένα τύπο φρένου με επένδυση αμιάντου, το οποίο ήταν περισσότερο αποτελεσματικό απ' αυτά με βαμβακερές επενδύσεις που χρησιμοποιούνταν μέχρι τότε. Παράλληλα, το 1902, ο Frederick Lanchester ανακαλύπτει το δισκόφρενο, ενώ το 1903 η Mercedes (πρώην Daimler) εφαρμόζει ένα σύστημα φρένου με εσωτερικά διαστελλόμενα πέλματα στο εσωτερικό ενός τυμπάνου. Η Ιταλική εταιρία Isetta-Frachini, το 1911, χρησιμοποιεί σύστημα φρένου εφαρμοζόμενο και στους 4 τροχούς για πρώτη φορά. Επίσης, το 1920 εμφανίζεται το πρώτο υδραυλικό σύστημα φρένων. Σ' αυτά τα χρόνια (1900 - 1920), παρουσιάζονται πολλές καινοτομίες όπως η αυτόματη μετάδοση κίνησης, η ανάφλεξη με πολλαπλασιαστή και διανομέα, η μίζα, ο συσσωρευτής, κλπ.
Όσον αφορά στην κατασκευή των πλαισίων των αυτοκινήτων μέχρι τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, η τεχνολογία ελάχιστα είχε αναπτυχθεί και δεν είχε γίνει αντιληπτή ακόμα η μεγάλη σπουδαιότητά τους. Τα πλαίσια ως τότε ήταν απλά κατασκευές που χρησίμευαν μόνο για την στήριξη των διαφόρων εξαρτημάτων και

ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ 7
μηχανισμών και φυσικά δεν γινόταν λόγος για θέματα ασφάλειας. Αυτό ήταν συνέπεια και των μικρών επιδόσεων των αυτοκινήτων αλλά και των μικρών απαιτήσεων που είχαν τόσο οι κατασκευαστές, όσο και οι αγοραστές. Όμως κατά την διάρκεια της πρώτης δεκαετίας του 1900 παρατηρείται μία τυποποίηση της μηχανικής διάταξης των αυτοκινήτων: Άρχισε να τοποθετείται μπροστά ο κινητήρας, πίσω η κίνηση και στο κέντρο υπήρχαν τα καθίσματα (Σχήμα 1.8). Ετσι εξασφαλίζεται μια συμβολική υποκατάσταση του αλόγου από τον κινητήρα που σέρνει το υπόλοιπο αμάξωμα. Σε αντίθεση με την Αμερική όπου όλα τα μηχανικά εξαρτήματα είναι εμφανή, στην Ευρώπη η εξέλιξη του αυτοκινήτου ακολουθεί διαφορετικό δρόμο. Η Γαλλία είναι αναμφισβήτητα πρωτοπόρος στο σχεδιασμό αυτοκινήτων στα 1890 και ο διασημότερος σχεδιαστής είναι ο Εμίλ Λεβασσώ (Emille Levassor). To 1891 o Λεβασσώ είχε την ιδέα να τοποθετήσει τον κινητήρα εμπρός εγκάρσια στο πλαίσιο και να μεταδώσει την κίνηση στον πίσω άξονα μέσω ενός διαμήκους κεντρικού άξονα στο μέσο του πλαισίου.
Σχήμα 1.8. Creanche, 1900
Τα υλικά που χρησιμοποιούνται στα πρώτα αυτά χρόνια για την κατασκευή των
πλαισίων, ήταν το ξύλο (φανερή η επιρροή στο υλικό αλλά και στον τρόπο κατασκευής των αμαξιών με άλογα) το οποίο αντικαταστάθηκε σταδιακά από χάλυβα. Η όλη κατασκευή ανήκε στον τύπο που σήμερα χαρακτηρίζουμε φέρον πλαίσιο, ήταν δηλαδή ανεξάρτητη και επιπλέον αρκετά βαριά. Στον τομέα των αναρτήσεων δεν είχε γίνει καμιά σημαντική πρόοδος. Τα πρώτα αυτοκίνητα χρησιμοποιούσαν έναν απλό, στιβαρό άξονα, σταθερά προσκολλημένο στο πλαίσιο, ο οποίος είχε ένα τροχό σε κάθε άκρη του. Η πρώτη ανάρτηση ήταν ένα σύστημα με πεπλατυσμένα ελατήρια (φύλλα σούστας) που, αρκετά εξελιγμένο βέβαια, χρησιμοποιείται ως τις μέρες μας. Τα ελαστικά μέχρι το 1920 περίπου, ήταν στενά και απαιτούσαν υψηλές πιέσεις αέρα.
Οι αγώνες αυτοκινήτων γίνονται όλο και πιο δημοφιλείς. Στο Σχήμα 1.9 φαίνονται μερικά αντιπροσωπευτικά δείγματα τέτοιων αυτοκινήτων. Οι αγώνες

8 ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ αυτοκινήτων στην Ευρώπη γίνονται αφορμή για την αλλαγή των προτιμήσεων των Αμερικανών. Τα αμερικάνικα αυτοκίνητα αυτή την εποχή είναι μικρά και απλούστερα των ευρωπαϊκών. Επιπλέον, οι αμερικανοί κριτικοί μέσω του ειδικού τύπου (The Horseless Αge 16 Μαΐου 1900) περιγράφουν τα γαλλικά αυτοκίνητα σαν …απροκάλυπτα άσχημα…, γεμάτα μηχανισμούς… δύσκολα στην χρήση τους… κτλ. Η αλλαγή στις προτιμήσεις των Αμερικανών φαίνεται μετά το ράλι Gordon - Bennett στα 1900 στη διαδρομή Παρίσι - Λυών 610 χιλιόμετρα. Ο νικητής του αγώνα Charron οδήγησε την Panhard-Levassor με μέση ταχύτητα 66,8 χλμ/ωρα. Η μέγιστη ταχύτητα που μπορούσε να πετύχει ήταν 120-130 χλμ/ωρα αλλά στη διαδρομή άλλαξε ένδεκα φορές λάστιχο. Αν αναλογισθεί κανείς ότι αυτές τις ταχύτητες ανέπτυσσαν σε άσχημα οδοστρώματα με ασταθή αυτοκίνητα και υποτυπώδη φρένα, με τα σημερινά δεδομένα φαντάζουν άθλος. Το 1902 γίνεται το ράλι Παρίσι-Βιέννη, το 1903 Παρίσι-Μαδρίτη. Οι ταχύτητες αυξάνουν κάθε χρόνο και οι θεατές συνωστίζονται κατά χιλιάδες στο μήκος της διαδρομής με κίνδυνο της ζωής τους για να θαυμάσουν αυτές τις περίεργες θορυβώδεις μηχανές που βγάζουν πυκνούς καπνούς και μυρίζουν καμένο λάδι. Τα αυτοκίνητα που κερδίζουν είναι Mors, Panhard-Levassor, Napier, Renault και De Dietrich.
Σχήμα 1.9. Αυτοκίνητα αγώνων Panhard -Levassor 1900 και Mors 1901
Τα νέα από τους αγώνες αυτούς φθάνουν στην Αμερική και τα αυτοκίνητα αυτά
γίνονται το όνειρο κάθε Αμερικανού. Όμως το αγωνιστικό αυτοκίνητο της εποχής δεν διαθέτει ούτε χώρο ούτε ανέσεις για χρήση στο δρόμο. Δημιουργείται έτσι το νέο σχήμα σαν αυτό της Mercedes του 1901 που φαίνεται στο Σχήμα 1.10 με την

ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ 9
προσθήκη ενός χώρου επιβατών πίσω με άνοιγμα στο πίσω μέρος. Το μοντέλο αυτό ήταν το πρώτο αυτοκίνητο με χαμηλό κέντρο βάρους (μόλις μπορούσε να κινηθεί στους χειρότερους από τους ευρωπαϊκούς αμερικανικούς δρόμους) και θα αποδειχθεί η πραγματοποίηση του ονείρου για τους λάτρεις της οδήγησης.
Σχήμα 1.10. Mercedes 1901 35 hp
Παρά τις υψηλές τιμές τα ευρωπαϊκά αυτοκίνητα πωλούνται στην Αμερική. Οι Αμερικανοί σχεδιαστές δεν αντιλαμβάνονται τις προτιμήσεις του κοινού ακριβώς και αντιγράφουν τα πιο συντηρητικά ευρωπαϊκά μοντέλα κάνοντας μικρά αυτοκίνητα. Το Columbia του 1901 είναι μια προσεκτική αντιγραφή του γαλλικού Creanche ενώ και το Ford Model A του 1903 είναι παρόμοιο Σχήμα 1.11. Στη συνέχεια ο σχεδιασμός αλλάζει προς μεγαλύτερα αυτοκίνητα Σχήματα 1.12 και 1.13.
Σχήμα 1.11. Columbia του 1901 και Ford Model A του 1903

10 ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ
Σχήμα 1.12. Autocar και Packard του 1903
Στα περισσότερα αυτοκίνητα το πίσω τμήμα του αμαξώματος ήταν
αποσυναρμολογούμενο (για να μετατρέπεται εύκολα σε διθέσιο ελαφρό για καλύτερες επιδόσεις) και πολλές φορές είχε την τάση να απομακρύνεται μόνο του σε ψηλές ταχύτητες και κακούς δρόμους με δυσμενείς συνέπειες για τους πίσω επιβάτες. Η πίσω πόρτα γρήγορα φάνηκε ότι δεν ήταν πρακτική και άνοιξε το δρόμο για τις πλευρικές πόρτες, Σχήμα 1.14.
Σχήμα 1.13. Το πρώτο Vauxhall του 1903 Μέχρι το 1903 η προστασία των επιβατών από τις καιρικές συνθήκες είναι
ανύπαρκτη. Το 1903 εμφανίζεται η υφασμάτινη πτυσσόμενη οροφή που όμως δεν προστατεύει τους επιβάτες από βροχή εν κινήσει, αφού δεν υπάρχει ακόμα ο ανεμοθώρακας. Η αύξηση του μεγέθους των αυτοκινήτων από το 1905 μπορεί να εξηγηθεί από την ανάγκη για την πλευρική πόρτα και αντιπροσωπεύει τη νέα άποψη για το μέγεθος των αυτοκινήτων. Τα αυτοκίνητα που κατασκευάσθηκαν μετά το 1905 είναι παρόμοια σε μέγεθος με τα σύγχρονα αν και το ύψος τους είναι μεγαλύτερο. Από την εισαγωγή του ανοικτού αμαξώματος με τις πλευρικές θύρες το 1905 μέχρι την ανάπτυξη του κλειστού αυτοκινήτου και με προσιτή τιμή για ευρύτερα στρώματα του πληθυσμού το 1920 αναπτύσσεται το αυτοκίνητο τουρισμού με 5 ή 7 θέσεις.

ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ 11
Σχήμα 1.14. Thomas 1904 και 1905
Γύρω στα 1906 σταθεροποιείται η σχεδιαστική άποψη για το αυτοκίνητο
τουρισμού και το ενδιαφέρον σχεδιαστών και κοινού περιορίζεται στα διακοσμητικά στοιχεία. Το 1906 η μόδα της προβολής διακοσμητικών κυρίως στοιχείων αλλά και εξαρτημάτων όπως στο Grout στο Σχήμα 1.15 κλείνει τον κύκλο της και δίνει τη σειρά της σε πιο ισορροπημένες λύσεις που βοηθούνται όμως και από την αύξηση του μεταξονίου που έγινε εν τω μεταξύ. Στο Oldsmobile του 1906 στο ίδιο σχήμα φαίνεται η νέα σχεδιαστική τάση. Οι τροχοί είναι προωθημένοι μπροστά από το αμάξωμα και δίνουν ένα δραματικό τόνο στην προσπάθεια να τραβήξουν σε κίνηση το υπόλοιπο αμάξωμα. Ενώ αρχικά το ψυγείο νερού βρίσκεται σε προωθημένη θέση σε σχέση με τον άξονα, το 1906 σταθεροποιείται στον άξονα ή πίσω απ΄αυτόν.
Η θέση αυτή του ψυγείου ήταν ζήτημα μόδας. Ενώ δεν εξυπηρετεί κανένα πρακτικό σκοπό μεταφέρει το υπόλοιπο αμάξωμα προς τα πίσω με αποτέλεσμα τα πίσω καθίσματα να βρίσκονται πάνω ακριβώς από τον πίσω άξονα μειώνοντας την άνεση των πίσω επιβατών. Επιπλέον, μετατοπίζεται το βάρος προς τα πίσω δυσκολεύοντας τον έλεγχο του αυτοκινήτου. Παρά το ότι το σχήμα αυτό δεν ήταν πρακτικό ούτε ήταν αποτέλεσμα συστηματικού σχεδιασμού, ήταν αποδεκτό αισθητικά και κυριάρχησε για ένα τέταρτο του αιώνα.

12 ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ
Σχήμα 1.15. Από πάνω προς τα κάτω: Grout Touring Car και Oldsmobile του 1906, Mora Touring Car του 1907

ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ 13
Αυτό που χαρακτηρίζει τα αυτοκίνητα του 1906 είναι ο επανασχεδιασμός των μπροστινών φτερών. Στα προηγούμενα αυτοκίνητα έμοιαζαν με αυτά του Grout του 1906 και ήταν σε αρμονία με το αμάξωμα. Όσο όμως τα αμαξώματα μακραίνουν και οι γραμμές γίνονται πιο λεπτές, η απότομη ανύψωση των φτερών πάνω από τους τροχούς δείχνει εκτός εποχής. Ένα πιο ευχάριστο σχήμα δίνει το Mora του 1907 με τα φτερά να εκτείνονται πίσω από τον πίνακα οργάνων.
Αυτή την περίοδο τα μεγάλα αυτοκίνητα τουρισμού χάνουν τις σπορτίφ επιδόσεις και δημιουργείται η ανάγκη ανάπτυξης ενός παλιότερου τύπου αυτοκινήτου με υψηλές επιδόσεις. Εμφανίζονται τα Gentlemen's Roadsters που αποτελούν ένα πλήρη κατάλογο χαρακτηριστικών συμβόλων ισχύος και ταχύτητας. Το Thomas Runabout του 1906, Σχήμα 1.16, είναι δείγμα αυτής της τάσης. Σχεδιάστηκε αρχικά για δύο επιβάτες με καθίσματα τύπου μπάκετ και διέθετε μεγάλο κινητήρα με περίσσεια ισχύος. Παρά την μεγάλη ισχύ και τις επιδόσεις μειονεκτεί σε πολλά σημεία. Το ψυγείο του κάθεται "βαριά" πάνω στον μπροστινό άξονα, τα μπροστινά φτερά είναι χοντροκομμένα ενώ τα πίσω φαίνονται πολύ λεπτεπίλεπτα. Οι συνολικές διαστάσεις μαρτυρούν ότι πρόκειται για ξανασχεδιασμένο αυτοκίνητο μεγάλου τουρισμού. Στο πίσω μέρος ο προσεκτικός παρατηρητής υποψιάζεται καλά κρυμμένα τα διπλωμένα καθίσματα για τους πίσω επιβάτες. Το American Simplex του 1909, Σχήμα 1.17, είναι πιο προσεγμένο στην εμφάνισή του και δεν κρύβει ότι είναι διθέσιο. Το ψυγείο και τα εμπρόσθια φτερά δεν έχουν τις αδυναμίες στη μορφή τους και τη διάταξή τους όπως το Thomas Runabout.
Σχήμα 1.16. Thomas Runabout, 1906
Σχήμα 1.17. American Simplex 1909

14 ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ Παράλληλα προς την σχεδίαση ακριβών μηχανών σαν τα Thomas και Simplex
εμφανίζονται πολλές απομιμήσεις με χαμηλό κόστος. Μερικά αποτελούν πιστά αντίγραφα που αναπαράγουν όλα τα χαρακτηριστικά των ακριβών μοντέλων σε μικρογραφία. Αλλά αποτελούν οικονομικά αυτοκίνητα στα οποία προσθέτουν μερικά σπορτίβ χαρακτηριστικά και επιδόσεις. Τέτοιο παράδειγμα αποτελεί το Ford Model N του 1906, Σχήμα 1.18, που όμως ταίριαζε καλύτερα σε αγροτικό γιατρό παρά σε θερμόαιμους εύπορους που τρέχουν με ταχύτητα στους δημόσιους δρόμους. Η Buick Model 10 του 1908 αποτελεί παραλλαγή ενός μεγάλου αυτοκινήτου τουρισμού σε Roadster με μεγαλύτερη επιτυχία από το Ford στην εντύπωση της σπορτίβ εμφάνισης. Τα μακριά φτερά βοηθούσαν σ'αυτό. Τα Gentlemen's Roadsters αποτέλεσαν τη βάση εξέλιξης και σχεδιασμού των μελλοντικών σχεδιαστικών δοκιμών (concept cars). Παράδειγμα το Aerocar Runabout του 1907, "αυτοκίνητο όνειρο" για την εποχή και το Hupmobile του 1909. Ο σκοπός της σχεδίασής του ήταν ο περιορισμός της αεροδυναμικής αντίστασης και για τα αισθητικά δεδομένα της εποχής φαινόταν εξαιρετικά φουτουριστικό. Το Hupmobile που αποτελεί πολύ καλή αντιγραφή μεγαλύτερων Roadsters κόστιζε 750 $ αντί 3.000-5.000 $ του Simplex.
Σχήμα 1.18. Ford Model N του 1906 και Buick Model 10 του 1908

ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ 15
Σχήμα 1.19. Aerocar Runabout του 1907 και Hupmobile του 1909
Το ψηλό κόστος και η μικρή πρακτικότητα των Roadsters έκαναν πολλούς υποψήφιους αγοραστές στην Αμερική να αισθάνονται ότι η αγορά ενός τέτοιου αυτοκινήτου δεν ήταν σύμφωνη με τη γενικότερη οικονομική και κοινωνική ηθική της εποχής. Ούτε χρειαζόντουσαν ένα μεγάλο άνετο αυτοκίνητο τουρισμού για να εξυπηρετούν τις καθημερινές ανάγκες τους. Αυτό που ήθελαν ήταν ένα μεγάλο Roadster μεταμφιεσμένο σε οικογενειακό αυτοκίνητο τουρισμού. Στο Σχήμα 1.20 φαίνεται το Stearns Roadster που ονομαζόταν και toy tonneau ή baby tonneau ή pony tonneau δείγμα αυτής της τάσης της αγοράς. Έχει τα βασικά χαρακτηριστικά ενός Roadster, ταχύτητας, άξονα τιμονιού χαμηλωμένο, μακριά και όμορφα εμπρόσθια φτερά και το ψυγείο αρκετά πίσω. Είχαν τέσσερις θέσεις και αν και το μήκος τους ήταν μικρό μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως οικογενειακά αυτοκίνητα. Δεν είχαν τις ανέσεις του οικογενειακού αυτοκινήτου και δεν είχαν καθόλου χώρο αποσκευών. Είχαν μεγάλη απήχηση τα χρόνια 1907 μέχρι το 1910.

16 ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ
Σχήμα 1.20. Stearns Roadster του 1907 και Menard Auto Buggy 1908 Το 1907 μετά από μερικά χρόνια αθόρυβης εξέλιξης ξαναεμφανίζονται στην
Αμερική τα αυτοκίνητα τύπου buggy όπως το Menard Auto Buggy, Σχήμα 1.20, με τους μεγάλους συμπαγείς τροχούς. Κινούμενα από μονοκύλινδρους ή δικύλινδρους κινητήρες που μεταδίδουν την κίνηση με αλυσίδα ή λουριά τα αυτοκίνητα αυτά δείχνουν σαν να μην υπήρξε ποτέ η σημαντική πρόοδος που έγινε την προηγούμενη δεκαετία. Οι σχεδιαστές τους πρόβαλλαν το επιχείρημα ότι οδηγήθηκαν σ'αυτή τη σχεδίαση από καθαρά πρακτικούς λόγους και επειδή οι μεγάλοι τροχοί ήταν πιο κατάλληλοι για αγροτικές περιοχές. Τα προτιμούσαν κυρίως αγρότες του Middle West επειδή έμοιαζαν με τα ιππήλατα αμάξια τους, δεν ήταν πολύπλοκα στο χειρισμό και επιπλέον ήταν φτηνά. Όμως το 1910 η ζήτηση αυτών των αυτοκινήτων περιορίσθηκε και μέχρι το 1911 βγήκαν εκτός παραγωγής. Σ'αυτό πρέπει να συνέβαλε και η εμφάνιση του Ford Model T το 1908.
Τη χρονιά αυτή το Ford Model T κατασκευάσθηκε σε 6181 κομμάτια ενώ η παραγωγή της Buick ήταν η μεγαλύτερη στην Αμερική με 8487 αυτοκίνητα και της Cadillac 2380. Μεταξύ 1908 και 1927 πουλήθηκαν 15 εκατομμύρια Ford Model T, Σχήμα 1.21, ένα παγκόσμιο ρεκόρ που καταρρίφθηκε τη δεκαετία του 70 από το σκαραβαίο της Volkswagen.

ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ 17
Σχήμα 1.21 Ford Model T, 15 εκατομμύρια μεταξύ 1908 και 1927
Η σχεδίαση των ηλεκτρικών αυτοκινήτων ήταν άλλο ένα πισωγύρισμα στην ιστορία του αυτοκινήτου. Σε αντίθεση με τη δυναμική εμφάνιση των βενζινοκίνητων, τα ηλεκτρικά ήταν αθόρυβα και καθαρά και η σχεδίασή τους δεν έκρυβε αυτά τα προτερήματά τους. Αντίθετα, η αυτονομία τους ήταν γύρω στα 80 χιλιόμετρα και η τελική ταχύτητά τους δεν ξεπερνούσε τα 35 χλμ.α.ω. Ηλεκτρικά οικογενειακά αυτοκίνητα δεν έγινε ποτέ δυνατό να παραχθούν μαζικά ενώ εμφανίσθηκαν στόλοι ελαφρών φορτηγών διανομής προϊόντων. Γύρω στα 1919 εμφανίζονται ηλεκτρικά αυτοκίνητα με κλειστό αμάξωμα σαν τα Studebaker και Baker, Σχήμα 1.22.
Σχήμα 1.22. Studebaker electric και Baker electric 1910.
Στο Σχήμα 1.23 φαίνονται δύο μοντέλα τουρισμού που τα αμαξώματά τους
ονομάζονται Torpedo Body (Τορπίλη). Οι γραμμές του χώρου επιβατών βρίσκονται ψηλότερα από το χώρο του κινητήρα και η διαφορά τους είναι ότι στο Stafford του 1911 υπάρχουν πόρτες εμπρός και τα ξύλινα πλευρικά πανέλα του αμαξώματος αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο για χάρη της αεροδυναμικής. Δεν υπάρχουν εμφανή ξεχωριστά τμήματα όπως στο Haynes του 1910. Ακόμη, λείπουν και τα χερούλια των θυρών.

18 ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ
Σχήμα 1.23. Haynes του 1910 και Stafford του 1911
Οι εμπρόσθιες θύρες βελτιώνουν την μορφή δίνοντας την εικόνα ενιαίου
αμαξώματος και όχι δύο τμημάτων όπως προηγούμενα. Οι μοχλοί χειρισμού φαίνεται οτι πρέπει να εγκαταλείψουν το εξωτερικό του αμαξώματος, οι σχεδιαστές προτείνουν στο μέσο μεταξύ των επιβατών αλλά αντιδρούν οι δεξιόχειρες οδηγοί αφού το τιμόνι βρίσκεται ακόμη στα δεξιά. Γύρω στα 1906 μπαίνει σε εφαρμογή το σύστημα φωτισμού ασετιλίνης Presto-o-Lite με κύλινδρο παραγωγής αερίου που τοποθετείται στο μασπιέ, Σχήμα 1.23. Μέχρι το 1908 τα αμαξώματα χαμηλώνουν τόσο πολύ που δεν υπάρχει χώρος ούτε για το κουτί των εργαλείων κάτω από τα καθίσματα. Επειδή τα φώτα, οι κόρνες, οι ανεμοθώρακες και άλλα αξεσουάρ δεν αποτελούν κανονικό εξοπλισμό εμφανίζεται μια πληθώρα προμηθευτών τέτοιων ειδών και επικρατεί χάος στη μορφή και τη λειτουργία τους. Από το 1912 τα προμήθευαν οι κατασκευαστές και επιπλέον τα διάφορα εμφανή κουτιά (εργαλειοθήκες, γεννήτρια ασετιλίνης κτλ) που φαίνονται εξωτερικά του πλαισίου κρύβονται κατάλληλα. Με την εμφάνιση της ηλεκτρικής ανάφλεξης αυτή την περίοδο μετατρέπεται και ο φωτισμός σε ηλεκτρικό και χάνεται και η γεννήτρια ασετιλίνης.

ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ 19
Σχήμα 1.24. Opel Torpedo, 1912
Σχήμα 1.25. Premier Little Six του 1913, Winton Six του 1914
Στην Ευρώπη το πέρασμα απο το Torpedo Body στο συνεχόμενο (Streamline Body) γίνεται γρήγορα. Στο Σχήμα 1.24 φαίνεται το Opel Torpedo του 1912 με μια συνεχή κλίση από το αμάξωμα προς το καπό του κινητήρα. Την ίδια περίοδο τα φώτα θέσης βρίσκονται στον θώρακα που χωρίζει το χώρο του κινητήρα από το κυρίως σώμα του αμαξώματος όπως στο Premier Little Six του 1913, Σχήμα 1.25. Η επιφάνεια αυτή περιορίζεται σταδιακά όπως στο Winton Six του 1914 και καταργείται αργότερα όπως στο Kissel Kar του 1914, Σχήμα 1.26 ανοίγοντας το δρόμο για τα συνεχή αεροδυναμικά αμαξώματα που θα ακολουθήσουν. Την ίδια

20 ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ εποχή εμφανίζονται αυτοκίνητα που μεταφέρουν σε προηγούμενα χρόνια (Collonial Style) και διατηρούνται μέχρι το 1916-17, Σχήμα 1.26.
Σχήμα 1.26. Kissel Kar του 1914 πάνω και Chalmers Colonial Coupe κάτω
Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος επιτάχυνε την εξέλιξη του αυτοκινήτου. Λίγο –
πολύ, οι κατασκευαστές αυτοκινήτων, που προσωρινά, σαν μέρος της πολεμικής προσπάθειας, παρήγαγαν αντί για αυτοκίνητα κινητήρες αεροπλάνων, διδάχτηκαν πολλά γύρω από τη σχεδίαση, την παραγωγή και τα υλικά.
Μετά τον πόλεμο, όλο και περισσότερος κόσμος ζητούσε αυτοκίνητο ενώ πολλοί ήταν εκείνοι που είχαν τα μέσα να το προσφέρουν. Μέσα σε δύο δεκαετίες το αμερικανικό αυτοκίνητο κέρδισε την επανάσταση που είχε αρχίσει ο Φορντ. Η παραγωγή και η πώληση αυτοκινήτων έγινε ο κυριότερος τομέας της οικονομίας.

ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ 21
Το κλειστό αυτοκίνητο έπαψε να είναι προνόμιο των πλουσίων. Ενώ το 1920 τα περισσότερα αυτοκίνητα ήταν ανοικτά και οι επιβάτες προστατεύονταν από τον καιρό με καλύμματα από καραβόπανο, δέκα χρόνια αργότερα το Ντιτρόιτ κατασκεύαζε, σχεδόν αποκλειστικά, κλειστά αυτοκίνητα.
Στη δεκαετία του 1920 αναπτύχθηκαν επίσης οι μεγάλοι ευρωπαϊκοί οίκοι αυτοκινήτων όπως οι: Ώστιν, Μόρρις, Σίνγκερ, Φίατ, Σιτροέν και άλλοι που όλοι είχαν ιδρυθεί μεταξύ 1906 και 1919, υπό την επίδραση του Φορντ. Ο Γουίλιαμ Μόρρις στην Αγγλία και ο Αντρέ Σιτροέν στη Γαλλία, τέθηκαν επικεφαλής της Ευρωπαϊκής κίνησης προς τη μαζική παραγωγή. Η γενίκευση της χρήσης του αυτοκινήτου δεν είχε επικρατήσει ακόμη στην Ευρώπη, αλλά η ιδέα του μικρού αυτοκινήτου, γεννήθηκε με το Austin Seven, ένα μικρό αυτοκίνητο για τις μάζες το 1922, όταν το παρήγαγε ο Χέρμπερτ Ώστεν και το οικογενειακό, φτηνό αυτοκίνητο έγινε πραγματικότητα, Σχήμα 1.27.
Σχήμα 1.27. Austin Seven, 1922 Την ίδια εποχή, γενικεύτηκε η χρήση των μηχανικών φρένων και στους τέσσερις
τροχούς, αλλά στις Η.Π.Α., ο Σκώτος Μάκλολμ Λόουγκχεντ, ανέπτυξε το πιο αποτελεσματικό, σε σχέση με το προηγούμενο, υδραυλικό σύστημα. Μια άλλη καινοτομία εκείνου του καιρού, στις αρχές της δεκαετίας του 1920, ήταν η ανεξάρτητη μπροστινή ανάρτηση που παρουσίασε ο Βιντσέντσο Λάντσια το 1922 στην Ιταλία.
Μέχρι το 1927 παρατηρείται η εμφάνιση των πρώτων μεθόδων μαζικής παραγωγής για αυτοκίνητα με χαμηλό κόστος παραγωγής, που βρήκαν μια “ώριμη” αγορά, η οποία είχε δημιουργηθεί με τις συνθήκες της αφθονίας που επικρατούσε πριν το 1920. 'Έτσι, κατασκευάζεται ένας αριθμός αυτοκινήτων

22 ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ υψηλής ποιότητας και αντοχής που οφείλεται κύρια στη διαφοροποίηση των οικονομικών συνθηκών. Ανάμεσα στ' αυτοκίνητα αυτά περιλαμβάνονται φημισμένα ονόματα όπως το Royale της Buggati, το Phantom III της Rolls Royce, η Bentley και η Hispano - Suisa (Σχήμα 1.28). Αξιοσημείωτος είναι ο σχεδιασμός και η αποτελεσματικότητα των κύριων μηχανικών τμημάτων των αυτοκινήτων. Προστίθεται ποικιλία εξοπλισμού, όπως ραδιόφωνα, υαλοκαθαριστήρες, αναστρεφόμενα φώτα, αυτόματος ρυθμιστής στο καρμπυρατέρ (choke) και πολλές επιχρωμιωμένες διακοσμήσεις.
Σχήμα 1.28. Hispano-Suiza του 1925 με προσωρινό αμάξωμα για δοκιμές Από το 1920 περίπου και μετά, τα αυτοκίνητα αποκτούν κλειστό αμάξωμα, με
πόρτες και ανεμοθώρακες ασφαλείας και αρχίζουν να γίνονται χαμηλότερα και μακρύτερα με βελτίωση της ευστάθειας. Μακρύτερα αυτοκίνητα χρειάζονται μεγαλύτερο μεταξόνιο.
Η Mercedes του 1901 που φαίνεται στο Σχήμα 1.10 ήταν το πρώτο αυτοκίνητο που διέθετε πλαίσιο από πρεσσαριστό χάλυβα. Αυτή ήταν μια σημαντική καινοτομία που έμελλε ν'αλλάξει την μορφή του αυτοκινήτου στη συνέχεια. Τα πρώτα πλαίσια των αυτοκινήτων ήταν ξύλινα με μεταλλικές ενισχύσεις που δεν μπορούσαν να φέρουν μεγάλα στρεπτικά και δυναμικά φορτία. Έτσι το μεταξόνιο παραμένει μικρό και τ' αυτοκίνητα ψηλά. Το πρεσσαριστό χαλύβδινο πλαίσιο με μεταβλητή διατομή ανάλογα με τη θέση και το φορτίο δίνει τη δυνατότητα στους σχεδιαστές να εκμεταλλευτούν την στρεπτική και καμπτική ελαστικότητά του με αποτέλεσμα τα μακρύτερα πλαίσια. Με τον τρόπο αυτό οι επιβάτες κάθονται χαμηλότερα και το κέντρο βάρους της κατασκευής χαμηλώνει.
Μια πολύ σημαντική εξέλιξη έγινε στην Ιταλία. Η μέχρι τότε αντίληψη όλων των κατασκευαστών ήθελε το πλαίσιο και το αμάξωμα να αποτελούν εντελώς διαφορετικά τμήματα, ανεξάρτητα μεταξύ τους. Η Lancia, το 1922, δημιουργεί το μοντέλο Lambda με ενιαία κατασκευή για το αμάξωμα και το πλαίσιο, Σχήμα 1.29. Αντί το αμάξωμα να κατασκευαστεί πάνω στο πλαίσιο, ο κύριος σκελετός του αμαξώματος και το πλαίσιο κατασκευάστηκαν σε ένα ενιαίο σύνολο από πρεσσαριστό χάλυβα, στην οποία προστέθηκαν διαμορφωμένα τμήματα μικρού βάρους. Το αυτοκίνητο αυτό είναι το πρώτο που χρησιμοποιεί αυτοφερόμενο

ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ 23
πλαίσιο. Η καινοτομία αυτή θα αποδειχτεί πολύ σημαντική καθώς στο μέλλον όλες οι βιομηχανίες θα κατασκευάζουν αυτοκίνητα με ανάλογο τρόπο.
Σχήμα 1.29. Lancia Lambda του 1922 Το κραχ στα τέλη της δεκαετίας του 1920 προκάλεσε το κλείσιμο αρκετών
βιομηχανιών. Για τις βιομηχανίες λαϊκών αυτοκινήτων, η μαζική παραγωγή έγινε βασική προϋπόθεση για την επιβίωσή τους ενώ η τεχνική πρόοδος περιορίστηκε λόγω των επενδύσεων που απαιτούσε. Η σχεδίαση οπισθοχώρησε, όπως με την τάση για κοντύτερα μεταξόνια (για εξοικονόμηση υλικών) με συνέπεια την μετατόπιση του κινητήρα προς τα εμπρός και την τοποθέτηση του πίσω καθίσματος πάνω από τον πίσω άξονα.
Παρόλα αυτά, έγιναν μερικά αξιοσημείωτα βήματα προς τα εμπρός. Ο συγχρονισμός, που πρωτοπαρουσίασε στα 1928 η Cadillac για διευκόλυνση των αλλαγών ταχυτήτων, διαδόθηκε γρήγορα στην Ευρώπη. Στο Σχήμα 1.30 φαίνεται η Citroen του 1925 με ολόκληρο χαλύβδινο αμάξωμα. Μέχρι τότε τα αμαξώματα ήταν ξύλινα και πολλές φορές επενδεδυμένα με ύφασμα. Την ίδια εποχή γίνονται νέες ανακαλύψεις σε χρώματα και τεχνικές βαφής και αντισκωριακής προστασίας.

24 ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ
Σχήμα 1.30 Peugeot Quadrilette 1922, Tourer του 1928 και Citroen του 1925
Τα χαλύβδινα αμαξώματα είχαν δύο σοβαρά προβλήματα: Θόρυβο από συντονισμό και σκουριά. Τα μονωτικά και αντιδιαβρωτικά υλικά και τεχνικές που

ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ 25
ανακαλύπτονται βοηθούν στην ποιοτική παραγωγή αυτών των αυτοκινήτων. Παράλληλα με την παραγωγή των χαλύβδινων αμαξωμάτων αναπτύσσεται και η κατασκευή νέων μηχανών κοπής και διαμόρφωσης των χαλύβδινων τμημάτων των αμαξωμάτων. Το ίδιο συμβαίνει και με τις μεθόδους συγκόλλησης και συναρμολόγησης.
Μια σημαντική εξέλιξη γίνεται στον τομέα των ελαστικών μετά το 1920: γίνονται φαρδύτερα και σχεδιάζονται να λειτουργούν σε χαμηλότερες πιέσεις. Έτσι τα οχήματα αποκτούν μεγαλύτερη επαφή με την επιφάνεια του δρόμου, με περισσότερο ομοιόμορφη πίεση, εξασφαλίζοντας έτσι και περισσότερη άνεση.
1.4 Η εποχή του στύλ και της άνεσης από το 1927 μέχρι το 1956 Το 1927 είναι η χρονιά που το τελευταίο Ford Model T φεύγει από τη γραμμή
παραγωγής. Γίνεται η σύγκρουση των φιλοσοφιών του Henry Ford και του Alfred Sloan της General Motors. Ο Ford έχει αποδείξει ότι μπορεί να σχεδιάσει ένα καλό προϊόν, να αναπτύξει μια αποδοτική βιομηχανική παραγωγή και να δημιουργήσει το κατάλληλο κλίμα στην αγορά διατηρώντας για χρόνια τις πωλήσεις σε ύψη ρεκόρ και με ανταγωνιστική τιμή. Όλα αυτά έγιναν με την προσωπική του επίβλεψη και οι τελικές αποφάσεις χρειάζονται την έγκρισή του.
Σχήμα 1.31 Laurent Clement 1926, Duesenberg (Murphy) του 1931 και Ford του
1935 κάτω.

26 ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ Από την άλλη μεριά ο Alfred Sloan εγκαθιδρύει ένα αποκεντρωμένο οργανισμό
με ξεχωριστά τμήματα σχεδιασμού, παραγωγής και πωλήσεων. Η ευελιξία αυτή επέτρεψε στην General Motors να πάρει ηγετική θέση στην αγορά κάνοντας συνεχείς βελτιώσεις στα προϊόντα της. Στην παγκόσμια αυτοκινητοβιομηχανία παρατηρούνται δύο κύριες τάσεις: Η Αμερικανική θέλει τα αυτοκίνητα φτιαγμένα με μεγάλες ιπποδυνάμεις και πολυτελή, ενώ η Ευρωπαϊκή δείχνει προτίμηση σε μικρά και λιτά αυτοκίνητα. Κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1930 σχεδιάζονται και διαδίδονται τα αυτοκίνητα κλειστού τύπου, ενώ παρατηρείται και μια εξομάλυνση στις γραμμές του αμαξώματος (Σχήμα 1.31).
Σχήμα 1.32 Mercedes-Benz 1933
Σχήμα 1.33 Η Citroen Traction Avant του 1934 με κίνηση εμπρός αποτέλεσε
ένα πρωτοποριακό αυτοκίνητο με ενιαίο πλαίσιο-αμάξωμα

ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ 27
Σχήμα 1.34 Opel Olympia 1935, Vauxhall 1937 και Cord του 1936-37 κάτω

28 ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ Παράλληλα με την διάδοση του μεταλλικού αμαξώματος εμφανίζεται και η
ανάπτυξη των υδραυλικών πρεσσών για τη διαμόρφωση των τμημάτων του αμαξώματος. Μια σπουδαία πρόοδος στο τέλος της δεκαετίας του 20 είναι η δημιουργία της πρώτης πρέσσας φύλλου λαμαρίνας από τον Artz στη Γερμανία. Το σύστημα του Artz εφαρμόζει υδραυλική πίεση σε καλούπι επί φύλλου λαμαρίνας που συγκρατείται στα άκρα. Η αρχική ιδέα βελτιώθηκε στα 1930 με χρήση αρσενικού και θηλυκού καλουπιού, όπως γίνεται και σήμερα. Αυτή η ανακάλυψη άνοιξε την πόρτα για την ταχεία παραγωγή χαλύβδινων πανομοιότυπων τμημάτων αμαξωμάτων. Όμως, αυξήθηκε το κόστος των εγκαταστάσεων με συνέπεια την αλλαγή των οικονομιών κλίμακας των επιχειρήσεων παραγωγής αυτοκινήτων.
Η δυνατότητα διαμόρφωσης σύνθετων πανέλων αμαξωμάτων έφερε και μείωση του αριθμού κομματιών. Έτσι, ενώ ένα Ευρωπαϊκό αυτοκίνητο χρειαζόταν περί τα 500 κομμάτια για την κατασκευή του, μετά το 1930 περιορίσθηκαν σε 120. Την ίδια εποχή εισάγεται η χρήση πηλού για τα μοντέλα και το νέο επάγγελμα των σχεδιαστών αυτοκινήτων που λέγονται και στυλίστες (stylists) δίνει πολλές νέες στρογγυλεμένες μορφές. Οι μορφές αυτές μπορούν να υλοποιηθούν με τα νέα καλούπια διαμόρφωσης των εξωτερικών πανέλων. Ένας από τους κύριους στόχους των σχεδιαστών είναι η εξομάλυνση και τελειοποίηση των λεπτομερειών του αμαξώματος, περιορίζοντας τις ασυνέχειες στα διάφορα τμήματα, που για πρακτικούς λόγους εθεωρούντο ικανοποιητικοί μέχρι τότε. Με τον τρόπο αυτό αρχίζουν να εκλείπουν στοιχεία χαρακτηριστικά της προσωπικότητας και του χαρακτήρα που ξεχώριζαν τους διάφορους κατασκευαστές μεταξύ τους.
Στο Σχήμα 1.34 φαίνεται το Opel Olympia του 1935 που είναι το πρώτο αυτοκίνητο προσιτό σε λαϊκά στρώματα με ενιαίο πλαίσιο-αμάξωμα. Το Vauxhall του 1937 είναι το πρώτο αυτοκίνητο με ενιαίο πλαίσιο-αμάξωμα που κατασκευάσθηκε στην Αγγλία. Τα αυτοκίνητα αυτά ανήκαν σε εταιρείες της General Motors στην Ευρώπη. Το ελαφρό και καλοφτιαγμένο Opel Olympia αποτέλεσε το πιο καλομελετημένο αυτοκίνητο του είδους στην Ευρώπη και αντιγράφηκε ακριβώς απο τη Renault. Εξελίχθηκε σε Kadett και οι Σοβιετικοί μετά την απελευθέρωση το μετέτρεψαν σε Moskvitch. Στο ίδιο σχήμα φαίνεται το Cord του 1936-37 που αποτελεί τυπικό δείγμα της αμερικανικής σχολής της ίδιας περιόδου.
Τα πλαίσια την εποχή αυτή αποκτούν πιο συγκεκριμένη μορφή και λειτουργικότητα. Η διάδοση των κλειστών αμαξωμάτων βελτιώνει την λειτουργικότητά τους ενώ τα αυτοκίνητα γίνονται πιο ασφαλή. Το πλαίσιο εξακολουθεί να χρησιμεύει κατά μεγάλο ποσοστό μόνο για την στήριξη των μηχανικών μερών ενώ η βελτίωση της ασφάλειας των αμαξωμάτων είναι μάλλον φυσιολογικό γεγονός που προέρχεται από την γενική πρόοδο του σχεδιασμού. Εξάλλου δεν υπάρχουν ακόμα οι μεγάλες επιδόσεις, ούτε το μεγάλο πλήθος των τροχοφόρων και τα ατυχήματα είναι περιορισμένα. Επίσης, δεν έχει αρχίσει ο ευρύς διαχωρισμός των οχημάτων σε κατηγορίες ανάλογα με το σκοπό που προορίζονται (σπορ, οικογενειακά κτλ). Το αυτοκίνητο μέχρι τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο χρησιμοποιείται αποκλειστικά για τον σκοπό που εφευρέθηκε: την βελτίωση των συνθηκών μεταφοράς. Έτσι οι διάφοροι κατασκευαστές δίνουν προτεραιότητα στη βελτίωση των μηχανικών μερών και αγνοούν την λειτουργικότητα του πλαισίου.
.

ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ 29
Σχήμα 1.35. Buggati και Cadillac του 1930 και Cadillac Victoria του 1933.

30 ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ Στην Ευρώπη και την Αμερική τα πολυτελή αυτοκίνητα ακολουθούν τις
παραδοσιακές τεχνικές στην κατασκευή τους αλλά και το σχεδιασμό. Στο Σχήμα 1.35 φαίνονται οι Buggati και Cadillac του 1930 και η Cadillac του 1934 ενώ στο Σχήμα 1.36 τα Talbot Τ26 του 1947 και Allard M81του 1949. H Bayerische Motoren-Werke A.G. με ειδίκευση στους αεροπορικούς κινητήρες, κατασκευάζει το πρώτο αυτοκίνητο B.M.W., που αποτελεί αντιγραφή του Austin Seven, με κινητήρα 18 ίππων και με εμπορικό όνομα "Wartburg". Το πρώτο αυθεντικό σχέδιο της εταιρείας εμφανίζεται το 1931, με κινητήρα 788 κ.εκ.
Σχήμα 1.36 Talbot Τ26 1947 και Allard M81, 1949.
Στη δεκαετία του 1930, στην Αμερική αναπτύσσονται μεγάλοι αργόστροφοι
κινητήρες, συχνά V8 ενώ αντίθετα, στην Ευρώπη, το υψηλότερο κόστος επέβαλλε την κατασκευή μικρότερων και πιο αποδοτικών κινητήρων. Η πιο σημαντική χρονιά για την Ευρώπη, στάθηκε πιθανότατα το 1938, όταν ο Αδόλφος Χίτλερ παρουσίασε το αυτοκίνητο του Δρα Φερντιναντ Πορς, «KDF», που αργότερα έγινε το γνωστό

ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ 31
«σκαθάρι» της V.W. το Ευρωπαϊκό αυτοκίνητο με τις περισσότερες πωλήσεις, Σχήμα 1.37.
Σχήμα 1.37 Volkswagen 1938 Το 1936 παράγεται το μικρότερο αυτοκίνητο του κόσμου. Το Fiat 500 είναι
μικρότερο από το Austin Seven του 1920 με μήκος 3,2 μ., πλάτος 1,2 μ., με τετρακύλινδρο κινητήρα 500 cc ισχύος 13 HP και τελική ταχύτητα 85 Km/h, Σχήμα 1.38.
Σχήμα 1.38 Fiat 500 Topolino, 1936. Στο χρονικό διάστημα μεταξύ των δύο πολέμων παρουσιάζονται πολλές
εταιρίες που φτιάχνουν ηλεκτρικά αυτοκίνητα, κυρίως στην Ευρώπη, όμως οι προσπάθειες αυτές αποτυγχάνουν. Στη διάρκεια του δεύτερου παγκόσμιου

32 ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ πόλεμου η παραγωγή περιορίζεται αρκετά γιατί τόσο οι απαραίτητες πρώτες ύλες, όσο και το επιστημονικό δυναμικό απορροφούνται από τον πόλεμο. Όταν μετά τον πόλεμο η παραγωγή επανέρχεται στον κανονικό της ρυθμό τα αυτοκίνητα παρουσιάζονται μακρύτερα, βαρύτερα και απλούστερα, έχουν περισσότερες καμπύλες στο εξωτερικό τους και γενικά είναι πιο κομψά. Ωστόσο, είναι αρκετά όμοια με τα προπολεμικά και περνούν αρκετά χρόνια έως ότου τα εργοστασιακά συγκροτήματα επεξεργαστούν την παραγωγή πραγματικά νέων σχεδίων. Ένα από τα πιο πετυχημένα σχέδια αυτοκινήτων είναι το Nash του 1951 που φαίνεται στο Σχήμα 1.40.
Μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο που άρχισαν να εμφανίζονται τα πρώτα νέα μοντέλα, πολλά πράγματα στο σχεδιασμό και την παραγωγή άλλαξαν. Τα ξεχωριστά πλαίσια και αμαξώματα είχαν αντικατασταθεί από ενιαία σύνολα, για εξοικονόμηση υλικών και διευκόλυνση της παραγωγής. Έτσι, όμως, οι επισκευές έγιναν πιο δαπανηρές και καθώς η ανανέωση των εργαλειομηχανών του εργοστασίου ήταν πολυδάπανη, οι αλλαγές μοντέλων ή «μικροβελτιώσεις» στοίχιζαν περισσότερο.
To 1949 το Fiat 500 γίνεται τετραθέσιο σε έκδοση στέϊσον βάγκον (Giardiniera) και με επικεφαλής βαλβίδες στον κύλινδρο και ψύξη νερού με βαρύτητα αποκτά ισχύ 16 HP και τελική ταχύτητα 95 Km/h, Σχήμα 1.39.
Σχήμα 1.39 Fiat 500 Β C unificata, μοντέλο 1949, Πάτρα 1975 Η ανεξάρτητη μπροστινή ανάρτηση, που είχε αρχίσει να διαδίδεται
προπολεμικά, γενικεύτηκε, και η εξάλειψη του εγκάρσιου μπροστινού άξονα επέτρεψε την μετατόπιση του κινητήρα προς τα εμπρός, σε όφελος του χώρου των επιβατών. Η άνεση των πίσω επιβατών βελτιώθηκε με την μετακίνηση του πίσω καθίσματος προς τα εμπρός, που μέχρι τότε ήταν τοποθετημένο πάνω από τον πίσω άξονα, και η χωρητικότητα του χώρου αποσκευών αυξήθηκε επίσης. Το ύψος του αυτοκινήτου μειώθηκε με το χαμήλωμα των καθισμάτων που προκλήθηκε από την μετατόπιση του κινητήρα προς τα εμπρός και η εσωτερική ευρυχωρία

ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ 33
αυξήθηκε με την εμφάνιση των υποειδών γωνιακών διαφορικών που επέτρεψαν να τοποθετηθεί χαμηλότερα ο κεντρικός άξονας μεταδόσεως, με συνέπεια το χαμήλωμα του πατώματος και τον περιορισμό των διαστάσεων του κεντρικού τούνελ.
Σχήμα 1.40. Nash Statesman Super 1951, Tucker του 1947 και Cadillac του 1948.

34 ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ
Σχήμα 1.41 Chevrolet Fleetmaster 1947 και Oldsmobile Dynamic 76 1948 Πολλά από τα νέα μοντέλα έχουν ισχυρούς κινητήρες υψηλής συμπιέσεως.
Στον τομέα των αναρτήσεων γίνεται σημαντική πρόοδος καθώς εμφανίζεται η ανεξάρτητη ανάρτηση στους μπροστινούς τροχούς. Χρησιμοποιούνται καμπύλα τζάμια εμπρός και ανοίγεται μεγάλο παράθυρο στο πίσω μέρος με σημαντική αύξηση της ορατότητας. Στις Η.Π.Α παρουσιάζονται το 1948 από την εταιρία Goodrich τα ελαστικά χωρίς αεροθαλάμους.

ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ 35
Η επίδραση της ιταλικής γραμμής στη σχεδίαση αμαξωμάτων ήταν σημαντική, όταν ξανάρχισε η παραγωγή αυτοκινήτων το 1946. Ο πιο γνωστός σχεδιαστής ήταν ο Πινινφαρίνα, ο οποίος καθιέρωσε την ιταλική γραμμή, που χαρακτηριζόταν από χάρη, ελαφρότητα στις γραμμές και τις διαστάσεις και ελάχιστη χρήση διακοσμητικών.
Το 1947 παρουσιάζεται το Tucker Torpedo, Σχήμα 1.40, ένα φουτουριστικό μοντέλο με περιστρεφόμενο κεντρικό προβολέα. Μόνο 51 οχήματα παράγονται (από τα οποία πολλά κυκλοφορούν ακόμα). Η προσπάθεια του Tucker απέτυχε, παρά το γεγονός ότι είχε συγκεντρώσει 25 εκατομμύρια δολάρια για να ξεκινήσει και απέσπασε θετικά σχόλια από τον αρχιμηχανικό της G. M. Το αυτοκίνητο θεωρήθηκε πραγματικά πρωτοποριακό για την εποχή του, με κινητήρα ελικοπτέρου στο πίσω μέρος, δισκόφρενα παντού, ανεξάρτητη ανάρτηση και άλλες πρωτοποριακές εφαρμογές ακόμα και για σήμερα. Η Cadillac αποκτά πτερύγια, εμπνευσμένη από το καταδιωκτικό της Λόκχιντ P-38 Lightning, ξεκινώντας έτσι τη μόδα των πτερυγίων, Σχήμα 1.40. H G. M. εισάγει τους καμπυλωτούς ανεμοθώρακες, με αποτέλεσμα καλύτερο πεδίο όρασης του οδηγού και μειωμένες αντανακλάσεις. Επίσης, εισάγεται η χρήση αυτόματων κιβωτίων με μετατροπείς ροπής.
Σχήμα 1.42 Studebaker του 1950.
Στην αρχή της δεκαετίας του 50 στην Αμερική εμφανίζεται το Studebaker, με εμφανή την απομίμηση της εικόνας κινητήρα αεροσκάφους jet, Σχήμα 1.42. Πολλοί υποψήφιοι αγοραστές που θα ήθελαν να ήταν πιλότοι αεροσκαφών στον πόλεμο, γέμισαν τις εκθέσεις που πωλούσαν Studebakers. Οι πωλήσεις γνώρισαν δόξες το 1950 αλλά άρχισαν να πέφτουν δραματικά μετά το χρόνο αυτό. Η εταιρεία αποφάσισε να κάνει μια σημαντική στροφή στο σχεδιασμό και επέλεξε ένα πρωτοποριακό σχήμα για την εποχή. Το στύλ που επιλέχθηκε του δίθυρου μοντέλου του 1953 (Σχήμα 1.43) αποτέλεσε μια νέα σελίδα στο σχεδιασμό στις ΗΠΑ.

36 ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ
Σχήμα 1.43. Studebaker του 1953 coupe και sedan και Fiat του 1947
Έμοιαζε πολύ με το Fiat του 1947 της ιταλικής σχολής του Pinin Farina
προσαρμοσμένο βέβαια στις αισθητικές αντιλήψεις που είχαν αναπτυχθεί πέρα από τον Ατλαντικό. Το Fiat του 1947 και το Studebaker του 1953 έδωσαν μια δραματικά απλή σχεδιαστική γραμμή που θα την ξαναδούμε με μικρές παραλλαγές στη δεκαετία του 90 με το Peugeot 406 coupe.σχεδιασμένο κι αυτό από τον Pinin

ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ 37
Farina. Ο προσεκτικός παρατηρητής θα ξεχωρίσει την ομοιότητα ακόμα και στις γραμμές που ξεκινούν από τη βάση του ανεμοθώρακα και συγκλίνουν στο εμπρόσθιο μέρος προς τη γρίλια του ψυγείου και στο Fiat του 1947 και στο Peugeot 406 του 1997, Σχήμα 1.44. Αν και πρωτοπόρο στη γραμμή το μοντέλο του 1953 οι πωλήσεις της Studebaker δεν μπόρεσαν να ξαναβρούν το ρυθμό τους και ίσως αυτό να οφείλεται στο ότι το νέο μοντέλο δεν κατόρθωσε να εξάψει την φαντασία των καταναλωτών όπως ο πρόγονός του.
Σχήμα 1.44. Peugeot 406 coupe, 1997

38 ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ
Σχήμα 1.45. Chevrolet του 1951 Στην δεκαετία του 1950 τοποθετούνται για πρώτη φορά υδραυλικά συστήματα
διεύθυνσης, διπλά φώτα και βελτιώνεται η στεγανοποίηση του αμαξώματος με την χρησιμοποίηση ελαστικών στοιχείων (τσιμούχες). Καθιερώνεται το σχήμα των τριών όγκων για τα περισσότερα μεσαία αυτοκίνητα. Η Chevrolet του 1951 αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα (Σχήμα 1.45). Όπως είναι φανερό το αυτοκίνητο όπως διαμορφώνεται σχεδιαστικά και αισθητικά δεν προορίζεται να ικανοποιεί μόνο τις ανάγκες μεταφοράς και προστασίας των επιβατών από τις καιρικές συνθήκες. Ο κινητήρας του πολλαπλασιάζει την φυσική ισχύ του οδηγού του μερικές εκατοντάδες φορές και του επιτρέπει να ξεχύνεται σαν εξαγριωμένος ταύρος στους αυτοκινητόδρομους, τρομοκρατώντας τον κόσμο με τη δύναμή του. Η υπερβολική αυτή ισχύς του δίνει αυτοπεποίθηση να εφορμήσει στα άλλα αυτοκίνητα μέσα στην κυκλοφορία, ενώ με τη μεγέθυνση της εμφάνισής του δείχνει ευημερία και κοινωνική καταξίωση στους γείτονές του.
Το αυτοκίνητο αποτελεί έμμεσα και μέσο σεξουαλικής έκφρασης, αν και οι συμβολισμοί που περνάει είναι συνήθως αμφισβητήσιμοι και συχνά αντιφατικοί. Το αυτοκίνητο αποτελεί την προέκταση του ιδιοκτήτη του ενώ συγχρόνως αποτελεί ένα ξεχωριστό αντικείμενο. Ένα μακρύ καπώ κινητήρα μπορεί να συμβολίζει ένα φυσικό φαλλικό σύμβολο αλλά την ίδια στιγμή οι ψυχολόγοι βρίσκουν ότι το αυτοκίνητο μπορεί να συμβολίζει τη θαλπωρή της μήτρας της μητέρας μέσα στο στρογγυλεμένο αμάξωμά του. Αυτός ο τελευταίος συμβολισμός είχε συνδυασθεί με Κάντιλλακ χρώματος μπορντώ με κλιματισμό.
Για τον ιδιοκτήτη το αυτοκίνητο μπορεί να αποτελεί συγχρόνως ένα ξεχωριστό αντικείμενο και την προέκταση του εαυτού του. Εάν ίσχυε μόνο το πρώτο, τα κλασσικά αισθητικά στερεότυπα θα ήταν αρκετά για τον σχεδιαστή-στυλίστα. Όμως, η προηγούμενη πείρα είχε δείξει ότι οι διακρίσεις στον τομέα της εμφάνισης και του στύλ δεν συνοδεύονταν και από αντίστοιχη αποδοχή του κοινού. Για να πετύχει στην αγορά πρέπει η μορφή του αυτοκινήτου να εμπεριέχει και τη συμβολική του έκφραση, που ίσως να αποτελεί ένα σημαντικότερο παράγοντα από

ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ 39
την συνηθισμένη μορφή και αισθητική. Στις αρχές της δεκαετίας του 50 τα αυτοκίνητα της General Motors, Buick,
Oldsmobile και Cadillac αφομοίωσαν με μεγάλη επιτυχία τους κανόνες του συμβολισμού που προαναφέραμε. Η Buick του 1950, Σχήμα 1.46 αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα. Λίγα αυτοκίνητα έχουν σχεδιαστεί με τρόπο που να τρομοκρατούν τον κόσμο περισσότερο απ’ αυτό. Η φοβερή φυσιογνωμία του δείχνει λες και κάτω από ένα χρωμιωμένο χείλος, ένα τεράστιο στόμα να προσπαθεί να διαστείλει περισσότερο τη μεταλλική επιφάνεια που το περιβάλλει για να γίνει πλατύτερο. Πάνω στο άνοιγμα, σαν δόντια προϊστορικού τέρατος φαίνονται οι γρίλιες, ενώ τα στοιχεία του προφυλακτήρα δημιουργούν την αίσθηση πολιορκητικού κριού. Οι προφυλακτήρες σχεδιάζονται με τρόπο που να δίνουν την αίσθηση της άμυνας και προστασίας από σύγκρουση με άλλο αντικείμενο. Στην Buick του 1950 συμβαίνει το αντίθετο. Τα κυλινδρικά στοιχεία στον προφυλακτήρα που μοιάζουν με σφυριά, φαίνονται σαν να πρόκειται να επιβάλουν δύναμη σε κάποιο άλλο αντικείμενο, σαν να πρόκειται να επιτεθούν.
Σχήμα 1.46 Buick Series 40, και Buick Coupe 1950

40 ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ Μια σημαντική εξέλιξη γίνεται με την χρησιμοποίηση στην κατασκευή του
αμαξώματος της Chevrolet Corvette του 1953 υαλοβάμβακα ενισχυμένου με ρητίνη. Το ίδιο υλικό χρησιμοποιήθηκε το 1955 στην οροφή του Citroen DS 19, Σχήμα 1.47. Έτσι ελαττώνεται σημαντικά το βάρος και αυξάνεται η αντοχή σε διάβρωση, συγχρόνως όμως ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο στην έρευνα για την χρησιμοποίηση άλλων προηγμένων υλικών (όπως συνθέτων υλικών) στην κατασκευή πλαισίων και αμαξωμάτων. Η βελτίωση των καυσίμων και των συστημάτων τροφοδοσίας και η εξέλιξη των κινητήρων σε συνδυασμό με τα προηγούμενα δίνει καλύτερο λόγο ισχύος προς βάρος και έτσι βελτιώνονται οι επιδόσεις των αυτοκινήτων: επιτάχυνση, ταχύτητα, κράτημα στο δρόμο και φρενάρισμα. Μισό αιώνα από τότε που ο Lanchester ανακάλυψε τα δισκόφρενα, αυτά γίνονται επιτέλους αποδεκτά και αντικαθιστούν σε πολλές περιπτώσεις τα φρένα τύπου τυμπάνου. Επίσης, το 1953 καθιερώνονται τα ειδικά ελαστικά τύπου ράντιαλ που χρησιμοποιούνται όμως στην αρχή μόνο στα αυτοκίνητα υψηλών επιδόσεων λόγω του μεγάλου κόστους τους.
Σχήμα 1.47 Chevrolet Corvette, 1954, Citroen DS 19, 1954.

ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ 41
Σχήμα 1.48 Fiat 1100d 1953 Vespa 400 1960 και BMW 600 1958.

42 ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ
Σχήμα 1.49 Oldsomobile Dynamic 76 1948 και Cadillac Elvis 1956
Σχήμα 1.50 Panhard Dyna του 1954 με αμάξωμα αλουμινίου και εκπληκτικές επιδόσεις οικονομίας.

ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ 43
Μια σημαντική εξέλιξη στον τομέα των κινητήρων γίνεται με την ανακάλυψη του
κινητήρα Wankel, το 1957, στον οποίο τα έμβολα και ο στροφαλοφόρος άξονας αντικαθιστώνται από ένα περιστρεφόμενο ρότορα με τρεις λοβούς στην περιφέρεια του. Τα πλεονεκτήματα αυτού του κινητήρα έναντι των συμβατικών είναι το χαμηλό βάρος, η μεγάλη ισχύς εξόδου, ομαλή λειτουργία χωρίς θόρυβο και κραδασμούς και ο μικρός χώρος που καταλαμβάνει. Ένα σοβαρό μειονέκτημα είναι η μικρή διάρκεια ζωής των λοβών του κινητήρα, πράγμα που τον έκανε να μην βρει ευρεία εφαρμογή.
Σχήμα 1.51 Giulietta Spider Veloce 1959 και Rover 100 του 1961. Μετά το 1960 ο σχεδιασμός των αυτοκινήτων επηρεάζεται κατά πολύ από το
αυξανόμενο ενδιαφέρον για την ασφάλεια του οδηγού και των επιβατών, καθώς

44 ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ επίσης και για τον περιορισμό της ολοένα αυξανόμενης μόλυνσης του περιβάλλοντος. Γίνεται έτσι επιτακτική η σχεδίαση του πλαισίου και του αμαξώματος με γνώμονα την ασφάλεια. Σε πολλά κράτη θεσπίζονται κανονισμοί και προδιαγραφές που αφορούν στους παράγοντες ασφαλείας αλλά και τον περιορισμό της ρύπανσης του περιβάλλοντος. Παράλληλα, με τις βελτιώσεις αυτές τα αυτοκίνητα γίνονται πιο άνετα για τους επιβάτες και διευκολύνεται ο χειρισμός τους.
1.5 Η νεώτερη εποχή της ανάπτυξης του αυτοκινήτου Ενώ το μέγεθος του μέσου αμερικανικού αυτοκινήτου αυξανόταν συνεχώς
από το 1940 μέχρι το 1960 και η μορφή του γινόταν όλο και πιο παράδοξη, ορισμένοι έδειξαν προτίμηση για μικρότερα αυτοκίνητα με απλές γραμμές. Η επιτυχία του γερμανικού Φολκσβάγκεν και άλλων μικρών αυτοκινήτων ανάγκασε τους αμερικανούς κατασκευαστές να στραφούν στην παραγωγή μικρότερων αυτοκινήτων, που τα ονόμασαν Κόμπακτ. Και αυτά όμως ήταν μεγαλύτερα από τα ευρωπαϊκά, και δεν μπόρεσαν να περιορίσουν την αύξηση της εισαγωγής ξένων αυτοκινήτων. Γύρω στο 1965 έκαναν την εμφάνισή τους τα μοντέλα Φάστμπακ με τη χαρακτηριστική κουπέ γραμμή τους στο πίσω μέρος. Τα Φάστμπακ ήταν αρκετά πολυτελή και έμοιαζαν περισσότερο με τα ευρωπαϊκά αυτοκίνητα. Στην Ευρώπη καθώς και την Ιαπωνία, που έγινε σημαντική παραγωγός χώρα από το 1960, το μικρό αυτοκίνητο είναι αυτό που κυριαρχεί.
Με την αρχή της δεκαετίας του 1970 το αυτοκίνητο μπαίνει σε μια καινούργια περίοδο της ιστορίας του. Η ανάπτυξη της Ιαπωνικής βιομηχανίας και ο ανταγωνισμός της με την Ευρωπαϊκή και την Αμερικάνικη επιταχύνουν και πολλαπλασιάζουν τις εξελίξεις στο χώρο του αυτοκινήτου. Οι νέες τεχνολογίες, η δημιουργία νέων εργαλειομηχανών και η αυτοματοποίηση της παραγωγής δίνουν την δυνατότητα για την παραγωγή πολλών και διαφορετικών μοντέλων. Η αυτόματη μετάδοση κινήσεως, τα υδραυλικά φρένα και το υδραυλικό σύστημα διεύθυνσης γίνονται συνηθισμένα συστήματα, ενώ θέρμανση και εξαερισμός περιλαμβάνεται στον εξοπλισμό ακόμα και των μικρών, φτηνών αυτοκινήτων. Η ανάπτυξη της τεχνολογίας βελτίωσε το αυτοκίνητο στους τομείς της άνεσης, της ασφάλειας, της οδικής συμπεριφοράς και των επιδόσεων.
Παράγοντες άγνωστοι μέχρι τότε, όπως για παράδειγμα η αεροδυναμική και η εργονομία, αρχίζουν και παίζουν σημαντικό ρόλο στην σχεδίαση των οχημάτων. Έτσι εμφανίζονται περισσότερο καμπυλόγραμμα περιγράμματα και μια τάση να δοθεί "σφηνοειδής" μορφή. Η εργονομική σχεδίαση είναι δεδομένη για κάθε όχημα που θέλει να έχει φιλοδοξίες στην αγορά. Το πλήθος των νέων μοντέλων δημιουργεί ιδιαίτερες απαιτήσεις στο κοινό, αφού έχει πολλά περιθώρια επιλογής. Οι κατασκευαστές για να διευρύνουν την αγορά δίνουν έμφαση στα αυτοκίνητα ειδικών χρήσεων και δημιουργούν πολλές κατηγορίες που ξεχωρίζουν από τον κυβισμό, το μέγεθος, τον προορισμό, κτλ.
Τα περισσότερα αμαξώματα κατασκευάζονται σε σύγχρονες πρέσες και είναι αυτοφερόμενα. Οι κινητήρες εξελίχτηκαν και παρέχουν σημαντικές ιπποδυνάμεις και έτσι το πλαίσιο απέκτησε ένα επιπλέον δύσκολο ρόλο: να κρατήσει με την βοήθεια των υπόλοιπων μηχανικών μερών (αναρτήσεις, φρένα, ελαστικά) το αυτοκίνητο σε ακριβή τροχιά στο δρόμο. Σχεδιάζονται έτσι πλαίσια και αμαξώματα που συνδυάζουν ικανοποιητικά την ασφάλεια, την λειτουργικότητα και την

ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ 45
ποιότητα κατασκευής. Η συνεχής έρευνα στον τομέα των αναρτήσεων οδήγησε σε ενεργητικά συστήματα “έξυπνων” αναρτήσεων που εξασφαλίζουν μεγάλη ενεργητική ασφάλεια διατηρώντας την πρόσφυση των τροχών του οχήματος στον δρόμο. Το ίδιο συμβαίνει και στον τομέα των ελαστικών. Σήμερα τα ελαστικά είναι ικανά να ανταπεξέλθουν στις δυσκολότερες καιρικές συνθήκες αλλά και συνθήκες οδήγησης.
Σχήμα 1.52 Peugeot 403, 404, 405. Η εξέλιξη της μορφής στις δεκαετίες του 60, 70 και 80.

46 ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ
Στην παραγωγή αυτοκινήτων ο ρυθμός με τον οποίο παράγονται νέα μοντέλα είναι σχεδόν διπλάσιος από αυτόν της προηγούμενης δεκαετίας. Οι νέες τεχνικές σχεδίασης και βιομηχανικής παραγωγής έχουν μειώσει το χρόνο από την απόφαση για παραγωγή ενός αυτοκινήτου μέχρι την ώρα που αυτό ξεκινά για τον καταναλωτή. Το αυτοκίνητο έχει γίνει εξαιρετικά προσιτό στον καθένα. Άμεσες συνέπειες αυτού είναι η υπερβολική αύξηση του αριθμού των αυτοκινήτων που κυκλοφορούν, ιδιαίτερα στα μεγάλα αστικά κέντρα, η αύξηση των τροχαίων ατυχημάτων και η ρύπανση του περιβάλλοντος. Οι αυτοκινητοβιομηχανίες και οι κυβερνήσεις, προβλέποντας τα προβλήματα αυτά, άρχισαν εδώ και δέκα περίπου χρόνια να δίνουν προτεραιότητα στο σχεδιασμό οχημάτων με έμφαση στην ασφάλεια, την προστασία του περιβάλλοντος και την ποιότητα. Το αυτοκίνητο από την ημέρα που ανακαλύφθηκε μέχρι σήμερα έχει αλλάξει ριζικά. Το αυτοκίνητο αποτελεί ένα σύνθετο τεχνολογικό προϊόν που άλλαξε τον τρόπο ζωής του σύγχρονου ανθρώπου αλλά και τη μορφή της βιομηχανικής παραγωγής και των διαδικασιών.
Η οδική ασφάλεια έχει προσδιορισθεί με διαφορετικούς τρόπους μέσα στα χρόνια, κάθε επόμενη γενιά μηχανικών αντιμετωπίζει το καθήκον να βελτιώνει τις προσπάθειες των προηγούμενων. Στις αρχές της νεώτερης εποχής της αυτοκίνησης η οδική ασφάλεια εθεωρείτο αποκλειστική ευθύνη του οδηγού. Οι κατασκευαστές αυτοκινήτων πίστευαν ότι είχαν εφοδιάσει τον οδηγό με όλα τα απαραίτητα όργανα για να οδηγεί με ασφάλεια, δηλαδή αξιόπιστα και ανθεκτικά φρένα, σύστημα διεύθυνσης, φώτα, τροχούς και αναρτήσεις. Ο οδηγός είχε τη δυνατότητα να τα χρησιμοποιήσει με τρόπο που να διασφαλίζεται η οδική ασφάλεια του ίδιου και των επιβατών του δικού του αλλά και των άλλων οχημάτων, πεζών και δικυκλιστών.
Τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες έχουν γίνει μεγάλα βήματα προόδου για τη βελτίωση τόσο της ενεργητικής, όσο και της παθητικής ασφάλειας. Χαρακτηριστικά αναφέρονται η χρησιμοποίηση ανδρείκελων δυναμικών δοκιμών συγκρούσεων το 1950. Τα ανδρείκελα αυτά τελειοποιήθηκαν το 1955. Αυτορρυθμιζόμενα ταμπούρα, ασφαλέστερα ελαστικά χωρίς αεροθαλάμους, σπογγώδη καλύμματα του πίνακα οργάνων για την αποφυγή τραυματισμών, δισκόφρενα, ζώνες ασφαλείας, ασφαλιζόμενη διπλή μανδάλωση θυρών, ασφάλεια παιδιών στις πίσω θύρες, αντιθαμβωτικό οπίσθιου παραθύρου, προσκέφαλα εμπρόσθιων καθισμάτων, ταυτόχρονη λειτουργία δεικτών πορείας για ένδειξη κινδύνου, αντιθαμβωτικός εσωτερικός καθρέπτης με δύο θέσεις, κατασκευή δικτύου εθνικών οδών είναι οι κύριες τεχνολογίες για τη βελτίωση της οδικής ασφάλειας κατά τη δεκαετία του 1950.
Στη δεκαετία του 1960 και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού αρχίζει να διαδίδεται η χρήση του εναλλακτήρα για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Με τον εναλλακτήρα παράγεται ρεύμα ακόμη και κατά την ώρα που ο κινητήρας λειτουργεί σε χαμηλές στροφές («ρελαντί»). Εισάγεται ακόμη το διπλό κύκλωμα φρένων, οι ανεμοθώρακες με δύο επάλληλα στρώματα τζαμιού και πλαστική μεμβράνη ενδιάμεσα για την απορρόφηση κρουστικών φορτίων κατά τη σύγκρουση, η τηλεσκοπική στήλη του τιμονιού, η δοκός πλευρικής προστασίας θυρών, τυποποίηση των αυτόματων κιβωτίων ταχυτήτων, ακτινωτά ελαστικά και συστήματα αποφυγής της ακινητοποίησης των οπίσθιων τροχών κατά την πέδηση.

ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ 47
Η δεκαετία του 1970 χαρακτηρίζεται από τις διαφωνίες κατασκευαστών και κυβερνήσεων για το πότε και πως θα τοποθετηθούν αερόσακοι. Το 1979 και το 1980 τοποθετούνται αερόσακοι σε 500.000 αυτοκίνητα στις ΗΠΑ. Όμως, μια σημαντική κυβερνητική απόφαση στην Βικτόρια της Αυστραλίας την 1/1/71 όριζε σαν υποχρεωτική τη χρήση της ζώνης ασφαλείας. Αν και δεν δόθηκε μεγάλη σημασία από τον Τύπο της εποχής, τα αποτελέσματα από την εφαρμογή της ήταν εντυπωσιακά. Ελαττώθηκαν τα θύματα κατά 21%. Ακολούθησαν και άλλες Αυστραλιανές πολιτείες και στην Ευρώπη η Γαλλία, η Φιλανδία και η Γερμανία για να ακολουθήσουν και οι υπόλοιπες χώρες. Στις ΗΠΑ θεωρούσαν ότι δεν ήταν δυνατό να υποχρεωθούν οι Αμερικανοί με νόμο να χρησιμοποιούν ζώνες ασφαλείας. Στην πολιτεία της Νέας Υόρκης η χρήση ζώνης ασφαλείας έγινε υποχρεωτική με νόμο μόλις το 1984 για να ακολουθήσουν και οι άλλες πολιτείες. Την ίδια δεκαετία εμφανίζονται ακτινωτά ελαστικά με χαλύβδινους περιφερειακούς δακτυλίους, σφραγισμένοι συσσωρευτές, συστήματα αποφυγής ακινητοποίησης και των τεσσάρων τροχών κατά την πέδηση, ηχητικά και φωτεινά σήματα για την φθορά των φρένων και τη θέση της ζώνης ασφαλείας, φωτιστικά σώματα ισχύος 150.000 cd αντί 75.000 cd με λαμπτήρες αλογόνου
Στη δεκαετία του 1980 αρχίζει η εφαρμογή και οι συζητήσεις για τα παθητικά συστήματα ασφαλείας. Μέχρι το 1985 17 πολιτείες των ΗΠΑ (με το 51% του πληθυσμού) έχουν ψηφίσει νόμους για την υποχρεωτική χρήση ζωνών ασφαλείας. Από το 1985 και μετά εφαρμόζεται ο αερόσακος συνοδηγού, η προένταση των ζωνών ασφαλείας κατά τη σύγκρουση, αντιθαμβωτικό σύστημα πλαϊνών παραθύρων και η εισαγωγή ηλεκτρονικών συστημάτων αποφυγής της ακινητοποίησης των τροχών κατά την πέδηση.
Στη δεκαετία του 1990 δίνεται έμφαση στην πλευρική προστασία των οχημάτων κατά τη σύγκρουση. Αναπτύσσονται συστήματα πλευρικών αερόσακων που φιλοξενούνται στο κάθισμα ή το προσκέφαλο ή την οροφή, χρησιμοποιούνται τα φώτα ημέρας για καλύτερη ορατότητα του οχήματος. Στην προσπάθεια βελτίωσης της οδικής ασφάλειας αναπτύχθηκαν και συνεχίζουν να αναπτύσσονται προηγμένα συστήματα υποστήριξης του οδηγού, που λόγω της μεγάλης ανάπτύξης του τομέα των τηλεπικοινωνιών εγκαθίστανται σε μεγάλο αριθμό ακόμα και σε αυτοκίνητα μεσαίων και μικρών κατηγοριών. Χαρακτηριστικές κατηγορίες τέτοιων συστημάτων αναφέρονται σαν:
Συστήματα Επικοινωνιών Συστήματα Πλοήγησης Συστήματα Ελέγχου Τριβής και Πρόσφυσης Συστήματα Ελέγχου Πορείας Σύστημα Παρακολούθησης της Εγρήγορσης του Οδηγού Συστήματα Βελτίωσης της Ορατότητας Συστήματα Νυκτερινής Όρασης Συστήματα Παρακολούθησης των Πεζών Συστήματα Παρακολούθησης των "Τυφλών" Γωνιών Αισθητήρες περιβάλλοντος

48 ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ
Σχήμα 1.53 Ενισχυμένος κλωβός προστασίας επιβατών σε σύγχρονο αυτοκίνητο
Από τα παραπάνω φαίνεται ότι οι οδηγοί απαιτείται να προσλαμβάνουν ένα
συνεχώς αυξανόμενο όγκο πληροφοριών. Το πρόβλημα είναι πως αυτή η επιβάρυνση επιδρά στην ασφαλή οδήγηση. Οι οδηγοί είναι σε θέση να λαμβάνουν πληροφορίες προερχόμενες από περιφερειακές συσκευές του αυτοκινήτου χωρίς να μειώνεται η προσοχή τους κατά τη διάρκεια της οδήγησης εφόσον εξασφαλισθεί η συστηματική και ενιαία για όλα τα αυτοκίνητα ροή τους. Έτσι, προκειμένου όλες αυτές οι εντυπωσιακές νέες υπηρεσίες να αυξήσουν πράγματι την οδική ασφάλεια αλλά και την άνεση του οδηγού, θα πρέπει να αναπτυχθούν ολοκληρωμένα συστήματα διασύνδεσης οδηγού και αυτοκινήτου, ικανά να χειρίζονται μεγάλες ποσότητες πληροφοριών ερχόμενες από διαφορετικά συστήματα και αισθητήρες με τέτοιο τρόπο ώστε να ενημερώνουν τον οδηγό, να τον βοηθούν να παίρνει τις σωστές αποφάσεις, και να διορθώνει τα λάθη του, διατηρώντας ταυτόχρονα το φόρτο εργασίας του σε λογικά επίπεδα.

ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ 49
Αυτό μπορεί να γίνει πραγματικότητα μόνο με την χρήση κατάλληλων, απλών και εύκολων στην κατανόηση μηνυμάτων που θα ενημερώνουν τον οδηγό με μοναδικό τρόπο για όλες τις πιθανές καταστάσεις, και ταυτόχρονα με την ανάπτυξη ενός συστήματος που θα διαχειρίζεται όλο αυτόν τον όγκο πληροφοριών και θα αποφασίζει πότε θα ενημερώνει τον οδηγό και για ποια θέματα, λαμβάνοντας υπόψη του τόσο το φόρτο εργασίας του, όσο και τις συνθήκες οδήγησης την κάθε συγκεκριμένη στιγμή.
Σχήμα 1.54 Ένας αιώνας προόδου από το Ford Model T στο Mondeo του 2000
Οι νέες απαιτήσεις που βάζει η κοινωνία αφορούν στην ανάγκη για ασφάλεια
παθητική και ενεργητική, στην εξοικονόμηση ενέργειας και στο πρόβλημα της προστασίας του περιβάλλοντος. Μπορούμε λοιπόν να υποθέσουμε ότι έχει αρχίσει μια νέα περίοδος, η κοινωνική περίοδος. Μια περίοδος όπου το αισθητικό αποτέλεσμα αποτελεί ένα μέρος της καθολικής απαίτησης για ένα προϊόν που εντάσσεται στους γενικούς κοινωνικούς στόχους που η αιχμή τους σήμερα είναι η

50 ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ ασφάλεια, η ενέργεια και το περιβάλλον.
Παρά τις τόσο γενικευμένες τάσεις η αισθητική λειτουργία θα παίρνει τον πρώτο λόγο. Διότι η ανάγκη για το ωραίο υπάρχει σαν ένα γενικό ένστικτο που πάντα θα υπάρχει στις ανθρώπινες ανάγκες. 'Ένας ακόμη παράγοντας που ενισχύει την άποψη αυτή είναι η πρόβλεψη ότι η ικανοποίηση του αισθητικού παράγοντα θα κοστίζει διαρκώς και λιγότερα μπροστά στο αυξανόμενο ραγδαία κόστος των βελτιώσεων των σχετικών με την ασφάλεια, την ενέργεια και το περιβάλλον. Οι σχετικές μελέτες κοστίζουν διαρκώς όλο και περισσότερο. Οι επενδύσεις που χρειάζονται, έχουν φτάσει σε τεράστιο ύψος και η τάση είναι να αυξάνονται με επιταχυνόμενο ρυθμό. Αντίθετα, η καλλιτεχνική δημιουργία είναι περισσότερο προσωπική υπόθεση του δημιουργού που το κόστος της, όσο και αν αυξάνουν τα τεχνολογικά μέσα στα χέρια του δημιουργού, δεν είναι δυνατόν να ακολουθήσει την αλματώδη αύξηση που παρουσιάζουν τα άλλα έξοδα που αναφέραμε, μια και η κύρια συνεισφορά έρχεται από το μυαλό, το μάτι και τα χέρια.

