Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

522

Transcript of Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

Page 1: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος
Page 2: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Κεφάλαιο 1. 1.1 Το αυτοκινούμενο όχημα, Εισαγωγή 1.1 1.2 Οι αναμενόμενες εξελίξεις στο αυτοκίνητο 1.1 1.3 Σχεδίαση και κατασκευή με τη βοήθεια υπολογιστών 1.4 1.4 Σχεδίαση και έλεγχος της παραγωγής με υπολογιστές 1.6 1.5 Ολοκληρωμένη παραγωγή με τη βοήθεια υπολογιστών 1.9 Κεφάλαιο 2. 2.1 Πλαίσια οχημάτων, Εισαγωγή 2.3 2.2 Πλαίσια οχημάτων 2.19 2.3 Φόρτιση πλαισίων 2.28 2.4 Κατασκευή πλαισίων 2.41 2.5 Σχεδιασμός αυτοκινήτου με Η/Υ 2.49 2.6 Σχεδίαση αυτοκινήτου με Autocad 2.60 2.7 Computer Aided Chasis Design [CACD] 2.63 Κεφάλαιο 3. 3 Αμαξώματα οχημάτων, Εισαγωγή 3.1 3.1 Σχεδίαση αμαξώματος σε AUTOCAD 3.1 3.2 Αναλυτική διαδικασία 3.3 3.3 Χρώματα 3.30 3.4 Τροχοί 3.30 3.5 Σκίαση (Autoshading) 3.32 Κεφάλαιο 4. 4.1 Πέδηση, Εισαγωγή 4.3 4.2 Δυναμική της Πέδησης 4.6 4.3 Μέθοδοι πέδησης 4.24 4.4 Μηχανισμοί Φρένων 4.27 4.5 Ταξινόμηση συστημάτων πέδησης 4.32 4.6 Εξοπλισμός Συστήματος Πέδησης Επιβατικών Αυτοκινήτων 4.37 4.7 Εξοπλισμός Συστήματος Πέδησης Φορτηγών Αυτοκινήτων 4.47 4.8 Antilock Braking (ABS) 4.66 Κεφάλαιο 5. 5.1 Αναρτήσεις οχημάτων. Εισαγωγή 5.1 5.2 Πηγές διέγερσης ταλαντώσεων στα οχήματα 5.9 5.3 Εξομάλυνση της κίνησης ενός μηχανοκίνητου οχήματος 5.17

iii

Page 3: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

5.4 Σύγχρονες τάσεις στα συστήματα αναρτήσεων 5.62 5.5 Μελέτη και υπολογισμός των αναρτήσεων ενός ηλεκτροκίνητου

οχήματος. 5.67

Κεφάλαιο 6. 6.1 Σύστημα Διεύθυνσης. Εισαγωγή 6.1 6.2 Ευστάθεια και κατευθυντικότητα οχημάτων στην εγκάρσια

διεύθυνση 6.3

6.3 Μελέτη της μεταβατικής συμπεριφοράς οχήματος κατά την είσοδο σε στροφή

6.72

6.4 Ανάλυση του συστήματος διεύθυνσης 6.89 6.5 Θεωρητική ανάλυση των ταλαντώσεων ενός οχήματος κατά τη

διάρκεια της κίνησής του 6.115

Κεφάλαιο 7. 7.1 Έγκριση τύπου οχημάτων 7.1 7.2.1 Ύψος αμαξωμάτων ανατρεπόμενων φορτηγών 7.8 7.3 Αγροτικά μηχανήματα 7.9 7.4 Διαστάσεις και βάρη οχημάτων 7.10 7.5 Έλξη οχημάτων 7.12 7.6 Τροχοπέδηση οχημάτων 7.16 7.7 Ωφέλιμο φορτίο αυτοκινήτων οχημάτων 7.19 7.8 Διακίνηση ειδικών προϊόντων. 7.26 Υπόδειγμα Α Τεχνικό υπόδειγμα για την έγκριση τύπου

επιβατηγών αυτοκινήτων και επιβατηγών μοτοσυκλετών

7.27

Υπόδειγμα Β Τεχνικό υπόμνημα για την έγκριση τύπου ρυμουλκού ή φορτηγού αυτοκινήτου (Μετά ή άνευ αμαξώματος).

7.28

Υπόδειγμα Γ Τεχνικό υπόμνημα για την έγκριση τύπου ρυμουλκούμενου ή ημιρυμουλκούμενου οχήματος.

7.30

Υπόδειγμα Δ Τεχνικό υπόμνημα για την έγκριση τύπου λεωφορείου.

7.32

Κεφάλαιο 8. 8.1 Υπολογισμός ταχύτητας σύγκρουσης οχήματος. 8.1 8.2 Υπολογισμός ενέργειας παραμόρφωσης του χαμένου οχήματος. 8.4 8.3 Υπολογισμός ταχύτητας δίκυκλου κατά την πέδηση. 8.9 8.4 Περιγραφή προγράμματος ανάλυσης ατυχημάτων. 8.12 8.5 Τεχνική εξέταση τροχαίων ατυχημάτων, πραγματογνωμοσύνες. 8.12

iv

Page 4: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

v

Κεφάλαιο 9. 9.1 Κινητήρες αυτοκινήτων. Εισαγωγή. 9.1 9.2 Γενικά χαρακτηριστικά των μηχανών εσωτερικής καύσης. 9.3 9.3 Κινητήρας OTTO. 9.10 9.4 Ο κινητήρας DIESEL. 9.13 9.5 Ο κινητήρας WAΝKEL. 9.22 9.6 Στροβιλοκινητήρας. 9.26 9.7 Ανάφλεξη. 9.27 9.8 Τύποι συστημάτων ανάφλεξης. 9.33 9.9 Γενικά χαρακτηριστικά συστημάτων ψεκασμού. 9.45 9.10 Ψεκασμός σε βενζινοκινητήρες. 9.57 9.11 Καταλύτες. 9.71 9.12 Κινητήρες φτωχού μείγματος. 9.76 9.13 Όρια εκπομπών ρύπων. 9.78 Κεφάλαιο 10. 10.1 Ελαστικά. Δυνάμεις και ροπές. 10.3 10.2 Αντίσταση κύλισης των ελαστικών. 10.5 10.3 Σχέση μεταξύ επιτάχυνσης-επιβράδυνσης και ολίσθησης των

ελαστικών. 10.11

10.4 Γωνιακές ιδιότητες των ελαστικών. 10.19 10.5 Συμπεριφορά των ελαστικών σε βρεγμένες επιφάνειες. 10.36 10.6 Λειτουργικές ιδιότητες των ελαστικών. 10.41 Κεφάλαιο 11. 11. Εισαγωγή στη δυναμική της κίνησης οχημάτων 11.3 11.1 Διατύπωση της εξίσωσης κίνησης του οχήματος 11.5 11.2 Συμπληρωματικά στοιχεία για την κίνηση του οχήματος:

επιτάχυνση, ελεύθερη κύλιση. 11.52

11.3 Ανάπτυξη προγράμματος για την βελτιστοποίηση της μονάδας ισχύος

11.60

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Στοιχεία Κίνησης και Ταλαντώσεων (SAE 16)

Page 5: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ

1.1 Η μηχανοκίνητη μεταφορά

Η μηχανοκίνητη μεταφορά, αν και ήταν ένα παλιό όνειρο του ανθρώπου, δεν μπόρεσε να πραγματοποιηθεί ως το ξέσπασμα της βιομηχανικής επανάστασης που έγινε στα μέσα του 19ου αιώνα. Στην περίοδο αυτή, παρουσιάστηκαν επαναστατικές μηχανολογικές τεχνικές με αποτέλεσμα το όνειρο αυτό να γίνει πραγματικότητα. Μέχρι τότε το ιππήλατο αμάξι ήταν το διαδεδομένο μέσο μεταφοράς. Ο συνδυασμός αλόγου - αμαξιού ήταν πολύ ικανοποιητικός στην εμφάνιση. Το άλογο έδινε την ισχύ κίνησης και το αμάξι με τα χρόνια συνεχούς εξέλιξης έγινε ελαφρό, ανθεκτικό και όμορφο, Σχήμα 1.1.

Σχήμα 1.1. Γύρω στα 1880

Σαν τα αμάξια της εποχής το ποδήλατο δίνει την αίσθηση της ελαφριάς κατασκευής και δύναμης. Σε αντίθεση με το αμάξι είναι μηχανισμός. Χωρίς φτερά και κάλυμμα της αλυσίδας το ποδήλατο του 1890 προβάλλει το μηχανισμό κίνησής του, τα πεντάλ, τις οδοντωτές τροχαλίες και την αλυσίδα, Σχήμα 1.2. Ο μεταλλικός σωληνωτός σκελετός του προετοιμάζει τους ανθρώπους για το πέρασμα στην εποχή των μηχανών. Ένα χαρακτηριστικό του ποδηλάτου που δεν βρίσκει

Page 6: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

2 ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ εφαρμογή στα αμάξια είναι οι τροχοί με συρμάτινες ακτίνες και πνευματικά ελαστικά. Η επίδραση του ποδηλάτου στην εξέλιξη των αμαξιών αλλά και των πρώτων αυτοκινήτων είναι εμφανής. Το ποδήλατο εξελίσσεται πολύ γρήγορα στις δεκαετίες 1870 και 1880 και οι τεχνολογικές λύσεις που υϊοθετούνται από τους κατασκευαστές αμαξιών και αυτοκινήτων φαίνονται στους τροχούς με ακτίνες, τα σωληνωτά πλαίσια, τα ελαφρά αμαξώματα κ.α.

Σχήμα 1.2. Ποδήλατο του 1892 (Royal Bicycle) και αυτοκίνητο του 1897 (De Dion). Μια μεγάλη καινοτομία ήταν η ανακάλυψη της μηχανής εσωτερικής καύσης και

η εφαρμογή της στο αυτοκινούμενο όχημα δρόμου του Karl Benz, το 1885, που συνετέλεσε στο να αποκτήσει το αυτοκίνητο πρακτική εφαρμογή. Προηγούμενα, 100 περίπου χρόνια νωρίτερα, είχαν κατασκευαστεί διάφορα ατμοκίνητα οχήματα με μικρότερη όμως επιτυχία. Επίσης, αντίθετα με ό,τι πιστεύεται, έγιναν και προσπάθειες κατασκευής ηλεκτροκίνητων οχημάτων αρκετά πριν ανακαλυφθούν οι μηχανές εσωτερικής καύσης. Χαρακτηριστική είναι η προσπάθεια του Σκοτσέζου Robert Davidson, ο οποίος κατασκεύασε το 1837 ένα ηλεκτρικό όχημα που έπαιρνε κίνηση από ένα πολύ απλό ηλεκτροκινητήρα, τον οποίο τροφοδοτούσε μια μπαταρία σιδήρου- ψευδαργύρου.

Η εξέλιξη του κινητήρα εσωτερικής καύσης μείωσε την έκταση και το ενδιαφέρον για αυτοκίνηση με άλλες μορφές κινητήρων. Μέσα στα επόμενα χρόνια, το αυτοκίνητο αποτέλεσε μια γρήγορα εξελισσόμενη μηχανή που έφθασε να περιλαμβάνει πάνω από 20.000 μηχανικά μέρη, τα οποία συνεργάζονταν αρμονικά μεταξύ τους, για την εξασφάλιση αξιόλογης και αξιόπιστης μεταφορικής ικανότητας. Η τεράστια αυτή ανάπτυξη, είχε σαν αποτέλεσμα πολλές διαφοροποιήσεις στο σχεδιασμό του αυτοκινήτου από κατασκευαστική πλευρά, εξωτερική μορφή αλλά και τη χρήση του, σαν μέσο μεταφοράς, εργαλείο δουλειάς ή ακόμα και σαν μέσο διασκέδασης και αναψυχής. Η ανάπτυξη της τεχνολογίας βελτίωσε το αυτοκίνητο στους τομείς της άνεσης, της ασφάλειας, της οδικής συμπεριφοράς και των επιδόσεων.

1.2 Οχήματα του προηγούμενου αιώνα Το πρώτο μηχανοκίνητο όχημα κατασκευάστηκε το 1769 από τον Nicholas

Joseph Cugnot, Γάλλο αξιωματικό του πυροβολικού, ήταν ατμοκίνητο και θεωρείται

Page 7: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ 3

ο πρόγονος του σημερινού αυτοκινήτου, Σχήμα 1.3. Μετέφερε 4 άτομα με ταχύτητα 2,25 μίλια ανά ώρα. Όταν αναποδογύρισε στρίβοντας με αυτή την ταχύτητα στους δρόμους του Παρισιού ο Cugnot βρέθηκε στη φυλακή επειδή έβαλε σε κίνδυνο τον πληθυσμό της πόλης.

Σχήμα 1.3. Το πρώτο ατμοκίνητο όχημα, φτιαγμένο το 1769 από τον Cugnot. Το πρώτο αυτοκίνητο που εμφανίσθηκε στην αγορά ήταν ηλεκτρικό και έκανε

την εμφάνιση του το 1881 κατασκευασμένο από την εταιρία Paris Omnibus, αφού προηγουμένως είχαν ανακαλυφθεί οι μπαταρίες μολύβδου - οξέως. Ανάλογα ηλεκτρικά αυτοκίνητα συνεχίζουν να παράγονται για αρκετά χρόνια μετά. Το 1876, ο Γερμανός Nikolaus Otto ανακαλύπτει την πρώτη τετράχρονη μηχανή εσωτερικής καύσεως, μετά από πολύχρονη πειραματική εργασία. Συνεχίζοντας την εργασία του Otto, αλλά εργαζόμενοι ανεξάρτητα, ο Karl Benz και ο Gottlied Daimler παρήγαγαν τα πρώτα, σε παγκόσμια κλίμακα, αυτοκίνητα με μηχανές εσωτερικής καύσης. Το αυτοκίνητο του Benz παρουσιάστηκε το 1885 και ήταν ένα τρίτροχο όχημα με σωληνωτό ατσάλινο πλαίσιο και ανοιχτό ξύλινο αμάξωμα με δύο καθίσματα για τους επιβάτες, Σχήμα 1.4. Ο μπροστινός τροχός κατευθυνόταν από ένα πηδάλιο που έπαιξε το ρόλο του τιμονιού, ενώ την κίνηση έπαιρναν οι δύο οπίσθιοι τροχοί μέσω αλυσίδας. Ο κινητήρας ήταν εμβολοφόρος, μονοκύλινδρος, τετράχρονος που έκαιγε βενζίνη και λειτουργούσε με βάση το θερμοδυναμικό κύκλο του Otto. Είχε ηλεκτρική ανάφλεξη, ήταν υδρόψυκτος και είχε τοποθετηθεί οριζόντια πάνω από τον άξονα των πίσω τροχών. Η ιπποδύναμή του ήταν 0.5 HP στις 250 - 300 στροφές ανά λεπτό και έδινε στο όχημα ταχύτητα 13 ως 16 χιλιομέτρων την ώρα.

Page 8: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

4 ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ

Σχήμα 1.4. Το αυτοκίνητο του Benz και ο Daimler με το αυτοκίνητό του. Το όχημα του Daimler κατασκευάστηκε το 1886 και ήταν το πρώτο τετράτροχο

αυτοκίνητο με μηχανή εσωτερικής καύσης (Σχήμα 1.4). Έπαιρνε κίνηση από ένα εγκάρσια τοποθετημένο εμβολοφόρο τετράχρονο μονοκύλινδρο κινητήρα, ο οποίος ήταν τοποθετημένος κατακόρυφα. Ο κινητήρας αυτός παρήγαγε ισχύ 1.5 HP στις 900 RPM. Aνάμεσα στις σημαντικότερες βελτιώσεις που έγιναν την εποχή πριν το 1900 και αφορούσαν στο γενικότερο σχεδιασμό του αυτοκινήτου, μπορούμε να διακρίνουμε την εισαγωγή του εξαερωτήρα (carburateur) με πλωτήρα (floater) από τον Maybach, το 1892, το τιμόνι, όπως το γνωρίζουμε στη σημερινή του μορφή σαν τροχό από τον Vacheron το 1894, τα ελαστικά με αέρα από τους αδελφούς Michelin, τον άξονα μετάδοσης κίνησης του Lanchester το 1895, την εφαρμογή πολλών κυλίνδρων σε μια μηχανή από τον Mors (4 κύλινδροι σε διάταξη V) ή από τον Daimler (4 σε σειρά) καθώς και τον σύνδεσμο τύπου σταυρού (cardan shaft) για την μετάδοση της κίνησης από τον διαμήκη άξονα κινήσεως στους άξονες των τροχών, από τον Renault. Κατά την πρώτη αυτή περίοδο της ζωής του αυτοκινήτου, τα μηχανικά τμήματα τοποθετούνται οπουδήποτε. Συνήθως προσαρμόζονταν γύρω από ένα υποτυπώδες, απογυμνωμένο πλαίσιο που έφερε και τα καθίσματα. Στα Σχήματα 1.5 και 1.6 φαίνονται τυπικά αυτοκίνητα της εποχής αυτής.

Στην εποχή πριν το 1900 δεν γίνεται καμιά προσπάθεια να δοθεί ενιαίο σχήμα στα αυτοκίνητα. Κρύβονται επιμελώς τα μηχανικά εξαρτήματα και τα οχήματα είναι ελαφρά και φαίνονται έτοιμα να υποδεχθούν το άλογο όπως τα παλιά αμάξια. Στο Winton του 1897 που αποτελεί τυπικό δείγμα αμερικανικού αυτοκινήτου φαίνεται ότι το βάρος έχει συγκεντρωθεί στον πίσω άξονα. Το φαινόμενο δεν είναι μόνο οπτικό αλλά και πραγματικό αφού τα 5/6 του βάρους τα φέρει ο πίσω άξονας. Η δυναμική των αυτοκινήτων ήταν άγνωστη ακόμα και παρά το ότι η συγκέντρωση του φορτίου πίσω έδινε καλά χαρακτηριστικά ελκτικής πρόσφυσης των τροχών, η οδήγηση του αυτοκινήτου ήταν μια οδυνηρή περιπέτεια. Μέχρι το 1900 τα αυτοκίνητα στην Αμερική οδηγούνται με τη βοήθεια μοχλού. Αργότερα ακολουθούν την ευρωπαϊκή αντίληψη για το τιμόνι που ξέρουμε σήμερα.

Page 9: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ 5

Σχήμα 1.5. Duryea 1893 και Haynes-Apperson 1894 πάνω

και Panhard-Levassor 1895 κάτω.

Σχήμα 1.6. Hertel του 1895 και Winton του 1897 επάνω

Columbia Electric Victoria του 1899 και Locomobile του1900 κάτω.

Page 10: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

6 ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ 1.3 Η εποχή της μαζικής παραγωγής - από το 1900 μέχρι το 1927

Από το 1900 και μετά στις περισσότερες βιομηχανικές χώρες εμφανίζονται διάφοροι σχεδιασμοί αυτοκινήτων και στα επόμενα χρόνια πραγματοποιούνται πολλές και σημαντικές καινοτομίες. Το αυτοκίνητο αρχίζει και καθιερώνεται σαν πρακτικός και αποτελεσματικός τρόπος μεταφοράς. Πρέπει να σημειωθεί η μεγάλη αναλογία ηλεκτρικών αυτοκινήτων που κυκλοφορούσαν εκείνη την εποχή, ειδικά στις μεγάλες πόλεις, με σημαντικές μάλιστα επιδόσεις. Το 1902 ο Αμερικανός Charles Baker δημιούργησε ρεκόρ ταχύτητας με 137 km/h. Η γρήγορη όμως εξέλιξη των μηχανών εσωτερικής καύσης αποτέλεσε τροχοπέδη στην ανάπτυξη των ηλεκτροκινητήρων που έδειξαν ότι δεν μπορούν να τις συναγωνιστούν σε ταχύτητα, επιτάχυνση και ακτίνα δράσης.

Σχήμα 1.7. Ηλεκτροκίνητο ταξί Bersey και ηλεκτρικό όχημα De Kruger, (Bullet),

140 km/h.

Η εργασία δύο Γάλλων, του Georges Bouton και του Albert de Dion, οδηγεί στην ανάπτυξη ελαφρών κινητήρων εσωτερικής καύσης με μεγάλη ταχύτητα περιστροφής. Οι συνεχείς βελτιώσεις στο σχεδιασμό - που αφορούσε σ' αυτή τη φάση κυρίως τον κινητήρα - οδήγησαν στην αύξηση των ταχυτήτων των αυτοκινήτων και έδωσαν ισχυρή ώθηση στην εξέλιξη των συστημάτων πέδησης και μετάδοσης της κίνησης. Τα πρώτα φρένα, για παράδειγμα, ήταν τα ίδια με αυτά των ποδηλάτων ή των φρένων που χρησιμοποιούνταν σε άμαξες με άλογα. 'Όμως ο Herbert Frood το 1908 εφευρίσκει ένα τύπο φρένου με επένδυση αμιάντου, το οποίο ήταν περισσότερο αποτελεσματικό απ' αυτά με βαμβακερές επενδύσεις που χρησιμοποιούνταν μέχρι τότε. Παράλληλα, το 1902, ο Frederick Lanchester ανακαλύπτει το δισκόφρενο, ενώ το 1903 η Mercedes (πρώην Daimler) εφαρμόζει ένα σύστημα φρένου με εσωτερικά διαστελλόμενα πέλματα στο εσωτερικό ενός τυμπάνου. Η Ιταλική εταιρία Isetta-Frachini, το 1911, χρησιμοποιεί σύστημα φρένου εφαρμοζόμενο και στους 4 τροχούς για πρώτη φορά. Επίσης, το 1920 εμφανίζεται το πρώτο υδραυλικό σύστημα φρένων. Σ' αυτά τα χρόνια (1900 - 1920), παρουσιάζονται πολλές καινοτομίες όπως η αυτόματη μετάδοση κίνησης, η ανάφλεξη με πολλαπλασιαστή και διανομέα, η μίζα, ο συσσωρευτής, κλπ.

Όσον αφορά στην κατασκευή των πλαισίων των αυτοκινήτων μέχρι τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, η τεχνολογία ελάχιστα είχε αναπτυχθεί και δεν είχε γίνει αντιληπτή ακόμα η μεγάλη σπουδαιότητά τους. Τα πλαίσια ως τότε ήταν απλά κατασκευές που χρησίμευαν μόνο για την στήριξη των διαφόρων εξαρτημάτων και

Page 11: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ 7

μηχανισμών και φυσικά δεν γινόταν λόγος για θέματα ασφάλειας. Αυτό ήταν συνέπεια και των μικρών επιδόσεων των αυτοκινήτων αλλά και των μικρών απαιτήσεων που είχαν τόσο οι κατασκευαστές, όσο και οι αγοραστές. Όμως κατά την διάρκεια της πρώτης δεκαετίας του 1900 παρατηρείται μία τυποποίηση της μηχανικής διάταξης των αυτοκινήτων: Άρχισε να τοποθετείται μπροστά ο κινητήρας, πίσω η κίνηση και στο κέντρο υπήρχαν τα καθίσματα (Σχήμα 1.8). Ετσι εξασφαλίζεται μια συμβολική υποκατάσταση του αλόγου από τον κινητήρα που σέρνει το υπόλοιπο αμάξωμα. Σε αντίθεση με την Αμερική όπου όλα τα μηχανικά εξαρτήματα είναι εμφανή, στην Ευρώπη η εξέλιξη του αυτοκινήτου ακολουθεί διαφορετικό δρόμο. Η Γαλλία είναι αναμφισβήτητα πρωτοπόρος στο σχεδιασμό αυτοκινήτων στα 1890 και ο διασημότερος σχεδιαστής είναι ο Εμίλ Λεβασσώ (Emille Levassor). To 1891 o Λεβασσώ είχε την ιδέα να τοποθετήσει τον κινητήρα εμπρός εγκάρσια στο πλαίσιο και να μεταδώσει την κίνηση στον πίσω άξονα μέσω ενός διαμήκους κεντρικού άξονα στο μέσο του πλαισίου.

Σχήμα 1.8. Creanche, 1900

Τα υλικά που χρησιμοποιούνται στα πρώτα αυτά χρόνια για την κατασκευή των

πλαισίων, ήταν το ξύλο (φανερή η επιρροή στο υλικό αλλά και στον τρόπο κατασκευής των αμαξιών με άλογα) το οποίο αντικαταστάθηκε σταδιακά από χάλυβα. Η όλη κατασκευή ανήκε στον τύπο που σήμερα χαρακτηρίζουμε φέρον πλαίσιο, ήταν δηλαδή ανεξάρτητη και επιπλέον αρκετά βαριά. Στον τομέα των αναρτήσεων δεν είχε γίνει καμιά σημαντική πρόοδος. Τα πρώτα αυτοκίνητα χρησιμοποιούσαν έναν απλό, στιβαρό άξονα, σταθερά προσκολλημένο στο πλαίσιο, ο οποίος είχε ένα τροχό σε κάθε άκρη του. Η πρώτη ανάρτηση ήταν ένα σύστημα με πεπλατυσμένα ελατήρια (φύλλα σούστας) που, αρκετά εξελιγμένο βέβαια, χρησιμοποιείται ως τις μέρες μας. Τα ελαστικά μέχρι το 1920 περίπου, ήταν στενά και απαιτούσαν υψηλές πιέσεις αέρα.

Οι αγώνες αυτοκινήτων γίνονται όλο και πιο δημοφιλείς. Στο Σχήμα 1.9 φαίνονται μερικά αντιπροσωπευτικά δείγματα τέτοιων αυτοκινήτων. Οι αγώνες

Page 12: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

8 ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ αυτοκινήτων στην Ευρώπη γίνονται αφορμή για την αλλαγή των προτιμήσεων των Αμερικανών. Τα αμερικάνικα αυτοκίνητα αυτή την εποχή είναι μικρά και απλούστερα των ευρωπαϊκών. Επιπλέον, οι αμερικανοί κριτικοί μέσω του ειδικού τύπου (The Horseless Αge 16 Μαΐου 1900) περιγράφουν τα γαλλικά αυτοκίνητα σαν …απροκάλυπτα άσχημα…, γεμάτα μηχανισμούς… δύσκολα στην χρήση τους… κτλ. Η αλλαγή στις προτιμήσεις των Αμερικανών φαίνεται μετά το ράλι Gordon - Bennett στα 1900 στη διαδρομή Παρίσι - Λυών 610 χιλιόμετρα. Ο νικητής του αγώνα Charron οδήγησε την Panhard-Levassor με μέση ταχύτητα 66,8 χλμ/ωρα. Η μέγιστη ταχύτητα που μπορούσε να πετύχει ήταν 120-130 χλμ/ωρα αλλά στη διαδρομή άλλαξε ένδεκα φορές λάστιχο. Αν αναλογισθεί κανείς ότι αυτές τις ταχύτητες ανέπτυσσαν σε άσχημα οδοστρώματα με ασταθή αυτοκίνητα και υποτυπώδη φρένα, με τα σημερινά δεδομένα φαντάζουν άθλος. Το 1902 γίνεται το ράλι Παρίσι-Βιέννη, το 1903 Παρίσι-Μαδρίτη. Οι ταχύτητες αυξάνουν κάθε χρόνο και οι θεατές συνωστίζονται κατά χιλιάδες στο μήκος της διαδρομής με κίνδυνο της ζωής τους για να θαυμάσουν αυτές τις περίεργες θορυβώδεις μηχανές που βγάζουν πυκνούς καπνούς και μυρίζουν καμένο λάδι. Τα αυτοκίνητα που κερδίζουν είναι Mors, Panhard-Levassor, Napier, Renault και De Dietrich.

Σχήμα 1.9. Αυτοκίνητα αγώνων Panhard -Levassor 1900 και Mors 1901

Τα νέα από τους αγώνες αυτούς φθάνουν στην Αμερική και τα αυτοκίνητα αυτά

γίνονται το όνειρο κάθε Αμερικανού. Όμως το αγωνιστικό αυτοκίνητο της εποχής δεν διαθέτει ούτε χώρο ούτε ανέσεις για χρήση στο δρόμο. Δημιουργείται έτσι το νέο σχήμα σαν αυτό της Mercedes του 1901 που φαίνεται στο Σχήμα 1.10 με την

Page 13: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ 9

προσθήκη ενός χώρου επιβατών πίσω με άνοιγμα στο πίσω μέρος. Το μοντέλο αυτό ήταν το πρώτο αυτοκίνητο με χαμηλό κέντρο βάρους (μόλις μπορούσε να κινηθεί στους χειρότερους από τους ευρωπαϊκούς αμερικανικούς δρόμους) και θα αποδειχθεί η πραγματοποίηση του ονείρου για τους λάτρεις της οδήγησης.

Σχήμα 1.10. Mercedes 1901 35 hp

Παρά τις υψηλές τιμές τα ευρωπαϊκά αυτοκίνητα πωλούνται στην Αμερική. Οι Αμερικανοί σχεδιαστές δεν αντιλαμβάνονται τις προτιμήσεις του κοινού ακριβώς και αντιγράφουν τα πιο συντηρητικά ευρωπαϊκά μοντέλα κάνοντας μικρά αυτοκίνητα. Το Columbia του 1901 είναι μια προσεκτική αντιγραφή του γαλλικού Creanche ενώ και το Ford Model A του 1903 είναι παρόμοιο Σχήμα 1.11. Στη συνέχεια ο σχεδιασμός αλλάζει προς μεγαλύτερα αυτοκίνητα Σχήματα 1.12 και 1.13.

Σχήμα 1.11. Columbia του 1901 και Ford Model A του 1903

Page 14: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

10 ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ

Σχήμα 1.12. Autocar και Packard του 1903

Στα περισσότερα αυτοκίνητα το πίσω τμήμα του αμαξώματος ήταν

αποσυναρμολογούμενο (για να μετατρέπεται εύκολα σε διθέσιο ελαφρό για καλύτερες επιδόσεις) και πολλές φορές είχε την τάση να απομακρύνεται μόνο του σε ψηλές ταχύτητες και κακούς δρόμους με δυσμενείς συνέπειες για τους πίσω επιβάτες. Η πίσω πόρτα γρήγορα φάνηκε ότι δεν ήταν πρακτική και άνοιξε το δρόμο για τις πλευρικές πόρτες, Σχήμα 1.14.

Σχήμα 1.13. Το πρώτο Vauxhall του 1903 Μέχρι το 1903 η προστασία των επιβατών από τις καιρικές συνθήκες είναι

ανύπαρκτη. Το 1903 εμφανίζεται η υφασμάτινη πτυσσόμενη οροφή που όμως δεν προστατεύει τους επιβάτες από βροχή εν κινήσει, αφού δεν υπάρχει ακόμα ο ανεμοθώρακας. Η αύξηση του μεγέθους των αυτοκινήτων από το 1905 μπορεί να εξηγηθεί από την ανάγκη για την πλευρική πόρτα και αντιπροσωπεύει τη νέα άποψη για το μέγεθος των αυτοκινήτων. Τα αυτοκίνητα που κατασκευάσθηκαν μετά το 1905 είναι παρόμοια σε μέγεθος με τα σύγχρονα αν και το ύψος τους είναι μεγαλύτερο. Από την εισαγωγή του ανοικτού αμαξώματος με τις πλευρικές θύρες το 1905 μέχρι την ανάπτυξη του κλειστού αυτοκινήτου και με προσιτή τιμή για ευρύτερα στρώματα του πληθυσμού το 1920 αναπτύσσεται το αυτοκίνητο τουρισμού με 5 ή 7 θέσεις.

Page 15: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ 11

Σχήμα 1.14. Thomas 1904 και 1905

Γύρω στα 1906 σταθεροποιείται η σχεδιαστική άποψη για το αυτοκίνητο

τουρισμού και το ενδιαφέρον σχεδιαστών και κοινού περιορίζεται στα διακοσμητικά στοιχεία. Το 1906 η μόδα της προβολής διακοσμητικών κυρίως στοιχείων αλλά και εξαρτημάτων όπως στο Grout στο Σχήμα 1.15 κλείνει τον κύκλο της και δίνει τη σειρά της σε πιο ισορροπημένες λύσεις που βοηθούνται όμως και από την αύξηση του μεταξονίου που έγινε εν τω μεταξύ. Στο Oldsmobile του 1906 στο ίδιο σχήμα φαίνεται η νέα σχεδιαστική τάση. Οι τροχοί είναι προωθημένοι μπροστά από το αμάξωμα και δίνουν ένα δραματικό τόνο στην προσπάθεια να τραβήξουν σε κίνηση το υπόλοιπο αμάξωμα. Ενώ αρχικά το ψυγείο νερού βρίσκεται σε προωθημένη θέση σε σχέση με τον άξονα, το 1906 σταθεροποιείται στον άξονα ή πίσω απ΄αυτόν.

Η θέση αυτή του ψυγείου ήταν ζήτημα μόδας. Ενώ δεν εξυπηρετεί κανένα πρακτικό σκοπό μεταφέρει το υπόλοιπο αμάξωμα προς τα πίσω με αποτέλεσμα τα πίσω καθίσματα να βρίσκονται πάνω ακριβώς από τον πίσω άξονα μειώνοντας την άνεση των πίσω επιβατών. Επιπλέον, μετατοπίζεται το βάρος προς τα πίσω δυσκολεύοντας τον έλεγχο του αυτοκινήτου. Παρά το ότι το σχήμα αυτό δεν ήταν πρακτικό ούτε ήταν αποτέλεσμα συστηματικού σχεδιασμού, ήταν αποδεκτό αισθητικά και κυριάρχησε για ένα τέταρτο του αιώνα.

Page 16: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

12 ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ

Σχήμα 1.15. Από πάνω προς τα κάτω: Grout Touring Car και Oldsmobile του 1906, Mora Touring Car του 1907

Page 17: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ 13

Αυτό που χαρακτηρίζει τα αυτοκίνητα του 1906 είναι ο επανασχεδιασμός των μπροστινών φτερών. Στα προηγούμενα αυτοκίνητα έμοιαζαν με αυτά του Grout του 1906 και ήταν σε αρμονία με το αμάξωμα. Όσο όμως τα αμαξώματα μακραίνουν και οι γραμμές γίνονται πιο λεπτές, η απότομη ανύψωση των φτερών πάνω από τους τροχούς δείχνει εκτός εποχής. Ένα πιο ευχάριστο σχήμα δίνει το Mora του 1907 με τα φτερά να εκτείνονται πίσω από τον πίνακα οργάνων.

Αυτή την περίοδο τα μεγάλα αυτοκίνητα τουρισμού χάνουν τις σπορτίφ επιδόσεις και δημιουργείται η ανάγκη ανάπτυξης ενός παλιότερου τύπου αυτοκινήτου με υψηλές επιδόσεις. Εμφανίζονται τα Gentlemen's Roadsters που αποτελούν ένα πλήρη κατάλογο χαρακτηριστικών συμβόλων ισχύος και ταχύτητας. Το Thomas Runabout του 1906, Σχήμα 1.16, είναι δείγμα αυτής της τάσης. Σχεδιάστηκε αρχικά για δύο επιβάτες με καθίσματα τύπου μπάκετ και διέθετε μεγάλο κινητήρα με περίσσεια ισχύος. Παρά την μεγάλη ισχύ και τις επιδόσεις μειονεκτεί σε πολλά σημεία. Το ψυγείο του κάθεται "βαριά" πάνω στον μπροστινό άξονα, τα μπροστινά φτερά είναι χοντροκομμένα ενώ τα πίσω φαίνονται πολύ λεπτεπίλεπτα. Οι συνολικές διαστάσεις μαρτυρούν ότι πρόκειται για ξανασχεδιασμένο αυτοκίνητο μεγάλου τουρισμού. Στο πίσω μέρος ο προσεκτικός παρατηρητής υποψιάζεται καλά κρυμμένα τα διπλωμένα καθίσματα για τους πίσω επιβάτες. Το American Simplex του 1909, Σχήμα 1.17, είναι πιο προσεγμένο στην εμφάνισή του και δεν κρύβει ότι είναι διθέσιο. Το ψυγείο και τα εμπρόσθια φτερά δεν έχουν τις αδυναμίες στη μορφή τους και τη διάταξή τους όπως το Thomas Runabout.

Σχήμα 1.16. Thomas Runabout, 1906

Σχήμα 1.17. American Simplex 1909

Page 18: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

14 ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ Παράλληλα προς την σχεδίαση ακριβών μηχανών σαν τα Thomas και Simplex

εμφανίζονται πολλές απομιμήσεις με χαμηλό κόστος. Μερικά αποτελούν πιστά αντίγραφα που αναπαράγουν όλα τα χαρακτηριστικά των ακριβών μοντέλων σε μικρογραφία. Αλλά αποτελούν οικονομικά αυτοκίνητα στα οποία προσθέτουν μερικά σπορτίβ χαρακτηριστικά και επιδόσεις. Τέτοιο παράδειγμα αποτελεί το Ford Model N του 1906, Σχήμα 1.18, που όμως ταίριαζε καλύτερα σε αγροτικό γιατρό παρά σε θερμόαιμους εύπορους που τρέχουν με ταχύτητα στους δημόσιους δρόμους. Η Buick Model 10 του 1908 αποτελεί παραλλαγή ενός μεγάλου αυτοκινήτου τουρισμού σε Roadster με μεγαλύτερη επιτυχία από το Ford στην εντύπωση της σπορτίβ εμφάνισης. Τα μακριά φτερά βοηθούσαν σ'αυτό. Τα Gentlemen's Roadsters αποτέλεσαν τη βάση εξέλιξης και σχεδιασμού των μελλοντικών σχεδιαστικών δοκιμών (concept cars). Παράδειγμα το Aerocar Runabout του 1907, "αυτοκίνητο όνειρο" για την εποχή και το Hupmobile του 1909. Ο σκοπός της σχεδίασής του ήταν ο περιορισμός της αεροδυναμικής αντίστασης και για τα αισθητικά δεδομένα της εποχής φαινόταν εξαιρετικά φουτουριστικό. Το Hupmobile που αποτελεί πολύ καλή αντιγραφή μεγαλύτερων Roadsters κόστιζε 750 $ αντί 3.000-5.000 $ του Simplex.

Σχήμα 1.18. Ford Model N του 1906 και Buick Model 10 του 1908

Page 19: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ 15

Σχήμα 1.19. Aerocar Runabout του 1907 και Hupmobile του 1909

Το ψηλό κόστος και η μικρή πρακτικότητα των Roadsters έκαναν πολλούς υποψήφιους αγοραστές στην Αμερική να αισθάνονται ότι η αγορά ενός τέτοιου αυτοκινήτου δεν ήταν σύμφωνη με τη γενικότερη οικονομική και κοινωνική ηθική της εποχής. Ούτε χρειαζόντουσαν ένα μεγάλο άνετο αυτοκίνητο τουρισμού για να εξυπηρετούν τις καθημερινές ανάγκες τους. Αυτό που ήθελαν ήταν ένα μεγάλο Roadster μεταμφιεσμένο σε οικογενειακό αυτοκίνητο τουρισμού. Στο Σχήμα 1.20 φαίνεται το Stearns Roadster που ονομαζόταν και toy tonneau ή baby tonneau ή pony tonneau δείγμα αυτής της τάσης της αγοράς. Έχει τα βασικά χαρακτηριστικά ενός Roadster, ταχύτητας, άξονα τιμονιού χαμηλωμένο, μακριά και όμορφα εμπρόσθια φτερά και το ψυγείο αρκετά πίσω. Είχαν τέσσερις θέσεις και αν και το μήκος τους ήταν μικρό μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως οικογενειακά αυτοκίνητα. Δεν είχαν τις ανέσεις του οικογενειακού αυτοκινήτου και δεν είχαν καθόλου χώρο αποσκευών. Είχαν μεγάλη απήχηση τα χρόνια 1907 μέχρι το 1910.

Page 20: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

16 ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ

Σχήμα 1.20. Stearns Roadster του 1907 και Menard Auto Buggy 1908 Το 1907 μετά από μερικά χρόνια αθόρυβης εξέλιξης ξαναεμφανίζονται στην

Αμερική τα αυτοκίνητα τύπου buggy όπως το Menard Auto Buggy, Σχήμα 1.20, με τους μεγάλους συμπαγείς τροχούς. Κινούμενα από μονοκύλινδρους ή δικύλινδρους κινητήρες που μεταδίδουν την κίνηση με αλυσίδα ή λουριά τα αυτοκίνητα αυτά δείχνουν σαν να μην υπήρξε ποτέ η σημαντική πρόοδος που έγινε την προηγούμενη δεκαετία. Οι σχεδιαστές τους πρόβαλλαν το επιχείρημα ότι οδηγήθηκαν σ'αυτή τη σχεδίαση από καθαρά πρακτικούς λόγους και επειδή οι μεγάλοι τροχοί ήταν πιο κατάλληλοι για αγροτικές περιοχές. Τα προτιμούσαν κυρίως αγρότες του Middle West επειδή έμοιαζαν με τα ιππήλατα αμάξια τους, δεν ήταν πολύπλοκα στο χειρισμό και επιπλέον ήταν φτηνά. Όμως το 1910 η ζήτηση αυτών των αυτοκινήτων περιορίσθηκε και μέχρι το 1911 βγήκαν εκτός παραγωγής. Σ'αυτό πρέπει να συνέβαλε και η εμφάνιση του Ford Model T το 1908.

Τη χρονιά αυτή το Ford Model T κατασκευάσθηκε σε 6181 κομμάτια ενώ η παραγωγή της Buick ήταν η μεγαλύτερη στην Αμερική με 8487 αυτοκίνητα και της Cadillac 2380. Μεταξύ 1908 και 1927 πουλήθηκαν 15 εκατομμύρια Ford Model T, Σχήμα 1.21, ένα παγκόσμιο ρεκόρ που καταρρίφθηκε τη δεκαετία του 70 από το σκαραβαίο της Volkswagen.

Page 21: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ 17

Σχήμα 1.21 Ford Model T, 15 εκατομμύρια μεταξύ 1908 και 1927

Η σχεδίαση των ηλεκτρικών αυτοκινήτων ήταν άλλο ένα πισωγύρισμα στην ιστορία του αυτοκινήτου. Σε αντίθεση με τη δυναμική εμφάνιση των βενζινοκίνητων, τα ηλεκτρικά ήταν αθόρυβα και καθαρά και η σχεδίασή τους δεν έκρυβε αυτά τα προτερήματά τους. Αντίθετα, η αυτονομία τους ήταν γύρω στα 80 χιλιόμετρα και η τελική ταχύτητά τους δεν ξεπερνούσε τα 35 χλμ.α.ω. Ηλεκτρικά οικογενειακά αυτοκίνητα δεν έγινε ποτέ δυνατό να παραχθούν μαζικά ενώ εμφανίσθηκαν στόλοι ελαφρών φορτηγών διανομής προϊόντων. Γύρω στα 1919 εμφανίζονται ηλεκτρικά αυτοκίνητα με κλειστό αμάξωμα σαν τα Studebaker και Baker, Σχήμα 1.22.

Σχήμα 1.22. Studebaker electric και Baker electric 1910.

Στο Σχήμα 1.23 φαίνονται δύο μοντέλα τουρισμού που τα αμαξώματά τους

ονομάζονται Torpedo Body (Τορπίλη). Οι γραμμές του χώρου επιβατών βρίσκονται ψηλότερα από το χώρο του κινητήρα και η διαφορά τους είναι ότι στο Stafford του 1911 υπάρχουν πόρτες εμπρός και τα ξύλινα πλευρικά πανέλα του αμαξώματος αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο για χάρη της αεροδυναμικής. Δεν υπάρχουν εμφανή ξεχωριστά τμήματα όπως στο Haynes του 1910. Ακόμη, λείπουν και τα χερούλια των θυρών.

Page 22: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

18 ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ

Σχήμα 1.23. Haynes του 1910 και Stafford του 1911

Οι εμπρόσθιες θύρες βελτιώνουν την μορφή δίνοντας την εικόνα ενιαίου

αμαξώματος και όχι δύο τμημάτων όπως προηγούμενα. Οι μοχλοί χειρισμού φαίνεται οτι πρέπει να εγκαταλείψουν το εξωτερικό του αμαξώματος, οι σχεδιαστές προτείνουν στο μέσο μεταξύ των επιβατών αλλά αντιδρούν οι δεξιόχειρες οδηγοί αφού το τιμόνι βρίσκεται ακόμη στα δεξιά. Γύρω στα 1906 μπαίνει σε εφαρμογή το σύστημα φωτισμού ασετιλίνης Presto-o-Lite με κύλινδρο παραγωγής αερίου που τοποθετείται στο μασπιέ, Σχήμα 1.23. Μέχρι το 1908 τα αμαξώματα χαμηλώνουν τόσο πολύ που δεν υπάρχει χώρος ούτε για το κουτί των εργαλείων κάτω από τα καθίσματα. Επειδή τα φώτα, οι κόρνες, οι ανεμοθώρακες και άλλα αξεσουάρ δεν αποτελούν κανονικό εξοπλισμό εμφανίζεται μια πληθώρα προμηθευτών τέτοιων ειδών και επικρατεί χάος στη μορφή και τη λειτουργία τους. Από το 1912 τα προμήθευαν οι κατασκευαστές και επιπλέον τα διάφορα εμφανή κουτιά (εργαλειοθήκες, γεννήτρια ασετιλίνης κτλ) που φαίνονται εξωτερικά του πλαισίου κρύβονται κατάλληλα. Με την εμφάνιση της ηλεκτρικής ανάφλεξης αυτή την περίοδο μετατρέπεται και ο φωτισμός σε ηλεκτρικό και χάνεται και η γεννήτρια ασετιλίνης.

Page 23: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ 19

Σχήμα 1.24. Opel Torpedo, 1912

Σχήμα 1.25. Premier Little Six του 1913, Winton Six του 1914

Στην Ευρώπη το πέρασμα απο το Torpedo Body στο συνεχόμενο (Streamline Body) γίνεται γρήγορα. Στο Σχήμα 1.24 φαίνεται το Opel Torpedo του 1912 με μια συνεχή κλίση από το αμάξωμα προς το καπό του κινητήρα. Την ίδια περίοδο τα φώτα θέσης βρίσκονται στον θώρακα που χωρίζει το χώρο του κινητήρα από το κυρίως σώμα του αμαξώματος όπως στο Premier Little Six του 1913, Σχήμα 1.25. Η επιφάνεια αυτή περιορίζεται σταδιακά όπως στο Winton Six του 1914 και καταργείται αργότερα όπως στο Kissel Kar του 1914, Σχήμα 1.26 ανοίγοντας το δρόμο για τα συνεχή αεροδυναμικά αμαξώματα που θα ακολουθήσουν. Την ίδια

Page 24: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

20 ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ εποχή εμφανίζονται αυτοκίνητα που μεταφέρουν σε προηγούμενα χρόνια (Collonial Style) και διατηρούνται μέχρι το 1916-17, Σχήμα 1.26.

Σχήμα 1.26. Kissel Kar του 1914 πάνω και Chalmers Colonial Coupe κάτω

Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος επιτάχυνε την εξέλιξη του αυτοκινήτου. Λίγο –

πολύ, οι κατασκευαστές αυτοκινήτων, που προσωρινά, σαν μέρος της πολεμικής προσπάθειας, παρήγαγαν αντί για αυτοκίνητα κινητήρες αεροπλάνων, διδάχτηκαν πολλά γύρω από τη σχεδίαση, την παραγωγή και τα υλικά.

Μετά τον πόλεμο, όλο και περισσότερος κόσμος ζητούσε αυτοκίνητο ενώ πολλοί ήταν εκείνοι που είχαν τα μέσα να το προσφέρουν. Μέσα σε δύο δεκαετίες το αμερικανικό αυτοκίνητο κέρδισε την επανάσταση που είχε αρχίσει ο Φορντ. Η παραγωγή και η πώληση αυτοκινήτων έγινε ο κυριότερος τομέας της οικονομίας.

Page 25: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ 21

Το κλειστό αυτοκίνητο έπαψε να είναι προνόμιο των πλουσίων. Ενώ το 1920 τα περισσότερα αυτοκίνητα ήταν ανοικτά και οι επιβάτες προστατεύονταν από τον καιρό με καλύμματα από καραβόπανο, δέκα χρόνια αργότερα το Ντιτρόιτ κατασκεύαζε, σχεδόν αποκλειστικά, κλειστά αυτοκίνητα.

Στη δεκαετία του 1920 αναπτύχθηκαν επίσης οι μεγάλοι ευρωπαϊκοί οίκοι αυτοκινήτων όπως οι: Ώστιν, Μόρρις, Σίνγκερ, Φίατ, Σιτροέν και άλλοι που όλοι είχαν ιδρυθεί μεταξύ 1906 και 1919, υπό την επίδραση του Φορντ. Ο Γουίλιαμ Μόρρις στην Αγγλία και ο Αντρέ Σιτροέν στη Γαλλία, τέθηκαν επικεφαλής της Ευρωπαϊκής κίνησης προς τη μαζική παραγωγή. Η γενίκευση της χρήσης του αυτοκινήτου δεν είχε επικρατήσει ακόμη στην Ευρώπη, αλλά η ιδέα του μικρού αυτοκινήτου, γεννήθηκε με το Austin Seven, ένα μικρό αυτοκίνητο για τις μάζες το 1922, όταν το παρήγαγε ο Χέρμπερτ Ώστεν και το οικογενειακό, φτηνό αυτοκίνητο έγινε πραγματικότητα, Σχήμα 1.27.

Σχήμα 1.27. Austin Seven, 1922 Την ίδια εποχή, γενικεύτηκε η χρήση των μηχανικών φρένων και στους τέσσερις

τροχούς, αλλά στις Η.Π.Α., ο Σκώτος Μάκλολμ Λόουγκχεντ, ανέπτυξε το πιο αποτελεσματικό, σε σχέση με το προηγούμενο, υδραυλικό σύστημα. Μια άλλη καινοτομία εκείνου του καιρού, στις αρχές της δεκαετίας του 1920, ήταν η ανεξάρτητη μπροστινή ανάρτηση που παρουσίασε ο Βιντσέντσο Λάντσια το 1922 στην Ιταλία.

Μέχρι το 1927 παρατηρείται η εμφάνιση των πρώτων μεθόδων μαζικής παραγωγής για αυτοκίνητα με χαμηλό κόστος παραγωγής, που βρήκαν μια “ώριμη” αγορά, η οποία είχε δημιουργηθεί με τις συνθήκες της αφθονίας που επικρατούσε πριν το 1920. 'Έτσι, κατασκευάζεται ένας αριθμός αυτοκινήτων

Page 26: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

22 ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ υψηλής ποιότητας και αντοχής που οφείλεται κύρια στη διαφοροποίηση των οικονομικών συνθηκών. Ανάμεσα στ' αυτοκίνητα αυτά περιλαμβάνονται φημισμένα ονόματα όπως το Royale της Buggati, το Phantom III της Rolls Royce, η Bentley και η Hispano - Suisa (Σχήμα 1.28). Αξιοσημείωτος είναι ο σχεδιασμός και η αποτελεσματικότητα των κύριων μηχανικών τμημάτων των αυτοκινήτων. Προστίθεται ποικιλία εξοπλισμού, όπως ραδιόφωνα, υαλοκαθαριστήρες, αναστρεφόμενα φώτα, αυτόματος ρυθμιστής στο καρμπυρατέρ (choke) και πολλές επιχρωμιωμένες διακοσμήσεις.

Σχήμα 1.28. Hispano-Suiza του 1925 με προσωρινό αμάξωμα για δοκιμές Από το 1920 περίπου και μετά, τα αυτοκίνητα αποκτούν κλειστό αμάξωμα, με

πόρτες και ανεμοθώρακες ασφαλείας και αρχίζουν να γίνονται χαμηλότερα και μακρύτερα με βελτίωση της ευστάθειας. Μακρύτερα αυτοκίνητα χρειάζονται μεγαλύτερο μεταξόνιο.

Η Mercedes του 1901 που φαίνεται στο Σχήμα 1.10 ήταν το πρώτο αυτοκίνητο που διέθετε πλαίσιο από πρεσσαριστό χάλυβα. Αυτή ήταν μια σημαντική καινοτομία που έμελλε ν'αλλάξει την μορφή του αυτοκινήτου στη συνέχεια. Τα πρώτα πλαίσια των αυτοκινήτων ήταν ξύλινα με μεταλλικές ενισχύσεις που δεν μπορούσαν να φέρουν μεγάλα στρεπτικά και δυναμικά φορτία. Έτσι το μεταξόνιο παραμένει μικρό και τ' αυτοκίνητα ψηλά. Το πρεσσαριστό χαλύβδινο πλαίσιο με μεταβλητή διατομή ανάλογα με τη θέση και το φορτίο δίνει τη δυνατότητα στους σχεδιαστές να εκμεταλλευτούν την στρεπτική και καμπτική ελαστικότητά του με αποτέλεσμα τα μακρύτερα πλαίσια. Με τον τρόπο αυτό οι επιβάτες κάθονται χαμηλότερα και το κέντρο βάρους της κατασκευής χαμηλώνει.

Μια πολύ σημαντική εξέλιξη έγινε στην Ιταλία. Η μέχρι τότε αντίληψη όλων των κατασκευαστών ήθελε το πλαίσιο και το αμάξωμα να αποτελούν εντελώς διαφορετικά τμήματα, ανεξάρτητα μεταξύ τους. Η Lancia, το 1922, δημιουργεί το μοντέλο Lambda με ενιαία κατασκευή για το αμάξωμα και το πλαίσιο, Σχήμα 1.29. Αντί το αμάξωμα να κατασκευαστεί πάνω στο πλαίσιο, ο κύριος σκελετός του αμαξώματος και το πλαίσιο κατασκευάστηκαν σε ένα ενιαίο σύνολο από πρεσσαριστό χάλυβα, στην οποία προστέθηκαν διαμορφωμένα τμήματα μικρού βάρους. Το αυτοκίνητο αυτό είναι το πρώτο που χρησιμοποιεί αυτοφερόμενο

Page 27: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ 23

πλαίσιο. Η καινοτομία αυτή θα αποδειχτεί πολύ σημαντική καθώς στο μέλλον όλες οι βιομηχανίες θα κατασκευάζουν αυτοκίνητα με ανάλογο τρόπο.

Σχήμα 1.29. Lancia Lambda του 1922 Το κραχ στα τέλη της δεκαετίας του 1920 προκάλεσε το κλείσιμο αρκετών

βιομηχανιών. Για τις βιομηχανίες λαϊκών αυτοκινήτων, η μαζική παραγωγή έγινε βασική προϋπόθεση για την επιβίωσή τους ενώ η τεχνική πρόοδος περιορίστηκε λόγω των επενδύσεων που απαιτούσε. Η σχεδίαση οπισθοχώρησε, όπως με την τάση για κοντύτερα μεταξόνια (για εξοικονόμηση υλικών) με συνέπεια την μετατόπιση του κινητήρα προς τα εμπρός και την τοποθέτηση του πίσω καθίσματος πάνω από τον πίσω άξονα.

Παρόλα αυτά, έγιναν μερικά αξιοσημείωτα βήματα προς τα εμπρός. Ο συγχρονισμός, που πρωτοπαρουσίασε στα 1928 η Cadillac για διευκόλυνση των αλλαγών ταχυτήτων, διαδόθηκε γρήγορα στην Ευρώπη. Στο Σχήμα 1.30 φαίνεται η Citroen του 1925 με ολόκληρο χαλύβδινο αμάξωμα. Μέχρι τότε τα αμαξώματα ήταν ξύλινα και πολλές φορές επενδεδυμένα με ύφασμα. Την ίδια εποχή γίνονται νέες ανακαλύψεις σε χρώματα και τεχνικές βαφής και αντισκωριακής προστασίας.

Page 28: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

24 ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ

Σχήμα 1.30 Peugeot Quadrilette 1922, Tourer του 1928 και Citroen του 1925

Τα χαλύβδινα αμαξώματα είχαν δύο σοβαρά προβλήματα: Θόρυβο από συντονισμό και σκουριά. Τα μονωτικά και αντιδιαβρωτικά υλικά και τεχνικές που

Page 29: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ 25

ανακαλύπτονται βοηθούν στην ποιοτική παραγωγή αυτών των αυτοκινήτων. Παράλληλα με την παραγωγή των χαλύβδινων αμαξωμάτων αναπτύσσεται και η κατασκευή νέων μηχανών κοπής και διαμόρφωσης των χαλύβδινων τμημάτων των αμαξωμάτων. Το ίδιο συμβαίνει και με τις μεθόδους συγκόλλησης και συναρμολόγησης.

Μια σημαντική εξέλιξη γίνεται στον τομέα των ελαστικών μετά το 1920: γίνονται φαρδύτερα και σχεδιάζονται να λειτουργούν σε χαμηλότερες πιέσεις. Έτσι τα οχήματα αποκτούν μεγαλύτερη επαφή με την επιφάνεια του δρόμου, με περισσότερο ομοιόμορφη πίεση, εξασφαλίζοντας έτσι και περισσότερη άνεση.

1.4 Η εποχή του στύλ και της άνεσης από το 1927 μέχρι το 1956 Το 1927 είναι η χρονιά που το τελευταίο Ford Model T φεύγει από τη γραμμή

παραγωγής. Γίνεται η σύγκρουση των φιλοσοφιών του Henry Ford και του Alfred Sloan της General Motors. Ο Ford έχει αποδείξει ότι μπορεί να σχεδιάσει ένα καλό προϊόν, να αναπτύξει μια αποδοτική βιομηχανική παραγωγή και να δημιουργήσει το κατάλληλο κλίμα στην αγορά διατηρώντας για χρόνια τις πωλήσεις σε ύψη ρεκόρ και με ανταγωνιστική τιμή. Όλα αυτά έγιναν με την προσωπική του επίβλεψη και οι τελικές αποφάσεις χρειάζονται την έγκρισή του.

Σχήμα 1.31 Laurent Clement 1926, Duesenberg (Murphy) του 1931 και Ford του

1935 κάτω.

Page 30: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

26 ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ Από την άλλη μεριά ο Alfred Sloan εγκαθιδρύει ένα αποκεντρωμένο οργανισμό

με ξεχωριστά τμήματα σχεδιασμού, παραγωγής και πωλήσεων. Η ευελιξία αυτή επέτρεψε στην General Motors να πάρει ηγετική θέση στην αγορά κάνοντας συνεχείς βελτιώσεις στα προϊόντα της. Στην παγκόσμια αυτοκινητοβιομηχανία παρατηρούνται δύο κύριες τάσεις: Η Αμερικανική θέλει τα αυτοκίνητα φτιαγμένα με μεγάλες ιπποδυνάμεις και πολυτελή, ενώ η Ευρωπαϊκή δείχνει προτίμηση σε μικρά και λιτά αυτοκίνητα. Κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1930 σχεδιάζονται και διαδίδονται τα αυτοκίνητα κλειστού τύπου, ενώ παρατηρείται και μια εξομάλυνση στις γραμμές του αμαξώματος (Σχήμα 1.31).

Σχήμα 1.32 Mercedes-Benz 1933

Σχήμα 1.33 Η Citroen Traction Avant του 1934 με κίνηση εμπρός αποτέλεσε

ένα πρωτοποριακό αυτοκίνητο με ενιαίο πλαίσιο-αμάξωμα

Page 31: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ 27

Σχήμα 1.34 Opel Olympia 1935, Vauxhall 1937 και Cord του 1936-37 κάτω

Page 32: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

28 ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ Παράλληλα με την διάδοση του μεταλλικού αμαξώματος εμφανίζεται και η

ανάπτυξη των υδραυλικών πρεσσών για τη διαμόρφωση των τμημάτων του αμαξώματος. Μια σπουδαία πρόοδος στο τέλος της δεκαετίας του 20 είναι η δημιουργία της πρώτης πρέσσας φύλλου λαμαρίνας από τον Artz στη Γερμανία. Το σύστημα του Artz εφαρμόζει υδραυλική πίεση σε καλούπι επί φύλλου λαμαρίνας που συγκρατείται στα άκρα. Η αρχική ιδέα βελτιώθηκε στα 1930 με χρήση αρσενικού και θηλυκού καλουπιού, όπως γίνεται και σήμερα. Αυτή η ανακάλυψη άνοιξε την πόρτα για την ταχεία παραγωγή χαλύβδινων πανομοιότυπων τμημάτων αμαξωμάτων. Όμως, αυξήθηκε το κόστος των εγκαταστάσεων με συνέπεια την αλλαγή των οικονομιών κλίμακας των επιχειρήσεων παραγωγής αυτοκινήτων.

Η δυνατότητα διαμόρφωσης σύνθετων πανέλων αμαξωμάτων έφερε και μείωση του αριθμού κομματιών. Έτσι, ενώ ένα Ευρωπαϊκό αυτοκίνητο χρειαζόταν περί τα 500 κομμάτια για την κατασκευή του, μετά το 1930 περιορίσθηκαν σε 120. Την ίδια εποχή εισάγεται η χρήση πηλού για τα μοντέλα και το νέο επάγγελμα των σχεδιαστών αυτοκινήτων που λέγονται και στυλίστες (stylists) δίνει πολλές νέες στρογγυλεμένες μορφές. Οι μορφές αυτές μπορούν να υλοποιηθούν με τα νέα καλούπια διαμόρφωσης των εξωτερικών πανέλων. Ένας από τους κύριους στόχους των σχεδιαστών είναι η εξομάλυνση και τελειοποίηση των λεπτομερειών του αμαξώματος, περιορίζοντας τις ασυνέχειες στα διάφορα τμήματα, που για πρακτικούς λόγους εθεωρούντο ικανοποιητικοί μέχρι τότε. Με τον τρόπο αυτό αρχίζουν να εκλείπουν στοιχεία χαρακτηριστικά της προσωπικότητας και του χαρακτήρα που ξεχώριζαν τους διάφορους κατασκευαστές μεταξύ τους.

Στο Σχήμα 1.34 φαίνεται το Opel Olympia του 1935 που είναι το πρώτο αυτοκίνητο προσιτό σε λαϊκά στρώματα με ενιαίο πλαίσιο-αμάξωμα. Το Vauxhall του 1937 είναι το πρώτο αυτοκίνητο με ενιαίο πλαίσιο-αμάξωμα που κατασκευάσθηκε στην Αγγλία. Τα αυτοκίνητα αυτά ανήκαν σε εταιρείες της General Motors στην Ευρώπη. Το ελαφρό και καλοφτιαγμένο Opel Olympia αποτέλεσε το πιο καλομελετημένο αυτοκίνητο του είδους στην Ευρώπη και αντιγράφηκε ακριβώς απο τη Renault. Εξελίχθηκε σε Kadett και οι Σοβιετικοί μετά την απελευθέρωση το μετέτρεψαν σε Moskvitch. Στο ίδιο σχήμα φαίνεται το Cord του 1936-37 που αποτελεί τυπικό δείγμα της αμερικανικής σχολής της ίδιας περιόδου.

Τα πλαίσια την εποχή αυτή αποκτούν πιο συγκεκριμένη μορφή και λειτουργικότητα. Η διάδοση των κλειστών αμαξωμάτων βελτιώνει την λειτουργικότητά τους ενώ τα αυτοκίνητα γίνονται πιο ασφαλή. Το πλαίσιο εξακολουθεί να χρησιμεύει κατά μεγάλο ποσοστό μόνο για την στήριξη των μηχανικών μερών ενώ η βελτίωση της ασφάλειας των αμαξωμάτων είναι μάλλον φυσιολογικό γεγονός που προέρχεται από την γενική πρόοδο του σχεδιασμού. Εξάλλου δεν υπάρχουν ακόμα οι μεγάλες επιδόσεις, ούτε το μεγάλο πλήθος των τροχοφόρων και τα ατυχήματα είναι περιορισμένα. Επίσης, δεν έχει αρχίσει ο ευρύς διαχωρισμός των οχημάτων σε κατηγορίες ανάλογα με το σκοπό που προορίζονται (σπορ, οικογενειακά κτλ). Το αυτοκίνητο μέχρι τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο χρησιμοποιείται αποκλειστικά για τον σκοπό που εφευρέθηκε: την βελτίωση των συνθηκών μεταφοράς. Έτσι οι διάφοροι κατασκευαστές δίνουν προτεραιότητα στη βελτίωση των μηχανικών μερών και αγνοούν την λειτουργικότητα του πλαισίου.

.

Page 33: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ 29

Σχήμα 1.35. Buggati και Cadillac του 1930 και Cadillac Victoria του 1933.

Page 34: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

30 ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ Στην Ευρώπη και την Αμερική τα πολυτελή αυτοκίνητα ακολουθούν τις

παραδοσιακές τεχνικές στην κατασκευή τους αλλά και το σχεδιασμό. Στο Σχήμα 1.35 φαίνονται οι Buggati και Cadillac του 1930 και η Cadillac του 1934 ενώ στο Σχήμα 1.36 τα Talbot Τ26 του 1947 και Allard M81του 1949. H Bayerische Motoren-Werke A.G. με ειδίκευση στους αεροπορικούς κινητήρες, κατασκευάζει το πρώτο αυτοκίνητο B.M.W., που αποτελεί αντιγραφή του Austin Seven, με κινητήρα 18 ίππων και με εμπορικό όνομα "Wartburg". Το πρώτο αυθεντικό σχέδιο της εταιρείας εμφανίζεται το 1931, με κινητήρα 788 κ.εκ.

Σχήμα 1.36 Talbot Τ26 1947 και Allard M81, 1949.

Στη δεκαετία του 1930, στην Αμερική αναπτύσσονται μεγάλοι αργόστροφοι

κινητήρες, συχνά V8 ενώ αντίθετα, στην Ευρώπη, το υψηλότερο κόστος επέβαλλε την κατασκευή μικρότερων και πιο αποδοτικών κινητήρων. Η πιο σημαντική χρονιά για την Ευρώπη, στάθηκε πιθανότατα το 1938, όταν ο Αδόλφος Χίτλερ παρουσίασε το αυτοκίνητο του Δρα Φερντιναντ Πορς, «KDF», που αργότερα έγινε το γνωστό

Page 35: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ 31

«σκαθάρι» της V.W. το Ευρωπαϊκό αυτοκίνητο με τις περισσότερες πωλήσεις, Σχήμα 1.37.

Σχήμα 1.37 Volkswagen 1938 Το 1936 παράγεται το μικρότερο αυτοκίνητο του κόσμου. Το Fiat 500 είναι

μικρότερο από το Austin Seven του 1920 με μήκος 3,2 μ., πλάτος 1,2 μ., με τετρακύλινδρο κινητήρα 500 cc ισχύος 13 HP και τελική ταχύτητα 85 Km/h, Σχήμα 1.38.

Σχήμα 1.38 Fiat 500 Topolino, 1936. Στο χρονικό διάστημα μεταξύ των δύο πολέμων παρουσιάζονται πολλές

εταιρίες που φτιάχνουν ηλεκτρικά αυτοκίνητα, κυρίως στην Ευρώπη, όμως οι προσπάθειες αυτές αποτυγχάνουν. Στη διάρκεια του δεύτερου παγκόσμιου

Page 36: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

32 ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ πόλεμου η παραγωγή περιορίζεται αρκετά γιατί τόσο οι απαραίτητες πρώτες ύλες, όσο και το επιστημονικό δυναμικό απορροφούνται από τον πόλεμο. Όταν μετά τον πόλεμο η παραγωγή επανέρχεται στον κανονικό της ρυθμό τα αυτοκίνητα παρουσιάζονται μακρύτερα, βαρύτερα και απλούστερα, έχουν περισσότερες καμπύλες στο εξωτερικό τους και γενικά είναι πιο κομψά. Ωστόσο, είναι αρκετά όμοια με τα προπολεμικά και περνούν αρκετά χρόνια έως ότου τα εργοστασιακά συγκροτήματα επεξεργαστούν την παραγωγή πραγματικά νέων σχεδίων. Ένα από τα πιο πετυχημένα σχέδια αυτοκινήτων είναι το Nash του 1951 που φαίνεται στο Σχήμα 1.40.

Μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο που άρχισαν να εμφανίζονται τα πρώτα νέα μοντέλα, πολλά πράγματα στο σχεδιασμό και την παραγωγή άλλαξαν. Τα ξεχωριστά πλαίσια και αμαξώματα είχαν αντικατασταθεί από ενιαία σύνολα, για εξοικονόμηση υλικών και διευκόλυνση της παραγωγής. Έτσι, όμως, οι επισκευές έγιναν πιο δαπανηρές και καθώς η ανανέωση των εργαλειομηχανών του εργοστασίου ήταν πολυδάπανη, οι αλλαγές μοντέλων ή «μικροβελτιώσεις» στοίχιζαν περισσότερο.

To 1949 το Fiat 500 γίνεται τετραθέσιο σε έκδοση στέϊσον βάγκον (Giardiniera) και με επικεφαλής βαλβίδες στον κύλινδρο και ψύξη νερού με βαρύτητα αποκτά ισχύ 16 HP και τελική ταχύτητα 95 Km/h, Σχήμα 1.39.

Σχήμα 1.39 Fiat 500 Β C unificata, μοντέλο 1949, Πάτρα 1975 Η ανεξάρτητη μπροστινή ανάρτηση, που είχε αρχίσει να διαδίδεται

προπολεμικά, γενικεύτηκε, και η εξάλειψη του εγκάρσιου μπροστινού άξονα επέτρεψε την μετατόπιση του κινητήρα προς τα εμπρός, σε όφελος του χώρου των επιβατών. Η άνεση των πίσω επιβατών βελτιώθηκε με την μετακίνηση του πίσω καθίσματος προς τα εμπρός, που μέχρι τότε ήταν τοποθετημένο πάνω από τον πίσω άξονα, και η χωρητικότητα του χώρου αποσκευών αυξήθηκε επίσης. Το ύψος του αυτοκινήτου μειώθηκε με το χαμήλωμα των καθισμάτων που προκλήθηκε από την μετατόπιση του κινητήρα προς τα εμπρός και η εσωτερική ευρυχωρία

Page 37: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ 33

αυξήθηκε με την εμφάνιση των υποειδών γωνιακών διαφορικών που επέτρεψαν να τοποθετηθεί χαμηλότερα ο κεντρικός άξονας μεταδόσεως, με συνέπεια το χαμήλωμα του πατώματος και τον περιορισμό των διαστάσεων του κεντρικού τούνελ.

Σχήμα 1.40. Nash Statesman Super 1951, Tucker του 1947 και Cadillac του 1948.

Page 38: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

34 ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ

Σχήμα 1.41 Chevrolet Fleetmaster 1947 και Oldsmobile Dynamic 76 1948 Πολλά από τα νέα μοντέλα έχουν ισχυρούς κινητήρες υψηλής συμπιέσεως.

Στον τομέα των αναρτήσεων γίνεται σημαντική πρόοδος καθώς εμφανίζεται η ανεξάρτητη ανάρτηση στους μπροστινούς τροχούς. Χρησιμοποιούνται καμπύλα τζάμια εμπρός και ανοίγεται μεγάλο παράθυρο στο πίσω μέρος με σημαντική αύξηση της ορατότητας. Στις Η.Π.Α παρουσιάζονται το 1948 από την εταιρία Goodrich τα ελαστικά χωρίς αεροθαλάμους.

Page 39: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ 35

Η επίδραση της ιταλικής γραμμής στη σχεδίαση αμαξωμάτων ήταν σημαντική, όταν ξανάρχισε η παραγωγή αυτοκινήτων το 1946. Ο πιο γνωστός σχεδιαστής ήταν ο Πινινφαρίνα, ο οποίος καθιέρωσε την ιταλική γραμμή, που χαρακτηριζόταν από χάρη, ελαφρότητα στις γραμμές και τις διαστάσεις και ελάχιστη χρήση διακοσμητικών.

Το 1947 παρουσιάζεται το Tucker Torpedo, Σχήμα 1.40, ένα φουτουριστικό μοντέλο με περιστρεφόμενο κεντρικό προβολέα. Μόνο 51 οχήματα παράγονται (από τα οποία πολλά κυκλοφορούν ακόμα). Η προσπάθεια του Tucker απέτυχε, παρά το γεγονός ότι είχε συγκεντρώσει 25 εκατομμύρια δολάρια για να ξεκινήσει και απέσπασε θετικά σχόλια από τον αρχιμηχανικό της G. M. Το αυτοκίνητο θεωρήθηκε πραγματικά πρωτοποριακό για την εποχή του, με κινητήρα ελικοπτέρου στο πίσω μέρος, δισκόφρενα παντού, ανεξάρτητη ανάρτηση και άλλες πρωτοποριακές εφαρμογές ακόμα και για σήμερα. Η Cadillac αποκτά πτερύγια, εμπνευσμένη από το καταδιωκτικό της Λόκχιντ P-38 Lightning, ξεκινώντας έτσι τη μόδα των πτερυγίων, Σχήμα 1.40. H G. M. εισάγει τους καμπυλωτούς ανεμοθώρακες, με αποτέλεσμα καλύτερο πεδίο όρασης του οδηγού και μειωμένες αντανακλάσεις. Επίσης, εισάγεται η χρήση αυτόματων κιβωτίων με μετατροπείς ροπής.

Σχήμα 1.42 Studebaker του 1950.

Στην αρχή της δεκαετίας του 50 στην Αμερική εμφανίζεται το Studebaker, με εμφανή την απομίμηση της εικόνας κινητήρα αεροσκάφους jet, Σχήμα 1.42. Πολλοί υποψήφιοι αγοραστές που θα ήθελαν να ήταν πιλότοι αεροσκαφών στον πόλεμο, γέμισαν τις εκθέσεις που πωλούσαν Studebakers. Οι πωλήσεις γνώρισαν δόξες το 1950 αλλά άρχισαν να πέφτουν δραματικά μετά το χρόνο αυτό. Η εταιρεία αποφάσισε να κάνει μια σημαντική στροφή στο σχεδιασμό και επέλεξε ένα πρωτοποριακό σχήμα για την εποχή. Το στύλ που επιλέχθηκε του δίθυρου μοντέλου του 1953 (Σχήμα 1.43) αποτέλεσε μια νέα σελίδα στο σχεδιασμό στις ΗΠΑ.

Page 40: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

36 ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ

Σχήμα 1.43. Studebaker του 1953 coupe και sedan και Fiat του 1947

Έμοιαζε πολύ με το Fiat του 1947 της ιταλικής σχολής του Pinin Farina

προσαρμοσμένο βέβαια στις αισθητικές αντιλήψεις που είχαν αναπτυχθεί πέρα από τον Ατλαντικό. Το Fiat του 1947 και το Studebaker του 1953 έδωσαν μια δραματικά απλή σχεδιαστική γραμμή που θα την ξαναδούμε με μικρές παραλλαγές στη δεκαετία του 90 με το Peugeot 406 coupe.σχεδιασμένο κι αυτό από τον Pinin

Page 41: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ 37

Farina. Ο προσεκτικός παρατηρητής θα ξεχωρίσει την ομοιότητα ακόμα και στις γραμμές που ξεκινούν από τη βάση του ανεμοθώρακα και συγκλίνουν στο εμπρόσθιο μέρος προς τη γρίλια του ψυγείου και στο Fiat του 1947 και στο Peugeot 406 του 1997, Σχήμα 1.44. Αν και πρωτοπόρο στη γραμμή το μοντέλο του 1953 οι πωλήσεις της Studebaker δεν μπόρεσαν να ξαναβρούν το ρυθμό τους και ίσως αυτό να οφείλεται στο ότι το νέο μοντέλο δεν κατόρθωσε να εξάψει την φαντασία των καταναλωτών όπως ο πρόγονός του.

Σχήμα 1.44. Peugeot 406 coupe, 1997

Page 42: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

38 ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ

Σχήμα 1.45. Chevrolet του 1951 Στην δεκαετία του 1950 τοποθετούνται για πρώτη φορά υδραυλικά συστήματα

διεύθυνσης, διπλά φώτα και βελτιώνεται η στεγανοποίηση του αμαξώματος με την χρησιμοποίηση ελαστικών στοιχείων (τσιμούχες). Καθιερώνεται το σχήμα των τριών όγκων για τα περισσότερα μεσαία αυτοκίνητα. Η Chevrolet του 1951 αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα (Σχήμα 1.45). Όπως είναι φανερό το αυτοκίνητο όπως διαμορφώνεται σχεδιαστικά και αισθητικά δεν προορίζεται να ικανοποιεί μόνο τις ανάγκες μεταφοράς και προστασίας των επιβατών από τις καιρικές συνθήκες. Ο κινητήρας του πολλαπλασιάζει την φυσική ισχύ του οδηγού του μερικές εκατοντάδες φορές και του επιτρέπει να ξεχύνεται σαν εξαγριωμένος ταύρος στους αυτοκινητόδρομους, τρομοκρατώντας τον κόσμο με τη δύναμή του. Η υπερβολική αυτή ισχύς του δίνει αυτοπεποίθηση να εφορμήσει στα άλλα αυτοκίνητα μέσα στην κυκλοφορία, ενώ με τη μεγέθυνση της εμφάνισής του δείχνει ευημερία και κοινωνική καταξίωση στους γείτονές του.

Το αυτοκίνητο αποτελεί έμμεσα και μέσο σεξουαλικής έκφρασης, αν και οι συμβολισμοί που περνάει είναι συνήθως αμφισβητήσιμοι και συχνά αντιφατικοί. Το αυτοκίνητο αποτελεί την προέκταση του ιδιοκτήτη του ενώ συγχρόνως αποτελεί ένα ξεχωριστό αντικείμενο. Ένα μακρύ καπώ κινητήρα μπορεί να συμβολίζει ένα φυσικό φαλλικό σύμβολο αλλά την ίδια στιγμή οι ψυχολόγοι βρίσκουν ότι το αυτοκίνητο μπορεί να συμβολίζει τη θαλπωρή της μήτρας της μητέρας μέσα στο στρογγυλεμένο αμάξωμά του. Αυτός ο τελευταίος συμβολισμός είχε συνδυασθεί με Κάντιλλακ χρώματος μπορντώ με κλιματισμό.

Για τον ιδιοκτήτη το αυτοκίνητο μπορεί να αποτελεί συγχρόνως ένα ξεχωριστό αντικείμενο και την προέκταση του εαυτού του. Εάν ίσχυε μόνο το πρώτο, τα κλασσικά αισθητικά στερεότυπα θα ήταν αρκετά για τον σχεδιαστή-στυλίστα. Όμως, η προηγούμενη πείρα είχε δείξει ότι οι διακρίσεις στον τομέα της εμφάνισης και του στύλ δεν συνοδεύονταν και από αντίστοιχη αποδοχή του κοινού. Για να πετύχει στην αγορά πρέπει η μορφή του αυτοκινήτου να εμπεριέχει και τη συμβολική του έκφραση, που ίσως να αποτελεί ένα σημαντικότερο παράγοντα από

Page 43: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ 39

την συνηθισμένη μορφή και αισθητική. Στις αρχές της δεκαετίας του 50 τα αυτοκίνητα της General Motors, Buick,

Oldsmobile και Cadillac αφομοίωσαν με μεγάλη επιτυχία τους κανόνες του συμβολισμού που προαναφέραμε. Η Buick του 1950, Σχήμα 1.46 αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα. Λίγα αυτοκίνητα έχουν σχεδιαστεί με τρόπο που να τρομοκρατούν τον κόσμο περισσότερο απ’ αυτό. Η φοβερή φυσιογνωμία του δείχνει λες και κάτω από ένα χρωμιωμένο χείλος, ένα τεράστιο στόμα να προσπαθεί να διαστείλει περισσότερο τη μεταλλική επιφάνεια που το περιβάλλει για να γίνει πλατύτερο. Πάνω στο άνοιγμα, σαν δόντια προϊστορικού τέρατος φαίνονται οι γρίλιες, ενώ τα στοιχεία του προφυλακτήρα δημιουργούν την αίσθηση πολιορκητικού κριού. Οι προφυλακτήρες σχεδιάζονται με τρόπο που να δίνουν την αίσθηση της άμυνας και προστασίας από σύγκρουση με άλλο αντικείμενο. Στην Buick του 1950 συμβαίνει το αντίθετο. Τα κυλινδρικά στοιχεία στον προφυλακτήρα που μοιάζουν με σφυριά, φαίνονται σαν να πρόκειται να επιβάλουν δύναμη σε κάποιο άλλο αντικείμενο, σαν να πρόκειται να επιτεθούν.

Σχήμα 1.46 Buick Series 40, και Buick Coupe 1950

Page 44: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

40 ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ Μια σημαντική εξέλιξη γίνεται με την χρησιμοποίηση στην κατασκευή του

αμαξώματος της Chevrolet Corvette του 1953 υαλοβάμβακα ενισχυμένου με ρητίνη. Το ίδιο υλικό χρησιμοποιήθηκε το 1955 στην οροφή του Citroen DS 19, Σχήμα 1.47. Έτσι ελαττώνεται σημαντικά το βάρος και αυξάνεται η αντοχή σε διάβρωση, συγχρόνως όμως ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο στην έρευνα για την χρησιμοποίηση άλλων προηγμένων υλικών (όπως συνθέτων υλικών) στην κατασκευή πλαισίων και αμαξωμάτων. Η βελτίωση των καυσίμων και των συστημάτων τροφοδοσίας και η εξέλιξη των κινητήρων σε συνδυασμό με τα προηγούμενα δίνει καλύτερο λόγο ισχύος προς βάρος και έτσι βελτιώνονται οι επιδόσεις των αυτοκινήτων: επιτάχυνση, ταχύτητα, κράτημα στο δρόμο και φρενάρισμα. Μισό αιώνα από τότε που ο Lanchester ανακάλυψε τα δισκόφρενα, αυτά γίνονται επιτέλους αποδεκτά και αντικαθιστούν σε πολλές περιπτώσεις τα φρένα τύπου τυμπάνου. Επίσης, το 1953 καθιερώνονται τα ειδικά ελαστικά τύπου ράντιαλ που χρησιμοποιούνται όμως στην αρχή μόνο στα αυτοκίνητα υψηλών επιδόσεων λόγω του μεγάλου κόστους τους.

Σχήμα 1.47 Chevrolet Corvette, 1954, Citroen DS 19, 1954.

Page 45: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ 41

Σχήμα 1.48 Fiat 1100d 1953 Vespa 400 1960 και BMW 600 1958.

Page 46: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

42 ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ

Σχήμα 1.49 Oldsomobile Dynamic 76 1948 και Cadillac Elvis 1956

Σχήμα 1.50 Panhard Dyna του 1954 με αμάξωμα αλουμινίου και εκπληκτικές επιδόσεις οικονομίας.

Page 47: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ 43

Μια σημαντική εξέλιξη στον τομέα των κινητήρων γίνεται με την ανακάλυψη του

κινητήρα Wankel, το 1957, στον οποίο τα έμβολα και ο στροφαλοφόρος άξονας αντικαθιστώνται από ένα περιστρεφόμενο ρότορα με τρεις λοβούς στην περιφέρεια του. Τα πλεονεκτήματα αυτού του κινητήρα έναντι των συμβατικών είναι το χαμηλό βάρος, η μεγάλη ισχύς εξόδου, ομαλή λειτουργία χωρίς θόρυβο και κραδασμούς και ο μικρός χώρος που καταλαμβάνει. Ένα σοβαρό μειονέκτημα είναι η μικρή διάρκεια ζωής των λοβών του κινητήρα, πράγμα που τον έκανε να μην βρει ευρεία εφαρμογή.

Σχήμα 1.51 Giulietta Spider Veloce 1959 και Rover 100 του 1961. Μετά το 1960 ο σχεδιασμός των αυτοκινήτων επηρεάζεται κατά πολύ από το

αυξανόμενο ενδιαφέρον για την ασφάλεια του οδηγού και των επιβατών, καθώς

Page 48: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

44 ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ επίσης και για τον περιορισμό της ολοένα αυξανόμενης μόλυνσης του περιβάλλοντος. Γίνεται έτσι επιτακτική η σχεδίαση του πλαισίου και του αμαξώματος με γνώμονα την ασφάλεια. Σε πολλά κράτη θεσπίζονται κανονισμοί και προδιαγραφές που αφορούν στους παράγοντες ασφαλείας αλλά και τον περιορισμό της ρύπανσης του περιβάλλοντος. Παράλληλα, με τις βελτιώσεις αυτές τα αυτοκίνητα γίνονται πιο άνετα για τους επιβάτες και διευκολύνεται ο χειρισμός τους.

1.5 Η νεώτερη εποχή της ανάπτυξης του αυτοκινήτου Ενώ το μέγεθος του μέσου αμερικανικού αυτοκινήτου αυξανόταν συνεχώς

από το 1940 μέχρι το 1960 και η μορφή του γινόταν όλο και πιο παράδοξη, ορισμένοι έδειξαν προτίμηση για μικρότερα αυτοκίνητα με απλές γραμμές. Η επιτυχία του γερμανικού Φολκσβάγκεν και άλλων μικρών αυτοκινήτων ανάγκασε τους αμερικανούς κατασκευαστές να στραφούν στην παραγωγή μικρότερων αυτοκινήτων, που τα ονόμασαν Κόμπακτ. Και αυτά όμως ήταν μεγαλύτερα από τα ευρωπαϊκά, και δεν μπόρεσαν να περιορίσουν την αύξηση της εισαγωγής ξένων αυτοκινήτων. Γύρω στο 1965 έκαναν την εμφάνισή τους τα μοντέλα Φάστμπακ με τη χαρακτηριστική κουπέ γραμμή τους στο πίσω μέρος. Τα Φάστμπακ ήταν αρκετά πολυτελή και έμοιαζαν περισσότερο με τα ευρωπαϊκά αυτοκίνητα. Στην Ευρώπη καθώς και την Ιαπωνία, που έγινε σημαντική παραγωγός χώρα από το 1960, το μικρό αυτοκίνητο είναι αυτό που κυριαρχεί.

Με την αρχή της δεκαετίας του 1970 το αυτοκίνητο μπαίνει σε μια καινούργια περίοδο της ιστορίας του. Η ανάπτυξη της Ιαπωνικής βιομηχανίας και ο ανταγωνισμός της με την Ευρωπαϊκή και την Αμερικάνικη επιταχύνουν και πολλαπλασιάζουν τις εξελίξεις στο χώρο του αυτοκινήτου. Οι νέες τεχνολογίες, η δημιουργία νέων εργαλειομηχανών και η αυτοματοποίηση της παραγωγής δίνουν την δυνατότητα για την παραγωγή πολλών και διαφορετικών μοντέλων. Η αυτόματη μετάδοση κινήσεως, τα υδραυλικά φρένα και το υδραυλικό σύστημα διεύθυνσης γίνονται συνηθισμένα συστήματα, ενώ θέρμανση και εξαερισμός περιλαμβάνεται στον εξοπλισμό ακόμα και των μικρών, φτηνών αυτοκινήτων. Η ανάπτυξη της τεχνολογίας βελτίωσε το αυτοκίνητο στους τομείς της άνεσης, της ασφάλειας, της οδικής συμπεριφοράς και των επιδόσεων.

Παράγοντες άγνωστοι μέχρι τότε, όπως για παράδειγμα η αεροδυναμική και η εργονομία, αρχίζουν και παίζουν σημαντικό ρόλο στην σχεδίαση των οχημάτων. Έτσι εμφανίζονται περισσότερο καμπυλόγραμμα περιγράμματα και μια τάση να δοθεί "σφηνοειδής" μορφή. Η εργονομική σχεδίαση είναι δεδομένη για κάθε όχημα που θέλει να έχει φιλοδοξίες στην αγορά. Το πλήθος των νέων μοντέλων δημιουργεί ιδιαίτερες απαιτήσεις στο κοινό, αφού έχει πολλά περιθώρια επιλογής. Οι κατασκευαστές για να διευρύνουν την αγορά δίνουν έμφαση στα αυτοκίνητα ειδικών χρήσεων και δημιουργούν πολλές κατηγορίες που ξεχωρίζουν από τον κυβισμό, το μέγεθος, τον προορισμό, κτλ.

Τα περισσότερα αμαξώματα κατασκευάζονται σε σύγχρονες πρέσες και είναι αυτοφερόμενα. Οι κινητήρες εξελίχτηκαν και παρέχουν σημαντικές ιπποδυνάμεις και έτσι το πλαίσιο απέκτησε ένα επιπλέον δύσκολο ρόλο: να κρατήσει με την βοήθεια των υπόλοιπων μηχανικών μερών (αναρτήσεις, φρένα, ελαστικά) το αυτοκίνητο σε ακριβή τροχιά στο δρόμο. Σχεδιάζονται έτσι πλαίσια και αμαξώματα που συνδυάζουν ικανοποιητικά την ασφάλεια, την λειτουργικότητα και την

Page 49: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ 45

ποιότητα κατασκευής. Η συνεχής έρευνα στον τομέα των αναρτήσεων οδήγησε σε ενεργητικά συστήματα “έξυπνων” αναρτήσεων που εξασφαλίζουν μεγάλη ενεργητική ασφάλεια διατηρώντας την πρόσφυση των τροχών του οχήματος στον δρόμο. Το ίδιο συμβαίνει και στον τομέα των ελαστικών. Σήμερα τα ελαστικά είναι ικανά να ανταπεξέλθουν στις δυσκολότερες καιρικές συνθήκες αλλά και συνθήκες οδήγησης.

Σχήμα 1.52 Peugeot 403, 404, 405. Η εξέλιξη της μορφής στις δεκαετίες του 60, 70 και 80.

Page 50: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

46 ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ

Στην παραγωγή αυτοκινήτων ο ρυθμός με τον οποίο παράγονται νέα μοντέλα είναι σχεδόν διπλάσιος από αυτόν της προηγούμενης δεκαετίας. Οι νέες τεχνικές σχεδίασης και βιομηχανικής παραγωγής έχουν μειώσει το χρόνο από την απόφαση για παραγωγή ενός αυτοκινήτου μέχρι την ώρα που αυτό ξεκινά για τον καταναλωτή. Το αυτοκίνητο έχει γίνει εξαιρετικά προσιτό στον καθένα. Άμεσες συνέπειες αυτού είναι η υπερβολική αύξηση του αριθμού των αυτοκινήτων που κυκλοφορούν, ιδιαίτερα στα μεγάλα αστικά κέντρα, η αύξηση των τροχαίων ατυχημάτων και η ρύπανση του περιβάλλοντος. Οι αυτοκινητοβιομηχανίες και οι κυβερνήσεις, προβλέποντας τα προβλήματα αυτά, άρχισαν εδώ και δέκα περίπου χρόνια να δίνουν προτεραιότητα στο σχεδιασμό οχημάτων με έμφαση στην ασφάλεια, την προστασία του περιβάλλοντος και την ποιότητα. Το αυτοκίνητο από την ημέρα που ανακαλύφθηκε μέχρι σήμερα έχει αλλάξει ριζικά. Το αυτοκίνητο αποτελεί ένα σύνθετο τεχνολογικό προϊόν που άλλαξε τον τρόπο ζωής του σύγχρονου ανθρώπου αλλά και τη μορφή της βιομηχανικής παραγωγής και των διαδικασιών.

Η οδική ασφάλεια έχει προσδιορισθεί με διαφορετικούς τρόπους μέσα στα χρόνια, κάθε επόμενη γενιά μηχανικών αντιμετωπίζει το καθήκον να βελτιώνει τις προσπάθειες των προηγούμενων. Στις αρχές της νεώτερης εποχής της αυτοκίνησης η οδική ασφάλεια εθεωρείτο αποκλειστική ευθύνη του οδηγού. Οι κατασκευαστές αυτοκινήτων πίστευαν ότι είχαν εφοδιάσει τον οδηγό με όλα τα απαραίτητα όργανα για να οδηγεί με ασφάλεια, δηλαδή αξιόπιστα και ανθεκτικά φρένα, σύστημα διεύθυνσης, φώτα, τροχούς και αναρτήσεις. Ο οδηγός είχε τη δυνατότητα να τα χρησιμοποιήσει με τρόπο που να διασφαλίζεται η οδική ασφάλεια του ίδιου και των επιβατών του δικού του αλλά και των άλλων οχημάτων, πεζών και δικυκλιστών.

Τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες έχουν γίνει μεγάλα βήματα προόδου για τη βελτίωση τόσο της ενεργητικής, όσο και της παθητικής ασφάλειας. Χαρακτηριστικά αναφέρονται η χρησιμοποίηση ανδρείκελων δυναμικών δοκιμών συγκρούσεων το 1950. Τα ανδρείκελα αυτά τελειοποιήθηκαν το 1955. Αυτορρυθμιζόμενα ταμπούρα, ασφαλέστερα ελαστικά χωρίς αεροθαλάμους, σπογγώδη καλύμματα του πίνακα οργάνων για την αποφυγή τραυματισμών, δισκόφρενα, ζώνες ασφαλείας, ασφαλιζόμενη διπλή μανδάλωση θυρών, ασφάλεια παιδιών στις πίσω θύρες, αντιθαμβωτικό οπίσθιου παραθύρου, προσκέφαλα εμπρόσθιων καθισμάτων, ταυτόχρονη λειτουργία δεικτών πορείας για ένδειξη κινδύνου, αντιθαμβωτικός εσωτερικός καθρέπτης με δύο θέσεις, κατασκευή δικτύου εθνικών οδών είναι οι κύριες τεχνολογίες για τη βελτίωση της οδικής ασφάλειας κατά τη δεκαετία του 1950.

Στη δεκαετία του 1960 και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού αρχίζει να διαδίδεται η χρήση του εναλλακτήρα για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Με τον εναλλακτήρα παράγεται ρεύμα ακόμη και κατά την ώρα που ο κινητήρας λειτουργεί σε χαμηλές στροφές («ρελαντί»). Εισάγεται ακόμη το διπλό κύκλωμα φρένων, οι ανεμοθώρακες με δύο επάλληλα στρώματα τζαμιού και πλαστική μεμβράνη ενδιάμεσα για την απορρόφηση κρουστικών φορτίων κατά τη σύγκρουση, η τηλεσκοπική στήλη του τιμονιού, η δοκός πλευρικής προστασίας θυρών, τυποποίηση των αυτόματων κιβωτίων ταχυτήτων, ακτινωτά ελαστικά και συστήματα αποφυγής της ακινητοποίησης των οπίσθιων τροχών κατά την πέδηση.

Page 51: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ 47

Η δεκαετία του 1970 χαρακτηρίζεται από τις διαφωνίες κατασκευαστών και κυβερνήσεων για το πότε και πως θα τοποθετηθούν αερόσακοι. Το 1979 και το 1980 τοποθετούνται αερόσακοι σε 500.000 αυτοκίνητα στις ΗΠΑ. Όμως, μια σημαντική κυβερνητική απόφαση στην Βικτόρια της Αυστραλίας την 1/1/71 όριζε σαν υποχρεωτική τη χρήση της ζώνης ασφαλείας. Αν και δεν δόθηκε μεγάλη σημασία από τον Τύπο της εποχής, τα αποτελέσματα από την εφαρμογή της ήταν εντυπωσιακά. Ελαττώθηκαν τα θύματα κατά 21%. Ακολούθησαν και άλλες Αυστραλιανές πολιτείες και στην Ευρώπη η Γαλλία, η Φιλανδία και η Γερμανία για να ακολουθήσουν και οι υπόλοιπες χώρες. Στις ΗΠΑ θεωρούσαν ότι δεν ήταν δυνατό να υποχρεωθούν οι Αμερικανοί με νόμο να χρησιμοποιούν ζώνες ασφαλείας. Στην πολιτεία της Νέας Υόρκης η χρήση ζώνης ασφαλείας έγινε υποχρεωτική με νόμο μόλις το 1984 για να ακολουθήσουν και οι άλλες πολιτείες. Την ίδια δεκαετία εμφανίζονται ακτινωτά ελαστικά με χαλύβδινους περιφερειακούς δακτυλίους, σφραγισμένοι συσσωρευτές, συστήματα αποφυγής ακινητοποίησης και των τεσσάρων τροχών κατά την πέδηση, ηχητικά και φωτεινά σήματα για την φθορά των φρένων και τη θέση της ζώνης ασφαλείας, φωτιστικά σώματα ισχύος 150.000 cd αντί 75.000 cd με λαμπτήρες αλογόνου

Στη δεκαετία του 1980 αρχίζει η εφαρμογή και οι συζητήσεις για τα παθητικά συστήματα ασφαλείας. Μέχρι το 1985 17 πολιτείες των ΗΠΑ (με το 51% του πληθυσμού) έχουν ψηφίσει νόμους για την υποχρεωτική χρήση ζωνών ασφαλείας. Από το 1985 και μετά εφαρμόζεται ο αερόσακος συνοδηγού, η προένταση των ζωνών ασφαλείας κατά τη σύγκρουση, αντιθαμβωτικό σύστημα πλαϊνών παραθύρων και η εισαγωγή ηλεκτρονικών συστημάτων αποφυγής της ακινητοποίησης των τροχών κατά την πέδηση.

Στη δεκαετία του 1990 δίνεται έμφαση στην πλευρική προστασία των οχημάτων κατά τη σύγκρουση. Αναπτύσσονται συστήματα πλευρικών αερόσακων που φιλοξενούνται στο κάθισμα ή το προσκέφαλο ή την οροφή, χρησιμοποιούνται τα φώτα ημέρας για καλύτερη ορατότητα του οχήματος. Στην προσπάθεια βελτίωσης της οδικής ασφάλειας αναπτύχθηκαν και συνεχίζουν να αναπτύσσονται προηγμένα συστήματα υποστήριξης του οδηγού, που λόγω της μεγάλης ανάπτύξης του τομέα των τηλεπικοινωνιών εγκαθίστανται σε μεγάλο αριθμό ακόμα και σε αυτοκίνητα μεσαίων και μικρών κατηγοριών. Χαρακτηριστικές κατηγορίες τέτοιων συστημάτων αναφέρονται σαν:

Συστήματα Επικοινωνιών Συστήματα Πλοήγησης Συστήματα Ελέγχου Τριβής και Πρόσφυσης Συστήματα Ελέγχου Πορείας Σύστημα Παρακολούθησης της Εγρήγορσης του Οδηγού Συστήματα Βελτίωσης της Ορατότητας Συστήματα Νυκτερινής Όρασης Συστήματα Παρακολούθησης των Πεζών Συστήματα Παρακολούθησης των "Τυφλών" Γωνιών Αισθητήρες περιβάλλοντος

Page 52: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

48 ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ

Σχήμα 1.53 Ενισχυμένος κλωβός προστασίας επιβατών σε σύγχρονο αυτοκίνητο

Από τα παραπάνω φαίνεται ότι οι οδηγοί απαιτείται να προσλαμβάνουν ένα

συνεχώς αυξανόμενο όγκο πληροφοριών. Το πρόβλημα είναι πως αυτή η επιβάρυνση επιδρά στην ασφαλή οδήγηση. Οι οδηγοί είναι σε θέση να λαμβάνουν πληροφορίες προερχόμενες από περιφερειακές συσκευές του αυτοκινήτου χωρίς να μειώνεται η προσοχή τους κατά τη διάρκεια της οδήγησης εφόσον εξασφαλισθεί η συστηματική και ενιαία για όλα τα αυτοκίνητα ροή τους. Έτσι, προκειμένου όλες αυτές οι εντυπωσιακές νέες υπηρεσίες να αυξήσουν πράγματι την οδική ασφάλεια αλλά και την άνεση του οδηγού, θα πρέπει να αναπτυχθούν ολοκληρωμένα συστήματα διασύνδεσης οδηγού και αυτοκινήτου, ικανά να χειρίζονται μεγάλες ποσότητες πληροφοριών ερχόμενες από διαφορετικά συστήματα και αισθητήρες με τέτοιο τρόπο ώστε να ενημερώνουν τον οδηγό, να τον βοηθούν να παίρνει τις σωστές αποφάσεις, και να διορθώνει τα λάθη του, διατηρώντας ταυτόχρονα το φόρτο εργασίας του σε λογικά επίπεδα.

Page 53: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ 49

Αυτό μπορεί να γίνει πραγματικότητα μόνο με την χρήση κατάλληλων, απλών και εύκολων στην κατανόηση μηνυμάτων που θα ενημερώνουν τον οδηγό με μοναδικό τρόπο για όλες τις πιθανές καταστάσεις, και ταυτόχρονα με την ανάπτυξη ενός συστήματος που θα διαχειρίζεται όλο αυτόν τον όγκο πληροφοριών και θα αποφασίζει πότε θα ενημερώνει τον οδηγό και για ποια θέματα, λαμβάνοντας υπόψη του τόσο το φόρτο εργασίας του, όσο και τις συνθήκες οδήγησης την κάθε συγκεκριμένη στιγμή.

Σχήμα 1.54 Ένας αιώνας προόδου από το Ford Model T στο Mondeo του 2000

Οι νέες απαιτήσεις που βάζει η κοινωνία αφορούν στην ανάγκη για ασφάλεια

παθητική και ενεργητική, στην εξοικονόμηση ενέργειας και στο πρόβλημα της προστασίας του περιβάλλοντος. Μπορούμε λοιπόν να υποθέσουμε ότι έχει αρχίσει μια νέα περίοδος, η κοινωνική περίοδος. Μια περίοδος όπου το αισθητικό αποτέλεσμα αποτελεί ένα μέρος της καθολικής απαίτησης για ένα προϊόν που εντάσσεται στους γενικούς κοινωνικούς στόχους που η αιχμή τους σήμερα είναι η

Page 54: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

50 ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ ασφάλεια, η ενέργεια και το περιβάλλον.

Παρά τις τόσο γενικευμένες τάσεις η αισθητική λειτουργία θα παίρνει τον πρώτο λόγο. Διότι η ανάγκη για το ωραίο υπάρχει σαν ένα γενικό ένστικτο που πάντα θα υπάρχει στις ανθρώπινες ανάγκες. 'Ένας ακόμη παράγοντας που ενισχύει την άποψη αυτή είναι η πρόβλεψη ότι η ικανοποίηση του αισθητικού παράγοντα θα κοστίζει διαρκώς και λιγότερα μπροστά στο αυξανόμενο ραγδαία κόστος των βελτιώσεων των σχετικών με την ασφάλεια, την ενέργεια και το περιβάλλον. Οι σχετικές μελέτες κοστίζουν διαρκώς όλο και περισσότερο. Οι επενδύσεις που χρειάζονται, έχουν φτάσει σε τεράστιο ύψος και η τάση είναι να αυξάνονται με επιταχυνόμενο ρυθμό. Αντίθετα, η καλλιτεχνική δημιουργία είναι περισσότερο προσωπική υπόθεση του δημιουργού που το κόστος της, όσο και αν αυξάνουν τα τεχνολογικά μέσα στα χέρια του δημιουργού, δεν είναι δυνατόν να ακολουθήσει την αλματώδη αύξηση που παρουσιάζουν τα άλλα έξοδα που αναφέραμε, μια και η κύρια συνεισφορά έρχεται από το μυαλό, το μάτι και τα χέρια.

Page 55: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΠΛΑΙΣΙΑ ΚΑΙ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΦΟΡΤΙΩΝ 2.1 ΠΛΑΙΣΙΑ ΚΑΙ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΦΟΡΤΙΩΝ 2.1 Κατάταξη πλαισίων Το πλαίσιο είναι μια ισχυρή μεταλλική κατασκευή, πάνω στην οποία στηρίζονται

όλοι οι υπόλοιποι μηχανισμοί του αυτοκινήτου. Αν και παλαιότερα αποτελούσε το κύριο χαρακτηριστικό των αυτοκινήτων σήμερα το πλαίσιο (σασί) έχει αντικατασταθεί από το αυτοφερόμενο αμάξωμα.

Σχήμα 2.1 a. Ανεξάρτητο πλαίσιο και αμάξωμα (Range Rover της εταιρείας Land Rover) b. αυτοφερόμενο πλαίσιο (FORD)

Page 56: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

2.2 ΠΛΑΙΣΙΑ ΚΑΙ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΦΟΡΤΙΩΝ

Εξακολουθεί όμως να υπάρχει σε μερικά σπορ αυτοκίνητα, σε αυτοκίνητα τύπου Jeep (Σχήμα 2.1), σε αυτοκίνητα που το υπόλοιπο αμάξωμα είναι κατασκευασμένο από πλαστικά υλικά και σε πολλά αμερικάνικα αυτοκίνητα.

Η πιο κλασική κατασκευή ανεξάρτητου πλαισίου περιλαμβάνει δύο παράλληλες δοκούς σε σχήμα διατομής Π ή ορθογωνικής, που συνδέονται μεταξύ τους με άλλα εγκάρσια μέλη ή σε σχήμα χιαστί για να εξασφαλίζεται έτσι μεγαλύτερη αντοχή στις καταπονήσεις που δέχεται. Η κατασκευή αυτή ανάλογα με τις διάφορες απαιτήσεις των κατασκευαστών, αλλά και με την ανάπτυξη της τεχνολογίας του αυτοκινήτου πέρασε πολλές αλλαγές και έτσι διαμορφώθηκαν διάφοροι τύποι πλαισίων. Μερικοί βασικοί τύποι ανεξάρτητων πλαισίων αναφέρονται στη συνέχεια.

Το πλαίσιο περιμετρικού τύπου που φαίνεται στο Σχήμα 2.2α. Στην κάτοψη φαίνεται ότι στην μέση περίπου το πλαίσιο είναι φαρδύτερο, ενώ στα άκρα στενεύει. Η μπροστινή απόσταση των πλευρικών μελών καθορίζεται από το μετατρόχιο και από την μέγιστη γωνία στροφής των τροχών, ενώ στο πίσω μέρος μόνο από το μετατρόχιο. Τα πλευρικά μέλη ενώνονται με αρκετά εγκάρσια στελέχη. Οι “ώμοι” που βρίσκονται μπροστά σχηματίζονται μπροστά από το κεκλιμένο μέρος του πατώματος, στο μέρος που συνήθως βρίσκεται το διαμέρισμα του κινητήρα.

Οι πίσω "ώμοι" βρίσκονται κάτω από το πίσω κάθισμα. Οι "ώμοι" μπορεί να κατασκευαστούν σαν διαφορετικά κομμάτια συγκολλημένα στα εμπρός, μεσαία και πίσω τμήματα των πλευρικών μελών ή μπορεί να είναι διαμορφωμένα μαζί με τα πλευρικά μέλη.

Το πλαίσιο σχήματος Χ που φαίνεται στο Σχήμα 2.2β αποτελείται από ένα κεντρικό τούνελ, τοποθετημένο στο επίπεδο συμμετρίας του αυτοκινήτου, ο οποίος σχηματίζει “πιρούνια” μπροστά και πίσω. Τα μπροστινά πιρούνια χρησιμεύουν για την εγκατάσταση της μονάδας ισχύος, ενώ τα πίσω για την διευθέτηση του πίσω άξονα. Το κεντρικό μέλος του περνάει διαμέσου του κεντρικού τούνελ του αμαξώματος.

Το πλαίσιο τύπου σκάλας, το οποίο φαίνεται στο Σχήμα 2.2γ αποτελείται από δύο παράλληλα πλευρικά μέλη ενωμένα μεταξύ τους με αρκετά εγκάρσια μέλη. Για να μειωθεί το ύψος του πατώματος σε σημεία που αυτό είναι αναγκαίο, το ύψος των πλευρικών και των εγκάρσιων μελών μειώνεται, ενώ αυξάνεται συγχρόνως το πλάτος, για να διατηρηθεί η συνολική αντοχή τους. Με αυτό το πλαίσιο το ύψος του πατώματος από τον δρόμο είναι μεγαλύτερο από αυτό του πλαισίου περιμετρικού τύπου ενώ το τούνελ του άξονα έχει μικρό ύψος και πλάτος και επίσης το δάπεδο δεν προεξέχει δεξιά ή αριστερά.

Page 57: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΠΛΑΙΣΙΑ ΚΑΙ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΦΟΡΤΙΩΝ 2.3

Σχήμα 2.2 α. Ανεξάρτητο πλαίσιο περιμετρικού τύπου.

β. Ανεξάρτητο πλαίσιο τύπου Χ. γ. Ανεξάρτητο πλαίσιο τύπου σκάλας.

Page 58: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

2.4 ΠΛΑΙΣΙΑ ΚΑΙ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΦΟΡΤΙΩΝ

2.2 Μέρη του πλαισίου – ονοματολογία

Διάφοροι τύποι πλαισίων παρουσιάζουν αρκετές διαφορές στα μέρη που τα αποτελούν και στην ονοματολογία τους. Τα κυριότερα μέρη σ' ένα τυπικό πλαίσιο, όπως φαίνεται και στο σχήμα 2.2 είναι:

1. Πλευρικοί ή παράλληλοι δοκοί Είναι οι δύο πλευρικοί δοκοί του πλαισίου που αποτελούν και τα κυριότερα μέρη του. 2. Εγκάρσιοι δοκοί ή διαδοκίδες Είναι δοκοί που τοποθετούνται κάθετα στα πλευρικά και τα συνδέουν μεταξύ τους. Τα

εγκάρσια μέλη αριθμούνται από το μπροστινό μέρος του πλαισίου για να μην γίνεται σύγχυση στην ονομασία τους και έτσι είναι το 1ο εγκάρσιο, το 2ο εγκάρσιο κ.λ.π.

3. Διαγώνιες ενισχύσεις Αντί να υπάρχουν ανάμεσα στις πλευρικές δοκούς εγκάρσιοι, τοποθετούνται δύο

διαγώνιοι δοκοί και τις συνδέουν μεταξύ τους (αυτό δεν συμβαίνει σε όλα τα πλαίσια). 4. Κομβοελάσματα Είναι ελάσματα που συνδέουν δύο τμήματα του πλαισίου μεταξύ τους. 5. Βάσεις στήριξης του αμαξώματος (μπρακέτα) Είναι ειδικά στηρίγματα, κολλημένα πάνω στις δοκίδες και σ' αυτά στηρίζεται το

αμάξωμα του αυτοκινήτου. 6. Βάσεις αναρτήσεων Είναι ειδικά στηρίγματα του πλαισίου που πάνω σ' αυτά προσαρμόζονται οι

αναρτήσεις του αυτοκινήτου. 7. Βάσεις ανύψωσης του αυτοκινήτου Τοποθετούνται πάνω στις πλευρικές δοκούς, στην εξωτερική τους πλευρά και

αποτελούν την υποδοχή για να τοποθετείται ο γρύλλος και να σηκώνεται το αυτοκίνητο. Αυτές οι βάσεις μπορεί να είναι τέσσερις, δύο μπροστά και δύο πίσω, δεξιά και αριστερά, ή μόνο δύο, μία δεξιά και μία αριστερά στο μέσο του πλαισίου.

8. Βάσεις των μηχανισμών Πάνω στις βάσεις αυτές στηρίζονται τα μηχανικά μέρη του αυτοκινήτου. Ο κινητήρας,

το κιβώτιο ταχυτήτων κ.λ.π.

2.3 Οι λειτουργίες του πλαισίου 2.4 Το πλαίσιο εξυπηρετεί πολλούς σκοπούς στη συγκρότηση του οχήματος και αποτελεί

τη βάση για την κατασκευή του. Κι αυτό γιατί: 1. Στερεώνονται πάνω σ' αυτό οι μηχανισμοί του αυτοκινήτου (κινητήρας, κιβώτιο

ταχυτήτων, αμάξωμα, αναρτήσεις κ.ά.) 2. Παραλαμβάνει τα φορτία που προέρχονται από το βάρος των επιβατών, των

μηχανικών μερών, τις διάφορες αντιδράσεις από τις ανωμαλίες του εδάφους και εξασφαλίζει τη στρεπτική ακαμψία του οχήματος.

3. Αποτελεί τον ενδιάμεσο σύνδεσμο ανάμεσα στις αναρτημένες και μη αναρτημένες μάζες του οχήματος. Αναρτημένες μάζες λέγονται αυτές που το φορτίο τους μεταφέρεται στο έδαφος μέσα από τις αναρτήσεις και είναι το πλαίσιο και όλοι οι μηχανισμοί που βρίσκονται στερεωμένοι πάνω σ' αυτό. Οι υπόλοιποι μηχανισμοί (αναρτήσεις, τροχοί, ημιαξόνια, φρένα κ.ά.) που τα φορτία τους δεν μεταφέρονται στο έδαφος μέσα από τις αναρτήσεις αλλά κατευθείαν, λέγονται μη αναρτημένες μάζες.

Page 59: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΠΛΑΙΣΙΑ ΚΑΙ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΦΟΡΤΙΩΝ 2.5

4. Δέχεται τις διάφορες δυνάμεις από τις μικροσυγκρούσεις χωρίς να παραμορφώνεται.

Οι βασικές διαστάσεις του πλαισίου σε περίπτωση επισκευής μετρώνται σε ειδική τράπεζα (καλίμπρα) και πρέπει να συμφωνούν ακριβώς με τις διαστάσεις του κατασκευαστή για να διασφαλίζεται η σωστή γεωμετρία του αυτοκινήτου.

2.4 Βασικά χαρακτηριστικά των πλαισίων

Τα βασικά χαρακτηριστικά των πλαισίων αφορούν κύρια στις κατασκευαστικές ιδιότητές τους και είναι:

1. Ο τύπος του πλαισίου, η μορφή του δηλαδή παραλληλόγραμμο, χιαστί, σωληνωτό ή άλλη.

2. Οι βασικές διαστάσεις που φαίνονται στο Σχήμα 2.3 είναι διαφορετικές από πλαίσιο σε πλαίσιο:

α) Μήκος πλαισίου (α), είναι το μήκος των δύο παράλληλων δοκών. β) Πλάτος πλαισίου (β), είναι η μεγαλύτερη απόσταση μεταξύ των δύο παράλληλων

δοκών. γ) Απόσταση αξόνων ή μεταξόνιο (γ), είναι η απόσταση μεταξύ των δύο αξόνων,

εμπρόσθιου και οπίσθιου. δ) Μπροστινό μετατρόχιο (δ), είναι η απόσταση μεταξύ των δύο μπροστινών τροχών. ε) Πίσω μετατρόχιο (ε), είναι η απόσταση μεταξύ των δύο πίσω τροχών. στ) 'Υψος (ανοχή) εδάφους, είναι η απόσταση του χαμηλότερου σημείου από το

έδαφος.

Σχήμα 2.3 Βασικές διαστάσεις πλαισίου 3. Το βάρος του πλαισίου που εξαρτάται από πολλούς παράγοντες όπως το μέγεθος,

το σχήμα, το υλικό κατασκευής κ.ά. 4. Το υλικό κατασκευής και ο τρόπος κατασκευής του πλαισίου.

Page 60: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

2.6 ΠΛΑΙΣΙΑ ΚΑΙ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΦΟΡΤΙΩΝ

2.5 Πλαίσια επιβατικών οχημάτων Όλοι οι μηχανισμοί του αυτοκινήτου για να λειτουργήσουν σωστά και να εκτελέσουν

την αποστολή τους, πρέπει να είναι σταθερά συνδεδεμένοι σε κάποια βάση. Η βάση η οποία εκτός από τη στήριξη των διάφορων μηχανισμών, δέχεται τους επιβάτες, τις αποσκευές και τα διάφορα φορτία αποτελεί το αμάξωμα. Ανάλογα με τη μορφή και τον τρόπο κατασκευής τα πλαίσια των επιβατικών αυτοκινήτων διακρίνονται σε τρεις μεγάλες κατηγορίες:

1. Η αυτοφερόμενη κατασκευή. Στη μορφή αυτή το πλαίσιο και το αμάξωμα αποτελούν μια ενιαία κατασκευή.

Χρησιμοπoιείται ευρέως στα σύγχρονα αυτοκίνητα και ειδικότερα σ' αυτά που έχουν μεταξόνιο μικρότερο από 2600 - 2800 mm και μικτό βάρος κάτω από 1350 - 1450 kg. Στα πλεονεκτήματά της αναφέρονται η μικρή μάζα (που συνεπάγεται μικρό βάρος), η μεγάλη αντοχή κύρια σε στρέψη, και τα λίγα κομμάτια στη συναρμολόγηση.

Μειονεκτήματα είναι η πολυπλοκότητα του σχεδιασμού καθώς πρέπει να γίνει προσεκτική διευθέτηση χώρων και καλός υπολογισμός των ενισχύσεων, και η δυσκολία κατασκευής γιατί απαιτείται σύγχρονη τεχνολογία και εξελιγμένες εργαλειομηχανές. Σε περίπτωση ατυχήματος παρέχει αυξημένη προστασία αλλά αν παραμορφωθεί η επισκευή του είναι πολύ δύσκολη.

2. Το ανεξάρτητο πλαίσιο. Αποτελεί ξεχωριστή κατασκευή από το αμάξωμα και είναι τις περισσότερες φορές

επίπεδο. Σχεδιάζεται για να μπορεί να δεχτεί όλα τα φορτία που επιδρούν στο αυτοκίνητο. Στην περίπτωση αυτή το αμάξωμα χρησιμεύει κύρια για την προφύλαξη των επιβατών από τις καιρικές συνθήκες και σε μικρό ποσοστό για την προστασία τους από συγκρούσεις. Πλεονεκτήματα του ανεξάρτητου πλαισίου είναι η ευκολία σχεδιασμού και υπολογισμού σε σχέση με το αυτοφερόμενο, η δυνατότητα χρησιμοποίησης διαφορετικών αμαξωμάτων στο ίδιο πλαίσιο και η δυνατότητα επισκευής μετά από ατύχημα. Η κατασκευή του μπορεί να γίνει με περιορισμένη τεχνολογία. Κύρια μειονεκτήματά του είναι το μεγάλο βάρος (στις περισσότερες περιπτώσεις), η μειωμένη αντοχή στις περισσότερες καταπονήσεις και οι συγκεντρώσεις τάσεων που παρουσιάζουν στα σημεία που συνδέονται με τα μηχανικά μέρη του οχήματος. Τέτοια πλαίσια χρησιμοποιούσαν τα παλιότερα αυτοκίνητα

3. Το μικτό ή ημιαυτοφερόμενο πλαίσιο. Είναι τρισδιάστατο και αποτελεί μια ενδιάμεση λύση ανάμεσα στα δύο προηγούμενα.

Μέσω αυτού του τύπου πλαισίου παραλαμβάνονται όλα τα φορτία που ασκούνται στο όχημα, ενώ εξασφαλίζεται καλύτερη προφύλαξη των επιβατών σε περίπτωση σύγκρουσης. Το αμάξωμα εδώ προφυλάσσει τους επιβαίνοντες μόνο από τις καιρικές συνθήκες. Τα πλεονεκτήματα του είναι η ελαφριά κατασκευή, η απλή συναρμολόγηση και η αρκετά καλή αντοχή σε στρεπτικά φορτία. Και εδώ παρέχεται η δυνατότητα χρησιμοποίησης εναλλακτικών αμαξωμάτων. Ο σχεδιασμός και ο υπολογισμός του είναι ευκολότερος από τα αυτοφερόμενα αλλά δυσκολότερος από τα ανεξάρτητα. Παρέχει περιορισμένες δυνατότητες επισκευής και παρουσιάζει και αυτό συγκεντρώσεις τάσεων στα σημεία σύνδεσης με τα μηχανικά μέρη.

Στους δύο τελευταίους τύπους πλαισίων είναι δυνατόν να ελαττωθεί ο εσωτερικός θόρυβος αν προστεθούν ελαστικοί σύνδεσμοι στα σημεία σύνδεσης πλαισίου - αμαξώματος, ενώ διαχωρίζεται και απλοποιείται σημαντικά η συνολική διαδικασία παραγωγής του οχήματος.

Page 61: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΠΛΑΙΣΙΑ ΚΑΙ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΦΟΡΤΙΩΝ 2.7

2.3. Φόρτιση πλαισίων

2.3.1 Στατικά φορτία που επιδρούν σε ένα αυτοκίνητο Σε ένα όχημα που κινείται με μικρή ταχύτητα οι δυνάμεις που επιδρούν στο πλαίσιο

διαμέσου της εμπρόσθιας και της πίσω ανάρτησης, είναι το άθροισμα των φορτίων που προέρχονται από το βάρος του αυτοκινήτου, όταν αυτό βρίσκεται σε οριζόντιο επίπεδο δρόμο και επιπρόσθετα τα φορτία που παρουσιάζονται όταν ένας από τους τροχούς ανασηκώνεται συναντώντας μια ανωμαλία του εδάφους (Σχήμα 2.4). Τα φορτία αυτά μπορούν να θεωρηθούν στατικά φορτία ακόμα και στην περίπτωση κατά την οποία το όχημα κινείται αργά, γιατί θεωρείται ότι η μεταβολή των φορτίσεων γίνεται με πολύ αργότερους ρυθμούς από ότι στην περίπτωση που το αυτοκίνητο κινείται με ταχύτητα (στην περίπτωση αυτή παρουσιάζονται και δυναμικά φορτία).

Σχήμα 2.4: Στατικά φορτία που επιδρούν σ' ένα αυτοκίνητο: α) Σε οριζόντιος επίπεδο δρόμο.

β) Με ένα τροχό ανασηκωμένο εξαιτίας μιας ανωμαλίας του δρόμου. Αν το κέντρο μάζας του οχήματος (c.m) βρίσκεται στο διάμηκες επίπεδο συμμετρίας,

τότε τα φορτία στους δεξιούς και στους αριστερούς τροχούς θα είναι αντίστοιχα:

Rfr = Rfl = 0.5 ma g ( b/L ) (2.1)

Rrr = Rrl = 0.5 ma g ( a/L ) (2.2) όπου:

ma η μάζα του οχήματος, a, b οι αποστάσεις από το κέντρο μάζας του οχήματος στους εμπρός και πίσω

τροχούς αντίστοιχα, και L το μεταξόνιο του αυτοκινήτου (L= a + b). Από την θεώρηση που έγινε για το κέντρο μάζας προκύπτει ότι ο φέρον οργανισμός

δέχεται συμμετρικά φορτία που προκαλούν την κάμψη του. Όταν ένας από τους τροχούς, για παράδειγμα ο εμπρός αριστερά, ανασηκώνεται από μία ανωμαλία του εδάφους σε σχέση με τους άλλους, τότε ένα επιπρόσθετο φορτίο επιδρά σ' αυτόν τον τροχό και το φορτίο στον αντίθετο δεξιό τροχό μειώνεται. Σ' αυτή την περίπτωση για οριζόντιο και επίπεδο δρόμο προστίθεται στα φορτία που επιδρούν στους τροχούς του αυτοκινήτου μια

Page 62: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

2.8 ΠΛΑΙΣΙΑ ΚΑΙ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΦΟΡΤΙΩΝ

στρεπτική ροπή σε σχέση με τον διαμήκη άξονα. Η στρεπτική αυτή ροπή εξισορροπείται από την ροπή που δημιουργεί το φορτίο στους πίσω τροχούς.

Αν υποτεθεί ότι η φέρουσα κατασκευή είναι απόλυτα άκαμπτη, τότε το ύψος της ανωμαλίας που αντιστοιχεί στην περίπτωση που ο τροχός χάνει την επαφή με την επιφάνεια του εδάφους, είναι:

h0 = ftf + fsf (Bf/Sf ) + Bf (ftr/Br + fsr/Sr ) (2.3)

και: ftf και ftr οι παραμορφώσεις των ελαστικών στους εμπρός και πίσω τροχούς αντίστοιχα, fsf και fsr η βύθιση των ελατηρίων των εμπρός και πίσω αναρτήσεων αντίστοιχα, Bf και Br το μετατρόχιο των εμπρός και πίσω τροχών αντίστοιχα και Sf και Sr η απόσταση μεταξύ των ελατηρίων στους εμπρός και πίσω άξονες αντίστοιχα.

Αν το πλαίσιο δεν είναι απόλυτα άκαμπτο αλλά συστρέφεται γύρω από το μήκος του μεταξονίου κατά μια γωνία φ, τότε το ύψος της ανωμαλίας είναι:

h0 = ftf + fsf ( Bf/Sf ) + Bf (ftr/Br + fsr/Sr + φ ) (2.4)

Αντικαθιστώντας τις παραμορφώσεις από τις δυσκαμψίες και τις αντίστοιχες

συνιστώσες των δυνάμεων:

ft = R/ct , fs = RB/(csS) , φ = RB/(2cφ) (2.5)

(όπου cφ είναι η στρεπτική δυσκαμψία του φέροντος οργανισμού), η εξίσωση (2.4) γίνεται:

1 1 Bf

2 1 Br Bf h0 = R[ — + — —— + Bf ( —— + ——— + —— )] (2.6)

ctf csf Sf 2 ctrBr ctrS

2r 2cφ

Αν η τιμή h0 που βρίσκεται από την παραπάνω εξίσωση είναι μικρότερη ή ίση από

κάποιο ύψος h’ της ανωμαλίας, το οποίο εξαρτάται από την ποιότητα και την κατάσταση του δρόμου, τότε η ροπή στη φέρουσα κατασκευή θα είναι ίση με:

Τ = 0.5 RB (2.7)

όπου: R το φορτίο στον λιγότερο φορτωμένο άξονα και Β η τιμή του μετατροχίου που αντιστοιχεί.

Αν το h0 είναι μεγαλύτερο από το h', τότε ο τροχός δεν θα χάσει την επαφή του από το έδαφος και η ροπή στο πλαίσιο θα είναι:

T = 0.5 RB h'/h0 (2.8)

Στους υπολογισμούς το h παίρνεται ίσο με ±200 ή ±300 mm όταν αναφερόμαστε σε

επιβατικά ή φορτηγά αυτοκίνητα αντίστοιχα.

Page 63: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΠΛΑΙΣΙΑ ΚΑΙ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΦΟΡΤΙΩΝ 2.9

Σε οχήματα που έχουν στιβαρή σε στρέψη φέρουσα κατασκευή, με μαλακές αναρτήσεις και ελαστικά (όπως επιβατικά αυτοκίνητα και λεωφορεία), ο όρος Βf/(2cφ) που εμφανίζεται στην εξίσωση (2.6) είναι αμελητέος και οι ανωμαλίες του δρόμου υπολογίζονται κυρίως από τις παραμορφώσεις των ελαστικών και των αναρτήσεων (εδώ μπορεί να ισχύει T = 0.5 RB). Αν όμως το φέρον σύστημα είναι ελαστικό σε στρέψη και η ανάρτηση είναι σχετικά σκληρή (όπως στα φορτηγά), ο όρος Bf/(2cφ) είναι πολύ μεγαλύτερος και οι ανωμαλίες του δρόμου υπολογίζονται κυρίως από την ευκαμψία του φέροντος συστήματος. (Στην περίπτωση αυτή η ροπή T δεν είναι γενικά ίση με 0.5 RB).

Σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν προηγούμενα, διακρίνονται δύο κυρίως διαφορετικοί τύποι φέρουσας κατασκευής: η άκαμπτη και ευλύγιστη σε στρέψη.

Για τις περισσότερες περιπτώσεις, όπου το φορτίο στον μπροστινό άξονα είναι μικρότερο από τον πίσω και ένας μπροστινός τροχός, έστω ο αριστερός, ανασηκώνεται από μια ανωμαλία, τα φορτία στους τροχούς στην περίπτωση πλαισίου (με T = 0.5 RB) θα είναι:

Rfr = 0 (2.9)

Rfl = ma g b/L (2.10)

Rrr = ma/(2L) g ( a + b Bf/Br ) (2.11)

Rrl = ma/(2L) g ( a - b Bf/Br ) (2.12)

Ενώ στην περίπτωση εύκαμπτου σε στρέψη πλαίσιο [με T = 0.5 RB(h'/h0)] θα είναι:

Rfr = (ma/2) g b/L (1 - h'/h0 ) (2.13)

Rfl = (ma/2) g b/L ( 1 + h'/h0 ) (2.14)

Rrr = (ma/2) (g /L) [a + b(Bf/Br)(h'/h0)] (2.15)

Rrl = (ma/2) (g /L) [a - b (Bf/Br)(h'/h0)] (2.16) Όταν ένα αυτοκίνητο οδηγείται σε έναν ανώμαλο δρόμο τα φορτία στους τροχούς

αυξάνονται εξαιτίας της δυναμικής ενέργειας. Κινούμενο σε άσχημα κομμάτια δρόμου και συναντώντας μεγάλες ανωμαλίες με μικρή ταχύτητα, η κατακόρυφη επιτάχυνση του αναρτώμενου μέρους του αυτοκινήτου δεν υπερβαίνει την τιμή των 2.5 g κάτω από τις πιο δυσμενείς συνθήκες. Η στρεπτική ροπή για ένα πλήρως φορτωμένο όχημα είναι: Τ = ma g b Bf / (2L). Οι εξισώσεις που αναπτύχθηκαν νωρίτερα για αναρτήσεις με άκαμπτο άξονα είναι εφαρμόσιμες επίσης και για ανεξάρτητες αναρτήσεις, αν η απόσταση των ελατηρίων S αντικατασταθεί με το μετατρόχιο B και οι τιμές της δυσκαμψίας cs των ελατηρίων υπολογιστούν ξανά αντίστοιχα.

Page 64: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

2.10 ΠΛΑΙΣΙΑ ΚΑΙ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΦΟΡΤΙΩΝ

2.3.2 Στρεπτική και καμπτική δυσκαμψία του πλαισίου Η ικανότητα ενός πλαισίου να αντιστέκεται στα μεταβαλλόμενα φορτία που ενεργούν

σ' αυτό χαρακτηρίζεται στην περίπτωση της κάμψης από το μέγιστο βέλος κάμψης, και από την γωνία περιστροφής κατά το μήκος του μεταξονίου, σε περίπτωση στρέψης. Ωστόσο, οι τιμές του μέγιστου βέλους και της γωνίας περιστροφής γύρω από τον άξονα του μεταξονίου που λαμβάνονται από υπολογισμούς ή από πειράματα, δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την σύγκριση του συγκεκριμένου πλαισίου με άλλων αυτοκινήτων που έχουν διαφορετικό μήκος μεταξονίου και διαφορετικό ονομαστικό φορτίο. Αυτός είναι και ο λόγος που εισάγονται παρακάτω οι έννοιες της στρέψης, κάμψης και ειδικών δυσκαμψιών.

Η στρεπτική δυσκαμψία αντιπροσωπεύει την ροπή που απαιτείται για να στραφεί ένα σύστημα κατά μία μοναδιαία γωνία γύρω από τον άξονα του μεταξονίου ή αλλιώς, είναι ο λόγος της ροπής με την λαμβανόμενη γωνία περιστροφής. Μετριέται σε Nm/deg.

Η καμπτική δυσκαμψία αντιπροσωπεύει το φορτίο που απαιτείται για να καμφθεί το πλαίσιο κατά μία μοναδιαία μονάδα βύθισης ή είναι ο λόγος του φορτίου με το μέγιστο βέλος κάμψης. Μετριέται σε N/mm.

Η ειδική στρεπτική δυσκαμψία (αντιστοιχεί στο γινόμενο CJt για τη δοκό που στρέφεται). Αντιπροσωπεύει την ροπή που απαιτείται για να στραφεί ένα τμήμα πλαισίου μοναδιαίου μήκους κατά μία μοναδιαία γωνία, ή αλλιώς είναι ο λόγος της στρέψης προς τη γωνία περιστροφής γύρω από τον άξονα του μεταξονίου του αυτοκινήτου, πολλαπλασιασμένος επί το μεταξόνιο. Μονάδα μέτρησής του είναι το Nm2/deg.

Η ειδική καμπτική δυσκαμψία (αντιστοιχεί στο γινόμενο EΙ της δοκού). Αντιπροσωπεύει το φορτίο που απαιτείται για την κάμψη ενός τμήματος ενός συστήματος με μοναδιαίο μήκος για να πάρουμε μια μονάδα βέλους κάμψης, ή αλλιώς είναι ο λόγος του φορτίου που απαιτείται για το μέγιστο βέλος, πολλαπλασιασμένος επί το μεταξόνιο υψωμένο στην τρίτη δύναμη. Μετριέται σε Nm3/mm.

Με βάση τα παραπάνω, όταν κατασκευάζεται ο φέρων οργανισμός (ανεξάρτητα αν αυτό αποτελείται από πλαίσιο και αμάξωμα, ή μόνο από πλαίσιο ή είναι αυτοφερόμενος) πρέπει να λαμβάνεται μέριμνα ώστε να έχει τον κατάλληλο βαθμό δυσκαμψίας (ή ευκαμψίας) και διάρκεια ζωής. Η δεύτερη δεν πρέπει να είναι μικρότερη από την αναμενόμενη διάρκεια ζωής του οχήματος.

2.3.3 Δυναμικά φορτία οφειλόμενα στις ανωμαλίες του δρόμου

Η κίνηση του οχήματος χαρακτηρίζεται από συνεχείς μεταβολές των δυνάμεων

δράσης - αντίδρασης μεταξύ τροχών και δρόμου. Οι μεταβολές αυτές εξαρτώνται από το σχήμα και τις διαστάσεις των ανωμαλιών, την αδράνεια και την ελαστικότητα των μελών του αυτοκινήτου. Η δυσκολία που παρουσιάζεται σε αυτού του είδους την ανάλυση οφείλεται στην αδυναμία να περιγραφούν με ακρίβεια οι ανωμαλίες του δρόμου. Σήμερα αυτό ξεπερνιέται με την εισαγωγή στοχαστικών διαδικασιών. Για λεπτομερέστερη ανάλυση, γίνεται εξομοίωση του ενός τετάρτου του οχήματος με κάθε τροχό (οδόστρωμα, ελαστικό, ελατήριο, αποσβεστήρας και αναρτημένη μάζα).

Page 65: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΠΛΑΙΣΙΑ ΚΑΙ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΦΟΡΤΙΩΝ 2.11

Διαδικασία προσδιορισμού της αντοχής του πλαισίου σε κόπωση Τα δομικά στοιχεία ενός αυτοκινήτου υποβάλλονται κύρια σε δυναμικά φορτία δηλαδή

σε δυνάμεις οι οποίες μεταβάλλονται με το χρόνο. Η πείρα έδειξε, ότι τα υλικά κάτω από τέτοια φορτία, παθαίνουν κόπωση και αστοχούν μετά από έναν αριθμό κύκλων φόρτισης, ακόμη και αν οι τάσεις που τα καταπονούν είναι μικρότερες από το όριο αναλογίας. Παρατηρείται δηλαδή διαφορετική μηχανική συμπεριφορά ενός στοιχείου όταν αυτό υποβάλλεται σε δυναμικές ή στατικές καταπονήσεις. Τα δυναμικά φορτία προκαλούν μια διαδικασία προοδευτικής συσσώρευσης κόπωσης στο υλικό των μελών αυτών. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα την εμφάνιση μικρορωγμών, οι οποίες μεγαλώνουν, ελαττώνοντας την ενεργό διατομή και στη συνέχεια οδηγούν σε αστοχία του εξαρτήματος. Οι αρχικές ενδείξεις εμφάνισης κόπωσης μπορεί να είναι μερικές μικρορωγμές που εμφανίζονται σε διάφορα σημεία. Η διαδικασία της προοδευτικής συσσώρευσης της κόπωσης στα μεταλλικά μέρη κάτω από την επίδραση μεταβαλλόμενων τάσεων τείνουν να αλλάξουν τις ιδιότητες του υλικού και οδηγούν στον σχηματισμό ρωγμών. Η ανάπτυξή τους και η τελική αστοχία του υλικού είναι γνωστή σαν κόπωση του υλικού. Η αντοχή σε κόπωση εξαρτάται από το είδος της παραμόρφωσης (καμπτική ή στρεπτική) και την φύση των μεταβολών των τάσεων με τον χρόνο.

Η πιο απλή εναλλακτική φόρτιση φαίνεται στο Σχήμα 2.5 στη μορφή ενός ημιτονοειδούς κύματος. Η μέση τάση σm μπορεί να επιβληθεί στο στοιχείο σαν προένταση γύρω από την οποία εκτελείται μια ταλάντωση με πλάτος κύματος σa. H τάση μεταβάλλεται μεταξύ μιας μέγιστης τάσης σmax και μιας ελάχιστης σmin έτσι ώστε να ισχύει :

σm= (σmax + σmin)/2 (2.17)

σa= (σmax - σmin)/2 (2.18)

Χαρακτηριστική περίπτωση δυναμικής φόρτισης αποτελεί η επαναλαμβανόμενη

φόρτιση σε εφελκυσμό και θλίψη, η οποία χαρακτηρίζεται με σmin=0 και

σm=σmax/2 =σa (2.19)

η εναλλακτική φόρτιση η οποία χαρακτηρίζεται με σm=0 και

σmax=-σmin=σa (2.20) Tο Σχήμα 2.6 παριστάνει τις δύο αυτές χαρακτηριστικές καταπονήσεις.

Page 66: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

2.12 ΠΛΑΙΣΙΑ ΚΑΙ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΦΟΡΤΙΩΝ

Σχήμα 2.5: Ημιτονοειδής εναλλακτική φόρτιση (Ν=κύκλος φορτισης,Τ=περίοδος)

Σχήμα 2.6: α) εναλλακτική β) επαναλαμβανόμενη καταπόνηση

Η συμπεριφορά των στοιχείων σε κόπωση παρουσιάζεται στο διάγραμμα Wohler

(Σχήμα 2.7) το οποίο κατασκευάζεται ως εξής: υποβάλονται τα στοιχεία σε εναλλασσόμενα φορτία με σταθερή μέση τάση σm και πλάτος σa και προσδιορίζεται ο

Page 67: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΠΛΑΙΣΙΑ ΚΑΙ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΦΟΡΤΙΩΝ 2.13

αριθμός κύκλων φόρτισης Ν κάτω από τον οποίο το υλικό αστοχεί. Το πείραμα επαναλαμβάνεται διατηρώντας τη σm και μεταβάλλοντας το πλάτος σa. Τα αποτελέσματα καταγράφονται στο διάγραμμα Wohler στη μορφή σa(N) για σm μηδέν.

