Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

492

description

Tο μυθιστόρημα "Από την Ανατολή στη Δύση" είναι ένας υπέροχος συνδυασμός ιστορικών γεγονότων μέσα από το οδοιπορικό μιας οικογένειας της Μακεδονίας, από το 1880 μέχρι σήμερα.Aκολουθούμε τους ήρωές μας από τη Μακεδονία στην Οδησσό και την Αγία Πετρούπολη να μεταφέρουν τη γνώση της καπνοκαλλιέργειας στα πέρατα του κόσμου. Ριζώνουμε μαζί τους στην Αίγυπτο, στην Αλεξάνδρεια. Γινόμαστε μάρτυρες στη δημιουργία της αμύθητης περιουσίας τους στις χασιέντες της Αργεντινής και στο Μπουένος Άιρες.Από τους χορούς στα χειμερινά ανάκτορα του τσάρου ως τα αργεντίνικα ταγκό της Εβίτα Περόν, λάμπουν και δημιουργούν. Λικνίζονται ράθυμα πάνω στις καμήλες, ακολουθώντας τα μυστικά του Νείλου, δίπλα στις πυραμίδες των φαραώ, και συναναστρέφονται με σπουδαίες προσωπικότητες της Αλεξάνδρειας. Mα πάνω απ' όλα μεταφέρουν τα οράματα, το πάθος και τα βιώματά τους, ενώ η μοναδική ιστορία της Ελλάδας πρωταγωνιστεί.Εδώ παντρεύονται τα συναισθήματα με τον ηρωισμό, τον έρωτα και το πάθος, ενώ η ιστορία κυλά γύρω τους. Zουν, αγαπούν, πολεμούν, δακρύζουν και γελούν δυνατά, πλατιά και ελεύθερα...

Transcript of Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Page 1: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση
Page 2: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Γ Ι Α Ν Ν Η Σ και ΜΑΡΙΝΑ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ

Α Π Ο Τ Η Ν Α Ν Α Τ Ο Λ Η Σ Τ Η Δ Υ Σ Η

Οδησσός - Αλεξάνδρεια - Μπουένος Άιρες

ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΒΑΝΗ ΑΘΗΝΑ 2006

Page 3: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Σειρά: ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Τίτλος: ΛΠΟ Τ Η Ν ΑΝΑΤΟΛΗ ΣΤΗ ΔΥΣΗ Συγγράψεις: ΓΙΑΝΝΗΣ και ΜΑΡΙΝΑ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ

Copyright © Γιάννης και Μαρίνα Αλεξάνδρου Copyright © 2006: ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΒΑΝΗ ABE Σόλωνος 9 8 - 1 0 6 80 Αθήνα. Τηλ.: 210 3661200, Fax: 210 3617791 http://www.livanis.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, η αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική, ή η από-δοση κατά παράφραση ή διασκευή του περιεχομε'νου του βιβλίου με οποιονδήποτε τρό-πο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο, χωρίς προηγουμένη γραπτή άδεια του εκδότη. Νόμος 2121/1993 και κανόνες του Διεθνοΰς Δικαίου που ισχΰουν στην Ελλάδα.

Παραγωγή: Εκδοτικός Οργανισμός Λιβάνη

ISBN 960-14-1242-5

Page 4: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Δεν υπάρχει ζύγι στο δόσιμο της ψνχής. Όταν κανείς καταθέτει τα ό-ρια τον, οι φραγμοί πέφτουν.

Αρχή στο κορμί; Τέλος; Κουβάρι οι αισθήσεις με τα αγγίγματα. Άγρια ζώα στψ πάλη του κορμιού με τψ καρδιά.

Ύστερα έρχεται η ολοκλήρωση, σαν ψίθυρος ευλογημένος. Σαν δροσιά στη δίψα της ψυχής για αγάπη.

Και αυτό το βιβλίο το αφιερώνουμε στους αναγνώστες μας. Κρατάμε την υπόσχεσή μας να μην τους προδώσουμε και ταξιδεύουμε μαζί τους, με την ιστορία αυτού τον τόπον.

Για το μόνο που δεν μπορεί να κατηγορήσει κανείς την ιστορία των Ελλήνων είναι ότι μπορεί να προκαλέσει πλήξη. Απεναντίας, είναι γεμάτη λάμψη, μεγαλείο, δάκρυα, λεβεντιά και σκληρά πληρωμένα λάθη, χαραγμένα στο πετσί με πύρινα γράμματα.

Αχ, αυτοί οι Έλληνες! Είναι αξιαγάπητα τρελοί, παθιασμένοι με τον έρωτα και με εσωτερικές πολιτικές ολέθριες φαγωμάρες που δεν έχουν τελειωμό.

Ιστορικά, ξαφνιάζουν συχνά απρόβλεπτα τον κόσμο με τολμηρές δημιουργικές πρωτοβουλίες, με μπέσα, με μικρότητες, αλλά και με το άγγιγμα της καρδιάς. Με μια αγκαλιά ανοιχτή, που λίγοι λαοί στον κόσμο έχουν.

Page 5: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Γιατί ποιο άλλο έθνος μπορεί όταν βρίσκεται στο χείλος της κα-ταστροφής να αποκτά μια ηνοή, να βρίσκει το κουράγιο και τψ τόλ-μη για αφάνταστο μεγαλείο, να επιδεικνύει καταπληκτική ενότητα, να γίνονται όλοι ένα;

Αμέσως μετά, βέβαια, γκρεμίζουν ό,τι έχτισαν και τα ισοπεδώνουν όλα, πέφτουν τόσο χαμηλά άστε να πιάσουν πάτο και ύστερα ξανά με δύναμη τραβούν προς την ανηφόρα.

Ας ευχηθούμε οι επόμενες γενιές να μην επαναπαυτούν στις περα-σμένες δάφνες, αλλά μαθαίνοντας από τα σκληρά παθήματα του πα-ρελθόντος να διατηρήσουν μια αυθεντική ποιότητα 'ψυχής. Να μην που-ληθούν αλόγιστα σε ξένες αγκαλιές...

Ψάξαμε σε ιστορικές πηγές, βγάλαμε αίσθημα μέσα από τα φύλλα της καρδιάς μας και σας προσφέρουμε, μαζί με την αγάπη μας, το βι-βλίο μας And την Ανατολή στη Δΰση.

Γιάννης και Μαρίνα Αλεξάνδρου

Page 6: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Το σπίτι στο λόφο είχε την καμινάδα του στο ψηλότερο ση-μείο της περιοχής. Σε αυτή τη βίγλα έχτισε τη φωλιά του έ-να ζευγάρι πελαργών που φτερούγιζε ολημερίς πάνω από τα κτήματα του Θανάση.

Αυτοί, κόβοντας βόλτες ψηλά, πέρα από τα κλαδιά των δέντρων, είδαν πρώτοι ένα χάραμα να φεύγει το κάρο για τη Δράμα. Ή τ α ν φορτωμένο με πράγματα παλιά. Έπιπλα, εργαλεία, στρωσίδια και ό,τι άλλο έχει ένα νοικοκυριό.

Πετούσαν πάνω από το κάρο οι πελαργοί, μέχρι που αυ-τό απομακρύνθηκε πολύ και τότε γύρισαν πίσω για να μη χά-σουν τη φωλιά τους.

Ο ήλιος είχε ανατείλει πια και το φως κυριαρχούσε στον ουρανό, τον κάμπο και τα γυμνά κλαριά των δέντρων.

Αυτό το χειμωνιάτικο πρωινό, εκεί ψηλά στην καμινάδα έκανε μεγάλη παγωνιά, τα άχυρα όμως της φωλιάς ζέσται-ναν τα πουλιά...

Page 7: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Υπέρτατη δύναμη στον κόσμο, πάνω από θεοΰς και αν-θρώπους, αυτή που ρυθμίζει τη ζωή όλων των όντων είναι η μοίρα. Ακόμα και οι θεοί δεν μπορούν να αντιταχθούν στις επιθυμίες της. Είναι η ανάγκη που μπροστά της σκύ-βουν οι πάντες: «ανάγκα και θεοί πείθονται». Είναι η ειμαρ-μένη, η κυρία των ανθρώπινων πεπρωμένων. Και η υπέρ-τατη αυτή δύναμη δεν είχε ποτέ αισθήσεις, δεν άκουγε και δεν έβλεπε, δεν ένιωθε. Μάταιες απέβαιναν οι παρακλήσεις των ανθρώπων. Εκείνη παρέμενε πάντα άτεγκτη και αδυ-σώπητη.

Η μοίρα γεννήθηκε από το Χάος και τη Νύχτα ή το Έρεβος. Τις δύο αυτές πρωταρχικές θεότητες.

Το Χάος ήταν ανέκαθεν υπάρχουσα ύλη, η προαιώνια, αυτή που περιέχει μέσα της τα πρώτα στοιχεία του παντός. Και η Νύχτα ήταν το σκοτάδι, το υπεράνω του Χάους.

Πριν από το Χάος και τη Νύχτα δεν υπήρχε τίποτα.

Page 8: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Για τους χριστιανούς η καλοσύνη, η αγάπη για το συνάν-θρωπο και η πίστη είναι δυνάμεις ανώτερες από τη μοίρα...

Οι Έλληνες έχουν χαραγμε'νη στην ψυχή τους όχι μόνο τη μυθολογία αλλά και την πίστη. Με το κατασιάλαγμά τους πορεύονται σε Ανατολή και Δύση...

Page 9: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

ΔΡΑΜΑ

Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑςΗ ΓΕΩΡΓΊΑΔΗ είχε φτιάξει το κονά-κι της να δεσπόζει στην κορυφή ενός λόφου, με γύρω γύρω τα χωράφια. Οι γείτονες ήταν Τούρκοι, που και αυτοί είχαν τη δική τους γη:

Όλοι εκεί είχαν μποστάνια για να καλύπτουν τις ανάγκες τους, ντομάτες, αγγούρια, φασόλια, κρεμμύδια.

Ζούσαν σε χαμόσπιτα χτισμένα με πλίνθους και άχυρα, δίπλα από το βάλτο και το ποτάμι που μεγάλωνε όταν κα-τέβαινε πολύ νερό και μίκραινε με την ξηρασία.

Όλοι όμως καλλιεργούσαν παράλληλα και καπνά. Τα μάζευαν, τα ξέραιναν και τα πουλούσαν στη Δράμα. Τα με-τέφεραν με καρότσες που τις έσερναν βόδια.

Έλληνες και Τούρκοι ζούσαν μονιασμένοι και συχνά βοη-θούσαν ο ένας τον άλλο.

Κάθε Κυριακή απόγευμα, μαζεύονταν οι αρχηγοί από τις φαμίλιες στο σπίτι του Θάνου, που ήταν και το μεγαλύ-τερο της περιοχής. Εκεί συζητούσαν τα προβλήματά τους ό-λοι μαζί. Έλεγαν για τις καλλιέργειες της περιοχής και για τις δουλειές. Νοιάζονταν για τα χωράφια που λάσπωναν α-πό το ποτάμι ή προβληματίζονταν για το πώς θα πληρώ-

Page 10: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

σουν τους φόρους. Πώς θα τα έβγαζαν πέρα με τις επιδρο-μές των Βούλγαρων ληστών. Φαίνεται όμως ότι θεωρούσαν τους φόρους περισσότερο επικίνδυνους.

Το χαρακτηριστικό όλων αυτών των οικογενειών, των Ελλήνων και των Τούρκων, ήταν ότι είχαν πολλά παιδιά, α-παραίτητα για τα καπνά, που ήθελαν πολλά χέρια για το μάζεμα, το κόψιμο και το ντάνιασμα, αλλά και για το δέσι-μο των φύλλων (στο ίδιο μεγέθος πάντα), το κρέμασμα για να στεγνώσουν και τις τόσες άλλες δουλειές...

Έλληνες και Τούρκοι ήταν ένα. Φίλοι, πατριώτες και χω-ριανοί με τα ίδια βάσανα. Μπορεί να ήταν ένα στη ζωή, ό-μως η θρησκεία τους κρατούσε χώρια. Δεν ανακατεύονταν οι οικογένειες, δεν παντρεύονταν χριστιανοί με μωαμεθα-νούς, ωστόσο είχαν περισσή αγάπη αναμεταξύ τους. Ας ό-ψονται οι κυβερνήσεις που τα μπερδεύουν όλα...

Ο Θάνος είχε εννιά παιδιά, έξι αγόρια και τρία κορίτσια. Τι να σου κάνει και η Κερασούλα με έντεκα τοκετούς; Δύο της είχαν γεννηθεί πεθαμένα... Ολημερίς δούλευε πλάι στον άντρα της. Ευτυχώς που είχαν τα περισσότερα κτήματα και με σκληρή εργασία έβγαινε το ψωμί για όλους.

Στα καπνά χρησιμοποιούσαν και εποχικούς εργάτες. Έλληνες, Τούρκους, Τσιγγάνους και Πομάκους. Στη Μα-κεδονία είμαστε, στο μεγαλύτερο ανακάτεμα φυλών και θρη-σκειών, που αν άφηναν ήσυχους τους ανθρώπους οι πολιτι-κοί και τα συμφέρόντά τους θα ζούσαν όμορφα, με τα κτή-ματα, τις εκκλησίες, τους μιναρέδες, τις συναγωγές, να μπερ-δεύονται οι σκιές τους στο μεγάλο κάμπο.

Όταν δημιουργούνταν εντάσεις, αδικίες και τέτοια... ω-ραία και πρωτόγονα, έλυναν τις διαφορές οι γεροντότεροι

Page 11: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

(Π i|v ησυχία ενός λιακωτού όπου συγκεντρώνονταν για να συ-ζητήσουν και να ηρεμήσουν τα πιο θερμά μυαλά.

Σε αυτό το περιβάλλον γεννήθηκαν καπνέμποροι που δε φοβήθηκαν ταξίδια σε σκληρούς καιρούς, ανταγωνισμό, ξέ-νες γλώσσες, πολέμους, κρατικά συμφέροντα.

Αυτοί ίδρυσαν εμπορικούς οίκους, εργοστάσια που ή-ταν γνωστά στις πέντε ηπείρους, σε όλα τα χρηματιστήρια, σε όλους τους τραπεζίτες. Από τη Δράμα πήραν το «δρό-μο του καπνού» που τελειωμό δεν είχε και εμπόδιο δε γνώ-ριζε...

Το κάρο που έφυγε από το χωριό μες στην πρωινή πάχνη μεταφέροντας την οικογένεια του Θανάση και τις ελπίδες τους έφτασε στη Δράμα και σταμάτησε στην οδό Χρυσο-λωρά. Ήταν ένα δρομάκι λασπωμένο, πολύ κοντά στην πλα-τεία του δημαρχείου.

Εκεί πήγαιναν σταλμένοι από κάποιο γνωστό και νοί-κιασαν για ένα χρόνο ένα ξύλινο σπιτάκι από έναν Εβραίο δερματέμπορο που δεν τον χωρούσε πια.

Τους πήρε μια βδομάδα για να φτιάξουν τη στέγη, να κλείσουν τις τρύπες, να συντηρήσουν τις πόρτες. Και να σου που μπήκε και η πινακίδα: «Αποθήκη Καπνών Θ. Γεωργιά-δης και Υιοί».

Το επόμενο βήμα ήταν να πουλάνε στο μαγαζί τους τα κα-πνά των γειτόνων και μετά από ένα χρόνο δουλειάς έφτασαν να εμπορεύονται όλα τα καλής ποιότητας καπνά της περιο-χής τους. Της Προσωτσάνης, που είχε όνομα για τα μυρω-δάτα μικρόφυλλα καπνά της ποικιλίας Καμπά Κουλάκ και

Page 12: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Μπασί Μπαγλΐ. Έπιασαν και μια μεγάλη αποθήκη και έ-καναν σιγά σιγά ένα καλό όνομα.

Δούλευαν όλα τα παιδιά, από τον Μηνά που ήταν δέκα χρόνων και τη Λητώ στα έντεκά της, μέχρι τον Παύλο στα είκοσι δύο του.

Το πρώτο μικρό κάρο είχε δώσει τόπο σε τρία μεγάλα με τέσσερις ρόδες και μεγαλύτερη χωρητικότητα. Από το πρώ-το είχαν κρατήσει τη μία ρόδα, που έμελλε να μείνει μαζί τους και να διατρέξει όλο το «δρόμο του καπνού». Τον διέ-τρεξε όχι γυρίζοντας με θόρυβο, τριγμούς και στεναγμούς αλλά βαμμένη και γυαλιστερή, ως έμβλημα της «Θ. Γεωρ-γιάδης και Υιοί». Στα δύσκολα την άγγιζαν και κρατούσαν την ανάσα τους μέχρι να έρθει το καλό το νέο. Στα καλά τη χτυπούσαν και τσούγκριζαν το ρακί που έπιναν για να γιορ-τάσουν μια μεγάλη επιτυχία τους. Αυτή η ρόδα έμελλε να δώ-σει το όνομα στα περίφημα οβάλ τσιγάρα «Ρόδον», στο ερ-γοστάσιο της Αλεξάνδρειας, μετά από πολλά χρόνια.

Από τα εννιά παιδιά της Κερασούλας στα καπνά στέ-ριωσαν τα τρία. Ο πρωτότοκος, ο Παύλος, ο Μηνάς και ο μικρότερος, ο Κωστάκης Γεωργιάδης.

Οι αδερφές τους παντρεύτηκαν, έκαναν σπιτικά και έ-μειναν μέσα στα νοικοκυριά τους, έτσι συνήθιζαν τότε.

Από τα άλλα αρσενικά του σπιτιόύ, οι δύο μεσαίοι έφυ-γαν στη θάλασσα και ο Γεράσιμος έγινε παπάς. Πάντα του αυτό ήθελε να κάνει. Μικρό παιδί ήταν και έψελνε. Όταν ο πατέρας του πλούτισε, έχτισε για χάρη του μια όμορφη εκ-κλησιά στην άκρη των χωραφιών. Ή τ α ν η μεγαλύτερη στην Προσωτσάνη, με καντήλια μαλαματένια και χρυσά. Κάθε Δεκαπενταύγουστο έκαναν εκεί τέτοιο πανηγύρι και γλέντια,

Page 13: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

ΠΟΙ) έρχονταν κόσμος και από την Ξάνθη και από την Κα-βάλα για να γιορτάσουν με τους καπνάδες. Η Κερασοΰλα, 01 κόρες και οι νΰφες της ετοίμαζαν γλυκά και πίτες. Τότε 0 Γεράσιμος λειτουργούσε φορώντας τα καλά του άμφια και 01 ψαλμωδίες ακούγονταν και αντιλαλούσαν σε όλο τον κά-μπο...

Τα κόπια πλήθυναν, οι προσπάθειες αβγάτισαν και ο Θα-νάσης ο καπνάς έκανε με τα παιδιά του εταιρεία, στέριωσε και προχώρησε και στην ντόπια, ελληνική αγορά, αλλά και σε εξαγωγές στην Ευρώπη και την Αμερική.

...Αποφάσισαν να γιορτάσουν τα τριάντα χρόνια της «Θ. Γεωργιάδης και Υιοί» στη Γενεύη, μαζί με την «European Tobacco», την ελβετική εταιρεία που τους διακινούσε το ε-μπόρευμα σε όλη την Ευρώπη και τους έκανε το εβδομήντα πέντε τοις εκατό του ετήσιου τζίρου εδώ και οχτώ χρόνια.

Το ξενοδοχείο «Mont Blanc», δίπλα από την ομώνυμη γέ-φυρα, είχε στολιστεί ανάλογα και την Παρασκευή στις έξι θα μαζεύονταν οι καλεσμένοι στη μεγάλη αίθουσα δεξιώσεων.

Πράγματι, η αίθουσα, ακριβώς στην ώρα, ήταν κατάμε-στη από τραπεζίτες, πρέσβεις, διπλωμάτες, στελέχη των με-γάλων οίκων καπνού από όλη την Ευρώπη. Περίμεναν το δή-μαρχο της Γενεύης και τον υπουργό Εμπορίου της Ελβετίας.

Τους υποδέχτηκε στην είσοδο και τους οδήγησε στη θέ-ση τους ο ίδιος ο Παύλος Γεωργιάδης και αμέσως μετά α-νέβηκε στο βήμα. Η καρδιά του σφίχτηκε από συγκίνηση.

Page 14: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Πίσω του ήταν η ρόδα από το μικρό κάρο και μπροστά του, στην πρώτη σειρά των καθισμάτων, ο πατέρας του, ο Θα-νάσης Γεωργιάδης. Τον κοιτούσε με το κοφτερό του βλέμ-μα ενώ δίπλα του στεκόταν η Κερασούλα. Είχε τα μάτια της τεντωμένα και ανοιχτά για να μην πλημμυρίσουν από δά-κρυα.

Ο Παύλος πήρε μια βαθιά ανάσα και άρχισε να λέει: - Κυρίες και κύριοι, σας ευχαριστώ πολύ που ήρθατε

να γιορτάσουμε μαζί τα τριάντα χρόνια της εταιρείας μας. Και για να μην πλήξετε, αντί εισαγωγής, ακούστε μια ι-στορία από τη Μακεδονία για να καταλάβετε πώς φτάσα-με ως εδώ και πώς θα αξιωθούμε να γιορτάσουν οι απόγο-νοι μας τα εκατό χρόνια της μεγάλης εμπορικής μας οικο-γένειας.

«...Θυμάμαι μια κάμαρη με ένα μοναδικό παράθυρο και δάπεδο από σκληρό πατημένο σκούρο χώμα. Σε μια γωνιά ψηλά έβλεπα ένα καντήλι κρεμασμένο που τη φώτιζε αμυ-δρά. Φώτιζε και την εικόνα της Παναγίας, με το πονεμένο και καρτερικό χαμόγελο.

»0 πατέρας και η μάνα κοιμούνταν. Το χέρι του πατέρα ήταν περασμένο γύρω από τους ώμους της γυναίκας του. Παραδίπλα, πάνω σε στρώματα καταγής, τα αδέρφια μου είχαν βυθιστεί στον ύπνο το ένα δίπλα στο άλλο και ακού-γονταν ρυθμικές οι ανάσες τους.

»Ξύπνησα από το τρίξιμο του παραθύρου λίγο τρομαγ-μένος. Μα αυτά που είδα μου έδωσαν γαλήνη και δύναμη τόσο μεγάλη, ώστε ταξίδεψαν μαζί μου για χρόνια και με έ-

Page 15: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

φεραν μέχρι εδώ σήμερα. Με έφεραν μπροστά σας και θα με σπρώχνουν να κάνω πράγματα, ασήμαντα ή σημαντικά, μέχρι την τελευταία μέρα της ζωής μου...

Ύστερα ο Γεωργιάδης συμπλήρωσε με ένα χαμόγελο: - Τα οικονομικά αποτελέσματα της φετινής χρονιάς θα

σας τα εκθέσει ο γενικός μας διευθυντής κύριος Τσίμερμαν. Σας ευχαριστώ που με ακούσατε.

Κατέβηκε από το βήμα και πήγε να καθίσει δίπλα στον Θανάση και την Κερασούλα. Δίπλα στα δυο γεροντάκια που δεν μπορούσαν να τον δουν γιατί τα δάκρυα είχαν θολώσει το βλέμμα τους. Γιατί η καρδιά τους είχε τόσο φουσκώσει που δεν τους χωρούσε όλη η Γενεύη.

Την επομένη της μεγάλης γιορτής των τριάντα χρόνων, πριν γυρίσουν στην Ελλάδα, τα παιδιά του Θανάση μοίρασαν τη «Θ. Γεωργιάδης και Υιοί».

Δύο ποδάρια θα είχε πια η εταιρεία. Το ένα θα έμενε στη Μακεδονία, στη Δράμα από όπου ξεκίνησε, ενώ το άλλο θα ανοιγόταν πολύ μακριά, έως κάτω, στην Αίγυπτο. Εκεί, στην Αλεξάνδρεια, θα μετέφεραν την πολύχρονη εμπειρία από την καλλιέργεια των καπνών και θα άνοιγαν καπνεργοστά-σιο ο Κωστάκης Γεωργιάδης με τον Μηνά.

Ο Παύλος, ο μεγαλύτερος γιος του Θανάση, μαζί με τα άλλα αδέρφια θα παρέμεναν πίσω, στην Ελλάδα...

Page 16: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Ό τ α ν γεννήθηκε ο Κωστάκης, ο Μηνάς ήταν δώδεκα χρο-νών παιδί. Ο Κωστάκης, πιτσιρικάκι μικρό, έπαιρνε από πί-σω τον Μηνά όπου κι αν πήγαινε. Έτσι μεγάλωσαν τα δυο αδέρφια, με πολλή αγάπη ο ένας για τον άλλο και ήταν πά-ντα αχώριστοι. Ο Μηνάς πρόσεχε τον αδερφό του από μια σταλιά παιδί, αυτός του έμαθε τα πρώτα του γράμματα. Οι χαρακτήρες τους όμως διέφεραν πολύ.

Ο Μηνάς για να αποφασίσει το καθετί στη ζωή του το σκε-φτόταν πολύ και το περνούσε από σαράντα κύματα. Αντίθε-τα, ο Κωστάκης ήταν μπροστάρης, τολμηρός και είχε όλο δη-μιουργικές ιδέες. Ό τ α ν λοιπόν δήλωσε ότι ήθελε να ξανοι-χτεί στο εμπόριο των καπνών και να κάνει δικό του εργοστά-σιο στην Αίγυπτο, ο Μηνάς στάθηκε αμέσως στσ πλευρό του.

Με τη μεμψιμοιρία που τον χαρακτήριζε είχε μείνει ανύ-παντρος. Αποφάσισε λοιπόν να ακολουθήσει τον αδερφό του στην Αλεξάνδρεια. Ήθελε να βάζει φρένο στις παράτολμες αποφάσεις του και να προσέχει τα συμφέροντά του, γιατί τον θεωρούσε παρορμητικό, άρα και επικίνδυνο. Θαρρούσε ότι ο Κωστάκης ήταν ικανός να τα τινάξει όλα στον αέρα με πράξεις ασύνετες παρασυρμένος από μια καινούρια ιδέα.

Έτσι , λοιπόν, πριν ο Θανάσης και η Κερασούλα κλεί-σουν τα μάτια τους πρόκαμαν να δουν τη δουλειά τους να φελά. Είδαν εγγόνια και χαρές, έθαψαν δικούς τους, μοι-ρολόγησαν, αλλά ήπιαν και στην υγειά των παιδιών τους. Χόρεψαν σε γάμους και αξιώθηκαν να ζήσουν την εξάπλω-ση της εταιρείας τους στην Αίγυπτο.

- Σε δύο ηπείρους μετράμε, Κερασοΰλα! είπε ο Θανά-σης όταν, φορώντας τη μάλλινη φανέλα και το μακρύ του σώ-βρακο, έπεσε να κοιμηθεί.

Page 17: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Έκανε το σταυρό του στης Παναγιάς το εικόνισμα με σε-βασμό και κατάνυξη.

- Σε δυο ηπείρους! ψιθύρισε ξανά και παίρνοντας στην αγκαλιά του τη γερόντισσα κοιμήθηκε ελαφρά σαν το που-λάκι.

0 καπνός είναι φυτό της αμερικανικής ηπείρου και από εκεί μετα-φέρθηκε. Στην Αμερική όμως δεν υπήρχαν μικρόφνλλα καπνά. Τα μι-κρόφυλλα ονομάστηκαν «τουρκικά» και προήλθαν από την προσαρ-μογή των αμερικανικών σπόρων στις τοπικές κλιματολογικές και ε-δαφολογικές συνθήκες των Βαλκανίων, στην περιοχή γύρω από τη Μαύρη Θάλασσα και στις χώρες της Μέσης Ανατολής. Γι' αυτό και στην αρχή ονομάστηκαν «τουρκικά καπνά», αφού οι περισσότερες α-πό αυτές τις καπνοπαραγωγικές περιοχές ήταν τμήματα της Οθωμα-νικής Αυτοκρατορίας.

Ο καπνός εμφανίστηκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία αργά, κατά τα τέλη του 16ου αιώνα. Το 1700 νομιμοποιήθηκε η καλ-λιέργειά του και φορολογήθηκε το εμπόριο του. Λίγο λίγο σταθε-ροποιήθηκαν νέες ποικιλίες και άρχισε η συστηματική παραγωγή, που αρχικά κάλυπτε μόνο τις εγχώριες ανάγκες, αλλά τελικά τις ξε-πέρασε.

Εκλεκτά καπνά καλλιεργούνταν στη Βόρεια Μακεδονία, και ιδι-αίτερα στην Καβάλα, τη Δράμα και την Ξάνθη (Γενιτζέ).

Η ανάγκη της συχνής μεταφοράς των καπνών εκτός του τόπου της παραγωγής και οι εξαγωγές σε ξένες χώρες, αλλά και οι ειδικές γνώ-σεις που απαιτήθηκαν και η ανάγκη αποθήκευσης του προϊόντος, δη-μιούργησαν τέτοιες συνθήκες, ώστε μέσα από τους απλούς καλλιερ-γητές να αναδειχτούν οι καπνέμποροι.

Page 18: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Οπωσδήποτε, οι διαφορετικές ποικιλίες, η ανάγκη για καλές ποι-ότητες, αλλά και καλές ποσότητες, όπως και τα ταξίδια, που όμως ή-ταν πολύ δύσκολα τότε, δυσχέραιναν την εξαγωγή των καπνών.

Το 19ο αιώνα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία εμφανίστηκαν οι πρώτοι μικροκαπνέμποροι, που ήταν Έλληνες, Λεβαντίνοι, Εβραίοι, Αρμένιοι και Τούρκοι.

Οι Έλληνες, σπαρμένοι από την Ανατολική Θράκη μέχρι τη Σερ-βία, τη Βουλγαρία, την Πόλη, αλλά και τα παράλια της Μικράς Ασίας και της Μαύρης Θάλασσας, συνέβαλαν πολύ στην ανάπτυξη της καπνοβιομηχανίας.

Κατά τα μέσα του 19ου αιώνα αρκετοί αποφάσισαν να δημιουρ-γήσουν ειδικές μονάδες επεξεργασίας καπνού. Έτσι, στις περιοχές αυτές έγιναν ελληνικά καπνεργοστάσια κοπής φύλλων καπνού και κα-τασκευής χειροποίητων τσιγάρων. Τα λιμάνια της Σμύρνης και της Κωνσταντινούπολης διευκόλυναν τις εξαγωγές.

Οι Έλληνες καπνέμποροι στη συνέχεια, με αξιοθαύμαστη δρα-στηριότητα, άνοιξαν γραφεία σε πολλές πρωτεύουσες τον εξωτερικού, από τη Βόρεια Ευρώπη μέχρι την Αυστραλία. Ειδικά η ξανθιώτικη ποικιλία πουλιόταν σε τιμή δεκαπλάσια από τις άλλες. «Άναβαν τότε οι Ξανθιώτες τα τσιγάρα τους με μεγάλα χαρτονομίσματα...» έλεγαν χαριτολογώντας.

Όμως, το 1883 επεβλήθη στην Οθωμανική Αυτοκρατορία μονο-πώλιο και αυτό τους ανάγκασε να στραφούν σε άλλες χώρες. Εκεί δούλεψαν σκληρά και πέτυχαν και ανταγωνίστηκαν με τους άλλους και αρίστευσαν παντού.

Η κοντινή Αίγυπτος τους υποδέχτηκε πρώτη. Εκεί τότε ήταν ανύ-παρκτη η βιομΐ]χανία τσιγάρων. Γρήγορα οι Έλληνες δημιούργησαν καπνοβιομηχανίες και σε λίγα χρόνια έλαμψε ο θρύλος των αιγυπτια-κών τσιγάρων, τα οποία όμως στην πραγματικότητα ήταν ελληνικά.

Page 19: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Μόνο το όνομα είχαν πάρει από τψ Αίγυπτο. Μόνο το όνομα, γιατί τα εργοστάσια που τα παρήγαν ήταν ελληνικής ιδιοκτησίας και η πρώ-τη ύλη, τα καπνά, προέρχονταν από την Ελλάδα, αλλά και από τις υ-πόδουλες ακόμα ελληνικές περιφέρειες της Μακεδονίας.

Ετσι, ελληνικά ονόματα υπήρχαν στα πακέτα των αιγυπτιακών τσιγάρων και η φήμη τους έφτανε μέχρι τα πέρατα της οικουμένης. Έφτανε σαν εχέγγυο ύψιστης ποιότητας και άφθαστης απόλαυσης.

Από την άλλη, βέβαια, οι Ελληνες καπνέμποροι και καπνοβιο-μήχανοι έφτασαν και στη Μικρά Ασία, τη Μάλτα, τις Ινδίες, τη Γερ-μανία, την Αγγλία, τη Ρωσία, την Κεντρική και Νότια Αφρική, την Ουγκάντα, το Αντεν, το Βέλγιο, την Ολλανδία, την Αυστραλία, τη Βό-ρεια και Νότια Αμερική, το Χονγκ Κονγκ.

Τα τσιγάρα με τα ανατολικά καπνά παρέμειναν πασίγνωστα και περιζήτητα μέχρι και μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, ε-πλήγησαν όμως ανεπανόρθωτα όταν ήρθε στη μόδα η γεύση των α-μερικάνικων καπνών Βιρτζίνια κι έτσι λίγο λίγο οι ανά τον κόσμο ελ-ληνικές επιχειρήσεις συρρικνώθηκαν και σταμάτησαν τη λειτουργία τους ή αγοράστηκαν από πολυεθνικές επιχειρήσεις.

To American Blend επικράτησε.

Ο Παύλος Γεωργιάδης ήταν ένας από τους μεγαλύτερους και γνωστότερους καπνέμπορους της ελληνικής βιομηχα-νίας. Πήρε οριστικά τα ηνία της επιχείρησης το 1885, στη Γενεύη.

Πέρασαν τριάντα χρόνια από την ίδρυση της εταιρείας. Από τη μέρα που κρεμάστηκε η ταμπέλα στο φτωχό ξύλινο σπιτάκι της Δράμας που έγραφε: «Αποθήκη Καπνών Θ. Γε-ωργιάδης και Υιοί».

Page 20: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Τώρα, τόσα χρόνια αργότερα, ο Θανάσης καμάρωνε το μεγαλύτερο γιο του τον Παΰλο να είναι ο δυνατός αετός των κόπων του. Ο μικρότερος, το στερνοπαίδι του ο Κωστάκης, άνοιξε τα δικά του φτερά και πέταξε κάτω, στην Αλεξάν-δρεια.

Στη ζωή του ο Παύλος όμως είχε πίκρα μεγάλη. Είκοσι χρόνια ζοΰσε παντρεμένος με τη Ροδοΰλα, την αγαπημένη του γυναίκα, και παιδιά δεν είχαν αποκτήσει. Περνούσαν οι χειμώνες και τα καλοκαίρια, έταζε η Ροδοΰλα λαμπάδες, έ-κανε πρόσφορα και τάματα, μα η κοιλιά της δεν κάρπιζε. Ο Παύλος πια για παιδί του είχε τη δουλειά και γι' αυτό την έφτιαξε τόσο μεγάλη και τρανή, γιατί εκεί έβγαζε όλη την ψυχή του. Άλλη οικογένεια από τα καπνά δεν είχε.

Με τον καημό της στείρας πήγε η καημένη η Ροδούλα, αρρώστησε σε μια επιδημία ιλαράς και έσβησε η δόλια ά-κληρη. Ο Παύλος στέγνωσε από τον καημό του, το κεφάλι του μπαμπάκιασε.

Πενήντα χρονών άνθρωπος ήτανε και χήρος, όταν μια γειτόνισσα στη Δράμα του προξένεψε την ανιψιά της που εί-χε ορφανέψει από μικρή, τη Χρυσαυγή. Αυγοΰλα τη φώνα-ζαν, και έγινε η αυγή της καινούριας του ζωής.

Πόθο τρελό και γεροντοέρωτα ένιωσε ο Παύλος για την Αυγοΰλα. Τι κι αν την πέρναγε είκοσι πέντε χρόνια; Έτσι γι-νόταν τότε, ο άντρας στο γάμο ήταν πάντα μεγαλύτερος. Την παντρεύτηκε στον πρώτο μήνα της γνωριμίας τους, το γοΰρι και η χαρά μπήκαν στη ζωή του. Αμέσως έμεινε έ-γκυος η νιόπαντρη και του έκανε το γιο. Τώρα πια ο Παύ-λος δούλευε με διπλάσια όρεξη, γιατί ετοίμαζε περιουσία τρανή για το παιδί του.

Page 21: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Έμελλε χρόνια αργότερα έτσι να τα φέρει η ζωή που τη δουλειά στη Δράμα να την κρατήσει το δεύτερο παιδί του. Η κόρη που απέκτησε και ήταν η μεγαλύτερη χαρά της ζω-ής του, η Ειρήνη.

Αυτά όμως είναι του μέλλοντος, τώρα ο Παύλος, γυρίζο-ντας από την Ελβετία, μοιράστηκε με αγάπη και ομόνοια το βιος του πατέρα του με τα δυο αδέρφια του, τον Κωστάκη και τον Μηνά. Και οι αδερφές του όμως, όπως και τα άλλα δυο αρσενικά της οικογένειας που έλειπαν στη θάλασσα, πήραν δίκαια αυτό που τους έπρεπε. Ο Γεράσιμος είχε την εκκλησιά του, έτσι ο Παύλος ήταν τώρα ο μοναδικός αφέ-ντης στη Μακεδονία και την Ελλάδα των καπνών «Θ. Γεωρ-γιάδης και Υιοί».

Στα χαλάσματα του πατρικού του σπιτιού ο Παύλος, έξω α-πό τη Δράμα, έφτιαξε για την Αυγή και το αγόρι τους σπίτι μεγάλο και τρανό, σωστό αρχοντόσπιτο. Εκεί στέγασε τη φαμίλια του, εκεί γεννήθηκε η κορούλα του η Ειρήνη, το φως των ματιών του, εκεί σε βαθιά γεράματα τέλειωσε και ο ίδιος...

Πήρε χτιστάδες ειδικευμένους στη λαξευτή πέτρα. Εργάτες με τσάπες και φτυάρια έκοψαν δρόμο φαρδύ που περνούσε μέσα από τα κτήματα. Αυτοί φύτεψαν και μια συστάδα από λεύκες λεπτόκορμες, που ξεκινούσαν από τη μεγάλη καγκελωτή πύλη και έφταναν ίσαμε την εξώ-πορτα.

Οι μαστόροι βρήκαν τη φωλιά των πελαργών χαλασμέ-νη και άδεια. «Κρίμα», είπαν και το μήνυσαν του Παύλου.

Page 22: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Όταν στέριωσαν στα κεραμίδια την καμινάδα του μεγάλου τζακιού, εκείνος ο ίδιος με τα χέρια του διόρθωσε την γκρε-μισμένη φωλιά και σε λίγες μέρες ένα καινούριο ζευγάρι πε-λαργών βρήκε καταφύγιο εκεί...

Παρόλο που στην περιοχή γύρω από τη Δράμα υπήρχαν έλη, βάλτοι και λίμνες, η οικογένεια του Παύλου εγκατα-στάθηκε εκεί γιατί κοντά ήταν και οι δουλειές τους. Το και-νούριο του σπίτι ήταν σχεδόν ένα μέγαρο με πρότυπο τα αρχοντικά που χτίζονταν τότε στην Καβάλα.

Το κονάκι των Γεωργιάδη, η βίγλα, το αρχοντικό τους, ή-ταν το πιο εντυπωσιακό της περιοχής. Είχε στέγη που προ-εξείχε περίτεχνα, σιδεριές, οριζόντιες ραβδώσεις στους σο-βάδες και μεγάλα παράθυρα. Περιστοιχιζόταν από κτήμα με μεγάλο κήπο. Ή τ α ν διώροφο, με εξώστη στο πρώτο πά-τωμα και βρισκόταν στο κέντρο της Προσωτσάνης.

Οι Δραμινοί περνούσαν έξω από το σπίτι και το έδειχναν με καμάρι σε όσους δεν το γνώριζαν. Όλοι ήταν περήφανοι για την οικογένεια από την Προσωτσάνη που τιμούσε την Ελλάδα.

Η Αυγή καθόταν μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο και έ-φτιαχνε τα μακριά μαλλιά της. Ή τ α ν ένα στολίδι που η φύ-ση της είχε χαρίσει απλόχερα.

Όταν ο Παύλος και εκείνη βρίσκονταν στην κάμαρη τους ά(|>ηνε τα μαλλιά της λυτά. Έφταναν ίσαμε κάτω τη μέση της, κυματιστά και γυαλιστερά, στο χρώμα του κάστανου. Σαν το φως του ήλιου έπεφτε πάνω τους έλαμπαν, σωστός χαλκός.

Page 23: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Η Αυγούλα ήταν ορφανή και χωρίς προίκα όταν πα-ντρεύτηκε τον Παύλο, τον φοβόταν λίγο και τον σεβόταν πο-λύ. Τα προξενιά μαγείρεψε η θεια της και το θεώρησαν ό-λοι πολύ μεγάλη τιμή που καταδέχτηκε ο Παύλος Γεωργιά-δης, με το τρανό όνομα, να ρίξει πάνω της τα μάτια του. Άπροικη και ορφανή, είχε φτάσει μέχρι τα είκοσι πέντε της ανύπαντρη. Μεγαλοκοπέλα τη θεωρούσαν πια. Τι κι αν εί-χε λυγερή κορμοστασιά και μάτια που σαν έριξαν τη σαϊτιά του έρωτα αυτή πήγε και καρφώθηκε ίσια στην καρδιά του Παύλου...

Πιότερο πατέρας της έδειχνε παρά άντρας της. Στην αρ-χή του γάμου τους η Αυγή τον ντρεπόταν πάρα πολύ, τον σκιαζόταν κιόλας κι αυτό γιατί ο Παύλος ήταν αυστηρός και σοβαρός. Ό μ ω ς με τον καιρό συνήθισε η κοπέλα, προσαρ-μόστηκε στο γάμο και κατάλαβε ότι πίσω από την αυστη-ρότητα της όψης του κρυβόταν ένας πολύ γλυκός και πλη-γωμένος άντρας.

Όταν εκείνη έπιασε παιδί, ο Παύλος βουρλίστηκε με τρέ-λες που κανείς στο περιβάλλον του δεν τον είχε ματαδεί να κάνει. Την ερωτεύτηκε ακόμα περισσότερο! Α, ήταν πια πα-λαβός για την Αυγούλα...

Σαν έπεφταν στην κλίνη τους το βράδυ, ο Παύλος έκανε σαν ερωτευμένο σχολιαρόπαιδο. Δεν ξεκολλούσε από το κορμί της πάνω. Γερός άντρας ο Παύλος και η ανάγκη του για την Αυγούλα ήταν ατελείωτη... Της μουρμούριζε ερω-τόλογα που εκείνη ούτε μπορούσε να φανταστεί πως ο σο-βαρός αυτός γκριζομάλλης θα ξεστόμιζε...

Η Αυγή είχε πολύ θερμό φυσικό και μετά τη γέννα του πρώτου τους αγοριού ξεθάρρεψε στο κρεβάτι και τον τρέ-

Page 24: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

λαινε τον Γεωργιάδη. Κρατούσε πάντα σεβασμό για το σύ-ζυγο της, όμως όλοι στο σπίτι ήξεραν καλά πως ο Παύλος έκανε ό,τι τον ορμήνευε η κυρά του. Στη δουλειά εκείνος δεν την μπέρδευε, ζήλευε τους εργάτες και προτιμούσε η γυναίκα του, όπως συνηθιζόταν τότε, να μένει αρχόντισσα στο σπιτικό τους. Της είχε φέρει για βοήθεια γυναίκες και στην κουζίνα και στις κάμαρες.

Σε κάθε ταξίδι του έξω στην Ευρώπη τα καλύτερα υφά-σματα και χρυσαφικά για την Αυγούλα τα κουβαλούσε. Όμως στα ταξίδια αυτά ποτέ δεν την έπαιρνε μαζί του. Κλει-σμένη έμενε εκείνη να τον περιμένει σαν θα γυρίσει να ξε-θυμάνει την πεθυμιά του χωρισμού τους πάνω στο κορμί της.

Η νέα γυναίκα κοιτούσε από το παράθυρο στον ουρανό τα σύννεφα και αναρωτιόταν πώς να ήταν ο κόσμος έξω από την Προσωτσάνη. Δυο τρεις φορές είχε ταξιδέψει με τον Παύ-λο ίσαμε την Καβάλα και αυτό πια ήταν το όνειρο της το με-γάλο. Με λαχτάρα περίμενε πότε θα γύριζε ο άντρας της για να πάνε πάλι εκεί...

Υπήρχε μια ράφτρα σπουδαία, με το όνομα, στην Κα-βάλα που της είχε ράψει φορεσιές με τα υφάσματα που της έφερε ο Παύλος από τα ταξίδια του. Αχ, πώς της άρεσε που μες στην πόλη έβλεπε σπίτια σπουδαία, σαν το δικό τους, και κυρίες ομορφοντυμένες...

Αυτά σκεφτόταν αφηρημένοι, μα το αγόρι της έπιασε να κλαίει σαν έπεσε στις σκάλες και άφησε τότε τις σκέψεις και τα όνειρα η Αυγή και έτρεξε να παρηγορήσει το παιδά-κι και να δέσει με καθαρό πανί το πονεμένο του γόνατο.

Page 25: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Ποτέ της δεν είχε αναλογιστεί ότι θα μπορούσε κι αυτή να ερωτευτεί, να τρελαθεί με κάποιον άντρα και να τρέμει από πόθο όπως έτρεμε ο Παύλος σαν την άγγιζε.

«Αυτά είναι αρσενικά καμώματα», σκεφτόταν. «Οι γυ-ναίκες είναι λογικές και ήρεμες, δεν παλαβώνουν σαν ξα-ναμμένα ζώα». Έτσι, ήσυχη μες στην άγνοιά της, δεν «πα-λάβωνε» και φρόντιζε ήρεμα και σταθερά το σπιτικό και τη φαμίλια της.

Περιποιόταν τα πεθερικά της, φίλαγε το χέρι του γερο-Θανάση και φρόντιζε την Κερασοΰλα. Της έφερνε ζεστό βραστάρι να πιει και σιδέρωνε η ίδια τη μαντίλα της γερό-ντισσας. Α, όλα κι όλα! Ο Παύλος είχε μεγάλη απαίτηση για τους γονείς του. Καλύτερα είχε αυτά τα γεροντάκια και από το γιο του.

Όταν εκείνος φιλούσε το χιονάτο δέρμα της στον κόρφο, τα στήθη και την κοιλιά της παραληρούσε και γινόταν σαν παλικαράκι ξανανιωμένο. Και η Αυγή, που καμιά άλλη α-γάπη δεν είχε γνωρίσει ποτέ της, ούτε που έβαζε με το γου ότι ο άντρας της με τα χρόνια θα στέρευε, γιατί ήταν και μεγάλος... Θα στέρευε και την είχε κακοσυνηθίσει να την τρυγά συχνά...

Ήταν γύρω στα 1890 που ο Παύλος αποφάσισε να κάνει έ-να μεγάλο ταξίδι για τις δουλειές του στη Ρωσία. Θα έλειπε αρκετό καιρό και δεν ήθελε να πάει μόνος. Δεν του άρεσε να τριγυρνά έρμος για μήνες, έτσι πήρε τη μεγάλη απόφαση.

- Θα έρθει και η Αυγή μαζί μου, είπε. Το βύζαγμα στο α-γόρι τους είχε τελειώσει. Απογαλακτίστηκε το παιδί και η για-

Page 26: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

γιά, η γριούλα η Κεραοώ, με τη βοήθεια από τις γυναίκες του σπιτιού, μια χαρά θα τα βόλευε. Επιπλέον, έβαλε και έχτισε στον κήπο ένα σπιτάκι και εγκατέστησε εκεί δύο εργάτες για να βοηθούν τις γυναίκες. Ή τ α ν και ο γερο-Θανάσης στο πό-δι, όλα εντάξει λοιπόν. Δυο τρεις φορές τη βδομάδα θα περ-νούσαν από το σπίτι και οι αδερφές του Παύλου να ελέγχουν. Και έτσι άρχισαν οι ετοιμασίες του φευγιού.

Λογάριαζε ο Παύλος να πάνε στην Οδησσό γιατί ήθελε να μιλήσει από κοντά με τους εισαγωγείς των καπνών, που ήταν και οι κυριότεροι πελάτες του, σκεφτόταν μάλιστα να φτάσει μέχρι την Αγία Πετρούπολη. Εκεί είχε κατά νου να εξυπηρετήσει το Ρώσο έμπορο που προμήθευε την Αυλή του τσάρου. Και μόνο με τη σκέψη ότι στην αυτοκρατορική Αυ-λή θα κάπνιζαν «Μπασί Μπαγλί Γεωργιάδης», ο Παύλος ή-θελε να φτάσει εκεί μια ώρα αρχύτερα.

Ο Ρώσος έμπορος καταγόταν από παλιά πριγκιπική οι-κογένεια και είχε στην κατοχή του ένα μικρό καπνεργοστά-σιο που έφτιαχνε χειροποίητα τσιγάρα. Ή τ α ν σίγουρος ο Γεωργιάδης ότι αν έκλεινε μαζί του συμφωνία το όνομα της εταιρείας τους θα γινόταν πια παγκόσμια γνωστό.

Έτσι, ένα θολό πρωινό, με την ομίχλη να σκεπάζει τα γύρω νερά, ο Παύλος και η Αυγή ξεκίνησαν. Τον κοίταξε με τα μεγάλα μάτια της γεμάτα ενθουσιασμό, με λίγη α-γωνία και με εμπιστοσύνη. Έπιασε με το χεράκι της το δι-κό του.

- Μη φοβάσαι, Αυγούλα, εγώ είμαι εδώ, μη σκιάζεσαι. Εί-ναι αλλιώς εκεί που πάμε, είναι αλλιώς τα ξένα, μα θα σ' α-ρέσει... Αυτά της τα είπε με τη σιγουριά των τόσων και τό-σων ταξιδιών που είχε κάνει στη ζωή του.

Page 27: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Πήγαν πρώτα στην Καβάλα και έμειναν δέκα μέρες για να ράψουν καινούρια, ευρωπαϊκά ρούχα. Τα φουστάνια της Αυγής ήταν ρωμαίικα, φορούσε κεντημένα σιγκούνια και μαντίλα στο κεφάλι που άφηνε ελεύθερες πίσω στην πλάτη τις χοντρές πλεξούδες των μαλλιών της.

Αγόρασαν μπαούλα και ήταν έτοιμοι πια να πάρουν το πλοίο για την Οδησσό.

Πριν ανέβουν στο καράβι, η Αυγή, ζαλισμένη από την α-πρόσμενη αλλαγή στην τόσο κλειστή ζωή της, ψιθύρισε στον άντρα της:

- Παύλο μ', σ' αγαπώ πολύ, σε θέλω, Παύλο μ'. Εκείνος χαμογέλασε ευτυχισμένος, την έσφιξε από τη μέ-

ση και της απάντησε ήσυχα: - Θα σε προσέχω, Αυγή, πάντα θα σε προσέχω. Δυστυχώς, η νέα γυναίκα μέχρι να φτάσουν στην Οδησ-

σό δεν ξεμύτισε από την καμπίνα. Ούτε μέχρι την πλώρη δεν έφτασε. Την πείραξε η θάλασσα, τα κύματα που κου-νούσαν το καράβι της έφερναν ναυτία και το στομάχι της ή-ταν συνεχώς αναστατωμένο.

- Αχ, καλέ, πώς με πιάνει η θάλασσα, όλα γυρνούν γύρω μου, έλεγε, και έτσι ξαπλωμένη στην κουκέτα έφτασε μέχρι την Οδησσό. Πού να πάει ο νους της ότι πάλι γκαστρωμέ-νη ήταν...

Μόλις πάτησε το πόδι της σε στέρεο έδαφος, ένιωσε πά-λι περδίκι.

- Αμ, στεριανή είσαι, Αυγούλα μου, δεν κάνεις για ψαράκι εσύ, την πείραξε ο Παύλος και προχώρησαν προς τις άμα-ξες. Κράτησε το χέρι της για να ανέβει εκείνη και να καθί-σει πίσω, μαζί του, στην καρότσα. Η Αυγή, τραμπαλισμένη

Page 28: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

από το κούνημα του καραβιού, παραλίγο θα έπεφτε κάτω, την έσφιξε πάνω του ο Παύλος και έτσι δα που ήταν σφι-χταγκαλιασμένοι τη φίλησε στο λαιμό.

- Ο Χριστός και η Παναγία, καλέ Παΰλο, μας βλέπουν! έκανε ντροπιασμένη η Αυγή, απορημένη με τον άντρα της που πάντα τυπικός ήτανε μπροστά στους άλλους.

- Ε, και, Αυγοΰλα μ', μας ξέβρουν; είπε εκείνος και τη βοήθησε να καθίσει. Εμ, βέβαια, βέβαια και που του άρεσε να την έχει μαζί του και δε βαριόταν να γυρνά μόνος στους ατέλειωτους δρόμους...

Η άμαξα τους πήγε στο καφενείο «Η Ελλάς>>. Σε όλο το δρό-μο η Αυγή κοιτοΰσε έξω και είχε σχεδόν κρεμαστεί από το παράθυρο.

- Ποπό, τι δρόμοι φαρδιοί! Τι αλέες με δέντρα, τι σπι-ταρόνες!

Ο ιδιοκτήτης του καφενείου τους είχε νοικιάσει δυο με-γάλες και άνετες κάμαρες σε ένα διαμέρισμα που διέθετε πάνω από τη κεντρική σάλα. Εκεί θα έμεναν και ο χώρος αυ-τός θα χρησίμευε ταυτόχρονα στον Παΰλο και ως γραφείο.

Ο Παύλος είχε γνωρίσει ένα έμπορο ναυτιλιακών ειδών, τον Τωνα Κωνσταντινίδη. Αυτός ήταν εγκατεστημένος στην Πε-τροΰπολη, όπου είχε μεγάλη οικογένεια. Ο Παΰλος του έ-στελνε τακτικά καπνό για την πίπα του, γιατί ο Τωνας κά-πνιζε με μανία. Είχε προσκαλέσει άπειρες φορές τον Παΰ-λο με την επιθυμία να τον φιλοξενήσει. Έτσι λοιπόν στην Πε-

Page 29: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

τρούπολη τους περίμενε ένα σπίτι φιλικό. Τώρα όμως, μό-λις είχαν φτάσει στην Οδησσό...

Οι συνεργάτες του πήγαν αμέσως να τους βρουν. Δεν είχαν ανοίξει τα μπαούλα τους και οι άνθρωποι έτρεξαν κοντά τους.

- Καλώς ήρθες, Παΰλο μου, καλώς ήρθατε, κυρία μου, εί-παν στην Αυγή και της φίλησαν το χέρι ευρωπαϊκά. Η Αυ-γή, άμαθη σ αυτά, κοκκίνισε μέχρι τα αφτιά.

Ή τ α ν εκεί ο τραπεζίτης του Παΰλου Μανώλης Ζευγα-δάκης και ο πλοιοκτήτης Λέων Αμβράγης. Κάθισαν μαζί του και έλεγαν τα νέα τους.

Η γυναίκα του Ζευγαδάκη, η Ερατώ, πήγε στο διπλανό δωμάτιο όπου η Αυγή συγύριζε τα ρούχα τους και αμέσως οι δυο γυναίκες έπιασαν γνωριμιά.

Έφαγαν όλοι μαζί κάτω στη σάλα και όταν οι άνθρωποι τους καληνύχτισαν οι Γεωργιάδηδες κοιμήθηκαν κατάκο-ποι. Έπιασε η Αυγή να κάνει όπως κάθε βράδυ την προ-σευχή της, μα δεν πρόκαμε να την τελειώσει γιατί κοιμή-θηκε στο «Πάτερ ημών».

Ό λ η την επόμενη βδομάδα ο Παύλος έλειπε σε δουλειές ολημερίς και η Αυγή τριγύριζε στην Οδησσό μαζί με τη Χα-ρίκλεια. Τέτοια ελευθερία δεν είχε ξαναζήσει ποτέ της. Τό-σα πράγματα καινούρια που έβλεπε δεν τα χωρούσε ο νους της.

Πήγε με την καινούρια της φίλη για ψώνια σε ελληνικό πολυκατάστημα και έχασε το μυαλό της.

- Αχ, και τούτο να πάρω! Αχ, και κείνο τι ωραία θα πη-

Page 30: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

γαίνει στο παιδάκι μου, στο μικρούλι μου! Χμ, αυτό το κα-πέλο; Υπέροχο είναι! Πού θα το βάλω όμως το καπέλο στη Δράμα;

- Εκεί ίσως όχι, της απάντησε η Ερατώ, αλλά, αν κατά-λαβα καλά, ο άντρας μου είπε ότι θα ανοίξετε παρτίδες με την Αθήνα. Ε, εκεί, Αυγή μου, θα σου χρειαστεί σίγουρα, να το πάρεις, οπωσδήποτε να το πάρεις, κυρία χωρίς καπέλο γίνεται;

Η Αυγή γνωρίστηκε και με άλλες Ελληνίδες, έτσι άρχισαν τα καλέσματα και τα σούρτα φέρτα στα σπίτια των συμπα-τριωτών της Οδησσού.

Ο κύριος και η κυρία Κορασόπουλου, που είχαν ελληνι-κό εκδοτικό οίκο στην Οδησσό, τους κάλεσαν στο σπίτι τους για τσάι.

Μεγάλη ήταν η ανυπομονησία της Αυγής γι' αυτές τις προσκλήσεις. Είχε πάρει η ουρά της αέρα και όσο ετοιμα-ζόταν και ντυνόταν ήταν πνιγμένη στη νευρικότητα.

- Μην κάνω καμιά κουτουράδα, μωρέ Παΰλο, μην πω τί-ποτα άπρεπο, επαναλάμβανε συνεχώς.

- Καλΰτερα να μιλάς λίγο, Αυγοΰλα, και να κοιτάς εμένα πώς κάμνω...

Πράγματι, η Αυγή πρόσεχε πολΰ γιατί, αν και ήταν μια απλή Δραμινή, ήξερε ότι με τις ψηλομΰτες γυναίκες καλΰ-τερα είναι να μην πέσει κανείς στο κουτσομπολιό τους για-τί τότε χάθηκε...

Το σπίτι των Κορασόπουλων ήταν ντυμένο με τοΰρκικα και περσικά χαλιά. Πίνακες σκέπαζαν τους τοίχους και πάνω

Page 31: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

στο κεντητό τραπεζομάντιλο του τραπεζιού τα σερβίτσια ή-ταν όλα ασημένια.

Της Αυγής, το δικό της αρχοντικό, το καλύτερο της Δρά-μας, της φαινόταν καλύβι μπροστά στα ελληνικά αρχοντό-σπιτα της Οδησσού.

Το τσάι το σέρβιραν καυτό από ασημένιο σαμοβάρι και ήταν μαύρο, βαρύ, με πολλή ζάχαρη. Μαζί πρόσφεραν πι-τούλες που έσταζαν φρέσκο βούτυρο και πάνω τους έβαζαν χαβιάρι μαύρο και γυαλιστερό από την Κασπία ή αβγοτά-ραχο και ψάρια καπνιστά, όπως είναι η μπελούγκα, το κα-λύτερο είδος του οξύρρυγχου. Την τιμητική τους είχαν τα πι-ροσκί και οι πίτες οι παραγεμισμένες με αβγά πουλιών και τυριά καπνιστά.

Ό λ η αυτή την ώρα που η Αυγή είχε τρομερή όρεξη έ-τρωγε με μικρές μπουκιές και λίγο, μην τυχόν την πουν λι-μασμένη. Είχε όμως μια λιγούρα και μια πείνα ανεξήγητη.

Μετά το τσάι, οι κύριοι πήγαν στο άλλο δωμάτιο για να καπνίσουν και οι γυναίκες προχώρησαν στο μπουντουάρ για να φρεσκαριστούν.

Το αφτί της Αυγής έπιασε κάτι για τις αγαθοεργίες και τις δωρεές που έκαναν οι Έλληνες της Ρωσίας. Έξυπνα και με τρόπο αργότερα τα σφύριξε αυτά στον Παύλο.

Έτσι, εκείνος την ώρα του κονιάκ και της βότκας πρό-σφερε εκατόν πενήντα ελληνικά βιβλία που τα αγόρασε από τον εκδοτικό οίκο του Κορασόπουλου. Ταυτόχρονα κάλυψε Και τα μεταφορικά τους έξοδα, έτσι ώστε να φτάσουν στα α-πομακρυσμένα χωριά της Καππαδοκίας όπου κατοικούσαν Έλληνες. Με αυτή τη χειρονομία έκανε την καλύτερη προ-σφορά για τη διατήρηση της ελληνικής γλώσσας και των

Page 32: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

ρωμαίικων εθίμων στους εκεί καταπιεσμένους από τους Τούρκους Έλληνες.

Έτσι γινόταν τότε, οι Έλληνες στην Ευρώπη και τη Ρω-σία ανταγωνίζονταν στις δωρεές για τους πατριώτες τους.

- Μπράβο, Παΰλο μου, είπε η Αυγή σιγανά στο αφτί του. Με αυτό τον τρόπο και αρχοντάνθρωπος φάνηκες και το καλό έκαμνες. Μπράβο σου!

«Χμ, πολΰ γρήγορα μαθαίνει η Αυγοΰλα», σκέφτηκε ο Παύλος, «πολΰ γρήγορα μάλιστα».

Δεν είχαν κλείσει καλά καλά ένα μήνα στην Οδησσό και η Αυγή είχε μεταλλαχτεί σε κοσμοπολίτισσα. Ήταν έξυπνη και τα έπιανε όλα γρήγορα. Η ορφανή από τη Δράμα εξελισσό-ταν. Της άρεσε να φαίνεται «μεγάλη κυρία» και σε αυτή την προσπάθεια προόδευε ουσιαστικά, γιατί είχε και την ψυχική δύναμη για κάτι τέτοιο. «Δεν κάνουν τα ράσα τον παπά» και με το ένστικτο της το καταλάβαινε αυτό. Έτσι, δεν έμεινε μό-νο στα ροΰχα.

Στα ενδιαφέροντά της τώρα προστέθηκαν και οι τέχνες, η μουσική και τα βιβλία. Πόσα ελληνικά βιβλία αξιόλογα κυκλο-φορούσαν στην Οδησσό! Οΰτε κάτω στην Ελλάδα δεν τα είχε δει. Και η Αυγή μάθαινε... Ο Παΰλος γελοΰσε και την πείραζε.

- Το παπί που μεταμορφώθηκε σε κΰκνο, της έλεγε, αλλά εκείνης δεν ίδρωνε το αφτί.

Οι δουλειές του Γεωργιάδη στην Οδησσό είχαν τελειώσει και θα είχε ήδη πάρει τη γυναίκα του να φΰγουν για την Πε-τρούπολη, αν εκείνη δεν τον έκανε χρυσό για να μείνουν λί-γο ακόμα στην πρωτεύουσα του Κιέβου.

Page 33: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Καθόταν ο Παύλος και κάπνιζε το τσιγαράκι του με ένα πο-τηράκι βότκα στην κάμαρά τους και γελούσε με την Αυγοΰ-λα που άνοιγε πακέτα.

- Καλά, όλη την Οδησσό ξεσήκωσες εσΰ; Μωρέ, θα σε πάρω να φΰγουμε γιατί έτσι που πας θα με ρίξεις έξω! Τα έλεγε αυτά τάχα μου αυστηρά, γελούσε όμως γιατί του άρε-σε να τη βλέπει έτσι αναψοκοκκινισμένη και να του δείχνει τα καινούρια της. Καλογυναικάς και χαζογυναικάς ο Παύ-λος, την είχε ψωνίσει με τη μικρούλα του...

Πήγε κοντά του με το καινούριο της ύφος, αυτό της κο-σμικιάς, και του τρίφτηκε σαν γατούλα.

- Έλα, μωρέ Παυλί μ', του είπε στα δραμινά και άφησε τη σαλονίστικη διάλεκτο «σας παρακαλώ, φιλτάτη» κ.λπ. για τα καλέσματα. Έλα, Παυλί μ', έλα να κάτσουμε λίγο ακό-μα. Εδώ την άλλη βδομάδα θα γενούν ιστορικά πράγματα στην Οδησσό, πώς θα λείπουμ' ιμείς...

- Ε, τι θα γενεί, Αυγούλα μ'; - Καλά, δεν έμαθες; Ο Μαρασλής, ο σπουδαιότερος

Έλληνας της Οδησσού, αυτός που είναι και δήμαρχος εδώ, το ξέρεις, βέβαια, Παύλο;

- Ε, και βέβαια το ξέβρω, ε, τι θα κάνει αυτός; - Να, δεν είναι καλά και παραιτείται από το αξίωμα. - Μπα, και ο' το 'παν οι κυράδες στα σούρτα φέρτα των

μαγαζιών; Αλλά και να ναι έτσι, τι θες εγώ να κάμνω; - Μωρέ, δεν είναι αυτό το νέο, το σπουδαίο είναι ότι με

την ευκαιρία της απομάκρυνσής του από την πολιτική ζο)ή της Οδησσού έκαμε σπουδαία χειρονομία!

- Σαν τι χειρονομία δηλαδή, κυρά μου, που μόλις σε ρί-ξαμε στα σαλόνια τα έμαθες ούλα;

Page 34: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

- Να, Παΰλο μου, ο Μαρασλής αγόρασε ένα υπέροχο μέ-γαρο κάποιου Ρώσου πρίγκιπα και το χάρισε στην Οδησσό.

- Και μεις τι θες να κάμνουμε, Αυγοΰλα μου; - Μωρέ Παΰλο, κι εσΰ δεν καταλαβαίνεις; Θα δοθεί δε-

ξίωση μεγάλη στο ανάκτορο, θα είναι οι σημαντικότεροι Έλληνες εκεί. Και η Ερατώ, η Ζευγαδάκαινα ντε, αυτή έχει πάρει προσκλήσεις και για μας, μωρέ. Ποΰ θα τα ξαναδού-με αυτά, βρε Παΰλο;

- Για ιδές, για ιδές τη γυναικοΰλα μου που πήρε τέτοια ποδαρισιά ώστε να μου θέλει και οδεσσήτικες δεξιώσεις! Ξέχασες, μωρή, την Προσωτσάνη; Εντάξει όμως, άντε, να σου το κάμω το χατίρι, όχι για τη δεξίωση, αλλά γιατί ο Μα-ρασλής είναι σπουδαίος άντρας και θα είναι τιμή μου να του σφίξω το χέρι.

- Α χ , Παΰλο μου! Αχ, ο' ευχαριστώ! Και μ' αυτά τα λόγια έπεσε στην αγκαλιά του και ο Παύλος χάθηκε μες στα φρου φρου των ρούχων και τα αφράτα στήθη της...

- Μήπως πάχυνες, κυρά μου; της είπε λίγο αργότερα ε-νώ την καμάρωνε δίπλα του στο κρεβάτι με τα μαλλιά της ξέπλεκα να χαϊδεύουν τους λευκούς της ώμους. Λευκή έ-πρεπε να σε λένε, Λευκή, έτσι χιονάτη επιδερμίδα που έ-χεις, της μουρμούρισε. «Τι καλά που σε πήρα μαζί μου», σκέφτηκε. «Τι καλά που έκανα, γιατί είναι τόσο ψυχρά και αδιάφορα όλα αυτά τα πανδοχεία που έμενα στα ατελείω-τα χρόνια των ταξιδιών μου».

Page 35: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Από εκείνη τη στιγμή η Αυγή άρχισε τις ετοιμασίες για τη δεξίωση. Πήγε με την Ερατώ στην καλύτερη ράφτρα και έ-κανε ένα φόρεμα όλο βελούδο και μετάξι στο χρώμα του σμαραγδιού. Τα μάτια της αντανακλούσαν τις ανταύγειες του πολύτιμου υφάσματος και από καστανοπράσινα πήραν το χρώμα που έχουν οι βαθιές λίμνες.

Λίγο πριν έρθει η άμαξα που θα τους πήγαινε στο μέγα-ρο του δημάρχου, ο Παύλος έβγαλε μια βελούδινη θήκη και την άφησε στην αγκαλιά της.

- Ποτέ δε σου χάρισα κάτι πραγματικά πολύτιμο για το γιο που μου έδωσες, Αυγούλα, της είπε γλυκά.

- Μα, Παυλί μ', μια σπιταρόνα μου 'χτισες και μένω ε-κεί κυρά κι αφέντρα, απάντησε η Αυγή με σεμνότητα και τον κοίταξε με τόση ευγνωμοσύνη, που ο Παύλος εκείνη την ώ-ρα ευχαρίστησε το Θεό που του την έστειλε.

Της Αυγής τα χέρια έτρεμαν από ανυπομονησία σαν ά-νοιξε το κουτί και έβγαλε από μέσα δυο υπέροχα σκουλα-ρίκια κρεμαστά, όλο διαμάντια και σμαράγδια.

Άνοιξε ένα στόμα δέκα πήχες και με μάτια που γυάλιζαν τα φόρεσε στα αφτιά και τον κοίταξε με κοκεταρία.

- Τι λες, μου πάνε; - Σου πάνε, Αυγή, σου πάνε πάρα πολύ, όμως και λίγη σο-

βαρότητα δε βλάπτει! Αυτά τα είπε ο Παύλος με ύφος αυ-στηρό, γιατί τα ξεσηκώματα και τα μεγαλοπιάσματα δεν του άρεσαν... Μέσα του αποφάσισε ότι θα πρέπει να της σφίξει τα λουριά. Αυτό όμως δε χρειαζότανε, γιατί εκείνη α-μέσως κατάλαβε και από μόνη της...

- Εντάξει, άντρα μου, ψιθύρισε και κούμπωσε τη βελού-δινη κάπα της. Πάμε, πρόσθεσε σεμνά και προχώρησε προς

Page 36: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

την πόρτα. Ό λ ο εκείνο το βράδυ η Αυγή νόμιζε ότι ονει-ρευόταν.

Οι μεγάλες αίθουσες στο ανάκτορο ήταν διακοσμημένες με λαμπρότητα. Τεράστιοι πολυέλαιοι με εκατοντάδες κε-ριά φώτιζαν τους χώρους στους οποίους έτρωγαν οι Έλλη-νες της Οδησσού.

Οι υπηρέτες φορούσαν κόκκινες και χρυσές στολές και σέρβιραν ακούραστα στους καλεσμένους. Τρεις ορχήστρες έπαιζαν συνέχεια μαζούρκες και καντρίλιες και η ροζ σα-μπάνια έρεε άφθονη...

Κάποια στιγμή η Αυγή βρέθηκε δίπλα στη φίλη της, την Ζευγαδάκη.

- Βρε Ερατώ, τι μεγαλεία είναι αυτά; Βασιλιάδες είναι εδώ; - Ε, όχι, Αυγοΰλα μου, όχι, καλοπερνούμε δε λέγω, αλλά

επαρχία είμαστε, πού να δεις την Πετρούπολη! Να δεις τα τσαρικά ανάκτορα! Εκεί να δεις πλούτο!

Μια βροχερή μέρα, λίγες μέρες αργότερα από τη δεξίωση για την οποία για μήνες πολλούς ακόμα θα μιλούσε η Οδησ-σός, το ζεύγος Γεωργιάδη ανέβηκε στο τρένο και εγκατα-στάθηκαν στο κουπέ όπου θα περνούσαν τις επόμενες οχτώ μέρες. Τόσο χρειάζονταν για να φτάσουν στο Κίεβο.

Όταν έφτασαν εκεί, η Αυγή δεν ένιωθε καλά. Ζαλιζόταν και κάτι ψύλλοι είχαν μπει στα αφτιά της. Υποψιαζόταν πά-λι εγκυμοσύνη, αλλά δεν έλεγε τίποτα στον Παύλο φοβού-μενη ότι θα την έπαιρνε και θα επέστρεφαν πίσω στη Δρά-μα. Ότ ι θα γύριζαν στην Ελλάδα χωρίς να επισκεφτούν την Πετρούπολη, που ήταν το όνειρο της.

Page 37: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Στο Κίεβο δεν είδαν τίποτα, έμειναν στο ξενοδοχείο και με ανανεωμένες δυνάμεις πήραν πάλι το τρένο για να φτά-σουν στην ονειρική πολιτεία των Ρώσων. Εκεί όπου ήταν τα ανάκτορα, οι πρίγκιπες και όπου ζοΰσε η τσαρική οικογέ-νεια.

Page 38: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

ΑΓΙΑ Π Ε Τ Ρ Ο Υ Π Ο Λ Η

Τ Ο ΤΡΕΝΟ για την Πετρούπολη ήταν πολυτελέστερο από αυτό που τους είχε φέρει στο Κίεβο. Είχαν δικό τους κου-πέ, ντυμένο με κόκκινη ταπετσαρία και ξύλο λουστραρι-σμένο. Τα καθίσματα ήταν από σκούρο κόκκινο βαθύ βε-λούδο. Ό τ α ν τους σέρβιραν το γεύμα, τα πιάτα τα είχαν σκεπασμένα με μεγάλες λευκές λινές πετσέτες που στην ά-κρη τους υπήρχε κεντημένο το έμβλημα των ρώσικων σιδη-ροδρόμων.

Το τρένο όμως πήγαινε σιγά και είχαν απότομα τινάγ-ματα και σκαμπανεβάσματα.

Η Αυγή ακουμπούσε το κεφάλι της στον ώμο του Παύ-λου, τα μάτια της συνεχώς βάραιναν, γλάρωνε και κοιμόταν σχεδόν όλη την ώρα. Όταν ξυπνούσε από το λήθαργο όπου βυθιζόταν, σφιγγόταν στο μπράτσο του και εκείνος κρατώ-ντας την τρυφερά πάνω του αισθανόταν ότι αυτή η κοπέλα, με το παιδί που του χάρισε, ήταν ό,τι πολυτιμότερο είχε. Ο έρωτάς του για αυτήν, μετά από τη γέννα της, περιείχε και μεγάλη ευγνωμοσύνη για την οικογενειακή ευτυχία που ο δραστήριος καπνέμπορος ζούσε δίπλα της.

Εκεί που η καθημερινότητά του ήταν άχρωμη και στείρα,

Page 39: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

η Αυγοΰλα, με την αφέλεια και την άγνοια της για τη ζωή, εί-χε γεμίσει τις μέρες του με φως και τις νΰχτες με αισθήσεις.

Η Αυγή, από την πλευρά της, δίπλα του σε αυτό το ταξί-δι, μάθαινε, έβλεπε, άκουγε, μορφωνόταν, έκανε βήματα για να τον φτάσει.

Με τα μάτια κλειστά και το κοΰνημα του τρένου να τη να-νουρίζει, θυμόταν πόση εκτίμηση και σεβασμό είδε στο πρό-σωπο του Μαρασλή όταν εκείνος έσφιξε το χέρι του Παΰ-λου. Η συζήτηση των δυο αντρο>ν για την Ελλάδα, και ιδιαί-τερα για τα μακεδονικά θέματα, ήταν φλογερή και η Αυγή φούσκωνε μέσα της από την περηφάνια που ήταν γυναίκα ε-νός τόσο αξιόλογου ανθρώπου. Ενός άντρα που στα χέρια της, στο κρεβάτι τους, γινόταν εύπλαστος σαν πηλός.

- Ομορφιά μου, της μουρμούρισε ο Παύλος, και την έ-σφιξε στην αγκαλιά του χαϊδεύοντας το στήθος της πάνω α-πό το καλοραμμένο ταξιδκοτικό φουστάνι.

Ό λ α τα ρούχα της Αυγής πια είχαν οδησσίτικες ετικέτες και μερικά μάλιστα ήταν φερμένα από το Παρίσι.

Η Αυγή τεντώθηκε στην αγκαλιά του άντρα της και κοί-ταξε έξω. Δάση από ιτιές περνούσαν δίπλα τους και ατελεί-ωτες πεδιάδες σπαρμένες με σιτάρι. «Ο σιτοβολώντας της Ευρώπης είναι στη Ρωσία», είχε πει ο Παύλος και είχε δί-κιο. Από τους μακρινούς δρόμους που διέσχιζαν τα σπαρ-μένα χωράφια περνούσαν κάρα με βόδια φορτωμένα ίσα-με πάνα). Και οι γυναίκες φορούσαν λουλουδάτες ποδιές και μαντίλια δεμένα στα κόκκινα από το κρύο πρόσωπά τους.

- Σαν τις ξύλινες ρώσικες κούκλες είναι, σαν τις μπά-μπουσκες, μουρμούρισε η Αυγή και ο Παύλος έγνεψε κα-ταφατικά.

Page 40: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

- Μωρέ, ούτε σκονάκι να σον 'ριχναν στο νερό, βρε Αυ-γούλα, για να κοιμηθείς, τι ύπνος είναι αυτός που κάνεις;

- Είναι γλυκιά η αγκαλιά σου, Παυλί μ', απάντησε η Αυ-γή και έκρυψε τα μάτια της στον ώμο του, μην τα δει εκεί-νος και καταλάβει αυτό που εκείνη ήξερε καλά πια. Μη δει ότι εκείνη ήταν πάλι έγκυος. Αν το καταλάβαινε, μπορεί να γύριζαν αμέσως στο σπίτι. Και η Αυγοΰλα ψόφαγε για να δει και να γνωρίσει καινούρια πράγματα.

Έτσι, το τρένο συνέχισε το ατελείωτο τσαφ τσουφ, σε έ-να ταξίδι επίπονο από τα κουνήματα και μονότονο.

- Σκέψου λίγο και αυτοΰς που δεν ταξιδεύουν με τη δική μας πολυτέλεια, της είπε ο Παύλος όταν εκείνη με τη μέση της πιασμένη γκρίνιαξε:

- Ουφ, πότε θα φτάσουμε πια; Επιτέλους, τρεις μέρες αργότερα, η άφιξη τους στην Πε-

τρούπολη ήταν γεγονός. Με έναν αναστεναγμό ανακούφισης και από τους δυο, βρέθηκαν στη σουίτα του ξενοδοχείου «Η Αγγλία» και, πέφτοντας εξουθενωμένοι στο κρεβάτι, κοιμή-θηκαν συνεχόμενα ένα δωδεκάωρο.

Το επόμενο πρωί, ο Παύλος φώναξε το διευθυντή του ξενο-δοχείου. Ο κύριος Μιχάΐλοφ χτύπησε την πόρτα τους ευγενικά.

- Με ζητήσατε, είπε ο διευθυντής σε βαριά γαλλικά. (Τό-τε αυτή ήταν η γλώσσα που μιλιόταν στον κόσμο. Αργότερα, μετά τα μέσα του 20ού αιώνα, αντικαταστάθηκαν από τα αγ-γλικά.)

Τα μάτια του Μιχάΐλοφ έπεσαν στην Αυγούλα, που εκεί-νη ΐην ώρα φορούσε μια ρόμπα και είχε τα μαλλιά της πρό-χκψα πλεγμένα σαν στεφάνι γύρω από το κεφάλι. Είχε κα-λοκοιμηθεί και ήταν φρέσκια σαν το μπουμπούκι.

Page 41: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

«Ωραία γυναίκα η σΰζυγος του καπνέμπορα», σκέφτηκε ο Μιχα'ί'λοφ και μάζεψε τα μάτια του από το λευκό λαιμό της νέας γυναίκας.

- Κΰριε Μιχαΐλοφ, θέλω να μου βρείτε διερμηνέα, ένα ζευγάρι υπηρέτες και μια άμαξα για τις μετακινήσεις μου, είπε ο Παύλος με ΰφος στυφό και στρυφνό. Και αυτό γιατί έπιασε τη ματιά που ο Μιχαΐλοφ έριξε στην Αυγοΰλα και ζήλεψε σαν τρελός...

Ο διευθυντής του ξενοδοχείου έκανε αμέσως αυτό που του ζήτησε κι έτσι σε λίγο μια ψηλόκορμη γυναίκα, η Να-τάσα, μαζί με τον άντρα της, ανέλαβαν να ανοίξουν τα μπαοΰλα των Γεωργιάδη και να φροντίσουν να καθαρί-σουν και να σιδερώσουν τα ροΰχα τους. Αυτοί βρήκαν και άμαξα με άλογα για να εξυπηρετούνται ο Παΰλος με την Αυγή στην πόλη. Η Πετροΰπολη είχε πολυκοσμία και οι άμαξες πήγαιναν και έρχονταν σε δρόμους γεμάτους κί-νηση.

Τώρα πια το ζεΰγος Γεωργιάδη ήταν έτοιμο για τις ε-παγγελματικές και τις κοσμικές του συναντήσεις.

Το ξενοδοχείο «Αγγλία» βρισκόταν στο κέντρο της πό-λης. Πολΰ κοντά στη λεωφόρο Νέφσκι και τα ανάκτορα.

Έγραψε ο Παΰλος γράμματα στον Τωνα Κωνσταντινίδη και στον πρίγκιπα Μίσκιν, αυτόν που είχε το μικρό κα-πνεργοστάσιο. Τα έστειλε και τα δυο με τον υπηρέτη του.

Μέχρι να λάβει απάντηση, ως γνήσιος Έλληνας και ορ-θόδοξος, πήρε τη γυναίκα του και πήγαν με την άμαξα να προσκυνήσουν την Παναγιά στην ελληνική εκκλησία του Αγίου Δημητρίου.

- Βρε Παΰλο, εσΰ μιλάς γαλλικά, εγώ δεν μπορώ να αρ-

Page 42: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

θρώσω λέξη, μήπως πρέπει να μου πάρεις μια δασκάλα; ρώτησε η Αυγοΰλα τον άντρα της και ήταν κατακόκκινη.

- Χμ, έχεις δίκιο, μου φαίνεται, απάντησε σκεφτικός ο Παύλος, δυο λόγια του σαλονιού πρέπει να τα ξέβρεις. Άσε, αργότερα το λέμε στον Τωνα.

Μέχρι να γυρίσουν από την εκκλησία, είχαν έρθει και οι απαντήσεις στα γράμματα. Θα τους περίμεναν το απόγευ-μα στις πέντε.

Ο Τωνας κατέφθασε στο ξενοδοχείο ακριβώς στην ώρα του. Φασαριόζος και φωνακλάς, τους έκανε ολόκληρη σκη-νή χειρονομώντας που προτίμησαν το ξενοδοχείο. Τους α-νέβασε όλους στην άμαξα άρον άρον για να πάνε στην κα-τοικία του, να τα πουν με την ησυχία τους και να δειπνή-σουν.

Ή τ α ν ένας άνθρωπος πολύ συμπαθητικός, ζεστός και ευ-χάριστος.

Το σπίτι του, ή μάλλον «το μέγαρο Κωνσταντινίδη», ήταν ένα διώροφο πλούσιο κτίριο δίπλα στη λεωφόρο Νέφσκι, την κεντρικότερη λεωφόρο της πόλης.

Το εσωτερικό του ήταν στολισμένο με τεράστια χειρο-ποίητα χαλιά Μπουχάρας, βαριές βελούδινες κουρτίνες και κρυστάλλινους πολυελαίους. Το μέγαρο έδειχνε τον πλούτο, αλλά και το λεπτό γούστο των ενοίκων του.

Σε αντίθεση με τη φινέτσα της διακόσμησης, όλο το σα-λόνι μύριζε τσιγαριστό κρεμμυδάκι, ελληνική οικογένεια γαρ. Οι υπηρέτες πήγαιναν, έρχονταν και έστρωναν στην τραπεζαρία ολόλευκα τραπεζομάντιλα και τα πιο καλά πορ-σελάνινα σερβίτσια. Ή τ α ν φανερό ότι με φροντίδα και χα-ρά περίμεναν τους μουσαφίρηδες.

Page 43: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Ό λ η η οικογένεια Κωνσταντινίδη παρατάχτηκε για να συστηθεί στους καλεσμένους της. Η οικοδέσποινα, η κυρία Ελένη Κωνσταντινίδη, είχε ένα πλατΰ χαμόγελο και στήρι-ζε την ηλικιωμένη μητέρα της. Η Φωτεινή, η αδερφή του Τωνα, ήταν όλο ζεστασιά.

- Καλώς ήρθατε, καλώς ήρθατε, έλεγε. Στη σειρά ήταν και τα τέσσερα παιδιά τους: ο Δημήτρης,

ο Γιώργος, η Αμαλία και η Φανίτσα, που ήταν από δεκαε-φτά έως εφτά ετών.

Ο Τωνας, όλο πρεμούρα, σαν παιδάκι, επέμενε να πε-ράσουν αμέσως για φαγητό έτσι ώστε να έχουν μετά τον και-ρό να μιλήσουν για τις δουλειές τους.

Εμ, ήξερε τι έλεγε, δεν είχε άδικο ο άνθρωπος, γιατί όποιος καθόταν στο τραπέζι τους δεν ξεμπέρδευε γρήγο-ρα.

Το δείπνο κράτησε πάνω από τρεις ώρες. Κατά το ελλη-νικό συνήθειο, το τσιμπούσι βαστούσε πολΰ. Έφερναν, έ-φερναν και τελειωμό δεν είχαν.

- Δυσφορία θα με πιάσει, ψιθύρισε σιγανά η Αυγή στον άντρα της.

Ξεκίνησαν πίνοντας βότκα, που τους τη σέρβιρε ο υπη-ρέτης από μια τεράστια και βαριά κρυστάλλινη βενετσιάνι-κη κανάτα.

Η πρώτη πιατέλα είχε καπνιστή ρέγκα με κρεμμύδι και αμέσως μετά το καλΰτερο ρώσικο μαΰρο χαβιάρι πάνω σε φέτες λεμονιοΰ. Συνέχισαν με μανιτάρια και ξεροτηγανι-σμένα ψιλοκομμένα κρεμμυδάκια που έπλεαν μέσα σε ελ-ληνικό λάδι. Τα διαδέχτηκε μια μακρόστενη πιατέλα με συ-κώτι μπαρμπουνιοΰ, δαφνόφυλλα και διάφορα μπαχαρικά.

Page 44: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Το τελευταίο ορεκτικό ήταν μια πίτα με ψιλοκομμένα βρα-σμένα αβγά, συκωτάκια πουλιών και κρεμμυδάκι, περιχυ-μένα με ζεστό βούτυρο.

Έκαναν διάλειμμα στο φαγητό για να πιουν ένα τελευ-ταίο ποτήρι βότκα και να σερβίρουν κόκκινο κρασί.

Μετά από λίγη ώρα, ήρθε το μπορτς, η εθνική σούπα των Ρώσων, φτιαγμένη από σέσκουλα, μικρά κομματάκια λαρ-δί και λουκάνικα. Το μπορτς συνοδευόταν από μια κούπα με αφρόγαλα, μαϊντανό και άνηθο.

Και μετά από όλα αυτά, άρχισαν τα κυρίως πιάτα. Αυτά ήταν φρέσκο μελανούρι τηγανητό και κυπρίνοι με σάλτσα ντομάτας.

Κατόπιν, μετά από τα ψάρια, σερβιρίστηκε λαγός στι-φάδο και κυνήγι, μπεκάτσες και πάπιες με πορτοκάλι.

Αυτό ήταν το λουκούλλειο γεύμα προς τιμήν των συμπα-τριωτών από τη Δράμα.

Γεύμα που η Αυγούλα, ζητώντας συγνώμη από τους συν-δαιτυμόνες, πήγε στο λουτρό και το έβγαλε όλο. Τόσο είχε βαρύνει το στομάχι της. Κανένας δεν κατάλαβε τίποτα για-τί ήταν όλοι απορροφημένοι από την κουβέντα τους. Μόνο η γυναίκα του Τωνα, η Ελένη, παρατήρησε τη χλομάδα της Αυγής, αλλά δεν είπε τίποτα.

Μόλις όμως τελείωσε το φαΐ, πήρε τη νέα γυναίκα στην κάμαρα των ξένων και τη βοήθησε να ξεσφίξει τον κορσέ της.

- Ξάπλωσε λίγο, Αυγή, είσαι ακόμα ταλαιπωρημένη από το ταξίδι ή σου συμβαίνει κάτι ευχάριστο;

- Σωστά μάντεψες, Ελένη, απάντησε κοκκινίζοντας η Αυ-γή. Δεν το έχω πει ακόμα στον Παύλο για να μη με πάρει

Page 45: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

να γυρίσουμε πίσω. Ήθελα τόσο πολύ να δω την Πετρού-πολη!

Η κυρία Κωνσταντινίδη χαμογέλασε με κατανόηση. - Ξεκουράσου λίγο, είπε, και κατεβαίνεις αργότερα. Θα

σερβίρουμε τα φρούτα, το γλυκό και τον καφέ σε καμιά ω-ρίτσα, τότε έρχεσαι και εσύ στο σαλόνι. Λυπάμαι που βά-ρυνες τόσο με το φαγητό, βλέπεις, και αυτός ο αθεόφοβος ο Ιορδάνης είναι ένας αδιόρθωτος καλοφαγάς...

Οι άντρες, στη βιβλιοθήκη του σπιτιού, άναψαν τα πούρα τους. Είχε πάει πια δέκα η ώρα όταν τους έφεραν να πιουν ένα είδος τίπουρου, το ζεπεκάνκα, και δυνατό καφέ.

Είχαν χαλαρώσει, άνοιξαν τώρα το πάνω κουμπί του γι-λέκου τους, ξέσφιξαν τις ζώνες και τα κολάρα και ομολό-γησαν κι οι δυο τους ότι δεν είχαν πια καμιά όρεξη για ε-παγγελματικές κουβέντες.

Έτσι, έπιασαν το πολιτικά, είπαν για το Μακεδονικό, αλλά και για την κατάσταση της Οθωμανικής Αυτοκρατο-ρίας... Έλληνες άντρες, ίδιοι σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, σε όλες τις εποχές και τα χρόνια, πολιτικολογούν, Έλληνες...

- Ελένη, είπε η Αυγή κατεβαίνοντας τρία τέταρτα αργό-τερα στο σαλόνι. Ή τ α ν χαμογελαστή και το χρώμα είχε γυ-ρίσει πάλι στο πρόσωπο της. Μήπως έχεις κάποια Γαλλίδα που διδάσκει τα παιδιά σου;

- Ναι, βέβαια, καλή μου, έχω τη μαντάμ Σοφί, τους μα-θαίνει και πιάνο.

- Μήπως θα μπορούσε να κάνει και σε μένα λίγα μαθή-

Page 46: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

ματα; Δε μιλάω γαλλικά, δεν ξε'ρω λέξη ρώσικα και δυσκο-λεύομαι πολΰ.

- Βέβαια, Αυγή, αΰριο το πρωί στις δέκα θα σου τη στεί-λω στο ξενοδοχείο, να σου μάθει καταρχήν τα απαραίτητα.

Αυτό ήταν το πρώτο βήμα της Αυγής, προστέθηκε και λίγο πιάνο και η επιμόρφωσή της ήταν πια γεγονός που ξεκίνη-σε σαν παλιρροϊκό κΰμα για τη μεταμόρφωσή της. Και ό-σο μορφωνόταν η Αυγή, τόσο πλάταινε ο νους, τόσο δίψα-γε η καρδιά και για άλλα και άλλα. Ό σ ο έφτανε στο ΰψος του αντρός της, τόσο ανέβαζε η νέα γυναίκα τον πήχη ψη-λότερα. Άκουγε με μεγάλο ενδιαφέρον πια τις συζητήσεις των αντρών και τα πολιτικά δεν την άφηναν όπως πριν α-διάφορη...

Ατιόσηασμα από το διήγημα του Γκόγκολ Νέφσκι-Προσπέκτ

Οδός Νέψσκι

Δεν υπάρχει τίποτα αραιότερο στην Πετρούπολη από τη λεωψόρο Νέψσκι. Περπατούσε κανείς και ξεχνούσε τις σκοτούρες του, λαχτα-ρούσε να κάνει βόλτα, να αδειάσει ο νους και να κοιτά τριγύρα πάς άλλαζε ο δρόμος. Και να πώς γίνεται αυτό:

Νωρίς το πρωί, παντού μύριζε ζεστό ψωμί που μόλις ξεφουρνιζό-ταν στη Νέψσκι. Έβλεπε κανείς γέρους ζητιάνους που έψαχναν στα σκουπίδια και τους λυπούνταν και οι πιο σκληρόκαρδοι περαστικοί. Αυ-

Page 47: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

τοί οι κουρελήδες συνήθως δεν είχαν αντέξει στψ αποτυχία της ζωής και έγιναν αλκοολικοί. Μαζεύονταν έξω από τους φούρνους και εκεί τους έδιναν το χτεσινό ψωμί που είχε περισσέψει.

Μετά για λίγη ώρα, η Νέφσκι ήταν άδεια και έρημη. Άρχιζε πά-λι η ζωή και πήγαιναν στη δουλειά τους οι εργάτες και οι υπάλληλοι των υπουργείων, καθώς και οι πωλητές των καταστημάτων.

Γύρω στις έντεκα το πρωί, γέμιζε ο δρόμος από νταντάδες με κα-ροτσάκια που πήγαιναν βόλτα τα παιδιά των πλουσίων οικογενειών που έμεναν στις κοντινές οδούς Σατοβάγια ή Μάβροβα ή Αομάσοβα.

Όσο προχωρούσε η ώρα, λιγόστευαν οι νταντάδες και υπερίσχυαν οι γονείς. Αυτοί, πιασμένοι αγκαζέ και καλοντυμένοι, πήγαιναν βόλ-τα, κοίταζαν τις βιτρίνες, χαιρετιούνταν με τους γνωστούς και κάθο-νταν στα ζαχαροπλαστεία για τσάι ή καφέ.

Ακούγονταν οι εφημεριδοπώλες να διαλαλούν τους τίτλους των ε-φημερίδων.

Γύρω στις τρεις άλλαζε το σκηνικό. Η Νέφσκι γέμιζε με υπαλλή-λους, ενός επιπέδου και πάνω, που έκαναν μια σύντομη βόλτα. Χαι-ρετούσαν με βαθιά υπόκλιση τους προϊσταμένους τους και με ευαρέ-σκεια κουνούσαν ελαφρά το κεφάλι στις χαιρετούρες των υφισταμέ-νων. Γύρω στις πέντε το απόγευμα, πάλι άδειαζε η λεωφόρος, μέχρι που εμφανίζονταν οι υπάλληλοι του δήμου για να ανάψουν τα φανά-ρια.

Σιγά σιγά βλέπαμε άντρες σε παρέες που βολτάριζαν ώσπου να καταλήξουν σε ταβέρνες για κρασί. Μετά, παρέες πιο καλοντυμένων πήγαιναν για φαΐ στα ακριβά εστιατόρια.

Και τελευταίες άρχιζαν, γύρω στα μεσάνυχτα, να βολτάρουν γυ-ναίκες μόνες τους. Έντονα βαμμένες, μικρές ή ώριμες, που ψάρευαν πελατεία και χάριζαν λίγη παρέα σε μοναχικούς άντρες.

Page 48: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Στη Νέφσκι υπήρχαν τα ο)ραιότερα μαγαζιά. Η Αυγή πήγε εκεί μαζί με τη Νατάσα, την υπηρέτρια που της είχε στείλει ο κύριος Μιχαΐλοφ. Δυσκολευόταν να συνεννοηθεί αλλά τα ψώνια, ψώνια. Αγόρασε ένα καπέλο στολισμένο με δαντέλα και ωραιότατα λεπτοκεντημένα εσώρουχα. Ορισμένα μάλι-στα τα πήρε τρία νούμερα μεγαλύτερα, γιατί ήξερε ότι το σώ-μα της πολύ γρήγορα θα άλλαζε. Τα τύλιξαν σε λεπτότατα χαρτιά και έδεσαν τα κουτιά τους με σατέν κορδέλες. Αυτό που ξετρέλανε την Αυγή ήταν ένα μικρό κατάστημα που πουλούσε μπουτουνιέρες από υφασμάτινα λουλούδια, είδη ραπτικής, κλωστές και όλων των ειδών τις κορδέλες. Βε-λούδινες, μεταξωτές, δαντελένιες, φαρδιές ή λεπτές, για ρού-χα, για καπέλα, για πακέτα. Δεν ήξερε τι να πρωτοπάρει. Τέ-τοια στη Μακεδονία δεν τα είχε δει ποτέ, για εκείνα τα χρό-νια αυτά ήταν άγνωστες φινέτσες. Τελικά, διάλεξε μια σει-ρά από όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου. Είχε τόσα δώ-ρα, μικρά και μεγάλα, να κάνει σαν θα γύριζε στη Δράμα! Αυτές οι κορδέλες μπορούσαν να στολίσουν ένα μπλουζάκι ή έναν ποδόγυρο πολύ όμορφα.

Είχε δώσει ραντεβού με την Ελένη και τη Μαντώ Ιωάν-νου, μια Ελληνίδα φίλη των Κωνσταντινίδη, για να πιουν μα-ζί τσάι και καφέ. Η Νατάσα γύρισε στο ξενοδοχείο με τα ψώ-νια της Αυγής και εκείνη πήγε στο ζαχαροπλαστείο «Πετρόφ».

Κάθισε λίγο στην είσοδο για να θαυμάσει τις βιτρίνες του. Μικρά και μεγάλα κουτιά βελούδινα, οβάλ, τετράγωνα, στρογγυλά ή σε σχήμα καρδιάς, στολισμένα με φτερά και λουλούδια, ήταν γεμάτα με λιχουδιές και γλυκά. Η Αυγή ξε-τρελάθηκε με μια ρόδινη καρδιά γεμάτη σοκολάτες και έ-να οβάλ μελί κουτί που περιείχε μέντες.

Page 49: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

«Θα πω στην Ελένη να τους εξηγήσει ότι θέλω να μου τα στείλουν στο ξενοδοχείο», σκέφτηκε και μπαίνοντας κάθισε στη σάλα. Ξεκουράστηκε σε έναν μικρό καναπέ ενώ περί-μενε να αδειάσει κάποιο τραπέζι και να φανεί η Κωνστα-ντινίδαινα. Ή τ α ν ευχαριστημένη με τα ψώνια της. Είχε α-γοράσει γουναρικά για την πεθερά της και τις αδερφές του Παύλου, καθώς και όμορφα εσώρουχα.

«Θα τους πάρω και τις πιο φίνες σοκολάτες», σκέφτηκε. Γιατί η Αυγή δεν ξεχνούσε ότι η οικογένεια του Παύλου τη δέχτηκε με ανοιχτή αγκαλιά κι ας ήταν μια ασήμαντη και φτωχή ορφανή κοπέλα.

Κυρίες μπαινόβγαιναν στο περίφημο καφέ με τέτοιο ύ-φος που μπορούσαν να ευνουχίσουν και ταύρο. Αν και ήταν πρωί, φορούσαν πανάκριβα κοσμήματα και βαριά γουνα-ρικά, μεγάλης αξίας, για να προφυλαχτούν από το κρύο. Οι άντρες που έπιναν τον καφέ τους είχαν το ανάλογο ύφος, α-φού αν και ήταν έντεκα το πρωί δεν εργάζονταν. Επρόκειτο για ευγενείς ή επιχειρηματίες που ήταν περαστικοί από την Πετρούπολη για τις δουλειές τους.

Σε ένα τραπέζι απέναντι της κάθονταν τρεις άντρες και συ-νομιλούσαν. Ένας από αυτούς, ξανθός και γαλανομάτης, την κοιτούσε από την ώρα που μπήκε στο καφέ. Ένιωθε άβολα η Αυγή κάτω από αυτό το βλέμμα, ταυτόχρονα όμως μια έξαψη ανέβαινε από το στομάχι στα μάγουλά της και τα ρόδιζε.

Κάποια στιγμή οι φίλοι του είπαν κάτι δυνατά και η Αυ-γή έπιασε τις λέξεις, μιλούσαν βουλγαρικά. Μακεδονίτισσα εκείνη, όλο και κάτι καταλάβαινε από τη γλώσσα των γειτό-νων. Των γειτόνων που τελευταία είχαν γίνει εχθροί με τους Έλληνες, διεκδικώντας την ελληνική γη, τη μακεδονική.

Page 50: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

...Σε μια ράγα ατιό σταφύλι, Τσιριτρί τσιριτρό, Εμαλάνανε τρεις φίλοι...

Ο άντρας δεν έλεγε να πάρει τα μάτια του από πάνω της. «Θα σηκωθώ να φύγω», σκέφτηκε η Αυγή, «αν δεν έρ-

θουν η Ελένη και η Μαντώ σε τρία λεπτά». Πράγματι, σχεδόν αμέσως με την απόφαση της Αυγής

να φύγει η Μαντώ έφτασε λαχανιασμένη. - Με συγχωρείς, Αυγούλα μου, αλλά με τόσα που έχω στο

κεφάλι καθυστέρησα. Όλοι στο σπίτι από εμένα περιμένουν να τους λύσω τα προβλήματα τους, είπε. Με ειδοποίησε η Ελένη ότι δε θα έρθει νωρίτερα από τις δώδεκα διότι η κο-ντέσα Βλαντιμίροβνα θα πέρναγε από το σπίτι της στις έ-ντεκα. Επομένως, πριν από το μεσημέρι δεν προλαβαίνει να είναι εδώ.

Παράγγειλαν τσάι με γλυκά και βυθίστηκαν στις γυναι-κείες κουβέντες.

Το τσάι ήταν πολύ βαρύ, μολύβι της κάθισε της Αυγής, που συνήθιζε να το πίνει ελαφρύ και με λεμόνι κάτω στην Ελλάδα. Της έφερε κάτι σαν φόρτο στο στομάχι.

- Δε νιώθω καλά, Μαντώ, ψέλλισε. Δε νιώθω καλά. Δεν πρόλαβε να τελειώσει την κουβέντα της και άσπρισε. Έγι-νε κάτωχρη και έχασε τις αισθήσεις της.

Ο άντρας απέναντι πετάχτηκε αμέσως μόλις η Αυγή λι-ποθύμησε. Συστήθηκε στη Μαντώ ως πρίγκιπας Μπόρις της Μιγγρελίας, από τη Βουλγαρία.

- Άκουσα ότι μιλάτε ελληνικά και εγώ καταλαβαίνω λίγα πράγματα.

Page 51: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Ξάπλωσαν στον καναπέ την Αυγή και η Μαντώ είχε α-νησυχήσει πολΰ.

- Χρειάζομαι μια άμαξα, είπε αναστατωμένη, για να πάω τη φίλη μου στο ξενοδοχείο της.

- Παρακαλώ, θα σας συνοδέψω εγώ, απάντησε ο Μπό-ρις.

Έβρεξε μια πετσέτα με νερό από το ποτήρι που ήταν στο τραπέζι με τα αφημένα γλυκά και δρόσισε το πρόσωπο της Αυγής. Εκείνη άνοιξε τα βλέφαρά της και πνίγηκε στο γα-λάζιο βλέμμα των δικών του ματιών. Τη σήκωσε στα χέρια και στην αγκαλιά του και την πήγε στην άμαξα που ήρθε και στάθηκε έξω από του «Πετρόφ». Η Αυγή ένιωθε αδύναμη, όμως παράλληλα αισθανόταν τέτοιο λίγωμα στο κορμί, που παραλίγο να λιποθυμήσει ξανά.

Μέσα στην άμαξα καθόταν δίπλα της η Μαντώ, που την είχε αγκαλιάσει, και ο άντρας απέναντι της είπε με σπα-σμένα ελληνικά:

- Είστε καλύτερα τώρα, κυρία; - Ναι, ψιθύρισε ντροπιασμένη η Αυγή και πρόσθεσε:

Πώς και γνωρίζετε, κύριε, ελληνικά; - Είμαι από τη Βουλγαρία, με λένε Μπόρις. Πρίγκιψ

Μπόρις, της Μιγγρελίας. Μόλις βεβαιώθηκε η Αυγή ότι ο ευγενικός ιππότης που

τη βοήθησε ήταν Βούλγαρος, ένιωσε ένα σφίξιμο απογοή-τευσης και του είπε πολύ επιφυλακτικά:

- Ευχαριστώ για τη βοήθειά σας, κύριε. Εγώ είμαι η Αυ-γή Γεωργιάδη από τη Μακεδονία, από τη Δράμα. Βρίσκο-μαι εδώ με το σύζυγο μου για τις δουλειές του.

Με αυτές τις κουβέντες, έφτασαν στο ξενοδοχείο.

Page 52: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

- Ευχαριστώ και πάλι, είπε η Αυγή, αλλά δε χρειάζεται να με συνοδέψετε, νιώθω τώρα πολΰ καλύτερα, εξάλλου, θα ανέβω πάνω μαζί με τη φίλη μου. Σας ευχαριστώ θερμά.

Με αυτά τα λόγια η Αυγή χαιρέτησε τυπικά το Βούλγα-ρο πρίγκιπα και κατέβηκε μαζί με τη Μαντώ.

Το ίδιο πρωί, ο Τωνας πέρασε να πάρει τον Παΰλο για να πάνε στο εργοστάσιο επεξεργασίας καπνοΰ του πρίγκι-πα Μίσκιν, που απείχε εκατόν πενήντα μέτρα από το φρού-ριο Πετροπαβλόφσκ.

Αυτό το φρούριο είχε χτιστεί από τον Μεγάλο Πέτρο το 1705. Χρη-σίμευε σαν φνλακή για πολιτικούς κρατουμένους, αλλά και γενικά φυ-λακισμένους ηου ήταν προσωπικότητες. Από τους πρώτους κατάδικους που φιλοξενήθηκαν εκεί ήταν και ο ίδιος ο γιος τον Μεγάλου Πέτρου, ο τσάρεβιτς Αλέξης, που πέθανε μετά από φοβερά βασανιστήρια.

Επίσης, από τα κελιά αυτού του φρουρίου πέρασαν και ο Ντο-στογιέφσκι, ο Τρότσκι και ο Μαξίμ Γκόργκι.

Το εργοστάσιο περιστοιχιζόταν από έναν ψηλό τοίχο και α-ποτελούνταν από πολλά κτίρια. Περιελάμβανε από αποθή-κες καπνών και ξηραντήριο μέχρι κοπτήρια και συσκευα-στήριο τσιγάρων.

Παντού ήταν διάχυτη η μυρωδιά του καπνού και ο Παΰ-λος αισθάνθηκε να χτυπά πιο δυνατά η καρδιά του γιατί σαν το λαγωνικό οσφραινόταν στον αέρα τις γνώριμες ευωδιές, αυτές που μέσα στην ψυχή του σήμαιναν σπίτι, δουλειά, πα-τρίδα.

Page 53: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Με τη δεύτερη ανάσα μόρφασε, η μυρωδιά ήταν βαριά. Καμιά σχέση με το πλούσιο άρωμα του μακεδονίτικου φύλ-λου.

Οδήγησαν τους δύο άντρες στο γραφείο του πρίγκιπα. Εκείνος έλειπε και κάθισαν σε ένα μαλακά δερμάτινο κα-ναπέ για να τον περιμένουν. Βρίσκονταν σε ένα σκοτεινό δωμάτιο, μεγάλο, με τους τοίχους ντυμένους από ξύλο λου-στραρισμένο και ταβάνι βαμμένο σκούρο πράσινο. Δύο ε-πιτραπέζιες μεγάλες λάμπες φώτιζαν αμυδρά το χώρο.

Σε λίγο, με δύναμη άνοιξε η πόρτα και μπήκε ένας ά-ντρας περίπου σαράντα χρονών. Φορούσε γκρίζο καρό κο-στούμι και ήταν λεπτός στο σώμα, με ίσια μαλλιά και στρι-φτό μουστάκι.

- Πρίγκιψ Μίσκιν, είπε και υποκλίθηκε στους δύο Έλλη-νες. Μπορείτε να με φωνάζετε Βολόντια, πρόσθεσε σε ά-ψογα γαλλικά και τους έσφιξε το χέρι.

- Κύριε Γεωργιάδη, ή μάλλον, με την άδειά σας, Παύλο, η βότκα έρχεται για να πιούμε στη συνάντησή και τη γνω-ριμία μας. Όμως βιάζομαι, ας μην περιμένουμε πρώτα τα κεράσματα όπως συνηθίζεται εδώ στην Πετρούπολη. Βιά-ζομαι να μυρίσω πρώτα τον καλό μακεδονίτικο καπνό που υποθέτω ότι έχετε φέρει.

Ο Παύλος έβγαλε ένα ξύλινο κουτί από την τσάντα του, το άνοιξε προσεχτικά και ξεδίπλωσε ένα υγρό λεπτότατο ύ-φασμα μέχρι που φάνηκαν τα χρυσοκίτρινα μικρά φύλλα από την Προσωτσάνη. Ο πρίγκιπας έπιασε ένα και το μύ-ρισε.

- Ο τσάρος θα ενθουσιαστεί, είπε μετά από λίγο, η μυ-ρωδιά αυτή είναι η πιο πλούσια σε φυσικά αρώματα που έ-

Page 54: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

χω μυρίσει. Θα φτιάξει παχύ καπνό. Διάβολε! Αυτός ο κα-πνός είναι φορτωμένος με αρώματα μαύρου πιπεριοΰ και καλοκαιρινών φρούτων! Μον Ντιε, Θεέ μου, τι συνδυασμός!

Τσάρος τότε στη Ρωσία, από το 1881-1891, ήταν ο Αλέξανδρος ο Γ', ο οποίος αργότερα δολοφονήθηκε. Τον διαδέχτηκε ο Νικόλαος ο Β', ο οποίος ήταν ο τελευταίος τσάρος της Ρωσίας γιατί εκτελέστηκε αρ-γότερα μαζί με όλη του την οικογένεια και επακολούθησε το κομου-νιστικό καθεστώς.

Page 55: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Μ Ό Λ Ι ς Η ΑΥΠ-Ι με τη φίλη της ανέβηκαν στο διαμέρισμα που κρατούσαν στο ξενοδοχείο οι Γεωργιάδηδες, η Μαντώ είπε στην Αυγή:

- Πρέπει, καλή μου, να το πεις πια στον άντρα σου, πρέ-πει να μάθει ότι περιμένεις παιδί, βρε Αυγή!

- Ε, ναι, ναι, τώρα θα του το πω. Ρεζίλι έγινα στου «Πε-τρόφ» σήμερα.

- Ρεζίλι δεν έγινες, αλλά αν δεν ήταν ο Βούλγαρος, θα ή-μασταν σε πολΰ δΰσκολη θέση...

- Ναι, απάντησε άτονα η Αυγή και το βλέμμα της φανέ-ρωνε αμηχανία.

Η Μαντώ γέλασε σκανδαλιάρικα. - Τι να γίνει, Αυγή μου; Η λιποθυμία σου είχε και τα τυ-

χερά της! Τώρα, να τον διαλέγαμε ειδικά και να μη μας προ-έκυπτε εχθρός αλλά σΰμμαχος, θα ήταν πιο συμπαθητικά, βέβαια, αλλά αυτό είχε σήμερα το μενοΰ. Ε, δεν είναι και λί-γος κοτζάμ πρίγκιπας!

- Η αλήθεια είναι, γέλασε η Αυγή, χαλαρωμένη πια, ότι θα προτιμούσα να μην ήταν Βούλγαρος. Αρκετές διαμάχες έχουμε με δαύτους στη Μακεδονία. Έπρεπε να πέσω πάνω τους και να τους συναντήσω και εδώ;

- Πάντως, μην έχεις παράπονο, γοητευτικός άντρας εί-ναι ο πρίγκιψ σου, Αυγούλα μου.

- Πρίγκιψ, ξεπρίγκιψ, εχθρός είναι, Μαντώ. Γοητευτι-

Page 56: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

κός ή αδιάφορος, είναι Βούλγαρος, άρα για μια Δραμινή θεωρείται έκτος σχεδίου. Όχι , βέβαια, πως αναγκαστικά θα διέφερε η συμπεριφορά μου μπροστά σε ένα σύμμαχο. Απα-παπά! Ο Παύλος είναι για μένα ο καλύτερος σύζυγος στον κόσμο... Λέγοντας αυτά τα λόγια ήρθε στη σκέψη της το γα-λανό βλέμμα του Μπόρις και ένιωσε να ανατριχιάζει ολό-κληρη. Το έκρυψε όμως γιατί η Μαντώ ήταν κομματάκι φλύαρη...

Κουβέντιασαν λίγο οι δυο φίλες, ήπιαν τσάι, που τους το ανέβασε στο δωμάτιο η Νατάσα, και αφού κοίταξαν τα ψώ-νια της Αυγής, φιλήθηκαν και η Μαντώ την άφησε να πά-ρει το μεσημεριάτικο υπνάκο της.

Ή τ α ν απογευματάκι. Ο Παύλος δεν είχε φανεί ακόμα και η μαντάμ της έκανε το καθημερινό πια μάθημα γαλλι-κών και πιάνου.

-Μηονζονρ, καλημέρα. - Μηονσονάρ, καλησπέρα. -Μηονονί, καληνύχτα. Έλεγε η μαντάμ και η Αυγή επαναλάμβανε. - Μερσίμηοκού. Ευχαριστώ πολύ. «Μερσί, η μύτη σου τουρσί», είπε από μέσα της η Αυγή

και εκείνη τη στιγμή χτύπησε η πόρτα και η Νατάσα έφερε στο δωμάτιο μια όμορφη ανθοδέσμη με φρέζες, λιλά και τριαντάφυλλα.

- Για σας, έκανε η Ρωσίδα και έδωσε στην Αυγή τα λου-λούδια.

Η νέα γυναίκα τα έχασε, πήρε απορημένη τα άνθη και βρήκε μέσα μια κάρτα που έγραφε μια λέξη μόνο: «Περα-mικά». Υπογραφή: «Μαόρις».

Page 57: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Η Αυγή για μια στιγμή θέλησε να πετάξει την ανθοδέσμη. Ύστερα όμως τσαλάκωσε το μπιλιέτο και έδωσε τα λου-λούδια στη Νατάσα να τα βάλει σε ένα βάζο.

Μόλις έφυγε η μαντάμ, η Αυγή πέταξε το σημείωμα στα σκουπίδια και έριξε από πάνω του κάτι παλιοκούρελα. Ένιω-θε ότι το χέρι της την έκαιγε.

Δεν είχε προλάβει καλά καλά να απαλλαγεί από το ση-μείωμα και ο Παΰλος μπήκε στο δωμάτιο γελαστός και ευ-διάθετος.

- Αυγή μου, νομίζω ότι τα καταφέραμε! Πολΰ σΰντομα ο τσάρος δε θα καπνίζει τίποτ" άλλο παρά μόνο τσιγάρα Γε-ωργιάδη.

- Και κάτι άλλο καταφέραμε, είπε η Αυγή γλυκά. - Σαν τι, καλή μου; ρώτησε ο Παΰλος με το μυαλό στα κα-

πνά του ενώ ξέσφιγγε το κολάρο και έβγαζε το σακάκι για να φορέσει τη μακριά μάλλινη ρόμπα του.

Η Αυγή πλησίασε τον άντρα της που ξεντυνόταν και α-κουμπώντας το μάγουλο της στην πλάτη του τον αγκάλιασε από τη μέση και του είπε χαδιάρικα:

- Καταφέραμε να περιμένω πάλι παιδί, Παΰλο μου! Εκείνος γΰρισε με ορμή και την κράτησε λίγο μακριά

του. - Είσαι, είσαι σίγουρη; τη ρώτησε με φωνή που έτρεμε.

Η Αυγή ένευσε καταφατικά. Τότε εκείνος την παρέσυρε στο βελοΰδινο καναπεδάκι που έπαιρναν το πρωινό τους και σκύ-βοντας στην ποδιά της της φιλούσε τα χέρια συγκινημένος. Ακούμπησε το κεφάλι του στην κοιλιά της και είπε τρυφερά:

- Αυγοΰλα μου, αχ, Αυγοΰλα μου, πώς θα σου πω ευχα-ριστώ για τις ζωές που μου χάρισες, πώς; Τη φιλούσε, τη

Page 58: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

χάιδευε και παραληρούσε από ευτυχία. Ελπίζω ο Θεός αυ-τή τη φορά, μετά από τον παλικαρά μας, να μας ευλογήσει και να αποκτήσουμε και ένα θηλυκό. Ε, να, να το βλέπω κι εγώ μέσα στο σπίτι με τα φουστανάκια και τις παντοφλίτσες του να τριγυρνάει και να σου μοιάζει, Αυγοΰλα μου, να σου μοιάζει! Πρέπει όμως να προσέχεις. Α, να προσέχεις! Αμ, ξαπλωτή θα ταξιδέψεις στο τρένο μέχρι την Οδησσό, ξα-πλωτή...

- Εντάξει, βρε Παΰλο, δεν είμαι από γυαλί να ραγίσω, η μάνα σου τι να πει με έντεκα γέννες; Όμως του έκρυψε την πρωινή της αδιαθεσία. Την έκρυψε και τον φίλησε γλυκά.

- Άλλο η μάνα μου, Αυγή, είπε εκείνος τονίζοντας τις λέ-ξεις. Αυτή πήγαινε στα χωράφια, ήταν σκληρή γυναίκα στα νιάτα της, εσΰ, εσΰ είσαι η Αυγοΰλα μου... και πήρε να τη φι-λά και να τη χαϊδεΰει.

Έτσι ξαφνικά, εκεί που την κανάκευε, σηκώθηκε από την αγκαλιά της, είπε πως έχει δουλειά και βγήκε στη Νέφσκι. Πήγε στο καλΰτερο χρυσοχοείο και αγόρασε για την Αυγή ένα περιδέραιο ασορτί με τα σκουλαρίκια που της είχε δω-ρίσει τις προάλλες στην Οδησσό.

Το έφερε και ανυπόμονος της το κρέμασε στο λαιμό... Τέ-τοια έκανε ο Παΰλος και τη λάτρευε και όταν άθελά της τρύ-πωνε στο μυαλό το γαλανό βλέμμα του εχθροΰ και ξΰπναγε το θηλυκό μέσα της ντρεπόταν τον ίδιο της τον εαυτό.

Η Αυγή καθόταν μπροστά στον καθρέφτη του δωματίου και περιποιόταν τον εαυτό της, όπως κάθε βράδυ πριν πέσει στο κρεβάτι.

Page 59: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Εκατό βουρτσιές στα μαλλιά, αγγσυρόνερσ στο πρόσω-πο και πέρασμα με λεμονόνερο τα χέρια για να είναι λευκά και απαλά. Ύστερα ξεπλενόταν με καθαρό νερό, που έχυ-νε από την κανάτα μπροστά στο λαβομάνο. Φόρεσε τη ρό-μπα, τις παντόφλες της και ετοιμαζόταν να ξαπλώσει.

Ο Παύλος με τον υπηρέτη τους, τον άντρα της Νατάσας, της μήνυσε ότι θα αργούσε αυτό το βράδυ γιατί ήταν μαζί με τον πρίγκιπα Μίσκιν.

Μόλις είχε ανασηκώσει η Αυγή το βαρύ κάλυμμα του κρε-βατιού και αυτός έφτασε.

- Να πω να φέρουν κάτι να φας; τον ρώτησε. - Όχ ι , δε θέλω τίποτα, της απάντησε συνοφρυωμένος. - Τι γίνεται, Παύλο μου, γιατί είσαι έτσι σκεφτικός; Πά-

ει κάτι άσχημα με τις δουλειές μας; - Όχ ι , όχι με τις δουλειές μας, Αυγή, μόνο να, τώρα που

τριγυρνάω στην αυτοκρατορική Αυλή ακούω διάφορα. Έχει έρθει από τη Βουλγαρία μια επιτροπή με επικεφαλής κά-ποιον πρίγκιπα της Μιγγρελίας, έναν Μπόρις...

Και μόνο που άκουσε αυτό το όνομα η Αυγή, ένιωσε ένα τρέμουλο μέσα της.

- Ε, τι έκανε αυτός, Παύλο μου; - Να, δήθεν βρίσκεται στη Ρωσία για δουλειές, αυτό εί-

ναι όμως μόνο η βιτρίνα. Στην πραγματικότητα ήρθε να κά-νει διαπραγματεύσεις για βοήθεια από τη Ρωσία ώστε να φτάσουν ίσαμε κάτω στον Έβρο. Αυτός ο Μπόρις, αυτός, πολύ ανακατεύει τα πράγματα, είπε ο Παύλος σκεφτικός, σαν να μιλούσε στον εαυτό του. Ούτε που πρόσεξε τη γυ-ναίκα του που άλλαξε χίλια χρώματα.

- Τον γν(ορίζεις; ρώτησε η Αυγή δήθεν αδιάφορα.

Page 60: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

- Όχ ι , όχι, άκουσα... αλλά που θα μου πάει; Δεν τριγυρ-νάει μόνο αυτός στα ανάκτορα, τριγυρνάω και εγώ. Κάπου θα τον πετύχω... Θέλουν να κατέβουν ίσαμε τη γη μας, μω-ρέ Αυγή, να πάρουν τα χωράφια μας...

Η Μακεδονία είχε διαιρεθεί αηό τους Τούρκους σε δύο μεγάλες δι-οικητικές περιοχές, δηλαδή, σε δύο βιλαέτια: του Μοναστηρίου και της Θεσσαλονίκης.

Το βιλαέτι της Θεσσαλονίκης ήταν χωρισμένο σε τρία σαντζάκια (περιφέρειες): της Θεσσαλονίκης, των Σερρών και της Δράμας.

Το 1870 οι Έλληνες της Δράμας μόλις έφταναν τους τετρακόσιους. Η πληθυσμιακή μεταβολή έγινε μετά το 1870, που άρχισε να ανα-πτύσσεται η καπνοκαλλιέργεια. Σε δέκα δεκαπέντε χρόνια το ελληνι-κό στοιχείο της πόλης τριπλασιάστηκε.

Στον κάμπο της Δράμας σώζονται μέχρι σήμερα τα ερείπια της αρ-χαίας Ηδωνίδας, καθώς και μεγάλα ταφικά μνημεία.

Το μεγαλύτερο μέρος του κάμπου καταλάμβανε η λίμνη Πρα-σιάδα, η οποία αργότερα, το 1928, αποξηράνθηκε από δύο μεγάλες αμερικάνικες τεχνικές εταιρείες, τη Μονκς και την Ούλεν.

Στη Νότια Μακεδονία, τψ εποχή εκείνη ο πληθυσμός ήταν ελληνόφω-νος, ενώ πάνω από τις Σέρρες και τη Δράμα άρχιζε η περιοχή της πολυ-γλωσσίας, με συνύπαρξη ελληνοφώνων, σλαβόφωνων και βλαχοφζόνων.

Οι Βούλγαροι επιδίωκαν με κάθε τρόπο τον εκβουλγαρισμό της Μακεδονίας.

Και ο Παύλος τελικά έμαθε για τον Μπόρις, έμαθε και κα-θόλου δεν του άρεσαν αυτά που άκουσε.

Page 61: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Ο πρίγκιπας Μπόρις της Μιγγρελίας γεννήθηκε από πα-τέρα Ρώσο ελληνικής καταγωγής και μητέρα Βουλγάρα α-πό την περιοχή της Δράμας. Η Μιγγρελία ήταν η αρχαία Κολχίδα στον Εύξεινο Πόντο, πλούσια σε μεταλλεία χρυσού και σιδήρου. Μετά από την κατάληψη της περιοχής από τους Τούρκους είχε γίνει αυτόνομη ηγεμονία, μέχρι που υ-ποτάχτηκε στη Ρωσία.

Οι πρόγονοι του Μπόρις υπήρξαν ηγεμόνες της Μιγ-γρελίας και από αυτούς είχε κληρονομήσει τον τίτλο του πρίγκιπα. Είχε έρθει στην Πετρούπολη ζητώντας υποστή-ριξη για να ανέβει στο θρόνο της Βουλγαρίας. Ή τ α ν αντι-δραστικό στοιχείο και μαζί με ένα τάγμα του βουλγαρικού στρατού είχε κάνει πραξικόπημα με στόχο να κηρύξει έκ-πτωτο τον Φερδινάνδο, που ήταν τότε ο βασιλιάς της Βουλ-γαρίας, και να πάρει τη θέση του, περικυκλώθηκαν όμως α-πό τη βουλγάρικη χωροφυλακή και αποδεκατίστηκαν. Ο Μπόρις συνελήφθη και καταδικάστηκε σε θάνατο.

Ο Φερδινάνδος δέχτηκε τη μεταμέλειά του, αφού πρώτα ο πρίγκιπας ορκίστηκε πίστη στο θρόνο και προσφέρθηκε να βοηθήσει εθελοντικά στον εκσλαβισμό της Βουλγαρίας.

Ο Μπόρις, πιστός στον όρκο του, άρχισε στη συνέχεια να εργάζεται για αυτή την ιδέα οργανώνοντας βουλγαρικά σχο-λεία στην περιοχή των Σερρών και της Δράμας.

Όταν άρχισε η δράση του βουλγαρικού κομιτάτου, με την κάλυψη όλης της Μακεδονίας από ένοπλες συμμορίες, ο Μπόρις έλαβε μέρος στον αγώνα εναντίον των Ελλήνων μα-Κβδονομάχων με δικό του απόσπασμα από εκατόν πενήντα κομιτατζήδες.

Ie αυτό τον ώθησε η αγριότητα του πολέμου που μετέβαλε

Page 62: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

τους ανθρώπους σε θηρία. Όταν Βούλγαροι κομιτατζήδες σκότωσαν πέντε Ελληνόπαιδα δεκατριών χρονών καθώς γύ-ριζαν από το σχολείο, Έλληνες της Μακεδονίας εν βρασμώ ψυχής αντεπετέθηκαν και έτσι κάποιο βόλι βρήκε στην αυ-λή του σπιτιού της τη μάνα του Μπόρις και η γυναίκα έχα-σε τη ζωή της. Τότε κι αυτός με τη σειρά του συγκέντρωσε Βούλγαρους στρατιώτες και μερικούς έμπειρους στα όπλα ληστές και βγήκε στον αγώνα εναντίον των Ελλήνων.

Τελικά, τα καπνά του Παύλου άρεσαν πολύ στον τσάρο και έτσι έκανε στο Μακεδόνα καπνέμπορο μια μεγάλη παραγ-γελία, για αυτόν και για τους αυλικούς του.

Ο Γεωργιάδης τώρα είχε την εύνοια του τσάρου και το δι-καίωμα να συχνάζει στην τσαρική Αυλή. Ως ένδειξη της εύ-νοιας του ο Αλέξανδρος ο Γ' έδωσε εντολή στους γραμματείς του να στείλουν πρόσκληση και στον Έλληνα καπνέμπορο για το μεγάλο χορό που θα δινόταν σύντομα στα χειμερινά ανάκτορα.

Αυτό ήταν τιμή μεγάλη για τον Παύλο, που φερόταν πλέ-ον ως ο επίσημος προμηθευτής καπνών του Ρώσου αυτο-κράτορα. Δεν μπορούσε επομένως παρά να σεβαστεί την ε-πιθυμία του τσάρου και μαζί με τη γυναίκα του να παρευ-ρεθεί στον επίσημο χορό.

Έτσι, ο Παύλος με την Αυγή από πολλές μέρες πριν άρχι-σαν τις ετοιμασίες.

Η Ελένη τους έσιειλε ένα δάσκαλο χορού στο ξενοδο-χείο.

- Σιγά μη μάθω εγώ να στριφογυρνώ σαν γελοίος, είπε ο

Page 63: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Παύλος βαριά. Μάθε εσύ, Αυγούλα μου, κι εγώ θα σε κοι-τώ. Σιγά μη χορεύω εγώ έτσι για να με ξεφωνίσουν πίσω στη Μακεδονία! Δεν είμαστε καλά τώρα! Σοβαρός άνθρωπος, δεν κάνω εγώ γι' αυτά! Μωρέ, μάθε εσύ και θα σε κοιτώ και θα σε καμαρώνω!

Και έφτασε η μέρα του χορού. Η Αυγή έλαμπε γιατί η ε-γκυμοσύνη την είχε ομορφύνει. Το στήθος της πρόβαλε α-πό το χρυσοκεντημένο μπούστο του φορέματος και τα σμα-ράγδια στα αφτιά και το λαιμό της έκαναν τη νέα γυναίκα να μοιάζει με βασίλισσα.

Ο Παύλος μόλις την αντίκρισε έτσι στολισμένη, έτοιμη να ρίξει στους ώμους της το βαρύτιμο πανωφόρι, κράτησε την ανάσα του.

«Τι ευμορφιά είναι αυτή», σκέφτηκε. «Τι ευμορφιά, και είναι δικιά μου!»

- Μωρέ Αυγή, μωρέ... Είσαι πολύ όμορ... Άντε, ρίξε κά-τι πάνω σου, έκανε τραχιά, με ζήλια. Επειδή δηλαδή πάμε στο παλάτι, όλα έξω, στη φόρα, θα τα βγάλουμε;

Ζάρωσε η Αυγή στα αυστηρά λόγια του και μαζεύτηκε στην άκρη της άμαξας που τους πήγαινε στο χορό.

- Γιατί με μαλώνεις και μου χαλάς τη βραδιά; του είπε με παράπονο.

Εκείνος μετάνιωσε για τη συμπεριφορά του και σφίγγο-ντάς την πάνω του έκατσε αναπαυτικά πίσω στην άμαξα. Έτσι αγκαλιασμένοι απολάμβαναν τη φωτισμένη με φανά-ρια Πετρούπολη. Τα φώτα καθρεφτίζονταν στα κανάλια της πόλης, που την έλεγαν και «Βενετία του Βορρά».

Page 64: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Διασκευή παρμένη από το βιβλίο του Λέοντος Τολστόι

Πόλεμος και Ειρήνη

Ο χορός στα ανάκτορα

0 χορός δινόταν στη μεγάλη αίθουσα δεξιώσεων των χειμερινών ανα-κτόρων.

Η είσοδος ήταν από τη λεωφόρο και ήταν κατάφωτη, με στρωμέ-νο ένα κόκκινο χαλί από το σημείο όπου σταματούσαν οι άμαξες μέ-χρι τη μεγάλη πόρτα στο τελευταίο κεφαλόσκαλο.

Στην είσοδο στεκόταν ο ίδιος ο αρχηγός της αστυνομίας και δεκά-δες αξιωματικοί. Κατέφθαναν η μια μετά την άλλη άμαξες με λακέδες που φορούσαν κόκκινες λιβρέες και κατέβαιναν αριστοκράτες, έμποροι, στρατηγοί, ναύαρχοι και ανώτατοι δημόσιοι υπάλληλοι με αστραφτερές στολές, παράσημα και μεταξωτές ταινίες λοξά στερεωμένες στο στήθος τους. Όλοι τους συνόδευαν κυρίες που φορούσαν βαρύτιμες τουαλέτες.

Το πλήθος που είχε συγκεντρωθεί σχολίαζε το καθετί, ενώ ένα σούσουρο υψωνόταν στον αέρα με κάθε νέα άφιξη.

- Ο τσάρος είναι;

- Όχι, όχι. - Να, έφτασε ο υπουργός Ακίροφ! - Τι λες, μωρέ, δε βλέπεις τα φτερά; Αυτός είναι ο πρίγκιπας Γιου-

σούποφΐ Όρθιοι οι καλεσμένοι συνωστίζονταν κοντά στην είσοδο περιμένο-

ντας τον τσάρο. Ξαφνικά, η ορχήστρα άρχισε να παίζει πανηγυρικά μια πολωνέ-

ζα προς τιμήν του και εκείνος μπήκε στην αίθουσα χαιρετώντας τον κόσμο έχοντας την τσαρίνα στο πλάι του.

Page 65: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Άνοιξε πρώτος τον μηάλο ο τσάρος και ακολούθησαν οι υπουργοί, οι πρεσβευτές και οι στρατηγοί.

Μετά από μισή ώρα ο τσάρος αναχώρησε και τότε πια ζωήρεψε ο χορός πραγματικά. Όλοι οι νέοι χόρευαν πια ξαναμμένοι.