ΠΛΑΙΣΙΑ ΚΑΙ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΦΟΡΤΙΩΝ 2.1 ΠΛΑΙΣΙΑ ΚΑΙ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΦΟΡΤΙΩΝ 2.1 Κατάταξη πλαισίων Το πλαίσιο είναι μια ισχυρή μεταλλική κατασκευή, πάνω στην οποία στηρίζονται
όλοι οι υπόλοιποι μηχανισμοί του αυτοκινήτου. Αν και παλαιότερα αποτελούσε το κύριο χαρακτηριστικό των αυτοκινήτων σήμερα το πλαίσιο (σασί) έχει αντικατασταθεί από το αυτοφερόμενο αμάξωμα.
Σχήμα 2.1 a. Ανεξάρτητο πλαίσιο και αμάξωμα (Range Rover της εταιρείας Land Rover) b. αυτοφερόμενο πλαίσιο (FORD)

2.2 ΠΛΑΙΣΙΑ ΚΑΙ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΦΟΡΤΙΩΝ
Εξακολουθεί όμως να υπάρχει σε μερικά σπορ αυτοκίνητα, σε αυτοκίνητα τύπου Jeep (Σχήμα 2.1), σε αυτοκίνητα που το υπόλοιπο αμάξωμα είναι κατασκευασμένο από πλαστικά υλικά και σε πολλά αμερικάνικα αυτοκίνητα.
Η πιο κλασική κατασκευή ανεξάρτητου πλαισίου περιλαμβάνει δύο παράλληλες δοκούς σε σχήμα διατομής Π ή ορθογωνικής, που συνδέονται μεταξύ τους με άλλα εγκάρσια μέλη ή σε σχήμα χιαστί για να εξασφαλίζεται έτσι μεγαλύτερη αντοχή στις καταπονήσεις που δέχεται. Η κατασκευή αυτή ανάλογα με τις διάφορες απαιτήσεις των κατασκευαστών, αλλά και με την ανάπτυξη της τεχνολογίας του αυτοκινήτου πέρασε πολλές αλλαγές και έτσι διαμορφώθηκαν διάφοροι τύποι πλαισίων. Μερικοί βασικοί τύποι ανεξάρτητων πλαισίων αναφέρονται στη συνέχεια.
Το πλαίσιο περιμετρικού τύπου που φαίνεται στο Σχήμα 2.2α. Στην κάτοψη φαίνεται ότι στην μέση περίπου το πλαίσιο είναι φαρδύτερο, ενώ στα άκρα στενεύει. Η μπροστινή απόσταση των πλευρικών μελών καθορίζεται από το μετατρόχιο και από την μέγιστη γωνία στροφής των τροχών, ενώ στο πίσω μέρος μόνο από το μετατρόχιο. Τα πλευρικά μέλη ενώνονται με αρκετά εγκάρσια στελέχη. Οι “ώμοι” που βρίσκονται μπροστά σχηματίζονται μπροστά από το κεκλιμένο μέρος του πατώματος, στο μέρος που συνήθως βρίσκεται το διαμέρισμα του κινητήρα.
Οι πίσω "ώμοι" βρίσκονται κάτω από το πίσω κάθισμα. Οι "ώμοι" μπορεί να κατασκευαστούν σαν διαφορετικά κομμάτια συγκολλημένα στα εμπρός, μεσαία και πίσω τμήματα των πλευρικών μελών ή μπορεί να είναι διαμορφωμένα μαζί με τα πλευρικά μέλη.
Το πλαίσιο σχήματος Χ που φαίνεται στο Σχήμα 2.2β αποτελείται από ένα κεντρικό τούνελ, τοποθετημένο στο επίπεδο συμμετρίας του αυτοκινήτου, ο οποίος σχηματίζει “πιρούνια” μπροστά και πίσω. Τα μπροστινά πιρούνια χρησιμεύουν για την εγκατάσταση της μονάδας ισχύος, ενώ τα πίσω για την διευθέτηση του πίσω άξονα. Το κεντρικό μέλος του περνάει διαμέσου του κεντρικού τούνελ του αμαξώματος.
Το πλαίσιο τύπου σκάλας, το οποίο φαίνεται στο Σχήμα 2.2γ αποτελείται από δύο παράλληλα πλευρικά μέλη ενωμένα μεταξύ τους με αρκετά εγκάρσια μέλη. Για να μειωθεί το ύψος του πατώματος σε σημεία που αυτό είναι αναγκαίο, το ύψος των πλευρικών και των εγκάρσιων μελών μειώνεται, ενώ αυξάνεται συγχρόνως το πλάτος, για να διατηρηθεί η συνολική αντοχή τους. Με αυτό το πλαίσιο το ύψος του πατώματος από τον δρόμο είναι μεγαλύτερο από αυτό του πλαισίου περιμετρικού τύπου ενώ το τούνελ του άξονα έχει μικρό ύψος και πλάτος και επίσης το δάπεδο δεν προεξέχει δεξιά ή αριστερά.

ΠΛΑΙΣΙΑ ΚΑΙ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΦΟΡΤΙΩΝ 2.3
Σχήμα 2.2 α. Ανεξάρτητο πλαίσιο περιμετρικού τύπου.
β. Ανεξάρτητο πλαίσιο τύπου Χ. γ. Ανεξάρτητο πλαίσιο τύπου σκάλας.

2.4 ΠΛΑΙΣΙΑ ΚΑΙ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΦΟΡΤΙΩΝ
2.2 Μέρη του πλαισίου – ονοματολογία
Διάφοροι τύποι πλαισίων παρουσιάζουν αρκετές διαφορές στα μέρη που τα αποτελούν και στην ονοματολογία τους. Τα κυριότερα μέρη σ' ένα τυπικό πλαίσιο, όπως φαίνεται και στο σχήμα 2.2 είναι:
1. Πλευρικοί ή παράλληλοι δοκοί Είναι οι δύο πλευρικοί δοκοί του πλαισίου που αποτελούν και τα κυριότερα μέρη του. 2. Εγκάρσιοι δοκοί ή διαδοκίδες Είναι δοκοί που τοποθετούνται κάθετα στα πλευρικά και τα συνδέουν μεταξύ τους. Τα
εγκάρσια μέλη αριθμούνται από το μπροστινό μέρος του πλαισίου για να μην γίνεται σύγχυση στην ονομασία τους και έτσι είναι το 1ο εγκάρσιο, το 2ο εγκάρσιο κ.λ.π.
3. Διαγώνιες ενισχύσεις Αντί να υπάρχουν ανάμεσα στις πλευρικές δοκούς εγκάρσιοι, τοποθετούνται δύο
διαγώνιοι δοκοί και τις συνδέουν μεταξύ τους (αυτό δεν συμβαίνει σε όλα τα πλαίσια). 4. Κομβοελάσματα Είναι ελάσματα που συνδέουν δύο τμήματα του πλαισίου μεταξύ τους. 5. Βάσεις στήριξης του αμαξώματος (μπρακέτα) Είναι ειδικά στηρίγματα, κολλημένα πάνω στις δοκίδες και σ' αυτά στηρίζεται το
αμάξωμα του αυτοκινήτου. 6. Βάσεις αναρτήσεων Είναι ειδικά στηρίγματα του πλαισίου που πάνω σ' αυτά προσαρμόζονται οι
αναρτήσεις του αυτοκινήτου. 7. Βάσεις ανύψωσης του αυτοκινήτου Τοποθετούνται πάνω στις πλευρικές δοκούς, στην εξωτερική τους πλευρά και
αποτελούν την υποδοχή για να τοποθετείται ο γρύλλος και να σηκώνεται το αυτοκίνητο. Αυτές οι βάσεις μπορεί να είναι τέσσερις, δύο μπροστά και δύο πίσω, δεξιά και αριστερά, ή μόνο δύο, μία δεξιά και μία αριστερά στο μέσο του πλαισίου.
8. Βάσεις των μηχανισμών Πάνω στις βάσεις αυτές στηρίζονται τα μηχανικά μέρη του αυτοκινήτου. Ο κινητήρας,
το κιβώτιο ταχυτήτων κ.λ.π.
2.3 Οι λειτουργίες του πλαισίου 2.4 Το πλαίσιο εξυπηρετεί πολλούς σκοπούς στη συγκρότηση του οχήματος και αποτελεί
τη βάση για την κατασκευή του. Κι αυτό γιατί: 1. Στερεώνονται πάνω σ' αυτό οι μηχανισμοί του αυτοκινήτου (κινητήρας, κιβώτιο
ταχυτήτων, αμάξωμα, αναρτήσεις κ.ά.) 2. Παραλαμβάνει τα φορτία που προέρχονται από το βάρος των επιβατών, των
μηχανικών μερών, τις διάφορες αντιδράσεις από τις ανωμαλίες του εδάφους και εξασφαλίζει τη στρεπτική ακαμψία του οχήματος.
3. Αποτελεί τον ενδιάμεσο σύνδεσμο ανάμεσα στις αναρτημένες και μη αναρτημένες μάζες του οχήματος. Αναρτημένες μάζες λέγονται αυτές που το φορτίο τους μεταφέρεται στο έδαφος μέσα από τις αναρτήσεις και είναι το πλαίσιο και όλοι οι μηχανισμοί που βρίσκονται στερεωμένοι πάνω σ' αυτό. Οι υπόλοιποι μηχανισμοί (αναρτήσεις, τροχοί, ημιαξόνια, φρένα κ.ά.) που τα φορτία τους δεν μεταφέρονται στο έδαφος μέσα από τις αναρτήσεις αλλά κατευθείαν, λέγονται μη αναρτημένες μάζες.

ΠΛΑΙΣΙΑ ΚΑΙ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΦΟΡΤΙΩΝ 2.5
4. Δέχεται τις διάφορες δυνάμεις από τις μικροσυγκρούσεις χωρίς να παραμορφώνεται.
Οι βασικές διαστάσεις του πλαισίου σε περίπτωση επισκευής μετρώνται σε ειδική τράπεζα (καλίμπρα) και πρέπει να συμφωνούν ακριβώς με τις διαστάσεις του κατασκευαστή για να διασφαλίζεται η σωστή γεωμετρία του αυτοκινήτου.
2.4 Βασικά χαρακτηριστικά των πλαισίων
Τα βασικά χαρακτηριστικά των πλαισίων αφορούν κύρια στις κατασκευαστικές ιδιότητές τους και είναι:
1. Ο τύπος του πλαισίου, η μορφή του δηλαδή παραλληλόγραμμο, χιαστί, σωληνωτό ή άλλη.
2. Οι βασικές διαστάσεις που φαίνονται στο Σχήμα 2.3 είναι διαφορετικές από πλαίσιο σε πλαίσιο:
α) Μήκος πλαισίου (α), είναι το μήκος των δύο παράλληλων δοκών. β) Πλάτος πλαισίου (β), είναι η μεγαλύτερη απόσταση μεταξύ των δύο παράλληλων
δοκών. γ) Απόσταση αξόνων ή μεταξόνιο (γ), είναι η απόσταση μεταξύ των δύο αξόνων,
εμπρόσθιου και οπίσθιου. δ) Μπροστινό μετατρόχιο (δ), είναι η απόσταση μεταξύ των δύο μπροστινών τροχών. ε) Πίσω μετατρόχιο (ε), είναι η απόσταση μεταξύ των δύο πίσω τροχών. στ) 'Υψος (ανοχή) εδάφους, είναι η απόσταση του χαμηλότερου σημείου από το
έδαφος.
Σχήμα 2.3 Βασικές διαστάσεις πλαισίου 3. Το βάρος του πλαισίου που εξαρτάται από πολλούς παράγοντες όπως το μέγεθος,
το σχήμα, το υλικό κατασκευής κ.ά. 4. Το υλικό κατασκευής και ο τρόπος κατασκευής του πλαισίου.

2.6 ΠΛΑΙΣΙΑ ΚΑΙ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΦΟΡΤΙΩΝ
2.5 Πλαίσια επιβατικών οχημάτων Όλοι οι μηχανισμοί του αυτοκινήτου για να λειτουργήσουν σωστά και να εκτελέσουν
την αποστολή τους, πρέπει να είναι σταθερά συνδεδεμένοι σε κάποια βάση. Η βάση η οποία εκτός από τη στήριξη των διάφορων μηχανισμών, δέχεται τους επιβάτες, τις αποσκευές και τα διάφορα φορτία αποτελεί το αμάξωμα. Ανάλογα με τη μορφή και τον τρόπο κατασκευής τα πλαίσια των επιβατικών αυτοκινήτων διακρίνονται σε τρεις μεγάλες κατηγορίες:
1. Η αυτοφερόμενη κατασκευή. Στη μορφή αυτή το πλαίσιο και το αμάξωμα αποτελούν μια ενιαία κατασκευή.
Χρησιμοπoιείται ευρέως στα σύγχρονα αυτοκίνητα και ειδικότερα σ' αυτά που έχουν μεταξόνιο μικρότερο από 2600 - 2800 mm και μικτό βάρος κάτω από 1350 - 1450 kg. Στα πλεονεκτήματά της αναφέρονται η μικρή μάζα (που συνεπάγεται μικρό βάρος), η μεγάλη αντοχή κύρια σε στρέψη, και τα λίγα κομμάτια στη συναρμολόγηση.
Μειονεκτήματα είναι η πολυπλοκότητα του σχεδιασμού καθώς πρέπει να γίνει προσεκτική διευθέτηση χώρων και καλός υπολογισμός των ενισχύσεων, και η δυσκολία κατασκευής γιατί απαιτείται σύγχρονη τεχνολογία και εξελιγμένες εργαλειομηχανές. Σε περίπτωση ατυχήματος παρέχει αυξημένη προστασία αλλά αν παραμορφωθεί η επισκευή του είναι πολύ δύσκολη.
2. Το ανεξάρτητο πλαίσιο. Αποτελεί ξεχωριστή κατασκευή από το αμάξωμα και είναι τις περισσότερες φορές
επίπεδο. Σχεδιάζεται για να μπορεί να δεχτεί όλα τα φορτία που επιδρούν στο αυτοκίνητο. Στην περίπτωση αυτή το αμάξωμα χρησιμεύει κύρια για την προφύλαξη των επιβατών από τις καιρικές συνθήκες και σε μικρό ποσοστό για την προστασία τους από συγκρούσεις. Πλεονεκτήματα του ανεξάρτητου πλαισίου είναι η ευκολία σχεδιασμού και υπολογισμού σε σχέση με το αυτοφερόμενο, η δυνατότητα χρησιμοποίησης διαφορετικών αμαξωμάτων στο ίδιο πλαίσιο και η δυνατότητα επισκευής μετά από ατύχημα. Η κατασκευή του μπορεί να γίνει με περιορισμένη τεχνολογία. Κύρια μειονεκτήματά του είναι το μεγάλο βάρος (στις περισσότερες περιπτώσεις), η μειωμένη αντοχή στις περισσότερες καταπονήσεις και οι συγκεντρώσεις τάσεων που παρουσιάζουν στα σημεία που συνδέονται με τα μηχανικά μέρη του οχήματος. Τέτοια πλαίσια χρησιμοποιούσαν τα παλιότερα αυτοκίνητα
3. Το μικτό ή ημιαυτοφερόμενο πλαίσιο. Είναι τρισδιάστατο και αποτελεί μια ενδιάμεση λύση ανάμεσα στα δύο προηγούμενα.
Μέσω αυτού του τύπου πλαισίου παραλαμβάνονται όλα τα φορτία που ασκούνται στο όχημα, ενώ εξασφαλίζεται καλύτερη προφύλαξη των επιβατών σε περίπτωση σύγκρουσης. Το αμάξωμα εδώ προφυλάσσει τους επιβαίνοντες μόνο από τις καιρικές συνθήκες. Τα πλεονεκτήματα του είναι η ελαφριά κατασκευή, η απλή συναρμολόγηση και η αρκετά καλή αντοχή σε στρεπτικά φορτία. Και εδώ παρέχεται η δυνατότητα χρησιμοποίησης εναλλακτικών αμαξωμάτων. Ο σχεδιασμός και ο υπολογισμός του είναι ευκολότερος από τα αυτοφερόμενα αλλά δυσκολότερος από τα ανεξάρτητα. Παρέχει περιορισμένες δυνατότητες επισκευής και παρουσιάζει και αυτό συγκεντρώσεις τάσεων στα σημεία σύνδεσης με τα μηχανικά μέρη.
Στους δύο τελευταίους τύπους πλαισίων είναι δυνατόν να ελαττωθεί ο εσωτερικός θόρυβος αν προστεθούν ελαστικοί σύνδεσμοι στα σημεία σύνδεσης πλαισίου - αμαξώματος, ενώ διαχωρίζεται και απλοποιείται σημαντικά η συνολική διαδικασία παραγωγής του οχήματος.

ΠΛΑΙΣΙΑ ΚΑΙ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΦΟΡΤΙΩΝ 2.7
2.3. Φόρτιση πλαισίων
2.3.1 Στατικά φορτία που επιδρούν σε ένα αυτοκίνητο Σε ένα όχημα που κινείται με μικρή ταχύτητα οι δυνάμεις που επιδρούν στο πλαίσιο
διαμέσου της εμπρόσθιας και της πίσω ανάρτησης, είναι το άθροισμα των φορτίων που προέρχονται από το βάρος του αυτοκινήτου, όταν αυτό βρίσκεται σε οριζόντιο επίπεδο δρόμο και επιπρόσθετα τα φορτία που παρουσιάζονται όταν ένας από τους τροχούς ανασηκώνεται συναντώντας μια ανωμαλία του εδάφους (Σχήμα 2.4). Τα φορτία αυτά μπορούν να θεωρηθούν στατικά φορτία ακόμα και στην περίπτωση κατά την οποία το όχημα κινείται αργά, γιατί θεωρείται ότι η μεταβολή των φορτίσεων γίνεται με πολύ αργότερους ρυθμούς από ότι στην περίπτωση που το αυτοκίνητο κινείται με ταχύτητα (στην περίπτωση αυτή παρουσιάζονται και δυναμικά φορτία).
Σχήμα 2.4: Στατικά φορτία που επιδρούν σ' ένα αυτοκίνητο: α) Σε οριζόντιος επίπεδο δρόμο.
β) Με ένα τροχό ανασηκωμένο εξαιτίας μιας ανωμαλίας του δρόμου. Αν το κέντρο μάζας του οχήματος (c.m) βρίσκεται στο διάμηκες επίπεδο συμμετρίας,
τότε τα φορτία στους δεξιούς και στους αριστερούς τροχούς θα είναι αντίστοιχα:
Rfr = Rfl = 0.5 ma g ( b/L ) (2.1)
Rrr = Rrl = 0.5 ma g ( a/L ) (2.2) όπου:
ma η μάζα του οχήματος, a, b οι αποστάσεις από το κέντρο μάζας του οχήματος στους εμπρός και πίσω
τροχούς αντίστοιχα, και L το μεταξόνιο του αυτοκινήτου (L= a + b). Από την θεώρηση που έγινε για το κέντρο μάζας προκύπτει ότι ο φέρον οργανισμός
δέχεται συμμετρικά φορτία που προκαλούν την κάμψη του. Όταν ένας από τους τροχούς, για παράδειγμα ο εμπρός αριστερά, ανασηκώνεται από μία ανωμαλία του εδάφους σε σχέση με τους άλλους, τότε ένα επιπρόσθετο φορτίο επιδρά σ' αυτόν τον τροχό και το φορτίο στον αντίθετο δεξιό τροχό μειώνεται. Σ' αυτή την περίπτωση για οριζόντιο και επίπεδο δρόμο προστίθεται στα φορτία που επιδρούν στους τροχούς του αυτοκινήτου μια

2.8 ΠΛΑΙΣΙΑ ΚΑΙ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΦΟΡΤΙΩΝ
στρεπτική ροπή σε σχέση με τον διαμήκη άξονα. Η στρεπτική αυτή ροπή εξισορροπείται από την ροπή που δημιουργεί το φορτίο στους πίσω τροχούς.
Αν υποτεθεί ότι η φέρουσα κατασκευή είναι απόλυτα άκαμπτη, τότε το ύψος της ανωμαλίας που αντιστοιχεί στην περίπτωση που ο τροχός χάνει την επαφή με την επιφάνεια του εδάφους, είναι:
h0 = ftf + fsf (Bf/Sf ) + Bf (ftr/Br + fsr/Sr ) (2.3)
και: ftf και ftr οι παραμορφώσεις των ελαστικών στους εμπρός και πίσω τροχούς αντίστοιχα, fsf και fsr η βύθιση των ελατηρίων των εμπρός και πίσω αναρτήσεων αντίστοιχα, Bf και Br το μετατρόχιο των εμπρός και πίσω τροχών αντίστοιχα και Sf και Sr η απόσταση μεταξύ των ελατηρίων στους εμπρός και πίσω άξονες αντίστοιχα.
Αν το πλαίσιο δεν είναι απόλυτα άκαμπτο αλλά συστρέφεται γύρω από το μήκος του μεταξονίου κατά μια γωνία φ, τότε το ύψος της ανωμαλίας είναι:
h0 = ftf + fsf ( Bf/Sf ) + Bf (ftr/Br + fsr/Sr + φ ) (2.4)
Αντικαθιστώντας τις παραμορφώσεις από τις δυσκαμψίες και τις αντίστοιχες
συνιστώσες των δυνάμεων:
ft = R/ct , fs = RB/(csS) , φ = RB/(2cφ) (2.5)
(όπου cφ είναι η στρεπτική δυσκαμψία του φέροντος οργανισμού), η εξίσωση (2.4) γίνεται:
1 1 Bf
2 1 Br Bf h0 = R[ — + — —— + Bf ( —— + ——— + —— )] (2.6)
ctf csf Sf 2 ctrBr ctrS
2r 2cφ
Αν η τιμή h0 που βρίσκεται από την παραπάνω εξίσωση είναι μικρότερη ή ίση από
κάποιο ύψος h’ της ανωμαλίας, το οποίο εξαρτάται από την ποιότητα και την κατάσταση του δρόμου, τότε η ροπή στη φέρουσα κατασκευή θα είναι ίση με:
Τ = 0.5 RB (2.7)
όπου: R το φορτίο στον λιγότερο φορτωμένο άξονα και Β η τιμή του μετατροχίου που αντιστοιχεί.
Αν το h0 είναι μεγαλύτερο από το h', τότε ο τροχός δεν θα χάσει την επαφή του από το έδαφος και η ροπή στο πλαίσιο θα είναι:
T = 0.5 RB h'/h0 (2.8)
Στους υπολογισμούς το h παίρνεται ίσο με ±200 ή ±300 mm όταν αναφερόμαστε σε
επιβατικά ή φορτηγά αυτοκίνητα αντίστοιχα.

ΠΛΑΙΣΙΑ ΚΑΙ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΦΟΡΤΙΩΝ 2.9
Σε οχήματα που έχουν στιβαρή σε στρέψη φέρουσα κατασκευή, με μαλακές αναρτήσεις και ελαστικά (όπως επιβατικά αυτοκίνητα και λεωφορεία), ο όρος Βf/(2cφ) που εμφανίζεται στην εξίσωση (2.6) είναι αμελητέος και οι ανωμαλίες του δρόμου υπολογίζονται κυρίως από τις παραμορφώσεις των ελαστικών και των αναρτήσεων (εδώ μπορεί να ισχύει T = 0.5 RB). Αν όμως το φέρον σύστημα είναι ελαστικό σε στρέψη και η ανάρτηση είναι σχετικά σκληρή (όπως στα φορτηγά), ο όρος Bf/(2cφ) είναι πολύ μεγαλύτερος και οι ανωμαλίες του δρόμου υπολογίζονται κυρίως από την ευκαμψία του φέροντος συστήματος. (Στην περίπτωση αυτή η ροπή T δεν είναι γενικά ίση με 0.5 RB).
Σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν προηγούμενα, διακρίνονται δύο κυρίως διαφορετικοί τύποι φέρουσας κατασκευής: η άκαμπτη και ευλύγιστη σε στρέψη.
Για τις περισσότερες περιπτώσεις, όπου το φορτίο στον μπροστινό άξονα είναι μικρότερο από τον πίσω και ένας μπροστινός τροχός, έστω ο αριστερός, ανασηκώνεται από μια ανωμαλία, τα φορτία στους τροχούς στην περίπτωση πλαισίου (με T = 0.5 RB) θα είναι:
Rfr = 0 (2.9)
Rfl = ma g b/L (2.10)
Rrr = ma/(2L) g ( a + b Bf/Br ) (2.11)
Rrl = ma/(2L) g ( a - b Bf/Br ) (2.12)
Ενώ στην περίπτωση εύκαμπτου σε στρέψη πλαίσιο [με T = 0.5 RB(h'/h0)] θα είναι:
Rfr = (ma/2) g b/L (1 - h'/h0 ) (2.13)
Rfl = (ma/2) g b/L ( 1 + h'/h0 ) (2.14)
Rrr = (ma/2) (g /L) [a + b(Bf/Br)(h'/h0)] (2.15)
Rrl = (ma/2) (g /L) [a - b (Bf/Br)(h'/h0)] (2.16) Όταν ένα αυτοκίνητο οδηγείται σε έναν ανώμαλο δρόμο τα φορτία στους τροχούς
αυξάνονται εξαιτίας της δυναμικής ενέργειας. Κινούμενο σε άσχημα κομμάτια δρόμου και συναντώντας μεγάλες ανωμαλίες με μικρή ταχύτητα, η κατακόρυφη επιτάχυνση του αναρτώμενου μέρους του αυτοκινήτου δεν υπερβαίνει την τιμή των 2.5 g κάτω από τις πιο δυσμενείς συνθήκες. Η στρεπτική ροπή για ένα πλήρως φορτωμένο όχημα είναι: Τ = ma g b Bf / (2L). Οι εξισώσεις που αναπτύχθηκαν νωρίτερα για αναρτήσεις με άκαμπτο άξονα είναι εφαρμόσιμες επίσης και για ανεξάρτητες αναρτήσεις, αν η απόσταση των ελατηρίων S αντικατασταθεί με το μετατρόχιο B και οι τιμές της δυσκαμψίας cs των ελατηρίων υπολογιστούν ξανά αντίστοιχα.

2.10 ΠΛΑΙΣΙΑ ΚΑΙ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΦΟΡΤΙΩΝ
2.3.2 Στρεπτική και καμπτική δυσκαμψία του πλαισίου Η ικανότητα ενός πλαισίου να αντιστέκεται στα μεταβαλλόμενα φορτία που ενεργούν
σ' αυτό χαρακτηρίζεται στην περίπτωση της κάμψης από το μέγιστο βέλος κάμψης, και από την γωνία περιστροφής κατά το μήκος του μεταξονίου, σε περίπτωση στρέψης. Ωστόσο, οι τιμές του μέγιστου βέλους και της γωνίας περιστροφής γύρω από τον άξονα του μεταξονίου που λαμβάνονται από υπολογισμούς ή από πειράματα, δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την σύγκριση του συγκεκριμένου πλαισίου με άλλων αυτοκινήτων που έχουν διαφορετικό μήκος μεταξονίου και διαφορετικό ονομαστικό φορτίο. Αυτός είναι και ο λόγος που εισάγονται παρακάτω οι έννοιες της στρέψης, κάμψης και ειδικών δυσκαμψιών.
Η στρεπτική δυσκαμψία αντιπροσωπεύει την ροπή που απαιτείται για να στραφεί ένα σύστημα κατά μία μοναδιαία γωνία γύρω από τον άξονα του μεταξονίου ή αλλιώς, είναι ο λόγος της ροπής με την λαμβανόμενη γωνία περιστροφής. Μετριέται σε Nm/deg.
Η καμπτική δυσκαμψία αντιπροσωπεύει το φορτίο που απαιτείται για να καμφθεί το πλαίσιο κατά μία μοναδιαία μονάδα βύθισης ή είναι ο λόγος του φορτίου με το μέγιστο βέλος κάμψης. Μετριέται σε N/mm.
Η ειδική στρεπτική δυσκαμψία (αντιστοιχεί στο γινόμενο CJt για τη δοκό που στρέφεται). Αντιπροσωπεύει την ροπή που απαιτείται για να στραφεί ένα τμήμα πλαισίου μοναδιαίου μήκους κατά μία μοναδιαία γωνία, ή αλλιώς είναι ο λόγος της στρέψης προς τη γωνία περιστροφής γύρω από τον άξονα του μεταξονίου του αυτοκινήτου, πολλαπλασιασμένος επί το μεταξόνιο. Μονάδα μέτρησής του είναι το Nm2/deg.
Η ειδική καμπτική δυσκαμψία (αντιστοιχεί στο γινόμενο EΙ της δοκού). Αντιπροσωπεύει το φορτίο που απαιτείται για την κάμψη ενός τμήματος ενός συστήματος με μοναδιαίο μήκος για να πάρουμε μια μονάδα βέλους κάμψης, ή αλλιώς είναι ο λόγος του φορτίου που απαιτείται για το μέγιστο βέλος, πολλαπλασιασμένος επί το μεταξόνιο υψωμένο στην τρίτη δύναμη. Μετριέται σε Nm3/mm.
Με βάση τα παραπάνω, όταν κατασκευάζεται ο φέρων οργανισμός (ανεξάρτητα αν αυτό αποτελείται από πλαίσιο και αμάξωμα, ή μόνο από πλαίσιο ή είναι αυτοφερόμενος) πρέπει να λαμβάνεται μέριμνα ώστε να έχει τον κατάλληλο βαθμό δυσκαμψίας (ή ευκαμψίας) και διάρκεια ζωής. Η δεύτερη δεν πρέπει να είναι μικρότερη από την αναμενόμενη διάρκεια ζωής του οχήματος.
2.3.3 Δυναμικά φορτία οφειλόμενα στις ανωμαλίες του δρόμου
Η κίνηση του οχήματος χαρακτηρίζεται από συνεχείς μεταβολές των δυνάμεων
δράσης - αντίδρασης μεταξύ τροχών και δρόμου. Οι μεταβολές αυτές εξαρτώνται από το σχήμα και τις διαστάσεις των ανωμαλιών, την αδράνεια και την ελαστικότητα των μελών του αυτοκινήτου. Η δυσκολία που παρουσιάζεται σε αυτού του είδους την ανάλυση οφείλεται στην αδυναμία να περιγραφούν με ακρίβεια οι ανωμαλίες του δρόμου. Σήμερα αυτό ξεπερνιέται με την εισαγωγή στοχαστικών διαδικασιών. Για λεπτομερέστερη ανάλυση, γίνεται εξομοίωση του ενός τετάρτου του οχήματος με κάθε τροχό (οδόστρωμα, ελαστικό, ελατήριο, αποσβεστήρας και αναρτημένη μάζα).

ΠΛΑΙΣΙΑ ΚΑΙ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΦΟΡΤΙΩΝ 2.11
Διαδικασία προσδιορισμού της αντοχής του πλαισίου σε κόπωση Τα δομικά στοιχεία ενός αυτοκινήτου υποβάλλονται κύρια σε δυναμικά φορτία δηλαδή
σε δυνάμεις οι οποίες μεταβάλλονται με το χρόνο. Η πείρα έδειξε, ότι τα υλικά κάτω από τέτοια φορτία, παθαίνουν κόπωση και αστοχούν μετά από έναν αριθμό κύκλων φόρτισης, ακόμη και αν οι τάσεις που τα καταπονούν είναι μικρότερες από το όριο αναλογίας. Παρατηρείται δηλαδή διαφορετική μηχανική συμπεριφορά ενός στοιχείου όταν αυτό υποβάλλεται σε δυναμικές ή στατικές καταπονήσεις. Τα δυναμικά φορτία προκαλούν μια διαδικασία προοδευτικής συσσώρευσης κόπωσης στο υλικό των μελών αυτών. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα την εμφάνιση μικρορωγμών, οι οποίες μεγαλώνουν, ελαττώνοντας την ενεργό διατομή και στη συνέχεια οδηγούν σε αστοχία του εξαρτήματος. Οι αρχικές ενδείξεις εμφάνισης κόπωσης μπορεί να είναι μερικές μικρορωγμές που εμφανίζονται σε διάφορα σημεία. Η διαδικασία της προοδευτικής συσσώρευσης της κόπωσης στα μεταλλικά μέρη κάτω από την επίδραση μεταβαλλόμενων τάσεων τείνουν να αλλάξουν τις ιδιότητες του υλικού και οδηγούν στον σχηματισμό ρωγμών. Η ανάπτυξή τους και η τελική αστοχία του υλικού είναι γνωστή σαν κόπωση του υλικού. Η αντοχή σε κόπωση εξαρτάται από το είδος της παραμόρφωσης (καμπτική ή στρεπτική) και την φύση των μεταβολών των τάσεων με τον χρόνο.
Η πιο απλή εναλλακτική φόρτιση φαίνεται στο Σχήμα 2.5 στη μορφή ενός ημιτονοειδούς κύματος. Η μέση τάση σm μπορεί να επιβληθεί στο στοιχείο σαν προένταση γύρω από την οποία εκτελείται μια ταλάντωση με πλάτος κύματος σa. H τάση μεταβάλλεται μεταξύ μιας μέγιστης τάσης σmax και μιας ελάχιστης σmin έτσι ώστε να ισχύει :
σm= (σmax + σmin)/2 (2.17)
σa= (σmax - σmin)/2 (2.18)
Χαρακτηριστική περίπτωση δυναμικής φόρτισης αποτελεί η επαναλαμβανόμενη
φόρτιση σε εφελκυσμό και θλίψη, η οποία χαρακτηρίζεται με σmin=0 και
σm=σmax/2 =σa (2.19)
η εναλλακτική φόρτιση η οποία χαρακτηρίζεται με σm=0 και
σmax=-σmin=σa (2.20) Tο Σχήμα 2.6 παριστάνει τις δύο αυτές χαρακτηριστικές καταπονήσεις.

2.12 ΠΛΑΙΣΙΑ ΚΑΙ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΦΟΡΤΙΩΝ
Σχήμα 2.5: Ημιτονοειδής εναλλακτική φόρτιση (Ν=κύκλος φορτισης,Τ=περίοδος)
Σχήμα 2.6: α) εναλλακτική β) επαναλαμβανόμενη καταπόνηση
Η συμπεριφορά των στοιχείων σε κόπωση παρουσιάζεται στο διάγραμμα Wohler
(Σχήμα 2.7) το οποίο κατασκευάζεται ως εξής: υποβάλονται τα στοιχεία σε εναλλασσόμενα φορτία με σταθερή μέση τάση σm και πλάτος σa και προσδιορίζεται ο

ΠΛΑΙΣΙΑ ΚΑΙ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΦΟΡΤΙΩΝ 2.13
αριθμός κύκλων φόρτισης Ν κάτω από τον οποίο το υλικό αστοχεί. Το πείραμα επαναλαμβάνεται διατηρώντας τη σm και μεταβάλλοντας το πλάτος σa. Τα αποτελέσματα καταγράφονται στο διάγραμμα Wohler στη μορφή σa(N) για σm μηδέν.
Σχήμα 2.7: Σχηματική παράσταση διαγράμματος Wohler Όριο κόπωσης ή αντοχή κόπωσης ονομάζεται εκείνη η τάση σΑ για ορισμένη μέση
τάση σm κάτω από την οποία το υλικό δεν αστοχεί για οποιοδήποτε αριθμό κύκλων φόρτισης ( N →∞ ). Επειδή είναι αδύνατο να προσδιορισθεί πειραματικά το όριο αυτό, εισάγεται η έννοια του τεχνικού ορίου κόπωσης το οποίο χαρακτηρίζεται σαν εκείνο το όριο κόπωσης του υλικού κάτω από το οποίο δεν παρατηρείται σημαντική μείωση της αντοχής του, με αύξηση των κύκλων φόρτισης.
Το όριο αντοχής σε κόπωση ( N →∞ ) επιτυγχάνεται σε πολλά υλικά, όπως για παράδειγμα στούς χάλυβες στους Ν = 107 κύκλους, όπου η καμπύλη Wohler τείνει ασυμπτωτικά προς το όριο κόπωσης του υλικού. Πέρα από το όριο αυτά (Ν > 107) παρατηρείται μια μικρή μεταβολή του ορίου κόπωσης.
Η συνολική συμπεριφορά ενός στοιχείου σε κόπωση με διάφορες τιμές της σm και σa παριστάνεται σε διάγραμμα κατά Smith ή κατά Haigh όπως στο Σχήμα 2.8. Στο Σχήμα 2.8.a φαίνονται τα όρια κόπωσης σΑ για διαφορετικές μέσες τιμές σm. Στο διάγραμμα Smith (Σχήμα 2.8.b) γράφονται σε ένα αξονικό σύστημα η μέγιστη και η ελάχιστη τάση σε συνάρτηση της μέσης τάσης. Τέλος στο διάγραμμα Haigh γράφεται μόνο το όριο κόπωσης σΑ σε συνάρτηση της αντίστοιχης μέσης τάσης (Σχήμα 2.8.c). Τόσο στο διάγραμμα κόπωσης του Smith όσο και σε αυτό του Haigh η μέγιστη τάση που μπορεί να αντέξει το υλικό ορίζεται από το όριο αντοχής σB.

2.14 ΠΛΑΙΣΙΑ ΚΑΙ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΦΟΡΤΙΩΝ
Σχήμα 2.8: a) Wohler b) Smith c) Haigh Ας συμβολίσουμε τώρα με Νi τον αριθμό των κύκλων φόρτισης που μπορεί να αντέξει
ένα μέλος του οχήματος πριν αστοχήσει. Είναι φανερό ότι κάτω από τις συγκεκριμένες συνθήκες λειτουργίας το τμήμα αυτό χρησιμοποιείται για περιόδο ni/Ni και έχει επιπρόσθετα αποθέματα αντοχής σε κόπωση. Αν στο μέλος αυτό αναπτύσονται τάσεις σ1, σ2, ..., σi για n1, n2, ... ni κύκλους φόρτισης αντίσοιχα, τότε για να εξασφαλισθεί η διάρκεια ζωής που ορίζουν οι προδιαγραφές είναι απαραίτητο να εκπληρώνεται η παρακάτω συνθήκη:
n1/N1 + n2/N2 + ... + ni/Ni = α
ή (2.21) εni/Ni = α
όπου α είναι ο βαθμός καταπόνησης του υλικού και εξαρτάται από το υλικό και το είδος φόρτισης. Σαν μια πρώτη προσέγγιση μπορεί να θεωρηθεί ότι α = 1.0.
Ο υπολογισμός της αντοχής σε κόπωση των μηχανικών μερών ενός οχήματος είναι από τα δυσκολότερα στάδια του σχεδιασμού του. Πολλές φορές ο μηχανικός πρέπει να στηριχθεί σε αποτελέσματα εργαστηριακών πειραμάτων, τα οποία γίνονται σε τυποποιημένα δοκίμια που αστοχούν σε πολύ μεγαλύτερο αριθμό κύκλων φόρτισης από την πραγματική κατασκευή. Προκειμένου να εκτιμηθεί η αντοχή σε κόπωση της πραγματικής κατασκευής επιλέγονται διορθωτικοί συντελεστές που σχετίζονται με την

ΠΛΑΙΣΙΑ ΚΑΙ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΦΟΡΤΙΩΝ 2.15
πραγματική γεωμετρία, την αβεβαιότητα ως προς το φορτίο, τη θερμοκρασία, τις συνθήκες λειτουργίας της κατασκευής κ.α.
Έτσι διακινδυνεύει στις εκτιμήσεις για την απόδοση, τη διάρκεια ζωής και την αξιοπιστία του υπό κατασκευή οχήματος αφού για λόγους οικονομίας πρέπει να σχεδιάσει τα διάφορα μέρη με μικρούς συντελεστές ασφάλειας, συντελεστές που στην πράξη ίσως αποδειχτούν ανεπαρκείς. Όμως, η αξιοπιστία της συνολικής κατασκευής, και συνεπώς η απήχηση του μοντέλου στην αγορά, εξαρτάται κατά πολύ από τη μελέτη αυτή.
2.3.5 Μέθοδοι υπολογισμού τμημάτων του φορέα Τα φορτία που επιδρούν σε ένα αυτοκίνητο κατά την διάρκεια της λειτουργίας του είναι
τυχαίες συναρτήσεις του χρόνου. Οι μηχανικές ιδιότητες του υλικού, οι μεταβολές των θερμοκρασιακών συνθηκών κατά τη λειτουργία, από η γεωμετρία της κατασκευής (απότομες αλλαγές στη γεωμετρία προκαλούν μεγάλες συγκεντρώσεις τάσεων) είναι μόνο μερικοί από τους πολλούς παράγοντες που εισάγουν αβεβαιότητα στην εκτίμηση της αντοχής μιας κατασκευής ή ενός της μέλους.
Όταν χρησιμοποιείται μια ντετερμινιστική μέθοδος, μια ποσότητα που χαρακτηρίζεται από ένα πραγματικό αριθμό λαμβάνεται σαν ποσότητα σχεδιασμού και καθορίζεται η διάρκεια ζωής του συγκεκριμένου τμήματος μέχρι να αστοχήσει (σε υπολογισμούς ελέγχου) ή οι διαστάσεις του τμήματος (σε σχεδιαστικούς υπολογισμούς). Με χρήση μεθόδων πιθανοτήτων λαμβάνονται η καμπύλη κατανομής της λειτουργίας του οχήματος μέχρις ότου το υπό υπολογισμό τμήμα να αστοχήσει (σε υπολογισμούς ελέγχου) ή η καμπύλη κατανομής των διαστάσεων του τμήματος για την εξασφάλιση της λειτουργίας του κάτω από προκαθορισμένες συνθήκες .
Είναι σχετικά απλό να υπολογισθεί η πιθανότητα αστοχίας με τον νόμο της κανονικής κατανομής των ορίων κόπωσης και του εύρους των ενεργών φορτίων.
Οι καμπύλες της κανονικής κατανομής της ικανότητας μεταφοράς ενός τμήματος f(σy) και των ενεργών φορτίων f(σw) με τις αντίστοιχες μαθηματικές πιθανότητες σy και σw φαίνονται στο Σχήμα 2.9. Παρά το γεγονός ότι ο συντελεστής ασφάλειας n που ορίζεται σαν βαθμός των μαθηματικών πιθανοτήτων yσ και wσ είναι μεγαλύτερος της μονάδας, υπάρχουν τρεις περιπτώσεις αστοχίας του τμήματος στην μικρή περιοχή III ανάμεσα στις καμπύλες. Για να εξασφαλισθεί η ασφαλής λειτουργία του τμήματος, αυξάνεται ο υποθετικός συντελεστής ασφαλείας. Αυτό φυσικά αυξάνει τόσο το κόστος του θεωρούμενου τμήματος όσο και την μάζα του. Για την εύρεση της πιθανότητας αστοχίας για τους δεδομένους νόμους κατανομής των σy και σw, η συνθήκη αστοχίας γράφεται:
M = σy - σw < 0 (2.22)
Για τον υπολογισμό της πιθανότητας αστοχίας κατασκευάζεται μία καμπύλη
αξιοπιστίας για τα δεδομένα ικανότητας μεταφοράς φορτίου και τις συνθήκες φόρτισης του μέλους.
Αν δύο τυχαίες τιμές είναι ανεξάρτητες μεταξύ τους και ισχύει ο νόμος της κανονικής κατανομής, τότε, σύμφωνα με την θεωρία των πιθανοτήτων, ο νόμος της κανονικής κατανομής με μαθηματική πιθανότητα M και μέση τετραγωνική απόκλιση σΜ θα ισχύει επίσης για την νέα ποσότητα Μ.

2.16 ΠΛΑΙΣΙΑ ΚΑΙ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΦΟΡΤΙΩΝ
Σχήμα 2.9: Κατανομή πιθανοτήτων ανάλυσης αξιοπιστίας. Εδώ ισχύει: _ _ _
M = σy - σw , σΜ2 = σσy
2 + σσw2 (2.23)
Χρησιμοποιώντας αυτές τις παραμέτρους κατασκευάζεται μία καμπύλη κατανομής
f(M). Η περιοχή κάτω από την καμπύλη αυτή χαρακτηρίζει την αξιοπιστία του αναλυόμενου μέλους. Ο κατακόρυφος άξονας διαιρεί την περιοχή σε δύο μέρη. Το τμήμα I χαρακτηρίζει την πιθανότητα αστοχίας του κομματιού και το τμήμα II την πιθανότητα αντοχής του. Τώρα μπορεί να βρεθεί η πιθανότητα αστοχίας από την δοσμένη καμπύλη κατανομής. Η καμπύλη κατανομής της αξιοπιστίας είναι
_ 1 (Mi - M)2
f(M) = ————— exp [ - ————— ] (2.24) σΜ
2(2π)1/2 2 σΜ2 Για την περιοχή κάτω από την καμπύλη ισχύει: _ 1 (Mi - M)2
F(M) = —————— exp [ - ————— ] dM (2.25) −∞
+∞∫
σΜ2(2π)1/2 2 σΜ2
Εισάγοντας μια νέα μεταβλητή: _
(Mi - M ) / σΜ = z (2.26)

ΠΛΑΙΣΙΑ ΚΑΙ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΦΟΡΤΙΩΝ 2.17
παίρνουμε
F(z) = 1/(2π)1/2 −∞
+∞∫ exp [ - z2/2 ] dz (2.27)
Σημειώνουμε την συντεταγμένη που καθορίζει την πιθανότητα αστοχίας του
εξεταζόμενου τμήματος με up. Η συντεταγμένη αυτή είναι γνωστή σαν ποσοστιαίο σημείο (quantile). Η εξίσωση του ποσοστιαίου σημείου είναι:
_ (Mi - M )/σM = up (2.28)
Έτσι είναι _
Mi = M + up σM (2.29) Η τιμή Μi = 0 διαχωρίζει τις περιοχές αρνητικών και θετικών τιμών του Μ. Εδώ θα είναι _ _ _
up = - ( M/σM ) = - ( σy - σw )/(σσy2 + σσw2 )1/2 (2.30) Εισάγοντας τους συντελεστές μεταβολής vσy και vσw έχουμε: _ _ _
vσy = σσy/σy , vσw = σw/σw (2.31) Ο συνδυασμός των εξισώσεων (2.38) και (2.39) δίνει:
up = ( 1 - n )/( n2 vσy2+ vσw
2) 1/2 (2.32) Έτσι, γνωρίζοντας τους συντελεστές μεταβολής και τον συντελεστή ασφάλειας n,
καθορίζεται το ποσοστιαίο σημείο up και η πιθανότητα αστοχίας P. Η ζώνη αστοχίας αντιστοιχεί στο ολοκλήρωμα της καμπύλης αξιοπιστίας (2.32) μεταξύ των ορίων -oo και up, δηλαδή
F(z) = 1/(2π)1/2 −∞
+∞∫ exp [ - z2/r ] dz (2.33)
Η συνάρτηση F(z) καθορίζεται από πίνακες. Χρησιμοποιώντας αυτή την συνάρτηση
βρίσκεται η πιθανότητα αστοχίας ενός τμήματος του αυτοκινήτου. Επίσης με την μέθοδο αυτή μπορούν να λυθούν και τα αντίστροφα προβλήματα: με
δεδομένες τις ποσότητες vσy, vσw και την πιθανότητα αστοχίας P, καθορίζονται από πίνακες οι ποσότητες που αντιστοιχούν σ' αυτή την πιθανότητα.
up = ( 1 - n ) / ( n2 vσy
2+ vσw2) ½ (2.34)
Τέλος, από τη λύση της εξίσωσης (2.34) βρίσκεται ο συντελεστής ασφαλείας

2.18 ΠΛΑΙΣΙΑ ΚΑΙ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΦΟΡΤΙΩΝ
n2 ( 1 - up2 vσy
2 ) - 2n + ( 1 - up2 vσw
2 ) = 0 (2.35)
2.4. Κατασκευή πλαισίων
2.4.1 Γενικές αρχές Το πλαίσιο μαζί με το αμάξωμα αποτελεί τη φέρουσα κατασκευή του οχήματος ή τον
φέροντα οργανισμό. Τα πλαίσια των οχημάτων είναι έτσι σχεδιασμένα ωστε να παρέχουν μέγιστη αντοχή με ελάχιστο βάρος. Ο σημαντικότερος παράγων για την επίτευξη αυτού του στόχου είναι η ελαστικότητα του πλαισίου. Η μέθοδος πρόσδεσης της υπερκατασκευής ή του αμαξώματος δεν πρέπει να επιδρά σημαντικά στην ελαστικότητα του πλαισίου και επιπλέον πρέπει να διασφαλίζει το πλαίσιο απο τοπικές συγκεντρώσεις τάσεων.
Ανάλογα με την φυσική ακαμψία του αμαξώματος και την σταθερότητα της ένωσής του με το πλαίσιο, η φέρουσα κατασκευή μπορεί να είναι ένα απλό πλαίσιο (όταν το αμάξωμα δεν συνεισφέρει στην συνολική ακαμψία της κατασκευής, δηλ. πλαίσιο και αμάξωμα συνδεδεμένα μεταξύ τους με ελαστικούς συνδέσμους) ή ένα πλαίσιο και αμάξωμα φτιαγμένα ενιαία, μια συνολική δηλαδή, συμπαγής κατασκευή όπου δεν υπάρχει ξεχωριστό πλαίσιο. Η συνεισφορά της δυσκαμψίας του αμαξώματος στην συνολική ακαμψία του οχήματος μπορεί να ποικίλει από 0 - 100%.
Η φέρουσα κατασκευή σε κάθε αυτοκίνητο έχει μία σύνθετη αποστολή. Χρησιμοποιείται σαν σκελετός πάνω στον οποίο προσαρμόζεται ο κινητήρας, το κιβώτιο ταχυτήτων, ο άξονας μετάδοσης κίνησης, η ανάρτηση, τα φρένα και γενικά όλα τα μηχανικά μέρη, όπως επίσης και το αμάξωμα. Επίσης, προστατεύει τον οδηγό, τους επιβάτες και τις αποσκευές από τις εξωτερικές συνθήκες, τους παρέχει άνεση μέσω της ανάρτησης και τους προφυλάσσει σε περίπτωση ατυχήματος.
Θα πρέπει επομένως ο φέρων οργανισμός να είναι φτιαγμένος με επαρκή δυσκαμψία, έτσι ώστε οι σχετικές μετατοπίσεις των μηχανισμών που είναι εγκατεστημένοι πάνω του να παραμένουν αμελητέες και οι μεταβολές των γεωμετρικών χαρακτηριστικών του να είναι ελάχιστες κάτω από την επίδραση ροπών και δυνάμεων αντίδρασης. Επίσης, θα πρέπει να διαθέτει την κατάλληλη παραμορφωσιμότητα, κυρίως στα εμπρός και πίσω τμήματα ώστε να απορροφά τις δυνάμεις που προέρχονται από τυχόν σύγκρουση πριν αυτές επιδράσουν στους επιβάτες.
Ειδικά η σύνδεση δεξαμενών επί πλαισίων οχημάτων είναι η πιο εξειδικευμένη εργασία απο όλες τις άλλες υπερκατασκευές επειδή η δεξαμενή ή το βυτίο αποτελούν στρεπτικά άκαμπτες κατασκευές που μπορούν να προκαλέσουν πολύ υψηλές τοπικά συγκεντρώσεις τάσεων στο πλαίσιο. Η δεξαμενή θεωρείται σαν ένα στιβαρό δοχείο και πρέπει η σύνδεσή της με το πλαίσιο να της επιτρέπει να «επιπλέει» πάνω σ’αυτό και συγχρόνως να μην επηρεάζεται η ελαστικότητα του πλαισίου. Μεταξύ δεξαμενής και πλαισίου πρέπει να παρεμβληθούν ελαστικοί σύνδεσμοι.
Όταν δεν χρησιμοποιείται βοηθητικό πλαίσιο πρέπει απαραίτητα να υιοθετηθεί η λύση της σύνδεσης πέντε σημείων όπως φαίνεται στο Σχήμα 2.10. Η εμπρόσθια μοναδική σύνδεση γίνεται μέσω ενός διαμήκους πείρου που συνδέεται μέσω ελαστικών βάσεων με το πλαίσιο στα δύο άκρα. Η σύνδεση αυτή πρέπει να είναι όσο πιο προωθημένη γίνεται ως προς τη δεξαμενή. Για την διασφάλιση της ευστάθειας του οχήματος είναι πιθανό να χρειασθούν περιοριστές της διαμήκους στροφικής κίνησης της δεξαμενής. Το ενδιάμεσο ζεύγος στηριγμάτων τοποθετείται όσο το δυνατό πιο κοντά και εμπρός απο τα στηρίγματα

ΠΛΑΙΣΙΑ ΚΑΙ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΦΟΡΤΙΩΝ 2.19
της οπίσθιας ανάρτησης. Τα πίσω στηρίγματα της δεξαμενής είναι παρόμοια με τα ενδιάμεσα, διαθέτουν ελαστικά μέσα σύνδεσης με το πλαίσιο και τοποθετούνται όσο το δυνατό πιο κοντά και πίσω απο τα πίσω στηρίγματα της οπίσθιας ανάρτησης. Τα ποδαρικά στήριξης της δεξαμενής συνδέονται με στηρίγματα τύπου Γ συνήθως ηλωμένα στον κορμό του πλαισίου ή του βοηθητικού πλαισίου όπως φαίνεται στο Σχήμα 2.10.
Σχήμα 2.10 Ενδιάμεσο και ακρινό στήριγμα δεξαμενής καυσίμου επι βυτιοφόρου οχήματος
χωρίς βοηθητικό πλαίσιο. Μια πρακτική που πρέπει πάντα να ακολουθείται απο τον σχεδιαστή της
υπερκατασκευής και τον κατασκευαστή της είναι η απόλυτη συμμόρφωση με τις οδηγίες και προδιαγραφές του κατασκευαστή του οχήματος-πλαισίου. Ειδικά σε περιπτώσεις μεταφοράς επικίνδυνων φορτίων χρειάζεται μεγάλη προσοχή για τη εφαρμογή των οδηγιών και κανονισμών που αφορούν στις μεταφορές επικινδύνων φορτίων όπως αυτές ισχύουν κάθε φορά αλλά εξίσου σημαντικός είναι ο σεβασμός των οδηγιών του κατασκευαστή του πλαισίου για την προσθήκη και τη στήριξη της υπερκατασκευής.

2.20 ΠΛΑΙΣΙΑ ΚΑΙ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΦΟΡΤΙΩΝ
2.4.2 Υλικά που χρησιμοποιούνται στην κατασκευή πλαισίων Τα υλικά που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή πλαισίων πρέπει να έχουν τις
ακόλουθες ιδιότητες: αρκετά υψηλό όριο ελαστικότητας και όριο αντοχής, χαμηλή ευαισθησία σε συγκεντρώσεις τάσεων, καλές ιδιότητες κατεργασίας εν ψυχρώ, συγκολλησιμότητα (για πλαίσια με ηλώσεις η ιδιότητα αυτή είναι σημαντική όταν εκτελούνται επισκευές), και μικρές ποσότητες κραμμάτων από σπάνια μέταλλα. Οι χάλυβες χαμηλής και μεσαίας περιεκτικότητας σε άνθρακα πληρούν αυτές τις προδιαγραφές.
Για πλαίσια αυτοκινήτων χρησιμοποιούνται χάλυβες κατασκευών με βαθμό 20. Πιο σύνθετα εγκάρσια μέλη φτιάχνονται από χάλυβες με βαθμό 08 για μεγάλη αντοχή σε εφελκυσμό. Τόσο τα πλευρικά, όσο και τα εγκάρσια μέλη κατασκευάζονται από φύλλα χάλυβα πάχους 3 - 4 mm. (Για πλαίσια φορτηγών ή οχημάτων ειδικής χρήσης χρησιμοποιούνται ανθεκτικότεροι χάλυβες με παράλληλη αύξηση του πάχους των στοιχείων).
Τα τελευταία χρόνια γίνεται σημαντική ερευνητική προσπάθεια για την κατασκευή πλαισίων και αμαξωμάτων από σύνθετα υλικά όπως το Αl, πλαστικά ενισχυμένα με ίνες γυαλιού, Kevlar ή ανθρακονήματα. Τα υλικά αυτά δεν υστερούν σε μηχανικές ιδιότητες έναντι των συμβατικών, μερικές ιδιότητές τους μάλιστα είναι καλύτερες, και συνήθως είναι ελαφρύτερα. Η παραγωγή τους όμως εξακολουθεί να είναι ασύμφορη και γι' αυτό είναι ακόμα περιορισμένα.
Στα επιβατικά αυτοκίνητα το αμάξωμα αποτελεί το μεγαλύτερο και ταυτόχρονα το βαρύτερο "εξάρτημα" του οχήματος. Το χαλύβδινο αμάξωμα ενός επιβατικού αυτοκινήτου της μεσαίας κατηγορίας ζυγίζει σήμερα περίπου 370 κιλά. Οι συνεχείς βελτιώσεις των κατασκευών και ο σχεδιασμός με τη βοήθεια ηλεκτρονικών υπολογιστών έχουν σα συνέπεια το βάρος αυτό να μη μπορεί να μειωθεί περισσότερο, εάν θέλουμε να διατηρηθεί το σημερινό επίπεδο ακαμψίας και παθητικής ασφάλειας. 'Ετσι, λοιπόν, η μόνη λύση είναι η χρήση άλλου, ελαφρύτερου υλικού. Το αλουμίνιο διαθέτει χαρακτηριστικά που το καθιστούν σχεδόν ιδανικό. Είναι 67% ελαφρύτερο από το χάλυβα, αλλά η διαμόρφωση και επεξεργασία του είναι πολύ πιο εύκολη, ενώ ταυτόχρονα δεν παρουσιάζει τόση μεγάλη ευαισθησία στις οξειδώσεις. Στην καθαρή του όμως μορφή, είναι τόσο "μαλακό", που δεν θα μπορούσε ποτέ να χρησιμοποιηθεί σαν φέρων οργανισμός. Για το λόγο αυτό, τα αλουμινένια αμαξώματα των αυτοκινήτων του παρελθόντος στηρίζονταν σε χαλύβδινα πλαίσια. Η κραματοποίηση του αλουμινίου με μαγνήσιο (Mg) και πυρίτιο (Si) του προσδίδει την απαραίτητη ακαμψία, ενώ οι ιδιότητες που αποκτά μπορούν να βελτιωθούν ακόμα περισσότερο με την κατάλληλη θερμική κατεργασία του. Τα χαρακτηριστικά που το κάνουν τελικά κατάλληλο για χρήση στην κατασκευή αμαξωμάτων εντοπίζονται στις παραπάνω λεπτές διεργασίες.
Η άμεση χρήση του αλουμινίου δεν είναι τόσο εύκολη, καθώς θα πρέπει πρώτα να αντιμετωπισθούν αρκετά προβλήματα, ειδικά όταν πρόκειται να κατασκευαστούν ολόκληρα αμαξώματα από το μέταλλο αυτό. Οι δυσκολίες αυξάνονται, όταν οι ρυθμοί παραγωγής ξεπερνούν τα 100 αυτοκίνητα ημερησίως. Ιδιαίτερη δυσχέρεια παρουσιάζει η σύνδεση των τμημάτων από αλουμίνιο, καθώς δεν υπάρχει μία κοινά αποδεκτή και καθιερωμένη στην πράξη τεχνική. Οι ηλώσεις (πιρτσίνια) και ειδικές κόλλες (που χρησιμοποιούνται ευρύτατα στην αεροπορική βιομηχανία) η σημειακή συγκόληση ή η συγκόληση με βολταϊκό τόξο είναι τεχνικές που ανταγωνίζονται μεταξύ τους και που απαιτούν τόσο ανάπτυξη τεχνογνωσίας, όσο και υψηλές επενδύσεις. Παράλληλα, ιδιαίτερα υψηλές είναι και οι ενεργειακές απαιτήσεις τους. Οι ειδικοί υπολογίζουν την

ΠΛΑΙΣΙΑ ΚΑΙ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΦΟΡΤΙΩΝ 2.21
αύξηση του κόστους παραγωγής κατά ένα συντελεστή που κυμαίνεται από δύο έως τρία σε σχέση με το χάλυβα. Εάν συνυπολογιστεί και το κόστος του ακατέργαστου υλικού, που είναι έξι έως οκτώ φορές μεγαλύτερο από αυτό του χάλυβα, οδηγείται κανείς στο συμπέρασμα, ότι η ελαφριά κατασκευή και το χαμηλό κόστος είναι έννοιες ασυμβίβαστες. Το υψηλό κόστος του αλουμινίου οφείλεται στην εξαιρετικά ενεργοβόρα διαδικασία παραγωγής του. Ξεκινώντας από την πρώτη ύλη, που είναι ο βωξίτης, απαιτούνται συνολικά 77 κιλοβατώρες (kWh) για να παραχθεί ένα κιλό κράματος κατάλληλου για την κατασκευή αμαξωμάτων.
Αντίθετα, ο χάλυβας απαιτεί μόλις 18 kWh ανά κιλό τιμή που διπλασιάζεται, όμως, όταν η ποιότητά του είναι πολύ καλή. 'Οποιος όμως προσπαθεί να συγκρίνει τα δύο υλικά με αυτόν τον τρόπο, δεν λαμβάνει υπ' όψιν του τις εξαιρετικές δυνατότητες ανακύκλωσης του αλουμινίου. Η τήξη του απαιτεί πολύ μικρότερα ποσά ενέργειας από αυτά που χρειάζονται για την τήξη της ίδιας ποσότητας χάλυβα. 'Ετσι, λοιπόν, με μία εντατικοποίηση της ανακύκλωσης, η συνολική ενέργεια, που θα απαιτείται για την κατασκευή ενός ολοκληρωμένου οχήματος, μπορεί να μειωθεί κατά περισσότερο από 50%. Το τελευταίο επιχείρημα δεν μπορεί παρά να επιταχύνει τη στροφή προς τις ελαφριές κατασκευές.
2.4.3 Υπολογισμοί πλαισίων Για αυτοκίνητα με άκαμπτη φέρουσα κατασκευή ο υπολογισμός του πλαισίου
περιλαμβάνει συνοπτικά τα ακόλουθα: 1. Καθορισμός των παραμορφώσεων από κάμψη του πλαισίου κάτω από την
επίδραση του ονομαστικού φορτίου των επιβατών και αποσκευών για συμμετρική φόρτιση. Εδώ οι παραμορφώσεις δεν πρέπει να υπερβαίνουν συγκεκριμένες τιμές που θα εξασφαλίζουν την ασφάλεια και την επίδραση του θορύβου στα διάφορα μέρη του πλαισίου. Οι τιμές αυτές λαμβάνονται κυρίως από πειράματα που γίνονται κατά την λειτουργία ενός πρωτότυπου πλαισίου.
2. Υπολογισμός των γωνιών στρέψης για μια συγκεκριμένη ροπή που εφαρμόζεται μεταξύ των εγκάρσιων επιπέδων του εμπρός και του πίσω άξονα των τροχών. Και εδώ οι τιμές των γωνιών στρέψης δεν πρέπει να ξεπερνούν τις τιμές που διασφαλίζουν την ασφάλεια και την επίδραση του θορύβου των μελών του πλαισίου. Επίσης, όπως στην παραπάνω περίπτωση, οι τιμές λαμβάνονται κατά την διάρκεια πειραμάτων στο πειραματικό μοντέλο
Η εκλογή του φορτίου που προκύπτει από το βάρος των επιβατών σαν φορτίο σχεδιασμού και όχι του βάρους του αμαξώματος σε συνδυασμό με το φορτίο, βασίζεται στο γεγονός ότι οι μετατοπίσεις του φέροντος οργανισμού που οφείλονται στο ίδιο βάρος, και ειδικότερα στα ανοίγματα των θυρών, μπορούν να ληφθούν υπόψη και να αντισταθμιστούν κατά την κατασκευή και την τοποθέτηση του αμαξώματος πάνω στο πλαίσιο. Έτσι, τα απαραίτητα ανοίγματα των θυρών και παραθύρων καθορίζονται μόνο από το βάρος των επιβατών και γενικότερα του ονομαστικού φορτίου.
Εξαιτίας της γραμμικότητας στη σχέση παραμορφώσεων - ροπής, το φορτίο σχεδιασμού θεωρούμε ότι είναι σχετικά μικρό. Ωστόσο, είναι συνηθισμένο να δοκιμάζονται οι φέρουσες κατασκευές, των μεγάλων κυρίως αυτοκινήτων, σε στρεπτικές ροπές της τάξης των 3ΚNm. Έτσι, εξασφαλίζεται επαρκής ακρίβεια των αποτελεσμάτων και αποφεύγεται η πιθανότητα να υπερβούν τα όρια ελαστικότητας και να παραποιηθούν τα τελικά αποτελέσματα.

2.22 ΠΛΑΙΣΙΑ ΚΑΙ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΦΟΡΤΙΩΝ
Οι μετατοπίσεις και οι τάσεις που ενεργούν στον φέροντα οργανισμό ενός οχήματος μπορούν να καθοριστούν με διάφορες μέθοδες. Οι κυριότερες από αυτές είναι:
1) Προσεγγιστική μέθοδος. Βασίζεται στο θεώρημα της διατήρησης της δυναμικής ενέργειας για να γίνουν συγκριτικοί υπολογισμοί στο αρχικό στάδιο, κυρίως, αυτού του σχεδιασμού του αμαξώματος.
2) Ακριβής μέθοδος. Βασίζεται στη θεωρία των λεπτότοιχων δοκών και χρησιμοποιείται αφού ο σχεδιασμός του συστήματος έχει αρχίσει. Είναι αρκετά επίπονη και χρονοβόρα.
3) Μέθοδος πεπερασμένων στοιχείων. Με την μέθοδο αυτή προσφέρονται πρακτικά απεριόριστες δυνατότητες για την ανάλυση των τάσεων και παραμορφώσεων, και χρησιμοποιείται με την βοήθεια υπολογιστών με μεγάλη μνήμη και ταχύτητα. Η μέθοδος αυτή έχει βρεί τεράστια απήχηση τα τελευταία χρόνια με την αλματώδη ανάπτυξη των ηλεκτρονικών υπολογιστών. Έχουν δημιουργηθεί μεγάλα "πακέτα" προγραμμάτων ειδικά για τις αυτοκινητοβιομηχανίες με τα οποία η διαδικασία του υπολογισμού γίνεται λιγότερο επίπονη και πολύ ακριβής.
Για οχήματα με εύκαμπτη σε στρέψη φέρουσα κατασκευή (κυρίως φορτηγά) ο υπολογισμός του πλαισίου περιλαμβάνει συνοπτικά τα ακόλουθα:
1. Καθορισμός των τάσεων που παρουσιάζονται στα στοιχεία του πλαισίου όταν το πλήρες φορτωμένο όχημα ταξιδεύει με μια αρκετά μεγάλη ταχύτητα σε ένα δρόμο με μικρές ανωμαλίες. Στην περίπτωση αυτή πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα δυναμικά αποτελέσματα των φορτίων.
2. Υπολογισμός των τάσεων που θα παρουσιαστούν στα στοιχεία του πλαισίου όταν, στο πλήρως φορτωμένο όχημα που ταξιδεύει με μικρή ταχύτητα, ένας απ' τους τροχούς του λιγότερο φορτωμένου άξονα ανασηκώνεται συναντώντας μια ανωμαλία της τάξης των 300 mm.
Για να μην υπολογιστεί μόνο η συνολική ευκαμψία του πλαισίου και οι δυνάμεις που το καταπονούν, αλλά να βρεθούν επίσης τα κρίσιμα σημεία στα οποία οι μετατοπίσεις και οι τάσεις μεταβάλλονται απότομα καθώς επίσης και ο βαθμός μεταβολής τους κατά μήκος του πλαισίου, είναι απαραίτητο να υπολογιστούν οι τιμές των βελών κάμψης, των γωνιών περιστροφής και των τάσεων για ένα αριθμό εγκάρσιων επιπέδων που περνούν από χαρακτηριστικά σημεία, όπως τα σημεία που ενώνονται τα εγκάρσια μέλη, σημεία που μεταβάλλεται το πλάτος και το ύψος της διατομής των πλευρικών μελών και αυτά που παραλαμβάνουν μεγάλα φορτία. Είναι δε πρακτικό, να παρουσιάζονται τα αποτελέσματα των υπολογισμών σε διαγράμματα βελών κάμψης, γωνιών περιστροφής και τάσεων κατά μήκος του πλαισίου.
Για τη διευκόλυνση των υπολογισμών γίνεται η παραδοχή ότι το πλαίσιο είναι επίπεδο και τα μέλη - πλευρικά και εγκάρσια - αντικαθίστανται από ράβδους. Υποτίθεται ότι οι κόμβοι του πλαισίου στις γωνίες είναι άκαμπτοι. Θεωρείται επίσης ότι οι δοκοί που αντικαθιστούν τα στοιχεία του πλαισίου έχουν σταθερές ροπές αδράνειας σε όλο το μήκος τους μεταξύ δύο κόμβων (ή χαρακτηριστικών σημείων). Σ' αυτό το στάδιο θεωρείται σαν (σταθερή) ροπή αδράνειας ενός στοιχείου ο μέσος όρος που προκύπτει σε όλο το μήκος του.
Ο υπολογισμός των καμπτικών φορτίων ενός απλού πλαισίου τύπου σκάλας συνίσταται στον καθορισμό των βελών κάμψης και των τάσεων στα πλευρικά μέλη θεωρώντας τα ως στοιχειώδεις δοκούς. Όταν υπολογίζονται τα στρεπτικά φορτία σε ένα πλαίσιο που αποτελείται από δύο πλευρικά μέλη και μερικά εγκάρσια, σχηματίζεται ένα στατικά απροσδιόριστο σύστημα. Οι δυνάμεις που δρουν σε ένα τέτοιο σύστημα μπορούν να προσδιοριστούν με διάφορες μεθόδους παρμένες κυρίως από την Αντοχή

ΠΛΑΙΣΙΑ ΚΑΙ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΦΟΡΤΙΩΝ 2.23
των Υλικών, αλλά και με μεθόδους πεπερασμένων στοιχείων. Οι μέθοδες αυτές είναι παρόλα αυτά εξαιρετικά επίπονες και χρονοβόρες, η διαδικασία όμως μπορεί να απλοποιηθεί σημαντικά αν γίνουν ορισμένες παραδοχές. Υποτίθεται ότι οι μετατοπίσεις των στοιχείων του πλαισίου που οφείλονται σε καμπτικές ροπές είναι μικρές σε σχέση με αυτές που οφείλονται σε στρεπτικές και έτσι μπορεί να χρησιμοποιηθεί η ακόλουθη προσεγγιστική μέθοδος.
Σχήμα 2.11: Μετατοπίσεις του πλαισίου υπο την επίδραση δυνάμεων εφαρμοζόμενων στα επίπεδα των εμπρός και πίσω αξόνων των τροχών σε συμμετρική φόρτιση.
Στην επίπεδη παράσταση του πλαισίου τύπου σκάλας του σχήματος 2.11, υπάρχουν
δυνάμεις που εφαρμόζονται στα επίπεδα των αξόνων των εμπρός και πίσω τροχών. Όπως φαίνεται, όλα τα εγκάρσια μέλη έχουν τον ίδιο βαθμό περιστροφής ανά μονάδα μήκους. Έτσι, σε μεμονωμένα στοιχεία του πλαισίου οι ροπές είναι ανάλογες με τις στρεπτικές δυσκαμψίες τους, δηλαδή:
TI:TII:...:TV:T1:T2:...:T4 = JpI:JpII:...:JpV:Jp1:Jp2:...:Jp4 (2.36)
όπου:
ΤΙ, ΤΙΙ,... οι ροπές των εγκάρσιων μελών Ι, ΙΙ,..., JpI, JpII,... οι πολικές ροπές αδράνειας των εγκάρσιων μελών Ι,ΙΙ,..., Τ1, Τ2,... οι ροπές των πλευρικών μελών που δρουν μεταξύ των εγκάρσιων Ι και ΙΙ, ΙΙ
και ΙΙΙ,..., και Jp1, Jp2,... οι πολικές ροπές αδράνειας των πλευρικών μελών μεταξύ των εγκάρσιων
Ι και ΙΙ, ΙΙ και ΙΙΙ,...

2.24 ΠΛΑΙΣΙΑ ΚΑΙ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΦΟΡΤΙΩΝ
Σχήμα 2.12: Συνιστώσες που ενεργούν στο πλαίσιο σε συμμετρική φόρτιση. Θεωρώντας μία τομή του πλαισίου κατά μήκος του επιπέδου συμμετρίας, μπορούν να
εισαχθούν στη θέση των στοιχείων ροπές και εγκάρσιες δυνάμεις που ενεργούν στο επίπεδο της διατομής, όπως φαίνεται στο σχήμα 2.11.
Οι εξισώσεις ισορροπίας των ροπών που οφείλονται στις εξωτερικές δυνάμεις για το εγκάρσιο μέλος Ι είναι:
RL - ( TI + TII + TIII + TIV + TV ) + QII l1 - QIII ( l1 + l2 ) -
- QIV ( l1 + l2 + l3 ) - QV ( l1 + l2 + l3 + l4 ) = 0 (2.37)
και εκφράζοντας όλες τις συνιστώσες των δυνάμεων σαν συναρτήσεις της ροπής ΤΙ του εγκάρσιου μέλους Ι θα είναι:
TII = TI ( JpII/JpJ ) , TIII = TI ( JpIII/JpJ ) ,...
TI = TI ( JpI/JpJ ) , T2 = TI ( Jp2/JpJ ) ,... (2.38) QI = ( 2T1/C ) = ( 2T1/C ) ( JpI/JpJ ) QII = 2 ( T2 - T1 )/C = ( 2TI/CJkI ) (Jp2 - Jp1 ) οπότε είναι:
(2.39)
RLJ pJT =I
JV 4
∑ pn + (2 / c) (J lpm )m
1∑
1

ΠΛΑΙΣΙΑ ΚΑΙ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΦΟΡΤΙΩΝ 2.25
όπου: n ο αριθμός των εγκάρσιων μελών και m ο αριθμός των τμημάτων μεταξύ των εγκάρσιων μελών. Έτσι, γνωρίζοντας τις τιμές των πολικών ροπών αδράνειας μπορούν να
υπολογισθούν η ροπή ΤΙ στο εγκάρσιο μέλος Ι και χρησιμοποιώντας την εξίσωση (2.38) βρίσκονται οι ροπές στα υπόλοιπα στοιχεία του πλαισίου.
Σχήμα 2.13 Wartburg 353W με ανεξάρτητο πλαίσιο και τρικύλινδρο δίχρονο κινητήρα 1000 cc, 55 HP. Παραγόταν απο το 1965 μέχρι το 1990.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
Η ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.1. ΠΕΔΗΣΗ ΚΑΙ ΑΡΧΕΣ ΤΡΙΒΗΣ
Ένα από τα πλέον σημαντικά συστήματα του αυτοκινήτου είναι το σύστημα πέδησης. Η σπουδαιότητά του έγκειται στο ότι το σύστημα αυτό είναι υπεύθυνο για την επιβράδυνση του οχήματος και την ακινητοποίησή του, ελαττώνοντας βαθμιαία την κινητική του ενέργεια μετατρέποντάς την σε θερμική ή άλλης μορφής.
Η σπουδαιότητα του συστήματος φρένων είναι τόσο μεγάλη όσο και αυτή του κινητήρα, γιατί με τα δύο αυτά συστήματα μπορεί να κατευθύνεται ένα όχημα με ασφάλεια. Όσο αξιόπιστα είναι αυτά, τόσο ασφαλέστερη γίνεται η κίνηση του οχήματος, συμβάλλοντας ουσιαστικά στην αύξηση της ενεργητικής του ασφάλειας.
'Οσο μεγαλύτερη είναι η μέση ταχύτητα του αυτοκινήτου, τόσο περισσότερη προσοχή πρέπει να δίνεται στην ασφαλή κίνησή του και τόσο καλύτερες πρέπει να είναι οι ιδιότητες του συστήματος πέδησης. Κατά τη διάρκεια της πέδησης, η τριβή μετατρέπει την κινητική ενέργεια του οχήματος σε θερμότητα, που αποβάλλεται στον περιβάλλοντα αέρα. Η πέδηση προκαλεί μη ανακτήσιμες απώλειες, γιατί η ενέργεια που απορροφάται από τα φρένα δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί παραπέρα. Στην περίπτωση κανονικής πέδησης (πέδησης λειτουργίας), το μεγαλύτερο μέρος της θερμότητας απελευθερώνεται στα φρένα (μεταξύ των επενδύσεων τριβής και των τυμπάνων) και στην περίπτωση πλήρους πέδησης (πέδησης ανάγκης), όταν οι τροχοί είναι ακινητοποιημένοι, μεταξύ των ελαστικών και του δρόμου.
Οι αρχές που περιγράφουν το φαινόμενο της πέδησης είναι αυτές της τριβής.
Σχήμα 4.1. Σύστημα πέδησης επιβατικού αυτοκινήτου Peugeot 405, διπλό κύκλωμα, δίσκοι εμπρός – πίσω.

