ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

60
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1.1. Δικαστική Ψυχολογία και Ψυχολογία Η Δικαστική Ψυχολογία 1 θεμελιώθηκε στη Γερμανία στις αρχές του περασμένου αιώνα από επιστήμονες ψυχολόγους 2 . Διήλθε στην έρευνα και στην πράξη μέσα από διαφορετικές εποχές, που αντικατό- πτριζαν στο μεθοδολογικό τους εξοπλισμό και στη διαγνωστική τους στάθμη, κάθε φορά, την κατάσταση αυτού του χώρου 3 . Από τη δεκαε- τία του 1950, η Δικαστική Ψυχολογία ξανάζησε μία σαφή άνθηση που 1. Κατά τον Τ. Φιλιππίδη (βλ. Δικαστική Ψυχολογία, 1988 2 , σελ. 109, υποσημ. 28), ο όρος Δικαστική Ψυχολογίαδεν είναι εύστοχος, αφού δεν πρόκειται περί της Ψυχολογίας μόνο του Δικαστή. Προφανώς πρόκειται, κατά τον ίδιο συγγραφέα, για μετάφραση (και μάλιστα όχι απολύτως ακριβή) του γαλλικού όρου “psychologie ju- diciaire” και του ιταλικού όρου “psicologia giudiziaria”, που όμως επικράτησε στην Ελλάδα και δεν συντρέχει πλέον αποχρών λόγος κατά τον εν λόγω συγγραφέαγια αντικατάστασή του. 2. Βλ. ιστορική επισκόπηση σε Φιλιππίδη, Δικαστική Ψυχολογία, 1988 2 , σελ. 91 επ., ο οποίος με γλαφυρότητα διατρέχει τις διαφόρους περιόδους από τον Αριστο- τέλη Τέχνη Ρητορική», που εγράφη πιθανώς μεταξύ του 334 και 324 π.Χ.) μέχρι των ημερών μας παραθέτοντας και πλούσια βιβλιογραφικά στοιχεία (βλ. σελ. 108 επ.). 3. Βλ. U. Undeutsch, Die Entwicklung der gerichtspsychologischen Gutach- tertätigkeit, 1954. Αφού η προσπάθεια των ανακριτικών και δικαστικών αρχών υπό την επίδραση του Κινήματος των Διαφωτιστών αλλά και αργότερα της Ιταλικής Θε- τικής Σχολής στράφηκε πραγματικά στην αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας, ση- μειώνει ο Ι. Δασκαλόπουλος (βλ. Παραδόσεις Δικαστικής Ψυχολογίας, 1987, σελ. 10- 11, βλ. επίσης Κουράκη, Συμβολές στη μελέτη της Ανακριτικής, 2005, σελ. 24-25), ευλόγως δημιουργήθηκε η απορία γύρω από τις «μεθόδους» με τις οποίες μπορεί κα- νείς να οδηγηθεί στην ανεύρεση αυτής της αλήθειας και στο σχηματισμό μιας ορθής δικανικής πεποίθησης. Οι έρευνες του Μπερτιγιόν, του Γκάλτον και άλλων πρωτοπό- ρων του προπερασμένου αιώνα, συνεχίζει ο ίδιος συγγραφέας, οδήγησαν έτσι στη θε- μελίωση νέων επιστημονικών κλάδων: της Ανακριτικής ή Αστυνομικής (criminalisti- que ή police scientifique, forensic science ή criminalistics ή police science, Kriminal- istik ή Polizeiwissenschaft) και της Δικαστικής Ψυχολογίας (psychologie judiciaire, legal psychology, forensische ή gerichtliche Psychologie) ή για παθολογικές περι- πτώσειςτης Δικαστικής Ψυχιατρικής (psychiatrie médico-légale, forensic psychia- try, forensische ή gerichtliche Psychiatrie).

description

Δικαστική Ψυχολογία

Transcript of ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

Page 1: ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1.1. Δικαστική Ψυχολογία και Ψυχολογία

Η Δικαστική Ψυχολογία1 θεμελιώθηκε στη Γερμανία στις αρχές του περασμένου αιώνα από επιστήμονες ψυχολόγους2. Διήλθε στην έρευνα και στην πράξη μέσα από διαφορετικές εποχές, που αντικατό-πτριζαν στο μεθοδολογικό τους εξοπλισμό και στη διαγνωστική τους στάθμη, κάθε φορά, την κατάσταση αυτού του χώρου3. Από τη δεκαε-τία του 1950, η Δικαστική Ψυχολογία ξανάζησε μία σαφή άνθηση που

1. Κατά τον Τ. Φιλιππίδη (βλ. Δικαστική Ψυχολογία, 19882, σελ. 109, υποσημ. 28), ο όρος “Δικαστική Ψυχολογία” δεν είναι εύστοχος, αφού δεν πρόκειται περί της Ψυχολογίας μόνο του Δικαστή. Προφανώς πρόκειται, κατά τον ίδιο συγγραφέα, για μετάφραση (και μάλιστα όχι απολύτως ακριβή) του γαλλικού όρου “psychologie ju-diciaire” και του ιταλικού όρου “psicologia giudiziaria”, που όμως επικράτησε στην Ελλάδα και δεν συντρέχει πλέον αποχρών λόγος –κατά τον εν λόγω συγγραφέα– για αντικατάστασή του.

2. Βλ. ιστορική επισκόπηση σε Φιλιππίδη, Δικαστική Ψυχολογία, 19882, σελ. 91 επ., ο οποίος με γλαφυρότητα διατρέχει τις διαφόρους περιόδους από τον Αριστο-τέλη («Τέχνη Ρητορική», που εγράφη πιθανώς μεταξύ του 334 και 324 π.Χ.) μέχρι των ημερών μας παραθέτοντας και πλούσια βιβλιογραφικά στοιχεία (βλ. σελ. 108 επ.).

3. Βλ. U. Undeutsch, Die Entwicklung der gerichtspsychologischen Gutach-tertätigkeit, 1954. Αφού η προσπάθεια των ανακριτικών και δικαστικών αρχών υπό την επίδραση του Κινήματος των Διαφωτιστών αλλά και αργότερα της Ιταλικής Θε-τικής Σχολής στράφηκε πραγματικά στην αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας, ση-μειώνει ο Ι. Δασκαλόπουλος (βλ. Παραδόσεις Δικαστικής Ψυχολογίας, 1987, σελ. 10-11, βλ. επίσης Κουράκη, Συμβολές στη μελέτη της Ανακριτικής, 2005, σελ. 24-25), ευλόγως δημιουργήθηκε η απορία γύρω από τις «μεθόδους» με τις οποίες μπορεί κα-νείς να οδηγηθεί στην ανεύρεση αυτής της αλήθειας και στο σχηματισμό μιας ορθής δικανικής πεποίθησης. Οι έρευνες του Μπερτιγιόν, του Γκάλτον και άλλων πρωτοπό-ρων του προπερασμένου αιώνα, συνεχίζει ο ίδιος συγγραφέας, οδήγησαν έτσι στη θε-μελίωση νέων επιστημονικών κλάδων: της Ανακριτικής ή Αστυνομικής (criminalisti-que ή police scientifique, forensic science ή criminalistics ή police science, Kriminal-istik ή Polizeiwissenschaft) και της Δικαστικής Ψυχολογίας (psychologie judiciaire, legal psychology, forensische ή gerichtliche Psychologie) ή –για παθολογικές περι-πτώσεις– της Δικαστικής Ψυχιατρικής (psychiatrie médico-légale, forensic psychia-try, forensische ή gerichtliche Psychiatrie).

Page 2: ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

2 Λεωνίδας Κοτσαλής

φάνηκε κατά κύριο λόγο στην αύξηση της ψυχολογικής δραστηριότη-τας του πραγματογνώμονα και σε ορισμένες δημοσιεύσεις βιβλίων που εντούτοις στηρίζονταν στην πράξη και εμφάνιζαν έντονα εκλεκτικό χαρακτήρα4.

Όπως και άλλες ειδικότερα κατηγορίες της εφαρμοσμένης Ψυχο-

4. Στην “Ανακριτική” ή “Αστυνομική” ερευνώνται οι μέθοδοι για την προσή-

κουσα και αποτελεσματική εξιχνίαση της αλήθειας σε σχέση με την τελεσθείσα αξιό-ποινη πράξη, βλ. Δασκαλόπουλο, έ.α., σελ. 11, επίσης βλ. Κουράκη, έ.α., σελ. 25, πε-ραιτέρω βλ. Φιλιππίδη, έ.α., σελ. 75. Συνεπώς, αντικείμενο επιστημονικής έρευνας εί-ναι η εκάστοτε αξιόποινη πράξη (πότε, πώς, πού, από ποιόν και γιατί τελέσθηκε), ενώ ειδικότερες ενδείξεις διατυπώνονται γύρω από τον τρόπο συλλογής και ελέγχου της αξιοπιστίας του αποδεικτικού υλικού (ύλη εγκλήματος, έγγραφα, μάρτυρες, ομολογία κατηγορουμένου κ.λπ., βλ. άρθρ. 178 Κ.Ποιν.Δ.) και γύρω από τα σφάλματα στα ο-ποία μπορεί να υποπέσουν κατά την εξιχνίαση ενός εγκλήματος τα διοικητικά και δι-καστικά όργανα, π.χ. λόγω επαγγελματικού εθισμού ή παραμορφισμού («ρουτίνας»), με επακόλουθο την μη επακριβή ουσιαστική διερεύνηση της κάθε υπόθεσης, σχετικά πρβλ. Kube (Hrsg.), Wissenschaftliche Kriminalistik, τόμος 1 και 2, 1983 και 1984. Αντίθετα, στη Δικαστική Ψυχολογία (ή –βαθύτερα– στη Δικαστική Ψυχιατρική) που θεωρείται κλάδος της εφαρμοσμένης Ψυχολογίας, το επίκεντρο της επιστημονικής έρευνας είναι η ψυχολογική κατάσταση των προσώπων που συμμετέχουν σε μια (ποι-νική) δίκη, δηλ. κατηγορούμενος, παθών, πολιτικώς ενάγων, αστικός υπεύθυνος, μάρ-τυρες, πραγματογνώμονες, τακτικοί δικαστές, ένορκοι, συνήγορος, καθώς και η λει-τουργικότητα από ψυχολογική σκοπιά ορισμένων θεσμών της δικαστηριακής πρακτι-κής, βλ. Δασκαλόπουλο, έ.α., σελ. 12. Οπωσδήποτε, και στην περίπτωση της Δικαστι-κής Ψυχολογίας απώτερος σκοπός, σημειώνει ο εν λόγω συγγραφέας, είναι ο εντοπι-σμός των πιθανών σφαλμάτων στα οποία μπορεί να υποπέσουν τα διωκτικά και δικα-στικά όργανα κατά την εξιχνίαση ενός εγκλήματος και ιδίως κατά την αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού (καταθέσεις μαρτύρων, ομολογία κατηγορουμένου κ.λπ.). Από τη σκοπιά αυτή, καταλήγει ο Δασκαλόπουλος (έ.α., σελ. 12), οι δύο κλάδοι (Α-νακριτική–Αστυνομική και Δικαστική Ψυχολογία–Δικαστική Ψυχιατρική), συμβαίνει πολλές φορές να επικαλύπτονται ως προς το ερευνητικό τους αντικείμενο: Ενώ, ό-μως, στον πρώτο από τους κλάδους αυτούς η εξιχνίαση του εγκλήματος αποτελεί πρωταρχικό σκοπό με συγκεκριμένους κανόνες στρατηγικής, τακτικής και τεχνικής (λ.χ. ανθρωπομετρία, φωτογραφική-περιγραφική επισήμανση του δράστη και δακτυ-λοσκοπική, ως μέθοδοι για την εξακρίβωση της ταυτότητας του δράστη ενός εγκλή-ματος), στον δεύτερο κλάδο, στη Δικαστική Ψυχολογία (και βαθύτερα στη Δικαστική Ψυχιατρική), ο σκοπός αυτός είναι απώτερος και με προφανώς στενότερα όρια, αφού εντοπίζεται μόνο στη ψυχολογική διάσταση του προβλήματος, πρβλ. επίσης Αλεξιάδη, Ανακριτική, 20035, σελ. 35 επ., Παπαδάτο, Δικαστική Ψυχολογία, 2003, σελ. 5, Φιλιπ-πίδη, Δικαστική Ψυχολογία, 19882, σελ. 73 επ.

Page 3: ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

Εισαγωγή 3

λογίας (π.χ. η ψυχολογία της εργασίας και της επιχείρησης), έτσι έμει-νε και η Δικαστική Ψυχολογία τυπικά και ουσιαστικά στο χώρο προέ-λευσής της, στο συνολικό χώρο της επιστημονικής ψυχολογίας5. Εδώ είχαν μια ιδιαίτερη σημασία η ψυχολογία της ανάπτυξης, η ψυχολογία της προσωπικότητας, η κοινωνική ψυχολογία, η γενική ψυχολογία, καθώς και η κλινική ψυχολογία και η διαγνωστική για τα ειδικότερα ερωτήματα που ανακύπτουν για την έρευνα και τη γνωμοδοτική πράξη6.

Αλλά και σήμερα, αυτός ο χώρος δεν είναι νοητός χωρίς τη διαρ-κή στήριξη και αναφορά στους ειδικότερους κλάδους της παραδοσια-κής Ψυχολογίας7. Εδώ θα ήταν η κατάταξη της ψυχολογικής έρευνας ως βοηθητικής επιστήμης της νομικής επιστήμης εν πάση περιπτώσει με βάση το αντικείμενο της έρευνας και τον εντολέα δικαιολογημένη8. Η Δικαστική Ψυχολογία παραμένει στην ουσία της ένα ψυχολογικό μάθημα9.

5. Βλ. επίσης Φιλιππίδη, έ.α., σελ. 3 επ., J. Brandt - Jakobi, σε: Kompendium

der medizinischen Psychologie, 1983, σελ. 6 επ. 6. Για τον επιστημονικό κλάδο “Ψυχολογία” (έννοια, αρχές, μεθόδους, υποδιαι-

ρέσεις σε τμήματα) βλ. τις ιδιαίτερα κατατοπιστικές αναπτύξεις σε Dorsch (Hrsg.), Psychologisches Wörterbuch, 198210, σελ. 520 επ., πρβλ. επίσης H. Feldmann, Kom-pendium der medizinischen Psychologie, έ.α., σελ. 1 επ.

7. Η Δικαστική Ψυχολογία ανήκει σύμφωνα με την κατάταξη σε Dorsch, έ.α., σελ. 521, στην “εμπειρική Ψυχολογία” πρβλ. σχετικά H. Feldmann, Kompendium der medizinischen Psychologie, έ.α., σελ. 2 επ.

8. Η συστηματική έρευνα των ψυχικών φαινομένων, καταστάσεων και γεγονό-των, στα οποία στηρίζεται –στην ποινική δίκη– η διακρίβωση της αλήθειας και ο σχηματισμός της λεγόμενης δικανικής πεποίθησης προς έκδοση της απόφασης, απο-τελεί την Επιστήμη της Δικαστικής Ψυχολογίας, έτσι Φιλιππίδης, έ.α., σελ. 87. Η α-νάπτυξη και εμβάθυνση των ψυχολογικών ερευνών επί του εγκλήματος και του ε-γκληματία οδήγησαν στη δημιουργία και ανάλογη διάρθρωση των επιστημονικών κλάδων της Εγκληματολογικής Ψυχολογίας σε ευρεία έννοια, βλ. Φιλιππίδη, έ.α., πρβλ. Baumann, Einführung in die Rechtswissenschaft, 19898, σελ. 21 επ., Kaiser, σε Jurisprudenz (Hrsg. R. Weber-Fas), 1978, σελ. 288. Η Δικαστική Ψυχολογία ερευνά τα ψυχικά φαινόμενα και γεγονότα, τα οποία –στην ποινική δίκη– ασκούν κρίσιμη ε-πιρροή στην ανεύρεση της αλήθειας και τη δημιουργία της δικαστικής πεποίθησης.

9. Αυτό καταφαίνεται στα εγχειρίδια των Τ. Φιλιππίδη, U. Undeutsch, Blau και Müller-Luckmann, Liebel και Liebel, v. Uslar. Η Δικαστική Ψυχολογία και η Ανακρι-τική, σημειώνει ο Αλεξιάδης (βλ. Ανακριτική, 20035, σελ. 38), είναι δύο εγκληματο-λογικοί κλάδοι, που έχουν ορισμένα αντικείμενα κοινού ενδιαφέροντος, καταφεύγουν συχνά και χρησιμοποιούν τον ίδιο κύκλο γνώσεων και τις ίδιες μεθόδους που εφαρ-

Page 4: ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

4 Λεωνίδας Κοτσαλής

1.2. Ιδιαίτερη προβληματική της Δικαστικής Ψυχολογίας

Α. Η ιδιαίτερη κατάσταση αυτού του χώρου εφαρμογής της Ψυ-χολογίας χαρακτηρίζεται από το σημαντικό χάσμα ανάμεσα στις πολ-λαπλές απαιτήσεις, που κάτω από την πίεση της πράξης τίθενται σε αυτόν και τη μικρή έκταση διασφαλισμένων θεωρητικών διαγνώσεων. Πολλές καταθέσεις σε αυτό το πεδίο λαμβάνουν χώρα με βάση την «ανεκδοτολογική προφανότητα» ως περιγραφές περιπτώσεων με τον κίνδυνο ανεξέλεγκτης γενίκευσης10.

μόζει η πρακτική κυρίως ψυχολογία, αλλά έχουν και διαφορές: Έτσι, όποιος ξεφυλλί-σει παράλληλα δύο εγχειρίδια Δικαστικής Ψυχολογίας και Ανακριτικής θα συναντή-σει κοινά κεφάλαια για τη ψυχολογία του δικαστή-ανακριτή, του κατηγορουμένου, των μαρτύρων, των πραγματογνωμόνων κ.λπ. Ωστόσο, διευκρινίζει ο ίδιος συγγρα-φέας, προσεκτικότερη παρατήρηση θα δείξει, ότι το πρίσμα έρευνας αυτών των θεμά-των είναι διαφορετικό: Η Δικαστική Ψυχολογία μελετά την ψυχολογία των παραγό-ντων της ανάκρισης με σκοπό να ελέγξει τη λειτουργία των ψυχολογικών τους μηχα-νισμών και τις αντιδράσεις τους σε διάφορα ερεθίσματα ή την επίδραση πάνω σε αυ-τούς άλλων φυσιολογικών ή παθολογικών καταστάσεων· η Ανακριτική ξεκινά από τα πορίσματα της Δικαστικής Ψυχολογίας και προσπαθεί να βρει τρόπους, με τους οποί-ους θα εξουδετερώσει τα εμπόδια και τις δυσκολίες, που η Δικαστική Ψυχολογία έχει επισημάνει. Ο Αλεξιάδης κλείνει τις εν λόγω σκέψεις του με τις εξής επισημάνσεις: «Πέρα από την ως άνω διαφορά, που συνήθως δεν είναι φανερή, γιατί σπάνια οι συγ-γραφείς του ενός ή του άλλου κλάδου αντιστέκονται στον πειρασμό να μη διαχωρί-σουν τα τόσο συναφή άλλωστε θέματα, οι δύο κλάδοι έχουν και ιδιαίτερα ο καθένας αντικείμενα ενδιαφέροντος που τους διαχωρίζουν χωρίς αμφιβολία. Έτσι, από τη μία πλευρά η Δικαστική Ψυχολογία ασχολείται με γενικότερα ψυχολογικά προβλήματα της ποινικής διαδικασίας, με τη ψυχολογική διαδικασία της δικαστικής κρίσης και τα αίτια της δικαστικής πλάνης, ενώ από την άλλη πλευρά η Ανακριτική ασχολείται με τα ίχνη του εγκλήματος, τα μέσα της τέλεσής του, τις επιστημονικές μεθόδους εξα-κρίβωσης της ταυτότητας του δράστη».