Μόλις άρχισε η μουσική και χωρίστηκαν σε ζευγάρια για το χορό οι καλεσμένοι του τσάρου, ο Παΰλος κάθισε στην άκρη και κοιτούσε τριγύρω του την πολυτέλεια που όμοιά της δεν είχε ως τότε δει, αλλά και ούτε θα ξανάβλεπε.

Τα κοσμήματα στους λαιμούς και τα χέρια των κυριών, αλλά και τα φορέματά τους, κόστιζαν όσο ο προϋπολογι-σμός των εξόδων κρατών ολόκληρων.

Η Αυγή πετούσε μέσα στην αίθουσα. - Κοίτα μην κουραστείς, έγκυος γυναίκα, πρόσεχε! της εί-

πε ο Παύλος. Μα η Αυγή ήταν νέα και πετάριζε η καρδιά της, όσο για

τα πόδια της, αυτά κουνιόνταν από μόνα τους. Κάποια στιγμή, σε μια στροφή του χορού, κάνοντας υπόκλι-

ση, βρέθηκε να έχει καβαλιέρο της τον... Μπόρις! Κοκκίνισε ολόκληρη και σχεδόν δεν την κρατούσαν τα πόδια. Έκανε προ-σπάθεια να συνεχίσει, αλλά παραπάτησε. Δυνατό το χέρι του, τη συγκράτησε και την έβγαλε από τον κύκλο των χορευτών.

Η Αυγή ένιωθε ότι της έλειπε ο αέρας. Εκεί μέσα, με τό-σα κεριά αναμμένα και με τα αρώματα των γυναικών διά-χυτα, η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική.

Ο Μπόρις έσπρωξε μια πόρτα και βρέθηκαν σε ένα μι-kpo σαλόνι. Στο τζάκι έκαιγε μια δυνατή φωτιά και δεν ή-ταν κανένας άλλος μέσα στο δωμάτιο.

Page 66: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Με το μέτωπο της ιδρωμένο, βυθίστηκε στον καναπέ πνί-γοντας έναν αναστεναγμό.

Ο άντρας κάθισε δίπλα της. - Πάλι καλά δεν είσαι, διαπίστωσε και της μιλούσε ελλη-

νικά με την ξενική του προφορά κοιτώντας τη στα μάτια. Ελπίζω να μη σου συμβαίνει κάτι πολύ δυσάρεστο...

- Όχ ι , όχι, χαμογέλασε η Αυγή με τον τρόπο που εκεί-νος μιλούσε τη γλώσσα της. Αντίθετα, μου συμβαίνει κάτι πο-λύ ευχάριστο. Περιμένω παιδί. Θα είναι το δεύτερο παιδί μου!

- Συγχαρητήρια, να ζήσει, είπε ο Μπόρις και έμειναν α-μίλητοι. Δεν μπορούσαν να ξεκολλήσουν τις ματιές τους. Κοιτάζονταν σαν μαγνητισμένοι.

- Ευχαριστώ για τα λουλούδια, ψιθύρισε η Αυγή. Σε πα-ρακαλώ όμως να μην ξανακάνεις κάτι τέτοιο, δε θέλω.

- Γιατί; ρώτησε ο Μπόρις βραχνά. Επειδή είμαι Βούλ-γαρος και εσύ Ελληνίδα; Το ξέρεις ότι η μητέρα μου ήταν σαν εσένα από τη Δράμα;

- Σαν εμένα δεν ήταν, αντέδρασε φλογερά η Αυγή. Εγώ είμαι Δραμινή, Ελληνίδα, δεν είμαι Βουλγάρα! Έτρεμε σε αυτά τα λόγια και η ταραχή ανεβοκατέβαζε το στήθος της και έκανε τα μάτια της να λάμπουν.

- Μπορεί να είσαι Ελληνίδα, άρα εχθρός μου, είπε σιγανά ο Μπόρις, όμως μου αρέσει τόσο, μα τόσο, να σε κοιτώ.

Η Αυγή σηκώθηκε με ορμή από τον καναπέ, έτοιμη να φύγει.

- Δε θέλω να ακούσω τίποτα άλλο, Μπόρις, είπε. Όμως έτσι απότομα που πετάχτηκε από τα μαξιλάρια ζαλίστηκε και λίγο ακόμα θα έπεφτε, αν δεν τη συγκρατούσε εκείνος.

Page 67: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Την έσφιξε πάνω του για να μην κυλήσει στο δάπεδο και το βλέμμα του χάιδεψε τα χείλη της.

Το στόμα του αιχμαλώτισε το δικό της και οι δυο τους χά-θηκαν μέσα σε έναν ανεμοστρόβιλο αισθημάτων. Τη φίλη-σε άγρια, παθιασμένα και μετά ακούμπησε καυτά τα χείλη του στο λαιμό της μουρμουρίζοντας:

- Πώς γίνεται ο εχθρός να είναι τόσο γλυκός; Πώς γίνε-ται αντί να τον μάχομαι να θέλω να τον λιώσω στην αγκα-λιά μου; αναστέναξε βαθιά ο Μπόρις και την έσπρωξε πέ-ρα. Έχεις δίκιο, Αυγή, να μη θέλεις να ακούσεις τίποτα α-πό εμένα, έχεις δίκιο, γιατί τα δικά μας τα φιλιά είναι απα-γορευμένα. Και όχι γιατί περιμένεις παιδί από το μεγαλέ-μπορο σύζυγο σου, αλλά γιατί τις πατρίδες μας τις χωρίζει μίσος και αίμα...

Καθώς κίνησε να βγει από το σαλονάκι η Αυγή ήταν χίλια κομμάτια, άθελά της έριξε ένα βλέμμα στον Μπόρις που τον διέλυσε.

Ό λ η η ελληνική περηφάνια, αλλά ταυτόχρονα και το πά-θος της ερεθισμένης γυναίκας, καθρεφτίζονταν σε αυτή τη ματιά.

- Πανάθεμά σε, ψιθύρισε εκείνος και τη φίλησε ξανά. Ύστερα, ανοίγοντάς την πόρτα άφησε την Αυγή πρώτη να περάσει.

- Παρακαλώ, της είπε και τώρα δεν ήταν ο Βούλγαρος αλλά ο πρίγκιψ Μπόρις!

Άραγε μπορούσε εκείνη να παραβλέψει ότι ο πρώτος ά-ντρας που έκανε το αίμα να κοχλάσει στις φλέβες της ήταν

Page 68: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

εχθρός της πατρίδας; Εχθρός των παιδιών της; Εχθρός του άντρα και της περιουσίας της; Μπορούσε;

Γύρισε στην τεράστια χρυσοστόλιστη σάλα με τα εκατο-ντάδες αναμμένα κεριά στους κρυστάλλινους πολυελαίους.

Άλλοι στροβιλίζονταν χορεύοντας, άλλοι συζητούσαν. Πολλοί πήγαιναν κοντά στον τσάρο και την τσαρίνα και έ-καναν βαθιά υπόκλιση υποβάλλοντας τα σέβη τους.

- Πού ήσουν, βρε Αυγή; Ανησύχησα, γκρίνιαξε ο Παύλος. Σε έψαχνα παντού. Έλα, πάμε γρήγορα, θέλουν να μας πα-ρουσιάσουν στον τσάρο, πάμε.

Η Αυγή, μετά από την καυτή ματιά του Μπόρις, τώρα εί-χε να αντιμετωπίσει και το γοητευμένο βλέμμα του «τσάρου πασών των Ρωσιών».

Ο Αλεξάντερ κοιτάζοντάς την είπε στον Παύλο μιλώντας γαλλικά:

- Βλέπω, κύριε Γεωργιάδη, ότι το γούστο και η εκλεκτι-κότητά σας ως προς την καλή ποιότητα του καπνού επε-κτείνονται και στην επιλογή της συζύγου σας. Και με ένα χαμόγελο πρόσθεσε: Εξαίρετα και τα δυο!

Ο Παύλος, ταραγμένος από τους επαίνους διά φωνής του πλανητάρχη της εποχής εκείνης, υποκλίθηκε βαθιά, το ίδιο έκανε και η Αυγή. Σηκώνοντας το βλέμμα της, συνάντησε την εξεταστική ματιά της τσαρίνας και το ειρωνικό βλέμμα του Μπόρις.

Ο Βούλγαρος πρίγκιπας παραδίπλα, ανάμεσα σε ένα μπουλούκι ευγενών, παρακολουθούσε τη σκηνή σιωπηλός, τα μάτια του όμως, αν και ειρωνικά, έκαιγαν. Έλαμπαν σαν τα φουρτουνιασμένα νερά των ποταμών που φούσκω-ναν κατεβαίνοντας από τη Βουλγαρία στη μακεδονική γη.

Page 69: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Ό π ω ς τα ποτάμια πλημμυρίζοντας την ελληνική Μακεδο-νία δημιουργούν καταστροφές, έτσι καταστροφική ήταν και η λάμψη των ματιών του Μπάρις...

Ξαπλωμένη η Αυγή στο τρένο, στις ατελείωτες ώρες της επιστροφής τους προς το λιμάνι της Οδησσού, έφερνε στο νου της ξανά και ξανά τα φιλιά του άντρα που την ανα-στάτωσαν τόσο ώστε να καίνε τα σωθικά της. Τα φιλιά που την έκαναν αγρίμι επιθυμιών, σκοτείνιαζαν το νου, γέμι-ζαν ντροπή και τη συζυγική πίστη και τον πατριωτισμό της.

Γύρισαν στη Δράμα, γύρισαν στο σπίτι τους και όλα έ-μοιαζαν ίδια. Και όμως, τίποτα δεν ήταν σαν πριν. Τίποτα, γιατί η Αυγή σε αυτό το ταξίδι είχε σπάσει το φράγμα της κοινωνικής άγνοιας και, κυρίως, είχε ξεπεράσει τον αιώνιο ύπνο της πειθήνιας συζύγου. Τώρα ήξερε ότι η γυναίκα μπο-ρεί από ερωτισμό και πάθος να γίνει αδηφάγο ζώο, έρμαιο των επιθυμιών της, ακριβώς όπως και ο άντρας. Τώρα είχε ανακαλύψει ότι μια γυναίκα μπορεί να έχει πόθους σε λά-θος στιγμές και για λάθος άντρα.

Πού πουλιέται το μέτρο στα αισθήματα για να το αγο-ράσει κανείς; Πού πουλιέται η ζυγαριά που δίκαια θα ζυ-γιάσει πάθος και έρωτα με πίστη και ιδανικά;

Όλοι τώρα, από την πεθερά και τις συννυφάδες της μέχρι την τελευταία παρακόρη του σπιτιού, άθελά τους ένιωθαν πια για την Αυγή ένα σεβασμό που τους υπέβαλλε το στιλ της

Page 70: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

σοβαρής κυρίας που είχε αποκτήσει στη συμπεριφορά της μετά από το ταξίδι στη Ρωσία.

Η εγκυμοσύνη της προχωρούσε ομαλά και η Αυγή συνέ-χισε τα μαθήματα των γαλλικών και του πιάνου. Πρόσθεσε τώρα και τα φιλολογικά με δασκάλους που της έφερε ο Παύ-λος από τη Θεσσαλονίκη, γιατί ήταν γνωστό ότι εκείνος δεν της χαλούσε ποτέ το χατίρι.

Του ζήτησε να τον ακολουθεί όποτε ήταν εφικτό στα ταξί-δια του και ο Παύλος το δέχτηκε, γιατί εξάλλου μεγάλωνε πια, βάραινε με τα χρόνια και η Αυγή του πρόσφερε ασφάλεια.

Τώρα συχνά εκείνος της μιλούσε για τις δουλειές του, κα-μιά φορά τη ρωτούσε κιόλας. Είχε αλλάξει η Αυγή και είχε αλλάξει και η σχέση με τον άντρα της. Η νέα γυναίκα, η ώ-ριμη πια νέα γυναίκα, άρχισε να διαβάζει από απλά ρομά-ντζα μεταφρασμένα μέχρι αρχαίους Έλληνες συγγραφείς. Φρόντιζε να προμηθεύεται βιβλία από την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. Ασχολιόταν με το παιδί και το σπιτικό της και επιδίωκε με μια κολασμένη προσπάθεια να ξεχάσει τον Μπόρις και τα φιλιά του...

Γεννήθηκε το μωρό και ήταν κορίτσι όπως ο Παύλος λα-χταρούσε. Ονόμασαν τη μικρή Κερασούλα-Ειρήνη και όσο μεγάλωνε τόσο γινόταν η λατρευτή του πατέρα της.

Οι δουλειές του Παύλου εξαπλώνονταν, όπως και τα προ-βλήματα ανάμεσα στις διαφορετικές εθνότητες της Μακε-δονίας.

Ενδεικτική του πόσο μπερδεμένες ήταν οι διαφορετικές ε-θνότητες στη μακεδονική γη είναι η παλιά ιταλική απόδοση

Page 71: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

της λέξης «φρουτοσαλάτα» ως «μία Μακεδονία», με την έν-νοια ότι στη Μακεδονία υπάρχουν τόσες φυλές όσα διαφο-ρετικά φρούτα περιέχονται σε μια φρουτοσαλάτα.

Η Ειρήνη ήταν ένα πανέξυπνο όμορφο κοριτσάκι που ο-λημερίς έτρεχε και έπαιζε με τον αδερφό της τον Θανάση.

Η Αυγή μεγάλωνε τα παιδιά της με σεβασμό και πίστη στην πατρίδα τους και είχε καταχωνιάσει μες στην καρδιά της την αγιάτρευτη και άσβεστη πληγή που είχε αφήσει ο ανεκπλή-ρωτος έρωτας και το πάθος της για το Βούλγαρο πρίγκιπα.

Ο κλεφτοπόλεμος ανάμεσα στους Έλληνες και τους Βουλ-γάρους όσο πήγαινε και γινόταν όλο και πιο αιματηρός, ό-λο και πιο σκληρός. Οι βάλτοι και η λίμνη γΰρω από τη Δρά-μα έκρυβαν τα δικά τους μυστικά. Και το βαλκανικό θέμα είχε πλέον αναδειχτεί σε υψίστης σημασίας για ολόκληρη την Ευρώπη, αφοΰ οι Βούλγαροι πρόβαλλαν προκλητικές αξιώσεις στα εδάφη της Μακεδονίας και της Θράκης. Ο βαλκανικός εθνικισμός έβραζε και ήταν σε μεγάλη έξαρ-ση...

Μετά τη δεκαετία του 1860, με τη ζήτηση του καπνού να αυξάνει, τα μικρά ευκαιριακά καπνοπωλεία εξελίσσονται σε οργανωμένα κα-ταστήματα.

Χάρμα οφθαλμών ήταν οι όμορφες προσεγμένες βιτρίνες τους που έκαναν γνωστές σε όλη την Ευρώπη ποικιλίες καπνού, σιγαρόχαρτων, τουμπακίων, πούρων, σιγαρέτων. Πουλούσαν επίσης και διάφορα α-ντικείμενα συνοδευτικά του καπνίσματος, όπως καπνοσακούλες, σι-γαροθήκες και πίπες. Όμορφα αντικείμενα που στόλιζαν και αυτά τις φωταγωγημένες προθήκες.

Page 72: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Πολλά καπνοπωλεία στψ Ευρώπη μεταφέρθηκαν στα ισόγεια των μεγάλων ξενοδοχείων, ενώ στην αγορά του καπνού μπήκε και η δια-φήμιση.

...Σύστασης καπνού, νέου και τερπνού. Όποιος θεριακλής γυρεύει

καπνόν πρώτης για ραχάτι θα 'βρει στο καπνοπωλείον Μενιδιάτη...

Η παράδοση θέλει η πρώτη κατασκευή τσιγάρου να γίνεται κατά το ρωσοτουρκικό πόλεμο της Κριμαίας, το 1853, όταν ένας Τούρκος πυροβολητής, ο Ιμπραήμ, έσπασε την πίπα τον και τύλιξε τον καπνό σε χαρτί περιτυλίγματος των γομώσεων των πυροβόλων. Το πρώτο τσι-γάρο συνοδεύτηκε πανηγυρικά από ομοβροντίες πυροβολικού και κλαγ-γές όπλων.

..Αώο μου του τσιγάρο σου Ν' ανάψω το δικό μου. Και κάτσε να φουμάρουμε, Ν' ακούσεις τον καημό μου...

Page 73: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Αν σέβας δείξουν στους πολιούχους θεούς και τους ναούς της κουρσε-μένης χώρας, δε θα βρεθούν ηττημένοι οι νικητές.

Πόθος το στρατό μην πιάσει για λάφυρα που δεν πρέπει για το κέρ-δος, γιατί ο πολύποθος προς την πατρίδα γυρισμός χρειάζεται άλλο τόσο δρόμο πίσω...

ΑΙΣΧΥΛΟΣ, Ορέοτεια

Page 74: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Ο ΒΆΛΤΟς

Σ τ ο ΣΠΊΤΙ ΤΟΥ ΠΡΟΎΧΟΝΤΑ της Δράμας, του κοσμοπολίτη καπνέμπορου Παΰλου Γεωργιάδη, είχαν σπουδαίους μου-σαφίρηδες. Ο Παύλος, αν και ήταν ηλικιωμένος και σεβά-σμιος, με τη βοήθεια της κυρίας Αυγής, της γοητευτικής και σοβαρής γυναίκας του, εξακολουθούσε παρά την προχω-ρημένη του ηλικία να έχει τα ηνία του καπνεμπορίου, που είχε εξαπλωθεί πια στα πέρατα της Ευρώπης.

Η κόρη τους η Ειρήνη ήταν μια όμορφη κοπελίτσα και οι γονείς της την είχαν στείλει να μορφωθεί σε ένα παρθε-ναγωγείο ελβετικό κοντά στο Μοντρέ. Ο γιος τους ο Θάνος σπούδαζε στο Μόναχο, όμως, με τη φλόγα του ελληνισμού και το φανατισμένο εθνικισμό εκείνων των χρόνων, γύρισε πίσω στη Δράμα και μπήκε στην οργάνωση των ομάδων της ελληνικής αντίστασης στη Μακεδονία. Ψυχή αυτών των πα-τριωτών ήταν ο μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καρα-βαγγέλης και ο συνεργάτης του, ο υποπρόξενος της Ελλάδας στο Μοναστήρι Τωνας Δραγούμης. Αυτοί οι δύο άντρες και δυο τρεις αξιωματικοί ακόμα ήταν καλεσμένοι στο σπίτι του Παύλου και της Αυγής Γεωργιάδη εκείνο το βράδυ.

Η Αυγή μόλις είχε γυρίσει από ένα μεγάλο ταξίδι στην Ευ-

Page 75: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

ρώπη. Τώρα πια ήταν η μεγάλη κυρία που παλιά λαχτα-ρούσε να γίνει. Είχε αυτογνωσία και ταξίδευε και μόνη της υποστηρίζοντας τις δουλειές τους στο εξωτερικό, γιατί ο σύ-ζυγος της ήταν πια πολύ ηλικιωμένος.

Είχε πάει πρόσφατα στην Ελβετία για να ανοίξει το σα-λέ τους στις Άλπεις ώστε να περάσει εκεί λίγες μέρες μαζί με τη θυγατέρα της. Αν και είχε διαβεί τα σαράντα χρόνια, ήταν πάντα όμορφη και με αρχοντιά απαράμιλλη. Αρχο-ντιά που απέρρεε όχι από τα εξωτερικά θελκτικά της χα-ρακτηριστικά αλλά από τη γνώση.

Καθώς περπατούσε στις ελβετικές λουτροπόλεις μαζί με την Ειρήνη, όλοι γυρνούσαν και κοίταζαν την όμορφη κυρία με τη ζωντανή και γελαστή κοπελίτσα δίπλα της. Η Αυγή κρατούσε με χάρη το ομπρελίνο και ακόμα πιο χαριτωμέ-να το ακουμπούσε στην ψάθινη καρέκλα δίπλα της για να πιει συντροφιά με την κόρη της μια ζεστή σοκολάτα. Μι-λούσαν για χίλια δυο, θαύμαζαν τα υπέροχα παρτέρια με τα λουλούδια και ξεχνιούνταν κοιτώντας τα πλοιάρια που έ-καναν το γύρο της ελβετικής λίμνης. Πήγαν στα μαγαζιά και η Αυγή αγόρασε της Ειρήνης όμορφα νυχτικά, όλο δα-ντέλες, και μια ζεστή αφράτη ρόμπα με ασορτί παντοφλί-τσες. Ύστερα χάρισε στην κοπέλα και ένα μουσικό κουτί. Μόλις το άνοιγες ακουγόταν μια υπέροχη μελωδία.

-Αυτό, κορίτσι μου, είναι για να σου κάνει παρέα τα βρά-δια που είσαι κλεισμένη στο σχολειό και βαριέσαι...

- Κάτι τέτοιες ώρες, μανούλα, ονειρεύομαι, εκμυστη-ρεύτηκε το κορίτσι.

- Και τι φαντάζεσαι, κόρη μου; τη ρώτησε η Αυγή χα-μογελώντας γλυκά.

Page 76: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

- Την αγάπη, μαμά! - Χμ, ναι, την αγάπη... επανέλαβε η Αυγή άτονα και στο

νου της ήρθε μια παλιά ανάμνηση. Ή τ α ν ο χορός που μοι-ράστηκε με τον πρίγκιπα Μπόρις, τότε που στροβιλίζονταν στους ήχους μιας πολωνέζας στα χειμερινά ανάκτορα της Πετρούπολης. Τότε που τσάρος ήταν ο Αλέξανδρος ο Γ' και η Αυγή έγκυος, περίμενε την Ειρήνη.

«Πώς περνούν τα χρόνια...» σκέφτηκε και τα υπέροχα μάτια της πήραν το χρώμα της νοσταλγίας...

- Κυρά, κυρά Αυγή, κάτω στο κελάρι έχείς τρία βαρελάκια με κοκκινέλι. Ποιο να βάλω στις κρυστάλλινες καράφες; γκρίνιαξε η γριά έμπιστη του σπιτιού.

- Βρε Δομνίτσα, μουρμούρισε η Αυγή, το παλαιότερο, το πιο ξερό, το καλύτερο. Για τον κύριο Δραγούμη τι θέλεις να σερβίρουμε; Το καλύτερο θα βγάλουμε, βέβαια. Αλλά τώρα μου τα ρωτάς αυτά, με τέτοιους σπουδαίους μουσαφίρηδες που έχουμε είναι αυτή ώρα για να χάνουμε χρόνο; Δεν ξέ-ρεις ποιο είναι το καλύτερο βαρελάκι;

- Ναι, κυρά, μα ο Σταμάτης προχτές καθάρισε εκεί κά-τω, πού να ξέρω εγώ λοιπόν αφού άλλαξε η σειρά των βα-ρελιών ποιο είναι το καλύτερο; μουρμούριζε η γυναίκα και ωστόσο οι άντρες έβγαιναν από το γραφείο του σπιτιού ό-που συνομιλούσαν κλεισμένοι τόση ώρα κατευθυνόμενοι πια προς τη στρωμένη τραπεζαρία.

- Η πατρίς, πάνω απ' όλα η πατρίς, άκουσε η Αυγή τον Παύλο να λέει...

- Αμάν πια, βρε Δομνίτσα, είπε στη γριά η Αυγή, το κλώ-

Page 77: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

θεις τόση ώρα γι' αυτό το κρασί. Και δε μου λες, σε παρα-καλώ, με ρώτησε ο Σταμάτης πριν συγυρίσει το κελάρι; Δε μου αρέσουν τα σούρτα φέρτα και οι αυθαίρετες αποφά-σεις του. Πού είναι τώρα αυτός να κατέβει κάτω για το κρα-σί;

- Έφυγε, κυρά, ε)(τές, είπε πως θα πάγαινε στο χωριό του, που ήταν άρρωστη η μάνα του, κι ακόμα δεν έχει γυ-ρίσει...

«Χμ, δε μ' αρέσει αυτός ο Σταμάτης», σκέφτηκε η Αυγή, «καθόλου δε μ' αρέσει, ας όψεται ο Βαγγέλης που παραγέ-ρασε ο καημένος και δεν αντέχει να είναι στη δούλεψή μας πια».

- Άντε, δώσ' μου την καράφα, θα κατέβω εγώ στο κελά-ρι, που ξέρω ποιο είναι το καλό κοκκινέλι, οι άνθρωποι ή-δη κάθονται στο τραπέζι.

Νευριασμένη κατέβαινε τα σκαλιά για το υπόγειο και σκεφτόταν ότι άδικα τα έβαλε με τη Δομνίτσα. «Μας αγα-πά, τόσα χρόνια, μεγάλωσε και τα παιδιά, άδικα της τα λέω, γέρασε η καημένη και δεν κάνει για δουλειές πια». Πάτη-σε το τελευταίο σκαλί και έστριψε στο εσωτερικό, στο πιο σκοτεινό σημείο του κελαριού, εκεί όπου βρισκόταν το βα-ρελάκι. Έκανε να ανοίξει την κάνουλα, αλλά κοκάλωσε μό-λις αντίκρισε μια σκοτεινή σκιά ακουμπισμένη στον τοίχο, θ α είχε φωνάξει, αν αστραπιαία δεν της έκλειναν το στό-μα.

Στριφογύριζε σαν ελαφίνα που πιάστηκε στο δόκανο. Κό-ντευε να σκάσει από το σφίξιμο του χεριού που την έπνιγε. Μια κάννη πιστολιού ακούμπησε στο πλευρό της και μια φωνή της ψιθύρισε άγρια:

Page 78: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

- Θα βγάλω το χέρι μου από το στόμα σου, αν όμως φω-νάξεις ή μιλήσεις, να ξέρεις ότι θα σε καθαρίσω αμέσως. Μπρος, γΰρνα και κάθισε εκεί στην άκρη...

Κάτι σαν συναγερμός σήμανε μέσα της στο άκουσμα αυ-τοΰ του ψίθυρου και η Αυγή γύρισε αργά αργά χωρίς να μι-λά, όπως την είχαν διατάξει. Κοίταξε τον άντρα με τα γκρί-ζα γένια και τα μακριά μαλλιά που στεκόταν απέναντι της και κοκάλωσε. Σίγουρα θα φώναζε αν δεν είχε χάσει τη λα-λιά της.

Μπροστά της είχε το Βούλγαρο πρίγκιπα! Μπορεί εκεί-νος να είχε ασημένιες κλωστές στα μαλλιά, μπορεί τα γένια του να ήταν γκρίζα, είχε όμως το ίδιο γαλανό βλέμμα που χτυπούσε τις σειρήνες μέσα της.

- Μπόρις! ψιθύρισε έκπληκτη και ταραγμένη. Είχαν πε-ράσει πάνω από δεκατέσσερα χρόνια που είχε να τον δει, α-πό εκείνο το μοιραίο βράδυ του χορού στην Πετρούπολη, στα ανάκτορα του τσάρου. Τότε που τα φιλιά του σημάδε-ψαν τη ζωή της.

Ο Μπόρις έδειξε άλλη τόση έκπληξη και εκείνος. -Αυγή! έκανε σαν χαμένος. Αυγή, επανέλαβε και την κοί-

ταξε ταραγμένος και αυτός. Είχε ακόμα στραμμένο το όπλο προς το στήθος της και

η Αυγή αργά αργά, σαν μαγεμένη από το βλέμμα του, προ-χο)ρησε προς το μέρος του.

- Έχεις σκοπό να μου ρίξεις; ψιθύρισε και στάθηκε τό-σο κοντά του που ένιωθε την ανάσα του πάνω στο λαιμό της.

Ο Μπόρις κατέβασε το πιστόλι και το ακούμπησε στον τοίχο.

- Μα, μα, είπε ψιθυριστά, πώς βρέθηκες εσύ εδώ;

Page 79: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

- Εδώ, Μπόρις, είναι το σπίτι μου, απάντησε η Αυγή απλά. - Το σπίτι σου; επανέλαβε εκείνος σαν χαμένος. - Το σπίτι μου, βέβαια, εσύ τι θέλεις κρυμμένος στο κελά-

ρι μου; Τι ζητά ένας Βούλγαρος στην αποθήκη του Έλληνα προεστού; Και ξαφνικά κάτι φώτισε το μυαλό της. Για τον Δρα-γούμη ήρθες, έτσι; Να τον σκοτώσεις ή να τον αιχμαλωτίσεις δεν ήρθες; Και συνέχισε εξαγριωμένη, αλλά μιλώντας ψιθυρι-στά: Ποιος σε έμπασε εδώ μέσα; Πες μου, ποιος; Και μετά, σαν να μιλούσε στον εαυτό της: Εμ, βέβαια, έπρεπε να το καταλά-βω, αυτός ο άθλιος ο Σταμάτης, έτσι; Γι αυτό εξαφανίστηκε.

Ο Μπόρις σήκωσε τους ώμους του και χαμογελώντας α-ποκρίθηκε τόσο σιγά που μόλις ακουγόταν:

- Εσύ το είπες από μόνη σου, Αυγή, αυτός ο άθλιος... Πά-ντα οι προδότες άθλιοι είναι, αλλά βολικοί σε αυτόν που τους χρειάζεται. Εγώ τη δουλειά μου κάνω, προς όφελος της δικής μου πατρίδας, γιατί με κατηγορείς, ομορφιά μου;

Είχε ακουμπήσει στον τοίχο και την κοιτούσε με μάτια μισόκλειστα.

- Λαμπάδα είσαι, είπε βραχνά. Και πιο όμορφη μάλιστα από νέα που σε γνώρισα.

- Σήκω φύγε, Μπόρις, σήκω φύγε και μόλις βγεις θα βά-λω την μπάρα πίσω από την πόρτα. Στο δικό μου σπίτι δε θα γίνει το άδικο φονικό ενός ήρωα. Σήκω φύγε γιατί θα ουρλιάξω.

- Και εγώ τότε θα σου ρίξω, απάντησε ο Μπόρις. - Ε, κάν' το λοιπόν! είπε η Αυγή και στάθηκε μπροστά του

θαρρετά. Κάν' το αν σου βαστά, επανέλαβε γλυκά και τον κοίταξε ανταριασμένη, ενώ το βλέμμα της τον ξεσήκωνε και τον χάιδευε.

Page 80: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Για κάποιο κλάσμα δευτερολέπτου μόνο οι ανάσες τους ακούγονταν. Ύστερα ο Μπόρις ξεφύσηξε χαμογελώντας.

- Πάει καλά, μουρμοΰρισε, νίκησες αυτή τη φορά. Θα φύγω από το πορτάκι της αποθήκης... Πριν βγει έξω στο σκοτάδι, πρόσθεσε: Αφοΰ δεν παίρνω μαζί μου τον Δρα-γούμη, θα πάρω σαν ανάμνηση αυτό. Και την άρπαξε στα χέρια του και τη φίλησε με πάθος.

Τι άγρια μανιασμένη θύελλα ήταν αυτή; Με το ζόρι κρα-τούσαν τους αναστεναγμούς τους. Τη φίλησε στο λαιμό, α-νάμεσα στα στήθη και ξανά στα χείλη, στα μαλλιά, στους κροτάφους. Η Αυγή ανταποκρινόταν άγρια, γιατί αν και μά-να δύο μεγάλων παιδιών, ποτέ, μα ποτέ της δεν είχε νιώσει τόσο απαιτητικό το θηλυκό να ξυπνά μέσα της...

...Εγώ είμ' εκείνο το τιονλίηον στη φωτιά σιμώνω. Καίγομαι, στάχτη γίνομαι και πάλι ξανανιώνω.

Να 'χα το σύννεφο άλογο και τ' άστρι χαλινάρι, Το φεγγαράκι της αυγής να 'ρχούμονν κάθε βράδυ.

Σαν είναι η αγάπη μπιστική παλιώνει μηδέ λιώνει, Ανθεί και δένει στις καρδιές και ξανακαινουριώνει.

Απ' όλα τ' άστρα τ' ουρανού ένα είναι που σον μοιάζει, Ένα που βγαίνει το πουρνό, όταν γλυκοχαράζει...

Έφυγε ο Μπόρις, έφυγε μες στο σκοτάδι και η Αυγή μα-ντάλωσε πίσω του την πόρτα. Έβαλε μπάρες και κλειδιά για να προστατέψει τη ζωή του Δραγούμη, οι κλειδαριές όμως

Page 81: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

δεν προστάτευαν την καρδιά και το κορμί της που ούρλια-ζαν: «Σε θέλω, σ' αγαπώ».

«Αχ, γιατί; Γιατί να είναι όλα τόσο λάθος;» σκέφτηκε η Αυ-γή και γεμίζοντας την κρυστάλλινη κανάτα με το κόκκινο κρασί ανέβηκε στο σαλόνι σέρνοντας κουρασμένα βήματα. Μπήκε στην πλούσια στολισμένη τραπεζαρία κατάκοπη. Εί-χαν επίσημους καλεσμένους, πολΰ σημαντικούς για τη Μα-κεδονία και για ολόκληρη την Ελλάδα. Και εκείνη ήταν η οι-κοδέσποινα...

Ο Ίωνας Δραγούμης δεν έφερε μόνο τιμή και καμάρι με την επίσκεψή του στο σπίτι του Γεωργιάδη, έφερε και μπε-λάδες. Ο γιος τους ο Θανάσης, που επέστρεψε από το Μό-ναχο θέλοντας να λάβει μέρος στους αγώνες της Μακεδο-νίας, είχε κρεμαστεί κυριολεκτικά από τα χείλη του καλε-σμένου τους.

Στρατολογήθηκε για τα καλά ο Θανάσης, και όχι μόνο στη συνείδησή του ως Μακεδόνα Έλληνα αλλά και στην ψυ-χή του. Σκοπό ζωής έκανε τον αγώνα εναντίον των κομιτα-τζήδων και εναντίον κάθε Βούλγαρου που επιβουλευόταν τη γη της Μακεδονίας, της Θράκης και ειδικά της Δράμας.

Αυτός ο πατριωτισμός, αλλά και ο φανατισμός του, προ-καλούσε ανησυχία στον Παύλο και μεγάλο φόβο στην Αυ-γή, που έτρεμε για τη ζωή του παιδιού της.

Ο νεαρός ήταν εκτεθειμένος καθημερινά στον αγώνα για την ελληνικότητα των μακεδονικών εδαφών.

Η αλήθεια είναι ότι οι Δραμινοί τραβούσαν τα πάνδεινα από τις βουλγάρικες ομάδες που έκαναν επιδρομές στη γη

Page 82: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

τους και οι Έλληνες, βέβαια, τους ανταπέδιδαν τις επιθέ-σεις με αντίποινα.

Πρώτος και καλύτερος στις στρατιωτικές ομάδες των Ελλήνων ήταν ο Θανάσης. Όμως, καθώς έμενε πολΰ καιρό στα έλη και τους βάλτους στήνοντας ενέδρες στους Βούλ-γαρους, ο νεαρός Γεωργιάδης προσβλήθηκε από την αρ-ρώστια της περιοχής, την ελονοσία.

Έτσι, η Αυγή έτρεμε όχι μόνο για τη ζωή αλλά και για την υγεία του, αφού ο γιος της για μέρες χανόταν μέσα στα έλη και τους βάλτους που τριγύριζαν τη Δράμα προσπαθώντας με κλεφτοπόλεμο να εξοντώσει τους εχθρούς.

Συχνά ο Θανάσης γύριζε πίσω λουσμένος στον ιδρώτα, έ-χοντας δυνατά ρίγη, κατακίτρινος και με υψηλό πυρετό.

Από εκείνο το μοιραίο βράδυ που η Αυγή βρήκε στα υ-πόγεια του σπιτιού τον Μπόρις η ζωή της είχε γίνει ένα μαρ-τύριο ψυχής και κορμιού. Φερόταν πάντα σαν σοβαρή γυ-ναίκα και ήταν μια τρυφερή μάνα και πιστή Ελληνίδα, όμως το σώμα της την πρόδιδε κάθε που σκεφτόταν το Βούλγαρο πρίγκιπα.

Ο Παύλος ήταν πια σε προχωρημένη ηλικία. Οι έρωτες είχαν στερέψει και μια μεγάλη τρυφερότητα, αλλά και α-γάπη, ένωνε το ζευγάρι μεταξύ τους.

Ο Παύλος είχε, βέβαια, μεγάλη πνευματική διαύγεια και βρισκόταν πάντα στο τιμόνι των επιχειρήσεών του, έχαιρε καλής υγείας, όμως ήταν πια ένας γέρος άνθρωπος.

Αντίθετα, η Αυγή, που ήταν ακόμα νέα, μετά από τα φι-λιά του Μπόρις, μετά από το άγγιγμά του πάνω της ήταν τό-σο ξεσηκωμένη ώστε ένιωθε στο σώμα φυσικό πόνο, από πόθους ανομολόγητους. Πόθους που το μυαλό και η συνεί-

Page 83: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

δηση δεν παραδέχονταν. Ή τ α ν κυριολεκτικά διχασμένη και περιφρονούσε βαθύτατα τη σάρκα της.

Πέρασε ένας ολόκληρος μήνας από τα κρυφά αμαρτωλά φιλιά που αντάλλαξαν κάτω στο κελάρι. Ο Παύλος έλειπε, είχε κατέβει στην Αθήνα για το καπνεργοστάσιο που έφτια-χνε στην πρωτεύουσα της ελεύθερης Ελλάδας.

Ή τ α ν αργά το απόγευμα που η Αυγή επισκέφτηκε τη με-γάλη αδερφή του Παύλου και τώρα γυρνούσε στο σπίτι της. Μόλις είχε νυχτώσει. Μάρτης μήνας και έκανε τσουχτερό κρύο και δυνατή παγωνιά. Μια πάχνη κάλυπτε τη γη και τα κλαριά των δέντρων. Αυτά, αν και ήταν γυμνά ακόμα, μπου-μπούκιαζαν. Έτοιμα ήταν να σκάσουν σε μια ανοιξιάτικη έ-κρηξη, ωστόσο παρέμεναν κάτω από τον πάγο.

Τύλιξε το πανωφόρι γύρω της. Ανεβαίνοντας το λιθό-στρωτο για να πάρει το δρόμο με τις λεύκες, αυτόν που ο-δηγούσε στο αρχοντικό τους, την τύλιξε η ομίχλη.

«Να μου λείπουν οι βολτούλες με τα πόδια νυχτιάτικα», σκέφτηκε φοβισμένη με την ερημιά του δρόμου.

«Πώς σου ήρθε, χριστιανή μου», μουρμούρισε μαλώνο-ντας τον εαυτό της, «να το κόψεις με το πόδι; Ας ερχόταν ο αμαξάς να με πάρει», συνέχισε το μονόλογο της και άρχι-σε να περπατά γρηγορότερα, γιατί εν τω μεταξύ έπιασε βροχή.

Ξαφνικά, ένας άντρας πάνω σε άλογο της έκλεισε το δρό-μο μες στο σκοτάδι. Το περίγραμμα του ζώου με τον καβα-λάρη πάνω του διακρινόταν σαν σκούρα σκιά.

- Αυγή! είπε βραχνά ο άντρας. Αυγή! Μη φοβάσαι, ο

Page 84: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Μπόρις είμαι. Σε παρακολουθώ από ώρα, σε περιμένω. Δώ-σε μου το χέρι σου να καβαλικέψεις μαζί μου, πάμε κάπου να μιλήσουμε χωρίς κίνδυνο.

- Τρελός είσαι; ψιθύρισε η Αυγή. Πώς τριγυρνάς έτσι στη Δράμα; Θα σε σκοτώσουν οι πατριώτες μου. Και πρώ-τος απ' όλους ο γιος μου. Γιατί έρχεσαι εδώ, Μπόρις; Δε σου ταιριάζει ο κλεφτοπόλεμος!

- Δεν τον διάλεξα, Αυγή, της απάντησε εκείνος βαριά. Τον βρήκα. Έλα μαζί μου, για σένα παραφυλάω τόση ώρα κρυμμένος πίσω από τα κλαριά. Σε είδα που έφυγες νωρί-τερα και σε καρτερώ. Έλα, Αυγή, έλα μαζί μου, για σένα έ-παιξα σήμερα το κορμί μου. Για σένα μπήκα στον κίνδυνο να γίνω κόσκινο από τα βόλια των δικών σου.

Η Αυγή αναστέναξε, δεν μπορούσε να αντισταθεί άλλο. Έδωσε το χέρι της στον Μπόρις και ανέβηκε μαζί του στο άλογο. Ήσυχα και χωρίς να καλπάζουν, για να μην προκα-λέσουν την προσοχή, προχώρησαν προς τους βάλτους. Άφη-σαν το ζώο μες στις καλαμιές. Κρατώντας την από το χέρι εκείνος προχώρησε προς τα νερά. Τη σήκωσε στα χέρια για να μη βρέξει τα πόδια και τα ρούχα της και έχοντάς τη στην αγκαλιά του προχωρούσε μέσα στα καλάμια.

Μες στα μούσκλια βρήκαν κρυμμένη μια στενόμακρη ξύλινη βάρκα.

Σαν να ήταν ό,τι πολυτιμότερο είχε ο Μπόρις, ακούμπη-σε μαλακά την Αυγή στη βάρκα και πήρε στα χέρια του τα κουπιά. Το φεγγάρι βγήκε από τα σύννεφα και της Αυγής η καρδιά άρχισε να χτυπά ξέφρενα.

Ο Μπόρις κωπηλατούσε σιγά και γύρω τους οι στάλες της βροχής σχημάτιζαν μικρές δίνες στα μαύρα νερά.

Page 85: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Όταν η σελήνη κρύφτηκε πίσω από τα σύννεφα ήταν τό-σο σκοτεινά που εκείνη δεν έβλεπε τίποτα. Η ησυχία τριγύ-ρω ήταν απόλυτη, μόνο το ξέφρενο χτυποκάρδι από τις καρ-διές τους ακουγόταν να βροντοχτυπά στα στήθη.

Θα προχωρούσαν έτσι σιωπηλά στο βάλτο για αρκετή ώ-ρα. Τώρα η Αυγή έτρεμε από την υγρασία και την παγωνιά. Μόλις βγήκε το φεγγάρι είδε μπροστά τους μια καλύβα.

Πάντα σιωπηλά, ο Μπόρις έδεσε τη βάρκα και σηκώνο-ντας πάλι την Αυγή στην αγκαλιά του προχώρησε σπρώ-χνοντας τη σανιδένια πόρτα και μπήκαν μέσα. Εκεί μύριζε χόρτα, αλλά ήταν στεγνά.

- Δεν μπορώ να ανάψω κερί γιατί θα μας δουν, της είπε. Δε χρειάζεται όμως, αγάπη μου, τα μάτια σου λάμπουν σαν αστέρια.

Ακούγοντας τη μαγική λέξη «αγάπη μου» από τα χείλη του η Αυγή άρχισε να τρέμει από συγκίνηση.

- Δεν μπορώ να είμαι η αγάπη σου, βόγκηξε. Δεν πρέπει, του είπε με φωνή κομμένη από την ταραχή, την έξαψη και τον έρωτα που ένιωθε να πλημμυρίζει την ψυχή και το κορ-μί της.

- Το ξέρω ότι δεν πρέπει, ότι δεν υπάρχουν περιθώρια για μας, δεν μπορώ όμως να μη σε λαχταρώ, να μη σε θέ-λω. Σε ποθώ τόσο πολύ, μουρμούρισε εκείνος, που με τρε-λαίνει η σκέψη σου. Σε αγάπησα από την πρώτη ματιά, ε-κεί στο καφέ του «Πετρόφ» στη Νέφσκι. Ήσουν τόσο γλυ-κιά, με τα μεγάλα σου μάτια να κοιτούν αχόρταγα τριγύρω.

- Μπόρις! αναστέναξε η Αυγή και ρίχτηκαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Έκαιγαν οι ψυχές τους με ένα πάθος α-πόλυτο και καταστροφικό. Αυτό που ζούσαν, αυτό που μοι-

Page 86: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

ράζονταν ήταν πέρα από προβλήματα και σκέπαζε το αίμα που τους χώριζε...

- Σ' αγαπώ, ο' αγαπώ, πεθαίνω για το άγγιγμα σου.

...Σ'αγαπά Κι αγαπά όλον τον κόσμο, Γιατί ζεις μ' αυτόν Κι εσύ...

Μες στο σκοτάδι, πάνω στο στρώμα από τα ξερά χόρτα και έχοντας για σκεπή τα καλάμια, η Αυγή και ο Μπόρις, που γνωρίστηκαν μες στα χρυσάφια της Αυλής των τσάρων και αγαπιόντουσαν σε μια υγρή φτωχική καλύβα, έδιναν ο ένας στον άλλο το πολυτιμότερο αγαθό του ανθρώπου, τη ζωή τους.

Τι κι αν το μίσος που τους χώριζε έφτανε να λιώσει σί-δερα, η αγάπη και το πάθος εκείνη τη στιγμή ήταν δυνατό-τερα.

- Δεν αντέχω χωρίς τα φιλιά σου, το σώμα σου με κατα-δυναστεύει, με σέρνει, Αυγή.

- Ξέρεις τι κάνω εγώ για τα φιλιά σου, Μπόρις; Ξέρεις τι ρίχνω στη φωτιά; Την πατρίδα, το σπίτι. Το παιδί μου κιν-δυνεύει από τα βόλια σας κι εγώ κυλιέμαι μαζί σου.

- Αγαπιέσαι μαζί μου, τη διόρθωσε ο Μπόρις με πάθος. Δεν κυλιέσαι, η γνήσια αγάπη δεν είναι βρόμικη, Αυγή. Για μένα εσύ είσαι η γυναίκα μου και εδώ σε αυτή την καλύβα ορκίζομαι στο Θεό ότι σε αγαπώ όσο ποτέ δεν αγάπησα. Ορκίζομαι ότι το γιο σου ποτέ δε θα τον πειράξω, καλύτε-ρα να σκοτωθώ παρά να τον βλάψω.

Page 87: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Βαριές κουβέντες αυτές, βαρΰς και ο όρκος. Μάρτυρας σε αυτά τα λόγια ήταν μόνο η σελήνη που πρόβαλε μέσα α-πό τις καλαμιές.

Για ένα μήνα η Αυγή, ένα μήνα που ο Παύλος ήταν στην Αθήνα, τα βράδια κρυφά έφευγε από την πόρτα της απο-θήκης και με τον Μπόρις αντάλλασσαν όρκους και φιλιά στην καλύβα του βάλτου.

Ό σ ο αγκαλιάζονταν, τόσο δυνάμωνε και αυτή η αγάπη, που η έντασή της ξεπέρασε την αμαρτία και το κρίμα.

- Σε δύο μέρες γυρίζει ο άντρας μου και σε χάνω. Τώρα πια δεν ντρέπομαι γι' αυτό που με δένει μαζί σου, δεν ντρέ-πομαι που ο' αγαπώ, μόνο που δεν αντέχω να σε χάσω.

Τα δάκρυα που κυλούσαν στα μάγουλα της έγιναν λυγ-μοί. Ο Μπόρις ρουφούσε τις πολύτιμες στάλες και φίλαγε τα χέρια της.

- Να φύγεις μαζί μου θα ήταν εύκολο, Αυγή, της είπε τραχιά, αλλά δε σ' το ζητώ, αγάπη μου. Ούτε εσΰ θα μπο-ρούσες να ατιμάσεις τα παιδιά σου, αλλά ούτε κι εγώ πα-ρατάω τον αγώνα και την πίστη που ορκίστηκα στη δική μου πατρίδα.

Τρελαμένη από την επιθυμία της η Αυγή, μες στη σάρ-κα του άντρα που αγαπούσε, με εκείνον βαθιά στο κορμί της, πέρασε τα όρια.

- Μπόρις, σκότωσέ με τώρα, βόγκηξε. Σκότωσέ με να τε-λειώνουμε, δεν αντέχω αυτό το χωρισμό. Πώς θα ξημερώ-νει κάθε μέρα; Πώς θα νυχτώνει χωρίς να καρτερώ την α-γκαλιά σου;

Λόγια αγάπης, λόγια σε στιγμές τρέλας και απόλυτης α-φοσίωσης. Λόγια όμως, μόνο λόγια χωρίς αντίκρισμα...

Page 88: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Ο Παύλος γύρισε και η Αυγή κλείστηκε στο σπίτι. Μόλις νύ-χτωνε γύριζε σαν το λιοντάρι στο κλουβί, τρελαμένη από την ανάγκη της για τον Μπόρις.

Μια βδομάδα αργότερα άκουσε ένα βότσαλο να χτυπά το τζάμι της. Κατέβηκε στο υπόγειο και βγήκε στο σκοτάδι. Τα χέρια του την άρπαξαν και τα χείλη του δάγκωσαν τα δικά της. Αντάλλαξαν ένα κλεφτό φιλί μόνο. Και εκείνος όπως ήρθε μες στη νύχτα έτσι κι έφυγε και την άφησε να τον ο-νειρεύεται και να τον ποθεί...

Η αγριότητα του κλεφτοπόλεμου στους βάλτους συνεχιζόταν με μεγαλύτερη ένταση.

Μπήκε ο Απρίλης και ήρθε η άνοιξη. Καθάρισε ο ουρα-νός από τα σύννεφα και πήρε να μυρίζει ευωδιές ο τόπος. Κορμοράνοι, ερωδιοί και αγριόπαπιες τώρα τριγύριζαν στη λίμνη και τα νερά. Με την καλοκαιρία, φούντωσε πάλι η ε-λονοσία.

- Αυγή, είπε ο Παύλος, θα φύγω το πρωί για τη Θεσσα-λονίκη, θα μείνω εκεί για λίγες μέρες. Πρέπει να μεταφέ-ρουμε Μαξούλια και Μπασί Μπαγλί στις αποθήκες του λι-μένα. Έλα κι εσύ μαζί μου, τι λες; Θα ξεσκάσουμε λίγο.

- Όχι , Παύλο, δεν αφήνω το σπίτι. Τώρα που πιάνει ο κα-λός καιρός φοβάμαι για τον πυρετό του Θανάση. Θέλω να είμαι κοντά του.

- Καλά, Αυγή, δίκιο έχεις, συμφώνησε ο Παύλος, που δεν έλεγε να σταματήσει τα εμπόρια παρά την προχωρημένη ηλικία του.

Εκείνο το ίδιο βράδυ η Αυγή είπε στον Μπόρις για το τα-

Page 89: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

ξίδι του άντρα της όταν αυτός, πιστός στη βραδινή τους συ-νάντηση, ήρθε για δυο λεπτά κλεφτών φιλιών στο κελάρι.

- Θα φΰγει το πρωί, Μπόρις, και θα λείψει μια βδομάδα. - Τότε, αγάπη μου, αΰριο το βράδυ θα έρθω να σε πάρω

για την καλύβα μας, έκανε εκείνος και η καρδιά του έτρεμε από τη λαχτάρα και η ψυχή του σκιρτούσε από την αναμο-νή.

Κάποια εντολή όμως που ήρθε από το αρχηγείο των κο-μιτατζήδων ήθελε τον Μπόρις, που ήταν επικεφαλής της ο-μάδας του, να σταλεί στη Θράκη. Έτσι, ξεκίνησε να συνα-ντήσει την Αυγή και να την ειδοποιήσει ότι θα έφευγε από τη Δράμα και το βάλτο για αρκετό καιρό. Για να της πει αυ-τά και να την αποχαιρετίσει αψήφησε το φως της μέρας.

Ο ήλιος ήταν ψηλά ακόμα και ο καβαλάρης φαινόταν στον κάμπο. Η ομάδα του Θανάση εντόπισε το Βούλγαρο και τον πήραν στο κατόπι. Εκείνος σύρθηκε στα καλάμια για να κρυφτεί, τον έβαλαν όμως στο σημάδι ο Θανάσης μαζί με τους συντρόφους του και του έριξαν.

Πληγωμένος βαριά, σέρνοντας τα βήματα, έφτασε στο κατώφλι της Αυγής και πέταξε ένα βότσαλο στο παράθυρο της. Μια λίμνη αίματος απλώθηκε γύρω του.

Η Αυγή από ψηλά, από το παράθυρο της βίγλας της, εί-δε τον πληγωμένο Μπόρις και η καρδιά της έγινε θρύψαλα. Κατέβηκε τρέχοντας και βγήκε στο κεφαλόσκαλο. Παρα-φρόνησε, δεν ήξερε τι να κάνει. Έβλεπε ότι τον έχανε.

- Αυγή, σ' αγαπώ, μουρμούρισε ο Μπόρις και έσβησε «την αγκαλιά της. Τον κρατούσε στα χέρια και ο κόσμος σκοτείνιασε γύρω της. Μηχανικά, έβγαλε από το πλευρό του Κ) τουφέκι για να τον σφίξει πάνω της.

Page 90: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Ο θρήνος ξεπήδησε από την ψυχή, σε χείλη ερμητικά κλειστά. Βουβά δάκρυα, βουβός πόνος. Άψυχο το κορμί του στην αγκαλιά της, ταξίδευε πια για εκεί όπου δεν υπάρχει οΰτε λΰπη οΰτε πόνος οΰτε σπαραγμός οΰτε πάθος και ρίγη ηδονής. Άραγε υπάρχει γαλήνη;

...Σου 'πα πας αν πεθάνεις εγώ θα σκοτωθώ. Κι όμως είμαι εδώ κι ακόμα ζω...

Τα μοιρολόγια τα 'σασα, Τα δάκρυά μου στερέψαν, Να πάρα δάκρυα δανεικά Και μοιρολόγια ξένα.

Εκείνη τη στιγμή έφτασαν οι Έλληνες καβαλάρηδες μα-ζί με το γιο της Αυγής. Ξεπέζεψαν και με μεγάλες δρασκε-λιές έφτασαν δίπλα της.

- Μωρέ μάνα, τον πέτυχες! είπε ο Θανάσης βλέποντας τη μάνα του με το τουφέκι του Μπόρις στα χέρια και με μα-τωμένα ρούχα. Νόμισαν ότι εκείνη τον σκότωσε. Την κοι-τούσαν όλοι με θαυμασμό.

- Μπράβο, λεβέντισσα η μάνα σου! είπαν όλοι και φώ-ναξαν: Μπράβο, Αυγή, πατριώτισσα! Μπράβο, καμάρι των μακεδονομάχων, καθάρισες τον αρχηγό τους...

Εκείνη τους κοίταξε με βλέμμα άδειο, βλέμμα τρελής. - Ε, Θάνο, είπε ο γεροντότερος, η μάνα σου φουρτου-

νιάστηκε από τη μάχη με το Βούλγαρο, δεν είναι και λίγο για γυναίκα, φρόντισέ την πριν φύγουμε.

Πήραν από τα χέρια της το σώμα του Μπόρις, δεν πήραν

Page 91: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

όμως το μυστικό που εκείνη έκρυβε στην καρδιά της. Τη χώ-ρισαν από αυτόν τόσο βάναυσα που ήταν σαν να τη μαχαί-ρωναν και να σκότωναν και αυτή την ίδια. Ο Θανάσης με τρυ-φερότητα έβαλε τη μάνα του να ξαπλώσει στο δωμάτιο της.

Ύστερα η Αυγή άκουσε που έριξαν τουφεκιές στον αέρα. Ό λ η πια η Δράμα θεωρούσε την Αυγή Γεωργιάδη μεγάλη πατριώτισσα.

- Πιάστε τον, μωρέ, από τα πόδια και τα χέρια να τον ρί-ξουμε στο λάκκο. Έτσι πάνε αυτοί οι κακούργοι, έτσι πάνε, άκλαυτοι, έλεγαν κάτω στην αυλή.

Τα άκουσε αυτά τα λόγια η Αυγή, τα άκουσε που τα έλε-γαν οι σύντροφοι του Θανάση καθώς έφευγαν παίρνοντας μαζί το σώμα του Μπόρις. Ένα μοιρολόι βουβό βγήκε από την ψυχή για τον άντρα που τόσο αγάπησε, μα δεν είχε το δικαίωμα να τον θρηνήσει.

Όχ ι , άκλαυτος ο Βούλγαρος πρίγκιπας δεν πήγε. Δεν πή-γε γιατί η Αυγή μέχρι τη στερνή της στιγμή θα τον είχε μέ-σα στην καρδιά.

Άκλαυτος δεν πήγε, γιατί έσβησε με τον καημό του πά-θους. Και αλί σε αυτόν και τρισαλί που με τα βέλη του έρωτα ποτέ του δεν έχει λαβωθεί.

Η Αυγή έμενε με τα μάτια στεγνά να κοιτά στο ταβάνι μια αράχνη που ύφαινε τον ιστό της. Και η Αυγή δε θωρούσε το έργο τέχνης του μικρού εντόμου, το μόνο που έβλεπε ήταν τα μάτια του Μπόρις που σαν την έπαιρνε της έλεγε «σ' α-γαπώ»...

...Να τιάρα δάκρυα δανεικά και μοιρολόγια ξένα...

Page 92: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

«Ποια μοίρα κακιά, ποια ειμαρμένη ζήλεψε το σμίξιμό μας;» σκεφτόταν βουβή η Αυγή και αναρωτιόταν. «Αν το βό-λι του θανάτου ήταν από του Θάνου το τουφέκι; Χριστέ μου, λυπήσου με, λυπήσου την αμαρτωλή γιατί το αίμα του το κουβαλώ σαν κρίμα στην ψυχή».

Σκέψεις θολές; Σκέψεις γνωστικές ή παραφροσύνης; Άρα-γε στον πόλεμο και τον έρωτα όλα συγχωρούνται; Ποιος έ-χει το κρίμα στον πόλεμο; Υπάρχει κρίμα στην πολεμική θανή;

Και η Αυγή μπήκε στο γαϊτανάκι, στη διεργασία και τις αμφισβητήσεις της πολεμικής μηχανής που απαντήσεις δε δίνει.

Είναι έγκλημα ο θάνατος που προκαλούμε στον πόλεμο πάνω; Είναι έγκλημα ή πράξη απαραίτητης θυσίας για το καλό της πατρίδας; Αυτό που για τη μια παράταξη είναι η-ρωισμός και για την άλλη οδυνηρός θάνατος πώς το μετρά-με; Άλλο ίσκιο έχει πάνω στη γη ο δικός μας; Και άλλο ο ε-χθρός μας; Τι ζύγι έχει; Μπορούμε να αρνηθούμε να σπεί-ρουμε το θάνατο όταν μαχόμαστε;

Ο άνθρωπος στην κανονική καθημερινή ζωή του δεν έ-χει δικαίωμα και καμιά δικαιολογία για να κόψει το νήμα της ζωής ενός άλλου ανθρώπου. Ούτε τη δική του ζωή μπο-ρεί να αφαιρέσει, γιατί δεν την ορίζει. Πώς λοιπόν στον πό-λεμο αναποδογυρίζονται όλα; Πώς ακόμα κι αυτή η εκκλη-σία ευλογεί τους μαχόμενους;

«Θεέ μου!» βόγκηξε η Αυγή. «Πώς να βγάλω άκρη; Ποιες είναι οι σωστές απαντήσεις; Θεέ μου, βοήθησε' με, τι είμαι εγώ; Απλά μόνο μια μάνα που πονώ για το παιδί μου. Θεέ μου, εγώ υπήρξα μόνο μια ερωτευμένη γυναίκα. Μια απλή

Page 93: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

σύζυγος είμαι και τρέφω απέραντη αγάπη και σεβασμό για το σύντροφο της ζωής μου, αυτόν που με έκανε κυρά και αφέντρα. Και θέλω να τον προστατέψω από τις πράξεις μου, να μην τον μειώσω. Ο έρωτάς μου για τον Μπόρις να μην τον αγγίξει. Θεέ μου, τι να σκεφτώ; Θεέ μου, βοήθησέ με...»

Αυτές ήταν κραυγές απελπισίας που η ψυχή της Αυγής ούρλιαζε σε βουβά χείλη.

Ο Παύλος γύρισε από τη Θεσσαλονίκη άρον άρον. Ποτέ δεν έμαθε ότι ο Βούλγαρος που έσβησε στην αυλή του ήταν ο πρίγκιπας της Μιγγρελίας, αυτός που γνώρισε στην Αυλή του τσάρου. Κανένας δεν έμαθε ποτέ το μυστικό της Αυγής.

Ο Γεωργιάδης βρήκε τη γυναίκα του, «τη μεγάλη πα-τριώτισσα», να κάθεται ώρες ολόκληρες χωρίς να μιλά σε μια πολυθρόνα.

Βρε, τι γιατρούς έφερε, τι επιστήμονες κουβάλησε, τίπο-τα δεν κατάφερνε.

- Καλή μου, καλή μου, κοίταξέ με, μίλησέ μου, της έλε-γε ο Παύλος απελπισμένος. Αυγή μου, Αυγουλα μου, επα-ναλάμβανε με τρυφερότητα και την έσφιγγε στην αγκαλιά του. Βρε Αυγούλα, καλά του 'κάνες, για κακό είχε έρθει στην αυλή μας. Αλλά η Αυγή έμενε βουβή να κοιτά το άπειρο.

Κάποια στιγμή, απελπισμένος ο Παύλος, την ταρακού-νησε δυνατά.

- Σύνελθε, Αυγή, γιατί έχουμε πρόβλημα με τον Θανάση. I Ιρέιιει να δούμε τι θα γίνει με το παιδί.

Εκείνη την ώρα, άθελά του ο Παύλος, βρήκε το φάρμακο

Page 94: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

για να βγάλει την Αυγή από την απραξία που είχε πέσει. Μόνο το νοιάξιμο για το παιδί της μπορούσε να τη συνεφέ-ρει.

Αργά τα μάτια της αντάμωσαν με τα μάτια του άντρα που σε ολόκληρη τη ζωή του τη φρόντιζε και την αγαπού-σε.

- Τι έχει το παιδί; ρώτησε η Αυγή βραχνά. - Πρέπει να φΰγει, Αυγή, είπε ο Παύλος. Πρέπει να φύ-

γει, είναι ακόμα άρρωστος ο γιος μας, Αυγή. Πρέπει να πά-ει σε ένα καλό νοσοκομείο να τον γιατρέψουν από την ελο-νοσία. Λιώνει, μαραίνεται, τα μάτια του έχουν βαθουλώσει και γυαλίζουν από τον πυρετό, άσε που πάντα μάχεται και ζει με το τουφέκι στο χέρι. Εξάλλου, τώρα, μετά το θάνατο του Βουλγάρου, οι σύντροφοι του μπορεί να θελήσουν εκ-δίκηση. Εσένα και μένα τι να μας κάνουν; Το παιδί είναι ε-χθρός που λογαριάζουν. Σ' αυτόν θα ρίξουν. Πρέπει να πά-ει κάπου που να είναι ασφαλής. Σίγουρα, τώρα με τη ζέστη που έπιασε η ελονοσία θα τον θερίσει χειρότερα.

Η Αυγή ανασηκώθηκε από το κρεβάτι και έπεσε ξανά α-μέσως πίσω στα μαξιλάρια ζαλισμένη. Με μια δεύτερη προ-σπάθεια τα κατάφερε καλύτερα.

- Να πάει κάτω, στον αδερφό σου τον Κωστάκη, να πά-ει στην Αλεξάνδρεια, μουρμούρισε.

- Ναι, Αυγή, έχεις δίκιο, συμφώνησε ο Παύλος. Εκεί να πάει.

Ύστερα φώναξε τη Δομνίτσα: - Βοήθα την κυρά σου να ντυθεί, είπε ο Παύλος στη γριά

γυναίκα και έκανε το σταυρό του. Δόξα τω Θεό, δόξα τω Θεό, ξαναγύρισε η Αυγή κοντά μας, μουρμούρισε.

Page 95: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Έτσι, η ζωή συνεχίστηκε στην οικία Γεωργιάδη.

...Τίνος να ειπώ το ντέρτι μου; Το ντέρτι της καρδιάς μου; Να σας το ειπώ, ψηλά βουνά; Ψηλά είστε, δεν τ ακούτε. Να σας το ειηώ, ψηλά δεντρά; Φυσάει βοριάς, το παίρνει. Εγειραν τα δεντρόψυλλα και ακούμπησαν στο χώμα, εσέμελετάει τ' αχείλη μου, μέσα η καρδιά μου λιώνει...

Τα μπαούλα ετοιμάστηκαν και ο Θάνος έφυγε για την Αλεξάνδρεια...

Πέρασε μια βδομάδα, τόσο άδεια και νεκρή που η Αυγή λίγο ακόμα κόντεψε να γυρίσει πάλι πίσω στην κατάθλιψη.

Ο Παύλος πήγε μέχρι τη Θεσσαλονίκη μαζί με τον Θά-νο, για να τον ξεπροβοδίσει. Και η Αυγή μόνη της μιλούσε...

«Αφοΰ πέθανε η ψυχή μου, γιατί δε με αφήνουν ήσυχη να σβήσω και εγώ;»

«Γιατί έχεις παιδιά, γιατί έχεις άντρα, γιατί έχεις δουλειές και χωράφια και ανθρώπους που τα δουλεύουν», απαντού-σε η συνείδησή της.

Αλί σε αυτόν που πάει και ο Μπόρις στο κρίμα του έρω-τά τους πλήρωσε το βαρύτερο τίμημα. Άλλων προνόμιο η λή-θη. Για σένα μένει ο αγώνας και ο σπαραγμός...

Την πιο ζεστή μέρα της άνοιξης ήρθε από την Ελβετία η Ειρήνη. Μπήκε το φως στο σπίτι, στο αρχοντικό της Δράμας. Μπήκε το γέλιο στη ζωή ξανά.

- Μανούλα, μανούλα μου, έχω σπουδαία νέα να σου πω. Έχω αγάπη στην καρδιά μου, μανούλα. Τον λένε Λουκά και

Page 96: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

είναι από άριστη οικογένεια των Αθηνών. Τον γνώρισα στο Μοντρέ και θα ρθει να με γυρέψει, μανούλα. Μου είπε ότι θα με ζητήσει όπου να ναι από τον πατέρα.

Η Αυγή κοίταξε την κόρη της με τα χείλη στεγνά από την πίκρα τόσου καιρού.

- Σου εύχομαι, κορούλα μου, να ζήσεις τον πιο μεγάλο έ-ρωτα και να γεράσετε μαζί.

Δύο μήνες αργότερα είχαν τα παντρολογήματα της Ειρήνης και τότε πια έσκασε το χείλη της Αυγής. Ό μ ω ς ο Παύλος εί-χε τους ενδοιασμούς του.

- Δεν είναι άντρας για προκοπή αυτός, Αυγή, πολύ χλια-ρός μου φαίνεται, πολύ νερόβραστος. Να, πώς να σ' το πω, του γλυκού νερού μοιάζει. Ξέρω κι εγώ, βρε Αυγούλα; Κά-νει αυτός για να κουμαντάρει δουλειές και εργάτες; Βρε, μπας και λιμπίστηκε την περιουσία και τα πλούτια μας;

- Ουφ, βρε Παύλο, εσύ όλα τα μετράς με το συμφέρον! Δε βλέπεις πώς λάμπει η Ειρήνη από χαρά; Δε βλέπεις που ο έρωτας ζει στα μάτια της;

- Καλά, βρε γυναίκα, ξεμωράθηκες; Αυτό λογαριάζεις ή να βγει καλός και εργατικός ο γαμπρός;

- Ε, τι θέλεις τώρα, Παύλο, μουρμούρισε η Αυγή, ο Λου-κάς είναι από αριστοκρατική οικογένεια.

- Αυτό είναι που φοβάμαι, απάντησε εκείνος. Αυτό α-κριβώς φοβάμαι.

Τι να κάνει όμως ο γεράκος; Έδωσε τελικά την ευχή του στη μοναχοκόρη του.

«Αυτό που μου έλειψε, αυτό που εγώ δε χάρηκα θέλω να

Page 97: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

το ννώοει και να το ζήσει η Ειρήνη. Να βιώσει την ευλογία της αγάπης».

Η ευχή της μάνας έπιασε, όχι όμως με τη σειρά που η νέα κοπέλα νόμιζε. Η ζωή έριξε την τράπουλα και αλλιώς μοί-ρασε τα χαρτιά.

Έγιναν οι γάμοι και οι χαρές και η Αυγή την ώρα της τε-λετής σταύρωνε κρυφά την κόρη της και προσευχόταν.

«Παναγιά, βοήθα την, δώσε της έρωτα δυνατό, έρωτα κα-λό, γλυκό, που να τη συντροφέψει μέχρι τα βαθιά της γε-ράματα».

Από το 1878 και ύστερα εντάθηκαν οι βαλκανικοί ανταγωνισμοί τιον υποκινούνταν από τις μεγάλες δυνάμεις.

Στις αρχές του 20ού αιώνα, κατά τη δεκαετία του 1890, οξύνθη-κε ιδιαίτερα ο ανταγωνισμός στο μακεδόνικα χώρο. Οι τουρκικές κτή-σεις εκτείνονταν από τις ακτές της Αδριατικής ως τη Θράκη. Αυτή τη γεωγραφική ζώνη διεκδικούσαν όλα τα βαλκανικά κράτη που γειτό-νευαν: Βουλγαρία, Σερβία, Μαυροβούνιο, Ελλάδα.

Το πιο επίμαχο τμήμα ήταν η Μακεδονία, στην ευρύτερη σημα-σία του γεωγραφικού όρου. Οι αναμείξεις πληθυσμών σε παραμεθό-ριες περιοχές είναι συνηθισμένες στην ιστορία των λαών. Στο βαλκα-νικό χώρο όμως για αιώνες ζούσαν όλοι οι βαλκανικοί λαοί κάτω από τον Τούρκο κατακτητή, με ενιαία διοίκηση και προσδοκούσαν την α-νεξαρτησία τους όσο έβλεπαν να έρχεται η κατάρρευση του τουρκικού κράτους.

Οι Βούλγαροι πρώτοι οργάνωσαν στη Μακεδονία αντάρτικες ο-μάδες (κομιτατζήδες) για να επιβληθούν στους ελληνικούς πληθυ-σμούς της περιοχής.

Page 98: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Η ατιάηηση των Ελλήνων ήταν η Εθνική Εταιρεία, πον οργάνω-σε ομάδες και προστάτευε τους ελληνικούς πληθυσμούς και τους εν-θάρρυνε, μια και η οθωμανική διοίκηση δεν κατέπνιγε τη δράση των κομιτατζήδων.

Ο Ίωνας Δραγούμης κατείχε σ αυτή την ομάδα νευραλγική θέση και πρόσφερε ανεκτίμητες υπηρεσίες στον αγώνα.

Με το πέρασμα τον χρόνου οργανώθηκε καλύτερα η ελληνική ά-μυνα στη βουλγαρική πρόκληση με αρχηγό τον Παύλο Μελά, αξιω-ματικό τον ελληνικού στρατού, στην περιοχή του Μοναστηρίου-Κα-στοριάς. Όμως, τον Οκτώβριο του 1905 περικυκλώθηκε από ένα τούρ-κικο στρατιωτικό απόσπασμα στο χωριό Στάτιστα και μετά από ηρω-ικό αγώνα σκοτώθηκε.

Ο θάνατος του συντάραξε την Ελλάδα και έγινε η αφορμή ο αγώνας για τη Μακεδονία να θεωρηθεί πλέον εθνική υπόθεση.

Page 99: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

Page 100: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ

Η ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ ΤΗΣ ΑΙΓΥΠΤΟΥ υπήρξε η βασίλισσα της Μεσογείου για περισσότερα αηό χίλια χρόνια και σκόρπιζε σε όλο τον κόσμο τη λάμψη του ελληνικού πολιτισμού σε συνδυασμό με τον αρχαίο αιγυ-πτιακό.

Ο Θάνος, μόλις βγήκε από το καράβι και έπεσε πάνω του η ζέστη, η υγρασία και η κοσμοπολίτικη φασαρία της Αλε-ξάνδρειας, ένιωσε αμέσως ότι αυτός είναι ο τόπος που ήθε-λε να ζήσει.

Εκεί στη ζέστη, στην αραπιά και στο ανακάτεμα τόσων φυλών Ευρωπαίων και Αράβων, εκεί ήθελε να μείνει. Στους διαφορετικούς ήχους και τις αλλιώτικες μυρωδιές, με τη ζέ-στη, τις μύγες και τα παιδιά που τον τριγυρνούσαν. Που κοι-τούσαν με περιέργεια τον λευκοντυμένο ξένο, αυτόν που ήρ-θε από την Ελλάδα.

Δεν πρόλαβε να πατήσει το πόδι του στη γη και οι μπά-ντες παιάνιζαν, οι επίσημοι ομογενείς της Αλεξάνδρειας τον επευφημούσαν. Καλωσόριζαν αυτόν, το νέο πολεμιστή του μακεδονικού αγώνα...

Page 101: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Το πλοίο «Ανατολή», με την ελληνική σημαία στο ψηλότε-ρο κατάρτι, μπήκε στον Εύνοστο, πέρασε την παλαιά προ-βλήτα του λοιμοκαθαρτηρίου και το φάρο και με μειωμένη ταχύτητα κατευθύνθηκε προς την κεντρική προβλήτα.

Ο Θάνος δε χόρταινε να κοιτάζει γύρω του,, τελικά όμως την προσοχή του τράβηξε ένα πλήθος ανθρώπων, που τους έβλεπε ακόμα από πολύ μακριά, να είναι συγκεντρωμένοι στο κεντρικό κομμάτι της αποβάθρας.

«Θα έχουν κάποια γιορτή», σκέφτηκε, γιατί πλησιάζο-ντας πρόσεξε ότι κοντά τους ήταν μια μεγάλη μπάντα με πολλά χάλκινα όργανα που γυάλιζαν στον ήλιο.

Το καράβι άρχισε την τελική μανούβρα και εκείνη την ώ-ρα ο καπετάνιος πλησίασε τον Θάνο και του είπε με συγκί-νηση:

- Παιδί μου, ό,τι βλέπεις είναι για σένα. Η μπάντα της ελληνικής παροικίας, οι μαθητές των ελληνικών σχολείων, οι σημαίες και η εξέδρα όπου σε περιμένει ο πρόεδρος της ελληνικής κοινότητας.

Ο Θάνος κοκκίνισε και όταν είδε το συγκεντρωμένο πλή-θος να φωνάζει πετώντας τα καπέλα τους στον αέρα ήθελε να το βάλει στα πόδια.

Ζαλισμένος, αισθάνθηκε να τον σπρώχνουν για να κατέ-βει τη σκάλα του καραβιού. Μόλις κατέβηκε στην προβλή-τα, στάθηκε προσοχή γιατί η μπάντα παιάνιζε τον Εθνικό Ύμνο. Όλοι στέκονταν ασάλευτοι, σοβαροί και εκείνος σαν χαμένος πρόσεξε μέσα στη σαστιμάρα του δάκρυα που γυά-λιζαν στα μάτια των πιο κοντινών του.

Όταν τελείωσε ο Εθνικός Ύμνος, πολλά χέρια τον έπια-σαν και τον ανέβασαν στην εξέδρα. Εκεί τον περίμενε ο πα-

Page 102: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

τριάρχης Αλεξανδρείας Μελέτιος. Τον αγκάλιασε θερμά και μετά του έσφιξε το χέρι λέγοντάς του:

- Εξ ονόματος όλων των Ελλήνων της Αλεξάνδρειας σε καλωσορίζω και να ξέρεις ότι για μας είσαι πρότυπο για τα παιδιά μας. Είσαι το ίνδαλμά μας...

Ταυτόχρονα ξεκίνησε η παρέλαση των μαθητών και των προσκόπων, που πέρασαν μπροστά από την εξέδρα ενώ η μπάντα έπαιζε ελληνικούς σκοπούς.

Μόλις τελείωσε η παρέλαση, έπεσαν πάνω στον Θάνο ό-λα τα μεγάλα ονόματα του ελληνισμού της Αιγύπτου, καθώς και οι δικοί του.

Οι Έλληνες της Αιγύπτου είχαν άσβεστη μέσα τους τη φλό-γα για την πατρίδα. Κάθε σαλόνι θα άνοιγε πρόθυμα για να τον δεχτεί στην αγκαλιά του. Οι νεαροί βλαστοί των μεγάλων οικο-γενειών, αλλά και αυτοί από αστικά σπίτια, θα επιδίωκαν τη συ-ντροφιά του και οι δεσποινίδες θα ήθελαν να έχουν τα πρωτεία στην καρδιά του. Φύλαγαν όλα τα χαμογελά τους γι' αυτόν.

Ο θείος Κωστάκης τα είχε καταφέρει με τη βοήθεια του θείου Μηνά μια χαρά και τα οιγαρέτα του ήταν πρώτης ποιό-τητας. Τροφοδοτούσε την Ευρώπη και κάλυπτε και την ντό-πια αγορά με τα καπνά που του έστελνε ο Παύλος από τη Δράμα. Ο ένας βοηθούσε τον άλλον. «Το να χέρι νίβει τ' άλ-λο και τα δυο το πρόσωπο».

Ο Κωστάκης είχε παντρευτεί Εγγλέζα, τη φίνα και αρ-χοντική Βικτόρια, και απέκτησαν πέντε παιδιά, δύο αγόρια και τρία κορίτσια.

Ποτέ δε θα ξέχναγε ο Θανάσης την υποδοχή που του έ-καναν οι πατριώτες του στην Αίγυπτο, αλλά και την εικόνα της οικογένειάς του στην αποβάθρα όταν το πλοίο έδεσε.

Page 103: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Ό λ α τα ξαδέρφια του λευκοντυμένα, όπως συνήθιζαν οι Ευρωπαίοι της Αιγύπτου, κρατούσαν ελληνικές σημαίες.

Η θεία Βικτόρια, παρά το πριγκιπικό της ύφος, τον α-γκάλιασε θερμά και ο θείος Κωστάκης με τον Μηνά είχαν δάκρυα στα μάτια.

-Λεβέντη μου, παλικάρι μου, είμαστε περήφανοι για σέ-να, του είπε ο Κωστάκης και ο Μηνάς, που ήταν πολύ ηλι-κιωμένος και στηριζόταν στο μπαστούνι του, τρέμοντας τον φίλησε σταυρωτά. Ό μ ω ς δεν είπε λέξη ο γέροντας γιατί α-πό τη συγκίνηση είχε έναν κόμπο στο λαιμό...

Τα ξαδέρφια του τον τριγύριζαν όλο θαυμασμό και σκο-τώνονταν ποιος απ' όλους θα έχει τη μεγαλύτερη εύνοια α-πό τον πολεμιστή του μακεδονικού αγώνα.

Μέσα από μπάντες, λουλούδια, αγκαλιές και σφιξίματα χεριών έφτασαν κάποτε στο σπίτι του Γεωργιάδη.

Ο Θάνος, ασυνήθιστος στην τόση ζέστη, αλλά και αδυ-νατισμένος από την αρρώστια που τον κατέτρωγε, νόμιζε ό-τι θα λιποθυμήσει.

- Θείε, είπε σιγανά στον Κωστάκη, θείε, γιατί μου επιφυ-λάξατε τέτοια υποδοχή, που με φέρνει σε τόσο δύσκολη θέση και με εκθέτει κιόλας; Εγώ δεν είμαι κανένας ήρωας, απλά έ-νας μακεδονομάχος είμαι. Άλλοι είναι οι ήρωες, ο Δραγούμης, ο Μελάς και τόσοι άλλοι... Εγώ για την πατρίδα μου παλεύω, είμαι ένας απλός αγωνιστής. Μήπως είναι ειρωνεία όλα αυτά;

- Όχι , παιδί μου, μην είσαι τόσο μετριόφρων. Γιατί εμείς, οι Έλληνες της Αιγύπτου, αυτό που είσαι υποδεχτήκαμε, το μακεδονομάχο. Πρέπει να ξέρεις, Θάνο, ότι όλοι αυτοί οι Έλληνες που βλέπεις εδώ ήρθαν από την πατρίδα και ε-γκαταστάθηκαν στην Αίγυπτο όταν επετράπη το εμπόριο

Page 104: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

στους Ρωμιούς. Άφησαν την Ελλάδα και ήρθαν εδώ για να βγάλουν λεφτά. Πολλοί πλούτισαν, όμως εσείς μείνατε πίσω στα δικά μας χώματα, στη φτώχεια, στον αγώνα, στη μάχη για την Ελλάδα. Ντρέπονται, ζηλεύουν, αλλά πάνω απ' όλα θαυμάζουν εσένα και την οικογένειά σου που μείνατε πίσω να φυλάτε τις «Θερμοπύλες»...

Η βίλα του θείου βρισκόταν στη Ράμλε. Εκεί ήταν οι θερι-νές κατοικίες των πλούσιων Αλεξανδρινών.

Ή τ α ν τριγυρισμένη από ψηλό τοίχο. Μέσα σε αυτόν υ-πήρχε ένας καταπράσινος κήπος με νερά που έτρεχαν. Όλοι οι υπηρέτες ήταν φελάχοι, από τα βάθη της Αιγύπτου και α-πό το Σουδάν.

Η Βικτόρια και ο Κωστάκης του έδειξαν το δωμάτιο του και το λουτρό.

- Δροσίσου, παιδί μου, και κατέβα να σου δώσουμε να πιεις αναψυκτικά που φτιάχνουμε στο σπίτι, με τριμμένο πάγο. Έτσι το συνηθίζουμε εδώ, θα σου αρέσει, είπε ο Κω-στάκης και έτριψε το γκρίζο γενάκι και τα αψεγάδιαστα μουστάκια του.

- Το κρύο τσάι είναι το πιο δροσιστικό ρόφημα, πρό-σθεσε η Βικτόρια με την εγγλέζικη προφορά της.

Όταν ο Μέγας Αλέξανδρος κατέκτησε την Αίγυπτο έχτισε την πόλη τιον της έδωσε το όνομά τον: «Αλεξάνδρεια».

Η Αίγυπτος ετιίτων Πτολεμαίων ήταν ένα από τα ακμαιότερα κέ-ντρα του τότε ελληνισμού και διατήρησε την ελληνικότητά της σε ό-

Page 105: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

λη τη διάρκεια της ρωμαιοκρατίας, μέχρι το 61 μ.Χ., όταν κατακτή-θηκε από τους Άραβες και κατέρρευσε ο αιγυπτιακός εΧΧηνισμός.

Η νέα άνθιση του εΧΧηνισμού της Αιγύπτου άρχισε όταν άρχο-ντας της χώρας ήταν ο Μωχάμετ Ά Χι, που καταγόταν από την Καβά-λα. Στην εποχή του το ελληνικό στοιχείο έτυχε κυβερνητικής υπο-στήριξης και γρήγορα απέκτησε πλούτο και δύναμη, ενισχύθηκε δε διαρκώς κατά το 19ο αιώνα και από νέους μετανάστες που ήρθαν α-πό την Ελλάδα, ώσπου κατέλαβε την πρώτη θέση έναντι όλων των άλ-λων ξένων εθνικοτήτων.

Στους Έλληνες οφείλεται κατά το μεγαλύτερο μέρος η ανάπτυξη των καλλιεργειών του βαμβακιού, αλλά και η δημιουργία της γνωστής αιγυπτιακής σιγαροποιίας, διέπρεψαν όμως και διαπρέπουν σαν επι-στήμονες, εργολάβοι, βιοτέχνες. Πολλοί εργάστηκαν στη διάνοιξη της διώρυγας του Σουέζ, όπου πρωτεύοντα ρόλο είχε το ελληνικό στοιχείο.

Στην ακμή του ελληνισμού της Αιγύπτου διαδραμάτισε σημαντι-κό ρόλο η θρησκευτική ελευθερία που υπήρχε στη χώρα, αλλά και η δράση τον Πατριαρχείου της Αλεξανδρείας, το θρόνο του οποίου κα-τέχει Έλληνας πατριάρχες. Τέλος, η σνχνή επαφή με την Ελλάδα και η διαρκής τόνωση τον ελληνικού εθνικού φρονήματος.

Η Αίγυπτος αποτέλεσε ανέκαθεν ένα από τα κυριότερα νεοελλη-νικά πνευματικά κέντρα.

Θαυμαστή υπήρξε η κοινωνική δράση και η εκπαιδευτική οργά-νωση των ομογενών της Αιγύπτου. Γνωστές οικογένειες εθνικών ευ-εργετών αναδείχτηκαν από τους πλούσιους ομογενείς της Αιγύπτου, οι αδερφοί Τοσίτσα, οι Κασαβέτη, ο Στουρνάρας, ο Μπενάκης...

Στο Κάιρο επίσης υπήρχαν άριστα ελληνικά σχολειά, εκπαιδευ-τήρια, νοσοκομεία (Αχιλλοπούλειο), συσσίτια για τονς φτωχούς και ορφανοτροφεία. Γνωστό ήταν το ιεροδιδασκαλείο της Ιλιούπολης, το «Μουσάκειον και Ξενάκειον Αύκειον» και τόσα άλλα.

Page 106: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Οι Έλληνες του Καιρόν ασχολούνταν κυρίως με το εμπόριο βάμ-βακος και καπνού. Η παροικία της Αλεξάνδρειας ήταν η αρτιότερα ορ-γανωμένη. Περίψημο ήταν το «Μπενάκειο Ορφανοτροφείο», πον πα-ρείχε άσυλο σε πολλά ορφανά κορίτσια. Υπήρχαν πολλά ελληνικά ι-διωτικά σχολεία και μία νυχτερινή σχολή, η «Εργάτις». Η πολιτιστι-κή κίνηση ήταν αξιοθαύμαστη. Μεταξύ των κυριοτέρων οργανώσεων της πόλης ήταν η ένωση «Αισχύλος-Αρίων», που είχε και μουσικό και δραματικό τμήμα, ενώ η ελληνική λέσχη είχε μία εξαιρετικά αξιόλο-γη βιβλιοθήκη.

Από την Αλεξάνδρεια ως τη Βεγγάζη και από το Σιμπίν ελ Κομ μέχρι τη Μαγαδασκάρη, οι Έλληνες μοχθούσαν και διέπρεπαν.

Αφού ο Θάνος έκανε ένα μπάνιο που τον αναζωογόνησε, φο-ρώντας καθαρή αλλαξιά, κάθισε στη σκιερή σκεπαστή αυλή μαζί με τη Βικτόρια, τον Κωστάκη, τον Μηνά και όλα τα ξα-δέρφια του τριγύρω.

Η θεία τους σέρβιρε δροσερή μέντα και μπισκότα που έ-φτιαχναν στο σπίτι. Σέ μια πιατέλα ήταν σερβιρισμένα μι-' κρά ψωμάκια με αγγούρι, τυρί, σφιχτά κρΰα αβγά και γα-ρίδες.

- Τα λέμε σάντουιτς, του είπε η Βικτόρια, και τα τρώμε στο απογευματινό μας.

Οι Έλληνες της Αιγύπτου, σε αυτό το μοναδικό συνονθύ-λευμα της Αλεξάνδρειας, ήταν φυσικό να έχουν πάρει συ-νήθειες και επιρροές από τους Εγγλέζους, τους Ιταλούς ή τους Γάλλους που κατοικούσαν εκεί.

Τα καφασωτά γύρω γύρω από τη σκεπαστή βεράντα και την αυλή έκοβαν τη δυνατή κάψα που ερχόταν από την έ-

Page 107: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

ρημο και ταυτόχρονα έδιναν αυτό το ξεχωριστά αραβικό χρώμα στα σπίτια. Και τι σπίτια! Αρχοντόσπιτα, με πολυά-ριθμο προσωπικό.

Η συζήτηση ανάμεσα στους Γεωργιάδηδες μοιραία στρι-φογύρισε στο μακεδονικό αγώνα με τους Βουλγάρους, την ελληνική κυβέρνηση στην Αθήνα, το βασιλιά, τους Τούρ-κους και τα αιώνια στριμωγμένα οικονομικά των Ελλήνων, των Ελλήνων που πάντα χρωστούν σε ξένους δανεισμούς...

Τα ξαδέρφια του φάνηκαν στον Θάνο πολύ αυστηρά με-γαλωμένα. Η θεία του ασκούσε σιδερένια πειθαρχία πάνω τους. Του έμοιαζαν πιο μικρά από την ηλικία τους και υ-περβολικά καθωσπρέπει. Στην Ελλάδα, με τα τόσα προ-βλήματά τους, οι άνθρωποι ήταν λιγότερο τυπικοί.

«Σαν βασιλική οικογένεια δείχνουν», σκέφτηκε ο Θάνος. Αντίθετα με την πειθαρχημένη οικογένειά του, ο θείος

Κωστάκης είχε κάτι το μπερμπάντικο. - Θα σε πάρω να δεις τις ομορφιές της Αλεξάνδρειας και

του Καΐρου, ανιψιέ, είπε στο νεαρό μακεδονομάχο και χτυ-πώντας τον στην πλάτη του έκλεισε ταυτόχρονα και το μάτι. Να ξεκουραστείς, Θάνο, λίγες μέρες, συνέχισε γελαστός ο Κωστάκης, και μετά, παιδί μου, να δώσουμε προτεραιότη-τα στην υγεία σου. Έχουμε εξαιρετικό νοσοκομείο εδώ στην Αλεξάνδρεια, με σπουδαίους γιατρούς. Φυσικά, έχεις όλο τον καιρό μπροστά σου, αλλά να πάμε επίσης να δεις και τη μο-νάδα παραγωγής των σιγαρέτων μας. Α, ο πατέρας σου στη Μακεδονία με τα εξαιρετικά καπνά του και εγώ εδώ με τον Μηνά μια χαρά τα καταφέραμε, καμαρώνω για τα έργα μας.

Page 108: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Ο Θάνος είχε το χαρακτήρα του πατέρα του, αλλά φυσιο-γνωμικά έμοιαζε στην Αυγή. Πήρε τα μεγάλα μελιά μάτια της και ήταν μάτια που μιλούσαν, που φλυαρούσαν αστα-μάτητα, ενώ ο ίδιος ήταν κλειστός, συνεσταλμένος, σχετικά σιωπηλός και δεν του άρεσε να μιλά για τον εαυτό του και να αυτοπροβάλλεται.

Στα είκοσι δύο του χρόνια μπορούσε να δώσει και τη ζωή του για την ιδέα της πατρίδας και το έφερνε βαριά που τον υποχρέωσαν οι γονείς του να φύγει και να αφήσει το μακε-δονικό αγώνα. Το καταλάβαινε όμως και ο ίδιος ότι η υγεία του δεν ήταν καλή. Δυο τρεις φορές τον είχαν κουβαλήσει σύντροφοι από το βάλτο γιατί ήταν εξασθενημένος και φο-βόταν ότι μπορούσε να τους γίνει βάρος δυσβάσταχτο. Αν σε συγκεκριμένες στιγμές αργοπορούσαν για χάρη του, αυτό ίσως να γινόταν γι' αυτούς παγίδα θανάτου. Έτσι, δέχτηκε την απόφαση των γονιών του να τον στείλουν στο θείο του που ζούσε στην Αλεξάνδρεια.

Ή τ α ν χαμηλών τόνων άνθρωπος, με μεγάλη ευαισθησία και πύρινα αισθήματα αυτοθυσίας. Ό λ η αυτή η υποδοχή που του επιφύλαξαν οι Έλληνες της Αιγύπτου τον φόρτωνε με αμηχανία γιατί ήταν πολύ ντροπαλός.

Η σχέση του με τις γυναίκες ήταν ακόμα στην αρχή της. Δυο τρεις φορές στο Μόναχο όπου σπούδαζε είχε ενθου-σιαστεί με κάποια κοπέλα, όμως ο στόχος του, επικεντρω-μένος στο μακεδονικό αγώνα, δεν του άφηνε και πολλά πε-ριθώρια για έρωτες.

Τη γυναικεία σάρκα την είχε γνωρίσει λίγο, άγαρμπα και χωρίς σπουδαίες ηδονικές εκρήξεις, ούτε ιδιαίτερες απο-λαύσεις.

Page 109: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Ο Κωστάκης, μόλις είδε τον ανιψιό του τόσο ντροπαλό, το κατάλαβε αμέσως, και σαν άντρας με πείρα που ήταν, α-ποφάσισε να αναλάβει την επιμόρφωσή του σε αυτό τον το-μέα...

«Πολεμιστής ο ανιψιός μεν, χαϊβάνι δε», σκέφτηκε και έ-τριψε το περιποιημένο γενάκι του. Α, ο Κωστάκης ήταν ο κομψός της οικογένειας και ο κρυφός καλοπερασάκιας... Τα μεγάλα «καζότα», οι οίκοι ανοχής, στο Παρίσι και το Βερολίνο του διέθεταν πολΰ ευχάριστα τις σουίτες τους, αλ-λά και τα ωραιότερα κορίτσια τους. Ή τ α ν αμετανόητος γυ-ναικάς.

Ναι, ο Κωστάκης σεβόταν και τιμούσε την ψυχρή Βι-κτόρια, αλλά φρόντιζε να περνά καλά και ο ίδιος...

«Μια βόλτα στην Αλεξάνδρεια θα τον στρώσει...» σκέ-φτηκε πονηρά και ήταν πολΰ ευχαριστημένος με την από-φασή του! Πολΰ ευχαριστημένος! Τα παλιόσπιτα πολυτε-λείας ήταν η ειδικότητά του...

«Αχ, ρε Παΰλο, αχ, ρε αδερφέ, μου 'στειλες ένα ρομα-ντικό ήρωα, άρρωστο και κουνέλι... Εγώ θα σ' τον φτιάξω ε-πιχειρηματία, άξιο έμπορο και ταΰρο... Είναι καλό παιδί και του αξίζει. Εσΰ όμως, ρε αδερφοΰλη μου, παραγέρασες, μου φαίνεται. Καλή και άξια η πατρίδα, αξίζει θυσίες, όχι όμως αντί να κοιτάμε τα σιγαρέτα να κυνηγάμε Βούλγα-ρους! Άσε τη δόξα, ρε Παΰλο, και το χρήμα δόξα είναι...» (χυτά σκεφτόταν ο Κωστάκης μέσα του, γιατί απέξω του ε-παινούσε τους αγώνες των Ελλήνων και έστελνε και χρήμα-τα για το σκοπό αυτό. Έστελνε χρήματα για να πολεμούν και να θυσιάζονται άλλοι...

Page 110: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Δυο μέρες αργότερα η Βικτόρια πήρε τον Θάνο και πήγα-νε στο νοσοκομείο της Αλεξάνδρειας.

Αυτό το ίδρυμα είχε οργανωθεί από την ελληνική κοι-νότητα της Αιγύπτου. Εκεί υπήρχαν μεγάλοι θάλαμοι που άστραφταν από καθαριότητα. Όλοι οι χώροι ήταν κατά-λευκοι και οι νοσοκόμες φορούσαν τη στολή τους ατσαλά-κωτη.

Η Βικτόρια και ο Κωστάκης γνώριζαν πολύ καλά τους γιατρούς γιατί και οι ίδιοι, όπως και τόσοι άλλοι επιφανείς ομογενείς της Αλεξάνδρειας, χρηματοδοτούσαν αυτό το νο-σοκομείο.

Η προϊσταμένη των αδελφών νοσοκόμων εκεί ήταν φίλη της Βικτόριας. Και μόνο που την έβλεπε κανείς πάθαινε σύ-γκρυο και ένιωθε ρίγη φόβου. Ή τ α ν μια αυστηρή γυναίκα που κρατούσε με σιδερένια πειθαρχία ετοιμότητα και κα-θαριότητα στους θαλάμους. Τα μάτια της δε σήκωναν κα-μιά αντίρρηση, όμως μέσα τους έκλειναν ανθρωπιά. Στη δουλειά της δεν περνούσαν λάθη ούτε τεμπελιά, αλλά ούτε και περιττοί συναισθηματισμοί.

Πολλές κοπέλες καλών ελληνικών οικογενειών εθελοντι-κά πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους εκεί.

Οι γιατροί πήραν τον Θάνο στα εξωτερικά ιατρεία για να τον εξετάσουν. Καθισμένος στο λευκό εξεταστήριο, με το α-ποστειρωμένο σεντόνι, μες στην αυστηρή καθαριότητα και την τάξη, αυτό που έμεινε στη μνήμη του χαραγμένο ήταν ο ανεμιστήρας στην οροφή του λευκού δωματίου. Ο ανεμι-στήρας που γύριζε και αφαιρούσε λίγη από τη μόνιμη ζέστη αυτής της χώρας. Όλοι οι ήχοι της αραπιάς ακούγονταν έ-ξω και πολύ μακριά...

Page 111: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Μετά από προσεχτική και πολύωρη εξέταση οι γιατροί αποφάνθηκαν ότι ο Θάνος ήταν μάλλον τυχερός. Η ελονο-σία, στις βαριές της μορφές, μπορούσε να επιφέρει και θά-νατο. Στην περίπτωση του Θάνου, ευτυχώς, δεν είχε βλαφτεί κάποιο από τα ζωτικά του όργανα. Θα τον υπέβαλλαν λοι-πόν σε θεραπεία κινίνου. Έπρεπε όμως να τρώει καλά και να είναι ξεκούραστος για κάποιο διάστημα έτσι ώστε να το-νωθεί ο εξασθενισμένος του οργανισμός. Ο καθαρός αέρας της θάλασσας θα βοηθούσε.

Ό σ η ώρα ο νεαρός Μακεδόνας εξεταζόταν, η Βικτόρια έπινε τσάι μαζί με την προϊσταμένη, την κυρία Ελπινίκη.

Ο Θανάσης με τη θεία του βρίσκονταν ήδη στην έξοδο του νοσοκομείου, όταν τους πλησίασε μια αιθέρια ύπαρξη ντυμένη με τη λευκή στολή των αδελφών.

- Καλημέρα σας, κυρία Βικτόρια, είπε η αδελφή. Ο Θάνος γύρισε και τότε ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με

έναν άγγελο... - Όλγα! είπε θερμά η θεία του. Τι κάνεις εδώ, παιδί μου; - Εργάζομαι εθελοντικά, τρεις ώρες κάθε πρωί, στο τμή-

μα των νεογνών, απάντησε η κοπέλα με φωνή ήρεμη. Τα μά-τια της ήταν γλυκά, γαλανά, και η κοτσίδα της που ξεπρό-βαλλε από τη στολή κατάξανθη.

- Να σου συστήσω, Όλγα, τον ανιψιό μου που ήρθε από την Ελλάδα, τον Θανάση.

- Ναι, γνωρίζω, άκουσα, είπε η κοπέλα και έδωσε το χέ-ρι της στον Θάνο.

Η αλήθεια είναι ότι εκείνος κοκκίνισε περισσότερο από το κορίτσι και με αμηχανία, τραυλίζοντας ελαφρά, ψέλλισε:

- Χαίρω πολύ...

Page 112: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

- Άκουσα να λένε για ένα Μακεδόνα που ήρθε από την Ελλάδα, έναν Μέγα Αλέξανδρο, γέλασε σκανδαλιάρικα το κορίτσι.

- Προς Θεοΰ! έκανε ο Θάνος. Προς Θεοΰ, όλοι οι Μα-κεδόνες αγωνιζόμαστε για την πατρίδα μας, δεν έκανα δα και τίποτα ηρωικό. Έρχομαι σε δύσκολη θέση μ' αυτές τις υπερβολές, όσο κι αν με τιμούν.

- Να σας πω, εδώ είμαστε λίγοι, είμαστε μακριά και τα εξιδανικεύουμε κάπως τα πράγματα, είπε η κοπέλα.

- Σωστά, σωστά, συμφώνησε η Βικτόρια και χαιρετώντας είπε ευγενικά στη νεαρή: Αύριο, μεθαύριο πέρασε με τη μη-τέρα σου, όποτε θέλετε, για τσάι. Ελάτε να τα πούμε από κοντά.

Με αυτά τα λόγια άνοιξε το λευκό ομπρελίνο για να μην την καίει ο ήλιος και παίρνοντας τον Θάνο από το μπράτσο βγήκαν από το νοσοκομείο. Η πρώτη επίσκεψή του εκεί του άφησε την επιθυμία να γίνει γρήγορα καλά και να δει ξανά την Όλγα Μαργέτη, τη νεαρή νοσοκόμα με το πρόσωπο μα-ντόνας.

Το ελληνικό νοσοκομείο της Αλεξάνδρειας αποτελούσε πρότυπο νο-σηλευτικού ιδρύματος. Εγκαινιάστηκε το 1882, σε οικόπεδο που εί-χαν χαρίσει ο Τοσίτσας και ο πατριάρχης Σωφρόνιος.

Ένα μόλις χρόνο μετά τα εγκαίνια εξαπλώθηκε επιδημία χολέρας στη χώρα και κατέφθασε ολόκληρη αποστολή Γερμανών γιατρών για να βοηθήσει.

Εκεί ο Γερμανός Ρόμπερτ Κοχ ανακάλυψε το μικρόβιο της χολέ-ρας.

Page 113: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Ήταν ένα τεράστιο για τψ εποχή νοσοκομείο που νοσήλευε δύο χιλιάδες ασθενείς κάθε χρόνο, ενώ δεχόταν πενήντα χιλιάδες στα ε-ξωτερικά ιατρεία.

Και αν η θεία έφερε τον Θάνο σε επαφή με ένα ζωντανά άγ-γελο, ο θείος του ο Κωστάκης λίγο αργότερα του γνώρισε την καυτή κόλαση...

Ο Θάνος κάθε μέρα ενθουσιαζόταν και περισσότερο με τη ζωή στην Αλεξάνδρεια. Πήγε με το μεγάλο του ξάδερφο στην αγγλική λέσχη και έπαιξαν γκολφ. Πίσω από κάθε παί-κτη ένας μικρός φελάχος κρατούσε τα μπαστούνια και έ-τρεχε να πιάσει τα μπαλάκια, όπου κι αν έπεφταν. Όταν πια είχε νυχτώσει ήπιαν ουίσκι με πάγο τριμμένο στα σα-λόνια της λέσχης.

Κάθε βράδυ είχε να κάνει και κάτι διαφορετικό.

Ο Γάλλος εμπορικός ακόλουθος κάλεσε τον Κωστάκη σε έ-να ξενοδοχείο κοντά στο Νείλο για δείπνο. Ο θείος τον πή-ρε μαζί του και η εμπειρία από αυτή τη βραδιά δε θα έ-φευγε ποτέ από το μυαλό του, γιατί απλά ήταν έξω από κά-θε περιγραφή...

Οι φοίνικες, οι καμήλες, οι φελούκες με τα τετράγωνα πανιά στο ποτάμι και τα παιδιά που έτρεχαν τσούρμο μέσα στη σκόνη φωνάζοντας όλα μαζί τον εντυπωσίασαν. Μέσα (πα σαλόνια του ξενοδοχείου κυρίες με μακριές τουαλέτες περιφέρονταν πάνω σε δάπεδα σκεπασμένα με ανατολίτικα χαλιά.

Page 114: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Παντού υπήρχαν μεγάλοι μπρούτζινοι δίσκοι με ξηρούς καρπούς, χουρμάδες, σύκα, ανανάδες, μπανάνες και άλλα φρέσκα φρούτα...

- Μον σερ! Αγαπητέ μου! είπε ο Γάλλος και σηκώθηκε να χαιρετήσει τον Κωστάκη. Εκείνος του σύστησε θερμά τον Θάνο. Ο καναπές όπου καθόταν ο διπλωμάτης είχε ένα μι-κρό καφασωτό διαχο)ριστικό και μπροστά του, σε ένα τρα-πεζάκι από ξΰλο με διακόσμηση από φίλντισι, ήταν αφη-μένο ένα κρυστάλλινο ποτήρι με κονιάκ και ένα αναμμένο πούρο.

Ο Γάλλος ήταν κοντόχοντρος, γελαστός και διαπραγμα-τευόταν με το θείο του Θανάση, τι άλλο; Τι άλλο, από μια καλή παρτίδα σιγαρέτων που όλα θα πήγαιναν από την Αί-γυπτο κατευθείαν στη Γαλλία.

Το δυνατό σημείο του Κωστάκη ήταν οι εξαγωγές, αφού είχε πιάσει το σφυγμό των Ευρωπαίων αγοραστών στα γού-στα του καπνού.

Ο υπηρέτης από το Σουδάν που ακολουθούσε τον Θάνο και το θείο του έφερε ένα μικρό ξύλινο κιβώτιο γεμάτο από τα καλύτερα σιγαρέτα του Κωστάκη, δώρο στο διπλωμάτη. Αυτό συγκίνησε ιδιαίτερα το Γάλλο και η συμφωνία κλεί-στηκε.

Το 1883, στψ Αίγυπτο απαγορεύτηκε η καπνοκαλλιέργεια. Αυτό ευνόψε το καπνεμπόριο. Η αιγυπτιακή κυβέρνηση επέβαλε τελωνει-ακούς δασμούς στα εισαγόμενα καπνά, κατασκεύασε μεγάλες αποθή-κες διαμετακόμισης των εμπορευμάτων στην Αλεξάνδρεια και το Κάι-ρο και τις νοίκιασε στους καπνοβιομήχανους και τους καπνεμπόρους.

Page 115: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Δημιουργήθηκε έτσι ένας κρατικός θησαυρός τιου ξεπέρασε κατά το τετραπλάσιο τα έσοδα από τις καπνοκαλλιέργειες.

Το 1876, έτος ίδρυσης στην Τουρκία του κρατικού μονοπωλίου κα-πνού, πολλοί Έλληνες καπνέμποροι και τεχνίτες αναγκάστηκαν να φύγουν από αυτή τη χώρα και να εγκαταλείψουν τις εκεί επιχειρήσεις τους. Εγκαταστάθηκαν στην Αίγυπτο και ασχολήθηκαν με τη βιομη-χανία κατασκευής τσιγάρων κάνοντας εισαγωγή καπνών από την Τουρ-κία, τη Βουλγαρία και τη Ρωσία.

Το 1884 υπογράφηκε μία εμπορική σύμβαση μεταξύ Ελλάδας και Αιγύπτου που έφερε τους Έλληνες έμπορους καπνών στην πρώτη θέση.

Η γειτνίαση της Αιγύπτου με καπνοπαραγωγές χώρες και η έλ-λειψη κρατικών περιορισμών. στο εμπόριο αλλά και τη βιομηχανία του καπνού ευνόησαν την ανάπτυξη της μεγάλης καπνοβιομηχανίας. Το Μπεν ελ Σουρεΐγ και το Μούσκι έγιναν τα κυριότερα κέντρα των καπνοκοπτηρίων, τα οποία πουλούσαν τον καπνό με το ζύγι, και ιδι-αιτέρως το τσιγαρόχαρτο.

Οι πρώτοι Έλληνες βιομήχανοι είχαν την έμπνευση να αναμί-ξουν τα διάφορα είδη καπνών δημιουργώντας εύγευστα χαρμάνια και τελειοποίησαν τα μόλις γνωστά έτοιμα χειροποίητα τσιγάρα. Οι ξέ-νοι περιηγητές, Αμερικανοί, Αγγλοι, Γερμανοί, επιστρέφοντας στις πατρίδες τους τα έκαναν ευρύτερα γνωστά. Έτσι, τα ελληνικά εργο-στάσια πληθαίνουν και βελτιώνουν την παραγωγή και τη συσκευα-σία.

Το 1882 η ανθούσα βιομηχανία των αιγυπτιακών τσιγάρων ήταν αποκλειστικό δημιούργημα των Ελλήνων εμπόρων. Πολυάριθμα μι-κρά καπνεργοστάσια, συγκεντρωμένα γύρω από την πλατεία Μοχά-μετ Άλι της Αλεξάνδρειας και στα κεντρικά σημεία του Καίρου, της Μανσούρας και του Ζαζαζίκ γνωρίζουν μέρες δόξας.

Page 116: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Αργότερα, τα μικρά καπνεργοστάσια έδωσαν τη θέση τον'ς σε με-γαλύτερα και πιο σύγχρονα, πάντα όμως ελληνικών σνμψερόντων. Τώρα πια το πενήντα πέντε τοις εκατό των εξαγωγών αιγνπτιακών τσιγάρων γίνεται από Έλληνες εμπόρους και το ογδόντα με ενενήντα τοις εκατό της παραγωγής προέρχεται από τα τέσσερα πέντε μεγάλα εργοστάσια της Αιγύπτον.

Δειγματοληπτικά και στην τύχη, αναφέρεται η ιστορία ενός κα-πνέμπορον από τους μεγάλους της Αιγύπτου, η αλήθεια όμως είναι ότι υπήρξαν πολλοί και αξιόλογοι Έλληνες καπνέμποροι πετυχημέ-νοι στην ξενιτιά.

Ο Άγγελος Χέλμης γεννήθηκε στην Κεφαλλονιά. Σε ηλικία δέκα χρονών έφυγε από την πατρίδα τον λαθρεπιβάτης σε ιστιοφόρο με προορισμό την Αίγυπτο.

Αρχικά, για να επιβιώσει στην Αλεξάνδρεια, έκανε διάφορα θε-λήματα και με το πρώτο του μικρό κεφάλαιο άρχισε να εμπορεύεται σπίρτα και τσιγάρα. Το 1870 ίδρυσε στο Κάιρο μια μικρή επιχείρη-ση, από τις παλαιότερες, κατασκευής τσιγάρων, που σιγά σιγά εξελί-χτηκε σε μία από τις σημαντικότερες ελληνικές καπνοβιομηχανίες της Αιγύπτου, με την επωνυμία «Pearls of Egypt» (Μαργαριτάρια της Αι-γύπτου). Τα τσιγάρα του σύντομα έγιναν γνωστά για την καλή τους ποιότητα και ο Χέλμης έγινε προμηθευτής, μεταξύ άλλων, της Αυλής της Αυστροουγγαρίας, του πρίγκιπα Γεωργίου της Ελλάδος, καθώς και του αυστριακού και ονγγρικού μονοπωλίον.

Οι εξαγωγές τον έφταναν μέχρι την Ανστραλία και την Ινδία. Ο Άγγελος Χέλμης εκλέχτηκε μέλος τον σνμβονλίον της κοινό-

τητας. Η ελληνική κυβέρνηση του απένειμε το Σταυρό του Σωτήρος και ο πατριάρχης Ιεροσολύμων το Σταυρό των Ιπποτών του Πανάγιου Τάφου. Οι απόγονοι του, όταν εκείνος πέθανε, ήρθαν στην Αθήνα και δημιούργησαν εταιρεία.

Page 117: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Το 1914 υπήρχαν εργ0στάσια σιγαρέταν οτψ Αλεξάνδρεια και το Κάιρο εξοπλισμένα με τις m0 σύγχρονες μηχανές.

Ένα από αυτά είναι η «Salonica Cigarette Co.», που η παραγω-γή της έψτανε το ένα εκατομμύριο τσιγάρα ημερησίας και απασχο-λούσε διακόσιες πενήντα ψγάτριες και τουλάχιστον πενήντα εργά-τες.

Αυτό είναι ένα από τα ύάχιστα παραδείγματα από Έλληνες που πρόκοψαν και μεγαλούργψαν mo εξωτερικό.

Ο ήλιος έδυε πάνω στογ Νείλο, χρωμάτιζε και ζωντάνευε τα θολά νερά του ποταμοί που έπαιρναν ρόδινες και μοβ α-ποχρώσεις, ενώ τα μεγάλα εσωτερικά φυτά μέσα στα σαλό-νια του ξενοδοχείου δημιουργούσαν σκιές στις ταπετσαρίες των τοίχων.

Το φαγητό είχε μια αλλιώτικη γεύση, γιατί η κουζίνα της Αιγύπτου δεν είχε τίποτα το κοινό με ό,τι είχε συνηθίσει να τρώει ως τότε ο νεαρός Έλληνας. Το μαγειρεμένο με ντο-μάτα κοτόπουλο ήταν περιχυμένο με μέλι, αμύγδαλα και σαφράν. Αυτές ήταν γεύσεις πρωτόγνωρες, που όμως πρό-σθεταν στη μαγεία του αλλιώτικου, του διαφορετικού στην καινούρια ζωή του Θάνου.

Όταν τελείωσε το δείπνο και βγήκαν έξω, η νύχτα ήταν βελούδινη και οι κ α μ ι ά ς , σ α ν μαύρες σκιές, ράθυμα και αργά τριγύριζαν στις ό^θες του ποταμού, του Νείλου, στον οποίο οι αρχαίοι Αιγύπτιοι στα χρόνια των φαραώ απέδιδαν θεϊκές ιδιότητες.

Κοιτούσε σαν μαγεμένος την εξωτική νυχτιά και ο θείος του τον ζύγιασε με το έ ν α μάτι και γέλασε.

Page 118: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

- Σε συνεπήρε η μαγεία και η έλξη της Αιγύπτου και της αραπιάς, ε, ανιψιέ; του είπε και χτυπώντας τον στους ώμους, πρόσθεσε: Έλα μαζί μου, νεαρέ, έλα να γνωρίσεις την άλ-λη Αλεξάνδρεια, τη μαύρη...

Στενά δρομάκια κακοφωτισμένα, γέλια πνιχτά, υγρασία, ά-σπρα ρούχα που χάνονταν μες στη νύχτα στα σοκάκια σαν να τα κυνηγούσε αέρας. Δαίδαλος οι δρόμοι, τέλος, το «σα-λόνι της Κλεοπάτρας», της Κλεό, έτσι ήταν το παρατσούκλι της κυρίας που διηύθυνε τον περιφημότερο οίκο ανοχής στην Αλεξάνδρεια.

Μόλις ο Κωστάκης μπήκε μαζί με τον αδύνατο νεαρό που άκουγε στο όνομα Θάνος, η Κλεό έτρεξε να τους υπο-δεχτεί και ήταν όλο τσακίσματα και υποκλίσεις. Σαραντα-πεντάρα πια η Αιγύπτια, είχε βαμμένα έντονα τα μάτια της και φορούσε άρωμα τόσο δυνατό που ζάλιζε.

- Ο ανιψιός μου ο Θανάσης ήρθε από την Ελλάδα πριν από λίγες μέρες, είπε ο Κωστάκης. Θα θέλαμε τις φροντί-δες σου, αγαπητή μου.

- Αφού το ξέρετε, μεσιέ Κωστή, ότι για σας θα έκανα τα πάντα, και τις πυραμίδες στα πόδια σας φέρνω, απάντησε η γυναίκα και χτύπησε παλαμάκια.

Το σαλόνι της ήταν πολυτελέστατο. Μάρμαρα, αλάβα-στρα, χαμηλοί καναπέδες με πολλά μεταξωτά μαξιλαράκια το διακοσμούσαν.

Έτρεξαν κοπέλες με φιδίσια κορμιά και έφεραν δροσι-στικές βυσσινάδες, σουμάδες, λεμονάδες με πάγο, φρούτα και ξηρούς καρπούς. Έφεραν σε πιατέλες καθαρισμένα

Page 119: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

σύκα και σταφύλια και αχλάδια περιχυμένα με μέλι και φι-στίκια.

Ή ρ θ α ν και οργανοπαίκτες και τα κορίτσια άρχισαν να λικνίζονται στους χορούς της κοιλιάς, τους μελωδικούς και τους παραπονιάρικους.

Έτρεμε το κορμί τους όπως τα φυλλαράκια της λεύκας στο φύσημα του ανέμου. Στριφογύριζαν, αγκάλιαζαν τον α-έρα με τα χέρια τους, ακολουθούσαν οι μηροί, τα στήθη, η κοιλιά τους το ρυθμό. Ό σ ο πήγαινε και η μελωδία δυνά-μωνε, έξαλλα τα κουνήματα. Τεχνίτρες του έρωτα, μαστό-ρισσες, ιερόδουλες δασκαλεμένες να αφαιρούν την πίκρα, το άγχος και τη θλίψη από τα αντρικά μυαλά.

Άβουλο παιδαρέλι ο Θάνος, ενοχλήθηκε, ντράπηκε, ζα-λίστηκε, μετά από λίγο όμως ήταν έτοιμος να παραδοθεί, να δεχτεί τη φύση του, να συνθηκολογήσει με το κορμί του...

Όταν η Κλεοπάτρα έκρινε ότι ήταν η στιγμή κατάλληλη, ότι η έξαψη των αντρών είχε χτυπήσει κόκκινο, είπε:

- Μεσιέ Κωστή, να φέρω το ναργιλέ; - Ό χ ι , είπε εκείνος αυστηρά και κοφτά. Ό χ ι τέτοια... Και ύστερα γλυκαίνοντας τη φωνή του ρώτησε: - Τι συντροφιά μάς προτείνεις γι' απόψε; Φιλοξενώ τον

ανιψιό μου, θέλω το καλύτερο, το καλύτερο! - Είναι μια καινούρια κοπέλα από τη Νουβία, άγαλμα

σωστό, σωστό. Όμως ο προστάτης της ζητά πολλά, πάρα πολλά, και διστάζω...

- Να τη δούμε, Κλεοπάτρα, ένευσε ο Κωστάκης. Ξέχνα την τιμή.

Και η κοπέλα ήταν ένα ζωντανό εβένινο γλυπτό. Πήρε α-πό το χέρι τον Θάνο, που τρομοκρατημένος κοιτούσε το θείο

Page 120: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

του ενώ εκείνη τον έσπρωχνε απαλά στο εσωτερικό, μέσ' α-πό το σαλόνι στις κάμαρες. Ο Θάνος τρέμοντας υποτάχτη-κε στο μοιραίο...

Ο Κωστάκης τότε γελώντας είπε στην Κλεοπάτρα: - Σαμπάνιες φέρτε μου και τη Μόνικα. Ύστερα προχώ-

ρησε μόνος του στα μέσα δωμάτια, μια και το δρόμο τον ή-ξερε καλά...

Η μελαψή θεά έβαλε τον Θάνο σε μονοπάτια τέτοια που το μυαλό του άδειασε. Έχασε τον έλεγχο, τραύλιζε, λιποθύμη-σε, συνήλθε, μπερδεύτηκε και.,, και... αλλού ο παπάς κι αλ-λού τα ράσα του...

Το χάραμα τον βρήκε κοιμισμένο στην αγκαλιά της νύ-χτας... Όταν το φως μέσα από τις γρίλιες έπεσε στα πρη-σμένα του βλέφαρα και άνοιξε τα μάτια του, αντίκρισε το α-στραφτερό χαμόγελο με τα κατάλευκα δόντια στα σκούρα χείλη του μελαψού κοριτσιού.

Στο φως της μέρας δεν ήταν καθόλου θεά του σκότους, αλλά τον κοιτούσε χαμογελαστή και ντροπαλή.

- Θέλει κάτι κύριος; ρώτησε ευγενικά. - Κύριος; Ποιος κύριος; έκανε ο Θάνος, που άσπρισε α-

πό την αγωνία του γιατί νόμισε ότι ο θείος του ήταν στο δω-μάτιο και σε αυτόν μιλούσε η κοπέλα.

- Λέω εσύ κύριος, θέλει κάτι; Η καρδιά του πήγε στη θέση της. - Α! Εγώ, εε, θέλω κάτι; Ναι, ναι, έναν καφέ θέλω. - Κατέβεις κάτω τραπεζαρία, πάρεις πρωινό! Τώρα έλα

σε βοηθήσω κάνει μπάνιο.

Page 121: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

- Όχ ι , όχι, φώναξε τρομαγμένος ο Θάνος, μόνος μου θα πλυθώ, και τυλίχτηκε στο σεντόνι.

Είκοσι λεπτά αργότερα κατέβηκε κάτω και κατακόκκινος αντίκρισε το θείο του που καταβρόχθιζε ελληνικό, αιγυ-πτιακό και εγγλέζικο μπρέκφαστ μαζί.

- Κα-καλημέρα, θείε, είπε τραυλίζοντας ο Θάνος. - Α ! Παλικαρά μου, μια χαρά σε βλέπω. Σώο κι αβλαβή.

Να δεις που με αυτό τώρα θα σου περάσει και η ελονοσία. Αυτό όλα τα γιάνει. Χτες το βράδυ είχες ένα ΰφος σαν να πή-γαινες σε εκτέλεση, όμως, απ' ό,τι βλέπω, επέζησες του τυ-φώνος. Έλα, κάτσε να πιεις καφεδάκι. Κλεό, πιάσε δυο ρυ-ζόγαλα για τον ανιψιό μου και βούτυρο με μέλι.

Αργότερα, όταν πήγαιναν προς το σπίτι, ήταν δώδεκα το μεσημέρι.

- Κοίτα, Θανάση, στη Βικτόρια θα πούμε ότι μείναμε στο ξενοδοχείο με το Γάλλο. Θα πούμε ότι σήμερα το πρωί έπρεπε να συναντήσουμε και άλλους από την πρεσβεία.

Ο Θάνος έγνεψε καταφατικά, όμως κοιτώντας στα μάτια τον Κωστάκη τον ρώτησε στα ίσια:

- Θείε, δεν αγαπάς τη Βικτόρια; - Τι λες, παιδί μου; Και την αγαπώ και την υπολήπτο-

μαι και πέντε παιδιά έχουμε αποκτήσει και της έχω μεγά-λη τρυφερότητα. Αλλά αυτά που προσφέρει η Κλεοπάτρα δεν είναι για παντρεμένες κυρίες. Αν, αν ζητούσα κάτι τέ-τοιο από τη θεία σου, θα την ταπείνωνα και θα την πρό-σβαλα...

- Αυτά η κοινωνία πρέπει να τα αλλάξει, είπε ο Θάνος σκεφτικός.

- Και πού τα έμαθες αυτά, ανιψιέ; Στο Μόναχο ή στο Βε-

Page 122: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

ρολίνο που σπούδαζες; Μήπως διαβάζεις και ανατρεπτικά κείμενα του Μαρξ; Άσε, παιδί μου, τα δοκίμια και τις ψυ-χολογικές και ανθρωπολογικές μελέτες, άσ τα αυτά. Στην Κλεοπάτρα περνάς καλά και την οικογένειά σου θα την έ-χεις τιμή και καμάρι. Αυτή είναι η λεβεντιά και η αξιοπρέ-πεια του Ρωμιού!

Και, βέβαια, το ίδιο απόγευμα ο Θάνος του έδωσε δίκιο. Όταν ήρθε στο σπίτι με τη μητέρα της για τσάι η Όλγα, ο ξανθός άγγελος του νοσοκομείου, ο Θάνος του έδωσε δίκιο.

Γιατί άλλη ευτυχία ήταν η απόλαυση να κοιτά τα γαλα-νά μάτια της κοπέλας που τον ανέβαζε στα άστρα το χαμό-γελο της και άλλη το μαύρο άγαλμα της μαντάμ Κλεό...

(Τότε, στα 1900, έτσι σκέφτονταν. Και σαμπουάν και κο-ντίσιονερ μαζί δεν υπήρχε...)

Ο Θάνος ξαναπήγε στο νοσοκομείο την επομένη. Ό π ω ς έ-μπαινε στον κήπο του ιδρύματος, εκεί στη μέση, υπήρχε μια προτομή του πατριάρχη Σωφρόνιου. Μόλις πέρασε α-πό το άγαλμα, είδε να βγαίνει από την κεντρική είσοδο η Όλγα.

Ό σ ο την κοίταγε, τόσο του γεννιόταν η επιθυμία να εί-ναι κοντά της. Ό λ ο και περισσότερο λαχταρούσε να την α-γκαλιάσει και να φιλήσει τα χέρια και τον κατάλευκο λαιμό της. Ένιωθε ένα είδος υπερδιέγερσης, κάτι σαν τρακ που έ-δενε τη γλώσσα του και άφηνε μόνο τα καστανά του μάτια να μιλάνε.

Η κοπέλα του είπε ότι το απόγευμα θα ερχόταν στο σπί-τι του θείου του μαζί με τη μητέρα της για επίσκεψη.

Page 123: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Από εκείνη την ώρα ο Θάνος μέτραγε τα λεπτά μέχρι να την ξαναδεί.

Μεγάλες χαρές έκαναν όλοι στην κυρία Μαργέτη, τη χή-ρα του αείμνηστου Μαργέτη, που υπήρξε δικαστής με όνο-μα σεβαστό, από τα πρώτα στην Αλεξάνδρεια.

Την κόρη της την Όλγα την υπεραγαπούσαν οι ξαδέρφες του Θάνου και η θεία του η Βικτόρια. Αυτή, αν και παντού έβρισκε ψεγάδια, για την Όλγα έλεγε τα καλύτερα: «Όμορ-φο κορίτσι και, προπαντός, με εξαίρετο χαρακτήρα και κα-λή αγωγή».

- Ζουμερή, ζουμερή και άσπρη σαν περιστέρα, είπε ο Κωστάκης στον Θάνο. Εκείνος ζήλεψε και ενοχλήθηκε με τα αστεία του θείου του και την εκτίμηση της Όλγας στην «κα-τά Κωστάκην» κριτική.

Όλοι οι νέοι κάθονταν μαζί και φλυαρούσαν και γελού-σαν και, όπως τα νιάτα είναι χαρούμενα και ζωντανά, ξαφ-νικά αποφάσισαν να κάνουν ένα ταξίδι για να δείξουν στον Θάνο την Αίγυπτο.

- Μέσα, είμαι μέσα, φώναξε ο Κωστάκης, που πέταγε τη σκούφια του για περιπέτειες και χαρές.

Άρχισαν λοιπόν να οργανώνουν το ταξίδι και έλεγε ο έ-νας και πρόσθετε ο άλλος.

- Να πάρετε οδηγούς και ανθρώπους μαζί σας, είπε ο Μηνάς. Η Αίγυπτος και οι οάσεις θέλουν προσοχή.

- Θα πάρουμε, Μηνά, μην ανησυχείς. Γι' αυτό θα πάω και εγώ μαζί τους, είπε ο Κωστάκης χαμηλόφωνα.

- Χμ! Τώρα ησύχασα! έκανε υποτιμητικά ο Μηνάς και ξαναγύρισε στη συνηθισμένη του σιωπή.

Page 124: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Η εκδρομή αποφασίστηκε με ενθουσιασμό από όλους. Θα έπαιρναν μέρος, εκτός από τον Θάνο, η Όλγα Μαργέτη, τα ξαδέρφια του Θάνου και, φυσικά, ο πατέρας τους, ο θείος Κωστάκης. Εμ, λείπει ο Μάρτης από τη Σαρακοστή;

Η Όλγα με απλές ανεπιτήδευτες κινήσεις και με χάρη έ-βαλε λίγο τσάι στο φλιτζάνι της και ρώτησε τον Θάνο αν ή-θελε και εκείνος. Ο Θάνος αρνήθηκε, λαχταρούσε όμως να μείνει ακόμα λίγο μαζί της, να την κοιτά και να της μιλά, κι έτσι έψαχνε να βρει να τη ρωτήσει οτιδήποτε, αρκεί να βρί-σκονται ο ένας κοντά στον άλλο.

Μάλλον το ίδιο αισθανόταν και η Όλγα γιατί φλυαρού-σε πολύ ευχαριστημένη.

- Τη μητέρα και τη θεία σου δεν τις βλέπω τελικά να μας ακολουθούν στην εκδρομή-Τις πειράζει η ζέστη και προτι-μούν μια μικρή βόλτα μέχρι το φάρο ή έναν περίπατο στην Κορνίς, την παραλιακή λεωφόρο. Μεταξύ μας, εκεί βλέπουν και άλλες κυρίες της παροικίας. Και ενώ τόσο η μάνα μου, όσο και θεία σου, κρατούν την αξιοπρέπεια ψηλά και δεν κα-ταδέχονται να ξεπέσουν σε κουτσομπολιά, ψοφάνε όμως α-πό μέσα τους για κρυφό κους κους...

- Πες μου λίγα πράγματα, Όλγα, για την Αίγυπτο και το Νείλο.

- Ναι, ναι, θα σου πω, πολύ ευχαρίστως, θέλεις όμως πρώτα λίγη μέντα ή βυσσινάδα;

- Ναι, η βυσσινάδα μου αρέσει, όπως και τα μπισκότα της Βικτόριας.

- Εγώ τα έφτιαξα, είπε η μικρότερη ξαδέρφη του Θάνου κοκκινίζοντας από την πρωτοβουλία που πήρε και το θάρ-ρος να μιλήσει στους μεγαλύτερους από αυτήν.

Page 125: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

- Μα είσαι σπουδαίο κορίτσι εσΰ, της απάντησε πειρα-χτικά ο Θάνος και, τραβώντας τις κοτσίδες της μικρής, την αγκάλιασε τρυφερά και κάθισαν να ακοΰσουν την Όλγα που άρχισε να μιλά για την Αίγυπτο.

Η Αίγυπτος συνορεύει με τψ έρημο Σαχάρα και τη διασχίζει ο Νεί-λος, που είναι ο μεγαλύτερος ποταμός της Αφρικής, αλλά και ο δεύ-τερος στον κόσμο. Μέχρι τις εκβολές του στη Μεσόγειο έχει μήκος 5.600 χλμ. και πηγάζει από τη λίμνη Βικτόρια.

Κοντά στη λυβική οροσειρά μπαίνει κανείς σε μια αληθινή όαση, 180 χλμ., το Φαγιούμ. Εκεί διακλαδίζεται ο Νείλος, αρδεύοντας ό-λη την κοιλάδα. Πολλές φορές το Δέλτα του Νείλου πλημμυρίζει α-πό τις συνεχείς ραγδαίες βροχές στα ψηλά οροπέδια.

Στην έρημο σχηματίζονται οάσεις. Μεταξύ αυτών είναι η περίφη-μη όαση της Σίβα. Εκεί όπου υπάρχουν τα ερείπια τον αρχαιότατου μα-ντείου του Άμμωνος Διός. Οφείλεται δε η ύπαρξή τους σε πηγές γλυ-κού νερού το οποίο αναβλύζει αρκετά άφθονο και σε πηγάδια. Δυτικά από τις οάσεις υπάρχουν θίνες από κινούμενες άμμους, απέραντες, που αποτελούν επικίνδυνο εμπόδιο μεταξύ Τριπολίτιδας και Αιγύπτου.

Μιλώντας πέρασε η ώρα, σκοτείνιασε και μαζί έφυγε και η κάψα του απογεύματος. Ή ρ θ ε η ευεργετική βραδινή δρο-σιά.

Βγήκαν έξω, στη λιμνούλα της θείας Βικτόριας με τα νού-φαρα, όπου πολλά φυτά και καλάμια ομόρφαιναν τον κή-πο.

- Τι είδους φυτό είναι αυτό; ρώτησε ο Θάνος.

Page 126: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

- Είναι πάπυρος. - Τι πάπυρος, από αυτόν που έγραφαν παλιά στα φΰλλα

του οι αρχαίοι; - Ακριβώς, παιδί μου, απάντησε ο Μηνάς και πρόσθεσε

λέγοντας κάποια πράγματα για τον πάπυρο που τους άφη-σαν όλους κατάπληκτους.

- Πώς και ξέρεις τόσα, θείε; - Πάντα, παιδί μου, μου άρεσε η βοτανολογία. Όταν ή-

μουν στη Δράμα, στις φυτείες των καπνών του πάππου σου, εγώ φρόντιζα για τις αρρώστιες, τα ζιζάνια και ό,τι έχει σχέ-ση με την καλλιέργειά τους. Εδώ, εφόσον δεν έχουμε σπο-ρές, μου αρέσει να φροντίζω τον κήπο της θείας σου της Βι-κτόριας.

Η Εγγλέζα, ενώ ήταν τόσο αυστηρή και μάλλον ψυχρή στη συμπεριφορά, κοίταξε τον αδερφό του άντρα της και εί-πε τρυφερά:

- Ο Μηνάς με αγκάλιασε και μου συμπεριφέρθηκε πά-ντα όχι σαν κουνιάδος αλλά σαν πατέρας...

Ο πάπυρος λοιπόν, που λέτε, είναι το δημοφιλές φυτό που...

...ανήκει στο γένος των καλαμιών και έχει αναπτυχθεί υπερβολικά στψ Αίγυπτο χάρη στα έλη και τον ήλιο. Μόνο στις όχθες του Νεί-λου δεν ευδοκιμεί, γιατί το νερό εκεί είναι βαθύ και ορμητικό. Όπου όμως μετά από πλημμύρες μένουν λάκκοι γεμάτοι νερό, εκεί ανα-πτύσσεται πολύ.