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.2
Η πέδηση επιτυγχάνεται με την ανάπτυξη τριβής στους τροχούς. Τα φρένα είναι
διατάξεις που κατά την πέδηση έρχονται σε επαφή με ορισμένο μέρος των τροχών, οι οποίοι περιστρέφονται όπου αναπτύσσεται ξηρή τριβή. Η τριβή αυτή επιβραδύνει την περιστροφή των τροχών και μια άλλη δύναμη τριβής, αυτή που αναπτύσσεται μεταξύ των τροχών και του εδάφους, ακινητοποιεί το όχημα.
Κατά το φαινόμενο της πέδησης αναπτύσσονται δύο είδη μηχανισμών τριβής. Ο πρώτος εφαρμόζεται από τον μηχανισμό των φρένων στους τροχούς και ο δεύτερος μεταξύ των ελαστικών και του δρόμου. Και εδώ πρέπει να τονιστεί ένα σημαντικό σημείο: αν κατά την διάρκεια της κίνησης εφαρμοστεί δύναμη στα φρένα, τέτοια ώστε να ακινητοποιηθούν οι τροχοί τότε αυτοί ολισθαίνουν επί του οδοστρώματος και το όχημα χάνει μεγάλο μέρος από την επιβράδυνσή του. Η εξήγηση του φαινομένου αυτού είναι η εξής: αν εφαρμοστεί δύναμη πέδησης τέτοια ώστε να ακινητοποιηθούν οι τροχοί, τότε μεταξύ των τροχών και του οδοστρώματος αναπτύσσεται τριβή ολίσθησης και η θερμότητα που αναπτύσσεται στό ίδιο σημείο του ελαστικού προκαλεί τήξη του ελαστικού με αποτέλεσμα να μειςθεί ακόμα περισσότερο η τριβή ολίσθηση.
Η τριβή γενικά εξαρτάται από τους εξής τρεις παράγοντες: α) από την δύναμη που εφαρμόζεται μεταξύ δύο επιφανειών κατά την κύλισή
τους. Όσο μεγαλύτερη είναι αυτή η δύναμη, τόσο μεγαλύτερη τριβή αναπτύσσεται.
β) από την τραχύτητα της επιφάνειας. Οσο μεγαλύτερη είναι η τραχύτητα μεταξύ των δύο τριβόμενων επιφανειών, τόσο
μεγαλύτερη θα είναι και η τριβή. Αυτό οφείλεται στο ότι οι τραχείες επιφάνειες έχουν περισσότερες ανωμαλίες, οι οποίες κατά την αντίθετη κίνηση των επιφανειών αυτών συγκρούονται, με αποτέλεσμα να απορροφάται ενέργεια και να εμφανίζεται τριβή.
γ) από το υλικό των επιφανειών. Κάθε υλικό, ανάλογα με την σύνθεσή του παρουσιάζει διαφορετικό συντελεστή
τριβής. Κατά το φαινόμενο της τριβής, αναπτύσσεται θερμότητα ανάμεσα στις δύο τριβόμενες επιφάνειες, η οποία συντελεί στην φθορά των δύο επιφανειών, αλλά και επηρεάζει την αποτελεσματικότητα των φρένων μετά από συνεχή χρήση.
Στα συστήματα φρένων γίνεται κατάλληλη επιλογή και των τριών αυτών παραγόντων ώστε να αποδίδουν τα καλύτερα αποτελέσματα. Μελετάμε την διάταξη ώστε οι εφαρμοζόμενες δυνάμεις να είναι αρκετές για να παρέχεται ικανοποιητική επιβράδυνση. Επίσης, λόγω των μεγάλων θερμοκρασιών που αναπτύσσονται κατά την τριβή υπάρχει γρηγορότερη φθορά των επιφανειών. Γενικά επιδιώκεται ελεγχόμενη φθορά και εναλλαξιμότητα των υλικών τριβής. Γι'αυτό το λόγο η μία από τις δύο επιφάνειες κατασκευάζεται από μαλακότερο υλικό, ώστε να υπόκειται σε γρηγορότερη φθορά από την άλλη, για την οποία γίνεται προσπάθεια να φθείρεται βραδύτερα.
Ο πιο συνηθισμένος συνδυασμός υλικών που χρησιμοποιείται στα σύγχρονα συστήματα φρένων είναι ο χάλυβας για την επιφάνεια που περιστρέφεται (στέλεχος) και ειδικά υλικά τριβής (φερμουίτ) για τα ανταλλακτικά μέρη.
Το φερμουίτ έχει επικρατήσει για τους εξής λόγους: i) έχει υψηλή αντοχή σε κρούσεις και σε υψηλές θερμοκρασίες. ii) έχοντας αρκετά χαμηλό κόστος, επιτρέπει τη συχνή αλλαγή του

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.3
Σχήμα 4.2. Διαγραμματικό κύκλωμα συστήματος πέδησηςμονού κυκλώματος με ταμπούρα (Απο το βιβλίο του Ιδρύματος Ευγενίδου Αυτοκίνητο)

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.4
Βέβαια έχει το μειονέκτημα ότι ο συντελεστής τριβής του είναι χαμηλότερος απ'ότι
ο συντελεστής τριβής του χάλυβα, με αποτέλεσμα να απαιτείται μεγαλύτερη δύναμη για το ζεύγος επιφανειών χάλυβα - φερμουίτ, απ'ότι για το ζεύγος χάλυβα - χάλυβα, για την ίδια πάντα επιβράδυνση. Το μειονέκτημα όμως αυτό εξισορροπείται από τα πλεονεκτήματα της χρήσης του φερμουίτ και από το γεγονός ότι μπορούν να επιτευχθούν αρκετά μεγάλες δυνάμεις τριβής.
Σχήμα 4.3. Μηχανισμός πέδησης εμπρόσθιου τροχού με αεριζόμενο δίσκο.

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.5
4.2. ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.2.1. Πειραματική εκτίμηση των ιδιοτήτων πέδησης.
Οι ιδιότητες πέδησης ενός αυτοκινήτου μπορούν να βρεθούν από δοκιμές σε στάση στο εργαστήριο και στο δρόμο, μετρώντας την απόσταση, το χρόνο και την επιβράδυνση όταν επιβραδύνεται με τον μέγιστο ρυθμό, όπως επίσης υπολογίζεται και το μέγεθος των δυνάμεων πέδησης.
Για εργαστηριακές δοκιμές γίνεται χρήση ειδικών εξεδρών, που συνήθως αποτελούνται από μια μετρητική στήλη και αυλακωτές πλατφόρμες διατεταγμένες στη στάθμη του δαπέδου. 'Οταν το αυτοκίνητο οδηγείται πάνω στις πλατφόρμες με ταχύτητα 3 - 3.5 m/sec, επιβραδύνεται απότομα και οι πλατφόρμες μετατοπίζονται κατά τη διεύθυνση της κίνησης, υπό την επίδραση των δυνάμεων αδρανείας. Κάθε πλατφόρμα είναι αρθρωμένη, μέσω ενός μοχλού και ενός υδραυλικού μηχανισμού, με ένα δείκτη στη μετρητική στήλη, πράγμα που κάνει δυνατό να προσδιοριστούν οι δυνάμεις πέδησης που ασκούνται στους τροχούς και να αποτιμηθεί η κατανομή της συνολικής δύναμης πέδησης μεταξύ αυτών.
Διάγραμμα 4.1. Επίδραση στην απόσταση πέδησης
α) από τον συντελεστή τριβής β) από την αρχική ταχύτητα του οχήματος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.6
Οι δοκιμές σε δρόμο διεξάγονται πάνω σε ομαλά, στεγνά και καθαρά τμήματα του δρόμου με σκληρή επιφάνεια, όταν το όχημα φέρει πλήρες φορτίο, όπως προβλέπεται από τις τεχνικές προδιαγραφές του κατασκευαστή.
Κατά τις δοκιμές στο δρόμο, οι ιδιότητες πέδησης ενός αυτοκινήτου, μπορούν να βρεθούν, για παράδειγμα, με τη βοήθεια ενός καταγραφέα "απόστασης - χρόνου - ταχύτητας" ή μιας ταχογεννήτριας προσαρμοσμένης σε έναν ειδικό πέμπτο τροχό (μετρητικό) και μέσω ενός παλμογράφου.
Τα επεξεργασμένα αποτελέσματα των δοκιμών χρησιμοποιούνται για τη χάραξη των γραφημάτων της εξάρτησης της απόστασης πέδησης και του χρόνου από την ταχύτητα με διάφορες τιμές του συντελεστή τριβής φχ όπως φαίνονται στο Διάγραμμα 4.1α.
Από το γράφημα μπορεί να προσδιοριστεί η επιβράδυνση πέδησης (σε m/s2) ως συνάρτηση της ταχύτητας, από την εξίσωση:
tu =j dec Δ
Δ
όπου Δu = πτώση (αρνητική προσαύξηση) στην ταχύτητα σε m/s που αντιστοιχεί σε χρόνο Δt σε δευτερόλεπτα (για εξασφάλιση της απαιτούμενης ακρίβειας, τα διαστήματα του χρόνου δεν πρέπει να είναι μεγαλύτερα από 0.1 sec).
Διάγραμμα 4.2. Παράμετροι Πεδήσεως
Το ίχνος πέδησης μπορεί επίσης να εκτιμηθεί με τη βοήθεια ειδικών ακροφυσίων υψηλής πίεσης που εκτοξεύουν μπογιά πάνω στο δρόμο κατά την έναρξη της

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.7
πέδησης. Μετά το σταμάτημα του οχήματος μετριέται η απόσταση από την κηλίδα επί του δρόμου μέχρι το ακροφύσιο και προσδιορίζεται η απόσταση πέδησης.
Οι επιβραδύνσεις κατά την πέδηση μπορεί να εκτιμηθούν και από τις ενδείξεις ενός επιβραδυνσιομέτρου το οποίο είναι ένα φορητό όργανο αδρανειακού τύπου. Μία ιδέα της μεταβολής της ταχύτητας και επιβράδυνσης κατά την πέδηση, φαίνεται στο Διάγραμμα 4.2.
Το τμήμα tr στο διάγραμμα αντιστοιχεί στον χρόνο αντίδρασης του οδηγού στον οποίο, αυτός αποφασίζει να φρενάρει και μεταφέρει το πόδι του από το πεντάλ του γκαζιού στο πεντάλ του φρένου. Ο χρόνος αντίδρασης του οδηγού εξαρτάται από τις ιδιαίτερες ικανότητές του και την εμπειρία του και κυμαίνεται μεταξύ 0.4 - 1 sec. Στους υπολογισμούς, ο χρόνος tr λαμβάνεται συνήθως 0.8 sec.
To τμήμα tdr δείχνει το χρόνο ενεργοποίησης του μηχανισμού του φρένου, από τη στιγμή που πατιέται το πεντάλ του φρένου μέχρι την εμφάνιση της επιβράδυνσης. Κατά τη διάρκεια του χρόνου αυτού, όλα τα κινητά στοιχεία του μηχανισμού του φρένου έχουν μετατοπιστεί στη θέση που μεταβιβάζουν την δύναμη πέδησης από το πόδι του οδηγού προς τους τροχούς. Ο χρόνος tdr εξαρτάται από τον τύπο μηχανισμού του φρένου, την τεχνική κατάστασή του και κυμαίνεται μεταξύ 0.2 - 0.4 sec για υδραυλικό και μεταξύ 0.6 - 0.8 sec για πνευματικό μηχανισμό. Σε αυτοκινούμενους συρμούς (νταλίκες) με αερόφρενα ο χρόνος tdr κυμαίνεται σε 1 - 2 sec.
Το τμήμα tin είναι ίσο (υπό κλίμακα) προς το χρόνο, κατά τη διάρκεια του οποίου η επιβράδυνση αυξάνει από μηδέν (έναρξη της δράσης πέδησης) έως την μέγιστη τιμή της. Ο χρόνος αύξησης της επιβράδυνσης tin εξαρτάται από την αποδοτικότητα του συστήματος πέδησης, το φορτίο του οχήματος, τον τύπο και την κατάσταση του οδοστρώματος. Παρακάτω δίνονται οι τιμές του χρόνου tin (σε sec) για πέδηση ανάγκης με όλους τους τροχούς ακινητοποιημένους.
Επιβατικά αυτοκίνητα 0.05-0.2 Φορτηγά και λεωφορεία με υδραυλικά φρένα 0.05-0.4 Φορτηγά με πνευματικά φρένα (αερόφρενα) και ωφέλιμο φορτίο μέχρι 4500 Κg 0.15-1.2 Φορτηγά με πνευματικά φρένα και ωφέλιμο φορτίο πάνω από 4500 Κg 0.20-1,5 Λεωφορεία με πνευματικά φρένα 0.20-1.3 Οι χαμηλότερες προδιαγραφόμενες τιμές για το χρόνο tin είναι για δρόμους με
χαμηλό συντελεστή τριβής και στην περίπτωση αυτή, το φορτίο του οχήματος δεν έχει πρακτικά επίδραση επί του χρόνου tin. Μεγαλύτερες τιμές του tin αντιστοιχούν σε κίνηση με πλήρες φορτίο σε δρόμους με μεγάλο συντελεστή τριβής.
Το τμήμα tbr παριστάνει τον χρόνο πέδησης με τη μέγιστη ένταση. Κατά τη ροή του χρόνου tr+tdr το αυτοκίνητο κινείται ομοιόμορφα με ταχύτητα u και κατά τη διάρκεια του tin με επιβράδυνση. Κατά τη διάρκεια του χρόνου tbr η επιβράδυνση παραμένει πρακτικά σταθερή και έτσι η ταχύτητα μειώνεται σχεδόν κατά γραμμικό νόμο.
Για τον έλεγχο της αποτελεσματικότητας του συστήματος πέδησης, αξιολογείται η μέγιστη επιτρεπόμενη απόσταση πέδησης και η ελάχιστη δυνατή επιβράδυνση για οχήματα χωρίς φορτίο και με το ονομαστικό φορτίο (η απόδοση πέδησης επιβατικών και λεωφορείων ελέγχεται για ασφαλή κίνηση χωρίς επιβάτες).

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.8
Σύμφωνα με τον Κανονισμό 13 του ΟΗΕ και την Οδηγία 71/320 της ΕΕ (Ευρωπαϊκής Οικονομικής Επιτροπής) η απόσταση πέδησης δεν πρέπει να υπερβαίνει τις τιμές που προκύπτουν από τις παρακάτω σχέσεις:
Για επιβατηγά υπό αρχική ταχύτητα 22.2 m/s και μια πίεση 500 Ν εφαρμοσμένη επί του πεντάλ του φρένου η απόσταση πέδησης (σε m) είναι:
10u =S
2
br
Για φορτηγά μικρού και μέσου ωφέλιμου φορτίου, κινούμενα με ταχύτητα 13.8
m/s, και μια πίεση 700 Ν στο πεντάλ.
2br 0.1u0.54u =S +
Για βαριά φορτηγά και συρμούς με αρχική ταχύτητα 11.5 m/s.
2
br 0.113u + 0.65u =S
Οι κανονισμοί αυτοί ισχύουν για την περίπτωση πέδησης ενός αυτοκινήτου με
πλήρες φορτίο πάνω σε οριζόντιο δρόμο με επίπεδη, στεγνή, επιφάνεια από άσφαλτο ή μπετόν.
4.2.2. Δυνάμεις πέδησης στους τροχούς.
Κατά την πέδηση, οι στοιχειώδεις δυνάμεις τριβής που κατανέμονται επί των επιφανειών των επενδύσεων τριβής, δημιουργούν μια συνισταμένη ροπή τριβής Mbr κατευθυνόμενη αντίθετα προς την περιστροφή του τροχού, ενώ εμφανίζεται μια δύναμη πέδησης Pbr μεταξύ τροχού και δρόμου.
Η μέγιστη τιμή Pbr max της δύναμης πέδησης είναι ίση προς τη δύναμη τριβής του δρόμου. Όταν όλοι οι τροχοί του οχήματος είναι ακινητοποιημένοι με τα φρένα (Σχήμα 4.4), η μέγιστη τιμή της δύναμης πέδησης (σε Ν) είναι:
)Z+(Z =Z +Z =P+P=P 21x2x1xbr2br1xma br φφφ
αλλά επειδή ισχύει οτι a21 G=Z+Z
τότε: (4.1) aφ G = P xbrmax
Δεδομένου ότι η μέγιστη τιμή του συντελεστή Φχ κυμαίνεται μεταξύ 0.8 - 0.9, το μέγεθος της δύναμης πέδησης κατά την πέδηση επί στεγνού ασφαλτοστρωμένου δρόμου, μπορεί να φτάσει το 80 - 90% της δύναμης βαρύτητας του οχήματος.
Το σύστημα πέδησης σχεδιάζεται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να έχει την ικανότητα για την ανάπτυξη τέτοιας ροπής πέδησης Μbr, η οποία να κάνει τους τροχούς να

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.9
ολισθαίνουν όταν το όχημα με πλήρες φορτίο φρενάρει επί στεγνού δρόμου με επιφάνεια από άσφαλτο ή μπετόν.
4.2.3. Εξίσωση κίνησης ενός οχήματος κατά την πέδηση.
Για την κατάστρωση της γενικής εξίσωσης της κίνησης ενός οχήματος που κινείται σε ανήφορο και φρενάρει, προβάλλονται στην επιφάνεια του δρόμου όλες οι δυνάμεις που ενεργούν στο όχημα κατά την πέδηση:
(4.2) 0 =P-P+P+P+P+P =P-P+P+P+P+P+P+P+P inhfeairrdbrinhfeairgr2r1br2br1
όπου P+ P+ P=P
P+ P=P
r2r1rd
br2br1br
Pfe = δύναμη τριβής του κινητήρα όπως εφαρμόζεται στους κινητήριους τροχούς(Ν).
Σχήμα 4.4. Δυνάμεις που ενεργούν σ'ένα όχημα όταν φρενάρει σε ανήφορο
Αν είναι γνωστή η ροπή τριβής στον κινητήρα Mfe, η τιμή της δύναμης Pfe (σε Ν)
μπορεί να προσδιοριστεί από την σχέση:
rev
trfe
rev
trfefe n
iP =
rniM
=P (4.3)
Η ροπή τριβής πέδης (σε Νm) σε ένα τετράχρονο κινητήρα μπορεί να προσδιοριστεί, κατά προσέγγιση σαν:
cylhmfe iVp8.0=Mόπου:

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.10
pm = μέση πίεση των μηχανικών απωλειών (N/m2). Vh = ενεργός όγκος του κυλίνδρου,(m3) icyl = αριθμός κυλίνδρων του κινητήρα. Ας θεωρήσουμε την περίπτωση πέδησης μόνο με το σύστημα φρένων, όταν η
δύναμη Pfe = 0. Η εξίσωση (4.2) δίνει την τιμή επιβράδυνσης jdec σε (m/s2):
aδ MP+P+P+P
=jrot.b
hairrdbrdec
όπου: Ma = Μάζα του αυτοκινήτου (Kg), δrot.b = συντελεστής που λογαριάζεται για στρεφόμενες μάζες κατά τη διάρκεια ρολαρίσματος και πέδησης. Παίρνοντας υπόψη ότι κατά την πέδηση η ταχύτητα του οχήματος ελαττώνεται,
μπορεί να θεωρηθεί ότι η δύναμη Pair=0. Δεδομένου ότι η δύναμη Ph είναι μικρή σε σύγκριση με την Pbr, αυτή μπορεί να αγνοηθεί ιδιαίτερα κατά την πέδηση έκτακτης ανάγκης. Τότε υπό τις προϋποθέσεις αυτές, που προκαλούν ένα μικρό σφάλμα σε σχέση με τη βελτίωση των ιδιοτήτων πέδησης ενός οχήματος, η εξίσωση (4.2) μπορεί να γραφεί υπό τη μορφή:
0=P-P+P inrdbr
Συνεκτιμώντας τις εκφράσεις για τον συντελεστή πρόσφυσης και την εξίσωση (4.1) θα είναι:
0 =jM -G +G decrot.bax a δψφ a (4.4)
Από την τελευταία εξίσωση προκύπτει η τροποποιημένη εξίσωση της κίνησης πέδησης επί ενός μη οριζόντιου τμήματος του δρόμου:
0 = jg
- + decrot.b
x
δψφ (4.5)
4.2.4. Χαρακτηριστικά της δυναμικής της πέδησης.
Ως χαρακτηριστικά της δυναμικής της πέδησης, χρησιμοποιούνται η επιβράδυνση πέδησης jdec σε (m/s2), ο χρόνος πέδησης t (σε sec) και η απόσταση πέδησης Sbr (σε m). Επιβράδυνση κατά τη διάρκεια της πέδησης.
Λύνοντας την εξίσωση (4.5) ως προς την επιβράδυνση jdec σε (m/s2) παίρνουμε:

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.11
g =jrot.b
xdec δ
φ+ ψ (4.6)
Ο συντελεστής φx είναι συνήθως πολύ μεγαλύτερος από το συντελεστή ψ και επομένως, η τιμή του ψ στην εξίσωση (4.6) μπορεί να αγνοηθεί.
Σ' αυτή την περίπτωση:
g =jrot.b
xdec δ
φ (4.7)
Παίρνοντας το συντελεστή δrot.b και την επιτάχυνση g=10m/s2, μπορεί να θεωρηθεί ότι κατά την πέδηση ανάγκης οχημάτων όλων των τύπων επί στεγνού δρόμου από άσφαλτο ή μπετόν, η μέγιστη επιβράδυνση θα είναι 8 - 9 m/s2.Οι επιβραδύνσεις δεν πρέπει, κατά κανόνα, να υπερβαίνουν τα 1.5 - 2.5 m/s2 κατά την κανονική πέδηση (πέδηση λειτουργίας). Η πέδηση ανάγκης, όταν οι τιμές επιβράδυνσης είναι πολύ υψηλές, προκαλεί δυσάρεστη αίσθηση στους επιβάτες και αυξημένη φθορά στα φρένα και τα ελαστικά.
Αν ο συντελεστής φχ δεν μεταβάλλεται κατά την πέδηση, η επιβράδυνση παραμένει σχεδόν σταθερή και δεν εξαρτάται από την ταχύτητα του οχήματος (Διάγραμμα 4.3α).
Χρόνος πέδησης
Ο χρόνος πέδησης μπορεί να προσδιοριστεί με γραφική και αναλυτική ολοκλήρωση της καμπύλης επιβράδυνσης jdec = f(u) που χαράσσεται από την εξίσωση (4.4). 'Υστερα από την εύρεση των επιβραδύνσεων για αρκετές τιμές της ταχύτητας, από το γράφημα jdec = f(u) υπολογίζεται η μέση επιβράδυνση σε κάθε διάστημα ταχύτητας. Στη συνέχεια, χρησιμοποιείται η εξίσωση για τη στοιχειώδη αύξηση του χρόνου Δt σε κάθε διάστημα και αθροίζοντας τις προκύπτουσες τιμές Δt, προσδιορίζεται ο συνολικός χρόνος πέδησης. Η σχέση tbr = f(u) φαίνεται στο Διάγραμμα 4.3α.
Ας ξαναγυρίσουμε στο Διάγραμμα (4.2) για να βρούμε το χρόνο tst που χρειάζεται για να ακινητοποιηθεί το αυτοκίνητο από τη στιγμή που θα εμφανιστεί ο κίνδυνος, τον αποκαλούμενο χρόνο ακινητοποίησης. Κατά τη διάρκεια του χρόνου tin η επιβράδυνση μεταβάλλεται σύμφωνα με ένα σχεδόν γραμμικό νόμο. Μπορεί συνεπώς να υποτεθεί ότι κατά τη διάρκεια του χρόνου tin το όχημα επιβραδύνει κατά 0.5 jdec,max περίπου. Στην περίπτωση αυτή η στοιχειώδης μείωση της ταχύτητας (σε m/sec) θα είναι:
2
tj=u indec.maxΔ (4.8)
Έτσι η ταχύτητα (σε m/sec) στην αρχή της πέδησης ανάγκης με επιβράδυνση jdec,max. είναι:
2
tj -u =u -u =u indec.max ' Δ (4.9)

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.12
Αν η παραπέρα κίνηση του οχήματος ελαττώνεται ομοιόμορφα με επιβράδυνση jdec,max και σταματάει στο τέλος της πέδησης, η ταχύτητα μειώνεται κατά την πάροδο του χρόνου t , σύμφωνα με ένα γραμμικό νόμο από u' σε μηδέν. br
Τότε ισχύει οτι:
u'= jdec,max tbr (4.10)
Λύνοντας την εξίσωση (4.10) ως προς tbr (σε sec) και αντικαθιστώντας την ταχύτητα u' με την τιμή της από την εξίσωση (4.9), έχουμε:
t = u'j
= uj
- tbrdec max dec max
in (4.11)
'Ετσι, ο χρόνος ακινητοποίησης (σε sec) είναι:
t = t + t + t + t = t + t + t2
+ uj
= t + ujst r dr in br r dr
in
dec maxtot
dec max
(4.12)
Αν οι τιμές των δυνάμεων πέδησης σε όλους τους τροχούς, φτάνουν ταυτόχρονα τις μέγιστες τιμές συγκράτησης, η επιβράδυνση μπορεί να βρεθεί από την εξίσωση (4.7). Στην περίπτωση αυτή, παίρνοντας το συντελεστή 1 rot.b ≈δ , με επαρκή ακρίβεια για πρακτικούς υπολογισμούς θα είναι:
g
u + ttx
totst φ≈ (4.13)
Απόσταση πέδησης
Η απόσταση πέδησης μπορεί να προσδιοριστεί με γραφική και αναλυτική ολοκλήρωση της καμπύλης = f(u) υποθέτοντας ότι η κίνηση του οχήματος ελαττώνεται ομοιόμορφα σε κάθε διάστημα ταχύτητας. Χωρίζοντας την καμπύλη t = f(u) σε αρκετά διαστήματα, εφαρμόζεται η εξίσωση για το προσδιορισμό της στοιχειώδους αύξησης της απόστασης ΔS μέσα σε κάθε διάστημα ταχύτητας, κατά τον ίδιο τρόπο όπως κατά τον υπολογισμό της απόστασης επιβράδυνσης. Αθροίζοντας τις προκύπτουσες τιμές των στοιχειωδών αυξήσεων ΔS της απόστασης, η ολική απόσταση πέδησης αποτιμάται. Στο διάγραμμα (4.3) φαίνεται ένα ενδεικτικό γράφημα της σχέσης = f(u), με διακεκομμένη γραμμή όταν συνυπολογίζονται οι δυνάμεις Pr, Pair και Ph και με συνεχή γραμμή όταν οι δυνάμεις αυτές αγνοούνται.
t br
S
br
br
Sbr
Η απόσταση που χρειάζεται για να ακινητοποιηθεί το αυτοκίνητο από τη στιγμή εμφάνισης του κινδύνου, δηλαδή, η απόσταση ακινητοποίησης, μπορεί να βρεθεί υποθέτοντας τη φύση της μεταβολής επιβράδυνσης που φαίνεται στο Διάγραμμα 4.2.

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.13
'Οπως προηγουμένως, ας υποθέσουμε ότι όταν η ταχύτητα μειώνεται από u σε u', το όχημα κινείται με μια σταθερή επιβράδυνση ίση με 0.5 . Τότε, η απόσταση που καλύπτεται από το όχημα κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου θα είναι:
jdec .max
dec.max
22
dec.maxm
min j
)(u' -u =j 0.51
2)u'-(u )u'+(u =
juu =S Δ
(4.14)
Διάγραμμα 4.3. Χαρακτηριστικά της δυναμικής πέδησης
α) επιβράδυνση, χρόνος κίνησης και απόσταση πέδησης κατά το φρενάρισμα με το σύστημα πέδησης
β) επιβράδυνση με διάφορες μεθόδους πέδησης 1,2,3 καμπύλες επιβράδυνσης(συνεχείς γραμμές - φρενάρισμα με το σύστημα πέδησης, διακεκομμένες - συνδυασμένη πέδηση) Κατά τη διάρκεια της πέδησης ανάγκης η επιβράδυνση είναι ίση προς και
η απόσταση πέδησης που διανύεται από το όχημα όταν η ταχύτητα πέφτει από u' σε μηδέν (σε m) θα είναι:
j dec .max
dec.max
2
br j2)u( =S′
(4.15)
Η τιμή της S που βρίσκεται είναι η διανυόμενη απόσταση από το όχημα κατά το χρόνο με τη μέγιστη ένταση πέδησης. Η απόσταση ακινητοποίησης (σε m)
br
t br Sst

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.14
είναι μεγαλύτερη από την απόσταση , επειδή αυτή περιλαμβάνει επίσης την απόσταση που διανύεται από το όχημα κατά τη διάρκεια του χρόνου αντίδρασης του οδηγού, του χρόνου ενεργοποίησης του μηχανισμού των φρένων και της αύξησης του ρυθμού επιβράδυνσης.
Sbr
S = u (t + t ) + S + S = u (t + t ) + uj
- (u' )2 jst r dr in br r dr
2
dec.max
2
dec.max
(4.16)
Εισάγοντας στην εξίσωση (4.16) την ταχύτητα u' από την εξίσωση (4.9) και αγνοώντας την πολύ μικρή τιμή του γινομένου που περιέχει τον όρο t , έχουμε: 2
in
dec.max
2
2ju
totst + tu =S (4.17)
Αν οι δυνάμεις τριβής επί όλων των τροχών του οχήματος φτάσουν τη δύναμη συγκράτησης ταυτόχρονα, τότε, παίρνοντας υπόψη την εξίσωση (4.4) και με = = 0, η απόσταση πέδησης θα είναι:
Pfe
Ph
g2
u g2)(u'
]airP +sin G +cos G +[ 2
)u'( M =S
x
2
x
2rot.b
x
2 rot.b
br φ≈
φδ
≈αφ
δ
aa (4.18)
Η απόσταση πέδησης είναι κατ'ευθείαν ανάλογη προς το τετράγωνο της
ταχύτητας κατά τη στιγμή έναρξης της πέδησης. Για το λόγο αυτό η απόσταση πέδησης αυξάνει πολύ γρήγορα για υψηλές αρχικές ταχύτητες (Διάγραμμα 4.3α). Αν η τιμή της είναι γνωστή, η απόσταση ακινητοποίησης μπορεί να βρεθεί από την εξίσωση:
Sbr
g2
u + tu tot =x
2
st φS (4.19)
Οι τιμές των και S μπορούν να προσδιοριστούν από τις εξισώσεις (4.12) και (4.17) αν είναι γνωστή ή πειραματικά υπολογισμένη, η μέγιστη επιβράδυνση του οχήματος. Αν η μέγιστη επιβράδυνση είναι άγνωστη, οι τιμές των και μπορούν να βρεθούν από τις εξισώσεις (4.3) και (4.19) αν έχει οριστεί ο συντελεστής
tst st
tst Sst
xφ .
4.2.5. Κατανομή της δύναμης πέδησης μεταξύ των τροχών.
'Οταν ένα αυτοκίνητο φρενάρει, η δύναμη αδρανείας ενεργούσα επί του βραχίονα (Σχήμα 4.4) ανακατανέμει τα φορτία στους μπροστινούς και πίσω τροχούς: το φορτίο στους εμπρός τροχούς αυξάνει και στους πίσω μειώνεται. Κατά
Pinhg.c

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.15
συνέπεια, οι τιμές των κάθετων αντιδράσεων που δρούν, αντίστοιχα, επί των εμπρός και πίσω τροχών κατά την διάρκεια πέδησης, διαφέρουν σημαντικά από τα φορτία που φέρουν αυτοί κατά την στατική κατάσταση. 'Οπως σημειώθηκε παραπάνω οι μεταβολές αυτές υπολογίζονται με τους συντελεστές
Ζ και Ζ1 2
2G και G1
m και mr1 r2 μεταβολής των αντιδράσεων. Αν ένα όxημα φρενάρει πάνω σε οριζόντιο δρόμο, οι συντελεστές m και mr1 r2 υπολογίζονται από τις εξισώσεις:
φ
αφ
και g.cxx h -1 =
bh
r2g.c m r1 +1 =m (4.20)
Οι μέγιστες τιμές των συντελεστών μεταβολής των αντιδράσεων m και mr1 r2 , κατά την πέδηση κυμαίνονται μεταξύ των ορίων 1.5 - 2 και 0.5 - 0.7, αντίστοιχα.
m και mΈχοντας υπολογίσει τους συντελεστές r1 r2 , είναι δυνατό να βρούμε τις τιμές των κατακόρυφων αντιδράσεων σε N:
Z = m G και Ζ = m G2 r2 2 1 r1 1 Η μέγιστη ένταση πέδησης μπορεί να εξασφαλιστεί μόνο αν η δύναμη πρόσφυσης
του οχήματος αξιοποιείται πλήρως. Εφόσον η αναλογία μεταξύ των δυνάμεων πέδησης P και Pbr2
0
br1 που ενεργούν στους εμπρός και πίσω τροχούς δεν μεταβάλλεται, η συνολική δύναμη μπορεί να διατηρεί την μέγιστη τιμή της χωρίς να ολισθαίνουν οι τροχοί, μόνο σ'ένα δρόμο που έχει συντελεστή τριβής για παράδειγμα, ίσο με
Pbr
φ . Σε άλλους δρόμους είναι αδύνατο να αξιοποιηθεί πλήρως η δύναμη πρόσφυσης χωρίς ακινητοποίηση των εμπρός ή των πίσω τροχών.
0βΟ συντελεστής , κατανομής της δύναμης πέδησης στους εμπρός και πίσω τροχούς, μπορεί να βρεθεί από τις εξισώσεις:
br1
br2
br
br10 P
P -1 =PP =β
Η βέλτιστη κατανομή της δύναμης πέδησης συμβαίνει όταν οι εμπρός και πίσω
τροχοί ακινητοποιούνται ταυτόχρονα. Στην περίπτωση αυτή ο συντελεστής 0β γίνεται:
L
h +b = g.c0
0
φβ
Τα περισσότερα σύγχρονα συστήματα φρένων είναι εφοδιασμένα με μηχανισμό
που εξασφαλίζει στατική και δυναμική ρύθμιση της κατανομής της δύναμης πέδησης στους εμπρός και πίσω τροχούς.
Εφόσον η κατανομή της ολικής δύναμης πέδησης μεταξύ των τροχών, δεν αντιστοιχεί προς τις κάθετες αντιδράσεις που μεταβάλλονται κατά τη διάρκεια της πέδησης, η πραγματική ελάχιστη απόσταση πέδησης είναι κατά 20 - 40%

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.16
μεγαλύτερη της θεωρητικής. Για την προσέγγιση των εξαγομένων από υπολογισμούς προς τα πειραματικά δεδομένα, οι εξισώσεις περιλαμβάνουν ένα συντελεστή Keff με τον οποίο παίρνεται υπόψη ο βαθμός αξιοποίησης του πλήρους, θεωρητικά δυνατού, αποτελέσματος της ενέργειας του συστήματος πέδησης. Ο συντελεστής αποτελεσματικότητας της πέδησης Keff είναι ίσος, περίπου, με 1.2 για επιβατικά και 1.4 - 1.6 για φορτηγά και λεωφορεία.
Σ' αυτή την περίπτωση οι εξισώσεις υπολογισμών θα πάρουν τη μορφή:
g2u K +u t =S
g2u K
=S
guK + t=t
x
2
efftotst
x
2eff
br
xefftotst
φ
φ
φ
4.2.6. Τεχνική εξέταση τροχαίων ατυχημάτων - πραγματογνωμοσύνες
Η τεχνική εξέταση των τροχαίων ατυχημάτων διεξάγεται συνήθως από ομάδα ειδικών στην οποία συνήθως συμμετέχουν μηχανικοί, άνδρες της τροχαίας και νομικοί. Ένα αυτοκίνητο οδηγούμενο κατά μήκος ενός δρόμου μπορεί να προκαλέσει ένα ατύχημα και να τραυματίσει πεζούς και να κάνει ζημιές σε άλλα οχήματα, κατασκευές και φορτία ή να προκαλέσει οποιαδήποτε άλλη ζημιά.
Σκοπός μιας τεχνικής εξέτασης είναι να δώσει έναν επιστημονικά τεκμηριωμένο χαρακτηρισμό όλων των φάσεων ενός ατυχήματος, να προσδιορίσει τα αίτια και να αποσαφηνίσει τη συμπεριφορά των συμμετεχόντων. Οι ειδικοί εργάζονται για να βρουν τα τεχνικά αίτια των ατυχημάτων τα οποία μπορεί να οφείλονται σε βλάβες του αυτοκινήτου, να προσδιορίσουν το χρόνο εμφάνισής του, την ταχύτητα κίνησης, τις αποστάσεις πέδησης και ακινητοποίησης, κ.λ.π. Τα αρχικά στοιχεία της εξέτασης βρίσκονται από επιθεώρηση του τόπου του ατυχήματος, των αυτοκινήτων, ανάκριση των συμμετεχόντων και από μαρτυρίες τρίτων. Επίσης, δίνεται μεγάλη προσοχή στο περιβάλλον και καταγράφονται όλα τα περιστατικά, πράγμα που βοηθάει στον προσδιορισμό των συνθηκών και της φύσης της μετακίνησης των ατόμων που εμπλέκονται στο ατύχημα. Ο τόπος του ατυχήματος με τα κάθε είδους ίχνη και αντικείμενα που βρέθηκαν, όπως θραύσματα γυαλιών, ίχνη φρεναρίσματος, κομμάτια του αυτοκινήτου (κ.λ.π.) σημειώνονται σχηματικά υπό κλίμακα.
Ένα από τα πιο συχνά ατυχήματα στο δρόμο είναι το χτύπημα πεζών. 'Οταν ερευνώνται τέτοιες περιπτώσεις, το πρώτο πράγμα που εκτιμάται είναι η ταχύτητα του αυτοκινήτου και η ροπή πριν την εφαρμογή των φρένων και αν ήταν δυνατό να γίνει πέδηση έκτακτης ανάγκης για να προληφθεί το ατύχημα.
Αν φαίνεται το ίχνος φρεναρίσματος επί του οδοστρώματος η αρχική ταχύτητα του
οχήματος μπορεί να βρεθεί ως εξής: Στη θέση του ατυχήματος μετριέται το μήκος του ίχνους που άφησαν τα ελαστικά πάνω στο δρόμο. Γίνεται ένα πείραμα για να
εκτιμηθεί η τιμή του συντελεστή τριβής
ssk
xφ . Η τιμή αυτή μπορεί ακόμα να προσδιοριστεί από πίνακες ή μετά από εξακρίβωση του τύπου και της κατάστασης

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.17
της επιφάνειας του δρόμου από την εξέταση του τόπου του ατυχήματος. Έχοντας προσδιορίσει το συντελεστή Keff , χρησιμοποιείται η εξίσωση (4.7) για να βρεθεί η τιμή της μέγιστης επιβράδυνσης, που μπορεί να αναπτυχθεί από το όχημα με πέδηση έκτακτης ανάγκης. Μπορεί να υποτεθεί, μ'ένα ελαφρό σφάλμα, ότι το ίχνος ολίσθησης σχηματίζεται επί της επιφάνειας του δρόμου (αρχίζοντας από την πλήρη ακινητοποίηση των ελαστικών) ακριβώς κατά τη στιγμή της μέγιστης επιβράδυνσης. Σ'αυτή την περίπτωση η ταχύτητα του οχήματος (σε m/s) κατά τη στιγμή αμέσως πριν την έναρξη πέδησης, μπορεί να προσδιοριστεί από τη δευτεροβάθμια εξίσωση:
0 =s - t0.5 -1skin
2
dec.maxuu
j2 που προκύπτει από τη συνδυασμένη λύση των εξισώσεων (4.9), (4.15) και
παραλείποντας τους όρους που περιέχουν τον όρο t : in2
dec.maxskindec.maxj0.5
kn
j2s +t =u (4.21) Για παράδειγμα, ας θεωρήσουμε ένα οδικό ατύχημα κατά το οποίο χτυπήθηκε
ένας πεζός (Σχήμα 4.5). Το αυτοκίνητο εκινείτο σε μια απόσταση από το πεζοδρόμιο στην άκρη του οποίου στέκονταν ο πεζός Ρ.
sp
'Οταν όχημα και πεζός απείχαν μεταξύ τους απόσταση S, ο πεζός άρχισε να διασχίζει το δρόμο κάθετα προς την πορεία του οχήματος.
Στο Σχήμα 4.5 οι αρχικές θέσεις του οχήματος και του πεζού σημειώνονται με τα ψηφία Ι. Ο οδηγός φρενάρισε το όχημα του αλλά δεν μπόρεσε να αποφύγει να χτυπήσει τον πεζό (θέση ΙΙΙ) και κινήθηκε φρεναρισμένος παραπέρα και σταμάτησε (θέση ΙV). Ο σταυρός δείχνει το σημείο σύγκρουσης. Οι μετρήσεις στον τόπο του ατυχήματος έχουν δείξει το ίχνος φρεναρίσματος (ντεραπαρίσματος) και την απόσταση s που περπάτησε ο πεζός επί του δρόμου.
ssk
p
Υποτίθεται ότι καθ'όλο αυτό το διάστημα ο πεζός ήταν ορατός από τον οδηγό, ο οποίος είχε χρόνο να προλάβει το ατύχημα.
Κατά την πορεία της εξέτασης, ο χρόνος βαδίσματος του πεζού t συγκρίνεται με το χρόνο κίνησης του οχήματος από τη στιγμή που εμφανίζεται ο κίνδυνος σύγκρουσης. Αν ο χρόνος > t ο οδηγός αντέδρασε έγκαιρα και δεν μπορούσε ν'αποφύγει το ατύχημα. Αν ο χρόνος
p
t kn
ptt kn < t p αυτό σημαίνει ότι ο οδηγός αμέλησε
να χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα που είχε στη διάθεσή του για να προλάβει το ατύχημα.
Μια ενδεικτική διαδοχή υπολογισμών κατά τη διάρκεια μιας εξέτασης εικονίζεται παρακάτω. Το σχεδιάγραμμα του ατυχήματος χρησιμοποιείται για να προσδιοριστεί η κίνηση του οχήματος , μετά το χτύπημα σε κατάσταση πέδησης και βρίσκεται η ταχύτητά του (σε m/s) κατά τη στιγμή της πρόσκρουσης:
ssk
dec.maxknkn j2s =υ (4.22)

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.18
Η ταχύτητα του οχήματος πριν από το φρενάρισμα υπολογίζεται από την εξίσωση (4.21), το μήκος της διαδρομής ακινητοποίησης , από την εξίσωση (4.19) και ο χρόνος (σε sec) της κίνησης του οχήματος πριν αυτό χτυπήσει τον πεζό:
sst
dec.max
knindrrkn j
- +0.5t +t +t =t υυ (4.23)
Στους υπολογισμούς, η ταχύτητα ενός πεζού παίρνεται συνήθως ως σταθερή ενώ
το πλάτος της διαδρομής του αγνοείται. Με τις παραδοχές αυτές ο χρόνος (σε sec) που χρειάζεται ο πεζός για να διασχίσει το δρόμο, θα είναι:
p
pp
s=tυ
(4.24)
Η συνθήκη για έγκαιρο φρενάρισμα ενός οχήματος μπορεί να γραφεί ως εξής: (4.25) t kn p≥ t
t Αν η συνθήκη αυτή δεν πληρούται, δηλαδή ο χρόνος t kn p≤ ο οδηγός υπήρξε
πολύ αργός στις ενέργειες του και το όχημα είχε χρόνο να κινηθεί από τη θέση Ι στη θέση ΙΙ (Σχήμα 4.5).
Για να βρεθεί αν ο οδηγός μπορούσε να αποφύγει το ατύχημα, αν αυτός δεν είχε επιτρέψει αυτήν την καθυστέρηση αλλά είχε αντιδράσει έγκαιρα, προσδιορίζεται ο χρόνος καθυστέρησης (σε sec).
t = (4.26) t - tdel p kn
Κατά τη διάρκεια του χρόνου αυτού το αυτοκίνητο, κινούμενο με μια αρχική
ταχύτητα υ, θα έχει διανύσει απόσταση: deldel t =s υ (4.27)

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.19
Σχήμα 4.5. Σχεδιάγραμμα ατυχήματος πεζού από αυτοκίνητο στην μέση του δρόμου.
Σύμφωνα με το Σχήμα 4.5, η απόσταση s μεταξύ του μπροστινού μέρους του
οχήματος και του πεζού, καθώς ο τελευταίος αρχίζει να διασχίζει το δρόμο είναι: (4.28) l -s -s +s = s kndelst όπου l είναι η απόσταση από το σημείο σύγκρουσης μέχρι το μπροστινό μέρος
του αυτοκινήτου. Αν οι υπολογισμοί δείξουν ότι η απόσταση s είναι μεγαλύτερη από τη διαδρομή
ακινητοποίησης , ο οδηγός μπορούσε να σταματήσει το όχημά του, με πέδηση ανάγκης, πριν από τη γραμμή πορείας του πεζού. Αν η απόσταση s<s ο οδηγός δεν μπορούσε να αποφύγει τον πεζό μετά το φρενάρισμα, διότι ο πεζός είτε είχε αρχίσει να κινείται σε πολύ μικρή απόσταση από το όχημα είτε εκινείτο πολύ γρήγορα.
sst
st
Παρόμοια τεχνική εξέταση χρησιμεύει στη μελέτη περιπτώσεων όπου αυτοκίνητα χτυπούν σταθερά αντικείμενα, ανατρέπονται ή συγκρούονται. Τα αποτελέσματα της εξέτασης και άλλες πληροφορίες χρησιμοποιούνται ως αποδεικτικά στοιχεία σε δικαστικές υποθέσεις.
4.3. ΜΕΘΟΔΟΙ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.3.1. Συνδυασμένη μέθοδος πέδησης αυτοκινήτου με το σύστημα φρένων και τον κινητήρα.
Με την μέθοδο αυτή, η ροπή πέδησης των τροχών προκαλείται από τα φρένα και τον κινητήρα ταυτόχρονα. Αφού σε αυτή την περίπτωση το πεντάλ του γκαζιού ελευθερώνεται πριν πιεστεί το πεντάλ του φρένου, η γωνιακή ταχύτητα του στροφαλοφόρου άξονα θα έπρεπε να εξισωθεί με την γωνιακή ταχύτητα που θα είχε,

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.20
όταν το όχημα θα βρισκόταν σε ακινησία (στροφές ρελαντί). Όμως, στην πραγματικότητα, οι κινητήριοι τροχοί περιστρέφουν τον στροφαλοφόρο άξονα διαμέσου του συστήματος μετάδοσης κίνησης. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα μια πρόσθετη δύναμη που αντιστέκεται της κίνησης, η οποία προέρχεται από την δύναμη αντίστασης του κινητήρα και επιβραδύνει το όχημα. Η αδράνεια του σφόνδυλου του κινητήρα (βολάν) αντιστέκεται στην προσπάθεια του κινητήρα για συμμετοχή στην πέδηση. Μερικές φορές η αντίσταση του σφόνδυλου αποδεικνύεται μεγαλύτερη από την ικανότητά του για πρόσθετη πέδηση και έτσι η ένταση της πέδησης μειώνεται λίγο.
Pfe
P' fe
Ας εξετάσουμε τις περιπτώσεις όπου η συνδυασμένη πέδηση είναι επωφελής. Ας παραστήσουμε την επιβράδυνση κατά τη συνδυασμένη πέδηση με και την επιβράδυνση με σβηστό κινητήρα με . Τότε, η εξίσωση (4.2) μπορεί να γραφεί υπό την ακόλουθη μορφή:
jdec.com.br
jdec.br
aM
P+P+P+P+P 1 =j trfeairrdbr
rotdec.com.br δ
(4.29)
όπου: Ptr = δύναμη τριβής στο σύστημα μετάδοσης κίνησης, όταν μεταφέρεται
ροπή, (Ν).
rotδ = συντελεστής με τον οποίο λαμβάνονται υπόψη οι στρεφόμενες μάζες. Κατά τη διάρκεια πέδησης με τον κινητήρα εκτός λειτουργίας ισχύει:
rot.brot = δδ . Σ' αυτή την περίπτωση ισχύει :
aM
P+P+P+P 1 =j hairrdbr
rotdec.br δ
(4.30)
H συνδυασμένη πέδηση, με τα φρένα και τον κινητήρα, είναι περισσότερο έντονη
παρά όταν χρησιμοποιείται μόνο το σύστημα πέδησης, έτσι θα είναι:
dec.br dec.com.br j >j
ή
rot.b
hairrdbr
rot
trfeairrdbr P+P+P+P > P+P+P+P+Pδδ
οπότε, η σκοπιμότητα πέδησης με μόνο το σύστημα φρένων ή με συνδυασμό
φρένων και κινητήρα, εξαρτάται από τις τιμές των δυνάμεων που αντιστέκονται στην

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.21
κίνηση , από τη δύναμη πέδησης και τους συντελεστές P , P , P , P , Prd air tr h fe
rot.b brP
rot δκαιδ . Οι καμπύλες 1, 2 και 3 στο Διάγραμμα 4.3β αντιστοιχούν σε διαφορετικές τιμές
της δύναμης πέδησης . Το διάγραμμα δείχνει μια σκιασμένη επιφάνεια μέσα στην οποία η συνδυασμένη πέδηση είναι άσκοπη, υπό τις δοσμένες συνθήκες, επειδή οι επιβραδύνσεις (διακεκομμένες γραμμές) εμφανίζονται να είναι μικρότερες από τις επιβραδύνσεις (συνεχείς γραμμές). Πάντως, η συνδυασμένη πέδηση επί οδοστρωμάτων με χαμηλό συντελεστή τριβής, αυξάνει την εγκάρσια ευστάθεια του οχήματος σε σχέση με την ολίσθηση. Σ' αυτή την περίπτωση η ευστάθεια βελτιώνεται λόγω της πιο ομοιόμορφης κατανομής των δυνάμεων πέδησης μεσω του διαφορικού μεταξύ των κινητήριων τροχών του αυτοκινήτου.
Pbr
jdec.com.brj
dec.br
4.3.2. Μέθοδος πέδησης αυτοκινήτου με διακεκομμένη χρήση των φρένων
Αυτή η μέθοδος πέδησης εξασφαλίζει μέγιστη ένταση. Όμως αυτή η μέθοδος συνίσταται μόνο σε πολύ έμπειρους οδηγούς, αφού χρειάζεται μεγάλη εμπειρία και πολύ προσοχή για να αποφευχθεί το ντεραπάρισμα. Όταν οι τροχοί που φρενάρουν περιστρέφονται, δέχονται μεγαλύτερη δύναμη πέδησης απ'ότι όταν μπλοκάρουν, επειδή ο συντελεστής τριβής μειώνεται σημαντικά στην δεύτερη περίπτωση.
Καθώς ο τροχός ολισθαίνει στο οδόστρωμα χωρίς περιστροφή, τα στοιχεία του ελαστικού που έρχονται σε επαφή με το οδόστρωμα υπερθερμαίνονται και μαλακώνουν λειτουργώντας επιπλέον και ως λιπαντικό μέσο. Αν ο οδηγός πιέζει το πεντάλ φρένου πολλές φορές, κάθε φορά απελευθερώνοντάς το λίγο, κάποια νέα, λιγότερο θερμά στοιχεία του ελαστικού, έρχονται σε επαφή με τον δρόμο, και έτσι η μέγιστη τιμή της δύναμης πέδησης διατηρείται. Τη στιγμή που ο τροχός τείνει να ολισθήσει, ο οδηγός μειώνει την πίεση στο πεντάλ φρένων, οι τροχοί περιστρέφονται και νέο μέρος του ελαστικού που δεν συμμετείχε στο φρενάρισμα, έρχεται τώρα σε επαφή με τον δρόμο.
Επειδή ο χειρισμός αυτός απαιτεί μεγάλη επιδεξιότητα και εμπειρία, καθίσταται πρακτικά ανέφικτος από την μεγάλη πλειοψηφία των οδηγών. Έτσι αναπτύχθηκαν ηλεκτρονικά ελεγχόμενα συστήματα αντιεμπλοκής των τροχών (A.B.S. - Αntilock Braking Systems) που παρέχουν σημαντική ασφάλεια στην πέδηση. Τέτοια συστήματα αναπτύσσονται με λεπτομέρειες σε επόμενο κεφάλαιο.
4.4. ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΦΡΕΝΩΝ 4.4.1 Φρένα με τύμπανα (ταμπούρα)
Τέσσερα είδη φρένων με τύμπανα χρησιμοποιούνται προς το παρόν στα αυτοκίνητα. Τα φρένα αυτά διακρίνονται από τα χαρακτηριστικά της αλληλεπίδρασης της δύναμης μεταξύ των πέδιλων των φρένων και της εκτείνουσας διατάξεως και του τύμπανου (Σχήμα 4.6). Κατά συνθήκη, οι επενδύσεις (φερμουίτ) των σιαγόνων δείχνονται συμμετρικές σε σχέση με την οριζόντια διάμετρο του φρένου. Οι συνισταμένες των κάθετων δυνάμεων Ν και των δυνάμεων τριβής fN εφαρμόζονται στο μέσο των τόξων της επένδυσης, δηλαδή σε ακτίνα rd .

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.22
Σχήμα 4.6. Σχηματικές παραστάσεις φρένων με τύμπανα (ταμπούρα)
α. Με ίση μετατόπιση πέδιλων b. Αναστρέψιμο μη-εξισορροπημένο c. Μη-αναστρέψιμο εξισορροπημένο
d. Αναστρέψιμο με οδηγά πέδιλα
Διάφορες σχηματικές διατάξεις συγκρίνονται ως προς την αναστρεψιμότητα, την
ισορροπία και το συντελεστή απόδοσης. Αναστρεψιμότητα φρένου: ορίζει πόσο ανεξάρτητη είναι η ροπή πέδησης (που
αναπτύσσεται από αυτό) από τις διευθύνσεις κίνησης του οχήματος. Ισορροπία φρένου: είναι ο συνδυασμός δυνάμεων με τις οποίες η σιαγόνα του
φρένου δρα επί του τύμπανου για το συνδυασμό αυτό, η χρήση του φρένου δεν προκαλεί φόρτιση στα έδρανα των αξόνων των τροχών.
Συντελεστής απόδοσης: είναι ο λόγος της ροπής του φρένου προς την κινούσα δύναμη και την ακτίνα του τύμπανου.
Από τις σχηματικές διατάξεις που φαίνονται στα σχήματα είναι προφανές ότι το έργο επιβράδυνσης που παράγεται από τη ροπή της δύναμης τριβής fΝ, σε σχέση προς το υποστήριγμα, είναι ισοδύναμο προς την αύξηση της κινούσας δύναμης, στο οδηγό (κύριο) πέδιλο και ισοδύναμο προς τη μείωση της κινούσας δύναμης στο συρόμενο πέδιλο. Ποιο από αυτά τα πέδιλα δρα ως οδηγό (κύριο) ή συρόμενο εξαρτάται από τη φορά περιστροφής του τύμπανου του φρένου.
Παρακάτω δίνονται οι εξισώσεις υπολογισμού του συντελεστή απόδοσης για τα πέδιλα και το φρένο:

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.23
Οδηγό πέδιλο )rP(TK d11T1e = Συρόμενο πέδιλο )rP(TK d22T2e = Φρένο ]r)PP[(TK d21Te += όπου TT1, TT2 και TT είναι οι ροπές πέδησης που παράγονται αντίστοιχα από το
οδηγό, το συρόμενο πέδιλο και το φρένο, ενώ και είναι οι κινούσες δυνάμεις. 1P 2PΕίναι φανερό ότι ίσες δυνάμεις πέδησης θα δρούν επί των τροχών ενός άξονα αν
οι συντελεστές απόδοσης είναι σταθεροί. Πάντως, οι τιμές των και εξαρτώνται από το συντελεστή τριβής f ο οποίος, εξαιτίας της επίδρασης πολλών τεχνολογικών και λειτουργικών παραγόντων, δεν είναι σταθερός και αποκλίνει από την ονομαστική τιμή και στις δύο πλευρές.
1eK 2eK
Το φρένο που φαίνεται στο Σχήμα 4.6α έχει έναν διατατικό μηχανισμό τύπου εκκέντρου που εξασφαλίζει ίση μετατόπιση των πέδιλων. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι κάθετες δυνάμεις που εφαρμόζονται στα πέδιλα και οι ροπές φρένου που αναπτύσσονται απ' αυτές εκκινουσών δυνάμεων 1PP 21 < προσαρμόζεται αυτόματα . Επειδή η ισότητα Ν1 = Ν2 ισχύει για κάθε φορά περιστροφής του τύμπανου, το υπόψη φρένο είναι ένα αναστρέψιμο φρένο. Το μειονέκτημα αυτού του φρένου είναι οι μεγάλες κινούσες δυνάμεις. Επιπλέον, το έκκεντρο έχει σχετικά μικρή απόδοση (0,60 - 0,80). Επειδή ο μηχανισμός τύπου εκκέντρου απαιτεί τη χρήση πνευματικού ενεργοποιητή, τέτοια φρένα βρίσκουν εφαρμογή μόνο σε φορτηγά και λεωφορεία (των οποίων η συνολική μάζα είναι 10 tn και πάνω).
Το φρένο που φαίνεται στο Σχήμα 4.6b έχει έναν εκτείνοντα μηχανισμό υδραυλικό ή τύπου σφήνας που εξασφαλίζει ισότητα των κινουσών δυνάμεων. Πάντως, η ροπή πέδησης που αναπτύσσεται από το οδηγό πέδιλο είναι μεγαλύτερη απ' αυτή που παράγεται από το συρόμενο πέδιλο, με αποτέλεσμα να προκαλείται άνιση φθορά στα πέδιλα.
Ένα τέτοιο φρένο είναι λιγότερο σταθερό από ένα άλλο που εξασφαλίζει ίση μετατόπιση των πέδιλων. Με ίδιες αναλογίες και f = 0,35 ο βαθμός απόδοσης ενός τέτοιου φρένου ισούται με Κe = 0,81, και ισοδυναμεί με 116% του βαθμού απόδοσης φρένου με ίση μετατόπιση πέδιλων (Σχήμα 4.6α). Επειδή η διαφορά Ν1 - Ν2 είναι ανεξάρτητη από τη φορά περιστροφής του τύμπανου, τούτο είναι αναστρέψιμο αλλά μη ισορροπημένο φρένο. Τέτοια φρένα χρησιμοποιούνται σε βαριά φορτηγά και επίσης για τους πίσω τροχούς επιβατηγών αυτοκινήτων.
Το Σχήμα 4.6c δείχνει τη σχηματική διάταξη ενός μη αναστρέψιμου φρένου. Το κύριο διακριτικό χαρακτηριστικό αυτού του φρένου είναι το ότι τα κινητήρια άκρα των πέδιλων κοιτούν προς διαφορετικές διευθύνσεις. Τα πέδιλα εκτείνονται με μια υδραυλική διάταξη που αναπτύσσει ίσες κινητήριες δυνάμεις. Για το λόγο αυτό και τα δύο πέδιλα δρούν ως κύρια (οδηγά) πέδιλα (όταν το αυτοκίνητο κινείται προς τα εμπρός) ή ως συρόμενα πέδιλα (κατά τη διάρκεια αντίστροφης κίνησης). Συνδυάζοντας ένα τέτοιο φρένο με ένα συνηθισμένο τέτοιο στους πίσω τροχούς (Σχήμα 4.3b) καθίσταται δυνατό να επιτευχθεί πιο εύκολα η επιθυμητή κατανομή των δυνάμεων πέδησης και να τηρηθούν οι διαστάσεις πολλών εξαρτημάτων των φρένων των πίσω και εμπρός τροχών ίσες.
)PP( 2T1T >

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.24
Η σχηματική διάταξη ενός αναστρέψιμου φρένου φαίνεται στο Σχήμα 4.6d. Εδώ και τα δύο πέδιλα είναι κύρια (οδηγά) πέδιλα, ανεξάρτητα από τη φορά περιστροφής του τύμπανου του φρένου. Τούτο συμβαίνει εξαιτίας της εφαρμογής όμοιων εκτεινουσών διατάξεων. Σε κάθε μία από αυτές τις διατάξεις, ανάλογα με τη φορά περιστροφής του τύμπανου, το ένα έμβολο προορίζεται να κινεί το ένα πέδιλο και το άλλο λειτουργεί ως αντίδραση για το δεύτερο πέδιλο. Δεν συνιστάται η χρήση ενός μη αναστρέψιμου φρένου στους πίσω τροχούς όπου είναι εγκατεστημένο το φρένο στάθμευσης (χειρόφρενο). Το φρένο στάθμευσης οφείλει να εξασφαλίζει ίσης απόδοσης πέδηση σε ανήφορο και κατήφορο.
4.4.2 Κατανομή πιέσεως κατά μήκος του πεδίλου
Είναι δύσκολο να βρεθούν αναλυτικά οι καμπύλες των κάθετων πιέσεων διότι, πέραν της ελαστικής συμπεριφοράς της επένδυσης, η πλαστικότητα του τύμπανου, του πέδιλου και του υποστηρίγματος έχει κάποια επίδραση επί της επένδυσης. Πάντως, για μια προσεγγιστική εκτίμηση, λαμβάνονται υπόψη μόνο οι ακτινικές παραμορφώσεις της επένδυσης λόγω της μικρότερης σημασίας των παραμορφώσεων των άλλων εξαρτημάτων.
Τα φρένα μπορούν να σχεδιαστούν με ένα ή δύο βαθμούς ελευθερίας.
Σχήμα 4.7. Σχηματικές διατάξεις για τον προσδιορισμό της ακτινικής παραμόρφωσης των πεδίλων.
a . Με δύο βαθμούς ελευθερίας b . Κύριο (οδηγό) πέδιλο με ένα βαθμό ελευθερίας
Ας προσδιορίσουμε την ακτινική παραμόρφωση της επένδυσης ενός κύριου
(οδηγού) πέδιλου που έχει δύο βαθμούς ελευθερίας. Η αρχή των συντεταγμένων βρίσκεται στο κέντρο Ο του τύμπανου (Σχήμα 4.7α) και οι άξονες των συντεταγμένων χαράσσονται κατά τέτοιο τρόπο ώστε η γραμμή να περνάει από το στιγμιαίο κέντρο περιστροφής του πέδιλου.
1y
1A

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.25
'Οταν εφαρμόζεται πέδηση το πέδιλο, χάρι στην παραμορφωσιμότητά του, στρέφεται περί το στιγμιαίο κέντρο και μετατοπίζεται συγχρόνως κατά μήκος της επιφάνειας έδρασης κατά τη διεύθυνση δράσης των δυνάμεων τριβής.
1A
Έτσι το κέντρο του πέδιλου παίρνει τη θέση και το φανταστικό περίγραμμα της απαραμόρφωτης επένδυσης (γραμμής ) μετατοπίζεται προς το σώμα του τύμπανου κατά τη διεύθυνση . Προφανώς, προς αυτή τη διεύθυνση η παραμόρφωση όλων των σημείων της επιφάνειας θα είναι η ίδια. Για ένα αυθαίρετο σημείο επί της ακτίνας , η παραμόρφωση χαρακτηρίζεται με τον τομέα
. Για εκείνο ακριβώς το σημείο η ακτινική παραμόρφωση είναι:
1O
11EE
1OO
11B OB
11BB ′ 1
΄11111 cosC ψΒΒ≈Β=δ
έχοντας υπόψη ότι: και )(90 11
•1 φ+α−=ψ max11
΄11 δ=οο=ΒΒ
θα είναι για το κύριο (οδηγό) πέδιλο: )sin( 11max1
΄1 φ+αδ≈δ
(4.31) )sin( 11max2
΄2 φ+αδ≈δ
Εδώ δ1max και δ2max είναι οι μέγιστες πιέσεις επί των πέδιλων του φρένου: α1, y1
και φ1 είναι αντίστοιχα οι γωνίες μεταξύ μιας αυθαίρετης ακτίνας OB1 και του άξονα της ακτίνας OB1 και της γραμμής OO1 (άξονας μέγιστης πίεσης),του x1 και του άξονα μέγιστης πίεσης.
1y
Ας προσδιορίσουμε τώρα την ακτινική παραμόρφωση της επένδυσης ενός κύριου πέδιλου που έχει ένα βαθμό ελευθερίας. Σ' αυτή την περίπτωση υπό την ενέργεια της κινούσας δύναμης και της δύναμης τριβής, το πέδιλο στρέφεται περί το κέντρο A1 του πείρου αγκυρώσεως κατά γωνία dγ ( σχ. 4.4b). Κατά τη φορά περιστροφής του πεδίλου οι παραμορφώσεις σ' ένα αυθαίρετο σημείο Β1 της επένδυσης τριβής αντιστοιχούν προς το ήκος ΄
11BB . Κ ν ακτινική διεύθυνση, οι παραμορφώσεις αντιστοιχούν προς την προβολή του μήκους αυτού επί της προεκτάσεως της ακτίνας OB1, δηλαδή το μήκος Β1C1.
μ ατά τη
Επειδή dγ είναι μικρό μπορεί να θεωρηθεί ότι η γωνία και τότε η ζητούμενη παραμόρφωση της επένδυσης είναι:
0΄111 90BBA =
dγsinsinBBCB 11
΄11111 γΒΑ=γ==δ

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.26
και επειδή , από το ισοσκελές τρίγωνο παίρνουμε ότι Α1Β1/sina = rd/sinγ. Οπότε η ακτινική παραμόρφωση και η επιφανειακή πίεση θα είναι:
drOBOA == 11 11OBA
γα=δ dsinrd1 (4.32)
α= sinqq max11 Γενικεύοντας τα προηγούμενα αποτελέσματα μπορεί να βγει το συμπέρασμα ότι
σε ένα καινούργιο πέδιλο, μέχρι αυτό να καθίσει (εδραστεί) σωστά, οι πιέσεις κατά μήκος της επένδυσης κατανέμονται σύμφωνα με τον ημιτονοειδή νόμο που εκφράζεται με τους τύπους (4.31) και (4.32).
Ο βαθμός ανομοιομορφίας της κατανομής των πιέσεων κατά μήκος της επένδυσης υπολογίζεται από το συντελεστή ανωμαλίας.
umax qq=Δ (4.33) όπου είναι η συμβατική ομοιόμόρφα κατανεμημένη πίεση η οποία αναπτύσσει
την ίδια ροπή πέδησης επί του πέδιλου, όπως όταν η πίεση κατά μήκος της επένδυσης του πέδιλου είναι μη ομαλά κατανεμημένη. Η μέγιστη πίεση του πέδιλου είναι .
uq
maxq
4.4.3 Προσδιορισμός των ροπών πέδησης επί των πέδιλων
Κατά τον υπολογισμό των πέδιλων των φρένων είναι αναγκαίο να οριστεί η σχέση μεταξύ των ροπών πέδησης που παράγονται και των δυνάμεων με τις οποίες αυτά πιέζονται επί του τύμπανου.
Σχήμα 4.8. Σχήμα 4.9.
Σχηματική διάταξη για τον προσδιορισμό της Σχηματική διάταξη για τον προσδιορισμό της

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.27
ροπής πέδησης κινούσας δύναμης
Για τον προσδιορισμό της ροπής TT επί του πέδιλου με ένα βαθμό ελευθερίας, ας απομονώσουμε επί της επιφανείας της επένδυσης μια στοιχειώδη εγκάρσια ζώνη βρισκόμενη σε μία γωνία α ως προς τον y άξονα. Η επιφάνεια της ζώνης ισούται με
, όπου b είναι το πλάτος της επένδυσης (Σχήμα 4.8). Από την πλευρά του τύμπανου, μια κάθετη δύναμη
addbr
adabrqdabrqdN ddu sinmax==
(4.34) και μία δύναμη τριβής fdN που προκαλεί ροπή πέδησης adasinbrqdNfrdT dmaxdT == που ενεργεί επί της ζώνης. Ολοκληρώνοντας την τελευταία σχέση από έως , παίρνουμε: ΄α ΄΄α (4.35) )cos(cosbrqT ΄΄΄
dmaxT α−α= Σε περίπτωση ομοιόμορφης κατανομής των κάθετων πιέσεων είναι (4.36) α= dbrqdN du )(fbrqT ΄΄΄
duT α−α= Οι εξισώσεις (4.35) και (4.36) επιτρέπουν τον προσδιορισμό των ροπών πέδησης
συναρτήσει των πιέσεων. Για πρακτικούς υπολογισμούς είναι αναγκαίο να συσχετιστεί η ροπή πέδησης προς την εκτείνουσα δύναμη Ρ.
Η ροπή πέδησης που αναπτύσσεται από το οδηγό (κύριο) πέδιλο μπορεί να παρασταθεί ως
1ΤΤ
111 ρΝ= fΤΤ (4.37) όπου Ν1 είναι η συνισταμένη των στοιχειωδών κάθετων δυνάμεων ρ1 είναι η
ακτίνα εφαρμογής της συνισταμένης δύναμης τριβής (Σχήμα 4.9). 1fNΗ εξίσωση ( 4.35 ) επιτρέπει τον υπολογισμό της ροπής πέδησης ενός πέδιλου αν
είναι γνωστά η γεωμετρία του και η τιμή της κάθετης πιέσεως. Για τον προσδιορισμό της Ν1, συναρτήσει της κινούσας δύναμης Ρ1,απαιτείται η
εξίσωση ισορροπίας για το πέδιλο :
0)sinf(cosNSacosP 111x101 =δ−δ−+ (4.38) 0NfcSP 11
΄x11 =ρ+−α

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.28
όπου δ1 είναι η γωνία μεταξύ του x άξονα και της γραμμής δράσης της δύναμης Ν1,S1x είναι η προβολή της αντίδρασης του πείρου αγκυρώσεως επί του x άξονα.
Η επίλυση του συστήματος εξισώσεων ( 4.38 ) ως προς N1 δίνει:
]ρf)sinf(cosc[PhN 111΄
11 −δ+δ= (4.39) Για ένα κύριο (οδηγό) πέδιλο, η εξίσωση (4.37) μπορεί να ξαναγραφεί ως : 11111
΄111Τ BP]f)sinf(cosc[hfPΤ =ρ−δ+δρ= (4.40)
Ομοίως, για ένα συρόμενο πέδιλο η εξίσωση (4.37) μπορεί να ξαναγραφεί ως: 22222
΄222Τ BP]f)sinf(cosc[–hfPΤ =ρ−δ+δ= (4.41)
Για τον προσδιορισμό των δ και ρ είναι αναγκαίο να βρεθούν η κάθετη δύναμη Ν
και οι συνιστώσες της. Αν το dΝ (Σχήμα 4.8) είναι το γεωμετρικό άθροισμα των συνιστωσών δυνάμεων dΝx και dΝy που εφαρμόζονται κατά μήκος των αντιστοίχων αξόνων, τότε σύμφωνα με την εξίσωση (4.34) θα είναι :
N x= = ∫′′
′
α
ααdNsin dbrqmax ∫
α′′
α′αdNsin2 =
= ( ) 42sinsin2brq dmax α′+α′′−β (4.42)
N y = =∫α ′′
α′αdNcos ααα∫
α ′′
α′dcossinbrq dmax = ∫
α
ααα
΄΄
΄dNcossin
= ( ) 42cos2cosbrq dmax α′′−α′ (4.43)
'Oπου,
( ) ( ) ( )[ ]α′+α′′−βα ′′−α′==δ 2sin2sin22cos2cosarctgNNarctg xy και α′−α′′=β Χρησιμοποιώντας τις εξισώσεις( 4.35 ) και ( 4.37 ) και θεωρώντας ότι:
2y
2x1 NNN +=
θα είναι:
2΄΄΄2΄΄΄΄΄΄d )2sin2sin2()2cos2(cos/coscos4r α+α−β+α−αα−α=ρ

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.29
Αν για πέδιλο που δρα προς την κατεύθυνση της φοράς περιστροφής του τύμπανου και αντίθετα προς αυτήν οι γωνίες α' και α'' είναι διαφορετικές, τότε, προφανώς τα δ και ρ θα έχουν διαφορετικές τιμές για τα δύο πέδιλα. Για ένα φρένο με δύο πέδιλα, η ροπή πέδησης επί του τύμπανου είναι ίση με το άθροισμα των ροπών τριβής επί του πρώτου και δεύτερου πέδιλου, δηλαδή :
22112Τ1ΤΤ BPBPΤΤΤ +=+= Για υδραυλική ενεργοποίηση Ρ1 = Ρ2. Η αναγκαία κινούσα δύναμη είναι: Τ21 Τ)BB(P += Για φρένο με εκτείνοντα μηχανισμό τύπου εκκέντρου η κινούσα δύναμη
προσδιορίζεται από τις προηγούμενες εξισώσεις προβλέποντας ότι οι ροπές επί των πέδιλων είναι ίσες:
1Τ1 BΤ5.0P = 2Τ2 PΤ5.0P = Κατά τον υπολογισμό φρένων με πέδιλα είναι αναγκαίο να γίνεται έλεγχος για την
πιθανότητα κολλήματος των πέδιλων. Η συνθήκη κολλήματος πέδιλου δίνεται από την εξίσωση (4.40). Τα πέδιλα μπορεί να κολλήσουν όταν ο παρανομαστής στην εξίσωση (4.40) είναι ίσος με μηδέν.
0f)sinfsδco(c 111΄ =ρ−δ+
Κόλλημα των πεδίλων δεν συμβαίνει αν
)sinc()cosc(f 1΄
11΄ δ−ρδ<
Από τις εξισώσεις (4.35) και (4.40) μπορούμε να προσδιορίσουμε τη μέγιστη
πίεση επί της επιφανείας του κύριου (οδηγού) πέδιλου:
]f)sinf(cosc)[cos(cosbrhPq
111΄΄΄΄2
d
11max 1 ρ−δ+δα−α
ρ=
4.4.4 Κύρια χαρακτηριστικά σχεδιασμού και υπολογισμού φρένων με τύμπανα
Οι κύριες διαστάσεις των φρένων προσδιορίζονται από τις ενδεικνυόμενες τιμές απόδοσης του φρένου. Η δύναμη πέδησης θα είναι μέγιστη όταν το κάθετο φορτίο που προέρχεται από το βάρος του οχήματος μπορεί να αξιοποιηθεί στο μεγαλύτερο βαθμό. Στην περίπτωση αυτή οι δυνάμεις πέδησης πρέπει να είναι ανάλογες προς τις κάθετες αντιδράσεις στους τροχούς.
Για ένα διαξονικό αυτοκίνητο ισχύει:

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.30
maxg
maxg
zr
zf
Tr
Tf
hahb
RR
PP
ϕ−
ϕ+== (4.44)
'Οπως φαίνεται από την εξίσωση (4.44), αυτή η σχέση εξαρτάται από το
συντελεστή πρόσφυσης φ ο οποίος καθορίζει την τυπική τιμή σταθερής επιβράδυνσης asd. Συνήθως η σχέση μεταξύ των δυνάμεων πέδησης φθάνει το 1.3 - 1.6 για επιβατηγά αυτοκίνητα, και 0.5 - 0.7 για φορτηγά και αντιστοιχεί σε φαν = 0.40 - 0.55.
Οι ροπές πέδησης που μπορούν να επιτευχθούν με τα φρένα αντιστοιχούν στις επιδιωκόμενες ροπές φρένου στους τροχούς. Δηλαδή
όπου dTfTP rPT
f= maxzfTf RP ϕ=
και όπου dTrTP rPT
r= maxzrTr RP ϕ=
Οι κύριες διαστάσεις ενός φρένου καθορίζονται αρχικά κατά το σχεδιασμό του. Η
ακτίνα rd, της επιφάνειας τριβής του τύμπανου, επιλέγεται κατά τέτοιο τρόπο ώστε το διάκενο μεταξύ της στεφάνης (ζάντας) του τροχού και του τύμπανου, αναγκαίο για αερισμό, να μην είναι μικρότερο από 20-30 mm.
Η γωνία επαφής β της επένδυσης τριβής ισούται με 90°-120°. Στα πέδιλα με έναν βαθμό ελευθερίας η επένδυση θα πρέπει να τοποθετείται συμμετρικά σε σχέση με τον x άξονα ενώ στα ολισθαίνοντα (δύο βαθμοί ελευθερίας) πέδιλα, η επένδυση πρέπει να είναι μετατοπισμένη προς το άκρο της έδρασης. Το πλάτος b της επένδυσης τριβής προσδιορίζεται από τη συνθήκη ότι κατά τη διάρκεια πέδησης ανάγκης, η πίεση επί της επιφανείας του πέδιλου θα είναι κάτω από 2.5 ΜΡa. Εξ άλλου, έχει γίνει αποδεκτό σε πολλές χώρες, ότι η συμβατική ειδική φόρτιση p επί της επενδύσεως, που προσδιορίζεται από την (15), να μην ξεπερνάει τα 0.25 ΜΡa για αυτοκίνητα με μικτή μάζα μέχρι 11 tons και τα 0.3 ΜΡa για αυτοκίνητα με μικτή μάζα πάνω από 11 tons:
[ ]p)AA(qm rfa ≤+ (4.45) όπου είναι η μικτή μάζα του αυτοκινήτου, και am ≤ rf A,A είναι αντίστοιχα οι
συνολικές επιφάνειες των επενδύσεων των φρένων του εμπρός και πίσω άξονα. Οι υπολογισμοί ελέγχου για φθορά και θέρμανση γίνονται χρησιμοποιώντας
έμμεσες παραμέτρους - μέση πίεση επί της επιφανείας του οδηγού (κύριου) πέδιλου και ειδικό έργο τριβής που καθορίζει τη θερμοκρασία στην οποία θα φθάσει το τύμπανο όταν ζεσταθεί.
Η μέση πίεση επί της επιφανείας του πέδιλου λαμβάνεται ίση με το λόγο της κάθετης δύναμης Ν1 προς την επιφάνεια Α1 της επένδυσης του φρένου. Σύμφωνα με τις απαιτήσεις για επενδύσεις αμιάντου, θα ισχύει η παρακάτω σχέση:
avq
=avq Ν1/Α1 < 2 ΜΡa

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.31
Το ειδικό έργο λόγω τριβής είναι ίσο με το λόγο του έργου τριβής που δίνεται για να σταματήσει το αυτοκίνητο που κινείται με τη μέγιστη ταχύτητα, προς την ολική επιφάνεια των επενδύσεων όλων των φρένων δηλαδή: ΣA
[ ]fr
2maxaa LA2m ≤ν Σ
Εδώ, Lfr είναι το επιτρεπόμενο ειδικό έργο λόγω τριβής. Για επιβατηγά αυτοκίνητα
λαμβάνεται ίσο με 1000-1500 2cmJ . Για φορτηγά και λεωφορεία κυμαίνεται μεταξύ
600 και 800 2cmJ . Τα τύμπανα (ταμπούρα) πρέπει να έχουν μεγάλη ακαμψία και
θερμοχωρητικότητα. Η θερμοκρασία τους, όταν γίνεται φρενάρισμα, δεν πρέπει να ξεπερνάει τις οριακές τιμές για το υλικό. Το υλικό του τύμπανου, μαζί με το υλικό της επένδυσης τριβής πρέπει να εξασφαλίζουν υψηλό συντελεστή τριβής και ομοιόμορφη φθορά της επιφάνειας του φρένου.
Σύμφωνα με αυτές τις απαιτήσεις τα τύμπανα των φρένων για μεσαία και βαριά φορτηγά καθώς και για μεσαίας και μεγάλη χωρητικότητας λεωφορεία, κατασκευάζονται από φαιό ή κραματικό χυτοσίδηρο (Σχήμα 4.10α). Για άλλους τύπους αυτοκινήτων χρησιμοποιούνται σύνθετα τύμπανα (Σχήμα 4.10b) αποτελούμενα από τη φλάντζα 1 κατασκευασμένη από πρεσσαριστή λαμαρίνα και το χυτοσιδηρό δακτύλιο 2, για να ελαττωθεί η ποσότητα του μετάλλου. Τύμπανα φρένων (χυτά από κάποιο κράμα αλουμινίου) με χυτοσιδηρό δακτυλίδι 3 (Σχήμα 4.10c) χρησιμοποιούνται και σε επιβατηγά αυτοκίνητα. Η σύνδεση της φλάντζας με τη στεφάνη και του χυτοσιδηρού δακτυλιδιού με το αλουμινένιο τύμπανο, γίνεται κατά τη χύτευση. Πρόβλεψη γίνεται για τη δακτυλιοειδή διόγκωση 4 στην εξωτερική ακμή του τύμπανου, που αυξάνει την ακαμψία του, διαμέτρου dc. Η τελική κατεργασία της επιφάνειας πέδησης του τύμπανου και η στατική ζυγοστάθμισή του γίνονται αφού τούτο μονταριστεί στην πλήμνη. Η επιτρεπόμενη αζυγοσταθμία είναι 12-25 Νcm για επιβατηγά και 30-40 Νcm για φορτηγά αυτοκίνητα.