10. Οι “καταθέσεις των μαρτύρων” και η “ομολογία του κατηγορουμένου” α-ποτελούν κοινό παρονομαστή τόσο για την Ανακριτική–Αστυνομική όσο και για τη Δικαστική Ψυχολογία–Δικαστική Ψυχιατρική, θεωρεί ο Δασκαλόπουλος (βλ. έ.α., σελ. 12-13, επίσης βλ. Κουράκη, έ.α., σελ. 26-27). Και τούτο, κατά τον ίδιο συγγρα-φέα, παρέχει ίσως ένα μέτρο της σημασίας αλλά και του σύνθετου χαρακτήρα αυτών των αποδεικτικών μέσων κατά την απονομή της ποινικής δικαιοσύνης. Και μολονότι ούτε η ομολογία του κατηγορουμένου εξακολουθεί να αποτελεί τη “βασίλισσα των αποδείξεων”, ούτε η κατάθεση δύο “ευυπόληπτων” μαρτύρων συνιστά απαραίτητα πλήρη απόδειξη της ενοχής του κατηγορουμένου όπως άλλοτε, τα δύο αυτά αποδει-κτικά μέσα συνεχίζουν ακόμη και σήμερα, παρά την ισχνή αποδεικτική τους αξία, να

Page 5: ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

Εισαγωγή 5

Από εδώ αν θελήσουμε να συνάγουμε μια “ελλιπή αρμοδιότητα” του μαθήματος, αυτό θα ήταν βέβαια άστοχο. Ενόσω η χρηστικότητα των εφαρμοζόμενων τεχνικών και η ερμηνευτική αξία των προσωρι-νών μοντέλων δεν έχει ακόμη καταρριφθεί και ενόσω δεν μπορούν να αντικατασταθούν από άλλες τεχνικές ή μοντέλα, τότε μπορούν να πα-ραμείνουν11. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχει επείγουσα ανάγκη να αντικειμε-νοποιήσουμε τις διαδικασίες και τις κατασκευές της Δικαστικής Ψυ-χολογίας εμπειρικά-συστημικά με σχεδιασμένη παρακολούθηση και πείραμα με τις ίδιες υψηλές μεθοδολογικές απαιτήσεις και έτσι να τις δι-ασφαλίσουμε, πράγμα που είναι αυτονόητο για τη ψυχολογική έρευνα12.

Β. Ενόψει της ως άνω καταστάσεως που εμφανίζεται στο χώρο της Δικαστικής Ψυχολογίας, η επιστημονική κριτική για χονδροειδή, σχετικά όχι ακριβή πρακτική είναι μάλλον υπερβολική. Επίσης, οι ε-πιφυλακτικές αντιδράσεις των προσώπων της δικαστικής πράξης, λό-γω της μικρής σημασίας πολλών πειραματικών ευρημάτων για τον ει-δικό τους χώρο, είναι μάλλον αδικαιολόγητη. Η έρευνα που οδηγείται

δεσπόζουν στη δικαστηριακή πρακτική και να διαδραματίζουν συνήθως τον σπου-δαιότερο ρόλο στην καταδίκη ή την αθώωση ενός κατηγορουμένου, βλ. Δασκαλόπου-λο, έ.α., Κουράκη, έ.α. (Η σημασία της εξέτασης των μαρτύρων, ιδιαίτερα η αξιοπι-στία αυτών, θα αναλυθεί στη συνέχεια σε ξεχωριστό κεφάλαιο, στο 4.).

11. Η Δικαστική Ψυχολογία ως τμήμα της εφαρμοσμένης Ψυχολογίας αναπτύ-χθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα με βάση τις ψυχολογικές εργασίες για την κατάθεση (Aussagepsychologie) των A. Binet και W. Stern καθώς και τις προσπάθειες για τη δι-αγνωστική της υπόσταση (βλ. τις συνειρμικές προσπάθειες ιδιαίτερα του C.G. Jung). H Δικαστική Ψυχολογία ορίζεται συνήθως ως εφαρμογή της Ψυχολογίας στο χώρο της Δικαιοσύνης. Ειδικότερα, από τη Δικαστική Ψυχολογία επιχειρείται η κατανόηση της γνωμοδοτικής δράσης του ψυχολόγου στις επιστημονικές της βάσεις και την πρα-κτική της. Εξάλλου, η Ψυχολογία της κατάθεσης (Aussagepsychologie) ως τμήμα της Ψυχολογίας θεμελιώθηκε περί το 1903 από τους W. Stern, H. Groß και A. Binet. Τη σημασία της διέγνωσε και αξιοποίησε η Δικαστική Ψυχολογία. Αποστολή της Ψυχο-λογίας της κατάθεσης είναι η ψυχολογική ανάλυση των μαρτυρικών καταθέσεων και συγχρόνως η αξιολόγηση των προσώπων που καταθέτουν, ιδιαίτερα η διαπίστωση της αξίας της μαρτυρικής κατάθεσης από την πλευρά της αλήθειας σε σχέση με τα πραγματικά περιστατικά (σχετικά βλ. στο 4).

12. Βεβαίως, η αμφίδρομη σχέση ανάμεσα σε εγγύτητα (προς τα πραγματικά περιστατικά) και ακρίβεια παρέχει εδώ στο πεδίο της Δικαστικής Ψυχολογίας μεγα-λύτερες δυσχέρειες απ’ ό,τι σε άλλα πεδία εφαρμογής.

Page 6: ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

6 Λεωνίδας Κοτσαλής

από τη θεωρία, χρειάζεται τη σύμπραξη των δικαστικά ενεργούντων και αντίστροφα.

Για τις θεωρητικές κατασκευές στη Δικαστική Ψυχολογία ισχύ-ουν, κατά τα λοιπά, οι ίδιοι τυπικοί κανόνες όπως και στην κλινική Ψυχολογία. Παρά το έλλειμμά τους σε επιστημονική διείσδυση, εργά-ζεται η Δικαστική Ψυχολογία στην έρευνα και την πράξη αυτονόητα όχι ανεξάρτητα από τη θεωρία: Από τη μια μεριά, η Δικαστική Ψυχο-λογία περιέχει, αναμφιβόλως, ορισμένες θεωρίες και από την άλλη με-ριά χρησιμοποιεί εξελικτικά διάφορες ψυχολογικές κατασκευές μοντέ-λων ως βάση. Αυτή η στενή σύνδεση μειώνει συγχρόνως τον κίνδυνο της σμίκρυνσης της Δικαστικής Ψυχολογίας σε απλή τεχνολογία γνω-μοδοτήσεων στη δικαστική πράξη.

1.3. Δυνατότητες και όρια της Δικαστικής Ψυχολογίας ως κλά-δου της Ψυχολογίας του Δικαίου

Μια περαιτέρω ιδιαιτερότητα της Δικαστικής Ψυχολογίας θεμε-λιώνεται από τις εξαιρετικές προσδοκίες και σκέψεις, που της προσδί-δονται από την πλευρά των ιατρικών και νομικών “γειτονικών” επι-στημών13. Κοντά στις υπερβολικές, από απλοϊκή επιστημονική πίστη

13. Η Ψυχολογία του Δικαίου (Rechtspsychologie), βλ. R. Volbert/M. Steller

(Hrsg.), Handbuch der Rechtspsychologie, Band 9, 2008, ασχολείται με τη συστημα-τική σύλληψη των νομοτελειών των μορφών συμπεριφοράς ατόμων που συμμετέχουν στο δικαιικό σύστημα, έτσι Sporer, σε Seitz (Hrsg.), Kriminal- und Rechtspsycholo-gie, 1983. Συνεπώς, η “Ψυχολογία του Δικαίου” είναι συγχρόνως και εφαρμοσμένη Ψυχολογία και περιλαμβάνει την “Εγκληματολογκή Ψυχολογία” (Kriminalpsycholo-gie) και τη “Δικαστική Ψυχολογία” (Gerichtliche ή Forensische Psychologie). Η Ε-γκληματολογική Ψυχολογία ασχολείται με την ψυχολογία του δράστη (και της ομά-δας των δραστών), του θύματος, με τις αιτίες της εγκληματικότητας μέσα στην κοι-νωνία όπως και με τη ψυχολογία της κοινωνίας που τιμωρεί, και τους εκπροσώπους της στη νομοθεσία και την ποινική πράξη, βλ. H.J. Schneider, σε: Sieverts/ Schneider (Hrsg.), Handwörterbuch der Kriminologie, 1971, Psychologie des Verbrechens. Έτσι προκύπτει η σχέση με την Εγκληματολογία, βλ. Baumann, Einführung in die Rechts-wissenschaft, έ.α., σελ. 21, επίσης βλ. Κaiser, έ.α., σελ. 288. Από τα επιμέρους τμή-ματα της Δικαστικής Ψυχολογίας ιδιαιτέρως σημαντικό από πρακτικής σκοπιάς είναι το τμήμα της “Ψυχολογίας της κατάθεσης” (Aussagepsychologie), διεξοδικά βλ. στο 4. Η γνώμη για την ειδημοσύνη του δικαστή είναι και διαδεδομένη αλλά και συχνά εσφαλμένη. Και τούτο γιατί γίνονται πολλά λάθη κατά τη διαπίστωση γεγονότων μέ-

Page 7: ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

Εισαγωγή 7

προερχόμενες αξιώσεις προς την Ψυχολογία ως μία μορφή Deus ex machina (από μηχανής Θεός), που έχει να προσφέρει γρήγορες λύσεις για όλα τα προβλήματα τα οποία εμφανίζονται, υπάρχει επίσης η προς την αντίθετη κατεύθυνση παραμορφωμένη προοπτική: Η παραδοχή ότι για αξιολόγηση ψυχικών περιστατικών σε “ομαλούς”, “υγιείς” ανθρώ-πους δεν χρειαζόμαστε τον ειδικό. Η ιδιαίτερη ειδημοσύνη του ψυχο-λόγου εδώ υποτιμάται και παραγνωρίζεται η συχνότητα λαθών που βιώνουμε στη καθημερινότητά μας14. Τόσο τα θεωρητικά και τα ερευ-νητικά-τεχνικά ελλείμματα, όσο και τα αναφερθέντα διεπιστημονικά-επικοινωνιακά προβλήματα βρίσκουν την απήχησή τους στις διάφορες θεματικές περιοχές αυτού του χώρου.

Τόσο στην ηπειρωτική Ευρώπη, ιδιαίτερα στη Γερμανία, όσο και στις αγγλοσαξονικές χώρες έχει από ετών επιβληθεί ο όρος “Ψυχολο-

σω μαρτυρικών καταθέσεων, βλ. διεξοδικά Bender/Röder/Nack, Tatsachenfestellung vor Gericht, 1981.

14. Η αποδεικτική αξία, ιδίως της μαρτυρικής κατάθεσης, είναι ισχυρή, βλ. Δα-σκαλόπουλο, έ.α., σελ. 13. Αυτό γίνεται φανερό, εάν λάβουμε υπόψη μας τις παρα-μορφώσεις και αλλοιώσεις που υφίσταται μια είδηση, ένα ερέθισμα του εξωτερικού περιβάλλοντος, από τη στιγμή που θα γίνει αντιληπτή από τα αισθητήρια όργανα και θα ερμηνευθεί κριτικά από τα στοιχεία της ανθρώπινης δύναμης έως την ώρα που θα «αναβιωθεί» και θα κατατεθεί επίσημα στην ανακριτική ή δικαστική αρχή. Πλήθος από παράγοντες που έχουν σχέση:

α) με την καλή λειτουργία των στοιχείων της προσωπικότητας και την αντίλη-ψη-παράσταση και ανάπλαση της είδησης,

β) τη ψυχοβιολογική σύσταση του ανθρώπου (φύλο, ηλικία, ψυχικές ανωμαλί-ες, ιδιοσυγκρασία),

γ) τις κοινωνιολογικές ιδιαιτερότητες του (παιδεία, επάγγελμα, ενεργό συμμε-τοχή σε πολιτικές, θρησκευτικές κ.λπ. ομάδες) και

δ) τη φύση του ίδιου του αντικειμένου της μαρτυρίας και τις συναφείς περιστά-σεις (ταχύτητα και απόσταση συμβάντος, ιδιότητες προσώπων κ.λπ.), μπορούν τελικά να οδηγήσουν σε πλήρη παραποίηση της αρχικής είδησης, ιδίως μάλιστα εάν συντρέ-ξουν και περιστάσεις που ευνοούν την υποβολή ή τη μεροληψία (π.χ. υπάρχει εχθρική σχέση με τον κατηγορούμενο), βλ. Δασκαλόπουλο, έ.α., σελ. 14. Η ορθή διεξαγωγή της ανάκρισης και η συγκέντρωση του αποδεικτικού υλικού είναι στοιχεία απαραίτη-τα για τη δίκαιη διεξαγωγή της δίκης κατά την έννοια του άρθρ. 6 της Ε.Σ.Δ.Α., η δε παραβίαση των σχετικών διατάξεων της Ποινικής Δικονομίας, εφόσον έτσι επιβαρύ-νεται η θέση του κατηγορουμένου, είναι δυνατόν να θεμελιώσουν λόγο για απόλυτη ακυρότητα κατ’ άρθρ. 171, αρ. 1δ΄ Κ.Ποιν.Δ. αλλά και λόγο προσφυγής στο Ε.Δ.Δ.Α. (Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου), βλ. Κουράκη, έ.α., σελ. 28.

Page 8: ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

8 Λεωνίδας Κοτσαλής

γία του Δικαίου” (Rechtspsychologie, legal psychologie, psychologie and law). Μάλιστα, από το 1984 η Γερμανική Εταιρεία Ψυχολογίας έχει ιδρύσει στους κόλπους της ειδικό τμήμα για “Ψυχολογία του Δι-καίου”. Είναι η υπερκείμενη έννοια για τον χαρακτηρισμό όλων των θεματικών αντικειμένων που εμπεριέχουν μια διάδραση δικαιικών και ψυχολογικών προβλημάτων και προβληματικών. Η Ψυχολογία του Δι-καίου τονίζει την αμφίδρομη σχέση μεταξύ Δικαίου και Ψυχολογίας: Μια Ψυχολογία στο Δίκαιο αποβλέπει να επιτύχει δικαιικούς στόχους με ψυχολογικές μεθόδους, δηλ. να απαντήσει ερωτήματα του Δικαίου προς τη Ψυχολογία χωρίς όμως οι δικαιικοί στόχοι να είναι αντικείμε-νο της ανάλυσης. Η Ψυχολογία του Δικαίου υποβάλλει αντίθετα το Δίκαιο καθεαυτό στην κριτική θεώρηση μιας ψυχολογικής προοπτικής.

Συνεπώς, η Ψυχολογία του Δικαίου αφενός είναι η υπερκείμενη έννοια των επιμέρους περιοχών που χαρακτηρίζονται με τους όρους «Δικαστική Ψυχολογία» (διδασκαλία της γνωμοδότησης) ή Εγκλημα-τολογική Ψυχολογία (διδασκαλία των μορφών εμφάνισης και δημι-ουργίας του εγκλήματος) και αφετέρου ενσωματώνει θεματικούς χώ-ρους που δεν μπορούν να αποδοθούν στη Δικαστική ή στην Εγκλημα-τολογική Ψυχολογία με τις βοηθητικές τους λειτουργίες για το Δί-καιο15. Και ενώ παλαιότερα γινόταν ο περιορισμός της Ψυχολογίας του Δικαίου στην παραδοσιακή Δικαστική Ψυχολογία με την έννοια της βοηθητικής επιστήμης του Δικαίου, σήμερα επιχειρείται η ευρέως δι-ευρυμένη κάλυψη από τη Ψυχολογία του Δικαίου διαφόρων δικαιοψυ-χολογικών ερευνητικών χώρων και πεδίων εφαρμογής16.

15. Εδώ πρόκειται για την ανάλυση της δικαιικής χρήσης ψυχολογικών σχεδίων

όπως “βούληση”, “δόλος”, “υπευθυνότητα” ή “ωριμότητα” κ.λπ. 16. Βλ. R. Volbert/M. Steller, HB der Rechtspsychologie, έ.α., σελ. 11.

Page 9: ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

3. Η ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΙΚΑΝΟΤΗ-ΤΑΣ ΓΙΑ ΚΑΤΑΛΟΓΙΣΜΟ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 34 ΚΑΙ 36 Π.Κ.

3.1. Το κείμενο του νόμου

Άρθρο 34 Π.Κ.: Διατάραξη των πνευματικών λειτουργιών ή της συ-νείδησης

Η πράξη δεν καταλογίζεται στο δράστη αν, όταν την διέπραξε, λό-γω νοσηρής διατάραξης των πνευματικών λειτουργιών ή διατάραξης της συνείδησης, δεν είχε την ικανότητα να αντιληφθεί το άδικο της πράξης του ή να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψή του γα το άδικο αυτό.

Άρθρο 36 Π.Κ.: Ελαττωμένη ικανότητα προς καταλογισμό

1. Αν εξαιτίας κάποιας από τις ψυχικές καταστάσεις που αναφέρο-νται στο άρθρ. 34 δεν έχει εκλείψει εντελώς, μειώθηκε όμως σημαντικά (ουσιωδώς) η ικανότητα για καταλογισμό που απαιτείται κατά το άρθρο αυτό, επιβάλλεται ποινή ελαττωμένη (άρθρο 83).

2. Η διάταξη της προηγούμενης παραγράφου δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση της υπαίτιας μέθης.