Σχήμα 2.7: Σχηματική παράσταση διαγράμματος Wohler Όριο κόπωσης ή αντοχή κόπωσης ονομάζεται εκείνη η τάση σΑ για ορισμένη μέση

τάση σm κάτω από την οποία το υλικό δεν αστοχεί για οποιοδήποτε αριθμό κύκλων φόρτισης ( N →∞ ). Επειδή είναι αδύνατο να προσδιορισθεί πειραματικά το όριο αυτό, εισάγεται η έννοια του τεχνικού ορίου κόπωσης το οποίο χαρακτηρίζεται σαν εκείνο το όριο κόπωσης του υλικού κάτω από το οποίο δεν παρατηρείται σημαντική μείωση της αντοχής του, με αύξηση των κύκλων φόρτισης.

Το όριο αντοχής σε κόπωση ( N →∞ ) επιτυγχάνεται σε πολλά υλικά, όπως για παράδειγμα στούς χάλυβες στους Ν = 107 κύκλους, όπου η καμπύλη Wohler τείνει ασυμπτωτικά προς το όριο κόπωσης του υλικού. Πέρα από το όριο αυτά (Ν > 107) παρατηρείται μια μικρή μεταβολή του ορίου κόπωσης.

Η συνολική συμπεριφορά ενός στοιχείου σε κόπωση με διάφορες τιμές της σm και σa παριστάνεται σε διάγραμμα κατά Smith ή κατά Haigh όπως στο Σχήμα 2.8. Στο Σχήμα 2.8.a φαίνονται τα όρια κόπωσης σΑ για διαφορετικές μέσες τιμές σm. Στο διάγραμμα Smith (Σχήμα 2.8.b) γράφονται σε ένα αξονικό σύστημα η μέγιστη και η ελάχιστη τάση σε συνάρτηση της μέσης τάσης. Τέλος στο διάγραμμα Haigh γράφεται μόνο το όριο κόπωσης σΑ σε συνάρτηση της αντίστοιχης μέσης τάσης (Σχήμα 2.8.c). Τόσο στο διάγραμμα κόπωσης του Smith όσο και σε αυτό του Haigh η μέγιστη τάση που μπορεί να αντέξει το υλικό ορίζεται από το όριο αντοχής σB.

Page 68: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

2.14 ΠΛΑΙΣΙΑ ΚΑΙ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΦΟΡΤΙΩΝ

Σχήμα 2.8: a) Wohler b) Smith c) Haigh Ας συμβολίσουμε τώρα με Νi τον αριθμό των κύκλων φόρτισης που μπορεί να αντέξει

ένα μέλος του οχήματος πριν αστοχήσει. Είναι φανερό ότι κάτω από τις συγκεκριμένες συνθήκες λειτουργίας το τμήμα αυτό χρησιμοποιείται για περιόδο ni/Ni και έχει επιπρόσθετα αποθέματα αντοχής σε κόπωση. Αν στο μέλος αυτό αναπτύσονται τάσεις σ1, σ2, ..., σi για n1, n2, ... ni κύκλους φόρτισης αντίσοιχα, τότε για να εξασφαλισθεί η διάρκεια ζωής που ορίζουν οι προδιαγραφές είναι απαραίτητο να εκπληρώνεται η παρακάτω συνθήκη:

n1/N1 + n2/N2 + ... + ni/Ni = α

ή (2.21) εni/Ni = α

όπου α είναι ο βαθμός καταπόνησης του υλικού και εξαρτάται από το υλικό και το είδος φόρτισης. Σαν μια πρώτη προσέγγιση μπορεί να θεωρηθεί ότι α = 1.0.

Ο υπολογισμός της αντοχής σε κόπωση των μηχανικών μερών ενός οχήματος είναι από τα δυσκολότερα στάδια του σχεδιασμού του. Πολλές φορές ο μηχανικός πρέπει να στηριχθεί σε αποτελέσματα εργαστηριακών πειραμάτων, τα οποία γίνονται σε τυποποιημένα δοκίμια που αστοχούν σε πολύ μεγαλύτερο αριθμό κύκλων φόρτισης από την πραγματική κατασκευή. Προκειμένου να εκτιμηθεί η αντοχή σε κόπωση της πραγματικής κατασκευής επιλέγονται διορθωτικοί συντελεστές που σχετίζονται με την

Page 69: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΠΛΑΙΣΙΑ ΚΑΙ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΦΟΡΤΙΩΝ 2.15

πραγματική γεωμετρία, την αβεβαιότητα ως προς το φορτίο, τη θερμοκρασία, τις συνθήκες λειτουργίας της κατασκευής κ.α.

Έτσι διακινδυνεύει στις εκτιμήσεις για την απόδοση, τη διάρκεια ζωής και την αξιοπιστία του υπό κατασκευή οχήματος αφού για λόγους οικονομίας πρέπει να σχεδιάσει τα διάφορα μέρη με μικρούς συντελεστές ασφάλειας, συντελεστές που στην πράξη ίσως αποδειχτούν ανεπαρκείς. Όμως, η αξιοπιστία της συνολικής κατασκευής, και συνεπώς η απήχηση του μοντέλου στην αγορά, εξαρτάται κατά πολύ από τη μελέτη αυτή.

2.3.5 Μέθοδοι υπολογισμού τμημάτων του φορέα Τα φορτία που επιδρούν σε ένα αυτοκίνητο κατά την διάρκεια της λειτουργίας του είναι

τυχαίες συναρτήσεις του χρόνου. Οι μηχανικές ιδιότητες του υλικού, οι μεταβολές των θερμοκρασιακών συνθηκών κατά τη λειτουργία, από η γεωμετρία της κατασκευής (απότομες αλλαγές στη γεωμετρία προκαλούν μεγάλες συγκεντρώσεις τάσεων) είναι μόνο μερικοί από τους πολλούς παράγοντες που εισάγουν αβεβαιότητα στην εκτίμηση της αντοχής μιας κατασκευής ή ενός της μέλους.

Όταν χρησιμοποιείται μια ντετερμινιστική μέθοδος, μια ποσότητα που χαρακτηρίζεται από ένα πραγματικό αριθμό λαμβάνεται σαν ποσότητα σχεδιασμού και καθορίζεται η διάρκεια ζωής του συγκεκριμένου τμήματος μέχρι να αστοχήσει (σε υπολογισμούς ελέγχου) ή οι διαστάσεις του τμήματος (σε σχεδιαστικούς υπολογισμούς). Με χρήση μεθόδων πιθανοτήτων λαμβάνονται η καμπύλη κατανομής της λειτουργίας του οχήματος μέχρις ότου το υπό υπολογισμό τμήμα να αστοχήσει (σε υπολογισμούς ελέγχου) ή η καμπύλη κατανομής των διαστάσεων του τμήματος για την εξασφάλιση της λειτουργίας του κάτω από προκαθορισμένες συνθήκες .

Είναι σχετικά απλό να υπολογισθεί η πιθανότητα αστοχίας με τον νόμο της κανονικής κατανομής των ορίων κόπωσης και του εύρους των ενεργών φορτίων.

Οι καμπύλες της κανονικής κατανομής της ικανότητας μεταφοράς ενός τμήματος f(σy) και των ενεργών φορτίων f(σw) με τις αντίστοιχες μαθηματικές πιθανότητες σy και σw φαίνονται στο Σχήμα 2.9. Παρά το γεγονός ότι ο συντελεστής ασφάλειας n που ορίζεται σαν βαθμός των μαθηματικών πιθανοτήτων yσ και wσ είναι μεγαλύτερος της μονάδας, υπάρχουν τρεις περιπτώσεις αστοχίας του τμήματος στην μικρή περιοχή III ανάμεσα στις καμπύλες. Για να εξασφαλισθεί η ασφαλής λειτουργία του τμήματος, αυξάνεται ο υποθετικός συντελεστής ασφαλείας. Αυτό φυσικά αυξάνει τόσο το κόστος του θεωρούμενου τμήματος όσο και την μάζα του. Για την εύρεση της πιθανότητας αστοχίας για τους δεδομένους νόμους κατανομής των σy και σw, η συνθήκη αστοχίας γράφεται:

M = σy - σw < 0 (2.22)

Για τον υπολογισμό της πιθανότητας αστοχίας κατασκευάζεται μία καμπύλη

αξιοπιστίας για τα δεδομένα ικανότητας μεταφοράς φορτίου και τις συνθήκες φόρτισης του μέλους.

Αν δύο τυχαίες τιμές είναι ανεξάρτητες μεταξύ τους και ισχύει ο νόμος της κανονικής κατανομής, τότε, σύμφωνα με την θεωρία των πιθανοτήτων, ο νόμος της κανονικής κατανομής με μαθηματική πιθανότητα M και μέση τετραγωνική απόκλιση σΜ θα ισχύει επίσης για την νέα ποσότητα Μ.

Page 70: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

2.16 ΠΛΑΙΣΙΑ ΚΑΙ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΦΟΡΤΙΩΝ

Σχήμα 2.9: Κατανομή πιθανοτήτων ανάλυσης αξιοπιστίας. Εδώ ισχύει: _ _ _

M = σy - σw , σΜ2 = σσy

2 + σσw2 (2.23)

Χρησιμοποιώντας αυτές τις παραμέτρους κατασκευάζεται μία καμπύλη κατανομής

f(M). Η περιοχή κάτω από την καμπύλη αυτή χαρακτηρίζει την αξιοπιστία του αναλυόμενου μέλους. Ο κατακόρυφος άξονας διαιρεί την περιοχή σε δύο μέρη. Το τμήμα I χαρακτηρίζει την πιθανότητα αστοχίας του κομματιού και το τμήμα II την πιθανότητα αντοχής του. Τώρα μπορεί να βρεθεί η πιθανότητα αστοχίας από την δοσμένη καμπύλη κατανομής. Η καμπύλη κατανομής της αξιοπιστίας είναι

_ 1 (Mi - M)2

f(M) = ————— exp [ - ————— ] (2.24) σΜ

2(2π)1/2 2 σΜ2 Για την περιοχή κάτω από την καμπύλη ισχύει: _ 1 (Mi - M)2

F(M) = —————— exp [ - ————— ] dM (2.25) −∞

+∞∫

σΜ2(2π)1/2 2 σΜ2

Εισάγοντας μια νέα μεταβλητή: _

(Mi - M ) / σΜ = z (2.26)

Page 71: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΠΛΑΙΣΙΑ ΚΑΙ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΦΟΡΤΙΩΝ 2.17

παίρνουμε

F(z) = 1/(2π)1/2 −∞

+∞∫ exp [ - z2/2 ] dz (2.27)

Σημειώνουμε την συντεταγμένη που καθορίζει την πιθανότητα αστοχίας του

εξεταζόμενου τμήματος με up. Η συντεταγμένη αυτή είναι γνωστή σαν ποσοστιαίο σημείο (quantile). Η εξίσωση του ποσοστιαίου σημείου είναι:

_ (Mi - M )/σM = up (2.28)

Έτσι είναι _

Mi = M + up σM (2.29) Η τιμή Μi = 0 διαχωρίζει τις περιοχές αρνητικών και θετικών τιμών του Μ. Εδώ θα είναι _ _ _

up = - ( M/σM ) = - ( σy - σw )/(σσy2 + σσw2 )1/2 (2.30) Εισάγοντας τους συντελεστές μεταβολής vσy και vσw έχουμε: _ _ _

vσy = σσy/σy , vσw = σw/σw (2.31) Ο συνδυασμός των εξισώσεων (2.38) και (2.39) δίνει:

up = ( 1 - n )/( n2 vσy2+ vσw

2) 1/2 (2.32) Έτσι, γνωρίζοντας τους συντελεστές μεταβολής και τον συντελεστή ασφάλειας n,

καθορίζεται το ποσοστιαίο σημείο up και η πιθανότητα αστοχίας P. Η ζώνη αστοχίας αντιστοιχεί στο ολοκλήρωμα της καμπύλης αξιοπιστίας (2.32) μεταξύ των ορίων -oo και up, δηλαδή

F(z) = 1/(2π)1/2 −∞

+∞∫ exp [ - z2/r ] dz (2.33)

Η συνάρτηση F(z) καθορίζεται από πίνακες. Χρησιμοποιώντας αυτή την συνάρτηση

βρίσκεται η πιθανότητα αστοχίας ενός τμήματος του αυτοκινήτου. Επίσης με την μέθοδο αυτή μπορούν να λυθούν και τα αντίστροφα προβλήματα: με

δεδομένες τις ποσότητες vσy, vσw και την πιθανότητα αστοχίας P, καθορίζονται από πίνακες οι ποσότητες που αντιστοιχούν σ' αυτή την πιθανότητα.

up = ( 1 - n ) / ( n2 vσy

2+ vσw2) ½ (2.34)

Τέλος, από τη λύση της εξίσωσης (2.34) βρίσκεται ο συντελεστής ασφαλείας

Page 72: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

2.18 ΠΛΑΙΣΙΑ ΚΑΙ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΦΟΡΤΙΩΝ

n2 ( 1 - up2 vσy

2 ) - 2n + ( 1 - up2 vσw

2 ) = 0 (2.35)

2.4. Κατασκευή πλαισίων

2.4.1 Γενικές αρχές Το πλαίσιο μαζί με το αμάξωμα αποτελεί τη φέρουσα κατασκευή του οχήματος ή τον

φέροντα οργανισμό. Τα πλαίσια των οχημάτων είναι έτσι σχεδιασμένα ωστε να παρέχουν μέγιστη αντοχή με ελάχιστο βάρος. Ο σημαντικότερος παράγων για την επίτευξη αυτού του στόχου είναι η ελαστικότητα του πλαισίου. Η μέθοδος πρόσδεσης της υπερκατασκευής ή του αμαξώματος δεν πρέπει να επιδρά σημαντικά στην ελαστικότητα του πλαισίου και επιπλέον πρέπει να διασφαλίζει το πλαίσιο απο τοπικές συγκεντρώσεις τάσεων.

Ανάλογα με την φυσική ακαμψία του αμαξώματος και την σταθερότητα της ένωσής του με το πλαίσιο, η φέρουσα κατασκευή μπορεί να είναι ένα απλό πλαίσιο (όταν το αμάξωμα δεν συνεισφέρει στην συνολική ακαμψία της κατασκευής, δηλ. πλαίσιο και αμάξωμα συνδεδεμένα μεταξύ τους με ελαστικούς συνδέσμους) ή ένα πλαίσιο και αμάξωμα φτιαγμένα ενιαία, μια συνολική δηλαδή, συμπαγής κατασκευή όπου δεν υπάρχει ξεχωριστό πλαίσιο. Η συνεισφορά της δυσκαμψίας του αμαξώματος στην συνολική ακαμψία του οχήματος μπορεί να ποικίλει από 0 - 100%.

Η φέρουσα κατασκευή σε κάθε αυτοκίνητο έχει μία σύνθετη αποστολή. Χρησιμοποιείται σαν σκελετός πάνω στον οποίο προσαρμόζεται ο κινητήρας, το κιβώτιο ταχυτήτων, ο άξονας μετάδοσης κίνησης, η ανάρτηση, τα φρένα και γενικά όλα τα μηχανικά μέρη, όπως επίσης και το αμάξωμα. Επίσης, προστατεύει τον οδηγό, τους επιβάτες και τις αποσκευές από τις εξωτερικές συνθήκες, τους παρέχει άνεση μέσω της ανάρτησης και τους προφυλάσσει σε περίπτωση ατυχήματος.

Θα πρέπει επομένως ο φέρων οργανισμός να είναι φτιαγμένος με επαρκή δυσκαμψία, έτσι ώστε οι σχετικές μετατοπίσεις των μηχανισμών που είναι εγκατεστημένοι πάνω του να παραμένουν αμελητέες και οι μεταβολές των γεωμετρικών χαρακτηριστικών του να είναι ελάχιστες κάτω από την επίδραση ροπών και δυνάμεων αντίδρασης. Επίσης, θα πρέπει να διαθέτει την κατάλληλη παραμορφωσιμότητα, κυρίως στα εμπρός και πίσω τμήματα ώστε να απορροφά τις δυνάμεις που προέρχονται από τυχόν σύγκρουση πριν αυτές επιδράσουν στους επιβάτες.

Ειδικά η σύνδεση δεξαμενών επί πλαισίων οχημάτων είναι η πιο εξειδικευμένη εργασία απο όλες τις άλλες υπερκατασκευές επειδή η δεξαμενή ή το βυτίο αποτελούν στρεπτικά άκαμπτες κατασκευές που μπορούν να προκαλέσουν πολύ υψηλές τοπικά συγκεντρώσεις τάσεων στο πλαίσιο. Η δεξαμενή θεωρείται σαν ένα στιβαρό δοχείο και πρέπει η σύνδεσή της με το πλαίσιο να της επιτρέπει να «επιπλέει» πάνω σ’αυτό και συγχρόνως να μην επηρεάζεται η ελαστικότητα του πλαισίου. Μεταξύ δεξαμενής και πλαισίου πρέπει να παρεμβληθούν ελαστικοί σύνδεσμοι.

Όταν δεν χρησιμοποιείται βοηθητικό πλαίσιο πρέπει απαραίτητα να υιοθετηθεί η λύση της σύνδεσης πέντε σημείων όπως φαίνεται στο Σχήμα 2.10. Η εμπρόσθια μοναδική σύνδεση γίνεται μέσω ενός διαμήκους πείρου που συνδέεται μέσω ελαστικών βάσεων με το πλαίσιο στα δύο άκρα. Η σύνδεση αυτή πρέπει να είναι όσο πιο προωθημένη γίνεται ως προς τη δεξαμενή. Για την διασφάλιση της ευστάθειας του οχήματος είναι πιθανό να χρειασθούν περιοριστές της διαμήκους στροφικής κίνησης της δεξαμενής. Το ενδιάμεσο ζεύγος στηριγμάτων τοποθετείται όσο το δυνατό πιο κοντά και εμπρός απο τα στηρίγματα

Page 73: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΠΛΑΙΣΙΑ ΚΑΙ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΦΟΡΤΙΩΝ 2.19

της οπίσθιας ανάρτησης. Τα πίσω στηρίγματα της δεξαμενής είναι παρόμοια με τα ενδιάμεσα, διαθέτουν ελαστικά μέσα σύνδεσης με το πλαίσιο και τοποθετούνται όσο το δυνατό πιο κοντά και πίσω απο τα πίσω στηρίγματα της οπίσθιας ανάρτησης. Τα ποδαρικά στήριξης της δεξαμενής συνδέονται με στηρίγματα τύπου Γ συνήθως ηλωμένα στον κορμό του πλαισίου ή του βοηθητικού πλαισίου όπως φαίνεται στο Σχήμα 2.10.

Σχήμα 2.10 Ενδιάμεσο και ακρινό στήριγμα δεξαμενής καυσίμου επι βυτιοφόρου οχήματος

χωρίς βοηθητικό πλαίσιο. Μια πρακτική που πρέπει πάντα να ακολουθείται απο τον σχεδιαστή της

υπερκατασκευής και τον κατασκευαστή της είναι η απόλυτη συμμόρφωση με τις οδηγίες και προδιαγραφές του κατασκευαστή του οχήματος-πλαισίου. Ειδικά σε περιπτώσεις μεταφοράς επικίνδυνων φορτίων χρειάζεται μεγάλη προσοχή για τη εφαρμογή των οδηγιών και κανονισμών που αφορούν στις μεταφορές επικινδύνων φορτίων όπως αυτές ισχύουν κάθε φορά αλλά εξίσου σημαντικός είναι ο σεβασμός των οδηγιών του κατασκευαστή του πλαισίου για την προσθήκη και τη στήριξη της υπερκατασκευής.

Page 74: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

2.20 ΠΛΑΙΣΙΑ ΚΑΙ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΦΟΡΤΙΩΝ

2.4.2 Υλικά που χρησιμοποιούνται στην κατασκευή πλαισίων Τα υλικά που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή πλαισίων πρέπει να έχουν τις

ακόλουθες ιδιότητες: αρκετά υψηλό όριο ελαστικότητας και όριο αντοχής, χαμηλή ευαισθησία σε συγκεντρώσεις τάσεων, καλές ιδιότητες κατεργασίας εν ψυχρώ, συγκολλησιμότητα (για πλαίσια με ηλώσεις η ιδιότητα αυτή είναι σημαντική όταν εκτελούνται επισκευές), και μικρές ποσότητες κραμμάτων από σπάνια μέταλλα. Οι χάλυβες χαμηλής και μεσαίας περιεκτικότητας σε άνθρακα πληρούν αυτές τις προδιαγραφές.

Για πλαίσια αυτοκινήτων χρησιμοποιούνται χάλυβες κατασκευών με βαθμό 20. Πιο σύνθετα εγκάρσια μέλη φτιάχνονται από χάλυβες με βαθμό 08 για μεγάλη αντοχή σε εφελκυσμό. Τόσο τα πλευρικά, όσο και τα εγκάρσια μέλη κατασκευάζονται από φύλλα χάλυβα πάχους 3 - 4 mm. (Για πλαίσια φορτηγών ή οχημάτων ειδικής χρήσης χρησιμοποιούνται ανθεκτικότεροι χάλυβες με παράλληλη αύξηση του πάχους των στοιχείων).

Τα τελευταία χρόνια γίνεται σημαντική ερευνητική προσπάθεια για την κατασκευή πλαισίων και αμαξωμάτων από σύνθετα υλικά όπως το Αl, πλαστικά ενισχυμένα με ίνες γυαλιού, Kevlar ή ανθρακονήματα. Τα υλικά αυτά δεν υστερούν σε μηχανικές ιδιότητες έναντι των συμβατικών, μερικές ιδιότητές τους μάλιστα είναι καλύτερες, και συνήθως είναι ελαφρύτερα. Η παραγωγή τους όμως εξακολουθεί να είναι ασύμφορη και γι' αυτό είναι ακόμα περιορισμένα.

Στα επιβατικά αυτοκίνητα το αμάξωμα αποτελεί το μεγαλύτερο και ταυτόχρονα το βαρύτερο "εξάρτημα" του οχήματος. Το χαλύβδινο αμάξωμα ενός επιβατικού αυτοκινήτου της μεσαίας κατηγορίας ζυγίζει σήμερα περίπου 370 κιλά. Οι συνεχείς βελτιώσεις των κατασκευών και ο σχεδιασμός με τη βοήθεια ηλεκτρονικών υπολογιστών έχουν σα συνέπεια το βάρος αυτό να μη μπορεί να μειωθεί περισσότερο, εάν θέλουμε να διατηρηθεί το σημερινό επίπεδο ακαμψίας και παθητικής ασφάλειας. 'Ετσι, λοιπόν, η μόνη λύση είναι η χρήση άλλου, ελαφρύτερου υλικού. Το αλουμίνιο διαθέτει χαρακτηριστικά που το καθιστούν σχεδόν ιδανικό. Είναι 67% ελαφρύτερο από το χάλυβα, αλλά η διαμόρφωση και επεξεργασία του είναι πολύ πιο εύκολη, ενώ ταυτόχρονα δεν παρουσιάζει τόση μεγάλη ευαισθησία στις οξειδώσεις. Στην καθαρή του όμως μορφή, είναι τόσο "μαλακό", που δεν θα μπορούσε ποτέ να χρησιμοποιηθεί σαν φέρων οργανισμός. Για το λόγο αυτό, τα αλουμινένια αμαξώματα των αυτοκινήτων του παρελθόντος στηρίζονταν σε χαλύβδινα πλαίσια. Η κραματοποίηση του αλουμινίου με μαγνήσιο (Mg) και πυρίτιο (Si) του προσδίδει την απαραίτητη ακαμψία, ενώ οι ιδιότητες που αποκτά μπορούν να βελτιωθούν ακόμα περισσότερο με την κατάλληλη θερμική κατεργασία του. Τα χαρακτηριστικά που το κάνουν τελικά κατάλληλο για χρήση στην κατασκευή αμαξωμάτων εντοπίζονται στις παραπάνω λεπτές διεργασίες.

Η άμεση χρήση του αλουμινίου δεν είναι τόσο εύκολη, καθώς θα πρέπει πρώτα να αντιμετωπισθούν αρκετά προβλήματα, ειδικά όταν πρόκειται να κατασκευαστούν ολόκληρα αμαξώματα από το μέταλλο αυτό. Οι δυσκολίες αυξάνονται, όταν οι ρυθμοί παραγωγής ξεπερνούν τα 100 αυτοκίνητα ημερησίως. Ιδιαίτερη δυσχέρεια παρουσιάζει η σύνδεση των τμημάτων από αλουμίνιο, καθώς δεν υπάρχει μία κοινά αποδεκτή και καθιερωμένη στην πράξη τεχνική. Οι ηλώσεις (πιρτσίνια) και ειδικές κόλλες (που χρησιμοποιούνται ευρύτατα στην αεροπορική βιομηχανία) η σημειακή συγκόληση ή η συγκόληση με βολταϊκό τόξο είναι τεχνικές που ανταγωνίζονται μεταξύ τους και που απαιτούν τόσο ανάπτυξη τεχνογνωσίας, όσο και υψηλές επενδύσεις. Παράλληλα, ιδιαίτερα υψηλές είναι και οι ενεργειακές απαιτήσεις τους. Οι ειδικοί υπολογίζουν την

Page 75: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΠΛΑΙΣΙΑ ΚΑΙ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΦΟΡΤΙΩΝ 2.21

αύξηση του κόστους παραγωγής κατά ένα συντελεστή που κυμαίνεται από δύο έως τρία σε σχέση με το χάλυβα. Εάν συνυπολογιστεί και το κόστος του ακατέργαστου υλικού, που είναι έξι έως οκτώ φορές μεγαλύτερο από αυτό του χάλυβα, οδηγείται κανείς στο συμπέρασμα, ότι η ελαφριά κατασκευή και το χαμηλό κόστος είναι έννοιες ασυμβίβαστες. Το υψηλό κόστος του αλουμινίου οφείλεται στην εξαιρετικά ενεργοβόρα διαδικασία παραγωγής του. Ξεκινώντας από την πρώτη ύλη, που είναι ο βωξίτης, απαιτούνται συνολικά 77 κιλοβατώρες (kWh) για να παραχθεί ένα κιλό κράματος κατάλληλου για την κατασκευή αμαξωμάτων.

Αντίθετα, ο χάλυβας απαιτεί μόλις 18 kWh ανά κιλό τιμή που διπλασιάζεται, όμως, όταν η ποιότητά του είναι πολύ καλή. 'Οποιος όμως προσπαθεί να συγκρίνει τα δύο υλικά με αυτόν τον τρόπο, δεν λαμβάνει υπ' όψιν του τις εξαιρετικές δυνατότητες ανακύκλωσης του αλουμινίου. Η τήξη του απαιτεί πολύ μικρότερα ποσά ενέργειας από αυτά που χρειάζονται για την τήξη της ίδιας ποσότητας χάλυβα. 'Ετσι, λοιπόν, με μία εντατικοποίηση της ανακύκλωσης, η συνολική ενέργεια, που θα απαιτείται για την κατασκευή ενός ολοκληρωμένου οχήματος, μπορεί να μειωθεί κατά περισσότερο από 50%. Το τελευταίο επιχείρημα δεν μπορεί παρά να επιταχύνει τη στροφή προς τις ελαφριές κατασκευές.

2.4.3 Υπολογισμοί πλαισίων Για αυτοκίνητα με άκαμπτη φέρουσα κατασκευή ο υπολογισμός του πλαισίου

περιλαμβάνει συνοπτικά τα ακόλουθα: 1. Καθορισμός των παραμορφώσεων από κάμψη του πλαισίου κάτω από την

επίδραση του ονομαστικού φορτίου των επιβατών και αποσκευών για συμμετρική φόρτιση. Εδώ οι παραμορφώσεις δεν πρέπει να υπερβαίνουν συγκεκριμένες τιμές που θα εξασφαλίζουν την ασφάλεια και την επίδραση του θορύβου στα διάφορα μέρη του πλαισίου. Οι τιμές αυτές λαμβάνονται κυρίως από πειράματα που γίνονται κατά την λειτουργία ενός πρωτότυπου πλαισίου.

2. Υπολογισμός των γωνιών στρέψης για μια συγκεκριμένη ροπή που εφαρμόζεται μεταξύ των εγκάρσιων επιπέδων του εμπρός και του πίσω άξονα των τροχών. Και εδώ οι τιμές των γωνιών στρέψης δεν πρέπει να ξεπερνούν τις τιμές που διασφαλίζουν την ασφάλεια και την επίδραση του θορύβου των μελών του πλαισίου. Επίσης, όπως στην παραπάνω περίπτωση, οι τιμές λαμβάνονται κατά την διάρκεια πειραμάτων στο πειραματικό μοντέλο

Η εκλογή του φορτίου που προκύπτει από το βάρος των επιβατών σαν φορτίο σχεδιασμού και όχι του βάρους του αμαξώματος σε συνδυασμό με το φορτίο, βασίζεται στο γεγονός ότι οι μετατοπίσεις του φέροντος οργανισμού που οφείλονται στο ίδιο βάρος, και ειδικότερα στα ανοίγματα των θυρών, μπορούν να ληφθούν υπόψη και να αντισταθμιστούν κατά την κατασκευή και την τοποθέτηση του αμαξώματος πάνω στο πλαίσιο. Έτσι, τα απαραίτητα ανοίγματα των θυρών και παραθύρων καθορίζονται μόνο από το βάρος των επιβατών και γενικότερα του ονομαστικού φορτίου.

Εξαιτίας της γραμμικότητας στη σχέση παραμορφώσεων - ροπής, το φορτίο σχεδιασμού θεωρούμε ότι είναι σχετικά μικρό. Ωστόσο, είναι συνηθισμένο να δοκιμάζονται οι φέρουσες κατασκευές, των μεγάλων κυρίως αυτοκινήτων, σε στρεπτικές ροπές της τάξης των 3ΚNm. Έτσι, εξασφαλίζεται επαρκής ακρίβεια των αποτελεσμάτων και αποφεύγεται η πιθανότητα να υπερβούν τα όρια ελαστικότητας και να παραποιηθούν τα τελικά αποτελέσματα.

Page 76: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

2.22 ΠΛΑΙΣΙΑ ΚΑΙ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΦΟΡΤΙΩΝ

Οι μετατοπίσεις και οι τάσεις που ενεργούν στον φέροντα οργανισμό ενός οχήματος μπορούν να καθοριστούν με διάφορες μέθοδες. Οι κυριότερες από αυτές είναι:

1) Προσεγγιστική μέθοδος. Βασίζεται στο θεώρημα της διατήρησης της δυναμικής ενέργειας για να γίνουν συγκριτικοί υπολογισμοί στο αρχικό στάδιο, κυρίως, αυτού του σχεδιασμού του αμαξώματος.

2) Ακριβής μέθοδος. Βασίζεται στη θεωρία των λεπτότοιχων δοκών και χρησιμοποιείται αφού ο σχεδιασμός του συστήματος έχει αρχίσει. Είναι αρκετά επίπονη και χρονοβόρα.

3) Μέθοδος πεπερασμένων στοιχείων. Με την μέθοδο αυτή προσφέρονται πρακτικά απεριόριστες δυνατότητες για την ανάλυση των τάσεων και παραμορφώσεων, και χρησιμοποιείται με την βοήθεια υπολογιστών με μεγάλη μνήμη και ταχύτητα. Η μέθοδος αυτή έχει βρεί τεράστια απήχηση τα τελευταία χρόνια με την αλματώδη ανάπτυξη των ηλεκτρονικών υπολογιστών. Έχουν δημιουργηθεί μεγάλα "πακέτα" προγραμμάτων ειδικά για τις αυτοκινητοβιομηχανίες με τα οποία η διαδικασία του υπολογισμού γίνεται λιγότερο επίπονη και πολύ ακριβής.

Για οχήματα με εύκαμπτη σε στρέψη φέρουσα κατασκευή (κυρίως φορτηγά) ο υπολογισμός του πλαισίου περιλαμβάνει συνοπτικά τα ακόλουθα:

1. Καθορισμός των τάσεων που παρουσιάζονται στα στοιχεία του πλαισίου όταν το πλήρες φορτωμένο όχημα ταξιδεύει με μια αρκετά μεγάλη ταχύτητα σε ένα δρόμο με μικρές ανωμαλίες. Στην περίπτωση αυτή πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα δυναμικά αποτελέσματα των φορτίων.

2. Υπολογισμός των τάσεων που θα παρουσιαστούν στα στοιχεία του πλαισίου όταν, στο πλήρως φορτωμένο όχημα που ταξιδεύει με μικρή ταχύτητα, ένας απ' τους τροχούς του λιγότερο φορτωμένου άξονα ανασηκώνεται συναντώντας μια ανωμαλία της τάξης των 300 mm.

Για να μην υπολογιστεί μόνο η συνολική ευκαμψία του πλαισίου και οι δυνάμεις που το καταπονούν, αλλά να βρεθούν επίσης τα κρίσιμα σημεία στα οποία οι μετατοπίσεις και οι τάσεις μεταβάλλονται απότομα καθώς επίσης και ο βαθμός μεταβολής τους κατά μήκος του πλαισίου, είναι απαραίτητο να υπολογιστούν οι τιμές των βελών κάμψης, των γωνιών περιστροφής και των τάσεων για ένα αριθμό εγκάρσιων επιπέδων που περνούν από χαρακτηριστικά σημεία, όπως τα σημεία που ενώνονται τα εγκάρσια μέλη, σημεία που μεταβάλλεται το πλάτος και το ύψος της διατομής των πλευρικών μελών και αυτά που παραλαμβάνουν μεγάλα φορτία. Είναι δε πρακτικό, να παρουσιάζονται τα αποτελέσματα των υπολογισμών σε διαγράμματα βελών κάμψης, γωνιών περιστροφής και τάσεων κατά μήκος του πλαισίου.

Για τη διευκόλυνση των υπολογισμών γίνεται η παραδοχή ότι το πλαίσιο είναι επίπεδο και τα μέλη - πλευρικά και εγκάρσια - αντικαθίστανται από ράβδους. Υποτίθεται ότι οι κόμβοι του πλαισίου στις γωνίες είναι άκαμπτοι. Θεωρείται επίσης ότι οι δοκοί που αντικαθιστούν τα στοιχεία του πλαισίου έχουν σταθερές ροπές αδράνειας σε όλο το μήκος τους μεταξύ δύο κόμβων (ή χαρακτηριστικών σημείων). Σ' αυτό το στάδιο θεωρείται σαν (σταθερή) ροπή αδράνειας ενός στοιχείου ο μέσος όρος που προκύπτει σε όλο το μήκος του.

Ο υπολογισμός των καμπτικών φορτίων ενός απλού πλαισίου τύπου σκάλας συνίσταται στον καθορισμό των βελών κάμψης και των τάσεων στα πλευρικά μέλη θεωρώντας τα ως στοιχειώδεις δοκούς. Όταν υπολογίζονται τα στρεπτικά φορτία σε ένα πλαίσιο που αποτελείται από δύο πλευρικά μέλη και μερικά εγκάρσια, σχηματίζεται ένα στατικά απροσδιόριστο σύστημα. Οι δυνάμεις που δρουν σε ένα τέτοιο σύστημα μπορούν να προσδιοριστούν με διάφορες μεθόδους παρμένες κυρίως από την Αντοχή

Page 77: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΠΛΑΙΣΙΑ ΚΑΙ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΦΟΡΤΙΩΝ 2.23

των Υλικών, αλλά και με μεθόδους πεπερασμένων στοιχείων. Οι μέθοδες αυτές είναι παρόλα αυτά εξαιρετικά επίπονες και χρονοβόρες, η διαδικασία όμως μπορεί να απλοποιηθεί σημαντικά αν γίνουν ορισμένες παραδοχές. Υποτίθεται ότι οι μετατοπίσεις των στοιχείων του πλαισίου που οφείλονται σε καμπτικές ροπές είναι μικρές σε σχέση με αυτές που οφείλονται σε στρεπτικές και έτσι μπορεί να χρησιμοποιηθεί η ακόλουθη προσεγγιστική μέθοδος.

Σχήμα 2.11: Μετατοπίσεις του πλαισίου υπο την επίδραση δυνάμεων εφαρμοζόμενων στα επίπεδα των εμπρός και πίσω αξόνων των τροχών σε συμμετρική φόρτιση.

Στην επίπεδη παράσταση του πλαισίου τύπου σκάλας του σχήματος 2.11, υπάρχουν

δυνάμεις που εφαρμόζονται στα επίπεδα των αξόνων των εμπρός και πίσω τροχών. Όπως φαίνεται, όλα τα εγκάρσια μέλη έχουν τον ίδιο βαθμό περιστροφής ανά μονάδα μήκους. Έτσι, σε μεμονωμένα στοιχεία του πλαισίου οι ροπές είναι ανάλογες με τις στρεπτικές δυσκαμψίες τους, δηλαδή:

TI:TII:...:TV:T1:T2:...:T4 = JpI:JpII:...:JpV:Jp1:Jp2:...:Jp4 (2.36)

όπου:

ΤΙ, ΤΙΙ,... οι ροπές των εγκάρσιων μελών Ι, ΙΙ,..., JpI, JpII,... οι πολικές ροπές αδράνειας των εγκάρσιων μελών Ι,ΙΙ,..., Τ1, Τ2,... οι ροπές των πλευρικών μελών που δρουν μεταξύ των εγκάρσιων Ι και ΙΙ, ΙΙ

και ΙΙΙ,..., και Jp1, Jp2,... οι πολικές ροπές αδράνειας των πλευρικών μελών μεταξύ των εγκάρσιων

Ι και ΙΙ, ΙΙ και ΙΙΙ,...

Page 78: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

2.24 ΠΛΑΙΣΙΑ ΚΑΙ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΦΟΡΤΙΩΝ

Σχήμα 2.12: Συνιστώσες που ενεργούν στο πλαίσιο σε συμμετρική φόρτιση. Θεωρώντας μία τομή του πλαισίου κατά μήκος του επιπέδου συμμετρίας, μπορούν να

εισαχθούν στη θέση των στοιχείων ροπές και εγκάρσιες δυνάμεις που ενεργούν στο επίπεδο της διατομής, όπως φαίνεται στο σχήμα 2.11.

Οι εξισώσεις ισορροπίας των ροπών που οφείλονται στις εξωτερικές δυνάμεις για το εγκάρσιο μέλος Ι είναι:

RL - ( TI + TII + TIII + TIV + TV ) + QII l1 - QIII ( l1 + l2 ) -

- QIV ( l1 + l2 + l3 ) - QV ( l1 + l2 + l3 + l4 ) = 0 (2.37)

και εκφράζοντας όλες τις συνιστώσες των δυνάμεων σαν συναρτήσεις της ροπής ΤΙ του εγκάρσιου μέλους Ι θα είναι:

TII = TI ( JpII/JpJ ) , TIII = TI ( JpIII/JpJ ) ,...

TI = TI ( JpI/JpJ ) , T2 = TI ( Jp2/JpJ ) ,... (2.38) QI = ( 2T1/C ) = ( 2T1/C ) ( JpI/JpJ ) QII = 2 ( T2 - T1 )/C = ( 2TI/CJkI ) (Jp2 - Jp1 ) οπότε είναι:

(2.39)

RLJ pJT =I

JV 4

∑ pn + (2 / c) (J lpm )m

1∑

1

Page 79: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΠΛΑΙΣΙΑ ΚΑΙ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΦΟΡΤΙΩΝ 2.25

όπου: n ο αριθμός των εγκάρσιων μελών και m ο αριθμός των τμημάτων μεταξύ των εγκάρσιων μελών. Έτσι, γνωρίζοντας τις τιμές των πολικών ροπών αδράνειας μπορούν να

υπολογισθούν η ροπή ΤΙ στο εγκάρσιο μέλος Ι και χρησιμοποιώντας την εξίσωση (2.38) βρίσκονται οι ροπές στα υπόλοιπα στοιχεία του πλαισίου.

Σχήμα 2.13 Wartburg 353W με ανεξάρτητο πλαίσιο και τρικύλινδρο δίχρονο κινητήρα 1000 cc, 55 HP. Παραγόταν απο το 1965 μέχρι το 1990.

Page 80: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Η ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.1. ΠΕΔΗΣΗ ΚΑΙ ΑΡΧΕΣ ΤΡΙΒΗΣ

Ένα από τα πλέον σημαντικά συστήματα του αυτοκινήτου είναι το σύστημα πέδησης. Η σπουδαιότητά του έγκειται στο ότι το σύστημα αυτό είναι υπεύθυνο για την επιβράδυνση του οχήματος και την ακινητοποίησή του, ελαττώνοντας βαθμιαία την κινητική του ενέργεια μετατρέποντάς την σε θερμική ή άλλης μορφής.

Η σπουδαιότητα του συστήματος φρένων είναι τόσο μεγάλη όσο και αυτή του κινητήρα, γιατί με τα δύο αυτά συστήματα μπορεί να κατευθύνεται ένα όχημα με ασφάλεια. Όσο αξιόπιστα είναι αυτά, τόσο ασφαλέστερη γίνεται η κίνηση του οχήματος, συμβάλλοντας ουσιαστικά στην αύξηση της ενεργητικής του ασφάλειας.

'Οσο μεγαλύτερη είναι η μέση ταχύτητα του αυτοκινήτου, τόσο περισσότερη προσοχή πρέπει να δίνεται στην ασφαλή κίνησή του και τόσο καλύτερες πρέπει να είναι οι ιδιότητες του συστήματος πέδησης. Κατά τη διάρκεια της πέδησης, η τριβή μετατρέπει την κινητική ενέργεια του οχήματος σε θερμότητα, που αποβάλλεται στον περιβάλλοντα αέρα. Η πέδηση προκαλεί μη ανακτήσιμες απώλειες, γιατί η ενέργεια που απορροφάται από τα φρένα δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί παραπέρα. Στην περίπτωση κανονικής πέδησης (πέδησης λειτουργίας), το μεγαλύτερο μέρος της θερμότητας απελευθερώνεται στα φρένα (μεταξύ των επενδύσεων τριβής και των τυμπάνων) και στην περίπτωση πλήρους πέδησης (πέδησης ανάγκης), όταν οι τροχοί είναι ακινητοποιημένοι, μεταξύ των ελαστικών και του δρόμου.

Οι αρχές που περιγράφουν το φαινόμενο της πέδησης είναι αυτές της τριβής.

Σχήμα 4.1. Σύστημα πέδησης επιβατικού αυτοκινήτου Peugeot 405, διπλό κύκλωμα, δίσκοι εμπρός – πίσω.

Page 81: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.2

Η πέδηση επιτυγχάνεται με την ανάπτυξη τριβής στους τροχούς. Τα φρένα είναι

διατάξεις που κατά την πέδηση έρχονται σε επαφή με ορισμένο μέρος των τροχών, οι οποίοι περιστρέφονται όπου αναπτύσσεται ξηρή τριβή. Η τριβή αυτή επιβραδύνει την περιστροφή των τροχών και μια άλλη δύναμη τριβής, αυτή που αναπτύσσεται μεταξύ των τροχών και του εδάφους, ακινητοποιεί το όχημα.

Κατά το φαινόμενο της πέδησης αναπτύσσονται δύο είδη μηχανισμών τριβής. Ο πρώτος εφαρμόζεται από τον μηχανισμό των φρένων στους τροχούς και ο δεύτερος μεταξύ των ελαστικών και του δρόμου. Και εδώ πρέπει να τονιστεί ένα σημαντικό σημείο: αν κατά την διάρκεια της κίνησης εφαρμοστεί δύναμη στα φρένα, τέτοια ώστε να ακινητοποιηθούν οι τροχοί τότε αυτοί ολισθαίνουν επί του οδοστρώματος και το όχημα χάνει μεγάλο μέρος από την επιβράδυνσή του. Η εξήγηση του φαινομένου αυτού είναι η εξής: αν εφαρμοστεί δύναμη πέδησης τέτοια ώστε να ακινητοποιηθούν οι τροχοί, τότε μεταξύ των τροχών και του οδοστρώματος αναπτύσσεται τριβή ολίσθησης και η θερμότητα που αναπτύσσεται στό ίδιο σημείο του ελαστικού προκαλεί τήξη του ελαστικού με αποτέλεσμα να μειςθεί ακόμα περισσότερο η τριβή ολίσθηση.

Η τριβή γενικά εξαρτάται από τους εξής τρεις παράγοντες: α) από την δύναμη που εφαρμόζεται μεταξύ δύο επιφανειών κατά την κύλισή

τους. Όσο μεγαλύτερη είναι αυτή η δύναμη, τόσο μεγαλύτερη τριβή αναπτύσσεται.

β) από την τραχύτητα της επιφάνειας. Οσο μεγαλύτερη είναι η τραχύτητα μεταξύ των δύο τριβόμενων επιφανειών, τόσο

μεγαλύτερη θα είναι και η τριβή. Αυτό οφείλεται στο ότι οι τραχείες επιφάνειες έχουν περισσότερες ανωμαλίες, οι οποίες κατά την αντίθετη κίνηση των επιφανειών αυτών συγκρούονται, με αποτέλεσμα να απορροφάται ενέργεια και να εμφανίζεται τριβή.

γ) από το υλικό των επιφανειών. Κάθε υλικό, ανάλογα με την σύνθεσή του παρουσιάζει διαφορετικό συντελεστή

τριβής. Κατά το φαινόμενο της τριβής, αναπτύσσεται θερμότητα ανάμεσα στις δύο τριβόμενες επιφάνειες, η οποία συντελεί στην φθορά των δύο επιφανειών, αλλά και επηρεάζει την αποτελεσματικότητα των φρένων μετά από συνεχή χρήση.

Στα συστήματα φρένων γίνεται κατάλληλη επιλογή και των τριών αυτών παραγόντων ώστε να αποδίδουν τα καλύτερα αποτελέσματα. Μελετάμε την διάταξη ώστε οι εφαρμοζόμενες δυνάμεις να είναι αρκετές για να παρέχεται ικανοποιητική επιβράδυνση. Επίσης, λόγω των μεγάλων θερμοκρασιών που αναπτύσσονται κατά την τριβή υπάρχει γρηγορότερη φθορά των επιφανειών. Γενικά επιδιώκεται ελεγχόμενη φθορά και εναλλαξιμότητα των υλικών τριβής. Γι'αυτό το λόγο η μία από τις δύο επιφάνειες κατασκευάζεται από μαλακότερο υλικό, ώστε να υπόκειται σε γρηγορότερη φθορά από την άλλη, για την οποία γίνεται προσπάθεια να φθείρεται βραδύτερα.

Ο πιο συνηθισμένος συνδυασμός υλικών που χρησιμοποιείται στα σύγχρονα συστήματα φρένων είναι ο χάλυβας για την επιφάνεια που περιστρέφεται (στέλεχος) και ειδικά υλικά τριβής (φερμουίτ) για τα ανταλλακτικά μέρη.

Το φερμουίτ έχει επικρατήσει για τους εξής λόγους: i) έχει υψηλή αντοχή σε κρούσεις και σε υψηλές θερμοκρασίες. ii) έχοντας αρκετά χαμηλό κόστος, επιτρέπει τη συχνή αλλαγή του

Page 82: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.3

Σχήμα 4.2. Διαγραμματικό κύκλωμα συστήματος πέδησηςμονού κυκλώματος με ταμπούρα (Απο το βιβλίο του Ιδρύματος Ευγενίδου Αυτοκίνητο)

Page 83: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.4

Βέβαια έχει το μειονέκτημα ότι ο συντελεστής τριβής του είναι χαμηλότερος απ'ότι

ο συντελεστής τριβής του χάλυβα, με αποτέλεσμα να απαιτείται μεγαλύτερη δύναμη για το ζεύγος επιφανειών χάλυβα - φερμουίτ, απ'ότι για το ζεύγος χάλυβα - χάλυβα, για την ίδια πάντα επιβράδυνση. Το μειονέκτημα όμως αυτό εξισορροπείται από τα πλεονεκτήματα της χρήσης του φερμουίτ και από το γεγονός ότι μπορούν να επιτευχθούν αρκετά μεγάλες δυνάμεις τριβής.

Σχήμα 4.3. Μηχανισμός πέδησης εμπρόσθιου τροχού με αεριζόμενο δίσκο.

Page 84: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.5

4.2. ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.2.1. Πειραματική εκτίμηση των ιδιοτήτων πέδησης.

Οι ιδιότητες πέδησης ενός αυτοκινήτου μπορούν να βρεθούν από δοκιμές σε στάση στο εργαστήριο και στο δρόμο, μετρώντας την απόσταση, το χρόνο και την επιβράδυνση όταν επιβραδύνεται με τον μέγιστο ρυθμό, όπως επίσης υπολογίζεται και το μέγεθος των δυνάμεων πέδησης.

Για εργαστηριακές δοκιμές γίνεται χρήση ειδικών εξεδρών, που συνήθως αποτελούνται από μια μετρητική στήλη και αυλακωτές πλατφόρμες διατεταγμένες στη στάθμη του δαπέδου. 'Οταν το αυτοκίνητο οδηγείται πάνω στις πλατφόρμες με ταχύτητα 3 - 3.5 m/sec, επιβραδύνεται απότομα και οι πλατφόρμες μετατοπίζονται κατά τη διεύθυνση της κίνησης, υπό την επίδραση των δυνάμεων αδρανείας. Κάθε πλατφόρμα είναι αρθρωμένη, μέσω ενός μοχλού και ενός υδραυλικού μηχανισμού, με ένα δείκτη στη μετρητική στήλη, πράγμα που κάνει δυνατό να προσδιοριστούν οι δυνάμεις πέδησης που ασκούνται στους τροχούς και να αποτιμηθεί η κατανομή της συνολικής δύναμης πέδησης μεταξύ αυτών.

Διάγραμμα 4.1. Επίδραση στην απόσταση πέδησης

α) από τον συντελεστή τριβής β) από την αρχική ταχύτητα του οχήματος

Page 85: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.6

Οι δοκιμές σε δρόμο διεξάγονται πάνω σε ομαλά, στεγνά και καθαρά τμήματα του δρόμου με σκληρή επιφάνεια, όταν το όχημα φέρει πλήρες φορτίο, όπως προβλέπεται από τις τεχνικές προδιαγραφές του κατασκευαστή.

Κατά τις δοκιμές στο δρόμο, οι ιδιότητες πέδησης ενός αυτοκινήτου, μπορούν να βρεθούν, για παράδειγμα, με τη βοήθεια ενός καταγραφέα "απόστασης - χρόνου - ταχύτητας" ή μιας ταχογεννήτριας προσαρμοσμένης σε έναν ειδικό πέμπτο τροχό (μετρητικό) και μέσω ενός παλμογράφου.

Τα επεξεργασμένα αποτελέσματα των δοκιμών χρησιμοποιούνται για τη χάραξη των γραφημάτων της εξάρτησης της απόστασης πέδησης και του χρόνου από την ταχύτητα με διάφορες τιμές του συντελεστή τριβής φχ όπως φαίνονται στο Διάγραμμα 4.1α.

Από το γράφημα μπορεί να προσδιοριστεί η επιβράδυνση πέδησης (σε m/s2) ως συνάρτηση της ταχύτητας, από την εξίσωση:

tu =j dec Δ

Δ

όπου Δu = πτώση (αρνητική προσαύξηση) στην ταχύτητα σε m/s που αντιστοιχεί σε χρόνο Δt σε δευτερόλεπτα (για εξασφάλιση της απαιτούμενης ακρίβειας, τα διαστήματα του χρόνου δεν πρέπει να είναι μεγαλύτερα από 0.1 sec).

Διάγραμμα 4.2. Παράμετροι Πεδήσεως

Το ίχνος πέδησης μπορεί επίσης να εκτιμηθεί με τη βοήθεια ειδικών ακροφυσίων υψηλής πίεσης που εκτοξεύουν μπογιά πάνω στο δρόμο κατά την έναρξη της

Page 86: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.7

πέδησης. Μετά το σταμάτημα του οχήματος μετριέται η απόσταση από την κηλίδα επί του δρόμου μέχρι το ακροφύσιο και προσδιορίζεται η απόσταση πέδησης.

Οι επιβραδύνσεις κατά την πέδηση μπορεί να εκτιμηθούν και από τις ενδείξεις ενός επιβραδυνσιομέτρου το οποίο είναι ένα φορητό όργανο αδρανειακού τύπου. Μία ιδέα της μεταβολής της ταχύτητας και επιβράδυνσης κατά την πέδηση, φαίνεται στο Διάγραμμα 4.2.

Το τμήμα tr στο διάγραμμα αντιστοιχεί στον χρόνο αντίδρασης του οδηγού στον οποίο, αυτός αποφασίζει να φρενάρει και μεταφέρει το πόδι του από το πεντάλ του γκαζιού στο πεντάλ του φρένου. Ο χρόνος αντίδρασης του οδηγού εξαρτάται από τις ιδιαίτερες ικανότητές του και την εμπειρία του και κυμαίνεται μεταξύ 0.4 - 1 sec. Στους υπολογισμούς, ο χρόνος tr λαμβάνεται συνήθως 0.8 sec.

To τμήμα tdr δείχνει το χρόνο ενεργοποίησης του μηχανισμού του φρένου, από τη στιγμή που πατιέται το πεντάλ του φρένου μέχρι την εμφάνιση της επιβράδυνσης. Κατά τη διάρκεια του χρόνου αυτού, όλα τα κινητά στοιχεία του μηχανισμού του φρένου έχουν μετατοπιστεί στη θέση που μεταβιβάζουν την δύναμη πέδησης από το πόδι του οδηγού προς τους τροχούς. Ο χρόνος tdr εξαρτάται από τον τύπο μηχανισμού του φρένου, την τεχνική κατάστασή του και κυμαίνεται μεταξύ 0.2 - 0.4 sec για υδραυλικό και μεταξύ 0.6 - 0.8 sec για πνευματικό μηχανισμό. Σε αυτοκινούμενους συρμούς (νταλίκες) με αερόφρενα ο χρόνος tdr κυμαίνεται σε 1 - 2 sec.

Το τμήμα tin είναι ίσο (υπό κλίμακα) προς το χρόνο, κατά τη διάρκεια του οποίου η επιβράδυνση αυξάνει από μηδέν (έναρξη της δράσης πέδησης) έως την μέγιστη τιμή της. Ο χρόνος αύξησης της επιβράδυνσης tin εξαρτάται από την αποδοτικότητα του συστήματος πέδησης, το φορτίο του οχήματος, τον τύπο και την κατάσταση του οδοστρώματος. Παρακάτω δίνονται οι τιμές του χρόνου tin (σε sec) για πέδηση ανάγκης με όλους τους τροχούς ακινητοποιημένους.

Επιβατικά αυτοκίνητα 0.05-0.2 Φορτηγά και λεωφορεία με υδραυλικά φρένα 0.05-0.4 Φορτηγά με πνευματικά φρένα (αερόφρενα) και ωφέλιμο φορτίο μέχρι 4500 Κg 0.15-1.2 Φορτηγά με πνευματικά φρένα και ωφέλιμο φορτίο πάνω από 4500 Κg 0.20-1,5 Λεωφορεία με πνευματικά φρένα 0.20-1.3 Οι χαμηλότερες προδιαγραφόμενες τιμές για το χρόνο tin είναι για δρόμους με

χαμηλό συντελεστή τριβής και στην περίπτωση αυτή, το φορτίο του οχήματος δεν έχει πρακτικά επίδραση επί του χρόνου tin. Μεγαλύτερες τιμές του tin αντιστοιχούν σε κίνηση με πλήρες φορτίο σε δρόμους με μεγάλο συντελεστή τριβής.

Το τμήμα tbr παριστάνει τον χρόνο πέδησης με τη μέγιστη ένταση. Κατά τη ροή του χρόνου tr+tdr το αυτοκίνητο κινείται ομοιόμορφα με ταχύτητα u και κατά τη διάρκεια του tin με επιβράδυνση. Κατά τη διάρκεια του χρόνου tbr η επιβράδυνση παραμένει πρακτικά σταθερή και έτσι η ταχύτητα μειώνεται σχεδόν κατά γραμμικό νόμο.

Για τον έλεγχο της αποτελεσματικότητας του συστήματος πέδησης, αξιολογείται η μέγιστη επιτρεπόμενη απόσταση πέδησης και η ελάχιστη δυνατή επιβράδυνση για οχήματα χωρίς φορτίο και με το ονομαστικό φορτίο (η απόδοση πέδησης επιβατικών και λεωφορείων ελέγχεται για ασφαλή κίνηση χωρίς επιβάτες).

Page 87: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.8

Σύμφωνα με τον Κανονισμό 13 του ΟΗΕ και την Οδηγία 71/320 της ΕΕ (Ευρωπαϊκής Οικονομικής Επιτροπής) η απόσταση πέδησης δεν πρέπει να υπερβαίνει τις τιμές που προκύπτουν από τις παρακάτω σχέσεις:

Για επιβατηγά υπό αρχική ταχύτητα 22.2 m/s και μια πίεση 500 Ν εφαρμοσμένη επί του πεντάλ του φρένου η απόσταση πέδησης (σε m) είναι:

10u =S

2

br

Για φορτηγά μικρού και μέσου ωφέλιμου φορτίου, κινούμενα με ταχύτητα 13.8

m/s, και μια πίεση 700 Ν στο πεντάλ.

2br 0.1u0.54u =S +

Για βαριά φορτηγά και συρμούς με αρχική ταχύτητα 11.5 m/s.

2

br 0.113u + 0.65u =S

Οι κανονισμοί αυτοί ισχύουν για την περίπτωση πέδησης ενός αυτοκινήτου με

πλήρες φορτίο πάνω σε οριζόντιο δρόμο με επίπεδη, στεγνή, επιφάνεια από άσφαλτο ή μπετόν.

4.2.2. Δυνάμεις πέδησης στους τροχούς.

Κατά την πέδηση, οι στοιχειώδεις δυνάμεις τριβής που κατανέμονται επί των επιφανειών των επενδύσεων τριβής, δημιουργούν μια συνισταμένη ροπή τριβής Mbr κατευθυνόμενη αντίθετα προς την περιστροφή του τροχού, ενώ εμφανίζεται μια δύναμη πέδησης Pbr μεταξύ τροχού και δρόμου.

Η μέγιστη τιμή Pbr max της δύναμης πέδησης είναι ίση προς τη δύναμη τριβής του δρόμου. Όταν όλοι οι τροχοί του οχήματος είναι ακινητοποιημένοι με τα φρένα (Σχήμα 4.4), η μέγιστη τιμή της δύναμης πέδησης (σε Ν) είναι:

)Z+(Z =Z +Z =P+P=P 21x2x1xbr2br1xma br φφφ

αλλά επειδή ισχύει οτι a21 G=Z+Z

τότε: (4.1) aφ G = P xbrmax

Δεδομένου ότι η μέγιστη τιμή του συντελεστή Φχ κυμαίνεται μεταξύ 0.8 - 0.9, το μέγεθος της δύναμης πέδησης κατά την πέδηση επί στεγνού ασφαλτοστρωμένου δρόμου, μπορεί να φτάσει το 80 - 90% της δύναμης βαρύτητας του οχήματος.

Το σύστημα πέδησης σχεδιάζεται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να έχει την ικανότητα για την ανάπτυξη τέτοιας ροπής πέδησης Μbr, η οποία να κάνει τους τροχούς να

Page 88: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.9

ολισθαίνουν όταν το όχημα με πλήρες φορτίο φρενάρει επί στεγνού δρόμου με επιφάνεια από άσφαλτο ή μπετόν.

4.2.3. Εξίσωση κίνησης ενός οχήματος κατά την πέδηση.

Για την κατάστρωση της γενικής εξίσωσης της κίνησης ενός οχήματος που κινείται σε ανήφορο και φρενάρει, προβάλλονται στην επιφάνεια του δρόμου όλες οι δυνάμεις που ενεργούν στο όχημα κατά την πέδηση:

(4.2) 0 =P-P+P+P+P+P =P-P+P+P+P+P+P+P+P inhfeairrdbrinhfeairgr2r1br2br1

όπου P+ P+ P=P

P+ P=P

r2r1rd

br2br1br

Pfe = δύναμη τριβής του κινητήρα όπως εφαρμόζεται στους κινητήριους τροχούς(Ν).

Σχήμα 4.4. Δυνάμεις που ενεργούν σ'ένα όχημα όταν φρενάρει σε ανήφορο

Αν είναι γνωστή η ροπή τριβής στον κινητήρα Mfe, η τιμή της δύναμης Pfe (σε Ν)

μπορεί να προσδιοριστεί από την σχέση:

rev

trfe

rev

trfefe n

iP =

rniM

=P (4.3)

Η ροπή τριβής πέδης (σε Νm) σε ένα τετράχρονο κινητήρα μπορεί να προσδιοριστεί, κατά προσέγγιση σαν:

cylhmfe iVp8.0=Mόπου:

Page 89: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.10

pm = μέση πίεση των μηχανικών απωλειών (N/m2). Vh = ενεργός όγκος του κυλίνδρου,(m3) icyl = αριθμός κυλίνδρων του κινητήρα. Ας θεωρήσουμε την περίπτωση πέδησης μόνο με το σύστημα φρένων, όταν η

δύναμη Pfe = 0. Η εξίσωση (4.2) δίνει την τιμή επιβράδυνσης jdec σε (m/s2):

aδ MP+P+P+P

=jrot.b

hairrdbrdec

όπου: Ma = Μάζα του αυτοκινήτου (Kg), δrot.b = συντελεστής που λογαριάζεται για στρεφόμενες μάζες κατά τη διάρκεια ρολαρίσματος και πέδησης. Παίρνοντας υπόψη ότι κατά την πέδηση η ταχύτητα του οχήματος ελαττώνεται,

μπορεί να θεωρηθεί ότι η δύναμη Pair=0. Δεδομένου ότι η δύναμη Ph είναι μικρή σε σύγκριση με την Pbr, αυτή μπορεί να αγνοηθεί ιδιαίτερα κατά την πέδηση έκτακτης ανάγκης. Τότε υπό τις προϋποθέσεις αυτές, που προκαλούν ένα μικρό σφάλμα σε σχέση με τη βελτίωση των ιδιοτήτων πέδησης ενός οχήματος, η εξίσωση (4.2) μπορεί να γραφεί υπό τη μορφή:

0=P-P+P inrdbr

Συνεκτιμώντας τις εκφράσεις για τον συντελεστή πρόσφυσης και την εξίσωση (4.1) θα είναι:

0 =jM -G +G decrot.bax a δψφ a (4.4)

Από την τελευταία εξίσωση προκύπτει η τροποποιημένη εξίσωση της κίνησης πέδησης επί ενός μη οριζόντιου τμήματος του δρόμου:

0 = jg

- + decrot.b

x

δψφ (4.5)

4.2.4. Χαρακτηριστικά της δυναμικής της πέδησης.

Ως χαρακτηριστικά της δυναμικής της πέδησης, χρησιμοποιούνται η επιβράδυνση πέδησης jdec σε (m/s2), ο χρόνος πέδησης t (σε sec) και η απόσταση πέδησης Sbr (σε m). Επιβράδυνση κατά τη διάρκεια της πέδησης.

Λύνοντας την εξίσωση (4.5) ως προς την επιβράδυνση jdec σε (m/s2) παίρνουμε:

Page 90: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.11

g =jrot.b

xdec δ

φ+ ψ (4.6)

Ο συντελεστής φx είναι συνήθως πολύ μεγαλύτερος από το συντελεστή ψ και επομένως, η τιμή του ψ στην εξίσωση (4.6) μπορεί να αγνοηθεί.

Σ' αυτή την περίπτωση:

g =jrot.b

xdec δ

φ (4.7)

Παίρνοντας το συντελεστή δrot.b και την επιτάχυνση g=10m/s2, μπορεί να θεωρηθεί ότι κατά την πέδηση ανάγκης οχημάτων όλων των τύπων επί στεγνού δρόμου από άσφαλτο ή μπετόν, η μέγιστη επιβράδυνση θα είναι 8 - 9 m/s2.Οι επιβραδύνσεις δεν πρέπει, κατά κανόνα, να υπερβαίνουν τα 1.5 - 2.5 m/s2 κατά την κανονική πέδηση (πέδηση λειτουργίας). Η πέδηση ανάγκης, όταν οι τιμές επιβράδυνσης είναι πολύ υψηλές, προκαλεί δυσάρεστη αίσθηση στους επιβάτες και αυξημένη φθορά στα φρένα και τα ελαστικά.

Αν ο συντελεστής φχ δεν μεταβάλλεται κατά την πέδηση, η επιβράδυνση παραμένει σχεδόν σταθερή και δεν εξαρτάται από την ταχύτητα του οχήματος (Διάγραμμα 4.3α).

Χρόνος πέδησης

Ο χρόνος πέδησης μπορεί να προσδιοριστεί με γραφική και αναλυτική ολοκλήρωση της καμπύλης επιβράδυνσης jdec = f(u) που χαράσσεται από την εξίσωση (4.4). 'Υστερα από την εύρεση των επιβραδύνσεων για αρκετές τιμές της ταχύτητας, από το γράφημα jdec = f(u) υπολογίζεται η μέση επιβράδυνση σε κάθε διάστημα ταχύτητας. Στη συνέχεια, χρησιμοποιείται η εξίσωση για τη στοιχειώδη αύξηση του χρόνου Δt σε κάθε διάστημα και αθροίζοντας τις προκύπτουσες τιμές Δt, προσδιορίζεται ο συνολικός χρόνος πέδησης. Η σχέση tbr = f(u) φαίνεται στο Διάγραμμα 4.3α.

Ας ξαναγυρίσουμε στο Διάγραμμα (4.2) για να βρούμε το χρόνο tst που χρειάζεται για να ακινητοποιηθεί το αυτοκίνητο από τη στιγμή που θα εμφανιστεί ο κίνδυνος, τον αποκαλούμενο χρόνο ακινητοποίησης. Κατά τη διάρκεια του χρόνου tin η επιβράδυνση μεταβάλλεται σύμφωνα με ένα σχεδόν γραμμικό νόμο. Μπορεί συνεπώς να υποτεθεί ότι κατά τη διάρκεια του χρόνου tin το όχημα επιβραδύνει κατά 0.5 jdec,max περίπου. Στην περίπτωση αυτή η στοιχειώδης μείωση της ταχύτητας (σε m/sec) θα είναι:

2

tj=u indec.maxΔ (4.8)

Έτσι η ταχύτητα (σε m/sec) στην αρχή της πέδησης ανάγκης με επιβράδυνση jdec,max. είναι:

2

tj -u =u -u =u indec.max ' Δ (4.9)

Page 91: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.12

Αν η παραπέρα κίνηση του οχήματος ελαττώνεται ομοιόμορφα με επιβράδυνση jdec,max και σταματάει στο τέλος της πέδησης, η ταχύτητα μειώνεται κατά την πάροδο του χρόνου t , σύμφωνα με ένα γραμμικό νόμο από u' σε μηδέν. br

Τότε ισχύει οτι:

u'= jdec,max tbr (4.10)

Λύνοντας την εξίσωση (4.10) ως προς tbr (σε sec) και αντικαθιστώντας την ταχύτητα u' με την τιμή της από την εξίσωση (4.9), έχουμε:

t = u'j

= uj

- tbrdec max dec max

in (4.11)

'Ετσι, ο χρόνος ακινητοποίησης (σε sec) είναι:

t = t + t + t + t = t + t + t2

+ uj

= t + ujst r dr in br r dr

in

dec maxtot

dec max

(4.12)

Αν οι τιμές των δυνάμεων πέδησης σε όλους τους τροχούς, φτάνουν ταυτόχρονα τις μέγιστες τιμές συγκράτησης, η επιβράδυνση μπορεί να βρεθεί από την εξίσωση (4.7). Στην περίπτωση αυτή, παίρνοντας το συντελεστή 1 rot.b ≈δ , με επαρκή ακρίβεια για πρακτικούς υπολογισμούς θα είναι:

g

u + ttx

totst φ≈ (4.13)

Απόσταση πέδησης

Η απόσταση πέδησης μπορεί να προσδιοριστεί με γραφική και αναλυτική ολοκλήρωση της καμπύλης = f(u) υποθέτοντας ότι η κίνηση του οχήματος ελαττώνεται ομοιόμορφα σε κάθε διάστημα ταχύτητας. Χωρίζοντας την καμπύλη t = f(u) σε αρκετά διαστήματα, εφαρμόζεται η εξίσωση για το προσδιορισμό της στοιχειώδους αύξησης της απόστασης ΔS μέσα σε κάθε διάστημα ταχύτητας, κατά τον ίδιο τρόπο όπως κατά τον υπολογισμό της απόστασης επιβράδυνσης. Αθροίζοντας τις προκύπτουσες τιμές των στοιχειωδών αυξήσεων ΔS της απόστασης, η ολική απόσταση πέδησης αποτιμάται. Στο διάγραμμα (4.3) φαίνεται ένα ενδεικτικό γράφημα της σχέσης = f(u), με διακεκομμένη γραμμή όταν συνυπολογίζονται οι δυνάμεις Pr, Pair και Ph και με συνεχή γραμμή όταν οι δυνάμεις αυτές αγνοούνται.

t br

S

br

br

Sbr

Η απόσταση που χρειάζεται για να ακινητοποιηθεί το αυτοκίνητο από τη στιγμή εμφάνισης του κινδύνου, δηλαδή, η απόσταση ακινητοποίησης, μπορεί να βρεθεί υποθέτοντας τη φύση της μεταβολής επιβράδυνσης που φαίνεται στο Διάγραμμα 4.2.

Page 92: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.13

'Οπως προηγουμένως, ας υποθέσουμε ότι όταν η ταχύτητα μειώνεται από u σε u', το όχημα κινείται με μια σταθερή επιβράδυνση ίση με 0.5 . Τότε, η απόσταση που καλύπτεται από το όχημα κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου θα είναι:

jdec .max

dec.max

22

dec.maxm

min j

)(u' -u =j 0.51

2)u'-(u )u'+(u =

juu =S Δ

(4.14)

Διάγραμμα 4.3. Χαρακτηριστικά της δυναμικής πέδησης

α) επιβράδυνση, χρόνος κίνησης και απόσταση πέδησης κατά το φρενάρισμα με το σύστημα πέδησης

β) επιβράδυνση με διάφορες μεθόδους πέδησης 1,2,3 καμπύλες επιβράδυνσης(συνεχείς γραμμές - φρενάρισμα με το σύστημα πέδησης, διακεκομμένες - συνδυασμένη πέδηση) Κατά τη διάρκεια της πέδησης ανάγκης η επιβράδυνση είναι ίση προς και

η απόσταση πέδησης που διανύεται από το όχημα όταν η ταχύτητα πέφτει από u' σε μηδέν (σε m) θα είναι:

j dec .max

dec.max

2

br j2)u( =S′

(4.15)

Η τιμή της S που βρίσκεται είναι η διανυόμενη απόσταση από το όχημα κατά το χρόνο με τη μέγιστη ένταση πέδησης. Η απόσταση ακινητοποίησης (σε m)

br

t br Sst

Page 93: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.14

είναι μεγαλύτερη από την απόσταση , επειδή αυτή περιλαμβάνει επίσης την απόσταση που διανύεται από το όχημα κατά τη διάρκεια του χρόνου αντίδρασης του οδηγού, του χρόνου ενεργοποίησης του μηχανισμού των φρένων και της αύξησης του ρυθμού επιβράδυνσης.

Sbr

S = u (t + t ) + S + S = u (t + t ) + uj

- (u' )2 jst r dr in br r dr

2

dec.max

2

dec.max

(4.16)

Εισάγοντας στην εξίσωση (4.16) την ταχύτητα u' από την εξίσωση (4.9) και αγνοώντας την πολύ μικρή τιμή του γινομένου που περιέχει τον όρο t , έχουμε: 2

in

dec.max

2

2ju

totst + tu =S (4.17)

Αν οι δυνάμεις τριβής επί όλων των τροχών του οχήματος φτάσουν τη δύναμη συγκράτησης ταυτόχρονα, τότε, παίρνοντας υπόψη την εξίσωση (4.4) και με = = 0, η απόσταση πέδησης θα είναι:

Pfe

Ph

g2

u g2)(u'

]airP +sin G +cos G +[ 2

)u'( M =S

x

2

x

2rot.b

x

2 rot.b

br φ≈

φδ

≈αφ

δ

aa (4.18)

Η απόσταση πέδησης είναι κατ'ευθείαν ανάλογη προς το τετράγωνο της

ταχύτητας κατά τη στιγμή έναρξης της πέδησης. Για το λόγο αυτό η απόσταση πέδησης αυξάνει πολύ γρήγορα για υψηλές αρχικές ταχύτητες (Διάγραμμα 4.3α). Αν η τιμή της είναι γνωστή, η απόσταση ακινητοποίησης μπορεί να βρεθεί από την εξίσωση:

Sbr

g2

u + tu tot =x

2

st φS (4.19)

Οι τιμές των και S μπορούν να προσδιοριστούν από τις εξισώσεις (4.12) και (4.17) αν είναι γνωστή ή πειραματικά υπολογισμένη, η μέγιστη επιβράδυνση του οχήματος. Αν η μέγιστη επιβράδυνση είναι άγνωστη, οι τιμές των και μπορούν να βρεθούν από τις εξισώσεις (4.3) και (4.19) αν έχει οριστεί ο συντελεστής

tst st

tst Sst

xφ .

4.2.5. Κατανομή της δύναμης πέδησης μεταξύ των τροχών.

'Οταν ένα αυτοκίνητο φρενάρει, η δύναμη αδρανείας ενεργούσα επί του βραχίονα (Σχήμα 4.4) ανακατανέμει τα φορτία στους μπροστινούς και πίσω τροχούς: το φορτίο στους εμπρός τροχούς αυξάνει και στους πίσω μειώνεται. Κατά

Pinhg.c

Page 94: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.15

συνέπεια, οι τιμές των κάθετων αντιδράσεων που δρούν, αντίστοιχα, επί των εμπρός και πίσω τροχών κατά την διάρκεια πέδησης, διαφέρουν σημαντικά από τα φορτία που φέρουν αυτοί κατά την στατική κατάσταση. 'Οπως σημειώθηκε παραπάνω οι μεταβολές αυτές υπολογίζονται με τους συντελεστές

Ζ και Ζ1 2

2G και G1

m και mr1 r2 μεταβολής των αντιδράσεων. Αν ένα όxημα φρενάρει πάνω σε οριζόντιο δρόμο, οι συντελεστές m και mr1 r2 υπολογίζονται από τις εξισώσεις:

φ

αφ

και g.cxx h -1 =

bh

r2g.c m r1 +1 =m (4.20)

Οι μέγιστες τιμές των συντελεστών μεταβολής των αντιδράσεων m και mr1 r2 , κατά την πέδηση κυμαίνονται μεταξύ των ορίων 1.5 - 2 και 0.5 - 0.7, αντίστοιχα.

m και mΈχοντας υπολογίσει τους συντελεστές r1 r2 , είναι δυνατό να βρούμε τις τιμές των κατακόρυφων αντιδράσεων σε N:

Z = m G και Ζ = m G2 r2 2 1 r1 1 Η μέγιστη ένταση πέδησης μπορεί να εξασφαλιστεί μόνο αν η δύναμη πρόσφυσης

του οχήματος αξιοποιείται πλήρως. Εφόσον η αναλογία μεταξύ των δυνάμεων πέδησης P και Pbr2

0

br1 που ενεργούν στους εμπρός και πίσω τροχούς δεν μεταβάλλεται, η συνολική δύναμη μπορεί να διατηρεί την μέγιστη τιμή της χωρίς να ολισθαίνουν οι τροχοί, μόνο σ'ένα δρόμο που έχει συντελεστή τριβής για παράδειγμα, ίσο με

Pbr

φ . Σε άλλους δρόμους είναι αδύνατο να αξιοποιηθεί πλήρως η δύναμη πρόσφυσης χωρίς ακινητοποίηση των εμπρός ή των πίσω τροχών.

0βΟ συντελεστής , κατανομής της δύναμης πέδησης στους εμπρός και πίσω τροχούς, μπορεί να βρεθεί από τις εξισώσεις:

br1

br2

br

br10 P

P -1 =PP =β

Η βέλτιστη κατανομή της δύναμης πέδησης συμβαίνει όταν οι εμπρός και πίσω

τροχοί ακινητοποιούνται ταυτόχρονα. Στην περίπτωση αυτή ο συντελεστής 0β γίνεται:

L

h +b = g.c0

0

φβ

Τα περισσότερα σύγχρονα συστήματα φρένων είναι εφοδιασμένα με μηχανισμό

που εξασφαλίζει στατική και δυναμική ρύθμιση της κατανομής της δύναμης πέδησης στους εμπρός και πίσω τροχούς.

Εφόσον η κατανομή της ολικής δύναμης πέδησης μεταξύ των τροχών, δεν αντιστοιχεί προς τις κάθετες αντιδράσεις που μεταβάλλονται κατά τη διάρκεια της πέδησης, η πραγματική ελάχιστη απόσταση πέδησης είναι κατά 20 - 40%

Page 95: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.16

μεγαλύτερη της θεωρητικής. Για την προσέγγιση των εξαγομένων από υπολογισμούς προς τα πειραματικά δεδομένα, οι εξισώσεις περιλαμβάνουν ένα συντελεστή Keff με τον οποίο παίρνεται υπόψη ο βαθμός αξιοποίησης του πλήρους, θεωρητικά δυνατού, αποτελέσματος της ενέργειας του συστήματος πέδησης. Ο συντελεστής αποτελεσματικότητας της πέδησης Keff είναι ίσος, περίπου, με 1.2 για επιβατικά και 1.4 - 1.6 για φορτηγά και λεωφορεία.

Σ' αυτή την περίπτωση οι εξισώσεις υπολογισμών θα πάρουν τη μορφή:

g2u K +u t =S

g2u K

=S

guK + t=t

x

2

efftotst

x

2eff

br

xefftotst

φ

φ

φ

4.2.6. Τεχνική εξέταση τροχαίων ατυχημάτων - πραγματογνωμοσύνες

Η τεχνική εξέταση των τροχαίων ατυχημάτων διεξάγεται συνήθως από ομάδα ειδικών στην οποία συνήθως συμμετέχουν μηχανικοί, άνδρες της τροχαίας και νομικοί. Ένα αυτοκίνητο οδηγούμενο κατά μήκος ενός δρόμου μπορεί να προκαλέσει ένα ατύχημα και να τραυματίσει πεζούς και να κάνει ζημιές σε άλλα οχήματα, κατασκευές και φορτία ή να προκαλέσει οποιαδήποτε άλλη ζημιά.

Σκοπός μιας τεχνικής εξέτασης είναι να δώσει έναν επιστημονικά τεκμηριωμένο χαρακτηρισμό όλων των φάσεων ενός ατυχήματος, να προσδιορίσει τα αίτια και να αποσαφηνίσει τη συμπεριφορά των συμμετεχόντων. Οι ειδικοί εργάζονται για να βρουν τα τεχνικά αίτια των ατυχημάτων τα οποία μπορεί να οφείλονται σε βλάβες του αυτοκινήτου, να προσδιορίσουν το χρόνο εμφάνισής του, την ταχύτητα κίνησης, τις αποστάσεις πέδησης και ακινητοποίησης, κ.λ.π. Τα αρχικά στοιχεία της εξέτασης βρίσκονται από επιθεώρηση του τόπου του ατυχήματος, των αυτοκινήτων, ανάκριση των συμμετεχόντων και από μαρτυρίες τρίτων. Επίσης, δίνεται μεγάλη προσοχή στο περιβάλλον και καταγράφονται όλα τα περιστατικά, πράγμα που βοηθάει στον προσδιορισμό των συνθηκών και της φύσης της μετακίνησης των ατόμων που εμπλέκονται στο ατύχημα. Ο τόπος του ατυχήματος με τα κάθε είδους ίχνη και αντικείμενα που βρέθηκαν, όπως θραύσματα γυαλιών, ίχνη φρεναρίσματος, κομμάτια του αυτοκινήτου (κ.λ.π.) σημειώνονται σχηματικά υπό κλίμακα.

Ένα από τα πιο συχνά ατυχήματα στο δρόμο είναι το χτύπημα πεζών. 'Οταν ερευνώνται τέτοιες περιπτώσεις, το πρώτο πράγμα που εκτιμάται είναι η ταχύτητα του αυτοκινήτου και η ροπή πριν την εφαρμογή των φρένων και αν ήταν δυνατό να γίνει πέδηση έκτακτης ανάγκης για να προληφθεί το ατύχημα.

Αν φαίνεται το ίχνος φρεναρίσματος επί του οδοστρώματος η αρχική ταχύτητα του

οχήματος μπορεί να βρεθεί ως εξής: Στη θέση του ατυχήματος μετριέται το μήκος του ίχνους που άφησαν τα ελαστικά πάνω στο δρόμο. Γίνεται ένα πείραμα για να

εκτιμηθεί η τιμή του συντελεστή τριβής

ssk

xφ . Η τιμή αυτή μπορεί ακόμα να προσδιοριστεί από πίνακες ή μετά από εξακρίβωση του τύπου και της κατάστασης

Page 96: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.17

της επιφάνειας του δρόμου από την εξέταση του τόπου του ατυχήματος. Έχοντας προσδιορίσει το συντελεστή Keff , χρησιμοποιείται η εξίσωση (4.7) για να βρεθεί η τιμή της μέγιστης επιβράδυνσης, που μπορεί να αναπτυχθεί από το όχημα με πέδηση έκτακτης ανάγκης. Μπορεί να υποτεθεί, μ'ένα ελαφρό σφάλμα, ότι το ίχνος ολίσθησης σχηματίζεται επί της επιφάνειας του δρόμου (αρχίζοντας από την πλήρη ακινητοποίηση των ελαστικών) ακριβώς κατά τη στιγμή της μέγιστης επιβράδυνσης. Σ'αυτή την περίπτωση η ταχύτητα του οχήματος (σε m/s) κατά τη στιγμή αμέσως πριν την έναρξη πέδησης, μπορεί να προσδιοριστεί από τη δευτεροβάθμια εξίσωση:

0 =s - t0.5 -1skin

2

dec.maxuu

j2 που προκύπτει από τη συνδυασμένη λύση των εξισώσεων (4.9), (4.15) και

παραλείποντας τους όρους που περιέχουν τον όρο t : in2

dec.maxskindec.maxj0.5

kn

j2s +t =u (4.21) Για παράδειγμα, ας θεωρήσουμε ένα οδικό ατύχημα κατά το οποίο χτυπήθηκε

ένας πεζός (Σχήμα 4.5). Το αυτοκίνητο εκινείτο σε μια απόσταση από το πεζοδρόμιο στην άκρη του οποίου στέκονταν ο πεζός Ρ.

sp

'Οταν όχημα και πεζός απείχαν μεταξύ τους απόσταση S, ο πεζός άρχισε να διασχίζει το δρόμο κάθετα προς την πορεία του οχήματος.

Στο Σχήμα 4.5 οι αρχικές θέσεις του οχήματος και του πεζού σημειώνονται με τα ψηφία Ι. Ο οδηγός φρενάρισε το όχημα του αλλά δεν μπόρεσε να αποφύγει να χτυπήσει τον πεζό (θέση ΙΙΙ) και κινήθηκε φρεναρισμένος παραπέρα και σταμάτησε (θέση ΙV). Ο σταυρός δείχνει το σημείο σύγκρουσης. Οι μετρήσεις στον τόπο του ατυχήματος έχουν δείξει το ίχνος φρεναρίσματος (ντεραπαρίσματος) και την απόσταση s που περπάτησε ο πεζός επί του δρόμου.

ssk

p

Υποτίθεται ότι καθ'όλο αυτό το διάστημα ο πεζός ήταν ορατός από τον οδηγό, ο οποίος είχε χρόνο να προλάβει το ατύχημα.

Κατά την πορεία της εξέτασης, ο χρόνος βαδίσματος του πεζού t συγκρίνεται με το χρόνο κίνησης του οχήματος από τη στιγμή που εμφανίζεται ο κίνδυνος σύγκρουσης. Αν ο χρόνος > t ο οδηγός αντέδρασε έγκαιρα και δεν μπορούσε ν'αποφύγει το ατύχημα. Αν ο χρόνος

p

t kn

ptt kn < t p αυτό σημαίνει ότι ο οδηγός αμέλησε

να χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα που είχε στη διάθεσή του για να προλάβει το ατύχημα.

Μια ενδεικτική διαδοχή υπολογισμών κατά τη διάρκεια μιας εξέτασης εικονίζεται παρακάτω. Το σχεδιάγραμμα του ατυχήματος χρησιμοποιείται για να προσδιοριστεί η κίνηση του οχήματος , μετά το χτύπημα σε κατάσταση πέδησης και βρίσκεται η ταχύτητά του (σε m/s) κατά τη στιγμή της πρόσκρουσης:

ssk

dec.maxknkn j2s =υ (4.22)

Page 97: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.18

Η ταχύτητα του οχήματος πριν από το φρενάρισμα υπολογίζεται από την εξίσωση (4.21), το μήκος της διαδρομής ακινητοποίησης , από την εξίσωση (4.19) και ο χρόνος (σε sec) της κίνησης του οχήματος πριν αυτό χτυπήσει τον πεζό:

sst

dec.max

knindrrkn j

- +0.5t +t +t =t υυ (4.23)

Στους υπολογισμούς, η ταχύτητα ενός πεζού παίρνεται συνήθως ως σταθερή ενώ

το πλάτος της διαδρομής του αγνοείται. Με τις παραδοχές αυτές ο χρόνος (σε sec) που χρειάζεται ο πεζός για να διασχίσει το δρόμο, θα είναι:

p

pp

s=tυ

(4.24)

Η συνθήκη για έγκαιρο φρενάρισμα ενός οχήματος μπορεί να γραφεί ως εξής: (4.25) t kn p≥ t

t Αν η συνθήκη αυτή δεν πληρούται, δηλαδή ο χρόνος t kn p≤ ο οδηγός υπήρξε

πολύ αργός στις ενέργειες του και το όχημα είχε χρόνο να κινηθεί από τη θέση Ι στη θέση ΙΙ (Σχήμα 4.5).

Για να βρεθεί αν ο οδηγός μπορούσε να αποφύγει το ατύχημα, αν αυτός δεν είχε επιτρέψει αυτήν την καθυστέρηση αλλά είχε αντιδράσει έγκαιρα, προσδιορίζεται ο χρόνος καθυστέρησης (σε sec).

t = (4.26) t - tdel p kn

Κατά τη διάρκεια του χρόνου αυτού το αυτοκίνητο, κινούμενο με μια αρχική

ταχύτητα υ, θα έχει διανύσει απόσταση: deldel t =s υ (4.27)

Page 98: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.19

Σχήμα 4.5. Σχεδιάγραμμα ατυχήματος πεζού από αυτοκίνητο στην μέση του δρόμου.

Σύμφωνα με το Σχήμα 4.5, η απόσταση s μεταξύ του μπροστινού μέρους του

οχήματος και του πεζού, καθώς ο τελευταίος αρχίζει να διασχίζει το δρόμο είναι: (4.28) l -s -s +s = s kndelst όπου l είναι η απόσταση από το σημείο σύγκρουσης μέχρι το μπροστινό μέρος

του αυτοκινήτου. Αν οι υπολογισμοί δείξουν ότι η απόσταση s είναι μεγαλύτερη από τη διαδρομή

ακινητοποίησης , ο οδηγός μπορούσε να σταματήσει το όχημά του, με πέδηση ανάγκης, πριν από τη γραμμή πορείας του πεζού. Αν η απόσταση s<s ο οδηγός δεν μπορούσε να αποφύγει τον πεζό μετά το φρενάρισμα, διότι ο πεζός είτε είχε αρχίσει να κινείται σε πολύ μικρή απόσταση από το όχημα είτε εκινείτο πολύ γρήγορα.

sst

st

Παρόμοια τεχνική εξέταση χρησιμεύει στη μελέτη περιπτώσεων όπου αυτοκίνητα χτυπούν σταθερά αντικείμενα, ανατρέπονται ή συγκρούονται. Τα αποτελέσματα της εξέτασης και άλλες πληροφορίες χρησιμοποιούνται ως αποδεικτικά στοιχεία σε δικαστικές υποθέσεις.

4.3. ΜΕΘΟΔΟΙ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.3.1. Συνδυασμένη μέθοδος πέδησης αυτοκινήτου με το σύστημα φρένων και τον κινητήρα.

Με την μέθοδο αυτή, η ροπή πέδησης των τροχών προκαλείται από τα φρένα και τον κινητήρα ταυτόχρονα. Αφού σε αυτή την περίπτωση το πεντάλ του γκαζιού ελευθερώνεται πριν πιεστεί το πεντάλ του φρένου, η γωνιακή ταχύτητα του στροφαλοφόρου άξονα θα έπρεπε να εξισωθεί με την γωνιακή ταχύτητα που θα είχε,

Page 99: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.20

όταν το όχημα θα βρισκόταν σε ακινησία (στροφές ρελαντί). Όμως, στην πραγματικότητα, οι κινητήριοι τροχοί περιστρέφουν τον στροφαλοφόρο άξονα διαμέσου του συστήματος μετάδοσης κίνησης. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα μια πρόσθετη δύναμη που αντιστέκεται της κίνησης, η οποία προέρχεται από την δύναμη αντίστασης του κινητήρα και επιβραδύνει το όχημα. Η αδράνεια του σφόνδυλου του κινητήρα (βολάν) αντιστέκεται στην προσπάθεια του κινητήρα για συμμετοχή στην πέδηση. Μερικές φορές η αντίσταση του σφόνδυλου αποδεικνύεται μεγαλύτερη από την ικανότητά του για πρόσθετη πέδηση και έτσι η ένταση της πέδησης μειώνεται λίγο.

Pfe

P' fe

Ας εξετάσουμε τις περιπτώσεις όπου η συνδυασμένη πέδηση είναι επωφελής. Ας παραστήσουμε την επιβράδυνση κατά τη συνδυασμένη πέδηση με και την επιβράδυνση με σβηστό κινητήρα με . Τότε, η εξίσωση (4.2) μπορεί να γραφεί υπό την ακόλουθη μορφή:

jdec.com.br

jdec.br

aM

P+P+P+P+P 1 =j trfeairrdbr

rotdec.com.br δ

(4.29)

όπου: Ptr = δύναμη τριβής στο σύστημα μετάδοσης κίνησης, όταν μεταφέρεται

ροπή, (Ν).

rotδ = συντελεστής με τον οποίο λαμβάνονται υπόψη οι στρεφόμενες μάζες. Κατά τη διάρκεια πέδησης με τον κινητήρα εκτός λειτουργίας ισχύει:

rot.brot = δδ . Σ' αυτή την περίπτωση ισχύει :

aM

P+P+P+P 1 =j hairrdbr

rotdec.br δ

(4.30)

H συνδυασμένη πέδηση, με τα φρένα και τον κινητήρα, είναι περισσότερο έντονη

παρά όταν χρησιμοποιείται μόνο το σύστημα πέδησης, έτσι θα είναι:

dec.br dec.com.br j >j

ή

rot.b

hairrdbr

rot

trfeairrdbr P+P+P+P > P+P+P+P+Pδδ

οπότε, η σκοπιμότητα πέδησης με μόνο το σύστημα φρένων ή με συνδυασμό

φρένων και κινητήρα, εξαρτάται από τις τιμές των δυνάμεων που αντιστέκονται στην

Page 100: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.21

κίνηση , από τη δύναμη πέδησης και τους συντελεστές P , P , P , P , Prd air tr h fe

rot.b brP

rot δκαιδ . Οι καμπύλες 1, 2 και 3 στο Διάγραμμα 4.3β αντιστοιχούν σε διαφορετικές τιμές

της δύναμης πέδησης . Το διάγραμμα δείχνει μια σκιασμένη επιφάνεια μέσα στην οποία η συνδυασμένη πέδηση είναι άσκοπη, υπό τις δοσμένες συνθήκες, επειδή οι επιβραδύνσεις (διακεκομμένες γραμμές) εμφανίζονται να είναι μικρότερες από τις επιβραδύνσεις (συνεχείς γραμμές). Πάντως, η συνδυασμένη πέδηση επί οδοστρωμάτων με χαμηλό συντελεστή τριβής, αυξάνει την εγκάρσια ευστάθεια του οχήματος σε σχέση με την ολίσθηση. Σ' αυτή την περίπτωση η ευστάθεια βελτιώνεται λόγω της πιο ομοιόμορφης κατανομής των δυνάμεων πέδησης μεσω του διαφορικού μεταξύ των κινητήριων τροχών του αυτοκινήτου.

Pbr

jdec.com.brj

dec.br

4.3.2. Μέθοδος πέδησης αυτοκινήτου με διακεκομμένη χρήση των φρένων

Αυτή η μέθοδος πέδησης εξασφαλίζει μέγιστη ένταση. Όμως αυτή η μέθοδος συνίσταται μόνο σε πολύ έμπειρους οδηγούς, αφού χρειάζεται μεγάλη εμπειρία και πολύ προσοχή για να αποφευχθεί το ντεραπάρισμα. Όταν οι τροχοί που φρενάρουν περιστρέφονται, δέχονται μεγαλύτερη δύναμη πέδησης απ'ότι όταν μπλοκάρουν, επειδή ο συντελεστής τριβής μειώνεται σημαντικά στην δεύτερη περίπτωση.

Καθώς ο τροχός ολισθαίνει στο οδόστρωμα χωρίς περιστροφή, τα στοιχεία του ελαστικού που έρχονται σε επαφή με το οδόστρωμα υπερθερμαίνονται και μαλακώνουν λειτουργώντας επιπλέον και ως λιπαντικό μέσο. Αν ο οδηγός πιέζει το πεντάλ φρένου πολλές φορές, κάθε φορά απελευθερώνοντάς το λίγο, κάποια νέα, λιγότερο θερμά στοιχεία του ελαστικού, έρχονται σε επαφή με τον δρόμο, και έτσι η μέγιστη τιμή της δύναμης πέδησης διατηρείται. Τη στιγμή που ο τροχός τείνει να ολισθήσει, ο οδηγός μειώνει την πίεση στο πεντάλ φρένων, οι τροχοί περιστρέφονται και νέο μέρος του ελαστικού που δεν συμμετείχε στο φρενάρισμα, έρχεται τώρα σε επαφή με τον δρόμο.

Επειδή ο χειρισμός αυτός απαιτεί μεγάλη επιδεξιότητα και εμπειρία, καθίσταται πρακτικά ανέφικτος από την μεγάλη πλειοψηφία των οδηγών. Έτσι αναπτύχθηκαν ηλεκτρονικά ελεγχόμενα συστήματα αντιεμπλοκής των τροχών (A.B.S. - Αntilock Braking Systems) που παρέχουν σημαντική ασφάλεια στην πέδηση. Τέτοια συστήματα αναπτύσσονται με λεπτομέρειες σε επόμενο κεφάλαιο.

4.4. ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΦΡΕΝΩΝ 4.4.1 Φρένα με τύμπανα (ταμπούρα)

Τέσσερα είδη φρένων με τύμπανα χρησιμοποιούνται προς το παρόν στα αυτοκίνητα. Τα φρένα αυτά διακρίνονται από τα χαρακτηριστικά της αλληλεπίδρασης της δύναμης μεταξύ των πέδιλων των φρένων και της εκτείνουσας διατάξεως και του τύμπανου (Σχήμα 4.6). Κατά συνθήκη, οι επενδύσεις (φερμουίτ) των σιαγόνων δείχνονται συμμετρικές σε σχέση με την οριζόντια διάμετρο του φρένου. Οι συνισταμένες των κάθετων δυνάμεων Ν και των δυνάμεων τριβής fN εφαρμόζονται στο μέσο των τόξων της επένδυσης, δηλαδή σε ακτίνα rd .

Page 101: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.22

Σχήμα 4.6. Σχηματικές παραστάσεις φρένων με τύμπανα (ταμπούρα)

α. Με ίση μετατόπιση πέδιλων b. Αναστρέψιμο μη-εξισορροπημένο c. Μη-αναστρέψιμο εξισορροπημένο

d. Αναστρέψιμο με οδηγά πέδιλα

Διάφορες σχηματικές διατάξεις συγκρίνονται ως προς την αναστρεψιμότητα, την

ισορροπία και το συντελεστή απόδοσης. Αναστρεψιμότητα φρένου: ορίζει πόσο ανεξάρτητη είναι η ροπή πέδησης (που

αναπτύσσεται από αυτό) από τις διευθύνσεις κίνησης του οχήματος. Ισορροπία φρένου: είναι ο συνδυασμός δυνάμεων με τις οποίες η σιαγόνα του

φρένου δρα επί του τύμπανου για το συνδυασμό αυτό, η χρήση του φρένου δεν προκαλεί φόρτιση στα έδρανα των αξόνων των τροχών.

Συντελεστής απόδοσης: είναι ο λόγος της ροπής του φρένου προς την κινούσα δύναμη και την ακτίνα του τύμπανου.

Από τις σχηματικές διατάξεις που φαίνονται στα σχήματα είναι προφανές ότι το έργο επιβράδυνσης που παράγεται από τη ροπή της δύναμης τριβής fΝ, σε σχέση προς το υποστήριγμα, είναι ισοδύναμο προς την αύξηση της κινούσας δύναμης, στο οδηγό (κύριο) πέδιλο και ισοδύναμο προς τη μείωση της κινούσας δύναμης στο συρόμενο πέδιλο. Ποιο από αυτά τα πέδιλα δρα ως οδηγό (κύριο) ή συρόμενο εξαρτάται από τη φορά περιστροφής του τύμπανου του φρένου.

Παρακάτω δίνονται οι εξισώσεις υπολογισμού του συντελεστή απόδοσης για τα πέδιλα και το φρένο:

Page 102: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.23

Οδηγό πέδιλο )rP(TK d11T1e = Συρόμενο πέδιλο )rP(TK d22T2e = Φρένο ]r)PP[(TK d21Te += όπου TT1, TT2 και TT είναι οι ροπές πέδησης που παράγονται αντίστοιχα από το

οδηγό, το συρόμενο πέδιλο και το φρένο, ενώ και είναι οι κινούσες δυνάμεις. 1P 2PΕίναι φανερό ότι ίσες δυνάμεις πέδησης θα δρούν επί των τροχών ενός άξονα αν

οι συντελεστές απόδοσης είναι σταθεροί. Πάντως, οι τιμές των και εξαρτώνται από το συντελεστή τριβής f ο οποίος, εξαιτίας της επίδρασης πολλών τεχνολογικών και λειτουργικών παραγόντων, δεν είναι σταθερός και αποκλίνει από την ονομαστική τιμή και στις δύο πλευρές.

1eK 2eK

Το φρένο που φαίνεται στο Σχήμα 4.6α έχει έναν διατατικό μηχανισμό τύπου εκκέντρου που εξασφαλίζει ίση μετατόπιση των πέδιλων. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι κάθετες δυνάμεις που εφαρμόζονται στα πέδιλα και οι ροπές φρένου που αναπτύσσονται απ' αυτές εκκινουσών δυνάμεων 1PP 21 < προσαρμόζεται αυτόματα . Επειδή η ισότητα Ν1 = Ν2 ισχύει για κάθε φορά περιστροφής του τύμπανου, το υπόψη φρένο είναι ένα αναστρέψιμο φρένο. Το μειονέκτημα αυτού του φρένου είναι οι μεγάλες κινούσες δυνάμεις. Επιπλέον, το έκκεντρο έχει σχετικά μικρή απόδοση (0,60 - 0,80). Επειδή ο μηχανισμός τύπου εκκέντρου απαιτεί τη χρήση πνευματικού ενεργοποιητή, τέτοια φρένα βρίσκουν εφαρμογή μόνο σε φορτηγά και λεωφορεία (των οποίων η συνολική μάζα είναι 10 tn και πάνω).

Το φρένο που φαίνεται στο Σχήμα 4.6b έχει έναν εκτείνοντα μηχανισμό υδραυλικό ή τύπου σφήνας που εξασφαλίζει ισότητα των κινουσών δυνάμεων. Πάντως, η ροπή πέδησης που αναπτύσσεται από το οδηγό πέδιλο είναι μεγαλύτερη απ' αυτή που παράγεται από το συρόμενο πέδιλο, με αποτέλεσμα να προκαλείται άνιση φθορά στα πέδιλα.

Ένα τέτοιο φρένο είναι λιγότερο σταθερό από ένα άλλο που εξασφαλίζει ίση μετατόπιση των πέδιλων. Με ίδιες αναλογίες και f = 0,35 ο βαθμός απόδοσης ενός τέτοιου φρένου ισούται με Κe = 0,81, και ισοδυναμεί με 116% του βαθμού απόδοσης φρένου με ίση μετατόπιση πέδιλων (Σχήμα 4.6α). Επειδή η διαφορά Ν1 - Ν2 είναι ανεξάρτητη από τη φορά περιστροφής του τύμπανου, τούτο είναι αναστρέψιμο αλλά μη ισορροπημένο φρένο. Τέτοια φρένα χρησιμοποιούνται σε βαριά φορτηγά και επίσης για τους πίσω τροχούς επιβατηγών αυτοκινήτων.

Το Σχήμα 4.6c δείχνει τη σχηματική διάταξη ενός μη αναστρέψιμου φρένου. Το κύριο διακριτικό χαρακτηριστικό αυτού του φρένου είναι το ότι τα κινητήρια άκρα των πέδιλων κοιτούν προς διαφορετικές διευθύνσεις. Τα πέδιλα εκτείνονται με μια υδραυλική διάταξη που αναπτύσσει ίσες κινητήριες δυνάμεις. Για το λόγο αυτό και τα δύο πέδιλα δρούν ως κύρια (οδηγά) πέδιλα (όταν το αυτοκίνητο κινείται προς τα εμπρός) ή ως συρόμενα πέδιλα (κατά τη διάρκεια αντίστροφης κίνησης). Συνδυάζοντας ένα τέτοιο φρένο με ένα συνηθισμένο τέτοιο στους πίσω τροχούς (Σχήμα 4.3b) καθίσταται δυνατό να επιτευχθεί πιο εύκολα η επιθυμητή κατανομή των δυνάμεων πέδησης και να τηρηθούν οι διαστάσεις πολλών εξαρτημάτων των φρένων των πίσω και εμπρός τροχών ίσες.

)PP( 2T1T >

Page 103: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.24

Η σχηματική διάταξη ενός αναστρέψιμου φρένου φαίνεται στο Σχήμα 4.6d. Εδώ και τα δύο πέδιλα είναι κύρια (οδηγά) πέδιλα, ανεξάρτητα από τη φορά περιστροφής του τύμπανου του φρένου. Τούτο συμβαίνει εξαιτίας της εφαρμογής όμοιων εκτεινουσών διατάξεων. Σε κάθε μία από αυτές τις διατάξεις, ανάλογα με τη φορά περιστροφής του τύμπανου, το ένα έμβολο προορίζεται να κινεί το ένα πέδιλο και το άλλο λειτουργεί ως αντίδραση για το δεύτερο πέδιλο. Δεν συνιστάται η χρήση ενός μη αναστρέψιμου φρένου στους πίσω τροχούς όπου είναι εγκατεστημένο το φρένο στάθμευσης (χειρόφρενο). Το φρένο στάθμευσης οφείλει να εξασφαλίζει ίσης απόδοσης πέδηση σε ανήφορο και κατήφορο.

4.4.2 Κατανομή πιέσεως κατά μήκος του πεδίλου

Είναι δύσκολο να βρεθούν αναλυτικά οι καμπύλες των κάθετων πιέσεων διότι, πέραν της ελαστικής συμπεριφοράς της επένδυσης, η πλαστικότητα του τύμπανου, του πέδιλου και του υποστηρίγματος έχει κάποια επίδραση επί της επένδυσης. Πάντως, για μια προσεγγιστική εκτίμηση, λαμβάνονται υπόψη μόνο οι ακτινικές παραμορφώσεις της επένδυσης λόγω της μικρότερης σημασίας των παραμορφώσεων των άλλων εξαρτημάτων.

Τα φρένα μπορούν να σχεδιαστούν με ένα ή δύο βαθμούς ελευθερίας.

Σχήμα 4.7. Σχηματικές διατάξεις για τον προσδιορισμό της ακτινικής παραμόρφωσης των πεδίλων.

a . Με δύο βαθμούς ελευθερίας b . Κύριο (οδηγό) πέδιλο με ένα βαθμό ελευθερίας

Ας προσδιορίσουμε την ακτινική παραμόρφωση της επένδυσης ενός κύριου

(οδηγού) πέδιλου που έχει δύο βαθμούς ελευθερίας. Η αρχή των συντεταγμένων βρίσκεται στο κέντρο Ο του τύμπανου (Σχήμα 4.7α) και οι άξονες των συντεταγμένων χαράσσονται κατά τέτοιο τρόπο ώστε η γραμμή να περνάει από το στιγμιαίο κέντρο περιστροφής του πέδιλου.

1y

1A

Page 104: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.25

'Οταν εφαρμόζεται πέδηση το πέδιλο, χάρι στην παραμορφωσιμότητά του, στρέφεται περί το στιγμιαίο κέντρο και μετατοπίζεται συγχρόνως κατά μήκος της επιφάνειας έδρασης κατά τη διεύθυνση δράσης των δυνάμεων τριβής.

1A

Έτσι το κέντρο του πέδιλου παίρνει τη θέση και το φανταστικό περίγραμμα της απαραμόρφωτης επένδυσης (γραμμής ) μετατοπίζεται προς το σώμα του τύμπανου κατά τη διεύθυνση . Προφανώς, προς αυτή τη διεύθυνση η παραμόρφωση όλων των σημείων της επιφάνειας θα είναι η ίδια. Για ένα αυθαίρετο σημείο επί της ακτίνας , η παραμόρφωση χαρακτηρίζεται με τον τομέα

. Για εκείνο ακριβώς το σημείο η ακτινική παραμόρφωση είναι:

1O

11EE

1OO

11B OB

11BB ′ 1

΄11111 cosC ψΒΒ≈Β=δ

έχοντας υπόψη ότι: και )(90 11

•1 φ+α−=ψ max11

΄11 δ=οο=ΒΒ

θα είναι για το κύριο (οδηγό) πέδιλο: )sin( 11max1

΄1 φ+αδ≈δ

(4.31) )sin( 11max2

΄2 φ+αδ≈δ

Εδώ δ1max και δ2max είναι οι μέγιστες πιέσεις επί των πέδιλων του φρένου: α1, y1

και φ1 είναι αντίστοιχα οι γωνίες μεταξύ μιας αυθαίρετης ακτίνας OB1 και του άξονα της ακτίνας OB1 και της γραμμής OO1 (άξονας μέγιστης πίεσης),του x1 και του άξονα μέγιστης πίεσης.

1y

Ας προσδιορίσουμε τώρα την ακτινική παραμόρφωση της επένδυσης ενός κύριου πέδιλου που έχει ένα βαθμό ελευθερίας. Σ' αυτή την περίπτωση υπό την ενέργεια της κινούσας δύναμης και της δύναμης τριβής, το πέδιλο στρέφεται περί το κέντρο A1 του πείρου αγκυρώσεως κατά γωνία dγ ( σχ. 4.4b). Κατά τη φορά περιστροφής του πεδίλου οι παραμορφώσεις σ' ένα αυθαίρετο σημείο Β1 της επένδυσης τριβής αντιστοιχούν προς το ήκος ΄

11BB . Κ ν ακτινική διεύθυνση, οι παραμορφώσεις αντιστοιχούν προς την προβολή του μήκους αυτού επί της προεκτάσεως της ακτίνας OB1, δηλαδή το μήκος Β1C1.

μ ατά τη

Επειδή dγ είναι μικρό μπορεί να θεωρηθεί ότι η γωνία και τότε η ζητούμενη παραμόρφωση της επένδυσης είναι:

0΄111 90BBA =

dγsinsinBBCB 11

΄11111 γΒΑ=γ==δ

Page 105: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.26

και επειδή , από το ισοσκελές τρίγωνο παίρνουμε ότι Α1Β1/sina = rd/sinγ. Οπότε η ακτινική παραμόρφωση και η επιφανειακή πίεση θα είναι:

drOBOA == 11 11OBA

γα=δ dsinrd1 (4.32)

α= sinqq max11 Γενικεύοντας τα προηγούμενα αποτελέσματα μπορεί να βγει το συμπέρασμα ότι

σε ένα καινούργιο πέδιλο, μέχρι αυτό να καθίσει (εδραστεί) σωστά, οι πιέσεις κατά μήκος της επένδυσης κατανέμονται σύμφωνα με τον ημιτονοειδή νόμο που εκφράζεται με τους τύπους (4.31) και (4.32).

Ο βαθμός ανομοιομορφίας της κατανομής των πιέσεων κατά μήκος της επένδυσης υπολογίζεται από το συντελεστή ανωμαλίας.

umax qq=Δ (4.33) όπου είναι η συμβατική ομοιόμόρφα κατανεμημένη πίεση η οποία αναπτύσσει

την ίδια ροπή πέδησης επί του πέδιλου, όπως όταν η πίεση κατά μήκος της επένδυσης του πέδιλου είναι μη ομαλά κατανεμημένη. Η μέγιστη πίεση του πέδιλου είναι .

uq

maxq

4.4.3 Προσδιορισμός των ροπών πέδησης επί των πέδιλων

Κατά τον υπολογισμό των πέδιλων των φρένων είναι αναγκαίο να οριστεί η σχέση μεταξύ των ροπών πέδησης που παράγονται και των δυνάμεων με τις οποίες αυτά πιέζονται επί του τύμπανου.

Σχήμα 4.8. Σχήμα 4.9.

Σχηματική διάταξη για τον προσδιορισμό της Σχηματική διάταξη για τον προσδιορισμό της

Page 106: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.27

ροπής πέδησης κινούσας δύναμης

Για τον προσδιορισμό της ροπής TT επί του πέδιλου με ένα βαθμό ελευθερίας, ας απομονώσουμε επί της επιφανείας της επένδυσης μια στοιχειώδη εγκάρσια ζώνη βρισκόμενη σε μία γωνία α ως προς τον y άξονα. Η επιφάνεια της ζώνης ισούται με

, όπου b είναι το πλάτος της επένδυσης (Σχήμα 4.8). Από την πλευρά του τύμπανου, μια κάθετη δύναμη

addbr

adabrqdabrqdN ddu sinmax==

(4.34) και μία δύναμη τριβής fdN που προκαλεί ροπή πέδησης adasinbrqdNfrdT dmaxdT == που ενεργεί επί της ζώνης. Ολοκληρώνοντας την τελευταία σχέση από έως , παίρνουμε: ΄α ΄΄α (4.35) )cos(cosbrqT ΄΄΄

dmaxT α−α= Σε περίπτωση ομοιόμορφης κατανομής των κάθετων πιέσεων είναι (4.36) α= dbrqdN du )(fbrqT ΄΄΄

duT α−α= Οι εξισώσεις (4.35) και (4.36) επιτρέπουν τον προσδιορισμό των ροπών πέδησης

συναρτήσει των πιέσεων. Για πρακτικούς υπολογισμούς είναι αναγκαίο να συσχετιστεί η ροπή πέδησης προς την εκτείνουσα δύναμη Ρ.

Η ροπή πέδησης που αναπτύσσεται από το οδηγό (κύριο) πέδιλο μπορεί να παρασταθεί ως

1ΤΤ

111 ρΝ= fΤΤ (4.37) όπου Ν1 είναι η συνισταμένη των στοιχειωδών κάθετων δυνάμεων ρ1 είναι η

ακτίνα εφαρμογής της συνισταμένης δύναμης τριβής (Σχήμα 4.9). 1fNΗ εξίσωση ( 4.35 ) επιτρέπει τον υπολογισμό της ροπής πέδησης ενός πέδιλου αν

είναι γνωστά η γεωμετρία του και η τιμή της κάθετης πιέσεως. Για τον προσδιορισμό της Ν1, συναρτήσει της κινούσας δύναμης Ρ1,απαιτείται η

εξίσωση ισορροπίας για το πέδιλο :

0)sinf(cosNSacosP 111x101 =δ−δ−+ (4.38) 0NfcSP 11

΄x11 =ρ+−α

Page 107: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.28

όπου δ1 είναι η γωνία μεταξύ του x άξονα και της γραμμής δράσης της δύναμης Ν1,S1x είναι η προβολή της αντίδρασης του πείρου αγκυρώσεως επί του x άξονα.

Η επίλυση του συστήματος εξισώσεων ( 4.38 ) ως προς N1 δίνει:

]ρf)sinf(cosc[PhN 111΄

11 −δ+δ= (4.39) Για ένα κύριο (οδηγό) πέδιλο, η εξίσωση (4.37) μπορεί να ξαναγραφεί ως : 11111

΄111Τ BP]f)sinf(cosc[hfPΤ =ρ−δ+δρ= (4.40)

Ομοίως, για ένα συρόμενο πέδιλο η εξίσωση (4.37) μπορεί να ξαναγραφεί ως: 22222

΄222Τ BP]f)sinf(cosc[–hfPΤ =ρ−δ+δ= (4.41)

Για τον προσδιορισμό των δ και ρ είναι αναγκαίο να βρεθούν η κάθετη δύναμη Ν

και οι συνιστώσες της. Αν το dΝ (Σχήμα 4.8) είναι το γεωμετρικό άθροισμα των συνιστωσών δυνάμεων dΝx και dΝy που εφαρμόζονται κατά μήκος των αντιστοίχων αξόνων, τότε σύμφωνα με την εξίσωση (4.34) θα είναι :

N x= = ∫′′

α

ααdNsin dbrqmax ∫

α′′

α′αdNsin2 =

= ( ) 42sinsin2brq dmax α′+α′′−β (4.42)

N y = =∫α ′′

α′αdNcos ααα∫

α ′′

α′dcossinbrq dmax = ∫

α

ααα

΄΄

΄dNcossin

= ( ) 42cos2cosbrq dmax α′′−α′ (4.43)

'Oπου,

( ) ( ) ( )[ ]α′+α′′−βα ′′−α′==δ 2sin2sin22cos2cosarctgNNarctg xy και α′−α′′=β Χρησιμοποιώντας τις εξισώσεις( 4.35 ) και ( 4.37 ) και θεωρώντας ότι:

2y

2x1 NNN +=

θα είναι:

2΄΄΄2΄΄΄΄΄΄d )2sin2sin2()2cos2(cos/coscos4r α+α−β+α−αα−α=ρ

Page 108: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.29

Αν για πέδιλο που δρα προς την κατεύθυνση της φοράς περιστροφής του τύμπανου και αντίθετα προς αυτήν οι γωνίες α' και α'' είναι διαφορετικές, τότε, προφανώς τα δ και ρ θα έχουν διαφορετικές τιμές για τα δύο πέδιλα. Για ένα φρένο με δύο πέδιλα, η ροπή πέδησης επί του τύμπανου είναι ίση με το άθροισμα των ροπών τριβής επί του πρώτου και δεύτερου πέδιλου, δηλαδή :

22112Τ1ΤΤ BPBPΤΤΤ +=+= Για υδραυλική ενεργοποίηση Ρ1 = Ρ2. Η αναγκαία κινούσα δύναμη είναι: Τ21 Τ)BB(P += Για φρένο με εκτείνοντα μηχανισμό τύπου εκκέντρου η κινούσα δύναμη

προσδιορίζεται από τις προηγούμενες εξισώσεις προβλέποντας ότι οι ροπές επί των πέδιλων είναι ίσες:

1Τ1 BΤ5.0P = 2Τ2 PΤ5.0P = Κατά τον υπολογισμό φρένων με πέδιλα είναι αναγκαίο να γίνεται έλεγχος για την

πιθανότητα κολλήματος των πέδιλων. Η συνθήκη κολλήματος πέδιλου δίνεται από την εξίσωση (4.40). Τα πέδιλα μπορεί να κολλήσουν όταν ο παρανομαστής στην εξίσωση (4.40) είναι ίσος με μηδέν.

0f)sinfsδco(c 111΄ =ρ−δ+

Κόλλημα των πεδίλων δεν συμβαίνει αν

)sinc()cosc(f 1΄

11΄ δ−ρδ<

Από τις εξισώσεις (4.35) και (4.40) μπορούμε να προσδιορίσουμε τη μέγιστη

πίεση επί της επιφανείας του κύριου (οδηγού) πέδιλου:

]f)sinf(cosc)[cos(cosbrhPq

111΄΄΄΄2

d

11max 1 ρ−δ+δα−α

ρ=

4.4.4 Κύρια χαρακτηριστικά σχεδιασμού και υπολογισμού φρένων με τύμπανα

Οι κύριες διαστάσεις των φρένων προσδιορίζονται από τις ενδεικνυόμενες τιμές απόδοσης του φρένου. Η δύναμη πέδησης θα είναι μέγιστη όταν το κάθετο φορτίο που προέρχεται από το βάρος του οχήματος μπορεί να αξιοποιηθεί στο μεγαλύτερο βαθμό. Στην περίπτωση αυτή οι δυνάμεις πέδησης πρέπει να είναι ανάλογες προς τις κάθετες αντιδράσεις στους τροχούς.

Για ένα διαξονικό αυτοκίνητο ισχύει:

Page 109: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.30

maxg

maxg

zr

zf

Tr

Tf

hahb

RR

PP

ϕ−

ϕ+== (4.44)

'Οπως φαίνεται από την εξίσωση (4.44), αυτή η σχέση εξαρτάται από το

συντελεστή πρόσφυσης φ ο οποίος καθορίζει την τυπική τιμή σταθερής επιβράδυνσης asd. Συνήθως η σχέση μεταξύ των δυνάμεων πέδησης φθάνει το 1.3 - 1.6 για επιβατηγά αυτοκίνητα, και 0.5 - 0.7 για φορτηγά και αντιστοιχεί σε φαν = 0.40 - 0.55.

Οι ροπές πέδησης που μπορούν να επιτευχθούν με τα φρένα αντιστοιχούν στις επιδιωκόμενες ροπές φρένου στους τροχούς. Δηλαδή

όπου dTfTP rPT

f= maxzfTf RP ϕ=

και όπου dTrTP rPT

r= maxzrTr RP ϕ=

Οι κύριες διαστάσεις ενός φρένου καθορίζονται αρχικά κατά το σχεδιασμό του. Η

ακτίνα rd, της επιφάνειας τριβής του τύμπανου, επιλέγεται κατά τέτοιο τρόπο ώστε το διάκενο μεταξύ της στεφάνης (ζάντας) του τροχού και του τύμπανου, αναγκαίο για αερισμό, να μην είναι μικρότερο από 20-30 mm.

Η γωνία επαφής β της επένδυσης τριβής ισούται με 90°-120°. Στα πέδιλα με έναν βαθμό ελευθερίας η επένδυση θα πρέπει να τοποθετείται συμμετρικά σε σχέση με τον x άξονα ενώ στα ολισθαίνοντα (δύο βαθμοί ελευθερίας) πέδιλα, η επένδυση πρέπει να είναι μετατοπισμένη προς το άκρο της έδρασης. Το πλάτος b της επένδυσης τριβής προσδιορίζεται από τη συνθήκη ότι κατά τη διάρκεια πέδησης ανάγκης, η πίεση επί της επιφανείας του πέδιλου θα είναι κάτω από 2.5 ΜΡa. Εξ άλλου, έχει γίνει αποδεκτό σε πολλές χώρες, ότι η συμβατική ειδική φόρτιση p επί της επενδύσεως, που προσδιορίζεται από την (15), να μην ξεπερνάει τα 0.25 ΜΡa για αυτοκίνητα με μικτή μάζα μέχρι 11 tons και τα 0.3 ΜΡa για αυτοκίνητα με μικτή μάζα πάνω από 11 tons:

[ ]p)AA(qm rfa ≤+ (4.45) όπου είναι η μικτή μάζα του αυτοκινήτου, και am ≤ rf A,A είναι αντίστοιχα οι

συνολικές επιφάνειες των επενδύσεων των φρένων του εμπρός και πίσω άξονα. Οι υπολογισμοί ελέγχου για φθορά και θέρμανση γίνονται χρησιμοποιώντας

έμμεσες παραμέτρους - μέση πίεση επί της επιφανείας του οδηγού (κύριου) πέδιλου και ειδικό έργο τριβής που καθορίζει τη θερμοκρασία στην οποία θα φθάσει το τύμπανο όταν ζεσταθεί.

Η μέση πίεση επί της επιφανείας του πέδιλου λαμβάνεται ίση με το λόγο της κάθετης δύναμης Ν1 προς την επιφάνεια Α1 της επένδυσης του φρένου. Σύμφωνα με τις απαιτήσεις για επενδύσεις αμιάντου, θα ισχύει η παρακάτω σχέση:

avq

=avq Ν1/Α1 < 2 ΜΡa

Page 110: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.31

Το ειδικό έργο λόγω τριβής είναι ίσο με το λόγο του έργου τριβής που δίνεται για να σταματήσει το αυτοκίνητο που κινείται με τη μέγιστη ταχύτητα, προς την ολική επιφάνεια των επενδύσεων όλων των φρένων δηλαδή: ΣA

[ ]fr

2maxaa LA2m ≤ν Σ

Εδώ, Lfr είναι το επιτρεπόμενο ειδικό έργο λόγω τριβής. Για επιβατηγά αυτοκίνητα

λαμβάνεται ίσο με 1000-1500 2cmJ . Για φορτηγά και λεωφορεία κυμαίνεται μεταξύ

600 και 800 2cmJ . Τα τύμπανα (ταμπούρα) πρέπει να έχουν μεγάλη ακαμψία και

θερμοχωρητικότητα. Η θερμοκρασία τους, όταν γίνεται φρενάρισμα, δεν πρέπει να ξεπερνάει τις οριακές τιμές για το υλικό. Το υλικό του τύμπανου, μαζί με το υλικό της επένδυσης τριβής πρέπει να εξασφαλίζουν υψηλό συντελεστή τριβής και ομοιόμορφη φθορά της επιφάνειας του φρένου.

Σύμφωνα με αυτές τις απαιτήσεις τα τύμπανα των φρένων για μεσαία και βαριά φορτηγά καθώς και για μεσαίας και μεγάλη χωρητικότητας λεωφορεία, κατασκευάζονται από φαιό ή κραματικό χυτοσίδηρο (Σχήμα 4.10α). Για άλλους τύπους αυτοκινήτων χρησιμοποιούνται σύνθετα τύμπανα (Σχήμα 4.10b) αποτελούμενα από τη φλάντζα 1 κατασκευασμένη από πρεσσαριστή λαμαρίνα και το χυτοσιδηρό δακτύλιο 2, για να ελαττωθεί η ποσότητα του μετάλλου. Τύμπανα φρένων (χυτά από κάποιο κράμα αλουμινίου) με χυτοσιδηρό δακτυλίδι 3 (Σχήμα 4.10c) χρησιμοποιούνται και σε επιβατηγά αυτοκίνητα. Η σύνδεση της φλάντζας με τη στεφάνη και του χυτοσιδηρού δακτυλιδιού με το αλουμινένιο τύμπανο, γίνεται κατά τη χύτευση. Πρόβλεψη γίνεται για τη δακτυλιοειδή διόγκωση 4 στην εξωτερική ακμή του τύμπανου, που αυξάνει την ακαμψία του, διαμέτρου dc. Η τελική κατεργασία της επιφάνειας πέδησης του τύμπανου και η στατική ζυγοστάθμισή του γίνονται αφού τούτο μονταριστεί στην πλήμνη. Η επιτρεπόμενη αζυγοσταθμία είναι 12-25 Νcm για επιβατηγά και 30-40 Νcm για φορτηγά αυτοκίνητα.

Page 111: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.32

Σχήμα 4.10. Τύμπανα φρένων α. Χυτό b. και c. Σύνθετα

Το τύμπανο κεντράρεται, σε σχέση με την πλήμνη, επί της κυλινδρικής Κατά το σχεδιασμό πρέπει να εξακριβωθεί η θερμοχωρητικότητα του τύμπανου, δηλαδή να βρεθεί αν πληρούται η συνθήκη:

( ) LtCmCm rrdd ≥Δ+

Εδώ md και mr είναι οι συνολικές μάζες των τυμπάνων και χυτoσιδηρών δακτυλιδιών τους, για το δοσμένο άξονα. Cd και Cr είναι αντίστοιχα οι ειδικές θερμοχωρητικότητες των τυμπάνων και των δαχτυλιδιών (για χυτοσίδηρο C = 482 J/(KgK), για αλουμινόκραμα C = 880 J/(KgK), t είναι η αύξηση της θερμοκρασίας του τύμπανου (σ' ένα απότομο φρενάρισμα, όταν το αυτοκίνητο κινείται με ταχύτητα υα = 30 Km/h σταματάει απότομα, η αύξηση της θερμοκρασίας δεν πρέπει να υπερβαίνει τους 15°C) L είναι το μέρος της κινητικής ενέργειας του πλήρως φορτωμένου αυτοκινήτου, που μετατρέπεται σε θερμότητα με τα φρένα του συγκεκριμένου άξονα.

Επειδή το φρενάρισμα είναι μια πολύ γρήγορη διαδικασία, πρακτικά δεν υφίσταται απαγωγή θερμότητας. 'Ολη η κινητική ενέργεια, σε συσχετισμό με την κατανομή της ολικής δύναμης πέδησης μεταξύ των αξόνων, καταναλώνεται για να θερμάνει τη μάζα του μηχανισμού του φρένου. 'Ετσι:

⎟⎟⎠

⎞⎜⎜⎝

⎛+

+=

bagbha

2v

mL gd.s2a

af

⎟⎟⎠

⎞⎜⎜⎝

⎛+

−=

bahaga

2v

mL gd.s2a

ar

όπου , a και b είναι οι συντεταγμένες του κέντρου μάζας του αυτοκινήτου, και

είναι η τυποποιημένη (αποδεκτή) σταθερή επιβράδυνση. gh

d.sa Πλάκα έδρασης: είναι το στοιχείο που εξασφαλίζει τη σωστή αμοιβαία

προσαρμογή όλων των στοιχείων του φρένου (Σχήματα 4.11 και 4.12). Η πλάκα έδρασης είναι από πρεσσαριστή λαμαρίνα (Σχήμα 4.9) ή χυτή από μαλακό σίδηρο.

Τα πέδιλα του φρένου βαρέων οχημάτων είναι χυτά από φαιό χυτοσίδηρο ή κράματα αλουμινίου, για επιβατηγά και ελαφρά φορτηγά, τα πέδιλα είναι πρεσσαριστά και συγκολλημένα. Λόγω της μικρής θερμοχωρητικότητας, της ευκολίας κατασκευής και της ευκαμψίας που βοηθάει στην εξίσωση των πιέσεων κατά μήκος και πλάτος των επενδύσεων τριβής, τα πρεσσαριστά - συγκολλητά πέδιλα είναι σε γενική χρήση.

Page 112: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.33

Σχήμα 4.11. Φρένο τροχού φορτηγού 1. Πέδιλο 2. Εκτείνον έκκεντρο (κάμα)

3. Πλάκα έδρασης 4. Ρυθμιστικός βραχίονας 5. Φορέας (κονσόλα) άξονα του εκτείνοντος εκκέντρου 6. Ράουλο

Page 113: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.34

Σχήμα 4.12. Φρένο με σφηνοειδή εκτείνοντα μηχανισμό

Page 114: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.35

Σχήμα 4.13. Φρένο τροχού φορτηγού 1. Πέδιλο 2. Πλάκα έδρασης

3. Κάμα ρυθμιστή τζόγου 4. Έκκεντρος πείρος αγκύρωσης

Page 115: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.36

Σχήμα 4.14. Φρένο πίσω τροχού (μη αυτενεργό) επιβατηγού αυτοκινήτου

1. Έμβολο 2. Δαχτυλίδι ώσεως εμβόλου 3. Στεγανοποιητικό δαχτυλίδι 4. Στοπ 5. Πλάκα έδρασης 6. Πέδιλο 7. Πείροι αγκύρωσης 8. Μπρούντζινα έκκεντρα

9. Ενδεικτικός πείρος πέδιλων 10. Κινητήριος μηχανισμός του φρένου στάθμευσης (χειρόφρενο)

Οι επενδύσεις τριβής των πέδιλων των φρένων κατασκευάζονται από ινώδη

αμίαντο και συνδετικές ύλες (λάστιχο, ορυκτά και φυτικά έλαια, συνθετικές ρητίνες). Οι εδράσεις (υποστηρίγματα) που παρέχουν δύο βαθμούς ελευθερίας στα πέδιλα

είναι απλές στο σχεδιασμό και επιτρέπουν στα πέδιλα να αυτοκεντράρονται σε σχέση με το τύμπανο (Σχήμα 4.12). Στην περίπτωση έδρασης των πέδιλων σε πείρους αγκυρώσεως (ένας βαθμός ελευθερίας), προβλέπεται δυνατότητα ρύθμισης της θέσης των κέντρων των πείρων για αξονικό κεντράρισμα των πέδιλων ως προς το τύμπανο. Γι' αυτό οι πείροι αγκυρώσεως 4 είναι κατασκευασμένοι έκκεντρα (Σχήμα 4.13), ή επάνω στους πείρους 7 (Σχήμα 4.14) είναι στερεωμένα ρυθμιστικά έκκεντρα φρένων. Οι πείροι αγκυρώσεως των αρθρωτών εδράσεων είναι

Page 116: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.37

κατασκευασμένοι από χάλυβα ποιότητας 45 και έχουν υποστεί επαγωγική σκλήρυνση (βαφή). Οι κονσόλες τους (φορείς) είναι χυτές από μαλακό σίδηρο. Μπρούντζινα έκκεντρα προστατεύουν τις τρύπες της πλάκας έδρασης στα νεύρα των πέδιλων και προλαβαίνουν τη διαβρωτική φθορά αυτών των εξαρτημάτων.

Αρθρωτά υποστηρίγματα με επιμήκεις πείρους αγκυρώσεως, προφυλάσσουν αποτελεσματικά τα πέδιλα από πλάγιες μετατοπίσεις. Σε μερικές περιπτώσεις, στην πλάκα έδρασης 5 (Σχήμα 4.14) προβλέπονται διατάξεις 9, που πιέζουν το μεσαίο τμήμα του πέδιλου προς την πλάκα, και στο κεφάλι του εμβόλου 1, ή στις ράβδους του ρυθμιζόμενου εκτατήρα του φρένου υπάρχουν εγκοπές στις οποίες κάθονται οι νευρώσεις (προεξοχές) ώσεως των πέδιλων.

Εκτείνων μηχανισμός τύπου εμβόλου: που συνήθως ονομάζεται κύλινδρος πέδησης τροχού, διακρίνεται για τον απλό σχεδιασμό του και τη βολική διάταξή του στο φρένο. Το σώμα του κυλίνδρου είναι κατασκευασμένο από φαιό χυτοσίδηρο. Η τρύπα του είναι διαμπερής και η επιφάνειά της γυαλισμένη. Το έμβολο κατασκευάζεται από κράμα αλουμινίου. Στο έμβολο πρεσάρεται μια χαλύβδινη τάπα, σε μια εγκοπή του εμβόλου κάθεται ένα νεύρο ή η άκρη του πέδιλου.Ο ενεργός χώρος του κυλίνδρου στεγανοποιείται με ένα λαστιχένιο στεγανοποιητικό δαχτυλίδι (τσιμούχα) ή μια δακτυλιοειδή στεγανοποιητική διάταξη ενσωματωμένη στο έμβολο. Στον εκτείνοντα μηχανισμό με έκκεντρο (κάμα) (Σχήμα 4.11) η εκτείνουσα κάμα 2 είναι μονοκόμματη με τον άξονα. Μετά την κατεργασία, η επιφάνεια εργασίας της κάμας υφίσταται επαγωγική σκλήρυνση (βαφή) μαζί με το λαιμό του άξονα. Η κονσόλα 5 της εκτείνουσας κάμας είναι από μαλακό χυτοσίδηρο και είναι κοχλιωμένη ή πριτσινωμένη στην πλάκα εδράσεως (υποστήριγμα). Τα ράουλα 6 από χάλυβα ποιότητας 45 και επαγωγικά βαμμένα, είναι προσαρμοσμένα στα ενεργά άκρα των πέδιλων για αύξηση της απόδοσης του φρένου.

Ο εκτείνων μηχανισμός με σφήνα: που φαίνεται στο Σχήμα 4.12, αποτελείται από ένα σώμα χυτό από μαλακό σίδηρο και μονοκόμματο με την κονσόλα 2, τα έμβολα 6, τη σφήνα 4 και τα ράουλα 5. Τα τελευταία χρησιμεύουν για να απομακρύνουν μεταξύ τους τα έμβολα. Η δύναμη που απαιτείται για το σκοπό αυτό αναπτύσσεται με το θάλαμο φρένου 3 που είναι εξωτερικά βιδωμένος στο σώμα του μηχανισμού. Ο εκτείνων μηχανισμός με σφήνα είναι πιο περίπλοκος στο σχεδιασμό και κοστίζει πολύ περισσότερο από το μηχανισμό με κάμα. 'Εχει έναν αριθμό πλεονεκτημάτων: είναι πιο συμπτυγμένος, έχει μικρότερη μάζα και πολύ υψηλότερη απόδοση και μικρότερο χρόνο ώθησης. Οι σχηματικές παραστάσεις του Σχήματος 4.15 εξηγούν τη λειτουργία του εκτείνοντος μηχανισμού με σφήνα. Στην αρχική θέση, με το φρένο ελεύθερο (Σχήμα. 4.15α) το έμβολο 1 κάθεται στην πατούρα 2 του σώματος 3 υπό την ενέργεια του ελατηρίου επαναφοράς του πέδιλου. Την αρχική στιγμή εφαρμογής του φρένου, τα έμβολα 1 απομακρύνονται αρχικά, συγχρόνως, μέχρις ότου τα πέδιλα ακουμπήσουν στο τύμπανο. Τότε, ένα από τα έμβολα κινείται προς τα πίσω υπό την ενέργεια του πέδιλου, που παρασύρεται από το τύμπανο, αφού καθίσει στην πατούρα 2 τούτο χρησιμεύει ως έδραση για το πέδιλο. Το άλλο έμβολο ωθεί το δεύτερο πέδιλο (Σχήματα 4.15b και 4.15c).

Ο εκτείνων μηχανισμός υπολογίζεται ως ακολούθως. Πρώτα, για την προκαταρκτικά προσδιορισμένη τιμή της κινούσας δύναμης Ρ καθορίζουμε τη γωνία κορυφής της σφήνας α ~ 12° για την οποία δεν επέρχεται σφήνωση. Στη

Page 117: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.38

συνέχεια,βρίσκουμε την προκαταρκτική τιμή της FW της δύναμης που εφαρμόζεται

επί της σφήνας κατά μήκος του άξονά της (Σχήμα 4.15d).

)(Ptg2F 2a

w =

Για την τιμή της FW που βρέθηκε, διαλέγουμε ένα θάλαμο πιέσεως φρένου,

γνωρίζοντας την πραγματική τιμή του μέγιστου φορτίου λειτουργίας επί της ράβδου ώσεως του.

Σχήμα 4.15. Σχηματικές διατάξεις που δείχνουν τη λειτουργία του εκτείνοντος μηχανισμού με σφήνα και σχηματική διάταξη για υπολογισμό αυτού του μηχανισμού.

a. Αρχική θέση εμβόλων b. Θέση κατά τη διάρκεια αρχικής σύγχρονης μετατόπισης

c. Θέση λειτουργίας ( φρενάρισμα ) d. Διάγραμμα για τον υπολογισμό δυνάμεων

4.4.6 Δισκόφρενα

Τα δισκόφρενα χρησιμοποιούνται γενικά στα επιβατικά αυτοκίνητα (κυρίως στους εμπρόσθιους τροχούς). Επιπλέον βρίσκουν εφαρμογή και σε μερικούς τύπους φορτηγών και λεωφορείων.

Στο σχήμα 4.16 απεικονίζεται μία σχηματική διάταξη ενός δισκόφρενου. Η ροπή πέδησης:

avT rNfi=T

όπου f είναι ο συντελεστής τριβής μεταξύ των δύο επιφανειών (επένδυσης-δίσκου),

N είναι η ολική δύναμη με την οποία πιέζεται ο δίσκος και

Page 118: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.39

rav είναι η ακτίνα εφαρμογής των συνισταμένων δυνάμεων της τριβής.

Σχήμα 4.16. Σχηματική διάταξη υπολογισμού δισκόφρενου a) Σχηματική διάταξη δισκόφρενου,

b) Σχηματική διάταξη ακτινικών δυνάμεων στα έδρανα του τροχού κατά τη διάρκεια του φρεναρίσματος (Pb είναι η δύναμη φρεναρίσματος)

Η δύναμη με την οποία η επένδυση πιέζεται πάνω στο δίσκο, προσδιορίζεται από

την πίεση του υγρού φρένων p, τον αριθμό των τριβόμενων επιφανειών i και τη διάμετρο dc των φρένων των κυλίνδρων στη μια πλευρά της αρπάγης.

οπότε:

∑=

⋅π=n

1i

2c idp25.0N

Υποθέτωντας ότι η πίεση κατανέμεται ομοιόμορφα πάνω στην επιφάνεια της

επένδυσης, η τριβή ενεργεί στη μέση ακτίνα rav = ( rex + rin) /2. Όπου rex η εξωτερική ακτίνα και rin η εσωτερική.