Σε φύλλα παπύρου έχουν σωθεί κείμενα του Όμηρου, του Ηρό-δοτου και του Θουκυδίδη.

Azara

Page 127: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Επειδή το ψύλλο τον πάπνρον όταν ξεραθεί θρνμματίζεται, το πό-τιζαν με λάδι. κέδρου για να διατηρηθεί.

Οι Αιγύπτιοι συνήθιζαν να γράφουν στο θάνατο ένα βιβλίο με την απολογία τον νεκρού και το έβαζαν στο φέρετρο ή το σφήνωναν κα-μιά φορά μέσα στις μούμιες.

Το ταξίδι για τις σελίδες της ιστορίας της Αιγύπτου μέσα α-πό τους αρχαίους τόπους ξεκίνησε πολύ πρωί, στις τρεις με-τά τα μεσάνυχτα.

Όλοι φορούσαν άνετα βαμβακερά ρούχα, λευκά ή μπεζ, υφάσματα που δεν τραβούν τον ήλιο και τη ζέστη και είχαν μαζί τους καπέλα που θα τους προφύλασσαν αργότερα. Ό μ ω ς για τις θερμές ώρες της μέρας το πρόγραμμα περι-λάμβανε στάσεις σε οάσεις ή σε μοναστήρια.

Τα μέρη που επισκέφτηκαν έμειναν για πάντα χαραγ-μένα στο μυαλό τους. Οι νέοι χαίρονταν ιδιαίτερα, γιατί αν και είχαν μεγαλώσει στην Αίγυπτο, αυτό το ταξίδι δεν το εί-χαν κάνει ποτέ. Μπορεί να πήγαιναν κάθε χρόνο για τις δια-κοπές τους στην Ελλάδα και το εξωτερικό, την Αίγυπτο όμως, τη χώρα στην οποία ζούσαν και που τους είχε κάνει πλού-σιους, δεν την είχαν περιηγηθεί.

- Να μας ζήσεις, ξάδερφε! Έπρεπε να έρθεις εσύ για να γίνουμε από γατάκια οι τίγρεις της ερήμου...

- Εντάξει, είπε ο Θάνος στον ξάδερφο του, τώρα όμως ε-σύ, ψιψίνι, ε, γατούλα, πιάσε να φορτώσεις κανένα καλάθι του πικ νικ.

- Εδώ δεν κάνουμε εμείς τέτοια, Θάνο, οι δουλειές είναι για τους φελάχους.

GreekLeech.info

Page 128: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

- Χμ, γι' αυτό και θα σας φάνε κάποια μέρα! απάντησε ο Θάνος και, δυστυχώς, αργότερα η ιστορία τον δικαίωσε...

Είδαν τόσα ενδιαφέροντα πράγματα σε αυτή την εκδρο-μή ώστε κάθε λεπτό που περνούσε ένιωθαν και μεγαλύτερη εκτίμηση για τους Αιγύπτιους. Τους ανθρώπους που έχουν τό-σο παλιά και πλούσια ιστορία. Μια ιστορία δεμένη στενά με αυτή των αρχαίων Ελλήνων και των Ρωμαίων αργότερα.

Το μικρό καραβάνι που δημιουργήθηκε για την εκδρο-μή τους μέσα στην Αίγυπτο το συνόδευαν οδηγοί και βε-δουίνοι που ήξεραν καλά τους δρόμους, αλλά και τους ι-στορικούς προορισμούς που ενδιέφεραν την ομάδα. Αυτοί θα ήταν σύντροφοι τους σε όλο το ταξίδι και θα τους οδη-γούσαν.

Είχαν μαζί τους αρκετές καμήλες που κουβαλούσαν τις αποσκευές και δύο αυτοκίνητα μαύρα, ανοιχτά, με κουκού-λα όπως αυτή που είχαν παλαιότερα οι άμαξες. Ή τ α ν ολο-καίνουρια, μόλις είχαν κυκλοφορήσει, μάρκας Πεζό, μο-ντέλο του 1900. Οι καμήλες όμως έτρεχαν πιο γρήγορα. Εκείνη την εποχή το καινούριο μέσο μετακίνησης, το αυτο-κίνητο, είχε λίγα άλογα στη μηχανή του και μόνον οι πολύ πλούσιοι μπορούσαν να το αποκτήσουν. Το 1860 ο Βέλγος Λενουάρ κατασκεύασε τον πρώτο κινητήρα. Το πρώτο αυ-τοκίνητο ήταν πλέον γεγονός χάρη στην αυτοκινητοβιομη-χανία Φορντ.

Οι βεδουίνοι, δηλαδή οι νομάδες, τιου λέγονται και «αράμπ», ζούσαν διαιρεμένοι σε ψυλές, «καμπίλ», των οποίων η καθεμιά υποτασσόταν σ ένα σεΐχη.

Page 129: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Υπήρχε διαφορά μεταξύ των βεδουίνων και των φελάχων που συνυπήρχαν από αιώνες ατψ ίδια γη. Και αυτό οφειλόταν στη δια-φορετικότητα της φύσης της περιοχής στην οποία κατοικούσαν. Οι προερχόμενοι από τις φυλές Αβαβδέ ήταν ήπιοι. Αντίθετα με τους Μπισαρί, που ήταν πιο επιθετικοί.

Αυτές είναι οι φυλές που κατέχουν την ανατολική όχθη του Νεί-λου στην Άνω Αίγυπτο.

Έφτασαν στη Μέμφιδα, την πόλη της αρχαίας Αιγύπτου που βρισκόταν στις όχθες του Νείλου.

Κατά την παράδοση, την ίδρυσε ο βασιλιάς Μένης, της πρώτης δυ-ναστείας, το 2900 π.Χ. και εκεί τιμούσαν το θεό Φθα.

Η Μέμψιδα ήταν η πρώτη πρωτεύουσα του ενωμένου βασιλείου της αρχαίας Αιγύπτου. Από τη Μέμφιδα μέχρι τη Μεσόγειο εκτείνεται το Δέλτα του Νείλου, το μεγαλύτερο ίσως της γης, αφού καλύπτει 240 χιλ. παραλίας.

Σε αυτό το σημείο είναι ίσως ο μεγαλύτερος υδροβιότοπος του κόσμου, αφού εκεί ξεχειμωνιάζουν 500.000 έως 800.000 πουλιά κάθε έτος.

Πολύ κοντά είναι και η αρχαία πόλη Γκίζα. Στην εποχή προ των πυραμίδων ανάγεται η περίφημη Σφίγγα της

Γκίζας που παριστάνει το θεό Χαρμακί, δηλαδή τον ανατέλλοντα ή-λιο. Είναι ένας τεράστιος βράχος που οι γλύπτες του έδωσαν τη μορ-φή λιονταριού καθισμένου, με κεφαλή και στήθος ανθρώπινο. Παρά τους αιώνες που πέρασαν και τη φθορά που υπέστη, η ζωηρότητα της έκφρασης και η δύναμη του βλέμματος προκαλούν ακόμα μεγάλη ε-ντύπωση στους επισκέπτες.

Page 130: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Μερικοί λένε ότι η μορφή της είναι συνδυασμός λιονταριού χαι παρθένου. Διότι τότε πλημμύριζε ο Νείλος, όταν ο ήλιος διάβαινε α-πό τον αστερισμό του λέοντος σε αυτόν της παρθένου. Αυτό που δεν ταιριάζει είναι ότι πάντα οι σφίγγες της αρχαίας Αιγύπτου ήταν γέ-νους αρσενικού.

Το βράδυ, οι εκδρομείς ήταν τόσο κουρασμένοι ώστε έπε-σαν στις σκηνές που οι βεδουίνοι τους ετοίμασαν για να κοι-μηθούν σαν ξεροί, σαν ψόφιοι.

Ελάχιστα έφαγαν από μια σούπα πηχτή από ρεβίθια χυ-λωμένα και ήπιαν νερό από τα δοχεία που οι οδηγοί είχαν φροντίσει να πάρουν μαζί τους.

Μόλις χάραξε, ξεκίνησαν. Η Όλγα όλο δίπλα στον Θάνο βρισκόταν και εκείνος δεν

ξεκόλλαγε από το πλάι της. - Μωρέ, τι είσαστε εσείς; τους πείραξε ο Κωστάκης, δί-

δυμοι; Για κοίτα το ζευγαράκι, έλεγε και γελούσε. Ύστερα η μικρή ομάδα επισκέφτηκε τη Θερμούπολη ή

Νταμάν Χουρ. Εκεί βρέθηκε η περίφημη στήλη της Ροζέτας. Ή τ α ν μια

στήλη από μαύρο βασάλτη που είχε επιγραφή σκαλισμένη σε τρεις γραφές: στα ιερογλυφικά, που τα χρησιμοποιούσε το ιερατείο, στην κοινή, δηλαδή στη γλώσσα που μιλούσε ο λαός, και στα ελληνικά, που εκείνη την εποχή ήταν η γλώσ-σα των ηγεμόνων.

Page 131: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Με τη δΰση του ηλίου βρέθηκαν κοντά στον ποταμό. Οι λό-φοι γύρω από το Νείλο είχαν πάρει ένα μενεξεδένιο χρώμα.

Ό λ α έμοιαζαν να έχουν σκαλώσει σε κάποιους αιώνες περασμένους. Σε διάφορα σημεία στις όχθες του Δέλτα του Νείλου υπήρχαν μοναστήρια με αρκετούς μοναχούς. Μάλι-στα, κάποιοι φημίζονταν ότι θεράπευαν τη στειρότητα ή την επιληψία, ενώ διαδιδόταν ότι ορισμένοι έκαναν και θαύμα-τα. Σε ένα τέτοιο μοναστήρι οι περιηγητές μας φιλοξενή-θηκαν. Τα κελιά που τους έδωσαν για να κοιμηθούν είχαν σκληρά κρεβάτια και οι ανέσεις ήταν ανύπαρκτες.

Ο Θάνος δεν είχε πρόβλημα και δεν τον ένοιαζε. Τόσα βράδια στη Μακεδονία, στους βάλτους όπου πολεμούσε, εί-χε για στρώμα τη σκληρή γη.

Τα ξαδέρφια του όμως και η Όλγα δύσκολα μπορούσαν να βολευτούν.

Η κοπέλα δεν παραπονιόταν, οι άλλοι όμως γκρίνιαζαν και άρχισαν οι παρεξηγήσεις.

- Εσύ έχεις καλύτερο κρεβάτι. - Σου έδωσαν όμως δύο μαξιλάρια. - Το δικό μου στρώμα είναι πολύ σκληρό. Και πάει λέγοντας... Θα συνεχιζόταν αυτό το βιολί επ' ά-

πειρον, αν δεν έβαζε τις φωνές ο Κωστάκης επιμένοντας ό-τι όποιος δεν προσαρμόζεται θα πρέπει να γυρίσει πίσω στην Αλεξάνδρεια με κάποιον από τους φελάχους ή τους βε-δουίνους για οδηγό. Έτσι, οι γκρίνιες κόπηκαν μαχαίρι και κοιμήθηκαν όλοι ήσυχα.

Οι εκδρομείς το επόμενο πρωί είδαν και έναν στηλίτη. Οι στηλίτες ήταν μοναχοί που ζούσαν επάνω σε μια κολόνα, έ-να στύλο. Τους έδειξαν μια μορφή μαύρη και ξερακιανή

Page 132: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

που έλεγαν ότι τρεις μήνες τώρα δεν είχε κατέβει από την κολόνα. Με αυτό, βέβαια, εννοούσαν πως ο στηλίτης ήταν άγιος άνθρωπος, γι' αυτό και όποιος περνούσε από εκεί του άφηνε μερικά νομίσματα, που όμως τα μάζευε ο άγιος στη-λίτης όταν το βράδυ τελείωνε την αγιοσύνη (ή την παρά-στασή του) και κατέβαινε από την κολόνα...

Υπήρχαν όμως και οι άγιοι... ελάχιστοι μεν, αλλά υπήρ-χαν... Μόνο που ήταν και είναι δυσεύρετοι και δύσκολα τους συναντά κανείς...

Η Αίγυπτος ήταν για μερικές εκατοντάδες χρόνια ο παράδεισος των αρχαιοκάπηλων εφόσον εκεί υπήρχαν πολλές και τεράστιες αρχαίες πό-λεις, νεκροπόλεις και πυραμίδες, που ήταν οι τάφοι των φαραώ.

Οι ντόπιοι και οι ξένοι αρχαιοκάπηλοι έψαχναν στις πυραμίδες για να βρουν κοσμήματα ή άλλα πολύτιμα αντικείμενα. Οτιδήποτε είχαν πάρει μαζί τους για αιώνια συντροφιά οι νεκροί...

Η παρέα των εκδρομέων επισκέφτηκε το Καρνάκ, με τον ο-μώνυμο ναό, που είναι ένα τεράστιο υπαίθριο μουσείο.

Ο ναός ήταν αφιερωμένος στο θεό Άμμωνα και μαζί με δευτερεύοντες οικίσκους, κτίρια και δρόμους απλώνεται σε μια έκταση 250.000 τ.μ..

Εκεί βρίσκεται επίσης ένας μικρότερος ναός τον Ραμσή του Γ'και σημαντικοί οβελίσκοι της Χατσεπσούτ. Μεταξύ άλλων, σώζεται ένας ελληνικός βωμός της εποχής τον Φίλιππον τον Αρριδαίον, αδερφού του Μεγάλου Αλεξάνδρου από άλλη μητέρα.

Page 133: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Το βράδυ, οι οδηγοί και οι φελάχοι έστησαν τις σκηνές που μετέφεραν στις καμήλες και άναψαν φωτιές. Εκεί ζέσταναν τη φάβα που είχαν φέρει μαζί τους, έριξαν λάδι και κρεμ-μύδι και ζεστή ζεστή τη σέρβιραν μέσα σε χάλκινα πιάτα. Συγχρόνως ένας άλλος έψηνε και μοίραζε πίτες.

Μόλις τελείωσαν το φαγητό, έπεσαν για ύπνο εξαντλη-μένοι από τη ζέστη της μέρας και το περπάτημα στα ατε-λείωτα μνημεία του Καρνάκ.

Αποκοιμήθηκαν με συντροφιά τις κουκουβάγιες, που κα-τά δεκάδες είχαν τις φωλιές τους στα ερείπια.

Το χάραμα, όταν ο Θάνος άνοιξε τα μάτια και βγήκε από τη σκηνή του, πρόσεξε δυο γεράκια που πλάναραν σε μεγάλο ύψος από πάνω τους. Τα πουλιά από μακριά έκραζαν και φαινόταν σαν κάτι εξωπραγματικό να ακούει κανείς τα χι-λιάδες πτηνά που ζούσαν στις όχθες του Νείλου.

Ό λ η η φύση βίωνε την καινούρια μέρα που είχε ξεκινή-σει. Ο Θάνος, κάνοντας λίγα βήματα προς το ποτάμι, είδε την Ό λ γ α που είχε ξυπνήσει κι αυτή νωρίς και έκανε τον πρωινό της περίπατο.

Βρίσκονταν κοντά στο Νείλο όταν η κοπέλα έβαλε μια φωνή γιατί κάποιο φίδι σύρθηκε μέσα στη χαμηλή βλάστη-ση και τα καλάμια της όχθης. Έτρεμε από το φόβο της και ο Θάνος την αγκάλιασε για να την ηρεμήσει. Έτσι σφιχτά ο ένας πάνω στον άλλο είδαν τον ήλιο που ανέτειλε και σκόρ-πισε την πρωινή δροσιά.

Περπατούσαν δίπλα στο ποτάμι και τα καλάμια τούς έ-κρυβαν από τους υπόλοιπους. Ο Θάνος έσφιξε την Όλγα

Page 134: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

στην αγκαλιά του και τη φίλησε στα χείλη. Εκείνη ανταπο-κρίθηκε στο φιλί του γλυκά, με μεγάλη λαχτάρα και δίψα για αγάπη. Έτρεμαν και οι δυο από τη συγκίνηση.

Μικρή ήταν η Όλγα όταν ορφάνεψε από τον πατέρα της και η ζεστή αγκαλιά του Θάνου της έδινε, μαζί με την αρ-ρενωπότητα και το λιμάνι, το χάδι που στερήθηκε.

Όταν συγκεντρώθηκαν όλοι και ανέβηκαν στα αυτοκίνη-τα, η ευτυχία του Θάνου και της Όλγας δεν κρυβόταν. Ο Κω-στάκης, θέλοντας να τους πειράξει, το ρίξε στο τραγούδι. Τον ακολούθησαν και οι υπόλοιποι της παρέας και έτσι ό-λοι μαζί παρουσίαζαν ένα παράδοξο θέαμα.

Μπροστά έτρεχαν οι καμήλες και πίσω ακολουθούσαν αργά τα δυο αυτοκίνητα με τους εκδρομείς μέσα να γελούν και να τραγουδούν όλοι μαζί φάλτσα και χαρούμενα.

Σήμερα είχαν αποφασίσει να επισκεφτούν τους Αμερικα-νούς που έκαναν ανασκαφές στη κοιλάδα, απέναντι από το Λούξορ, σε μια τοποθεσία που ονομάζεται Ντέιρ ελ Μπα-χρί. Ή τ α ν σταλμένοι από το Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης, το οποίο χρηματοδοτούσε τις ανασκαφές.

Η περιοχή είχε αποκτήσει τεράστια φήμη σε όλη την Ευ-ρώπη από μια απίστευτη ιστορία με τυμβωρύχους, αρχαιο-κάπηλους, αρχαιολόγους, Αιγύπτιους αστυνομικούς και υ-παλλήλους του αρμόδιου υπουργείου.

Η ιστορία με τους τυμβωρύχους ξεκινάει απ,ό το 1500 η.Χ., όταν ο φαραω έσπασε τψ παράδοση και έδωσε εντολή να κατασκευαστεί ο

Page 135: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

τάφος τον όχι σε ένα εμφανές μνημείο ότιως οι πυραμίδες, αλλά α-παίτησε να είναι κρυμμένος κάτω από τη γη.

Αιτία ήταν ότι και στην αρχαία Αίγνπτο οι τυμβωρύχοι ήταν πολ-λοί και επιτήδειοι. Κατόρθωναν και ανακάλυπταν την είσοδο της πυ-ραμίδας και τη σωστή διαδρομή μέχρι τον κεντρικό θάλαμο απ' όπου έκλεβαν ό,τι έβρισκαν. Αυτό οι φαραώ το φοβούνταν πολύ, γιατί έτσι πίστευαν ότι ο νεκρός δε θα ησύχαζε ποτέ.

Όταν η παρέα έφτασε στις παράγκες των Αμερικανών, οι φε-λάχοι τους οδήγησαν στο γραφείο του επικεφαλής της απο-στολής, του κυρίου Γουίνκλοκς. Αυτός τους καλωσόρισε και τους κάλεσε να μείνουν για λίγο για να τους προσφέρει τσάι.

Φιλόξενα, η μικρή ομάδα οδηγήθηκε σε μια μεγάλη α-νοιχτή σκηνή και εκεί ρουφώντας το ρόφημα έφαγαν και χουρμάδες. Παρακάλεσαν τον Αμερικανό να τους διηγηθεί την ιστορία της «περιφερόμενης μούμιας», που λίγα χρόνια πριν είχε κάνει πάταγο σε όλο τον πολιτισμένο κόσμο.

Ο Θάνος απορημένος ρώτησε: - Μα και οι μούμιες έχουν περιπέτειες; - Αυτές κι αν έχουν! Γι' αυτό και λένε: «Όταν σηκώθηκε

η μούμια»! Θα σας διηγηθώ μερικά περιστατικά, είπε ο Αμε-ρικανός σκασμένος στα γέλια.

Το 1880 η αιγυπτιακή κυβέρνηση διόρισε διενθνντή τον αρχαιολο-γικού μονσείον του Καΐρου το Γάλλο Γκαστόν Μασπερό και ως βοη-θό του το Γερμανό Έμιλ Μπρουγκς. Και οι δυο ήταν αρχαιολόγοι-αιγνπτιολόγοι, αλλά κυρίως έντιμοι επιστήμονες.

Page 136: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Όταν ανέλαβαν τα καθήκοντα τους βρήκαν μια κατάσταση απερί-γραπτη. Το εμπόριο κλεμμένων κοσμημάτων και άλλων ταφικών ευ-ρημάτων ανθούσε. Επιτήδειοι τυμβωρύχοι, σε συνεργασία με νεκρο-θάφτες, πουλούσαν πτώματα απλών ανθρώπων τυλιγμένα σαν μούμιες που στους αγοραστές τα παρουσίαζαν ως τους αρχαίους φαραώ.

- Δηλαδή, απατεώνες οι Αιγύπτιοι από αρχαιοτάτων χρόνων! - Εμ, τι νομίζεις; Τις εκμεταλλεύονταν τις καημένες τις

μούμιες, ανάλογα με το κέρδος τους. Σ' αυτή τη χώρα άλλοι πουλούσαν βαμβάκι και άλλοι... μούμιες...

0 Μασπερό, συνεργαζόμενος με την αστυνομία, ανέθεσε σε ένα βοη-θό του να τριγυρνά στα διάφορα παζάρια προσποιούμενος το συλλέ-κτη αρχαιοτήτων με σκοπό να ανακαλύψουν και να εξαρθρώσουν την οργανωμένη συμμορία των αρχαιοκάπηλων.

Πράγματι, μετά από πολλών μηνών έρευνες, έφτασαν στην πηγή. Συνέλαβαν τον Αμπντ ελ Ρασούλ, αρχηγό μιας μεγάλης οικογένειας που τα μέλη της ήταν τυμβωρύχοι πιθανότατα από το 13ο π.Χ. αιώ-να.

Μετά από ανακρίσεις που κράτησαν πολλές βδομάδες, ο Αμπντ ελ Ρασούλ ομολόγησε και δέχτηκε να συνεργαστεί με τους αρχαιολό-γους.

Στη συνέχεια οδήγησε τον Μπρουγκς σε μια τρύπα που έφτανε στα έγκατα της γης, στη βάση της βραχώδους οροσειράς του Ντέιρ ελ Μπαχρί. Εκεί, σε βάθος έντεκα μέτρων, βρέθηκαν ανοιγμένες και συ-λημένες πολλές σαρκοφάγοι, καθώς και σαράντα μούμιες. Μεταξύ αυ-τών διαπιστώθηκε ότι υπήρχαν οι μούμιες των σπουδαιότερων φαραώ

Page 137: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

της Αιγύητον, του Ραμσή του Μεγάλου, του Αμένοφη του Α', και του Τούθμωση του Γ'.

Ο Ραμσής ο Β' κυβέρνησε εξήντα εφτά χρόνια και πέθανε σε η-λικία εκατό ετών. Στους επιδέσμους που ήταν τυλιγμένη η μούμια του βρέθηκαν επιγραφές που της χάρισαν το όνομα «περιφερόμενη μούμια». Οι επιγραφές αυτές διηγούνταν το ταλαιπωρημένο οδοιπο-ρικό τον φαραώ:

Όταν οι διάδοχοι του κατάλαβαν ότι ο τάφος του κινδύνευε από αρχαιοκάπηλους, μετέφεραν τη μούμια στο μνημείο τον πατέρα του, τον φαραώ Σήθου του Α'. Μετά όμως από μερικά χρόνια, ο Ραμσής και ο Σήθος μεταφέρθηκαν στην πυραμίδα τον Αμέναφη. Και όταν και εκεί διαπιστώθηκε ότι δεν υπήρχε ασφάλεια, πήγαν και τις τρεις μούμιες στο θάλαμο που βρήκε ο Μπρουκς μετά από τρεις χιλιάδες χρόνια.

- Δηλαδή, μιλάμε, πραγματική οδύσσεια πέρασε η μούμια! - Ακριβώς.

Η ιστορία λέει ότι τελικά η μούμια μεταφέρθηκε στο μουσείο του Καίρου. Επειδή όμως με τα χρόνια υπέστη φθορές, την πήγαν στο Πα-ρίσι, σε ειδικό εργαστήριο του μουσείου του Λούβρου, όπου έμεινε για ένα χρόνο προκειμένον να συντηρηθεί.

Στις 10 Μαΐον του 1977 επέστρεψε στην πατρίδα της, όπου κα-τέχει εξέχουσα θέση του μουσείο τον Καΐρου, μέχρι το επόμενο ταξί-δι της...

Page 138: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Όταν άφησαν τους Αμερικάνους, οι αξιαγάπητοι Γεωργιά-δηδες, μαζί με την Όλγα Μαργέτη, ήταν πολΰ εντυπωσια-σμένοι από αυτά που είχαν μάθει για τις μούμιες.

Με το ιδιαίτερο χιούμορ του ο αρχαιολόγος έβαλε το θέμα σε τέτοια βάση που εξηγούσε πλήρως αυτά που ο κό-σμος έλεγε περί δήθεν «για την κατάρα της μούμιας» ή ό-τι «η μούμια ξύπνησε» ή «στα νύχια της μούμιας» και τόσα άλλα.

Εδώ υπήρχε ολόκληρη σπείρα που πλούτιζε από τους ευ-κολόπιστους ή από την αλαζονεία κάποιων πλούσιων συλ-λεκτών που ήθελαν οπωσδήποτε να έχουν στην κατοχή τους τη μούμια ενός φαραώ.

- Μωρέ, βίτσιο που έχουν μερικοί! έλεγε ο Κωστάκης. Αντί να ξοδεύουν τα λεφτά τους για να αγοράσουν φρικτές μούμιες γιατί δεν αγοράζουν μερικά κιβώτια σιγαρέτα πρώ-της ποιότητας;

- Ε, σωστά, σωστά, απάντησε ειρωνικά η μικρή κόρη του, που, επειδή της είχε αδυναμία ο πατέρας της, όταν η Βικτόρια δεν ήταν μπροστά του έβγαζε «γλώσσα». Εμ, βέ-βαια, μπαμπά, αν δεν παινέψουμε τη δουλειά μας...

- Μα, κοριτσάκι μου, το τσιγάρο φέρνει στον άντρα α-πόλαυση και ηρεμία. Τι απόλαυση να του φέρει μια μούμια;

- Του καταστρέφει όμως, μπαμπά, και την υγεία, πρό-σθεσε η μικρή, που δε μάσαγε τα λόγια της.

Όλοι Υέλαγαν με τον Κωστάκη και την κόρη του. Αποφάσισαν την επόμενη μέρα να την περάσουν στην ό-

αση και να κατευθυνθούν αργότερα προς την έρημο. Θα μπορούσαν να επισκεφτούν τους εγκαταλειμμένους οικι-σμούς της, που είχαν πολύ ενδιαφέρον.

Page 139: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Πριν ξαπλώσουν, ο Θάνος και η Όλγα αντάλλαξαν κρυ-φά το φιλί της καλή νύχτας. Το μάτι του Κωστάκη τους πή-ρε είδηση. Παρόλο που σ' αυτό το ταξίδι ήταν υπεύθυνος για την Όλγα, έκανε πως δεν καταλάβαινε τίποτα, πως δεν εί-δε τίποτα. «Είναι εξαιρετική κοπέλα η αγαπημένη του Θά-νου, μεγάλη τύχη γι' αυτόν να πέσει σε τέτοιο κορίτσι», σκέ-φτηκε και έκανε την πάπια.

Το καραβάνι προχώρησε λίγο μετά το έρημο χωριό. Είχαν σταματήσει στην άκρη της περίφημης όασης της Σίβα και εκεί θα περνούσαν το βράδυ.

Ο ουρανός τώρα είχε αλλάξει χρώμα, είχε γίνει γκρίζος. Η ατμόσφαιρα όσο πέρναγε η ώρα φορτιζόταν. Σαν κάτι να ερχόταν καταπάνω τους και δεν ήξεραν τι. Οι βεδουίνοι στον καταυλισμό ήταν ανήσυχοι. Έδεναν τις σκηνές με περισσό-τερη προσοχή και έκλειναν σφιχτά τα δοχεία του νερού και του φαγητού. Μετά κάθισαν συγκεντρωμένοι σε μια μεριά, όλοι μαζί, και η ζέστη τώρα ήταν αφόρητη. Τα νεύρα τους είχαν τεντωθεί.

Ο θείος Κωστάκης πλησίασε τον Θάνο και του είπε: - Άσε τις βόλτες γιατί προμηνύεται θύελλα της ερήμου,

το σιμούν... Ο Θάνος κάθισε μαζί με τους άλλους, όμως βαρέθηκε

την απραγία, σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς τον οικι-σμό. Ήθελε να δει τα ερείπια των σπιτιών με τις μισογκρε-μισμένες τοξωτές καμάρες και τα ξερά πηγάδια.

Βάδιζε στους άδειους δρόμους και έμπαινε σε αυλές και χαμηλούς οντάδες, με μόνιμο συνοδό την απόλυτη ερημιά.

Page 140: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Τα γκρεμισμένα απομεινάρια κάποτε θα ήταν ένα με-γάλο χωριό, τώρα όμως η άμμος είχε εισχωρήσει παντού. Από τις πόρτες και τα κρεμασμένα παράθυρα που έχασκαν ανοιχτά φαινόταν όλη η καταστροφή που η άμμος είχε προ-καλέσει.

Μερικά δωμάτια ήταν πολύ όμορφα, με ημικυκλικές α-ψίδες.

Ορισμένα σπίτια είχαν χαραγμένα πάνω από την πόρτα της εισόδου αποσπάσματα από το Κοράνι. Σπασμένα στα-μνιά ή κάποιο κουτσό κάθισμα μαρτυρούσαν ότι εκεί είχαν ζήσει άνθρωποι. Όμως η άμμος ξέρανε τις στέρνες και τα πηγάδια τους και αναγκάστηκαν να φύγουν και να πάνε αλ-λού για να βρουν αυτό που τους στέρησε.

Σιγά σιγά όμως, σαν κάτι να άλλαξε στην ατμόσφαιρα. Άρχισε ένα φύσημα του ανέμου που μπαινόβγαινε σε άδεια δωμάτια και στροβίλιζε την άμμο σαν να ήταν παιχνίδι. Αν και μόλις είχε μπει το απόγευμα, είχε ήδη σκοτεινιάσει και ο αέρας όλο και δυνάμωνε σφυρίζοντας ανάμεσα στα χα-λάσματα.

Φοβισμένος ο Θάνος από τη θύελλα που σε λίγο θα ξε-σπούσε γύρω του, άρχισε να τρέχει σκοντάφτοντας σε μι-σογκρεμισμένους τοίχους. Η ορατότητα είχε περιοριστεί σε πολύ λίγα μέτρα. Προσπαθούσε να βγει από το χωριό, μα αυτό λες και έσφιγγε γύρω του σαν δαίδαλος. Με το κεφάλι γερτό στο ανασηκωμένο μπράτσο, για να προστατεύει τα μάτια του, παρέπαιε από τοίχο σε τοίχο.

Ο αέρας τώρα ούρλιαζε και σήκωνε βουνά την άμμο για να καλύψει ό,τι στεκόταν εμπόδιο στο πέρασμά του.

Ξαφνικά, μες στο χαλασμό, είδε την Όλγα αποκαμωμένη,

Page 141: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

να έχει γείρει σε μια μάντρα και να κρύβει το πρόσωπο με τη μακριά της φούστα.

Η ζέστη του τοίχου που έβραζε σαν καμίνι τη νάρκωνε. Η άμμος σιγά σιγά τη σκέπαζε με καυτές ριπές. Είχε γείρει και είχε αφεθεί, δεν είχε πια τη δύναμη να αντισταθεί.

«Θα με βρουν θαμμένη κάτω από την άμμο μερικούς αιώ-νες αργότερα», σκέφτηκε επηρεασμένη από τα λόγια του αρ-χαιολόγου. «Ένας γυναικείος σκελετός, θα πουν». Η ζέστη της έφερνε νύστα και είχε εξουδετερώσει τις δυνάμεις της.

Ο Θάνος σύρθηκε κοντά της και τη βοήθησε να σηκωθεί ενώ ο αέρας σφύριζε δίπλα τους.

- Τι κάνεις εδώ μόνη σου; της φώναξε για να ακουστεί μες στο χαλασμό.

- Εσένα ακολούθησα, Θάνο. Φοβήθηκα μη χαθείς, έκα-νε παραπονιάρικα το κορίτσι προσπαθώντας να κλείσει το στόμα και τα μάτια της για να μη γεμίσουν σκόνη και άμμο.

Ο Θάνος έβλεπε την κούραση στους γερτούς της ώμους και την εγκατάλειψη.

Η καταστροφική μανία του ανέμου εξασθένησε σιγά σιγά αφήνοντας έναν ελαφρό ψίθυρο, που κι αυτός έσβησε εντελώς.

Ο ουρανός καθάρισε και η νεκρική ησυχία εγκαταστά-θηκε πάλι στους μισοθαμμένους από την άμμο δρόμους.

Η Όλγα, στηριγμένη στον Θάνο, σηκώθηκε από το χώ-μα όπου είχε βουλιάξει. Εκείνος την κρατούσε στα χέρια του γιατί τα πόδια της έτρεμαν τόσο που δεν τη βαστούσαν. Τα μάτια της ήταν θολά από τα δάκρυα και τις σκόνες και τα μάγουλά της χάραζαν βρόμικα ρυάκια.

- Γλυκιά μου απερίσκεπτη, της ψιθύρισε ο Θάνος και την έσφιγγε πάνω του.

Page 142: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

- Φοβήθηκα τόσο πολύ, κλαψούρισε το κορίτσι. Εσύ δε φοβήθηκες;

- Πάντα κανείς τρομοκρατείται από τη δύναμη της φύσης γιατί αισθάνεται μικρός και αδύναμος να τα βάλει μαζί της, Όλγα. Η φύση είναι πιο δυνατή από τον άνθρωπο. Έλα, πά-με κοντά στους άλλους, θα μας γυρεύουν και θα έχουν ανη-συχήσει. Τη φίλησε γλυκά. Μωρό μου, τα χείλη σου είναι σαν γυαλόχαρτο και έχουν μια γεύση που φέρνει βήχα.

- Μήπως περνιέσαι για Άδωνης; Έχεις δει τον εαυτό σου; είπε γελώντας η Όλγα, που ξαναβρήκε το κέφι της, μια και εκείνος κρατούσε στη χούφτα του το χέρι της. Μαζί προχώ-ρησαν προς την υπόλοιπη ομάδα.

Ο Θάνος κοιτούσε τους βεδουίνους να μαζεύουν και να ε-τοιμάζονται γία την αναχώρηση. Το επόμενο πρωί το μικρό καραβάνι θα άφηνε την όαση της Σίβα για να συνεχίσει το ταξίδι του.

Ήθελε και εκείνος να προχωρήσουν. Μπορεί ο Νείλος να αποτελούσε το γοητευτικότερο προορισμό, σίγουρα όμως ήταν εις βάρος της υγείας του η κούραση και η παραμονή μες στην υγρασία των νερών. Η Αλεξάνδρεια είχε τη θά-λασσα με τον καθαρό της αέρα κι αυτό τον ωφελούσε.

Περνούσε αργά μέσα από τους φοίνικες και σκεφτόταν πόσο μακριά ήταν τούτο το μέρος από τη Μακεδονία και α-πό τις διενέξεις τους με τους Βούλγαρους.

Σαν ήρθαν στο νου του αυτά, η ψυχή του αντάριασε και παλινδρομούσε. Μια ήθελε να γυρίσει πίσω και να αγωνιστεί μέχρι τελικής πτώσης και μια να μείνει στην Αίγυπτο και να

Page 143: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

προσπαθήσει να στήσει εκεί τη δουλειά και τη ζωή του. Εκεί που του άρεσε, με την κοπέλα που του άρεσε.

«Η πορεία της υγείας μου θα είναι το μόνο κριτήριο για την τελική μου απόφαση», σκέφτηκε.

Κοίταγε τη σελήνη, που μόλις είχε βγει στον ουρανό, να παίζει με τα φυλλώματα από τους πάπυρους και τη βλά-στηση της όασης. Πού και πού από μακριά ακούγονταν οι κουβέντες των βεδουίνων. Όλοι οι εκδρομείς τούτη την ώ-ρα ξεκουράζονταν.

Ξαφνικά, ο Θάνος είδε την Όλγα κοντά στο πηγάδι να ξε-πλένεται από τη σκόνη και τον κουρνιαχτό, που σε όλους τους ταξιδευτές ήταν πια σύντροφος στενός.

Κρύφτηκε για να μην τον δει, μην τρομάξει και έρθει σε δύσκολη θέση για τη γύμνια της. Είχε έναν κουβά και έρι-χνε νερό από το κεφάλι ίσαμε κάτω στα γυμνά της πόδια. Σι-γομουρμούριζε και περνούσε τα δάχτυλα μέσα από τα υγρά της μαλλιά. Απογυμνωμένη από τα ρούχα της, ήταν πιο γε-μάτη από ό,τι έδειχνε ντυμένη. Είχε μακριά καλλίγραμμα πόδια και στήθος που το έκρυβε πίσω από τα σοβαρά φου-στάνια που την έβαζε η μάνα της να φορά. Ή τ α ν πολύ ελ-κυστική και ο Θάνος δεν μπορούσε να ξεκολλήσει τα μάτια του από το κορμί της.

Κρυμμένος την κοιτούσε και είχε μαγευτεί. Η όαση της Σίβα και η γύμνια της κοπέλας επιδρούσαν πάνω του και τον έφερναν σε τέτοια κατάσταση υπερδιέγερσης που ποτέ του δεν είχε βρεθεί.

Ό μ ω ς η Όλγα δεν ήταν η πόρνη από τη Νουβία που του ξύπνησε όλα τα άγρια ένστικτα, αυτά που κάθε άνθρωπος κρύβει μέσα του. Η Όλγα ήταν άμεμπτη, αγνό κορίτσι του

Page 144: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

σαλονιού και του σπιτιού. Εδώ όμως, μες στην όαση, η γυ-μνή της λευκότητα τον τράβαγε ανεξέλεγκτα και μοιραία. Ντροπιασμένος από την αντίδραση του, που δεν μπορούσε, αλλά ούτε και ήθελε, να μερέψει, ετοιμαζόταν να φΰγει για να γλιτώσει από το γλυκό πειρασμό, όταν είδε δυο άντρες να πλησιάζουν το κορίτσι.

Το φεγγάρι έριξε τις α κ ί δ ε ς του μέσα στην πυκνή βλά-στηση της όασης και τους φώτισε καθώς προχωρούσαν προ-σεχτικά.

Η αίσθηση του κίνδυνου τον χτύπησε σαν ηλεκτρικό ρεύ-μα. Τι ήθελαν αυτοί; Τι ζητούσαν και πλησίαζαν την κοπέ-λα σε μια στιγμή της τόσο προσωπική, την ώρα που ξέπλε-νε την κούραση της θύελλας και την άμμο από πάνω της.

Ή ρ θ α ν στο νου του ιστορίες που οι Ευρωπαίοι πλάθουν με τη φαντασία τους όταν σκέφτονται την Αίγυπτο, ιστορίες για σκλαβοπάζαρα και αγοραπωλησίες δούλων.

Μήπως αυτά όμως δεν ήταν μόνο φαντασία; Μήπως αυ-τοί οι άντρες που πλησίαζαν την Όλγα είχαν πραγματικά σκοτεινούς σκοπούς;

Σαν αστραπή πέρασε στο νου του μια σκηνή. Είδε την Όλγα μισόγυμνη, να στέκεται επάνω σε ένα χαλάκι στην α-γορά του Χαλ Χαλίλι, στο Κάιρο. Την πουλούσαν σκλάβα και την κοιτούσαν σαν να ήταν εμπόρευμα...

«Άσε τις ηλιθιότητες, Θάνο», σφύριξε στον εαυτό του. «Αυτοί θέλουν να την κοιτάνε βρόμικα και ίσως να τη βιά-σουν. Οι λευκές ξανθές έχουν μεγάλη πέραση στους νομά-δες».

Έβαλε τις φωνές και πλησίασε την Όλγα, που τρομαγμένη τυλίχτηκε σε μια μεγάλη πετσέτα του λουτρού. Έφτασαν

Page 145: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

αμέσως και όλοι οι άλλοι από την ομάδα, ενώ οι «ματάκη-δες» το έβαλαν στα πόδια τρέχοντας.

- Μα τι έγινε, βρε παιδιά, τι έγινε; ρωτούσαν όλοι και ο θείος Κωστάκης προσπαθούσε να βάλει τάξη και να κατα-λάβει τι συνέβη.

- Να, είπε ο Θάνος. Να, αυτοί οι δυο κρυφοκοιτούσαν την Ό λ γ α την ώρα που πλενόταν και την πλησίαζαν στα μου-λωχτά.

- Και εσύ τι έκανες; ρώτησε τον Θάνο ο Κωστάκης σιγανά με ύφος πονηρό. Τσίλιες βάσταγες; Ή κρυφοκοιτούσες κι εσύ;

Η Όλγα , κατακόκκινη και φοβισμένη, ρώτησε το θείο: - Τι ήθελαν αυτοί, κύριε Κώστα; - Α, είπε με ύφος πολύ σοβαρό ο Κωστάκης, ήθελαν να

σε κάνουν θυσία στο Νείλο, στις γιορτές που οργανώνουν στις εκβολές του.

- Σοβαρά το λέτε; τρόμαξε το κορίτσι. - Σοβαρότατα! απάντησε ο Κώστας. Τέτοιες κοπέλες θυ-

σίαζαν, σαν κι εσένα. Από καλή γενιά και ομορφούλες. Είχε ύφος άγριο και όλοι ανατρίχιασαν με τα λόγια του.

Ό μ ω ς τελικά ξεσπώντας σε γέλια τους είπε: - - Η αλήθεια είναι ότι έτσι έκαναν, αλλά πριν πάρα πολ-

λά χρόνια. Ό χ ι , βέβαια, τώρα πια. Ό χ ι στο 1900, παιδιά μου. Και τους διηγήθηκε πώς γίνονταν οι θυσίες στο Νείλο πριν από αιώνες...

Σε μια από τις αιγυπτιακές γιορτές τις αφιερωμένες στη Χηρεία του Νείλου οι μουσουλμάνοι λένε ότι ο Αμρ καθιέρωσε τη συνήθεια να ρίχνουν μια παρθένα ζωντανή θυσία στον ποταμό.

Page 146: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Διάλεγαν ένα κορίτσι από ανώτερη κοινωνική τάξη και όμορφο. Το στόλιζαν σαν νύφη, το οδηγούσαν στο στόμιο του ποταμού και το έριχναν στην αγκαλιά του γερο-δράκου, όπως φαντάζονταν το θεό Νείλο.

Αργότερα απαγορεύτηκε αυτό το σκληρό συνήθειο της ανθρω-ποθυσίας και έτσι έριχναν μια πέτρα τυλιγμένη σε μεμβράνη αντί του κοριτσιού. Αυτό το έκαναν για να κατευνάσουν το ερωτικό σφρί-γος του Νείλου και να πλημμυρίσει τις όχθες του και την ενδοχώ-ρα, να μεγαλώσουν τα σπαρτά και να επέλθει γονιμότητα. Έτσι, δε θα πεινούσαν οι πολυάριθμοι κάτοικοι της Αιγύπτου. Απαγορεύ-τηκε όμως κι αυτό διότι οι καλοί άνθρωποι επικαλέστηκαν το ιερό Κοράνι που γράφει τα εξής: «Μη θυσιάσεις σε είδωλα και ψευδείς θεούς...»

Η Όλγα, μισή ώρα αργότερα, ντυμένη και με τα μαλλιά της πλεγμένα κοτσίδα, πλησίασε τον Θάνο, που καθόταν κοντά στη φωτιά που είχαν ανάψει οι βεδουίνοι. Η κοπέλα κρα-τούσε δυο κούπες στο χέρι και του πρότεινε τη μια.

- Πάρε, θέλεις λίγο καφέ; τον ρώτησε. Εκείνος ένευσε καταφατικά και της-έκανε χώρο να κάτσει

δίπλα του. Όλοι γΰρω από τη φλόγα ήταν χαμένοι στις δικές τους σκέ-

ψεις ο καθένας. Δυο νεαρά παιδιά από τους οδηγούς σιγο-μουρμοΰριζαν παραπονιάρικα και το τρίξιμο από τα ξΰλα και τα ξερά κλαδιά των φοινίκων έσπαγε τη νυχτερινή σιωπή.

Ο Θάνος πήρε τον καφέ από το χέρι της Όλγας και φί-λησε τα δάχτυλά της.

- Θα μας δούνε, μουρμούρισε εκείνη.

Page 147: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

- Και λοιπόν, Όλγα; Ας μας δούνε! Ούτως ή άλλως, μό-λις γυρίσουμε στην Αλεξάνδρεια θα έρθω να σε ζητήσω α-πό τη μητέρα σου.

- Θάνο! έβγαλε ένα επιφώνημα χαράς και έκπληξης η κοπέλα.

- Σους! Τώρα εγώ θα σου πω, Όλγα, με τη σειρά μου, ό-τι θα μας ακούσουν. Κι όχι τίποτ' άλλο, θα μας χαλάσουν και την ησυχία μας.

- Καλά, πώς το αποφάσισες έτσι γρήγορα; Καλά καλά δε με ξέρεις, του είπε εκείνη με μάτια που έλαμπαν.

- Ε, να, της απάντησε ο Θάνος, είπα να μη σε κρυφο-κοιτάζω να πλένεσαι στην ουρά μαζί με τους βεδουίνους. Σκέφτηκα ότι μου αρέσει να σε κοιτώ στα φανερά και κάθε μέρα! Και παραλίγο να βάλει φωνή μεγάλη από την τσιμπιά που του έκοψε η Όλγα.

- Δεν ντρέπεσαι; τον ρώτησε ξαναμμένη και κατακόκκι-νη.

- Όχ ι , της ψιθύρισε και κοιτούσε τα χείλη της καθώς ε-κείνη ρουφούσε τον καφέ.

- Θάνο, σταμάτα! Σταμάτα πια! κρυφογέλασε η Όλγα. - Δε σταματάω μέχρι να μου απαντήσεις αν δέχεσαι την

πρότασή μου. Θέλω να μου το πεις τώρα, όχι μπροστά στον κέρβερο τη μάνα σου.

- Έλα, πάμε κάπου που να είμαστε λιγότερο εκτεθειμέ-νοι, είπε η Όλγα προκλητικά.

- Χμ, τα ζητάει και σένα ο οργανισμός σου τα παρατρά-γουδα... απάντησε ο Θάνος και μ' έναν πήδο σηκώθηκε δί-πλα από τη φωτιά όπου καθόταν και την παρέσυρε και ε-κείνη μες στα φυλλώματα.

Page 148: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Στα σκοτεινά, με το φεγγάρι να παίζει ανάμεσα στους φοίνικες πάνω από τα κεφάλια τους, εκεί, στην όαση της Σί-βα, την αγκάλιασε.

- Για μένα, Όλγα, σ' αυτό το ταξίδι μόνο εσΰ υπάρχεις. Σε σκέφτομαι ιέρεια στους ναοΰς. Σε σκέφτομαι στο παζά-ρι του Χαλ Χαλίλι, να σε αγοράζω για σκλάβα. Σε σκέφτο-μαι στο Νείλο, μου έχεις πάρει το νου...

- Θάνο μου, ψιθΰρισε το κορίτσι. Ναι, ναι, σε θέλω για άντρα μου, θαρρώ ότι πάντα σε περίμενα, είπε και του α-νταπέδωσε τα φιλιά.

Όλες οι ευχές της Αυγής ακούμπησαν στο γιο της. Ό λ α τα δάκρυα που εκείνη έχυσε από το στερημένο έρωτά της λες και φύτρωσαν και έκαναν όμορφο λουλούδι αγάπης για να το κόψει ο Θάνος...

Λίγη ώρα αργότερα, όταν γύρισαν στους βεδουίνους, εκεί-νοι το είχαν ρίξει στο φαΐ και το χορό. Ό λ η μέρα δεν είχαν βάλει μπουκιά στο στόμα τους.

Παραξενεμένος ο Θάνος, ρώτησε το θείο του γι' αυτό κι εκείνος του απάντησε ότι είχαν Ραμαζάνι...

Ολόκληρος ο μήνας τον Ραμαζανιού είναι για τονς μονσονλμάνονς και, ψνσικά, για τονς Αιγύτιτιονς, αφιερωμένος στη νηστεία. Δηλα-δή, τη μέρα ούτε νερό δεν πίνουν ούτε καπνίζουν ούτε τρώνε. Αλλά με-τά τη δύση του ηλίου, τρώνε κατά κόρον. Την πρώτη νύχτα του Ρα-μαζανιού, οι μονσονλμάνοι ηγεμόνες σννήθιζαν να τρώνε μαζί με τονς επικεφαλής των διαφόρων θρησκειών και το δείπνο αυτό λεγόταν

Page 149: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

«Ιφτιάρ». Σ' αυτή τη συγκέντρωση ο πατριάρχης των Ελλήνων ηροη-γείτο από όλους τους άλλους μη μουσουλμάνους συνδαιτυμόνες του.

Η εκδρομή στις αρχαιότητες της Αιγύπτου τελείωσε με με-γάλη επιτυχία. Όλοι έμειναν κατενθουσιασμένοι με ό,τι εί-δαν και έμαθαν. Η κούραση και η έλλειψη των ανέσεων κα-θόλου δεν τους επηρέασε τελικά γιατί προσαρμόστηκαν και πέρασαν υπέροχα.

Το ειδύλλιο της Όλγας με τον Θάνο οδηγούσε σε ευτυ-χές τέλος και ο Κωστάκης αποδείχτηκε για το νεαρό μακε-δονομάχο ένα πολύτιμο στήριγμα. Πέρα από το χιούμορ και τη διάθεση που είχε για την καλοπέραση και τα καλα-μπούρια, γιατί του άρεσε να δημιουργεί μια ατμόσφαιρα χαρούμενη γύρω του, ο θείος ήταν ένας δυνατός έμπορος, από τους πρώτους στην Αλεξάνδρεια. Παρόλο που έκανε τα κέφια του, είχε δουλέψει πάρα πολύ στη ζωή του και δού-λευε ακόμα. Έτσι, οι εμπειρίες του για τον Θάνο μεταφρά-ζονταν σε πολύτιμες συμβουλές.

Οι γιατροί μάλωσαν το νεαρό Μακεδόνα. Η εκδρομή τον κούρασε ενώ βρισκόταν σε θεραπεία και ανάρρωση. Έπρε-πε να προσέχει περισσότερο.

- Μαζέψου, νεαρέ, του είπαν. Μαζέψου για να γιάνεις. Και αυτό έκανε. Μόνο στην Αλεξάνδρεια τριγυρνούσε. Μα-

ζί με την Όλγα πήγαν έναν ωραίο περίπατο, σε ένα απόμε-ρο κεντράκι, ήπιαν καφέ και μίλησαν για πολλά. Πριν τη ζη-τήσει από τη μητέρα της, ήθελε να της ανοίξει την καρδιά του.

Page 150: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Έδωσαν ραντεβού στην πλατεία Μοχάμετ Άλι, κοντά στο χρηματιστήριο. Περπατώντας λίγα βήματα πίσω από το ά-γαλμα του Μοχάμετ, εκεί όπου ήταν οι πρασιές με τα λου-λούδια, στο μέρος που οι Αλεξανδρινοί ονόμαζαν «ο γαλλι-κός κήπος», πήραν αμαξάκι.

Πέρασαν από τα παραθαλάσσια ανάκτορα «Ρας ελ Ζιν», που ήταν η θερινή διαμονή του βασιλιά της Αιγύπτου. Είδαν το καζίνο «Σαν Στέφανο» στη Ράμλε και μαγεύτηκαν με την πανοραμική θέα πάνω από το μεγάλο λιμάνι, με τις προκυ-μαίες και το νησάκι του φάρου.

Ύστερα πέρασαν τη συνοικία Μαζαρέτα και το σταθμό της ακτοφυλακής με το μικρό φρούριο Σιλσιλέχ.

Ο Θάνος έσφιγγε την Όλγα στην αγκαλιά του και η κο-πέλα, ευτυχισμένη και χαρούμενη, με τα ξανθά μαλλιά της να πέφτουν στους ώμους σε μπούκλες, του έδειχνε τα διά-φορα αξιοθέατα.

- Εδώ είναι ο σταθμός του Σπόρτιγκ Κλαμπ. Βλέπεις δε-ξιά το μεγάλο θερινό ιππόδρομο; Εκεί γίνονται και αγώνες τένις, πόλο και κρίκετ, εκτός από τις κούρσες των αλόγων.

- Εσένα θέλω να βλέπω, Όλγα μου, άσε το Σπόρτιγκ. Πού λες να πάμε να πιούμε το καφεδάκι μας και να μιλήσουμε; Στην ελληνική λέσχη;

- Ό χ ι , Θάνο μου, όχι! Εκεί μαζεύεται όλη η ελληνική πα-ροικία, με ξέρουν οι πάντες. Άσε που τώρα πια είσαι πρό-σωπο διάσημο. Θα αρχίσουν τις κουβέντες και τα λόγια. Πού να ξεμοναχιαστούμε στη λέσχη, δε γίνεται! Εκεί θα πη-γαίνουμε αργότερα.

Page 151: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

- Όταν θα είμαστε επίσημα ζευγάρι! συμπλήρωσε ο Θά-νος και τα μάτια του κοριτσιού έλαμψαν.

Έτσι, συνέχισαν τον περίπατο τους, πέρασαν όλη την υ-πέροχη Κορνίς και έφτασαν στο «Σαν Στέφανο». Εκείτο α-μαξάκι τους άφησε. Ή τ α ν τόπος για τους ερωτευμένους.

Ήσυχα, χωρίς πολυκοσμία, σε ένα όμορφο κεντράκι κά-θισαν και παράγγειλαν τους καφέδες.

Η Όλγα έβγαλε το καπέλο και το μεταξωτό μαντίλι που κρατούσε τα μαλλιά της και αυτά σαν χρυσός καταρράκτης χύθηκαν στους ώμους, πάνω στην πλάτη της.

Τα χέρια του Θάνου κρατούσαν σφιχτά τα χέρια της. Και τα μάτια του δεν άφηναν ούτε λεπτό τις δικές της γαλάζιες θάλασσες...

Ξεκίνησαν να μιλήσουν και οι δυο μαζί, ταυτόχρονα, και τους πιάσανε τα γέλια.

- Ποιος μιλάει πρώτος; - Οι κυρίες προηγούνται, της είπε γλυκά και εξακολου-

θούσε να είναι γερμένος πάνω της και να την κοιτά τόσο ε-ρωτικά, που η Όλγα του είπε:

- Μη, μη με κοιτάς έτσι, γιατί με αποσυντονίζεις και θέ-λω να...

- Θέλεις να με φιλήσεις; Ε, κάν το, γλυκιά μου! της α-πάντησε ο Θάνος και της έκλεισε το στόμα με ένα θερμό φιλί.

- Ουφ, θα με αφήσεις να μιλήσω, Θάνο; γέλασε η Όλγα. - Ε, καλά, τι θέλεις να μου πεις, παρακαλώ, λόγο θα βγά-

λεις; Προτιμώ να κοιτώ τα χείλη σου. - Μα έτσι όμως δεν μπορώ να σου πω τίποτα, Θάνο, εί-

πε η κοπέλα γελώντας. Του γύρισε την πλάτη της και τα ξε-

Page 152: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

φούρνισε όλα μαζεμένα: Κοίτα, εγώ μπορεί να είμαι αυτό που λένε «από καλή οικογένεια», όμως ο πατέρας μου ήταν δικαστής, δεν είχε εργοστάσια. Έτσι, δεν είναι και σπου-δαία η προίκα μου. Δε διαθέτω την έπαυλη του θείου σου του Κωστάκη...

- Έχεις να πεις και άλλες τέτοιες ανοησίες; τη ρώτησε ο Θάνος και γυρίζοντάς την από τους ώμους, έτσι που να την κοιτά στο πρόσωπο, πρόσθεσε: Δε με ενδιαφέρουν αυτά, Όλγα. Εσένα Θέλα) και είναι τιμή μου να σε παντρευτώ. Τέρ-μα, δε θα ξανακούσω τίποτα για προίκες και πράσινα άλο-γα. Με ακούς; Τίποτα! Τώρα όμως θα σου μιλήσω εγώ, που έχω να σου πω πράγματα σοβαρότερα από την προίκα σου.

Το πρόσωπο του είχε πάρει ένα εξεταστικό βλέμμα κα-θώς της μιλούσε και η ματιά του την ατένιζε ίσια και βαθιά.

- Όπως ξέρεις, Όλγα, εγώ «ήρωας», έτσι όπως με απο-καλέσατε εδώ, δεν είμαι. Απλά μαχόμουν για την πατρίδα μου, ένας στους πολλούς. Ή ρ θ α στην Αλεξάνδρεια, άφησα να με πείσουν οι γονείς μου γι' αυτό, επειδή με την ελονο-σία, από την οποία δεν έχω απαλλαγεί, δε θα μπορούσα α-κόμα για πολύ να πολεμάω στο βάλτο της Δράμας.

Το κορίτσι μέσα στην αγκαλιά του είχε τόσο γλυκό βλέμ-μα, ώστε ο Θάνος βρήκε το θάρρος να της εξομολογηθεί ό,τι είχε μέσα του:

- Πρέπει να σου πω ότι κάθε φορά που πολεμούσα πίε-ζα τον εαυτό μου να το κάνει, έστω κι αν φοβόμουν μέχρι τρόμου. Όμως και πολέμησα, αλλά και θα πολεμήσω ξανά, αν χρειαστεί... Σημαντικό, Όλγα, είναι ότι ακόμα δεν έχω γιατρευτεί από την ελονοσία. Ελπίζω ότι αυτό θα γίνει, οι για-τροί εδώ τουλάχιστον είναι πολύ ενθαρρυντικοί, όμως πρέ-

Page 153: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

πει να το ξέρεις πως όταν με πιάνει ο πυρετός τρέμω σύ-γκορμος. Το κινίνο που μου δίνουν, βέβαια, καλυτερεύει κα-τά πολύ την κατάσταση. Ό τ α ν γίνω καλά, αν η Μακεδονία με χρειαστεί, δεν εγγυώμαι, Όλγα, ότι δε θα τρέξω αμέσως να προστατέψω τα χώματα όπου γεννήθηκα, δε σου υπό-σχομαι ότι θα μείνω εδώ. Προς το παρόν, έχω όλη τη διά-θεση να εγκατασταθώ στην Αλεξάνδρεια και να ανοίξω δι-κό μου εργοστάσιο σιγαρέτων, με την οικονομική βοήθεια του πατέρα μου και τις συμβουλές και τη στήριξη του Κω-στάκη. Εσύ νιώθεις ότι έχεις σαν γυναίκα μου τις δυνάμεις να με βοηθήσεις ώστε να αρχίσω δουλειά εδώ; Θα με ακο-λουθήσεις αν γυρίσω πίσω στη Μακεδονία; Θέλω να είμαι ελεύθερος να πάρω το δρόμο όπου αυτός με πάει. Εσύ, Όλγα, μπορείς να είσαι μαζί μου σε αυτά τα άγνωστα μο-νοπάτια;

Εκείνη, σαν γυναίκα πρακτική που ήταν στο βάθος της, σκέφτηκε ότι όταν θα έρθουν τα παιδιά και ακολουθήσει οι-κονομική επιτυχία, ο Θάνος θα ήταν τόσο δεμένος με οικο-γένεια και περιουσία στην Αίγυπτο που δε θα ήθελε να αφή-σει τίποτα από αυτά για να πάει να πολεμήσει μακριά, στα σύνορα της Μακεδονίας. Τον κοίταξε λοιπόν με το καθάριο βλέμμα της και του είπε με ειλικρίνεια και αγάπη μαζί:

- Εγώ, Θάνο, ο' αγαπώ, θέλω να μοιραστώ μαζί σου κά-θε περιπέτεια ή δυσκολία που μπορεί να μας φέρει η ζωή. Θα κάνω ό,τι μπορώ για να σε κρατήσω εδώ, στην Αλεξάν-δρεια, που είναι ο δικός μου τόπος. Θα σε βοηθήσω να στή-σεις την επιχείρηση και τη ζωή σου. Αν θελήσεις κάποτε να αλλάξεις δρομολόγιο, εγώ θα σταθώ δίπλα σου, γιατί δε σε έχω για άνθρωπο επιπόλαιο, για άνθρωπο ανεμοδούρα και

Page 154: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

των εύκολων αποφάσεων. Αν θελήσεις να φύγεις, θα έχεις ζυ-γιάσει τα πράγματα και θα έχεις σοβαρούς λόγους γι αυτή την απόφαση. Θα έχεις δίκιο. Εγώ δίπλα σου, λοιπόν! Ό σ ο για την ελονοσία, μαζί θα την παλέψουμε. Θα σε προσέχω και σύντομα θα είσαι πάλι γερός.

Ο Θάνος έλιωσε στα λόγια της, έβγαλε το σταυρό που φορούσε και της τον πέρασε στο λαιμό.

- Αυτοί είναι οι δικοί μας αρραβώνες, Όλγα. Αυτό το σταυρό το φορούσα πάντα στη μάχη, να ξέρεις ότι είναι φυ-λαχτό της μάνας μου. Όταν επίσημα αλλάξουμε βέρες, με τη θεία Βικτόρια θα πάω στο κοσμηματοπωλείο και θα α-γοράσω για να σου προσφέρω ό,τι πρέπει και ό,τι συνηθί-ζεται εδώ στην κοινωνία σας. Για μένα όμως, καρδιά μου, αυτό είναι το δώρο μου.

Έτσι , με το κυματάκι να βρέχει τα πόδια τους, οι δυο νέοι αρραβωνιάστηκαν γλυκά, με αγάπη, όπως πρέπει κι όπως αρμόζει.

Άλλος έρωτας αυτός του Θάνου και άλλος εκείνος ο κο-λασμένος της μάνας του, ο σκοτεινός.

Η Όλγα άνοιξε την αγκαλιά της, μια αγκαλιά θερμή, πάλ-λουσα, με το πλούσιο στήθος της να ανεβοκατεβαίνει από την ταραχή και να βυθίζει τον Θάνο σε γλυκιά παραζάλη.

Η μυρωδιά της τόσο ξεχωριστή, μύριζε λουλούδια, κα-θαριότητα και νεανική σάρκα, τον ξετρέλαινε.

Το βλέμμα της θόλωνε στα φιλιά του και ο Θάνος την πόθησε τόσο πολύ και τόσο δυνατά, που ο πόθος αυτός έ-σβησε την κάψα που ένιωσε στα χέρια της μελαψής κοπέ-

Page 155: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

λας από τη Νουβία, της γυναίκας που του άνοιξε το δρόμο στον έρωτα...

Στην Αλεξάνδρεια ο Θάνος έμελλε να γίνει άντρας στην α-γκαλιά δυο γυναικών τόσο ανόμοιων και τόσο διαφορετικών όπως ήταν ανόμοια και διαφορετική η ίδια η ζωή σ' αυτή την πόλη. Την πόλη που συνδύαζε το Κοράνι και το Ευαγγέλιο. Τα θολά νερά του Νείλου με το γαλάζιο κύμα της θάλασσας.

Παιδιά της Μεσογείου όλοι, στη σκιά του ήλιου, που ή-ταν θεός των φαραώ και οι αρχαίοι Έλληνες τον αποκα-λούσαν Απόλλωνα.

Τελικά, μέχρι να πάρει το καλύτερο η υγεία του Θάνου πέ-ρασε καιρός και η ελληνοβουλγαρική διένεξη βρήκε λύ-σεις. Έτσι, δε χρειάστηκε να γυρίσει στη Μακεδονία. Εκεί-νος και η Όλγα παντρεύτηκαν, έκαναν τέσσερα παιδιά και έστησαν το σπιτικό τους στην Αλεξάνδρεια.

Ο Θάνος, με τη βοήθεια του θείου του και την οικονομι-κή στήριξη του γεροπατέρα του, ξεκίνησε και έφτιαξε δικό του εργοστάσιο σιγαρέτων. Από τη Δράμα του έστελναν τα καλύτερα καπνά, τα πιο διαλεχτά.

Η Όλγα στάθηκε για τον Θάνο τρυφερή σύζυγος και κα-λή μητέρα. Τα παιδιά τους μεγάλωσαν και πήραν ελληνική ανατροφή, μέσα από τα καλύτερα εκπαιδευτήρια της Αλε-ξάνδρειας. Συνέχισαν την οικογενειακή επιχείρηση μέχρι που η ανατροπή του βασιλικού θεσμού στην Αίγυπτο έφερε στα πράγματα τον Νάσερ και οι πολιτικές συνθήκες που ε-πικράτησαν δεν ευνοούσαν καθόλου την πρόοδο των ελλη-νικών επιχειρήσεων. Έτσι, αναγκάστηκαν να μαζέψουν ό,τι

Page 156: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

δεν κρατικοποιήθηκε από τις επιχειρήσεις και την περιου-σία τους και εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα.

Εκεί, μέσα στη μεγάλη σημερινή αχανή πόλη βρίσκονται και ζουν οι απόγονοι της Όλγας και του Θάνου.

Επέζησαν του Μιλένιουμ, επέζησαν των Ολυμπιακών Αγώνων, της Γιουροβίζιον και της οικονομικής κρίσης (που, εξάλλου, είναι μόνιμη ιστορία). Εκνευρίζονται όταν τα χιό-νια τους εμποδίζουν να φτάσουν μέχρι τα Βριλήσσια ή α-πολαμβάνουν έναν καπουτσίνο (μια και ο ελληνικός, πρώ-ην τούρκικος, απήλθε από τα αθηναϊκά καφέ). Κάθονται στις κοσμοπλημμυρισμένες καρέκλες των μαγαζιών του Θη-σείου, του Κολωνακίου, της Κηφισιάς ή της Βουλιαγμένης.

Πίσω στη Μακεδονία, στη Δράμα, τα κτήματα και τα κα-πνεργοστάσια του Παύλου Γεωργιάδη ανέλαβε η κόρη του η Ειρήνη με τον άντρα της τον Λουκά. Αυτοί συνέχισαν το έργο του Μακεδόνα καπνέμπορα και της γυναίκας του, της Αυγής.

Με την έναρξη του Α'Παγκοσμίου Πολέμου, οι Ευρωπαίοι προσπά-θησαν να πάρουν με το μέρος τονς ης βαλκανικές χώρες.

Στην Ελλάδα, αμέσως μετά την έκρηξη του πολέμου, παρουσιά-στηκε διαψορά απόψεων ανάμεσα στον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βε-νιζέλο και το βασιλιά Κωνσταντίνο. Ο Βενιζέλος επιθυμούσε την έξο-δο της Ελλάδας σε πολεμικές επιχειρήσεις και ο βασιλιάς Κωνστα-ντίνος την ονδετερότητά της.

Στα Βαλκάνια οξύνθηκε η κατάσταση.

Page 157: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Οι Άγγλοι παραβίασαν την ελληνική ουδετερότητα και αποβιβά-στηκαν στη Θεσσαλονίκη τον Οκτώβριο του 1915.

Σερβικός στρατός μεταφέρθηκε στη Μακεδονία. . Οι Βούλγαροι εισέβαλλαν κάθε τόσο στην Ανατολική Μακεδονία

τρομοκρατώντας τον ελληνικό πληθυσμό. Η Ελλάδα ό,τι είχε κερδίσει στους δυο Βαλκανικούς Πολέμους το

έχασε. Σαν αντίδραση σε όλα αυτά παγιώθηκε ο εθνικός διχασμός: σε βε-

νιζελικούς, υπέρ του πολέμου, και σε βασιλικούς, υπέρ της ουδετερό-τητας.

Η Καβάλα παραδόθηκε στους Βούλγαρους και σχηματίστηκε προ-σωρινή κυβέρνηση του Βενιζέλου τον Οκτώβριο του 1916.

Η Ελλάδα χωρίζεται στα δύο. Το Μακεδονικό Κράτος και τη Βα-σιλική Παλαιά Ελλάδα.

Τότε ο Γάλλος ναύαρχος Φουρνιέ κατέλαβε τον Πειραιά και έστειλε άγημα εναντίον της Αθήνας.

Ο στρατός και τμήματα οπλισμένων στρατιωτών αντιπαράσσονται στους Γάλλους. Ο γαλλικός στόλος βομβάρδισε τα βασιλικά ανάκτο-ρα το Νοέμβριο του 1916.

Οι Αγγλογάλλοι απαίτησαν την αποχώρηση όλων των ελληνικών στρατευμάτων. Επικράτησε αναρχία στη βασιλική Ελλάδα. Οι ξένοι μπερδεύτηκαν δυναμικά στα εσωτερικά της Ελλάδας. Με τελεσίγραφο τους ανάγκασαν το βασιλιά σε παραίτηση, στις 15 Ιουνίου του 1917.

Το θρόνο κατέλαβε ο δευτερότοκος Αλέξανδρος και ο Βενιζέλος ε-πέστρεψε στην Αθήνα. Σχημάτισε νέα κυβέρνηση.

Η κυβέρνηση Βενιζέλου συγκέντρωσε στρατό και βοήθησε τους Αγγλογάλλους.

Στις 10 Αυγούστου του 1920 παραχωρήθηκε στην Ελλάδα η Δυ-τική Θράκη.

Page 158: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Η Τουρκία αναγνώρισε την κυριαρχία της Ελλάδας στα νησιά του Αιγαίου, εκτός ατιό τα Δωδεκάνησα ηου είχαν καταληφθεί από τους Ιταλούς.

Η εξωτερική πολιτική του Βενιζέλου θριάμβευσε. Στο Παρίσι έ-γινε δολοφονική απόπειρα εναντίον του.

Ο βασιλιάς πέθανε τον Οκτώβριο του 1920, έγιναν εκλογές και νίκησαν τα αντιβενιζελικά κόμματα. Ο Βενιζέλος τότε αναχώρησε στο εξωτερικό.

Στην Τουρκία ήταν πλέον στα πράγματα οι Νεότουρκοι.

Page 159: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

ΜΕΡΟΣ Τ Ρ Ι Τ Ο

Page 160: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

ΔΡΑΜΑ

Άνοιξη του 1925

ΕΚΛΕΙΣΕ ΤΗΝ ΓΙΟΡΤΑ του γραφείου και βγήκε στο χώρο πα-ραγωγής. Οι πάγκοι στη σειρά, μα τα κοπίδια έμεναν ά-πραγα ακουμπισμένα πάνω τους, άχρηστα, αφοΰ δεν υ-πήρχαν χέρια για να τα δουλέψουν.

Πόσο ήσυχη ήταν η αίθουσα χωρίς τους εργάτες... Ακού-γονταν τα βήματά της τόσο δυνατά, που τρόμαξαν και ε-κείνη την ίδια. Η απεργία, αν κρατούσε λίγο ακόμα, θα τσά-κιζε την επιχείρηση. Ή δ η είχαν γονατίσει και με τα δόντια κρατιοΰνταν.

Ο Λουκάς είχε κατέβει στην Αθήνα πριν από δέκα μέ-ρες. Προσπαθούσε να κανονίσει με το διοικητή της Εθνικής Τράπεζας συνθήκες πιο ευνοϊκές για τα πανωτόκια που αυ-ξάνονταν ραγδαία και σαν σκοινιά τους έπνιγαν και τους ρουφούσαν το αίμα, κι ίσως, επίσης, να εξασφαλίσει κάποιο δάνειο.

Αργά μπήκε σε όλες τις αίθουσες η Ειρήνη και προ-σπερνώντας τις αποθήκες βγήκε στα χωράφια. Ένα μαύρο σύννεφο μολυβένιο είχε σκεπάσει ολούθε τον ουρανό και

Page 161: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

μερικές αχτίνες εστιάζονταν χάμω, στα σπαρτά, και φώτι-ζαν τον ανθό των καπνών.

Η Ειρήνη, παρά το κρΰο, ένιωσε την ψυχή της να απλώ-νει, να φουσκώνει. Χώθηκε μες στις καλλιέργειες και προ-χωρούσε καταμεσής τους τρέχοντας. Ένιωσε να γίνεται ένα με τα φΰλλα, με τον ανθό, με τα ζιζάνια που φύτρωναν στις ρίζες τους. Έτρεχε και το αεράκι που ανέμιζε τους λυγερούς πράσινους ιστούς έσερνε δώθε εκείθε τα μαλλιά της. Αυτά πότε έμπαιναν στο στόμα, σκάλωναν στα βλέφαρα και πό-τε σέρνονταν πίσω στο λαιμό, τα μάγουλα, τους ώμους.

Ούτε ήξερε πού πήγαινε. Έτσι, έτρεχε άσκοπα, χωρίς κατεύθυνση, σαν να την τραβούσε το κορμί της εκεί, κατα-μεσής στα κτήματα.

Και ξάφνου είδε τον Γιαννιό, τον εργάτη. Αυτόν που πρω-τοστατούσε στην απεργία. Στεκόταν στην άκρη του χωρα-φιού. Στην αρχή, από μακριά, φάνηκε στην Ειρήνη σαν μια σκούρα κουκκίδα, που όμως όσο πλησίαζε προς το μέρος του μεγάλωνε, μεγάλωνε, μέχρι που της έκλεισε το δρόμο.

Εκείνη έφτασε δίπλα του και στάθηκαν ο ένας απέναντι από τον άλλο. Τα μαλλιά, τα μουστάκια και τα γένια του εί-χαν σχεδόν ασπρίσει. Και τα μάτια του, μικρά και καταγά-λανα, ήταν λαμπερά και έφεγγαν περισσότερο και από τις αχτίνες που ξέφευγαν μέσα από τα σύννεφα. Γέμισαν μπλε αστραπές τον ορίζοντα.

Ζαλίστηκε, όλα γύρω της δυνάμωσαν, ο αέρας πύκνωσε, η καρδιά χτυπούσε ξέφρενα και μια ζέστη που φούντωσε στο λαιμό κατέβηκε στο στομάχι και έμεινε εκεί να τη σέρ-νει σε ανατριχίλες που της έκοβαν την ανάσα. Τα πάντα ή-ταν Γιάννης και μόνο Γιάννης.

Page 162: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Στέκονταν έτσι ακίνητοι και το σύννεφο κατέβηκε χαμη-λότερα και άρχισε να βρέχει. Ψιλά ψιλά, οι στάλες πότιζαν τα καπνά και μούσκεψαν τα μαλλιά και τους ώμους.

Πρώτος έσπασε τη σιωπή εκείνος. - Καλησπέρα, αφεντικό, είπε και οι λέξεις έφτασαν στ'

αφτιά της Ειρήνης σαν χάδι, έστω κι αν έκρυβαν ειρωνεία. - Είσαι ευχαριστημένος, Γιαννιό; τον ρώτησε εκείνη πι-

κραμένη. Τα κατάφερες να τους σύρεις όλους σε στάση. Και τι κέρδισες; Πας να μας γονατίσεις τελείως μ' αυτά σου τα έργα.

- Έχεις αποθέματα, Ειρήνη, της είπε βραχνά ενώ την κοίταξε ίσια στα μάτια. Ψάχνοντας στα κατάβαθά της, ξε-ψαχνίζοντας τα σωθικά της και φέρνοντας μέσα της μια θύελλα σφοδρότερη από τη βροχή που δυνάμωνε.

-Αποθέματα; έκανε εκείνη απελπισμένη και σήκωσε τους ώμους. Ο Λουκάς κατέβηκε στην Αθήνα για δάνειο. Μας κλείνετε το εργοστάσιο, Γιάννη.

- Σας κλείνουμε το εργοστάσιο και πριν δυο μήνες που πάντρεψες την κόρη σου έκανες δεξίωση με τους μισούς υ-πουργούς καλεσμένους; Για μήνα του μελιού έστειλες τους νιόπαντρους στο Παρίσι; Με δουλεύεις, Ειρήνη; Το μερο-κάματο που μου δίνεις δε φτάνει να παντρέψω τη δική μου θυγατέρα. Λογοδόθηκε πριν από ένα χρόνο και τα λεφτά μου δε φτάνουν ούτε τα ασπρόρουχά της να κάνω. Ο μεγά-λος γιος μου έφυγε στη Θεσσαλονίκη να βρει δουλειά και τον μικρό με το ζόρι τον κρατώ να μην μπαρκάρει και ξενιτευ-τεί. Για σένα ισχύουν δύο μέτρα και δύο σταθμά. Γι αυτό μπήκαμε σε απεργία, Ρήνη, γι' αυτό.

Page 163: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Ο γάμος της Άννας και οι ετοιμασίες αυτών των ημερών ήρ-θαν έξαφνα στο νου της με τα λόγια του Γιαννιού. Ένιωσε πάλι την αγωνία και το άγχος που την έπνιξε στην προσπά-θεια να καταφέρει να σταθεί στο ΰψος της οικογενειακής παράδοσης χωρίς χρήματα στην τσέπη.

Βόγκηξε να ξεχρεώσει τη βίλα που η Άννα πήρε για προί-κα και έριξε υποθήκες σε άλλα ακίνητα. Χρεώθηκε για να είναι η δεξίωση όπως πρέπει και να φιλοξενηθούν όλοι οι επίσημοι με τον πιο φίνο και αρχοντικό τρόπο. Μετά έπρε-πε να βρει τα χρήματα για τα φουστάνια και το ταξίδι των νεόνυμφων. Και να χαμογελά και να κρύβει από όλους τα χρέη. Ειδικά από την κόρη της, μην της δηλητηριάσει τη χα-ρά. Και ο Λουκάς στον κόσμο του... Στις μετρέσες, στον ιπ-πόδρομο, στο πόκερ...

Έσκυψαν οι ώμοι της και θόλωσε το βλέμμα. Τα χείλη της άρχισαν να τρέμουν.

Ο Γιάννης, ψάχνοντας το πρόσωπο της, ένιωσε την τα-ραχή που της έφεραν τα λόγια του. Πόθησε να τη σφίξει πάνω του και με φιλιά να σβήσει τις σκιές. Αντί γι' αυτό, της είπε άτονα:

- Αΰριο μη μας περιμένεις, Ειρήνη, κανένας δε θα δου-λέψει.

- Θα φέρω εργάτες από την Ξάνθη, αποκρίθηκε εκείνη με πείσμα, λαχανιασμένη από το σφυροκόπημα της καρ-διάς.

Είχε τυλίξει τα χέρια γύρω της για να κρατά σφιγμένη τη λεπτή ζακέτα που η μπόρα τη γύριζε πάνω της σαν θάλασ-σα, αλλά και για να μην αφήνει τους χτύπους της ψυχής της να ακουστούν.

Page 164: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

- Θα διαδηλώσουμε το μεσημέρι, συνέχισε εκείνος και ή-ταν μούσκεμα από την καταιγίδα.

Το νερό έσταζε από το πρόσωπο του, δε θόλωνε όμως οΰτε λεπτό τη λάμψη των ματιών του.

- Αν ικανοποιήσεις τα αιτήματα μας, συνέχισε, θα στα-ματήσουμε αμέσως την απεργία.

- Θα φέρω, Γιάννη, εργάτες από την Ξάνθη, επέμεινε η Ειρήνη. Κι αν διαδηλώσετε έξω από το εργοστάσιο, θα φω-νάξω τους χωροφύλακες να σας διαλύσουν.

- Όπως θες, κυρά μου, απάντησε εκείνος ήσυχα και βγά-ζοντας το σακάκι του το έριξε στους ώμους της. Έμεινε με το πουκάμισο εκεί, κάτω από τη βροχή.

- Γύρνα στο σπίτι, Ειρήνη, της είπε σχεδόν τρυφερά. Θα κρυολογήσεις.

- Και εσύ, δε θα πουντιάσεις έτσι; ψιθύρισε εκείνη σιγά. - Άσε με εμένα, αφού θα φωνάξεις αύριο τους χωροφυ-

λάκους να με σακατέψουν, η βροχή σε μάρανε; είπε και έ-πιασε να γελά εκεί, μες στα σπαρτά. Με το λευκό πουκάμι-σο βρεγμένο και κολλημένο πάνω του.

Έσφιξε το σακάκι του η Ειρήνη στο στήθος της και γυ-ρίζοντας άρχισε να τρέχει προς το εργοστάσιο. Ριγούσε σε όλο της το κορμί και δεν ήξερε αν αυτό ήταν από τα μάτια του Γιαννιού πάνω στο πρόσωπο της ή από τη βροχή. Έτσι ξαφνικά όπως αντάμωσαν, έτσι απότομα και χώρισαν.

Η βιομηχανική ανάπτυξη κατά την περίοδο 1921-1923 οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στα πολύ χαμηλά ημερομίσθια. Γεγονός που σήμαινε υψηλά κέρδη για το βιομήχανο.

Page 165: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Με τον τριπλασιασμό τον τιμάριθμον, τα μεροκάματα κάλυπταν μόνο το τριάντα τρία τοις εκατό. Οι ώρες απασχόλησης κνμαίνονταν από δέκα έως δώδεκα ημερησίως.

Η τότε κυβέρνηση ανέλαβε με διεθνή σύμβαση, από το 1923, να εφαρμόσει την οκτάωρη εργασία και να ρνθμίσει νομοθετικά αντή την υποχρέωση. Χρησιμοποιούνταν όμως σε βαριές και ανθυγιεινές εργασίας γυναίκες και παιδιά ανήλικα.

Πολύ αργότερα από το 1932, το κράτος αναγκάστηκε κάτω από την πίεση των εργαζομένων να λάβει ορισμένα μέτρα κοινωνικής πρό-νοιας. Γύρω στο 1935 θα ιδρυθεί το ΙΚΑ (Ιδρυμα Κοινωνικών Ασφα-λίσεων) και θα επιβληθεί με νόμο η οκτάωρη εργασία.

Το επόμενο πρωί, έξω από το εργοστάσιο της Ειρήνης ξε-φόρτωσαν τρία κάρα καμιά εικοσαριά άντρες μπροστά στην πΰλη. Ή τ α ν οι μεροκαματιάρηδες που έφερε από την Ξάνθη.

Δεν πρόλαβαν να κατέβουν από τις καρότσες και οι ερ-γάτες του εργοστασίου, με τον Γιάννη μπροστάρη, έφραξαν το δρόμο στους νεοφερμένους. Στην αρχή εμπόδισαν τους καινούριους να προχωρήσουν μόνο με λόγια:

- Πίσω, ρε! φώναξαν. Το ψωμί μας ήρθατε να φάτε; - Γιατί; Οι δικές μας φαμίλιες δεν πεινάνε; απάντησαν

αυτοί. Αφοΰ δεν τα βρίσκετε με το αφεντικό σας, θα δουλέ-ψουμε εμείς εδώ.

Τότε οι άντρες με μαγκοΰρες και ξΰλα θέλησαν να διώ-ξουν τους ξένους απεργοσπάστες. Πες πες, ήρθαν στα χέρια. Έπεσαν χάμω, ποδοπατήθηκαν, πληγώθηκαν. Βούιξε ο τόπος από φωνές και βλαστήμιες. Η καμπάνα του εργοστασίου χτυ-

Page 166: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

πούσε. Έσπασαν την εξωτερική πόρτα και η Ειρήνη, πάνω στο γραφείο της, έκλεισε τα αφτιά για να μην ακούει τις ζη-μιές που γίνονταν κάτω, στην παραγωγή. Έστειλε από πα-ραπόρτι τον θεληματάρη της δουλειάς και φώναξε τους χω-ροφυλακές. Τους είχε ειδοποιήσει και από την προηγουμένη γιατί τα φοβόταν αυτά τα άσχημα, τα τζάμια έσπαγαν.

Μέσα από τα μεγάλα παράθυρα που έβλεπαν στην αυλή ασάλευτη παρακολουθούσε τους εργάτες να ματώνουν και να διαλύουν το βιος της. Μια πέτρα μπήκε από το τζάμι σπά-ζοντάς το με εκκωφαντικό θόρυβο. Πέρασε ξυστά από το κε-φάλι της και έπεσε επάνω στο γραφείο με τις καταστάσεις και τους λογαριασμούς. Έριξε το μελανοδοχείο χάμω στο πά-τωμα κάνοντας μια τεράστια μελανή κηλίδα στο χαλί.

Οι χωροφύλακες μπήκαν ανάμεσα στις δύο παρατάξεις και τα πράγματα τότε έγιναν χειρότερα. Αγρίεψε το μάτι των αντρών, θόλωσε από δίκιο και άδικο. Ύστερα, σιγά σι-γά το κακό κόπασε.

Οι ταραξίες δεμένοι πισθάγκωνα ακολούθησαν τους χω-ροφύλακες και αυτοί που ήρθαν για μεροκάματο, κουτσαί-νοντας και σέρνοντας, μπήκαν στα κάρα και έφυγαν άπρα-κτοι, χωρίς δουλειά και πληγωμένοι.

Το συνδικαλιστικό κίνημα ανατιτύχτηκε ουσιαστικά στψ Ελλάδα κα-τά τη διάρκεια τον Α'Παγκοσμίου Πολέμου.

Συνενώθηκαν στα συνδικάτα οι εργατικές και οι επαγγελματικές ομοσπονδίες.

Το 1916 έγινε προσπάθεια για συνένωση των εργατικών κέντρων σε πανελλήνια κλίμακα, αλλά απέτυχε.

Page 167: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Η ανάπτυξη του συνδικαλιστικού κινήματος συντέλεσε στην προώ-θηση των εργατικών διεκδικήσεων.

Το 1914 οργάνωσαν απεργίες οι καπνεργάτες της Καβάλας και οι σιδηροδρομικοί της Αθήνας με κύριο αίτημά τους την αυστηρή ε-φαρμογή της εργατικής νομοθεσίας.

Το 1916 έγινε αιματηρή απεργία στη Σέριφο. Τα συνδικάτα απέκτησαν δύναμη και τα κόμματα επιδίωκαν να τα

ελέγχουν. Η ανάπτυξη του συνδικαλιστικού κινήματος μετά το 1917 βοή-

θησε στην ίδρυση της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδος. Τον Οκτώβριο του 1918 διοργανώθηκε το Ιο συνέδριο της ΓΕΣΕΕ.

Οι πρόσφυγες ενίσχυσαν τη δύναμη των εργατικών συνδικάτων. Στην περίοδο 1924-1936 οι κινητοποιήσεις της εργατικής τάξης

θα πάρουν μαζικότερο χαρακτήρα. Η προσωρινή κυβέρνηση του Βενιζέλου εξήγγειλε και πρόγραμ-

μα αγροτικής μεταρρύθμισης που περιλάμβανε απαλλοτριώσεις των τσιφλικιών. Αεν εφαρμόστηκε όμως τότε. Ιδίως στο θεσσαλικό κάμπο, τα τσιφλίκια ήταν πολύ μεγάλα και οι τσιφλικάδες είχαν παντοδύνα-μη κυριαρχία στους φτωχούς αγρότες.

Όλοι από τα γραφεία την είχαν κοπανήσει. Μόνη η Ειρή-νη, με το κεφάλι μες στα χέρια, δεν τολμούσε να κατεβεί στις αίθουσες κάτω, στις αποθήκες και την αυλή για να με-τρήσει το κακό από τις ζημιές.

Βήματα κοντοστάθηκαν έξω από το γραφείο της και με ένα χτύπημα στην πόρτα ο διοικητής μπήκε και περιέγρα-ψε τα γεγονότα:

- Τους έχω στα σίδερα, κυρία Ειρήνη, μην ανησυχείτε.

Page 168: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Θα φάνε το ξΰλο της ζωής χους, ιδίως αυτός ο Γιαννιός. Αυ-τός είναι που τους ξεσηκώνει όλους, αυτόν τον περιποιήθη-κα εγώ ο ίδιος!

Ρίγησε η Ρήνη ο' αυτά τα λόγια. Στραγγίχτηκε η ψυχή της και ξέπνοη είπε στο διοικητή της χωροφυλακής:

- Αφήστε τους, κΰριε διοικητά. Δεν ωφελεί να είναι στη φυλακή.

- Μα τι λετε, κυρία μου; Αυτοί τώρα με το ξΰλο που έ-φαγαν είναι επικίνδυνοι. Μπορεί να σας βλάψουν.

- Τι άλλο κακό να κάνουν; Αφοΰ κάτω όλα έγιναν γυαλιά καρφιά. Τι άλλο να καταστρέψουν;

- Όπως θέλετε, κυρία Ειρήνη, εγώ όμως στη θέση σας θα πρόσεχα περισσότερο. Καλησπέρα σας, είπε και έφυγε.

Όταν ο χωροφύλακας έφυγε, η Ειρήνη σέρνοντας κατέ-βηκε κάτο) στις αποθήκες. Τα βρήκε όλα διαλυμένα. Τα λε-πτά φύλλα, τα ξεδιαλεγμένα από την καλύτερή της σοδειά, σπαρμένα στο βρομισμένο δάπεδο. Τους σπάγκους που τα κρατούσαν σε ντάνες, σωστό κουβάρι. Τα εργαλεία ματω-μένα. Οι πάγκοι αναποδογυρισμένοι. Στην αίθουσα που έ-τρωγαν οι εργάτες η ζημιά ήταν ολοκληροπική. Είχαν κα-ταστρέψει τους φούρνους και στράβωσαν τα καζάνια.

- Πόσες ζημιές! βόγκηξε και έγειρε στο γδαρμένο τοίχο. Πόσες ζημιές! Τα δάκρυα δεν έλεγαν να τρέξουν στα χλο-μά της μάγουλα.

«Και δάνεια καινούρια να πάρει ο Λουκάς από την Αθήνα», σκέφτηκε, «τώρα πια είναι δύσκολο να τα φέρουμε βόλτα».

Εκεί που στεκόταν σαν χαμένη, έφτασαν αναστατωμένοι η Άννα με τον Σπύρο. Με δάκρυα στα μάτια το κορίτσι την αγκάλιασε.

Page 169: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

- Μανούλα μου, τι έγινε εδώ; ψέλλισε τρομαγμένη. Η Ειρήνη ήταν ανήμπορη να της απαντήσει. Ένας κό-

μπος της έφραξε το λαιμό και τα πόδια δεν την πήγαιναν ού-τε βήμα.

- Ελάτε, μητέρα, δεν ωφελεί να πληγώνεστε άλλο με τις ζημιές. Και αύριο μέρα είναι. Ελάτε να σας πάμε στο σπί-τι, έχω έξω το αμαξάκι, πάμε. Πήρε πρωτοβουλία ο γαμπρός της και σε λίγη ώρα βρισκόταν ξαπλωμένη στην κάμαρή της.

Η Ανθή της ανέβασε ένα ζεστό βραστάρι και άναψε τη λάμπα στο κομό δίπλα στο κρεβάτι.

- Πιέστε λίγο να ζεσταθείτε. Με αυτό τον τρελόκαιρο κά-νει τέτοια υγρασία που περονιάζει, πρόσθεσε. Α, κυρία, να μην ξεχάσω. Ή ρ θ ε κι αυτό το γράμμα από τη Αθήνα, είναι από την κυρία Βούβα, την ξαδέρφη σας, είπε και άφησε το φάκελο δίπλα της, στο προσκεφάλι. Μετά έφυγε κλείνοντας μαλακά την πόρτα.

Η Ειρήνη πήρε το γράμμα αναστενάζοντας. Κρύωσε και τυλίχτηκε καλύτερα στην κουβέρτα. Πόσο μεγάλο και άδειο της φάνηκε το κρεβάτι της! Έξω νύχτωνε και ακούγονταν τα τιτιβίσματα και τα φτερουγίσματα των πουλιών. Μόλις σου-ρούπωνε όλα μαζεύονταν στη μεγάλη λεύκα της μπροστι-νής αυλής και έκαναν τέτοιο θόρυβο, λες και ετοιμάζονταν για ταξίδι. Φύσαγε ο άνεμος και θρόιζαν τα φύλλα σαν να ήταν κύματα στη θάλασσα. Παρά το κρύο και τη βροχή, ή-ταν Απρίλης μήνας. Άνοιξη πια, αργούσε να νυχτώσει, σε δυο βδομάδες θα είχαν Πάσχα.

Μεγάλο το κρεβάτι της Ειρήνης, μεγάλο και άδειο, μια και ο Λουκάς ακόμα κι όταν βρισκόταν στο σπίτι σπάνια

Page 170: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

κοιμόταν με τη γυναίκα του. Βρήκε ευκαιρία μόλις η Άννα παντρεύτηκε και μετακόμισε στο δωμάτιο της. Ήταν , λέει, πιο φωτεινό από τη δική τους κρεβατοκάμαρα και, εξάλ-λου, με το χρόνιο πρόβλημα της μέσης του ήθελε σκληρό στρώμα για να κοιμηθεί.

- Άλλη είναι η πικρή αλήθεια, μονολόγησε η Ρένα, άλ-λη...

Ο Λουκάς ήθελε να νυχτογυρνάει τα βράδια και σαν κοι-μόταν μονάχος νόμιζε ότι εκείνη δε θα έβλεπε τις μπερ-μπαντιές του... Λες και την έπαιρνε ποτέ ΰπνος πριν ξημε-ρώσει; Λες και δεν άκουγε κάθε βράδυ τα βήματά του στο διάδρομο;

«Είχε δίκιο ο πατέρας που δεν τον ήθελε για γαμπρό του», σκέφτηκε πικραμένη. «Ούτε πατέρας άξιος είναι στα παιδιά μας ούτε μπορεί να σταθεί στα καπνά και τους εργάτες. Μό-νο για να ξενογυρνάει, να χαρτοπαίζει και να τρώει τα κέρ-δη από τις σοδειές μας είναι ικανός. Άραγε τώρα που κα-τάλαβε ότι δεν πάει άλλο θα καταφέρει τίποτα καινούριες παρατάσεις στους τόκους ή κανένα νέο δάνειο κάτω στην πρωτεύουσα;»

Πριν φύγει ο Λουκάς η Ειρήνη του είχε ξεκαθαρίσει ότι με αυτό το ρυθμό σε δυο τρεις μήνες θα έβαζαν λουκέτο στην επιχείρηση. Και τότε πώς θα έκανε τον κοσμοπολίτη γαλαντόμο στα αθηναϊκά σαλόνια;

Άνοιξε το γράμμα χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον γι' αυτά που η ξαδέρφη της μηνούσε. Θα ήταν για το γάμο της δεί-να ή το κάλεσμα του τάδε ή για τη ράφτρα τους που μετα-κόμισε σε άλλο ατελιέ.

Page 171: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Αγαπημένη μου Ρενέ, Εύχομαι τα λόγια μου να σε βρουν σε καλή στιγμή, γιατί ε-γώ δεν έχω να σου γράψω και τα καλύτερα... Τις προάλλες είχε απογευματινό κάλεσμα η Ζωρζέτ η Σαραντοπούλου, του διευθυντή της Εθνικής Τράπεζας. Ήμουν καλεσμένη και πήγα μαζί με χη Λίλιαν. Στο δρόμο τα λέγαμε γιατί εί-χε καλή μέρα και ανεβήκαμε σ[ην Αλωπεκής με τα πόδια.

Με σταύρωσε η γυναίκα να μη σου πω τίποτα γι' αυτά που έμαθε, όμως εγώ θεώρησα ότι πρέπει να σε προειδο-ποιήσω.

Ο Λουκάς ξεκοκαλίζει το δάνειο που του παραχωρήθη-κε σε ξενύχτια και ξημεροβραδιάζεται στο σπίτι της Ντό-ρις Μαρκοπούλου. Ξέρεις, μωρέ, την Ντόρις, τη χήρα του Μαρκόπουλου, αυτού που σκοτώθηκε στο ορυχείο διαμα-ντιών που είχε στη Νότια Αφρική. Της άφησε, λένε, πολλά λεφτά και ο Λουκάς ξοδεύει το δάνειο για να τη βγάζει έ-ξω, να την τραπεζώνει και να της στέλνει λουλούδια.

Τα είπα στον Αντώνη το βράδυ που πλαγιάσαμε και πρωί πρωί την επομένη αυτός πήγε στο Σύνταγμα, στο ξενοδοχείο όπου μένει ο Λουκάς, και τον βρήκε. «Βρε, Λουκά», του λέει. «Τι τα θέλεις τόσα έξοδα και πληρώνεις σουίτα στη "Μεγά-λη Βρετανία"; Χάθηκε το σπίτι μας να σε φιλοξενήσουμε;»

Αυτός, παιδί μου, ούτε που ίδρωσε το αφτί του. Απάντησε στον Ανιών η ωμά ωμά και ξεκάθαρα ότι τον ε-

πισκέπτεται μια κοσμική κυρία που είναι κακομαθημένη και δεν μπορεί να έρχεται στην πλατεία Αγάμων για να τον βρει.

«Σύνελθε, Λουκά!» του αγριοφώναξε ο Αντώνης. «Το δά-νειο θα εξατμιστεί έτσι που ξοδεύεις».

«Δεν πειράζει, ξάδερφε», απάντησε αυτός. «Εμένα με περιμένει ολόκληρος θησαυρός. Μ' αυτόν θα αναστήσω δέ-

Page 172: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

κα καπνεργοστάσια, όχι ένα», και πρόσθεσε γουρλώνοντας τα μάτια στον Αντώνη: «Διαμάντια, πολλά λεφτά έχει η κυ-ρία που περιμένω κάθε σουαρέ, κάθε βραδάκι, εδώ».

«Καλά, βρε Λουκά, το ζιγκολό κάνεις κόρα; Δε σκέφτε-σαι την κόρη σου που ετοιμάζει εγγόνι;»

«Με προσβάλλεις, ξάδερφε, εγώ σέβομαι την κυρία, γι' αυτό και την καλώ σε σουίτα της "Μεγάλης Βρετανίας"».

«Τη σέβεσαι όσο και τη γυναίκα σου;» τον ρώτησε ο Αντώνης.

«Α, αγαπητέ μου, ο άντρας είναι κυνηγός», απάντησε ε-κείνος. «Από μέλισσα σε μέλισσα πετά».

Γύρισε στο σπίτι πολύ συγχυσμένος ο Αντώνης, Ρενέ μου. Τρεις μέρες αργότερα, όλη η Αθήνα βούιξε ότι η πλού-

σια χήρα Ντόρις Μαρκοπούλου αρραβωνιάστηκε και θα τελέσει τους γάμους της σε κλειστό οικογενειακό κύκλο με τον καινούριο Γάλλο πρόξενο στην Αθήνα.

Είναι νεότερος της κατά δέκα χρόνια και γόνος ευγενών με πύργο στο Λίγηρα. Φαίνεται, ο Γάλλος στάθηκε ικανότερος από τον Λουκά και με τα διαμάντια της κυρίας σκοπεύει να αναστηλώσει το μισογκρεμισμένο πύργο των προγόνων του.

Ο Λουκάς έφυγε από τη «Μεγάλη Βρετανία» και τώρα μένει στο ξενοδοχείο «Γαλλία», στην Ομόνοια.

Αυτά τα λυπηρά σου γράφω και θα ήθελα να έρθω πά-νω να σ' τα πω από κοντά. Όμως, καλή μου, περιμένω τη Νίτσα να γεννήσει από μέρα σε μέρα και ο Αντώνης στη σκέψη ότι η κόρη μας θα τον κάνει παππού έχει διαλυθεί και δεν κάνει μόνος του ούτε λεπτό.

Σε φιλώ και εύχομαι να σε βρουν καλύτερες μέρες... Η ξαδέρφη σου,

Βούβα

Page 173: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Το γράμμα έπεσε από το χέρι της Ειρήνης στο πάτωμα. «Τι θα κάνω τώρα, Θεέ μου;» σκέφτηκε και σοΰρνοντας

σηκώθηκε και ντύθηκε πρόχειρα. Πήρε χαρτί και κοντυλο-φόρο και με οργή, πίκρα και αγανάκτηση έγραψε λίγες α-ράδες στον Λουκά.

Λουκά, Από τη στιγμή που θα κλείσω το φάκελο αυτοΰ του γράμ-ματος θεωρώ ότι ο γάμος μας τελείωσε. Βέβαια, δεν πρό-κειται να προχωρήσω σε διαζύγιο και να περιγελούν όλοι με τα καμώματα μας τα παιδιά. Όμως θεωρώ ότι ο γάμος μας λύθηκε.

Όταν είσαι τόσο αναίσθητος ώστε με τη στάση σου να έχουμε καταντήσει περίγελος όλων, όταν με αφήνεις μόνη μου να τα βγάλω πέρα με τέτοιες δυσκολίες, δε θέλω να κά-νω πια καμιά υποχώρηση και καλύτερα να χωρίσουμε.

Εσύ γυρνάς από γλεντοκόπι σε γλεντοκόπι και πουλάς α-γάπη σε πλούσιες κυρίες. Γι' αυτό θεωρώ, παρά τα παιδιά και το εγγόνι που είναι στο δρόμο ήδη και έρχεται, ότι ως εδώ ήταν.

Σε συγχωρώ και ανέχομαι χρόνια τώρα τις αχαρακτή-ριστες πράξεις σου, τώρα όμως πια η υπομονή μου εξα-ντλήθηκε, αλλά και κάθε αίσθημα μέσα μου για σένα νε-κρώθηκε. Πάρε το δρόμο σου και άσε με ήσυχη.

Δε θέλω πια να σου δώσω, αλλά ούτε και να πάρω τίπο-τα από σένα. Τελειώσαμε...

Ειρήνη

Ύστερα φώναξε την Ανθή με φωνή βραχνή και τρεμου-λιαστή.

Page 174: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

- Είναι τα παιδιά εδώ; ρώτησε ενώ κούμπωνε τη ζακέτα της.

- Όχ ι , κυρία, έφυγαν πριν από μία ώρα. Μα που πάτε; Η κόρη σας μου είπε να μη σας ξυπνήσω και να σας αφή-σω να ηρεμήσετε.

- Δεν έχω τίποτα, πες στον Θύμιο να φέρει την άμαξα, θέ-λω να πάω στο εργοστάσιο. Επίσης, στείλε αμέσως αυτό το γράμμα στην Αθήνα, σε παρακαλώ.

- Καλέ, κυρία, νύχτωσε, είπε η κοπέλα μαλακά, σαν να μιλούσε σε παιδάκι που το μάλωνε.

- Ναι, το ξέρω, απάντησε εκείνη κουρασμένα. Το ξέρω, έχω όμως δουλειά, πολλή δουλειά. Σύρε και φώναξε τον α-μαξά αμέσως.

Η Ειρήνη μπήκε στο αμάξι σκοτισμένη, όλο έγνοιες. Στο δρόμο άκουγε το μονότονο καλπασμό του αλόγου πάνω στο καλντερίμι και σκεφτόταν... Το μυαλό της είχε κολλήσει σε μία φράση. «Πού θα βρω λεφτά; Πώς θα διορθώσω τις ζημιές;»

Ακούγονταν οι γρύλοι και τα κλαδιά των δέντρων έκαναν στεφάνι ψηλά πάνω από την άμαξα. Ένα κάρο φορτωμένο με σανό που το έσερναν βόδια αργά πέρασε δίπλα τους. Από τα γύρω κτήματα ακουγόταν ένα σκυλί που φώναζε και το ρέμα δίπλα στο δρόμο κελάρυζε. Η μακεδονική γη ζούσε πλέρια την άνοιξη και η νυχτιά ήταν γεμάτη θορύβους. Τα σύννεφα έτρεχαν σκοτεινά στον ουρανό.

Εκεί, λίγο έξω από τη Δράμα, το 1925 όλα μπορούσε να τα δει κανείς, όλα. Από βεγγέρες και καλέσματα των αρχό-ντων, μέχρι τα γιουρούσια των Βουλγάρων. Από εργατικά κινήματα και βιομηχανικές καλλιέργειες των καπνών, μέ-χρι τους κομιτατζήδες που έκαιγαν, βίαζαν και άρπαζαν...

Page 175: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Υπήρχαν τουρκικοί μιναρέδες και γαλλικά μοντελάκια ρούχων.

Όμως, πάνω από όλα, παντοδύναμος, ήταν ο ταμπάκος, τα καπνά...

Στη Μακεδονία, τότε και αργότερα, αυτό ήταν το χρυ-σάφι της γης τους. Ano τα έσοδα του καπνού έγιναν πλού-σιοι. Αργότερα, όμως, αρκετοί πτώχευσαν, ακολουθώντας τη διεθνή οικονομική κρίση.

Μερικές ατιό τις ποικιλίες των ανατολικών καπνών στψ Ελλάδα εί-ναι οι εξής: «Μπάζμα», «Κατερίνη», «Κάμπα Κουλάκ», «Μαύρα», «Μπαοί Μπαγλί», «Σπρ Ντιλή», «Μυρωδάτα Σμύρνης».

Καθεμιά από αυτές τις ποικιλίες έχει τα δικά της χαρακτηριστι-κά. Διαφέρουν στο σχήμα του φύλλου, το χρωματισμό, το μέγεθος, τη γεύση και το άρωμα.

Τα καπνά Βιρτζίνια ξεκίνησαν από τις ΗΠΑ και η ανά τον κόσμο παραγωγή τους αντιπροσωπεύει σήμερα ποσοστό μεγαλύτερο του πε-νήντα τοις εκατό της παγκόσμιας παραγωγής.

Στην Ελλάδα άρχισε η παραγωγή τους μόλις προ εικοσαετίας. Τσιγάρα με αμιγή καπνά Βιρτζίνια παράγονται μόνο στο Ηνωμένο

Βασίλειο και τις πρώην αγγλικές αποικίες της Βρετανικής Αυτοκρα-τορίας. Και τα τσιγάρα τύπου American Blend εκτόπισαν όλους τους άλλους τύπους καπνών.

Η σπορά των καπνών αρχίζει το Μάρτιο ως τον Απρίλιο. Από τον Ιούλιο ως το Σεπτέμβριο γίνεται η συγκομιδή των φύλλων σταδιακά. Τα φύλλα μεταφέρονται στο σπίτι τον παραγωγού και με τη συμμετο-χή όλης της οικογένειας γίνονται γιρλάντες, που στη συνέχεια θα εκτε-θούν στον ήλιο για αποξήρανση. Το αρμάθιασμα γίνεται με βελόνες.

Page 176: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Τα φύλλα τρυπιούνται ένα ένα και περνιούνται στο σπάγκο. Σε προφυλαγ-μένα υπόστεγα προφυλάσσονται από βροχή, σκόνη και αέρα. Τον Οκτώ-βμο γίνονται τα δεμάτια, ανάλογα με τις ποικιλίες και το μέγεθος των φύλλων. Τψ εποχή της πώλησης των καπνών οι υποψήφιοι αγοραστές δια-πραγματεύονται με τους παραγωγούς τα καπνά, είτε ατομικά είτε με ο-μάδες παραγωγής και μόνο όταν ο αγοραστής ολοκληρώσει τη διαδικα-σία και πάρει άδεια μεταφοράς τα καπνά πάνε στις δικές του αποθήκες. Ελέγχονται λεπτομερώς από ειδικές υπηρεσίες της εφορίας του καπνού.

Ο αμαξάς έφτασε έξω από το εργοστάσιο τη στιγμή που το φεγγάρι έβγαινε μεγάλο από τα σύννεφα. Πίσω από τη στέ-γη και τη μεγάλη καμινάδα έφεγγε σαν μέρα.

Η Ειρήνη προχώρησε προς την μπροστινή πΰλη και του φώναξε:

- Έλα κατά τις δέκα με δέκα και μισή, Θύμιο. Έλα να με πάρεις πίσω στο σπίτι.

Ύστερα μπήκε στις αποθήκες και η σελήνη που σηκώ-θηκε πάνω ψηλά στον ουρανό φώτιζε χλομά το χώρο. Άνα-ψε τη λάμπα στον τοίχο και απέφυγε να κοιτάξει γΰρω της τα χαλάσματα της πρωινής μάχης... Ανέβηκε αναστενάζο-ντας τη μεγάλη σκάλα που οδηγούσε στα γραφεία. Η σελή-νη ήταν ήδη εκεί και την κοιτούσε μέσα από τα σπασμένα τζάμια και από τη φεγγοβολή της γυάλιζαν τα γυαλιά κάτω στο πάτωμα. Κάθισε στην καρέκλα του γραφείου και έβγα-λε από το συρτάρι τους λογαριασμούς...

«Τι θα κάνω;» μονολόγησε. «Τι θα κάνω;» Ο νους την πέ-ταξε στα περασμένα, στον πρώτο καιρό του γάμου της, τό-τε που ήταν όλα ρόδινα...

Page 177: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Ο Γιαννιός, με το κορμί του να πονά από το ξύλο που του ρίξανε οι χωροφύλακες και ένα μεγάλο σκίσιμο πάνω από το φρύδι, με αίμα που είχε από ώρα ξεραθεί στην πληγή, έ-σερνε τα βήματά του. Τον πονούσε πολύ το κεφάλι του και πήγαινε τρεκλίζοντας για το σπίτι. Τον άφησαν πριν από μισή ώρα, και αυτόν και τους άλλους ταραχοποιούς, γιατί η κυρία Ειρήνη, όπως του είπαν, δε θα προχωρούσε σε μήνυ-ση.

- Άντε, φευγάτε όλοι, ρεμάλια, φώναξε ο διοικητής και τους άφησε.

Ο Γιαννιός, περνώντας έξω από το εργοστάσιο στο γυρι-σμό προς το σπίτι του, είδε φως στις αποθήκες. Σηκώνοντας το κεφάλι παρατήρησε ότι έφεγγε και στα γραφεία.

Η αλήθεια είναι ότι το πρωί η κατάσταση ξέφυγε από τον έλεγχο του. Ούτε επιθυμούσε ούτε ήθελε, αλλά ούτε και προκάλεσε ο ίδιος το χαμό και τις ζημιές που έγιναν. Πό-νεσε η ψυχή του για τα αποτελέσματα, όμως η οργή των πει-νασμένων εργατών ξεχύθηκε σαν άγριο ποτάμι χωρίς γυρι-σμό. Μάταια προσπάθησε να τους σταματήσει. Γύρω του έ-σπαγαν, αφάνιζαν και χτυπούσαν ανεξέλεγκτα.

Το ξύλο για το ξύλο. Οι ζημιές για τις ζημιές, για το ά-χτι, γιατί η ζωή αυτών των ανθρώπων ήταν πολύ σκληρή και έτσι τώρα ξέσπαγαν αλόγιστα. Μπορεί ο Γιαννιός να ήταν ο αρχηγός τους, όμως δεν τον άκουγαν πια και δεν τον λο-γάριαζαν. Πρώτος ο ίδιος πλήρωσε από όλους χειρότερα κι ας μην είχε προκαλέσει καμιά ζημιά.

«Ποιος είναι τέτοια ώρα εκεί μέσα;» σκέφτηκε. Και θέ-λοντας να προστατέψει το εργοστάσιο από άλλα δεινά, μπή-κε κούτσα κούτσα στις αποθήκες. Αμέσως έκλεισε τα μάτια

Page 178: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

λυπημένος από το θέαμα και η πληγή στο φρύδι τον πόνε-σε πιότερο, ύστερα άρχισε αργά να ανεβαίνει τη σκάλα.

Η Ειρήνη ήταν μόνη στο μισοφωτισμένο δωμάτιο, καθι-σμένη μπροστά στο γραφείο, με το νου στα περασμένα. Τό-τε άκουσε βήματα και τρόμαξε. Φύλακας αυτή τη νύχτα δεν υπήρχε γιατί ο κυρ Μήτσος είχε πληγωθεί το πρωί στις φα-σαρίες και εκείνη τον έστειλε να φροντίσει τα τραύματά του στο σπίτι. Έτσι, τώρα ήταν ολομόναχη στο εργοστάσιο...

Τρόμαξε, η καρδιά της χτύπησε δυνατά. Άνοιξε το με-σαίο συρτάρι και πήρε το πιστόλι που πάντα έκρυβε από παλιά ο πατέρας της. Η Ειρήνη και μετά το θάνατο του το είχε αφήσει εκεί. Με δάχτυλα τρεμάμενα σήκωσε το όπλο και σημάδεψε προς τα βήματα που ακούγονταν να ανεβαί-νουν σούρνοντας, σκαλί σκαλί. Κοντοστάθηκαν λίγο έξω α-πό την πόρτα και το χερούλι της γύρισε ανοίγοντάς τη διά-πλατα.

Η Ειρήνη τώρα είχε σηκωθεί όρθια μπροστά στο γραφείο με τα δάχτυλα έτοιμα να πατήσουν τη σκανδάλη. Στο ά-νοιγμα στεκόταν ο Γιαννιός και την κοίταζε σαστισμένος.

- Τι γίνεται, αφεντικό; της είπε ειρωνικά. Θα με σκοτώ-σεις επειδή σου έκανα απεργία;

Η Ειρήνη, ανακουφισμένη, όσο και θυμωμένη, από την παρουσία του, με τον τρόμο και τον πανικό να υποχωρούν, πέταξε οργισμένη το πιστόλι στο συρτάρι και το κλείδωσε. Ησύχασε αμέσως μόλις είδε ποιον είχε μπροστά της.

- Θα σου άξιζε να σε καθαρίσω, Γιάννη, είπε με πικρία και αφάνταστη κούραση. Τι ήρθες να κάνεις εδώ; Να κα-μαρώσεις το έργο σου; Με κατέστρεψες και το ευχαριστή-θηκες; Τα διαλύσατε όλα.

Page 179: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Σ' αυτά τα λόγια η φωνή της έσπασε, δάκρυσε, κλονί-στηκε και σίγουρα θα έπεφτε χάμω αν εκείνος δεν ορμούσε μες στην κάμαρα τη στιγμή που η Ειρήνη λύγισε.

Την έσφιξε δυνατά πάνω του και τα δάχτυλά του τρυφε-ρά χάιδεψαν τα μάγουλά της εκεί που δάκρυα τα αυλάκω-ναν.

- Σώπα, σώπα, τίποτα δε χάθηκε, Ρήνη, εγώ θα σε βοη-θήσω να τα στήσεις πάλι.

Η τρυφερή φωνή και το χάδι του της έφεραν παράπονο, την έκαναν να είναι ανήμπορη, δεν άντεχε άλλο πια μόνη της να προσπαθεί. Ακούμπησε στο στήθος του και άρχισε να κλαίει σπαραχτικά με λυγμούς.

- Τόσο άσχημα είναι τα πράγματα; ρώτησε εκείνος γλυ-κά. Τόσο άσχημα που εσύ, λιονταρίνα μου, διαλύθηκες;

Αχ! Τι μέλι στην ψυχή ο τρυφερός απόηχος αυτών των λό-γων! Αχ! Τι γλύκα το νοιάξιμο και ο λογισμός του! Της μί-λαγε, την ημέρευε και τα δάκρυά της δεν έλεγαν να στερέ-ψουν, έτρεχαν ασταμάτητα γιατί τα είχε καταπιέσει μέσα της χρόνια ολόκληρα, έτσι τώρα ξεχύθηκαν ακράτητα.

- Σώπα, ψυχή μου, καρδιά μου, της έλεγε και τη φιλού-σε στα μαλλιά και τους κροτάφους.

Μες στους λυγμούς της ψιθύρισε σιγανά: - Χώρισα με τον Λουκά, Γιαννιό, χώρισα, δεν άντεξα άλ-

λο... Εκείνος για λίγο βουβάθηκε, την κρατούσε ακίνητος στα

χέρια, ύστερα είπε βραχνά: . - Ώ ρ α ήταν να το κάνεις, ώρα ήταν. Γιατί και μόνη σου

και μαζί του δε διέφερε σε τίποτα, πάντα μονάχη βάδιζες. Καλύτερα έτσι, γιατί εγώ σε θέλω. Εγώ σ' αγαπο), Ρηνιώ μου.

Page 180: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Τοΰτα τα λόγια εκείνος τα είπε ήρεμα και γλυκά. Οι λέξεις ξεχύθηκαν από μέσα του, από όλο το είναι του, παρορμητι-κά και χωρίς σκέψη, πήρε το πρόσωπο της στις χούφτες του και την κοίταξε μες στα μάτια. Και τότε η ψυχή της θρυμ-ματίστηκε, η αναπνοή κόπηκε από τη βαθιά ματιά του. Μού-διασε ολόκληρη και ύστερα άρχισε να τρέμει μες στα χέρια του.

- Ρηνιώ μου, ξεστόμισε λαχανιασμένος και βραχνός. Ρη-νιώ μου! Αυτός ο ψίθυρος την τρέλανε και ανταποκρίθηκε φιλώντας τον στα χείλη. Τότε το στόμα του ρούφηξε τα δά-κρυά της. Την έσφιξε δυνατά πάνω του και εκείνη ένιωσε τόσο ασφαλισμένη μέσα σ' αυτά τα χέρια όσο δεν είχε νιώ-σει ποτέ από τότε που βγήκε από την αγκαλιά της μάνας της/

Τα φιλιά έγιναν αναστεναγμοί, κραυγές χαράς, έκπλη-ξης και ελευθερίας για τα πρωτόγνωρα, αλλά και για τα ξε-χασμένα. Γι' αυτά που και οι δυο τους δεν ήξεραν ότι υ-πάρχουν και ότι μπορούν να τα αισθανθούν. Παρασυρμένοι από μια άγρια ανεξέλεγκτη ανάσα, ξέχασαν ποιοι είναι, πού βρίσκονται, τι τους χωρίζει.

Τείχη ολόκληρα, κάστρα ανάμεσά τους και αυτοί δεν τα λογάριασαν, ήταν μόνο ένας άντρας και μια γυναίκα. Δεν υ-πήρχε ούτε η κοινωνική διαφορά ούτε η αλλιώτικη σκέψη ού-τε οι φαμίλιες τους. Αποτινάχτηκαν από τα πρέπει και από την ντροπή, λειτουργούσαν μόνο τα αισθήματα, οι αισθήσεις, ο χτύπος στη φλέβα τους. Τώρα έβλεπαν το ίδιο όνειρο...

Κάποια στιγμή μες τα φιλιά τους, όταν οι ψυχές ξεγυ-μνώθηκαν, όταν τα σώματά τους δεν έκρυβαν πια μυστικά, η Ειρήνη είδε τις πληγές πάνω του. Είδε τα χνάρια της πρωινής

Page 181: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

μάχης και έκλεισε τα μάτια της σφιχτά σαν να πονούσε αυ-τή η ίδια.

- Πρέπει να φροντίσουμε τα τραύματά σου, Γιάννη, εί-πε και αφημένη στα χέρια του φίλησε κάθε χτύπημα, κάθε πληγή πάνω σ' αυτό το καινούριο γι' αυτή και τόσο αγαπη-μένο κορμί.

Ξέφυγε από την αγκαλιά του και αμέσως ένιωσε απώ-λεια, μοναξιά και κρύωσε. Έψαξε με το βλέμμα το μικρό φαρμακείο του γραφείου και πήρε να απολυμάνει με σπίρ-το και να δέσει τις πληγές του Γιαννιού. Εκείνη την ώρα ά-κουσε το άλογο του Θύμιου, του αμαξά, κάτω στο λιθό-στρωτο.

- Είναι ώρα να χωρίσουμε, είπε μαλακά στον αγαπημέ-νο της και χάθηκε στη γλύκα των ματιών του.

- Ναι, κυρά μου, της απάντησε και την έσφιξε τόσο δυ-νατά πάνω του, που κόπηκε η ανάσα του από τον πόνο στα πλευρά, εκεί που είχε μελανιάσει από το ξύλο και τις μπου-νιές. Πρέπει να χωρίσουμε, επανέλαβε ο Γιάννης βραχνά και τη φίλησε στη λακκουβίτσα του λαιμού και τα χείλη. Αχ, Ρήνη, Ρήνη, είσαι όμορφη γυναίκα. Σε σέρνω μέσα μου χρό-νια, καημό αγαπημένο. Και μ' αυτά τα λόγια πάλι πήρε να τη φιλά... Εκείνη λαχανιασμένη, με αγωνία και ταραχή, τρα-βήχτηκε και ψιθύρισε:

- Να μη μας ακούσει ο αμαξάς. Φύγε μετά από μένα, Γιαννιό, και φυλάξου.

Εκείνος έκανε νεύμα πως ναι, θα πρόσεχε. Τη στιγμή όμως που η Ειρήνη έβγαινε από το δωμάτιο την άρπαξε από το χέ-ρι και την έσφιξε ξανά πάνω του. Τη φίλησε άγρια και γλυκά, ύστερα ψιθύρισε βραχνά, με τα χείλη του πάνω στα δικά της.

Page 182: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

- Δε θα κρυβόμαστε για πολύ... Δεν είμ' εγώ για κλεμμέ-νες αγάπες, δεν κάνω τσαλαβουτιές. Εγώ αγαπώ δυνατά και αντρΐκεια, με κατάλαβες, Ρήνη; Και τη φίλησε έτσι που το κορμί της ρίγησε σαν καλαμιά στον κάμπο. Εγώ θα είμαι πλάι σου, για σένα μόνο, όμως δεν υπόσχομαι ότι δε θα α-περγήσω ξανά. Αυτό θα εξαρτηθεί από σένα, αφεντικό, πρό-σθεσε διασκεδάζοντας με την έκφραση του προσώπου της...

Λίγη ώρα αργότερα, καθισμένη πίσω στο αμαξάκι, γυρίζο-ντας στο μεγάλο και άδειο σπίτι της, η Ειρήνη ξαναζούσε κά-θε χάδι, κάθε φιλί, κάθε τρέμουλο του κορμιού του. «Σίγου-ρα τρελάθηκα», σκέφτηκε χαμογελώντας, συνεπαρμένη α-κόμα από τον έρωτά της. «Τρελάθηκα με έναν επαναστάτη. Πού θα με οδηγήσει αυτό;» είπε στον εαυτό της. Συνειδη-τοποιώντας ότι έπιασε εραστή, έγινε κατακόκκινη. Άγγιξε τα μάγουλά της που έκαιγαν.

«Σύνελθε, Ειρήνη», μονολόγησε. «Σύνελθε, σε λίγο θα εί-σαι γιαγιά. Ε, και; Μήπως κι αυτός είναι νεότερος από μέ-να; Ο Γιαννιός δεν είναι παιδαρέλι, δεν είναι νεαρός, αλλά, αλλά... Αχ! Αλλά...»

Η νύχτα ήταν τόσο γλυκιά, ο δρόμος με τις μεγάλες λεύ-κες από τη μια και από την άλλη μεριά φωτιζόταν από το φεγγάρι που έπαιζε μες στα φυλλώματα. Ένα αηδόνι κε-λαηδούσε την άνοιξη σε μια βραδιά πλανεύτρα. Η υγρασία έβγαζε από τα χόρτα μαζί με τις στάλες της δροσιάς και την ευωδιά τους. Όλα έκαναν το κορμί της να ριγά. Οι μυρωδιές, οι ήχοι, τα χέρια του Γιαννιού πάνω της πρωτύτερα. Όλα την ξεσήκωναν.

Page 183: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

«Αχ, Λουκά, που μας οδήγησες;» αναστέναξε πριν αφε-θεί ξανά στο όνειρο...

- Κυρία Ειρήνη, φτάσαμε. Φτάσαμε, είπε ξανά, για δεύ-τερη φορά, ο Θύμιος. Αποκοιμηθήκατε; Εμ, βέβαια, κου-ραστήκατε πολύ σήμερα. Δεν ήταν μέρα αυτή με τόσες μά-χες ολούθε και ζημιές, κόλαση ήταν.

«Και παράδεισος μαζί», συμπλήρωσε μέσα της η Ειρή-νη και είπε σιγανά στον αμαξά:

- Καληνύχτα, Θύμιο, έλα αύριο το πρωί στις οχτώ να με πάρεις.

Ο Γιάννης μπήκε στο σπίτι και αμέσως έτρεξαν δίπλα του η κόρη του και ο μικρότερος γιος του, ο Γιωργής.

- Πατέρα, τι έγινες, πατέρα; Φοβηθήκαμε πολύ, ο Ανέ-στης ο γείτονας είναι ώρα που γύρισε στο σπίτι του. Σας ά-φησαν, λέει, οι χωροφύλακες από νωρίς. Εσύ εξαφανίστη-κες, πατέρα, και μας ανησύχησες, είπε η κοπέλα. Ο Γιαννιός απέφυγε το βλέμμα της, έβαλε τσιρότο στις πληγές του και είπε στον Γιωργή, που περίμενε να ακούσει από πρώτο χέ-ρι τα γεγονότα:

-Αύριο, γιε μου, τα λέμε, αύριο. Είμαι ψόφιος, παιδί μου, ψόφιος στην κούραση.

Λίγες κάμαρες είχε το σπίτι του. Τη δική του τη μοιρα-ζόταν με το γιο του από τότε που χήρεψε, πριν δώδεκα χρό-νια. Μόνος ανάστησε τα παιδιά του. Ξαπλωμένος στο στε-νό κρεβάτι, με το χέρι ανασηκωμένο για προσκεφάλι, κοι-τούσε τη σελήνη που τρύπωσε μέσα από τα πατζούρια και σκεφτόταν τη Ρήνη.

Page 184: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Πόσο μεγάλα και τρομαγμένα ήταν τα μάτια της! Πόσο λευκό το δέρμα στο στήθος και τα μπράτσα! Πόσο μελένιο και τρυφερό!

«Μυρίζει τόσο όμορφα η αγάπη μου...» σκέφτηκε και ρί-γησε ολόκληρος σαν θυμήθηκε τους αναστεναγμούς της και τα τρελά τους λόγια.

«Πανάθεμά με, ερωτεύτηκα, την έπαθα για τα καλά, που θα με βγάλει τοΰτο;» πήγε να συλλογιστεί, αλλά δεν από-σωσε τη σκέψη του, δε συνειδητοποίησε σε τι μπλέχτηκε γιατί ο ΰπνος τον πήρε. Οΰτε πόνο ένιωθε από τα χτυπήμα-τα ούτε ανησυχία για τον έρωτά του, μόνο η αίσθηση της σάρκας της μέσα στη δικιά του τον παρέλυε και έσφιξε το όνειρο αυτό δυνατά μέσα στην ψυχή.

Ο Γιαννιός ήταν ένας άντρας πολύ κουρασμένος στη ζωή. Η οικογένειά του είχε περάσει μια πραγματική οδύσσεια, όπως και ο ίδιος, για να φτάσει στη Δράμα.

Κρατούσε από τους Πόντιους του Εύξεινου Πόντου, από τη Γεωργία. Και εκεί που οι πρόγονοι του πήγαν να δουν μια ά-σπρη μέρα, ο ρωσοτουρκικός πόλεμος έφερε τα πάνω κάτω....

Ένα από τα μεταναστευτικά κύματα των Ελλήνων ατιό τψ Τουρκία ήταν το 1866, προς τη Γεωργία.

Η ρωσική κυβέρνηση αποφάσισε να ισχυροποιήσει τους παρα-θαλάσσιους οικισμούς της Γεωργίας προσφέροντάς τους, ή μάλλον χαρίζοντάς τους, σε αυτούς τους μετανάστες. Οι λόγοι ήταν πολ-λοί: Πρώτον, ενισχυόταν έτσι η Ορθοδοξία σε αυτές τις περιοχές ό-

Page 185: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

που υπερίσχυαν οι μουσουλμάνοι. Και, δεύτερον, δημιουργούνταν οι-κισμοί με σκοπό να αναπτυχθούν οικονομικά οι περιοχές των παρα-λίων της Γεωργίας.

Το 1919, Πόντιοι και Αρμένιοι προσπάθησαν να προωθήσουν σχέδιο για τη δημιουργία αυτόνομου ελληνοαρμενικού κράτους.

Το σχέδιο ματαιώνεται και οι Νεότουρκοι βρίσκουν πρόφαση να εντείνουν διωγμούς, έκτακτα δικαστήρια και θανατώσεις.

Στα 1915-1922 θανατώθηκαν περισσότεροι από 200.000 Έλλη-νες και Πόντιοι.

Πολλοί Έλληνες της Ανατολικής Θράκης, του Πόντου και της Δυτικής Μικρός Ασίας κατέφυγαν πρόσφυγες στην Ελλάδα και τη νό-τια Ρωσία. Στις 15 Μαΐου του 1919, ο ελληνικός στρατός αποβιβά-στηκε στη Σμύρνη. Προκλήθηκε κύμα ενθουσιασμού στους Έλληνες της περιοχής, αλλά και έξαρση του τουρκικού εθνικισμού. Ο Βενιζέ-λος, με προτροπή της συμμαχίας, άπλωσε την ελληνική διοίκηση σε ολόκληρη την περιοχή του Αϊδινίου.

Η αντίδραση των Τούρκων ήταν μεγάλη, με έξαρση του τούρκι-κου εθνικισμού που είχε για εκφραστή του τον Κεμάλ.

Ο Κεμάλ οργάνωσε επαναστατικό στρατό και δημιουργήθηκε ένα πλατύ μετακινούμενο μέτωπο. Οι Έλληνες έστελναν συνεχώς ενισχύ-σεις στη Μικρά Ασία.

Οι συμμαχικές δυνάμεις δήλωσαν ότι δε θα εμπλακούν σε πολε-μικές επιχειρήσεις.

Ο ελληνικός στρατός τότε έφτασε νικηφόρα ως την Προύσα και ο Κεμάλ υποχώρησε στη Νικομήδεια.

Οι Γάλλοι μετέβαλαν την πολιτική τους και στράφηκαν προς τον Κεμάλ. Μάλιστα, για να διασφαλίσουν τα συμφέροντά τους, υπέ-γραφιαν μαζί του το συμφωνητικό της Άγκυρας τον Οκτώβριο του 1912.

Page 186: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Συμφωνία με τον Κεμάλ σύναψε και η Ιταλία, ηον εφοδίαζε με οπλισμό τονς Τούρκους.

Οι Άγγλοι, θεωρητικά, ήταν με τονς Έλληνες, στην πραγματικό-τητα όμως στράφηκαν και αντοί στον Κεμάλ και γι' αντό δεν πρό-σφεραν καμιά βοήθεια στονς Έλληνες.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής δεν απέβλεπαν σε εδάφη της Οθωμανικής Αντοκρατορίας, είχαν όμως σνμφέροντα εκεί.

Η Σοβιετική Ένωση ήταν απόλύτα αντίθετη με τη στρατιωτική ε-πέμβαση της Ελλάδας στη Μικρά Ασία, γι αντό και νπέγραψε σύμ-φωνο φιλίας με τον Κεμάλ το Μάρτιο τον 1920 πον προέβλεπε οι-κονομικοτεχνική βοήθεια στην, κεμαλική Τονρκία.

Και ενώ οι αντίπαλοι τον Βενιζέλον ήταν αντίθετοι στον πόλεμο, ο ελληνικός λαός είχε μέσα τον το όραμα της «Μεγάλης Ιδέας».

Ο Κωνσταντίνος επισκέφτηκε τη Σμύρνη και ο Κεμάλ κήρνξε «Ιε-ρό Πόλεμο».

Επιχειρήθηκε προέλαση με στόχο την κατάληψη της Άγκυρας, για να πληγεί το κέντρο του κεμαλικού κινήματος. Οι Έλληνες κα-τέλαβαν την Κιοντάχεια και το Δορύλαιο και ο ελληνικός στρατός πλησίασε το Σαγγάριο τον Αύγουστο, όπου μετά από πολύνεκρη μά-χη ανακόπηκε η πορεία του.

Ο βασιλιάς επέστρεψε στην Αθήνα και τότε ο Δημήτριος Γούνα-ρης δήλωσε στη βουλή ότι ο επιθετικός πόλεμος των Ελλήνων έληξε.

Οι ενρωπαϊκές δννάμεις εγκατέλειψαν την Ελλάδα. Ο Κεμάλ προ-τείνει βαρείς όρονς για την ειρήνη, όπως ήταν η απόδοση της Σμύρ-νης στην Τονρκία, η τοπική αντονομία στη Θράκη, η καταβολή πο-λεμικής αποζημίωσης.

Η ελληνική κυβέρνηση απέρριψε αντούς τονς όρονς και ο πόλε-μος συνεχίστηκε.