3.2. Επεξηγήσεις στις νομικές διατάξεις

3.2.1. Τα όρια ηλικίας

Με το ν. 3189/2003 άλλαξαν τα ηλικιακά όρια, όπως αυτά καθο-ρίζονταν από το άρθρ. 121 § 1 του Π.Κ. Συγκεκριμένα, με το εν λόγω νομοθέτημα με το οποίο αντικαταστάθηκε και ο τίτλος του ογδόου κε-φαλαίου του Π.Κ. («Ειδικές διατάξεις για ανηλίκους» αντί «ανήλικοι εγκληματίες») έχουμε πλέον νέο όριο ποινικής ενηλικότητας και υπευ-θυνότητας1.

1. Σύμφωνα με την § 19 του γερμ. Π.Κ. (StGB) «ανίκανος για καταλογισμό εί-

Page 10: ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

70 Λεωνίδας Κοτσαλής

Α. Συγκεκριμένα στην § 1 του (ισχύοντος) άρθρου 121 του ογδό-ου κεφαλαίου του Π.Κ. ορίζονται τα εξής: «Στο κεφάλαιο αυτό με τον όρο ανήλικοι νοούνται αυτοί που κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, έχουν ηλικία μεταξύ του ογδόου και του δεκάτου ογδόου έτους της η-λικίας τους συμπληρωμένων». Ως γενικός ερμηνευτικός κανόνας σχε-τικά με τα παλαιά (17ο έτος) και τα νέα (18ο έτος) ηλικιακά όρια προ-κύπτει2, ότι κάθε αναφορά σε μικρότερο όριο ανηλικότητας από το 18ο έτος σχετικά με ανήλικο δράστη κρίνεται ad hoc, ο δε εφαρμοστής του Δικαίου θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη του τις τυχόν παραπομπές στα άρθρ. 121 επ. Π.Κ. αφενός και τη σκοπιμότητα καθιέρωσης ενός κατωτέρου ορίου (π.χ. άδεια οδήγησης μοτοποδηλάτου στο 16ο) αφε-τέρου.

Β. Οι διαφορές μεταξύ του παλαιού και του νέου άρθρου 121 του Π.Κ. είναι τρεις και εντοπίζονται στην § 1 (ποινική ανηλικότητα) του εν λόγω άρθρου3:

α) η πρώτη διαφορά είναι ουσιαστική και αναφέρεται στα κατώ-τατα και ανώτατα όρια ηλικιών (αντί του 7ου έτους καθορίζεται το 8ο συμπληρωμένο και αντί του 17ου καθορίζεται το 18ο συμπληρωμένο)·

β) η δεύτερη διαφορά αφορά την κατάργηση της διχοτόμησης της έννοιας της ανηλικότητας σε “παιδιά” και “εφήβους”·

γ) τέλος, η τρίτη διαφορά έχει διευκρινιστικό χαρακτήρα και α-ναφέρεται αφενός στον τρόπο προσδιορισμού των ηλικιών (αντί του «διατρέχουν από το 7ο έτος έως το 17ο συμπληρωμένο») χρησιμοποι-

ναι όποιος κατά την τέλεση της πράξης δεν είναι ακόμη 14 ετών». Οι §§ 20 και 21 του γερμ. Π.Κ. συνεπώς μπορούν να βρουν εφαρμογή σε κατηγορούμενους, στους οποίους προσάπτεται μετά το 14ο έτος της ηλικίας τους ότι έχουν διαπράξει μια αξιό-ποινη πράξη. Εντούτοις σε «εφήβους» (14-18) κατά το χρόνο της πράξης δράστες θα πρέπει κατ’ αρχάς να εξετασθεί, εάν υπήρχε η αναγκαία ωριμότητα ευθύνης κατά την § 3 JGG (γερμανικός νόμος περί ανηλίκων) και σε περίπτωση καταφατικής απάντη-σης να επακολουθήσει η εξέταση των στοιχείων των §§ 20 (ανικανότητα) και 21 (ε-λαττωμένη ικανότητα) StGB, που δεν είναι κατ’ ανάγκην εξαρτημένα από την βιολο-γική ανάπτυξη του συγκεκριμένου ατόμου. Σχετικά πρβλ. Streng, Jugendstrafrecht, 2003, έ.α., σελ. 32 επ., Dölling/Duttge/Rössner, Gesamtes Strafrecht, έ.α., σελ. 241 επ.

2. Βλ. Κ. Σπινέλλη, ΣυστΕρΠοινΚ, 2005, Εισαγωγικές παρατηρήσεις στα άρθρ. 121 επ. Π.Κ., αρ. 51.

3. Για την ποινική ανηλικότητα κατά το παλαιό άρθρ. 121 Π.Κ. βλ. Κοτσαλή, Εισαγωγή στη Δικ. Ψυχιατρική, 20023, σελ. 23 επ.

Page 11: ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

Η ψυχολογική γνωμοδότηση της ικανότητας για καταλογισμό 71

είται η φράση «έχουν ηλικία μεταξύ του 8ου και του 18ου έτους της ηλικίας τους συμπληρωμένων» και αφετέρου στον καθορισμό του κρίσιμου χρόνου για τον προσδιορισμό της ηλικίας («κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης»)4.

Γ. Πριν από τη συμπλήρωση του 8ου έτους ο ανήλικος είναι ποι-νικά αδιάφορος και δεν υπόκειται στις διατάξεις των άρθρ. 121 επ. Π.Κ., αλλά μόνο σε αυτές της πατρικής εξουσίας των άρθρ. 1500 επ. Α.Κ. (γονική μέριμνα), δηλ. το «νήπιο» θεωρείται για την Πολιτεία από άποψη ποινικής ευθύνης ανύπαρκτο πρόσωπο και γι’ αυτό ο ποι-νικός νομοθέτης δεν κάνει μνεία για αυτές τις ηλικίες στο παρόν άρ-θρο. Με τη συμπλήρωση του 8ου έτους και μέχρι τη συμπλήρωση του 13ου ο ανήλικος είναι απολύτως ανεύθυνος και «η αξιόποινη πράξη που τελέσθηκε .......... δεν καταλογίζεται σε αυτόν» (βλ. § 1 του άρθρ. 126 Π.Κ.).5 Η ωριμότητα του ανηλίκου ή η βαρύτητα της πράξης του (πλημμέλημα ή κακούργημα) δεν επηρεάζουν την προβλεπόμενη με-ταχείριση, η οποία επιλέγεται μεταξύ των μέτρων των άρθρ. 122 και 123 Π.Κ. (ειδικότερη μεταχείριση προβλέπεται για τα πταίσματα, βλ. άρθρ. 128 Π.Κ.). Με τη συμπλήρωση του 13ου έτους και μέχρι τη συ-μπλήρωση του 18ου ο ανήλικος ενδέχεται να είναι καταλογιστός6. Ά-τομα δηλ. που ανήκουν στην ηλικιακή αυτή ομάδα είναι δυνατόν να θεωρούνται είτε ποινικά ανεύθυνα είτε ποινικά υπεύθυνα. Έτσι σε αυ-τά τα άτομα, εάν κριθούν ακαταλόγιστα κατά το άρθρ. 126 Π.Κ. επι-βάλλονται “αναμορφωτικά μέτρα”, ενώ εάν συντρέχουν οι προϋποθέ-σεις του άρθρ. 123 Π.Κ. επιβάλλονται “θεραπευτικά μέτρα”. Εξάλλου, εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρ. 127 Π.Κ., επιβάλλεται πε-ριορισμός σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων. Πάντως, σε κάθε πε-ρίπτωση επιβολής των μέτρων των άρθρ. 122 ή 123 Π.Κ. ή της ιδιότυ-πης ποινής του άρθρ. 127 Π.Κ. προέχει η ειδική πρόληψη και συνεπώς η ποινή του άρθρ. 127 Π.Κ. θα καταγνωσθεί κατ’ εξαίρεση, όταν ο ανήλικος παρέχει σοβαρό κίνδυνο ή όταν τέλεσε μια βαριά αξιόποινη πράξη. Τέλος, με τη συμπλήρωση του 18ου έτους ο ανήλικος αποκτά

4. Σχετικά βλ. Κ. Σπινέλλη, έ.α., άρθρ. 121, αρ. 3. 5. Αναφέρεται ως «αμάχητο τεκμήριο ποινικής ανευθυνότητας», βλ. Κ. Σπινέλ-

λη, έ.α., αρ. 9, πρβλ. Χωραφά (επιμ. Κ. Σταμάτη), Π.Δ., 19789, σελ. 99, Μπουρόπουλο, Ερμηνεία Π.Κ., Α΄, 1959, σελ. 323.

6. «Μαχητό τεκμήριο ποινικής ανευθυνότητας», βλ. Κ. Σπινέλλη, έ.α., αρ. 10.

Page 12: ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

72 Λεωνίδας Κοτσαλής

πλήρη ποινική ευθύνη και εφαρμόζεται το άρθρ. 133 Π.Κ. (πρβλ. και το άρθρ. 127 Α.Κ. όπως τροποποιήθηκε με το άρθρ. 3 του ν. 1329/ 1983, το οποίο ορίζει «όποιος έχει συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλι-κίας του [ενήλικος] είναι ικανός για κάθε δικαιοπραξία»)7.

3.2.2. Η “διώροφη” διαδικασία

Η αξιολόγηση ενός δράστη με βάση τις διατάξεις αυτών των δύο άρθρων του Π.Κ. γίνεται σε μια “διώροφη” διαδικασία8: Κατ’ αρχάς, θα πρέπει να εξετασθεί η ύπαρξη ενός ή περισσοτέρων των προανα-φερθέντων στοιχείων διατάραξης (βιολογικά ή εισαγωγικά κριτήρια)9 ως πιθανή αιτία για μια όχι-πλήρη ικανότητα για καταλογισμό. Κατό-πιν, θα πρέπει να τεθεί το ερώτημα, εάν, μέσω αυτής της ανωμαλίας, η ικανότητα για διάκριση ή συμμόρφωση του δράστη πραγματικά με αναφορά στη συγκεκριμένη κατάσταση του περιστατικού θα μπορού-σε να έχει διαταραχθεί. Ο παραδοσιακός χαρακτηρισμός “βιολογική-ψυχολογική” και αντίστοιχα “μικτή ή σύνθετη” μέθοδος εμφανίζεται με αυτή τη διαδικασία ως μη ακριβής10.

7. Βλ. Κοτσαλή, Π.Δ., Ι, 2005, σελ. 439 επ., Κ. Σπινέλλη, ΣυστΕρΠοινΚ, έ.α.,

άρθρ. 121, αρ. 6 επ. 8. Βλ. Κοτσαλή, ΣυστΕρΠοινΚ, έ.α., άρθρ. 34, αρ. 58, K. Schneider, Die

Beurteilung der Zurechnungsfähigkeit, 19614, σελ. 18. 9. Η ορολογία “βιολογικά” (εισαγωγικά) κριτήρια ή χαρακτηριστικά, που απο-

τελούν την πρώτη προϋπόθεση, τον πρώτο “όροφο” της ανικανότητας για καταλογι-σμό ή της ελαττωμένης ικανότητας για καταλογισμό, είναι παρανοήσιμη αλλά και ουσιαστικά εσφαλμένη. Η ορολογία αυτή θεμελιώνεται αφενός ιστορικά, αφού συν-δέεται με τις παλαιότερες διατυπώσεις των διατάξεων συγγνώμης και αφετέρου εκ-φράζει ψυχιατρικές - ψυχοπαθολογικές αντιλήψεις που στο μεταξύ δεν αποτυπώνουν πλέον την άρχουσα γνώμη. Έτσι θα ήταν προτιμότερο αντί για «βιολογικούς λόγους της ανικανότητας για καταλογισμό» να ομιλεί κανείς – ουδέτερα – για τα εισαγωγικά κριτήρια (χαρακτηριστικά) των άρθρ. 34 και 36 Π.Κ. Βλ. Κοτσαλή, Δικαστική Ψυχια-τρική, 20084, σελ. 112, τον ίδιο, ΣυστΕρΠοινΚ, έ.α., αρ. 57, πρβλ. σε σχέση με τις αντίστοιχες διατάξεις στον γερμ.Π.Κ. (§§ 20, 21) Dölling/Duttge/Rössner, Gesamtes Strafrecht, έ.α., σελ. 247 επ.

10. Στο πλαίσιο του άρθρ. 34 Π.Κ. (ακριβώς όπως και στο άρθρ. 36 Π.Κ.) ομι-λούμε για μια «διώροφη» (K. Schneider, Die Beurteilung, έ.α., σελ. 18) κατασκευή. Έτσι νοείται ότι οι ικανότητες διάκρισης και συμμόρφωσης που εξετάζονται σε ψυ-χολογικό επίπεδο, θα πρέπει να ανάγονται στα βιολογικά, εισαγωγικά κριτήρια που

Page 13: ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

90 Λεωνίδας Κοτσαλής

προέλθει “ενοχή του τρόπου ζωής”76. Ο υγιής, ώριμος δράστης έχει συνειδητά αφήσει εσφαλμένες μαθησιακές διαδικασίες να προχωρή-σουν και έτσι έχει διολισθήσει στη διάθεση για εγκληματικούς τρό-πους συμπεριφοράς, όπου οι επιμέρους του πράξεις κατόπιν εμφανίζο-νται εκτεταμένα προκαθορισμένες (determiniert)77.

3.4. Τα στοιχεία που αποκλείουν την ενοχή (ικανότητα για κα-ταλογισμό) και αντίστοιχα μειώνουν την ενοχή (ικανότητα για καταλογισμό)

3.4.1. Η δυνατότητα της αναλογίας

Τα βιολογικά στοιχεία, τα βιολογικά (ή εισαγωγικά ή περιγραφι-κά) κριτήρια78 που αναφέρονται στα άρθρα 34 και 36 Π.Κ., είναι τα εξής δύο: α) νοσηρή διατάραξη των πνευματικών (ψυχικών) λειτουρ-

76. Για την “ενοχή του τρόπου ζωής”, την “ενοχή για τον τρόπο διαβίωσης”

(Lebensführungsschuld) βλ. Κοτσαλή, Π.Δ., Ι, έ.α., σελ. 429 επ., πρβλ. τον ίδιο, Η δό-μηση του εγκλήματος, έ.α., σελ. 43 επ.

77. Ο Ανδρουλάκης (Π.Δ., 2000, σελ. 455) ομιλεί, νομίζω όχι άστοχα, για έναν κοινωνικά-εμπειρικά βεβαιωμένο Indeterminismus, στον οποίο παρέχει και το Π.Δ. στήριγμα με την ύπαρξή του. Κατά τον εν λόγω συγγραφέα, η υπ’ αυτόν υποστηριζό-μενη εκδοχή του ιντετερμινισμού είναι συμβατή και με τη δραστική επενέργεια αιτί-ων πάνω στην ανθρώπινη βούληση και πράξη. Και υπό την εκδοχή μιας αιτιοκρατού-μενης βούλησης, διευκρινίζει ο Ανδρουλάκης, συγχωρείται κάλλιστα η κατάφαση του «μπορούσες-αλλιώς» με την έννοια της δυνατότητας ενός διαφορετικού (νομοταγούς) αιτιώδους προσδιορισμού από εκείνον που οδήγησε στη συγκεκριμένη πράξη. Την κατάγνωση της ποινής δηλ. μπορεί να στηρίζει τόσο η μομφή «Σε αποδοκιμάζω γιατί ελεύθερα επέλεξες την εγκληματική δράση» όσο και η μομφή «Σε αποδοκιμάζω γιατί τα αίτια που σε έσπρωχναν προς το έγκλημα υπερίσχυσαν μέσα σου απέναντι σε ε-κείνα που σε παρωθούσαν προς νομοταγή συμπεριφορά, καίτοι θα μπορούσε να συμ-βεί το αντίθετο». Βεβαίως, σε αυτές τις σκέψεις του Ανδρουλάκη αντιτάσσεται η πα-ρατήρηση του Μπιτζιλέκη (βλ. Η ελεύθερη βούληση, 1995, σελ. 7, υποσημ. 11), ότι άλλη θα ήταν τότε η έννοια και η φιλοσοφία της αποδοκιμασίας, η ποινή στη μια πε-ρίπτωση και άλλη στην άλλη περίπτωση. Σχετικά βλ. Κοτσαλή, Ελευθερία της βού-λησης, Αρχή της ενοχής και Ικανότητα για καταλογισμό, ΠΟΙΝΙΚΑ 65, έ.α., σελ. 14 (υποσημ. 58).

78. Για την ορολογία “βιολογικά” ή “εισαγωγικά” ή “περιγραφικά” κριτήρια που χρησιμοποιείται από τη βιβλιογραφία βλ. Κοτσαλή, Δικ. Ψυχιατρική, έ.α., σελ. 111 επ., τον ίδιο, ΣυστΕρΠοινΚ, έ.α., άρθρ. 34, αρ. 57 επ.

Page 14: ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

Η ψυχολογική γνωμοδότηση της ικανότητας για καταλογισμό 91

γιών και β) διατάραξη της συνείδησης79. Τα κριτήρια αυτά αναφέρο-νται σε διαφορετικές αιτίες για μια πιθανή μείωση ή και άρση της ικα-νότητας για καταλογισμό80. Το ερώτημα που απαντάται εν μέρει αντι-φατικά από τη θεωρία, είναι εάν εδώ όλες οι υπό συζήτηση ανωμαλίες εκτίθενται πλήρως και περιοριστικώς, έτσι ώστε μια αναλογία –δηλαδή μια συμπερίληψη και ομοίων όχι ρητά εδώ αναφερομένων δι-αταράξεων– είναι ανεπίτρεπτη, εμφανίζεται εμπειρικά λιγότερο σημα-ντικό81, αφού οι δύο ως άνω νομικοί χαρακτηρισμοί (τα “εισαγωγικά”

79. Για τη “νοσηρή διατάραξη των πνευματικών (ψυχικών) λειτουργιών” και τη

“διατάραξη της συνείδησης” βλ. διεξοδικά Κοτσαλή, Δικ. Ψυχιατρική, έ.α., σελ. 115 επ., 117 επ., τον ίδιο, ΣυστΕρΠοινΚ, έ.α., αρ. 59 επ.