Πλεονεκτήματα

Τα δισκόφρενα προσφέρουν αυξημένη ένταση δύναμης ανά μονάδα μάζας Προσφέρουν ομοιόμορφη και ομαλή δύναμη πέδης με οποιαδήποτε αρχική

ταχύτητα του οχήματος Οι τριβόμενές τους επιφάνειες απάγουν καλύτερα την θερμότητα (αυτό οφείλεται

στο ότι τα πέλματα του δισκόφρενου έχουν μικρό μήκος και η επιφάνεια τους καλύπτει περίπου 12-16% της επιφάνειας του δίσκου)

Συντηρούνται εύκολα Είναι ελαφριά Έχουν μικρό μέγεθος

Μειονεκτήματα Φθείρονται γρήγορα οι επενδύσεις Χρησιμοποιούνται δύσκολα ως πέδη στάθμευσης

Page 119: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.40

Επειδή οι επιφάνειες τους είναι ακάλυπτες και λερώνονται εύκολα μειώνεται η ικανότητα πέδησης τους

Τα δισκόφρενα διακρίνονται σε δύο τύπους: α) Με σταθερή αρπάγη και αντίθετα τοποθετημένους κυλίνδρους (σχήμα 4.17) β) Με συρόμενη αρπάγη και κυλίνδρους τοποθετημένους στη μία πλευρά τους (Σχήμα 4.18)

Σχήμα 4.17. Δισκόφρενο αυτοκινήτου με σταθερή αρπάγη και αντίθετα τοποθετημένους κυλίνδρους

1. Δίσκος 2. Αρπάγη πέδης 3. Κύλινδρος 4. Πέδιλο 5. Πείροι συγκράτησης πέδιλου

Σχήμα 4.18. Δισκόφρενο με ολισθαίνουσα αρπάγη και κυλίνδρο τοποθετημένο στη μια πλευρά. a. Διάταξη b. Διάταξη πέδης στάθμευσης

Page 120: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.41

4.6. ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΠΕΔΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΠΙΒΑΤΙΚΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΑ & ΕΛΑΦΡΑ ΕΜΠΟΡΙΚΑ ΟΧΗΜΑΤΑ.

4.6.1. Μηχανικά συστήματα πέδησης

Σήμερα χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για το χειρόφρενο.

4.6.2. Υδραυλικά συστήματα πέδησης Αυτά τα συστήματα χρησιμοποιούνται στα επιβατικά αυτοκίνητα και στα ελαφρά

φορτηγά. Μπορούν να είναι είτε υποβοηθούμενα συστήματα είτε μη μηχανικά. Τα υποβοηθούμενα συστήματα συνήθως έχουν έναν μηχανισμό υποβοήθησης της πέδησης με υποπίεση (σερβόφρενο). Το υγρό πέδησης μεταφέρει την δύναμη πέδησης στους μηχανισμούς φρένων των τροχών. Στις μηχανές βενζίνης, η αναρρόφηση πραγματοποιείται διαμέσου μιας σύνδεσης με τους αυλούς εισαγωγής της μηχανής και οι μηχανές Diesel χρησιμοποιούν μία αεραντλία κενού. Η υποπίεση αναρρόφησης είναι 0.5-0.9 bar. Οι αναρροφητικοί ενισχυτές πέδησης λειτουργούν χρησιμοποιώντας την αρχή των δύο θαλάμων. Στην κατάσταση απελευθέρωσης, στις άκρες και των δύο εμβόλων υπάρχει κενό. Στην πέδηση, στην άκρη του δεξιού εμβόλου παρέχεται αέρας. Αυτό δίνει πολύ γρήγορους χρόνους αντίδρασης παρά τις μικρές διαφορές πίεσης.

Πλεονεκτήματα

Τα συστήματα υποβοήθησης με υποπίεση λειτουργούν σε ξηρό περιβάλλον και

δεν μπορούν να παγώσουν. Έτσι δεν είναι απαραίτητη η χρησιμοποίηση συστήματος απόψυξης.

Μειονεκτήματα

Λόγω της χαμηλής διαφοράς μεταξύ της πίεσης λειτουργίας και της

ατμοσφαιρικής πίεσης, απαιτούνται μεγάλα εξαρτήματα υποπίεσης, συχνά με δύο έμβολα συνδεδεμένα σε σειρά. 4.6.3. Συστήματα πέδησης με υδραυλικές πηγές ενέργειας και υδραυλικά στοιχεία μετάδοσης

Αυτά τα συστήματα μπορούν να σχεδιαστούν όπως τα μη μηχανικά συστήματα ή τα υποβοηθούμενα συστήματα. Και οι δύο τύποι μπορούν να λειτουργήσουν με αποθέματα ενέργειας και το υποβοηθούμενο σύστημα μπορεί να λειτουργήσει στη βάση ενός ανοιχτοκεντρικού συστήματος με βοηθητικά αποθέματα. Στα υποβοηθούμενα συστήματα, διάφορα υγρά μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως πηγές ενέργειας (υδραυλικό λάδι) και για το εξάρτημα μεταβίβασης (υγρά φρένων). Η αντλία χρησιμοποιείται επίσης ως η πηγή ενέργειας. Σε συνδυασμό με το σύστημα αντιεμπλοκής τροχών (ABS), η ηλεκτρική αντλία χρησιμοποιείται επίσης ως η πηγή ενέργειας για τον υδραυλικό ενισχυτή πέδησης. Εδώ, το υγρό φρένων χρησιμοποιείται ως το υδραυλικό υγρό για αύξηση και μεταβίβαση της δύναμης

Page 121: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.42

πέδησης. Το σύστημα ελέγχου στα μη μηχανικά συστήματα πέδησης είναι μία βαλβίδα πέδησης με έμβολο αντίδρασης, ενώ υποβοηθούμενα συστήματα χρησιμοποιούν ενισχυτή πέδησης με έμβολο αντίδρασης. Το υδραυλικό υγρό είναι αποθηκευμένο σε υδραυλικούς συσσωρευτές στους οποίους συμπιέζεται αέριο (συνήθως άζωτο). Αέριο και υγρό ξεχωρίζονται με την βοήθεια ελαστικού πτερυγίου (συσσωρευτής πτερυγίου), διαφράγματος (συσσωρευτής διαφράγματος) ή εμβόλου με ελαστικό κάλυμμα (συσσωρευτής εμβόλου).

Σχήμα 4.19. Υδραυλικό σύστημα πέδησης (επιβατικό αυτοκίνητο) 1. Πεντάλ πέδησης 2. Σύστημα υποβοήθησης με υποπίεση,

3. Αντλία φρένων 4. Δοχείο πίεσης υγρού φρένων 5. Δισκόφρενα (μπροστά) 6. Ρυθμιστής δύναμης πέδησης

7. Φρένα τύπου τύμπανου (πίσω). Πλεονεκτήματα

Σε σχέση με τα συστήματα που χρησιμοποιούν ενισχυτές υποπίεσης, αυτές οι μονάδες είναι ελαφρύτερες και μικρότερες και έχουν εξαιρετικά γρήγορους χρόνους αντίδρασης γιατί το υγρό είναι ασυμπίεστο. Μειονεκτήματα

Διαρροές στο κύκλωμα προκαλούν πτώση της μέσης πίεσης.

Page 122: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.43

4.6.4. Διαχωρισμός κυκλωμάτων πέδησης.

Τα φρένα διπλού κυκλώματος είναι πλέον υποχρεωτικά από το νόμο. Υπάρχουν πέντε διαφορετικές παραλλαγές διπλών κυκλωμάτων.

Πίνακας 4.1. Χαρακτηρισμός του τύπου κατανομής της δύναμης πέδησης (DIN 74 000)

Page 123: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.44

4.6.5. Εξαρτήματα συστημάτων πέδησης Ενισχυτής υποβοήθησης με υποπίεση (σερβόφρενο)

Ο ενισχυτής υποπίεσης είναι ένας ενισχυτής της δύναμης του πεντάλ, ο οποίος συνδέεται με μία αντλία με εν σειρά κυλίνδρους. Ο συντελεστής ενίσχυσης είναι i όπου:

0E

AF -F

F = tana = i (Διάγραμμα 4.4.)

μπορεί να κυμαίνεται στο σχεδιασμό ανάλογα με την κατάλληλη επιλογή μοχλών

ελέγχου. Διαμέσου των μοχλών ελέγχου, μία ανάλογη βοηθητική δύναμη τοποθετείται στην κορυφή του πεντάλ δύναμης και μαζί δρούν στην αντλία με εν σειρά κυλίνδρους. Την ίδια στιγμή, μία δύναμη αντίδρασης μεταβιβάζεται στον οδηγό, η οποία τον καθιστά ικανό να ελέγχει την δύναμη πέδησης σωστά. Οι λειτουργικές αρχές εξηγούνται στο Σχήμα 4.20. Σε περίπτωση βλάβης του ενισχυτή, παραμένει μόνο η δύναμη του πεντάλ.

Σχήμα 4.20. Ενισχυτής πέδησης υποπίεσης με έλεγχο μοχλών. 1. Δύναμη εξόδου (προς σειρά κυρίως κυλίνδρων)

2. Σύνδεση αναρρόφησης 3. Δύναμη εισόδου (δύναμη πεντάλ) 4. Ατμόσφαιρα 5. Πίεση λειτουργίας

Page 124: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.45

Διάγραμμα 4.4. Χαρακτηριστικά ενισχυτή πέδησης με υποπίεση (BOSCH Handbook 1996) Αντλία φρένων με κυλίνδρους εν σειρά

Η αντλία αυτή λειτουργεί είτε απ'ευθείας διαμέσου του πεντάλ, είτε εάν η δύναμη του πεντάλ δεν είναι επαρκής, διαμέσου ενός ενισχυτή δύναμης πεντάλ (π.χ. ενισχυτής υποπίεσης) Σχήμα 4.21. Αρχή Λειτουργίας

Το υγρό λειτουργίας βρίσκεται σε δίδυμο δοχείο (1) πάνω από την αντλία. Περνώντας την οπή πληρώσεως 5 το έμβολο 6 αναγκάζει το υγρό φρένων σε πίεση στο κύκλωμα πέδησης Ι. Η συμπίεση του ελατηρίου και το ανέβασμα της πίεσης στο κύκλωμα πέδησης Ι κινούν το ενδιάμεσο έμβολο 8, το οποίο καλύπτει την οπή πληρώσεως 3 και ανεβάζει την πίεση στο κύκλωμα πέδησης ΙΙ. Η πίεση πέδησης είναι ανάλογη της δύναμης πέδησης.

Η θύρα του κυκλώματος πέδησης Ι (10), η οποία εφοδιάζει τα πίσω φρένα τύπου τύμπανου, διαθέτει μία βαλβίδα (9) η οποία εξασφαλίζει μία παραμένουσα πίεση περίπου 1.5 bar στο κύκλωμα όταν τα φρένα ελευθερωθούν. Αυτό αποτρέπει την είσοδο αέρα διαμέσου των παρεμβυσμάτων στεγανοποίησης των πίσω κυλίνδρων.

Page 125: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.46

Τα κυκλώματα πέδησης των δισκόφρενων δεν χρειάζονται παραμένουσα πίεση. Όταν τα φρένα αφεθούν ελεύθερα, οι οπές 3 και 5 εξασφαλίζουν ότι μπορούν να υπάρξουν θερμοκρασιακές μεταβολές αλλά και σχετικές διαρροές σε ποσότητα αλλά και πίεση μεταξύ του δοχείου αποθήκευσης υδραυλικού υγρού (1) και των κυκλωμάτων πέδησης.

Λειτουργικές αρχές σε περίπτωση βλάβης ενός από τα κυκλώματα πέδησης: Βλάβη στο κύκλωμα πέδησης Ι

Το έμβολο 6 κινείται μπροστά όσο και το ενδιάμεσο έμβολο 8 και μεταβιβάζει μηχανικά την δύναμη στο άθικτο κύκλωμα πέδησης ΙΙ, το οποίο μπορεί τώρα να παράγει ολόκληρη την πίεση πέδησης.

Σχήμα 4.21. Αντλία δίδυμων κυλίνδρων. 1. Δοχείο πίεσης υγρού δύο θαλάμων 2. Κομμάτι μηχανής

3. Οπή πληρώσεως κυκλώματος πέδησης ΙΙ 4. Ελατήριο συμπίεσης 5. Μικρή τρύπα για κύκλωμα πέδησης Ι 6. Έμβολο ώθησης

7. Μπροστινό κύκλωμα πέδησης Ι 8. Ενδιάμεσο έμβολο 9. Βαλβίδα 10. Πίσω κύκλωμα πέδησης Ι

Βλάβη στο κύκλωμα πέδησης ΙΙ

Η αντίδραση του άθικτου κυκλώματος πέδησης Ι πιέζει υδραυλικά το έμβολο ώθησης 6 που σταματά στο τέλος της διαδρομής από το κινούμενο έμβολο (μεταξύ των σημείων 4 και 5 στο σχήμα 4.21.). Πίεση πέδησης μπορεί να αναπτυχθεί μόνο στο κύκλωμα Ι.

Η βλάβη σε ένα κύκλωμα πέδησης προκαλεί μία σχετική μείωση στην αποτελεσματικότητα της πέδησης, αύξηση στη διαδρομή του πεντάλ και τέλος

Page 126: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.47

διαρροή υγρού φρένων από κάποιον από τους δύο θαλάμους του δοχείου αποθήκευσης υγρού φρένων. Βαλβίδα ρύθμισης πίεσης πέδησης

Όσο πιο δυνατά φρενάρει ο οδηγός, τόσο περισσότερο παρατηρείται δυναμική μετατόπιση βάρους από τον πισινό άξονα στον μπροστινό άξονα. Όταν το όχημα είναι άδειο, η δύναμη πέδησης στον πίσω άξονα μπορεί να είναι τόσο μεγάλη ώστε οι τροχοί του πίσω άξονα να μπλοκάρουν πριν του μπροστινού. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε αστάθεια κατά την διάρκεια της πέδησης, π.χ. ντεραπάρισμα. Ευστάθεια κατά την διάρκεια της οδήγησης επιτυγχάνεται όταν, ανεξάρτητα από το φορτίο του οχήματος, οι τροχοί του μπροστινού άξονα μπλοκάρουν πριν τον πίσω. Η σωστή διανομή της δύναμης επιτυγχάνεται με την βοήθεια βαλβίδων ρύθμισης δύναμης πέδησης, οι οποίες τοποθετούνται στο κύκλωμα πέδησης στους τροχούς του πίσω άξονα. Ανάλογα με τον τύπο κάθε οχήματος, υπάρχουν διάφοροι τύποι βαλβίδων ρύθμισης δύναμης πέδησης:

-Βαλβίδες ρύθμισης πίεσης πέδησης με σταθερή μεταβολή της πίεσης. -Βαλβίδες ρύθμισης πίεσης πέδησης ευαίσθητες στο φορτίο με ρυθμιζόμενη μεταβολή πίεσης ανάλογα με το φορτίο του οχήματος.

Διάγραμμα 4.5. Χαρακτηριστικά βαλβίδας ρύθμισης πίεσης πέδησης ευαίσθητες στο φορτίο.

Οι βαλβίδες ρύθμισης της πίεσης πέδησης με ευαισθησία στο φορτίο,

τοποθετούνται κοντά στον πίσω άξονα. Η συμπίεση της ανάρτησης μεταξύ του άξονα και του σώματος χρησιμοποιείται για να μετρήσει το φορτίο του οχήματος και

Page 127: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.48

μεταφέρεται διαμέσου μηχανικών μοχλών στο ελατήριο ελέγχου μέσα στην βαλβίδα ρύθμισης της πίεσης πέδησης.

Το ελατήριο ελέγχου δρα πάνω σ'ένα βηματικό έμβολο. Κατά την διάρκεια της

αρχικής πέδησης, το ελατήριο ελέγχου διατηρεί την έδρα της βαλβίδας στο βηματικό έμβολο ανοιχτή, μέχρις ότου η πίεση πέδησης να φτάσει κάποιο όριο στο οποίο, ανάλογα με την περιοχή δράσης του βηματικού εμβόλου, ανταποκρίνεται στη δύναμη του ελατηρίου ελέγχου.

Σχήμα 4.22. Βαλβίδα ρύθμισης πίεσης πέδησης με ευαισθησία στο φορτίο. 1. Από αντλία φρένων 2. Προς μηχανισμούς φρένων των τροχών

3. Μηχανικός μοχλός 4. Ελατήρια ελέγχου 5. Βηματικό έμβολο

4.7. ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΠΕΔΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΜΠΟΡΙΚΑ ΟΧΗΜΑΤΑ 4.7.1. Επιβραδυντικά συστήματα πέδησης

Τα φρένα που χρησιμοποιούνται στα επιβατικά και εμπορικά οχήματα δεν είναι σχεδιασμένα για συνεχή λειτουργία. Όταν εφαρμοστούν για μεγάλο χρονικό διάστημα τα φρένα υπερθερμαίνονται με αποτέλεσμα να εξασθενούν. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, το σύστημα πέδησης μπορεί να καταστραφεί ολοκληρωτικά. Τα βαριά οχήματα ωστόσο έχουν ενσωματωμένο ένα σύστημα επιβραδυντή για συνεχή πέδηση που λειτουργεί ανεξάρτητα από το σύστημα πέδησης. Tα περισσότερα επιβραδυντικά συστήματα πέδησης που χρησιμοποιούνται σε εμπορικά οχήματα χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: συστήματα στραγγαλισμού της πολλαπλής εξαγωγής και επιβραδυντές.

Page 128: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.49

Φρένα με στραγγαλισμό της πολλαπλής εξαγωγής Μείωση στην διατομή της πολλαπλής εξαγωγής ή διαφοροποίηση στο χρονισμό

της βαλβίδας αυξάνει το αρνητικό έργο στο διάγραμμα πίεσης - όγκου του κινητήρα, συντελώντας στην επιβράδυνση του οχήματος.

Page 129: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.50

Σχήμα 4.23. Φρένο με στραγγαλισμό της πολλαπλής εξαγωγής σε συνδυασμό με υδραυλικά ελεγχόμενα φρένα

1. Πεντάλ πέδησης 2. Στραγγαλιστική βαλβίδα 3.Μονάδα πέδησης 4. Διακόπτης 5. Δοχείο πίεσης αερόφρενου

Υδροδυναμικοί επιβραδυντές

Η μηχανική ενέργεια που παρέχεται από τον οδηγό άξονα μετατρέπεται από τον ρότορα σε κινητική ενέργεια ενός ρευστού. Η κινητική ενέργεια με την σειρά της μετατρέπεται σε θερμότητα στον στάτορα, που σημαίνει ότι το ρευστό που χρησιμοποιείται πρέπει να ψυχθεί. Ηλεκτροδυναμικοί επιβραδυντές

Οι σπείρες του ηλεκτρικού πεδίου είναι τοποθετημένες σ'ένα δίσκο που έχει την μορφή στάτορα. Οι ρότορες, που είναι ενισχυμένοι για καλύτερη αποβολή της θερμότητας, είναι τοποθετημένοι στον κινητήριο άξονα και στις δύο πλευρές του στάτορα.

Για να φρενάρει το όχημα, οι σπείρες του πεδίου τροφοδοτούνται με ρεύμα και δημιουργείται μαγνητικό πεδίο. Αδρανειακά ρεύματα διεγείρονται στους ρότορες καθώς αυτοί περιστρέφονται εντός του μαγνητικού πεδίου.Έτσι παράγεται στρεπτική ροπή πέδησης το μέτρο της οποίας είναι συνάρτηση της διέγερσης των σπειρών του στάτορα.

Page 130: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.51

Σχήμα 4.24. Υδροδυναμικός επιβραδυντής

1. Στάτορας πέδησης 2. Οδηγός άξονας 3. Φλάντζα συναρμολόγησης 4. Ρότορας πέδησης 5. Εναλλάκτης θερμότητας (λάδι/νερό)

Διάγραμμα 4.6. Χαρακτηριστικά στρεπτικής ροπής πέδησης υδροδυναμικού επιβραδυντή

Page 131: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.52

Μηχανικά συστήματα πέδησης

Εξαιρώντας τα επιβατικά οχήματα, τα μηχανικά συστήματα πέδησης χρησιμοποιούνται σήμερα μόνο σε ελαφρά εμπορικά οχήματα και ως χειρόφρενα σε ρυμουλκούμενα. Εξαιρώντας τα συστήματα πέδησης λειτουργίας των επιβατικών οχημάτων, τα περισσότερα από τα συστήματα αυτά χρησιμοποιούν εξάρτημα μηχανικής μεταβίβασης. Στο μηχανικό σύστημα πέδησης αν αυτό δεν έχει ενσωματωμένο αυτόματο ρυθμιστή, μια αύξηση στην διαδρομή του πεντάλ δείχνει φθορά του υλικού τριβής.

Σχήμα 4.25. Επιβραδυντής αδρανειακού ρεύματος

1. Ρότορας 2. Στάτορας 3. Συνδετήρας 4. Οδηγός άξονας

Διάγραμμα 4.7. Χαρακτηριστικά στρεπτικής ροπής πέδησης επιβραδυντή αδρανειακού ρεύματος

Page 132: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.53

Υποβοηθούμενα μηχανικά συστήματα πέδησης

Αυτά τα συστήματα πέδησης χρησιμοποιούνται σε ελαφριά έως ελαφρώς βαριά φορτηγά. Σε περίπτωση βλάβης του υποβοηθητικού συστήματος λειτουργούν ως μηχανικά συστήματα απαιτώντας όμως μεγαλύτερη δύναμη στο πεντάλ. Μη μηχανικά συστήματα πέδησης

Τα συστήματα αυτά χρησιμοποιούνται σε ελαφρά φορτηγά έως και βαριά οχήματα με:

- συμπιεσμένο αέρα ως μέσο για τα εξαρτήματα παροχής ενέργειας και μεταβίβασης

Διάγραμμα 4.8. Χαρακτηριστικές καμπύλες διαφόρων

επιβραδυντών συστημάτων πέδησης

- πνευματική - υδραυλική δύναμη μεταβίβασης στο σύστημα πέδησης υπηρεσίας και πνευματική δύναμη μεταβίβασης στο χειρόφρενο

- υψηλή πίεση και με περιορισμένη πίεση - υψηλή πίεση στον τράκτορα Στην κατηγορία αυτή επίσης ανήκει και το χειρόφρενο χωρίς σύστημα μοχλών.

Αδρανειακά συστήματα πέδησης

Τα συστήματα αυτά χρησιμοποιούνται μόνο σε ελαφρά ρυμουλκούμενα οχήματα και σε δρόμους για κανονική οδήγηση. Σε πολλούς σχεδιασμούς η επίδραση πέδησης του οχήματος αυξάνεται από μία δύναμη ενός ελατηρίου,η οποία δρα όταν το όχημα ρυμουλκείται και παύει όταν το όχημα φρενάρεται. Το αδρανειακό σύστημα πέδησης σε μερικές περιπτώσεις χρησιμοποιείται μαζί με το βαρυτικό σύστημα πέδησης.

Page 133: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.54

Σύστημα πέδησης απλού κυκλώματος

Σ'αυτό το σύστημα χρησιμοποιείται μία απλή γραμμή αέρα για τον ανεφοδιασμό του δοχείου πίεσης ενέργειας καθώς επίσης και για την λειτουργία των φρένων του ρυμουλκούμενου διά μέσου της ρυθμιστικής βαλβίδας πέδησης. Η πίεση στην γραμμή κατά την διάρκεια του πατήματος του πεντάλ απελευθερώνεται για φρενάρισμα. Εάν το ρυμουλκούμενο τείνει να αποσυνδεθεί από τον τράκτορα, απελευθερώνεται πίεση από την γραμμή ελέγχου. Αυτό σημαίνει ότι το ρυμουλκούμενο σε τέτοια περίπτωση φρενάρει αυτόματα.

Εάν κατά την διάρκεια της προηγούμενης διαδικασίας υπάρξει διαρροή, πέφτει η πίεση στο δοχείο πίεσης, πράγμα που μειώνει την δύναμη πέδησης. Τότε το σύστημα μπορεί αυτόματα να αλλάξει σε σύστημα φρένου στραγγαλισμού της εξαγωγής. Στο σύστημα πέδησης απλού κυκλώματος είναι επίσης αναγκαίο να επικοινωνούν τα δοχεία πίεσης του τράκτορα με του ρυμουλκούμενου, ώστε τα φρένα πέδησης λειτουργίας να απελευθερώνονται αμέσως μετά το φρενάρισμα. Συστήματα πέδησης πολλαπλής διαδρομής

Σ'αυτά τα συστήματα, η μία διαδρομή (γραμμή παροχής) συνδέει τα δοχεία

πίεσης τράκτορα και ρυμουλκούμενου - η πίεση παραμένει σταθερή -. Η δεύτερη διαδρομή (διαδρομή ελέγχου) οδηγεί από την βαλβίδα ελέγχου του τράκτορα στη βαλβίδα πέδησης του ρυμουλκούμενου. Η δράση πέδησης αρχίζει με μία αύξηση στην πίεση. Η γραμμή παροχής προυποθέτει την εφαρμογή αυτόματης πέδησης σε περίπτωση αστοχίας στη σύνδεση του ρυμουλκούμενου. Εάν η γραμμή παροχής διακοπεί ή χαλαρώσει, απελευθερώνεται αέρας, πέφτει η πίεση και η βαλβίδα πέδησης στο ρυμουλκούμενο εγγυάται το αυτόματο φρενάρισμα.

Σχήμα 4.26. Υποβοηθούμενο σύστημα πέδησης με υποπίεση διπλού κυκλώματος για ελαφρά εμπορικά οχήματα, 1. Μηχανή ανάφλεξης 2. Στραγγαλιστική βαλβίδα 3. Καρμπυρατέρ, 4. Βαλβίδα ελέγχου 5.Σωλήνας εισαγωγής 6. Μηχανικό χειρόφρενο. 7. Πεντάλ πέδησης 8. Σειρά κυρίως υδραυλικών κυλίνδρων, 9. Ενισχυτής πέδησης, 10. Μπροστινός άξονας, 11. Πίσω άξονας

Page 134: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.55

Σχήμα 4.27. Αερόφρενα για φορτηγά Υποβοηθούμενο σύστημα πέδησης πεπιεσμένου αέρα διπλής διαδρομής

1. συμπιεστής, 2. ρυθμιστής πίεσης, 3. αντιψυκτική αντλία, 4. βαλβίδα προστασίας τετραπλού κυκλώματος, 5. δοχείο πίεσης αέρα,

6. σύνδεση κεφαλής με αυτόματο στοιχείο διακοπής, 7. βαλβίδα αποστραγγίσεως νερού, 8. βαλβίδα ελέγχου,

9.ενισχυτής διπλού κυκλώματος,10. βαλβίδα επιθεωρήσεως (συνήθως περιλαμβάνεται στην βαλβίδα χειρόφρενου),

11. βαλβίδα χειρόφρενου, 12. βαλβίδα ελέγχου ρυμουλκούμενου, 13. σύνδεση κεφαλής χωρίς αυτόματο στοιχείο διακοπής,

14. ελατήριο πέδησης - ενεργωτής, 15. μπροστινός άξονας, 16. αυτόματος μετρητής ευαισθησίας φορτίου - δύναμης πέδησης,

17. πίσω άξονας,18. βαλβίδα πέδησης λειτουργίας, 19. κύλινδρος πέδησης, 20.ρελέ, 21.κύλινδρος συνδυασμένης πέδησης,

22. βαλβίδα πέδησης λειτουργίας με όριο πίεσης, 23. βαλβίδα περιορισμού πίεσης,24. βαλβίδα χειρόφρενου με όριο πίεσης,

25 ενεργωτής κύλινδρος, 26 διπλός μετρητής πίεσης, 27. βαλβίδα προστασίας διπλού κυκλώματος, 28. μηχανισμός χειρόφρενου,

29.βαλβίδα πέδησης ρυμουλκούμενου.

Page 135: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.56

Σχήμα 4.28. Υποβοηθούμενο σύστημα πέδησης διπλού κυκλώματος διπλής διαδρομής με πνευματικό σύστημα μεταβίβασης

Σχήμα 4.29. Υποβοηθούμενο σύστημα πέδησης διπλού κυκλώματος μονής διαδρομής

Page 136: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.57

Σχήμα 4.30. Υποβοηθούμενο σύστημα πέδησης διπλού κυκλώματος διπλής διαδρομής με περιορισμό πίεσης και υδραυλικό σύστημα μεταβίβασης

Σχήμα 4.31. Σύστημα πέδησης διπλής διαδρομής για ρυμουλκούμενο όχημα

Page 137: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.58

4.7.2. Μηχανισμοί αερόφρενων Σύστημα παροχής ενέργειας

Το σύστημα παροχής ενέργειας περιλαμβάνει τα εξής στοιχεία: - πηγή ενέργειας - ρυθμιστή πίεσης - κλιματισμό (ψύξη - αφύγρανση) Ένας συμπιεστής χρησιμοποιείται ως πηγή ενέργειας, και έχει συνήθως την

μορφή εμβολοφόρου αντλίας. Ο εσωτερικός αέρας συμπιέζεται μέσω αυτόματης αναρρόφησης και βαλβίδων παραλαβής.

Το σύστημα ρύθμισης πίεσης διατηρεί το επιθυμητό επίπεδο πίεσης. Δύο βασικοί τύποι ρύθμισης χρησιμοποιούνται:

- Αυτή στην οποία ο ρυθμιστής πίεσης δεν έχει καμία επίδραση στην πηγή ενέργειας.

- Αυτή στην οποία ο ρυθμιστής πίεσης επηρεάζει την πηγή ενέργειας. Ο πρώτος από αυτούς τους δύο τύπους περιλαμβάνει έναν ρυθμιστή πίεσης ο

οποίος, όταν η επιθυμητή μέγιστη λειτουργική πίεση επιτευχθεί, κλείνει και επιστρέφει τον αέρα που παρείχθει από τον συμπιεστή στην ατμόσφαιρα. Εάν η πίεση στα αεροφυλάκια φτάσει το χαμηλότερο λειτουργικό όριο πίεσης, ο ρυθμιστής πίεσης ανοίγει ξανά και εφοδιάζει τον αέρα που παραδίδεται από τον συμπιεστή στα δοχεία πίεσης.

Σχήμα 4.32. Ρυθμιστής πίεσης 1. Από τον συμπιεστή αέρα 2. Στα αεροφυλάκιο 3. Ανακούφιση

Page 138: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.59

Ο δεύτερος τύπος περιλαμβάνει έναν ρυθμιστή πίεσης ο οποίος, όταν επιτευχθεί

η επιθυμητή μέγιστη λειτουργική πίεση, εφαρμόζει πίεση σε ένα λειτουργικό έμβολο μέσα στο συμπιεστή, του οποίου ανοίγει την εσωτερική του βαλβίδα, χωρίς να έχει εφοδιαστεί στα δοχεία πίεσης αέρας (ο εσωτερικός αέρας αποβάλλεται διαμέσου του εσωτερικού σωλήνα). Όταν η πίεση στα δοχεία πίεσης αέρα φθάσει το χαμηλότερο λειτουργικό όριο, ο ρυθμιστής ανοίγει και η εσωτερική βαλβίδα μπορεί και πάλι αυτόματα να ανοίγει και να τροφοδοτεί με πεπιεσμένο αέρα τα αεροφυλάκια.

Επίπεδο πίεσης: Στα σημερινά ρυμουλκούμενα οχήματα, χρησιμοποιούνται τιμές μεταξύ 7 και 10 bar (χαμηλή πίεση) και μεταξύ 14 και 20 bar (υψηλή πίεση). Στα συστήματα πέδησης δύο διαδρομών, η πίεση στις γραμμές σύνδεσης του ρυμουλκούμενου οχήματος και του τράκτορα είναι μεταξύ 6 και 8 bar.

Ο καθαρισμός του αέρα είναι απαραίτητος για να εξασφαλίσει την άριστη λειτουργία των εξαρτημάτων του συστήματος πέδησης. Ακαθαρσίες μπορούν από την μία μεριά να επηρεάσουν την καλή λειτουργία των βαλβίδων ελέγχου και από την άλλη μεριά το νερό στο συμπιεσμένο αέρα οδηγεί σε διάβρωση, ή σχηματισμό πάγου κάτω από 00C. Καθαριστές αέρα, αντιψυκτικές αντλίες, βαλβίδες αποστραγγίσεως νερού και αποξηραντές αέρα χρησιμοποιούνται για να λύσουν αυτά τα προβλήματα. Σύστημα μεταβίβασης

Το σύστημα μεταβίβασης περιλαμβάνει τα εξής: - μόνωση του κυκλώματος (π.χ. προστατευτική βαλβίδα πολλαπλού κυκλώματος) - αποθήκευση ενέργειας (π.χ. δοχείο πίεσης αέρα) - εξαρτήματα ελέγχου (π.χ. βαλβίδες πέδησης) - μέτρηση ευαισθησίας φορτίου δύναμης πέδησης (π.χ. αυτόματος έλεγχος

ευαισθησίας φορτίου δύναμης πέδησης) - κύλινδροι πέδησης ή βοηθητικοί κύλινδροι Αυτά τα εξαρτήματα δουλεύουν μαζί όπως δείχνει το παρακάτω διάγραμμα ενός

μη μηχανικού συστήματος πέδησης λειτουργίας διπλού κυκλώματος. Σχεδιασμός και κατασκευή των εξαρτημάτων Απομόνωση κυκλώματος

Γίνεται ένας διαχωρισμός των κυκλωμάτων, με προτεραιότητα του ενός ως προς το άλλο σε περίπτωση ζημιάς σε κάποιο και διατήρηση της λειτουργικής ακεραιότητας των άθικτων κυκλωμάτων.

Η απομόνωση του κυκλώματος επιτυγχάνεται κυρίως με έναν συνδυασμό επιστομίων υπερχειλίσεως, τα οποία είναι συνδεδεμένα σαν μία μονάδα. Η λειτουργία τους είναι ασφαλής για χαμηλή αλλά και υψηλή τιμή πίεσης. Αποθήκευση ενέργειας

Περιλαμβάνει διάταξη αεροφυλακίων του απαιτούμενου όγκου αέρα ενέργειας για όλα τα κυκλώματα στο σύστημα πέδησης, συμπεριλαμβάνοντας διάταξη της ενέργειας σε περίπτωση βλάβης της πηγής παροχής. Γι'αυτό το σκοπό

Page 139: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.60

χρησιμοποιούνται (εμπορικά διαθέσιμα) συγκολλημένα δοχεία πίεσης αέρα από ατσάλινα φύλλα. Εξοπλισμός ελέγχου

Αυτός ο εξοπλισμός χρησιμοποιείται για να προσφέρει τον επιθυμητό βαθμό μετρούμενης πίεσης στο τμήμα του συστήματος που απευθύνεται. Μηχανικά, υδραυλικά ή πνευματικά κινούμενες ή ελεγχόμενες βαλβίδες αντίδρασης χρησιμοποιούνται για να ελέγξουν την πίεση στην έξοδο κάθε βαλβίδας σαν συνάρτηση της μεταβλητής εισόδου. Λόγω της μεγάλης ποικιλίας των εφαρμογών, χρησιμοποιείται ένας μεγάλος αριθμός από διαφορετικά εξαρτήματα. Βαλβίδες ελέγχου δύο κυκλωμάτων απαιτούνται επίσης για συστήματα πέδησης λειτουργίας δύο κυκλωμάτων. Η κατάλληλη λειτουργία του συστήματος πέδησης απαιτεί καλή συμπεριφορά ελέγχου, καλή ικανότητα μέτρησης της πίεσης, γρήγορους χρόνους αντίδρασης και χαμηλή υστέρηση του συστήματος πέδησης.

Αυτόματη μέτρηση ευαισθησίας φορτίου - δύναμης πέδησης

Είναι ο αυτόματος έλεγχος της πίεσης σε σχέση με το φορτίο του οχήματος. Το φορτίο συχνά προσδιορίζεται με την πίεση ενός ελατηρίου (στην περίπτωση

αναρτήσεων με ημιελλειπτικά ελατήρια) καθώς και με πίεση αέρα (στην περίπτωση πνευματικών αναρτήσεων). Μία βαλβίδα ελέγχου με μεταβλητή επιφάνεια δράσης μειώνει την πίεση εξόδου στην βαλβίδα σε σχέση με την πίεση εξόδου σαν μία συνάρτηση της συμπίεσης του ελατηρίου ή της πίεσης. Κύλινδροι πέδησης ή βοηθητικοί κύλινδροι.

Χρησιμοποιούνται για να μετασχηματίσουν την εφαρμοζόμενη στο σύστημα πίεση σε δύναμη πέδησης.

Χρησιμοποιούνται κύλινδροι εμβολοφόρου αντλίας αλλά και κύλινδροι διαφράγματος. Οι κύλινδροι διαφράγματος χρησιμοποιούνται κυρίως για το σύστημα πέδησης λειτουργίας, ενώ ελατηριωτοί εκκινητές πέδησης χρησιμοποιούνται για το χειρόφρενο. Στην περίπτωση αξόνων στους οποίους γίνεται δράση και των δύο συστημάτων πέδησης (λειτουργίας και χειρόφρενο), χρησιμοποιείται συνδυασμός κυλίνδρων.απλού θαλάμου ελατηρίων πέδησης, οι οποίοι καλούνται συνδυασμός κυλίνδρων. Βαλβίδα πέδησης λειτουργίας.

Δύο κατά σειρά τοποθετημένες βαλβίδες ελέγχου ενεργοποιούνται από ένα κοινό σύστημα (με μεταβίβαση). Ο συγχρονισμός στο άνοιγμα και των δύο κυκλωμάτων επιτυγχάνεται λόγω των όμοιων δυνάμεων σφράγισης βαλβίδων και ελατηρίων.

Page 140: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.61

Διάγραμμα 4.9. Σύστημα μεταβίβασης σε υποβοηθούμενο σύστημα πέδησης (δομικό διάγραμμα)

1. Παροχή ενέργειας 2. Μόνωση κυκλώματος 3. Αποθήκευση ενέργειας 4. Έλεγχος εξαρτημάτων

5. Αυτόματη μέτρηση ευαισθησίας φορτίου δύναμης πέδησης 6. Κύλινδρος πέδησης ή βοηθητικός VA μπροστινός άξονας, HA πίσω άξονας (Bosch

Hanbook 1996(

Στην κατάσταση πέδησης, το κινούμενο έμβολο μεταξύ τωνδύο κυκλωμάτων ελέγχου υποβάλλεται, στις δύο του πλευρές, με την τρέχουσα εφαρμοζόμενη πίεση πέδησης και έτσι εξασφαλίζεται συγχρονισμός των κυκλωμάτων. Το αφόρτιστο ελατήριο μετατόπισης παρέχει μικρές μετακινήσεις λόγω αντίδρασης της βαλβίδας πέδησης λειτουργίας. Η αλληλεπίδραση της δύναμης του εμβόλου αντίδρασης με το ελατήριο μετατόπισης καθιστά το σύστημα ικανό να εκτελεί τις απαραίτητες

Page 141: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.62

μετατοπίσεις ελέγχου ανεξάρτητα. Το σφράγισμα του κινούμενου εμβόλου από δύο κυκλώματα πιστοποιεί την απαιτούμενη ασφάλεια. Αυτόματος μηχανισμός για τη διόρθωση της δύναμης πέδησης σαν συνάρτηση του φορτίου

Αυτό το εξάρτημα είναι συνδεδεμένο μεταξύ της βαλβίδας πέδησης λειτουργίας και των κυλίνδρων πέδησης. Ανάλογα με το φορτίο του οχήματος, το εξάρτημα αυτό κανονίζει την εφαρμοζόμενη δύναμη πέδησης. Το εξάρτημα έχει ένα διάφραγμα αντίδρασης μεταβλητής επιφάνειας δράσης. Το διάφραγμα αυτό στηρίζεται σε δύο ακτινικά τοποθετημένα και στερεωμένα στηρίγματα με κάποια κλίση. Ανάλογα με την θέση που βρίσκεται η βαλβίδα ελέγχου στην κάθετη διεύθυνση, υπάρχει μία μεγάλη περιοχή αντίδρασης (η βαλβίδα βρίσκεται στο κάτω μέρος) ή μία μικρή περιοχή αντίδρασης (η βαλβίδα βρίσκεται στην κορυφή). Οι κύλινδροι πέδησης εφοδιάζονται διαμέσου μιας συμπληρωματικής βαλβίδας ανταπόκρισης με μία πίεση η οποία είναι μικρότερη από την αντίστοιχη όταν το όχημα δεν είναι φορτωμένο, ή ίδια με αυτήν όταν είναι πλήρως φορτωμένο. Το σύστημα αυτό είναι τοποθετημένο στο πλαίσιο του αυτοκινήτου και αισθάνεται την κατάσταση πίεσης ενός άξονα με ένα σύστημα περιστροφής διαμέσου μοχλών. Η περιστρεφόμενη κάμα μετακινεί το στέλεχος της βαλβίδας ανάλογα στην κάθετη διεύθυνση και έτσι υπολογίζεται η θέση της βαλβίδας. Ο ρυθμιστής πίεσης ο οποίος είναι ενσωματωμένος στην κορυφή του εξαρτήματος επιτρέπει μία μικρή επιμέρους πίεση να διαρρεύσει στο πάνω μέρος του διαφράγματος. Έτσι, λόγω αυτής της πίεσης, δεν υπάρχει μείωση στην πίεση των κυλίνδρων πέδησης. Το αποτέλεσμα είναι η σύγχρονη εφαρμογή της πέδησης σε όλους τους άξονες του οχήματος. Εάν σπάσει ο μοχλός περιστροφής, η εφαρμοζόμενη πίεση διαρρέει στους κυλίνδρους πέδησης με ένα λόγο 2:1.

Σχήμα 4.34. Βαλβίδα πέδησης λειτουργίας 1. Eκκίνηση 2. Έμβολο αντίδρασης 3. Kύκλωμα πέδησης 1

4. Kινούμενο έμβολο 5. Kύκλωμα πέδησης 2 6. Aνακούφιση 7. Eλατήριο μετατόπισης

Page 142: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.63

8. Kύκλωμα παροχής 1 9. Bαλβίδες ελέγχου 10. Kύκλωμα παροχής 2

Σχήμα 4.35. Αυτόματη βαλβίδα για διόρθωση της δύναμης πέδησης σε σχέση με το φορτίο 1. Ανακούφιση 2. Προπορεία, 3. Διάφραγμα αντίδρασης,

4. Από δοχείο πίεσης 5. Εκτόνωση 6. Από βαλβίδα πέδησης λειτουργίας 7. Βαλβίδα ελέγχου 8. Έμβολο αναμετάδοσης 9. Προς τον κύλινδρο πέδησης 10. Περιστροφική κάμα.

Σχήμα 4.36. Βαλβίδα ελέγχου ρυμουλκούμενου 1. Κύκλωμα πέδησης λειτουργίας 1 2. Κύκλωμα χειρόφρενου

3. Κύκλωμα πέδησης λειτουργίας 2 4. Έμβολο ελέγχου 5. Εκτόνωση 6. Έμβολο ελέγχου 7. Γραμμή ελέγχου προς το ρυμουλκούμενο

Page 143: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.64

8. Γραμμή παροχής προς το ρυμουλκούμενο 9. Μονάδα ελέγχου εμβόλου

Βαλβίδα ελέγχου ρυμουλκούμενου

Σε συστήματα πέδησης δύο διαδρομών η βαλβίδα ελέγχου ρυμουλκούμενου η οποία είναι τοποθετημένη στον τράκτορα, ελέγχει το σύστημα πέδησης λειτουργίας του ρυμουλκούμενου. Αυτή η πολλαπλών κυκλωμάτων βαλβίδα αναμετάδοσης, ενεργοποιείται και από τα κυκλώματα του συστήματος πέδησης λειτουργίας αλλά και από το χειρόφρενο.

Σε κατάσταση οδήγησης, ο θάλαμος παροχής όπως και ο θάλαμος του κυκλώματος χειρόφρενου υπόκεινται την ίδια πίεση και η γραμμή ελέγχου του ρυμουλκούμενου εκτονώνεται διαμέσου της κεντρικής θύρας ανακούφισης. Μία αύξηση στην πίεση του εμβόλου ελέγχου του κυκλώματος πέδησης 1 (κορυφή) ή του συστήματος πέδησης 2 (κάτω μέρος) οδηγεί σε ανάλογη αύξηση της πίεσης στη γραμμή ελέγχου του ρυμουλκούμενου.

Το μεγαλύτερο έμβολο ελέγχου του συστήματος πέδησης 1 εννοείται ότι έχει προτεραιότητα έναντι του εμβόλου ελέγχου του κυκλώματος 2. Μείωση στην πίεση των κυκλωμάτων πέδησης λειτουργίας οδηγεί σε μία ίδια μείωση στην γραμμή ελέγχου του ρυμουλκούμενου.

Η εκτόνωση του κυκλώματος χειρόφρενου μεγαλώνει την πίεση στο θάλαμο προς την γραμμή ελέγχου του ρυμουλκούμενου. Η εφαρμογή του αέρα στο κύκλωμα του χειρόφρενου εκτονώνει και τη γραμμή ελέγχου του ρυμουλκούμενου.

Σχήμα 4.37. Συνδυασμένος κύλινδρος πέδησης για σφηνοειδή φρένα. 1. Γραμμή ελέγχου ελατηριωτού εκκινητή πέδησης

2. Γραμμή ελέγχου κυλίνδρου ενός θαλάμου 3. Διωστήρας πίεσης 4. Έμβολο διωστήρα 5. Ελεύθερος κοχλίας

Συνδυασμένος κύλινδρος πέδησης για σφηνοειδή φρένα.

Ο συνδυασμένος κύλινδρος πέδησης αποτελείται από έναν κύλινδρο διαφράγματος ενός θαλάμου για τα φρένα λειτουργίας και έναν ελατηριωτό εκκινητή πέδησης για το χειρόφρενο. Ο κύλινδρος και ο ελατηριωτός ενεργωτής πέδησης

Page 144: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.65

συνδέονται εν σειρά και δρούν πάνω σε ένα κοινό διωστήρα πίεσης. Μπορούν να ενεργοποιηθούν ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλον. Η ταυτόχρονη εκκίνηση έχει ως αποτέλεσμα την πρόσθεση των δυνάμεών τους.

Ο κεντρικός ελεύθερος κοχλίας επιτρέπει - και χωρίς πεπιεσμένο αέρα - εφελκυσμό του ελατηρίου του ελατηριωτού ενεργωτή πέδησης (Σχήμα 4.36). Αυτή είναι η θέση συναρμολόγησης όταν γίνεται η τοποθέτησή του. Μετά την τοποθέτηση, ο ελεύθερος κοχλίας βιδώνεται μέσα στον εκκινητή και το ελατήριο δρα διαμέσου του εμβόλου διωστήρα στο μηχανισμό της εκτεινόμενης σφήνας. Η εκροή συμπιεσμένου αέρα μπροστά από το έμβολο απελευθέρωσης χειρόφρενου κινεί το έμβολο ενάντια στην δύναμη του ελατηρίου, έτσι εκτείνεται το ελατήριο και απελευθερώνει το φρένο. Όταν το φρένο λειτουργίας ενεργοποιηθεί, ο συμπιεσμένος αέρας ρέει πίσω από το διάφραγμα και δρα διαμέσου του εμβόλου και του διωστήρα πίεσης στο μηχανισμό εκτεινόμενης σφήνας. Η μείωση της πίεσης οδηγεί ξανά το φρένο σε απελευθέρωση.

Συμπλήρωση αέρα γίνεται επίσης, κατά την διάρκεια της κανονικής πέδησης, όπου μέρος της πίεσης χάνεται. Αυτό εγγυάται αρκετή υπολειπόμενη διαδρομή εμβόλου σε περίπτωση δυσλειτουργίας. Το άνοιγμα και κλείσιμο της αντλίας, εάν η πίεση των αεροφυλακίων πέσει σε χαμηλό επίπεδο, πραγματοποιείται μέσω ασφαλιστικών διακοπτών πίεσης.

Σχήμα 4.38. Διάγραμμα συστήματος ABS 3 (Bosch).

1. Βαλβίδα πέδησης 2. Εξομοιωτής διαδρομής 3&4. Έμβολα κυρίως κυλίνδρου πέδησης 5. Διακόπτης διαδρομής εμβόλου

6. Έμβολο εμπλοκής 7. Διακόπτης πίεσης συσσωρευτή

Page 145: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.66

8. Διακόπτης πίεσης 9. Συμπληρωματική βαλβίδα 10. Βαλβίδα ABS, (Bosch Handbook 1996).

Page 146: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4

Η ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.1. ΠΕΔΗΣΗ ΚΑΙ ΑΡΧΕΣ ΤΡΙΒΗΣ

Ένα από τα πλέον σημαντικά συστήματα του αυτοκινήτου είναι το σύστημα πέδησης. Η σπουδαιότητά του έγκειται στο ότι το σύστημα αυτό είναι υπεύθυνο για την επιβράδυνση του οχήματος και την ακινητοποίησή του, ελαττώνοντας βαθμιαία την κινητική του ενέργεια μετατρέποντάς την σε θερμική ή άλλης μορφής.

Η σπουδαιότητα του συστήματος φρένων είναι τόσο μεγάλη όσο και αυτή του κινητήρα, γιατί με τα δύο αυτά συστήματα μπορεί να κατευθύνεται ένα όχημα με ασφάλεια. Όσο αξιόπιστα είναι αυτά, τόσο ασφαλέστερη γίνεται η κίνηση του οχήματος, συμβάλλοντας ουσιαστικά στην αύξηση της ενεργητικής του ασφάλειας.

'Οσο μεγαλύτερη είναι η μέση ταχύτητα του αυτοκινήτου, τόσο περισσότερη προσοχή πρέπει να δίνεται στην ασφαλή κίνησή του και τόσο καλύτερες πρέπει να είναι οι ιδιότητες του συστήματος πέδησης. Κατά τη διάρκεια της πέδησης, η τριβή μετατρέπει την κινητική ενέργεια του οχήματος σε θερμότητα, που αποβάλλεται στον περιβάλλοντα αέρα. Η πέδηση προκαλεί μη ανακτήσιμες απώλειες, γιατί η ενέργεια που απορροφάται από τα φρένα δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί παραπέρα. Στην περίπτωση κανονικής πέδησης (πέδησης λειτουργίας), το μεγαλύτερο μέρος της θερμότητας απελευθερώνεται στα φρένα (μεταξύ των επενδύσεων τριβής και των τυμπάνων) και στην περίπτωση πλήρους πέδησης (πέδησης ανάγκης), όταν οι τροχοί είναι ακινητοποιημένοι, μεταξύ των ελαστικών και του δρόμου.

Οι αρχές που περιγράφουν το φαινόμενο της πέδησης είναι αυτές της τριβής.

Σχήμα 4.1. Σύστημα πέδησης επιβατικού αυτοκινήτου Peugeot 405, διπλό κύκλωμα, δίσκοι εμπρός – πίσω.

Page 147: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.2

Η πέδηση επιτυγχάνεται με την ανάπτυξη τριβής στους τροχούς. Τα φρένα είναι

διατάξεις που κατά την πέδηση έρχονται σε επαφή με ορισμένο μέρος των τροχών, οι οποίοι περιστρέφονται όπου αναπτύσσεται ξηρή τριβή. Η τριβή αυτή επιβραδύνει την περιστροφή των τροχών και μια άλλη δύναμη τριβής, αυτή που αναπτύσσεται μεταξύ των τροχών και του εδάφους, ακινητοποιεί το όχημα.

Κατά το φαινόμενο της πέδησης αναπτύσσονται δύο είδη μηχανισμών τριβής. Ο πρώτος εφαρμόζεται από τον μηχανισμό των φρένων στους τροχούς και ο δεύτερος μεταξύ των ελαστικών και του δρόμου. Και εδώ πρέπει να τονιστεί ένα σημαντικό σημείο: αν κατά την διάρκεια της κίνησης εφαρμοστεί δύναμη στα φρένα, τέτοια ώστε να ακινητοποιηθούν οι τροχοί τότε αυτοί ολισθαίνουν επί του οδοστρώματος και το όχημα χάνει μεγάλο μέρος από την επιβράδυνσή του. Η εξήγηση του φαινομένου αυτού είναι η εξής: αν εφαρμοστεί δύναμη πέδησης τέτοια ώστε να ακινητοποιηθούν οι τροχοί, τότε μεταξύ των τροχών και του οδοστρώματος αναπτύσσεται τριβή ολίσθησης και η θερμότητα που αναπτύσσεται στό ίδιο σημείο του ελαστικού προκαλεί τήξη του ελαστικού με αποτέλεσμα να μειςθεί ακόμα περισσότερο η τριβή ολίσθηση.

Η τριβή γενικά εξαρτάται από τους εξής τρεις παράγοντες: α) από την δύναμη που εφαρμόζεται μεταξύ δύο επιφανειών κατά την κύλισή

τους. Όσο μεγαλύτερη είναι αυτή η δύναμη, τόσο μεγαλύτερη τριβή αναπτύσσεται.

β) από την τραχύτητα της επιφάνειας. Οσο μεγαλύτερη είναι η τραχύτητα μεταξύ των δύο τριβόμενων επιφανειών, τόσο

μεγαλύτερη θα είναι και η τριβή. Αυτό οφείλεται στο ότι οι τραχείες επιφάνειες έχουν περισσότερες ανωμαλίες, οι οποίες κατά την αντίθετη κίνηση των επιφανειών αυτών συγκρούονται, με αποτέλεσμα να απορροφάται ενέργεια και να εμφανίζεται τριβή.

γ) από το υλικό των επιφανειών. Κάθε υλικό, ανάλογα με την σύνθεσή του παρουσιάζει διαφορετικό συντελεστή

τριβής. Κατά το φαινόμενο της τριβής, αναπτύσσεται θερμότητα ανάμεσα στις δύο τριβόμενες επιφάνειες, η οποία συντελεί στην φθορά των δύο επιφανειών, αλλά και επηρεάζει την αποτελεσματικότητα των φρένων μετά από συνεχή χρήση.

Στα συστήματα φρένων γίνεται κατάλληλη επιλογή και των τριών αυτών παραγόντων ώστε να αποδίδουν τα καλύτερα αποτελέσματα. Μελετάμε την διάταξη ώστε οι εφαρμοζόμενες δυνάμεις να είναι αρκετές για να παρέχεται ικανοποιητική επιβράδυνση. Επίσης, λόγω των μεγάλων θερμοκρασιών που αναπτύσσονται κατά την τριβή υπάρχει γρηγορότερη φθορά των επιφανειών. Γενικά επιδιώκεται ελεγχόμενη φθορά και εναλλαξιμότητα των υλικών τριβής. Γι'αυτό το λόγο η μία από τις δύο επιφάνειες κατασκευάζεται από μαλακότερο υλικό, ώστε να υπόκειται σε γρηγορότερη φθορά από την άλλη, για την οποία γίνεται προσπάθεια να φθείρεται βραδύτερα.

Ο πιο συνηθισμένος συνδυασμός υλικών που χρησιμοποιείται στα σύγχρονα συστήματα φρένων είναι ο χάλυβας για την επιφάνεια που περιστρέφεται (στέλεχος) και ειδικά υλικά τριβής (φερμουίτ) για τα ανταλλακτικά μέρη.

Το φερμουίτ έχει επικρατήσει για τους εξής λόγους: i) έχει υψηλή αντοχή σε κρούσεις και σε υψηλές θερμοκρασίες. ii) έχοντας αρκετά χαμηλό κόστος, επιτρέπει τη συχνή αλλαγή του

Page 148: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.3

Σχήμα 4.2. Διαγραμματικό κύκλωμα συστήματος πέδησηςμονού κυκλώματος με ταμπούρα (Απο το βιβλίο του Ιδρύματος Ευγενίδου Αυτοκίνητο)

Page 149: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.4

Βέβαια έχει το μειονέκτημα ότι ο συντελεστής τριβής του είναι χαμηλότερος απ'ότι

ο συντελεστής τριβής του χάλυβα, με αποτέλεσμα να απαιτείται μεγαλύτερη δύναμη για το ζεύγος επιφανειών χάλυβα - φερμουίτ, απ'ότι για το ζεύγος χάλυβα - χάλυβα, για την ίδια πάντα επιβράδυνση. Το μειονέκτημα όμως αυτό εξισορροπείται από τα πλεονεκτήματα της χρήσης του φερμουίτ και από το γεγονός ότι μπορούν να επιτευχθούν αρκετά μεγάλες δυνάμεις τριβής.

Σχήμα 4.3. Μηχανισμός πέδησης εμπρόσθιου τροχού με αεριζόμενο δίσκο.

Page 150: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.5

4.2. ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.2.1. Πειραματική εκτίμηση των ιδιοτήτων πέδησης.

Οι ιδιότητες πέδησης ενός αυτοκινήτου μπορούν να βρεθούν από δοκιμές σε στάση στο εργαστήριο και στο δρόμο, μετρώντας την απόσταση, το χρόνο και την επιβράδυνση όταν επιβραδύνεται με τον μέγιστο ρυθμό, όπως επίσης υπολογίζεται και το μέγεθος των δυνάμεων πέδησης.

Για εργαστηριακές δοκιμές γίνεται χρήση ειδικών εξεδρών, που συνήθως αποτελούνται από μια μετρητική στήλη και αυλακωτές πλατφόρμες διατεταγμένες στη στάθμη του δαπέδου. 'Οταν το αυτοκίνητο οδηγείται πάνω στις πλατφόρμες με ταχύτητα 3 - 3.5 m/sec, επιβραδύνεται απότομα και οι πλατφόρμες μετατοπίζονται κατά τη διεύθυνση της κίνησης, υπό την επίδραση των δυνάμεων αδρανείας. Κάθε πλατφόρμα είναι αρθρωμένη, μέσω ενός μοχλού και ενός υδραυλικού μηχανισμού, με ένα δείκτη στη μετρητική στήλη, πράγμα που κάνει δυνατό να προσδιοριστούν οι δυνάμεις πέδησης που ασκούνται στους τροχούς και να αποτιμηθεί η κατανομή της συνολικής δύναμης πέδησης μεταξύ αυτών.

Διάγραμμα 4.1. Επίδραση στην απόσταση πέδησης

α) από τον συντελεστή τριβής β) από την αρχική ταχύτητα του οχήματος

Page 151: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.6

Οι δοκιμές σε δρόμο διεξάγονται πάνω σε ομαλά, στεγνά και καθαρά τμήματα του δρόμου με σκληρή επιφάνεια, όταν το όχημα φέρει πλήρες φορτίο, όπως προβλέπεται από τις τεχνικές προδιαγραφές του κατασκευαστή.

Κατά τις δοκιμές στο δρόμο, οι ιδιότητες πέδησης ενός αυτοκινήτου, μπορούν να βρεθούν, για παράδειγμα, με τη βοήθεια ενός καταγραφέα "απόστασης - χρόνου - ταχύτητας" ή μιας ταχογεννήτριας προσαρμοσμένης σε έναν ειδικό πέμπτο τροχό (μετρητικό) και μέσω ενός παλμογράφου.

Τα επεξεργασμένα αποτελέσματα των δοκιμών χρησιμοποιούνται για τη χάραξη των γραφημάτων της εξάρτησης της απόστασης πέδησης και του χρόνου από την ταχύτητα με διάφορες τιμές του συντελεστή τριβής φχ όπως φαίνονται στο Διάγραμμα 4.1α.

Από το γράφημα μπορεί να προσδιοριστεί η επιβράδυνση πέδησης (σε m/s2) ως συνάρτηση της ταχύτητας, από την εξίσωση:

tu =j dec Δ

Δ

όπου Δu = πτώση (αρνητική προσαύξηση) στην ταχύτητα σε m/s που αντιστοιχεί σε χρόνο Δt σε δευτερόλεπτα (για εξασφάλιση της απαιτούμενης ακρίβειας, τα διαστήματα του χρόνου δεν πρέπει να είναι μεγαλύτερα από 0.1 sec).

Διάγραμμα 4.2. Παράμετροι Πεδήσεως

Το ίχνος πέδησης μπορεί επίσης να εκτιμηθεί με τη βοήθεια ειδικών ακροφυσίων υψηλής πίεσης που εκτοξεύουν μπογιά πάνω στο δρόμο κατά την έναρξη της

Page 152: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.7

πέδησης. Μετά το σταμάτημα του οχήματος μετριέται η απόσταση από την κηλίδα επί του δρόμου μέχρι το ακροφύσιο και προσδιορίζεται η απόσταση πέδησης.

Οι επιβραδύνσεις κατά την πέδηση μπορεί να εκτιμηθούν και από τις ενδείξεις ενός επιβραδυνσιομέτρου το οποίο είναι ένα φορητό όργανο αδρανειακού τύπου. Μία ιδέα της μεταβολής της ταχύτητας και επιβράδυνσης κατά την πέδηση, φαίνεται στο Διάγραμμα 4.2.

Το τμήμα tr στο διάγραμμα αντιστοιχεί στον χρόνο αντίδρασης του οδηγού στον οποίο, αυτός αποφασίζει να φρενάρει και μεταφέρει το πόδι του από το πεντάλ του γκαζιού στο πεντάλ του φρένου. Ο χρόνος αντίδρασης του οδηγού εξαρτάται από τις ιδιαίτερες ικανότητές του και την εμπειρία του και κυμαίνεται μεταξύ 0.4 - 1 sec. Στους υπολογισμούς, ο χρόνος tr λαμβάνεται συνήθως 0.8 sec.

To τμήμα tdr δείχνει το χρόνο ενεργοποίησης του μηχανισμού του φρένου, από τη στιγμή που πατιέται το πεντάλ του φρένου μέχρι την εμφάνιση της επιβράδυνσης. Κατά τη διάρκεια του χρόνου αυτού, όλα τα κινητά στοιχεία του μηχανισμού του φρένου έχουν μετατοπιστεί στη θέση που μεταβιβάζουν την δύναμη πέδησης από το πόδι του οδηγού προς τους τροχούς. Ο χρόνος tdr εξαρτάται από τον τύπο μηχανισμού του φρένου, την τεχνική κατάστασή του και κυμαίνεται μεταξύ 0.2 - 0.4 sec για υδραυλικό και μεταξύ 0.6 - 0.8 sec για πνευματικό μηχανισμό. Σε αυτοκινούμενους συρμούς (νταλίκες) με αερόφρενα ο χρόνος tdr κυμαίνεται σε 1 - 2 sec.

Το τμήμα tin είναι ίσο (υπό κλίμακα) προς το χρόνο, κατά τη διάρκεια του οποίου η επιβράδυνση αυξάνει από μηδέν (έναρξη της δράσης πέδησης) έως την μέγιστη τιμή της. Ο χρόνος αύξησης της επιβράδυνσης tin εξαρτάται από την αποδοτικότητα του συστήματος πέδησης, το φορτίο του οχήματος, τον τύπο και την κατάσταση του οδοστρώματος. Παρακάτω δίνονται οι τιμές του χρόνου tin (σε sec) για πέδηση ανάγκης με όλους τους τροχούς ακινητοποιημένους.

Επιβατικά αυτοκίνητα 0.05-0.2 Φορτηγά και λεωφορεία με υδραυλικά φρένα 0.05-0.4 Φορτηγά με πνευματικά φρένα (αερόφρενα) και ωφέλιμο φορτίο μέχρι 4500 Κg 0.15-1.2 Φορτηγά με πνευματικά φρένα και ωφέλιμο φορτίο πάνω από 4500 Κg 0.20-1,5 Λεωφορεία με πνευματικά φρένα 0.20-1.3 Οι χαμηλότερες προδιαγραφόμενες τιμές για το χρόνο tin είναι για δρόμους με

χαμηλό συντελεστή τριβής και στην περίπτωση αυτή, το φορτίο του οχήματος δεν έχει πρακτικά επίδραση επί του χρόνου tin. Μεγαλύτερες τιμές του tin αντιστοιχούν σε κίνηση με πλήρες φορτίο σε δρόμους με μεγάλο συντελεστή τριβής.

Το τμήμα tbr παριστάνει τον χρόνο πέδησης με τη μέγιστη ένταση. Κατά τη ροή του χρόνου tr+tdr το αυτοκίνητο κινείται ομοιόμορφα με ταχύτητα u και κατά τη διάρκεια του tin με επιβράδυνση. Κατά τη διάρκεια του χρόνου tbr η επιβράδυνση παραμένει πρακτικά σταθερή και έτσι η ταχύτητα μειώνεται σχεδόν κατά γραμμικό νόμο.

Για τον έλεγχο της αποτελεσματικότητας του συστήματος πέδησης, αξιολογείται η μέγιστη επιτρεπόμενη απόσταση πέδησης και η ελάχιστη δυνατή επιβράδυνση για οχήματα χωρίς φορτίο και με το ονομαστικό φορτίο (η απόδοση πέδησης επιβατικών και λεωφορείων ελέγχεται για ασφαλή κίνηση χωρίς επιβάτες).

Page 153: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.8

Σύμφωνα με τον Κανονισμό 13 του ΟΗΕ και την Οδηγία 71/320 της ΕΕ (Ευρωπαϊκής Οικονομικής Επιτροπής) η απόσταση πέδησης δεν πρέπει να υπερβαίνει τις τιμές που προκύπτουν από τις παρακάτω σχέσεις:

Για επιβατηγά υπό αρχική ταχύτητα 22.2 m/s και μια πίεση 500 Ν εφαρμοσμένη επί του πεντάλ του φρένου η απόσταση πέδησης (σε m) είναι:

10u =S

2

br

Για φορτηγά μικρού και μέσου ωφέλιμου φορτίου, κινούμενα με ταχύτητα 13.8

m/s, και μια πίεση 700 Ν στο πεντάλ.

2br 0.1u0.54u =S +

Για βαριά φορτηγά και συρμούς με αρχική ταχύτητα 11.5 m/s.

2

br 0.113u + 0.65u =S

Οι κανονισμοί αυτοί ισχύουν για την περίπτωση πέδησης ενός αυτοκινήτου με

πλήρες φορτίο πάνω σε οριζόντιο δρόμο με επίπεδη, στεγνή, επιφάνεια από άσφαλτο ή μπετόν.

4.2.2. Δυνάμεις πέδησης στους τροχούς.

Κατά την πέδηση, οι στοιχειώδεις δυνάμεις τριβής που κατανέμονται επί των επιφανειών των επενδύσεων τριβής, δημιουργούν μια συνισταμένη ροπή τριβής Mbr κατευθυνόμενη αντίθετα προς την περιστροφή του τροχού, ενώ εμφανίζεται μια δύναμη πέδησης Pbr μεταξύ τροχού και δρόμου.

Η μέγιστη τιμή Pbr max της δύναμης πέδησης είναι ίση προς τη δύναμη τριβής του δρόμου. Όταν όλοι οι τροχοί του οχήματος είναι ακινητοποιημένοι με τα φρένα (Σχήμα 4.4), η μέγιστη τιμή της δύναμης πέδησης (σε Ν) είναι:

)Z+(Z =Z +Z =P+P=P 21x2x1xbr2br1xma br φφφ

αλλά επειδή ισχύει οτι a21 G=Z+Z

τότε: (4.1) aφ G = P xbrmax

Δεδομένου ότι η μέγιστη τιμή του συντελεστή Φχ κυμαίνεται μεταξύ 0.8 - 0.9, το μέγεθος της δύναμης πέδησης κατά την πέδηση επί στεγνού ασφαλτοστρωμένου δρόμου, μπορεί να φτάσει το 80 - 90% της δύναμης βαρύτητας του οχήματος.

Το σύστημα πέδησης σχεδιάζεται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να έχει την ικανότητα για την ανάπτυξη τέτοιας ροπής πέδησης Μbr, η οποία να κάνει τους τροχούς να

Page 154: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.9

ολισθαίνουν όταν το όχημα με πλήρες φορτίο φρενάρει επί στεγνού δρόμου με επιφάνεια από άσφαλτο ή μπετόν.

4.2.3. Εξίσωση κίνησης ενός οχήματος κατά την πέδηση.

Για την κατάστρωση της γενικής εξίσωσης της κίνησης ενός οχήματος που κινείται σε ανήφορο και φρενάρει, προβάλλονται στην επιφάνεια του δρόμου όλες οι δυνάμεις που ενεργούν στο όχημα κατά την πέδηση:

(4.2) 0 =P-P+P+P+P+P =P-P+P+P+P+P+P+P+P inhfeairrdbrinhfeairgr2r1br2br1

όπου P+ P+ P=P

P+ P=P

r2r1rd

br2br1br

Pfe = δύναμη τριβής του κινητήρα όπως εφαρμόζεται στους κινητήριους τροχούς(Ν).

Σχήμα 4.4. Δυνάμεις που ενεργούν σ'ένα όχημα όταν φρενάρει σε ανήφορο

Αν είναι γνωστή η ροπή τριβής στον κινητήρα Mfe, η τιμή της δύναμης Pfe (σε Ν)

μπορεί να προσδιοριστεί από την σχέση:

rev

trfe

rev

trfefe n

iP =

rniM

=P (4.3)

Η ροπή τριβής πέδης (σε Νm) σε ένα τετράχρονο κινητήρα μπορεί να προσδιοριστεί, κατά προσέγγιση σαν:

cylhmfe iVp8.0=Mόπου:

Page 155: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.10

pm = μέση πίεση των μηχανικών απωλειών (N/m2). Vh = ενεργός όγκος του κυλίνδρου,(m3) icyl = αριθμός κυλίνδρων του κινητήρα. Ας θεωρήσουμε την περίπτωση πέδησης μόνο με το σύστημα φρένων, όταν η

δύναμη Pfe = 0. Η εξίσωση (4.2) δίνει την τιμή επιβράδυνσης jdec σε (m/s2):

aδ MP+P+P+P

=jrot.b

hairrdbrdec

όπου: Ma = Μάζα του αυτοκινήτου (Kg), δrot.b = συντελεστής που λογαριάζεται για στρεφόμενες μάζες κατά τη διάρκεια ρολαρίσματος και πέδησης. Παίρνοντας υπόψη ότι κατά την πέδηση η ταχύτητα του οχήματος ελαττώνεται,

μπορεί να θεωρηθεί ότι η δύναμη Pair=0. Δεδομένου ότι η δύναμη Ph είναι μικρή σε σύγκριση με την Pbr, αυτή μπορεί να αγνοηθεί ιδιαίτερα κατά την πέδηση έκτακτης ανάγκης. Τότε υπό τις προϋποθέσεις αυτές, που προκαλούν ένα μικρό σφάλμα σε σχέση με τη βελτίωση των ιδιοτήτων πέδησης ενός οχήματος, η εξίσωση (4.2) μπορεί να γραφεί υπό τη μορφή:

0=P-P+P inrdbr

Συνεκτιμώντας τις εκφράσεις για τον συντελεστή πρόσφυσης και την εξίσωση (4.1) θα είναι:

0 =jM -G +G decrot.bax a δψφ a (4.4)

Από την τελευταία εξίσωση προκύπτει η τροποποιημένη εξίσωση της κίνησης πέδησης επί ενός μη οριζόντιου τμήματος του δρόμου:

0 = jg

- + decrot.b

x

δψφ (4.5)

4.2.4. Χαρακτηριστικά της δυναμικής της πέδησης.

Ως χαρακτηριστικά της δυναμικής της πέδησης, χρησιμοποιούνται η επιβράδυνση πέδησης jdec σε (m/s2), ο χρόνος πέδησης t (σε sec) και η απόσταση πέδησης Sbr (σε m). Επιβράδυνση κατά τη διάρκεια της πέδησης.

Λύνοντας την εξίσωση (4.5) ως προς την επιβράδυνση jdec σε (m/s2) παίρνουμε:

Page 156: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.11

g =jrot.b

xdec δ

φ+ ψ (4.6)

Ο συντελεστής φx είναι συνήθως πολύ μεγαλύτερος από το συντελεστή ψ και επομένως, η τιμή του ψ στην εξίσωση (4.6) μπορεί να αγνοηθεί.

Σ' αυτή την περίπτωση:

g =jrot.b

xdec δ

φ (4.7)

Παίρνοντας το συντελεστή δrot.b και την επιτάχυνση g=10m/s2, μπορεί να θεωρηθεί ότι κατά την πέδηση ανάγκης οχημάτων όλων των τύπων επί στεγνού δρόμου από άσφαλτο ή μπετόν, η μέγιστη επιβράδυνση θα είναι 8 - 9 m/s2.Οι επιβραδύνσεις δεν πρέπει, κατά κανόνα, να υπερβαίνουν τα 1.5 - 2.5 m/s2 κατά την κανονική πέδηση (πέδηση λειτουργίας). Η πέδηση ανάγκης, όταν οι τιμές επιβράδυνσης είναι πολύ υψηλές, προκαλεί δυσάρεστη αίσθηση στους επιβάτες και αυξημένη φθορά στα φρένα και τα ελαστικά.

Αν ο συντελεστής φχ δεν μεταβάλλεται κατά την πέδηση, η επιβράδυνση παραμένει σχεδόν σταθερή και δεν εξαρτάται από την ταχύτητα του οχήματος (Διάγραμμα 4.3α).

Χρόνος πέδησης

Ο χρόνος πέδησης μπορεί να προσδιοριστεί με γραφική και αναλυτική ολοκλήρωση της καμπύλης επιβράδυνσης jdec = f(u) που χαράσσεται από την εξίσωση (4.4). 'Υστερα από την εύρεση των επιβραδύνσεων για αρκετές τιμές της ταχύτητας, από το γράφημα jdec = f(u) υπολογίζεται η μέση επιβράδυνση σε κάθε διάστημα ταχύτητας. Στη συνέχεια, χρησιμοποιείται η εξίσωση για τη στοιχειώδη αύξηση του χρόνου Δt σε κάθε διάστημα και αθροίζοντας τις προκύπτουσες τιμές Δt, προσδιορίζεται ο συνολικός χρόνος πέδησης. Η σχέση tbr = f(u) φαίνεται στο Διάγραμμα 4.3α.

Ας ξαναγυρίσουμε στο Διάγραμμα (4.2) για να βρούμε το χρόνο tst που χρειάζεται για να ακινητοποιηθεί το αυτοκίνητο από τη στιγμή που θα εμφανιστεί ο κίνδυνος, τον αποκαλούμενο χρόνο ακινητοποίησης. Κατά τη διάρκεια του χρόνου tin η επιβράδυνση μεταβάλλεται σύμφωνα με ένα σχεδόν γραμμικό νόμο. Μπορεί συνεπώς να υποτεθεί ότι κατά τη διάρκεια του χρόνου tin το όχημα επιβραδύνει κατά 0.5 jdec,max περίπου. Στην περίπτωση αυτή η στοιχειώδης μείωση της ταχύτητας (σε m/sec) θα είναι:

2

tj=u indec.maxΔ (4.8)

Έτσι η ταχύτητα (σε m/sec) στην αρχή της πέδησης ανάγκης με επιβράδυνση jdec,max. είναι:

2

tj -u =u -u =u indec.max ' Δ (4.9)

Page 157: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.12

Αν η παραπέρα κίνηση του οχήματος ελαττώνεται ομοιόμορφα με επιβράδυνση jdec,max και σταματάει στο τέλος της πέδησης, η ταχύτητα μειώνεται κατά την πάροδο του χρόνου t , σύμφωνα με ένα γραμμικό νόμο από u' σε μηδέν. br

Τότε ισχύει οτι:

u'= jdec,max tbr (4.10)

Λύνοντας την εξίσωση (4.10) ως προς tbr (σε sec) και αντικαθιστώντας την ταχύτητα u' με την τιμή της από την εξίσωση (4.9), έχουμε:

t = u'j

= uj

- tbrdec max dec max

in (4.11)

'Ετσι, ο χρόνος ακινητοποίησης (σε sec) είναι:

t = t + t + t + t = t + t + t2

+ uj

= t + ujst r dr in br r dr

in

dec maxtot

dec max

(4.12)

Αν οι τιμές των δυνάμεων πέδησης σε όλους τους τροχούς, φτάνουν ταυτόχρονα τις μέγιστες τιμές συγκράτησης, η επιβράδυνση μπορεί να βρεθεί από την εξίσωση (4.7). Στην περίπτωση αυτή, παίρνοντας το συντελεστή 1 rot.b ≈δ , με επαρκή ακρίβεια για πρακτικούς υπολογισμούς θα είναι:

g

u + ttx

totst φ≈ (4.13)

Απόσταση πέδησης

Η απόσταση πέδησης μπορεί να προσδιοριστεί με γραφική και αναλυτική ολοκλήρωση της καμπύλης = f(u) υποθέτοντας ότι η κίνηση του οχήματος ελαττώνεται ομοιόμορφα σε κάθε διάστημα ταχύτητας. Χωρίζοντας την καμπύλη t = f(u) σε αρκετά διαστήματα, εφαρμόζεται η εξίσωση για το προσδιορισμό της στοιχειώδους αύξησης της απόστασης ΔS μέσα σε κάθε διάστημα ταχύτητας, κατά τον ίδιο τρόπο όπως κατά τον υπολογισμό της απόστασης επιβράδυνσης. Αθροίζοντας τις προκύπτουσες τιμές των στοιχειωδών αυξήσεων ΔS της απόστασης, η ολική απόσταση πέδησης αποτιμάται. Στο διάγραμμα (4.3) φαίνεται ένα ενδεικτικό γράφημα της σχέσης = f(u), με διακεκομμένη γραμμή όταν συνυπολογίζονται οι δυνάμεις Pr, Pair και Ph και με συνεχή γραμμή όταν οι δυνάμεις αυτές αγνοούνται.

t br

S

br

br

Sbr

Η απόσταση που χρειάζεται για να ακινητοποιηθεί το αυτοκίνητο από τη στιγμή εμφάνισης του κινδύνου, δηλαδή, η απόσταση ακινητοποίησης, μπορεί να βρεθεί υποθέτοντας τη φύση της μεταβολής επιβράδυνσης που φαίνεται στο Διάγραμμα 4.2.

Page 158: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.13

'Οπως προηγουμένως, ας υποθέσουμε ότι όταν η ταχύτητα μειώνεται από u σε u', το όχημα κινείται με μια σταθερή επιβράδυνση ίση με 0.5 . Τότε, η απόσταση που καλύπτεται από το όχημα κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου θα είναι:

jdec .max

dec.max

22

dec.maxm

min j

)(u' -u =j 0.51

2)u'-(u )u'+(u =

juu =S Δ

(4.14)

Διάγραμμα 4.3. Χαρακτηριστικά της δυναμικής πέδησης

α) επιβράδυνση, χρόνος κίνησης και απόσταση πέδησης κατά το φρενάρισμα με το σύστημα πέδησης

β) επιβράδυνση με διάφορες μεθόδους πέδησης 1,2,3 καμπύλες επιβράδυνσης(συνεχείς γραμμές - φρενάρισμα με το σύστημα πέδησης, διακεκομμένες - συνδυασμένη πέδηση) Κατά τη διάρκεια της πέδησης ανάγκης η επιβράδυνση είναι ίση προς και

η απόσταση πέδησης που διανύεται από το όχημα όταν η ταχύτητα πέφτει από u' σε μηδέν (σε m) θα είναι:

j dec .max

dec.max

2

br j2)u( =S′

(4.15)

Η τιμή της S που βρίσκεται είναι η διανυόμενη απόσταση από το όχημα κατά το χρόνο με τη μέγιστη ένταση πέδησης. Η απόσταση ακινητοποίησης (σε m)

br

t br Sst

Page 159: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.14

είναι μεγαλύτερη από την απόσταση , επειδή αυτή περιλαμβάνει επίσης την απόσταση που διανύεται από το όχημα κατά τη διάρκεια του χρόνου αντίδρασης του οδηγού, του χρόνου ενεργοποίησης του μηχανισμού των φρένων και της αύξησης του ρυθμού επιβράδυνσης.

Sbr

S = u (t + t ) + S + S = u (t + t ) + uj

- (u' )2 jst r dr in br r dr

2

dec.max

2

dec.max

(4.16)

Εισάγοντας στην εξίσωση (4.16) την ταχύτητα u' από την εξίσωση (4.9) και αγνοώντας την πολύ μικρή τιμή του γινομένου που περιέχει τον όρο t , έχουμε: 2

in

dec.max

2

2ju

totst + tu =S (4.17)

Αν οι δυνάμεις τριβής επί όλων των τροχών του οχήματος φτάσουν τη δύναμη συγκράτησης ταυτόχρονα, τότε, παίρνοντας υπόψη την εξίσωση (4.4) και με = = 0, η απόσταση πέδησης θα είναι:

Pfe

Ph

g2

u g2)(u'

]airP +sin G +cos G +[ 2

)u'( M =S

x

2

x

2rot.b

x

2 rot.b

br φ≈

φδ

≈αφ

δ

aa (4.18)

Η απόσταση πέδησης είναι κατ'ευθείαν ανάλογη προς το τετράγωνο της

ταχύτητας κατά τη στιγμή έναρξης της πέδησης. Για το λόγο αυτό η απόσταση πέδησης αυξάνει πολύ γρήγορα για υψηλές αρχικές ταχύτητες (Διάγραμμα 4.3α). Αν η τιμή της είναι γνωστή, η απόσταση ακινητοποίησης μπορεί να βρεθεί από την εξίσωση:

Sbr

g2

u + tu tot =x

2

st φS (4.19)

Οι τιμές των και S μπορούν να προσδιοριστούν από τις εξισώσεις (4.12) και (4.17) αν είναι γνωστή ή πειραματικά υπολογισμένη, η μέγιστη επιβράδυνση του οχήματος. Αν η μέγιστη επιβράδυνση είναι άγνωστη, οι τιμές των και μπορούν να βρεθούν από τις εξισώσεις (4.3) και (4.19) αν έχει οριστεί ο συντελεστής

tst st

tst Sst

xφ .

4.2.5. Κατανομή της δύναμης πέδησης μεταξύ των τροχών.

'Οταν ένα αυτοκίνητο φρενάρει, η δύναμη αδρανείας ενεργούσα επί του βραχίονα (Σχήμα 4.4) ανακατανέμει τα φορτία στους μπροστινούς και πίσω τροχούς: το φορτίο στους εμπρός τροχούς αυξάνει και στους πίσω μειώνεται. Κατά

Pinhg.c

Page 160: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.15

συνέπεια, οι τιμές των κάθετων αντιδράσεων που δρούν, αντίστοιχα, επί των εμπρός και πίσω τροχών κατά την διάρκεια πέδησης, διαφέρουν σημαντικά από τα φορτία που φέρουν αυτοί κατά την στατική κατάσταση. 'Οπως σημειώθηκε παραπάνω οι μεταβολές αυτές υπολογίζονται με τους συντελεστές

Ζ και Ζ1 2

2G και G1

m και mr1 r2 μεταβολής των αντιδράσεων. Αν ένα όxημα φρενάρει πάνω σε οριζόντιο δρόμο, οι συντελεστές m και mr1 r2 υπολογίζονται από τις εξισώσεις:

φ

αφ

και g.cxx h -1 =

bh

r2g.c m r1 +1 =m (4.20)

Οι μέγιστες τιμές των συντελεστών μεταβολής των αντιδράσεων m και mr1 r2 , κατά την πέδηση κυμαίνονται μεταξύ των ορίων 1.5 - 2 και 0.5 - 0.7, αντίστοιχα.

m και mΈχοντας υπολογίσει τους συντελεστές r1 r2 , είναι δυνατό να βρούμε τις τιμές των κατακόρυφων αντιδράσεων σε N:

Z = m G και Ζ = m G2 r2 2 1 r1 1 Η μέγιστη ένταση πέδησης μπορεί να εξασφαλιστεί μόνο αν η δύναμη πρόσφυσης

του οχήματος αξιοποιείται πλήρως. Εφόσον η αναλογία μεταξύ των δυνάμεων πέδησης P και Pbr2

0

br1 που ενεργούν στους εμπρός και πίσω τροχούς δεν μεταβάλλεται, η συνολική δύναμη μπορεί να διατηρεί την μέγιστη τιμή της χωρίς να ολισθαίνουν οι τροχοί, μόνο σ'ένα δρόμο που έχει συντελεστή τριβής για παράδειγμα, ίσο με

Pbr

φ . Σε άλλους δρόμους είναι αδύνατο να αξιοποιηθεί πλήρως η δύναμη πρόσφυσης χωρίς ακινητοποίηση των εμπρός ή των πίσω τροχών.

0βΟ συντελεστής , κατανομής της δύναμης πέδησης στους εμπρός και πίσω τροχούς, μπορεί να βρεθεί από τις εξισώσεις:

br1

br2

br

br10 P

P -1 =PP =β

Η βέλτιστη κατανομή της δύναμης πέδησης συμβαίνει όταν οι εμπρός και πίσω

τροχοί ακινητοποιούνται ταυτόχρονα. Στην περίπτωση αυτή ο συντελεστής 0β γίνεται:

L

h +b = g.c0

0

φβ

Τα περισσότερα σύγχρονα συστήματα φρένων είναι εφοδιασμένα με μηχανισμό

που εξασφαλίζει στατική και δυναμική ρύθμιση της κατανομής της δύναμης πέδησης στους εμπρός και πίσω τροχούς.

Εφόσον η κατανομή της ολικής δύναμης πέδησης μεταξύ των τροχών, δεν αντιστοιχεί προς τις κάθετες αντιδράσεις που μεταβάλλονται κατά τη διάρκεια της πέδησης, η πραγματική ελάχιστη απόσταση πέδησης είναι κατά 20 - 40%

Page 161: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.16

μεγαλύτερη της θεωρητικής. Για την προσέγγιση των εξαγομένων από υπολογισμούς προς τα πειραματικά δεδομένα, οι εξισώσεις περιλαμβάνουν ένα συντελεστή Keff με τον οποίο παίρνεται υπόψη ο βαθμός αξιοποίησης του πλήρους, θεωρητικά δυνατού, αποτελέσματος της ενέργειας του συστήματος πέδησης. Ο συντελεστής αποτελεσματικότητας της πέδησης Keff είναι ίσος, περίπου, με 1.2 για επιβατικά και 1.4 - 1.6 για φορτηγά και λεωφορεία.

Σ' αυτή την περίπτωση οι εξισώσεις υπολογισμών θα πάρουν τη μορφή:

g2u K +u t =S

g2u K

=S

guK + t=t

x

2

efftotst

x

2eff

br

xefftotst

φ

φ

φ

4.2.6. Τεχνική εξέταση τροχαίων ατυχημάτων - πραγματογνωμοσύνες

Η τεχνική εξέταση των τροχαίων ατυχημάτων διεξάγεται συνήθως από ομάδα ειδικών στην οποία συνήθως συμμετέχουν μηχανικοί, άνδρες της τροχαίας και νομικοί. Ένα αυτοκίνητο οδηγούμενο κατά μήκος ενός δρόμου μπορεί να προκαλέσει ένα ατύχημα και να τραυματίσει πεζούς και να κάνει ζημιές σε άλλα οχήματα, κατασκευές και φορτία ή να προκαλέσει οποιαδήποτε άλλη ζημιά.

Σκοπός μιας τεχνικής εξέτασης είναι να δώσει έναν επιστημονικά τεκμηριωμένο χαρακτηρισμό όλων των φάσεων ενός ατυχήματος, να προσδιορίσει τα αίτια και να αποσαφηνίσει τη συμπεριφορά των συμμετεχόντων. Οι ειδικοί εργάζονται για να βρουν τα τεχνικά αίτια των ατυχημάτων τα οποία μπορεί να οφείλονται σε βλάβες του αυτοκινήτου, να προσδιορίσουν το χρόνο εμφάνισής του, την ταχύτητα κίνησης, τις αποστάσεις πέδησης και ακινητοποίησης, κ.λ.π. Τα αρχικά στοιχεία της εξέτασης βρίσκονται από επιθεώρηση του τόπου του ατυχήματος, των αυτοκινήτων, ανάκριση των συμμετεχόντων και από μαρτυρίες τρίτων. Επίσης, δίνεται μεγάλη προσοχή στο περιβάλλον και καταγράφονται όλα τα περιστατικά, πράγμα που βοηθάει στον προσδιορισμό των συνθηκών και της φύσης της μετακίνησης των ατόμων που εμπλέκονται στο ατύχημα. Ο τόπος του ατυχήματος με τα κάθε είδους ίχνη και αντικείμενα που βρέθηκαν, όπως θραύσματα γυαλιών, ίχνη φρεναρίσματος, κομμάτια του αυτοκινήτου (κ.λ.π.) σημειώνονται σχηματικά υπό κλίμακα.

Ένα από τα πιο συχνά ατυχήματα στο δρόμο είναι το χτύπημα πεζών. 'Οταν ερευνώνται τέτοιες περιπτώσεις, το πρώτο πράγμα που εκτιμάται είναι η ταχύτητα του αυτοκινήτου και η ροπή πριν την εφαρμογή των φρένων και αν ήταν δυνατό να γίνει πέδηση έκτακτης ανάγκης για να προληφθεί το ατύχημα.

Αν φαίνεται το ίχνος φρεναρίσματος επί του οδοστρώματος η αρχική ταχύτητα του

οχήματος μπορεί να βρεθεί ως εξής: Στη θέση του ατυχήματος μετριέται το μήκος του ίχνους που άφησαν τα ελαστικά πάνω στο δρόμο. Γίνεται ένα πείραμα για να

εκτιμηθεί η τιμή του συντελεστή τριβής

ssk

xφ . Η τιμή αυτή μπορεί ακόμα να προσδιοριστεί από πίνακες ή μετά από εξακρίβωση του τύπου και της κατάστασης

Page 162: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.17

της επιφάνειας του δρόμου από την εξέταση του τόπου του ατυχήματος. Έχοντας προσδιορίσει το συντελεστή Keff , χρησιμοποιείται η εξίσωση (4.7) για να βρεθεί η τιμή της μέγιστης επιβράδυνσης, που μπορεί να αναπτυχθεί από το όχημα με πέδηση έκτακτης ανάγκης. Μπορεί να υποτεθεί, μ'ένα ελαφρό σφάλμα, ότι το ίχνος ολίσθησης σχηματίζεται επί της επιφάνειας του δρόμου (αρχίζοντας από την πλήρη ακινητοποίηση των ελαστικών) ακριβώς κατά τη στιγμή της μέγιστης επιβράδυνσης. Σ'αυτή την περίπτωση η ταχύτητα του οχήματος (σε m/s) κατά τη στιγμή αμέσως πριν την έναρξη πέδησης, μπορεί να προσδιοριστεί από τη δευτεροβάθμια εξίσωση:

0 =s - t0.5 -1skin

2

dec.maxuu

j2 που προκύπτει από τη συνδυασμένη λύση των εξισώσεων (4.9), (4.15) και

παραλείποντας τους όρους που περιέχουν τον όρο t : in2

dec.maxskindec.maxj0.5

kn

j2s +t =u (4.21) Για παράδειγμα, ας θεωρήσουμε ένα οδικό ατύχημα κατά το οποίο χτυπήθηκε

ένας πεζός (Σχήμα 4.5). Το αυτοκίνητο εκινείτο σε μια απόσταση από το πεζοδρόμιο στην άκρη του οποίου στέκονταν ο πεζός Ρ.

sp

'Οταν όχημα και πεζός απείχαν μεταξύ τους απόσταση S, ο πεζός άρχισε να διασχίζει το δρόμο κάθετα προς την πορεία του οχήματος.

Στο Σχήμα 4.5 οι αρχικές θέσεις του οχήματος και του πεζού σημειώνονται με τα ψηφία Ι. Ο οδηγός φρενάρισε το όχημα του αλλά δεν μπόρεσε να αποφύγει να χτυπήσει τον πεζό (θέση ΙΙΙ) και κινήθηκε φρεναρισμένος παραπέρα και σταμάτησε (θέση ΙV). Ο σταυρός δείχνει το σημείο σύγκρουσης. Οι μετρήσεις στον τόπο του ατυχήματος έχουν δείξει το ίχνος φρεναρίσματος (ντεραπαρίσματος) και την απόσταση s που περπάτησε ο πεζός επί του δρόμου.

ssk

p

Υποτίθεται ότι καθ'όλο αυτό το διάστημα ο πεζός ήταν ορατός από τον οδηγό, ο οποίος είχε χρόνο να προλάβει το ατύχημα.

Κατά την πορεία της εξέτασης, ο χρόνος βαδίσματος του πεζού t συγκρίνεται με το χρόνο κίνησης του οχήματος από τη στιγμή που εμφανίζεται ο κίνδυνος σύγκρουσης. Αν ο χρόνος > t ο οδηγός αντέδρασε έγκαιρα και δεν μπορούσε ν'αποφύγει το ατύχημα. Αν ο χρόνος

p

t kn

ptt kn < t p αυτό σημαίνει ότι ο οδηγός αμέλησε

να χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα που είχε στη διάθεσή του για να προλάβει το ατύχημα.

Μια ενδεικτική διαδοχή υπολογισμών κατά τη διάρκεια μιας εξέτασης εικονίζεται παρακάτω. Το σχεδιάγραμμα του ατυχήματος χρησιμοποιείται για να προσδιοριστεί η κίνηση του οχήματος , μετά το χτύπημα σε κατάσταση πέδησης και βρίσκεται η ταχύτητά του (σε m/s) κατά τη στιγμή της πρόσκρουσης:

ssk

dec.maxknkn j2s =υ (4.22)

Page 163: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.18

Η ταχύτητα του οχήματος πριν από το φρενάρισμα υπολογίζεται από την εξίσωση (4.21), το μήκος της διαδρομής ακινητοποίησης , από την εξίσωση (4.19) και ο χρόνος (σε sec) της κίνησης του οχήματος πριν αυτό χτυπήσει τον πεζό:

sst

dec.max

knindrrkn j

- +0.5t +t +t =t υυ (4.23)

Στους υπολογισμούς, η ταχύτητα ενός πεζού παίρνεται συνήθως ως σταθερή ενώ

το πλάτος της διαδρομής του αγνοείται. Με τις παραδοχές αυτές ο χρόνος (σε sec) που χρειάζεται ο πεζός για να διασχίσει το δρόμο, θα είναι:

p

pp

s=tυ

(4.24)

Η συνθήκη για έγκαιρο φρενάρισμα ενός οχήματος μπορεί να γραφεί ως εξής: (4.25) t kn p≥ t

t Αν η συνθήκη αυτή δεν πληρούται, δηλαδή ο χρόνος t kn p≤ ο οδηγός υπήρξε

πολύ αργός στις ενέργειες του και το όχημα είχε χρόνο να κινηθεί από τη θέση Ι στη θέση ΙΙ (Σχήμα 4.5).

Για να βρεθεί αν ο οδηγός μπορούσε να αποφύγει το ατύχημα, αν αυτός δεν είχε επιτρέψει αυτήν την καθυστέρηση αλλά είχε αντιδράσει έγκαιρα, προσδιορίζεται ο χρόνος καθυστέρησης (σε sec).

t = (4.26) t - tdel p kn

Κατά τη διάρκεια του χρόνου αυτού το αυτοκίνητο, κινούμενο με μια αρχική

ταχύτητα υ, θα έχει διανύσει απόσταση: deldel t =s υ (4.27)

Page 164: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.19

Σχήμα 4.5. Σχεδιάγραμμα ατυχήματος πεζού από αυτοκίνητο στην μέση του δρόμου.

Σύμφωνα με το Σχήμα 4.5, η απόσταση s μεταξύ του μπροστινού μέρους του

οχήματος και του πεζού, καθώς ο τελευταίος αρχίζει να διασχίζει το δρόμο είναι: (4.28) l -s -s +s = s kndelst όπου l είναι η απόσταση από το σημείο σύγκρουσης μέχρι το μπροστινό μέρος

του αυτοκινήτου. Αν οι υπολογισμοί δείξουν ότι η απόσταση s είναι μεγαλύτερη από τη διαδρομή

ακινητοποίησης , ο οδηγός μπορούσε να σταματήσει το όχημά του, με πέδηση ανάγκης, πριν από τη γραμμή πορείας του πεζού. Αν η απόσταση s<s ο οδηγός δεν μπορούσε να αποφύγει τον πεζό μετά το φρενάρισμα, διότι ο πεζός είτε είχε αρχίσει να κινείται σε πολύ μικρή απόσταση από το όχημα είτε εκινείτο πολύ γρήγορα.

sst

st

Παρόμοια τεχνική εξέταση χρησιμεύει στη μελέτη περιπτώσεων όπου αυτοκίνητα χτυπούν σταθερά αντικείμενα, ανατρέπονται ή συγκρούονται. Τα αποτελέσματα της εξέτασης και άλλες πληροφορίες χρησιμοποιούνται ως αποδεικτικά στοιχεία σε δικαστικές υποθέσεις.

4.3. ΜΕΘΟΔΟΙ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.3.1. Συνδυασμένη μέθοδος πέδησης αυτοκινήτου με το σύστημα φρένων και τον κινητήρα.

Με την μέθοδο αυτή, η ροπή πέδησης των τροχών προκαλείται από τα φρένα και τον κινητήρα ταυτόχρονα. Αφού σε αυτή την περίπτωση το πεντάλ του γκαζιού ελευθερώνεται πριν πιεστεί το πεντάλ του φρένου, η γωνιακή ταχύτητα του στροφαλοφόρου άξονα θα έπρεπε να εξισωθεί με την γωνιακή ταχύτητα που θα είχε,

Page 165: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.20

όταν το όχημα θα βρισκόταν σε ακινησία (στροφές ρελαντί). Όμως, στην πραγματικότητα, οι κινητήριοι τροχοί περιστρέφουν τον στροφαλοφόρο άξονα διαμέσου του συστήματος μετάδοσης κίνησης. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα μια πρόσθετη δύναμη που αντιστέκεται της κίνησης, η οποία προέρχεται από την δύναμη αντίστασης του κινητήρα και επιβραδύνει το όχημα. Η αδράνεια του σφόνδυλου του κινητήρα (βολάν) αντιστέκεται στην προσπάθεια του κινητήρα για συμμετοχή στην πέδηση. Μερικές φορές η αντίσταση του σφόνδυλου αποδεικνύεται μεγαλύτερη από την ικανότητά του για πρόσθετη πέδηση και έτσι η ένταση της πέδησης μειώνεται λίγο.

Pfe

P' fe

Ας εξετάσουμε τις περιπτώσεις όπου η συνδυασμένη πέδηση είναι επωφελής. Ας παραστήσουμε την επιβράδυνση κατά τη συνδυασμένη πέδηση με και την επιβράδυνση με σβηστό κινητήρα με . Τότε, η εξίσωση (4.2) μπορεί να γραφεί υπό την ακόλουθη μορφή:

jdec.com.br

jdec.br

aM

P+P+P+P+P 1 =j trfeairrdbr

rotdec.com.br δ

(4.29)

όπου: Ptr = δύναμη τριβής στο σύστημα μετάδοσης κίνησης, όταν μεταφέρεται

ροπή, (Ν).

rotδ = συντελεστής με τον οποίο λαμβάνονται υπόψη οι στρεφόμενες μάζες. Κατά τη διάρκεια πέδησης με τον κινητήρα εκτός λειτουργίας ισχύει:

rot.brot = δδ . Σ' αυτή την περίπτωση ισχύει :

aM

P+P+P+P 1 =j hairrdbr

rotdec.br δ

(4.30)

H συνδυασμένη πέδηση, με τα φρένα και τον κινητήρα, είναι περισσότερο έντονη

παρά όταν χρησιμοποιείται μόνο το σύστημα πέδησης, έτσι θα είναι:

dec.br dec.com.br j >j

ή

rot.b

hairrdbr

rot

trfeairrdbr P+P+P+P > P+P+P+P+Pδδ

οπότε, η σκοπιμότητα πέδησης με μόνο το σύστημα φρένων ή με συνδυασμό

φρένων και κινητήρα, εξαρτάται από τις τιμές των δυνάμεων που αντιστέκονται στην

Page 166: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.21

κίνηση , από τη δύναμη πέδησης και τους συντελεστές P , P , P , P , Prd air tr h fe

rot.b brP

rot δκαιδ . Οι καμπύλες 1, 2 και 3 στο Διάγραμμα 4.3β αντιστοιχούν σε διαφορετικές τιμές

της δύναμης πέδησης . Το διάγραμμα δείχνει μια σκιασμένη επιφάνεια μέσα στην οποία η συνδυασμένη πέδηση είναι άσκοπη, υπό τις δοσμένες συνθήκες, επειδή οι επιβραδύνσεις (διακεκομμένες γραμμές) εμφανίζονται να είναι μικρότερες από τις επιβραδύνσεις (συνεχείς γραμμές). Πάντως, η συνδυασμένη πέδηση επί οδοστρωμάτων με χαμηλό συντελεστή τριβής, αυξάνει την εγκάρσια ευστάθεια του οχήματος σε σχέση με την ολίσθηση. Σ' αυτή την περίπτωση η ευστάθεια βελτιώνεται λόγω της πιο ομοιόμορφης κατανομής των δυνάμεων πέδησης μεσω του διαφορικού μεταξύ των κινητήριων τροχών του αυτοκινήτου.

Pbr

jdec.com.brj

dec.br

4.3.2. Μέθοδος πέδησης αυτοκινήτου με διακεκομμένη χρήση των φρένων

Αυτή η μέθοδος πέδησης εξασφαλίζει μέγιστη ένταση. Όμως αυτή η μέθοδος συνίσταται μόνο σε πολύ έμπειρους οδηγούς, αφού χρειάζεται μεγάλη εμπειρία και πολύ προσοχή για να αποφευχθεί το ντεραπάρισμα. Όταν οι τροχοί που φρενάρουν περιστρέφονται, δέχονται μεγαλύτερη δύναμη πέδησης απ'ότι όταν μπλοκάρουν, επειδή ο συντελεστής τριβής μειώνεται σημαντικά στην δεύτερη περίπτωση.

Καθώς ο τροχός ολισθαίνει στο οδόστρωμα χωρίς περιστροφή, τα στοιχεία του ελαστικού που έρχονται σε επαφή με το οδόστρωμα υπερθερμαίνονται και μαλακώνουν λειτουργώντας επιπλέον και ως λιπαντικό μέσο. Αν ο οδηγός πιέζει το πεντάλ φρένου πολλές φορές, κάθε φορά απελευθερώνοντάς το λίγο, κάποια νέα, λιγότερο θερμά στοιχεία του ελαστικού, έρχονται σε επαφή με τον δρόμο, και έτσι η μέγιστη τιμή της δύναμης πέδησης διατηρείται. Τη στιγμή που ο τροχός τείνει να ολισθήσει, ο οδηγός μειώνει την πίεση στο πεντάλ φρένων, οι τροχοί περιστρέφονται και νέο μέρος του ελαστικού που δεν συμμετείχε στο φρενάρισμα, έρχεται τώρα σε επαφή με τον δρόμο.

Επειδή ο χειρισμός αυτός απαιτεί μεγάλη επιδεξιότητα και εμπειρία, καθίσταται πρακτικά ανέφικτος από την μεγάλη πλειοψηφία των οδηγών. Έτσι αναπτύχθηκαν ηλεκτρονικά ελεγχόμενα συστήματα αντιεμπλοκής των τροχών (A.B.S. - Αntilock Braking Systems) που παρέχουν σημαντική ασφάλεια στην πέδηση. Τέτοια συστήματα αναπτύσσονται με λεπτομέρειες σε επόμενο κεφάλαιο.

4.4. ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΦΡΕΝΩΝ 4.4.1 Φρένα με τύμπανα (ταμπούρα)

Τέσσερα είδη φρένων με τύμπανα χρησιμοποιούνται προς το παρόν στα αυτοκίνητα. Τα φρένα αυτά διακρίνονται από τα χαρακτηριστικά της αλληλεπίδρασης της δύναμης μεταξύ των πέδιλων των φρένων και της εκτείνουσας διατάξεως και του τύμπανου (Σχήμα 4.6). Κατά συνθήκη, οι επενδύσεις (φερμουίτ) των σιαγόνων δείχνονται συμμετρικές σε σχέση με την οριζόντια διάμετρο του φρένου. Οι συνισταμένες των κάθετων δυνάμεων Ν και των δυνάμεων τριβής fN εφαρμόζονται στο μέσο των τόξων της επένδυσης, δηλαδή σε ακτίνα rd .

Page 167: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.22

Σχήμα 4.6. Σχηματικές παραστάσεις φρένων με τύμπανα (ταμπούρα)

α. Με ίση μετατόπιση πέδιλων b. Αναστρέψιμο μη-εξισορροπημένο c. Μη-αναστρέψιμο εξισορροπημένο

d. Αναστρέψιμο με οδηγά πέδιλα

Διάφορες σχηματικές διατάξεις συγκρίνονται ως προς την αναστρεψιμότητα, την

ισορροπία και το συντελεστή απόδοσης. Αναστρεψιμότητα φρένου: ορίζει πόσο ανεξάρτητη είναι η ροπή πέδησης (που

αναπτύσσεται από αυτό) από τις διευθύνσεις κίνησης του οχήματος. Ισορροπία φρένου: είναι ο συνδυασμός δυνάμεων με τις οποίες η σιαγόνα του

φρένου δρα επί του τύμπανου για το συνδυασμό αυτό, η χρήση του φρένου δεν προκαλεί φόρτιση στα έδρανα των αξόνων των τροχών.

Συντελεστής απόδοσης: είναι ο λόγος της ροπής του φρένου προς την κινούσα δύναμη και την ακτίνα του τύμπανου.

Από τις σχηματικές διατάξεις που φαίνονται στα σχήματα είναι προφανές ότι το έργο επιβράδυνσης που παράγεται από τη ροπή της δύναμης τριβής fΝ, σε σχέση προς το υποστήριγμα, είναι ισοδύναμο προς την αύξηση της κινούσας δύναμης, στο οδηγό (κύριο) πέδιλο και ισοδύναμο προς τη μείωση της κινούσας δύναμης στο συρόμενο πέδιλο. Ποιο από αυτά τα πέδιλα δρα ως οδηγό (κύριο) ή συρόμενο εξαρτάται από τη φορά περιστροφής του τύμπανου του φρένου.

Παρακάτω δίνονται οι εξισώσεις υπολογισμού του συντελεστή απόδοσης για τα πέδιλα και το φρένο:

Page 168: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.23

Οδηγό πέδιλο )rP(TK d11T1e = Συρόμενο πέδιλο )rP(TK d22T2e = Φρένο ]r)PP[(TK d21Te += όπου TT1, TT2 και TT είναι οι ροπές πέδησης που παράγονται αντίστοιχα από το

οδηγό, το συρόμενο πέδιλο και το φρένο, ενώ και είναι οι κινούσες δυνάμεις. 1P 2PΕίναι φανερό ότι ίσες δυνάμεις πέδησης θα δρούν επί των τροχών ενός άξονα αν

οι συντελεστές απόδοσης είναι σταθεροί. Πάντως, οι τιμές των και εξαρτώνται από το συντελεστή τριβής f ο οποίος, εξαιτίας της επίδρασης πολλών τεχνολογικών και λειτουργικών παραγόντων, δεν είναι σταθερός και αποκλίνει από την ονομαστική τιμή και στις δύο πλευρές.

1eK 2eK

Το φρένο που φαίνεται στο Σχήμα 4.6α έχει έναν διατατικό μηχανισμό τύπου εκκέντρου που εξασφαλίζει ίση μετατόπιση των πέδιλων. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι κάθετες δυνάμεις που εφαρμόζονται στα πέδιλα και οι ροπές φρένου που αναπτύσσονται απ' αυτές εκκινουσών δυνάμεων 1PP 21 < προσαρμόζεται αυτόματα . Επειδή η ισότητα Ν1 = Ν2 ισχύει για κάθε φορά περιστροφής του τύμπανου, το υπόψη φρένο είναι ένα αναστρέψιμο φρένο. Το μειονέκτημα αυτού του φρένου είναι οι μεγάλες κινούσες δυνάμεις. Επιπλέον, το έκκεντρο έχει σχετικά μικρή απόδοση (0,60 - 0,80). Επειδή ο μηχανισμός τύπου εκκέντρου απαιτεί τη χρήση πνευματικού ενεργοποιητή, τέτοια φρένα βρίσκουν εφαρμογή μόνο σε φορτηγά και λεωφορεία (των οποίων η συνολική μάζα είναι 10 tn και πάνω).

Το φρένο που φαίνεται στο Σχήμα 4.6b έχει έναν εκτείνοντα μηχανισμό υδραυλικό ή τύπου σφήνας που εξασφαλίζει ισότητα των κινουσών δυνάμεων. Πάντως, η ροπή πέδησης που αναπτύσσεται από το οδηγό πέδιλο είναι μεγαλύτερη απ' αυτή που παράγεται από το συρόμενο πέδιλο, με αποτέλεσμα να προκαλείται άνιση φθορά στα πέδιλα.

Ένα τέτοιο φρένο είναι λιγότερο σταθερό από ένα άλλο που εξασφαλίζει ίση μετατόπιση των πέδιλων. Με ίδιες αναλογίες και f = 0,35 ο βαθμός απόδοσης ενός τέτοιου φρένου ισούται με Κe = 0,81, και ισοδυναμεί με 116% του βαθμού απόδοσης φρένου με ίση μετατόπιση πέδιλων (Σχήμα 4.6α). Επειδή η διαφορά Ν1 - Ν2 είναι ανεξάρτητη από τη φορά περιστροφής του τύμπανου, τούτο είναι αναστρέψιμο αλλά μη ισορροπημένο φρένο. Τέτοια φρένα χρησιμοποιούνται σε βαριά φορτηγά και επίσης για τους πίσω τροχούς επιβατηγών αυτοκινήτων.

Το Σχήμα 4.6c δείχνει τη σχηματική διάταξη ενός μη αναστρέψιμου φρένου. Το κύριο διακριτικό χαρακτηριστικό αυτού του φρένου είναι το ότι τα κινητήρια άκρα των πέδιλων κοιτούν προς διαφορετικές διευθύνσεις. Τα πέδιλα εκτείνονται με μια υδραυλική διάταξη που αναπτύσσει ίσες κινητήριες δυνάμεις. Για το λόγο αυτό και τα δύο πέδιλα δρούν ως κύρια (οδηγά) πέδιλα (όταν το αυτοκίνητο κινείται προς τα εμπρός) ή ως συρόμενα πέδιλα (κατά τη διάρκεια αντίστροφης κίνησης). Συνδυάζοντας ένα τέτοιο φρένο με ένα συνηθισμένο τέτοιο στους πίσω τροχούς (Σχήμα 4.3b) καθίσταται δυνατό να επιτευχθεί πιο εύκολα η επιθυμητή κατανομή των δυνάμεων πέδησης και να τηρηθούν οι διαστάσεις πολλών εξαρτημάτων των φρένων των πίσω και εμπρός τροχών ίσες.

)PP( 2T1T >

Page 169: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.24

Η σχηματική διάταξη ενός αναστρέψιμου φρένου φαίνεται στο Σχήμα 4.6d. Εδώ και τα δύο πέδιλα είναι κύρια (οδηγά) πέδιλα, ανεξάρτητα από τη φορά περιστροφής του τύμπανου του φρένου. Τούτο συμβαίνει εξαιτίας της εφαρμογής όμοιων εκτεινουσών διατάξεων. Σε κάθε μία από αυτές τις διατάξεις, ανάλογα με τη φορά περιστροφής του τύμπανου, το ένα έμβολο προορίζεται να κινεί το ένα πέδιλο και το άλλο λειτουργεί ως αντίδραση για το δεύτερο πέδιλο. Δεν συνιστάται η χρήση ενός μη αναστρέψιμου φρένου στους πίσω τροχούς όπου είναι εγκατεστημένο το φρένο στάθμευσης (χειρόφρενο). Το φρένο στάθμευσης οφείλει να εξασφαλίζει ίσης απόδοσης πέδηση σε ανήφορο και κατήφορο.

4.4.2 Κατανομή πιέσεως κατά μήκος του πεδίλου

Είναι δύσκολο να βρεθούν αναλυτικά οι καμπύλες των κάθετων πιέσεων διότι, πέραν της ελαστικής συμπεριφοράς της επένδυσης, η πλαστικότητα του τύμπανου, του πέδιλου και του υποστηρίγματος έχει κάποια επίδραση επί της επένδυσης. Πάντως, για μια προσεγγιστική εκτίμηση, λαμβάνονται υπόψη μόνο οι ακτινικές παραμορφώσεις της επένδυσης λόγω της μικρότερης σημασίας των παραμορφώσεων των άλλων εξαρτημάτων.

Τα φρένα μπορούν να σχεδιαστούν με ένα ή δύο βαθμούς ελευθερίας.

Σχήμα 4.7. Σχηματικές διατάξεις για τον προσδιορισμό της ακτινικής παραμόρφωσης των πεδίλων.

a . Με δύο βαθμούς ελευθερίας b . Κύριο (οδηγό) πέδιλο με ένα βαθμό ελευθερίας

Ας προσδιορίσουμε την ακτινική παραμόρφωση της επένδυσης ενός κύριου

(οδηγού) πέδιλου που έχει δύο βαθμούς ελευθερίας. Η αρχή των συντεταγμένων βρίσκεται στο κέντρο Ο του τύμπανου (Σχήμα 4.7α) και οι άξονες των συντεταγμένων χαράσσονται κατά τέτοιο τρόπο ώστε η γραμμή να περνάει από το στιγμιαίο κέντρο περιστροφής του πέδιλου.

1y

1A

Page 170: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.25

'Οταν εφαρμόζεται πέδηση το πέδιλο, χάρι στην παραμορφωσιμότητά του, στρέφεται περί το στιγμιαίο κέντρο και μετατοπίζεται συγχρόνως κατά μήκος της επιφάνειας έδρασης κατά τη διεύθυνση δράσης των δυνάμεων τριβής.

1A

Έτσι το κέντρο του πέδιλου παίρνει τη θέση και το φανταστικό περίγραμμα της απαραμόρφωτης επένδυσης (γραμμής ) μετατοπίζεται προς το σώμα του τύμπανου κατά τη διεύθυνση . Προφανώς, προς αυτή τη διεύθυνση η παραμόρφωση όλων των σημείων της επιφάνειας θα είναι η ίδια. Για ένα αυθαίρετο σημείο επί της ακτίνας , η παραμόρφωση χαρακτηρίζεται με τον τομέα

. Για εκείνο ακριβώς το σημείο η ακτινική παραμόρφωση είναι:

1O

11EE

1OO

11B OB

11BB ′ 1

΄11111 cosC ψΒΒ≈Β=δ

έχοντας υπόψη ότι: και )(90 11

•1 φ+α−=ψ max11

΄11 δ=οο=ΒΒ

θα είναι για το κύριο (οδηγό) πέδιλο: )sin( 11max1

΄1 φ+αδ≈δ

(4.31) )sin( 11max2

΄2 φ+αδ≈δ

Εδώ δ1max και δ2max είναι οι μέγιστες πιέσεις επί των πέδιλων του φρένου: α1, y1

και φ1 είναι αντίστοιχα οι γωνίες μεταξύ μιας αυθαίρετης ακτίνας OB1 και του άξονα της ακτίνας OB1 και της γραμμής OO1 (άξονας μέγιστης πίεσης),του x1 και του άξονα μέγιστης πίεσης.

1y

Ας προσδιορίσουμε τώρα την ακτινική παραμόρφωση της επένδυσης ενός κύριου πέδιλου που έχει ένα βαθμό ελευθερίας. Σ' αυτή την περίπτωση υπό την ενέργεια της κινούσας δύναμης και της δύναμης τριβής, το πέδιλο στρέφεται περί το κέντρο A1 του πείρου αγκυρώσεως κατά γωνία dγ ( σχ. 4.4b). Κατά τη φορά περιστροφής του πεδίλου οι παραμορφώσεις σ' ένα αυθαίρετο σημείο Β1 της επένδυσης τριβής αντιστοιχούν προς το ήκος ΄

11BB . Κ ν ακτινική διεύθυνση, οι παραμορφώσεις αντιστοιχούν προς την προβολή του μήκους αυτού επί της προεκτάσεως της ακτίνας OB1, δηλαδή το μήκος Β1C1.

μ ατά τη

Επειδή dγ είναι μικρό μπορεί να θεωρηθεί ότι η γωνία και τότε η ζητούμενη παραμόρφωση της επένδυσης είναι:

0΄111 90BBA =

dγsinsinBBCB 11

΄11111 γΒΑ=γ==δ

Page 171: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.26

και επειδή , από το ισοσκελές τρίγωνο παίρνουμε ότι Α1Β1/sina = rd/sinγ. Οπότε η ακτινική παραμόρφωση και η επιφανειακή πίεση θα είναι:

drOBOA == 11 11OBA

γα=δ dsinrd1 (4.32)

α= sinqq max11 Γενικεύοντας τα προηγούμενα αποτελέσματα μπορεί να βγει το συμπέρασμα ότι

σε ένα καινούργιο πέδιλο, μέχρι αυτό να καθίσει (εδραστεί) σωστά, οι πιέσεις κατά μήκος της επένδυσης κατανέμονται σύμφωνα με τον ημιτονοειδή νόμο που εκφράζεται με τους τύπους (4.31) και (4.32).

Ο βαθμός ανομοιομορφίας της κατανομής των πιέσεων κατά μήκος της επένδυσης υπολογίζεται από το συντελεστή ανωμαλίας.

umax qq=Δ (4.33) όπου είναι η συμβατική ομοιόμόρφα κατανεμημένη πίεση η οποία αναπτύσσει

την ίδια ροπή πέδησης επί του πέδιλου, όπως όταν η πίεση κατά μήκος της επένδυσης του πέδιλου είναι μη ομαλά κατανεμημένη. Η μέγιστη πίεση του πέδιλου είναι .

uq

maxq

4.4.3 Προσδιορισμός των ροπών πέδησης επί των πέδιλων

Κατά τον υπολογισμό των πέδιλων των φρένων είναι αναγκαίο να οριστεί η σχέση μεταξύ των ροπών πέδησης που παράγονται και των δυνάμεων με τις οποίες αυτά πιέζονται επί του τύμπανου.

Σχήμα 4.8. Σχήμα 4.9.

Σχηματική διάταξη για τον προσδιορισμό της Σχηματική διάταξη για τον προσδιορισμό της

Page 172: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.27

ροπής πέδησης κινούσας δύναμης

Για τον προσδιορισμό της ροπής TT επί του πέδιλου με ένα βαθμό ελευθερίας, ας απομονώσουμε επί της επιφανείας της επένδυσης μια στοιχειώδη εγκάρσια ζώνη βρισκόμενη σε μία γωνία α ως προς τον y άξονα. Η επιφάνεια της ζώνης ισούται με

, όπου b είναι το πλάτος της επένδυσης (Σχήμα 4.8). Από την πλευρά του τύμπανου, μια κάθετη δύναμη

addbr

adabrqdabrqdN ddu sinmax==

(4.34) και μία δύναμη τριβής fdN που προκαλεί ροπή πέδησης adasinbrqdNfrdT dmaxdT == που ενεργεί επί της ζώνης. Ολοκληρώνοντας την τελευταία σχέση από έως , παίρνουμε: ΄α ΄΄α (4.35) )cos(cosbrqT ΄΄΄

dmaxT α−α= Σε περίπτωση ομοιόμορφης κατανομής των κάθετων πιέσεων είναι (4.36) α= dbrqdN du )(fbrqT ΄΄΄

duT α−α= Οι εξισώσεις (4.35) και (4.36) επιτρέπουν τον προσδιορισμό των ροπών πέδησης

συναρτήσει των πιέσεων. Για πρακτικούς υπολογισμούς είναι αναγκαίο να συσχετιστεί η ροπή πέδησης προς την εκτείνουσα δύναμη Ρ.

Η ροπή πέδησης που αναπτύσσεται από το οδηγό (κύριο) πέδιλο μπορεί να παρασταθεί ως

1ΤΤ

111 ρΝ= fΤΤ (4.37) όπου Ν1 είναι η συνισταμένη των στοιχειωδών κάθετων δυνάμεων ρ1 είναι η

ακτίνα εφαρμογής της συνισταμένης δύναμης τριβής (Σχήμα 4.9). 1fNΗ εξίσωση ( 4.35 ) επιτρέπει τον υπολογισμό της ροπής πέδησης ενός πέδιλου αν

είναι γνωστά η γεωμετρία του και η τιμή της κάθετης πιέσεως. Για τον προσδιορισμό της Ν1, συναρτήσει της κινούσας δύναμης Ρ1,απαιτείται η

εξίσωση ισορροπίας για το πέδιλο :

0)sinf(cosNSacosP 111x101 =δ−δ−+ (4.38) 0NfcSP 11

΄x11 =ρ+−α

Page 173: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.28

όπου δ1 είναι η γωνία μεταξύ του x άξονα και της γραμμής δράσης της δύναμης Ν1,S1x είναι η προβολή της αντίδρασης του πείρου αγκυρώσεως επί του x άξονα.

Η επίλυση του συστήματος εξισώσεων ( 4.38 ) ως προς N1 δίνει:

]ρf)sinf(cosc[PhN 111΄

11 −δ+δ= (4.39) Για ένα κύριο (οδηγό) πέδιλο, η εξίσωση (4.37) μπορεί να ξαναγραφεί ως : 11111

΄111Τ BP]f)sinf(cosc[hfPΤ =ρ−δ+δρ= (4.40)

Ομοίως, για ένα συρόμενο πέδιλο η εξίσωση (4.37) μπορεί να ξαναγραφεί ως: 22222

΄222Τ BP]f)sinf(cosc[–hfPΤ =ρ−δ+δ= (4.41)

Για τον προσδιορισμό των δ και ρ είναι αναγκαίο να βρεθούν η κάθετη δύναμη Ν

και οι συνιστώσες της. Αν το dΝ (Σχήμα 4.8) είναι το γεωμετρικό άθροισμα των συνιστωσών δυνάμεων dΝx και dΝy που εφαρμόζονται κατά μήκος των αντιστοίχων αξόνων, τότε σύμφωνα με την εξίσωση (4.34) θα είναι :

N x= = ∫′′

α

ααdNsin dbrqmax ∫

α′′

α′αdNsin2 =

= ( ) 42sinsin2brq dmax α′+α′′−β (4.42)

N y = =∫α ′′

α′αdNcos ααα∫

α ′′

α′dcossinbrq dmax = ∫

α

ααα

΄΄

΄dNcossin

= ( ) 42cos2cosbrq dmax α′′−α′ (4.43)

'Oπου,

( ) ( ) ( )[ ]α′+α′′−βα ′′−α′==δ 2sin2sin22cos2cosarctgNNarctg xy και α′−α′′=β Χρησιμοποιώντας τις εξισώσεις( 4.35 ) και ( 4.37 ) και θεωρώντας ότι:

2y

2x1 NNN +=

θα είναι:

2΄΄΄2΄΄΄΄΄΄d )2sin2sin2()2cos2(cos/coscos4r α+α−β+α−αα−α=ρ

Page 174: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.29

Αν για πέδιλο που δρα προς την κατεύθυνση της φοράς περιστροφής του τύμπανου και αντίθετα προς αυτήν οι γωνίες α' και α'' είναι διαφορετικές, τότε, προφανώς τα δ και ρ θα έχουν διαφορετικές τιμές για τα δύο πέδιλα. Για ένα φρένο με δύο πέδιλα, η ροπή πέδησης επί του τύμπανου είναι ίση με το άθροισμα των ροπών τριβής επί του πρώτου και δεύτερου πέδιλου, δηλαδή :

22112Τ1ΤΤ BPBPΤΤΤ +=+= Για υδραυλική ενεργοποίηση Ρ1 = Ρ2. Η αναγκαία κινούσα δύναμη είναι: Τ21 Τ)BB(P += Για φρένο με εκτείνοντα μηχανισμό τύπου εκκέντρου η κινούσα δύναμη

προσδιορίζεται από τις προηγούμενες εξισώσεις προβλέποντας ότι οι ροπές επί των πέδιλων είναι ίσες:

1Τ1 BΤ5.0P = 2Τ2 PΤ5.0P = Κατά τον υπολογισμό φρένων με πέδιλα είναι αναγκαίο να γίνεται έλεγχος για την

πιθανότητα κολλήματος των πέδιλων. Η συνθήκη κολλήματος πέδιλου δίνεται από την εξίσωση (4.40). Τα πέδιλα μπορεί να κολλήσουν όταν ο παρανομαστής στην εξίσωση (4.40) είναι ίσος με μηδέν.

0f)sinfsδco(c 111΄ =ρ−δ+

Κόλλημα των πεδίλων δεν συμβαίνει αν

)sinc()cosc(f 1΄

11΄ δ−ρδ<

Από τις εξισώσεις (4.35) και (4.40) μπορούμε να προσδιορίσουμε τη μέγιστη

πίεση επί της επιφανείας του κύριου (οδηγού) πέδιλου:

]f)sinf(cosc)[cos(cosbrhPq

111΄΄΄΄2

d

11max 1 ρ−δ+δα−α

ρ=

4.4.4 Κύρια χαρακτηριστικά σχεδιασμού και υπολογισμού φρένων με τύμπανα

Οι κύριες διαστάσεις των φρένων προσδιορίζονται από τις ενδεικνυόμενες τιμές απόδοσης του φρένου. Η δύναμη πέδησης θα είναι μέγιστη όταν το κάθετο φορτίο που προέρχεται από το βάρος του οχήματος μπορεί να αξιοποιηθεί στο μεγαλύτερο βαθμό. Στην περίπτωση αυτή οι δυνάμεις πέδησης πρέπει να είναι ανάλογες προς τις κάθετες αντιδράσεις στους τροχούς.

Για ένα διαξονικό αυτοκίνητο ισχύει:

Page 175: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.30

maxg

maxg

zr

zf

Tr

Tf

hahb

RR

PP

ϕ−

ϕ+== (4.44)

'Οπως φαίνεται από την εξίσωση (4.44), αυτή η σχέση εξαρτάται από το

συντελεστή πρόσφυσης φ ο οποίος καθορίζει την τυπική τιμή σταθερής επιβράδυνσης asd. Συνήθως η σχέση μεταξύ των δυνάμεων πέδησης φθάνει το 1.3 - 1.6 για επιβατηγά αυτοκίνητα, και 0.5 - 0.7 για φορτηγά και αντιστοιχεί σε φαν = 0.40 - 0.55.

Οι ροπές πέδησης που μπορούν να επιτευχθούν με τα φρένα αντιστοιχούν στις επιδιωκόμενες ροπές φρένου στους τροχούς. Δηλαδή

όπου dTfTP rPT

f= maxzfTf RP ϕ=

και όπου dTrTP rPT

r= maxzrTr RP ϕ=

Οι κύριες διαστάσεις ενός φρένου καθορίζονται αρχικά κατά το σχεδιασμό του. Η

ακτίνα rd, της επιφάνειας τριβής του τύμπανου, επιλέγεται κατά τέτοιο τρόπο ώστε το διάκενο μεταξύ της στεφάνης (ζάντας) του τροχού και του τύμπανου, αναγκαίο για αερισμό, να μην είναι μικρότερο από 20-30 mm.

Η γωνία επαφής β της επένδυσης τριβής ισούται με 90°-120°. Στα πέδιλα με έναν βαθμό ελευθερίας η επένδυση θα πρέπει να τοποθετείται συμμετρικά σε σχέση με τον x άξονα ενώ στα ολισθαίνοντα (δύο βαθμοί ελευθερίας) πέδιλα, η επένδυση πρέπει να είναι μετατοπισμένη προς το άκρο της έδρασης. Το πλάτος b της επένδυσης τριβής προσδιορίζεται από τη συνθήκη ότι κατά τη διάρκεια πέδησης ανάγκης, η πίεση επί της επιφανείας του πέδιλου θα είναι κάτω από 2.5 ΜΡa. Εξ άλλου, έχει γίνει αποδεκτό σε πολλές χώρες, ότι η συμβατική ειδική φόρτιση p επί της επενδύσεως, που προσδιορίζεται από την (15), να μην ξεπερνάει τα 0.25 ΜΡa για αυτοκίνητα με μικτή μάζα μέχρι 11 tons και τα 0.3 ΜΡa για αυτοκίνητα με μικτή μάζα πάνω από 11 tons:

[ ]p)AA(qm rfa ≤+ (4.45) όπου είναι η μικτή μάζα του αυτοκινήτου, και am ≤ rf A,A είναι αντίστοιχα οι

συνολικές επιφάνειες των επενδύσεων των φρένων του εμπρός και πίσω άξονα. Οι υπολογισμοί ελέγχου για φθορά και θέρμανση γίνονται χρησιμοποιώντας

έμμεσες παραμέτρους - μέση πίεση επί της επιφανείας του οδηγού (κύριου) πέδιλου και ειδικό έργο τριβής που καθορίζει τη θερμοκρασία στην οποία θα φθάσει το τύμπανο όταν ζεσταθεί.

Η μέση πίεση επί της επιφανείας του πέδιλου λαμβάνεται ίση με το λόγο της κάθετης δύναμης Ν1 προς την επιφάνεια Α1 της επένδυσης του φρένου. Σύμφωνα με τις απαιτήσεις για επενδύσεις αμιάντου, θα ισχύει η παρακάτω σχέση:

avq

=avq Ν1/Α1 < 2 ΜΡa

Page 176: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.31

Το ειδικό έργο λόγω τριβής είναι ίσο με το λόγο του έργου τριβής που δίνεται για να σταματήσει το αυτοκίνητο που κινείται με τη μέγιστη ταχύτητα, προς την ολική επιφάνεια των επενδύσεων όλων των φρένων δηλαδή: ΣA

[ ]fr

2maxaa LA2m ≤ν Σ

Εδώ, Lfr είναι το επιτρεπόμενο ειδικό έργο λόγω τριβής. Για επιβατηγά αυτοκίνητα

λαμβάνεται ίσο με 1000-1500 2cmJ . Για φορτηγά και λεωφορεία κυμαίνεται μεταξύ

600 και 800 2cmJ . Τα τύμπανα (ταμπούρα) πρέπει να έχουν μεγάλη ακαμψία και

θερμοχωρητικότητα. Η θερμοκρασία τους, όταν γίνεται φρενάρισμα, δεν πρέπει να ξεπερνάει τις οριακές τιμές για το υλικό. Το υλικό του τύμπανου, μαζί με το υλικό της επένδυσης τριβής πρέπει να εξασφαλίζουν υψηλό συντελεστή τριβής και ομοιόμορφη φθορά της επιφάνειας του φρένου.

Σύμφωνα με αυτές τις απαιτήσεις τα τύμπανα των φρένων για μεσαία και βαριά φορτηγά καθώς και για μεσαίας και μεγάλη χωρητικότητας λεωφορεία, κατασκευάζονται από φαιό ή κραματικό χυτοσίδηρο (Σχήμα 4.10α). Για άλλους τύπους αυτοκινήτων χρησιμοποιούνται σύνθετα τύμπανα (Σχήμα 4.10b) αποτελούμενα από τη φλάντζα 1 κατασκευασμένη από πρεσσαριστή λαμαρίνα και το χυτοσιδηρό δακτύλιο 2, για να ελαττωθεί η ποσότητα του μετάλλου. Τύμπανα φρένων (χυτά από κάποιο κράμα αλουμινίου) με χυτοσιδηρό δακτυλίδι 3 (Σχήμα 4.10c) χρησιμοποιούνται και σε επιβατηγά αυτοκίνητα. Η σύνδεση της φλάντζας με τη στεφάνη και του χυτοσιδηρού δακτυλιδιού με το αλουμινένιο τύμπανο, γίνεται κατά τη χύτευση. Πρόβλεψη γίνεται για τη δακτυλιοειδή διόγκωση 4 στην εξωτερική ακμή του τύμπανου, που αυξάνει την ακαμψία του, διαμέτρου dc. Η τελική κατεργασία της επιφάνειας πέδησης του τύμπανου και η στατική ζυγοστάθμισή του γίνονται αφού τούτο μονταριστεί στην πλήμνη. Η επιτρεπόμενη αζυγοσταθμία είναι 12-25 Νcm για επιβατηγά και 30-40 Νcm για φορτηγά αυτοκίνητα.

Page 177: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.32

Σχήμα 4.10. Τύμπανα φρένων α. Χυτό b. και c. Σύνθετα

Το τύμπανο κεντράρεται, σε σχέση με την πλήμνη, επί της κυλινδρικής Κατά το σχεδιασμό πρέπει να εξακριβωθεί η θερμοχωρητικότητα του τύμπανου, δηλαδή να βρεθεί αν πληρούται η συνθήκη:

( ) LtCmCm rrdd ≥Δ+

Εδώ md και mr είναι οι συνολικές μάζες των τυμπάνων και χυτoσιδηρών δακτυλιδιών τους, για το δοσμένο άξονα. Cd και Cr είναι αντίστοιχα οι ειδικές θερμοχωρητικότητες των τυμπάνων και των δαχτυλιδιών (για χυτοσίδηρο C = 482 J/(KgK), για αλουμινόκραμα C = 880 J/(KgK), t είναι η αύξηση της θερμοκρασίας του τύμπανου (σ' ένα απότομο φρενάρισμα, όταν το αυτοκίνητο κινείται με ταχύτητα υα = 30 Km/h σταματάει απότομα, η αύξηση της θερμοκρασίας δεν πρέπει να υπερβαίνει τους 15°C) L είναι το μέρος της κινητικής ενέργειας του πλήρως φορτωμένου αυτοκινήτου, που μετατρέπεται σε θερμότητα με τα φρένα του συγκεκριμένου άξονα.

Επειδή το φρενάρισμα είναι μια πολύ γρήγορη διαδικασία, πρακτικά δεν υφίσταται απαγωγή θερμότητας. 'Ολη η κινητική ενέργεια, σε συσχετισμό με την κατανομή της ολικής δύναμης πέδησης μεταξύ των αξόνων, καταναλώνεται για να θερμάνει τη μάζα του μηχανισμού του φρένου. 'Ετσι:

⎟⎟⎠

⎞⎜⎜⎝

⎛+

+=

bagbha

2v

mL gd.s2a

af

⎟⎟⎠

⎞⎜⎜⎝

⎛+

−=

bahaga

2v

mL gd.s2a

ar

όπου , a και b είναι οι συντεταγμένες του κέντρου μάζας του αυτοκινήτου, και

είναι η τυποποιημένη (αποδεκτή) σταθερή επιβράδυνση. gh

d.sa Πλάκα έδρασης: είναι το στοιχείο που εξασφαλίζει τη σωστή αμοιβαία

προσαρμογή όλων των στοιχείων του φρένου (Σχήματα 4.11 και 4.12). Η πλάκα έδρασης είναι από πρεσσαριστή λαμαρίνα (Σχήμα 4.9) ή χυτή από μαλακό σίδηρο.

Τα πέδιλα του φρένου βαρέων οχημάτων είναι χυτά από φαιό χυτοσίδηρο ή κράματα αλουμινίου, για επιβατηγά και ελαφρά φορτηγά, τα πέδιλα είναι πρεσσαριστά και συγκολλημένα. Λόγω της μικρής θερμοχωρητικότητας, της ευκολίας κατασκευής και της ευκαμψίας που βοηθάει στην εξίσωση των πιέσεων κατά μήκος και πλάτος των επενδύσεων τριβής, τα πρεσσαριστά - συγκολλητά πέδιλα είναι σε γενική χρήση.

Page 178: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.33

Σχήμα 4.11. Φρένο τροχού φορτηγού 1. Πέδιλο 2. Εκτείνον έκκεντρο (κάμα)

3. Πλάκα έδρασης 4. Ρυθμιστικός βραχίονας 5. Φορέας (κονσόλα) άξονα του εκτείνοντος εκκέντρου 6. Ράουλο

Page 179: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.34

Σχήμα 4.12. Φρένο με σφηνοειδή εκτείνοντα μηχανισμό

Page 180: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.35

Σχήμα 4.13. Φρένο τροχού φορτηγού 1. Πέδιλο 2. Πλάκα έδρασης

3. Κάμα ρυθμιστή τζόγου 4. Έκκεντρος πείρος αγκύρωσης

Page 181: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.36

Σχήμα 4.14. Φρένο πίσω τροχού (μη αυτενεργό) επιβατηγού αυτοκινήτου

1. Έμβολο 2. Δαχτυλίδι ώσεως εμβόλου 3. Στεγανοποιητικό δαχτυλίδι 4. Στοπ 5. Πλάκα έδρασης 6. Πέδιλο 7. Πείροι αγκύρωσης 8. Μπρούντζινα έκκεντρα

9. Ενδεικτικός πείρος πέδιλων 10. Κινητήριος μηχανισμός του φρένου στάθμευσης (χειρόφρενο)

Οι επενδύσεις τριβής των πέδιλων των φρένων κατασκευάζονται από ινώδη

αμίαντο και συνδετικές ύλες (λάστιχο, ορυκτά και φυτικά έλαια, συνθετικές ρητίνες). Οι εδράσεις (υποστηρίγματα) που παρέχουν δύο βαθμούς ελευθερίας στα πέδιλα

είναι απλές στο σχεδιασμό και επιτρέπουν στα πέδιλα να αυτοκεντράρονται σε σχέση με το τύμπανο (Σχήμα 4.12). Στην περίπτωση έδρασης των πέδιλων σε πείρους αγκυρώσεως (ένας βαθμός ελευθερίας), προβλέπεται δυνατότητα ρύθμισης της θέσης των κέντρων των πείρων για αξονικό κεντράρισμα των πέδιλων ως προς το τύμπανο. Γι' αυτό οι πείροι αγκυρώσεως 4 είναι κατασκευασμένοι έκκεντρα (Σχήμα 4.13), ή επάνω στους πείρους 7 (Σχήμα 4.14) είναι στερεωμένα ρυθμιστικά έκκεντρα φρένων. Οι πείροι αγκυρώσεως των αρθρωτών εδράσεων είναι

Page 182: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.37

κατασκευασμένοι από χάλυβα ποιότητας 45 και έχουν υποστεί επαγωγική σκλήρυνση (βαφή). Οι κονσόλες τους (φορείς) είναι χυτές από μαλακό σίδηρο. Μπρούντζινα έκκεντρα προστατεύουν τις τρύπες της πλάκας έδρασης στα νεύρα των πέδιλων και προλαβαίνουν τη διαβρωτική φθορά αυτών των εξαρτημάτων.