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.32
Σχήμα 4.10. Τύμπανα φρένων α. Χυτό b. και c. Σύνθετα
Το τύμπανο κεντράρεται, σε σχέση με την πλήμνη, επί της κυλινδρικής Κατά το σχεδιασμό πρέπει να εξακριβωθεί η θερμοχωρητικότητα του τύμπανου, δηλαδή να βρεθεί αν πληρούται η συνθήκη:
( ) LtCmCm rrdd ≥Δ+
Εδώ md και mr είναι οι συνολικές μάζες των τυμπάνων και χυτoσιδηρών δακτυλιδιών τους, για το δοσμένο άξονα. Cd και Cr είναι αντίστοιχα οι ειδικές θερμοχωρητικότητες των τυμπάνων και των δαχτυλιδιών (για χυτοσίδηρο C = 482 J/(KgK), για αλουμινόκραμα C = 880 J/(KgK), t είναι η αύξηση της θερμοκρασίας του τύμπανου (σ' ένα απότομο φρενάρισμα, όταν το αυτοκίνητο κινείται με ταχύτητα υα = 30 Km/h σταματάει απότομα, η αύξηση της θερμοκρασίας δεν πρέπει να υπερβαίνει τους 15°C) L είναι το μέρος της κινητικής ενέργειας του πλήρως φορτωμένου αυτοκινήτου, που μετατρέπεται σε θερμότητα με τα φρένα του συγκεκριμένου άξονα.
Επειδή το φρενάρισμα είναι μια πολύ γρήγορη διαδικασία, πρακτικά δεν υφίσταται απαγωγή θερμότητας. 'Ολη η κινητική ενέργεια, σε συσχετισμό με την κατανομή της ολικής δύναμης πέδησης μεταξύ των αξόνων, καταναλώνεται για να θερμάνει τη μάζα του μηχανισμού του φρένου. 'Ετσι:
⎟⎟⎠
⎞⎜⎜⎝
⎛+
+=
bagbha
2v
mL gd.s2a
af
⎟⎟⎠
⎞⎜⎜⎝
⎛+
−=
bahaga
2v
mL gd.s2a
ar
όπου , a και b είναι οι συντεταγμένες του κέντρου μάζας του αυτοκινήτου, και
είναι η τυποποιημένη (αποδεκτή) σταθερή επιβράδυνση. gh
d.sa Πλάκα έδρασης: είναι το στοιχείο που εξασφαλίζει τη σωστή αμοιβαία
προσαρμογή όλων των στοιχείων του φρένου (Σχήματα 4.11 και 4.12). Η πλάκα έδρασης είναι από πρεσσαριστή λαμαρίνα (Σχήμα 4.9) ή χυτή από μαλακό σίδηρο.
Τα πέδιλα του φρένου βαρέων οχημάτων είναι χυτά από φαιό χυτοσίδηρο ή κράματα αλουμινίου, για επιβατηγά και ελαφρά φορτηγά, τα πέδιλα είναι πρεσσαριστά και συγκολλημένα. Λόγω της μικρής θερμοχωρητικότητας, της ευκολίας κατασκευής και της ευκαμψίας που βοηθάει στην εξίσωση των πιέσεων κατά μήκος και πλάτος των επενδύσεων τριβής, τα πρεσσαριστά - συγκολλητά πέδιλα είναι σε γενική χρήση.

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.33
Σχήμα 4.11. Φρένο τροχού φορτηγού 1. Πέδιλο 2. Εκτείνον έκκεντρο (κάμα)
3. Πλάκα έδρασης 4. Ρυθμιστικός βραχίονας 5. Φορέας (κονσόλα) άξονα του εκτείνοντος εκκέντρου 6. Ράουλο

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.34
Σχήμα 4.12. Φρένο με σφηνοειδή εκτείνοντα μηχανισμό

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.35
Σχήμα 4.13. Φρένο τροχού φορτηγού 1. Πέδιλο 2. Πλάκα έδρασης
3. Κάμα ρυθμιστή τζόγου 4. Έκκεντρος πείρος αγκύρωσης

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.36
Σχήμα 4.14. Φρένο πίσω τροχού (μη αυτενεργό) επιβατηγού αυτοκινήτου
1. Έμβολο 2. Δαχτυλίδι ώσεως εμβόλου 3. Στεγανοποιητικό δαχτυλίδι 4. Στοπ 5. Πλάκα έδρασης 6. Πέδιλο 7. Πείροι αγκύρωσης 8. Μπρούντζινα έκκεντρα
9. Ενδεικτικός πείρος πέδιλων 10. Κινητήριος μηχανισμός του φρένου στάθμευσης (χειρόφρενο)
Οι επενδύσεις τριβής των πέδιλων των φρένων κατασκευάζονται από ινώδη
αμίαντο και συνδετικές ύλες (λάστιχο, ορυκτά και φυτικά έλαια, συνθετικές ρητίνες). Οι εδράσεις (υποστηρίγματα) που παρέχουν δύο βαθμούς ελευθερίας στα πέδιλα
είναι απλές στο σχεδιασμό και επιτρέπουν στα πέδιλα να αυτοκεντράρονται σε σχέση με το τύμπανο (Σχήμα 4.12). Στην περίπτωση έδρασης των πέδιλων σε πείρους αγκυρώσεως (ένας βαθμός ελευθερίας), προβλέπεται δυνατότητα ρύθμισης της θέσης των κέντρων των πείρων για αξονικό κεντράρισμα των πέδιλων ως προς το τύμπανο. Γι' αυτό οι πείροι αγκυρώσεως 4 είναι κατασκευασμένοι έκκεντρα (Σχήμα 4.13), ή επάνω στους πείρους 7 (Σχήμα 4.14) είναι στερεωμένα ρυθμιστικά έκκεντρα φρένων. Οι πείροι αγκυρώσεως των αρθρωτών εδράσεων είναι

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.37
κατασκευασμένοι από χάλυβα ποιότητας 45 και έχουν υποστεί επαγωγική σκλήρυνση (βαφή). Οι κονσόλες τους (φορείς) είναι χυτές από μαλακό σίδηρο. Μπρούντζινα έκκεντρα προστατεύουν τις τρύπες της πλάκας έδρασης στα νεύρα των πέδιλων και προλαβαίνουν τη διαβρωτική φθορά αυτών των εξαρτημάτων.
Αρθρωτά υποστηρίγματα με επιμήκεις πείρους αγκυρώσεως, προφυλάσσουν αποτελεσματικά τα πέδιλα από πλάγιες μετατοπίσεις. Σε μερικές περιπτώσεις, στην πλάκα έδρασης 5 (Σχήμα 4.14) προβλέπονται διατάξεις 9, που πιέζουν το μεσαίο τμήμα του πέδιλου προς την πλάκα, και στο κεφάλι του εμβόλου 1, ή στις ράβδους του ρυθμιζόμενου εκτατήρα του φρένου υπάρχουν εγκοπές στις οποίες κάθονται οι νευρώσεις (προεξοχές) ώσεως των πέδιλων.
Εκτείνων μηχανισμός τύπου εμβόλου: που συνήθως ονομάζεται κύλινδρος πέδησης τροχού, διακρίνεται για τον απλό σχεδιασμό του και τη βολική διάταξή του στο φρένο. Το σώμα του κυλίνδρου είναι κατασκευασμένο από φαιό χυτοσίδηρο. Η τρύπα του είναι διαμπερής και η επιφάνειά της γυαλισμένη. Το έμβολο κατασκευάζεται από κράμα αλουμινίου. Στο έμβολο πρεσάρεται μια χαλύβδινη τάπα, σε μια εγκοπή του εμβόλου κάθεται ένα νεύρο ή η άκρη του πέδιλου.Ο ενεργός χώρος του κυλίνδρου στεγανοποιείται με ένα λαστιχένιο στεγανοποιητικό δαχτυλίδι (τσιμούχα) ή μια δακτυλιοειδή στεγανοποιητική διάταξη ενσωματωμένη στο έμβολο. Στον εκτείνοντα μηχανισμό με έκκεντρο (κάμα) (Σχήμα 4.11) η εκτείνουσα κάμα 2 είναι μονοκόμματη με τον άξονα. Μετά την κατεργασία, η επιφάνεια εργασίας της κάμας υφίσταται επαγωγική σκλήρυνση (βαφή) μαζί με το λαιμό του άξονα. Η κονσόλα 5 της εκτείνουσας κάμας είναι από μαλακό χυτοσίδηρο και είναι κοχλιωμένη ή πριτσινωμένη στην πλάκα εδράσεως (υποστήριγμα). Τα ράουλα 6 από χάλυβα ποιότητας 45 και επαγωγικά βαμμένα, είναι προσαρμοσμένα στα ενεργά άκρα των πέδιλων για αύξηση της απόδοσης του φρένου.
Ο εκτείνων μηχανισμός με σφήνα: που φαίνεται στο Σχήμα 4.12, αποτελείται από ένα σώμα χυτό από μαλακό σίδηρο και μονοκόμματο με την κονσόλα 2, τα έμβολα 6, τη σφήνα 4 και τα ράουλα 5. Τα τελευταία χρησιμεύουν για να απομακρύνουν μεταξύ τους τα έμβολα. Η δύναμη που απαιτείται για το σκοπό αυτό αναπτύσσεται με το θάλαμο φρένου 3 που είναι εξωτερικά βιδωμένος στο σώμα του μηχανισμού. Ο εκτείνων μηχανισμός με σφήνα είναι πιο περίπλοκος στο σχεδιασμό και κοστίζει πολύ περισσότερο από το μηχανισμό με κάμα. 'Εχει έναν αριθμό πλεονεκτημάτων: είναι πιο συμπτυγμένος, έχει μικρότερη μάζα και πολύ υψηλότερη απόδοση και μικρότερο χρόνο ώθησης. Οι σχηματικές παραστάσεις του Σχήματος 4.15 εξηγούν τη λειτουργία του εκτείνοντος μηχανισμού με σφήνα. Στην αρχική θέση, με το φρένο ελεύθερο (Σχήμα. 4.15α) το έμβολο 1 κάθεται στην πατούρα 2 του σώματος 3 υπό την ενέργεια του ελατηρίου επαναφοράς του πέδιλου. Την αρχική στιγμή εφαρμογής του φρένου, τα έμβολα 1 απομακρύνονται αρχικά, συγχρόνως, μέχρις ότου τα πέδιλα ακουμπήσουν στο τύμπανο. Τότε, ένα από τα έμβολα κινείται προς τα πίσω υπό την ενέργεια του πέδιλου, που παρασύρεται από το τύμπανο, αφού καθίσει στην πατούρα 2 τούτο χρησιμεύει ως έδραση για το πέδιλο. Το άλλο έμβολο ωθεί το δεύτερο πέδιλο (Σχήματα 4.15b και 4.15c).
Ο εκτείνων μηχανισμός υπολογίζεται ως ακολούθως. Πρώτα, για την προκαταρκτικά προσδιορισμένη τιμή της κινούσας δύναμης Ρ καθορίζουμε τη γωνία κορυφής της σφήνας α ~ 12° για την οποία δεν επέρχεται σφήνωση. Στη

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.38
συνέχεια,βρίσκουμε την προκαταρκτική τιμή της FW της δύναμης που εφαρμόζεται
επί της σφήνας κατά μήκος του άξονά της (Σχήμα 4.15d).
)(Ptg2F 2a
w =
Για την τιμή της FW που βρέθηκε, διαλέγουμε ένα θάλαμο πιέσεως φρένου,
γνωρίζοντας την πραγματική τιμή του μέγιστου φορτίου λειτουργίας επί της ράβδου ώσεως του.
Σχήμα 4.15. Σχηματικές διατάξεις που δείχνουν τη λειτουργία του εκτείνοντος μηχανισμού με σφήνα και σχηματική διάταξη για υπολογισμό αυτού του μηχανισμού.
a. Αρχική θέση εμβόλων b. Θέση κατά τη διάρκεια αρχικής σύγχρονης μετατόπισης
c. Θέση λειτουργίας ( φρενάρισμα ) d. Διάγραμμα για τον υπολογισμό δυνάμεων
4.4.6 Δισκόφρενα
Τα δισκόφρενα χρησιμοποιούνται γενικά στα επιβατικά αυτοκίνητα (κυρίως στους εμπρόσθιους τροχούς). Επιπλέον βρίσκουν εφαρμογή και σε μερικούς τύπους φορτηγών και λεωφορείων.
Στο σχήμα 4.16 απεικονίζεται μία σχηματική διάταξη ενός δισκόφρενου. Η ροπή πέδησης:
avT rNfi=T
όπου f είναι ο συντελεστής τριβής μεταξύ των δύο επιφανειών (επένδυσης-δίσκου),
N είναι η ολική δύναμη με την οποία πιέζεται ο δίσκος και

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.39
rav είναι η ακτίνα εφαρμογής των συνισταμένων δυνάμεων της τριβής.
Σχήμα 4.16. Σχηματική διάταξη υπολογισμού δισκόφρενου a) Σχηματική διάταξη δισκόφρενου,
b) Σχηματική διάταξη ακτινικών δυνάμεων στα έδρανα του τροχού κατά τη διάρκεια του φρεναρίσματος (Pb είναι η δύναμη φρεναρίσματος)
Η δύναμη με την οποία η επένδυση πιέζεται πάνω στο δίσκο, προσδιορίζεται από
την πίεση του υγρού φρένων p, τον αριθμό των τριβόμενων επιφανειών i και τη διάμετρο dc των φρένων των κυλίνδρων στη μια πλευρά της αρπάγης.
οπότε:
∑=
⋅π=n
1i
2c idp25.0N
Υποθέτωντας ότι η πίεση κατανέμεται ομοιόμορφα πάνω στην επιφάνεια της
επένδυσης, η τριβή ενεργεί στη μέση ακτίνα rav = ( rex + rin) /2. Όπου rex η εξωτερική ακτίνα και rin η εσωτερική.
Πλεονεκτήματα
Τα δισκόφρενα προσφέρουν αυξημένη ένταση δύναμης ανά μονάδα μάζας Προσφέρουν ομοιόμορφη και ομαλή δύναμη πέδης με οποιαδήποτε αρχική
ταχύτητα του οχήματος Οι τριβόμενές τους επιφάνειες απάγουν καλύτερα την θερμότητα (αυτό οφείλεται
στο ότι τα πέλματα του δισκόφρενου έχουν μικρό μήκος και η επιφάνεια τους καλύπτει περίπου 12-16% της επιφάνειας του δίσκου)
Συντηρούνται εύκολα Είναι ελαφριά Έχουν μικρό μέγεθος
Μειονεκτήματα Φθείρονται γρήγορα οι επενδύσεις Χρησιμοποιούνται δύσκολα ως πέδη στάθμευσης

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.40
Επειδή οι επιφάνειες τους είναι ακάλυπτες και λερώνονται εύκολα μειώνεται η ικανότητα πέδησης τους
Τα δισκόφρενα διακρίνονται σε δύο τύπους: α) Με σταθερή αρπάγη και αντίθετα τοποθετημένους κυλίνδρους (σχήμα 4.17) β) Με συρόμενη αρπάγη και κυλίνδρους τοποθετημένους στη μία πλευρά τους (Σχήμα 4.18)
Σχήμα 4.17. Δισκόφρενο αυτοκινήτου με σταθερή αρπάγη και αντίθετα τοποθετημένους κυλίνδρους
1. Δίσκος 2. Αρπάγη πέδης 3. Κύλινδρος 4. Πέδιλο 5. Πείροι συγκράτησης πέδιλου
Σχήμα 4.18. Δισκόφρενο με ολισθαίνουσα αρπάγη και κυλίνδρο τοποθετημένο στη μια πλευρά. a. Διάταξη b. Διάταξη πέδης στάθμευσης

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.41
4.6. ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΠΕΔΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΠΙΒΑΤΙΚΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΑ & ΕΛΑΦΡΑ ΕΜΠΟΡΙΚΑ ΟΧΗΜΑΤΑ.
4.6.1. Μηχανικά συστήματα πέδησης
Σήμερα χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για το χειρόφρενο.
4.6.2. Υδραυλικά συστήματα πέδησης Αυτά τα συστήματα χρησιμοποιούνται στα επιβατικά αυτοκίνητα και στα ελαφρά
φορτηγά. Μπορούν να είναι είτε υποβοηθούμενα συστήματα είτε μη μηχανικά. Τα υποβοηθούμενα συστήματα συνήθως έχουν έναν μηχανισμό υποβοήθησης της πέδησης με υποπίεση (σερβόφρενο). Το υγρό πέδησης μεταφέρει την δύναμη πέδησης στους μηχανισμούς φρένων των τροχών. Στις μηχανές βενζίνης, η αναρρόφηση πραγματοποιείται διαμέσου μιας σύνδεσης με τους αυλούς εισαγωγής της μηχανής και οι μηχανές Diesel χρησιμοποιούν μία αεραντλία κενού. Η υποπίεση αναρρόφησης είναι 0.5-0.9 bar. Οι αναρροφητικοί ενισχυτές πέδησης λειτουργούν χρησιμοποιώντας την αρχή των δύο θαλάμων. Στην κατάσταση απελευθέρωσης, στις άκρες και των δύο εμβόλων υπάρχει κενό. Στην πέδηση, στην άκρη του δεξιού εμβόλου παρέχεται αέρας. Αυτό δίνει πολύ γρήγορους χρόνους αντίδρασης παρά τις μικρές διαφορές πίεσης.
Πλεονεκτήματα
Τα συστήματα υποβοήθησης με υποπίεση λειτουργούν σε ξηρό περιβάλλον και
δεν μπορούν να παγώσουν. Έτσι δεν είναι απαραίτητη η χρησιμοποίηση συστήματος απόψυξης.
Μειονεκτήματα
Λόγω της χαμηλής διαφοράς μεταξύ της πίεσης λειτουργίας και της
ατμοσφαιρικής πίεσης, απαιτούνται μεγάλα εξαρτήματα υποπίεσης, συχνά με δύο έμβολα συνδεδεμένα σε σειρά. 4.6.3. Συστήματα πέδησης με υδραυλικές πηγές ενέργειας και υδραυλικά στοιχεία μετάδοσης
Αυτά τα συστήματα μπορούν να σχεδιαστούν όπως τα μη μηχανικά συστήματα ή τα υποβοηθούμενα συστήματα. Και οι δύο τύποι μπορούν να λειτουργήσουν με αποθέματα ενέργειας και το υποβοηθούμενο σύστημα μπορεί να λειτουργήσει στη βάση ενός ανοιχτοκεντρικού συστήματος με βοηθητικά αποθέματα. Στα υποβοηθούμενα συστήματα, διάφορα υγρά μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως πηγές ενέργειας (υδραυλικό λάδι) και για το εξάρτημα μεταβίβασης (υγρά φρένων). Η αντλία χρησιμοποιείται επίσης ως η πηγή ενέργειας. Σε συνδυασμό με το σύστημα αντιεμπλοκής τροχών (ABS), η ηλεκτρική αντλία χρησιμοποιείται επίσης ως η πηγή ενέργειας για τον υδραυλικό ενισχυτή πέδησης. Εδώ, το υγρό φρένων χρησιμοποιείται ως το υδραυλικό υγρό για αύξηση και μεταβίβαση της δύναμης

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.42
πέδησης. Το σύστημα ελέγχου στα μη μηχανικά συστήματα πέδησης είναι μία βαλβίδα πέδησης με έμβολο αντίδρασης, ενώ υποβοηθούμενα συστήματα χρησιμοποιούν ενισχυτή πέδησης με έμβολο αντίδρασης. Το υδραυλικό υγρό είναι αποθηκευμένο σε υδραυλικούς συσσωρευτές στους οποίους συμπιέζεται αέριο (συνήθως άζωτο). Αέριο και υγρό ξεχωρίζονται με την βοήθεια ελαστικού πτερυγίου (συσσωρευτής πτερυγίου), διαφράγματος (συσσωρευτής διαφράγματος) ή εμβόλου με ελαστικό κάλυμμα (συσσωρευτής εμβόλου).
Σχήμα 4.19. Υδραυλικό σύστημα πέδησης (επιβατικό αυτοκίνητο) 1. Πεντάλ πέδησης 2. Σύστημα υποβοήθησης με υποπίεση,
3. Αντλία φρένων 4. Δοχείο πίεσης υγρού φρένων 5. Δισκόφρενα (μπροστά) 6. Ρυθμιστής δύναμης πέδησης
7. Φρένα τύπου τύμπανου (πίσω). Πλεονεκτήματα
Σε σχέση με τα συστήματα που χρησιμοποιούν ενισχυτές υποπίεσης, αυτές οι μονάδες είναι ελαφρύτερες και μικρότερες και έχουν εξαιρετικά γρήγορους χρόνους αντίδρασης γιατί το υγρό είναι ασυμπίεστο. Μειονεκτήματα
Διαρροές στο κύκλωμα προκαλούν πτώση της μέσης πίεσης.

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.43
4.6.4. Διαχωρισμός κυκλωμάτων πέδησης.
Τα φρένα διπλού κυκλώματος είναι πλέον υποχρεωτικά από το νόμο. Υπάρχουν πέντε διαφορετικές παραλλαγές διπλών κυκλωμάτων.
Πίνακας 4.1. Χαρακτηρισμός του τύπου κατανομής της δύναμης πέδησης (DIN 74 000)

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.44
4.6.5. Εξαρτήματα συστημάτων πέδησης Ενισχυτής υποβοήθησης με υποπίεση (σερβόφρενο)
Ο ενισχυτής υποπίεσης είναι ένας ενισχυτής της δύναμης του πεντάλ, ο οποίος συνδέεται με μία αντλία με εν σειρά κυλίνδρους. Ο συντελεστής ενίσχυσης είναι i όπου:
0E
AF -F
F = tana = i (Διάγραμμα 4.4.)
μπορεί να κυμαίνεται στο σχεδιασμό ανάλογα με την κατάλληλη επιλογή μοχλών
ελέγχου. Διαμέσου των μοχλών ελέγχου, μία ανάλογη βοηθητική δύναμη τοποθετείται στην κορυφή του πεντάλ δύναμης και μαζί δρούν στην αντλία με εν σειρά κυλίνδρους. Την ίδια στιγμή, μία δύναμη αντίδρασης μεταβιβάζεται στον οδηγό, η οποία τον καθιστά ικανό να ελέγχει την δύναμη πέδησης σωστά. Οι λειτουργικές αρχές εξηγούνται στο Σχήμα 4.20. Σε περίπτωση βλάβης του ενισχυτή, παραμένει μόνο η δύναμη του πεντάλ.
Σχήμα 4.20. Ενισχυτής πέδησης υποπίεσης με έλεγχο μοχλών. 1. Δύναμη εξόδου (προς σειρά κυρίως κυλίνδρων)
2. Σύνδεση αναρρόφησης 3. Δύναμη εισόδου (δύναμη πεντάλ) 4. Ατμόσφαιρα 5. Πίεση λειτουργίας

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.45
Διάγραμμα 4.4. Χαρακτηριστικά ενισχυτή πέδησης με υποπίεση (BOSCH Handbook 1996) Αντλία φρένων με κυλίνδρους εν σειρά
Η αντλία αυτή λειτουργεί είτε απ'ευθείας διαμέσου του πεντάλ, είτε εάν η δύναμη του πεντάλ δεν είναι επαρκής, διαμέσου ενός ενισχυτή δύναμης πεντάλ (π.χ. ενισχυτής υποπίεσης) Σχήμα 4.21. Αρχή Λειτουργίας
Το υγρό λειτουργίας βρίσκεται σε δίδυμο δοχείο (1) πάνω από την αντλία. Περνώντας την οπή πληρώσεως 5 το έμβολο 6 αναγκάζει το υγρό φρένων σε πίεση στο κύκλωμα πέδησης Ι. Η συμπίεση του ελατηρίου και το ανέβασμα της πίεσης στο κύκλωμα πέδησης Ι κινούν το ενδιάμεσο έμβολο 8, το οποίο καλύπτει την οπή πληρώσεως 3 και ανεβάζει την πίεση στο κύκλωμα πέδησης ΙΙ. Η πίεση πέδησης είναι ανάλογη της δύναμης πέδησης.
Η θύρα του κυκλώματος πέδησης Ι (10), η οποία εφοδιάζει τα πίσω φρένα τύπου τύμπανου, διαθέτει μία βαλβίδα (9) η οποία εξασφαλίζει μία παραμένουσα πίεση περίπου 1.5 bar στο κύκλωμα όταν τα φρένα ελευθερωθούν. Αυτό αποτρέπει την είσοδο αέρα διαμέσου των παρεμβυσμάτων στεγανοποίησης των πίσω κυλίνδρων.

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.46
Τα κυκλώματα πέδησης των δισκόφρενων δεν χρειάζονται παραμένουσα πίεση. Όταν τα φρένα αφεθούν ελεύθερα, οι οπές 3 και 5 εξασφαλίζουν ότι μπορούν να υπάρξουν θερμοκρασιακές μεταβολές αλλά και σχετικές διαρροές σε ποσότητα αλλά και πίεση μεταξύ του δοχείου αποθήκευσης υδραυλικού υγρού (1) και των κυκλωμάτων πέδησης.
Λειτουργικές αρχές σε περίπτωση βλάβης ενός από τα κυκλώματα πέδησης: Βλάβη στο κύκλωμα πέδησης Ι
Το έμβολο 6 κινείται μπροστά όσο και το ενδιάμεσο έμβολο 8 και μεταβιβάζει μηχανικά την δύναμη στο άθικτο κύκλωμα πέδησης ΙΙ, το οποίο μπορεί τώρα να παράγει ολόκληρη την πίεση πέδησης.
Σχήμα 4.21. Αντλία δίδυμων κυλίνδρων. 1. Δοχείο πίεσης υγρού δύο θαλάμων 2. Κομμάτι μηχανής
3. Οπή πληρώσεως κυκλώματος πέδησης ΙΙ 4. Ελατήριο συμπίεσης 5. Μικρή τρύπα για κύκλωμα πέδησης Ι 6. Έμβολο ώθησης
7. Μπροστινό κύκλωμα πέδησης Ι 8. Ενδιάμεσο έμβολο 9. Βαλβίδα 10. Πίσω κύκλωμα πέδησης Ι
Βλάβη στο κύκλωμα πέδησης ΙΙ
Η αντίδραση του άθικτου κυκλώματος πέδησης Ι πιέζει υδραυλικά το έμβολο ώθησης 6 που σταματά στο τέλος της διαδρομής από το κινούμενο έμβολο (μεταξύ των σημείων 4 και 5 στο σχήμα 4.21.). Πίεση πέδησης μπορεί να αναπτυχθεί μόνο στο κύκλωμα Ι.
Η βλάβη σε ένα κύκλωμα πέδησης προκαλεί μία σχετική μείωση στην αποτελεσματικότητα της πέδησης, αύξηση στη διαδρομή του πεντάλ και τέλος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.47
διαρροή υγρού φρένων από κάποιον από τους δύο θαλάμους του δοχείου αποθήκευσης υγρού φρένων. Βαλβίδα ρύθμισης πίεσης πέδησης
Όσο πιο δυνατά φρενάρει ο οδηγός, τόσο περισσότερο παρατηρείται δυναμική μετατόπιση βάρους από τον πισινό άξονα στον μπροστινό άξονα. Όταν το όχημα είναι άδειο, η δύναμη πέδησης στον πίσω άξονα μπορεί να είναι τόσο μεγάλη ώστε οι τροχοί του πίσω άξονα να μπλοκάρουν πριν του μπροστινού. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε αστάθεια κατά την διάρκεια της πέδησης, π.χ. ντεραπάρισμα. Ευστάθεια κατά την διάρκεια της οδήγησης επιτυγχάνεται όταν, ανεξάρτητα από το φορτίο του οχήματος, οι τροχοί του μπροστινού άξονα μπλοκάρουν πριν τον πίσω. Η σωστή διανομή της δύναμης επιτυγχάνεται με την βοήθεια βαλβίδων ρύθμισης δύναμης πέδησης, οι οποίες τοποθετούνται στο κύκλωμα πέδησης στους τροχούς του πίσω άξονα. Ανάλογα με τον τύπο κάθε οχήματος, υπάρχουν διάφοροι τύποι βαλβίδων ρύθμισης δύναμης πέδησης:
-Βαλβίδες ρύθμισης πίεσης πέδησης με σταθερή μεταβολή της πίεσης. -Βαλβίδες ρύθμισης πίεσης πέδησης ευαίσθητες στο φορτίο με ρυθμιζόμενη μεταβολή πίεσης ανάλογα με το φορτίο του οχήματος.
Διάγραμμα 4.5. Χαρακτηριστικά βαλβίδας ρύθμισης πίεσης πέδησης ευαίσθητες στο φορτίο.
Οι βαλβίδες ρύθμισης της πίεσης πέδησης με ευαισθησία στο φορτίο,
τοποθετούνται κοντά στον πίσω άξονα. Η συμπίεση της ανάρτησης μεταξύ του άξονα και του σώματος χρησιμοποιείται για να μετρήσει το φορτίο του οχήματος και

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.48
μεταφέρεται διαμέσου μηχανικών μοχλών στο ελατήριο ελέγχου μέσα στην βαλβίδα ρύθμισης της πίεσης πέδησης.
Το ελατήριο ελέγχου δρα πάνω σ'ένα βηματικό έμβολο. Κατά την διάρκεια της
αρχικής πέδησης, το ελατήριο ελέγχου διατηρεί την έδρα της βαλβίδας στο βηματικό έμβολο ανοιχτή, μέχρις ότου η πίεση πέδησης να φτάσει κάποιο όριο στο οποίο, ανάλογα με την περιοχή δράσης του βηματικού εμβόλου, ανταποκρίνεται στη δύναμη του ελατηρίου ελέγχου.
Σχήμα 4.22. Βαλβίδα ρύθμισης πίεσης πέδησης με ευαισθησία στο φορτίο. 1. Από αντλία φρένων 2. Προς μηχανισμούς φρένων των τροχών
3. Μηχανικός μοχλός 4. Ελατήρια ελέγχου 5. Βηματικό έμβολο
4.7. ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΠΕΔΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΜΠΟΡΙΚΑ ΟΧΗΜΑΤΑ 4.7.1. Επιβραδυντικά συστήματα πέδησης
Τα φρένα που χρησιμοποιούνται στα επιβατικά και εμπορικά οχήματα δεν είναι σχεδιασμένα για συνεχή λειτουργία. Όταν εφαρμοστούν για μεγάλο χρονικό διάστημα τα φρένα υπερθερμαίνονται με αποτέλεσμα να εξασθενούν. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, το σύστημα πέδησης μπορεί να καταστραφεί ολοκληρωτικά. Τα βαριά οχήματα ωστόσο έχουν ενσωματωμένο ένα σύστημα επιβραδυντή για συνεχή πέδηση που λειτουργεί ανεξάρτητα από το σύστημα πέδησης. Tα περισσότερα επιβραδυντικά συστήματα πέδησης που χρησιμοποιούνται σε εμπορικά οχήματα χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: συστήματα στραγγαλισμού της πολλαπλής εξαγωγής και επιβραδυντές.

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.49
Φρένα με στραγγαλισμό της πολλαπλής εξαγωγής Μείωση στην διατομή της πολλαπλής εξαγωγής ή διαφοροποίηση στο χρονισμό
της βαλβίδας αυξάνει το αρνητικό έργο στο διάγραμμα πίεσης - όγκου του κινητήρα, συντελώντας στην επιβράδυνση του οχήματος.

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.50
Σχήμα 4.23. Φρένο με στραγγαλισμό της πολλαπλής εξαγωγής σε συνδυασμό με υδραυλικά ελεγχόμενα φρένα
1. Πεντάλ πέδησης 2. Στραγγαλιστική βαλβίδα 3.Μονάδα πέδησης 4. Διακόπτης 5. Δοχείο πίεσης αερόφρενου
Υδροδυναμικοί επιβραδυντές
Η μηχανική ενέργεια που παρέχεται από τον οδηγό άξονα μετατρέπεται από τον ρότορα σε κινητική ενέργεια ενός ρευστού. Η κινητική ενέργεια με την σειρά της μετατρέπεται σε θερμότητα στον στάτορα, που σημαίνει ότι το ρευστό που χρησιμοποιείται πρέπει να ψυχθεί. Ηλεκτροδυναμικοί επιβραδυντές
Οι σπείρες του ηλεκτρικού πεδίου είναι τοποθετημένες σ'ένα δίσκο που έχει την μορφή στάτορα. Οι ρότορες, που είναι ενισχυμένοι για καλύτερη αποβολή της θερμότητας, είναι τοποθετημένοι στον κινητήριο άξονα και στις δύο πλευρές του στάτορα.
Για να φρενάρει το όχημα, οι σπείρες του πεδίου τροφοδοτούνται με ρεύμα και δημιουργείται μαγνητικό πεδίο. Αδρανειακά ρεύματα διεγείρονται στους ρότορες καθώς αυτοί περιστρέφονται εντός του μαγνητικού πεδίου.Έτσι παράγεται στρεπτική ροπή πέδησης το μέτρο της οποίας είναι συνάρτηση της διέγερσης των σπειρών του στάτορα.

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.51
Σχήμα 4.24. Υδροδυναμικός επιβραδυντής
1. Στάτορας πέδησης 2. Οδηγός άξονας 3. Φλάντζα συναρμολόγησης 4. Ρότορας πέδησης 5. Εναλλάκτης θερμότητας (λάδι/νερό)
Διάγραμμα 4.6. Χαρακτηριστικά στρεπτικής ροπής πέδησης υδροδυναμικού επιβραδυντή

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.52
Μηχανικά συστήματα πέδησης
Εξαιρώντας τα επιβατικά οχήματα, τα μηχανικά συστήματα πέδησης χρησιμοποιούνται σήμερα μόνο σε ελαφρά εμπορικά οχήματα και ως χειρόφρενα σε ρυμουλκούμενα. Εξαιρώντας τα συστήματα πέδησης λειτουργίας των επιβατικών οχημάτων, τα περισσότερα από τα συστήματα αυτά χρησιμοποιούν εξάρτημα μηχανικής μεταβίβασης. Στο μηχανικό σύστημα πέδησης αν αυτό δεν έχει ενσωματωμένο αυτόματο ρυθμιστή, μια αύξηση στην διαδρομή του πεντάλ δείχνει φθορά του υλικού τριβής.
Σχήμα 4.25. Επιβραδυντής αδρανειακού ρεύματος
1. Ρότορας 2. Στάτορας 3. Συνδετήρας 4. Οδηγός άξονας
Διάγραμμα 4.7. Χαρακτηριστικά στρεπτικής ροπής πέδησης επιβραδυντή αδρανειακού ρεύματος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.53
Υποβοηθούμενα μηχανικά συστήματα πέδησης
Αυτά τα συστήματα πέδησης χρησιμοποιούνται σε ελαφριά έως ελαφρώς βαριά φορτηγά. Σε περίπτωση βλάβης του υποβοηθητικού συστήματος λειτουργούν ως μηχανικά συστήματα απαιτώντας όμως μεγαλύτερη δύναμη στο πεντάλ. Μη μηχανικά συστήματα πέδησης
Τα συστήματα αυτά χρησιμοποιούνται σε ελαφρά φορτηγά έως και βαριά οχήματα με:
- συμπιεσμένο αέρα ως μέσο για τα εξαρτήματα παροχής ενέργειας και μεταβίβασης
Διάγραμμα 4.8. Χαρακτηριστικές καμπύλες διαφόρων
επιβραδυντών συστημάτων πέδησης
- πνευματική - υδραυλική δύναμη μεταβίβασης στο σύστημα πέδησης υπηρεσίας και πνευματική δύναμη μεταβίβασης στο χειρόφρενο
- υψηλή πίεση και με περιορισμένη πίεση - υψηλή πίεση στον τράκτορα Στην κατηγορία αυτή επίσης ανήκει και το χειρόφρενο χωρίς σύστημα μοχλών.
Αδρανειακά συστήματα πέδησης
Τα συστήματα αυτά χρησιμοποιούνται μόνο σε ελαφρά ρυμουλκούμενα οχήματα και σε δρόμους για κανονική οδήγηση. Σε πολλούς σχεδιασμούς η επίδραση πέδησης του οχήματος αυξάνεται από μία δύναμη ενός ελατηρίου,η οποία δρα όταν το όχημα ρυμουλκείται και παύει όταν το όχημα φρενάρεται. Το αδρανειακό σύστημα πέδησης σε μερικές περιπτώσεις χρησιμοποιείται μαζί με το βαρυτικό σύστημα πέδησης.

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.54
Σύστημα πέδησης απλού κυκλώματος
Σ'αυτό το σύστημα χρησιμοποιείται μία απλή γραμμή αέρα για τον ανεφοδιασμό του δοχείου πίεσης ενέργειας καθώς επίσης και για την λειτουργία των φρένων του ρυμουλκούμενου διά μέσου της ρυθμιστικής βαλβίδας πέδησης. Η πίεση στην γραμμή κατά την διάρκεια του πατήματος του πεντάλ απελευθερώνεται για φρενάρισμα. Εάν το ρυμουλκούμενο τείνει να αποσυνδεθεί από τον τράκτορα, απελευθερώνεται πίεση από την γραμμή ελέγχου. Αυτό σημαίνει ότι το ρυμουλκούμενο σε τέτοια περίπτωση φρενάρει αυτόματα.
Εάν κατά την διάρκεια της προηγούμενης διαδικασίας υπάρξει διαρροή, πέφτει η πίεση στο δοχείο πίεσης, πράγμα που μειώνει την δύναμη πέδησης. Τότε το σύστημα μπορεί αυτόματα να αλλάξει σε σύστημα φρένου στραγγαλισμού της εξαγωγής. Στο σύστημα πέδησης απλού κυκλώματος είναι επίσης αναγκαίο να επικοινωνούν τα δοχεία πίεσης του τράκτορα με του ρυμουλκούμενου, ώστε τα φρένα πέδησης λειτουργίας να απελευθερώνονται αμέσως μετά το φρενάρισμα. Συστήματα πέδησης πολλαπλής διαδρομής
Σ'αυτά τα συστήματα, η μία διαδρομή (γραμμή παροχής) συνδέει τα δοχεία
πίεσης τράκτορα και ρυμουλκούμενου - η πίεση παραμένει σταθερή -. Η δεύτερη διαδρομή (διαδρομή ελέγχου) οδηγεί από την βαλβίδα ελέγχου του τράκτορα στη βαλβίδα πέδησης του ρυμουλκούμενου. Η δράση πέδησης αρχίζει με μία αύξηση στην πίεση. Η γραμμή παροχής προυποθέτει την εφαρμογή αυτόματης πέδησης σε περίπτωση αστοχίας στη σύνδεση του ρυμουλκούμενου. Εάν η γραμμή παροχής διακοπεί ή χαλαρώσει, απελευθερώνεται αέρας, πέφτει η πίεση και η βαλβίδα πέδησης στο ρυμουλκούμενο εγγυάται το αυτόματο φρενάρισμα.
Σχήμα 4.26. Υποβοηθούμενο σύστημα πέδησης με υποπίεση διπλού κυκλώματος για ελαφρά εμπορικά οχήματα, 1. Μηχανή ανάφλεξης 2. Στραγγαλιστική βαλβίδα 3. Καρμπυρατέρ, 4. Βαλβίδα ελέγχου 5.Σωλήνας εισαγωγής 6. Μηχανικό χειρόφρενο. 7. Πεντάλ πέδησης 8. Σειρά κυρίως υδραυλικών κυλίνδρων, 9. Ενισχυτής πέδησης, 10. Μπροστινός άξονας, 11. Πίσω άξονας

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.55
Σχήμα 4.27. Αερόφρενα για φορτηγά Υποβοηθούμενο σύστημα πέδησης πεπιεσμένου αέρα διπλής διαδρομής
1. συμπιεστής, 2. ρυθμιστής πίεσης, 3. αντιψυκτική αντλία, 4. βαλβίδα προστασίας τετραπλού κυκλώματος, 5. δοχείο πίεσης αέρα,
6. σύνδεση κεφαλής με αυτόματο στοιχείο διακοπής, 7. βαλβίδα αποστραγγίσεως νερού, 8. βαλβίδα ελέγχου,
9.ενισχυτής διπλού κυκλώματος,10. βαλβίδα επιθεωρήσεως (συνήθως περιλαμβάνεται στην βαλβίδα χειρόφρενου),
11. βαλβίδα χειρόφρενου, 12. βαλβίδα ελέγχου ρυμουλκούμενου, 13. σύνδεση κεφαλής χωρίς αυτόματο στοιχείο διακοπής,
14. ελατήριο πέδησης - ενεργωτής, 15. μπροστινός άξονας, 16. αυτόματος μετρητής ευαισθησίας φορτίου - δύναμης πέδησης,
17. πίσω άξονας,18. βαλβίδα πέδησης λειτουργίας, 19. κύλινδρος πέδησης, 20.ρελέ, 21.κύλινδρος συνδυασμένης πέδησης,
22. βαλβίδα πέδησης λειτουργίας με όριο πίεσης, 23. βαλβίδα περιορισμού πίεσης,24. βαλβίδα χειρόφρενου με όριο πίεσης,
25 ενεργωτής κύλινδρος, 26 διπλός μετρητής πίεσης, 27. βαλβίδα προστασίας διπλού κυκλώματος, 28. μηχανισμός χειρόφρενου,
29.βαλβίδα πέδησης ρυμουλκούμενου.

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.56
Σχήμα 4.28. Υποβοηθούμενο σύστημα πέδησης διπλού κυκλώματος διπλής διαδρομής με πνευματικό σύστημα μεταβίβασης
Σχήμα 4.29. Υποβοηθούμενο σύστημα πέδησης διπλού κυκλώματος μονής διαδρομής

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.57
Σχήμα 4.30. Υποβοηθούμενο σύστημα πέδησης διπλού κυκλώματος διπλής διαδρομής με περιορισμό πίεσης και υδραυλικό σύστημα μεταβίβασης
Σχήμα 4.31. Σύστημα πέδησης διπλής διαδρομής για ρυμουλκούμενο όχημα

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.58
4.7.2. Μηχανισμοί αερόφρενων Σύστημα παροχής ενέργειας
Το σύστημα παροχής ενέργειας περιλαμβάνει τα εξής στοιχεία: - πηγή ενέργειας - ρυθμιστή πίεσης - κλιματισμό (ψύξη - αφύγρανση) Ένας συμπιεστής χρησιμοποιείται ως πηγή ενέργειας, και έχει συνήθως την
μορφή εμβολοφόρου αντλίας. Ο εσωτερικός αέρας συμπιέζεται μέσω αυτόματης αναρρόφησης και βαλβίδων παραλαβής.
Το σύστημα ρύθμισης πίεσης διατηρεί το επιθυμητό επίπεδο πίεσης. Δύο βασικοί τύποι ρύθμισης χρησιμοποιούνται:
- Αυτή στην οποία ο ρυθμιστής πίεσης δεν έχει καμία επίδραση στην πηγή ενέργειας.
- Αυτή στην οποία ο ρυθμιστής πίεσης επηρεάζει την πηγή ενέργειας. Ο πρώτος από αυτούς τους δύο τύπους περιλαμβάνει έναν ρυθμιστή πίεσης ο
οποίος, όταν η επιθυμητή μέγιστη λειτουργική πίεση επιτευχθεί, κλείνει και επιστρέφει τον αέρα που παρείχθει από τον συμπιεστή στην ατμόσφαιρα. Εάν η πίεση στα αεροφυλάκια φτάσει το χαμηλότερο λειτουργικό όριο πίεσης, ο ρυθμιστής πίεσης ανοίγει ξανά και εφοδιάζει τον αέρα που παραδίδεται από τον συμπιεστή στα δοχεία πίεσης.
Σχήμα 4.32. Ρυθμιστής πίεσης 1. Από τον συμπιεστή αέρα 2. Στα αεροφυλάκιο 3. Ανακούφιση

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.59
Ο δεύτερος τύπος περιλαμβάνει έναν ρυθμιστή πίεσης ο οποίος, όταν επιτευχθεί
η επιθυμητή μέγιστη λειτουργική πίεση, εφαρμόζει πίεση σε ένα λειτουργικό έμβολο μέσα στο συμπιεστή, του οποίου ανοίγει την εσωτερική του βαλβίδα, χωρίς να έχει εφοδιαστεί στα δοχεία πίεσης αέρας (ο εσωτερικός αέρας αποβάλλεται διαμέσου του εσωτερικού σωλήνα). Όταν η πίεση στα δοχεία πίεσης αέρα φθάσει το χαμηλότερο λειτουργικό όριο, ο ρυθμιστής ανοίγει και η εσωτερική βαλβίδα μπορεί και πάλι αυτόματα να ανοίγει και να τροφοδοτεί με πεπιεσμένο αέρα τα αεροφυλάκια.
Επίπεδο πίεσης: Στα σημερινά ρυμουλκούμενα οχήματα, χρησιμοποιούνται τιμές μεταξύ 7 και 10 bar (χαμηλή πίεση) και μεταξύ 14 και 20 bar (υψηλή πίεση). Στα συστήματα πέδησης δύο διαδρομών, η πίεση στις γραμμές σύνδεσης του ρυμουλκούμενου οχήματος και του τράκτορα είναι μεταξύ 6 και 8 bar.
Ο καθαρισμός του αέρα είναι απαραίτητος για να εξασφαλίσει την άριστη λειτουργία των εξαρτημάτων του συστήματος πέδησης. Ακαθαρσίες μπορούν από την μία μεριά να επηρεάσουν την καλή λειτουργία των βαλβίδων ελέγχου και από την άλλη μεριά το νερό στο συμπιεσμένο αέρα οδηγεί σε διάβρωση, ή σχηματισμό πάγου κάτω από 00C. Καθαριστές αέρα, αντιψυκτικές αντλίες, βαλβίδες αποστραγγίσεως νερού και αποξηραντές αέρα χρησιμοποιούνται για να λύσουν αυτά τα προβλήματα. Σύστημα μεταβίβασης
Το σύστημα μεταβίβασης περιλαμβάνει τα εξής: - μόνωση του κυκλώματος (π.χ. προστατευτική βαλβίδα πολλαπλού κυκλώματος) - αποθήκευση ενέργειας (π.χ. δοχείο πίεσης αέρα) - εξαρτήματα ελέγχου (π.χ. βαλβίδες πέδησης) - μέτρηση ευαισθησίας φορτίου δύναμης πέδησης (π.χ. αυτόματος έλεγχος
ευαισθησίας φορτίου δύναμης πέδησης) - κύλινδροι πέδησης ή βοηθητικοί κύλινδροι Αυτά τα εξαρτήματα δουλεύουν μαζί όπως δείχνει το παρακάτω διάγραμμα ενός
μη μηχανικού συστήματος πέδησης λειτουργίας διπλού κυκλώματος. Σχεδιασμός και κατασκευή των εξαρτημάτων Απομόνωση κυκλώματος
Γίνεται ένας διαχωρισμός των κυκλωμάτων, με προτεραιότητα του ενός ως προς το άλλο σε περίπτωση ζημιάς σε κάποιο και διατήρηση της λειτουργικής ακεραιότητας των άθικτων κυκλωμάτων.
Η απομόνωση του κυκλώματος επιτυγχάνεται κυρίως με έναν συνδυασμό επιστομίων υπερχειλίσεως, τα οποία είναι συνδεδεμένα σαν μία μονάδα. Η λειτουργία τους είναι ασφαλής για χαμηλή αλλά και υψηλή τιμή πίεσης. Αποθήκευση ενέργειας
Περιλαμβάνει διάταξη αεροφυλακίων του απαιτούμενου όγκου αέρα ενέργειας για όλα τα κυκλώματα στο σύστημα πέδησης, συμπεριλαμβάνοντας διάταξη της ενέργειας σε περίπτωση βλάβης της πηγής παροχής. Γι'αυτό το σκοπό

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.60
χρησιμοποιούνται (εμπορικά διαθέσιμα) συγκολλημένα δοχεία πίεσης αέρα από ατσάλινα φύλλα. Εξοπλισμός ελέγχου
Αυτός ο εξοπλισμός χρησιμοποιείται για να προσφέρει τον επιθυμητό βαθμό μετρούμενης πίεσης στο τμήμα του συστήματος που απευθύνεται. Μηχανικά, υδραυλικά ή πνευματικά κινούμενες ή ελεγχόμενες βαλβίδες αντίδρασης χρησιμοποιούνται για να ελέγξουν την πίεση στην έξοδο κάθε βαλβίδας σαν συνάρτηση της μεταβλητής εισόδου. Λόγω της μεγάλης ποικιλίας των εφαρμογών, χρησιμοποιείται ένας μεγάλος αριθμός από διαφορετικά εξαρτήματα. Βαλβίδες ελέγχου δύο κυκλωμάτων απαιτούνται επίσης για συστήματα πέδησης λειτουργίας δύο κυκλωμάτων. Η κατάλληλη λειτουργία του συστήματος πέδησης απαιτεί καλή συμπεριφορά ελέγχου, καλή ικανότητα μέτρησης της πίεσης, γρήγορους χρόνους αντίδρασης και χαμηλή υστέρηση του συστήματος πέδησης.
Αυτόματη μέτρηση ευαισθησίας φορτίου - δύναμης πέδησης
Είναι ο αυτόματος έλεγχος της πίεσης σε σχέση με το φορτίο του οχήματος. Το φορτίο συχνά προσδιορίζεται με την πίεση ενός ελατηρίου (στην περίπτωση
αναρτήσεων με ημιελλειπτικά ελατήρια) καθώς και με πίεση αέρα (στην περίπτωση πνευματικών αναρτήσεων). Μία βαλβίδα ελέγχου με μεταβλητή επιφάνεια δράσης μειώνει την πίεση εξόδου στην βαλβίδα σε σχέση με την πίεση εξόδου σαν μία συνάρτηση της συμπίεσης του ελατηρίου ή της πίεσης. Κύλινδροι πέδησης ή βοηθητικοί κύλινδροι.
Χρησιμοποιούνται για να μετασχηματίσουν την εφαρμοζόμενη στο σύστημα πίεση σε δύναμη πέδησης.
Χρησιμοποιούνται κύλινδροι εμβολοφόρου αντλίας αλλά και κύλινδροι διαφράγματος. Οι κύλινδροι διαφράγματος χρησιμοποιούνται κυρίως για το σύστημα πέδησης λειτουργίας, ενώ ελατηριωτοί εκκινητές πέδησης χρησιμοποιούνται για το χειρόφρενο. Στην περίπτωση αξόνων στους οποίους γίνεται δράση και των δύο συστημάτων πέδησης (λειτουργίας και χειρόφρενο), χρησιμοποιείται συνδυασμός κυλίνδρων.απλού θαλάμου ελατηρίων πέδησης, οι οποίοι καλούνται συνδυασμός κυλίνδρων. Βαλβίδα πέδησης λειτουργίας.
Δύο κατά σειρά τοποθετημένες βαλβίδες ελέγχου ενεργοποιούνται από ένα κοινό σύστημα (με μεταβίβαση). Ο συγχρονισμός στο άνοιγμα και των δύο κυκλωμάτων επιτυγχάνεται λόγω των όμοιων δυνάμεων σφράγισης βαλβίδων και ελατηρίων.

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.61
Διάγραμμα 4.9. Σύστημα μεταβίβασης σε υποβοηθούμενο σύστημα πέδησης (δομικό διάγραμμα)
1. Παροχή ενέργειας 2. Μόνωση κυκλώματος 3. Αποθήκευση ενέργειας 4. Έλεγχος εξαρτημάτων
5. Αυτόματη μέτρηση ευαισθησίας φορτίου δύναμης πέδησης 6. Κύλινδρος πέδησης ή βοηθητικός VA μπροστινός άξονας, HA πίσω άξονας (Bosch
Hanbook 1996(
Στην κατάσταση πέδησης, το κινούμενο έμβολο μεταξύ τωνδύο κυκλωμάτων ελέγχου υποβάλλεται, στις δύο του πλευρές, με την τρέχουσα εφαρμοζόμενη πίεση πέδησης και έτσι εξασφαλίζεται συγχρονισμός των κυκλωμάτων. Το αφόρτιστο ελατήριο μετατόπισης παρέχει μικρές μετακινήσεις λόγω αντίδρασης της βαλβίδας πέδησης λειτουργίας. Η αλληλεπίδραση της δύναμης του εμβόλου αντίδρασης με το ελατήριο μετατόπισης καθιστά το σύστημα ικανό να εκτελεί τις απαραίτητες

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.62
μετατοπίσεις ελέγχου ανεξάρτητα. Το σφράγισμα του κινούμενου εμβόλου από δύο κυκλώματα πιστοποιεί την απαιτούμενη ασφάλεια. Αυτόματος μηχανισμός για τη διόρθωση της δύναμης πέδησης σαν συνάρτηση του φορτίου
Αυτό το εξάρτημα είναι συνδεδεμένο μεταξύ της βαλβίδας πέδησης λειτουργίας και των κυλίνδρων πέδησης. Ανάλογα με το φορτίο του οχήματος, το εξάρτημα αυτό κανονίζει την εφαρμοζόμενη δύναμη πέδησης. Το εξάρτημα έχει ένα διάφραγμα αντίδρασης μεταβλητής επιφάνειας δράσης. Το διάφραγμα αυτό στηρίζεται σε δύο ακτινικά τοποθετημένα και στερεωμένα στηρίγματα με κάποια κλίση. Ανάλογα με την θέση που βρίσκεται η βαλβίδα ελέγχου στην κάθετη διεύθυνση, υπάρχει μία μεγάλη περιοχή αντίδρασης (η βαλβίδα βρίσκεται στο κάτω μέρος) ή μία μικρή περιοχή αντίδρασης (η βαλβίδα βρίσκεται στην κορυφή). Οι κύλινδροι πέδησης εφοδιάζονται διαμέσου μιας συμπληρωματικής βαλβίδας ανταπόκρισης με μία πίεση η οποία είναι μικρότερη από την αντίστοιχη όταν το όχημα δεν είναι φορτωμένο, ή ίδια με αυτήν όταν είναι πλήρως φορτωμένο. Το σύστημα αυτό είναι τοποθετημένο στο πλαίσιο του αυτοκινήτου και αισθάνεται την κατάσταση πίεσης ενός άξονα με ένα σύστημα περιστροφής διαμέσου μοχλών. Η περιστρεφόμενη κάμα μετακινεί το στέλεχος της βαλβίδας ανάλογα στην κάθετη διεύθυνση και έτσι υπολογίζεται η θέση της βαλβίδας. Ο ρυθμιστής πίεσης ο οποίος είναι ενσωματωμένος στην κορυφή του εξαρτήματος επιτρέπει μία μικρή επιμέρους πίεση να διαρρεύσει στο πάνω μέρος του διαφράγματος. Έτσι, λόγω αυτής της πίεσης, δεν υπάρχει μείωση στην πίεση των κυλίνδρων πέδησης. Το αποτέλεσμα είναι η σύγχρονη εφαρμογή της πέδησης σε όλους τους άξονες του οχήματος. Εάν σπάσει ο μοχλός περιστροφής, η εφαρμοζόμενη πίεση διαρρέει στους κυλίνδρους πέδησης με ένα λόγο 2:1.
Σχήμα 4.34. Βαλβίδα πέδησης λειτουργίας 1. Eκκίνηση 2. Έμβολο αντίδρασης 3. Kύκλωμα πέδησης 1
4. Kινούμενο έμβολο 5. Kύκλωμα πέδησης 2 6. Aνακούφιση 7. Eλατήριο μετατόπισης

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.63
8. Kύκλωμα παροχής 1 9. Bαλβίδες ελέγχου 10. Kύκλωμα παροχής 2
Σχήμα 4.35. Αυτόματη βαλβίδα για διόρθωση της δύναμης πέδησης σε σχέση με το φορτίο 1. Ανακούφιση 2. Προπορεία, 3. Διάφραγμα αντίδρασης,
4. Από δοχείο πίεσης 5. Εκτόνωση 6. Από βαλβίδα πέδησης λειτουργίας 7. Βαλβίδα ελέγχου 8. Έμβολο αναμετάδοσης 9. Προς τον κύλινδρο πέδησης 10. Περιστροφική κάμα.
Σχήμα 4.36. Βαλβίδα ελέγχου ρυμουλκούμενου 1. Κύκλωμα πέδησης λειτουργίας 1 2. Κύκλωμα χειρόφρενου
3. Κύκλωμα πέδησης λειτουργίας 2 4. Έμβολο ελέγχου 5. Εκτόνωση 6. Έμβολο ελέγχου 7. Γραμμή ελέγχου προς το ρυμουλκούμενο

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.64
8. Γραμμή παροχής προς το ρυμουλκούμενο 9. Μονάδα ελέγχου εμβόλου
Βαλβίδα ελέγχου ρυμουλκούμενου
Σε συστήματα πέδησης δύο διαδρομών η βαλβίδα ελέγχου ρυμουλκούμενου η οποία είναι τοποθετημένη στον τράκτορα, ελέγχει το σύστημα πέδησης λειτουργίας του ρυμουλκούμενου. Αυτή η πολλαπλών κυκλωμάτων βαλβίδα αναμετάδοσης, ενεργοποιείται και από τα κυκλώματα του συστήματος πέδησης λειτουργίας αλλά και από το χειρόφρενο.
Σε κατάσταση οδήγησης, ο θάλαμος παροχής όπως και ο θάλαμος του κυκλώματος χειρόφρενου υπόκεινται την ίδια πίεση και η γραμμή ελέγχου του ρυμουλκούμενου εκτονώνεται διαμέσου της κεντρικής θύρας ανακούφισης. Μία αύξηση στην πίεση του εμβόλου ελέγχου του κυκλώματος πέδησης 1 (κορυφή) ή του συστήματος πέδησης 2 (κάτω μέρος) οδηγεί σε ανάλογη αύξηση της πίεσης στη γραμμή ελέγχου του ρυμουλκούμενου.
Το μεγαλύτερο έμβολο ελέγχου του συστήματος πέδησης 1 εννοείται ότι έχει προτεραιότητα έναντι του εμβόλου ελέγχου του κυκλώματος 2. Μείωση στην πίεση των κυκλωμάτων πέδησης λειτουργίας οδηγεί σε μία ίδια μείωση στην γραμμή ελέγχου του ρυμουλκούμενου.
Η εκτόνωση του κυκλώματος χειρόφρενου μεγαλώνει την πίεση στο θάλαμο προς την γραμμή ελέγχου του ρυμουλκούμενου. Η εφαρμογή του αέρα στο κύκλωμα του χειρόφρενου εκτονώνει και τη γραμμή ελέγχου του ρυμουλκούμενου.
Σχήμα 4.37. Συνδυασμένος κύλινδρος πέδησης για σφηνοειδή φρένα. 1. Γραμμή ελέγχου ελατηριωτού εκκινητή πέδησης
2. Γραμμή ελέγχου κυλίνδρου ενός θαλάμου 3. Διωστήρας πίεσης 4. Έμβολο διωστήρα 5. Ελεύθερος κοχλίας
Συνδυασμένος κύλινδρος πέδησης για σφηνοειδή φρένα.
Ο συνδυασμένος κύλινδρος πέδησης αποτελείται από έναν κύλινδρο διαφράγματος ενός θαλάμου για τα φρένα λειτουργίας και έναν ελατηριωτό εκκινητή πέδησης για το χειρόφρενο. Ο κύλινδρος και ο ελατηριωτός ενεργωτής πέδησης

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.65
συνδέονται εν σειρά και δρούν πάνω σε ένα κοινό διωστήρα πίεσης. Μπορούν να ενεργοποιηθούν ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλον. Η ταυτόχρονη εκκίνηση έχει ως αποτέλεσμα την πρόσθεση των δυνάμεών τους.
Ο κεντρικός ελεύθερος κοχλίας επιτρέπει - και χωρίς πεπιεσμένο αέρα - εφελκυσμό του ελατηρίου του ελατηριωτού ενεργωτή πέδησης (Σχήμα 4.36). Αυτή είναι η θέση συναρμολόγησης όταν γίνεται η τοποθέτησή του. Μετά την τοποθέτηση, ο ελεύθερος κοχλίας βιδώνεται μέσα στον εκκινητή και το ελατήριο δρα διαμέσου του εμβόλου διωστήρα στο μηχανισμό της εκτεινόμενης σφήνας. Η εκροή συμπιεσμένου αέρα μπροστά από το έμβολο απελευθέρωσης χειρόφρενου κινεί το έμβολο ενάντια στην δύναμη του ελατηρίου, έτσι εκτείνεται το ελατήριο και απελευθερώνει το φρένο. Όταν το φρένο λειτουργίας ενεργοποιηθεί, ο συμπιεσμένος αέρας ρέει πίσω από το διάφραγμα και δρα διαμέσου του εμβόλου και του διωστήρα πίεσης στο μηχανισμό εκτεινόμενης σφήνας. Η μείωση της πίεσης οδηγεί ξανά το φρένο σε απελευθέρωση.
Συμπλήρωση αέρα γίνεται επίσης, κατά την διάρκεια της κανονικής πέδησης, όπου μέρος της πίεσης χάνεται. Αυτό εγγυάται αρκετή υπολειπόμενη διαδρομή εμβόλου σε περίπτωση δυσλειτουργίας. Το άνοιγμα και κλείσιμο της αντλίας, εάν η πίεση των αεροφυλακίων πέσει σε χαμηλό επίπεδο, πραγματοποιείται μέσω ασφαλιστικών διακοπτών πίεσης.
Σχήμα 4.38. Διάγραμμα συστήματος ABS 3 (Bosch).
1. Βαλβίδα πέδησης 2. Εξομοιωτής διαδρομής 3&4. Έμβολα κυρίως κυλίνδρου πέδησης 5. Διακόπτης διαδρομής εμβόλου
6. Έμβολο εμπλοκής 7. Διακόπτης πίεσης συσσωρευτή

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.66
8. Διακόπτης πίεσης 9. Συμπληρωματική βαλβίδα 10. Βαλβίδα ABS, (Bosch Handbook 1996).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
Η ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.1. ΠΕΔΗΣΗ ΚΑΙ ΑΡΧΕΣ ΤΡΙΒΗΣ
Ένα από τα πλέον σημαντικά συστήματα του αυτοκινήτου είναι το σύστημα πέδησης. Η σπουδαιότητά του έγκειται στο ότι το σύστημα αυτό είναι υπεύθυνο για την επιβράδυνση του οχήματος και την ακινητοποίησή του, ελαττώνοντας βαθμιαία την κινητική του ενέργεια μετατρέποντάς την σε θερμική ή άλλης μορφής.
Η σπουδαιότητα του συστήματος φρένων είναι τόσο μεγάλη όσο και αυτή του κινητήρα, γιατί με τα δύο αυτά συστήματα μπορεί να κατευθύνεται ένα όχημα με ασφάλεια. Όσο αξιόπιστα είναι αυτά, τόσο ασφαλέστερη γίνεται η κίνηση του οχήματος, συμβάλλοντας ουσιαστικά στην αύξηση της ενεργητικής του ασφάλειας.
'Οσο μεγαλύτερη είναι η μέση ταχύτητα του αυτοκινήτου, τόσο περισσότερη προσοχή πρέπει να δίνεται στην ασφαλή κίνησή του και τόσο καλύτερες πρέπει να είναι οι ιδιότητες του συστήματος πέδησης. Κατά τη διάρκεια της πέδησης, η τριβή μετατρέπει την κινητική ενέργεια του οχήματος σε θερμότητα, που αποβάλλεται στον περιβάλλοντα αέρα. Η πέδηση προκαλεί μη ανακτήσιμες απώλειες, γιατί η ενέργεια που απορροφάται από τα φρένα δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί παραπέρα. Στην περίπτωση κανονικής πέδησης (πέδησης λειτουργίας), το μεγαλύτερο μέρος της θερμότητας απελευθερώνεται στα φρένα (μεταξύ των επενδύσεων τριβής και των τυμπάνων) και στην περίπτωση πλήρους πέδησης (πέδησης ανάγκης), όταν οι τροχοί είναι ακινητοποιημένοι, μεταξύ των ελαστικών και του δρόμου.
Οι αρχές που περιγράφουν το φαινόμενο της πέδησης είναι αυτές της τριβής.
Σχήμα 4.1. Σύστημα πέδησης επιβατικού αυτοκινήτου Peugeot 405, διπλό κύκλωμα, δίσκοι εμπρός – πίσω.

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.2
Η πέδηση επιτυγχάνεται με την ανάπτυξη τριβής στους τροχούς. Τα φρένα είναι
διατάξεις που κατά την πέδηση έρχονται σε επαφή με ορισμένο μέρος των τροχών, οι οποίοι περιστρέφονται όπου αναπτύσσεται ξηρή τριβή. Η τριβή αυτή επιβραδύνει την περιστροφή των τροχών και μια άλλη δύναμη τριβής, αυτή που αναπτύσσεται μεταξύ των τροχών και του εδάφους, ακινητοποιεί το όχημα.
Κατά το φαινόμενο της πέδησης αναπτύσσονται δύο είδη μηχανισμών τριβής. Ο πρώτος εφαρμόζεται από τον μηχανισμό των φρένων στους τροχούς και ο δεύτερος μεταξύ των ελαστικών και του δρόμου. Και εδώ πρέπει να τονιστεί ένα σημαντικό σημείο: αν κατά την διάρκεια της κίνησης εφαρμοστεί δύναμη στα φρένα, τέτοια ώστε να ακινητοποιηθούν οι τροχοί τότε αυτοί ολισθαίνουν επί του οδοστρώματος και το όχημα χάνει μεγάλο μέρος από την επιβράδυνσή του. Η εξήγηση του φαινομένου αυτού είναι η εξής: αν εφαρμοστεί δύναμη πέδησης τέτοια ώστε να ακινητοποιηθούν οι τροχοί, τότε μεταξύ των τροχών και του οδοστρώματος αναπτύσσεται τριβή ολίσθησης και η θερμότητα που αναπτύσσεται στό ίδιο σημείο του ελαστικού προκαλεί τήξη του ελαστικού με αποτέλεσμα να μειςθεί ακόμα περισσότερο η τριβή ολίσθηση.
Η τριβή γενικά εξαρτάται από τους εξής τρεις παράγοντες: α) από την δύναμη που εφαρμόζεται μεταξύ δύο επιφανειών κατά την κύλισή
τους. Όσο μεγαλύτερη είναι αυτή η δύναμη, τόσο μεγαλύτερη τριβή αναπτύσσεται.
β) από την τραχύτητα της επιφάνειας. Οσο μεγαλύτερη είναι η τραχύτητα μεταξύ των δύο τριβόμενων επιφανειών, τόσο
μεγαλύτερη θα είναι και η τριβή. Αυτό οφείλεται στο ότι οι τραχείες επιφάνειες έχουν περισσότερες ανωμαλίες, οι οποίες κατά την αντίθετη κίνηση των επιφανειών αυτών συγκρούονται, με αποτέλεσμα να απορροφάται ενέργεια και να εμφανίζεται τριβή.
γ) από το υλικό των επιφανειών. Κάθε υλικό, ανάλογα με την σύνθεσή του παρουσιάζει διαφορετικό συντελεστή
τριβής. Κατά το φαινόμενο της τριβής, αναπτύσσεται θερμότητα ανάμεσα στις δύο τριβόμενες επιφάνειες, η οποία συντελεί στην φθορά των δύο επιφανειών, αλλά και επηρεάζει την αποτελεσματικότητα των φρένων μετά από συνεχή χρήση.
Στα συστήματα φρένων γίνεται κατάλληλη επιλογή και των τριών αυτών παραγόντων ώστε να αποδίδουν τα καλύτερα αποτελέσματα. Μελετάμε την διάταξη ώστε οι εφαρμοζόμενες δυνάμεις να είναι αρκετές για να παρέχεται ικανοποιητική επιβράδυνση. Επίσης, λόγω των μεγάλων θερμοκρασιών που αναπτύσσονται κατά την τριβή υπάρχει γρηγορότερη φθορά των επιφανειών. Γενικά επιδιώκεται ελεγχόμενη φθορά και εναλλαξιμότητα των υλικών τριβής. Γι'αυτό το λόγο η μία από τις δύο επιφάνειες κατασκευάζεται από μαλακότερο υλικό, ώστε να υπόκειται σε γρηγορότερη φθορά από την άλλη, για την οποία γίνεται προσπάθεια να φθείρεται βραδύτερα.
Ο πιο συνηθισμένος συνδυασμός υλικών που χρησιμοποιείται στα σύγχρονα συστήματα φρένων είναι ο χάλυβας για την επιφάνεια που περιστρέφεται (στέλεχος) και ειδικά υλικά τριβής (φερμουίτ) για τα ανταλλακτικά μέρη.
Το φερμουίτ έχει επικρατήσει για τους εξής λόγους: i) έχει υψηλή αντοχή σε κρούσεις και σε υψηλές θερμοκρασίες. ii) έχοντας αρκετά χαμηλό κόστος, επιτρέπει τη συχνή αλλαγή του

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.3
Σχήμα 4.2. Διαγραμματικό κύκλωμα συστήματος πέδησηςμονού κυκλώματος με ταμπούρα (Απο το βιβλίο του Ιδρύματος Ευγενίδου Αυτοκίνητο)

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.4
Βέβαια έχει το μειονέκτημα ότι ο συντελεστής τριβής του είναι χαμηλότερος απ'ότι
ο συντελεστής τριβής του χάλυβα, με αποτέλεσμα να απαιτείται μεγαλύτερη δύναμη για το ζεύγος επιφανειών χάλυβα - φερμουίτ, απ'ότι για το ζεύγος χάλυβα - χάλυβα, για την ίδια πάντα επιβράδυνση. Το μειονέκτημα όμως αυτό εξισορροπείται από τα πλεονεκτήματα της χρήσης του φερμουίτ και από το γεγονός ότι μπορούν να επιτευχθούν αρκετά μεγάλες δυνάμεις τριβής.
Σχήμα 4.3. Μηχανισμός πέδησης εμπρόσθιου τροχού με αεριζόμενο δίσκο.

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.5
4.2. ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.2.1. Πειραματική εκτίμηση των ιδιοτήτων πέδησης.
Οι ιδιότητες πέδησης ενός αυτοκινήτου μπορούν να βρεθούν από δοκιμές σε στάση στο εργαστήριο και στο δρόμο, μετρώντας την απόσταση, το χρόνο και την επιβράδυνση όταν επιβραδύνεται με τον μέγιστο ρυθμό, όπως επίσης υπολογίζεται και το μέγεθος των δυνάμεων πέδησης.
Για εργαστηριακές δοκιμές γίνεται χρήση ειδικών εξεδρών, που συνήθως αποτελούνται από μια μετρητική στήλη και αυλακωτές πλατφόρμες διατεταγμένες στη στάθμη του δαπέδου. 'Οταν το αυτοκίνητο οδηγείται πάνω στις πλατφόρμες με ταχύτητα 3 - 3.5 m/sec, επιβραδύνεται απότομα και οι πλατφόρμες μετατοπίζονται κατά τη διεύθυνση της κίνησης, υπό την επίδραση των δυνάμεων αδρανείας. Κάθε πλατφόρμα είναι αρθρωμένη, μέσω ενός μοχλού και ενός υδραυλικού μηχανισμού, με ένα δείκτη στη μετρητική στήλη, πράγμα που κάνει δυνατό να προσδιοριστούν οι δυνάμεις πέδησης που ασκούνται στους τροχούς και να αποτιμηθεί η κατανομή της συνολικής δύναμης πέδησης μεταξύ αυτών.
Διάγραμμα 4.1. Επίδραση στην απόσταση πέδησης
α) από τον συντελεστή τριβής β) από την αρχική ταχύτητα του οχήματος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.6
Οι δοκιμές σε δρόμο διεξάγονται πάνω σε ομαλά, στεγνά και καθαρά τμήματα του δρόμου με σκληρή επιφάνεια, όταν το όχημα φέρει πλήρες φορτίο, όπως προβλέπεται από τις τεχνικές προδιαγραφές του κατασκευαστή.
Κατά τις δοκιμές στο δρόμο, οι ιδιότητες πέδησης ενός αυτοκινήτου, μπορούν να βρεθούν, για παράδειγμα, με τη βοήθεια ενός καταγραφέα "απόστασης - χρόνου - ταχύτητας" ή μιας ταχογεννήτριας προσαρμοσμένης σε έναν ειδικό πέμπτο τροχό (μετρητικό) και μέσω ενός παλμογράφου.
Τα επεξεργασμένα αποτελέσματα των δοκιμών χρησιμοποιούνται για τη χάραξη των γραφημάτων της εξάρτησης της απόστασης πέδησης και του χρόνου από την ταχύτητα με διάφορες τιμές του συντελεστή τριβής φχ όπως φαίνονται στο Διάγραμμα 4.1α.
Από το γράφημα μπορεί να προσδιοριστεί η επιβράδυνση πέδησης (σε m/s2) ως συνάρτηση της ταχύτητας, από την εξίσωση:
tu =j dec Δ
Δ
όπου Δu = πτώση (αρνητική προσαύξηση) στην ταχύτητα σε m/s που αντιστοιχεί σε χρόνο Δt σε δευτερόλεπτα (για εξασφάλιση της απαιτούμενης ακρίβειας, τα διαστήματα του χρόνου δεν πρέπει να είναι μεγαλύτερα από 0.1 sec).
Διάγραμμα 4.2. Παράμετροι Πεδήσεως
Το ίχνος πέδησης μπορεί επίσης να εκτιμηθεί με τη βοήθεια ειδικών ακροφυσίων υψηλής πίεσης που εκτοξεύουν μπογιά πάνω στο δρόμο κατά την έναρξη της

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.7
πέδησης. Μετά το σταμάτημα του οχήματος μετριέται η απόσταση από την κηλίδα επί του δρόμου μέχρι το ακροφύσιο και προσδιορίζεται η απόσταση πέδησης.
Οι επιβραδύνσεις κατά την πέδηση μπορεί να εκτιμηθούν και από τις ενδείξεις ενός επιβραδυνσιομέτρου το οποίο είναι ένα φορητό όργανο αδρανειακού τύπου. Μία ιδέα της μεταβολής της ταχύτητας και επιβράδυνσης κατά την πέδηση, φαίνεται στο Διάγραμμα 4.2.
Το τμήμα tr στο διάγραμμα αντιστοιχεί στον χρόνο αντίδρασης του οδηγού στον οποίο, αυτός αποφασίζει να φρενάρει και μεταφέρει το πόδι του από το πεντάλ του γκαζιού στο πεντάλ του φρένου. Ο χρόνος αντίδρασης του οδηγού εξαρτάται από τις ιδιαίτερες ικανότητές του και την εμπειρία του και κυμαίνεται μεταξύ 0.4 - 1 sec. Στους υπολογισμούς, ο χρόνος tr λαμβάνεται συνήθως 0.8 sec.
To τμήμα tdr δείχνει το χρόνο ενεργοποίησης του μηχανισμού του φρένου, από τη στιγμή που πατιέται το πεντάλ του φρένου μέχρι την εμφάνιση της επιβράδυνσης. Κατά τη διάρκεια του χρόνου αυτού, όλα τα κινητά στοιχεία του μηχανισμού του φρένου έχουν μετατοπιστεί στη θέση που μεταβιβάζουν την δύναμη πέδησης από το πόδι του οδηγού προς τους τροχούς. Ο χρόνος tdr εξαρτάται από τον τύπο μηχανισμού του φρένου, την τεχνική κατάστασή του και κυμαίνεται μεταξύ 0.2 - 0.4 sec για υδραυλικό και μεταξύ 0.6 - 0.8 sec για πνευματικό μηχανισμό. Σε αυτοκινούμενους συρμούς (νταλίκες) με αερόφρενα ο χρόνος tdr κυμαίνεται σε 1 - 2 sec.
Το τμήμα tin είναι ίσο (υπό κλίμακα) προς το χρόνο, κατά τη διάρκεια του οποίου η επιβράδυνση αυξάνει από μηδέν (έναρξη της δράσης πέδησης) έως την μέγιστη τιμή της. Ο χρόνος αύξησης της επιβράδυνσης tin εξαρτάται από την αποδοτικότητα του συστήματος πέδησης, το φορτίο του οχήματος, τον τύπο και την κατάσταση του οδοστρώματος. Παρακάτω δίνονται οι τιμές του χρόνου tin (σε sec) για πέδηση ανάγκης με όλους τους τροχούς ακινητοποιημένους.
Επιβατικά αυτοκίνητα 0.05-0.2 Φορτηγά και λεωφορεία με υδραυλικά φρένα 0.05-0.4 Φορτηγά με πνευματικά φρένα (αερόφρενα) και ωφέλιμο φορτίο μέχρι 4500 Κg 0.15-1.2 Φορτηγά με πνευματικά φρένα και ωφέλιμο φορτίο πάνω από 4500 Κg 0.20-1,5 Λεωφορεία με πνευματικά φρένα 0.20-1.3 Οι χαμηλότερες προδιαγραφόμενες τιμές για το χρόνο tin είναι για δρόμους με
χαμηλό συντελεστή τριβής και στην περίπτωση αυτή, το φορτίο του οχήματος δεν έχει πρακτικά επίδραση επί του χρόνου tin. Μεγαλύτερες τιμές του tin αντιστοιχούν σε κίνηση με πλήρες φορτίο σε δρόμους με μεγάλο συντελεστή τριβής.
Το τμήμα tbr παριστάνει τον χρόνο πέδησης με τη μέγιστη ένταση. Κατά τη ροή του χρόνου tr+tdr το αυτοκίνητο κινείται ομοιόμορφα με ταχύτητα u και κατά τη διάρκεια του tin με επιβράδυνση. Κατά τη διάρκεια του χρόνου tbr η επιβράδυνση παραμένει πρακτικά σταθερή και έτσι η ταχύτητα μειώνεται σχεδόν κατά γραμμικό νόμο.
Για τον έλεγχο της αποτελεσματικότητας του συστήματος πέδησης, αξιολογείται η μέγιστη επιτρεπόμενη απόσταση πέδησης και η ελάχιστη δυνατή επιβράδυνση για οχήματα χωρίς φορτίο και με το ονομαστικό φορτίο (η απόδοση πέδησης επιβατικών και λεωφορείων ελέγχεται για ασφαλή κίνηση χωρίς επιβάτες).