Page 187: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Η οικογένεια του Γιαννιού, όπως και μερικές άλλες χιλιάδες Έλληνες, προσπαθώντας να αποφύγουν τις σφαγές και τις διώξεις από τους Τούρκους, φεύγουν και πάνε απέναντι. Εκεί, στην περιοχή της Απχαγίας, ιδρύουν οικισμούς και εκ-κλησιές. Καλλιεργούν τη γη που τους δόθηκε και σε μερικές δεκαετίες θα έχτιζαν πλούσιες και ισχυρές πόλεις γιατί εί-ναι γνωστή η εργατικότητα και η ομόνοια των Ελλήνων, μα-κριά από την πατρίδα τους.

Ό μ ω ς εκείνα τα μέρη, λίγο αργότερα, έγιναν πεδία πο-λεμικών επιχειρήσεων μεταξύ των Ρώσων και των Τούρκων, αφού αποβιβάστηκαν τούρκικα στρατεύματα.

Πολλοί έχασαν τη ζωή τους και λίγοι κατόρθωσαν να δια-φύγουν σε άλλα μέρη, μακρινά ή κοντινά.

Ο Γιαννιός κρατούσε από αυτούς τους τόσο ταλαιπωρη-μένους Έλληνες που κατέληξαν στη Δράμα.

Οι επόμενες μέρες για την Ειρήνη και τον Γιαννιό ήταν α-κριβώς όπως και η πρώτη, κόλαση και παράδεισος μαζί. Εκείνος, πιστός στο λόγο του, έκανε ό,τι μπορούσε για να μαζέψει τη σκόρπια σοδειά, να φέρει βόλτα τις ζημιές, να πείσει τους εργάτες για δίκαιη αντιμετώπιση απέναντι στην Ειρήνη και να αποφύγει τις μάταιες συγκρούσεις. Από το χάραμα βρισκόταν στη δουλειά. Τις νύχτες συναντιόνταν κρυφά κάτω στις αποθήκες... Ο έρωτάς τους, κρυμμένος μπροστά στους εργάτες και τους γραφιάδες όλο το πρωί και το απόγευμα, τη νύχτα ξεχυνόταν ακράτητος. Φωτιά και τρέ-λα ήταν η αγκαλιά τους μόλις έπεφτε το βραδινό σκοτάδι. Η Ειρήνη δε γύριζε καθόλου πια στο αρχοντικό, μόνο αργά τη

Page 188: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

νύχτα, μετά τα αγκαλιάσματά τους, τότε που το κορμί λού-φαζε για ύπνο, τότε μόνο γυρνούσε. Ό μ ω ς ακόμα και τότε η ψυχή έμενε αχόρταγη...

- Μάγισσα αφέντρα, της ψιθύριζε ο Γιαννιός και η Ει-ρήνη δε χόρταινε να τον χαϊδεύει και να τον πλανεύει. Και η ίδια δεν καταλάβαινε πώς έβγαζε από μέσα της αυτά τα καμώματα και πώς γεννούσε τέτοιες πεθυμιές. Δε χόρταινε τη μέθη, δε χόρταινε να ρουφάει τη φλογίτσα στα ζωηρά του μάτια. Πάντα συμμαζεμένη υπήρξε πρωτύτερα...

Όμως μέρα τη μέρα, κάτι πήρε το μάτι μερικών, κάτι πήρε και σύρθηκε σούσουρο ανάμεσα στους εργάτες...

- Μητέρα, δε σας βλέπουμε πια ποτέ, γκρίνιαξε ο Σπύ-ρος στην Ειρήνη. Ό λ η μέρα στο εργοστάσιο είσαστε. Η Άννα όμως ήρθε πια στις μέρες της! Ο αμαξάς μου είπε κά-τι περίεργα που κάνει ο Γιαννιός. Δήθεν τάχα ότι πόνεσε το εργοστάσιο, κάτι θα ετοιμάζει, να τον προσέχετε!

Κατακοκκίνισε η Ειρήνη και άλλαξε κουβέντα. Είπε πως θα γυρίσει στο σπίτι της νωρίς, μόλις όμως μούχρωσε η ά-γρια συνήθεια των τελευταίων ημερών σύρθηκε πάνω της σαν αγέρι που κολλά στο δέρμα την υγρασία. Έτσι, η πε-θυμιά για να τον δει και να τον αγκαλιάσει την παρέσυρε ξα-νά εκεί, στις αποθήκες με τα καπνά.

Ο Γιαννιός αυτό το βράδυ γύρισε στο σπίτι με το κορμί χορτάτο από τη Ρήνη, με την καρδιά δοσμένη σ' αυτήν και την ψυχή χαμένη από χέρι. Χεράκι λευκό, που χώθηκε στο μυαλό του και το παρέλυσε και του έφερε τη λήθη και τη λη-σμονιά για αγώνες και για οράματα ελευθερίας, τη λησμο-νιά για ισότητες και ανισότητες.

Βρήκε να τον περιμένουν έξω από την πόρτα του πέντε

Page 189: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

έξι σύντροφοι από τη δουλειά. Ο γιος του, δεκάξι χρονών πα-λικαράκι αμούστακο, και η κόρη του μπροστά στην ξώθυ-ρα τον περίμεναν κι αυτοί με την ψυχή στα μάτια.

- Ρε Γιάννη, τι είναι αυτά που κάνεις; Ρε, ξέχασες την πείνα μας και πουλήθηκες στα αφεντικά; Φτου σου, ρε! εί-πε ο πιο γέρος, που ήταν μελανά τα πόδια του από την κού-ραση τόσων ετών. Αυτός που από χρόνια έπρεπε να είχε ξα-ποστάσει, μα οι ανάγκες δεν τον άφησαν. Εμείς ήρθαμε σαν αδέρφια, σαν φίλοι να σε ορμηνέψουμε. Ρε, το κεφάλαιο το πολεμάμε, δεν το αγκαλιάζουμε. Πρόσεχε γιατί αυτή θέλει να σε ξεζουμίσει στη δουλειά και μετά, σαν αποκάμεις, θα σε ρίξει στους πέντε δρόμους. Πρόσεχε, γιατί οι άλλοι σε έ-χουν άχτι μεγάλο. Αφού συρθήκαμε σε απεργία και κόλλη-σε το άντερο μας και το χνότο μας βρόμισε από την αφαγιά, εσύ άλλαξες ρότα. Πρόσεχε, Γιαννιό...

Εκείνος σιωπηλός έκλεισε την πόρτα και, αντικρίζοντας τα παιδιά του, είδε στα μάτια τους άτεγκτους δικαστές.

Η κόρη του Γιαννιού με δάκρυα έστρωσε αμίλητη το τραπέζι. «Τι λένε, μωρέ, αυτοί;» αντάριασε η ψυχή του. «Τι λένε

οι φτωχοί στο πνεύμα; Πώς αποφασίζουν για τον τρόπο μου με τέτοιες κρίσεις του αφρού; Εγώ για όλους παλεύω να ορ-θοποδήσει το εργοστάσιο, και για το δικό τους το καλό και για της Ρήνης».

Θυμωμένος πήγε να νιφτεί. Πέταξε το πουκάμισο οργι-σμένος στην καρέκλα και πήρε την κανάτα. Μέσα από το σπασμένο κομμάτι του καθρέφτη που είχε στερεωμένο στον τοίχο για να ξυρίζεται είδε το βλέμμα του γιου του να πέφτει πάνω στη μελανιά που η Ειρήνη του είχε κάνει στο λαιμό την ώρα του πάθους και της φωτιάς τους. Για πρώτη φορά ντρά-

Page 190: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

πηκε ο Γιαννιός για τα παρσίματά τους, φόρεσε αμέσως κα-θαρή αλλαξιά και έστρεψε άλλου τα μάτια.

Η Ειρήνη, γυρίζοντας στο δικό της σπιτικό εκείνη τη νύχτα, όπως πάντα με τον Θύμιο, τον αμαξά, είχε μια συνάντηση ενοχλητική. Ακριβώς στο τρίστρατο πριν στρίψουν στο δρό-μο με τις λεύκες, αυτόν που οδηγούσε στη βίλα, βρήκαν μπροστά τους το διοικητή της χωροφυλακής.

- Καλό σας βράδυ, κυρία Ειρήνη, είπε εκείνος. Βλέπω, κάνετε υπερωρίες κι εσείς στο εργοστάσιο. Καλό είναι όμως σε τέτοιους καιρούς να μη μένετε αργά στους δρόμους.

Ύστερα, χαμηλώνοντας τη φωνή για να μην ακουστεί, πρόσθεσε:

- Να τον προσέχετε τον Γιαννιό, δεν είναι για πολλά, μην του δίνετε θάρρος, αυτοί που ανταρτοφέρνουν δεν έχουν μπέσα. Ύστερα συνέχισε δυνατότερα: Καληνύχτα σας, κυ-ρία μου, καλό ξημέρωμα.

Η Ειρήνη ενοχλήθηκε πολύ, γιατί στα λόγια του γαμπρού της προστέθηκαν κι αυτά του χωροφύλακα.

«Μα τι διάολο, και ο αέρας μάτια έχει; Αφτιά πονηρά και κακόβουλα; Τα αρπάζουν στο φτερό και πριν βγάλω από-φαση εγώ για το τι θέλω και τι όχι οι άλλοι τη γνωρίζουν κιό-λας; Και τι τους κόφτει; Τι ζόρι τραβάνε; Αν ο Γιαννιός ήταν της σειράς μου, τίποτα δε θα λέγανε, θα το βουλώνανε».

Έμεινε άγρυπνη πολλή ώρα κι εκεί που έπαιρνε την α-πόφαση να δώσει βάση στα κουτσομπολιά και να αραιώσει τις ερωτικές συναντήσεις με τον Γιαννιό, έρχονταν στο νου της τα καθάρια μπλε μάτια του, η εμπιστοσύνη και η ασφά-

Page 191: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

λεια που ένιωθε στην αγκαλιά του και θύμωνε και μετάνιω-νε και έλεγε ότι καλά έκανε και του δόθηκε. Αυτός άξιζε ό-σο εκατό Λουκάδες γιατί δεν την κορόιδεψε και πάλευε ι-κανά να στήσει το εργοστάσιο με τα κόπια του.

Το επόμενο βράδυ άλλαξαν τον τόπο της συνάντησής τους. Γύρισε νωρίς στο σπίτι της η Ειρήνη και ο Γιαννιός ήρθε κρυφά και με προφυλάξεις κάτω, στο κελάρι. Η Ει-ρήνη είπε στην Ανθή και τη Φωτεινή, τη μαγείρισσα, μαζί με τον αμαξά να πάνε να μείνουν για λίγες μέρες στην Άννα. Πλησίαζε η στιγμή της γέννας. Καλύτερα η κοπέλα να είχε όλη τη βοήθεια που χρειαζόταν. Αν μες στη νΰχτα ερχόταν η ώρα της, θα έφευγε ο Θΰμιος αμέσως με την άμαξα να πάρει την Ειρήνη.

Το σπίτι ερήμωσε από τα σουρτα φέρτα των γυναικών και στις εννιά το βράδυ ο Γιαννιός σφύριξε συνθηματικά. Η Ειρήνη τον έμπασε βιαστικά κάτω από τη σκιά των δέντρων μέσα στο κελάρι.

- Μας κουβεντιάζουν, Γιαννιό, του είπε ταραγμένη μόλις έκλεισαν την πόρτα.

- Άσ' τους να το κάνουν, αποκρίθηκε εκείνος. Όμως μια βαθιά ρυτίδα σκίασε το μέτωπο του. Άσ' τους να το κάνουν, Ρήνη, οι άνθρωποι πάντα φοβούνται και φθονούν αυτά που δε φτάνουν. Εμείς πάμε κόντρα στο κΰμα, θα μας ξεχάσουν, εδώ γίνονται τόσα και τόσα στον κόσμο, θα βαρεθούν. Μ' αυ-τά τα λόγια την πήρε μέσα σε μια μεγάλη αγκαλιά βαθιά και τρυφερή. Στη θέρμη που τους τύλιξε χάθηκαν, χάθηκαν σε χάδια και παραδόθηκαν στους δρόμους και τους κώδικες που κάθε ζευγάρι ολότελα ξεχωριστά χαράζει μέσα στο πά-θος του.

Page 192: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

- Πόσο γλυκά είναι τα φιλιά σου! αναστέναξε εκείνη και η χαμηλή λάμπα φώτισε τα μάτια της κι αυτά γυάλισαν σαν πράσινες λίμνες. Ο Γιαννιός ξέχασε τα λόγια των συντρό-φων του και παραδόθηκε χωρίς ενδοιασμούς, με τη δύναμη του πάθους και τον αυθορμητισμό που έχουν οι γνήσιοι ά-ντρες.

Μες στο πηχτό σκοτάδι που τύλιξε το σπίτι ψηλά στο λό-φο και τους γνώριμους ήχους της νύχτας σιγά σιγά κάτι άλ-λαξε. Κάτι άπιαστο στην ατμόσφαιρα. Κρότοι, σκόρπιες φωνές που γιγαντώνονταν και θέριευαν και γίνονταν κραυ-γές. Ο ήχος από καμπάνα που χτυπούσε δαιμονισμένα και, τέλος, δυνατά χτυπήματα στην πόρτα.

Η Ειρήνη αναστέναζε γλυκά κάτω από τα χάδια του Γιαν-νιού, ενώ όμως του δινόταν με λαχτάρα ανάμικτη με δίψα, στο βάθος του μυαλού, άθελά της, καταγράφονταν θόρυβοι αλλιώτικοι απ' αυτούς που κάθε βράδυ άκουγε έξω από τους χοντρούς τοίχους του υποστατικού. Μια ανησυχία, μια άγνω-στη ενόχληση, την έκανε να τραβηχτεί από την αγκαλιά του. Και ενώ τα γένια του την έγδερναν στο στήθος, εκείνη, αντί να σφιχτεί πάνω στο αγαπημένο σώμα, απομακρύνθηκε και σκεπάστηκε. Τ η στιγμή που τα χτυπήματα στην πόρτα τους τίναξαν ορθούς* ντυνόταν.

- Θα είναι ο Θύμιος, Γιάννη, ήρθε η ώρα να πάω στο παιδί μου. Εσύ φύγε αργότερα, δεν είναι κανένας στο σπί-τι. Φυλάξου, αγάπη μου, καλή αντάμωση, είπε και ανεβαί-νοντας από το κελάρι πήρε μαζί της τη λάμπα.

Άνοιξε την πόρτα και ο Θύμιος που στεκόταν μπροστά της ήταν τρομαγμένος και έλεγε πράματα ακατάληπτα και μπερδεμένα.

Page 193: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

- Κυρά IV]νη, ήρθε η ώρα, ελάτε, ελάτε, η κυρία Άννα δεν είναι καλά.

- Τι λες, μωρέ Θΰμιο; Γεννάει, δεν είναι άρρωστη η Άννα. - Δεν είναι καλά, σας λέω, κυρία, δεν είναι καλά και, δυ-

στυχία μου, δεν είναι μόνο τούτο το κακό! Πριν προλάβει να αποσώσει τη φράση του, η Ειρήνη πρόσεξε μια ρόδινη φεγ-γοβολή που είχε σκεπάσει όλο τον ουρανό και ήταν διάχυ-τη στην ατμόσφαιρα. Η μυρωδιά του καπνού και οι στάχτες είχαν σκορπιστεί παντού.

- Τι γίνεται, Θύμιο; ρώτησε τρομαγμένη. - Φωτιά, φωτιά, κυρία. Ό λ α τα καπνά λαμπαδιάσανε,

καίγονται μέχρι πέρα τα κτήματα και οι αποθήκες σας. Τρεις άντρες πληγώθηκαν στου γείτονα, του κυρ Πέτρου, ε-νώ προσπαθούσαν να τη σβήσουν. Οι χωροφύλακες πήραν το γέρο Μήτσο με εγκαύματα βαριά από τις αποθήκες σας.

Η Ειρήνη ένιωσε να σβήνει. Δεν ήξερε πούθε να τραβή-ξει, να κοπεί στα δυο; Μισή να πάει στο εργοστάσιο και άλ-λη μισή πουλί να πετάξει στο προσκεφάλι της Άννας;

- Πήγαινέ με αμέσως, γρήγορα, στην κόρη μου, είπε βρα-χνά ρίχνοντας βλέμματα θανάτου προς το εργοστάσιο. Αυτό που τόσες φορές πάλεψε με νύχια και δόντια για να σώσει.

Να φτάσει γρήγορα στο πλάι της Άννας η Ειρήνη ήταν μια κουβέντα, γιατί παντού οι δρόμοι είχαν κλειστεί από τις φωτιές. Το άλογο του Θύμιου αγρίεψε, σταμάτησε και δεν προχωρούσε. Εν τω μεταξύ οι στράτες έφραξαν και έπηξαν από τις άμαξες που έτρεχαν δώθε κείθε. Η Ειρήνη πανικό-βλητη κατέβηκε και με τους αγκώνες, λαχανιασμένη, έκοψε μονοπάτι ανάμεσα από ανθρώπους που πάλευαν με κουβά-δες να σβήσουν τις φωτιές. Σπρώχνοντας, έφτασε στο σπίτι

Page 194: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

της Άννας ιδρωμένη, ξεχτένιστη, βρόμικη, με μουντζουρω-μένο το πρόσωπο και τα χέρια. Πλΰθηκε και τρέμοντας α-πό φόβο για την τΰχη του παιδιού της μπήκε στο δωμάτιο της λεχώνας.

Γύρω από την κοπέλα ήταν η μαμή, ο γιατρός και η Ανθή με τη Φωτεινή. Η Άννα ήταν κατάχλομη. Κόπηκαν τα πό-δια της Ειρήνης μόλις είδε το παιδί της σε τέτοια κατάστα-ση. Άρπαξε το γιατρό από το μπράτσο και τον κοίταξε ρω-τώντας με τη ματιά αγριεμένη.

- Δύσκολα, της έκανε νόημα εκείνος, πολύ δύσκολα. Δύο μέρες ταλαιπωρήθηκε η Άννα, στο τέλος της πήραν

το παιδί με εμβρυουλκό και η ίδια έφτασε στο χείλος του θα-νάτου από την αιμορραγία.

Η Ειρήνη ούτε ήπιε ούτε έφαγε ούτε σηκώθηκε από το προσκεφάλι της.

- Χρειάζεται μετάγγιση, Ειρήνη, η κόρη σου, όμως είναι αρκετά επικίνδυνο αυτό. (Τότε δε γνώριζαν καλά τις συμ-βατότητες και τις ομάδες αίματος, έτσι κινδύνευαν συχνά στις μεταγγίσεις από ηπατίτιδες.) Χρειάζεται πολύ αίμα. Ποιος θα το δώσει;

- Εγώ, είπε η Ειρήνη, εγώ, και την τελευταία μου σταγό-να για το παιδί μου.

- Είναι επικίνδυνη η μετάγγιση, γιατρέ; ρώτησε ο Σπύ-ρος και τα είχε χάσει και δεν ήξερε πώς να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο που διέτρεχε η νεαρή γυναίκα του.

- Ναι, είναι επικίνδυνη, όμως η Άννα είναι χαμένη για χα-μένη, ίσως έτσι σωθεί.

- Χρειάζεται πολύ αίμα, Ειρήνη, δεν μπορείς εσύ να το δίόσεις όλο.

Page 195: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

- Θα το δώσω, είπε εκείνη αποφασιστικά. Κι έτσι έγινε. Το μωρά που γεννήθηκε ήταν κοριτσάκι και η Άννα σώ-

θηκε. Μια βδομάδα αργότερα άνοιξε τα μάτια της και με σύ-ντροφο τη νεαρή της ηλικία συνήλθε.

Η Ειρήνη όμως καταβλήθηκε πολΰ. Έμεινε δεκαπέντε μέρες στο κρεβάτι ανήμπορη να βγει και να αντιμετωπίσει τα τραγικά που γίνονταν γΰρω της.

Ακούγοντας ο Γιαννιός τις φωνές του Θΰμιου για τις φωτιές, μόλις ο αμαξάς έφυγε με την Ειρήνη, βγήκε από το κελάρι βιαστικά για να τρέξει στο εργοστάσιο. Του έκοψαν όμως το δρόμο χωροφύλακες και εργάτες. Όλοι μαζί, οι Αρχές του τόπου και οι παλιοί του σύντροφοι, τον κατηγόρησαν για εμπρηστή. Βγήκε, λέει, από το κελάρι της Ρήνης, πήγε κι εκεί να βάλει φωτιά. Να κάψει το σπίτι του αφεντικού, ό-πως έκανε και με τις αποθήκες και τα γύρω κτήματα. Τον είδαν τόσοι και τόσοι! Πολλοί βρέθηκαν να μαρτυρήσουν ό-τι τον είδαν...

Κρατώντας δάδες για να φέγγει μες στο σκοτάδι προχω-ρούσαν φωνάζοντας. Τον είχαν σε στενό κλοιό, μέχρι που έ-φτασαν στη χωροφυλακή, εκεί τον έκλεισαν στα σίδερα.

Κάνα δυο παλιοί φίλοι μόνον πήγαν να τον δουν. - Αχ, ρε Γιαννιό! Αχ! Πού είναι τώρα η κυρά σου να σε

υπερασπιστεί; Θα σε κρεμάσουν, μωρέ Γιάννη, τόσο άχτι σ έχουν. Γιατί αυτή δεν έρχεται να πει δυο λόγια για σένα α-φού ορκίζεσαι ότι είσαι αθώος; Πώς σε εγκαταλείπει έτσι α-βοήθητο; Οι κτηματίες που χάσανε βιος θα σε κρεμάσουν. Αυτή όμως έχει τη δύναμη να σε σώσει.

Page 196: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Ο Γιάννης σιωπούσε και έλπιζε. «Τώρα θα ρθει», σκε-φτόταν. «Τώρα, δεν μπορεί να με αφήσει η Ρήνη στην κα-ταδίκη».

- Που ήσουν, Γιάννη, την ώρα της πυρκαγιάς; ρωτούσαν οι χωροφύλακες.

- Στο σπίτι μου, αποκρίνονταν. - Και ποιος σε είδε στο σπίτι σου; - Κανείς, δεν αντάμωσα κανέναν. Η θηλιά στένευε γύρω

του, την ένιωθε ήδη να σφίγγει στο λαιμό, όμως δεν πρόδι-δε ότι την ώρα της φωτιάς ήταν στην αγκαλιά της Ρήνης.

Τσιμουδιά, κουβέντα δεν ξεστόμισε σε κανέναν, ούτε στα παιδιά του. Ή ρ θ ε από τη Θεσσαλονίκη ο μεγάλος του γιος και κίνησε γη και ουρανό για να τον βγάλει από το κελί. Αλλά όλοι ήταν ανένδοτοι.

- Θα δικαστεί ο Γιαννιός. Θα δικαστεί και τότε εκεί θα αποφασίσουν για την τύχη του.

Η κόρη του είχε λιώσει στο κλάμα. Ο αρραβωνιασιικός της, φτωχό παλικάρι που ζούσε στην Ξάνθη, της ζήτησε να παντρευτούν και να φύγουν από τα μέρη τους. Βούιξε ο τό-πος με τα κρίματα του Γιαννιού και τον παίρνανε μπάλα και αυτόν τα βόλια. Άνεργος έμεινε, δεν έβρισκε πουθενά δου-λειά.

- Θα πάμε στην Καβάλα, της έλεγε, να απομακρυνθούμε από δω. Και το κορίτσι δεν του απαντούσε, μόνο έκλαιγε. Ύστερα, άμα την παραζόριζε, του αποκρινόταν με λυγμούς:

- Τώρα δεν τον αφήνω τον πατέρα. Πάγαινε εσύ και ε-γώ σε ανταμώνω ύστερης, αργότερα, να τελειώσει το κακό.

- Να τελειώσει το κακό ή να τελειώσουν τον πατέρα σου; της αποκρίνονταν εκείνος χολωμένος.

Page 197: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Και ο Γιαννιός σιωπούσε. Όχ ι , δε θα έκανε βούκινο την αγάπη του να τη ρεζιλέψει σε όλους. Θα την προστάτευε. Την είχε φυλαχτό μες στην καρδιά, την είχε εικόνισμα. Ήξε-ρε ότι εργάτες και αφεντικά μόνο προστυχιές για κείνη θα ξεστόμιζαν κι αυτό ο Γιαννιός δεν το άντεχε. Ή τ α ν στο κορ-μί και την ψυχή του μέσα η Ειρήνη.

- Θα είναι μια σύντομη δίκη, θέλουν να τελειώσουν γρή-γορα.

Η Ειρήνη ξαπλωμένη, ανήμπορη, στο σπιτικό της κόρης της, προσπαθούσε και εκείνη μαζί με τη λεχώνα να ξεπε-ράσει την αδυναμία του κορμιού της.

Κανένα νέο από τους καπνάδες δεν έφτανε μέσα από τους τοίχους του σπιτιού. Είχε δώσει αυστηρές εντολές ο Σπύρος... Προείχε η υγεία της γυναίκας και της κόρης του. Δεν ήθελε τίποτα να τις ταράξει, έτσι η Ειρήνη δε μάθαινε, δυστυχώς, δε μάθαινε...

- Σπύρο, τι έγινε με τη φωτιά; ρωτούσε όλο αγωνία. Κάη-καν οι αποθήκες μας;

- Ό λ α μια χαρά, μητέρα, αποκρίνονταν εκείνος βιαστι-κά και έκλεινε την κουβέντα

Έτσι οι μέρες κυλούσαν και η Ειρήνη δεν έλεγε να πε-ράσει από τη χωροφυλακή.

- Αύριο το πρωί θα σε δικάσουν, πατέρα. Θα σε κρεμά-σουν, είπαν, ψέλλισε ο Γιωργής και του φιλούσε τα χέρια με δάκρυα. Εγώ όμως, πατέρα, πιστεύω ότι είσαι αθώος, ξέρω εδώ μέσα βαθιά στην καρδιά ότι δεν είσαι ο εμπρηστής. Λυγμοί τράνταξαν το στήθος του παλικαριού και τα δάκρυά

Page 198: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

του που έπεφταν στα χέρια του Γιαννιού μαλάκωναν το μαρ-τύριο της αναμονής... Του γλύκαιναν την αγωνία του μελ-λοθανάτου.

...Σ' έστησαν σε μια γωνιά Και σημάδευαν την καρδιά σου. Σ' έστησαν σε μια γωνιά Κι ήτανε ήλιος, πρωί και παγωνιά...

«Μάγισσα αφέντρα», μονολογούσε με πικρία. «Γιατί ήρ-θες στη ζωή μου; Τ η διέλυσες και τώρα με γκρέμισες και με στέλνεις... Αυτό που ήθελες από μένα το πήρες κι έφυγες. Μόνο κορμί λαχταρούσες; Τίποτα δε σέβεσαι; Ούτε την ψυ-χή μου ούτε τον κόπο μου; Δε σε μέλλει ο πόνος μου, ούτε η ντροπή των παιδιών μου; Γυμνό μ' αφήνεις, γυμνό. Με την ντροπή και τις κατηγόριες σύντροφο. Πού πήγε τόσος έρω-τας και αναστεναγμοί; Όμως, ας μύριζα το άρωμά σου πά-νω μου ακόμα μια φορά, ακόμα μια φορά...»

Αυτές οι βασανιστικές σκέψεις αγρίευαν τα σωθικά του και έχανε κάθε ηρεμία στα μέσα του. Ποθούσε απελπισμέ-να να τη λιώσει τη Ρήνη στο καμίνι που καιγόταν κι αυτός. Να τη σύρει μαζί του στην κρεμάλα. Αχ, ας ρουφούσε ακό-μα μια φορά το άρωμά της. Αχ, να την ένιωθε πάλι να α-φήνεται στα χέρια του και να ανοίγει γλυκά... Σκέψεις πι-κρές, σκέψεις φυλακισμένου, καταδικασμένου.

Την αυριανή μαζεύτηκαν όλοι, εργάτες, καπνάδες και χωροφύλακες, για να βγάλουν δικαστική απόφαση. Άλλος, λέει, τον είδε εδώ, άλλος εκεί. Τόσοι μαρτύρησαν ότι αυτός έφταιξε για τη φωτιά και τα κακά που προκάλεσε. Φώναζαν,

Page 199: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

έβριζαν... Έκαναν πηγαδάκι οι δικαστές για να βγάλουν την απόφαση.

Τότε, τη στερνή στιγμή, ήταν που κόπηκαν μαχαίρια ό-λες οι κουβέντες. Δεν ανέπνεαν καν. Ο αέρας σταμάτησε και μια βουβαμάρα έπιασε να αιωρείται στην ατμόσφαιρα. Όλοι σώπασαν και έκαναν χώρο στην Ειρήνη να περάσει στην αίθουσα.

Ή τ α ν πολΰ αδΰνατη και μόνο τα μάτια της φάνταζαν τε-ράστια σ' ένα κατάχλομο πρόσωπο. Δε γΰρισε να κοιτάξει προς τη μεριά του Γιαννιοΰ. Πήγε κατευθείαν μπροστά στα έδρανα και είπε με καθαρή φωνή μία μόνο φράση:

- Τ η νΰχτα και την ώρα της πυρκαγιάς ο Γιαννιός ήταν στην κλίνη μου, στην αγκαλιά μου.

Πιστολιά κι αν έπεφτε δε θα έκανε τον κρότο και το θό-ρυβο που άφησαν τα ήρεμα λόγια της. Ύστερα, όπως μπή-κε με το κεφάλι ψηλά, έτσι βγήκε. Τίποτα άλλο δεν πρό-σθεσε, αλλά πριν φΰγει από την αίθουσα το βλέμμα της, υ-γρό και ανταριασμένο, χάιδεψε τον Γιαννιό, που στεκόταν ορθός και τρεμάμενος.

Άραγε να κατάλαβε κανένας άλλος εκτός από αυτόν τι θυσίασε εκείνη την ώρα η Ειρήνη;

Η οικονομία στην Ελλάδα κλυδωνιζόταν. Η κυβέρνηση υιοθέτησε αντιλαϊκή πολιτική και έκοψαν τα χαρτονομίσματα στη μισή αξία τους.

Αναλάμβανε ο ένας πρωθυπουργός μετά τον άλλον. Στο μέτωπο αντικαθιστούνταν οι αρχιστράτηγοι. Η κατάσταση δεν άλλαξε, ούτε οι πολεμικές επιχειρήσεις ούτε τα τραγικά οικονομικά της χώρας.

Page 200: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

0 Κεμάλ εκμεταλλεύτηκε την αδυναμία της Ελλάδας και εξαπέ-λυσε τελική επίθεση στις 26 Αυγούστου του 1922, στην περιοχή του Αψιόν Καραχισάρ. Διέσπασε τους Ελληνες και κατευθύνθηκε, προς τη Σμύρνη.

Στην Αθήνα ξέσπασε καινούρια κρίση και παραιτήθηκε η κυβέρ-νηση.

Το μέτωπο κατέρρευσε. Όσοι από τους Έλληνες στρατιώτες σώ-θηκαν έτρεξαν στα πλοία.

Οι δυνάμεις του Κεμάλ μπήκαν στη Σμύρνη στις 27 Αυγούστου του 1922. Σψαγίασαν τους κατοίκους και πυρπόλησαν την πόλη. Οι σύμμαχοι παρακολουθούσαν. Η Μικρασιατική Καταστροφή δημι-ούργησε έκρυθμη κατάσταση στην Ελλάδα.

Ζητήθηκε παραίτηση του βασιλιά, διάλυση της βουλής και σχη-ματισμός νέας κυβέρνησης. Ο βασιλιάς παραιτήθηκε υπέρ του διαδό-χου Γεωργίου και αναχώρησε για το εξωτερικό, όπου και πέθανε αιφ-νίδια το Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου.

Η καινούρια κυβέρνηση που σχηματίστηκε δίκασε κατά τη γνώμη της τους υπεύθυνους της Μικρασιατικής Καταστροφής στη δίκη των έξι. Η εκτέλεση, που έγινε την ίδια μέρα, προκάλεσε πολλές αντι-δράσεις.

Στις 2 Οκτωβρίου του 1922 συμφωνήθηκε ειρήνη μεταξύ Ελλά-δας και Τουρκίας με βασικό όρο την αναχώρηση των ελληνικών στρα-τευμάτων από την ανατολική Θράκη.

Με τη συνθήκη της Αοζάνης, τον Ιούλιο του 1923, ορίστηκε ο Έβρος ως σύνορο μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.

Παραχωρήθηκαν τα νησιά Τμβρος και Τένεδος στην Τουρκία. Αποφασίστηκε ανταλλαγή των πληθυσμών και εξαιρέθηκαν οι κά-

τοικοι της Κωνσταντινούπολης και των νησιών Γμβρου, Τενέδου κα-θώς και οι μουσουλμάνοι της Ανατολικής Θράκης.

Page 201: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Με τη συνθήκη της Λοζάνης ο ελληνισμός της Ανατολικής Θρά-κης, της Ιωνίας και του Πόντου, μετά από μακρύ ιστορικό βίο, έπα-ψε να υπάρχει...

Αυτές ήταν οι συνθήκες που επικρατούσαν στην Ελλάδα τότε. Μπερδεμένες, τραγικές, μοιραία ισοπεδωτικές για όλους τους Έλλη-νες, πλούσιους και χρταχονς.

Η Ανθή και η Φωτεινή ήταν στην Άννα και τριγύριζαν με τις φροντίδες τους το μωρό.

Αφού έσκασε τη βόμβα της η Ειρήνη, γύρισε στο σπίτι. Καθόταν μόνη με ένα ζεστό βραστάρι στο παράθυρο και κοιτούσε αφηρημένη. Αυτό γινόταν τις τελευταίες μέρες. Κανένας δεν την επισκεπτόταν, την είχαν όλοι απομονώσει. Οΰτε λεπρή να ήταν. Πήγε στης κόρης της και εκείνη ήταν πολΰ ψυχρή μαζί της. Έσκυψε η Ειρήνη να σηκώσει το μι-κρό από την κοΰνια και η Άννα σχεδόν της το άρπαξε από τα χέρια. Ο Σπΰρος με μισόλογα της είπε ότι με την πα-ρουσία της τον εκθέτει στο σπιτικό του.

Έφτασε γραφή από την Μπολόνια όπου σποΰδαζε ο γιος της ο Στρατής ότι δε θα ερχόταν στο σπίτι για τις διακοπές. Είχε δεχτεί, λέει, μια πρόσκληση από ένα φίλο του και θα τον φιλοξενούσαν στη λίμνη του Λουγκάνο.

Ο Λουκάς κατέφθασε άρον άρον από την Αθήνα και πή-γε να μείνει στην Άννα...

Της έστειλε δυο λόγια προσβλητικά γραμμένα, πρόχει-ρα, με τον θ ΰ μ ι ο τον αμαξά.

Καλύτερα, Ρενέ, να μην εμφανιστείς καθόλου στο εργο-

Page 202: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

στάσιο. Δε σε σηκώνει εκεί το κλίμα. «Δάσκαλε που δίδα-σκες και νόμο δεν εκράτεις».

Θα πάω εκεί εγώ με τον Σπύρο, να δούμε χι θα περισώ-σουμε από χις πομπές σου. Εσύ μόνο ζημιά θα κάνεις.

Τουλάχισχον εγώ, γυναικούλα μου, συνδιαλέγομαι με κυρίες. Εσύ, βρε Ρενέ, δεν έχεις ιερό και όσιο. Να ξεπέσεις σχον Γιαννιό; Χάθηκαν οι γύρω κχημαχίες; Δεν νχράπηκες; Με χον εργάτη μας; Να 'χαν και κανένα παιδαρέλι, να πω λιμπίσχηκες χα νιάτα του. Τέλος πάντων, μαντάρα χα έκα-μνες... Κοίχα χώρα να εξαφανιστείς, δε σε παίρνει για χίποχ' άλλο.

Ο πρώην σου, μανχάμ...

«Για δες», σκέφτηκε η Ειρήνη με απορία. «Ήρθε , λέει, να πάει στα καπνά, τον πήρε ο πόνος για τις σοδειές; Λες να έχει στόχους μακρόπνοους για έργα ο Λουκάς;»

•Πιότερο απ' όλα την πονούσε η αδιαφορία του γιου της και η ψυχρή στάση της Άννας. Πόσο απότομη ήταν όταν της πήρε το μωρό από τα χέρια! Σαν να δήλωνε ότι το λέ-ρωνε η Ειρήνη και μόνο με το άγγιγμα. Αχ, πόσο γρήγορα και εύκολα εκείνη και ο Σπύρος ξέχασαν ότι αν τώρα ζούσε η Άννα το χρωστούσε στη μητέρα της που έδωσε το α ίμα της καρδιάς της για να τη σώσει. Που κόντεψε να αρρω-στήσει εκείνη σοβαρά για να ζωντανέψει η Άννα...

Έτσι, μόνη της, κλεισμένη στην αρχοντική φυλακή της, κοιτούσε τις λεύκες που οδηγούσαν στην πέρα θύρα του κτή-ματος. Τα φύλλα τους, ασημιά και πράσινα, όταν θρόιζαν στον άνεμο έκαναν ένα θόρυβο όμοιο με των κυμάτων.

Εκείνη την ώρα ένας άνθρωπος άνοιξε τη μεγάλη κα-γκελόπορτα. Ή τ α ν πεζός, χωρίς άμαξα ή άλογο. Π ε ρ π α -

Page 203: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

τουσε αργά, με το κεφάλι σηκωμένο προς το παράθυρο ό-που στεκόταν η Ειρήνη. Ό τ α ν εκείνος πλησίασε προς το σπίτι, η καρδιά της χτύπησε δυνατά γιατί αναγνώρισε τον Γιαννιό. Άφησε το φλιτζάνι που κρατούσε και έτρεξε να τον ανταμώσει.

Άνοιξε την εξώπορτα διάπλατα κι εκεί, μες στο πρωινό φως, φανερά και ειλικρινά πια, τον υποδέχτηκε από την κυ-ρία, την επίσημη πόρτα του σπιτιού, τον υποδέχτηκε στη ζωή της...

Δεν αντάλλαξαν φιλιά και χάδια, δεν αγκαλιάστηκαν, ό-μως δεν κρύβονταν... Μαζί μπήκαν στο σπίτι και κάθισαν δί-πλα δίπλα στον καναπέ. Τα μάτια τους, συγκινημένα, τα έ-λεγαν όλα...

- Ρήνη, ψιθύρισε εκείνος βραχνά. Λέω να φΰγουμε. Δε μας χωράει, δε μας θέλει ο τόπος.

Σιωπηλά συμφώνησε μαζί του. - Μόνο ο γιος μου ο Γιωργής στέκει δίπλα μου. Αυτόν

αργότερα να τον πάρουμε κοντά μας γιατί είναι δεκάξι χρο-νών παιδί. Όλοι οι άλλοι με εγκατέλειψαν...

- Πάλι καλά που έχεις και ένα παιδί δίπλα σου, Γιαννιό μου, είπε εκείνη με ένα λυγμό. Εγώ κανέναν δεν έχω! Κα-νέναν!

Ο Γιαννιός πλησίασε την Ειρήνη, τώρα ήταν τόσο κοντά που εκείνη ένιωθε την ανάσα του στο πρόσωπο της. Έβλεπε τις μικρές ρυτίδες γυρω από τα μάτια και, προπαντός, το βλέμ-μα. Αυτό το φωτεινό μπλε βλέμμα που παρ' όλες τις κατα-στροφές της ζωής δεν είχε θολώσει, αλλά έβγαζε αστραπές.

Την κοιτούσε και η ματιά του είχε τόση δύναμη που τη ζάλισε.

Page 204: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

- Μη φοβάσαι, Ειρήνη, της είπε βραχνά και ζεστά, τί-ποτα δε χάθηκε, όλα θα τα ξαναφτιάξουμε από την αρχή, όλα. Παίρνουμε τη ζωή στα χέρια μας. Δε θα λυγίσουμε, θα παλέψουμε, θα τολμήσουμε, θα πετύχουμε. Θα βουτήξουμε στον ωκεανό της περιφρόνησης που τώρα μας τριγυρίζει α-πό όλους και θα αναγκάσουμε την τύχη να αλλάξει πορεία και να μας βοηθήσει. Είμαι έτοιμος να αγωνιστώ και να φτιάξω καλύτερα από αυτά που αφήνεις πίσω σου, μαζί σου βουνά γκρεμίζω. Θα τους υποχρεώσω να μας παραδεχτούν. Να έρθουν κοντά μας, γιατί θα είμαστε τόσο σημαντικοί που θα μας χρειάζονται.

- Σημαντικοί; ψιθύρισε η Ειρήνη δακρυσμένη, νικημένη, με χείλη που έτρεμαν. Σημαντικοί; Εμείς που φεύγουμε κυ-νηγημένοι γιατί μας διώχνουν; Τι λες, Γιαννιό; ΓΙώς θα γί-νει αυτό; • - Με αγώνα, Ρήνη, με τη θέλησή μας πάνω στην αποτυ-χία θα χτίσουμε ξανά...

Το πείσμα και η δύναμή του στάλαξαν μέσα της τη σπί-θα της ελπίδας, την τρέλα της δημιουργίας. Έγινε φλόγα, πυρκαγιά, στήριγμα.

- Σε πιστεύω, του είπε με έναν αναστεναγμό. Σε πιστεύω και σε ακολουθώ. Σε θέλω και σ αγαπώ, αχ, πόσο ο αγαπώ!

Έτσι η Ειρήνη και ο Γιαννιός δυο μήνες αργότερα μπήκαν σε ένα μεγάλο υπερωκεάνιο και διέσχισαν τις βαθιές θά-λασσες. Ή τ α ν Μάιος του 1926.

Το πλοίο τούς πήρε από το λιμάνι του Πειραιά και είκοσι μέρες αργότερα έφτασαν στο Μπουένος Άιρες. Με απο-

Page 205: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

σκευές την αγάπη, συντροφιά το θάρρος και το όραμα για μια καινούρια ζωή, πιο δίκαιη γι' αυτοΰς, μακριά, στην Αργε-ντινή.

Οι μέρες που μεσολάβησαν από την απόφαση για μετανά-στευση μέχρι την πραγμάτωσή της ήταν γεμάτες συγκίνηση, πικρία και προσμονή.

Ο Γιαννιός τακτοποίησε τα λίγα υπάρχοντά του, έγραψε το σπίτι στον πρωτότοκο γιο του και την κόρη του. Ο μεγά-λος του εδώ και αρκετά χρόνια ζοΰσε μακριά. Τώρα, στις δύσκολες ώρες, ήρθε κοντά στον πατέρα του, δεν τον εμπι-στευόταν όμως. Έβλεπε ο Γιαννιός στα μάτια του παιδιού του την αμφιβολία και τη δυσπιστία.

Η κόρη του ακολούθησε το μνηστήρα της, παντρεύτη-καν σχεδόν κρυφά και πήγαν στην Καβάλα. Το βλέμμα της δεν ατένιζε ποτέ τον κόσμο, ντρεπόταν που ήταν θυγατέρα του Γιαννιού. Εκείνος τους άφησε ό,τι είχε και δεν είχε...

Αγκάλιασε τον μικρότερο, τον αγαπημένο του Γιωργή, αυτόν που μόνο στεναχώρια για το μισεμό του πατέρα του είχε και τίποτα δε ζήτησε ποτέ.

- Παιδί μου, πάρε λίγα χρήματα να πορευτείς μέχρι να έρθεις κοντά μου, σύντομα. Μόλις τακτοποιήσω τη ζωή μου θα σε καλέσω να μείνεις μαζί μας.

Το παιδί δακρυσμένο έσφιξε τον Γιαννιό και με συγκί-νηση ψιθύρισε:

- Καλό ταξίδι, πατέρα, καλή αντάμωση στα ξένα. Θα πε-ριμένω το κάλεσμά σου με ανυπομονησία. Φιλήθηκαν και χώρισαν.

Page 206: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Η Ειρήνη έγραψε όλα τα μερίδια της στην Άννα και τον Στρατή. Ο γιος της ήταν νεαρός και πήρε βαριά της μάνας του τις πράξεις. Πειράχτηκε πολΰ με το σκάνδαλο που ξέ-σπασε. Έβαλε και ο Λουκάς το χεράκι του σ' αυτό με μια ε-πιστολή-φαρμάκι που έστειλε στο παιδί τους.

Τόσα χρόνια η Ειρήνη πάντα κάλυπτε τον Λουκά στα παιδιά τους. Αυτός τώρα έκανε το αντίθετο και σε τέτοιο ση-μείο μάλιστα, που ο Στρατής απαξιούσε να γράψει δυο λό-για στη μητέρα του και δεν ήθελε οΰτε να την ξαναδεί πια, γιατί θεωρούσε ότι η Ειρήνη πρόσβαλε την οικογένειά τους.

Μεγαλύτερη πίκρα από την απόρριψη της οικογένειας μόνο η αρρώστια ή ο θάνατος φέρνουν.

Η Ειρήνη έγραψε μαζί με το εργοστάσιο όλη την υπό-λοιπη περιουσία της στα δυο της παιδιά, εκτός από ένα δια-μέρισμα που είχε στην Αθήνα. Ή τ α ν ένα μεγάλο όμορφο α-παρτμάν, απέναντι από το παλάτι. Αυτό το ποΰλησε γρήγο-ρα και σχεδόν το έδωσε μισοτιμής για να πάρει μαζί της τα χρήματα.

- Κρίμα, τζάμπα το πουλάτε, κυρία μου. Τέτοιο διαμέ-ρισμα αριστοκρατικό, ψηλοτάβανο, φωτεινό, με σκαλιστές οροφές και μπαλκόνια, κρίμα! Αυτό είναι διαμέρισμα πρι-γκιπικό, είναι και νοικιασμένο σε πρεσβεία, κρίμα! της εί-πε ο μεσίτης. Ό μ ω ς η Ειρήνη ήθελε να κόψει τις γέφυρες και να φΰγει μακριά. Ό χ ι γιατί το επιθυμούσε, αλλά γιατί όλοι και όλα την έδιωχναν...

Έβαλε τα χρυσαφικά της σε ένα βελούδινο κουτί και κρά-τησε ένα δαχτυλίδι με σμαράγδι της μάνας της και το δια-μαντένιο της σταυρό. Άφησε τα κοσμήματα, μαζί με τους πί-νακες, τα έπιπλα και τα ασημικά, ό,τι τέλος πάντων υπήρχε

Page 207: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

στο πλούσιο αρχοντικό με τις λεύκες. Αυτό που ο πατέρας της έχτισε στα χαλάσματα του σπιτιού της Κερασοΰλας και του Θανάση Γεωργιάδη. Αυτά τα έγραψε στην εγγονή της. Θα γίνονταν δικά της μόλις συμπλήρωνε το κοριτσάκι τα εί-κοσι ένα χρόνια του.

Μόνο έναν όρο έβαλε η Ειρήνη. Επιθυμούσε πριν η μι-κρή πάρει την κληρονομιά που η γιαγιά τής έγραψε να κά-νει ένα ταξίδι και να την επισκεφτεί εκεί που θα ζοΰσε, στα ξένα...

Αυτό ήταν το κρυφό όνειρο της Ειρήνης. Η όμορφη φα-ντασίωσή της... Η στιγμή που το μωρό θα ήταν πια μια νέα κοπέλα και η Ειρήνη θα την έσφιγγε στην αγκαλιά της. Αχ, ας ζοΰσε για να βιώσει τη στιγμή που θα της εξηγοΰσε και θα της έλεγε τα πράγματα όπως είχαν και όχι όπως θα της τα είχαν πει οι γονείς της... Η Ειρήνη ήταν σίγουρη ότι αν ποτέ μιλοΰσαν στο παιδί για τη γιαγιά του θα την παρου-σίαζαν σαν μια άστοργη και εγωκεντρική γυναίκα.

Είχε φτιάξει πια τις βαλίτσες της και μέσα, εκτός από τα απαραίτητα ροΰχα, είχε ένα μαλαματένιο εικόνισμα της Πα-ναγιάς και τα ασημένια σερβίτσια του τσαγιοΰ. Τίποτα άλ-λο δεν έπαιρνε μαζί της από το πιο πλοΰσιο αρχοντικό της περιοχής.

Πριν έρθει η ώρα που θα άφηνε το σπίτι, την οικογένεια, το εργοστάσιο και την πατρίδα της, η Ειρήνη έκανε την καρ-διά της πέτρα και πήγε στο σπίτι της Άννας.

Είπε στην κόρη της ότι πέρασε για να την αποχαιρετίσει και ζήτησε να δει το μωρό. Η Άννα με δυσκολία και αμη-χανία της έκανε χώρο να προπορευτεί και μαζί μπήκαν στην κάμαρη του παιδιοΰ. Ο ήλιος έλουζε την κοΰνια με τα λευ-

Page 208: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

κά και ροζ ολοκέντητα στρωσίδια, δώρα της Ειρήνης στην εγγονούλα της.

Σήκωσε το μωρό στα χέρια και είδε τα ματάκια της μι-κρούλας που ήταν ίδια με τα δικά της. Πράσινα, σαν τις λί-μνες. Ή τ α ν τόσο νέα η Ειρήνη, θα την έπαιρνε κανείς πιό-τερο για μητέρα παρά για γιαγιά του παιδιού.

- Σου μοιάζει, είπε η Άννα ψυχρά. Κοιτούσε η Ειρήνη σιωπηλή το κοριτσάκι και προσπαθούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά της.

- Πότε θα τη βαφτίσετε; ρώτησε την Άννα παίζοντας με το μωρό.

- Σύντομα, μητέρα, θα τη βγάλουμε Άουκία, απάντησε η Άννα ψυχρά.

- Σωστά, σωστά... Πρέπει να δώσετε το όνομα του πατέ-ρα σου...

Μια αχτίδα φώτισε το προσωπάκι της μικρής. Εκείνη γέ-λασε στην Ειρήνη και την ατένισε παιχνιδιάρικα.

«Ηλιαχτίδα θα σε λέω», σκέφτηκε η Ειρήνη. «Ηλιαχτί-δα. Για σένα εκεί στην ξενιτιά θα τα καταφέρω, για να σε περιμένω και όταν έρθεις μια ηλιαχτίδα θα φωτίσει πάλι τη ζωή μου».

Πριν βγει στο χολ του σπιτιού η Ειρήνη, χωρίς να γυρί-σει πίσω της, χωρίς να αποχαιρετίσει την Άννα, άφησε πά-νω στο σκρίνιο ένα φάκελο.

- Είναι όλη η περιουσία μου κατατεθειμένη σε σένα και τον αδερφό σου. Τα έχει όλα γραμμένα ο συμβολαιογρά-φος, είπε στην κόρη της και χωρίς να περιμένει απόκριση ή αποχαιρετισμό ή δάκρυ, έτσι άδεια, χωρίς τίποτα, η Ει-ρήνη έφυγε...

Page 209: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Ο Γιαννιός πέρασε και άφησε ένα λουλούδι στο μνήμα της Μαριγοΰλας, της γυναίκας που του έδωσε τρία παιδιά και τον αγάπησε. Ό σ ο ζούσαν μαζί, ποτέ της δεν τον κατάλαβε η μακαρίτισσα και ποτέ δεν τον έφτασε. Ήταν καλή αλλά λί-γη, ίδια η κόρη τους. Πάντα δακρυσμένη και σκιαγμένη, πά-ντα σκυφτή. Η μοίρα την πήρε τόσο σύντομα από κοντά του που δεν πρόλαβαν να νιώσουν τη συνήθεια, τη στοργή και την ανία αυτών που μοχθούν και πορεύονται δίπλα δίπλα.

Στάθηκε πάνω από τον απλό ξύλινο σταυρό ο Γιαννιός σιωπηλός.

«Αχ, ρε Μαριγούλα! Αχ, ρε Μαριγούλα», σκέφτηκε, «ήσουν καλή γυναίκα κι εγώ σε παίδευα πολύ, πάρα πολύ», και κά-νοντας στροφή βγήκε από το κοιμητήριο με μεγάλα βήματα...

Η θάλασσα η μεγάλη, ο ωκεανός, είχε τόσο σκούρο χρώμα που τα κύματα έμοιαζαν σαν μαύρος γυαλιστερός γρανίτης. Από το φινιστρίνι της μικρής καμπίνας έμοιαζε με μια α-πέραντη υγρή έρημο και ο κόσμος όλος πάνω στο καράβι ήταν σαν μυρμήγκια σε ένα καρυδότσουφλο.

- Τι θα βρούμε εκεί που πάμε; Τι μας περιμένει στο τέ-λος αυτού του ταξιδιού;

- Η πάμπα, της απαντούσε ο Γιαννιός. Η πάμπα! - Και τι θα κάνουμε εκεί; ξαναρωτούσε με αγωνία η Ει-

ρήνη. Πώς θα ζήσουμε; - Αυτό που κάναμε πάντα, σε όλη τη ζωή μας, αγάπη

μου. Θα κάνουμε αυτό που ξέρουμε, τα καπνά! - Και, και θα τα καταφέρουμε; ψέλλισε εκείνη τρομαγ-

μένη από το άγνωστο, από το αβέβαιο.

Page 210: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

-Ασφαλώς και θα τα καταφέρουμε! απάντησε εκείνος ή-ρεμα και η σιγουριά της φωνής του έδωσε στην Ειρήνη το κουράγιο που της έλειπε.

Την πήρε αγκαλιά και της έκανε έρωτα. Και η Ειρήνη άρ-χισε πάλι να ονειρεύεται, να έχει στόχους, να περιμένει... Μαζί με τον οργασμό του κορμιού της ποτίστηκε ολόκληρη από τη χαρά της ζωής.

«Θα δουλεύω, θα ζω δίπλα στον Γιαννιό και θα περιμέ-νω την Ηλιαχτίδα», αποφάσισε. «Θα περιμένω την Ηλια-χτίδα».

Έκλεισε τα μάτια και έσφιξε πάνω της το κορμί του. Χω-ρίς να έχουν ποτέ ξεκαθαρίσει τη σχέση τους, σιωπηλά α-ποφάσισαν να μην παντρευτούν. Δε χρειαζόταν η Ειρήνη έ-να σκάνδαλο επιπλέον με το διαζύγιο. Μήπως το στεφάνι περιλαμβάνει αυτόματα και το σεβασμό και την αφοσίωση που συνεπάγεται ο γάμος; Εξάλλου η Ειρήνη, εκτός από α-γάπη και πάθος, έτρεφε και εκτίμηση και θαυμασμό για το σύντροφο της. Και πάνω απ' όλα εμπιστοσύνη.

Για πρώτη φορά γερμένη πάνω του, φιλώντας το ιδρω-μένο από τον έρωτά τους μέτωπο, είχε τη σιγουριά ότι αφού εκείνος είναι δίπλα της όλα θα πάνε καλά.

Το ταξίδι με το καράβι ήταν σαν γαμήλιο. Όταν το φεγ-γάρι έγινε πανσέληνος ήταν μια νυχτιά καθαρή και με ήρε-μη τη θάλασσα. Ο Ποσειδώνας χάιδεψε τα νερά κι αυτά έ-μειναν ήσυχα. Τους νανούρισε το ασημένιο αυλάκι πάνω στα μαύρα κύματα και η Ειρήνη, γυμνή στην αγκαλιά του Γιαννιού, προσευχήθηκε σιωπηλά.

«Παναγιά σελήνη, βοήθησέ μας εκεί στην πάμπα. Βοή-θησε η προκοπή μας να μη χαθεί. Οι καινούριοι άνθρωποι

Page 211: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

να μη μας εχθρεΰονται και να μας σπλαχνιστοΰν. Η και-νούρια γη να γίνει πατρίδα για μας του κατατρεγμένους και να βάλουμε ρίζες γερές και βαθιές. Στείλε μας τον Γιωργή και την Ηλιαχτίδα, Παναγιά. Στείλε μας την ελπίδα και το φως...»

Πρώτος ξΰπνηοε ο Γιαννιός, έσφιγγε την Ειρήνη στα χέρια του. Αυτή την καυτή νΰχτα είχε ορκιστεί να της δώσει κα-λύτερα, περισσότερα και πιο πλούσια απ' αυτά που εκείνη είχε αφήσει πίσω της.

Πέρα μακριά διέκρινε την ακτή. «Αυτή είναι ή Αργεντι-νή!» σκέφτηκε χαρούμενος. «Εδώ το ταξίδι μας τελειώνει... Εδώ η ζωή μας ξεκινά...»

Με τα χείλη χάιδεψε το γυμνό της στήθος. - Ρήνη, ψιθύρισε σιγανά και συνέχισε το χάδι του. Εκεί-

νη τεντώθηκε μέσα στην αγκαλιά του, άνοιξε νυσταγμένη τα μάτια της και γελώντας του είπε βραχνά:

- Ό λ ο το βράδυ, Γιαννιό, δε βαρέθηκες την αγάπη; - Ρήνη, ψιθύρισε ξανά εκείνος και τη φίλησε πιο λαί-

μαργα και πιο δυνατά. Ρήνη, φτάσαμε. Τότε εκείνη τινά-χτηκε από τη στενή κουκέτα με τα μάτια θολά από το πρω-ινό θάμπος και είδε πέρα μακριά τις ακτές της καινούριας τους πατρίδας...

...Θα σε πάρω να φύγουμε, Σ' άλλη γη, σ* άλλα μέρη, Που κανέναν δεν ξέρουμε,

• Και κανείς δε μας ξέρει...

Page 212: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ

Page 213: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

ΑΡΓΕΝΤΙΝΗ

Η ΧΑςΙΕΝΤΑ, η αγροικία του δον Χουάν και της δόνα Ιρένε βρισκόταν στην καλλιεργημένη πάμπα μεταξύ του Μπουέ-νος Άιρες και της Κοριέντες.

Λίγα χιλιόμετρα από τη μάντρα της έκτασης των Ελλήνων, των Γκρέκος, όπως τους φώναζαν οι ντόπιοι, κυλούσε ο ποταμός Ουρου-γουάης.

Το κλίμα στην Αργεντινή είναι γλυκό. Ούτε πολύ ψυχρό ούτε πο-λύ ζεστό. Αυτή η χώρα ολόκληρη ανήκει στην εύκρατη ζώνη, εκτός α-πό το βόρειο άκρο της που συγκαταλέγεται στους τροπικούς.

Στην ευρύτερη περιοχή υπήρχαν πολλά οπωροφόρα δέντρα και μπαμπάκι. Πιο πέρα ήταν οι στάβλοι με τα άλογα, τα περίφημα «αρ-γεντίνικα».

Η Αγγλία ανέκαθεν προμηθευόταν τα άλογά της από την Αργεντι-νή. Οι πεδιάδες είναι εύφορες και ατελείωτες. Ακόμα και γερακιού μά-τι να έχει κανείς και να πετά ψηλά δε θα δει τέλος.

Κι όμως, αυτή η τόσο πράσινη και εύφορη χώρα με τις πιο ε-κτεταμένες πεδιάδες του Νέου Κόσμου έχει ταυτόχρονα και τα υ-ψηλότερα βουνά της Νότιας Αμερικής. Εκεί βρίσκεται και η ορο-

Page 214: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

σειρά των Άνδεων, που η υψηλότερη κορφή της είναι το ηφαίστειο Ακογκάγκουα. Οι Άνδεις είναι και το φυσικό όριο της χώρας με τη Χιλή.

Ανατολικά της Αργεντινής, πέρα από τον ποταμό Ουρουγουάη, βρίσκεται η Βραζιλία. Νότια στον Ατλαντικό Ωκεανό είναι και ο πορ-θμός του Μαγγελάνου.

Στη χασιέντα των Γκρέκος υπήρχαν και άλογα και αγελάδες, όχι όμως πολλά. Δεν ήταν για το εμπόριο αλλά για τις ανά-γκες του κτήματος. Και δέντρα με όμορφα γλυκά φρούτα εί-χαν, αυτό όμως που καλλιεργούσαν οι Γκρέκος και το ε-μπορεύονταν ήταν τα καπνά.

Τον καπνό δούλευαν και στη γενέτειρα τους, την Ελλά-δα, με τον καπνό ασχολιόνταν και τώρα στην αργεντίνικη πάμπα. Το κτήμα στην αρχή, όταν έφτασαν μετανάστες ε-κεί, ήταν μικρό. Ύστερα από λίγο καιρό νοίκιασαν περισ-σότερη έκταση γύρω από τη δική τους λιγοστή γη και όταν μετά από απάνθρωπα σκληρή δουλειά τα πέσος, τα αργε-ντίνικα νομίσματα, στο πουγκί τους έγιναν αρκετά, τότε α-γόρασαν και άλλες εκτάσεις τριγύρω.

Η χασιέντα των Γκρέκος δεν ήταν μακριά από τη «με-σοποταμία» (μεταξύ δύο ποταμών) του Κοριέντες. Τα γύρω μέρη, εκτός από τις πράσινες πεδιάδες, περιλάμβαναν και μια ειδικού τύπου δασώδη περιοχή που είχε λεύκες, ιτιές και πολλά φοινικόδεντρα.

Οι περισσότεροι άνθρωποι γύρω στον Χουάν και τη δό-να Ιρένε ήταν κρεολοί, δηλαδή λευκοί ή σχεδόν λευκοί. Υπήρχαν όμως και λίγοι μεστίσος, από αυτούς δηλαδή που

Page 215: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

είχαν μητέρα ιθαγενή Ινδιάνα, οι οποίοι ζούσαν ζωή νο-μαδική και βοηθούσαν στην καλλιέργεια των καπνών.

Με τα άλογα ασχολιόνταν κυρίας οι γκάουτσος, οι καβαλάρηδες των πεδιάδων. Με το λάσο τους έτρεχαν στψ πάμπα και λάτρευαν τψ α-τομική τους ελευθερία και τψ ανεξαρτησία. Ήταν σκληροτράχηλοι και αντιδραστικοί.

Σε μια χώρα όπου οι ατελείωτες πεδιάδες δεν έχουν σύνορα ήταν εύκολη η ανυπακοή των γκάουτσος στους αξιωματικούς και η περι-φρόνηση των ηγεμόνων. Αεν ήθελαν να έχουν σχέση με τους Ισπανούς, αλλά να θεωρούνται πατριώτες και κάτοικοι αυτής της εύφορης χώ-ρας, «Αργεντινοί».

Πολλοί γείτονες των Γκρέκος ήταν πλούσιοι εστανσιέρος, δηλαδή κτηνοτρόφοι μεγάλης κλίμακας. Είχαν τεράστια κτήματα και απέραντες εκτάσεις. Αυτοί οι Αργεντινοί αρι-στοκράτες εξουσίαζαν απίστευτα μεγάλες περιοχές.

Όταν ο Χουάν και η Ιρένε έφτασαν στην Αργεντινή ήταν μέσα στο επερχόμενο κύμα των μεταναστών.

Οι περισσότερες φουρνιές από αυτούς, καραβιές ολόκληρες ανθρώπων, έφτασαν μεταξύ του 1875-1925. 0 μεγάλος αυτός αριθμός μετανα-στών βοήθησε πολύ την Αργεντινή στην αγροτική και την κτηνοτροφι-κή της εξέλιξη γι αυτό οι κυβερνήσεις τους παρείχαν πολλές ευκολίες.

Κατά την πενταετία του 1920-1925 έφτασαν στην Αργεντινή 1.264 Έλληνες. Έμειναν κυρίως στο Μπουένος Αιρες, που ήταν το

Page 216: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

κυριότερο εμπορικό λιμάνι της Νοτίου Αμερικής και αποτελούσε σταθ-μό για τους Έλληνες ναυτικούς.

Ήταν συνήθως καλλιεργητές, εργάτες και έμποροι και βρίσκονταν σε συνεχή πρόοδο.

Ο Χουάν και η Ιρένε διέφεραν πολΰ από τους περισσότε-ρους πατριώτες τους που είχαν μεταναστεύσει στην Αργε-ντινή. Αφενός μεν γιατί είχαν κάποια χρήματα μαζί τους με τα οποία αγόρασαν ένα μικρό κομμάτι γης, και, αφετέρου, ήξεραν πολύ καλά το αντικείμενο με το οποίο ασχολήθηκαν και καλλιέργησαν σε αυτή τη γη τα καπνά. Αργότερα πλούτι-σαν το κτήμα τους και απέκτησαν περισσότερα στρέμματα.

Ελάχιστοι ασχολήθηκαν στην Αργεντινή με τον καπνό και ακόμα λι-γότεροι από τους Έλληνες μετανάστες.

Ο Αριστοτέλης Ωνάσης, όταν έφτασε εκεί, ασχολήθηκε με το ε-μπόριο τον καπνού.

Παρ' όλα αυτά, από είκοσι ένα περίπου τόνους καπνού πον ήταν η παραγωγή στην Αργεντινή γύρω στο 1923-1924 ανέβηκε μέχρι το 1944 στονς σαράντα τόνονς.

Σε αυτή την εντυπωσιακή άνοδο ήταν μέσα και ο μόχθος και η προσπάθεια του Χουάν και της Ιρένε. Όταν έφτασαν σ αυτή την καταπράσινη και εύφορη χώρα, πρόεδρος της δημοκρατίας ήταν ο Αλβεάρ, που προήδρευσε μεταξύ του 1922-1928.

Page 217: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Το Σύνταγμα της Αργεντινής όριζε την ανεξιθρησκία, απαγορευόταν η δουλεία και αναγνωριζόταν η ισότητα όλων των πολιτών. Αε δινό-ταν σημασία σε κανέναν τίτλο, ούτε υπήρχε κανένα προνόμιο κατο-χυρωμένο από την υψηλή καταγωγή των ανθρώπων. Υπήρχε η φορο-λογική ισότητα, η ελευθερία του Τύπου και το δικαίωμα του συνε-ταιρισμού στις επιχειρήσεις και το εμπόριο.

Ό λ α αυτά βοήθησαν τον Γιαννιό και την Ειρήνη, το δον Χουάν και τη δόνα Ιρένε, όπως τους έλεγαν στη χασιέντα τους, να βάλουν ρίζες στον τόπο.

Γρήγορα απέκτησαν τη συμπάθεια των πλουσίων γειτό-νων. Γείτονες, βέβαια, ήταν τρόπος του λέγειν, γιατί τα δι-πλανά κτήματα απείχαν ώρες ή και μέρες από το δικό τους.

Έγιναν αγαπητοί, το καθαρό γαλανό βλέμμα του Γιαννιού έκρυβε αστείρευτη δύναμη. Το κορμί του, αν και είχαν πε-ράσει τα χρόνια, ήταν ακαταπόνητο στη δουλειά. Εργαζό-ταν πρώτος από τους εργάτες του και σκληρότερα από τον καθένα.

Η δόνα Ιρένε, η γυναίκα του, μάγευε όποιον τη γνώριζε με την έμφυτη ευγένεια και την απλή αρχοντιά στους τρό-πους και τη συμπεριφορά. Έτσι, αυτοί οι δύο Έλληνες που βρήκαν στην Αργεντινή πατρίδα και καταφύγιο κατέκτησαν γρήγορα το σεβασμό από όλους. Δεν μπλέκονταν στις ατέ-λειωτες και μόνιμες αναταραχές που συντάραζαν πάντα την πολιτική ζωή αυτής της χώρας. Υπήρχαν συνεχείς κρίσεις και καμιά σταθερότητα στις διαφορετικές κυβερνήσεις που εναλλάσσονταν.

Οι Γκρέκος κοιτούσαν τη δουλειά τους, αβγάτιζαν την

Page 218: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

περιουσία τους, ήταν καλοί φίλοι για τους γείτονες και φέ-ρονταν με ανθρωπιά σε όσους δούλευαν στα χωράφια τους.

Οι ιθαγενείς τους αγαπούσαν και τους λογάριαζαν γιατί έτρωγαν γλυκό ψωμί στα χέρια τους. Εξάλλου, με τις πολι-τικές πεποιθήσεις του Γιαννιού δε θα μπορούσε να ήταν και διαφορετικά.

«Αριστοκράτισσά μου», έλεγε τρυφερά και ειρωνικά στην Ειρήνη όταν της έβγαινε η υπεροψία καμιά φορά στις σχέ-σεις της με τους εργάτες. Ό μ ω ς τη λάτρευε και ο καθένας όταν τους έβλεπε μαζί μπορούσε αμέσως να διακρίνει πό-σο την καμάρωνε και πόσο την πρόσεχε.

Τον πρώτο καιρό, που οι συνθήκες γι' αυτούς ήταν πολύ δύσκολες και σκληρές, ο Γιαννιός δούλευε διπλά. Και στα χωράφια και στο σπίτι, γιατί η Ειρήνη ήταν άμαθη από χει-ρωνακτικές δουλειές. Όμως, αν και αυτή η γυναίκα είχε θέ-ληση σιδερένια, όσο και αν του έκρυβε την ταλαιπωρία της, εκείνος την καταλάβαινε.

Αμίλητη ξεπερνούσε τις δυσκολίες της αγροτικής ζωής, χωρίς υπηρέτριες και βοηθούς όπως είχε συνηθίσει από μι-κρή. Ο Γιαννιός όμως έβλεπε τις χαρακιές στα χέρια και τους ώμους της γυρτούς από την κούραση του κορμιού. Αυ-τό μεγάλωνε την τρυφερότητά του κάθε μέρα και περισσό-τερο για τη γυναίκα που στεκόταν δίπλα του και δεχόταν α-γόγγυστα το καλό ή το κακό.

Αναστέναζε εκείνος και φιλούσε το ταλαιπωρημένο δέρ-μα και τις φουσκάλες στα δάχτυλά της με δάκρυα στα μάτια.

- Πού σε έφερα, αγάπη μου, αρχοντοπούλα μου; έλεγε. Πού σε έριξα στα βαθιά; Εσύ, αριστοκράτισσά μου, δεν κά-νει να βασανίζεσαι και να τυραννιέσαι με χώματα και κο-

Page 219: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

πριές. Εσΰ είχες τον Θΰμιο τον αμαξά να σε γυρνά παντού και τώρα τα πόδια σου πρήστηκαν από την ορθοστασία. Ανάθεμά με που σε έφερα εδώ!

- Σώπα, του απαντούσε με κουρασμένη καρτερία η Ει-ρήνη. Σώπα, εσΰ εδώ χτίζεις κάστρα. Γρήγορα θα με κάνεις «δόνα». Γρήγορα το σπίτι μας θα γίνει χασιέντα και θα εί-ναι πλουσιότερο από τα αρχονταρίκια της πατρίδας μας.

Έτσι κι έγινε. Λίγα χρόνια αργότερα ήταν η «δόνα Ιρέ-νε», με τα μαλλιά μαζεμένα σε ένα χαμηλό κότσο, διαμάντια στα αφτιά και μια μεταξωτή εσάρπα ριγμένη στους ώμους. Δεν είχε αμαξά η Ειρήνη εκεί, όμως ο Γιαννιός της έχτισε με τους εργάτες του πίσω από τους στάβλους ένα γκαράζ κι εκεί σΰντομα μπήκε μια γυαλιστερή λιμουζίνα, μια Φορντ με ανοιχτή σκεπή.

Εξάλλου, όλη μέρα η Ειρήνη προτιμούσε να φέρνει βόλ-τα τη γη τους πάνω στη λευκή φοράδα της. Έμαθε να ιππεύει εξαιρετικά κι έτσι η πεζοπορία ήταν παρελθόν.

Με την προκοπή τους αυξήθηκαν οι εκτάσεις γύρω από το μικρό σπίτι. Αυτό έμεινε πια για τους εργάτες και χτί-στηκε ένα μεγαλύτερο πιο πέρα. Ή τ α ν κομψό, με λευκές καμάρες, βεράντες σκεπαστές και στάβλους στο πίσω μέ-ρος. Τότε αυξήθηκε και το προσωπικό που βοηθούσε την Ει-ρήνη στην κουζίνα και το σπίτι.

Οι πλούσιοι εστανσιέρος γύρω τους διακρίνονταν για τα συντηρητικά και αριστοκρατικά τους φρονήματα, όπως γί-νεται συνήθως στις εύπορες κοινωνικές τάξεις. Η δόνα Ιρέ-νε και ο δον Χουάν όμως, αν και είχαν φιλελεύθερες και δη-μοκρατικές αντιλήψεις, δεν έρχονταν σε διαμάχες ούτε με τον αυταρχισμό των πλούσιων αγελαδοβαρόνων ούτε με τις

Page 220: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

σοσιαλιστικές ιδέες των μεστίσος, των ιθαγενών, και των φτωχότερων κρεολών. Πήγαν στην Αργεντινή για να ριζώ-σουν και να προκόψουν και δεν έμπλεκαν με τα πολιτικά.

- Καλύτερα να σιωπούμε, Γιάννη, έλεγε η Ειρήνη. Άσε τις απεργιακές κινητοποιήσεις, λιοντάρι μου, γιατί εδώ ζουν με ένα μαχαίρι στην πίσω τσέπη.

Πράγματι, από αυτή την άποψη η ζωή ήταν πολΰ δια-φορετική στην πάμπα του 1925 από τη Μακεδονία της ί-διας εποχής.

Ακόμα και από την αρχή που πήγαν εκεί ο Γιάννης δε δοΰλεψε ποτέ σαν κολόνο, κολίγος, όπως έκαναν πολλοί με-τανάστες που εργάζονταν στα κτήματα των πλοΰσιων ε-στανσιέρος. Αμέσως εργάστηκε στη δική του λιγοστή γη που αγοράστηκε με χρήματα φερμένα από την Ελλάδα. Ό χ ι μό-νο καλλιεργούσαν καπνό, αλλά και τον εμπορεύονταν κιό-λας.

Όταν ο Γιαννιός άρχισε να μπερδεύεται στο εμπόριο και τις εξαγωγές καπνού, η Ειρήνη τον βοηθούσε κρατώντας τα βιβλία εσόδων-εξόδων και ελέγχοντας τους εργάτες και την παραγωγή. Ποτέ όμως δεν είχαν τους εργάτες τους σε κα-λύβες, να ζουν με τον εφιάλτη του χρέους, όπως πολλοί ε-στανσιέρος έκαναν γύρω τους.

Η αλήθεια είναι ότι τα απέραντα τσιφλίκια της Αμερικής ήθελαν σκληρή ζωή και απαιτούσαν πολλά χέρια για να τα δουλέψουν, έτσι έγινε και στο κτήμα των Γκρέκος. Οι ερ-γάτες τους όμως ζούσαν σε χτιστά σπίτια, με καλή και ά-φθονη τροφή και το μεροκάματο που τους έδιναν δεν ήταν της πείνας.

Page 221: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Το 1875-1924 έφτασε σε αυτή τη χώρα ο μεγάλος αριθμός των με-ταναστών. Αυτή η άφιξή τους σήμανε την αρχή της έντονης αγροτο-καλλιέργειας.

Οι εργάτες πήγαιναν κάθε Κυριακή στην εκκλησία γιατί ήταν πι-στοί καθολικοί. Οι οικογενειακοί δεσμοί στην Αργεντινή ήταν πολύ ισχυροί και ο πατέρας ήταν οπωσδήποτε ο αρχηγός της οικογένειας.

Το σπίτι που έχτισε ο Γιαννιός στην Ειρήνη, όπως το είχε τά-ξει στον εαυτό του, ήταν ομορφότερο και μεγαλύτερο από το αρχοντικό της πίσω στην πατρίδα.

Από τα μεγάλα του παράθυρα έμπαινε άπλετο το φως της πάμπας. Το πράσινο έλαμπε πλαισιωμένο από πρασιές και λουλούδια. Ό π ω ς και πίσω, στη Μακεδονία, ένας δρό-μος με πολλές λεύκες οδηγούσε μέχρι την πρώτη μάντρα, ε-κεί όπου τελείωναν τα περιβόλια της βίλας και άρχιζαν οι καλλιεργημένες εκτάσεις.

Στις μεγάλες βεράντες, που ορισμένες ήταν και σκεπαστές για δροσιά, μοσχομύριζαν τα λουλούδια της Ειρήνης. Κα-μέλιες, αζαλέες, ορχιδέες και τριαντάφυλλα μυρωδάτα.

Στο κέντρο του σπιτιού έφτιαξαν ένα δροσερό πάτιο, μια εσωτερική αυλή, όπως συνηθίζεται στις ισπανόφωνες χώ-ρες, σκέπαστρα όλο καμάρες, με μια όμορφη στέρνα και σιντριβάνι στη μέση που δρόσιζε την ατμόσφαιρα.

Οι βουκαμβίλιες και οι ιβίσκοι σκαρφάλωναν στα μπαλ-κόνια. Πέρα τριγύρω τους ήταν τα καπνοχώραφα. Πιο κο-ντά, ένα πράσινο λοφάκι από γρασίδι τελείωνε σε ένα δά-σος από ιτιές. Εκεί αργότερα έφτιαξαν μια πισίνα.

Όταν έχτισαν το σπίτι, ο Γιαννιός της έφερε ένα πολύτι-

Page 222: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

μο δώρο. Στο πλάι του οπιτιοΰ, σε ένα ξέφωτο κοντά στα φοινικόδεντρα, έβαλε τους ιθαγενείς και έστησαν από λε-πτό καλάμι μπαμπού ένα μεγάλο κλουβί. Το γέμισε με πα-παγαλάκια όλων των χρωμάτων. Ασταμάτητα τιτίβιζαν και πετάριζαν μες στο κλουβί και σώπαιναν μόνο όταν έκραζε ο μεγάλος αιωνόβιος παπαγάλος που τον είχαν μόνο του, ε-λεύθερο, με ανοιχτή πάντα την καγκελωτή πόρτα του δικοΰ του κλουβιου.

- Δόνα Ρένα, δόνα Ρένα, φώναζε ο παπαγάλος. Δόνα Ρέ-να, σ αγαπώ, σ' αγαπώ.

- Κι εγώ σ' αγαπώ, γελούσε εκείνη. - Είσαι τρελός, είπε στον Γιαννιό όταν της τον έφερε.

Ό μ ω ς της έκανε παρέα και διασκέδαζε πολΰ με τις κουβέ-ντες του.

- Σ' αγαπώ, σ' αγαπώ, φώναζε ο παπαγάλος. - Κι εγώ ακόμα πιο πολΰ, απαντοΰσε η Ειρήνη σκασμέ-

νη στα γέλια.

Σιγά, σιγά, μέρα τη μέρα, ο Γιαννιός την κοΰρσευε όλο και περισσότερο. Από τις πρώτες δΰσκολες μέρες μέχρι την οι-κονομική τους άνοδο, ποτέ δεν έλειψαν της Ειρήνης τα φι-λιά, τα χάδια, ο έρωτας και, προπάντων, η ζεστή αγκαλιά του Γιαννιοΰ. Εκεί μέσα έβρισκε καταφΰγιο από όλες τις δυ-σκολίες.

Μόλις έχτισαν το μεγάλο σπίτι, της έφερε τρεις γυναίκες για να τη βοηθάνε.

- Θα κοιτώ κάθε μέρα τα χέρια σου. Δε θέλω να τα ξα-ναδώ κόκκινα και πρησμένα, της είπε.

Page 223: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Το πρώτο βράδυ που κοιμήθηκαν στη νεόχτιστη βίλα, στο δωμάτιο τους έβαλαν καινούριο κρεβάτι. Ή τ α ν μεγά-λο, από σκαλιστό μπρούτζο και με λευκή κουνουπιέρα. Από το μισάνοιχτο παράθυρο ακούγονταν τα τριζόνια και το φεγγάρι έπαιζε με τη δαντελένια κουρτίνα. Στο κομοδίνο δί-πλα τους μια καράφα με δροσερό νερό δρόσιζε τη ζεστή νυ-χτιά.

- Αχ, Γιάννη, Γιάννη, ψιθύρισε η Ειρήνη στην αγκαλιά του. Δεν το πιστεύω ότι αυτό είναι το σπίτι μας, τα κτήματά μας, ότι αυτή είναι η πατρίδα μας. Αχ! αναστέναξε πάλι.

Μες στο μισοσκόταδο, σφιγμένοι ο ένας στην αγκαλιά του άλλου, δε μιλούσαν, σιωπηλά σκέφτονταν.

Ο Γιαννιός τα δικά του και η Ειρήνη τα δικά της... Και οι δυο λαχταρούσαν, ποθούσαν και τους έλειπαν τα ίδια πράγματα. Πονούσαν γι' αυτούς που τους πλήγωσαν... Γι' αυτούς που άφησαν πίσω.

Η Ειρήνη ήξερε ότι ο Γιαννιός έστελνε εμβάσματα με χρήματα στα παιδιά του πίσω στην Ελλάδα. Και ο Γιαννιός γνώριζε ότι η Ειρήνη έγραψε στο δικηγόρο της στην Αθήνα βάζοντας συμμέτοχους στο δικό της μερίδιο από τη χασιέ-ντα το γιο της τον Στρατή και την κόρη της την Άννα. Και τώρα, μετά τα πρώτα χρόνια του ερχομού τους στην αργε-ντίνικη πάμπα, οι εκτάσεις των Γκρέκος δε μετριούνταν πια με τα πόδια... Ακόμα και με το άλογο ήθελε κανείς μία μέ-ρα δρόμο σχεδόν για να φέρει γύρω το κτήμα τους.

Το σπίτι με τους κήπους γύρω του ο Γιαννιός θέλησε να το γράψει στο όνομα της Ειρήνης.

- Αυτό είναι μια ιερή υποχρέωση που έχω μες στην ψυ-χή μου, Ρήνη. Το ορκίστηκα στον εαυτό μου από πολύ πα-

Page 224: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Aid, τότε που ήμασταν πίσω στην πατρίδα. Τότε που σε εί-δα να μπαίνεις στο δικαστήριο και μπροστά σε όλους να φωνάζεις την αγάπη μας. Ήσουν πιο χλομή κι απ' το φεγ-γάρι και είπες στους δικαστές ότι ο Γιαννιός τη νύχτα που έγιναν οι πυρκαγιές ήταν μες στα χέρια σου, στην αγκαλιά σου. Τότε, μάτια μου, ορκίστηκα να σου δώσω ό,τι σου αξί-ζει. Και τούτη η βίλα είναι ένα ψίχουλο από αυτά που σου πρέπουν. Η ψυχή σου αξίζει όσο όλη η Αργεντινή και αυτή ακόμα λίγη θα 'τανε.

Τα δάκρυα είχαν αυλακώσει τα μάγουλα της Ειρήνης ό-ταν δέχτηκε με συγκίνηση το δώρο του. Και τότε μέσα της αποφάσισε ότι αυτό το σπίτι, όπως και το άλλο πίσω στην πατρίδα, θα το δώσει όταν έρθει το πλήρωμα του χρόνου στην «Ηλιαχτίδα», τη μικρή Λούκια, την εγγονή που με πό-νο ψυχής αποχαιρέτισε και άφησε πίσω μαζί με τα παιδιά της. Μαζί με όλη τη ζωή της! Τότε που έφυγαν κυνηγημέ-νοι γιατί κανένας δεν τους ήθελε πια.

Ακόμα και τώρα, δέκα χρόνια μετά, χρόνια που τα πέ-ρασαν με κόπο και μόχθο στην ξενιτιά, ακόμα και τώρα που πήρε από τον Γιαννιό τόση αγάπη, τόσο έρωτα που δε χω-ρούσε στην αγκαλιά της, ακόμα και τώρα πονούσε για το μισεμό. Πονούσε για τη σκληρή αδιαλλαξία των παιδιών, των φίλων και των αγαπημένων της πίσω στην Ελλάδα.

Η νοσταλγία για το γιο της, η επιθυμία να τον σφίξει στην αγκαλιά της και να τον δει να προκόβει στην οικογενειακή επιχείρηση και η λαχτάρα για την Άννα, όλα αυτά είχαν συ-γκεντρωθεί στο προσωπάκι της μικρούλας. Και ονειρευό-ταν μέρα και νύχτα και προσευχόταν να έρθει η στιγμή που το παιδάκι θα γινόταν κοπελίτσα. Τότε, για να διεκδικήσει

Page 225: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

την κληρονομιά της θα αναγκαζόταν η Άννα να τη στείλει στην Αργεντινή, όπως είχε γραφτεί στο κληροδότημα που ά-φησε η Ειρήνη στο συμβολαιογράφο. Αυτό είχε γίνει πριν φΰγει από την Ελλάδα για να εγκατασταθεί στη Νότια Αμε-ρική.

Όμως, όσο κι αν κρατούσε κρυμμένο βαθιά το όνειρο της, αυτό ξεπηδούσε μέσα από τα μάτια της και ο Γιαννιός αν και δε μιλούσε το ήξερε...

Τώρα πια, μετά από τόσο καιρό, γνώριζε την ψυχή της καλύτερα από τη δική του και το είχε βάρος στη συνείδηση που την πήρε μακριά από τα παιδιά της. Όμως εκείνες τις μέρες τις παλιές ξεσηκώθηκε μεγάλο σκάνδαλο από την α-ποκάλυψη της ερωτικής τους σχέσης. Αν έμεναν πίσω στη Μακεδονία θα ζούσαν καταφρονεμένοι και σκυφτοί. Ο Γιαν-νιός ήταν ελεύθερος άνθρωπος. Ελεύθερος σαν αϊτός, δεν του ταίριαζε να χαμηλώνει τα μάτια. Θα χτυπιόταν μέχρι αίμα-τος αν άκουγε μισόλογα σε βάρος της Ειρήνης. Έτσι, άλλη λύση από την ξενιτιά δεν υπήρχε.

Το φεγγάρι έγερνε στη δύση του και κανένας από τους δυο δεν έλεγε να αποκοιμηθεί.

Αυτό το όμορφο, πλούσιο, αρχοντικό σπίτι μέσα στην πά-μπα, με τα καλλιεργημένα χωράφια γύρω του και η επιτυ-χία τούς κρατούσαν σε υπερδιέγερση. Ο σεβασμός των ερ-γατών τους, αλλά και η καταξίωση που δέχονταν από τους πλούσιους γαιοκτήμονες της περιοχής τους, σήμερα που κοι-μόντουσαν στην καινούρια μεγάλη τους κρεβατοκάμαρα τους γέμισε χαρά, περηφάνια και καημό.

Αναστέναξε πάλι η Ειρήνη και σιγά, ψιθυριστά μέσα στα μπράτσα του, πνίγοντας ένα αναφιλητό του είπε:

Page 226: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

- Τόσα γράμματα έστειλα κάτω στην Άννα. Τόσα δώρα στον Στρατή, μόνο δυο ψυχρές λέξεις, πρόχειρα γραμμένες, πήρα για απάντηση. Προχτές έλαβα την αναγγελία γάμου του αγοριού μου. Παντρεύτηκε πριν από ένα μήνα. Μου το μήνυσε στεγνά στεγνά, καθώς και ότι η Άννα απέβαλε στο δεύτερο παιδί της. Ο Λουκάς, λέει, έπαθε καρδιακό επεισό-διο και τώρα πια δεν πάει στο εργοστάσιο, μόνο εγκατα-στάθηκε στην Αθήνα για να είναι κοντύτερα στα νοσοκομεία. Λέξη δε γράφει για τα κτήματά μας εδώ, λέξη για τα δώρα που έστειλα, λέξη για το γάμο του και για τη γυναίκα του. Ζή-τησα να μου στείλουν μια φωτογραφία της Λουκίας και αυ-τοί απαξιούν. Τι να κάνουμε την προκοπή μας εδώ, Γιαννιό; Τι να την κάνουμε χωρίς απογόνους να τη μοιραστούμε;

Εκείνος δεν απαντούσε, άκουγε λυπημένος και δε μιλού-σε. Ύστερα, πολύ σιγανά, τόσο που μόλις ακούγονταν τα λόγια του, της ψιθύρισε:

- Θέλεις, αγάπη μου, θέλεις να τα πουλήσουμε όλα και να γυρίσούμε πίσω;

- Τι λες, Γιαννιό; Τι λες; είπε η Ειρήνη και ανασηκώθη-κε στα στρωσίδια. Μες στο σκοτάδι πήρε το πρόσωπο του στα χέρια της και έπιασε να το φιλά.

»Πού να γυρίσουμε, καρδιά μου, αφού πίσω μόνο περι-φρόνηση θα δεχτούμε; Αλλά να μη μου στέλνουν και μια φωτογραφία του κοριτσιού, αυτό πολύ με πικραίνει, πολύ, είπε και ξάπλωσε πάλι στην αγκαλιά του. Ύστερα πρόσθε-σε αναστενάζοντας: Όχ ι , Γιαννιό, όχι. Αυτοί θα έρθουν κο-ντά μας, αυτοί θα έρθουν σε μας γιατί είναι σωστό και δί-καιο. Γιατί εδώ είμαστε ο δον Χουάν και η δόνα Ιρένε, για-τί εδώ είμαστε πια σημαντικοί.

Page 227: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

- Ναι, Ρήνη μου, ναι, έχεις δίκιο, αυτοί θα έρθουν και λέω να ξεκινήσουμε από τον Γιωργή μου. Επανειλημμένα μου ζη-τά να ταξιδέψει στην Αργεντινή. Τα λεφτά που έστειλα κά-τω σ' αυτόν έπιασαν τόπο. Τώρα που πήρε το πτυχίο του α-πό το πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης στη Φυσική και έχει και το δίπλωμα από την Ανωτάτη Εμπορική, λέω να τον πά-ρουμε εδώ κοντά μας. Εσυ τι λες;

- Επιτέλους και ένα καλό νέο! Να έρθει το παιδί, να έρ-θει, Γιαννιό. Τόσο μεγάλο σπίτι έχουμε και τόσο άδειο! Να κάνουμε γιορτή μεγάλη για τον ερχομό του, να καλέσουμε όλους τους γειτόνους. Να ξοδέψουμε για χαρές, να γλεντή-σουμε και να τον καλωσορίσουμε.

- Το ξέρα, μάτια μου, ότι αυτό θα πεις, ψιθύρισε ο Γιαν-νιός. Το 'ξερα, αγάπη μου, της είπε. Ύστερα τη φίλησε ξα-νά και ξανά γελώντας και σφίγγοντάς τη στην αγκαλιά του, πρόσθεσε: Ξέρεις ότι εδώ και δυο χρόνια ο Γιωργής μαθαί-νει ισπανικά και μου έγραψε ότι ελπίζει να έχει ωραίες «σε-νιορίτες» στην Αργεντινή.

Με αυτές τις αποφάσεις η ψυχή τους αλάφρωσε και όταν ανέτειλε το αστέρι της αυγής ο δον Χουάν ροχάλιζε δυνατά σφίγγοντας στα χέρια του τη Ρήνη, που χαμογελούσε στον ΰπνο της.

Την επομένη μάλιστα τηλεγράφησε στον Γιωργή «ότι ε-κείνος, η κυρά του και η Αργεντινή τον περιμένουν μ' ανοι-χτή αγκαλιά».

Page 228: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Ο ΓΙΟΣ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΙΟΥ

Ο Τ Α Ν Ο ΓΙΑΝΝΙΟς με την Ειρήνη έφυγαν από τη Μακεδονία για την Αργεντινή άφησαν πίσω τους τις φήμες να οργιά-ζουν. Τόσο στην ευρύτερη περιοχή της Δράμας, όσο και στα αθηναϊκά σαλόνια, οι γλώσσες αφηνιάσανε... Οι οικογένει-ές τους όμως εισπράξανε για τα καλά τον απόηχο αυτοΰ του σκανδάλου.

Έτσι κι έμπαινε σε ένα δημόσιο χώρο ο Σπύρος, η Άννα, αλλά και ο ίδιος ο Λουκάς ή ο γιος του ο Στρατής, όλες οι κουβέντες κόβονταν μαχαίρι, τους κοιτούσαν και σύννεφο ξε-σηκώνονταν τα ψιθυρίσματα.

Η κόρη του Γιαννιού έφυγε μαζί με τον άντρα της, πήγε στην Καβάλα, αλλά ακόμα κι εκεί ο κόσμος μουρμούριζε. Ό λ ο και κάτι θα είχε αρπάξει το αφτί τους, γιατί τα κου-τσομπολιά έδιναν κι έπαιρναν.

Ό σ ο για το μεγάλο γιο του Γιαννιού, αυτός άλλαξε εκα-τό δουλειές σε όλα τα μέρη. Ή τ α ν όπου γης και πατρίς. Τε-λευταία όμως πέρασε για δεύτερη φορά ένα φεγγάρι στη Θεσσαλονίκη δουλεύοντας σε ένα υπόγειο μαγέρικο, δεν ή-ταν τύπος για να στεριώσει πουθενά. Σε πρώτη ευκαιρία, μπάρκαρε στα καράβια και βγήκε στη θάλασσα.

Page 229: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Αυτός φώναξε στη Νύμφη του Θερμαϊκού και το μικρό του αδερφάκι, τον Γιωργή, που ήταν η αδυναμία και η με-γάλη αγάπη του πατέρα τους.

Χιλιάδες πρόσφυγες από περιοχές της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης είχαν συγκεντρωθεί από παλιά στη Θεσσαλονίκη. Οι Αρχές μερίμνησαν ώστε να μη διακοπούν οι εμπορικές, βιομηχανικές και οι ναυτιλιακές δραστηριότητες, ενώ φρόντισαν να διατηρηθεί ο πολυπο-λπισμικός χαρακτήρας της πόλης.

Η Θεσσαλονίκη παραδόθηκε στον ελληνικό στρατό τον Οκτώβριο του 1912. Από τότε το εμπόριο ήκμαζε σε αυτή την πόλη.

Μετά το άδοξο τέλος της Μικρασιατικής εκστρατείας, η πόλη φι-λοξένησε και πρόσφερε εργασία σε χιλιάδες πρόσφυγες που βρέθηκαν σε μια νέα πατρίδα. Διωγμένοι κακήν κακώς από τα σπίτια τους. Οι

• ψυχές αυτές εργάστηκαν τόσο σκληρά ώστε μέσα σε λίγα χρόνια έδι-ναν παραδείγματα προόδου.

Σε διαφημιστικό φυλλάδιο που εκδόθηκε στα τέλη του 1930 α-ναφέρεται ότι χάρη στην αξιοποίηση του λιμανιού και των σιδηρο-δρόμων ο νομός Θεσσαλονίκης ήταν εκείνη την εποχή η περισσότερο αναπτυγμένη βιομηχανικά και οικονομικά περιοχή της χώρας, μετά την περιφέρεια της πρωτεύουσας.

Ο Γιωργής πόνεσε πιότερο από όλους για το μισεμό του Γιαν-νιού. Αμούστακο παλικαράκι ήταν όταν έμεινε μόνο του. Κουβαλούσε στην ψυχή σαν φυλαχτό το λόγο του πατέρα Του. «Μόλις πιάσω δουλειά και τακτοποιηθώ, θα σε πάρω κο-ντά μου». Αυτά του έταξε και ο Γιωργής τα έδεσε κόμπο.

Page 230: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Πράγματι, ο Γιαννιός τα πρώτα πέσος που έπιασε τα έ-στειλε στον Γιωργή. Ωστόσο και ο νεαρός δεν καθόταν οΰ-τε τεμπέλευε, μόνο άρχισε να δουλεύει στο πόδι του αδερ-φού του μόλις αυτός έφυγε στη θάλασσα.

Παράλληλα πήγαινε και στο γυμνάσιο. «Κοίτα να μορ-φωθείς, αυτό είναι χρυσάφι για τον άνθρωπο», έλεγε ο Γιαν-νιός στον αγαπημένο του γιο. «Να μορφωθείς!» και ο Γιωρ-γής τον άκουσε.

Με ένα χαμηλό φωτάκι μελετούσε τα βράδια, σε ένα πα-τάρι ξύλινο που του παραχώρησε ο ταβερνιάρης για να κοι-μάται.

Το ψθινόηωρο του 1915 αποβιβάζονται οτη Θεσσαλονίκη στρατεύματα της Αντάντ. Έτσι ονομάστηκε η συμμαχία κατά της Γερμανίας στον Α'Παγκόσμιο Πόλεμο. Τα κράτη ηου συμμετείχαν ήταν: Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία, Ιταλία. Αυτοί άλλαξαν το χαρακτήρα στην οικονομία, ακόμα και στις κοινωνικές παραδόσεις.

Τα μεροκάματα ήταν υψηλά και η πληρωμή σε είδος ελκυστικό-τερη. Στην πόλη άνοιξαν εκατοντάδες ταβέρνες, χορευτικά κέντρα και, γενικά, κέντρα διασκέδασης.

Η αστική τάξη αγκάλιασε τις κοσμικές εκδηλώσεις των ανώτερων αξιωματούχων. Η πόλη απέκτησε κοσμοπολίτικο αέρα.

Τον πρώτο χρόνο που ο Γιαννιός ξενιτεύτηκε ο Γιωργής τα πέρασε πολύ δύσκολα. Δούλευε σαν γκαρσονάκι, σαν θελη-ματάρης στην ταβέρνα και το πρωί ήταν τόσο κουρασμένος που νύσταζε στο σχολειό και κουτουλούσε.

Page 231: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Το τελείωσε όμως το γυμνάσιο και εν τω μεταξύ άρχισε να του στέλνει τακτικά χρήματα ο πατέρας του κι έτσι έ-πιασε δωμάτιο πάνω από ένα εβραίικο ραφτάδικο. Βοη-θούσε για δυο δεκάρες χαρτζιλίκι και έραβε πού και πού κανένα κουμπί ή σιδέρωνε τα μανίκια στα σακάκια.

Μόλις τέλειωσε το σχολειό γράφτηκε και στο πανεπι-στήμιο, σπούδασε φυσικός.

Η ίδρυση του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, του δεύτερου ελληνικού πανεπιστημίου, το 1925, θεωρήθηκε αποτέλεσμα των υψηλών ανα-πτυξιακών ρυθμών στους οποίους έφτασε η πόλη.

Έγινε σύμφωνα με τους σχεδιασμούς τον Ελευθέριου Βενιζέλου, αμέσως μετά τη λήξη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου.

Η ανάγκη για την ίδρυση του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης προ-έκυψε ασφαλώς από τα αποτελέσματα των Βαλκανικών Πολέμων και την ενσωμάτωση των περιοχών της Βόρειας Ελλάδας, των λεγόμενων τότε Νέων Χωρών, στον κορμό του ελληνικού κράτους.

Τα τμήματα Φυσικής, Μαθηματικών και Γεωπονικής άρχισαν να λειτουργούν το 1928.

Το πρώτο του ερωτικό χτυποκάρδι το ένιωσε ο Γιωργής για τη Ραχήλ, τη μικρή Εβραιοπούλα, κόρη του ράφτη.

Αυτή του έδειχνε πώς να κόβει και να ράβει τις κουμπό-τρυπες στα πανωφόρια και τα αντρικά κοστούμια. Χωρίς να καταλάβει πώς, τα δάχτυλά του μπλέχτηκαν με της κο-πελίτσας και τα όμορφα μαύρα μάτια της Ραχήλ του έριξαν ένα βλέμμα, σκέτη σαϊτιά.

Page 232: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Αυτό ήταν, ο Γιωργής ένιωσε το πρώτο του χτυποκάρδι. Όμως ο πατέρας της κοπέλας το μυρίστηκε.

Η Ραχήλ μιλούσε καλά ισπανικά, γιατί η οικογένειά της κρατούσε από τους Εβραίους της Σεβίλης. Μετανάστευσαν στη Θεσσαλονίκη όταν η Ραχήλ ήταν μικρό παιδί. Έτσι, ο Γιωργής, με την κοπέλα για δασκάλα, έμαθε τις πρώτες λέ-ξεις στα ισπανικά, τη γλώσσα που θα γινόταν γι' αυτόν η δεύτερη μετά τη μητρική του.

Ό τ α ν οι γονείς της αντιλήφθηκαν τα κρυφά χαμόγελα των δύο νέων, τον έβγαλαν από το δωμάτιο και είπαν ότι το χρειάζονταν για κάποιο συγγενή τους. Έτσι, ο Γιωργής πή-ρε πόδι από εκεί, αφού έστειλαν πρώτα τη Ραχήλ σε μια θεια της, μακριά, στα Γιάννενα, τάχα για να ξεκαλοκαιρέ-ψει. Πάει ο «δεσμός», τελείωσε.

Τον Οκτώβριο τον 1912 νπήρχαν περισσότεροι από ενενήντα χιλιά-δες Εβραίοι στη Θεσσαλονίκη. Μέχρι το 1943, πον έφνγαν και οι τε-λενταίοι από αντούς για τα κρεματόρια του Άονσβιτς και τον Νταχάον, επί Χίτλερ. Οι Εβραίοι ανέπτνξαν δραστηριότητα τόσο στον οικονο-μικό, όσο και στον πνενματικό τομέα της ζωής στη χώρα πον τονς φι-λοξένησε. Απολάμβαναν όλα τα δικαιώματα των Ελλήνων πολιτών και είχαν αντιπρόσωπο τονς στη βονλή.

Από το 1941, όταν η Ελλάδα κατακτήθηκε από τονς Γερμανούς, στάλθηκαν σε καταναγκαστικά έργα και σε στρατόπεδα συγκέντρω-σης, όπου τους θανάτωσαν.

Το εξωτερικό εμπόριο στις αρχές του 20ού αιώνα παραμένει στα χέρια Ισραηλιτών.

Από τονς πενήντα τέσσερις μεγάλους εμπορικούς οίκους της πό-

Page 233: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

λης, οι τριάντα οχ τω ανήκαν σε Ισραηλίτες και μόνο οι οχτώ σε Ρω-μιούς.

Στον τομέα τον εσωτερικού εμπορίου, από τις δώδεκα μεγαλύτε-ρες επιχειρήσεις οι πέντε ανήκαν σε Ισραηλίτες, οι πέντε σε Έλληνες και οι δύο σε μουσουλμάνους.

Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας, οι Εβραίοι που επέζησαν ήταν περίπου δύο χιλιάδες.

Ο Γιωργής αναγκάστηκε να βρει καινούριο δωμάτιο και και-νούρια δουλειά. Να βρει στέγη σ' αυτή την πόλη δεν ήταν και τόσο εύκολο γιατί η Θεσσαλονίκη ήταν πυκνοκατοικη-μένη.

Η Θεσσαλονίκη αποτελεί έναν από τονς μεγαλύτερους λιμένες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης και συγχρόνως ένα σημαντικό συγκοινω-νιακό και εμπορικό κέντρο, το μεγαλύτερο αστικό κέντρο μετά την Αθήνα.

Ένας ακόμα παράγοντας ανάπτυξης ήταν τα μεγάλα και πολυό-ροφα κτίρια που κατασκευάστηκαν μετά τις πυρκαγιές των ετών 1890, 1896 και 1898.

Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία που βρίσκονται στα δημοτικά αρχεία, στις αρχές του 20ού αιώνα η πόλη θεωρούνταν μία από τις πιο πυκνοκατοικημένες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ανά εκτά-ριο αντιστοιχούσαν διακόσιοι πενήντα κάτοικοι.

Η δράση των κομιτατζήδων μεταφέρθηκε από τη μακεδονική ύ-παιθρο στην πόλη το 1903. Τρομοκρατικές και βίαιες ενέργειες α-τάκτων Βούλγαρων και Τούρκων επηρέασαν τη ζωή.

Page 234: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Η ελληνική αντίδραση εκδηλώθηκε το 1904 και αυτό λόγω της οθωμανικής απραξίας.

Η ένταση και η ψθορά τερματίστηκαν στις 26 Οκτωβρίου του 1912, όταν ο Ταχσίν πασάς παρέδωσε την πόλη στον ελληνικό στρα-τό.

Ήδη από τις αρχές τον αιώνα στη Θεσσαλονίκη υπήρχαν πολ-λοί εργάτες-τεχνίτες στη βιομηχανία, όσο και στον τομέα της βιοτε-χνίας, χώρια οι εποχιακά εργαζόμενοι, ιδίως στην επεξεργασία του καπνού.

Όταν ο Γιωργής πήγε στη Θεσσαλονίκη, οι άνθρωποι εκεί δούλευαν πολΰ και γλεντούσαν άλλο τόσο για να μπορούν να ξεχνούν τις δυσκολίες της ζωής τους.

Γλεντούσαν λοιπόν σε κάθε ευκαιρία. Ο Γιωργής πρόλα-βε στα τελευταία του το θεσμό του αποκριάτικου καρναβα-λιού, γιατί μετά το μεγάλο κύμα των προσφύγων και γύρω στο 1930 αυτό ξεθύμανε.

Από την Τσικνοπέμπτη ως την Κυριακή της Αποκριάς έ-βγαιναν μασκαρεμένοι στους δρόμους άντρες και γυναίκες, ενώ η πόλη κατακλυζόταν από επισκέπτες που έρχονταν α-πό όλη τη Μακεδονία.

Το κομφετί που πετούσαν μεταξύ τους ήταν μια παλιά συ-νήθεια στην πόλη. Στο ιπποδρόμιο στην προπολεμική Θεσ-σαλονίκη ήταν το κέντρο του καρνάβαλου. Εκεί γινόταν η παρέλαση όλων των μασκαρεμένων, με τις καμήλες και τα γαϊτανάκια.

Ολόκληρες μπάντες με χάλκινα τύμπανα, παραδοσιακοί θίασοι, αλλά και άνθρωποι με σύγχρονες μεταμφιέσεις του

Page 235: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Νέου Κόσμου, χόρευαν φοξ τροτ, βαλς και άλλους ευρω-παϊκούς χορούς.

Οι μασκαρεμένοι τραγουδούσαν απαγορευμένα τραγού-δια που προκαλούσαν γέλιο και έκαναν πειράγματα στις γυ-ναίκες που κατέκλυζαν τα μπαλκόνια. Πετούσαν σοκολά-τες, σερπαντίνες και κομφετί.

Λατέρνες, ρομβίες πάνω σε άμαξες, ντουντούκες, καρα-μούζες, ντέφια ξεκούφαιναν τον κόσμο.

Μετά την παρέλαση, καρναβαλιστές κατέληγαν στο Λευ-κό Πύργο και συνέχιζαν το γλέντι στις ταβέρνες και τα κα-μπαρέ που ήταν στολισμένα αποκριάτικα.

Το βράδυ της Κυριακής έκλεινε με τους περίφημους κα-νταδόρους της Θεσσαλονίκης που γύριζαν με κιθάρες και μαντολίνα τραγουδώντας διάφορα τραγούδια και κομμάτια από άριες στους δρόμους της πόλης.

Ένα βράδυ της Αποκριάς ο Γιωργής, με μια παρέα από συμ-φοιτητές του, ξεχύθηκαν στα στενά της πόλης μαζί με το μπουλούκι των μασκαράδων. Στην τσέπη του είχε βάλει λί-γα χρήματα, μέρος αυτών που του έστελνε κάθε τόσο ο πα-τέρας του από την Αργεντινή.

Ή τ α ν προσεχτικός στα έξοδα, όμως ο γιορταστικός χα-ρακτήρας των ημερών δικαιολογούσε το γλέντι.

Γύρω του χιλιάδες άνθρωποι χόρευαν και έριχναν κομ-φετί, σοκολάτες, καραμέλες και ξερά «δαμασκινούδια».

Αυτός και η παρέα του, όλοι ήταν μασκαρεμένοι. Άλλος αρλεκίνος, άλλος μαχαραγιάς, άλλος πιερότος και ο πιο χο-ντρός της παρέας, ο Δημητράκης, είχε ντυθεί Ανατολίτισσα

Page 236: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

με φερετζέ. Φορούσε ένα τεράστιο στηθόδεσμο γεμισμένο με βαμβάκι και όλα τα τρελόπαιδα δήθεν ζουλούσαν τα πλούσια κάλλη του και γελούσαν.

- Βρε παιδιά, πάμε να φωτογραφηθούμε με τη χανοΰ-μισσα, έλεγαν και μαζεύτηκαν ένα τσούρμο στο κέντρο της πόλης.

- Που θα πάμε; Στο στούντιο του Λιόντα ή του Νικο-λαίδη;

- Ό π ο υ να 'ναι, ρε, πάμε, αρκεί να είμαστε αγκαλιά με την κουκλάρα!

Φωτογραφήθηκαν όλοι μαζί παρέα, με τις κιθάρες και τα ντέφια (το συνήθιζαν τότε) και υστέρα πέρασαν από την α-μαρτωλή «τσάρκα», στα μπορντέλα. (Εκείνα τα χρόνια και λίγο μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, οι νέοι συνήθιζαν τέ-τοιες εξορμήσεις, μια και το σεξ τότε δεν ήταν εύκολη και συνηθισμένη υπόθεση όπως σήμερα.)

Στα Λαδάδικα ήταν οι πιο φτωχικοί οίκοι ανοχής. Όμως όσο κι αν έκαναν τους μάγκες τα φοιτητάκια, ψάρωσαν α-πό το περιβάλλον και έφυγαν και ανέβηκαν ψηλά, στην Πά-νω Πόλη, στα κάστρα. Εκεί, στο σπίτι της μαντάμ Οντέτ, ο Γιωργής έχασε την παρθενιά του.

Δεν κατάλαβε και πολλά, γιατί ήταν λιώμα στο πιοτό. - Ομορφόπαιδο, λεβέντη μου, άντε, τώρα είσαι άντρας

βαρύς, του είπε η Οντέτ χτυπώντας τον στην πλάτη ενώ τσέ-πωνε τον παρά.

Ο Γιωργής, βγαίνοντας από το σπίτι με το κόκκινο φα-νάρι, ένιωσε έντονη ναυτία. Του ήρθε σαν εμετός, δεν του άρεσε καθόλου αυτό το περίεργο συναίσθημα, που ταυτό-χρονα όμως τον έκανε να αισθάνεται ελεύθερος και να πετά.

Page 237: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Το κεφάλι του ήταν τόσο βαρύ από το μεθύσι που πήρε να κλαίει και να γελάει μαζί.

Ντράπηκε που γδύθηκε μπροστά της και αποφάσισε πως δε θα ξαναπάει στης μαντάμ. Δε χρειάστηκε εξάλλου, γιατί μερικές μέρες αργότερα έπιασε δουλειά στη ΔΕΘ, τη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης.

Εκεί γνώρισε μια κοπέλα, τη Μυρτώ, που δούλευε σαν γραμματέας στο περίφημο «Ράδιο Τσιγγιρίδη» που στεγα-ζόταν τότε στον περίβολο της ΔΕΘ, σε ένα μικρό ξύλινο κτί-σμα.

Η Μυρτώ ήταν και λίγο δημοσιογράφος και λίγο ανε-ξάρτητη και λίγο φεμινίστρια και πολύ ελεύθερη...

Η σχέση τους ολοκληρώθηκε πολύ γρήγορα μετά τη γνω-ριμία τους. Η Μυρτώ ήταν πέντε χρόνια μεγαλύτερή του, έ-ντονα πολιτικοποιημένη και πολύ ανεξάρτητη για τα συνή-θεια εκείνων των χρόνων.

Μαζί της έφτανε να μιλάει μέχρι τα ξημερώματα για τα διεθνή πολιτικά ρεύματα, τη γαλλική και τη ρώσικη επα-νάσταση, τους Οθωμανούς και τον Κεμάλ. Μιλούσαν και έ-καναν πολύ σεξ.

Θαρρούσε ότι δε θα το χόρταινε ποτέ ο Γιωργής το κρε-βάτι και η Μυρτώ του έμαθε όλα, μα όλα τα μυστικά του κορμιού και της λαγνείας, ενώ παράλληλα «θεωρητικά» έ-λυναν όλα τα προβλήματα του κόσμου.

Ή τ α ν κοπέλα ανεξάρτητη, τίμια, ελεύθερη σαν πουλί, που όμως δεσμεύσεις και ζωή σε κανόνες και καλούπια δε γούσταρε.

Είχε γεννηθεί στην Οδησσό από γονείς Πόντιους. Η ζωή τούς έφερε στη Θεσσαλονίκη. Ορφάνεψε η κοπέλα από νω-

Page 238: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

ρίς, μια και η μάνα και ο πατέρας της έπεσαν τραγικά θύ-ματα της μεγάλης πυρκαγιάς.

Κοντά της ο Γιωργής πήρε αυτό που λέμε «κουλτούρα» και της έδωσε τη νεανική ορμή και το πάθος του άντρα που μόλις ανακάλυψε το σώμα του.

Μαζί με τον πόθο που ξύπνησε ορμητικά στα κύτταρά του ανακάλυψε και την πολιτική και τις αμφισβητήσεις και τις αναθεωρήσεις... Τώρα τους περνούσε όλους από το μικρο-σκόπιο. Κοντολογίς, βυθίστηκε ο αυτό που με μια λέξη εί-ναι ένας «φοιτητής»...

Η Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης ιδρύθηκε το 1926 στο νομό Θεσσα-λονίκης, τιον εκείνη την εποχή ήταν η πεμσσότερο αναπτυγμένη βιομη-χανικά και οικονομικά περιοχή της χώρας, μετά από την πρωτεύουσα.

Οι εφημερίδες της εποχής ανέφεραν ότι αυτό ήταν το μεγαλύτερο οικονομικό γεγονός της χρονιάς.

Το 1925-1926 ξεκίνησε το «Ράδιο Τοιγγψίδη», τιου ήταν ο πρώτος ραδιοφωνικός σταθμός όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στα Βαλκάνια.

Ο πρώτος επίσημος ραδιοφωνικός σταθμός του κόσμου είχε κάνει την έναρξή του το 1920 στις ΗΠΑ. Στην Ευρώπη πρώτη πήρε τη σκυτάλη η Μεγάλη Βρετανία με το BBC.

Οι εκπομπές του «Ράδιο Τσιγγιρίδη» άφησαν εποχή, αφού οι ε-λάχιστοι ακροατές του από τους 1334 χιλιοκύκλους των μεσαίων κυ-μάτων άκουγαν προγράμματα με τραγούδια της εποχής. Υπήρχαν και δελτία ειδήσεων, όπως και συνεντεύξεις από λογοτέχνες σαν τον Ξε-νόπουλο και άλλους.

Η ύπαρξη του σταθμού ανέβασε τις πωλήσεις των ραδιοφώνων σε 5.000 στη Μακεδονία.

Page 239: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Μέχρι το τελευταίο βράδυ ηριν από τψ εισβολή των Γερμανών στη Θεσσαλονίκη ο σταθμός συνέχισε να εκπέμπει κανονικά.

Η εδραίωση της ραδιοφωνίας στην Ελλάδα οφείλει στον Τσιγγι-ρίδη πολλά.

Ό σ ο για τις πολιτικές συζητήσεις και τα πολιτικά θέματα στη ζωή του Γιωργή, αυτά ήταν άπειρα, μια και εκείνα τα χρό-νια η Μακεδονία, η Ελλάδα, η Ευρώπη και ο κόσμος όλος ήταν καζάνι που έβραζε. Υπήρχαν πόλεμοι, οικονομικές κρί-σεις, άνθρωποι μυθικά πλούσιοι και άλλοι στα όρια του θα-νάτου από την πείνα. Ό λ α τα έβλεπε κανείς, μα όλα.

Στις εκλογές της 19ης Αυγούστου του 1928 θριαμβευτής ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Η επιστροφή του μετά από οχτώ χρόνια α-πουσίας είχε κάτι το μεγαλειώδες για τους Έλληνες.

Τρεις μέρες μεχά τον εκλογικό θρίαμβο, ο Βενιζέλος έφτασε με το ατμόπλοιο «Ιέραξ» στη Θεσσαλονίκη, όπου του επιφύλαξαν παλλαϊ-κή υποδοχή.

Το πλοίο με τον Βενιζέλο το συνόδεψαν από το μεγάλο Καρα-μπουρνού ως το Λευκό Πύργο εκατοντάδες μικρά και μεγάλα πλοι-άρια με πολλούς οπαδούς.του που τον επευφημούσαν, ενώ στην προ-κυμαία τον υποδέχτηκαν χιλιάδες Θεσσαλονικείς ανάμεσα στους ήχους των σειρήνων των πλοίων που τον ακολουθούσαν, αλλά και όσων ήταν (φραγμένα στο λιμάνι.

Ο Βενιζέλος αποβιβάστηκε με βενζινάκατο, ήταν ωχρός από συ-γκίνηση, χαιρετούσε και χαμογελούσε στο πλήθος που ζητωκραύγαζε.

Page 240: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Σε τέτοιες εποχές βρέθηκε και ο Γιωργής φοιτητής στη Θεσ-σαλονίκη.

Ο δεσμός του με τη Μυρτώ κράτησε μόνο μερικά φεγ-γάρια. Αυτή δεν ήταν γυναίκα για να επωμιστεί μόνιμες υ-ποχρεώσεις. Εξάλλου, και εκείνος δεν αρκούνταν στο πτυ-χίο από τη Φυσική.

Αποφάσισε να ολοκληρώσει τις σπουδές του και με ένα πέρασμα από την Ανωτάτη Εμπορική Σχολή Αθηνών. Έτσι, έφτιαξε τις βαλίτσες του και σαν αποδημητικό πουλί κατέ-βηκε στην πρωτεύουσα.

Έπιασε δωμάτιο στο Βοτανικό και δουλειά στο καπνερ-γοστάσιο του Παπαστράτου στον Πειραιά. Ο Γιαννιός του έστελνε τα χρήματα με φειδώ. Ο Γιωργής λοιπόν έπρεπε να εργάζεται για να τα βγάζει πέρα.

Δούλευε στο λογιστήριο του εργοστασίου και παράλλη-λα σπούδαζε. Εκεί έμαθε πολλά πράγματα για το εμπόριο των καπνών και γενικότερα για τις εξαγωγές. Απέκτησε πο-λύτιμες εμπειρίες, που αργότερα στην Αργεντινή του απέ-δωσαν χρυσάφι.

Το 1921 οι αδερφοί Παπαστράτου, με έδρα τψ Αθήνα, έχτισαν δώδεκα αποθήκες καπνού, με εξοπλισμό υγιεινής στο Αγρίνιο, τη Θεσσαλονίκη, την Καβάλα, την Ξάνθη, το Βόλο, το Ναύπλιο και τη Σμύρνη, καθώς και αντιπροσωπίες σε όλες σχεδόν τις καπνοπα-ραγωγικές περιοχές. Στη διάρκεια 1920-1929, επί συνολικής εξα-γωγής στο εξωτερικό τετρακοσίων χιλιάδων τόνων ελληνικών κα-πνών, οι αδερφοί Παπαστράτου εξήγαγαν το ένα δέκατο της ποσό-τητας.

Page 241: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Στον Πειραιά έχτισαν ένα τεράστιο εργοστάσιο τιον θεωρήθηκε α-πό τα τελειότερα τον κόσμον και το εγκαινίασε ο Ελενθέριος Βενιζέ-λος στις 21 Μαΐον τον 1931.

Δουλεύοντας στο καπνεργοστάσιο ο Γιωργής ένιωθε πιο κο-ντά στον πατέρα του. Αισθανόταν ότι έμπαινε στον κόσμο της δικής του δουλειάς κι αυτό του άρεσε.

Οι ερωτικές του σχέσεις τώρα εμπλουτίστηκαν με σκόρ-πιες εμπειρίες. Σήμερα ήταν μια εργάτρια από το καπνερ-γοστάσιο, αύριο μια μοδιστρούλα που συναντούσε στη στά-ση του τραμ. Με τις εργάτριες αντάμωνε μετά από το σχό-λασμα της δουλειάς. Ο καλός ο μύλος όλα τα αλέθει. Δεν ή-ταν ιδιαίτερα εκλεκτικός, ούτε δύσκολος, σε αυτές τις σχέ-σεις, αφού δεν είχε ακόμα αγαπήσει.

Την Ελλάδα αναστάτωναν διάφορες εξωτερικές περιπλοκές, όπως, για παράδειγμα, η απαίτηση της Γιουγκοσλαβίας για συγκυριαρχία με την Ελλάδα στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Επίσης, η επιθετική πολιτική των Ιταλών εναντίον της Κέρκυρας στεναχώρησε τους Έλληνες πολύ. Επιπλέον, μεγάλη αναστάτωση έφεραν οι απειλές τις Τουρκίας για απέλαση του πατριάρχη από την Κωνσταντινούπολη. Με αυτά κι αυ-τά, η ένταση αυξανόταν.

Μετά το 1930, επί πρωθυπουργίας Ελευθέριου Βενιζέλου, την ευθύνη της εγκατάστασης τον προσφνγικού πληθνσμού αναλαμβάνει κρατικός φορέας.

Δημιουργούνται νέοι πρότυποι συνοικισμοί στη Νέα Σ μ ύ ρ ν η , τη Νέα Φιλαδέλφεια, τη Νέα Ιωνία κ.α.

Page 242: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Είναι η πρώτη φορά πον στην Ελλάδα κατασκευάζονται πολυκα-τοικίες.

Στην επέκταση των αστικών κέντρων συνέβαλε και η ανάπτυξη της βιομηχανίας. Βιομηχανικές μονάδες αναπτύχθηκαν γύρα από την Αθή-να, τον Πειραιά και τη Θεσσαλονίκη, όπου έβρισκαν φτηνό εργατικό δυναμικό.

Οι ελληνικές πόλεις, και ιδιαίτερα οι μεγαλύτερες, άλλαξαν όψη και θύμιζαν τα μεγάλα βιομηχανικά κέντρα της Ευρώπης ή της Αμε-ρικής.

Σπουδαίες προσωπικότητες της πνευματικής, πολιτικής ή οικονο-μικής ζωής προέρχονταν από τον προσφυγικό πληθυσμό.

Το 1931 ιδρύθηκε η Αγροτική Τράπεζα και κατά την περίοδο αυ-τή το κυριότερο εξαγώγιμο προϊόν ήταν ο καπνός.

Η Ελλάδα είχε να θρέψει πια και τους πρόσφυγες, που στην πλει-οψηφία τους δεν είχαν κανένα περιουσιακό στοιχείο.

Για να αντιμετωπίσει τα άπειρα οικονομικά προβλήματα, η Ελλά-δα αναζήτησε εξωτερικούς δανεισμούς. Οι όροι ήταν πολύ βαριοί και η Ελλάδα τελικά πτώχενσε, το 1932, εφόσον πάνω από το ογδόντα τοις εκατό τον σνναλλάγματος εισαγόταν.

Μπορεί ο Γιωργής να φοιτούσε στην Ανωτάτη Εμπορική Σχο-λή, όμως τα οικονομικά της Ελλάδας εκείνα τα χρόνια, ειδι-κά μετά το προσφυγικό, ήταν τόσο περίπλοκα, που σπουδή ήταν και μόνο να παρακολουθεί κανείς αυτές τις εξελίξεις...

Ο Γιωργής είχε τα αφτιά και τα μάτια του ανοιχτά. Τον ενδιέφεραν τόσο οι οικονομικοί δείκτες, όσο και τα πολιτι-κά τεκταινόμενα.

Page 243: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Το ξένο κεφάλαιο εισέρευσε στην Ελλάδα με πολλούς τρόπους. Ήρθαν δάνεια για τη λύση του προσφυγικού προβλήματος, χρηματοδότηση δημοσίων έργων, καθώς και δάνεια σε ιδιωτικές επιχειρήσεις.

Με την εισροή του ξένου κεφαλαίου, τα επιτόκια που έδιναν οι ξέ-νες τράπεζες ήταν πολύ υψηλά. Κατά την περίοδο αυτή η Εθνική Τράπεζα δεκαεξαπλασίασε τα κεφάλαια της και έγινε κυρίαρχη της χρηματαγοράς.

Ο έρωτας στη ζωή του Γιωργή ήρθε ξαφνικά, απρόβλεπτα και με λάθος άτομο. Ή ρ θ ε στο πρόσωπο της Κικής, που ή-ταν η γυναίκα του διευθυντή στο λογιστήριο του εργοστα-σίου.

Τσαχπίνα, ξελογιάστρα, ερωτιάρα από τη Σμύρνη. Σκέ-τη φλόγα η Κικίτσα και ο σύζυγος είκοσι τρία χρόνια μεγα-λύτερος της. Ή ρ θ ε με τους γονείς και τα αδέρφια της, προ-σφυγοπούλα από τη Μικρά Ασία, και με τον αταίριαστο γά-μο της τους βόλεψε όλους.

Ή τ α ν ένα απογευματάκι του Μάρτη, όπως έμπαινε η άνοι-ξη. Τότε μπήκε και η Κική στο εργοστάσιο για να πάρει α-πό τη δουλειά τον άντρα της, τον Δημήτρη.

Η Κικίτσα, σαν λουλουδάτος σίφουνας, εισέβαλε στο γρα-φείο την πιο βαριεστημένη και ατέλειωτη ώρα. Λίγο πριν το σχόλασμα, τότε που όλοι μετράνε τα λεπτά για να γυρί-σουν στο σπίτι τους. Ή τ α ν ανοιχτοκάστανη, κοντούλα, με έ· να χαμόγελο που μέτραγε μαργαριτάρια αντί για δόντια και ένα λακκάκι στο πιγούνι.

Page 244: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

- Ο κύριος Ελευθερίου δεν είναι εδώ; ρώτησε κελαρυστά τον Γιωργή.

- Όχ ι , έφυγε λίγο νωρίτερα σήμερα γιατί είχε ενοχλή-σεις στη μέση του. Εσείς τι τον θέλετε; Αν μπορώ να σας ε-ξυπηρετήσω εγώ, είμαι ο βοηθός του, είπε ο Γιωργής.

- Α , τίποτα, καλέ, είναι ο άντρας μου. Και να, πέρασα να τον πάρω για να γυρίσουμε μαζί στο σπίτι. Αλλά αφού έφυ-γε, να πηγαίνω κι εγώ.

- Να σας συνοδέψω, κυρία Ελευθερίου, τώρα σχόλασα πια κι εγώ, είπε ο Γιωργής και σκίστηκε να της ανοίξει την πόρτα. Τέτοιες γάμπες και τέτοιο λικνιστικό βάδισμα δεν εί-χε ξαναδεί.

Βγήκαν έξω από το εργοστάσιο και εκείνη έκανε να μα-ζέψει μια τούφα από μαλλιά που ο αέρας έριχνε στο πρό-σωπο της. Τα χέρια της ήταν λευκά, με ροδαλά περιποιη-μένα δάχτυλα.

Ο Γιωργής ένιωσε μια θέρμη και μια επιθυμία να τον συ-νεπαίρνουν. Μια επιθυμία ακατανίκητη να νιώσει το χερά-κι της στο κορμί του πάνω.

Τριγύρω του, στις μάντρες, αιωρούνταν αρώματα από ανθισμένες αμυγδαλιές, ραδίκια, αγριόχορτα και τριφύλ-λια. Το λακκάκι στο πιγούνι της Κικής, που κάθε τόσο χα-μογελούσε, τον προκαλούσε και τον παρέσερνε.

Και από χαμόγελα, άλλο τίποτα. Μισή ώρα δρόμος και βάλε μέχρι το σπίτι του λογιστή, όλο χαμόγελα και ματιές ήταν η Κικίτσα.

Αμ, μεγάλος, βλέπεις, ο άντρας της, πολύ μεγάλος, κι ας εί-χε καλή καρδιά, κι ας ήταν δουλευταράς. Ήταν πολύ μεγάλος, κι ας της ακούμπαγε στα χέρια κάθε μήνα όλο το μισθό του.

Page 245: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Σήμερα η μέση του, αύριο τα νεφρά του.

...Πότε ο Γιάννης δεν μπορεί, Πότε ο... του ηονεί...

Στην αρχή, όταν τον στεφανώθηκε, το μόνο που είχε α-νάγκη η κοπέλα ήταν να ριζώσει στην καινούρια γη, αφού η Μικρασιατική Καταστροφή τής είχε πάρει το βιος της. Να νιώσει ασφαλής, να χορτάσει το.στομάχι της.

Τώρα, που πέρασαν μερικά χρόνια και το έντερο λίγδω-σε φαΐ και φόρεσε ρούχα μοντέρνα, κομψά και καλοραμ-μένα, τώρα ήταν αλλιώς...

Ο Δημήτρης ως και σπίτι της αγόρασε στο Θησείο. Διώ-ροφο, με μπαλκόνια και πλυσταριό, αλλά και τους γονείς της συντηρούσε. Τώρα όμως, που της πήρε και σαλονάκι α-πό βελούδο ροδακινί και όλα τα χατίρια της τα έκανε, τώ-ρα άρχισε να φωνάζει η ψυχή για τα χαμένα νιάτα.

Τώρα αγανακτούσε το κορμί για το δίκιο του που λη-σμονήθηκε στον αγώνα δρόμου.

Η Κικίτσα πρέπει να ήταν ίση στα χρόνια με τον Γιωργή... Και άρχισε ένα καινούριο τροπάρι στη ζωή του φοιτητή

μας. «Α, κύριε Κωσταντινίδη» από εδώ και «κύριε Γιωργή» α-

πό εκεί και τυχαία μες στη βδομάδα ξαναπέρασε από το ερ-γοστάσιο η Κικίτσα. Και, και, στο τέλος... το πνίξανε το κου-νέλι...

Αρχίσανε τα κλεφτά ραντεβού... Ο Γιωργής έπεσε τύφλα στον έρωτα. Τίποτα δε χαμπάριζε. Στραβομάρα πλήρης! Ντιπ για ντιπ!

Page 246: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Κάθε πρωί, μόλις συναντούσε στη δουλειά το λογιστή, τον ζώνανε οι τύψεις. Κατά το σούρουπο, που τον έπιανε η πεθυμιά για τα φιλιά της Κικής, τα ξέχναγε όλα. Και βυθι-ζόταν στα θολά βαλτονέρια...

- Αχ, λεβέντη μου, εφέντη μου εσύ, ψιθύριζε η Κική α-ναστατωμένη στην αγκαλιά του, λιγωμένη, και ο Γιωργής καιγόταν με τα λευκά χεράκια της πάνω στο κορμί του, να τον στέλνουν στον παράδεισο.

Γνώριζαν όλα τα ερωτικά στέκια: της Καστέλας τα κα-φενεδάκια, τις παραλίες του Φαλήρου, τα χαμένα στο πρά-σινο παγκάκια του Ζαππείου...

- Κικίτσα, σ' αγαπώ, σε θέλω. Και να τα μάτσα οι μενε-ξέδες που της πρόσφερε ο Γιωργής.

- Για σένα χάνομαι και σβήνω, απαντούσε η Κική και φύλαγε τα λουλούδια και τα αποξήραινε μέσα σε δυο σελί-δες κάποιου βιβλίου. Έτσι, για να έχει κάτι από εκείνον.

Τα έχωνε κάτω από το σεντόνι και από πάνω έβαζε το προσκεφάλι της. Κάθε που ο Δημήτρης μες στη νύχτα βα-ριανάσαινε και ροχάλιζε, η Κικίτσα κοιτώντας το ταβάνι ξε-νυχτούσε, άγγιζε με τα δάχτυλα τα αποξηραμένα λουλούδια ενώ τα δάκρυα αυλάκωναν τα μάγουλά της.

Αχ, αν είχε και ένα παιδάκι η ζωή της θα περνούσε κα-λύτερα και ο σύζυγος θα ήταν πιο υποφερτός...

Και έσπασε ο διάβολος το ποδάρι του και ο λογιστής γύ-ρισε κάποια φορά πίσω στο εργοστάσιο γιατί ξέχασε τα κλει-διά του σπιτιού του στο συρτάρι του γραφείου. Και έπεσε πά-νω στην Κικίτσα, που μόλις είχε φτάσει και βρισκόταν στην αγκαλιά του Γιωργή.

Τους είδε από την πόρτα που ήταν μισάνοιχτη και ένιω-

Page 247: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

σε σεισμό και τη γη να τρέμει κάτω από τα πόδια του. Τι ρουφηχτά παθιασμένα φιλιά! Τι πόθος ήταν αυτός; Πώς να συγκριθεί μ' αυτό το γερό παλικάρι, με τα μπράτσα και το δυνατό κορμί αυτός, γέρος άνθρωπος;

Δεν είπε τίποτα ο Δημήτρης, δε φανερώθηκε, μόνο έφυ-γε σιωπηλός για να κρύψει την ντροπή και την πίκρα του.

Οι δυο εραστές, ανυποψίαστοι, εξακολουθούσαν να περ-νούν καυτές ώρες στην κάμαρη που ο Γιωργής είχε νοικιά-σει.