Αρθρωτά υποστηρίγματα με επιμήκεις πείρους αγκυρώσεως, προφυλάσσουν αποτελεσματικά τα πέδιλα από πλάγιες μετατοπίσεις. Σε μερικές περιπτώσεις, στην πλάκα έδρασης 5 (Σχήμα 4.14) προβλέπονται διατάξεις 9, που πιέζουν το μεσαίο τμήμα του πέδιλου προς την πλάκα, και στο κεφάλι του εμβόλου 1, ή στις ράβδους του ρυθμιζόμενου εκτατήρα του φρένου υπάρχουν εγκοπές στις οποίες κάθονται οι νευρώσεις (προεξοχές) ώσεως των πέδιλων.

Εκτείνων μηχανισμός τύπου εμβόλου: που συνήθως ονομάζεται κύλινδρος πέδησης τροχού, διακρίνεται για τον απλό σχεδιασμό του και τη βολική διάταξή του στο φρένο. Το σώμα του κυλίνδρου είναι κατασκευασμένο από φαιό χυτοσίδηρο. Η τρύπα του είναι διαμπερής και η επιφάνειά της γυαλισμένη. Το έμβολο κατασκευάζεται από κράμα αλουμινίου. Στο έμβολο πρεσάρεται μια χαλύβδινη τάπα, σε μια εγκοπή του εμβόλου κάθεται ένα νεύρο ή η άκρη του πέδιλου.Ο ενεργός χώρος του κυλίνδρου στεγανοποιείται με ένα λαστιχένιο στεγανοποιητικό δαχτυλίδι (τσιμούχα) ή μια δακτυλιοειδή στεγανοποιητική διάταξη ενσωματωμένη στο έμβολο. Στον εκτείνοντα μηχανισμό με έκκεντρο (κάμα) (Σχήμα 4.11) η εκτείνουσα κάμα 2 είναι μονοκόμματη με τον άξονα. Μετά την κατεργασία, η επιφάνεια εργασίας της κάμας υφίσταται επαγωγική σκλήρυνση (βαφή) μαζί με το λαιμό του άξονα. Η κονσόλα 5 της εκτείνουσας κάμας είναι από μαλακό χυτοσίδηρο και είναι κοχλιωμένη ή πριτσινωμένη στην πλάκα εδράσεως (υποστήριγμα). Τα ράουλα 6 από χάλυβα ποιότητας 45 και επαγωγικά βαμμένα, είναι προσαρμοσμένα στα ενεργά άκρα των πέδιλων για αύξηση της απόδοσης του φρένου.

Ο εκτείνων μηχανισμός με σφήνα: που φαίνεται στο Σχήμα 4.12, αποτελείται από ένα σώμα χυτό από μαλακό σίδηρο και μονοκόμματο με την κονσόλα 2, τα έμβολα 6, τη σφήνα 4 και τα ράουλα 5. Τα τελευταία χρησιμεύουν για να απομακρύνουν μεταξύ τους τα έμβολα. Η δύναμη που απαιτείται για το σκοπό αυτό αναπτύσσεται με το θάλαμο φρένου 3 που είναι εξωτερικά βιδωμένος στο σώμα του μηχανισμού. Ο εκτείνων μηχανισμός με σφήνα είναι πιο περίπλοκος στο σχεδιασμό και κοστίζει πολύ περισσότερο από το μηχανισμό με κάμα. 'Εχει έναν αριθμό πλεονεκτημάτων: είναι πιο συμπτυγμένος, έχει μικρότερη μάζα και πολύ υψηλότερη απόδοση και μικρότερο χρόνο ώθησης. Οι σχηματικές παραστάσεις του Σχήματος 4.15 εξηγούν τη λειτουργία του εκτείνοντος μηχανισμού με σφήνα. Στην αρχική θέση, με το φρένο ελεύθερο (Σχήμα. 4.15α) το έμβολο 1 κάθεται στην πατούρα 2 του σώματος 3 υπό την ενέργεια του ελατηρίου επαναφοράς του πέδιλου. Την αρχική στιγμή εφαρμογής του φρένου, τα έμβολα 1 απομακρύνονται αρχικά, συγχρόνως, μέχρις ότου τα πέδιλα ακουμπήσουν στο τύμπανο. Τότε, ένα από τα έμβολα κινείται προς τα πίσω υπό την ενέργεια του πέδιλου, που παρασύρεται από το τύμπανο, αφού καθίσει στην πατούρα 2 τούτο χρησιμεύει ως έδραση για το πέδιλο. Το άλλο έμβολο ωθεί το δεύτερο πέδιλο (Σχήματα 4.15b και 4.15c).

Ο εκτείνων μηχανισμός υπολογίζεται ως ακολούθως. Πρώτα, για την προκαταρκτικά προσδιορισμένη τιμή της κινούσας δύναμης Ρ καθορίζουμε τη γωνία κορυφής της σφήνας α ~ 12° για την οποία δεν επέρχεται σφήνωση. Στη

Page 183: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.38

συνέχεια,βρίσκουμε την προκαταρκτική τιμή της FW της δύναμης που εφαρμόζεται

επί της σφήνας κατά μήκος του άξονά της (Σχήμα 4.15d).

)(Ptg2F 2a

w =

Για την τιμή της FW που βρέθηκε, διαλέγουμε ένα θάλαμο πιέσεως φρένου,

γνωρίζοντας την πραγματική τιμή του μέγιστου φορτίου λειτουργίας επί της ράβδου ώσεως του.

Σχήμα 4.15. Σχηματικές διατάξεις που δείχνουν τη λειτουργία του εκτείνοντος μηχανισμού με σφήνα και σχηματική διάταξη για υπολογισμό αυτού του μηχανισμού.

a. Αρχική θέση εμβόλων b. Θέση κατά τη διάρκεια αρχικής σύγχρονης μετατόπισης

c. Θέση λειτουργίας ( φρενάρισμα ) d. Διάγραμμα για τον υπολογισμό δυνάμεων

4.4.6 Δισκόφρενα

Τα δισκόφρενα χρησιμοποιούνται γενικά στα επιβατικά αυτοκίνητα (κυρίως στους εμπρόσθιους τροχούς). Επιπλέον βρίσκουν εφαρμογή και σε μερικούς τύπους φορτηγών και λεωφορείων.

Στο σχήμα 4.16 απεικονίζεται μία σχηματική διάταξη ενός δισκόφρενου. Η ροπή πέδησης:

avT rNfi=T

όπου f είναι ο συντελεστής τριβής μεταξύ των δύο επιφανειών (επένδυσης-δίσκου),

N είναι η ολική δύναμη με την οποία πιέζεται ο δίσκος και

Page 184: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.39

rav είναι η ακτίνα εφαρμογής των συνισταμένων δυνάμεων της τριβής.

Σχήμα 4.16. Σχηματική διάταξη υπολογισμού δισκόφρενου a) Σχηματική διάταξη δισκόφρενου,

b) Σχηματική διάταξη ακτινικών δυνάμεων στα έδρανα του τροχού κατά τη διάρκεια του φρεναρίσματος (Pb είναι η δύναμη φρεναρίσματος)

Η δύναμη με την οποία η επένδυση πιέζεται πάνω στο δίσκο, προσδιορίζεται από

την πίεση του υγρού φρένων p, τον αριθμό των τριβόμενων επιφανειών i και τη διάμετρο dc των φρένων των κυλίνδρων στη μια πλευρά της αρπάγης.

οπότε:

∑=

⋅π=n

1i

2c idp25.0N

Υποθέτωντας ότι η πίεση κατανέμεται ομοιόμορφα πάνω στην επιφάνεια της

επένδυσης, η τριβή ενεργεί στη μέση ακτίνα rav = ( rex + rin) /2. Όπου rex η εξωτερική ακτίνα και rin η εσωτερική.

Πλεονεκτήματα

Τα δισκόφρενα προσφέρουν αυξημένη ένταση δύναμης ανά μονάδα μάζας Προσφέρουν ομοιόμορφη και ομαλή δύναμη πέδης με οποιαδήποτε αρχική

ταχύτητα του οχήματος Οι τριβόμενές τους επιφάνειες απάγουν καλύτερα την θερμότητα (αυτό οφείλεται

στο ότι τα πέλματα του δισκόφρενου έχουν μικρό μήκος και η επιφάνεια τους καλύπτει περίπου 12-16% της επιφάνειας του δίσκου)

Συντηρούνται εύκολα Είναι ελαφριά Έχουν μικρό μέγεθος

Μειονεκτήματα Φθείρονται γρήγορα οι επενδύσεις Χρησιμοποιούνται δύσκολα ως πέδη στάθμευσης

Page 185: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.40

Επειδή οι επιφάνειες τους είναι ακάλυπτες και λερώνονται εύκολα μειώνεται η ικανότητα πέδησης τους

Τα δισκόφρενα διακρίνονται σε δύο τύπους: α) Με σταθερή αρπάγη και αντίθετα τοποθετημένους κυλίνδρους (σχήμα 4.17) β) Με συρόμενη αρπάγη και κυλίνδρους τοποθετημένους στη μία πλευρά τους (Σχήμα 4.18)

Σχήμα 4.17. Δισκόφρενο αυτοκινήτου με σταθερή αρπάγη και αντίθετα τοποθετημένους κυλίνδρους

1. Δίσκος 2. Αρπάγη πέδης 3. Κύλινδρος 4. Πέδιλο 5. Πείροι συγκράτησης πέδιλου

Σχήμα 4.18. Δισκόφρενο με ολισθαίνουσα αρπάγη και κυλίνδρο τοποθετημένο στη μια πλευρά. a. Διάταξη b. Διάταξη πέδης στάθμευσης

Page 186: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.41

4.6. ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΠΕΔΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΠΙΒΑΤΙΚΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΑ & ΕΛΑΦΡΑ ΕΜΠΟΡΙΚΑ ΟΧΗΜΑΤΑ.

4.6.1. Μηχανικά συστήματα πέδησης

Σήμερα χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για το χειρόφρενο.

4.6.2. Υδραυλικά συστήματα πέδησης Αυτά τα συστήματα χρησιμοποιούνται στα επιβατικά αυτοκίνητα και στα ελαφρά

φορτηγά. Μπορούν να είναι είτε υποβοηθούμενα συστήματα είτε μη μηχανικά. Τα υποβοηθούμενα συστήματα συνήθως έχουν έναν μηχανισμό υποβοήθησης της πέδησης με υποπίεση (σερβόφρενο). Το υγρό πέδησης μεταφέρει την δύναμη πέδησης στους μηχανισμούς φρένων των τροχών. Στις μηχανές βενζίνης, η αναρρόφηση πραγματοποιείται διαμέσου μιας σύνδεσης με τους αυλούς εισαγωγής της μηχανής και οι μηχανές Diesel χρησιμοποιούν μία αεραντλία κενού. Η υποπίεση αναρρόφησης είναι 0.5-0.9 bar. Οι αναρροφητικοί ενισχυτές πέδησης λειτουργούν χρησιμοποιώντας την αρχή των δύο θαλάμων. Στην κατάσταση απελευθέρωσης, στις άκρες και των δύο εμβόλων υπάρχει κενό. Στην πέδηση, στην άκρη του δεξιού εμβόλου παρέχεται αέρας. Αυτό δίνει πολύ γρήγορους χρόνους αντίδρασης παρά τις μικρές διαφορές πίεσης.

Πλεονεκτήματα

Τα συστήματα υποβοήθησης με υποπίεση λειτουργούν σε ξηρό περιβάλλον και

δεν μπορούν να παγώσουν. Έτσι δεν είναι απαραίτητη η χρησιμοποίηση συστήματος απόψυξης.

Μειονεκτήματα

Λόγω της χαμηλής διαφοράς μεταξύ της πίεσης λειτουργίας και της

ατμοσφαιρικής πίεσης, απαιτούνται μεγάλα εξαρτήματα υποπίεσης, συχνά με δύο έμβολα συνδεδεμένα σε σειρά. 4.6.3. Συστήματα πέδησης με υδραυλικές πηγές ενέργειας και υδραυλικά στοιχεία μετάδοσης

Αυτά τα συστήματα μπορούν να σχεδιαστούν όπως τα μη μηχανικά συστήματα ή τα υποβοηθούμενα συστήματα. Και οι δύο τύποι μπορούν να λειτουργήσουν με αποθέματα ενέργειας και το υποβοηθούμενο σύστημα μπορεί να λειτουργήσει στη βάση ενός ανοιχτοκεντρικού συστήματος με βοηθητικά αποθέματα. Στα υποβοηθούμενα συστήματα, διάφορα υγρά μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως πηγές ενέργειας (υδραυλικό λάδι) και για το εξάρτημα μεταβίβασης (υγρά φρένων). Η αντλία χρησιμοποιείται επίσης ως η πηγή ενέργειας. Σε συνδυασμό με το σύστημα αντιεμπλοκής τροχών (ABS), η ηλεκτρική αντλία χρησιμοποιείται επίσης ως η πηγή ενέργειας για τον υδραυλικό ενισχυτή πέδησης. Εδώ, το υγρό φρένων χρησιμοποιείται ως το υδραυλικό υγρό για αύξηση και μεταβίβαση της δύναμης

Page 187: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.42

πέδησης. Το σύστημα ελέγχου στα μη μηχανικά συστήματα πέδησης είναι μία βαλβίδα πέδησης με έμβολο αντίδρασης, ενώ υποβοηθούμενα συστήματα χρησιμοποιούν ενισχυτή πέδησης με έμβολο αντίδρασης. Το υδραυλικό υγρό είναι αποθηκευμένο σε υδραυλικούς συσσωρευτές στους οποίους συμπιέζεται αέριο (συνήθως άζωτο). Αέριο και υγρό ξεχωρίζονται με την βοήθεια ελαστικού πτερυγίου (συσσωρευτής πτερυγίου), διαφράγματος (συσσωρευτής διαφράγματος) ή εμβόλου με ελαστικό κάλυμμα (συσσωρευτής εμβόλου).

Σχήμα 4.19. Υδραυλικό σύστημα πέδησης (επιβατικό αυτοκίνητο) 1. Πεντάλ πέδησης 2. Σύστημα υποβοήθησης με υποπίεση,

3. Αντλία φρένων 4. Δοχείο πίεσης υγρού φρένων 5. Δισκόφρενα (μπροστά) 6. Ρυθμιστής δύναμης πέδησης

7. Φρένα τύπου τύμπανου (πίσω). Πλεονεκτήματα

Σε σχέση με τα συστήματα που χρησιμοποιούν ενισχυτές υποπίεσης, αυτές οι μονάδες είναι ελαφρύτερες και μικρότερες και έχουν εξαιρετικά γρήγορους χρόνους αντίδρασης γιατί το υγρό είναι ασυμπίεστο. Μειονεκτήματα

Διαρροές στο κύκλωμα προκαλούν πτώση της μέσης πίεσης.

Page 188: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.43

4.6.4. Διαχωρισμός κυκλωμάτων πέδησης.

Τα φρένα διπλού κυκλώματος είναι πλέον υποχρεωτικά από το νόμο. Υπάρχουν πέντε διαφορετικές παραλλαγές διπλών κυκλωμάτων.

Πίνακας 4.1. Χαρακτηρισμός του τύπου κατανομής της δύναμης πέδησης (DIN 74 000)

Page 189: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.44

4.6.5. Εξαρτήματα συστημάτων πέδησης Ενισχυτής υποβοήθησης με υποπίεση (σερβόφρενο)

Ο ενισχυτής υποπίεσης είναι ένας ενισχυτής της δύναμης του πεντάλ, ο οποίος συνδέεται με μία αντλία με εν σειρά κυλίνδρους. Ο συντελεστής ενίσχυσης είναι i όπου:

0E

AF -F

F = tana = i (Διάγραμμα 4.4.)

μπορεί να κυμαίνεται στο σχεδιασμό ανάλογα με την κατάλληλη επιλογή μοχλών

ελέγχου. Διαμέσου των μοχλών ελέγχου, μία ανάλογη βοηθητική δύναμη τοποθετείται στην κορυφή του πεντάλ δύναμης και μαζί δρούν στην αντλία με εν σειρά κυλίνδρους. Την ίδια στιγμή, μία δύναμη αντίδρασης μεταβιβάζεται στον οδηγό, η οποία τον καθιστά ικανό να ελέγχει την δύναμη πέδησης σωστά. Οι λειτουργικές αρχές εξηγούνται στο Σχήμα 4.20. Σε περίπτωση βλάβης του ενισχυτή, παραμένει μόνο η δύναμη του πεντάλ.

Σχήμα 4.20. Ενισχυτής πέδησης υποπίεσης με έλεγχο μοχλών. 1. Δύναμη εξόδου (προς σειρά κυρίως κυλίνδρων)

2. Σύνδεση αναρρόφησης 3. Δύναμη εισόδου (δύναμη πεντάλ) 4. Ατμόσφαιρα 5. Πίεση λειτουργίας

Page 190: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.45

Διάγραμμα 4.4. Χαρακτηριστικά ενισχυτή πέδησης με υποπίεση (BOSCH Handbook 1996) Αντλία φρένων με κυλίνδρους εν σειρά

Η αντλία αυτή λειτουργεί είτε απ'ευθείας διαμέσου του πεντάλ, είτε εάν η δύναμη του πεντάλ δεν είναι επαρκής, διαμέσου ενός ενισχυτή δύναμης πεντάλ (π.χ. ενισχυτής υποπίεσης) Σχήμα 4.21. Αρχή Λειτουργίας

Το υγρό λειτουργίας βρίσκεται σε δίδυμο δοχείο (1) πάνω από την αντλία. Περνώντας την οπή πληρώσεως 5 το έμβολο 6 αναγκάζει το υγρό φρένων σε πίεση στο κύκλωμα πέδησης Ι. Η συμπίεση του ελατηρίου και το ανέβασμα της πίεσης στο κύκλωμα πέδησης Ι κινούν το ενδιάμεσο έμβολο 8, το οποίο καλύπτει την οπή πληρώσεως 3 και ανεβάζει την πίεση στο κύκλωμα πέδησης ΙΙ. Η πίεση πέδησης είναι ανάλογη της δύναμης πέδησης.

Η θύρα του κυκλώματος πέδησης Ι (10), η οποία εφοδιάζει τα πίσω φρένα τύπου τύμπανου, διαθέτει μία βαλβίδα (9) η οποία εξασφαλίζει μία παραμένουσα πίεση περίπου 1.5 bar στο κύκλωμα όταν τα φρένα ελευθερωθούν. Αυτό αποτρέπει την είσοδο αέρα διαμέσου των παρεμβυσμάτων στεγανοποίησης των πίσω κυλίνδρων.

Page 191: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.46

Τα κυκλώματα πέδησης των δισκόφρενων δεν χρειάζονται παραμένουσα πίεση. Όταν τα φρένα αφεθούν ελεύθερα, οι οπές 3 και 5 εξασφαλίζουν ότι μπορούν να υπάρξουν θερμοκρασιακές μεταβολές αλλά και σχετικές διαρροές σε ποσότητα αλλά και πίεση μεταξύ του δοχείου αποθήκευσης υδραυλικού υγρού (1) και των κυκλωμάτων πέδησης.

Λειτουργικές αρχές σε περίπτωση βλάβης ενός από τα κυκλώματα πέδησης: Βλάβη στο κύκλωμα πέδησης Ι

Το έμβολο 6 κινείται μπροστά όσο και το ενδιάμεσο έμβολο 8 και μεταβιβάζει μηχανικά την δύναμη στο άθικτο κύκλωμα πέδησης ΙΙ, το οποίο μπορεί τώρα να παράγει ολόκληρη την πίεση πέδησης.

Σχήμα 4.21. Αντλία δίδυμων κυλίνδρων. 1. Δοχείο πίεσης υγρού δύο θαλάμων 2. Κομμάτι μηχανής

3. Οπή πληρώσεως κυκλώματος πέδησης ΙΙ 4. Ελατήριο συμπίεσης 5. Μικρή τρύπα για κύκλωμα πέδησης Ι 6. Έμβολο ώθησης

7. Μπροστινό κύκλωμα πέδησης Ι 8. Ενδιάμεσο έμβολο 9. Βαλβίδα 10. Πίσω κύκλωμα πέδησης Ι

Βλάβη στο κύκλωμα πέδησης ΙΙ

Η αντίδραση του άθικτου κυκλώματος πέδησης Ι πιέζει υδραυλικά το έμβολο ώθησης 6 που σταματά στο τέλος της διαδρομής από το κινούμενο έμβολο (μεταξύ των σημείων 4 και 5 στο σχήμα 4.21.). Πίεση πέδησης μπορεί να αναπτυχθεί μόνο στο κύκλωμα Ι.

Η βλάβη σε ένα κύκλωμα πέδησης προκαλεί μία σχετική μείωση στην αποτελεσματικότητα της πέδησης, αύξηση στη διαδρομή του πεντάλ και τέλος

Page 192: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.47

διαρροή υγρού φρένων από κάποιον από τους δύο θαλάμους του δοχείου αποθήκευσης υγρού φρένων. Βαλβίδα ρύθμισης πίεσης πέδησης

Όσο πιο δυνατά φρενάρει ο οδηγός, τόσο περισσότερο παρατηρείται δυναμική μετατόπιση βάρους από τον πισινό άξονα στον μπροστινό άξονα. Όταν το όχημα είναι άδειο, η δύναμη πέδησης στον πίσω άξονα μπορεί να είναι τόσο μεγάλη ώστε οι τροχοί του πίσω άξονα να μπλοκάρουν πριν του μπροστινού. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε αστάθεια κατά την διάρκεια της πέδησης, π.χ. ντεραπάρισμα. Ευστάθεια κατά την διάρκεια της οδήγησης επιτυγχάνεται όταν, ανεξάρτητα από το φορτίο του οχήματος, οι τροχοί του μπροστινού άξονα μπλοκάρουν πριν τον πίσω. Η σωστή διανομή της δύναμης επιτυγχάνεται με την βοήθεια βαλβίδων ρύθμισης δύναμης πέδησης, οι οποίες τοποθετούνται στο κύκλωμα πέδησης στους τροχούς του πίσω άξονα. Ανάλογα με τον τύπο κάθε οχήματος, υπάρχουν διάφοροι τύποι βαλβίδων ρύθμισης δύναμης πέδησης:

-Βαλβίδες ρύθμισης πίεσης πέδησης με σταθερή μεταβολή της πίεσης. -Βαλβίδες ρύθμισης πίεσης πέδησης ευαίσθητες στο φορτίο με ρυθμιζόμενη μεταβολή πίεσης ανάλογα με το φορτίο του οχήματος.

Διάγραμμα 4.5. Χαρακτηριστικά βαλβίδας ρύθμισης πίεσης πέδησης ευαίσθητες στο φορτίο.

Οι βαλβίδες ρύθμισης της πίεσης πέδησης με ευαισθησία στο φορτίο,

τοποθετούνται κοντά στον πίσω άξονα. Η συμπίεση της ανάρτησης μεταξύ του άξονα και του σώματος χρησιμοποιείται για να μετρήσει το φορτίο του οχήματος και

Page 193: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.48

μεταφέρεται διαμέσου μηχανικών μοχλών στο ελατήριο ελέγχου μέσα στην βαλβίδα ρύθμισης της πίεσης πέδησης.

Το ελατήριο ελέγχου δρα πάνω σ'ένα βηματικό έμβολο. Κατά την διάρκεια της

αρχικής πέδησης, το ελατήριο ελέγχου διατηρεί την έδρα της βαλβίδας στο βηματικό έμβολο ανοιχτή, μέχρις ότου η πίεση πέδησης να φτάσει κάποιο όριο στο οποίο, ανάλογα με την περιοχή δράσης του βηματικού εμβόλου, ανταποκρίνεται στη δύναμη του ελατηρίου ελέγχου.

Σχήμα 4.22. Βαλβίδα ρύθμισης πίεσης πέδησης με ευαισθησία στο φορτίο. 1. Από αντλία φρένων 2. Προς μηχανισμούς φρένων των τροχών

3. Μηχανικός μοχλός 4. Ελατήρια ελέγχου 5. Βηματικό έμβολο

4.7. ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΣ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΠΕΔΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΜΠΟΡΙΚΑ ΟΧΗΜΑΤΑ 4.7.1. Επιβραδυντικά συστήματα πέδησης

Τα φρένα που χρησιμοποιούνται στα επιβατικά και εμπορικά οχήματα δεν είναι σχεδιασμένα για συνεχή λειτουργία. Όταν εφαρμοστούν για μεγάλο χρονικό διάστημα τα φρένα υπερθερμαίνονται με αποτέλεσμα να εξασθενούν. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, το σύστημα πέδησης μπορεί να καταστραφεί ολοκληρωτικά. Τα βαριά οχήματα ωστόσο έχουν ενσωματωμένο ένα σύστημα επιβραδυντή για συνεχή πέδηση που λειτουργεί ανεξάρτητα από το σύστημα πέδησης. Tα περισσότερα επιβραδυντικά συστήματα πέδησης που χρησιμοποιούνται σε εμπορικά οχήματα χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: συστήματα στραγγαλισμού της πολλαπλής εξαγωγής και επιβραδυντές.

Page 194: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.49

Φρένα με στραγγαλισμό της πολλαπλής εξαγωγής Μείωση στην διατομή της πολλαπλής εξαγωγής ή διαφοροποίηση στο χρονισμό

της βαλβίδας αυξάνει το αρνητικό έργο στο διάγραμμα πίεσης - όγκου του κινητήρα, συντελώντας στην επιβράδυνση του οχήματος.

Page 195: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.50

Σχήμα 4.23. Φρένο με στραγγαλισμό της πολλαπλής εξαγωγής σε συνδυασμό με υδραυλικά ελεγχόμενα φρένα

1. Πεντάλ πέδησης 2. Στραγγαλιστική βαλβίδα 3.Μονάδα πέδησης 4. Διακόπτης 5. Δοχείο πίεσης αερόφρενου

Υδροδυναμικοί επιβραδυντές

Η μηχανική ενέργεια που παρέχεται από τον οδηγό άξονα μετατρέπεται από τον ρότορα σε κινητική ενέργεια ενός ρευστού. Η κινητική ενέργεια με την σειρά της μετατρέπεται σε θερμότητα στον στάτορα, που σημαίνει ότι το ρευστό που χρησιμοποιείται πρέπει να ψυχθεί. Ηλεκτροδυναμικοί επιβραδυντές

Οι σπείρες του ηλεκτρικού πεδίου είναι τοποθετημένες σ'ένα δίσκο που έχει την μορφή στάτορα. Οι ρότορες, που είναι ενισχυμένοι για καλύτερη αποβολή της θερμότητας, είναι τοποθετημένοι στον κινητήριο άξονα και στις δύο πλευρές του στάτορα.

Για να φρενάρει το όχημα, οι σπείρες του πεδίου τροφοδοτούνται με ρεύμα και δημιουργείται μαγνητικό πεδίο. Αδρανειακά ρεύματα διεγείρονται στους ρότορες καθώς αυτοί περιστρέφονται εντός του μαγνητικού πεδίου.Έτσι παράγεται στρεπτική ροπή πέδησης το μέτρο της οποίας είναι συνάρτηση της διέγερσης των σπειρών του στάτορα.

Page 196: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.51

Σχήμα 4.24. Υδροδυναμικός επιβραδυντής

1. Στάτορας πέδησης 2. Οδηγός άξονας 3. Φλάντζα συναρμολόγησης 4. Ρότορας πέδησης 5. Εναλλάκτης θερμότητας (λάδι/νερό)

Διάγραμμα 4.6. Χαρακτηριστικά στρεπτικής ροπής πέδησης υδροδυναμικού επιβραδυντή

Page 197: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.52

Μηχανικά συστήματα πέδησης

Εξαιρώντας τα επιβατικά οχήματα, τα μηχανικά συστήματα πέδησης χρησιμοποιούνται σήμερα μόνο σε ελαφρά εμπορικά οχήματα και ως χειρόφρενα σε ρυμουλκούμενα. Εξαιρώντας τα συστήματα πέδησης λειτουργίας των επιβατικών οχημάτων, τα περισσότερα από τα συστήματα αυτά χρησιμοποιούν εξάρτημα μηχανικής μεταβίβασης. Στο μηχανικό σύστημα πέδησης αν αυτό δεν έχει ενσωματωμένο αυτόματο ρυθμιστή, μια αύξηση στην διαδρομή του πεντάλ δείχνει φθορά του υλικού τριβής.

Σχήμα 4.25. Επιβραδυντής αδρανειακού ρεύματος

1. Ρότορας 2. Στάτορας 3. Συνδετήρας 4. Οδηγός άξονας

Διάγραμμα 4.7. Χαρακτηριστικά στρεπτικής ροπής πέδησης επιβραδυντή αδρανειακού ρεύματος

Page 198: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.53

Υποβοηθούμενα μηχανικά συστήματα πέδησης

Αυτά τα συστήματα πέδησης χρησιμοποιούνται σε ελαφριά έως ελαφρώς βαριά φορτηγά. Σε περίπτωση βλάβης του υποβοηθητικού συστήματος λειτουργούν ως μηχανικά συστήματα απαιτώντας όμως μεγαλύτερη δύναμη στο πεντάλ. Μη μηχανικά συστήματα πέδησης

Τα συστήματα αυτά χρησιμοποιούνται σε ελαφρά φορτηγά έως και βαριά οχήματα με:

- συμπιεσμένο αέρα ως μέσο για τα εξαρτήματα παροχής ενέργειας και μεταβίβασης

Διάγραμμα 4.8. Χαρακτηριστικές καμπύλες διαφόρων

επιβραδυντών συστημάτων πέδησης

- πνευματική - υδραυλική δύναμη μεταβίβασης στο σύστημα πέδησης υπηρεσίας και πνευματική δύναμη μεταβίβασης στο χειρόφρενο

- υψηλή πίεση και με περιορισμένη πίεση - υψηλή πίεση στον τράκτορα Στην κατηγορία αυτή επίσης ανήκει και το χειρόφρενο χωρίς σύστημα μοχλών.

Αδρανειακά συστήματα πέδησης

Τα συστήματα αυτά χρησιμοποιούνται μόνο σε ελαφρά ρυμουλκούμενα οχήματα και σε δρόμους για κανονική οδήγηση. Σε πολλούς σχεδιασμούς η επίδραση πέδησης του οχήματος αυξάνεται από μία δύναμη ενός ελατηρίου,η οποία δρα όταν το όχημα ρυμουλκείται και παύει όταν το όχημα φρενάρεται. Το αδρανειακό σύστημα πέδησης σε μερικές περιπτώσεις χρησιμοποιείται μαζί με το βαρυτικό σύστημα πέδησης.

Page 199: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.54

Σύστημα πέδησης απλού κυκλώματος

Σ'αυτό το σύστημα χρησιμοποιείται μία απλή γραμμή αέρα για τον ανεφοδιασμό του δοχείου πίεσης ενέργειας καθώς επίσης και για την λειτουργία των φρένων του ρυμουλκούμενου διά μέσου της ρυθμιστικής βαλβίδας πέδησης. Η πίεση στην γραμμή κατά την διάρκεια του πατήματος του πεντάλ απελευθερώνεται για φρενάρισμα. Εάν το ρυμουλκούμενο τείνει να αποσυνδεθεί από τον τράκτορα, απελευθερώνεται πίεση από την γραμμή ελέγχου. Αυτό σημαίνει ότι το ρυμουλκούμενο σε τέτοια περίπτωση φρενάρει αυτόματα.

Εάν κατά την διάρκεια της προηγούμενης διαδικασίας υπάρξει διαρροή, πέφτει η πίεση στο δοχείο πίεσης, πράγμα που μειώνει την δύναμη πέδησης. Τότε το σύστημα μπορεί αυτόματα να αλλάξει σε σύστημα φρένου στραγγαλισμού της εξαγωγής. Στο σύστημα πέδησης απλού κυκλώματος είναι επίσης αναγκαίο να επικοινωνούν τα δοχεία πίεσης του τράκτορα με του ρυμουλκούμενου, ώστε τα φρένα πέδησης λειτουργίας να απελευθερώνονται αμέσως μετά το φρενάρισμα. Συστήματα πέδησης πολλαπλής διαδρομής

Σ'αυτά τα συστήματα, η μία διαδρομή (γραμμή παροχής) συνδέει τα δοχεία

πίεσης τράκτορα και ρυμουλκούμενου - η πίεση παραμένει σταθερή -. Η δεύτερη διαδρομή (διαδρομή ελέγχου) οδηγεί από την βαλβίδα ελέγχου του τράκτορα στη βαλβίδα πέδησης του ρυμουλκούμενου. Η δράση πέδησης αρχίζει με μία αύξηση στην πίεση. Η γραμμή παροχής προυποθέτει την εφαρμογή αυτόματης πέδησης σε περίπτωση αστοχίας στη σύνδεση του ρυμουλκούμενου. Εάν η γραμμή παροχής διακοπεί ή χαλαρώσει, απελευθερώνεται αέρας, πέφτει η πίεση και η βαλβίδα πέδησης στο ρυμουλκούμενο εγγυάται το αυτόματο φρενάρισμα.

Σχήμα 4.26. Υποβοηθούμενο σύστημα πέδησης με υποπίεση διπλού κυκλώματος για ελαφρά εμπορικά οχήματα, 1. Μηχανή ανάφλεξης 2. Στραγγαλιστική βαλβίδα 3. Καρμπυρατέρ, 4. Βαλβίδα ελέγχου 5.Σωλήνας εισαγωγής 6. Μηχανικό χειρόφρενο. 7. Πεντάλ πέδησης 8. Σειρά κυρίως υδραυλικών κυλίνδρων, 9. Ενισχυτής πέδησης, 10. Μπροστινός άξονας, 11. Πίσω άξονας

Page 200: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.55

Σχήμα 4.27. Αερόφρενα για φορτηγά Υποβοηθούμενο σύστημα πέδησης πεπιεσμένου αέρα διπλής διαδρομής

1. συμπιεστής, 2. ρυθμιστής πίεσης, 3. αντιψυκτική αντλία, 4. βαλβίδα προστασίας τετραπλού κυκλώματος, 5. δοχείο πίεσης αέρα,

6. σύνδεση κεφαλής με αυτόματο στοιχείο διακοπής, 7. βαλβίδα αποστραγγίσεως νερού, 8. βαλβίδα ελέγχου,

9.ενισχυτής διπλού κυκλώματος,10. βαλβίδα επιθεωρήσεως (συνήθως περιλαμβάνεται στην βαλβίδα χειρόφρενου),

11. βαλβίδα χειρόφρενου, 12. βαλβίδα ελέγχου ρυμουλκούμενου, 13. σύνδεση κεφαλής χωρίς αυτόματο στοιχείο διακοπής,

14. ελατήριο πέδησης - ενεργωτής, 15. μπροστινός άξονας, 16. αυτόματος μετρητής ευαισθησίας φορτίου - δύναμης πέδησης,

17. πίσω άξονας,18. βαλβίδα πέδησης λειτουργίας, 19. κύλινδρος πέδησης, 20.ρελέ, 21.κύλινδρος συνδυασμένης πέδησης,

22. βαλβίδα πέδησης λειτουργίας με όριο πίεσης, 23. βαλβίδα περιορισμού πίεσης,24. βαλβίδα χειρόφρενου με όριο πίεσης,

25 ενεργωτής κύλινδρος, 26 διπλός μετρητής πίεσης, 27. βαλβίδα προστασίας διπλού κυκλώματος, 28. μηχανισμός χειρόφρενου,

29.βαλβίδα πέδησης ρυμουλκούμενου.

Page 201: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.56

Σχήμα 4.28. Υποβοηθούμενο σύστημα πέδησης διπλού κυκλώματος διπλής διαδρομής με πνευματικό σύστημα μεταβίβασης

Σχήμα 4.29. Υποβοηθούμενο σύστημα πέδησης διπλού κυκλώματος μονής διαδρομής

Page 202: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.57

Σχήμα 4.30. Υποβοηθούμενο σύστημα πέδησης διπλού κυκλώματος διπλής διαδρομής με περιορισμό πίεσης και υδραυλικό σύστημα μεταβίβασης

Σχήμα 4.31. Σύστημα πέδησης διπλής διαδρομής για ρυμουλκούμενο όχημα

Page 203: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.58

4.7.2. Μηχανισμοί αερόφρενων Σύστημα παροχής ενέργειας

Το σύστημα παροχής ενέργειας περιλαμβάνει τα εξής στοιχεία: - πηγή ενέργειας - ρυθμιστή πίεσης - κλιματισμό (ψύξη - αφύγρανση) Ένας συμπιεστής χρησιμοποιείται ως πηγή ενέργειας, και έχει συνήθως την

μορφή εμβολοφόρου αντλίας. Ο εσωτερικός αέρας συμπιέζεται μέσω αυτόματης αναρρόφησης και βαλβίδων παραλαβής.

Το σύστημα ρύθμισης πίεσης διατηρεί το επιθυμητό επίπεδο πίεσης. Δύο βασικοί τύποι ρύθμισης χρησιμοποιούνται:

- Αυτή στην οποία ο ρυθμιστής πίεσης δεν έχει καμία επίδραση στην πηγή ενέργειας.

- Αυτή στην οποία ο ρυθμιστής πίεσης επηρεάζει την πηγή ενέργειας. Ο πρώτος από αυτούς τους δύο τύπους περιλαμβάνει έναν ρυθμιστή πίεσης ο

οποίος, όταν η επιθυμητή μέγιστη λειτουργική πίεση επιτευχθεί, κλείνει και επιστρέφει τον αέρα που παρείχθει από τον συμπιεστή στην ατμόσφαιρα. Εάν η πίεση στα αεροφυλάκια φτάσει το χαμηλότερο λειτουργικό όριο πίεσης, ο ρυθμιστής πίεσης ανοίγει ξανά και εφοδιάζει τον αέρα που παραδίδεται από τον συμπιεστή στα δοχεία πίεσης.

Σχήμα 4.32. Ρυθμιστής πίεσης 1. Από τον συμπιεστή αέρα 2. Στα αεροφυλάκιο 3. Ανακούφιση

Page 204: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.59

Ο δεύτερος τύπος περιλαμβάνει έναν ρυθμιστή πίεσης ο οποίος, όταν επιτευχθεί

η επιθυμητή μέγιστη λειτουργική πίεση, εφαρμόζει πίεση σε ένα λειτουργικό έμβολο μέσα στο συμπιεστή, του οποίου ανοίγει την εσωτερική του βαλβίδα, χωρίς να έχει εφοδιαστεί στα δοχεία πίεσης αέρας (ο εσωτερικός αέρας αποβάλλεται διαμέσου του εσωτερικού σωλήνα). Όταν η πίεση στα δοχεία πίεσης αέρα φθάσει το χαμηλότερο λειτουργικό όριο, ο ρυθμιστής ανοίγει και η εσωτερική βαλβίδα μπορεί και πάλι αυτόματα να ανοίγει και να τροφοδοτεί με πεπιεσμένο αέρα τα αεροφυλάκια.

Επίπεδο πίεσης: Στα σημερινά ρυμουλκούμενα οχήματα, χρησιμοποιούνται τιμές μεταξύ 7 και 10 bar (χαμηλή πίεση) και μεταξύ 14 και 20 bar (υψηλή πίεση). Στα συστήματα πέδησης δύο διαδρομών, η πίεση στις γραμμές σύνδεσης του ρυμουλκούμενου οχήματος και του τράκτορα είναι μεταξύ 6 και 8 bar.

Ο καθαρισμός του αέρα είναι απαραίτητος για να εξασφαλίσει την άριστη λειτουργία των εξαρτημάτων του συστήματος πέδησης. Ακαθαρσίες μπορούν από την μία μεριά να επηρεάσουν την καλή λειτουργία των βαλβίδων ελέγχου και από την άλλη μεριά το νερό στο συμπιεσμένο αέρα οδηγεί σε διάβρωση, ή σχηματισμό πάγου κάτω από 00C. Καθαριστές αέρα, αντιψυκτικές αντλίες, βαλβίδες αποστραγγίσεως νερού και αποξηραντές αέρα χρησιμοποιούνται για να λύσουν αυτά τα προβλήματα. Σύστημα μεταβίβασης

Το σύστημα μεταβίβασης περιλαμβάνει τα εξής: - μόνωση του κυκλώματος (π.χ. προστατευτική βαλβίδα πολλαπλού κυκλώματος) - αποθήκευση ενέργειας (π.χ. δοχείο πίεσης αέρα) - εξαρτήματα ελέγχου (π.χ. βαλβίδες πέδησης) - μέτρηση ευαισθησίας φορτίου δύναμης πέδησης (π.χ. αυτόματος έλεγχος

ευαισθησίας φορτίου δύναμης πέδησης) - κύλινδροι πέδησης ή βοηθητικοί κύλινδροι Αυτά τα εξαρτήματα δουλεύουν μαζί όπως δείχνει το παρακάτω διάγραμμα ενός

μη μηχανικού συστήματος πέδησης λειτουργίας διπλού κυκλώματος. Σχεδιασμός και κατασκευή των εξαρτημάτων Απομόνωση κυκλώματος

Γίνεται ένας διαχωρισμός των κυκλωμάτων, με προτεραιότητα του ενός ως προς το άλλο σε περίπτωση ζημιάς σε κάποιο και διατήρηση της λειτουργικής ακεραιότητας των άθικτων κυκλωμάτων.

Η απομόνωση του κυκλώματος επιτυγχάνεται κυρίως με έναν συνδυασμό επιστομίων υπερχειλίσεως, τα οποία είναι συνδεδεμένα σαν μία μονάδα. Η λειτουργία τους είναι ασφαλής για χαμηλή αλλά και υψηλή τιμή πίεσης. Αποθήκευση ενέργειας

Περιλαμβάνει διάταξη αεροφυλακίων του απαιτούμενου όγκου αέρα ενέργειας για όλα τα κυκλώματα στο σύστημα πέδησης, συμπεριλαμβάνοντας διάταξη της ενέργειας σε περίπτωση βλάβης της πηγής παροχής. Γι'αυτό το σκοπό

Page 205: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.60

χρησιμοποιούνται (εμπορικά διαθέσιμα) συγκολλημένα δοχεία πίεσης αέρα από ατσάλινα φύλλα. Εξοπλισμός ελέγχου

Αυτός ο εξοπλισμός χρησιμοποιείται για να προσφέρει τον επιθυμητό βαθμό μετρούμενης πίεσης στο τμήμα του συστήματος που απευθύνεται. Μηχανικά, υδραυλικά ή πνευματικά κινούμενες ή ελεγχόμενες βαλβίδες αντίδρασης χρησιμοποιούνται για να ελέγξουν την πίεση στην έξοδο κάθε βαλβίδας σαν συνάρτηση της μεταβλητής εισόδου. Λόγω της μεγάλης ποικιλίας των εφαρμογών, χρησιμοποιείται ένας μεγάλος αριθμός από διαφορετικά εξαρτήματα. Βαλβίδες ελέγχου δύο κυκλωμάτων απαιτούνται επίσης για συστήματα πέδησης λειτουργίας δύο κυκλωμάτων. Η κατάλληλη λειτουργία του συστήματος πέδησης απαιτεί καλή συμπεριφορά ελέγχου, καλή ικανότητα μέτρησης της πίεσης, γρήγορους χρόνους αντίδρασης και χαμηλή υστέρηση του συστήματος πέδησης.

Αυτόματη μέτρηση ευαισθησίας φορτίου - δύναμης πέδησης

Είναι ο αυτόματος έλεγχος της πίεσης σε σχέση με το φορτίο του οχήματος. Το φορτίο συχνά προσδιορίζεται με την πίεση ενός ελατηρίου (στην περίπτωση

αναρτήσεων με ημιελλειπτικά ελατήρια) καθώς και με πίεση αέρα (στην περίπτωση πνευματικών αναρτήσεων). Μία βαλβίδα ελέγχου με μεταβλητή επιφάνεια δράσης μειώνει την πίεση εξόδου στην βαλβίδα σε σχέση με την πίεση εξόδου σαν μία συνάρτηση της συμπίεσης του ελατηρίου ή της πίεσης. Κύλινδροι πέδησης ή βοηθητικοί κύλινδροι.

Χρησιμοποιούνται για να μετασχηματίσουν την εφαρμοζόμενη στο σύστημα πίεση σε δύναμη πέδησης.

Χρησιμοποιούνται κύλινδροι εμβολοφόρου αντλίας αλλά και κύλινδροι διαφράγματος. Οι κύλινδροι διαφράγματος χρησιμοποιούνται κυρίως για το σύστημα πέδησης λειτουργίας, ενώ ελατηριωτοί εκκινητές πέδησης χρησιμοποιούνται για το χειρόφρενο. Στην περίπτωση αξόνων στους οποίους γίνεται δράση και των δύο συστημάτων πέδησης (λειτουργίας και χειρόφρενο), χρησιμοποιείται συνδυασμός κυλίνδρων.απλού θαλάμου ελατηρίων πέδησης, οι οποίοι καλούνται συνδυασμός κυλίνδρων. Βαλβίδα πέδησης λειτουργίας.

Δύο κατά σειρά τοποθετημένες βαλβίδες ελέγχου ενεργοποιούνται από ένα κοινό σύστημα (με μεταβίβαση). Ο συγχρονισμός στο άνοιγμα και των δύο κυκλωμάτων επιτυγχάνεται λόγω των όμοιων δυνάμεων σφράγισης βαλβίδων και ελατηρίων.

Page 206: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.61

Διάγραμμα 4.9. Σύστημα μεταβίβασης σε υποβοηθούμενο σύστημα πέδησης (δομικό διάγραμμα)

1. Παροχή ενέργειας 2. Μόνωση κυκλώματος 3. Αποθήκευση ενέργειας 4. Έλεγχος εξαρτημάτων

5. Αυτόματη μέτρηση ευαισθησίας φορτίου δύναμης πέδησης 6. Κύλινδρος πέδησης ή βοηθητικός VA μπροστινός άξονας, HA πίσω άξονας (Bosch

Hanbook 1996(

Στην κατάσταση πέδησης, το κινούμενο έμβολο μεταξύ τωνδύο κυκλωμάτων ελέγχου υποβάλλεται, στις δύο του πλευρές, με την τρέχουσα εφαρμοζόμενη πίεση πέδησης και έτσι εξασφαλίζεται συγχρονισμός των κυκλωμάτων. Το αφόρτιστο ελατήριο μετατόπισης παρέχει μικρές μετακινήσεις λόγω αντίδρασης της βαλβίδας πέδησης λειτουργίας. Η αλληλεπίδραση της δύναμης του εμβόλου αντίδρασης με το ελατήριο μετατόπισης καθιστά το σύστημα ικανό να εκτελεί τις απαραίτητες

Page 207: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.62

μετατοπίσεις ελέγχου ανεξάρτητα. Το σφράγισμα του κινούμενου εμβόλου από δύο κυκλώματα πιστοποιεί την απαιτούμενη ασφάλεια. Αυτόματος μηχανισμός για τη διόρθωση της δύναμης πέδησης σαν συνάρτηση του φορτίου

Αυτό το εξάρτημα είναι συνδεδεμένο μεταξύ της βαλβίδας πέδησης λειτουργίας και των κυλίνδρων πέδησης. Ανάλογα με το φορτίο του οχήματος, το εξάρτημα αυτό κανονίζει την εφαρμοζόμενη δύναμη πέδησης. Το εξάρτημα έχει ένα διάφραγμα αντίδρασης μεταβλητής επιφάνειας δράσης. Το διάφραγμα αυτό στηρίζεται σε δύο ακτινικά τοποθετημένα και στερεωμένα στηρίγματα με κάποια κλίση. Ανάλογα με την θέση που βρίσκεται η βαλβίδα ελέγχου στην κάθετη διεύθυνση, υπάρχει μία μεγάλη περιοχή αντίδρασης (η βαλβίδα βρίσκεται στο κάτω μέρος) ή μία μικρή περιοχή αντίδρασης (η βαλβίδα βρίσκεται στην κορυφή). Οι κύλινδροι πέδησης εφοδιάζονται διαμέσου μιας συμπληρωματικής βαλβίδας ανταπόκρισης με μία πίεση η οποία είναι μικρότερη από την αντίστοιχη όταν το όχημα δεν είναι φορτωμένο, ή ίδια με αυτήν όταν είναι πλήρως φορτωμένο. Το σύστημα αυτό είναι τοποθετημένο στο πλαίσιο του αυτοκινήτου και αισθάνεται την κατάσταση πίεσης ενός άξονα με ένα σύστημα περιστροφής διαμέσου μοχλών. Η περιστρεφόμενη κάμα μετακινεί το στέλεχος της βαλβίδας ανάλογα στην κάθετη διεύθυνση και έτσι υπολογίζεται η θέση της βαλβίδας. Ο ρυθμιστής πίεσης ο οποίος είναι ενσωματωμένος στην κορυφή του εξαρτήματος επιτρέπει μία μικρή επιμέρους πίεση να διαρρεύσει στο πάνω μέρος του διαφράγματος. Έτσι, λόγω αυτής της πίεσης, δεν υπάρχει μείωση στην πίεση των κυλίνδρων πέδησης. Το αποτέλεσμα είναι η σύγχρονη εφαρμογή της πέδησης σε όλους τους άξονες του οχήματος. Εάν σπάσει ο μοχλός περιστροφής, η εφαρμοζόμενη πίεση διαρρέει στους κυλίνδρους πέδησης με ένα λόγο 2:1.

Σχήμα 4.34. Βαλβίδα πέδησης λειτουργίας 1. Eκκίνηση 2. Έμβολο αντίδρασης 3. Kύκλωμα πέδησης 1

4. Kινούμενο έμβολο 5. Kύκλωμα πέδησης 2 6. Aνακούφιση 7. Eλατήριο μετατόπισης

Page 208: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.63

8. Kύκλωμα παροχής 1 9. Bαλβίδες ελέγχου 10. Kύκλωμα παροχής 2

Σχήμα 4.35. Αυτόματη βαλβίδα για διόρθωση της δύναμης πέδησης σε σχέση με το φορτίο 1. Ανακούφιση 2. Προπορεία, 3. Διάφραγμα αντίδρασης,

4. Από δοχείο πίεσης 5. Εκτόνωση 6. Από βαλβίδα πέδησης λειτουργίας 7. Βαλβίδα ελέγχου 8. Έμβολο αναμετάδοσης 9. Προς τον κύλινδρο πέδησης 10. Περιστροφική κάμα.

Σχήμα 4.36. Βαλβίδα ελέγχου ρυμουλκούμενου 1. Κύκλωμα πέδησης λειτουργίας 1 2. Κύκλωμα χειρόφρενου

3. Κύκλωμα πέδησης λειτουργίας 2 4. Έμβολο ελέγχου 5. Εκτόνωση 6. Έμβολο ελέγχου 7. Γραμμή ελέγχου προς το ρυμουλκούμενο

Page 209: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.64

8. Γραμμή παροχής προς το ρυμουλκούμενο 9. Μονάδα ελέγχου εμβόλου

Βαλβίδα ελέγχου ρυμουλκούμενου

Σε συστήματα πέδησης δύο διαδρομών η βαλβίδα ελέγχου ρυμουλκούμενου η οποία είναι τοποθετημένη στον τράκτορα, ελέγχει το σύστημα πέδησης λειτουργίας του ρυμουλκούμενου. Αυτή η πολλαπλών κυκλωμάτων βαλβίδα αναμετάδοσης, ενεργοποιείται και από τα κυκλώματα του συστήματος πέδησης λειτουργίας αλλά και από το χειρόφρενο.

Σε κατάσταση οδήγησης, ο θάλαμος παροχής όπως και ο θάλαμος του κυκλώματος χειρόφρενου υπόκεινται την ίδια πίεση και η γραμμή ελέγχου του ρυμουλκούμενου εκτονώνεται διαμέσου της κεντρικής θύρας ανακούφισης. Μία αύξηση στην πίεση του εμβόλου ελέγχου του κυκλώματος πέδησης 1 (κορυφή) ή του συστήματος πέδησης 2 (κάτω μέρος) οδηγεί σε ανάλογη αύξηση της πίεσης στη γραμμή ελέγχου του ρυμουλκούμενου.

Το μεγαλύτερο έμβολο ελέγχου του συστήματος πέδησης 1 εννοείται ότι έχει προτεραιότητα έναντι του εμβόλου ελέγχου του κυκλώματος 2. Μείωση στην πίεση των κυκλωμάτων πέδησης λειτουργίας οδηγεί σε μία ίδια μείωση στην γραμμή ελέγχου του ρυμουλκούμενου.

Η εκτόνωση του κυκλώματος χειρόφρενου μεγαλώνει την πίεση στο θάλαμο προς την γραμμή ελέγχου του ρυμουλκούμενου. Η εφαρμογή του αέρα στο κύκλωμα του χειρόφρενου εκτονώνει και τη γραμμή ελέγχου του ρυμουλκούμενου.

Σχήμα 4.37. Συνδυασμένος κύλινδρος πέδησης για σφηνοειδή φρένα. 1. Γραμμή ελέγχου ελατηριωτού εκκινητή πέδησης

2. Γραμμή ελέγχου κυλίνδρου ενός θαλάμου 3. Διωστήρας πίεσης 4. Έμβολο διωστήρα 5. Ελεύθερος κοχλίας

Συνδυασμένος κύλινδρος πέδησης για σφηνοειδή φρένα.

Ο συνδυασμένος κύλινδρος πέδησης αποτελείται από έναν κύλινδρο διαφράγματος ενός θαλάμου για τα φρένα λειτουργίας και έναν ελατηριωτό εκκινητή πέδησης για το χειρόφρενο. Ο κύλινδρος και ο ελατηριωτός ενεργωτής πέδησης

Page 210: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.65

συνδέονται εν σειρά και δρούν πάνω σε ένα κοινό διωστήρα πίεσης. Μπορούν να ενεργοποιηθούν ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλον. Η ταυτόχρονη εκκίνηση έχει ως αποτέλεσμα την πρόσθεση των δυνάμεών τους.

Ο κεντρικός ελεύθερος κοχλίας επιτρέπει - και χωρίς πεπιεσμένο αέρα - εφελκυσμό του ελατηρίου του ελατηριωτού ενεργωτή πέδησης (Σχήμα 4.36). Αυτή είναι η θέση συναρμολόγησης όταν γίνεται η τοποθέτησή του. Μετά την τοποθέτηση, ο ελεύθερος κοχλίας βιδώνεται μέσα στον εκκινητή και το ελατήριο δρα διαμέσου του εμβόλου διωστήρα στο μηχανισμό της εκτεινόμενης σφήνας. Η εκροή συμπιεσμένου αέρα μπροστά από το έμβολο απελευθέρωσης χειρόφρενου κινεί το έμβολο ενάντια στην δύναμη του ελατηρίου, έτσι εκτείνεται το ελατήριο και απελευθερώνει το φρένο. Όταν το φρένο λειτουργίας ενεργοποιηθεί, ο συμπιεσμένος αέρας ρέει πίσω από το διάφραγμα και δρα διαμέσου του εμβόλου και του διωστήρα πίεσης στο μηχανισμό εκτεινόμενης σφήνας. Η μείωση της πίεσης οδηγεί ξανά το φρένο σε απελευθέρωση.

Συμπλήρωση αέρα γίνεται επίσης, κατά την διάρκεια της κανονικής πέδησης, όπου μέρος της πίεσης χάνεται. Αυτό εγγυάται αρκετή υπολειπόμενη διαδρομή εμβόλου σε περίπτωση δυσλειτουργίας. Το άνοιγμα και κλείσιμο της αντλίας, εάν η πίεση των αεροφυλακίων πέσει σε χαμηλό επίπεδο, πραγματοποιείται μέσω ασφαλιστικών διακοπτών πίεσης.

Σχήμα 4.38. Διάγραμμα συστήματος ABS 3 (Bosch).

1. Βαλβίδα πέδησης 2. Εξομοιωτής διαδρομής 3&4. Έμβολα κυρίως κυλίνδρου πέδησης 5. Διακόπτης διαδρομής εμβόλου

6. Έμβολο εμπλοκής 7. Διακόπτης πίεσης συσσωρευτή

Page 211: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΠΕΔΗΣΗΣ 4.66

8. Διακόπτης πίεσης 9. Συμπληρωματική βαλβίδα 10. Βαλβίδα ABS, (Bosch Handbook 1996).

Page 212: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5_________________________________________________________________ Αναρτήσεις

5.1 Εισαγωγή

Ένα από τα βασικότερα τμήματα του αυτοκινήτου είναι το σύστημα ανάρτησης. Πρόκειται για το πιο πολύπλοκο ίσως τμήμα του, γιατί δεν αποτελείται απλώς από μια σειρά μηχανικών μερών συνδεδεμένων μεταξύ τους, αλλά από μια πληθώρα στοιχείων που περιλαμβάνουν κινηματικούς μηχανισμούς και λειτουργικούς περιορισμούς που απαιτούν μια πολύ λεπτή συνεργασία. Πολλές φορές όμως όλοι οι παραπάνω παράγοντες έχουν αλληλοσυγκρουόμενα αποτελέσματα και για το λόγο αυτό ο μηχανικός καλείται να σταθμίσει όλους τους αντίθετους αυτούς παράγοντες και να τους συνδυάσει κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Κλασσικό παράδειγμα των παραπάνω είναι το πρόβλημα άνεσης - κρατήματος. Όπως είναι γνωστό, ένα όχημα είναι τόσο πιο άνετο κατά την πορεία, όσο πιο μαλακή είναι η ανάρτηση του. Αντίθετα, όσο πιο σκληρή είναι η τελευταία, τόσο πιο καλή η οδική συμπεριφορά του οχήματος. Καταλαβαίνει λοιπόν κανείς πόσο δύσκολη είναι η επιλογή του τύπου και των χαρακτηριστικών της ανάρτησης, όταν χρειάζεται να γίνουν τέτοιου είδους συμβιβασμοί.

Το σύστημα ανάρτησης αποτελεί ένα πολύπλοκο και σημαντικό σύστημα του αυτοκινήτου. Αυτό ευθύνεται (κατά κύριο λόγο) για την ευστάθεια του οχήματος κατά την κίνηση, τόσο στις ευθείες όσο και στις στροφές. Το "πως στέκεται στο δρόμο" ένα αυτοκίνητο, είναι απείρως πιο σημαντικό από το αν διαθέτει εκείνο ή το άλλο αξεσουάρ,

Page 213: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

5.2 ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

αν και στην πλειοψηφία του ο καταναλωτής πιστεύει το αντίθετο. Για το λόγο αυτό οι αυτοκινητοβιομηχανίες δίνουν μεγάλη προσοχή στην μελέτη και σχεδίαση των αναρτήσεων, με αποτέλεσμα να διαθέτουν ένα πλούσιο ρεπερτόριο τέτοιων συστημάτων στην προσπάθεια για βέλτιστη συμπεριφορά των προϊόντων τους.

Σχήμα 5.1.1 Τα βασικά στοιχεία του συστήματος ανάρτησης

Πριν αναφερθούμε στην θεωρία της ανάρτησης θα περιγράψουμε μερικούς

αντιπροσωπευτικούς τύπους συστημάτων αναρτήσεων. Το πλαίσιο του αυτοκινήτου φέρει το βάρος του κινητήρα, του αμαξώματος, των μηχανικών μερών και των επιβατών. Το πλαίσιο με τη σειρά του στηρίζεται στα ελατήρια, που αποτελούν τη σύνδεση του αυτοκινήτου με τους τροχούς και με το δρόμο. Ανεξαρτήτως του τύπου του ελατηρίου, όλα λειτουργούν με παρόμοιο τρόπο. Το βάρος του οχήματος ενεργεί σαν μια αρχική συμπίεση στα ελατήρια. Τα τελευταία θα συμπιεστούν ακόμα περισσότερο, ή θα εκταθούν, καθώς οι τροχοί περνούν πάνω από ανωμαλίες του δρόμου. Έτσι, οι τροχοί μπορούν να αλλάζουν θέση κατά κάποιο τρόπο ανεξάρτητα από το πλαίσιο. Δηλαδή, τα ελατήρια παραλαμβάνουν ένα μεγάλο μέρος της κίνησης των τροχών.

Page 214: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ 5.3

Στο αυτοκίνητο χρησιμοποιούνται 4 βασικοί τύποι ελατηρίων: ελικοειδή ελατήρια, ημιελλειπτικά ελατήρια, ράβδοι στρέψης, και πνευματικά ελατήρια. Τα περισσότερα σύγχρονα επιβατικά οχήματα χρησιμοποιούν ελικοειδή ελατήρια σε όλους τους τροχούς. Παλαιότερα ήταν πιο διαδεδομένη και η χρήση των ημιελλειπτικών για τους πίσω τροχούς, σήμερα όμως χρησιμοποιούνται σε βαριά οχήματα ή οχήματα ειδικής χρήσης (φορτηγά, jeep, κ.λ.π.). Ράβδοι στρέψης χρησιμοποιούνται αρκετά συχνά, σε συνδυασμό όμως με ελικοειδή ελατήρια και αποσκοπούν στο να απορροφούν τις κλίσεις που παίρνει το αμάξωμα κατά το διαμήκη άξονα (αντιστρεπτικές δοκοί). Τέλος, οι υδροπνευματικές αναρτήσεις χρησιμοποιούνται σπανίως και μόνο από μερικές εταιρείες που διαθέτουν τη σχετική τεχνογνωσία και παράδοση όπως η Citroen. Πνευματικές αναρτήσεις χρησιμοποιούνται και σε μεγάλα φορτηγά και λεωφορεία. Τα χαρακτηριστικά είδη ελατηρίων που χρησιμοποιούνται σήμερα κατατάσσονται όπως: i. Ελικοειδή ελατήρια. Αποτελούνται από μία μακριά ράβδο χάλυβα κυκλικής

διατομής, που τυλίγεται περί κύλινδρο σε σχήμα έλικας. Το υλικό κατεργάζεται κατάλληλα (προσμίξεις, βαφή, κ.λ.π), ώστε να αποκτήσει την απαιτούμενη ελαστικότητα.

ii. Ημιελλειπτικά ελατήρια. Κατασκευάζονται από μια σειρά επίπεδων χαλύβδινων φύλλων με διαβάθμιση μήκους, τοποθετημένα το ένα πάνω στο άλλο. Κατά τη χρήση το ελατήριο αυτό λειτουργεί σαν μια εύκαμπτη ράβδος. Μια κοινή ράβδος ικανή να αντέξει το βάρος του οχήματος δε θα ήταν πολύ εύκαμπτη. Αντιθέτως, μια ράβδος φτιαγμένη από μεταλλικά φύλλα τα οποία δεν είναι σταθερά συνδεδεμένα μεταξύ τους και μπορούν να ολισθαίνουν το ένα σε σχέση με το άλλο όταν η ράβδος κάμπτεται, συμπεριφέρεται πολύ καλύτερα.

iii. Ράβδοι στρέψης. Πρόκειται για τις γνωστές αντιστρεπτικές δοκούς, οι οποίες δεν αποτελούν από μόνες τους αυτόνομο σύστημα ανάρτησης, αλλά φροντίζουν για την πλευρική σταθερότητα του οχήματος. Η λειτουργία τους είναι η ακόλουθη: η δοκός αυτή ενώνει τους δύο τροχούς του ίδιου άξονα (είτε μπροστά είτε πίσω), με αποτέλεσμα να συνδέει τις μετατοπίσεις των τροχών αυτών. Όταν για παράδειγμα το όχημα βρίσκεται σε μια δεξιά στροφή, τότε το σασί τείνει να ανασηκωθεί από την εσωτερική πλευρά. Η αντιστρεπτική δοκός αντιστέκεται ακριβώς σ'αυτό το φαινόμενο, δημιουργώντας μια ροπή αντίθετης φοράς που κατά κάποιο τρόπο καθηλώνει το αμάξωμα στο έδαφος.

Page 215: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

5.4 ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

Σχήμα 5.1.2: Εμπρόσθια ανάρτηση με παράλληλους βραχίονες και ελικοειδή ελατήρια και οπίσθια ανάρτηση με ημιελλειπτικά ελατήρια και άκαμπτο άξονα.

Page 216: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ 5.5

Πνευματική ανάρτηση. Στην ανάρτηση αυτή, τα συμβατικά ελατήρια αντικαθίστανται με

ελαστικά δοχεία αέρος. Κάθε τέτοιο δοχείο είναι γεμάτο συμπιεσμένο αέρα, ο οποίος συγκρατεί το βάρος του οχήματος. Όταν ο τροχός συναντήσει ένα εξόγκωμα του δρόμου, ο αέρας συμπιέζεται περισσότερο και απορροφά την ταλάντωση. Μια αντλία αέρος (συμπιεστής), παρέχει αέρα στο σύστημα. Ο αέρας αυτός κατόπιν πηγαίνει διαμέσου λεπτών σωλήνων στα δοχεία. Το όλο σύστημα είναι έτσι σχεδιασμένο ώστε, όχι μόνο να απορροφά τις ανωμαλίες του εδάφους, αλλά και να διατηρεί σταθερό ύψος του οχήματος από το δρόμο, ανεξαρτήτως βάρους. Υπάρχει ακόμα και δυνατότητα να ανασηκώνεται το όχημα σε αρκετό ύψος πάνω από το κανονικό, κατά βούληση του οδηγού. Αυτό μπορεί να αποδειχτεί ωφέλιμο σε περιπτώσεις ανωμάλου εδάφους, παρά το γεγονός ότι η υπερύψωση της ανάρτησης συχνά συνοδεύεται και από αύξηση της σκληρότητάς της.

Σχήμα 5.1.3: Υδροπνευματική Ανάρτηση

Page 217: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

5.6 ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

5.1.4 Αναρτώμενο και μη αναρτώμενο βάρος

Οι όροι αυτοί αναφέρονται στο μέρος εκείνο του οχήματος που στηρίζεται στα ελατήρια και σε εκείνο που δεν στηρίζεται σε αυτά. Το πλαίσιο (σασί) και τα μέρη που στηρίζονται πάνω του είναι αναρτώμενο βάρος. Αντιθέτως οι τροχοί (λάστιχα, ζάντες, φρένα) και οι άξονες δεν στηρίζονται στα ελατήρια και είναι μη αναρτώμενο βάρος (Σχήμα 5.1.1). Γενικά, το μη αναρτώμενο βάρος πρέπει να είναι όσο το δυνατόν μικρότερο, επειδή όσο πιο μεγάλο είναι τόσο πιο ανώμαλη είναι η κίνηση. Για παράδειγμα ας θεωρήσουμε ένα τροχό. Αυτός με την ανάρτηση του και τη μάζα του οχήματος αποτελούν ένα σύστημα στο οποίο το ένα σώμα επηρεάζει το άλλο. Αν λοιπόν ο τροχός είναι μικρού βάρους, τότε με την κίνηση του δεν επηρεάζει τη μάζα του οχήματος. Αλλά αν το βάρος του είναι υπολογίσιμο, τότε η κίνηση του γίνεται αισθητή στο όχημα. Για αυτό το λόγο το μη αναρτώμενο βάρος πρέπει να είναι όσο το δυνατόν μικρότερο, ώστε να αντιπροσωπεύει ένα μικρό τμήμα του συνολικού βάρους.

Σχήμα 5.1.4 Μπροστινή ανάρτηση με γόνατα McPherson και αντιστρεπτική δοκό.

Page 218: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ 5.7

Σχήμα 5.1.5 Οπίσθια ανάρτηση με δοκό διατομής ανεστραμμένου U.

Σχήμα 5.1.6 Οπίσθια ανάρτηση με άκαμπτο άξονα.

Page 219: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

5.8 ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

Σχήμα 5.1.7: Οπίσθια ανάρτηση με υστερούντες βραχίονες.

Σχήμα 5.1.8 : Οπίσθια ανάρτηση De-Dion.

Page 220: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ 5.9

Σχήμα 5.1.9 : Σύστημα ανάρτησης του Citroen 2CV.

Σχήμα 5.1.10 Ανάρτηση με γόνατα McPherson και πολλαπλούς συνδέσμους.

Page 221: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

5.10 ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

5.1.5 Αποσβεστήρες

Το ιδανικό ελατήριο για την ανάρτηση του αυτοκινήτου θα έπρεπε να κάνει γρήγορη απόσβεση και να επιστρέψει στην αρχική του θέση γρήγορα. Αυτό όμως δεν είναι δυνατόν να γίνει. Ένα πολύ μαλακό ελατήριο θα επέτρεπε πολύ μεγάλη κίνηση, ενώ ένα σκληρό θα έδινε πολύ ανώμαλη κίνηση. Το μειονέκτημα αυτό του ελατηρίου έρχεται να λύσει ο αποσβεστήρας (αμορτισέρ). Ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί ένας αποσβεστήρας είναι υδραυλικός. Περιέχει ένα υγρό το οποίο περνάει μέσα από μικρές οπές καθώς ο αποσβεστήρας λειτουργεί κάτω από την πίεση του ελατηρίου. Η αντίσταση του υγρού στην κίνηση δημιουργεί μια καθυστέρηση στην κίνηση του ελατηρίου, αποσβένοντας έτσι τις ταλαντώσεις του ελατηρίου. Υπάρχουν διάφορα είδη αποσβεστήρων, όπως το αμορτισέρ λαδιού, αερίου, απλής ενέργειας, διπλής ενέργειας, κ.α.

Σχήμα 5.1.2. Αποσβεστήρες μονού και διπλού σωλήνα.

Page 222: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ 5.11

5.2 Πηγές Διέγερσης Ταλαντώσεων σε Οχήματα 5.2.1 Γενικά

Τα αυτοκίνητα ταξιδεύουν με μεγάλες ταχύτητες με αποτέλεσμα να ταλαντώνονται σε μια μεγάλη περιοχή συχνοτήτων. Αυτές οι ταλαντώσεις μεταδίδονται στους επιβάτες είτε μέσω του σώματος είτε μέσω της όρασης ή της ακοής. Ο όρος άνεση αναφέρεται συνήθως σε αισθητές ταλαντώσεις, ενώ οι ακουστικές ταλαντώσεις αναφέρονται ως θόρυβος. Εναλλακτικά το εύρος των ταλαντώσεων μπορεί να διαιρεθεί ανάλογα με τη συχνότητα και να ταξινομηθεί ως άνεση (0-25 Hz) και θόρυβος (25-20000 Hz). Το όριο των 25 Hz είναι περίπου το κατώτερο όριο ακοής, όπως επίσης και το ανώτερο όριο των απλών ταλαντώσεων που είναι κοινές σε όλα τα οχήματα. Οι διάφοροι τύποι ταλαντώσεων είναι συχνά τόσο αλληλένδετοι μεταξύ τους που είναι δύσκολο να τους θεωρήσει κανείς ξεχωριστά. Οι ταλαντώσεις είναι ένα από τα πιο βασικά κριτήρια για τη σχεδιαστική και δομική ποιότητα ενός αυτοκινήτου.

Σχήμα 5. 2.1 Τρόπoι ταλάντωσης αυτοκινήτου κατά SAE (Society of Automotive

Engineers)

Page 223: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

5.12 ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

Η κατανόηση της άνεσης περιλαμβάνει τη μελέτη τριών κυρίως θεμάτων: -Πηγές διεγέρσεων κατά τη διάρκεια της κίνησης . -Βασικοί μηχανισμοί της απόκρισης του οχήματος στις ταλαντώσεις. -Η ευαισθησία και η ανεκτικότητα του ανθρώπου στις ταλαντώσεις.

Στο σχήμα 5.2.1 φαίνονται οι τρόποι ταλάντωσης ενός αυτοκινήτου κατά την SAE.

5.2.2 Πηγές Διέγερσης

Υπάρχουν πολλές πηγές οι οποίες μπορούν να διεγείρουν ταλαντώσεις κατά τη διάρκεια της κίνησης ενός οχήματος. Συνήθως χωρίζονται σε δύο κατηγορίες αυτές που οφείλονται στην τραχύτητα του δρόμου και πηγές διέργεσης που υπάρχουν πάνω στο όχημα. Οι πηγές πάνω στο όχημα προέρχονται από τα περιστρεφόμενα στοιχεία, που είναι οι τροχοί και τα ελαστικά, ο κινητήριος άξονας, ο κινητήρας και το κιβώτιο ταχυτήτων. Αναλυτικά οι διάφορες πηγές διέγερσης είναι Τραχύτητα του δρόμου

Η τραχύτητα του δρόμου περιλαμβάνει τις λακκούβες που οφείλονται σε τοπικές αστοχίες του οδοστρώματος και τις τυχαίες ανωμαλίες που οφείλονται στις ανοχές της ακρίβειας με την οποία κατασκευάζεται ή επισκευάζεται η επιφάνεια του δρόμου. Η τραχύτητα περιγράφεται από την κατακόρυφη μεταβολή του προφίλ του δρόμου κατά μήκος των τροχιών πάνω από τις οποίες περνάει το όχημα. Τα προφίλ του δρόμου κατατάσσονται στην ευρεία κατηγορία των τυχαίων σημάτων μεγάλου εύρους και γι' αυτό περιγράφονται είτε από το ίδιο το προφίλ είτε με στατιστικά στοιχεία. Μία από τις πιο χρήσιμες αναπαραστάσεις είναι η συνάρτηση Ισχύος Φασματικής Πυκνότητας που στη βιβλιογραφία αναφέρονται σαν PSD (Power Spectral Density).

Όπως για κάθε τυχαίο σήμα οι ανωμαλίες του προφίλ του δρόμου μετρώνται σε ένα μήκος δρόμου και μπορούν να αναλυθούν μέσω της διαδικασίας μετασχηματισμού Fourier σε σειρές ημιτονοειδών κυμάτων που διαφέρουν μεταξύ τους στο εύρος και τη γωνία φάσης. Η συχνότητα των ανωμαλιών εκφράζεται ως αριθμός κύματος (wavenumber) με μονάδες κύκλους ανά μέτρο (ή κύκλους ανά πόδι) και είναι το αντίστροφο του μήκους κύματος ενός ημιτονοειδούς σήματος στο οποίο βασίζεται. Όταν οι συναρτήσεις PSD (Power Spectral Density) είναι καθορισμένες, κατασκευάζονται διαγράμματα σαν το ακόλουθο (σχήμα 5.2.2). Αν και η συνάρτηση PSD κάθε τμήματος δρόμου είναι μοναδική, όλοι οι δρόμοι εμφανίζουν τη χαρακτηριστική μείωση του εύρους σε σχέση με το μήκος κύματος.

Η τραχύτητα σε ένα δρόμο είναι η απόκλιση στο ύψος του δρόμου που είναι αισθητή από το όχημα καθώς αυτό κινείται κατά μήκος του δρόμου. Αυτό οφείλεται στο ότι η τραχύτητα ενεργεί ως κατακόρυφη μετατόπιση στους τροχούς και διεγείρει κατακόρυφες ταλαντώσεις κατά την κίνηση του οχήματος.

Page 224: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ 5.13

Σχήμα 5.2.2: Τυπικά διαγράμματα φασματικών συχνοτήτων

για διάφορα προφίλ οδοστρωμάτων και ανωμαλιών (T. Gillespie, Fundamentals of Vehicle Dynamics)

Σχήμα 5.2.3: Διάγραμμα κανονικοποιημένων φασματικών πυκνοτήτων εισόδου εγκάρσιας περιστροφής (Roll) σε τυπικό δρόμο.

Page 225: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

5.14 ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

Ας φανταστούμε ένα όχημα με φυσική συχνότητα περιστροφής 1.0 Hz που ταξιδεύει

με 88 ft/sec ή 26.82 m/sec (60 mph ή 96.6 km/h). Η διέγερση εγκάρσιας περιστροφής από το δρόμο για μήκος κύματος 88 ft ή 26.82 m (συχνότητα 0.011 cycles/ft ή 0.0373 cycles/m) θα διεγείρει κατευθείαν περιστροφικές κινήσεις. Ωστόσο το εύρος της περιστροφής σε αυτή τη συχνότητα είναι μόνο το 10% της κατακόρυφης εισόδου και έτσι οι επιβάτες αισθάνονται περισσότερο τις ταλαντώσεις λόγω αναπηδήσεως (bounce) παρά λόγω περιστροφής. Διεγέρσεις του κινητήριου άξονα.

Η δεύτερη βασική πηγή διεγέρσεων στα αυτοκίνητα δημιουργείται από τον κινητήριο άξονα. Οι διεγέρσεις αυτού οφείλονται συνήθως σε δύο πηγές τις εξής : i) Αζυγοσταθμία της μάζας του κινητήριου άξονα ii) Δευτερογενή ζεύγη δυνάμεων ή ροπών που επιβάλλονται στον κινητήριο άξονα εξαιτίας της γωνίας που σχηματίζει ο αρθρωτός σύνδεσμος τύπου σταυρού.

Μαζική αζυγοσταθμία Η αζυγοσταθμία στον κινητήριο άξονα μπορεί να προέρχεται από το συνδυασμό των πέντε παρακάτω παραγόντων: i) Ασυμμετρία των περιστρεφόμενων μερών. ii) Ο άξονας μπορεί να μην είναι κεντραρισμένος στη φλάντζα στήριξης του ή στον τελικό συνδετικό του πείρο. iii) Ο άξονας μπορεί να μην είναι ευθύγραμμος. iv) Οι ανοχές περιστροφής μπορούν να επιτρέψουν στον άξονα να ξεκεντραριστεί. v) Ο σύνδεσμος είναι ελαστικό μέλος και μπορεί να καμφθεί.

Δευτερογενή ζεύγη δυνάμεων Η χρησιμοποίηση αρθρωτών μελών στον κινητήριο άξονα όταν αυτός λειτουργεί υπό γωνία είναι η αιτία της δημιουργίας πηγών διέγερσης εξαιτίας του δευτερογενούς ζεύγους δυνάμεων που αναπτύσσεται. Το μέγεθος και η διεύθυνση του δευτερογενούς ζεύγους δυνάμεων μπορεί να καθοριστεί από ένα απλό άθροισμα των διανυσμάτων των ροπών όπως φαίνεται στο σχήμα 5.2.4. Το μέγεθος της δευτερογενούς ροπής είναι ανάλογο της ροπής που εφαρμόζεται στον κινητήριο άξονα και της γωνίας του αρθρωτού συνδέσμου. Όταν η ροπή μεταβάλλεται κατά τη διάρκεια της περιστροφής εξαιτίας της μεταβολής της ροπής που παράγει η μηχανή το δευτερογενές ζεύγος δυνάμεων θα μεταβάλλεται αντίστοιχα. Το δευτερογενές ζεύγος δρα σαν δυνάμεις στα σημεία στήριξης του κινητήριου άξονα. Γι'αυτό αυτές οι δυνάμεις αυτές μεταβάλλονται με την περιστροφή του κινητήριου άξονα και επιβάλλουν δυνάμεις αζυγοσταθμίας στο όχημα.

Page 226: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ 5.15

Σχήμα 5.2.4 Οι αντιδράσεις της ροπής εισόδου - εξόδου και το δευτερογενές ζεύγος δυνάμεων που προκαλούν.

Οι μεταβολές της ροπής μπορούν επίσης να δράσουν απευθείας στην μετάδοση και

στον πίσω άξονα. Αυτές οι μεταβολές της ροπής στον άξονα θα μεταβάλλουν τις δυνάμεις στο έδαφος και γι'αυτό μπορούν να δημιουργήσουν διαμήκεις ταλαντώσεις στο όχημα.

Το σχήμα 5.2.5 δείχνει τη φύση των ταλαντώσεων που μπορούν να δημιουργηθούν λόγο των ανωμαλιών του άξονα μετάδοσης και των τροχών-ελαστικών. Σ' αυτή την περίπτωση οι επιταχύνσεις μετρήθηκαν στην καμπίνα φορτηγού κάτω από προσεχτικά ελεγχόμενες συνθήκες (το όχημα λειτούργησε σε ομαλό δρόμο για να απαλειφθούν οι ταλαντώσεις από το περιβάλλον που θα μετέβαλλαν το αποτέλεσμα).

Page 227: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

5.16 ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

Σχήμα 5.2.5 Φασματικός χάρτης των ταλαντώσεων που δημιουργούνται από τις ανωμαλίες του κινητήριου άξονα και των τροχών.

Κινητήρες και Σύστημα Μετάδοσης Κίνησης. Ο κινητήρας είναι η κύρια πηγή ισχύος σε ένα όχημα. Το γεγονός ότι περιστρέφεται και δίνει ροπή στον κινητήριο άξονα μπορεί να αποτελέσει μια πηγή διεγέρσεως ταλαντώσεων στο όχημα. Ακόμα, η μάζα του κινητήρα αν χρησιμοποιηθεί σωστά, μπορεί να λειτουργήσει και ως αποσβεστήρας ταλαντώσεων.

Οι εμβολοφόρες μηχανές μεταφέρουν ισχύ μέσω μίας κυκλικής διεργασίας και γι'αυτό η ροπή που μεταφέρεται από το στρόφαλο δεν έχει σταθερό μέγεθος. Στον στροφαλοφόρο άξονα η μεταφερόμενη ροπή αποτελείται από μία σειρά παλμών που αντιστοιχούν στο χρόνο παραγωγής ισχύος κάθε κυλίνδρου. Ο σφόνδυλος ενεργεί ως ένας αδρανειακός αποσβεστήρας. Αυτές οι μεταβολές της ροπής που ενεργούν μέσω του κινητήριου άξονα μπορούν να προκαλέσουν διέγερση δυνάμεων στο όχημα παρόμοιες με αυτές που παράγονται από το δευτερογενές ζεύγος δυνάμεων που προέρχονται από τους αρθρωτούς συνδέσμους τύπου σταυρού όπως έχει περιγραφεί προηγούμενα.

Page 228: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ 5.17

Σχήμα 5.2.6 Μονάδα ισχύος τετρακίνητου αυτοκινήτου (Peugeot 405 Mi 16) Οι εμβολοφόροι κινητήρες μπορούν να προκαλέσουν δυνάμεις και ροπές σε

διευθύνσεις διαφορετικές από την περιστροφή ως αποτέλεσμα των αζυγοσταθμιών στις παλινδρομούσες ή περιστρεφόμενες μάζες. Αυτές παίρνουν τη μορφή δυνάμεων ή ζευγών δυνάμεων στην περιστροφική συχνότητα της μηχανής ή στη δεύτερη αρμονική αυτής και πρέπει να απομονωθούν. Για τους πιο κοινά χρησιμοποιούμενους τύπους κινητήρων οι απαιτήσεις ζυγοστάθμισης είναι οι ακόλουθες:

i) Τετρακύλινδρος, σε σειρά: Κατακόρυφη δύναμη σε συχνότητα διπλάσια της

συχνότητας περιστροφής μπορεί να ζυγοσταθμιστεί με αντίθετα περιστρεφόμενους άξονες.

ii) Τετρακύλινδρος, με ζεύγη κυλίνδρων αντιθέτου φοράς, επίπεδος: Διάφορες δυνάμεις και ροπές, στη συχνότητα περιστροφής και στη διπλάσια αυτής, εξαρτώμενες από τη διάταξη του εκκεντροφόρου άξονα. iii) Εξακύλινδρος, σε σειρά: Ζυγοστάθμιση σε όλες τις διευθύνσεις. iv) Εξακύλινδρος, δύο κύκλων: Κατακόρυφο ζεύγος δευτερογενών δυνάμεων που

δημιουργούν ροπές με τάση περιστροφής ως προς τον κατακόρυφο άξονα και τάση προς καλπασμό στη συχνότητα περιστροφής, μπορεί να ζυγοσταθμιστεί.

Page 229: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

5.18 ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

v) Εξακύλινδρος, V 60 μοιρών: Δημιουργεί αντίθετο ζεύγος δυνάμεων στη συχνότητα περιστροφής και μπορεί να ζυγοσταθμιστεί με αντίθετα περιστρεφόμενους άξονες.

vi) Εξακύλινδρος, V 90 μοιρών (μη ομαλού χρονισμού): Δημιουργεί ροπή ως προς τον κατακόρυφο άξονα σε συχνότητα διπλάσια της συχνότητας περιστροφής και μπορεί να ζυγοσταθμιστεί με αντίθετα περιστρεφόμενους άξονες,

vii) Εξακύλινδρος, V 90 μοιρών (ομαλού χρονισμού): Δημιουργεί ροπές στην ταχύτητα του στροφαλοφόρου άξονα ως προς τον κατακόρυφο άξονα και ως προς καλπασμό, οι οποίες μπορούν να ζυγοσταθμιστούν. Ακόμα δημιουργεί σύνθετες αντίστοιχες ροπές σε ταχύτητα διπλάσια της περιστροφικής ταχύτητας οι οποίες μπορούν επίσης να ζυγοσταθμιστούν.

viii) Οκτακύλινδρος, σε σειρά: Ζυγοσταθμισμένος σε όλες τις διευθύνσεις. ix) Οκτακύλινδρος, V 90 μοιρών: Δευτερογενές ζεύγος δυνάμεως στην κύρια ταχύτητα

περιστροφής, μπορεί να ζυγοσταθμιστεί.

Page 230: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ 5.19

5.3 Εξομάλυνση της Κίνησης του Αυτοκινήτου 5.3.1 Γενικά

Εξαιτίας της κίνησης ενός οχήματος πάνω στο δρόμο εμφανίζονται ταλαντώσεις που προέρχονται κύρια από τις ανωμαλίες του εδάφους και από τη λειτουργία του κινητήρα και του μηχανισμού μετάδοσης της ισχύος. Οι ταλαντώσεις αυτές είναι και ο κυριότερος λόγος που ο οδηγός και οι επιβάτες κουράζονται στο αυτοκίνητο. Οταν αυτές οι ταλαντώσεις είναι αρκετά ισχυρές τότε μπορεί να προκαλέσουν στους επιβάτες και παθολογικά προβλήματα όπως ναυτία κ.λ.π. Ένας από τους πρωταρχικούς στόχους του σύγχρονου σχεδιασμού είναι να περιορίσει όσο γίνεται αυτές τις ταλαντώσεις.

Σχήμα 5.3.1 Ανωμαλίες στο οδόστρωμα

Η πρώτη μορφή ταλαντώσεων προέρχεται από τις ανωμαλίες του δρόμου (Σχ. 5.3.1) οι οποίες έχουν διαφορετικές διαστάσεις και σχήμα και υπάρχουν ακόμα και σε ασφαλτοστρωμένους δρόμους. Η τραχύτητα των δρόμων οφείλεται κυρίως σε δύο είδη ανωμαλιών:

α. σε μικροανωμαλίες (3-5mm ύψος 8-10mm μήκος) και β. σε κυματώσεις (10-12mm ύψος και 5-8mm μήκος)

Η εμφάνιση των μικροανωμαλιών έχει στοχαστικό χαρακτήρα ενώ οι κυματώσεις έχει παρατηρηθεί ότι εμφανίζονται σε δρόμους με συχνή κυκλοφορία ένα με δύο χρόνια μετά την ασφαλτόστρωση.

Page 231: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

5.20 ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

5.3.2 Πειραματική προσέγγιση του φαινομένου

Διάφορα πειράματα διεξάγονται για να εξεταστεί το κατά πόσο είναι ομαλή η κίνηση ενός οχήματος. Αυτά πραγματοποιούνται είτε στο εργαστήριο είτε σε πραγματικό δρόμο. Εχουν αναπτυχθεί αρκετές μέθοδοι για τη μελέτη του φαινομένου. Εκτός από μια γενική εκτίμηση, τα πειράματα εξετάζουν την επίδραση χαρακτηριστικών παραμέτρων της ταλάντωσης όπως το πλάτος της, η ταχύτητα και η επιτάχυνσή της. Τα μεγέθη που ενδιαφέρουν είναι οι διάφορες συχνότητες ταλαντώσεων που εμφανίζονται σε αναρτημένες ή μη μάζες.

Για την πειραματική διερεύνηση της δυναμικής συμπεριφοράς ενός οχήματος στο εργαστήριο χρησιμοποιούνται οι παρακάτω μέθοδοι για την παραγωγή ταλαντώσεων: a. πιέζοντας προς το έδαφος απότομα το σασί του αυτοκινήτου και κατόπιν

απελευθερώνοντας το απελευθερώνοντας τα φρένα την ίδια στιγμή b. με ανύψωση του οχήματος με τη βοήθεια ειδικής πλατφόρμας σε ένα ύψος μεταξύ

50 και 60mm και στη συνέχεια αφήνοντάς το γρήγορα (αυτές οι δυο μέθοδοι χρησιμοποιούνται για να βρεθούν οι συχνότητες ταλάντωσης όπως και η φύση της απόσβεσης και τέλος για να καθορισθούν τα κέντρα ταλάντωσης του οχήματος).

c. ανεβάζοντας το αυτοκίνητο πάνω σε μια σταθερή πειραματική βάση που διαθέτει έκκεντρα τύμπανα τα οποία έχουν τη δυνατότητα να περιστρέφονται (τα τύμπανα μπορεί να είναι κάτω είτε από τους εμπρός τροχούς είτε κάτω από τους πίσω είτε κάτω και από τους τέσσερις τροχούς). Στην περίπτωση που τα τύμπανα έχουν τοποθετηθεί μόνο κάτω από τους εμπρός ή τους πίσω τροχούς τότε εξετάζονται οι ταλαντώσεις που προκαλούνται στις αντίστοιχες αναρτήσεις ενώ στην άλλη περίπτωση εξετάζεται ο συνδυασμός των ταλαντώσεων των εμπρός και πίσω τροχών.

d. ταλαντώνοντας περιοδικά τις πλατφόρμες πάνω στις οποίες στέκεται το όχημα e. ανεβάζοντας τους τροχούς του οχήματος πάνω σε μετακινούμενες λωρίδες οι

οποίες έχουν πάνω τους τεχνητές ανωμαλίες (σχήμα 5.3.2.).

Page 232: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ 5.21

Σχήμα 5.3.2 : Τεχνητές ανωμαλίες για δοκιμές αναρτήσεων

Για τη διεξαγωγή αυτών των πειραμάτων συνήθως χρησιμοποιούνται ανωμαλίες 50mm ύψος και 250, 500 και 1000 mm μήκος, οι οποίες μοιάζουν αρκετά στο προφίλ των πραγματικών που εμφανίζονται στο δρόμο. Εκτός από αυτές χρησιμοποιούνται και πιο κοντές ανωμαλίες περίπου 120 mm μήκους και 25, 35 και 50 mm ύψους, οι οποίες προσομοιάζουν άσφαλτο, λιθόστρωτο η άλλες επιφάνειες δρόμων. Όταν οι ταλαντώσεις ενός οχήματος εξετάζονται στο εργαστήριο, τότε οι ταλαντώσεις του πλαισίου, των τροχών και των επιβατών στις θέσεις τους, καταγράφονται με τη βοήθεια ενός καταγραφικού.

Page 233: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

5.22 ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

Ταυτόχρονα, ο χρόνος σημειώνεται πάνω στην ταινία του καταγραφικού. Ενα ταχύμετρο χρησιμοποιείται για να υπολογιστεί η γωνιακή ταχύτητα των τύμπανων από την οποία εύκολα μπορεί να υπολογιστεί η ταχύτητα του οχήματος.

Σχήμα 5.3.3 : Διάταξη μελέτης ταλαντώσεων αυτοκινήτων

Page 234: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ 5.23

Σχήμα 5.3.4 : Σύχρονο εργαστήριο μελέτης αναρτήσεων (MTS Systems Corporation)

Τα αποτελέσματα των πειραμάτων επξεργάζονται στη συνέχεια για να εκτιμηθούν οι συχνότητες ταλάντωσης των αναρτημένων η μη μαζών, καθώς επίσης για την αξιολόγηση του εύρους, της ταχύτητας και της επιτάχυνσης της ταλάντωσης. Για να αποκτηθούν συγκρίσιμα αποτελέσματα για διαφορετικά αυτοκίνητα κατά τη διάρκεια πειραμάτων στο δρόμο, οι ταλαντώσεις προκαλούνται οδηγώντας το όχημα πάνω από τεχνητές ανωμαλίες καθορισμένου προφίλ (δύο ανωμαλίες και για τους δεξιά και για τους αριστερά τροχούς αντίστοιχα). Οι ανωμαλίες διασχίζονται με διαφορετικές ταχύτητες ξεκινώντας από 1.4-2.8 m/s και αυξάνονται κατά 1.4 m/s. Για τις δοκιμές δρόμου συνήθως χρησιμοποιούνται καμπύλες διαμήκεις ανωμαλίες. Ο δρόμος διαθέτει μεγάλες (1.5-2.5 m) και μικρές (0.8-1.2 m) περιοχές με ανωμαλίες. Ο χρόνος που αυτές διασχίζονται σε μια ταχύτητα από 5.5-11 m/sec είναι ίσος για τις μεγάλες ανωμαλίες με την περίοδο των ταλαντώσεων χαμηλών συχνοτήτων ενώ για τις μικρές είναι ίσος με την περίοδο των ταλαντώσεων υψηλών συχνοτήτων.

Διάφορα οχήματα της ίδιας κατηγορίας δοκιμάζονται σε δρόμους με ανωμαλίες ίδιου μήκους και ύψους. Στη περίπτωση των φορτηγών π.χ. οι ανωμαλίες πρέπει να έχουν μήκος 0.8 και 3m. Οταν εξετάζονται οχήματα με σκληρή ή μαλακή ανάρτηση, το ύψος των ανωμαλιών πρέπει να είναι 40 και 80 mm αντίστοιχα. Κατά τη διάρκεια των δοκιμών

Page 235: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

5.24 ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

η απόλυτη κίνηση του σασί και των μη αναρτημένων μαζών είναι αυτή που ενδιαφέρει και καταγράφεται με σημείο αναφοράς το έδαφος.

Μετά την επεξεργασία των αποτελεσμάτων των δοκιμών καθορίζονται οι μεγαλύτερες αποκλίσεις των διαφόρων μερών του αυτοκινήτου από μια γραμμή αποτελεσμάτων κατά την πρώτη περίοδο ταλάντωσης όπως επίσης καθορίζεται και η συχνότητα των διαφόρων ταλαντώσεων. Η μετατόπιση του ελαστικού στοιχείου της ανάρτησης μπορεί να εκτιμηθεί από την απόσταση μεταξύ των καμπυλών ταλάντωσης των αξόνων των τροχών και του σώματος του οχήματος. Οι γωνιακές ταλαντώσεις του σασί βρίσκονται από την κάθετη κίνηση των σημείων της που τοποθετούνται στον εμπρός και στον πίσω άξονα.

Κατά τη διάρκεια των δοκιμών η ταχύτητα του οχήματος πρέπει οπωσδήποτε να διατηρείται σταθερή. Αν η ταχύτητα μετριέται από ένα ταχύμετρο τότε το λάθος μπορεί να είναι της τάξης του 10% - 30%. Η ακρίβεια της μέτρησης για χαμηλές ταχύτητες μπορεί να αυξηθεί αν καθοριστούν οι σχέσεις μετάδοσης του κιβωτίου ταχυτήτων και μετρηθούν οι στροφές του κινητήρα με τη βοήθεια ενός στροφόμετρου. Εν τούτοις η πιο ακριβής μέθοδος μέτρησης της μέσης ταχύτητας ενός αυτοκινήτου γίνεται με σημάδια χρόνου κατανεμημένα πάνω σε ένα φωτογραφικό φιλμ ή πάνω σε ένα καταγραφικό με τη βοήθεια ενός αυτογραφικού (autotimer). Αν το μήκος του τμήματος του δρόμου και ο χρόνος της κίνησης είναι γνωστά τότε μπορεί εύκολα να υπολογιστεί η μέση ταχύτητα. Οι τιμές της επιτάχυνσης κατά τη διάρκεια των ταλαντώσεων καθορίζονται από τις καταγραφές της ταινίας ενός επιταχυνσιόμετρου. Πειραματικός υπολογισμός της ροπής αδράνειας των αναρτημένων μαζών

Οταν εξετάζεται κατά πόσο είναι εξομαλυμένη η κίνηση ενός αυτοκινήτου και υπολογίζονται τα στοιχεία της ανάρτησης είναι απαραίτητο να είναι γνωστή η ροπή αδράνειας των αναρτημένων μαζών (σασί) η οποία συμβολίζεται με Ιb,, ως προς άξονα ο οποίος περνά από το κέντρο βάρους του αυτοκινήτου και είναι κάθετος στον διαμήκη άξονα του. Η απλούστερη μέθοδος για να καθοριστεί αυτή η ροπή αδράνειας είναι να ταλαντώνεται το όχημα γύρω από τους άξονες των τροχών του. Γι' αυτό το λόγο οι μπροστινοί ή οι πίσω τροχοί με τα ελαστικά τους στερεώνονται σε βάσεις σχήματος V όπως φαίνεται στο σχήμα 5.3.5 και η πίεση στα ελαστικά αυξάνεται στη μέγιστη επιτρεπόμενη τιμή. Ο άλλος άξονας μαζί με την ανάρτηση αφαιρούνται και αντικαθίστανται από ελατήρια. Το μπροστινό μέρος του αυτοκινήτου διεγείρεται κατάλληλα για να προκληθούν ταλαντώσεις.

Page 236: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ 5.25

Η ροπή αδράνειας των αναρτημένων μαζών ενός οχήματος Ι ως προς τον άξονα ο οποίος διέρχεται από τον άξονα περιστροφής Ο1 μπορεί να βρεθεί από τον τύπο (σε N.m.s2):

21

2

1 π4Τlƒ κ

= (5.3.1)

όπου κ = σταθερά ελατηρίου (Ν/m) l = απόσταση του κέντρου του ελατηρίου από το κέντρο της περιστροφής (m) Τ1 = περίοδος της ταλάντωσης (sec)

Σχήμα 5.3.5 Καθορισμός της ροπής αδράνειας ενός αυτοκινήτου

Η ροπή αδράνειας Ib των αναρτημένων μαζών του οχήματος (σε Ν.m.s2) σε σχέση με τον άξονα περιστροφής που περνάει από το κέντρο βάρους Ο και κάθετα στο διαμήκη άξονα του οχήματος μπορεί να βρεθεί από τη σχέση: Ib = I1 - mb R0

2 (5.3.2) όπου mb = μάζα των αναρτημένων μαζών του οχήματος (kg) R0 = απόσταση από το κέντρο βάρους Ο των αναρτημένων μαζών του οχήματος σε σχέση με τον άξονα περιστροφής Ο1 (σχήμα 5.3.5), (m).

Η επίδραση των αποσβεστήρων στην ομαλότητα της κίνησης μελετάται με ειδικά πειράματα στα οποία οι δυνάμεις αντίστασης καθορίζονται σε διάφορες συχνότητες και πλάτη ταλάντωσης και επίσης σε διάφορες πιέσεις και θερμοκρασίες του περιεχομένου ρευστού.

Page 237: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

5.26 ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

5.3.3. Χαρακτηριστικά στην ομαλότητα της κίνησης

Οι επιδράσεις που δημιουργούνται σε ένα ανθρώπινο οργανισμό εξαιτίας των

ταλαντώσεων ενός οχήματος εκτιμούνται υποκειμενικά. Ακόμα και σήμερα ούτε μια παράμετρος δεν υπάρχει που να μπορεί να εκτιμήσει την ομαλότητα της κίνησης ενός οχήματος ή να συσχετίσει ποσοτικά τα αποτελέσματα αυτών των ταλαντώσεων με τα χαρακτηριστικά του οχήματος. Για αυτό το λόγο η ομαλότητα της κίνησης ενός οχήματος εκτιμάται από: ♦ Την περίοδο της ταλάντωσης Τ η οποία είναι ο χρόνος σε δευτερόλεπτα κατά τη

διάρκειά του οποίου εκτελείται μια πλήρης ταλάντωση. ♦ Τη συχνότητα της ταλάντωσης που είναι ο αριθμός των ταλαντώσεων στη μονάδα

του χρόνου, δηλαδή T1n =

♦ To πλάτος της ταλάντωσης zmax το οποίο είναι η μέγιστη μετατόπιση από τη θέση ισορροπίας σε m.

♦ Την ταχύτητα της ταλάντωσης που είναι η πρώτη παράγωγος της κίνησης στο

χρόνο, σε m/sec. ♦ Την επιτάχυνση της ταλάντωσης η οποία είναι η δεύτερη παράγωγος του πλάτους

στη μονάδα του χρόνου, η πρώτη παράγωγος της ταχύτητας στη μονάδα του χρόνου σε m/sec2.

♦ Το λόγο αύξησης της επιτάχυνσης η οποία είναι η πρώτη παράγωγος της επιτάχυνσης ή η δεύτερη παράγωγος της ταχύτητας στη μονάδα του χρόνου, σε m/sec3.

Εχει καθιερωθεί και επιβεβαιωθεί πειραματικά ότι όλα τα οχήματα εμφανίζουν

ταλαντώσεις οι οποίες υποδιαιρούνται σε ταλαντώσεις υψηλών συχνοτήτων (5-13Hz) και σε ταλαντώσεις χαμηλών συχνοτήτων (0.8-2 Hz). Οι μη αναρτημένες μάζες συνήθως ταλαντώνονται σε υψηλές συχνότητες ενώ οι αναρτημένες μάζες ταλαντώνονται σε χαμηλές συχνότητες. Ταλαντώσεις υψηλών συχνοτήτων που συμβαίνουν ακόμα και με χαμηλά πλάτη (τραντάγματα, δονήσεις) δημιουργούν άσχημα αισθήματα σα να πρόκειται να δημιουργήσουν βλάβες. Ενας άνθρωπος δεν αισθάνεται τις ταλαντώσεις που μοιάζουν με αυτές που προκαλούνται όταν περπατάει γιατί έχει συνηθίσει στη συχνότητα ανάμεσα στα 1.17 - 1.66 Hz από την παιδική του ηλικία. Τα σύγχρονα αυτοκίνητα ταλαντώνονται ανάμεσα στα όρια αυτών των συχνοτήτων (1.0 - 1.3 Hz).

Page 238: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ 5.27

Οταν η ταχύτητα της ταλάντωσης αυξάνεται, η ομαλότητα της κίνησης χειροτερεύει. Τα χαρακτηριστικά της ταλάντωσης σε σύγκριση με την ταχύτητα σε (m/sec) δείχνονται παρακάτω:

καθόλου αντιληπτή 0.035 λίγο αντιληπτή 0.035-1 πολύ αντιληπτή 0.1-0.2 δυνατά αντιληπτή 0.2-0.3 δυσάρεστη ή πολύ δυσάρεστη 0.3-0.4

Τα αποτελέσματα των εναλλασσομένων επιταχύνσεων πάνω στον ανθρώπινο οργανισμό εξαρτώνται πολύ από τις συχνότητες της ταλάντωσης. Όταν η συχνότητα αυξάνει, ακόμα και μικρές επιταχύνσεις μπορεί να δημιουργούν δυσάρεστα αποτελέσματα.

Στις συχνότητες στις οποίες το όχημα ταλαντώνεται, το μεγαλύτερο ρόλο για την απαλότητα της κίνησης τον παίζει ο ρυθμός μεταβολής της επιτάχυνσης. Ασχημα αισθήματα εμφανίζονται στα 25m/sec3 και δυσάρεστα στα 40m/sec3. Γι' αυτό ο ρυθμός αύξησης της επιτάχυνσης δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 25 m/sec3 και αισθάνεται κανείς δυσάρεστα στα 40m/sec3. Γι' αυτό ο ρυθμός αύξησης της επιτάχυνσης δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 25m/sec3. Στον πίνακα 5.3.2 που ακολουθεί παρουσιάζεται η επιτάχυνση που επιτρέπεται για υγιή άνθρωπο μέσης ηλικίας.

ΠΙΝΑΚΑΣ 5.3.1

ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΕΙΣ ΤΑΛΑΝΤΩΣΕΩΝ

Συχνότητα (Hz) Επιταχύνσεις (m/sec2)

δυσάρεστες παθολογικές 1 2.3 2.7

1.5 2.1 2.5 2 1.9 2.3 3 1.7 2.0

ΠΙΝΑΚΑΣ 5.3.2

ΕΠΙΤΡΕΠΟΜΕΝΕΣ ΤΙΜΕΣ ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗΣ ΓΙΑ ΔΙΑΦΟΡΑ ΕΙΔΗ

ΤΑΛΑΝΤΩΣΕΩΝ (ΣΕ m/sec3)

Ταλαντώσεις κάθετες διαμήκεις εγκάρσιες

απαλό περπάτημα 1.0 0.6 0.5 εύκολη οδήγηση 2.5 1.0 0.7 μικρό ταξίδι 4.0 2.0 1.0

Page 239: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

5.28 ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

Ας προσπαθήσουμε να θεμελιώσουμε τη σχέση μεταξύ των ξεχωριστών χαρακτηριστικών της ομαλότητας της κίνησης ενός οχήματος, θεωρώντας αρμονική ταλάντωση ενός σώματος με βάρος G (σχήμα 5.3.6) με ένα βαθμό ελευθερίας τοποθετημένο πάνω σε ένα ελατήριο με σταθερά κ (Ν/m). Αν το ελατήριο είναι χωρίς φορτίο τότε το σώμα κατέχει τη θέση Ι. Οταν το σύστημα είναι σε ισορροπία τότε το ελατήριο είναι στατικά παραμορφωμένο κάτω από την επίδραση της δύναμης G και έτσι παίρνει τη θέση ΙΙ οπότε ισχύει:

κ=

Gf

Σχήμα 5.3.6 Ταλάντωση σώματος με ένα βαθμό ελευθερίας

Εστω τώρα ότι το σώμα απομακρύνεται από τη θέση ισορροπίας του στη θέση ΙΙΙ με

ταυτόχρονη συμπίεση του ελατηρίου. Στη συνέχεια ελευθερώνεται το σώμα για να μπορεί να ταλαντωθεί ελεύθερα. Αν η κίνηση του σώματος καταγράφει σε μια ταινία η οποία μετακινείται με σταθερή ταχύτητα, η καταγραφή θα δείξει τις ταλαντώσεις του σώματος. Μπορεί τότε να βρεθεί στην καμπύλη το πλάτος zmax το οποίο είναι ίσο με τη μέγιστη μετατόπιση από τη θέση ισορροπίας και η περίοδος Τ (ίση με το χρόνο που παρεμβάλλεται μεταξύ δύο ίδιων σημείων πάνω στη καμπύλη, π.χ. μεταξύ των δύο διαδοχικών κορυφών). Κατά τη διάρκεια των ταλαντώσεων το σώμα μεταβάλλει ανομοιόμορφα τη θέση του, την ταχύτητα του, την επιτάχυνση του και το ρυθμό μεταβολής της επιτάχυνσής του για κάθε χρονική στιγμή.

Η διαφορική εξίσωση της ταλάντωσης γι' αυτή την περίπτωση έχει την παρακάτω μορφή

02

2

=+ zdt

zdm κ (5.3.3)

που μια λύση της έχει τη μορφή

Tm

zz κsinmax= (5.3.4)

Page 240: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ 5.29

όπου zmax είναι η μέγιστη μετατόπιση σε m.

Η τιμή km

στην εξίσωση (5.3.4) είναι η γωνιακή συχνότητα για ελεύθερες

ταλαντώσεις ω. Από τα παραπάνω η εξίσωση (5.3.4) μπορεί να γραφεί ως εξής:

tsinzz max ω=

Από την τελευταία εξίσωση βρίσκονται οι σχέσεις που συνδέουν τα ανεξάρτητα χαρακτηριστικά της ομαλότητας της κίνησης στην περίπτωση των αρμονικών ταλαντώσεων. Η ταχύτητα ταλάντωσης (σε m/sec)

tzdtdzv ωω cosmax== (5.3.5)

Η επιτάχυνση της ταλάντωσης (σε m/sec2)

tzdt

zdj ωω sin2max2

2

−== (5.3.6)

Ο ρυθμός αύξησης της επιτάχυνσης (σε m/sec3)

tzdt

zddtdj ωω cos3

max3

3

−== (5.3.7)

Η κυκλική συχνότητα ω και η συχνότητα ταλάντωσης σχετίζονται με την εξίσωση

mc

π.21

π.2T1n =

ω==

Αντικαθιστώντας την τιμή της σταθεράς c από την εξίσωση (5.3.3) και εκφράζοντας τη μάζα m ως G/g η συχνότητα ταλάντωσης θα είναι;

fg

π.21n =

Από την πιο πάνω σχέση προκύπτει ότι όσο μεγαλύτερη είναι η στατική παραμόρφωση του ελατηρίου τόσο μικρότερη είναι η φυσική συχνότητα ταλάντωσης. Γι' αυτό το λόγο μαλακές αναρτήσεις χρησιμοποιούνται για να ελαττώσουν τις φυσικές συχνότητες ενός σώματος και έτσι να βελτιώσουν την άνεση της κίνησης. Στο επόμενο κεφάλαιο παρουσιάζονται τα κριτήρια ανέσεως Janeway. Ορίζουν το αποδεκτό εύρος ταλαντώσεων ως συνάρτηση της συχνότητας. Από τα κριτήρια αυτά προκύπτει ότι καθώς η συχνότητα αυξάνει το αποδεκτό εύρος μειώνεται.

Page 241: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

5.30 ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

Στην κατασκευή οχημάτων ο μηχανικός επιλέγοντας ένα σύστημα ανάρτησης πρέπει

να βεβαιωθεί ότι κατά την κίνηση του αυτοκινήτου δε θα ξεπεραστούν τα επιτρεπτά όρια ταλάντωσης για τις συνθήκες λειτουργίας για τις οποίες προορίζεται. Θα πρέπει να αναφερθούν επίσης τα διάφορα όρια ανέσεως που έχουν προταθεί από διαφόρους οργανισμούς και ερευνητές και ακολουθήθηκαν κατα το σχεδιασμό.

Σχήμα 5.3.7 Ανάρτηση εμπρός - πίσω Peugeot 405

Page 242: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ 5.31

5.3.4 Ταλαντώσεις αυτοκινήτου Ελαστικότητα της ανάρτησης

Θεωρώντας το ένα τέταρτο του αυτοκινήτου το μοντέλο της ανάρτησής του περιγράφεται στο σχήμα 5.3.8.

Σχήμα 5.3.8 Μοντέλο της ανάρτησης ενός τετάρτου του αυτοκινήτου Ενα απλοποιημένο διάγραμμα ενός κατακόρυφα ταλαντούμενου αυτοκινήτου φαίνεται

στο σχήμα 5.3.9.α όπου Κ1 και Κ2 η συνολική δυσκαμψία της εμπρός και της πίσω ανάρτησης. Η πραγματική δυσκαμψία μιας ανάρτησης είναι η δυσκαμψία ενός ελατηρίου ή ενός οποιουδήποτε ελαστικού στοιχείου του οποίου η μετατόπιση είναι ίση με την ολική μετατόπιση της ανάρτησης και των ελαστικών όταν αυτά παίρνουν το ίδιο φορτίο. Για να καθοριστεί η συνολική δυσκαμψία το σχήμα 5.3.9.b δείχνει ένα βάρος G πάνω σε ένα ελατήριο σταθεράς ks και του ελαστικού τροχού του οποίου η δυσκαμψία (σταθερά ελατηρίου) είναι kt.

Page 243: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

5.32 ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

Σχήμα 5.3.9 Απλοποιημένο διάγραμμα του συστήματος ανάρτησης του αυτοκινήτου

και καθορισμός της συνολικής σταθεράς δυσκαμψίας της ανάρτησης.

Το βάρος G μετατοπίζει το ελαστικό σύστημα κατά ένα μήκος ίσο με το άθροισμα των μετατοπίσεων του ελαστικού και του μέρους της ανάρτησης που παραμορφώνεται. Συγχρόνως, η ολική μετατόπιση του συστήματος υπολογίζεται από την αλλαγή στη θέση του άξονα του τροχού και δίνεται (σε m) από τη σχέση:

effkGf =

όπου keff είναι η πραγματική δυσκαμψία της ανάρτησης και του ελαστικού μαζί (σε Ν/m). Αρα θα είναι:

tseff k

GkG

kG

+=

Λύνοντας την παραπάνω εξίσωση ως προς keff έχουμε

k k kk keff

s t

s t

=+.

Η δυσκαμψία του μπροστινού ή του πίσω συστήματος ανάρτησης στα σύγχρονα αυτοκίνητα κυμαίνεται μεταξύ των τιμών 20 και 60 ΚΝ/m. Οι μικρότερες τιμές δυσκαμψίας αναφέρονται σε επιβατικά αυτοκίνητα ενώ οι μεγαλύτερες σε φορτηγά.

Page 244: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ 5.33

Είδη ταλαντώσεων

Το σώμα ενός οχήματος έχει έξι βαθμούς ελευθερίας (σχήμα 5.3.10) και μπορεί να εκτελεί έξι διαφορετικές ταλαντώσεις. Οι μετατοπίσεις που οφείλονται στις γραμμικές ταλαντώσεις κατά μήκος των αξόνων xx, yy, zz δείχνονται αντίστοιχα ως Sx, Sy, Sz ενώ οι αντίστοιχες γωνιακές μετατοπίσεις ως αx, αy, αz.

Σχήμα 5.3.10 Είδη ταλαντώσεων σε ένα όχημα

Συνήθως εξαιτίας της περιπλοκότητας που έχει ένα σύστημα με έξι βαθμούς ελευθερίας και στην προσπάθεια να απλοποιηθούν οι υπολογισμοί της ανάρτησης όσο γίνεται, θεωρείται το σασί ενός αυτοκινήτου σαν ένα σύστημα με δύο βαθμούς ελευθερίας. Λαμβάνεται υπό όψη μόνο η αναπήδηση Sz και ο καλπασμός αy (Σχήμα 5.3.10). Αυτές οι ταλαντώσεις είναι οι πιο βασικές για την άνεση επειδή παράγουν την πιο δυσάρεστη ενόχληση στον ανθρώπινο οργανισμό.

Κατακόρυφες ταλαντώσεις του αμαξώματος εμφανίζονται όταν οι τροχοί περνούν πάνω από ανωμαλίες του δρόμου. Μερικές φορές αυτές οι ταλαντώσεις εντείνονται, πράγμα το οποίο μπορεί να προκαλέσει εμφάνιση συντονισμού όταν η συχνότητα της διέγερσης είναι κοντά σε μια από τις φυσικές συχνότητες του συστήματος. Για να μειωθούν οι ταλαντώσεις αυτές χρησιμοποιούνται μαλακές αναρτήσεις και αποσβεστήρες κρούσης.

Page 245: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

5.34 ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

Σχήμα 5.3.11 Ταλάντωση καλπασμού αy. Κέντρο ελαστικότητας

Το κέντρο ελαστικότητας ενός συστήματος είναι το σημείο εκείνο που εμφανίζονται ευθύγραμμες μόνο μετατοπίσεις όταν εφαρμοστεί μια εξωτερική δύναμη πάνω σ' αυτό. Για να υπολογιστεί η θέση του κέντρου ελαστικότητας ενός αυτοκινήτου θεωρείται αυτό σαν μια δοκός η οποία βρίσκεται πάνω σε δύο ελατήρια όπως στο σχήμα 5.3.12. Αν η εξωτερική διαταραχή δεν εφαρμόζεται στο κέντρο ελαστικότητας (c.e.) τότε συνυπάρχουν και ευθύγραμμη και γωνιακή μετατόπιση στο σώμα του αυτοκινήτου όπως αυτό μοντελοποιήθηκε. Οταν όμως η δύναμη εφαρμοστεί στο κέντρο ελαστικότητας τότε εμφανίζονται μόνο ευθύγραμμες μετατοπίσεις οι οποίες φαίνονται στο σχήμα 5.3.12. στις θέσεις 1 και 2. Στην τελευταία περίπτωση οι μετατοπίσεις των αναρτήσεων f1 και f2 είναι ίδιες και η αy δεν υπάρχει.

Σχήμα 5.3.12 Εύρεση του κέντρου ελαστικότητας.

Page 246: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ 5.35

Η απόσταση του κέντρου ελαστικότητας από το κέντρο βάρους του οχήματος

προκύπτει από την εξίσωση ισορροπίας του συστήματος της δοκού:

∑ =−−= 021 bRPxaRM cg (5.3.8)

όπου R1 και R2 είναι οι αντιδράσεις. Λύνοντας την εξίσωση (5.3.8) ως προς x βρίσκεται

P

bRaRx 21 −= (5.3.9)

Για τις αντιδράσεις R1 και R2 (σε Ν) ισχύει:

R1 = k1 f1και R2 = k2 f2 (5.3.10) όπου k1 και k2 είναι οι δυσκαμψίες των ελαστικών στοιχείων της ανάρτησης και f1 και f2 οι αντίστοιχες μετατοπίσεις. Επίσης ισχύουν οι παρακάτω σχέσεις:

221121 fkfkRRP +=+= (5.3.11)

Αντικαθιστώντας τις τιμές των R1, R2 και Ρ απο την εξίσωση (5.3.9) προκύπτει:

2211

2211

fkfkafkafk

x+

−= (5.3.12)

Επίσης ισχύει:

21 ff = (5.3.13)

και από τις εξισώσεις (5.3.12) και (5.3.13) τελικά προκύπτει:

21

21

kkbkakx

+−

= (5.3.14)

Γενικά το σώμα του οχήματος ταλαντώνεται σε μια συχνότητα από τις φυσικές του. Για

να μελετηθούν οι ελεύθερες ταλαντώσεις ενός οχήματος στο κατα μήκος κάθετο επίπεδο, οι αναρτημένες μάζες (δηλαδή η μάζα mb του σώματος, σχήμα 5.3.13) αντικαθίσταται από τρεις μάζες: m1, m2, m3 και μια αβαρή συνδετική δοκό (σχήμα 5.3.13b). Οι μάζες m1 και m2 είναι τοποθετημένες σε αποστάσεις αb και bb από το κέντρο βάρους του συστήματος. Για να μπορεί ένα σύστημα τριών μαζών να ανταποκρίνεται στη πραγματική μάζα του αναρτημένου τμήματος του αυτοκινήτου πρέπει να ισχύουν οι παρακάτω προϋποθέσεις:

Page 247: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

5.36 ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

• Το άθροισμα όλων των μαζών του συστήματος πρέπει να είναι ίσο με το βάρος της

αναρτημένης μάζας του αυτοκινήτου δηλαδή

bmmmm =++ 321 (5.3.15)

• Το κέντρο βάρους του οχήματος πρέπει να συμπίπτει με το κέντρο βάρους της αναρτημένης μάζας του οχήματος και άρα

(5.3.16) bb bmam 21 =

• Η ροπή αδράνειας του συστήματος ως προς τον άξονα yy ο οποίος είναι κάθετος στο επίπεδο του συστήματος και περνάει από το κέντρο βάρους του πρέπει να είναι ίσο με τη ροπή αδράνειας της αναρτημένης μάζας ως προς το ίδιο άξονα δηλαδή

(5.3.17) 22

22

1 bbbb mIbmam ρ==+

όπου ρb είναι η ακτίνα αδράνειας της αναρτημένης μάζας του οχήματος ως προς τον άξονα yy.

Απο τη λύση των εξισώσεων (5.3.15), (5.3.16) και (5.3.17) βρίσκονται οι τιμές για τις μάζες m1, m2 και m3 σε kg

La

mmb

bb2

= (5.3.18)

Lb

mmb

bb2

= (5.3.19)

).

1(2

3bb

b baamm b−= (5.3.20)

Page 248: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ 5.37

Σχήμα 5.3.13. Ελεύθερες ταλαντώσεις οχήματος

Αν τώρα η δοκός μετακινηθεί από τη θέση ισορροπίας και κατόπιν αφεθεί ελεύθερη θα αρχίσει να ταλαντώνεται πάνω στα ελαστικά μέλη που τη στηρίζουν.

Θα εξετασθεί η επίδραση της μάζας m3 και του κέντρου ελαστικότητας στις ταλαντώσεις της δοκού (σχήμα 5.3.13c). Κατά τη διάρκεια των ταλαντώσεων η δύναμη αδράνειας Pin που εφαρμόζεται στο κέντρο ελαστικότητας του συστήματος (σε Ν) θα είναι: jmPin .3=

όπου j είναι η αδρανειακή επιτάχυνση. Η δύναμη αδράνειας δημιουργεί ροπή σε σχέση με το κέντρο ελαστικότητας

jxmxinPinM 3==

Για να αποφευχθούν μεγαλύτερες αυξήσεις στις ταλαντώσεις καλπασμού του συστήματος η ροπή Μin πρέπει να είναι όσο γίνεται μικρότερη και αν είναι δυνατόν να γίνει ίση με μηδέν. Για να γίνει όμως η Μin ίση με μηδέν πρέπει είτε η μάζα m3 να γίνει ίση με μηδέν είτε η απόσταση x να γίνει ίση με μηδέν.

Page 249: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

5.38 ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

Ας υποτεθεί η περίπτωση στην οποία η μάζα m3 γίνεται ίση με μηδέν. Από την

εξίσωση (5.3.20) έχουμε ότι η μάζα m2 γίνεται ίση με μηδέν όταν:

12

=bb

b

baρ

γιατί η μάζα του σώματος mb δεν μπορεί να είναι ίση με μηδέν. Για να ισχύει αυτή η συνθήκη, ο σχεδιαστής πρέπει ή να κατανείμει αντίστοιχα τις μάζες του οχήματος για παράδειγμα τη μονάδα ισχύος να την πάει πιο μπροστά και το χώρο των αποσκευών πιο πίσω έτσι ώστε να εξασφαλίσει την απαιτούμενη ακτίνα αδράνειας ρb, η αν αυτό είναι δυνατό να αλλάξει το κέντρο βάρους του οχήματος.

Για σύγχρονα αυτοκίνητα ο λόγος

12

≅bb

b

baρ

και έτσι αυτά τα αυτοκίνητα έχουν πολύ πιο εξομαλυμένη κίνηση. Ας θεωρηθεί όμως μια άλλη περίπτωση όπου η απόσταση x είναι ίση με το μηδέν

δηλαδή το κέντρο βάρους να συμπίπτει με το κέντρο ελαστικότητας του οχήματος. Σ' αυτή την περίπτωση

021

21 =+−

=kk

bkakx bb

και άρα

babb

k

kήbbkbak ==

2

121

Aπό τα παραπάνω προκύπτει ότι οι δυσκαμψίες των ελατηρίων πρέπει να εκλέγονται έτσι ώστε να είναι αντιστρόφως ανάλογες των αποστάσεων τους από το κέντρο βάρους. Εχοντας δεδομένες τις σταθερές ελατηρίου είναι δυνατό να μετατοπιστούν οι αναρτήσεις κατάλληλα ώστε το όχημα να ταλαντώνεται στην κατακόρυφη διεύθυνση χωρίς να παρουσιάζει γωνιακές ταλαντώσεις δηλαδή καλπασμό.

Page 250: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ 5.39

Σχήμα 5.3.14 Γωνιακή ταλάντωση αx (Roll).

Οι τιμές της κατακόρυφης μετατόπισης Sz είναι σχεδόν αποδεκτές αν η συχνότητα ταλάντωσης είναι ανάμεσα στα προαναφερόμενα όρια (1.1 - 1.3 Ηz). Η περιστροφή αx (σχήμα 5.3.14) δημιουργείται από την επίδραση κρουστικών φορτίων που εφαρμόζονται στους τροχούς της μιας μόνο πλευράς του οχήματος όταν αυτό περάσει πάνω από μια ανωμαλία. Σ' αυτή την περίπτωση οι ροπές δημιουργούν εγκάρσιες ταλαντώσεις που εμφανίζονται και εξαφανίζονται. Η αιώρηση αυτή μπορεί να μειωθεί δραστικά χρησιμοποιώντας ένα εγκάρσιο σταθεροποιητή (ζανφορ) ο οποίος βελτιώνει τη γωνιακή δυσκαμψία της ανάρτησης.

Εκτός από τις ταλαντώσεις εξαιτίας των ανωμαλιών του δρόμου, ένα όχημα υπόκειται και σε ταλαντώσεις υψηλής συχνότητας με χαμηλά πλάτη οι οποίες προκαλούνται από τον κινητήρα, το κιβώτιο των ταχυτήτων και τα λάστιχα. Οι ταλαντώσεις αυτές πρακτικά δεν επηρεάζουν την ομαλότητα της κίνησης αλλά μπορεί να προκαλέσουν θόρυβο και να καταστρέψουν συνδέσεις μεταξύ των διαφόρων μερών του αυτοκινήτου. Οι ταλαντώσεις αυτές μπορεί να εξαλειφθούν ή τουλάχιστον να μειωθούν σημαντικά αν χρησιμοποιηθούν φλάντζες απορρόφησης κραδασμών και ελαστικά παρεμβύσματα ώστε να προλαμβάνεται ο συντονισμός. Επιπλέον, καθίσματα με ειδικό σχεδιασμό χρησιμοποιούνται για να μειώσουν την επίδραση των ταλαντώσεων στον οδηγό και στους επιβάτες.

Page 251: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

5.40 ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

5.3.5. Tο μοντέλο αναπήδησης και το μοντέλο καλπασμού

Για τη μελέτη των ταλαντώσεων ενός οχήματος μπορούν να χρησιμοποιηθούν διάφορα μοντέλα. Το μοντέλο του σχήματος 5.3.9 είναι με 6 βαθμούς ελευθερίας κίνησης και καλύπτει κάθε δυνατή περίπτωση ταλάντωσης. Ως βαθμοί ελευθερίας λαμβάνονται οι μετατοπίσεις κατά τις διευθύνσεις x, y, z, του οχήματος καθώς και οι γωνίες κυλίσεως αx, καλπασμού αy και περιστροφής αz του οχήματος.

Σχήμα 5.3.15. Μοντέλο αναπηδήσεως Η μάζα του αμαξώματος είναι η αναρτημένη μάζα ενώ η μάζα των τροχών κ.λ.π.

μερών της αναρτήσεως είναι η μη αναρτημένη μάζα. Για λόγους απλοποίησης του προβλήματος είναι χρήσιμο να μελετηθούν απλοποιημένα μοντέλα του οχήματος τα οποία επιτρέπουν να αναλυθούν ορισμένες ταλαντώσεις του.

Εάν είναι γνωστή η διέγερση στο όχημα μπορούν να επιλυθούν οι εξισώσεις κινήσεως με ηλεκτρονικό υπολογιστή και να προσδιοριστούν οι ιδιοσυχνότητες και οι ιδιομορφές του συστήματος. Θα μελετηθεί στη συνέχεια η επίπτωση του λόγου των αναρτημένων και των μη αναρτημένων μαζών στην μετάδοση των ταλαντώσεων από την ανάρτηση στο αμάξωμα. Αυτό μπορεί να γίνει μέσω της προσομοιώσεως με το

Page 252: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ 5.41

μοντέλο του σχήματος 5.3.15. το οποίο είναι ένα μοντέλο δύο βαθμών ελευθερίας (μελέτη της κινήσεως αναπηδήσεως). Επίσης με το μοντέλο του σχήματος 5.3.16. μελετάται το φαινόμενο του καλπασμού δηλαδή του συνδυασμού κατακόρυφης και γωνιακής ταλάντωσης του αμαξώματος.

Σχήμα 5.3.16. Μοντέλο καλπασμού Μοντέλο αναπηδήσεως

Θεωρώντας το μοντέλο του σχήματος 5.3.15 καταστρώνονται οι παρακάτω διαφορικές εξισώσεις:

(5.3.21) 0)21()'2

'1(" =−+++ zzkzzsczsm

)(2'2)12("

2 tFztkztczzsczusm =++−+ (5.3.22)

όπου ms οι αναρτημένες μάζες mus οι μη αναρτημένες μάζες cs ο συντελεστής αποσβέσεως των αποσβεστήρων της ανάρτησης ct ο συντελεστής αποσβέσεως των ελαστικών ks η σταθερά του ελατηρίου της ανάρτησης kt η σταθερά του ισοδύναμου ελατηρίου που προσομειώνει τη

συμπεριφορά του ελαστικού F(t) είναι η διέγερση που ασκεί ο δρόμος στους τροχούς

Για να βρεθούν αναλυτικοί τύποι των ιδιοσυχνοτήτων θεωρείται σε πρώτη προσέγγιση αμελητέα η απόβεση και υπολογίζοντας αναλυτικά προκύπτουν οι ιδιοσυχνότητες ωs και

Page 253: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

5.42 ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

ωus (μπορεί να θεωρηθεί ότι η μια ιδιοσυχνότητα αντιστοιχεί στην μάζα ms και η άλλη στη μάζα mus):

s

tstss m

kkkk )/( +=ω (5.3.22)

us

tsus m

kk +=ω (5.3.23)

Όταν ο τροχός προσκρούει σε εμπόδιο αρχίζει να ταλαντώνεται και μετά από ελάχιστο

χρόνο φθάνει σε συχνότητα fus. Για τη μάζα ms η ταλάντωση της μάζας mus με συχνότητα fus αποτελεί διέγερση, η δε fus θα είναι η συχνότητα διεγέρσεως. Αλλά όπως είναι γνωστό όσο περισσότερο διαφέρει ο λόγος συχνότητας διεγέρσεως προς την ιδιοσυχνότητα από τη μονάδα τόσο μικρότερη είναι η μεταδοτικότητα της ταλάντωσης. Τούτο φαίνεται και στο σχήμα 5.3.17 όπου διαπιστώνεται και η επίδραση του συντελεστή απόσβεσης.

Σχήμα 5.3.17 Μεταδοτικότητα ταλαντώσεων

Page 254: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ 5.43

Μοντέλο καλπασμού και αναπήδησης

Το μοντέλο είναι αυτό του σχήματος 5.3.18. Οι διαφορικές εξισώσεις κινήσεως είναι

0)2()1(" =Θ++Θ−+ lzrklzfkzsm (5.3.23)

0)2(2)1(1" =Θ++Θ−−Θ lzlrklzlfkyI (5.3.24)

Στη συνέχεια γίνονται οι αντικαταστάσεις

)(11 rkfk

smD += (5.3.25.1)

)12(12 lfklrk

smD −= (5.3.25.2)

)22

21(2

1)22

21(1

3 lrklfkyrsm

lrklfkyI

D +=+= (5.3.25.3)

όπου ry είναι η αδρανειακή ακτίνα κατά τη διεύθυνση Οy . kf είναι η σταθερά των εμπρός ελατηρίων και kr είναι η σταθερά των πίσω ελατηρίων ενώ l1 και l2 είναι η απόσταση των εμπρός και πίσω τροχών και ελατηρίων από το κέντρο βάρους του οχήματος. Τώρα οι εξισώσεις κινήσεως γράφονται ως εξής:

021" =Θ++ DzDz (5.3.26.1)

022

3" =+Θ+Θ zyr

DD (5.3.26.2)

Εάν υποτεθεί ότι D2 = 0 τότε γίνεται αποσύζευξη των ταλαντώσεων κατά z και κατά Θ. Η συνθήκη λοιπόν για να υπάρχει ανεξαρτησία των δύο ταλαντώσεων μεταξύ τους είναι: 1.2. lfklrk =

και στην περίπτωση αυτή οι δύο ιδιοσυχνότητες δίνονται από τις σχέσεις: 1Dz =ω (5.3.27)

2D=Θω (5.3.28)

Η αποσύζευξη αυτή δεν επιδιώκεται στην πράξη διότι δεν αντιστοιχεί σε άνετες συνθήκες ταλαντώσεων για τους επιβάτες.

Page 255: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

5.44 ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

Στην γενική περίπτωση οι ιδιοσυχνότητες υπολογίζονται αντικαθιστώντας στις εξισώσεις (5.3.26) λύσεις της μορφής

tzz ωcos.= (5.3.29)

tωcosΘ=Θ (5.3.30) οπότε προκύπτουν οι αλγεβρικές εξισώσεις για τα πλάτη ταλάντωσης z και Θ:

(5.3.31) 0)( 22

1 =Θ+− DzD ω

0)( 232

2 =Θ−+ ωDzrD

y

(5.3.32)

To σύστημα επιδέχεται μη μηδενικές λύσεις όταν η ορίζουσα είναι μηδέν, οπότε προκύπτει το χαρακτηριστικό πολυώνυμο του συστήματος των εξισώσεων:

0)22

21(2)31(4 =−++−

yr

DDDDD ωω (5.3.33)

οι δύο ιδιοσυχνότητες είναι:

2

222)31(

41)31(

212

1yr

DDDDD +−−+=ω (5.3.34)

2

222)31(

412)31(

212

2yr

DDDDD +−++=ω (5.3.35)

Οι ιδιοσυχνότητες ω1 και ω2 βρίσκονται πάντοτε εκτός των ωz και ωθ των αποσυζευγμένων κινήσεων.

Από τις εξισώσεις (5.3.31) και (5.3.32) υπολογίζονται τα ιδιοδυανύσματα τα οποία στην ουσία δίνουν το μέγιστο λόγο των ευρών. Ετσι ισχύει για την συχνότητα ω1

1

21

2

1D

Dz−

=Θ ωω

(5.3.36)

και για την ω2

1

22

2

2D

Dz−

=Θ ωω

(5.3.37)

Είναι προφανές ότι οι δύο αυτοί λόγοι εύρους έχουν αντίθετα πρόσημα.

Page 256: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ 5.45

Για να κατανοηθεί καλύτερα η κίνηση αναπηδήσεως και καλπασμού εισάγεται η έννοια του κέντρου ταλαντώσεως. Ενα κέντρο (το OC1) αντιστοιχεί στην ω1 και ένα αντιστοιχεί στην ω2 (το OC2): Ετσι για την ω1

1

21

21 D

Dlo −=ω

(5.3.38)

και για την ω2

1

22

22 D

Dlo −=ω

(5.3.39)

όπου lo1 και lo2 είναι οι αποστάσεις από το κέντρο βάρους. Εάν ο λόγος των ευρών είναι αρνητικός το κέντρο OC1 θα βρίσκεται μετά το κέντρο

μάζας (προς τα πίσω του οχήματος) αλλιώς θα βρίσκεται προς τα εμπρός του οχήματος (σχήμα 5.3.18).

Σχήμα 5.3.18. Κέντρα ταλάντωσης σε όχημα.

Γενικώς μια διέγερση στο εμπρός μέρος του οχήματος συνεπάγεται τόσο κίνηση

αναπηδήσεως όσο και καλπασμού. Θα αντιστοιχεί δε σε ταλάντωση γύρω από κάθε ένα από τα κέντρα ταλαντώσεως OC1 και OC2. Με άλλα λόγια η κίνηση του οχήματος θα είναι το άθροισμα των δύο συνιστωσών κινήσεων, η κάθε μία από τις οποίες γίνεται γύρω από κάθε κέντρο ταλαντώσεως.

Page 257: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

5.46 ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

Σχήμα 5.3.19. Συζευγμένη ανάρτηση εμπρός-πίσω (υδροπνευματική).

Συνήθως κέντρο αναπηδήσεως ονομάζεται αυτό το οποίο ευρίσκεται εκτός της βάσεως των τροχών (OC1 στο σχήμα 5.3.18) ενώ εκείνα που είναι εντός της βάσεως των τροχών ονομάζεται κέντρο καλπασμού (ΟC2 στο σχήμα 5.3.18.). Στα περισσότερα οχήματα η συχνότητα αναπηδήσεως είναι f1 ≅ 1.2 Ηz ενώ η συχνότητα καλπασμού είναι ελαφρώς ψηλότερη. Στα οχήματα με συζευγμένη ανάρτηση εμπρός πίσω (π.χ. σχήμα 5.3.19) η συχνότητα καλπασμού μπορεί να είναι μικρότερη της συχνότητας αναπηδήσεως. Απεναντίας η συχνότητα περιστροφής (roll) συνήθως είναι υψηλότερη (1.5-2.0 Hz) λόγω των περιορισμών που επιβάλλουν οι αντιστρεπτικές δοκοί στην στροφή κατα τον διαμήκη άξονα των οχημάτων.

Η θέση των κέντρων ταλαντώσεως έχει πρακτική επίδραση επί των χαρακτηριστικών της οδικής συμπεριφοράς του οχήματος. Ενδιαφέρουσα περίπτωση είναι αυτή των αποσυζευγμένων κινήσεων αναπηδήσεως και καλπασμού που συμβαίνει όπως ήδη αποδείχτηκε όταν: 21 .. lklk rf =

Σε αυτή την περίπτωση το ένα κέντρο ταλαντώσεως συμπίπτει με το κέντρο μάζας ενώ το άλλο βρίσκεται στο άπειρο.

Μια άλλη ενδιαφέρουσα περίπτωση είναι αυτή που αντιστοιχεί σε 21

2 .llry =

Τότε το ένα κέντρο ταλαντώσεως συμπίπτει με το σημείο στηρίξεως του εμπρός ελατηρίου και το άλλο με το σημείο στηρίξεως του πίσω ελατηρίου (επιβεβαίωση για l1=l02 και l2 = lo1). Στην περίπτωση αυτή έχουμε το μοντέλο του σχήματος 5.3.20 όπου η μάζα ms χωρίζεται σε δύο ισοδύναμες μάζες οι οποίες είναι:

21

2

lllms

+και

21

1

lllms

+

και είναι τοποθετημένες επί των ελατηρίων (δύο ισοδύναμα συστήματα συγκεντρωμένων μαζών με ένα βαθμό ελευθερίας το κάθε ένα).