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.8
Σύμφωνα με τον Κανονισμό 13 του ΟΗΕ και την Οδηγία 71/320 της ΕΕ (Ευρωπαϊκής Οικονομικής Επιτροπής) η απόσταση πέδησης δεν πρέπει να υπερβαίνει τις τιμές που προκύπτουν από τις παρακάτω σχέσεις:
Για επιβατηγά υπό αρχική ταχύτητα 22.2 m/s και μια πίεση 500 Ν εφαρμοσμένη επί του πεντάλ του φρένου η απόσταση πέδησης (σε m) είναι:
10u =S
2
br
Για φορτηγά μικρού και μέσου ωφέλιμου φορτίου, κινούμενα με ταχύτητα 13.8
m/s, και μια πίεση 700 Ν στο πεντάλ.
2br 0.1u0.54u =S +
Για βαριά φορτηγά και συρμούς με αρχική ταχύτητα 11.5 m/s.
2
br 0.113u + 0.65u =S
Οι κανονισμοί αυτοί ισχύουν για την περίπτωση πέδησης ενός αυτοκινήτου με
πλήρες φορτίο πάνω σε οριζόντιο δρόμο με επίπεδη, στεγνή, επιφάνεια από άσφαλτο ή μπετόν.
4.2.2. Δυνάμεις πέδησης στους τροχούς.
Κατά την πέδηση, οι στοιχειώδεις δυνάμεις τριβής που κατανέμονται επί των επιφανειών των επενδύσεων τριβής, δημιουργούν μια συνισταμένη ροπή τριβής Mbr κατευθυνόμενη αντίθετα προς την περιστροφή του τροχού, ενώ εμφανίζεται μια δύναμη πέδησης Pbr μεταξύ τροχού και δρόμου.
Η μέγιστη τιμή Pbr max της δύναμης πέδησης είναι ίση προς τη δύναμη τριβής του δρόμου. Όταν όλοι οι τροχοί του οχήματος είναι ακινητοποιημένοι με τα φρένα (Σχήμα 4.4), η μέγιστη τιμή της δύναμης πέδησης (σε Ν) είναι:
)Z+(Z =Z +Z =P+P=P 21x2x1xbr2br1xma br φφφ
αλλά επειδή ισχύει οτι a21 G=Z+Z
τότε: (4.1) aφ G = P xbrmax
Δεδομένου ότι η μέγιστη τιμή του συντελεστή Φχ κυμαίνεται μεταξύ 0.8 - 0.9, το μέγεθος της δύναμης πέδησης κατά την πέδηση επί στεγνού ασφαλτοστρωμένου δρόμου, μπορεί να φτάσει το 80 - 90% της δύναμης βαρύτητας του οχήματος.
Το σύστημα πέδησης σχεδιάζεται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να έχει την ικανότητα για την ανάπτυξη τέτοιας ροπής πέδησης Μbr, η οποία να κάνει τους τροχούς να

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.9
ολισθαίνουν όταν το όχημα με πλήρες φορτίο φρενάρει επί στεγνού δρόμου με επιφάνεια από άσφαλτο ή μπετόν.
4.2.3. Εξίσωση κίνησης ενός οχήματος κατά την πέδηση.
Για την κατάστρωση της γενικής εξίσωσης της κίνησης ενός οχήματος που κινείται σε ανήφορο και φρενάρει, προβάλλονται στην επιφάνεια του δρόμου όλες οι δυνάμεις που ενεργούν στο όχημα κατά την πέδηση:
(4.2) 0 =P-P+P+P+P+P =P-P+P+P+P+P+P+P+P inhfeairrdbrinhfeairgr2r1br2br1
όπου P+ P+ P=P
P+ P=P
r2r1rd
br2br1br
Pfe = δύναμη τριβής του κινητήρα όπως εφαρμόζεται στους κινητήριους τροχούς(Ν).
Σχήμα 4.4. Δυνάμεις που ενεργούν σ'ένα όχημα όταν φρενάρει σε ανήφορο
Αν είναι γνωστή η ροπή τριβής στον κινητήρα Mfe, η τιμή της δύναμης Pfe (σε Ν)
μπορεί να προσδιοριστεί από την σχέση:
rev
trfe
rev
trfefe n
iP =
rniM
=P (4.3)
Η ροπή τριβής πέδης (σε Νm) σε ένα τετράχρονο κινητήρα μπορεί να προσδιοριστεί, κατά προσέγγιση σαν:
cylhmfe iVp8.0=Mόπου:

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.10
pm = μέση πίεση των μηχανικών απωλειών (N/m2). Vh = ενεργός όγκος του κυλίνδρου,(m3) icyl = αριθμός κυλίνδρων του κινητήρα. Ας θεωρήσουμε την περίπτωση πέδησης μόνο με το σύστημα φρένων, όταν η
δύναμη Pfe = 0. Η εξίσωση (4.2) δίνει την τιμή επιβράδυνσης jdec σε (m/s2):
aδ MP+P+P+P
=jrot.b
hairrdbrdec
όπου: Ma = Μάζα του αυτοκινήτου (Kg), δrot.b = συντελεστής που λογαριάζεται για στρεφόμενες μάζες κατά τη διάρκεια ρολαρίσματος και πέδησης. Παίρνοντας υπόψη ότι κατά την πέδηση η ταχύτητα του οχήματος ελαττώνεται,
μπορεί να θεωρηθεί ότι η δύναμη Pair=0. Δεδομένου ότι η δύναμη Ph είναι μικρή σε σύγκριση με την Pbr, αυτή μπορεί να αγνοηθεί ιδιαίτερα κατά την πέδηση έκτακτης ανάγκης. Τότε υπό τις προϋποθέσεις αυτές, που προκαλούν ένα μικρό σφάλμα σε σχέση με τη βελτίωση των ιδιοτήτων πέδησης ενός οχήματος, η εξίσωση (4.2) μπορεί να γραφεί υπό τη μορφή:
0=P-P+P inrdbr
Συνεκτιμώντας τις εκφράσεις για τον συντελεστή πρόσφυσης και την εξίσωση (4.1) θα είναι:
0 =jM -G +G decrot.bax a δψφ a (4.4)
Από την τελευταία εξίσωση προκύπτει η τροποποιημένη εξίσωση της κίνησης πέδησης επί ενός μη οριζόντιου τμήματος του δρόμου:
0 = jg
- + decrot.b
x
δψφ (4.5)
4.2.4. Χαρακτηριστικά της δυναμικής της πέδησης.
Ως χαρακτηριστικά της δυναμικής της πέδησης, χρησιμοποιούνται η επιβράδυνση πέδησης jdec σε (m/s2), ο χρόνος πέδησης t (σε sec) και η απόσταση πέδησης Sbr (σε m). Επιβράδυνση κατά τη διάρκεια της πέδησης.
Λύνοντας την εξίσωση (4.5) ως προς την επιβράδυνση jdec σε (m/s2) παίρνουμε:

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.11
g =jrot.b
xdec δ
φ+ ψ (4.6)
Ο συντελεστής φx είναι συνήθως πολύ μεγαλύτερος από το συντελεστή ψ και επομένως, η τιμή του ψ στην εξίσωση (4.6) μπορεί να αγνοηθεί.
Σ' αυτή την περίπτωση:
g =jrot.b
xdec δ
φ (4.7)
Παίρνοντας το συντελεστή δrot.b και την επιτάχυνση g=10m/s2, μπορεί να θεωρηθεί ότι κατά την πέδηση ανάγκης οχημάτων όλων των τύπων επί στεγνού δρόμου από άσφαλτο ή μπετόν, η μέγιστη επιβράδυνση θα είναι 8 - 9 m/s2.Οι επιβραδύνσεις δεν πρέπει, κατά κανόνα, να υπερβαίνουν τα 1.5 - 2.5 m/s2 κατά την κανονική πέδηση (πέδηση λειτουργίας). Η πέδηση ανάγκης, όταν οι τιμές επιβράδυνσης είναι πολύ υψηλές, προκαλεί δυσάρεστη αίσθηση στους επιβάτες και αυξημένη φθορά στα φρένα και τα ελαστικά.
Αν ο συντελεστής φχ δεν μεταβάλλεται κατά την πέδηση, η επιβράδυνση παραμένει σχεδόν σταθερή και δεν εξαρτάται από την ταχύτητα του οχήματος (Διάγραμμα 4.3α).
Χρόνος πέδησης
Ο χρόνος πέδησης μπορεί να προσδιοριστεί με γραφική και αναλυτική ολοκλήρωση της καμπύλης επιβράδυνσης jdec = f(u) που χαράσσεται από την εξίσωση (4.4). 'Υστερα από την εύρεση των επιβραδύνσεων για αρκετές τιμές της ταχύτητας, από το γράφημα jdec = f(u) υπολογίζεται η μέση επιβράδυνση σε κάθε διάστημα ταχύτητας. Στη συνέχεια, χρησιμοποιείται η εξίσωση για τη στοιχειώδη αύξηση του χρόνου Δt σε κάθε διάστημα και αθροίζοντας τις προκύπτουσες τιμές Δt, προσδιορίζεται ο συνολικός χρόνος πέδησης. Η σχέση tbr = f(u) φαίνεται στο Διάγραμμα 4.3α.
Ας ξαναγυρίσουμε στο Διάγραμμα (4.2) για να βρούμε το χρόνο tst που χρειάζεται για να ακινητοποιηθεί το αυτοκίνητο από τη στιγμή που θα εμφανιστεί ο κίνδυνος, τον αποκαλούμενο χρόνο ακινητοποίησης. Κατά τη διάρκεια του χρόνου tin η επιβράδυνση μεταβάλλεται σύμφωνα με ένα σχεδόν γραμμικό νόμο. Μπορεί συνεπώς να υποτεθεί ότι κατά τη διάρκεια του χρόνου tin το όχημα επιβραδύνει κατά 0.5 jdec,max περίπου. Στην περίπτωση αυτή η στοιχειώδης μείωση της ταχύτητας (σε m/sec) θα είναι:
2
tj=u indec.maxΔ (4.8)
Έτσι η ταχύτητα (σε m/sec) στην αρχή της πέδησης ανάγκης με επιβράδυνση jdec,max. είναι:
2
tj -u =u -u =u indec.max ' Δ (4.9)

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.12
Αν η παραπέρα κίνηση του οχήματος ελαττώνεται ομοιόμορφα με επιβράδυνση jdec,max και σταματάει στο τέλος της πέδησης, η ταχύτητα μειώνεται κατά την πάροδο του χρόνου t , σύμφωνα με ένα γραμμικό νόμο από u' σε μηδέν. br
Τότε ισχύει οτι:
u'= jdec,max tbr (4.10)
Λύνοντας την εξίσωση (4.10) ως προς tbr (σε sec) και αντικαθιστώντας την ταχύτητα u' με την τιμή της από την εξίσωση (4.9), έχουμε:
t = u'j
= uj
- tbrdec max dec max
in (4.11)
'Ετσι, ο χρόνος ακινητοποίησης (σε sec) είναι:
t = t + t + t + t = t + t + t2
+ uj
= t + ujst r dr in br r dr
in
dec maxtot
dec max
(4.12)
Αν οι τιμές των δυνάμεων πέδησης σε όλους τους τροχούς, φτάνουν ταυτόχρονα τις μέγιστες τιμές συγκράτησης, η επιβράδυνση μπορεί να βρεθεί από την εξίσωση (4.7). Στην περίπτωση αυτή, παίρνοντας το συντελεστή 1 rot.b ≈δ , με επαρκή ακρίβεια για πρακτικούς υπολογισμούς θα είναι:
g
u + ttx
totst φ≈ (4.13)
Απόσταση πέδησης
Η απόσταση πέδησης μπορεί να προσδιοριστεί με γραφική και αναλυτική ολοκλήρωση της καμπύλης = f(u) υποθέτοντας ότι η κίνηση του οχήματος ελαττώνεται ομοιόμορφα σε κάθε διάστημα ταχύτητας. Χωρίζοντας την καμπύλη t = f(u) σε αρκετά διαστήματα, εφαρμόζεται η εξίσωση για το προσδιορισμό της στοιχειώδους αύξησης της απόστασης ΔS μέσα σε κάθε διάστημα ταχύτητας, κατά τον ίδιο τρόπο όπως κατά τον υπολογισμό της απόστασης επιβράδυνσης. Αθροίζοντας τις προκύπτουσες τιμές των στοιχειωδών αυξήσεων ΔS της απόστασης, η ολική απόσταση πέδησης αποτιμάται. Στο διάγραμμα (4.3) φαίνεται ένα ενδεικτικό γράφημα της σχέσης = f(u), με διακεκομμένη γραμμή όταν συνυπολογίζονται οι δυνάμεις Pr, Pair και Ph και με συνεχή γραμμή όταν οι δυνάμεις αυτές αγνοούνται.
t br
S
br
br
Sbr
Η απόσταση που χρειάζεται για να ακινητοποιηθεί το αυτοκίνητο από τη στιγμή εμφάνισης του κινδύνου, δηλαδή, η απόσταση ακινητοποίησης, μπορεί να βρεθεί υποθέτοντας τη φύση της μεταβολής επιβράδυνσης που φαίνεται στο Διάγραμμα 4.2.

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.13
'Οπως προηγουμένως, ας υποθέσουμε ότι όταν η ταχύτητα μειώνεται από u σε u', το όχημα κινείται με μια σταθερή επιβράδυνση ίση με 0.5 . Τότε, η απόσταση που καλύπτεται από το όχημα κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου θα είναι:
jdec .max
dec.max
22
dec.maxm
min j
)(u' -u =j 0.51
2)u'-(u )u'+(u =
juu =S Δ
(4.14)
Διάγραμμα 4.3. Χαρακτηριστικά της δυναμικής πέδησης
α) επιβράδυνση, χρόνος κίνησης και απόσταση πέδησης κατά το φρενάρισμα με το σύστημα πέδησης
β) επιβράδυνση με διάφορες μεθόδους πέδησης 1,2,3 καμπύλες επιβράδυνσης(συνεχείς γραμμές - φρενάρισμα με το σύστημα πέδησης, διακεκομμένες - συνδυασμένη πέδηση) Κατά τη διάρκεια της πέδησης ανάγκης η επιβράδυνση είναι ίση προς και
η απόσταση πέδησης που διανύεται από το όχημα όταν η ταχύτητα πέφτει από u' σε μηδέν (σε m) θα είναι:
j dec .max
dec.max
2
br j2)u( =S′
(4.15)
Η τιμή της S που βρίσκεται είναι η διανυόμενη απόσταση από το όχημα κατά το χρόνο με τη μέγιστη ένταση πέδησης. Η απόσταση ακινητοποίησης (σε m)
br
t br Sst

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.14
είναι μεγαλύτερη από την απόσταση , επειδή αυτή περιλαμβάνει επίσης την απόσταση που διανύεται από το όχημα κατά τη διάρκεια του χρόνου αντίδρασης του οδηγού, του χρόνου ενεργοποίησης του μηχανισμού των φρένων και της αύξησης του ρυθμού επιβράδυνσης.
Sbr
S = u (t + t ) + S + S = u (t + t ) + uj
- (u' )2 jst r dr in br r dr
2
dec.max
2
dec.max
(4.16)
Εισάγοντας στην εξίσωση (4.16) την ταχύτητα u' από την εξίσωση (4.9) και αγνοώντας την πολύ μικρή τιμή του γινομένου που περιέχει τον όρο t , έχουμε: 2
in
dec.max
2
2ju
totst + tu =S (4.17)
Αν οι δυνάμεις τριβής επί όλων των τροχών του οχήματος φτάσουν τη δύναμη συγκράτησης ταυτόχρονα, τότε, παίρνοντας υπόψη την εξίσωση (4.4) και με = = 0, η απόσταση πέδησης θα είναι:
Pfe
Ph
g2
u g2)(u'
]airP +sin G +cos G +[ 2
)u'( M =S
x
2
x
2rot.b
x
2 rot.b
br φ≈
φδ
≈αφ
δ
aa (4.18)
Η απόσταση πέδησης είναι κατ'ευθείαν ανάλογη προς το τετράγωνο της
ταχύτητας κατά τη στιγμή έναρξης της πέδησης. Για το λόγο αυτό η απόσταση πέδησης αυξάνει πολύ γρήγορα για υψηλές αρχικές ταχύτητες (Διάγραμμα 4.3α). Αν η τιμή της είναι γνωστή, η απόσταση ακινητοποίησης μπορεί να βρεθεί από την εξίσωση:
Sbr
g2
u + tu tot =x
2
st φS (4.19)
Οι τιμές των και S μπορούν να προσδιοριστούν από τις εξισώσεις (4.12) και (4.17) αν είναι γνωστή ή πειραματικά υπολογισμένη, η μέγιστη επιβράδυνση του οχήματος. Αν η μέγιστη επιβράδυνση είναι άγνωστη, οι τιμές των και μπορούν να βρεθούν από τις εξισώσεις (4.3) και (4.19) αν έχει οριστεί ο συντελεστής
tst st
tst Sst
xφ .
4.2.5. Κατανομή της δύναμης πέδησης μεταξύ των τροχών.
'Οταν ένα αυτοκίνητο φρενάρει, η δύναμη αδρανείας ενεργούσα επί του βραχίονα (Σχήμα 4.4) ανακατανέμει τα φορτία στους μπροστινούς και πίσω τροχούς: το φορτίο στους εμπρός τροχούς αυξάνει και στους πίσω μειώνεται. Κατά
Pinhg.c

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.15
συνέπεια, οι τιμές των κάθετων αντιδράσεων που δρούν, αντίστοιχα, επί των εμπρός και πίσω τροχών κατά την διάρκεια πέδησης, διαφέρουν σημαντικά από τα φορτία που φέρουν αυτοί κατά την στατική κατάσταση. 'Οπως σημειώθηκε παραπάνω οι μεταβολές αυτές υπολογίζονται με τους συντελεστές
Ζ και Ζ1 2
2G και G1
m και mr1 r2 μεταβολής των αντιδράσεων. Αν ένα όxημα φρενάρει πάνω σε οριζόντιο δρόμο, οι συντελεστές m και mr1 r2 υπολογίζονται από τις εξισώσεις:
φ
αφ
και g.cxx h -1 =
bh
r2g.c m r1 +1 =m (4.20)
Οι μέγιστες τιμές των συντελεστών μεταβολής των αντιδράσεων m και mr1 r2 , κατά την πέδηση κυμαίνονται μεταξύ των ορίων 1.5 - 2 και 0.5 - 0.7, αντίστοιχα.
m και mΈχοντας υπολογίσει τους συντελεστές r1 r2 , είναι δυνατό να βρούμε τις τιμές των κατακόρυφων αντιδράσεων σε N:
Z = m G και Ζ = m G2 r2 2 1 r1 1 Η μέγιστη ένταση πέδησης μπορεί να εξασφαλιστεί μόνο αν η δύναμη πρόσφυσης
του οχήματος αξιοποιείται πλήρως. Εφόσον η αναλογία μεταξύ των δυνάμεων πέδησης P και Pbr2
0
br1 που ενεργούν στους εμπρός και πίσω τροχούς δεν μεταβάλλεται, η συνολική δύναμη μπορεί να διατηρεί την μέγιστη τιμή της χωρίς να ολισθαίνουν οι τροχοί, μόνο σ'ένα δρόμο που έχει συντελεστή τριβής για παράδειγμα, ίσο με
Pbr
φ . Σε άλλους δρόμους είναι αδύνατο να αξιοποιηθεί πλήρως η δύναμη πρόσφυσης χωρίς ακινητοποίηση των εμπρός ή των πίσω τροχών.
0βΟ συντελεστής , κατανομής της δύναμης πέδησης στους εμπρός και πίσω τροχούς, μπορεί να βρεθεί από τις εξισώσεις:
br1
br2
br
br10 P
P -1 =PP =β
Η βέλτιστη κατανομή της δύναμης πέδησης συμβαίνει όταν οι εμπρός και πίσω
τροχοί ακινητοποιούνται ταυτόχρονα. Στην περίπτωση αυτή ο συντελεστής 0β γίνεται:
L
h +b = g.c0
0
φβ
Τα περισσότερα σύγχρονα συστήματα φρένων είναι εφοδιασμένα με μηχανισμό
που εξασφαλίζει στατική και δυναμική ρύθμιση της κατανομής της δύναμης πέδησης στους εμπρός και πίσω τροχούς.
Εφόσον η κατανομή της ολικής δύναμης πέδησης μεταξύ των τροχών, δεν αντιστοιχεί προς τις κάθετες αντιδράσεις που μεταβάλλονται κατά τη διάρκεια της πέδησης, η πραγματική ελάχιστη απόσταση πέδησης είναι κατά 20 - 40%

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.16
μεγαλύτερη της θεωρητικής. Για την προσέγγιση των εξαγομένων από υπολογισμούς προς τα πειραματικά δεδομένα, οι εξισώσεις περιλαμβάνουν ένα συντελεστή Keff με τον οποίο παίρνεται υπόψη ο βαθμός αξιοποίησης του πλήρους, θεωρητικά δυνατού, αποτελέσματος της ενέργειας του συστήματος πέδησης. Ο συντελεστής αποτελεσματικότητας της πέδησης Keff είναι ίσος, περίπου, με 1.2 για επιβατικά και 1.4 - 1.6 για φορτηγά και λεωφορεία.
Σ' αυτή την περίπτωση οι εξισώσεις υπολογισμών θα πάρουν τη μορφή:
g2u K +u t =S
g2u K
=S
guK + t=t
x
2
efftotst
x
2eff
br
xefftotst
φ
φ
φ
4.2.6. Τεχνική εξέταση τροχαίων ατυχημάτων - πραγματογνωμοσύνες
Η τεχνική εξέταση των τροχαίων ατυχημάτων διεξάγεται συνήθως από ομάδα ειδικών στην οποία συνήθως συμμετέχουν μηχανικοί, άνδρες της τροχαίας και νομικοί. Ένα αυτοκίνητο οδηγούμενο κατά μήκος ενός δρόμου μπορεί να προκαλέσει ένα ατύχημα και να τραυματίσει πεζούς και να κάνει ζημιές σε άλλα οχήματα, κατασκευές και φορτία ή να προκαλέσει οποιαδήποτε άλλη ζημιά.
Σκοπός μιας τεχνικής εξέτασης είναι να δώσει έναν επιστημονικά τεκμηριωμένο χαρακτηρισμό όλων των φάσεων ενός ατυχήματος, να προσδιορίσει τα αίτια και να αποσαφηνίσει τη συμπεριφορά των συμμετεχόντων. Οι ειδικοί εργάζονται για να βρουν τα τεχνικά αίτια των ατυχημάτων τα οποία μπορεί να οφείλονται σε βλάβες του αυτοκινήτου, να προσδιορίσουν το χρόνο εμφάνισής του, την ταχύτητα κίνησης, τις αποστάσεις πέδησης και ακινητοποίησης, κ.λ.π. Τα αρχικά στοιχεία της εξέτασης βρίσκονται από επιθεώρηση του τόπου του ατυχήματος, των αυτοκινήτων, ανάκριση των συμμετεχόντων και από μαρτυρίες τρίτων. Επίσης, δίνεται μεγάλη προσοχή στο περιβάλλον και καταγράφονται όλα τα περιστατικά, πράγμα που βοηθάει στον προσδιορισμό των συνθηκών και της φύσης της μετακίνησης των ατόμων που εμπλέκονται στο ατύχημα. Ο τόπος του ατυχήματος με τα κάθε είδους ίχνη και αντικείμενα που βρέθηκαν, όπως θραύσματα γυαλιών, ίχνη φρεναρίσματος, κομμάτια του αυτοκινήτου (κ.λ.π.) σημειώνονται σχηματικά υπό κλίμακα.
Ένα από τα πιο συχνά ατυχήματα στο δρόμο είναι το χτύπημα πεζών. 'Οταν ερευνώνται τέτοιες περιπτώσεις, το πρώτο πράγμα που εκτιμάται είναι η ταχύτητα του αυτοκινήτου και η ροπή πριν την εφαρμογή των φρένων και αν ήταν δυνατό να γίνει πέδηση έκτακτης ανάγκης για να προληφθεί το ατύχημα.
Αν φαίνεται το ίχνος φρεναρίσματος επί του οδοστρώματος η αρχική ταχύτητα του
οχήματος μπορεί να βρεθεί ως εξής: Στη θέση του ατυχήματος μετριέται το μήκος του ίχνους που άφησαν τα ελαστικά πάνω στο δρόμο. Γίνεται ένα πείραμα για να
εκτιμηθεί η τιμή του συντελεστή τριβής
ssk
xφ . Η τιμή αυτή μπορεί ακόμα να προσδιοριστεί από πίνακες ή μετά από εξακρίβωση του τύπου και της κατάστασης

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.17
της επιφάνειας του δρόμου από την εξέταση του τόπου του ατυχήματος. Έχοντας προσδιορίσει το συντελεστή Keff , χρησιμοποιείται η εξίσωση (4.7) για να βρεθεί η τιμή της μέγιστης επιβράδυνσης, που μπορεί να αναπτυχθεί από το όχημα με πέδηση έκτακτης ανάγκης. Μπορεί να υποτεθεί, μ'ένα ελαφρό σφάλμα, ότι το ίχνος ολίσθησης σχηματίζεται επί της επιφάνειας του δρόμου (αρχίζοντας από την πλήρη ακινητοποίηση των ελαστικών) ακριβώς κατά τη στιγμή της μέγιστης επιβράδυνσης. Σ'αυτή την περίπτωση η ταχύτητα του οχήματος (σε m/s) κατά τη στιγμή αμέσως πριν την έναρξη πέδησης, μπορεί να προσδιοριστεί από τη δευτεροβάθμια εξίσωση:
0 =s - t0.5 -1skin
2
dec.maxuu
j2 που προκύπτει από τη συνδυασμένη λύση των εξισώσεων (4.9), (4.15) και
παραλείποντας τους όρους που περιέχουν τον όρο t : in2
dec.maxskindec.maxj0.5
kn
j2s +t =u (4.21) Για παράδειγμα, ας θεωρήσουμε ένα οδικό ατύχημα κατά το οποίο χτυπήθηκε
ένας πεζός (Σχήμα 4.5). Το αυτοκίνητο εκινείτο σε μια απόσταση από το πεζοδρόμιο στην άκρη του οποίου στέκονταν ο πεζός Ρ.
sp
'Οταν όχημα και πεζός απείχαν μεταξύ τους απόσταση S, ο πεζός άρχισε να διασχίζει το δρόμο κάθετα προς την πορεία του οχήματος.
Στο Σχήμα 4.5 οι αρχικές θέσεις του οχήματος και του πεζού σημειώνονται με τα ψηφία Ι. Ο οδηγός φρενάρισε το όχημα του αλλά δεν μπόρεσε να αποφύγει να χτυπήσει τον πεζό (θέση ΙΙΙ) και κινήθηκε φρεναρισμένος παραπέρα και σταμάτησε (θέση ΙV). Ο σταυρός δείχνει το σημείο σύγκρουσης. Οι μετρήσεις στον τόπο του ατυχήματος έχουν δείξει το ίχνος φρεναρίσματος (ντεραπαρίσματος) και την απόσταση s που περπάτησε ο πεζός επί του δρόμου.
ssk
p
Υποτίθεται ότι καθ'όλο αυτό το διάστημα ο πεζός ήταν ορατός από τον οδηγό, ο οποίος είχε χρόνο να προλάβει το ατύχημα.
Κατά την πορεία της εξέτασης, ο χρόνος βαδίσματος του πεζού t συγκρίνεται με το χρόνο κίνησης του οχήματος από τη στιγμή που εμφανίζεται ο κίνδυνος σύγκρουσης. Αν ο χρόνος > t ο οδηγός αντέδρασε έγκαιρα και δεν μπορούσε ν'αποφύγει το ατύχημα. Αν ο χρόνος
p
t kn
ptt kn < t p αυτό σημαίνει ότι ο οδηγός αμέλησε
να χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα που είχε στη διάθεσή του για να προλάβει το ατύχημα.
Μια ενδεικτική διαδοχή υπολογισμών κατά τη διάρκεια μιας εξέτασης εικονίζεται παρακάτω. Το σχεδιάγραμμα του ατυχήματος χρησιμοποιείται για να προσδιοριστεί η κίνηση του οχήματος , μετά το χτύπημα σε κατάσταση πέδησης και βρίσκεται η ταχύτητά του (σε m/s) κατά τη στιγμή της πρόσκρουσης:
ssk
dec.maxknkn j2s =υ (4.22)

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.18
Η ταχύτητα του οχήματος πριν από το φρενάρισμα υπολογίζεται από την εξίσωση (4.21), το μήκος της διαδρομής ακινητοποίησης , από την εξίσωση (4.19) και ο χρόνος (σε sec) της κίνησης του οχήματος πριν αυτό χτυπήσει τον πεζό:
sst
dec.max
knindrrkn j
- +0.5t +t +t =t υυ (4.23)
Στους υπολογισμούς, η ταχύτητα ενός πεζού παίρνεται συνήθως ως σταθερή ενώ
το πλάτος της διαδρομής του αγνοείται. Με τις παραδοχές αυτές ο χρόνος (σε sec) που χρειάζεται ο πεζός για να διασχίσει το δρόμο, θα είναι:
p
pp
s=tυ
(4.24)
Η συνθήκη για έγκαιρο φρενάρισμα ενός οχήματος μπορεί να γραφεί ως εξής: (4.25) t kn p≥ t
t Αν η συνθήκη αυτή δεν πληρούται, δηλαδή ο χρόνος t kn p≤ ο οδηγός υπήρξε
πολύ αργός στις ενέργειες του και το όχημα είχε χρόνο να κινηθεί από τη θέση Ι στη θέση ΙΙ (Σχήμα 4.5).
Για να βρεθεί αν ο οδηγός μπορούσε να αποφύγει το ατύχημα, αν αυτός δεν είχε επιτρέψει αυτήν την καθυστέρηση αλλά είχε αντιδράσει έγκαιρα, προσδιορίζεται ο χρόνος καθυστέρησης (σε sec).
t = (4.26) t - tdel p kn
Κατά τη διάρκεια του χρόνου αυτού το αυτοκίνητο, κινούμενο με μια αρχική
ταχύτητα υ, θα έχει διανύσει απόσταση: deldel t =s υ (4.27)

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.19
Σχήμα 4.5. Σχεδιάγραμμα ατυχήματος πεζού από αυτοκίνητο στην μέση του δρόμου.
Σύμφωνα με το Σχήμα 4.5, η απόσταση s μεταξύ του μπροστινού μέρους του
οχήματος και του πεζού, καθώς ο τελευταίος αρχίζει να διασχίζει το δρόμο είναι: (4.28) l -s -s +s = s kndelst όπου l είναι η απόσταση από το σημείο σύγκρουσης μέχρι το μπροστινό μέρος
του αυτοκινήτου. Αν οι υπολογισμοί δείξουν ότι η απόσταση s είναι μεγαλύτερη από τη διαδρομή
ακινητοποίησης , ο οδηγός μπορούσε να σταματήσει το όχημά του, με πέδηση ανάγκης, πριν από τη γραμμή πορείας του πεζού. Αν η απόσταση s<s ο οδηγός δεν μπορούσε να αποφύγει τον πεζό μετά το φρενάρισμα, διότι ο πεζός είτε είχε αρχίσει να κινείται σε πολύ μικρή απόσταση από το όχημα είτε εκινείτο πολύ γρήγορα.
sst
st
Παρόμοια τεχνική εξέταση χρησιμεύει στη μελέτη περιπτώσεων όπου αυτοκίνητα χτυπούν σταθερά αντικείμενα, ανατρέπονται ή συγκρούονται. Τα αποτελέσματα της εξέτασης και άλλες πληροφορίες χρησιμοποιούνται ως αποδεικτικά στοιχεία σε δικαστικές υποθέσεις.
4.3. ΜΕΘΟΔΟΙ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.3.1. Συνδυασμένη μέθοδος πέδησης αυτοκινήτου με το σύστημα φρένων και τον κινητήρα.
Με την μέθοδο αυτή, η ροπή πέδησης των τροχών προκαλείται από τα φρένα και τον κινητήρα ταυτόχρονα. Αφού σε αυτή την περίπτωση το πεντάλ του γκαζιού ελευθερώνεται πριν πιεστεί το πεντάλ του φρένου, η γωνιακή ταχύτητα του στροφαλοφόρου άξονα θα έπρεπε να εξισωθεί με την γωνιακή ταχύτητα που θα είχε,

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.20
όταν το όχημα θα βρισκόταν σε ακινησία (στροφές ρελαντί). Όμως, στην πραγματικότητα, οι κινητήριοι τροχοί περιστρέφουν τον στροφαλοφόρο άξονα διαμέσου του συστήματος μετάδοσης κίνησης. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα μια πρόσθετη δύναμη που αντιστέκεται της κίνησης, η οποία προέρχεται από την δύναμη αντίστασης του κινητήρα και επιβραδύνει το όχημα. Η αδράνεια του σφόνδυλου του κινητήρα (βολάν) αντιστέκεται στην προσπάθεια του κινητήρα για συμμετοχή στην πέδηση. Μερικές φορές η αντίσταση του σφόνδυλου αποδεικνύεται μεγαλύτερη από την ικανότητά του για πρόσθετη πέδηση και έτσι η ένταση της πέδησης μειώνεται λίγο.
Pfe
P' fe
Ας εξετάσουμε τις περιπτώσεις όπου η συνδυασμένη πέδηση είναι επωφελής. Ας παραστήσουμε την επιβράδυνση κατά τη συνδυασμένη πέδηση με και την επιβράδυνση με σβηστό κινητήρα με . Τότε, η εξίσωση (4.2) μπορεί να γραφεί υπό την ακόλουθη μορφή:
jdec.com.br
jdec.br
aM
P+P+P+P+P 1 =j trfeairrdbr
rotdec.com.br δ
(4.29)
όπου: Ptr = δύναμη τριβής στο σύστημα μετάδοσης κίνησης, όταν μεταφέρεται
ροπή, (Ν).
rotδ = συντελεστής με τον οποίο λαμβάνονται υπόψη οι στρεφόμενες μάζες. Κατά τη διάρκεια πέδησης με τον κινητήρα εκτός λειτουργίας ισχύει:
rot.brot = δδ . Σ' αυτή την περίπτωση ισχύει :
aM
P+P+P+P 1 =j hairrdbr
rotdec.br δ
(4.30)
H συνδυασμένη πέδηση, με τα φρένα και τον κινητήρα, είναι περισσότερο έντονη
παρά όταν χρησιμοποιείται μόνο το σύστημα πέδησης, έτσι θα είναι:
dec.br dec.com.br j >j
ή
rot.b
hairrdbr
rot
trfeairrdbr P+P+P+P > P+P+P+P+Pδδ
οπότε, η σκοπιμότητα πέδησης με μόνο το σύστημα φρένων ή με συνδυασμό
φρένων και κινητήρα, εξαρτάται από τις τιμές των δυνάμεων που αντιστέκονται στην

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.21
κίνηση , από τη δύναμη πέδησης και τους συντελεστές P , P , P , P , Prd air tr h fe
rot.b brP
rot δκαιδ . Οι καμπύλες 1, 2 και 3 στο Διάγραμμα 4.3β αντιστοιχούν σε διαφορετικές τιμές
της δύναμης πέδησης . Το διάγραμμα δείχνει μια σκιασμένη επιφάνεια μέσα στην οποία η συνδυασμένη πέδηση είναι άσκοπη, υπό τις δοσμένες συνθήκες, επειδή οι επιβραδύνσεις (διακεκομμένες γραμμές) εμφανίζονται να είναι μικρότερες από τις επιβραδύνσεις (συνεχείς γραμμές). Πάντως, η συνδυασμένη πέδηση επί οδοστρωμάτων με χαμηλό συντελεστή τριβής, αυξάνει την εγκάρσια ευστάθεια του οχήματος σε σχέση με την ολίσθηση. Σ' αυτή την περίπτωση η ευστάθεια βελτιώνεται λόγω της πιο ομοιόμορφης κατανομής των δυνάμεων πέδησης μεσω του διαφορικού μεταξύ των κινητήριων τροχών του αυτοκινήτου.
Pbr
jdec.com.brj
dec.br
4.3.2. Μέθοδος πέδησης αυτοκινήτου με διακεκομμένη χρήση των φρένων
Αυτή η μέθοδος πέδησης εξασφαλίζει μέγιστη ένταση. Όμως αυτή η μέθοδος συνίσταται μόνο σε πολύ έμπειρους οδηγούς, αφού χρειάζεται μεγάλη εμπειρία και πολύ προσοχή για να αποφευχθεί το ντεραπάρισμα. Όταν οι τροχοί που φρενάρουν περιστρέφονται, δέχονται μεγαλύτερη δύναμη πέδησης απ'ότι όταν μπλοκάρουν, επειδή ο συντελεστής τριβής μειώνεται σημαντικά στην δεύτερη περίπτωση.
Καθώς ο τροχός ολισθαίνει στο οδόστρωμα χωρίς περιστροφή, τα στοιχεία του ελαστικού που έρχονται σε επαφή με το οδόστρωμα υπερθερμαίνονται και μαλακώνουν λειτουργώντας επιπλέον και ως λιπαντικό μέσο. Αν ο οδηγός πιέζει το πεντάλ φρένου πολλές φορές, κάθε φορά απελευθερώνοντάς το λίγο, κάποια νέα, λιγότερο θερμά στοιχεία του ελαστικού, έρχονται σε επαφή με τον δρόμο, και έτσι η μέγιστη τιμή της δύναμης πέδησης διατηρείται. Τη στιγμή που ο τροχός τείνει να ολισθήσει, ο οδηγός μειώνει την πίεση στο πεντάλ φρένων, οι τροχοί περιστρέφονται και νέο μέρος του ελαστικού που δεν συμμετείχε στο φρενάρισμα, έρχεται τώρα σε επαφή με τον δρόμο.
Επειδή ο χειρισμός αυτός απαιτεί μεγάλη επιδεξιότητα και εμπειρία, καθίσταται πρακτικά ανέφικτος από την μεγάλη πλειοψηφία των οδηγών. Έτσι αναπτύχθηκαν ηλεκτρονικά ελεγχόμενα συστήματα αντιεμπλοκής των τροχών (A.B.S. - Αntilock Braking Systems) που παρέχουν σημαντική ασφάλεια στην πέδηση. Τέτοια συστήματα αναπτύσσονται με λεπτομέρειες σε επόμενο κεφάλαιο.
4.4. ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΦΡΕΝΩΝ 4.4.1 Φρένα με τύμπανα (ταμπούρα)
Τέσσερα είδη φρένων με τύμπανα χρησιμοποιούνται προς το παρόν στα αυτοκίνητα. Τα φρένα αυτά διακρίνονται από τα χαρακτηριστικά της αλληλεπίδρασης της δύναμης μεταξύ των πέδιλων των φρένων και της εκτείνουσας διατάξεως και του τύμπανου (Σχήμα 4.6). Κατά συνθήκη, οι επενδύσεις (φερμουίτ) των σιαγόνων δείχνονται συμμετρικές σε σχέση με την οριζόντια διάμετρο του φρένου. Οι συνισταμένες των κάθετων δυνάμεων Ν και των δυνάμεων τριβής fN εφαρμόζονται στο μέσο των τόξων της επένδυσης, δηλαδή σε ακτίνα rd .

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.22
Σχήμα 4.6. Σχηματικές παραστάσεις φρένων με τύμπανα (ταμπούρα)
α. Με ίση μετατόπιση πέδιλων b. Αναστρέψιμο μη-εξισορροπημένο c. Μη-αναστρέψιμο εξισορροπημένο
d. Αναστρέψιμο με οδηγά πέδιλα
Διάφορες σχηματικές διατάξεις συγκρίνονται ως προς την αναστρεψιμότητα, την
ισορροπία και το συντελεστή απόδοσης. Αναστρεψιμότητα φρένου: ορίζει πόσο ανεξάρτητη είναι η ροπή πέδησης (που
αναπτύσσεται από αυτό) από τις διευθύνσεις κίνησης του οχήματος. Ισορροπία φρένου: είναι ο συνδυασμός δυνάμεων με τις οποίες η σιαγόνα του
φρένου δρα επί του τύμπανου για το συνδυασμό αυτό, η χρήση του φρένου δεν προκαλεί φόρτιση στα έδρανα των αξόνων των τροχών.
Συντελεστής απόδοσης: είναι ο λόγος της ροπής του φρένου προς την κινούσα δύναμη και την ακτίνα του τύμπανου.
Από τις σχηματικές διατάξεις που φαίνονται στα σχήματα είναι προφανές ότι το έργο επιβράδυνσης που παράγεται από τη ροπή της δύναμης τριβής fΝ, σε σχέση προς το υποστήριγμα, είναι ισοδύναμο προς την αύξηση της κινούσας δύναμης, στο οδηγό (κύριο) πέδιλο και ισοδύναμο προς τη μείωση της κινούσας δύναμης στο συρόμενο πέδιλο. Ποιο από αυτά τα πέδιλα δρα ως οδηγό (κύριο) ή συρόμενο εξαρτάται από τη φορά περιστροφής του τύμπανου του φρένου.
Παρακάτω δίνονται οι εξισώσεις υπολογισμού του συντελεστή απόδοσης για τα πέδιλα και το φρένο:

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.23
Οδηγό πέδιλο )rP(TK d11T1e = Συρόμενο πέδιλο )rP(TK d22T2e = Φρένο ]r)PP[(TK d21Te += όπου TT1, TT2 και TT είναι οι ροπές πέδησης που παράγονται αντίστοιχα από το
οδηγό, το συρόμενο πέδιλο και το φρένο, ενώ και είναι οι κινούσες δυνάμεις. 1P 2PΕίναι φανερό ότι ίσες δυνάμεις πέδησης θα δρούν επί των τροχών ενός άξονα αν
οι συντελεστές απόδοσης είναι σταθεροί. Πάντως, οι τιμές των και εξαρτώνται από το συντελεστή τριβής f ο οποίος, εξαιτίας της επίδρασης πολλών τεχνολογικών και λειτουργικών παραγόντων, δεν είναι σταθερός και αποκλίνει από την ονομαστική τιμή και στις δύο πλευρές.
1eK 2eK
Το φρένο που φαίνεται στο Σχήμα 4.6α έχει έναν διατατικό μηχανισμό τύπου εκκέντρου που εξασφαλίζει ίση μετατόπιση των πέδιλων. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι κάθετες δυνάμεις που εφαρμόζονται στα πέδιλα και οι ροπές φρένου που αναπτύσσονται απ' αυτές εκκινουσών δυνάμεων 1PP 21 < προσαρμόζεται αυτόματα . Επειδή η ισότητα Ν1 = Ν2 ισχύει για κάθε φορά περιστροφής του τύμπανου, το υπόψη φρένο είναι ένα αναστρέψιμο φρένο. Το μειονέκτημα αυτού του φρένου είναι οι μεγάλες κινούσες δυνάμεις. Επιπλέον, το έκκεντρο έχει σχετικά μικρή απόδοση (0,60 - 0,80). Επειδή ο μηχανισμός τύπου εκκέντρου απαιτεί τη χρήση πνευματικού ενεργοποιητή, τέτοια φρένα βρίσκουν εφαρμογή μόνο σε φορτηγά και λεωφορεία (των οποίων η συνολική μάζα είναι 10 tn και πάνω).
Το φρένο που φαίνεται στο Σχήμα 4.6b έχει έναν εκτείνοντα μηχανισμό υδραυλικό ή τύπου σφήνας που εξασφαλίζει ισότητα των κινουσών δυνάμεων. Πάντως, η ροπή πέδησης που αναπτύσσεται από το οδηγό πέδιλο είναι μεγαλύτερη απ' αυτή που παράγεται από το συρόμενο πέδιλο, με αποτέλεσμα να προκαλείται άνιση φθορά στα πέδιλα.
Ένα τέτοιο φρένο είναι λιγότερο σταθερό από ένα άλλο που εξασφαλίζει ίση μετατόπιση των πέδιλων. Με ίδιες αναλογίες και f = 0,35 ο βαθμός απόδοσης ενός τέτοιου φρένου ισούται με Κe = 0,81, και ισοδυναμεί με 116% του βαθμού απόδοσης φρένου με ίση μετατόπιση πέδιλων (Σχήμα 4.6α). Επειδή η διαφορά Ν1 - Ν2 είναι ανεξάρτητη από τη φορά περιστροφής του τύμπανου, τούτο είναι αναστρέψιμο αλλά μη ισορροπημένο φρένο. Τέτοια φρένα χρησιμοποιούνται σε βαριά φορτηγά και επίσης για τους πίσω τροχούς επιβατηγών αυτοκινήτων.
Το Σχήμα 4.6c δείχνει τη σχηματική διάταξη ενός μη αναστρέψιμου φρένου. Το κύριο διακριτικό χαρακτηριστικό αυτού του φρένου είναι το ότι τα κινητήρια άκρα των πέδιλων κοιτούν προς διαφορετικές διευθύνσεις. Τα πέδιλα εκτείνονται με μια υδραυλική διάταξη που αναπτύσσει ίσες κινητήριες δυνάμεις. Για το λόγο αυτό και τα δύο πέδιλα δρούν ως κύρια (οδηγά) πέδιλα (όταν το αυτοκίνητο κινείται προς τα εμπρός) ή ως συρόμενα πέδιλα (κατά τη διάρκεια αντίστροφης κίνησης). Συνδυάζοντας ένα τέτοιο φρένο με ένα συνηθισμένο τέτοιο στους πίσω τροχούς (Σχήμα 4.3b) καθίσταται δυνατό να επιτευχθεί πιο εύκολα η επιθυμητή κατανομή των δυνάμεων πέδησης και να τηρηθούν οι διαστάσεις πολλών εξαρτημάτων των φρένων των πίσω και εμπρός τροχών ίσες.
)PP( 2T1T >

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.24
Η σχηματική διάταξη ενός αναστρέψιμου φρένου φαίνεται στο Σχήμα 4.6d. Εδώ και τα δύο πέδιλα είναι κύρια (οδηγά) πέδιλα, ανεξάρτητα από τη φορά περιστροφής του τύμπανου του φρένου. Τούτο συμβαίνει εξαιτίας της εφαρμογής όμοιων εκτεινουσών διατάξεων. Σε κάθε μία από αυτές τις διατάξεις, ανάλογα με τη φορά περιστροφής του τύμπανου, το ένα έμβολο προορίζεται να κινεί το ένα πέδιλο και το άλλο λειτουργεί ως αντίδραση για το δεύτερο πέδιλο. Δεν συνιστάται η χρήση ενός μη αναστρέψιμου φρένου στους πίσω τροχούς όπου είναι εγκατεστημένο το φρένο στάθμευσης (χειρόφρενο). Το φρένο στάθμευσης οφείλει να εξασφαλίζει ίσης απόδοσης πέδηση σε ανήφορο και κατήφορο.
4.4.2 Κατανομή πιέσεως κατά μήκος του πεδίλου
Είναι δύσκολο να βρεθούν αναλυτικά οι καμπύλες των κάθετων πιέσεων διότι, πέραν της ελαστικής συμπεριφοράς της επένδυσης, η πλαστικότητα του τύμπανου, του πέδιλου και του υποστηρίγματος έχει κάποια επίδραση επί της επένδυσης. Πάντως, για μια προσεγγιστική εκτίμηση, λαμβάνονται υπόψη μόνο οι ακτινικές παραμορφώσεις της επένδυσης λόγω της μικρότερης σημασίας των παραμορφώσεων των άλλων εξαρτημάτων.
Τα φρένα μπορούν να σχεδιαστούν με ένα ή δύο βαθμούς ελευθερίας.
Σχήμα 4.7. Σχηματικές διατάξεις για τον προσδιορισμό της ακτινικής παραμόρφωσης των πεδίλων.
a . Με δύο βαθμούς ελευθερίας b . Κύριο (οδηγό) πέδιλο με ένα βαθμό ελευθερίας
Ας προσδιορίσουμε την ακτινική παραμόρφωση της επένδυσης ενός κύριου
(οδηγού) πέδιλου που έχει δύο βαθμούς ελευθερίας. Η αρχή των συντεταγμένων βρίσκεται στο κέντρο Ο του τύμπανου (Σχήμα 4.7α) και οι άξονες των συντεταγμένων χαράσσονται κατά τέτοιο τρόπο ώστε η γραμμή να περνάει από το στιγμιαίο κέντρο περιστροφής του πέδιλου.
1y
1A

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.25
'Οταν εφαρμόζεται πέδηση το πέδιλο, χάρι στην παραμορφωσιμότητά του, στρέφεται περί το στιγμιαίο κέντρο και μετατοπίζεται συγχρόνως κατά μήκος της επιφάνειας έδρασης κατά τη διεύθυνση δράσης των δυνάμεων τριβής.
1A
Έτσι το κέντρο του πέδιλου παίρνει τη θέση και το φανταστικό περίγραμμα της απαραμόρφωτης επένδυσης (γραμμής ) μετατοπίζεται προς το σώμα του τύμπανου κατά τη διεύθυνση . Προφανώς, προς αυτή τη διεύθυνση η παραμόρφωση όλων των σημείων της επιφάνειας θα είναι η ίδια. Για ένα αυθαίρετο σημείο επί της ακτίνας , η παραμόρφωση χαρακτηρίζεται με τον τομέα
. Για εκείνο ακριβώς το σημείο η ακτινική παραμόρφωση είναι:
1O
11EE
1OO
11B OB
11BB ′ 1
΄11111 cosC ψΒΒ≈Β=δ
έχοντας υπόψη ότι: και )(90 11
•1 φ+α−=ψ max11
΄11 δ=οο=ΒΒ
θα είναι για το κύριο (οδηγό) πέδιλο: )sin( 11max1
΄1 φ+αδ≈δ
(4.31) )sin( 11max2
΄2 φ+αδ≈δ
Εδώ δ1max και δ2max είναι οι μέγιστες πιέσεις επί των πέδιλων του φρένου: α1, y1
και φ1 είναι αντίστοιχα οι γωνίες μεταξύ μιας αυθαίρετης ακτίνας OB1 και του άξονα της ακτίνας OB1 και της γραμμής OO1 (άξονας μέγιστης πίεσης),του x1 και του άξονα μέγιστης πίεσης.
1y
Ας προσδιορίσουμε τώρα την ακτινική παραμόρφωση της επένδυσης ενός κύριου πέδιλου που έχει ένα βαθμό ελευθερίας. Σ' αυτή την περίπτωση υπό την ενέργεια της κινούσας δύναμης και της δύναμης τριβής, το πέδιλο στρέφεται περί το κέντρο A1 του πείρου αγκυρώσεως κατά γωνία dγ ( σχ. 4.4b). Κατά τη φορά περιστροφής του πεδίλου οι παραμορφώσεις σ' ένα αυθαίρετο σημείο Β1 της επένδυσης τριβής αντιστοιχούν προς το ήκος ΄
11BB . Κ ν ακτινική διεύθυνση, οι παραμορφώσεις αντιστοιχούν προς την προβολή του μήκους αυτού επί της προεκτάσεως της ακτίνας OB1, δηλαδή το μήκος Β1C1.
μ ατά τη
Επειδή dγ είναι μικρό μπορεί να θεωρηθεί ότι η γωνία και τότε η ζητούμενη παραμόρφωση της επένδυσης είναι:
0΄111 90BBA =
dγsinsinBBCB 11
΄11111 γΒΑ=γ==δ

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.26
και επειδή , από το ισοσκελές τρίγωνο παίρνουμε ότι Α1Β1/sina = rd/sinγ. Οπότε η ακτινική παραμόρφωση και η επιφανειακή πίεση θα είναι:
drOBOA == 11 11OBA
γα=δ dsinrd1 (4.32)
α= sinqq max11 Γενικεύοντας τα προηγούμενα αποτελέσματα μπορεί να βγει το συμπέρασμα ότι
σε ένα καινούργιο πέδιλο, μέχρι αυτό να καθίσει (εδραστεί) σωστά, οι πιέσεις κατά μήκος της επένδυσης κατανέμονται σύμφωνα με τον ημιτονοειδή νόμο που εκφράζεται με τους τύπους (4.31) και (4.32).
Ο βαθμός ανομοιομορφίας της κατανομής των πιέσεων κατά μήκος της επένδυσης υπολογίζεται από το συντελεστή ανωμαλίας.
umax qq=Δ (4.33) όπου είναι η συμβατική ομοιόμόρφα κατανεμημένη πίεση η οποία αναπτύσσει
την ίδια ροπή πέδησης επί του πέδιλου, όπως όταν η πίεση κατά μήκος της επένδυσης του πέδιλου είναι μη ομαλά κατανεμημένη. Η μέγιστη πίεση του πέδιλου είναι .
uq
maxq
4.4.3 Προσδιορισμός των ροπών πέδησης επί των πέδιλων
Κατά τον υπολογισμό των πέδιλων των φρένων είναι αναγκαίο να οριστεί η σχέση μεταξύ των ροπών πέδησης που παράγονται και των δυνάμεων με τις οποίες αυτά πιέζονται επί του τύμπανου.
Σχήμα 4.8. Σχήμα 4.9.
Σχηματική διάταξη για τον προσδιορισμό της Σχηματική διάταξη για τον προσδιορισμό της

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.27
ροπής πέδησης κινούσας δύναμης
Για τον προσδιορισμό της ροπής TT επί του πέδιλου με ένα βαθμό ελευθερίας, ας απομονώσουμε επί της επιφανείας της επένδυσης μια στοιχειώδη εγκάρσια ζώνη βρισκόμενη σε μία γωνία α ως προς τον y άξονα. Η επιφάνεια της ζώνης ισούται με
, όπου b είναι το πλάτος της επένδυσης (Σχήμα 4.8). Από την πλευρά του τύμπανου, μια κάθετη δύναμη
addbr
adabrqdabrqdN ddu sinmax==
(4.34) και μία δύναμη τριβής fdN που προκαλεί ροπή πέδησης adasinbrqdNfrdT dmaxdT == που ενεργεί επί της ζώνης. Ολοκληρώνοντας την τελευταία σχέση από έως , παίρνουμε: ΄α ΄΄α (4.35) )cos(cosbrqT ΄΄΄
dmaxT α−α= Σε περίπτωση ομοιόμορφης κατανομής των κάθετων πιέσεων είναι (4.36) α= dbrqdN du )(fbrqT ΄΄΄
duT α−α= Οι εξισώσεις (4.35) και (4.36) επιτρέπουν τον προσδιορισμό των ροπών πέδησης
συναρτήσει των πιέσεων. Για πρακτικούς υπολογισμούς είναι αναγκαίο να συσχετιστεί η ροπή πέδησης προς την εκτείνουσα δύναμη Ρ.
Η ροπή πέδησης που αναπτύσσεται από το οδηγό (κύριο) πέδιλο μπορεί να παρασταθεί ως
1ΤΤ
111 ρΝ= fΤΤ (4.37) όπου Ν1 είναι η συνισταμένη των στοιχειωδών κάθετων δυνάμεων ρ1 είναι η
ακτίνα εφαρμογής της συνισταμένης δύναμης τριβής (Σχήμα 4.9). 1fNΗ εξίσωση ( 4.35 ) επιτρέπει τον υπολογισμό της ροπής πέδησης ενός πέδιλου αν
είναι γνωστά η γεωμετρία του και η τιμή της κάθετης πιέσεως. Για τον προσδιορισμό της Ν1, συναρτήσει της κινούσας δύναμης Ρ1,απαιτείται η
εξίσωση ισορροπίας για το πέδιλο :
0)sinf(cosNSacosP 111x101 =δ−δ−+ (4.38) 0NfcSP 11
΄x11 =ρ+−α

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.28
όπου δ1 είναι η γωνία μεταξύ του x άξονα και της γραμμής δράσης της δύναμης Ν1,S1x είναι η προβολή της αντίδρασης του πείρου αγκυρώσεως επί του x άξονα.
Η επίλυση του συστήματος εξισώσεων ( 4.38 ) ως προς N1 δίνει:
]ρf)sinf(cosc[PhN 111΄
11 −δ+δ= (4.39) Για ένα κύριο (οδηγό) πέδιλο, η εξίσωση (4.37) μπορεί να ξαναγραφεί ως : 11111
΄111Τ BP]f)sinf(cosc[hfPΤ =ρ−δ+δρ= (4.40)
Ομοίως, για ένα συρόμενο πέδιλο η εξίσωση (4.37) μπορεί να ξαναγραφεί ως: 22222
΄222Τ BP]f)sinf(cosc[–hfPΤ =ρ−δ+δ= (4.41)
Για τον προσδιορισμό των δ και ρ είναι αναγκαίο να βρεθούν η κάθετη δύναμη Ν
και οι συνιστώσες της. Αν το dΝ (Σχήμα 4.8) είναι το γεωμετρικό άθροισμα των συνιστωσών δυνάμεων dΝx και dΝy που εφαρμόζονται κατά μήκος των αντιστοίχων αξόνων, τότε σύμφωνα με την εξίσωση (4.34) θα είναι :
N x= = ∫′′
′
α
ααdNsin dbrqmax ∫
α′′
α′αdNsin2 =
= ( ) 42sinsin2brq dmax α′+α′′−β (4.42)
N y = =∫α ′′
α′αdNcos ααα∫
α ′′
α′dcossinbrq dmax = ∫
α
ααα
΄΄
΄dNcossin
= ( ) 42cos2cosbrq dmax α′′−α′ (4.43)
'Oπου,
( ) ( ) ( )[ ]α′+α′′−βα ′′−α′==δ 2sin2sin22cos2cosarctgNNarctg xy και α′−α′′=β Χρησιμοποιώντας τις εξισώσεις( 4.35 ) και ( 4.37 ) και θεωρώντας ότι:
2y
2x1 NNN +=
θα είναι:
2΄΄΄2΄΄΄΄΄΄d )2sin2sin2()2cos2(cos/coscos4r α+α−β+α−αα−α=ρ

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.29
Αν για πέδιλο που δρα προς την κατεύθυνση της φοράς περιστροφής του τύμπανου και αντίθετα προς αυτήν οι γωνίες α' και α'' είναι διαφορετικές, τότε, προφανώς τα δ και ρ θα έχουν διαφορετικές τιμές για τα δύο πέδιλα. Για ένα φρένο με δύο πέδιλα, η ροπή πέδησης επί του τύμπανου είναι ίση με το άθροισμα των ροπών τριβής επί του πρώτου και δεύτερου πέδιλου, δηλαδή :
22112Τ1ΤΤ BPBPΤΤΤ +=+= Για υδραυλική ενεργοποίηση Ρ1 = Ρ2. Η αναγκαία κινούσα δύναμη είναι: Τ21 Τ)BB(P += Για φρένο με εκτείνοντα μηχανισμό τύπου εκκέντρου η κινούσα δύναμη
προσδιορίζεται από τις προηγούμενες εξισώσεις προβλέποντας ότι οι ροπές επί των πέδιλων είναι ίσες:
1Τ1 BΤ5.0P = 2Τ2 PΤ5.0P = Κατά τον υπολογισμό φρένων με πέδιλα είναι αναγκαίο να γίνεται έλεγχος για την
πιθανότητα κολλήματος των πέδιλων. Η συνθήκη κολλήματος πέδιλου δίνεται από την εξίσωση (4.40). Τα πέδιλα μπορεί να κολλήσουν όταν ο παρανομαστής στην εξίσωση (4.40) είναι ίσος με μηδέν.
0f)sinfsδco(c 111΄ =ρ−δ+
Κόλλημα των πεδίλων δεν συμβαίνει αν
)sinc()cosc(f 1΄
11΄ δ−ρδ<
Από τις εξισώσεις (4.35) και (4.40) μπορούμε να προσδιορίσουμε τη μέγιστη
πίεση επί της επιφανείας του κύριου (οδηγού) πέδιλου:
]f)sinf(cosc)[cos(cosbrhPq
111΄΄΄΄2
d
11max 1 ρ−δ+δα−α
ρ=
4.4.4 Κύρια χαρακτηριστικά σχεδιασμού και υπολογισμού φρένων με τύμπανα
Οι κύριες διαστάσεις των φρένων προσδιορίζονται από τις ενδεικνυόμενες τιμές απόδοσης του φρένου. Η δύναμη πέδησης θα είναι μέγιστη όταν το κάθετο φορτίο που προέρχεται από το βάρος του οχήματος μπορεί να αξιοποιηθεί στο μεγαλύτερο βαθμό. Στην περίπτωση αυτή οι δυνάμεις πέδησης πρέπει να είναι ανάλογες προς τις κάθετες αντιδράσεις στους τροχούς.
Για ένα διαξονικό αυτοκίνητο ισχύει:

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.30
maxg
maxg
zr
zf
Tr
Tf
hahb
RR
PP
ϕ−
ϕ+== (4.44)
'Οπως φαίνεται από την εξίσωση (4.44), αυτή η σχέση εξαρτάται από το
συντελεστή πρόσφυσης φ ο οποίος καθορίζει την τυπική τιμή σταθερής επιβράδυνσης asd. Συνήθως η σχέση μεταξύ των δυνάμεων πέδησης φθάνει το 1.3 - 1.6 για επιβατηγά αυτοκίνητα, και 0.5 - 0.7 για φορτηγά και αντιστοιχεί σε φαν = 0.40 - 0.55.
Οι ροπές πέδησης που μπορούν να επιτευχθούν με τα φρένα αντιστοιχούν στις επιδιωκόμενες ροπές φρένου στους τροχούς. Δηλαδή
όπου dTfTP rPT
f= maxzfTf RP ϕ=
και όπου dTrTP rPT
r= maxzrTr RP ϕ=
Οι κύριες διαστάσεις ενός φρένου καθορίζονται αρχικά κατά το σχεδιασμό του. Η
ακτίνα rd, της επιφάνειας τριβής του τύμπανου, επιλέγεται κατά τέτοιο τρόπο ώστε το διάκενο μεταξύ της στεφάνης (ζάντας) του τροχού και του τύμπανου, αναγκαίο για αερισμό, να μην είναι μικρότερο από 20-30 mm.
Η γωνία επαφής β της επένδυσης τριβής ισούται με 90°-120°. Στα πέδιλα με έναν βαθμό ελευθερίας η επένδυση θα πρέπει να τοποθετείται συμμετρικά σε σχέση με τον x άξονα ενώ στα ολισθαίνοντα (δύο βαθμοί ελευθερίας) πέδιλα, η επένδυση πρέπει να είναι μετατοπισμένη προς το άκρο της έδρασης. Το πλάτος b της επένδυσης τριβής προσδιορίζεται από τη συνθήκη ότι κατά τη διάρκεια πέδησης ανάγκης, η πίεση επί της επιφανείας του πέδιλου θα είναι κάτω από 2.5 ΜΡa. Εξ άλλου, έχει γίνει αποδεκτό σε πολλές χώρες, ότι η συμβατική ειδική φόρτιση p επί της επενδύσεως, που προσδιορίζεται από την (15), να μην ξεπερνάει τα 0.25 ΜΡa για αυτοκίνητα με μικτή μάζα μέχρι 11 tons και τα 0.3 ΜΡa για αυτοκίνητα με μικτή μάζα πάνω από 11 tons:
[ ]p)AA(qm rfa ≤+ (4.45) όπου είναι η μικτή μάζα του αυτοκινήτου, και am ≤ rf A,A είναι αντίστοιχα οι
συνολικές επιφάνειες των επενδύσεων των φρένων του εμπρός και πίσω άξονα. Οι υπολογισμοί ελέγχου για φθορά και θέρμανση γίνονται χρησιμοποιώντας
έμμεσες παραμέτρους - μέση πίεση επί της επιφανείας του οδηγού (κύριου) πέδιλου και ειδικό έργο τριβής που καθορίζει τη θερμοκρασία στην οποία θα φθάσει το τύμπανο όταν ζεσταθεί.
Η μέση πίεση επί της επιφανείας του πέδιλου λαμβάνεται ίση με το λόγο της κάθετης δύναμης Ν1 προς την επιφάνεια Α1 της επένδυσης του φρένου. Σύμφωνα με τις απαιτήσεις για επενδύσεις αμιάντου, θα ισχύει η παρακάτω σχέση:
avq
=avq Ν1/Α1 < 2 ΜΡa

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.31
Το ειδικό έργο λόγω τριβής είναι ίσο με το λόγο του έργου τριβής που δίνεται για να σταματήσει το αυτοκίνητο που κινείται με τη μέγιστη ταχύτητα, προς την ολική επιφάνεια των επενδύσεων όλων των φρένων δηλαδή: ΣA
[ ]fr
2maxaa LA2m ≤ν Σ
Εδώ, Lfr είναι το επιτρεπόμενο ειδικό έργο λόγω τριβής. Για επιβατηγά αυτοκίνητα
λαμβάνεται ίσο με 1000-1500 2cmJ . Για φορτηγά και λεωφορεία κυμαίνεται μεταξύ
600 και 800 2cmJ . Τα τύμπανα (ταμπούρα) πρέπει να έχουν μεγάλη ακαμψία και
θερμοχωρητικότητα. Η θερμοκρασία τους, όταν γίνεται φρενάρισμα, δεν πρέπει να ξεπερνάει τις οριακές τιμές για το υλικό. Το υλικό του τύμπανου, μαζί με το υλικό της επένδυσης τριβής πρέπει να εξασφαλίζουν υψηλό συντελεστή τριβής και ομοιόμορφη φθορά της επιφάνειας του φρένου.
Σύμφωνα με αυτές τις απαιτήσεις τα τύμπανα των φρένων για μεσαία και βαριά φορτηγά καθώς και για μεσαίας και μεγάλη χωρητικότητας λεωφορεία, κατασκευάζονται από φαιό ή κραματικό χυτοσίδηρο (Σχήμα 4.10α). Για άλλους τύπους αυτοκινήτων χρησιμοποιούνται σύνθετα τύμπανα (Σχήμα 4.10b) αποτελούμενα από τη φλάντζα 1 κατασκευασμένη από πρεσσαριστή λαμαρίνα και το χυτοσιδηρό δακτύλιο 2, για να ελαττωθεί η ποσότητα του μετάλλου. Τύμπανα φρένων (χυτά από κάποιο κράμα αλουμινίου) με χυτοσιδηρό δακτυλίδι 3 (Σχήμα 4.10c) χρησιμοποιούνται και σε επιβατηγά αυτοκίνητα. Η σύνδεση της φλάντζας με τη στεφάνη και του χυτοσιδηρού δακτυλιδιού με το αλουμινένιο τύμπανο, γίνεται κατά τη χύτευση. Πρόβλεψη γίνεται για τη δακτυλιοειδή διόγκωση 4 στην εξωτερική ακμή του τύμπανου, που αυξάνει την ακαμψία του, διαμέτρου dc. Η τελική κατεργασία της επιφάνειας πέδησης του τύμπανου και η στατική ζυγοστάθμισή του γίνονται αφού τούτο μονταριστεί στην πλήμνη. Η επιτρεπόμενη αζυγοσταθμία είναι 12-25 Νcm για επιβατηγά και 30-40 Νcm για φορτηγά αυτοκίνητα.

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.32
Σχήμα 4.10. Τύμπανα φρένων α. Χυτό b. και c. Σύνθετα
Το τύμπανο κεντράρεται, σε σχέση με την πλήμνη, επί της κυλινδρικής Κατά το σχεδιασμό πρέπει να εξακριβωθεί η θερμοχωρητικότητα του τύμπανου, δηλαδή να βρεθεί αν πληρούται η συνθήκη:
( ) LtCmCm rrdd ≥Δ+
Εδώ md και mr είναι οι συνολικές μάζες των τυμπάνων και χυτoσιδηρών δακτυλιδιών τους, για το δοσμένο άξονα. Cd και Cr είναι αντίστοιχα οι ειδικές θερμοχωρητικότητες των τυμπάνων και των δαχτυλιδιών (για χυτοσίδηρο C = 482 J/(KgK), για αλουμινόκραμα C = 880 J/(KgK), t είναι η αύξηση της θερμοκρασίας του τύμπανου (σ' ένα απότομο φρενάρισμα, όταν το αυτοκίνητο κινείται με ταχύτητα υα = 30 Km/h σταματάει απότομα, η αύξηση της θερμοκρασίας δεν πρέπει να υπερβαίνει τους 15°C) L είναι το μέρος της κινητικής ενέργειας του πλήρως φορτωμένου αυτοκινήτου, που μετατρέπεται σε θερμότητα με τα φρένα του συγκεκριμένου άξονα.
Επειδή το φρενάρισμα είναι μια πολύ γρήγορη διαδικασία, πρακτικά δεν υφίσταται απαγωγή θερμότητας. 'Ολη η κινητική ενέργεια, σε συσχετισμό με την κατανομή της ολικής δύναμης πέδησης μεταξύ των αξόνων, καταναλώνεται για να θερμάνει τη μάζα του μηχανισμού του φρένου. 'Ετσι:
⎟⎟⎠
⎞⎜⎜⎝
⎛+
+=
bagbha
2v
mL gd.s2a
af
⎟⎟⎠
⎞⎜⎜⎝
⎛+
−=
bahaga
2v
mL gd.s2a
ar
όπου , a και b είναι οι συντεταγμένες του κέντρου μάζας του αυτοκινήτου, και
είναι η τυποποιημένη (αποδεκτή) σταθερή επιβράδυνση. gh
d.sa Πλάκα έδρασης: είναι το στοιχείο που εξασφαλίζει τη σωστή αμοιβαία
προσαρμογή όλων των στοιχείων του φρένου (Σχήματα 4.11 και 4.12). Η πλάκα έδρασης είναι από πρεσσαριστή λαμαρίνα (Σχήμα 4.9) ή χυτή από μαλακό σίδηρο.
Τα πέδιλα του φρένου βαρέων οχημάτων είναι χυτά από φαιό χυτοσίδηρο ή κράματα αλουμινίου, για επιβατηγά και ελαφρά φορτηγά, τα πέδιλα είναι πρεσσαριστά και συγκολλημένα. Λόγω της μικρής θερμοχωρητικότητας, της ευκολίας κατασκευής και της ευκαμψίας που βοηθάει στην εξίσωση των πιέσεων κατά μήκος και πλάτος των επενδύσεων τριβής, τα πρεσσαριστά - συγκολλητά πέδιλα είναι σε γενική χρήση.

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.33
Σχήμα 4.11. Φρένο τροχού φορτηγού 1. Πέδιλο 2. Εκτείνον έκκεντρο (κάμα)
3. Πλάκα έδρασης 4. Ρυθμιστικός βραχίονας 5. Φορέας (κονσόλα) άξονα του εκτείνοντος εκκέντρου 6. Ράουλο

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.34
Σχήμα 4.12. Φρένο με σφηνοειδή εκτείνοντα μηχανισμό

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.35
Σχήμα 4.13. Φρένο τροχού φορτηγού 1. Πέδιλο 2. Πλάκα έδρασης
3. Κάμα ρυθμιστή τζόγου 4. Έκκεντρος πείρος αγκύρωσης

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.36
Σχήμα 4.14. Φρένο πίσω τροχού (μη αυτενεργό) επιβατηγού αυτοκινήτου
1. Έμβολο 2. Δαχτυλίδι ώσεως εμβόλου 3. Στεγανοποιητικό δαχτυλίδι 4. Στοπ 5. Πλάκα έδρασης 6. Πέδιλο 7. Πείροι αγκύρωσης 8. Μπρούντζινα έκκεντρα
9. Ενδεικτικός πείρος πέδιλων 10. Κινητήριος μηχανισμός του φρένου στάθμευσης (χειρόφρενο)
Οι επενδύσεις τριβής των πέδιλων των φρένων κατασκευάζονται από ινώδη
αμίαντο και συνδετικές ύλες (λάστιχο, ορυκτά και φυτικά έλαια, συνθετικές ρητίνες). Οι εδράσεις (υποστηρίγματα) που παρέχουν δύο βαθμούς ελευθερίας στα πέδιλα
είναι απλές στο σχεδιασμό και επιτρέπουν στα πέδιλα να αυτοκεντράρονται σε σχέση με το τύμπανο (Σχήμα 4.12). Στην περίπτωση έδρασης των πέδιλων σε πείρους αγκυρώσεως (ένας βαθμός ελευθερίας), προβλέπεται δυνατότητα ρύθμισης της θέσης των κέντρων των πείρων για αξονικό κεντράρισμα των πέδιλων ως προς το τύμπανο. Γι' αυτό οι πείροι αγκυρώσεως 4 είναι κατασκευασμένοι έκκεντρα (Σχήμα 4.13), ή επάνω στους πείρους 7 (Σχήμα 4.14) είναι στερεωμένα ρυθμιστικά έκκεντρα φρένων. Οι πείροι αγκυρώσεως των αρθρωτών εδράσεων είναι

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.37
κατασκευασμένοι από χάλυβα ποιότητας 45 και έχουν υποστεί επαγωγική σκλήρυνση (βαφή). Οι κονσόλες τους (φορείς) είναι χυτές από μαλακό σίδηρο. Μπρούντζινα έκκεντρα προστατεύουν τις τρύπες της πλάκας έδρασης στα νεύρα των πέδιλων και προλαβαίνουν τη διαβρωτική φθορά αυτών των εξαρτημάτων.
Αρθρωτά υποστηρίγματα με επιμήκεις πείρους αγκυρώσεως, προφυλάσσουν αποτελεσματικά τα πέδιλα από πλάγιες μετατοπίσεις. Σε μερικές περιπτώσεις, στην πλάκα έδρασης 5 (Σχήμα 4.14) προβλέπονται διατάξεις 9, που πιέζουν το μεσαίο τμήμα του πέδιλου προς την πλάκα, και στο κεφάλι του εμβόλου 1, ή στις ράβδους του ρυθμιζόμενου εκτατήρα του φρένου υπάρχουν εγκοπές στις οποίες κάθονται οι νευρώσεις (προεξοχές) ώσεως των πέδιλων.
Εκτείνων μηχανισμός τύπου εμβόλου: που συνήθως ονομάζεται κύλινδρος πέδησης τροχού, διακρίνεται για τον απλό σχεδιασμό του και τη βολική διάταξή του στο φρένο. Το σώμα του κυλίνδρου είναι κατασκευασμένο από φαιό χυτοσίδηρο. Η τρύπα του είναι διαμπερής και η επιφάνειά της γυαλισμένη. Το έμβολο κατασκευάζεται από κράμα αλουμινίου. Στο έμβολο πρεσάρεται μια χαλύβδινη τάπα, σε μια εγκοπή του εμβόλου κάθεται ένα νεύρο ή η άκρη του πέδιλου.Ο ενεργός χώρος του κυλίνδρου στεγανοποιείται με ένα λαστιχένιο στεγανοποιητικό δαχτυλίδι (τσιμούχα) ή μια δακτυλιοειδή στεγανοποιητική διάταξη ενσωματωμένη στο έμβολο. Στον εκτείνοντα μηχανισμό με έκκεντρο (κάμα) (Σχήμα 4.11) η εκτείνουσα κάμα 2 είναι μονοκόμματη με τον άξονα. Μετά την κατεργασία, η επιφάνεια εργασίας της κάμας υφίσταται επαγωγική σκλήρυνση (βαφή) μαζί με το λαιμό του άξονα. Η κονσόλα 5 της εκτείνουσας κάμας είναι από μαλακό χυτοσίδηρο και είναι κοχλιωμένη ή πριτσινωμένη στην πλάκα εδράσεως (υποστήριγμα). Τα ράουλα 6 από χάλυβα ποιότητας 45 και επαγωγικά βαμμένα, είναι προσαρμοσμένα στα ενεργά άκρα των πέδιλων για αύξηση της απόδοσης του φρένου.
Ο εκτείνων μηχανισμός με σφήνα: που φαίνεται στο Σχήμα 4.12, αποτελείται από ένα σώμα χυτό από μαλακό σίδηρο και μονοκόμματο με την κονσόλα 2, τα έμβολα 6, τη σφήνα 4 και τα ράουλα 5. Τα τελευταία χρησιμεύουν για να απομακρύνουν μεταξύ τους τα έμβολα. Η δύναμη που απαιτείται για το σκοπό αυτό αναπτύσσεται με το θάλαμο φρένου 3 που είναι εξωτερικά βιδωμένος στο σώμα του μηχανισμού. Ο εκτείνων μηχανισμός με σφήνα είναι πιο περίπλοκος στο σχεδιασμό και κοστίζει πολύ περισσότερο από το μηχανισμό με κάμα. 'Εχει έναν αριθμό πλεονεκτημάτων: είναι πιο συμπτυγμένος, έχει μικρότερη μάζα και πολύ υψηλότερη απόδοση και μικρότερο χρόνο ώθησης. Οι σχηματικές παραστάσεις του Σχήματος 4.15 εξηγούν τη λειτουργία του εκτείνοντος μηχανισμού με σφήνα. Στην αρχική θέση, με το φρένο ελεύθερο (Σχήμα. 4.15α) το έμβολο 1 κάθεται στην πατούρα 2 του σώματος 3 υπό την ενέργεια του ελατηρίου επαναφοράς του πέδιλου. Την αρχική στιγμή εφαρμογής του φρένου, τα έμβολα 1 απομακρύνονται αρχικά, συγχρόνως, μέχρις ότου τα πέδιλα ακουμπήσουν στο τύμπανο. Τότε, ένα από τα έμβολα κινείται προς τα πίσω υπό την ενέργεια του πέδιλου, που παρασύρεται από το τύμπανο, αφού καθίσει στην πατούρα 2 τούτο χρησιμεύει ως έδραση για το πέδιλο. Το άλλο έμβολο ωθεί το δεύτερο πέδιλο (Σχήματα 4.15b και 4.15c).
Ο εκτείνων μηχανισμός υπολογίζεται ως ακολούθως. Πρώτα, για την προκαταρκτικά προσδιορισμένη τιμή της κινούσας δύναμης Ρ καθορίζουμε τη γωνία κορυφής της σφήνας α ~ 12° για την οποία δεν επέρχεται σφήνωση. Στη

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.38
συνέχεια,βρίσκουμε την προκαταρκτική τιμή της FW της δύναμης που εφαρμόζεται
επί της σφήνας κατά μήκος του άξονά της (Σχήμα 4.15d).
)(Ptg2F 2a
w =
Για την τιμή της FW που βρέθηκε, διαλέγουμε ένα θάλαμο πιέσεως φρένου,
γνωρίζοντας την πραγματική τιμή του μέγιστου φορτίου λειτουργίας επί της ράβδου ώσεως του.
Σχήμα 4.15. Σχηματικές διατάξεις που δείχνουν τη λειτουργία του εκτείνοντος μηχανισμού με σφήνα και σχηματική διάταξη για υπολογισμό αυτού του μηχανισμού.
a. Αρχική θέση εμβόλων b. Θέση κατά τη διάρκεια αρχικής σύγχρονης μετατόπισης
c. Θέση λειτουργίας ( φρενάρισμα ) d. Διάγραμμα για τον υπολογισμό δυνάμεων
4.4.6 Δισκόφρενα
Τα δισκόφρενα χρησιμοποιούνται γενικά στα επιβατικά αυτοκίνητα (κυρίως στους εμπρόσθιους τροχούς). Επιπλέον βρίσκουν εφαρμογή και σε μερικούς τύπους φορτηγών και λεωφορείων.
Στο σχήμα 4.16 απεικονίζεται μία σχηματική διάταξη ενός δισκόφρενου. Η ροπή πέδησης:
avT rNfi=T
όπου f είναι ο συντελεστής τριβής μεταξύ των δύο επιφανειών (επένδυσης-δίσκου),
N είναι η ολική δύναμη με την οποία πιέζεται ο δίσκος και

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.39
rav είναι η ακτίνα εφαρμογής των συνισταμένων δυνάμεων της τριβής.
Σχήμα 4.16. Σχηματική διάταξη υπολογισμού δισκόφρενου a) Σχηματική διάταξη δισκόφρενου,
b) Σχηματική διάταξη ακτινικών δυνάμεων στα έδρανα του τροχού κατά τη διάρκεια του φρεναρίσματος (Pb είναι η δύναμη φρεναρίσματος)
Η δύναμη με την οποία η επένδυση πιέζεται πάνω στο δίσκο, προσδιορίζεται από
την πίεση του υγρού φρένων p, τον αριθμό των τριβόμενων επιφανειών i και τη διάμετρο dc των φρένων των κυλίνδρων στη μια πλευρά της αρπάγης.
οπότε:
∑=
⋅π=n
1i
2c idp25.0N
Υποθέτωντας ότι η πίεση κατανέμεται ομοιόμορφα πάνω στην επιφάνεια της
επένδυσης, η τριβή ενεργεί στη μέση ακτίνα rav = ( rex + rin) /2. Όπου rex η εξωτερική ακτίνα και rin η εσωτερική.
Πλεονεκτήματα
Τα δισκόφρενα προσφέρουν αυξημένη ένταση δύναμης ανά μονάδα μάζας Προσφέρουν ομοιόμορφη και ομαλή δύναμη πέδης με οποιαδήποτε αρχική
ταχύτητα του οχήματος Οι τριβόμενές τους επιφάνειες απάγουν καλύτερα την θερμότητα (αυτό οφείλεται
στο ότι τα πέλματα του δισκόφρενου έχουν μικρό μήκος και η επιφάνεια τους καλύπτει περίπου 12-16% της επιφάνειας του δίσκου)
Συντηρούνται εύκολα Είναι ελαφριά Έχουν μικρό μέγεθος
Μειονεκτήματα Φθείρονται γρήγορα οι επενδύσεις Χρησιμοποιούνται δύσκολα ως πέδη στάθμευσης

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.40
Επειδή οι επιφάνειες τους είναι ακάλυπτες και λερώνονται εύκολα μειώνεται η ικανότητα πέδησης τους
Τα δισκόφρενα διακρίνονται σε δύο τύπους: α) Με σταθερή αρπάγη και αντίθετα τοποθετημένους κυλίνδρους (σχήμα 4.17) β) Με συρόμενη αρπάγη και κυλίνδρους τοποθετημένους στη μία πλευρά τους (Σχήμα 4.18)
Σχήμα 4.17. Δισκόφρενο αυτοκινήτου με σταθερή αρπάγη και αντίθετα τοποθετημένους κυλίνδρους
1. Δίσκος 2. Αρπάγη πέδης 3. Κύλινδρος 4. Πέδιλο 5. Πείροι συγκράτησης πέδιλου
Σχήμα 4.18. Δισκόφρενο με ολισθαίνουσα αρπάγη και κυλίνδρο τοποθετημένο στη μια πλευρά. a. Διάταξη b. Διάταξη πέδης στάθμευσης

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.41
4.6. ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΠΕΔΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΠΙΒΑΤΙΚΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΑ & ΕΛΑΦΡΑ ΕΜΠΟΡΙΚΑ ΟΧΗΜΑΤΑ.
4.6.1. Μηχανικά συστήματα πέδησης
Σήμερα χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για το χειρόφρενο.
4.6.2. Υδραυλικά συστήματα πέδησης Αυτά τα συστήματα χρησιμοποιούνται στα επιβατικά αυτοκίνητα και στα ελαφρά
φορτηγά. Μπορούν να είναι είτε υποβοηθούμενα συστήματα είτε μη μηχανικά. Τα υποβοηθούμενα συστήματα συνήθως έχουν έναν μηχανισμό υποβοήθησης της πέδησης με υποπίεση (σερβόφρενο). Το υγρό πέδησης μεταφέρει την δύναμη πέδησης στους μηχανισμούς φρένων των τροχών. Στις μηχανές βενζίνης, η αναρρόφηση πραγματοποιείται διαμέσου μιας σύνδεσης με τους αυλούς εισαγωγής της μηχανής και οι μηχανές Diesel χρησιμοποιούν μία αεραντλία κενού. Η υποπίεση αναρρόφησης είναι 0.5-0.9 bar. Οι αναρροφητικοί ενισχυτές πέδησης λειτουργούν χρησιμοποιώντας την αρχή των δύο θαλάμων. Στην κατάσταση απελευθέρωσης, στις άκρες και των δύο εμβόλων υπάρχει κενό. Στην πέδηση, στην άκρη του δεξιού εμβόλου παρέχεται αέρας. Αυτό δίνει πολύ γρήγορους χρόνους αντίδρασης παρά τις μικρές διαφορές πίεσης.
Πλεονεκτήματα
Τα συστήματα υποβοήθησης με υποπίεση λειτουργούν σε ξηρό περιβάλλον και
δεν μπορούν να παγώσουν. Έτσι δεν είναι απαραίτητη η χρησιμοποίηση συστήματος απόψυξης.
Μειονεκτήματα
Λόγω της χαμηλής διαφοράς μεταξύ της πίεσης λειτουργίας και της
ατμοσφαιρικής πίεσης, απαιτούνται μεγάλα εξαρτήματα υποπίεσης, συχνά με δύο έμβολα συνδεδεμένα σε σειρά. 4.6.3. Συστήματα πέδησης με υδραυλικές πηγές ενέργειας και υδραυλικά στοιχεία μετάδοσης
Αυτά τα συστήματα μπορούν να σχεδιαστούν όπως τα μη μηχανικά συστήματα ή τα υποβοηθούμενα συστήματα. Και οι δύο τύποι μπορούν να λειτουργήσουν με αποθέματα ενέργειας και το υποβοηθούμενο σύστημα μπορεί να λειτουργήσει στη βάση ενός ανοιχτοκεντρικού συστήματος με βοηθητικά αποθέματα. Στα υποβοηθούμενα συστήματα, διάφορα υγρά μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως πηγές ενέργειας (υδραυλικό λάδι) και για το εξάρτημα μεταβίβασης (υγρά φρένων). Η αντλία χρησιμοποιείται επίσης ως η πηγή ενέργειας. Σε συνδυασμό με το σύστημα αντιεμπλοκής τροχών (ABS), η ηλεκτρική αντλία χρησιμοποιείται επίσης ως η πηγή ενέργειας για τον υδραυλικό ενισχυτή πέδησης. Εδώ, το υγρό φρένων χρησιμοποιείται ως το υδραυλικό υγρό για αύξηση και μεταβίβαση της δύναμης

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.42
πέδησης. Το σύστημα ελέγχου στα μη μηχανικά συστήματα πέδησης είναι μία βαλβίδα πέδησης με έμβολο αντίδρασης, ενώ υποβοηθούμενα συστήματα χρησιμοποιούν ενισχυτή πέδησης με έμβολο αντίδρασης. Το υδραυλικό υγρό είναι αποθηκευμένο σε υδραυλικούς συσσωρευτές στους οποίους συμπιέζεται αέριο (συνήθως άζωτο). Αέριο και υγρό ξεχωρίζονται με την βοήθεια ελαστικού πτερυγίου (συσσωρευτής πτερυγίου), διαφράγματος (συσσωρευτής διαφράγματος) ή εμβόλου με ελαστικό κάλυμμα (συσσωρευτής εμβόλου).
Σχήμα 4.19. Υδραυλικό σύστημα πέδησης (επιβατικό αυτοκίνητο) 1. Πεντάλ πέδησης 2. Σύστημα υποβοήθησης με υποπίεση,
3. Αντλία φρένων 4. Δοχείο πίεσης υγρού φρένων 5. Δισκόφρενα (μπροστά) 6. Ρυθμιστής δύναμης πέδησης
7. Φρένα τύπου τύμπανου (πίσω). Πλεονεκτήματα
Σε σχέση με τα συστήματα που χρησιμοποιούν ενισχυτές υποπίεσης, αυτές οι μονάδες είναι ελαφρύτερες και μικρότερες και έχουν εξαιρετικά γρήγορους χρόνους αντίδρασης γιατί το υγρό είναι ασυμπίεστο. Μειονεκτήματα
Διαρροές στο κύκλωμα προκαλούν πτώση της μέσης πίεσης.