Έφτασε καλοκαίρι πια και η ζέστη, μαζί με τη σκόνη, έκα-ναν την Αθήνα αφόρητη. Ο Γιωργής με την Κικίτσα ήταν πια αχώριστοι. Τους μυρίστηκαν όμως κάποιοι συνάδελφοι α-πό το εργοστάσιο. Έβαλε το χεράκι της στα κουτσομπολιά και μια εργάτρια με την οποία ο Γιωργής παλαιότερα τρα-βιότανε και η ντροπή του Δημήτρη Ελευθερίου ολοκληρώ-θηκε. Το κουβέντιαζαν πια όλοι και γελούσαν πίσω από την πλάτη του. Η ντροπή του μεταφράστηκε σε κέρατα μεγάλα. Περικοκλάδα ολόκληρη, έτσι που αυτός δε χωρούσε να περ-νά από την πόρτα γιατί σκάλωνε στο καφασωτό.

Τέλειωνε ο Ιούνιος, ένας από τους ζεστούς μήνες του καλο-καιριού, ήρθε ώρα για το σχόλασμα της δουλειάς. Ο Γιωρ-γής δε συναντιόταν με την Κική εδώ και μία βδομάδα για-τί είχε εξετάσεις στην Εμπορική Σχολή.

Μόλις έφευγε από το εργοστάσιο, έτρωγε κάτι λαδερό στο μαγέρικο της γωνιάς και μες στη λάβρα του· μεσημεριού

Page 248: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

τραβούσε για το σπίτι του. Ό λ ο το βράδυ διάβαζε και τώρα το μεσημέρι ήταν ψόφιος από την κούραση. Το μόνο που έ-βλεπε μπροστά του ήταν δυο ντομάτες γεμιστές με φέτα λα-δορίγανη και το κρεβάτι του, για να ξεραθεί δυο ώρες πριν αρχίσει πάλι το διάβασμα.

Η Κικίτσα, δέκα μέρες χωρίς την αγκαλιά και τα χάδια του Γιωργή, είχε πάθει στερητικό σύνδρομο. Έτσι αλόγι-στα, παράτησε το σπίτι της και πήγε να τον συναντήσει. Δεν περίμενε ούτε για τα προσχήματα τον Δημήτρη που θα γύ-ριζε από τη δουλειά, δε στάθηκε ούτε λεπτό για να του βά-λει να φάει, παρά ξετρελαμένη από τη λαχτάρα έφυγε μες στη ζέστη.

Ο Δημήτρης γύρισε στο σπίτι διαλυμένος. Αυτό τον και-ρό υπέφερε πάλι από τη μέση του. Μόλις ξεκλείδωσε, φώ-ναξε την Κική, αλλά τίποτα, το σπίτι ήταν άδειο.

Πεινασμένος, έβαλε μόνος του να φάει, όπως ήταν κου-ρασμένος όμως το πιάτο γλίστρησε και όλες οι σάλτσες έ-πεσαν στο δάπεδο. Έκανε να τα μαζέψει και η μέση του τον τρέλανε. Αγανακτισμένος που η γυναίκα του δεν ήταν εκεί να τον βοηθήσει, βγήκε στους δρόμους οργισμένος. Πήγε στο σπίτι του Γιωργή και χωρίς να κρατήσει τα προσχήμα-τα άρχισε να χτυπά την πόρτα και να φωνάζει.

- Ξέρω ότι είσαι μέσα, Κική, δε χρειάζεται να κρύβεσαι, τα ξέρω όλα! Ντροπή σου, που σε μάζεψα ένα φτωχό κου-ρέλι, κι εσένα και το σόι σου. Ανοίξτε γιατί θα σπάσω την πόρτα!

Οι γείτονες διαμαρτύρονταν: - Είναι ώρα κοινής ησυχίας, επιτέλους ησυχάστε. Άλλη ώ-

ρα λύνετε τα ρεζίλια σας.

Page 249: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Ο Γιωργής αναγκάστηκε να ανοίξει. Είδε τον Δημήτρη που στεκόταν στο κατώφλι και ήταν αξιολύπητος. Η Κική, ντυμένη, στραβοκουμπωμένη πρόχειρα, καθόταν με τα μά-τια χάμω, να κοιτά το πάτωμα.

- Γιατί, Γιωργή; έκανε βραχνά ο Δημήτρης. Γιατί πήρες τη γυναίκα μου; Εσΰ έχεις τα νιάτα, τη ζωή όλη μπροστά σου, έχεις όποια θέλεις, εγώ μόνο την Κικίτσα είχα στον κό-σμο, οΰτε θα αποκτήσω ποτέ τίποτα άλλο.

Η Κική εισέπραξε το κόστος αυτών των λόγων. Ένιωσε πικρό το κατακάθι της ζωής σ' αυτά τα λόγια του άντρα της.

Δεν είπε τίποτα άλλο ο άνθρωπος. Με τους ώμους σκυ-φτούς, γύρισε και έφυγε, άφησε τους δυο εραστές στην α-μαρτία τους.

Αισθάνθηκε ο Γιωργής σαν να τον περιέλουσε κρύο πα-γωμένο νερό. Τέτοια επιρροή είχαν τα λόγια του λογιστή ε-πάνω του. Κοίταξε την Κικίτσα και ένιωσε να ντρέπεται, έ-νιωσε να ξενερώνει. Η τσαχπινιά και τα κόλπα της του φά-νηκαν φτηνά.

- Άντε, Κικίτσα, είπε βαριά, πήγαινε πίσω στον άντρα σου.

Ο Δημήτρης, φεύγοντας από το σπίτι του Γιωργή, παραπα-τούσε. Ούτε έβλεπε μπροστά του από την ταραχή. Θολω-μένος, δεν είδε το τραμ, κατέληξε στο νοσοκομείο να χα-ροπαλεύει. Η Κικίτσα στεκόταν πια μέρα και νύχτα στο πλάι του και προσευχόταν.

- Παναγιά Παρθένα, σώσε τον κι εγώ ποτέ πια δε θα λη-σμονήσω το στεφάνι μου. Λυπήσου τον!

Page 250: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Και τον λυπήθηκε η Μεγαλόχαρη. Λυπήθηκε όμως και την Κικίτσα, γιατί μερικούς μήνες αργότερα, πάνω στα ξα-ναζεστάματα του γάμου τους, έμεινε έγκυος.

Ό τ α ν ο Δημήτρης έβγαζε το παιδί περίπατο, όλοι τον περνούσαν για πάππου και όχι για πατέρα του. Όμως η Κι-κίτσα είχε τώρα πια την αγκαλιά της γεμάτη. Γεμάτη όχι α-πό έρωτα αλλά από το παιδί της...

Ο Γιωργής δεν ξαναγύρισε στον Παπαστράτο, μόνο πήρε το πτυχίο του και πήγε φαντάρος. Ντύθηκε στο χακί σε δύ-σκολες εποχές. Από τον τελευταίο του έρωτα κράτησε μια πι-κρία και μια ακριβοπληρωμένη στη συνείδησή του εμπειρία ζωής. Συχνά τα λόγια του Δημήτρη τον στοίχειωναν.

«Εγώ μόνο την Κικίτσα έχω, μόνο την Κικίτσα, μόνο την Κικίτσα...»

Αλλά η ζωή του Γιωργή ήταν όλη μπροστά του. Προς το παρόν, ξέχασε τους έρωτες, μόνο υπηρετούσε την πατρίδα και στις ελεύθερες ώρες του μάθαινε ισπανικά περιμένοντας πότε θα έρθει η στιγμή να πάει στην Αργεντινή. Τη μακρι-νή χώρα των ονείρων του, τη χώρα στην άλλη άκρη της γης.

Υπηρετούσε την πατρίδα, αλλά αυτή η έρημη πατρίδα, η πολύπαθη, η ποτισμένη με δάκρυα, αγωνιζόταν να τα βγά-λει πέρα μέσα από μάχες και πολιτικούς ανταγωνισμούς, μέσα από δάνεια και εργατικές διεκδικήσεις, σε έναν κό-σμο που ασφυκτιούσε και χρεωνόταν λάθη του παρελθόντος και του μέλλοντος.

Page 251: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Το 1932 η Αγγλία, για να αναζωογονήσει το εμπόριο της, υποτίμη-σε τη στερλίνα και το 1934 ο Ρούσβελτ έκανε το ίδιο με το δολάριο. Αυτά δεν μπορούσαν να αφήσουν ανεπηρέαστη την οικονομική ζωή της Αργεντινής.

Στην Νέα Υόρκη το 1930 οι άνεργοι Αμερικάνοι, πεινασμένοι και χωρίς χρήματα, στέκονταν ουρά για να πάρουν ένα κομμάτι ψωμί και λίγη σούπα από το κρατικό συσσίτιο.

Στις 24 Οκτωβρίου 1929, και στις τρεισίμιση το απόγευμα, όταν το χρηματιστήριο είχε αδειάσει, ο υπάλληλος που σκούπιζε μάζεψε α-πό το έδαφος τα πεταμένα χρεόγραφα. Το οικονομικό κραχ ήταν γε-γονός, η οικονομική κρίση είχε αρχίσει. Και από τις Ηνωμένες Πο-λιτείες η κρίση επεκτάθηκε σε όλο τον κόσμο.

Μετά τον Α'Παγκόσμιο Πόλεμο οι ελπίδες για ειρήνη στηρίζο-νταν στην Κοινωνία των Εθνών. Το 1932 έγινε μια προσπάθεια α-φοπλισμού. Μετά το 1924 ο κόσμος είχε γνωρίσει μερικά χρόνια γα-λήνης και είχαν γίνει προσπάθειες για ειρηνική επίλυση των διαφο-ρών ανάμεσα στην Αγγλία και τη Γαλλία.

Όμως η οικονομική κρίση δημιούργησε πάλι σοβαρές αντιθέσεις. Το 1931 η Ιαπωνία επιτέθη^εναηίΜ της ηνεζικης επαρχίας της Μα-

ντζουρίας και η Κοινωνία των Εθνών δεν τόλμησε να την καταδικάσει. Η νέα γερμανική κυβέρνηση υπό τον Χίτλερ εγκατέλειψε τη διά-

σκεψη για τον αφοπλισμό. Το μαύρο σύννεφο του μελλοντικού πολέ-μου άρχισε να σκιάζει τον παγκόσμιο ουρανό...

Ο Γιαννιός πήγε στην Κοριέντες ο ίδιος για να στείλει το τη-λεγράφημα στο γιο του. Του έλεγε ότι τον περίμεναν, εκεί-νος και η Ειρήνη, με μεγάλη ανυπομονησία, ήθελαν να έρ-θει να ζήσει μαζί τους πια, κοντά τους, στην Αργεντινή.

Page 252: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Του έγραψε όχι η καρδιά της «κυράς του», όπως και η δί-κη του, ήταν ανοιχτή για εκείνον. Του έγραψε ότι το βιος του και οι κόποι του θα έβρισκαν στα χέρια του Γιωργή δίκαιη ανταμοιβή.

Πήγε στην Κοριέντες ο ίδιος για να στείλει στην Ελλάδα αυτά τα λόγια και όταν γύρισε στη χασιέντα έμοιαζε δέκα χρόνια νεότερος και κρατούσε στο χέρι ένα βελούδινο κουτί.

Ο ήλιος έδυε ροδίζοντας τα σπαρτά που κυμάτιζαν σαν θάλασσα στο απογευματινό αεράκι. Σαν πράσινα κύματα κουνιόνταν πέρα δώθε όσο έπαιρνε το μάτι. Καλπάζοντας έφτασε ο δον Χουάν ενώ η Ειρήνη πότιζε εκείνη την ώρα τις καμέλιές της και τον είδε που ερχόταν από ψηλά, από τα μπαλκόνια. Ή τ α ν λεβέντης και ηλιοκαμένος, με τα γκρίζα του μαλλιά και τα άσπρα μουστάκια να πλαισιώνουν ένα πρόσωπο νεανικό παρ' όλες τις ρυτίδες. Στάθηκε πάνω στο άλογο κάτω από τη βεράντα και πριν ξεπεζέψει της πέταξε ένα τριαντάφυλλο.

- Τ ε κιέρο! Σ'^αγαπώ! της φώναξε γελαστός και ξεπέζεψε. Ανέβηκε τρέχοντας τις σκάλες και ορμητικά την αγκάλιασε από τη μέση.

- Έ χ ω κάτι για τη σενιορίτα μου, είπε φιλώντας τη ρου-φηχτά στο λαιμό και της έδωσε το βελούδινο κουτί.

Η Ειρήνη νιώθοντας ευτυχισμένη κοίταξε τη φωτεινή φλογίτσα στα μπλε μάτια του και άνοιξε ανυπόμονα σαν κο-πελίτσα το δώρο της.

Πάνω στο σκούρο βελούδο έλαμπαν τρεις άκουα μαρί-νες, δύο τοπάζια, δυο αμέθυστοι και μια σειρά τουρμαλίνες. Ή τ α ν πανέμορφες πέτρες, λαμπερές και πεντακάθαρες.

- Τις είχα παραγγείλει, Ειρήνη, από καιρό στον Ραμόν,

Page 253: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

το γείτονα μας. Αυτός πηγαινοέρχεται δίπλα στη Βραζιλία γιατί εξάγει εκεί τα ζώα του και φέρνει εδώ καφέ. Έχει πολ-λές γνωριμίες στη Βραζιλία και του έχω ζητήσει από καιρό να μου βρει τα καλύτερα πετράδια για σένα, Ρηνιώ μου. Εγώ δεν ξέρω απ' αυτά τα πράματα, ελπίζω να μη με γέλασε.

- Όχ ι , όχι, δε σε γέλασε, είπε η Ειρήνη και κοιτούσε το πολύτιμο δώρο σαν χαμένη. Τόσα χρόνια που ζοΰσε με σκλη-ρή δουλειά είχε ξεχάσει ότι υπάρχουν και τα στολίδια στη ζωή μιας γυναίκας. Είναι πανέμορφες πέτρες, Γιάννη, πρό-σθεσε, και έχουν μεγάλη αξία.

- Ωραία λοιπόν, όταν πάμε στο Μπουένος Άιρες να δώ-σουμε να σου τις δέσουν σε δαχτυλίδια και μενταγιόν ή ό-πως τέλος πάντων λέγονται αυτά τα κρεμαστά, είπε ο Γιαν-νιός αδέξια. Και ήταν χαρούμενος σαν παιδί.

Η Ειρήνη κατακλύστηκε από τόση τρυφερότητα που έ-νας κόμπος της έφραξε το λαιμό και δεν μπορούσε να αρ-θρώσει λέξη. Το μυαλό της πέταξε πίσω στην Ελλάδα, πολ-λά χρόνια πριν.

Σε ένα ταξίδι της με τον Λουκά στην Αθήνα είχαν πάει στον οικογενειακό τους κοσμηματοπώλη και διάλεξαν δυο σειρές πανέμορφα μαργαριτάρια. Το κούμπωμά τους ήτάν από πλατίνα και διαμάντια. Ο Λουκάς της τα δώριζε για την επέτειο τους.

- Πώς θα πληρώσετε; Με μετρητά ή με επιταγή; ρώτη-σε ο χρυσοχόος τυλίγοντας το πολύτιμο κόσμημα.

- Κρατήστε, παρακαλώ, πεντακόσιες χιλιάδες, για τα υ-πόλοιπα θα σας στείλω μια δίμηνη επιταγή, απάντησε άνε-τα ο Λουκάς και φίλησε την Ειρήνη κοσμικά και ευγενικά στο μάγουλο.

Page 254: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Δυο μήνες αργότερα αναγκάστηκε η Ειρήνη να καλύψει με δικά της χρήματα την επιταγή γιατί ο Λουκάς, ως συνή-θως, δεν το είχε κάνει...

Και αυτό το περιδέραιο το άφησε μαζί με όλα τα άλλα χρυσαφικά της στα παιδιά φεύγοντας από την Ελλάδα.

Τώρα, μετά από τόσα χρόνια, πήρε πάλι ένα πολύτιμο δώρο, δοσμένο από αγαπημένο χέρι και με τρόπο αδέξιο και απλό. Αυτή η συμπεριφορά του Γιαννιού της έφερε τό-ση συγκίνηση, που της κόπηκε η λαλιά.

Την κοίταξε εκείνος χαρούμενος και λίγο ντροπαλός. - Σου αρέσει, Ρηνιώ μου; Σου αρέσει; τη ρώτησε ανυπό-

μονος. Εκείνη δεν απάντησε, μόνο τον έσφιξε πάνω της και έτρεμε. Εκείνος τότε την κράτησε λίγο μακριά του και της είπε μαλακά: Έλα, έλα, κυρία Ειρήνη, τι είναι αυτά; Πώς κά-νεις έτσι για δυο γυαλάκια; Ύστερα πρόσθεσε ακόμα πιο τρυφερά: Άκου, αρκετά πέσος έχουμε πια και σπίτι καλό και στάβλους και σοδειές και εργάτες που ζουν χορτάτοι. Ώ ρ α πια να σε πάω για λίγη διασκέδαση στο Μπουένος Λί-ρες, να πάμε σε κανένα κέντρο, στο θέατρο, να ψωνίσεις ρούχα. Νομίζω ότι ποτέ δεν αγόρασες τίποτα και δεν πρέ-πει η κορασόν μου να είναι κακοντυμένη. Θέλω να πας στις καλύτερες ράφτρες. Ώ ρ α είναι πια η δόνα Ιρένε να ντυθεί όπως της αξίζει. Θέλω τώρα που θα καλέσουμε τους γείτο-νές μας να είσαι η ομορφότερη σενιόρα του Κοριέντες. Ο γιος μου πρέπει να δει τι καταπληκτική γυναίκα έχω. Εντά-ξει; Κομηρέντε if νο κομηρε'ντες, σενιόρα; Καταλαβαίνεις ή δεν καταλαβαίνεις, κυρία μου;

Page 255: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

ΑΡΓΕΝΤΙΝΙΚΟ ΤΑΓΚΟ

Π Ή Γ Α Ν , ΛΟΙΓΙΟΝ, Ο Γιαννιός και η Ειρήνη στο Μπουένος Άι-ρες και είδαν και γύρισαν τα ωραία του και οι κοσμικοί Αργεντινοί είδαν αυτούς και τους συζήτησαν...

Στις φλογερές σενιόρες δεν πέρασε απαρατήρητη η δύ-ναμη στο γαλάζιο βλέμμα, η αποφασιστικότητα του Έλλη-να καπνέμπορα, αλλά και ο τρόπος που ξόδευε απλόχερα. Γρήγορα μαθεύτηκε ότι η χασιέντα του στην πάμπα όλο και μεγάλωνε, μαζί με τις συναλλαγές του που εξαπλώνονταν. Περίμενε, λέει, το γιο του από την Ελλάδα, να κάνουν δου-λειές σε όλη τη Λατινική Αμερική... Βλέπεις, ο δον Χουάν, ως γνήσιος Έλληνας πατέρας, ετοίμαζε το έδαφος για τη διαδοχή από το παιδί του. Έτσι, σ' αυτό το ταξίδι στην αρ-γεντινή πρωτεύουσα συνδύασε το τερπνόν μετά του ωφελί-μου. Και διασκέδαση, αλλά και γνωριμίες που θα βοηθού-σαν τον Γιωργή του. Το γιο με τη μόρφωση που ο ίδιος δεν μπόρεσε να πάρει. Που δεν ήταν εργάτης όπως αυτός αλλά σπουδαγμένος.

Αχ, Έλληνες! Έλληνες πατεράδες, απανταχού και πάντα 01 ίδιοι. Κτητικοί, στενοκέφαλοι και τρυφεροί με τα παιδιά χους μέχρι αυτοθυσίας.

Page 256: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Κάλεσε ο Γιαννιός τόσο κόσμο στο πάρτι της πάμπας που οργάνωνε για το καλωσόρισμα του γιου του στην Αργεντινή, ώστε η Ειρήνη χρειάστηκε να του συστήσει να μαζευτεί κομ-ματάκι. Ε, πώς να το κάνουμε; Φάνταζε πια υπερβολικά νε-όπλουτος. Δεν την ένοιαζε όμως καθόλου που ο καλός της δεν ήταν από τζάκι και έκανε σαν παιδί. Γι' αυτή του τη γνη-σιότητα τον καμάρωνε.

- Μάτια μου, θα πρέπει να χτίσεις βιαστικά και γρήγο-ρα καινούριους ξενώνες γιατί πού θα χωρέσει τόσος κόσμος;

- Οι καλοί χωράνε, βρε Ειρήνη, απαντούσε απλοϊκά και με τέτοιο άξεστο τρόπο που την έπιαναν τα γέλια.

- Δηλαδή μοιάζω πολύ βλάχος, αγάπη μου; Σε ντροπιά-ζω; τη ρώτησε εκείνος κάποια στιγμή κατακόκκινος σαν μα-θητής που τον μάλωσαν.

- Χμ, λιγουλάκι βλάχος είσαι, είπε η Ειρήνη. Αλλά όχι και να με ντροπιάζεις! Δε βλέπεις αυτές εκεί απέναντι πως σε τρώνε με τα μάτια, καμπαγιέρο μου; Τέτοιες ματιές και α-τσάλι τρυπάνε.

Σ' αυτά τα λόγια του έφυγε η ντροπή και φουσκώνοντας σαν μπαλόνι κοίταξε γύρω του κορδωτός.

Βρίσκονταν στο «Καφέ Τορτόνι». Και ήταν μαζεμένη ε-κεί όλη η αφρόκρεμα του Μπουένος Άιρες. Μεγάλες ορχή-στρες έπαιζαν ταγκό και τραγουδούσαν οι περιφημότεροι Λατίνοι καλλιτέχνες. Έλαμπαν τα κρύσταλλα και τα γύψι-να διακοσμητικά στα ταβάνια ήταν σαν δαντελένιος αφρός από το σκάλισμα.

Η Ειρήνη είχε μαζεμένα τα μαλλιά της πίσω, στερεω-μένα με πολύτιμα χτένια, όπως συνηθίζουν οι Σπανιόλες δέσποινες. Η σμαραγδί δαντέλα που μισοσκέπαζε τους ώ-

Page 257: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

μους της ήταν διακριτική και ταίριαζε με τα μάτια της. Αυ-τά τα άμορφα πράσινα μάτια που έκαψαν την καρδιά του δον Χουάν και τον μετέτρεψαν από εργάτη σε Λατίνο άρ-χοντα.

Το βλέμμα τον Γιαννιού αγκάλιασε όλη την αίθουσα. Γύ-ρισε στους κοσμικούς θαμώνες, τους διάσημους καλλιτέχνες που τραγουδούσαν και τους πολυελαίους στο μπαρόκ και χρυσό αυτό κτίριο που έλαμπαν όσο και τα περιδέραια στους λαιμούς των κυριών. Τέλος, η ματιά του σταμάτησε στην Ει-ρήνη, σκάλωσε εκεί και την κοιτούσε αχόρταγα.

- Είσαι η ωραιότερη και η πιο λεβέντισσα αριστοκρά-τισσα εδώ μέσα και είσαι δικιά μου! είπε βραχνά και πρό-σθεσε πίνοντας μια γουλιά από το ποτό του: Πόσος δρόμος από τη Δράμα μέχρι εδώ; Πόσος δρόμος, βρε Ρήνη;

- Μεγαλύτερος κι απ' τον ωκεανό, Γιαννιό, είπε εκείνη και ψιθύρισε σιγανά: Ο δρόμος του καπνού.

Σ' αυτά τα λόγια τα μάτια της άστραψαν τόσο, που σκο-τείνιασαν κι αυτά τα φώτα της σκηνής του «Καφέ Τορτόνι»·

Ό τ α ν τελείωσε η παράσταση ο Γιαννιός ήταν μεθυσμέ-νος όχι από πιοτό αλλά από τη ζωή του την ίδια. Από την πο-ρεία και τη σκληρή δουλειά που τον οδήγησε μέχρι εκεί, μέχρι τα λαμπρότερα μέγαρα του κόσμου.

Ταγκό

Χορός που ήρθε οτψ Ευρώπη από την Αργεντινή το 1912 και στην Ελλάδα το 1913. Ταγκό σημαίνει ισπανικός χορός ή γιορτή.

Χορεύτηκε με πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Το ισπανικό ταγκό,

Page 258: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

για παράδειγμα, δε χορεύεται από ζευγάρι αλλά από ένα μεμονωμέ-νο χορευτή.

Το ταγκό που ήρθε στην Ευρώπη και επικράτησε είναι αργεντι-νής προέλευσης. Υπάρχουν όμως και αυτοί που διατείνονται ότι το ευ-ρωπαϊκό ταγκό προέρχεται από το αντίστοιχο του Μεξικού ή της Κού-βας, λόγω της μεγάλης ομοιότητάς του με τη χαμπανέρα. Άλλοι υ-ποστηρίζουν ότι βασίζεται σε έναν παλιό αιγυπτιακό χορό μαυριτανι-κής καταγωγής που εισήχθη στην Αργεντινή από την Ισπανία. Οι Γάλλοι πάλι λένε ότι έχει τις ρίζες του σε χορό παλιό γαλλικό.

Για το αργεντίνικο ταγκό λέγεται ότι έχει την αρχή του στους χο-ρούς των πληθυσμών που έβοσκαν βόδια στη νοτιοαμερικάνικη πάμπα.

Στην αρχή χορευόταν μόνο στην Αργεντινή αιιό τα κατώτερα λαϊκά στρώματα και σε ύποπτα καταγώγια. Αργότερα μπήκε και στα καφωδεία και από το 1912 εμφανίστηκε στα ευρωπαϊκά θέατρα. Εκεί χορευόταν από ζευγάρια ηθοποιών σαν ιδιαίτερο νούμερο του προγράμματος του.

Με το πέρασμα του χρόνου ο χορός μπήκε στις χορευτικές συγκε-ντρώσεις όλων των τάξεων: τόσο της ευρωπαϊκής αριστοκρατίας, όσο και του λαού.

Στην αρχή τον κατέκριναν σαν χορό άσεμνο για τις κινήσεις των σωμάτων των χορευτών και βρήκε φανατικούς αντιπάλους, απέκτησε όμως και φανατικούς οπαδούς. Ο πάπας έφτασε μέχρι του σημείου να τον απαγορεύσει.

Η μουσική του ταγκό είναι πολύ παθητική, με ρυθμό αργό. Μερικά κομμάτια έγιναν πασίγνωστα όπως: η «Κομπαρσίτα», η

«Χοακίνα» του Μπεργκαμίνο, «Το μικρό καράβι» του Ρικάρντι κ.ά. Το ταγκό γύρω στο 1925 ήταν στο φόρτε του, στο κατακόρυφο της

δόξας του και περιλάμβανε πολλούς βηματισμούς. Ξετρέλανε μικρούς και μεγάλους. Ο κυματιστός βηματισμός του, οι λικνισμοί και οι τα-λαντεύσεις του κορμιού το χαρακτήριζαν.

Page 259: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Το μεταπολεμικό ταγκό που καθιερώθηκε ξεχώριζε από την α-πλότητα του βηματισμού. Έχει πάθος και είναι πολύ ερωτικός χορός, με ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του τις συνεχείς προσθήκες νέων βημά-των.

Η ταχύτητα του ρυθμού του ήταν ανάλογη της ψυχικής διάθεσης του περιβάλλοντος και των χορευτών.

Κατά την αμέσως μεταπολεμική περίοδο, αυτή των μεγάλων πο-λιτικών, κοινωνικών και οικονομικών ζυμώσεων, το ταγκό χορευόταν με ταχύτερο ρυθμό, για πολλούς μάλιστα έφτασε να είναι είδος πα-θιασμένης θρησκείας.

Ο ακαδημαϊκός Ζαν Ρισπέν, σε ειδική ανακοίνωσή του στη Γαλ-λική Ακαδημία, εξηγεί ότι το ταγκό είναι συγχρονισμένη απομίμψη των αρχαίων βακχικών χορών.

Στα χρόνια 1925-1927 χορευόταν πια σε όλα τα κοσμικά κέντρα και τις χοροεσπερίδες. Ακόμα και τώρα αγαπιέται ιδιαίτερα και α-κούγεται κυρίως στους γάμους και τις δεξιώσεις...

Ό τ α ν τελείωσε η μουσική βραδιά, ο Γιαννιός και η Ε ι ρ ή ν η βγήκαν έξω, στην Αβενίδα ντε Μάγιο, τη σπουδαιότερη λε-ωφόρο του Μπουένος Άιρες. Δεξιά και αριστερά ήταν κτί-ρια σκαλιστά σε στιλ μπαρόκ και αρ νουβό.

Παντού κυκλοφορούσαν λιμουζίνες γυαλιστερές, οι κύριοι φορούσαν κοστούμια λευκά με μαύρα λουστρινένια π α π ο ύ -τσια και οι κυρίες μακριές ξώπλατες τουαλέτες.

Έ ξ ω από το μέγαρο πουλούσαν λουλούδια. Αγόρασε λοι-πόν ο Γιαννιός ένα ματσάκι μενεξέδες και τους στερέωσε ΡΤΟ στήθος της Ειρήνης φιλώντας το χέρι της τρυφερά.

- Πού έμαθες να συμπεριφέρεσαι σαν κύριος; τ ο υ εί-

Page 260: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

πε εκείνη πειραχτικά, συγκινημένη από τη χειρονομία του. - Στην αγκαλιά σου, αφεντικό, την πείραξε ο Χουάν και

τους πιάσανε τα γέλια. - Πόσα χρόνια έχεις να με φωνάξεις έτσι; - Ου, πολλά, από τότε που έγινα εγώ το αφεντικό σου, της

απάντησε αυτάρεσκα και φίλησε πάλι την παλάμη της. Την αγκάλιασε από τους ώμους κι έτσι τρυφερά πήγαν μέχρι το ξενοδοχείο τους, που ήταν εκεί κοντά. Έμεναν στο περίφη-μο «Οτέλ Καστελάρ». Ή τ α ν γνωστό για τη θερμαινόμενη πισίνα του και τους χορούς του, όπου σύχναζαν όλες οι αρι-στοκρατικές οικογένειες του Μπουένος Άιρες.

«Οτέλ Καστελάρ»

Ιδιοκτήτης και γενικός διευθυντής ήταν ο Φρανσίσκο Πικαλούγκα, που οργάνωνε μεγάλους χορούς με καλεσμένους διάσημους καλλιτέχνες του μπαλέτου ή τον τραγουδιού και του μπελκάντο. Το «Καστελάρ» ήταν πάντα στο κέντρο όλων των γεγονότων στην Αργεντινή, αφού ε-δώ λειτουργούσε ο μόνος ραδιοφωνικός σταθμός της χώρας που ονο-μαζόταν «Στεντόρ».

Ο μεγάλος Ισπανός συγγραφέας Γκαρσία Φεντερίκο Λόρκα έμει-νε εκεί για πολύ καιρό μεταξύ τον 1933 και 1934, συγκεκριμένα στο δωμάτιο 704.

Εκεί κατέλυε και η περίφημη ηθοποιός Λόλα Μεμπρίβες. Το 1933 συνεργάστηκε με τον Λόρκα και ανέβασε με μεγάλη επιτυχία τρία θεατρικά έργα τον.

Page 261: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Ο Γιαννιός στο «Καστελάρ» είχε νοικιάσει τη μεγαλύτερη σουίτα και προσπαθούσε να περιποιηθεί την Ειρήνη όσο καλύτερα μπορούσε.

Φρόντιζε, βέβαια, τις επαγγελματικές του επαφές, όμως εκείνο που κυρίως τον ενδιέφερε σ' αυτό το ταξίδι ήταν η κα-λοπέραση της Ειρήνης. Λες και ήθελε να συμπυκνώσει όλες τις πολυτέλειες που ποτέ δεν της πρόσφερε σε λίγες μέρες μέσα.

- Μα τι κάνεις, αγάπη μου; Σαν πολλά δεν ξοδεύεις; τον συγκρατούσε εκείνη.

- Ε, και; Δεν τ' αξίζουμε; Πάντα διπλωμένοι στα δύο α-πό τη σκληρή δουλειά ήμασταν σε όλη μας τη ζωή, Ειρήνη! Πότε θα χαρούμε και εμείς λιγάκι; Ή δ η περάσαμε το κα-τώφλι για τα «μεγάλα χρόνια». Σε λίγο με γιαουρτάκι θα τη βγάζουμε. Δε θα μπορούμε ούτε να τρώμε ούτε να πίνουμε ούτε να... Γι αυτό, αγάπη μου, αύριο το πρωί στις έντεκα μας περιμένει ο μετρ Ιβανέζ.

- Τι λες, βρε Χουάν; Ποιος είναι αυτός; - Έμαθα, Ρήνη, φρόντισα και έμαθα. Ο μετρ έχει το με-

γαλύτερο οίκο μόδας στο Μπουένος Άιρες. Το σαλόνι βρί-σκεται στην πλατεία Ντε Λα Ρεκολέτα.

- Καλά, εκεί είναι πολύ αριστοκρατική συνοικία, τρελά-θηκες; Για λίγα μέτρα πανί θα μας πάρουν τα μαλλιά της κε-φαλής μας. Απαπαπά, δεν πάμε. Και, δε μου λες, πού έμα-θες εσύ, παρακαλώ, για το μετρ;

- Ρώτησα το διευθυντή στο «Καστελάρ», τέρμα, θα πά-με! συνέχισε με στυφό ύφος ο Γιαννιός. Θα πάμε και θα ψω-νίσουμε. Γυναίκα, εσύ κάνε τη δουλειά σου! Ξέρω εγώ το κουμάντο μου!

Page 262: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

- Μήπως άρχισες να γίνεσαι λίγο ψωνισμένος, καμπαγέ-ρο μου;

- Ειρήνη, μη με χαλάς και με κόβεις όταν θέλω να σε κα-κομάθω, το αξίζεις κι εγώ το κάνω κέφι. Με αυτά τα λόγια την αποστόμωσε, έτσι κι εκείνη αποφάσισε να δεχτεί με χα-ρά τα δώρα του.

Τους υποδέχτηκε ο ίδιος ο σενιόρ Ιβανέζ, έριχνε όμως πε-ρισσότερα βλέμματα θαυμασμού στον Γιαννιό παρά στην Ειρήνη...

Οδηγήθηκαν σε ένα πολυτελέστατο σαλόνι με έπιπλα γαλλικά κι εκεί τους πρόσφεραν ζεστή σοκολάτα με άσπρο ρούμι.

- Τρε μηιεν, τρε μηιεν, πολύ ωραία, έλεγε ο μετρ ενώ πη-γαινοερχόταν πολυάσχολα γύρω από την Ειρήνη.

- Ωραιότατη γυναίκα η σενιόρα, είπε, και τι ωραία μά-τια! Τρε μηιεν και άρχισε να τους δείχνει υφάσματα. Είναι λε-πτότατα, σε υπέροχα χρώματα, σενιόρα. Κοιτάξτε, όλα από την Ευρώπη, από το Τορίνο.

Με αυτά τα λόγια άρχισε να ξετυλίγει σχέδια και μοντέ-λα για φουστάνια πρωινά, απογευματινά, καθώς και βραδι-νές τουαλέτες.

- Της μόδας, σενιόρα, είναι τα ρούχα που αναδεικνύουν το γυναικείο σώμα σε λεπτά υφάσματα και μεταξωτά. Εσείς έχετε θαυμάσια σιλουέτα.

- Και αρκετά χρόνια στην πλάτη μου, σενιόρ, έκανε αυ-στηρά η Ειρήνη για να του κόψει τη φόρα.

- No, νο, νο, μα τι λέτε; Αντίθετα! Έτσι δείχνετε πιο ώ-ριμη! Έχει γούστο ο σενιόρ, απάντησε χαμογελώντας...

Και ο σενιόρ, που διασκέδαζε αφάνταστα με τα καμο>

Page 263: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

ματα του μετρ, αλλά και την ανώφελη προσπάθεια της Ει-ρήνης να μην υποκΰψει σε έξοδα, αγόραζε αβέρτα για την ώριμη σενιόρα. Οχιώ φουστάνια, δύο βραδινές τουαλέτες, τρία καπέλα, που ήταν πολύ της μόδας, και δύο μεγάλες κα-πελίνες, μια λευκή και μια μαύρη.

Κάποια ρούχα είχαν την παριζιάνικη γραμμή της τελευ-ταίας χρονιάς και ίσα ίσα σκέπαζαν το γόνατο. Η Ειρήνη άρ-χισα να χτυπιέται ότι θα πεθάνει από την ντροπή της αν βγει έξω έτσι ντυμένη.

Ύστερα αγόρασαν δερμάτινα παπούτσια και τσάντες φτιαγμένες στην Αργεντινή, στην επαρχία της Κόρντομπα, που ήταν περιζήτητα σε Ευρώπη και Αμερική. Διασκέδαζαν...

Ο Γιαννιός άρχισε να καπνίζει πούρο. Ό μ ω ς η Ειρήνη τον μάλωνε πολύ αυστηρά.

- Όχι , ψυχή μου, όχι, δε θα κάνουμε πλούσιους τους Κου-βανούς! Ούτε τα δικά μας καπνά να μην καπνίζεις, μόνο να τα εμπορεύεσαι. Αφού το ξέρεις ότι «Το κάπνισμα βλάπτει σοβαρά την υγεία».

Όταν πήγαν στον ιππόδρομο η Ειρήνη ήταν κούκλα. Έλα-μπε κάτω από τη μεγάλη της καπελίνα και ήταν ντυμένη με ένα φόρεμα του Ιβανέζ από οργάντζα με μπλε πουά. Ο Γιαν-νιός είχε κλείσει το κεντρικό θεωρείο για να παρακολουθή-σουν τις κούρσες. Τα μάτια του όμως περισσότερο καμά-ρωναν εκείνη παρά καρφώνονταν στα καθαρόαιμα που έ-τρεχαν.

Page 264: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Ένα πρωί επισκέφτηκαν τους στάβλους του Χουάν Με-ντόζα. Η Ειρήνη ενθουσιάστηκε με τα υπέροχα αργεντινό ά-λογα και ο Γιαννιός αγόρασε κρυφά από εκείνη μια ζωηρή φο-ραδίτσα. Ή τ α ν άσπρη και την έβγαλε «Δραμινή» προς τιμήν της ιδιαίτερης πατρίδας τους. Φρόντισε να σταλεί κρυφά στα κτήματά τους για να τη βρει εκεί η Ειρήνη στο γυρισμό τους.

Όταν επισκέφτηκαν το περίφημο μουσείο των καλών τε-χνών, η Ειρήνη εξηγούσε στον Γιαννιό όλους τους πίνακες ζωγραφικής. Από τον Θεοτοκόπουλο μέχρι τον Μανέ. Ο καημένος ο Γιαννιός έδειξε παραδειγματική υπομονή και προσπάθησε για χάρη της να συμμετέχει με ενδιαφέρον και ενθουσιασμό. Έδειξε έκθαμβος μπροστά στη συλλογή με τα υπέροχα βάζα Λαλίκ και έκρυβε τα χασμουρητά του.

Κάθισε ήσυχος ήσυχος να τον καλλιεργούν και να τον εκ-παιδεύουν, όμως έμοιαζε τόσο πολύ με οσιομάρτυρα, που η Ειρήνη τον λυπήθηκε και τον ανέβασε στην ταράτσα του μουσείου. Εκεί λειτουργούσε ζαχαροπλαστείο και έφαγαν γλυκά συνοδευόμενα από δροσερές λεμονάδες στη γνωστή και περίφημη «Κονφισερία Ετζατζουρίζ». Για να τον αντα-μείψει, ξέχασε το στομαχάκι του που βάραινε, ξέχασε και τη χοληστερίνη και του παράγγειλε και δεύτερο τεράστιο γλυκό με καφέ και ρούμι.

Τότε ο Γιαννιός άρχισε να κελαηδάει και να μιλάει με εν-θουσιασμό για όλα όσα έβλεπε γύρω του. Και, φυσικά, για τι άλλο; Άρχισε να εκθέτει στην Ειρήνη τα όνειρα που έκα-νε για τη συνεργασία με το γιο του, τον Γιωργή, που τον πε-ρίμενε πια σαν τον Μεσσία.

Το βράδυ πήγαν στο θέατρο «Κολόν», δε μαζεύονταν πια με τίποτα...

Page 265: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Το «Τεάτρο Κολόν» εγκαινιάστηκε το 1857 με την Τραβιάτα του Βέρντι. Ήταν και είναι από τα μεγαλύτερα λυρικά θέατρα στον κό-σμο. Το ψουαγιέ είναι διακοσμημένο με τριών ειδών μάρμαρα γερ-μένα ατιό τψ Ευρώπη Η αίθουσα παραστάσεων έχει τέλεια ακουστική και έναν κεντρικό πολυέλαιο εντυπωσιακού μεγέθους. Η σκηνή έχει βάθος τριάντα πέντε μέτρα.

Το θέατρο διαθέτει τρεις πλήρεις ορχήστρες, μπαλέτο και χορω-δία. Οι διασημότεροι μαέστροι έχουν διευθύνει εκεί παραστάσεις με έργα όπερας ή κλασικής μουσικής, όπως ο Τοσκανίνι, ο Κάραγιαν, ο Αμπάντο κ.λπ. Εδώ τραγούδησαν οι περίφημοι καλλιτέχνες Ερρίκο Καρούζο, Φεοντόρ Σαλιάπιν, Μπεντζαμίνο Τζίλι, Μαρία Κάλλας, Μάριο Ντελ Μόνακο. Χόρεψαν επίσης διασημότητες όπως ο Νιζίν-σκι και η Πάβλοβα...

Στο θέατρο «Κολόν» παρακολούθησαν μία παράσταση ό-περας. Δυσκολεύτηκαν να βρουν εισιτήρια γιατί όλες οι θέ-σεις είχαν προπωληθεί από καιρό, όμως με ένα γερό πουρ-μπουάρ όλα τακτοποιήθηκαν.

Εκείνο το βράδυ έπαιζαν Μπόρις Γκουντούνοφ του Μου-σόργκσκι. Πρωταγωνιστούσε ο μεγαλύτερος βαρύτονος σε όλο τον κόσμο, ο Φεοντόρ Σαλιάπιν, με συμπρωταγωνίστρια την πανέμορφη και φλογερή σοπράνο Ντολόρες Μαρτίνα Φιέρο, γνωστή για τους αμέτρητους εραστές της.

Μόλις μπήκαν στο θέατρο εντυπωσιάστηκαν από τη με-γαλοπρέπεια του κτιρίου, όταν όμως ο ταξιθέτης τούς οδή-γησε στο θεωρείο και οι δυο τους έμειναν άφωνοι. Η τερά-στια αίθουσα ήταν μοναδική. Στην πλατεία το δάπεδο ήταν στρωμένο με κόκκινο χαλί και είχε βελούδινα καθίσματα.

Page 266: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Υπήρχαν τέσσερις σειρές χρυσοποίκιλτα θεωρεία και η αυ-λαία ήχαν κατασκευασμένη από βαρύ χρυσό βελούδο με κε-ντημένες αρχαιοελληνικές μάσκες.

- Άλα του οι καμπαγέρος! σφύριξε σιγανά ο Γιαννιός και η Ειρήνη του έκλεισε το στόμα με τη βεντάλια για να μην α-κουστεί.

Η παράσταση τελικά ήταν υπέροχη. Η Ειρήνη συγκινή-θηκε και δάκρυσε και ο Γιαννιός κοιμήθηκε τρεις φορές και άλλες τόσες ξύπνησε από τις τσιμπιές της.

Στο διάλειμμα ήπιαν σαμπάνια στο φουαγιέ. Τριγύριζαν με το κρυστάλλινο ποτήρι στο χέρι και ενώ η Ειρήνη θαύ-μαζε τα ψηφιδωτά σιους τοίχους ο Γιαννιός κοιτούσε τα α-βυσσαλέα ντεκολτέ των κυριών. Είχε μείνει σαν χάνος, με το στόμα ανοιχτό από αυτά που έβλεπε και η Ειρήνη λιγάκι πειράχτηκε.

- Α, δεν είναι να σε βγάζει κανείς εσένα από το μαντρί, μου φαίνεται, του πέταξε ζηλιάρικα.

- Καλά, βρε Ειρήνη, της απάντησε εκείνος, που δεν ί-δρωνε τ' αφτί του, γιατί πάντα πιστός της ήτανε κι ας κοί-ταζε τώρα σαν ξελιγωμένος. Καλά τώρα, αυτές οι σενιορί-τες το παίζουν κυρίες;

- Είναι, Γιαννιό μου, είναι, απλώς δε βρίσκονται στη Δρά-μα του 1800 αλλά σε μία κοσμική παράσταση. Γιατί, βλέπεις, οι άνθρωποι εδώ δεν κάνουν σαν λυσσασμένοι, έχουν ξανα-δεί γυναίκες.

- Σου πέφτω πρωτόγονος, κυρά μου; Θα σου άρεσε δη-λαδή καλύτερα να ήμουν σαν το ράφτη;

- Άντε, μωρέ, σαχλέ! του απάντησε η Ειρήνη και αφή-νοντας το ποτήρι της σε έναν ασημένιο δίσκο τον παρέσυ-

Page 267: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

ρε πάλι μέσα στο θεωρείο τους. Είχε χτυπήσει το τρίτο κου-δούνι και σε λίγο θα άρχιζε η δεύτερη πράξη.

Η βραδιά τελείωσε μεγαλόπρεπα, όπως και άρχισε. Έφα-γαν σε ένα πολύ γνωστό ρεστοράν, το «Ελ Κουεράντι», κο-ντά στην πλατεία Ντε Μάγιο.

Ή τ α ν πολΰ ατμοσφαιρικά εκεί μέσα. Οι τοίχοι ήταν ντυ-μένοι με ξΰλο, τα μαχαιροπίρουνα ασημένια και σε βαριές σκαλιστές κορνίζες υπήρχαν έργα του μεγάλου Αργεντινού ζωγράφου Κάντιντο Λόπεζ.

- Γιατί; Γιατί μου δίνεις τόσα; μουρμούρισε η Ειρήνη με φωνή βραχνή από τη φόρτιση της ψυχής της.

- Για να σε ρίξω, της απάντησε μάγκικα και πειραχτικά ο Γιαννιός και ήπιε από το δικό της ποτήρι. Ύστερα με τα δάχτυλά του σφούγγιξε τα χείλη της γλυκά.

- Άραγε έτσι θα μάθω τα μυστικά σου; πρόσθεσε ερω-τιάρικα.

- Ου, και να 'ξερες πόσα μυστικά κρύβω! - Σαν ποια, Ειρήνη; - Να σου πω, του είπε σιγανά και με δήθεν μυστικοπά-

θεια. Χρειάζομαι έναν ταύρο στο κτήμα για να κάνω προ-ξενιά στις αγελάδες μας. Η κουζίνα των εργατών θέλει βά-ψιμο και... και... και...

- Ε, πες το λοιπόν, ξεστόμισε το μυστικό που κρύβεις! - Να, να, λέω να βάψω τα μαλλιά μου... συμπλήρωσε η

Ειρήνη επιφυλακτικά και ντροπαλά. - Όχι , όχι! αντέδρασε αμέσως εκείνος και μετά πρόσθε-

σε: Εμένα έτσι μου αρέσεις, με τις ασημένιες τριχούλες σου. Αλλά, βρε αδερφέ, αν θέλεις, βάψ' τα, αν έτσι είσαι ευχαριστη-μένη. Στην Αργεντινή είμαστε, δε βρισκόμαστε στη Δράμα.

Page 268: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Κάνε ά,τι σου αρέσει. Εμένα πάντα μου αρέσεις. Και για να επιβεβαιώσει τα λόγια του, τη φίλησε στα χείλη. Μόνο που η Ειρήνη τον απομάκρυνε ντροπιασμένη.

- Μας βλέπουν, Γιαννιό! - Ουφ πια, βρε Ειρήνη, η δόνα μου δεν είσαι; Ας μας

βλέπουν!

Η νΰχτα που πέρασαν στο περίφημο ξενοδοχείο ήταν νύ-χτα φλογερών εραστών.

- Μι αμόρ, μι αμόρ... - Ήσυχα, ήσυχα, αγόρι μου, δε θα με χάσεις, μουρμού-

ρισε η Ειρήνη τρυφερά χαϊδεύοντας το γερόλυκο της. - Δε θα σε χάσω, Ρηνιώ μου, τα γράδα μου όμως θα τα

χάσω. - Πάντως, δε θα 'λεγα ότι σου φαίνεται κάτι τέτοιο, περ-

νάει η μπογιά σου για εραστής. - Χμμμ, για πόσο ακόμα; μουρμούρισε σιγανά και ήταν

φοβισμένος σαν παιδάκι. - Για πόσο; Για όσο, μάτια μου, για όσο... του αποκρίθηκε

τρυφερά και τώρα δεν ήταν θερμή ερωμένη αλλά μια φίλη αγαπημένη που τόνωνε το κουράγιο του και έσβηνε τους φό-βους για το χρόνια που περνούν με ένα φιλί.

Την άλλη μέρα έτρωγαν πρωινό στο ξενοδοχείο, όταν κάθισε δίπλα τους ο περίφημος τενόρος Σαλιάπιν και η σοπράνο, η φλογερή Μαρτίνα Φιέρο.

Ο Γιαννιός και η Ειρήνη τους χαιρέτησαν ευγενικά και

Page 269: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

τους έδωσαν τα θερμά τους συγχαρητήρια για την παρά-σταση της προηγουμένης.

Ο Σαλιάπιν σηκώθηκε από την καρέκλα του και έκανε χειροφίλημα στην Ειρήνη, ενώ η σοπράνο τους προσκάλε-σε να πάρουν μαζί τον πρωινό τους καφέ.

Κόντευε να μεσημεριάσει και ακόμα μιλούσαν οι τέσσε-ρις τους. Η σενιορίτα Φιέρο ήθελε να μάθει τα πάντα γι' αυ-τούς. Για την. Ελλάδα, τα καπνά, τον Αισχύλο και τον Σοφο-κλή.

Της απαντούσαν πότε ο Γιαννιός και πότε η Ειρήνη. Εκεί-νη όμως είχε μάτια μόνο για τον Γιαννιό. Τους ρώτησε με περιέργεια και όλο νάζια πώς έφτασαν στην Αργεντινή και πώς γνωρίστηκε ο δον Χουάν με τη δόνα Ιρένε. Ο Γιαννιός της απάντησε γελώντας:

- Α, αυτό, σενιορίτα, είναι μεγάλη ιστορία. Κάποτε ή-μουν εργάτης στη δούλεψη της Ρένας μου, μάλιστα, ξεσή-κωσα την εργατιά ενάντια στη σημερινή μου γυναίκα. Ε, κά-πως έτσι, ριζοσπαστικά, αγαπηθήκαμε.

Μόλις τα άκουσε αυτά η σοπράνο έλιωσε από θαυμασμό γι' αυτό τον άξεστο απόγονο του Ομήρου και του Οδυσσέα. Για τον άντρα που είχε γίνει πάμπλουτος με σκληρή εργα-σία και αντρίκεια δουλειά.

- Είστε τυχερή, Ρένα, πολύ τυχερή, είπε. Αχ, πόσο της άρεσε αυτός ο Γιαννιός, πόσο της άρεσε

που με τα χρήματά του θα ικανοποιούσε σίγουρα τα ακρι-βά γούστα της!

Η Ειρήνη με αξιοπρέπεια παρακολουθούσε τα καμ(ό-ματα της καλλιτέχνιδας, αλλά ταυτόχρονα πέθαινε από ζή-λια και κάποια κρυφή μικροανησυχία. Αυτό γιατί ο Γιαν-

Page 270: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

νιος τώρα που γέρναγε της φαινόταν κομματάκι ευάλωτος στις γυναικείες κολακείες και τις έντεχνες πονηριές.

Όταν άφησαν τους δυο διάσημους καλλιτέχνες, πήγαν μια μικρή βόλτα στη Ρεκολέτα, την κομψή γειτονιά όπου έ-μεναν, αλλά η Ειρήνη ήταν όλο μούτρα.

- Δεν μπορώ άλλο, κουράστηκα, να γυρίσουμε στο ξενο-δοχείο, είπε άτονα στον Γιαννιό. Εκείνος, αντίθετα, κολα-κευμένος από το φλερτ της τραγουδίστριας, ήταν μες στην καλή χαρά. Ένιωθε τη ζήλια της Ρήνης του και το ευχαρι-στιόταν.

Μόλις μπήκαν στην πολυτελή σουίτα, τη σήκωσε ψηλά και τη στριφογύρισε τραγουδώντας φάλτσα και προσπαθώ-ντας να μιμηθεί τον Σαλιάπιν.

- Ας το, αγάπη μου, ας το καλύτερα, μην το κουράζεις, δε σε παίρνει το τραγουδάκι. Φοράς καλύτερα το «Ιτιά-Ιτιά μου» ή το «Κάτω στα Σάλωνα σφάζουν αρνιά». Άσε την ό-περα, την κατακρεούργησες την καημένη.

Το απογευματάκι χτύπησαν την πόρτα της σουίτας και εμφανίστηκε η διευθύντρια των θερμών λουτρών του ξενο-δοχείου. Υποκλίθηκε ευγενικά και είπε στην Ειρήνη:

- Το ξενοδοχείο μας, σενιόρα, σας προσφέρει μια πλή-ρη περιποίηση προσώπου και σώματος. Θα αρχίσετε με θερμό λουτρό, μασάζ και θα τελειώσετε με μάσκες προσώ-που από μέλι των Άνδεων.

Η Ειρήνη φόρεσε το μπουρνούζι που της έφεραν και εί-πε στον Γιαννιό:

- Ας το δοκιμάσουμε κι αυτό, καλό απόγευμα, αγάπη μου, και με αυτά τα λόγια ακολούθησε την αισθητικό του ξε-νοδοχείου.

Page 271: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Ο Γιαννιός πήγε για τσάι στο σαλόνι, διάβασε λίγο την ε-φημερίδα ΛαΓκατσέτα, χάζεψε τους θαμώνες και σε μισή ώ-ρα ανέβηκε πάλι στη σουίτα τους. Μπαίνοντας, βρήκε τις κουρτίνες κλεισμένες και την Ειρήνη να είναι χωμένη στο κρεβάτι, σκεπασμένη μέχρι πάνω από το κεφάλι και να κοι-μάται.

- Βρε Ρηνιώ, τέλειωσες κιόλας με τα πιλατέματα; Καμιά απάντηση όμως δεν πήρε. - Καλά, τόσο χαλάρωσες που κοιμήθηκες κιόλας; Πάλι καμιά απάντηση! Πλησίασε το κρεβάτι και της είπε πειραχτικά: - Βρε, να σε δω; Σε κάνανε πιο ομορφοΰλα με τα τριψί-

ματα; Μ' αυτά τα λόγια, πετώντας τα ροΰχα του, γδύθηκε γρήγορα και χώθηκε στο τεράστιο κρεβάτι.

Την αγκάλιασε και ήταν ολόγυμνη και ξύπνια, μόνο που δεν ήταν η Ρηνιώ αλλά η φλογερή σοπράνο.

- Αχ, μι αμόρ! Μι αμόρ. Έλα, Οδυσσέα μου, αγκάλιασε' με, εγώ τα οργάνωσα και έστειλα τη γυναίκα σου στην πι-σίνα κάτω. Έλα, αγκάλιασε' με, σφίξε με, πάρε με, μι αμόρ! Έχουμε δυο ώρες στη διάθεσή μας, πάρε με, μι αμόρ...

Τότε έγινε η καταστροφή. Δεν πρόλαβε εκείνος οΰτε το ακροδάχτυλό της να αγγίξει, γιατί η πόρτα άνοιξε και η Ει-ρήνη μπούκαρε μέσα με μάσκα λασπόλουτρου στο πρόσω-πο σαν αράπης.

Ο Γιαννιός ακινητοποίησε τη σοπράνο και αστραπιαία τη σκέπασε με τις κουβέρτες ενώ η Ειρήνη κατευθυνόταν στο μπάνιο.

- Γιαννιό μου, τους την κοπάνησα, δεν αντέχω εγώ αυτά τα πιλατέματα, προτιμο) το δικό σου μασάζ... Και μ' αυτά ι α

Page 272: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

λόγια χώθηκε στην μπανιέρα. Σε ένα λεπτό έρχομαι, του φώναξε και τα νερά έτρεχαν, έρχομαι να πέσουμε αγκαλιά...

«Ο Λατίνος εραστής» κόντεψε να πάθει καρδιακό επει-σόδιο. Τύλιξε τη σοπράνο στο σεντόνι και κυριολεκτικά την πέταξε έξω από το δωμάτιο. Στο διάδρομο οι πελάτες του ξενοδοχείου, όλο περιέργεια, είδαν τη διάσημη ντίβα κί-τρινη σαν το φλουρί από τα νεΰρα της να τρέχει ξυπόλητη με ένα σεντόνι γύρω από το γυμνό της σώμα.

Ο Γιαννιός άνοιξε το παράθυρο να φύγει το βαρύ άρωμα της Μαρτίνα και προσπάθησε να κρύψει κάτω από το κρε :

βάτι το μεταξωτό νυχτικό της ντίβας. Κρατούσε τις κρυ-στάλλινες παντόφλες της στα χέρια όταν η Ειρήνη μπήκε στο δωμάτιο με τα μαλλιά νωπά από το ντους και την πετσέτα γύ-ρω της. Ο Γιαννιός, μην έχοντας τι να κάνει τα πασούμια, τα πέταξε από το παράθυρο για να μην τα δει εκείνη.

Ένα γκαρσόνι κάτω στον κήπο μετέφερε πορτοκαλάδες και γλυκά. Του έπεσε ο δίσκος από την τρομάρα και λερώ-θηκε. Ε, δεν είναι και λίγο να σου έρθει ουρανοκατέβατο έ-να τακούνι μες στη σαντιγί...

Η Ειρήνη μετά το μασάζ ήταν χαλαρή και ήρεμη, ο Γιαν-νιός όμως, αντίθετα, καταϊδρωμένος και ταλαίπωρος. Έπε-σαν στο κρεβάτι και τόσο ήταν το άγχος που πέρασε και η αγωνία μην τον πιάσει τσακωτό η καλή του, που έτρεμε.

Δεν τα κατάφερε να λειτουργήσει σαν εραστής και το πή-ρε κατάκαρδα γιατί δεν του είχε ξανασυμβεί. Έτσι τέλειω-σε η βραδιά του μες στην τσαντίλα. Τι τα ήθελε τα ξενο-κοιτάγματα; Όποιος όμως έχει τα γένια, έχει και τα χτένια, πλήρωσε ο δόλιος για αμαρτίες που δεν πρόλαβε να κάνει...

Page 273: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Γύρισαν πίσω στη χασιέντα με έναν αναστεναγμό ανακού-φισης και οι δυο τους. Ωραία και τα ξενοδοχεία και οι πο-λυτέλειες, όμως η ησυχία και η ομορφιά της φΰσης, οι βόλ-τες με τα άλογα, οι ταύροι και οι αγελάδες, αλλά και οι κι-θάρες το βράδυ στα σπίτια των εργατών, ήταν εικόνες και ακούσματα που γαλήνευαν, που ηρεμούσαν. Αντίθετα, οι λι-μουζίνες και τα ακριβά θεάματα ερέθιζαν και προκαλού-σαν. Δύο κόσμοι της Αργεντινής εντελώς διαφορετικοί.

Ο Γιαννιός στο Μπουένος Άιρες είχε γνωριστεί με τον πρόεδρο του Εμπορικού Επιμελητηρίου, τον πρόξενο της Βραζιλίας στην Αργεντινή και έναν Κουβανό έμπορο κα-πνών και πούρων.

Τα τελευταία χρόνια δεν είχαν μεγαλώσει μόνο οι ιδιο-κτησίες τους αλλά και η παραγωγή των καπνών τους. Υπήρ-χε πια δυσκολία απορρόφησης στην ντόπια αγορά. Ή τ α ν ώ-ρα για εξαγωγές, όμως ο Γιαννιός και η Ειρήνη γνώριζαν ε-λάχιστα αγγλικά. Ο πρώην εργάτης από τη Δράμα ένιωθε ε-πιτακτική την ανάγκη νέου αίματος στη δουλειά. «Να έρθει το αγόρι μου να αναλάβει», μουρμούριζε αδιάκοπα. «Οι δου-λειές μεγάλωσαν και με ξεπέρασαν πια...»

Έτσι, από τη στιγμή που πάτησαν οι Γκρέκος το πόδι τους στο κτήμα άρχισαν τις ετοιμασίες για την άφιξη του Γιωργή.

Η Ιρένε στον πάνω όροφο τακτοποίησε τρεις κάμαρες και ένα μπάνιο, δημιουργώντας έτσι ένα διαμέρισμα ξεχω-ριστό για τον αγαπημένο «κανακάρη» του Γιαννιού της.

Έγραψαν τις προσκλήσεις για τη δεξίωση και τις έστειλαν σε όλους τους γείτονες, αλλά και σε μερικούς συνεργάτες του Γιαννιού από το Μπουένος Άιρες. Στους δικηγόρους τους,

Page 274: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

στο γιατρό και στο διευθυντή της τράπεζας με την οποία συναλλάσσονταν.

Έχτισαν υπόστεγα και μεγάλες πίστες για τις ορχήστρες. Θα είχαν διάφορα είδη μουσικής σε διαφορετικές γωνιές του κήπου. Αλλού ιθαγενείς από το Περού με παραδοσιακές φορεσιές θα έπαιζαν τα πνευστά τους και αλλού από μο-ντέρνες ορχήστρες θα ακούγονταν παθιάρικα ταγκό.

Σε μεγάλες σούβλες στη σειρά θα ψήνονταν από βόδια μέχρι μπριζόλες.

Θα είχαν ταυρομαχίες, όχι όμως μέχρι θανάτου, γιατί η Ειρήνη δεν ήθελε βασανισμούς στη γη της. Ούτε των ζώων ούτε των ανθρώπων. Χορούς σπανιόλικους και αργεντίνι-κους, κιθάρες και μπάρμπεκιου με θαλασσινά.

Τα ετοίμαζαν όλα με μεγάλη χαρά, έσφαζαν το «μόσχο τον σιτευτό» για τον αγαπημένο γιο, το καμάρι του Γιαννιού, την ελπίδα και την προσμονή της ζωής του...

Όταν αντίκρισε τον Γιωργή, ο Γιαννιός δεν πίστευε στα μά-τια του. Μα ήταν δυνατό αυτός ο όμορφος νέος άντρας να είναι το παιδί του; Το αίμα του;

Φυσιογνωμικά, ο νεαρός έμοιαζε στη συχωρεμένη τη μη-τέρα του. Είχε τα δικά της σκούρα μαλλιά, τα γλυκά κα-στανά μάτια της. Τ η λάμψη όμως στην έκφραση, τον τρό-πο που μιλούσε και τη σβελτάδα τα πήρε από τον Γιαννιό.

Τώρα πια, στα είκοσι πέντε του χρόνια, είχε διαμορφώ-σει ένα χαρακτήρα όμοιο με του πατέρα του, έστω κι αν ζού-σαν τόσα χρόνια χωριστά ο ένας από τον άλλο.

Ο Γιωργής, όπως κι ο Γιαννιός, είχε τρυφερή ψυχή, πι-

Page 275: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

στευε στην ηθική αξία των ανθρώπων και δε μάσαγε τα λό-για του, ήταν ντόμπρος και ευθΰς.

Αντίθετα όμως από τον Γιαννιό, είχε αποκτήσει μια ευ-γένεια και ένα κοινωνικό λούστρο, που μοιραία ήρθαν μα-ζί με τη μόρφωση.

- Είναι ίδιος, Ρήνη μου, φτυστός η μακαρίτισσα, είπε ο Γιαννιός συγκινημένος και συνέχισε με τη γνωστή του αξιο-λάτρευτη αφέλεια: Θεός σχωρέσ' την, ποτέ δε την πόθησα την καημένη. Βαρετικιά γυναίκα, κλαψιάρα, ευτυχώς που το παιδί στο χαρακτήρα μοιάζει σε μένα...

Η Ειρήνη έκρυψε ένα γέλιο γιατί η στιγμή ήταν σοβαρή και δε σήκωνε αστεία.

Ο Γιωργής Κωνσταντινίδης είχε έμφυτη αισιοδοξία και α-στείρευτο κέφι για δουλειά. Ή τ α ν πλακατζής, χαρούμενος και κατέκτησε την καρδιά της Ειρήνης από την πρώτη στιγ-μή που πάτησε το πόδι του στην Αργεντινή. Αμέσως τον συ-μπάθησε και γρήγορα ένιωσε γι' αυτόν αγάπη σαν να ήταν πραγματική του μάνα.

Μεγάλο γλέντι έγινε για τον ερχομό του. Αυτό ήταν ένα πάρτι που άφησε εποχή.

Στα υπαίθρια μπαρ έρεε το «βίνο τίντο», το κόκκινο κρα-σί, το βερμούτ και το «λικόρ κασέρο», το σπιτικό λικέρ.

Σε μεγάλες γαβάθες είχαν σαλάτες όλων των ειδών, και βασικά με ντομάτα και λετοΰγα.

Γκαρσόνια γύριζαν με πιατέλες φορτωμένες «χαμόν κροΰ-δο», ζαμπόν ωμό, «χαμόν κοσίδο», ζαμπόν βραστό και μορ-ταδέλες.

Page 276: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Οι μπουφέδες ήταν γεμάτοι «εμπανάδας κασέρας», τυ-ρόπιτες σπιτικές, και «εμπανάδας δε κάρνε», κρεατόπιτες, ή «εμπανάδας κον τσόκλο», με καλαμπόκι.

Τέσσερις μέρες οι γυναίκες στο κτήμα τραγουδώντας ά-νοιγαν φύλλο σπιτικό στο χέρι γι' αυτές τις πίτες.

Ανάρπαστες έγιναν και μόλις τα τραπέζια άδειαζαν έ-φερναν τα κορίτσια, με τα μαύρα τους μαλλιά λυτά μέχρι την πλάτη, άλλες, φρεσκοψημένες.

Ό σ ο για τα μπάρμπεκιου, τα «ασάδο», και τι δεν έψηναν; Τα είχανε στήσει στα ανοιχτά και η τσίκνα σηκωνόταν σύν-νεφο στον ουρανό.

Οι μάγειροι με τις σκούφιες τους έριχναν στα κάρβουνα «τσορίσο», λουκάνικα, «τσιντσουλίν», εντεράδες, «τίπα-ντε-μπασέο», μοσχαρίσια παϊδάκια, «καρακούν», μεδούλι.'

Ουρά οι καλεσμένοι, «γκουστάρανε» από όλα και αυτά ή-ταν τραγανιστά και πεντανόστιμα.

Άλλοι έτρωγαν τις πατροπαράδοτες «λόκρο», σούπες με κρέας, πατάτες και φακές.

Ύστερα από τόσο φαγοπότι και κρασοκατάνοιξη, όλοι γελούσαν και έλεγαν:

- Σε τόμο άστα ελ άγκονα ντε Χος ψλορέτος, ότι ήπιαν τό-σο πολύ, μέχρι που ρούφηξαν και το νερό για τα λουλού-δια!

Οι ρυθμοί στις ορχήστρες χαλάρωσαν και άρχισαν τα τρυ-φερά ερωτικά τραγούδια και τα ταγκό. Τα ζευγάρια στρο-βιλίζονταν στις πίστες του κήπου και μια λατινική νωχέλεια επικρατούσε.

Page 277: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Ο Γιωργής όλο το βράδυ είχε κάψει καρδιές ανάμεσα στις καλεσμένες Αργεντίνες.

Πλησίασε την Ειρήνη και τον πατέρα του πολΰ συγκινη-μένος, δακρυσμένος.

- Βρε πατέρα, τέτοια μεγαλεία δεν τα περίμενα. Ή ξ ε ρ α ότι ήσουν άξιος άνθρωπος και υπέθεσα ότι για να είσαι τό-σο αγαπημένος με την Ειρήνη θα φελά και αυτή. Αλλά εσείς εδώ γενήκατε πάνω από αρχόντοι. Βασιλιάδες γίνατε!

- Έλα, έλα, γιε μου, μην τα παραλές, όταν αρχίζεις να διαφεντεύεις τοΰτη τη γη θα δεις τη γλΰκα...

- Μωρέ, εσείς κάνατε τέτοιο γλέντι για μένα που αν πο-τέ παντρευτώ αποκλείεται να κάνω κάτι ισάξιο.

(«Μεγάλο λόγο μην πεις, μεγάλη μπουκιά φάε», λέει ο λαός στην Ελλάδα...)

Η Ειρήνη τον φίλησε στο μάγουλο τρυφερά, τον πήρε α-πό το μπράτσο αγκαζέ και τον σΰστησε σε όλους τους κα-λεσμένους. Έτσι πανηγυρικά ο Γιωργής έκανε τη γνωριμιά με την καινούρια του πατρίδα.

Πάνω από ώρα τριγυρνούσε στον κήπο με την Ειρήνη και έσφιγγε χέρια. Δεν καταλάβαινε τι του έλεγαν, αλλά τα ισπανικά του ήταν αρκετά καλά κι έτσι σύντομα θα μιλού-σε με ευχέρεια.

Η Ειρήνη κουράστηκε από την ορθοστασία, πόνεσαν τα πόδια της. Έψαχνε τον Γιαννιό κι αυτός ήταν άφαντος. Τον βρήκε δίπλα στους δίσκους με τα γλυκά. Είχε κρυφτεί πίσω από ένα φοίνικα και καταβρόχθιζε με την ησυχία του «μπα-νάνας κον ντούλτσε ντε λέτσε», μπανάνες με σοκολάτα γά-λακτος υγρή.

- Καλά, εσΰ δεν ντρέπεσαι; τον μάλωσε δήθεν αυστηρά

Page 278: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

εκείνη και παίρνοντας το πιάτο απά τα χέρια του, για να τον προστατέψει από τις θερμίδες και τα λιπαρά, κατέβασε με λαιμαργία το υπόλοιπο γλυκό.

- Χμ! Καταπληκτικό, απίθανο! Γιαννιό μου, να μας ζή-σει το παλικάρι μας, να είναι γερό, να ευτυχήσει και να προ-κόψει. Δίκαια να μας αντικαταστήσει και εμείς να τον κα-μαρώνουμε.

Με αυτά τα λόγια, αγκάλιασε γλυκά το σύντροφο της ζω-ής της. Ναι! Αυτή ήταν μια υπέροχη στιγμή και για τους δυο τους. Μια στιγμή που την ονειρεύονταν χρόνια...

Από την επόμενη κιόλας μέρα ο Γιωργής μπήκε στη ζωή του κτήματος. Γρήγορα ανέλαβε εργασία δίπλα στον πατέρα του. Πάνω στο άλογο ο νέος «πατρόν» γυρνούσε την πάμπα.

Οι μέρες έγιναν μήνες, έγιναν χρόνια και η γη της Αργε-ντινής μπήκε στο αίμα του, στα κύτταρά του.

Γνώρισε κοπελίτσες, νίνιας, γνώρισε σενιορίτες. Πότε το κορμί αντιδρούσε έντονα, πότε πιο χλιαρά. Η αγάπη με το άλφα κεφαλαίο στη ζωή του ακόμα δεν είχε φανεί, γιατί ο Γιωργής, όπως και ο πατέρας του, ήταν φτιαγμένος για να ερωτευτεί πολλές φορές, αλλά να αγαπήσει μόνο μία.

Αμόρ, αμόρ, αμόρ.

Page 279: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

ΜΕΡΟΣ Π Ε Μ Π Τ Ο

Page 280: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

ΗΛΙΑΧΤΙΔΑ

Η ΛΟΎΚΙΑ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ σε ένα αρχοντόσπιτο στα σύνορα Μα-κεδονίας-Θράκης, κοντά στη Δράμα, το 1926. Αυτά τα χρό-νια τότε ήταν και δύσκολα και μπερδεμένα. Έτσι, οι θύμι-σες που θα της άφηναν σαν όνειρο τα δέκα πρώτα χρόνια της ζωής της ήταν ένα ανακάτεμα από βουκολικές εικόνες ήρεμες και αγροτικές. Τα βόδια έσερναν ράθυμα κάρα γε-μάτα σανό, υπήρχαν όμως και εξεγέρσεις που την αναστά-τωναν και τη φόβιζαν. Αυτοί οι φόβοι μπερδεύονταν με ή-χους από γρύλους, κραξίματα πουλιών και πέταλα αλόγων που τη νανούριζαν.

Αργότερα θα θυμόταν σαν όνειρο τις μεγάλες χωριάτικες κάμαρες, γεμάτες με γυναίκες που περνούσαν σε σπάγκους τα φύλλα των καπνών. Θυμόταν άντρες με στρατιωτικές στο-λές να καπνίζουν στις πλατείες των χωριών και τις Τουρκά-λες καθισμένες κατάχαμα να πουλούν τις πραμάτειες τους στα πανηγύρια.

Στο σπίτι της επικρατούσε πάντα ησυχία και απόλυτη τά-ξη. Όταν η μητέρα της έπαιζε πιάνο, οι αχτίδες φώτιζαν τα καστανά της μαλλιά, δεμένα χαμηλά στο λαιμό με μια κορ-δέλα, και η Λουκία δε χόρταινε να την κοιτά και να την ακούει.

Page 281: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Ήξερε ότι όταν θα ερχόταν στην πόλη τους κάποιος ση-μαντικός πολιτικός ή ανώτερος τραπεζικός θα περνούσε ο-πωσδήποτε από το σπίτι τους.

Η μεγάλη σάλα τότε γινόταν κατάφωτη, άνοιγαν την τρα-πεζαρία και έστρωναν λευκά κεντημένα τραπεζομάντιλα. Η μητέρα της έβαζε την καλή της δαντέλα και φορούσε τα κο-σμήματα της γιαγιάς.

«Ποιας γιαγιάς;» «Της γιαγιάς», αόριστα έπαιρνε την α-πάντηση στην ερώτησή της.

Ό τ α ν συμπλήρωσε τα δέκα, έγινε μια μεγάλη αλλαγή στη ζωή της, μετακόμισαν στην Αθήνα. Ο θείος της, ο αδερφός της μητέρας της, θα διεύθυνε πια το εργοστάσιο στη Μα-κεδονία και οι γονείς της αναλάμβαναν τα γραφεία στην Αθήνα. Αυτό έγινε ταυτόχρονα με την αρρώστια του παππού της, του Λουκά. Υπέφερε από την καρδιά του και έφυγε α-πό τη Δράμα γιατί τον πείραζε η υγρασία.

Έτσι, τώρα πια οι γονείς της θα είχαν οριστικά τα «διοι-κητικά», όπως έλεγαν στο σπίτι. Μια φορά μάλιστα που η μητέρα και ο πατέρας της καβγάδιζαν δυνατά, η Λουκία ά-κουσε τη μανούλα της να φωνάζει:

- Αν η μητέρα ήταν εδώ, αυτά δε θα είχαν συμβεί, μπο-ρεί να τα έκανε μαντάρα στη ζωή της, αλλά το εργοστάσιο το πονούσε, ενώ ο πατέρας... στην κοσμάρα του, αραχτός...

Το επόμενο πρωί, που έπινε το γάλα της, η Λουκία ρώ-τησε:

- Ποια είναι η μητέρα σου, μαμά; - Η γιαγιά σου η Ειρήνη, παιδί μου.

Page 282: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

- Αυτή με τα κοσμήματα; - Ναι, ναι, Λουκία, αυτή. - Έχει πεθάνει; - Όχ ι , αλλά μένει πολύ μακριά, στην Αργεντινή. - Πού είναι αυτή η Αργεντινή; - Ου, πολύ μακριά, παιδί μου, στην Αμερική. - Μαμά, η γιαγιά δε με αγαπά; ξαναρώτησε η μικρή. Η μάνα της χλόμιασε και ταράχτηκε. - Γιατί το λες, παιδί μου, αυτό; Και βέβαια σ' αγαπά! - Ε, τότε γιατί δε ζητά να με δει; Ποτέ, ούτε στα γενέθλιά

μου ούτε στη γιορτή μου έχει έρθει. Τίποτα δε μου έχει χα-ρίσει, ούτε ένα τόσο δα κουκλάκι, τίποτα! είπε η Λουκία με παράπονο και βούρκωσε. Ό λ α τα παιδιά, συνέχισε με δά-κρυα στα μάτια, έχουν δώρα από τη γιαγιά τους, εγώ ούτε που την ξέρω. Στις φίλες μου οι γιαγιάδες τους κάνουν γλυκά και τις παίρνουν τα καλοκαίρια κοντά τους. Εγώ δεν τη γνώρισα ποτέ. Μήπως έχει πεθάνει εκεί μακριά στην Αργεντινή;

- Όχι , Λουκία, είπε η Άννα στην κόρη της μαλακά, τα χέ-ρια της όμως έτρεμαν καθώς έλεγε αυτά τα λόγια. Και μην πεις, κόρη μου, ότι δε σου έχει κάνει κανένα δώρο. Πολλά σου έχει δοσμένα, πάρα πολλά, όταν μεγαλώσεις θα τα δεις.

- Εγώ θέλω τώρα τη γιαγιά μου, κλαψούρισε η Λουκία. Τώρα τη θέλω, ξανάπε και έφυγε και κλείστηκε στην κά-μαρή της αφήνοντας τη μεγάλη κούπα με το γάλα γεμάτη, ούτε που το άγγιξε καν.

Αυτές οι σκηνές επαναλήφτηκαν δυο τρεις φορές. Ύστε-ρα έγιναν τόσα και τόσα πολιτικά και στρατιωτικά στην κοι-νωνία των Αθηνών, από το 1936, που η γιαγιά της Αργεντι-νής ξεχάστηκε. Ή τ α ν εξάλλου τόσο μακρινή αυτή η χώρα,

Page 283: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

θα 'λεγε κανείς σε άλλο πλανήτη από αυτόν όπου μεγάλωσε η Ηλιαχτίδα.

- Ντο ρε μι φα σολ λα σι... σι... σι... Λουκία, που είναι το μυα-λό σου; είπε αυστηρά η καθηγήτρια του πιάνου, η κυρία Πολυξένη. Συγκεντρώσου, παιδί μου!

Αυτό όμως ήταν δύσκολο, δύσκολο έως αδύνατο να μα-ζέψει τις σκέψεις της μια κοπελίτσα δεκατεσσάρων χρονών ένα τόσο γλυκό φθινοπωρινό απόγευμα.

Έκανε ήδη τις πρώτες δροσρύλες, μόλις είχε μπει πια ο Οκτώβρης και κάτω στο κελάρι το βαρελάκι με το μούστο θα γινόταν το αγαπημένο κοκκινέλι του πατέρα της. Αυτό που έβγαζαν στις όμορφες κρυστάλλινες καράφες όταν εί-χανε βεγγέρες και καλέσματα. Η μαγείρισσα με τη μαμά κατέβαιναν στο υπόγειο και έπαιρναν λίγο μούστο. Με αυ-τόν έφτιαχναν μια μοσχομυριστή μουσταλευριά με μπόλικο καρύδι και κανέλα.

Μάζευαν τα ξερά φύλλα οι οδοκαθαριστές και οι κοπέ-λες φορούσαν λεπτές κάλτσες με ραφή πίσω στη μέση της γάμπας. Ή τ α ν της μόδας να στερεώνουν στο κεφάλι λίγο λο-ξά τον μπερέ πάνω στα κατσαρωμένα από την περμανάντ μαλλιά τους.

Της Λουκίας της φορούσαν κάλτσες μέχρι το γόνατο ή σο-σονάκια λευκά. Κάθε μέρα έπλεκε τις κοτσίδες της σφιχτά και φορούσε τη στολή του σχολείου, το καθιερωμένο ένδυμα για τα παιδιά μετά από διαταγή του πρωθυπουργού Μεταξά.

Τα βράδια νύχτωνε τώρα από νωρίς και τις τελευταίες μέρες ειδικά μαζεύονταν στο σαλόνι τους φίλοι και γείτονες.

Page 284: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Οι μεγάλοι μιλούσαν ανήσυχοι και αναστατωμένοι γιατί, ό-πως άκουσε η Λουκία, μόλις είχε επιτεθεί ο Χίτλερ στην Πο-λωνία. Ο πόλεμος στην Ευρώπη είχε αρχίσει. Στην Αθήνα ό-μως αυτά ακόμα ήταν μακρινά σύννεφα, τούτο το φθινό-πωρο του 1939.

Τα ζευγαράκια περνούσαν αγκαζέ από το Ζάππειο και κάθονταν στα καφενεδάκια της Πλάκας. Μικρά φτωχόπαι-δα ή γριούλες περνούσαν ανάμεσα από τα τραπέζια και που-λούσαν ματσάκια με μενεξέδες και γαζίες. Τα κυκλάμινα είχαν γεμίσει τις πλαγιές του Υμηττού και της Πεντέλης και τα σχετικά λίγα αυτοκίνητα της Αθήνας έριχναν τα φανάρια τους στους βρεγμένους από τα πρωτοβρόχια δρόμους.

Ό π ω ς πάντα μετά από μια φθινοπωρινή νεροποντή, πράγμα συνηθισμένο για την Αττική, πλημμύρισαν τα υπό-γεια στις φτωχογειτονιές.

Κάτω στου Ρέντη, στον Κεραμεικό και τον Κηφισό οι άν-θρωποι έβγαζαν τις κουρελούδες και τα ασπρόρουχά τους που είχαν γεμίσει λάσπη για να στεγνώσουν από την μπόρα στις ασπρισμένες αυλές.

Ο ουρανός είχε καθαρίσει και ο ήλιος έλαμπε, έτσι γινό-ταν και γίνεται στην Αθήνα. Τ η βροχή διαδέχεται η λιακά-δα που, ασχέτως εποχής, μοιάζει καλοκαιρινή σχεδόν.

- Πάμε ξανά, Λουκία, από την αρχή, είπε η κυρία Πολυξένη. - Ντο ρε μι... Τη διέκοψε ένα χτύπημα στην πόρτα. Ήταν

η κοπέλα του σπιτιού, η Λενιώ, που κρατούσε το δίσκο με τον καφέ και τα φρεσκοψημένα μουστοκούλουρα σερβιρι-σμένα πάνω στο δαντελένιο πετσετάκι.

Page 285: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

- Ο καφές σας, είπε στη δασκάλα η κοπέλα. Πίσω της ακούστηκε η φωνή της Άννας. - Κυρία Πολυξένη, τελευταία η κάρη μου τεμπελιάζει, δε

μελετά οΰτε σολφέζ ούτε νότες. Αν δε μαζέψει το μυαλό της, δε νομίζω στο τέλος αυτής της χρονιάς να είναι έτοιμη για τις εξετάσεις της στο ωδείο. Να είστε πιο αυστηρή μαζί της.

Η Άννα μιλούσε ενώ κούμπωνε το ταγέρ της και στερέω-νε το μικρό βέλο στο βελούδινο καπελάκι.

- Μανούλα, πετάχτηκε η Λουκία. Θα βγεις; - Ναι, παιδί μου. Θα πάμε με τη Ζορζέτ στην αίθουσα του

«Παρνασσού» να δούμε μια έκθεση ζωγραφικής και μετά λέμε να περάσουμε από του «Ζόναρς» για ένα τσάι. Δε θα αρ-γήσω πολύ, κατά τις εννιάμιση θα είμαι στο σπίτι.

- Μανούλα, σε παρακαλώ, άσε με να πάω απέναντι στη Λίνα μετά το πιάνο. Λίγο, λιγάκι θα κάτσω και μετά θα γυ-ρίσω να μελετήσω, σ το υπόσχομαι. Θέλουμε να ανταλλά-ξουμε τις ζωγραφιές με τη χρυσόσκονη για τα άλμπουμ με τις συλλογές μας. Εγώ θα της δώσω τα ροζ αγγελάκια που τα έχω διπλά και εκείνη θα μου δώσει τα βάζα με τα κρίνα. Άσε με να πάω, μανούλα, λιγάκι. Να, η Λενιώ θα με βλέπει από το παράθυρο μέχρι να μπω στο σπίτι.

- Καλά, καλά, αναστέναξε η Άννα φορώντας τα γάντια της. Καλά, να πας, αν και θα μπορούσατε να μοιράσετε τις ζωγραφιές στο διάλειμμα του σχολείου αύριο το πρωί. Να πας για μισή ώρα μόνο.

- Καλέ μανούλα, τι ψυχή έχει μισή ωρίτσα, κάν το λίγο παραπάνω.

- Έστω, είπε η Άννα αυστηρά γυρίζοντας στη Λενιώ. Αν δε γυρίσει σε τρία τέταρτα, να πας να την πάρεις εσύ και το

Page 286: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

βράδυ να φάει οπωσδήποτε το αβγά και τη σοΰπα της. Και γυρνώντας στην κόρη της πρόσθεσε: Κοίτα μη μου μπου-κώσεις με μπισκότα και ζαχαρωτά στη φίλη σου και δε φας βραδινό... Θα πιεις στο τέλος και ένα κουτάλι μουρουνόλα-δο. Μουρουνόλαδο, ξανάπε και έκλεισε την πόρτα πίσω της.

- Μπλιαξ, έκανε η Λουκία αηδιασμένη. Δεν το αντέχω αυτό, το σιχαίνομαι!

- Ναι, παιδί μου, όμως σου χρειάζονται βιταμίνες με το μπόι που ρίχνεις. Είσαι πολύ αδύνατη και με έφτασες στο ύψος, είπε η καθηγήτρια και φόρεσε ξανά τα γυαλιά της σκύβοντας στα πλήκτρα.

Λίγη ώρα αργότερα η Λουκία βρισκόταν στη φίλη της τη Λίνα, καθισμένες η μια δίπλα στην άλλη. Μοιράζανε ξένοια-στες τις ζωγραφιές και σιγοτραγουδούσαν ένα τραγουδάκι του Αττίκ.

...Τψμιας δραχμής τα γιασεμιά, Λένε στα ξένοιαστα ζευγάρια...

- Λουκία, όλοι στο σπίτι μου μιλάνε για τον πόλεμο πού άρχισε στην Ευρώπη, άραγε θα έρθει και εδώ;

- Και στο δικό μου, Λίνα, τα ίδια λένε. Για τον Χίτλερ μι-λάνε. Ό μ ω ς τι πειράζει αν γίνει πόλεμος; Καλέ, εδώ θα γί-νει ο πόλεμος, στα Πατήσια; Μακριά θα γίνει, στα σύνορα, και θα κλείσουν και τα σχολεία, αυτό πού το πας;

- Είσαι σίγουρη; - Σιγουρότατη, άκουσα τη μαμά που το είπε. - Ε, άντε πια! Πότε θα αρχίσει επιτέλους ο πόλεμος; Αχ, κουβέντες άμυαλες, αθώες, παιδιάστικες, αχ...

GreekLeech.info

Page 287: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

0 Χίτλερ, τψ παραμονή τον πολέμου, απευθύνθηκε στους στρατηγούς του με τα εξής λόγια:

«Στην αρχή των εχθροπραξιών χρησιμοποιούμε μια πρόφαση. Το αν είναι αληθοφανής ή όχι, λίγο ενδιαφέρει. Δεν ελέγχεται ποτέ ο νι-κητής για το εάν λέει ή όχι την αλήθεια. Όταν αρχίζει ένας πόλεμος και διεξάγεται δε λογαριάζεται το δίκιο μα η νίκη. Κλείστε τις καρ-διές σας στον οίκτο. Ενεργείστε με σκληρότητα. Ο ισχυρότερος έχει πάντα δίκιο».

22 Αυγούστου 1939

Στις 6 Απριλίου του 1941, με το χάραμα, στις πέντε το πρωί, το κου-δούνι της οικίας τον πρωθυπουργού Αλέξανδρου Κορυζή χτυπούσε ε-πίμονα. Η σύζυγος του έτρεξε να ανοίξει και έκπληκτη είδε μπροστά της τον πρεσβευτή της χιτλερικής Γερμανίας, πρίγκιπα Βίκτορα φον Έρμπαχ, ο οποίος απαίτησε να τον οδηγήσει ενώπιον του πρωθυ-πουργού για να του ανακοινώσει κάτι πολύ σημαντικό που δεν έπαιρ-νε αναβολή.

Το Γερμανό διπλωμάτη συνόδευε ο στρατιωτικός ακόλουθος αντι-συνταγματάρχης Φον Κλεμ Χόνενμπουργκ που μιλούσε πολύ καλά την ελληνική γλώσσα. Την είχε μάθει στη Σμύρνη, όπου έζησε και με-γάλωσε ανάμεσα σε Ελληνόπουλα. Μπορούσε να απαγγείλει μάλι-στα με άνεση στίχους του Ομήρου από την Ιλιάδα και την Οδύσ-σεια.

Η σύζυγος τον πρωθυπουργού, έκπληκτη από την επιμονή και τη βιασύνη του ξένου επισήμου, τον οδήγησε στο σαλόνι και τον κάλεσε να καθίσει.

- Είμαι στη διάθεσή σας, κύριε πρεσβευτά, είπε ο Κορυζής καθώς έμπαινε στη σάλα.

Page 288: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Ο Γερμανός πρίγκιπας, αψού ζήτησε συγνώμη που αναστάτωσε τόσο πρωί την οικογενειακή του γαλήνη, είπε στον πρωθυπουργό:

- Έχω εντολή να επιδώσω εις την υμετέρα εξοχότητα, εκ μέρους της κυβερνήσεώς μου, με λύπη το παρόν σημείωμα.

Έμειναν συνομιλούντες επί ένα τέταρτο της ώρας. Ο Έλληνας πρωθυπουργός, όπως αφηγήθηκε εκ των υστέρων, έριξε μια ματιά στην ανακοίνωση χωρίς να διαβάσει ολόκλψο το κείμενο της γιατί ή-δη γνώριζε το περιεχόμενο.

- Θα πρέπει να πληροφορήσω την εξοχότητά σας, συμπλήρωσε ο Έρμπαχ, ότι την στιγμήν ταύτην εκ μέρους της γερμανικής κυβερνή-σεως επιδίδεται διακοίνωση εις τον Έλληνα πρεσβευτή στο Βερολίνο. Διά της διακοινώσεως σας γνωρίζουμε ότι τα γερμανικά στρατεύματα θα εισέλθουν εις το ελληνικό έδαφος σήμερον την πρωίαν, κατόπιν της εν Ελλάδι αφίξεως αγγλικών στρατιωτικών δυνάμεων.

Στο σημείο αντό ο Κορυζής σηκώθηκε από την πολυθρόνα του και με αυτοπεποίθηση, ότι ήρθε η στιγμή να πάρει την μεγάλη απόφαση βαδίζοντας στο δρόμο του προκατόχου του Μεταξά, είπε το δικό του ΟΧΙ.

- Παρακαλώ, διαβιβάσατε εις την υμετέρα κυβέρνηση ότι η Ελλάς, υπεραμυνόμενη του πατρίου εδάφους, θα αντιτάξει αντίστασιν διά των όπλων εις πάσαν απόπειρα των γερμανικών στρατευμάτων όπως ει-σβάλουν εις αυτό.

Αμέσως μετά την αποχώρηση του Έρμπαχ από το σπίτι του πρω-θυπουργού, εκείνος ενημέρωσε για το τελεσίγραφο το βασιλιά, τον αρχιστράτηγο Παπάγο και τον υπουργό Ασφαλείας. Μετά από δύο ώ-ρες συνεδρίασε εκτάκτως το υπουργικό συμβούλιο νπό τψ προεδρία τον Γεωργίου τον Β'. Ταντόχρονα το γενικό στρατηγείο εξέδωσε το α-κόλονθο πολεμικό ανακοινωθέν:

Page 289: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Πρζύία 6ης Αηριλίον 1941. Από τις 5:15 άρας σήμερον ο εν Βουλ-γαρία γερμανικός στρατός προσέβαλε αηροκλήτως τα ημέτερα στρα-τεύματα της ελληνοβονλγαρικής μεθορίου. Αι ημέτεραι δυνάμεις α-μύνονται τον τιατρίου εδάφους.

Εφημερίδες:

Η ΠΡΩΙΑ

Ο γερμανικός στρατός επετέθη χθες εναντίον της Ελλάδος. Αι δυ-νάμεις μας γράφουν ήδη την μεγαλυτέραν εποποιία της ιστορίας μας αποκρούσαι επιτυχώς.

ΑΣΥΡΜΑΤΟΣ Την 5:15 πρωινή σήμερον η Ελλάς υπέστη απρόκλητον επίθεσην

υπό της χιτλερικής Γερμανίας. Τα ηρωικά ελληνικά στρατεύματα α-μύνονται του πατρίου εδάφους...

Το απόγευμα ο πρωθυπουργός Κορυζής προέβη σε δηλώσεις: «Η Ελλάς έκαυσε τας γέφυρας πίσω της. Η απόφαση της αντιστάσεως κατά της γερμανικής απειλής είναι ακλόνητος. Η Ελλάς στέκεται σή-μερον τόσο πολύ ψηλά ώστε να μην της επιτρέπεται δισταγμός οσο-δήποτε και αν φαίνεται τραγικός ο αγών τον οποίον θα αναλάβει...»

Όπως τηλεγράφησε ο πρεσβευτής της Ελλάδας στο Λονδίνο, ο Σι-μόηουλος, ο Τσόρτσιλ είπε ότι: «Ποτέ άλλοτε η χώρα του δεν ησθά-νετο τόσο υπερήφανη για τη μικρή Ελλάδα...»

Έτσι ξεκίνησαν για την Ελλάδα τραγικές, αιματοβαμμένες οτιγμές και για τη Λουκία, τη μικρή Ηλιαχτίδα, σελίδες στη

Page 290: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

ζωή της γεμάτες αυταπάρνηση, μεγαλείο και απαράμιλλο θάρρος.

Ή τ α ν δεκαέξι χρονών η Λουκία όταν οι Γερμανοί κατέ-λαβαν την Ελλάδα και έζησε όπως όλοι οι Έλληνες την Κα-τοχή, που στην Αθήνα ήταν ιδιαίτερα σκληρή.

Πήγαινε στο σχολείο όσο και όποτε αυτό λειτουργούσε, μαζευόταν νωρίς στο σπίτι με τη συσκότιση, άκουγε κρυ-φά μαζί με τους γονείς της και μερικούς γείτονες τις εκ-πομπές του BBC στο ραδιόφωνο. Το φαγητό ήταν λιγοστό και τα ροΰχα της παλιά αποφόρια της μαμάς της. Πότε πότε έβαζε μια δαντελίτσα εδώ ή ένα κορδελάκι εκεί για να τα αλλάζει και να μοιάζουν πιο καινούρια και μοντέρ-να.

Η ζωή ήταν μαραζωμένη, χωρίς χαρά, και το χαμόγελο στυφό.

Την Κυριακή 27 Απριλίου η Αθήνα παραδόθηκε αμαχητί στους Γερ-μανούς. Δεν μπορούσε εξάλλου να φέρει αντίσταση.

Το πρωί της μέρας εκείνης η κίνηση στους δρόμους της, αλλά και του Πειραιά, ήταν περιορισμένη, ελάχιστοι κυκλοφορούσαν.

Αλλοι πήγαιναν στις εκκλησιές και άλλοι έτρεχαν να τακτοποιή-σουν επείγουσες δουλειές. Όλοι περίμεναν να έρθουν οι Γερμανοί, αλλά κανείς δε γνώριζε το πότε. Ούτε, φυσικά, ήξεραν αν θα ηχήσουν οι σειρήνες για να τρέξουν πανικόβλητοι στα καταφύγια.

Ενώ το πρωί της Κυριακής μουδιασμένο ξημέρωσε περιμένοντας τον κατακτψή, την προηγούμενη μέρα, δηλαδή το Σάββατο, η ζζα/ή στψ Αθήνα κυλούσε κανονικά.

Στο «Εθνικό Θέατρο» (το «Βασιλικό Θέατρο», όπως λεγόταν τότε),

Page 291: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

έπαιζαν το Φιντανάκι τον Παντελή Χορν και στο θέατρο «Κοτο-πούλη» τψ Καινούρια Ζωή.

Το «Σινεάκ» πρόβαλε από τις εννιά το πρωί ως τις οχτώ το βράδυ πλή-ρη ανασκόπηση των πολεμικών γεγονότων τον '40 στο Αλβανικό Μέ-τωπο και διεθνή γεγονότα, με τον Ντε Γκολ να οργανώνει ιον αγώνα των ελεύθερων Γάλλων. Όσοι πρόλαβαν τα είδαν, γιατί από την επομένη, με την κατοχή των Γερμανών στην πόλη, οι ταινίες εξαφανίστηκαν.

Οι Γερμανοί μπήκαν στη Θήβα αφού τη βομβάρδισαν ανηλεώς και οι Θηβαίοι φοβισμένοι εγκατέλειψαν την πόλη τονς και κατέκλυσαν την Αθήνα για περισσότερη προστασία.

Μαζί με τονς Θηβαίονς κατέκλυσαν την Αθήνα και οι φήμες... «Οι Γερμανοί μπαίνουν το βράδυ στην Αθήνα!» Μάλλον έρχονται αύριο το πρωί».

«Είναι στο Κρυοκούκι, στο Κακοσάλεσι, στα Βίλια...» Η έλλειψη πληροφόρησης έκανε τους κατοίκους της πόλης να ζουν

σε μια ατμόσφαιρα πραγματικά δραματική. Όταν οι κατακτητές ήρθαν, οι περισσότεροι είχαν τις γρίλιες κλει-

στές. Οι πρώτοι μοτοσικλετιστές μπήκαν στο κέντρο της έρημης Αθή-

νας. Ενα τμήμα τονς κατευθύνθηκε από την οδό Πατησίων στο τα-χυδρομείο και το τηλεγραφείο.

Την ίδια ώρα μηχανοκίνητα τμήματα κατευθύνονταν στην πλατεία Συντάγματος, όπως και τα καμιόνια, που χωρίς να σταματήσουν που-θενά έφτασαν εκεί. Ύψωσαν τη γερμανική σημαία με τη σβάστικα που κυμάτιζε πλέον στα δημόσια κτίρια και τα στρατιωτικά καταστήμα-τα. Ήταν πια οι κυρίαρχοι της κατάστασης.

Page 292: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Η Λουκία μαζί με τη μητέρα της, την Άννα, την υπηρέτρια τη Λενιώ και τη μαγείρισσα κάθονταν στα σκοτεινά στο σα-λόνι του σπιτιού. Ο πατέρας της είχε πάει στα γραφεία τους για να μαζέψει έγγραφα και να κλείσει τους φοριαμούς με τα χαρτιά των αποθηκών και του εργοστασίου στη Μακε-δονία.

Η αγωνία, η πίκρα και η αβεβαιότητα θα ήταν πλέον η καθημερινότητα για την οικογένειά τους, όπως και για ό-λους τους Έλληνες, πλουσίους και φτωχούς, μικρούς και με-γάλους.

Κάποια γεγονότα γράφτηκαν στην ψυχή της Λουκίας με πύρινα γράμματα και επηρέασαν πολύ τη συμπεριφορά της. Έ π α ψ ε να είναι μια αλόγιστη παιδούλα, έγινε σοβαρή και πολύ σκεφτική, μιλούσε λίγο, δεν έχανε καμιά εκπο-μπή του BBC. Αν η μάνα της δεν είχε την αγωνία του εργο-στασίου που κινδύνευε να επιταχθεί από τους Γερμανούς, θα έβλεπε κάποια σημάδια στο κορίτσι της που θα την ανη-συχούσαν.

Η Λουκία, χωρίς δάκρυ, έζησε τα παρακάτω γεγονότα που την κλόνισαν και έβαλαν ρίζες στην καρδιά της και έ-βγαλαν κλαδιά και φύλλα...

Η άρα φαν 8.45 όταν έφτασε στον ιερό βράχο της Ακροπόλης γερ-μανικό απόσπασμα με επικεφαλής τον υπολοχαγό Έσνιτς, για να υ-ψώσουν τη σημαία τους. Εκεί, στη θέση Καλλιθέα, στο ανατολικό σημείο του ιερού βράχου της Ακρόπολης, ο αρχηγός τον αποσπάσμα-τος ζήτησε από τον Έλληνα στρατιάτη φρουρό να υποστείλει την ελ-ληνική σημαία, γιατί στη θέση της θα έμπαινε η γερμανική.

Page 293: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Ο στρατιώτης που είχε τοποθετηθεί εκεί από το πρωί ήταν ο Κων-σταντίνος Κονκίδης, ο οποίος αρνήθηκε.

Ο Γερμανός αξιωματικός διέταξε ένα δικό τον στρατιώτη να το πράξει. Και αφού εκείνος κατέβασε την ελληνική σημαία με τη βοή-θεια συναδέλφου τον, τη δίπλωσαν και την παρέδωσαν στο στρατιώ-τη Κονκίδη.

Φαίνεται πως ο Έλληνας στρατιώτης δεν άντεξε την ταπείνωση τον εθνικού μας σνμβόλον. Τυλίχτηκε τη Γαλανόλενκη και από το ση-μείο πον βρισκόταν έπεσε στο κενό προς τη βορειοανατολική πλευρά της Πλάκας και σκοτώθηκε, τη στιγμή που ο Γερμανός στρατιώτης ύ-ψωνε τη σημαία με τη σβάστικα και το παραταγμένο άγημα παρου-σίαζε όπλα αποδίδοντας τιμές.

Λίγο αργότερα, και συγκεκριμένα στις 31 Μαΐου, μια ανακοίνω-ση του Γερμανού φρουράρχου προκάλεσε κατάπληξη, αλλά και χα-ρά, στους Αθηναίους. Τι είχε συμβεί; Το προηγούμενο βράδυ άγνω-στοι έκλεψαν από τον ιστό της τη μεγάλη γερμανική πολεμική ση-μαία με τον αγκνλατό σταυρό πον είχε νψωθεί στον ιερό βράχο της Ακρόπολης. Η ανακοίνωση για την κλοπή της σημαίας σννοδενόταν από μια σειρά σκληρών μέτρων που πήρε το γερμανικό φρουραρ-χείο.

Αυτή ήταν η πρώτη ψωική πράξη αντίστασης και αναπτέρωσε λί-γο το ηθικό του στενάζοντος λαού. Ενός λαού που με έκπληξη, αλλά και ευχαρίστηση, πληροφορήθηκε την εξαφάνιση του γερμανικού σνμ-βόλον, ενώ ταυτόχρονα έβλεπε μόνη και περήφανη να κυματίζει ψη-λά στον ιστό της η ελληνική σημαία.

Πέρασαν τέσσερα ολόκληρα χρόνια για να μάθουν οι Αθηναίοι, αλλά και όλοι οι Έλληνες, ότι τη γερμανική σημαία την κατέβασαν με κίνδυνο της ζωής τους δύο Έλληνες, δυο φίλοι φοιτητές: ο Μανό-λης Γλέζος, είκοσι πέντε ετών, φοιτητής της Ανωτάτης Εμπορικής

Azara

Page 294: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Σχολής Αθηνών, και ο Απόστολος Σάντας, φοιτητής της Νομικής Σχολής, επίσης είκοσι πέντε ετών.

Αυτά τα τόσο σημαντικά, αλλά και πολλά άλλα μικρά, καθημερινά, από τη ζωή της κατεχόμενης Ελλάδας έκαναν την ψυχή της Λουκίας να φλέγεται και να πάλλεται από πα-τριωτισμό. Μια σπίθα μόνο, μια αφορμή χρειαζόταν για να ανάψει μέσα της φωτιά μεγάλη και αυτή η αφορμή δεν άρ-γησε να δοθεί.

Ή τ α ν χειμώνας, Δεκέμβρης μήνας. Το απότομο κρΰο που κατέβαινε από τον Υμηττό και την Πάρνηθα περόνια-ζε τους πεινασμένους στην πλειονότητά τους Αθηναίους. Το λιγοστό φαΐ, η έλλειψη πρωτεΐνης και βιταμινών στην τρο-φή, η ανύπαρκτη από τη φτώχεια θέρμανση στα νοικοκυριά της κατεχόμενης πρωτεύουσας έκαναν τους κατοίκους της να τρέμουν στο κάθε φύσημα του ανέμου.

Στην οικογένεια της Λουκίας η κατάσταση ήταν καλύτε-ρη από πολλών άλλων, γιατί μια θεία της που είχε ένα με-γάλο κτήμα στο Βοτανικό τους έδινε όλα τα απαραίτητα για την τροφή τους. Ακόμα και αβγά είχαν και στις γιορτές δεν έλειπε, αν και ελάχιστο βέβαια, το κρέας ή μισή κότα, που η θεία μοίραζε στους συγγενείς της.

Η Άννα με τη Λενιώ και τη μαγείρισσα μία φορά τη βδο-μάδα, αξημέρωτα, ξεκινούσαν για την Κολοκυνθού. Πού να βρουν μέσο μεταφοράς; Ό λ α είχαν επιταχθεί από τους κα-τακτητές. Μόνο τα τραμ κυκλοφορούσαν στην Ομόνοια, το Σύνταγμα και λίγο στα Πατήσια.

Φορτώνονταν λοιπόν οι τρεις γυναίκες προμήθειες, κυ-

Page 295: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

ρίως σε όσπρια, και σακούλες με λαχανικά, ψωμί ζυμωτό και ρεβιθοκαφέ που η θεία έφτιαχνε μόνη της.

Σιγά σιγά το έκοβαν με τα πόδια για να επιστρέψουν κα-τάκοπες στο σπίτι το απόγευμα πριν νυχτώσει.

Η Άννα, μετά από κάθε επίσκεψη που έκανε στη θεία της, αφοΰ κρατούσε τα απαραίτητα για το σπιτικό της, έκανε μι-κρά δεματάκια και τα μοίραζε στη γειτονιά. Έτσι γινόταν τότε. Μπορεί να υπήρχαν και οι δωσίλογοι, όμως οι περισ-σότεροι άνθρωποι είχαν αλληλεγγύη μεταξύ τους. Τους πο-νούσε η ψυχή να χορταίνουν το δικό τους στομάχι και να βλέπουν τους άλλους με βαθουλωμένα μάτια από την ανα-γκαστική νηστεία.

Κάθε πρωί όλο και κάποιους πεθαμένους θα μάζευαν α-πό το κρύο και την πείνα στους δρόμους της Αθήνας...

Ή τ α ν λοιπόν Δεκέμβρης κρύος και τσουχτερός, είχε ξη-μερώσει γιορτή. Του Αγίου Νικολάου, μεγάλη η χάρη του! Η μητέρα της Λουκίας από το πρωί καταγινόταν να φτιά-ξει ένα ψευτοραβανί. Κάτι που έμοιαζε με γλυκό, αλλά δεν ήταν, μια και δεν είχε όλα τα υλικά που χρειάζονταν. Η Άννα το έφτιαχνε για να το πάνε στον κουμπάρο τους, τον Νίκο.

Μόλις έπιασε απογευματάκι, οι γονείς της Λουκίας συ-γυρίστηκαν και ντύθηκαν με τα καλά τους. Γραβατωμένος, ατσαλάκωτος ο πατέρας της, καπέλο με βέλο και μια ωραία βελούδινη ζακέτα φορούσε η Άννα. Της είχε βάλει και βο-λάν γύρω τριγύρω αφού την είχε ράψει μόνη της. Το ύφα-σμα το είχε πάρει από κάτι παλιές κουρτίνες που η μάνα

Page 296: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

της η Ειρήνη είχε στο αρχοντικό τους στη Δράμα. Πήραν και το γλυκό και κατευθύνονταν προς το τραμ γιατί ο Νίκος έ-μενε στη Στουρνάρη.

- Λουκία, κοίτα μη βγεις καθόλου από το σπίτι μια και λείπουμε. Η μαγείρισσα δε θα γυρίσει, θα μείνει στην α-δερφή της όλη τη βδομάδα. Κλείσε λοιπόν όλα τα φώτα, ό-λα, οΰτε κερί να μην αφήσεις με τη συσκότιση, μ' ακοΰς; εί-πε αυστηρά ο πατέρας της και μια ξερή ρυτίδα ανάμεσα στα φρύδια ήταν το σημάδι ότι ανησυχούσε πολύ. Οι ναζί κυκλοφορούν σαν τις κουκουβάγιες μόλις νυχτώσει και μα-ζεύουν ομήρους για να πληρώσουν αντίποινα σε κάθε πρά-ξη αντίστασης. Δέκα Έλληνες αντιστοιχούν σε κάθε Γερ-μανό που θα χαθεί. Να προσέχετε, λοιπόν, εσύ και η Λενιώ πολύ.

- Το πιθανότερο, πρόσθεσε η Άννα ενώ κατέβαιναν τις σκάλες της εισόδου, είναι να διανυκτερεύσουμε εκεί, γιατί σίγουρα θα μας πιάσει η απαγόρευση κυκλοφορίας. Αν ση-μάνει κανένας συναγερμός, ξέρετε εσείς τι θα κάνετε. Κα-τευθείαν κάτω, στο υπόγειο, με σπίρτα, κερί και νερό στο πα-γούρι. Εντάξει; Άντε, άντε, Σπύρο, πάμε γιατί αργήσαμε, καλό βράδυ, κόρη μου.

- Και σε σας καλό βράδυ, καλή διασκέδαση, απάντησε η Λουκία. Ύστερα πρόσθεσε φωνάζοντας στους γονείς της: Χρόνια πολλά στο νονό μου.

Όταν έφυγαν η Άννα με τον Σπύρο, η Λουκία τριγύριζε μπα-φΐασμένη. Πόσο νευρίαζε όταν κλεινόταν αναγκαστικά στο ΟΠίτι! Βαριόταν τόσο πολύ!

Page 297: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Οΰτε τη Λίνα τη γειτονοπούλα της άφηναν το βράδυ να βγαίνει οΰτε καμιά άλλη φίλη της κι έτσι τώρα δεν είχε τι να κάνει.

Βοήθησε τη Λενιώ να ζυμώσουν ένα υποτυπώδες ψωμί, μαντάρισε δυο κάλτσες, τΰλιξε σε κουρελάκια τα μαλλιά της για να κατσαρώσουν και, τέλος, αναστενάζοντας, κάθισε στο πιάνο να μελετήσει. Ωστόσο όμως είχε νυχτώσει πια και έ-σβησαν τα φώτα.

Στεκόταν αφηρημένη στο παράθυρο και κοίταζε το δρό-μο τους έξω, έρημο απ' άκρη σ άκρη. Θα έμεινε έτσι για κα-νένα πεντάλεπτο και ετοιμαζόταν να πάει κάτω, στο πλυ-σταριό, δίπλα στο δωματιάκι όπου σιδέρωναν. Επειδή αυ-τή η κάμαρη δε φαινόταν από πουθενά, είχαν βάλει εκεί έ-να παλιό καναπεδάκι και είχαν μια χαμηλή λαμπίτσα που μόλις έφεγγε. Δίπλα, σε ένα τραπέζι, ήταν το πολυτιμότερο γι' αυτοΰς τους καιροΰς αντικείμενο του σπιτιοΰ, το ραδιό-φωνο.

Έπιαναν στα βραχέα ή στα μακρά BBC και άκουγαν ει-δήσεις από όλα τα μέτωπα του πολέμου στη Ευρώπη, αλλά και για το τι γινόταν γενικά στον κόσμο και την Ελλάδα. Ή τ α ν η μόνη τους πηγή πληροφόρησης εκτός από τα νέα που μεταδίδονταν αστραπιαία από στόμα σε στόμα.

Το ραδιόφωνο ήθελε να ακοΰσει, λοιπόν, η Λουκία. Της άρεσε πολΰ όταν μετέδιδαν ξένα, κυρίως αμερικάνικα, τρα-γούδια. Κλεινόταν στο δωμάτιο της, σιγομουρμοΰριζε τους ρυθμοΰς και χόρευε μπροστά στον καθρέφτη φοξ τροτ και ροΰμπα. Κοριτσάκι ήταν και η ψυχή της πετάριζε, έστω κι αν οι Γερμανοί βρίσκονταν στην πόλη.

Τώρα είχε στραφεί προς την πόρτα, όταν κάτι της τρά-

Page 298: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

βηξε την προσοχή και κόλλησε πάνω στο τζάμι για να δει κα-λύτερα.

Ή τ α ν ένα μικρό αγόρι, αδύνατο και μικροκαμωμένο. Μες στο σκοτάδι κοιτούσε τριγύρω του και κολλούσε προ-κηρύξεις στους απέναντι τοίχους. Αυτή τη δουλειά την έκα-νε γρήγορα γρήγορα και είχε βάλει αφίσες από την απένα-ντι πλευρά στα μισά σπίτια του δρόμου, όταν ακούστηκε ο θόρυβος ενός αυτοκινήτου και βήματα από μπότες στρα-τιωτών, ήταν η νυχτερινή περίπολος.

Όπου φύγει φύγει ο μικρός, κρυβόταν στα κουφώματα α-πό τις πόρτες και από στιγμή σε στιγμή οι Γερμανοί θα τον βουτούσαν. Είχε στεγνώνει το λαρύγγι της Λουκίας από την αγωνία. Σε μια προσπάθεια του μικρού για να σωθεί, από την απέναντι πλευρά του δρόμου κυριολεκτικά βούτηξε στη δική τους εξώπορτα.

Με δυο δρασκελιές η Λουκία κατέβηκε τα σκαλιά και με την ανάσα κομμένη του άνοιξε και τον έχωσε μέσα.

Ή δ η οι Γερμανοί χτυπούσαν την πόρτα του απέναντι σπιτιού.

Η Λουκία έκρυψε τον μικρό μες στον μπόγο με τα α-σπρόρουχα της μπουγάδας κι όπως ήταν με τα μαλλιά τυ-λιγμένα, φόρεσε τη ρόμπα της για να μοιάζει ότι σηκώθη-κε από το κρεβάτι.

Σε δευτερόλεπτα χτύπησαν και τη δική τους πόρτα δυ-νατά.

- Λουκία! φώναξε η Λενιώ από την κάμαρή της, ανυπο-ψίαστη για αυτό που μόλις είχε συμβεί κάτω στο πλυστα-ριό. Η Ηλιαχτίδα δεν της είπε τίποτα για τον μικρό, τσι-μουδιά.

Page 299: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

- Πήγαινε να ανοίξεις, Λενιώ, είπε ήρεμα, αλλά τα χέρια της είχαν ιδρώσει.

- Μα, Λουκία, είναι οι Γερμανοί! - Και τι θέλεις να κάνουμε, Λενιώ, να τους αφήσουμε να

σπάσουν την πόρτα; Η κοπέλα άνοιξε τρέμοντας. - Ποιος είναι εδώ, φροϊλάιν; ρώτησαν οι φαντάροι αφοΰ

χαιρέτησαν στρατιωτικά. - Η... η... η δεσποινίς Λουκία, απάντησε η κοπέλα τραυ-

λίζοντας. - Τι θέλετε; ρώτησε η Ηλιαχτίδα και κατέβηκε στο σα-

λόνι με τέτοιο ύφος που μαρτυρούσε ότι την έβγαλαν από το κρεβάτι της.

- Καλησπέρα, φροϊλάιν, μόνη σας μένετε εδώ; - Με τους γονείς μου μένω, αλλά σήμερα έχουν πάει ε-

πίσκεψη γιατί είναι γιορτή. - Ναι, ναι ξέρω, είπε ο αξιωματικός που της μιλούσε. Εί-

ναι του Σάντα Κλάους, του Αγίου Νικολάου. Ό μ ω ς ένας κα-κούργος κάνει προπαγάνδα ενάντια στο Γ' Ράιχ έξω στο δρό-μο και κάπου εδώ πρέπει να έχει κρυφτεί, φροϊλάιν...

- Πάντως όχι στο σπίτι μας, εμείς κοιμόμασταν, απά-ντησε η Λουκία, δήθεν νευριασμένη και απορημένη.

- Θα κάνω έρευνα, της είπε ο αξιωματικός. - Παρακαλώ. Η Λουκία προχώρησε μπροστά για να του

δείξει το δρόμο. Κατέβηκαν στο πλυσταριό και εκείνη πνίγοντας με τα χέ-

ρια ένα χασμουρητό, νυστάζοντας, κάθισε πάνω στον μπό-γο όσο πιο ελαφρά μπορούσε και τους έδειξε με το χέρι τρι-γύρω.

Page 300: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

- Κοιτάξτε παντού, όπου θέλετε, είπε. Εκείνοι έριξαν μια βιαστική ματιά τριγύρω, άνοιξαν το

καλάθι με τα άπλυτα και γύρισαν πίσω στο σαλόνι. - Νάιν, τίποτα δεν έχει κάτω, είπαν στον αξιωματικό και

στους άλλους φαντάρους που είχαν ψάξει στα υπνοδωμά-τια και τη σοφίτα.

Χαιρέτησαν και έφυγαν. - Ουφ, αναστέναξε η Λενιώ. Τι ήταν κι αυτό, καλέ Λου-

κία, τι τρομάρα πήραμε; Τρέμω από το κρύο και από το φόβο μου. Πάω να πέσω, καληνύχτα, Λουκία.

- Πήγαινε, πήγαινε, της έκανε εκείνη ενώ τα δόντια της χτυπούσαν από την ταραχή, γιατί ήξερε αυτό που δεν είχε πει στη Λενιώ. Ήξερε για τον μικρό αντιστασιακό που έ-κρυψε στο υπόγειο του σπιτιού τους.

Πέρασε κανένα τέταρτο και αφού έφτιαξε ένα δίσκο με ό,τι βρήκε στην κουζίνα, η Λουκία στις μύτες των ποδιών κατέβηκε κάτω στο πλυσταριό.

- Έι , μικρέ, κουνήσου, έλα να λύσω τον κόμπο από τον μπόγο, έφυγαν οι Γερμανοί.

Το παιδί που βγήκε από τα ασπρόρουχα ήταν πιο χλομό κι απ' το φλουρί.

- Φτηνά τη γλίτωσα! Παραλίγο θα με έκαναν τσακωτό και τώρα θα βρισκόμουν στη Μέρλιν, στα υπόγεια της Γκεστά-πο.

Με βουλιμία άδειασε ό,τι υπήρχε στο δίσκο και έκανε να φύγει. Τον εμπόδισε η Λουκία.

- Κάτσε δω, πού πας; του είπε. Μπορεί να φυλάνε πα-ραπέρα, άμα ξημερώσει φεύγεις, πριν κατέβει εδώ η Λενιώ και γυρίσουν οι γονείς μου.

Page 301: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Έπιασαν την κουβέντα χαμηλόφωνα. Το παιδί ηρέμησε και η Λουκία το ρωτούσε.

- Ποιος σε στέλνει να κολλάς προκηρύξεις; - Η οργάνωση, είπε ο μικρός. Η οργάνωση για τη λευ-

τεριά της πατρίδας μας. - Είσαστε πολλά παιδιά; ξαναρώτησε η Ηλιαχτίδα με

μια λάμψη στα μάτια. - Ουουου! χασκογέλασε εκείνος. Είμαστε καμπόσοι, όλοι

σαν κι εμένα. Μόνοι, σαν τις καλαμιές στον κάμπο. Άλλος έχασε στην Αλβανία τον πατέρα του και έχει μάνα άρρω-στη, άλλος πατέρα σακάτη, εγώ δεν έχω κανέναν. Ο πατέ-ρας μου άφησε την πνοή του στην Πίνδο και η μάνα μου πέ-θανε πριν τρεις μήνες. Στο σπίτι, στην «οργάνωση», μένου-με μαζί πολλά παιδιά, βοηθάμε ο ένας τον άλλο. Οι πα-τριώτες μάς δίνουν το υλικό και μας λένε πού να πάμε. Όταν τελειώσει η Κατοχή και φύγουν οι Γερμανοί, αν μπορούν, θα μας βρουν δουλειά. Ωστόσο, ένα συσσίτιο καμιά φορά μας το μοιράζουν. Εμείς δουλεύουμε στην Αντίσταση για τη λευ-τεριά της Ελλάδας, είπε το παιδί και τα μάτια του γυάλιζαν και η φωνή του έτρεμε από συγκίνηση.

- Πάρε με μαζί σου στην οργάνωση, πάρε με! παρακά-λεσε η Λουκία με λαχτάρα.

- Δεν μπορώ, δε σε ξέρω, δεν μπορώ να προδώσω το μέ-ρος που συναντιόμαστε.

- Μα αφού εγώ σε φύλαξα από τους Γκεσταπίτες, αφού σε έκρυψα, πώς δε με ξέρεις; έκανε η Ηλιαχτίδα με παράπονο.

- Δεν μπορώ, πρέπει να ρωτήσω, απάντησε το παιδί ε-πιφυλακτικά και πρόσθεσε: Θα σε συναντήσω έξω από το σπίτι σου, στη γωνιά του δρόμου, σε μια βδομάδα ακριβώς,

Page 302: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

σε μια βδομάδα! Την Τετάρτη στις δώδεκα το μεσημέρι! Εντάξει; συμπλήρωσε ο μικρός γελαστά.

- Εντάξει, απάντησε η Λουκία και έδωσαν τα χέρια.

Λίγο μετά τψ κατοχή από τονς Γερμανούς οτψ πρωτεύουσα είχαν κα-ταφθάσει ρακένδντοι και καταπονημένοι οι στρατιώτες μας από το Αλβανικό Μέτωπο. Στους νπηρετούντες είχε δοθεί άδεια αορίστου χρόνον και επειδή δεν υπήρχαν συγκοινωνίες να τους μεταφέρουν στις ιδιαίτερες πατρίδες τους κατέβαιναν όλοι στην Αθήνα γιατί νόμιζαν ό-τι εκεί θα έβρισκαν πιο εύκολα μέσο για να κινηθούν.

Η κατάστασή τους ήταν δραματική. Πεινασμένοι, χωρίς περί-θαλψη, χωρίς χρήματα και στέγη, θλιβερά απομεινάρια ενός ένδοξου στρατού του Αλβανικού Μετώπου...

Στην Αίγυπτο κατέφυγαν για προστασία από τους ναζί πολλοί πα-τριώτες. Στρατιωτικοί, πολιτικοί, οι βασιλείς, αλλά και καλλιτέχνες. Αυτοί οι τελενταίοι είχαν οργανωθεί στο Σνγκρότημα Ψνχαγωγίας Ενόπλων Δυνάμεων. Στην οργάνωση αντή μετείχαν η Σοφία Βέμπο, ο Μίμης Τραϊφόρος, η Ζαζά Μιιριλάντη και άλλοι.

Η Σοφία Βέμπο, η μεγάλη τραγουδίστρια του Αλβανικού Έπους, είχε ανοιχτό μέτωπο με τους Ιταλούς, που την «κυνηγούσαν» επαγ-γελματικά και δεν της επέτρεπαν να βγαίνει στη σκηνή από την πρώ-τη στιγμή που πάτησαν το πόδι τους στην Αθήνα σαν σύμμαχοι των Γερμανών.

Το τραγουδάκι «Κορόιδο Μουσολίνι», που βρισκόταν στα χείλη ό-λων των Ελλήνων έστω και σιωπηλά, τους ενοχλούσε.

Στην υπ' αριθμ. πρωτ. 13/2 της 9-8-41 διαταγή που υπέγραηιε ο αντισυνταγματάρχης Μεόλι έλεγαν τα εξής:

Page 303: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Η Σοφία Βέμπο τραγουδά χιουμοριστικά και υβριστικά για το ιτα-λικό έθνος τραγούδια. Ο κόσμος όμως τη θαυμάζει και τη χειροκρο-τεί. Να κληθεί, λοιπόν, από τψ αστυνομία, να παύσει τη δράση της. Να της αφαιρεθεί η άδεια ασκήσεως επαγγέλματος και να της απα-γορευθεί εφεξής να ανέλθει επί της σκψής.

Δύο μήνες αργότερα, στις 15 Οκτωβρίου τον 1941, της επιστρά-φηκε η άδεια άσκησης επαγγέλματος γιατί ο κόσμος τη λάτρευε...

Η ιταλική στρατιωτική διοίκηση της επέστρεψε την άδεια άσκη-σης του επαγγέλματος της ηθοποιού με αρ. πρωτ. Κ0965.9.84 (27. αίτηση η οποία διαβιβάστηκε στη διοίκηση των βασιλικών καραμπι-νιέρων, με υπογραφή του διευθυντή της αστυνομίας Αγγέλου Έβερτ.

Όμως η Βέμπο δεν πρόλαβε να χρησιμοποιήσει την άδεια γιατί α-κολουθώντας την ελληνική κυβέρνηση στην ξενιτιά κατέφυγε στο Κάι-ρο της Αιγύπτου.

Η ανατίμηση της χρυσής λίρας ήταν ιλιγγιώδης. Στην αρχή του πολέμου η τιμή της ήταν 1000 δρχ. Τον Απρίλιο του '41 ήταν 1.500 δρχ. Το Νοέμβριο του '42 έφτασε τις 600.000 δρχ., για να πέσει στις 112.000 ένα μήνα μετά λόγω της συμμαχικής νίκης επί του Ρόμελ στην έρημο της Αφρικής. Μάλιστα, την εποχή εκείνη τέτοιος ήταν ο πανικός, ώστε οι μαυραγορίτες μπροστά στη ραγδαία πτώση των τι-μών εξαιτίας της συμμαχικής νίκης και το φόβο μήπως χάσουν πολ-λά κέρδη φώναζαν τα λόγια εκείνα που κατόπιν έμειναν και γνωστά: «Βάστα, καημένε Ρόμελ, να ξεπουλήσω, βάστα, Ρόμελ!»

Το δράμα της πείνας άρχισε να γίνεται έντονο το Νοέμβριο του '41, όταν η μερίδα του ψωμιού περιορίστηκε στα είκοσι πέντε δράμια, ε-νώ για πολλές μέρες παρατηρήθηκε έλλειψη και σε άλλα τρόφιμα. Το λάδι, τα όσπρια είχαν εξαφανιστεί.

Ο πεινασμένος λαός αναζητούσε ακόμα και το κρέας του συμπά-

Page 304: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

θονς γαϊδάρου, της γάτας και των τρωκτικών. Τα μικρά παιδιά, κα-χεκτικά και αδύναμα, περίμεναν στψ ουρά ώρες ολόκληρες για ένα πιάτο φασόλια ή ρεβίθια νερόβραστα. Οι θάνατοι κατά εκατοντάδες ήταν καθημερινό φαινόμενο.

Μόνο οι μαυραγορίτες δεν είχαν προβλήματα. Μαυραγορίτες, ό-μως, δεν ήταν μόνο Έλληνες, αλλά και Γερμανοί, που πουλούσαν α-πό βενζίνη μέχρι όσπρια, υφάσματα, τσιγάρα, φάρμακα. Κλεμμένα από ελληνικά αποθέματα.

Μαύρη αγορά γινόταν και μέσα στη φυλακή. Μαύρη αγορά και με τις συλλήψεις. Κυρίως οι Ιταλοί θησαύρισαν με χρυσές λίρες που έπαιρναν από Έλληνες για να μεσολαβήσουν προκειμένου να αφεθεί ελεύθερος ο κρατούμενος συγγενής τους.

Μπορεί στην περίοδο της Κατοχής να έλειπαν τα κάθε είδους τρό-φιμα, σε ένα όμως υπήρχε υπερεπάρκεια. Στο κρασί, το οποίο δεν έ-λειπε από κανένα σπίτι.

Στο διάστημα εκείνον τον φθινοπώρου τον 1941 ήταν ευτύχημα για τον αθηναϊκό λαό τα δρομολόγια που εκτελούσε το τουρκικό πλοίο «Κουρτουλούς», που έφερνε κάθε τόσο τρόφιμα από την Κωνσταντι-νούπολη. Η χαρά όλων ήταν απερίγραπτη γιατί έφερνε τρόφιμα και του Ερυθρού Σταυρού. Όμως δεν ήταν λίγες οι φορές που έφταναν μό-νο τα μισά στους πεινασμένους Έλληνες, γιατί οι Γερμανοί και οι Ιταλοί φρόντιζαν να εξαφανιστούν για άλλους σκοπούς...

Συνολικά το «Κονρτονλούς» έκανε πέντε ταξίδια από την Πόλη στο λιμάνι τον Πειραιά.

Η Ειρήνη, από τη μακρινή Αργεντινή, ανησυχώντας με τα νέα που έφταναν από την Ευρώπη και την Ελλάδα, έστειλε το δικό της «Κουρτουλούς».

Page 305: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Ο Γιαννιός για χάρη της γύρισε τα πάνω κάτω. Εφόσον δε είναι γνωστό ότι τα «γρόσσα τον θεό επαραδώσαν», δη-λαδή ότι το χρήμα ανοίγει πόρτες και αγκαλιές, βρήκαν τρό-πο να στείλουν βοήθεια κάτω στην πατρίδα.

Έταξαν πολλά χρήματα σε έναν Έλληνα ναυτικό που τα-ξίδευε από την Κωνσταντινούπολη στην Αργεντινή. Αυτός θα έφερνε καΐκι φορτωμένο από τα τουρκικά παράλια στη Σαλαμίνα.

Δυο φορές ταξίδεψε με τη σκοΰνα ο καπετάν Γιώργος. Την πρώτη στάθηκε άτυχος και δυο Ιταλοί με ένα Γερμα-νό κατάσχεσαν και πήραν για πάρτη τους όλο το φορτίο του. Μετέφερε και πολλές χρυσές λίρες, αυτές όμως δεν τις βρήκαν γιατί τις είχε δέσει κάτω από την καρίνα του πλοί-ου, μέσα στη θάλασσα. Ο ίδιος βούτηξε με στολή δΰτη στα ανοιχτά, πριν φτάσουν στη Σαλαμίνα, και έδεσε τα σακού-λια κάτω από το καΐκι. Τα πήγε στην Άννα, με την υπο-χρέωση να μεταφέρει πίσω στο Μπουένος Άιρες γράμμα ι-διόχειρο δικό της ότι πήρε τα πράγματα και το χρυσό. Ο ί-διος πάλι θα το παρέδιδε στη μάνα της την Ειρήνη και θα έπαιρνε την αμοιβή του. Τα διπλά και τρίδιπλα του έδωσε η Ειρήνη όταν σιγουρεύτηκε ότι τα παιδιά της στην Ελλά-δα πήραν τα πεσκέσια που τους έστειλε, τα διπλά και τρί-διπλα!

Στο δεύτερο ταξίδι από την Τουρκία στη Σαλαμίνα στά-θηκε τυχερός.

Βραδάκι νωρίς έφτασε στην Πατησιών, στης Άννας. Τον έμπασαν με προσοχή μέσα και τον κοιτούσαν σαν άγγελο εξ ουρανού. Τους είπε προφορικά το μήνυμα της Ειρήνης.

- Οι λίρες είναι για κάθε ανάγκη που θα έχετε.

Page 306: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Όμως ο καπετάνιος είχε μαζί του και κρέας παοτό από τα μοσχάρια της Αργεντινής και μάλλινες ζεστές κάλτσες φτιαγμένες απά μαλλί των κατσικιών στις Άνδεις. Και τρεις όμορφες ζεστές ζεστές κουβέρτες και παντοφλίτσες γοΰνινες.

Είχε και ένα δέμα για τη Λουκία από τη γιαγιά της. Ένα κασκόλ όμορφο με ταιριαστά γάντια και αρκετές πλάκες σοκολάτα. Τίποτ' άλλο δεν μπορούσε να μεταφέρει ο άν-θρωπος στα χέρια. Μόνο τους είπε ότι η Ειρήνη είχε πάντα την αγκαλιά της ανοιχτή για όλους, και ιδιαίτερα για την εγγονή της.

Η Ειρήνη έστειλε ένα σακούλι γεμάτο λίρες χρυσές και στο γιο της, με την παράκληση η Άννα να το παραδώσει η ίδια στον αδερφό της.

Όταν ξαλάφρωσε από αυτά που κουβαλούσε πάνω του ο καπετάνιος, ήταν πολύ πιο αδύνατος από όταν πέρασε το κατώ-φλι τους. Τα είχε όλα κρυμμένα στο κορμί του, κάτω από το τριμμένο, για παραπλανητικούς λόγους, παλτό που φορούσε.