80. Η εντύπωση ότι πρόκειται για έννοιες που χαρακτηρίζουν κάθε φορά ένα ξεκαθαρισμένο ψυχοπαθολογικό περιστατικό, είναι παραπλανητική. Και τούτο παρά τη σχετικά σαφή σημασία στη ψυχιατρική (ή ψυχολογική) γλωσσική χρήση σε ορι-σμένες από τις καταστάσεις αυτές. Συγκεκριμένα, θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι εδώ πρόκειται για νομικούς όρους, οι οποίοι πλησιάζουν την ψυχιατρική (ή ψυχολο-γική) ορολογία (ή αντίστοιχα γίνονται δεκτοί από αυτές). Επομένως, ως νομικοί όροι, δεν μπορούν να εξηγηθούν με ένα ψυχολογικό ή ψυχιατρικό σύστημα ή με μια ορι-σμένη ψυχιατρική αντίληψη της νόσου ή να μεταφερθούν σε ένα τέτοιο σύστημα του σκέπτεσθαι. Έχοντας υπόψη αυτό ο πραγματογνώμονας θα πρέπει να αποφύγει τη συζήτηση εκείνη της προβληματικής, η οποία ιδιαίτερα στη Ψυχιατρική συνδέεται με τις εκφράσεις “νοσηρός” ή “εκφύλιση”. Τα βιολογικά (εισαγωγικά) κριτήρια δεν α-ποτελούν ψυχιατρικές ή ψυχολογικές διαγνώσεις, δεν είναι σύνδρομα τα οποία ως άθροισμα περισσοτέρων συμπτωμάτων εκφράζουν π.χ. μια συγκεκριμένη ψυχιατρική ασθένεια. Αποτελούν υπερκείμενες έννοιες, στις οποίες μπορεί να ενταχθεί ένας με-γάλος αριθμός ψυχικών οχλήσεων. Αυτή όμως η βασική λειτουργική αρχή εδώ στο πλαίσιο των άρθρ. 34 και 36 Π.Κ. διαφοροποιείται από εκείνη τη λειτουργική αρχή, που ο ψυχίατρος (ή ο ψυχολόγος) γνωρίζει από τη συστηματική του. Ο πραγματο-γνώμονας δηλ. θα πρέπει να προσέξει ως προς αυτό το σημείο, όταν εξετάζει στη συ-γκεκριμένη περίπτωση, εάν τα διαπιστωθέντα ευρήματα επιτρέπουν να θεωρηθεί ένα από τα βιολογικά (εισαγωγικά) χαρακτηριστικά ως δεδομένο. Βλ. Κοτσαλή, ΣυστΕρ-ΠοινΚ, έ.α., αρ. 58.

81. Η αναφορά των εξαιρετικών καταστάσεων είναι περιοριστική. (Υπό το κα-θεστώς του άρθρ. 86 Π.Ν. θεωρείτο ενδεικτική η απαρίθμηση των νόσων της συνεί-δησης). Έτσι θεωρείται απαράδεκτη μια (ανάλογη) διεύρυνση. Τονίζεται ορθά (βλ. Schreiber, σε: Psychiatrische Begutachtung, 19942, σελ. 12), ότι η νέα διατύπωση των §§ 20 και 21 του γερμ. Π.Κ. καθιστά αυτή την αναλογία περιττή (ανεπίτρεπτη κατά Lenckner, StGB [Schönke/Schröder], 200126, § 20, Rdnr. 5). Και τούτο γιατί οι όροι της «διατάραξης της συνείδησης» (Bewußtseinsstörung) και της «απόκλισης» ή «εκ-φύλισης» (Abartigkeit) που περιλαμβάνονται στον “βιολογικό” όροφο των §§ 20, 21

Page 15: ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

92 Λεωνίδας Κοτσαλής

στοιχεία) παραμένουν ερμηνεύσιμοι και δεν εμφανίζουν με κανένα τρόπο καθαρές και στενά οριζόμενες εικόνες παρουσίασης82.

3.4.2. Η «νοσηρή διατάραξη των πνευματικών (ψυχικών) λειτουρ-γιών»

Α. Η “νοσηρή ψυχική διατάραξη” (κατά το κείμενο του νόμου: «νοσηρή διατάραξη των πνευματικών λειτουργών»)83 περιλαμβάνει όχι μόνο ασθένειες με ιατρική έννοια αλλά και καταστάσεις δηλητηρίασης (π.χ. μέσω αλκοόλ ή ναρκωτικών), τραυματισμούς και παραμορφώ-σεις84. Σχετικά σαφείς εντάξεις υπάρχουν εδώ για τους ψυχιατρικούς

του γερμ.Π.Κ., είναι αρκούντως ευρείς, ώστε να καλύπτουν όλες τις περιπτώσεις (πρβλ. επίσης Jakobs, ΑΤ, 1991, σελ. 429). Σε περίπτωση κάποιας αναλογικής εφαρ-μογής της § 20 του γερμ. Π.Κ. θα έπρεπε οι υπό συζήτηση καταστάσεις, διευκρινίζει ο Schreiber (βλ. έ.α.), να είναι ισάξιες, ισοδύναμες (gleichwertig) με τις αναφερόμε-νες στο νόμο καταστάσεις.

82. Στο πλαίσιο του νόμου, τα όρια ανάμεσα στις ομάδες των “εισαγωγικών” κριτηρίων είναι ρευστά. Έτσι μπορεί λ.χ. η μέθη από αλκοόλ να αποτελέσει τόσο δια-τάραξη της συνείδησης όσο και διατάραξη των πνευματικών λειτουργιών. Αντίστρο-φα, είναι δυνατόν μόνο η σωρευτική επίδραση περισσοτέρων ψυχικών οχλήσεων να οδηγήσει σε ανικανότητα για καταλογισμό. Ο Schreiber (βλ. έ.α., σελ. 12) αναφέρει ως σχετικό παράδειγμα με βάση τα “βιολογικά” κριτήρια των §§ 20 και 21 του γερμ. Π.Κ. το εξής: πάθος (διατάραξη της συνείδησης) προερχόμενο από νεύρωση (εκφύ-λιση, απόκλιση) μαζί με αλκοόλ (νοσηρή ψυχική διατάραξη) οδηγούν από κοινού και όχι ξεχωριστά σε απώλεια της ικανότητας για συμμόρφωση. Σχετικά βλ. Κοτσαλή, ΣυστΕρΠοινΚ, έ.α., αρ. 61, τον ίδιο, Δικ. Ψυχιατρική, έ.α., σελ. 117.

83. Η έννοια «πνευματικές λειτουργίες» δεν επιτρέπεται να γίνει αντιληπτή πο-λύ στενά. Και τούτο γιατί εδώ πρόκειται όχι μόνο για την πραγματική “νοητική λει-τουργία”, αλλά – πολύ περισσότερο – εδώ συζητούνται και αντιμετωπίζονται βαθιές διαταράξεις της βουλητικής και συναισθηματικής ζωής καθώς και του χώρου των ορ-μών. Γι’ αυτό ο ισχύων γερμ. Π.Κ. στις §§ 20 και 21 ως πρώτο βιολογικό (εισαγωγι-κό) κριτήριο χρησιμοποιεί πλέον τη «νοσηρή ψυχική διατάραξη». Έτσι εκφράζεται, ότι εδώ αντιμετωπίζονται όχι μόνο διαταράξεις του “πνεύματος” με την έννοια του διανοητικού δυναμικού αλλά και διαταράξεις της βούλησης, των συναισθημάτων και των ορμών, έτσι δηλ. καλύπτεται ολόκληρος ο διανοητικός και ο συναισθηματικός χώρος. Σχετικά βλ. Κοτσαλή, ΣυστΕρΠοινΚ, έ.α., αρ. 65, τον ίδιο, Δικ. Ψυχιατρική, έ.α., σελ. 138-139.

84. Η πρώτη “βιολογική” κατάσταση που αναφέρεται στο νόμο, είναι η «νοση-ρή διατάραξη των πνευματικών λειτουργιών». Πρόκειται για μια ιδιαίτερα μεγάλη και σημαντική κατηγορία από τη σκοπιά της πρακτικής εφαρμογής των άρθρ. 34 και

Page 16: ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

Η ψυχολογική γνωμοδότηση της ικανότητας για καταλογισμό 93

κύκλους μορφών της “σχιζοφρένειας” και των “μανιακών-καταθλιπτι-κών ασθενειών”, δηλαδή για τις λεγόμενες “ενδογενείς ψυχώσεις” χω-ρίς να λαμβάνεται υπόψη και η απόδειξη των σωματικών αιτίων85. Ε-πίσης, μια σωματικά αιτιολογημένη ψυχική διατάραξη, αντιδραστικές ψυχικές καταστάσεις με ψυχωσική όμοια συμπτωματική καθώς και περαιτέρω άλλες, ψυχιατρικές – ως ασθένεια περιγραφόμενες – ανω-μαλίες της βίωσης και της συμπεριφοράς μπορούν να καταταχθούν σε ψυχοπαθολογικές κατηγορίες86.

Σε αντιστοιχία προς την εκπαίδευσή του ο δικαστικά ενεργός ψυ-χολόγος-πραγματογνώμονας θα πρέπει με την υποψία της ύπαρξης των ως άνω διαταράξεων να προτείνει την ανάμειξη ενός ειδικού ιατρού από το χώρο της ψυχιατρικής. Άλλωστε, η γνωμοδότηση θα πρέπει να αναφερθεί και στην αναγκαιότητα (ή και καταλληλότητα) του δράστη για φύλαξή του σε δημόσιο θεραπευτικό κατάστημα κατ’ άρθρ. 69 Π.Κ. (επικίνδυνος για την δημόσια ασφάλεια)87.

Β. Εξάλλου, θα πρέπει να σημειωθεί, ότι στο χώρο των προανα-φερθεισών ψυχικών “διαταράξεων”88 – που όχι σπάνια διαλευκάνονται οριστικά μόνο με τη χρήση ψυχολογικής διαγνωστικής – υπάρχουν ρευστά περάσματα και ότι η ισχύς της επίδρασης μιας ασθένειας στη συμπεριφορά σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να αξιολογηθεί ειδικά89.

36 Π.Κ., η οποία βέβαια δεν είναι “κλειστή” και “ομοιογενής”, αλλά περιλαμβάνει εν μέρει τις πιο διαφορετικές μορφές εμφάνισης εξαιρετικών ανωμάλων καταστάσεων. Σχετικά βλ. Κοτσαλή, Δικ. Ψυχιατρική, έ.α., σελ. 137 επ., τον ίδιο, ΣυστΕρΠοινΚ, έ.α., άρθρ. 34, αρ. 62 επ.

85. Βλ. Κοτσαλή, Δικ. Ψυχιατρική, έ.α., σελ. 154 επ. 86. Για το εύρος της “νοσηρής διατάραξης των πνευματικών λειτουργιών” βλ.

Κοτσαλή, Δικ. Ψυχιατρική, έ.α., σελ. 137 επ., τον ίδιο, ΣυστΕρΠοινΚ, έ.α., αρ. 62 επ. 87. Βλ. Κοτσαλή, Δικ. Ψυχιατρική, έ.α., σελ. 86 επ., τον ίδιο, ΣυστΕρΠοινΚ,

έ.α., αρ. 37 επ. 88. Για την έννοια της έκφρασης “διατάραξη” βλ. Κοτσαλή, Δικ. Ψυχιατρική,

έ.α., σελ. 138 επ. Στη σύγχρονη Ψυχιατρική σημειώνεται (βλ. Λειβαδίτη, Ψυχιατρική και Δίκαιο, 1994, σελ. 386), ότι προτιμάται ο όρος “διαταραχή” (των ψυχικών λει-τουργιών), ο οποίος περιγράφει διάφορες κλινικές δυνατότητες, που χαρακτηρίζονται από έντονη υποκειμενική ψυχική δυσφορία ή (και) σημαντική μείωση της λειτουργι-κότητας και της προσαρμοστικής ικανότητας του ατόμου.

89. Βλ. Κοτσαλή, Δικ. Ψυχιατρική, έ.α., σελ. 107 επ., επίσης βλ. σελ. 233 επ., 35 επ. Ακολουθώντας τη διατύπωση του νόμου η εκτίμηση της ικανότητας για κατα-λογισμό εξαρτάται πάντοτε από τη συγκεκριμένη πράξη. Ενώ άλλοτε δεν ήταν αρ-

Page 17: ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

94 Λεωνίδας Κοτσαλής

Έτσι μπορούν λ.χ. μια ψυχοσωματική κρίση εφηβείας με την έννοια της “νευρωσικής ανορεξίας” (η ως επί το πλείστον στην εφηβεία εμ-φανιζόμενη άρνηση τροφής με επόμενη βαριά απίσχναση) ή μαζικές αρτηριοσκληρωτικές-ηλικιακές μεταβολές να προσβάλλουν βαρύτερα την ικανότητα για διάκριση (αντίληψη) ή πράξη (συμμόρφωση)90 σε έναν δράστη από μια σχιζοφρενική ασθένεια. Συνεπώς, αποφασιστικό στοιχείο είναι η πραγματική επίδραση της “διαταραχής” πάνω στη συ-μπεριφορά του δράστη και όχι το είδος ή η βαρύτητα της διαγνωσθεί-σης εικόνας ασθένειας91.

3.4.3. Η «διατάραξη της συνείδησης»

3.4.3.1. Η “μεταφορά” του μοντέλου των στρωμάτων

Η (βαθιά) «διατάραξη της συνείδησης»92 δημιουργεί σημαντικές

κούντως σαφής η υπόμνηση της αιτιοκρατικής σχέσης ανάμεσα στη ψυχική διατάρα-ξη και την πράξη, σήμερα το άρθρ. 34 Π.Κ. (και αντίστοιχα το άρθρ. 36 Π.Κ.) ορίζει σαφώς ότι ο δράστης θα πρέπει εξαιτίας της βιολογικής του κατάστασης να είναι ανί-κανος να διακρίνει το άδικο της πράξης του (και αυτό σημαίνει: της συγκεκριμένης πράξης που τελέσθηκε από αυτόν) ή να πράξει σύμφωνα με αυτή τη διάκριση. Αντί-στοιχα, στην περίπτωση της ελαττωμένης ικανότητας για καταλογισμό ο δράστης θα πρέπει να έχει ουσιωδώς μειωμένη την ικανότητα διάκρισης του άδικου χαρακτήρα της συγκεκριμένης πράξης (και φυσικά εξαιτίας αυτής της ουσιώδους μειώσεως να μην έχει διακρίνει το άδικο), ή ουσιωδώς μειωμένη την ικανότητα συμμόρφωσης (και έτσι να μην μπόρεσε να συμμορφωθεί προς τη διάγνωση του αδίκου).

90. Η ικανότητα για καταλογισμό (ενοχή) θα πρέπει να διακριθεί από την ικα-νότητα για “πράξη” ως ποινικοδογματική κατηγορία. Ένας πνευματικά (ψυχικά) άρ-ρωστος άνθρωπος μπορεί να πράξει με την έννοια του Π.Δ. Εντούτοις, αυτή η πράξη δεν μπορεί να του καταλογισθεί, γιατί ακριβώς απουσιάζει η ικανότητά του για κατα-λογισμό. Βλ. Κοτσαλή, Δικ. Ψυχιατρική, έ.α., σελ. 100-101.

91. Εδώ ακριβώς έγκειται η ειδική αρμοδιότητα του πραγματογνώμονα (ψυχο-λόγου ή ψυχιάτρου) in foro: στη συσχέτιση ανάμεσα στη συγκεκριμένη αξιόποινη πράξη και ορισμένη ψυχική ανωμαλία. Αυτή η συμβολή καλύπτει το ερώτημα που αντιμετωπίζει in foro ο πραγματογνώμονας σχετικά με τη σημασία και επίπτωση ενός ψυχικού εμποδίου πάνω στην ικανότητα του δράστη για διάκριση του αδίκου της πράξης του ή για συμμόρφωσή του σύμφωνα με αυτή τη διάκριση. Βλ. Κοτσαλή, Δικ. Ψυχιατρική, έ.α., σελ. 233 επ.

92. Για τη “διατάραξη της συνείδησης” βλ. Κοτσαλή, Δικ. Ψυχιατρική, έ.α., σελ. 117 επ., τον ίδιο, ΣυστΕρΠοινΚ, έ.α., αρ. 87 επ. Ο γερμ. Π.Κ. στις §§ 20 και 21 χρησιμοποιεί τον επιθετικό προσδιορισμό «βαθιά» (tiefgreifende). Και τούτο για να

Page 18: ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

Η ψυχολογική γνωμοδότηση της ικανότητας για καταλογισμό 95

δυσχέρειες αφενός ως προς τον διαφορετικά επιχειρούμενο ορισμό της από τους συγγραφείς και αφετέρου ενόψει της συγκεκριμένης διαπί-στωσής της μέσω του πραγματογνώμονα93.

Α. Στη βιβλιογραφία επικρατεί η άποψη94 που υποστηριζόταν ι- αποφευχθεί η προβληματική διεύρυνση της “διατάραξης της συνείδησης”, βλ. Κοτσα-λή, Η ελαττωμένη ικανότητα για καταλογισμό, ΠΟΙΝΙΚΑ 32, 1990 (ανατύπωση 2000), σελ. 207. Συγκεκριμένα, κατά τις διαβουλεύσεις της ειδικής επιτροπής για το Π.Δ. του γερμανικού Κοινοβουλίου ενόψει του σχεδίου του 1962 εστιάσθηκαν οι προσπάθειες στο στοιχείο της – προς μια νοσηρή ψυχική διατάραξη – «ισάξιας δια-τάραξης της συνείδησης». Η έννοια «ισάξια» είχε αποτελέσει αφορμή για επιστημο-νικές διαμάχες ιδιαίτερα ανάμεσα στη Γερμανική Εταιρεία Ψυχιατρικής και Νευρο-λογίας αφενός και τη Γερμανική Εταιρεία Ψυχολογίας αφετέρου: Από την πλευρά της Ψυχολογίας, είχαν εκδηλωθεί αντιρρήσεις ιδιαίτερα για τη χρησιμοποίηση του επιθέ-του «ισάξια», αφού έτσι θα μπορούσαν να μεταφερθούν ιατρικές έννοιες σε ψυχικές καταστάσεις υγιών ανθρώπων. Μια τέτοια ερμηνεία δεν απηχούσε βέβαια το σκοπό του γερμανικού σχεδίου του 1962, το οποίο με τη ρήτρα του «ισάξιου» ήθελε να εξο-μοιώσει τις διαταράξεις της συνείδησης με τις «νοσηρές ψυχικές διαταράξεις» όχι ε-νόψει της γένεσης ή των μορφών εμφάνισης, αλλά απλώς και μόνο σε αναφορά με τις συνέπειές τους. Ακόμη και με την τελεολογική ερμηνεία του κειμένου του σχεδίου του 1962 δεν θα μπορούσαν εδώ να προκύψουν τέτοιες παρανοήσεις που υποστήριξε η Γερμανική Εταιρεία Ψυχολογίας. Τελικά, η ειδική επιτροπή του γερμανικού Κοινο-βουλίου με την ομόφωνη γνώμη των εμπειρογνωμόνων της Ψυχιατρικής και της Ψυ-χολογίας αποφάσισε την αντικατάσταση της έκφρασης «ισάξια διατάραξη της συνεί-δησης» με την έκφραση «βαθιά διατάραξη της συνείδησης». Αντίθετα, η ίδια επιτρο-πή αρνήθηκε να δεχθεί την περαιτέρω προτροπή της Γερμανικής Εταιρείας Ψυχολο-γίας για αντικατάσταση της έκφρασης «διατάραξη της συνείδησης» με την έκφραση «ψυχική διατάραξη». Σχετικά βλ. Κοτσαλή, Η ελαττωμένη ικανότητα για καταλογι-σμό, έ.α., σελ. 197 επ.