Page 258: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ 5.47

Σχήμα 5.3.20. Ισοδύναμο σύστημα συγκεντρωμένων μαζών πάνω από τις αναρτήσεις.

Οι αντίστοιχες ιδιοσυχνότητες δίνονται από τις εξισώσεις:

ss

ff lm

llk )( 21 +=ω και 1

21 )(lm

llk

s

rr

+=ω

Στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχει αλληλεπίδραση μεταξύ της εμπρός και της πίσω αναρτήσεως, η δε διέγερση στους εμπρός τροχούς δεν προκαλεί καμία ταλάντωση στους πίσω. Κάτι τέτοιο είναι βεβαίως επιθυμητό στην πράξη αλλά δύσκολα υλοποιείται. Συνήθως ο λόγος

21

2

llry

κυμαίνεται γύρω στο 0.8 για τα σπορ αυτοκίνητα και 0.9 - 1.0 για τα συμβατικά ενώ για τα εμπροσθοκίνητα φθάνει μέχρι 1.2.

Όταν υπολογίζονται οι συχνότητες ωf και ωr πρέπει να λαμβάνεται υπ'όψη ότι μια διέγερση από το δρόμο πρώτα επιδρά στους εμπρόσθιους τροχούς και με μια μικρή καθυστέρηση στους πίσω (σχήμα 5.3.21). Αυτό προκαλεί και την κίνηση καλπασμού του οχήματος. Για να ελαχιστοποιηθεί αυτή η κίνηση πρέπει να επιλεγεί kf<kr και ωf<ωr, πράγμα που έχει ως επακόλουθο τα δύο άκρα του οχήματος να έχουν την ίδια φάση στην κίνηση τους. Από απόψεως ανέσεως, ο καλπασμός είναι πολύ ενοχλητικότερος της αναπηδήσεως. Αλλά ο επιθυμητός λόγος εξαρτάται από το άθροισμα l1 + l2, την ταχύτητα του αυτοκινήτου και την κατάσταση του δρόμου.

Page 259: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

5.48 ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

Σχήμα 5.3.21 Διαφορά φάσης εμπρός και πίσω τροχών

με αποτέλεσμα την εμφάνιση καλπασμού. 5.3.6. Τυχαίες διεγέρσεις για τις αναρτήσεις O δρόμος ως τυχαία συνάρτηση

Για την προσομοίωση των διεγέρσεων από το δρόμο αρχικά χρησιμοποιούνταν ημιτονοειδείς, βηματικές ή τριγωνικές συναρτήσεις. Αυτές ήταν επαρκείς για τη συγκριτική μελέτη διαφόρων οχημάτων, αλλά ανεπαρκείς σε πραγματικές συνθήκες. Αργότερα χρησιμοποιήθηκε μια τυχαία συνάρτηση για να προσομοιάσει τη μορφή της επιφάνειας του δρόμου.

Το χαρακτηριστικό μιας τυχαίας συναρτήσεως είναι ότι η στιγμιαία τιμή της δεν μπορεί να προβλεφθεί με τρόπο ντετερμινιστικό, π.χ. το ύψος των ανωμαλιών του δρόμου κατά z πάνω από το επιπέδου αναφοράς δεν είναι προβλέψιμο ως συνάρτηση των συντεταγμένων x και y του εκάστοτε σημείου. Εντούτοις ορισμένες ιδιότητες των τυχαίων συναρτήσεων μπορούν να αποδοθούν στατιστικά. Π.χ. η μέση τιμή ή η μέση τετραγωνική τιμή μιας τυχαίας συναρτήσεως όπως επίσης και το περιεχόμενο της σε συχνότητες μπορεί να προσδιοριστεί μέσω της αναλύσεως Fourier.

Ορισμένες ιδιότητες των τυχαίων συναρτήσεων έχουν πρακτική σημασία. Π.χ. εάν οι στατιστικές ιδιότητες του τμήματος του δρόμου μεταξύ Α και Β είναι ίδιες με οποιαδήποτε άλλο τμήμα του δρόμου, οπότε οι στατιστικές ιδιότητες που αντιστοιχούν σε τμήμα του δρόμου μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως αντιπροσωπευτικές όλου του δρόμου και η συνάρτηση που περιγράφει τις ανωμαλίες του δρόμου είναι στάσιμη.

Η περιεκτικότητα σε συχνότητες μιας τυχαίας συναρτήσεως είναι επίσης σημαντική. Λαμβάνεται από τη χρησιμοποίηση της αναλύσεως Fourier οπότε εκτιμάται το εύρος

Page 260: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ 5.49

κάθε συχνότητας που αντιπροσωπεύεται. Εάν δεν είναι διακριτές συχνότητες, τότε προσδιορίζεται το μέσο εύρος σε μια ζώνη συχνοτήτων.

Στις τυχαίες ταλαντώσεις δεν ενδιαφέρει συνήθως το εύρος της ταλάντωσης αλλά η μέση απόκλιση τετραγώνου της ταλάντωσης (RMS). Για μια αρμονική συνάρτηση Ζn(x), μέγιστου εύρους Zn και μήκους κύματος lωn ισχύει:

xΩZl

xZxZ nnn

nn sinπ2sin)( ==ω

όπου n

n lΩ

ω

π2=

Η μέση τετραγωνική τιμή θα είναι:

∫ =⎥⎥⎦

⎢⎢⎣

⎡=

nlZndx

nlx

nZnlnZω

ωω 0 2

2)π2sin(12

(5.3.40)

Για μια συνάρτηση περιέχουσα διακριτές συναρτήσεις συχνοτήτων, η περιεκτικότητα της σε συχνότητες εκφράζεται συναρτήσει των μέσων τετραγωνικών τιμών των συνιστωσών κάθε συχνότητας και το αποτέλεσμα είναι αντίστοιχα ένα διακριτό φάσμα.

Εάν S(nΩ0) είναι η πυκνότητα της μέσης τετραγωνικής τιμής στο τμήμα ΔΩ και στην συχνότητα nΩ0, τότε ισχύει:

22

2)( ZnΩοnΩS =

Ζ=Δ (5.3.41)

και επομένως η διακριτή πυκνότητα φάσματος θα δίνεται από την εξίσωση:

ΩnZ

ΩnZ

οnΩSΔ

=2

22)( (5.3.42)

Εάν το φάσμα περιλαμβάνει πάρα πολλές συχνότητες, στο όριο τείνει να είναι συνεχές

όπως αυτό του σχήματος 5.3.23 και πρόκειται για συνεχή πυκνότητα φάσματος S(Ω). H μέση τετραγωνική τιμή της συναρτήσεως δίνεται τότε από την εξίσωση:

∫∞

=ο

dΩΩSZ )(2 (5.3.43)

Σε μια ζώνη συχνοτήτων Ω1 Ω2 υπολογίζεται η μέση τετραγωνική τιμή της συναρτήσεως από την παρακάτω σχέση:

∫=→2

1)(2

21

Ω

ΩdΩΩSΩΩZ (5.3.44)

Page 261: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

5.50 ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

Για τις περιπτώσεις που η επιφάνεια του δρόμου αντιπροσωπεύεται κατα την εκτίμηση της δυναμικής επίδρασής της επι του κινούμενου αυτοκινήτου απο μια τυχαία συνάρτηση χαρακτηρίζεται τότε από μια συνάρτηση πυκνότητας φάσματος. Τέτοιες συναρτήσεις για διάφορους τύπους δρόμων πρέπει να αναζητηθούν στη βιβλιογραφία. Ολες αυτές οι συναρτήσεις δίνονται ως συναρτήσεις της συχνότητας

ωl

Ω 1= (cycles/m)

Συνάρτηση αποκρίσεως σε τυχαία διέγερση

Η συνάρτηση αποκρίσεως εκφράζει μαθηματικά την επίδραση του αυτοκινήτου ως σύνολο στην διέγερση του δρόμου (ανεξάρτητα με το αν αυτή θεωρείται τυχαία η όχι). Στην συγκεκριμένη περίπτωση η συνάρτηση αποκρίσεως συνδέει την πυκνότητα φάσματος διεγέρσεως Sg(ω) με την πυκνότητα φάσματος αποκρίσεως Sy(ω) η οποία μας δίνει και την ταλαντωτική συμπεριφορά του αμαξώματος. Η συνάρτηση μεταφοράς ορίζεται ως ο λόγος της αποκρίσεως ως προς τη διέγερση για συνθήκες μόνιμου ταλαντώσεως (μετασχηματισμένες κατά Laplace). Π.χ. για τη μοντελοποίηση του οχήματος με μια μάζα, ένα ελατήριο και ένα αποσβεστήρα (ένας βαθμός ελευθερίας), το εύρος της συναρτήσεως μεταφοράς είναι:

222

2

)/2(])/(1[)/2(1)(

nn

nHωζωωω

ωζωω+−

+= (5.3.45)

όπου ω η συχνότητα διεγέρσεως, ω n η φυσική συχνότητα του συστήματος και ζ ο λόγος απόσβεσης. Το πραγματικό αυτοκίνητο όμως έχει πολύ περισσότερους βαθμούς ελευθερίας και μεταξύ του οχήματος και του οδηγού παρεμβάλλεται και η ελαστική ανάρτηση των καθισμάτων. Επιπρόσθετα οι τυχαίες διεγέρσεις στην είσοδο είναι περισσότερες από μία, και μάλιστα είναι τέσσερις, κάθε μια σε κάθε τροχό, η δε αλληλεπίδραση αυτών μεταξύ τους είναι σημαντική για τον προσδιορισμό της απόκρισης. Έτσι τελικά οι υπολογισμοί γίνονται πολυπλοκότεροι.

Page 262: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ 5.51

5.4 Σύγχρονες Τάσεις στα Συστήματα Αναρτήσεων 5.4.1 Συστήματα Αναρτήσεων

Στις μέρες μας αναπτύσσεται με γοργούς ρυθμούς το ενεργητικό σύστημα

αναρτήσεως. Τα μηχανικά συστήματα αναρτήσεων που έχουν χρησιμοποιηθεί έως τώρα αντιπροσωπεύουν ένα συμβιβασμό ανάμεσα στις απαιτήσεις για άνεση κατά τη διάρκεια της κίνησης και καλή κατευθυντικότητα και ασφάλεια κατά τους χειρισμούς.

Σχήμα 5.4.1: Ηλεκτρικά ελεγχόμενο ύψος και σκληρότητα οπίσθιας ανάρτησης Peugeot

Mi 16.

Page 263: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

5.52 ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

Οι πιθανότητες να ξεπεραστούν αυτοί οι συμβιβασμοί και να επιτύχουμε την

προσαρμοστικότητα του συστήματος ανάρτησης στις συνθήκες φόρτισης, τραχύτητα του δρόμου και τρόπους χειρισμού προσφέρονται από τους νέους ρυθμιζόμενους αποσβεστήρες, τα μεταβλητής δυσκαμψίας ελατήρια, τους χαμηλού κόστους σερβομηχανισμούς και τις μεγάλες δυνατότητες των μικροϋπολογιστών.

Σχήμα 5.4.2: Σχηματική παράσταση ηλεκτρονικά ελεγχόμενου συστήματος ανάρτησης.

Για την καλύτερη κατανόηση του προβλήματος ας δούμε τους παράγοντες που επηρεάζουν το σχεδιασμό των αναρτήσεων. Κριτήρια είναι η άνεση των επιβατών, οι απαιτήσεις σε διαδρομή του συστήματος ελατηρίου - αποσβεστήρα και η μεταβολή του φορτίου των τροχών. Ο καθοριστικός παράγοντας για την άνεση όπως ήδη έχει προαναφερθεί είναι η κατακόρυφη επιτάχυνση του πλαισίου του οχήματος, ένα μαλακό σύστημα ελατηρίου με χαμηλότερες επιταχύνσεις προσφέρει περισσότερη άνεση, αλλά σε τραχείς δρόμους, προκύπτουν υπερβολικές μετατοπίσεις των τροχών και αυτό οδηγεί στην αποκόλληση του ελαστικού από το δρόμο. Αντίθετα, μαλακά ελατήρια απαιτούν μεγάλο μήκος στην κατακόρυφη διαδρομή του τροχού που είναι δύσκολα διαθέσιμο σε μικρά οχήματα. Για λόγους ασφαλείας το φορτίο των τροχών θα πρέπει να είναι όσο είναι δυνατό σταθερό κατά τη διάρκεια ενός ολόκληρου ταξιδιού. Ισχυροί αποσβεστήρες απαιτούνται για μικρές δυναμικές μεταβολές του φορτίου των τροχών.

52

Page 264: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ 5.53

Η αναγκαιότητα του συμβιβασμού γίνεται ακόμα δυσκολότερη εξαιτίας των επιπλέον

δυνάμεων που πρέπει να ελεγχθούν κατά τη διάρκεια των πλευρικών κινήσεων. Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί στην πλευρική επιτάχυνση κατά τη στροφή. Τελικά, οι προτιμήσεις αναφορικά με το πόσο μαλακή είναι η ανάρτηση διαφέρουν από χώρα σε χώρα και επηρεάζουν τον επιλεγόμενο συμβιβασμό.

Eίναι φανερό ότι τα ενεργητικά συστήματα ελατηρίου-αποσβεστήρα έχουν πολύ έργο να διεκπεραιώσουν. Ένα από αυτά είναι η προσαρμογή στα φορτία του αυτοκινήτου. Μερικά καινούργια συστήματα προσπαθούν να εκπληρώσουν προσωπικές επιθυμίες του οδηγού που αφορούν στην άνεση, ενώ ακόμα πιο πολύπλοκα συστήματα καταφέρνουν να μεταβάλλουν το βαθμό απόσβεσης αυτόματα για μέγιστη άνεση ή για ασφαλές κράτημα σε ανώμαλους δρόμους. Ο απώτερος σκοπός είναι ένα σύστημα ενεργητικής ανάρτησης το οποίο θα είναι ικανό να επιλέγει την απόσβεση σε απότομες ταλαντώσεις και να παρέχει κάθε στιγμή άνεση και μέγιστη ασφάλεια σε κάθε κατάσταση στατικών και δυναμικών φορτίων. 5.4.2 Συστήματα ρύθμισης ύψους

Τα συστήματα ρύθμισης ύψους αποτελούν τον καλύτερο τρόπο βελτίωσης ενός καλά ρυθμισμένου σασί που βρίσκεται σε παραγωγή. Αυτά τα συστήματα είναι περισσότερο απαραίτητα σε μικρά ή μεσαία οχήματα διότι ο λόγος του ωφέλιμου φορτίου προς το απόβαρο είναι συχνά αρκετά υψηλός.

Σε πολλές περιπτώσεις οι ρυθμιστές ύψους αποτελούνται κυρίως από συμβατικά υδροπνευματικά ή πνευματικά στοιχεία τοποθετημένα παράλληλα στο ελατήριο που στηρίζει το αμάξωμα. Σαν αποτέλεσμα η κανονική διαδρομή του ελατηρίου διατηρείται ακόμα και σε αυξανόμενα στατικά φορτία. Έτσι μπορούν να χρησιμοποιηθούν μαλακότερα ελατήρια που βελτιώνουν την άνεση. Ένα σχετικά φθηνό σύστημα αποτελείται απο ειδικό αποσβεστήρα που δεν απαιτεί ξεχωριστή υδραυλική αντλία. Η απαιτούμενη υδραυλική πίεση αναπτύσσεται από μόνη της καθώς το αμάξωμα ταλαντώνεται στην κατακόρυφη διεύθυνση. Μόνο μερικές αρχικές κινήσεις είναι ικανές να αναπτύξουν την απαιτούμενη πίεση. 5.4.3 Ρυθμιζόμενοι αποσβεστήρες

Τελευταία εμφανίστηκαν στην αγορά συστήματα με μεταβλητό βαθμό απόσβεσης. Ο σκοπός τους είναι να παρέχουν μέγιστη άνεση σε όλους τους δρόμους χωρίς να μειωθεί η ευκολία χειρισμού και η ασφάλεια.

Το σχήμα 5.4.3 δείχνει ένα τέτοιο σύστημα στο οποίο χρησιμοποιούνται ηλεκτρομαγνητικές σερβοβαλβίδες για να ελέγχουν τα χαρακτηριστικά των αποσβεστήρων στον μπροστινό και στον πίσω άξονα. Ένας αισθητήρας επιτάχυνσης σε ένα σύνδεσμο της μπροστινής ανάρτησης μετρά τις κάθετες επιταχύνσεις του αμαξώματος που οφείλονται στις ανωμαλίες του δρόμου. Έγκάρσιες δυνάμεις που

Page 265: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

5.54 ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

οφείλονται σε στροφή, αλλαγές λωρίδας κυκλοφορίας ή σε απότομους χειρισμούς καταγράφονται από ένα αισθητήρα που ελέγχει το στρίψιμο του τιμονιού. Αναλόγως του μεταδιδόμενου σήματος ο υπολογιστής του συστήματος ελέγχου επιλέγει την καλύτερη ρύθμιση για την απόσβεση. Υψηλές επιταχύνσεις δίνουν μαλακή απόσβεση ενώ απότομο στρίψιμο του τιμονιού έχει ως αποτέλεσμα μια προσωρινή αλλαγή σε σκληρή ρύθμιση, έτσι ώστε να αποφευχθεί το ντεραπάρισμα.

Για συνθήκες σταθερής μεταβολής της πορείας σε υψηλές ταχύτητες ένα συνδυασμένο σήμα ταχύτητας και γωνίας των τροχών αυξάνει την απόσβεση. Φαινόμενα αναπήδησης που προκαλούνται από μικρά συνεχή φρεναρίσματα αναγνωρίζονται από τον υπολογιστή μέσω ενός σήματος που εξαρτάται από την πίεση των φρένων και το οποίο προσωρινά σκληραίνει την απόσβεση. Η σκληρή απόσβεση πρέπει να είναι ικανή να αποσβένει τον καλπασμό και την αναπήδηση κατά ένα μη περιοδικό τρόπο. Με σκοπό να αποκτήσει αρμονική συμπεριφορά, το διάστημα μεταξύ της λήψης του σήματος και της προσαρμογής στην επιθυμητή απόσβεση δεν πρέπει να ξεπερνά τα 20 ms. 5.4.4 Συστήματα πλήρους ενεργητικής ανάρτησης.

Τα συστήματα που περιγράφηκαν παραπάνω είναι παθητικά διότι μεταβάλλεται μόνο η δύναμη απόσβεσης. Η ενεργητική ρύθμιση της ανάρτησης με την επιβολή βοηθητικής υδραυλικής δύναμης μειώνει ανεπιθύμητες κλίσεις του αυτοκινήτου που οφείλονται σε δυναμικές φορτίσεις, όπως φαίνεται στο σχήμα 5.4.3.

Στην πιο απλή του μορφή ένα σύστημα ενεργητικής ανάρτησης αποτελείται από υδραυλικά στοιχεία όπως ενεργοποιητές, αντλίες και συσσωρευτές πίεσης καθώς και από ηλεκτροϋδραυλικές σερβοβαλβίδες και τα ηλεκτρονικά συστήματα ελέγχου. Ένα σύστημα παρόμοιας διαμόρφωσης χρησιμοποιείται στην φόρμουλα 1 από την Lotus. H απαιτούμενη δύναμη και ενέργεια θα ήταν όμως πολύ μεγάλη για ένα μαζικής παραγωγής αυτοκίνητο. Μιας και αυτά τα συστήματα είναι ακόμα πολύ πολύπλοκα και ακριβά, πρέπει να γίνουν περισσότερες απλοποιήσεις για να μπορέσουν αυτά τα συστήματα να χρησιμοποιηθούν σε αυτοκίνητα παραγωγής.

54

Page 266: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ 5.55

Σχήμα 5.4.3: Σχηματική απεικόνιση ενεργητικού συστήματος ανάρτησης σε αριστερή

στροφή

Page 267: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ 5.56

5.5 Μελέτη των Αναρτήσεων Ηλεκτροκίνητου Αυτοκινήτου 5.5.1 Γενικά Παρουσιάζεται στη συνέχεια εφαρμογή της θεωρίας που αναπτύχθηκε προηγούμενα για τον υπολογισμό των αναρτήσεων του ηλεκτρικού αυτοκινήτου Ε 240 που αναπτύχθηκε στο εργαστήριο Δυναμικής και Θεωρίας Μηχανών του Πανεπιστημίου Πατρών. Η μελέτη των χαρακτηριστικών της ανάρτησης έγινε με βάση την καλύτερη δυνατή προσομοίωση των πραγματικών συνθηκών που αντιμετωπίζει ένα όχημα κατά την κίνησή του σε ευθεία γραμμή επι του οδοστρώματος. Ο σκοπός του σχεδιασμού είναι ο καλύτερος συνδυασμός άνεσης και ασφάλειας ενώ για την επίτευξή του χρησιμοποιήθηκε το πακέτο προγραμμάτων που φαίνεται στο τέλος του κεφαλαίου. 5.5.2 Δοκιμή μοντέλων αναρτήσεων

Στην προσπάθεια για την εύρεση του τύπου αναρτήσεως με την καλύτερη συμπεριφορά χρησιμοποιήθηκαν τα ακόλουθα τέσσερα μοντέλα: α) Γόνατα Mc-Pherson εμπρός και πίσω (Σχήμα 5.5.1).

Σχήμα 5.5.1: Γόνατα Mc-Pherson εμπρός και πίσω.

Page 268: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

5.57 ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

β) Ανάρτηση πολλαπλών συνδέσμων (multi-link) με χαρακτηριστικά αντιβύθισης εμπρός και πίσω (Σχήμα 5.5.2)

Σχήμα 5.5.2 Ανάρτηση πολλαπλών συνδέσμων εμπρός- πίσω.

γ) Γόνατα Mc-Pherson εμπρός και ανάρτηση πολλαπλών συνδέσμων (multi-link) με χαρακτηριστικά αντιβύθισης πίσω (Σχήμα 5.5.3).

Σχήμα 5.5.3: Γόνατα Mc-Pherson εμπρός- ανάρτηση πολλαπλών συνδέσμων πίσω.

Page 269: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ 5.58

δ) Ανάρτηση πολλαπλών συνδέσμων (multi-link) εμπρός και γόνατα Mc-Pherson πίσω (Σχήμα 5.5.4).

Σχήμα 5.5.4: Ανάρτηση πολλαπλών συνδέσμων εμπρός - γόνατα Mc-Pherson πίσω.

5.5.3 Υπολογισμός χαρακτηριστικών μεγεθών του οχήματος Υπολογισμός κέντρου βάρους

Για τον υπολογισμό του κέντρου βάρους θα χρησιμοποιηθεί καρτεσιανό σύστημα συντεταγμένων με τον x - άξονα κατά μήκος του οχήματος και εφαπτόμενο στο έδαφος και τον y - άξονα κάθετο στο έδαφος και εφαπτόμενο στο μπροστινό τμήμα του οχήματος.

Ο υπολογισμός αυτός θα γίνει με την ανάλυση της μάζας του οχήματος σε στοιχειώδεις μάζες και θα χρησιμοποιηθούν οι ακόλουθες εξισώσεις:

totmimiy

sy

totmimix

sx

∑=

∑=

(5.5.1)

όπου : xs, ys οι συντεταγμένες του κέντρου βάρους xi, yi οι συντεταγμένες των στοιχειωδών μαζών mi, mtot στοιχειώδεις μάζες και ολική μάζα

Το συνολικό βάρος του οχήματος έτοιμου για κυκλοφορία είναι 730 kg, το οποίο κατανέμεται ως εξής: α) Πλαίσιο 316 kgr ή 130.57 kgr/m.

Page 270: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

5.59 ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

β) Μπαταρίες 175 kgr στο μπροστινό μέρος και 125 kgr στο πίσω μέρος. γ) Κινητήρες 50 kgr στη μέση. δ) Αναρτήσεις- ελαστικά 32 kgr εμπρός και 32 kgr πίσω.

Επίσης συμπεριλαμβάνεται στο βάρος του οχήματος η μάζα δύο ανθρώπων, που είναι 2 * 75 kgr = 150 kgr και οι αποσκευές τους, 50 kgr, που θεωρείται συγκεντρωμένη στο κέντρο. Έτσι βρίσκεται:

xs = 109.87 cm (5.5.2) ys = 49.21 cm (5.5.3)

Υπολογισμός ροπής αδράνειας

Η ροπή αδράνειας του οχήματος θα υπολογιστεί βάσει του θεωρήματος Steiner θεωρώντας ότι αποτελείται από στοιχειώδη τμήματα. Σύμφωνα με το θεώρημα Steiner η ροπή αδράνειας ενός σώματος ως προς άξονα διαφορετικό από τον κεντροβαρικό είναι ίση με:

2

irimiJki

J += (5.5.4)

όπου: Jik, Ji οι ροπές αδράνειας ως προς το νέο και τον κεντροβαρικό άξονα mi, ri η μάζα και η απόσταση από το νέο άξονα του σώματος.

Η ροπή αδράνειας του οχήματος είναι: Jtot= 431.1971 kgr.m2 (5.5.5)

5.5.4 Οδόστρωμα

Για να προσεγγιστεί η κατανομή των ανωμαλιών του οδοστρώματος χρησιμοποιήθηκε

μια ημιτονοειδής συνάρτηση με σταθερό εύρος ( ) )sin(0 tqtq ω= (5.5.6)

Αν η παραπάνω μεταφραστεί σε εξωτερική δύναμη στην μη αναρτημένη μάζα του οχήματος τότε παίρνει τη μορφή:

)cos(0)sin(0)( tquCtquktf ωω += (5.5.7)

όπου ku και cu είναι αντίστοιχα η σταθερά ελατηρίου και η σταθερά απόσβεσης του ελαστικού. Για ακόμα καλύτερη προσέγγιση της επίδρασης του οδοστρώματος λήφθηκε υπ' όψιν και το είδος του. Πιο συγκεκριμένα οι υπολογισμοί έγιναν για τα 3 ακόλουθα οδοστρώματα α) άσφαλτος, β) καλντερίμι και γ) χωματόδρομος που αποτελούν τα συνηθέστερα οδοστρώματα στα οποία κινούνται τα αυτοκίνητα. Οι υπολογισμοί έγιναν για 3 διαφορετικές ταχύτητες: α) 5 m/sec , β) 15 m/sec και γ) 22 m/sec.

Page 271: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ 5.60

5.5.5 Υπολογισμοί των αναρτήσεων με τη βοήθεια ηλεκτρονικού υπολογιστή

Με το πρόγραμμα CARJUMP επιχειρήθηκε η επιλογή του καλύτερου από πλευράς άνεσης μοντέλου. Με βάση ενδεικτικές τιμές των σταθερών ελατηρίων και απόσβεσης παρατηρήθηκε ότι το μοντέλο με την ανάρτηση πολλαπλών συνδέσμων εμπρός και πίσω παρουσιάζει την καλύτερη συμπεριφορά όσον αφορά στην άνεση. Λαμβανόμενων υπ' όψιν των χαρακτηριστικών αντιβύθισης που παρουσιάζει αυτός ο τύπος ανάρτησης έχει εμφανιστεί η τάση για την ευρύτερη χρησιμοποίησή τους από τις αυτοκινητοβιομηχανίες. Χαρακτηριστικά στο διάγραμμα 5.5.1 παρουσιάζεται η συμπεριφορά των μοντέλων για τις ενδεικτικές τιμές των ελατηρίων και αποσβεστήρων.

Με την επιλογή του μοντέλου ανάρτησης ακολουθεί η βελτιστοποίηση των σταθερών ελατηρίου και απόσβεσης. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιήθηκε για μια πρώτη προσέγγιση το πρόγραμμα CARJUMP. Το πρόγραμμα CARJUMP δίνει τη δυνατότητα της ξεχωριστής αντιμετώπισης της μπροστινής και της πίσω ανάρτησης. Η μάζα του αυτοκινήτου που καταπονεί την μπροστινή και αυτή που καταπονεί την πίσω ανάρτηση είναι:

msf = ms[b/(a+b)] (5.5.8) msr = ms[a/(a+b)] (5.5.9)

Διάγραμμα 5.5.1: Διάγραμμα επιταχύνσεων για ενδεικτικές τιμές

χαρακτηριστικών αναρτήσεων και για α) Γόνατα Mc-Pherson εμπρός-πίσω β) multi link εμπρός-πίσω και γ) Γόνατα Mc-Pherson εμπρός-multi link πίσω

όπου msf, msr και ms είναι αντίστοιχα οι αναρτημένες μάζες για την εμπρός και την πίσω ανάρτηση και η ολική αναρτημένη αντίστοιχα, a και b είναι οι αποστάσεις των αναρτημένων μαζών από το κέντρο βάρους του οχήματος.

Τα αρχικά δεδομένα για το πρόγραμμα CARJUMP είναι : Εμπρόσθια ανάρτηση msf = 490 kgr αναρτημένη μάζα muf = 32 kgr μη αναρτημένη μάζα ks = 80000 N/m σταθερά ελατηρίου ανάρτησης

Page 272: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

5.61 ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

ku = 350000 N/m σταθερά ελατηρίου ελαστικού cs = 500 N/m/sec2 σταθερά απόσβεσης της ανάρτησης cu = 1500 N/m/sec2 σταθερά απόσβεσης ελαστικού Πίσω ανάρτηση msr = 376 kgr αναρτημένη μάζα mur = 32 kgr μη αναρτημένη μάζα ks = 70000 N/m σταθερά ελατηρίου ανάρτησης ku = 350000 N/m σταθερά ελατηρίου ελαστικού cs = 2500 N/m/sec2 σταθερά απόσβεσης της ανάρτησης cu = 1500 N/m/sec2 σταθερά απόσβεσης ελαστικού

Με αφετηρία τα ανωτέρω δεδομένα και μέσω ελέγχων από τα διαγράμματα που προέκυπταν για το αν οι επιταχύνσεις των ταλαντώσεων ήταν κάτω από τα επιτρεπόμενα όρια, οι παράμετροι της ανάρτησης κατέληξαν ως εξής:

Εμπρός ανάρτηση ks = 75000 N/m σταθερά ελατηρίου ανάρτησης ku = 350000 N/m σταθερά ελατηρίου ελαστικού cs = 3000 N/m/sec2 σταθερά απόσβεσης της ανάρτησης cu = 1500 N/m/sec2 σταθερά απόσβεσης ελαστικού Πίσω ανάρτηση ks = 60000 N/m σταθερά ελατηρίου ανάρτησης ku = 350000 N/m σταθερά ελατηρίου ελαστικού cs = 2500 N/m/sec2 σταθερά απόσβεσης της ανάρτησης cu = 1500 N/m/sec2 σταθερά απόσβεσης ελαστικού

Με τη χρήση του προγράμματος CARJUMP προέκυψαν τα διαγράμματα 5.5.2 και 5.5.3 για τις επιταχύνσεις και τις μετατοπίσεις της αναρτημένης μάζας. Ακολούθως για να προσεγγίσουμε την πραγματική συμπεριφορά του αυτοκινήτου χρησιμοποιήθηκαν σε συνδυασμό τα προγράμματα CARGALL και DYNCAR. Έτσι εισάγονται μερικές επιπλέον παράμετροι: ms = 924 kgr ολική αναρτημένη μάζα Js = 431.2 kgr*m2 ροπή αδράνειας αναρτημένης μάζας xs = 1.1 m αρχική τετμημένη κέντρου μάζας ys = 0.492 m αρχική τεταγμένη κέντρου μάζας φs = 0 rad αρχική γωνία αναρτημένης μάζας mfa = 18 kgr μάζα ανάρτησης xfa = 0.55 m αρχική τετμημένη εμπρός ανάρτησης yfa = 0.25 m αρχική τεταγμένη εμπρός ανάρτησης φfa = 0 rad αρχική γωνία εμπρός ανάρτησης mra = 18 kgr μάζα ανάρτησης

Page 273: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ 5.62

xra = 1.87 m αρχική τετμημένη πίσω ανάρτησης yra = 0.25 m αρχική τεταγμένη πίσω ανάρτησης φra = 0 rad αρχική γωνία πίσω ανάρτησης mft = 14 kgr μάζα εμπρός τροχού xft = 0.4 m αρχική τετμημένη εμπρός τροχού yft= 0.25 m αρχική τεταγμένη εμπρός τροχού φft = 0 rad αρχική γωνία εμπρός τροχού mrt = 14 kgr μάζα πίσω τροχού xrt = 2.02 m αρχική τετμημένη πίσω τροχού yrt = 0.25 m αρχική τεταγμένη πίσω τροχού φrt = 0 rad αρχική γωνία πίσω τροχού

Με τα δεδομένα αυτά ως είσοδο προκύπτουν τα διαγράμματα 5.5.4 - 5.5.9. Τα διαγράμματα 5.5.4, 5.5.6 και 5.5.8 παρουσιάζουν μετατοπίσεις και κάθε ένα από αυτά αναφέρεται σε 3 διαφορετικές ταχύτητες για το ίδιο οδόστρωμα.

Από τα διαγράμματα 5.5.5, 5.5.7 και 5.5.9 παρατηρούμε ότι οι τιμές των επιταχύνσεων είναι αρκετά ικανοποιητικές με βάση τα επιτρεπτά όρια. Συγχρόνως, από τα ίδια διαγράμματα παρατηρούμε ότι η παρουσία της τριβής δεν επηρεάζει αρκετά τα αποτελέσματα. Αυτό έχει ως συνέπεια τα διαγράμματα των επιταχύνσεων για ίδια ταχύτητα αλλά διαφορετικό οδόστρωμα να είναι περίπου ίδια. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η ημιτονοειδής συνάρτηση, που προσομοιώνει την κατανομή των ανωμαλιών του δρόμου που προκαλεί τη διέγερση των ταλαντώσεων, έχει σταθερό εύρος ταλάντωσης που είναι ανεξάρτητο από το οδόστρωμα.

Page 274: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

5.63 ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

Page 275: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ 5.64

Page 276: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

5.65 ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

Page 277: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ 5.66

Page 278: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

5.67 ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

Page 279: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ 5.68

α) Μετατοπίσεις της μπροστινής ανάρτησης ι) για ks= 70000 N/m ii) για ks= 60000 N/m β) Μετατοπίσεις της πίσω ανάρτησης ι) για ks= 70000 N/m ii) για ks= 60000 N/m

Διάγραμμα 5.5.2: Διαγράμματα μετατοπίσεων για την εμπρος και την πίσω ανάρτηση

Page 280: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

5.69 ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

α) Επιταχύνσεις της μπροστινής ανάρτησης ι) για ks= 70000 N/m ii) για ks= 60000 N/m β) Επιταχύνσεις της πίσω ανάρτησης ι) για ks= 70000 N/m ii) για ks= 60000 N/m

Διάγραμμα 5.5.3: Διαγράμματα επιταχύνσεων για την μπρος και την πίσω ανάρτηση

Page 281: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ 5.70

Διάγραμμα 5.5.4: Διαγράμματα μετατοπίσεων όπως προέκυψαν από το CARGALL για άσφαλτο και για ταχύτητες: α) 5 m/sec β) 15 m/sec γ) 22 m/sec Διάγραμμα 5.5.5: Διαγράμματα επιταχύνσεων όπως προέκυψαν από το CARGALL για άσφαλτο και για ταχύτητες: α) 5 m/sec β) 15 m/sec γ) 22 m/sec Διάγραμμα 5.5.6: Διαγράμματα μετατοπίσεων όπως προέκυψαν από το CARGALL για καλντερίμι και για ταχύτητες: α) 5 m/sec β) 15 m/sec γ) 22 m/sec

Page 282: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

5.71 ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

Διάγραμμα 5.5.7: Διαγράμματα επιταχύνσεων όπως προέκυψαν από το CARGALL για καλντερίμι και για ταχύτητες: α) 5 m/sec β) 15 m/sec γ) 22 m/sec Διάγραμμα 5.5.8: Διαγράμματα μετατοπίσεων όπως προέκυψαν από το CARGALL για χωματόδρομο και για ταχύτητες: α) 5 m/sec β) 15 m/sec γ) 22 m/sec

Page 283: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ 5.72

Διάγραμμα 5.5.9: Διαγράμματα επιταχύνσεων όπως προέκυψαν από το CARGALL για χωματόδρομο και για ταχύτητες: α) 5 m/sec β) 15 m/sec γ) 22 m/sec

Page 284: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ 5.56

5.5 Μελέτη των Αναρτήσεων Ηλεκτροκίνητου Αυτοκινήτου 5.5.1 Γενικά Παρουσιάζεται στη συνέχεια εφαρμογή της θεωρίας που αναπτύχθηκε προηγούμενα για τον υπολογισμό των αναρτήσεων του ηλεκτρικού αυτοκινήτου Ε 240 που αναπτύχθηκε στο εργαστήριο Δυναμικής και Θεωρίας Μηχανών του Πανεπιστημίου Πατρών. Η μελέτη των χαρακτηριστικών της ανάρτησης έγινε με βάση την καλύτερη δυνατή προσομοίωση των πραγματικών συνθηκών που αντιμετωπίζει ένα όχημα κατά την κίνησή του σε ευθεία γραμμή επι του οδοστρώματος. Ο σκοπός του σχεδιασμού είναι ο καλύτερος συνδυασμός άνεσης και ασφάλειας ενώ για την επίτευξή του χρησιμοποιήθηκε το πακέτο προγραμμάτων που φαίνεται στο τέλος του κεφαλαίου. 5.5.2 Δοκιμή μοντέλων αναρτήσεων

Στην προσπάθεια για την εύρεση του τύπου αναρτήσεως με την καλύτερη συμπεριφορά χρησιμοποιήθηκαν τα ακόλουθα τέσσερα μοντέλα: α) Γόνατα Mc-Pherson εμπρός και πίσω (Σχήμα 5.5.1).

Σχήμα 5.5.1: Γόνατα Mc-Pherson εμπρός και πίσω.

Page 285: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

5.57 ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

β) Ανάρτηση πολλαπλών συνδέσμων (multi-link) με χαρακτηριστικά αντιβύθισης εμπρός και πίσω (Σχήμα 5.5.2)

Σχήμα 5.5.2 Ανάρτηση πολλαπλών συνδέσμων εμπρός- πίσω.

γ) Γόνατα Mc-Pherson εμπρός και ανάρτηση πολλαπλών συνδέσμων (multi-link) με χαρακτηριστικά αντιβύθισης πίσω (Σχήμα 5.5.3).

Σχήμα 5.5.3: Γόνατα Mc-Pherson εμπρός- ανάρτηση πολλαπλών συνδέσμων πίσω.

Page 286: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ 5.58

δ) Ανάρτηση πολλαπλών συνδέσμων (multi-link) εμπρός και γόνατα Mc-Pherson πίσω (Σχήμα 5.5.4).

Σχήμα 5.5.4: Ανάρτηση πολλαπλών συνδέσμων εμπρός - γόνατα Mc-Pherson πίσω.

5.5.3 Υπολογισμός χαρακτηριστικών μεγεθών του οχήματος Υπολογισμός κέντρου βάρους

Για τον υπολογισμό του κέντρου βάρους θα χρησιμοποιηθεί καρτεσιανό σύστημα συντεταγμένων με τον x - άξονα κατά μήκος του οχήματος και εφαπτόμενο στο έδαφος και τον y - άξονα κάθετο στο έδαφος και εφαπτόμενο στο μπροστινό τμήμα του οχήματος.

Ο υπολογισμός αυτός θα γίνει με την ανάλυση της μάζας του οχήματος σε στοιχειώδεις μάζες και θα χρησιμοποιηθούν οι ακόλουθες εξισώσεις:

totmimiy

sy

totmimix

sx

∑=

∑=

(5.5.1)

όπου : xs, ys οι συντεταγμένες του κέντρου βάρους xi, yi οι συντεταγμένες των στοιχειωδών μαζών mi, mtot στοιχειώδεις μάζες και ολική μάζα

Το συνολικό βάρος του οχήματος έτοιμου για κυκλοφορία είναι 730 kg, το οποίο κατανέμεται ως εξής: α) Πλαίσιο 316 kgr ή 130.57 kgr/m.

Page 287: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

5.59 ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

β) Μπαταρίες 175 kgr στο μπροστινό μέρος και 125 kgr στο πίσω μέρος. γ) Κινητήρες 50 kgr στη μέση. δ) Αναρτήσεις- ελαστικά 32 kgr εμπρός και 32 kgr πίσω.

Επίσης συμπεριλαμβάνεται στο βάρος του οχήματος η μάζα δύο ανθρώπων, που είναι 2 * 75 kgr = 150 kgr και οι αποσκευές τους, 50 kgr, που θεωρείται συγκεντρωμένη στο κέντρο. Έτσι βρίσκεται:

xs = 109.87 cm (5.5.2) ys = 49.21 cm (5.5.3)

Υπολογισμός ροπής αδράνειας

Η ροπή αδράνειας του οχήματος θα υπολογιστεί βάσει του θεωρήματος Steiner θεωρώντας ότι αποτελείται από στοιχειώδη τμήματα. Σύμφωνα με το θεώρημα Steiner η ροπή αδράνειας ενός σώματος ως προς άξονα διαφορετικό από τον κεντροβαρικό είναι ίση με:

2

irimiJki

J += (5.5.4)

όπου: Jik, Ji οι ροπές αδράνειας ως προς το νέο και τον κεντροβαρικό άξονα mi, ri η μάζα και η απόσταση από το νέο άξονα του σώματος.

Η ροπή αδράνειας του οχήματος είναι: Jtot= 431.1971 kgr.m2 (5.5.5)

5.5.4 Οδόστρωμα

Για να προσεγγιστεί η κατανομή των ανωμαλιών του οδοστρώματος χρησιμοποιήθηκε

μια ημιτονοειδής συνάρτηση με σταθερό εύρος ( ) )sin(0 tqtq ω= (5.5.6)

Αν η παραπάνω μεταφραστεί σε εξωτερική δύναμη στην μη αναρτημένη μάζα του οχήματος τότε παίρνει τη μορφή:

)cos(0)sin(0)( tquCtquktf ωω += (5.5.7)

όπου ku και cu είναι αντίστοιχα η σταθερά ελατηρίου και η σταθερά απόσβεσης του ελαστικού. Για ακόμα καλύτερη προσέγγιση της επίδρασης του οδοστρώματος λήφθηκε υπ' όψιν και το είδος του. Πιο συγκεκριμένα οι υπολογισμοί έγιναν για τα 3 ακόλουθα οδοστρώματα α) άσφαλτος, β) καλντερίμι και γ) χωματόδρομος που αποτελούν τα συνηθέστερα οδοστρώματα στα οποία κινούνται τα αυτοκίνητα. Οι υπολογισμοί έγιναν για 3 διαφορετικές ταχύτητες: α) 5 m/sec , β) 15 m/sec και γ) 22 m/sec.

Page 288: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ 5.60

5.5.5 Υπολογισμοί των αναρτήσεων με τη βοήθεια ηλεκτρονικού υπολογιστή

Με το πρόγραμμα CARJUMP επιχειρήθηκε η επιλογή του καλύτερου από πλευράς άνεσης μοντέλου. Με βάση ενδεικτικές τιμές των σταθερών ελατηρίων και απόσβεσης παρατηρήθηκε ότι το μοντέλο με την ανάρτηση πολλαπλών συνδέσμων εμπρός και πίσω παρουσιάζει την καλύτερη συμπεριφορά όσον αφορά στην άνεση. Λαμβανόμενων υπ' όψιν των χαρακτηριστικών αντιβύθισης που παρουσιάζει αυτός ο τύπος ανάρτησης έχει εμφανιστεί η τάση για την ευρύτερη χρησιμοποίησή τους από τις αυτοκινητοβιομηχανίες. Χαρακτηριστικά στο διάγραμμα 5.5.1 παρουσιάζεται η συμπεριφορά των μοντέλων για τις ενδεικτικές τιμές των ελατηρίων και αποσβεστήρων.

Με την επιλογή του μοντέλου ανάρτησης ακολουθεί η βελτιστοποίηση των σταθερών ελατηρίου και απόσβεσης. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιήθηκε για μια πρώτη προσέγγιση το πρόγραμμα CARJUMP. Το πρόγραμμα CARJUMP δίνει τη δυνατότητα της ξεχωριστής αντιμετώπισης της μπροστινής και της πίσω ανάρτησης. Η μάζα του αυτοκινήτου που καταπονεί την μπροστινή και αυτή που καταπονεί την πίσω ανάρτηση είναι:

msf = ms[b/(a+b)] (5.5.8) msr = ms[a/(a+b)] (5.5.9)

Διάγραμμα 5.5.1: Διάγραμμα επιταχύνσεων για ενδεικτικές τιμές

χαρακτηριστικών αναρτήσεων και για α) Γόνατα Mc-Pherson εμπρός-πίσω β) multi link εμπρός-πίσω και γ) Γόνατα Mc-Pherson εμπρός-multi link πίσω

όπου msf, msr και ms είναι αντίστοιχα οι αναρτημένες μάζες για την εμπρός και την πίσω ανάρτηση και η ολική αναρτημένη αντίστοιχα, a και b είναι οι αποστάσεις των αναρτημένων μαζών από το κέντρο βάρους του οχήματος.

Τα αρχικά δεδομένα για το πρόγραμμα CARJUMP είναι : Εμπρόσθια ανάρτηση msf = 490 kgr αναρτημένη μάζα muf = 32 kgr μη αναρτημένη μάζα ks = 80000 N/m σταθερά ελατηρίου ανάρτησης

Page 289: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

5.61 ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ

ku = 350000 N/m σταθερά ελατηρίου ελαστικού cs = 500 N/m/sec2 σταθερά απόσβεσης της ανάρτησης cu = 1500 N/m/sec2 σταθερά απόσβεσης ελαστικού Πίσω ανάρτηση msr = 376 kgr αναρτημένη μάζα mur = 32 kgr μη αναρτημένη μάζα ks = 70000 N/m σταθερά ελατηρίου ανάρτησης ku = 350000 N/m σταθερά ελατηρίου ελαστικού cs = 2500 N/m/sec2 σταθερά απόσβεσης της ανάρτησης cu = 1500 N/m/sec2 σταθερά απόσβεσης ελαστικού

Με αφετηρία τα ανωτέρω δεδομένα και μέσω ελέγχων από τα διαγράμματα που προέκυπταν για το αν οι επιταχύνσεις των ταλαντώσεων ήταν κάτω από τα επιτρεπόμενα όρια, οι παράμετροι της ανάρτησης κατέληξαν ως εξής:

Εμπρός ανάρτηση ks = 75000 N/m σταθερά ελατηρίου ανάρτησης ku = 350000 N/m σταθερά ελατηρίου ελαστικού cs = 3000 N/m/sec2 σταθερά απόσβεσης της ανάρτησης cu = 1500 N/m/sec2 σταθερά απόσβεσης ελαστικού Πίσω ανάρτηση ks = 60000 N/m σταθερά ελατηρίου ανάρτησης ku = 350000 N/m σταθερά ελατηρίου ελαστικού cs = 2500 N/m/sec2 σταθερά απόσβεσης της ανάρτησης cu = 1500 N/m/sec2 σταθερά απόσβεσης ελαστικού

Με τη χρήση του προγράμματος CARJUMP yυπολογίζονται οι επιταχύνσεις και μετατοπίσεις της αναρτημένης μάζας. Ακολούθως για να προσεγγίσουμε την πραγματική συμπεριφορά του αυτοκινήτου χρησιμοποιήθηκαν σε συνδυασμό τα προγράμματα CARGALL και DYNCAR. Έτσι εισάγονται μερικές επιπλέον παράμετροι: ms = 924 kgr ολική αναρτημένη μάζα Js = 431.2 kgr*m2 ροπή αδράνειας αναρτημένης μάζας xs = 1.1 m αρχική τετμημένη κέντρου μάζας ys = 0.492 m αρχική τεταγμένη κέντρου μάζας φs = 0 rad αρχική γωνία αναρτημένης μάζας mfa = 18 kgr μάζα ανάρτησης xfa = 0.55 m αρχική τετμημένη εμπρός ανάρτησης yfa = 0.25 m αρχική τεταγμένη εμπρός ανάρτησης φfa = 0 rad αρχική γωνία εμπρός ανάρτησης mra = 18 kgr μάζα ανάρτησης xra = 1.87 m αρχική τετμημένη πίσω ανάρτησης

Page 290: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ 5.62

yra = 0.25 m αρχική τεταγμένη πίσω ανάρτησης φra = 0 rad αρχική γωνία πίσω ανάρτησης mft = 14 kgr μάζα εμπρός τροχού xft = 0.4 m αρχική τετμημένη εμπρός τροχού yft= 0.25 m αρχική τεταγμένη εμπρός τροχού φft = 0 rad αρχική γωνία εμπρός τροχού mrt = 14 kgr μάζα πίσω τροχού xrt = 2.02 m αρχική τετμημένη πίσω τροχού yrt = 0.25 m αρχική τεταγμένη πίσω τροχού φrt = 0 rad αρχική γωνία πίσω τροχού

Με τα δεδομένα αυτά ως είσοδο προκύπτουν τοι μετατοπίσεις για διαφορετικές ταχύτητες και για το ίδιο οδόστρωμα.

Από τα αποτελέσματα παρατηρούμε ότι οι τιμές των επιταχύνσεων είναι αρκετά ικανοποιητικές με βάση τα επιτρεπτά όρια. Συγχρόνως, παρατηρούμε ότι η παρουσία της τριβής δεν επηρεάζει αρκετά τα αποτελέσματα. Αυτό έχει ως συνέπεια τα διαγράμματα των επιταχύνσεων για ίδια ταχύτητα αλλά διαφορετικό οδόστρωμα να είναι περίπου ίδια. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η ημιτονοειδής συνάρτηση, που προσομοιώνει την κατανομή των ανωμαλιών του δρόμου που προκαλεί τη διέγερση των ταλαντώσεων, έχει σταθερό εύρος ταλάντωσης που είναι ανεξάρτητο από το οδόστρωμα. ταχύτητες: α) 5 m/sec β) 15 m/sec γ) 22 m/sec

Page 291: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6_________________________________________________________________

ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΚΑΙ ΧΕΙΡΙΣΜΟΣ 6.1 Εισαγωγή

Στο κεφάλαιο αυτό εξετάζεται το πρόβλημα της ευστάθειας ενός αυτοκινήτου σε σχέση με το πρόβλημα της άνεσης των επιβατών του. Η ευστάθεια ενός οχήματος διακρίνεται σε δύο περιπτώσεις. Στην ευστάθεια κατά την διάρκεια της ευθύγραμμης κίνησης ενός αυτοκινήτου, η οποία εξαρτάται κυρίως από την κατάσταση του δρόμου (πρόσφυση των ελαστικών στην επιφάνεια του δρόμου, ανωμαλίες του δρόμου) και στην ευστάθεια του οχήματος κατά την διάρκεια της εκτέλεσης μίας στροφής όπου εκτός από τους παραπάνω παράγοντες πολύ σημαντικό ρόλο παίζουν οι χειρισμοί του οδηγού, η απόκριση του συστήματος διεύθυνσης, η ταχύτητα του οχήματος, καθώς και η σωστή κατανομή της μάζας του οχήματος.

Από τις παραμέτρους που προκαλούν απώλεια της ευστάθειας η πιο επικίνδυνη είναι η δεύτερη, καθώς με την χρησιμοποίηση βελτιωμένων αναρτήσεων τα σύγχρονα αυτοκίνητα σπάνια χάνουν την ευστάθειά τους όταν κινούνται επ'ευθείας. Αντίθετα οι περισσότερες περιπτώσεις ατυχημάτων οφείλονται στην έξοδο αυτοκινήτων στις στροφές. Συνήθως τα αυτοκίνητα χάνουν την ευστάθεια τους στο πρώτο και πίο επικίνδυνο στάδιο της εκτέλεσης μίας στροφής, δηλαδή κατά την εισοδό τους σε αυτή. Στο κεφάλαιο αυτό αναπτύσεται ένα μοντέλο που περιγράφει την συμπεριφορά ενός οχήματος κατά το μεταβατικό στάδιο της εισόδου του σε μία στροφή, από το οποίο μας δίνεται η δυνατότητα να προβλέψουμε την τάση του να υποστραφεί ή να υπερστραφεί.

Επειδή πολύ σημαντικό ρόλο στην ευστάθεια και γενικότερα στην καλή οδική συμπεριφορά ενός οχήματος παίζει η απόκριση του συστήματος διεύθυνσης, αναπτύσεται ένα μοντέλο εξομοίωσης του συστήματος διεύθυνσης το οποίο περιγράφεται από ένα σύστημα διαφορικών εξισώσεων 2ης τάξης και μας επιτρέπει να διερευνήσουμε την απόκριση του κατά την εφαρμογή ροπής στο τιμόνι από τον οδηγό. Τέλος, για την διερεύνηση της άνεσης των επιβατών αλλά και για την μελέτη των ταλαντώσεων ενός αυτοκινήτου αναπτύσεται ένα τριδιάστατο μοντέλο ταλαντώσεων, το οποίο καταλήγει σε ένα σύστημα διαφορικών εξισώσεων δευτέρας τάξης, που επιλύεται με αριθμητική μέθοδο Runge-Kutta 4ης τάξης. Ολα τα παραπάνω μοντέλα και συστήματα επιλύονται με την βοήθεια αλγορίθμων που αναπτύχθηκαν για χρήση σε ηλεκτρονικό υπολογιστή. Τα υπολογιστικά προγράμματα έχουν γραφεί σε γλώσσα προγραμματισμού Quick Basic 7.1.

6.2 Ευστάθεια και κατευθυντικότητα του οχήματος 6.2.1 Χαρακτηριστικά ευστάθειας οχημάτων στην εγκάρσια διεύθυνση

Η απώλεια της ευστάθειας ενός οχήματος προκαλεί την ολίσθηση ή την ανατροπή του. Σημαντική διαφορά υπάρχει μεταξύ της ευστάθειας στην εγκάρσια και στην κατά μήκος του αυτοκινήτου διεύθυνση από την οποία εξαρτάται και η διεύθυνση της ανατροπής και της ολίσθησης. Η ευστάθεια στην εγκάρσια διεύθυνση είναι πολύ πιο πιθανό να χαθεί και για αυτό είναι εξαιρετικά επικίνδυνη. Συμβαίνει υπό την επίδραση της φυγόκεντρης δύναμης, της οριζόντιας συνιστώσας του βάρους του

Page 292: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

6.2 ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ

οχήματος, της δύναμης του πλαγίου ανέμου και επίσης των στοχαστικών ταλαντώσεων των τροχών σε άσχημο δρόμο.

α.

β.

Σχήμα 6.2.1 Εξετάζοντας πειραματικά την ευστάθεια οχήματος στην εγκάρσια

διεύθυνση (α) σε στροφή, (β) σε κεκλιμένο επίπεδο

Page 293: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ 6.3

Τα χαρακτηριστικά της εγκάρσιας ευστάθειας ενός οχήματος καθορίζονται από τις μέγιστες πιθανές ταχύτητες της κίνησης πάνω σε καμπύλα τόξα και τις γωνίες κλίσης του δρόμου. Τέσσερα μεγέθη καθορίζουν την ευστάθεια στην εγκάρσια διεύθυνση ενός οχήματος

• η μέγιστη (κρίσιμη) ταχύτητα της κίνησης οχήματος πάνω σε καμπύλο τόξο που αντιστοιχεί στην χρονική στιγμή που το όχημα αρχίζει να ολισθαίνει, (m/sec).

• η μέγιστη (κρίσιμη) ταχύτητα της κίνησης οχήματος σε καμπύλη τροχιά που αντιστοιχεί στην χρονική στιγμή που το όχημα αρχίζει να ανατρέπεται, (m/sec).

• η μέγιστη (κρίσιμη) γωνία κεκλιμένου επιπέδου που αντιστοιχεί στην χρονική στιγμή που αρχίζει η κατά μήκος ολίσθηση των τροχών του οχήματος (σε μοίρες).

• η μέγιστη (κρίσιμη) γωνία κεκλιμένου επιπέδου που αντιστοιχεί στην χρονική στιγμή που το όχημα αρχίζει να ανατρέπεται (σε μοίρες).

Για να εξακριβωθεί πειραματικά η υπολογισμένη κρίσιμη ταχύτητα ενός οχήματος, ο οδηγός του οχήματος που τρέχει σε ένα πλατύ δρόμο, στρίβει απότομα τους κατευθυντήριους τροχούς, ώστε να παρακολουθήσει ένα συγκεκριμένο τόξο χαραγμένο επί του δρόμου. Ετσι φαίνεται εάν το όχημα είναι κατασκευασμένο να ταξιδεύει με αυτήν την ταχύτητα σε μία καμπύλη προσδιορισμένης ακτίνας.

Στην καμπυλόγραμμη κίνηση ενός οχήματος οι εσωτερικοί του τροχοί είναι αφόρτιστοι από την επίδραση της φυγόκεντρης δύναμης, ενώ αντίθετα οι εξωτερικοί του τροχοί φορτισμένοι. Για να εμποδιστεί η ανατροπή του οχήματος που ελέγχεται, προστίθεται στην εξωτερική πλευρά του ένας πρόσθετος τροχός, όπως φαίνεται στο Σχήμα 6.2.1 (α). Εάν κατά την διάρκεια του πειράματος το όχημα χάσει την ευστάθεια του και τείνει να ανατραπεί, ο τροχός αυτός στηρίζεται στον δρόμο και εμποδίζει την ανατροπή. Την χρονική στιγμή που οι τροχοί του οχήματος αρχίζουν να ολισθαίνουν ή να βγαίνουν από τον δρομό οι παρατηρητές πρoσδιορίζουν, με την βοήθεια ειδικών οργάνων, τις κρίσιμες ταχύτητες V0 και Vs.

Για να βρεθεί η κρίσιμη γωνία κεκλιμένου επιπέδου το όχημα τοποθετείται στην πλατφόρμα (2), όπως φαίνεται στο Σχήμα 6.2.1 (β), η μία πλευρά της οποίας ανυψώνεται με την βοήθεια ενός συστήματος τροχαλιών και γρύλων. Οταν οι τροχοί αρχίζουν να ολισθαίνουν και το όχημα να ανατρέπεται, καταγράφονται οι γωνίες κλίσης της πλατφόρμας.

Page 294: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

6.4 ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ

Σχήμα 6.2.2 Δυνάμεις που ασκούνται κατά την στροφή στο όχημα

Page 295: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ 6.5

Κατα την θεωρητική ανάλυση των συντελεστών που επιδρούν στην ευστάθεια κατά την εγκάρσια διεύθυνση ενός μηχανοκίνητου οχήματος το μέγεθος της εγκάρσιας δυνάμεως στην διεύθυνση αυτή, μπορεί να υπολογισθεί (σχ. 6.2.2). Οταν ένα όχημα κινείται πάνω σε καμπύλη τροχιά, ασκείται πάνω του η φυγόκεντρος δύναμη. Προς το παρόν για λόγους απλότητας θεωρούμε ότι το όχημα είναι ένα επίπεδο Σχήμα που κινείται στο οριζόντιο επίπεδο της σελίδας καθώς και ότι οι παραμορφώσεις των ελαστικών του στην εγκάρσια διεύθυνση είναι μηδέν.

Στις θέσεις 1-2 το όχημα κινείται επ'ευθείας και οι κατευθυντήριοι τροχοί του βρίσκονται στην ουδέτερη (ευθεία) θέση. Στις θέσεις 2-3 ο οδηγός στρίβει τους κατευθυντήριους τροχούς και το όχημα κινείται σε μία καμπύλη μεταβλητής ακτίνας (πρώτη μεταβατική καμπύλη). Στις θέσεις 3-4 οι κατευθυντήριοι τροχοί είναι στραμένοι κατά μία σταθερη γωνία θ και η ακτίνα R του μέσου του πίσω άξονα του οχήματος παραμένει σταθερή. Στις θέσεις 4-5 το όχημα κινείται πάνω στην δεύτερη μεταβατική καμπύλη όπου η ακτίνα R αυξάνει βαθμιαία. Στις θέσεις 5-6 το όχημα κινείται επ'ευθείας.

Κατά την διάρκεια της ομοιόμορφης κίνησης ενός οχήματος σε τόξο σταθερής ακτίνας, το μέτρο της φυγόκεντρης δύναμης που ασκείται πάνω του δίνεται σαν

ρω 2

ac MP = (6.2.1) όπου Mα, η μάζα του αυτοκινήτου, (kgr), ω, η γωνιακή του ταχύτητα, (rad/sec) και ρ, η ακτίνα καμπυλότητας του κέντρου βάρους του αυτοκινήτου, (m).

Ισχύουν οι ακόλουθες εξισώσεις:

Θθγρω L

tanLR,

cosR,

RU

≈=== (6.2.2)

όπου γ η γωνία μεταξύ της ακτίνας ρ και της προέκτασης του άξονα των πίσω τροχών, θ η γωνία μεταξύ του κατά μήκος άξονα του οχήματος και του διανύσματος της ταχύτητας του μέσου του άξονα των μπροστινών τροχών. Αυτή η γωνία είναι προσεγγιστικά ίση με το ημιάθροισμα των γωνιών στροφής των κατευθυντήριων τροχών. Τέλος Θ = tanθ.

Η απώλεια της ευστάθειας είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη όταν το όχημα κινείται με μεγάλες ταχύτητες ακόμα και όταν η κίνηση του είναι σχεδόν γραμμική. Στην περίπτωση αυτή η γωνία θ είναι πολύ μικρή και μπορούμε να γράψουμε ότι θ περίπου ίση με tanθ.

Ετσι η φυγόκεντρος δύναμη που ασκείται σε ένα μηχανοκίνητο όχημα που εκτελεί ομοιόμορφη κίνηση με ταχύτητα V σε καμπύλο τόξο είναι:

γΘ

γαα

Lcos

2VMRcos

2VMcP ≈= (6.2.3)

Η εγκάρσια συνιστώσα της δύναμης Pc δίνεται από την επόμενη εξίσωση

L

2VMcoscPyP

Θαγ ≈= (6.2.4)

Page 296: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

6.6 ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ

Κατά την κίνηση του οχήματος πάνω στις μεταβατικές καμπύλες ασκείται πάνω του επίσης μία δύναμη που προκαλείται από την αλλαγή της ακτίνας της καμπύλης. Η εγκάρσια συνιστώσα αυτής της δύναμης σε (N) είναι :

s.wL

UbMyP ωα=′ (6.2.5)

όπου b η απόσταση του κέντρου βάρους του αυτοκινήτου από τον πίσω άξονα (m), ωs.w γωνιακή ταχύτητα στροφής των κατευθυντήριων τροχών (rad/sec).

Η συνολική φυγόκεντρος δύναμη που ασκείται στο όχημα κατά την διάρκεια της στροφής των κατευθυντήριων τροχών δίνεται από το άθροισμα

)s.wUbΡ2(UL

MyPyPtotP ωα +=′+= (6.2.6)

Η δύναμη Py που δρα στο όχημα κατά την διάρκεια της κυκλικής τροχιάς είναι ανάλογη του τετραγώνου της ταχύτητας και της γωνίας θ. Η δύναμη P′y δρα μόνον όταν οι μπροστινοί τροχοί του οχήματος στρίβουν και αυξάνει όταν αυξάνεται είτε η γωνιακή ταχύτητα περιστροφής τους είτε η γραμμική ταχύτητα του οχήματος. Καθώς το όχημα στίβει η ωs.w είναι θετική και άρα η δύναμη P′y προστίθεται στην φυγόκεντρο δύναμη αυξάνοντας τον κίνδυνο ολίσθησης ή ανατροπής του οχήματος.

Οταν η στροφή έχει ολοκληρωθεί και το όχημα κινείται επί της δεύτερης μεταβατικής καμπύλης, η γωνιακή ταχύτητα ωs.w των τροχών κατεύθυνσης, είναι αρνητική και το όχημα μπορεί να κινηθεί με ακόμα μεγαλύτερη ταχύτητα χωρίς να χάσει την ευστάθειά του. Πρακτικά, η δύναμη P′y επηρεάζει την ευστάθεια ενός οχήματος μονάχα την αρχική στιγμή, δηλαδή όταν ο οδηγός αρχίζει να στρίβει τους τροχούς και την τελική στιγμή, όταν η τροχιά του αυτοκινήτου γίνεται ευθύγραμμη, γιατί τότε γίνεται συμμετρική με την Py. Η επίδραση της δύναμης P′y είναι ανεπαίσθητη στις περισσότερες άλλες θέσεις της κίνησης. Η καμπυλόγραμμη τροχιά δημιουργεί επίσης και μία ροπή αδράνειας που δρά στο οριζόντιο επίπεδο, αλλά συνήθως η επίδραση της ροπής αυτής είναι πολύ μικρή και μπορεί να αγνοηθεί (βλ. ροπή Min στο Σχήμα 6.2.2).

Ας υπολογίσουμε τώρα τις κρίσιμες ταχύτητες ανατροπής και ολίσθησης ενός οχήματος στις συνθηκες του Σχήματος 6.2.3(a). Οταν το όχημα στρίβει, υπάρχει η περίπτωση να ανατραπεί, υπό την επίδραση της φυγόκεντρης δύναμης Py, ως προς τον άξονα που ενώνει τα σημεία επαφής των δύο εξωτερικών τροχών με τον δρόμο.

Η εξίσωση των ροπών όλων των δυνάμεων ως προς αυτόν τον άξονα είναι :

(6.2.7) BinsZg.chyPBG 0.5 =−

όπου: Zins είναι το άθροισμα των αντιδράσεων του δρόμου που εφαρμόζεται στους εσωτερικούς τροχούς, (N).

Page 297: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ 6.7

Σχήμα 6.2.3 Σχήματα για τον υπολογισμό (a) της κρίσιμης ταχύτητας (b) της κρίσιμης γωνίας κεκλιμένου επιπέδου

Την χρονική στιγμή που αρχίζει η ανατροπή και οι εξωτερικοί τροχοί χάνουν την επαφή τους με το έδαφος, οι αντιδράσεις Zins μηδενίζονται. Τότε η παραπάνω εξίσωση γίνεται

(6.2.8) g.chyPBG0.5 =

Αντικαθιστώντας την δύναμη Py από τη σχέση (6.2.4) προκύπτει μία έκφραση της

"κρίσιμης ταχύτητας ανατροπής", σε (m/sec)

g.c2h

gBR

g.c2hgGL

OV ≈=Θ

(6.2.9)

Η επίδραση της δύναμης Py είναι υπεύθυνη για την πιθανή ολίσθηση των τροχών

κατά την εγκάρσια διεύθυνση (skidding). Το άθροισμα των εγκάρσιων δυνάμεων αντίδρασης του δρόμου Yins και Yout είναι ίσο, σε αυτήν την περίπτωση, με το άθροισμα όλων των δυνάμεων μεταξύ των ελαστικών και του δρόμου (δυνάμεις πρόσφυσης):

L

Ρ2VMYPoutYinsY,GoutYinsY y

αϕ ==+=+

Οπότε η κρίσιμη ταχύτητα ολίσθησης είναι :

gRyΡ

gLySV ϕ

ϕ= (6.2.10)

Page 298: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

6.8 ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ

Υπάρχει ακόμα μία περίπτωση που το όχημα μπορεί να χάσει την ευστάθειά του και να ανατραπεί απότομα, εάν ο οδηγός στρίψει απότομα τους τροχούς, έστω και κατά μια μικρή γωνία. Η φυγόκεντρος δύναμη Ptot που δημιουργείται τότε μπορεί στιγμιαία να φτάσει την τιμή του μέτρου της δύναμης πρόσφυσης Pgrid των ελαστικών του αυτοκινήτου με τον δρόμο και να προκαλέσει ολίσθηση ή ανατροπή του οχήματος.

Θα υπολογίσουμε τώρα το χρονικό εκείνο διάστημα που η φυγόκεντρος δύναμη αυξάνει έως το επικίνδυνο όριο, υποθέτοντας ότι ο οδηγός στρίβει τους τροχούς με σταθερό ρυθμό. Την στιγμή ακριβώς που αρχίζει η ολίσθηση ισχύει:

aGy=Vb)+t2(VL

s.wMgripP=totP ϕ

ωα⇔ (6.2.11)

Οπότε λύνοντας ως προς τον χρόνο t, έχουμε

aGyVb)t2(V1

tV

ϕ=+= (6.2.12)

Οπως φαίνεται από τις παραπάνω εξισώσεις, άν η ταχύτητα του οχήματος είναι μεγάλη και ο συντέλεστης πρόσφυσης του δρόμου μικρός, ένα βίαιο στρίψιμο των τροχών κετεύθυνσης θα προκαλέσει ολίσθηση σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα . Σε δυσμενείς συνθήκες ελιγμών το χρονικό αυτό διάστημα μπορεί να είναι μικρότερο από τον χρόνο αντίδρασης του οδηγού και έτσι αυτός μπορεί να μην καταφέρει να ανακτήσει την χαμένη ευστάθεια του οχήματος. Οταν τώρα ένα μηχανοκίνητο όχημα κινείται επί κεκλιμένου επιπέδου (ο δρόμος παρουσιάζει εγκάρσια κλίση) η ευστάθεια του είναι δυνατόν να χαθεί και λόγω της επίδρασης της οριζόντιας συνιστώσας του βάρους του, η οποία ισούται με G sinβ, όπως φαίνεται στο Σχήμα 6.2.3 (b). Η εξίσωση των ροπών όλων των δυνάμεων ως προς τον άξονα που περνάει από τα σημεία επαφής των εξωτερικών τροχών με την επιφάνεια του δρόμου είναι

(6.2.13) 0.5BGcosβg.chGsinβBinsZ =+

Την χρονική στιγμή που αρχίζει η ανατροπή του οχήματος, γίνεται Zins = 0 οπότε

η κρίσιμη γωνία κεκλιμένου επιπέδου για την ανατροπή του είναι

)g.c2hB

arctan(oβ = (6.2.14)

Η κρίσιμη γωνία ολίσθησης κεκλιμένου επιπέδου υπολογίζεται από την συνθήκη

ισορροπίας των δυνάμεων στο επίπεδο του δρόμου

(6.2.15) ⇔+= outYinsYGsinβ

(6.2.16) GcosβyoutYinsY φ=+

Page 299: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ 6.9

οπότε η κρίσιμη γωνία κεκλιμένου επιπέδου είναι (6.2.17) )yarctan(φSβ =

Οπως εχει αναφερθεί παραπάνω ένα όχημα μπορεί να χάσει την ευστάθεια του

εξαιτίας της καμπυλότητας του δρόμου ή της κλίσης του. Και οι δύο αυτοί παράγοντες μπορούν να δρουν ταυτόχρονα. Στο Σχήμα 6.2.4 παρατηρούμε ένα όχημα Α που κινείται στην εξωτερική άκρη του δρόμου και ένα όχημα Β που κινείται στην εσωτερική άκρη του δρόμου. Αναλύουμε την δύναμη του βάρους του οχήματος σε δύο συνιστώσες, μία παράλληλη και μία κάθετη στην επιφάνεια του δρόμου Η δύναμη Py αναλύεται και αυτή σε δύο συνιστώσες σε αυτές τις διευθύνσεις τις Pyy και Pyz. Οι δυνάμεις Gy και Pyy του οχήματος Α προστίθενται γιατί έχουν την ίδια φορά. Η δύναμη Pyz έχει αντίθετη φορά από την Gz πράγμα που μειώνει την συνολική δύναμη πρόσφυσης των ελαστικών με τον δρόμο. Ετσι η πιθανότητα να χάσει το όχημα Α την ισορροπία του είναι μεγαλύτερη από το όχημα Β όπου οι δυνάμεις Gz και Pyy έχουν αντίθετη φορά. Γι αυτό μία κλίση του δρόμου όπως αυτή που κινείται το όχημα Α είναι ιδιαιτέρως επικίνδυνη.

Σχήμα 6.2.4 Αριστερή και δεξιά στροφή

Οι παραπάνω εκτιμήσεις των χαρακτηριστικών της ευστάθειας στην εγκάρσια

διεύθυνση στηρίχτηκαν στην υπόθεση ότι και οι δύο άξονες του οχήματος αρχίζουν να ολισθαίνουν ταυτόχρονα προς αυτή τη διεύθυνση. Στην πραγματικότητα κάτι τέτοιο σπάνια συμβαίνει. Συνήθως οι τροχοί μόνον του ενός άξονα αρχίζουν να ολισθαίνουν και άρα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στην μελέτη της ευστάθειας ενός άξονα. Γενικά, ισχύει η επόμενη συνθήκη για την κύλιση των τροχών χωρίς ολίσθηση:

Page 300: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

6.10 ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ

222 XZY −≤ φ

Ετσι όσο μεγαλύτερες είναι οι δυνάμεις επαφής ελαστικών δρόμου (δυνάμεις πρόσφυσης) και όσο μικρότερες οι εφαπτομενικές αντιδράσεις του δρόμου, τόσο μεγαλύτερες εγκάρσιες δυνάμεις μπορούν να εφαρμοσθούν στον τροχό χωρίς να προκαλέσουν ολίσθηση.

Οι κινητήριοι τροχοί ενος οχήματος είναι συνήθως πιό ευσταθείς στην εγκάρσια διεύθυνση. Σ' αυτούς η εφαπτομενική αντίδραση που εκφράζει την δύναμη αντίστασης του δρόμου στην περιστροφή τους είναι μικρή όταν συγκρίνεται με την δύναμη Z. Ενας τροχός φορτισμένος με ελκτικές ή απωθητικές δυνάμεις αντιστέκεται στην ολίσθηση πολύ χειρότερα από τον κινούμενο τροχό. Εάν η εφαπτομενική δύναμη φτάσει την τιμή της δύναμης πρόσφυσης, τότε είναι αρκετό να εφαρμόσουμε μία πολύ μικρή εγκάρσια δύναμη για να παρατηρήσουμε στον τροχό ολίσθηση στην εγκάρσια διεύθυνση.

Το Σχήμα 6.2.5 παριστάνει ένα όχημα του οποίου οι μπροστινοί τροχοί κινούνται παράλληλα με ταχύτητα V1 ενώ ο πίσω αξονάς του κινείται με ταχύτητα V1 +V2, εξαιτίας της εγκάρσιας ολίσθησης των πίσω τροχών του. Ετσι ο πίσω άξονας κινείται με ταχύτητα V3 εξ'αιτίας της οποίας το όχημα περιστρέφεται γύρω από το σημείο Ο. Η εγκάρσια συνιστώσα της δημιουργούμενης φυγόκεντρης δύναμης Pc δρά στην διεύθυνση του πίσω άξονα και αυξάνει την ολίσθηση των πίσω τροχών. Η αυξανόμενη ολίσθηση προκαλεί παραπέρα αύξηση της φυγόκεντρης δύναμης και η ολίσθηση συνεχίζεται.

Γι αυτόν τον λόγο η ολίσθηση του πίσω άξονα είναι πιό επικίνδυνη από την ολίσθηση του μπροστινού άξονα (Σχήμα 6.2.5 (b) ), όπου η εγκάρσια συνιστώσα της φυγόκεντρης δύναμης Pc έχει αντίθετη φορά με την ταχύτητα της εγκάρσιας ολίσθησης του άξονα V2. Ετσι αυτόματα σταματά η ολίσθηση των μπροστινών τροχών και το όχημα δεν χάνει την ισορροπία του. Από όλα τα παραπάνω συμπεραίνουμε ότι ακόμα και μιά μικρής χρονικής διάρκειας ολίσθηση των πίσω τροχών είναι δυνατόν να προκαλέσει απώλεια του ελέγχου του οχήματος, όπως θα αναπτυχθεί στη συνέχεια.

Για να εξουδετερώσουμε την ολίσθηση του πίσω άξονα, είναι απαραίτητο να μειώσουμε την εφαπτομενική συνιστώσα της δύναμης επαφής ελαστικού-δρόμου στους κινητήριους τροχούς είτε αφήνοντας ελαφρά τα φρένα, είτε με ελαφρό άφημα του γκαζιού και στροφή των τροχών στην διεύθυνση της ολίσθησης. Εαν οι μπροστινοί τροχοί είναι αρχικά στην ουδέτερη (ευθεία) θέση και το κέντρο της περιστροφής στο σημείο Ο, με την στροφή τους προς την διεύθυνση της ολίσθησης θα μεταφερθεί στο σημείο O1. Ετσι αυξάνεται η ακτίνα της περιστροφής και συνεπώς μειώνεται το μέτρο της φυγόκεντρης δύναμης.

Εάν οι μπροστινοί τροχοί στραφούν προς την πλευρά της ολίσθησης κατά μία γωνία έτσι ώστε τα διανύσματα των ταχυτήτων του μπροστά και του πίσω άξονα να είναι παράλληλα, το όχημα θα πάψει την περιστροφή του και θα εκτελέσει ομοιόμορφη κίνηση στην διεύθυνση των διανυσμάτων αυτών. Τέλος εάν οι κατευθυντήριοι τροχοί στρίψουν κατά μία μεγαλύτερη γωνία, το κέντρο της περιστροφής τοποθετείται στην αντίθετη πλευρά του οχήματος . Στην περίπτωση αυτή η εγκάρσια συνιστώσα της φυγόκεντρης δύναμης έχει αντίθετη φορά από την ολίσθηση και συνεπώς η ολίσθηση θα σταματήσει.

Page 301: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ 6.11

Οταν το όχημα κινείται σε ολισθηρό δρόμο η ολίσθηση μπορεί να συμβεί στιγμιαία και η αντίδραση του οδηγού πρέπει να είναι στιγμιαία. Οι κατευθυντήριοι τροχοί πρέπει να στρίψουν βίαια προς την κατεύθυνση της ολίσθησης. Η γωνιακή ταχύτητα της στροφής των κατευθυντήριων τροχών πρέπει να είναι μερικές φορές μεγαλύτερη από αυτήν κατά την διάρκεια των συνηθισμένων συνθηκών οδήγησης. Γι'αυτόν τον λόγο αναπτύσεται απότομη αύξηση της δεύτερης συνιστώσας της φυγόκεντρης δύναμης P′y, που δημιουργείται απο την αλλαγή της κατεύθυνσης της καμπύλης όταν ένα όχημα κινείται επί μεταβατικών καμπυλών.

Σχήμα 6.2.5 Ολίσθηση των αξόνων ενός οχήματος (a) πίσω άξονα (b) μπροστά άξονα (c) μείωση της ολίσθησης

Στρίβοντας τους μπροστινούς τροχούς κατά μία υπερβολικά μεγάλη γωνία είναι

πιθανό να έχουμε ολίσθηση των τροχών του πίσω άξονα σε άλλη κατεύθυνση, με συνέπεια το όχημα να κινηθεί στην κατεύθυνση που αντιστοιχεί στην νέα θέση των

Page 302: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

6.12 ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ

κατευθυντήριων τροχών. Επίσης, όταν η ολίσθηση σταματήσει οι κατευθυντήριοι τροχοί πρέπει να στραφούν στην ουδέτερη θέση.

Η απώλεια της ευστάθειας ενός αυτοκινήτου εμποδίζεται και εξασφαλίζεται η ασφαλής κίνησή του, όταν η ταχύτητα του μειώνεται πρίν την είσοδο του στην στροφή ειδικά όταν ο δρόμος είναι ολισθηρός και υγρός.

6.2.2 Πλάγια στροφή αμαξώματος

Κατά τον προσδιορισμό των χαρακτηριστικών μεγεθών της ευστάθειας έχουμε δεχθεί ότι το όχημα είναι ενα στερεό του οποίου όλα τα σημεία κινούνται με την ίδια ταχύτητα. Στην πραγματικότητα ένα μηχανοκίνητο όχημα είναι ένα πολύπλοκο σύστημα μάζων συνδεδεμένων με αρθρώσεις και ελαστικά στοιχεία. Μπορεί να γίνει διάκριση σε δύο κατηγορίες μαζών. Τις στηριζόμενες σε ελατήρια μάζες (αμάξωμα, κινητήρας κ.α.) των οποίων το βάρος παραλαμβάνεται από τις αναρτήσεις και τις μη στηριζόμενες σε ελατήρια μάζες (τροχοί, άξονες) των οποίων το βάρος παραλαμβάνεται από τους τροχούς. Εστω ότι το κέντρο βάρους των στηριζόμενων σε ελατήρια μαζών C απέχει αb από τον μπροστά άξονα του οχήματος, bb από τον πίσω άξονα και hb από την απόσταση επιφάνεια του δρόμου. Το κέντρο βάρους των στηριζομένων σε ελατήρια μαζών, που προφανώς παραλαμβάνεται από τις αναρτήσεις, δεν συμπίπτει με το κέντρο βάρους του οχήματος C1. Το σημείο C βρίσκεται τοποθετημένο πιο πάνω από το C1 και άρα ισχύει hb>hg.c .

Η μάζα των μη παραλαμβανομένων από ελατήρια μερών του μπροστινού άξονα είναι συνήθως λίγο ελαφρύτερη σε σχέση με την αντίστοιχη μάζα του πίσω άξονα και γι'αυτό το σημείο C1 έχει τοποθετηθεί λίγο πίσω σε σχέση με το σημείο C (b <bb). Υπό την επίδραση της εγκάρσιας δύναμης τα λάστιχα και τα ελαστικά στοιχεία των αναρτήσεων αποφορτίζονται απο την μία πλευρά και φορτίζονται από την άλλη. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα το αμάξωμα του οχήματος να παρουσιάζει μια κλίση καθώς στρέφεται στην εγκάρσια διεύθυνση.

Το κέντρο περιστροφής (roll center) μπροστά ή πίσω είναι το σημείο που καθορίζεται σε σχέση με ποιά εγκάρσια διατομή του οχήματος περνά απο τις κινήσεις του εμπρόσθιου ή πίσω άξονα. Ο άξονας περιστροφής (roll axis) είναι η ευθεία γραμμή Μ-Μ σε σχέση με την οποία το αριστερό ή το δεξιό μέρος του αμαξώματος στρέφεται κατά την εγκάρσια διεύθυνση. Ο άξονας περιστροφής περνά από τα κέντρα περιστροφής του εμπρόσθιου και πίσω άξονα.

Σε αυτοκίνητα εφοδιασμένα με ανεξάρτητη ανάρτηση εμπρός και ανάρτηση με ελατήρια στους πίσω τροχούς, ο άξονας περιστροφής (roll axis) παρουσιάζει κλίση σε σχέση με το επίπεδο του δρόμου, όπως φαίνεται στο Σχήμα 6.2.6(α). Σε φορτηγά και λεωφορεία ο άξονας περιστροφής είναι παράλληλος με το επίπεδο του δρόμου, σε ένα ύψος προσεγγιστικά ίσο με την ακτίνα του τροχού όπως φαίνεται στο Σχήμα 6.2.6(β).

Page 303: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ 6.13

(α)

(β)

Σχήμα 6.2.6 Θέση των κέντρων περιστροφής των αξόνων και του αμαξώματος

Ας υπολογίσουμε την θέση του κέντρου περιστροφής στην περίπτωση

αναρτήσεων παράλληλων βραχιόνων (parallel arm suspensions). Παρατηρώντας το Σχήμα 6.2.7(α) φαίνεται οτι με ακίνητο το αμάξωμα, οι κατακόρυφες ταλαντώσεις του δεξιού τροχού, αναγκάζουν τα σημεία Α και Β (ψηλότερο και χαμηλότερο άκρο των βραχιόνων αντίστοιχα) να κινηθούν σε διευθύνσεις κάθετες προς τους βραχίονες. Το στιγμιαίο κέντρο περιστροφής των ταχυτήτων του τροχού βρίσκεται στο σημείο Κ, που είναι η τομή των γραμμών προέκτασης τών βραχιόνων της αριστερής ανάρτησης. Το σημείο C είναι το σημείο επαφής του ελαστικού με τον δρόμο.

Page 304: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

6.14 ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ

Εστω τώρα ότι ο τροχός δεν κινείται και το αμάξωμα παρουσιάζει μια κλίση στην εγκάρσια διεύθυνση. Το κέντρο περιστροφής (roll center) βρίσκεται επίσης επάνω στην γραμμή K-L. Επειδή το δεξιό και το αριστερό μισό των αναρτήσεων είναι συμμετρικά σε σχέση με την κάθετο G-G, το κέντρο περιστροφής Μ βρίσκεται στο σημείο τομής των K-L και O-N επάνω στην κάθετο G-G. Στην περίπτωση μας βρίσκεται λίγο κάτω από την επιφάνεια του δρόμου.

Ανάρτηση που επιτρέπει στους τροχούς να μένουν αυστηρώς παράλληλοι μπορεί να παρασταθεί σαν ανάρτηση παραλλήλων βραχιόνων απείρου μήκους. Σε μιά τέτοια ανάρτηση (ιδανική περίπτωση) το κέντρο περιστροφής βρίσκεται ακριβώς πάνω στην επιφάνεια του δρόμου. Εάν ένα μηχανοκίνητο όχημα είναι εφοδιασμένο με έναν άξονα χωρίς αρθρώσεις και με ανάρτηση με οριζόντια παράλληλα φυλλωτά ελατήρια, το κέντρο περιστροφής βρίσκεται στο επίπεδο D-D όπως φαίνεται στο Σχήμα 6.2.7(β).

G

A n B

L m C MG

MD D

Σχήμα 6.2.7 Υπολογισμός των κέντρων περιστροφής αξόνων για

διάφορους τύπους αναρτήσεων

Η εγκάρσια δύναμη Pby εφαρμόζεται στο κέντρο βάρους του αμαξώματος, που απέχει από τον άξονα περιστροφής κατακόρυφη απόσταση hr (roll arm). Αυτό έχει

Page 305: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ 6.15

σαν αποτέλεσμα την δημιουργία μιας ροπής ως προς τον άξονα περιστροφής. Η απόσταση hr δίνεται από τον τύπο :

L

hbhahhr1b2b

b--= (6.2.18)

όπου h1 και h2 οι κατακόρυφες αποστάσεις των κέντρων περιστροφής του μπροστά και πίσω άξονα αντίστοιχα, από την επιφάνεια του δρόμου.

Σχήμα 6.2.8 Υπολογισμός της γωνίας περιστροφής του αμαξώματος

Ας υπολογίσουμε τώρα την γωνία περιστροφής Ψr του αμαξώματος όταν ένα

όχημα στρίβει σε δρόμο του οποίου η επιφάνεια είναι επίπεδη (Σχήμα 6.2.8). Η δύναμη της βαρύτητας Gb και η φυγόκεντρος δύναμη Py εφαρμόζονται στο κέντρο βάρους του αμαξώματος. Το σημείο εφαρμογής της δύναμης της βαρύτητας G1 και της φυγόκεντρης P1y των μαζών των οποίων το βάρος δεν παραλαμβάνεται από τις αναρτήσεις (άξονες κ.α) βρίσκεται τοποθετημένο σε ύψος προσεγγιστικά ίσο με την ακτίνα του τροχού. Η δύναμη Pby περιστρέφει το αμάξωμα του οχήματος κατα μία γωνία Ψr σε σχέση με τον άξονα περιστροφής (roll axis) και το σημείο C μετατείθεται στο C'. Στους εσωτερικούς τροχούς δρουν οι αντιδράσεις ZIN και YIN ενώ στους εξωτερικούς οι ZOUT και YOUT. Η γωνία στρέψης Ψr συνήθως δεν υπερβαίνει την τιμή των 10 μοιρών και για αυτό υποθέτουμε ότι το hb παραμένει σταθερό.

Τώρα μπορούμε να υπολογίσουμε την ισορροπία του αμαξώματος στο οποίο δρουν οι δυνάμεις Pby και Gb καθώς και οι αντιδράσεις των αναρτήσεων κατα την διάρκεια της εγκάρσιας στροφής του αμαξώματος ενός οχήματος. Υποθέτοντας μικρές τιμές της γωνίας Ψr, η οριζόντια μετατόπιση του σημείου C είναι

rωrhrtanωrhrS ≈= (6.2.19) Η γωνία στρέψης (σε rad) μπορεί να υπολογιστεί σαν

rGhang.ac

rhbyPrω −= (6.2.20)

Page 306: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

6.16 ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ

όπου cang.c είναι η γωνιακή δυσκαμψία των αναρτήσεων ίση με τον λόγο της ροπής που εξαναγκάζει το αμάξωμα να περιστραφει κατα μία γωνία προς την γωνία αυτήν, σε (Nm/rad).

Παρατηρούμε ότι η γωνία στρέψης του αμαξώματος αυξάνει όσο αυξάνει το μέτρο της εγκάρσιας δύναμης και οσο αυξάνει το ύψος hr, ενώ μειώνεται όταν η γωνιακή δυσκαμψία (angular rigidity) αυξάνει, πράγμα οπωσδήποτε αναμενόμενο. Εάν η μπροστινή ανάρτηση ελατηρίων αντικατασταθεί από μία ανεξάρτητη (independent) ανάρτηση, το ύψος hr αυξάνει (βλ.Σχήμα 6.2.6(α)) και άρα αυξάνει και η εγκάρσια στροφή του αμαξώματος.Ενας σταθεροποιητής (stabilizer) της εγκάρσιας ευστάθειας έχει σαν αποστολή να μειώσει την στροφή του αμαξώματος και να αυξήσει την γωνιακή δυσκαμψία (angular rigidity) των αναρτήσεων.

Από τα παραπάνω βγαίνει το συμπέρασμα ότι κατά την διάρκεια μιάς στροφής, το κέντρο βάρους του αμαξώματος ενός οχήματος μετατοπίζεται στην διεύθυνση δράσης της εγκάρσιας δύναμης, οπότε οι εξωτερικοί τροχοί φορτίζονται επιπλέον ενώ οι εσωτερικοί απαλλάσονται απο κάποιο αντίστοιχο φορτίο. Για αυτόν τον λόγο η περιστροφή του αμαξώματος στην εγκάρσια διεύθυνση αυξάνει την πιθανότητα ανατροπής του οχήματος. Ετσι, εάν υπολογισθούν οι τιμές των κρίσιμων μεγεθών, V0 και β0 , συνυπολογίζοντας και την στρέψη του αμαξώματος, οι τιμες τους θα πρέπει να λαμβάνονται ελαττωμένες κατά ένα ποσοστό 10% εώς 15% απο τις τιμές που δίνονται απο τις εξισώσεις (6.2.9) και (6.2.14). 6.2.3 Υπολογισμός του ύψους του κέντρου περιστροφής των αναρτήσεων στο εγκάρσιο επίπεδο

Για τον υπολογισμό της μεταφοράς βάρους ενός οχήματος κατά την διάρκεια μίας στροφής χρειαζόμαστε το ύψος από το έδαφος του κέντρου περιστροφής τόσο της μπροστινής όσο και της πίσω ανάρτησης του οχήματος. Στο Σχήμα 6.2.9 φαίνεται μία μέθοδος με την οποία μπορούμε πειραματικά να προσδιορίσουμε την θέση του άξονα περιστροφής του οχήματος στο εγκάρσιο επίπεδο, φωτογραφίζοντας τις εγκάρσιες κινήσεις του αμαξώματος, αφού πρώτα εφαρμόζουμε διάφορες ροπές περιστροφής στο αμάξωμα με οποιοδήποτε επιθυμητό τρόπο. Συγκεκριμένα, φωτογραφίζουμε την περιστροφή της κάθετης ευθείας που διέρχεται από το κέντρο βάρους του αμαξώματος του οχήματος για διαφορετικές γωνίες περιστροφής.

Η πειραματική όμως αυτή μέθοδος δεν είναι δυνατόν να εφαρμοσθεί όταν οι αναρτήσεις είναι στο στάδιο του σχεδιασμού. Υποθέτοντας ανεξάρτητες αναρτήσεις, το ύψος του κέντρου περιστροφής είναι το σημείο τομής της κάθετης γραμμής στο επίπεδο του δρόμου, που περνά από το κέντρο βάρους του αμαξώματος και της ευθείας που είναι κάθετη στο κατακόρυφο επίπεδο του τροχού και διέρχεται από το σημείο επαφής του ελαστικού με τον δρόμο, όταν αυτό κατά την διάρκεια μίας στροφής υφίσταται γωνιακές μετατοπίσεις (bumbs and rebound movements).

Page 307: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ 6.17

Σχήμα 6.2.9 Θέση του άξονα περιστροφής οχήματος στο εγκάρσιο επίπεδο

Για, παράδειγμα, το Σχήμα 6.2.10 παριστάνει μία ανάρτηση με δύο αρχικά παράλληλους βραχίονες διαφορετικού μήκους που Σχήματίζουν γωνία ψ με το έδαφος.Γνωρίζουμε ότι το στιγμιαίο κέντρο περιστροφής του σημείου επαφής του ελαστικού με το δρόμο P, βρίσκεται σε μία ευθεία παράλληλη με τους δύο βραχίονες της ανάρτησης και άρα το κέντρο περιστροφής της ανάρτησης βρίσκεται στο σημείο Ο, όπου η ευθεία που περνά από το σημείο P και Σχήματίζει γωνία ψ με το επίπεδο του δρόμου τέμνει την κατακόρυφη ευθεία που διέρχεται από το κέντρο βάρους του οχήματος.

Page 308: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

6.18 ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ

Σχήμα 6.2.10 Κέντρο περιστροφής ανάρτησης με μη παράλληλους εγκάρσιους βραχίονες

Σημείο Αντίδρασης στο άπειρο

Κέντρο Περιστροφής

Μια πιό γενική λύση του προβλήματος εμφανίζεται στο Σχήμα 6.2.11 όπου την

ανάρτηση στηρίζουν επίσης δύο εγκάρσιοι βραχίονες, που όμως στην περίπτωση αυτή δεν είναι παράλληλοι και οι άξονες τους συναντούνται νοητά στο σημείο C. Στην περιπτωση αυτή το κέντρο της περιστροφής βρίσκεται στο σημείο Ο, που είναι η τομή της ευθείας που ενώνει το σημείο επαφής του ελαστικού με το δρόμο με το σημείο C, με την κατακόρυφη κεντρική ευθεία του οχήματος. Οι δύο βραχίονες που συνδέουν την ανάρτηση και το αμάξωμα ενός αυτοκινήτου είναι δυνατόν να μην είναι παράλληλοι στο κεντρικό επίπεδο του οχήματος. Στην περίπτωση αυτή τα άκρα των βραχιόνων,σε μία μικρή διαταραχή, θα διαγράφουν τροχίες που είναι τμήμα έλλειψης καθώς τα παρατηρούμε από το εμπρός ή το πίσω μέρος του αυτοκινήτου. Απο τις γνωστές μεθόδους προσέγγισης μίας έλλειψης λαμβάνεται ένα σημείο που αντιστοιχεί στο κέντρο της εξεταζόμενης έλλειψης και η ευθεία που ενώνει το σημείο της καμπύλης με αυτό το προσεγγιστικό κέντρο μπορεί να θεωρηθεί σαν ένας βραχίονας όπως αυτός στο Σχήμα 6.2.10.

Η ανάρτηση που παριστάνεται στο Σχήμα 6.2.11 (strut and link suspension) είναι μία ειδική περίπτωση ανάρτησης με δύο βραχίονες εκ των οποίων ο ένας είναι απείρου μήκους. Το κεντρο περιστροφής της ανάρτησης υπολογίζεται όπως πρίν και είναι το σημείο Ο.

Page 309: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ 6.19

Σημείο Αντίδρασης

Κέντρο Περιστροφής

Σχήμα 6.2.11 Κέντρο περιστροφής strut and link ανάρτησης

Για να είμαστε ακριβείς, οι μετατοπίσεις του ελαστικού στην εγκάρσια διεύθυνση

αλλάζουν ελαφρώς την θέση του κέντρου περιστροφής της ανάρτησης. Ετσι εάν χρησιμοποιούμε εύκαμπτα "μπαλάκια" στα σημεία σύνδεσης της ανάρτησης με το ψαλίδι, οι παραμορφώσεις αυτές μπορεί πρακτικά να παίζουν σημαντικό ρόλο στην θέση του κέντρου βάρους και γενικά είναι επιθυμητό να αποφεύγονται.

Με την προς τα επάνω μετατόπιση της μίας ανάρτησης και την αντίστοιχα προς τα κάτω μετατόπιση της άλλης το αυτοκίνητο περιστρέφεται στο εγκάρσιο επίπεδο, όμως το σημείο Ο (κέντρο περιστροφής της ανάρτησης) βρίσκεται σε διαφορετικό ύψος για κάθε μία ανάρτηση και συνεπώς τα δύο αυτά σημεία δεν συναντώνται στην μεσοκάθετη γραμμή του οχήματος. Θα μπορούσε κάποιος να φανταστεί ότι το σημείο στο οποίο συναντούνται είναι και το κέντρο περιστροφής ολόκληρης της ανάρτησης στο εγκάρσιο επίπεδο και άρα υπάρχει μία ανύψωση ή μία μετατόπιση προς τα κάτω του μπροστινού μέρους του οχήματος με μία αντίστοιχη μεταβολή της "σταθερής αντίστασης στην περιστροφή " (anti-roll rate). Στην πράξη πάντως η ανύψωση ή το χαμήλωμα των πλευρικών τοιχωμάτων του οχήματος δεν υπολογίζεται από τα χαρακτηριστικά των συνδέσμων της ανάρτησης αλλά από τις καμπύλες των καμπτικών φορτίων της αριστερής ή δεξιάς ανάρτησης, την μεταφορά βάρους στον διαμήκη άξονα του οχήματος, την αιτία αυτής της μεταφοράς και την γεωμετρία της ανάρτησης. Σαν μία πρώτη προσέγγιση μπορεί να θεωρηθεί ότι με την περιστροφή δεν υπάρχει αλλαγή στο ύψος του κέντρου περιστροφής της ανάρτησης και ότι το κέντρο αυτό βρίσκεται κάπου ανάμεσα στά δύο κέντρα που προκύπτουν από την δεξιά και αριστερή ανάρτηση.

Page 310: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

6.20 ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ

6.2.4 Γωνίες περιστροφής οχήματος κατά τη διάρκεια της στροφής Οταν ένα όχημα εφοδιασμένο με ανεξάρτητες αναρτήσεις περιστρέφεται στο

εγκάρσιο επίπεδο, οι σταθερές ελατηρίου των αναρτήσεων του, επηρεάζουν την απόσταση μεταξύ των τροχών του ίδιου άξονα του οχήματος. Εάν η απόσταση αυτή είναι Τ και η σταθερά ελατηρίου στην ανάρτηση κάθε τροχού είναι Sc/2 , τότε η σταθερά αντίστασης στην περιστροφή (anti-roll rate) της ανάρτησης είναι T2Sc/4. Ετσι ο συνολικός βαθμός αντίστασης στην περιστροφή ενός οχήματος με ανεξάρτητες αναρτήσεις είναι

4crS2

rT4

cfS2fT

+

Εαν το όχημα έχει και τους δύο (μπροστά και πίσω) άξονες ίδιους και οι

αναρτήσεις του είναι σπειροειδή ελατήρια τότε αντί της απόστασης μεταξύ των τροχών του οχήματος χρησιμοποιείται η απόσταση μεταξύ των ελατηρίωνTs. Στην περίπτωση αυτή η επιρροή των παραμορφώσεων των ελαστικών του αυτοκινήτου πρέπει να υπολογιστεί ξεχωριστά εξαιτίας της διαφοράς μεταξύ της απόστασης των τροχών του οχήματος και της απόστασης των σπειροειδών ελατηρίων του.

Μια από τις χρησιμότητες της αντίστασης στην περιστροφή (anti-roll stiffness) είναι η επιρροή της στην γωνία περιστροφής του οχήματος στο εγκάρσιο επίπεδο, κατά την διάρκεια μίας στροφής. Η συνολική φυγόκεντρος δύναμη που εφαρμόζεται στην μάζα του οχήματος που παραλαμβάνεται από τις αναρτήσεις είναι : Mspα όπου α είναι η φυγόκεντρος επιτάχυνση. Αρκετά συχνά η φυγόκεντρος επιτάχυνση εκφράζεται σαν μία αναλογία της επιτάχυνσης της βαρύτητας g (π.χ 0.5g=4.905 m/sec2).

Η συνολική ροπή της φυγόκεντρης δύναμης ως προς τον άξονα περιστροφής του οχήματος (roll axis) είναι : MspαH (βλ.Σχήμα 6.2.12). Συνεπώς η γωνία περιστροφής του αμαξώματος μπορεί να μειωθεί μειώνοντας το ύψος H, πράγμα που επιτυγχάνεται είτε μειώνοντας το ύψος του κέντρου βάρους του οχήματος είτε αυξάνοντας το ύψος του άξονα περιστροφής. Επίσης μπορεί να μειωθεί αυξάνοντας την σταθερά αντίστασης στην περιστροφή (anti roll stiffness) των αναρτήσεων. Μία δεύτερη ροπή περιστροφής είναι αυτή που δημιουργείται εξαιτίας της απόμάκρυνσης του κέντρου βάρους από τον άξονα περιστροφής εξαιτίας της συνολικής γωνίας περιστροφής, στο εγκάρσιο επίπεδο. Η συνολική αυτή γωνία περιστροφής δημιουργείται από: (1) την γωνία περιστροφής στο εγκάρσιο επίπεδο των ελαστικών του οχήματος που δημιουγείται από την μεταφορά βάρους της μάζας του που δεν παραλαμβάνεται από τις αναρτήσεις (άξονες κ.α) και δρά στο κέντρο του τροχού. Η μεταφορά βάρους εξ'αιτίας της μάζας του οχήματος που δεν παραλαμβάνεται από τις αναρτήσεις είναι :

(Nt)TαRusW

και η γωνία περιστροφής του ενός τροχού εξαιτίας του βάρους αυτού είναι :

(rad)tS2T

αRus4Wusφ =

και συνολικά είναι :

Page 311: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ 6.21

)trS2

rTusrW

tfS2fT

usfW2ααRusaφ +=

(2) Από την γωνία περιστροφής των ελαστικών, που οφείλεται στην μεταφορά βάρους της παραλαμβανομένης από τις αναρτήσεις μάζας του οχήματος (αμάξωμα) και δρά στο ύψος του άξονα περιστροφής (roll axis). Αυτή είναι Mspαh/T και η γωνία περιστροφής των τροχών εξ'αιτίας της είναι

tS2T

ahsp4Wrcφ =

και η συνολική γωνία για όλο το αυτοκίνητο είναι : )trS2

rT

rhsprW

tfS2fT

fhspfW2ααrcaφ +=

hr

W.V2

Rg h h1

W

εRoll Axis

hf

Σχήμα 6.2.12 Γεωμετρικά χαρακτηριστικά οχήματος που σχετίζονται με τις εγκάρσιες γωνίες περιστροφής

(3) την γωνία περιστροφής Θ των αναρτήσεων και των τροχών εξαιτίας του βάρους του αμαξώματος που προκαλεί την μεταφορά βάρους.

Στον υπολογισμό της συνολικής ροπής θα πρέπει να χρησιμοποιήσουμε την συνολική γωνία περιστροφής θt. Πρέπει να υπάρχει μόνον μία συνολική γωνία

Page 312: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

6.22 ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ

περιστροφής για ολόκληρο το αυτοκίνητο. Η γωνία περιστροφής εξαιτίας του βάρους του αμαξώματος είναι

crS2rTscS2

fT

)rcausaspH(αsp4Wspθ

+

+++=

φφθ

Η συνολική γωνία περιστροφής είναι θt=θsp+φusa+φrsa . Η γωνία περιστροφής του

μπροστινού μέρους του αμαξώματος του οχήματος είναι

rcfusftspfθ φφθ −−=

και η μεταφορά βάρους στο μπροστινό μέρος του οχήματος είναι

4cfSf)Trcfusft(θ

fTfαhspfW

fT

αRusfW

tfWφφ −−

++=

Αντίστοιχα η γωνία περιστροφής του αμαξώματος στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου είναι

rcrusrtsprθ φφθ −−=

και η μεταφορά βάρους στο πίσω μέρος του οχήματος είναι :

4crSr)Trcrusrt(θ

rTrαhsprW

rTαRusrW

trWφφ −−

++=

Για δεδομένο βάρος Wt η γωνία περιστροφής είναι

STt4W

Αρα η συνολική γωνία περιστροφής των ελαστικών στον μπροστινό άξονα είναι

fTtfStf4W

tfφ =

και στον πίσω άξονα

rTtrStr4W

trφ =

Η γωνία περιστροφής των μπροστινών αναρτήσεων είναι

sfScf)Srcfusft(θ

sfS2fT

f4T

4cfSf)Trcfusft(θ

sfθφφφφ −−

=−−

=

και στην πίσω ανάρτηση

srSsr)Srsrusrt(θ

srθφφ −−

=

6.2.5 Επίδραση συντελεστών χειρισμού στην εγκάρσια ευστάθεια οχήματος και ευστάθεια οχήματος στην διεύθυνση της κίνησης του

Page 313: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ 6.23

Η απώλεια της εγκάρσιας ευστάθειας ενός οχήματος παρατηρείται κυρίως κατά

την διάρκεια του φρεναρίσματος, όπου όπου εμφανίζονται μεγάλες δυνάμεις στα σημεία επαφής των ελαστικών με τον δρόμο . Επίσης σε συνθήκες φρεναρίσματος οι τροχοί δεν μπορούν να παραλάβουν ακόμα και μικρές εγκάρσιες δυνάμεις χωρίς να ολισθήσουν. Δηλαδή όταν οι τροχοί είναι μπλοκαρισμένοι η κίνηση του οχήματος δεν είναι ευσταθής.

Σχήμα 6.2.13 Ευστάθεια οχήματος όταν φρενάρει (a) ο πίσω αριστερός τροχός είναι μπλοκαρισμένος (b) ένας από τους μπροστινούς τροχούς φρενάρει ελλατωματικά

Η ισορροπία ενος μηχανοκίνητου οχήματος κατα την διάρκεια φρεναρίσματος μπορεί να διαταραχθεί από την μη ομοιόμορφη κατανομή της δύναμης του φρεναρίσματος ανάμεσα στους τροχούς, οφειλόμενη κυρίως στην λίπανση των επιφανειών τριβής ή σε λάθος ρύθμιση των φρένων. Η μη ομοιόμορφη κατανομή της δυνάμης πέδησης στους μπροστινούς τροχούς είναι κατά κανόνα πιό επικίνδυνη απο την μη ομοιόμορφη κατανομή της στους πίσω τροχούς. Εάν για παράδειγμα μόνον ο ένας πίσω τροχός φρενάρει, π.χ ο δεξιός (Σχήμα 6.2.13(α)) ενώ ο αριστερός γυρίζει ελεύθερα, το όχημα θα εκτραπει προς τα δεξιά. Ετσι η απόσταση Sg.c του τροχού που φρενάρει απο το κέντρο βάρους του οχήματος μειώνεται και συνεπώς μειώνεται η ροπή στρέψης, που προκαλεί την απώλεια της ευστάθειάς του και που δημιουργείται εξαιτίας της δύναμης αδράνειας Pins.

Οταν όμως ένας από τους μπροστινούς τροχούς είναι ο ελατωματικός η απόσταση Sg.c αυξάνει συνεχώς κατά την διάρκεια του φρεναρίσματος (Σχήμα

Page 314: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

6.24 ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ

6.2.13(β)) και το όχημα τείνει να εκτραπεί ακόμα περισσότερο προς αυτήν την πλευρά. Γι' αυτό το λόγο ένα ελλάτωμα στα μπροστινά φρένα είναι πολύ πιο επικίνδυνο από ένα ελλάτωμα στα πίσω.Το ίδιο φαινόμενο παρουσιάζεται και όταν οι τροχοί που φρενάρουν βρίσκονται στην μία πλευρά του αυτοκινήτου, σε ένα ολισθηρό κομμάτι του δρόμου, ενώ από την άλλη πλευρά σε επιφάνεια με μεγάλο συντελεστή πρόσφυσης (φ).

Επίσης η απώλεια της ευστάθειας ενός οχήματος, κατά την διάρκεια φρεναρίσματος, μπορεί να οφείλεται και στην ανομοιόμορφη κατανομή του βάρους των αναρτημένων μαζών. Αν π.χ το κέντρο βάρους του αμαξώματος δεν βρίσκεται ακριβώς πάνω στο κατακόρυφο επίπεδο που περνά από τον διαμήκη άξονα του οχήματος, η δύναμη αδράνειας του αμαξώματος Pins αναπτύσει ροπή στρέψης σε απόσταση Sg.c. Εάν σε αυτήν την περίπτωση είναι μπλοκαρισμένοι οι μπροστινοί τροχοί (φαίνονται γραμμοσκιασμένοι στο Σχήμα 6.2.14(α), οι δυνάμεις συνάφειας των ελαστικών με τον δρόμο είναι μικρότερες απο των πίσω τροχών και άρα δημιουργείται ροπή Pins Sg.c, που περιστρέφει το όχημα που φρενάρει γύρω απο το μέσο του πίσω άξονα του οχήματος. Στην περίπτωση αυτή η απόσταση Sg.c γίνεται γρήγορα μηδέν και το όχημα δεν περιστρέφεται άλλο. Οταν όμως οι πίσω τροχοί είναι μπλοκαρισμένοι όπως φαίνεται στο Σχήμα 6.2.14(β) το όχημα περιστρέφεται ως προς το μέσο του μπροστινού άξονα, η απόσταση Sg.c αυξάνει, οπότε η ροπή στρέψης αυξάνει και η ανατροπή του οχήματος συνεχίζεται.

Sg.c Sg.c PinPin

Σχήμα 6.2.14 Ευστάθεια οχήματος με ανισοκατανομή βάρους Εάν το όχημα φρενάρει με ταχύτητα στο κιβώτιο ταχυτήτων, η εγκάρσια ευστάθεια του γίνεται καλύτερη, αφού το διαφορικό σύστημα γραναζιών διαιρεί την δύναμη πέδησης εξίσου στους πίσω τροχούς. Ετσι μειώνεται η ανισοκατανομή της δύναμης πέδησης, η οποία δημιουργείται εξαιτίας των διαφορετικών ροπών πέδησης ή διαφορετικών συντελεστών πρόσφυσης και μειώνεται η τάση του οχήματος για ολίσθηση και ανατροπή.

H απώλεια της ισορροπίας ενός αυτοκινήτου στην διεύθυνση της κίνησής του, μπορεί να προκαλέσει την ολίσθηση του στην κατά μήκος του οχήματος διεύθυνση ή σπανιότερα την ανατροπή του ως προς τον μπροστά ή πίσω άξονα. Τα σύγχρονα οχήματα που έχουν το κέντρο βάρους τους χαμηλά είναι σχεδόν απίθανο να ανατραπούν με αυτόν τον τρόπο. Μόνον οι πίσω τροχοί μπορούν να ολισθήσουν και

Page 315: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ 6.25

να προκαλέσουν την ολίσθηση του όλου οχήματος όταν για παράδειγμα ένα ρυμουλκούμενο (trailer) ανεβαίνει μία απότομη ανηφόρα. Ανεβαίνοντας εναν τέτοιο ανήφορο το ρυμουλκούμενο, μπορεί να χρησιμοποιήσει το απόθεμα της κινητικής του ενέργειας πρίν η ανηφόρα τελειώσει και έτσι το άθροισμα των δυνάμεων αντίστασης στην ολίσθηση να γίνει μεγαλύτερο απο την προς τα κάτω ελκτική δύναμη της βαρύτητας.

Για να υπολογίσουμε την μέγιστη γωνία κλίσης που μπορεί π.χ ένα ρυμουλκούμενο να υπερνικήσει (χειρότερη περίπτωση), εκτελώντας ομοιόμορφη κίνηση, χωρίς οι τροχοί που δίνουν την κίνηση να ολισθήσουν παρατηρούμε το διάγραμμα των δυνάμεων που δρούν στα ελαστικά του οχήματος (Σχήμα 6.2.15). Υποθέτουμε για απλότητα ότι οι δυνάμεις Pr1,Pr2,Pair και η ροπή Mr είναι μηδέν. Κατά την ομοιόμορφη κίνηση η δύναμη Pins είναι επίσης μηδέν, ενώ οι αντιδράσεις του δρόμου στη δυνάμεων Pair,Pins,Pt και επίσης τις τιμές στην Χ διεύθυνση είναι

r2PtP2X,r1P1X −=−=

Σύμφωνα με την παραπάνω υπόθεση η αντίδραση X1 είναι μηδέν και η X2 ίση με

την ελκτική δύναμη Pt της οποίας η μέγιστη τιμή καθορίζεται από την πρόσφυση των τροχών με τον δρόμο και είναι ίση με φχΖ2. Κατόπιν εισάγοντας τις τιμές της ροπής Μr, των δυνάμεων Pg,Ptra ίσες με

sinatraG=traP,sinaaG=gP

Από την ισορροπία δυνάμεων, είναι

rxφL

r)trasina(htraGr)g.csina(haGcosaaG2Z

−+−+=

Τη στιγμή ακριβώς που αρχίζει η ολίσθηση, η δύναμη πρόσφυσης των κινητήριων τροχών με τον δρόμο είναι ίση με την δύναμη αντίστασης στον ανήφορο που εφαρμόζεται στο ρυμουλκούμενο : )sinαtraGa(G2ZxφgrP +==

Λύνοντας τις δυο τελευταίες εξισώσεις μαζί, προκύπτει η κρίσιμη γωνία κλίσης στην οποία μπορεί ένα ρυμουλκούμενο όχημα να κινηθεί χωρίς οι κινητήριοι τροχοί του να ολισθήσουν

)trahx(LtraG)g.chx(LaG

αaGxφsktanα

φφ −+−=

Για απλό όχημα ισχύει G =0 οπότε tra

g.chxLαxφ

sktanαφ−

=

H κρίσιμη γωνία κλίσης αsk εξαρτάται από τον συντελεστή πρόσφυσης του

δρόμου. Για φx= .3 η γωνία αυτή δεν ξεπερνά τις 4.6 μοίρες για ένα ρυμουλκούμενο και βρίσκεται μεταξύ 10-15 μοίρες για οχήματα τύπου 4 επί 2 (τέσσερις τροχοί εκ των

Page 316: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

6.26 ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ

οποίων δύο είναι οι κινητήριοι). Για οχήματα 4 επί 4 και 6 επί 6 η δύναμη πρόσφυσης δίνεται από την εξίσωση

cosαaGxφgrP =

Η κρίσιμη γωνία κλίσεως την οποία μπορούν τα οχήματα αυτά να υπερνικήσουν χωρίς να ολισθήσουν υπολογίζεται απο την σχέση

xtanα φ= 6.2.6 Κύρια χαρακτηριστικά της κατευθυντικότητας

Οταν ένα όχημα κινείται οι συνθήκες οδήγησης στον δρόμο αλλάζουν συνεχώς και έτσι απαιτείται αυξημένη προσοχή από πλευράς οδηγού και διαρκής ετοιμότητα στην τροποποίηση της κίνησης του οχήματος, έτσι ώστε να περιοριστούν στο ελάχιστο οι πιθανότητες ατυχήματος. Για αυτόν τον λόγο ο σχεδιασμός ενός μηχανοκίνητου οχήματος, εκτός από την ευστάθεια, θα πρέπει να απαιτεί την γρήγορη και εύκολη προσαρμογή του στην κατάσταση του δρόμου. Ο έλεγχος της κατευθυντικότητας ενός αυτοκινήτου εξαρτάται κυρίως από το σύστημα διεύθυνσης, τα ελαστικά του και τίς αναρτήσεις του.Για να επιτύχουμε την επιθυμητή κατευθυντικότητα του οχήματος πρέπει να ικανοποιούνται οι παρακάτω απαιτήσεις

α) οι κατευθυντήριοι τροχοί πρέπει να κυλούν χωρίς να ολισθαίνουν, κυρίως στην εγκάρσια διεύθυνση, όταν το όχημα στρίβει β) η ευκαμψία στην εγκάρσια διεύθυνση των ελαστικών του, πρέπει να είναι τέτοια ώστε το όχημα να κινείται υπό γωνία σε τόξο μεγαλύτερης ακτίνας, απο ένα όχημα με άκαμπτα λάστιχα στην εγκάρσια διεύθυνση γ) ο μηχανισμός του συστήματος διεύθυνσης (steering linkage) πρέπει να εξασφαλίζει σωστή αναλογία των γωνιών στροφής των κατευθυντήριων τροχών δ) κατά την διάρκεια της ευθύγραμμης κίνησης ενός οχήματος οι κατευθυντήριοι τροχοί του πρέπει να διατηρούν την ουδέτερη θέση τους, καθώς και να επιστρέφουν σε αυτή αυτόματα όταν ολοκληρωθεί η στροφή ε) πρέπει οι αυθαίρετες γωνιακές ταλαντώσεις των τροχών να περιορίζονται

Ο βαθμός στον οποίο ο σχεδιασμός οποιουδήποτε οχήματος ανταποκρίνεται σε κάθε μια από τις παραπάνω απαιτήσεις αναφέρεται σε ειδική λίστα. 6.2.7 Κύλιση κατευθυντήριων τροχών χωρίς ολίσθηση

Στο Σχήμα 6.2.2 φαίνεται ένα όχημα που στρίβει. Εστω ότι οι τροχοί διεύθυνσης Σχήματίζουν γωνία Θ με την ουδέτερη ευθεία θέση τους, που έχουν στην ευθύγραμμη κίνηση του οχήματος. Η δύναμη P που εφαρμόζεται στον μπροστινό άξονα και η συνιστώσα της Px υπερβαίνει κατά την διάρκεια της ομοιόμορφης κίνησης την δύναμη αντίστασης Pr1=fG1 και είναι ίση με αυτήν στο μέγεθος. Αρα η εγκάρσια συνιστώσα της δύναμης P (σε N) είναι

θθ tan1fGtanr1Py1P == 6.2.21

Page 317: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ 6.27

Ο εμπρόσθιος άξονας δέχεται επίσης και την φυγόκεντρο δύναμη του μπροστινού

μέρους του οχήματος που έχει διεύθυνση την ακτίνα της στροφήςR1. Η δύναμη αυτή έχει μέτρο που δίνεται από την σχέση

θ

θ

Lcos

tan2V1Mc1P = 6.2.22

όπου M1 η μάζα του οχήματος που θεωρείται ότι παραλαμβάνεται από τον μπροστινό άξονα.

Οι δυνάμεις Py1 και Pc1 τείνουν να προκαλέσουν ολίσθηση των μπροστινών τροχών στην εγκαρσια διεύθυνση. Για να κινούνται οι τροχοί χωρίς να ολισθαίνουν σε αυτήν την διεύθυνση, πρέπει να ικανοποιείται η παρακάτω συνθήκη :

2f21G2X2Z2

c2Pc1PY −≈−≤+= ϕϕ 6.2.23

Η δύναμη P1 είναι ανάλογη του τετραγώνου της ταχύτητας και γι' αυτό είναι πολύ

πιο πιθανό ένα όχημα να ολισθήσει όταν τρέχει με μεγάλη ταχύτητα. Κρίσιμη ταχύτητα (Vst) ονομάζεται την ταχύτητα με την οποία το όχημα μπορεί να

κινείται σε στροφή χωρίς να παρουσιάζεται ολίσθηση των τροχών στην εγκάρσια διεύθυνση. Η ταχύτητα αυτή υπολογίζεται από τις σχέσεις (6.2.1) - (6.2.3) και είναι

θθ

ϕf)gLcos

tan

2f2(stV −

−= 6.2.24

Εάν η ταχύτητα του οχήματος υπερβεί την Vst οι κατευθυντήριοι τροχοί του θα

ολισθήσουν στην εγκάρσια διεύθυνση, το όχημα θα χάσει την ευστάθεια του και θα βγεί από την πορεία του. Η κρίσιμη ταχύτητα Vst ελαττώνεται με μεγαλύτερη γωνία περιστροφής Θ, επίσης όσο μικρότερη είναι η ακτίνα της στροφής (κλειστή στροφή) τόσο μικρότερη πρέπει να είναι η ταχύτητα του οχήματος. Σε δρόμους με τραχειά επιφάνεια, η σταθερά (f) είναι συνήθως πολύ μικρότερη από την σταθερά πρόσφυσης (φ), οπότε το όχημα μπορεί να κινείται και σε στροφές με μικρή ακτίνα χωρίς να ολισθαίνει.

Σε δρόμους με λεπτή επίστρωση πάγου είτε σε δρόμους με άμμο ή χιόνι οι τιμές των σταθερών (f) και (φ) πλησιάζουν πολύ μεταξύ τους και η διαφορά 22 f-φ μειώνεται οπότε η τιμή της Vst ελαττώνεται. Εάν ισχύει

cosθf

φ =

η ρίζα της εξίσωσης 6.2.24 ισούται με μηδέν και το όχημα μπορεί να ανατραπεί και σε πολύ μικρές ταχύτητες. Εάν ισχύει

Page 318: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

6.28 ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ

cosθf

φ =

το όχημα χάνει τον ελεγχό του γιατί η Vst έχει φανταστική τιμή.

Η κρίσιμη ταχύτητα Vst μπορέι να είναι μικρότερη από την "κρίσιμη ταχύτητα ανατροπής" (V0) και την "κρίσιμη ταχύτητα ολίσθησης" (Vs), που υπολογίσθηκαν προηγούμενα. Αυτό σημαίνει ότι η απώλεια της κατευθυντικότητας του αυτοκινήτου δεν είναι λιγότερο πιθανή απο την απώλεια της ευστάθειάς του.

Οι αντιδράσεις του δρόμου στην εγκάρσια κατεύθυνση (δυνάμεις πρόσφυσης των ελαστικών με τον δρόμο στην διεύθυνση αυτή, που συγκρατούν το αυτοκίνητο στην πορεία του), δεν υπάρχουν (η τιμή τους μειώνεται απότομα) όταν οι κατευθυντήριοι τροχοί του οχήματος ολισθαίνουν, για παράδειγμα όταν είναι μπλοκαρισμένοι εξαιτίας φρεναρίσματος. Στην περίπτωση αυτή το όχημα δεν οδηγείται από τους κατευθυντήριους τροχούς, βρίσκεται δηλαδή εκτός του ελέγχου του οδηγού του. 6.2.8 Ολίσθηση τροχών και ικανότητα του οχήματος να ελίσσεται

Η κύλιση ενός τροχού υπό την επίδραση εγκάρσιας δύναμης συζητήθηκε στα προηγούμενα κεφάλαια. Η κύλιση ενός τροχού με ελαστικά έχει τα δικά της ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, εξαιτίας του ότι τα λάστιχα του παραμορφώνονται όχι μόνο στην ακτινική αλλά και στην εγκάρσια διεύθυνση, υπό την επίδραση της εγκάρσιας δύναμης. Ετσι ένας τροχός με λάστιχα και πεπιεσμένο αέρα μπορεί να κυλίεται στον δρόμο χωρίς να ολισθαίνει Σχήματίζοντας σταθερή γωνία με το επίπεδο που τον τέμνει καθέτως και περνά από το μέσο του. Το είδος αυτό της κύλισης του τροχού ονομάζεται "εγκάρσια ολίσθηση του τροχού (wheel lateral slip) και η γωνία που Σχήματίζει το διάνυσμα της ταχύτητας του τροχού με το μεσοκάθετο επίπεδο του, ονομάζεται "γωνία ολίσθησης" (slip angle).

Εστω ότι στον τροχό δρούν μόνον οι δυνάμεις Pz και Px, όπως φαίνεται στο Σχήμα (6.2.15). Καθώς ο τροχός περιστρέφεται, το σημείο Β του τροχού θα ακουμπήσει τον δρόμο στο σημείο B1, το σημείο C στο C1 κτλ. Το μεσοκάθετο επίπεδο του τροχού συμπίπτει με την ευθεία γραμμή AD1, κατά μήκος της οποίας διευθύνεται η εφαπτομενική συνιστώσα της αντίδρασης του δρόμου Χ.

Εστω τώρα ότι στον τροχό εφαρμόζεται και η εγκάρσια δύναμη Py. Τότε το ελαστικό παραμορφώνεται στην εγκάρσια διεύθυνση και το μεσοκάθετο επίπεδο του τροχού μετατείθεται σε μία απόσταση bt σε σχέση με το κεντρικό σημείο επαφής του πέλματος του ελαστικού με τον δρόμο, το σημείο Ο. Καθώς ο τροχός κυλίεται το σημείο B του τροχού έρχεται σε επαφή με τον δρόμο στο σημείο B1 , το σημείο C στο C1 κτλ. Ετσι ο τροχός κινείται στο επίπεδο AD2. Σε αυτήν λοιπόν την περίπτωση, το μεσοκάθετο επίπεδο του τροχού Σχήματίζει μία γωνία δ1s με την διεύθυνση της κίνησης. Συνεπώς η γραμμή που περνάει από το σημείο που βρισκεται στο μέσο της επιφάνειας επάφης του ελαστικού με τον δρόμο και κείται επί του μεσοκάθετου επιπέδου του τροχού, Σχήματίζει και αυτή γωνία δ1s με το κατακόρυφο επίπεδο. Ετσι ο τροχός κυλίεται με μία κλίση στην εγκάρσια διεύθυνση, που η γωνία της είναι δ1s. Η γωνία αυτή ονομάζεται γωνία ολίσθησης του τροχού.

Κατά την διάρκεια της ολίσθησης, τα πολύ μικρά στοιχειώδη κομμάτια του ελαστικού παραμαρφώνονται λιγότερο στην εγκάρσια διεύθυνση (τομή k-k), από ότι στηην πίσω (τομή nn) όπως φαίνεται στο Σχήμα (6.2.15), προσεγγίζοντας το

Page 319: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ 6.29

μπροστινό μέρος της επαφής. Συνεπώς οι στοιχειώδεις εγκάρσιες αντιδράσεις είναι μικρότερες στο μπροστινό μέρος της επαφής του ελαστικού με τον δρόμο από ότι στο πίσω και το διάγραμμα των στοιχειωδών εγκάρσιων αντιδράσεων είναι τριγωνικό. Από την ολοκλήρωση των στοιχειωδών αυτών εγκάρσιων δυνάμεων, προκύπτει η συνισταμένη εγκάρσια δύναμη Y, που είναι αριθμητικά ίση με την εγκάρσια δύναμη πρόσφυσης Py που διατηρεί το όχημα στην επιθυμητή πορεία. Η δύναμη αυτή μετατοπίζεται σε μια απόσταση ct σε σχέση με το κέντρο επαφής του πέλματος του ελαστικού με τον δρόμο. Επίσης η εφαπτομενική αντίδραση του δρόμου X, έχει και αυτή μετατοπιστεί σε μια απόσταση bt σε σχέση με το προαναφερθέν σημείο.

Σχήμα 6.2.15 Κύλιση ελαστικού χωρίς την επίδραση εγκάρσιας δύναμης και υπο την επίδραση εγκάρσιας δύναμης

Οπως αναφέρθηκε παραπάνω, κατά την διάρκεια της πλάγιας ολίσθησης η

προβολή του κεντρικού σημείου του τροχού στο επίπεδο του δρόμου δεν συμπίπτει με το κεντρικό σημείο της επαφής του πέλματος του ελαστικού με τον δρόμο. Το γεγονός αυτό έχει μια πολύ σημαντική συνέπεια, ότι δηλαδή οι δυνάμεις X και Y δημιουργούν ροπές που τείνουν να περιστρέψουν τον τροχό περί τον κεντρικό άξονα. Η εκτίμηση των ροπών αυτών θα γίνει παρακάτω. Εγκάρσια ολίσθηση κατά τον παραπάνω τρόπο μπορεί να προκληθεί και σκόπιμα τοποθετόντας τους τροχούς κατά μία γωνία σε σχέση με την διεύθυνση της κίνησης (toe-in) και δίνοντας τους μία κλίση σε σχέση με την κατακόρυφο (camber).

Page 320: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

6.30 ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ

Οταν οι τιμές της Py είναι μικρές, η ολίσθηση στα σημεία επαφής του ελαστικού με τον δρόμο είναι μηδαμινή και ο τροχός αλλάζει την διεύθυνση της κίνησής του κυρίως λόγω των ελαστικών παραμορφώσεων των ελαστικών. Οταν η δύναμη Py προσεγγίζει την τιμή της δύναμης πρόσφυσης, αρχίζει η έντονη ολίσθηση, κυρίως στην πίσω πλευρά της περιοχής της επαφής του ελαστικού με τον δρόμο, όπου οι στοιχειώδεις εγκάρσιες δυνάμεις που αναπτύσονται ειναι πιό μεγάλες. Οταν η Py φτάσει την τιμή της δύναμης πρόσφυσης, τα ελαστικά ολισθαίνουν στην περιοχή της επαφής τους με τον δρόμο, πράγμα που προκαλεί την μετατόπιση του τροχού στην εγκάρσια διεύθυνση. Στην περίπτωση αυτή δεν είναι μόνον η εγκάρσια ολίσθηση του τροχού αλλά μιά πολύπλοκη κίνηση (κύλιση με εγκάρσια ολίσθηση) που λαμβάνει χώρα σε μία σταθερή γωνία, ίση με την γωνία μεταξύ του μεσοκάθετου επιπέδου του τροχού και της διεύθυνσης της κίνησης του.

Στο Σχήμα 6.2.16(α) φαίνεται ένα χαρακτηριστικό διάγραμμα της εξάρτησης της δύναμης Py από την γωνία δ1s. Οταν οι τιμές της Py είναι μικρές, η γωνία ολίσθησης είναι προσεγγιστικά ανάλογη της δύναμης Py και το τμήμα ΑΒ' της καμπύλης μπορεί να ληφθεί ως γραμμικό. Η παραπέρα αύξηση της δύναμης Py προκαλεί ολίσθηση στα σημεία του ελαστικού με τον δρόμο και η γραμμικότητα της καμπύλης διαταράσσεται (τμήμα B'C'). Γενικά ισχύει η σχέση:

l.sδl.skyP = (6.2.25)

Οταν η Py φτάσει την τιμή της δύναμης πρόσφυσης, αρχίζει η ολική ολίσθηση του ελαστικού. Από την παραπάνω σχέση δίνεται προσεγγιστικά η εξάρτηση της γωνίας δ1S από την δύναμη Py. Η ποσότητα k1.s ονομάζεται σταθερά αντίστασης στην πλάγια ολίσθηση και εκφράζει την δύναμη που πρέπει να εφαρμοσθεί στον τροχό για να περιστρέφεται με γωνία ολίσθησης 1 rad, σε (N/rad). Για μικρές γωνίες (4-5) μοιρών η ποσότητα k1.s μπορεί να θεωρηθεί πρακτικά σταθερή. Για λάστιχα επιβατικών αυτοκινήτων η σταθερά αυτή κειμένεται μεταξύ 15 - 40 (kN/rad) και για λάστιχα φορτηγών και λεωφορείων μεταξύ 30-90 (kN/rad).

Οσο μικρότερος είναι ο συντελεστής πρόσφυσης φy τόσο μικρότερη είναι και η τιμή της εγκάρσιας δύναμης που προκαλεί ολική ολίσθηση του τροχού. Στο διάγραμμα Py - δ1S η τιμή του συντελεστή πρόσφυσης είναι περίπου διπλάσια στην καμπύλη AB'C' από την καμπύλη AB''C''. Στο Σχήμα 6.2.16(b) φαίνεται η πειραματική εξάρτηση της γωνίας δ1S από την εγκάρσια δύναμη Py, για λάστιχο τύπου 6.40-13 με δύο τιμές κατακόρυφου φορτίου 2(kN) καμπύλες 3-4 και 6(kN), καμπύλες 1 και 2 με δύο τιμές της πίεσης στα λάστιχα (οι μη διακεκομένες καμπύλες αντιστοιχούν σε πίεση 0.17 KN/m και οι διακεκομένες σε πίεση 0.12 KN/M ). Οπως φαίνεται στο Σχήμα, οι καμπύλες αυτές είναι πολύ πιο πολύπλοκες από τις σχετικά απλές καμπύλες του Σχήματος 6.2.16(a). Πατατηρούμε ότι δεν παρουσιάζουν γραμμική περιοχή στην αρχή τους και άρα η ποσότητα k1.s μπορεί να ληφθεί σταθερά μόνον με μιά σίγουρη προσέγγιση. Ακόμα φαίνεται ότι αύξηση στο κατακόρυφο φορτίο και στη πίεση του αέρα στα λάστιχα προκαλεί αύξυση της αντίστασης στην πλάγια ολίσθηση του ελαστικού και της τιμής της εγκάρσιας δύναμης που προκαλεί την ολίσθηση.

Στην περίπτωση της ολίσθησης στην εγκάρσια διεύθυνση, τα λάστιχα παραμορφώνονται όχι μόνον στην ακτινική αλλά και στην εγκάρσια διεύθυνση πράγμα που σημαίνει ότι η εσωτερική τριβή των ελαστικών αυξάνεται. Εξάλλου όταν οι γωνίες ολίσθησης είναι μεγάλες τα μέρη του ελαστικού ολισθαίνουν έντονα στον

Page 321: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ 6.31

δρόμο. Σαν αποτέλεσμα η δύναμη η οποία απαιτείται για την κύλιση του τροχού αυξάνει απότομα. Σύμφωνα με τα πειραματικά δεδομένα, η δύναμη που χρειάζεται για την κύλιση ενός τροχού με εγκάρσια ολίσθηση 6-7 μοιρών, μπορεί μερικές φορές να είναι μεγαλύτερη από την δύναμη που πρέπει να εφαρμοσθεί στον ίδιο τροχό για να κυλίσει χωρίς ολίσθηση.

Η ολίσθηση στην εγκάρσια διεύθυνση ερευνάται με βάσεις και δυναμομετρικούς τροχοφορείς παρόμοιους στον σχεδιασμό με αυτούς που χρησημοποιούνται για τον υπολογισμό των σταθερών f και φ. Τα ελαστικά τοποθετούνται σε διάφορες γωνίες ως προς την διεύθυνση της κίνησης και σε διάφορες ταχύτητες, κατακόρυφα φορτία κτλ.

Σχήμα 6.2.16 Πειραματική εξάρτηση της γωνίας ολίσθησης του ελαστικού στην εγκάρσια διεύθυνση και της εγκάρσιας δύναμης που δρά στο λάστιχο

Κατά τις δοκιμές δρόμου (road test) οι γωνίες ολίσθησης εκτιμώνται όταν το

όχημα κινείται σε μιά σταθερή κυκλική τροχιά. Στην τυποποιημένη περίπτωση μία

Page 322: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

6.32 ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ

κάμερα με τους φακούς της στραμένους προς την επιφάνεια του δρόμου, είναι τοποθετημένη πάνω στον άξονα του τροχού (έτσι ώστε τα κατά μήκος όρια του πλαισίου της να είναι παράλληλα στον διαμήκη άξονα του οχήματος). Καθώς το αυτοκίνητο κινείται, η επιφάνεια του δρόμου φωτογραφίζεται με σταθερή ταχύτητα (certan exposure) και τα διάφορα σημεία ή ανωμαλίες στην επιφάνεια του εμφανίζονται στην εικόνα σαν γραμμές. Οταν ο τροχός τρέχει με εγκάρσια ολίσθηση (π.χ όταν ο δρόμος παρουσιάζει κλίση στην εγκάρσια διεύθυνση ) οι γραμμές που εμφανίζονται στην φωτογραφία έχουν μετατοπιστεί σε σχέση με τα όρια της κατά μια σταθερή γωνία ίση με την γωνία ολίσθησης του ελαστικού.

Για να βρούμε τις γωνίες ολίσθησης των αξόνων κατά τη διάρκεια ομοιόμορφης κυκλικής κίνησης του οχήματος (που όπως αναφέραμε οι γωνίες ολίσθησης παραμένουν σταθερές), μία δεξαμενή με δύο σωλήνες συνδέεται με το όχημα. Οι άκρες των σωλήνων είναι τοποθετημένες σε σημεία στο μέσο των τροχών του οχήματος και κοντά στον δρόμο. Η δεξαμενή γεμίζεται με χρωματισμένο νερό και αέρα πίεσης 0.2 - 0.3 (MN/m2). Οταν κινείται κυκλικά, η στρόφιγγα της δεξαμενής ανοίγει και το νερό φεύγει από τους σωλήνες υπό πίεση, σχεδιάζοντας δυο καμπύλες περιφέρειες στην επιφάνεια του δρόμου. Η καμπύλη ακτίνας R1 (Σχήμα 6.2.17) δείχνει την κίνηση του μπροστινού άξονα, ενώ η καμπύλη R δείχνει την κίνηση του πίσω άξονα. Εάν η ταχύτητα είναι μικρή η ολίσθηση στην εγκάρσια διεύθυνση μπορεί να αγνοηθεί και συνεπώς η υπόθεση πως τα λάστιχα του οχήματος είναι άκαμπτα σε αυτήν την διεύθυνση μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι σωστή. Μετά την μέτρηση της ακτίνας R1 και R βρίσκουμε την τιμή της "μέσης γωνίας" θ, που εκφράζει την στροφή των κατευθυντήριων τροχών και δίνεται από την εξίσωση:

1R

R1R

RL

sin−

==θ (6.2.26)

Στην συνέχεια η δοκιμή επαναλαμβάνεται με τους κατευθυντήριους τροχούς στην

ίδια θέση αλλά με μεγαλύτερη ταχύτητα.

Page 323: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ 6.33

Σχήμα 6.2.17 Μετατόπιση του κέντρου της στροφής από το Ο, εξαιτίας της εγκάρσιας

Λόγω της ολίσθησης στην εγκάρσια διεύθυνση η ακτίνα των εγγεγραμένων πε

Υψώνοντας την τελευταία εξίσωση στο τετράγωνο και λύνοντας το συστημα αυτής και

παραμόρφωσης των ελασικών, δηλαδή των γωνιών ολίσθησης.