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.43
4.6.4. Διαχωρισμός κυκλωμάτων πέδησης.
Τα φρένα διπλού κυκλώματος είναι πλέον υποχρεωτικά από το νόμο. Υπάρχουν πέντε διαφορετικές παραλλαγές διπλών κυκλωμάτων.
Πίνακας 4.1. Χαρακτηρισμός του τύπου κατανομής της δύναμης πέδησης (DIN 74 000)

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.44
4.6.5. Εξαρτήματα συστημάτων πέδησης Ενισχυτής υποβοήθησης με υποπίεση (σερβόφρενο)
Ο ενισχυτής υποπίεσης είναι ένας ενισχυτής της δύναμης του πεντάλ, ο οποίος συνδέεται με μία αντλία με εν σειρά κυλίνδρους. Ο συντελεστής ενίσχυσης είναι i όπου:
0E
AF -F
F = tana = i (Διάγραμμα 4.4.)
μπορεί να κυμαίνεται στο σχεδιασμό ανάλογα με την κατάλληλη επιλογή μοχλών
ελέγχου. Διαμέσου των μοχλών ελέγχου, μία ανάλογη βοηθητική δύναμη τοποθετείται στην κορυφή του πεντάλ δύναμης και μαζί δρούν στην αντλία με εν σειρά κυλίνδρους. Την ίδια στιγμή, μία δύναμη αντίδρασης μεταβιβάζεται στον οδηγό, η οποία τον καθιστά ικανό να ελέγχει την δύναμη πέδησης σωστά. Οι λειτουργικές αρχές εξηγούνται στο Σχήμα 4.20. Σε περίπτωση βλάβης του ενισχυτή, παραμένει μόνο η δύναμη του πεντάλ.
Σχήμα 4.20. Ενισχυτής πέδησης υποπίεσης με έλεγχο μοχλών. 1. Δύναμη εξόδου (προς σειρά κυρίως κυλίνδρων)
2. Σύνδεση αναρρόφησης 3. Δύναμη εισόδου (δύναμη πεντάλ) 4. Ατμόσφαιρα 5. Πίεση λειτουργίας

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.45
Διάγραμμα 4.4. Χαρακτηριστικά ενισχυτή πέδησης με υποπίεση (BOSCH Handbook 1996) Αντλία φρένων με κυλίνδρους εν σειρά
Η αντλία αυτή λειτουργεί είτε απ'ευθείας διαμέσου του πεντάλ, είτε εάν η δύναμη του πεντάλ δεν είναι επαρκής, διαμέσου ενός ενισχυτή δύναμης πεντάλ (π.χ. ενισχυτής υποπίεσης) Σχήμα 4.21. Αρχή Λειτουργίας
Το υγρό λειτουργίας βρίσκεται σε δίδυμο δοχείο (1) πάνω από την αντλία. Περνώντας την οπή πληρώσεως 5 το έμβολο 6 αναγκάζει το υγρό φρένων σε πίεση στο κύκλωμα πέδησης Ι. Η συμπίεση του ελατηρίου και το ανέβασμα της πίεσης στο κύκλωμα πέδησης Ι κινούν το ενδιάμεσο έμβολο 8, το οποίο καλύπτει την οπή πληρώσεως 3 και ανεβάζει την πίεση στο κύκλωμα πέδησης ΙΙ. Η πίεση πέδησης είναι ανάλογη της δύναμης πέδησης.
Η θύρα του κυκλώματος πέδησης Ι (10), η οποία εφοδιάζει τα πίσω φρένα τύπου τύμπανου, διαθέτει μία βαλβίδα (9) η οποία εξασφαλίζει μία παραμένουσα πίεση περίπου 1.5 bar στο κύκλωμα όταν τα φρένα ελευθερωθούν. Αυτό αποτρέπει την είσοδο αέρα διαμέσου των παρεμβυσμάτων στεγανοποίησης των πίσω κυλίνδρων.

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.46
Τα κυκλώματα πέδησης των δισκόφρενων δεν χρειάζονται παραμένουσα πίεση. Όταν τα φρένα αφεθούν ελεύθερα, οι οπές 3 και 5 εξασφαλίζουν ότι μπορούν να υπάρξουν θερμοκρασιακές μεταβολές αλλά και σχετικές διαρροές σε ποσότητα αλλά και πίεση μεταξύ του δοχείου αποθήκευσης υδραυλικού υγρού (1) και των κυκλωμάτων πέδησης.
Λειτουργικές αρχές σε περίπτωση βλάβης ενός από τα κυκλώματα πέδησης: Βλάβη στο κύκλωμα πέδησης Ι
Το έμβολο 6 κινείται μπροστά όσο και το ενδιάμεσο έμβολο 8 και μεταβιβάζει μηχανικά την δύναμη στο άθικτο κύκλωμα πέδησης ΙΙ, το οποίο μπορεί τώρα να παράγει ολόκληρη την πίεση πέδησης.
Σχήμα 4.21. Αντλία δίδυμων κυλίνδρων. 1. Δοχείο πίεσης υγρού δύο θαλάμων 2. Κομμάτι μηχανής
3. Οπή πληρώσεως κυκλώματος πέδησης ΙΙ 4. Ελατήριο συμπίεσης 5. Μικρή τρύπα για κύκλωμα πέδησης Ι 6. Έμβολο ώθησης
7. Μπροστινό κύκλωμα πέδησης Ι 8. Ενδιάμεσο έμβολο 9. Βαλβίδα 10. Πίσω κύκλωμα πέδησης Ι
Βλάβη στο κύκλωμα πέδησης ΙΙ
Η αντίδραση του άθικτου κυκλώματος πέδησης Ι πιέζει υδραυλικά το έμβολο ώθησης 6 που σταματά στο τέλος της διαδρομής από το κινούμενο έμβολο (μεταξύ των σημείων 4 και 5 στο σχήμα 4.21.). Πίεση πέδησης μπορεί να αναπτυχθεί μόνο στο κύκλωμα Ι.
Η βλάβη σε ένα κύκλωμα πέδησης προκαλεί μία σχετική μείωση στην αποτελεσματικότητα της πέδησης, αύξηση στη διαδρομή του πεντάλ και τέλος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.47
διαρροή υγρού φρένων από κάποιον από τους δύο θαλάμους του δοχείου αποθήκευσης υγρού φρένων. Βαλβίδα ρύθμισης πίεσης πέδησης
Όσο πιο δυνατά φρενάρει ο οδηγός, τόσο περισσότερο παρατηρείται δυναμική μετατόπιση βάρους από τον πισινό άξονα στον μπροστινό άξονα. Όταν το όχημα είναι άδειο, η δύναμη πέδησης στον πίσω άξονα μπορεί να είναι τόσο μεγάλη ώστε οι τροχοί του πίσω άξονα να μπλοκάρουν πριν του μπροστινού. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε αστάθεια κατά την διάρκεια της πέδησης, π.χ. ντεραπάρισμα. Ευστάθεια κατά την διάρκεια της οδήγησης επιτυγχάνεται όταν, ανεξάρτητα από το φορτίο του οχήματος, οι τροχοί του μπροστινού άξονα μπλοκάρουν πριν τον πίσω. Η σωστή διανομή της δύναμης επιτυγχάνεται με την βοήθεια βαλβίδων ρύθμισης δύναμης πέδησης, οι οποίες τοποθετούνται στο κύκλωμα πέδησης στους τροχούς του πίσω άξονα. Ανάλογα με τον τύπο κάθε οχήματος, υπάρχουν διάφοροι τύποι βαλβίδων ρύθμισης δύναμης πέδησης:
-Βαλβίδες ρύθμισης πίεσης πέδησης με σταθερή μεταβολή της πίεσης. -Βαλβίδες ρύθμισης πίεσης πέδησης ευαίσθητες στο φορτίο με ρυθμιζόμενη μεταβολή πίεσης ανάλογα με το φορτίο του οχήματος.
Διάγραμμα 4.5. Χαρακτηριστικά βαλβίδας ρύθμισης πίεσης πέδησης ευαίσθητες στο φορτίο.
Οι βαλβίδες ρύθμισης της πίεσης πέδησης με ευαισθησία στο φορτίο,
τοποθετούνται κοντά στον πίσω άξονα. Η συμπίεση της ανάρτησης μεταξύ του άξονα και του σώματος χρησιμοποιείται για να μετρήσει το φορτίο του οχήματος και

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.48
μεταφέρεται διαμέσου μηχανικών μοχλών στο ελατήριο ελέγχου μέσα στην βαλβίδα ρύθμισης της πίεσης πέδησης.
Το ελατήριο ελέγχου δρα πάνω σ'ένα βηματικό έμβολο. Κατά την διάρκεια της
αρχικής πέδησης, το ελατήριο ελέγχου διατηρεί την έδρα της βαλβίδας στο βηματικό έμβολο ανοιχτή, μέχρις ότου η πίεση πέδησης να φτάσει κάποιο όριο στο οποίο, ανάλογα με την περιοχή δράσης του βηματικού εμβόλου, ανταποκρίνεται στη δύναμη του ελατηρίου ελέγχου.
Σχήμα 4.22. Βαλβίδα ρύθμισης πίεσης πέδησης με ευαισθησία στο φορτίο. 1. Από αντλία φρένων 2. Προς μηχανισμούς φρένων των τροχών
3. Μηχανικός μοχλός 4. Ελατήρια ελέγχου 5. Βηματικό έμβολο
4.7. ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΠΕΔΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΜΠΟΡΙΚΑ ΟΧΗΜΑΤΑ 4.7.1. Επιβραδυντικά συστήματα πέδησης
Τα φρένα που χρησιμοποιούνται στα επιβατικά και εμπορικά οχήματα δεν είναι σχεδιασμένα για συνεχή λειτουργία. Όταν εφαρμοστούν για μεγάλο χρονικό διάστημα τα φρένα υπερθερμαίνονται με αποτέλεσμα να εξασθενούν. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, το σύστημα πέδησης μπορεί να καταστραφεί ολοκληρωτικά. Τα βαριά οχήματα ωστόσο έχουν ενσωματωμένο ένα σύστημα επιβραδυντή για συνεχή πέδηση που λειτουργεί ανεξάρτητα από το σύστημα πέδησης. Tα περισσότερα επιβραδυντικά συστήματα πέδησης που χρησιμοποιούνται σε εμπορικά οχήματα χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: συστήματα στραγγαλισμού της πολλαπλής εξαγωγής και επιβραδυντές.

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.49
Φρένα με στραγγαλισμό της πολλαπλής εξαγωγής Μείωση στην διατομή της πολλαπλής εξαγωγής ή διαφοροποίηση στο χρονισμό
της βαλβίδας αυξάνει το αρνητικό έργο στο διάγραμμα πίεσης - όγκου του κινητήρα, συντελώντας στην επιβράδυνση του οχήματος.

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.50
Σχήμα 4.23. Φρένο με στραγγαλισμό της πολλαπλής εξαγωγής σε συνδυασμό με υδραυλικά ελεγχόμενα φρένα
1. Πεντάλ πέδησης 2. Στραγγαλιστική βαλβίδα 3.Μονάδα πέδησης 4. Διακόπτης 5. Δοχείο πίεσης αερόφρενου
Υδροδυναμικοί επιβραδυντές
Η μηχανική ενέργεια που παρέχεται από τον οδηγό άξονα μετατρέπεται από τον ρότορα σε κινητική ενέργεια ενός ρευστού. Η κινητική ενέργεια με την σειρά της μετατρέπεται σε θερμότητα στον στάτορα, που σημαίνει ότι το ρευστό που χρησιμοποιείται πρέπει να ψυχθεί. Ηλεκτροδυναμικοί επιβραδυντές
Οι σπείρες του ηλεκτρικού πεδίου είναι τοποθετημένες σ'ένα δίσκο που έχει την μορφή στάτορα. Οι ρότορες, που είναι ενισχυμένοι για καλύτερη αποβολή της θερμότητας, είναι τοποθετημένοι στον κινητήριο άξονα και στις δύο πλευρές του στάτορα.
Για να φρενάρει το όχημα, οι σπείρες του πεδίου τροφοδοτούνται με ρεύμα και δημιουργείται μαγνητικό πεδίο. Αδρανειακά ρεύματα διεγείρονται στους ρότορες καθώς αυτοί περιστρέφονται εντός του μαγνητικού πεδίου.Έτσι παράγεται στρεπτική ροπή πέδησης το μέτρο της οποίας είναι συνάρτηση της διέγερσης των σπειρών του στάτορα.

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.51
Σχήμα 4.24. Υδροδυναμικός επιβραδυντής
1. Στάτορας πέδησης 2. Οδηγός άξονας 3. Φλάντζα συναρμολόγησης 4. Ρότορας πέδησης 5. Εναλλάκτης θερμότητας (λάδι/νερό)
Διάγραμμα 4.6. Χαρακτηριστικά στρεπτικής ροπής πέδησης υδροδυναμικού επιβραδυντή

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.52
Μηχανικά συστήματα πέδησης
Εξαιρώντας τα επιβατικά οχήματα, τα μηχανικά συστήματα πέδησης χρησιμοποιούνται σήμερα μόνο σε ελαφρά εμπορικά οχήματα και ως χειρόφρενα σε ρυμουλκούμενα. Εξαιρώντας τα συστήματα πέδησης λειτουργίας των επιβατικών οχημάτων, τα περισσότερα από τα συστήματα αυτά χρησιμοποιούν εξάρτημα μηχανικής μεταβίβασης. Στο μηχανικό σύστημα πέδησης αν αυτό δεν έχει ενσωματωμένο αυτόματο ρυθμιστή, μια αύξηση στην διαδρομή του πεντάλ δείχνει φθορά του υλικού τριβής.
Σχήμα 4.25. Επιβραδυντής αδρανειακού ρεύματος
1. Ρότορας 2. Στάτορας 3. Συνδετήρας 4. Οδηγός άξονας
Διάγραμμα 4.7. Χαρακτηριστικά στρεπτικής ροπής πέδησης επιβραδυντή αδρανειακού ρεύματος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.53
Υποβοηθούμενα μηχανικά συστήματα πέδησης
Αυτά τα συστήματα πέδησης χρησιμοποιούνται σε ελαφριά έως ελαφρώς βαριά φορτηγά. Σε περίπτωση βλάβης του υποβοηθητικού συστήματος λειτουργούν ως μηχανικά συστήματα απαιτώντας όμως μεγαλύτερη δύναμη στο πεντάλ. Μη μηχανικά συστήματα πέδησης
Τα συστήματα αυτά χρησιμοποιούνται σε ελαφρά φορτηγά έως και βαριά οχήματα με:
- συμπιεσμένο αέρα ως μέσο για τα εξαρτήματα παροχής ενέργειας και μεταβίβασης
Διάγραμμα 4.8. Χαρακτηριστικές καμπύλες διαφόρων
επιβραδυντών συστημάτων πέδησης
- πνευματική - υδραυλική δύναμη μεταβίβασης στο σύστημα πέδησης υπηρεσίας και πνευματική δύναμη μεταβίβασης στο χειρόφρενο
- υψηλή πίεση και με περιορισμένη πίεση - υψηλή πίεση στον τράκτορα Στην κατηγορία αυτή επίσης ανήκει και το χειρόφρενο χωρίς σύστημα μοχλών.
Αδρανειακά συστήματα πέδησης
Τα συστήματα αυτά χρησιμοποιούνται μόνο σε ελαφρά ρυμουλκούμενα οχήματα και σε δρόμους για κανονική οδήγηση. Σε πολλούς σχεδιασμούς η επίδραση πέδησης του οχήματος αυξάνεται από μία δύναμη ενός ελατηρίου,η οποία δρα όταν το όχημα ρυμουλκείται και παύει όταν το όχημα φρενάρεται. Το αδρανειακό σύστημα πέδησης σε μερικές περιπτώσεις χρησιμοποιείται μαζί με το βαρυτικό σύστημα πέδησης.

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.54
Σύστημα πέδησης απλού κυκλώματος
Σ'αυτό το σύστημα χρησιμοποιείται μία απλή γραμμή αέρα για τον ανεφοδιασμό του δοχείου πίεσης ενέργειας καθώς επίσης και για την λειτουργία των φρένων του ρυμουλκούμενου διά μέσου της ρυθμιστικής βαλβίδας πέδησης. Η πίεση στην γραμμή κατά την διάρκεια του πατήματος του πεντάλ απελευθερώνεται για φρενάρισμα. Εάν το ρυμουλκούμενο τείνει να αποσυνδεθεί από τον τράκτορα, απελευθερώνεται πίεση από την γραμμή ελέγχου. Αυτό σημαίνει ότι το ρυμουλκούμενο σε τέτοια περίπτωση φρενάρει αυτόματα.
Εάν κατά την διάρκεια της προηγούμενης διαδικασίας υπάρξει διαρροή, πέφτει η πίεση στο δοχείο πίεσης, πράγμα που μειώνει την δύναμη πέδησης. Τότε το σύστημα μπορεί αυτόματα να αλλάξει σε σύστημα φρένου στραγγαλισμού της εξαγωγής. Στο σύστημα πέδησης απλού κυκλώματος είναι επίσης αναγκαίο να επικοινωνούν τα δοχεία πίεσης του τράκτορα με του ρυμουλκούμενου, ώστε τα φρένα πέδησης λειτουργίας να απελευθερώνονται αμέσως μετά το φρενάρισμα. Συστήματα πέδησης πολλαπλής διαδρομής
Σ'αυτά τα συστήματα, η μία διαδρομή (γραμμή παροχής) συνδέει τα δοχεία
πίεσης τράκτορα και ρυμουλκούμενου - η πίεση παραμένει σταθερή -. Η δεύτερη διαδρομή (διαδρομή ελέγχου) οδηγεί από την βαλβίδα ελέγχου του τράκτορα στη βαλβίδα πέδησης του ρυμουλκούμενου. Η δράση πέδησης αρχίζει με μία αύξηση στην πίεση. Η γραμμή παροχής προυποθέτει την εφαρμογή αυτόματης πέδησης σε περίπτωση αστοχίας στη σύνδεση του ρυμουλκούμενου. Εάν η γραμμή παροχής διακοπεί ή χαλαρώσει, απελευθερώνεται αέρας, πέφτει η πίεση και η βαλβίδα πέδησης στο ρυμουλκούμενο εγγυάται το αυτόματο φρενάρισμα.
Σχήμα 4.26. Υποβοηθούμενο σύστημα πέδησης με υποπίεση διπλού κυκλώματος για ελαφρά εμπορικά οχήματα, 1. Μηχανή ανάφλεξης 2. Στραγγαλιστική βαλβίδα 3. Καρμπυρατέρ, 4. Βαλβίδα ελέγχου 5.Σωλήνας εισαγωγής 6. Μηχανικό χειρόφρενο. 7. Πεντάλ πέδησης 8. Σειρά κυρίως υδραυλικών κυλίνδρων, 9. Ενισχυτής πέδησης, 10. Μπροστινός άξονας, 11. Πίσω άξονας

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.55
Σχήμα 4.27. Αερόφρενα για φορτηγά Υποβοηθούμενο σύστημα πέδησης πεπιεσμένου αέρα διπλής διαδρομής
1. συμπιεστής, 2. ρυθμιστής πίεσης, 3. αντιψυκτική αντλία, 4. βαλβίδα προστασίας τετραπλού κυκλώματος, 5. δοχείο πίεσης αέρα,
6. σύνδεση κεφαλής με αυτόματο στοιχείο διακοπής, 7. βαλβίδα αποστραγγίσεως νερού, 8. βαλβίδα ελέγχου,
9.ενισχυτής διπλού κυκλώματος,10. βαλβίδα επιθεωρήσεως (συνήθως περιλαμβάνεται στην βαλβίδα χειρόφρενου),
11. βαλβίδα χειρόφρενου, 12. βαλβίδα ελέγχου ρυμουλκούμενου, 13. σύνδεση κεφαλής χωρίς αυτόματο στοιχείο διακοπής,
14. ελατήριο πέδησης - ενεργωτής, 15. μπροστινός άξονας, 16. αυτόματος μετρητής ευαισθησίας φορτίου - δύναμης πέδησης,
17. πίσω άξονας,18. βαλβίδα πέδησης λειτουργίας, 19. κύλινδρος πέδησης, 20.ρελέ, 21.κύλινδρος συνδυασμένης πέδησης,
22. βαλβίδα πέδησης λειτουργίας με όριο πίεσης, 23. βαλβίδα περιορισμού πίεσης,24. βαλβίδα χειρόφρενου με όριο πίεσης,
25 ενεργωτής κύλινδρος, 26 διπλός μετρητής πίεσης, 27. βαλβίδα προστασίας διπλού κυκλώματος, 28. μηχανισμός χειρόφρενου,
29.βαλβίδα πέδησης ρυμουλκούμενου.

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.56
Σχήμα 4.28. Υποβοηθούμενο σύστημα πέδησης διπλού κυκλώματος διπλής διαδρομής με πνευματικό σύστημα μεταβίβασης
Σχήμα 4.29. Υποβοηθούμενο σύστημα πέδησης διπλού κυκλώματος μονής διαδρομής

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.57
Σχήμα 4.30. Υποβοηθούμενο σύστημα πέδησης διπλού κυκλώματος διπλής διαδρομής με περιορισμό πίεσης και υδραυλικό σύστημα μεταβίβασης
Σχήμα 4.31. Σύστημα πέδησης διπλής διαδρομής για ρυμουλκούμενο όχημα

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.58
4.7.2. Μηχανισμοί αερόφρενων Σύστημα παροχής ενέργειας
Το σύστημα παροχής ενέργειας περιλαμβάνει τα εξής στοιχεία: - πηγή ενέργειας - ρυθμιστή πίεσης - κλιματισμό (ψύξη - αφύγρανση) Ένας συμπιεστής χρησιμοποιείται ως πηγή ενέργειας, και έχει συνήθως την
μορφή εμβολοφόρου αντλίας. Ο εσωτερικός αέρας συμπιέζεται μέσω αυτόματης αναρρόφησης και βαλβίδων παραλαβής.
Το σύστημα ρύθμισης πίεσης διατηρεί το επιθυμητό επίπεδο πίεσης. Δύο βασικοί τύποι ρύθμισης χρησιμοποιούνται:
- Αυτή στην οποία ο ρυθμιστής πίεσης δεν έχει καμία επίδραση στην πηγή ενέργειας.
- Αυτή στην οποία ο ρυθμιστής πίεσης επηρεάζει την πηγή ενέργειας. Ο πρώτος από αυτούς τους δύο τύπους περιλαμβάνει έναν ρυθμιστή πίεσης ο
οποίος, όταν η επιθυμητή μέγιστη λειτουργική πίεση επιτευχθεί, κλείνει και επιστρέφει τον αέρα που παρείχθει από τον συμπιεστή στην ατμόσφαιρα. Εάν η πίεση στα αεροφυλάκια φτάσει το χαμηλότερο λειτουργικό όριο πίεσης, ο ρυθμιστής πίεσης ανοίγει ξανά και εφοδιάζει τον αέρα που παραδίδεται από τον συμπιεστή στα δοχεία πίεσης.
Σχήμα 4.32. Ρυθμιστής πίεσης 1. Από τον συμπιεστή αέρα 2. Στα αεροφυλάκιο 3. Ανακούφιση

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.59
Ο δεύτερος τύπος περιλαμβάνει έναν ρυθμιστή πίεσης ο οποίος, όταν επιτευχθεί
η επιθυμητή μέγιστη λειτουργική πίεση, εφαρμόζει πίεση σε ένα λειτουργικό έμβολο μέσα στο συμπιεστή, του οποίου ανοίγει την εσωτερική του βαλβίδα, χωρίς να έχει εφοδιαστεί στα δοχεία πίεσης αέρας (ο εσωτερικός αέρας αποβάλλεται διαμέσου του εσωτερικού σωλήνα). Όταν η πίεση στα δοχεία πίεσης αέρα φθάσει το χαμηλότερο λειτουργικό όριο, ο ρυθμιστής ανοίγει και η εσωτερική βαλβίδα μπορεί και πάλι αυτόματα να ανοίγει και να τροφοδοτεί με πεπιεσμένο αέρα τα αεροφυλάκια.
Επίπεδο πίεσης: Στα σημερινά ρυμουλκούμενα οχήματα, χρησιμοποιούνται τιμές μεταξύ 7 και 10 bar (χαμηλή πίεση) και μεταξύ 14 και 20 bar (υψηλή πίεση). Στα συστήματα πέδησης δύο διαδρομών, η πίεση στις γραμμές σύνδεσης του ρυμουλκούμενου οχήματος και του τράκτορα είναι μεταξύ 6 και 8 bar.
Ο καθαρισμός του αέρα είναι απαραίτητος για να εξασφαλίσει την άριστη λειτουργία των εξαρτημάτων του συστήματος πέδησης. Ακαθαρσίες μπορούν από την μία μεριά να επηρεάσουν την καλή λειτουργία των βαλβίδων ελέγχου και από την άλλη μεριά το νερό στο συμπιεσμένο αέρα οδηγεί σε διάβρωση, ή σχηματισμό πάγου κάτω από 00C. Καθαριστές αέρα, αντιψυκτικές αντλίες, βαλβίδες αποστραγγίσεως νερού και αποξηραντές αέρα χρησιμοποιούνται για να λύσουν αυτά τα προβλήματα. Σύστημα μεταβίβασης
Το σύστημα μεταβίβασης περιλαμβάνει τα εξής: - μόνωση του κυκλώματος (π.χ. προστατευτική βαλβίδα πολλαπλού κυκλώματος) - αποθήκευση ενέργειας (π.χ. δοχείο πίεσης αέρα) - εξαρτήματα ελέγχου (π.χ. βαλβίδες πέδησης) - μέτρηση ευαισθησίας φορτίου δύναμης πέδησης (π.χ. αυτόματος έλεγχος
ευαισθησίας φορτίου δύναμης πέδησης) - κύλινδροι πέδησης ή βοηθητικοί κύλινδροι Αυτά τα εξαρτήματα δουλεύουν μαζί όπως δείχνει το παρακάτω διάγραμμα ενός
μη μηχανικού συστήματος πέδησης λειτουργίας διπλού κυκλώματος. Σχεδιασμός και κατασκευή των εξαρτημάτων Απομόνωση κυκλώματος
Γίνεται ένας διαχωρισμός των κυκλωμάτων, με προτεραιότητα του ενός ως προς το άλλο σε περίπτωση ζημιάς σε κάποιο και διατήρηση της λειτουργικής ακεραιότητας των άθικτων κυκλωμάτων.
Η απομόνωση του κυκλώματος επιτυγχάνεται κυρίως με έναν συνδυασμό επιστομίων υπερχειλίσεως, τα οποία είναι συνδεδεμένα σαν μία μονάδα. Η λειτουργία τους είναι ασφαλής για χαμηλή αλλά και υψηλή τιμή πίεσης. Αποθήκευση ενέργειας
Περιλαμβάνει διάταξη αεροφυλακίων του απαιτούμενου όγκου αέρα ενέργειας για όλα τα κυκλώματα στο σύστημα πέδησης, συμπεριλαμβάνοντας διάταξη της ενέργειας σε περίπτωση βλάβης της πηγής παροχής. Γι'αυτό το σκοπό

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.60
χρησιμοποιούνται (εμπορικά διαθέσιμα) συγκολλημένα δοχεία πίεσης αέρα από ατσάλινα φύλλα. Εξοπλισμός ελέγχου
Αυτός ο εξοπλισμός χρησιμοποιείται για να προσφέρει τον επιθυμητό βαθμό μετρούμενης πίεσης στο τμήμα του συστήματος που απευθύνεται. Μηχανικά, υδραυλικά ή πνευματικά κινούμενες ή ελεγχόμενες βαλβίδες αντίδρασης χρησιμοποιούνται για να ελέγξουν την πίεση στην έξοδο κάθε βαλβίδας σαν συνάρτηση της μεταβλητής εισόδου. Λόγω της μεγάλης ποικιλίας των εφαρμογών, χρησιμοποιείται ένας μεγάλος αριθμός από διαφορετικά εξαρτήματα. Βαλβίδες ελέγχου δύο κυκλωμάτων απαιτούνται επίσης για συστήματα πέδησης λειτουργίας δύο κυκλωμάτων. Η κατάλληλη λειτουργία του συστήματος πέδησης απαιτεί καλή συμπεριφορά ελέγχου, καλή ικανότητα μέτρησης της πίεσης, γρήγορους χρόνους αντίδρασης και χαμηλή υστέρηση του συστήματος πέδησης.
Αυτόματη μέτρηση ευαισθησίας φορτίου - δύναμης πέδησης
Είναι ο αυτόματος έλεγχος της πίεσης σε σχέση με το φορτίο του οχήματος. Το φορτίο συχνά προσδιορίζεται με την πίεση ενός ελατηρίου (στην περίπτωση
αναρτήσεων με ημιελλειπτικά ελατήρια) καθώς και με πίεση αέρα (στην περίπτωση πνευματικών αναρτήσεων). Μία βαλβίδα ελέγχου με μεταβλητή επιφάνεια δράσης μειώνει την πίεση εξόδου στην βαλβίδα σε σχέση με την πίεση εξόδου σαν μία συνάρτηση της συμπίεσης του ελατηρίου ή της πίεσης. Κύλινδροι πέδησης ή βοηθητικοί κύλινδροι.
Χρησιμοποιούνται για να μετασχηματίσουν την εφαρμοζόμενη στο σύστημα πίεση σε δύναμη πέδησης.
Χρησιμοποιούνται κύλινδροι εμβολοφόρου αντλίας αλλά και κύλινδροι διαφράγματος. Οι κύλινδροι διαφράγματος χρησιμοποιούνται κυρίως για το σύστημα πέδησης λειτουργίας, ενώ ελατηριωτοί εκκινητές πέδησης χρησιμοποιούνται για το χειρόφρενο. Στην περίπτωση αξόνων στους οποίους γίνεται δράση και των δύο συστημάτων πέδησης (λειτουργίας και χειρόφρενο), χρησιμοποιείται συνδυασμός κυλίνδρων.απλού θαλάμου ελατηρίων πέδησης, οι οποίοι καλούνται συνδυασμός κυλίνδρων. Βαλβίδα πέδησης λειτουργίας.
Δύο κατά σειρά τοποθετημένες βαλβίδες ελέγχου ενεργοποιούνται από ένα κοινό σύστημα (με μεταβίβαση). Ο συγχρονισμός στο άνοιγμα και των δύο κυκλωμάτων επιτυγχάνεται λόγω των όμοιων δυνάμεων σφράγισης βαλβίδων και ελατηρίων.

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.61
Διάγραμμα 4.9. Σύστημα μεταβίβασης σε υποβοηθούμενο σύστημα πέδησης (δομικό διάγραμμα)
1. Παροχή ενέργειας 2. Μόνωση κυκλώματος 3. Αποθήκευση ενέργειας 4. Έλεγχος εξαρτημάτων
5. Αυτόματη μέτρηση ευαισθησίας φορτίου δύναμης πέδησης 6. Κύλινδρος πέδησης ή βοηθητικός VA μπροστινός άξονας, HA πίσω άξονας (Bosch
Hanbook 1996(
Στην κατάσταση πέδησης, το κινούμενο έμβολο μεταξύ τωνδύο κυκλωμάτων ελέγχου υποβάλλεται, στις δύο του πλευρές, με την τρέχουσα εφαρμοζόμενη πίεση πέδησης και έτσι εξασφαλίζεται συγχρονισμός των κυκλωμάτων. Το αφόρτιστο ελατήριο μετατόπισης παρέχει μικρές μετακινήσεις λόγω αντίδρασης της βαλβίδας πέδησης λειτουργίας. Η αλληλεπίδραση της δύναμης του εμβόλου αντίδρασης με το ελατήριο μετατόπισης καθιστά το σύστημα ικανό να εκτελεί τις απαραίτητες

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.62
μετατοπίσεις ελέγχου ανεξάρτητα. Το σφράγισμα του κινούμενου εμβόλου από δύο κυκλώματα πιστοποιεί την απαιτούμενη ασφάλεια. Αυτόματος μηχανισμός για τη διόρθωση της δύναμης πέδησης σαν συνάρτηση του φορτίου
Αυτό το εξάρτημα είναι συνδεδεμένο μεταξύ της βαλβίδας πέδησης λειτουργίας και των κυλίνδρων πέδησης. Ανάλογα με το φορτίο του οχήματος, το εξάρτημα αυτό κανονίζει την εφαρμοζόμενη δύναμη πέδησης. Το εξάρτημα έχει ένα διάφραγμα αντίδρασης μεταβλητής επιφάνειας δράσης. Το διάφραγμα αυτό στηρίζεται σε δύο ακτινικά τοποθετημένα και στερεωμένα στηρίγματα με κάποια κλίση. Ανάλογα με την θέση που βρίσκεται η βαλβίδα ελέγχου στην κάθετη διεύθυνση, υπάρχει μία μεγάλη περιοχή αντίδρασης (η βαλβίδα βρίσκεται στο κάτω μέρος) ή μία μικρή περιοχή αντίδρασης (η βαλβίδα βρίσκεται στην κορυφή). Οι κύλινδροι πέδησης εφοδιάζονται διαμέσου μιας συμπληρωματικής βαλβίδας ανταπόκρισης με μία πίεση η οποία είναι μικρότερη από την αντίστοιχη όταν το όχημα δεν είναι φορτωμένο, ή ίδια με αυτήν όταν είναι πλήρως φορτωμένο. Το σύστημα αυτό είναι τοποθετημένο στο πλαίσιο του αυτοκινήτου και αισθάνεται την κατάσταση πίεσης ενός άξονα με ένα σύστημα περιστροφής διαμέσου μοχλών. Η περιστρεφόμενη κάμα μετακινεί το στέλεχος της βαλβίδας ανάλογα στην κάθετη διεύθυνση και έτσι υπολογίζεται η θέση της βαλβίδας. Ο ρυθμιστής πίεσης ο οποίος είναι ενσωματωμένος στην κορυφή του εξαρτήματος επιτρέπει μία μικρή επιμέρους πίεση να διαρρεύσει στο πάνω μέρος του διαφράγματος. Έτσι, λόγω αυτής της πίεσης, δεν υπάρχει μείωση στην πίεση των κυλίνδρων πέδησης. Το αποτέλεσμα είναι η σύγχρονη εφαρμογή της πέδησης σε όλους τους άξονες του οχήματος. Εάν σπάσει ο μοχλός περιστροφής, η εφαρμοζόμενη πίεση διαρρέει στους κυλίνδρους πέδησης με ένα λόγο 2:1.
Σχήμα 4.34. Βαλβίδα πέδησης λειτουργίας 1. Eκκίνηση 2. Έμβολο αντίδρασης 3. Kύκλωμα πέδησης 1
4. Kινούμενο έμβολο 5. Kύκλωμα πέδησης 2 6. Aνακούφιση 7. Eλατήριο μετατόπισης

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.63
8. Kύκλωμα παροχής 1 9. Bαλβίδες ελέγχου 10. Kύκλωμα παροχής 2
Σχήμα 4.35. Αυτόματη βαλβίδα για διόρθωση της δύναμης πέδησης σε σχέση με το φορτίο 1. Ανακούφιση 2. Προπορεία, 3. Διάφραγμα αντίδρασης,
4. Από δοχείο πίεσης 5. Εκτόνωση 6. Από βαλβίδα πέδησης λειτουργίας 7. Βαλβίδα ελέγχου 8. Έμβολο αναμετάδοσης 9. Προς τον κύλινδρο πέδησης 10. Περιστροφική κάμα.
Σχήμα 4.36. Βαλβίδα ελέγχου ρυμουλκούμενου 1. Κύκλωμα πέδησης λειτουργίας 1 2. Κύκλωμα χειρόφρενου
3. Κύκλωμα πέδησης λειτουργίας 2 4. Έμβολο ελέγχου 5. Εκτόνωση 6. Έμβολο ελέγχου 7. Γραμμή ελέγχου προς το ρυμουλκούμενο

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.64
8. Γραμμή παροχής προς το ρυμουλκούμενο 9. Μονάδα ελέγχου εμβόλου
Βαλβίδα ελέγχου ρυμουλκούμενου
Σε συστήματα πέδησης δύο διαδρομών η βαλβίδα ελέγχου ρυμουλκούμενου η οποία είναι τοποθετημένη στον τράκτορα, ελέγχει το σύστημα πέδησης λειτουργίας του ρυμουλκούμενου. Αυτή η πολλαπλών κυκλωμάτων βαλβίδα αναμετάδοσης, ενεργοποιείται και από τα κυκλώματα του συστήματος πέδησης λειτουργίας αλλά και από το χειρόφρενο.
Σε κατάσταση οδήγησης, ο θάλαμος παροχής όπως και ο θάλαμος του κυκλώματος χειρόφρενου υπόκεινται την ίδια πίεση και η γραμμή ελέγχου του ρυμουλκούμενου εκτονώνεται διαμέσου της κεντρικής θύρας ανακούφισης. Μία αύξηση στην πίεση του εμβόλου ελέγχου του κυκλώματος πέδησης 1 (κορυφή) ή του συστήματος πέδησης 2 (κάτω μέρος) οδηγεί σε ανάλογη αύξηση της πίεσης στη γραμμή ελέγχου του ρυμουλκούμενου.
Το μεγαλύτερο έμβολο ελέγχου του συστήματος πέδησης 1 εννοείται ότι έχει προτεραιότητα έναντι του εμβόλου ελέγχου του κυκλώματος 2. Μείωση στην πίεση των κυκλωμάτων πέδησης λειτουργίας οδηγεί σε μία ίδια μείωση στην γραμμή ελέγχου του ρυμουλκούμενου.
Η εκτόνωση του κυκλώματος χειρόφρενου μεγαλώνει την πίεση στο θάλαμο προς την γραμμή ελέγχου του ρυμουλκούμενου. Η εφαρμογή του αέρα στο κύκλωμα του χειρόφρενου εκτονώνει και τη γραμμή ελέγχου του ρυμουλκούμενου.
Σχήμα 4.37. Συνδυασμένος κύλινδρος πέδησης για σφηνοειδή φρένα. 1. Γραμμή ελέγχου ελατηριωτού εκκινητή πέδησης
2. Γραμμή ελέγχου κυλίνδρου ενός θαλάμου 3. Διωστήρας πίεσης 4. Έμβολο διωστήρα 5. Ελεύθερος κοχλίας
Συνδυασμένος κύλινδρος πέδησης για σφηνοειδή φρένα.
Ο συνδυασμένος κύλινδρος πέδησης αποτελείται από έναν κύλινδρο διαφράγματος ενός θαλάμου για τα φρένα λειτουργίας και έναν ελατηριωτό εκκινητή πέδησης για το χειρόφρενο. Ο κύλινδρος και ο ελατηριωτός ενεργωτής πέδησης

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.65
συνδέονται εν σειρά και δρούν πάνω σε ένα κοινό διωστήρα πίεσης. Μπορούν να ενεργοποιηθούν ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλον. Η ταυτόχρονη εκκίνηση έχει ως αποτέλεσμα την πρόσθεση των δυνάμεών τους.
Ο κεντρικός ελεύθερος κοχλίας επιτρέπει - και χωρίς πεπιεσμένο αέρα - εφελκυσμό του ελατηρίου του ελατηριωτού ενεργωτή πέδησης (Σχήμα 4.36). Αυτή είναι η θέση συναρμολόγησης όταν γίνεται η τοποθέτησή του. Μετά την τοποθέτηση, ο ελεύθερος κοχλίας βιδώνεται μέσα στον εκκινητή και το ελατήριο δρα διαμέσου του εμβόλου διωστήρα στο μηχανισμό της εκτεινόμενης σφήνας. Η εκροή συμπιεσμένου αέρα μπροστά από το έμβολο απελευθέρωσης χειρόφρενου κινεί το έμβολο ενάντια στην δύναμη του ελατηρίου, έτσι εκτείνεται το ελατήριο και απελευθερώνει το φρένο. Όταν το φρένο λειτουργίας ενεργοποιηθεί, ο συμπιεσμένος αέρας ρέει πίσω από το διάφραγμα και δρα διαμέσου του εμβόλου και του διωστήρα πίεσης στο μηχανισμό εκτεινόμενης σφήνας. Η μείωση της πίεσης οδηγεί ξανά το φρένο σε απελευθέρωση.
Συμπλήρωση αέρα γίνεται επίσης, κατά την διάρκεια της κανονικής πέδησης, όπου μέρος της πίεσης χάνεται. Αυτό εγγυάται αρκετή υπολειπόμενη διαδρομή εμβόλου σε περίπτωση δυσλειτουργίας. Το άνοιγμα και κλείσιμο της αντλίας, εάν η πίεση των αεροφυλακίων πέσει σε χαμηλό επίπεδο, πραγματοποιείται μέσω ασφαλιστικών διακοπτών πίεσης.
Σχήμα 4.38. Διάγραμμα συστήματος ABS 3 (Bosch).
1. Βαλβίδα πέδησης 2. Εξομοιωτής διαδρομής 3&4. Έμβολα κυρίως κυλίνδρου πέδησης 5. Διακόπτης διαδρομής εμβόλου
6. Έμβολο εμπλοκής 7. Διακόπτης πίεσης συσσωρευτή

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.66
8. Διακόπτης πίεσης 9. Συμπληρωματική βαλβίδα 10. Βαλβίδα ABS, (Bosch Handbook 1996).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5_________________________________________________________________ Αναρτήσεις
5.1 Εισαγωγή
Ένα από τα βασικότερα τμήματα του αυτοκινήτου είναι το σύστημα ανάρτησης. Πρόκειται για το πιο πολύπλοκο ίσως τμήμα του, γιατί δεν αποτελείται απλώς από μια σειρά μηχανικών μερών συνδεδεμένων μεταξύ τους, αλλά από μια πληθώρα στοιχείων που περιλαμβάνουν κινηματικούς μηχανισμούς και λειτουργικούς περιορισμούς που απαιτούν μια πολύ λεπτή συνεργασία. Πολλές φορές όμως όλοι οι παραπάνω παράγοντες έχουν αλληλοσυγκρουόμενα αποτελέσματα και για το λόγο αυτό ο μηχανικός καλείται να σταθμίσει όλους τους αντίθετους αυτούς παράγοντες και να τους συνδυάσει κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Κλασσικό παράδειγμα των παραπάνω είναι το πρόβλημα άνεσης - κρατήματος. Όπως είναι γνωστό, ένα όχημα είναι τόσο πιο άνετο κατά την πορεία, όσο πιο μαλακή είναι η ανάρτηση του. Αντίθετα, όσο πιο σκληρή είναι η τελευταία, τόσο πιο καλή η οδική συμπεριφορά του οχήματος. Καταλαβαίνει λοιπόν κανείς πόσο δύσκολη είναι η επιλογή του τύπου και των χαρακτηριστικών της ανάρτησης, όταν χρειάζεται να γίνουν τέτοιου είδους συμβιβασμοί.
Το σύστημα ανάρτησης αποτελεί ένα πολύπλοκο και σημαντικό σύστημα του αυτοκινήτου. Αυτό ευθύνεται (κατά κύριο λόγο) για την ευστάθεια του οχήματος κατά την κίνηση, τόσο στις ευθείες όσο και στις στροφές. Το "πως στέκεται στο δρόμο" ένα αυτοκίνητο, είναι απείρως πιο σημαντικό από το αν διαθέτει εκείνο ή το άλλο αξεσουάρ,

5.2 ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ
αν και στην πλειοψηφία του ο καταναλωτής πιστεύει το αντίθετο. Για το λόγο αυτό οι αυτοκινητοβιομηχανίες δίνουν μεγάλη προσοχή στην μελέτη και σχεδίαση των αναρτήσεων, με αποτέλεσμα να διαθέτουν ένα πλούσιο ρεπερτόριο τέτοιων συστημάτων στην προσπάθεια για βέλτιστη συμπεριφορά των προϊόντων τους.
Σχήμα 5.1.1 Τα βασικά στοιχεία του συστήματος ανάρτησης
Πριν αναφερθούμε στην θεωρία της ανάρτησης θα περιγράψουμε μερικούς
αντιπροσωπευτικούς τύπους συστημάτων αναρτήσεων. Το πλαίσιο του αυτοκινήτου φέρει το βάρος του κινητήρα, του αμαξώματος, των μηχανικών μερών και των επιβατών. Το πλαίσιο με τη σειρά του στηρίζεται στα ελατήρια, που αποτελούν τη σύνδεση του αυτοκινήτου με τους τροχούς και με το δρόμο. Ανεξαρτήτως του τύπου του ελατηρίου, όλα λειτουργούν με παρόμοιο τρόπο. Το βάρος του οχήματος ενεργεί σαν μια αρχική συμπίεση στα ελατήρια. Τα τελευταία θα συμπιεστούν ακόμα περισσότερο, ή θα εκταθούν, καθώς οι τροχοί περνούν πάνω από ανωμαλίες του δρόμου. Έτσι, οι τροχοί μπορούν να αλλάζουν θέση κατά κάποιο τρόπο ανεξάρτητα από το πλαίσιο. Δηλαδή, τα ελατήρια παραλαμβάνουν ένα μεγάλο μέρος της κίνησης των τροχών.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ 5.3
Στο αυτοκίνητο χρησιμοποιούνται 4 βασικοί τύποι ελατηρίων: ελικοειδή ελατήρια, ημιελλειπτικά ελατήρια, ράβδοι στρέψης, και πνευματικά ελατήρια. Τα περισσότερα σύγχρονα επιβατικά οχήματα χρησιμοποιούν ελικοειδή ελατήρια σε όλους τους τροχούς. Παλαιότερα ήταν πιο διαδεδομένη και η χρήση των ημιελλειπτικών για τους πίσω τροχούς, σήμερα όμως χρησιμοποιούνται σε βαριά οχήματα ή οχήματα ειδικής χρήσης (φορτηγά, jeep, κ.λ.π.). Ράβδοι στρέψης χρησιμοποιούνται αρκετά συχνά, σε συνδυασμό όμως με ελικοειδή ελατήρια και αποσκοπούν στο να απορροφούν τις κλίσεις που παίρνει το αμάξωμα κατά το διαμήκη άξονα (αντιστρεπτικές δοκοί). Τέλος, οι υδροπνευματικές αναρτήσεις χρησιμοποιούνται σπανίως και μόνο από μερικές εταιρείες που διαθέτουν τη σχετική τεχνογνωσία και παράδοση όπως η Citroen. Πνευματικές αναρτήσεις χρησιμοποιούνται και σε μεγάλα φορτηγά και λεωφορεία. Τα χαρακτηριστικά είδη ελατηρίων που χρησιμοποιούνται σήμερα κατατάσσονται όπως: i. Ελικοειδή ελατήρια. Αποτελούνται από μία μακριά ράβδο χάλυβα κυκλικής
διατομής, που τυλίγεται περί κύλινδρο σε σχήμα έλικας. Το υλικό κατεργάζεται κατάλληλα (προσμίξεις, βαφή, κ.λ.π), ώστε να αποκτήσει την απαιτούμενη ελαστικότητα.
ii. Ημιελλειπτικά ελατήρια. Κατασκευάζονται από μια σειρά επίπεδων χαλύβδινων φύλλων με διαβάθμιση μήκους, τοποθετημένα το ένα πάνω στο άλλο. Κατά τη χρήση το ελατήριο αυτό λειτουργεί σαν μια εύκαμπτη ράβδος. Μια κοινή ράβδος ικανή να αντέξει το βάρος του οχήματος δε θα ήταν πολύ εύκαμπτη. Αντιθέτως, μια ράβδος φτιαγμένη από μεταλλικά φύλλα τα οποία δεν είναι σταθερά συνδεδεμένα μεταξύ τους και μπορούν να ολισθαίνουν το ένα σε σχέση με το άλλο όταν η ράβδος κάμπτεται, συμπεριφέρεται πολύ καλύτερα.
iii. Ράβδοι στρέψης. Πρόκειται για τις γνωστές αντιστρεπτικές δοκούς, οι οποίες δεν αποτελούν από μόνες τους αυτόνομο σύστημα ανάρτησης, αλλά φροντίζουν για την πλευρική σταθερότητα του οχήματος. Η λειτουργία τους είναι η ακόλουθη: η δοκός αυτή ενώνει τους δύο τροχούς του ίδιου άξονα (είτε μπροστά είτε πίσω), με αποτέλεσμα να συνδέει τις μετατοπίσεις των τροχών αυτών. Όταν για παράδειγμα το όχημα βρίσκεται σε μια δεξιά στροφή, τότε το σασί τείνει να ανασηκωθεί από την εσωτερική πλευρά. Η αντιστρεπτική δοκός αντιστέκεται ακριβώς σ'αυτό το φαινόμενο, δημιουργώντας μια ροπή αντίθετης φοράς που κατά κάποιο τρόπο καθηλώνει το αμάξωμα στο έδαφος.

5.4 ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ
Σχήμα 5.1.2: Εμπρόσθια ανάρτηση με παράλληλους βραχίονες και ελικοειδή ελατήρια και οπίσθια ανάρτηση με ημιελλειπτικά ελατήρια και άκαμπτο άξονα.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ 5.5
Πνευματική ανάρτηση. Στην ανάρτηση αυτή, τα συμβατικά ελατήρια αντικαθίστανται με
ελαστικά δοχεία αέρος. Κάθε τέτοιο δοχείο είναι γεμάτο συμπιεσμένο αέρα, ο οποίος συγκρατεί το βάρος του οχήματος. Όταν ο τροχός συναντήσει ένα εξόγκωμα του δρόμου, ο αέρας συμπιέζεται περισσότερο και απορροφά την ταλάντωση. Μια αντλία αέρος (συμπιεστής), παρέχει αέρα στο σύστημα. Ο αέρας αυτός κατόπιν πηγαίνει διαμέσου λεπτών σωλήνων στα δοχεία. Το όλο σύστημα είναι έτσι σχεδιασμένο ώστε, όχι μόνο να απορροφά τις ανωμαλίες του εδάφους, αλλά και να διατηρεί σταθερό ύψος του οχήματος από το δρόμο, ανεξαρτήτως βάρους. Υπάρχει ακόμα και δυνατότητα να ανασηκώνεται το όχημα σε αρκετό ύψος πάνω από το κανονικό, κατά βούληση του οδηγού. Αυτό μπορεί να αποδειχτεί ωφέλιμο σε περιπτώσεις ανωμάλου εδάφους, παρά το γεγονός ότι η υπερύψωση της ανάρτησης συχνά συνοδεύεται και από αύξηση της σκληρότητάς της.
Σχήμα 5.1.3: Υδροπνευματική Ανάρτηση

5.6 ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ
5.1.4 Αναρτώμενο και μη αναρτώμενο βάρος
Οι όροι αυτοί αναφέρονται στο μέρος εκείνο του οχήματος που στηρίζεται στα ελατήρια και σε εκείνο που δεν στηρίζεται σε αυτά. Το πλαίσιο (σασί) και τα μέρη που στηρίζονται πάνω του είναι αναρτώμενο βάρος. Αντιθέτως οι τροχοί (λάστιχα, ζάντες, φρένα) και οι άξονες δεν στηρίζονται στα ελατήρια και είναι μη αναρτώμενο βάρος (Σχήμα 5.1.1). Γενικά, το μη αναρτώμενο βάρος πρέπει να είναι όσο το δυνατόν μικρότερο, επειδή όσο πιο μεγάλο είναι τόσο πιο ανώμαλη είναι η κίνηση. Για παράδειγμα ας θεωρήσουμε ένα τροχό. Αυτός με την ανάρτηση του και τη μάζα του οχήματος αποτελούν ένα σύστημα στο οποίο το ένα σώμα επηρεάζει το άλλο. Αν λοιπόν ο τροχός είναι μικρού βάρους, τότε με την κίνηση του δεν επηρεάζει τη μάζα του οχήματος. Αλλά αν το βάρος του είναι υπολογίσιμο, τότε η κίνηση του γίνεται αισθητή στο όχημα. Για αυτό το λόγο το μη αναρτώμενο βάρος πρέπει να είναι όσο το δυνατόν μικρότερο, ώστε να αντιπροσωπεύει ένα μικρό τμήμα του συνολικού βάρους.
Σχήμα 5.1.4 Μπροστινή ανάρτηση με γόνατα McPherson και αντιστρεπτική δοκό.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ 5.7
Σχήμα 5.1.5 Οπίσθια ανάρτηση με δοκό διατομής ανεστραμμένου U.
Σχήμα 5.1.6 Οπίσθια ανάρτηση με άκαμπτο άξονα.

5.8 ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ
Σχήμα 5.1.7: Οπίσθια ανάρτηση με υστερούντες βραχίονες.
Σχήμα 5.1.8 : Οπίσθια ανάρτηση De-Dion.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ 5.9
Σχήμα 5.1.9 : Σύστημα ανάρτησης του Citroen 2CV.
Σχήμα 5.1.10 Ανάρτηση με γόνατα McPherson και πολλαπλούς συνδέσμους.

5.10 ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ
5.1.5 Αποσβεστήρες
Το ιδανικό ελατήριο για την ανάρτηση του αυτοκινήτου θα έπρεπε να κάνει γρήγορη απόσβεση και να επιστρέψει στην αρχική του θέση γρήγορα. Αυτό όμως δεν είναι δυνατόν να γίνει. Ένα πολύ μαλακό ελατήριο θα επέτρεπε πολύ μεγάλη κίνηση, ενώ ένα σκληρό θα έδινε πολύ ανώμαλη κίνηση. Το μειονέκτημα αυτό του ελατηρίου έρχεται να λύσει ο αποσβεστήρας (αμορτισέρ). Ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί ένας αποσβεστήρας είναι υδραυλικός. Περιέχει ένα υγρό το οποίο περνάει μέσα από μικρές οπές καθώς ο αποσβεστήρας λειτουργεί κάτω από την πίεση του ελατηρίου. Η αντίσταση του υγρού στην κίνηση δημιουργεί μια καθυστέρηση στην κίνηση του ελατηρίου, αποσβένοντας έτσι τις ταλαντώσεις του ελατηρίου. Υπάρχουν διάφορα είδη αποσβεστήρων, όπως το αμορτισέρ λαδιού, αερίου, απλής ενέργειας, διπλής ενέργειας, κ.α.
Σχήμα 5.1.2. Αποσβεστήρες μονού και διπλού σωλήνα.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ 5.11
5.2 Πηγές Διέγερσης Ταλαντώσεων σε Οχήματα 5.2.1 Γενικά
Τα αυτοκίνητα ταξιδεύουν με μεγάλες ταχύτητες με αποτέλεσμα να ταλαντώνονται σε μια μεγάλη περιοχή συχνοτήτων. Αυτές οι ταλαντώσεις μεταδίδονται στους επιβάτες είτε μέσω του σώματος είτε μέσω της όρασης ή της ακοής. Ο όρος άνεση αναφέρεται συνήθως σε αισθητές ταλαντώσεις, ενώ οι ακουστικές ταλαντώσεις αναφέρονται ως θόρυβος. Εναλλακτικά το εύρος των ταλαντώσεων μπορεί να διαιρεθεί ανάλογα με τη συχνότητα και να ταξινομηθεί ως άνεση (0-25 Hz) και θόρυβος (25-20000 Hz). Το όριο των 25 Hz είναι περίπου το κατώτερο όριο ακοής, όπως επίσης και το ανώτερο όριο των απλών ταλαντώσεων που είναι κοινές σε όλα τα οχήματα. Οι διάφοροι τύποι ταλαντώσεων είναι συχνά τόσο αλληλένδετοι μεταξύ τους που είναι δύσκολο να τους θεωρήσει κανείς ξεχωριστά. Οι ταλαντώσεις είναι ένα από τα πιο βασικά κριτήρια για τη σχεδιαστική και δομική ποιότητα ενός αυτοκινήτου.
Σχήμα 5. 2.1 Τρόπoι ταλάντωσης αυτοκινήτου κατά SAE (Society of Automotive
Engineers)

5.12 ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ
Η κατανόηση της άνεσης περιλαμβάνει τη μελέτη τριών κυρίως θεμάτων: -Πηγές διεγέρσεων κατά τη διάρκεια της κίνησης . -Βασικοί μηχανισμοί της απόκρισης του οχήματος στις ταλαντώσεις. -Η ευαισθησία και η ανεκτικότητα του ανθρώπου στις ταλαντώσεις.
Στο σχήμα 5.2.1 φαίνονται οι τρόποι ταλάντωσης ενός αυτοκινήτου κατά την SAE.
5.2.2 Πηγές Διέγερσης
Υπάρχουν πολλές πηγές οι οποίες μπορούν να διεγείρουν ταλαντώσεις κατά τη διάρκεια της κίνησης ενός οχήματος. Συνήθως χωρίζονται σε δύο κατηγορίες αυτές που οφείλονται στην τραχύτητα του δρόμου και πηγές διέργεσης που υπάρχουν πάνω στο όχημα. Οι πηγές πάνω στο όχημα προέρχονται από τα περιστρεφόμενα στοιχεία, που είναι οι τροχοί και τα ελαστικά, ο κινητήριος άξονας, ο κινητήρας και το κιβώτιο ταχυτήτων. Αναλυτικά οι διάφορες πηγές διέγερσης είναι Τραχύτητα του δρόμου
Η τραχύτητα του δρόμου περιλαμβάνει τις λακκούβες που οφείλονται σε τοπικές αστοχίες του οδοστρώματος και τις τυχαίες ανωμαλίες που οφείλονται στις ανοχές της ακρίβειας με την οποία κατασκευάζεται ή επισκευάζεται η επιφάνεια του δρόμου. Η τραχύτητα περιγράφεται από την κατακόρυφη μεταβολή του προφίλ του δρόμου κατά μήκος των τροχιών πάνω από τις οποίες περνάει το όχημα. Τα προφίλ του δρόμου κατατάσσονται στην ευρεία κατηγορία των τυχαίων σημάτων μεγάλου εύρους και γι' αυτό περιγράφονται είτε από το ίδιο το προφίλ είτε με στατιστικά στοιχεία. Μία από τις πιο χρήσιμες αναπαραστάσεις είναι η συνάρτηση Ισχύος Φασματικής Πυκνότητας που στη βιβλιογραφία αναφέρονται σαν PSD (Power Spectral Density).
Όπως για κάθε τυχαίο σήμα οι ανωμαλίες του προφίλ του δρόμου μετρώνται σε ένα μήκος δρόμου και μπορούν να αναλυθούν μέσω της διαδικασίας μετασχηματισμού Fourier σε σειρές ημιτονοειδών κυμάτων που διαφέρουν μεταξύ τους στο εύρος και τη γωνία φάσης. Η συχνότητα των ανωμαλιών εκφράζεται ως αριθμός κύματος (wavenumber) με μονάδες κύκλους ανά μέτρο (ή κύκλους ανά πόδι) και είναι το αντίστροφο του μήκους κύματος ενός ημιτονοειδούς σήματος στο οποίο βασίζεται. Όταν οι συναρτήσεις PSD (Power Spectral Density) είναι καθορισμένες, κατασκευάζονται διαγράμματα σαν το ακόλουθο (σχήμα 5.2.2). Αν και η συνάρτηση PSD κάθε τμήματος δρόμου είναι μοναδική, όλοι οι δρόμοι εμφανίζουν τη χαρακτηριστική μείωση του εύρους σε σχέση με το μήκος κύματος.
Η τραχύτητα σε ένα δρόμο είναι η απόκλιση στο ύψος του δρόμου που είναι αισθητή από το όχημα καθώς αυτό κινείται κατά μήκος του δρόμου. Αυτό οφείλεται στο ότι η τραχύτητα ενεργεί ως κατακόρυφη μετατόπιση στους τροχούς και διεγείρει κατακόρυφες ταλαντώσεις κατά την κίνηση του οχήματος.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ 5.13
Σχήμα 5.2.2: Τυπικά διαγράμματα φασματικών συχνοτήτων
για διάφορα προφίλ οδοστρωμάτων και ανωμαλιών (T. Gillespie, Fundamentals of Vehicle Dynamics)
Σχήμα 5.2.3: Διάγραμμα κανονικοποιημένων φασματικών πυκνοτήτων εισόδου εγκάρσιας περιστροφής (Roll) σε τυπικό δρόμο.

5.14 ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ
Ας φανταστούμε ένα όχημα με φυσική συχνότητα περιστροφής 1.0 Hz που ταξιδεύει
με 88 ft/sec ή 26.82 m/sec (60 mph ή 96.6 km/h). Η διέγερση εγκάρσιας περιστροφής από το δρόμο για μήκος κύματος 88 ft ή 26.82 m (συχνότητα 0.011 cycles/ft ή 0.0373 cycles/m) θα διεγείρει κατευθείαν περιστροφικές κινήσεις. Ωστόσο το εύρος της περιστροφής σε αυτή τη συχνότητα είναι μόνο το 10% της κατακόρυφης εισόδου και έτσι οι επιβάτες αισθάνονται περισσότερο τις ταλαντώσεις λόγω αναπηδήσεως (bounce) παρά λόγω περιστροφής. Διεγέρσεις του κινητήριου άξονα.
Η δεύτερη βασική πηγή διεγέρσεων στα αυτοκίνητα δημιουργείται από τον κινητήριο άξονα. Οι διεγέρσεις αυτού οφείλονται συνήθως σε δύο πηγές τις εξής : i) Αζυγοσταθμία της μάζας του κινητήριου άξονα ii) Δευτερογενή ζεύγη δυνάμεων ή ροπών που επιβάλλονται στον κινητήριο άξονα εξαιτίας της γωνίας που σχηματίζει ο αρθρωτός σύνδεσμος τύπου σταυρού.
Μαζική αζυγοσταθμία Η αζυγοσταθμία στον κινητήριο άξονα μπορεί να προέρχεται από το συνδυασμό των πέντε παρακάτω παραγόντων: i) Ασυμμετρία των περιστρεφόμενων μερών. ii) Ο άξονας μπορεί να μην είναι κεντραρισμένος στη φλάντζα στήριξης του ή στον τελικό συνδετικό του πείρο. iii) Ο άξονας μπορεί να μην είναι ευθύγραμμος. iv) Οι ανοχές περιστροφής μπορούν να επιτρέψουν στον άξονα να ξεκεντραριστεί. v) Ο σύνδεσμος είναι ελαστικό μέλος και μπορεί να καμφθεί.
Δευτερογενή ζεύγη δυνάμεων Η χρησιμοποίηση αρθρωτών μελών στον κινητήριο άξονα όταν αυτός λειτουργεί υπό γωνία είναι η αιτία της δημιουργίας πηγών διέγερσης εξαιτίας του δευτερογενούς ζεύγους δυνάμεων που αναπτύσσεται. Το μέγεθος και η διεύθυνση του δευτερογενούς ζεύγους δυνάμεων μπορεί να καθοριστεί από ένα απλό άθροισμα των διανυσμάτων των ροπών όπως φαίνεται στο σχήμα 5.2.4. Το μέγεθος της δευτερογενούς ροπής είναι ανάλογο της ροπής που εφαρμόζεται στον κινητήριο άξονα και της γωνίας του αρθρωτού συνδέσμου. Όταν η ροπή μεταβάλλεται κατά τη διάρκεια της περιστροφής εξαιτίας της μεταβολής της ροπής που παράγει η μηχανή το δευτερογενές ζεύγος δυνάμεων θα μεταβάλλεται αντίστοιχα. Το δευτερογενές ζεύγος δρα σαν δυνάμεις στα σημεία στήριξης του κινητήριου άξονα. Γι'αυτό αυτές οι δυνάμεις αυτές μεταβάλλονται με την περιστροφή του κινητήριου άξονα και επιβάλλουν δυνάμεις αζυγοσταθμίας στο όχημα.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ 5.15
Σχήμα 5.2.4 Οι αντιδράσεις της ροπής εισόδου - εξόδου και το δευτερογενές ζεύγος δυνάμεων που προκαλούν.
Οι μεταβολές της ροπής μπορούν επίσης να δράσουν απευθείας στην μετάδοση και
στον πίσω άξονα. Αυτές οι μεταβολές της ροπής στον άξονα θα μεταβάλλουν τις δυνάμεις στο έδαφος και γι'αυτό μπορούν να δημιουργήσουν διαμήκεις ταλαντώσεις στο όχημα.
Το σχήμα 5.2.5 δείχνει τη φύση των ταλαντώσεων που μπορούν να δημιουργηθούν λόγο των ανωμαλιών του άξονα μετάδοσης και των τροχών-ελαστικών. Σ' αυτή την περίπτωση οι επιταχύνσεις μετρήθηκαν στην καμπίνα φορτηγού κάτω από προσεχτικά ελεγχόμενες συνθήκες (το όχημα λειτούργησε σε ομαλό δρόμο για να απαλειφθούν οι ταλαντώσεις από το περιβάλλον που θα μετέβαλλαν το αποτέλεσμα).

5.16 ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ
Σχήμα 5.2.5 Φασματικός χάρτης των ταλαντώσεων που δημιουργούνται από τις ανωμαλίες του κινητήριου άξονα και των τροχών.
Κινητήρες και Σύστημα Μετάδοσης Κίνησης. Ο κινητήρας είναι η κύρια πηγή ισχύος σε ένα όχημα. Το γεγονός ότι περιστρέφεται και δίνει ροπή στον κινητήριο άξονα μπορεί να αποτελέσει μια πηγή διεγέρσεως ταλαντώσεων στο όχημα. Ακόμα, η μάζα του κινητήρα αν χρησιμοποιηθεί σωστά, μπορεί να λειτουργήσει και ως αποσβεστήρας ταλαντώσεων.
Οι εμβολοφόρες μηχανές μεταφέρουν ισχύ μέσω μίας κυκλικής διεργασίας και γι'αυτό η ροπή που μεταφέρεται από το στρόφαλο δεν έχει σταθερό μέγεθος. Στον στροφαλοφόρο άξονα η μεταφερόμενη ροπή αποτελείται από μία σειρά παλμών που αντιστοιχούν στο χρόνο παραγωγής ισχύος κάθε κυλίνδρου. Ο σφόνδυλος ενεργεί ως ένας αδρανειακός αποσβεστήρας. Αυτές οι μεταβολές της ροπής που ενεργούν μέσω του κινητήριου άξονα μπορούν να προκαλέσουν διέγερση δυνάμεων στο όχημα παρόμοιες με αυτές που παράγονται από το δευτερογενές ζεύγος δυνάμεων που προέρχονται από τους αρθρωτούς συνδέσμους τύπου σταυρού όπως έχει περιγραφεί προηγούμενα.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ 5.17
Σχήμα 5.2.6 Μονάδα ισχύος τετρακίνητου αυτοκινήτου (Peugeot 405 Mi 16) Οι εμβολοφόροι κινητήρες μπορούν να προκαλέσουν δυνάμεις και ροπές σε
διευθύνσεις διαφορετικές από την περιστροφή ως αποτέλεσμα των αζυγοσταθμιών στις παλινδρομούσες ή περιστρεφόμενες μάζες. Αυτές παίρνουν τη μορφή δυνάμεων ή ζευγών δυνάμεων στην περιστροφική συχνότητα της μηχανής ή στη δεύτερη αρμονική αυτής και πρέπει να απομονωθούν. Για τους πιο κοινά χρησιμοποιούμενους τύπους κινητήρων οι απαιτήσεις ζυγοστάθμισης είναι οι ακόλουθες:
i) Τετρακύλινδρος, σε σειρά: Κατακόρυφη δύναμη σε συχνότητα διπλάσια της
συχνότητας περιστροφής μπορεί να ζυγοσταθμιστεί με αντίθετα περιστρεφόμενους άξονες.
ii) Τετρακύλινδρος, με ζεύγη κυλίνδρων αντιθέτου φοράς, επίπεδος: Διάφορες δυνάμεις και ροπές, στη συχνότητα περιστροφής και στη διπλάσια αυτής, εξαρτώμενες από τη διάταξη του εκκεντροφόρου άξονα. iii) Εξακύλινδρος, σε σειρά: Ζυγοστάθμιση σε όλες τις διευθύνσεις. iv) Εξακύλινδρος, δύο κύκλων: Κατακόρυφο ζεύγος δευτερογενών δυνάμεων που
δημιουργούν ροπές με τάση περιστροφής ως προς τον κατακόρυφο άξονα και τάση προς καλπασμό στη συχνότητα περιστροφής, μπορεί να ζυγοσταθμιστεί.

5.18 ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ
v) Εξακύλινδρος, V 60 μοιρών: Δημιουργεί αντίθετο ζεύγος δυνάμεων στη συχνότητα περιστροφής και μπορεί να ζυγοσταθμιστεί με αντίθετα περιστρεφόμενους άξονες.
vi) Εξακύλινδρος, V 90 μοιρών (μη ομαλού χρονισμού): Δημιουργεί ροπή ως προς τον κατακόρυφο άξονα σε συχνότητα διπλάσια της συχνότητας περιστροφής και μπορεί να ζυγοσταθμιστεί με αντίθετα περιστρεφόμενους άξονες,
vii) Εξακύλινδρος, V 90 μοιρών (ομαλού χρονισμού): Δημιουργεί ροπές στην ταχύτητα του στροφαλοφόρου άξονα ως προς τον κατακόρυφο άξονα και ως προς καλπασμό, οι οποίες μπορούν να ζυγοσταθμιστούν. Ακόμα δημιουργεί σύνθετες αντίστοιχες ροπές σε ταχύτητα διπλάσια της περιστροφικής ταχύτητας οι οποίες μπορούν επίσης να ζυγοσταθμιστούν.
viii) Οκτακύλινδρος, σε σειρά: Ζυγοσταθμισμένος σε όλες τις διευθύνσεις. ix) Οκτακύλινδρος, V 90 μοιρών: Δευτερογενές ζεύγος δυνάμεως στην κύρια ταχύτητα
περιστροφής, μπορεί να ζυγοσταθμιστεί.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ 5.19
5.3 Εξομάλυνση της Κίνησης του Αυτοκινήτου 5.3.1 Γενικά
Εξαιτίας της κίνησης ενός οχήματος πάνω στο δρόμο εμφανίζονται ταλαντώσεις που προέρχονται κύρια από τις ανωμαλίες του εδάφους και από τη λειτουργία του κινητήρα και του μηχανισμού μετάδοσης της ισχύος. Οι ταλαντώσεις αυτές είναι και ο κυριότερος λόγος που ο οδηγός και οι επιβάτες κουράζονται στο αυτοκίνητο. Οταν αυτές οι ταλαντώσεις είναι αρκετά ισχυρές τότε μπορεί να προκαλέσουν στους επιβάτες και παθολογικά προβλήματα όπως ναυτία κ.λ.π. Ένας από τους πρωταρχικούς στόχους του σύγχρονου σχεδιασμού είναι να περιορίσει όσο γίνεται αυτές τις ταλαντώσεις.
Σχήμα 5.3.1 Ανωμαλίες στο οδόστρωμα
Η πρώτη μορφή ταλαντώσεων προέρχεται από τις ανωμαλίες του δρόμου (Σχ. 5.3.1) οι οποίες έχουν διαφορετικές διαστάσεις και σχήμα και υπάρχουν ακόμα και σε ασφαλτοστρωμένους δρόμους. Η τραχύτητα των δρόμων οφείλεται κυρίως σε δύο είδη ανωμαλιών:
α. σε μικροανωμαλίες (3-5mm ύψος 8-10mm μήκος) και β. σε κυματώσεις (10-12mm ύψος και 5-8mm μήκος)
Η εμφάνιση των μικροανωμαλιών έχει στοχαστικό χαρακτήρα ενώ οι κυματώσεις έχει παρατηρηθεί ότι εμφανίζονται σε δρόμους με συχνή κυκλοφορία ένα με δύο χρόνια μετά την ασφαλτόστρωση.

5.20 ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ
5.3.2 Πειραματική προσέγγιση του φαινομένου
Διάφορα πειράματα διεξάγονται για να εξεταστεί το κατά πόσο είναι ομαλή η κίνηση ενός οχήματος. Αυτά πραγματοποιούνται είτε στο εργαστήριο είτε σε πραγματικό δρόμο. Εχουν αναπτυχθεί αρκετές μέθοδοι για τη μελέτη του φαινομένου. Εκτός από μια γενική εκτίμηση, τα πειράματα εξετάζουν την επίδραση χαρακτηριστικών παραμέτρων της ταλάντωσης όπως το πλάτος της, η ταχύτητα και η επιτάχυνσή της. Τα μεγέθη που ενδιαφέρουν είναι οι διάφορες συχνότητες ταλαντώσεων που εμφανίζονται σε αναρτημένες ή μη μάζες.
Για την πειραματική διερεύνηση της δυναμικής συμπεριφοράς ενός οχήματος στο εργαστήριο χρησιμοποιούνται οι παρακάτω μέθοδοι για την παραγωγή ταλαντώσεων: a. πιέζοντας προς το έδαφος απότομα το σασί του αυτοκινήτου και κατόπιν
απελευθερώνοντας το απελευθερώνοντας τα φρένα την ίδια στιγμή b. με ανύψωση του οχήματος με τη βοήθεια ειδικής πλατφόρμας σε ένα ύψος μεταξύ
50 και 60mm και στη συνέχεια αφήνοντάς το γρήγορα (αυτές οι δυο μέθοδοι χρησιμοποιούνται για να βρεθούν οι συχνότητες ταλάντωσης όπως και η φύση της απόσβεσης και τέλος για να καθορισθούν τα κέντρα ταλάντωσης του οχήματος).
c. ανεβάζοντας το αυτοκίνητο πάνω σε μια σταθερή πειραματική βάση που διαθέτει έκκεντρα τύμπανα τα οποία έχουν τη δυνατότητα να περιστρέφονται (τα τύμπανα μπορεί να είναι κάτω είτε από τους εμπρός τροχούς είτε κάτω από τους πίσω είτε κάτω και από τους τέσσερις τροχούς). Στην περίπτωση που τα τύμπανα έχουν τοποθετηθεί μόνο κάτω από τους εμπρός ή τους πίσω τροχούς τότε εξετάζονται οι ταλαντώσεις που προκαλούνται στις αντίστοιχες αναρτήσεις ενώ στην άλλη περίπτωση εξετάζεται ο συνδυασμός των ταλαντώσεων των εμπρός και πίσω τροχών.
d. ταλαντώνοντας περιοδικά τις πλατφόρμες πάνω στις οποίες στέκεται το όχημα e. ανεβάζοντας τους τροχούς του οχήματος πάνω σε μετακινούμενες λωρίδες οι
οποίες έχουν πάνω τους τεχνητές ανωμαλίες (σχήμα 5.3.2.).