93. Η “συνείδηση” μπορεί να ορισθεί ως «η συγκράτηση της βίωσης των προ-σωπικών ψυχικών δεδομένων και του περιβάλλοντος με σύγχρονη ύπαρξη της δυνα-τότητας του αναλογισμού γι’ αυτό το βίωμα», έτσι Rasch, σε: LB der gerichtlichen Medizin, 19673, σελ. 266. Η νομική έννοια της «διατάραξης της συνείδησης» των άρθρ. 34 και 36 Π.Κ. θα πρέπει – με σύντομη διατύπωση – να ορισθεί ως η νέφωση (θόλωση) ή ο εν μέρει αποκλεισμός της αυτοσυνειδησίας ή της συνείδησης με τον έξω κόσμο ή της σχέσης ανάμεσα σε αυτά τα δύο μεγέθη. Αντίθετα, σε περίπτωση πλήρους έλλειψης της συνείδησης δεν λείπει απλώς η ικανότητα για καταλογισμό αλ-λά ήδη η ικανότητα για πράξη. Εξάλλου, σχετικά με το είδος της διατάραξης αυτή μπορεί να είναι είτε διατάραξη του “συνειδέναι” (ελάττωση της έντασης των βιωμά-των) είτε διατάραξη του “συνειδότος” (του περιεχομένου των βιωμάτων - ψευδαι-σθήσεις). Βλ. Κοτσαλή, Δικ. Ψυχιατρική, έ.α., σελ. 117 επ.

94. Βλ. λ.χ. Jescheck/Weigend, AT, 19965, σελ. 415 επ., Schmidhäuser, AT

Page 19: ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

96 Λεωνίδας Κοτσαλής

διαίτερα από τη γερμανική Ψυχολογία στις περασμένες δεκαετίες95, ότι δηλ. η προσωπικότητα είναι δομημένη κατά στρώματα: όπως στη γεω-λογική διαστρωμάτωση έτσι και εδώ, βρίσκονται οι παλαιότερες κα-ταστάσεις σε βάθος, οι νεώτερες στην επιφάνεια96. Μια πράξη, στην οποία τα “οντολογικά” και “φιλογενετικά” νεώτερα άνω στρώματα (που αντιπροσωπεύουν τα ικανά για συνείδηση περιεχόμενα) έχουν εξοβελισθεί, καθορίζεται μέσω ασυνειδήτων, μη-ελεγχομένων ωθήσε-ων από το δημιουργικό-ορμητικό βάθος της προσωπικότητας97.

Β. Αυτή η μεταφορά δεν βρήκε στις νεώτερες θεωρίες περί προ-

(Lehrbuch), 19752, σελ. 148 επ., 372 επ., Ι. Δασκαλόπουλο, Ψυχολογικά αίτια της α-στόχου δικαστικής κρίσεως, 1965, τον ίδιο, Περί της βαθυτέρας φύσεως του εγκλή-ματος και Στοιχεία της Εγκληματολογίας, Α΄, 1972.

95. Βλ. Rothacker, Die Schichten der Persönlichkeit, 1952, πρβλ. τις παραλλα-γές του μοντέλου της κατά στρώματα δόμησης της προσωπικότητας που ανεπτύχθη από τον Rothacker σε: Lersch, Aufbau der Person, έ.α., σελ. 99 επ., 495 επ., 530 επ. και H.F. Hoffmann, Die Schichttheorie, 1935, σχετικά βλ. J. Brandt - Jakobi / M. Gmür, σε: Kompendium der medizinischen Psychologie, έ.α., σελ. 119 επ.

96. Για να γίνουν παραστατικές οι σωματικές και ψυχικές δυνάμεις που συμμε-τέχουν και συλλειτουργούν στο συναίσθημα, στη σκέψη, στην αξιολόγηση, στη βού-ληση και την πράξη του ατόμου η Ψυχολογία έχει αναπτύξει τη θεωρία της “κατά στρώματα δόμησης” της προσωπικότητας. Πρόκειται εδώ βέβαια για μια εικόνα, πλην όμως δείχνει τον άνθρωπο με έναν για το Π.Δ. παραστατικό τρόπο τόσο ως «φυ-σικό ον» όσο και ως «πνευματικό ον». Σχετικά πρβλ. Henkel, Studium Generale, 1960, σελ. 232 επ., βλ. όμως Nass, Wandlungen des Schuldbegriffs im Laufe des Rechtsdenkens, 1963, σελ. 123 επ. Σημαντική και άξια προσοχής είναι η επισήμανση του Thomae (βλ. Psychologische Aspekte der Schuldfähigkeit, HB der Psychologie, Bd. 11, 1967, σελ. 333, επίσης βλ. τον ίδιο, Bewußtsein, Persönlichkeit und Schuld, MschrKrim 1961, σελ. 114 επ.) για το ότι οι σχέσεις ισορροπίας ανάμεσα στα στρώ-ματα δεν επιτρέπεται να γίνουν «στατικά» αντιληπτές.

97. Η βασική σκέψη όλων των θεωριών περί στρωμάτων βρίσκεται στη διαφο-ροποίηση ανάμεσα στο «ασυνείδητο στρώμα βάθους» (unbewußte Tiefenschicht) και στο «συνειδητό στρώμα προσωπικότητας» (bewußte Persönlichkeitsschicht), διεξοδι-κά βλ. Heiß, Allgemeine Tiefenpsychologie, 1956, σελ. 13 επ. Η παραστατική αυτή εικόνα της “γεωλογικής” δόμησης της προσωπικότητας, σύμφωνα με την οποία η προσωπικότητα προσδιορίζεται στην ατομικότητά της και το περιεχόμενό της ουσιω-δώς από το “στρώμα βάθους”, άνευ του οποίου δεν θα υπήρχαν υψηλότερα πνευματι-κά επιτεύγματα, αποδίδεται με πλαστικότητα και ακρίβεια από την ακόλουθη περικο-πή του Goethe: «Der Mensch kann nicht lange im Bewußtsein oder im bewußten Zustande verharren. Er muß sich immer wieder in das Unbewußte flüchten, denn da-rin liegt seine Wurzel».

Page 20: ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

Η ψυχολογική γνωμοδότηση της ικανότητας για καταλογισμό 97

σωπικότητας98 την ίδια σημασία και ο “γεωλογικός προσδιορισμός του βάθους” μέσω του ψυχολόγου-πραγματογνώμονα (χωρίς συνείδηση ορμητικά ανελισσόμενη συμπεριφορά από τα κάτω στρώματα της προσωπικότητας) δεν θα έπρεπε συνεπώς να εξετασθεί ως μοναδική δυνατότητα για περιγραφή της διατάραξης της συνείδησης.

Γ. Εξάλλου, μια σύντομη αναδρομή στην ψυχολογική έρευνα της συνείδησης υπό την έποψη της δικαστικής εξέτασης δείχνει ότι η Γε-νική Ψυχολογία και η Ψυχολογία της προσωπικότητας είναι ακόμη πολύ μακριά από μια ενιαία θεωρία της συνείδησης και της συνειδητής πράξης99. Ενδιαφέρουσα εμφανίζεται εδώ η διαπίστωση ότι η νομική έννοια της συνείδησης100, όπως ερμηνεύεται συχνά στα εγχειρίδια και στους σχολιασμένους κώδικες101, εμφανίζει πάρα πολλά κοινά σημεία με ψυχολογικές κατασκευές.

3.4.3.2. Το φαινόμενο της εξαρτώμενης από πάθος “διατάραξης της συνείδησης”

Η (βαθιά) “διατάραξη της συνείδησης” χωρίς αποδείξιμες ψυχο-παθολογικές αιτίες εμφανίζεται ως δικαστικά σημαντικό φαινόμενο κυρίως σε σοβαρές καταστάσεις πάθους, από φόβο, οργή και τρόμο, καθώς και σε καταστάσεις πανικού, έκστασης και απώλειας ψυχραιμί-ας102. Στη συνέχεια θα επιχειρηθεί μια μικρή ανάπτυξη των πιο σημα-ντικών φαινομένων της μη-νοσηρής διατάραξης της συνείδησης103.

98. Σχετικά πρβλ. Παπαδόπουλο, Λεξικό της Ψυχολογίας, έ.α., σελ. 472 επ.,

Dorsch, Psychologisches Wörterbuch, έ.α., σελ. 478 επ. και J. Brandt - Jakobi / M. Gmür, σε: Kompendium der medizinischen Psychologie, έ.α., σελ. 118 επ.

99. Βλ. Παπαδόπουλο, έ.α., Dorsch, έ.α. 100. Για τη διάκριση της συνείδησης ανάμεσα σε “ηθική” και “ψυχολογική” βλ.

Κοτσαλή, Γνώση και άγνοια του αδίκου, ΠΟΙΝΙΚΑ 20, 19882, σελ. 18 (υποσημ. 2), τον ίδιο, Δικαστική Ψυχιατρική, έ.α., σελ. 118 (υποσημ. 25), Μανωλεδάκη, Π.Δ., 19851, σελ. 480.

101. Για τα διάφορα περιεχόμενα συνείδησης βλ. NK-Schild, 2001, Rdn. 114 επ. zu § 20· ιδιαίτερα για τη συνείδηση (Gewissen) ως πηγή της «συνείδησης δικαί-ου» (Rechtsbewußtsein) και της «συνείδησης αδίκου» (Unrechtsbewußtsein) βλ. Jescheck/ Weigend, AT, έ.α., σελ. 413 επ.

102. Βλ. Κοτσαλή, Δικ. Ψυχιατρική, έ.α., σελ. 121 επ., πρβλ. Streng, Münchener Kommentar, έ.α., § 20, Rdn. 36 επ., 75 επ. ιδιαίτερα σε σχέση με τη “βαθιά” διατάρα-

Page 21: ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

98 Λεωνίδας Κοτσαλής

Α. Ενόψει των διαγνωστικών διεργασιών που είναι στραμμένες σε στόχους και σε επιτυχή αντιμετώπιση προβληματικών καταστάσε-ων κατά την έννοια της δημιουργικής ή της εμπνευστικής σκέψης η ελλείπουσα συνειδησιακή παρουσία μπορεί να θεωρηθεί όχι ως διατά-ραξη, ως έλλειψη, αλλά ως κανονική ψυχολογική προϋπόθεση, και διότι εδώ κατά κανόνα οδηγούμεθα σε μια βελτίωση της υποκειμενι-κής και αντικειμενικής κατάστασης. Αντίθετα, η αναφερόμενη στο νό-μο ελλειματική συνειδησιακή διατάραξη περιγράφεται – αντίστοιχα με την προτίμηση για μεταφορές σε αυτοπεριγραφές – κυρίως ως απώ-λεια της καθαρότητας (διάσταση φωτεινότητας), ως περιορισμός (χω-ρική διάσταση) και ως τροποποίηση της κατεύθυνσης της συμπεριφο-ράς και του αυτοκαθορισμού (διάσταση της συμπεριφοράς). Έτσι, ανα-φερόμεθα σε υποκειμενικά φαινόμενα, τα οποία στις περιπτώσεις παρά-νομης πράξης μπορούν να μειώσουν την ικανότητα για καταλογισμό104.

Το θόλωμα, το σκοτείνιασμα (η νέφωση), η απώλεια σε φωτεινό-τητα και καθαρότητα προσβάλλει την ακρίβεια των περιεχομένων που έχει το άτομο στο νου του (λεκτικής και μη-λεκτικής μορφής) και οδη-γεί αναλόγως σε μείωση της οπτικής ικανότητας για διαφοροποίηση με

ξη της συνείδησης των §§ 20 και 21 του γερμ. Π.Κ. Εμπειρικά στοιχεία για διαταρά-ξεις συμπεριφοράς σε εξάρτηση από πάθος έχει συγκεντρώσει ο U. Undeutsch, Zur Problematik des psychologischen Sachverständigen, σε: Festschrift für Lange, 1976.

103. Καταρχάς είναι αδιάφορο εάν αυτή η κατάσταση της διατάραξης της συ-νείδησης (ιδωμένη ιατρικά) έχει νοσηρή ή μη-νοσηρή μορφή, εάν έχει μικρή ή μεγά-λη διάρκεια. Αποφασιστική σημασία έχει απλώς και μόνο, εάν υπήρχε κατά το χρόνο της συγκεκριμένης πράξης ή όχι. Αξιοσημείωτη είναι η παρατήρηση του Λειβαδίτη (Ψυχιατρική και Δίκαιο, 1994, σελ. 386-387), ότι αφού στον Π.Κ. αναφέρεται η «νο-σηρή διατάραξη των πνευματικών (ψυχικών) λειτουργιών», τότε με τον όρο «διατά-ραξη της συνείδησης» υπονοούνται κατά κύριο λόγο καταστάσεις, οι οποίες αν και συνήθως δεν θεωρούνται «νοσηρές», επηρεάζουν εντούτοις την ικανότητα του ατό-μου να αντιλαμβάνεται και να επεξεργάζεται την πραγματικότητα που τον περιβάλ-λει. Εξάλλου, θα ήταν εσφαλμένο (και με αυτή τη θέση συντάσσεται και η σχετική γερμανική νομολογία) να περιορίσουμε την έννοια της «διατάραξης της συνείδησης» σε περίπτωση έλλειψης του πνευματικού προσανατολισμού, γιατί μπορεί να λάβουν χώρα και στην περιοχή της βούλησης κλυδωνισμοί και διαταράξεις, που έχουν ως συ-νέπεια την πλήρη απώλεια της ικανότητας για κριτική και για κριτική αξιολόγηση. Σε τέτοιες περιπτώσεις ο άνθρωπος οδηγείται συχνά σε βραχυκυκλωτικές πράξεις. Σχε-τικά βλ. Κοτσαλή, Δικ. Ψυχιατρική, έ.α., σελ. 120.

104. Σχετικά βλ. Κοτσαλή, ΣυστΕρΠοινΚ, έ.α., άρθρ. 34, αρ. 87 επ.

Page 22: ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

Η ψυχολογική γνωμοδότηση της ικανότητας για καταλογισμό 99

νέφωση του χώρου σύλληψης, σε μια αλλοίωση των χαρακτηριστικών, σε εξομοίωση “μορφών” και “βάσης” κατά την έννοια της “σχηματι-κής Ψυχολογίας” (Gestaltpsychologie)105, συνολικά σε εμφάνιση ανα-κατεμένων, συναισθηματικών (από πάθος) περιεχομένων σύλληψης και αντίληψης σε σχέση με αυστηρά οριοθετημένα γνωστικά-ορθολο-γιστικά περιεχόμενα.

Β. Η στένωση μπορεί ομοίως να παρουσιασθεί σε μία συλληπτική - ψυχολογική διάσταση: η ψυχογενής “συσκότιση” (Skotomisierung), ο περιορισμός του οπτικού πεδίου πάνω σε ένα μικρό συγκεκριμένο πεδίο106. Ο σημαντικός για τη συμπεριφορά εξωτερικός και εσωτερικός χώρος, ο οποίος αφορά τη σύλληψη και αντίληψη, περιορίζεται (εντο-πίζεται) στο αντικείμενο που είναι φορτισμένο με πάθος, το τμήμα της κατάστασης, τη δυνατότητα πράξης και εξοβελίζει τα συνοριακά περι-εχόμενα, τα οποία σε κανονική κατάσταση διάκρισης και πράξης (συμμόρφωσης) καθορίζονται από τη συνείδηση.

Γ. Η έλλειψη ή η δραστική εξασθένηση της ποδηγέτησης (της δι-εύθυνσης) της συμπεριφοράς μέσω σχεδίων πράξης που έχουν γίνει αντικείμενο σκέψης και σχεδιασμού αφήνει τμήματα συμπεριφοράς να γίνουν αυτόνομα, τα οποία στην κατάσταση της “λογικής” (Besonnen-heit) μπορούν συνειδητά να αναχαιτισθούν και να “μεταβιβασθούν”. Τόσο η εκ προθέσεως θέση σε κίνηση, όσο και ο ανά πάσα στιγμή δυ-νατός έλεγχός τους εκπίπτουν, η πράξη ξεφεύγει από το δράστη. Απο-φασιστικό είναι ότι αυτό το “ξεστράτισμα” της λειτουργίας της συμ-μόρφωσης αφορά όχι μόνο τις υπό κανονικές καταστάσεις αυτόνομα ανελισσόμενες, αυτοματοποιημένες inferios διεργασίες. Επίσης, ο υπό άλλες συνθήκες συνειδησιακά παρών μεταπρογραμματισμός με την αρμοδιότητα κατευθυντήριων γραμμών που θέτει κανόνες και έχει κα-λυφθεί αξιολογικά, τίθεται προσωρινά εκτός μάχης, ο πράττων με άλ-λα λόγια είναι «εκτός εαυτού». Ο δράστης γίνεται πλέον απλός φορέ-

105. Σχετικά βλ. Κοτσαλή, Γνώση και άγνοια του αδίκου, ΠΟΙΝΙΚΑ 20, έ.α.,

σελ. 41 επ., επίσης βλ. H. Feldmann, Kompendium der medizinischen Psychologie, έ.α., σελ. 81.

106. Σχετικά με αυτό το φαινόμενο βλ. σε Dorsch, Psychologisches Wörter-buch, έ.α., σελ. 624. Αυτό το ακραίο φαινόμενο ανάγεται σχεδόν πάντοτε σε οργανι-κές αιτίες, το βλέμμα τότε περιορίζεται στην εικόνα που γίνεται ορατή μέσω της δια-δρομής λ.χ. ενός κυνηγετικού όπλου.

Page 23: ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

100 Λεωνίδας Κοτσαλής

ας, παθητικό αντικείμενο λειτουργικών διαδρομών που συχνά εξοβελί-ζουν εκτεταμένα τη συνείδησή του ως κέντρο παρατήρησης. Η σαφής διάσταση ανάμεσα στο εγώ και το περιβάλλον, ανάμεσα στο φορέα της πράξης και τη διαδρομή της πράξης χάνεται, η συνείδηση του εγώ εμφανίζεται προσωρινά “εκποδών”107.