ριφερειών αλλάζει και γίνεται R1el και R2el, όπως φαίνεται στο Σχήμα 6.2.17, όπου το κέντρο των περιφερειών έχει μετατεθεί από το σημείο Ο στο Ο1. Από τα ορθογώνια τρίγωνα O1CA και O2CB προκύπτει ότι:

)1sin(θ1elRL2sinδ2elR

)2δ2sin(12

1elR)]2(θ2sin[121elR

2cosδ2elR)1cos(θ1elR

δ

δ

δ

−−=

⇔−=−−

⇔=−

της πρώτης έχουμε:

1el

2el2

1el2

1 2LR )R-R(L )δ-sin(θ

2+= (6.2.27)

Page 324: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

6.34 ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ

2el

2el2

1el2

2 2LR )R-R(L sinδ

2−= (6.2.28)

Γνωρίζοντας την γωνία θ από την σχέση (6.2.25) οι γω 1 2υπ

Εάν οι γωνίες θ, δ1 και δ2 υποτεθούν μικρές, η μέση ακτμε

νίες ολίσθησης δ και δ ολογίζονται απο τις δύο τελευταίες εξισώσεις. Ας συγκρίνουμε τώρα την κατευθυντικότητα ενός οχήματος με άκαμπτα ελαστικά

και ενός οχήματος με ελαστικά που παραμορφώνονται στην εγκάρσια διεύθυνση. Για τον λόγο αυτό υπολογίζουμε την ακτίνα στροφής του μέσου σημείου του πίσω άξονα, με ελαστικά και με άκαμπτα λάστιχα. Σύμφωνα με το Σχήμα 6.2.17 θα είναι :

2elR)1tan(elRL δδθ +−= (6.2.29)

ίνα προκύπτει ότι είναι ίση

12

L

2tan)1tan(L

elRδδθδδθ −+

≈+−

= (6.2.30)

Για ένα όχημα με άκαμπτα λάστιχα στην εγκάρσια διεύθυνση θα ισχύει

021 == δδ

Οπότε

θθL

tanL

R ≈= (6.2.31)

Δηλαδή, εάν η τροχιά της κίνησης αυτοκινήτου με άκαμπτα λάστιχα εξαρτάται μόνο από την γωνία στροφής των κατευθυντήριων τροχών, σε αυτοκίνητο με λάστιχα που παραμορφώνονται στην εγκάρσια διεύθυνση εξαρτάται και από τις γωνίες ολίσθησης. Ενα όχημα με εύκαμπτα λάστιχα είναι δυνατό να κινηθεί κυκλικά υπό την επίδραση της εγκάρσιας δύναμης ακόμα και όταν οι κατευθυντήριοι τροχοί βρίσκονται στην ουδέτερη θέση και συνεπώς η γωνία θ είναι ίση με μηδέν.

Η ικανότητα ενός αυτοκινήτου να στρίβει (turnability) χαρακτηρίζεται ως η ιδιότητα ενός οχήματος με εύκαμπτα λάστιχα να μην εκτρέπεται, λόγω της ολίσθησης στην εγκάρσια διεύθυνση από την διεύθυνση της τροχιάς του και εξαρτάται από την διεύθυνση των κατευθυντήριων τροχών του.

Page 325: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ 6.35

Bδ2 δi.s δ2 δ1 δi.s Α Α

δ1

Β δ1 = δ2 = δi.s

Σχήμα 6.2.18 Στροφή οχήματος (α) με μη παραμορφώσιμα λάστιχα στην εγκάρσια διεύθυνση

και (β) με παράμορφώσιμα λάστιχα

Οταν οι γωνίες ολίσθησης του μπροστινού και του πίσω άξονα είναι ίσες, η ικανότητα στροφής του οχήματος (turnability) είναι γνωστή ως "ουδέτερη". Παρ'όλο που στην συγκεκριμένη περίπτωση η ακτίνα R=Rel προκύπτει από την εξίσωση (6.2.29) ότι δηλαδή η τροχιά της κίνησης ενός οχήματος με άκαμπτα λάστιχα δεν συμπίπτει με την τροχιά οχήματος με "ουδέτερη" ικανότητα στροφής (όπου δ2=δ1 γιατί τα κέντρα της περιστροφής βρίσκονται σε διαφορετικές θέσεις. Στο Σχήμα 6.2.18(α) φαίνεται η τροχιά του κέντρου βάρους αυτοκινήτου με άκαμπτα (σημείο Ο) και εύκαμπτα λάστιχα (σημείο Ο1). Οταν η εγκάρσια δύναμη δρα στο όχημα με τα δύκαμπτα λάστιχα η κατεύθυνση της κίνησης του οχήματος διατηρείται μέχρι εώς ότου η τιμή της φτάσει την τιμή της δύναμης πρόσφυσης. Ενα αυτοκίνητο του οποίου τα λάστιχα είναι ελαστικά, δηλαδή παραμορφώνονται στην εγκάρσια διεύθυνση και που έχει "ουδέτερη" ικανότητα στροφής, κινείται βεβαίως επί της τροχιάς του, αλλά σε μία γωνία δ1.s ως προς την διεύθυνση A-A (Σχήμα 6.2.18 (β)), π.χ. επι της ευθείας B-B. Για να κινηθεί στην διεύθυνση της ευθείας A-A, ο οδηγός πρέπει να στρίψει το όχημα έτσι ώστε ο κατά μήκος άξονας του να Σχήματίζει γωνία δ1.s με την A-A.

Εάν η γωνία δ1 > δ2 τότε η ακτίνα Rel > R και για να κινηθεί ένα όχημα με ελαστικά λάστιχα πάνω σε μία καμπύλη ακτίνας R, οι κατευθυντήριοι τροχοί πρέπει να στρίψουν κατά μία γωνία μεγαλύτερη από ότι στην περίπτωση των άκαμπτων ελαστικών. Σε αυτήν την περίπτωση η ικανότητα στροφής του οχήματος καλείται

Page 326: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

6.36 ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ

"ανεπαρκής". Οταν ένα αυτοκίνητο με ανεπαρκή ικανότητα στροφής κινείται επί ευθείας,ο μπροστινός άξονας του οχήματος αρχίζει να κινείται υπό την επίδραση της φυγόκεντρης δύναμης (Σχήμα 6.2.19(a)) Σχήματίζοντας γωνία δ1 με την διεύθυνση της κίνησης, ενώ ο πίσω άξονας σε μία γωνία δ2. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα το όχημα να κινείται σε καμπύλο τόξο πορ'όλο που οι κατευθυντήριοι τροχοί βρίσκονται στην ουδέτερη (ευθεία) θέση. Το κέντρο της περιστροφής είναι το σημείο Οι Η περιστροφή αυτή δημιουργεί μία φυγόκεντρο δύναμη της οποίας η εγκάρσια συνιστώσα Pcy είναι αντίθετης φοράς από την Py, μειώνοντας έτσι την συνεπαγόμενη εγκάρσια δύναμη και την εγκάρσια ολίσθηση των τροχών. Γι' αυτόν τον λόγο ένα όχημα με "ανεπαρκή" ικανότητα στροφής διατηρεί την ευθεία κατεύθυνση όταν κινείται.

Εαν η γωνία δ1 < δ2 και η ακτίνα Rel < R τότε ένα όχημα με ελαστικά λάστιχα, για να κινηθεί πάνω σε κυκλική τροχιά ακτίνας R, οι κατευθυντήριοι τροχοί πρέπει να στρίψουν κατα μία γωνία μικρότερη από ότι ένα όχημα με δύκαμπτα λάστιχα. Στην περίπτωση αυτή η ικανότητα στροφής καλείται "υπερβολική". Οταν σε ένα όχημα με υπερβολική ικανότητα στροφής εφαρμοσθεί εγκάρσια δύναμη σε ευθύγραμμη κίνηση θα ακολουθήσει επίσης καμπύλη τροχιά (Σχήμα 6.2.19β). Η εγκάρσια συνιστώσα της δύναμης Pcy έχει την ίδια φορά με την εγκάρσια δύναμη Py. Ετσι τείνει να αυξηθεί η εγκάρσια ολίσθηση και άρα η ακτίνα της περιστροφής μικραίνει οπότε το μέτρο της εγκάρσιας δύναμης αυξάνεται και έτσι η εγκάρσια ολίσθηση αυξάνει κτλ. Εάν ο οδηγός δεν καταφέρει να στρίψει έγκαιρα τους τροχούς στην απαιτούμενη διεύθυνση η φυγόκεντρος δύναμη μπορεί να μεγαλώσει τόσο πολύ ωστε το όχημα να ολισθήσει και να ανατραπεί.

Απο τα παραπάνω προκύπτει ότι ένα όχημα με "ανεπαρκή" ικανότητα στροφής είναι πιο σταθερό και διατηρεί την κατεύθυνση της κίνησης καλύτερα από ένα όχημα με "υπερβολική" ικανότητα στροφής. Εξάλου ένα όχημα με "υπερβολική" ικανότητα στροφής είναι πολύ πιθανό να βρεθεί εκτός ελέγχου. Για να εξηγήσουμε όλα τα παραπάνω ας εκτιμήσουμε την γωνία στροφής των κατευθυντήριων τροχών,σε (rad), από την εξίσωση (6.2.29) είναι

)12(δelRL

θ δ−−= (6.2.31)

Οι γωνίες ολίσθησης δ1 και δ2 είναι ανάλογες προς τις εγκάρσιες δυνάμεις Py1 και Py2 οι οποίες κατά την περιστροφή είναι ανάλογες με το τετράγωνο της ταχύτητας V του οχήματος

(6.2.33)(l.s)2kelR

2V2M

(l.s)2ky2P

(6.2.32)(l.s)1kelR

2V1M

(l.s)1ky1P

==

==

kl.s1και kl.s2 είναι οι σταθερές αντίστασης στην πλάγια ολίσθηση του μπροστινού και του πίσω άξονα αντίστοιχα, σε kN/rad.

Οταν η ταχύτητα του οχήματος αυξάνεται οι γωνίες ολίσθησης αυξάνουν και συνήθως η τιμή της γωνίας δ2 μεγαλώνει πιο γρήγορα απότην τιμή της δ1. Το γεγονός αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να μειώνεται το δεξιό μέλος της εξίσωσης

Page 327: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ 6.37

(6.2.31), που γίνεται ίσο με το μηδέν όταν το μέτρο της ταχύτητας φτάσει την τιμή της κρίσιμης ταχύτητας Vl.s. Σε αυτή την ταχύτητα το όχημα κινείται σε μία καμπυλόγραμμη τροχιά παρ'όλο που οι κατευθυντήριοι τροχοί είναι στην ουδέτερη θέση. Εάν η ταχύτητα του οχήματος υπερβεί την κρίσιμη ταχύτητα Vl.s η διαφορά γίνεται : (δ2–δ1) > (L /Rel) και η γωνία Θ γίνεται αρνητική. Αυτό σημαίνει ότι οι τροχοί πρέπει να είναι στραμμένοι αριστερά για να γυρίσει το όχημα δεξιά και αντιστρόφως. Ετσι ένα όχημα με υπερβολική ικανότητα στροφής θα βγεί εκτός ελέγχου αν η ταχύτητα του υπερβεί την Vl.s.

Ο1

δ1 PcPy δ2 Pcy δ1

δ2 Pc PyPcy

δ1 > δ2 δ1 < δ2

Ο1

Σχήμα 6.2.19 Γωνίες ολίσθησης μπροστά και πίσω άξονα οχήματος

Για να υπολογίσουμε την ταχύτητα αυτή εξισώνουμε την γωνία θ=0 και εισάγουμε στην εξίσωση (6.2.31) την διαφορά δ2–δ1 που βρίσκεται από τις εξισώσεις (6.2.32) και (6.2.33)

elRL

elR

2V)

(l.s)1k1M

(l.s)2k2M

(12 =−=−δδ

Οπότε η κρίσιμη ταχύτητα, σε m/sec, είναι

Page 328: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

6.38 ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ

(l.s)1k1M

(l.s)2k2M

Ll.sV

= (6.2.34)

Οπως φαίνεται από την παραπάνω σχέση σε ένα όχημα με ανεπαρκή ή ουδέτερη ικανότητα στροφής (turnability), δεν υπολογίζεται η κρίσιμη ταχύτητα Vl.s, γιατί στην πρώτη περίπτωση η ρίζα έχει αρνητική τιμή, αφού δ1>δ2 και συνεπώς η ταχύτητα έχει φανταστική τιμή και είναι άπειρη όταν δ1=δ2.

Για να εξασφαλισθεί ανεπαρκής ικανότητα στροφής σε ένα αυτοκίνητο, η πίεση στα μπροστινά λάστιχα είναι κατά λίγο μειωμένη σε σχέση με τα πίσω λάστιχα. Ετσι μειώνεται η τιμή του συντελεστή kl.s1. Το κέντρο βάρους του αυτοκινήτου είναι ελαφρά τοποθετημένο προς τον εμπρόσθιο άξονα και έτσι αυξάνεται η συνιστώσα της φυγόκεντρης δύναμης που δρα στους κατευθυντήριους τροχούς.

Μία αισθητή επίδραση στην κατευθυντικότητα επέρχεται από την εγκάρσια στροφή του αμαξώματος του οχήματος, που είναι δυνατόν να προκαλέσει στροφή του άξονα του οχήματος στο οριζόντιο επίπεδο ή να αλλάξει την κλίση των κατευθυντήριων τροχών.

Το Σχήμα 6.2.20 δείχνει τον πίσω άξονα ενός οχήματος με αναρτήσεις με φύλλα σούστας, να εκτελεί δεξιόστροφη στροφή. Τα μπροστινά άκρα των ελατηρίων είναι συνδεδεμένα με το αμάξωμα με συνηθισμένες αρθρώσεις και τα πίσω άκρα με άγκιστρα (σκουλαρίκια). Καθώς τα ελατήρια κάμπτονται, ο πίσω άξονας κινείται σε ένα τόξο M-M, του ποίου ο άξονας περιστροφής είναι γύρω από την άρθρωση. Η εγκάρσια δύναμη Pby προκαλεί την κλίση του αμαξώματος συμπιέζοντας τα ελατήρια προς την μία πλευρά (Σχήμα 6.2.20) και επιμηκύνοντας τα από την αντίθετη πλευρά. Το αριστερό ελατήριο συμπιέζει τους άξονες, τον πίσω άξονα προς τα πίσω (σημείο Α),ενώ συγχρόνως το επιμηκυνόμενο δεξιό ελλατήριο μετατοπίζει τον άξονα προς τα μπροστά (σημείο Β). Σαν αποτέλεσμα των παραπάνω ο πίσω άξονας περιστρέφεται στο οριζόντιο επίπεδο όπως φαίνεται με τις διακεκομένες γραμμές. Ετσι μειώνεται η ακτίνα της στροφής και ισοδύναμα αυξάνεται η τάση του οχήματος προς την υπερστροφή. Εάν το μπροστινό άκρο του ελατηρίου είναι συνδεδεμένο με το αμάξωμα με άρθρωση, ενώ το πίσω άκρο με άγκιστρο είναι πιθανόν να αυξηθεί η "ανεπαρκής" ικανότητα στροφής του οχήματος.

Page 329: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ 6.39

Σχήμα 6.2.20 Συμπεριφορά της πίσω ανάρτησης οχήματος όταν το όχημα στρίβει εξαιτίας

της φυγόκεντρης επιτάχυνσης του αμαξώματος.

Η επίδραση της κατακόρυφης κλίσης των τροχών (camber) στην κατευθυντικότητα ενός οχήματος είναι δυνατόν να προσδιοριστεί κατά το φαινόμενο της εγκάρσιας ολίσθησης. Η γωνία ολίσθησης λόγω του camber είναι ευθέως ανάλογη με την γωνία camber acam. Μία μοίρα κλίσης του camber αυξάνει τις γωνίες ολίσθησης κατά μέσο όρο περίπου 10-15'.

Σε οχήματα με αναρτήσεις που το φορτίο παραλαμβάνουν τα ελατήρια, η γωνία camber των τροχών δύσκολα αλλάζει και η ολίσθηση των τροχών οφείλεται αποκλειστικά στην επίδραση της εγκάρσιας δύναμης. Σε οχήματα όμως με ανεξάρτητες αναρτήσεις η γωνία camber των τροχών ποικίλει σε μία ευρεία περιοχή. Για παράδειγμα στην περίπτωση αναρτήσεων δυο διασταυρούμενων βραχιόνων (Σχήμα 6.2.7) η κλίση στην εγκάρσια διεύθυνση του αμαξώματος προκαλεί την αύξηση της της κλίσης των κατευθυντήριων τροχών στην διεύθυνση της εγκάρσιας δύναμης και έτσι αυξάνεται η ολίσθηση του οχήματος. Η απαιτούμενη ικανότητα

Page 330: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

6.40 ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ

στροφής ενός οχήματος μπορεί να εξασφαλιστεί χρησιμοποιώντας ειδικά χαρακτηριστικά του σχεδιασμού αναρτήσεων. 6.2.9 Σχέσεις μεταξύ των γωνιών στροφής των κατευθυντήριων τροχών

Οταν ένα όχημα στρίβει, τα διανύσματα των ταχυτήτων των τροχών που εφαρμόζονται στα κέντρα όλων των τροχών, είναι κάθετα στην ακτίνα που ξεκινά από το κέντρο περιστροφής Ο, όπως φαίνεται στο Σχήμα 6.2.18(a). Σε όχημα με λάστιχα άκαμπτα στην εγκάρσια διεύθυνση, τα διανύματα αυτά των ταχυτήτων, βρίσκονται στο μεσοκάθετο επίπεδο του κάθε τροχού. Η προέκταση της ευθείας που περνάει από τον πίσω άξονα, περνά από το κέντρο περιστροφής Ο. Η σχέση μεταξύ των γωνιών στροφής του εξωτερικού τροχού θout και του εσωτερικού θins υπολογίζεται από τα τρίγωνα OAC και OCD:

LOAcot,

LOCcot insout == θθ (6.2.35)

Αφαιρώντας κατά μέλη τις δυο παραπάνω εξισώσεις παίρνουμε:

LL

LOAOCcotcot pin

insout =−

=− θθ (6.2.36)

όπου Lpin είναι η απόσταση μεταξύ των "βασιλικών πείρων", τους άξονες γύρω από τους οποίους περιστρέφονται οι κατευθυντήριοι τροχοί όταν το όχημα στρίβει, προσεγγιστικά ίση με την απόσταση μεταξύ των κατευθυντήριων τροχών σε (m).

Από την εξίσωση (6.2.36) προκύπτει ότι οι γωνίες θins και θout δέν είναι ίσες. Ο εσωτερικός τροχός στρίβει κατά μία μεγαλύτερη γωνία από τον εξωτερικό. Οι κατευθυντήριοι τροχοί κατά την διάρκεια της κίνησης ενός οχήματος στρίβουν κατά διάφορες γωνίες, οι οποίες δεν μπορούν να ικανοποιούν πάντα ακριβώς την σχέση (6.2.36). Γι αυτό ο μηχανισμός οδήγησης σχεδιάζεται έτσι ώστε να ικανοποιεί την συνθήκη (6.2.36) μόνον σε πολύ μεγάλες γωνίες στροφής που συναντώνται συχνότερα στην πράξη. Για γωνίες στροφής μεταξύ 12-15 μοιρών θεωρείται ότι και οι δύο τροχοί κυλίονται προσεγγιστικά με τις ίδιες γωνίες. Η υπόθεση αυτή επιτρέπει να χρησιμοποιείται στους υπολογισμούς η μέση γωνία θ, αντί για τις θins και θout.

Εάν θεωρηθεί ότι τα ελαστικά του αυτοκινήτου παραμορφώνονται στην εγκάρσια διεύθυνση, τα διανύσματα των ταχυτήτων των τροχών δεν βρίσκονται επί των μεσοκάθετων επιπέδων που τέμνουν τους τροχούς, αλλά Σχήματίζουν κάποια γωνία με αυτά. Το κέντρο περιστροφής O1, που βρίσκεται στο σημείο τομής των ευθειών που είναι κάθετες στα διανύσματα της ταχύτητας του εξωτερικού και εσωτερικού τροχού αντίστοιχα (που δεν είναι παράλληλα μεταξύ τους), δεν συμπίπτει με το σημείο Ο. Η σχέση μεταξύ των γωνιών στροφής των κατευθυντήριων τροχών,που πρέπει να ικανοποιείται για την κύλισή τους χωρίς πλάγια ολίσθηση γίνεται:

2

1

1

2

2

22

2

V)kM

kM(L

)Vk

ML(Lcotcot

s.ls.l

s.lpin

insout

−−

−=− θθ (6.2.37)

Page 331: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ 6.41

Συγκρίνοντας τις εξισώσεις (6.2.36) και (6.2.37) προκύπτει ότι η γωνία θout διαφέρει λιγότερο από την θins όταν το αυτοκίνητο έχει εύκαμπτα λάστιχα, από ότι σε αυτοκίνητο με άκαμπτα λάστιχα στην εγκάρσια διεύθυνση. Αυτό σημαίνει ότι η γεωμετρία του μηχανισμού του συστήματος διεύθυνσης (steering gear) είναι περίπου κοντά στο τετράγωνο. Εξάλου, όπως φαίνεται καθαρά από τις παραπάνω εξισώσεις μεγαλύτερη ταχύτητα αλλάζει την σχέση των γωνιών στροφής των κατευθυντήριων τροχών. Το πρόβλημα αυτό μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με αυτόματη ρύθμιση του συστήματος διεύθυνσης πράγμα που οπωσδήποτε περιπλέκει τον σχεδιασμό του. 6.2.10 Ταλαντώσεις των κατευθυντήριων τροχών

Καθώς το όχημα κινείται, οι κατευθυντήριοι τροχοί με τον μπροστινό άξονα ταλαντώνονται σε κατακόρυφο επίπεδο ενώ με τον μηχανισμό διεύθυνσης, γύρω από τους "βασιλικούς πείρους" σε ένα οριζόντιο επίπεδο. Οι γωνιακές ταλαντώσεις (wooble) των κατευθυντήριων τροχών δεν είναι επιτρεπτές, διότι η παραλαβή των εναλλασόμενων δυναμικών φορτίων και το μεγάλο εύρος των ταλαντώσεων από τον μηχανισμό κίνησης και διεύθυνσης του οχήματος, είναι πολύ πιθανό να προκαλέσει απώλεια του ελέγχου. Οι σταθερές ταλαντώσεις των τροχών π.χ αυτές που συνεχώς επαναλαμβάνονται (αυτοδιεγειρόμενες) είναι ιδιαίτερα επικίνδυνες.

Οταν παρουσιασθεί μία εγκάρσια γωνιακή ταλάντωση του μπροστινού άξονα, οι κατευθυντήριοι τροχοί παρουσιάζουν μια κλίση και συγχρόνως μετατοπίζονται στο κατακόρυφο επίπεδο. Η αλλαγή στην θέση του άξονα που συνδέει τους κατευθυντήριους τροχούς, παράγει μία γυροσκοπική ροπή Μg΄ που τους περιστρέφει γύρω από τους "βασιλικούς πείρους" στο οριζόντιο επίπεδο συμπιέζοντας έτσι τα ελατήρια και τους αρμούς σύνδεσης των μελών του μηχανισμού διεύθυνσης. Οταν περιστρέφονται οι τροχοί εμφανίζεται άλλη μία γυροσκοπική ροπή Μ΄΄g, η οποία δρα σε κατακόρυφο επίπεδο και τείνει να αυξήσει τις γωνιακές ταλαντώσεις του άξονα και την κλίση των τροχών. Ετσι οι γωνιακές ταλαντώσεις του μπροστινού άξονα προκαλούν γωνιακές ταλαντώσεις των τροχών στην εγκάρσια διεύθυνση (woobles), που με τη σειρά τους αυξάνουν τις γωνιακές ταλαντώσεις του άξονα.

Και τα δύο συστήματα ταλαντώσεων είναι αλληλένδετα, δηλαδή οι ταλαντώσεις του μπροστινού άξονα και των κατευθυντήριων τροχών είναι αυστηρά συνδεμένες : εάν π.χ. ο αριστερός τροχός μετατοπιστεί προς τα επάνω στρέφεται ταυτόχρονα προς τα δεξιά, εάν μετατοπιστεί προς τα κάτω στρέφεται την ίδια στιγμή αριστερά. Αρα αν ο αριστερός τροχός αναπηδήσει στην διάρκεια της γωνιακής ταλάντωσης του άξονα, ο δεξιός τροχός συμπιέζεται με μεγαλύτερη δύναμη στον δρόμο και ό άξονας αποκτά μία κλίση προς τα δεξιά. Οι ταλαντώσεις αυτές ειναι εσωτερικές και εξαρτώνται μόνον από τις παραμέτρους του συστήματος (προδιαγραφές των ελαστικών στοιχείων, ροπές αδράνειας, μάζες κλπ). Οταν ένα όχημα κινείται, οι εσωτερικές ταλαντώσεις του μπορεί επίσης να αναμένονται από τις εξαναγκασμένες ταλαντώσεις που οφείλονται στην περιοδική δράση μίας δύναμης διαταραχής. Τέτοια δύναμη μπορεί για παράδειγμα να εμφανιστεί εξαιτίας της αζυγοσταθμίας των τροχών.

Η πιό ανεπιθύμητη περίπτωση αζυγοσταθμίας είναι όταν οι τροχοί κατεύθυνσης έιναι αζυγοστάθμητοι και τα αζυγοστάθμητα μέρη βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο αλλά στις αντίθετες πλευρές του άξονα γύρω από τον οποίο περιστρέφονται οι τροχοί. Σε αυτήν την περίπτωση οι ροπές στρέψης που εφαρμόζονται στον τροχό μεγαλώνουν και συνεπώς οι γωνιακές ταλαντώσεις μεγαλώνουν επικίνδυνα.

Page 332: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

6.42 ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ

Τέτοιες δυνάμεις διαταραχής εμφανίζονται επίσης όταν ο τροχός συναντά ανωμαλίες του δρόμου που μπορεί να εμφανίζονται σε περιοδικά χρονικά διαστήματα. Αν ένα όχημα τρέχει σε ανώμαλο δρόμο οι συχνότητες των εξαναγκασμένων (εξωτερικών) ταλαντώσεων και των εσωτερικών ταλαντώσεων του οχήματος, σε μία καθορισμένη ταχύτητα θα γίνονται ίδιες, με αποτέλεσμα να εμφανίζεται συντονισμός που αυξάνει το εύρος των ταλαντώσεων και ο οδηγός πρέπει τότε να μειώσει την ταχύτητα.

Οι γωνιακές ταλαντώσεις των τροχών κατεύθυνσης μπορεί επίσης να οφείλονται στην μικτή (διπλή) σύνδεση τους με το αμάξωμα του οχήματος (σε συνδυασμό με το είδος των αναρτήσεων του οχήματος). Οταν το φύλλο σούστας (2) όπως στο Σχήμα 6.2.21(a) συνδέεται με το πλαίσιο με την απλή άρθρωση (5) και με την διπλή άρθρωση (4), ο εμπρόσθιος άξονας κινείται πάνω στο τόξο ΜΜ γύρω από την άρθρωση (5). Το εμπρός άκρο του μοχλού (3) που περιστρέφεται γύρω από το ζυγό (4) διαγράφει τόξο ΝΝ. Τα τόξα ΜΜ και ΝΝ αποκλίνουν και έτσι οι τροχοί κινούνται σε κατακόρυφο επίπεδο και στρέφονται γύρω από τους βασιλικούς πείρους, πράγμα που εμποδίζει τον καλό έλεγχο του αυτοκινήτου και κουράζει τον οδηγό. Για να μειωθούν οι γωνιακές ταλαντώσεις του τροχού ο εμπρόσθιος άξονας και το εμπρός άκρο του μοχλού (3) πρέπει να πλησιάσουν όσο το δυνατόν πιό πολύ. Ετσι στο Σχήμα 6.2.21(b) φαίνεται ότι το εμπρός άκρο του ελατηρίου έχει συνδεθεί με το πλαίσιο με διπλή άρθρωση και το πίσω με απλή άρθρωση ή ότι ο μηχανισμός διεύθυνσης τοποθετείται πιο μπροστά από τον άξονα, όπως φαίνεται στο Σχήμα 6.2.21(c).

(a) (b) (c)

N

NN

N

N

NM

M

M

MM

M

5

3

4

5 4

3 2 1

5

4 1

Σχήμα 6.2.21 Μείωση των γωνιακών ταλαντώσεων των τροχών τροποποιώντας την γεωμετρία της ανάρτησης

6.2.11 Σταθεροποίηση των κατευθυντήριων τροχών

Σταθεροποίηση των κατευθυντήριων τροχών ενός οχήματος ονομάζεται η ιδιότητα τους να διατηρούν την ουδέτερη ευθεία θέση τους και να την επανακτούν μετά το πέρας μίας στροφής αυτόματα. Η οδήγηση ενός οχήματος χωρίς επαρκή σταθεροποίηση των κατευθυντήριων τροχών είναι δύσκολη και κουραστική, αφού ο

Page 333: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ 6.43

οδηγός είναι αναγκασμένος να διορθώνει συνέχεια την πορεία του, που διαρκώς τείνει να ξεφύγει από την ευθεία. Οι διορθώσεις αυτές εκτός του ότι κουράζουν τον οδηγό, φθείρουν τα λάστιχα και τον μηχανισμό οδήγησης. Σε ένα σωστά σταθεροποιημένο όχημα οι τροχοί διατηρούν την ουδέτερη θέση τους και το όχημα κινείται επ'ευθείας ακόμα και όταν ο οδηγός αφήσει το τιμόνι. Ακόμα, όταν ένα σωστά σταθεροποιημένο όχημα εγκαταλείπει μία στροφή οι τροχοί επανακτούν την ουδέτερη θέση τους χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια από τον οδηγό. Ετσι ο κίνδυνος ανατροπής μειώνεται σε στροφές με μικρή ακτίνα και η οδήγηση είναι άνετη.

Η μέθοδος σταθεροποίησης των τροχών κατεύθυνσης είναι εξαιρετικά πολύπλοκη. Είναι δύσκολο να ερευνήσουμε την σταθεροποίηση ειδικά κατά την διάρκεια της κίνησης ενός οχήματος, γιατί είναι σχεδόν αδύνατο να υπολογισθούν αναλυτικά οι συχνότητες και οι τιμές των δυνάμεων που προέρχονται από τις ανωμαλίες του δρόμου που παραλαμβάνονται από τους τροχούς.

Στη συνέχεια θα μελετηθεί η σταθεροποίηση των κατευθυντήριων τροχών όταν ένα όχημα εγκαταλείπει μία στροφή. Το μέτρο σταθεροποίησης εδώ είναι η γωνιακή ταχύτητα του τροχού καθώς αυτός επανέρχεται στην ουδέτερη θέση. Στα πειράματα καθώς το αυτοκίνητο κινείται ομοιόμορφα πάνω σε τροχιά καμπύλου τόξου, ο οδηγός επαναφέρει τους κατευθυντήριους τροχούς στην ουδέτερη θέση. Η αλλαγή στην γωνία θs.w του κατευθυντήριου τροχού συναρτήσει του χρόνου καταγράφεται από ειδικό καταγραφικό μηχάνημα. Οσο μεγαλύτερη είναι η γωνιακή ταχύτητα των κατευθυντήριων τροχών καθώς αυτοί επανακτούν την ουδέτερη θέση τους, τόσο καλύτερα μπορούν να σταθεροποιηθούν.

Ψr

Sr1 Pby1

Gb

Pfry1

Gfr1 0.5B 0.5B

Roll Center

hr

hr1

O Zlins Zlout

Page 334: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

6.44 ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ

Σχήμα 6.2.23 Δυνάμεις που εξασκούνται στους κατευθυντήριους τροχούς από τον δρόμο

Η ταχύτητα επαναφοράς των τροχών εξαρτάται από την σταθεροποιητική ροπή

που δημιουργείται εξαιτίας των αντιδράσεων του δρόμου και της κλίσης των "βασιλικών πείρων" (king pins) καθώς επίσης και της ελαστικότητας των ελαστικών στην εγκάρσια διεύθυνση.

Ας υπολογίσουμε τις αντιδράσεις του δρόμου που δρούν στους κατευθυντήριους τροχούς. Καθώς ένα αυτοκίνητο κινείται σε οριζόντιο δρόμο και στρίβει, στο μπροστινό του μέρος ασκούνται οι φυγόκεντρες δυνάμεις των μαζών που υποστηρίζονται από τις αναρτήσεις Pby1 και των αναρτημένων μαζών Pfry1, όπως φαίνεται στο Σχήμα 6.2.23. Η εξίσωση των ροπών όλων των δυνάμεων περί το σημείο Ο, θα είναι:

11211111 50 rbrrbyfryinsout SG)hh(PRPB.)ZZ( +++=− (6.2.38) Θεωρώντας μικρή τιμή της ροπής Pfry1 και λαμβάνοντας υπόψη τις σχέσεις

(6.2.20) και (6.2.21), θα είναι:

1111150 hPc)ZZ(. byr.anginsout +=− ψ (6.2.39) όπου cang1 είναι η "γωνιακή δυσκαμψία" (angular rigidity), των πίσω αναρτήσεων, σε (Nm/rad).

Εάν το αμάξωμα του οχήματος δεν επηρεάζει τις γωνίες στροφής των αξόνων, τότε οι γωνίες του μπροστινού και πίσω άξονα είναι περίπου ίσες. Για το πίσω μέρος ισχύει:

2222250 hPcB)ZZ(. byr.anginsout +=− ψ (6.2.40) Η αύξηση στις συνηθισμένες αντιδράσεις που δρούν σε κάθε τροχό στον

εμπρόσθιο και οπίσθιο άξονα του οχήματος είναι:

BhPc

ZZZ

BhPc

ZZZ

byranginsout

byranginsout

222.222

111.111

)(5.0

)(5.0

+=−=Δ

+=−=Δ

ψ

ψ

(6.2.41)

(6.2.42)

Οι αντιδράσεις στους τροχούς είναι:

222222

111111

5.0,5.05.0,5.0

ZGZZGZZGZZGZ

insout

insout

Δ−=Δ+=Δ−=Δ+=

Οι αντιδράσεις αυτές είναι ανάλογες με την εγκάρσια δύναμη Bby η οποία σε περιστροφή είναι ανάλογη με την γωνία θ. Γι' αυτό το λόγο οι αντιδράσεις για μικρές γωνίες θ π.χ. κίνηση του οχήματος σε καμπύλες με σχετικά μεγάλη ακτίνα καμπυλότητας, μπορούν να θεωρηθούν ως γραμμικές συναρτήσεις της γωνίας στροφής των τροχών κατεύθυνσης θ. Οταν ένα όχημα εκτελεί ομοιόμορφη κίνηση η εφαπτομενική αντίδραση του δρόμου X, εκφράζει την δύναμη αντίστασης στην

Page 335: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ 6.45

κύλιση του τροχού και είναι ίση με το γινόμενο fεZ1 (όπου f ο συντελεστής τριβής του δρόμου).

Το άθροισμα των εγκάρσιων αντιδράσεων του δρόμου και στους δύο μπροστινούς τροχούς είναι ίσο με την δύναμη Py1. Αν η επίδραση του κατακόρυφου φορτίου είναι αμελητέα, μπορούμε να υποθέσουμε ότι η δυσκαμψία των ελαστικών και των δύο μπροστινών τροχών είναι ίδια στην εγκάρσια διεύθυνση. Οι εγκάρσιες παραμορφώσεις είναι επίσης ίσες γιατί οι τροχοί είναι σταθερά συνδεδεμένοι με τον άξονα.

Αρα, οι δυνάμεις στην εγκάρσια διεύθυνση και οι αντιδράσεις του δρόμου που παραλαμβάνονται από τον κάθε μπροστινό τροχό είναι περίπου ίσες. Αν υποτεθεί ότι η δύναμη στην εγκάρσια διεύθυνση μοιράζεται εξίσου στους δύο μπροστινούς τροχούς, ισχύει:

LVMP

YY yinsout 22

211

11θ

=== (6.2.43)

όπου Y1out και Y1ins είναι οι εγκάρσιες αντιδράσεις του δρόμου που δρουν στον εξωτερικό και εσωτερικό τροχό αντίστοιχα. Η δύναμη Py1 είναι ανάλογη της γωνίας θ και άρα και οι δυνάμεις Y1ins και Y1out είναι ανάλογες της γωνίας θ.

Αν οι τιμές όλων των αντιδράσεων είναι γνωστές η σταθεροποιητική ροπή είναι δυνατό να υπολογισθεί. Στο Σχήμα 6.2.24, φαίνεται ο μπροστινός εσωτερικός τροχός οχήματος που στρίβει κατά γωνία θ, από την ουδέτερη θέση (άξονας Οy). Ο "βασιλικός πείρος" παρουσιάζει κλίση στην κατά μήκος διεύθυνση του κατά μία γωνία γt, στην εγκάρσια διεύθυνση κατα μία γωνία βt και τέλος σχήματίζει γωνία μt με την κατακόρυφο Oz. Μεταξύ των παραπάνω γωνίων ισχύει η εξής σχέση:

22ttttan γβμ = (6.2.44)

Η προβολή του άξονα του "βασιλικού πείρου" στο επίπεδο του δρόμου Σχήματίζει γωνία λt με τον άξονα Oy. Αν οι γωνίες βt και γt είναι μικρές τότε ισχύε :

t

tt

t

tt cos,sin

μβλ

μγλ == (6.2.45)

Για να υπολογίσουμε την ροπή μιάς δύναμης ως προς ένα άξονα πρώτα πρέπει να βρούμε την ροπή της δύναμης αυτής ως προς κάθε σημείο του άξονα και να προβάλουμε το διάνυσμα της εξαγόμενης ροπής στην διεύθυνση του άξονα. Αλλά εφόσον οι γωνίες βt και γt θεωρούνται μικρές θα ήταν αρκετό να υπολογίσουμε τις ροπές μόνον ως προς το σημείο Α όπου ο άξονας του "βασιλικού πείρου" τέμνει το επίπεδο του δρόμου.

Οπως παρατηρούμε στο Σχήμα 6.2.24 όταν το camber είναι μηδέν (αcam=0) οι ροπές των αντιδράσεων X και Y ως προς τον σημείο Α είναι:

)]cos(rl[X)ml(XM ttknknknx λθμ +−=−= (6.2.46)

)sin(YYPM ttry λθμ +== (6.2.47) όπου το μήκος της άρθρωσης του άξονα σε (m). Για να υπολογίσουμε την ροπή της αντίδρασης Ζ την αναλύουμε στην δύναμη Ζ' που είναι παράλληλη με τον άξονα

l kn

Page 336: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

6.46 ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ

του βασιλικού πείρου και έτσι δεν δημιουργεί ροπή ως προς αυτόν τον άξονα και την δύναμη Zμt που κείται στο επίπεδο του δρόμου και είναι παράλληλη με την ευθεία Α. Ισχύει:

Ο

)sin(lZnZM tknmutmutz λθ +== (6.2.48)

(6.2.45) στον υπολογισμό καταλήγουμε στις εξής χέσεις για τον εσωτερικό τροχό:

Εκφράζοντας το ημίτονο και το συνημίτονο του αθροίσματος των γωνιών θ και λαμβάνοντας υπόψη τις εξισώσειςσ

)cossin(ZlM

)sinsin(YrM)]sincos(rl[XM

ttknz

tty

ttknx

θγθβ

θγθβθγθβ

+=

+=−−=

Σχήμα 6.2.24 Γεωμετρία του τροχού διεύθνσης

(6.2.49)

(6.2.50)

(6.2.51)

Page 337: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ 6.47

α ι

αντίδρασης του δρόμου (σε Nm). Στον εσωτερικό τροχό η συνολική ροπή θα ίναι:

Οταν ένας τροχός στρίβει προς μία κατεύθυνση (π.χ. θετική) προς τα μέσα τότε ο άλλος στρίβει προς τα έξω. Αφού sin(-θ) = - sin(θ) τα πρόσημα των όρων που περιέχουν το sin(θ) στις προηγούμενες σχέσεις λλάζουν κα προκύπτουν οι εξισώσεις των ροπών σταθεροποίησης του εξωτερικού τροχού. Στους κατευθυντήριους τροχούς δρουν συνολικά έξι ροπές που δημιουγρούνται από τις δυνάμεις

ε

M M M Mins xins yins zins= + + (6.2.52) αι στον εξωτερικό τροχό:

κ

zoutyoutxoutout MMMM ++=

Σχήμα 6.2.25 Δυνάμεις και ροπές στους κατευθυντήριους τροχούς

Το Σχήμα 6.2.25 παριστάνει τις δυνάμεις και τις ροπές που δρούν στους κατευθυντήριους τροχούς του οχήματος. Τα σημεία διασταύρωσης της προέκτασης της ευθείας των "βασιλικών πείρων" με την επιφάνεια του δρόμου είναι σημειωμένα με τα γράμματα B1n και Bout. Οι ροπές των εφαπτομενικών συνιστωσών των αντιδράσεων του δρόμου ως προς τα σημεία αυτά, είναι αντίθετες και εν μέρει εξισοροπούνται, όπως και οι ροπές των συνιστωσών Zinsμt και Zoutμt των

Page 338: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

6.48 ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ

κατακόρυφων αντιδράσεων. Ετσι αυτές οι ροπές έχουν πολύ μικρή επίδραση στην ευσταθή ισορροπία του οχήματος. Οι ροπές των εγκάρσιων συνιστωσών των αντιδράσεων του δρόμου Yins και Yout έχουν περίπου την ίδια φορά και αθροιζόμενες

΄ =M καλείται "ροπή σταθεροποίησης του ελαστικού (ty

πράγμα που συνεπάγεται την μείωση της οπής Mt σε μεγάλες γωνίες ολίσθησης.

παράγουν μιά σημαντική επίδραση στην ευστάθεια του οχήματος. Οταν ένας τροχός κυλίεται με ολίσθηση στην εγκάρσια διεύθυνση το ελαστικό του καταπονείται επίσης από τις ροπές M΄χ και M΄y που είναι ίσες με Ybt και Xbt (Σχήμα 6.2.25). Το άθροισμα M΄χ+ M y t

re stabilizing moment). Στο Σχήμα 6.2.26(a) φαίνεται μία τυπική συνάρτηση μεταβολής της ροπής Mt

συναρτήσει της γωνίας ολίσθησης του τροχού. Καθώς η γωνία ολίσθησης μεγαλώνει, η ροπή αρχικά αυξάνει και αφού φτάσει κάποια μέγιστη τιμή μειώνεται. Η μορφή της καμπύλης οφείλεται στο γεγονός ότι μία αύξηση της γωνίας ολίσθησης προκαλείται αφ'ενός λόγω της αύξησης της εγκάρσιας δύναμης Y και συνεπώς της ροπής τηςYct πράγμα που συνεπάγεται αύξηση της δύναμης αντίστασης στην κύλιση του τροχού και αφ'ετέρου σε μία μετατόπιση του ελαστικού στην εγκάρσια διεύθυνση. Οι ροπές Xbt και Yct έχουν αντίθετες διευθύνσειςρ

Σχήμα 6.2.26 Πειραμ οχού με την

γωνία ολίσθησης του ελαστικού

ατικές μετρήσεις της ροπής σταθεροποίησης του τρ

Page 339: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ 6.49

Αθροίζοντας όλες τις ροπές που δρούν στον εσωτερικό και στον εξωτερικό τροχό και λαμβάνοντας υπόψη τις διευθύνσεις τους, λαμβάνεται η ροπή ευστάθειας Mst που εφαρμόζεται στον βραχίονα του μηχανισμού διεύθυνσης.

Ο βραχίονας διεύθυνσης καταπονείται επίσης από την ροπή Msc των διαφόρων δυνάμεων "αντίστασης" (που η φύση τους είναι κυριώς δυνάμεις τριβής) που αντιτίθενται στην κίνηση των διαφόρων μερών του μηχανισμού. Οταν λοιπόν ένα όχημα στρίβει, ο οδηγός πρέπει να δημιουργήσει στο τιμόνι ροπή τέτοιου μεγέθους ώστε να υπερβεί την συνολική ροπή Mst+ Msc. Γι αυτό το λόγο η ροπή Mst πρέπει να είναι όσο το δυνατόν πιό μικρή.

Οταν το όχημα αφήνει μία στροφή, ο οδηγός αφήνει τους κατευθυντήριους τροχούς να επανέλθουν στην ουδέτερη θέση υπό την επίδραση της διαφοράς των ροπών Mst- Msc. Κατά την διάρκεια ευθείας τροχιάς, οι ροπές ευστάθειας στον δεξιό και τον αριστερό τροχό μοιράζονται και η ροπή ευστάθειας Mst στον βραχίονα του μηχανισμού διεύθυνσης γίνεται μηδέν. Στην περίπτωση αυτή οι τροχοί ισορροπούν εξαιτίας της δράσης της ροπής Msc που δεν επιτρέπει την απόκλιση τους από την ουδέτερη θέση.

Στο Σχήμα 6.2.26(b) φαίνεται το διάγραμμα μεταβολής της ροπής Mst και των συνιστωσών της σε σχέση με την γωνία στροφής του εσωτερικού τροχού, με τιμές των γωνιών βt=6 και γt=3.5 μοίρες. Με την συγκεκριμένη αυτή σχέση μεταξύ των γωνιών κλίσης του βασιλικού πείρου, οι ροπές Mt και Mz παίρνουν μέγιστη τιμή. Η ροπή Mz είναι συγκριτικά μικρότερη, ενώ η ροπή Mx είναι τόσο μικρή που επηρρεάζει την ευστάθεια μόνον όταν το όχημα κινείται σε δρόμο με πολύ μεγάλο συντελεστή f, ή κατά την διάρκεια φρεναρίσματος όπου οι εφαπτομενικές συνιστώσες των αντιδράσεων του δρόμου παίρνουν μεγάλες τιμές.

Από τα παραπάνω προκύπτει το συμπέρασμα ότι η ευστάθεια των κατευθυντήριων τροχών εξαρτάται από την ευκαμψία των ελαστικών στην εγκάρσια διεύθυνση και την κλίση του άξονα του "βασιλικού πέιρου", που αλλάζει τις τιμές των ροπών Mt και My. Πρακτικά η ροπή ευστάθειας εξαρτάται από την κλίση του βασιλικού πείρου στην εγκάρσια διεύθυνση μόνον σε μεγάλες τιμές της γωνίας στροφής των τροχών θ, δηλαδή όταν το όχημα κινείται σε καμπύλες τροχιές μικρής ακτίνας.

Η κατευθυντικότητα ενός οχήματος εξαρτάται από τον μηχανισμό του συστήματος διεύθυνσης. Μείωση της πίεσης του αέρα σε κάποιο από τα λάστιχα των κατευθυντήριων τροχών αυξάνει την αντίσταση του στην κύλιση, μειώνει την εγκάρσια δυσκαμψία του και προκαλεί την κλίση του οχήματος στην πλευρά του ελαστικού με την μειωμένη πίεση. Η τριβή των συνδέσμων των βασιλικών πείρων και των διαφόρων μερών του μηχανισμού διεύθυνσης αυξάνει τις ανοχές και προκαλεί δυναμικές ταλαντώσεις των τροχών. Οταν οι ανοχές είναι μεγάλες οι ταλαντώσεις των τροχών μπορεί να αυξηθούν τόσο πολύ, που η πρόσφυση των ελαστικών με τον δρόμο να διαταραχθεί. Ακόμα, μπορεί να δημιουργηθούν ταλαντώσεις εξαιτίας της αζυγοσταθμίας των τροχών.

Μεγάλες ανοχές στους διαφόρους συνδέσμους του συστήματος διεύθυνσης επηρεάζουν την σταθεροποίηση των κατευθυντήριων τροχών τόσο στην ευθύγραμμη κίνησή τους, όσο και όταν το όχημα αφήνει μία στροφή. Η ευστάθεια των αυτοκινήτων μπορεί να επηρεασθεί ακόμα από μία μόνιμη παραμόρφωση των ελατηρίων των μπροστινών αναρτήσεων. Μία πιθανή χαλάρωση μετατοπίζει τον αρμό της ανάρτησης και αλλάζει την γωνία camber και την κλίση του βασιλικού πείρου του τροχού. Ετσι εάν ένα από τα μπροστινά ελατήρια χαλαρώσει οι γωνίες

Page 340: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

6.50 ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ

αυτές αλλάζουν τιμή μόνον από την μία πλευρά του οχήματος και έτσι παρουσιάζεται κλίση από αυτή την πλευρά.

Page 341: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ 6.51

6.2.12 Πρόγραμμα STABLITY.BAS

Το πρόγραμμα stability.bas, γραμμένο σε Quick Basic, επιτρέπει: -να υπολογιστεί η φυγόκεντρος δύναμη που ασκείται στο όχημα κατά την διάρκεια της εκτέλεσης μίας στροφής και κατά την είσοδο του στην στροφή και κατά την διάρκεια της ομοιόμορφης κίνησης του στην στροφή, απο τις εξισώσεις (6.2.1), (6.2.5) και (6.2.6)

-να υπολογισθούν οι κρίσιμες ταχύτητες ολίσθησης και ανατροπής ενός οχήματος για διάφορες ακτίνες στροφής όταν αυτό κινείται στην οριακή του ταχύτητα, από τις εξισώσεις (6.2.9) και (6.2.10)

-να υπολογισθεί η κλίση του αμαξώματος ενός οχήματος για διάφορες ακτίνες στροφής όταν κινείται με οριακή ταχύτητα από την σχέση (6.2.20)

-να υπολογισθούν οι γωνίες ολίσθησης εμπρός και πίσω άξονα για δίαφορες ακτίνες στροφής με βάση τις εξισώσεις (6.2.33) και (6.2.34)

-να υπολογισθούν οι σχέσεις μεταξύ των γωνιών στροφής των κατευθυντήριων τροχών (εσωτερικού και εξωτερικού) για διάφορες γωνίες στροφής

-να υπολογισθούν οι δυνάμεις και οι ροπές που δρούν στους κατευθυντήριους τροχούς ενός οχήματος όταν αυτό κινείται με συγκεκριμένη ταχύτητα από τις εξισώσεις (6.2.46) έως (6.2.52)

-να γίνουν διαγράμματα ροπών εσωτερικού και εξωτερικού τροχού καθώς και της ροπής σταθεροποιήσης του οχήματος σε συνάρτηση με τις γωνίες στροφής των κατευθυντήριων τροχών

Το πρόγραμμα καλείται από το πρόγραμμα ROLL.BAS από την επιλογή "Moments and Forces". Οι υπολογισμοί γίνονται λαμβάνοντας υπόψη τα γεωμετρικά χαρακτηριστικά του οχήματος την κατανομή βάρους του και την γεωμετρία του συτήματος διεύθυνσης. Στις παρακάτω σελίδες φαίνονται οι οθόνες του προγράμματος, στις οποίες φαίνεται η δομή του και ο τρόπος λειτουργίας του. 6.2.13 Πρόγραμμα ROLLANGL.BAS

Το πρόγραμμα ROLLANGL.BAS σκοπό έχει να υπολογισθούν οι γωνίες στροφής ενός οχήματος στο εγκάρσιο επίπεδο. Με βάση τις εξισώσεις της παραγράφου 6.2.9 υπάρχει η δυνατότητα να επιλέξουμε μία συνάρτηση της φυγόκεντρης επιτάχυνσης (γραμμική, ημιτονοειδή, εκθετική) και του χρόνου και να υπολογίσουμε συναρτήσει του χρόνου τα εξής:

-γωνία στροφής στο εγκάρσιο επίπεδο της μπροστινής αναρτώμενης και μη αναρτώμενης μάζας

-γωνία στροφής στο εγκάρσιο επίπεδο της πίσω αναρτώμενης και μη αναρτώμενης μάζας

-γωνία στροφής της εγκάρσιας διατομής του οχήματος που διέρχεται από το κέντρο βάρους του οχήματος

-διαγράμματα των γωνιών στροφής αναρτώμενης και μη αναρτώμενης μάζας του οχήματος συναρτήσει του χρόνου

Ακόμα δίνεται η δυνατότητα παρακολούθησης όλων των γωνιών στροφής και της συμπεριφοράς του οχήματος, στην οθόνη του υπολογιστή, από την επιλογή Animation. Στις επόμενες σελίδες παρουσιάζονται οι οθόνες του προγράμματος που

Page 342: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

6.52 ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ

παρουσιάζουν την δομή του, τα απαραίτητα δεδομένα, και τον τρόπο λειτουργίας του. Στη συνέχεια παρουσιάζονται διαγράμματα απο διάφορες εφαρμογές. Path File Select Exit_Program Help

Moments and Forces Roll angles during turning Steering system simulation Transient behaviour on cornering Suspension-wheels oscillation

(α) Path File Select Exit_Program Help Set paths Choose graphics analysis

(β) Path File Select Diagrams Exit_Program Help Show

Centrifugal Force Critical speed and angle Body lateral rolling Wheels rolling without sliping Sliping angles Stabilization of steerable wheels

(γ) Σχήμα 6.2.27 Οθόνες του main menu του προγράμματος roll.bas από την οποία (α) καλείται το stability.bas και το rollang.bas (β) καθορίζεται η ανάλυση της οθόνης και το directory ή το drive στο οποίο δουλεύει ο χρήστης (γ) η οθόνη του προγράμματος stability.bas απο την οποία ο χρήστης επιλέγει τη διαδικασία υπολογισμού που επιθυμεί.

Page 343: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ 6.53

Σχήμα 6.2.28 Οθόνες εισαγωγής δεδομένων και αποτελεσμάτων για (α) τον υπολογισμό κρίσιμων ταχυτήτων ολίσθησης και ανατροπής (β) για τη γωνία περιστροφής του αμαξώματος κατά τη διάρκεια της στροφής .

Page 344: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

6.54 ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ

Path File Select Diagrams Exit_Program Help Show Set paths Choose graphics analysis Create Data File Update Data File

Σχήμα 6.2.29 Οθόνη main menu του προγράμματος Rollangl.bas

Σχήμα 6.2.30 Οθόνη εισαγωγής δεδομένων του προγράμματος rollangl.bas (α) χαρακτηριστικά του οχήματος (σταθερές ελατηρίου-απόσβεσης αναρτήσεων, γεωμετρικά χαρακτηριστικά κ.α) (β) αρχική τιμή, βήμα κσι αριθμός βημάτων της μεθόδου

Page 345: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ 6.55

Σχήμα 6.2.31 Διαγράμματα (α) γωνίας στροφής της μη αναρτώμενης μάζας (β) γωνία στροφής της αναρτώμενης μάζας (γ) συνολική γωνία στροφής του οχήματος.

Page 346: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

6.56 ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ

6.3 Μελέτη της μεταβατικής συμπεριφοράς οχήματος κατά την είσοδο σε στροφή

6.3.1 Υπερστροφή και υποστροφή οχήματος

Στις στροφές οι τροχοί ενός οχήματος δεν έχουν την διεύθυνση της κίνησης του, αλλά Σχήματίζουν με την διεύθυνση αυτή μικρές γωνίες που ονομάζονται γωνίες ολίσθησης απαραίτητες για την δημιουργία δυνάμεων πρόσφυσης στην εγκάρσια διεύθυνση που αναγκάζουν το αυτοκίνητο να στρίβει. Οταν οι μπροστινοί τροχοί βρίσκονται σε μεγαλύτερες γωνίες ολίσθησης από τους πίσω τότε το όχημα "υποστρέφει", τείνει δηλαδή να φύγει με το εμπρός του μέρος από την πορεία του. Στην αντίστροφη περίπτωση όταν δηλαδή οι γωνίες ολίσθησης των πίσω τροχών είναι μεγαλύτερες από αυτές των μπροστινών τροχών τότε το όχημα "υπέρστρέφει". Οταν οι γωνίες ολίσθησης των μπροστινών και των πίσω τροχών είναι ίσες τότε λέμε ότι το όχημα συμπεριφέρεται ουδέτερα.

Ας εξετάσουμε τώρα τα φαινόμενα που λαμβάνουν χώρα κατά την στροφή ενός οχήματος από μια διαφορετική σκοπιά. Μεχρι τώρα θεωρούσαμε την κεντρομόλο δύναμη που αναγκάζει το αυτοκίνητο να κινείται σε καμπύλη τροχιά σαν αποτέλεσμα των δυνάμεων πρόσφυσης που αναπτύσονται στα ελαστικά του. Ωστόσο εξετάζοντας προσεκτικότερα ένα όχημα που στρίβει από το σημείο Α στο σημείο Β παρατηρούμε ότι στην πραγματικότητα η κίνησή του έιναι η σύνθεση δύο κινήσεων: μίας περιστροφής του κέντρου βάρους του οχήματος κατά θ μοίρες γύρω από το κέντρο της στροφής Ο και μίας περιστροφής του ίδιου του οχήματος, επίσης κατά θ μοίρες, γύρω από το κέντρο βάρους του. Το αξιοσημείωτο εδώ είναι ότι κατά την διάρκεια της στροφής το όχημα έχει μία γωνιακή ταχύτητα γύρω από τον εαυτό του. Ετσι εάν π.χ το όχημα σε τρία δευτερόλεπτα διαγράφει μία στροφή 90 μοιρών αυτό σημαίνει ότι σε κάθε δευτερόλεπτο εκτελεί μία περιστροφή γύρω από το κέντρο βάρους του 30 μοιρών. Φυσικά αυτή η γωνιακή ταχύτητα πρέπει κάποτε να αποκτήθηκε αφού πρίν την είσοδο του οχήματος στην στροφή αυτή ήταν μηδέν. Η γωνιακή αυτή ταχύτητα αποκτήθηκε στην είσοδο της στροφής, όπου ο οδηγός στρίβοντας το τιμόνι αυξάνει τις γωνίες ολίσθησης των κατευθυντήριων τροχών με αποτέλεσμα το εμπρός μέρος του οχήματος να τραβιέται στο εσωτερικό της στροφής προκαλώντας την περιστροφή ολόκληρου του οχήματος. Αρα στην είσοδο της στροφής το όχημα επιταχύνεται γωνιακά γύρω από το κέντρο βάρους του, πράγμα που καθιστά την φάση αυτή της κίνησης του οχήματος εξαιρετικά κρίσιμη.

Στην πραγματικότητα η επιτυχημένη διέλευση από μία στροφή δεν είναι τίποτα περισσότερο από τον συγχρονισμό των δύο παραπάνω περιστροφών και πολλές φορές τα λίγα μέτρα που έχει διανύσει το αυτοκίνητο κατά την είσοδο του σε μία στροφή μπορούν να καθορίσουν τι θα συμβεί στην συνέχεια, ιδαίτερα όταν το όχημα κινείται με μεγάλη ταχύτητα. Στις μικρές ταχύτητες οι εμπρός τροχοί παραμένουν σταθεροί σε μία γωνία συνεχώς παρέχοντας ακριβώς όση εγκάρσια δύναμη πρόσφυσης απαιτούν οι περιστάσεις και όλα εξελίσσονται ομαλά. Οταν όμως ο οδηγός εισέλθει σε μία στροφή με μεγάλη ταχύτητα ο διαθέσιμος χρόνος για την διαγραφή της στροφής είναι ελάχιστος και άρα απαιτείται μεγάλη γωνιακή ταχύτητα περιστροφής του οχήματος γύρω από το κεντρο βάρους του, έτσι ώστε να επιτευχθεί ο συγχρονισμός των δύο κινήσεων. O χρόνος στον οποίο πρέπει να αποκτηθεί η γωνιακή αυτή ταχύτητα είναι τώρα μικρότερος και άρα απαιτείται πολύ μεγαλύτερη

Page 347: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ 6.57

γωνιακή επιτάχυνση από ότι στις μικρές ταχύτητες και κατά συνέπεια οι χειρισμοί πρέπει να είναι ακριβέστατοι.

Οπως είναι φανερό το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι απαιτείται ένα χρονικό διάστημα για να επιταχυνθεί το αυτοκίνητο στην απαιτούμενη υψηλή γωνιακή ταχύτητα γύρω από τον εαυτό του, κατά το οποίο το αυτοκίνητο δεν παύει να κινείται και μάλιστα με μεγάλη ταχύτητα. Ετσι το χρονικό διάστημα που απαιτείται για να φτάσει η γωνιακή ταχύτητα την τελική της τιμή πολύ συχνά συγκρίνεται με το μήκος της μισής στροφής. Πιθανά λάθη στους χειρισμούς εισόδου μπορούν να αποβούν μοιραία για την διατήρηση του οχήματος στην πορεία του.

Σχήμα 6.3.1 Υποστροφή - υπερστροφή οχήματος

Αλλωστε δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι το χάσιμο του ελέγχου της πορείας ενός οχήματος οφείλεται τις περισσότερες φορές σε κάποιο λάθος στην είσοδο της στροφής. Αν στο αρχικό αυτό στάδιο ο οδηγός δεν προλάβει να προκαλέσει αρκετή περιστροφή γύρω από το κέντρο βάρους, θα βρεθεί στην συνέχεια σε κατάσταση έντονης υποστροφής (Σχήμα 6.3.1α), όπου πολύ λίγα πράγματα μπορεί να κάνει εκτός του να διατηρήσει τους κατευθυντήριους τροχούς κοντά στις βέλτιστες τιμές της γωνίας ολίσθησης αποφεύγοντας όμως το μπλοκάρισμα των τροχών, που μπορεί να προκαλέσει έντονη ολίσθηση του αυτοκινήτου και ολική απώλεια της ευστάθειάς του. Ενας άπειρος οδηγός θα στρίψει πιθανώς απότομα το τιμόνι πέραν των βέλτιστων γωνιών ολίσθησης, μειώνοντας κι άλλο τις δυνάμεις πρόσφυσης των κατευθυντήριων

Page 348: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

6.58 ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ

τροχών που αρχίζουν να ολισθαίνουν έντονα και θα πατήσει με όλη του την δύναμη φρένο. Αν οι συνθήκες της στροφής είναι κατάλληλες και η τύχη είναι μαζί του, τότε οι δυνάμεις τριβής που αναπτύσονται στα ελαστικά του, θα σταματήσουν το αυτοκίνητο πρίν βγεί από τον δρόμο ή περάσει στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας. Υπάρχει όμως ο κίνδυνος οι υπερβολικά στραμμένοι τροχοί να ανακτήσουν απότομα την ήδη μειωμένη πρόσφυσή τους λόγω της μείωσης της ταχύτητας και σε συνδυασμό με το γεγονός ότι το πόδι του έχει αφήσει το γκάζι για να πατήσει το φρένο, να προκληθεί εντονότατη υπερστροφή του οχήματος που συνήθως οδηγεί σε απώλεια του ελέγχου και έξοδο από τον δρόμο.

Αν αντίθετα οι χειρισμοί στην είσοδο μίας στροφής είναι υπερβολικοί (Σχήμα 6.3.1β) η περιστροφή γύρω από το κέντρο βάρους θα είναι ταχύτερη από όσο πρέπει, με αποτέλεσμα να προκληθεί υπερστροφή η οποία για να διορθωθεί απαιτεί ανάποδο τιμόνι και λογική πρόσδοση ισχύος, κάτι εξαιρετικά δύσκολο για τον συνηθισμένο οδηγό. Το πιθανότερο είναι ο οδηγός να μήν προλάβει να ελέγξει την υπερστροφή οπότε το όχημα θα βγεί από την εσωτερική πλευρά του δρόμου (Σχήμα 6.3.1γ), ή να "υπερδιορθώσει" δηλαδή να στρίψει υπερβολικά ανάποδα το τιμόνι πράγμα που σε συνδυασμό με την επανάκτηση της πρόσφυσης των πίσω τροχών οδηγεί σε υπερστροφή του οχήματος προς την αντίθετη όμως κατεύθυνση (Σχήμα 6.3.1δ). Στην συνέχεια επαναλαμβάνεται το ίδιο σφάλμα μία - δύο φορές και το αυτοκίνητο καταλήγει εκτός δρόμου.

Η ιδανική τεχνική είναι να προκληθεί στην είσοδο της στροφής ακριβώς όση περιστροφή του οχήματος απαιτείται γύρω από το κέντρο βάρους του, για να διαγραφεί η καμπύλη χωρίς να απαιτείται στην συνέχεια αλλαγή της γωνίας στροφής των κατευθυντήριων τροχών παρά μόνον ίσως μικρορυθμίσεις στην τροχιά (Σχήμα 6.3.1ε). Δεν έχει τόση σημασία η τάση του οχήματος για υποστροφή ή υπερστροφή όσο ο συγχρονισμός των περιστροφών γύρω από το κέντρο βάρους και το κέντρο της στροφής έτσι ώστε οι στραμμένοι κατευθυντήριοι τροχοί να διατηρούν το όχημα στην καμπύλη πορεία του χωρίς την ανάγκη υπερβολικών σε εύρος διορθώσεων από την πλευρά του οδηγού. Η τεχνική αυτή απαιτεί οδηγό με αυξημένη ευαισθησία και εξοικείωση με το όχημα.

Ας εξετάσουμε τώρα τι μπορεί να χρησιμοποιήσει ο οδηγός για να ελέγξει την ισορροπία του οχήματος του. Στο Σχήμα 6.3.2 παρατηρούμε ένα όχημα που διαγράφει μία δεξιά στροφή. Εστω η συνολική δύναμη εγκάρσιας πρόσφυσης Fε που παρέχεται από τους εμπρός τροχούς και Fπ αυτή που εφαρμόζεται από τους πίσω. Σημείωνουμε εδώ ότι οι δυνάμεις πρόσφυσης στους εξωτερικούς τροχούς είναι, μεγαλύτερες από τις δυνάμεις πρόσφυσης στους εσωτερικούς τροχούς, πράγμα πού δεν επηρεάζει ομως την θεώρηση μας στο παρόν κεφάλαιο που μας ενδιαφέρει η περιστροφή του οχήματος γύρω από το κέντρο βάρους του Κ. Οι δυνάμεις Fε και Fπ τείνουν να περιστρέψουν το αυτοκίνητο προς αντίθετες κατευθύνσεις, είναι δηλαδή αντίροπες σε σχέση με το κέντρο βάρους του οχήματος Κ. Αν λοιπόν η Με γίνει μεγαλύτερη από την Μπ τότε προκαλείται δεξιόστροφη γωνιακή επιτάχυνση γύρω από το Κ και άρα το αυτοκίνητο θα αρχίσει να περιστρέφεται προς τα δεξιά γύρω από το κέντρο βάρους του.Εάν εκείνη την χρονική, στιγμή το αυτοκίνητο βρίσκεται σε κατάσταση υπερστροφής ή ουδέτερης συμπεριφοράς, η υπερστροφή θα αυξηθεί. Εάν αντίθετα βρίσκεται σε κατάσταση υποστροφής τότε η υποστροφή μειώνεται. Παρομοίως αν η Μπ είναι μεγαλύτερη από την Με θα συμβούν τα αντίθετα αποτελέσματα.

Page 349: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ 6.59

Σχήμα 6.3.2 Ροπές που είναι δυνατό να χρησιμοποιηθούν από τον οδηγό για την εξασφάλιση της ισορροπίας του οχήματος κατά την στροφή

Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι ο οδηγός που μπορεί να ελέγξει τις δύο αυτές ροπές μπορεί να ελέγξει και την ευστάθεια του οχήματος του. Αυτό επιτυγχάνεται ελέγχοντας τις δυνάμεις πρόσφυσης των εμπρός και πίσω τροχών. Ο ευκολότερος τρόπος αύξησης της Fε είναι η στροφή των τροχών που αυξάνει τις γωνίες ολίσθησής τους. Υπάρχει όμως και μία άλλη τεχνική που βασίζεται στην αύξηση της δύναμης που πιέζει τους εμπρός τροχούς στο έδαφος. Αυτό επιτυγχάνεται με την εκμετάλευση της κατανομής του "φορτίου μεταφοράς", αφού αυτή μετατοπίζεται πρός τα εμπρός κατά την διάρκεια της επιβράνδυσης ενώ κατά την διάρκεια της επιτάχυνσης η κατανομή αυτή μετατοπίζεται ελαφρά προς το πίσω μέρος του οχήματος. Πατώντας φρένο όχι όμως μπλοκάροντας τους τροχούς, ή αφήνοντας το γκάζι ή κατεβάζοντας ταχύτητα οι εμπρός τροχοί πιέζονται στο έδαφος και η πρόσφυση τους αυξάνεται. Συγχρόνως η πρόσφυση των πίσω τροχών μειώνεται αφού το πίσω μέρος του οχήματος απαλλάσεται από κάποιο ανίστοιχο φορτίο μεταφοράς και άρα μειώνεται και η ροπή Μπ. Αντίστοιχα, επιταχύνοντας το αυτοκίνητο, όχι απότομα ώστε να σπινάρουν οι τροχοί κίνησης, μειώνεται η πρόσφυση στους μπροστινούς τροχούς και αυξάνεται στους πίσω. Οσο καλύτερα

Page 350: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

6.60 ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ

είναι τα ελαστικά ενός οχήματος, τόσο πιο αποτελεσματική είναι η παραπάνω τεχνική, επειδή τα καλά λάστιχα με την υψηλή διαμήκη προσφυσή τους επιτρέπουν την επίτευξη υψηλών επιβραδύνσεων και επιταχύνσεων και συνεπώς μεγαλύτερου φορτίου μεταφοράς και μεγάλων μεταβολών της πρόσφυσης των εμπρός και πίσω τροχών.

Παρουσιάζονται βέβαια και δευτερεύοντα φαινόμενα κατά την επιβράδυνση ή την επιτάχυνση ενός οχήματος κατά την διάρκεια μιας στροφής. Το κατέβασμα ταχύτητας με απότομη απευλευθέρωση του συμπλέκτη ισοδυναμεί με απότομο μπλοκάρισμα των κινητήριων τροχών, πίσω ή μπροστά, πράγμα που σε συνθήκες χαμηλής πρόσφυσης (βροχή, πάγος) μπορεί να οδηγήσει σε έντονη ολίσθησή τους και απώλεια της κατευθυντικότητας του οχήματος. Το ίδιο μπορεί να συμβεί και λόγω της υπερβολικής απόδοσης ισχύος. Ακόμη, μπλοκάροντας τους κινητήριους τροχούς μειώνεται υπερβολικά η πρόσφυση τους. Από τα παραπάνω συμπεραίνουμε ότι υπάρχου όρια στους χειρισμούς του οδηγού πέρα από τα οποία τα αποτελέσματα είναι ανεπιθύμητα. Γι αυτό και η παραπάνω τεχνική συνίσταται μόνον στους έμπειρους οδηγούς αγώνων που γνωρίζουν επακριβώς τα όρια αυτά και οι οποίοι συνήθως χρησιμοποιούν τεχνικές μείωσης και όχι αύξησης της πρόσφυσης.

Τέλος η επίδραση των αναρτήσεων του οχήματος είναι πολύ σημαντική. Μία πίσω ανάρτηση με θετική γωνία κάμπερ όταν συμπιέζεται θα προκαλέσει υπερστροφή ακόμα και όταν το αυτοκίνητο επιβραδύνεται. Τα τελευταία χρόνια έχει πραγματοποιηθεί εκπληκτική προόδος στην μελέτη των αναρτήσεων λόγω των δυνατοτήτων που έδωσαν στους μηχανικούς οι υπολογιστές με την εισαγωγή τους στον σχεδιασμό και υπολογισμό των διαφόρων τεχνικών χαρακτηριστικών ενός οχήματος. Ετσι είναι δυνατό να σχεδιαστεί μία ανάρτηση που συμπιεζόμενη θα συμπεριφέρεται όπως ακριβώς θέλει ο σχεδιαστής της και όπου τα φορτία στις στροφές θα παραμορφώνουν τόσο τα στελέχη της ανάρτησης όσο και τις αρθρώσεις τους.

Η δυνατότητα αυτή της πρόβλεψης της τελικής θέσης των τροχών κάτω από πραγματικές συνθήκες, οδήγησε στην δημιουργία ενεργών αναρτήσεων, που προβλέπουν και προλαβαίνουν τα λάθη του οδηγού. Ετσι το σύγχρονο αυτοκίνητο θα αυξήσει μόνο του την γωνία ολίσθησης των πίσω τροχών του και θα χειροτερεύσει τη γωνία κάμπερ των εμπρός, για να εξουδετερώσει την υπερβολική στροφή γύρω από το κέντρο βάρους που προκάλεσε μια απότομη τιμονιά με την ταυτόχρονη εγκατάλειψη του πεντάλ του γκαζιού. 6.3.2 Δοκιμές για τον έλεγχο της κατευθυντικότητας οχήματος Για να εκτιμηθεί η πραγματική κατευθυντική συμπεριφορά ενός οχήματος σε σταθερές συνθήκες ελιγμών, εκτελούνται διάφορες δοκιμές σε μία μεγάλη επίπεδη περιοχή. Υπάρχουν τρεις τύποι τέτοιων δοκιμών: η δοκιμή της σταθερής ακτίνας, η δοκιμή της σταθερής γραμμικής ταχύτητας και η δοκιμή της σταθερής γωνίας του κατευθυντήριου τροχού του οχήματος. Κατά την διάρκεια των δοκιμών μετρούνται η γωνία στροφής του κατευθυντήριου τροχού, η γραμμική ταχύτητα και η εγκάρσια επιτάχυνση ή η εγκάρσια ταχύτητα του οχήματος. Η εγκάρσια ταχύτητα μπορεί να μετρηθεί ή να υπολογιστεί από την εγκάρσια επιτάχυνση που εξαρτάται από την προς τα εμπρός ταχύτητα του οχήματος. Η εγκάρσια επιτάχυνση ειναι δυνατόν να μετρηθεί με την χρήση επιταχυνσιόμετρου ή να υπολογιστεί από την ταχύτητα του οχήματος στην εγκάρσια διεύθυνση και την γραμμική ταχύτητα του οχήματος. Από

Page 351: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ 6.61

την σχέση μεταξύ της γωνίας στροφής του κατευθυντήριου τροχού και της εγκάρσιας επιτάχυνσης του οχήματος που προκύπτει από τα τεστ, μπορούν να εκτιμηθούν τα χαρακτηριστικά της κατευθυντικότητας. Η σχέση που εκφράζει την γωνία στροφής των κατευθυντήριων τροχών που απαιτείται για να διαγράψει ένα όχημα μία δεδομένη καμπύλη είναι:

gR

2V)

arCrW

afCfW

(RL

f ++=δ (6.3.1)

όπου Wf , Wr τα φορτία στους εμπρός και πίσω τροχούς, Car συνήθως αναφέρεται σαν συντελεστής υποστροφής και εκφράζεται σε ακτίνια. (α). Δοκιμή σταθερής ακτίνας Σε αυτό το τέστ το όχημα κινείται σε μία καμπύλη σταθερής ακτίνας σε διάφορες ταχύτητες. Μετρώνται η γωνία στροφής των μπροστινών τροχών, ή γωνία στροφής του τιμονιού που απαιτείται για να διατηρηθεί η σταθερή αυτή τροχιά του οχήματος στις διάφορες ταχύτητες, καθώς και η εγκάρσια επιτάχυνση του οχήματος μετρούνται. Η εγκάρσια επιτάχυνση του οχήματος , σε σταθερές συνθήκες στροφής, μπορεί να υπολογιστεί από την γραμμική ταχύτητα του οχήματος και την δεδομένη ακτίνα της στροφής. (β). Δοκιμή σταθερής ταχύτητας Σε αυτό η δοκιμή το όχημα κινείται με σταθερή γραμμική ταχύτητα σε κυκλικές τροχιές διαφορετικών ακτίνων και μετρώνται η γωνία στροφής των κατευθυντήριων τροχών και η εγκάρσια επιτάχυνση του οχήματος. (γ). Δοκιμή σταθερής γωνίας στροφής των κατευθυντήριων τροχών Στο τέστ αυτό το όχημα κινείται με σταθερή την γωνία στροφής των κατευθυντήριων τροχών σε διαφορετικές ταχύτητες και μετρείται η εγκάρσια επιτάχυνση του οχήματος στις διάφορες ταχύτητες.

Συνοψίζοντας, η δοκιμή της σταθερής ακτίνας είναι η απλούστερη και απαιτεί λιγότερες μετρήσεις. Απαιτείται μόνο η μέτρηση της γωνίας στροφής των κατευθυντήριων τροχών και της ταχύτητας του οχήματος, αφού η φυγόκεντρος επιτάχυνση μπορεί να υπολογιστεί από την ακτίνα της στροφής και την ταχύτητα του οχήματος.

Η δοκιμή της σταθερής ταχύτητας είναι περισσότερο αντιπροσωπευτική για την πραγματική συμπεριφορά του οχήματος όταν κινείται σε δρόμο από η δοκιμή της σταθερής ακτίνας, καθώς ο οδηγός συνήθως διατηρεί μία λίγο πολύ σταθερή ταχύτητα κατά την διάρκεια μίας στροφής και διορθώνει την γωνία των κατευθυντήριων τροχών έτσι ώστε το όχημα να διαγράψει την στροφή χωρίς να ξεφύγει από την πορεία του.

Η δοκιμή της σταθερής γωνίας στροφής των κατευθυντήριων τροχών είναι από την αλλή πλευρά ευκολότερα πραγματοποιήσιμη. Τα μειονεκτήματα των δύο τελευταίων δοκιμών είναι ότι απαιτούν μετρήσεις της φυγόκεντρης επιτάχυνσης και της γωνιακής ταχύτητας του οχήματος γύρω από τον κατακόρυφο άξονα που διέρχεται από το κέντρο βάρους του, μία διαδικασία που απαιτεί ακριβό εξοπλισμό.

Page 352: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

6.62 ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ

6.3.3 Χαρακτηριστικά της μεταβατικής απόκρισης του συστήματος διεύθυνσης

Κατά την είσοδο ενός οχήματος σε μία στροφή απαιτείται από τον οδηγό αλλαγή στην κατεύθυνση της κίνησης του, που επιτυγχάνεται με το στρίψιμο του τιμονιού. Απο το στρίψιμο του τιμονιού όμως, εώς ότου το όχημα να εκτελέσει κίνηση σε σταθερή τροχιά, μεσολαβεί ένα χρονικό διάστημα στο οποίο το όχημα βρίσκεται σε μία μεταβατική κατάσταση. Η συμπεριφορά του οχήματος σε αυτήν την περίοδο περιγράφεται από τα χαρακτηριστικά της μεταβατικής απόκρισής του. Οι διαφορετικές ποιότητες στον χειρισμό των διαφόρων οχημάτων, εξαρτώνται σε πολύ μεγάλο βαθμό, από την συμπεριφορά στο μεταβατικό αυτό στάδιο. Η καλύτερη μεταβατική απόκριση ενός αυτοκινήτου θεωρείται ότι είναι αυτή που παρουσιάζει την γρηγορότερη απόκριση με την μικρότερη ταλάντωση καθώς το όχημα προσεγγίζει την σταθερή κατάσταση (κίνηση σε τόξο σταθερής ακτίνας.

Για την ανάλυση της μεταβατικής απόκρισης πρέπει να ληφθούν υπόψη οι προδιαγραφές της αδράνειας του οχήματος. Κατά τη διάρκεια μιάς στροφής, το όχημα εκτελεί μία παράλληλη μεταφορά και μία περιστροφή. Για να περιγραφεί η κίνηση αυτή είναι απαραίτητο να ορισθεί ενα σύστημα αξόνων πάνω στο αμάξωμα του αυτοκινήτου που κινείται μαζί του, γιατί έτσι οι ροπές αδράνειας των μαζών του οχήματος είναι σταθερές ως προς αυτούς τους άξονες, ενώ αντιθέτως έαν είχε επιλεγεί ένα σύστημα αξόνων ακίνητο στο χώρο οι ροπές αδράνεις του οχήματος θα άλλαζαν με την αλλαγή του προσανατολισμού του οχήματος.

Για να καταστρωθούν οι εξισώσεις της μεταβατικής κίνησης ενός οχήματος κατά την διάρκεια της εισόδου του σε μία στροφή, είναι απαραίτητο να εκφράζεται η απόλυτη επιτάχυνση του κέντρου βάρους του οχήματος ως προς κάποιους άξονες. Εστω Ox και Oy ο κατά μήκος και ο εγκαρσιος άξονας του αμαξώματος του οχήματος, που τέμνονται στο κέντρο βάρους του οχήματος και Vx και Vy οι συνιστώσες του διανύσματος της ταχύτητας V του κέντρου βάρους του οχήματος στους άξονες αυτούς, την χρονική στιγμή t (Σχήμα 6.3.3). Καθώς το όχημα κατά την διάρκεια μιάς στροφής εκτελεί ταυτόχρονα μεταφορά και περιστροφή, στον χρόνο t+Δt η διεύθυνση και το μέτρο της ταχύτητας V καθώς και ο προσανατολισμός του κατά μήκος του εγκάρσιου άξονα του οχήματος είναι όπως φαίνεται στο σχήμα 6.3.3. Η αλλαγή της συνιστώσας της ταχύτητας που είναι παράλληλη με τον Οx άξονα είναι:

=+−−+ θΔΔθΔΔ sin)VV(Vcos)VV( yyxxx

θΔΔθΔθΔΔθΔ sinVsinVVcosVcosV yyxxx −−−+ (6.3.2)

Page 353: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ 6.63

t t + Δt

O

Y

X

Σχήμα 6.3.3 Ταχύτητες και επιταχύνσεις του κέντρου βάρους του οχήματος κατά την στροφή

Υποθέτοντας την γωνία Δθ πολυ μικρή και αγνοώντας τους όρους δεύτερης τάξης

η παραπάνω έκφραση γίνεται:

θΔΔ yx VV − (6.3.3)

Η συνιστώσα της απόλυτης επιτάχυνσης στον κατά μήκος άξονα Οx του οχήματος, βρίσκεται εάν παραγωγίσουμε την παραπάνω έκφραση ως προς τον χρόνο t, οπότε προκύπτει :

zyx

yx

x ΩVdt

dVdtdV

dtdV

−=−=θα (6.3.4)

Ο όρος dVx/dt εκφράζει την αλλαγή στο μέτρο της ταχύτητας στον διαμήκη άξονα του οχήματοςVx, ενώ ο όρος dVy/dt εκφράζει την περιστροφή της συνιστώσας της ταχύτητας Vy . Παρομοίως η συνιστώσα της απόλυτης επιτάχυνσης του κέντρου βάρους του οχήματος στον εγκάρσιο άξονα Οy είναι :

zxy

xy

y ΩVdt

dVdtdV

dtdV

+=+=θα (6.3.5)

Οι εξισώσεις της κίνησης ενός οχήματος που εκτελεί κίνηση σε οριζόντιο επίπεδο (Σχήμα 6.3.4), χρησιμοποιώντας άξονες παρράλληλους προς το αμάξωμα του οχήματος, είναι οι παρακάτω:

Page 354: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

6.64 ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ

fyfxrfxfzyx sinFFcosF)ΩV

dtdV(m δδ −+=− (6.3.6)

fxffyfyrzxy sinFcosFF)ΩV

dtdV

(m δδ ++=− (6.3.7)

fxffyrfyfz

z sinFlFlFldt

dI δδΩ+−= 21 (6.3.8)

όπου Iz είναι η ροπή αδράνειας της μάζας του οχήματος ως προς τον z άξονα (Σχήμα 6.3.4). Στον καθορισμό των παραπάνω εξισώσεων το αμάξωμα του οχήματος θεωρήθηκε συμμετρικό ως προς τον επίπεδο Οxz και συνεπώς η εγκάρσια περιστροφή του αμαξώματος αγνοήθηκε.

l2 l1

Fyr

Fxr

Fyr Fxf

Fyf

O

Y

X

Y

O δ1

Σχήμα 6.3.4 Μοντέλο που περιγράφει τις εξισώσεις του οχήματος κατά την είσοδό του σε στροφή

O

Y

X

Vy

OVx δ1

αr

VxVx

Iz Ωz - Vy

Iz Ωz - Vy αf

Page 355: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ 6.65

Εαν το όχημα δεν επιταχύνεται ή επιβραδύνεται στην διεύθυνη Οx, τότε η εξίσωση

6.3.6 μπορεί να αγνοηθεί και οι εγκάρσιες κινήσεις του αμαξώματος να περιγραφούν με την βοήθεια των εξισώσεων 6.3.7 και 6.3.8.

Οι γωνίες ολίσθησης αf και αr προσδιορίζονται από της μεταβλητές Vy και Ωz. Υποθέτοντας μικρές γωνίες ολίσθησης, ισχύει:

x

yzff V

VΩl +−= 1δα (6.3.9)

Οι εγκάρσιες δυνάμεις που δρούν στα εμπρός και πίσω ελαστικά του οχήματος είναι

fafyf CF α2= (6.3.10)

raryr CF α2= (6.3.11)

Συνδυάζοντας τις παραπάνω εξισώσεις με τις 6.3.7 και 6.3.8 και υποθέτοντας μικρή γωνία στροφής των κατευθυντήριων τροχών καθώς και ότι η δύναμη Fxf είναι μηδέν οι εξισώσεις των εγκάρσιων μετατοπίσεων ενός οχήματος με μοναδική μεταβλητή εισόδου την γωνία στροφής των κατευθυντήριων τροχών, γίνονται:

)t(CV]V

CC[Ω]

VClCl

dtdV

m[mV fafyx

arafz

x

arafy δ22222 21 =

++

−++ (6.3.12)

)t(ClV]V

ClCl[Ω]

VClCl

[dt

dI fafyx

arafz

x

arafzz δΩ

121

22

21 2

2222=

−+

+= (6.3.13)

Στις παραπάνω εξισώσεις, δf(t) είναι η γωνία στροφής του εμπρός τροχού ώς συνάρτηση του χρόνου. Εάν θέλουμε στις παραπάνω εξισώσεις να προσθέσουμε εξωτερικές δυνάμεις ή ροπές που δρούν στο όχημα, όπως δυνάμεις και ροπές που προέρχονται από την αντίσταση του αέρα ή την ταχύτητα του πλευρικού ανέμου, αυτές πρέπει να προστεθούν στο δεξιό μέλος των εξισώσεων ώς μεταβλητές εισόδου.

Οταν οι μεταβλητές εισόδου όπως η γωνία στροφής του μπροστινού τροχού ή οι εξωτερικές διαταραχές και οι εσωτερικές συνθήκες είναι γνωστές, η απόκριση του οχήματος εκφράζεται με την γωνιακή ταχύτητα Ωz και την εγκάρσια ταχύτητα Vy σαν συναρτήσεις του χρόνου και υπολογίζεται με την λύση των παραπάνω διαφορικών εξισώσεων.

6.3.4 Πρόγραμμα ROLLCAR.BAS

Το πρόγραμμα ROLLCAR, έχει γραφτεί σε Quick Basic, με σκοπό να μελετηθεί η μεταβατική συμπεριφορά του οχήματος κατά την είσοδο του σε στροφή και η απόκριση του συστήματος διεύθυνσης. Καλείται από το πρόγραμμα ROLL.BAS από την επιλογή Transient Behavior. Το πρόγραμμα επιλύει το σύστημα διαφορικών

Page 356: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

6.66 ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ

εξισώσεων (6.3.12) και (6.3.13). Η είσοδος του προγράμματος είναι μία συνάρτηση γωνίας στροφής των κατευθυντήριων τροχών συναρτήση του χρόνου, που μπορεί να είναι είτε βηματική είτε ημιτονοειδής και μπορεί να καθοριστεί στην υπορουτίνα Diffe όπου είναι γραμμένο το σύστημα των διαφορικών εξισώσεων, με τους απαραίτητους μεταΣχήματισμούς. Η έξοδος είναι η φυγόκεντρος ταχύτητα και επιτάχυνση καθώς και η γωνιακή ταχύτητα και επιτάχυνση του οχήματος ως προς το κέντρο βάρους του.

Το σύστημα των διαφορικών εξισώσεων επιλύεται με την αριθμητική μέθοδο των Runge-Kutta 4ης τάξης. Η διαδικασία επίλυσης γίνεται στην υπορουτίνα RungeKutta. Για να επιλυθεί το σύστημα είναι απαραίτητο να καθοριστούν οι αρχικές συνθήκες του προβλήματος οι οποίες εισάγονται κατά την δημιουργία του αρχείου δεδομένων. Αφού δημιουργηθούν τα αρχεία δεδομένων, ο χρήστης επιλέγει το αρχείο δεδομένων που θέλει να επιλυθεί και με την επιλογή Solve θέτει σε λειτουργία την διαδικασία επίλυσης με την μέθοδο Runge-Kutta. Το πρόγραμμα δίνει την δυνατότητα παρακολούθησης των αποτελεσμάτων με διαγράμματα της γωνιακής και φυγόκεντρης ταχύτητας και επιτάχυνσης με τον χρόνο, με την υπορουτίνα Diagrams. Με βάση τα διαγράμματα αυτά είναι δυνατόν να εκτιμηθεί η οδική συμπεριφορά του οχήματος κυρίως όταν κινείται σε οριακές συνθήκες. Στις παρακάτω σελίδες φαίνονται οι οθόνες του προγράμματος στις οποίες φαίνεται η δομή και η λειτουργία του καθώς και τα αποτελέσματα για συγκεκριμένο αυτοκίνητο.

(α)

(β) Σχήμα 6.3.5 Οθόνη εισαγωγής δεδομένων όπου (α) εισάγονται τα γεωμετρικά χαρακτηριστικά, η κατανομή βάρους, η ταχύτητα και σταθερές ελατηρίων των αναρτήσεων του του οχήματος (β) η αρχική τιμή του χρόνου, το βήμα και ο αριθμός των βημάτων της μεθόδου Runge-Kutta

Page 357: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ 6.67

Σχήμα 6.3.6 Κύρια οθόνη του προγράμματος Rollcar

Page 358: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

6.68 ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ

(α)

(β)

Page 359: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ 6.69

(γ)

(δ)

Σχήμα 6.3.7 Διαγράμματα (α) φυγόκεντρης ταχύτητας (β) φυγόκεντρης επιτάχυνσης (γ) γωνιακής ταχύτητας περιστροφής του οχήματος περί το κέντρο βάρους του (δ) γωνιακής επιτάχυνσης του οχήματος περί το κέντρο βάρους του, με το χρόνο, για βηματική είσοδο γωνία στροφής των κατευθυντήριων τροχών 0.1 (rad).

Page 360: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

6.70 ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ

6.4 Ανάλυση του συστήματος διεύθυνσης

6.4.1 Σχετικές θέσεις των εμπρόσθιων και οπίσθιων τροχών

Εχουμε ήδη αναφέρει ότι όταν ένα όχημα εκτελεί μία ομοιόμορφη στροφή, το πίσω μέρος του μετατοπίζεται στην προέκταση της γωνίας μετατόπισης του πίσω ελαστικού. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να αφήσει τα ίχνη των πίσω τροχών μέσα στα ίχνη των μπροστινών. Η συνθήκη όπου τα ίχνη των εμπρόσθιων και πίσω τροχών συμπίπτουν (υποθέτοντας ίδιο μετατρόχιο των εμπρός και πίσω τροχών), καθορίζεται από την γωνία μετατόπισης του πίσω άξονα η οποία μετατοπίζει το κέντρο της στροφής του οχήματος κατά την μισή απόσταση από τον πίσω άξονα,π.χ x = L/2, όπως φαίνεται στο σχ. 6.4.1. Για μία γωνία μετατόπισης 5 μοιρών και απόσταση μεταξύ των τροχών 2.75m, αυτό γίνεται μέχρι μία ακτίνα στροφής 15.75m. Στα 25 km/h εμφανίζεται εγκάρσια επιτάχυνση 0.31g. Αρα, για να ισχύει η παραπάνω συνθήκη, η γωνία στροφής των μπροστινών τροχών πρέπει να εξισορροπήσει την γωνία μετατόπισης του πίσω άξονα, η οποία βέβαια εξαρτάται και από τον τύπο του ελαστικού.

Σχήμα 6.4.1 Γωνίες στροφής εσωτερικού και εξωτερικού τροχού

Για να επιτευχθεί αυτή η γωνία στροφής πρέπει να υπολογιστεί το άθροισμα των γωνιών μετατόπισης του εμπρός και του πίσω άξονα. Υψηλότερες ταχύτητες στην συγκεκριμένη ακτίνα θα προκαλέσουν το πίσω μέρος του οχήματος να κινείται πιο "έξω" από το μπροστά.

6.4.2 Γωνίες στροφής εσωτερικού και εξωτερικού τροχού

Εαν αγνοηθούν οι γωνίες μετατόπισης του εμπρός και πίσω άξονα (Σχήμα 6.4.2), είναι φανερό ότι οι γωνίες στροφής του εξωτερικού και εσωτερικού τροχού είναι

χ

φfo

φro

φri

φfi

Page 361: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ 6.71

διαφορετικές και ότι του εσωτερικού είναι μεγαλύτερη αφού η ακτίνα στροφής είναι μικρότερη. Εαν θεωρήσουμε γνωστή την γωνία στροφής του εσωτερικού τροχού θi, για να υπολογίσουμε την γωνία στροφής του εξωτερικού τροχού θ0, χρησημοποιούμε την απόσταση Tfk που είναι η απόσταση μεταξύ των σημείων που οι "βασιλικοί πείροι" στερεώνονται στον άξονα και e είναι η απόσταση του άξονα του βασιλικού πύρου από το κέντρο του τροχού, ισχύει:

eTT ffk 2−= Πρατηρώντας το Σχήμα 6.4.2 εξάγουμε τις εξής σχέσεις:

ιθtan)2

fTrTeriL/(R =

−++ (6.4.1)

itanθL

2fTrT

eriR =−

++ (6.4.2)

otanθ

2fTrT

eroR

L=

−−−

(6.4.3)

sinθL

roR = (6.4.4)

èï

eL

Σχήμα 6.4.2 Υπολογισμός γωνιών στροφήςεσωτερικου-εξωτερικού τροχού

Tf Tf T r

Rri

Rèé fo

Rfi

Page 362: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

6.72 ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ

6.4.3 Μέγιστες γωνίες στροφής-Επίδραση στις γωνίες μετατόπισης

Για λόγους απλότητας υποτίθεται ότι οι γωνίες μετατόπισης του πίσω και του μπροστά μέρους του οχήματος είναι ίσες. Από το Σχήμα 6.4.3 φαίνεται ότι με δεδομένο ότι η γωνία που Σχήματίζεται από τις δύο υποτείνουσες των ορθωγώνιων τριγώνων είναι σταθερή, ο γεωμετρικός τόπος της τομής των ακτίνων των εξωτερικών τροχών βρίσκεται σε ένα κύκλο με κέντρο το σημείο Α. Ο αντίστοιχος γεωμετρικός τόπος της τομής των ακτίνων του εσωτερικού τροχού βρίσκεται σε μία συγκεκριμένη ακτίνα από το σημείο Β. Τα σημεία Α και Β βρίσκονται και τα δύο σε απόσταση L/2 από τον πίσω άξονα και σε ευθείες ανάλογες, στο μισό,των Rr0 και Rri αντίστοιχα. Υπάρχει μια μικρή διαφορά στον υπολογισμό των δύο τόπων.

Tf

k

Tr

Rri

Rfi

Rfo

A

B

Rro/2

Rri/2

Tr/2

L

L/2

Rro

Σχήμα 6.4.3 Υποθέτοντας ίσες γωνίες μετατόπισης εμπρός και πίσω άξονα έχουμε μία πιθανή τροχιά του οχήματος

Ακόμα, είναι φανερό ότι από τις ίσες γωνίες μετατόπισης των πίσω ελαστικών θα προκύψουν παράλληλες ευθείες από τα σημεία επαφής των πίσω ελαστικών με τον δρόμο. Επίσης, ίσες γωνίες μετατόπισης στους δύο μπροστινούς τροχούς θα διατηρήσουν μία σταθερή γωνία μεταξύ των ακτίνων Rf0 και Rf1 και το σημείο τομής

Page 363: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ 6.73

τους θα βρίσκεται πάλι σε μία περιφέρεια κύκλου του οποίου το κέντρο είναι η τομή της κάθετης στην διχοτόμο των Rf0 και Rf1 με την κεντρική ευθεία του οχήματος στο οριζόντιο επίπεδο. Το αποτέλεσμα όλων όσων αναφέρθηκαν παραπάνω είναι ότι ίσες γωνίες μετατόπισης δίνουν μία περιοχή, ένα ακανονιστο τετράπλευρο του οποίου οι δύο πλευρές είναι ευθείες και οι δύο άλλες τμήματα κύκλου και όχι ένα συγκεκριμένο σημείο. Επίσης φαίνεται ότι στην συνηθισμένη περιοχή των γωνιών στροφής των κατευθυντήριων τροχών ακόμα και όταν οι τροχοί έχουν στραφεί πλήρως, απαιτούνται πολύ μικρές διαφορές από τις γωνίες στροφής των απαραμόρφωτων ελαστικών, για να επιτύχουν την ίδια μετατόπιση στους μπροστινούς τροχούς. 6.4.4 Μηχανισμοί του συστήματος διεύθυνσης

Στα συνηθισμένα αυτοκίνητα η συνολική γωνία κατά την οποία περιστρέφονται οι τροχοί από την μία άκρη στην άλλη κυμαίνεται μεταξύ των 70 και 75 μοιρών. Επίσης οι στροφές του τιμονιού για να διαγράψουν οι τροχοί τις 70 ή 75 μοίρες είναι συνήθως από 3 μέχρι και 4,5 στροφές, πράγμα που σημαίνει ότι ο λόγος μετάδοσης αρχίζει από 15:1 μέχρι 22,5:1.

Οταν οι τροχοί του μροστινού άξονα του οχήματος υποστούν μία διαταραχή απο τον δρόμο π.χ μία ανωμαλία του δρόμου, παράγεται μία γυροσκοπική ροπή, η οποία προκαλεί χτυπήματα στο τιμόνι. Πρακτικά είναι επιθυμητό ο λόγος μετάδοσης του κιβωτίου του συστήματος διεύθυνσης να είναι όσο το δυνατόν πιό μικρός έτσι ώστε τα χτυπήματα αυτά να γίνονται όσο το δυνατόν λιγότερο αισθητά από τον οδηγό. Γενικά είναι καλύτερα να ρυθμίζονται οι αναρτήσεις ενός αυτοκινήτου έτσι ώστε να μην προκαλούν δυνάμεις αδράνιας παρά να προσπαθούμε να τις εξαλείψουμε εντελώς. Η στατική ροπή που απαιτείται για να στρίψουν οι μπροστινοί τροχοί ενός αυτοκινήτου μπορεί να αυξηθεί λόγω της πτώσης της πίεσης στα λάστιχα, πράγμα που σημαίνει ότι ένα "βαρύ" σύστημα διεύθυνσης πιθανόν να απαιτεί περισσότερες από 4,5 στροφές του τιμονιού για να στρίψουν οι τροχοί από την μία κατεύθυνση στην άλλη. Αυτό φυσικά κάνει τον χειρισμό του οχήματος πολύ δύσκολο ιδιαίτερα σε καταστάσεις ανάγκης (π.χ αποφυγή ατυχήματος).

Οι παραπάνω απαιτήσεις τείνουν στο να διαμορφώσουν την απόδοση (forward efficiency) του μηχανισμού όσο το δυνατόν μεγαλύτερη. Ετσι εξηγείται η μεγάλη δίαδοση του μηχανισμού οδοντωτού κανόνα κυκλικού γραναζιού (rack and pinion) που χρησιμοποιείται ευρέως στα αυτοκίνητα. Ειναι ο απλούστερος τρόπος μετατροπής περιστροφής σε ευθύγραμμη κίνηση. Ενα από τα προβλήματα που προκύπτουν είναι ο απαιτούμενος λόγος. Οι 75 μοίρες που απαιτούνται για την στροφή του τροχού μπορούν να προκύψουν από μία αντίστοιχη διαδρομή της οδοντωτής ραβδου περίπου 1,2 φορές την ακτίνα του μοχλού του συστήματος διεύθυνσης . Εαν υποθέσουμε 4,5 στροφές του τιμονιού από την μία οριακή γωνία των κατευθυντήριων τροχών στην άλλη, αυτό συνεπάγεται μετατόπιση των τροχών 28,27 φορές την ακτίνα του pinion. Εαν R είναι η ακτίνα του μοχλού κατεύθυνσης και r η ακτίνα του pinion τότε θα είναι : 1,2R=28,27r δηλαδή : R/r = 23.56 . Για R=0.14m συνεπάγεται οτι r=0.00594 m .

Οπως ακριβώς όταν χρησιμοποιούμε ένα γρανάζι, για να εξασφαλίσουμε μεγαλύτερο πινιόν αυξάνοντας την γωνία του σπειρώματος του δοντιού του, έτσι τοποθετόντας τον άξονα του pinion σε μία γωνία ως προς την κάθετο στην διαδρομή της οδοντωτής ράβδου (rack) αυξάνει η ακτίνα του βήματος του pinion για δεδομένο

Page 364: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

6.74 ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ

μήκος διαδρομής της οδοντωτής ράβδου. Ο αριθμός των δοντιών του pinion είναι 5 ή 4 ή ακόμα λιγότερα, ανάλογα με την γωνία έλικας των δοντιών του. Ανάλογα με την κατασκευή των δοντιών του είναι πιθανόν να έχει τον κύκλο του βήματος μέσα στην ρίζα του δοντιού, οπότε πρεπει το pinion να έχει επαρκώς σκληρά δόντια και πυρήνα, (στο Σχήμα 6.4.4 φαίνεται ένας rack and pinion μηχανισμός 2).

Η γωνία της έλικας του σπειρώματος της οδοντωτής ράβδου (rack) και η ολίσθηση του pinion του οποίου ο άξονας δεν είναι κάθετος παράγει μία παραπάνω τριβή στο σημείο επαφής του δοντιού του pinion με την ράβδο .

Διάφοροι τύποι κιβωτίων συστήματος διεύθυνσης όπως ο μηχανισμός cam and roller σε διάφορες παραλλαγές φαίνονται στα Σχήματα 6.4.5 και 6.4.6.

Σχήμα 6.4.4 Μηχανισμός rack and pinion συστήματος διεύθυνσης

Page 365: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ 6.75

ΣΧΉΜΑ 6.4.5 Πυξίδα διεύθυνσης με ατέρμονα κοχλία κίνησης και περικόχλιο

Αξονας τιμονιου

Αξονας Πυξίδας

Πυξίδα

Κοχλίας κίνησης

Περικόχλιο

Σωληνάρια περιφοράς σφαιριδίων

Κοχλίας

Περικόχλιο

Δίχαλο

Οδοντωτός τομέας

Βραχίονας πυξίδας

Βραχίονας πυξίδας

Ρυθμ. κοχλίας

Σχήμα 6.4.6 Πυξίδα διεύθυνσης με ατέρμονα κοχλία κίνησης και περιφερόμενα σφαιρίδια

Page 366: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

6.76 ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ

6.4.5 Επιρροή της εγκάρσιας παραμόρφωσης του ελαστικού στην δυναμική συμπεριφορά του συστήματος διεύθυνσης

Διάφορα μοντέλα εξομοίωσης του συστήματος διεύθυνσης και παραμόρφωσης των ελαστικών στην εγκάρσια διεύθυνση έχουν ερευνηθεί παλιότερα. Ομως η μελέτη του συνδυασμού και των δύο δεν έχει ιδιαίτερα ερευνηθεί. Στη συνέχεια περιγράφεται η επίδραση των πιό πρακτικών μοντέλων των ελαστκών στην δυναμική κατάσταση του συστήματος διεύθυνσης, η μεταβατική απόκριση καθώς και η απόκριση συχνότητας του μοντέλου που περιγράφεται παρακάτω.

Τα ελαστικά με πεπιεσμένο αέρα είναι ένα βασικό στοιχείο του οχήματος. Ειναι ένα πολύπλοκο σύστημα του οποίου τα χαρακτηριστικά επηρεάζουν την μηχανική συμπεριφορά του. Τα προηγούμενα χρόνια η μετατόπιση του κέντρου βάρους του ελαστικού στην εγκάρσια διεύθυνση δεν λαμβανόταν υπόψη στους υπολογισμούς και στην κατάστρωση των μαθηματικών μοντέλων. Πρόσφατα, η ελαστική συμπεριφορά των ελαστικών στην εγκάρσια διεύθυνση, έχει εισαχθεί στα δυναμικά μοντέλα που περιγράφουν την συμπεριφορά του ελαστικού και έχει αποδειχθεί οτι έχει μεγάλη σημασία στην κατευθυντικότητα του οχήματος και την ευστάθειά του, κυρίως κατά την διάρκεια ελιγμών. Παρακάτω δίνονται οι εξισώσεις που έχουν προταθεί από τον Ellis για τον υπολογισμό της επιροής της ευκαμψίας του ελαστικού στην εγκάρσια διεύθυνση, κατά την μεταβατική αλλά και κατα τη σταθερή δυναμική συμπεριφορά του οχήματος.

Διάφορα μοντέλα έχουν αναπτυχθεί για την μελέτη της επιρροής των χαρακτηριστικών του συστήματος διεύθυνσης, στην κατευθυντικότητα και την ευστάθεια ενός οχήματος. Από τον συνδυασμό των εξισώσεων του Ellis που περιγράφουν το μοντέλο του ελαστικού στην εγκάρσια διεύθυνση του και αυτών που περιγράφουν το σύστημα διεύθυνσης, προκύπτουν οι εξισώσεις που συνδυάζουν τις εξισώσεις του συστήματος διεύθυνσης και τις εξισώσεις που περιγράφουν την κίνηση και την δυναμική συμπεριφορά του οχήματος στην εγκάρσια διεύθυνση. Η επιρροή και άλλων παραμέτρων στην δυναμική συμπεριφορά του συστήματος διεύθυνσης, όπως η ταχύτητα του οχήματος πρέπει επίσης να μελετηθεί. Ακολουθεί πίνακας των συμβόλων που χρησιμοποιούνται στην ανάλυση του μοντέλου του συστήματος διεύθυνσης. ΠΙΝΑΚΑΣ ΣΥΜΒΟΛΩΝ: AT : ροπή ευθυγράμμισης του ελαστικού ως προς το σύστημα διεύθυνσης Bfw : ιξώδης απόσβεση μπροστινού τροχού Bsw : ιξώδης απόσβεση τιμονιού C : γωνιακή δυσκαμψία ελαστικού CF : ροπή τριβής Coulomb CR :λόγος σχέσεως μετάδοσης ολόκληρου του συστήματος διεύθυνσης (αδιάστατος) Ifw : ροπή αδράνειας μπροστινού τροχού Isw : ροπή αδράνειας τιμονιού K : εγκάρσια δυσκαμψία του ελαστικού Ksc : σταθερά ελατηρίου του άξονα σύνδεσης του τιμονιού Ksl : σταθερά ελατηρίου του συνδέσμου του συστήματος διεύθυνσης

Page 367: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ 6.77

Kss : ολική σταθερά ελατηρίου του συστήματος διεύθυνσης Ng : λόγος μετάδοσης του μηχανισμού διεύθυνσης (αδιάστατος) Nl : λόγος μετάδοσης μηχανισμού σύνδεσης του συστήματος διεύθυνσης Tsw : ροπή του τιμονιού V : γραμμική ταχύτητα του οχήματος xc : μηχανικό μήκος ίχνους xP : πνευματικό μήκος ίχνους xT : συνολικό μήκος ίχνους Y : συνολική εγκάρσια δύναμη στο ελαστικό y : εγκάρσια μετατόπιση του ελαστικού α : γωνία ολίσθησης του ελαστικού δfw : γωνιακή μετατόπιση του ελαστικού δsc : μετατόπιση του άξονα του τιμονιού δsl : μετατόπιση του συνδέσμου του τιμονιού εl : γωνιακή μετατόπιση του μπροστινού τροχού εξατίας της κλίσης του αμαξώματος Δ : χαρακτηριστικό πολυώνυμο φ : γωνια στροφής του αμαξώματος περί τον άξονα περιστροφής ηf : συντελεστής μετάδοσης του κιβωτίου του συστήματος διεύθυνσης λ : παράμετρος του ελαστικού που εξαρτάται από την γωνιακή του δυσκαμψία και την ταχύτητα του οχήματος 6.4.5.1 Μοντέλο συστήματος διεύθυνσης Το σύστημα διεύθυνσης επιτρέπει στον οδηγό να ελέγχει την κατεύθυνση της κίνησης του οχήματος καθώς και να διατηρεί το όχημα στην επιθυμητή τροχιά. Για ένα όχημα του οποίου οι εμπρός τροχοί είναι κατευθυντήριοι, η περιστροφή του τιμονιού από τον οδηγό μετατρέπεται σε μία γωνιακή μετατόπιση των μπροστινών τροχών, που θεωρείται και η έξοδος του συστήματος διεύθυνσης. Μεταγενέστερα συμβαίνει το φαινόμενο της εγκάρσιας ολίσθησης, του τμήματος του ελαστικού που έρχεται σε επαφή με τον δρόμο, με αποτέλεσμα να αναπτύσσονται εγκάρσιες δυνάμεις στην περιοχή επαφής του ελαστικού με τον δρόμο. Οι δυνάμεις αυτές αλλάζουν την κατεύθυνση της κίνησης του οχήματος. Στα προηγούμενα μοντέλα που περιέγραφαν το όχημα, η δυναμική συμπεριφορά του συστήματος διευθυνσης δεν λαμβανόνταν υπόψη, εως ότου ο Segel το 1965 ανέλυσε το σύστημα διεύθυνσης και συμπέρανε ότι η δυναμική συμπεριφορά του επιφέρει μία αύξηση στην στατική ευστάθεια του οχήματος. Μια γενική Σχήματική παράσταση του συστήματος διεύθυνσης που περιλαμβάνει τα κύρια στοιχεία του, φαίνεται στο Σχήμα 6.4.7

Page 368: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

6.78 ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ

Τροχός διευθύνσεως

Αξονας τιμονιού

Μοχλός διευθύνσεως Βοηθητικός

βραχίονας

Πυξίδα διευθύνσεως

Βραχίονας Οδηγούμενος βραχίονας

Συνδετήρια μπάρα

Pitman

Σχήμα 6.4. Σύστημα διεύθυνσης και ονοματολογία κατά SAE

Page 369: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ 6.79

Το μοντέλο που περιγράφει τις διάφορες παραμέτρους του συστήματος φαίνεται

στο Σχήμα 6.4.8. Στο Σχήμα 6.4.8 παρατηρούμε οτι εκτός από την αδράνεια και τη σταθερά ελατηρίου του μηχανισμού του συστήματος διεύθυνσης (steering linkage), μία γραμμική και μη γραμμική απόσβεση παρουσιάζονται στον εμπρός τροχό εξαιτίας των ρουλεμάν. Επίσης ένας τύπος ιξώδους απόσβεσης περιλαμβάνεται στο μοντέλο ώστε να ληφθεί υπόψη στον υπολογισμό η απόσβεση της έδρασης με ρουλεμάν του άξονα που στηριζεται το τιμόνι και που βρίσκεται κάτω από το τιμόνι. Ο όρος περιγράφει την επίδραση της εγκάρσιας στροφής του αμαξώματος του οχήματος στην στροφή του μπροστινού τροχού. Οι εξισώσεις που έχουν αναπτυχθεί για την περιγραφή της δυναμικής συμπεριφοράς του μοντέλου αυτού του συστήματος διεύθυνσης, στην τελική τους μορφή είναι οι παρακάτω:

Bfw CFBs εlφ

Σχήμα 6.4.8 Μοντέλο εξομοίωσης ταλαντώσεων συστήματος διεύθυνσης

( )

( ) •

−+−−=+++−

−=−++

rI)΄(CFsngATKDBDI΄΄

T΄K΄KDBDI΄

fwswfwssswswswss

swfwssswssswsw

ss

ss

1

12

1

12

ΝφΚε

δδδΚ

ΝφΚε

δδ

(6.4.5) όπου :

scK2)g(NfnslK

scKslK2(GR)fhssK

swB2(GR)fnswB

sw(GR)TfnswTGRswδ

sw΄

swI2(GR)fnswI

+=

=′

=′

=

=′

δ

Isw Ifw Tsw Ks Ksl

NgNl

AT

δs δslδsc δp

δfw

Page 370: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

6.80 ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ

και D ο τελεστής της παραγώγου ως προς τον χρόνο :

idt

idiD =

6.4.5.2 Απλοποιημένο μοντέλο συστήματος διεύθυνσης

Η συνιστώσα της επιτάχυνσης στο οριζόντιο επίπεδο (yaw) μπορεί να αγνοηθεί, αφού η επίδρασή της στην στροφή του κατευθυντήριου τροχού είναι πολύ μικρή. Παρομοίως, αφού οι φυσικές συχνότητες των μπροστινών τροχών γύρω από τους άξονες του συστήματος διεύθυνσης είναι κατά πολύ μεγαλύτερες απο αυτές της εγκάρσιας απόκρισης της κίνησης ολόκληρου του οχήματος, η δυναμική σχέση των βαθμών ελευθερίας του τιμονιού και του ελέγχου της κατευθυντικότητας και της ευστάθειας, μπορεί να θεωρηθεί αμελητέα. Ετσι η μόνη συνιστώσα που παρουσιάζει ενδιαφέρον για την ροπή ευθυγράμμισης του ελαστικού ΑΤ είναι αυτή που παράγεται από τις εγκάρσιες δυνάμεις που προκύπτουν από την ολίσθηση του ελαστικού στην περιοχή της επαφής του με το δρόμο, στην εγκάρσια πάντα διεύθυνση.

Ακόμα μία απλοποίηση του μοντέλου που περιγράφει την δυναμική συμπεριφορά του συστήματος διεύθυνσης προκύπτει αν αγνοήσουμε την μη-γραμμική απόσβεση Coulomb, θεωρώντας έτσι μία απόλυτα γραμμική παρουσίαση του μηχανισμού του συστήματος διεύθυνσης κατάλληλη για μελέτη ταλαντώσεων. Το απλοποιημένο αυτό μοντέλο του συστήματος διεύθυνσης, δύο βαθμών ελευθερίας, περιγράφεται από τις ακόλουθες διαφορικές εξισώσεις :

swT=fwδssK-sw΄)δ΄ssK+DswB+2DswI( ′′′ (6.4.6)

-AT=fw)δssK+DfwB+2Dfw(I+swδ΄ssK- (6.4.7)

6.4.5.3 Μοντέλο εύκαμπτου στην εγκάρσια διεύθυνση ελαστικού

Η εγκάρσια δύναμη εξαιτίας της γωνίας στροφής δίνεται από την γραμμική σχέση

α)-fwC(δ=Y (6.4.8)

Η εγκάρσια μετατόπιση των στοιχειωδών κομματιών του ελαστικού παράγει την

εγκάρσια δύναμη πρόσφυσης, που περιγράφεται μαθηματικά από την σχέση

Ky=Y (6.4.9) όπου Κ η εγκάρσια δυσκαμψία του ελαστικού.

Η εγκάρσια δύναμη που αναπτύσσεται εξαιτίας της στροφής και της ολίσθησης είναι η ίδια δύναμη που προκαλεί την εγκάρσια μετατόπιση. Για ελαστικό εύκαμπτο

Page 371: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ 6.81

στην εγκάρσια διεύθυνση η μετατόπιση y είναι σημαντική και πρέπει να περιληφθεί στην δυναμική ανάλυση του συστήματος διεύθυνσης. Ετσι ισχύει

Ky=σ)-fwC(δ (6.4.10)

Για μικρές γωνίες ολίσθησης ισχύει:

Vfwδ΄cx-y

=α&

(6.4.11)

Από τις δύο παραπάνω εξισώσεις προκύπτει η τρίτη δυναμική εξίσωση: (6.4.12) fwV)δ+Dc(x=λ)y+(D

όπου λ=UK/C.

Η ροπή ευθυγράμμησης εξαιτίας της Y εκφράζεται ως εξής : yox=)YTx+p(x=AT (6.4.13)

)V

fw΄cx-y-fwC(δTx=KyTx=AT

δ& (6.4.14)

Αντικαθιστώντας αυτές τις εξισώσεις στις προηγούμενες που περιγράφουν την δυναμική συμπεριφορά του συστήματος διεύθυνσης μπορούμε να πάρουμε σε μορφή πινάκων τις παρακάτω εξισώσεις:

( ) ⎥⎥⎥⎥⎥

⎢⎢⎢⎢⎢

=

⎥⎥⎥⎥⎥

⎢⎢⎢⎢⎢

⎥⎥⎥⎥⎥

⎢⎢⎢⎢⎢

++−

++−−

00

0

20 ,

swT

y

,fw

DVDcxKTxssKDfwBDfwIssK

ssK,swI

δ

δ

λ

(6.4.15)

Η απόκριση της εγκάρσιας μετατόπισης στην είσοδο της ροπής που εφαρμόζεται

στο σύστημα διεύθυνσης (τιμόνι), μπορεί να εκφρασθεί από τις παραπάνω εξισώσεις σαν

swTΔ

V)+Dc(xssK=y ′ (6.4.16)

όπου Δ είναι το χαρακτηριστικό πολυώνυμο του δυναμικού πίνακα. Η συνάρτηση μεταφοράς που συνδέει το y με την δ′sw

KTVx+ssKK)D+‘Txcx+ssK+fwB(‘+2)DfwB+fwI(‘+3DfwI

V)+Dc(xssK=(D)

swδ΄y (6.4.17)

Page 372: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

6.82 ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ

6.4.5.4 Μοντέλο δύσκαμπτου ελαστικού στην εγκάρσια διεύθυνση

Στην περίπτωση του δύσκαμπτου ελαστικού, η εγκάρσια μετατόπιση αγνοείται και το σύστημα διεύθυνσης γίνεται ένα σύστημα δύο βαθμών ελευθερίας. Αφού η εγκάρσια ταχύτητα θεωρείται αμεληταία η ροπή ευθυγράμμησης γίνεται

)V

swδ΄cx+fwC(δTx=AT (6.4.18)

Οι εξισώσεις του συστήματος διεύθυνσης σε μορφή πινάκων γίνονται :

⎥⎦

⎤⎢⎣

⎡ ′⎥⎦

⎤⎢⎣

⎡⎥⎥

⎢⎢

⎡ ′′

0T

=SS΄

C)x+(K+)V

Cxx+(B+DIK-

K-K+DB+DIsw

fw

sw

TssTc

fw2

fwss

sssssw2

sw (6.4.19)

6.4.5.5 Ανάλυση ευστάθειας

Συχνά για την μελέτη και την διερεύνηση της ευστάθειας ενός οχήματος χρησιμοποιούνται οι φυσικές συχνότητες. Οι φυσικές αυτές συχνότητες των δύο παραπάνω μοντέλων του συστήματος διεύθυνσης υπολογίζονται με την βοήθεια Η/Υ. Ορισμένα δεδομένα και τα αποτελέσματα της εξομοίωσης συνοψίζονται στούς πίνακες 1 και 2 για διάφορες τιμές ευκαμψίας του ελαστικού και για γραμμική ταχύτητα του οχήματος 35 mph. Σημειώνεται ότι και τα δύο μοντέλα δίνουν αποτελέσματα για σταθερές "ρίζες".

Το μοντέλο εύκαμπτου ελαστικού προκαλεί μία μείωση στις φυσικές συχνότητες του συστήματος, ειδικά όσων συνδέονται με το μπροστινό τροχό. Γενικά η μείωση είναι της τάξης του 4% στις βασικές συχνότητες του συστήματος. Η επιρροή της "αντίστασης στην στροφή" (cornering stiffness) και της εκάρσιας δυσκαμψίας (lateral stiffness) του ελαστικού στο εύρος των φυσικών συχνοτήτων είναι πίο σημαντική στο μοντέλο του δύσκαμπτου ελαστικού στην εγκάρσια διεύθυνση.

Σε μεγάλες ταχύτητες του οχήματος, η φυσική συχνότητα του συστήματος διεύθυνσης για το μοντέλο του εύκαμπτου ελαστικού είναι πολύ κοντά στην φυσική συχνότητα του δύσκαμπτου στην εγκάρσια διεύθυνση μοντέλου. Η αύξηση της γραμμικής ταχύτητας του οχήματος δεν προκαλεί απώλεια της ευστάθειας, αλλά αυξάνει τις συχνότητες ταλάντωσης του τιμονιού και την κρίσιμη απόσβεση στο τιμόνι και τον μπροστινό τροχό. Μεγάλη ροπή αδράνειας στο τιμόνι προκαλεί μη ευσταθείς συνθήκες σε μία ταχύτητα του οχήματος περίπου 15 mph. Η αύξηση της συνολικης δυσκαμψίας του συστήματος διεύθυνσης αυξάνει τις φυσικές συχνότητες του, δεν επηρεάζει όμως την ευστάθεια του. Ο λόγος απόσβεσης του συστήματος διεύθυνσης επίσης μειώνεται. 6.4.5.6 Μεταβατική απόκριση σε βηματική είσοδο ροπής στο τιμόνι του συστήματος διεύθυνσης

Η μεταβατική απόκριση έχει σκοπό να παραστήσει την επίδραση της ευκαμψίας του ελαστικού στην δυναμική συμπεριφορά του συστήματος διεύθυνσης. Η

Page 373: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ 6.83

μεταβατική απόκριση σε μία βηματική είσοδο ροπής, παριστάνεται στα Σχήματα 6.4.9 και 6.4.10. Η απόκριση του μοντέλου με εύκαμπτα ελαστικά παρουσιάζει μεγαλύτερα "πηδήματα" και περισσότερες ταλαντώσεις προτού φτάσει σε μία σταθερή κατάσταση. Για την περίπτωση εισόδου μίας βηματικής γωνιακής μετατόπισης του τιμονιού, η απόκριση της μετατόπισης του μπροστινού τροχού παρουσιάζει παρόμοια συμπεριφορά με εκείνη της εισόδου βηματικής ροπής. Εάν θεωρήσουμε μικρή ευκαμψία ολόκληρου του συστήματος παρατηρούμε από τα Σχήματα 6.4.10 και 6.4.11, ότι έχουμε καλύτερη ευστάθεια του συστήματος. Η επίδραση του συντελεστή της συνεπαγόμενης δυσκαμψίας Kss είναι περισσότερο έντονη στην περίπτωση του μοντέλου του εύκαμπτου ελαστικού. Η απόσβεση στο σύστημα διεύθυνσης είναι απαραίτητη για να διατηρεί την ευστάθεια του συστήματος. Μικρή απόσβεση παράγει απόκριση αυξανόμενου πλάτους ταλάντωσης και καθιστά το σύστημα ασταθές, όπως φαίνεται και στο Σχήμα 6.4.12. 6.4.5.7 Απόκριση συχνότητας σε ημιτονοειδή είσοδο.

Η απόκριση συχνότητας για το μοντέλο του δύσκαμπτου ελαστικού στην εγκάρσια διεύθυνση, παρουσιάζει μικρότερο λόγο εύρους και ελαφρά απόκλιση στην φάση της μετατόπισης και του συντονισμού. Σε χαμηλές και υψηλές συχνότητες και τα δύο μοντέλα παρουσιάζουν την ίδια συμπεριφορά. Αύξηση της γραμμικής ταχύτητας του οχήματος προκαλεί ελαφρά μείωση του λόγου του πλάτους της εγκάρσιας μετατόπισης και της μετατόπισης του μπροστινού τροχού στην ίδια συχνότητα συντονισμού, για το μοντέλο με τα εύκαμπτα ελαστικά. Αντίθετα καμμία επίδραση της γραμμικής ταχύτητας δεν παρατηρήθηκε στην απόκριση συχνότητας, στο μοντέλο με τα δύσκαμπτα ελαστικά.

Μία μεγαλύτερη ροπή αδράνειας του συστήματος διεύθυνσης προκαλεί αύξηση του λόγου εύρους και μείωση της συχνότητας συντονισμού . Αλλαγή στην συνεπαγόμενη ολική δυσκαμψία του συστήματος διεύθυνσης εππηρεάζει μόνο τους βαθμούς ελευθερίας που συνδέονται με τα λάστιχα. Για το μοντέλο με τα εύκαμπτα λάστιχα ο λόγος του πλάτους είναι μεγαλύτερος. Η επίδραση της μετατόπισης του τιμονιού είναι περισσότερο σημαντική στο μοντέλο με δύσκαμπτα ελαστικά . 6.4.5.8 Συμπεράσματα.

Αν και τα μοντέλα που αναπτύχθηκαν παραβλέπουν την επίδραση της δυναμικής

του οχήματος, η επίδραση της ευκαμψίας των ελαστικών στην δυναμική συμπεριφορά του συστήματος διεύθυνσης μειώνει την φυσική συχνότητα της ταλάντωσης και παράγει χαμηλή απόκριση. Ακόμα διαταράσει την ευστάθεια του συστήματος γιατί προκαλεί μία μεγαλύτερης χρονικής διάρκειας μόνιμη κατάσταση. Επίσης, αυξάνει το εύρος της ταλάντωσης για ημιτονοειδείς εισόδους κοντά στην συχνότητα συντονισμού. Η προς τα εμπρός ταχύτητα του οχήματος επηρεάζει την δυναμική συμπεριφορά του συστήματος διεύθυνσης μόνον όταν το ελαστικό είναι εύκαμπτο. Η αύξηση της ταχύτητας έχει μία σταθεροποιητική επίδραση, ειδικά όταν η είσοδος στο σύστημα διεύθυνσης είναι ροπή. Από την άλλη, μεγάλη ροπή αδράνειας του τιμονιού μπορεί να προκαλέσει στο σύστημα απώλεια της ευστάθειας, και μείωση των φυσικών συχνοτήτων του συστήματος διεύθυνσης.

Page 374: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

6.84 ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ

Σχήμα 6.4.9 Μεταβατική απόκριση σε βηματική είσοδο ροπής στο τιμόνι

Page 375: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ 6.85

Σχήμα 6.4.10 Μεταβατική απόκριση σε βηματική είσοδο ροπής στο τιμόνι για Κ=500000 lb ft / rad

Page 376: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

6.86 ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ

Σχήμα 6.4.11 Μεταβατική απόκριση σε βηματική είσοδο για K=350 lb ft /rad

Page 377: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ 6.87

Σχήμα 6.4.12 Μεταβατική απόκριση σε βηματική είσοδο για Β=0 lb ft / (rad sec)

6.4.6 Πρόγραμμα STEERCAR.BAS

Το πρόγραμμα STEERCAR έχει γραφτεί σε γλώσσα Quick Basic με σκοπό να λύσει το σύστημα των διαφορικών εξισώσεων που αναπτύχθηκαν στην παράγραφο 6.4.5. Συγκεκριμένα οι διαφορικές εξισώσεις που επιλύονται είναι οι εξισώσεις (6.4.19), οι εξισώσεις δηλαδή που περιγράφουν το μοντέλο του δύσκαμπτου στην εγκάρσια διεύθυνση ελαστικού. Στο συγκεκριμένο μοντέλο το σύστημα διεύθυνσης εξομοιώνεται με ένα σύστημα μαζών συνδεδεμένων με στρεπτικά ελατήρια. Η είσοδος του μοντέλου είναι η συνάρτηση της ροπής που εφαρμόζεται στο τιμόνι από τον οδηγό και η έξοδος η γωνίες στροφής των κατευθυντήριων τροχών. Στο συγκεκριμένο μοντέλο δεν λαμβάνεται υπόψη η διαταραχή που επηρεάζει το σύστημα και προέρχεται από την παραμόρφωση του ελαστικού στην εγκάρσια διεύθυνση.

Το μοντέλο είναι μεγάλης σημασίας για την μελέτη και το σχεδιασμό του συστήματος διεύθυνσης, αφού δίνει την δυνατότητα μελέτης της δυναμικής

Page 378: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

6.88 ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ

συμπεριφοράς του, της μεταβατικής του απόκρισης και της απόκρισης συχνότητας του. Επίσης υπάρχει η δυνατότητα της μελέτης της επιροής όλων των χαρακτηριστικών του συστήματος διεύθυνσης, όπως σταθερές στρεπτικών ελατηρίων, σταθερές απόσβεσης, ροπές αδράνειας του μηχανισμού διεύθυνσης στην δυναμική συμπεριφορά του.

Στο αρχείο δεδομένων που πρέπει να δημιουργήσει ο χρήστης ζητούνται όλα τα χαρακτηριστικά του συστήματος διεύθυνσης, όπως σταθερά στρεπτικού ελατηρίου και απόσβεση του άξονα του τιμονιού, λόγος μετάδοσης του κιβωτίου του μηχανισμού του συστήματος διεύθυνσης, απώλειες του κιβωτίου, ροπή αδράνειας του τιμονιού κ.α. Επίσης, επειδή για να λυθεί το σύστημα είναι απαραίτητο να ορίσουμε τις αρχικές συνθήκες του προβλήματος, δηλαδή τις αρχικές τιμές της γωνίας και της γωνιακής ταχύτητας του τιμονιού και του κατευθυντήριου τροχού, στο αρχείο δεδομένων ο χρήστης καλείται να δώσει τις αρχικές τιμές. Στην συνέχεια ζητείται η αρχική τιμή του χρόνου, το βήμα και ο αριθμός των βημάτων της μεθόδου.

(α)

(β)

Σχήμα 6.4.13 Οθόνη εισαγωγής δεδομένων όπου (α) εισάγονται τα γεωμετρικά χαρακτηριστικά και σταθερές ελατηρίων και απόσβεσης των μηχανικών μερών του συστήματος διεύθυνσης, (β) η αρχική τιμή του χρόνου, το βήμα και ο αριθμός των βημάτων της μεθόδου Runge-Kutta

Page 379: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ 6.89

Το σύστημα των διαφορικών εξισώσεων, που είναι δευτέρας τάξης, επιλύεται με την μέθοδο Runge-Kutta 4ης τάξης. Η υπορουτίνα επίλυσης είναι η RungeKutta. Οι διαφορικές εξισώσεις γράφονται στην υπορουτίνα Diffe, στην οποία βρίσκεται και η συνάρτηση εισόδου του συστήματος, που όπως αναφέρθηκε είναι η ροπή που εφαρμόζεται στο τιμόνι από τον οδηγό. Υπάρχει η δυνατότητα αλλαγής αυτής της συνάρτησης από τον χρήστη με οποαδήποτε άλλη συνάρτηση θέλει, ανάλογα με το τί ενδιαφέρεται να μελετήσει. Αν για παράδειγμα θέλει την απόκριση του συστήματος διεύθυνσης για βηματική είσοδο ροπής στο τιμόνι, μπορεί να επέμβει στο σημείο αυτό του προγράμματος και να δώσει στην μεταβλητή Τsw την τιμή που θέλει. Στις παρακάτω σελίδες δίνονται συγκεκριμένα παραδείγματα μελέτης του συστήματος διεύθυνσης για είσοδο βηματικής και ημιτονοειδούς ροπής στο τιμόνι.

Τέλος, με την υπορουτίνα Dgrms υπάρχει η δυνατότητα εύκολης παρατήρησης των αποτελεσμάτων σε διαγραμματική μορφή συναρτήση του χρόνου. Συγκεκριμένα παρουσιάζονται τα διαγράμματα της γωνίας στροφής και της γωνιακής ταχύτητας του τιμονιού και της γωνίας στροφής και της γωνιακής ταχύτητας του κατευθυντήριου τροχού. Ακολουθούν οθόνες του προγράμματος και αποτελέσματα συγκεκριμένων παραδειγμάτων, έτσι ώστε να κατανοηθεί η δομή και η λειτουργία του.

Σχήμα 6.4.14 Οθόνη του main menu του προγράμματος Steercar

Page 380: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

6.90 ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ

(α)

(β)

(γ)

(δ)

Σχήμα 6.4.16 Διαγράμματα (α) γωνίας στροφής τιμονιού (β) γωνιακής ταχύτητας τιμονιού (γ) γωνίας στροφής του κατευθυντήριου τροχού (δ) γωνιακής ταχύτητας του κατευθυντήριου τροχού για βηματική είσοδο ροπής στο τιμόνι .

Page 381: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ 6.91

6.5 Θεωρητική ανάλυση των ταλαντώσεων ενός οχήματος κατά την διάρκεια της κίνησης του

6.5.1 Απόκριση ανθρώπινου οργανισμού στις ταλαντώσεις

Η ευαισθησία του ανθρώπινου οργανισμού στις ταλαντώσεις είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό υποκειμενική. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να μην έχει βρεθεί μέχρι σήμερα κάποια παράμετρος ή χαρακτηριστικό του αυτοκινήτου που να μπορεί να συνδεθεί ποσοτικά με την εξομάλυνση της κίνησης. Ετσι, η εξομάλυμση της κίνησης έχει συμφωνηθεί να περιγράφεται πρακτικά με τα παρακάτω μεγέθη: α. την περίοδο της ταλάντωσης Τ σε sec, β. την συχνότητα της ταλάντωσης που περιγράφει τον αριθμό των ταλαντώσεων στην μονάδα του χρόνου, γ. το πλάτος της ταλάντωσης z, δ. την ταχύτητα και την επιτάχυνση της ταλάντωσης και τέλος ε. τον ρυθμό αύξησης της επιτάχυνσης που προκύπτει από την παραγώγιση της επιτάχυνσης.

Ο ανθρώπινος οργανισμός έχει συνηθίσει από την παιδική ηλικία στην συχνότητα των 1.17-1.66 Hz η οποία είναι η συχνότητα της ταλάντωσης βηματισμού. Τα σύγχρονα αυτοκίνητα ταλαντώνονται στα όρια αυτών των συχνοτήτων. Για την ταχύτητα της ταλάντωσης, έχει παρατηρηθεί ότι όσο αυτή αυξάνεται τόσο τα αποτελάσματα της ταλάντωσης είναι δυσάρεστα. Μερικά ποσοτικά χαρακτηριστικά της ταλάντωσης σε σχέση με την ταχύτηταάτης σε m/sec, δίνονται όπως:

-καθόλου αντιληπτή: 0.035 -λίγο αντιληπτή: 0.035-0.1 -πολύ αντιληπτή: 0.1-0.2 -έντονα αντιληπτή: 0.2-0.3 -πολύ δυσάρεστη: 0.3-0.4 Τα αποτελέσματα των εναλλασόμενων επιταχύνσεων στον άνθρωπο εξαρτώνται

από την συχνότητα. Με την αύξηση της συχνότητας ακόμα και πολύ μικρές επιταχύνσεις έχουν δυσάρεστα αποτελέσματα. Παρακάτω δίνονται ενδεικτικές τιμές επιτάχυνσης για ταλαντώσεις:

Επιταχύνσεις m/sec2 Συχνότητα (Hz) Δυσάρεστες Παθολογικές

1 2.3 2.7 1.5 2.1 2.5 2 1.9 2.3 3 1.7 2.0

Οσον αφορά στο ρυθμό μεταβολής της επιτάχυνσης, έχει παρατηρηθεί ότι

δυσάρεστα συναισθήματα παρατηρούνται σε μία τάξη μεγέθους 25m/sec3 και πολύ δυσάρεστα στα 40m/sec3. Η γερμανική ένωση μηχανικών πρότεινε ένα μέτρο σύμφωνα με το οποίο η επιτάχυνση σε ταλαντώσεις υψηλού πλάτους συχνότητας 0.5-5Hz και η ταχύτητα σε ταλαντώσεις χαμηλού πλάτους συχνότητας 15-18 Hz, δίνουν τον δείκτη που χρησημοποιείται για την εκτίμηση των αισθημάτων. Οι επιτρεπόμενες τιμές επιτάχυνσης για τα διάφορα είδη ταλαντώσεων σε m/sec2 που καθορίζονται από διεθνείς προδιαφραφές δίνονται στον παρακάτω πίνακα.

Page 382: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

6.92 ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ

Ταλαντώσεις Κατάσταση Κάθετες Διαμήκεις Εγκάρσιες

Περπάτημα 1.0 0.6 0.5 Ανετη οδήγηση 2.5 1.0 0.7

Ταξίδι 4.0 2.0 1.0

Το κριτήριο ανέσεως του Janeway ορίζει το αποδεκτό εύρος ταλάντωσης σε σχέση με την συχνότητα. Από το κριτήριο αυτό προκύπτει ότι καθώς η συχνότητα αυξάνει το εύρος της απόδεκτής ταλάντωσης μειώνεται. Οι τρείς απλές σχέσεις που αποτελούν το κριτήριο αυτό καλύπτουν τρείς περιοχές συχνοτήτων φαίνονται στο Σχήμα 6.5.1 και είναι:

1-6 Hz 6-20 Hz 20-60 Hz

Page 383: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ 6.93

Page 384: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

6.94 ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ

Σχήμα 6.5.1 Κρητήριο ανέσεως Janeway

Σχήμα 6.5.2 Ορια του ανθρώπινου σώματος σε ταλαντώσεις κατά I.S.O

Page 385: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ 6.95

Στην περιοχή 1-6 Hz ισχύει ότι xmaxω<12.6 m/sec3. Το γινόμενο του μέγιστου πλάτους ταλάντωσης επί το ω3 ονομάζεται J (jerk). Στην περιοχή 6-10Hz το μέγιστο πλάτος επιτάχυνσης της ταλάντωσης επί την κυκλική συχνότητα δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 0.33 m/sec. Τέλος, στην περιοχή 2060 Hz το μέγιστο όριο του γινομένου της ταχύτητας επί την κυκλική συχνότητα δεν πρέπει να υπερβαίνει το 2.7 mm/sec.

Συμφωνα με κατευθυντήρια οδηγία του I.S.O 1974, καθορίζονται τα όρια αντοχής του ανθρώπινου σώματος σε ταλαντώσεις στην περιοχή 1-80 Hz. Προβλέπονται τρία ανθρώπινα όρια:

Α=όριο ταλαντώσεων που επιτρέπεται να εκτίθεται ο ανθρώπινος οργανισμός

χωρίς επιπτώσεις στην υγεία του Β= όριο μειωμένης αποδόσης ή κόπωσης C= όριο μειωμένης ανέσεως.