- Κινδύνεψες, καπετάνιο, είπε η Άννα υποψιασμένη. Θα σε κρέμαγαν αν σε έπιαναν έτσι φορτωμένο, θα σε κρέμα-γαν για μαυραγορίτη.

- Ναι, κυρία Άννα, αλλά η μάνα σου στην Αρζεντίνα με πλήρωσε χρυσάφι για να τα φέρω ως εδώ και θα μου δώσει ακόμα περισσότερο μόλις της πάω το γράμμα σου, απά-ντησε εκείνος. Πλούσιο με έκανε για χάρη σας η γυναίκα, πλούσιο. Τα τελευταία λόγια που μου είπε πριν φύγω από το Μπουένος Άιρες είναι ότι σας περιμένει με ανοιχτή την α-γκαλιά, ότι σας περιμένει και να μη νοιαστείτε για τίποτα...

Page 307: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Και που να 'ξερε ο άνθρωπος πόσο γρήγορα αυτό θα γινό-ταν πραγματικότητα, πού να 'ξερε!

Η Ηλιαχτίδα είχε μείνει άφωνη με όλα αυτά, άλαλη. Για πρώτη φορά ένιωσε ότι αυτή η άγνωστη γιαγιά υπήρχε και τους νοιαζόταν και τους αγαπούσε.

Πήρε αγκαλιά το κασκόλ και τις σοκολάτες στο δωμάτιο της και τα κοιτούσε, τα κοιτούσε και δεν ήξερε τι να σκεφτεί, τι να νιώσει, τι να ονειρευτεί.

Με τα δάχτυλα χάιδεψε τα γάντια, φόρεσε τις γούνινες παντοφλίτσες και η ζεστασιά τους στα πόδια της ήταν σαν χά-δι στην ψυχή, χάδι από τη γιαγιά της. Έφαγε λαίμαργα λί-γη σοκολάτα, κράτησε για να δώσει στη Λενιώ και τη μητέ-ρα της και φύλαξε και ένα κομμάτι για τον νεαρό αντιστα-σιακό, το παιδάκι που είχε ραντεβού μαζί του σε τρεις μέρες.

«Τρεις μέρες υπομονή», σκεφτόταν. «Σε τρεις μέρες θα είμαι και εγώ ένα γρανάζι της δόξας, της λευτεριάς». Αυτά ποθούσε και χάιδεψε ξανά τα δώρα της γιαγιάς. Τα έβαλε κάτω από το μαξιλάρι της και κοιμήθηκε μαζί τους. Για πρώτη φορά είδε στον ύπνο της αυτή τη μεγάλη και άγνω-στη χώρα, την Αργεντινή, τη χώρα του ονείρου...

Η Άννα μάζεψε τρεις τέσσερις κυρίες στο σπίτι για τσάι. Αναθάρρησε με τα δώρα της μητέρας της και ένιωθε πιο α-σφαλής με τις χρυσές λίρες που της έστειλε.

Είχε ξοδέψει ό,τι είχε και δεν είχε σε χρυσό για να γλιτώ-σει τα γραφεία τους από τους Γερμανούς που ήθελαν να τα επιτάξουν. Εξάλλου πολλά κοσμήματα και κειμήλια οικογε-νειακά έφυγαν τους πρώτους μήνες της Κατοχής. Αλίμονο!

Page 308: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Οι μαυραγορίτες μόνο το χρώμα του χρυσοΰ και τη γυαλά-δα του αναγνώριζαν σαν αξία... Ένα μενταγιόν ή ένα δα-χτυλίδι εξασφάλιζαν λίγα ξύλα για να τους ζεστάνουν στις παγωνιές του χειμώνα.

Η Άννα είχε στρώσει όμορφα λινά τραπεζομάντιλα και μαζεύτηκαν τριγύρω οι φίλες της για να φάνε κέικ από μπο-μπότα σιις φίνες πορσελάνες. «Μπορεί τα δαχτυλίδια να έ-πεσαν, όμως τα δάχτυλα έμειναν», λέει ο λαός. Έτσι κι αυ-τές οι κυρίες των Αθηνών, φορούσαν τα παλιά τους ταγέρ, είχαν τριπλομανταρισμένες τις κάλτσες τους και αντί για διαμαντένιες καρφίτσες είχαν στερεωμένα στο πέτο ένα λου-λουδάκι ή μια κορδελίτσα.

Έπιναν βραστάρια του βουνού μια και δεν υπήρχε εισα-γόμενο τσάι, όμως ρουφούσαν το ρόφημα κομψά, με φίνες κινήσεις και είχαν κατσαρώσει τα μαλλιά τους, όχι στο κομ-μωτήριο αλλά μόνες τους, με κουρελάκια.

Δεν έβλεπε πια κανείς στο πρόσωπο τους το ξέγνοιαστο και ανέμελο κοκέτικο ύφος των γυναικών της τάξης τους. Αυτές μό-λις πριν από δύο χρόνια συχνά ήταν ψηλομύτες. Στις κουβέντες τους τώρα πρωταγωνιστούσαν ανέκδοτες ιστορίες από τους ξε-νιτεμένους στην Αίγυπτο πολιτικούς και στρατιωτικούς ηγέτες της Ελλάδας. Μιλούσαν σιγά αλλά με θαυμασμό για τις τελευ-ταίες αντιστασιακές πράξεις εναντίον των Γερμανών. Την ώ-ρα δε που το BBC είχε εκπομπή, άφησαν όλες βιαστικά τα φλι-τζάνια τους και έτρεξαν στο υπόγειο για να ακούσουν τα νέα.

Νωρίτερα, μόλις ήρθαν όλες οι κυρίες, η Λουκία πήγε στο σαλόνι να τις χαιρετήσει. Αυτό ήταν κάτι που το βαριό-ταν φρικτά, η μητέρα της όμως επέμενε πολύ στα θέματα ευ-γένειας και στους κοινωνικούς τρόπους της κόρης της.

Page 309: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Οι κυρίες επέμεναν, η Λουκία δυσφορούσε, όμως τους έ-παιξε ευγενικά ένα κομματάκι στο πιάνο. Ύστερα πήρε την Άννα καταμέρος και της είπε νευριασμένα:

- Θα πεταχτώ παρακάτω σε μια φίλη για λίγο. - Μην αργήσεις, Λουκία, να έρθεις πριν νυχτώσει, της

τόνισε εκείνη. - Καλά, μαμά, καλά, δε θ' αργήσω, όμως αν ξανάρθουν

οι φίλες σου, εγώ δεν κάνω τον παλιάτσο, να το ξέρεις! Και συνέχισε μπαρουτιασμένη, μιμούμενη τη φωνή των μεγά-λων: «Πόσο μεγάλωσες, Λουκία, εσύ ψήλωσες, παιδί μου, και μ' έφτασες! Να πίνεις μαγιά της μπίρας για να μη βγά-λεις σπυράκια! Για να δούμε πώς τα πας στο πιάνο, έλα, έ-λα να σε ακούσουμε!» Αυτά, μαμά, τέρμα, τα σιχαίνομαι και δεν είμαι κανένα μωρό να μου φέρονται έτσι.

- Εντάξει, Λουκία μου, εντάξει, απάντησε η Άννα με διαλλακτικό ύφος γιατί καταλάβαινε ότι η εφηβεία στα χρό-νια της Κατοχής ήταν ιδιαίτερα δύσκολη. Πήγαινε στη φί-λη σου, πήγαινε, μην αργήσεις όμως, της είπε με γλυκιά φωνή και καθώς γύριζε στο σαλόνι κουνούσε σκεφτική το κεφάλι.

Η Λουκία έφυγε βιαστική γιατί από το παράθυρο είχε δει τον μικρό. Πιστός στο λόγο του, την προκαθορισμένη ώρα πή-γε στο ραντεβού τους και την περίμενε στη γωνία του δρόμου.

-Λοιπόν, δεσποινίς «Σωτήρα», αντέχεις να το κόψεις με τα πόδια; τη ρώτησε τ ο παιδί μ' ένα πονηρό χαμόγελο στο χλομό μουτράκι.

- Νεαρέ μου, απάντησε η Ηλιαχτίδα με αυστηρό δα-σκαλίστικο ύφος. Με λένε Λουκία και, φυσικά, αντέχω. Πού θα πάμε, στο Λουτράκι ή στην Κόρινθο;

Page 310: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

- Ε, όχι και τόσο κοντά, απάντησε γελώντας ο μικρός. Να, στην Ομόνοια πάμε.

- Ε, και τι είναι Πατήσια-Ομόνοια; Ένα τσιγάρο δρό-μος, που λένε.

- Καπνίζεις, Λουκία; ρώτησε ο μικρός και έβγαλε από την τσέπη του και της έδωσε μια στραπατσαρισμένη γόπα.

- Όχ ι , δεν καπνίζω, του απάντησε εκείνη και συνέχισε κοιτώντας τον γλυκά-. Και εσύ είσαι πολύ μικρός για κάτι τέ-τοιο.

- Εγώ είμαι άντρας! τόνισε το παιδί με ύφος προκλητικό. - Όμως, συνέχισε εκείνη, εγώ σου είπα το όνομά μου, ε-

σύ δε θα μου πεις το δικό σου; - Βέβαια και θα ο' το πω, έχω όμως πολλά ονόματα στη

δουλειά του κατάσκοπου που κάνω, ποιο θέλεις απ' όλα; - Για πες μου μερικά και θα διαλέξω όποιο μου αρέσει,

του αποκρίθηκε εκείνη. - Να, που λες, με φωνάζουν: ο Γρηγοροπόδαρος , η

Αστραπή, ο Βολίδας, ο Γιαννάκης, ο Τρεχάλας... - Εντάξει, εντάξει, τον έκοψε η Λουκία γελώντας. Προ-

τιμώ να σε λεω Βολίδα. Λοιπόν, που λες, Βολίδα, έχω εδώ κάτι για σένα, είπε και έβγαλε από την τσέπη της τη σοκο-λάτα που του είχε φυλάξει.

- Τι είναι αυτό; Τρώγεται; - Είναι σοκολάτα. - Σοκολάτα; θαύμασε ο μικρός και γούρλωσε τα μάτια του.

Έκοψε μια δαγκωνιά και μετά δεύτερη, τρίτη και, τέλος, με μια χαψιά την τέλειωσε όλη την πλάκα.

-Αμάν, κορίτσι μου, τι υπέροχο πράγμα είναι αυτό; Πού το βρήκες; έκανε το παιδί μπουκωμένο.

Page 311: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

- Το έστειλε κρυφά με έναν καπετάνιο η γιαγιά μου, α-πό το Μπουένος Άιρες.

- Που πέφτει αυτό; - Ου, πολΰ μακριά, Βολίδα, στην Αργεντινή. - Και πού είναι αυτή η χώρα; - Στη Νότια Αμερική, απ' ό,τι ξέρω. - Και εκεί ζει η γιαγιά σου; Δηλαδή, Αμερικάνα είσαι; έ-

κανε το παιδί σαστισμένο και συνέχισε με απορία: Αφού εί-σαι Αμερικάνα, καλέ, γιατί μένεις εδώ, μες στα μαρτύρια της κόλασης που λέγεται Γκεστάπο;

, - Όχ ι , Ελληνίδα είμαι, βέβαια, και για να σου πω την α-λήθεια, δεν ξέρω γιατί η γιαγιά μου μένει τόσο μακριά από μας. Πρώτη φορά μας έστειλε κάτι και αυτό ήταν πριν από τρεις μέρες.

Με τις κουβέντες έφτασαν περπατώντας στην Ομόνοια, έστριψαν στην Αγίου Κωνσταντίνου και, τέλος, στάθηκαν στην οδό Αχιλλέως. Εκεί υπήρχε μια αποθήκη παλιών σι-δερικών. Στην ουσία, ήταν υπόγειο σκοτεινό και γεμάτο σκουριασμένα γρανάζια και βίδες. Κούνησε μια λαμαρίνα ο Βολίδας και φάνηκε δεύτερη σκάλα που οδηγούσε κάτω, σε άλλη αποθήκη. Εκεί ένα τυπογραφείο δούλευε ακατά-παυστα και έβγαζε προκηρύξεις. Στην πέρα γωνία είχαν στοιβάξει εφτά οχτώ κρεβάτια για να κοιμούνται τα παιδιά και έναν πάγκο μακρύ για το συσσίτιο. Ένας γλόμπος γυμνός κρεμόταν από το χαμηλό ταβάνι και εκεί μέσα ήταν μαζε-μένοι έφηβοι, νέοι και παιδιά που μιλούσαν σιγανά όλα μα-ζί ή κάπνιζαν στραπατσαρισμένες γόπες.

Ο Βολίδας σύστησε την Ηλιαχτίδα στους συντρόφους του. Εκείνη παρατήρησε ότι ήταν όλα τους παιδιά αδύνατα,

Page 312: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

χλομά, άμως με μάτια φλογερά. Η εικόνα των αγοριών και αυτού του χώρου θα έμενε χαραγμένη στην ψυχή της για πάντα.

Μετά από καμιά ώρα μπήκαν τρεις άντρες γΰρω στα τριά-ντα με τριάντα πέντε. Ο ένας ήταν ξανθός, ήταν Εγγλέζος, μιλούσε όμως καλά ελληνικά. Χωρίς να χρονοτριβούν, έδι-ναν κοφτές οδηγίες.

- Εσύ, Δημήτρη, τις σημερινές προκηρύξεις στον Πει-ραιά, στο λιμάνι. Εσύ στο Φάληρο. Ο Ατσίδας στο Κολωνάκι, ο Νίκος στα Πατήσια...

Κόντευαν να φύγουν όλοι, είχαν δώσει και στον Βολίδα οδηγίες και τότε η Λουκία, ντροπαλή και ταραγμένη, ψέλ-λισε:

- Εγώ; Εγώ δε θα κάνω τίποτα, εγώ; Ο Βολίδας, φορτωμένος καθώς ήταν με τα χαρτιά από τον

πολύγραφο, τα ακούμπησε κάτω και είπε φωναχτά και θαρ-ρετά:

- Θέλω να μείνει η κοπέλα, να δουλέψει και αυτή για την πατρίδα, τη λένε Λουκία και μου έσωσε τη ζωή όταν με κυ-νηγούσαν οι Γερμανοί. Με έκρυψε στο σπίτι της και έπαιξε κορόνα γράμματα την οικογένειά της όταν αυτοί μπήκαν και έψαξαν παντού. Αν με έβρισκαν, δε θα την έβγαζε κα-θαρή από δαύτους, θα πήγαινε κατευθείαν στο απόσπασμα.

Ο αρχηγός της ομάδας κοίταξε τη Λουκία από πάνω ως κάτω και της είπε μετρώντας την αντίδρασή της:

- Α ν μαρτυρήσεις οτιδήποτε για τη γιάφκα μας, να ξέρεις ότι πρώτη εσύ θα πληρώσεις, και όχι μόνο εσύ, αλλά και ο πατέρας, η μάνα σου, οι συγγενείς σου. Θα περάσετε όλοι από τη Μέρλιν, τα γραφεία της Γκεστάπο.

Page 313: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Έμεινε σιωπηλός για λίγο και μετά πρόσθεσε: - Μείνε αφού το λέει ο μικρός, θα σε δοκιμάσουμε και

θα δοΰμε αν κάνεις. Να ξέρεις όμως ότι εδώ δουλεύουμε ό-λοι για τη λευτεριά και μόνο αυτό μετράει.

Κάθισαν στις μισοσάπιες καρέκλες και ο Άγγλος εξήγη-σε στην Ηλιαχτίδα και τον Βολίδα το σχέδιο για το καινού-ριο σαμποτάζ που ετοίμαζαν εναντίον των Γερμανών που κρατούσαν σ' ένα αστυνομικό τμήμα των Εξαρχείων πέντε Έλληνες καταδικασμένους σε θάνατο. Η ομάδα, λοιπόν, αυ-τούς σκόπευε να τους ελευθερώσει. Στη Λουκία ανέθεσαν να μαζέψει πληροφορίες. Να μάθει πότε αλλάζει η φρουρά, πόσα άτομα τους φυλάνε και, γενικά, ό,τι θα μπορούσε να είναι χρήσιμο σ αυτή την αποστολή. Της είπαν ότι δε θα την υποψιάζονταν εύκολα γιατί μια μαθήτρια στην ηλικία της θα περνούσε σχετικά απαρατήρητη. Της έδωσαν τη διεύθυνση και της εξήγησαν πώς να πάει.

- Πρόσεχε, μικρή, πρόσεχε και καλό δρόμο, της είπε ο Άγγλος με την ξενική προφορά του.

Αυτή ήταν η πρώτη επαφή της Ηλιαχτίδας με την Αντίστα-ση στα μαύρα χρόνια της Κατοχής.

Με τα βιβλία του πιάνου και το σολφέζ στα χέρια, φο-ρώντας λευκά σοσονάκια, κατάφερε να μάθει αυτά που της ζήτησαν. Τους πήγε τις πολύτιμες πληροφορίες και λίγες μέρες αργότερα, που το σαμποτάζ είχε αίσιο τέλος, την ει-δοποίησαν με τον μικρό να πάει στο υπόγειο ξανά. Τούτη τη φορά της έδωσαν να κολλήσει στους τοίχους προκηρύξεις και να γράψει κάποια πατριωτικά συνθήματα...

Page 314: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

...0 τοίχος είχε τη δική τον ιστορία, Κάποιος την έγραψε στον τοίχο ρε μπογιά. Ήταν μια λέξη μοναχά: «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ», Κι ύστερα είπαν πως την έγραψαν παιδιά...

Τα δάχτυλα της είχαν κοκαλώσει, όμως έγραφε με την ψυχή στο στόμα και σε άλλο τοίχο, και σε άλλο, και σε άλ-λο...

Λευτεριά, λευτεριά, λευτεριά... Άκουσε κάπου πέρα το στρατιωτικό τζιπ και μια ριπή όπλου. Οι σφαίρες σε λίγο χτύ-πησαν δίπλα της. Άρχισε να τρέχει, σκόνταψε, σηκώθηκε, ξανασκόνταψε. Πολΰ μακριά ή πολΰ κοντά, δίπλα της μό-λις, άκουσε γερμανικά παραγγέλματα.

- ΆχτοννγκΙ Άχτοννγκ! Προσοχή! Προσοχή! Ό λ η η ψυχή και το αίμα της στραγγίχτηκαν και συγκε-

ντρώθηκαν στα πόδια. Βρήκε μια πόρτα ανοιχτή και την έ-σφιξε στην αγκαλιά της μια γυναίκα, μια μάνα, μια άλλη μάνα από τη δική της.

- Έλα, κόρη μου, έλα από την ταράτσα... Τη φυγάδεψαν σε άλλη αυλή, σε άλλη μάντρα και ΰστε-

ρα σε άλλη. Έχασε τις αισθήσεις της γιατί δεν άντεξε από την κοΰραση και την αγωνία.

Όταν άνοιξε τα μάτια, είδε γερμένους πάνω της μια γρι-ούλα και ένα γέρο.

- Έλα, κόρη μου, είπαν και αυτοί, γουλιά γουλιά έστα-ζαν στα χείλη της ζεστό χαμομήλι. Έλα, ησΰχασε, είσαι α-σφαλής εδώ, είπαν.

Με το χάδι τους στα μαλλιά της ηρέμησε. Πέρασαν πολλές ώρες και κάποτε η Λουκία σηκώθηκε

Page 315: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

από το φιλόξενο κρεβάτι. Είχε περάσει ο' αυτό το ξένο σπί-τι μια νΰχτα ολόκληρη και τώρα ήταν μεσημέρι.

- Να μη σας ενοχλώ άλλο, είπε δειλά. Δεν ξέρω τι να πω, πώς να σας ευχαριστήσω.

- Τι να πεις, κόρη μου; Τι να πεις; Εμείς, χάσαμε ένα παλικάρι στην Αλβανία για την πατρίδα... Και εσύ για την πατρίδα κινδύνεψες, είπε ο γέρος. Να πας στην ευχή του θεού...

Η Λουκία έφτασε στο σπίτι της στις τέσσερις το απόγευμα. Βρήκε τη μάνα της κατάχλομη και αναστατωμένη.

- Πού ήσουν, παιδί μου; τη ρώτησε με δάκρυα στα μά-τια. Ο πατέρας σου σε ψάχνει παντού. Πώς μας τρόμαξες έτσι; Πού ήσουν, Λουκία; ξαναείπε η μητέρα της φωνάζο-ντας σε υστερική κατάσταση από το φόβο που πέρασε.

- Πού ήμουν; Πού ήμουν; Μια βόλτα πήγα. - Πού, Λουκία; Περάσαμε από όλα τα σπίτια που πη-

γαίνεις, ρωτήσαμε όλες τις φίλες σου. Πού έμπλεξες, παιδί μου, πώς;

- Δεν έκανα κανένα κακό, κανένα κακό, μαμά. Ξέσπασε σε κλάματα το κορίτσι και χωρίς να της ξεφύγει καμιά άλλη κουβέντα, με το στόμα ραμμένο, κλείστηκε στο δωμάτιο της.

Πέρασε ένας μήνας κι εκείνη η απουσία της Λουκίας σιγά σιγά ψιλοξεχάστηκε. Ηρέμησαν και χαλάρωσε και η επιτή-ρηση της Λενιώς, μια επιτήρηση που ο πατέρας της επέβα-λε χωρίς δεύτερη κουβέντα.

Page 316: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Στην πρώτη ευκαιρία η Ηλιαχτίδα το έσκασε και πέρα-σε πάλι από το υπόγειο στην οδό Αχιλλέως. Αυτή τη φορά τη δέχτηκαν φιλικά. Ή τ α ν δική τους πια, ανήκε στην ομά-δα τους. Γνώριζαν και το όνομά της και που μένει, όλα πια τα ήξεραν γι' αυτήν.

Τώρα θα της έδιναν μια σημαντική αποστολή, κάτι πο-λύ μεγάλο και σπουδαίο...

- Σε μερικές μέρες, Λουκία, θα σε χρησιμοποιήσουμε σε ένα πολύ σημαντικό σαμποτάζ που ετοιμάζουμε. Θα ανατι-νάξουμε μια μεταλλική γέφυρα πάνω από τον Κηφισό, προς του Ρέντη. Πέρνα σε καμιά βδομάδα για τις λεπτομερείς ο-δηγίες.

Η Λουκία ψήλωσε και ένιωσε περήφανη και απαραίτητη.

Ή τ α ν ένα γλυκό χειμωνιάτικο απόγευμα όταν η κοπελίτσα κατηφόρισε προς την Ομόνοια. Αλκυονίδες μέρες μες στο καταχείμωνο. Έλαμπε ο αττικός ουρανός, όλα ήταν τόσο ό-μορφα και γλυκά, που το κορίτσι προς στιγμήν ξέχασε την Κατοχή και την πείνα του κόσμου. Η λιακάδα ξεγελούσε το χειμώνα. Όταν έφτασε έξω από τη γιάφκα, η πνοή της πιά-στηκε. Δυο Γερμανοί στρατιώτες, ζωσμένοι με όπλα, φρου-ρούσαν την είσοδο. Έστριψε επιτόπου και μόλις έφτασε στη γωνία άρχισε να τρέχει. Ένα χέρι τη σταμάτησε και είδε μπροστά της το μικρό Βολίδα.

- Λουκία, της είπε λαχανιασμένο το παιδί. Πάει η ομά-δα, διαλύθηκε. Όπου φύγει φύγει για να γλιτώσουμε. Έπια-σαν τους μεγάλους και συνέλαβαν δυο τρία παιδιά. Τα ιιή-γαν στην Γκεστάπο. Εκεί περνούν σκληρά βασανισιήρια,

Page 317: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Λουκία. Αν κάποιος δεν αντέξει και μαρτυρήσει; Αν δώσουν λίστες με χα ονόματα; Τότε την έχουμε άσχημα. Οι Γερμα-νοί νωρίς ή αργά θα μας εντοπίσουν. Πρέπει να φΰγουμε και να χαθούμε. Εγώ παρατρίχα γλίτωσα τη σύλληψη, γιατί τρία λεπτά πριν πλακώσουν και πιάσουν το τυπογραφείο είχα λακίσει με τις προκηρύξεις κρυμμένες στο σακάκι μου. Το καλό που σου θέλω, κοίτα να εξαφανιστείς!

Η Λουκία επέστρεψε στην Πατησίων τρέμοντας. Δε φοβό-ταν ιδιαίτερα για τον εαυτό της, είχε θυμώσει όμως που δεν πρόλαβαν να επιχειρήσουν την ανατίναξη της γέφυ-ρας, έτσι η περηφάνια της πήγε χαμένη. Αλλά αυτό που την πίκραινε ιδιαίτερα, αυτό που την τάραζε και μόνο που το φανταζόταν, ήταν τα αδύνατα κορμάκια των παιδιών που πιάστηκαν από τους ναζί παραμορφωμένα από τα μαρ-τύρια.

Γύρισε στο σπίτι της με τα δόντια να χτυπούν και έπεσε στο μαξιλάρι της ξεσπώντας σε δυνατούς λυγμούς. Από φό-βο για τη ζωή των γονιών της, αναγκάστηκε να τους ομολο-γήσει τη συμμετοχή της στην Αντίσταση.

Η Άννα και ο Σπύρος, όταν η κόρη τους ολοκλήρωσε τη διήγησή της, κοίταξαν ο ένας τον άλλο πανικοβλημένοι.

- Πρέπει να φύγεις, επαναλάμβανε η Άννα συνεχώς κλαί-γοντας υστερικά. Η δόλια προσπαθούσε να συλλάβει την ό-λη κατάσταση και όλο έλεγε: Αν σε πιάσουν, θα σε καταδι-κάσουν σε θάνατο.

- Σε θάνατο, επαναλάμβανε και ο Σπύρος. - Γρήγορα να φύγεις, γρήγορα, σήμερα κιόλας.

Page 318: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Αποφασιστικά η Άννα είπε στον άντρα της: - Θα τη στείλουμε, Σπΰρο, στη μάνα μου, θα πάει στην

Αργεντινή, εκεί θα είναι ασφαλής. Οπουδήποτε αλλού στην Ευρώπη μπορεί με τα μυαλά που κουβαλάει να μπλέξει πά-λι σε Αντίσταση και να την κλείσουν σε στρατόπεδο συγκέ-ντρωσης. Στην Αργεντινή, στην Αργεντινή! Πήγαινε γρήγο-ρα κάτω στον Πειραιά, αν βρεις τον καπετάνιο της μάνας μου, αν δεν έχει γυρίσει στην Κωνσταντινούπολη και είναι εδώ, να μεταφερθεί στο καράβι του σήμερα κιόλας.

Έτσι κι έγινε. Πριν η Ηλιαχτίδα καταλάβει καλά καλά τι της συνέβη, με μια μικρή βαλιτσούλα στο χέρι, επιβιβάστηκε στο καΐκι του καπετάν Γιώργου, κρυμμένη στο αμπάρι του. Πή-γαν πρώτα στην Τουρκία.

Άφησε πίσω της τα παράλια της Αττικής λουσμένα στο φως. Ένα φως γλυκό, θαμπό, χειμωνιάτικο. Όπως και η για-γιά της η Ειρήνη, έτσι και η Λουκία έφυγε κυνηγημένη. Το 'χε φαίνεται η μοίρα τους να έχουν κοινή πορεία.

Πίσω στην Ελλάδα άφηνε ό,τι αγαπούσε, μπροστά ό,τι πρόσμενε. Μουδιασμένη από τα γεγονότα, δεν έκανε σχέδια, δεν ήξερε τι να περιμένει. Όμως ζούσε μες στη δράση και η ένταση πότιζε κάθε κύτταρο της. Είχε ορμή και προσπαθού-σε να αρπάξει τη ζωή.

Πίσω στην πατρίδα τραγουδούσαν της Βέμπο τα τραγούδια.

...Παιδιά, τψ Ελλάδος τιαιδιά, Που για μας πολεμάτε, πάνα στα βουνά...

Page 319: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Μπροστά, στην καινούρια και άγνωστη Αργεντινή, τρα-γουδούσαν και χόρευαν ρούμπα...

...Καμηαλέρο, τοm, τσικί, τοικίτα καμηαλέρο...

Με ποιο ρυθμό από όλους να νανουρίσει τις σκέψεις της κλεισμένη στο αμπάρι;

Στην αγκαλιά των αφρών, μέχρι να φτάσουν στην Τουρ-κία, κοιμόταν τρεις μέρες, αποκαμωμένη από την κούραση.

.Καμηαλέρο, καμηαλέ... ε... ρο.

Page 320: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

ΜΕΡΟΣ ΕΚΤΟ

Page 321: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση
Page 322: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

ΜΠΟΥΕΝΟς ΑΪΡΕς

Η ΗΛΙΑΧΤΊΔΑ κατέβηκε από το καράβι στην προβλήτα του Μπουένος Άιρες ντυμένη με φόρμα θερμαστή. Την περίμε-ναν η Ειρήνη με τον Γιαννιό. Μια Ειρήνη που έτρεμε από τη συγκίνηση, την προσμονή, τη λαχτάρα. Τέτοια ταραχή εί-χε, που δεν μπορούσε να κάνει βήμα, νόμιζε ότι τα πόδια της είχαν ριζώσει εκεί, στο ντεκ του λιμανιού. Η κοπέλα που βγήκε από το «Λίμπερτι» ντυμένη με ροΰχα αγγαρείας είχε μαλλιά καστανά, κυματιστά στους ώμους και ήταν ψηλή, λεπτή με μάτια πράσινα φλογερά και ανταριασμένα.

Ο Γιαννιός μόλις αντίκρισε το κορίτσι συγκινήθηκε και δάκρυσε. «Τδια η Ειρήνη μου», σκέφτηκε. «Το δικό της σκα-ρί έχει, τη δική της κοψιά. Την κοιτώ στα μάτια και είναι σαν να βλέπω την αγάπη μου».

Η Λουκία ήταν μες στις μουντζούρες και τα λάδια, βρό-μικη και εξαντλημένη από το ταξίδι τόσων ημερών πάνω στο φορτηγό καράβι. Ό λ ο το πλήρωμα τη χαιρέτησε με βουρκωμένα μάτια. Χαιρέτησαν αυτό το ατρόμητο κορίτσι που η μορφή του γλύκαινε το ατέλειωτο ταξίδι τους μες στον Ατλαντικό. Αυτή η δεκαεφτάρα τους θύμιζε το σπίτι, τη μά-να, την αδερφή που άφησαν πίσω. Διαπίστωσαν ταξιδεύο-

Page 323: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

ντας μαζί της ότι η κοπελίτσα ήταν ένα δροσερό χαρούμε-νο πλάσμα που ενθουσιαζόταν εύκολα και με το παραμι-κρό. Ή τ α ν ευέξαπτη, αλλά παρέμενε ιδεαλίστρια και πα-τριώτισσα με ιδανικά και πίστη για την ελευθερία του ατό-μου και της πατρίδας.

Λαχταρούσε ομόνοια και δικαιοσύνη και για τις υψηλές ανθρώπινες αξίες και γι' αυτά τα πιστεύω της δε δίστασε να βάλει σε κίνδυνο και τον ίδιο της τον εαυτό.

Η Λουκία, πατώντας στην ξηρά, στάθηκε για λίγο μετέ-ωρη γιατί ένιωθε να κουνιέται ακόμα με ένα ελαφρύ αί-σθημα ναυτίας. Κοιτούσε μια την Ειρήνη και μια τον Γιαν-νιό, βλέποντας όμως τα δακρυσμένα μάτια εκείνου και τα χείλη της γιαγιάς της που έτρεμαν, έπεσε αυθόρμητα στην αγκαλιά της Ειρήνης.

Εκείνη την έσφιξε πάνω της όλο λατρεία και ξέσπασε σε λυγμούς. Τόσα χρόνια περίμενε αυτή τη στιγμή, τη στιγ-μούλα που θα έσφιγγε στην αγκαλιά του παιδιού της το παι-δί. Τόσα χρόνια!

Η κοπέλα ντροπαλά έδωσε το χέρι της στον Γιαννιό και ψέλλισε κοκκινίζοντας:

- Καλώς σας βρήκα. - Καλώς μας ήρθες, Ηλιαχτίδα μου, ψιθύρισε η Ειρήνη

μες στα δάκρυά της. Καλώς μας ήρθες... Της έκαναν χώρο να περάσει και να μπει στη λιμουζίνα. Η Λουκία έμεινε με το στόμα ανοιχτό. - Αυτό είναι δικό σας; ρώτησε ντροπαλά. Δικό σας; - Ναι, παιδί μου, όποτε θέλεις θα σου μάθω να σοφά-

ρεις και θα μπορείς να το οδηγείς, είπε ο Γιαννιός. Σ' αυτά τα λόγια η Λουκία τα έχασε πια τελείως, μα τελείως!

Page 324: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Έφυγαν αμέσως από το Μπουένος Άιρες, έφυγαν για να πάνε μακριά, στα κτήματά τους, στη χασιέντα!

Η Λουκία, καθισμένη πίσω στο ανοιχτό αμάξι, με τα μαλ-λιά να τριγυρίζουν από το αεράκι στο πρόσωπο της, θω-ρούσε άφωνη αυτή την καινούρια χώρα. Την απέραντη, την αλλιώτικη και δεν ήξερε τι να πρωτοκοιτάξει. Ό λ α ήταν πράσινα, μεγάλα, διαφορετικά. Όταν έφτασαν στις εκτά-σεις των Γκρέκος, είχε πια βραδιάσει.

Η πύλη της εισόδου ήταν από σκαλιστό κάγκελο, σωστό έργο τέχνης, και την τριγύριζαν βουκαμβίλιες και ιβίσκοι.

Ανοίγοντας το στόμα και πέφτοντας από τη μια έκπληξη στην άλλη, σκέφτηκε τους γονείς της πίσω στην κατεχόμε-νη Αθήνα και ένιωσε ένα τσίμπημα στην καρδιά.

Θυμήθηκε τα λόγια του μικρού Βολίδα. «Αφού είσαι Αμε-ρικάνα, γιατί κάθεσαι εδώ στην κόλαση που λέγεται Γκε-στάπο;» Άραγε ο μικρός τα κατάφερε να κρυφτεί και να σω-θεί;

Αυθόρμητα άγγιξε το μπράτσο της Ειρήνης που καθό-ταν στο μπροστινό κάθισμα, δίπλα στον Γιαννιό.

- Γιαγιά, της είπε σιγανά, ενώ η καγκελένια πόρτα έ-κλεινε πίσω τους. Η λιμουζίνα προχωρούσε τώρα σε ένα δρόμο στεφανωμένο από δέντρα και κατευθύνονταν προς τη βίλα. Τη βίλα που φαινόταν αμυδρά στο βάθος.

»Γιαγιά, ρώτησε το κορίτσι ξανά. Γιαγιά, η μαμά και ο μπαμπάς μπορούν να έρθουν κι αυτοί εδώ;

- Και βέβαια, Λουκία μου, μπορούν. Πάντα τους περι-μένω, απάντησε η Ειρήνη γλυκά. Τους περιμένω με ανοιχτή την αγκαλιά. Αλλά μην παιδεύεις το μυαλό σου, αγάπη μου, έχουμε καιρό να τα κουβεντιάσουμε αυτά και να τα κατα-

Page 325: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

λάβεις όλα, μη βιάζεσαι, μόνο να ξέρεις ότι σας αγαπώ ό-λους πολΰ, πάρα πολΰ...

Η Λουκία ησΰχασε και άφησε τον εαυτό της να απολαύ-σει ό,τι έβλεπαν τα μάτια της. Και προς το παρόν αυτό που έβλεπε έκθαμβη ήταν το μεγάλο κλουβί με τα εξωτικά που-λιά. Αυτό βρισκόταν στη μέση του κήπου, δίπλα στο ξέφω-το με τα τεράστια δέντρα. Πιο πέρα ήταν καταγάλανη και ήρεμη η πισίνα...

Το αυτοκίνητο σταμάτησε στην είσοδο της λευκής βίλας με τις καμάρες. Τους άνοιξε ένας υπηρέτης ηλικιωμένος και πο-λΰ μελαχρινός, που μάλλον για ιθαγενή έμοιαζε. Στο μελαψό πρόσωπο του έλαμψε ένα χαμόγελο μόλις είδε τη Λουκία.

- Ααα, έφτασε λοιπόν η σενιορίτα. Καλώς τη δεσποινίδα, καλώς την, είπε σε σπασμένα αγγλικά. Ύστερα στράφηκε στην Ειρήνη λέγοντας με θαυμασμό: Σενιόρα, σας μοιάζει πολΰ, πάρα πολΰ, όταν μεγαλώσει θα γίνει ωραία μουχέρ, ωραία γυναίκα, σαν εσάς.

- Γκονζάλες, τι κόλακας είσαι με την κυρά σου, είπε ο Γιαννιός χτυπώντας τον φιλικά στην πλάτη.

- Η σενιορίτα Λουτσία θα γίνει πιο όμορφη από τη σε-νιόρα μου, σίγουρα πιο όμορφη! Σ' αυτά τα λόγια έκλεισε το μάτι στην Ειρήνη, που δίπλα του έλαμπε από χαρά-

- Ποΰ είναι ο γιος μου; ρώτησε ο Γιαννιός, απορημένος που ο νέος δεν ήταν εκεί να τους υποδεχτεί. Ποΰ είναι ο Γιωργής;

- Δε θα γυρίσει το βράδυ, σενιόρ, συνέβη κάτι έκτακτο στα κτήματα, όμως μην ανησυχείτε, ο Χόρχε ξέρει να το αντι-

Page 326: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

μετωπίσει, πάντα ξέρει, απάντησε ο Γκονζάλες και πήρε στα χέρια τη μικρή βαλίτσα της Λουκίας.

- Ελάτε να σας δείξω το δωμάτιο σας, δεσποινίς, πρό-σθεσε ο άνθρωπος και προχώρησε μπροστά διασχίζοντας το τεράστιο χολ.

Ανέβηκαν τη μεγάλη λευκή μαρμάρινη σκάλα. Η Λου-κία τον ακολουθούσε και κοίταζε γύρω της θαυμάζοντας σιωπηλά το «σπιτάκι» της γιαγιάς της.

Ο Γκονζάλες ανέβηκε τα σκαλιά και προχώρησαν σε έ-να μακρύ διάδρομο με μαλακό χαλί στο δάπεδο και γλυκό φωτισμό στους τοίχους. Ανοίγοντας μια λευκή πόρτα, έκα-νε χώρο στην κοπέλα να περάσει. Η Ειρήνη τον ευχαρίστη-σε και έκλεισε απαλά πίσω της. Έμεινε στην κάμαρη μόνη με την εγγονή της.

Προχώρησε στο παράθυρο και άνοιξε τα τζάμια διά-πλατα. Από τον κήπο έφτασαν οι ήχοι της εξοχής και το φεγ-γάρι που μόλις είχε ανατείλει ήταν μεγάλο, κόκκινο και έ-φεγγε μέσα από τις λουλουδισμένες περικοκλάδες του μπαλ-κονιού.

Η Λουκία κοίταξε τριγύρω της εντυπωσιασμένη. Η «κά-μαρά» της περιλάμβανε το χώρο ύπνου, ένα μικρό σαλονά-κι, το βεστιάριο και το μπάνιο. Ό λ α τα έπιπλα ήταν λευκά, με όμορφη τριανταφυλλί ταπετσαρία και παρόμοιο χαλί. Η τουαλέτα ήταν οβάλ με χρυσαφί καθρέφτη. Στην κομόντα δίπλα από το παράθυρο είχαν βάλει ένα βάζο γεμάτο φρέ-ζες και τριαντάφυλλα από τον κήπο που σκόρπιζαν μια ε-λαφριά ευωδιά. Στο κρεβάτι είχαν στρώσει λινά ροζ σεντό-νια με κεντημένο το μονόγραμμα της Λουκίας, L. Loucia, και πάνω στο τριανταφυλλί μεταξωτό κάλυμμα είχαν τοποθε-

Page 327: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

τήσει ένα βελούδινο κουτί σε σχήμα καρδιάς γεμάτο σοκο-λάτες. Μία έλειπε και στη θέση της βρισκόταν ένας διαμα-ντένιος σταυρός με λεπτή χρυσή καδένα.

Η Λουκία τα κοιτούσε όλα ζαλισμένη, ύστερα το βλέμμα της στράφηκε στην Ειρήνη, που χαμογελούσε γλυκά δίπλα στο ανοιχτό παράθυρο.

- Γιαγιά, γιαγιά μου, φώναξε το κορίτσι. Γιαγιά μου, πού ήσουν τόσα χρόνια; Και με αυτά τα λόγια ρίχτηκε στην α-γκαλιά της. Ύστερα την παρέσυρε στο μαλακό κρεβάτι και με έναν πήδο η κοπέλα κάθισε πάνω στο κάλυμμα. Παίρ-νοντας το κουτί στα χέρια, φόρεσε το σταυρό στο λαιμό της και μπουκώθηκε με σοκολατάκια. Φιλούσε χαρούμενα την Ειρήνη και ρώτησε ξανά μασουλώντας:

- Μα πού ήσουν, γιαγιάκα, τόσα χρόνια; Πού; - Ήμουν πάντα δίπλα σου, Ηλιαχτίδα μου, πάντα δίπλα

σου, απάντησε η Ειρήνη κοιτώντας τα μάτια της εγγονής της. Τα μάτια που είχαν το ίδιο, ολόιδιο χρώμα με τα δικά της.

Φίλησε στα μαλλιά το κορίτσι και σηκώθηκε. - Πήγαινε, καλό μου, να κάνεις μπάνιο, είσαι λιγουλάκι

βρόμικη, μου φαίνεται, είπε η Ειρήνη ευτυχισμένη. Στο μπά-νιο θα βρεις ό,τι χρειάζεσαι, και νυχτικό και παντόφλες. Άντε, παιδί μου, να ξεκουραστείς. Έκανες ένα πολύ μακρύ ταξίδι για να φτάσεις ως εδώ. Καληνύχτα, Ηλιαχτίδα μου. Σε περίμενα τόσα χρόνια, ψιθύρισε γλυκά, τόσα χρόνια...

Άφησαν τη Λουκία να κοιμηθεί και να ξεκουραστεί μέχρι αρ-γά και δεν την ξύπνησαν. Ό τ α ν σηκώθηκε το κορίτσι ήταν περασμένο μεσημέρι. Της σέρβιρε η ίδια η Ειρήνη ένα ελα-

Page 328: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

φρΰ γεΰμα στη σκεπαστή βεράντα καν μαζί με τον Γιαννιό ξεκίνησαν να της δείξουν τα κτήματα.

Η φΰση είχε μαγέψει τη Λουκία, που γεννήθηκε και πέ-ρασε τα πρώτα δέκα χρόνια της ζωής της στη γη της Μα-κεδονίας, όπως και η γιαγιά της. Έτσι, η μυρωδιά του χώ-ματος και των φυτών από τα καπνοχώραφα των Γκρέκος ξύ-πνησαν στην κοπελίτσα αναμνήσεις χαμένες στα βάθη των χρόνων.

Κοιτούσε βουβή τα κτήματα που κάθε τόσο η Ειρήνη και ο Γιαννιός της τόνιζαν ότι είναι και δικά της. Δεν ήξερε πια τι να σκεφτεί και τι να υποθέσει. Δεν μπορούσε να καταλά-βει πώς κανείς μέχρι τώρα δεν της είχε πει τίποτα για όλα αυτά.

Κάποια στιγμή που ο Γιαννιός μιλούσε στους εργάτες του, ρώτησε σιγά την Ειρήνη.

- Γιαγιά, πριν παντρευτείς με τον Γιαννιό ήσουν πα-ντρεμένη με τον πάππου μου τον Λουκά;

- Ναι, απάντησε η Ειρήνη ήρεμα. Ναι, Λουκία, πριν γί-νουμε σύντροφοι στη ζωή με τον Γιαννιό, πριν εγκαταστα-θούμε εδώ στην Αργεντινή, ήμουν παντρεμένη με τον πάπ-που σου.

- Είναι πολΰ διαφορετικός ο παπποΰς από σένα, είπε το κορίτσι. Δε σου ταιριάζει καθόλου, γιαγιά.

Τι να απαντήσει η Ειρήνη σ' αυτή την τόσο σταράτη και ξεκάθαρη διαπίστωση;

- Ναι, δε μου ταιριάζει, Λουκία, γι' αυτό και χωρίσαμε, συμφώνησε απλά.

Ο Γιαννιός γΰρισε κοντά τους και ανέβηκαν όλοι μαζί στο τζιπ-φορτηγό που μετέφερε τους εργάτες. Με αυτό εξάλλου

Page 329: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

έκαναν από το απομεσήμερο το γΰρο των εκτάσεων. Έφτα-σαν σε έναν οικισμό γεωργών Ινδιάνων και εκεί είδαν μα-ζεμένους πολλούς. Κάτω, στην άκρη του δρόμου, βρισκό-ταν ένα νοσοκομειακό αυτοκίνητο και η Ειρήνη ξεχώρισε πιο πέρα το άλογο του Γιωργή. Ο Γιαννιός ρώτησε τριγύρω ανήσυχος και έμαθε ότι είχε ξεφύγει ένας ταύρος και χτύ-πησε δύο αδερφάκια. Ο Γιωργής είχε αναστατώσει τα νο-σοκομεία του Κοριέντες, με αποτέλεσμα να του στείλουν τε-λικά ένα χειρουργό και μια νοσοκόμα και έτσι να βοηθήσουν τα παιδιά που δεν μπορούσαν να μεταφερθούν.

Μετέτρεψαν τα μαγειρεία σε ιατρείο και χειρουργούσαν τώρα το δεύτερο παιδί. Το πρώτο ήταν ήδη ξαπλωμένο στο κρεβάτι του, γεμάτο ράμματα, με τη μάνα του δίπλα να ευ-χαριστεί το Μεγαλοδύναμο και τον Γιωργή που έσωσαν το παιδί της.

Ετοιμάζονταν ο Γιαννιός και η Ειρήνη να πάνε μέσα να δουν τι εξελίξεις υπήρχαν, όταν είδαν τον Γιωργή να τους πλησιάζει.

Φορούσε πράσινη φόρμα χειρουργείου, γάντια και σκου-φί ιατρικά. Τα πέταξε όλα σε έναν κάδο και πριν τους χαι-ρετήσει πλύθηκε στις βρύσες της αυλής. Είχε αίματα στα χέρια και το πρόσωπο, ήταν σοβαρός και συνοφρυωμένος, η Ηλιαχτίδα όμως κεραυνοβολήθηκε. Της έκανε μεγάλη ε-ντύπωση η αποφασιστικότητα και η θέληση που διέκρινε στα μάτια του.

Ή τ α ν σίγουρη ότι ο Γιωργής δεν το έβαζε κάτω με τίπο-τα, ήταν γεννημένος αγωνιστής. Ένιωσε τα γόνατά της να τρέμουν και ανοιγοκλείνοντας τα βλέφαρα σκέφτηκε: «Μα, Θεέ μου, αυτός είναι βαρύς, ιδρωμένος και σιωπηλός, πώς

Page 330: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

εγώ βλέπω τα μάτια του να χαμογελούν; Πώς εγώ βλέπω την ψυχή του να γελάει; Ονειρεύομαι ή είμαι φαντασιόπληκτη;»

Ο Γιαννιός αγκάλιασε το γιο του. - Γιωργή, αυτή είναι η Λουκία, έφτασε χτες με το καρά-

βι στο Μπουένος Άιρες από την Ελλάδα. Ο νέος τη φίλησε στο μάγουλο και η Ηλιαχτίδα φοβήθηκε

ότι θα καταλάβαινε την ταραχή της. Χωρίς να ξέρει, δεν ή-θελε να δουν οι άλλοι πόσο την εντυπωσίασε.

- Καλώς ήρθες, μικρή, είπε ο Γιωργής και της ανακάτω-σε τα μαλλιά όπως κάνουν στα άτακτα παιδιά. Η Λουκία έ-τρεμε ολόκληρη και του απάντησε με αναίδεια:

- Μικρή; Ποια είναι μικρή; Εγώ τα 'βαλα με ολόκληρη Γκεστάπο, άκου μικρή!

- Ποπό! Τώρα με φόβισες, απάντησε εκείνος και όλοι γέλασαν.

Γύρισαν στη χασιέντα μόλις σουροΰπωσε. Ο Γκονζάλες και η Χουανίτα, η μαγείρισσα, είχαν στρώσει το τραπέζι δί-πλα στην πισίνα. Αναμμένα κεριά και ορχιδέες στόλιζαν το λευκό τραπεζομάντιλο. Δίπλα, σε ένα μπάρμπεκιου, έψη-ναν μεγάλες μπριζόλες και η Λουκία τους ομολόγησε ότι εί-χε να φάει κανονική μερίδα κρέας σχεδόν δυο χρόνια, από την αρχή του πολέμου.

Την ώρα του φαγητού ζήτησαν να τους διηγηθεί την πε-ριπέτειά της με την Αντίσταση.

Τους είπε πως κινδύνεψε να την πιάσουν οι Γερμανοί και πώς γλίτωσε παρατρίχα την εκτέλεση στην Καισαριανή.

Τα έλεγε όλα αυτά και τα μάτια της γυάλιζαν και βούρ-κωναν. Τους μίλησε για τα παιδιά που κανένα νοσοκομεια-κό δεν υπήρχε γι' αυτά, ούτε κανένας Γιωργής να τα (ρρο-

Page 331: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

ντίσει. Τα παιδιά που πέθαιναν απά πείνα στους δρόμους της Αθήνας.

Έσπρωξε το πιάτο πέρα. - Ή τ α ν υπέροχο το φαγητό, γιαγιά, αλλά τα θυμήθηκα

όλα αυτά και δεν μπορώ να φάω όταν σκέφτομαι ότι εκεί κά-τω όλοι πεινούν.

- Εντάξει, γλυκιά μου, είπε η Ειρήνη ήσυχα. Εύχομαι λί-γο λίγο να τα ξεχάσεις.

- Δε θέλω να ξεχάσω, γιαγιά, θέλω και από δω να βοη-θήσω, απάντησε το κορίτσι ορμητικά.

- Θα το κάνουμε, Λουκία, θα στείλουμε βοήθεια, ακού-στηκε σοβαρή και βραχνή η φωνή του Γιωργή. Ό σ η ώρα μιλούσε η κοπέλα εκείνος δεν είχε ανοίξει το στόμα του.

Τον κοίταξε η Λουκία και αυτό που είδε στα μάτια του της έφερε τρέμουλο και ταραχή στο στομάχι, γλυκιά ταρα-

X1!· Με το βλέμμα του να την ακολουθεί, σηκώθηκε και κα-

τευθύνθηκε προς το σπίτι. - Ή τ α ν πολλά αυτά που είδα σήμερα, είπε αναστενάζο-

ντας. Πάω να ξαπλώσω. Θα ξεκουραστώ δυο τρεις μέρες, γιαγιά, και μετά θα σκεφτώ τι θα κάνω εδώ στην Αργεντινή, εδώ στο καινούριο μου σπίτι.

- Έτσι όπως το λες, απάντησε η Ειρήνη γλυκά. Στο και-νούριο σου σπίτι...

Η Λουκία, καθώς ανέβαινε τη σκάλα της βεράντας, έ-νιωθε τα μάτια του Γιωργή να τρυπούν και να χαϊδεύουν τη λεπτή της πλάτη.

Σε λίγο σηκώθηκε και εκείνος. - Πάω κι εγώ, πατέρα, είναι αργά και κουράστηκα αυ-

Page 332: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

τές τις μέρες... Γύρισε στην Ειρήνη και της είπε γλυκά: Ρέ-να, είναι λεβέντισσα η εγγονή σου, είναι παλικάρι...

Μάνσι τους τώρα η Ειρήνη και ο Γιαννιός κάθονταν σιω-πηλοί στον κήπο. Εκείνος έπιασε το χέρι της, το φίλησε τρυ-φερά και είπε:

- Να λοιπόν που έκλεισε ο κύκλος! - Ακριβώς, αναστέναξε η Ειρήνη ευτυχισμένη. Ακριβώς,

έκλεισε ο κύκλος. - Ξέρεις, Ρηνιώ... πρόσθεσε εκείνος ήσυχα και αποφα-

σιστικά. - Τι, Γιαννιό μου; - Να, λέω σιγά σιγά να αποσυρθούμε και να αφήσουμε

αυτούς στο πόδι μας. - Έ , καλά, μη βιάζεσαι και τόσο, πάντα σου τρεχάτος σε

όλα. Από τώρα παντόφλα; Θα δούμε, είπε η Ειρήνη ήρεμα και τον φίλησε με τόση στοργή, όση του άξιζε για τα χρό-νια που μόχθησαν δίπλα δίπλα.

Τα μουστάκια του τη γαργάλισαν και ήταν λευκά σαν μπαμπάκι. Της έφεραν μια γλυκιά ανατριχίλα, ίδια μ' αυτή που ένιωσε σαν την πρωτοφίλησε. Μόνο που τώρα ήταν μια ανατριχίλα πολύ πιο ουσιαστική. Γιατί αυτό το ρίγος έκλει-νε μέσα στο φλοιό του το κουκούτσι της ζωής.

Την άλλη μέρα, παρά τα μεγάλα και παχιά λόγια του Γιαν-νιού ότι δήθεν κουράστηκαν και να αφήσουν τις δουλειές στον Γιωργή και την Ηλιαχτίδα, ο ίδιος πρωί πρωί ήταν πά-νω στο άλογο σφυρίζοντας και γυρνώντας σαν σβούρα στα κτήματα.

Page 333: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Η Ειρήνη έπινε τον καφέ της με πρωτοφανή διάθεση τε-μπελιάς, μιας γαληνεμένης τεμπελιάς γιατί στο σπίτι της, στον πάνω όροφο, ένα δροσερό τριαντάφυλλο κοιμόταν...

Ο Γιωργής, πηγαίνοντας να συναντήσει τον Γιαννιό, κο-ντοστάθηκε. μόλις είδε την Ειρήνη στη βεράντα, αραχτή με το φλιτζάνι στα χέρια, και κατευθύνθηκε προς το μέρος της και το στρωμένο τραπέζι.

- Καλημέρα, Ρένα, της είπε γελαστός, Θέλεις παρέα στο πρωινό σου ή ακόμα νυστάζεις και δεν κάνεις κέφι για κου-βέντες;

- Τι λες, αγόρι μου; Έλα κάτσε δίπλα μου. Μ' αυτά τα λό-για η Ειρήνη πήρε από το δίσκο την καφετιέρα και του σέρ-βιρε καφέ με λίγο γάλα, ο Γιωργής ζάχαρη δεν ήθελε.

- Στις ομορφιές σου είσαι, Ρενάκι, της είπε με αγάπη. Γιατί αγάπη πραγματική και εκτίμηση και σεβασμό και στοργή έτρεφε ο Γιωργής για τη σύντροφο του πατέρα του. Τη γυναίκα που θυσίασε τόσα για τον Γιαννιό.

- Τι λέει ο άνθρωπος πρωί πρωί σε μια γιαγιά με την τσί-μπλα στο μάτι! γέλασε η Ειρήνη. Με κοροϊδεύεις, παλιό-παιδο, αλλά μου αρέσει να τα ακούω αυτά κι ας είναι ψευ-τιές.

- Εσύ, Ρένα μου, έχεις τόση λάμψη από μέσα που και με τα χρονάκια σου πάντα όμορφη θα είσαι.

Ύστερα από αυτά τα λόγια ο νέος άντρας σοβάρεψε και της είπε:

- Τι λες, Ρενάκι, να πούμε δυο κουβεντούλες για την α-ξιολάτρευτη εγγονή σου;

- Να πούμε, Γιώργο μου, να πούμε, απάντησε η Ειρήνη, σοβαρή κι αυτή.

Page 334: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Ο νέος άντρας μπήκε κατευθείαν στο θέμα, χωρίς προ-λόγους, όπως εξάλλου έκανε μια ζωή κςπ ο πατέρας του:

-Άκουσε, Ρένα μου, αυτό το γλυκό παιδί που μοιάζει πο-λΰ με ελκυστική νέα γυναίκα πρέπει τα τελευταία δΰο χρόνια, με την κατοχή των Γερμανών κάτω στην Ελλάδα, να πήρε ελ-λιπή μόρφωση. Κανονικά, τώρα θα ήταν στην τελευταία τά-ξη του γυμνασίου. Όμως με την ξαφνική της αναχώρηση α-πό την Αθήνα έμεινε κι αυτό στη μέση. Θα μπορούσαμε να της πάρουμε μερικοΰς δασκάλους εδώ, να τη βοηθήσω και εγώ και να κάνει παράλληλα εντατικά ισπανικά. Ύστερα θα δώσει εξετάσεις για να πάρει το απολυτήριο της από αργε-ντίνικο σχολείο. Δεν μποροΰμε να την αφήσουμε αμόρφωτη, μόνο γαλλικά και πιάνο ξέρει και σ' αυτά ακόμα δεν έχει πά-ρει δίπλωμα. Γι αυτό, Ρένα, μίλησε της εσύ, γιατί την έκοψα για πολύ ζόρικη. Έτσι τη βλέπω να μεταλλάσσει την αντί-σταση κατά των Γερμανών σε αντίσταση κατά των μαθημά-των. Αφού πάρει το απολυτήριο, μετά ας κάνει ότι της αρέ-σει. Είτε θέλει να ασχοληθεί με τα οικονομικά του κτήματος είτε με τις εξαγωγές και το εμπόριο, ό,τι της αρέσει.

- Αποκλείεις, τον ρώτησε επιφυλακτικά και γλυκά η Ει-ρήνη, αποκλείεις να θέλει η Λουκία να παντρευτεί και να κά-νει οικογένεια;

Ο Γιωργής για λίγο τα έχασε. - Να παντρευτεί; Πώς να παντρευτεί δηλαδή; έκανε φω-

νάζοντας σχεδόν. - Ό π ω ς παντρεύονται όλες οι κοπέλες, Γιώργο μου, του

απάντησε πονηρά η Ρένα. - Προς το παρόν αποκλείεται! συνέχισε εκείνος αυσιη-

ρά. Πρέπει να μορφωθεί πρώτα.

Page 335: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

- Ναι, αλλά αν, λέω αν, έχει κάποια αγάπη κάτω στην Αθήνα; Αν θέλει αυτό τον κάποιο να τον φέρει εδώ; Εμείς τι θα κάνουμε; Θα της το απαγορεύσουμε;

- Τι λες τώρα, δεν μπορεί να έχει συμβεί κάτι τέτοιο, εί-πε απότομα εκείνος. Αυτή είναι παιδί ακόμα.

- Παιδί; Ό χ ι και τόσο παιδί, Γιώργο, όταν της ανέθεσαν να συμμετάσχει σε σαμποτάζ εναντίον του εχθρού.

- Ουφ, Ρένα, τώρα άγάπες θα κοιτάμε ή να μάθει δυο γράμματα το κορίτσι; Με τέτοια περιουσία που της έχεις φτιάξει, τι θέλεις, να μείνει αμόρφωτη; Να τη γελάει ο κά-θε επιστάτης; Μη συζητάς για οτιδήποτε άλλο. Και αγγλι-κά πρέπει να διδαχτεί γιατί μόνο δυο λέξεις ξέρει.

- Ό,τι διατάξετε! του απάντησε η Ειρήνη σοβαρά, ενώ μέ-σα της γελούσε ευχαριστημένη.

«Σαν να μου φαίνεται ότι σε πονάει το δοντάκι σου, αγο-ράκι μου», σκέφτηκε, αλλά έκρυψε αυτές τις υποψίες στην καρδιά της. Δεν της έπεφτε λόγος, ούτε στον Γιαννιό θα έ-λεγε τίποτα, γιατί εκείνος έπαιρνε γρήγορα φωτιά.

«Θα δείξει, θα δείξει...» αναλογίστηκε ενώ ξεπροβόδισε τον Γιωργή μέχρι τις σκάλες της εισόδου.

- Στο καλό, αγόρι μου, καλή σου μέρα, κάνε ό,τι ενέργειες νομίζεις με τους δασκάλους, φέρε τους όλους εδώ, εγώ θα της μιλήσω σήμερα κιόλας. Είναι έξυπνη η Λουκία, σίγου-ρα θα δει το σωστό.

Και η Ηλιαχτίδα μεν μπορεί να ήταν σπίθα, με μυαλό ξυράφι, αλλά παράλληλα σκεφτόταν σαν νεαρό κορίτσι. Δεν της καλόπεσε να αρχίσει διαβάσματα πάλι, όμως το ενδια-φέρον όλων στη χασιέντα για ένα μέλλον αντάξιο της τη συ-νέτισε.

Page 336: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

- Καλά, γιαγιά, έκανε μουτρωμένη σαν παιδάκι. Αλλά να ξέρεις άτι θέλω να μάθω να σοφάρω, μου το υποσχέθηκε ο Γιαννιός.

- Και να σοφάρεις και να ιππεύεις. Από αΰριο κιόλας θα σε βάλει ο Γιωργής πάνω σε σέλα, να μπορείς να γυρνάς τα κτήματα. Εδώ που βρισκόμαστε χωρίς άλογο και αυτοκίνη-το είμαστε χαμένοι.

Ακούγοντας αυτά η Λουκία, αμέσως ένιωσε υπερδιέγερ-ση και ανυπομονησία. Ξέχασε το ζόρι των μαθημάτων και το μόνο που συγκράτησε μέσα στο μυαλό της ήταν τα άλο-γα και ο Γιωργής...

- Εντάξει, γιαγιά, είπε γλυκά και φίλησε την Ειρήνη στο μάγουλο. Γιαγιά, ξανάπε πάλι με διάθεση για φλυαρία και εξομολογήσεις. Είσαι πολΰ διαφορετική από όλες τις άλλες γιαγιάδες που γνωρίζω. Αυτές είναι ηλικιωμένες και δεν τρέ-χουν πάνω στα άλογα. Όμως, εγώ που δε σε είχα τόσα χρό-νια, αν και είσαι έτσι μοντέρνα, μου αρέσει να σε φωνάζω «γιαγιά» έστω κι αν φοράς παντελόνι, μπότες και πέτσινο καπέλο.

- Και σε μένα, γλυκό μου, αρέσει να με αποκαλείς «για-γιά», δε με πειράζει, ούτε με κάνει να νιώθω γριά, μου ζε-σταίνει την καρδιά. Πρέπει όμως να γράψεις ένα μεγάλο γράμμα στους γονείς σου για να τους το πάει ο καπετάνιος όταν κατέβει στην Ελλάδα. Εμείς τηλεγραφήσαμε και κά-ναμε ό,τι μπορέσαμε για να μάθουν ότι είσαι καλά. Δεν ξέ-ρω όμως με σιγουριά αν πήραν τα νέα μας. Μην παραλεί-ψεις να τους γράψεις και να τους διαβεβαιώσεις για την α-γάπη μου και να ξέρουν ότι εδώ τους περιμένει μια μεγάλη αγκαλιά. Θέλω να πουν το ίδιο και στο γιο μου, το θείο σου

Page 337: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

τον Στρατή. Να του πουν ότι λαχταρώ να γνωρίσω τη γυ-ναίκα του και την οικογένεια του.

- Γιαγιά, τι έχει συμβεί με σας; Γιατί τόσα χρόνια ζεις ε-δώ, μακριά μας; Γιατί; ρώτησε η κοπέλα κοιτώντας την Ει-ρήνη ίσια στα μάτια. Το πρόσωπο εκείνης σοβάρεψε και παρ' όλη τη γλΰκα του, μια πίκρα τώρα ήταν διάχυτη στα μά-τια, στο στόμα, στην έκφραση.

- Θα τα πούμε, Λουκία, αυτή είναι μια μεγάλη κουβέντα που έχουμε δικαίωμα να τη δώσουμε η μια στην άλλη. Όμως όχι τώρα, γράψε πρώτα το γράμμα σου απερίσπαστη και το απόγευμα έλα στο δωμάτιο μου. Θα καθίσουμε στη βε-ράντα ήσυχες και θα μιλήσουμε. Αγάπη μου, υπόσχομαι να μη σου κρύψω τίποτα...

Πριν βγει η Ειρήνη από το δωμάτιο της εγγονής της, πρό-σθεσε:

- Ένα άλλο πολύ σοβαρό θέμα, Λουκία, και που ο Γιωρ-γής θέλει μαζί σου να κατευθύνει είναι η βοήθεια που θα στείλουμε για τους πατριώτες μας κάτω στην Ελλάδα. Ο Γιωργής έχει γνωριμίες και θα μπορούσε να μεταφέρει τρό-φιμα και φάρμακα ναυλώνοντας ένα καράβι με την προ-στασία του Ερυθρού Σταυρού.

Τα μάτια της Λουκίας έλαμψαν. - Είσαστε πολύ ξεχωριστοί άνθρωποι, πολύ σημαντικοί,

είπε. Είμαι περήφανη που ανήκετε στην οικογένειά μου. Όταν η Ειρήνη άφησε τη Λουκία, έκρυβε τα δάκρυά της.

«Πόσα χρόνια πέρασαν», σκέφτηκε, «για να βρεθεί ένας άν-θρωπος από τους συγγενείς μου που να νιώσει περήφανος για μένα. Πόσα χρόνια...»

Page 338: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Όταν η Λουκία, με την επιστολή στα χέρια, χτύπησε την πόρ-τα της γιαγιάς της ήταν απογευματάκι. Ο ουρανός όμως είχε σκοτεινιάσει πολΰ. Ετοιμαζόταν μεγάλη μπόρα, καταιγίδα, τυφώνας. Από δυο τρεις μέρες περίμεναν τον καιρό να ξε-σπάσει. Ο Γιαννιός με τον Γιωργή είχαν ξεκινήσει από νωρίς το πρωί να γυρνοΰν στα κτήματα για να ελέγξουν και να προ-φυλάξουν καταυλισμούς ανθρώπων, κτίσματα και σπαρτά.

Η Ειρήνη άναψε τη λάμπα στο δωμάτιο της και έβαλε τη Λουκία στο μικρό καναπέ που είχε στο σαλονάκι δίπλα στην κρεβατοκάμαρα. Σέρβιρε χυμό σε δυο μεγάλα ποτήρια και έκοψε μια ολόφρεσκη τάρτα φροΰτων.

- Θέλεις και λίγο κέικ, Λουκία μου; Το φτιάξαμε πριν α-πό λίγο για σένα.

- Με κακομαθαίνετε, γιαγιά, αυτές τις πολυτέλειες εμείς εκεί κάτω τις είχαμε ξεχάσει, είπε αναστενάζοντας το κορί-τσι και συνέχισε με καημό: Κάπως μου φαίνεται, βρε για-γιά, κάπως, εγώ να τρώω και οι άλλοι πίσω να πεινόΰν.

- Γι' αυτό, παιδί μου, θα δουλέψετε μαζί με τον Γιωργή να στείλετε στην Αθήνα όση περισσότερη βοήθεια γίνεται.

- Α ς είστε καλά, στέναξε η κοπέλα και παίρνοντας μια βα-θιά αναπνοή κοίταξε έξω από το παράθυρο τον κήπο.

Ο αέρας άρχισε σιγά σιγά να σφυρίζει. Λυγούσαν τα δέ-ντρα στα δυο από το φύσημα του ανέμου. Απότομα ήρθε και η βροχή. Και τι βροχή! Άνοιξαν οι ουρανοί. Ποτάμια και ρυάκια νερού ξεχύνονταν στα παρτέρια του κήπου. Τό-σο νερό δεν μπορούσε να το ρουφήξει η γη.

- Γιαγιά, ο Γιαννιός, ο Γιωργής; - Μην ανησυχείς γι' αυτούς, Λουκία, μη φοβάσαι, έχουμε

παντού γερά κτίσματα και αποθήκες. Όπου και να τους βρει

Page 339: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

η μπόρα, εκεί κοντά θα υπάρχει κάποιος χώρος να προφυ-λαχτούν. Εξάλλου, η Μετεωρολογική Υπηρεσία δεν προβλέ-πει τυφώνα μεγάλης διάρκειας, λίγες ώρες θα κρατήσει το κα-κό. Εδώ στη Νότια Αμερική έχουμε τέτοια φαινόμενα. Συ-νηθίσαμε να συνυπάρχουμε με αυτά. Ό,τι έχει χτιστεί στο κτήμα είναι γερό και αντέχει, μη φοβάσαι. Εμ, βλέπεις, με-γάλη χώρα, μεγάλες καταιγίδες. Όταν ζούσα στη Δράμα, εί-πε η Ειρήνη με βλέμμα χαμένο στις αναμνήσεις, έξω από το υποστατικό μας υπήρχε μια συστάδα από λεύκες. Σαν φυ-σούσε, λυγούσαν ίσα με κάτω. Ποτέ όμως, ποτέ δεν ξεριζώ-νονταν από τον αέρα. Εδώ, Λουκία μου, είναι πιο άγριες οι θύελλες. Το θυμάσαι το σπίτι μας αυτό στη Μακεδονία; Έχεις πάει ποτέ;

- Λίγο το θυμάμαι, γιαγιά, μια φορά που περνούσαμε α-πό κει κοντά μου το έδειξε η μαμά και μου είπε ότι ήταν το πατρικό της.

- Ό π ω ς το άφησα, Λουκία, με τα έπιπλα και τα χαλιά, τους πίνακες, όλα δικά σου τα έγραψα. Ό π ω ς και αυτό εδώ το σπίτι.

- Τι λες, γιαγιά; Τι λες; Δε θέλω να τα ακούω αυτά, έκα-νε η κοπέλα ειλικρινά αγανακτισμένη. Είσαι πολύ νέα και θα είσαι οικοδέσποινα εδώ για πολύ καιρό.

- Α, εμένα, Λουκία, μου αρέσουν οι αλλαγές. Όταν πα-ντρευτείς αυτό θα είναι το δικό σου σπίτι. Τόσα χιλιόμετρα γης έχουμε, θα πάω παραπέρα και θα χτίσω ένα μικρότερο. Αυτό το κάναμε με τον Γιαννιό τόσο μεγάλο με την προο-πτική ότι θα ερχόσουν κάποτε εσύ, καθώς και ο Γιωργής, και ίσως να έρθουν κάποια φορά εδώ και οι γονείς σου και ο Στρατής με την οικογένειά του.

Page 340: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Η νύχτα έξω έπεφτε, έπεφτε και η καταιγίδα δεν έλεγε να κοπάσει. Είχαν διακοπή ρεύματος, η Ειρήνη τότε έδωσε ε-ντολή στον Γκονζάλες να βάλει μπρος τη γεννήτρια. Σε λί-γο πάλι το γλυκό φως από τις λάμπες φώτισε την κάμαρα. Οι δυο γυναίκες, γιαγιά και εγγονή, κάθονταν σφιχτά η μια δίπλα στην άλλη. Η Ειρήνη κρατούσε τα χέρια της Λουκίας και την κοιτούσε στα μάτια, αυτά τα μάτια που τόσο έμοια-ζαν με τα δικά της.

Της μιλούσε, της μιλούσε και ποτάμι ξεχύθηκαν τα λό-για από τα χείλη της... Η καταιγίδα της ζωής της ξέσπασε πιο δυνατή και από τη θύελλα έξω.

Τα είπε όλα, ξεθύμανε, δεν έκρυψε τίποτα, καλό ή κακό. Δεν έκρυψε τις πίκρες, τις προσβολές και τα λάθη. Μόνο που δεν κατηγόρησε τα παιδιά της για τίποτα, δεν τους έ-ριξε καμιά ευθύνη για την τόσο σκληρή και άτεγκτη συ-μπεριφορά τους σ' αυτή και τον Γιαννιό. Ακόμα και αυτό τον αχάίρευτο τον Λουκά τον δικαιολόγησε στα μάτια της εγ-γονής της. Δεν έδειξε την απελπισία της που την ξέγραψαν όλοι από τη ζωή τους.

Έλεγε λόγια καυτά, με καημό, με δάκρυα. Δεκαεφτά κα-λοκαίρια και χειμώνες κόπων και νοσταλγίας και αναμονής.

Αναμνήσεις πύρινες που αλάφρωσαν την ψυχή της καθώς έβγαιναν από την καρδιά και το κορμί και γίνονταν κρυ-στάλλινες στάλες, δάκρυα μετάνοιας στα μάτια της Λουκίας για φταιξίματα που εκείνη δεν είχε.

Άκουγε η κοπελίτσα και έκρινε και κατέκρινε μόνη της. Και η Ειρήνη μαλάκωνε τις αυστηρές κρίσεις της νέας για τους δικούς της και τους δικαιολογούσε.

- Άλλα τα χρόνια εκείνα στη Μακεδονία, Λουκία μου.

Page 341: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Άλλες σκέψεις, αυστηρές, άλλα τα καθωσπρέπει από αυτά της Αμερικής. Άλλα τα μυαλά, παιδί μου. Μην είσαι κι εσύ τόσο αυστηρή και απόλυτη με τους γονείς σου. Μην τους. κρίνεις τόσο σκληρά όπως εκείνοι έκαναν μ' εμένα παλαιό-τερα. Τα νομίσματα, παιδί μου, έχουν δύο όψεις.

Αγκάλιασε η Ειρήνη τη Λουκία και έκλαψαν μαζί. - Σ' αγαπώ, γιαγιά, σ' αγαπώ, είπε το κορίτσι με αναφι-

λητά. - Κι εγώ σ αγαπώ, Ηλιαχτίδα μου, αλλά αγαπώ και τα

παιδιά μου, όπως και εκείνοι αγαπούν εσένα. Έλα, σκούπι-σε τα μάτια σου.

Η Λουκία ρούφηξε τη μύτη της και είπε: - Γιαγιά, σπουδαίος άντρας ο Γιαννιός, σπουδαίος! Δεν

απορώ που τον ερωτεύτηκες τρελά. Άραγε θα αγαπήσω κι εγώ τόσο πολύ;

- Α! γέλασε η Ειρήνη παίρνοντας καθαρό μαντίλι για τα μάτια της. Ό σ ο γι' αυτό, μην αμφιβάλλεις καθόλου. Και θα αγαπήσεις και θα αγαπηθείς και εύχομαι να ριζώσει εύκο-λα η αγάπη σου, να μην παιδευτείς όπως εγώ. Μόνο να ξέ-ρεις ότι και η πιο δύσκολη αγάπη είναι ευλογία Θεού. Είναι το δώρο της φύσης στον άνθρωπο. Όταν έρθει η ώρα θα το ζήσεις και εσύ και θα θυσιάσεις στο βωμό του έρωτα και χαρές και λύπες. Να 'χεις την ευχή μου και όλα να είναι λα-μπερά στη ζωή σου όπως λάμπει και η καθαρή σου ψυχή.

Δεν πρόλαβε να αποσώσει τα λόγια της και αυτά κόπη-καν από έναν ξαφνικό κεραυνό.

- Πότε θα έρθουν ο Γιαννιός και ο Γιωργής; ρώτησε πά-λι το κορίτσι τρομαγμένο από τα τζάμια που έτριζαν.

- Ε, τώρα μάλλον τους βλέπω να μαζευτούν το πρωί, το

Page 342: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

πιθανότερο είναι να μείνουν σήμερα το βράδυ στους ιθαγε-νείς. Καλά, συνέχισε γλυκά η Ειρήνη γελώντας, εσύ είσαι που τα 'βαλες με τους ναζί; Εσύ που τρέμεις την καταιγίδα; Ό σ ο κι αν φυσά, όσο κι αν βροντά, η θύελλα είναι λιγότερο επικίνδυνη από τον άνθρωπο. Η αγριότητα της ψυχής είναι πιο καταστροφική από κάθε τυφώνα. Τι είναι χειρότερο, οι κεραυνοί ή τα υπόγεια της Γκεστάπο;

- Έχεις δίκιο, γιαγιά, απάντησε σιγά η Λουκία, και πρό-σθεσε: Να κοιμηθώ μαζί σου;

- Και βέβαια να κοιμηθείς γιατί μου το χρωστάς. Δε σε πήρα αγκαλιά όταν ήσουν παιδάκι, έτσι τώρα κάλλιο αργά παρά ποτέ.

Μες στη νύχτα η Ειρήνη αφουγκραζόταν την αναπνοή της Λουκίας. Η θύελλα έξω κόπασε και η βροχή έγινε να-νούρισμα. Για τον Γιαννιό δε φοβόταν, ο σκληρόπετσος α-γαπημένος της είχε βραχεί πολλές φορές στη ζωή του.

Κοιτούσε την κοιμισμένη κοπέλα και ευχαρίστησε το Θεό που της την έφερε.

Από τα χείλη της βγήκε σιγά σιγά ένα νανούρισμα, αυτό που δε χάρηκε παλαιότερα.

...Κοιμήσου, αγγελούδι μου, Μωρό μου, νάνι νάνι, Να μεγαλώσεις γρήγορα, Σαν τ' αψηλό πλατάνι...

Πλατάνι αψηλό ήταν ο Γιωργής και λεπτόκορμη λεύκα η Λουκία.

«Αχ, Θεέ μου! Ας μου κάνουν δισέγγονα», ονειρεύτηκε

Page 343: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

και αποκοιμήθηκε με τα δάχτυλα της ν' αγγίζουν απαλά τα

μαλλιά της Ηλιαχτίδας.

Πρωί πρωί με το ξημέρωμα γύρισαν στο σπίτι ο Γιωργής με τον πατέρα του.

Μπήκε ο Γιαννιός βρεγμένος και λασπωμένος στο δωμά-τιο τους για να πάρει στεγνά ρούχα μετά από ταλαιπωρία και ολονύχτια μάχη με τα στοιχεία της φύσης. Τώρα ήταν ψόφιος. Περπατούσε με σιγανά βήματα για να μην ξυπνήσει την Ειρή-νη. Εκεί που πατούσε σαν το γάτο ανοίγοντας τα συρτάρια, το μάτι του έπεσε στο κρεβάτι και έμεινε ασάλευτος να κοιτάζει.

Ή τ α ν τόσο όμορφη η Ειρήνη με τη γαλήνη χαραγμένη στο κοιμισμένο της πρόσωπο και τα μαλλιά ξέπλεκα να γε-μίζουν το μαξιλάρι! Δίπλα της το όμορφο δροσερό κορίτσι ανέπνεε ρυθμικά σαν αγγελούδι.

«Θεέ μου! Τι όμορφη που είναι η ευτυχία!» σκέφτηκε ε-κείνος και χαμογελώντας, με τις πιτζάμες στα χέρια, βγήκε σιγά σιγά από το δωμάτιο.

Πήγε στον ξενώνα να πλυθεί και να κοιμηθεί. Πριν γυ-ρίσει πλευρό στο μαξιλάρι, μουρμούρισε γελώντας ευτυχι-σμένος, με ένα αίσθημα πληρότητας:

«Ορίστε, σε έδιωξαν από το κρεβάτι σου τώρα, βλέπεις, ήρθαν τα άγρια να διώξουν τα ήμερα...»

Οι επόμενες μέρες ήταν για τη Λουκία γεμάτες από εικόνες, αισθήματα, καινούριες παραστάσεις και καινούριες υπο-χρεώσεις.

Page 344: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Πριν καταλάβει καλά καλά τι της συνέβη, ως διά μαγεί-ας, δασκάλες και δάσκαλοι πηγαινοέρχονταν στη βίλα.

Ο Γιωργής ήταν ανένδοτος. Στον καινούριο κόσμο, σ' αυτό τον μεταπολεμικό που θα

ξημερώσει, όλα θα είναι βασισμένα στην ικανότητα του αν-θρώπου. Έτσι, η παραδοσιακή γυναίκα, η γυναίκα με τα παιδιά στο σπίτι θα αντικατασταθεί από την ικανή μητέρα, αυτήν που εργάζεται. Η Λουκία, αν δεν αποκτήσει γνώσεις, θα βρεθεί εκτός τόπου και χρόνου.

Ο Γιωργής είχε γυρίσει νωρίτερα από τα χωράφια και κο-ντοστάθηκε στο σαλόνι καθώς ανέβαινε στο δωμάτιο του. Στάθηκε για λίγο να ακούσει τη Λουκία που έκανε μάθημα πιάνου.

Η κοπέλα έπαιζε μια σονάτα του Σοπέν και ο Γιωργής χα-μογέλασε ευχαριστημένος. Καθώς στεκόταν στο διάδρομο, ήχησε το γάργαρο γέλιο της μόλις η δασκάλα την παίνεσε για την εμπνευσμένη εκτέλεση του κομματιού. Τα δάχτυλα της Λουκίας έτρεχαν στα πλήκτρα και ευχαριστημένη τρα-γούδησε με κέφι δυο στίχους που ήταν της μόδας και πα-λαιότερα, στην προπολεμική Αθήνα.

... Πίτσα, Πψελοηίτσα, Εσύ είσαι ηράγμα, ηαιδί μου, γερό. Αχ, όποιος νιώσει

. Του φιλιού σου λίγη γλύκα, Θα τη θυμάται, παιδί μου, για καιρό...

Page 345: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Ο Γιωργής πλησίασε το πιάνο, στάθηκε δίπλα της και ε-νώνοντας τη φωνή του με τη δική της, μαζί γελώντας, τελείω-σαν το ρεφρέν.

Η καθηγήτρια τους κοίταζε μαγεμένη. «Τι ωραίο ζευγά-ρι!» σκέφτηκε καθώς μάζευε τις νότες.

- Αΰριο, αγαπητή μου, την ίδια ώρα, έτσι; - Ό χ ι , όχι, μεθαύριο, σενιόρα, αΰριο δεν μπορώ, έχω μά-

θημα ισπανικών με τη σενιορίτα Ντολόρες, είπε το κορίτσι και ήταν λίγο αρπαγμένη, γιατί η φλογερή Ντολόρες τριγύ-ριζε τον Γιωργή και αυτό την ενοχλούσε τη Λουκία, την ενο-χλούσε πολΰ.

Η αλήθεια είναι ότι εκείνος σύστησε την Ντολόρες στην Λουκία. Εκείνη όμως, ζηλιάρικα, έπλαθε σενάρια με το μυα-λουδάκι της.

- Σαν να μου φαίνεται ότι δε σου αρέσουν τα ισπανικά, της είπε ο Γιωργής.

Η Λουκία έκλεισε το πιάνο και με χάρη σηκώθηκε από το σκαμπό.

- Κάνεις λάθος, κάθε άλλο, τα ισπανικά είναι υπέροχη γλώσσα. Η καθηγήτρια, η Ντολόρες δε μου αρέσει, αντίθε-τα με σένα, βέβαια.

Πέταξε την μπηχτή της ανοιχτά στον Γιώργο, χωρίς τερ-τίπια.

- Και γιατί, παρακαλώ, δε σου αρέσει; τη ρώτησε εκεί-νος απορημένος και τυφλός στα αισθήματα των άλλων, όπως οι περισσότεροι άντρες.

- Δ ε μου αρέσει, δε μου αρέσει, «γιατί σου κολλάει και σ τα ρίχνει» σκέφτηκε η Λουκία, αλλά δεν το ξεστόμισε. Για-τί απλά δε μου αρέσει, επανέλαβε με πείσμα.

Page 346: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

- Α, μικρή, αυτή, βέβαια, είναι ολοκληρωμένη και δια-φωτιστική απάντηση, παρατήρησε εκείνος γελώντας και συ-νέχισε: Τι λες; Το απόγευμα είναι πολΰ γλυκό, είσαι για μια βόλτα με το άλογο, να δω τι προόδους έχεις κάνει;

Απάντησε η Λουκία όλο έξαψη και βιαστικά: - Ναι, ναι! Μπήκαν στους στάβλους και ο Γιωργής διάλεξε μια ό-

μορφη καφετιά φοραδίτσα με τρυφερό μουσοΰδι και καλο-χτενισμένη τη γυαλιστερή ουρά της.

- Αυτή, Λουκία είναι η Κανέλα. Έλα να γνωριστείτε, έ-χει πολΰ καλό και ήρεμο χαρακτήρα, όταν δεν την πιάνουν τα πείσματά της.

Χάιδεψε τη ράχη της Κανέλας και εκείνη χλιμίντρισε ευ-τυχισμένη.

- Αυτή, Κανέλα, είναι η κυρά σου, είπε ο Γιωργής με τη βαθιά φωνή του. Θα πηγαίνετε μαζί βόλτα στο κτήμα.

Η Λουκία ξεθάρρεψε και αγκάλιασε τρυφερά το κεφάλι του αλόγου.

- Τι όμορφο ζώο! φώναξε ενθουσιασμένη και έβγαλε α-πό την τσέπη της ένα κυβάκι ζάχαρη. Η Κανέλα, λαίμαργη, πήρε με τη γλώσσα της τη ζάχαρη από την παλάμη της Λου-κίας και ευχαριστημένη έτριψε τη μουσοΰδα της στο μπρά-τσο της κοπέλας.

- Ωραία, είπε ο Γιωργής. Τώρα που γίνατε φίλες, έλα, μικρή, να σε βοηθήσω να καβαλικέψεις το ζωντανό.

Με έμφυτη χάρη αμαζόνας, το κορίτσι ανέβηκε στη ρά-χη του αλόγου. Ο Γιωργής την έπιασε από τη μέση για να τη βοηθήσει και η Λουκία ένιωσε τα χέρια του να την καίνε στα πλευρά. Ένα πορφυρό χρώμα έβαψε το λαιμό και τα μά-

Page 347: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

γουλά της και για να κρύψει την αμηχανία της έσκυψε στο άλσγο και του ψιθύρισε στ' αφτί. Η Κανέλα τόσο ευχαρι-στήθηκε από τα χάδια που της έκανε, ώστε αφοσιώθηκε πια ολοκληρωτικά στην κοπέλα.

Χαρούμενη, κουνώντας την ουρά της, περίμενε να ξεκι-νήσουν τη βόλτα τους και να τρέξουν ελεύθερα στα κτήμα-τα.

Το μάθημα ιππασίας κράτησε μισή ώρα περίπου και ο Γιωργής ήταν υπομονετικός και υποδειγματικός δάσκαλος. Πότε συγκρατούσε το ζώο και το υποχρέωνε σε μικρά βή-ματα και πότε το άφηνε ελεύθερο να καλπάζει.

Ο ουρανός είχε πάρει το κόκκινο της δύσης. Είχαν απο-μακρυνθεί αρκετά και έφτασαν στο ποτάμι. Εκεί ξεπέζεψαν και, αφήνοντας τα άλογα να ξεκουραστούν, κάθισαν δίπλα δίπλα κάτω από τις λεύκες. Σιωπηλοί κοίταζαν τα βατράχια που πηδούσαν στο νερό και τα ζουζούνια που πλανάριζαν α-νάμεσα στα καλάμια.

- Ήσυχο που είναι το ποτάμι! έκανε η Λουκία αναστε-νάζοντας.

- Ε, όχι και ποτάμι, αυτό είναι ρυάκι, ρέμα ποτιστικό, πού να δεις τον Αμαζόνιο! Αυτό είναι ποτάμι, ποτάμι βασι-λιάς! Διασχίζει τη γειτονική μας Βραζιλία και η ζούγκλα τρι-γύρω του σε πολλά σημεία είναι αδιαπέραστη.

Η Λουκία τον άκουγε αχόρταγα και τα μάτια της έλα-μπαν.

- Θα με πας; Θα με πας, Γιωργή; - Ε, δεν είναι αυτά μέρη για μια Αθηναία, μικρή μου.

Έχει φίδια, κροκόδειλους, αγριάδες. Θα φοβηθείς, θα τρο-μάξεις και δε θ' αντέξεις. Δεν είναι για σένα.

Page 348: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

- Αν είσαι μαζί μου, δε θα με νοιάζει, είπε η Λουκία και τα μάτια της αιχμαλώτισαν το δικό του βλέμμα. Αν, αν εί-σαι μαζί μου, ψιθύρισε πάλι, καθόλου δε θα φοβάμαι...

Ο Γιωργής καθόταν δίπλα της, κολλητά σχεδόν, κάτω, σιη ρίζα της λεύκας. Κοιτάζονταν μαγνητισμένοι, με τα χείλι) τους να απέχουν λίγα εκατοστά. Η αναπνοή της χάιδευε το πρόσωπο του. Μια φλέβα χτυπούσε σαν τρελή στον κρότα-φο του, στην προσπάθεια που έκανε να συγκρατηθεί και να μην τη σφίξει πάνω του.

Αυθόρμητα και ορμητικά, κατακλυσμένη από πάθος, η Λουκία πήρε την πρωτοβουλία και κόλλησε το στόμα της στο δικό του. Την έσφιξε πάνω του δυνατά και για ένα κλά-σμα του δευτερολέπτου ρούφηξε τα χείλη της τρέμοντας. Η γλώσσα του έπαιξε με τη δική της, ύστερα την έσπρωξε α-ποφασιστικά μακριά του.

- Αυτά, μωρό μου, της είπε βραχνά, δεν είναι κολπάκια που μπορείς να τα βγάλεις πέρα. Εσύ, βέβαια, είσαι μικρή και παίζεις αψήφιστα, εγώ όμως, που είμαι τόσο μεγαλύτε-ρος σου, δεν μπορώ όταν ανάψω να φρενάρω τόσο εύκολα.

- Και γιατί να φρενάρεις; ρώτησε η Λουκία παριστάνο-ντας τη μοιραία γυναίκα, με ολοφάνερη όμως παιδιάστικη άγνοια.

Ο Γιωργής κοίταξε ψηλά τον ουρανό. - Δώσε μου υπομονή, Ύψιστε, ψιθύρισε χαμογελίόντας

και πνίγοντας ένα βογκητό την έριξε πάνω στο παχύ χορτάρι. Φιλούσε αχόρταγα το λαιμό, τα χείλη, την αρχή του στή-θους της κοπέλας, μέχρι που εκείνη κατακόκκινη έκρυψε το πρόσωπο της στο στέρνο του. Ο Γιώργος πήρε μια βαθιά αναπνοή και σιγά σιγά συνήλθε από το ερωτικό παραλή-

Page 349: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

ρήμα στο οποίο είχε βυθιστεί πριν από λίγο και βρίσκοντας το κέφι του της μουρμούρισε φιλώντας την ξανά:

- Θα το ξανακάνεις; Και τη γαργαλούσε. Η μικρή, σκασμένη στα γέλια, επαναλάμβανε: - Ναι, ναι, θα το ξανακάνω, θα το ξανακάνω! και παίρ-

νοντας το πρόσωπο του στα χέρια της, τον φίλησε γλυκά γλυκά με τσαχπινιά. Ο Γιώργος τη γαργάλησε μέχρι που ε-κείνη ξέπνοη φώναξε:

- Μη, μη, φτάνει, φτάνει, ήμαρτον! - Θα το ξανακάνεις; τη ρώτησε ενώ την έσφιγγε πάνω

του. - Όχ ι , όχι, γελούσε η Λουκία και μόλις εκείνος χαλάρω-

σε το αγκάλιασμά του συνέχισε τα φιλιά της μουρμουρίζο-ντας: Θα το ξανακάνω, θα το ξανακάνω!

Και πάλι την άρπαξε στα χέρια του, μέχρι που σοβάρε-ψαν και οι δυο τους και τα γέλια έγιναν αναστεναγμοί και πάθος.

- Λουκία, της είπε μετά από λίγο ο Γιώργος κρατώντας τρυφερά τους ώμους της ενώ τη βοηθούσε να καβαλικέψει την Κανέλα. Δε θέλω να σε πειράξω, μη με προκαλείς λοι-πόν, μωρό μου. Αν ο πατέρας μου και η Ρένα μας έπιαναν, θα μου έκοβαν σύρριζα τα πόδια. Δε θέλω να ξανασυμβεί αυ-τό.

- Γιατί θα πειραχτεί η γιαγιά; Ή , γιατί δε με θέλεις; ρώ-τησε παραπονεμένη εκείνη.

- Γιατί δεν πρέπει, γλυκιά μου, αναστέναξε ο Γιωργής. Εί-σαι μικρούλα και πρέπει να μεγαλώσεις και να ξέρεις τι θέ-λεις. Εσύ τώρα επηρεάστηκες από τα καινούρια και νομίζεις ότι ο έρωτας είναι παιχνίδι.

Page 350: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

- Δεν ξέρω αν είναι παιχνίδι, Γιώργο, ξέρω όμως ότι ο έ-ρωτας μαζί σου είναι μαγευτικός.

- Και νομίζεις, κοριτσάκι, ότι αυτό είναι έρωτας; Αυτό, βρε μωρό, είναι μόνο φτερούγισμα. Άσε να μεγαλώσεις πρώτα...

- Ναι, και μέχρι να μεγαλώσω εσένα θα σε έχει δικό της η κάθε Ντολόρες;

Ο Γιώργος γέλασε σπιρουνίζοντας το άλογό του και άρ-χισε να καλπάζει με την ελπίδα να ημερέψει τους χτΰπους της καρδιάς. Τους χτΰπους που η Ηλιαχτίδα είχε αλλάξει τους ρυθμοΰς τους.,.

...Το πρώτο ψλί Το δειλό, το μαγεμένο Ακόμα μιλεί Στην καρδούλα μου κρυμμένο.

Από τα πρώτα κιόλας φιλιά που αντάλλαξαν η Ηλιαχτίδα με τον Γιωργή εκείνος ένιωσε ότι αυτή η κοπέλα ήταν μοιραίο να γίνει η γυναίκα της ζωής του.

Έκανε το αίμα του να σφυροκοπά στις φλέβες και του α-νέβαζε την αδρεναλίνη στα ΰψη. Είχαν όμως διαφορά στην ηλικία δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια. Συχνά η Λουκία φερό-ταν παιδιάστικα, γι' αυτό και εκείνος ήθελε να της δώσει το χρόνο που χρειαζόταν για να ωριμάσει... Μετά από τις έ-ντονες στιγμές πάθους που μοιράστηκαν κάτω από τις λεΰ-κες, ο Γιωργής φρόντιζε να μένει κάπως μακριά της. Ήταν πολΰ εΰκολο γι' αυτόν να την πιέσει και να την επηρεάσει γιατί εκείνη κυριολεκτικά κρεμόταν από τα χείλη του.

Page 351: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Η Λουκία, από την πλευρά της, ένιωθε ότι εκείνος απο-μακρυνόταν και πληγωνόταν πολύ, αλλά και πείσμωνε. Η Ει-ρήνη τα έβλεπε αυτά, όμως δεν ανακατευόταν καθόλου. «Κα-λύτερα να τα βρουν μόνοι τους. Στους δύο τρίτος δε χωρεί». Έτσι, με το δυνατό της ταμπεραμέντο η Λουκία, ζήλευε και τον αέρα.

Ή τ α ν βραδάκι, πριν από λίγη ώρα η Ειρήνη με τον Γιαννιό είχαν φύγει με το μεγάλο τζιπ και πήγαν στο γειτονικό κτή-μα του δον Ραμόν, ο οποίος τους είχε προσκαλέσει να δει-πνήσουν μαζί. Και τη Λουκία είχε προσκαλέσει, αλλά εκεί-νη βρήκε δικαιολογία κάποια αδιαθεσία για να αποφύγει την πρόσκληση.

Ο Ραμόν την τριγύριζε και της έδειχνε έναν απροκάλυ-πτο θαυμασμό όποτε τύχαινε να συναντηθούν.

Την είχε γνωρίσει στο πάρτι που έδωσε η γιαγιά της λίγες μέρες μετά το ερχομό της στην Αργεντινή. Μάλιστα, για να της γίνει αρεστός, όταν η Λουκία με τον Γιωργή κανόνισαν να στείλουν, μέσω του Ερυθρού Σταυρού, βοήθεια στην κατεχό-μενη Ελλάδα, ο Ραμόν τους βοήθησε. Διέθεσε ένα μεγάλο χρηματικό ποσό σε πέσος και δολάρια γι' αυτό το σκοπό.

Ή τ α ν ο πλουσιότερος από τους γειτονικούς γαιοκτήμο-νες και ένας πολύ ωραίος και γοητευτικός άντρας. Θείος του ήταν ο Καστίγιο, ο τότε πρόεδρος της Αργεντινής. Η Λου-κία όμως έδειχνε ενοχλημένη από τη φροντίδα και το εν-διαφέρον του. Ή τ α ν τόσο επηρεασμένη και ερωτευμένη με τον Γιωργή, ώστε τα γλυκοκοιτάγματα του Ραμόν την ε-κνεύριζαν.

Page 352: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Ο αριστοκρατικός τους γείτονας μόλις είχε πατήσει τα σαράντα και μετά το θάνατο του πατέρα του είχε κληρονο-μήσει ατελείωτες εκτάσεις στο Κοριέντες. Διέθετε και κτίρια γραφείων στο Μπουένος Άιρες και ένα τεράστιο διαμέρι-σμα στην καλύτερη περιοχή της αργεντινής πρωτεύουσας. Είχε, επίσης, στην κατοχή του ένα ελικόπτερο και δυο αε-ροπλάνα. Η Λουκία, όμως, δεν ενδιαφερόταν γι' αυτά, δεν πάει να 'χε και το φεγγάρι, είχε δοσμένη την καρδιά της και δεν καταλάβαινε τίποτα...

Ο Γιωργής με τον Ραμόν δεν έτρεφαν και μεγάλη συ-μπάθεια ο ένας για τον άλλο. Αυτό δεν προερχόταν μόνο α-πό τη σιωπηλή αντιζηλία και των δυο για την Ηλιαχτίδα, αλλά διέφεραν πολύ και οι πολιτικές τους απόψεις.

Γνήσιος γιος του Γιαννιού ο Γιωργής, είχε φιλελεύθερες και φιλεργατικές ιδέες. Αντίθετα, ο Ραμόν ήταν προσκείμε-νος στους στρατιωτικούς, με απόψεις υπέρ της δικτατορίας.

Έτσι, μόνο από σεβασμό στην επιθυμία της Ειρήνης, που ήθελε να έχει καλή σχέση με όλους τους γείτονες, οι δύο ά-ντρες δεν έρχονταν σε φανερή ρήξη.

Ο Γιαννιός, με σιδερένιο χέρι, κρατούσε τις ισορροπίες, όμως με τον ερχομό της Λουκίας, της μικρής Ηλιαχτίδας, τα πράγματα χειροτέρεψαν μεταξύ τους, τα νερά αναταρά-χτηκαν και με το ζόρι αποφεύγονταν οι διαπληκτισμοί.

Η Λουκία περίμενε τον Γιωργή να γυρίσει. Ήταν ευκαιρία να τον βρει μόνο του, μια και η Ειρήνη με τον Γιαννιό έλειπαν.

Του την είχε στήσει, λοιπόν, κοντά στο φράχτη του κήιιοιι, εκεί όπου τελείωναν τα περιβόλια της βίλας και άρχιζαν ι α

Page 353: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

λιβάδια με τα ζώα. Είχε πειραχτεί ο εγωισμός της και ήθελε να του ξεκαθαρίσει ότι δε χρειαζόταν να την αποφεύγει για-τί δεν είχε σκοπό να τον ενοχλήσει ποτέ πια... Σκέψεις και λό-για επιπόλαια, λόγια που ξεκινούσαν από θυμό και πείσμα.

Είχε ακουμπήσει, λοιπόν, την πλάτη της στον ξύλινο φρά-χτη και αφουγκραζόταν, περίμενε να ακούσει τον ήχο του τζιπ ή του αλόγου του. Τριγύρω, στα λιβάδια, έβοσκαν ήρεμα οι αγελάδες και μέσα σε μια περίφραξη οι ταύροι.

Ό λ α τα πουλιά είχαν μαζευτεί για να κουρνιάσουν πάνω στα λίγα δέντρα που διέκοπταν τη μονοτονία των λιβαδιών και πέρα μακριά γυάλιζαν οι ανθοί στα καπνοχώραφα.

Ο ουρανός ήταν κόκκινος, ροδής και βιολετής. Ακόμα και τα σύννεφα έπαιρναν χρώμα από τη δύση. Ξαφνικά, τη σιγαλιά διέκοψε το μουγκρητό μιας μηχανής, ήταν το αυ-τοκίνητο του Γιωργή.

Η γαλήνη της φύσης γύρω είχε ποτίσει με γλύκα τη Λου-κία και η μαχητική της διάθεση πήγε περίπατο. Στάθηκε στη μέση του δρόμου, έτσι που εκείνος έπρεπε να φρενάρει το αυτοκίνητο για να μην την πατήσει.

Ή τ α ν τόσο γλυκιά εκεί, καταμεσής στη σκόνη που σαν σύννεφο σήκωσαν τα λάστιχα του τζιπ! Έμοιαζε με παιδά-κι χαμένο. Το βλέμμα της ήταν γλυκά ευάλωτο, ερωτευμέ-νο και τα χείλη της έτρεμαν από ταραχή. Ο Γιωργής ένιω-σε την καρδιά του να κλοτσάει και τα χέρια του να ιδρώνουν. Ήθελε να πεταχτεί από το αμάξι και να την πάρει στην α-γκαλιά του, να τη λιώσει στα μπράτσα του, αλλά αντί γι' αυ-τό της είπε αυστηρά:

- Τι κάνεις εδώ ολομόναχη; Έτσι που πετάχτηκες από το σκοτάδι παραλίγο να μη σε δω, θα σε είχα χτυπήσει, το ξέρεις;

Page 354: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

- Σε περίμενα, του απάντησε απλά και έτρεμε το σαγόνι της. Ήθελα να σου μιλήσω.

- Ε, και; Αυτό δεν μπορούσε να γίνει στο σπίτι; - Όχ ι , αναστέναξε η κοπέλα. Εκεί είναι ο Γκονζάλες, η

μαγείρισσα, μας ακούνε... - Άντε πια, άντε, πες μου τι θέλεις, της είπε απότομα ο

Γιώργος, γιατί όσο την κοιτούσε, τόσο περισσότερο ένιωθε να τον τραβά και να τον σέρνει κοντά της.

Τα μάτια της Λουκίας βούρκωσαν. Με σπασμένη φωνή από τα δάκρυα που τόση ώρα συγκρατοΰσε μέσα της ψιθύ-ρισε:

- Δε... δεν έχεις λόγο να με αποφεύγεις, ούτε πρόκειται να σε φάω ούτε να σε ενοχλήσω ποτέ πια... Φέρθηκα σαν α-νόητη που σου έδειξα έτσι φανερά τα αισθήματά μου, από μένα είσαι απολύτως ελεύθερος...

Μ' αυτά τα λόγια, έτρεξε προς τα λιβάδια για να κρύψει τα δάκρυα που πλημμύρισαν τα μάτια της και τα αναφιλη-τά που τράνταζαν το στήθος.

Ό π ω ς έτρεχε, μέσα στην ταραχή της δεν πρόσεξε και προσπερνώντας το φράχτη μπήκε στην περιφραγμένη πε-ριοχή των ταύρων. Το μπλουζάκι της ήταν ρόδινο, χρώμα που ερεθίζει αυτά τα ζώα.

Ο Γιωργής, ακουμπισμένος στο καπό του αυτοκινήτου και συγκρατώντας με κόπο τα δικά του αισθήματα, μόλις είδε πού βρισκόταν η Λουκία μες στην παραζάλη της, ιιά-νιασε από την αγωνία του.

- Πανάθεμά σε! έβρισε, και, άσπρος σαν το χαρτί, έτρε-ξε πίσω της.

Τώρα ήταν πολύ κοντά της, δίπλα στο (ρράχτη, όταν ΐ'ί-

Page 355: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

δε το μεγαλύτερο ταΰρο, αυτόν που εκτρέφανε για τις ταυ-ρομαχίες, να κλοτσάει το χώμα απειλητικά.

- Μην κουνήσεις, Λουκία, της είπε ήρεμα. Μη σαλέψεις καθόλου.

Η κοπέλα, με τα δάκρυα να έχουν στεγνώσει πάνω στα μάγουλα, στεκόταν ακίνητη και παραλυμένη από το φόβο της. Ο Γιωργής σιγά σιγά πλησίασε από πίσω και όταν ήταν πια μια αναπνοή απόσταση απ' αυτήν, της ψιθύρισε σιγα-νά:

- Τώρα, Λουκία, τώρα πήδα το φράχτη, τώρα. Είμαι δί-πλα σου, θα σε πιάσω, τώρα! της φώναξε τη στιγμή που το τεράστιο ζώο αφρίζοντας, με τα κέρατα κατεβασμένα, ορ-μούσε πάνω στα κόκκινα που φορούσε η κοπέλα.

Η Λουκία δεν κατάλαβε πώς πήδηξε, ένιωσε όμως ένα δυ-νατό πόνο στον αστράγαλο και είδε γύρω της μπλε αστρα-πές. Ένα λεπτό αν αργούσε, τα κέρατα του ταύρου θα είχαν τρυπήσει τα τρυφερά κοριτσίστικα στήθη της.

Ο Γιωργής τη σήκωσε στην αγκαλιά του και την ξάπλω-σε στο κάθισμα του αυτοκινήτου. Τον κοιτούσε βουβή, αμί-λητη. Την είχε ταράξει ο τρόμος που είδε στα μάτια του.

- Με συγχωρείς, ψέλλισε, με συγχωρείς, ήμουν άμυαλη και... Αχ! Πονάει, πονάει πολύ το πόδι μου, βόγκηξε και πρόσθεσε τραυλίζοντας: Άραγε το έσπασα;

- Όχ ι , Λουκία, απάντησε αναστενάζοντας εκείνος, Όχ ι , δεν το έσπασες, το στραμπούληξες μόνο. Ό σ ο για άμυαλη; Δε θα σε έλεγα απλά άμυαλη, αλλά παρορμητική και θεό-μουρλη. Ό μ ω ς δεν είναι τώρα η στιγμή για να ακούσεις τα σχολιανά σου. Εσύ με πέθανες, κοπέλα μου, με έστειλες κυ-ριολεκτικά στον άλλο κόσμο...

Page 356: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Λίγο αργότερα, που έφτασαν στο σπίτι, πάλι στην αγκα-λιά του την ανέβασε στο δωμάτιο της. Τη βοήθησε να ξα-πλώσει και, παίρνοντας επίδεσμο και πάγο από την κουζί-να, της έδωσε τις πρώτες βοήθειες.

Η Λουκία ένιωθε τόσο γλυκά και όμορφα με εκείνον να την περιποιείται, ώστε άρχισε να ευγνωμονεί τον ταΰρο που την απειλούσε νωρίτερα.

Ένα χτύπημα στην πόρτα την έβγαλε από την ευδαιμο-νία της στιγμής. Ή τ α ν ο Γκονζάλες,

- Σενιόρ, συνέβη τίποτα στη σενιορίτα Λουτσία; - Όχ ι , όχι, μην ανησυχείς, Γκονζάλες, ένα μικρό ατύχη-

μα, πήγαινε να ξαπλώσεις, θα φροντίσω εγώ τη σενιορίτα. - Μπουένας νότσες, είπε ο άνθρωπος και έκλεισε την

πόρτα. Ο Γιωργής έδεσε σφιχτά τον αστράγαλο της Λουκίας και

κάθισε κοντά της στο κρεβάτι ακουμπώντας στον αγκώνα του.

- Με τρόμαξες πολΰ, της είπε ήσυχα κοιτάζοντάς την. Η προηγοΰμενη ταραχή που πέρασαν και η θαλπωρή

του δωματίου τον είχαν γλυκάνει. Δεν μποροΰσε να πάρει τα μάτια του από πάνω της. Το υγρό βλέμμα της Λουκίας, κα-θάριο και ευάλωτο, που τον κοιτοΰσε με πάθος, τον είχε δια-λΰσει. Ό λ α τον τραβοΰσαν σ αυτήν. Ο έρωτας που η κοπέ-λα δεν έκρυβε, τα μισάνοιχτα χείλη, η θέρμη της του φώ-ναζαν «σ' αγαπώ»...

Πνίγοντας έναν αναστεναγμό, την πήρε στα χέρια του. Ή τ α ν αναστατωμένη κάτω από τα μπράτσα του, με τα μαλ-λιά πάνω στο προσκεφάλι να στεφανώνουν το γλυκό της πρόσωπο. Του δινόταν χωρίς προσχήματα, με γνήσιο πόθο.

Page 357: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

- Πώς με κάνεις έτσι, πανάθεμά σε; Δεν μπορώ να σου α-ντισταθώ, είπε εκείνος. Ή ρ θ ε ς και μου αναποδογύρισες τη ζωή. Τ η φιλούσε ξετρελαμένος από επιθυμία, παραδομένος.

Η Λουκία νόμιζε ότι θα σβήσει από γλΰκα, ανταπέδιδε τα φιλιά και τα χάδια του και ξεπέρασε όλους τους φραγμούς. Δεν μπορούσαν, και δεν ήθελαν, να αντισταθούν στην επι-θυμία. Η παλίρροια πίσω δε γυρνά και το ένα κΰμα ακο-λουθεί άλλο μεγαλύτερο. Βογκητά και αναστεναγμοί έγιναν ένα κουβάρι ανάκατο με τα στρωσίδια. Τα δάχτυλά της, που τόση ώρα έσφιγγαν τα κάγκελα του κρεβατιού, άνοιξαν, το χέρι έγειρε στο πλάι και η θύελλα έγινε σιγανό φύσημα.

Ξάπλωσε δίπλα της ιδρωμένος, θυμωμένος με τον εαυτό του και, αμίλητος, την έσφιξε πάνω του. Αυτό το κορίτσι τώ-ρα ήταν δικό του...

Την επόμενη μέρα, την ώρα του πρωινού, η Λουκία κατέ-βηκε στην τραπεζαρία κουτσαίνοντας. Είχε τα μάτια στε-φανωμένα με μαύρους κύκλους και νόμιζε ότι στο πρόσω-πο και το σώμα της φαινόταν αυτό που ήταν τώρα πια, «γυ-ναίκα». Φοβόταν το διεισδυτικό βλέμμα της Ειρήνης. Εκεί-νη όμως απέδωσε τα μάτια που γυάλιζαν και τα πρησμένα χείλη της Λουκίας στα κλάματα που έκανε όταν χτύπησε.

- Καλή μου, είπε η Ειρήνη και την αγκάλιασε. Μας είπε ο Γκονζάλες ότι είχες ένα ατύχημα. Το πρωί, πριν φύγει ο Γιωργής, μας εξήγησε για τον ταύρο που παραλίγο να σε χτυπήσει. Πρέπει να προσέχεις, Λουκία μου, όλα τα ζώα, ό-πως και ο άνθρωπος εξάλλου, κρύβουν ένα θηρίο μέσα τους.

- Εσείς περάσατε καλά; ρώτησε η κοπέλα τη γιαγιά της.

Page 358: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

- Ναι, καλά, καλά, απάντησε επιφυλακτικά εκείνη και, κοιτώντας τη της είπε παίρνοντας απόφαση να ξεκαθαρίσει τα πράγματα: Λουκία, είχαμε με τον Ραμόν, το γείτονά μας, μια συζήτηση που σε αφορά άμεσα.

- Δηλαδή; απόρησε η κοπέλα. - Δηλαδή, γλυκιά μου, ο Ραμόν ζήτησε το χέρι σου. Θέ-

λει να σε παντρευτεί το συντομότερο δυνατό και να σε κά-νει οικοδέσποινα στην καρδιά, στις εκτάσεις και σε όλα τα υπάρχοντά του.

- Μα, μα εγώ, γιαγιά, έχω μαθήματα. Έχω εξετάσεις να δώσω, δεν μπορώ τώρα. Με αυτά τα λόγια προσπάθησε η Λουκία να κερδίσει χρόνο.

- Σωστά, σωστά, αποκρίθηκε η Ειρήνη. Αυτό του είπαμε και μεις. Εκείνος όμως απάντησε ότι μπορείς να συνεχίσεις τα μαθήματά σου και στο δικό του σπίτι.

Η Ειρήνη είδε ότι η κοπέλα δυσφοροΰσε, ότι ένιωθε ε-γκλωβισμένη, γνώριζε, βέβαια, από γυναικεία διαίσθηση τον κρυφό καημό της εγγονής της.

- Τέλος πάντων, δε μας έβαλαν και το μαχαίρι στο λαι-μό. Θα ποΰμε στον Ραμόν ότι θα του δώσεις απάντηση σε λίγους μήνες γιατί ακόμα μόλις έφτασες και δεν έχεις καλά καλά προσαρμοστεί στην καινούρια χώρα. Ό τ ι έχει πόλεμο κάτω στην Ελλάδα και ότι, τέλος πάντων, θέλεις λίγο χρόνο για όλα αυτά που συνεπάγεται ένας γάμος.

Πέρασαν πάλι μέρες γεμάτες μαθήματα. Ο Γιωργής έλειπε σε ταξίδι. Βρισκόταν στη γειτονική Βραζιλία για δουλειές μαζί με τον πατέρα του.

Page 359: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Μόνες στο κτήμα, η Ειρήνη με τη Λουκία έκαναν μεγάλους περιπάτους κάθε απόγευμα και ενώνονταν όλο και περισσό-τερο. Ό σ ο γνωρίζονταν, τόσο αγαπιόντουσαν και ευχαρι-στιόταν η μια τη συντροφιά της άλλης. Η Λουκία αισθανόταν ότι η γιαγιά της θα την καταλάβαινε ακόμα κι αν η κοπέλα της έλεγε τα πιο παλαβά πράγματα. Αισθανόταν ότι η Ειρή-νη είχε μεγάλη κατανόηση. Σε αντίθεση με την Άννα, τη μη-τέρα της, που ήταν στενοκέφαλη και συντηρητική, η γιαγιά της τολμούσε και δε φορούσε παρωπίδες στη ζωή.

Είχε περάσει σχεδόν ένα μήνας από τη μέρα που ο Γιωρ-γής και η Λουκία ενδώσανε στον έρωτά τους. Η κοπέλα με ανησυχία μετρούσε τις μέρες του κΰκλου της γιατί έπρεπε να είχε αδιαθετήσει και αυτό ακόμα δεν είχε γίνει. Πήγαι-νε κάθε τόσο στο μπάνιο να κοιταχτεί, αλλά τίποτα... Όταν πέρασε ακόμα μια βδομάδα και ένα πρωί ένιωσε ναυτία, κατάλαβε ότι ήταν έγκυος.

Έσφιγγε τα μπράτσα γΰρω στο σώμα της για να αγκα-λιάσει το κουκούλι που έκρυβε μέσα το σπόρο του Γιωργή. Το αγαπούσε τόσο αυτό το μικρό φασολάκι που φύτρωνε μέσα στα σπλάχνα της! Ή τ α ν το αποτέλεσμα της αγάπης της με εκείνον, ένιωθε περήφανη, ένιωθε περίεργα, ανήσυχα, αλλά και γλυκαμένη, και ήθελε να τρέξει στην Ειρήνη να της τα πει όλα. Όμως συγκρατιόταν, πρώτα έπρεπε να το μά-θει ο Γιωργής.

Ούτε στιγμή δεν της πέρασε από το μυαλό ότι εκείνος μπορεί να αντιμετώπιζε αρνητικά την αναπάντεχη αυτή ε-γκυμοσύνη.

Ύστερα σκεφτόταν τους γονείς της, που δε θα μπορούσαν να είναι κοντά της από τη μακρινή σκλαβωμένη Ελλάδα.

Page 360: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Πώς να διασχίσουν ολόκληρο ωκεανό, ειδικά τώρα που και η Αμερική είχε μπει στον πόλεμο;

Ό λ η η υφήλιος ήταν συγκλονισμένη από τη δραματική σύγκρουση των Αμερικάνων με τους Γιαπωνέζους και το ο-λοκαύτωμα του Περλ Χάρμπορ. Η τρέλα του Χίτλερ είχε γίνει αρρώστια κολλητική και παγκόσμια.

Όμως, εκεί, σ' αυτή τη γωνιά της γης, στην πάμπα, η Λουκία βρήκε καταφύγιο για να κάτσει ήρεμα να κλωσήσει το αβγό της. Μες στο καταχείμωνο του πολέμου, στην Αργε-ντινή ξημέρωσαν οι «αλκυονίδες μέρες» για να γεννηθεί το μωρό της.

Μόνο που ένιωθε και η ίδια παιδί, ακόμα παιδί, αφού οι δάσκαλοι και τα μαθήματα συνεχίζονταν. Κάθε άλλο παρά μητέρα αισθανόταν...

Το ένστικτο τη φύλαγε από απερισκεψίες. Προφασίστη-κε πόνο στη μέση και δεν καβαλίκεψε ξανά την Κανέλα, τη φοραδίτσα της. Απέφευγε τις βόλτες στα κτήματα με το τζιπ γιατί φοβόταν τα τραντάγματα και παντού πήγαινε με τα πόδια προσέχοντας.

- Πολύ καιρό, γιαγιά, λείπουν ο Γιαννιός με τον Γιωργή. - Πολύ, παιδί μου, πολύ. Περιμένουν στη Βραζιλία να συ-

ναντηθούν με Αμερικανούς πελάτες τους. Όμως τώρα ο πό-λεμος έχει γενικευτεί, όλα δυσκόλεψαν και όλα έχουν μπερ-δευτεί. Τους πεθύμησα, Λουκία μου, πάρα πολύ, ευτυχώς που σε έχω κοντά μου. Βλέπεις, αυτοί οι δυο κάνουν πολλή φασαρία και σαματά, ιδίως όταν τσακώνονται, έτσι τώρα θαρρώ ότι το σπίτι άδειασε. Η Αργεντινή έχει κρατήσει ου-δέτερη στάση στον πόλεμο. Υποτίθεται ότι εδώ έχουμε η-συχία. Είναι όμως σαν ένα καζάνι που βράζει, Λουκία μου.

Page 361: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Περπατούσαν στο ροδώνα της Ειρήνης και εκείνη φο-ρούσε ειδικά γάντια για να μην αγκυλώνονται τα χέρια της καθώς έκοβε τα τριαντάφυλλα.

- Πολλά δεν κόβεις, γιαγιά; - Ναι, θέλω να γεμίσω τα βάζα στο σαλόνι και την τρα-

πεζαρία. - Γιατί, περιμένουμε κανέναν; - Ναι, Λουκία. Με ειδοποίησε ο Ραμόν ότι θα μας επι-

σκεφτεί. Έτσι, είπα να βάλουν ένα σερβίτσιο ακόμα στο τραπέζι γιατί θα μας κάνει συντροφιά στο δείπνο.

Αυτά είπε η Ειρήνη σε τόνο ελαφρύ και κρυφοκοίταξε τη Λουκία για να ψαρέψει την αντίδρασή της.

- Ε, τι θέλει τώρα και έρχεται βραδιάτικα; Εγώ, ξέρεις, γιαγιά, ότι νυστάζω νωρίς.

- Ναι, Λουκία μου, αλλά δεν μπορούσα να αποφύγω την πρόσκληση. Το ξέρεις ότι δεν τον έχεις ακόμα ευχαριστή-σει για τη βοήθεια που πρόσφερε με τον Ερυθρό Σταυρό; Τόσα λεφτά κατέθεσε ο άνθρωπος για τους πατριώτες μας στην Ελλάδα, δεν αξίζει να του προσφέρουμε δυο λόγια ευ-χαριστίας και ένα δείπνο;

- Έχεις δίκιο, γιαγιά, αναστέναξε η κοπέλα, έχεις δίκιο!

0 Ερυθρός Σταυρός είναι διεθνής οργάνωση που αρχικά επιδίωκε τψ περίθαλψη και τψ προστασία των τραυματιών και των ασθενών του πολέμου. Η ανθρωπιστική δράση του όμως επεκτάθηκε και σε γενι-κότερες συμφορές, σεισμούς, λιμούς και φυσικές καταστροφές. Το έμβλημά τον είναι ένας απλός ερυθρός στανρός επάνω σε λενκή επι-φάνεια.

Page 362: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Αποτελεί ζωντανό μνημείο του οράματος και των προσπαθειών ιον Ζαν Ανρί Ντινάν (1828-1910), τραπεζίτη Ελβετού, που έθεσε ιη ζωή του στην υπηρεσία αυτού του σκοπού.

Η οργάνωση αυτή λειτουργεί σε ολόκλψο τον κόσμο, τόσο σε ε-θνικά πλαίσια όσο και στα πλαίσια της διεθνούς επιτροπής.

Από τον Β 'Παγκόσμιο Πόλεμο, ορισμένες ευρωπαϊκές και ασια-τικές εθνικές οργανώσεις του έχουν να επιδείξουν αξιόλογη δραστη-ριότητα στην περίθαλψη των προσφύγων και την ανεύρεση των αγνο-ουμένων.

Έξοχο παράδειγμα φιλαλληλίας, ήταν η Φλόρενς Ναϊτινγκέιλ, η οποία μέσα από την οργάνωση αυτή πρόσφερε τις υπηρεσίες της.

Ο Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός ιδρύθηκε το 1877, υπό την αιγί-δα της βασίλισσας Όλγας, και αναγνωρίστηκε από τις 10 Ιουνίου του 1877 διά διατάγματος. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, μεγάλη ή-ταν η βοήθεια που δόθηκε στον ταλαιπωρημένο λαό, καθώς δύο χι-λιάδες εθελόντριες εργάζονταν για τη διανομή τροφίμων, ενώ κινητά ιατρικά συνεργεία περιόδευαν στην επαρχία.

Σήμερα υπό την αιγίδα του οργανισμού λειτουργούν το ομώνυμο νοσοκομείο «Ερυθρός Σταυρός» και το «Ερρίκος Ντινάν», ο Σταθμός Πρώτων Βοηθειών, Κέντρο Αιμοδοσίας και Γραφείο Αναζητήσεων.

Αυτό ασχολείται με εξαφανισμένα άτομα, όπως και με την ανα-ζήτηση βρεφών που είχαν αφεθεί έκθετα. Για το σκοπό αυτό ο οργα-νισμός αυτός συνεργάζεται με το Διεθνή Ερυθρό Σταυρό και με τα κα-τά τόπους ελληνικά προξενεία.

Page 363: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

ΜΕΡΟΣ ΕΒΔΟΜΟ

Page 364: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση
Page 365: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Ο ΡΑΜΟΝ ΕΦΤΑΣΕ στη χασιέντα ακριβώς στην ώρα του. Ήταν γελαστός και πολΰ ευγενικός στους τρόπους. Φίλησε το χέ-ρι της Ειρήνης και πρόσφερε ένα κόκκινο τριαντάφυλλο στη Λουκία κοιτώντας τη στα μάτια.

- Σενιορίτα, της είπε, μοιάζετε πάρα πολΰ στη δόνα Ιρέ-νε. Θα είναι ευτυχής ο άντρας που θα σας παντρευτεί, για-τί βλέποντας τη γιαγιά σας θα έχει την εγγΰηση ότι μέχρι την ωριμότητα θα είστε όμορφη και δροσερή όπως εκείνη. Λέ-γοντας αυτά, ανέβηκε τα σκαλιά της εισόδου, αλλά πριν μπει στη βίλα, σταμάτησε και γυρίζοντας είπε στο σοφέρ του: ΓΙέδρο, φέρε στη δόνα Ιρένε το δώρο της.

Σε λίγο, έκπληκτες οι δυο γυναίκες, είδαν τον Πέδρο να κουβαλά ένα περίτεχνο σκαλιστό κλουβάκι που είχε μέσα ένα παπαγαλάκι λευκό.

- Ένα δωράκι για τη συλλογή σας, δόνα Ιρένε. Μ' αυτά τα λόγια χτΰπησε παλαμάκια και ο παπαγάλος άρχισε να στέλνει φιλάκια και να κραυγάζει: «Φιλάκια, φιλάκια, φι-λάκια!» Η Ειρήνη και η Λουκία, απορημένες, ξέσπασαν στα γέλια.

- Α, Ραμόν, είσαι ευρηματικός! του'είπε χαμογελαστά η Ειρήνη και τον πήρε αγκαζέ προχωρώντας προς τη μεγάλη βεράντα, όπου είχαν στρώσει το τραπέζι για το φαγητό.

Σε όλη τη διάρκεια του δείπνου οι συζητήσεις ήταν γενι-κές. Μίλησαν για τη σπορά, για τις καλλιέργειες, για την

Page 366: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

καινούρια φοράδα της Ειρήνης και για τις τελευταίες πα-ραστάσεις που ανέβηκαν στο θέατρο «Κολάν» του Μπουέ-νος Άιρες. Τέλος, μίλησαν για τον πόλεμο.

Αυτό το τραγικό και επώδυνο για τη Λουκία θέμα μονο-πώλησε τη συζήτηση όλη την ώρα του δείπνου.

Ο Ραμόν, παρόλο που συμμεριζόταν τη δυστυχία που έ-φερε ο πόλεμος στην Ελλάδα, καθώς και στην Ευρώπη και την Αμερική, κρατούσε μια ουδετερότητα που μάλλον έ-μοιαζε με φιλική προτίμηση προς το Γ' Ράιχ. Μάλιστα, ε-ξέφρασε σαφώς την αντίθεσή του στην ιδέα της αντίστασης. Έδειξε δε πολΰ ενοχλημένος όταν η Λουκία του είπε ότι και η ίδια συμμετείχε στην αντίσταση κατά των Γερμανών κα-τακτητών στη χώρα της. Όταν εκείνη πρόσθεσε ότι τώρα βρισκόταν στην Αργεντινή για να γλιτώσει τα μαρτΰρια, το απόσπασμα και τον τουφεκισμό, ο Ραμόν αντέδρασε έντο-να:

- Έλα τώρα, Λουκία, αυτές είναι υπερβολές. Σιγά μην α-σχοληθεί το Γ' Ράιχ με το να ξυλοκοπήσει ένα κοριτσάκι!

- Δεν τα ξέρεις καλά, του απάντησε η Λουκία θυμωμένη, με τα σπαστά ισπανικά της. Το Γ' Ράιχ δεν ξυλοκοπά, βγά-ζει νΰχια, καίει με πυρωμένα σίδερα και σκοτώνει ακόμα και τα μικρά παιδιά. Τα κάνει σαποΰνι και λιώνει το χρυ-σάφι των δοντιών από χιλιάδες πτώματα, Ραμόν. Δεν ξέρεις τι είναι ο πόλεμος, γι' αυτό μη μιλάς έτσι ελαφρά για μια κα-τάρα που σκορπά τη δυστυχία σε χιλιάδες ανθρώπους.

Ή τ α ν έτοιμη να πετάξει την πετσέτα της και να φΰγει α-πό το τραπέζι. Τότε η Ειρήνη άλλαξε με έξυπνο τρόπο την κουβέντα και σε λίγο γελοΰσαν και οι τρεις τους με κάποιο ανέκδοτο.

Page 367: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Η ατμόσφαιρα αλάφρυνε και η Ειρήνη φώναξε μια ιθα-γενή, τη Μερσέντες, που δοΰλευε στην κουζίνα και είχε ω-ραία φωνή.

Η γυναίκα έβγαλε την ποδιά της, πήρε την κιθάρα και σε λίγο τραγουδούσαν όλοι μαζί πίνοντας τον καφέ τους.

...Ποροηοηόμ, Πέρο ηέρο τιερό, Λόλα, Λολίτα, Λόλα...

Τα τραγούδια έγιναν πιο νοσταλγικά.

...Σιμηονέ, τε κιέρο...

Η Ειρήνη πήγε στην κουζίνα μαζί με τη Μερσέντες. Πή-γε για να ρίξει λίγο κονιάκ στο γλυκό της πριν το σερβίρουν και άφησε διακριτικά μόνους τη Λουκία με τον Ραμόν.

Ο άντρας και η κοπέλα έμειναν για λίγο αμίλητοι. Τ η σιωπή διέκοψε πρώτος εκείνος:

- Λουκία, είπα στο δον Χουάν και τη γιαγιά σου ότι τρέ-φω μεγάλη εκτίμηση για σένα και αγάπη. Ότ ι θέλω να σε κάνω γυναίκα μου. Τους το έχω πει εδώ και πολΰ καιρό, ό-μως απάντηση δεν πήρα.

Η Λουκία σ' αυτά τα λόγια του αισθάνθηκε τόσο άβολα και τόσο ενοχλημένη, όσο ποτέ στη ζωή της. Με φωνή βρα-χνή του απάντησε:

- Ραμόν, με τιμά η πρότασή σου, όμως είμαι πολΰ μι-κρή, δεν είμαι έτοιμη να παντρευτώ, δε θέλω. Σε σέβομαι, σε εκτιμώ, αλλά δεν είμαι ερωτευμένη μαζί σου. Και γι' αυ-

Page 368: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

τό δεν μπορώ να σε παντρευτώ. Τα είπε όλα μαζεμένα και μετά πήρε ανάσα.

0 Ραμόν έσφιξε τα χείλη του και συνέχισε ήρεμα αλλά αυστηρά, όπως μιλούν οι καθηγητές και οι δάσκαλοι στα παιδιά:

- Τι καμώματα είναι αυτά, Λουκία; Τι θα πει δεν είσαι ερωτευμένη; Αυτό θα έρθει σιγά σιγά με το γάμο. Τι να τον κάνεις τον έρωτα; Αυτά είναι για τα μυθιστορήματα. Πώς α-ποκρούεις μια τόσο αξιόλογη πρόταση; Εκτός κι αν έχεις κάποιον άλλο δεσμό. Ό σ ο για το ότι είσαι μικρή, μπορού-με να αρραβωνιαστούμε και να περάσουμε κάποιο διάστη-μα μνηστείας μέχρι να μεγαλώσεις λίγο και να προσαρμο-στείς στην καινούρια σου πατρίδα.

- Τι λες, Ραμόν; απάντησε η Λουκία θυμωμένη. Τι θα πει «αξιόλογη πρόταση»; Μπίζνες κάνουμε; Εγώ για να πα-ντρευτώ θέλω αγάπη, θέλω πάθος και όχι αυτά να τα νιώσω σιγά σιγά. Αν υπάρχουν, θα με πυρπολήσουν και θα καώ ο-λόκληρη.

Σ' αυτά τα λόγια τα μάτια της έλαμπαν. Ο Ραμόν εξαγριώθηκε, έγειρε πάνω της και τη φίλησε άγρια. Η Λουκία ένιωσε απέχθεια και ναυτία. Η κρυφή της ε-

γκυμοσύνη αντέδρασε, τον έσπρωξε απότομα και του ά-στραψε ένα χαστούκι.

- Άφησέ με, δε σε θέλω. Ο Ραμόν σηκώθηκε όρθιος, άσπρος από το θυμό, συ-

γκρατήθηκε όμως. - Σε χαιρετώ, αγαπητή μου, ζητώ συγνώμη αν τα αισθή-

ματά μου σου προκαλούν τέτοια αναστάτωση. Διαβίβασε την καληνύχτα μου στη δόνα Ιρένε. Ευχαριστώ για το δείπνο.

Page 369: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Και με αυτά τα λόγια, κατέβηκε τα σκαλιά της βεράντας και βγαίνοντας στον κήπο πήγε στο αυτοκίνητο του που ήταν στο πίσω μέρος του σπιτιού. Ο σοφέρ του, σιωπηλός, άνοι-ξε την πόρτα και το αυτοκίνητο έστριψε στην αλέα και κα-τευθύνθηκε προς τη μεγάλη καγκελόπορτα της εισόδου.

Σε λίγο βγήκε η Ειρήνη κρατώντας το γλυκό στα χέρια. - Ελπίζω να σας αρέσει... έλεγε γελαστά, όμως η φράση

της κόπηκε στη μέση. Είδε τη Λουκία κατακόκκινη, δακρυ-σμένη και την καρέκλα του Ραμόν να έχει αναποδογυρίσει.

Άφησε το γλυκό στο τραπέζι και ρώτησε τη Λουκία: - Ποΰ είναι, παιδί μου, ο καλεσμένος μας; - Έφυγε. Έφυγε γιατί δεν τον θέλω. Δεν τον θέλω για άντρα

μου, γιαγιά, φώναξε η κοπέλα και ξέσπασε σε κλάματα. Η Ειρήνη την αγκάλιασε και της είπε τρυφερά: - Ησΰχασε, μωρό μου, ησΰχασε, κοριτσάκι μου. Δεν τον

θέλεις, εντάξει, πάει και τελείωσε. Ας τον ξεχάσουμε λοιπόν.