3.4.3.3. Η απουσία παθολογικών αιτίων

Α. Ο ψυχολόγος-πραγματογνώμονας βρίσκεται ενώπιον των προ-αναφερθέντων συνειδησιακών φαινομένων στη συγκεκριμένη περί-πτωση αντιμέτωπος με μια δυσχερή εργασία. Η (βαθιά) “διατάραξη της συνείδησης”108, ως αυτοτελές στοιχείο του βιολογικού “ορόφου” στη “διώροφη” κατασκευή των άρθρ. 34 και 36 Π.Κ., θα πρέπει να καλύψει εξαιρετικές καταστάσεις φυσιολογικών ανθρώπων ως λόγος απαλλαγής.

Οι λεγόμενοι «σωματογενείς»109 θα ήθελαν να λάβουν υπόψη μό-

107. Η νομική έννοια της «διατάραξης της συνείδησης» του άρθρ. 34 Π.Κ. θα

πρέπει να ορισθεί ως η νέφωση (θόλωση) ή ο εν μέρει αποκλεισμός της αυτοσυνειδη-σίας ή της συνείδησης με τον έξω κόσμο ή της σχέσης ανάμεσα σε αυτά τα δύο μεγέ-θη και έτσι περιορισμού του αυτοπροσδιορισμού, βλ. σε Κοτσαλή, ΣυστΕρΠοινΚ, έ.α., άρθρ. 34, αρ. 87 (Σχετικά με τη θόλωση της συνείδησης πρβλ. Στεφανή και Συ-νεργάτες, Θέματα Ψυχιατρικής, 1980, σελ. 40 επ.). Αναφορικά με το είδος της διατά-ραξης, επισημαίνεται ότι αυτή μπορεί να είναι είτε διατάραξη του “συνειδέναι” (ε-λάττωση της έντασης των βιωμάτων), είτε διατάραξη του “συνειδότος” (του περιεχο-μένου των βιωμάτων-ψευδαισθήσεις), σχετικά βλ. Κοτσαλή, Δικ. Ψυχιατρική, έ.α., σελ. 118 (υποσημ. 26).

108. Διευκρινίζεται ότι στην παλαιά διατύπωση της § 51 του γερμ. Π.Κ. απου-σίαζε ο επιθετικός προσδιορισμός «βαθιά», που συναντούμε σήμερα στις §§ 20, 21 του ιδίου Π.Κ. Ο έλληνας νομοθέτης παραμένει στη «διατάραξη της συνείδησης» χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό. Ουσιαστικά, η ισχύουσα ρύθμιση στον ελλην. Π.Κ. παραμένει προσανατολισμένη στην § 51 του προϊσχύσαντος γερμ. Π.Κ. χωρίς να έχει δεχθεί τη διεύρυνση και έτσι αναδιατύπωση του καταλόγου των βιολογικών προϋπο-θέσεων, στην οποία προσχώρησε ο ισχύων από 1.1.1975 γερμ. Π.Κ., βλ. σχετικά Κο-τσαλή, Η ελαττωμένη ικανότητα για καταλογισμό, ΠΟΙΝΙΚΑ 32, έ.α., σελ. 33 επ. (Για τα δύο επιπρόσθετα βιολογικά κριτήρια του γερμ. Π.Κ. στις §§ 20, 21: την «ολι-γοφρενία» και τη «βαριά άλλη ψυχική απόκλιση (εκφύλιση)» και τον συσχετισμό τους με τη «νοσηρή ψυχική διατάραξη» και τη «βαθιά διατάραξη της συνείδησης» βλ. Κοτσαλή, έ.α., σελ. 195 επ., Streng, Münchener Kommentar, έ.α., § 20, Rdn. 38 επ.).

109. Στους «Somatiker» ανήκουν μ.ά. οι: Gruhle (Gutachtentechnik, 1955) και

Page 24: ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

4. Η ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΜΑΡΤΥΡΩΝ*

4.1. Εισαγωγή

Οι λόγοι που παράγουν τις εν γνώσει ή μη ηθελημένες ψευδείς μαρτυρίες και οι μέθοδοι ελέγχου της αλήθειας ή αναλήθειάς τους α-ποτελεί το αντικείμενο του παρόντος κεφαλαίου της Δικαστικής Ψυ-χολογίας.

4.1.1. Ο μάρτυρας και το αντικείμενο της κατάθεσής του

Ο μάρτυρας είναι ένα «προσωπικό μέσο απόδειξης», δηλ. μέσο που λειτουργεί με την κατάθεση προσώπου και παρέχει πληροφορίες από δική του αντίληψη ή μέσω τρίτων, σχετικά με πραγματικά γεγο-νότα, σε κάποια δικαστική διαδικασία που δεν απευθύνεται εναντίον αυτού1.

Αντικείμενα μαρτυρικής κατάθεσης είναι μόνο πραγματικά γεγο-νότα και ποτέ νομικά ζητήματα ή γεγονότα κοινής πείρας, γενικές ε-ντυπώσεις, συμπεράσματα ή υποθέσεις του μάρτυρα. Τα γεγονότα μπορεί να έχουν και αρνητικό χαρακτήρα, λ.χ. ότι ο μάρτυρας δεν α-ντιλήφθηκε κάποιο περιστατικό. Ο μάρτυρας μπορεί να καταθέσει και

* Συγγραφέας του κεφαλαίου αυτού είναι ο Αρεοπαγίτης ε.τ. Μιχαήλ Μαρ-

γαρίτης. 1. Σχετικά βλ. Μ. Μαργαρίτη, Ερμηνεία Κ.Ποιν.Δικ., 2008, σελ. 413, πρβλ. Αν-

δρουλάκη, Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, 20073, σελ. 311 επ., ο οποίος δι-ευκρινίζει ότι το καθήκον μαρτυρίας περιλαμβάνει τέσσερα επιμέρους καθήκοντα, τα ακόλουθα: καθήκον προσέλευσης, καθήκον ορκοδοσίας, καθήκον μαρτυρίας stricto sensu (δηλ. κατάθεσης) και καθήκον αληθείας. Η ουσία της μαρτυρικής ιδιότητας, συνεχίζει ο ίδιος συγγραφέας (βλ. σελ. 312), με την οποία συνδέεται και από την ο-ποία απορρέει το υπό συζήτηση καθήκον μαρτυρίας έγκειται στο ότι το ουσιώδες χα-ρακτηριστικό του μάρτυρα, εκείνο που τον διαφοροποιεί από το άλλο αποδεικτικό μέσο στην ποινική δίκη, του πραγματογνώμονα, είναι το ότι βρίσκεται σε μια ατομική ιστορική σχέση με τα πραγματικά γεγονότα και περιστατικά που συνιστούν το «θέ-μα» (βλ. άρθρο 223 § 2) της ποινικής δίκης και επομένως, μπορεί να τα καταθέσει.

Page 25: ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

124 Μιχαήλ Μαργαρίτης

για εσωτερικά γεγονότα, δηλ. για συμβάντα και καταστάσεις του νοη-τικού κόσμου και των συναισθημάτων, ακόμη και υποθετικού χαρα-κτήρα, εφόσον πρόκειται για δικά του «ενδοψυχικά συμβάντα» και όχι άλλου προσώπου. Για τις ιδιότητες του χαρακτήρα άλλου, ο μάρτυρας μπορεί να καταθέσει μόνο πραγματικά περιστατικά από τα οποία προ-κύπτουν συμπεράσματα περί αυτού. Υπό αυτές τις προϋποθέσεις, μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο της μαρτυρίας η αξιοπιστία, η εντιμότητα, η διαφθορά, η ελαφρότητα ενός ανθρώπου2.

4.1.2. Κριτήριο “αλήθειας” στη μαρτυρική κατάθεση

Ο όρος “αλήθεια” με την έννοια που χρησιμοποιείται για την κα-τάθεση του μάρτυρα στο παρόν κεφάλαιο, ανταποκρίνεται προς τις παραδοχές της “θεωρίας της αντιστοιχίας”3. Κατά τη θεωρία αυτή, “α-λήθεια” είναι η συμφωνία της γνώσης με το αντικείμενο, η αντιστοιχία μεταξύ αυτού που ισχυριζόμαστε και αυτού που υπάρχει. Αυτή την αλήθεια, ήτοι την ακριβή αναπαράσταση του συμβάντος, αναμένουμε σε μια ποινική διαδικασία από τον μάρτυρα.

Η κλασική αντίληψη ότι ο μάρτυρας κατά κανόνα αντιλαμβάνεται

2. Βλ. Kleinknecht/Meyer-Gossner, StPO, 199542, vor § 48, αρ. 1-4, πρβλ. Α.

Καρρά, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, 20073, σελ. 468 επ. Όπως παρατηρεί ευστόχως ο Α. Καρράς (βλ. έ.α., σελ. 474-475), η απόδειξη με μάρτυρες αποτελεί το πιο επισφα-λές από τα αποδεικτικά μέσα στην ποινική διαδικασία. Γι’ αυτόν τον λόγο με σειρά ρυθμίσεων επιδιώκεται να εξασφαλίζεται η ακριβής αφήγηση από τον μάρτυρα των περιστατικών, που υπέπεσαν στην αντίληψή του, η πιστή διατύπωση εις εκθέσεις κα-τάθεσης όσων κατατέθηκαν και, τέλος, ο κατάλληλος έλεγχος της αλήθειας των μαρ-τυρικών καταθέσεων. Και καταλήγει ο ίδιος συγγραφέας (βλ. σελ. 475): Ιδιαιτέρως με το πρόβλημα αυτό ασχολείται η Δικαστική Ψυχολογία και ειδικότερα όσον αφορά τη ψυχολογία του μάρτυρα είναι πολύτιμα τα πορίσματά της. Με βάση ακριβώς τα πορίσματα αυτά έχουν τεθεί αντίστοιχες ποινικές διατάξεις, με τις οποίες επιδιώκεται – όσο είναι δυνατόν – να μειωθεί ο κίνδυνος παραπλάνησης της οικείας δικαστικής κρίσης.

3. Η θεωρία αυτή έχει διατυπωθεί από τους Πλάτωνα (Σοφιστής 263b) και Αρι-στοτέλη (Μετά τα φυσικά 1011 b 25, 1051 b 2, Kατηγορίες 12, 14 14), την ανέπτυξαν δε περαιτέρω ο Θωμάς ο Ακινάτης (De veritate I art. II), ο Russel και ο πρώιμος Witt-genstein. Για την αναζήτηση της αλήθειας κατά την κατάρτιση του δικανικού συλλο-γισμού βλ. Μ. Μαργαρίτη, σε: Δίκαιο και Ψυχιατρική (επιμ. Λ. Κοτσαλή), ΠΟΙΝΙΚΑ 66, 2004, σελ. 31 επ.

Page 26: ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

Η ψυχολογία των μαρτύρων 125

και καταθέτει την αλήθεια, αν δεν έχει λόγο να πει ψέματα4, έχει πλέον ξεπερασθεί σήμερα, αφού, όπως θα εκτεθεί στη συνέχεια, είναι πλέον και επιστημονικά διαπιστωμένο ότι η καλή πίστη του μάρτυρα δεν α-ποτελεί εγγύηση της ακρίβειας της μαρτυρίας του. Ήδη ο Θουκυδίδης, ο “πατέρας της Ιστορίας” στο προοίμιο του έργου του έχει γράψει: «Οἱ παρόντες τοῖς ἔργοις ἑκάστοις, οὔτ’ αὐτά περί τῶν αὐτῶν λέγου-σι, ἀλλ’ ὡς ἑκατέρων ἐννοίας ἤ μνήμης ἔχει». Το χωρίο αυτό αναφέ-ρεται στην καλόπιστη ανακριβή περιγραφή του συμβάντος, είτε διότι έτσι το εννόησε, είτε διότι έτσι το θυμάται το πρόσωπο που μαρτυρεί περί αυτού.

Ήδη πλέον επικρατεί η αντίληψη ότι η απόλυτα πιστή μαρτυρία είναι η εξαίρεση και όχι ο κανόνας. Oι μάρτυρες, είτε από υπαίτιους είτε από ανυπαίτιους λόγους δεν αποδίδουν την πραγματική εικόνα ενός συμβάντος που υπέπεσε σε κάποια από τις αισθήσεις τους. Οι ε-μπειρικές αυτές παρατηρήσεις, που όπως θα εκτεθεί στη συνέχεια επι-βεβαιώνονται επιστημονικά, στη διαδρομή του χρόνου ώθησαν τις έν-νομες τάξεις σε αποκλεισμούς ή περιορισμούς της μαρτυρικής κατά-θεσης σε ορισμένη κατηγορία υποθέσεων.

Έτσι, ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, στο άρθρο 393 (με τις εξαιρέσεις του επόμενου άρθρου 394) εισάγει αποκλεισμό της εμμάρ-τυρης απόδειξης επί αντικειμένου αξίας άνω των 5.900 ευρώ. Ενώ στο χώρο της ποινικής δίκης ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, σταθμίζο-ντας τις αναγκαιότητες αυτής, δεν μπορεί να εισάγει τέτοιες γενικές απαγορεύσεις, αλλά αρκείται στην ένθεση ορισμένων περιορισμών, τους οποίους ρυθμίζει λ.χ. στα άρθρα 211, 211Α, 221, 222, 227 κ.λπ.

Εξάλλου ούτε ο όρκος του μάρτυρα αποτελεί εγγύηση αληθινών καταθέσεων. Η δύναμη του όρκου έχει στηριχθεί σε τρεις κυρώσεις για τον επίορκο: τη θρησκευτική, τη νομική και την κοινωνική. Βλέ-πουμε, ιδίως από την σωρεία καταδικών για ψευδορκία5 ότι ο όρκος δεν αναστέλλει όλους τους ανθρώπους από την επιπολάζουσα αυτή συνήθεια. Ούτε ο φόβος Θεού (ου ψευδομαρτυρήσεις μαρτυρίαν ψευ-δή), ούτε η αυστηρή ποινική κύρωση (άρθρο 225 του Ποινικού Κώδι-

4. Βλ. λ.χ. Carrara Francesco, Programma del corso di diritto criminale: dettato

nella R. Universitá di Pisa: parte generale, Lucca: Tipografia giusti, 1871, § 943. 5. Βλ. Μαργαρίτη, Ερμηνεία Π.Κ., 20092, άρθρ. 225, σελ. 593 επ.

Page 27: ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

126 Μιχαήλ Μαργαρίτης

κα), ούτε και η κοινωνική απαξίωση του ψεύδορκου φαίνεται να ε-μποδίζει την ψευδομαρτυρία.

4.2. Η μη ηθελημένη ανακριβής μαρτυρία

4.2.1. Γενικά

Ήδη, όπως προεκτέθηκε, και ο καλόπιστος μάρτυρας μπορεί να δώσει ανακριβή κατάθεση. Ο ψυχολόγος William Stern6, καθώς και άλλοι ψυχολόγοι και ποινικολόγοι προχώρησαν από πολλών ετών στην πραγματοποίηση «πειραμάτων πραγματικότητας». Eνώπιον ομά-δων προσώπων, που δεν είχαν προειδοποιηθεί ούτε ενημερωθεί σχετι-κά, εκτελούνταν σύντομα επεισόδια, με τη βοήθεια προσώπων, τα ο-ποία προηγουμένως είχαν ακριβώς διδαχθεί το ρόλο τους. Στη συνέ-χεια αμέσως ή μετά από κλιμακούμενα χρονικά διαλείμματα, οι αιφνι-διασμένοι από την παρακολούθηση του «συμβάντος», προσκαλούνταν να περιγράψουν ακριβώς το περιστατικό, με ελεύθερη διήγηση ή με βάση ερωτήσεις.

Ένα τέτοιο προσχεδιασμένο πείραμα (έτος 1952) περιγράφει ο Arne Trankell7. Στο πείραμα αυτό, σπουδαστές του Πανεπιστημίου του Göteborg της Σουηδίας έγιναν μέρος του, χωρίς να το γνωρίζουν εκ των προτέρων. Ενώ το μάθημα βρισκόταν σε εξέλιξη, άνοιξε η πόρτα της αίθουσας διδασκαλίας και εισήλθε με βία ένα άτομο (προδιδαγμέ-νος συμμέτοχος του πειράματος). Το άτομο αυτό διαπληκτίσθηκε και αντάλλαξε λέξεις και σύντομες φράσεις με τον καθηγητή, ο οποίος απώθησε τον ταραξία στο διάδρομο, από όπου ακούστηκαν δύο κρότοι και μία κραυγή. Το όλο περιστατικό καταγράφηκε σε μαγνητόφωνο. Οι αιφνιδιασμένοι φοιτητές ενημερώθηκαν αμέσως μετά για το χαρα-κτήρα της δοκιμασίας και παρακινήθηκαν σε μια σύντομη γραπτή πα-ρουσίαση της εμπειρίας τους επί του επεισοδίου και τις παρατηρήσεις τους. Οι παρουσιάσεις αυτές των φοιτητών, που έγιναν αμέσως μετά το περιστατικό, υπήρξαν περίπου κατά 33% λαθεμένες.

6. Βλ. Zur Psychologie der Aussage. Exper. Untersuchungen über Erinnerungs-

treue, 1902. 7. Βλ. Der Realitätsgehalt von Zeugenaussagen. Methodik der Aussagepsycho-

logie (μετάφρ. στα γερμανικά από U. Undeutsch), 1971.

Page 28: ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

Η ψυχολογία των μαρτύρων 127

Ο Hans Gross8 παρευρέθηκε σε θανατική εκτέλεση, κατά την ο-ποία ο δήμιος φόρεσε γάντια. Μετά την εκτέλεση ρώτησε τέσσερις από τους παρευρεθέντες σ’ αυτήν υπαλλήλους τί χρώμα γάντια φο-ρούσε ο δήμιος και απάντησαν διαφορετικά ο καθένας: μαύρα, σκούρα καφέ, λευκά και ο τέταρτος ότι δεν φορούσε γάντια ο δήμιος.

Παρόμοιο είναι και το πείραμα του Claparéde9, o οποίος κάποια ημέρα ζήτησε από τους φοιτητές του να γράψουν σε ένα λευκό χαρτί απαντήσεις σε δύο ερωτήματα: α) αν υπάρχει παράθυρο του Πανεπι-στημίου που να βλέπει προς τον απέναντι κήπο Bastion και β) τι χρώ-μα έχουν οι κουρτίνες του παραθύρου αυτού. Παρόλο που πράγματι υπήρχε ένα τέτοιο παράθυρο, δίπλα από το οποίο οι φοιτητές περνού-σαν, διασχίζοντες το διάδρομο, χωρίς όμως κουρτίνες, οι περισσότεροι φοιτητές απάντησαν ότι δεν υπήρχε παράθυρο και εκείνοι που απά-ντησαν ότι υπήρχε παράθυρο βεβαίωσαν ότι είχε κουρτίνες (άλλοι έ-γραψαν για κόκκινες και άλλοι κίτρινες κουρτίνες!).