Το όριο αυτό δίνεται στο Σχήμα 6.5.2 . Στο Σχήμα 6.5.2 α δίνεται το όριο

κατακορύφου επιταχύνσεως συναρτήσει της συχνότητας και στο Σχήμα 6.5.2β το όριο για τις επιταχύνσεις αy και αx. Οι καμπύλες του Σχήματος 6.5.2 δίνουν το όριο κοπώσεως κατα I.S.O. Τό όριο ασφαλείας βρίσκεται στις ίδιες καμπύλες και είναι κατά 6 dB υψηλότερο. Τό όριο μειωμένης αποδόσεως είναι κατά 10 dB χαμηλότερο. Τα παραπάνω όρια ορίσθηκαν από πειράματα με ημιτονοειδείς συναρτήσεις διεγέρσεων και όχι με τυχαίες όπως συμβαίνει στην πραγματικότητα.

6.5.2 Μοντέλο οχήματος για την ανάλυση των ταλαντώσεων του κατά τη διάρκεια της κίνησης του

Θεωρητικά οι ταλαντώσεις που είναι δυνατόν να εκτελέσει το αμάξωμα ενός αυτοκινήτου είναι οι ακόλουθες έξι που φαίνονται στο Σχήμα 6.5.3:

- Γραμμική ταλάντωση του κέντρου βάρους του αμαξώματος σε κατακόρυφη διεύθυνση, στον άξονα z.

- Γραμμική ταλάντωση στην διεύθυσνη του κατά μήκος του αυτοκινήτου άξονα x

- Γραμμική ταλάντωση στην διεύθυνση του εγκάρσιου άξονα του οχήματος y - Γωνιακή ταλάντωση του αμαξώματος γύρω από τον εγκάρσιο άξονα y - Γωνιακή ταλάντωση γύρω από τον κατά μήκος του οχήματος άξονα x - Γωνιακή ταλάντωση γύρω από τον κατακόρυφο άξονα z του οχήματος

Page 386: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

6.96 ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ

Σχήμα 6.5.3 Ταλαντώσεις του οχήματος κατά την διάρκεια της οδήγησης

Για την μελέτη των ταλαντώσεων ενός οχήματος κατά την διάρκεια της κίνησης

του χρησημοποιείται το μοντέλο του Σχήματος 6.5.4. Το μοντέλο αυτό είναι 7 βαθμών ελευθερίας τριών για το αμάξωμα και 2 για κάθε άξονα του αυτοκινήτου μπροστά και πίσω. Για την ανάπτυξη του μοντέλου αυτού θεωρούμε τρείς μάζες: την μάζα του αμαξώματος που παραλαμβάνεται από τις αναρτήσεις, την μάζα του μπροστινού μερους του οχήματος (άξονες, φρένα κλπ) που παραλαμβάνεται από τα ελαστικά και την αντίστοιχη μάζα του πίσω μέρους του αυτοκινήτου.

Page 387: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ 6.97

Σχήμα 6.5.4 Σχήματική παράσταση μοντέλου ταλαντώσεων των τροχών και του αμαξώματος οχήματος

Ορίζουμε σαν

C: το κέντρο βάρους του αμαξώματος του αυτοκινήτου. C': το κέντρο βάρους της μπροστινής μη αναρτώμενης μάζας C'': το κέντρο βάρους της πίσω μη αναρτώμενης μάζας

Page 388: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

6.98 ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ

Α: το μεταξόνιο (απόσταση μπροστά-πίσω άξονα) E: απόσταση μεταξύ των κέντρων βάρους των τροχών xo1(t), xo2(t), xo3(t), xo4(t): κατακόρυφες μετατοπίσεις των τροχών x(t): κατακόρυφη μετατόπιση του κέντρου βάρους του αμαξώματος x'(t), x''(t): κατακόρυφες μετατοπισεις των κέντρων βάρους C' και C'' του

εμπρόσθιου και πίσω άξονα αντίστοιχα x t x t x t x t1 2 3 4( ), ( ), ( ), ( ): κατακόρυφες μετατοπίσεις στα σημεία του αμαξώματος

που συνδέονται οι αναρτήσεις x : κατακόρυφες μετατοπίσεις στα σημεία που συνδέονται

οι τροχοί με τις αναρτήσεις. t x t x t x t5 6 7 8( ), ( ), ( ), ( )

a(t): η γωνία κατά την οποία στρέφεται το αμάξωμα σε σχέση με τον διαμήκη άξονα του οχήματος

β(t): η γωνία κατά την οποία περιστρέφεται το αμάξωμα του οχήματος σε σχέση με τον εγκάρσιο άξονα

β'(t), β''(t): η γωνίες στο εγκάρσιο επίπεδο του μπροστά και πίσω άξονα αντίστοιχα

m', m'': οι μάζες του μπροστινού και πίσω μέρους του αυτοκινήτου αντίστοιχα Iα,Iβ: η ροπή αδράνειας του αυτοκινήτου ως προς τον εγκάρσιο και διαμήκη

άξονα αντίστοιχα Iβ,Iβ: η ροπή αδράνειας ως προς τον διαμήκη άξονα του εμπρόςκαι πίσω

μέρους του αυτοκινήτου G', G'': τα δυναμικά ελαστικά φορτία που παραλαμβάνουν οι μπροστά και

πίσω αναρτήσεις F', F'': η δυναμική απόσβεση των εμπρόσθιων και οπίσθιων αναρτήσεων g', g'': το δυναμικό ελαστικό φορτίο που παραλαμβάνουν τα λάστιχα του

εμπρός και πίσω άξονα f', f'': η δυναμική απόσβεση των ελαστικών, μπροστά και πίσω άξονα

Το δυναμικό ελαστικό φορτίο της ανάρτησης περιγράφεται από την γενική σχέση: (z)1Gz1kzG += (6.5.1)

όπου z είναι η σχετική μετατόπιση της μάζας που παραλαμβάνεται από την ανάρτηση σε σχέση με την μάζα που δεν παραλαμβάνεται.

Η δυναμική απόσβεση της ανάρτησης δίνεται από την γενική σχέση: zsgn1R)z(1Fz1czF &&& ++= (6.5.2)

Η συνάρτηση G(z) συνδέεται με τα χαρακτηριστικά της ανάρτησης, κυρίως με την σταθερά ελατηρίου της ανάρτησης και τις αρχικές συνθήκες. Η συνάρτηση F(z) συνδέεται με τα χαρακτηριστικά απόσβεσης της ανάρτησης.

Οι δυναμικές συναρτήσεις στα λάστιχα προσεγγίζονται συνήθως από τις εξής γραμμικές σχέσεις:

(6.5.3) ozok)og(z =

sin2πioz,o/2π2πfo(0.1k)of(z == (6.5.4) όπου Ζο είναι το μέγιστο πλάτος της ταλάντωσης.

Page 389: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ 6.99

Το μοντέλο αυτό είναι 7 βαθμών ελευθερίας και η κατάστρωση των εξισώσεων του γίνεται με την μέθοδο Lagrange. Μετασχήματίζοντας σε γενικευμένες συντεταγμένες θα είναι αντίστοιχα: - Αυτοκίνητο με ανεξάρτητες αναρτήσεις μπροστά και μη αναξάρτητες πίσω:

β=7q,β=6q,a=5q

x=4q,x=3q,x=2q,x=1q (6.5.5)

- Αυτοκίνητο με μη ανεξάρτητες αναρτήσεις και μπροστά και πίσω:

β=7q,β=6q,β=5q

α=4q,x=3q,x=2q,x=1q (6.5.6)

- Αυτοκίνητο με αναξάρτητες αναρτήσεις:

β=7q,β=6q,8x=5q7x=4q,6x=3q,5x=2q,x=1q

(6.5.7)

Από τους παραπάνω μεταΣχήματισμούς προκύπτει ότι οι ζητούμενες μετατοπίσεις x1,…,x8 συνδέονται με τις γενικευμένες συντεταγμένες όπως ορίσθηκαν παραπάνω, με τις ακόλουθες σχέσεις, που προκύπτουν από την γεωμετρία του Σχήματος 6.4.4: - Αυτοκίνητο με ανεξάρτητες αναρτήσεις μπροστά και μη ανεξάρτητες πίσω:

2q5x,6dq5q1q1x =+−= α

3q6x,6dq5q1q2x =+−= α

7q2E

4q7x,6qd5bq1q3x +=++= &&

7)q2E

(4q8x,6q5q1q4x −=−+=

-Αυτοκίνητο χωρίς ανεξάρτητες αναρτήσεις εμπρός και πίσω:

6q2E

2q5x,5qd4q1q1x +=′+−= α

6q2E

2q6x,5qd4q1q2x −=′+−= α

x3 q1 bq4 d q5 , x7 q3E

2q7= + + ′′ = +

x4 q1 bq4 d q5 , x8 q3E

2q7= + − ′′ = −

- Αυτοκίνητο με ανεξάρτητες αναρτήσεις:

2q5x,7qd6q1q1x =′+−= α

3q6x,7qd6q1q2x =′−−= α

Page 390: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

6.100 ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ

4q6x,7qd6bq1q3x =′′++=

5q8x,7qd6bq1q4x =′′−+=

Το δυναμικό φορτίο για κάθε ελαστικό στοιχείο του μοντέλου δίνεται σαν )5x1x(c)5x1(xk1f && −′−−′−=

)6x2x(c)6x2(xk2f && −′−−′−=

)7x3x(c)7x3(xk3f && −′′−−′′−=

)8x4x(c)8x4(xk4f && −′′−−′′−=

)o1x5x(oc)o1x5(xok5f && −′−−′−=

)o2x6x(oc)o2x6(xok6f && −′−−′−=

)o3x7x(oc)o3x7(xok7f && −′′−−′′−=

)o4x8x(oc)o4x8(xok8f && −′′−−′′−= (6.5.8)

όπου k', k'', c', c'' είναι οι σταθερές ελατηρίου και απόσβεσης της εμπρόσθιας και οπίσθιας ανάρτησης και K0, K0, C0, C0 οι σταθερές ελατηρίου και απόσβεσης των ελαστικών.

Εστω x το διάνυσμα των μετατοπίσεων x1,…,x8, q το διάνυσμα των γενικευμένων μετατοπίσεων q1,…,q7, f' το διάνυσμα του δυναμικού φορτίου f1,…,f8 και x0 το διάνυσμα των αρχικών μετατοπίσεων στα ελαστικά x01,x02,x03,x04. Χρησιμοποιώντας τους παραπάνω συμβολισμούς οι εξισώσεις μετασχήματισμού γίνονται σε διανυσματική μορφή:

qAx = (6.5.9) όπου ο πίνακας A είναι η μήτρα μετασχήματισμού. Από τις εξισώσεις μετασχήματισμού προκύπτει ότι για κάθε περίπτωση ο πίνακας A είναι:

Page 391: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ 6.101

⎥⎥⎥⎥⎥⎥⎥⎥⎥⎥⎥

⎢⎢⎢⎢⎢⎢⎢⎢⎢⎢⎢

′′−

′′′−−

′−

=

E/2001000E/2001000000010000000100db00010db00010d00010d0001

A

αα

για ανάρτηση ανεξάρτητη μπροστά και μη αναξέρτητη πίσω. Για μη ανεξάρτητη μπροστινή και πίσω ανάρτηση ισχύει:

⎥⎥⎥⎥⎥⎥⎥⎥⎥⎥⎥

⎢⎢⎢⎢⎢⎢⎢⎢⎢⎢⎢

′′−

′′′−−

′−

=

E/2000100E/20001000E/2000100E/20001000db00100db00100d00100d001

A

αα

Τέλος για ανεξάρτητες αναρτήσεις ισχύει:

⎥⎥⎥⎥⎥⎥⎥⎥⎥⎥⎥

⎢⎢⎢⎢⎢⎢⎢⎢⎢⎢⎢

′′−

′′′−−

′−

=

0010000000100000001000000010db00001

db00001d00001

d00001

A

αα

Οι παραπάνω εξισώσεις δυναμικού φορτίου σε μορφή πινάκων γίνονται :

]oxoCoxoKxCxK[f && ++′+′−= (6.5.10)

και οι πίνακες K', C', Ko, Co δίνονται απο τις εξισώσεις

Page 392: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

6.102 ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ

⎥⎦

⎤⎢⎣

⎡ −=′⎥

⎤⎢⎣

⎡ −=′

P

SS

P

SS

C0CC

CK0KK

K

⎥⎦

⎤⎢⎣

⎡−

=⎥⎦

⎤⎢⎣

⎡−

=P

OP

O C0

CK0

K

οπου:

⎥⎥⎥⎥

⎢⎢⎢⎢

′′′′

′′

=

⎥⎥⎥⎥

⎢⎢⎢⎢

′′′′

′′

=

c0000c0000c0000c

C

k0000k0000k0000k

K SS

⎥⎥⎥⎥

⎢⎢⎢⎢

′′′′

′′

=

⎥⎥⎥⎥

⎢⎢⎢⎢

′′′′

′′

=

o

o

o

o

P

o

o

o

o

P

c0000c0000c0000c

C

k0000k0000k0000k

K

Μήτρες μάζας: - για αυτοκίνητο με ανεξάρτητες μπροστινές αναρτήσεις και όχι ανεξάρτητες πίσω:

⎥⎥⎥⎥⎥⎥⎥⎥⎥

⎢⎢⎢⎢⎢⎢⎢⎢⎢

′′

′′′

=

b

b

a

I0000000I0000000I0000000m0000000m0000000m0000000m

M

- για αυτοκίνητο με μη ανεξάρτητες αναρτήσεις και μπροστά και πίσω:

Page 393: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ 6.103

⎥⎥⎥⎥⎥⎥⎥⎥⎥

⎢⎢⎢⎢⎢⎢⎢⎢⎢

′′′

′′′

=

b

b

b

a

I0000000I0000000I000000II0000000m0000000m0000000m

M

- για αυτοκίνητο εφοδιασμένο με ανεξάρτητες αναρτήσεις:

⎥⎥⎥⎥⎥⎥⎥⎥⎥

⎢⎢⎢⎢⎢⎢⎢⎢⎢

′′′′

′′

=

b

a

I0000000I0000000m0000000m0000000m0000000m0000000m

M

Η εξίσωση Lagrange εκφράζει την αρχή διατηρήσεως της ενέργειας και έχει την γενική μορφή:

1,2,...,7i,igiq

T)

iqT

(dtd

==−∂∂

∂∂

(6.5.11)

όπου Τ είναι η διαφορά της κινητικής μειον την δυναμική ενέργεια του συστήματος και gi η γενικευμένη δύναμη. Στο σύστημα μας έχουμε 7 βαθμούς ελευθερίας και συνεπώς πρέπει να επιλύσουμε ένα σύστημα επτά επί επτά διαφορικών εξισώσεων στην μορφή της εξίσωσης Lagrance. Το σύστημα αυτό των διαφορικών εξισώσεων λύνεται με το πρόγραμα VIBRATIO.BAS σε Quick Basic.

Η γενικευμένη δύναμη στην εξίσωση Lagrange δίνεται από την εξίσωση:

1,2,...,7i1,2,...,8k,iqkx

kfig ==∑=∂

∂ (6.5.12)

Ορίζουμε f το διάνυσμα [f1,…,f8] που περιέχει τα δυναμικά φορτία των ορθωγώνιων συντεταγμένων x1,…,x8, οι οποίες συνδέονται με το δυναμικό φορτίο των γενικευμένων συντεταγμένων q1,…,q7:

5f1f5f,4f4f,3f3f,2f2f,1f1f ′+′−=′=′=′=′=

8f4f8f,7f3f7f,6f2f6f ′+′−=′+′−=′+′−=

Page 394: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

6.104 ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ

Σε μορφή πινάκων οι παραπάνω εξισώσεις γράφονται:

fFf ′=

όπου F ο πίνακας:

⎥⎦

⎤⎢⎣

⎡−

=II0I

F

και Ι ο διαγώνιος μοναδιαίος πίνακας 4 επί 4. Τελικά το δυναμικό φορτίο από τον συνδιασμό των παραπάνω σχέσεων δίνεται

σε μορφή πινάκων, από τον τύπο : ]xCxKxC[KxF ooo && +++−=

Στην περίπτωση αυτή είναι :

⎥⎦

⎤⎢⎣

⎡+−

−=′=⎥

⎤⎢⎣

⎡+−

−=′=

PSS

SS

PSS

SS

CCCCC

CFC,KKK

KKKFK

Επίσης ισχύει ότι

1,2,...8k1,2,...7i,iqki‡kx ==∑=

2iqiim

21

T ∑=

oπου αki και mii είναι τα στοιχεία των πινάκων Α και Μ αντίστοιχα και δίνονται σαν:

1,2,...7i1,2,...8k,kiiqkx

===α∂

1,2,...7i,iqiimiq

T==

∂∂

Τελικά, η γενικευμένη δύναμη Lagrange είναι

iF)T(Akfkiαig =∑=

i)q(Mqiim)iq

T(

dtd

&&&& ==∂∂

όπου A είναι ο ανάστροφος πίνακας του Α. Αντικαθιστώντας τις τέσσερις τελευταίες εξισώσεις στην εξίσωση Lagrange έχουμε:

T

fTAqM =&& (6.5.13) Από τις εξισώσεις (6.5.10) και (6.5.13) προκύπτει ότι:

]oxoCoxoKqCAAqK[f && +++′−=

Page 395: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ 6.105

Από τον συνδυασμό των δύο τελευταίων σχέσεων λαμβάνεται η τελική μορφή του συστήματος των εξισώσεων του μοντέλου που περιγράφτηκε παραπάνω και είναι στην γενική της μορφή

]oxoKTAoxoCT[AKAqTAqCATAqM +−=++ &&&& k1α

6.5.3 Πρόγραμμα VIBRATIO.BAS

Το πρόγραμμα VIBRATIO.BAS έχει σκοπό την επίλυση του συστήματος των διαφορικών εξισώσεων που περιγράφτηκαν στην παράγραφο 6.5.2. Το πρόγραμμα επιλύει το μοντέλο των ανεξάρτητων αναρτήσεων που αναφέρθηκε εκτενώς στην παράγραφο 6.4.3. Το σύστημα που επιλύεται είναι 7 επί 7 και περιγράφει πλήρως τις ταλαντώσεις των αναρτημένων και μη αναρτημένων μαζών ενός οχήματος. Κατά συνέπεια τα αποτελέσματα είναι αποφασιστικής σημασίας για την μελέτη της οδικής συμπεριφοράς ενός οχήματος, τον σχεδιασμό και την επιλογή όλων των χαρακτηριστικών (σταθερά απόσβεσης, σταθερά ελατηρίου) των αναρτήσεων και των τροχών του. Τα αποτελέσματα μπορεί εύκολα να παρατηρηθούν σε διαγράμματα των μετατοπίσεων, γωνιακών και γραμμικών, με τον χρόνο. Την δυνατότητα αυτή προσφέρει το πρόγραμμα με την υπορουτίνα Diagrams.

Οι διαφορικές εξισώσεις, όπως περιγράφτηκαν στην παράγραφο 6.4.3 είναι δευτέρας τάξεως και επιλύονται με την μέθοδο Runke-Kutta 4ης τάξης. Η βασική υπορουτίνα επίλυσης είναι η RungeKutta. Η υπορουτίνα όπου γράφονται οι εξισώσεις είναι η diff. Επειδή οι εξισώσεις είναι δευτέρας τάξεως γίνεται ο εξής μετασχηματισμός: οι μεταβλητές Υ(1),Υ(3),...,Υ(13) εκφράζουν την πρώτη παράγωγο των μεταβλητών του συτήματος (βλ. παράγραφο 6.4.3) q1,…,q7 ενώ οι μεταβλητές Υ(2),Υ(4),...,Υ(14) την δεύτερη περάγωγο των γενικευμένων συνταγμένων q1,…,q7.

Ο χρήστης πρέπει πρώτα να δημιουργήσει ένα αρχείο δεδομένων με όλα τα γεωμετρικά χαρακτηριστικά (θέση κέντρου βάρους), την κατανομή του βάρους του και τις σταθερές ελατηρίου και απόσβεσης των ελαστικών και των αναρτήσεων του οχήματος. Επειδή για να λυθεί το σύστημα με την συγκεκρμένη μέθοδο, είναι απαραίτητο να καθοριστούν οι αρχικές συνθήκες του προβλήματος, στην διαδικασία εισαγωγής των δεδομένων καλείται να δώσει κάποιες συγκεκριμένες αρχικές τιμές στην ταχύτητα και μετατόπιση των μεταβλητών του συστήματος. Στην συνέχεια ορίζει το βήμα και τα βήματα της μεθόδου και επιλύει το σύστημα με την επιλογή Solve.

Οι μεταβλητές εισόδου καθορίζονται στην υπορουτίνα Diffe και είναι συναρτήσεις που περιγράφουν την μορφή της επιφάνειας του δρόμου, συναρτήση του χρόνου. Η συνάρτηση αυτή παραλαμβάνεται ως κατακόρυφη μετατόπιση των ελαστικών που προκαλεί ταλάντωση στους τροχούς και στο αμάξωμα του οχήματος, Σημαντικό είναι το γεγονός ότι το μοντέλο που επιλύεται είναι τρισδιάστατο, πράγμα που σημαίνει ότι μας δίνεται η δυνατότητα μελέτης όλων των ταλαντώσεων (κατακόρυφων και γωνιακών) του αμαξώματος και των αξόνων του οχήματος. Η συνάρτηση εισόδου που χρησιμοποιούμε είναι ημιτονοειδής, αλλά ο χρήστης μπορεί εύκολα να επέμβει στο πρόγραμμα, στην υπορουτίνα Diffe και να χρησιμοποιήσει όποια μορφή συνάρτησης θέλει. Επίσης δίνεται η δυνατότητα ανάγνωσης τιμών μίας συνάρτησης εισόδου με μικρές τροποποιήσεις της συγκεκριμένης υπορουτίνας.

Παρακάτω δίνονται οθόνες του προγράμματος και παράδειγμα εφαρμογής του για συγκεκριμένο όχημα, έτσι ώστε να κατανοηθεί η δομή και η λειτουργία του.

Page 396: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

6.106 ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ

V=20, Τιμόνι

Page 397: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ 6.107

V=20, Τροχός

Page 398: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

6.108 ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ

V=5, Τιμόνι

Page 399: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ 6.109

V=5, Τροχός

Page 400: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

6.110 ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ

V=40, Τιμόνι

Page 401: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ 6.111

V=40, Τροχός

Page 402: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

6.112 ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ

Gear ratio of the entire steering system .02

Steering wheel moment of inetria 300

Front wheel moment of inetria 40

Steering wheel viscous damping .6

Steering column flexibility 500

Tire cornering stiffness 2500

Pneumatic trail length .5

Mechanical trail length .1

Vehicle forward velocity 5, 20, 40

Steering wheel torque 500

Forward torque transmission efficiency .2

Gearbox displacement ratio .5

Front wheel viscous damping .7

Steering linkage flexibility 600

Page 403: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΟΔΙΚΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ 6.113

Σχήμα 6.5.5 Ανάρτηση - Διεύθυνση

Page 404: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

KΕΦΑΛΑΙΟ 9

ΚΙΝΗΤΗΡΕΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ 9.1 ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η επιστήμη των μηχανοκίνητων οχημάτων έχει ως σκοπό τη βελτίωση της απόδοσης αυτών και την ελαχιστοποίηση του κόστους κίνησης. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με την αύξηση της μέσης ταχύτητας των αυτοκινήτων και με την μείωση της κατανάλωσης καυσίμου, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα ασφάλεια στο ταξίδι και άνεση για τον οδηγό και τους επιβάτες.

Η γνώση των θεμελιωδών αρχών στο σχεδιασμό των μηχανοκίνητων οχημάτων είναι απολύτως απαραίτητη για την εξέλιξη νέων μοντέλων καθώς και για την επιλογή των κατάλληλων τύπων αυτοκινήτων ανάλογα με τις ανάγκες που πρέπει να εξυπηρετούν.

Τα θεωρητικά συμπεράσματα εξυπηρετούν ως βάση για την εκτίμηση της απόδοσης ταξειδίου και του κόστους κίνησης. Αυτά τα συμπεράσματα βοηθούν στον υπολογισμό της αντοχής και της αξιοπιστίας των μερών του αυτοκινήτου.

Οι επιδόσεις, μας δείχνουν τις δυνατότητες λειτουργίας ενός αυτοκινήτου σε συγκεκριμένες συνθήκες και επιτρέπουν τον κατάλληλο σχεδιασμό του οχήματος για τις συνθήκες αυτές.

Οι θεμελιώδεις αρχές του μηχανοκίνητου οχήματος λαμβάνουν υπόψη τις επιδόσεις, που σχετίζονται άμεσα με την κίνηση του. Εδώ ανήκουν τα δυναμικά χαρακτηριστικά, η οικονομία καυσίμου, η κατευθυντικότητα, η σταθερότητα, η δυνατότητα κίνησης κάτω απ' όλες τις συνθήκες και η ομαλή λειτουργία. Καθένα απ' αυτά τα χαρακτηριστικά λαμβάνεται υπόψη ξεχωριστά ως θέμα μελέτης, αλλά όλα μαζί είναι αλληλένδετα, έτσι ώστε κάθε αλλαγή στον σχεδιασμό κάποιου απ' αυτά να έχει επίδραση στα υπόλοιπα.

Ενα μηχανοκίνητο όχημα είναι μια πολύπλοκη κατασκευή που έχει δημιουργηθεί από τις προσπάθειες πολλών ανθρώπων που εργάζονται σε διαφορετικά πεδία της επιστήμης και της τεχνολογίας.

Τα πρώτα μηχανοκίνητα οχήματα λειτουργούσαν με ατμό, εμφανίστηκαν τον 18ο αιώνα και ήταν βαριά και δυσκίνητα. Το 1860 ο Lenoir ανακάλυψε την πρώτη μηχανή εσωτερικής καύσης, η οποία λειτουργούσε με φωταέριο. Το 1870 οι Langen και Otto κατασκεύασαν τετράχρονες μηχανές με εξαναγκασμένη ανάφλεξη του μείγματος και το 1897 ο Diesel σχεδίασε την πρώτη πετρελαιομηχανή. Το 1883 ο Benz κατασκεύασε ένα αυτοκίνητο με μηχανή εσωτερικής καύσεως και το 1888 η πρώτη μοτοσυκλέτα σχεδιασμένη από τον Daimler έκανε την εμφάνισή της.

Η εξέλιξη στην μηχανική του αυτοκινήτου συνοδεύτηκε από την τελειοποίηση στην σπουδή των επιστημονικών θεμάτων που σχετίζονται με τις επιδόσεις τους. Το 1906 ο Grinevetsky ανέπτυξε μέθοδο θερμικού υπολογισμού για κινητήρα εσωτερικής καύσης. Αργότερα, η μέθοδος αυτή εξελίχθηκε από τους Mazing, Stechkin και Inozemtsev.

Η θεωρία που παρουσιάζεται στο Κεφάλαιο αυτό βοηθά τον αναγνώστη για μια πρώτη προσέγγιση στο σχεδιασμό του κινητήρα, στον θερμικό κύκλο και στα συστήματα τροφοδοσίας και ανάφλεξης. Για τον αναλυτικό υπολογισμό της ισχύος και θερμικής απόδοσης κινητήρα μπορεί να χρησιμοποιηθεί η αναφορα [7]. Ενα πρόγραμμα σε υπολογιστή είναι διαθέσιμο για τον υπολογισμό της ισχύος και απόδοσης κινητήρα εσωτερικής καύσης.

Page 405: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

9.2 KINHTHΡEΣ

9.2 ΓΕΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΜΗΧΑΝΩΝ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗΣ ΚΑΥΣΗΣ 9.2.1 Αρχές λειτουργίας και κατάταξη.

Η μηχανή εσωτερικής καύσης (ΜΕΚ) είναι η συνηθέστερη πηγή παραγωγής ενέργειας στα μηχανοκίνητα οχήματα. Οι ΜΕΚ παράγουν ισχύ ως αποτέλεσμα της μετατροπής χημικής ενέργειας του καυσίμου σε θερμότητα, η οποία με τη σειρά της μετατρέπεται σε μηχανικό έργο.

Η μετατροπή της χημικής ενέργειας σε θερμότητα επιτυγχάνεται με την καύση και η μετατροπή της θερμικής ενέργειας σε μηχανικό έργο με την επίδραση της θερμικής ενέργειας σ' ένα μέσο προκαλώντας την αύξηση της πίεσής του και την παραγωγή μηχανικού έργου καθώς το μέσο εκτονώνεται. Ως ενεργό μέσο χρησιμοποιούνται υγρά τα οποία μπορούν να αυξάνουν την ενεργή τους πίεση κατά τη διάρκεια μιας αλλαγής της φάσης τους (εξάτμιση), ή αέρια των οποίων η ενεργή πίεση μπορεί να αυξηθεί λόγω συμπίεσης.

Τα καύσιμα των Μ.Ε.Κ. αποτελούνται από υδρογονάνθρακες και χρειάζονται οξυγόνο για να καούν. Το απαιτούμενο οξυγόνο βρίσκεται στον εισερχόμενο αέρα στη μηχανή. Αν η καύση του καυσίμου γίνεται μέσα στον κύλινδρο της μηχανής, τότε η διαδικασία αυτή λέγεται εσωτερική καύση. Στην περίπτωση αυτή, το καυσαέριο που παράγεται χρησιμοποιείται σαν ενεργό μέσο. Αν η καύση γίνεται εκτός του κυλίνδρου, η διαδικασία λέγεται εξωτερική καύση.

Για να είναι συνεχές το μηχανικό έργο, πρέπει να παράγεται σε μια κυκλική διαδικασία (εμβολοφόρες μηχανές), ή με μια συνεχώς επαναλαμβανόμενη διαδικασία (αεριοστρόβιλος) απορρόφηση θερμότητας, εκτόνωση (παραγωγή έργου) και επιστροφή του ενεργού μέσου στην αρχική του κατάσταση (κύκλος καύσης). Αν το ενεργό μέσο αλλοιώνεται καθώς εκπέμπει θερμότητα π.χ. με την οξείδωση των συστατικών του, μπορεί να επανέλθει στην αρχική του κατάσταση μόνο με την αντικατάστασή του. Αυτός ο κύκλος λέγεται ανοικτός κύκλος και χαρακτηρίζεται από μια κυκλική εναλλαγή του αερίου (απομάκρυνση των καυσαερίων και παροχή νέου μείγματος). Γι' αυτό η εσωτερική καύση απαιτεί διαδικασία ανοικτού κύκλου. Στην περίπτωση εξωτερικής καύσης, το ενεργό μέσο παραμένει χημικά αναλλοίωτο και επιστρέφει στην αρχική κατάσταση με κατάλληλες μεθόδους (ψύξη, συμπύκνωση ). Αυτό επιτρέπει την χρήση κλειστής διαδικασίας.

Στην συνέχεια των χαρακτηριστικών της κύριας διαδικασίας (άνοιγμα/κλείσιμο) και του τύπου της καύσης (κυκλική/συνεχόμενη), οι διάφορες διαδικασίες καύσεως των κινητήρων εσωτερικής καύσεως μπορούν να είναι διαφορετικές ανάλογα με τον σχηματισμό του μείγματος και της ανάφλεξης. Στον σχηματισμό εξωτερικού μείγματος, το μείγμα σχηματίζεται έξω από τον θάλαμο καύσης. Αυτός ο τύπος σχηματισμού μείγματος παρέχει ένα πλήρως ομογενές μείγμα αέρα-καυσίμου την στιγμή που αρχίζει η καύση.

Στον σχηματισμό εσωτερικού μείγματος το καύσιμο οδηγείται κατευθείαν στον θάλαμο καύσης. Οσο πιο αργά εμφανίζεται η εσωτερική καύση, τόσο πιο ετερογενές είναι το μείγμα αέρα-καυσίμου την στιγμή που αρχίζει η καύση. Ο σχηματισμός εσωτερικού μείγματος γι' αυτό το λόγο ονομάζεται και σχηματισμός ετερογενούς μείγματος. Στην εξωτερική ανάφλεξη η αρχή της καύσης προκαλείται από έναν ηλεκτρικό σπινθήρα, ή από σπινθηριστή (μπουζί).

Στην αυτανάφλεξη, το μείγμα αναφλέγεται όταν η θερμοκρασία ανάφλεξης επιτυγχάνεται ή ξεπερνιέται κατά τη διάρκεια της συμπίεσης του μείγματος.

Page 406: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

KΙΝΗΤΗΡΕΣ 9.3

9.2.2 Θερμοδυναμικοί Κύκλοι Το διάγραμμα πίεσης-όγκου P-V.

Η ενέργεια της θερμότητας, μπορεί να μετατρέπεται συνεχώς σε μηχανικό έργο μόνο αν η κατάσταση του ενεργού μέσου αλλάζει. Είναι επίσης επιθυμητό, όσο το δυνατό περισσότερο ποσό του ενεργού μέσου να επιστρέφει στην αρχική του κατάσταση.

Από τεχνική άποψη, ενδιαφέρουν μόνο αλλαγές της πίεσης που έχουν ως αποτέλεσμα ανάλογες αλλαγές στον όγκο, κάτι το οποίο μπορεί να παρασταθεί σε ένα διάγραμμα P-V (Σχήμα 1).

Οπως φαίνεται στο Σχήμα 1, η αύξηση της θερμότητας και η αλλαγή στην κατάσταση του ενεργού μέσου πρέπει να είναι τέτοια έτσι ώστε καθώς η διαδικασία προχωρά απ' το σημείο 1 στο σημείο 2, το παραγόμενο έργο να είναι μεγαλύτερο από αυτό που παράγεται στην αντίθετη διεύθυνση απ' το σημείο 2 στο σημείο 1. Κατά συνέπεια αυτό οδηγεί σε μια περιοχή του σχήματος, η οποία αντιστοιχεί σε έργο ίσο με το ποσό L = V • dp.

Σχήμα 1. Διάγραμμα P-V Σχήμα 2. Διάγραμμα T-S To διάγραμμα θερμοκρασίας-εντροπίας T-S.

Για να φανεί με έναν όμοιο τρόπο η προσφερόμενη και η αποβαλλόμενη ενέργεια θερμότητας χρησιμοποιείται το διάγραμμα T-S. Στο διάγραμμα T-S (Σχήμα 2), οι ποσότητες της θερμότητας μπορούν να παρασταθούν σαν περιοχές, με τον ίδιο τρόπο όπως το έργο στο διάγραμμα P-V. Γνωρίζοντας ακριβώς τις θερμότητες του ενεργού μέσου, το διάγραμμα T-S μπορεί να μετατραπεί σε διάγραμμα ενθαλπίας-εντροπίας γνωστό ως H-S διάγραμμα, σύμφωνα με την σχέση dH=Cp dT. •

Η διαφορά μεταξύ της προσφερόμενης και της αποβαλλόμενης θερμότητας είναι ίση με L. Το διάγραμμα επίσης δείχνει ότι ο συντελεστής θερμικής απόδοσης n=1-Qα/Qπ μπορεί να οριστεί βασισμένος στην ποσότητα του μηχανικού έργου και την διαφορά των δύο θερμοτήτων κι ότι ο κύκλος αυτός πρέπει, θεωρητικά, να βρίσκεται

Page 407: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

9.4 KINHTHΡEΣ

μεταξύ δύο δοσμένων θερμοκρασιών για το ενεργό μέσο, ώστε να επιτυγχάνεται το μέγιστο ποσό μηχανικού έργου. Ο κύκλος Carnot

Ο κύκλος αυτός, ο οποίος περιγράφηκε το 1824 από τον Carnot, αποτελείται από δύο ισόθερμες και δύο ισεντροπικές αλλαγές στην κατάσταση του ενεργού μέσου οι οποίες διαμορφώνουν την μέγιστη επιφάνεια μεταξύ των Tmax και Tmin στο διάγραμμα T-S.

Η απόδοση ενός κύκλου Carnot δεν μπορεί να επιτευχθεί από κανέναν άλλο κύκλο ο οποίος θα εργάζεται μεταξύ των ίδιων δύο θερμοκρασιακών ορίων. Γι' αυτό και ο κύκλος Carnot (Σχήμα 3) είναι ο καλύτερος δυνατός τρόπος για την μετατροπή της θερμότητας σε μηχανικό έργο.

Για τον βαθμό απόδοσης ισχύει: n=(Tmax-Tmin)/Tmax.

Σχήμα 3. Ο κύκλος Carnot

Οι μηχανές εσωτερικής καύσης λειτουργούν θεωρητικά σύμφωνα με άλλους κύκλους, αλλά περιορίζονται τεχνικά λόγω της ισόθερμης συμπίεσης. Με άλλα λόγια η αύξηση της πίεσης στο ενεργό μέσο χωρίς την αύξηση της θερμοκρασίας όσο και μια ισόθερμη εκτόνωση δεν είναι τεχνικά πραγματοποιήσιμη.

Η θεωρία σήμερα χρησιμοποιεί τους δύο επόμενους ιδανικούς κύκλους καύσης: τον κύκλο σταθερού όγκου και τον κύκλο σταθερής πίεσης. Ο κύκλος σταθερού όγκου (Σχήματα 4, 5) χρησιμοποιείται για όλες τις εμβολοφόρες μηχανές με περιοδική καύση και παραγωγή έργου. Ο κύκλος σταθερής πίεσης (Σχήμα 6) χρησιμοποιείται σε όλους τους στροβιλοκινητήρες με συνεχή καύση και παραγωγή έργου.

Page 408: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

KΙΝΗΤΗΡΕΣ 9.5

Σχήμα 4. Κύκλος ισχύος κινητήρα 1. Διάγραμμα P-V 2. Διάγραμμα P-t, γωνία στροφάλου (TDC το άνω νεκρό σημείο, BDC το κάτω νεκρό σημείο)

Σχήμα 5. Διαγράμματα P-V και T-S ισόχωρων διεργασιών

Page 409: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

9.6 KINHTHΡEΣ

Σχήμα 6. Διαγράμματα P-V και T-S ισοβαρών διεργασιών

Απαιτήσεις για καύσιμο

Οι απαιτήσεις για καύσιμο δεν είναι πολύ σοβαρές στην περίπτωση μηχανών εξωτερικής καύσης διότι σε τέτοιους κινητήρες τα καυσαέρια και τα ενεργά αέρια δεν ταυτίζονται και δεν έρχονται σε επαφή το ένα με το άλλο. Στην περίπτωση των μηχανών εσωτερικής καύσης, το καύσιμο πρέπει να καίγεται με ικανοποιητική ταχύτητα και πρακτικά χωρίς απώλειες. Παλινδρομικές εμβολοφόρες μηχανές εσωτερικής καύσης

Στις παλινδρομικές εμβολοφόρες μηχανές εσωτερικής καύσης ο αέρας ή το μείγμα αέρα-καυσίμου συμπιέζεται στο κύλινδρο, το μείγμα αναφλέγεται ή το καύσιμο ψεκάζεται μέσα στο ζεστό συμπιεσμένο αέρα κι η καύση του καυσίμου αρχίζει. Το χρήσιμο έργο τότε παράγεται και μετατρέπεται μέσω ενός συστήματος στροφάλου σε ροπή η οποία αποδίδεται στην άκρη του στροφαλοφόρου άξονα.

Στη συνέχεια του P-V διαγράμματος που παράγεται κατά μήκος της διαδρομής του εμβόλου και το οποίο περιγράφει την διαδικασία κατά την οποία παράγεται το έργο στη μηχανή και διαμορφώνει τη μέση ενεργή πίεση Pmi στον κύλινδρο κατά την διάρκεια ενός πλήρους κύκλου, δημιουργείται εύκολα το διάγραμμα πίεσης-χρόνου (P-t) ή και το διάγραμμα πίεσης-γωνίας στροφάλου (P-a), το οποίο αναφέρεται στην θέση του στροφαλοφόρου άξονα (Σχήμα 4).

Τα διαγράμματα αυτά δεν δείχνουν κατευθείαν το ποσό του παραγόμενου μηχανικού έργου. Δείχνουν όμως σημαντικά στοιχεία, όπως το σημείο ανάφλεξης, ή το σημείο μέγιστης πίεσης κατά την διάρκεια της καύσης. Το γινόμενο της κύριας ενεργούσας πίεσης στον κύλινδρο και η μετατόπιση του εμβόλου ισοδυναμεί με το έργο του εμβόλου. Ο αριθμός των ενεργών κύκλων στη μονάδα του χρόνου δείχνει την ισχύ του εμβόλου, ή την εσωτερική ισχύ (ονομαστική ισχύς της μηχανής). Η παραγόμενη ισχύς από μία παλινδρομική εμβολοφόρα μηχανή εσωτερικής καύσης αυξάνει με τις στροφές της μηχανής.

Page 410: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

KΙΝΗΤΗΡΕΣ 9.7

9.3 ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ OTTO

Η μηχανή με ανάφλεξη σπινθήρα είναι μία εμβολοφόρος μηχανή με σχηματισμό εξωτερικού, ή εσωτερικού ομογενούς μείγματος και ανάφλεξη με σπινθήρα. Σ' αυτόν τον τύπο της μηχανής, το ομογενές μείγμα αέρα-καυσίμου συμπιέζεται μέχρι τα 15-25 bar (ε = 7...10) κατά την διάρκεια της διαδικασίας συμπίεσης. Η τελική θερμοκρασία συμπίεσης των 400-600 βαθμών Κελσίου η οποία παράγεται, βρίσκεται κάτω από την θερμοκρασία αυτανάφλεξης του μείγματος, έτσι ώστε να μπορεί να αναφλεγεί από τον σπινθήρα αμέσως πριν το άνω νεκρό σημείο. Η καύση και κατ' επέκταση η οικονομία και η ισχύς επηρεάζονται από την ταχύτητα διάδοσης της φλόγας και την διάρκεια της καύσης. Σχηματισμός μείγματος

Η λειτουργία του συστήματος σχηματισμού μείγματος σε μια μηχανή με ανάφλεξη τύπου σπινθήρα είναι η παραγωγή εύφλεκτου ομογενούς μείγματος αέρα-καυσίμου.

Η ομοιογένεια όμως του μείγματος μπορεί να επιτευχθεί από μείγματα αερίων, ή αερίων-ατμών, με άλλα λόγια όλη η ποσότητα καυσίμου πρέπει να ατμοποιηθεί πριν αρχίσει η ανάφλεξη. Αν το καύσιμο δεν μπορεί να ατμοποιηθεί τελείως π.χ. κατά την διάρκεια ενός κρύου ξεκινήματος, επειδή η θερμοκρασία είναι πολύ χαμηλή, το καύσιμο πρέπει να εφοδιαστεί με τέτοιο τρόπο που το ατμοποιημένο ποσό αυτού πρέπει να είναι ικανό για αναφλέξιμη αναλογία αέρα-καυσίμου (επίτευξη κρύου ξεκινήματος).

Εκτός από την δημιουργία ομογενούς μείγματος, το σύστημα σχηματισμού μείγματος πραγματοποιεί και έλεγχο φορτίου του κινητήρα. Επειδή τα ομογενή μείγματα αέρα-καυσίμου καίγονται με συντελεστή λ που κυμαίνεται από 0.8 έως 1.2, ο έλεγχος φορτίου γίνεται απο την ποσότητα του μείγματος, η οποία εισέρχεται στον κύλινδρο (ποσοτικός έλεγχος). Αυτό πετυχαίνεται εισάγοντας την ποσότητα του καυσίμου που πρέπει να μπει στους κυλίνδρους κάτω από συνθήκες λειτουργίας μερικού φορτίου (έλεγχος εισαγωγής). Το μείγμα αέρα-καυσίμου πρέπει επίσης να σχηματίζεται με τέτοιο τρόπο, ώστε να ελαχιστοποιεί τις διαφοροποιήσεις στην αναλογία αέρα-καυσίμου από κύλινδρο σε κύλινδρο και από ενεργό κύκλο σε ενεργό κύκλο. Ο βαθμός επιτυχίας αυτής της απαίτησης, διαφέρει μεταξύ κινητήρων με εξαερωτήρα (καρμπυρατέρ) και κινητήρων με ψεκασμό. Αυτοί οι δύο τύποι κινητήρων επιδεικνύουν αντίθετη συμπεριφορά στο διάγραμμα λειτουργίας του κινητήρα. Η θέση της βαλβίδας εισαγωγής στο κατώτατο επίπεδο φορτίου δημιουργεί ανεπιθύμητη διασπορά του αέρα και αυτή η ανεπαρκής πλήρωση του κυλίνδρου είναι κάτι που παρουσιάζεται στην περίπτωση του κινητήρα με μονό καρμπυρατέρ. Αντίθετα η πίεση της πολλαπλής εισαγωγής πέφτει καθώς το φορτίο μειώνεται και έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση του ποσού των ατμών καυσίμου. Οπως φαίνεται στο Σχήμα 7, αυτό έχει θετική επίδραση στην κατανομή του μείγματος μεταξύ των κυλίνδρων του κινητήρα.

Καθώς το φορτίο αυξάνει, δηλαδή καθώς αυξάνεται η πίεση στην πολλαπλή εισαγωγής η κατανομή του μείγματος αέρα-καυσίμου γίνεται όλο και πιο λίγο ομοιόμορφη.

Στην περίπτωση ψεκασμού στην πολλαπλή εισαγωγής, η σχετική διανομή του μείγματος μεταξύ των κυλίνδρων του κινητήρα είναι λιγότερο ομοιόμορφη σε μικρά φορτία. Επειδή η διανομή του αέρα στους κυλίνδρους δεν είναι ταυτόχρονα ομοιόμορφη στην χαμηλότερη περιοχή του διαγράμματος λειτουργίας του κινητήρα, η

Page 411: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

9.8 KINHTHΡEΣ

κατανομή του μείγματος αέρα-καυσίμου στους κυλίνδρους ξεχωριστά είναι πολύ σημαντική. Η μεταβλητή λ ελαττώνεται καθώς το φορτίο του κινητήρα αυξάνει και αυτό σημαίνει βελτίωση της διανομής αέρα.

Σχήμα 7. Διαφορές στο λόγο αέρα-καυσίμου λ, σε κάθε κύλινδρο ξεχωριστά σε συνάρτηση του φορτίου και των στροφών της μηχανής.

Και στα δύο αυτά συστήματα σχηματισμού μείγματος οι αλλαγές στην αναλογία

του μείγματος αέρα-καυσίμου (λ πραγματικό) πρέπει να διορθώνονται από συσκευές εμπλουτισμού του μείγματος κατά την διάρκεια του κρύου ξεκινήματος και κατά την διάρκεια της προθέρμανσης του κινητήρα. Ανάφλεξη

Το σύστημα ανάφλεξης πρέπει να είναι ικανό να αναφλέγει το συμπιεσμένο μείγμα σε μία ακριβώς καθορισμένη χρονική στιγμή, ακόμα και κάτω από δυναμικές συνθήκες λειτουργίας που προκαλούν αξιοσημείωτες διακυμάνσεις στην κίνηση του μείγματος και στην αναλογία αέρα-καυσίμου. Η αξιοπιστία της καύσης, ειδικά σε περιοχές φτωχού μείγματος και κάτω από ακραίες συνθήκες λειτουργίας μερικού φορτίου, μπορεί να βελτιωθεί τοποθετώντας τον αναφλεκτήρα (μπουζί) σε τέτοια περιοχή που να παρέχει καλή πρόσβαση του σπινθήρα στο μείγμα και η οποία εξασφαλίζει πλήρως προδιαγεγραμμένη κίνηση του σπινθήρα. Βελτίωση μπορεί να επιτευχθεί και με την τοποθέτηση του μπουζί σε μικρούς βοηθητικούς θαλάμους, οι οποίοι ονομάζονται θάλαμοι ανάφλεξης. Το ποσό της ενέργειας της ανάφλεξης που απαιτείται είναι μία λειτουργία του μείγματος αέρα-καυσίμου. Η ενέργεια ανάφλεξης

Page 412: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

KΙΝΗΤΗΡΕΣ 9.9

που απαιτείται για μείγματα αέρα-βενζίνης στην στοιχειομετρική αναλογία είναι της τάξης των 0.2 mJ. Πλούσια και φτωχά μείγματα από την άλλη μεριά, απαιτούν ως και 3mJ για την ανάφλεξή τους. 9.4 O ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ DIESEL

Ο κινητήρας Diesel είναι μια παλινδρομική εμβολοφόρα μηχανή με σχηματισμό εσωτερικού μείγματος (ετερογενούς μείγματος) και αυτανάφλεξη. Κατά τη διάρκεια της φάσης συμπίεσης ο εισερχόμενος αέρας συμπιέζεται σε 35 έως 55 bar και η θερμοκρασία του στη φάση αυτή φτάνει τους 700 έως 900 βαθμούς Κελσίου. Αυτή η θερμοκρασία είναι ικανή να προκαλέσει αυτανάφλεξη του καυσίμου (συμβαίνει σε θερμοκρασία 530ο C) το οποίο ψεκάζεται στους κυλίνδρους λίγο πριν το τέλος της φάσης συμπίεσης και πολύ κοντά στο άνω νεκρό σημείο (TDC). Σχηματισμός μείγματος

Στα ετερογενή μείγματα η αναλογία αέρα-καυσίμου λ, καλύπτει την περιοχή φτωχού αέρα στην περιφέρεια ψεκασμού (λ=άπειρο), έως και την περιοχή φτωχού καυσίμου στον πυρήνα του ψεκασμού. Το Σχήμα 8 δείχνει σχηματικά την καμπύλη του λόγου λ και την αντίστοιχη ζώνη της φλόγας για μια μόνο δόση ψεκασμού. Επειδή αυτή η ζώνη ισχύει γενικά για κάθε δόση του ψεκασμένου μείγματος, ο έλεγχος φορτίου μπορεί να ελέγξει την ποσότητα του εισερχόμενου καυσίμου στην περίπτωση του σχηματισμού ετερογενούς μείγματος. Αυτός είναι ο ποιοτικός έλεγχος αναλογίας μείγματος.

Σχήμα 8. Καμπύλη του λόγου λ για μία δόση ψεκασμού.

Οπως και στην περίπτωση των ομογενών μειγμάτων, η καύση λαμβάνει χώρα στην σχετικά στενή περιοχή όπου το λ κυμαίνεται από 0.3 έως 0.5 (0.3<λ<0.5). Η

Page 413: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

9.10 KINHTHΡEΣ

απαιτούμενη μεταφορά μάζας για την παραγωγή αυτών των εύφλεκτων μειγμάτων, λαμβάνει χώρα μέσω διαχύσεων και στροβιλισμών και παράγεται από τις ενεργειακές πηγές του σχηματισμού μείγματος που περιγράφονται παρακάτω καθώς επίσης και από ίδια την διαδικασία καύσης. Κινητική ενέργεια του ψεκαζόμενου καυσίμου

Η κινητική ενέργεια του ψεκαζόμενου καυσίμου είναι συνάρτηση της πτώσης πίεσης στο στόμιο του ακροφυσίου και μαζί με τον δημιουργούμενο κώνο του ψεκαζόμενου καυσίμου (ο οποίος καθορίζεται από τη γεωμετρία του ακροφυσίου και την αναπτυσσόμενη ταχύτητα του καυσίμου), καθορίζει την περιοχή αλληλεπίδρασης αέρα-καυσίμου και το μέγεθος των σταγονιδίων μέσα σ'αυτό τον χώρο.

Η ενέργεια του ψεκαζόμενου καυσίμου επηρεάζεται από την παροχή της αντλίας ψεκασμού και τις διακλαδώσεις του ακροφυσίου ψεκασμού. Θερμική ενέργεια

Η θερμική ενέργεια που παράγεται στα τοιχώματα του θαλάμου καύσης και ο πεπιεσμένος αέρας βοηθούν την ατμοποίηση του ψεκαζόμενου καυσίμου σε μορφή ενός ατμοποιημένου φιλμ και ατμοποιημένων σταγονιδίων. Σχήμα θαλάμου καύσης

Το σχήμα του θαλάμου κάυσης και η κίνηση του εμβόλου χρησιμοποιούνται για την παραγωγή στροβιλισμού του μείγματος. Εξαναγκασμένη κίνηση του αέρα

Είναι μια κίνηση που επιβάλλεται στον αέρα μέσα στον θάλαμο καύσης, συνήθως με τη μορφή συγκεντρωμένης ροής, προωθεί τη ροή του αέρα προς το ρεύμα του καυσίμου και απομακρύνει τα καυσαέρια από το ρεύμα, αν η κατεύθυνση της ροής του καυσίμου είναι κάθετη στη διεύθυνση του στροβιλιζόμενου αέρα κι αν τα σταγονίδια του καυσίμου βρίσκονται σε διαδικασία ατμοποίησης.

Στην περίπτωση ατμοποίησης του φιλμ ο στροβιλισμός του αέρα απομακρύνει το ατμοποιημένο στρώμα από τα τοιχώματα και προκαλεί θερμικό διαχωρισμό των καυσαερίων από τα νεοεισερχόμενα αέρια. Οι μικροστροβιλισμοί που επιβάλλονται στην περιστροφική ροή προκαλούν ραγδαία ανάμειξη αέρα και καυσίμου. Η εξαναγκασμένη και συγκεντρωμένη περιστροφική ροή αέρα παράγεται είτε από το ειδικό σχήμα του στομίου εισαγωγής, είτε από τη μεταφορά ενός κομματιού του εισερχόμενου μείγματος σε ένα θάλαμο στροβιλισμού. Μερική καύση σε θάλαμο στροβιλισμού

Η μερική καύση καυσίμου σε ένα θάλαμο στροβιλισμού αυξάνει την πίεση σ' αυτό το θάλαμο περισσότερο απ' ότι στον κυρίως θάλαμο καύσης, επιβάλλοντας έτσι τα μερικώς οξειδομένα αέρια καύσης και το εξαεριωμένο καύσιμο να περάσουν μέσα από ένα ή περισσότερα κανάλια στον κύριο θάλαμο καύσης, όπου γίνεται πλήρης ανάμειξη με τον εναπομένοντα αέρα.

Η διαδικασία καύσης στον κινητήρα Diesel χρησιμοποιεί τουλάχιστον μία, συνήθως όμως ένα συνδυασμό αυτών των μεθόδων σχηματισμού μείγματος. Αμεσος ψεκασμός

Page 414: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

KΙΝΗΤΗΡΕΣ 9.11

Ο όρος αυτός αναφέρεται σ' όλες τις διαδικασίες στις οποίες ο θάλαμος καύσης είναι ενιαίος. Ψεκασμός χωρίς αρχικό στροβιλισμό

Η διαδικασία ψεκασμού χωρίς αρχικό στροβιλισμό αποτελείται από μια μεγάλη κοιλότητα που παίζει το ρόλο θαλάμου καύσης στο έμβολο και από ένα ακροφύσιο με έξι ως οχτώ οπές κεντρικά τοποθετημένο ως προς τον θάλαμο καύσης. Η διαδικασία αυτή εκμεταλλεύεται κυρίως την ενέργεια του ψεκαζόμενου καυσίμου και δε δημιουργεί στροβιλισμό στον αέρα (Σχήμα 9). Αυτή η διαδικασία χρησιμοποιείται πιο συχνά σε αργόστροφες μηχανές Diesel μεγάλου μεγέθους που λειτουργούν με περίσσεια αέρα.

Σχήμα 9. Σχήμα θαλάμου καύσης και θέση ακροφυσίου για διαδικασία

ψεκασμού χωρίς αρχικό στροβιλισμό.

Καύση με ακροφύσιο πολλαπλών οπών Σ'αυτή τη διαδικασία υπάρχει μια στενή κοιλότητα στο έμβολο που παίζει το ρόλο

του θαλάμου καύσης κι επίσης, ένα ακροφύσιο με τρείς ως τέσσερεις οπές κεντρικά τοποθετημένο ως προς το θάλαμο καύσης (Σχήμα 10). Αυτή η διαδικασία χρησιμοποιείται σήμερα στην πλειοψηφία των κινητήρων για φορτηγά αυτοκίνητα, όπου βελτιώνεται η χρήση του αέρα και αυξάνεται η ταχύτητα σχηματισμού μείγματος μέσω της χρήσης μιας διαδικασίας στροβιλισμού στους αυλούς εισαγωγής σαν αποτέλεσμα της παραγόμενης ενέργειας από τον ψεκασμό. Η ένταση του στροβιλισμού είναι τέτοια ώστε το μείγμα αέρα-καυσίμου το οποίο σχηματίζεται γύρω από την περιοχή ψεκασμού να είναι ικανό να πληρώσει το χώρο καύσης μέχρι την επόμενη ψεκαζόμενη δόση με ενδυνάμωση του στροβιλιζόμενου αέρα κάθετα στην διεύθυνση ψεκασμού κατά την διάρκεια της φάσης του ψεκασμού.

Στην περίπτωση που το μείγμα δεν πληρώνει το θάλαμο καύσης, ούτε ο αέρας ούτε η εξερχόμενη ισχύς είναι πλήρως εκμεταλλεύσιμα. Αν το μείγμα καλύπτει περισσότερο χώρο από αυτόν μεταξύ των σπρέυ, ο σχηματισμός της αιθάλης

Page 415: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

9.12 KINHTHΡEΣ

αυξάνεται λόγω πολύ μεγάλων τοπικών συγκεντρώσεων καυσίμου οι οποίες αποκλείουν την απαιτούμενη ποσότητα αέρα. Η διαδικασία ψεκασμού χωρίς αρχικό στροβιλισμό και η διαδικασία καύσης με ακροφύσιο πολλαπλών οπών χρησιμοποιούνται ως συστήματα καύσης με διάχυση καυσίμου με τη βοήθεια αέρα.

Σχήμα 10. Σχήμα θαλάμου καύσης και θέση ακροφυσίου πολλαπλών οπών.

Το σύστημα Μ Το σύστημα διανομής της καύσης μέσω τοιχωμάτων παρουσιάσθηκε απο την

εταιρεία ΜΑΝ (σύστημα Μ). Το καύσιμο απλώνεται στα τοιχώματα του θαλάμου καύσης, κάνει χρήση της παραγόμενης θερμότητας στα τοιχώματα του θαλάμου καύσης και του στροβιλισμού του αέρα και επιπλέον της ενέργειας ψεκασμού για το σχηματισμό μείγματος. Ενα ακροφύσιο μιας οπής τοποθετημένο έκκεντρα απέναντι σε μια στενή κοιλότητα του εμβόλου, ψεκάζει το καύσιμο στα τοιχώματα του θαλάμου καύσης στην κατεύθυνση του στροβιλιζόμενου αέρα. Το καύσιμο σχηματίζει ένα φιλμ το οποίο ατμοποιείται και σχηματίζει μείγμα με τον στροβιλιζόμενο αέρα του θαλάμου καύσης καθώς αυτός κινείται. Αυτή η διαδικασία (Σχήμα11) κάνει καλή χρήση του αέρα και χαρακτηρίζεται από χαμηλά επίπεδα καπνού.

Page 416: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

KΙΝΗΤΗΡΕΣ 9.13

Σχήμα 11. Σχήμα θαλάμου καύσης και θέση ακροφυσίου στο σύστημα Μ. Συστήματα μη ενιαίων θαλάμων καύσης

Τα συστήματα διαιρούμενων θαλάμων καύσης χρησιμοποιούνται με επιτυχία σε μικρές πολύστροφες μηχανές Diesel, οι οποίες χρησιμοποιούνται κυρίως σε επιβατηγά αυτοκίνητα. Εδώ, υπάρχουν αυστηροί κανονισμοί για την ταχύτητα σχηματισμού μείγματος και για τη χρησιμοποίηση του αέρα (συντελεστής λ). Από την άλλη πλευρά αποφεύγονται ακριβά συστήματα ψεκασμού τα οποία παράγουν μεγάλη ενέργεια ψεκασμού για λόγους κόστους. Αυλοί εισαγωγής τύπου στροβιλισμού δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν εδώ χωρίς προβλήματα, για λόγους καλής ογκομετρικής απόδοσης. Θάλαμος καύσης με στροβιλισμό

Αυτή η διαδικασία χαρακτηρίζεται από ένα σχεδόν σφαιρικό βοηθητικό θάλαμο, ο οποίος καλύπτει περίπου το 50% του ολικού συμπιεζόμενου όγκου και βρίσκεται στην άκρη του κυρίου θαλάμου καύσης. Ο βοηθητικός θάλαμος επικοινωνεί με τον κύριο θάλαμο καύσης μέσω ενός λαιμού ο οποίος ανοίγει εφαπτομενικά στον θάλαμο με κατεύθυνση το κέντρο του εμβόλου. Το ακροφύσιο κι ο προθερμαντήρας βρίσκονται στον βοηθητικό θάλαμο. Μια ισχυρή δίνη αέρα παράγεται κατά τη διάρκεια της συμπίεσης και έχει σαν αποτέλεσμα το καύσιμο να ψεκάζεται προς τα τοιχώματα του θαλάμου έκκεντρα και στη κατεύθυνση του στροβιλιζόμενου αέρα με ένα τρόπο όμοιο με το σύστημα Μ. Το σύστημα αυτό είναι κατάλληλο για πολύστροφες μηχανές της τάξεως των πέντε χιλιάδων στροφών το λεπτό, δίνει πολύ καλή εκμετάλευση του αέρα και παράγει μικρή ποσότητα καπνού.

Page 417: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

9.14 KINHTHΡEΣ

Σχήμα 12. Σχήμα θαλάμου καύσης και θέση ακροφυσίου με βοηθητικό θάλαμο στροβιλισμού.

Σύστημα προθαλάμου καύσης

Το σύστημα προθαλάμου καύσης χαρακτηρίζεται από έναν βοηθητικό θάλαμο ο οποίος είναι τοποθετημένος κεντρικά σε σχέση με τον κύριο θάλαμο καύσης και ο οποίος έχει χωρητικότητα το 25-35% του συμπιεζόμενου όγκου. Εδώ, το ακροφύσιο ψεκασμού και ο προθερμαντής βρίσκονται στον προθάλαμο. Ο προθάλαμος επικοινωνεί με τον κύριο θάλαμο καύσης μέσω κάποιων οπών που επιτρέπουν στα αέρια της καύσης να επικοινωνούν εντελώς, όσο αυτό είναι δυνατό, με τον αέρα του κυρίους θαλάμου. Η διαδικασία αυτή χαρακτηρίζεται από πολύ καλή εκμετάλλευση του αέρα και επίσης είναι κατάλληλο για πολύ υψηλές στροφές του κινητήρα. Πλεονεκτήματα του κινητήρα Diesel

• Πολύ χαμηλή κατανάλωση καυσίμου. • Μεγάλη διανυόμενη απόσταση μεταξύ των συντηρήσεων. • Χαμηλές εκπομπές ρύπων. • Ευκολία στην τοποθέτηση υπερτροφοδότη.

Μειονεκτήματα του κινητήρα Diesel • Δαπανηρή κατασκευή. • Θορυβώδης λειτουργία. • Τραχεία λειτουργία του κινητήρα.

Page 418: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

KΙΝΗΤΗΡΕΣ 9.15

Σχήμα 13. Σχήμα θαλάμου καύσης και θέση ακροφυσίου για σύστημα με προθάλαμο καύσης.

9.5 Ο ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ WANKEL

Ο κινητήρας Wankel (Σχήματα 14 και 15) είναι ένας ειδικός τύπος παλινδρομικής

εμβολοφόρας μηχανής στην οποία ο μηχανισμός του στροφάλου έχει αντικατασταθεί από μία έκκεντρη μετάδοση και από έναν ρότορα ο οποίος δημιουργεί έναν θάλαμο καύσης που έχει τροχοειδή μορφή.

Το εγκάρσιο τμήμα του ρότορα είναι ένα τρίγωνο με καμπυλομένες πλευρές. Κινείται μέσα σε έναν θάλαμο που ψύχεται εξωτερικά με νερό, έχει σχήμα οβάλ με ελαφρώς συμπιεσμένες τις μεγάλες του πλευρές προς το κέντρο (επιτροχοειδής μορφή). Οι τρεις γωνίες του ρότορα βρίσκονται συνεχώς σε επαφή με τα τοιχώματα του οβάλ θαλάμου καθώς ο ρότορας περιστρέφεται. Ετσι, σχηματίζονται τρεις χώροι (A,B και C) σε γωνία 120 μοιρών ο ένας απ' τον άλλον και οι οποίοι είναι στεγανά απομονωμένοι. Αυτοί οι χώροι περιοδικά γίνονται μικρότεροι και μετά μεγαλύτεροι καθώς ο ρότορας περιστρέφεται.

Κατά την διάρκεια κάθε περιστροφής του ρότορα, εμφανίζεται σε κάθε ένα από τους τρεις χώρους μία τετράχρονη διαδικασία καύσης με ανάφλεξη σπινθήρα. Μετά από μία πλήρη περιστροφή του τριγωνικού ρότορα η μηχανή έχει εκτελέσει την τετράχρονη διαδικασία τρεις φορές και ο έκκεντρος άξονας έχει περιστραφεί κατά 360 μοίρες.

Η στεγανότητα του ρότορα επιτυγχάνεται με επιφανειακούς δακτύλιους στεγανοποίησης αλλά και με δακτύλιους στεγανοποίησης κορυφής. Ο ρότορας περιέχει ένα ομόκεντρο εσωτερικό γρανάζι και τα έδρανα για την έκκεντρη λειτουργία του άξονα της μηχανής. Το εσωτερικό γρανάζι γυρίζει μέσα σε ένα γρανάζι που είναι τοποθετημένο στο εσωτερικό των πλευρών του ρότορα το οποίο είναι ομόκεντρο με τον έκκεντρο άξονα. Το γρανάζι αυτό δεν μεταδίδει ισχύ αλλά χρησιμοποιείται αποκλειστικά για να εξασφαλίσει ότι ο ρότορας είναι πάντοτε σε σχετική κίνηση με τον έκκεντρο άξονα και ότι ακολουθεί την τροχοειδή περιστροφή του. Η σχέση των δοντιών μεταξύ των δύο γραναζιών είναι τρία προς δύο.

Page 419: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

9.16 KINHTHΡEΣ

Ο ρότορας περιστρέφεται με τα δύο τρίτα της γωνιακής ταχύτητας του άξονα και στην αντίθετη φορά σε σχέση με τον άξονα, έτσι ώστε η σχετική ταχύτητα του ρότορα ως προς τον θάλαμο που τον περιέχει να είναι μόνο το ένα τρίτο της γωνιακής ταχύτητας του άξονα. Η εναλλαγή των αερίων επιτυγχάνεται από τον ρότορα με την βοήθεια απλών αυλών. Στον κινητήρα Wankel επιτυγχάνονται υψηλότερες ταχύτητες αερίων και στροφές του κινητήρα είναι δυνατές απ' ότι σε ένα κλασικό εμβολοφόρο κινητήρα.

Κάθε περιστροφική μηχανή μπορεί να ζυγοσταθμιστεί μηχανικά πλήρως. Η μόνη ανωμαλία η οποία παραμένει είναι ο βαθμός ανομοιομορφίας ο οποίος εμφανίζεται σε όλες τις μηχανές εσωτερικής καύσης. Ωστόσο η καμπύλη ροπής ενός περιστροφικού κινητήρα με μονό ρότορα είναι αξιοσημείωτα πιο ομαλή σε σχέση με την καμπύλη ενός μονοκύλινδρου κινητήρα το οποίο οφείλεται στο γεγονός ότι οι χρόνοι ισχύος έχουν διάρκεια πάνω από 270 μοίρες σε κάθε περιστροφή του έκκεντρου άξονα.

Ο βαθμός της ανομοιομορφίας ή η συμπεριφορά ομαλής λειτουργίας μιας μηχανής μπορεί επιπρόσθετα να βελτιωθεί τοποθετόντας περισσότερους ρότορες πάνω σε έναν άξονα. Ετσι μία περιστροφική μηχανή με τρεις ρότορες αντιστοιχεί σε μία οκτακύλινδρη παλινδρομική εμβολοφόρα μηχανή. Η καμπύλη ροπής μπορεί να διαμορφωθεί έτσι ώστε να συμπεριλάβει τα χαρακτηριστικά μίας μηχανής μέσης απόδοσης ή μιας αγωνιστικής μηχανής αναλόγως του χρονισμού και του εγκάρσιου αυλού εισαγωγής.

Σχήμα 14. Σχεδιασμός και αρχές λειτουργίας του κινητήρα Wankel: 1. Ρότορας. 2. Εσωτερικό γρανάζι ρότορα. 3. Αναφλεκτήρας (Μπουζί). 4. Ακίνητο πινιόν.

5. Επιφάνεια ρουλεμάν του έκκεντρου a: Μείγμα αέρα-καυσίμου εισέρχεται στο θάλαμο Α, ο θάλαμος Β συμπιέζει το μείγμα και τα

καυσαέρια εξέρχονται του θαλάμου C. b: Πλήρωση του θαλάμου Α με νέο μείγμα. Εκτόνωση των καυσαερίων στο θάλαμο Β, έτσι ώστε να στρέψουν τον έκκεντρο άξονα διαμέσω του ρότορα. Τα καυσαέρια εξακολουθούν να απομακρύνονται από το θάλαμο Β. Η επόμενη φάση της καύσης είναι

αυτή που φαίνεται στο σχήμα a, όπου ο θάλαμος C έχει λάβει τη θέση του θαλάμου Α. Ετσι ο ρότορας έχοντας διαγράψει γωνία περιστροφής 120 μοιρών έχει εκτελέσει μια πλήρη τετράχρονη

Page 420: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

KΙΝΗΤΗΡΕΣ 9.17

διαδικασία. Κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας, ο έκκεντρος άξονας εκτελεί μια πλήρη περιστροφή.

Σχήμα 15. Κινητήρας Wankel με δύο ρότορες : 1. Ρότορας 2. Υδραυλικός μετατροπέας ροπής 3. Αυτόματος συμπλέκτης

Πλεονεκτήματα του περιστροφικού κινητήρα WANKEL

• Πλήρως ζυγοσταθμισμένος κινητήρας. • Ιδανική καμπύλη ροπής. • Συμπαγής κατασκευή. • Ελλειψη πολύπλοκης κυλινδροκεφαλής. • Εξαιρετική συμπεριφορά στο ταξίδι.

Μειονεκτήματα της περιστροφικής μηχανής • Μη ιδανικό σχήμα θαλάμου καύσης με μεγάλες διαδρομές φλόγας. • Μεγάλες εκπομπές υδρογονανθράκων. • Μεγάλη κατανάλωση λαδιού και καυσίμου. • Μεγαλύτερο κόστος κατασκευής. • Λειτουργία με πετρέλαιο αδύνατη. • Υψηλά τοποθετημένος άξονας μετάδοσης ισχύος. Μη ιδανική θέση για το σύστημα μετάδοσης.

Page 421: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

9.18 KINHTHΡEΣ

9.6 ΣΤΡΟΒΙΛΟΚΙΝΗΤΗΡΑΣ

Στον στροβιλοκινητήρα (Σχήμα 16) οι αλλαγές καταστάσεων κατά τη διάρκεια

του κύκλου γίνονται σε διαφορετικά εξαρτήματα (συμπιεστές, καυστήρες και τουρμπίνες), τα οποία επικοινωνούν μεταξύ τους με ειδικούς αγωγούς (διαχύτες, σπιράλ κ.α.). Σ'αυτό τον κινητήρα οι αλλαγές καταστάσεων είναι συνεχείς.

Σχήμα 16. Μέρη στροβιλοκινητήρα:

1. Φίλτρο και σιγαστήρας. 2. Συμπιεστής αξονικής ροής. 3. Καυστήρας. 4. Απαγώγεας θερμότητας

5. Οπή εξαγωγής καυσαερίων 6. Μειωτήρας 7. Τουρμπίνα ισχύος 8. Ρυθμιζόμενοι αυλοί ροής

9. Τουρμπίνα συμπίεσης 10. Εκκινητής 11. Βηθητικό γρανάζι. 12. Αντλία λίπανσης

Page 422: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

KΙΝΗΤΗΡΕΣ 9.19

9.7 ΑΝΑΦΛΕΞH

Ο σκοπός του συστήματος ανάφλεξης είναι να αναφλέγει το συμπιεσμένο μείγμα αέρα-καυσίμου τη κατάλληλη στιγμή αρχίζοντας έτσι τη διαδικασία καύσης. Σε ένα κινητήρα με ανάφλεξη σπινθήρα αυτό επιτυγχάνεται μέσω ενός ηλεκτρικού σπινθήρα, ο οποίος είναι μία εκκένωση τόξου μεταξύ των ηλεκτροδίων του αναφλεκτήρα (μπουζί). Ανάφλεξη μείγματος

Περίπου 0.2 mJ ενέργειας για κάθε σπινθήρα απαιτείται για να αναφλέξει ένα μείγμα αέρα καυσίμου και εφόσον το μείγμα αέρα-καυσίμου είναι στοιχειομετρικό. Πλούσια και φτωχά μείγματα απαιτούν πάνω από 3 mJ. Η ενέργεια αυτή είναι μόνο ένα κλάσμα της ολικής ενέργειας στον ηλεκτρικό σπινθήρα. Αν η διαθέσιμη ενέργεια ανάφλεξης δεν είναι αρκετή δεν μπορεί να προκύψει ανάφλεξη. Το μείγμα δεν μπορεί να αναφλεγεί και η καύση θα είναι αναποτελεσματική. Για το λόγο αυτό απαιτείται ικανή ενέργεια ανάφλεξης ώστε να αναφλεγεί σωστά το μείγμα αέρα-καυσίμου, έστω και κάτω από δυσχερείς εξωτερικές συνθήκες. Ενα μικρό νέφος αναφλέξιμου μείγματος περνώντας απ' το σπινθήρα είναι ικανό να προκαλέσει ανάφλεξη. Το νέφος του μείγματος αναφλέγεται και αυτό με τη σειρά του αναφλέγει το εναπομένον μείγμα στον κύλινδρο και έτσι αρχίζει η καύση. Η καλή διαχείρηση του μείγματος και η ελεύθερη πρόσβαση του μείγματος στον σπινθήρα βελτιώνει την ποιότητα της ανάφλεξης, με τον ίδιο τρόπο όπως και η μεγάλη διάρκεια του σπινθήρα και ο μεγάλου μήκους σπινθήρας (μεγάλο διάκενο μετξύ των ηλεκτροδίων). Οι στροβιλισμοί του μείγματος έχουν θετικό αποτέλεσμα. Η θέση του σπινθήρα μέσα στο θάλαμο καύσης και το μήκος αυτού καθορίζονται απο τις διαστάσεις του αναφλεκτήρα (μπουζί). Η διάρκεια του σπινθήρα καθορίζεται απο τον τύπο και τη σχεδίαση του συστήματος ανάφλεξης όπως επίσης και απο τις οριακές συνθήκες που υπάρχουν στα άκρα του αναφλεκτήρα. Σχηματισμός σπινθήρα ανάφλεξης

Ο σπινθήρας μπορεί να σχηματίσει τόξο από το ένα ηλεκτρόδιο στο άλλο, μόνο όταν υπάρχει ένα αρκετά υψηλή τάση (10-12 KV). Στο σημείο ανάφλεξης η τάση στα ηλεκτρόδια του μπουζί, αυξάνει ξαφνικά από μηδέν στην απαραίτητη τιμή για την εκκένωση και μόλις εμφανιστεί σπινθήρας πέφτει στην κανονική του τιμή. Το μείγμα αέρα-καυσίμου αναφλέγεται κατά την διάρκεια του σπινθήρα ανάφλεξης. Μετά από το ανώτατο σημείο της εκκένωσης, η καμπύλη του βολτάζ είναι της μορφής μιας υπεραποσβεσμένης ταλάντωσης (Σχήμα 17)

Page 423: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

9.20 KINHTHΡEΣ

Σχήμα 17. Καμπύλη τάσης σπινθηριστού σε συνάρτηση του χρόνου

Αν το μείγμα παρουσιάζει στροβιλισμό (πολλές στροφές του κινητήρα, μεγάλη συμπίεση), ο σπινθήρας χωρίζεται σε πολλούς ονομαζόμενους επαναλαμβανόμενους σπινθήρες (κτύπημα - detonation). Αυτοί οι σπινθήρες γενικά δεν διαταράσσουν την ανάφλεξη του μείγματος όμως δημιουργούν προβλήματα στον κινητήρα. Για την αντιμετώπιση του προβλήματος έχουν αναπτυχθεί συστήματα ανίχνευσης με επιταχυνσιόμετρα τοποθετημένα επι του κορμού του κινητήρα. Η ηλεκτρονική μονάδα ελέγχου τροποποιεί την προπορεία (αβάνς) για τον περιορισμό του φαινομένου του κτυπήματος. Ανάπτυξη υψηλής τάσης και αποθήκευση ενέργειας

Σε συστήματα ανάφλεξης που χρησιμοποιούν συσσωρευτή μολύβδου-οξέος συνήθους τάσης 12V, η υψηλή τάση που απαιτείται για τον σπινθήρα συνήθως πολλαπλασιάζεται με ένα πηνίο. Αυτό λειτουργεί σαν αυτόματος μετατροπέας. Παρόλα αυτά στην περίπτωση αυτή έχει την επιπρόσθετη λειτουργία της αποθήκευσης ενέργειας. Κατά τη διάρκεια της περιόδου dwel των επαφών του διανομέα, το πηνίο απορροφά ηλεκτρική ενέργεια από το ηλεκτρικό σύστημα του αυτοκινήτου (πρωτεύον), την αποθηκεύει σε μαγνητικό πεδίο και στο σημείο της ανάφλεξης την μεταφέρει σαν ένα παλμό υψηλής τάσης σ' ένα από τους αναφλεκτήρες (μπουζί (δευτερεύον). Το πηνίο ανάφλεξης είναι σχεδιασμένο έτσι ώστε η διαθέσιμη υψηλή τάση να είναι αρκετά πιο πάνω από τις μέγιστες δυνατές απαιτήσεις σε τάση ανάφλεξης του μπουζί. Το πεδίο τιμών της δευτερεύουσας τάσης κυμαίνεται από 25-30 KV, όταν η αποθηκευμένη ενέργεια στο πηνίο κυμαίνεται από 60-120 mJ.

Το απόθεμα υψηλής τάσης και ενέργειας ανάφλεξης επιτρέπει αναπλήρωση τυχόν ηλεκτρικών απωλειών. Κακή τροφοδοσία του συστήματος ανάφλεξης μειώνει τα αποθέματα υψηλής τάσης, με αποτέλεσμα εκκένωση σε ακατάλληλη στιγμή και άσχημη καύση. Η απόδοση του κινητήρα μειώνεται κι αυξάνεται η κατανάλωση καυσίμου. Σε σοβαρές περιπτώσεις ο κινητήρας σταματά, ή δεν ξεκινά και κυρίως όταν είναι κρύος.

Για αγωνιστικούς ή κινητήρες υψηλών επιδόσεων υπάρχουν συστήματα ανάφλεξης με χωρητική αποθήκευση ενέργειας. Η ενέργεια ανάφλεξης αποθηκεύεται

Page 424: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

KΙΝΗΤΗΡΕΣ 9.21

στο ηλεκτρικό πεδίο του πυκνωτή και μεταφέρεται σαν παλμός υψηλής τάσης στο πηνίο. Ρύθμιση ανάφλεξης και προπορείας ανάφλεξης

Ο χρόνος μεταξύ ανάφλεξης του μείγματος και πλήρους καύσης αυτού είναι το πολύ 2 msec. Γι' αυτόν το λόγο πρέπει ο σπινθήρας να σχηματίσει τόξο την κατάλληλη στιγμή, ώστε να εξασφαλιστεί βέλτιστη καύση, κάτω απ' όλες τις συνθήκες λειτουργίας του κινητήρα. Το σημείο ανάφλεξης πρέπει να επιλεχθεί έτσι ώστε να ικανοποιούνται οι παρακάτω απαιτήσεις:

• Μέγιστη ιπποδύναμη. • Χαμηλή κατανάλωση καυσίμου. • Αποφυγή "χτυπήματος". • Μείωση ρυπαντών στα καυσαέρια.

Αυτές οι απαιτήσεις δεν μπορούν να ικανοποιηθούν ταυτόχρονα. Παρόλα αυτά,

υπάρχουν σημαντικές προοπτικές βελτιώσεων με τη χρήση της ηλεκτρονικής τεχνολογίας.

Το βέλτιστο σημείο ανάφλεξης εξαρτάται από έναν αριθμό παραγόντων, οι οποίοι είναι οι παρακάτω:

• Στροφές του κινητήρα. • Φορτίο. • Σχεδιασμός. • Καύσιμο. • Συνθήκες λειτουργίας (πχ. εκκίνηση, ρελαντί, υψηλό φορτίο).

Το σημείο ανάφλεξης συντονίζεται με τις στιγμιαίες συνθήκες λειτουργίας του

κινητήρα με φυγοκεντρικούς και μηχανισμούς υποπίεσης (κενού). Κι οι δυο τύποι ρύθμισης γίνονται ταυτόχρονα, ή ξεχωριστά.

Το κατά πόσο το σημείο ανάφλεξης προπορεύεται ή έπεται καθορίζεται από τις λεγόμενες καμπύλες προπορείας, οι οποίες διαφέρουν για κάθε κινητήρα. Σε πλήρες φορτίο το πεντάλ του γκαζιού είναι πατημένο εντελώς κι η πεταλούδα είναι εντελώς ανοιχτή. Καθώς αυξάνονται οι στροφές της μηχανής αυξάνεται κι η προπορεία, έτσι ώστε η έναρξη καύσης να είναι βέλτιστη, σε σχέση με την ιπποδύναμη. Για λειτουργία με μερικό φορτίο, η πεταλούδα είναι μερικώς ανοιχτή και το μείγμα αέρα-καυσίμου είναι λιγότερο πλούσιο και λιγότερο αναφλέξιμο. Η ανάφλεξη διαρκεί περισσότερο και το σημείο ανάφλεξης προπορεύεται πιο πολύ. Η υποπίεση σαν ένα δείγμα της απαραίτητης ρύθμισης της προπορείας λαμβάνεται αντίθετα προς τη ροή του καυσίμου στην πεταλούδα. Αρχικά αυξάνεται καθώς η πεταλούδα ανοίγει περισσότερο και στη συνέχεια μειώνεται, καθώς η πεταλούδα πλησιάζει το σημείο λειτουργίας με πλήρες φορτίο. Καθώς αυξάνονται οι στροφές του κινητήρα η βαλβίδα ανοίγει περισσότερο, ώστε να ικανοποιείται η καμπύλη που φαίνεται στο Σχήμα 18.

Page 425: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

9.22 KINHTHΡEΣ

Σχήμα 18. Γωνία προπορείας ανάφλεξης πριν το άνω νεκρό σημείο συναρτήσει των στροφών του

κινητήρα και υποπίεση συναρτήσει των στροφών του κινητήρα

Το Σχήμα 19 δείχνει την πίεση στο θάλαμο καύσης τετράχρονου κινητήρα μ' ένα σωστό κι ένα λανθασμένο σημείο ανάφλεξης. Ακόμα κι όταν ο χρονισμός της ανάφλεξης έχει αρχικά ρυθμιστεί σωστά, το σημείο ανάφλεξης τείνει να μεταβάλλει τη γωνία του λόγω κακής συντήρησης. Σαν αποτέλεσμα, η ισχύς της μηχανής σταδιακά μειώνεται κι η κατανάλωση καυσίμου αυξάνεται, όταν το σημείο ανάφλεξης έπεται. Αν προπορεύεται, μπορεί να προκληθούν σοβαρές ζημιές στα μπουζί, ή στον κινητήρα σε ακραίες συνθήκες όταν εμφανίζεται "χτύπημα". Επιπρόσθετα, στην περίπτωση αυτή τα καυσαέρια είναι πιο τοξικά.

Page 426: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

KΙΝΗΤΗΡΕΣ 9.23

Σχήμα 19. Πίεση στο θάλαμο καύσης συναρτήσει της γωνίας ανάφλεξης Η ανάφλεξη κι οι εκπομπές ρύπων

Η ποιότητα των καυσαερίων (Σχήμα 20) καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από το σύστημα ανάφλεξης, γιατί αυτό μπορεί άμεσα να επηρεάσει τα μεταβαλόμενα συστατικά των καυσαερίων. Παρόλα αυτά, οι βέλτιστες γωνίες ανάφλεξης σε σχέση με τις εκπομπές καυσαερίων μπορούν να πραγματοποιηθούν μόνο μερικά, γιατί οι διάφοροι καθοριστικοί παράγοντες (καυσαέρια, κατανάλωση, κλπ) δεν μπορούν πάντα να βελτιστοποιηθούν ταυτόχρονα.

Σχήμα 20. Εκπομπές NOx συναρτήσει του συντελεστή περίσσειας αέρα

Page 427: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

9.24 KINHTHΡEΣ

9.8 ΤΥΠΟΙ ΑΝΑΦΛΕΞΕΩΝ Συμβατική ανάφλεξη με πηνίο

Πολλά αυτοκίνητα είναι εφοδιασμένα με σύστημα συμβατικής ανάφλεξης με πηνίο. Αν το σημείο επαφής είναι κλειστό, όταν ο διακόπτης ανάφλεξης είναι ανοικτός, ρεύμα περνά από την μπαταρία, ή από τη γεννήτρια διαμέσω του πρωτεύοντος του πηνίου, παράγοντας ένα ισχυρό μαγνητικό πεδίο για αποθήκευση ενέργειας. Στο σημείο ανάφλεξης ο διακόπτηςς διακόπτει το ρεύμα, το μαγνητικό πεδίο διακόπτεται και η υψηλή τάση που απαιτείται γαι την ανάφλεξη δημιουργείται στο δευτερεύον του πηνίου. Αυτό η τάση παρέχεται (Σχήμα 21) στον διανομέα μέσω του κεντρικού καλωδίου υψηλής τάσης κι από εκεί στο κατάλληλο μπουζί.

Σχήμα 21. Διάγραμμα ενός συμβατικού συστήματος ανάφλεξης με πηνίο. Αριστερά φαίνονται τα

εξαρτήματα και δεξιά το ηλεκτρολογικό διάγραμμα του κυκλώματος. 1. Μπαταρία. 2. Διακόπτης ανάφλεξης. 3. Πηνίο ανάφλεξης.

4. Διανομέας. 5. Πυκνωτής. 6. Διακόπτης (πλατίνες). 7. Μπουζί. Rv:Αντίσταση για την αύξηση της τάσης εκκίνησης.

Page 428: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

KΙΝΗΤΗΡΕΣ 9.25

Σχήμα 22. Πλατίνες. 1. Σύστημα κινούμενων επαφών. 2. Μοχλός.

3. Αξονας διανομέα. 4. Κάμα διανομέα.

Σχήμα 23. Μηχανισμός φυγοκεντρικού advance, πάνω σε ηρεμία και κάτω σε λειτουργία. 1. Δίσκος υποστήριξης. 2. Κάμα διανομέα. 3. Επίπεδο επαφής.

4. Βάρος. 5. Αξονας διανομέα. 6. Οδηγός.

Page 429: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

9.26 KINHTHΡEΣ

Ανάφλεξη με τρανζίστορ

Η ενέργεια ανάφλεξης και η υψηλή τάση του συμβατικού συστήματος ανάφλεξης με πηνίο, περιορίζονται από τα ηλεκτρικά και μηχανικά χαρακτηριστικά του διακόπτη (πλατίνες). Τα ηλεκτρονικά συστήματα ανάφλεξης έχουν ήδη επικρατήσει και πληρούν απαιτήσεις που ξεπερνούν τις δυνατότητες του διακόπτη. Σε ηλεκτρονικά συστήματα ανάφλεξης ο διακόπτης υποβοηθείται από ημιαγωγές συσκευές, ή αντικαταστίθεται με άφθαρτες συσκευές ελέγχου (proximity switch κτλ.). Ενα ενεργοποιούμενο με ή χωρίς διακόπτη σύστημα αποτελούμενο από πηνίο και τρανζίστορ φαίνεται στο επόμενο σχήμα.

Σχήμα 24. Σύστημα ανάφλεξης με πηνίο και τρανζίστορ χωρίς διακόπτη 1. Μπαταρία. 2. Διακόπτης ανάφλεξης. 3. Πηνίο ανάφλεξης.

4. Κουτί ηλεκτρονικής έναυσης. 5. Διανομέας με φυγοκεντρικούς μηχανισμούς και προπορείας κενού. 6α. Γεννήτρια παλμών τύπου εισαγωγής. 6β. Γεννήτρια παλμών τύπου ημίσεως εύρους.

7. Μπουζί.

Page 430: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

KΙΝΗΤΗΡΕΣ 9.27

Σχήμα 25. Διανομέας ανάφλεξης με γεννήτρια παλμών τύπου εισαγωγής

1. Μόνιμος μαγνήτης. 2. Τύλιγμα εισαγωγής με πυρήνα. 3. Μεταβλητό κενό. 4. Τροχός έναυσης.

Σχήμα 26. Διανομέας ανάφλεξης με γεννήτρια παλμών τύπου ημίσεως 1. Τόξο πλάτους b. 2. Μαγνητικό υλικό. 3. Περιοχή IC.

4. Κενό. Ug: Τάση γεννήτριας παλμών.

Page 431: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

9.28 KINHTHΡEΣ

Ανάφλεξη με εκφόρτιση πυκνωτή

Το σύστημα ανάφλεξης με εκφόρτιση πυκνωτή (ονομαζόμενη και ανάφλεξη τύπου θυρίστορ) λειτουργεί με διαφορετική αρχή από τα συστήματα που περιγράφηκαν πιο πάνω. Αυτό το σύστημα αναπτύχθηκε για υψηλόστροφες μηχανές, μεγάλης απόδοσης, πολυκύλινδρες και παλινδρομικές που χρησιμοποιούνται σε σπορ κι αγωνιστικά αυτοκίνητα, όπως επίσης και για κινητήρες Bάνκελ.

Το σημαντικό χαρακτηριστικό των συστημάτων εκφώρτησης πυκνωτή είναι ότι η ενέργεια ανάφλεξης αποθηκεύεται στο ηλεκτρικό πεδίο του πυκνωτή. Η χωρητικότητα και η τάση φόρτισης του πυκνωτή προσδιορίζουν την ποσότητα της αποθηκευμένης ενέργειας. Ενας μετατροπέας ανάφλεξης μετατρέπει την τάση του πρωτεύοντος η οποία παράγεται από την εκφόρτιση του πυκνωτή, στην απαιτούμενο υψηλή τάση. Τα συστήματα ανάφλεξης με εκφόρτιση πυκνωτή μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε σχεδιασμούς ενεργοποιούμενους με διακόπτη ή και χωρίς.

Το κύριο πλεονέκτημα των αναφλέξεων με εκφόρτιση πυκνωτή είναι ο υψηλός βαθμός αντίστασης σε παράλληλα ρεύματα του κυκλώματος υψηλής τάσης της ανάφλεξης και ειδικότερα, αυτά που εμφανίζονται σε ακάθαρτα μπουζί. Για πολλές εφαρμογές, η διάρκεια του σπινθήρα των 0.1-0.3 msec είναι πολύ μικρή, για να εξασφαλίσει αξιόπιστη ανάφλεξη του μείγματος αέρα-καυσίμου. Γι' αυτό το λόγο τα συστήματα με εκφόρτιση πυκνωτή σχεδιάζονται μόνο για συγκεκριμένες μηχανές και χρησιμοποιούνται σήμερα μόνο σε ειδικές περιπτώσεις, γιατί τα στοιχεία απόδοσης των μοντέρνων αναφλέξεων με τρανζίστορ είναι σχεδόν τα ίδια.

Σχήμα 27. Διάγραμμα κυκλώματος της ανάφλεξης με εκφόρτιση πυκνωτή 1. Κουτί. 2. Συσκευή φόρτισης. 3. Κύκλωμα σχηματισμού παλμών.

4. Στάδιο ελέγχου. 5. Μετατροπέας ανάφλεξης. 6. Προς γεννήτρια παλμών εισαγωγής. 7. Προς διανομέα ανάφλεξης

Page 432: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

KΙΝΗΤΗΡΕΣ 9.29

Ηλεκτρονική ανάφλεξη

Αυτός ο τύπος συστήματος ανάφλεξης παίρνει το όνομά του από το γεγονός ότι το σημείο ανάφλεξης καθορίζεται ηλεκτρονικά. Ο βέλτιστος χάρτης ηλεκτρονικής ανάφλεξης αντικαθιστά τα χαρακτηριστικά που παράγονται από τη φυγόκεντρο δύναμη και το κενό στο συμβατικό διανομέα. Λειτουργία

Η ταχύτητα και η θέση του στροφαλοφόρου μετρούνται απευθείας στο δακτυλιοειδές γρανάζι της μηχανής (βολάν), από ένα ξεχωριστό δίσκο. Οι διάφορες δυνατότητες προσδιορίζονται από τις μηχανολογικές παραμέτρους της μηχανής και την απαιτούμενη δυναμική συμπεριφορά του σημείου ανάφλεξης. Στο παράδειγμα του Σχήματος 28, το σημείο αναφοράς υποδεικνύει ότι το έμβολο στον κύλινδρο 1 βρίσκεται σε μια συγκεκριμένη θέση, ενώ το αντίστοιχο δόντι του γραναζωτού δακτυλίου επιτρέπει να αναπαρίσταται ηλεκτρονικά η γωνία του στροφαλοφόρου. Η έναρξη της ανάφλεξης μπορεί να γίνει τώρα απο διανομέα χωρίς μηχανισμό προπορείας. Σ' αυτή την περίπτωση, η ανάφλεξη ενεργοποιείται απο γεννήτρια παλμών τύπου ημίσεως εύρους. Το φορτίο μετρείται ακριβώς απο αισθητήρα απολύτου πίεσης στην πολλαπλή εισαγωγής. Αυτό επιτρέπει πιο ακριβή προσδιορισμό της πλήρωσης του κυλίνδρου απ' ότι γίνεται με τη χρησιμοποίηση μετρητή καυσίμου.

Σχήμα 28. Διάγραμμα του συστήματος ηλεκτρονικής ανάφλεξης (ESA)

1. Διανομέας υψηλής τάσης. 2. Πηνίο ανάφλεξης. 3. Διακόπτης ρύθμισης παροχής καυσίμου. 4. Μπουζί. 5. Αισθητήρας θερμοκρασίας μηχανής. 6. Πεταλούδα. 7. Αισθητήρας χρονισμού.

8. Αισθητήρας στροφών. 9. Ηλεκτρονική μονάδα ελέγχου.

Page 433: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

9.30 KINHTHΡEΣ

Αλλές μέθοδοι μέτρησης του φορτίου περιλαμβάνουν μηχανικούς διακόπτες, ποτενσιόμετρα και ηλεκτρονικά σήματα φορτίου που παράγονται από συστήματα διαχείρησης καυσίμου. Μετά την επεξεργασία των σημάτων ένας μικροϋπολογιστής χρησιμοποιεί τις πληροφορίες φορτίου και στροφών για να υπολογίσει την ακριβή γωνία χρονισμού. Επιπρόσθετες μεταβλητές όπως η θερμοκρασία νερού της μηχανής μπορούν να χρησιμοποιηθούν στη μορφή διορθωτικών τιμών. Ο υπολογιστής ακόμα προσδιορίζει τη γωνία dwell για την ενεργοποίηση του πηνίου ανάφλεξης. Μια διόρθωση της τάσης μπορεί να γίνει με την μέτρηση της τάσης της μπαταρίας. Αν η τάση της μπαταρίας αποκλίνει από την κανονική, ο χρόνος που χρειάζεται να ενεργοποιηθεί ο πυκνωτής, θα είναι ή πιο μεγάλος ή πιο μικρός. Αυτή η ρύθμιση της τάσης εξασφαλίζει την υψηλότερη δυνατή τάση, με την ελάχιστη θέρμανση της μονάδας ελέγχου και του πυκνωτή ανάφλεξης.

Σε στροφές χαμηλότερες των στροφών εκκίνησης της μηχανής, ο υπολογιστής κλείνει την παροχή ρεύματος στον πυκνωτή για να αποφευχθεί υπερθέρμανση. Το στάδιο εξόδου, το οποίο αντιστοιχεί στη λειτουργία της ανάφλεξης πηνίου με τρανζίστορ μπορεί να εισαχθεί μέσα στην μονάδα ελέγχου της ηλεκτρονικής ανάφλεξης ή να τοποθετηθεί εξωτερικά όπως στην περίπτωση του πηνίου ανάφλεξης.

Σχήμα 29. Επεξεργασία σημάτων στην ηλεκτρονική μονάδα ελέγχου 1. Στροφές μηχανής. 2. Σήματα διακόπτη. 3. Πίεση πολλαπλής εισαγωγής.

4. Θερμοκρασία μηχανής. 5. Θερμοκρασία εισερχόμενου αέρα.

Page 434: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

KΙΝΗΤΗΡΕΣ 9.31

6. Τάση μπαταρίας. 7. Μικροϋπολογιστής. 8. Αναλογικός-ψηφιακός μετατροπέας. 9. Στάδιο εξόδου.

Page 435: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

9.32 KINHTHΡEΣ

Σχήμα 30. Χάρτες ανάφλεξης από τους οποίους ο πρώτος είναι βελτιστοποιημένος ηλεκτρονικά κι ο δεύτερος δείχνει συμβατική ανάφλεξη.

Ηλεκτρονική ανάφλεξη χωρίς διανομέα

Αν ο μηχανικός περιστροφικός μηχανισμός του διανομέα υψηλής τάσης αντικατασταθεί από στατικά, ηλεκτρονικά ελεγχόμενα στοιχεία, το αποτέλεσμα θα είναι ένα πλήρως ηλεκτρονικά ελεγχόμενο σύστημα ανάφλεξης. Τα συστήματα ηλεκτρονικής ανάφλεξης βρίσκονται σε μεγάλη χρήση ως ξεχωριστά συστήματα. Είναι ιδιαίτερα πλεονεκτικά όταν χρησιμοποιούνται σε συνεργασία με άλλες ηλεκτρονικές λειτουργίες ελέγχου, τύπου ανοιχτής, ή κλειστής επαναληπτικής λειτουργίας, ειδικά αν μπορούν να εκμεταλλευθούν αισθητήρες ήδη εγκατεστημένους σε άλλα συστήματα του κινητήρα. Παραδείγματα τέτοιας ενοποιημένης λειτουργίας είναι ο συνδυασμός ηλεκτρονικής ανάφλεξης και ηλεκτρονικών συστημάτων ψεκασμού καυσίμου κι ο συνδυασμός ελέγχου ανάφλεξης με συστήματα ελέγχου "χτυπήματος" (Σχήμα 31).

Σχήμα 31. Διάγραμμα λειτουργίας του συστήματος ανάφλεξης χωρίς διανομέα 1. Μπουζί. 2. Πολλαπλοί πολλαπλασιαστές. 3. Διακόπτης παροχής καυσίμου.

Page 436: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

KΙΝΗΤΗΡΕΣ 9.33

4. Ηλεκτρονική μονάδα ελέγχου. 5. Αισθητήρας λ. 6. Αισθητήρας θερμοκρασίας μηχανής. 7. Αισθητήρας στροφών μηχανής και χρονισμού μηχανής.

8. Μπαταρία. 9. Διακόπης έναυσης της ανάφλεξης.

Page 437: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

9.34 KINHTHΡEΣ

9.9 ΓΕΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΨΕΚΑΣΜΟΥ Σχηματισμός μείγματος, ανάφλεξη, καταλύτες.

Για ένα βενζινοκινητήρα, κάθε συγκεκριμένο σημείο λειτουργίας καθορίζεται από τις στροφές ανά λεπτό (σαλ ή RPM) και το άνοιγμα της "πεταλούδας" (throttle opening). Η κατανάλωση καυσίμου και η σύνθεση των καυσαερίων στο συγκεκριμένο σημείο, καθορίζονται κυρίως από το λόγο αέρα-καυσίμου και το χρονισμό της ανάφλεξης. Η προσπάθεια για επίτευξη καλύτερων συνθηκών λειτουργίας του κινητήρα οδήγησε στην ανάγκη για ακριβέστερο έλεγχο του κινητήρα με μεγαλύτερη ταχύτητα επεξεργασίας δεδομένων για την ανάφλεξη και την αναλογία μείγματος. Σήμερα τα ηλεκρονικά συστήματα ελέγχου αντικαθιστούν όλο και πιο πολύ τα παλιότερα, συμβατικής τεχνολογίας μηχανικά-πνευματικά συστήματα.

Για το κοντινό μέλλον ο ελεγχόμενος τριοδικός καταλύτης κλειστού βρόγχου αποτελεί το βέλτιστο μέσο καθαρισμού των καυσαερίων. Η λειτουργία του καταλύτη βασίζεται, σε ηλεκτρονικό έλεγχο.

Σημαντική εξάπλωση των ηλεκτρονικών συστημάτων για την διαχείρηση και τον έλεγχο του βενζινοκινητήρα αναμένεται στο μέλλον. Στο Σχήμα 32 φαίνεται σχηματικά το διάγραμμα ενός τέτοιου συστήματος. Φαίνεται η διακοπτόμενη λειτουργία των βαλβίδων ψεκασμού οι οποίες ανοιγοκλείνουν με ηλεκτρομαγνήτες. Σε κάθε σημείο η κατάσταση του κινητήρα καθορίζεται από στιγμιαίες πληροφορίες που προέρχονται από το μετρητή παροχής αέρα, του αισθητήρα στροφών και του αισθητήρα θερμοκρασίας αέρα και θερμοκρασίας νερού της μηχανής. Η στιγμή ανοίγματος των βαλβίδων ψεκασμού και ο χρονισμός της ανάφλεξης υπολογίζεται από την ηλεκτρονική μονάδα ελέγχου σύμφωνα με πρόγραμμα καθορισμένο από τον κατασκευαστή και σύμφωνα με τις καμπύλες απόδοσης που είναι αποθηκευμένες στην μνήμη του υπολογιστή. Διάφορα υποκυκλώματα ελέγχου αλληλεπιδρούν σ΄αυτό το σημείο της διαδικασίας.

Σε περιπτώσεις που χρησιμοποιείται τριοδικός καταλύτης, το μείγμα αέρα-καυσίμου πρέπει να βρίσκεται μεταξύ πολύ μικρών διακυμάνσεων (λ=1). Οι διακυμάνσεις έχουν σαν αποτέλεσμα αλλαγή στην περιεκτικότητα οξυγόνου στα καυσαέρια το οποίο με τη σειρά του αλλάζει την έξοδο του αισθητήρα λ. Σε ένα από αυτά τα υποκυκλώματα η αλλαγή αυτή επεξεργάζεται στην ηλεκτρονική μονάδα ελέγχου και μεταφέρεται στο κεντρικό έλεγχο σήματος με αποτέλεσμα την ελάττωση ή την παράταση της περιόδου έγχυσης. Ενα άλλο υποκύκλωμα αναλαμβάνει τη σταθεροποίηση του ρελαντί καθώς μεταβάλλεται το φορτίο της μηχανής με τη σύμπλεξη και αποσύμπλεξη διαφορετικών σχέσεων στο κιβώτιο. Στο σύστημα αυτό μια συσκευή παρακολουθεί τις στροφές και αν πέσουν κάτω από μια καθορισμένη τιμή, μια ηλεκτρονικά ελεγχόμενη βαλβίδα παρέχει πρόσθετο αέρα και καθώς ο μετρητής παροχής το καταγράφει, ο χρονισμός της έγχυσης μεταβάλλεται αυτόματα.

Page 438: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

KΙΝΗΤΗΡΕΣ 9.35

Σχήμα 32. Ηλεκτρονικό σύστημα διαχείρησης και ελέγχου βενζινοκινητήρα.

Το τρίτο υποκύκλωμα επηρεάζει το χρονισμό της ανάφλεξης. Ρυθμίζει το

χρονισμό έτσι ώστε η μηχανή να λειτουργεί όσο πιο κοντά γίνεται στο σημείο χτυπήματος (αυτανάφλεξης). Η ρύθμιση του χτυπήματος αποκτά μεγάλη σημασία με την αυξανόμενη χρήση αμόλυβδης βενζίνης χαμηλού αριθμού οκτανίων. Tο χτύπημα αναγνωρίζεται από ένα ακουστικό αισθητήρα στερεωμένο στον κορμό της μηχανής. Τα ηχητικά σήματα που προέρχονται από τα άλλα τμήματα της μηχανής φιλτράρονται, διότι ο αισθητήρας περιορίζεται σ'ένα στενό πεδίο συχνοτήτων ή σε συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα κατά τη διάρκεια μιας στροφής του στροφαλοφόρου. Αν ανιχνευτεί χτύπημα, ο χρονισμός της ανάφλεξης για τον κύλινδρο που παρουσιάζει το πρόβλημα μεταβάλεται.

Η συνδυασμένη δράση της ακριβούς διαχείρησης και του κλειστού βρόχου ελέγχου των διαφόρων λειτουργιών αποτελεί μια πολύ σημαντική βελτίωση στον βενζινοκινητήρα. Συστήματα αυτού του τύπου έχουν καθιερωθεί ευρέως. Οι προβλέψεις για το μέλλον πρέπει να περιλαμβάνουν την ερώτηση: Με πιο τρόπο μπορούν τα υπάρχοντα συστήματα να βελτιωθούν; Παραδείγματα στόχων οι οποίοι αξίζουν προσπάθειας για την επίτευξή τους αναφέρονται παρακάτω.

Το σύστημα σχηματισμού μείγματος εκτός από να προετοιμάζει και να διατηρεί ακριβώς την προκαθορισμένη αναλογία, πρέπει να εξασφαλίζει ομογενές μείγμα. Σε περιπτώσεις χαμηλών μερικών φορτίων το καύσιμο δεν μπορεί να εξαερωθεί επαρκώς από τις βαλβίδες έγχυσης όπως έχει περιγραφεί. Για να ξεπερασθεί το πρόβλημα αυτό, αναπτύσσεται ένα σύστημα ελέγχου μείγματος, στο οποίο η

Page 439: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

9.36 KINHTHΡEΣ

προϋπολογισμένη ποσότητα καυσίμου αναμιγνύεται με ένα μέρος του αέρα της καύσης πριν μπει στη πολλαπλή εισαγωγής. Αυτό προσδίδει ενέργεια στο ρεύμα του μείγματος με τη βοήθεια πρόσθετης αντλίας. Το προετοιμασμένο πολύ ζεστό μείγμα αναμιγνύεται περισσότερο με το κύριο τμήμα του αέρα καύσης στην πολλαπλή εισαγωγής. Το σύστημα αυτό απέδωσε καλά αποτελέσματα εξαερίωσης ακόμα και για πολύ χαμηλές ποσότητες έγχυσης. Η διάμετρος των σταγονιδίων ήταν κάτω από τα 30μm μια τιμή που μπορεί να επιτευχθεί κάτω από πολύ ευνοϊκές συνθήκες με συμβατικά ακροφύσια έγχυσης. Το σύστημα εξασφαλίζει καλή προετοιμασία του μείγματος ακόμα και στο ρελαντί.

ΣΧΗΜΑ 33. Υποβοηθούμενο σύστημα έγχυσης με συμπιεσμένο αέρα.

Oσον αφορά στην ανάφλεξη, στο μέλλον αναμένονται συστήματα υψηλής ισχύος, όπως "BURST" ανάφλεξη. Σ' αυτό το σύστημα κάθε εκκένωση σπινθήρα αρχίζει με μια βίαιη εισαγωγή που ακολουθείται από μια φάση τόξου και μια φάση λάμψης. Με τα σημερινά συστήματα ανάφλεξης που χρησιμοποιούν τρανζίστορ το μεγαλύτερο ποσοστό μεταφοράς ενέργειας λαμβάνει χώρα κατά τη διάρκεια της φάσης λάμψης και καθώς η διάρκειά της είναι 1 msec η απώλεια θερμότητας από τα ηλεκτρόδια είναι σημαντική.

Page 440: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

KΙΝΗΤΗΡΕΣ 9.37

Η αποτελεσματικότητα της μεταφοράς ενέργειας στο κενό που δημιουργείται στο τόξο είναι χαμηλή, μόνο 20% της ηλεκτρικής ενέργειας μεταφέρεται στο πλάσμα. Στο Σχήμα 34 φαίνονται τα χαρακτηριστικά μεταφοράς της ηλεκτρικής ενέργειας ανάφλεξης στο πλάσμα για ένα συμβατικό σύστημα τρανζίστορ-πηνίο (ΤΙ), και με μια ανάφλεξη "BURST" (ΒΙ). Με το σύστημα ΒΙ η ενέργεια ανάφλεξης αποθηκεύεται σε πυκνωτή τοποθετημένο πολύ κοντά στο μπουζί, έτσι ώστε η ολική ενέργεια να είναι διαθέσιμη σε λιγότερο από 100nsec.

Σχήμα 34. Χαρακτηριστικά μεταφοράς της ηλεκτρικής ενέργειας ανάφλεξης στο πλάσμα για συμβατικό σύστημα με τρανζίστορ-πηνίο.

Σε ένα τόσο μικρό χρονικό διάστημα είναι σχεδόν αδύνατο να συμβεί μεταφορά

θερμότητας στους ηλεκτρικούς αγωγούς, με αποτέλεσμα 75% της ηλεκτρικής ενέργειας να μεταφέρεται στο πλάσμα κατά τρόπο που να εξασφαλίζεται αξιόπιστη ανάφλεξη και σχηματισμός φλόγας.

Για τη ρύθμιση της μηχανής, αναπτύσσονται συστήματα που να ελέγχουν την έγχυση σε κάθε κύλινδρο ξεχωριστά αντί να κάνουν παράλληλο έλεγχο όλων των κυλίνδρων, όπως γίνεται συνήθως σήμερα.Για τη μέτρηση του καυσίμου είναι δυνατό να διατηρηθεί η επιθυμητή αναλογία αέρα-καυσίμου για κάθε κύλινδρο ξεχωριστά, παρά ο μέσος όρος για όλους τους κυλίνδρους. Αυτό είναι σημαντικό για την επίτευξη αυστηρά ελεγχόμενων ορίων εκπομπής καυσαερίων σε κινητήρες φτωχού μείγματος.

Η σταθερή λειτουργία μηχανής μπορεί να επιτευχθεί ειδικά κατά το ρελαντί μέσω διαφορετικού χρονισμού ανάφλεξης για κάθε κύλινδρο. Για το σκοπό αυτό ένας αισθητήρας στο σφόνδυλο της μηχανής μετρά την ανωμαλία της γωνιακής ταχύτητας κατά τη διάρκεια μιας στροφής του στροφαλοφόρου και από αυτό το σήμα ένας μικροεπεξεργαστής μπορεί να αναγνωρίσει τη συνεισφορά κάθε κυλίνδρου ξεχωριστά στη συνολική ροπή της πολυκύλινδρης μηχανής. Ο έλεγχος του χρονισμού ανάφλεξης για κάθε κύλινδρο ακολουθεί.

Η μέθοδος του ελέγχου των βενζινοκινητήρων που τελικά θα επικρατήσει θα είναι

μια αναπροσαρμοζόμενη διαδικασία, π.χ. ένα αυτοδιδασκόμενο σύστημα. Αυτό φαίνεται στο Σχήμα 35 με το παράδειγμα της προαναφερθείσας μεθόδου ελέγχου

Page 441: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

9.38 KINHTHΡEΣ

των ορίων "χτυπήματος". Η μέθοδος ελέγχου ανάφλεξης που χρησιμοποιείται μέχρι τώρα απεικονίζεται στη κορυφή. Αυτή η μέθοδος απλά προσπαθεί να φέρει τον χρονισμό της ανάφλεξης στη προκαθορισμένη τιμή, ενώ ένα σύστημα προσαρμογής που φαίνεται στο κάτω μέρος του Σχήματος 35 αυτόματα θα δημιουργούσε νέα γραμμή προπορείας όταν εμφανιστεί επαναλαμβανόμενο χτύπημα. Κατ'αυτό τον τρόπο η μηχανή θα λειτουργεί μέσα στα όρια που δεν ακούγεται χτύπημα για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Μόνο όταν ο αισθητήρας θερμοκρασίας καταγράψει μικρότερη θερμοκρασία, ή αν ο κινητήρας σταματήσει και ξαναξεκινήσει τότε η γραμμή προπορείας θα επανέλθει στα αρχικά χαρακτηριστικά.

Σχήμα 35. Σύστημα προσαρμογής της προπορείας για αποφυγή επαναλαμβανόμενου "χτυπήματος".

Ο συνδυασμός της μέτρησης της ποσότητας καυσίμου και του χρονισμού της

ανάφλεξης σε μια μονάδα ελέγχου έχει σαν αποτέλεσμα μεγαλύτερη αξιοπιστία γιατί αποφεύγονται ευπαθείς συνδέσεις και μικρότερο κόστος, επειδή μερικοί αισθητήρες και ορισμένες πληροφορίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν και για τα δύο. Μακροπρόθεσμα αναμένονται συστήματα ικανά για διάγνωση ή και για αυτοδιάγνωση.

Παραλλαγές συστημάτων εγχύσεως: 1. Ενός σημείου. Ενας εγχυτήρας τροφοδοτεί πολλούς κυλίνδρους. 2. Πολλών σημείων. Ενας εγχυτήρας τροφοδοτεί κάθε ένα κύλινδρο. 3. Εγχυση ηλεκτρονικής ρύθμισης. 4. Εγχυση μηχανικής ρύθμισης. 5. Εγχυση στην οπή εισαγωγής. 6. Εγχυση κατευθείαν στον κύλινδρο. 7. Εγχυση χαμηλής πίεσης. 8.Εγχυση υψηλής πίεσης. Εγχυση κατά το τέλος της συμπίεσης και συνεπώς

υψηλής πίεσης (μηχανές Diesel).

Page 442: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

KΙΝΗΤΗΡΕΣ 9.39

9. Εγχυση χρονισμού ή πάλμωσης. Κάθε έγχυση έχει πεπερασμένη διάρκεια, ο έλεγχος της διάρκειας είναι σημαντικό χαρακτηριστικό του τρόπου ρύθμισης μέτρησης. Ο χρονισμός της έγχυσης ξεκινά και τελειώνει σε ορισμένους χρόνους του κύκλου.

10. Συνεχούς ή μόνιμης ροής, όπου το καύσιμο ρέει καθ' όλο το χρόνο του κύκλου της μηχανής κι η ροή ρυθμίζεται με έλεγχο της πίεσης του εγχυτήρα.

Με αναφορά στην εξαέρωση, η έγχυση προσφέρει μιά σειρά από πλεονεκτήματα

αλλά με αρκετά υψηλό κόστος κατασκευής. Μερικά απ' αυτά είναι : 1. Αύξηση της ογκομετρικής απόδοσης και συνεπώς αύξηση της ισχύος. Αυτό

γίνεται γιατί αποφεύγεται η πτώση πίεσης (ολικής) στο Venturi, εμφανίζονται χαμηλότερες ταχύτητες αερίου στο τμήμα εισαγωγής (λόγω μικρότερων σταγονιδίων) και δεν χρειάζεται θέρμανση των αγωγών προσαγωγής για υποβοήθηση της εξάτμισης.

2. Καλύτερη θερμική απόδοση λόγω καλύτερου ελέγχου του μείγματος καυσίμου-αέρα, άρα και μικρότερες εκπομπές ρύπων. Επιπλέον, κατά την εκκίνηση της μηχανής η σταγονοποίηση-εξάτμιση δεν εξαρτάται από τις στροφές του στροφάλου και κατά την επιβράδυνση η παροχή καυσίμου μπορεί να διακοπεί.

3. Μεγαλύτερη ανεξαρτησία της μηχανής από την πτητικότητα του καυσίμου (δηλαδή από την εξάτμιση των σταγονιδίων).

4. Η χρονισμένη έγχυση υποβοηθεί στη δημιουργία στρωματωμένου μείγματος πρίν την έναυση, δηλαδή ένα μείγμα στο οποίο ο λόγος καυσίμου-αέρα μεταβάλλεται από θέση σε θέση. Πλούσιο μείγμα κοντά στο σπινθηριστή και πτωχότερο σε ακραίες θέσεις ελατώνει την τάση για κρουστική καύση (knock) στις μηχανές Otto με έγχυση.

Στα επόμενα Σχήματα φαίνονται ορισμένα είδη συστημάτων εγχύσεως:

Σχήμα 36α. Σύστημα εγχύσεως πολλαπλών σημείων με χρονισμό

Page 443: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

9.40 KINHTHΡEΣ

Σχήμα 36β. Σύστημα συνεχούς εγχύσεως μονού σημείου (Mono-jetronic)

Page 444: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

KΙΝΗΤΗΡΕΣ 9.41

Page 445: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

9.42 KINHTHΡEΣ

Page 446: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

KΙΝΗΤΗΡΕΣ 9.43

ΣΧΗΜΑ 36γ. Σύστημα μηχανικής εγχύσεως (k-jetronic)

Page 447: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

9.44 KINHTHΡEΣ

ΣΧΗΜΑ 36δ. Σύστημα εγχύσεως υψηλής πίεσης (Cummins Co)

Page 448: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

KΙΝΗΤΗΡΕΣ 9.45

ΣΧΗΜΑ 36ε. Σύστημα εγχύσεως προ της πολλαπλής εισαγωγής (throttle body fuel injection)

Page 449: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

9.46 KINHTHΡEΣ

9.10 ΨΕΚΑΣΜΟΣ ΣΕ ΒΕΝΖΙΝΟΚΙΝΗΤΗΡΕΣ

Τα συστήματα ψεκασμού που χρησιμοποιούνται σήμερα στους βενζινοκινητήρες εισάγουν το καύσιμο στην πολλαπλή εισαγωγής, ή στον αυλό εισαγωγής και όχι κατευθείαν μέσα στον κύλινδρο. 9.10.1 Πλεονεκτήματα του ψεκασμού στους βενζινοκινητήρες

• Αυξημένη απόδοση ανά μονάδα όγκου. • Χαμηλότερη ειδική κατανάλωση καυσίμου. • Υψηλότερη ροπή σε χαμηλές στροφές. • Καθαρότερη εξάτμιση. • Ομαλότερη διαδικασίας θέρμανσης κατά την εκκίνηση του κινητήρα. • Βελτιωμένη επιτάχυνση.

9.10.2 K- Jetronic Αρχές λειτουργίας

-Συνεχής έγχυση -Αμεση μέτρηση της παροχής αέρα Σε αντίθεση με την αντλία έγχυσης καυσίμου η οποία παίρνει κίνηση από τη

μηχανή εσωτερικής καύσης, το σύστημα K-Jetronic είναι ένα αυτοτελές σύστημα στο οποίο το καύσιμο μετρείται συνεχώς σε σχέση με την ποσότητα αέρα που λαμβάνει ο κινητήρας.

Λόγω του γεγονότος ότι η ποσότητα του αέρα μετρείται απευθείας, το σύστημα K-Jetronic επιτρέπει αλλαγές στη λειτουργία του κινητήρα καθώς και τη χρήση συσκευών μέτρησης εκπομπής καυσαερίων, οι οποίες απαιτούν ακριβή μέτρηση του εισερχόμενου αέρα. Μέθοδος λειτουργίας

Ο εισερχόμενος αέρας περνά μέσα από το φίλτρο αέρα, τον μετρητή παροχής και διαμέσου της βαλβίδας ρύθμισης καταλήγει στην πολλαπλή εισαγωγής που τροφοδοτεί κάθε κύλινδρο.

Το καύσιμο αντλείται από τη δεξαμενή από μια φυγοκεντρική αντλία και τροφοδοτεί τον διανομέα καυσίμου μέσω ενός συσσωρευτή κι ενός φίλτρου καυσίμου.

Ενας ρυθμιστής πρωτεύουσας πίεσης στον διανομέα καυσίμου διατηρεί συνεχή ροή. Η περίσσεια καυσίμου οδηγείται πίσω στη δεξαμενή καυσίμου.

Page 450: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

KΙΝΗΤΗΡΕΣ 9.47

ΣΧΗΜΑ 37. Διάγραμμα συστήματος K-Jetronic:

1. Δεξαμενή καυσίμου 2. Ηλεκτρική αντλία καυσίμου. 3. Συσσωρευτής καυσίμου. 4. Φίλτρο καυσίμου.

5. Θερμοστάτης. 6. Εγχυτήρας. 7. Πολλαπλή εισαγωγής. 8. Ηλεκτρική βαλβίδα έναυσης. 9. Διανομέας καυσίμου. 10. Μετρητής παροχής αέρα. 11. Βαλβίδα συχνότητας.

12. Αισθητήρας λ. 13. Χρονοθερμικός διακόπτης. 14. Διανομέας ανάφλεξης. 15. Βοηθητική βαλβίδα αέρα. 16. Διακόπτης παροχής καυσίμου. 17. Μονάδα ελέγχου.

18. Διακόπτης έναυσης ανάφλεξης. 19. Μπαταρία.

Page 451: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

9.48 KINHTHΡEΣ

Σχήμα 37α

Μέρη διανομέα καυσίμου στην μονάδα ελέγχου:

1. Διάφραγμα 2. Προς τον εγχυτήρα

3. Εμβολο ελέγχου 4. Σχισμή μέτρησης

5. Διαφορική βαλβίδα πίεσης

Σχήμα 37β

Μέρη εγχυτήρα: 1. Εξάγωνο 2. Μικροφίλτρο καυσίμου.

9.10.3 KE-Jetronic

Το σύστημα ψεκασμού KE-Jetronic (Σχήμα 38) είναι μια εξελιγμένη μορφή του συστήματος K-Jetronic, η οποία περιέχει μια μονάδα ηλεκτρονικού ελέγχου με αυξημένη ελαστικότητα ώστε να επιτρέπει τον έλεγχο πολλών παραλλήλων λειτουργιών του κινητήρα. Αλλα στοιχεία του συστήματος είναι:

-Ο αισθητήρας, ο οποίος προσδιορίζει την ποσότητα του αέρα που πρέπει να

εισαχθεί στη μηχανή. -Ο ενεργοποιητής πίεσης που ελέγχει τη σύσταση του μείγματος. -Ο ρυθμιστή πίεσης που διατηρεί σταθερή την πρωτεύουσα πίεση και θέτει σε

λειτουργία μια ειδική διαδικασία κλεισίματος όταν σβήνει η μηχανή.

Μέθοδος λειτουργίας Η πίεση στο σύστημα δημιουργείται από μια ηλεκτρική αντλία καυσίμου. Το

κάυσιμο περνά από τον διανομέα καυσίμου, ένας ρυθμιστής πίεσης τύπου διαφράγματος διατηρεί σταθερή την πρωτεύουσα πίεση (σε αντίθεση με το σύστημα K-Jetronic στο οποίο ο έλεγχος της πίεσης ρυθμίζεται από τον ρυθμιστή προθέρμανσης, η πίεση του υδραυλικού μετρητή στο έμβολο ελέγχου στο K-Jetronic είναι ίση με την πρωτεύουσα πίεση η οποία δεν πρέπει να μεταβάλλεται).

Η πρωτεύουσα πίεση ενεργεί κατά την αντίθετη κατεύθυνση στα σημεία μέτρησης στον διανομέα καυσίμου κι ενεργεί σαν αντιπίεση πάνω από το έμβολο ελέγχου. Οπως και στο σύστημα K-Jetronic το έμβολο ελέγχου κινείται από ένα δίσκο μέτρησης παροχής αέρα. Ενα ακροφύσιο απόσβεσης εμποδίζει τους κραδασμούς που είναι αποτέλεσμα των δυνάμεων που αναπτύσσονται από τον δίσκο μέτρησης παροχής αέρα. Το καύσιμο ρέει από την σύνδεση του εμβόλου ελέγχου μέσω του συμπιεστή, των κατώτερων θαλάμων των διαφορικών βαλβίδων πίεσης, του

Page 452: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

KΙΝΗΤΗΡΕΣ 9.49

ακροφυσίου, του ρυθμιστή πίεσης και ξανά πίσω στη δεξαμενή καυσίμου. Το τελικό στοιχείο ελέγχου μαζί με το ακίνητο ακροφύσιο δημιουργούν έναν διαιρέτη πίεσης, η οποία πίεση μπορεί να μεταβληθεί ηλεκτρομαγνητικά. Αυτή η πίεση επικρατεί στους κατώτερους θαλάμους των διαφορικών βαλβίδων πίεσης.

Ανάλογα με την ένταση του ηλεκτρικού ρεύματος στον συμπιεστή, υπάρχει μία αντίστοιχη πτώση πίεσης μεταξύ των συνδέσεών του. Αυτό οδηγεί σε μία μεταβολή της διαφορικής πίεσης διαμέσω των σχισμών μέτρησης δηλαδή μία μεταβολή στην ποσότητα του ψεκαζόμενου καυσίμου. Η τροφοδοσία καυσίμου μπορεί να σταματήσει εντελώς αν αλλαχτεί η πολικότητα του ρεύματος. Αυτή η διαδικασία μπορεί να χρησιμοποιηθεί για παράδειγμα για το σταμάτημα της υπερχείλησης καυσίμου, ή για τον έλεγχο της διατήρησης του ορίου στροφών του κινητήρα.

Σχήμα 38. Διάγραμμα του συστήματος KE-Jetronic 1. Δεξαμενή καυσίμου. 2. Ηλεκτρική αντλία καυσίμου.

3. Συσσωρευτής καυσίμου. 4. Φίλτρο καυσίμου. 5. Ρυθμιστής πίεσης καυσίμου. 6. Εγχυτήρας.

7. Πολλαπλή εισαγωγής. 8. Ηλεκτρική βαλβίδα έναυσης. 9. Διανομέας καυσίμου. 10. Μετρητής παροχής αέρα. 11. Ηλεκτροϋδραυλικός συμπιεστής. 12. Αισθητήρας λ.

13. Χρονοθερμικός διακόπτης. 14. Αισθητήρας θερμοκρασίας της μηχανής. 15. Διανομέας ρεύματος. 16. Βοηθητική βαλβίδα αέρα.

17. Διακόπτης παροχής καυσίμου. 18. Μονάδα ελέγχου. 19. Διακόπτης ανάφλεξης. 20. Μπαταρία.

Page 453: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

9.50 KINHTHΡEΣ

Σχήμα 38α. Ηλεκτροϋδραυλικός συμπιεστής

1. Ακροφύσιο. 2. Δίσκος της βαλβίδας. 3. Περιέλιξη. 4. Μαγνητικός πόλος.

5. Είσοδος καυσίμου. 6. Ρυθμιστική βίδα.

9.10.4 L-Jetronic

Αρχές λειτουργίας • Μέτρηση παροχής αέρα. • Κεντρικός έλεγχος μεταβάλει την παροχή αέρα και τις στροφές του κινητήρα. • Διακοπτόμενος ψεκασμός. Το σύστημα L-Jetronic (Σχήμα 39) έχει το πλεονέκτημα της άμεσης μέτρησης της

παροχής αέρα. Οπως και στο σύστημα K-Jetronic, όλες οι συσχετιζόμενες αλλαγές στον κινητήρα (φθορά, κατάλοιπα στον θάλαμο καύσης, αλλαγές στην ρύθμιση των βαλβίδων) εντοπίζονται συνέχεια, εξασφαλίζοντας έτσι υψηλή ποιότητα καυσαερίων.

Page 454: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

KΙΝΗΤΗΡΕΣ 9.51

Μέθοδος λειτουργίας Οι ηλεκτρομαγνητικά ενεργοποιούμενοι εγχυτήρες ψεκάζουν καύσιμο στις

βαλβίδες εισαγωγής της μηχανής. Κάθε κύλινδρος έχει τον δικό του ξεχωριστό εγχυτήρα ο οποίος ενεργοποιείται μια φορά για κάθε περιστροφή του στροφάλου. Ολοι οι εγχυτήρες είναι συνδεδεμένοι παράλληλα με σκοπό να μειώσουν την πολυπλοκότητα του κυκλώματος ψεκασμού. Η διαφορική πίεση μεταξύ της πίεσης του καυσίμου και της πίεσης στην πολλαπλή εισαγωγής διατηρείται σταθερή μεταξύ των 2.5-3 bar και έτσι η ψεκαζόμενη ποσότητα καυσίμου εξαρτάται από τον χρόνο ανοίγματος των εγχυτήρων. Οι εγχυτήρες ανοίγουν με τη βοήθεια παλμών ελέγχου οι οποίοι μεταδίδονται από την ηλεκτρονική μονάδα ελέγχου. Η διάρκεια αυτών των παλμών εξαρτάται από την ποσότητα του εισερχόμενου αέρα, τις στροφές της μηχανής και από άλλες παραμέτρους. Ολες αυτές οι παράμετροι εντοπίζονται από αισθητήρες και αξιοποιούνται απ' την ηλεκτρονική μονάδα ελέγχου.

Σχήμα 39. Διάγραμμα του συστήματος L-Jetronic 1. Τεπόζιτο καυσίμου. 2. Ηλεκτρική αντλία καυσίμου.

3. Φίλτρο καυσίμου. 4. Μονάδα ελέγχου. 5. Εγχυτήρας. 6. Ρυθμιστής πίεσης καυσίμου.

7. Πολλαπλή εισαγωγής. 8. Ηλεκτρική βαλβίδα εκκίνησης. 9. Διακόπτης παροχής καυσίμου. 10. Μετρητής παροχής αέρα.

11. Αισθητήρας λ. 12. Χρονοθερμικός διακόπτης. 13. Αισθητήρας θερμοκρασίας κινητήρα.

14. Διανομέας ρεύματος. 15. Βοηθητική βαλβίδα αέρα. 16. Μπαταρία. 17. Διακόπτης έναυσης-ανάφλεξης.

Page 455: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

9.52 KINHTHΡEΣ

Σχήμα 39α. Μετρητής παροχής αέρα 1. Ρυθμιστική βίδα μείγματος.

2. Πτερύγιο μετρητή παροχής καυσίμου. 3. Τερματικό. 4. Διορθωτικό πτερύγιο (αναπλήρωσης). 5. Χώρος υγροποίησης.

6. Αισθητήρας θερμοκρασίας αέρα.

Σχήμα 39β. Εγχυτήρας του συστήματος L-Jetronic 1. Βελόνα. 2. Βελόνα της βαλβίδας.

3. Σωληνοειδές επαγώγιμο. 4. Ελατήριο κλεισίματος. 5. Σωληνοειδής περιέλιξη. 6. Ηλεκτρική σύνδεση.

7. Μικροφίλτρο καυσίμου.

Page 456: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

KΙΝΗΤΗΡΕΣ 9.53

9.10.5 LH-Jetronic Το σύστημα LH-Jetronic (Σχήμα 40) είναι συγγενικό με το σύστημα L-Jetronic.

Διαφέρουν το ένα από το άλλο στον τρόπο μέτρησης της ποσότητας του αέρα που εισάγεται στη μηχανή, η οποία στο LH-Jetronic σύστημα εκτελείται από τον ενεργό μετρητή παροχής αέριας μάζας. Αυτός ο μετρητής μετρά την αέρια μάζα που εισάγεται στον κινητήρα. Το αποτέλεσμα της μέτρησης στην περίπτωση αυτή είναι ανεξάρτητο από την πυκνότητα του αέρα η οποία μεταβάλεται με την θερμοκρασία και την πίεση. Τα άλλα στοιχεία του συστήματος LH-Jetronic και η μέθοδος λειτουργίας του είναι ακριβώς ίδια με το σύστημα L-Jetronic. Επίσης το LH-Jetronic σύστημα περιέχει μια ψηφιακή μονάδα ελέγχου η οποία τροποποιεί, σε αντίθεση με το L-Jetronic, την αναλογία αέρα καυσίμου μέσω του χαρακτηριστικού διαγράμματος φορτίου-στροφών της μηχανής, λαμβάνοντας υπόψη την κατανάλωση καυσίμου και τις εκπομπές των καυσαερίων. Η μονάδα ελέγχου αξιοποιεί τα εισερχόμενα σήματα από τους αισθητήρες και τα χρησιμοποιεί για να υπολογίσει την διάρκεια ψεκασμού σαν μέτρο της ποσότητας της βενζίνης η οποία πρέπει να ψεκαστεί. Η μονάδα ελέγχου περιέχει ένα μικροϋπολογιστή, ένα πρόγραμμα μνήμης, μία βάση δεδομένων και λειτουργεί ως μετατροπέας αναλογικών/ψηφιακών σημάτων. Ο μικροϋπολογιστής λειτουργεί με τη βοήθεια μίας αντίστοιχης τροφοδοσίας ισχύος και ενός ακριβούς ρολογιού το οποίο τοποθετεί με τη σωστή αλληλουχία τους υπολογισμούς. Το ρολόι αυτό λειτουργεί με κρύσταλλο quartz .

ΣΧΗΜΑ 40. Διάγραμμα του LH-Jetronic συστήματος 1. Δεξαμενή καυσίμου. 2. Ηλεκτρική αντλία καυσίμου. 3. Φίλτρο καυσίμου. 4. Μονάδα ελέγχου. 5.

Εγχυτήρας. 6. Αγωγός διανομής καυσίμου. 7. Ρυθμιστής πίεσης καυσίμου. 8. Πολλαπλή εισαγωγής. 9. Διακόπτης παροχής καυσίμου. 10. Ενεργός μετρητής παροχής αέρα. 11.

Αισθητήρας λ. 12. Αισθητήρας θερμοκρασίας μηχανής. 13. Διανομέας ρεύματος. 14. Ρυθμιστής ρελαντί.15. Μπαταρία. 16. Διακόπτης έναυσης-ανάφλεξης.

Page 457: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

9.54 KINHTHΡEΣ

ΣΧΗΜΑ 40α ΣΧΗΜΑ 40β rman Vortex

κύματα. 5. Δύνες.

κόωτής παλμών

.10.6 Mono-Jetronic 41) είναι ένα σύστημα ψεκασμού μονού σημείου το

οπ

C

Ενεργός μετρητής αέρα Μετρητής παροχής Ka 1. Υβριδικό κύκλωμα. 1. Ταλαντωτής.. 2. Κάλυμμα. 2. Γεννήτρια Vortex. 3. Μεταλλική υποδοχή. 3. Πομπός. 4. Εσωτερικός κύλινδρος. 4. Υπερηχητικά 5. Περίβλημα. 6. Δέκτης. 7. Ενισχυτής. 6. Προστατευτι φίλτρο. 8. Φίλτρο 7. Δακτύλιος συγκράτησης. 9. Διαμορφ 9

Το Mono-Jetronic (Σχήμαοίο χρησιμοποιεί μόνο έναν ψεκαστήρα (μπεκ), ο οποίος διακοπτόμενα ψεκάζει

καύσιμο μέσα στον εισερχόμενο αέρα σε μια τετρακύλινδρη μηχανή. Το κεντρικό σημείο του συστήματος είναι μια μονάδα ψεκασμού μονού σημείου, η οποία εφοδιάζει τη μηχανή με ένα πλήρως ατμοποιημένο σπρέυ καυσίμου. Η διανομή του καυσίμου μεταξύ των κυλίνδρων επιτυγχάνεται μέσω της πολλαπλής εισαγωγής, όπως ακριβώς και στις μηχανές με καρμπυρατέρ. Η γενική ονομασία ενός τέτοιου συστήματος είναι Single Point Injection. Αλλες ονομασίες του συστήματος παράλληλα με την ονομασία Mono-Jetronic της εταιρίας Bosch είναι entral Fuel Injection και Throttle Body Injection.

Page 458: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

KΙΝΗΤΗΡΕΣ 9.55

Σχήμα 41. Διάγραμμα του συστήματος Mono-Jetronic

1. Ηλεκτρική αντλία καυσίμου. 2. Δεξαμενή καυσίμου. 3. Φίλτρο καυσίμου. 4. Ρυθμιστής πίεσης καυσίμου. 5. Εγχυτήρας. 6. Αισθητήρας θερμοκρασίας αέρα. 7. Μονάδα ελέγχου. 8. Ρυθμιστής παροχής καυσίμου. 9. Ποτενσιόμετρο. 10. Αισθητήρας λ. 11. Αισθητήρας θερμοκρασίας κινητήρα.

12. Διανομέας ρεύματος. 13. Μπαταρία. 14. Διακόπτης έναυσης-ανάφλεξης.

9.10.7 Συστήματα LPG

Το αέριο LPG (International Designation for Liquefied Petroleum Gas) είναι προπάνιο ή μείγμα προπανίου - βουτανίου. Το LPG αποτελείται από ενώσεις υδρογονανθράκων οι οποίες υπάρχουν στη φύση και παράγονται με συνθετική διαδικασία. Αυτές οι ενώσεις μπορούν να υγροποιηθούν σε θερμοκρασία δωματίου και κάτω απο σχετικά χαμηλή πίεση. Το LPG συσκευάζεται και μεταφέρεται σε υγρή κατάσταση υψηλής ενεργείας, αλλά γενικά χρησιμοποιείται σε αεριοποιημένη μορφή. Το LPG παραμένει υγρό στις σχετικά χαμηλές πιέσεις των 4-12 bar ανάλογα με τη θερμοκρασία που επικρατεί. Ενα σχηματικό διάγραμμα ενός συστήματος αποθήκευσης και τροφοδοσίας LPG για κινητήρα αυτοκινήτου φαίνεται στο Σχήμα 42.

Page 459: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

9.56 KINHTHΡEΣ

Σχήμα 42. Σχηματικό διάγραμμα του συστήματος LPG 1. Φιάλη LPG. 2. Εξωτερική βαλβίδα πλήρωσης.

3. Βαλβίαδα κλεισίματος αερίου. 4. Ρυθμιστής εξαέρωσης. 5. Σύστημα ψύξης. 6. Μονάδα ψύξης. 7. Δεξαμενή καυσίμου (βενζίνη).