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ 5.21
Σχήμα 5.3.2 : Τεχνητές ανωμαλίες για δοκιμές αναρτήσεων
Για τη διεξαγωγή αυτών των πειραμάτων συνήθως χρησιμοποιούνται ανωμαλίες 50mm ύψος και 250, 500 και 1000 mm μήκος, οι οποίες μοιάζουν αρκετά στο προφίλ των πραγματικών που εμφανίζονται στο δρόμο. Εκτός από αυτές χρησιμοποιούνται και πιο κοντές ανωμαλίες περίπου 120 mm μήκους και 25, 35 και 50 mm ύψους, οι οποίες προσομοιάζουν άσφαλτο, λιθόστρωτο η άλλες επιφάνειες δρόμων. Όταν οι ταλαντώσεις ενός οχήματος εξετάζονται στο εργαστήριο, τότε οι ταλαντώσεις του πλαισίου, των τροχών και των επιβατών στις θέσεις τους, καταγράφονται με τη βοήθεια ενός καταγραφικού.

5.22 ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ
Ταυτόχρονα, ο χρόνος σημειώνεται πάνω στην ταινία του καταγραφικού. Ενα ταχύμετρο χρησιμοποιείται για να υπολογιστεί η γωνιακή ταχύτητα των τύμπανων από την οποία εύκολα μπορεί να υπολογιστεί η ταχύτητα του οχήματος.
Σχήμα 5.3.3 : Διάταξη μελέτης ταλαντώσεων αυτοκινήτων

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ 5.23
Σχήμα 5.3.4 : Σύχρονο εργαστήριο μελέτης αναρτήσεων (MTS Systems Corporation)
Τα αποτελέσματα των πειραμάτων επξεργάζονται στη συνέχεια για να εκτιμηθούν οι συχνότητες ταλάντωσης των αναρτημένων η μη μαζών, καθώς επίσης για την αξιολόγηση του εύρους, της ταχύτητας και της επιτάχυνσης της ταλάντωσης. Για να αποκτηθούν συγκρίσιμα αποτελέσματα για διαφορετικά αυτοκίνητα κατά τη διάρκεια πειραμάτων στο δρόμο, οι ταλαντώσεις προκαλούνται οδηγώντας το όχημα πάνω από τεχνητές ανωμαλίες καθορισμένου προφίλ (δύο ανωμαλίες και για τους δεξιά και για τους αριστερά τροχούς αντίστοιχα). Οι ανωμαλίες διασχίζονται με διαφορετικές ταχύτητες ξεκινώντας από 1.4-2.8 m/s και αυξάνονται κατά 1.4 m/s. Για τις δοκιμές δρόμου συνήθως χρησιμοποιούνται καμπύλες διαμήκεις ανωμαλίες. Ο δρόμος διαθέτει μεγάλες (1.5-2.5 m) και μικρές (0.8-1.2 m) περιοχές με ανωμαλίες. Ο χρόνος που αυτές διασχίζονται σε μια ταχύτητα από 5.5-11 m/sec είναι ίσος για τις μεγάλες ανωμαλίες με την περίοδο των ταλαντώσεων χαμηλών συχνοτήτων ενώ για τις μικρές είναι ίσος με την περίοδο των ταλαντώσεων υψηλών συχνοτήτων.
Διάφορα οχήματα της ίδιας κατηγορίας δοκιμάζονται σε δρόμους με ανωμαλίες ίδιου μήκους και ύψους. Στη περίπτωση των φορτηγών π.χ. οι ανωμαλίες πρέπει να έχουν μήκος 0.8 και 3m. Οταν εξετάζονται οχήματα με σκληρή ή μαλακή ανάρτηση, το ύψος των ανωμαλιών πρέπει να είναι 40 και 80 mm αντίστοιχα. Κατά τη διάρκεια των δοκιμών

5.24 ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ
η απόλυτη κίνηση του σασί και των μη αναρτημένων μαζών είναι αυτή που ενδιαφέρει και καταγράφεται με σημείο αναφοράς το έδαφος.
Μετά την επεξεργασία των αποτελεσμάτων των δοκιμών καθορίζονται οι μεγαλύτερες αποκλίσεις των διαφόρων μερών του αυτοκινήτου από μια γραμμή αποτελεσμάτων κατά την πρώτη περίοδο ταλάντωσης όπως επίσης καθορίζεται και η συχνότητα των διαφόρων ταλαντώσεων. Η μετατόπιση του ελαστικού στοιχείου της ανάρτησης μπορεί να εκτιμηθεί από την απόσταση μεταξύ των καμπυλών ταλάντωσης των αξόνων των τροχών και του σώματος του οχήματος. Οι γωνιακές ταλαντώσεις του σασί βρίσκονται από την κάθετη κίνηση των σημείων της που τοποθετούνται στον εμπρός και στον πίσω άξονα.
Κατά τη διάρκεια των δοκιμών η ταχύτητα του οχήματος πρέπει οπωσδήποτε να διατηρείται σταθερή. Αν η ταχύτητα μετριέται από ένα ταχύμετρο τότε το λάθος μπορεί να είναι της τάξης του 10% - 30%. Η ακρίβεια της μέτρησης για χαμηλές ταχύτητες μπορεί να αυξηθεί αν καθοριστούν οι σχέσεις μετάδοσης του κιβωτίου ταχυτήτων και μετρηθούν οι στροφές του κινητήρα με τη βοήθεια ενός στροφόμετρου. Εν τούτοις η πιο ακριβής μέθοδος μέτρησης της μέσης ταχύτητας ενός αυτοκινήτου γίνεται με σημάδια χρόνου κατανεμημένα πάνω σε ένα φωτογραφικό φιλμ ή πάνω σε ένα καταγραφικό με τη βοήθεια ενός αυτογραφικού (autotimer). Αν το μήκος του τμήματος του δρόμου και ο χρόνος της κίνησης είναι γνωστά τότε μπορεί εύκολα να υπολογιστεί η μέση ταχύτητα. Οι τιμές της επιτάχυνσης κατά τη διάρκεια των ταλαντώσεων καθορίζονται από τις καταγραφές της ταινίας ενός επιταχυνσιόμετρου. Πειραματικός υπολογισμός της ροπής αδράνειας των αναρτημένων μαζών
Οταν εξετάζεται κατά πόσο είναι εξομαλυμένη η κίνηση ενός αυτοκινήτου και υπολογίζονται τα στοιχεία της ανάρτησης είναι απαραίτητο να είναι γνωστή η ροπή αδράνειας των αναρτημένων μαζών (σασί) η οποία συμβολίζεται με Ιb,, ως προς άξονα ο οποίος περνά από το κέντρο βάρους του αυτοκινήτου και είναι κάθετος στον διαμήκη άξονα του. Η απλούστερη μέθοδος για να καθοριστεί αυτή η ροπή αδράνειας είναι να ταλαντώνεται το όχημα γύρω από τους άξονες των τροχών του. Γι' αυτό το λόγο οι μπροστινοί ή οι πίσω τροχοί με τα ελαστικά τους στερεώνονται σε βάσεις σχήματος V όπως φαίνεται στο σχήμα 5.3.5 και η πίεση στα ελαστικά αυξάνεται στη μέγιστη επιτρεπόμενη τιμή. Ο άλλος άξονας μαζί με την ανάρτηση αφαιρούνται και αντικαθίστανται από ελατήρια. Το μπροστινό μέρος του αυτοκινήτου διεγείρεται κατάλληλα για να προκληθούν ταλαντώσεις.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ 5.25
Η ροπή αδράνειας των αναρτημένων μαζών ενός οχήματος Ι ως προς τον άξονα ο οποίος διέρχεται από τον άξονα περιστροφής Ο1 μπορεί να βρεθεί από τον τύπο (σε N.m.s2):
21
2
1 π4Τlƒ κ
= (5.3.1)
όπου κ = σταθερά ελατηρίου (Ν/m) l = απόσταση του κέντρου του ελατηρίου από το κέντρο της περιστροφής (m) Τ1 = περίοδος της ταλάντωσης (sec)
Σχήμα 5.3.5 Καθορισμός της ροπής αδράνειας ενός αυτοκινήτου
Η ροπή αδράνειας Ib των αναρτημένων μαζών του οχήματος (σε Ν.m.s2) σε σχέση με τον άξονα περιστροφής που περνάει από το κέντρο βάρους Ο και κάθετα στο διαμήκη άξονα του οχήματος μπορεί να βρεθεί από τη σχέση: Ib = I1 - mb R0
2 (5.3.2) όπου mb = μάζα των αναρτημένων μαζών του οχήματος (kg) R0 = απόσταση από το κέντρο βάρους Ο των αναρτημένων μαζών του οχήματος σε σχέση με τον άξονα περιστροφής Ο1 (σχήμα 5.3.5), (m).
Η επίδραση των αποσβεστήρων στην ομαλότητα της κίνησης μελετάται με ειδικά πειράματα στα οποία οι δυνάμεις αντίστασης καθορίζονται σε διάφορες συχνότητες και πλάτη ταλάντωσης και επίσης σε διάφορες πιέσεις και θερμοκρασίες του περιεχομένου ρευστού.

5.26 ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ
5.3.3. Χαρακτηριστικά στην ομαλότητα της κίνησης
Οι επιδράσεις που δημιουργούνται σε ένα ανθρώπινο οργανισμό εξαιτίας των
ταλαντώσεων ενός οχήματος εκτιμούνται υποκειμενικά. Ακόμα και σήμερα ούτε μια παράμετρος δεν υπάρχει που να μπορεί να εκτιμήσει την ομαλότητα της κίνησης ενός οχήματος ή να συσχετίσει ποσοτικά τα αποτελέσματα αυτών των ταλαντώσεων με τα χαρακτηριστικά του οχήματος. Για αυτό το λόγο η ομαλότητα της κίνησης ενός οχήματος εκτιμάται από: ♦ Την περίοδο της ταλάντωσης Τ η οποία είναι ο χρόνος σε δευτερόλεπτα κατά τη
διάρκειά του οποίου εκτελείται μια πλήρης ταλάντωση. ♦ Τη συχνότητα της ταλάντωσης που είναι ο αριθμός των ταλαντώσεων στη μονάδα
του χρόνου, δηλαδή T1n =
♦ To πλάτος της ταλάντωσης zmax το οποίο είναι η μέγιστη μετατόπιση από τη θέση ισορροπίας σε m.
♦ Την ταχύτητα της ταλάντωσης που είναι η πρώτη παράγωγος της κίνησης στο
χρόνο, σε m/sec. ♦ Την επιτάχυνση της ταλάντωσης η οποία είναι η δεύτερη παράγωγος του πλάτους
στη μονάδα του χρόνου, η πρώτη παράγωγος της ταχύτητας στη μονάδα του χρόνου σε m/sec2.
♦ Το λόγο αύξησης της επιτάχυνσης η οποία είναι η πρώτη παράγωγος της επιτάχυνσης ή η δεύτερη παράγωγος της ταχύτητας στη μονάδα του χρόνου, σε m/sec3.
Εχει καθιερωθεί και επιβεβαιωθεί πειραματικά ότι όλα τα οχήματα εμφανίζουν
ταλαντώσεις οι οποίες υποδιαιρούνται σε ταλαντώσεις υψηλών συχνοτήτων (5-13Hz) και σε ταλαντώσεις χαμηλών συχνοτήτων (0.8-2 Hz). Οι μη αναρτημένες μάζες συνήθως ταλαντώνονται σε υψηλές συχνότητες ενώ οι αναρτημένες μάζες ταλαντώνονται σε χαμηλές συχνότητες. Ταλαντώσεις υψηλών συχνοτήτων που συμβαίνουν ακόμα και με χαμηλά πλάτη (τραντάγματα, δονήσεις) δημιουργούν άσχημα αισθήματα σα να πρόκειται να δημιουργήσουν βλάβες. Ενας άνθρωπος δεν αισθάνεται τις ταλαντώσεις που μοιάζουν με αυτές που προκαλούνται όταν περπατάει γιατί έχει συνηθίσει στη συχνότητα ανάμεσα στα 1.17 - 1.66 Hz από την παιδική του ηλικία. Τα σύγχρονα αυτοκίνητα ταλαντώνονται ανάμεσα στα όρια αυτών των συχνοτήτων (1.0 - 1.3 Hz).

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ 5.27
Οταν η ταχύτητα της ταλάντωσης αυξάνεται, η ομαλότητα της κίνησης χειροτερεύει. Τα χαρακτηριστικά της ταλάντωσης σε σύγκριση με την ταχύτητα σε (m/sec) δείχνονται παρακάτω:
καθόλου αντιληπτή 0.035 λίγο αντιληπτή 0.035-1 πολύ αντιληπτή 0.1-0.2 δυνατά αντιληπτή 0.2-0.3 δυσάρεστη ή πολύ δυσάρεστη 0.3-0.4
Τα αποτελέσματα των εναλλασσομένων επιταχύνσεων πάνω στον ανθρώπινο οργανισμό εξαρτώνται πολύ από τις συχνότητες της ταλάντωσης. Όταν η συχνότητα αυξάνει, ακόμα και μικρές επιταχύνσεις μπορεί να δημιουργούν δυσάρεστα αποτελέσματα.
Στις συχνότητες στις οποίες το όχημα ταλαντώνεται, το μεγαλύτερο ρόλο για την απαλότητα της κίνησης τον παίζει ο ρυθμός μεταβολής της επιτάχυνσης. Ασχημα αισθήματα εμφανίζονται στα 25m/sec3 και δυσάρεστα στα 40m/sec3. Γι' αυτό ο ρυθμός αύξησης της επιτάχυνσης δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 25 m/sec3 και αισθάνεται κανείς δυσάρεστα στα 40m/sec3. Γι' αυτό ο ρυθμός αύξησης της επιτάχυνσης δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 25m/sec3. Στον πίνακα 5.3.2 που ακολουθεί παρουσιάζεται η επιτάχυνση που επιτρέπεται για υγιή άνθρωπο μέσης ηλικίας.
ΠΙΝΑΚΑΣ 5.3.1
ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΕΙΣ ΤΑΛΑΝΤΩΣΕΩΝ
Συχνότητα (Hz) Επιταχύνσεις (m/sec2)
δυσάρεστες παθολογικές 1 2.3 2.7
1.5 2.1 2.5 2 1.9 2.3 3 1.7 2.0
ΠΙΝΑΚΑΣ 5.3.2
ΕΠΙΤΡΕΠΟΜΕΝΕΣ ΤΙΜΕΣ ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗΣ ΓΙΑ ΔΙΑΦΟΡΑ ΕΙΔΗ
ΤΑΛΑΝΤΩΣΕΩΝ (ΣΕ m/sec3)
Ταλαντώσεις κάθετες διαμήκεις εγκάρσιες
απαλό περπάτημα 1.0 0.6 0.5 εύκολη οδήγηση 2.5 1.0 0.7 μικρό ταξίδι 4.0 2.0 1.0

5.28 ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ
Ας προσπαθήσουμε να θεμελιώσουμε τη σχέση μεταξύ των ξεχωριστών χαρακτηριστικών της ομαλότητας της κίνησης ενός οχήματος, θεωρώντας αρμονική ταλάντωση ενός σώματος με βάρος G (σχήμα 5.3.6) με ένα βαθμό ελευθερίας τοποθετημένο πάνω σε ένα ελατήριο με σταθερά κ (Ν/m). Αν το ελατήριο είναι χωρίς φορτίο τότε το σώμα κατέχει τη θέση Ι. Οταν το σύστημα είναι σε ισορροπία τότε το ελατήριο είναι στατικά παραμορφωμένο κάτω από την επίδραση της δύναμης G και έτσι παίρνει τη θέση ΙΙ οπότε ισχύει:
κ=
Gf
Σχήμα 5.3.6 Ταλάντωση σώματος με ένα βαθμό ελευθερίας
Εστω τώρα ότι το σώμα απομακρύνεται από τη θέση ισορροπίας του στη θέση ΙΙΙ με
ταυτόχρονη συμπίεση του ελατηρίου. Στη συνέχεια ελευθερώνεται το σώμα για να μπορεί να ταλαντωθεί ελεύθερα. Αν η κίνηση του σώματος καταγράφει σε μια ταινία η οποία μετακινείται με σταθερή ταχύτητα, η καταγραφή θα δείξει τις ταλαντώσεις του σώματος. Μπορεί τότε να βρεθεί στην καμπύλη το πλάτος zmax το οποίο είναι ίσο με τη μέγιστη μετατόπιση από τη θέση ισορροπίας και η περίοδος Τ (ίση με το χρόνο που παρεμβάλλεται μεταξύ δύο ίδιων σημείων πάνω στη καμπύλη, π.χ. μεταξύ των δύο διαδοχικών κορυφών). Κατά τη διάρκεια των ταλαντώσεων το σώμα μεταβάλλει ανομοιόμορφα τη θέση του, την ταχύτητα του, την επιτάχυνση του και το ρυθμό μεταβολής της επιτάχυνσής του για κάθε χρονική στιγμή.
Η διαφορική εξίσωση της ταλάντωσης γι' αυτή την περίπτωση έχει την παρακάτω μορφή
02
2
=+ zdt
zdm κ (5.3.3)
που μια λύση της έχει τη μορφή
Tm
zz κsinmax= (5.3.4)

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ 5.29
όπου zmax είναι η μέγιστη μετατόπιση σε m.
Η τιμή km
στην εξίσωση (5.3.4) είναι η γωνιακή συχνότητα για ελεύθερες
ταλαντώσεις ω. Από τα παραπάνω η εξίσωση (5.3.4) μπορεί να γραφεί ως εξής:
tsinzz max ω=
Από την τελευταία εξίσωση βρίσκονται οι σχέσεις που συνδέουν τα ανεξάρτητα χαρακτηριστικά της ομαλότητας της κίνησης στην περίπτωση των αρμονικών ταλαντώσεων. Η ταχύτητα ταλάντωσης (σε m/sec)
tzdtdzv ωω cosmax== (5.3.5)
Η επιτάχυνση της ταλάντωσης (σε m/sec2)
tzdt
zdj ωω sin2max2
2
−== (5.3.6)
Ο ρυθμός αύξησης της επιτάχυνσης (σε m/sec3)
tzdt
zddtdj ωω cos3
max3
3
−== (5.3.7)
Η κυκλική συχνότητα ω και η συχνότητα ταλάντωσης σχετίζονται με την εξίσωση
mc
π.21
π.2T1n =
ω==
Αντικαθιστώντας την τιμή της σταθεράς c από την εξίσωση (5.3.3) και εκφράζοντας τη μάζα m ως G/g η συχνότητα ταλάντωσης θα είναι;
fg
π.21n =
Από την πιο πάνω σχέση προκύπτει ότι όσο μεγαλύτερη είναι η στατική παραμόρφωση του ελατηρίου τόσο μικρότερη είναι η φυσική συχνότητα ταλάντωσης. Γι' αυτό το λόγο μαλακές αναρτήσεις χρησιμοποιούνται για να ελαττώσουν τις φυσικές συχνότητες ενός σώματος και έτσι να βελτιώσουν την άνεση της κίνησης. Στο επόμενο κεφάλαιο παρουσιάζονται τα κριτήρια ανέσεως Janeway. Ορίζουν το αποδεκτό εύρος ταλαντώσεων ως συνάρτηση της συχνότητας. Από τα κριτήρια αυτά προκύπτει ότι καθώς η συχνότητα αυξάνει το αποδεκτό εύρος μειώνεται.

5.30 ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ
Στην κατασκευή οχημάτων ο μηχανικός επιλέγοντας ένα σύστημα ανάρτησης πρέπει
να βεβαιωθεί ότι κατά την κίνηση του αυτοκινήτου δε θα ξεπεραστούν τα επιτρεπτά όρια ταλάντωσης για τις συνθήκες λειτουργίας για τις οποίες προορίζεται. Θα πρέπει να αναφερθούν επίσης τα διάφορα όρια ανέσεως που έχουν προταθεί από διαφόρους οργανισμούς και ερευνητές και ακολουθήθηκαν κατα το σχεδιασμό.
Σχήμα 5.3.7 Ανάρτηση εμπρός - πίσω Peugeot 405

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ 5.31
5.3.4 Ταλαντώσεις αυτοκινήτου Ελαστικότητα της ανάρτησης
Θεωρώντας το ένα τέταρτο του αυτοκινήτου το μοντέλο της ανάρτησής του περιγράφεται στο σχήμα 5.3.8.
Σχήμα 5.3.8 Μοντέλο της ανάρτησης ενός τετάρτου του αυτοκινήτου Ενα απλοποιημένο διάγραμμα ενός κατακόρυφα ταλαντούμενου αυτοκινήτου φαίνεται
στο σχήμα 5.3.9.α όπου Κ1 και Κ2 η συνολική δυσκαμψία της εμπρός και της πίσω ανάρτησης. Η πραγματική δυσκαμψία μιας ανάρτησης είναι η δυσκαμψία ενός ελατηρίου ή ενός οποιουδήποτε ελαστικού στοιχείου του οποίου η μετατόπιση είναι ίση με την ολική μετατόπιση της ανάρτησης και των ελαστικών όταν αυτά παίρνουν το ίδιο φορτίο. Για να καθοριστεί η συνολική δυσκαμψία το σχήμα 5.3.9.b δείχνει ένα βάρος G πάνω σε ένα ελατήριο σταθεράς ks και του ελαστικού τροχού του οποίου η δυσκαμψία (σταθερά ελατηρίου) είναι kt.

5.32 ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ
Σχήμα 5.3.9 Απλοποιημένο διάγραμμα του συστήματος ανάρτησης του αυτοκινήτου
και καθορισμός της συνολικής σταθεράς δυσκαμψίας της ανάρτησης.
Το βάρος G μετατοπίζει το ελαστικό σύστημα κατά ένα μήκος ίσο με το άθροισμα των μετατοπίσεων του ελαστικού και του μέρους της ανάρτησης που παραμορφώνεται. Συγχρόνως, η ολική μετατόπιση του συστήματος υπολογίζεται από την αλλαγή στη θέση του άξονα του τροχού και δίνεται (σε m) από τη σχέση:
effkGf =
όπου keff είναι η πραγματική δυσκαμψία της ανάρτησης και του ελαστικού μαζί (σε Ν/m). Αρα θα είναι:
tseff k
GkG
kG
+=
Λύνοντας την παραπάνω εξίσωση ως προς keff έχουμε
k k kk keff
s t
s t
=+.
Η δυσκαμψία του μπροστινού ή του πίσω συστήματος ανάρτησης στα σύγχρονα αυτοκίνητα κυμαίνεται μεταξύ των τιμών 20 και 60 ΚΝ/m. Οι μικρότερες τιμές δυσκαμψίας αναφέρονται σε επιβατικά αυτοκίνητα ενώ οι μεγαλύτερες σε φορτηγά.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ 5.33
Είδη ταλαντώσεων
Το σώμα ενός οχήματος έχει έξι βαθμούς ελευθερίας (σχήμα 5.3.10) και μπορεί να εκτελεί έξι διαφορετικές ταλαντώσεις. Οι μετατοπίσεις που οφείλονται στις γραμμικές ταλαντώσεις κατά μήκος των αξόνων xx, yy, zz δείχνονται αντίστοιχα ως Sx, Sy, Sz ενώ οι αντίστοιχες γωνιακές μετατοπίσεις ως αx, αy, αz.
Σχήμα 5.3.10 Είδη ταλαντώσεων σε ένα όχημα
Συνήθως εξαιτίας της περιπλοκότητας που έχει ένα σύστημα με έξι βαθμούς ελευθερίας και στην προσπάθεια να απλοποιηθούν οι υπολογισμοί της ανάρτησης όσο γίνεται, θεωρείται το σασί ενός αυτοκινήτου σαν ένα σύστημα με δύο βαθμούς ελευθερίας. Λαμβάνεται υπό όψη μόνο η αναπήδηση Sz και ο καλπασμός αy (Σχήμα 5.3.10). Αυτές οι ταλαντώσεις είναι οι πιο βασικές για την άνεση επειδή παράγουν την πιο δυσάρεστη ενόχληση στον ανθρώπινο οργανισμό.
Κατακόρυφες ταλαντώσεις του αμαξώματος εμφανίζονται όταν οι τροχοί περνούν πάνω από ανωμαλίες του δρόμου. Μερικές φορές αυτές οι ταλαντώσεις εντείνονται, πράγμα το οποίο μπορεί να προκαλέσει εμφάνιση συντονισμού όταν η συχνότητα της διέγερσης είναι κοντά σε μια από τις φυσικές συχνότητες του συστήματος. Για να μειωθούν οι ταλαντώσεις αυτές χρησιμοποιούνται μαλακές αναρτήσεις και αποσβεστήρες κρούσης.

5.34 ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ
Σχήμα 5.3.11 Ταλάντωση καλπασμού αy. Κέντρο ελαστικότητας
Το κέντρο ελαστικότητας ενός συστήματος είναι το σημείο εκείνο που εμφανίζονται ευθύγραμμες μόνο μετατοπίσεις όταν εφαρμοστεί μια εξωτερική δύναμη πάνω σ' αυτό. Για να υπολογιστεί η θέση του κέντρου ελαστικότητας ενός αυτοκινήτου θεωρείται αυτό σαν μια δοκός η οποία βρίσκεται πάνω σε δύο ελατήρια όπως στο σχήμα 5.3.12. Αν η εξωτερική διαταραχή δεν εφαρμόζεται στο κέντρο ελαστικότητας (c.e.) τότε συνυπάρχουν και ευθύγραμμη και γωνιακή μετατόπιση στο σώμα του αυτοκινήτου όπως αυτό μοντελοποιήθηκε. Οταν όμως η δύναμη εφαρμοστεί στο κέντρο ελαστικότητας τότε εμφανίζονται μόνο ευθύγραμμες μετατοπίσεις οι οποίες φαίνονται στο σχήμα 5.3.12. στις θέσεις 1 και 2. Στην τελευταία περίπτωση οι μετατοπίσεις των αναρτήσεων f1 και f2 είναι ίδιες και η αy δεν υπάρχει.
Σχήμα 5.3.12 Εύρεση του κέντρου ελαστικότητας.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ 5.35
Η απόσταση του κέντρου ελαστικότητας από το κέντρο βάρους του οχήματος
προκύπτει από την εξίσωση ισορροπίας του συστήματος της δοκού:
∑ =−−= 021 bRPxaRM cg (5.3.8)
όπου R1 και R2 είναι οι αντιδράσεις. Λύνοντας την εξίσωση (5.3.8) ως προς x βρίσκεται
P
bRaRx 21 −= (5.3.9)
Για τις αντιδράσεις R1 και R2 (σε Ν) ισχύει:
R1 = k1 f1και R2 = k2 f2 (5.3.10) όπου k1 και k2 είναι οι δυσκαμψίες των ελαστικών στοιχείων της ανάρτησης και f1 και f2 οι αντίστοιχες μετατοπίσεις. Επίσης ισχύουν οι παρακάτω σχέσεις:
221121 fkfkRRP +=+= (5.3.11)
Αντικαθιστώντας τις τιμές των R1, R2 και Ρ απο την εξίσωση (5.3.9) προκύπτει:
2211
2211
fkfkafkafk
x+
−= (5.3.12)
Επίσης ισχύει:
21 ff = (5.3.13)
και από τις εξισώσεις (5.3.12) και (5.3.13) τελικά προκύπτει:
21
21
kkbkakx
+−
= (5.3.14)
Γενικά το σώμα του οχήματος ταλαντώνεται σε μια συχνότητα από τις φυσικές του. Για
να μελετηθούν οι ελεύθερες ταλαντώσεις ενός οχήματος στο κατα μήκος κάθετο επίπεδο, οι αναρτημένες μάζες (δηλαδή η μάζα mb του σώματος, σχήμα 5.3.13) αντικαθίσταται από τρεις μάζες: m1, m2, m3 και μια αβαρή συνδετική δοκό (σχήμα 5.3.13b). Οι μάζες m1 και m2 είναι τοποθετημένες σε αποστάσεις αb και bb από το κέντρο βάρους του συστήματος. Για να μπορεί ένα σύστημα τριών μαζών να ανταποκρίνεται στη πραγματική μάζα του αναρτημένου τμήματος του αυτοκινήτου πρέπει να ισχύουν οι παρακάτω προϋποθέσεις:

5.36 ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ
• Το άθροισμα όλων των μαζών του συστήματος πρέπει να είναι ίσο με το βάρος της
αναρτημένης μάζας του αυτοκινήτου δηλαδή
bmmmm =++ 321 (5.3.15)
• Το κέντρο βάρους του οχήματος πρέπει να συμπίπτει με το κέντρο βάρους της αναρτημένης μάζας του οχήματος και άρα
(5.3.16) bb bmam 21 =
• Η ροπή αδράνειας του συστήματος ως προς τον άξονα yy ο οποίος είναι κάθετος στο επίπεδο του συστήματος και περνάει από το κέντρο βάρους του πρέπει να είναι ίσο με τη ροπή αδράνειας της αναρτημένης μάζας ως προς το ίδιο άξονα δηλαδή
(5.3.17) 22
22
1 bbbb mIbmam ρ==+
όπου ρb είναι η ακτίνα αδράνειας της αναρτημένης μάζας του οχήματος ως προς τον άξονα yy.
Απο τη λύση των εξισώσεων (5.3.15), (5.3.16) και (5.3.17) βρίσκονται οι τιμές για τις μάζες m1, m2 και m3 σε kg
La
mmb
bb2
1ρ
= (5.3.18)
Lb
mmb
bb2
2ρ
= (5.3.19)
).
1(2
3bb
b baamm b−= (5.3.20)

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ 5.37
Σχήμα 5.3.13. Ελεύθερες ταλαντώσεις οχήματος
Αν τώρα η δοκός μετακινηθεί από τη θέση ισορροπίας και κατόπιν αφεθεί ελεύθερη θα αρχίσει να ταλαντώνεται πάνω στα ελαστικά μέλη που τη στηρίζουν.
Θα εξετασθεί η επίδραση της μάζας m3 και του κέντρου ελαστικότητας στις ταλαντώσεις της δοκού (σχήμα 5.3.13c). Κατά τη διάρκεια των ταλαντώσεων η δύναμη αδράνειας Pin που εφαρμόζεται στο κέντρο ελαστικότητας του συστήματος (σε Ν) θα είναι: jmPin .3=
όπου j είναι η αδρανειακή επιτάχυνση. Η δύναμη αδράνειας δημιουργεί ροπή σε σχέση με το κέντρο ελαστικότητας
jxmxinPinM 3==
Για να αποφευχθούν μεγαλύτερες αυξήσεις στις ταλαντώσεις καλπασμού του συστήματος η ροπή Μin πρέπει να είναι όσο γίνεται μικρότερη και αν είναι δυνατόν να γίνει ίση με μηδέν. Για να γίνει όμως η Μin ίση με μηδέν πρέπει είτε η μάζα m3 να γίνει ίση με μηδέν είτε η απόσταση x να γίνει ίση με μηδέν.

5.38 ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ
Ας υποτεθεί η περίπτωση στην οποία η μάζα m3 γίνεται ίση με μηδέν. Από την
εξίσωση (5.3.20) έχουμε ότι η μάζα m2 γίνεται ίση με μηδέν όταν:
12
=bb
b
baρ
γιατί η μάζα του σώματος mb δεν μπορεί να είναι ίση με μηδέν. Για να ισχύει αυτή η συνθήκη, ο σχεδιαστής πρέπει ή να κατανείμει αντίστοιχα τις μάζες του οχήματος για παράδειγμα τη μονάδα ισχύος να την πάει πιο μπροστά και το χώρο των αποσκευών πιο πίσω έτσι ώστε να εξασφαλίσει την απαιτούμενη ακτίνα αδράνειας ρb, η αν αυτό είναι δυνατό να αλλάξει το κέντρο βάρους του οχήματος.
Για σύγχρονα αυτοκίνητα ο λόγος
12
≅bb
b
baρ
και έτσι αυτά τα αυτοκίνητα έχουν πολύ πιο εξομαλυμένη κίνηση. Ας θεωρηθεί όμως μια άλλη περίπτωση όπου η απόσταση x είναι ίση με το μηδέν
δηλαδή το κέντρο βάρους να συμπίπτει με το κέντρο ελαστικότητας του οχήματος. Σ' αυτή την περίπτωση
021
21 =+−
=kk
bkakx bb
και άρα
babb
k
kήbbkbak ==
2
121
Aπό τα παραπάνω προκύπτει ότι οι δυσκαμψίες των ελατηρίων πρέπει να εκλέγονται έτσι ώστε να είναι αντιστρόφως ανάλογες των αποστάσεων τους από το κέντρο βάρους. Εχοντας δεδομένες τις σταθερές ελατηρίου είναι δυνατό να μετατοπιστούν οι αναρτήσεις κατάλληλα ώστε το όχημα να ταλαντώνεται στην κατακόρυφη διεύθυνση χωρίς να παρουσιάζει γωνιακές ταλαντώσεις δηλαδή καλπασμό.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ 5.39
Σχήμα 5.3.14 Γωνιακή ταλάντωση αx (Roll).
Οι τιμές της κατακόρυφης μετατόπισης Sz είναι σχεδόν αποδεκτές αν η συχνότητα ταλάντωσης είναι ανάμεσα στα προαναφερόμενα όρια (1.1 - 1.3 Ηz). Η περιστροφή αx (σχήμα 5.3.14) δημιουργείται από την επίδραση κρουστικών φορτίων που εφαρμόζονται στους τροχούς της μιας μόνο πλευράς του οχήματος όταν αυτό περάσει πάνω από μια ανωμαλία. Σ' αυτή την περίπτωση οι ροπές δημιουργούν εγκάρσιες ταλαντώσεις που εμφανίζονται και εξαφανίζονται. Η αιώρηση αυτή μπορεί να μειωθεί δραστικά χρησιμοποιώντας ένα εγκάρσιο σταθεροποιητή (ζανφορ) ο οποίος βελτιώνει τη γωνιακή δυσκαμψία της ανάρτησης.
Εκτός από τις ταλαντώσεις εξαιτίας των ανωμαλιών του δρόμου, ένα όχημα υπόκειται και σε ταλαντώσεις υψηλής συχνότητας με χαμηλά πλάτη οι οποίες προκαλούνται από τον κινητήρα, το κιβώτιο των ταχυτήτων και τα λάστιχα. Οι ταλαντώσεις αυτές πρακτικά δεν επηρεάζουν την ομαλότητα της κίνησης αλλά μπορεί να προκαλέσουν θόρυβο και να καταστρέψουν συνδέσεις μεταξύ των διαφόρων μερών του αυτοκινήτου. Οι ταλαντώσεις αυτές μπορεί να εξαλειφθούν ή τουλάχιστον να μειωθούν σημαντικά αν χρησιμοποιηθούν φλάντζες απορρόφησης κραδασμών και ελαστικά παρεμβύσματα ώστε να προλαμβάνεται ο συντονισμός. Επιπλέον, καθίσματα με ειδικό σχεδιασμό χρησιμοποιούνται για να μειώσουν την επίδραση των ταλαντώσεων στον οδηγό και στους επιβάτες.

5.40 ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ
5.3.5. Tο μοντέλο αναπήδησης και το μοντέλο καλπασμού
Για τη μελέτη των ταλαντώσεων ενός οχήματος μπορούν να χρησιμοποιηθούν διάφορα μοντέλα. Το μοντέλο του σχήματος 5.3.9 είναι με 6 βαθμούς ελευθερίας κίνησης και καλύπτει κάθε δυνατή περίπτωση ταλάντωσης. Ως βαθμοί ελευθερίας λαμβάνονται οι μετατοπίσεις κατά τις διευθύνσεις x, y, z, του οχήματος καθώς και οι γωνίες κυλίσεως αx, καλπασμού αy και περιστροφής αz του οχήματος.
Σχήμα 5.3.15. Μοντέλο αναπηδήσεως Η μάζα του αμαξώματος είναι η αναρτημένη μάζα ενώ η μάζα των τροχών κ.λ.π.
μερών της αναρτήσεως είναι η μη αναρτημένη μάζα. Για λόγους απλοποίησης του προβλήματος είναι χρήσιμο να μελετηθούν απλοποιημένα μοντέλα του οχήματος τα οποία επιτρέπουν να αναλυθούν ορισμένες ταλαντώσεις του.
Εάν είναι γνωστή η διέγερση στο όχημα μπορούν να επιλυθούν οι εξισώσεις κινήσεως με ηλεκτρονικό υπολογιστή και να προσδιοριστούν οι ιδιοσυχνότητες και οι ιδιομορφές του συστήματος. Θα μελετηθεί στη συνέχεια η επίπτωση του λόγου των αναρτημένων και των μη αναρτημένων μαζών στην μετάδοση των ταλαντώσεων από την ανάρτηση στο αμάξωμα. Αυτό μπορεί να γίνει μέσω της προσομοιώσεως με το

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ 5.41
μοντέλο του σχήματος 5.3.15. το οποίο είναι ένα μοντέλο δύο βαθμών ελευθερίας (μελέτη της κινήσεως αναπηδήσεως). Επίσης με το μοντέλο του σχήματος 5.3.16. μελετάται το φαινόμενο του καλπασμού δηλαδή του συνδυασμού κατακόρυφης και γωνιακής ταλάντωσης του αμαξώματος.
Σχήμα 5.3.16. Μοντέλο καλπασμού Μοντέλο αναπηδήσεως
Θεωρώντας το μοντέλο του σχήματος 5.3.15 καταστρώνονται οι παρακάτω διαφορικές εξισώσεις:
(5.3.21) 0)21()'2
'1(" =−+++ zzkzzsczsm
)(2'2)12("
2 tFztkztczzsczusm =++−+ (5.3.22)
όπου ms οι αναρτημένες μάζες mus οι μη αναρτημένες μάζες cs ο συντελεστής αποσβέσεως των αποσβεστήρων της ανάρτησης ct ο συντελεστής αποσβέσεως των ελαστικών ks η σταθερά του ελατηρίου της ανάρτησης kt η σταθερά του ισοδύναμου ελατηρίου που προσομειώνει τη
συμπεριφορά του ελαστικού F(t) είναι η διέγερση που ασκεί ο δρόμος στους τροχούς
Για να βρεθούν αναλυτικοί τύποι των ιδιοσυχνοτήτων θεωρείται σε πρώτη προσέγγιση αμελητέα η απόβεση και υπολογίζοντας αναλυτικά προκύπτουν οι ιδιοσυχνότητες ωs και

5.42 ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ
ωus (μπορεί να θεωρηθεί ότι η μια ιδιοσυχνότητα αντιστοιχεί στην μάζα ms και η άλλη στη μάζα mus):
s
tstss m
kkkk )/( +=ω (5.3.22)
us
tsus m
kk +=ω (5.3.23)
Όταν ο τροχός προσκρούει σε εμπόδιο αρχίζει να ταλαντώνεται και μετά από ελάχιστο
χρόνο φθάνει σε συχνότητα fus. Για τη μάζα ms η ταλάντωση της μάζας mus με συχνότητα fus αποτελεί διέγερση, η δε fus θα είναι η συχνότητα διεγέρσεως. Αλλά όπως είναι γνωστό όσο περισσότερο διαφέρει ο λόγος συχνότητας διεγέρσεως προς την ιδιοσυχνότητα από τη μονάδα τόσο μικρότερη είναι η μεταδοτικότητα της ταλάντωσης. Τούτο φαίνεται και στο σχήμα 5.3.17 όπου διαπιστώνεται και η επίδραση του συντελεστή απόσβεσης.
Σχήμα 5.3.17 Μεταδοτικότητα ταλαντώσεων

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ 5.43
Μοντέλο καλπασμού και αναπήδησης
Το μοντέλο είναι αυτό του σχήματος 5.3.18. Οι διαφορικές εξισώσεις κινήσεως είναι
0)2()1(" =Θ++Θ−+ lzrklzfkzsm (5.3.23)
0)2(2)1(1" =Θ++Θ−−Θ lzlrklzlfkyI (5.3.24)
Στη συνέχεια γίνονται οι αντικαταστάσεις
)(11 rkfk
smD += (5.3.25.1)
)12(12 lfklrk
smD −= (5.3.25.2)
)22
21(2
1)22
21(1
3 lrklfkyrsm
lrklfkyI
D +=+= (5.3.25.3)
όπου ry είναι η αδρανειακή ακτίνα κατά τη διεύθυνση Οy . kf είναι η σταθερά των εμπρός ελατηρίων και kr είναι η σταθερά των πίσω ελατηρίων ενώ l1 και l2 είναι η απόσταση των εμπρός και πίσω τροχών και ελατηρίων από το κέντρο βάρους του οχήματος. Τώρα οι εξισώσεις κινήσεως γράφονται ως εξής:
021" =Θ++ DzDz (5.3.26.1)
022
3" =+Θ+Θ zyr
DD (5.3.26.2)
Εάν υποτεθεί ότι D2 = 0 τότε γίνεται αποσύζευξη των ταλαντώσεων κατά z και κατά Θ. Η συνθήκη λοιπόν για να υπάρχει ανεξαρτησία των δύο ταλαντώσεων μεταξύ τους είναι: 1.2. lfklrk =
και στην περίπτωση αυτή οι δύο ιδιοσυχνότητες δίνονται από τις σχέσεις: 1Dz =ω (5.3.27)
2D=Θω (5.3.28)
Η αποσύζευξη αυτή δεν επιδιώκεται στην πράξη διότι δεν αντιστοιχεί σε άνετες συνθήκες ταλαντώσεων για τους επιβάτες.

5.44 ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ
Στην γενική περίπτωση οι ιδιοσυχνότητες υπολογίζονται αντικαθιστώντας στις εξισώσεις (5.3.26) λύσεις της μορφής
tzz ωcos.= (5.3.29)
tωcosΘ=Θ (5.3.30) οπότε προκύπτουν οι αλγεβρικές εξισώσεις για τα πλάτη ταλάντωσης z και Θ:
(5.3.31) 0)( 22
1 =Θ+− DzD ω
0)( 232
2 =Θ−+ ωDzrD
y
(5.3.32)
To σύστημα επιδέχεται μη μηδενικές λύσεις όταν η ορίζουσα είναι μηδέν, οπότε προκύπτει το χαρακτηριστικό πολυώνυμο του συστήματος των εξισώσεων:
0)22
21(2)31(4 =−++−
yr
DDDDD ωω (5.3.33)
οι δύο ιδιοσυχνότητες είναι:
2
222)31(
41)31(
212
1yr
DDDDD +−−+=ω (5.3.34)
2
222)31(
412)31(
212
2yr
DDDDD +−++=ω (5.3.35)
Οι ιδιοσυχνότητες ω1 και ω2 βρίσκονται πάντοτε εκτός των ωz και ωθ των αποσυζευγμένων κινήσεων.
Από τις εξισώσεις (5.3.31) και (5.3.32) υπολογίζονται τα ιδιοδυανύσματα τα οποία στην ουσία δίνουν το μέγιστο λόγο των ευρών. Ετσι ισχύει για την συχνότητα ω1
1
21
2
1D
Dz−
=Θ ωω
(5.3.36)
και για την ω2
1
22
2
2D
Dz−
=Θ ωω
(5.3.37)
Είναι προφανές ότι οι δύο αυτοί λόγοι εύρους έχουν αντίθετα πρόσημα.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ 5.45
Για να κατανοηθεί καλύτερα η κίνηση αναπηδήσεως και καλπασμού εισάγεται η έννοια του κέντρου ταλαντώσεως. Ενα κέντρο (το OC1) αντιστοιχεί στην ω1 και ένα αντιστοιχεί στην ω2 (το OC2): Ετσι για την ω1
1
21
21 D
Dlo −=ω
(5.3.38)
και για την ω2
1
22
22 D
Dlo −=ω
(5.3.39)
όπου lo1 και lo2 είναι οι αποστάσεις από το κέντρο βάρους. Εάν ο λόγος των ευρών είναι αρνητικός το κέντρο OC1 θα βρίσκεται μετά το κέντρο
μάζας (προς τα πίσω του οχήματος) αλλιώς θα βρίσκεται προς τα εμπρός του οχήματος (σχήμα 5.3.18).
Σχήμα 5.3.18. Κέντρα ταλάντωσης σε όχημα.
Γενικώς μια διέγερση στο εμπρός μέρος του οχήματος συνεπάγεται τόσο κίνηση
αναπηδήσεως όσο και καλπασμού. Θα αντιστοιχεί δε σε ταλάντωση γύρω από κάθε ένα από τα κέντρα ταλαντώσεως OC1 και OC2. Με άλλα λόγια η κίνηση του οχήματος θα είναι το άθροισμα των δύο συνιστωσών κινήσεων, η κάθε μία από τις οποίες γίνεται γύρω από κάθε κέντρο ταλαντώσεως.

5.46 ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ
Σχήμα 5.3.19. Συζευγμένη ανάρτηση εμπρός-πίσω (υδροπνευματική).
Συνήθως κέντρο αναπηδήσεως ονομάζεται αυτό το οποίο ευρίσκεται εκτός της βάσεως των τροχών (OC1 στο σχήμα 5.3.18) ενώ εκείνα που είναι εντός της βάσεως των τροχών ονομάζεται κέντρο καλπασμού (ΟC2 στο σχήμα 5.3.18.). Στα περισσότερα οχήματα η συχνότητα αναπηδήσεως είναι f1 ≅ 1.2 Ηz ενώ η συχνότητα καλπασμού είναι ελαφρώς ψηλότερη. Στα οχήματα με συζευγμένη ανάρτηση εμπρός πίσω (π.χ. σχήμα 5.3.19) η συχνότητα καλπασμού μπορεί να είναι μικρότερη της συχνότητας αναπηδήσεως. Απεναντίας η συχνότητα περιστροφής (roll) συνήθως είναι υψηλότερη (1.5-2.0 Hz) λόγω των περιορισμών που επιβάλλουν οι αντιστρεπτικές δοκοί στην στροφή κατα τον διαμήκη άξονα των οχημάτων.
Η θέση των κέντρων ταλαντώσεως έχει πρακτική επίδραση επί των χαρακτηριστικών της οδικής συμπεριφοράς του οχήματος. Ενδιαφέρουσα περίπτωση είναι αυτή των αποσυζευγμένων κινήσεων αναπηδήσεως και καλπασμού που συμβαίνει όπως ήδη αποδείχτηκε όταν: 21 .. lklk rf =
Σε αυτή την περίπτωση το ένα κέντρο ταλαντώσεως συμπίπτει με το κέντρο μάζας ενώ το άλλο βρίσκεται στο άπειρο.
Μια άλλη ενδιαφέρουσα περίπτωση είναι αυτή που αντιστοιχεί σε 21
2 .llry =
Τότε το ένα κέντρο ταλαντώσεως συμπίπτει με το σημείο στηρίξεως του εμπρός ελατηρίου και το άλλο με το σημείο στηρίξεως του πίσω ελατηρίου (επιβεβαίωση για l1=l02 και l2 = lo1). Στην περίπτωση αυτή έχουμε το μοντέλο του σχήματος 5.3.20 όπου η μάζα ms χωρίζεται σε δύο ισοδύναμες μάζες οι οποίες είναι:
21
2
lllms
+και
21
1
lllms
+
και είναι τοποθετημένες επί των ελατηρίων (δύο ισοδύναμα συστήματα συγκεντρωμένων μαζών με ένα βαθμό ελευθερίας το κάθε ένα).

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ 5.47
Σχήμα 5.3.20. Ισοδύναμο σύστημα συγκεντρωμένων μαζών πάνω από τις αναρτήσεις.
Οι αντίστοιχες ιδιοσυχνότητες δίνονται από τις εξισώσεις:
ss
ff lm
llk )( 21 +=ω και 1
21 )(lm
llk
s
rr
+=ω
Στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχει αλληλεπίδραση μεταξύ της εμπρός και της πίσω αναρτήσεως, η δε διέγερση στους εμπρός τροχούς δεν προκαλεί καμία ταλάντωση στους πίσω. Κάτι τέτοιο είναι βεβαίως επιθυμητό στην πράξη αλλά δύσκολα υλοποιείται. Συνήθως ο λόγος
21
2
llry
κυμαίνεται γύρω στο 0.8 για τα σπορ αυτοκίνητα και 0.9 - 1.0 για τα συμβατικά ενώ για τα εμπροσθοκίνητα φθάνει μέχρι 1.2.
Όταν υπολογίζονται οι συχνότητες ωf και ωr πρέπει να λαμβάνεται υπ'όψη ότι μια διέγερση από το δρόμο πρώτα επιδρά στους εμπρόσθιους τροχούς και με μια μικρή καθυστέρηση στους πίσω (σχήμα 5.3.21). Αυτό προκαλεί και την κίνηση καλπασμού του οχήματος. Για να ελαχιστοποιηθεί αυτή η κίνηση πρέπει να επιλεγεί kf<kr και ωf<ωr, πράγμα που έχει ως επακόλουθο τα δύο άκρα του οχήματος να έχουν την ίδια φάση στην κίνηση τους. Από απόψεως ανέσεως, ο καλπασμός είναι πολύ ενοχλητικότερος της αναπηδήσεως. Αλλά ο επιθυμητός λόγος εξαρτάται από το άθροισμα l1 + l2, την ταχύτητα του αυτοκινήτου και την κατάσταση του δρόμου.

5.48 ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ
Σχήμα 5.3.21 Διαφορά φάσης εμπρός και πίσω τροχών
με αποτέλεσμα την εμφάνιση καλπασμού. 5.3.6. Τυχαίες διεγέρσεις για τις αναρτήσεις O δρόμος ως τυχαία συνάρτηση
Για την προσομοίωση των διεγέρσεων από το δρόμο αρχικά χρησιμοποιούνταν ημιτονοειδείς, βηματικές ή τριγωνικές συναρτήσεις. Αυτές ήταν επαρκείς για τη συγκριτική μελέτη διαφόρων οχημάτων, αλλά ανεπαρκείς σε πραγματικές συνθήκες. Αργότερα χρησιμοποιήθηκε μια τυχαία συνάρτηση για να προσομοιάσει τη μορφή της επιφάνειας του δρόμου.
Το χαρακτηριστικό μιας τυχαίας συναρτήσεως είναι ότι η στιγμιαία τιμή της δεν μπορεί να προβλεφθεί με τρόπο ντετερμινιστικό, π.χ. το ύψος των ανωμαλιών του δρόμου κατά z πάνω από το επιπέδου αναφοράς δεν είναι προβλέψιμο ως συνάρτηση των συντεταγμένων x και y του εκάστοτε σημείου. Εντούτοις ορισμένες ιδιότητες των τυχαίων συναρτήσεων μπορούν να αποδοθούν στατιστικά. Π.χ. η μέση τιμή ή η μέση τετραγωνική τιμή μιας τυχαίας συναρτήσεως όπως επίσης και το περιεχόμενο της σε συχνότητες μπορεί να προσδιοριστεί μέσω της αναλύσεως Fourier.
Ορισμένες ιδιότητες των τυχαίων συναρτήσεων έχουν πρακτική σημασία. Π.χ. εάν οι στατιστικές ιδιότητες του τμήματος του δρόμου μεταξύ Α και Β είναι ίδιες με οποιαδήποτε άλλο τμήμα του δρόμου, οπότε οι στατιστικές ιδιότητες που αντιστοιχούν σε τμήμα του δρόμου μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως αντιπροσωπευτικές όλου του δρόμου και η συνάρτηση που περιγράφει τις ανωμαλίες του δρόμου είναι στάσιμη.
Η περιεκτικότητα σε συχνότητες μιας τυχαίας συναρτήσεως είναι επίσης σημαντική. Λαμβάνεται από τη χρησιμοποίηση της αναλύσεως Fourier οπότε εκτιμάται το εύρος

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ 5.49
κάθε συχνότητας που αντιπροσωπεύεται. Εάν δεν είναι διακριτές συχνότητες, τότε προσδιορίζεται το μέσο εύρος σε μια ζώνη συχνοτήτων.
Στις τυχαίες ταλαντώσεις δεν ενδιαφέρει συνήθως το εύρος της ταλάντωσης αλλά η μέση απόκλιση τετραγώνου της ταλάντωσης (RMS). Για μια αρμονική συνάρτηση Ζn(x), μέγιστου εύρους Zn και μήκους κύματος lωn ισχύει:
xΩZl
xZxZ nnn
nn sinπ2sin)( ==ω
όπου n
n lΩ
ω
π2=
Η μέση τετραγωνική τιμή θα είναι:
∫ =⎥⎥⎦
⎤
⎢⎢⎣
⎡=
nlZndx
nlx
nZnlnZω
ωω 0 2
2)π2sin(12
(5.3.40)
Για μια συνάρτηση περιέχουσα διακριτές συναρτήσεις συχνοτήτων, η περιεκτικότητα της σε συχνότητες εκφράζεται συναρτήσει των μέσων τετραγωνικών τιμών των συνιστωσών κάθε συχνότητας και το αποτέλεσμα είναι αντίστοιχα ένα διακριτό φάσμα.
Εάν S(nΩ0) είναι η πυκνότητα της μέσης τετραγωνικής τιμής στο τμήμα ΔΩ και στην συχνότητα nΩ0, τότε ισχύει:
22
2)( ZnΩοnΩS =
Ζ=Δ (5.3.41)
και επομένως η διακριτή πυκνότητα φάσματος θα δίνεται από την εξίσωση:
ΩnZ
ΩnZ
οnΩSΔ
=Δ
=2
22)( (5.3.42)
Εάν το φάσμα περιλαμβάνει πάρα πολλές συχνότητες, στο όριο τείνει να είναι συνεχές
όπως αυτό του σχήματος 5.3.23 και πρόκειται για συνεχή πυκνότητα φάσματος S(Ω). H μέση τετραγωνική τιμή της συναρτήσεως δίνεται τότε από την εξίσωση:
∫∞
=ο
dΩΩSZ )(2 (5.3.43)
Σε μια ζώνη συχνοτήτων Ω1 Ω2 υπολογίζεται η μέση τετραγωνική τιμή της συναρτήσεως από την παρακάτω σχέση:
∫=→2
1)(2
21
Ω
ΩdΩΩSΩΩZ (5.3.44)

5.50 ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ
Για τις περιπτώσεις που η επιφάνεια του δρόμου αντιπροσωπεύεται κατα την εκτίμηση της δυναμικής επίδρασής της επι του κινούμενου αυτοκινήτου απο μια τυχαία συνάρτηση χαρακτηρίζεται τότε από μια συνάρτηση πυκνότητας φάσματος. Τέτοιες συναρτήσεις για διάφορους τύπους δρόμων πρέπει να αναζητηθούν στη βιβλιογραφία. Ολες αυτές οι συναρτήσεις δίνονται ως συναρτήσεις της συχνότητας
ωl
Ω 1= (cycles/m)
Συνάρτηση αποκρίσεως σε τυχαία διέγερση
Η συνάρτηση αποκρίσεως εκφράζει μαθηματικά την επίδραση του αυτοκινήτου ως σύνολο στην διέγερση του δρόμου (ανεξάρτητα με το αν αυτή θεωρείται τυχαία η όχι). Στην συγκεκριμένη περίπτωση η συνάρτηση αποκρίσεως συνδέει την πυκνότητα φάσματος διεγέρσεως Sg(ω) με την πυκνότητα φάσματος αποκρίσεως Sy(ω) η οποία μας δίνει και την ταλαντωτική συμπεριφορά του αμαξώματος. Η συνάρτηση μεταφοράς ορίζεται ως ο λόγος της αποκρίσεως ως προς τη διέγερση για συνθήκες μόνιμου ταλαντώσεως (μετασχηματισμένες κατά Laplace). Π.χ. για τη μοντελοποίηση του οχήματος με μια μάζα, ένα ελατήριο και ένα αποσβεστήρα (ένας βαθμός ελευθερίας), το εύρος της συναρτήσεως μεταφοράς είναι:
222
2
)/2(])/(1[)/2(1)(
nn
nHωζωωω
ωζωω+−
+= (5.3.45)
όπου ω η συχνότητα διεγέρσεως, ω n η φυσική συχνότητα του συστήματος και ζ ο λόγος απόσβεσης. Το πραγματικό αυτοκίνητο όμως έχει πολύ περισσότερους βαθμούς ελευθερίας και μεταξύ του οχήματος και του οδηγού παρεμβάλλεται και η ελαστική ανάρτηση των καθισμάτων. Επιπρόσθετα οι τυχαίες διεγέρσεις στην είσοδο είναι περισσότερες από μία, και μάλιστα είναι τέσσερις, κάθε μια σε κάθε τροχό, η δε αλληλεπίδραση αυτών μεταξύ τους είναι σημαντική για τον προσδιορισμό της απόκρισης. Έτσι τελικά οι υπολογισμοί γίνονται πολυπλοκότεροι.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ 5.51
5.4 Σύγχρονες Τάσεις στα Συστήματα Αναρτήσεων 5.4.1 Συστήματα Αναρτήσεων
Στις μέρες μας αναπτύσσεται με γοργούς ρυθμούς το ενεργητικό σύστημα
αναρτήσεως. Τα μηχανικά συστήματα αναρτήσεων που έχουν χρησιμοποιηθεί έως τώρα αντιπροσωπεύουν ένα συμβιβασμό ανάμεσα στις απαιτήσεις για άνεση κατά τη διάρκεια της κίνησης και καλή κατευθυντικότητα και ασφάλεια κατά τους χειρισμούς.
Σχήμα 5.4.1: Ηλεκτρικά ελεγχόμενο ύψος και σκληρότητα οπίσθιας ανάρτησης Peugeot
Mi 16.

5.52 ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ
Οι πιθανότητες να ξεπεραστούν αυτοί οι συμβιβασμοί και να επιτύχουμε την
προσαρμοστικότητα του συστήματος ανάρτησης στις συνθήκες φόρτισης, τραχύτητα του δρόμου και τρόπους χειρισμού προσφέρονται από τους νέους ρυθμιζόμενους αποσβεστήρες, τα μεταβλητής δυσκαμψίας ελατήρια, τους χαμηλού κόστους σερβομηχανισμούς και τις μεγάλες δυνατότητες των μικροϋπολογιστών.
Σχήμα 5.4.2: Σχηματική παράσταση ηλεκτρονικά ελεγχόμενου συστήματος ανάρτησης.
Για την καλύτερη κατανόηση του προβλήματος ας δούμε τους παράγοντες που επηρεάζουν το σχεδιασμό των αναρτήσεων. Κριτήρια είναι η άνεση των επιβατών, οι απαιτήσεις σε διαδρομή του συστήματος ελατηρίου - αποσβεστήρα και η μεταβολή του φορτίου των τροχών. Ο καθοριστικός παράγοντας για την άνεση όπως ήδη έχει προαναφερθεί είναι η κατακόρυφη επιτάχυνση του πλαισίου του οχήματος, ένα μαλακό σύστημα ελατηρίου με χαμηλότερες επιταχύνσεις προσφέρει περισσότερη άνεση, αλλά σε τραχείς δρόμους, προκύπτουν υπερβολικές μετατοπίσεις των τροχών και αυτό οδηγεί στην αποκόλληση του ελαστικού από το δρόμο. Αντίθετα, μαλακά ελατήρια απαιτούν μεγάλο μήκος στην κατακόρυφη διαδρομή του τροχού που είναι δύσκολα διαθέσιμο σε μικρά οχήματα. Για λόγους ασφαλείας το φορτίο των τροχών θα πρέπει να είναι όσο είναι δυνατό σταθερό κατά τη διάρκεια ενός ολόκληρου ταξιδιού. Ισχυροί αποσβεστήρες απαιτούνται για μικρές δυναμικές μεταβολές του φορτίου των τροχών.
52

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ 5.53
Η αναγκαιότητα του συμβιβασμού γίνεται ακόμα δυσκολότερη εξαιτίας των επιπλέον
δυνάμεων που πρέπει να ελεγχθούν κατά τη διάρκεια των πλευρικών κινήσεων. Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί στην πλευρική επιτάχυνση κατά τη στροφή. Τελικά, οι προτιμήσεις αναφορικά με το πόσο μαλακή είναι η ανάρτηση διαφέρουν από χώρα σε χώρα και επηρεάζουν τον επιλεγόμενο συμβιβασμό.
Eίναι φανερό ότι τα ενεργητικά συστήματα ελατηρίου-αποσβεστήρα έχουν πολύ έργο να διεκπεραιώσουν. Ένα από αυτά είναι η προσαρμογή στα φορτία του αυτοκινήτου. Μερικά καινούργια συστήματα προσπαθούν να εκπληρώσουν προσωπικές επιθυμίες του οδηγού που αφορούν στην άνεση, ενώ ακόμα πιο πολύπλοκα συστήματα καταφέρνουν να μεταβάλλουν το βαθμό απόσβεσης αυτόματα για μέγιστη άνεση ή για ασφαλές κράτημα σε ανώμαλους δρόμους. Ο απώτερος σκοπός είναι ένα σύστημα ενεργητικής ανάρτησης το οποίο θα είναι ικανό να επιλέγει την απόσβεση σε απότομες ταλαντώσεις και να παρέχει κάθε στιγμή άνεση και μέγιστη ασφάλεια σε κάθε κατάσταση στατικών και δυναμικών φορτίων. 5.4.2 Συστήματα ρύθμισης ύψους
Τα συστήματα ρύθμισης ύψους αποτελούν τον καλύτερο τρόπο βελτίωσης ενός καλά ρυθμισμένου σασί που βρίσκεται σε παραγωγή. Αυτά τα συστήματα είναι περισσότερο απαραίτητα σε μικρά ή μεσαία οχήματα διότι ο λόγος του ωφέλιμου φορτίου προς το απόβαρο είναι συχνά αρκετά υψηλός.
Σε πολλές περιπτώσεις οι ρυθμιστές ύψους αποτελούνται κυρίως από συμβατικά υδροπνευματικά ή πνευματικά στοιχεία τοποθετημένα παράλληλα στο ελατήριο που στηρίζει το αμάξωμα. Σαν αποτέλεσμα η κανονική διαδρομή του ελατηρίου διατηρείται ακόμα και σε αυξανόμενα στατικά φορτία. Έτσι μπορούν να χρησιμοποιηθούν μαλακότερα ελατήρια που βελτιώνουν την άνεση. Ένα σχετικά φθηνό σύστημα αποτελείται απο ειδικό αποσβεστήρα που δεν απαιτεί ξεχωριστή υδραυλική αντλία. Η απαιτούμενη υδραυλική πίεση αναπτύσσεται από μόνη της καθώς το αμάξωμα ταλαντώνεται στην κατακόρυφη διεύθυνση. Μόνο μερικές αρχικές κινήσεις είναι ικανές να αναπτύξουν την απαιτούμενη πίεση. 5.4.3 Ρυθμιζόμενοι αποσβεστήρες
Τελευταία εμφανίστηκαν στην αγορά συστήματα με μεταβλητό βαθμό απόσβεσης. Ο σκοπός τους είναι να παρέχουν μέγιστη άνεση σε όλους τους δρόμους χωρίς να μειωθεί η ευκολία χειρισμού και η ασφάλεια.
Το σχήμα 5.4.3 δείχνει ένα τέτοιο σύστημα στο οποίο χρησιμοποιούνται ηλεκτρομαγνητικές σερβοβαλβίδες για να ελέγχουν τα χαρακτηριστικά των αποσβεστήρων στον μπροστινό και στον πίσω άξονα. Ένας αισθητήρας επιτάχυνσης σε ένα σύνδεσμο της μπροστινής ανάρτησης μετρά τις κάθετες επιταχύνσεις του αμαξώματος που οφείλονται στις ανωμαλίες του δρόμου. Έγκάρσιες δυνάμεις που

5.54 ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ
οφείλονται σε στροφή, αλλαγές λωρίδας κυκλοφορίας ή σε απότομους χειρισμούς καταγράφονται από ένα αισθητήρα που ελέγχει το στρίψιμο του τιμονιού. Αναλόγως του μεταδιδόμενου σήματος ο υπολογιστής του συστήματος ελέγχου επιλέγει την καλύτερη ρύθμιση για την απόσβεση. Υψηλές επιταχύνσεις δίνουν μαλακή απόσβεση ενώ απότομο στρίψιμο του τιμονιού έχει ως αποτέλεσμα μια προσωρινή αλλαγή σε σκληρή ρύθμιση, έτσι ώστε να αποφευχθεί το ντεραπάρισμα.
Για συνθήκες σταθερής μεταβολής της πορείας σε υψηλές ταχύτητες ένα συνδυασμένο σήμα ταχύτητας και γωνίας των τροχών αυξάνει την απόσβεση. Φαινόμενα αναπήδησης που προκαλούνται από μικρά συνεχή φρεναρίσματα αναγνωρίζονται από τον υπολογιστή μέσω ενός σήματος που εξαρτάται από την πίεση των φρένων και το οποίο προσωρινά σκληραίνει την απόσβεση. Η σκληρή απόσβεση πρέπει να είναι ικανή να αποσβένει τον καλπασμό και την αναπήδηση κατά ένα μη περιοδικό τρόπο. Με σκοπό να αποκτήσει αρμονική συμπεριφορά, το διάστημα μεταξύ της λήψης του σήματος και της προσαρμογής στην επιθυμητή απόσβεση δεν πρέπει να ξεπερνά τα 20 ms. 5.4.4 Συστήματα πλήρους ενεργητικής ανάρτησης.
Τα συστήματα που περιγράφηκαν παραπάνω είναι παθητικά διότι μεταβάλλεται μόνο η δύναμη απόσβεσης. Η ενεργητική ρύθμιση της ανάρτησης με την επιβολή βοηθητικής υδραυλικής δύναμης μειώνει ανεπιθύμητες κλίσεις του αυτοκινήτου που οφείλονται σε δυναμικές φορτίσεις, όπως φαίνεται στο σχήμα 5.4.3.
Στην πιο απλή του μορφή ένα σύστημα ενεργητικής ανάρτησης αποτελείται από υδραυλικά στοιχεία όπως ενεργοποιητές, αντλίες και συσσωρευτές πίεσης καθώς και από ηλεκτροϋδραυλικές σερβοβαλβίδες και τα ηλεκτρονικά συστήματα ελέγχου. Ένα σύστημα παρόμοιας διαμόρφωσης χρησιμοποιείται στην φόρμουλα 1 από την Lotus. H απαιτούμενη δύναμη και ενέργεια θα ήταν όμως πολύ μεγάλη για ένα μαζικής παραγωγής αυτοκίνητο. Μιας και αυτά τα συστήματα είναι ακόμα πολύ πολύπλοκα και ακριβά, πρέπει να γίνουν περισσότερες απλοποιήσεις για να μπορέσουν αυτά τα συστήματα να χρησιμοποιηθούν σε αυτοκίνητα παραγωγής.
54

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ 5.55
Σχήμα 5.4.3: Σχηματική απεικόνιση ενεργητικού συστήματος ανάρτησης σε αριστερή
στροφή

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ 5.56
5.5 Μελέτη των Αναρτήσεων Ηλεκτροκίνητου Αυτοκινήτου 5.5.1 Γενικά Παρουσιάζεται στη συνέχεια εφαρμογή της θεωρίας που αναπτύχθηκε προηγούμενα για τον υπολογισμό των αναρτήσεων του ηλεκτρικού αυτοκινήτου Ε 240 που αναπτύχθηκε στο εργαστήριο Δυναμικής και Θεωρίας Μηχανών του Πανεπιστημίου Πατρών. Η μελέτη των χαρακτηριστικών της ανάρτησης έγινε με βάση την καλύτερη δυνατή προσομοίωση των πραγματικών συνθηκών που αντιμετωπίζει ένα όχημα κατά την κίνησή του σε ευθεία γραμμή επι του οδοστρώματος. Ο σκοπός του σχεδιασμού είναι ο καλύτερος συνδυασμός άνεσης και ασφάλειας ενώ για την επίτευξή του χρησιμοποιήθηκε το πακέτο προγραμμάτων που φαίνεται στο τέλος του κεφαλαίου. 5.5.2 Δοκιμή μοντέλων αναρτήσεων
Στην προσπάθεια για την εύρεση του τύπου αναρτήσεως με την καλύτερη συμπεριφορά χρησιμοποιήθηκαν τα ακόλουθα τέσσερα μοντέλα: α) Γόνατα Mc-Pherson εμπρός και πίσω (Σχήμα 5.5.1).
Σχήμα 5.5.1: Γόνατα Mc-Pherson εμπρός και πίσω.

5.57 ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ
β) Ανάρτηση πολλαπλών συνδέσμων (multi-link) με χαρακτηριστικά αντιβύθισης εμπρός και πίσω (Σχήμα 5.5.2)
Σχήμα 5.5.2 Ανάρτηση πολλαπλών συνδέσμων εμπρός- πίσω.
γ) Γόνατα Mc-Pherson εμπρός και ανάρτηση πολλαπλών συνδέσμων (multi-link) με χαρακτηριστικά αντιβύθισης πίσω (Σχήμα 5.5.3).
Σχήμα 5.5.3: Γόνατα Mc-Pherson εμπρός- ανάρτηση πολλαπλών συνδέσμων πίσω.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ 5.58
δ) Ανάρτηση πολλαπλών συνδέσμων (multi-link) εμπρός και γόνατα Mc-Pherson πίσω (Σχήμα 5.5.4).
Σχήμα 5.5.4: Ανάρτηση πολλαπλών συνδέσμων εμπρός - γόνατα Mc-Pherson πίσω.
5.5.3 Υπολογισμός χαρακτηριστικών μεγεθών του οχήματος Υπολογισμός κέντρου βάρους
Για τον υπολογισμό του κέντρου βάρους θα χρησιμοποιηθεί καρτεσιανό σύστημα συντεταγμένων με τον x - άξονα κατά μήκος του οχήματος και εφαπτόμενο στο έδαφος και τον y - άξονα κάθετο στο έδαφος και εφαπτόμενο στο μπροστινό τμήμα του οχήματος.
Ο υπολογισμός αυτός θα γίνει με την ανάλυση της μάζας του οχήματος σε στοιχειώδεις μάζες και θα χρησιμοποιηθούν οι ακόλουθες εξισώσεις:
totmimiy
sy
totmimix
sx
∑=
∑=
(5.5.1)
όπου : xs, ys οι συντεταγμένες του κέντρου βάρους xi, yi οι συντεταγμένες των στοιχειωδών μαζών mi, mtot στοιχειώδεις μάζες και ολική μάζα
Το συνολικό βάρος του οχήματος έτοιμου για κυκλοφορία είναι 730 kg, το οποίο κατανέμεται ως εξής: α) Πλαίσιο 316 kgr ή 130.57 kgr/m.

5.59 ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ
β) Μπαταρίες 175 kgr στο μπροστινό μέρος και 125 kgr στο πίσω μέρος. γ) Κινητήρες 50 kgr στη μέση. δ) Αναρτήσεις- ελαστικά 32 kgr εμπρός και 32 kgr πίσω.
Επίσης συμπεριλαμβάνεται στο βάρος του οχήματος η μάζα δύο ανθρώπων, που είναι 2 * 75 kgr = 150 kgr και οι αποσκευές τους, 50 kgr, που θεωρείται συγκεντρωμένη στο κέντρο. Έτσι βρίσκεται:
xs = 109.87 cm (5.5.2) ys = 49.21 cm (5.5.3)
Υπολογισμός ροπής αδράνειας
Η ροπή αδράνειας του οχήματος θα υπολογιστεί βάσει του θεωρήματος Steiner θεωρώντας ότι αποτελείται από στοιχειώδη τμήματα. Σύμφωνα με το θεώρημα Steiner η ροπή αδράνειας ενός σώματος ως προς άξονα διαφορετικό από τον κεντροβαρικό είναι ίση με:
2
irimiJki
J += (5.5.4)
όπου: Jik, Ji οι ροπές αδράνειας ως προς το νέο και τον κεντροβαρικό άξονα mi, ri η μάζα και η απόσταση από το νέο άξονα του σώματος.
Η ροπή αδράνειας του οχήματος είναι: Jtot= 431.1971 kgr.m2 (5.5.5)
5.5.4 Οδόστρωμα
Για να προσεγγιστεί η κατανομή των ανωμαλιών του οδοστρώματος χρησιμοποιήθηκε
μια ημιτονοειδής συνάρτηση με σταθερό εύρος ( ) )sin(0 tqtq ω= (5.5.6)
Αν η παραπάνω μεταφραστεί σε εξωτερική δύναμη στην μη αναρτημένη μάζα του οχήματος τότε παίρνει τη μορφή:
)cos(0)sin(0)( tquCtquktf ωω += (5.5.7)
όπου ku και cu είναι αντίστοιχα η σταθερά ελατηρίου και η σταθερά απόσβεσης του ελαστικού. Για ακόμα καλύτερη προσέγγιση της επίδρασης του οδοστρώματος λήφθηκε υπ' όψιν και το είδος του. Πιο συγκεκριμένα οι υπολογισμοί έγιναν για τα 3 ακόλουθα οδοστρώματα α) άσφαλτος, β) καλντερίμι και γ) χωματόδρομος που αποτελούν τα συνηθέστερα οδοστρώματα στα οποία κινούνται τα αυτοκίνητα. Οι υπολογισμοί έγιναν για 3 διαφορετικές ταχύτητες: α) 5 m/sec , β) 15 m/sec και γ) 22 m/sec.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ 5.60
5.5.5 Υπολογισμοί των αναρτήσεων με τη βοήθεια ηλεκτρονικού υπολογιστή
Με το πρόγραμμα CARJUMP επιχειρήθηκε η επιλογή του καλύτερου από πλευράς άνεσης μοντέλου. Με βάση ενδεικτικές τιμές των σταθερών ελατηρίων και απόσβεσης παρατηρήθηκε ότι το μοντέλο με την ανάρτηση πολλαπλών συνδέσμων εμπρός και πίσω παρουσιάζει την καλύτερη συμπεριφορά όσον αφορά στην άνεση. Λαμβανόμενων υπ' όψιν των χαρακτηριστικών αντιβύθισης που παρουσιάζει αυτός ο τύπος ανάρτησης έχει εμφανιστεί η τάση για την ευρύτερη χρησιμοποίησή τους από τις αυτοκινητοβιομηχανίες. Χαρακτηριστικά στο διάγραμμα 5.5.1 παρουσιάζεται η συμπεριφορά των μοντέλων για τις ενδεικτικές τιμές των ελατηρίων και αποσβεστήρων.
Με την επιλογή του μοντέλου ανάρτησης ακολουθεί η βελτιστοποίηση των σταθερών ελατηρίου και απόσβεσης. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιήθηκε για μια πρώτη προσέγγιση το πρόγραμμα CARJUMP. Το πρόγραμμα CARJUMP δίνει τη δυνατότητα της ξεχωριστής αντιμετώπισης της μπροστινής και της πίσω ανάρτησης. Η μάζα του αυτοκινήτου που καταπονεί την μπροστινή και αυτή που καταπονεί την πίσω ανάρτηση είναι:
msf = ms[b/(a+b)] (5.5.8) msr = ms[a/(a+b)] (5.5.9)
Διάγραμμα 5.5.1: Διάγραμμα επιταχύνσεων για ενδεικτικές τιμές
χαρακτηριστικών αναρτήσεων και για α) Γόνατα Mc-Pherson εμπρός-πίσω β) multi link εμπρός-πίσω και γ) Γόνατα Mc-Pherson εμπρός-multi link πίσω
όπου msf, msr και ms είναι αντίστοιχα οι αναρτημένες μάζες για την εμπρός και την πίσω ανάρτηση και η ολική αναρτημένη αντίστοιχα, a και b είναι οι αποστάσεις των αναρτημένων μαζών από το κέντρο βάρους του οχήματος.
Τα αρχικά δεδομένα για το πρόγραμμα CARJUMP είναι : Εμπρόσθια ανάρτηση msf = 490 kgr αναρτημένη μάζα muf = 32 kgr μη αναρτημένη μάζα ks = 80000 N/m σταθερά ελατηρίου ανάρτησης

5.61 ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ
ku = 350000 N/m σταθερά ελατηρίου ελαστικού cs = 500 N/m/sec2 σταθερά απόσβεσης της ανάρτησης cu = 1500 N/m/sec2 σταθερά απόσβεσης ελαστικού Πίσω ανάρτηση msr = 376 kgr αναρτημένη μάζα mur = 32 kgr μη αναρτημένη μάζα ks = 70000 N/m σταθερά ελατηρίου ανάρτησης ku = 350000 N/m σταθερά ελατηρίου ελαστικού cs = 2500 N/m/sec2 σταθερά απόσβεσης της ανάρτησης cu = 1500 N/m/sec2 σταθερά απόσβεσης ελαστικού
Με αφετηρία τα ανωτέρω δεδομένα και μέσω ελέγχων από τα διαγράμματα που προέκυπταν για το αν οι επιταχύνσεις των ταλαντώσεων ήταν κάτω από τα επιτρεπόμενα όρια, οι παράμετροι της ανάρτησης κατέληξαν ως εξής:
Εμπρός ανάρτηση ks = 75000 N/m σταθερά ελατηρίου ανάρτησης ku = 350000 N/m σταθερά ελατηρίου ελαστικού cs = 3000 N/m/sec2 σταθερά απόσβεσης της ανάρτησης cu = 1500 N/m/sec2 σταθερά απόσβεσης ελαστικού Πίσω ανάρτηση ks = 60000 N/m σταθερά ελατηρίου ανάρτησης ku = 350000 N/m σταθερά ελατηρίου ελαστικού cs = 2500 N/m/sec2 σταθερά απόσβεσης της ανάρτησης cu = 1500 N/m/sec2 σταθερά απόσβεσης ελαστικού
Με τη χρήση του προγράμματος CARJUMP προέκυψαν τα διαγράμματα 5.5.2 και 5.5.3 για τις επιταχύνσεις και τις μετατοπίσεις της αναρτημένης μάζας. Ακολούθως για να προσεγγίσουμε την πραγματική συμπεριφορά του αυτοκινήτου χρησιμοποιήθηκαν σε συνδυασμό τα προγράμματα CARGALL και DYNCAR. Έτσι εισάγονται μερικές επιπλέον παράμετροι: ms = 924 kgr ολική αναρτημένη μάζα Js = 431.2 kgr*m2 ροπή αδράνειας αναρτημένης μάζας xs = 1.1 m αρχική τετμημένη κέντρου μάζας ys = 0.492 m αρχική τεταγμένη κέντρου μάζας φs = 0 rad αρχική γωνία αναρτημένης μάζας mfa = 18 kgr μάζα ανάρτησης xfa = 0.55 m αρχική τετμημένη εμπρός ανάρτησης yfa = 0.25 m αρχική τεταγμένη εμπρός ανάρτησης φfa = 0 rad αρχική γωνία εμπρός ανάρτησης mra = 18 kgr μάζα ανάρτησης

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ 5.62
xra = 1.87 m αρχική τετμημένη πίσω ανάρτησης yra = 0.25 m αρχική τεταγμένη πίσω ανάρτησης φra = 0 rad αρχική γωνία πίσω ανάρτησης mft = 14 kgr μάζα εμπρός τροχού xft = 0.4 m αρχική τετμημένη εμπρός τροχού yft= 0.25 m αρχική τεταγμένη εμπρός τροχού φft = 0 rad αρχική γωνία εμπρός τροχού mrt = 14 kgr μάζα πίσω τροχού xrt = 2.02 m αρχική τετμημένη πίσω τροχού yrt = 0.25 m αρχική τεταγμένη πίσω τροχού φrt = 0 rad αρχική γωνία πίσω τροχού
Με τα δεδομένα αυτά ως είσοδο προκύπτουν τα διαγράμματα 5.5.4 - 5.5.9. Τα διαγράμματα 5.5.4, 5.5.6 και 5.5.8 παρουσιάζουν μετατοπίσεις και κάθε ένα από αυτά αναφέρεται σε 3 διαφορετικές ταχύτητες για το ίδιο οδόστρωμα.
Από τα διαγράμματα 5.5.5, 5.5.7 και 5.5.9 παρατηρούμε ότι οι τιμές των επιταχύνσεων είναι αρκετά ικανοποιητικές με βάση τα επιτρεπτά όρια. Συγχρόνως, από τα ίδια διαγράμματα παρατηρούμε ότι η παρουσία της τριβής δεν επηρεάζει αρκετά τα αποτελέσματα. Αυτό έχει ως συνέπεια τα διαγράμματα των επιταχύνσεων για ίδια ταχύτητα αλλά διαφορετικό οδόστρωμα να είναι περίπου ίδια. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η ημιτονοειδής συνάρτηση, που προσομοιώνει την κατανομή των ανωμαλιών του δρόμου που προκαλεί τη διέγερση των ταλαντώσεων, έχει σταθερό εύρος ταλάντωσης που είναι ανεξάρτητο από το οδόστρωμα.