Όμοια αποτελέσματα, σε ανάλογα πειράματα, βρήκαν πολυάριθ-μοι εξεταστές στις προηγούμενες και στις επόμενες δεκαετίες. Εμείς κάνουμε τη σκέψη πλέον, αφού σε αυτά τα απλά βιοτικά συμβάντα οι καταθέσεις των μαρτύρων είναι ανακριβείς, για το πόσο επιφυλακτι-κότεροι θα πρέπει να είμαστε σε σχέση με την ακρίβεια των καταθέ-σεων μαρτύρων αναφορικά με περίπλοκα βιοτικά συμβάντα. Πρέπει συνεπώς να ερευνηθεί ποιοί είναι οι λόγοι που οδηγούν έναν μάρτυρα σε μια μη ηθελημένη ανακριβή κατάθεση.

Ωστόσο, είναι χρήσιμη η αναφορά μιας εμπειρικής-στατιστικής διαπίστωσης, από το 1950, ότι το μεγαλύτερο τμήμα καταθέσεων, επί των οποίων έγινε ψυχολογική πραγματογνωμοσύνη, χαρακτηρίζεται ως πιστό στην πραγματικότητα, σχετικά με τα ποινικά σημαντικά τμή-ματά τους. Πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι ήδη υπάρχει σε πολλούς η αντίληψη ότι τις περισσότερες φορές οι μάρτυρες είναι ακριβείς και αξιόπιστοι10.

8. Βλ. Kriminalpsychologie, 19052. 9. Βλ. La Psychologie Judiciaire, σε: L’année Psychologique, τόμ. 11, 1906,

σελ. 295 επ. 10. Βλ. πρόσφατη έρευνα μεταξύ Βρετανών αστυνομικών, σε Kabell & Milne:

Journal of Social Psychology, 138, σελ. 232-330.

Page 29: ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

128 Μιχαήλ Μαργαρίτης

4.2.2. Οι τρεις φάσεις της διαδρομής της κατάθεσης

4.2.2.1. Γενικά

Μια σοβαρή βοήθεια προς την κατεύθυνση της επιστημονικής ε-κτίμησης της μαρτυρικής κατάθεσης αποτελεί η ανακατασκευή της χρονικής εξέλιξης της κατάθεσης αυτής, με την έννοια μιας τριχοτό-μησής της, στις φάσεις: α) της χρονικής στιγμής της αντίληψης του συμβάντος, β) αυτής που μεσολαβεί από τη στιγμή της αντίληψης μέ-χρι την κατάθεση του μάρτυρα και γ) της ίδιας της στιγμής που δίνεται η κατάθεση, θα πρέπει δε να προσεχθούν οι πηγές των λαθών, τα ο-ποία είναι ειδικά και διαφορετικά σε κάθε φάση.

4.2.2.2. Πρώτη φάση: η αντίληψη

Α. Έννοια της αντίληψης. Στη βάση της ιστορίας της κατάθεσης βρίσκεται το βίωμα, κατά το χρόνο της πρόσληψης, για το οποίο ο μάρτυρας αργότερα πρέπει να καταθέσει. Ως “αντίληψη” (perception) νοείται η λειτουργία, μέσω της οποίας το υποκείμενο προσλαμβάνει την ύπαρξη των αισθητών πραγμάτων, δηλ. την πληροφορία που με-ταδόθηκε από ένα αισθητήριο μήνυμα, μετά από έναν απλό ή σύνθετο ερεθισμό, λ.χ. οπτικό, ακουστικό κ.λπ.11 Κατ’ άλλη έκφραση, “αντί-ληψη” είναι η διαδικασία με την οποία οι ερεθισμοί των αισθήσεων μεταγράφονται σε οργανωμένες εμπειρίες12.

Ιστορικά, η συστηματική σκέψη για την αντίληψη αποτέλεσε πε-ριοχή μελέτης των φιλοσόφων, λ.χ. του Πλάτωνα13, του Kant κ.λπ.

11. Σχετικά βλ. Παπαδόπουλο, Λεξικό της Ψυχολογίας, 1994, σελ. 66 επ. Κα-

θώς οι αντιληπτικές εμπειρίες πηγάζουν από τις αισθητήριες υποδοχές και είναι εξαι-ρετικά περίπλοκες οι σχέσεις μεταξύ των δύο εννοιών: “αντίληψη” και “αισθητήρια αντίληψη” (perception, Sinneswahrnehmung), ο όρος αισθητήρια αντίληψη κρίνεται ελάχιστα χρήσιμος. Στη γερμανική γλώσσα πάντως ορισμένοι χρησιμοποιούν τον όρο Perception με την έννοια της πρώτης μη πλήρως συνειδητής αντίληψης, διακρίνοντάς τον έτσι από τον όρο Wahrnehmung. Για την “αντίληψη” ως σύλληψη ιδέας βλ. Πα-παδόπουλο, Λεξικό της Ψυχολογίας, έ.α., σελ. 66.

12. Βλ. Παπαδόπουλο, έ.α., σελ. 67. 13. Γνωστός είναι ο πλατωνικός μύθος των ανθρώπων που γεννήθηκαν και έ-

ζησαν όλη τη ζωή τους σε ένα σπήλαιο με την πλάτη γυρισμένη προς την είσοδο αυ-τού, ώστε η μόνη εικόνα των πραγμάτων του φυσικού κόσμου που προσλάμβαναν

Page 30: ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

Η ψυχολογία των μαρτύρων 129

Αλλά και η ίδια η Γενική Ψυχολογία, η οποία μελετά τα προβλήματα της αντίληψης με τις δικές της μεθόδους που μπορεί να διαχειρισθεί, δεν μπορεί να παραβλέψει τα φιλοσοφικά ερωτήματα για τις πηγές και την αξία της γνώσης και αν υπάρχουν έμφυτες (a priori) ιδέες στον αν-θρώπινο νου ή όλα είναι προϊόντα της εμπειρίας του κόσμου των αι-σθήσεων14.

Φιλόσοφοι και ψυχολόγοι δυσκολεύονται να διαχωρίσουν την α-ντίληψη από την αίσθηση που μεταφέρει το σήμα που προέρχεται από τον ερεθισμό15. Η αντίληψη είναι πάντα η κωδικοποίηση των πληρο-φοριών των αισθήσεων, αλλά μέσα από τις αισθήσεις μπορούμε να δι-ακρίνουμε αυτό που ταυτόχρονα αλλάζει, ανάλογα με την προσωπικό-τητα του προσλαμβάνοντος, λ.χ. ηλικία, μαθησιακή ιστορία, διαθέσεις κ.λπ.16.

Β. Η οργάνωση των μορφών της αντίληψης. Η “αντίληψη” δεν πρέπει να νοηθεί ως “φωτογραφία”, στην οποία αποτυπώνονται τα διάφορα ερεθίσματα των αισθήσεων. Η οργάνωση των μορφών στην αντίληψη ακολουθεί συνήθως μια παραγωγική διαδικασία που την χα-ρακτηρίζουν (Wertheimer17) ιδίως τα εξής:

α) Η εγγύτητα των στοιχείων μέσα στο χώρο και το χρόνο τείνει να δημιουργήσει μια ενότητα.

ήταν οι σκιές στα τοιχώματα του σπηλαίου. Έτσι, όταν κάποτε βγήκαν από το σπή-λαιο δεν μπορούσαν να πιστέψουν στις πραγματικές μορφές που αντίκρυσαν.

14. Βλ. Παπαδόπουλο, έ.α. 15. Η επίγνωση καταστάσεων ή αντικειμένων καθορισμένων ή βασισμένων σε

ερεθίσματα που επιδρούν στα αισθητήρια όργανα σε μια συγκεκριμένη στιγμή χαρα-κτηρίζεται ως αντίληψη, αισθητήρια αντίληψη. Καθώς οι αντιληπτικές εμπειρίες πη-γάζουν από τις αισθητήριες υποδοχές και είναι εξαιρετικά περίπλοκες οι σχέσεις με-ταξύ των εν λόγω δύο εννοιών, ο όρος αισθητήρια αντίληψη κρίνεται ελάχιστα πει-στικός, βλ. Παπαδόπουλο, έ.α.

16. Βλ. Παπαδόπουλο, έ.α., σελ. 67. 17. Γερμανός ψυχολόγος (1880-1943), ιδρυτής της θεωρίας των μορφών (Ges-

talten), κατά την οποία το προϊόν της εμπειρίας προσλαμβάνεται ως «σύνολο» πέραν από τις σχέσεις των επί μέρους στοιχείων του. Είναι η λεγόμενη “Gestaltpsychologie” (πρβλ. προηγουμένως στο 3.4.3.2.Α) που χαρακτηρίζεται ως “Berliner Schule” (σχε-τικά βλ. σε: Dorsch, Psychologisches Wörterbuch, έ.α., σελ. 749, επίσης βλ. Produkti-ves Denken, 1957), περαιτέρω βλ. H. Feldmann, Kompendium der medizinischen Psychologie, έ.α., σελ. 81.

Page 31: ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

130 Μιχαήλ Μαργαρίτης

β) Όμοια στοιχεία οργανώνονται από κοινού στο χώρο και στο χρόνο.

γ) Σύνολο ερεθισμάτων δημιουργεί μορφή τόσο αδρή, όσο πιό κλειστό είναι το περιεχόμενό του.

δ) Η κοινότητα της κατεύθυνσης των επί μέρους ερεθισμάτων δημιουργεί δυνατότητες οργάνωσης.

ε) Οι πιό απλές, συμμετρικές, ομαλές μορφές γίνονται ευκολότε-ρα αντιληπτές από τις πιό σύνθετες και περίπλοκες.

Γ. Παράγοντες που επηρεάζουν την αντίληψη. 1. Γενικά. Σοβαρή επιρροή πάνω στην ακρίβεια της αντίληψης

μπορούν να ασκήσουν διάφοροι παράγοντες, όπως οι φυσικοί παράγο-ντες κατά τη στιγμή της πρόσληψης, λ.χ. ο χρόνος της ημέρας και ο φωτισμός, ο τόπος του συμβάντος και η απόσταση από αυτό, η ταχύ-τητα εξέλιξης του συμβάντος και το τυχόν πλήθος παράλληλων συμ-βάντων. Όμοια επιρροή μπορούν να ασκήσουν οι ψυχολογικοί παρά-γοντες, όπως λ.χ. η ένταση και έκταση της προσοχής του μάρτυρα κα-τά το συμβάν, η υπερφόρτωση των δυνατοτήτων του πρόσληψης με έναν ιδιαίτερα υψηλό βαθμό σύνθεσης της κατάστασης, καθώς και οι προσλήψεις με την επίδραση καθαρά προσωπικών σχημάτων πάνω σ’ αυτές, όπως λ.χ. προσδοκία με βάση παλαιότερες εμπειρίες, αντιλή-ψεις και προκαταλήψεις, τάσεις απόκρουσης προσλήψεων κ.λπ.

2. Η κατάσταση των αισθήσεων. Βασική προϋπόθεση ακριβούς αντίληψης είναι η κατάσταση των αισθήσεων, δηλ. η οπτική ή ακου-στική οξύτητα, η αφή κ.λπ., ανάλογα με το προσλαμβάνον κατά περί-πτωση αισθητήριο όργανο. Επίσης, μπορεί ο μάρτυρας να έχει αχρω-ματοψία ή δυσχρωματοψία και να μην είναι αξιόπιστη η κατάθεσή του σχετικά λ.χ. με το χρώμα των εμπλακέντων σε ατύχημα οχημάτων. Ο δικαστής θα πρέπει να συνεκτιμά συνεπώς και την κατάσταση του αι-σθητηρίου οργάνου με το οποίο έγινε αντιληπτό το επίδικο συμβάν, λ.χ. αν ο μύωπας μάρτυρας φορούσε τα γυαλιά του και αν αυτά ήσαν τα κατάλληλα για την πάθησή του. Θα πρέπει επίσης να συνεκτιμηθεί και η απάτη των αισθήσεων στην οποία υπόκεινται οι άνθρωποι, κα-θώς και η ικανότητα του καθενός να εκτιμήσει την απόσταση και το χώρο.

3. Η συγκινησιακή κατάσταση του υποκειμένου. Η συγκίνηση που

Page 32: ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

Η ψυχολογία των μαρτύρων 131

προκαλείται στον μάρτυρα από την ίδια τη σκηνή του εγκλήματος, όσο και η έκπληξη, ο φόβος, η οργή, η χαρά, από άλλους λόγους, μπορεί να έχουν ως αποτέλεσμα να νομίζει ο μάρτυρας ότι αντελήφθη ορι-σμένες λεπτομέρειες, χωρίς να έχουν συμβεί18. Πολλές φορές από ένα αιφνίδιο συμβάν, οι φυσιολογικές λειτουργίες του σώματος επηρεάζο-νται, λ.χ. οι καρδιακοί σφυγμοί επιταχύνονται, δημιουργείται εγκεφα-λική υπεραιμία, επηρεάζεται ο ρυθμός της αναπνοής. Από τη «συγκι-νησιακή τρικυμία» αυτή, το άτομο καθίσταται μη απόλυτα ικανός δέ-κτης των παραστάσεων. Γενικά, όπως παρατηρεί ο Altavilla19, o συναι-σθηματικός μας κόσμος είναι το γυαλί που χρωματίζει ποικιλότροπα τον κόσμο και ποτέ δεν πρέπει να λησμονείται στις δικαστικές αίθου-σες η μεγάλη αυτή αλήθεια.

Ειδικότερα, η αιφνίδια “έκπληξη” (το shock), που προκαλεί το νέο και το απροσδόκητο, το μη αναμενόμενο, επιφέρει ένα είδος “συν-αρπαγής” που αδρανοποιεί συνειδησιακές δυνάμεις, ιδίως στο χώρο της αντίδρασης. Πολλά περιστατικά, βίαιων ιδίως πράξεων, μας πεί-θουν ότι ο δράστης εκμεταλλεύεται πολλές φορές την έκπληξη και την εντεύθεν παροδική αδρανοποίηση θυμάτων και παρευρισκόμενων, οι οποίοι συνάμα, λόγω της έκπληξης, είναι και κακοί παρατηρητές του εξελισσόμενου ενώπιόν τους συμβάντος.

Ο “φόβος” έχει κοινά σημεία με την “έκπληξη” της οποίας πολ-λές φορές αποτελεί αναγκαίο αποτέλεσμα και δημιουργεί μια “οιονεί παραλυτική κατάσταση”, λόγω του πράγματι επαπειλούμενου ή νομι-ζόμενου κινδύνου. Πολλές φορές, το έντονο συναίσθημα του φόβου αλλοιώνει τη λειτουργία της αντίληψης και μπορεί να προκαλέσει αυτα-πάτες (ανακριβείς αναπαραστάσεις του αντικειμένου που υπάρχει) και παρακρούσεις (αναπαραστάσεις ανύπαρκτου γεγονότος ή πράγματος)20.

Η “οργή” είναι πολύ ισχυρό συναίσθημα, που προκαλεί στον άν-θρωπο συγκεχυμένη αντίληψη των συμβαινόντων, αφαιρώντας μέρος από τη διαύγεια των αισθήσεών του και συνεπώς επιδρά πολύ μειωτι-κά πάνω στην ακρίβεια της αντίληψης ενός συμβάντος. Αν η ένταση της οργής υπερβαίνει κάθε μέτρο, μοιάζει με κρίση επιληψίας21.

18. Σχετικά βλ. Αργυρόπουλο, Δικαστική Ψυχολογία, 19312, σελ. 205. 19. Σχετικά βλ. σε Αργυρόπουλο, έ.α., σελ. 213. 20. Σχετικά βλ. Αργυρόπουλο, έ.α., σελ. 205. 21. Σχετικά βλ. Αργυρόπουλο, σελ. 210.

Page 33: ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

132 Μιχαήλ Μαργαρίτης

Η “λύπη” διακρίνεται σε ενεργητική και παθητική. Στην παθητι-κή λύπη, το άτομο είναι τόσο πολύ συγκεντρωμένο στις θλιβερές σκέ-ψεις του, ώστε ελάχιστα ερεθίσματα του εξωτερικού κόσμου διέρχο-νται το κατώφλι της αντίληψής του. Ενώ στην ενεργητική λύπη, όπου το άτομο μιλάει, κινείται, κλαίει και παραπονείται, δεν υπάρχει απο-μόνωση από τον εξωτερικό κόσμο, αλλά έχει ως σύμπτωμα μια ελλει-πτική προσοχή στα συμβαίνοντα, λόγω της έλλειψης ενδιαφέροντος22.

Η “χαρά” αποτελεί και αυτή αίτιο που καθιστά την προσοχή α-σθενέστερη επί συμβάντος που δεν σχετίζεται με το αντικείμενο της ευχαρίστησης του μάρτυρα, ενώ κατά τα λοιπά παραμένει ανέπαφη η αντιληπτική ικανότητα.

4. Η προσωπική ιδιαιτερότητα. Κάθε άνθρωπος βιώνει τον κόσμο με την έννοια της δικής του νομοτέλειας της ουσίας. Για το λόγο αυτό, οι ίδιες βάσεις πρόκλησης ερεθίσματος οδηγούν τα διάφορα άτομα σε διαφορετικό περιεχόμενο αντίληψης. Την κρίση αυτή επιβεβαιώνει το παράδειγμα του «δάσους μια νύκτα με σεληνόφως», καθώς είναι ε-μπειρικά γνωστό σε όλους ότι διαφορετικά βιώνουν την παράστασή του ο κυνηγός (το προσλαμβάνει σαν τόπο με θηράματα), ο βιολόγος (σαν βιότοπο), ο στρατιώτης που φυλάει σκοπιά (σαν πολύ επικίνδυνο μέρος να πλησιάσει κάποιος αθόρυβα), ο έμπορος ξυλείας (σαν τόπο ξύλευσης), ο οικοπεδοφάγος, το ερωτικό ζεύγος κ.ο.κ. Επίσης, αλλιώς εντοπίζει το μεσημέρι ο χωρικός, ο άνθρωπος της πόλης, ο στρατιώ-της, ο ψαράς κ.ο.κ. Ακόμη, αλλιώς νοεί το γέροντα ένα μικρό παιδί και αλλιώς ένας μεσήλικας. Η έκφραση «μισή ώρα δρόμος» έχει άλλη έν-νοια για τον ορεσίβιο και άλλη για τον άνθρωπο της πόλης.