8. Αντλία παροχέτευσης καυσίμου. 9. Βαλβίδα κλεισίματος βενζίνης. 10. Υπάρχον καρμπυρατέρ βενζίνης.

9.11 ΚΑΤΑΛΥΤΕΣ

Τριοδικοί καταλύτες κλειστού βρόγχου χρησιμοποιούνται για να εξασφαλιστούν τα μικρότερα επίπεδα εκπομπής καυσαερίων. Τα κύρια στοιχεία τέτοιων συστημάτων είναι ο τριοδικός καταλύτης τοποθετημένος σε κατάλληλο περίβλημα, ο αισθητήρας λ, ο μετρητής παροχής αέρα, το σύστημα μέτρησης παροχής καυσίμου και η ηλεκτρονική μονάδα ελέγχου, η οποία επεξεργάζεται τα σήματα του αισθητήρα λ για τη μέτρηση του καυσίμου.

Ο σκοπός του τριοδικού καταλύτη είναι να επιταχύνει την μετατροπή ανεπιθύμητων συστατικών από τα καυσαέρια π.χ. CO, HC, NOx, στα παράγωγα τους CO2, H2O, N2. Στο μικρό διαθέσιμο χρονικό διάστημα, αυτή η χημική ισορροπία δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς καταλύτη. Το πάνω μέρος του Σχήματος 43 δείχνει την κατασκευή ενός τέτοιου μετατροπέα, ο οποίος αποτελείται από κυψελωτό σώμα που κατασκευάζεται από κεραμικό υλικό με περίπου 60 διόδους/cm και τοιχώματα πάχους 0,15 mm. Μέσω της εφαρμογής ενός αφρώδους υλικού η επιφάνεια του καταλύτη που αντιδρά αυξάνεται περίπου μέχρι 140000 m2 όσο περίπου το εμβαδό 18 ποδοσφαιρικών γηπέδων. Σ' αυτό το τεράστιο εμβαδό τοποθετούνται μερικά gr του ενεργού καταλυτικού υλικού κυρίως πλατίνα και ρόδιο. Η πλατίνα επιταχύνει την οξείδωση των CO και HC ενώ το ρόδιο επιταχύνει τη μείωση των ΝΟx. Όπως

Page 460: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

KΙΝΗΤΗΡΕΣ 9.57

φαίνεται στο κάτω μέρος του Σχήματος 43, στη στοιχειομετρική αναλογία αέρα-καυσίμου (λ=1) η καταλυτική μείωση των NOx δημιουργεί το ακριβές ποσό Ο2 που χρειάζεται για την οξείδωση των HC και CO.

Κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες, άλλα ευγενή μέταλλα εκτός της πλατίνας μπορούν να χρησιμοποιηθούν π.χ. παλλάδιο που είναι πιο φτηνό, αλλά ή απόδοσή του εύκολα μειώνεται από μόλυβδο.

Η συγκέντρωση Ο2 στα καυσαέρια πριν μπουν στο καταλυτικό μετατροπέα είναι ένα μέτρο για το ποσό της απόκλισης από τη στοιχειομετρική αναλογία αέρα. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιείται ο αισθητήρας λ του οποίου το κύριο μέρος είναι ένας κεραμικός ηλεκτρολύτης. Το πάνω μέρος του Σχήματος 44 δείχνει την κατασκευή ενός αισθητήρα λ. Το σήμα που λαμβάνει ο αισθητήρας απεικονίζεται στο κάτω μέρος. Ο αισθητήρας λειτουργεί μόνο πάνω από τους 250 βαθμούς Κελσίου. Ο τύπος του αισθητήρα που φαίνεται, διατηρεί την απαιτούμενη θερμοκρασία λειτουργίας ακόμα και σε χαμηλές θερμοκρασίες καυσαερίων, γιατί είναι εφοδιασμένος με πρόσθετη ηλεκτρική θέρμανση.

Η δυσκολία είναι η διατήρηση της αναλογίας αέρα-καυσίμου μεταξύ του πολύ μικρού πεδίου τιμών, λ=0,99 ως λ=1,01 (λ window). Ο έλεγχος αυτού του πεδίου είναι απαραίτητος για την ταυτόχρονη μετατροπή των CO, HC, NOx. Ακόμα και σε δυναμική μεταφορά από μια κατάσταση του κινητήρα σε μια άλλη, η αναλογία του μείγματος δεν πρέπει να αποκλίνει περισσότερο από 1% από τη στοιχειομετρική σύνθεση. Η συνθήκη αυτή πρέπει να επιτυγχάνεται και να διατηρείται από το πολύ ακριβές σύστημα ελέγχου καυσίμου που περιγράφηκε νωρίτερα.

Σχήμα 43. Καταλύτης Εκπομπές ρύπων πριν τον καταλύτη και μετά τον καταλύτη σε συνάρτηση του λόγου αέρα-

καυσίμου

Page 461: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

9.58 KINHTHΡEΣ

Σχήμα 44. Αισθητήρας λ Διάγραμμα μεταβολής εξόδου αισθητήρα σε συνάρτηση του λόγου αέρα-καυσίμου λ.

Page 462: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

KΙΝΗΤΗΡΕΣ 9.59

Η τελική απόδοση της λειτουργίας του καταλύτη είναι τόσο καλή, ώστε να ικανοποιούνται οι σημερινές πολύ αυστηρές απαιτήσεις εκπομπών. Η απόδοση μειώνεται κατά τη διάρκεια της ωφέλιμης ζωής του καταλύτη για δυο λόγους:

1. Θερμική γήρανση σαν αποτέλεσμα συνθηκών λειτουργίας άνω των 850ο C και 2. "Δηλητηρίαση του καταλύτη" λόγω εναποθέσεων καυσίμου και λαδιού. Η διαδικασία της θερμικής γήρανσης είναι αποτέλεσμα της λεγόμενης

ανακρυστάλλωσης, μιας συσσωμάτωσης των κρυστάλλων των ευγενών μετάλλων. Αυτές οι διαδικασίες μειώνουν την ελεύθερη επιφάνεια του μετάλλου που διατίθεται για τη χημική αντίδραση. Για τριοδικούς καταλύτες προστίθεται ακόμα ένας παράγοντας. Γήρανση λόγω περιβαλλοντολογικών συνθηκών. Αυτή η γήρανση κάτω από περίσσεια οξυγόνου είναι πιο επικίνδυνη, γιατί με την πάροδο του χρόνου σχηματίζονται αναντίστρεπτα οξείδια του ροδίου που μειώνουν την ικανότητα κατάλυσης των ΝΟx. Η κατάλυση των HC μειώνεται αν ο κινητήρας λειτουργεί εκτός πεδίου τιμών του λ, είτε με περίσσεια οξυγόνου, είτε με έλλειψη.ροπής, η οποία είναι αποτέλεσμα σκληρής λειτουργίας. Ενα άλλο στοιχείο είναι συνδεδεμένο με τις εκπομπές HC, οι οποίες είναι υψηλότερες για κινητήρες φτωχού μείγματος από τις επιτρεπόμενες από τη νομοθεσία. Ακόμα, οι εκπομπές HC αυξάνονται ραγδαία καθώς προσεγγίζεται το όριο ομαλής λειτουργίας. Οπως είναι φανερό ένας κινητήρας φτωχού μείγματος απαιτεί εκτός από μετρήσεις για το αν έχουν ξεπεραστεί τα όρια ομαλής λειτουργίας και μετρήσεις για τη μείωση των εκπομπών HC.

Οι εξαεριωτές (καρμπυρατέρ) σταγονοποιούν κι εξατμίζουν το καύσιμο βασιζόμενοι στη σχετική ταχύτητα αέρα-σταγόνων και ρυθμίζουν την παροχή καυσίμου, θεωρώντας την παροχή αέρα σαν ανεξάρτητη μεταβλητή. Στο μέλλον θα πρέπει να επιτευχτούν ακόμα πιο χαμηλά επίπεδα εκπομπής ρύπων. Επίσης, οι διανυόμενες αποστάσεις στις δοκιμές θα πρέπει να είναι μεγαλύτερες. Για την επίτευξη των νέων ορίων πρέπει να ληφθούν υπόψη τα παρακάτω σημεία:

1. Περισσότερο ακριβής μέτρηση καυσίμου, έτσι ώστε να διατηρείται το μείγμα μέσα στο πεδίο τιμών του λ ακόμα και κάτω από δυναμικές αλλαγές φορτίου, ή αλλαγή σχέσεων.

2. Περαιτέρω μείωση της θερμοκρασίας εκκίνησης του μετατροπέα για βελτίωση των επιπέδων εκπομπών κατά τη διάρκεια ζεστάματος του κινητήρα, πιθανώς προσθέτοντας αέρα για την οξείδωση των HC διαμέσω δευτερεύουσας παροχής αέρα μέσα από τον αγωγό της εξάτμισης.

3. Στις περισσότερες περιπτώσεις τα υποστρώματα του καταλύτη είναι κατασκευασμένα από κεραμικό υλικό (2MgO x 2Al2O2 x 5SiO2). Το ενδιαφέρον για τα μεταλλικά υποστρώματα αυξάνεται συνεχώς, λόγω των μικρών περιόδων θέρμανσης που απαιτούν μετά την εκκίνηση του κινητήρα κι ακόμα λόγω της μικρής αντίστασης που παρουσιάζουν στη ροή των καυσαερίων, γεγονός που οφείλεται στα λεπτά τους τοιχώματα. Τα μεταλλικά υποστρώματα των καταλυτών μοιάζουν με πηνία από λεπτά (περίπου 0,04 mm) μεταλλικά φύλλα, τα οποία είναι ενωμένα με ειδικές μεθόδους για να σχηματίζουν μονόλιθους.

4. Μεγαλύτερη αντοχή των καταλυτών σε υψηλές θερμοκρασίες καυσαερίων. 5. Μείωση της εκπομπής ΝΟx με ανακύκλωση των καυσαερίων. Μ' αυτό τον

τρόπο τα καυσαέρια περιέχουν λιγότερο οξυγόνο με αποτέλεσμα να μειώνεται η θερμοκρασία τους, γεγονός που οδηγεί σε μικρότερη παραγωγή ΝΟx.

Page 463: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

9.60 KINHTHΡEΣ

9.12 ΚΙΝΗΤΗΡΕΣ ΦΤΩΧΟΥ ΜΕΙΓΜΑΤΟΣ (ΚΦΜ)

Το Σχήμα 45 δείχνει με ποιοτικό τρόπο τη διασύνδεση ανάμεσα στα περιορισμένα συστατικά των καυσαερίων, την ειδική κατανάλωση καυσίμου, τη διακύμανση της ροπής και την αναλογία σε περίσσεια αέρα του μείγματος αέρα-καυσίμου. Για λ=1,4 ως λ=1,6 (40-60% περίσσεια αέρα) οι εκπομπές ΝΟx είναι τόσο χαμηλές όσο αυτές που επιτυγχάνονται με τριοδικό καταλύτη. Οπως και με την ανακύκλωση των καυσαερίων, η περίσσεια αέρα μειώνει τις θερμοκρασίες καύσης κι αυτό με τη σειρά του μειώνει το σχηματισμό ΝΟx. Οπως δείχνει το διάγραμμα η ειδική κατανάλωση καυσίμου για φτωχό μείγμα είναι μικρότερη από αυτή για λ=1. Η βελτίωση στην κατανάλωση καυσίμου είναι το πιο σημαντικό πλεονέκτημα των θερμοκινητήρων φτωχού μείγματος, σε αντίθεση μ' αυτούς που χρησιμοποιούν τριοδικό καταλύτη.

Σχήμα 45. Διάγραμμα ειδικής κατανάλωσης, διακύμανσης ροπής και συστατικών περιορισμένων εκπομπών καυσαερίων συναρτήσει του λόγου αέρα-καυσίμου λ

Αλλα προβλήματα που συνδέονται με τους κινητήρες φτωχού μείγματος φαίνονται

στο διάγραμμα. Ενα από αυτά είναι η σημαντική αύξηση στην αστάθεια της που διαφέρει και ως προς τα δυο. Η ταχύτητα του εγχυόμενου καυσίμου είναι πολύ μεγαλύτερη από την ταχύτητα του αέρα (για να δημιουργηθούν σταγόνες και να εξατμιστούν) κι η παροχή καυσίμου ρυθμίζεται ανάλογα προς την παροχή αέρα, αλλά όχι απ' αυτήν. Μια αντλία δημιουργεί την αναγκαία διαφορά πίεσης για τη ροή του καυσίμου.

Page 464: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

KΙΝΗΤΗΡΕΣ 9.61

9.13 ΟΡΙΑ ΕΚΠΟΜΠΩΝ ΡΥΠΩΝ

Στην Ε.Ο.Κ. η συστηματική προσπάθεια μείωσης της ρύπανσης από τ' αυτοκίνητα ξεκίνησε περισότερα από 30 χρόνια πριν, το 1971, όταν καθιερώθηκαν τα πρώτα όρια εκπομπής ρύπων για τους υδρογονάνθρακες (ΗC) και και το μονοξείδιο του άνθρακα (CO). Από την εποχή εκείνη μέχρι σήμερα υπήρξε μία θεαματική βελτίωση των αυτοκινήτων, με σημαντικότερα ορόσημα το 1977, οπότε αποφασίστηκε η επιβολή ανώτατου ορίου για τις εκπομπές NOx, το 1983 και η παραπάνω απόφαση επεκτάθηκε και στα αυτοκίνητα με κινητήρες Diesel. Το 1989, οπότε επιβλήθηκε ανώτατο όριο και στις εκπομπές καπνού των κινητήρων Diesel. Από τότε που επιβλήθηκαν τα πρώτα όρια μέχρι σήμερα υπήρξαν συνολικά 9 τροποποιήσεις της πρώτης εκείνης απόφασης που κάθε φορά περιόριζαν όλο και περισσότερο τις εκπομπές ρύπων από τα αυτοκίνητα. Η πιό πρόσφατη τροποποίηση είναι αυτή που επιβλήθηκε με την "ντιρεκτίβα" 91/441, η οποία με τα όρια που προβλέπει γίνονται υποχρεωτικά σε όλες τις χώρες μέλη της Ε.Ο.Κ. από την 1/1/93. Αυτά τα όρια (2.72 gr/km για το CO και 0.97 gr/Km για το άθροισμα HC+NOx) αντιπροσωπεύουν μια μείωση από 70-90%, ανάλογα με το ρύπο, σε σχέση με τα όρια που είχαν επιβληθεί με τις πρώτες οδηγίες, ενώ το σημερινό όριο για τα σωματίδια των diesel (0.14 gr/Km) είναι κατά 50% μικρότερο από το πρώτο όριο που επιβλήθηκε το 1989. Στα παρακάτω σχήματα φαίνονται τα όρια εκπομπής ρύπων για την Αμερική και τις χώρες της Ευρώπης (Σχήμα 47), καθώς και η αύξηση του διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα τα τελευταία τριάντα χρόνια (Σχήμα 46). Οι μετρήσεις του Σχήματος 46 έχουν ληφθεί στο βουνό Mauna Loa στη Hawaii. Οι ετήσιες διακυμάνσεις που φαίνονται στο Σχήμα 46 συνδέονται με τον κύκλο ανάπτυξης των φυτών.

Σχήμα 46. Αύξηση του διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα

της Γης τα τελευταία 30 χρόνια.

Page 465: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

9.62 KINHTHΡEΣ

Page 466: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

KΙΝΗΤΗΡΕΣ 9.63

Σχήμα 47. Κανονισμοί για τις εκπομπές ρύπων που ισχύουν στις Ηνωμένες Πολιτείες, Ε.Ο.Κ, Σουηδία,Ελβετία και Αυστρία. Στο επάνω μέρος, φαίνονται οι κύκλοι ελέγχου εκπομπών

καυσαερίων και στο κάτω μέρος φαίνονται τα όρια εκπομπής ρύπων που ισχύουν σήμερα. 9.14 Ο ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΥ ΚΙΝΗΤΗΡΑ

Η μονάδα ελέγχου του κινητήρα (ECU) αποτελεί βασικό όργανο του αυτοκινήτου που διαχειρίζεται ηλεκτρονικά τη ροή του καυσίμου, τη σύσταση των καυσαερίων, την προσαρμογή του κινητήρα στις συνθήκες φορτίου και περιβάλλοντος, καθώς και μια σειρά λειτουργιών ελέγχου που διαφέρουν κατά μοντέλο και κατασκευαστή.

Στο Σχήμα 48 φαίνεται το διάγραμμα λειτουργίας του συστήματος ελέγχου και τροφοδοσίας ενός κινητήρα βενζίνης εφοδιασμένου με καταλυτικό μετατροπέα παρόμοιο με αυτό του αυτοκινήτου που εξετάζεται.

Οι ηλεκτρομαγνητικά ενεργοποιούμενοι εγχυτήρες (6) στο Σχήμα 48 ψεκάζουν καύσιμο στις βαλβίδες εισαγωγής του κινητήρα. Κάθε κύλινδρος έχει τον δικό του ξεχωριστό εγχυτήρα ο οποίος ενεργοποιείται μια φορά για κάθε περιστροφή του στροφαλοφόρου άξονα. Η διαφορική πίεση μεταξύ της πίεσης του καυσίμου και της πίεσης στην πολλαπλή εισαγωγής διατηρείται σταθερή μεταξύ των 2.5-3 bar μέσω της διαφραγματικής βαλβίδας (7) και έτσι η ψεκαζόμενη ποσότητα καυσίμου εξαρτάται από τον χρόνο ανοίγματος των εγχυτήρων. Οι εγχυτήρες ανοίγουν με τη βοήθεια παλμών ελέγχου οι οποίοι μεταδίδονται από την ηλεκτρονική μονάδα ελέγχου (ECU) (1). Η διάρκεια αυτών των παλμών εξαρτάται από την ποσότητα του εισερχόμενου αέρα, τις στροφές του κινητήρα, την ταχύτητα του οχήματος, τη θέση της πεταλούδας του γκαζιού και από άλλες παραμέτρους. Ολες αυτές οι παράμετροι ανιχνεύονται από αισθητήρες όπως φαίνεται στο Σχήμα 48 και αξιοποιούνται απ' την ηλεκτρονική μονάδα ελέγχου.

Σε κάθε σημείο η κατάσταση του κινητήρα καθορίζεται από στιγμιαίες πληροφορίες που προέρχονται από το μετρητή παροχής αέρα, τον αισθητήρα στροφών, τον αισθητήρα θερμοκρασίας αέρα και θερμοκρασίας νερού του κινητήρα. Η στιγμή ανοίγματος των εγχυτήρων ψεκασμού και ο χρονισμός της ανάφλεξης υπολογίζεται από την ηλεκτρονική μονάδα ελέγχου (ECU) σύμφωνα με πρόγραμμα αποθηκευμένο σε αυτή από τον κατασκευαστή και το οποίο μπορεί να αντικαθίσταται με νεώτερες εκδόσεις με σύνδεση της μονάδας με το εργοστάσιο μέσω του διαδικτύου. Διάφορα υποκυκλώματα ελέγχου αλληλεπιδρούν σ΄αυτό το σημείο της διαδικασίας.

Οταν χρησιμοποιείται τριοδικός καταλύτης, ο λόγος αέρα-καυσίμου πρέπει να βρίσκεται με μικρές διακυμάνσεεις κοντά στην τιμή 1(λ=1). Οι διακυμάνσεις αυτές έχουν σαν αποτέλεσμα αλλαγή στην περιεκτικότητα οξυγόνου στα καυσαέρια το οποίο με τη σειρά του μεταβάλει το σήμα εξόδου του αισθητήρα λ (12) στο Σχήμα 48. Η αλλαγή αυτή αναγνωρίζεται απο την ηλεκτρονική μονάδα ελέγχου (ECU) και μεταφέρεται στον κεντρικό έλεγχο σήματος με αποτέλεσμα την ελάττωση ή την παράταση της περιόδου έγχυσης.

Ενα άλλο υποκύκλωμα αναλαμβάνει τη σταθεροποίηση του ρελαντί καθώς μεταβάλλεται το φορτίο του κινητήρα με τη σύμπλεξη και αποσύμπλεξη διαφορετικών σχέσεων στο κιβώτιο. Στο σύστημα αυτό ο μαγνητικός αισθητήρας (15) παρακολουθεί τις στροφές του κινητήρα και αν πέσουν κάτω από μια καθορισμένη τιμή, μια βαλβίδα ελεγχόμενη απο τον βηματικό ηλεκτροκινητήρα (11) παρέχει πρόσθετο αέρα και ο χρονισμός της έγχυσης μεταβάλλεται αντίστοιχα. Η διατήρηση των στροφών του κινητήρα επιτυγχάνεται με την ενεργοποίηση του βηματικού ηλεκτρικού κινητήρα (11) στο Σχήμα 48: α. κατά την εκκίνηση, β. στο ρελαντί και γ. σε μεταβατικές φάσεις.

Page 467: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

9.64 KINHTHΡEΣ

Σχήμα 48. 1. Ηλεκτρονική μονάδα ελέγχου του κινητήρα, 2. Δεξαμενή καυσίμου 3. Ηλεκτρική

αντλία καυσίμου, 4. Ηλεκτρικοί μεταγωγείς (ρελέ) - Διακόπτης έναυσης ανάφλεξης, 5. Φίλτρο καυσίμου, 6. Εγχυτήρας, 7. Ρυθμιστής κύριας πίεσης καυσίμου, 8. Σωλήνας τροφοδοσίας εγχυτήρα, 9. Σώμα πεταλούδας γκαζιού, 10. Αισθητής θέσης πεταλούδας γκαζιού, 11. Ηλεκτρικός κινητήρας ρελαντί, 12 Αισθητήρας λ, 13. Αισθητήρας ατμοσφαιρικής πίεσης, 14. Αισθητήρας θερμοκρασίας υγρού ψύξεως κινητήρα, 15. Αισθητήρας στροφών κινητήρα και θέσης Ανω Νεκρού Σημείου, 16. Πολλαπλασιαστές, 17. Συσσωρευτής, 18. Κλειδί εκκινήσεως, 19. Ενδεικτική λυχνία προβληματικής λειτουργίας, 20. Σύνδεση διαγνωστικού, 21. Αισθητήρας θερμοκρασίας αέρα εισαγωγής, 22. Αισθητήρας φαινομένου «κτυπήματος» του κινητήρα, 23. Θερμαντικό στοιχείο σώματος πεταλούδας, 24. Ηλεκτροπνευματικός διακόπτης επιστροφής αναθυμιάσεων, 25. Φίλτρο ενεργού άνθρακος αναθυμιάσεων καυσίμου, 26. Αισθητήρας ταχύτητος του αυτοκινήτου.

Page 468: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

KΙΝΗΤΗΡΕΣ 9.65

Οι κανονισμοί επιβάλουν την εμφάνιση ενδεικτικής λυχνίας ή και ηχητικού σήματος σε περίπτωση βλάβης κάποιου συστήματος του κινητήρα του αυτοκινήτου έτσι ώστε να δίδεται ο απαραίτητος χρόνος στον οδηγό να αποσυρθεί με ασφάλεια απο τη ροή της κυκλοφορίας και να σταθμεύσει στο άκρο της οδού. Τέτοιες περιπτώσεις αναφέρονται σαν απώλεια πίεσης του ελαίου λιπάνσεως ή υπερθέρμανση, ή απώλεια ψυκτικού υγρού ή βλάβη κάποιου αισθητήρα.

Επιπλέον, η ηλεκτρονική μονάδα ελέγχου του κινητήρα (ECU) διαθέτει διατάξεις συντήρησης κρίσιμων λειτουργιών που είναι απαραίτητες για την οδική ασφάλεια, για τη συνέχιση της κίνησής του ώστε να απομακρυνθεί απο την κυκλοφορία σε περίπτωση βλάβης. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 1. BOSCH Automotive Handbook, 1996 SAE Edition. 2. Automobile Technology of the Future, 1990 Ulrich Seiffert and Peter Walzer, SAE Edition. 3. Motor Vehicles Fundamentals and design, 1976 M.D. Artamonov, V.A. Ilarionov

and M.M. Morin, Mir Publishers, Moscow. 4. Motor Vehicle Engines, 1976 M. Khovakh, Mir Publishers, Moscow. 5. Μηχανές Eσωτερικής Kαύσης, 2000 Π. Κούτμος, Εκδόσεις Πανεπιστημίου Πατρών 6. ΧΟΝΔΡΟΣ Θ. "Κινηματική και Δυναμική Ανάλυση Μηχανών και Μηχανισμών Ι". Πανεπιστημιακές σημειώσεις. Πάτρα 2001. 7. ΧΟΝΔΡΟΣ Θ. "Κινηματική και Δυναμική Ανάλυση Μηχανών και Μηχανισμών ΙΙ". Πανεπιστημιακές σημειώσεις. Πάτρα 2001.

Page 469: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11 Δυναμική της έλξης

Εισαγωγή

Λέγεται συχνά ότι οι πρωταρχικές δυνάμεις από τις οποίες ελέγχεται ένα κινούμενο όχημα, αναπτύσσονται σε τέσσερεις μόνο μικρές επιφάνειες -με μέγεθος μόνο μιάς περίπου παλάμης- όπου οι τροχοί του οχήματος εφάπτονται στον δρόμο. Πράγματι, η γνώση των δυνάμεων και ροπών που δημιουργούνται από τα ελαστικά στο έδαφος, είναι πρώτιστης σημασίας για να μελετήσουμε την δυναμική του οχήματος. Πρέπει ασφαλώς να σημειωθεί, ότι οι βασικές αρχές που διέπουν το φαινόμενο της κίνησης ενός οχήματος, αγγίζουν σχεδόν όλους τους τομείς της μηχανικής επιστήμης, ξεκινώντας από την στατική και δυναμική μηχανική και καταλήγοντας στην ρευστοδυναμική και την μηχανική του παραμορφώσιμου ελαστικού σώματος. Βεβαίως, κατά την διάρκεια μιάς μελέτης υποχρέωση του εκπονητή είναι να λύσει ένα πρόβλημα και όχι να το καταστήσει άλυτο. Με βάση την αρχή αυτή, θα γίνει προσπάθεια να διατυπωθεί το μαθηματικό μοντέλο της κίνησης του οχήματος και στη συνέχεια θα προταθούν τρόποι για την επίλυση του.

Page 470: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΕΛΞΗΣ 11.2

Η μελέτη της δυναμικής των οχημάτων μπορεί να γίνει σε δύο επίπεδα, το αναλυτικό και το εμπειρικό. Η εμπειρική μελέτη βασίζεται σε απλές μεθόδους, με βάση την μεθοδολογία trial and error, με την οποία προσεγγίζουμε τους παράγοντες που επηρρεάζουν την κίνηση του οχήματος και τις συνθήκες που αυτοί επενεργούν. Εντούτοις, η εμπειρική μελέτη, πολλές φορές αποτυγχάνει να δώσει αξιοποιήσημα συμπεράσματα. Η αναλυτική λοιπόν προσέγγιση, ειναι απαραίτητη ώστε να διατυπωθούν τα κατάλληλα μαθηματικά μοντέλα και οι μηχανισμοί εκείνοι που προσεγγίζουν το φυσικό πρόβλημα. Στις περισσότερες περιπτώσεις καταλήγουμε σε μαθηματικές εξισώσεις που μπορούν να προβλέψουν με ικανοποιητική ακρίβεια την συμπεριφορά ενός οχήματος και να χρησιμοποιηθούν για τον προσδιορισμό των κατασκευαστικών παραμέτρων του οχήματος.

Ας σημειωθεί όμως ότι, τα μαθηματικά μοντέλα και οι αναλυτικές μέθοδοι που χρησιμοποιούμε, δεν είναι πάντα χωρίς σφάλματα, γιατί μόνο προσεγγίζουν το φυσικό πρόβλημα. Οι παραδοχές που κάνουμε κατά την ανάλυση ενός προβλήματος, προκειμένου να καταλήξουμε σε μοντέλα που να επιλύονται τελικά, συχνά επιφέρουν σφάλματα. Πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί με τις συνθήκες που ισχύουν τα μοντέλα μας και τους περιορισμούς που τα διέπουν.

Στο παρελθόν, ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετώπιζε ο μελετητής ενός αναλυτικού μοντέλου, ήταν ο περιορισμένος αριθμός υπολογιστικών εργαλείων που είχε στη διάθεση του για την επίλυση του μοντέλου. Τα σύγχρονα υπολογιστικά συστήματα που έχει σήμερα στη διάθεση του ο μελετητής, αποτελούν μεγάλη πρόοδο στον τομέα αυτό. Είναι πλέον δυνατή η εξομοίωση πολύ περίπλοκων μοντέλων και η χρήση των υπολογιστών για την διερεύνηση και βελτιστοποίηση πολλών ταυτόχρονα παραμέτρων του σχεδιασμού ενός οχήματος.

Στο κεφάλαιο αυτό περιγράφεται η διαδικασία της μοντελοποίησης της δυναμικής του κινούμενου οχήματος και της επιλογής της μονάδος ισχύος του και έχει τους ακόλουθους στόχους:

α) Την διατύπωση των εξισώσεων της κίνησης του οχήματος και την διερεύνηση των κατάλληλων μεθόδων για την λύση τους. β) Την ανάπτυξη ενός υπολογιστικού εργαλείου, υπό την μορφή ενός πακέτου προγραμμάτων υπολογιστή, για τον αυτοματοποιημένο σχεδιασμό και βελτιστοποίηση των σχεδιαστικών παραμέτρων της μονάδος ισχύος.

Έτσι αφού πρώτα το πρόβλημα του σχεδιασμού της μονάδος ισχύος διερευνηθεί θεωρητικά, ακολουθεί στη συνέχεια η συστηματοποίηση του σχεδιασμού με ένα πλήρες υπολογιστικό πακέτο που αυτοματοποιεί την διαδικασία επιλογής της μονάδος ισχύος ενός οχήματος και προσφέρει στον μελετητή όλα τα απαραίτητα εργαλεία για την βελτιστοποίηση των σχεδιαστικών παραμέτρων, προς την κατεύθυνση μιας συγκεκριμένης ζητούμενης λύσης. 11.1 Διατύπωση της εξίσωσης κίνησης του οχήματος. 11.1.1. Δύναμη έλξης.

Στο κινούμενο όχημα ενεργούν οι δυνάμεις που κινούν το όχημα και οι δυνάμεις που αντιστέκονται στην κίνηση του. Η κύρια κινητήρια δύναμη είναι η δύναμη έλξης των κινητήριων τροχών. Αυτή η δύναμη δημιουργείται σαν αποτέλεσμα της λειτουργίας του κινητήρα και βασίζεται στη συνεργασία μεταξύ τροχών και δρόμου.

Page 471: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

11.3 ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΕΛΞΗΣ

Η γραφική παράσταση της δύναμης έλξης σε συνάρτηση με την ταχύτητα του οχήματος κατασκευάζεται είτε πειραματικά με διάταξη δυναμομέτρησης, είτε υπολογίζεται από τις καμπύλες ροπής και ισχύος του κινητήρα. Η πειραματική δυναμομέτρηση γίνεται με διάφορες ειδικές πειραματικές διατάξεις, εκ των οποίων συνοπτικά θα αναφερθούμε στη διάταξη με τύμπανο, που φαίνεται στο σχ.1. Το πείραμα γίνεται με τους κινητήριους τροχούς τοποθετημένους πάνω σε κινούμενα τύμπανα.

Σχήμα 1. Δυναμομέτρηση. 1-όχημα, 2-δυναμόμετρο, 3-βάση, 4- τύμπανο

Το όχημα σταθεροποιείται με συρματόσχοινο και δυναμόμετρο, σε ένα σταθερό

σημείο. Στα τύμπανα είναι εφαρμοσμένα ειδικά φρένα, ειτε ηλεκτρικά ειτε υδραυλικά, τα οποία αντιστέκονται στην κίνηση έτσι ώστε η γωνιακή ταχύτητα των τυμπάνων να μπορεί να παραμένει σταθερή. Με όλο το πεντάλ του γκαζιού πατημένο, σε κάθε γωνιακή ταχύτητα που επιλέγουμε από την αντίσταση στα τύμπανα, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι η δύναμη έλξης είναι η μετρούμενη δύναμη στο δυναμόμετρο. Προφανώς η σχέση που συνδέει την γωνιακή ταχύτητα των τυμπάνων με την ταχύτητα του οχήματος είναι:

ω=V r

όπου, V η ταχύτητα του οχήματος, ω η γωνιακή ταχύτητα του τυμπάνου, r η ακτίνα των τροχών.

Page 472: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΕΛΞΗΣ 11.4

Αλλες πειραματικές διατάξεις για δυναμομέτρηση, μετρούν την ροπή στον κινητήριο άξονα, ή ακόμη και την ροπή στους κινητήριους τροχούς κατά την κίνηση του οχήματος στο δρόμο.

Προκειμένου να υπολογίσουμε την δύναμη έλξης από τα διαγράμματα ροπής και ισχύος του κινητήρα ακολουθούμε την εξής μεθοδολογία:

Εξασφαλίζουμε τα διαγράμματα λειτουργίας του ηλεκτροκινητήρα, είτε από τον κατασκευαστή, είτε με πειραματικές μετρήσεις. Στο Σχήμα 2 φαίνεται ένα τυπικό νομογράφημα των χαρακτηριστικών καμπυλών του ηλεκτροκινητήρα που χρησιμοποιείται στο προτότυπο ηλεκτροκίνητο αυτοκίνητο πόλης που κατασκευάζεται στο Πανεπιστήμιο Πατρών. Ο κινητήρας είναι των 3kW στις 1750 σ.α.λ. Το νομογράφημα αυτό περιλαμβάνει την ροπή, την ισχύ, το ρεύμα και τον συντελεστή απόδοσης του κινητήρα σε συνάρτηση με τις στροφές του κινητήρα.

Τότε η δύναμη έλξης στους τροχούς του οχήματος δίνεται από την σχέση:

/=t m tr e trP n n M i r όπου Pt είναι η δύναμη έλξης στους τροχούς, nm ο αριθμός ηλεκτροκινητήρων που θα χρησιμοποιηθούν, ntr ο συντελεστής απόδοσης της μετάδοσης της κίνησης, Me η ροπή του ηλεκτροκινητήρα, itr η σχέση μετάδοσης μεταξύ του κινητήρα και του τροχού και r η διάμετρος των τροχών. Με βάση την σχέση της δύναμης έλξης που διατυπώσαμε, μπορούμε πλέον γιά διάφορες ταχύτητες του οχήματος να κατασκευάσουμε το διάγραμμα της δύναμης έλξης του οχήματος.

Στη συνέχεια θα μελετήσουμε τους όρους της εξίσωσης της δύναμης έλξης και θα δούμε το πλήρες μοντέλο της κίνησης του οχήματος, διατυπώνοντας και την εξίσωση της κίνησης του οχήματος.

Στο σημείο αυτό θα σημειώσουμε ότι η σχέση που διατυπώσαμε αναφέρεται σε ομοιόμορφη κίνηση του οχήματος, το οποίο σπάνια παρατηρείται στην πράξη. Τα οχήματα συνήθως κινούνται με επιταχυνόμενη ή επιβραδυνόμενη κίνηση. Στη συνέχεια της μελέτης θα αναφερθούμε φυσικά και στις αδρανειακές δυνάμεις που ασκούνται κατά την επιτάχυνση και επιβράδυνση του οχήματος.

Page 473: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

11.5 ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΕΛΞΗΣ

Σχήμα 11.2 Νομογράφημα ταχύτητας-ροπής-ισχύος συναρτήσει των στροφών του κινητήρα

Page 474: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΕΛΞΗΣ 11.6

11.1.2. Η ακτίνα των τροχών του οχήματος.

Οι τροχοί των οχημάτων είναι ελαστικοί και η τιμή της ακτίνας μεταβάλλεται συνεχώς κατά την κίνηση του αυτοκινήτου. Διακρίνουμε λοιπόν τις εξής περιπτώσεις:

Στατική ακτίνα rs τροχού είναι η απόσταση της επιφάνειας του δρόμου από τον άξονα του τροχού όταν ο τροχός είναι ακίνητος.

Δυναμική ακτίνα rd τροχού είναι η απόσταση της επιφάνειας του δρόμου από τον άξονα του κυλιόμενου τροχού. Η δυναμική ακτίνα αυξάνει με μείωση του φορτίου Pz που παραλαμβάνει ο τροχός, όπως επίσης και με την αύξηση της πίεσης του αέρα του ελαστικού pt . Όταν η ταχύτητα του οχήματος αυξάνει, κάτω από την επίδραση των φυγοκεντρικών δυνάμεων το ελαστικό μεγαλώνει στην ακτινική διεύθυνση και κατά συνέπεια η δυναμική ακτίνα rd μεγαλώνει.

Κυλιόμενη ακτίνα του τροχού rr είναι η ακτίνα ενός όχι ακριβώς σχηματοποιημένου δακτυλιδιού το οποίο έχει την ίδια γωνιακή και γραμμική ταχύτητα μ' αυτή του ελαστικού τροχού. Σ' ένα τροχό, ο οποίος κυλίεται κάτω από την δράση ροπής, τα μέρη που είναι σ' επαφή με τον δρόμο συμπιέζονται και ο τροχός διανύει μικρότερο διάστημα απ' ότι θα διένυε με ελεύθερη κύλιση και ίση γωνιακή ταχύτητα.

Στην περίπτωση που ένας τροχός φορτίζεται με μιά ροπή πέδησης, τα στοιχεία επαφής με τον δρόμο επεκτείνονται. Γιά τον λόγο αυτό ο τροχός που δέχεται πέδηση διανύει μεγαλύτερο διάστημα στις ίδιες γωνιακές ταχύτητες από αυτόν που κυλίεται ελεύθερα.

Συμπερασματικά, η κινητήρια ροπή τείνει να μειώσει την ακτίνα, ενώ η ροπή πέδησης να την αυξήσει. Γιά να βρούμε την τιμή της rr σημαδεύουμε μιά γραμμή κατά μήκος του δρόμου με κιμωλία ή χρώμα, ώστε ο κυλιόμενος τροχός να αφήσει σημάδια επάνω της. Μετρώντας την απόσταση l μεταξύ των ακραίων σημαδιών είναι δυνατό να υπολογίσουμε την κυλιόμενη ακτίνα σε m από την σχέση:

1 / 2π=rr n (11.1)

όπου n ο αριθμός των περιστροφών του τροχού στην απόσταση l. Η διαφορά μεταξύ της δυναμικής ακτίνας rd και της κυλιόμενης ακτίνας rr προκαλείται κυρίως από την ολίσθηση στην περιοχή επαφής του τροχού με τον δρόμο. Αν δεν υπάρχει ολίσθηση στους κινητήριους τροχούς οι ακτίνες rd και rr είναι σχεδόν ίσες. Στην περίπτωση της τέλειας ολίσθησης του τροχού η απόσταση l ειναι μηδέν, όπως και η ακτίνα rr. Όταν οι τροχοί φρενάρουν μπλοκαρισμένοι τότε ο αριθμός των περιστροφών n είναι μηδέν και η ακτίνα rr απειρίζεται.

Παρ' όλο που στους υπολογισμούς θα μπορούσε κάθε φορά να χρησιμοποιείται η κατάλληλη διορθωμένη τιμή της ακτίνας του ελαστικού, αυτό κάνει τους υπολογισμούς υπερβολικά περίπλοκους, χωρίς ταυτόχρονα να αυξάνει κατά πολύ την ακρίβεια του μαθηματικού μοντέλου. Οι κινητήριοι τροχοί επίσης, σπάνια ολισθαίνουν σε ασφάλτινους δρόμους και οι αλλαγές της ακτίνας rr είναι μικρές. Γιά τον λόγο αυτό οι ακτίνες rd, rr και rs υποθέτονται, ίσως και συμβολίζονται μερικές φορές με το σύμβολο r.

Page 475: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

11.7 ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΕΛΞΗΣ

Το μέγεθος της ακτίνας σημειώνεται στα χαρακτηριστικά των ελαστικών. Επίσης ο υπολογισμός μπορεί να γίνει από την προσεγγιστική σχέση

0.5 (1 )λ= + −r Dr Bt t

όπου Dr η διάμετρος της ζάντας σε m, Bt το ύψος του προφίλ του ελαστικού σε ελεύθερη κατάσταση σε m, λt ο συντελεστής ακτινικής παραμόρφωσης του ελαστικού, ο οποίος κυμαίνεται από 0.1 έως 0.16 για συνηθισμένα ελαστικά αυτοκινήτων. 11.1.3. Ισχύς και απώλειες ισχύος.

Η ισχύς μεταδίδεται από τον (ή τους) ηλεκτροκινητήρα στους κινητήριους τροχούς μέσω διάφορων σταδίων, όπως γρανάζια, αλυσίδες ή άλλα. Σ' αυτήν την περίπτωση μέρος της ισχύος καταναλώνεται στην εμφανιζόμενη τριβή μεταξύ των στοιχείων της μετάδοσης, καθώς και στον κινητήριο άξονα, στις εδράσεις. Επίσης εάν χρησιμοποιείται κιβώτιο ταχυτήτων στην τριβή των γραναζιών στο λιπαντικό και στο ράντισμά τους από αυτό. Γιά τον λόγο αυτό η ισχύς έλξης Nt που δίδεται στους τροχούς όταν το όχημα κινείται ομοιόμορφα, είναι λιγότερη από την ισχύ του κινητήρα Ne κατά το ποσό της ισχύος Nf που δαπανάται στις τριβές της μετάδοσης. Έτσι είναι:

= −t eN N N f

Πειραματικά μπορούμε να μετρήσουμε τις απώλειες ενέργειας στην μετάδοση, με

σχετικά απλές πειραματικές διατάξεις. Γιά τον μαθηματικό προσδιορισμό των απωλειών στη μετάδοση, μπορούμε να

ακολουθήσουμε διάφορες προσεγγίσεις. Η μέθοδος που δίνει ικανοποιητική ακρίβεια, χωρίς ταυτόχρονα να περιπλέκει υπερβολικά τους υπολογισμούς είναι η χρησιμοποίηση του συντελεστή απόδοσης της μετάδοσης.

Ο συντελεστής απόδοσης της μετάδοσης ntr είναι ο λόγος της ισχύος έλξης στους κινητήριους τροχούς Nt προς την ενεργούσα ισχύ Ne του κινητήρα, όπως και της ροπής έλξης στους κινητήριους τροχούς Mt προς την ροπή του κινητήρα Me.

/ ( ) / ( ) /= = − = −tr t e e f e e tr f e trn N N N N N M i M M i

όπου itr είναι η σχέση μετάδοσης από τον κινητήρα στους τροχούς.

Οταν ένα όχημα φρενάρεται από τον κινητήρα, η μετάδοση μεταφέρει ενέργεια από τους τροχούς στη μηχανή και οι απώλειες υπολογίζονται από τον ανάστροφο βαθμό μετάδοσης.

/( ) /( )= + = +rev fe fe f fe tr fe tr fn N N N M i M i M

Page 476: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΕΛΞΗΣ 11.8 όπου Nfe είναι η ισχύς που ξοδεύεται σε τριβή στον κινητήρα (ισχύς πέδησης) σε kW. Αντίστοιχα Mfe είναι η ροπή πέδησης. Αφού στούς υπολογισμούς ο συντελεστής μετάδοσης ntr χρησιμοποιείται πολύ συχνότερα από τον αντίστροφο συντελεστή κατά την πέδηση, συνήθως παραλείπουμε την λέξη "ευθείας" και αναφερομαστε στον ntr ως συντελεστή μετάδοσης.

Όταν ένα όχημα κινείται υπό την επίδραση της αδράνειας με τον κινητήρα αποσυμπλεγμένο, η παραπάνω σχέση γιά τον υπολογισμό του συντελεστή μετάδοσης δεν έχουν νόημα και οι απώλειες ενέργειας εκτιμώνται από την απόλυτη τιμή τους, δηλαδή από την τιμή της ροπής Mf ή της ισχύος Nf.

Όπως γίνεται κατανοητό, το μοντέλο του συντελεστή μετάδοσης δεν είναι απολύτως ακριβές, διότι δεν προβλέπει μεταβολή της απόδοσης ανάλογα με την ταχύτητα του οχήματος για παράδειγμα ή με την επιλογή διαφορετικής σχέσης μετάδοσης στο κιβώτιο ταχυτήτων αν το όχημα διαθέτει κιβώτιο ταχυτήτων. Παρ' όλα ταύτα, αποτελεί μια ικανοποιητική προσέγγιση στο θέμα των απωλειών ενέργειας κατά την μετάδοση της κίνησης, γι' αυτό και στην συνέχεια της μελέτης αυτής θα χρησιμοποιηθεί γιά τον υπολογισμό των απωλειών.

Στο σημείο αυτό παραθέτουμε έναν πίνακα για τις τιμές του συντελεστή μετάδοσης ntr ενδεικτικά γιά διάφορους τύπους οχημάτων.

Είδος Οχήματος ntr nrev Αγωνιστικά 0.90-0.95 0.80-0.85 Επιβατικά 0.90-0.92 0.80-0.82

Λεωφορεία και φορτηγά

0.82-0.85 0.75-0.78

Αγροτικά οχήματα 0.80-0.85 0.72-0.76

Πίνακας 1. Συντελεστές απόδοσης της μετάδοσης.

Page 477: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

11.9 ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΕΛΞΗΣ

11.1.4. Αντιστάσεις από τον δρόμο. Κατά την κίνηση ενος οχήματος η ενέργεια που παράγει ο κινητήρας δαπανάται

γιά να υπερνικήσει τις αντιστάσεις που ασκούνται στο όχημα και τείνουν να σταματήσουν την κίνησή του. Βεβαίως εάν ο κινητήρας παράγει περισσότερη ενέργεια, από τις αντιστάσεις σε μιά δεδομένη ταχύτητα, το όχημα επιταχύνεται προς μια ισορροπία έλξης και αντίστασης. Οι αντιστάσεις που ασκούνται από τον δρόμο στο όχημα κατά την κίνησή του, ανήκουν σε δύο κατηγορίες: α) την αντίσταση λόγω κύλισης, λόγω παραμόρφωσης των ελαστικών κατά την κύλιση τους και β) την αντίσταση λόγω ανάβασης υψώματος. Στη συνέχεια μελετούμε τις δύο αυτές κατηγορίες ώστε να διατυπώσουμε τις μαθηματικές σχέσεις εκείνες που θα μας προσδιορίσουν τις αντιστάσεις του δρόμου. Επιχειρούμε κατόπιν την σύνθεση των δυνάμεων αντίστασης από τον δρόμο.

α) Αντίσταση Κύλισης Η αντίσταση κύλισης, όπως προειπώθηκε, εξαρτάται από την παραμόρφωση του ελαστικού και του δρόμου, από την τριβή των ελαστικών στην επιφάνεια του δρόμου, καθώς και την τριβή στις εδράσεις των τροχών. Οι παραμορφώσεις των ελαστικών και του δρόμου έχουν εδώ την μεγαλύτερη σημασία. Το ελαστικό έρχεται σε επαφή με τον δρόμο με ένα άπειρο αριθμό σημείων. Σε κάθε σημείο του ελαστικού ασκείται μία απειροστή δύναμη σαν στοιχειώδης αντίδραση του δρόμου. Το αποτέλεσμα των στοιχειωδών δυνάμεων που δρουν από το δρόμο στο ελαστικό στην περιοχή επαφής, ονομάζεται αντίδραση του δρόμου.

Η αντίδραση του δρόμου μπορεί να αναλυθεί σε τρεις συνιστώσες. Μία συνήθη συνιστώσα Ζ κάθετη στο δρόμο, μία εφαπτομενική συνιστώσα Χ που δρα στο επίπεδο του δρόμου και μία κατά πλάτος συνιστώσα Υ κάθετη στο επίπεδο του τροχού. Οι συνιστώσες αυτές εφαρμόζονται στην περιοχή επαφής. Φυσικά οι αντιδράσεις Υ και Χ εμφανίζονται μόνο όταν στον τροχό ενεργεί η δύναμη Ζ στην κατακόρυφη διεύθυνση. Αν στον άξονα του τροχού ενεργούν οι δυνάμεις Px κατά την διάσταση του μήκους και Py κατά την διάσταση του πλάτους, μία οριζόντια αντίδραση του δρόμου δρά στην περιοχή επαφής. (βλ. σχ.3)

2 2 1 / 2 2 2 1( ) (= + = +x yR P P X Y / 2)

Η δύναμη προσφυσης του ελαστικού Pgr είναι η μέγιστη τιμή της οριζόντιας

αντίδρασης Pmax και είναι ανάλογη με το κατακόρυφο φορτίο του τροχού.

max φ= =grP R Z

όπου φ ο συντελεστής πρόσφυσης.

Page 478: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΕΛΞΗΣ 11.10

Σχήμα 2. Αντιδράσεις στον τροχό

Σχήμα 3. Αντίσταση κύλισης. α) υστέρηση, β) σκληρός δρόμος, γ) μαλακός δρόμος

Ο συντελεστής πρόσφυσης είναι αριθμητικά ίσος με τον λόγο της δύναμης που προκαλεί ομοιόμορφη ολίσθηση του τροχού (χωρίς κύλιση) προς τη συνηθισμένη αντίδραση του δρόμου. Διάκριση γίνεται μεταξύ του κατά μήκος φx και του πλευρικού συντελεστή πρόσφυσης φy, η οποία εξαρτάται από την διεύθυνση της

Page 479: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

11.11 ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΕΛΞΗΣ

ολίσθησης. Οι τιμές των φx, φy εξαρτώνται από τον τύπο και την κατάσταση του δρόμου, το είδος και το βαθμό της γόμωσης του ελαστικού, την πίεση του αέρα στο ελαστικό καθώς και από την ταχύτητα κίνησης και το φορτίο που παραλαμβάνει ο τροχός.

Ο συντελεστής πρόσφυσης συχνά αναγνωρίζεται σαν συντελεστής τριβής ολίσθησης. Αυτό δεν είναι επακριβώς σωστό επειδή ασκούνται τόσο η τριβή όσο και η μηχανική συσσωμάτωση των επιφανειών καθώς το ελαστικό γυρνά στο δρόμο. Γιά να κινηθεί ο τροχός χωρίς ολίσθηση πρέπει να ισχύει η σχέση:

2 2 1( )φ= > +grP Z X Y / 2

Όταν ένας ελαστικός τροχός κυλάει πάνω σε δρόμο οριζόντιο με άγρια επιφάνεια,

οι στοιχειώδεις αντιδράσεις του δρόμου καθώς και το αποτελεσμά τους είναι κατακόρυφο. Κατά την κύλιση δημιουργείται τριβή μεταξύ των μερών του ελαστικού. Καθώς το ελαστικό επιστρέφει στη αρχική του κατάσταση, η θερμότητα που ελευθερώνεται διαχέεται και το έργο που δαπανάται γιά την παραμόρφωση του ελαστικού δεν αποδίδεται πλήρως.

Με την ώθηση του κατακόρυφου φορτίου Pz η παραμόρφωση του ελαστικού Δt και η εξάρτηση της φαίνεται στο Σχημα 4. (καμπύλη okl). Αν το φορτίο μειωθεί, μικρότερες τιμές του φορτίου αντιστοιχούν στην ίδια παραμόρφωση (καμπύλη oml). Η επιφάνεια του βρόχου oklmo αναπαριστά σε κλίμακα την ενέργεια που δαπανήθηκε λόγω μη αντιστρεπτών διεργασιών στο ελαστικό (υστέρηση). Με την κύλιση του τροχού η παραμόρφωση αυξάνει στο εμπρός μέρος του ελαστικού και μειώνεται στο πίσω.

Γιά τον λόγο αυτό οι περιοχές του ελαστικού που βρίσκονται σε ίσες αποστάσεις από την κατακόρυφη διάμετρο είτε προς τα εμπρός, είτε προς τα πίσω και παρουσιάζουν τις ίδιες παραμορφώσεις, δέχονται διαφορετικές δυνάμεις. Ετσι αφού για την ίδια παραμόρφωση η περιοχή στο μπροστά μερος του ελαστικού φορτίζεται με την δύναμη Pz' ενώ το πίσω μέρος με την δύναμη Pz''. Ετσι οι αντιδράσεις (στοιχειώδεις) στην μπροστά περιοχή είναι μεγαλύτερες αυτών των πίσω (Σχήμα 4) και η ευθεία δράσης της αντίδρασης Ζ είναι μετατοπισμένη μπροστά από την κατακόρυφη διάμετρο κατά μία απόσταση at. Η μετατόπιση at προκαλείται κυρίως από την εσωτερική τριβή του ελαστικού. Αυξάνει δε με την αύξηση του αριθμού των λινών του ελαστικού, με την λέπτυνση του πελματος και την αύξηση του πλάτους της ζάντας, ενώ μειώνεται με την αύξηση της πίεσης του ελαστικού.

Η μετατόπιση της συνηθισμένης αντίδρασης προκαλεί μιά ροπή Ζat. Γιά την εξισορρόπηση της πρέπει να εφαρμόσουμε μιά ίση και αντίθετη ροπή στον τροχό ή να εφαρμοστεί μιά δύναμη Px που μαζί με την εφαπτομενική αντίδραση να δημιουργεί ζεύγος δυνάμεων στον άξονα του τροχού. Αυτή η δύναμη είναι:

/=X tP a Z r

Οταν ένας παραμορφώσιμος τροχός κυλά σε μαλακό δρόμο όπως στο Σχήμα 4

καταναλώνεται ενέργεια ώστε να ξεπεραστεί η τριβή στο εσωτερικό του ελαστικού, η

Page 480: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΕΛΞΗΣ 11.12 παραμόρφωση του δρόμου και η τριβή μεταξύ του ελαστικού και του οδοστρώματος. Το ελαστικό εισχωρεί μέσα στο οδόστρωμα, σπρώχνει την άσφαλτο στο πλάι και διαχωρισμένα κομμάτια χαράζουν ένα ίχνος. Οι στοιχειώδεις αντιδράσεις dRrd σε κάθε σημείο του πέλματος διευθύνονται κάθετα στην επιφάνεια επαφής. Ετσι η συνιστάμενη αντίδραση Rrd διευθύνεται με κλίση ως προς την κατακόρυφο κατά μία γωνία γrd. Ετσι η συμπίεση του οδοστρώματος εχει εκτελεστεί όταν καθώς αυξάνονται οι αντιδράσεις στο μπροστά μέρος, μειώνονται αντίστοιχα στο πίσω μέρος της επαφής. Με τον τρόπο αυτό η συνολική αντίδραση Rrd μετατοπίζεται ως προς την κατακόρυφη διάμετρο κατά μιά απόσταση α προς τα εμπρός που μπορεί να παρασταθεί σαν άθροισμα της μετατόπισης at που οφείλεται στις απώλειες υστέρησης στο ελαστικό και στην μετατόπιση ard που οφείλεται στις απώλειες δημιουργίας του ίχνους. Αν ο τροχός κυλίεται κάτω απο την επίδραση της δύναμης Px απο την εξίσωση των ροπών όλων των δυνάμεων ως προς το σημείο Α έχουμε:

/=P aZ r

Ο λόγος a/r καλείται συντελεστής αντίστασης κύλισης και συμβολίζεται με f.

Σύμφωνα με την πιο πάνω σχεση:

/ /= = Xf a r P Z Ο συντελεστης αντίστασης κυλισης είναι αριθμητικά ίσος με τον λόγο της δύναμης που προκαλεί ομοιόμορφη κύλιση (όχι ολίσθηση) στον τροχό, προς την συνήθη αντίδραση του δρόμου.

Η δύναμη αντίστασης κυλισης Pr είναι:

=rP f Z Η ροπή αντίστασης κύλισης Mr είναι:

= =r rM P r f Z r

Οταν ένας κινούμενος τροχός κυλίεται ομοιόμορφα, η εφαπτομενική αντίδραση σ'

αυτόν είναι:

1 1 1= = rX f Z P Οταν ένας κινητήριος τροχός κυλίεται ομοιόμορφα υπό την επίδραση ροπής, η

αντίδραση του δρόμου είναι:

Page 481: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

11.13 ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΕΛΞΗΣ

2 2/= −t rX M r P Στην περίπτωση μη ομοιόμορφης κύλισης των μπροστά τροχών θα πρέπει να

ενεργεί πάνω τους ροπή οχι ίση με την Mt αλλά με την ροπη Mmax της οποίας το μέγεθος εξαρτάται από τις ροπές αδρανείας των περιστρεφόμενων μελών των οχήματος καθώς και από τον βαθμό της επιτάχυνσης. Γι' αυτό η εφαπτομενική αντίδραση στην περίπτωση αυτή (σε Ν) είναι:

2 2

2 max 2 2 2/ (= − = − − +r t r tr trX M r P P P n If I j r) /

1)

Οι πίσω τροχοί δεν παραλαμβάνουν ροπή έτσι η εφαπτομενική αντίδραση στους

πίσω τροχούς θα δίδεται από την σχέση:

21 1( /= − + rX I j r P

όπου I είναι η ροπή αδράνειας των πίσω τροχών. Η αντίσταση που φέρει το ελαστικό κατά την κύλιση του στο δρόμο είναι το αποτέλεσμα της δαπάνης ενέργειας ως εσωτερική απώλεια υστέρησης και ως εξωτερική δαπάνη ενέργειας για τον σχηματισμό του ίχνους.

Βεβαίως είναι αντιληπτό, ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο να ληφθούν όλοι οι παράγοντες που αναλύθηκαν, στον υπολογισμό της αντίστασης κύλισης. Συνηθισμένη παραδοχή που κατά κανόνα γίνεται, είναι να κάνουμε εκτίμηση της αντίστασης κύλισης, θεωρώντας (αυθαίρετα) την δύναμη αυτή εξωτερική ως προς το όχημα.

Σε εργαστηριακές μετρήσεις, ο συντελεστής f υπολογίζεται με διάφορες διατάξεις, ιδιαίτερα διαδομένη δε είναι η μέθοδος running out. Καθώς κινείται το όχημα ο οδηγός σβήνει τη μηχανή και η κίνηση συνεχίζεται λόγω αδράνειας. Σε χαμηλές ταχύτητες η κινητική ενέργεια του οχήματος χρησιμοποιείται κυρίως για να υπερνικηθούν οι αντιστάσεις κύλισης. Μετρώντας το διάστημα ή τον χρόνο της κίνησης του οχήματος μέσα σ' ένα συγκεκριμένο πεδίο ταχυτήτων είναι δυνατό να υπολογιστεί ο συντελεστής f. Σε χαμηλές ταχύτητες της τάξεως των 40-50 km/h ο συντελεστής της αντίστασης κύλισης μπορεί να θεωρηθεί σταθερός. Γιά μεγαλύτερες ταχύτητες ο συντελεστής αυξάνει αισθητά γιατί το ελαστικό δεν έχει το χρόνο να επανέλθει στην αρχική του κατάσταση και κατά συνέπεια ανακτάται μικρότερο ποσοστό από την ενέργεια που δαπανήθηκε γιά την παραμόρφωση του. Ακόμη αυξανομένου του βαθμού παραμόρφωσης αυξάνεται η εσωτερική τριβή του ελαστικού, συνεπώς και ο συντελεστής αντίστασης κύλισης f. Με εξάρτηση μόνο από την ταχύτητα ο συντελεστής τριβής είναι δυνατό να υπολογιστεί με βάση την εξής εμπειρική σχέση:

0 (1 / 1500)ν= +f f

Page 482: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΕΛΞΗΣ 11.14 όπου f0 είναι ο συντελεστής αντίστασης κύλισης σε χαμηλή ταχύτητα. Παραθέτουμε τον ακόλουθο πίνακα των τιμών του συντελεστή αντίστασης κύλισης.

Page 483: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

11.15 ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΕΛΞΗΣ

Τύπος Δρόμου f0 σε 50km/h f μέση τιμή Εξαιρετική κατάσταση 0.014 0.014 – 0.018 Ικανοποιητική κατάσταση 0.018 0.023 – 0.030 Λιθόστρωτο 0.025 0.020 – 0.025 Χωματόδρομος 0.020 0.050 – 0.015 Βρεγμένος δρόμος - 0.050 – 0.015 Αμμος - 0.100 – 0.300 Παγωμένος δρόμος - 0.070 – 0.100

Πίνακας 11.2 . Συντελεστής αντίστασης κύλισης.

Αν ένα όχημα κινείται σε δρόμο με τραχειά επιφάνεια, τότε ο συντελεστής f

αυξάνει με την μείωση της πίεσης στα ελαστικά του αυτοκινήτου. Οταν η ροπή μεταδίδεται ο συντελεστής f αυξάνει διότι σ' αυτή την περίπτωση το ελαστικό δεν παραμορφώνεται μόνο στη κατακόρυφη διεύθυνση αλλά και περιφεριακά. Αν η μεταφερόμενη ροπή είναι υψηλή, τα στοιχεία του πέλματος γλιστρούν στον δρόμο και επιπλέον ισχύς καταναλώνεται σε τριβή στην περιοχή επαφής.

Αν ένας τροχός κυλίεται σε μαλακό οδόστρωμα ενώνει τα στοιχεία του οδοστρώματος και τα μετατοπίζει προς τα πλάγια της διεύθυνσης της κίνησης. Στην περίπτωση αυτή ο συντελεστής f επηρρεάζεται από το βάθος του ίχνους, τον τύπο και την κατάσταση του οδοστρώματος, την διάμετρο του τροχού και το φορτίο που αυτός δέχεται.

Ο συντελεστής Cs δείχνει την αντίσταση του οδοστρώματος ώστε αυτό να συμπιεστεί κατά 1cm από την επιφάνεια και εξαρτάται από τον τύπο και την κατάσταση του οδοστρώματος. Παραθέτουμε έναν πίνακα με τιμές του συντελεστή Cs.

Εδαφος 0.5 (στεγνό) 0.5-1(χιόνι) 1.0(νερό) Αμμος 0.15-0.5 Χώμα 1.0-1.5 0.2-0.6 0.05-0.1

Αργιλώδες 1.0-2.0 0.1-0.5 0.05-0.1 Ανάμικτο με χαλίκι

0.5-1.0

Πίνακας 11.3 Τιμές του συντελεστή Cs.

Page 484: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΕΛΞΗΣ 11.16

Με δεδομένο τον συντελεστή Cs μπορεί να υπολογιστεί ο συντελεστής f από την εμπειρική σχέση:

0.12 / 0.05= +sf C

Η πτώση πίεσης στο ελαστικό μειώνει το βάθος του ίχνους, αλλά αυξάνει τις εσωτερικές τριβές. Ετσι μπορεί να βρεθεί μιά συγκεκριμένη πίεση για το ελαστικό στην οποία ο συντελεστής f γίνεται ελάχιστος για συγκεκριμένο οδόστρωμα. β) Αντίσταση λόγω Ανάβασης.

Οι αυτοκινητόδρομοι έχουν συνήθως αρκετές αναβάσεις. Το πόσο απότομη είναι μιά ανωφέρεια στο δρόμο περιγράφεται από την γωνία αrd σε μοίρες, ή από τη κλίση του δρόμου i, που είναι ο λόγος H/B στο Σχήμα 11.5.

Σχήμα 11.5 Δυνάμεις σε κλίση.

Αναλύουμε τη δύναμη της βαρύτητας G ενός οχήματος σε δύο συνιστώσες, την δύναμη Gsinαrd που είναι παράλληλη στο δρόμο και τη δύναμη Gsinαrd που είναι κάθετη σ' αυτόν. Η δύναμη Gsinαrd είναι γνωστή ως δύναμη αντίστασης λόγω ανάβασης και συμβολίζεται με Pg.

Οι γωνίες είναι συνήθως μικρές σε δρόμους με άγρια επιφάνεια και δεν υπερβαίνουν τις 4o-5o. Μπορεί να υποτεθεί για τέτοιες γωνίες ότι το ένα εκατοστό

Page 485: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

11.17 ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΕΛΞΗΣ

του βαθμού δρόμου i αντιστοιχεί σε γωνία 35'. Στην περιπτωση αυτή ισχύει i=tanαrd=sinαrd.

Page 486: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΕΛΞΗΣ 11.18

Αρα η δύναμη Pg γίνεται

sin= =g rdP G a Gi

Η ισχύς Ng που καταναλίσκεται σε μιά ανάβαση με βαθμό δρόμου i είναι σε kW

/ 1000 / 1000= =g gN P V GiV (11.5)

Σε κίνηση σε κατήφορο η δύναμη Pg εχει διεύθυνση κατά μήκος της κίνησης και

είναι η ενεργός (κύρια) δύναμη. Γιά το λόγο αυτό η γωνία αrd είναι θετικη όπως και η κλίση του δρόμου i όταν το όχημα κινείται ανηφορικά και αρνητική όταν κινείται κατηφορικά.

Κατά κανόνα, οι σύγχρονοι δρόμοι δεν έχουν απότομες αλλαγές, αλλά ο βαθμός δρόμου μεταβάλλεται ομαλά. Συνεπώς τόσο ο βαθμός δρόμου, όσο και η δύναμη Pg μεταβάλλονται συνεχώς κατά την κίνηση του οχηματος.

γ) Συνολική αντίσταση του δρόμου.

Καταλήγουμε λοιπόν στο συμπέρασμα ότι, όταν ένα όχημα κινείται σε ανηφόρα ή κατηφόρα, η συνιστώσα του βάρους του κάθετα στον δρόμο είναι Gcosαrd. Για το λόγο αυτό, η δύναμη αντίστασης κύλισης σε τέτοια κομμάτια δρόμου είναι Pr=fGcosαrd , δηλαδή ελάχιστα μικρότερη από αυτή της κίνησης σε οριζόντιο δρόμο. Για τέτοιες μικρές γωνίες αrd είναι cosαrd=1 και έτσι είναι δυνατό να υπολογιστεί η δύναμη Pr , από τη σχέση

1 2( )= + =rP f Z Z f G

τόσο για οριζόντια, όσο και για μη οριζόντια κομμάτια δρόμων. Τα δυο αυτά βασικά μεγέθη, ο συντελεστής αντίστασης κύλισης f και η κλίση του

δρόμου i, περιγράφουν, αν συνδυαστούν, τον τύπο και την κατάσταση του οδοστρώματος, καθώς και το προφίλ του κατά μήκος της κίνησης. Σ' αυτό το σημείο κάνουμε την παραδοχή ότι η συνολική αντίσταση του δρόμου Prd είναι ίση με το άθροισμα των δυνάμεων Pr και Pg . Αρα:

( cos sin ) ( )= + = + = +rd r g rd rdP P P G f a a G f i

Η παράσταση στις παρενθέσεις είναι γνωστή ως συντελεστής αντίστασης δρόμου

και συμβολίζεται με ψ. Γι' αυτό:

ψ=rdP G

Page 487: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

11.19 ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΕΛΞΗΣ

και η ισχύς της αντίστασης του δρόμου είναι:

/ 1000 / 1000ψ= =rd rdN P V GV

Η δύναμη αντίστασης λόγω της κλίσης του δρόμου, δρα πάντα ταυτόχρονα με την

αντίσταση κύλισης. Για το λόγο αυτό ο συντελεστής ψ που λαμβάνει υπόψη του και τις δύο αντιστάσεις από το δρόμο είναι ιδιαίτερα σημαντικός στους υπολογισμούς. δ) Αντίσταση του αέρα.

Η κίνηση ενός οχήματος συνοδεύεται απο μετατόπιση αερίων μαζών γύρω απ' αυτό. Οι μετατοπίσεις αυτές, απαιτούν κάποια ισχύ από τη μηχανή. Η κατανάλωση της ισχύος για να υπερνικηθεί η αντίσταση του αέρα, συντίθεται από τα ακόλουθα στοιχεία: α) Την μετωπική αντίσταση, η οποία προκαλείται από την διαφορά πίεσης μπροστά και πίσω από το κινούμενο όχημα. Το ποσοστό της μετωπικής αντίστασης είναι 55%-60% της συνολικής αντίστασης του αέρα. β) Την αντίσταση που προκαλείται από πρόσθετα στοιχεία όπως, αεροτομές, λασπωτήρες, πινακίδες, καθρέφτες. Το ποσοστό της αντίστασης από δίφορα στοιχεία είναι περίπου 12%-18% της ολικής αντίστασης. γ) Την αντίσταση που δημιουργείται από τον αέρα που διέρχεται μέσα από την εμπρόσθια μάσκα, στα συστήματα ψύξης, τον κλιματισμό κ.λ.π. Το ποσοστό αυτό είναι περίπου 10%-15%. δ) Την αντίσταση τριβών των εξωτερικών επιφανειών του αμαξώματος με το ρεύμα του αέρα, με ποσοστό περίπου 8%-10% της ολικής αντίστασης του αέρα. ε) Την αντίσταση που προκαλείται από την διαφορά πίεσης μεταξύ της επιφάνειας της οροφής και του δαπέδου του αυτοκινήτου, ποσοστό περίπου 5%-8% της ολικής αντίστασης.

Προς απλοποίηση των υπολογισμών, θεωρούμε τις στοιχειώδεις αυτές δυνάμεις αντίστασης του αέρα κατά την κίνηση του οχήματος, που κατανέμονται σ' ολόκληρη την επιφάνεια του οχήματος, σαν μια συγκεντρωμένη δύναμη αντίστασης του αέρα Pair. Το σημείο εφαρμογής της δύναμης Pair καλείται κέντρο πλεύσης (sail center ) του οχήματος. Πειραματικά έχει βρεθεί ότι η συνολική δύναμη αντίστασης του αέρα μπορεί να υπολογιστεί από την σχέση:

2=air air airP k F V

όπου kair είναι ο συντελεστής αεροδυναμικής αντίστασης (αεροδυναμικός συντελεστής) που εξαρτάται από το σχήμα και το φινίρισμα του οχήματος, με μονάδες Nsec2/m4. Επίσης Fair είναι η μετωπική επιφάνεια του οχήματος σε m2. Ο συντελεστής αεροδυναμικής αντίστασης kair είναι αριθμητικά ίσος με την δύναμη της αντίστασης του αέρα που δημιουργείται σε 1m2 της μετωπικής επιφάνειας του οχήματος όταν αυτό κινείται με ταχύτητα 1 m/sec.

Page 488: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΕΛΞΗΣ 11.20

Η μετωπική επιφάνεια Fair ενός οχήματος είναι η επιφάνεια που προκύπτει αν προβάλουμε το όχημα σε επίπεδο κάθετο προς τον διαμήκη άξονα του. Προφανώς αυτό είναι δύσκολο να γίνει επακριβώς, διότι απαιτεί λεπτομερή σχεδιασμό του οχήματος, προκειμένου να υπολογιστεί με ακρίβεια η μετωπική επιφάνεια. Εάν επιθυμούμε να απλοποιήσουμε τους υπολογισμούς, μπορούμε να κάνουμε τις εξής παραδοχές: α) Για φορτηγό όχημα Fair =BHa, όπου B η απόσταση του δεξιού από τον αριστερό τροχό, Ha το μέγιστο ύψος του οχήματος. β) Για επιβατηγό όχημα Fair =0.78 BaHa, όπου Ba το μέγιστο πλάτος του αυτοκινήτου Το γινόμενο kairFair είναι γνωστό σαν αεροδυναμικός παράγοντας και συμβολίζεται με Wair.

Στον παρακάτω πίνακα παραθέτουμε μέσες τιμές για τα kair, Fair, Wair.

Είδος οχήματος kair Ns2/m4 Fair m2 Wair Ns2/m2 Κλειστό 0.20-0.35 1.6-2.8 0.3-1.0

Ανοικτό 0.40-0.50 1.5-2.0 0.6-1.0 Φορτηγό 0.60-0.70 3.0-5.0 1.8-3.5 Λεωφορείο 0.25-0.40 4.5-6.5 1.1-2.6

Αγωνιστικό 0.13-0.15 1.0-1.3 0.13-0.2 Πίνακας 11. 4. Αεροδυναμικοί Παράμετροι Οχημάτων.

Η ισχύς που απαιτείται για να ξεπεραστεί η αντίσταση του αέρα είναι:

3/ 1000 / 1000= =air air airn P V W V (kW)

Ο αεροδυναμικός συντελεστής ορίζεται από τη μέθοδο running out, που ήδη

περιγράψαμε, ή με μελέτη σε αεροσήραγγα. Η μελέτη αυτή γίνεται οδηγώντας ένα ρεύμα αέρα, πάνω στο όχημα ή σε μοντέλο του, μέσα σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο. Το ρεύμα του αέρα προκαλείται από ανεμιστήρα και οδηγείται πάνω στο όχημα ή το μοντέλλο από κατάλληλη πτερύγωση, που δημιουργεί συμπίεση στην είσοδο της σήραγγας. Το ρεύμα του αέρα που δημιουργεί ο ανεμιστήρας τείνει να μετακινήσει το αυτοκίνητο με την ίδια δύναμη Pair που θα ενεργούσε στο όχημα, αν αυτό κινούνταν με ταχύτητα ίση μ' αυτή του ρεύματος αέρα. Η μέτρηση του ρεύματος γίνεται με κατάλληλο μετρητή, και της δύναμης που ασκείται στο όχημα με δυναμόμετρο. Ετσι γνωρίζοντας την μετωπική επιφάνεια, μπορούμε να υπολογίσουμε τον αεροδυναμικό συντελεστή kair. Οταν χρησιμοποιείται όχημα κανονικού μεγέθους, είναι αναγκαία

Page 489: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

11.21 ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΕΛΞΗΣ

προφανώς η χρήση ισχυρού ανεμιστήρα και μεγάλων διαστάσεων σήραγγα, για να δημιουργηθούν εκείνες οι συνθήκες που θα εξομοιώνουν την κίνηση του οχήματος. Για λόγους τεχνικούς και οικονομικούς, συνήθως γίνεται μελέτη αεροδυναμικής σε μοντέλο υπό κλίμακα 1/5 - 1/10 του οχήματος.

Το μοντέλο τοποθετείται στη σήραγγα και υποβάλλεται σε ρεύματα αέρα απ' όλες τις πλευρές, όπως και στον δρόμο. Ανάμεσα στο αυτοκίνητο και το δρόμο, τα ανώτερα στρώματα του αέρα ακολουθούν το όχημα, ενώ τα κατώτερα κοντά στο δρόμο μένουν ακίνητα. Ετσι η τιμή του συντελεστή kair που υπολογίζεται στη σήραγγα είναι μικρότερη από την πραγματική. Ετσι είναι αναγκαίο να διορθωθεί το σφάλμα με την χρήση πειραμάτων και σε πραγματικά οχήματα μέσα σε αεροσήραγγα.

Από διάφορες μελέτες πάνω στην αεροδυναμική οχημάτων, έχει προκύψει ότι για να μειωθεί η αντίσταση του αέρα πάνω στο κινούμενο όχημα, πρέπει το παρμπρίζ και η μάσκα του οχήματος να γίνονται επικλινή, επίσης τα προεξέχοντα μέρη να βρίσκονται όσο το δυνατόν πιο κοντά στο σώμα του οχήματος. Σε αγωνιστικές κατασκευές για παράδειγμα, τα μέρη που εξέχουν μειώνονται στο ελάχιστο, ενώ επιμηκύνεται το πίσω μέρος για να βελτιωθεί η αεροδυναμική.

Η αντίσταση του αέρα στα φορτηγά μειώνεται όταν η καρότσα σκεπάζεται με ύφασμα ή πλαστικό, που φτάνει μέχρι την καμπίνα. Επίσης, χρησιμοποιούνται αεραγωγοί που μειώνουν την συμπίεση. ε) Η Εξίσωση κίνησης του οχήματος.

Η εξίσωση της κίνησης ενός οχήματος είναι το κύριο πρόβλημα στη δυναμική της κίνησης. Συνδέει τις δυνάμεις που κινούν το όχημα με τις δυνάμεις που αντιστέκονται στην κίνηση και έτσι μπορούμε να έχουμε τη φύση της κίνησης κάθε στιγμή.

Μελετώντας τα δυναμικά χαρακτηριστικά ενός οχήματος συνεπάγεται ότι οι δυνατότητες του περιορίζονται μόνο από την ισχύ του κινητήρα του και την επαφή των τροχών με τον δρόμο. Οι υπόλοιποι περιορισμοί, όπως οι συνθήκες για άνεση στην οδήγηση, προς το παρών δεν λαμβάνονται υπ' όψην της μελέτης μας.

Στην παράγραφο αυτή θα ασχοληθούμε μόνο με την κίνηση του οχήματος σε ευθεία. Τα στοιχεία που αφορούν την καμπυλόγραμμη κίνηση και τα αποτελέσματα της στα δυναμικά χαρακτηριστικά του οχήματος, δεν αποτελούν αντικείμενο της παρούσας μελέτης. Το ίδιο συμβαίνει με την δυνατότητα διεύθυνσης του οχήματος και την σταθερότητα του.

Ας θεωρήσουμε σ' αυτό το σημείο τις δυνάμεις και ροπές που ασκούνται σε όχημα που ανεβαίνει μια κλίση και επιταχύνεται, όπως στο Σχήμα 11.6. Στο κέντρο βάρους του οχήματος δρα η δύναμη της αδράνειας Pin και η δύναμη της βαρύτητας G=Mag. Η δύναμη αδράνειας οφείλεται στα επιταχυνόμενα μέλη και έχει διεύθυνση αντίθετη από την επιτάχυνση του οχήματος. Το μέτρο της δύναμης αδράνειας είναι:

=in aP M j όπου Ma είναι η μάζα του οχήματος σε kg και j η επιτάχυνση σε m/sec2.

Στους τροχούς εφαρμόζονται οι ροπές της αντίστασης κύλισης Mr1 και Mr2 και οι ροπές αδράνειας Min1 και Min2. Στα ελαστικά δρουν από το δρόμο οι συνήθεις

Page 490: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΕΛΞΗΣ 11.22 αντιδράσεις X1 και X2. Η δύναμη αντίστασης απο τον αερα Pair εφαρμόζεται στο κέντρου πλεύσης sail center του οχήματος σε ύψος hair.

Αν προβάλλουμε τις δυνάμεις στην επιφάνεια του δρόμου

2 1 0− − − − =in g gX X P P P

Αντικαθιστώντας στην παραπάνω σχέση τις τιμές των δυνάμεων:

2

1 1( / ) 1= − − rX I r j P

2r

0=g

2 2

2 2( ) /= − + −t tr trX P n Ifi I j r P βρίσκουμε:

2 2 21 2 1 2/ ) / ( )− − + − − + −t tr tr aP I j r n Ifi I j r M j f Z Z P

0=airP

ακόμη:

1 2( )= + = + +rd r g gP P P f Z Z P

οπότε: 2 2 2 2

1 2( / / / ) 0− − − + + + =t rd air tr tr aP P P j I r n Ifi r I r M Ο τελευταίος όρος στην πιο πάνω εξίσωση είναι η απαιτούμενη δύναμη για να

αποκτήσει το όχημα επιτάχυνση j. Η έκφραση στην παρένθεση δείχνει την ενέργεια που καταναλώνεται για να επιταχύνει τα περιστρεφόμενα και κινούμενα μέρη του οχήματος. Η εξίσωση αυτή λαμβάνει υπ' όψη το αποτέλεσμα της περιστροφής των μαζών, για τον λόγο αυτό καλείται συντελεστής περιστρεφόμενων μαζών δrot. Ετσι έχουμε:

2 21 ( ) /δδ

= + Ι +

=rot tr tr r a

in a rot

n i f I M rP M j

Η ενέργεια που καταναλώνεται για την επιτάχυνση των περιστρεφόμενων μαζών

είναι συνήθως απο 2-10 φορές μεγαλύτερη από την ενέργεια για την επιτάχυνση των

Page 491: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

11.23 ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΕΛΞΗΣ

τροχών του οχήματος, για οχήματα με κιβώτια ταχυτήτων και αναλόγως βέβαια της επιλεγμένης σχέσης μετάδοσης.

Αν οι ακριβείς τιμές των ροπών αδράνειας If, Ir είναι άγνωστες, ο συντελεστής δrot μπορεί να βρεθεί πειραματικά, με μετρήσεις τις επιταχύνσης του οχήματος και χρήση των αποτελεσμάτων για τον προσδιορισμό των δυναμικών μεγεθών.

Εισάγοντας τον συντελεστή δrot στην εξίσωση της κίνησης, παίρνουμε την γενική εξίσωση κίνησης του οχήματος:

0δ− − − =t rd air a rotP P P M j Στην εξίσωση αυτή οι τιμές των δυνάμεων πρέπει να λαμβάνονται με τα πρόσημα

τους, που εξαρτώνται από τη φύση της κίνησης του οχήματος. Σ' αυτό το σημείο πρέπει να σημειώσουμε ότι, κατά τη διαδικασία της διατύπωσης

της εξίσωσης κίνησης του οχήματος, έγιναν κάποιες παραδοχές. Πρώτα η δύναμη έλξης Pt αναφέρεται σε σταθερή κίνηση, ενώ η εξίσωση της κίνησης στην γενική περίπτωση. -εύτερον η αντίσταση κύλισης Pr δεν είναι εξωτερική δύναμη, παρ' όλο που φαίνεται σαν συνιστώσα της Prd (παρ.4.α).

Παρ'όλο όμως που έγιναν κάποιες παραδοχές προκειμένου να απλοποιηθεί η έκφραση της εξίσωσης της κίνησης, το μαθηματικό μοντέλο που χρησιμοποιούμε δίνει ικανοποιητική ακρίβεια στην μελέτη της κίνησης ενός οχήματος. στ) Πρόσφυση του ελαστικού στον δρόμο.

Κατά τον ορισμό της δύναμης έλξης, είχε υποτεθεί ότι το μέγεθος της δύναμης έλξης εξαρτάται μόνο από την ροπή του κινητήρα Me, το συντελεστή μετάδοσης ntr, την σχέση μετάδοσης itr, και την ακτίνα των τροχών r. Ομως αυτό δε σημαίνει ότι αυξάνοντας για παράδειγμα τη σχέση μετάδοσης, είναι δυνατό να επιτύχουμε οσοδήποτε μεγάλη δύναμη έλξης. Υπάρχει βεβαίως ο περιορισμός, από την πρόσφυση του ελαστικού στην επιφάνεια του δρόμου.

Αν δεν εμφανίζεται η δύναμη έλξης, το μέγεθος της δύναμης πρόσφυσης είναι:

φ= >gr XP Z X

Στην περίπτωση της ομοιόμορφης κύλισης ενός τροχού είναι:

= −tX P fZ ( )φ< +t XP f Z

Η τιμή του συντελεστή φx είναι συνήθως πολύ μεγαλύτερη από αυτή του

συντελεστή f έτσι η συνθήκη για την κύλιση χωρίς ολίσθηση ενός τροχού, μπορεί να παρασταθεί με μικρό σφάλμα από την σχέση:

φ< =t gr XP P Z

Page 492: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΕΛΞΗΣ 11.24

Αν η δύναμη έλξης είναι μικρότερη της δύναμης πρόσφυσης Pgr ο κινητήριος τροχός κυλιέται χωρίς να ολισθαίνει. Αν η δύναμη έλξης υπερβαίνει τη δύναμη πρόσφυσης, ο κινητήριος τροχός ολισθαίνει και μόνο ένα μέρος της δύναμης φxZ, χρησιμοποιείται για την κίνηση. Το υπόλοιπο της δύναμης προκαλεί επιτάχυνση της περιστροφής των τροχών, η οποία συνεχίζεται μέχρι η ισχύς που καταναλίσκεται στην ολίσθηση, εξισωθεί με την παραπάνω ισχύ που παραδίδεται στους τροχούς.

Η ολίσθηση συχνά παρατηρείται όταν ένα όχημα, ξεκινά απότομα, ή υπό μεγάλη κλίση και ιδιαιτέρως σε υγρό οδόστρωμα. Για να μετρήσουμε τον συντελεστή πρόσφυσης πειραματικά, ένα ρυμουλκό όχημα έλκει, μέσω συρματόσχοινου και δυναμόμετρου, το όχημα του οποίου οι τροχοί είναι φρεναρισμένοι. Αφού μετρηθεί η απαραίτητη δύναμη Px για ομοιόμορφη κίνηση, από το δυναμόμετρο και γνωρίζοντας το βάρος Gb του οχήματος, ο συντελεστής πρόσφυσης μπορεί να βρεθεί από την σχέση:

/φ =X X bP G

Για δρόμους με άγρια επιφάνεια, ο συντελεστής πρόσφυσης, εξαρτάται κυρίως από την τριβή ολίσθησης μεταξύ του ελαστικού και της επικάλυψης του δρόμου. Σε μαλακούς, παραμορφώσιμους δρόμους ο συντελεστής πρόσφυσης εξαρτάται από την αντίσταση του οδοστρώματος να διαρρεύσει και την εσωτερική τριβή του οδοστρώματος. Καθώς οι ραβδώσεις του πέλματος, εισέρχονται μέσα στην επιφάνεια του οδοστρώματος, το παραμορφώνουν και το κάνουν πιο συμπαγές, αυξάνοντας έτσι την αντίσταση του προς διαρροή ως κάποιο όριο. Από εκεί και πέρα ο συντελεστής πρόσφυσης πέφτει. Αν μια άγρια επιφάνεια βραχεί, ο συντελεστής πρόσφυσης μειώνεται κατά πολύ, εξ' αιτίας του φιλμ του νερού που δημιουργείται, το οποίο μειώνει την τριβή μεταξύ ελαστικού και δρόμου. Μείωση του συντελεστή πρόσφυσης έχουμε επίσης, αν ένα φιλμ αργιλώδους λάσπης δημιουργηθεί στο οδόστρωμα, κατά τη διάρκεια βροχής.

Το πέλμα των ελαστικών επηρρεάζει κατά μεγάλο βαθμό, τον συντελεστή πρόσφυσης φx. Το πέλμα των ελαστικών των επιβατηγών οχημάτων έχει λεπτό σχέδιο, που εξασφαλίζει καλή επαφή με άγριες επιφάνειες. Οι ραβδώσεις αυτές, βοηθούν επίσης στην απομάκρυνση του υδάτινου φιλμ, σε βρεγμένο οδόστρωμα. Με την αύξηση της ταχύτητας, ο συντελεστής πρόσφυσης φx, αρχικά αυξάνεται ελαφρά, παίρνοντας το μέγιστο της τιμής του σε ταχύτητα περίπου 15km/h, για στεγνή και άγρια επιφάνεια οδοστρώματος, στη συνέχεια η τιμή του μειώνεται. Συνήθως σε ταχύτητα 120km/h ο συντελεστής φx είναι αρκετά μικρότερος από ότι στα 40km/h.

Εφ' όσον πολλοί παράγοντες επιδρούν στη τιμή του φx, και οι οποίοι είναι δύσκολο να ληφθούν υπ' όψην, οι υπολογισμοί συνήθως γίνονται για μέσες τιμές του φx που φαίνονται στον παρακάτω πίνακα.

Page 493: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

11.25 ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΕΛΞΗΣ

Οδόστρωμα Στεγνό Υγρό Ασφαλτος 0.7-0.8 0.35-0.45 Τσιμέντο 0.7-0.8 0.35-0.45 Πέτρες 0.6-0.7 0.3-0.4 Χώμα και χαλίκι 0.5-0.6 0.2-0.4

Πάγος - 0.1-0.2

Χιόνι - 0.2-0.3

Πίνακας11. 5. Συντελεστής πρόσφυσης φx

Ο συντελεστής της πλευρικής πρόσφυσης φy εξαρτάται από τους ιδιος παράγοντες και συνήθως λαμβάνεται ίσος με τον συντελεστή φx. ζ) Συνθήκη διαρκούς κίνησης του οχήματος.

Σύμφωνα με την σχέση:

0δ− − − =t rd air a rotP P P M j

και για μηδενική επιτάχυνση, μια συνεχής κίνηση του οχήματος είναι δυνατή όταν:

> +t rd airP P P

Η ανισότητα αυτή συνδέει τη δύναμη έλξης με τις αντιστάσεις στη κίνηση του οχήματος και είναι αναγκαία συνθήκη, όχι όμως και ικανή, όπως δείχθηκε στην προηγούμενη παράγραφο. Για να είναι δυνατή η κίνηση του οχήματος πρέπει να μη γλυστρούν οι κινητήριοι τροχοί. Δηλαδή:

φ< =t gr XP P Z

Αρα η ικανή και αναγκαία συνθήκη για την κίνηση του οχήματος χωρίς διακοπή

είναι:

φ = > > +X gr t rd airZ P P P P

Page 494: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΕΛΞΗΣ 11.26

Συμπερασματικά, η συνεχόμενη κίνηση χωρίς διακοπή είναι δυνατή μόνο αν η δύναμη έλξης στους κινητήριους τροχούς δεν υπερβαίνει τη δύναμη πρόσφυσης, ενώ παράλληλα θα πρέπει να είναι μεγαλύτερη ή τουλάχιστον ίση με το άθροισμα των εξωτερικών δυνάμεων αντίστασης στην κίνηση, της αντίστασης από τον δρόμο και της αντίστασης από τον αέρα. η) Συνήθεις αντιδράσεις του δρόμου.

Θα υπολογίσουμε τις συνήθεις αντιδράσεις που ενεργούν στο όχημα, όταν αυτό στέκεται σε οριζόντιο δρόμο. Το βάρος του οχήματος θεωρείται ότι δρα στο κέντρο βάρους σε απόσταση a από τον εμπρόσθιο άξονα και b από τον πίσω άξονα (βλ.σχ.6). Οταν το όχημα είναι ακίνητο οι αντιδράσεις του δρόμου που ενεργούν στους μπροστά και πίσω τροχούς Z1, Z2, είναι ίσες με τις συνιστώσες G1, G2 του βάρους του οχήματος, δηλαδή:

1 1 /= =Z G Gb L 2 2 /= =Z G Ga L

00

όπου L είναι η απόσταση μεταξύ εμπρός και πίσω άξονα.

Κατά την κίνηση του οχήματος οι συνήθης αντιδράσεις δεν παραμένουν σταθερές, αλλά μεταβάλλονται κάτω από την επίδραση των δυνάμεων και των ροπών που ασκούνται στο όχημα.

Αμελώντας την ελαστικότητα των ελατηρίων, μπορούμε να πούμε ότι το σώμα του όχηματος είναι σταθερά εδρασμένο στους δύο άξονες του οχήματος. Οι τροχοί είναι συνδεδεμένοι με απλές εδράσεις στο σώμα. Ετσι κατά την κίνηση του οχήματος, το σώμα μπορεί να παρουσιάζει γωνιακές αποκλίσεις σε σχέση με κάποιον από τους άξονες. Η στροφή του σώματος γίνεται λόγω της επίδρασης ροπών, όπως η ροπή που μεταδίδεται από τον (ή τους) κινητήρα στους τροχούς, ακόμη οι ροπές των αδρανειακών δυνάμεων, οι ροπές των αντιστάσεων και γενικότερα από οποιαδήποτε δύναμη που εμφανίζεται και δεν εφαρμόζεται στους άξονες των τροχών.

Θα υπολογίσουμε τώρα τις αντιδράσεις, ενός οχήματος με κίνηση και στους τέσσερεις τροχούς, που επιταχύνεται σε ανηφόρα, που είναι η γενικότερη περίπτωση (Σχήμα 6). Γράφουμε λοιπόν τις εξισώσεις των ροπών για όλες τις δυνάμεις που ενεργούν στο όχημα ως προς τους δύο άξονες. Για απλούστευση θεωρούμε το ύψος του sail center hair, ίσο με αυτο του κεντρου βαρους και οτι οι ροπες των δυνάμεων αδράνειας των τροχών μπορούν να αμεληθούν.'Ετσι έχουμε:

1 2 1( )( ) ( ) cos+ + + − + + − − =g air in g r rdZ L P P P h r M X X r G a b

2 2 1( )( ) ( ) cos α+ + + − − − − − =g air in g r rdZ L P P P h r M X X r G a

1 2 1 2( )= + = + =r r r rM M M f Z Z r P r

12

1 1( / )= − − rX I r j P

2r2 2

2 2( ) /= − + −t tr trX P n Ifi I j r P

1 2+ = rI I I , =in aP M j

Page 495: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

11.27 ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΕΛΞΗΣ

Από τις παραπάνω εξισώσεις γί ται φανερό στο κινούμενο όχημα, οι

άσεις διαφέρουν από εκείνες που δημιουργούνται όταν το όχημα είν

δρα πάνω σε άξονα κινούμενου οχήματος, πρ

1

νε ότισυνήθεις αντιδρ

αι ακίνητο. Η αντίδραση στους μπροστά τροχούς μειώνεται κατά την κίνηση, ενώ στους πίσω τρόχους αυξάνει με την αύξηση του βαθμού δρόμου, της επιτάχυνσης και των δυνάμεων αντίστασης Pr, Pair.

Ορίζουμε σ' αυτό το σημείο τον συντελεστή αλλαγής της αντίδρασης mr. Είναι ο λόγος της συνήθους αντίδρασης που

ος την αντίδραση η οποία δρα στον ίδιο άξονα όταν το όχημα είναι ακίνητο σε οριζόντιο δρόμο. Είναι:

1 1 /=r Gm Z 22 2 /=rm Z G Κατά την επιτάχυνση του ο μ ες τιμές των συντελεστών αλλαγής

αν , κυμαίνονται για τον μπροστά άξονα 0.65-0.7 και για τον πίσω άξονα 1.2

χαμηλώνει στο μπροστά μέρος, συμπιέζοντας την εμπ

ς της εξίσωσης κίνησης του οχήματος. Η διαφορική εξίσωση για την κίνηση του οχήματος, διατυπώθηκε στο

πλήρη μορφή της για ί σ ι

γ μ κ π ο ισ Π

η

ρη γραφική ς επίλυσης της εξίσωσης της κίνησης ενός οχήματος.

Είν

χήματος, οι έγισττίδρασης-1.35. Οι τιμές αυτές επιβεβαίωνουν το γεγονός ότι κατά την επιτάχυνση το φορτίο

αυξάνεται στον πίσω άξονα, και το αμάξωμα χαμηλώνει στο πίσω μέρος του, καθώς συμπιέζονται οι πίσω αναρτήσεις.

Το αντίθετο γίνεται κατά το φρενάρισμα, όπου το φορτίο αυξάνεται στον εμπρόσθιο άξονα και το αμάξωμα

ρόσθια ανάρτηση. 11.2 Μέθοδοι επίλυση

προηγούμενο κεφάλαιο. Είναι όμως πολύ δύσκολο να λυθεί στηντί είναι άγνωστες οι ακριβε ς συναρτησιακές χέσεις, μεταξύ των βασ κών

δυνάμεων Pt, Prd, Pair και της ταχύτητας. Ετσι οι εξισώσεις κίνησης συνήθως λύνονται προσεγγιστικά, χρησιμοποιώντας απλές γραφικές και αναλυτικές μεθόδους, οι οποίες παρόλα αυτά δίνουν αποτελέσματα ικανοποιητικής ακρίβειας. Οι πιο διαδεδομένες μέθοδοι γι' αυτόν τον σκοπό είναι η μέθοδος ισοζυγίου δυνάμεων, η μέθοδος ισοζυγίου ισχύος, και η μέθοδος του δυναμικού παράγοντα. Θα μελετήσουμε τις τρεις αυτές διαφορετικές μεθοδολογίες στην πράξη, χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα ια την εφαρ ογή τους, το προτότυπο ηλεκτροκίνητο αυτο ίνητο όλης, π υ κατασκευάστηκε στο Πανεπ τήμιο ατρών και στην μελέτη του οποίου, εντάσσεται και παρούσα μελέτη. 11.2.1 Ισοζύγιο Δυνάμεων.

Η μέθοδος του ισοζυγίου δυνάμεων, είναι η πρώτη και απλούστεπροσέγγιση στο πρόβλημα τη

αι δε, ιδιαιτέρως χρήσιμη μέθοδος για τον υπολογισμό της αναμενόμενης τελικής ταχύτητας vmax του οχήματος.

Page 496: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΕΛΞΗΣ 11.28

Γράφοντας την εξίσωση της κίνησης ως

= + +t rd air inP P P P έχουμε την εξίσωση του ισοζυγίου των δυνάμεων την οποία θα λύσουμε γραφικά, όπως δείχνουμε στο Σχήμα 11.7.

Στο διάγραμμα του σχήματος 11.7, βλέπουμε την καμπύλη της δύναμης έλξης Pt, που υπολογίζουμε για το όχημα, με βάση την παράγραφο 11.1. Να σημειωθεί ότι η δύναμη έλξης είναι διαφορετική για κάθε σχέση μετάδοσης itr, οπότε εάν μελετούμε όχημα που χρησιμοποιεί κιβώτιο ταχυτήτων, πρέπει να κατασκευάσουμε μια ξεχωριστή καμπύλη για κάθε μια από τις σχέσεις μετάδοσης.

Σχήμα 11.7 Ισορροπία Δυνάμεων

Page 497: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

11.29 ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΕΛΞΗΣ

Στη συνέχεια στο διάγραμμα του ισοζυγίου των δυνάμεων, χαράζουμε την

καμπύλη της δύναμης αντίστασης Prd, για συγκεκριμένες συνθήκες (π.χ. για οριζόντιο δρόμο) σύμφωνα με την ανάλυση που κάναμε στην παράγραφο 11.4.

Κατόπιν υπολογίζουμε και σχεδιάζουμε την καμπύλη της δύναμης αντίστασης από τον αέρα Pair, σύμφωνα με την παράγραφο Ι.5. Το άθροισμα των δύο αυτών δυνάμεων αντίστασης, που συμβολίζουμε με Prd+Pair και κατασκευάζουμε στο διάγραμμα, είναι η ποσότητα της δύναμης έλξης που χρειάζεται για να κινείται το όχημα με σταθερή ταχύτητα. Αν η καμπύλη της Pt για μια συγκεκριμένη ταχύτητα βρίσκεται υψηλότερα στο διάγραμμα από την καμπύλη του αθροίσματος Prd+Pair, τότε το μέγεθος της δύναμης που περικλείεται από αυτές τις καμπύλες, αναπαριστά το αχρησιμοποίητο (αποταμιευμένο) μέρος της δύναμης έλξης, το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να υπερβεί αυξημένη αντίσταση δρόμου, ή για να επιταχύνει το όχημα.

Το διάγραμμα του ισοζυγίου δυνάμεων, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να οριστούν τα κύρια δυναμικά χαρακτηριστικά του οχήματος, σε ομοιόμορφη κίνηση. Για παράδειγμα, είναι φανερό ότι η μέγιστη τελική ταχύτητα που μπορεί να επιτύχει το όχημα, με την συγκεκριμένη σχέση μετάδοσης itr και για τις συνθήκες που σχεδιάστηκε το διάγραμμα του ισοζυγίου δυνάμεων, είναι το σημείο τομής των καμπύλων Pt και Prd+Pair. Προφανώς σ' αυτήν την περίπτωση η αποταμιευμένη δύναμη είναι 0, και το όχημα δεν μπορεί να επιταχύνει προς μια υψηλότερη ταχύτητα.

Αν σε κάποια ταχύτητα η καμπύλη της δύναμης έλξης κείται κάτω από την καμπύλη των αντιστάσεων, τότε το όχημα επιβραδύνεται μέχρι του σημείου που η δύναμη έλξης να μπορεί να είναι ίση με τις αντιστάσεις. Προφανώς δηλαδή αν λόγω κατηφόρας το όχημα αποκτήσει ταχύτητα μεγαλύτερη από την τελική του σε οριζόντιο δρόμο, τότε με το τέλος της κατηφόρας το όχημα θα επιβραδυνθεί.

Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειώσουμε ότι, όπως ειπώθηκε στην παράγραφο 11.8, πρέπει να ισχύει και η συνθήκη μη ολίσθησης των κινητήριων τροχών:

φ< =t gr XP P Z

Αυτή είναι και η μέγιστη δύναμη έλξης που μπορούν να παραλάβουν οι τροχοί.

Στο διάγραμμα του ισοζυγίου δυνάμεων, αυτό σημαίνει ότι για δυνάμεις έλξης μεγαλύτερες από Pgr, οι κινητήριοι τροχοί ολισθαίνουν. Εάν δηλαδή το διάγραμμα είναι σχεδιασμένο για "κοντή" σχέση μετάδοσης, ή για πρώτη σχέση στο κιβώτιο, ενδεχομένως θα εμφανίζεται ολίσθηση των κινητηρίων τροχών του οχήματος, αν ο οδηγός προσπαθήσει να εφαρμόσει όλη τη διαθέσιμη δύναμη έλξης στους τροχούς. Σ' αυτή την περίπτωση θα πρέπει ο οδηγός να αφήσει ελαφρά το πεντάλ του γκαζιού, ώστε να μη δοθεί το μέγιστο της δύναμης έλξης στους τροχούς.

Στην εξίσωση του ισοζυγίου δυνάμεων που διατυπώθηκε, οι δυνάμεις αντίστασης γράφηκαν με πρόσημο θετικό (δηλ. ως αντιστάσεις). Ομως οι δυνάμεις Pg και Pin μπορεί να είναι βοηθητικές για την κίνηση σε περίπτωση κατηφόρας. Προσοχή πρέπει να επιδειχθεί ώστε οι δυνάμεις να χρησιμοποιηθούν με το σωστό πρόσημο τους.

Page 498: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΕΛΞΗΣ 11.30

Page 499: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

11.31 ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΕΛΞΗΣ

11.2.2. Ισοζύγιο Ισχύος. Με παρόμοια διαδικασία με το διάγραμμα του ισοζυγίου των δυνάμεων που

ασκούνται στο όχημα, οι δυναμικές ιδιότητες του οχήματος μπορούν να αναλυθούν και από την σύγκριση της ισχύος έλξης Nt, με την απαιτούμενη ισχύ για να υπερνικηθούν οι αντιστάσεις που δρουν. Η εξίσωση του ισοζυγίου ισχύος γράφεται ως εξής:

= + +t rd air inN N N N όπου Nin=Pinv/1000 η ισχύς που καταναλίσκεται για την υπέρβαση της αδράνειας του οχήματος σε kW. Σε ανεπτυγμένη μορφή και σε σχέση με τις σχέσεις που έχουμε ήδη διατυπώσει για τα μεγέθη της ισχύος, η εξίσωση ισοζυγίου της ισχύος γράφεται:

3( cos sin ) / 100δ= + +t rd rd air rot aN fG a V G a V W V M jV 0

Το διάγραμμα του ισοζυγίου της ισχύος για το ηλεκτρικό αυτοκίνητο Ε-240, σε

οριζόντιο δρόμο, φαίνεται στο Σχήμα 11.8. Η καμπύλη της ισχύος έλξης σε συνάρτηση με την ταχύτητα προκύπτει από την

σχέση:

=t m trN n n Ne Στη συνέχεια σχεδιάζουμε την καμπύλη της ισχύος που καταναλίσκουν οι

αντιστάσεις από τον δρόμο Nrd

/ 1000 / 1000ψ= =rd rdN P V GV Για τον συντελεστή f λαμβάνουμε υπ' όψη την εξάρτηση του από την ταχύτητα

Page 500: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΕΛΞΗΣ 11.32

Σχήμα 11.8 Διάγραμμα ισοζυγίου της ισχύος

Page 501: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

11.33 ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΕΛΞΗΣ

Οι τιμές της ισχύος που καταναλίσκεται από την αντίσταση το αέρα σχεδιάζονται

προσθετικά στην Nrd και έτσι προκύπτει η καμπύλη Nrd+Nair. Η ισχύς που αντιστοιχεί στο τμήμα κάτω από την καμπύλη των αντιστάσεων, είναι η ισχύς που καταναλίσκεται για να ξεπεραστεί η αντίσταση του δρόμου και του αέρα, σε κάθε ταχύτητα. Η αποταμιευμένη ισχύς μεταξύ Nt και Nrd+Nair μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την επιτάχυνση του οχήματος, η το ξεπέρασμα πιθανής αύξησης των αντιστάσεων του δρόμου (ανηφόρα, κακό οδόστρωμα).

Αν το πεντάλ του γκαζιού είναι τελείως πατημένο, το όχημα επιταχύνεται μέχρι την ταχύτητα vmax, στο σημείο τομής της ισχύος έλξης με τις αντιστάσεις. Το γκάζι πρέπει να είναι ελαφρά κλειστό για ομοιόμορφη κίνηση στον ίδιο δρόμο αλλά με ταχύτητα μικρότερη της vmax.

Σ' αυτό το σημείο πρέπει να σημειωθεί, ότι η πραγματική τελική ταχύτητα που μπορεί να επιτύχει το όχημα, εξαρτάται τόσο από την διαθέσιμη ισχύ, όσο και από την διαθέσιμη ροπή, κατά συνέπεια πρέπει να κατασκευαστούν τόσο το ισοζύγιο της ισχύος, όσο και το ισοζύγιο δύναμης, προκειμένου να βρεθεί η τελική ταχύτητα vmax που μπορεί να επιτευχθεί.

Είναι φανερό ότι αν χρειάζεται να μελετηθούν περισσότερες από μια σχέσεις μετάδοσης, πρέπει να κατασκευαστούν ισάριθμα ισοζύγια ισχύος. Επίσης κατά τους υπολογισμούς σε ανωφέρεια όπως και σε επιτάχυνση, οι ισχείς Ng, Nin θα πρέπει να θεωρούνται με θετικό πρόσημο, ενώ σε κατηφόρα και επιβράδυνση με αρνητικό.

Ο βαθμός εκμετάλλευσης της ισχύος του κινητήρα U είναι ο λόγος της απαραίτητης ισχύος για την κίνηση του οχήματος, προς την ισχύ που αναπτύσσεται με το γκάζι πλήρως ανοικτό. Ετσι:

( )= + +rd air in tU N N N N/

/

ή αν το όχημα κινείται χωρίς επιτάχυνση:

( )= +rd air tU N N N

Ο βαθμός χρησιμοποίησης της ισχύος εξαρτάται από τον τύπο και την κατάσταση του δρόμου, την ταχύτητα του οχήματος, την βαθμίδα μετάδοσης. Οσο καλύτερος είναι ο δρόμος, μικρότερος ο συντελεστής ψ, μικρότερη η ταχύτητα, "μακρύτερη" η σχέση μετάδοσης, τόσο μικρότερη είναι και η κατανάλωση ισχύος του κινητήρα. 11.2.3. Δυναμικός παράγοντας.

Οπως έγινε κατανοητό, απο τις προηγούμενες παραγράφους, οι μέθοδοι των ισοζυγίων, αν και είναι απλές και παραστατικές, εντούτοις παρουσιάζουν το μειονέκτημα ότι πρέπει να εφαρμοστούν για κάθε σχέση μετάδοσης και κλίση δρόμου που μας ενδιαφέρει να μελετήσουμε. Βεβαίως έτσι η μελέτη γίνεται χρονοβόρος. Επίσης τα ισοζύγια δυνάμεων και ισχύων δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την σύγκριση των δυναμικών χαρακτηριστικών οχημάτων διαφορετικού βάρους, γιατί

Page 502: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΕΛΞΗΣ 11.34

/ G

τέτοια οχήματα όταν κινούνται στις ίδιες συνθήκες χρειάζονται διαφορετικές δυνάμεις για να υπερνικήσουν τις αντιστάσεις του δρόμου.

Θα μελετήσουμε μια διαφορετική μέθοδο επίλυσης της εξίσωσης κίνησης του οχήματος, που δεν παρουσιάζει τα παραπάνω μειονεκτήματα. Αρχικά θα ορίσουμε τον δυναμικό παράγοντα D του οχήματος, που είναι ο λόγος της διαφοράς της δύναμης έλξης από την αντίσταση του αέρα προς το βάρος του οχήματος.'Αρα:

( ) / ( / )= − = −t air tr e tr airD P P G n M i r W Η τιμή του δυναμικού παράγοντα D εξαρτάται μόνο από τις σχεδιαστικές

παραμέτρους του οχήματος και γι' αυτό μπορεί να υπολογιστεί για κάθε συγκεκριμένο μοντέλο. Ο δυναμικός παράγοντας είναι μεγαλύτερος σε μικρές βαθμίδες μετάδοσης, εξ' αιτίας της αυξημένης δύναμης έλξης Pt και της μικρής αντίστασης του αέρα Pair.

Από την εξίσωση της κίνησης έχουμε:

− = +t air rd inP P P P

Διαιρώντας και τα δύο μέλη με το βάρος προκύπτει:

/ψ δ= = rotD jg Ετσι επιτύχαμε την σύνδεση του δυναμικού παράγοντα με τις συνθήκες της

κίνησης. Στην ομοιόμορφη κίνηση η επιτάχυνση είναι μηδέν και έτσι η τιμή του D μπορεί να ορίσει την τιμή του συντελεστή ψ. Ετσι, για να έχουμε ομοιόμορφη κίνηση με κάποια σταθερή ταχύτητα, σε δρόμο με συντελεστή ψ, θα πρέπει ο δυναμικός παράγοντας του οχήματος σ' αυτή την ταχύτητα να είναι:

>D g

Ας βρούμε τον περιορισμό της δύναμης έλξης από τις συνθήκες πρόσφυσης για

να λάβουμε υπ' όψη τον περιορισμό της κίνησης του οχήματος από την ολίσθηση των τροχών:

2

2φ= =t gr XP P m G

22( ) / ( )φ= − = −gr gr air X airD P P G m G P G/

Αν οι κινητήριοι τροχοί ολισθαίνουν τότε η ταχύτητα του οχήματος είναι χαμηλή

και μπορεί να θεωρηθεί Pair=0. Θεωρώντας m2=1, έχουμε:

Page 503: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

11.35 ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΕΛΞΗΣ

2 /φ=gr XD G G

Φανερό είναι πλέον ότι η συνθήκη για την κίνηση του οχήματος είναι:

ψ> >grD D

Το διάγραμμα του δυναμικού παράγοντα που φαίνεται στο Σχήμα 11.9, είναι το

διάγραμμα της εξάρτησης του δυναμικού παράγοντα D, κάτω από πλήρες φορτίο για τη σχέση μετάδοσης itr, του ηλεκτρικού αυτοκίνητου πόλης. Με αυτό το διάγραμμα μπορούμε να προσδιορίσουμε τα δυναμικά χαρακτηριστικά του οχήματος, με μεγάλη ευκολία.

Για παράδειγμα, η μέγιστη ταχύτητα που μπορεί να επιτύχει το όχημα, σε δρόμο με συντελεστή ψ, προσδιορίζεται με τον εξής τρόπο: Χαράζουμε οριζόντια γραμμή κάθετη στο σημείο D=ψ. Διακρίνουμε τις ακόλουθες περιπτώσεις. α) Αν η οριζόντια γραμμή τέμνει το διάγραμμα σε ένα σημείο τότε η μέγιστη ταχύτητα βρίσκεται από το σημείο τομής της ευθείας με την καμπύλη. β) Αν η οριζόντια γραμμή είναι κάτω από την καμπύλη του δυναμικού παράγοντα, τότε, η ταχύτητα του οχήματος για τον συγκεκριμένο δρόμο, δεν περιορίζεται παρά μόνο από το όριο περιστροφής του κινητήρα. γ) Αν η καμπύλη του δυναμικού παράγοντα είναι κάτω από την ευθεία του ψ, τότε το όχημα δεν μπορεί να κινηθεί με αυτή την σχέση μετάδοσης, στον συγκεκριμένο τύπο δρόμου. δ) Αν η ευθεία τέμνει την καμπύλη του δυναμικού παράγοντα, σε δύο σημεία, τότε το όχημα μπορεί να κινηθεί μεταξύ των δύο αυτών ταχυτήτων, αλλά για ομοιόμορφη κίνηση, ο οδηγός δεν πρέπει να δώσει πλήρες γκάζι.

Επίσης το διάγραμμα του δυναμικού παράγοντα, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την λύση του ανάστροφου προβλήματος, δηλαδή να υπολογιστεί ο συντελεστής ψ του δρόμου στον οποίο το όχημα κινείται ομοιόμορφα με συγκεκριμένη ταχύτητα. Προφανώς αν η τιμή του συντελεστή f είναι γνωστή, η ευρεθήσα από το διάγραμμα τιμή του ψ μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να ευρεθεί η μέγιστη κλίση ανάβασης, υπο συγκεκριμένη σταθερή ταχύτητα από την σχέση:

ψ = +f i

Αξίζει τέλος να σημειωθεί, ότι η μέγιστη τιμή του δυναμικού παράγοντα που

εμφανίζεται στο διάγραμμα, αντιστοιχεί στην μέγιστη αντίσταση δρόμου με συντελεστή ψmax, που μπορεί να υπερνικήσει το όχημα και με την συγκεκριμένη μάλιστα ταχύτητα.

Page 504: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΕΛΞΗΣ 11.36

Σχήμα 11.9 Διάγραμμα δυναμικού παράγοντα D

Page 505: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

11.37 ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΕΛΞΗΣ

11.3 Συμπληρωματικά στοιχεία για την κίνηση του οχήματος: επιτάχυνση, ρολάρισμα. 11.3.1. Επιτάχυνση.

Ο χρόνος της ομοιόμορφης κίνησης του οχήματος είναι μικρός, σε σύγκριση με τον ολικό χρόνο λειτουργίας του. Για παράδειγμα ο χρόνος της ομαλής κίνησης στην πόλη είναι το 20%-25% το ολικού. Η επιταχυνόμενη κίνηση αποτελεί το 30%-45%, ενώ η αδρανειακή και το φρενάρισμα το 30%-40%.

Για να ορίσουμε την μέγιστη επιτάχυνση από την ελάχιστη ταχύτητα, θεωρούμε ότι ο οδηγός ανοίγει απότομα το γκάζι και το κρατάει πατημένο ώσπου να σταματήσει η επιτάχυνση. Αν χρησιμοποιείται κιβώτιο ταχυτήτων, οι σχέσεις μετάδοσης αλλάζονται όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Η μεταβολήη της ταχύτητας, η απόσταση που διανύεται και ο χρόνος της κίνησης, μπορούν πειραματικά να προσδιοριστούν με τη βοήθεια ειδικής διάταξης που περιλαμβάνει ειδικούς αισθητήρες και καταγραφείς. Συνήθως τέτοιες διατάξεις συνδέονται σε κάποιο τροχό του οχήματος, ή σε έναν ειδικό μετρητικό τροχό που συνδέεται επάνω στο όχημα προκειμένου να γίνουν οι μετρήσεις. Τα αποτελέσματα, μπορεί να παρουσιάζονται σε καταγραφικό χαρτί, ή ως αριθμητικές τιμές των μεγεθών που μετρήθηκαν, εκτυπωμένες από την μετρητική διάταξη. Στα συγκριτικά τεστ των διαφόρων τύπων αυτοκινήτων είναι συνήθως πρακτικό να μετράμε τον χρόνο για την κάλυψη 400m απόσταση, ή τον χρόνο για να επιταχυνθεί το αυτοκίνητο από μηδέν στα 100km/h.

Αν και στην περίπτωση της επιτάχυνσης, οι πειραματικές μετρήσεις επιβάλλονται προκειμένου να ευρεθεί η συμπεριφορά του οχήματος κατά την επιταχυνόμενη κίνηση του, εντούτοις στη συνέχεια θα προσδιορίσουμε το μαθηματικό μοντέλλο με το οποίο αναλυτικά μπορούμε να υπολογίσουμε την συνάρτηση της επιτάχυνσης με την ταχύτητα, τον χρόνο και το διάστημα, κατά την επιταχυνόμενη κίνηση του οχήματος.

Στην περίπτωση αυτή, χρησιμοποιήται πρώτα η εξίσωση της κίνησης για να βρεθεί η επιτάχυνση και στην συνέχεια με αριθμητική ολοκλήρωση, βρίσκονται οι τιμές της απόστασης που διανύθηκε και του χρόνου.

Η επιτάχυνση θα ορισθεί για κίνηση σε οριζόντιο δρόμο (i=0) ο οποίος έχει υψηλής ποιότητας άγρια επιφάνεια, με την μέγιστη χρήση της ισχύος του (ή των) κινητήρα και χωρίς ολίσθηση στους κινητήριους τροχούς. Ισχύουν οι σχέσεις:

= + +t rd air inP P P P

/ψ δ= + rotD j g

) /

άρα:

( ) / (δ δ= − − = −t rd air rot a rj P P P M g D f ot

Page 506: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΕΛΞΗΣ 11.38

/ 2

Αφού σημειώσουμε μερικές τιμές της ταχύτητας στο διάγραμμα του δυναμικού παράγοντα, βρίσκουμε τις τιμές του D και οι επιταχύνσεις j υπολογίζονται απο την παραπάνω σχέση. Οι τιμές των υπολοίπων μεγεθών βρίσκονται από τις σχέσεις που έχουμε διατυπώσει στο κεφάλαιο Ι.

Στο σημείο αυτό μπορούμε να σχεδιάσουμε το διάγραμμα της επιτάχυνσης σε συνάρτηση με την ταχύτητα. Στο Σχήμα 11.10 φαίνεται το διάγραμμα επιτάχυνσης του ηλεκτρικού αυτοκινήτου πόλης, για σχέση μετάδοσης itr=2.6. Παρατηρούμε ότι η επιτάχυνση που επιτυγχάνει το όχημα δεν είναι ιδιαιτέρως υψηλή, αυτό οφείλεται στην "μακρυά" σχέση μετάδοσης.

Ο χρόνος και η απόσταση της επιτάχυνσης του οχήματος μπορούν να υπολογιστούν με γραφικές και αναλυτικές μεθόδους. Ετσι η καμπύλη της επιτάχυνσης χωρίζεται σε διαστήματα. Σε κάθε διάστημα ταχύτητας υποτίθεται ότι η επιτάχυνση του οχήματος παραμένει σταθερή, ίση με jm

1 2( )= +mj j j όπου j1, j2 είναι οι επιταχύνσεις στην αρχή και το τέλος του διαστήματος αντίστοιχα.

Είναι:

2 1/ ( ) /= Δ Δ = − Δmj V t V V t

/ 2

άρα

1 2

/( )

= Δ= +

m

m

t V jV V V

Δ = ΔmS V t

Page 507: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

11.39 ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΕΛΞΗΣ

Σχήμα 11.10 Διάγραμμα επιτάχυνσης ηλεκτρικού αυτοκινήτου

Ετσι οι τιμές του χρόνου που υπολογίζονται μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την

κατασκευή διαγραμμάτων ταχύτητας-χρόνου, η επιτάχυνσης-χρόνου, όπως και οι τιμές της απόστασης που διανύθηκε. Πρέπει να σημειωθεί ότι η τιμή του χρόνου t=0

Page 508: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΕΛΞΗΣ 11.40 αντιστοιχεί στην ταχύτητα vmin. Σε ταχύτητα v2 αντιστοιχεί χρόνος Δt1, σε ταχύτητα v3 αντιστοιχεί χρόνος Δt1+Δt2 και ούτω καθ' εξής. Με παρόμοια άθροιση βρίσκουμε την απόσταση που διανύθηκε για τα διάφορα σημεία του διαγράμματος της επιτάχυνσης.

Επίσης ο ολικός χρόνος για να επιταχυνθεί το όχημα απο την αρχική μέχρι την τελική ταχύτητα είναι:

1 2 ...= Δ + Δ + Δt tt tn και το διάστημα που διανύθηκε είναι:

1 2 ...= Δ + Δ + ΔS SS Sn

11.3.2. Ρολάρισμα. Το ρολάρισμα είναι συνηθισμένο φαινόμενο στην οδήγηση. Αυτή η μορφή κίνησης

είναι ιδιαίτερα σημαντική όταν εναλλάσσονται το σταμάτημα με την επιτάχυνση και επίσης όταν εναλλάσσονται ανηφόρες και κατηφόρες κατά την οδήγηση. Οταν ρολάρει το όχημα, ο κινητήρας είναι αποσυνδεδεμένος από την μετάδοση της κίνησης και ροπή έλξης δεν ασκείται στους τροχούς. Η ισχύς που καταναλίσκεται από τριβές στη μετάδοση της κίνησης είναι μικρή, εφ' όσον τα στοιχεία της μετάδοσης λειτουργούν χωρίς φορτίο.

Τα δυναμικά χαρακτηριστικά ενός οχήματος το οποίο κινείται με την επίδραση της αδράνειας, μετρώνται πειραματικά σε οριζόντιο δρόμο με άγρια επιφάνεια. Το όχημα επιταχύνεται σε μια καθορισμένη ταχύτητα, για παράδειγμα 50km/h και τότε με ένα σήμα του ελεγκτή, ο οδηγός αποσυμπλέκει τον κινητήρα. Ο χρόνος, η ταχύτητα και η διανυόμενη από το όχημα απόσταση μετράται και σημειώνεται μέσω καταγραφέων. Σε απλοποιημένες μετρήσεις, σημειώνεται μόνο η απόσταση που διανύει το όχημα λόγω αδράνειας. Η εξίσωση του ρολαρίσματος είναι:

δ = + + +cst a g r air hM j P P P P

/=hP Mh r όπου Ph είναι η δύναμη τριβής στη μετάδοση που μεταφέρεται στους τροχούς κατά το ρολάρισμα. Αν δεν υπάρχουν πειραματικά δεδομένα η Ph υπολογίζεται από την εμπειρική σχέση:

310 (2 0.09 )−= +h aP V G Για την επίλυση της εξίσωσης του ρολαρίσματος, χρησιμοποιούμε γραφική

μέθοδο, παρόμοια με το ισοζύγιο δυνάμεων. Τοποθετούμε σε διάγραμμα δύναμης-ταχύτητας τις καμπύλες Ph , Pr , Pair προσθέτοντας τις τιμές κάθε μιάς από αυτές

Page 509: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

11.41 ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΕΛΞΗΣ

στην προηγούμενη. Στο Σχήμα 8.11, έχουμε κατασκευάσει το διάγραμμα ρολαρίσματος. Οι τιμές της δύναμης Pg υπολογίζονται τόσο για θετικές όσο και για αρνητικές τιμές του βαθμού δρόμου i και σχεδιάζονται ως οριζόντιες ευθείες. Οι τιμές της Pg γιά i>0 σχεδιάζονται πάνω από τον άξονα των ταχυτήτων, ενώ γιά i<0 κάτω απο αυτόν.

Τα δυναμικά χαρακτηριστικά υπολογίζονται από το διάγραμμα ακριβώς όπως στη μέθοδο του ισοζυγίου δυνάμεων. Η μέγιστη ταχύτητα προσδιορίζεται από το σημείο τομής της καμπύλης Ph+Pr+Pair με την ευθεία του επιθυμητού βαθμού i. Αν η ευθεία της Pg διέρχεται πάνω από την καμπύλη Ph+Pr+Pair το όχημα επιταχύνεται. Αν βρίσκεται από κάτω, το όχημα επιβραδύνεται.

Μπορούμε να βρούμε την επιβράδυνση ή επιτάχυνση κατά το ρολάρισμα από την σχέση:

( ) / δ= + + +g r air h cstjd P P P P g G

Στο Σχήμα 11.12, παρουσιάζουμε τα διαγράμματα της επιτάχυνσης, για διάφορες

κλίσεις δρόμου i, όταν το όχημα ρολάρει. Στην πράξη το μήκος της κίνησης, χωρίς να χρησιμοποιείται ισχύς από την

μηχανή είναι πολύ σημαντικό, για να βρεθούν τα δυναμικά χαρακτηριστικά του ρολαρίσματος. Αυτά τα χαρακτηριστικά μπορούν να χρησιμοποιηθούν σύμφωνα με τις γνωστές σχέσεις για την μέτρηση της αεροδυναμικής και του συντελεστή αντίστασης κύλισης κατά την μέθοδο running out.

Πρέπει επίσης να επισημάνουμε ότι το ρολάρισμα είναι ιδιαίτερης σημασίας γιά την κίνηση του πρότυπου ηλεκτρικού αυτοκινήτου, γιατί κατά το ρολάρισμα, ο ειδικώς εξελιγμένος ηλεκτρονικός ελεγκτής των κινητήρων, κάνει εξοικονόμηση ενέργειας, μετατρέποντας την κινητική ενέργεια σε ηλεκτρική και αποθηκεύοντάς την στους συσσωρευτές του οχήματος.

Page 510: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΕΛΞΗΣ 11.42

Σχήμα 11.12 Διάγραμμα ρολαρίσματος

Page 511: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

11.43 ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΕΛΞΗΣ

Page 512: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΕΛΞΗΣ 11.44

Σχήμα 11.13 Διάγραμμα επιβράδυνσης

Page 513: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

11.45 ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΕΛΞΗΣ

11.4 Ανάπτυξη προγράμματος για την βελτιστοποίηση της μονάδας ισχύος. 11.4.1. Προσδιορισμός απαιτήσεων.

Κατά την ανάλυση της δυναμικής συμπεριφοράς του κινούμενου οχήματος, που έγινε στα προηγούμενα κεφάλαια αυτής της μελέτης, έγινε κατανοητό ότι, προκειμένου να επιτευχθούν συγκεκριμένες προδιαγραφές γιά το υπό μελέτη όχημα, είναι απαραίτητο να επιλυθούν οι αντίστοιχες εξισώσεις αρκετές φορές, σε μια επαναληπτική διαδικασία. Από την διαδικασία αυτή, με συνεχείς αλλαγές των κατασκευαστικών παραμέτρων προκύπτει η βέλτιστη σχεδίαση, η οποία θα δίνει στο όχημα τις προαπαιτούμενες προδιαγραφές.

Είναι προφανές οτι μια τέτοια διαδικασία είναι και χρονοβόρος και ιδιαίτερα ευαίισθητη σε λάθος υπολογισμούς και εκτιμήσεις από την μεριά του μελετητή. Επίσης λόγω του μεγάλου βαθμού προτυποποίησης που επικρατεί στον τομέα των μονάδων που θα χρησιμοποιηθούν για την κατασκευή του οχήματος, ο σχεδιαστής δεν έχει την ευχέρεια να χρησιμοποιήσει οτιδήποτε άλλο εκτός από τα στοιχεία εκείνα (κινητήρες, τροχούς, μπαταρίες, ηλεκτρογεννήτριες) που μπορεί είτε να προμηθευθεί απο τρίτους, είτε να κατασκευάσει με δικά του μέσα.

Γίνεται λοιπόν φανερό ότι το πρώτο βήμα γιά μιά αυτοματοποιημένη σχεδίαση, που θα παρέχει την ευκολία της γρήγορης εποπτείας και εναλλαγής των δομικών στοιχείων την μονάδος ισχύος, είναι η χρήση μιας ολοκληρωμένης βάσης δεδομένων, ειδικά κατασκευασμένης να αποθηκεύει και να διαχειρίζεται τα χαρακτηριστικά των ειδικών αυτών δομικών στοιχείων. Η ανάπτυξη του συστήματος ξεκίνησε λοιπόν από την υλοποίηση, της βάσης δεδομένων. Η βάση δεδομένων επεξεργάζεται όλες τις πληροφορίες που ο χρήστης αποθηκεύει γιά τους διαθέσιμους ηλεκτροκινητήρες, μπαταρίες, ηλεκτρογεννήτριες και τυποποιημένους τροχούς. Υπάρχει η δυνατότητα γιά την κατασκευή διαγραμμάτων λειτουργίας των ηλεκτροκινητήρων, προκειμένου να μπορούν να παρουσιαστούν τα χαρακτηριστικά τους με ένα παραστατικό τρόπο.

Εφ' όσον ο μελετητής ενημερώσει την βάση δεδομένων με όλα τα δομικά στοιχεία που έχει διαθέσιμα, είναι πλέον έτοιμος να προχωρήσει στην επεξεργασία διαφόρων συνδιασμών, προκειμένου να υλοποιήσει τις προδιαγραφές που επιθυμεί σε ένα όχημα.

Μεθοδολογικά επόμενο βήμα της αυτοματοποιημένης σχεδίασης (η λεγόμενη και α' φάση σχεδιασμού), είναι η επιλογή ενός συνόλου δομικών στοιχείων, τα οποία στη συγκεκριμένη φάση είμαστε διατεθιμένοι να χρησιμοποιήσουμε προκειμένου να σχεδιάσουμε ένα όχημα. Είναι φανερό δηλαδή ότι σε κάποια δεδομένη στιγμή που σχεδιάζουμε ένα όχημα εξετάζουμε τις πιθανότητες να έχουμε διαθέσιμους κάποιους τύπους κινητήρων, ή συγκεκριμένες συστοιχίες μπαταριών και επιθυμούμε να βελτιστοποιήσουμε τη χρήση τους στην υλοποίηση του οχήματος. Στο σύστημα που αναπτύχθηκε στα πλαίσια αυτής της εργασίας, δώσαμε μορφή σ' αυτήν την απαίτηση εισάγωντας τον όρο του πολλαπλού σχεδιασμού.

Πολλαπλό σχεδιασμό νοούμε, ένα σύνολο δομικών στοιχείων που απαρτίζουν το σύστημα μετάδοσης του οχήματος, αποτελείται όμως από πολλές εναλλακτικές λύσεις γιά κάθε στοιχείο. Δηλαδή, ορίζουμε τον σχεδιασμό ενός συστήματος μετάδοσης που περιλαμβάνει κάποιο κινητήρα, κάποιες επιλογές γιά τις μπαταρίες,

Page 514: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΕΛΞΗΣ 11.46 ένα σύνολο ηλεκτρογεννητριών που μπορεί να χρησιμοποιηθούν, τους διαθέσιμους τροχούς, και το πεδίο της σχέσης μετάδοσης που μπορούμε κατασκευαστικά να υλοποιήσουμε. Γίνεται φανερό ότι αυτή η προσέγγιση είναι πολύ κοντά στον τρόπο που ένας μελετητής σκέπτεται κατά την αρχική φάση του σχεδιασμού. Σ' αυτό το σημείο σημειώνουμε ότι, εφόσον η βάση δεδομένων που ήδη περιλαμβάνει το σύστημά μας περιέχει μιά πλήρη γκάμα δομικών στοιχείων, η μελέτη γίνεται με βάση τον τύπο του στοιχείου, όπως αυτό είναι διαθέσιμο.

Σ' αυτό το σημείο έχουμε πλέον εγκαθιδρύσει την έναρξη του αυτοματοποιημένου σχεδιασμού. Το σύστημα αναλαμβάνει να επιλύσει το μοντέλο που περιγράψαμε στα προηγούμενα κεφάλαια, ως προς όλες τις μεταβλητές και να αποθηκεύσει τα αποτελέσματα για περαιτέρω επεξεργασία.

Η βελτιστοποίηση και η παρουσίαση των σχεδιαστικών παραμέτρων υλοποιείται στην συνέχεια. Ο σχεδιαστής του συστήματος μετάδοσης, ορίζει τις επιθυμητές προδιαγραφές του υπό σχεδίαση συστήματος. Με μιά σειρά ευφυών αλγόριθμων που εξελίχθηκαν για τις ανάγκες του συστήματος, αυτό αναλαμβάνει να υποδείξει την βέλτιστη σχεδιαστική πρόταση και να παρουσιάσει μια πλειάδα διαγραμμάτων και νομογραφημάτων που δείχνουν την εξάρτηση των επιδόσεων από τις παραμέτρους σχεδίασης.

Ο μελετητής έχει πλέον στην κατοχή του τόσο μια σχεδιαστική πρόταση που προσεγγίζει τις απαιτήσεις του, όσο και τα κατάλληλα διαγράμματα να εποπτεύσει τις σχέσεις μεταξύ των σχεδιαστικών παραμέτρων που χρησιμοποίησε. Σ' αυτό το σημείο φθάνουμε στο δεύτερο σημείο του σχεδιασμού (β' φάση), όπου η τελική απόφαση ανήκει στον σχεδιαστή του οχήματος, που με βάση τους κατασκευαστικούς ή άλλους περιορισμούς θα αποφασίσει επακριβώς την επιλογή των σχεδιαστικών παραμέτρων. Γιά λόγους πληρότητας πρέπει να δωθεί ένα υπολογιστικό εργαλείο ώστε γιά τον τελικό σχεδιασμό, όπως αυτός προέκυψε, να γίνει η πλήρης δυναμική ανάλυση, να παρουσιαστούν τα αποτελέσματα και να επιβεβαιωθούν οι επιλογές.

Εχοντας προσδιορίσει όλες τις απαιτήσεις μας από το σύστημα αυτοματοποιημένης σχεδίασης, πρέπει να προσθέσουμε κάποιες προδιαγραφές ευχρησίας και φιλικότητας προς τον χρήστη. Θεωρούμε ότι είναι μεν γνώστης της δυναμικής ανάλυσης που αναπτύξαμε, αλλά δεν είναι υποχρεωμένος, ούτε να απομνημονεύει τις διάφορες μεταβλητές που εμφανίζονται, ούτε να είναι εξοικιωμένος με την κρυπτογραφική λειτουργία των υπολογιστικών συστημάτων σε χαμηλό επίπεδο (αρχεία, προγράμματα, διαφορές των συστημάτων μεταξύ τους κ.λ.π.)

Ετσι το σύστημά μας πρέπει κατ' αρχήν να προσφέρει ένα κέλυφος, απ' όπου όλες οι διαδικασίες θα εκτελούνται με απολύτως ασφαλή και κατανοητό τρόπο. Τα χαρακτηριστικά θα ονομάζονται με το πλήρες όνομά τους και βοήθεια όπως και πίνακες με μέσες τιμές γιά διάφορες παραμέτρους θα πρέπει να είναι διαθέσιμοι όπου είναι απαραίτητο. Οι επιλογές που έχει ο χρήστης σε κάθε δεδομένη στιγμή πρέπει να εμφανίζονται αναλυτικά. Η επεξεργασία όλων των στοιχείων πρέπει να γίνεται υπό μορφή φύλλων -σελίδων, όπου θα είναι συγκεντρωμένες όλες οι πληροφορίες -κάτι που προσεγγίζει τον φυσικό τρόπο εργασιάς ενός μηχανικού.

Τέλος το σύστημα πρέπει να έχει μια σφαλμανθεκτική δομή, λάθη απο αμέλεια να διορθώνονται από το σύστημα, ενώ λάθη ουσίας να απαιτούν τις απολύτως

Page 515: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

11.47 ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΕΛΞΗΣ

αναγκαίες διορθώσεις και να μην οδηγούν σε απώλεια δεδομένων σε καμμία περίπτωση.

Οι προδιαγραφές που ετέθησαν, είναι κατανοητό ότι οδηγούν σε ένα πολύ ευέλικτο σύστημα που δίνει τελικά την δυνατότητα στον σχεδιαστή να επεξεργάζεται με μεγάλη ευκολία το πρόβλημα του σχεδιασμού της μονάδος ισχύος. 11.4.2. Η λειτουργία του αλγορίθμου

Το πακέτο των προγραμμάτων που αναπτύχθηκαν γιά την υλοποίηση του συστήματος που περιγράψαμε υπάρχει εκτυπωμένο υπό την μορφή πηγαίου κώδικα στο παράρτημα της παρούσας μελέτης. Επίσης τα εκτελέσιμα αρχεία συνοδεύουν την εργασία, εγεγγραμμένα σε δισκέττα.

Τα προγράμματα αναπτύχθηκαν για μεταγλώτιση από την Microsoft Basic Compiler, και κατασκευάστηκαν μέσα από το περιβάλλον Developement System version 7.0, σε ηλεκτρονικό υπολογιστή τύπου PC. Σημειώνουμε ότι γιά να λειτουργήσει το σύστημα πρέπει να εγκατασταθεί σε υπολογιστή με σκληρό δίσκο (απαιτείται χώρος 2.5ΜΒ) και κάρτα γραφικών (υποστηρίζονται CGA, HERCULES, EGA, MCGA, VGA). Οδηγίες γιά την εγατάσταση περιέχονται στην δισκέττα που περιέχει το πρόγραμμα. 11.4.3. Αλγόριθμος μελέτης της μονάδος ισχύος.

Στη συνέχεια φαίνεται ο αλγόριθμος σχεδιασμού που αναπτύχθηκε για την μελέτη της μονάδας ισχύος του ηλεκτρικού αυτοκινήτου Ε-240.

Page 516: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΕΛΞΗΣ 11.48

Page 517: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

11.49 ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΕΛΞΗΣ

Page 518: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΕΛΞΗΣ 11.50

Page 519: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

11.51 ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΕΛΞΗΣ

Page 520: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΕΛΞΗΣ 11.52

Page 521: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11

Page 522: Δυναμική ανάλυση οχημάτων Θ Χόνδρος

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΕΛΞΗΣ 11.2

Βιβλιογραφία 1. Artamonov M. D., V. A. Ilarionov, M. M. Morin, 1976, Motor Vehicles, Fundamentals and Design, Mir Publishers, Moscow 2.Gillespie T. D., Fundamentals of Vehicle Dynamics, S.A.E. 3. Bono S. G., W. J., DeKryger, 1990, Auto Technology, Theory and Service, Delmar Publishers Inc., N.Y., U.S.A. 4. Krouskas S. S., T. G. Chondro3s, A. D. Dimarogonas, 1991, Computer Aided Selection of Power Units for Electric cars, Patras. 5. Ντόκος Δημήτρης, 1992, Δυναμική ανάλυση της κίνησης μικρού αυτοκίνητου πόλης, Διπλωματική εργασία, Τμήμα Μηχανολόγων Μηχανικών, Πανεπιστήμιο Πάτρας 6. Dimarogonas A. D., 1989, Computer Aided Machine Design, Prentice Hall, U.K. 7. Nikravesh P. E., 1988, Computer Aided Analysis of Mechanical systems, Prentice Hall, U.S.A.