Από εκείνο το περιστατικό πέρασαν σχεδόν δΰο μήνες. Όλο αυτό το διάστημα ο Γιαννιός και ο Γιωργής έλειπαν. Με τον πόλεμο και την εξάπλωσή του όλα είχαν παγώσει. Έτσι, οι δυο άντρες αναγκάστηκαν να αναβάλουν την επιστροφή τους για να μπορέσουν να τελειώσουν τις δουλειές που εί-χαν.

Κάθε μέρα που περνοΰσε η εγκυμοσΰνη της Λουκίας προ-χωρούσε .και η κοπέλα άρχισε να νιώθει αγωνία και ανησυ-χία. Τι να κάνει; Πόσο ακόμα θα μποροΰσε να κρυφτεί α-πό την Ειρήνη; Και τι να της πει; Απέφευγε να γράψει οτοιις γονείς της γιατί δεν ήξερε πώς να αντιμετωπίσει το θέμα,

Page 370: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Κάποια στιγμή κυριολεκτικά πανικοβλήθηκε όταν έφτα-σε γράμμα από την Αθήνα. Η Άννα της μηνούσε ότι απο-φάσισαν με τον Σπύρο να ταξιδέψουν σε δυο τρεις μήνες για την Αργεντινή. Είχαν λαχταρήσει την κόρη τους και ή-θελαν να βάλουν τέλος σε μια οικογενειακή παρεξήγηση που κράτησε σχεδόν δεκαοχτώ ολόκληρα χρόνια.

Εδώ συγχωρούσαν τους Γερμανούς για το κακό που έκα-ναν στην ανθρωπότητα. Στις μεγάλες γερμανικές πόλεις εί-χαν μείνει σωροί από ερείπια μες στις στάχτες και τα απο-καΐδια. Οι δραματικές συνέπειες του Γ' Ράιχ δεν άφησαν α-λάβωτη ούτε κι αυτή την ίδια την πατρίδα του.

Αφού λοιπόν η ανθρωπότητα δίκαζε, αλλά και συγχω-ρούσε, δε θα μόνιαζαν η Άννα, ο Σπύρος και ο Στρατής με την Ειρήνη;

«Αλλού αυτά», σκέφτηκε πικρόχολα η Λουκία, με το γράμ-μα στο χέρι. «Αφήστε τα σάπια. Πέστε τα αλλού αυτά, μα-νούλα μου. Παραδεχτείτε καλύτερα ότι ο πόλεμος άφησε α-πένταρη την οικογένειά μας και εδώ υπάρχει μια Ειρήνη που έφτιαξε πλούτη και παλάτια. Μυριστήκατε το χρυσάφι και τώρα σας πήρε ο πόνος για τη γιαγιά και τον "εργάτη της", που τώρα τον ονομάζετε ο "κύριος Γιάννης". Και ο παππούς Λουκάς τι λέει; Περιμένει κι αυτός κανένα κοψίδι;»

Όμως το τελεσίγραφο παρέμενε γεγονός. «Τι θα κάνω εγώ τώρα με το μωρό; Τι θα κάνω;» Τα βράδια έμενε ξάγρυπνη, ξαπλωμένη με τα μάτια ορ-

θάνοιχτα. Αγκάλιαζε την κοιλιά της και μια αγωνιούσε και μια ονειρευόταν το παιδί, τον Γιωργή και την αγάπη. Αυτήν που δεν τη γνώρισε ακόμα, κι όμως φύτεψε στα σπλάχνα της το σπόρο του έρωτα.

Page 371: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Πότε θα γυρίσει ο Γιωργής; Πότε; Και κάποτε ο Γιαννιός με το γιο του επέστρεψαν.

Ή τ α ν απομεσήμερο, η Λουκία τις τελευταίες μέρες μετά το γεύμα βυθιζόταν σε τέτοια υπνηλία, που δεν μπορούσε να κρατήσει τα μάτια της ανοιχτά. Της ήταν αδύνατο να πα-ρακολουθήσει τους καθηγητές, προφασίστηκε λοιπόν ότι προτιμούσε να κάνει μάθημα νο)ρίς το πρωί γιατί η μεση-μεριάτικη σιέστα ήταν αναπόσπαστο μέρος της μεσογεια-κής της κουλτούρας.

Ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, με τις γρίλιες μισόκλειστες για να μην μπαίνει το δυνατό μεσημεριάτικο φως, οι μύγες και η ζέστη, είχε περισσότερο υποκύψει σε νάρκη και λή-θαργο παρά κοιμόταν.

Μες στον ύπνο της άκουσε γέλια, ταραχή και τη φωνή του Γιωργή.

Ανατρίχιασε η κοπέλα. «Ονειρεύομαι», σκέφτηκε και γύ-ρισε στο άλλο πλευρό.

Κοιμόταν πολύ ελαφρά ντυμένη γιατί ακόμα και τα νυ-χτικά της τη σφίγγανε στο στήθος και την κοιλιά από το βά-ρος που είχε πάρει, όσο κι αν το έκρυβε. Έτσι, προτιμούσε να σκεπάζεται με το σεντόνι.

Σε λίγο άκουσε ένα σιγανό χτύπημα στην πόρτα, αλλά κοιμισμένη όπως ήταν, δεν έδωσε απάντηση.

Ξανά η φωνή του Γιωργή χάιδεψε τα αφτιά της και I) Λουκία χαμογέλασε στον ύπνο.

- Αγάπη μου, μουρμούρισε στο όμορφο όνειρο. Τότε το όνειρο έγινε πολύ ζωντανό και απαιτητικότατο,

Page 372: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

γιατί τα χείλη του Γιωργή φιλούσαν το λαιμό και τα στήθη της.

Άνοιξε τα μάτια η Λουκία και τον είδε μες στα χέρια της, στην αγκαλιά της.

- Γιωργή μου, αγάπη μου! - Μωρό μου, πόσο μου έλειψες! ψιθύρισε εκείνος και τη

φιλούσε αχόρταγα. Ομορφιά μου, γλυκά μου! Θα υπέκυπταν στη λαχτάρα τους, θα αφήνονταν στα φι-

λιά και τα χάδια, αν δεν άκουγαν έξω στο διάδρομο τις φω-νές της Ειρήνης και του Γιαννιού.

Τινάχτηκε από τα χέρια του Γιωργή η κοπέλα και φόρε-σε τη ρόμπα της, χτένισε τα μαλλιά της και γελαστή βγήκε να προϋπαντήσει τον Γιαννιό.

- Καλώς τον, καλώς ήρθατε. - Βρε, βρε, το κορίτσι μας! Τι κάνεις, κούκλα μου; Μια

χαρά σε βλέπω. Στρουμπούλεψες, μου φαίνεται. Τρώμε; Τρώμε;

- Ε, μάτια μου... είπε η Ειρήνη, πριν προλάβει να απαντή-σει η Λουκία. Στην παρατήρηση του Γιαννιού η κοπέλα έγινε κατακόκκινη γιατί φοβήθηκε μην προδοθεί το μυστικό της.

- Βλέπεις, Γιαννιό μου, συνέχισε η Ειρήνη, άλλο τα κα-τοχικά νερόβραστα ρεβίθια και άλλο οι αργεντίνικες μπρι-ζόλες.

- Και τα κέικ και τα γλυκά της Ειρήνης, πρόσθεσε η Λου-κία, που ξεθάρρεψε και βρήκε επιτέλους τη φωνή της.

- Για ελάτε εδώ, πριγκιπέσες μου, που σας έχω κάτι πα-κετάκια, είπε ο Γιαννιός με ανοιχτή την αγκαλιά.

- Πάλι δώρα; Τι θα γίνει με σένα, άνθρωπέ μου; Τρύπια είναι τα χέρια σου; γέλασε τρυφερά η Ειρήνη.

Page 373: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

- Εμ, τν να γίνει, δυο γυναίκες έχω, να μην τις καλοπιά-σω; Την άλλη, την καλή, την κρύβω στην γκαρσονιέρα.

Έτσι, με γέλια και καλαμπούρια, έβγαλε δυο πουγκάκια με καθαρά πετράδια από τη Βραζιλία.

- Αυτό για σένα, κυρά μου, το στρατηγό, είπε και φίλη-σε την Ειρήνη. Και αυτό για τον αρχιστράτηγο, γέλασε και το έδωσε στη Λουκία.

- Έτσι με φωνάζεις; έκανε δήθεν μουτρωμένη η Λουκία. - Εμ, βέβαια! Αφού ο στρατηγός κάνει ό,τι αποφασίσει

ο αρχιστράτηγος. - Άντε, μωρέ, που τα θέλεις και τα λες, ποιος ξέρει πό-

σες Βραζιλιάνες και Μεξικάνες γνώρισες τρεις μήνες τώρα και πας να μας ρίξεις στάχτη στα μάτια, του είπε η Ειρήνη.

- Και μια ντουζίνα από κουκλάρες που γνώρισα, για σέ-να τις άφησα όλες πίσω, απάντησε γελώντας ο Γιαννιός και κλείνοντας το μάτι στη Λουκία έκανε στο πλάι για να μη φά-ει κατακέφαλα το μαξιλάρι που του έριξε η Ειρήνη.

- Αυτά έκανε, Γιωργή; ρώτησε εκείνη. Με παρδαλές γύ-ριζε;

- Εγώ δεν είδα τίποτα, φιλάω σταυρό, απάντησε ο νέος. - Μωρέ, πες καλύτερα και να ήθελα να τις γνωρίσω, μπο-

ρούσα να τις φέρω βόλτα; - Σ(όπα, γκρινιάρη, μια χαρά λεβεντόγερος είσαι, έκανε

η Ειρήνη γελώντας. - Χμ, όχι και τόσο μια χαρά, ψιθύρισε ο Γιωργής στη

Λουκία. Ο πατέρας μου μπάζει νερά τώρα τελευταία. Ό μ ω ς η Ειρήνη δεν τους άφησε περιθώρια για άλλες

κουβέντες, τους μάζεψε κάτω, στο σκιερό πάτιο, την εσωτε-ρική αυλή με τα σιντριβάνια, για να πιουν δροσερή ιιοριο-

Page 374: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

καλάδα, καφέ και γλυκά που πάντα υπήρχαν στο σπιτικό της.

«Τι όμορφο απόγευμα!» σκέφτηκε η Λουκία καθισμένη στη σκιά με τη ρόμπα του σπιτιού χαλαρά γύρω της ώστε να μην τη σφίγγει. Η Ειρήνη πηγαινοερχόταν ευχαριστημένη και τους μπουκώνε όλους, σαν γνήσια Ελληνίδα, με γλυκά και λιχουδιές.

Τα παπαγαλάκια χάλαγαν τον κόσμο πέρα στο κλουβί τους. Το νερό κελάρυζε και τα μάτια του Γιωργή γελούσαν και δεν έφευγαν ούτε στιγμή από πάνω της.

Ο Γιαννιός διηγούνταν, έλεγε, έλεγε, διέκρινε όμως κα-νείς μια αδιόρατη κούραση που ήθελε να κρύψει από τους δικούς του.

Μια κούραση που η Ειρήνη την έπιασε στον αέρα. Με το χάδι της στα λευκά μαλλιά του, τη σταθερότητα στη φωνή και τη γλύκα της έδωσε στο σύντροφο της το μέτρο της ι-σορροπίας και της ασφάλειας.

- Ό τ α ν είμαι κοντά σου, Ρηνιώ μου, δε φοβάμαι τίποτα. Με θηρία τα βάζω, η παρουσία σου μου κάνει μάγια και διώχνει τις σκιές, της ψιθύρισε ο Γιαννιός και εκείνη, προ-σφέροντάς του τον καφέ, την ώρα που έριχνε δυο σταγόνες γάλα, του ψιθύρισε γλυκά:

- Μην ξαναφύγεις από κοντά μου, ποτέ πια, Γιαννιό, δεν κάνουμε χώρια εμείς, θα γερνάμε παρέα, σ' αγαπώ, μου έ-λειψες πολύ.

- Σε εμένα περισσότερο, αποκρίθηκε βραχνά εκείνος, μακριά σου χάνομαι, σαν παιδί που το παράτησαν μόνο.

Ύστερα η Ειρήνη είπε σε όλους δυνατά, χαρούμενη: - Σας έχω σπουδαία νέα, σπουδαία! Σε δύο μήνες θα έ-

Page 375: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

χουμε μουσαφίρηδες. Θα μας έρθουν τα παιδιά μου. Θα lip· θει η Άννα με τον Σπΰρο, μπορεί και ο Στρατής, μου έγρα-ψαν.

- Χμ! είπε ο Γιαννιός σκεφτικός. Χωρίς να θέλω να σκ στεναχωρήσω, το βλέπω δύσκολο, Ειρήνη μου, δύσκολο για-τί τα νέα από την Ελλάδα δεν είναι πολύ ενθαρρυντικά. Οι εφημερίδες γράφουν για εμφύλιο πόλεμο που ξεκίνησε στην πατρίδα μας. Και οι ωκεανοί με τα γερμανικά και τα για-πωνέζικα υποβρύχια είναι μάλλον σαν μια πισίνα γεμάτη καρχαρίες.

Η ατμόσφαιρα στο σπιτικό της Ειρήνης βάρυνε, διότι ε-κείνη και η Λουκία άκουσαν για πρώτη φορά για τον εμφύ-λιο πόλεμο που σαν Λερναία Ύδρα είχε απλώσει τα πλο-κάμια του στην Αθήνα και την ελληνική επαρχία.

Δυστυχώς, τα νέα αυτά επιβεβαιώθηκαν από το δελτίο ει-δήσεων του κρατικού ραδιοφωνικού σταθμού. Έτσι, η Λου-κία ανέβαλε την κουβέντα της με τον Γιωργή.

Η Ειρήνη άφησε το φλιτζάνι της και έκατσε βαριά στην καρέκλα. Και η Λουκία ασυναίσθητα αγκάλιασε την κοιλιά της.

Το απόγευμα έχασε τη λάμψη του, ένα σύννεφο σκίασε την οικογένεια που χαρούμενη είχε συγκεντρωθεί στη δρο-σερή αυλή. Αυτό το σύννεφο ήταν πολύ βαρΰ για την Ελλά-δα, δυσβάσταχτο, κατάρα, ήταν η συμφορά του εμφύλιου σπαραγμού.

Οι δυο άντρες ήταν πολύ κουρασμένοι από το ταξίδι ιοιις, ήταν ώρα να ξεκουραστούν.

Page 376: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

- Μωράκι μου, ψιθύρισε αργότερα τη νΰχτα η Λουκία ξαπλωμένη στο κρεβάτι της. Μωράκι μου, αΰριο θα μάθει ο μπαμπάς σου ότι είσαι εκεί μέσα, προφυλαγμένο, και ότι μεγαλώνεις κάθε μέρα και από λίγο, αΰριο...

Το αΰριο όμως είναι πολΰ σχετικό. Τι είναι το αΰριο σε συνάρτηση με το χρόνο; Μια μέρα; Μια αιωνιότητα; Ένα τακ στο ρολόι του χρόνου; Ή μια απόφαση στην ιστορία;

Αυτό το τακ στη στρατιωτική δικτατορία της Αργεντινής άλλαξε τα πάντα στη ζωή της Λουκίας.

Page 377: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

ΓΗ ΤΟΥ ΠΥΡΟΣ

Π Α Λ Ι ΟΛΗ Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ήταν συγκεντρωμένη, Έπαιρναν μαζί το πρωινό τους. Τ η νΰχτα που πέρασε χώνεψαν κάπως τα νέα του εμφυλίου κάτω στην πατρίδα. Και αφοΰ, όπως εί-ναι γνωστό, «όπου γης και πατρίς», έτσι και σι Γκρέκας έλ-πιζαν ότι όλα θα τελείωναν σΰντομα και με τον καλύτερο τρόπο για τους πατριώτες τους.

Βλέπεις, ζοΰσαν μακριά, γι' αυτό οι καθημερινές ασχο-λίες της ζωής τους στο κτήμα τους anopp0q^aav.

Ο Γιαννιός ήθελε να ξεκουραστεί για λίγο, να αράξει στη χασιέντα με την Ειρήνη του. Αντίθετα, ο Γιωργής ήθελε α-μέσως μετά τον πρωινό καφέ να κάνει το γΰρο στο κτήμα, τα καπνά και τους ανθρώπους τους.

- Θα πάρω το τζιπ. Λουκία, έρχεσαι μαζί μου; - Ναι, έρχομαι, Γιωργή, του αποκρίθηκε γλυκά με μια

λάμψη προσμονής στα μάτια. Ή τ α ν πολΰ συγκινημένη για-τί σε λίγο θα του αποκάλυπτε το «θαΰμα» της αγάπης τους. Σήμερα είναι Κυριακή, δεν έχω μαθήματα. Μόνο περίμενε να αλλάξω παποΰτσια.

Είχε σηκωθεί και κατευθυνόταν προς τη σκάλα που ο-δηγούσε πάνω στις κρεβατοκάμαρες, όταν ακοΰστηκαν δυ-

Page 378: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

νατά χτυπήματα στην πόρτα. Άνοιξε η ίδια η Λουκία, που ήταν κοντά στην είσοδο. Στην πόρτα στέκονταν δυο αξιω-ματικοί με τρεις στρατιώτες.

- Μπουένος δίας, σενιορίτα, καλημέρα σας, είπε ο αξιω-ματικός και χαιρέτησε αγγίζοντας το πηλήκιο του. Είμαι ο κομαντάντε Φελίπε Πρενσουέλο. Εδώ μένει ο σενιόρ Χόρ-

χ ε ; Η Λουκία ένιωσε ένα πολΰ κακό συναίσθημα να τη συν-

θλίβει, το δάπεδο έφευγε κάτω από τα πόδια της. Και μόνο που έβλεπε αυτή την ομάδα με τις στρατιωτικές στολές τους, ένιωθε ένα σΰγκρυο στη ραχοκοκαλιά. Οι θΰμισες από τα νΰ-χια της γερμανικής κατοχής ήταν ακόμα βαθιά μπηγμένες στις σάρκες της.

- Σι, οενιόρ, ψιθύρισε, αλλά δεν πρόλαβε να προσθέσει τίποτα άλλο, γιατί ο Γιαννιός με τον Γιωργή και την Ειρήνη έφτασαν βιαστικά και αυτοί στην είσοδο του σπιτιοΰ.

- Τι θέλετε; ρώτησε ο Γιωργής, γιατί με ζητάτε; - Ακολουθήσιε μας, παρακαλώ, είπε ο κομαντάντε. Έβαλαν τον Γιωργή μέσα στο στρατιωτικό όχημα και έ-

φυγαν. Ο Γιαννιός με την Ειρήνη βιαστικά μπήκαν στο δικό τους

αυτοκίνητο και τους ακολοΰθησαν αμέσως, ανήσυχοι και ταραγμένοι. Ήθελαν να είναι κοντά στον Γιωργή.

Ό σ ο για τη Λουκία; Η Λουκία έχασε τις αισθήσεις της. Όταν συνήλθε ήταν στο δωμάτιο της, με τη γυναίκα του

Γκονζάλες και τη μαγείρισσα τη Χουανίτα να την κοιτοΰν γλυκά, αφοσιωμένα, με λΰπη και με γνώση...

«Ξέρουν...» σκέφτηκε η Αουκία μόλις άνοιξε τα μάτια της και τις είδε σκυμμένες πάνω της. Κατάλαβαν...

Page 379: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

- Τι θα του κάνουν; Που τον πάνε; Τι ζητούν; ρώτησε βραχνά, ψιθυρίζοντας σχεδόν, μέσα από τα δάκρυα που πλημμύρισαν τα μάτια της.

- Μι κορασόν, χρυσό μου, παλόμα μία, περιστέρα μου, θα γυρίσει, μη φοβάσαι. Αφού πήγαν μαζί του ο δον Χουάν και η δόνα Ιρένε. Μη φοβάσαι. Αυτά έλεγαν τα χείλη, τα μάτια τους όμως άλλα έλεγαν.

Τότε ήταν χρόνια μεγάλου πολιτικού αναβρασμού στην Αργεντινή. Οι κυβερνήσεις ανέβαιναν και κατέβαιναν. Το έ-να πραξικόπημα ακολουθούσε το άλλο. Οι πρόεδροι και οι στρατιωτικοί βρίσκονταν σε συχνή διαμάχη.

Ο Γιωργής είχε φιλελεύθερα φρονήματα και ήταν φιλο-εργατικός. Μιλούσε ανοιχτά και με την εμπάθεια που είχε για τον Ραμόν, δεν κράταγε το μέτρο στην κουβέντα του. Ο Ραμόν πάλι ήταν συντηρητικός, αλλά και ανιψιός του προ-έδρου της Αργεντινής.

Ή τ α ν γόνος παλιάς ισπανικής αριστοκρατικής οικογέ-νειας και ομοϊδεάτες του ήταν και οι περισσότεροι γαιο-κτήμονες στις γειτονικές χασιέντες.

Ο Γιαννιός και ο Γιωργής έδιναν καλύτερες αποδοχές στους εργάτες τους και αυτό ξεσήκωσε αντίδραση στους ι-θαγενείς και τους καλλιεργητές της πάμπας.

Μια σπίθα λόγων έφτασε, κάτι, κάπου και η κατηγορία για ανατρεπτικές πράξεις εναντίον της κυβέρνησης στήθη-κε και, φυσικά, εύκολο θύμα ήταν ο γιος του Γιαννιού.

Και έτσι τώρα, μετά από δεκαοχτώ χρόνια «σε άλλη γη και σε άλλα μέρη», η ιστορία επαναλήφθηκε.

Page 380: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Κατηγορούμενος για ανατρεπτικό κίνημα δεν ήταν ο Γιαννιός στην προπολεμική Μακεδονία αλλά ο γιος του ο Γιωργής.

Οδηγήθηκε στο Μπουένος Άιρες και εκεί κάποιος κο-μαντάντε άρχισε τις ανακρίσεις και οι στρατιωτικοί στη Λα-τινική Αμερική δεν αστειεΰονταν...

Τι να ομολογήσει ο Γιωργής; Τι ήξερε; Τι είχε κάνει; Σε τι ανακατεύτηκε πέρα από μεγαλόστομες παρόλες και πα-χιά λόγια περί εργατικής νομοθεσίας;

Ό μ ω ς οι ανακρίσεις ήταν σκληρές, τον άφησαν στο δά-πεδο σαν άδειο σακί. Και οι ανακρίσεις ήταν σκληρές για-τί είχαν λόγο να είναι. Μπορεί άδικα ο Γιωργής να κατηγο-ρήθηκε, όμως καπνός χωρίς φωτιά δεν υπάρχει. Και η φω-τιά του ανατρεπτικού κινήματος είχε ήδη ανάψει, μόνο που ο Γιωργής δεν το ήξερε, απλά ήταν ένα εύκολο θύμα στις δια-μάχες των φιλοεργατικών με τους οπαδούς του προέδρου Ραμόν Καστίγιο.

Το μεγάλο σπίτι στο λόφο ήταν το πλουσιότερο στην Κοριέ-ντες. Είχε μεγάλους στάβλους για να εκτρέφουν άλογα ρά-τσας, απέραντα αμπέλια και από τα κτήματά του περνούσε πλούσιο ποτάμι. Ή τ α ν πράγματι ένας επίγειος παράδεισος.

Ένας παράδεισος που η Λουκία δεν έβλεπε, αφού αι-σθανόταν ότι σε κάθε στροφή που έκαναν οι ρόδες του αυ-τοκινήτου κατευθυνόταν προς τη φυλακή της.

Ο οδηγός της κατάλευκης Ρολς Ρόις, ο Πέδρο, άνοιξε την πόρτα στη Λουκία και της είπε με σεβασμό:

- Σενιορίτα, φτάσαμε.

Page 381: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΗ ΣΤΗ ΔΥΣΗ 397

Η Λουκία ανέβηκε τη μαρμάρινη σκάλα όπως ανεβαί-νουν οι Καταδικασμένοι στο ικρίωμα.

Ο Ραμόν την περίμενε στη βιβλιοθήκη του σπιτιού. Πέρασαν από ψηλοτάβανες αίθουσες με σκαλιστά σκού-

ρα σπανιόλικα έπιπλα, τεράστιους πολυελαίους και μεγάλα μαρμάρινα τζάκια. Έξω από κάθε πόρτα υπήρχε ένας θυ-ρεός με οικόσημο, ίδιο με αυτό που ήταν στην καγκελένια πύλη. Μια πύλη τρεις φορές μεγαλύτερη από αυτή των Γκρέ-κος. Το ίδιο οικόσημο ήταν σκαλισμένο και στο δαχτυλίδι που φορούσε ο Ραμόν στο μεσαίο του δάχτυλο.

Ό λ α έδειχναν την αυστηρή ευγενική καταγωγή του ιδιο-κτήτη. Μια καταγωγή που κρατούσε από τους πρώτους Ισπανούς που έφτασαν στην Αργεντινή.

Μόλις μπήκε η Λουκία στο δωμάτιο, ο Ραμόν σηκο5θηκε από τη βαριά πολυθρόνα του γραφείου του για να την υπο-δεχτεί.

Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό, ελάχιστα έφεγγε από τις βα-ριές βελούδινες κουρτίνες που κρέμονταν στα παράθυρα. Οι δερματόδετοι τόμοι στα ράφια έπιαναν τους περισσότε-ρους τοίχους της αίθουσας από πάνω έως κάτω.

Γυάλιζαν σαν γρανίτες τα μαύρα αυστηρά μάτια του Ρα-μόν και ήταν ολόιδια με του μακρινού προγόνου του, ενός προπάππου που το πορτρέτο του στόλιζε τον τοίχο πάνω α-πό το γραφείο.

- Μπουένος οίας, Λουτσία, της είπε αγέλαστος, κάθισε, πα-ρακαλώ. Θα πιεις πορτοκαλάδα ή καφέ;

- Όχ ι , λίγο νερό μόνο, ψέλλισε σχεδόν εκείνη. Ο Ραμόν πήρε ένα ποτήρι από τον ασημένιο δίσκο δίπλα

του και το γέμισε νερό, που είχε στην κρυστάλλινη κανάτα.

Page 382: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Σ' αυτή την κίνηση το δαχτυλίδι με τα αρχικά της οικογένειάς του έλαμψε.

Η Λουκία ήπιε άπληστα, το παιδί στην κοιλιά της αδη-μονούσε, ίσως επηρεασμένο από τη βασανισμένη ψυχική της φόρτιση, και η αγωνία την έκανε να διψά.

Ο Ραμόν την εξέτασε με βλέμμα άγρυπνο από πάνω μέ-χρι κάτω.

- Τι σε έφερε στην πόρτα μου; τη ρώτησε με βλέμμα α-διαπέραστο. Και πριν απαντήσει η Λουκία, εκείνος συνέχι-σε με δυσαρέσκεια: Νομίζω ότι πριν από ένα μήνα είπαμε ό,τι είχαμε να πούμε, Λουκία, υπάρχει κάτι άλλο;

- Ναι, υπάρχει, είπε σιγά εκείνη. Σιγά και μπερδεμένα, γιατί οι λέξεις δεν ήθελαν να βγουν από τα χείλη. Α... άλλα-ξα γνώμη, Ραμόν, και δέχομαι να σε παντρευτώ αν... αν με θέλεις με το παιδί που κουβαλάω στα σπλάχνα μου και με έναν όρο.

Όταν ξεστόμισε αυτά τα λόγια είχε λαχανιάσει από την προσπάθεια που έκανε να τα πει και να καταφέρει να ολο-κληρώσει τη φράση της.

Ο Ραμόν την κοιτούσε αμίλητος και αυτή η σιωπή του της είχε σπάσει τα νεύρα. Τέλος, της είπε ψυχρά:

- Πόσων μηνών είσαι έγκυος; - Πρέπει να μπήκα στον τέταρτο, απάντησε η Λουκία

κοιτώντας κάτω, τις μύτες των παπουτσιών της. - Ο πατέρας του παιδιού; - Δεν έχει σημασία, Ραμόν, γιατί εκείνος δε γνωρίζει την

ύπαρξή του. Κανείς εκτός από εσένα δεν ξέρει ότι είμαι έ-γκυος.

Ο Ραμόν εξακολουθούσε να την κοιτά διαπεραστικά και

Page 383: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

να μη μιλά. Το πρόσωπο του έμοιαζε σαν να ήταν άγαλμα. Σαν κάποιος γλυπτής να είχε σμιλέψει αυτά τα χαρακτηρι-στικά πάνω σε γρανίτη. Τέλος, ρώτησε:

- Ποιος είναι ο όρος που θέτεις; - Να βγάλεις τον Γιωργή από τη φυλακή, απάντησε η

Λουκία με πάθος και μάτια που γυάλιζαν. Εσΰ έχεις και τη δΰναμη και τις γνωριμίες αφοΰ θείος σου είναι ο Ραμόν Κα-στίγιο, ο πρόεδρος της χώρας.

Στο άκουσμα του Γιωργή, ο Ραμόν συνοφρυώθηκε. Δια-ταράχτηκε η ψυχρή αυτοκυριαρχία του και μια ρυτίδα χα-ράχτηκε ανάμεσα από τα φρΰδια, πάνω από τα σπανιόλικα μαΰρα μάτια.

- Αυτός είναι ο πατέρας; ρώτησε βραχνά. - Ναι, Ραμόν, αυτός... Αλλά, όπως σου είπα, δεν το γνω-

ρίζει, κανείς δεν ξέρει ότι περιμένω παιδί. Ο Ραμόν αγρίεψε και θΰμωσε στα λόγια της και μιλώ-

ντας απότομα στη Λουκία άρχισε να καταφέρεται εναντίον του Γιωργή.

-Αυτό είναι το αντρίκειο φέρσιμο του αγαπημένου σου; Ένας φιλοεργατικός και αντιδραστικός της τάξης είναι, έ-νας τυχοδιώκτης. Έκανε το καπρίτσιο του και μετά σε ά-φησε. Και τώρα εσΰ μου ζητάς να τον βοηθήσω; Να τον ε-λευθερώσω; Μα αυτός αξίζει τα σίδερα που τον κλείσανε, Λουκία.

Η κοπέλα τρομοκρατήθηκε σε αυτή την αντίδραση. «Θεέ μου, τι έκανα;» σκέφτηκε. «Αντί να τον βοηθήσω, τώ-

ρα θα τον χώσω με την παρέμβασή μου ακόμα πιο βαθιά». Τα χείλη της άρχισαν να τρέμουν, άσπρισε, το αίμα στράγ-

γιξε από το πρόσωπο της, κλονίστηκε και αναστατώθηκε.

Page 384: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Νόμιζε ότι θα βγάλει ό,τι είχε στο στομάχι της, εκεί, πάνω στο πανάκριβο χαλί.

Ο Ραμόν κατάλαβε την ταραχή και την αδιαθεσία της και την οδήγησε στο μικρό μπάνιο, δίπλα στη βιβλιοθήκη. Της έδωσε από το ντουλάπι κάτω από το νιπτήρα μια πε-τσέτα και ένα μπουκάλι με κολόνια.

- Θα τα καταφέρεις μόνη σου; τη ρώτησε. Δε θέλω τα κουτσομπολιά των υπηρετών.

- Ναι, ναι, ψιθύρισε η Λουκία και έκλεισε την πόρτα βια-στικά. Από την προσπάθεια που έκανε να κρατήσει τη ναυ-τία που ερχόταν κατά κύματα και έφτανε μέχρι το λαιμό λί-γο ακόμα και θα έχανε τις αισθήσεις της. Την πονούσε από το σφίξιμο και το στομάχι και η καρδιά.

Δέκα λεπτά αργότερα, χλομή αλλά ευπρεπής, κάθισε α-πέναντι του με αξιοπρέπεια και του είπε:

- Αν ελευθερώσεις τον Γιωργή και με θέλεις, είμαι δική σου. Όμως, δεν πρέπει να μάθει ποτέ ότι το παιδί δεν είναι δικό σου. Το μωρό πάει πακέτο με μένα μαζί. Ύστερα συ-νέχισε σε τόνο ελαφρύτερο: Ξέρω ότι είσαι πολΰ πλοΰσιος, όμως πρέπει να σου πω ότι ένα μέρος από την περιουσία της γιαγιάς μου, συγκεκριμένα το μισό κτήμα, αργότερα θα μου ανήκει. Τη χασιέντα, μόλις παντρευτώ, η γιαγιά θα μου τη δώσει για προίκα.

Ο Ραμόν σήκωσε το χέρι του και τη διέκοψε λέγοντας υ-περοπτικά:

- Δε θέλω, Λουκία, να φέρεις τίποτα μαζί σου. Μπορεί να τα γράψεις αργότερα στο παιδί σου, μόλις γεννηθεί. Στο σπί-τι μου θα είσαι όπως ήρθες τώρα. Μάλιστα, για να βάλουμε τα πράγματα ακριβώς στη θέση τους, δε θα φΰγεις καθόλου.

Page 385: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Θα μείνεις εδώ μέχρι να επιστρέψει ο «αγαπημένος» σου (κι αυτό το είπε ειρωνικά). Θα μας παντρέψει ο αβάς της εκ-κλησίας που έχω εδώ στο κτήμα αμέσως. Ο δικός μου όρος είναι ότι από τώρα, από αυτή τη στιγμή, δε θα ξαναπάς πο-τέ στη χασιέντα της δόνα Ιρένε και του Χουάν. Αν θες να δεις τους συγγενείς σου, θα έρχονται αυτοί εδώ σε σένα. Εσΰ δε θα πας εκεί, ποτέ, ποτέ. Ό,τι πράγματα χρειάζεσαι από τα προσωπικά σου να ζητήσεις να σου τα στείλει η γιαγιά σου εδώ. Εγώ θα σου παρέχω ό,τι χρειαστείς.

- Αιχμάλωτη λοιπόν θα είμαι, Ραμόν; ρώτησε η Λουκία και πρόσθεσε νικημένη: Έστω, ας γίνει έτσι, ας ανταλλάξω λοιπόν τη δική μου φυλακή με αυτή του Γιωργή.

- Στο χέρι σου είναι, Λουτσία, να μετατρέψεις τη φυλα-κή σε παράδεισο. Οι προϋποθέσεις υπάρχουν και ως γυ-ναίκα μου θα έχεις πολλά προνόμια και το σεβασμό όλου του κόσμου. Αλλά να ξέρεις ότι εγώ αντίσταση στο σπίτι μου δε σηκώνω, οΰτε ανυπακοή.

- Σωστά, εσΰ είσαι ο αφέντης, ελ παδρόν, απάντησε η Λουκία και του έτεινε ειρωνικά τα χέρια για να της βάλει χειροπέδες.

- Άσε τις εξυπνάδες, μικρή μου, σωστά το είπες, ελ πα-δρόν. Κοίτα να ξεχάσεις τον Γιωργή σου, να τον βγάλεις α-πό το μυαλό, γιατί αυτό το παιδί που έχεις μέσα σου θα φέ-ρει το όνομά μου. Θα έχει στην ταυτότητά του το οικόσημο των προγόνων μου. Και εσΰ που το αγαπάς τόσο, όσο και τον πατέρα του, υποθέτω ότι θα θέλεις να τους προστατέψεις και τους δυο. Ξέχνα λοιπόν τον Γκρέκο. Είσαι στην Αργεντινή και ανήκεις στους Καστίγιο.

Η Λουκία σηκώθηκε από την πολυθρόνα που καθόταν

Page 386: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

και πλησίασε το παράθυρο. Κοίταξε έξω από τα τζάμια, τις εκτάσεις που απλώνονταν γΰρω της.

- Ό μ ο ρ φ η είναι η χώρα σου, Ραμόν, είπε σιγανά. Κά-ποτε ονειρευόμουν να φτιάξω μια ευτυχία εδώ. Δάκρυα άρ-χισαν να κυλουν από τα μάτια της, δάκρυα βουβά. «Σ' αγα-πώ, Γιωργή, σ' αγαπώ και θα σε προστατέψω». Εντάξει, Ρα-μόν, δέχομαι, ψιθύρισε βραχνά.

...Καμιά ψορά λέα ν' αλλάξω ουρανό, Μα δεν υπάρχουν δρόμοι, Κι άλλη ψορά σκέφτομαι πόσο σ' αγαπώ Και σου ζητώ συγνώμη...

Ή τ α ν τέσσερις ώρες καθισμένη η Λουκία ακριβώς στην ίδια θέση. Στην πολυθρόνα που έβλεπε έξω τις απέραντες ε-κτάσεις του Ραμόν.

Είχε πάει σ αυτόν να ζητήσει βοήθεια γιατί γνώριζε τη στενή συγγένειά του με το συνονόματο του πρόεδρο της χώ-ρας. Ό π ω ς γνώριζε και πολΰ καλά ότι ο πρόεδρος Καστίγιο είχε φιλοναζιστικές τάσεις ή, για την ακρίβεια, δεν ήταν ά-σπονδος εχθρός του Γ' Ράιχ.

Γι' αυτό και η Αργεντινή είχε μια ουδέτερη αντιμετώπι-ση στον πόλεμο. Την ίδια που κρατοΰσε και ο Ραμόν όταν μιλοΰσε με τη Λουκία για τον όλεθρο που έφεραν οι Γερ-μανοί κατακτητές.

Χωρίς να γνωρίζει από πρώτο χέρι τι είδους κατακτητές ήταν για την Ελλάδα οι Γερμανοί,, ο Ραμόν τους αντιμετώ-πιζε με επιείκεια και αυτό εξαγρίωνε τη Λουκία.

Εξάλλου, πολιτικά αυτό ήταν που έκανε τους δυο άντρες

Page 387: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

αντιπάλους. Ο συντηρητισμός του Ραμόν από τη μια και οι φιλοεργατικές απόψεις του Γιωργή από την άλλη.

Ποιος ξέρει ποΰ μίλησε και τι κελάηδησε ο φλογερός γιος του Γιαννιοΰ για να τον έχουν κλείσει στα σίδερα...

Όταν η Λουκία συμφώνησε να γίνει γυναίκα του Καστί-γιο είχε αποδεχτεί και τον όρο που εκείνος της έθεσε. Να μην επιστρέψει ποτέ στη χασιέντα της Ειρήνης και του Γιαννι-οΰ. Στη δική της γη, που ήταν και γη του Γιωργή.

Είχε δεχτεί να απαρνηθεί η ίδια την περιουσία της και να την περάσει σαν κληροδότημα κατευθείαν στο παιδί της.

Περίμενε με αγωνία την επιστροφή του Ραμόν. Μια επι-στροφή που έλπιζε να της φέρει την ελευθερία του Γιωργή. Μια ελευθερία ταυτόσημη με τη δική της σκλαβιά. Με ισό-βια δεσμά, αφού ο Ραμόν θα γινόταν τυπικά πατέρας του παιδιού της...

Είχε νυχτώσει όταν ο αριστοκρατικός μνηστήρας της γύρι-σε και μπήκε βαρύς στη βιβλιοθήκη όπου η Λουκία τον πε-ρίμενε ακίνητη όλο το απόγευμα.

- Καλά, εσύ δεν άλλαξες θέση καθόλου; τη ρώτησε απο-ρημένος. Ό π ω ς σε άφησα, έτσι και σε βρίσκω! παρατήρη-σε.

Η Λουκία μπήκε κατευθείαν στο θέμα. Ό λ η η ψυχή της είχε συγκεντρωθεί στο βλέμμα. Πύρινο βλέμμα, ανταρια-σμένο.

- Τι έγινε; ρώτησε σιγανά. Ο Ραμόν αντί άλλης απάντησης της έδειξε τη συσκευή του

τηλεφώνου.

Page 388: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

- Πάρε τη γιαγιά σου, της είπε. Η κοπέλα δεν τολμούσε να σηκώσει το ακουστικό. - Πάρε λοιπόν! απαίτησε αυταρχικά. Εκείνη με δάχτυ-

λα που έτρεμαν σχημάτισε τον αριθμό. - Γκονζάλες, είπε μόλις της απάντησαν. Γκονζάλες, η για-

γιά μου είναι εκεί; - Α , σενιορίτα Λουτσία, εσείς είσαστε; - Ναι, εγώ. - Είστε καλά; - Καλά είμαι και θέλω να μιλήσω στη δόνα Ιρένε. - Αμέσως, σενιορίτα, αμέσως, είπε ο άνθρωπος. Η Ειρήνη ήταν ταραγμένη και λαχανιασμένη όταν μίλη-

σε στην εγγονή της. - Παλομίτα μου, αγάπη μου, που είσαι; ρώτησε ανυπό-

μονη. - Στο σπίτι του Ραμόν βρίσκομαι, γιαγιά, ησύχασε, είμαι

καλά, καλά, με τον Γιωργή τι έγινε; - Μας ειδοποίησαν ότι θα βγει από το κρατητήριο τώρα

αμέσως. Μας ζήτησαν να πάει από εκεί ο Γιαννιός για να τον πάρει.

- Εντάξει, γιαγιά, απάντησε η Λουκία με έναν κόμπο στο λαιμό. Εντάξει, θα τα ποΰμε αργότερα. Έκλεισε βιαστικά το τηλέφωνο γιατί δεν ήθελε να αντιληφθεί η Ειρήνη την α-πελπισία της, οΰτε να τη ρωτήσει πώς βρέθηκε εκεί.

Ό τ α ν σήκωσε τα μάτια στον Ραμόν, δυο βαθιές ρυτίδες και μαύροι κύκλοι τα στεφάνωναν. Ή τ α ν μάτια κουρασμέ-νης γυναίκας, ταλαιπωρημένης. Διόλου δε θύμιζαν τη φλο-γερή κοπελίτσα που λίγες μέρες πριν ονειρευόταν και ήλπιζε και προσδοκούσε. Την κοπελίτσα που ολημερίς τιτίβιζε.

Page 389: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

- Κράτησες το λόγο σου, του είπε άτονα, θα κρατήσω κι εγώ το δικό μου...

Από τις 3 Ιουλίου 1940, ηρόεδρος της Αργεντινής ήταν ο συντηρη-τικός Ραμόν Καστίγιο. Ο Ραμόν τήρησε αυστηρή ουδετερότητα κα-τά το Β'Παγκόσμιο Πόλεμο. Γι' αυτή του τη θέση κατηγορήθηκε ό-τι παρουσίαζε ψιλοναζιστικές τάσεις.

Στις 4 Ιουνίου 1943, ο στρατός, το ναυτικό και η αεροπορία, ω-θούμενοι από προσωπικές φιλοδοξίες κάποιων αξιωματικών, στασία-σαν και υποχρέωσαν τον Καστίγιο να παραιτηθεί. Αυτή ήταν η δεύ-τερη βίαιη παρέμβαση στον ομαλό συνταγματικό βίο της χώρας.

Πρόεδρος της νέας κυβέρνησης έγινε ο στρατηγός Πέδρο Ρομίρεζ. Τότε βγήκε στο προσκήνιο ένα νέο πρόσωπο, ο συνταγματάρχης Χονάν Περόν, που ανέλαβε τη γραμματεία Εργασίας και Κοινωνικής Πρό-νοιας, ενώ ταυτόχρονα διατψούσε τη θέση του γενικού γραμματέα στο υπουργείο Στρατιωτικών.

Ο Περόν δημοσίευσε πρόγραμμα κοινωνικής δικαιοσύνης υπο-σχόμενος την ανακατανομή του εθνικού πλούτου.

Το Μάρτιο του 1944, ο ηρόεδρος Ραμίρεζ εκτοπίστηκε από στρα-τηγό του Περόν και αυτός διορίστηκε πλέον υπουργός Στρατιωτικών, αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και ταυτόχρονα γραμματέας Εργασίας και Κοινωνικής Πρόνοιας.

Η εργατική πολιτική του Περόν προκάλεσε προστριβές μέσα στους κόλπους της κυβέρνησης και μεγάλη κρίση, η οποία κορυφώθηκε με την παραίτηση του στις 9 Οκτωβρίου 1945.

Τότε ο Περόν συνελήφθη και φυλακίστηκε στο νησί Μαρτίν Γκαρ-σία, στο Ρίο ντε λα Πλάτα. Μέσα σε ένα μήνα από τη φυλάκιση ιου οι εργάτες διαδήλωσαν τη θέλησή τους για αποφυλάκιση ιου.

/

Page 390: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Η κυβέρνηση τον είχε μεταφέρει εν τα μεταξύ στο στρατιωτικό νο-σοκομείο τον Μπουένος Λίρες. Και ο Περόν εμφανίστηκε στον εξώ-στη της Κάσα Ροσάδα για να μιλήσει στα πλήθη.

Είχε πλέον γίνει το είδωλο των εργατών. Από τη στιγμή αυτή ου-σιαστικά ήταν ο ηγέτης της κυβέρνησης, παρά το γεγονός ότι τυπικά η κεφαλή αυτής ήταν ο φίλος του Φαρέλ.

Εξαιτίας της στάσης την οποία τήρψε κατά το Β 'Παγκόσμιο Πό-λεμο, η Αργεντινή δεν κλήθηκε να μετάσχει στη Διαμερικανική Διά-σκεψη στο Μεξικό το 1945. Κλήθηκε όμως να προσυπογράψει απο-φάσεις της Τσαπονλτεπέκ και να κηρύξει τον πόλεμο κατά της Γερ-μανίας και της Ιαπωνίας.

Ανάγκα και θεοί πείθονται. Το έκανε τελικά, κήρυξε κι αυτό τον πόλεμο το Μάρτιο του 1945 και η πράξη αυτή της άνοιξε την πόρτα για τα Ηνωμένα Έθνη, όπου έγινε επισήμως δεκτή τον Απρίλιο του 1945.

Μετά από πολιτικούς κλυδωνισμούς προκηρύχτηκαν εκλογές και ο Περόν ανέλαβε την εξουσία τον Ιούνιο του 1946.

Έφερε πολλές αλλαγές στη διακυβέρνηση της χώρας. Στα δικα-στήρια, την παιδεία, την κοινωνική ασφάλιση, βελτίωσε την υγεία, έ-δωσε ψήφο στις γυναίκες και κρατικοποίησε τα μέσα μεταφορών και επικοινωνίας.

Το 1948 το Κονγκρέσο αντικατέστησε τους περισσότερους δικα-στές τον Ανωτάτου Δικαστηρίου με οπαδούς του Περόν. Το εξαγωγι-κό εμπόριο και το εισαγωγικό περιήλθαν στα χέρια τον Αργεντινού Ινστιτούτον.

Όλα πλέον στην Αργεντινή ήταν κάτω από τον έλεγχο τον Περόν, ο οποίος εξελίχτηκε σε δικτάτορα, μέχρι πον τελικά ανατράπηκε στις 19 Σεπτεμβρίου τον 1955 και εξορίστηκε. Την 1η Σεπτεμβρίον τον 1955 το Μπουένος Αιρες κηρύχτηκε σε κατάσταση πολιορκίας και ο

Page 391: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

ίδιος ο Περόν κάλεσε τονς οπαδούς τον να ηάρονν το νόμο στα χέρια τονς και να καταπνίξουν πάση θνσία κάθε αντίδραση.

Επικράτησε αναρχία και τελικά ανατράπηκε το καθεστώς στις 19 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους.

Για να καταφέρει να περατώσει τις μεταρρυθμίσεις του παρου-σίασε ο Περόν το 1948 σχέδιο αναθεώρησης τον Σνντάγματος.

Το αναθεωρημένο Σύνταγμα κατέστρεφε ολοκληρωτικά το ομο-σπονδιακό σύστημα της Αργεντινής.

Το 1950 η Αργεντινή είχε καταστεί αστννομικό κράτος. Ο Πε-ρόν επανεκλέγη ηρόεδρος το 1952 και το οννεχιζόμενο πρόγραμμα με υπερβολικές δαπάνες είχε σαν αποτέλεσμα την υποτίμηση του ε-θνικού νομίσματος.

Τελικά, όταν ο Περόν θέλησε να ελέγξει την επιρροή τον Βατι-κανού στην Αργεντινή ακολούθησε αφορισμός τον από τη ρωμαιοκα-θολική εκκλησία.

Η σύζυγος του Περόν, η Ενα, ασκούσε μεγάλη επίδραση πάνω στην κυβέρνηση, ενώ ταυτόχρονα είχε κερδίσει τον τυφλό θαυμασμό και την αφοσίωση μεγάλης μερίδας των εργατών και των φτωχότερων τάξεων της Αργεντινής.

Υποστήριξε την εργατική τάξη και βοήθησε το φεμινιστικό κίνη-μα. Δημόσια με τον Περόν εμφανιζόταν στο δεύτερο μέρος της θη-τείας τον, γύρω στο 1952. Λίγο αργότερα πέθανε, σε ηλικία μόλις τριάντα τριών ετών.

Μετά την εκδίωξη τον Περόν, η χώρα περιήλθε πάλι σε κατά-σταση αναταραχής.

Με σννταγματική σννέλενση αποφασίστηκε η επαναφορά τον Σν-ντάγματος και προκηρύχτηκαν γενικές εκλογές για την ανάδειξη νέον προέδρον.

Page 392: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Όταν ο Γιαννιός αντίκρισε το παιδί του στις στρατιωτικές φυλακές του Μπουένος Άιρες, αδύνατο, χλομό, να σέρνει τα βήματα σε ένα κορμί βασανισμένο από τις ανακρίσεις, η ψυχή του λύγισε, ράγισε.

Ο Γιωργής ήταν η σκιά του παλιού του εαυτού. - Ήμουν τυχερός, πατέρα, είπε ο Γιωργής βογκώντας σε

κάθε λέξη. Ήμουν τυχερός που μεσολάβησε ο γείτονάς μας ο Ράμόν, κι ας τον έβριζα εγώ για ναζί. Αυτός μεσολάβησε και με άφησαν. Είχαν αποφασίσει να με στείλουν εξορία κάτω, στη Γη του Πυρός, αν έφτανα ζωντανός μέχρι εκεί.

Η καρδιά του Γιαννιού πόνεσε τόσο, που το ρολόι άλλα-ξε τους χτύπους της και το έμφραγμα μοιραία ήταν αναπό-φευκτο.

Έτσι, η Ειρήνη δεν ήξερε ποιον να γιατροπορέψει. Το νέο παλικάρι ή το δικό της «ώριμο παλικάρι»; Τον άνθρω-πο που καμιά κακουχία και πίκρα δεν έλεγε να τον βάλει κά-τω, κι όμως τώρα έφτασαν λίγα λεπτά αγωνίας για το παιδί του ώστε να τον ρίξουν στην εντατική του νοσοκομείου «Μα-ρία Μανταλένα», στο Μπουένος Άιρες.

Στην εντατική ο Γιαννιός; Στο δεύτερο όροφο, στην πτέ-ρυγα αποκατάστασης ο Γιωργής. Ο ένας για να επαναφέρει μια καρδιά που κουράστηκε και λίγο έλειψε να τον εγκατα-λείψει και ο άλλος για να συνέλθει από τις κακουχίες της α-νάκρισης...

Καρδιογραφήματα ο ένας; Ορούς, τροφή και βιταμίνες ο άλλος.

Και η Ειρήνη ανεβοκατέβαινε τους ορόφους και αναρω-τιόταν γιατί η Λουκία ήταν απούσα. Γιατί η αγαπημένη της εγγονή, η Ηλιαχτίδα της, έμενε μακριά απ' όλα αυτά.

Page 393: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Έστειλε η Ειρήνη τον Γκονζάλες να βρει τη Λουκία για-τί η ίδια βρισκόταν στο πλευρό του Γιαννιού. Έστειλε τον Γκονζάλες να την ειδοποιήσει. Ο άνθρωπος δεν μπόρεσε να τη δει και να της μιλήσει, πληροφόρησε όμως τον Ραμόν για τα όσα συνέβησαν στους Γκρέκος.

Του είπε ότι η Ειρήνη ήταν μόνη στο νοσοκομείο στο Μπουένος Λίρες και ότι περίμενε την εγγονή της να πάει να τη συναντήσει εκεί, στην αργεντίνικη πρωτεύουσα. Η Λου-κία όμως δεν έλεγε να φανεί.

Η μικρή εκκλησούλα η αφιερωμένη στην Παναγιά, τη «Βίρ-χεν Μακολάδα», βρισκόταν μες στα αμπέλια και ήταν λου-σμένη στο πρωινό κυριακάτικο φως.

Τα χρυσά αγγελούδια στο σκαλιστό τέμπλο, μπροστά στο άγαλμα της Παρθένου, αντίκριζαν τα αμπέλια με τα καλύ-τερα σταφύλια σε όλο το Κοριέντες.

Ένα βάζο με κρίνα που μοσχομύριζαν και μυρωδάτες φρέζες ήταν δίπλα στην Παναγιά. Ό π ω ς συνηθίζεται στις καθολικές ισπανόφωνες χώρες, το άγαλμα της Παρθένου ή-ταν ντυμένο με ρούχα ραμμένα στο χέρι και κεντημένα α-πό τις κοπέλες του κτήματος.

Κάθε βελονιά για τα προικιά της Παναγίας και μια τρυ-φερή σκέψη. Τα κορίτσια που δούλευαν στα κτήματα του δον Ραμόν έβαζαν κάθε μέρα φρέσκα λουλούδια στην εκ-κλησιά.

Λευκό, χρυσό, γαλάζιο μπαρόκ το μικρό παρεκκλήσι του Ραμόν. Εκεί λειτουργούσε με μεγάλη ευλάβεια ο ιιαιιάς των κτημάτων, ο πάδρε Ενρίκε.

Page 394: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Υπήρχε λαός πολύς στη δούλεψη του παδρόν. Ολημερίς λοιπόν ο πάδρε εξομολογούσε, βάφτιζε, κήδευε από το πρωί ως τό βράδυ. Αυτή την Κυριακή όμως ανέβαλε όλες τις δου-λειές και τις αγαθοεργίες του γιατί ο δον Ραμόν του ζήτησε να τελέσει το γάμο του.

Παντρευόταν ο παδρόν. Απλά, χωρίς καλεσμένους, απλά σαν τον τελευταίο κολίγο.

Οι λευκοντυμένοι εργάτες, που στέκονταν γΰρω από την εκκλησία με λουλοΰδια στα χέρια, ήταν εκεί για να ευχη-θούν στο αφεντικό τους, στον αφέντη του μεγαλύτερου κτή-ματος της περιοχής.

Ήθελαν να του ευχηθούν μακροζωία και πολλούς απο-γόνους. Ο δον Ραμόν Καστίγιο θα ένωνε τη ζωή του με αυ-τή της Λουτσία απλά, χωρίς καλεσμένους και επισημότη-τες.

Σε όλο το δρόμο, από εκεί που τέλειωναν τα αμπέλια, οι εργάτες και οι ιθαγενείς έραναν με ροδοπέταλα το ζευγάρι. Και τι ζευγάρι! Γερακίσιο, κατάμαυρο το βλέμμα του Κα-στίγιο. Του ουρανού, της θάλασσας και των κάμπων η μα-τιά της νύφης. Περήφανος ο Ραμόν, σιωπηλή η Λουτσία, η όμορφη νυφούλα των αγρών και των αμπελιών...

...Σήμερα γά... σήμερα γάμος γίνεται, Σ' wpaio περιβόλι, σ' wpaio περιβόλι...

Γύρισαν στο σπίτι ο γαμπρός με τη νύφη μες στις επευ-φημίες και τη χαρά των εργατών.

Είχαν στήσει μεγάλες τάβλες με τρανό φαγοπότι. Τρα-γουδούσαν με κιθάρες, χόρευαν, το κρασί έρεε.

Page 395: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Η Μερσέντες, η υπηρέτρια της Ειρήνης, ήταν ο μόνος άνθρωπος από το κτήμα των Γκρέκος που παραβρέθηκε στη χαρά του γάμου.

Έμαθε για το μυστήριο από την Ινές, την οικονόμο του Ραμόν, που ήταν ξαδέρφη της. Σε κανέναν δεν είπε για το γάμο η Μερσέντες, μόνο ένα φυλαχτό έφτιαξε από κέρατο ταύρου και το πήγε της Λουκίας.

Ζήτησε από την Ινές να την οδηγήσει στη νύφη για να της ευχηθεί από κοντά.

Οι δυο γυναίκες χτύπησαν την πόρτα της μεγάλης κρε-βατοκάμαρας και μπήκαν μέσα. Η Λουκία έβγαζε εκείνη την ώρα το νυφικό της, φορούσε ακόμα το πέπλο.

- Σενιορίτα, τις ευχές μου, είπε η Μερσέντες. Να είσαι ευ-τυχισμένη, κυρά, να είσαι δυνατή και ανθεκτική, σαν το κέ-ρατο του ταύρου. Με αυτά τα λόγια, πέρασε το φυλακτό στο λευκό λαιμό της Λουκίας.

Η κοπέλα έπιασε τα δουλεμένα και σκληρά χέρια της γυ-ναίκας και με λαχτάρα ρώτησε για τους δικούς της. Με βλέμ-μα χαμηλωμένο η γυναίκα τής είπε δακρυσμένη:

- Καλά, καλά είναι όλοι, παλομίτα μου, καλά είναι. Ένα ρίγος έπιασε τη Λουκία σε αυτά τα λόγια και έσφι-

ξε τα χέρια της Μερσέντες τόσο που μελάνιασαν. - Κοίταξέ με, είπε άγρια στη γυναίκα. Κοίταξέ με, ξα-

νάπε. Τι γίνεται στο σπίτι μου; Πες μου! Και η Μερσέντες της είπε... Μόλις η Λουκία έμαθε ότι ο Γιωργής βασανίστηκε τόσο

ώστε χρειάστηκε να μπει στο νοσοκομείο και ότι ο Γιαννιός χαροπάλευε, χλόμιασε. Κάθισε βαριά σε μια πολυθρόνα και βγάζοντας το πέπλο της ξέσπασε σε λυγμούς.

Page 396: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Έτσι τη βρήκε ο Ραμόν, που πήγε να πάρει τη νύφη για να κατέβουν κάτω στην αυλή και να πιουν ένα ποτήρι κρα-σί μαζί με τους εργάτες όπως ήταν το συνήθειο.

- Πλΰνε το πρόσωπο σου, συγυρίσου, της είπε βαριά. Συ-γκρατήσου και πάμε κάτω. Τώρα είσαι κυρία Καστίγιο, εί-σαι η γυναίκα του παδρόν, δεν κάνει να σε δουν έτσι οι άν-θρωποι μας.

Η Λουκία έκανε αυτό που της ζήτησε. Αυτό που έπρεπε, όταν όμως αργότερα το βράδυ ανέβαινε τις σκάλες για την κάμαρή τους ένιωσε αίμα να κυλά από τα πόδια της...

Φώναξαν αμέσως το γιατρό και αυτός, όπως ήταν ανα-μενόμενο, διέταξε απόλυτη ακινησία στη νυφη. Δεν έπρεπε οΰτε μέχρι το μπάνιο να πάει, μια κι αυτό ήταν επικίνδυνο για το έμβρυο. Μπορούσε με το παραμικρό να αποβάλει.

Η Μερσέντες αντιλήφθηκε τα σοΰρτα φέρτα των υπηρε-τριών στην κάμαρη του παδρόν και πήγε να δει τη Λουκία.

- Αχ, κυρά μου, όμορφή μου, γιατί να σου τα πω; Γιατί να τα μολογήσω όλα, η χαμένη;

- Έπρεπε να μάθω, Μερσέντες, είπε η κοπέλα με κομ-μένα μάτια από την ταλαιπωρία. Σε ξορκίζω όμως, η γιαγιά μου και ο Γιωργής δεν πρέπει να ξέρουν...

- Μην ανησυχείς, κυρά, όμως εγώ τους γνωρίζω τους καη-μούς που περνάς, εγώ ξέρω ότι για το γιο του παδρόν μου, για να τον σώσεις βρίσκεσαι εδώ. Ξέρω για το παιδί σου, ότι...

Δεν πρόλαβε να αποσώσει τα λόγια της η γυναίκα και η Λουκία της έκλεισε το στόμα με την παλάμη του χεριού της.

- Σώπα, Μερσέντες, σώπα. Τίποτα δεν ξέρεις, τίποτα δεν είδες. Με ακούς; Τίποτα... Ο Γιωργής και ο Γιαννιός θα πά-νε καλύτερα, τώρα το παιδί μου με νοιάζει, το παιδί μου...

Page 397: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Το ένα φέρνει το άλλο, αλυσίδα τα γεγονότα στη ζωή της Λουκίας, αλλά και στην πολιτική ζωή της Αργεντινής. Στρογγυλή η γη και γυρίζει, γυρίζει και η ζωή φέρνει τα πά-νω κάτω...

Αξιωματικοί και συνταγματάρχες έκαναν επαναστατικό κί-νημα και έριξαν τον Καστίγιο... Ακολούθησαν συλλήψεις, φυλακίσεις, πολιτική αστάθεια.

Καλυμμένος από φιλεργατικό πνεύμα και μέλος της και-νούριας κυβέρνησης ήταν ο Χουάν Περόν, αγαπητός στο λαό. Αγαπητός, μέχρι που έγινε κόκαλο στο λαιμό των Αργε-ντινών και για να ανασάνουν τον εξόρισαν. Αυτό όμως έγι-νε πολλά χρόνια αργότερα.

Τώρα το πνεύμα ήταν λαϊκό, άρα εναντίον του συντηρη-τικού και υπερβολικά δεξιού Καστίγιο. Αυτοί που είχαν φυ-λακίσει τον Γιωργή τώρα μπήκαν οι ίδιοι μέσα. Και ο Ρα-μόν, ο γείτονας των Γκρέκος, ως Καστίγιο κι αυτός, ακο-λούθησε τη συνηθισμένη διαδικασία: φυλακίστηκε, εξορί-στηκε και η περιουσία του δημεύτηκε.

Έτσι, η μικρή Ηλιαχτίδα, η όμορφη Λουτσία, η παλομί-τα, η νυφούλα των αγρών, βρέθηκε με ένα μωρό στην α-γκαλιά που έφερε το όνομα Καστίγιο στους πέντε δρόμους.

Ακολούθησε κι αυτή το δρόμο της εξορίας στη Γη του Πυρός μαζί με τον άντρα της αντί να τρέξει στην αγκαλιά του Γιωργή, να εξομολογηθεί το μεγάλο μυστικό της και να έχει τα χάδια της Ειρήνης.

Δίλημμα για τη Λουκία δεν τέθηκε. Ακολούθησε το δρό-μο που η αξιοπρέπεια και το καθήκον της όριζαν. Μάζεψε

Page 398: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Αίγα κειμήλια από τη μεγάλη χασιέντα και πήρε το δρόμο της εξορίας ακολουθώντας έναν άντρα που δεν ήθελε, έναν άντρα όμως που έφερε το όνομά του, έστω κι αν ακόμα δεν είχε γίνει γυναίκα του...

Ονσουαΐα είναι η πρωτεύουσα στη Γη του Πυρός. Ένα μέρος από τη Γη του Πυρός ανήκει στη Χιλή και ένα στην Αργεντινή. Αποτελείται από νησάκια που ονομάζονται έτσι γιατί έχουν φυσικό αέριο που διέ-φευγε στην ατμόσφαιρα και γι αυτό ο Μαγγελάνος όταν πλησίασε εί-δε φωτιές. Έχει βουνά με δάση και παγετώνες και μόνο λίγη ώρα το φωτίζει ο ήλιος κατά τη διάρκεια του εικοσιτετράωρου. Ήταν μάλλον αφιλόξενο μέρος, με λίγους κατοίκους. Σήμερα έχει 36.000 κατοίκους.

Μεταξύ του 1884-1947, εκεί είχαν τους φυλακισμένους και τους εξόριστους σε στρατιωτικές φυλακές. Ήταν και ναυτική βάση.

Πέρασε λίγος καιρός απ όλα αυτά τα γεγονότα. Ο Γιαννιός, αφού έμεινε στο νοσοκομείο σχεδόν δυο μήνες, επέστρεψε στο σπίτι του καλά. Πιο γερασμένος βέβαια, και φορτωμέ-νος με ατελείωτες περιποιήσεις και κανακέματα από την Ει-ρήνη.

Μια Ειρήνη που θαρρούσε πια ότι ο καλός της ήταν από γυαλί και έτρεμε μην της ραγίσει ξανά!" Όμως ο Γιαννιός ή-ταν γερό κόκαλο και ο γιατρός του συνέστησε να προσέχει, όχι όμως να μπει και στη γυάλα.

Έτσι, χρειάστηκε να απειλήσει την Ειρήνη ότι η συμπε-ριφορά της τον έπνιγε τόσο, που τελικά θα τον έφερνε στον τά(ρο μια ώρα αρχύτερα από «έλλειψη οξυγόνου».

Page 399: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Ο Γιωργής, σαν νέος άντρας, ήταν πάλι δυνατός και γερός. Γύρισε στη χασιέντα τους έτοιμος να αρχίσει πάλι τα επαγ-γελματικά ταξίδια και να αναλάβει τη φροντίδα των κτημάτων.

- Εσύ, πατέρα, κάτσε πια ήσυχος. Αρκετά έχεις δουλέψει στη ζωή σου. Κοίτα καλύτερα τα οικονομικά με την Ειρήνη, ασχολήσου με τις τράπεζες και άσε τις αγριάδες για μένα.

- Η Λουκία, Ειρήνη, πώς και δε μας ήρθε καθόλου στο Μπουένος Άιρες τόσο καιρό; ρώτησε ο Γιαννιός πειραγμένος.

- Έλα γεια σου, πώς και δε μας ήρθε; πρόσθεσε ο Γιωρ-γής, πολύ πιο ενοχλημένος από τον πατέρα του.

- Δεν ξέρω, απάντησε η Ειρήνη συννεφιασμένη. Δεν ξέ-ρω, την τελευταία φορά που μίλησα μαζί της ήταν σιο τη-λέφωνο και βρισκόταν στο σπίτι του Ραμόν.

- Τ ο υ Ραμόν; φώναξε ο Γιωργής θυμωμένος σαν ταύρος στο υαλοπωλείο.

- Είχα στείλει τον Γκονζάλες να της πει ότι βρισκόμαστε στο νοσοκομείο και ότι την περιμένω, πρόσθεσε η Ειρήνη.

- Με τη μεσολάβηση του Ραμόν βγήκα από τη (ρυλακή, φώναξε ο Γιωργής αρπαγμένος. Αλλά τώρα καλά θα κάνει και αυτός και οι ομοϊδεάτες του να κλείσουν το <πόμα τους γιατί θα τα βρουν ζόρικα. Ως πότε νομίζουν ότι θα διαφε-ντεύουν; Τι θαρρούν δηλαδή; Οι σκλάβοι μάς τελείωσαν. Η νέα κυβέρνηση είναι με το μέρος του λαού... Τέλος πάντων, τώρα όλα θα ξεδιαλύνουν και με τη Λουκία, συνέχισε ο Γιωρ-γής με βλέμμα που δεν προμήνυε τίποτα καλό. Και η Ειρή-νη άρχισε να ανησυχεί.

Όταν βγήκαν από το αυτοκίνητο, μόλις ανέβηκαν τα σκα-λιά και μπήκαν στο μεγάλο και ηλιόλου(πο πάτιο, τότε η Ει-ρήνη έκανε το σταυρό της.

Page 400: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

- Δόξα σοι ο Θεός που γυρίσαμε στο σπίτι μας! Ο Γκονζάλες πήγε να τους βοηθήσει και έλαμπε. - Καλώς ήρθατε! Μάδρε ντε Ντιός, μητέρα του Θεοΰ,

μια χαρά σας βλέπω. Εσείς, παδρόν, είπε στον Γιωργή, κυ-παρίσσι στητό είσαστε πάλι.

Βγήκαν και η μαγείρισσα και η Μερσέντες να τους κα-λωσορίσουν με δάκρυα στα μάτια.

- Η σενιορίτα Λουκία δε θα μας υποδεχτεί; Ποΰ είναι; ρώτησε η Ειρήνη.

- Η εγγονή σας βρίσκεται δίπλα, στον άντρα της, απά-ντησε η Μερσέντες κατακόκκινη και μπερδεύοντας τα λό-για.

- Ποιον άντρα της; γρΰλισε ο Γιωργής. Ο Γιαννιός και η Ειρήνη έμειναν ασάλευτοι από την έκ-

πληξή τους. - Η σενιορίτα παντρεύτηκε τον Ραμόν Καστίγιο. Τώρα

που άλλαξαν τα πράγματα, ακολούθησε το σενιόρ στην ε-ξορία. Πρέπει μάλιστα σε λίγο καιρό να γεννήσει και το παιδί της. Τους έστειλαν στην Τιέρα ντε Φουέγκο.

Βόμβα αν έσκαγε, λιγότερο σαματά θα έκανε από τον α-ντίχτυπο των λόγων που ξεστόμισε η Μερσέντες.

Ο Γιαννιός κάθισε στον πρώτο καναπέ που βρήκε, δίπλα του έπεσε βαριά η Ειρήνη, όσο για τον Γιωργή, είχε κοκα-λώσει. Λες και το αίμα έφυγε από τις φλέβες του και κοιτούσε την Ειρήνη και τον πατέρα του σαν χαμένος...

Ανέβηκε στο τζιπ και οδηγώντας σαν τρελός έτρεξε στη γειτονική χασιέντα του Ραμόν. Βρήκε την πόρτα σφαλιστή και τοιχοκολλημένο ένα έγγραφο που έλεγε ότι η περιουσία του Ραμόν Καστίγιο δημεύτηκε και ανήκει πλέον σιο κράτος.

Page 401: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Το βράδυ έγινε στουπί στο μεθύσι και η Ειρήνη με τον Γκονζάλες τον έβαλαν στο κρεβάτι του σε κακή κατάσταση.

Προσπάθησαν νά το κρύψουν από τον Γιαννιό, όμως ε-κείνος δεν έτρωγε κουτόχορτο. Έβλεπε το παιδί του να υ-ποφέρει και πονούσε και αυτός.

Η Ειρήνη ανησυχούσε για τη Λουκία, στεναχωριόταν για τον Γιωργή και έτρεμε για τον Γιαννιό. Μια πίκρα σερνόταν στο σπίτι. Αντί για τη χαρά του γυρισμού, η θλίψη πλανιό-ταν παντού.

Λίγες μέρες μετά το γυρισμό τους, η Μερσέντες δε βά-σταξε να βλέπει την Ειρήνη που έκρυβε τα κοκκινισμένα α-πό το κλάμα μάτια της και έπιασε την κυρά της κατά μέρος και τα μολόγησε, τα ξεφούρνισε όλα.

Της είπε και για την αγάπη που η υπηρέτρια γνώριζε κα-λά ότι έδενε τον Γιωργή με τη Λουκία και όλα τα άλλα...

Το ίδιο βράδυ, η Ειρήνη, όταν ξάπλωσε για ύπνο με τον Γιαννιό, χώθηκε στην αγκαλιά του και του μίλησε κλαίγο-ντας.

- Το ήξερα, αγάπη μου, το ήξερα ότι η Ηλιαχτίδα μου τον αγαπούσε, το ένιωθα. Αυτό που δε γνώριζα ήταν ότι ο ε-ρωτάς τους προχώρησε τόσο. Και για να τον σώσει αυτή έ-πεσε στα χέρια του Ραμόν. Αντάλλαξε τη ζωή της με την ε-λευθερία του Γιωργή, κατάλαβες; Και τώρα, Γιαννιό μου, τι κάνουμε; Την αφήνουμε στα χέρια του Καστίγιο, να γεννή-σει το παιδί μας εκεί στην εξορία; Στην κόλαση;

Ο Γιαννιός έσφιξε την Ειρήνη στα χέρια του, σιωπηλός και σκεφτικός.

-Άκου, Ρήνη μου, της είπε σιγανά. Άκου, τώρα να μην πού-με τίποτα στον Γιωργή, μη φέρουμε τα χειρότερα. Είναι σαν

Page 402: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

να ρίχνουμε λάδι στη φωτιά. Άσε λίγες μέρες να κατακάτσει ο κουρνταχτός του κινήματος, να δοΰμε ο πολιτικός άνεμος κα-τά ποΰθε θα φυσήξει και τότε θα πάμε να εξηγηθούμε με τον Ραμόν και να τη φέρουμε πίσω. Ο Γιωργής, μετά από όσα πέ-ρασε στις στρατιωτικές φυλακές, είναι ικανός για όλα. Πόσο μάλλον που ο Ραμόν έχει στα χέρια του τη γυναίκα που αγα-πά και το παιδί του. Ούτε συζήτηση ότι θα αφήσει τον Κα-στίγιο να μεγαλώσει το δικό του παιδί. Αυτό ο Γιωργής απο-κλείεται να το δεχτεί ό,τι και να γίνει. Άσε λίγο καιρό να μα-λακώσουν τα πράγματα. Μην τα σπρώχνουμε στα άκρα και βρεθεί ο Ραμόν στο χώμα και ο Γιωργής στη φυλακή.

Ο Γιωργής είχε πέσει στη δουλειά με τα μούτρα. Εξαγωγές έκανε, καινούριες σπορές από αμερικάνικες ποικιλίες ετοί-μαζε και όλη μέρα γύριζε πάνω στο άλογο ή με το τζιπ. Τ η μια γυναίκα άλλαζε μετά την άλλη.

Έπινε , ξενύχταγε και σηκωνόταν να δουλέψει τη γη του αξημέρωτα.

Η Ειρήνη έβλεπε το νέο άντρα να τσακίζει έτσι τον εαυ-τό του και της πονούσε η ψυχή. Πήγαινε και η προκοπή του στράφι.

«Ακόμα δεν πρόλαβα να χαρώ την Ηλιαχτίδα και αυτή έ-φυγε για αλλού», αγανάκτησε η Ειρήνη.

- Ε, νισάφι, Γιαννιό πια, νισάφι! Έτσι όπως το πάει ο Γιωργής χο τροπάρι και τόσο ευερέθιστος που είναι, θα φά-ει το κεφάλι του στο τέλος. Πρέπει να κάνουμε κάτι.

Και ο Γιαννιός, που φοβόταν για το παιδί του, δεν τολ-μούσε να του μιλήσει και να του πει για τα ανομολόγητα...

Page 403: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Ο γιος του, μετά οπό τα ξενύχτια μες σας καλύβες των ι-θαγενών και σε φτωχογειτονιές του Μιιουένος Άιρες με κά-θε είδους γυναίκες, έμοιαζε ώρες ώρες μεγαλύτερος και α-πό τον Γιαννιό.

Αυτός, έτσι όπως τον πρόσεχε η Ειρήνη και τον είχε μη βρέξει και μη στάξει, τώρα ήταν ροδαλός και φρέσκος φρέ-σκος, σαν τη φράπα.

- Α χ , βρε γυναίκα! Πάει, άσπρισε ο γιος μου, τον άραγε το μαράζι...

- Γι' αυτό σου λέω, μάτια μου, ας κάνουμε κάτι γιατί ματώ-νει η καρδιά μου. Άσε που τρέμω και για εκείνη. Σάματι ξέρου-με κι αυτή τι ζωή περνά; Άκου, Γιαννιό, άσε με εμένα να πάω εκεί στηνΤιέρα ντε Φουέγκο,ναδωτη Λουκία κι αν μπορώ να τη φέρω εδώ. Όταν την έχουμε κοντά μας, τότε του τα λέμε.

- Ειρήνη, θαρρώ ότι εγώ δεν αντέχω τόση ταλαιικορία. Πώς θα πας μόνη σου εκεί κάτω;

- Ε, δύσκολο πράγμα είναι, βρε Γιαννιό; (Η)α προσλά-βουμε δυο άντρες να με συνοδέψουν.

- Και εμένα θα με αφήσεις μόνο μου εδώ, Ι'ηνιώ; - Για λίγο, για λίγο μόνο. Θα 'ναι και ο Γιωργής μαζί σου

και οι άνθρωποι μας. Φοβάμαι για τη Λουκία, κανένα νέο της δεν έχουμε. Είμαι υπεύθυνη για αυτή στην Άννα και τον Σπύρο. Αν πάθει κάτι το κορίτσι, τι θα τους πούμε;

- Έχεις δίκιο, υποχώρησε ο Γιαννιός. Φεύγουμε αύριο για το Μπουένος Άιρες. Θα σου βρω συνοδεία εκεί. Εγώ θα γυρίσω πίσω και θα πω στο γιο μου ότι θα μείνεις στην πρω-τεύουσα για λίγες μέρες, να επισκεφτείς ράφτρες και κομ-μωτήρια. Θα του πω ότι θα μείνεις στη Ρικολέτα, φιλοξε-νούμενη της φίλης σου της Εσμεράλδα.

Page 404: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Τα έλεγαν αυτά πίνοντας τον καφέ τους δίπλα δίπλα, ό-πως έκαναν σε όλη την κοινή τους ζωή. Ο Γιωργής, που μπή-κε ταραγμένος στο σπίτι, τους αναστάτωσε.

- Έχω φοβερά νέα, άσχημα νέα. - Τι έγινε, αγόρι μου; ρώτησε ο Γιαννιός ανήσυχος. - Οι Αμερικάνοι έριξαν ατομική βόμβα στην Ιαπωνία,

στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι. Χιλιάδες οι νεκροί, οι τραυματίες. Χώρια πόσοι θα πεθάνουν τα επόμενα χρόνια...

Κοκάλωσαν μόλις το άκουσαν και ο Γιαννιός και η Ει-ρήνη, πάγωσε και η ανθρωπότητα ολάκερη...

- Βλέπεις που σου λέω; είπε σιγανά ο Γιαννιός στην Ει-ρήνη. Τόσα άσχημα πράγματα γίνονται. Να ξέρεις, της γκρί-νιαξε χαδιάρικα, ότι δυσκολεύομαι πολΰ να κοιμηθώ αν δεν ακουμπώ πάνω σου, αν δεν ανασαίνω την Ειρήνη μου.

- Μέχρι που να το καταλάβεις θα έχω γυρίσει πίσω, του απάντησε εκείνη τρυφερά.

Μια βδομάδα αργότερα πήγαν στο Μπουένος Άιρες οι Γκρέ-κος και όταν γΰρισε ο Γιαννιός στο κτήμα ήταν μόνος. Έκα-νε να πλησιάσει το γιο του, πιάστηκε από το γεγονός ότι ή-ταν μόνοι τους στο σπίτι πατέρας και γιος. Μετά το φαΐ λοι-πόν, το πρώτο βράδυ που η Ειρήνη έλειπε, έφτιαξε ένα πο-τό γι' αυτόν και ένα για τον Γιωργή και,ξεκίνησε κάτι να του πει για τη Λουκία.

Εκείνος όμως του το έκοψε μαχαίρι, χωρίς προσχήματα είπε απότομα στον Γιαννιό:

- Άκου, πατέρα, μη μου μιλάς για τη Λουκία, με χαλάει, δεν το αντέχω, είναι σκάρτη, πατέρα, και υποκρίτρια, είναι

Page 405: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

ψεύτρα. Ένα ανόητο κοριτσάκι, ένα τίποτα. Και μ' αυτά τα λόγια, με βλέμμα θολωμένο, πέταξε το ποτήρι του στον τοί-χο και το έκανε θρύψαλα. Έτσι έκανε και την ψυχή μου, μουρμούρισε βραχνά.

Τινάχτηκαν παντού τα γυαλιά. Ταράχτηκε ο Γιαννιός, μα δε μίλησε. Κουβέντα δεν είπε, ούτε τόλμησε να πάρει το μέρος της. Λέξη δεν είπε γι' αυτό το «τίποτα», το κορίτσι που πρόσφερε τη ζωή του στον Ραμόν για να σώσει τον Γιωρ-γή. Περίμενε να καταλαγιάσει η τρικυμισμένη ψυχή του νέ-ου και τότε να του μιλήσει.

Χωρίς λέξη ο Γιωργής, ανέβηκε στο δωμάτιο του. Ξά-πλωσε στο κρεβάτι έτσι όπως ήταν ντυμένος. Στο νου του ήρθαν τα γέλια και τα καμώματα της Λουκίας, της μικρής Ηλιαχτίδας που έκλεψε την καρδιά του. Πόσο μεγάλα και βαθυπράσινα ήταν τα μάτια της όταν την πήρε...

Θυμήθηκε το πρώτο τους φιλί κάτω από τις λεύκες. «Θα το ξανακάνεις;» έλεγε ο Γιωργής και την πείραζε. «Ναι, ναι, θα το ξανακάνω», απαντούσε εκείνη και ξεκαρδισμένη τον φιλούσε ξανά και ξανά. Τον ξελόγιασε, τον τρέλανε. Και τώ-ρα; Τώρα, τίποτα.

«Μόλις με συνέλαβε ο κομαντάντε, εκείνη πήγε και πα-ντρεύτηκε τον Ραμόν. Γιατί, βλέπεις, η γη, τα χωράφια και η βίλα δεν έφταναν στη Λουκία. Ήθελε και μεγάλο όνομα, ήθελε άντρα αριστοκράτη».

«Φάε τώρα αριστοκρατία!» μούγκρισε πονεμένος και έ-χωσε το πρόσωπο του στο μαξιλάρι. «Πού είναι το βιος και τα μέγαρα του παδρόν σου, Λουκία; Σε μια κόλλα χαρτί βρί-σκεται η περιουσία του Ραμόν, ένας αριθμός πρωτοκόλλου στην εφορία ακινήτων του κράτους. Πού είναι η βίλα σου και

Page 406: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

η ζωή σου; Στη Γη του Πυρός! Στους καταυλισμούς των ε-ξόριστων! Κι όμως, έκανες παιδί μαζί του». Αυτή η σκέψη τον μαχαίρωνε. Έσφιγγε το κεφάλι με τα δυο του χέρια για να τα σβήσει από το μυαλό. Όμως τίποτα, είχαν κολλήσει στα μέσα του και τον βασάνιζαν.

Τόση αγάπη χαμένη! Τόσα όνειρα τσαλαπατημένα! Γυρ-νώντας από τη Βραζιλία λαχταρούσε να τη σφίξει πάνω του και να ανακοινώσει στον Γιαννιό και την Ειρήνη ότι η Λου-κία θα γινόταν γυναίκα του και αντί γι' αυτό εκείνη γέννησε το παιδί του Καστίγιο.

«Αχ, πού θα πάει», βογκούσε πονεμένος, «θα την ξεχάσω, θα τη βγάλω και απ' το κορμί και από την ψυχή μου. Θα τη χύσω από τις φλέβες μου. Θα την ξεριζώσω και από τα σπλά-χνα μου, εκεί που καίει τα σωθικά μου».

Έτσι αγριεμένος περνούσε άσχημες νύχτες και τις μέρες δούλευε χωρίς χαρά, χωρίς όνειρα, χωρίς σχέδια για το μέλλον.

Η Λουκία, όταν πήραν τον Ραμόν στις στρατιωτικές φυ-λακές του Μπουένος Άιρες, ένιωσε τόσο χαμένη και ανα-σφαλής, όσο δεν είχε νιώσει ποτέ. Ούτε τότε στο καράβι που τη μετέφερε στην άγνωστη Αργεντινή δεν είχε αισθανθεί έτσι.

Τώρα δεν ήξερε πού ανήκει και πού θα πάει να γεννήσει το παιδί της. Το αρχοντικό όνομα του άντρα της δεν πρό-σφερε πια καμιά προστασία ούτε σ' εκείνη ούτε στο μωρό.

Τις πρώτες μέρες του γάμου της τις πέρασε σε απόλυτη ακινησία στη νυφική κρεβατοκάμαρα για να μην αποβάλει.

Μόλις ο γιατρός της επέτρεψε να σηκωθεί, ο Ραμόν της είπε ότι θα πάνε στο Μπουένος Άιρες για να της δείξει το δια-μέρισμά του στην αργεντίνικη πρωτεύουσα και να δώσουν εκεί μια σειρά από δεξιώσεις για το γάμο τους.

Page 407: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Ήθελε να παρουσιάσει τη σΰζυγό του στην αργεντινή α-ριστοκρατία και πρώτα πρώτα στο θείο του, τον Ραμάν Κα-στίγιο, πρόεδρο της χώρας.

Πήγαν, βέβαια, στο Μπουένος Άιρες, αλλά με εντελώς διαφορετικές συνθήκες από αυτές που είχε στο νου του ο σύζυγος της. Εκείνος οδηγήθηκε με στρατιωτική συνοδεία και εκείνη με δύο βαλίτσες στα χέρια και ένα παιδί στην κοιλιά ταξίδεψε, όχι, βέβαια, με τη Ρολς των Καστίγιο, αλ-λά με το τρένο. Στη μια βαλίτσα είχε τα χειμωνιάτικα και ζε-στά ρούχα του Ραμόν και δυο τρία δικά του πουλόβερ για να τα φοράει η ίδια και στην άλλη λίγα οικογενειακά κει-μήλια των Καστίγιο. Αυτό ήταν πια όλο τους το βιος.

Το ανατρεπτικό κίνημα στην Αργεντινή Δημοκρατία πα-ρέσυρε τα πάντα στο διάβα του. Και το όνομα Καστίγιο δεν είχε πια την αίγλη που απολάμβανε μέχρι πριν από λίγες μέρες ακόμα.

Η περιουσία του Ραμόν κρατικοποιήθηκε και ο ίδιος ε-ξορίστηκε στη Γη του Πυρός.

Η Λουκία στο Μπουένος Άιρες έμεινε σε ένα άθλιο ξενοδο-χείο κοντά στις στρατιωτικές φυλακές. Όταν πήγε να επι-σκεφτεί τον Ραμόν, εκείνος δεν πίστευε στα μάτια του.

- Τι θέλεις εδώ, Λουτσία; Πώς και δε βρίσκεσαι στη χα-σιέντα της γιαγιάς σου;

-Αφού είμαι γυναίκα σου, Ραμόν, απόρησε παιδιάστικα εκείνη. Πού θέλεις να πάω; Δίπλα σου θα είμαι!

Τότε ο Αργεντινός άρχοντας, ο περήφανος παδρόν, τα-ράχτηκε.

Page 408: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

- Είσαι σπουδαία γυναίκα, Λουτσία, της είπε βραχνά. Σπουδαία! Είμαι πολΰ περήφανος που σε παντρεύτηκα. Μου έκανες μεγάλη τιμή μ' αυτό το γάμο. Σ' αυτά τα λόγια, για πρώτη φορά στη ζωή του, ο Ραμόν δάκρυσε.

Λίγες μέρες αργότερα, πήραν μαζί το δρόμο για την Τιέ-ρα ντε Φουέγκο, το νέο τόπο διαμονής του. Εκεί που πή-γαιναν οι εξόριστοι Αργεντινοί.

Η Λουκία σε όλη τη διαδρομή, παρά την προχωρημένη εγκυμοσύνη της, είχε ναυτίες και ζαλάδες. Κατέβηκαν στον τελευταίο σταθμό της Αργεντινής και από εκεί μπήκαν σε πλοίο και έπλευσαν για την Ουσουάία, την πρωτεύουσα.

Ήταν Αύγουστος και η θερμοκρασία δεν ξεπερνούσε τους πέντε βαθμούς. Έκανε κρύο. Το φως ήταν λιγοστό, μια και η μέρα είναι μικρή ο αυτό το μέρος της γης.

Μόλις βγήκαν από το πλοίο, ένας αξιωματικός του ναυτι-κού με δύο ναύτες συνόδεψαν τον Ραμόν και τη νεαρή γυναί-κα του μέχρι ένα μικρό πλεούμενο, μάλλον μεγάλη μαούνα θα την έλεγε κανείς, και τους πήγαν σε ένα μικρότερο νησάκι.

Εκεί υπήρχαν στρατιωτικοί καταυλισμοί, μια λέσχη ό-που έπαιζαν χαρτιά με τις ώρες οι εξόριστοι και μικρά σπί-τια με υποτυπώδη εξοπλισμό.

Έκανε τόσο κρύο, που χτυπούσαν τα δόντια της Λουκίας από την υγρασία και την παγωνιά.

Ο κομαντάντε συνόδεψε τους Καστίγιο στο σπίτι όπου θα περνούσαν όλο το διάστημα της εξορίας. Χαιρέτησε τυ-πικά και τους ευχήθηκε, μάλλον ειρωνικά, «καλή διαμονή».

Έκλεισε την πόρτα πίσω του φεύγοντας και ήταν σκο-τεινά. Ένας γυμνός γλόμπος φώτιζε το κακοβαμμένο δω-μάτιο.

Page 409: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Ο Ραμόν γονάτισε και πήρε μες στις χούφτες του τα πα-γωμένα χέρια της Λουκίας.

- Εσύ, μικρή μου, κράτησες το λόγο σου, εγώ όμως όχι. Σου υποσχέθηκα τόσα πολλά και δεν κράτησα τίποτα από αυτά. Σου έταξα ένα μεγάλο και ένδοξο όνομα για το παιδί σου κι αυτό τώρα σύρθηκε στις λάσπες. Αχ, πού είναι οι δε-ξιώσεις που θα δίναμε στο ακριβότερο διαμέρισμα της Ρι-κολέτα, με τους κρεμαστούς κήπους στις βεράντες του; Αντί γι' αυτές τις πολυτέλειες, βρισκόμαστε τώρα α' αυτό το άθλιο καλύβι.

Η Λουκία ήταν τόσο κουρασμένη που ούτε να μιλήσει μπορούσε ούτε να του αποκριθεί ήθελε. Μόνο υποσχέθηκε στον εαυτό της και στο παιδί της ότι όλα αυτά θα τέλειωναν.

Μόλις γεννούσε και το μωρό της θα ήταν σε θέση να τα-ξιδέψει, μόλις τελείωνε η εξορία του Ραμόν, θα έπαιρνε το παιδί της και θα γύριζε πίσω στην Ελλάδα. Στην πατρίδα της, μακριά από την Αργεντινή, μακριά από τις χασιέντες και το μοναδικό έρωτα της ζωής της, που για χάρη του βρισκόταν τώρα σε αυτή την κατάσταση.

Ο Ραμόν τη σήκωσε στην αγκαλιά του πολύ προσεχτικά. Αυτή η νέα κοπέλα ήταν η γυναίκα του κι ας μην τον αγα-πούσε. Αυτή και το παιδί της ήταν ό,τι πολυτιμότερο είχε στη ζωή. Τόσοι φίλοι, συγγενείς, εργάτες, υπηρέτες, όλοι στις δύσκολες στιγμές τον είχαν απαρνηθεί. Μόνο η μικρή Λου-τσία, αυτή που θυσία στο βωμό του έρωτα έκανε με το γά-μο τους, μόνο αυτή έμεινε κοντά του.

Αυτό το ανέλπιστο δώρο για τον Ραμόν ήταν πια ο σκο-πός της ζωής του. Θα έκανε ό,τι μπορούσε για να ζήσει η «παλομίτα του» καλύτερες μέρες.

Page 410: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Όταν τη σκέπασε με το παλτό του, το χλομό πρόσωπο της έμοιαζε παιδιάστικο σχεδόν.

Ο αυταρχισμός πια είχε σβήσει από το δικό του βλέμμα, μόνο μια απέραντη τρυφερότητα ήταν διάχυτη στα χείλη και τα μάτια του.

- Ξεκουράσου, μι κορασόν, καρδιά μου, ψιθύρισε ο Ρα-μόν και τη φίλησε γλυκά στο μέτωπο.

Η ζωή στην εξορία δεν ήταν εύκολη. Για τη Λουκία, που ή-ταν ετοιμόγεννη σχεδόν, ήταν ακόμα πιο δύσκολη. Έσερνε τα βήματα και οι δουλειές, αν και ήταν λίγες, μια και το σπί-τι τους μόνο δυο κάμαρες είχε, την κούραζαν πολύ.

Φως και θέρμανση δεν είχαν όλη τη μέρα. Ο Ραμόν έ-λειπε αρκετές ώρες. Έκανε εθελοντικά μαθήματα ιστορίας και γλώσσας στο τοπικό γυμνάσιο για να γεμίζει λίγο τις ά-χαρες ώρες της εξορίας του.

Όταν εκείνος πήγαινε στη λέσχη όπου μαζεύονταν και άλ-λοι εξόριστοι, συνήθως για να παίξουν χαρτιά, η Λουκία δεν τον συνόδευε. Οι άλλες σύζυγοι ακολουθούσαν τους άντρες τους, όμως αυτή, με την προχωρημένη εγκυμοσύνη της, νύ-σταζε και προτιμούσε να μένει στο σπίτι.

Ο Ραμόν της φερόταν πολύ τρυφερά, χωρίς να της ζητά ανταπόκριση στα αισθήματά του. Θα χαρακτήριζε κανείς τη σχέση τους αδερφική, αφού ποτέ ο άντρας της δεν απαίτη-σε από εκείνη ερωτική ένωση.

Η Λουκία ήξερε ότι ο Ραμόν τηρούσε αυτή τη στάση για-τί δεν ήθελε να βάλει σε κίνδυνο το παιδί. Όταν όμως γεν-νούσε, τότε δε θα μπορούσε άλλο να τον κρατήσει μακριά

Page 411: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

από το κρεβάτι της. Αυτό η Λουκία προτιμούσε να μην το σκέφτεται καθόλου. Εξάλλου, είχε αποφασίσει ότι μετά τη γέννα και την εξορία του Ραμόν εκείνη θα έφευγε.

Όμως διαζύγιο για τους καθολικούς δεν υπήρχε. Έτσι, η Λουκία ποτέ δε θα ελευθερωνόταν από τον Ραμόν, ποτέ. Αυ-τό το γνώριζε καλά όταν τον παντρεύτηκε, δεν είχε όμως κα-μιά άλλη επιλογή για να σώσει τον Γιωργή. Η απόφαση αυ-τή, παρμένη σε στιγμή απελπισίας, ήταν τελεσίδικη, μονό-δρομος, χωρίς επιστροφή.

Κάθε μέρα κάτω εκεί στη Γη του Πυρός ήταν απαράλλακτα ίδια με την προηγούμενη και την επόμενη. Για τη Λουκία ο ερχομός μιας καινούριας μέρας σήμαινε μόνο καθάρισμα, μαγείρεμα, σίδερο.

Συχνά εκεί που ετοίμαζε το φαγητό ή έπλενε τα ρούχα τους το μυαλό της ξέφευγε, γύριζε πίσω στη χασιέντα των Γκρέκος.

Γύριζε στα φιλιά και τα χάδια που είχε ανταλλάξει με τον Γιωργή. Τον ποθούσε, μούδιαζε από την επιθυμία. Νο-σταλγούσε τη φωνή του, το πάθος του όταν αγαπήθηκαν και οι σκέψεις αυτές την τρέλαιναν.

Έπλενε το πρόσωπο της για να διώξει τις μνήμες με κρύο νερό και το έτριβε τόσο που γινόταν κατακόκκινη. Όσο η ε-γκυμοσύνη προχωρούσε, τόσο τον ήθελε περισσότερο. «Ποτέ δε θα αφήσω τον Ραμόν να με αγγίξει», σκεφτόταν. «Ποτέ...»

Και για τον Καστίγιο η ρουτίνα επαναλαμβανόταν βα-ρετά. Μαθήματα στο σχολειό, χαρτιά στη λέσχη και περ-πάτημα κατά μήκος των βράχων.

Page 412: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Πήγε μαζί του και εκείνη για να ξεοκάσει μια δυο φορές, όμως τα κύματα που έσκαγαν στα βράχια ήταν πολΰ άγρια και το κρΰο τσουχτερό.

Πέρα, μακριά, μετά τα μικρά νησάκια που περιέβαλλαν το δικό τους, ήταν η αχανής απεραντοσύνη του Νότιου Πόλου. Οι πάγοι, οι πολΰ χαμηλές θερμοκρασίες και η κρΰα ησυχία, το απόλυτο μηδέν. Αφιλόξενο μέρος, με συνθήκες σκληρές.

- Τι βρίσκεις, Ραμόν, ο' αυτοΰς τους περιπάτους; τον ρώ-τησε μια φορά απορημένη με την καθημερινή επιμονή του να ατενίζει τον άγριο παγωμένο ωκεανό.

Εκείνος σήκωσε τους ώμους και της απάντησε άτονα: - Ελευθερία βρίσκω, Λουκία, ελευθερία... Και τότε για πρώτη φορά εκείνη κατάλαβε ότι η ζωή για

τον απόμακρο σΰζυγό της ήταν πολΰ σκληρή, απογοητευτι-κά σκληρή.

Έτσι, άρχισε να τον φροντίζει. Έκανε μικρά καθημερι-νά πράγματα. Του έφτιαχνε ένα ζεστό και του το πήγαινε στο τραπέζι όπου εκείνος καθόταν και κοιτοΰσε τις σημειώσεις του για το μάθημα της επομένης. Ή μαντάριζε τις τρΰπιες κάλτσες του.

Αυτές οι πράξεις φαίνονταν στον Ραμόν θεόσταλτες. Κα-ταφρονεμένος καθώς ήταν, κλεισμένος στη μοναξιά του ε-ξόριστου και του περιφρονημένου, ένιωθε τη φροντίδα της Λουκίας σαν να ήταν λουλοΰδι ελπίδας γι' αυτόν.

Δεν τον αγαποΰσε εκείνη, όμως είχε συνηθίσει την πα-ρουσία του και ένιωθε πια ασφαλής κοντά του.

Ένα βράδυ, όταν ακοΰμπησε το ζεστό δίπλα του, του είπε: - Ραμόν, διάβασέ μου λίγο από αυτά που μαθαίνεις στα

παιδιά.

Page 413: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Εκείνος ευχαριστήθηκε πολΰ που επιτέλους η Λουκία του ζήτησε κάτι. Από τότε, κάθε βράδυ ετοίμαζε και για τον ε-αυτό της ένα ρόφημα και καθόταν δίπλα του. Άκουγε τη φω-νή του άντρα της, σοβαρή και αυστηρή, να της διαβάζει και δεν το πίστευε ότι πριν από λίγα χρόνια μόλις αυτή η ίδια πεταγόταν απέναντι, στη φίλη της τη Λίνα, στα Πατήσια ό-που έμενε, για να ανταλλάξουν ζωγραφιές.

Ο Ραμόν είχε μέσα του τόση ευγνωμοσύνη για την αν-θρώπινη ζεστασιά που η Λουκία του χάριζε, ώστε την κοι-τούσε και έτρεμαν τα φυλλοκάρδια του.

Όταν της διάβαζε, εκείνη μαντάριζε τα ροΰχα τους. Ο Ραμόν τότε κλεφτά ρουφοΰσε με το βλέμμα την απαλή κα-μπύλη του λαιμού της ή τη σκιά που έκαναν τα βλέφαρα της στα μάγουλα και μέσα από την ψυχή του έβγαινε ένα σιω-πηλό ευχαριστώ.

...Γκράσιας α Χα βίδα Κεμε α δάδο τάντο... (...Ευχαριστώ τη ζωή Που μου έδωσε τόσα...)

Πέρασε ο καιρός, ωρίμασε η ώρα και τη Λουκία την έπια-σαν οι πόνοι. Ο Ραμόν φώναξε το γιατρό των στρατιωτικών φυλακών. Οι δυο άντρες ξεγέννησαν τη λεχώνα. Σφοΰγγιζε το ιδρωμένο μέτωπο της ο Ραμόν και βοηθούσε το γιατρό. Στα χέρια του γεννήθηκε το παιδί της, το αγόρι της. Ένας παίδαρος φωνακλάς, ίδιος, φτυστός ο παππούς του ο Γιαν-νιός.

Page 414: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Ο Ραμόν για πρώτη φορά στη ζωή του ένιωσε τέτοιο φό-βο. Έτρεμε μην πάθουν κάτι, εκείνη ή το παιδί.

Η Λουκία, λαχανιασμένη και κατάκοπη μετά τη γέννα, α-ναστενάζοντας τον κοίταξε με τα μεγάλα πράσινα μάτια της και του ψιθύρισε:

- Γκράσιας, γκράσιας, ευχαριστώ, Ραμόν. Και εκείνος, μόλις ο γιατρός έφυγε, φιλούσε τα χέρια της

σαν τρελός. - Α γ ά π η μου, παλόμα μου, θησαυρέ μου! Σου τ ορκίζο-

μαι, στο θαύμα που έζησα, σ' το ορκίζομαι στους πόνους και στον αγώνα για να γεννηθεί το παιδί σου, ότι θα κάνω ό,τι μπορώ, ό,τι είναι δυνατό για να είναι περήφανος ο γιος σου για το όνομα Καστίγιο.

Τον τήρησε τον όρκο του ο Ραμόν και τον πλήρωσε με τη ζωή του...

Το Μάρτιο του 1945, η Αργεντινή κήρυξε επίσημα πόλεμο εναντίον της Γερμανίας και της Ιαπωνίας. Ουσιαστικά, αυτός ήταν ένας δι-πλωματικός ελιγμός για να μπει στα Ηνωμένα Έθνη.

Μέχρι εκείνη τη στιγμή, η ουδετερότητα της χώρας προς το Γ' Ράιχ είχε κριθεί παγκόσμια σαν ψιλοναζιστική στάση και με την κήρυξη του πολέμου, έστω και την ύστατη στιγμή, έσωσε το γόητρο της.

Σ' αυτή τη διπλωματική ενέργεια της χώρας του στηρίχτη-κε ο Ραμόν για την πράξη που θα τον ανέβαζε στα μάτια της Λουκίας και θα της έδειχνε την απέραντη αγάπη του.

Page 415: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Ο Ραμόν, κινούμενος από τον ερωτά του για εκείνη και θέλοντας να ανακτήσει τη χαμένη του περηφάνια, αυτήν που έπεσε στο διασυρμό της εξορίας, ζήτησε από τους α-ξιωματικούς του διοικητηρίου, κάτω στη Γη του Πυρός, να του επιτραπεί να πολεμήσει. Έστω και τώρα, στα πίσω πί-σω, εναντίον του ναζισμού, στο πλευρό των Αγγλοαμερικα-νικών συμμαχικών δυνάμεων.

Η άδεια του δόθηκε και τον έστειλαν στην Ευρώπη μαζί με τα αμερικάνικα στρατεύματα στην τελευταία πράξη του πολέμου, και συγκεκριμένα στη μάχη του Βερολίνου. Εκεί και σκοτώθηκε. Η σορός του μεταφέρθηκε με τιμές στη Γη του Πυρός, απ' όπου λίγους μήνες νωρίτερα είχε φύγει.

Ο Ραμόν ήταν μια τραγική φιγούρα, θύμα της αριστοκρα-τικής γενιάς του, αλλά κυρίως θύμα του εαυτού του. Με την η-ρωική του έξοδο κράτησε ψηλά το όνομα των Καστίγιο και έ-χασε τη ζωή του σε μια μάχη που δεν πίστευε, για ιδανικά που δεν είχε και για μια γυναίκα που δεν έτρεφε έροπα για αυτόν...

1945: 0 χρόνος αυτός σημειώνει τψ οριστική κατάρρευση της από-πειρας του Χίτλερ να κυριαρχήσει στην Ευρώπη. Στις 13 Απριλίου, οι Σοβιετικοί στρατιώτες καταλαμβάνουν τη Βιενη, ενώ οι Αγγλοα-μερικάνοι ψτάνουν στον Έλβα. Εκεί λίγο αργότερα ενώνονται με τους Σοβιετικούς. Από τη στιγμή αυτή αρχίζει η μάχη του Βερολίνου. 0 Χίτλερ αυτοκτονεί και ο διάδοχος του, ο ναύαρχος Ντένιτς, το Μάιο ζητά από τους συμμάχους συνθηκολόγηση.

Το κείμενο της συνθηκολόγησης υπογράφτηκε στο Βερολίνο, στις 8 Μαΐου, και περιλαμβάνει έναν ουσιαστικό όρο: παράδοση χωρίς ό-ρους.

Page 416: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Το κλάμα του μωροΰ ξύπνησε τη μισοκοιμισμένη Λουκία. Το παιδί της ήταν φαγανό και μόλις πεινούσε το στομαχά-κι τσίριζε το στοματάκι...

Σήκωσε το παιδί πνίγοντας ένα χασμουρητό, το έβαλε στο στήθος της και του μουρμούρισε γλυκά:

- Έλα , αγόρι μου, έλα, παλικάρι μου, έλα, λεβέντη μου, . φάε να μεγαλώσεις γρήγορα. Να σε πάρω να πάμε κάτω στην πατρίδα μας, εκεί όπου ο ήλιος λάμπει και το κΰμα εί-ναι ήσυχο σαν χάδι.

Ο μικρός λαίμαργος τη δάγκωσε ρουφώντας το γάλα και τότε η Λουκία ξύπνησε για τα καλά. Τα μάτια της έκαναν το γΰρο της κάμαρας και έπεσαν πάνω στο μοναδικό τραπέζι του δωματίου, που ήταν τραπεζαρία και ταυτόχρονα γραφείο του Ραμόν.

Είδε ένα φάκελο κλειστό, στερεωμένο στο γυάλινο ποτήρι έτσι που να φαίνεται. Σαν ομίχλη, σαν μια παγωμένη κατα-χνιά, ένας φόβος την τύλιξε. Με το παιδί στην αγκαλιά της, α-νήσυχη πλησίασε και πήρε την επιστολή που απευθυνόταν σ' εκείνη, αφοΰ είχε επάνω με μεγάλα γράμματα το όνομά της.

Το άνοιξε και είδε ότι είχε γραφτεί από τον Ραμόν με με-γάλα γράμματα και καθαρά για να τα καταλαβαίνει. Αν και τώρα πια η Λουκία μιλούσε και διάβαζε καλά τα ισπανικά, με όλους τους αργεντίνικους ιδιωματισμούς.

Αγαπημένη μου Λουκία, Αυτοί οι τελευταίοι μήνες, οι πιο σκληροί της ζωής μου, ή-ταν ταυτόχρονα και οι πιο ευτυχισμένοι. Παντρευτήκαμε κάτω από ασυνήθιστες συνθήκες. Όμως σε αγάπησα πολύ, · πάρα πολύ.

Page 417: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Ο ερωτάς μου ξεκίνησε από μια απλή έλξη που ένιωσα για σένα και από έναν ανταγωνισμό εγωιστικό και μια δι-κή μου ζήλια προς τον Γιωργή...

Σε παντρεύτηκα περισσότερο από πείσμα και άχτι. Όμως σε αγάπησα πολύ και, πίστεψε με, όχι για την ο-μορφιά σου αλλά για το γλυκό, αξιαγάπητο χαρακτήρα σου. Για την καλοσύνη και την ανιδιοτελή αξιοπρέπειά σου.

Σε πόθησα, σε πόνεσα, σε λάτρεψα. Μου στάθηκες όσο κα-νένας άνθρωπος, αν και γνωρίζω καλά ότι δε με αγαπάς. Ένω-σες τη ζωή σου μαζί μου γιατί εγώ βοήθησα τον Γιωργή, αυ-τόν που πραγματικά θέλεις και είναι πατέρας του γιου σου.

Όμως εγώ, Λουκία, σε αγαπώ και για τους δυο μας. Θα είμαι ο τρυφερότερος πατέρας για το γιο σου και στο τέλος, δεν μπορεί, και η δική σου καρδιά θα λυγίσει και θα αντα-ποκριθεί.

Δε θέλω σκιές ανάμεσά μας, κάποτε διαπληκτιστήκαμε γιατί εγώ αυτό τον αμείλικτο πόλεμο για το Γ' Ράιχ τον α-ντιμετώπισα διαφορετικά από εσένα.

Η πατρίδα σου πέρασε πολλά δεινά από τους Γερμα-νούς. Επειδή λοιπόν σε αγαπώ και θέλω να καμαρώνεις για εμένα, επειδή θέλω για το παιδί μας να είμαι ο σωστός πα-τέρας και όχι αυτός που θα σε κάνει να ντρέπεσαι, στρα-τεύομαι και πάω στον πόλεμο.

Η πατρίδα σου είναι ελεύθερη εδώ και λίγους μήνες. Έστω και τώρα λοιπόν, στη στερνή στιγμή, πέφτω κι εγώ στο καμίνι του πολέμου. Για χάρη σου, αγάπη μου, για να σου φέρω τη νίκη. Σου δίνω ό,τι μου απέμεινε, αφού όλα τα άλλα τα έχασα.

Σου δίνω την τιμή μου, δον Ραμόν Καστίγιο

Page 418: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Το χέρι της Λουκίας έτρεμε τόσο διαβάζοντας αυτές τις γραμμές, ώστε ακούμπησε το μωρό στο κρεβάτι της γιατί φο-βήθηκε ότι θα της πέσει από την αγκαλιά.

Τα δάκρυα θόλωσαν τα μάτια της. Δεν ήξερε πια τι να προσδοκά. Ήξερε μόνο ότι έπρεπε να περιμένει. Τώρα ή-ταν μόνη με το γιο της, μόνη στην άκρη του κόσμου, στην άκρη της γης...

Η Ειρήνη έσφιγγε το γιακά του παλτού της στο λαιμό. Πα-ρά το κασκόλ και τα γάντια που φορούσε, ένιωθε το κρύο να τη διαπερνά.

«Διαβολόκλιμα έχει εδώ», σκέφτηκε και άνοιξε την πόρ-τα του διοικητηρίου. Βρισκόταν σε ένα από τα κτίρια των στρατιωτικών φυλακών, κάτω στην Τιέρα δε Φουέγο, και ή-θελε να πάρει πληροφορίες για τον εξόριστο με το όνομα Ρα-μόν Καστίγιο.

Πριν από αρκετούς μήνες, από τις στρατιωτικές φυλακές του Μπουένος Άιρες είχε μεταφερθεί στη Γη του Πυρός. Θα έπρεπε να εκτίσει εκείτο χρονικό διάστημα της εξορίας που η Αργεντινή Δημοκρατία είχε ορίσει.

Μάλλον θα ζούσε σε ένα μικρό νησάκι και κάθε πρωί και βράδυ έπρεπε να περνά και να δηλώνει την παρουσία του στο στρατιωτικό διοικητήριο του νησιού.

Ο αξιωματικός υπηρεσίας έσκυψε στα χαρτιά του και κοίταξε την Ειρήνη παραξενεμένος. Ξερόβηξε και ρώτησε:

- Ζητάτε τον Ραμόν Καστίγιο; - Ναι, ναι, απ' ό,τι ξέρω, ζει εδώ μαζί με τη γυναίκα του,

απάντησε η Ειρήνη τρέμοντας από το κρύο.

Page 419: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

- Θα τον βρείτε εκεί, είπε ο άνθρωπος και της έδειξε με το χέρι του απέναντι από το στρατώνα.

- Ποΰ εκεί; ρώτησε η Ειρήνη, μάλλον ανόητα, γιατί δεν καταλάβαινε τι της έλεγε ο αξιωματικός υπηρεσίας.

- Εκεί, χμ, χμ, ξερόβηξε εκείνος και της έδειξε ξανά α-πέναντι, στο εκκλησάκι.

Η Ειρήνη τον κοίταξε σαν χαζή, φόρεσε τα γάντια της, ευχαρίστησε και βγήκε στον προθάλαμο του στρατώνα. Πη-γαίνοντας προς την εκκλησία, μονολογούσε.

- Δεν ήξερα ότι είναι τόσο θρησκευόμενος ο Ραμόν. Φαί-νεται ότι στις δύσκολες ώρες τους οι άνθρωποι βρίσκουν πα-ρηγοριά στο Θεό.

Μόλις μπήκε στο παρεκκλήσι των φυλακών, το θέαμα που αντίκρισε τη μούδιασε. Έπεφτε το φως από τα χρωμα-τιστά τζάμια του ναοΰ και εστιαζόταν στα μαλλιά της Λου-κίας...

Εκείνη στεκόταν ορθή, μαυροφορεμένη, με το παιδί στην αγκαλιά. Δάκρυα αυλάκωναν τα μάτια της και δίπλα της, σκεπασμένη με τη σημαία της Αργεντινής, ήταν η σορός του Ραμόν. Η σορός που μεταφέρθηκε με πλοίο του πολεμικού ναυτικού στο ναύσταθμο της Γης του Πυρός.

Έπνιξε ένα λυγμό που ανέβηκε στα χείλη της η Ειρήνη και αγκάλιασε τη μικρή Ηλιαχτίδα...

Η μυρωδιά του αχνιστού καφέ είναι μια μικρή απόλαυση. Ό μ ω ς τη συγκεκριμένη στιγμή μάλλον παρηγοριά ήταν.

Η Ειρήνη είχε όλη την ώρα στην αγκαλιά της το παιδί. Δεν ήθελε να ξεκολλήσει από το μωρό. Είχαν επιστρέψει

Page 420: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

στο μικρό σπίτι όπου η Λουκία έζησε τους πρώτους και μο-ναδικούς μήνες του γάμου της.

Η κοπέλα δε χρειάστηκε να πει τίποτα στη γιαγιά της, ε-ξάλλου εκείνη τα ήξερε όλα από τη Μερσέντες. Μόνο το γράμμα του Ραμόν της έδειξε, γιατί η ίδια δεν μπορούσε να μιλήσει από τους λυγμούς.

- Για μένα, γιαγιά, για μένα πήγε στον πόλεμο. Για μένα και το παιδί σκοτώθηκε... έλεγε και ξαναέλεγε η Λουκία α-παρηγόρητη.

- Λάθος, παιδί μου, κάνεις λάθος. Για την τιμή του, για την αξιοπρέπειά του, Ηλιαχτίδα μου, χάθηκε ο Ραμόν, α-παντούσε η Ειρήνη προσπαθώντας να συγκρατήσει την εγ-γονή της που κατέρρεε.

Το μικρό άρχισε να κλαίει και η κοπέλα πήγε να το αλλάξει. Ένα σημαδάκι ψηλά στο μπουτάκι του τράβηξε την προ-

σοχή της Ειρήνης. Χαμογέλασε μες στα δάκρυά της. - Ξέρεις, καλή μου; Και ο Γιαννιός μου το έχει αυτό το

σημάδι, στο ίδιο σημείο, είπε γλυκά. Του μοιάζει πολύ το παιδί σου, Λουκία μου. Πιο πολύ μοιάζει στον Γιαννιό πα-ρά στον πατέρα του.

Με αυτά τα λόγια κάπως αλάφρυνε η βαριά στιγμή του πένθους και η Ειρήνη ρώτησε τη Λουκία γλυκά:

- Πότε θα φύγουμε, κορίτσι μου, για την Κοριέντες; Πό-τε θα γυρίσουμε στο σπίτι μας; Δεν έχουμε τίποτα πια να μας κρατάει εδώ.

- Ναι, γιαγιά, θα φύγουμε σύντομα, αύριο κιόλας, όμως εγώ στη χασιέντα δε θα έρθω. Τώρα τουλάχιστον δεν μπο-ρώ. Ο μικρός και εγώ θα γυρίσουμε στην Ελλάδα...

Page 421: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

ΜΕΡΟΣ ΟΓΔΟΟ

Page 422: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση
Page 423: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Μ Ό Λ Ι ς Η ΕΙΡΗΝΗ γύρισε στο σπίτι της, ευθύς αμέσως τρά-βηξε τον Γιαννιό για να του μιλήσει. Ούτε νερό δεν ήπιε, μόνο τον παρέσυρε στο ιδιαίτερο σαλονάκι τους, αυτό που ήταν δίπλα στην κρεβατοκάμαρα. Έπιασε τα χέρια του σφι-χτά και με δάκρυα στα μάτια του εξιστόρησε με το νι και με στο σίγμα ό,τι συνέβη κάτω, στην Τιέρα δε Φουέγο.

- Πιένσα εν μι, αμόρ μίο, ηιένσα εν μι, σκέψου με, αγάπη μου, σε τι κατάσταση βρέθηκα!

- Α ν σε σκέφτομαι, λέει! είπε ο Γιαννιός συνοφρυωμένος και σκεφτικός. Μια φλέβα χτυπούσε ασταμάτητα στον κρό-ταφο του. Άκου, Ρηνιώ μου, δεν κάνει άλλο να τα βαστάμε κρυφά από τον Γιωργή. Πρέπει να του μιλήσουμε, τώρα πια πρέπει να ξέρει. Έχει το δικαίωμα να ξέρει, αφού το παιδί είναι δικό του. Να μην το καθυστερήσουμε άλλο, μόλις έρ-θει το βράδυ να του τα πούμε όλα. Άντε πια κι ας κάνει ό,τι τον φωτίσει ο Θεός...

Βέβαια, να πουν στον Γιωργή ότι ο γιος του θα έφερνε το όνομα του αείμνηστου Ραμόν Καστίγιο ήταν κομματάκι ζό-ρικο. Αλλά έκαναν τα πικρά γλυκά, έκαναν την ανάγκη φι-λότιμο και του μίλησαν.

Η σιωπή του Γιωργή σαν απάντηση στα λόγια της Ειρή-νης τρόμαξε και τους δυο.

Όταν εκείνη τελείωσε τη διήγησή της, πολύ ταραγμένη και συγκινημένη, ο Γιωργής ήταν κάτωχρος.

Page 424: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

- Γιατί δε μου μιλήσατε νωρίτερα; - Για να κάνεις τι, παιδί μου, αφοΰ το κορίτσι είχε πα-

ντρευτεί πια και είχε ακολουθήσει τον Ραμόν στην εξορία. Εσΰ εκείνη την ώρα μόνο κακό θα έκανες και στους δυο σας.

Χωρίς άλλη κουβέντα, εκείνος τράβηξε την πόρτα πίσω του και έφυγε μες στη νΰχτα.

Δέκα χρόνια έχασε ο Γιαννιός από τη ζωή του μέχρι να δει το γιο του να γυρνά πίσω τα ξημερώματα.

Τον περίμενε ο γέρος άνθρωπος στο πόδι. Μόλις μπήκε στο σπίτι ο Γιωργής, ο πατέρας του με βουρκωμένα μάτια τον πλησίασε και του είπε:

- Ποΰ ήσουν, αγόρι μου; Εκείνος, βλέποντας τον γονιό του έτσι καταρρακωμένο,

τον λυπήθηκε και του αποκρίθηκε ήρεμα: - Ησΰχασε, πατέρα, γΰριζα με το τζιπ. Ήθελα να τα χω-

νέψω όλα τοΰτα. Ησΰχασε, είμαι εντάξει, σε παρακαλώ, πή-γαινε να ξεκουραστείς.

.. .Και σαν τον άνεμο Στους δρόμους τριγυρνώ, Μ' ένα φιλί Κι ένα τσιγάρο δανεικό...

Τον Γιαννιό δεν τον βαστάγανε τα πόδια του. Τον αγκά-λιασε ο γιος του και τον πήγε στο δωμάτιο του. Η Ειρήνη εί-χε αποκοιμηθεί η δόλια, κατάκοπη στην πολυθρόνα.

- Με συγχωρείτε και οι δυο σας που σας τάραξα τόσο. Φέρθηκα πολΰ εγωιστικά, αλλά, αλλά ήταν πολΰ βαριά αυ-τά που άκουσα, πολΰ βαριά...

Page 425: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

- Τι θα κάνεις τώρα, παιδί μου; έκανε η Ειρήνη και του χάιδεψε τρυφερά τα μαλλιά που έπεφταν στο μέτωπο.

- Θα κατέβω στην Ελλάδα να δω τη Λουκία και το παιδί μου, Ειρήνη, αυτά θα κάνω. Άσε, τα κουβεντιάζουμε αΰριο, αφοΰ ξεκουραστούμε όλοι, ξημέρωσε πια.

Αυτές τις πικρές ώρες που ο Γιωργής γΰριζε σαν την ά-δικη κατάρα και προσπαθούσε να χωρέσει αυτές τις πλη-ροφορίες στο μυαλό του, ένα πράγμα άκουγε η καρδιά του να του φωνάζει:

«Για σένα πήγε στον Ραμόν. Γιατί σε αγαπούσε, για σέ-να. Το δικό σου παιδί έφερε στον κόσμο, το γιο σου. Το παι-δί δεν είναι του Καστίγιο».

Ύστερα τον έσφαζε η σκέψη ότι ο Ραμόν άγγιξε τη γυ-ναίκα του και είχε αναγνωρίσει την πατρότητα του δικού του γιου.

Αν μπορούσε κανείς να σκοτώσει έναν νεκρό, ο Γιωργής θα το έκανε. Η ζήλια του έτρωγε τα σωθικά.

«Για σένα, ηλίθιε, πήγε και του δόθηκε», έλεγε πονεμέ-νος στο εαυτό του. «Για σένα έζησε στην Τιέρα δε Φουέγο και γέννησε το παιδί σου στην εξορία, σαν ο γιος σου να ή-ταν γιος κατάδικου».

Και με τέτοια εναλλασσόμενα άγρια αισθήματα ταξίδε-ψε τρεις μέρες αργότερα για την Ελλάδα.

Ο εμφύλιος σπαραγμός ήταν ολέθριος για την καταρρακω-μένη από τον πόλεμο και τη γερμανική κατοχή οικονομία της Ελλάδας.

Έτσι, μια από τις πολλές δουλειές που γονάτισε τότε ή-

Page 426: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

ταν και η καπνοβιομηχανία του Σπΰρου, της Άννας και του αδερφού της, του Στρατή.

Όταν η Λουκία γΰριοε με το παιδί της στο πατρικό σπί-τι της Πατησίων, τα οικονομικά της οικογένειας ήταν σε μαΰρο χάλι.

Η διαδήλωση στις 3 Δεκεμβρίου 1944 που οργανώθηκε στο Σύνταγμα κατέληξε σε αιματοχυσία με απολογισμό είκοσι οχτώ νεκρούς και ε-κατό τραυματίες.

Την επόμενη μέρα ξέσπασε γενική απεργία. Με αυτά τα γεγονό-τα του Δεκεμβρίου, τα «Δεκεμβριανά», άρχισε η πρώτη φάση τον εμ-φυλίου πολέμου.

Οι δύο αντίπαλοι είχαν πάρει θέσεις μάχης μέσα στην Αθήνα. Αυ-τές οι μάχες διήρκεσαν περίπου ένα μήνα.

Ο τότε πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου υπέβαλε την παραί-τησή του και ο Ουίνστον Τσόρτσιλ έφτασε στην Αθήνα στις 26 Δε-κεμβρίου και προσπάθησε να επιβάλει λύση.

Στις 31 Δεκεμβρίου τον 1944, ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Δαμα-σκηνός ανέλαβε την αντιβασιλεία και στις 2 Ιανοναρίον 1945 σχη-ματίστηκε νέα κνβέρνηση με πρωθυπουργό τον Νικόλαο Πλαστήρα. Στις 11 Ιανουαρίου 1945 οι μάχες στην περιοχή της Αθήνας σταμά-τησαν.

Όμως οι αιματηρές συγκρούσεις και ο σπαραχτικός αδελφοκτόνος κλεφτοπόλεμος συνεχίστηκε στην ελληνική ύπαιθρο και κατασπάρα-ξε τον ελληνικό λαό. Το τέλος αντού τον πολέμον ήταν πολλά χρόνια αργότερα, στις 16 Οκτωβρίον τον 1949.

Η Ελλάδα βγήκε από τον Εμφύλιο με βαριά ηθικά και νλικά τραύματα.

Page 427: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Οι νεκροί, συμφωνάμε τις επίσημες στατιστικές, ανέρχονται σε σα-ράντα χιλιάδες και κατ άλλους υπολογισμούς σε ογδόντα χιλιάδες.

Συγχρόνως, εκατοντάδες χιλιάδες κάτοικοι των χωριών έμειναν ά-στεγοι. Γεγονός που τους ανάγκασε, μαζί με τον τρόμο των αντεκδι-κήσεων, να στραφούν προς τις μεγάλες πόλεις, και ιδιαίτερα προς την Αθήνα.

Τέλος, ογδόντα έως εκατό χιλιάδες άνθρωποι διέσχισαν τα σύνο-ρα και εγκαταστάθηκαν σε σοσιαλιστικές χώρες.

Όμως, οι υλικές καταστροφές και οι απώλειες τόσων ανθρώπινων υπάρξεων είναι μέρος μόνο των συνεπειών του Εμφυλίου.

Το ουσιαστικότερο μέρος της κληρονομιάς του, αυτό που δηλητη-ρίασε ολόκληρη τη μετέπειτα πορεία της Ελλάδας, ήταν το ιδεολογι-κό, πολιτικό και πολιτιστικό χάσμα που χώρισε τον ελληνικό λαό.

Η προσπάθεια του λαού για συμφιλίωση και για επούλωση των ψυ-χικών τραυμάτων του Εμφυλίου θα σφραγίσει ολόκληρη την πορεία της χώρας από το 1950 και μετά.

Μακάρι ποτέ ξανά στην Ελλάδα, αλλά και στον κόσμο ολόκληρο, αδέρφια και συμπατριώτες να μη ζήσουν τέτοιο σπαραγμό.

Η Λουκία είπε την αλήθεια στους γονείς της για τη ζωή της στην Αργεντινή. Τους μίλησε για τον Ραμόν και για τις α-νορθόδοξες συνθήκες του γάμου της. Και πάνω απ' όλα τους μίλησε για τον έρωτα, την αγάπη που την έκανε μητέρα, για τον άντρα που ακόμα και τώρα στη σκέψη του η καρδιά της άλλαζε χτΰπο.

- Μαμά, η γιαγιά είναι μια υπέροχη γυναίκα και άλλο τόσο εξαιρετικός είναι ο Γιαννιός. Πώς μπόρεσες; Πώς ά-ντεξες τόσα χρόνια να κρατήσεις άχτι; Ποΰ να δεις τι πα-

Page 428: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

ράδεισο έφτιαξαν εκεί. Πρέπει να πάρεις τον μπαμπά και να πάτε. Εξάλλου, τώρα πια, ο πάππους ο Λουκάς έχει πε-θάνει, ώρα είναι να συμφιλιωθείτε εσΰ και ο μπαμπάς με τον Γιαννιό.

- Εμένα, είπε ο πατέρας της βαριά, να με αφήσετε έξω από αυτά. Αν δεν ήταν ο γιος του Γιαννιοΰ, δε θα είχες ε-ξευτελιστεί και ταλαιπωρηθεί έτσι. Δε θα είχες ένα μωρό ορφανό στα χέρια.

- Τι λες, μπαμπά; Το παιδί μου δεν είναι ορφανό, έχει πατέρα.

- Εγώ το μόνο που ξέρω είναι ότι αυτός ο... ο... τέλος πά-ντων, αυτός... δε σε παντρεύτηκε και δε σε προφύλαξε από τις πίκρες, τους εξευτελισμούς και τις εξορίες που πέρασες. Η δική μου κόρη να εγκυμονεί; Να σέρνεται στα πόδια κά-ποιου Ραμόν για να σώσει το τομάρι του Γιωργή; Απαράδε-κτα πράγματα. Πού να τα πει κανείς και να μην τον λυπού-νται. Τι έκαναν η Ειρήνη και ο Γιαννιός που τους στείλαμε να προφυλάξουν ένα αγνό παιδί; Το έριξαν στο στόμα του λύκου; Ενός παλιανθρώπου που εκμεταλλεύτηκε την αγνό-τητά του; Αλλά, φτηνοί άνθρωποι, τι περιμένεις; Να ξεπέ-σεις όμως και εσύ σαν τη γιαγιά σου; Ευτυχώς που το παιδί φέρει το όνομα ενός αρχοντικού άντρα, έστω κι αν... αν σύρ-θηκε στην εξορία. Στο κάτω κάτω της γραφής, ήρωας πο-λέμου είναι...

- Τι λες, πατέρα; φώναξε η Λουκία, τι λες; Καθόλου δε με παράτησε ο Γιωργής. Εκείνος δεν ήξερε καν ότι περίμε-να παιδί. Αν δεν τον φυλάκιζαν θα είχαμε αρραβωνιαστεί και τώρα θα ήμασταν παντρεμένοι.

- Ευτυχώς που δεν το είδαμε κι αυτό, είπε η Άννα. Ποιος

Page 429: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

ξέρει τι αλήτης είναι και τον μαντρώσανε. Ό σ ο για τη μη-τέρα μου, αυτή ειδικά είναι απαράδεκτη. Αλλά πάντα έτσι εγωίστρια ήταν. Τον εαυτούλη της μόνο κοίταζε, αδιάφορη για τους άλλους. Έστειλα το παιδί μου και αντί να μου το προσέξει το άφησε στα χέρια ενός αλήτη.

- Μάνα; Πατέρα; Τι είναι αυτά που λέτε; Έχετε άδικο πέ-ρα για πέρα. Ή ρ θ α σε εσάς για να βρω γαλήνη, αλλά έκα-να λάθος, στη γιαγιά έπρεπε να πάω και στον Γιαννιό.

- Δε θέλω να σε ακούσω να αναφέρεις ξανά τα ονόματά τους. Ποτέ μέσα στο σπίτι μου, ποτέ πια, έκανε ο πατέρας της φωνάζοντας. Τώρα πρέπει να κοιτάξουμε να βρούμε κα-νέναν καλό, αξιοπρεπή άνθρωπο να σε παντρευτεί. Να μη μείνεις χήρα με ένα βρέφος. Να έχει και μια οικονομική ε-πιφάνεια, να ζήσεις καλά, γιατί με τα χάλια που έχει το ερ-γοστάσιο θα περνάτε εσύ και το παιδί σου πολύ στερημένα.

- Καταλαβαίνετε τι είναι αυτά που μου λέτε; Ούτε να σας περάσει από το μυαλό να μου φέρετε γαμπρό. Ούτε να το ξαναπείτε. Γιατί διαφορετικά παίρνω το παιδί μου και γυρ-νάω στην Αργεντινή. Εξάλλου, η γιαγιά μού άφησε το σπίτι στη Δράμα. Λοιπόν, βάλτε το για πούλημα και με τα λεφτά θα αγοράσω ένα σπίτι εδώ στην Αθήνα. Θα μείνω εκεί με το παιδί μου και αργότερα μπορεί να γυρίσω στην Αργεντινή. Εκεί έχω δική μου περιουσία από τη γιαγιά. Εξάλλου, εκεί-νη μου είπε ότι το σπίτι στη Δράμα είναι επιπλωμένο πλή-ρως. Με χαλιά και ασημικά και απ' όλα. Μου είπε ότι και κοσμήματα σου έχει δώσει για μένα, μαμά.

- Το σπίτι και τα πράγματα, όλα είναι εντάξει, Λουκία, απάντησε η Άννα με ύφος πολύ βαρύ. Κοσμήματα όμως δεν έχω. Τα πούλησα όλα στην Κατοχή για να σώσω τις απο-

Page 430: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

θήκες μας από επίταξη. Μόνο ένα σταυρό με διαμάντια έ-χω κρατήσει. Αυτόν θα σου τον δώσω τώρα αμέσως, έτσι, για να μη σου χρωστώ. Και με θυμό κατευθύνθηκε στην κάμα-ρή της. Με χέρια που έτρεμαν πήρε το κόσμημα από τη θή-κη του και το πέταξε στο κρεβάτι της Λουκίας, εκεί δίπλα στο μικρό αγοράκι που κοιμόταν ξένοιαστο.

Ο καβγάς αυτός κράτησε και τους τρεις μουτρωμένους και θυμωμένους για αρκετές μέρες.

- Είσαστε τόσο σκληροί και άδικοι, τους φώναξε η Λου-κία πολΰ πικραμένη. Λες και έχετε παρωπίδες και δε θέλε-τε να δείτε πώς έχουν τα πράγματα.

- Εσΰ δε βλέπεις, Λουκία, εσΰ δε θέλεις να δεις, της φώ-ναξε ο πατέρας της. Όμως , κόρη μου, συνέχισε πολΰ τα-ραγμένος, πρέπει να αντιμετωπίσεις την κατάσταση και να μην κάνεις ανόητα πείσματα, γιατί έχεις ένα παιδί να ανα-στήσεις.

- Ό τ α ν το σκάρωνες όμως δεν το σκεφτόσουν... Τώρα να δω πώς θα το μεγαλώσεις μόνη στον κόσμο! τσίριξε η Άννα. Αν πουληθεί το σπίτι στη Δράμα, τότε θα σου πάρου-με διαμέρισμα, αλλά πώς θα ζεις; Με αέρα κοπανιστό;

- Με δουλειά, μαμά, θα ζω, θα βρω μια δουλειά να ερ-γαστώ.