5.63 ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ 5.64

5.65 ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ 5.66

5.67 ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ 5.68
α) Μετατοπίσεις της μπροστινής ανάρτησης ι) για ks= 70000 N/m ii) για ks= 60000 N/m β) Μετατοπίσεις της πίσω ανάρτησης ι) για ks= 70000 N/m ii) για ks= 60000 N/m
Διάγραμμα 5.5.2: Διαγράμματα μετατοπίσεων για την εμπρος και την πίσω ανάρτηση

5.69 ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ
α) Επιταχύνσεις της μπροστινής ανάρτησης ι) για ks= 70000 N/m ii) για ks= 60000 N/m β) Επιταχύνσεις της πίσω ανάρτησης ι) για ks= 70000 N/m ii) για ks= 60000 N/m
Διάγραμμα 5.5.3: Διαγράμματα επιταχύνσεων για την μπρος και την πίσω ανάρτηση

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ 5.70
Διάγραμμα 5.5.4: Διαγράμματα μετατοπίσεων όπως προέκυψαν από το CARGALL για άσφαλτο και για ταχύτητες: α) 5 m/sec β) 15 m/sec γ) 22 m/sec Διάγραμμα 5.5.5: Διαγράμματα επιταχύνσεων όπως προέκυψαν από το CARGALL για άσφαλτο και για ταχύτητες: α) 5 m/sec β) 15 m/sec γ) 22 m/sec Διάγραμμα 5.5.6: Διαγράμματα μετατοπίσεων όπως προέκυψαν από το CARGALL για καλντερίμι και για ταχύτητες: α) 5 m/sec β) 15 m/sec γ) 22 m/sec

5.71 ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ
Διάγραμμα 5.5.7: Διαγράμματα επιταχύνσεων όπως προέκυψαν από το CARGALL για καλντερίμι και για ταχύτητες: α) 5 m/sec β) 15 m/sec γ) 22 m/sec Διάγραμμα 5.5.8: Διαγράμματα μετατοπίσεων όπως προέκυψαν από το CARGALL για χωματόδρομο και για ταχύτητες: α) 5 m/sec β) 15 m/sec γ) 22 m/sec

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ 5.72
Διάγραμμα 5.5.9: Διαγράμματα επιταχύνσεων όπως προέκυψαν από το CARGALL για χωματόδρομο και για ταχύτητες: α) 5 m/sec β) 15 m/sec γ) 22 m/sec

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ 5.56
5.5 Μελέτη των Αναρτήσεων Ηλεκτροκίνητου Αυτοκινήτου 5.5.1 Γενικά Παρουσιάζεται στη συνέχεια εφαρμογή της θεωρίας που αναπτύχθηκε προηγούμενα για τον υπολογισμό των αναρτήσεων του ηλεκτρικού αυτοκινήτου Ε 240 που αναπτύχθηκε στο εργαστήριο Δυναμικής και Θεωρίας Μηχανών του Πανεπιστημίου Πατρών. Η μελέτη των χαρακτηριστικών της ανάρτησης έγινε με βάση την καλύτερη δυνατή προσομοίωση των πραγματικών συνθηκών που αντιμετωπίζει ένα όχημα κατά την κίνησή του σε ευθεία γραμμή επι του οδοστρώματος. Ο σκοπός του σχεδιασμού είναι ο καλύτερος συνδυασμός άνεσης και ασφάλειας ενώ για την επίτευξή του χρησιμοποιήθηκε το πακέτο προγραμμάτων που φαίνεται στο τέλος του κεφαλαίου. 5.5.2 Δοκιμή μοντέλων αναρτήσεων
Στην προσπάθεια για την εύρεση του τύπου αναρτήσεως με την καλύτερη συμπεριφορά χρησιμοποιήθηκαν τα ακόλουθα τέσσερα μοντέλα: α) Γόνατα Mc-Pherson εμπρός και πίσω (Σχήμα 5.5.1).
Σχήμα 5.5.1: Γόνατα Mc-Pherson εμπρός και πίσω.

5.57 ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ
β) Ανάρτηση πολλαπλών συνδέσμων (multi-link) με χαρακτηριστικά αντιβύθισης εμπρός και πίσω (Σχήμα 5.5.2)
Σχήμα 5.5.2 Ανάρτηση πολλαπλών συνδέσμων εμπρός- πίσω.
γ) Γόνατα Mc-Pherson εμπρός και ανάρτηση πολλαπλών συνδέσμων (multi-link) με χαρακτηριστικά αντιβύθισης πίσω (Σχήμα 5.5.3).
Σχήμα 5.5.3: Γόνατα Mc-Pherson εμπρός- ανάρτηση πολλαπλών συνδέσμων πίσω.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ 5.58
δ) Ανάρτηση πολλαπλών συνδέσμων (multi-link) εμπρός και γόνατα Mc-Pherson πίσω (Σχήμα 5.5.4).
Σχήμα 5.5.4: Ανάρτηση πολλαπλών συνδέσμων εμπρός - γόνατα Mc-Pherson πίσω.
5.5.3 Υπολογισμός χαρακτηριστικών μεγεθών του οχήματος Υπολογισμός κέντρου βάρους
Για τον υπολογισμό του κέντρου βάρους θα χρησιμοποιηθεί καρτεσιανό σύστημα συντεταγμένων με τον x - άξονα κατά μήκος του οχήματος και εφαπτόμενο στο έδαφος και τον y - άξονα κάθετο στο έδαφος και εφαπτόμενο στο μπροστινό τμήμα του οχήματος.
Ο υπολογισμός αυτός θα γίνει με την ανάλυση της μάζας του οχήματος σε στοιχειώδεις μάζες και θα χρησιμοποιηθούν οι ακόλουθες εξισώσεις:
totmimiy
sy
totmimix
sx
∑=
∑=
(5.5.1)
όπου : xs, ys οι συντεταγμένες του κέντρου βάρους xi, yi οι συντεταγμένες των στοιχειωδών μαζών mi, mtot στοιχειώδεις μάζες και ολική μάζα
Το συνολικό βάρος του οχήματος έτοιμου για κυκλοφορία είναι 730 kg, το οποίο κατανέμεται ως εξής: α) Πλαίσιο 316 kgr ή 130.57 kgr/m.

5.59 ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ
β) Μπαταρίες 175 kgr στο μπροστινό μέρος και 125 kgr στο πίσω μέρος. γ) Κινητήρες 50 kgr στη μέση. δ) Αναρτήσεις- ελαστικά 32 kgr εμπρός και 32 kgr πίσω.
Επίσης συμπεριλαμβάνεται στο βάρος του οχήματος η μάζα δύο ανθρώπων, που είναι 2 * 75 kgr = 150 kgr και οι αποσκευές τους, 50 kgr, που θεωρείται συγκεντρωμένη στο κέντρο. Έτσι βρίσκεται:
xs = 109.87 cm (5.5.2) ys = 49.21 cm (5.5.3)
Υπολογισμός ροπής αδράνειας
Η ροπή αδράνειας του οχήματος θα υπολογιστεί βάσει του θεωρήματος Steiner θεωρώντας ότι αποτελείται από στοιχειώδη τμήματα. Σύμφωνα με το θεώρημα Steiner η ροπή αδράνειας ενός σώματος ως προς άξονα διαφορετικό από τον κεντροβαρικό είναι ίση με:
2
irimiJki
J += (5.5.4)
όπου: Jik, Ji οι ροπές αδράνειας ως προς το νέο και τον κεντροβαρικό άξονα mi, ri η μάζα και η απόσταση από το νέο άξονα του σώματος.
Η ροπή αδράνειας του οχήματος είναι: Jtot= 431.1971 kgr.m2 (5.5.5)
5.5.4 Οδόστρωμα
Για να προσεγγιστεί η κατανομή των ανωμαλιών του οδοστρώματος χρησιμοποιήθηκε
μια ημιτονοειδής συνάρτηση με σταθερό εύρος ( ) )sin(0 tqtq ω= (5.5.6)
Αν η παραπάνω μεταφραστεί σε εξωτερική δύναμη στην μη αναρτημένη μάζα του οχήματος τότε παίρνει τη μορφή:
)cos(0)sin(0)( tquCtquktf ωω += (5.5.7)
όπου ku και cu είναι αντίστοιχα η σταθερά ελατηρίου και η σταθερά απόσβεσης του ελαστικού. Για ακόμα καλύτερη προσέγγιση της επίδρασης του οδοστρώματος λήφθηκε υπ' όψιν και το είδος του. Πιο συγκεκριμένα οι υπολογισμοί έγιναν για τα 3 ακόλουθα οδοστρώματα α) άσφαλτος, β) καλντερίμι και γ) χωματόδρομος που αποτελούν τα συνηθέστερα οδοστρώματα στα οποία κινούνται τα αυτοκίνητα. Οι υπολογισμοί έγιναν για 3 διαφορετικές ταχύτητες: α) 5 m/sec , β) 15 m/sec και γ) 22 m/sec.

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ 5.60
5.5.5 Υπολογισμοί των αναρτήσεων με τη βοήθεια ηλεκτρονικού υπολογιστή
Με το πρόγραμμα CARJUMP επιχειρήθηκε η επιλογή του καλύτερου από πλευράς άνεσης μοντέλου. Με βάση ενδεικτικές τιμές των σταθερών ελατηρίων και απόσβεσης παρατηρήθηκε ότι το μοντέλο με την ανάρτηση πολλαπλών συνδέσμων εμπρός και πίσω παρουσιάζει την καλύτερη συμπεριφορά όσον αφορά στην άνεση. Λαμβανόμενων υπ' όψιν των χαρακτηριστικών αντιβύθισης που παρουσιάζει αυτός ο τύπος ανάρτησης έχει εμφανιστεί η τάση για την ευρύτερη χρησιμοποίησή τους από τις αυτοκινητοβιομηχανίες. Χαρακτηριστικά στο διάγραμμα 5.5.1 παρουσιάζεται η συμπεριφορά των μοντέλων για τις ενδεικτικές τιμές των ελατηρίων και αποσβεστήρων.
Με την επιλογή του μοντέλου ανάρτησης ακολουθεί η βελτιστοποίηση των σταθερών ελατηρίου και απόσβεσης. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιήθηκε για μια πρώτη προσέγγιση το πρόγραμμα CARJUMP. Το πρόγραμμα CARJUMP δίνει τη δυνατότητα της ξεχωριστής αντιμετώπισης της μπροστινής και της πίσω ανάρτησης. Η μάζα του αυτοκινήτου που καταπονεί την μπροστινή και αυτή που καταπονεί την πίσω ανάρτηση είναι:
msf = ms[b/(a+b)] (5.5.8) msr = ms[a/(a+b)] (5.5.9)
Διάγραμμα 5.5.1: Διάγραμμα επιταχύνσεων για ενδεικτικές τιμές
χαρακτηριστικών αναρτήσεων και για α) Γόνατα Mc-Pherson εμπρός-πίσω β) multi link εμπρός-πίσω και γ) Γόνατα Mc-Pherson εμπρός-multi link πίσω
όπου msf, msr και ms είναι αντίστοιχα οι αναρτημένες μάζες για την εμπρός και την πίσω ανάρτηση και η ολική αναρτημένη αντίστοιχα, a και b είναι οι αποστάσεις των αναρτημένων μαζών από το κέντρο βάρους του οχήματος.
Τα αρχικά δεδομένα για το πρόγραμμα CARJUMP είναι : Εμπρόσθια ανάρτηση msf = 490 kgr αναρτημένη μάζα muf = 32 kgr μη αναρτημένη μάζα ks = 80000 N/m σταθερά ελατηρίου ανάρτησης

5.61 ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ
ku = 350000 N/m σταθερά ελατηρίου ελαστικού cs = 500 N/m/sec2 σταθερά απόσβεσης της ανάρτησης cu = 1500 N/m/sec2 σταθερά απόσβεσης ελαστικού Πίσω ανάρτηση msr = 376 kgr αναρτημένη μάζα mur = 32 kgr μη αναρτημένη μάζα ks = 70000 N/m σταθερά ελατηρίου ανάρτησης ku = 350000 N/m σταθερά ελατηρίου ελαστικού cs = 2500 N/m/sec2 σταθερά απόσβεσης της ανάρτησης cu = 1500 N/m/sec2 σταθερά απόσβεσης ελαστικού
Με αφετηρία τα ανωτέρω δεδομένα και μέσω ελέγχων από τα διαγράμματα που προέκυπταν για το αν οι επιταχύνσεις των ταλαντώσεων ήταν κάτω από τα επιτρεπόμενα όρια, οι παράμετροι της ανάρτησης κατέληξαν ως εξής:
Εμπρός ανάρτηση ks = 75000 N/m σταθερά ελατηρίου ανάρτησης ku = 350000 N/m σταθερά ελατηρίου ελαστικού cs = 3000 N/m/sec2 σταθερά απόσβεσης της ανάρτησης cu = 1500 N/m/sec2 σταθερά απόσβεσης ελαστικού Πίσω ανάρτηση ks = 60000 N/m σταθερά ελατηρίου ανάρτησης ku = 350000 N/m σταθερά ελατηρίου ελαστικού cs = 2500 N/m/sec2 σταθερά απόσβεσης της ανάρτησης cu = 1500 N/m/sec2 σταθερά απόσβεσης ελαστικού
Με τη χρήση του προγράμματος CARJUMP yυπολογίζονται οι επιταχύνσεις και μετατοπίσεις της αναρτημένης μάζας. Ακολούθως για να προσεγγίσουμε την πραγματική συμπεριφορά του αυτοκινήτου χρησιμοποιήθηκαν σε συνδυασμό τα προγράμματα CARGALL και DYNCAR. Έτσι εισάγονται μερικές επιπλέον παράμετροι: ms = 924 kgr ολική αναρτημένη μάζα Js = 431.2 kgr*m2 ροπή αδράνειας αναρτημένης μάζας xs = 1.1 m αρχική τετμημένη κέντρου μάζας ys = 0.492 m αρχική τεταγμένη κέντρου μάζας φs = 0 rad αρχική γωνία αναρτημένης μάζας mfa = 18 kgr μάζα ανάρτησης xfa = 0.55 m αρχική τετμημένη εμπρός ανάρτησης yfa = 0.25 m αρχική τεταγμένη εμπρός ανάρτησης φfa = 0 rad αρχική γωνία εμπρός ανάρτησης mra = 18 kgr μάζα ανάρτησης xra = 1.87 m αρχική τετμημένη πίσω ανάρτησης

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ 5.62
yra = 0.25 m αρχική τεταγμένη πίσω ανάρτησης φra = 0 rad αρχική γωνία πίσω ανάρτησης mft = 14 kgr μάζα εμπρός τροχού xft = 0.4 m αρχική τετμημένη εμπρός τροχού yft= 0.25 m αρχική τεταγμένη εμπρός τροχού φft = 0 rad αρχική γωνία εμπρός τροχού mrt = 14 kgr μάζα πίσω τροχού xrt = 2.02 m αρχική τετμημένη πίσω τροχού yrt = 0.25 m αρχική τεταγμένη πίσω τροχού φrt = 0 rad αρχική γωνία πίσω τροχού
Με τα δεδομένα αυτά ως είσοδο προκύπτουν τοι μετατοπίσεις για διαφορετικές ταχύτητες και για το ίδιο οδόστρωμα.
Από τα αποτελέσματα παρατηρούμε ότι οι τιμές των επιταχύνσεων είναι αρκετά ικανοποιητικές με βάση τα επιτρεπτά όρια. Συγχρόνως, παρατηρούμε ότι η παρουσία της τριβής δεν επηρεάζει αρκετά τα αποτελέσματα. Αυτό έχει ως συνέπεια τα διαγράμματα των επιταχύνσεων για ίδια ταχύτητα αλλά διαφορετικό οδόστρωμα να είναι περίπου ίδια. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η ημιτονοειδής συνάρτηση, που προσομοιώνει την κατανομή των ανωμαλιών του δρόμου που προκαλεί τη διέγερση των ταλαντώσεων, έχει σταθερό εύρος ταλάντωσης που είναι ανεξάρτητο από το οδόστρωμα. ταχύτητες: α) 5 m/sec β) 15 m/sec γ) 22 m/sec

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6_________________________________________________________________
ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΚΑΙ ΧΕΙΡΙΣΜΟΣ 6.1 Εισαγωγή
Στο κεφάλαιο αυτό εξετάζεται το πρόβλημα της ευστάθειας ενός αυτοκινήτου σε σχέση με το πρόβλημα της άνεσης των επιβατών του. Η ευστάθεια ενός οχήματος διακρίνεται σε δύο περιπτώσεις. Στην ευστάθεια κατά την διάρκεια της ευθύγραμμης κίνησης ενός αυτοκινήτου, η οποία εξαρτάται κυρίως από την κατάσταση του δρόμου (πρόσφυση των ελαστικών στην επιφάνεια του δρόμου, ανωμαλίες του δρόμου) και στην ευστάθεια του οχήματος κατά την διάρκεια της εκτέλεσης μίας στροφής όπου εκτός από τους παραπάνω παράγοντες πολύ σημαντικό ρόλο παίζουν οι χειρισμοί του οδηγού, η απόκριση του συστήματος διεύθυνσης, η ταχύτητα του οχήματος, καθώς και η σωστή κατανομή της μάζας του οχήματος.
Από τις παραμέτρους που προκαλούν απώλεια της ευστάθειας η πιο επικίνδυνη είναι η δεύτερη, καθώς με την χρησιμοποίηση βελτιωμένων αναρτήσεων τα σύγχρονα αυτοκίνητα σπάνια χάνουν την ευστάθειά τους όταν κινούνται επ'ευθείας. Αντίθετα οι περισσότερες περιπτώσεις ατυχημάτων οφείλονται στην έξοδο αυτοκινήτων στις στροφές. Συνήθως τα αυτοκίνητα χάνουν την ευστάθεια τους στο πρώτο και πίο επικίνδυνο στάδιο της εκτέλεσης μίας στροφής, δηλαδή κατά την εισοδό τους σε αυτή. Στο κεφάλαιο αυτό αναπτύσεται ένα μοντέλο που περιγράφει την συμπεριφορά ενός οχήματος κατά το μεταβατικό στάδιο της εισόδου του σε μία στροφή, από το οποίο μας δίνεται η δυνατότητα να προβλέψουμε την τάση του να υποστραφεί ή να υπερστραφεί.
Επειδή πολύ σημαντικό ρόλο στην ευστάθεια και γενικότερα στην καλή οδική συμπεριφορά ενός οχήματος παίζει η απόκριση του συστήματος διεύθυνσης, αναπτύσεται ένα μοντέλο εξομοίωσης του συστήματος διεύθυνσης το οποίο περιγράφεται από ένα σύστημα διαφορικών εξισώσεων 2ης τάξης και μας επιτρέπει να διερευνήσουμε την απόκριση του κατά την εφαρμογή ροπής στο τιμόνι από τον οδηγό. Τέλος, για την διερεύνηση της άνεσης των επιβατών αλλά και για την μελέτη των ταλαντώσεων ενός αυτοκινήτου αναπτύσεται ένα τριδιάστατο μοντέλο ταλαντώσεων, το οποίο καταλήγει σε ένα σύστημα διαφορικών εξισώσεων δευτέρας τάξης, που επιλύεται με αριθμητική μέθοδο Runge-Kutta 4ης τάξης. Ολα τα παραπάνω μοντέλα και συστήματα επιλύονται με την βοήθεια αλγορίθμων που αναπτύχθηκαν για χρήση σε ηλεκτρονικό υπολογιστή. Τα υπολογιστικά προγράμματα έχουν γραφεί σε γλώσσα προγραμματισμού Quick Basic 7.1.
6.2 Ευστάθεια και κατευθυντικότητα του οχήματος 6.2.1 Χαρακτηριστικά ευστάθειας οχημάτων στην εγκάρσια διεύθυνση
Η απώλεια της ευστάθειας ενός οχήματος προκαλεί την ολίσθηση ή την ανατροπή του. Σημαντική διαφορά υπάρχει μεταξύ της ευστάθειας στην εγκάρσια και στην κατά μήκος του αυτοκινήτου διεύθυνση από την οποία εξαρτάται και η διεύθυνση της ανατροπής και της ολίσθησης. Η ευστάθεια στην εγκάρσια διεύθυνση είναι πολύ πιο πιθανό να χαθεί και για αυτό είναι εξαιρετικά επικίνδυνη. Συμβαίνει υπό την επίδραση της φυγόκεντρης δύναμης, της οριζόντιας συνιστώσας του βάρους του

6.2 ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ
οχήματος, της δύναμης του πλαγίου ανέμου και επίσης των στοχαστικών ταλαντώσεων των τροχών σε άσχημο δρόμο.
α.
β.
Σχήμα 6.2.1 Εξετάζοντας πειραματικά την ευστάθεια οχήματος στην εγκάρσια
διεύθυνση (α) σε στροφή, (β) σε κεκλιμένο επίπεδο

ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ 6.3
Τα χαρακτηριστικά της εγκάρσιας ευστάθειας ενός οχήματος καθορίζονται από τις μέγιστες πιθανές ταχύτητες της κίνησης πάνω σε καμπύλα τόξα και τις γωνίες κλίσης του δρόμου. Τέσσερα μεγέθη καθορίζουν την ευστάθεια στην εγκάρσια διεύθυνση ενός οχήματος
• η μέγιστη (κρίσιμη) ταχύτητα της κίνησης οχήματος πάνω σε καμπύλο τόξο που αντιστοιχεί στην χρονική στιγμή που το όχημα αρχίζει να ολισθαίνει, (m/sec).
• η μέγιστη (κρίσιμη) ταχύτητα της κίνησης οχήματος σε καμπύλη τροχιά που αντιστοιχεί στην χρονική στιγμή που το όχημα αρχίζει να ανατρέπεται, (m/sec).
• η μέγιστη (κρίσιμη) γωνία κεκλιμένου επιπέδου που αντιστοιχεί στην χρονική στιγμή που αρχίζει η κατά μήκος ολίσθηση των τροχών του οχήματος (σε μοίρες).
• η μέγιστη (κρίσιμη) γωνία κεκλιμένου επιπέδου που αντιστοιχεί στην χρονική στιγμή που το όχημα αρχίζει να ανατρέπεται (σε μοίρες).
Για να εξακριβωθεί πειραματικά η υπολογισμένη κρίσιμη ταχύτητα ενός οχήματος, ο οδηγός του οχήματος που τρέχει σε ένα πλατύ δρόμο, στρίβει απότομα τους κατευθυντήριους τροχούς, ώστε να παρακολουθήσει ένα συγκεκριμένο τόξο χαραγμένο επί του δρόμου. Ετσι φαίνεται εάν το όχημα είναι κατασκευασμένο να ταξιδεύει με αυτήν την ταχύτητα σε μία καμπύλη προσδιορισμένης ακτίνας.
Στην καμπυλόγραμμη κίνηση ενός οχήματος οι εσωτερικοί του τροχοί είναι αφόρτιστοι από την επίδραση της φυγόκεντρης δύναμης, ενώ αντίθετα οι εξωτερικοί του τροχοί φορτισμένοι. Για να εμποδιστεί η ανατροπή του οχήματος που ελέγχεται, προστίθεται στην εξωτερική πλευρά του ένας πρόσθετος τροχός, όπως φαίνεται στο Σχήμα 6.2.1 (α). Εάν κατά την διάρκεια του πειράματος το όχημα χάσει την ευστάθεια του και τείνει να ανατραπεί, ο τροχός αυτός στηρίζεται στον δρόμο και εμποδίζει την ανατροπή. Την χρονική στιγμή που οι τροχοί του οχήματος αρχίζουν να ολισθαίνουν ή να βγαίνουν από τον δρομό οι παρατηρητές πρoσδιορίζουν, με την βοήθεια ειδικών οργάνων, τις κρίσιμες ταχύτητες V0 και Vs.
Για να βρεθεί η κρίσιμη γωνία κεκλιμένου επιπέδου το όχημα τοποθετείται στην πλατφόρμα (2), όπως φαίνεται στο Σχήμα 6.2.1 (β), η μία πλευρά της οποίας ανυψώνεται με την βοήθεια ενός συστήματος τροχαλιών και γρύλων. Οταν οι τροχοί αρχίζουν να ολισθαίνουν και το όχημα να ανατρέπεται, καταγράφονται οι γωνίες κλίσης της πλατφόρμας.

6.4 ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ
Σχήμα 6.2.2 Δυνάμεις που ασκούνται κατά την στροφή στο όχημα

ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ 6.5
Κατα την θεωρητική ανάλυση των συντελεστών που επιδρούν στην ευστάθεια κατά την εγκάρσια διεύθυνση ενός μηχανοκίνητου οχήματος το μέγεθος της εγκάρσιας δυνάμεως στην διεύθυνση αυτή, μπορεί να υπολογισθεί (σχ. 6.2.2). Οταν ένα όχημα κινείται πάνω σε καμπύλη τροχιά, ασκείται πάνω του η φυγόκεντρος δύναμη. Προς το παρόν για λόγους απλότητας θεωρούμε ότι το όχημα είναι ένα επίπεδο Σχήμα που κινείται στο οριζόντιο επίπεδο της σελίδας καθώς και ότι οι παραμορφώσεις των ελαστικών του στην εγκάρσια διεύθυνση είναι μηδέν.
Στις θέσεις 1-2 το όχημα κινείται επ'ευθείας και οι κατευθυντήριοι τροχοί του βρίσκονται στην ουδέτερη (ευθεία) θέση. Στις θέσεις 2-3 ο οδηγός στρίβει τους κατευθυντήριους τροχούς και το όχημα κινείται σε μία καμπύλη μεταβλητής ακτίνας (πρώτη μεταβατική καμπύλη). Στις θέσεις 3-4 οι κατευθυντήριοι τροχοί είναι στραμένοι κατά μία σταθερη γωνία θ και η ακτίνα R του μέσου του πίσω άξονα του οχήματος παραμένει σταθερή. Στις θέσεις 4-5 το όχημα κινείται πάνω στην δεύτερη μεταβατική καμπύλη όπου η ακτίνα R αυξάνει βαθμιαία. Στις θέσεις 5-6 το όχημα κινείται επ'ευθείας.
Κατά την διάρκεια της ομοιόμορφης κίνησης ενός οχήματος σε τόξο σταθερής ακτίνας, το μέτρο της φυγόκεντρης δύναμης που ασκείται πάνω του δίνεται σαν
ρω 2
ac MP = (6.2.1) όπου Mα, η μάζα του αυτοκινήτου, (kgr), ω, η γωνιακή του ταχύτητα, (rad/sec) και ρ, η ακτίνα καμπυλότητας του κέντρου βάρους του αυτοκινήτου, (m).
Ισχύουν οι ακόλουθες εξισώσεις:
Θθγρω L
tanLR,
cosR,
RU
≈=== (6.2.2)
όπου γ η γωνία μεταξύ της ακτίνας ρ και της προέκτασης του άξονα των πίσω τροχών, θ η γωνία μεταξύ του κατά μήκος άξονα του οχήματος και του διανύσματος της ταχύτητας του μέσου του άξονα των μπροστινών τροχών. Αυτή η γωνία είναι προσεγγιστικά ίση με το ημιάθροισμα των γωνιών στροφής των κατευθυντήριων τροχών. Τέλος Θ = tanθ.
Η απώλεια της ευστάθειας είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη όταν το όχημα κινείται με μεγάλες ταχύτητες ακόμα και όταν η κίνηση του είναι σχεδόν γραμμική. Στην περίπτωση αυτή η γωνία θ είναι πολύ μικρή και μπορούμε να γράψουμε ότι θ περίπου ίση με tanθ.
Ετσι η φυγόκεντρος δύναμη που ασκείται σε ένα μηχανοκίνητο όχημα που εκτελεί ομοιόμορφη κίνηση με ταχύτητα V σε καμπύλο τόξο είναι:
γΘ
γαα
Lcos
2VMRcos
2VMcP ≈= (6.2.3)
Η εγκάρσια συνιστώσα της δύναμης Pc δίνεται από την επόμενη εξίσωση
L
2VMcoscPyP
Θαγ ≈= (6.2.4)

6.6 ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ
Κατά την κίνηση του οχήματος πάνω στις μεταβατικές καμπύλες ασκείται πάνω του επίσης μία δύναμη που προκαλείται από την αλλαγή της ακτίνας της καμπύλης. Η εγκάρσια συνιστώσα αυτής της δύναμης σε (N) είναι :
s.wL
UbMyP ωα=′ (6.2.5)
όπου b η απόσταση του κέντρου βάρους του αυτοκινήτου από τον πίσω άξονα (m), ωs.w γωνιακή ταχύτητα στροφής των κατευθυντήριων τροχών (rad/sec).
Η συνολική φυγόκεντρος δύναμη που ασκείται στο όχημα κατά την διάρκεια της στροφής των κατευθυντήριων τροχών δίνεται από το άθροισμα
)s.wUbΡ2(UL
MyPyPtotP ωα +=′+= (6.2.6)
Η δύναμη Py που δρα στο όχημα κατά την διάρκεια της κυκλικής τροχιάς είναι ανάλογη του τετραγώνου της ταχύτητας και της γωνίας θ. Η δύναμη P′y δρα μόνον όταν οι μπροστινοί τροχοί του οχήματος στρίβουν και αυξάνει όταν αυξάνεται είτε η γωνιακή ταχύτητα περιστροφής τους είτε η γραμμική ταχύτητα του οχήματος. Καθώς το όχημα στίβει η ωs.w είναι θετική και άρα η δύναμη P′y προστίθεται στην φυγόκεντρο δύναμη αυξάνοντας τον κίνδυνο ολίσθησης ή ανατροπής του οχήματος.
Οταν η στροφή έχει ολοκληρωθεί και το όχημα κινείται επί της δεύτερης μεταβατικής καμπύλης, η γωνιακή ταχύτητα ωs.w των τροχών κατεύθυνσης, είναι αρνητική και το όχημα μπορεί να κινηθεί με ακόμα μεγαλύτερη ταχύτητα χωρίς να χάσει την ευστάθειά του. Πρακτικά, η δύναμη P′y επηρεάζει την ευστάθεια ενός οχήματος μονάχα την αρχική στιγμή, δηλαδή όταν ο οδηγός αρχίζει να στρίβει τους τροχούς και την τελική στιγμή, όταν η τροχιά του αυτοκινήτου γίνεται ευθύγραμμη, γιατί τότε γίνεται συμμετρική με την Py. Η επίδραση της δύναμης P′y είναι ανεπαίσθητη στις περισσότερες άλλες θέσεις της κίνησης. Η καμπυλόγραμμη τροχιά δημιουργεί επίσης και μία ροπή αδράνειας που δρά στο οριζόντιο επίπεδο, αλλά συνήθως η επίδραση της ροπής αυτής είναι πολύ μικρή και μπορεί να αγνοηθεί (βλ. ροπή Min στο Σχήμα 6.2.2).
Ας υπολογίσουμε τώρα τις κρίσιμες ταχύτητες ανατροπής και ολίσθησης ενός οχήματος στις συνθηκες του Σχήματος 6.2.3(a). Οταν το όχημα στρίβει, υπάρχει η περίπτωση να ανατραπεί, υπό την επίδραση της φυγόκεντρης δύναμης Py, ως προς τον άξονα που ενώνει τα σημεία επαφής των δύο εξωτερικών τροχών με τον δρόμο.
Η εξίσωση των ροπών όλων των δυνάμεων ως προς αυτόν τον άξονα είναι :
(6.2.7) BinsZg.chyPBG 0.5 =−
όπου: Zins είναι το άθροισμα των αντιδράσεων του δρόμου που εφαρμόζεται στους εσωτερικούς τροχούς, (N).

ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ 6.7
Σχήμα 6.2.3 Σχήματα για τον υπολογισμό (a) της κρίσιμης ταχύτητας (b) της κρίσιμης γωνίας κεκλιμένου επιπέδου
Την χρονική στιγμή που αρχίζει η ανατροπή και οι εξωτερικοί τροχοί χάνουν την επαφή τους με το έδαφος, οι αντιδράσεις Zins μηδενίζονται. Τότε η παραπάνω εξίσωση γίνεται
(6.2.8) g.chyPBG0.5 =
Αντικαθιστώντας την δύναμη Py από τη σχέση (6.2.4) προκύπτει μία έκφραση της
"κρίσιμης ταχύτητας ανατροπής", σε (m/sec)
g.c2h
gBR
g.c2hgGL
OV ≈=Θ
(6.2.9)
Η επίδραση της δύναμης Py είναι υπεύθυνη για την πιθανή ολίσθηση των τροχών
κατά την εγκάρσια διεύθυνση (skidding). Το άθροισμα των εγκάρσιων δυνάμεων αντίδρασης του δρόμου Yins και Yout είναι ίσο, σε αυτήν την περίπτωση, με το άθροισμα όλων των δυνάμεων μεταξύ των ελαστικών και του δρόμου (δυνάμεις πρόσφυσης):
L
Ρ2VMYPoutYinsY,GoutYinsY y
αϕ ==+=+
Οπότε η κρίσιμη ταχύτητα ολίσθησης είναι :
gRyΡ
gLySV ϕ
ϕ= (6.2.10)

6.8 ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ
Υπάρχει ακόμα μία περίπτωση που το όχημα μπορεί να χάσει την ευστάθειά του και να ανατραπεί απότομα, εάν ο οδηγός στρίψει απότομα τους τροχούς, έστω και κατά μια μικρή γωνία. Η φυγόκεντρος δύναμη Ptot που δημιουργείται τότε μπορεί στιγμιαία να φτάσει την τιμή του μέτρου της δύναμης πρόσφυσης Pgrid των ελαστικών του αυτοκινήτου με τον δρόμο και να προκαλέσει ολίσθηση ή ανατροπή του οχήματος.
Θα υπολογίσουμε τώρα το χρονικό εκείνο διάστημα που η φυγόκεντρος δύναμη αυξάνει έως το επικίνδυνο όριο, υποθέτοντας ότι ο οδηγός στρίβει τους τροχούς με σταθερό ρυθμό. Την στιγμή ακριβώς που αρχίζει η ολίσθηση ισχύει:
aGy=Vb)+t2(VL
s.wMgripP=totP ϕ
ωα⇔ (6.2.11)
Οπότε λύνοντας ως προς τον χρόνο t, έχουμε
aGyVb)t2(V1
tV
ϕ=+= (6.2.12)
Οπως φαίνεται από τις παραπάνω εξισώσεις, άν η ταχύτητα του οχήματος είναι μεγάλη και ο συντέλεστης πρόσφυσης του δρόμου μικρός, ένα βίαιο στρίψιμο των τροχών κετεύθυνσης θα προκαλέσει ολίσθηση σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα . Σε δυσμενείς συνθήκες ελιγμών το χρονικό αυτό διάστημα μπορεί να είναι μικρότερο από τον χρόνο αντίδρασης του οδηγού και έτσι αυτός μπορεί να μην καταφέρει να ανακτήσει την χαμένη ευστάθεια του οχήματος. Οταν τώρα ένα μηχανοκίνητο όχημα κινείται επί κεκλιμένου επιπέδου (ο δρόμος παρουσιάζει εγκάρσια κλίση) η ευστάθεια του είναι δυνατόν να χαθεί και λόγω της επίδρασης της οριζόντιας συνιστώσας του βάρους του, η οποία ισούται με G sinβ, όπως φαίνεται στο Σχήμα 6.2.3 (b). Η εξίσωση των ροπών όλων των δυνάμεων ως προς τον άξονα που περνάει από τα σημεία επαφής των εξωτερικών τροχών με την επιφάνεια του δρόμου είναι
(6.2.13) 0.5BGcosβg.chGsinβBinsZ =+
Την χρονική στιγμή που αρχίζει η ανατροπή του οχήματος, γίνεται Zins = 0 οπότε
η κρίσιμη γωνία κεκλιμένου επιπέδου για την ανατροπή του είναι
)g.c2hB
arctan(oβ = (6.2.14)
Η κρίσιμη γωνία ολίσθησης κεκλιμένου επιπέδου υπολογίζεται από την συνθήκη
ισορροπίας των δυνάμεων στο επίπεδο του δρόμου
(6.2.15) ⇔+= outYinsYGsinβ
(6.2.16) GcosβyoutYinsY φ=+

ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ 6.9
οπότε η κρίσιμη γωνία κεκλιμένου επιπέδου είναι (6.2.17) )yarctan(φSβ =
Οπως εχει αναφερθεί παραπάνω ένα όχημα μπορεί να χάσει την ευστάθεια του
εξαιτίας της καμπυλότητας του δρόμου ή της κλίσης του. Και οι δύο αυτοί παράγοντες μπορούν να δρουν ταυτόχρονα. Στο Σχήμα 6.2.4 παρατηρούμε ένα όχημα Α που κινείται στην εξωτερική άκρη του δρόμου και ένα όχημα Β που κινείται στην εσωτερική άκρη του δρόμου. Αναλύουμε την δύναμη του βάρους του οχήματος σε δύο συνιστώσες, μία παράλληλη και μία κάθετη στην επιφάνεια του δρόμου Η δύναμη Py αναλύεται και αυτή σε δύο συνιστώσες σε αυτές τις διευθύνσεις τις Pyy και Pyz. Οι δυνάμεις Gy και Pyy του οχήματος Α προστίθενται γιατί έχουν την ίδια φορά. Η δύναμη Pyz έχει αντίθετη φορά από την Gz πράγμα που μειώνει την συνολική δύναμη πρόσφυσης των ελαστικών με τον δρόμο. Ετσι η πιθανότητα να χάσει το όχημα Α την ισορροπία του είναι μεγαλύτερη από το όχημα Β όπου οι δυνάμεις Gz και Pyy έχουν αντίθετη φορά. Γι αυτό μία κλίση του δρόμου όπως αυτή που κινείται το όχημα Α είναι ιδιαιτέρως επικίνδυνη.
Σχήμα 6.2.4 Αριστερή και δεξιά στροφή
Οι παραπάνω εκτιμήσεις των χαρακτηριστικών της ευστάθειας στην εγκάρσια
διεύθυνση στηρίχτηκαν στην υπόθεση ότι και οι δύο άξονες του οχήματος αρχίζουν να ολισθαίνουν ταυτόχρονα προς αυτή τη διεύθυνση. Στην πραγματικότητα κάτι τέτοιο σπάνια συμβαίνει. Συνήθως οι τροχοί μόνον του ενός άξονα αρχίζουν να ολισθαίνουν και άρα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στην μελέτη της ευστάθειας ενός άξονα. Γενικά, ισχύει η επόμενη συνθήκη για την κύλιση των τροχών χωρίς ολίσθηση:

6.10 ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ
222 XZY −≤ φ
Ετσι όσο μεγαλύτερες είναι οι δυνάμεις επαφής ελαστικών δρόμου (δυνάμεις πρόσφυσης) και όσο μικρότερες οι εφαπτομενικές αντιδράσεις του δρόμου, τόσο μεγαλύτερες εγκάρσιες δυνάμεις μπορούν να εφαρμοσθούν στον τροχό χωρίς να προκαλέσουν ολίσθηση.
Οι κινητήριοι τροχοί ενος οχήματος είναι συνήθως πιό ευσταθείς στην εγκάρσια διεύθυνση. Σ' αυτούς η εφαπτομενική αντίδραση που εκφράζει την δύναμη αντίστασης του δρόμου στην περιστροφή τους είναι μικρή όταν συγκρίνεται με την δύναμη Z. Ενας τροχός φορτισμένος με ελκτικές ή απωθητικές δυνάμεις αντιστέκεται στην ολίσθηση πολύ χειρότερα από τον κινούμενο τροχό. Εάν η εφαπτομενική δύναμη φτάσει την τιμή της δύναμης πρόσφυσης, τότε είναι αρκετό να εφαρμόσουμε μία πολύ μικρή εγκάρσια δύναμη για να παρατηρήσουμε στον τροχό ολίσθηση στην εγκάρσια διεύθυνση.
Το Σχήμα 6.2.5 παριστάνει ένα όχημα του οποίου οι μπροστινοί τροχοί κινούνται παράλληλα με ταχύτητα V1 ενώ ο πίσω αξονάς του κινείται με ταχύτητα V1 +V2, εξαιτίας της εγκάρσιας ολίσθησης των πίσω τροχών του. Ετσι ο πίσω άξονας κινείται με ταχύτητα V3 εξ'αιτίας της οποίας το όχημα περιστρέφεται γύρω από το σημείο Ο. Η εγκάρσια συνιστώσα της δημιουργούμενης φυγόκεντρης δύναμης Pc δρά στην διεύθυνση του πίσω άξονα και αυξάνει την ολίσθηση των πίσω τροχών. Η αυξανόμενη ολίσθηση προκαλεί παραπέρα αύξηση της φυγόκεντρης δύναμης και η ολίσθηση συνεχίζεται.
Γι αυτόν τον λόγο η ολίσθηση του πίσω άξονα είναι πιό επικίνδυνη από την ολίσθηση του μπροστινού άξονα (Σχήμα 6.2.5 (b) ), όπου η εγκάρσια συνιστώσα της φυγόκεντρης δύναμης Pc έχει αντίθετη φορά με την ταχύτητα της εγκάρσιας ολίσθησης του άξονα V2. Ετσι αυτόματα σταματά η ολίσθηση των μπροστινών τροχών και το όχημα δεν χάνει την ισορροπία του. Από όλα τα παραπάνω συμπεραίνουμε ότι ακόμα και μιά μικρής χρονικής διάρκειας ολίσθηση των πίσω τροχών είναι δυνατόν να προκαλέσει απώλεια του ελέγχου του οχήματος, όπως θα αναπτυχθεί στη συνέχεια.
Για να εξουδετερώσουμε την ολίσθηση του πίσω άξονα, είναι απαραίτητο να μειώσουμε την εφαπτομενική συνιστώσα της δύναμης επαφής ελαστικού-δρόμου στους κινητήριους τροχούς είτε αφήνοντας ελαφρά τα φρένα, είτε με ελαφρό άφημα του γκαζιού και στροφή των τροχών στην διεύθυνση της ολίσθησης. Εαν οι μπροστινοί τροχοί είναι αρχικά στην ουδέτερη (ευθεία) θέση και το κέντρο της περιστροφής στο σημείο Ο, με την στροφή τους προς την διεύθυνση της ολίσθησης θα μεταφερθεί στο σημείο O1. Ετσι αυξάνεται η ακτίνα της περιστροφής και συνεπώς μειώνεται το μέτρο της φυγόκεντρης δύναμης.
Εάν οι μπροστινοί τροχοί στραφούν προς την πλευρά της ολίσθησης κατά μία γωνία έτσι ώστε τα διανύσματα των ταχυτήτων του μπροστά και του πίσω άξονα να είναι παράλληλα, το όχημα θα πάψει την περιστροφή του και θα εκτελέσει ομοιόμορφη κίνηση στην διεύθυνση των διανυσμάτων αυτών. Τέλος εάν οι κατευθυντήριοι τροχοί στρίψουν κατά μία μεγαλύτερη γωνία, το κέντρο της περιστροφής τοποθετείται στην αντίθετη πλευρά του οχήματος . Στην περίπτωση αυτή η εγκάρσια συνιστώσα της φυγόκεντρης δύναμης έχει αντίθετη φορά από την ολίσθηση και συνεπώς η ολίσθηση θα σταματήσει.

ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ 6.11
Οταν το όχημα κινείται σε ολισθηρό δρόμο η ολίσθηση μπορεί να συμβεί στιγμιαία και η αντίδραση του οδηγού πρέπει να είναι στιγμιαία. Οι κατευθυντήριοι τροχοί πρέπει να στρίψουν βίαια προς την κατεύθυνση της ολίσθησης. Η γωνιακή ταχύτητα της στροφής των κατευθυντήριων τροχών πρέπει να είναι μερικές φορές μεγαλύτερη από αυτήν κατά την διάρκεια των συνηθισμένων συνθηκών οδήγησης. Γι'αυτόν τον λόγο αναπτύσεται απότομη αύξηση της δεύτερης συνιστώσας της φυγόκεντρης δύναμης P′y, που δημιουργείται απο την αλλαγή της κατεύθυνσης της καμπύλης όταν ένα όχημα κινείται επί μεταβατικών καμπυλών.
Σχήμα 6.2.5 Ολίσθηση των αξόνων ενός οχήματος (a) πίσω άξονα (b) μπροστά άξονα (c) μείωση της ολίσθησης
Στρίβοντας τους μπροστινούς τροχούς κατά μία υπερβολικά μεγάλη γωνία είναι
πιθανό να έχουμε ολίσθηση των τροχών του πίσω άξονα σε άλλη κατεύθυνση, με συνέπεια το όχημα να κινηθεί στην κατεύθυνση που αντιστοιχεί στην νέα θέση των

6.12 ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ
κατευθυντήριων τροχών. Επίσης, όταν η ολίσθηση σταματήσει οι κατευθυντήριοι τροχοί πρέπει να στραφούν στην ουδέτερη θέση.
Η απώλεια της ευστάθειας ενός αυτοκινήτου εμποδίζεται και εξασφαλίζεται η ασφαλής κίνησή του, όταν η ταχύτητα του μειώνεται πρίν την είσοδο του στην στροφή ειδικά όταν ο δρόμος είναι ολισθηρός και υγρός.
6.2.2 Πλάγια στροφή αμαξώματος
Κατά τον προσδιορισμό των χαρακτηριστικών μεγεθών της ευστάθειας έχουμε δεχθεί ότι το όχημα είναι ενα στερεό του οποίου όλα τα σημεία κινούνται με την ίδια ταχύτητα. Στην πραγματικότητα ένα μηχανοκίνητο όχημα είναι ένα πολύπλοκο σύστημα μάζων συνδεδεμένων με αρθρώσεις και ελαστικά στοιχεία. Μπορεί να γίνει διάκριση σε δύο κατηγορίες μαζών. Τις στηριζόμενες σε ελατήρια μάζες (αμάξωμα, κινητήρας κ.α.) των οποίων το βάρος παραλαμβάνεται από τις αναρτήσεις και τις μη στηριζόμενες σε ελατήρια μάζες (τροχοί, άξονες) των οποίων το βάρος παραλαμβάνεται από τους τροχούς. Εστω ότι το κέντρο βάρους των στηριζόμενων σε ελατήρια μαζών C απέχει αb από τον μπροστά άξονα του οχήματος, bb από τον πίσω άξονα και hb από την απόσταση επιφάνεια του δρόμου. Το κέντρο βάρους των στηριζομένων σε ελατήρια μαζών, που προφανώς παραλαμβάνεται από τις αναρτήσεις, δεν συμπίπτει με το κέντρο βάρους του οχήματος C1. Το σημείο C βρίσκεται τοποθετημένο πιο πάνω από το C1 και άρα ισχύει hb>hg.c .
Η μάζα των μη παραλαμβανομένων από ελατήρια μερών του μπροστινού άξονα είναι συνήθως λίγο ελαφρύτερη σε σχέση με την αντίστοιχη μάζα του πίσω άξονα και γι'αυτό το σημείο C1 έχει τοποθετηθεί λίγο πίσω σε σχέση με το σημείο C (b <bb). Υπό την επίδραση της εγκάρσιας δύναμης τα λάστιχα και τα ελαστικά στοιχεία των αναρτήσεων αποφορτίζονται απο την μία πλευρά και φορτίζονται από την άλλη. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα το αμάξωμα του οχήματος να παρουσιάζει μια κλίση καθώς στρέφεται στην εγκάρσια διεύθυνση.
Το κέντρο περιστροφής (roll center) μπροστά ή πίσω είναι το σημείο που καθορίζεται σε σχέση με ποιά εγκάρσια διατομή του οχήματος περνά απο τις κινήσεις του εμπρόσθιου ή πίσω άξονα. Ο άξονας περιστροφής (roll axis) είναι η ευθεία γραμμή Μ-Μ σε σχέση με την οποία το αριστερό ή το δεξιό μέρος του αμαξώματος στρέφεται κατά την εγκάρσια διεύθυνση. Ο άξονας περιστροφής περνά από τα κέντρα περιστροφής του εμπρόσθιου και πίσω άξονα.
Σε αυτοκίνητα εφοδιασμένα με ανεξάρτητη ανάρτηση εμπρός και ανάρτηση με ελατήρια στους πίσω τροχούς, ο άξονας περιστροφής (roll axis) παρουσιάζει κλίση σε σχέση με το επίπεδο του δρόμου, όπως φαίνεται στο Σχήμα 6.2.6(α). Σε φορτηγά και λεωφορεία ο άξονας περιστροφής είναι παράλληλος με το επίπεδο του δρόμου, σε ένα ύψος προσεγγιστικά ίσο με την ακτίνα του τροχού όπως φαίνεται στο Σχήμα 6.2.6(β).

ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ 6.13
(α)
(β)
Σχήμα 6.2.6 Θέση των κέντρων περιστροφής των αξόνων και του αμαξώματος
Ας υπολογίσουμε την θέση του κέντρου περιστροφής στην περίπτωση
αναρτήσεων παράλληλων βραχιόνων (parallel arm suspensions). Παρατηρώντας το Σχήμα 6.2.7(α) φαίνεται οτι με ακίνητο το αμάξωμα, οι κατακόρυφες ταλαντώσεις του δεξιού τροχού, αναγκάζουν τα σημεία Α και Β (ψηλότερο και χαμηλότερο άκρο των βραχιόνων αντίστοιχα) να κινηθούν σε διευθύνσεις κάθετες προς τους βραχίονες. Το στιγμιαίο κέντρο περιστροφής των ταχυτήτων του τροχού βρίσκεται στο σημείο Κ, που είναι η τομή των γραμμών προέκτασης τών βραχιόνων της αριστερής ανάρτησης. Το σημείο C είναι το σημείο επαφής του ελαστικού με τον δρόμο.

6.14 ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ
Εστω τώρα ότι ο τροχός δεν κινείται και το αμάξωμα παρουσιάζει μια κλίση στην εγκάρσια διεύθυνση. Το κέντρο περιστροφής (roll center) βρίσκεται επίσης επάνω στην γραμμή K-L. Επειδή το δεξιό και το αριστερό μισό των αναρτήσεων είναι συμμετρικά σε σχέση με την κάθετο G-G, το κέντρο περιστροφής Μ βρίσκεται στο σημείο τομής των K-L και O-N επάνω στην κάθετο G-G. Στην περίπτωση μας βρίσκεται λίγο κάτω από την επιφάνεια του δρόμου.
Ανάρτηση που επιτρέπει στους τροχούς να μένουν αυστηρώς παράλληλοι μπορεί να παρασταθεί σαν ανάρτηση παραλλήλων βραχιόνων απείρου μήκους. Σε μιά τέτοια ανάρτηση (ιδανική περίπτωση) το κέντρο περιστροφής βρίσκεται ακριβώς πάνω στην επιφάνεια του δρόμου. Εάν ένα μηχανοκίνητο όχημα είναι εφοδιασμένο με έναν άξονα χωρίς αρθρώσεις και με ανάρτηση με οριζόντια παράλληλα φυλλωτά ελατήρια, το κέντρο περιστροφής βρίσκεται στο επίπεδο D-D όπως φαίνεται στο Σχήμα 6.2.7(β).
G
A n B
L m C MG
MD D
Σχήμα 6.2.7 Υπολογισμός των κέντρων περιστροφής αξόνων για
διάφορους τύπους αναρτήσεων
Η εγκάρσια δύναμη Pby εφαρμόζεται στο κέντρο βάρους του αμαξώματος, που απέχει από τον άξονα περιστροφής κατακόρυφη απόσταση hr (roll arm). Αυτό έχει

ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ 6.15
σαν αποτέλεσμα την δημιουργία μιας ροπής ως προς τον άξονα περιστροφής. Η απόσταση hr δίνεται από τον τύπο :
L
hbhahhr1b2b
b--= (6.2.18)
όπου h1 και h2 οι κατακόρυφες αποστάσεις των κέντρων περιστροφής του μπροστά και πίσω άξονα αντίστοιχα, από την επιφάνεια του δρόμου.
Σχήμα 6.2.8 Υπολογισμός της γωνίας περιστροφής του αμαξώματος
Ας υπολογίσουμε τώρα την γωνία περιστροφής Ψr του αμαξώματος όταν ένα
όχημα στρίβει σε δρόμο του οποίου η επιφάνεια είναι επίπεδη (Σχήμα 6.2.8). Η δύναμη της βαρύτητας Gb και η φυγόκεντρος δύναμη Py εφαρμόζονται στο κέντρο βάρους του αμαξώματος. Το σημείο εφαρμογής της δύναμης της βαρύτητας G1 και της φυγόκεντρης P1y των μαζών των οποίων το βάρος δεν παραλαμβάνεται από τις αναρτήσεις (άξονες κ.α) βρίσκεται τοποθετημένο σε ύψος προσεγγιστικά ίσο με την ακτίνα του τροχού. Η δύναμη Pby περιστρέφει το αμάξωμα του οχήματος κατα μία γωνία Ψr σε σχέση με τον άξονα περιστροφής (roll axis) και το σημείο C μετατείθεται στο C'. Στους εσωτερικούς τροχούς δρουν οι αντιδράσεις ZIN και YIN ενώ στους εξωτερικούς οι ZOUT και YOUT. Η γωνία στρέψης Ψr συνήθως δεν υπερβαίνει την τιμή των 10 μοιρών και για αυτό υποθέτουμε ότι το hb παραμένει σταθερό.
Τώρα μπορούμε να υπολογίσουμε την ισορροπία του αμαξώματος στο οποίο δρουν οι δυνάμεις Pby και Gb καθώς και οι αντιδράσεις των αναρτήσεων κατα την διάρκεια της εγκάρσιας στροφής του αμαξώματος ενός οχήματος. Υποθέτοντας μικρές τιμές της γωνίας Ψr, η οριζόντια μετατόπιση του σημείου C είναι
rωrhrtanωrhrS ≈= (6.2.19) Η γωνία στρέψης (σε rad) μπορεί να υπολογιστεί σαν
rGhang.ac
rhbyPrω −= (6.2.20)

6.16 ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ
όπου cang.c είναι η γωνιακή δυσκαμψία των αναρτήσεων ίση με τον λόγο της ροπής που εξαναγκάζει το αμάξωμα να περιστραφει κατα μία γωνία προς την γωνία αυτήν, σε (Nm/rad).
Παρατηρούμε ότι η γωνία στρέψης του αμαξώματος αυξάνει όσο αυξάνει το μέτρο της εγκάρσιας δύναμης και οσο αυξάνει το ύψος hr, ενώ μειώνεται όταν η γωνιακή δυσκαμψία (angular rigidity) αυξάνει, πράγμα οπωσδήποτε αναμενόμενο. Εάν η μπροστινή ανάρτηση ελατηρίων αντικατασταθεί από μία ανεξάρτητη (independent) ανάρτηση, το ύψος hr αυξάνει (βλ.Σχήμα 6.2.6(α)) και άρα αυξάνει και η εγκάρσια στροφή του αμαξώματος.Ενας σταθεροποιητής (stabilizer) της εγκάρσιας ευστάθειας έχει σαν αποστολή να μειώσει την στροφή του αμαξώματος και να αυξήσει την γωνιακή δυσκαμψία (angular rigidity) των αναρτήσεων.
Από τα παραπάνω βγαίνει το συμπέρασμα ότι κατά την διάρκεια μιάς στροφής, το κέντρο βάρους του αμαξώματος ενός οχήματος μετατοπίζεται στην διεύθυνση δράσης της εγκάρσιας δύναμης, οπότε οι εξωτερικοί τροχοί φορτίζονται επιπλέον ενώ οι εσωτερικοί απαλλάσονται απο κάποιο αντίστοιχο φορτίο. Για αυτόν τον λόγο η περιστροφή του αμαξώματος στην εγκάρσια διεύθυνση αυξάνει την πιθανότητα ανατροπής του οχήματος. Ετσι, εάν υπολογισθούν οι τιμές των κρίσιμων μεγεθών, V0 και β0 , συνυπολογίζοντας και την στρέψη του αμαξώματος, οι τιμες τους θα πρέπει να λαμβάνονται ελαττωμένες κατά ένα ποσοστό 10% εώς 15% απο τις τιμές που δίνονται απο τις εξισώσεις (6.2.9) και (6.2.14). 6.2.3 Υπολογισμός του ύψους του κέντρου περιστροφής των αναρτήσεων στο εγκάρσιο επίπεδο
Για τον υπολογισμό της μεταφοράς βάρους ενός οχήματος κατά την διάρκεια μίας στροφής χρειαζόμαστε το ύψος από το έδαφος του κέντρου περιστροφής τόσο της μπροστινής όσο και της πίσω ανάρτησης του οχήματος. Στο Σχήμα 6.2.9 φαίνεται μία μέθοδος με την οποία μπορούμε πειραματικά να προσδιορίσουμε την θέση του άξονα περιστροφής του οχήματος στο εγκάρσιο επίπεδο, φωτογραφίζοντας τις εγκάρσιες κινήσεις του αμαξώματος, αφού πρώτα εφαρμόζουμε διάφορες ροπές περιστροφής στο αμάξωμα με οποιοδήποτε επιθυμητό τρόπο. Συγκεκριμένα, φωτογραφίζουμε την περιστροφή της κάθετης ευθείας που διέρχεται από το κέντρο βάρους του αμαξώματος του οχήματος για διαφορετικές γωνίες περιστροφής.
Η πειραματική όμως αυτή μέθοδος δεν είναι δυνατόν να εφαρμοσθεί όταν οι αναρτήσεις είναι στο στάδιο του σχεδιασμού. Υποθέτοντας ανεξάρτητες αναρτήσεις, το ύψος του κέντρου περιστροφής είναι το σημείο τομής της κάθετης γραμμής στο επίπεδο του δρόμου, που περνά από το κέντρο βάρους του αμαξώματος και της ευθείας που είναι κάθετη στο κατακόρυφο επίπεδο του τροχού και διέρχεται από το σημείο επαφής του ελαστικού με τον δρόμο, όταν αυτό κατά την διάρκεια μίας στροφής υφίσταται γωνιακές μετατοπίσεις (bumbs and rebound movements).

ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ 6.17
Σχήμα 6.2.9 Θέση του άξονα περιστροφής οχήματος στο εγκάρσιο επίπεδο
Για, παράδειγμα, το Σχήμα 6.2.10 παριστάνει μία ανάρτηση με δύο αρχικά παράλληλους βραχίονες διαφορετικού μήκους που Σχήματίζουν γωνία ψ με το έδαφος.Γνωρίζουμε ότι το στιγμιαίο κέντρο περιστροφής του σημείου επαφής του ελαστικού με το δρόμο P, βρίσκεται σε μία ευθεία παράλληλη με τους δύο βραχίονες της ανάρτησης και άρα το κέντρο περιστροφής της ανάρτησης βρίσκεται στο σημείο Ο, όπου η ευθεία που περνά από το σημείο P και Σχήματίζει γωνία ψ με το επίπεδο του δρόμου τέμνει την κατακόρυφη ευθεία που διέρχεται από το κέντρο βάρους του οχήματος.

6.18 ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ
Σχήμα 6.2.10 Κέντρο περιστροφής ανάρτησης με μη παράλληλους εγκάρσιους βραχίονες
Σημείο Αντίδρασης στο άπειρο
Κέντρο Περιστροφής
Μια πιό γενική λύση του προβλήματος εμφανίζεται στο Σχήμα 6.2.11 όπου την
ανάρτηση στηρίζουν επίσης δύο εγκάρσιοι βραχίονες, που όμως στην περίπτωση αυτή δεν είναι παράλληλοι και οι άξονες τους συναντούνται νοητά στο σημείο C. Στην περιπτωση αυτή το κέντρο της περιστροφής βρίσκεται στο σημείο Ο, που είναι η τομή της ευθείας που ενώνει το σημείο επαφής του ελαστικού με το δρόμο με το σημείο C, με την κατακόρυφη κεντρική ευθεία του οχήματος. Οι δύο βραχίονες που συνδέουν την ανάρτηση και το αμάξωμα ενός αυτοκινήτου είναι δυνατόν να μην είναι παράλληλοι στο κεντρικό επίπεδο του οχήματος. Στην περίπτωση αυτή τα άκρα των βραχιόνων,σε μία μικρή διαταραχή, θα διαγράφουν τροχίες που είναι τμήμα έλλειψης καθώς τα παρατηρούμε από το εμπρός ή το πίσω μέρος του αυτοκινήτου. Απο τις γνωστές μεθόδους προσέγγισης μίας έλλειψης λαμβάνεται ένα σημείο που αντιστοιχεί στο κέντρο της εξεταζόμενης έλλειψης και η ευθεία που ενώνει το σημείο της καμπύλης με αυτό το προσεγγιστικό κέντρο μπορεί να θεωρηθεί σαν ένας βραχίονας όπως αυτός στο Σχήμα 6.2.10.
Η ανάρτηση που παριστάνεται στο Σχήμα 6.2.11 (strut and link suspension) είναι μία ειδική περίπτωση ανάρτησης με δύο βραχίονες εκ των οποίων ο ένας είναι απείρου μήκους. Το κεντρο περιστροφής της ανάρτησης υπολογίζεται όπως πρίν και είναι το σημείο Ο.

ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ 6.19
Σημείο Αντίδρασης
Κέντρο Περιστροφής
Σχήμα 6.2.11 Κέντρο περιστροφής strut and link ανάρτησης
Για να είμαστε ακριβείς, οι μετατοπίσεις του ελαστικού στην εγκάρσια διεύθυνση
αλλάζουν ελαφρώς την θέση του κέντρου περιστροφής της ανάρτησης. Ετσι εάν χρησιμοποιούμε εύκαμπτα "μπαλάκια" στα σημεία σύνδεσης της ανάρτησης με το ψαλίδι, οι παραμορφώσεις αυτές μπορεί πρακτικά να παίζουν σημαντικό ρόλο στην θέση του κέντρου βάρους και γενικά είναι επιθυμητό να αποφεύγονται.
Με την προς τα επάνω μετατόπιση της μίας ανάρτησης και την αντίστοιχα προς τα κάτω μετατόπιση της άλλης το αυτοκίνητο περιστρέφεται στο εγκάρσιο επίπεδο, όμως το σημείο Ο (κέντρο περιστροφής της ανάρτησης) βρίσκεται σε διαφορετικό ύψος για κάθε μία ανάρτηση και συνεπώς τα δύο αυτά σημεία δεν συναντώνται στην μεσοκάθετη γραμμή του οχήματος. Θα μπορούσε κάποιος να φανταστεί ότι το σημείο στο οποίο συναντούνται είναι και το κέντρο περιστροφής ολόκληρης της ανάρτησης στο εγκάρσιο επίπεδο και άρα υπάρχει μία ανύψωση ή μία μετατόπιση προς τα κάτω του μπροστινού μέρους του οχήματος με μία αντίστοιχη μεταβολή της "σταθερής αντίστασης στην περιστροφή " (anti-roll rate). Στην πράξη πάντως η ανύψωση ή το χαμήλωμα των πλευρικών τοιχωμάτων του οχήματος δεν υπολογίζεται από τα χαρακτηριστικά των συνδέσμων της ανάρτησης αλλά από τις καμπύλες των καμπτικών φορτίων της αριστερής ή δεξιάς ανάρτησης, την μεταφορά βάρους στον διαμήκη άξονα του οχήματος, την αιτία αυτής της μεταφοράς και την γεωμετρία της ανάρτησης. Σαν μία πρώτη προσέγγιση μπορεί να θεωρηθεί ότι με την περιστροφή δεν υπάρχει αλλαγή στο ύψος του κέντρου περιστροφής της ανάρτησης και ότι το κέντρο αυτό βρίσκεται κάπου ανάμεσα στά δύο κέντρα που προκύπτουν από την δεξιά και αριστερή ανάρτηση.

6.20 ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ
6.2.4 Γωνίες περιστροφής οχήματος κατά τη διάρκεια της στροφής Οταν ένα όχημα εφοδιασμένο με ανεξάρτητες αναρτήσεις περιστρέφεται στο
εγκάρσιο επίπεδο, οι σταθερές ελατηρίου των αναρτήσεων του, επηρεάζουν την απόσταση μεταξύ των τροχών του ίδιου άξονα του οχήματος. Εάν η απόσταση αυτή είναι Τ και η σταθερά ελατηρίου στην ανάρτηση κάθε τροχού είναι Sc/2 , τότε η σταθερά αντίστασης στην περιστροφή (anti-roll rate) της ανάρτησης είναι T2Sc/4. Ετσι ο συνολικός βαθμός αντίστασης στην περιστροφή ενός οχήματος με ανεξάρτητες αναρτήσεις είναι
4crS2
rT4
cfS2fT
+
Εαν το όχημα έχει και τους δύο (μπροστά και πίσω) άξονες ίδιους και οι
αναρτήσεις του είναι σπειροειδή ελατήρια τότε αντί της απόστασης μεταξύ των τροχών του οχήματος χρησιμοποιείται η απόσταση μεταξύ των ελατηρίωνTs. Στην περίπτωση αυτή η επιρροή των παραμορφώσεων των ελαστικών του αυτοκινήτου πρέπει να υπολογιστεί ξεχωριστά εξαιτίας της διαφοράς μεταξύ της απόστασης των τροχών του οχήματος και της απόστασης των σπειροειδών ελατηρίων του.
Μια από τις χρησιμότητες της αντίστασης στην περιστροφή (anti-roll stiffness) είναι η επιρροή της στην γωνία περιστροφής του οχήματος στο εγκάρσιο επίπεδο, κατά την διάρκεια μίας στροφής. Η συνολική φυγόκεντρος δύναμη που εφαρμόζεται στην μάζα του οχήματος που παραλαμβάνεται από τις αναρτήσεις είναι : Mspα όπου α είναι η φυγόκεντρος επιτάχυνση. Αρκετά συχνά η φυγόκεντρος επιτάχυνση εκφράζεται σαν μία αναλογία της επιτάχυνσης της βαρύτητας g (π.χ 0.5g=4.905 m/sec2).
Η συνολική ροπή της φυγόκεντρης δύναμης ως προς τον άξονα περιστροφής του οχήματος (roll axis) είναι : MspαH (βλ.Σχήμα 6.2.12). Συνεπώς η γωνία περιστροφής του αμαξώματος μπορεί να μειωθεί μειώνοντας το ύψος H, πράγμα που επιτυγχάνεται είτε μειώνοντας το ύψος του κέντρου βάρους του οχήματος είτε αυξάνοντας το ύψος του άξονα περιστροφής. Επίσης μπορεί να μειωθεί αυξάνοντας την σταθερά αντίστασης στην περιστροφή (anti roll stiffness) των αναρτήσεων. Μία δεύτερη ροπή περιστροφής είναι αυτή που δημιουργείται εξαιτίας της απόμάκρυνσης του κέντρου βάρους από τον άξονα περιστροφής εξαιτίας της συνολικής γωνίας περιστροφής, στο εγκάρσιο επίπεδο. Η συνολική αυτή γωνία περιστροφής δημιουργείται από: (1) την γωνία περιστροφής στο εγκάρσιο επίπεδο των ελαστικών του οχήματος που δημιουγείται από την μεταφορά βάρους της μάζας του που δεν παραλαμβάνεται από τις αναρτήσεις (άξονες κ.α) και δρά στο κέντρο του τροχού. Η μεταφορά βάρους εξ'αιτίας της μάζας του οχήματος που δεν παραλαμβάνεται από τις αναρτήσεις είναι :
(Nt)TαRusW
και η γωνία περιστροφής του ενός τροχού εξαιτίας του βάρους αυτού είναι :
(rad)tS2T
αRus4Wusφ =
και συνολικά είναι :

ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ 6.21
)trS2
rTusrW
tfS2fT
usfW2ααRusaφ +=
(2) Από την γωνία περιστροφής των ελαστικών, που οφείλεται στην μεταφορά βάρους της παραλαμβανομένης από τις αναρτήσεις μάζας του οχήματος (αμάξωμα) και δρά στο ύψος του άξονα περιστροφής (roll axis). Αυτή είναι Mspαh/T και η γωνία περιστροφής των τροχών εξ'αιτίας της είναι
tS2T
ahsp4Wrcφ =
και η συνολική γωνία για όλο το αυτοκίνητο είναι : )trS2
rT
rhsprW
tfS2fT
fhspfW2ααrcaφ +=
hr
W.V2
Rg h h1
W
εRoll Axis
hf
Σχήμα 6.2.12 Γεωμετρικά χαρακτηριστικά οχήματος που σχετίζονται με τις εγκάρσιες γωνίες περιστροφής
(3) την γωνία περιστροφής Θ των αναρτήσεων και των τροχών εξαιτίας του βάρους του αμαξώματος που προκαλεί την μεταφορά βάρους.
Στον υπολογισμό της συνολικής ροπής θα πρέπει να χρησιμοποιήσουμε την συνολική γωνία περιστροφής θt. Πρέπει να υπάρχει μόνον μία συνολική γωνία

6.22 ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ
περιστροφής για ολόκληρο το αυτοκίνητο. Η γωνία περιστροφής εξαιτίας του βάρους του αμαξώματος είναι
crS2rTscS2
fT
)rcausaspH(αsp4Wspθ
+
+++=
φφθ
Η συνολική γωνία περιστροφής είναι θt=θsp+φusa+φrsa . Η γωνία περιστροφής του
μπροστινού μέρους του αμαξώματος του οχήματος είναι
rcfusftspfθ φφθ −−=
και η μεταφορά βάρους στο μπροστινό μέρος του οχήματος είναι
4cfSf)Trcfusft(θ
fTfαhspfW
fT
αRusfW
tfWφφ −−
++=
Αντίστοιχα η γωνία περιστροφής του αμαξώματος στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου είναι
rcrusrtsprθ φφθ −−=
και η μεταφορά βάρους στο πίσω μέρος του οχήματος είναι :
4crSr)Trcrusrt(θ
rTrαhsprW
rTαRusrW
trWφφ −−
++=
Για δεδομένο βάρος Wt η γωνία περιστροφής είναι
STt4W
Αρα η συνολική γωνία περιστροφής των ελαστικών στον μπροστινό άξονα είναι
fTtfStf4W
tfφ =
και στον πίσω άξονα
rTtrStr4W
trφ =
Η γωνία περιστροφής των μπροστινών αναρτήσεων είναι
sfScf)Srcfusft(θ
sfS2fT
f4T
4cfSf)Trcfusft(θ
sfθφφφφ −−
=−−
=
και στην πίσω ανάρτηση
srSsr)Srsrusrt(θ
srθφφ −−
=
6.2.5 Επίδραση συντελεστών χειρισμού στην εγκάρσια ευστάθεια οχήματος και ευστάθεια οχήματος στην διεύθυνση της κίνησης του

ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ 6.23
Η απώλεια της εγκάρσιας ευστάθειας ενός οχήματος παρατηρείται κυρίως κατά
την διάρκεια του φρεναρίσματος, όπου όπου εμφανίζονται μεγάλες δυνάμεις στα σημεία επαφής των ελαστικών με τον δρόμο . Επίσης σε συνθήκες φρεναρίσματος οι τροχοί δεν μπορούν να παραλάβουν ακόμα και μικρές εγκάρσιες δυνάμεις χωρίς να ολισθήσουν. Δηλαδή όταν οι τροχοί είναι μπλοκαρισμένοι η κίνηση του οχήματος δεν είναι ευσταθής.
Σχήμα 6.2.13 Ευστάθεια οχήματος όταν φρενάρει (a) ο πίσω αριστερός τροχός είναι μπλοκαρισμένος (b) ένας από τους μπροστινούς τροχούς φρενάρει ελλατωματικά
Η ισορροπία ενος μηχανοκίνητου οχήματος κατα την διάρκεια φρεναρίσματος μπορεί να διαταραχθεί από την μη ομοιόμορφη κατανομή της δύναμης του φρεναρίσματος ανάμεσα στους τροχούς, οφειλόμενη κυρίως στην λίπανση των επιφανειών τριβής ή σε λάθος ρύθμιση των φρένων. Η μη ομοιόμορφη κατανομή της δυνάμης πέδησης στους μπροστινούς τροχούς είναι κατά κανόνα πιό επικίνδυνη απο την μη ομοιόμορφη κατανομή της στους πίσω τροχούς. Εάν για παράδειγμα μόνον ο ένας πίσω τροχός φρενάρει, π.χ ο δεξιός (Σχήμα 6.2.13(α)) ενώ ο αριστερός γυρίζει ελεύθερα, το όχημα θα εκτραπει προς τα δεξιά. Ετσι η απόσταση Sg.c του τροχού που φρενάρει απο το κέντρο βάρους του οχήματος μειώνεται και συνεπώς μειώνεται η ροπή στρέψης, που προκαλεί την απώλεια της ευστάθειάς του και που δημιουργείται εξαιτίας της δύναμης αδράνειας Pins.
Οταν όμως ένας από τους μπροστινούς τροχούς είναι ο ελατωματικός η απόσταση Sg.c αυξάνει συνεχώς κατά την διάρκεια του φρεναρίσματος (Σχήμα

6.24 ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ
6.2.13(β)) και το όχημα τείνει να εκτραπεί ακόμα περισσότερο προς αυτήν την πλευρά. Γι' αυτό το λόγο ένα ελλάτωμα στα μπροστινά φρένα είναι πολύ πιο επικίνδυνο από ένα ελλάτωμα στα πίσω.Το ίδιο φαινόμενο παρουσιάζεται και όταν οι τροχοί που φρενάρουν βρίσκονται στην μία πλευρά του αυτοκινήτου, σε ένα ολισθηρό κομμάτι του δρόμου, ενώ από την άλλη πλευρά σε επιφάνεια με μεγάλο συντελεστή πρόσφυσης (φ).
Επίσης η απώλεια της ευστάθειας ενός οχήματος, κατά την διάρκεια φρεναρίσματος, μπορεί να οφείλεται και στην ανομοιόμορφη κατανομή του βάρους των αναρτημένων μαζών. Αν π.χ το κέντρο βάρους του αμαξώματος δεν βρίσκεται ακριβώς πάνω στο κατακόρυφο επίπεδο που περνά από τον διαμήκη άξονα του οχήματος, η δύναμη αδράνειας του αμαξώματος Pins αναπτύσει ροπή στρέψης σε απόσταση Sg.c. Εάν σε αυτήν την περίπτωση είναι μπλοκαρισμένοι οι μπροστινοί τροχοί (φαίνονται γραμμοσκιασμένοι στο Σχήμα 6.2.14(α), οι δυνάμεις συνάφειας των ελαστικών με τον δρόμο είναι μικρότερες απο των πίσω τροχών και άρα δημιουργείται ροπή Pins Sg.c, που περιστρέφει το όχημα που φρενάρει γύρω απο το μέσο του πίσω άξονα του οχήματος. Στην περίπτωση αυτή η απόσταση Sg.c γίνεται γρήγορα μηδέν και το όχημα δεν περιστρέφεται άλλο. Οταν όμως οι πίσω τροχοί είναι μπλοκαρισμένοι όπως φαίνεται στο Σχήμα 6.2.14(β) το όχημα περιστρέφεται ως προς το μέσο του μπροστινού άξονα, η απόσταση Sg.c αυξάνει, οπότε η ροπή στρέψης αυξάνει και η ανατροπή του οχήματος συνεχίζεται.
Sg.c Sg.c PinPin
Σχήμα 6.2.14 Ευστάθεια οχήματος με ανισοκατανομή βάρους Εάν το όχημα φρενάρει με ταχύτητα στο κιβώτιο ταχυτήτων, η εγκάρσια ευστάθεια του γίνεται καλύτερη, αφού το διαφορικό σύστημα γραναζιών διαιρεί την δύναμη πέδησης εξίσου στους πίσω τροχούς. Ετσι μειώνεται η ανισοκατανομή της δύναμης πέδησης, η οποία δημιουργείται εξαιτίας των διαφορετικών ροπών πέδησης ή διαφορετικών συντελεστών πρόσφυσης και μειώνεται η τάση του οχήματος για ολίσθηση και ανατροπή.
H απώλεια της ισορροπίας ενός αυτοκινήτου στην διεύθυνση της κίνησής του, μπορεί να προκαλέσει την ολίσθηση του στην κατά μήκος του οχήματος διεύθυνση ή σπανιότερα την ανατροπή του ως προς τον μπροστά ή πίσω άξονα. Τα σύγχρονα οχήματα που έχουν το κέντρο βάρους τους χαμηλά είναι σχεδόν απίθανο να ανατραπούν με αυτόν τον τρόπο. Μόνον οι πίσω τροχοί μπορούν να ολισθήσουν και

ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ 6.25
να προκαλέσουν την ολίσθηση του όλου οχήματος όταν για παράδειγμα ένα ρυμουλκούμενο (trailer) ανεβαίνει μία απότομη ανηφόρα. Ανεβαίνοντας εναν τέτοιο ανήφορο το ρυμουλκούμενο, μπορεί να χρησιμοποιήσει το απόθεμα της κινητικής του ενέργειας πρίν η ανηφόρα τελειώσει και έτσι το άθροισμα των δυνάμεων αντίστασης στην ολίσθηση να γίνει μεγαλύτερο απο την προς τα κάτω ελκτική δύναμη της βαρύτητας.
Για να υπολογίσουμε την μέγιστη γωνία κλίσης που μπορεί π.χ ένα ρυμουλκούμενο να υπερνικήσει (χειρότερη περίπτωση), εκτελώντας ομοιόμορφη κίνηση, χωρίς οι τροχοί που δίνουν την κίνηση να ολισθήσουν παρατηρούμε το διάγραμμα των δυνάμεων που δρούν στα ελαστικά του οχήματος (Σχήμα 6.2.15). Υποθέτουμε για απλότητα ότι οι δυνάμεις Pr1,Pr2,Pair και η ροπή Mr είναι μηδέν. Κατά την ομοιόμορφη κίνηση η δύναμη Pins είναι επίσης μηδέν, ενώ οι αντιδράσεις του δρόμου στη δυνάμεων Pair,Pins,Pt και επίσης τις τιμές στην Χ διεύθυνση είναι
r2PtP2X,r1P1X −=−=
Σύμφωνα με την παραπάνω υπόθεση η αντίδραση X1 είναι μηδέν και η X2 ίση με
την ελκτική δύναμη Pt της οποίας η μέγιστη τιμή καθορίζεται από την πρόσφυση των τροχών με τον δρόμο και είναι ίση με φχΖ2. Κατόπιν εισάγοντας τις τιμές της ροπής Μr, των δυνάμεων Pg,Ptra ίσες με
sinatraG=traP,sinaaG=gP
Από την ισορροπία δυνάμεων, είναι
rxφL
r)trasina(htraGr)g.csina(haGcosaaG2Z
−
−+−+=
Τη στιγμή ακριβώς που αρχίζει η ολίσθηση, η δύναμη πρόσφυσης των κινητήριων τροχών με τον δρόμο είναι ίση με την δύναμη αντίστασης στον ανήφορο που εφαρμόζεται στο ρυμουλκούμενο : )sinαtraGa(G2ZxφgrP +==
Λύνοντας τις δυο τελευταίες εξισώσεις μαζί, προκύπτει η κρίσιμη γωνία κλίσης στην οποία μπορεί ένα ρυμουλκούμενο όχημα να κινηθεί χωρίς οι κινητήριοι τροχοί του να ολισθήσουν
)trahx(LtraG)g.chx(LaG
αaGxφsktanα
φφ −+−=
Για απλό όχημα ισχύει G =0 οπότε tra
g.chxLαxφ
sktanαφ−
=
H κρίσιμη γωνία κλίσης αsk εξαρτάται από τον συντελεστή πρόσφυσης του
δρόμου. Για φx= .3 η γωνία αυτή δεν ξεπερνά τις 4.6 μοίρες για ένα ρυμουλκούμενο και βρίσκεται μεταξύ 10-15 μοίρες για οχήματα τύπου 4 επί 2 (τέσσερις τροχοί εκ των