- Κΰριε των δυνάμεων, να βγει να δουλέψει. Την ακοΰς, Σπΰρο; Την ακοΰς; Θα δουλέψει, λέει!

- Και τι δουλειά ξέρεις εσΰ, παιδί^ιου, να κάνεις; - Κάτι θα βρω, είπε σκεφτικά η Λουκία, κάτι θα βρω.

Μιλάω πολΰ καλά ισπανικά, μπορεί να πάω στην ισπανική πρεσβεία ή αυτή της Αργεντινής. Μπορεί να διδάξω ισπα-νικά.

Page 431: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

- Τι είπες, παιδί μου, τρελάθηκες; φώναξε ο Σπύρος. Η κόρη και εγγονή καπνοβιομηχάνων θα κάνει τη δασκάλα ξένων γλωσσών; Τι λες, κόρη μου; Πώς θα φανεί αυτό στον κΰκλο μας; Πώς θα παντρευτείς;

- Μπαμπά, κόψ' το αυτό, γιατί δε θα με ξαναδείς ποτέ, μ' ακούς; φώναξε η Λουκία και την πήραν τα δάκρυα. Πή-γε στο δωμάτιο της και, παίρνοντας το παιδί στην αγκαλιά, το φιλούσε απελπισμένα και έκλαιγε.

Θα είχαν σιγά σιγά πέσει οι τόνοι και μπορεί να είχαν εξο-μαλυνθεί αυτοί οι οικογενειακοί καβγάδες, αν δεν έκανε ε-κείνη τη στιγμή την εμφάνισή του ο Γιωργής.

Η παρουσία του δε χειροτέρεψε απλά τα πράγματα, τα έκανε τραγικά, απρόβλεπτα.

Ή τ α ν ένα όμορφο πρωινό αυτό που ξημέρωσε. Στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια ο μανάβης στις γειτονιές της Αθήνας ακόμα γυρνούσε με το γαϊδουράκι. Οι μπακάληδες, με την άσπρη ή τη γαλάζια τους ποδιά, έβαζαν με την ξύλινη κου-τάλα ταραμά και ελιές στις κυράδες, αλλά και στις υπηρέ-τριες.

Τότε, στα νεόπλουτα σπιτικά τις έλεγαν «υπηρεσίες» και στις σοβαρές οικογένειες «το κορίτσι του σπιτιού». Ήταν συ-νήθως φτωχές κοπέλες από χωριά ή νησιωτοπούλες. Υπήρ-χαν και οι πλύστρες που μια φορά τη βδομάδα έβαζαν σκά-φη και αυτή βόγκαγε.

Οι φτωχοί άνθρωποι στη μεταπολεμική Αθήνα περνού-

Page 432: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

σαν δΰσκσλα και η ζωή τους διέφερε πολΰ από αυτή των με-γαλοαστών. Δεν υπήρχε η σημερινή εξομοίωση των τάξεων.

Οι κυράδες ντύνονταν στις μεγαλομοδίστρες ή τις ρά-φτρες. Τα καταστήματα και οι μπουτίκ ήταν σπάνια. Μόνο μερικά ατελιέ ραπτικής στο Κολωνάκι υπήρχαν.

Στα Πατήσια έμεναν συνήθως αστικές οικογένειες, αλλά και τα αρχοντικά πλουσιόσπιτα σ αυτή τη συνοικία ήταν πολλά.

Ο Γιωργής έκλεισε μια σουίτα στο ξενοδοχείο «Ακροπόλ Παλάς». Αυτό ήταν στην Πατησίων, ακριβώς απέναντι από το Αρχαιολογικό Μουσείο. Είχε όλο τον κήπο μπροστά του και τα παγκάκια έβλεπαν στα παρτέρια των λουλουδιών. Υπήρχαν και τραπεζάκια καφενείου με τις καρέκλες γΰρω τους.

Άφησε τις βαλίτσες του στο δωμάτιο και, κάνοντας ένα γρήγορο μπάνιο, κατέβηκε να πάρει ταξί για να πάει στη Λουκία.

Παρόλο που είχε μεγάλη ταραχή και δεν ήξερε πώς να χειριστεί τις καταστάσεις, δεν άντεχε οΰτε μια στιγμή να βρίσκεται στην ίδια πόλη με εκείνη και το γιο του και να μην τους δει μια ώρα αρχΰτερα.

Το «Ακροπόλ Παλάς» είχε πολυτέλεια και οι υπάλληλοι του σκοτώνονταν να περιποιηθοΰν τους πελάτες τους.

Ο πορτιέρης βγήκε στην Πατησίων και κοίταξε στη δι-πλανή πιάτσα για να βρει το ταξί του Αργεντινού.

«Για λεφτάς μοιάζει», σκέφτηκε και τον έκοψε από πά-να) μέχρι κάτω.

Page 433: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

- Αμέσως θα σας βρω αμάξι, κΰριε Κωνσταντινίδη, αμέ-σως, είπε και σφύριξε στο πρώτο διαθέσιμο πειρατικό που πέρασε.

- Είναι ξένος, ψιθύρισε σιγά στο σοφέρ. Σίγουρα θα σ' τα πέσει καλά.

Ο Γιωργής, καθώς περίμενε στο πεζοδρόμιο για αμάξι, έριξε μια ματιά γύρω του. Ο ουρανός ήταν καταγάλανος και απέναντι, στον κήπο του μουσείου, έπαιζαν παιδάκια. Ντα-ντάδες και μαμάδες πηγαινοέρχονταν, αργόσχολοι έπιναν το καφεδάκι τους και τα περιστέρια τριγυρνούσαν και γουρ-γούριζαν αδιάκοπα.

- Ωραία μέρα, μίστερ, έτσι; είπε ο σοφέρ. - Ναι, πολύ ωραία, τον έκοψε ο Γιωργής, που δεν είχε διά-

θεση για κουβέντα. Η αγωνία και η ανυπομονησία τον έπνιγαν. Ο ταξιτζής έκανε μια προσπάθεια να πιάσει πάλι συζή-

τηση, αλλά ο πελάτης του έμενε σιωπηλός και κλεισμένος στον εαυτό του.

«Μυστήριος τύπος, πολύ δυσκοίλιος», σκέφτηκε. - Ορίστε, κύριε, εδώ είναι η Θήρας, και αυτό είναι το

σπίτι που ζητάτε, φτάσαμε. Σε αρχοντόσπιτο ήρθατε, κύριε, πρόσθεσε και φούσκωσε την ταρίφα στο διπλάσιο.

Ο Γιωργής πλήρωσε αφηρημένα, και τριπλά να του ζή-ταγε ο ταξιτζής, εκείνος ούτε που θα το καταλάβαινε. Το μυαλό και η καρδιά του ήταν επικεντρωμένα στην πόρτα του σπιτιού. Έσφιξε νευρικά τη γραβάτα του και, επιτέλους, χτύπησε το κουδούνι.

Του άνοιξε μια κοπέλα με σγουρά σκούρα μαλλιά. ^ Καλημέρα σας, κύριε, ποιον ζητάτε; Και πρόσθεσε: Ο

κύριος τέτοια ώρα είναι στη δουλειά, εκεί θα τον βρείτε.

Page 434: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Ο Γιωργής καθάρισε τη φωνή του που είχε βραχνιάσει και είπε:

- Την κυρία Λουκία θέλω, είναι εδώ; - Ναι, βέβαια. Μόλις γύρισε από τον περίπατο με τον μι-

κρό. Περάστε, παρακαλώ, στο σαλόνι. Καθώς ο Γιωργής προχώρησε μέσα από το χολ, με την ά-

κρη του ματιού πρόσεξε ένα παιδικό καροτσάκι. Η καρδιά του έλιωσε και χτύπησε δυνατά.

Στεκόταν στο παράθυρο με τις γαλάζιες βελούδινες κουρ-τίνες κοιτώντας το δρόμο έξω και η ψυχή του έτρεμε.

Η κοπέλα πήγε στο δωμάτιο της Λουκίας. Αυτή την ώρα εκείνη άλλαζε το γιο της. Μόλις είχε φάει τη φρουτόκρεμά του ο μικρός και έπρεπε να τον αλλάξει αμέσως.

Πάνω στο κρεβάτι ήταν μια στοίβα τετράγωνα πανάκια σιδερωμένα και αποστειρωμένα γι' αυτό το σκοπό.

- Ένας κύριος σας ζητά, είπε το κορίτσι. - Κύριος, τι κύριος; Πώς είναι; ρώτησε η Λουκία παρα-

ξενεμένη. - Ψηλός, μάλλον για ξένος μοιάζει. - Μιλά ελληνικά; την έκοψε η Λουκία. - Ε, βέβαια, εσάς ζήτησε. Σ' αυτή την περιγραφή η Λουκία άρχισε να τρέμει. - Εντάξει, πηγαίνω κάτω, είπε ξεψυχισμένα, εσύ κάτσε με

το παιδί. Η Λουκία πέρασε από το μπάνιο πρώτα, έφτιαξε με δά-

χτυλα παγωμένα και άκαμπτα από τη συγκίνηση τα μαλλιά της, έβαλε λίγο άρωμα πίσω από τα αφτιά και προχώρησε σιο σαλόνι.

Από τη στροφή της σκάλας τον είδε που ήταν όρθιος

Page 435: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

μπροστά στο παράθυρο. Τρέμοντας, με το βλέμμα αγκά-λιασε τις πλάτες του. Τα γάνατά της λύγισαν. Πιάστηκε α-πό τα κάγκελα για να μην κατρακυλήσει.

«Τι άντρας!» σκέφτηκε με καμάρι και καημό. «Ο πατέ-ρας του παιδιού μου».

Έσφιξε τα μάτια της που έτσουζαν από τα δάκρυα που συγκρατούσε και μπήκε στην κάμαρη.

Μόλις ο Γιωργής άκουσε το ανάλαφρο βήμα, γύρισε με ορμή. Κοιτάζονταν φορτωμένοι από αισθήματα, σκέψεις και ανικανοποίητες αισθήσεις. Έκανε να την πλησιάσει, να την αρπάξει στην αγκαλιά του και να την πνίξει στα φιλιά, όμως συγκρατήθηκε. Βρισκόταν στο πατρικό της σπίτι, πίε-σε τον εαυτό του να σεβαστεί τους γονείς της.

Η Λουκία δεν μπορούσε να αρθροόσει λέξη. Πέρασαν δυο τρία λεπτά που δε μιλούσαν. Αν άναβε κανείς σπίρτο ε-κεί μέσα, θα έπιανε φοττιά, τόσο είχε φορτιστεί η ατμό-σφαιρα.

Με πολλή προσπάθεια, η Λουκία ξεστόμισε: - Καλημέρα, Γιωργή, δώσε μου, παρακαλώ, την κα-

μπαρντίνα σου. Θα πιεις έναν καφέ; Αυτά τα λόγια βγήκαν από τα χείλη της τόσο μηχανικά και ξένα, που έμοιαζαν σαν να τα είχε ξεστομίσει κάποια άλλη, όχι η ίδια, όχι αυτή που έτρεμε στη θωριά του.

Ο Γιωργής έκανε να βγάλει και να της δώσει το πανωφόρι, του αμήχανος. Ύστερα όμως της είπε βραχνά, πιάνονιάς την από το μπράτσο:

-Άσε, άσε καλύτερα, πάμε έξω, πάμε να τα πούμε κάιιου μόνοι μας, είναι τόσα πολλά αυτά που πρέπει να συζητήσου-με. Εδώ, εδώ είναι δύσκολο, μπορεί να έρθουν οι δικοί οοο,,,

Page 436: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

- Ναι, απάντησε μονολεκτικά η Λουκία και ύστερα ψέλ-λισε: Δυο λεπτά, να φορέσω μια ζακέτα και φεύγουμε.

- Το... το παιδί, μπορώ να το δω; ρώτησε σιγανά ο Γιωρ-γής. Και πρόσθεσε: Η γιαγιά σου μου μίλησε...

Ό λ η η ψυχή του είχε συγκεντρωθεί σε αυτό το βλέμμα. - Πάω να το φέρω, απάντησε η Λουκία και ανέβηκε τη

σκάλα σαν τυφλή. Ο μικρός, καθαρός και ντυμένος με τα ζιπουνάκια του,

έπαιζε χαρούμενος κουνώντας τις κουδουνίστρες. Τον πήρε η Λουκία αγκαλιά και ούτε πρόσεξε την κοπέλα που την κοι-τούσε περίεργα. Την κοιτούσε γιατί από τα μάτια της έτρε-χαν ποτάμι τα δάκρυα.

Μόλις ο Γιωργής είδε το παιδί στην αγκαλιά της, ένιωσε την καρδιά του να σπαρταρά. Κάθισε βαριά σε μια καρέκλα, κοιτούσε και δε χόρταινε...

Πήρε τον μικρό από τα χέρια της και το παιδί σούφρω-σε τα χειλάκια του, έτοιμο να κλάψει. Τότε ο Γιωργής του σιγομουρμούρισε τρυφερά λογάκια.

- Ψυχή μου, ψυχούλα μου, αγάπη μου, ζωούλα μου εσύ! Και το μικρό χασκογέλασε αμέσως και ανταποκρίθηκε, άρ-παξε στα χεράκια του το κουμπί από το σακάκι του Γιωργή και ετοιμάστηκε να το δαγκώσει.

- Τον ενοχλούν τα ούλα του, είπε η Λουκία και ό,τι βρει το βάζει στο στόμα.

- Έχει δίκιο η Ειρήνη, μονολόγησε ο Γιωργής, ο μικρός είναι ίδιος ο Γιαννιός.

Η Λουκία συγκλονισμένη, αμίλητη, κοιτούσε το παιδί της να παίζει με τον πατέρα του... Πόσο το είχε ονειρευτεί αυ-τό! Ή τ α ν η μεγαλύτερη επιθυμία της ζωής της.

Page 437: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Η τρυφερή σκηνή κράτησε λίγο, μετά η κοπέλα είπε α-ποφασιστικά:

- Έχεις δίκιο, πάμε να μιλήσουμε, πάμε καλύτερα κά-που αλλού. Ύστερα φώναξε την κοπέλα. Μυρσίνη, σε πα-ρακαλώ, κράτησε εσύ το παιδί, κράτησέ το μέχρι να γυρί-σω. Ό τ α ν επιστρέψει η μητέρα μου, πες της... πες της άτι ήρθε να μας επισκεφτεί ο κύριος Γιώργος Κωνσταντινίδης και έχουμε να μιλήσουμε. Μέχρι το μεσημέρι θα γυρίσω να ταίσω το παιδί. Εσύ δώσε του μόνο το μπιμπερό με το γάλα. Το έχω έτοιμο, βρασμένο και αποστειρωμένο, στην κουζίνα.

Βγήκαν στην Πατησίων και η λιακάδα ήταν χαρά Θεού. Περπατούσαν ο ένας δίπλα στον άλλο, χωρίς λόγια.

- Πού πάμε; ρώτησε η Λουκία. - Μένω στο «Ακροπόλ Παλάς». Θέλεις να μιλήσουμε ε-

κεί; Ο Γιωργής είχε βρει τον αυτοέλεγχο του και ήταν συ-γκρατημένος.

- Ναι, εντάξει, απάντησε η Λουκία. Προχωρούσε δίπλα του κοιτώντας τον κλεφτά. Ένιωθε ένα μοναδικό αίσθημα ασφάλειας και ανακούφισης, που της άρεσε πολύ. Τα μαλ-λιά σου γκριζάρισαν, του είπε σιγανά όταν εκείνος έπιασε τη ματιά της.

- Από την καλοπέραση, της απάντησε πικρόχολα και πρόσθεσε: Και εσύ όμως μοιάζεις γυναίκα πια. Mux πολύ ελκυστική γυναίκα, παρατήρησε βραχνά και το βλέμμα ιου ΐαξίδεψε αργά πάνω της, από τα χείλη της που έτρεμαν μέ-χρι τις γάμπες.

Page 438: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Εκείνη φορούσε λεπτές κάλτσες και γόβες με τακούνι, κάτι που χάριζε στην περπατησιά της θηλυκότητα.

- Δεν ήσουν έτσι όταν σε γνώρισα, συμπλήρωσε ο Γιωρ-γής και συνέχισε να την κοιτά.

- Ε, τότε, έκανε η Λουκία, νιώθοντας πολύ ευάλωτη κά-τω από το διεισδυτικό βλέμμα του, τότε ήμουν μικρό κορί-τσι και βρισκόμασταν στο κτήμα. Εδώ είναι η Αθήνα.

- Δηλαδή, εδώ θέλεις να προκαλείς; την έκοψε εκείνος ζη-λιάρικα.

- Εδώ είμαι έτσι γιατί είναι πόλη, Γιωργή, και γιατί δεν είμαι πια παιδί.

- Σωστά, εδώ είσαι κοσμική κυρία...

Ανέβηκαν στον τρίτο όροφο, όπου ήταν η σουίτα του. Κά-θισαν στο μικρό σαλόνι που επικοινωνούσε με το δωμάτιο του. Εκείνος πάτησε το κουμπί για να έρθει η καμαριέρα και ζήτησε να τους φέρουν στο δωμάτιο τους καφέδες.

- Θέλεις κάποιο σάντουιτς ή γλυκό; τη ρώτησε. Η Λουκία του έκανε νόημα ότι δεν ήθελε τίποτα. Ύστε-

ρα πρόσθεσε χαμογελώντας: - Τα σάντουιτς στην Ελλάδα ακόμα δεν τα συνηθίζουμε,

Γιωργή. Σηκώθηκε και κοίταξε έξω από το παράθυρο. Η κίνηση

στην Πατησίων ήταν αραιή. Λίγα αυτοκίνητα περνούσαν και φαίνονταν πιο πέρα ο Υμηττός και βορειότερα η Πεντέλη.

Η μέρα ήταν τόσο λαμπερή και καθαρή, που η Λουκία θαρρούσε ότι θα βρισκόταν εκεί με έναν πήδο. Εκείνα τα χρόνια, με τα χαμηλά σπίτια και τις λιγοστές έως ανύπαρ-

Page 439: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

κτες πολυκατοικίες, φαίνονταν από παντού τα βουνά που τριγύριζαν την Αθήνα.

Η Λουκία στάθηκε στο παράθυρο λίγα δευτερόλεπτα, ύ-στερα κάθισε στον καναπέ ενώ ο Γιωργής στεκόταν όρθιος απέναντι της.

Σιωπηλοί, εξέταζαν ο ένας τον άλλο χωρίς προσχήματα. Η καμαριέρα του ορόφου τούς έφερε τους καφέδες και με-τά φεύγοντας έκλεισε την πόρτα πίσω της. Έτσι, τους άφη-σε στην απομόνωση του δωματίου.

Βαρύ σερνόταν το βλέμμα του Γιωργή πάνω της και δια-σταυρώθηκε με τα αναστατωμένα και ανταριασμένα μάτια της.

- Τι πήγες και έκανες, Λουκία; βόγκηξε εκείνος. Τι πή-γες και έκανες;

- Φοβήθηκα ότι θα σε βασάνιζαν... ότι θα σε πλήγωναν... Κόντευα να τρελαθώ όταν σε πήρε ο κομαντάντε, Γιωργή. Δεν άντεχα στη σκέψη ότι περνούσες μαρτύρια.

- Ξέρεις πόσο πονούσα; την έκοψε εκείνος μουγκρίζο-ντας σχεδόν. Ξέρεις πόσο υπέφερα όταν μου είπαν ότι πα-ντρεύτηκες τον Ραμόν; Όταν έμαθα ότι γέννησες το παιδί του, το γιο του Καστίγιο, να σε σκοτώσω ήθελα. Σφαζόταν, μαχαιρωνόταν το κορμί και η καρδιά μου.

Αναστέναξε η Λουκία, εκείνος την ταρακούνησε και συ-νέχισε άγρια:

- Ύστερα, γυρίζοντας από την Τιέρα δε Φουέγο, η Ει-ρήνη μου είπε ότι για να βοηθήσεις εμένα του δόθηκες και ότι το παιδί ήταν δικό μου. Μου είπε ότι ο Καστίγιο είχε τη γυναίκα μου εκεί κάτω και το γιο μου και ότι του χρωστώ και χάρη από πάνω γιατί με έσωσε.

Page 440: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Καθώς μιλούσε χτυπούσε το στήθος του με τη γροθιά και δεν έκανε τον κόπο να κρύψει τη συγκίνησή του, κι αυτό διέλυε τη Λουκία.

- Καλύτερα να σάπιζα στη φυλακή παρά που σε χαιρό-ταν...

- Μη, μην τα λες αυτά, μην τα λες... Η Λουκία τον είχε αγκαλιάσει και φιλούσε το πρόσωπο του αναστατωμένη. Ή τ α ν και οι δυο τους σε παραλήρημα. Μην τα λες, ο Ραμόν με αγαπούσε, δε με άγγιξε ποτέ γιατί ήμουν έγκυος, με πρό-σεχε. Για την αγάπη μου, αυτή που ποτέ, ποτέ δεν του έδω-σα, πήγε και σκοτώθηκε. Μην τον ζηλεύεις, μη. Είναι άδι-κο και για εκείνον και για μένα.

Ο Γιωργής έδιωξε με την ανάστροφη της παλάμης τα δά-κρυα που έτρεχαν από τα μάτια του και συνέχισε:

- Τριγύριζα στο κτήμα εκείνο το βράδυ που μου τα είπε η Ειρήνη, τριγύριζα σαν τρελός. Έβριζα τον εαυτό μου. Πό-σο άχρηστος ήμουν; Τόσο ώστε ο Καστίγιο πήρε το κορι-τσάκι μου και το έσυρε στην εξορία;

Τα έλεγε αυτά ο Γιωργής και τη φιλούσε και τη χάιδευε σαν τρελός και έτρεμε σύγκορμος.

- Μη, μην τα λες. Ο Ραμόν ήταν άτυχος, Γιωργή, άτυχος. - Ναι, ήταν, απάντησε βραχνά ο Γιωργής. Ό μ ω ς σε είχε

δίπλα του στα ζόρικα, ήσουν στο πλευρό του. Κράτησε το γιο μου στα χέρια του μόλις αυτός είδε το πρώτο φως. Σε πο-θούσε, περίμενε να σε πάρει, γι' αυτό πέθανε, για να σε έ-χει...

-Ανάσα μου, καρδιά μου, σώπα, μηντα λες, μη... Τα χεί-λη της σφούγγισαν τα δάκρυά του. Ο Γιωργής τη σήκωσε στην αγκαλιά του και έπεσαν στο κρεβάτι ντυμένοι.

Page 441: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Δεν υπάρχει ζύγι στο δόσιμο της ψυχής όταν κανείς κα-ταθέτει τα όριά του, οι φραγμοί πέφτουν. Ο Γιωργής ήταν ένας πικραμένος, οργισμένος και παθιασμένος άντρας και η Λουκία απείχε πολΰ από το κοριτσάκι που εκείνος αγά-πησε.

Η Λουκία τώρα ήταν μια γυναίκα ερωτευμένη, στερημέ-νη, μια γυναίκα που ζητούσε ανταπόκριση. Αρχή στο κορ-μί; Τέλος; Κουβάρι οι αισθήσεις με τα αγγίγματα. Άγρια ζώα στην πάλη του κορμιοΰ με την καρδιά. Ύστερα η ολο-κλήρωση ήρθε σαν ψίθυρος ευλογημένος. Σαν δροσιά στην κάψα της ανάγκης της ψυχής για αγάπη.

Πώς έδωσαν και πήραν έτσι; Άνθρωποι πολιτισμένοι, ευ-γενείς, πώς κυλίστηκαν τόσο ασΰδοτα; Και όμως, μέσα από τη σάρκα ξόρκιζαν το χωρισμό και τη μοναξιά τόσου και-ροΰ.

- Τα μάτια σου, αγάπη μου, από σκοΰρα μολυβιά παίρ-νουν το χρώμα της θάλασσας την αυγή, της είπε ο Γιωργής και την κρατοΰσε τρυφερά στην αγκαλιά του.

Τόση ώρα που τα χέρια και το κορμί του άγρια την πό-ναγαν, τώρα που οι παλμοί του καταλάγιασαν τη λίκνιζε τρυ-φερά σαν να ήταν πορσελάνη που θα σπάσει. Τώρα ήταν η καλή του, το κορίτσι του.

Εκείνη έκρυψε το πρόσωπο της στο στήθος του και κα-θόταν εκεί ήσυχα. Δεν ήθελε να μιλά, μόνο να ακουμπά πά-νω του.

- Τα δικά σου μάτια έχουν το ίδιο χρώμα με του παιδιοΰ μας όταν έχει σκάσει στο κλάμα, του είπε η Λουκία γλυκά.

- Μόλις παντρευτούμε, αμέσως θα αλλάξουμε την πα-τρότητα του παιδιού, είπε ο Γιωργής ήσυχα αλλά σταθερά,

Page 442: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

σαν να μη σήκωνε κουβέντα καμιά. Πατέρας του παιδιού εί-μαι εγώ, και όχι μόνο στην ουσία αλλά και τυπικά.

- Ναι, ναι, έκανε εκείνη ευτυχισμένη, αλλά ξαφνικά πε-τάχτηκε πάνω. Παναγία μου, το παιδί, ξέχασα το παιδί! Τι ώρα είναι; Αν πεινάει, θα τους τρελάνει στο κλάμα. Πώς το ξέχασα η κακούργα η μάνα; Αυτά τα έλεγε η Λουκία γελώ-ντας και ντυνόταν βιαστικά.

- Θα έρθω μαζί σου, θα πάμε μαζί στο σπίτι σου, της είπε αποφασιστικά εκείνος. Πρέπει να μιλήσω στους γονείς σου.

- Άσε, άσε το για αργότερα αυτό, απάντησε η Λουκία κουμπώνοντας τη ζακέτα της και κοιτώντας αλλού.

- Ε, Λουκία, κοίταξέ με, κοίταξέ με. Τι τρέχει; Γιατί δε θέλεις να πάμε μαζί στο σπίτι σου;

- Γιατί, γιατί γι αυτούς, Γιωργή, είσαι ο γιος του Γιαννιού, απάντησε απελπισμένη. Άσε να πάω πρώτη εγώ, να ταΐσω το παιδί, να τους προετοιμάσω και έρχεσαι καλύτερα αρ-γότερα, το βραδάκι.

- Άκου, είπε ο Γιωργής αργά αργά, συλλαβίζοντας μια μια τις λέξεις. Πες τους ότι ήρθα να πάρω τη γυναίκα μου και το παιδί μου, να το καταλάβουν καλά αυτό, να το χωνέψουν...

Έλα όμως που όσο κι αν προσπάθησε η Λουκία για να τους πείσει να δεχτούν στο πρόσωπο του Γιωργή το φυσικό ά-ντρα της και πατέρα του παιδιού της αυτό στάθηκε αδύνα-το. Εκείνοι έμειναν αμετάπειστοι.

Ή ρ θ ε απόγευμα, σκοτείνιασε και η Άννα με τον Σπύρο έμεναν ακλόνητοι στην άρνηση.

«Δε θα τελειώσουμε καλά», φοβήθηκε η Αουκία.

Page 443: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

- Αποκλείεται να ακολουθήσεις αυτό τον αλήτη στην ά-κρη της γης με την έγκρισή μας.

«Αχ, Θεέ μου, τι αγύριστα μυαλά!» Κατά τις οχτώ το βράδυ, ο Γιωργής χτύπησε το κουδούνι

τους. Του άνοιξε η ίδια η Λουκία, αγχωμένη μέχρι απελπισίας. Εκείνος κρατούσε λουλούδια, γλυκά από το ζαχαροπλαστείο του «Ντορέ» και ένα ακριβό κονιάκ για τον πατέρα της.

Φορούσε το πιο γλυκό του χαμόγελο και ήταν πολύ κομ-ψά και σοβαρά ντυμένος.

Τζάμπα πήγε η εμφάνιση. Η αντιμετώπιση που του επι-φύλαξαν ήταν η χειρότερη. Η Άννα τον δέχτηκε πολύ ψυχρά. Σε λίγο κατέβηκε και ο Σπύρος. Ορθά κοφτά του είπε ότι πρόσβαλε την οικογένειά τους. Ότ ι παράτησε σε κατάστα-ση απελπισίας το κορίτσι τους, γι' αυτό και δε θέλουν να ξέ-ρουν τίποτα.

Άγια υπομονή έκανε ο Γιωργής, συγκρατήθηκε και τους μίλησε με σοβαρότητα.

- Σας παρακαλώ, πρέπει να μας καταλάβετε. Εγώ ήρθα για να πάρω μαζί μου το παιδί μου και τη Λουκία. Να κά-νουμε έναν ήσυχο γάμο.

- Δε χρειάζεται γάμο η Λουκία, απάντησαν. Είναι χήρα ενός άρχοντα και το παιδί της φέρει το όνομά του.

Αυτό έκανε ο Γιωργής ότι δεν το άκουσε και συνέχισε: - Αν θέλετε να έρθετε κι εσείς μαζί μας. Θα χαρούν πά-

ρα πολύ και ο πατέρας μου και η Ειρήνη με τον ερχομό σας, σας περιμένουν χρόνια.

Η Άννα άρχισε να φωνάζει ότι η μάνα της είναι ανεύθυ-νη και εγωίστρια.

Ο Γιωργής ύψωσε τη φωνή του για να υπερασπιστεί την

Page 444: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Ειρήνη και ο Σπύρος του είπε ότι δεν του επιτρέπει να ανε-βάζει τους τόνους και πρόσθεσε:

- Δεν έχουμε τίποτα να πούμε, σε παρακαλώ να φύγεις, εγώ την κόρη μου δε ο τη δίνω.

Ο Γιωργής αντέδρασε έντονα. - Ακούστε, κύριε, εγώ θα φύγω, αλλά σας προειδοποιώ

ότι θα πάρω μαζί μου και τη Λουκία και το γιο μου. Δε σας ρωτώ, απλά θα το κάνω. Ήθελα αυτό να γίνει με χαρά, αλ-λά αφού δεν το καταλαβαίνετε, κρίμα για σας.

- Και ποιος είσαι εσύ που θα με προειδοποιήσεις και θα με απειλήσεις; φώναξε ο Σπύρος. Ορίστε μας, ο γιος του Γιαννιού θα σηκώσει και φωνή, κατάλαβες;

Ο λόγος του ενός έναντι στο λόγο του άλλου. Φωνή στη φωνή.

Ο Σπύρος, έξαλλος, σήκωσε γροθιά και ο Γιωργής τον κράτησε από τα χέρια, χωρίς, βέβαια, να ανταποδώσει το χτύπημα. Όμως, γυρίζοντας είπε στη Λουκία:

- Ετοίμασε μια βαλίτσα δική σου και του παιδιού και έ-λα μαζί μου τώρα, τώρα ακολούθησέ με στο ξενοδοχείο. Δε μένουμε άλλο εδώ.

Η Άννα πήγε να λιποθυμήσει, μάλλον ψεύτικα για να δραματοποιήσει την κατάσταση, και ο Σπύρος, ε, ο Σπύρος το παράκανε πια...

- Αν φύγεις από το σπίτι, Λουκία, να ξέρεις ότι για μας θα έχεις πεθάνει. Δε θα έχουμε κόρη πια.

- Τι υπερβολές είναι αυτές, πατέρα; φώναξε εκείνη ε-κνευρισμένη.

- Λουκία, συνέχισε ο Γιωργής εκτός εαυτού. Η υπομονή του είχε εξαντληθεί. Μάζεψε τα πράγματά σου τώρα!

Page 445: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Ο Σπύρος, βλέποντας τη Λουκία να ανεβαίνει τη σκάλα για το δωμάτιο της, κοκκίνισε.

- Μην περάσεις την πόρ... Δεν απόοωσε τη λέξη του, κι αυτά ήταν, το έπαθε το εγκεφαλικά...

Βράδιασε, ήρθε το ασθενοφόρο, έτρεξαν στο νοσοκομείο τρομαγμένοι και ο Σπύρος μπήκε στην ενιατική...

- Τον σκότωσες τον άντρα μου, πέταξε το φαρμάκι της σε κατάσταση υστερίας η Άννα.

Ο Σπύρος έπεσε σε κώμα, ήταν σαν ζωντανός νεκρός... Η Λουκία ώρες έμενε δίπλα στον πατέρα της προσπαθώ-ντας να τον βγάλει από τη νάρκη. Σιγά σιγά, μετά από λίγες μέρες, άρχισε λίγο να αντιδρά, όμως δεν μπορούσε να μι-λήσει και είχε πάθει ημιπληγία.

Τον έφεραν στο σπίτι ένα μήνα αργότερα. Ο Γιωργής πήγαινε κι ερχότανε στο νοσοκομείο και στο σπίτι όταν δεν ήταν η Άννα εκεί για να βλέπει το παιδί και τη Λουκία. 'Ομως εκείνη του το ξέκοψε:

- Δεν μπορώ τώρα να έρθω μαζί σου, Γιωργή, δεν το βλέ-πεις; Δε συζητάμε ούτε για γάμο τώρα. Άσε αργότερα, με χρειάζονται και η μητέρα και ο πατέρας μου.

Ο Γιωργής, δέκα μέρες αργότερα, αναγκάστηκε να φύ-γει. Έλειπε πια πολύ καιρό από τις δουλειές του στην Αργε-ντινή, πάρα πολύ καιρό...

Η Λουκία ένιωθε υπεύθυνη γι' αυτά που έπαθε ο Σπύρος. - Λκου, αγάπη μου, αυτό συνέβη από το πείσμα των γο-

νιών Ισου, δε φταίμε εμείς. Δεν ήμουν εγώ εκείνος που σή-κωσέ χέρι. Απλά διεκδικώ τη γυναίκα μου και το παιδί μου.

Page 446: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Δεν ξέρω πώς θες εσΰ να το δεις τώρα, όμως εμείς δεν τε-λειώσαμε, Λουκία. Το γιο μου τον θέλω στη χασιέντα, να μεγαλώσει μαζί μου. Τι μοίρα είναι αυτή Λουκία; Πώς τα κα-ταφέρνουμε έτσι που κάποιος μπαίνει πάντα ανάμεσά μας; Πρώτα ο Ραμόν, τώρα ο πατέρας σου...

Βρίσκονταν στο ξενοδοχείο και φυσοΰσε ένας αέρας δυ-νατός. Τα δεντράκια απέναντι στον κήπο του μουσείου λυ-γοΰσαν τα κλαριά τους. Οι περαστικοί κάτω, στην Πατη-σίων, έσφιγγαν τους γιακάδες τους. Ερχόταν μπόρα δυνατή, οι αστραπές πέρα ψηλά στον Υμηττό έσκιζαν τον ουρανό.

Η Λουκία καθόταν στον καναπέ της σουίτας και είχε το κεφάλι μες στα χέρια της. Την πήραν τα δάκρυα.

- Πώς να τους αφήσω; έλεγε ανάμεσα στους λυγμοΰς της. Πώς; Ο πατέρας μου δεν μπορεί να μιλήσει, με κοιτά με τα μάτια του γεμάτα παράπονο και περιμένει να καταλάβω α-πό μόνη μου τι θέλει κάθε φορά. Αυτό το βλέμμα με σκο-τώνει, Γιωργή, είναι σαν να μου λέει ότι εγώ, η κόρη του, ε-γώ φταίω που κατάντησε έτσι καρφωμένος, ημιπληγικός, σε μια αναπηρική καρέκλα. Η μητέρα μου πια είναι σκιά του εαυτού της. Το εργοστάσιο πάει κατά διαόλου. Πρέπει, πρέ-πει να τους στηρίξω.

- Σωστά, όπως στήριξες και τον Ραμόν, που τον ακολού-θησες στην εξορία. Το ίδιο και τώρα, θα σταυρωθείς πάλι εσύ. Και το παιδί; Και εγώ; Δεν υπάρχουμε; Το καθήκον σου επιβάλει να φερθείς έτσι. Εμάς όμως μας αφήνεις στο περιθώριο. Με θυσίασες όταν έδωσες στο παιδί μου το ό-νομα του Καστίγιο, τώρα με θυσιάζεις ξανά.

Η Λουκία δε μιλούσε, δεν απαντούσε, μόνο άκουγε και έκλαιγε.

Page 447: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

-Λυπάμαι πάρα πολύ, συνέχισε ο Γιωργής, Λυπάμαι πο-λύ που ο πατέρας σου είναι ο αυτή την κατάσιαση. Λυπά-μαι και τη μητέρα σου που είναι απελπισμένη. 'Ομως αυτά έγιναν από τη δική τους υπεροψία. Επειδή γι' αυτούς ο Γιαν-νιός και το παιδί του δεν είναι άξιοι για την οικογένειά σας.

Η Λουκία είχε σκυμμένο το κεφάλι, τα δάκρυα είχαν σιε-γνώσει στα μάγουλά της, όμως ένα βάρος ασήκονιο πλάκω-σε το στήθος της.

- Και όλη η προκοπή που κάναμε; συνέχισε ο Γιωργής, και η αγάπη; Και η στοργή που έχουμε για την Ειρήνη και για σένα, αυτά δε μετράνε; Δεν είμαστε αρχόντοι εμείς! 'Οσα χρόνια κι αν περάσουν, όση μόρφωση ή πλούτο κι αν απο-κτήσουμε με την αξία μας, αυτά δε λογαριάζουν. Νεόπλου-τοι είμαστε, ναι, έτσι μας μετράνε, ανάξιους για τις γυναίκες της οικογένειάς σας. Τώρα, αν ο παππούς σου ο Λουκάς ή-ταν ένας άχρηστος τεμπέλης, αυτό είναι αριστοκρατία, έτσι; Έβγαλε όλη την πίκρα του ο Γιωργής σε ένα μονόλογο που πλήγωνε τη Λουκία και τη γέμιζε απόγνωση. Είμαι υποχρε-ωμένος να φύγω, καρδιά μου, λείπω από τη χασιέντα δυο μή-νες σχεδόν, κομματιάζεται η ψυχή μου να σας αφήσω εδώ κι εσένα και το μικρό. Ούτε που βαφτίσαμε το παιδί ακόμα.

Την πήρε στην αγκαλιά του και τη φιλούσε απανωτά, με θλίψη, με πίκρα.

- Θέλω τόσο, μα τόσο τα φιλιά σου, Λουκία, της μουρ-μούρισε με τα χείλη του κολλημένα οτο κορμί ιης. Κυλάς στο αίμα μου, που να πάρει το πείσμα που μας έφερε σ αυτή την κατάσταση!

Έξω άρχισε να βρέχει, χοντρές στάλες αυλάκωναν τα τζά-μια και είχε σκοτεινιάσει πολύ κι ας ήιαν απογευματάκι.

Page 448: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Η Λουκία θυμήθηκε εκείνη την καταιγίδα στη χασιέντα, τό-τε που κοιμήθηκε στην αγκαλιά της γιαγιάς της επειδή φο-βόταν τις αστραπές. Τώρα ήταν μες στην αγκαλιά, μες στα μπράτσα του άντρα που ποθούσε και οι αναστεναγμοί τους έσβηναν το θόρυβο της καταιγίδας. Έσβηναν το σκληρό το τώρα, το αβέβαιο αύριο, γιατί οι στεναγμοί της αγάπης είναι η ευλογία του κορμιού. Το «αχ!» της σάρκας την ώρα που έ-νας άντρας και μια γυναίκα ενώνονται δένει τις ψυχές με δε-σμά όρκου που μόνο το κορμί μπορεί να δώσει σιον έρωτα.

Η μπόρα κράτησε λίγο, τόσο κρατά και η ευτυχία. Το χέρι της τρυφερά χάιδευε τα μαλλιά του. Λόγια δεν υπήρ-χαν, τι να του πει αφοΰ χώριζαν;

- Θα σου ανοίξω λογαριασμό, Λουκία, και θα παίρνεις όσα χρειάζεσαι και όποτε θέλεις.

- Μη, μην το ξαναπείς αυτό, Γιωργή. Οΰτε κουβέντα δε δέχομαι.

-Λουκία! αγρίεψε εκείνος. Έχετε ανάγκη από χρήματα κι εσΰ και το παιδί. Τυφλός είμαι; Δε βλέπω τι γίνεται στο εργοστάσιο; Λίγα χιλιόμετρα έξω από την Αθήνα έχει μάχες. Ο Εμφΰλιος σπαράζει τον τόπο σε όλη την Ελλάδα.

- Δε χρειαζόμαστε τίποτα, τίποτα, Γιωργή, μια χαρά τα φέρνουμε βόλτα. Και η Μυρσίνη στο σπίτι μάς βοηθά, για τον πατέρα μου και το παιδί. Ε, δεν είναι πια και τελείως ά-χρηστη η μάνα μου.

- Γιατί, Λουκία, δεν τα θέλεις τα λεφτά μου; τη ρώτησε α-γριεμένος. Ή τ α ν και οι δυο πάνω στα ανάκατα στρωσίδια του κρεβατιοΰ, με τα σημάδια του έρωτα νωπά στα κορμιά τους από μια αγάπη που δεν τη χόρταιναν και δεν τους ξεδι-ψούσε. Γιατί; ξαναείπε φοβισμένος από το χωρισμό τους πιό-

Page 449: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

τερο από εκείνη. Γιατί μου στερείς τη χαρά να σας φροντίζω; Σε τρώει και σένα η ψωρούπερηφάνια του σογιού σου; Τό-ση ώρα σπαρταρούσες κάτω από το κορμί μου, γέννησες το παιδί μου, Λουκία. Αυτές τις καυτές ώρες που μοιραστήκα-με σε ποιον έδινες τον έρωτά σου; Γιατί λοιπόν;

Η Λουκία όμως διατηρούσε τα ταμπού της γενιάς της. Θαρρούσε ότι θα ξέπεφτε και θα μειωνόταν αν ο Γιωργής τη συντηρούσε. Ανεδαφικός καθωσπρεπισμός, που τους έ-φερνε όμως αντιμέτωπους. Ή τ α ν τόσο απόλυτη στην άπο-ψη της ώστε τα λόγια του Γιωργή έπεφταν στο κενό.

«Καλά λοιπόν», σκέφτηκε εκείνος θυμωμένος και πεισμωμέ-νος. «Καλά, κυρά μου, το παλικάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι...»

- Λουκία, να το βάλεις στο μυαλό σου ότι δε θα δεχτώ ο γιος μου να στερηθεί αυτό που μπορώ, αλλά και που θέλω, να του δώσω. Ούτε τελειώσαμε έτσι. Πολύ σύντομα θα με βρεις μπροστά σου.

Πέρασε πολύς καιρός μέχρι να καταλάβει η Λουκία πόσο πιστός θα έμενε σ αυτά τα λόγια ο Γιωργής και όχι η από-φασή του σύντομα θα γινόταν πράξη.

Όταν εκείνος έφυγε, άρχισε για εκείνη η ψυχική μονα-ξιά και η πείνα της σάρκας. Ή τ α ν πολύ νέα για να στερη-θεί αυτά που γνώρισε στα χέρια του.

Ό λ η τη μέρα βρισκόταν στο προσκεφάλι του πατέρα της, στην αγκαλιά του γιου της και στα γραφεία και τις αποθή-κες των καπνών. Το βράδυ όμως, τη νύχτα που ξάπλωνε για να ξεκουράσει ένα μυαλό πολύ παιδεμένο, αναπολούσε τα φιλιά, τα χάδια, το πάθος του Γιωργή.

Page 450: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Με τον καιρό είχε γίνει πολΰ νευρική, της έπεσαν βαριές ευθΰνες. Τσακωνόταν με το παραμικρό και όλα την πείρα-ζαν. Τα λεφτά ήταν λιγοστά, όσο κι αν προσπαθούσε να συ-γκρατήσει τις ισορροπίες στη δουλειά χρησιμοποιώντας τις ελάχιστες γνώσεις που είχε δεν τα κατάφερνε. Η έλλειψη του πατέρα της από τα γραφεία ήταν εμφανής.

Η Άννα, αντί να βοηθάει, μόνο γκρίνιαζε. Με τον Εμφύ-λιο δεν έφταναν ως την Αθήνα καπνά από το θείο της στη Δράμα. Το εμπόριο είχε παραλύσει. Η Άννα απότομα γέ-ρασε και κλείστηκε στον εαυτό της. Έτσι, σιγά σιγά η Λου-κία άρχισε να απομακρύνεται από τη μητέρα της γιατί ε-κείνη είχε μια μόνιμη στρυφνή πίκρα στο πρόσωπο.

Ό λ α πια κρέμονταν από τη Λουκία. Τη δουλειά δεν τη γνώριζε, αναγκάστηκε όμως να τη μάθει αφού ο πατέρας της ήταν πλέον ανίκανος για εργασία.

- Να βάλετε να πουλήσετε το σπίτι μου στη Δράμα, είπε στο θείο Στρατή μόλις εκείνος κατέβηκε στην Αθήνα για να στηρίξει την αδερφή του και να επισκεφτεί τον Σπύρο. Θείε μου, δεν μπορώ να τα βγάλω πια πέρα. Η μαμά είναι ασυ-νεννόητη, δεν έχω να πληρώσω τους ανθρώπους μας. Τις προάλλες, αν δε μου στέλνατε εσείς χρήματα, θα μέναμε στο σπίτι και τις αποθήκες χωρίς ρεύμα.

Τι να κάνει ο Στρατής; Οΰτε εκείνος είχε χρήματα να της δανείσει. Το πούλησε λοιπόν το σπίτι, το πατρικό τους, το αρχοντικό της Ειρήνης. Το πούλησε. Αυτό που τόσα χρόνια ήταν σαν μουσείο, με λευκά πανιά πάνω στα έπιπλα, το πού-λησαν. Έστειλαν με φορτωτική στην Αθήνα τα πράγματα του σπιτιού και κιβώτια με γυαλικά και πορσελάνες.

Τα χρήματα από την πώληση του αρχοντικού έφτασαν

Page 451: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

για λίγο καιρό. Βούλωσαν μερικές τρύπες, η Λουκία όμως προέβλεπε ότι έτσι δε θα μπορούσαν να προχωρήσουν...

Ο Γιωργής της έστειλε μερικά γράμματα γεμάτα αγάπη. Λέ-ξεις ποτισμένες με γλυκόλογα που την αναστάτωναν τη νύ-χτα, την ξεσήκωναν και την άφηναν άυπνη. Την καλούσε κοντά του. Του απάντησε στην αρχή με τρυφερότητα και θερμά. Ή τ α ν όμως τόσο φορτωμένη από δουλειά, που οι ε-πιστολές της αραίωσαν. Εξάλλου, με λέξεις δε γεφυρώνο-νται οι σχέσεις.

Πέρασε λίγος καιρός και ο Σπύρος βρισκόταν στην ίδια κα-τάσταση, ούτε μπορούσε να μιλήσει ούτε να κινηθεί. Τα χρήματα από την πώληση του σπιτιού τελείωσαν. Η Λουκία αναγκάστηκε να υποθηκεύσει το σπίτι τους στην Πατησίων.

Τότε, αναπάντεχα ήρθε μια προσφορά για πώληση των μετοχών τους από μια μεγάλη αμερικάνικη εταιρεία κα-πνών. Αυτό έπεσε σαν δώρο θεόσταλτο.

Τις επαφές με τους Αμερικανούς, τους Σίμσονς, και την προσφορά έκανε το δικηγορικό γραφείο του Πάνου Παπα-δόπουλου. Αυτός ήταν ένας από τους παλαιότερους και σο-βαρότερους νομικούς στην Αθήνα. Μεγάλος άνθρωπος, σε-βαστός, με τιμή και λόγο.

Πλησίασε την Άννα και της πρόσφερε ένα πολύ ελκυσιι-κό ποσό για να δώσουν το πενήντα πέντε τοις εκατό στους Αμερικανούς. Οι Σίμσονς έθεσαν όρο να στείλουν δικό τους

/ διευθυντή και προσωπάρχη, καθώς και μερικούς εργάτες

Page 452: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

εξειδικευμένους στα καπνά. Αυτοί θα αναλάμβαναν να εκ-συγχρονίσουν τόσο τις σπορές στη Δράμα, όσο και το τμή-μα πώλησης, αλλά και το λογιστικό τομέα που χώλαιναν.

Η Άννα σήμανε συναγερμό. Ο Στρατής κατέβηκε στην Αθήνα, μαζί με τους δυο γιους του. Έκαναν μαζί οικογενει-ακό συμβούλιο. Η Λουκία τους εξέθεσε την κατάσταση που επικρατούσε στα γραφεία και τις εξασθενημένες δυνάμεις τους.

Έτσι, πήραν όλοι μαζί την απόφαση να πουλήσουν το πενήντα πέντε τοις εκατό στους Αμερικανούς. Έθεσαν όρο όμως τα παιδιά του Στρατή και η Λουκία να εργάζονται στην καινούρια εταιρεία, όπου εκτός από μέτοχοι του σαράντα πέ-ντε τοις εκατό θα έχουν και μισθό.

Ο δικηγόρος, μετά από συνεννόηση με την «Tobacco. International» των Σίμσονς, δέχτηκε τα αιτήματα αυτά και η συμφωνία έκλεισε και υπέγραψαν.

Μαθεύτηκε σε όλη την Αθήνα αυτή η συγχώνευση. Για τα δεδομένα αυτών των χρόνων δεν ήταν και συνηθισμέ-νο γεγονός η παντρειά μιας ελληνικής εταιρείας με μια ξένη.

Ή ρ θ α ν τα «ντόλαρς» από έξω, ήρθαν και οι καινούριοι διευθυντές. Η Λουκία και τα ξαδέρφια της τα πήγαν καλά μαζί τους. Η Άννα ωστόσο όλο παρατηρήσεις ήταν και όλο δυσκολίες έφερνε, παρόλο που τα χέρια της ήταν γεμάτα πια.

Ένα γεγονός όμως θλιβερό, που συγκλόνισε όλη την οι-κογένεια, για μια ακόμα φορά τα άλλαξε όλα. Ο Σπύρος έ-παθε ένα καινούριο εγκεφαλικό και έσβησε.

Σταμάτησε να τυραννιέται και βύθισε την Άννα και τη

Page 453: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Λουκία σε πένθος. Η κοπέλα προτιμούσε που τον είχε εκεί βουβό και να τον προσέχει παρά να τον χάσει. Ο Θεός όμως αλλιώς τα θέλησε και τον απάλλαξε από το μαρτύριο της ζωής του.

Λίγο πριν συμβεί το μοιραίο, με τα λεφτά που πήρανε α-πό τους Αμερικανούς έβγαλαν την υποθήκη από το σπίτι της Πατησίων, το πούλησαν σε καλή τιμή και έκαναν μια καλή αγορά.

Είχαν επενδύσει τα χρήματά τους σε ένα μεγάλο ωραίο οικόπεδο στο Ψυχικό. Μάλιστα, ο μηχανικός τους είχε ε-τοιμάσει τα σχέδια και ο Σπύρος, αν και στεκόταν βουβός και ακίνητος στο αναπηρικό του, είχε δείξει την επιδοκι-μασία του γι' αυτά.

Η περιοχή τον Ψυχικού τιήρε αντό το όνομα επειδή θεωρήθηκε «ά-γιο ψνχικό» το πηγάδι που άνοιξε εκεί το 1560 η ΡηγούΧα Μπενι-ζέλον, αντή πον αργότερα αφού βασανίστηκε μέχρι θανάτον από τονς Τούρκονς έμελλε να μείνει μέχρι τις μέρες μας ας η «Οσία Φιλοθέη η Αθηναία».

Υπήρχε μεγάλη έλλειψη νερού και η ύδρενση εκείνη την εποχή έ-παιρνε τη μορφή φιλανθραπίας. «Λαρεά εις μνήμην», αφού από πά-ντα το νερό της Αθήνας ήταν λιγοστό.

Μετά το θάνατο του Σπύρου, η Άννα είχε χάσει κάθε ενδια-φέρον για το εργοστάσιο και τη δουλειά. Έφυγε από την Αθήνα και εγκαταστάθηκε σε ένα διαμέρισμα που αγόρασε στην Ελβετία, έξω από τη Γενεύη.

Page 454: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Η Λουκία της έστελνε εκεί κάθε τόσο τα μερίσματά της. Εξάλλου, από καιρό μάνα και κόρη είχαν χάσει κάθε ψυχι-κή επαφή. Τ η Λουκία την έδενε με τη μητέρα της ο συγγε-νικός δεσμός και το καθήκον...

Το εργοστάσιο στα χέρια της καινούριας γενιάς και των Αμερικανών πήγαινε πολύ καλά. Τα καπνά και η συσκευα-σία των τσιγάρων τους ήταν τα πιο μοντέρνα.

Τώρα οι γυναίκες στην Ελλάδα είχαν γίνει βαριές κα-πνίστριες και ήταν οι πιο ένθερμοι αγοραστές. Μάταια φώ-ναζαν οι γιατροί ότι το τσιγάρο βλάπτει σοβαρά την υγεία. Φουγάρα όλοι τους, σε American Blend...

Στο σπίτι του Ψυχικού εγκαταστάθηκε η Λουκία με το γιο της και αγόρασε και στην Ύ δ ρ α ένα νησιώτικο αρχο-ντικό, πάνω στο βράχο, που έβλεπε όλο το λιμάνι.

Όταν πούλησε το σπίτι της Θήρας και το αντικατέστησε με αυτό του Ψυχικού και το υδραίικο αρχοντικό, ένιωσε ό-τι η ψυχή της αλάφρωσε- ότι απαλλάχτηκε από το σκοτάδι της αρρώστιας και του θανατικού και ότι βγήκε στο φως.

Ο γιος της τώρα πια ήταν παιδάκι ολόκληρο και η Λου-κία μια πλούσια ανεξάρτητη γυναίκα. Είχε μια από τις πιο γνωστές βιομηχανίες καπνών στην Ελλάδα, είχε νιάτα, ήταν όμως μόνη.

Άρχισαν να μαζεύονται μνηστήρες γύρω από την «Πη-νελόπη». Πολλοί τη φλερτάριζαν γιατί ήταν γοητευτική και είχε μεγάλη περιουσία. Γρήγορα όμως απογοητεύονταν ό-ταν διαπίστωναν ότι η Λουκία δεν ήταν διαθέσιμη.

Αχ, την έτρωγε γλυκά ο καημός του Γιωργή. Τώρα που είχε μπει το νερό στο αυλάκι. Τώρα που οι τραγικές συνθή-κες το έριξαν στο αυλάκι, η Λουκία, νέα και γερή, χόρταινε

Page 455: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

την ψυχή με σκέψεις και το κορμί έμενε άδειο, μόνο, ξερά χωρίς την ευεργετική δροσιά του έρωτα.

Το 1952 πρωθυπουργός της Ελλάδας ήταν ο Αλέξανδρος Παπάγος. Κέρδισε τις εκλογές που έγιναν το Νοέμβριο του 1952 με το κόμμα Ελληνικός Συναγερμός. Ήταν στρατιωτικός και τον Οκτώβριο του 1940 του είχε ανατεθεί η αρχιστρατηγία του ελληνικού στρατού. Με-τά τον πόλεμο ασχολήθηκε με την πολιτική.

Μέσα στην ψυχή της η Λουκία ήταν έτοιμη πια για την Αργε-ντινή. Είχαν κλείσει δυο χρόνια περίπου από το θάνατο του Σπύρου και η Λουκία ένιωθε σαν τα αποδημητικά πουλιά, δεν την κρατούσε τίποτα...

Καλοκαίρι, η ζέστη πύρωνε την άσφαλτο στην Αθήνα. Στο Σαρωνικό όμως το αεράκι της θάλασσας ήταν απαλό και δροσερό σαν χάδι.

Το αγαπούσε πολύ το σπίτι της Ύδρας η Λουκία. Εκεί ά-φηνε το μάτι της να χαϊδεύει τη γαλάζια απεραντοσύνη. Εκεί άφηνε τον εαυτό της να ονειρεύεται τον Γιωργή και το κύ-μα συντρόφευε αυτές τις σκέψεις...

...Θάλασσα πλατιά, σ αγαπώ γιατί μου μοιάζεις, Θάλασσα πλατιά, μια στιγμή δεν ησυχάζεις, Λες κι έχεις καρδιά, τη μικρούλα, τη δική μου ιην καρδιά, Κι έχω έναν καημό που με τρώει γλυκά και με λιώνει,

; Έχω έναν καημό...

Page 456: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Κατακόκκινα γεράνια σκαρφάλωναν στον άσπρο μαντρό-τοιχο του σπιτιού που ήταν χτισμένο σύρριζα πάνω στο βρά-χο. Το πέλαγος, βαθύ και καταγάλανο, γυάλιζε στο απομε-σήμερο με μια αψάδα που έκοβε την ανάσα.

Τα λευκά σπιτάκια πάνω από το λιμάνι της Ύδρας ήταν σπαρμένα σαν περιστέρια που κούρνιασαν στις ξερολιθιές. Οι γλάροι έπαιρναν στο κατόπι τη ρότα των πλοίων.

Τα καραβάκια πηγαινοέρχονταν στο Σαρωνικό. Στην Ευ-ρώπη και την Αμερική είχαν αρχίσει να ανακαλύπτουν τη μαγεία των ελληνικών νησιών.

Έτσι, η Ύδρα έγινε ένας από τους στόχους των πρώτων τουριστών. Εκεί η Ιταλίδα σταρ, η Σοφία Λόρεν, γύρισε την ταινία που ανέδειξε τόσο τις ομορφιές του τόπου, όσο και τις δικές της. Ή τ α ν Το Παιδί και το Δελφίνι.

Μετά από την παρουσίαση του κινηματογραφικού έργου, όλοι τραγουδούσαν μαζί της το μουσικό θέμα της ταινίας,

...Τι είναι αντό ηον το λένε αγάπη; Τι είναι αντό; Τι είναι αντό; Γέλιο, δάκρν, λαχτάρα, βροχή, Πον όηοιος το 'νιώσε το νοσταλγεί. Τι είναι αντό ηον το λένε αγάηη Και σε κάνει να λες το σκοηό Σ' αγαηώ, σ' αγαηώ, σ' αγαηώ...

Αυτό τραγουδούσαν στην Ύδρα και στο Κολωνάκι όλες οι μοντέρνες Αθηναίες και φορούσαν μαντίλι στο κεφάλι με τον τρόπο που το έδενε η Σοφία προσπαθώντας να μιμη-θούν την Ιταλίδα σταρ...

Page 457: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Δειλά δειλά άρχισαν να γκρεμίζονται τα χαμηλά σπιτάκια της Αθήνας, καθώς και οι μονοκατοικίες, και να ξεφυτρώ-νουν οι πολυκατοικίες.

Ο εμφύλιος σπαραγμός είχε αφήσει μεγάλη φτώχεια στην Ελλάδα. Πολλοί έφευγαν μετανάστες στη Γερμανία, το Βέλ-γιο, την Αμερική και την Αυστραλία. Καραβιές ολόκληρες οι μετανάστες που προσπαθούσαν στα ξένα να βρουν δουλειά.

Πίσω όμως στην Ελλάδα ήθελαν να ξεχάσουν τις πληγές τους και τραγουδούσαν με κέφι.

...Αυτό τομάμηο, το μηραζιλιέρο, Σου δίνει κεχρί, σου δίνει στίλ. Και Βραζιλιάνο σε κάνει βέρο, Αυτό το μάμηο an' τψ ΜηραζίΧ...

Ο άντρας που ανέβαινε το καλντερίμι πέρασε από το αρχο-ντικό του Μιαούλη και σταμάτησε στο λευκό μαντρότοιχο, εκεί όπου τελείωναν τα γεράνια και τα βασιλικά.

Στο πλάι της πόρτας οι μαντζουράνες ήταν θάμνος ολό-κληρος. Πλήρωσε το μουλαρά που τον ακολουθούσε με το παι-δί του και τρία ζώα φορτωμένα βαλίτσες και ύστερα ρώτησε:

- Είναι αυτό το σπίτι της κυρίας Λουκίας; - Καλέ, κύριε, εδώ μένει, σας λέω. Ή ρ θ ε να ξεκαλοκαι-

ρέψει με το γιο της τον Γιωργάκη πριν από μια βδομάδα. Στο άκουσμα αυτού του ονόματος, ο άντρας τινάχτηκε

και έδωσε στον άνθρωπο πουρμπουάρ βιαστικά, σαν να ή-θελε να ξεφορτωθεί τους οδηγούς και να μπει στο σπίτι μια ώρα αρχύτερα.

Page 458: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Πριν χτυπήσει το μπρούτζινο ρόπτρο, κοίταξε γύρω του. Το σπίτι ήταν σε ύψωμα, στην κορυφή σχεδόν του βρά-χου. Πέρα φαινόταν όλη η θάλασσα και δεξιά κάτω η χώ-ρα. Ο χωματόδρομος που περνούσε μπροστά από την πόρ-τα οδηγούσε στα Καμίνια, το γραφικό ψαροχώρι του νη-σιού.

Ανάσανε βαθιά και το μελτεμάκι γέμισε μυρωδιές τα πνευμόνια του. Μυρωδιές από κάππαρη, αγιόκλημα και ξε-ρά χορτάρια. Ο Γιωργής ανέπνεε μυρωδιές από Ελλάδα... Τόσα χρόνια μακριά από αυτό τον τόπο, είχε ξεχάσει πολ-λά πράγματα, όπως και πολλά είχαν αλλάξει. Τις μυρωδιές όμως του καλοκαιριού, αν τις έχει ζήσει κανείς στην Ελλά-δα και το Αιγαίο, δεν τις ξεχνά ποτέ.

Ένα τρίκυκλο πέρασε φορτωμένο με το ντεπόζιτο του νε-ρού. Τραμπάλευε τόσο, που θαρρούσε κανείς ότι θα δια-λυόταν στις πέτρες και τα χώματα.

Ετοιμαζόταν να χτυπήσει την πόρτα, όμως δεν πρόλαβε γιατί ο νερουλάς σταμάτησε ακριβώς μπροστά στην είσοδο κάνοντας τόσο θόρυβο που ακουγόταν σαν να ξεχαρβαλω-νόταν και φώναξε τραγουδιστά:

- Νερουλάααας! Από το υδραίικο αρχοντικό πετάχτηκε μια κοπέλα με-

λαχρινή, με ελιά στο μάγουλο και είπε στον άνθρωπο: - Σταύρο, θέλω να μου γεμίσεις και τις τρεις στέρνες και

τα πιθάρια. Φέρε και άλλο φορτίο γιατί η κυρία έφτασε για το καλοκαίρι, κατάλαβες;

Πίσω της βγήκε ένα πιτσιρικάκι, γύρω στα έξι, και φώ-ναζε κι αυτό χοροπηδώντας.

- Νερουλάαααας! Νερουλάαααας!

Page 459: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Ο Γιωργής πλησίασε το παιδάκι ενώ τα χέρια του είχαν ιδρώσει από την ταραχή.

- Γεια σου, μικρέ, είπε προσπαθώντας να καθαρίσει τη φωνή του. Πώς σε λένε;

- Γιώργο, απάντησε το παιδί και τον κοιτούσε εξεταστι-κά με περιέργεια.

- Εσένα πώς σε λένε; - Κι εμένα Γιωργή, απάντησε εκείνος. - Τι θέλεις; ρώτησε πάλι το παιδί. - Εσένα και τη μαμά σου ήρθα να δω, έρχομαι από πο-

λύ μακριά, θα με αφήσεις να μπω μέσα; Ο μικρός παρατήρησε με περιέργεια: - Αυτές οι βαλίτσες δικές σου είναι; - Ναι, δικές μου, αλλά έχουν μέσα και πολλά πράγματα

που έφερα για σένα. - Σαν τι δηλαδή; ρώτησε το παιδί με σοβαρό ύφος. - Σαν αυτοκίνητο, να πούμε, σαν τρένο, σαν μπάλα, σαν

τέτοια πράγματα, απάντησε ο Γιωργής, που η ταραχή άρ-χισε να δίνει τη θέση της σε μια δυνατή αγαλλίαση και ευ-τυχία.

- Να τα δούμε αυτά τα πράγματα; είπε ο μικρός με πο-λύ σοβαρό ύφος, σαν να ήταν επιχειρηματίας.

- Θέλεις να παίξουμε μαζί; τον ρώτησε ο Γιωργής. - Γιατί; Ξέρεις να παίζεις; ρώτησε το παιδάκι. - Να μπω πρώτα μέσα, Γιώργο; Εδώ στο δρόμο θα α-

νοίξουμε τα πράγματα; Και πρόσθεσε ο Γιωργής: Και βέ-βαια ξέρω να παίζω.

Αυτό το εμπορικό αλισβερίσι με το γιο του τον είχε ξε-τρελάνει.

Page 460: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

- Εντάξει, έλα μες στο σπίτι μου, είπε ο μικρός και ά-νοιξε την πόρτα διάπλατα.

- Ζητάτε, κΰριε, κάτι; ρώτησε η κοπέλα τον Γιωργή και ο μικρός τη διέκοψε βιαστικά.

- Άσε τον, άσε τον να μπει, τον λένε κι αυτόν Γιώργο και ήρθε για να παίξουμε.

- Δε λέμε, αγόρι μου, «αυτόν», συνέστησε η κοπέλα ευ-γενικά στον μικρούλη. Λέμε «ο κύριος». Και, κοιτώντας ξα-νά τον επισκέπτη, είπε πάλι: Λοιπόν, τι θέλετε;

- Ή ρ θ α να δω την κυρία Λουκία και τον νεαρό από εδώ, της απάντησε γελαστός εκείνος.

- Περάστε μέσα, σας παρακαλώ, αφήστε εδώ τις απο-σκευές στην αυλή, θα τις πάρουμε πάνω μόλις μιλήσετε με την κυρία.

Το πλακόστρωτο που οδηγούσε στον κήπο και την είσο-δο του σπιτιού ήταν φτιαγμένο από λευκά βότσαλα. Άλλα, πιο σκουρόχρωμα, σχημάτιζαν δελφίνια κι άγκυρες.

Ο κήπος είχε αρκετές λεμονιές, μια κληματαριά και θά-μνους από μαργαρίτες, βασιλικά και γεράνια. Ο μικρός χο-ροπηδούσε μπροστά τους και σκόνταψε πέφτοντας στα σκα-λιά του κήπου.

Το παιδί έγινε κατακόκκινο, αλλά οΰτε έκλαψε οΰτε έ-βγαλε άχνα. Ο Γιωργής το σήκωσε στα χέρια και τον πήγε στη βρΰση να του πλΰνει το γόνατο.

- Δεν είναι τίποτα, του είπε γλυκά. Μόνο ένα γρατσοΰνι-σμα, πονάς; τον ρώτησε και η καρδιά του είχε γίνει λιώμα βλέποντας το βουρκωμένο βλέμμα του παιδιοΰ, φορτωμένο με δάκρυα που ο μικρός συγκρατούσε.

Εκείνη την ώρα βγήκε η Λουκία από το σπίτι.

Page 461: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

- Καλημέρα σας, τι θέλ... είπε και η φράση της κόπηκε στη μέση, όπως και τα γόνατά της.

Ο γιος της, πριν προλάβει να απαντήσει ο Γιωργής, πρό-φτασε στη μητέρα του τα νέα με ενθουσιασμό, ξεχνώντας την πληγή στο πόδι.

- Μαμά, αυτός, και έδειξε με το δαχτυλάκι του τον Γιωρ-γή, ήρθε να μας δει. Και μου έφερε παιχνίδια και ήρθε για να παίξουμε και.... και γύρισε στον Γιωργή για να σιγου-ρευτεί. Έτσι;

- Έτσι, έτσι, αγόρι μου, ήρθα για να παίξουμε, απάντη-σε εκείνος κοιτώντας τη Λουκία βαθιά στα μάτια και νιώ-θοντας κι αυτός την ίδια με εκείνη έξαψη και ταραχή.

- Τον ξέρεις, μαμά, τον Γιωργή; - Ναι, αγάπη μου, τον ξέρω. - Είναι φίλος μας, μαμά; - Κάτι παραπάνω, παιδί μου, πολύ παραπάνω, είναι ο

πατέρας σου...

Ό τ α ν η Λουκία, λίγο αργότερα, έμαθε ότι η «Tobacco International» και οι Αμερικανοί Σίμσονς με το πενήντα πέ-ντε τοις εκατό που αγόρασαν στην πραγματικότητα ανήκαν στον Γιωργή, έμεινε άλαλη.

Αφοΰ πήρε μια βαθιά ανάσα, ζαλίστηκε και κάθισε σε μια καρέκλα. Κοιτούσε έξω από το παράθυρο το γαλάζιο του ου-ρανού να γίνεται ένα με τη θάλασσα και δεν τα έβλεπε. Το μόνο που έβλεπε μπροστά της ήταν ένα κόκκινο σύννεφο. Εξαγριωμένη σηκώθηκε με ορμή από την καρέκλα και, χι-μώντας στον Γιωργή, του άστραψε ένα δυνατό χαστούκι.

Page 462: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

-Αυτό για να μη σου χρωστάω, του είπε θυμωμένη. Ύστε-ρα πρόσθεσε: Καλά, εσΰ έβαλες όλες αυτές τις μετοχές στο παιδί; Και αν αποκτήσεις άλλα, τι θα τους δώσεις;

Ο Γιωργής, που σιωπηλός τόση ώρα περίμενε την αντί-δρασή της και έφαγε το χαστοΰκι του υπομονετικά, μόλις η Λουκία ξεστόμισε αυτά τα λόγια έβαλε τα γέλια. Τρανταζό-ταν ολόκληρος και τα μάτια του δάκρυσαν.

- Καλά, βρε αγάπη μου, εσΰ δεν είσαι μόνο πρακτική, θα έλεγα ότι είσαι και ισοπεδωτική, τέρμα, χώμα, λέμε. Αλλά αφοΰ πας τόσο στην καρδιά των πραγμάτων, να σου απα-ντήσω, μωρό μου. Έχω και άλλη περιουσία, και εδώ και στην Αργεντινή. Έχεις και εσΰ, κι έτσι θα δώσουμε και στο άλλο παιδί μας αυτό που θα δικαιοΰται.

- Μα, πήγε να πει η Λουκία, όμως εκείνος δεν την άφη-σε καν να μιλήσει. Την είχε αρπάξει στην αγκαλιά του και τη φιλοΰσε βαθιά στα χείλη.

- Γιωργή, τι κάνεις; αναστέναξε η Λουκία αδΰναμα, για-τί έτρεμε σ αυτή την επαφή και είχε αρχίσει να ενδίδει...

- Τι κάνω; Ετοιμάζω και το άλλο μας παιδί. Γρήγορα, να προλάβουμε να πάμε στο συμβολαιογράφο να το εξα-σφαλίσουμε, γιατί εσΰ αλλιώς δε θα ησυχάσεις.

Τ η φιλοΰσε στα χείλη, τα μάγουλα, το λαιμό και θαρ-ροΰσε ότι δεν μποροΰσε να τη χορτάσει.

- Σε θέλω, μωρό μου, τόσο, μα τόσο, μου έλειψες, αν και είσαι αγνώριστη. Εγώ αγάπησα ένα κοριτσάκι τρυφερό και τώρα ποθώ μια συμφεροντολόγα γυναίκα!

Η Λουκία, με τα χείλη της πάνω στο δικό του στόμα, πή-γε να γελάσει και να του απαντήσει, όμως δεν ήθελε καθό-λου, μα καθόλου να σταματήσει το φιλί τους.

Page 463: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Ωστόσο μια φωνή τους έβγαλε από την τρέλα που βυθί-ζονταν.

- Έι! Γιατί φιλάς τη μαμά μου; Ο Γιωργής, χωρίς να αφήσει από την αγκαλιά του τη Λου-

κία, απάντησε στο γιο του γλυκά: - Τ η φιλάω γιατί είναι γυναίκα μου και την αγαπώ όπως

κι εσένα, μπαγασάκο. Μ' αυτά τα λόγια άφησε τη Λουκία, που είχε γίνει κατα-

κόκκινη με την ξαφνική έφοδο του γιου της, και αρπάζο-ντας τον μικρό στα χέρια του τον σήκωσε ψηλά. Το παιδί γε-λούσε και μες στα χαχανητά του είπε:

- Μ' αρέσει που είσαι εδώ, έχει πλάκα...

Τρεις μέρες αργότερα, παντρεύτηκαν στον Προφήτη Ηλία. Ένα εκκλησάκι ψηλά, πάνω από τη χώρα. Πέρα μακριά φαίνονταν τα γύρω νησιά και οι ακτές τις Πελοποννήσου.

Ή τ α ν μόνο οι δυο τους με τον παπά και κουμπάρος τους έγινε ο ψάλτης της εκκλησιάς.

Όταν κατέβηκε στην Αθήνα, η Λουκία συγκάλεσε οικο-γενειακό συμβούλιο. Ο θείος της ο Στρατής, τα ξαδέρφια της, στενοί φίλοι συγκεντρώθηκαν στο σπίτι του Ψυχικού. Σε μια απλή δεξίωση η Λουκία τους ανακοίνωσε το γάμο της, αλλά ταυτόχρονα ξεκαθάρισε και τα περιουσιακά.

Βόμβα έσκασε όταν άκουσαν όλοι ότι οι Σίμσονς ήταν ουσιαστικά ο Γιωργής και ότι το πενήντα πέντε τοις εκατό των μετοχών ανήκαν στο πιτσιρικάκι, το σπόρο της Λουκίας και του Γιωργή. Ο θείος Στρατής, ρουφώντας μια γουλιά α-πό το κρυστάλλινο ποτήρι, της είπε πικρόχολα:

Page 464: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

- Εξαίρετη η σαμπάνια σου, Λουκία μου, αλλά, βρε ανι-ψοΰλα μου, πάντα απρόβλεπτο πλάσμα ήσουν. Πότε μπλε-κόσουν με την Αντίσταση, πότε παντρευόσουν έναν Αργε-ντινό αριστοκράτη ενώ πατέρας του παιδιού σου ήταν ο γιος του Γιαννιού. Και τώρα μας έφτιαξες για τα καλά με τον κα-ουμπόι σου που ήρθε από την Αργεντινή και τις μετοχές μαϊ-μού... Θα έλεγα ότι δε μοιάζεις καθόλου στους γονείς σου, ίδια, απαράλλαχτη η γιαγιά σου η Ειρήνη είσαι, φτυστή. Τέλος πάντων, σου εύχομαι «βίο ανθόσπαρτο». Και μια και το έφερε η συζήτηση, πώς και η μάνα σου δεν ήρθε να σου ευχηθεί; Τι λέει για όλα αυτά η αδερφούλα μου;

- Ευχαριστώ για τις ευχές σου, μπαρμπούλη μου, όσο για τη μαμά, κρατάει μεγάλη πίκρα στον Γιωργή. Όμως τι θα κάνει; Θα δεχτεί το γάμο και την αγάπη μας, με τον καιρό θα τα δεχτεί, τι στο καλό, δύο εγγόνια της έχουμε δώσει.

- Δύο; Πού είναι το δεύτερο; - Στο δρόμο, θείε, στο δρόμο, απάντησε η Λουκία και

γελώντας έδειξε την κοιλιά της.

Πριν πάρουν το καράβι για το μεγάλο ταξίδι της επιστρο-φής στην πάμπα, ο Γιωργής με τη Λουκία επισκέφτηκαν την Άννα στην Ελβετία, όπου ζούσε μετά το θάνατο του Σπύρου.

Εκείνη έμενε σε ένα ωραίο διαμέρισμα στις όχθες της λί-μνης, έξω από τη Γενεύη. Η Σμαρώ, η νεαρή κοπέλα από την Ύδρα, είχε τόσο αφοσιωθεί στο μικρό Γιώργο ώστε πλέον τους ακολουθούσε παντού μαζί με το παιδί.

Η Λουκία, με δάκρυα στα μάτια, ζήτησε από τη μητέρα της να ξεχάσουν τις πικρές στιγμές και να δεχτεί το γάμο της.

Page 465: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

- Μητέρα, είμαι δυο μηνών έγκυος. Συμφιλιώοου επιτέ-λους με τον άντρα μου. Δύο εγγόνια σου έχουμε δώσει. Ξέ-χνα πια το παρελθόν.

- Σας παρακαλώ, είπε ο Γιωργής ήσυχα, ξεχνώντας ότι εξαι-τίας της Άννας ζούσε τόσα χρόνια χωρισμένος από τη γυναί-κα και το παιδί του, σας παρακαλώ, δώστε μας την ευχή σας.

Και η Άννα το έκανε, όχι από αγάπη, αλλά γιατί συνει-δητοποίησε ότι το μεγάλο οικονομικό αφεντικό ήταν τώρα πια ο γιος του Γιαννιού...

Η Ειρήνη και ο Γιαννιός, μόλις ειδοποιήθηκαν ότι σε λίγες μέρες η τριμελής οικογένεια, μαζί με τη Σμαρώ, θα κατέ-φθαναν στην Αργεντινή, άρχισαν τα ψώνια για το παιδί.

Ποδήλατο του πήραν, αυτοκίνητο να τριγυρνά στον κή-πο με μπαταρία του πήραν και έφεραν στη χασιέντα ένα μι-κρό αλογάκι, ένα πόνεϊ για να το καβαλικεύει ο μικρός τους. Τέλος, απέκτησαν ένα σκυλί εκπαιδευμένο ειδικά για να α-κολουθεί παντού το παιδί και να το προστατεύει.

Τη γυναίκα του Γκονζάλες, που ήταν πια ηλικιωμένη, την πήραν από την κουζίνα της. Από εδώ και πέρα θα έμενε ε-κείνη δίπλα στη Σμαρώ και τον Γιωργούλη.

Μια βδομάδα πριν φτάσουν οι αγαπημένοι της, η Ειρή-νη ετοίμαζε φαγητά και γλυκά για να τους υποδεχτεί.

Και εκείνη, αλλά και ο Γιαννιός, είχαν γεράσει. Οι ευθύ-νες για τη γη και τις επιχειρήσεις τούς έπεφταν βαριές. Πώς και πώς περίμεναν τον Γιωργή και τη Λουκία για να απαλ-λαγούν από τις έννοιες. Αυτά που κάποτε τους φαίνονταν α-πλές δουλειές, τώρα ήταν βάρη ασήκωτα.

Page 466: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Ο Γιαννιός μετά από το φαΐ αποκοιμιόταν στην καρέκλα του. Και την Ειρήνη δεν την πήγαιναν τα πόδια της...

Κάποτε εκείνη είχε μεγάλο καημό που δεν έβλεπε την Άννα και τον Στρατή. Τώρα, συνθηκολόγησε με αυτή την α-πόρριψη και η οικογένειά της ήταν η Λουκία με τον Γιωρ-γή και το παιδί τους.

Ο Γιαννιός έπαψε να μιλά για τα άλλα του παιδιά, λες και γιος του ήταν μόνο ο Γιωργής. Είχε στείλει χρήματα με τη σέσουλα στην κόρη του και στο μεγάλο του γιο. Τις δέχτη-καν και τις καλοδέχτηκαν μάλιστα αυτές τις παροχές, κανένα όμως ενδιαφέρον δεν έδειξαν για τις δουλειές του πατέρα τους στην Αργεντινή. Έτσι, με τα χρόνια, μάτια που δε βλέ-πονται γρήγορα λησμονιούνται... Πάει, παιδί του ήταν μό-νο ο Γιωργής.

Όταν γερνούν οι άνθρωποι γίνονται πιο εγωιστές. Τώρα και οι δυο έκλεισαν τους λογαριασμούς τους με τη ζωή και περίμεναν τις χαρές του μικρού και του μωρού που θα γεν-νιόταν.

Η Ειρήνη τα μισά γλυκά που έφτιαξε για να υποδεχτεί τα παιδιά ή τα έκαψε ή τα άφησε άψητα. Η Μερσέντες, αγα-νακτισμένη, μόλις η Ειρήνη έβγαινε από την κουζίνα ανα-γκαζόταν να τα ξαναφτιάξει.

- Πολύ γέρασε η κυρά, πάρα πολύ, μουρμούριζε γκρι-νιάζοντας.

Ο Γιαννιός έχανε συνεχώς τα κλειδιά του. Πήγε τρεις φο-ρές στην Κοριέντες για να πει στο συμβολαιογράφο τα ίδια πράγματα. Αγχωνόταν με το δικηγόρο και τσακωνόταν μα-ζί του στο τηλέφωνο κάθε μέρα. Νόμιζε ότι όλοι τον κλέ-βουν και τσιγκούνεψε.

Page 467: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Τη μέρα που ο Γιωργής με τη Λουκία, κρατώντας τον μικρό από το χέρι, ανέβηκαν τα σκαλιά του σπιτιού, ο Γιαννιός έκλαι-γε σαν παιδί και η Ειρήνη από τη συγκίνηση έπαθε ακράτεια...

Ή τ α ν όμως τόσο, μα τόσο ευτυχισμένοι και οι δυο τους. Το βράδυ, όταν ξάπλωσαν αγκαλιά, όπως τόσα ευλογημένα χρόνια έκαναν πάντα, δεν μπορούσαν να κοιμηθούν από την υπερδιέγερση και ξύπνησαν αξημέρωτα.

Κατέβηκαν στον κήπο και, βλέποντας το παιδί να παίζει με το σκύλο, ξέχασαν να πιουν καφέ.

Ό λ η μέρα χάζευαν με το παιδί. Τόσο ξεχνιόντουσαν, που λησμονούσαν να πάρουν τα φάρμακά τους.

- Γιαννιό μου, έλεγε η Ειρήνη, φτυστός με εσένα είναι ο μικρός, φτυστός!

- Γιωργή, είπε η Λουκία στον άντρα της γελώντας, οι γέ-ροι μας θέλουν περισσότερο ντάντεμα από το παιδί.

Συχνά, όταν η Ειρήνη και ο Γιαννιός έπαιζαν με τον μι-κρό, ενώ τον λάτρευαν, τσακώνονταν μαζί του και το ξεσυ-νερίζονταν σαν το παιδί να ήταν μεγάλος, όμως δεν του χα-λούσαν κανένα χατίρι...

Έτσι περνούσαν οι Γκρέκος. Γεννήθηκε το δεύτερο μωρό τους και ήταν κορίτσι και ξεμουρλάθηκαν και μ' αυτό.

Τώρα η Ειρήνη νανούριζε δύο μωρά.

...Ύηνε ηον παίρνεις τα μικρά, έλα και ηάρε τούτα. Μικρά, μικρά σον τα 'δωκα, μεγάλα ψέρε μού τα. Μεγάλα σαν ψηλά βοννά, ίσια σαν κνηαρίσσια, Κι οι κλάνοι τους ν'αηλώνονται σ Ανατολή και Δύση.

Page 468: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Ύπνε μου, κι εηαρέ μου τα, κι άμε τα στα περβόλια Και τις ποδιές τους γέμισε τριαντάφυλλα και ρόδα.

Η Λουκία με τον Γιωργή ζούσαν μεταξύ Ελλάδας και Αργεντινής πια.

Έκλεισαν οι χειμώνες και τα καλοκαίρια που η ζωή τους όφειλε και πρώτα ο Γιαννιός έφυγε και ύστερα η Ειρήνη... Έφυγαν όπως πρέπει να φεύγουν οι άνθρωποι, με τη σειρά τους, με την αράδα τους, χορτασμένοι...

Ο Γιωργούλης τελείωσε το πανεπιστήμιο στις Ηνωμένες Πο-λιτείες, στη Βοστόνη, και εκεί μετέφερε τη δουλειά του. Στην Αργεντινή κρατούσε μόνο τη γη και τη χασιέντα, εξάλλου ε-κεί ζούσαν οι γονείς του. Οι επιχειρήσεις του Γιωργούλη με-ταφέρθηκαν στη Νέα Υόρκη και την Αθήνα.

Το εργοστάσιο και οι αποθήκες στην Αθήνα έβγαζαν πια τσιγάρα αμερικάνικα. Πού τα παλιά μαξούλια της Ξάνθης και τα δραμινά; Τώρα ήταν σχεδόν όλα εισαγόμενα. Και οι αντικαπνιστικές καμπάνιες μείωσαν τη ζήτηση.

Κανένας πια δεν ενδιαφερόταν για ελληνικά τσιγάρα, τα αμερικάνικα κατέκτησαν την αγορά. Ο Γιωργούλης και η αδερφή του η Αννέτ, όπως είχε βαφτίσει η Λουκία την κόρη της, γύρισαν τις επιχειρήσεις τους σε άλλους τομείς και στα χρηματιστηριακά.

Πούλησαν αναγκαστικά την καπνοβιομηχανία σε μια από τις μεγαλύτερες αμερικανικές εταιρείες τσιγάρων. Δεν μπορούσαν πια να την κρατήσουν, ήταν πάνω από τις δυ-νατότητές τους...

GreekLeech.info

Page 469: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Μπορεί να πήραν πολλά λεφτά από αυτή την αγορα-πωλησία, εισέπραξαν όμως και πολύ μεγάλο καημό. Τα καπνά στην οικογένειά τους ήταν το γάλα που βύζαξαν ό-λοι, από πάππου προς πάππου. Ακόμα όμως και οι μεγα-λύτερες αυτοκρατορίες κάνουν τον κύκλο τους. Έχουν αρ-χή και τέλος.

Ο Γιωργούλης παντρεύτηκε μια όμορφη κρεολή στο Μπου-ένος Άιρες, που τον ακολούθησε στην Ελλάδα και απέκτη-σαν μια μοναχοκόρη, τη Ρενάτα. Της έδωσαν, για γούρι, το όνομα της θρυλικής γιαγιάς, της Ειρήνης.

Η Ρενάτα ήταν μια πολύ εντυπωσιακή κοπέλα. Είχε κορ-μοστασιά λεπτή, με επιδερμίδα μελαχρινή, δώρο της μητέ-ρας της, αφού η γυναίκα του Γεωργούλη Κωνσταντινίδη ή-ταν μια καθαρόαιμη Αργεντινή κρεολή. Τα μεγάλα πράσι-να μάτια της η Ρενάτα τα πήρε κληρονομιά από τη γιαγιά της, τη Λουκία.

Αυτές οι πράσινες ανταύγειες στο βλέμμα χάριζαν στο πρόσωπο της κοπέλας γοητεία και την έκαναν ξεχωριστή, γιατί έβλεπε κανείς α αυτή όλη τη ζωντάνια και τη δραστη-ριότητα που χαρακτήριζαν το εικοσιπεντάχρονο κορίτσι.

- Νίνια μου, κοριτσάκι μου, μουτσατσίτα μου, της έλεγε τρυφερά ο πατέρας της, που είχε τρελή αδυναμία στην κο-ρούλα του και την υπεραγαπούσε.

Πριν από τρεις μήνες η Ρενάτα τελείωσε τις σπουδές της στο Λονδίνο, στα χρηματοοικονομικά, πήρε το μάστερ για μπίζνες στην Αμερική και μιλούσε με την ίδια άνεση, από μικρό κορίτσι, τα ισπανικά, τα ελληνικά και τα αγγλικά.

Page 470: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Εδώ και λίγες μέρες εργαζόταν μαζί με τον πατέρα της και προετοιμαζόταν να γίνει το δεξί του χέρι.

- Ρενάτα, πετάω για Νέα Υόρκη αΰριο το πρωί στις εν-νιά και μισή, της είπε ο Γιωργοΰλης. Σου έχω αφήσει πάνω στο γραφείο σου ένα φάκελο με ό,τι εκκρεμότητες υπάρ-χουν. Μουτσατσίτα μου, να προσέχεις, έτσι;

- Μην ανησυχείς, μπάμπο, του απάντησε η Ρενάτα γλυ-κά. Πες όμως στη μαμά να μη με πρήζει με την γκρίνια της. Ό π ω ς ξέρεις, δεν έχω πρόβλημα με το πρωινό ξΰπνημα, ό,τι ώρα κι αν πέσω το προηγούμενο βράδυ. Τώρα, που γύ-ρισα στο σπίτι, η μητέρα δεν μπορεί να συνειδητοποιήσει ότι έξι χρόνια ζούσα μόνη μου και κανόνιζα τη ζωή μου μια χαρούλα. Θαρρεί ότι είμαι μια έφηβη που πρέπει να της κάνει τη ζωή μαύρη. Σοβαρά τώρα, πατέρα, πες στη γυναι-κούλα σου πως αν συνεχίσει αυτό το βιολί θα με διώξει από το σπίτι μια ώρα αρχύτερα.

- Καλά, νίνια μου, σαν τη γιαγιά σου τη Λουκία κι εσύ, είσαι επαναστάτρια και αντάρτισσα. Θα πω στη μάνα σου να έχει περισσότερη κατανόηση. Αλλά κι εσύ, βρε κοριτσά-κι μου, νυχτερίδα κατάντησες. Όλοι οι νέοι κάνετε τη νύχτα μέρα. Αντιστρέψατε τους όρους της φύσης. Η νύχτα, κορι-τσάκι μου, είναι για να κοιμάται κανείς. Όταν έρχεσαι το πρωί στο γραφείο και το βράδυ ξενυχτάς, θα ξεθεωθείς, παι-δί μου. Θα πέσεις ξερή στο τέλος. Και συνέχισε με ύφος συ-νωμοτικό: Τουλάχιστον, από αυτό το ξενύχτι βγαίνει και κά-τι καλό; Για πες μου, μουτσατσίτα μου, υπάρχει κανένα ι-διαίτερο πρόσωπο στη ζωή σου;

Η Ρενάτα κοίταξε τον πατέρα της στραβά. - Χμ, ανάκριση τρίτου βαθμού, βλέπω, έτσι; Μήπως θέ-

Page 471: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

λεις να σου πω αριθμό ταυτότητας και ΑΦΜ των φίλων μου, μουτσάτσο;

- Οχ, βρε αδερφέ, είπε ο Γιωργούλης, μια ερώτηση από αγάπη έκανα, δε σε ελέγχω, παιδί μου, σου έχω εμπιστο-σύνη.

- Το ξέρω, μπάμπο μου, το ξέρω, πάντως, για να μην ψά-χνεσαι και το κουράζεις το πράγμα, σου απαντώ ότι δεν υ-πάρχει τίποτα στον ορίζοντα, μα τίποτα, λέω. Μόνο με φί-λες μου βγαίνω.

- Καλά, παιδί μου, στραβομάρα έχουν οι άντρες σήμε-ρα; Τέτοια κουκλάρα αστεράτη και την αφήνουν μόνη; α-γανάκτησε ο Γιωργούλης.

Η κοπέλα, θέλοντας να σταματήσει την τρυφερή ανησυ-χία του πατέρα της, τον έσπρωξε ήσυχα προς την πόρτα.

- Μπαμπά, έχουμε και δουλειές, ξέρεις. Μήπως το ξέ-χασες ότι σε περιμένουν σε λίγο για μίτινγκ; Άντε στο γρα-φειάκι σου, να κάτσω κι εγώ στο δικό μου.

Ο Γιωργούλης βγήκε από το γραφείο της κόρης του πα-ραπονεμένος και σούφρωσε τα χείλη του. Η Ρενάτα τον έ-κοψε με μια ματιά που ήταν έτσι, κάπως, και του είπε γλυ-κά:

- Μουτσάτσο... - Ε, ναι; - Σ' αγαπώ πολύ, μουτσάτσο μου. Το πρόσωπο του πατέρα της έλαμψε και σφυρίζοντας

πήγε στις δουλειές του. Το άλλο πρωί, πριν μπει ο Γιωργούλης στο αυτοκίνητο για

το αεροδρόμιο, την ώρα που κούμπωνε το παλτό του, είπε στη Ρενάτα:

Azara

Page 472: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

- Κοίτα, είναι κι αυτές οι παλιές αποθήκες των τσιγάρων κάτω, προς τον Πειραιά. Θεωρήθηκαν διατηρητέα βιομη-χανικά κτίρια και μας τα ζητάει ο δήμος για να κάνουν εκεί πολιτιστικά πάρκο, γκαλερί, αίθουσα διαλέξεων, βιβλιοθήκη με καφετέρια και τέτοια. Μπορεί να σου έρθουν κάποιες προτάσεις από το δήμο, τη νομαρχία και τους διάφορους φο-ρείς. Δες εσύ τώρα, μοντέρνα κοπέλα είσαι, κάνε ό,τι νομί-ζεις, το αφήνω αυτό το θέμα σ εσένα.

- Το αφήνεις, μπάμπο, σ' εμένα όχι γιατί εκτιμάς τις δυνατότητές μου, αλλά γιατί το βαριέσαι και γιατί δεν έ-χει εμπορικό ενδιαφέρον. Μη μου πουλάς σάπια, μπάμπο μου! Είναι γνωστό ότι οι δήμοι πληρώνουν πολΰ λίγα για ενοίκιο και αν τους στριμώξεις σου βαράνε και μια απαλ-λοτρίωση.

- Και ποΰ ξέρεις εσΰ από τέτοια, μουτσατσίτα; Στο Λον-δίνο για απαλλοτριώσεις σπούδαζες;

- Όχ ι , μπάμπο μου, του βγήκε η κοροΰλα του από το πλάι, αλλά να, είδα το σχετικό φάκελο στο κομπιούτερ σου και ενημερώθηκα.

- Βρε, κατασκοπία έκανες στους φακέλους μου; - Επιβάλλεται, μουτσάτσο, επιβάλλεται, για να ξέρεις τι

μαγειρεύει ο συνέταιρος σου. - Ε, τότε και εγώ θα βάλω κοριό στο κινητό σου. - Α, δεν πάει έτσι, μπάμπο, γιατί αυτή είναι παρέμβαση

σε προσωπικά δεδομένα και αποτελεί ποινικά κολάσιμη πράξη. Πράξη που σηκώνει έως και φυλάκιση.

- Μωρέ, καλός ηλίθιος ήμουνα που σε πήρα στην εται-ρεία, είπε ο Γιωργούλης και γέλαγαν και τα μουστάκια του, αφού το βλαστάρι του έπιανε πουλιά στον αέρα.

GreekLeech.info

Page 473: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

- Τέλος πάντων, κουκλίτσα, δώσε κι ένα χέρι στη μάνα σου γιατί σε λίγες μέρες είναι Πρωτοχρονιά και τώρα με το Μιλένιουμ κανόνισε να καλέσει πολΰ κόσμο στο σπίτι μας για την παραμονή το βράδυ. Παιδί μου, απίστευτο μου φαί-νεται ότι μπαίνουμε στον εικοστό πρώτο αιώνα.

- Εντάξει, πατέρα, θα τη βοηθήσω, γιατί η μαμά, ως γνω-στόν, πνίγεται σε μια κουταλιά νερό. Λοιπόν, άντε πήγαινε και καλό ταξίδι, και που είσαι, μπάμπο; Μην ξεχνάς το κα-σκόλ και τα γάντια σου, στη Νέα Υόρκη τώρα θα είναι κά-τω από το μηδέν η θερμοκρασία.

Τον φίλησε στο μάγουλο και γυρίζοντας στο γραφείο της βυθίστηκε στα έγγραφα και το ίντερνετ.

Πέρασαν δυο μέρες. Η Ρενάτα μέχρι αργά το απόγευμα έμενε στα γραφεία του πατέρα της. Το βράδυ, κρατώντας το λόγο που του έδωσε, βοηθούσε τη μητέρα της στις ε-τοιμασίες της πρωτοχρονιάτικης δεξίωσης. Το πρώτο βρά-δυ μάλιστα που έφυγε ο Γιωργοΰλης δε βγήκε καθόλου. Το αφιέρωσε στη μητέρα της και στόλισαν μαζί τα τρα-πέζια.

Την επόμενη μέρα συναντήθηκε με δυο φίλες της στην Κηφισιά. Γέμισαν τα ποτήρια τους με κρασί και γελώντας ευχήθηκαν η μια την άλλη.

Με γέλια το κατάφεραν όλο το μπουκάλι και στη Ρενά-τα έπεσε η τελευταία σταγόνα.

- Ου, εσΰ θα παντρευτείς μες στο χρόνο, της είπαν χα-χανίζοντας.

- Βέβαια, τον άλλο αιώνα, γέλασε εκείνη.

Azara

Page 474: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

- Σωστά, για να σε αντέξει εσένα άντρας, παιδί μου, πρέ-πει να αλλάξει χιλιετία.

Φλυαρούσαν ευχαριστημένες, εξάλλου είχαν όλη τη ζωή μπροστά τους και δεν πιέζονταν για τίποτα ούτε βιάζονταν. Χαλαρά, δεν έκαναν καθόλου σχέδια για το μέλλον, ζούσαν...

Το μόνο που είχε μπει στο πρόγραμμα ήταν να γιορτά-σουν πανηγυρικά τον ερχομό του καινούριου χρόνου, του καινούριου αιώνα, της καινούριας χιλιετίας. Τώρα μόνο για τη βραδιά του Μιλένιουμ μιλούσαν...

Το πρωί η Ρενάτα ξύπνησε με πονοκέφαλο. «Εμ, βέβαια», σκέφτηκε. «Έκανα κεφάλι, αφού με τις πα-

λαβές ανοίξαμε και δεύτερο μπουκάλι!» Καθόταν στο γραφείο της με μάλλον ξινό ύφος και έπι-

νε το δεύτερο καφέ γιατί η ημικρανία την παίδευε. Η γραμματέας του πατέρα της έβαλε το κεφάλι στην πόρ-

τα και της είπε σιγά: - Τι γίνεται, μικρή; Ο μπαμπάς σου μια χαρά είναι, μί-

λησα μαζί του πριν από ένα τέταρτο. Κοίτα, ήρθε κάτω μια επιτροπή από το δήμο γι' αυτό το πολιτιστικό πάρκο που α-φορά τις παλιές σας αποθήκες.

- Χμ! Ναι, ξέρω, κάτι ψιλά μου είπε ο μπαμπάς. Σ' ευ-χαριστώ πολύ, κατεβαίνω να τους δω.

Οι άνθρωποι από το δήμο της έφαγαν πάνω από μία ώ-ρα. Παρουσίασαν προτάσεις και ιδέες για την αξιοποίηση της περιοχής.

Καλά και άγια όλα, κι όμως κάτι δεν την έπειθε σε αυτά. Της φαίνονταν ξενέρωτα και δήθεν.

Είχε την εντύπωση ότι αν εφάρμοζε κάτι από τις προ-γραμματισμένες προτάσεις της επιτροπής ο χώρος αυτός

Page 475: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

θα ήταν σχεδόν πάντα άδειος και κρύος. Ότ ι θα γέμιζε μό-νο πού και πού με πολιτικούς, καλλιτέχνες και ανθρώιιους κοσμικούς, οι οποίοι κρατώντας ένα ποτήρι στο χέρι θα έ-λεγαν βαρύγδουπες κουβέντες. Και αυτές μπροστά σε ακα-τανόητους πίνακες ζωγραφικής.

Στο χώρο της καφετέριας θα ακουγόταν δυνατή μουσική και δε θα έβλεπε κανείς μπροστά του από τη θολούρα του καπνού.

Καθόλου δεν την ευχαριστούσαν αυτές οι προοπτικές. Εκεί, σ' αυτούς τους χώρους άλλοτε μπαινόβγαιναν εργάτες και δούλευαν άπειρα χέρια στην παραγωγή. Έσφυζε από ζωή ο τόπος. Όταν ήρθαν οι Γερμανοί στην Κατοχή και θέ-λησαν να κάνουν το χώρο Κομαντατούρ, η γιαγιά της η Άννα έδωσε όλα τα χρυσαφικά της για να το αποφύγει.

Το αίμα της καρδιάς της έδωσε όλη η οικογένεια σε κά-θε οικονομική κρίση των καπνών και του εμπορίου για να κρατηθούν αυτοί οι χώροι.

Εκατοντάδες ψυχές, εργάτες και αφεντικά, ίδρωναν ο-λημερίς, μοχθούσαν, απεργούσαν, δημιουργούσαν.

Και τώρα τα σχέδια είχαν στο πρόγραμμα κρύους μο-ντέρνους αρχιτεκτονικούς χώρους. Αυτά σκεφτόταν η Ρενά-τα και ο πονοκέφαλος εντάθηκε.

Με ευγένεια, οδήγησε τους εκπροσώπους του δήμου στην έξοδο των γραφείων και ετοιμαζόταν να ανέβει ξανά στο κομπιούτερ της, όταν ένα βήξιμο την έκανε να γυρίσει το βλέμμα.

Τα μάτια της συνάντησαν ένα νέο άντρα, πάνω κάτίο συ-νομήλικο της. Ή τ α ν ανοιχτόχρομος, με βλέμμα ευθύ και καστανό.

Page 476: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

- Είστε η κυρία Κωνσταντινίδη; Η κυρία Ρενάτα Κων-σταντινίδη;

- Μάλιστα, απάντησε απλά η κοπέλα. - Καΐρης, είπε ο νέος και της έσφιξε το χέρι. Τα μελαχρινά μακριά της δάχτυλα έσφιξαν τα δικά του

και άθελά της σκέφτηκε ότι ήταν πολΰ ωραία η αντίθεση της δικής της σκοΰρας επιδερμίδας με τη λευκότητα της δι-κής του.

«Σαν διαφήμιση της Γιοΰνισεφ για τις φυλετικές διακρί-σεις μοιάζουν τα χέρια μας», σκέφτηκε.

- Για ποιο θέμα με θέλετε, κΰριε Καΐρη; ρώτησε η Ρενάτα με τη βραχνή της φωνή.

Ο νέος άρχισε να της μιλά και προς στιγμήν πνίγηκε μέ-σα στα γκριζοπράσινα μάτια της. Όμως, συνέχισε με πε-ρισσότερη ορμητικότητα:

- Πρόκειται για εκείνες τις αποθήκες που έχετε στην ι-διοκτησία σας.

- Α! Γέλασε η Ρενάτα. Κι εσείς γι' αυτές ήρθατε; - Ε, ναι, κι εγώ, απάντησε ο νέος με ΰφος που έμοιαζε υ-

περοπτικό. Κάτι στον τρόπο του τσίγκλησε τη Ρενάτα. «Καλέ, τι στιλ είναι αυτό που κουβαλάει ο τΰπος; Μου

μιλάει λες και του τις χρωστάμε τις αποθήκες», σκέφτηκε. - Είδα τις άλλες επιτροπές που σας επισκέφτηκαν γι' αυ-

τό το σκοπό. Εγώ, βέβαια, δεν έχω να σας κάνω τέτοιες φα-νταχτερές προτάσεις, αλλά αφοΰ είμαι εδώ, να σας ανα-πτύξω τα δικά μου θέματα.

- Τι έχετε κατά νου, κΰριε Κα'ΐρη; ρώτησε η Ρενάτα επι-φυλακτικά ενώ την τσάντιζε λιγάκι το ΰφος του.

- Σκέφτομαι, κυρία Κωνσταντινίδη, δυο μονάδες με παι-

Page 477: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

διατρικές κλινικές. Στην περιοχή εκεί κάτω και σχεδόν μέ-χρι τη Δραπετσώνα δεν έχουν τέτοια μονάδα. Τα παιδιά πρέπει να πηγαίνουν στο Νοσοκομείο Παίδων, πάνω στην Αθήνα, ή στα παιδιατρικά τμήματα των νοσοκομείων του Πειραιά.

- Και εσείς τι επαγγελματική ιδιότητα έχετε; ρώτησε η Ρε-νάτα.

- Είμαι παιδοχειρουργός στο παιδιατρικό τμήμα του Τζά-νειου Νοσοκομείου.

- Κΰριε Καΐρη, ξέρετε τι χρήματα χρειάζονται για να με-τατραπούν αυτά τα κτίρια σε τέτοιες εξειδικευμένες μονά-δες; Μονάδες πλήρεις, που να χειρουργούν όλα τα περι-στατικά;

- Ναι, κυρία Κωνσταντινίδη, γνωρίζω τα κονδύλια που χρειάζονται.

- Εμείς όμως, αντιγύρισε η Ρενάτα, διαθέτουμε μόνο κά-ποια παλιά ακατοίκητα κτίρια, του απάντησε η Ρενάτα κοφτά.

Και ακόμα πιο κοφτά, σχεδόν επιθετικά, ο νεαρός για-τρός της αντιγύρισε:

- Είναι δικό σας και το οικόπεδο και ολόκληρο το τε-τράγωνο. Να βάλετε τα πρώτα κεφάλαια, κυρία Κωνστα-ντινίδη. Όταν πουλήσατε στους ξένους τις επιχειρήσεις σας πήρατε σίγουρα πάρα πολλά λεφτά, μα πάρα πολλά. Δια-θέστε λοιπόν ένα μέρος και γι' αυτό το σκοπό. Θα σας μι-μηθούν και άλλοι. Θα αποταθούμε παντού για να προστε-θούν στα δικά σας κεφάλαια τα δικά τους. Εξάλλου, τέτοια έξοδα εκπίπτουν και από την εφορία. Και οι πλούσιοι άν-θρωποι στον τόπο μας είναι πάρα πολλοί. Έναν αρχηγό θέ-λουν για να τους οργανώσει. Ας γίνετε εσείς αυτός.

Page 478: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

- Και σεις, κΰριε Καΐρη, τι ρόλο θα έχετε σε αυτή την ι-στορία; Ο γενικός διευθυντής του νοσοκομείου; Βρήκατε έ-ξυπνο τρόπο να ανέβετε στη σκάλα ι ο» ν αξιωμάτων. Από α-πλός γιατρός ενταγμένος στο σΰστημα του ΕΣΥ θα γίνετε με-γαλογιατρός.

- Σας μίλησα για εμένα, κυρία μου; Σας ζήτησα τίποτα; μπήκε στην αντεπίθεση ο γιατρός άγρια.

- Όχ ι , αλλά... - Τι αίλά; Πώς προτρέχετε έτσι; Φαίνεται ότι είναι α-

παράβατος κανόνας στους πλοΰσιους να τρέμουν μπας και ανοίξουν το πορτοφόλι τους.

- Γιατί είστε τόσο επιθετικός, κΰριε Καΐρη; Με τον τσα-μπουκά δε νομίζω ότι θα πετύχετε το στόχο σας. Εξάλλου, ακόμα κι αν συμφωνούσα σε αυτά που μου ζητάτε, έτσι ό-πως τα παρουσιάζετε είναι πολΰ γενικά και νεφελώδη. Θα έπρεπε να περάσουν αυτά τα σχέδια από το υπουργείο Υγεί-ας, να γίνουν οικονομικοτεχνικές μελέτες και να δουν τα κτί-ρια πρώτα στατικοί μηχανικοί και αρχιτέκτονες. Αυτό που ονειρεύεστε για να εφαρμοστεί εγώ τουλάχιστον το βλέπω α-δύνατο. Πρακτικά είναι προοπτικές αφελείς.

Με αυτό τον τρόπο του πέταξε πίσω το μπαλάκι που ε-κείνος της έριξε πρωτύτερα.

Ο νέος γιατρός όμως μετά από τις απαντήσεις της αντί να μπει στη θέση του, αντίθετα, πήρε περισσότερη φωτιά. Παραμέρισε την εκτίμησή της για την αδυναμία και την α-φέλεια των σχεδίων του και της μίλησε με τέτοια φλόγα που κλόνισε τις αρχικές της επιφυλάξεις.

Βέβαια, η Ρενάτα, σαν έξυπνη κοπέλα που ήταν, δε μά-σαγε από τέτοια και γνώριζε καλά ότι στον κύκλο που ζούσε

Page 479: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

η οικογένεια της τα χρήματα και η περιουσία της ήταν πό-λος έλξης για πολλούς μνηστήρες.

(Τη δόξα πολλοί εμίσησαν, το χρήμα ουδείς.) Όμως ο ιδεαλιστής ή συμφεροντολόγος κύριος Καΐρης ή-

ταν επίμονος και ορμητικός. -Ακούστε, κυρία Κωνσταντινίδη, είπε κοιτάζοντας την ί-

σια στα μάτια. Μια σπίθα άναψε ανάμεσά τους, μια έλξη μαγνήτισε και

τους δυο. - Εσείς και το γραφείο σας, συνέχισε ο νεαρός, ασχο-

λείστε με τα χρηματοοικονομικά. Ξέρετε από τη δουλειά σας να χειρίζεστε πολλά ή λιγότερα χρήματα, γνωρίζετε το κόστος τους. Εγώ δεν έχω σχέση με αυτά τα πράγματα. Όμως, εκεί που είναι τα κτίριά σας ένα νοσοκομείο για παι-διά θα ήταν σωτήριο. Δεν είναι οι κάτοικοι αυτής της πε-ριοχής από τους πλουσιότερους των Αθηνών. Δε μένουν στα βόρεια προάστια για να πηγαίνουν τα παιδάκια τους σε ι-διωτικά ιατρεία. Προ ενός μηνός παραλίγο να χαθεί η ζωή μιας τετράχρονης μικρούλας γιατί δεν μπόρεσε γρήγορα να αντιμετωπιστεί η περίπτωσή της. Δε σας ζητώ να μου α-ναθέσετε αυτή τη δουλειά εν λευκώ. Γνωρίζω ότι ο δρόμος είναι και μακρύς και δύσκολος. Εσείς έχετε τα κτίρια, τις γνώσεις στα οικονομικά θέματα, και αν το θελήσετε, τα πρώ-τα κεφάλαια. Εγώ είμαι γιατρός, θέλετε να το παλέψουμε μαζί; Να κάμψουμε τις δυσκολίες και στα υπουργεία και στους χρηματοδότες και στους μηχανικούς. Εγώ σήμερα που είμαι εδώ είναι η μέρα που έχω την άδειά μου και δεν πηγαίνω στο νοσοκομείο. Χαλάλισα το ρεπό μου. Τώρα, αν νομίζετε, βέβαια, ότι σ' εσάς είναι πιο αρεστές οι εκθέσεις

GreekLeech.info

Page 480: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

και τα κοσμικά πολιτιστικά από τα γελαστά παιδικά πρό-σωπα, είναι δική σας η εκτίμηση και η θέση απέναντι στη ζωή.

Με αυτά τα λόγια της έδωσε την κάρτα του. - Είμαι κάτοικος των δυτικών προαστίων και, για να εί-

μαι ειλικρινής, με συνδέουν πολλά πράγματα με την κα-πνοβιομηχανία του παππού σας, Ο πατέρας μου ήταν ερ-γάτης εκεί. Η μητέρα μου με κρατούσε από το χέρι και τον περιμέναμε να τελειώσει τη βάρδιά του έξω από την πύλη.

Με αυτά τα λόγια τη χαιρέτησε και έφυγε. Η τελευταία ματιά που της έριξε πριν βγει από την αίθουσα έφερε στη Ρενάτα μια ανατριχίλα. Κάτι σαν ερεθισμό... ένα κάτι αλ-λόκοτο... ένα κάτι...

Σκεφτική η Ρενάτα και αφηρημένη, πήρε την κάρτα που της έδωσε και τον χαιρέτησε.

Πριν βγει από την αίθουσα, έπεσαν τα μάτια της στην παλιά φωτογραφία που είχαν στον τοίχο. Ή τ α ν η προγια-γιά της η Ειρήνη, μαζί με τον περίφημο Γιαννιό, τον πρώ-το εργάτη που έγινε σύντροφος της ζωής και συνέταιρος της.

«Τι λες, γιαγιά;» μουρμούρισε. «Και ο γιατρός γιος εργάτη είναι, τι λες; Να προχωρήσω στην παιδιατρική μονάδα ή να προτιμήσω το πολιτιστικό πάρκο;»

Κλείνοντας την πόρτα για να βγει στο διάδρομο, η κάρ-τα του γιατρού έπεσε κάτω και η Ρενάτα διάβασε το όνομά του: «Αριστος Καί'ρης». Η Ειρήνη της είχε απαντήσει...

Η κοπέλα, την επομένη κιόλας, άρχισε να σκέφτεται αυτή την υπόθεση των αποθηκών και να κάνει τους λογαριασμούς

Azara

Page 481: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

της. Να ζητήσει κονδύλι από τον πατέρα της δεν ήταν εύ-κολη υπόθεση.

Αντίθετα απ' ό,τι πίστευε ο γιατρός και γενικότερα ο έξω από τα γραφεία τους κόσμος, τα χρήματα που εισέπραξαν από την πώληση των μετοχών δεν ήταν και ατελείωτα. Ένα μεγάλο μέρος ήταν δεσμευμένο για αρκετά χρόνια και το υ-πόλοιπο είχε μπει σε μετοχές άλλων ομίλων. Έτσι, το ρευ-στό που διέθεταν ήταν σχετικά περιορισμένο. Αυτό, βέβαια, δεν το διαλαλούσαν κιόλας.

«Καλύτερα να πιστεύει η αγορά ότι είμαστε ζάπλουτοι, γιατί διαφορετικά στον επιχειρηματικό κόσμο δε θα έχου-με πίστη», έλεγε ο πατέρας της και η μητέρα της πρόσθετε: «Καλύτερα να σε ζηλεύουν παρά να σε λυπούνται». Και η Ρε-νάτα συμπλήρωνε: «Στην Ελλάδα ό,τι δηλώσεις είσαι».

Όμως, αν η κοπέλα δεν μπορούσε να διαθέσει μεγάλα πράγματα από χρήματα, διέθετε πολλές, πάρα πολλές γνω-ριμίες στον ελληνικό πλουσιόκοσμο. Και εκεί ήταν όλα τα λεφτά.

Έτσι λοιπόν που ο γιατρός την είχε ξεσηκώσει ήταν έ-τοιμη να κάνει σταυροφορία για να βρει τα πρώτα απαι-τούμενα κεφάλαια.

«Οι φίλες της μαμάς ξοδεύουν κάθε χρόνο σε ρούχα, κο-σμήματα και ταξίδια τουλάχιστον ένα ακτινολογικό εργα-στήριο», υπολόγισε με το μυαλό της. Και συνέχισε να λογα-ριάζει μ' αυτό το ρυθμό.

Και έτσι έφτασε η παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Ο πα-τέρας της είχε επιστρέψει την προηγούμενη μέρα από το ταξίδι του και ήταν πολύ κουρασμένος, δεν ήρθε καθόλου στο γραφείο τους. Πήγε κατευθείαν στο σπίτι του Ψυχικού.

Page 482: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Αυτό το αρχοντόσπιτο όπου γεννήθηκε και σ αυτό ζού-σαν η μητέρα του η Λουκία με τον πατέρα του τον Γιωργή όποτε βρίσκονταν στην Αθήνα.

Δεν εργαζόταν κανείς αυτή τη μέρα, όλοι ετοιμάζονταν για τα σούπερ ρεβεγιόν. Η Ρενάτα ήταν μόνη στα γραφεία τους.

Κάθισε μπροστά στον υπολογιστή και άρχισε τους λογα-ριασμούς για την κλινική. Ήθελε πριν συναντήσει το γιατρό, τον Αριστο, όπως κρυφά μέσα της τον σκεφτόταν, να είναι σχετικά ενημερωμένη.

Ή ρ θ α ν τρεις τέσσερις φορές παιδάκια να της πουν τα κά-λαντα. Μετά ησύχασαν και τα κουδοΰνια και τα τηλέφωνα.

Το πρωί, πριν φύγει από το σπίτι της, είχε ετοιμάσει το φόρεμα, τα παπούτσια και τα κοσμήματα που θα φορούσε. Το έκανε κέφι να εντυπωσιάσει. Δεδομένου ότι η Ρενάτα ή-ταν μοντέρνο κορίτσι, το φουστάνι της μάλλον ανύπαρκτο έμοιαζε και ελάχιστα έκρυβε από το σώμα της.

«Αστεράτη γκόμενα», την πείραζε ο πατέρας της και την καμάρωνε, όμως συχνά της τόνιζε ότι: «Αν κρύβεις κάτι α-πό τις καμπύλες σου μάλλον περισσότερο ελκυστική θα εί-σαι, παιδί μου. Βρε κορούλα μου, άσε και τίποτα μέσα να το φαντάζεται κανείς, όλα στη φόρα τα βγάζεις;»

«Παλιομοδίτη, Αργεντινό μου», του απαντούσε η Ρενάτα, και όπως οι περισσότερες κοπέλες, είχε και τον αφαλό και τα μακριά της πόδια γυμνά.

«Σας βλέπω, κορίτσι μου, και παγώνω από το κρύο, κα-ταχείμωνο έτσι τσίτσιδες που γυρνάτε δεν κρυώνετε;»

«Βράζει το αίμα μας, μπάμπο», απαντούσε η Ρενάτα γε-λώντας.

GreekLeech.info

Page 483: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Τώρα που οι ετοιμασίες της για το βράδυ είχαν ολοκλη-ρωθεί, συγκεντρώθηκε στους υπολογισμούς. Έλεγξε δυο τρεις φορές το αποτέλεσμα και τη στιγμή που ετοιμαζόταν να τα κλείσει όλα είδε στο γραφείο της στερεωμένη με ένα συνδετήρα την κάρτα του γιατρού. Χωρίς δεύτερη σκέψη, του τηλεφώνησε.

Βγήκε ο τηλεφωνητής: «0 γιατρός βρίσκεται καθημερινά στο νοσοκομείο από 8 τι.μ. μέχρι 5 μ.μ. Για επείγουσες περιπτώσεις κα-λέστε στο 694...»

Η Ρενάτα δε δίστασε και τον κάλεσε στο κινητό του. - Ο κύριος Αριστος Κα'ΐρης; - Μάλιστα, ο ίδιος, ακούστηκε η φωνή του, «φωνή σο-

βαρή», σκέφτηκε εκείνη. - Χρόνια πολλά, γιατρέ, είμαι η Ρενάτα Κωνσταντινίδη. Για λίγο έγινε μια μικρή παύση, ύστερα εκείνος της α-

πάντησε: - Χρόνια πολλά και σ εσάς, δεν περίμενα ότι θα μου τη-

λεφωνούσατε. - Έ χ ω πολλή δουλειά, κύριε Καΐρη, δικαιολογήθηκε α-

πλά και συνέχισε: Μήπως σας ενοχλώ σε ώρα εργασίας; - Όχ ι , όχι, έχω άδεια. Επίσημα θα επιστρέψω στο νο-

σοκομείο στις δύο του μηνός. Βέβαια, και αύριο το πρωί ε-κεί θα είμαι, για να εξετάσω δυο μικρούλια που χειρούργη-σα προχτές. Ωστόσο, είμαι σε άδεια.

- Θα σας ήταν πολύ δύσκολο να περάσετε από το γρα-φείο μου, να πιούμε έναν καφέ και να τα πούμε λίγο;

- Δηλαδή, κυρία Κωνσταντινίδη, δεν απορρίψατε την πρότασή μου;

- Ό χ ι , όχι, το αντίθετο θα έλεγα, είπε η Ρενάτα γελώντας.

Page 484: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

- Τότε, θα είμαι στο γραφείο σας σε μισή ώρα το πολΰ. - Σας περιμένω, απάντησε εκείνη και έκλεισε το τηλέ-

φωνο. Ντελίριο την έπιασε με το που ακοΰμπησε το ακουστικό.

Χτένισε τα μαλλιά της, έβαλε άρωμα, φρεσκάρισε το κρα-γιόν της. Τρεις φορές είδε αν η καφετιέρα είχε καφέ. Τ η στιγμή που ετοιμαζόταν να βάλει για τέταρτη φορά κρα-γιόν, εκείνος ήρθε.

Μόλις στάθηκαν ο ένας απέναντι από τον άλλο, ένιωσαν σαν να ήταν μοναδικοί στον κόσμο. Λες και όλη η γη ήταν άδεια με αυτούς μόνο στο κέντρο της.

Κοιτάζονταν και δεν έλεγαν κουβέντα, δε μιλοΰσαν, κά-ποια στιγμή εκείνος είπε βραχνά:

- Να περάσω μέσα; - Βέβαια, σας παρακαλώ, ελάτε στο γραφείο μου, εκεί έ-

XQ στον υπολογιστή κάποια πρώτα υποθετικά νοΰμερα. - Αφοΰ θα συνεργαστούμε, είπε ο γιατρός, δε μιλάμε κα-

λύτερα στον ενικό; - Εντάξει, Αριστο, έκανε εκείνη ζεστά. Εγώ είμαι η Ρε-

νάτα. Δούλευαν περίπου δύο ώρες και άλλες δύο μιλούσαν για

χίλια δυο. Ούτε που κατάλαβαν πώς πέρασε ο χρόνος. Κά-ποια στιγμή, μια ματιά στο ρολόι του τοίχου τους έδειξε ό-τι ήταν εφτάμιση το απόγευμα.

- Ποπό! Νύχτωσε! είπε η Ρενάτα. Με συγχωρείς, σε κρά-τησα τόση ώρα, είναι και παραμονή, θα έχεις να βγεις.

- Μπα, δε βαριέσαι, δεν ψήνομαι και τρελά για κάποια έξοδο. Είχα κανονίσει ένα ταξίδι με φίλους, αλλά ναυάγη-σε πριν τρεις μέρες και δεν ασχολήθηκα και ιδιαίτερα για

GreekLeech.info

Page 485: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

τη σημερινή βραδιά. Η μητέρα μου πήγε στη Σπάρτη, στην αδερφή της, και εγώ μάλλον θα περάσω το βράδυ με δυο τρεις συναδέλφους. • - Η κοπέλα σου δεν παραπονιέται που δε θα τη βγάλεις έξω; ρώτησε η Ρενάτα, ρίχνοντας άδεια για να πιάσει γε-μάτα.

- Μάλλον δε θα αντιδράσει καθόλου, αφοΰ το διαλύσα-με πριν δυο μήνες, είπε εκείνος γελώντας.

- Θέλεις να έρθεις στο σπίτι μου, Αριστο; Θα έχουμε αρ-κετούς καλεσμένους το βράδυ. Μένουμε σε ανοιχτό μέρος και θα βγούμε στη βεράντα να δοΰμε τα βεγγαλικά.

Την πρόσκληση η Ρενάτα την έκανε γρήγορα γρήγορα, για-τί οΰτε η ίδια κατάλαβε πώς βρήκε το θάρρος να τον καλέσει.

Ο Αριστος την κοίταξε αμίλητος για ένα κλάσμα δευτε-ρολέπτου και μετά της απάντησε χαμογελώντας:

- Γιατί όχι; Τι ώρα θέλεις να έρθω; - Κατά τις δέκα και μισή με έντεκα. Τι λες κι εσύ; Είναι

καλά; Προλαβαίνεις να πας στο σπίτι σου και να αλλάξεις; - Ναι, ναι, εντάξει είναι. Μένεις στα βόρεια ή στα νότια

προάστια; - Δηλαδή το έχεις σίγουρο ότι μένω σε προάστιο; ρώτη-

σε η Ρενάτα λίγο πειραγμένη από τη σπόντα του. - Ε, ναι, ναι, έτσι σε κόβω, δεν πιστεύω ότι το σπίτι σου

είναι τριάρι εσωτερικό σε πολυκατοικία. - Έχεις ένα αδικαιολόγητο κόλλημα με τους λεφτάδες,

Αριστο, ή κάνω λάθος; του μπήκε η Ρενάτα. - Όχ ι , λάθος κάνεις. Κόλλημα δεν έχω, τσαντίλα έχο) με

μερικούς από αυτούς που τυχαίνει να είναι και ανόητοι, της απάντησε έντονα.

GreekLeech.info

Page 486: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

- Γιατί; Στους φτωχότερους κΰκλους δεν υπάρχουν α-νόητοι;

- Σίγουρα υπάρχουν, αλλά λιγότεροι, γιατί δεν έχουν αυτή την πολυτέλεια, πρέπει να επιβιώνουν, της απάντησε εκείνος.

- Αριστο, τσακωνόμαστε ή μου φαίνεται; τον ρώτησε α-ναψοκοκκινισμένη η κοπέλα από τα νεΰρα της.

- Ναι, έχεις δίκιο, της απάντησε εκείνος γελώντας. Ας η-ρεμήσουμε λοιπόν, τι λες;

- Εντάξει, πρόσθεσε μαλακά η Ρενάτα. Εντάξει, και έ-δωσαν τα χέρια.

- Φίλοι; - Φίλοι, είπαν και οι δυο.

Στις έντεκα παρά τέταρτο, ο Αριστος, με μια όμορφη ορχι-δέα στα χέρια, ήταν στο σπίτι της. Η Ρενάτα τον σύστησε στους γονείς και τους φίλους της και προσφέρθηκε να του φέρει η ίδια ένα ποτό. Αισθάνθηκε το βλέμμα του να καίει την πλάτη της. Το φουστάνι την άφηνε ακάλυπτη μέχρι τη μέση.

Είχαν καλέσει πολΰ κόσμο. Τα γκαρσόνια πήγαιναν κι έρ-χονταν. Μέσα σε τόσους φίλους, κάποια στιγμή βρέθηκαν η Ρενάτα με τον Αριστο μπροστά στο παράθυρο. Η Αθήνα ή-ταν πιάτο κάτω στα πόδια τους. Χιλιάδες φωτάκια λαμπΰ-ριζαν.

- Είναι πολΰ όμορφη η θέα από εδώ, της είπε ο Αριστος. Όμως εσΰ, Ρενάτα, είσαι η ωραιότερη εικόνα που μπορεί κα-νείς να δει. Εκτός γραφείου λάμπεις.

- Γιατί εκτός γραφείου; ρώτησε η κοπέλα.

Azara

Page 487: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

- Γιατί πίσω από τον υπολογιστή σου είσαι μάλλον πολΰ σοβαρή.

- Δεν ήταν σοβαρό αυτό που είχαμε να κουβεντιάσουμε; του απάντησε εκείνη.

Ο Αριστος συμφώνησε. - Ναι, πάρα πολΰ σοβαρό, είπε. Αν τα καταφέρουμε να

πετΰχουμε αυτό τον στόχο θα είναι ό,τι σημαντικότερο μπο-ρεί να μου συμβεί. Για μένα, Ρενάτα, αυτή η κλινική είναι στόχος και σκοπός ζωής.

Μιλώντας, ξεχάστηκαν πάλι σε σχέδια για τον κοινό τους σκοπό. Και ενώ τα έλεγαν, κλείσανε τα φώτα. Ο καινοΰριος χρόνος ήρθε!

Πανζουρλισμός έγινε στο σαλόνι και τα βεγγαλικά έξω α-πό τα παράθυρα έκαναν τη νΰχτα μέρα.

«Ευτυχισμένος ο καινούριος χρόνος», «Χρόνια πολλά!» «Καλή χιλιετία!» «Να είναι ένας χαρούμενος αιώνας!» «Χρό-νια πολλά!» Ευχές, φιλιά, γέλια...

Τα βεγγαλικά ασταμάτητα φώτιζαν τον ουρανό, σχεδία-ζαν αστέρια, βροχή, χρυσές στάλες, σχημάτιζαν χίλιους ό-μορφους συνδυασμούς.

Η Ρενάτα τον τράβηξε από το χέρι και βγήκαν στη βε-ράντα του σπιτιού για να βλέπουν καλύτερα όλο τον ουρα-νό. Σβουμ, σβουμ, σβουμ, πίσω από το κεφάλι τους, μπρος, πλάι, τα βεγγαλικά άστραφταν σαν όμορφη χρυσόσκονη. Ασταμάτητα άνοιγαν οι σαμπάνιες.

Κατέβηκαν στον κήπο και τα φωτεινά σχήματα τους α-κολουθούσαν. Μακρινός απόηχος έφταναν από το σαλόνι τα τραγούδια.

GreekLeech.info

Page 488: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

.. .Καλή χρονιά, καλή χρονιά, Χαρούμενη, χρυσή Πρωτοχρονιά...

- Θα κρυώσεις, της είπε γλυκά και βγάζοντας το σακάκι του σκέπασε την πλάτη της. Σ' αυτή την κίνηση τα χέρια του χάιδεψαν τους ώμους της.

Πριν το καταλάβουν, βρέθηκαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Φιλήθηκαν πολλή ώρα, γλυκά μέσα στη νΰχτα. Τα βεγγαλικά άρχισαν σιγά σιγά να αραιώνουν και η λάμψη τους να σβήνει.

- Καλή χρονιά, Αριστο, του είπε, με τα χείλη της πάνω στα δικά του.

- Να είσαι ευτυχισμένη, συμπλήρωσε εκείνος και πήρε από δίπλα του το ποτήρι με τη σαμπάνια που είχαν φέρει μαζί τους. Στην υγειά σου, Ρενάτα.

- Και στη δική σου, Αριστο. Και φιλήθηκαν ξανά. - Ας ευχηθοΰμε, πρόσθεσε εκείνος, να πετΰχουμε τους

στόχους μας. Τα όνειρά μας να πραγματοποιηθοΰν. Και η Ρενάτα πρόσθεσε: - Μακάρι όλα τα παιδάκια που θα μπαίνουν στην κλινι-

κή να βγαίνουν γερά και χαροΰμενα...

Έτσι, εκεί, κάτω από τα πρωτοχρονιάτικα βεγγαλικά, «ο δρόμος του καπνοΰ», ο δρόμος του ελληνικοΰ καπνοΰ, έ-φτασε στο τέρμα του. Ξεκίνησε την τροχιά του όχι σαν πυ-ροτέχνημα και πρωτοχρονιάτικο βεγγαλικά αλλά σαν αστέ-ρι φωτεινό. Έκανε ένα μεγάλο κΰκλο μεσουρανώντας και λάμποντας παγκόσμια, ΰστερα έσβησε.

Azara

Page 489: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Στις δικές μας σελίδες, έφτασε εκεί που η ζωή χαμογελά στον καλύτερο της εαυτό: «Στα παιδικά προσωπάκια»... Και τελείωσε, γιατί εξάλλου τώρα όλοι πια γνωρίζουν ότι «το κά-πνισμα βλάπτει σοβαρά την υγεία».

Page 490: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Η Ιστορία του Ελληνικού Τσιγάρου, Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστο-ρικό Αρχείο, 1997.

Η Μεγάλη Αμερικανική Εγκυκλοπαίδεια, εκδόσεις Κ. Εμμανουήλ-Δ. Κίτσια &Σία.

Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, «Πυρσός» ΑΕ. Πόλεμος και Ειρήνη, Λέων Τολστόι, μετάφραση Φώντας Κονδύλης,

εκδ. Πατάκη: (σε ελεύθερη απόδοση η περιγραφή του χορού στα ανάκτορα των Ρομανόφ στην Αγία Πετρούπολη).

Η Δράμα και η Περιοχή της - Ιστορία και Πολιτισμός, Β' Επιστημο-νική Συνάντηση, εκδόσεις ΔΕΚΠΟΤΑ (Δημοτική Επιχείρηση Κοινωνικής-Πολιτιστικής και Τουριστικής Ανάπτυξης), 1994.

Δράμα - Ηδανίδβ Γη και Πρασιάδα Λίμνη, Τηλέμαχος Τσελεπίδης. Εκδοτικός Οίκος Αδελφών Κυριακίδη ΑΕ, 2000.

Newskiprospekt, του Νικολάι Γκόγκολ, εκδόσεις Artemis & Winkler (σε ελεύθερη απόδοση η περιγραφή της λεωφόρου Νιέφσκι στην Αγία Πετρούπολη), 1996.

Goetter Graeber und Gelehrte im Bild, C. W. Ceram, DBG Berlin und Darmstadt, 1957.

Ήρωες και Προδότες στην Κατοχική Ελλάδα, Τάσου Κονιογιαννίδΐ). εκδόσεις «Πελασγός», 1998.

Page 491: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση

Οδησσός - Η Λησμονημένη Πατρίδα, Μαρία Καραβία, εκδόσεις «Άγρα», 1998.

Εκλογαίκαι Τραγούδια του Ελληνικού Λαού, Ν. Γ. Πολίτης, εκδ. Ε. Γ. Βαγιωνάκη, 1969.

Αισχύλος, Ορέ&ιεια, μετάφραση Τάκης Μπαρλάς, εκδ. Ζαχαρό-πουλου, 1967.

Page 492: Γιάννης & Μαρίνα Αλεξάνδρου - Από Την Ανατολή Στη Δύση