Εξάλλου πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη και η ικανότητα της δε-κτικότητας, σε ποιο σημείο δηλ. είναι ανεπτυγμένη η αντίληψη του κα-θενός. Μόνο ένα μέρος από τα ερεθίσματα αντιλαμβάνεται το υποκεί-μενο, πράγμα που προσδιορίζεται από τα ενδιαφέροντά του, αλλά και από την ικανότητα δεκτικότητάς του. Η αντιληπτική ικανότητα μετα-βάλλεται επίσης, ανάλογα με την ηλικία, την πείρα, την άσκηση και τη διανοητική δραστηριότητα του ελεγχόμενου προσώπου, αλλά και ο ρόλος της διάθεσης αυτού δεν πρέπει να παραγνωρίζεται23. Η καλή κα-

22. Σχετικά βλ. Αργυρόπουλο, σελ. 211. 23. Βλ. Dorsch, Psychologisches Wörterbuch, 198210, σελ. 484, Παπαδόπουλο,

έ.α., σελ. 66 επ., πρβλ. τον ίδιο, έ.α., σελ. 26 επ.

Page 34: ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

Η ψυχολογία των μαρτύρων 133

τάσταση των αισθήσεων παίζει έναν επίσης σημαντικότατο ρόλο, κα-θώς και η ικανότητα προσοχής του μάρτυρα, που ποικίλλει από πρό-σωπο σε πρόσωπο και η δεκτικότητά του σε αυθυποβολή ή υποβολή τρίτου.

5. Παραμορφώσεις μέσω προσδοκίας της αντίληψης. Και η προσ-δοκία της αντίληψης, με την έννοια μιας τρίβαθμης διεργασίας (υποθε-τική προσδοκία, είσοδος πληροφοριών, εξέταση της πληροφορίας) πε-ριγράφει, μέσω ψυχικών διεργασιών, παραμορφώσεις της κατάστασης περιβάλλοντος που υπάρχει αντικειμενικά24.

6. Η αντιληπτική άμυνα. Η “αντιληπτική άμυνα” (perceptual de-fence) επί ατόμων που απειλούνται ή φορτίζονται, η “κοινωνική αντί-ληψη” (social perception) και η πίεση για συμμόρφωση ή παραμόρ-φωση της αντίληψης, μέσω επιδράσεων του προσωπικού κόσμου, α-ποτελούν άλλα, συχνά ερευνηθέντα, φαινόμενα, που θεμελιώνουν μια ασυμπτωσία των ερεθισμάτων που έχουν συλληφθεί συνειδητά, προς τον κόσμο της αντικειμενικής πραγματικότητας.

4.2.2.3. Δεύτερη φάση: η μνήμη

Μεταξύ της αντίληψης του συμβάντος από τον μάρτυρα και της κατάθεσής του, μεσολαβεί η φάση της διατήρησης των παραστάσεων, δηλ. των αντιλήψεων που έχουν καταγραφεί στη μνήμη του μάρτυρα.

Α. Έννοια της μνήμης. Η “μνήμη” είναι ψυχικό φαινόμενο που κατευθύνει τη συμπεριφορά του ατόμου σε συνάρτηση με ένα παλαιό-τερο βίωμά του. Είναι η ικανότητα του ανθρώπου να αποτυπώνει, δια-τηρεί και αναπλάθει παραστάσεις25. Στη διδασκαλία του Πλάτωνα (στο

24. Σχετικά πρόσφατα, ιδιωτικό μισθωμένο από το δράστη ελικόπτερο εισήλθε στο χώρο των φυλακών του Κορυδαλλού και απελευθέρωσε κρατούμενο. Αυτόπτης που περιέγραψε το συμβάν ισχυρίσθηκε μπροστά στις τηλεοπτικές κάμερες ότι το ε-λικόπτερο έφερε την επιγραφή «POLICE» πράγμα παντελώς ανακριβές, αφού επρό-κειτο για ιδιωτικό μισθωμένο ελικόπτερο.

25. Σχετικά βλ. Dorsch, έ.α., σελ. 233 επ., Παπαδόπουλο, έ.α., σελ. 350 επ. Γε-νικά, χαρακτηριστικό των ζωντανών οργανισμών βάσει του οποίου ό,τι γνωρίζουν υπογράφεται και αποθηκεύεται έτσι ώστε οι επιδράσεις του διαμορφώνουν τη μελλο-ντική εμπειρία και συμπεριφορά. Αποτελεί χαρακτηριστικό κάθε είδους μάθησης. Η “μνήμη” υπό σχετική έννοια καλύπτει την ανάμνηση και την αναγνώριση. Ειδικότε-ρα, η μνήμη είναι νοητική λειτουργία συγκράτησης πληροφοριών σχετικά με ερεθί-

Page 35: ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

134 Μιχαήλ Μαργαρίτης

έργο του Φαίδων) γίνεται λόγος για «ανάμνηση» σαν εξήγηση της μα-θησιακής διαδικασίας του ανθρώπου, αλλά και της ανεξαρτησίας σώ-ματος - ψυχής. Κατά το σχετικό πλατωνικό μύθο, μετά το θάνατό του και το πέρασμα της Αχερουσίας Λίμνης, το άτομο πίνει από το «νερό της λήθης» και ξεχνάει όλα όσα είχε μάθει στην προηγούμενη ζωή του και στη συνέχεια, όταν μετεμψυχωθεί, όταν η ψυχή εισέλθει σε νέο σώμα, το άτομο αρχίζει να μαθαίνει και πάλι αυτά που είχε ξεχάσει. Ο φιλόσοφος Bergson διέκρινε μεταξύ «καθαρής» και «κινητικής» μνή-μης. Η εξέλιξη της μοριακής βιολογίας από τη δεκαετία του 1960 συ-σχετίζει πλέον τις μελέτες για τη μνήμη με την εν λόγω επιστήμη.

Β. Ωστόσο, είναι γενικά παραδεδεγμένο ότι η μνήμη δεν είναι το πιο αξιόπιστο πάντα στοιχείο, στο οποίο πρέπει να στηριχθούμε, για να βεβαιωθούμε ότι η κατάθεση του μάρτυρα, όπως αυτός την επανα-φέρει, ταυτίζεται με το συμβάν26. Μερικοί από τους λόγους που καθι-στούν μη απόλυτα αξιόπιστη τη μνήμη των ανθρώπων εκτίθενται αμέ-σως κατωτέρω:

1. Η πάροδος χρόνου. Η εξασθένιση της παράστασης, λόγω πα-ρόδου μακρού χρόνου, είναι ο κανόνας, αφού ο χρόνος δρα απωθώ-ντας τις παλαιότερες παραστάσεις προς το υποσυνείδητο, όταν στη

σματα, γεγονότα, εικόνες, ιδέες κ.ά. που ανακαλούνται ακόμη και όταν τα αρχικά ε-ρεθίσματα δεν είναι στα παρόντα. Κατ’ άλλους πρόκειται για το υποθετικό “αποθη-κευτικό σύστημα” του ανθρώπινου νου που κατακρατά αυτές τις πληροφορίες. Συνο-πτικά, είναι ικανότητα αποθήκευσης ανακλητών πληροφοριών. Η ικανότητα αυτή εί-ναι στενά συνδεδεμένη με το άτομο που αποθηκεύει ένα υλικό και με το είδος του υ-λικού που αποθηκεύεται. Η αποθήκευση λέγεται και “αποτύπωση” ή αναγνώριση και θύμιση. Η υλική βιολογική βάση της μνήμης είναι ο εγκέφαλος. Ο τρόπος αποθήκευ-σης των πληροφοριών δεν έχει ακόμη πλήρως διευκρινισθεί. Πάντως έχει διαπιστωθεί η διάκριση τριών τρόπων αποθήκευσης (ή μορφές λειτουργίας της μνήμης):

α) αισθητηριακή μνήμη ή κυρίως “αποτύπωση”, που το περιεχόμενό της ελέγ-χεται σε πειράματα με τη χρήση ταχυστοσκόπιου·

β) βραχυπρόθεσμη ή μικρόχρονη ή ενεργοποιημένη μνήμη, που θεωρείται από πολλούς ότι διαρκεί λιγότερο από 20΄΄, κατ’ άλλους μέχρι 30΄ ή και λίγες μέρες και

γ) μακροπρόθεσμη ή μακρόχρονη ή κυρίως μνήμη που διαρκεί απεριόριστα και θεωρείται ότι βιολογικά-βιοχημικά σχετίζεται με τις πρωτεΐνες.

Τη σχέση λειτουργίας της μνήμης και ορμονών έχει βεβαιώσει από το 1978 ο γερμανός βιοχημικός της μνήμης Vester (Διεξοδικά βλ. Παπαδόπουλο, έ.α., σελ. 350).

26. Βλ. Dorsch, έ.α., σελ. 234.

Page 36: ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

Η ψυχολογία των μαρτύρων 135

συνείδηση εμφανίζονται νέες27. Αυτός είναι και ένας από τους λόγους που επιβάλουν την ταχεία εκδίκαση των εγκλημάτων, αλλά και την παραγραφή28.

Χωρίς να παραγνωρίζεται ότι η διάρκεια της μνήμης διαφέρει πολλές φορές ουσιωδώς στα διάφορα άτομα, η φυσιολογική, κανονικά αναμενόμενη, έκπτωση των περιεχόμενων της μνήμης με το χρόνο, τη λήθη, γίνεται εδώ μέσω της χονδροειδούς προσέγγισης της «καμπύλης λήθης» του Herman Ebbinghaus29. Η έκταση, η ακρίβεια και η αξία της μαρτυρίας εν γένει μειώνεται ανάλογα με την πάροδο του χρόνου από το συμβάν. Ο Stern30 μάλιστα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η πι-θανότητα μιας πεπλανημένης κατάθεσης του μάρτυρα αυξάνεται κατά 0,33% την ημέρα. Άλλωστε, είναι από την προσωπική μας πείρα γνω-στό ότι όλοι μας ενθυμούμεθα καλύτερα το συμβάν του χθες από εκεί-νο που συνέβη πριν από έτος.

Έργο του Haydén του Πανεπιστημίου του Götenborg αποτελεί η απόδειξη της ύπαρξης δύο φάσεων απομνημόνευσης: α) της “βραχυ-πρόθεσμης” (STM, short term memory) που διαρκεί μερικά δευτερό-λεπτα ως μια ώρα και αντιστοιχεί στο πεδίο της ηλεκτρικής διεγερσι-μότητας και β) της “μακροπρόθεσμης” (LTM, long term memory) που μπορεί να διαρκέσει ισόβια και αντιστοιχεί στο πεδίο της μοριακής μνήμης31.

2. Η ψυχική στάση του μάρτυρα. Εξασθένιση της παράστασης, μπορεί να έχει ως αίτιο και την ψυχική στάση του μάρτυρα, που τη θεώρησε ως ασήμαντη ή διότι η αποτύπωση της παράστασης έγινε στη διάρκεια έντονου φόβου, οργής, χαράς, λύπης, άγχους ή αιφνιδιασμού κ.λπ. Ο παθών σε εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας (βια-σμού, αποπλάνησης, αιμομιξίας κ.λπ.) που πράχθηκαν κατ’ εξακολού-

27. Βλ. Παπαδόπουλο, έ.α. Το ρητό του Βιργίλιου «fama crescit mundo» (η φή-

μη αυξάνει στον κόσμο), δεν μπορεί κανείς να μεταφέρει πάνω στην κατάθεση των μαρτύρων και να πεί, παραφράζοντας: «memoria crescit mundo» (η μνήμη αυξάνει στον κόσμο).

28. Βλ. Μ. Μαργαρίτη, Ερμηνεία Π.Κ., έ.α., Εισαγ. σημ. άρθρ. 111-116, αρ. 1. 29. Γερμανός ψυχολόγος (1850-1909), βλ. Űber das Gedächtnis, 1885 (Me-

mory), ανατύπωση 1966. 30. Βλ. προηγουμένως υποσημ. 6. 31. Πρβλ. προηγουμένως υποσημ. 25.

Page 37: ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

136 Μιχαήλ Μαργαρίτης

θηση, συνήθως ενθυμείται την πρώτη και την τελευταία πράξη. Επί-σης, δεν πρέπει να παροραθεί και η επίδραση αισθημάτων πάνω στη δραστηριότητα της μνήμης, καθώς και σε εμφανίσεις συμβολής και στις εμπλοκές ανάκλησης32.

3. Κοινωνικοί μηχανισμοί. Θα πρέπει να αναφερθεί ότι και οι κοινωνικοί μηχανισμοί παίζουν κάποιο ρόλο, αφού ο μάρτυρας μπορεί να οδηγηθεί σε ανάμνηση που ηνιοχείται από κοινωνικά επιθυμητά αποτελέσματα. Πολλοί μάρτυρες, στην επιθυμία τους να βοηθήσουν, ανασκάπτουν βαθιά τη μνήμη τους για να θυμηθούν λεπτομέρειες πά-νω σε όποιες πληροφορίες αισθάνονται ότι μπορούν να βοηθήσουν.

Εξάλλου, αναφέρονται εμπειρικά ευρήματα για την επίδραση της δραστηριότητας βίας σε μια, πειραματικά παρουσιαζόμενη σκηνή. Σε όσο μεγαλύτερο βαθμό έγινε ορατή η βία, τόσο μικρότερη ήταν η α-κρίβεια των καταθέσεων. Ένα άλλο πείραμα για μια “κλοπή” έδειξε, ότι η ακρίβεια της αναγνώρισης των δραστών βελτιωνόταν, ανάλογα με την υποτιθέμενη αξία που προσδινόταν στο κλοπιμαίο.

4. Ο περιορισμός, η ελάττωση κ.λπ. των παραστάσεων. Ο μάρ-τυρας έχει την τάση να περιορίζει, ελαττώνει, συστέλλει και σμικρύνει τις αναμνήσεις που αφορούν το χρόνο, μεγέθη και απόσταση.

5. Η απώθηση δυσάρεστων καταστάσεων. Η ανθρώπινη συνεί-δηση έχει την ιδιότητα με την πάροδο του χρόνου να απωθεί προς το υποσυνείδητο τις δυσάρεστες ή επώδυνες παραστάσεις και γενικά κά-θε παράσταση που προκαλεί ψυχικό πόνο και κλονισμό33. Πολλές φο-ρές ακούμε θύματα βίαιων εγκλημάτων να λέγουν ότι από ένα σημείο και πέρα δεν ενθυμούνται τίποτε για το συμβάν. Γενικά, μια τέτοια υ-πόρρητη διεργασία απώθησης αυτών των παραστάσεων αποτελεί και μέ-ρος της αυτοματοποιημένης άμυνας κατά των εμμονών και καταθλιπτι-κών καταστάσεων. Πάντως, οι παραστάσεις αυτές δεν φαίνεται να χάνο-νται οριστικά, αλλά υπό περιστάσεις είναι δυνατή η ανάκλησή τους34.

32. Ο Κ. Γαρδίκας (βλ. Εγκληματολογία, Τόμος Β΄, 1964, σελ. 287) αναφέρει

το παράδειγμα άνδρα, του οποίου η σύζυγος μετά από φιλονικία μαζί του έφυγε από το σπίτι. Όταν αυτός πληροφορήθηκε ότι κάποια γυναίκα βρέθηκε πνιγμένη στο πο-τάμι, «αναγνώρισε» στο πτώμα της τη σύζυγό του, παρόλο που δεν είχε καμία ομοιό-τητα με τη μορφή εκείνης, ούτε με την ενδυμασία της!

33. Βλ. προηγουμένως υποσημ. 27. 34. Βλ. προηγουμένως υποσημ. 25.

Page 38: ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

Η ψυχολογία των μαρτύρων 137

6. Η τροφοδοσία της μνήμης με άλλα στοιχεία. Κατά το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μέχρι την κατάθεση του μάρτυρα, δηλ. στη φάση της διατήρησης των παραστάσεων στη μνήμη του, οι αντιλήψεις που έχουν καταγραφεί σ’ αυτή, τροφοδοτούνται με διάφορα άλλα στοιχεία και πέραν τούτου δεν προστατεύονται και από συστημικές ή τυχαίες τροποποιήσεις. Έτσι, οι παραστάσεις που καταγράφονται στη μνήμη υπόκεινται πολλές φορές σε αλλοιώσεις ή παραποιήσεις, οι ο-ποίες κυμαίνονται ποσοτικά και ποιοτικά35.

Γενικά ο μάρτυρας μπορεί μετά την αντίληψη, την πρόσληψη, του συμβάντος (βλ. ανωτ. 1η φάση), να δεχθεί άλλωθεν παραστάσεις, που στη διαδρομή μπορεί να θεωρήσει ως προσκτηθείσες με τις δικές του αισθήσεις κατά το χρόνο του συμβάντος. Οι μάρτυρες μπορεί δη-λαδή να πιστέψουν ότι είδαν το συγκεκριμένο πρόσωπο, χωρίς να το έχουν δει ποτέ και ότι ενθυμούνται περιστατικά που δεν τα έχουν βιώ-σει. Μάλιστα, υπάρχουν και ενδείξεις ότι αναμνήσεις “δημιουργημέ-νες” κατ’ αυτόν τον τρόπο μπορούν να διατηρούνται χρονικά και να μένουν βαθιά ριζωμένες στη συνείδηση36. Η πιο πειστική εξήγηση του φαινομένου αυτού είναι ο λανθασμένος προσδιορισμός της πηγής λή-ψης της πληροφορίας37. Με άλλα λόγια, οι μάρτυρες συγχέουν πληρο-φορίες που απέκτησαν έξω από το συμβάν, με εκείνες που οι ίδιοι α-πέκτησαν κατά το ίδιο το συμβάν και έτσι αναμνήσεις λεπτομερειών από διάφορες πηγές γίνονται αμάγαλμα με τις πραγματικές αναμνήσεις του μάρτυρα από το ίδιο το συμβάν38.

7. Οι συμπληρώσεις των κενών της μνήμης. Σε περίπτωση που ο μάρτυρας δεν μπορεί να ανακαλέσει στη μνήμη του ένα βιοτικό συμ-βάν είτε και λεπτομέρειες τούτου, σύμφωνα με το νόμο (άρθρα 224, 225 Π.Κ.), πρέπει να δηλώσει προς τον εξετάζοντα ότι «δεν ενθυμεί-ται» και όχι να εκθέσει φανταστικά πράγματα, ως δήθεν συμβάντα39. Η καθημερινή όμως εμπειρία μας έχει φορτίσει με την αίσθηση ότι πολ-λές φορές ο μάρτυρας «συμπληρώνει» τα κενά της μνήμης του, είτε

35. Βλ. Παπαδόπουλο, έ.α., σελ. 350-352. 36. Βλ. Βrainerd και Pool, σε Learning and Individual Differences, 1997. 37. Βλ. Memon και Wright, 1999. 38. Βλ. Lien και Lindsey, 1998. 39. Σχετικά βλ. Μ. Μαργαρίτη, Ερμηνεία του Κώδ. Ποιν. Δικ., έ.α., άρθρ. 224

(σελ. 441 επ.) και 225 (σελ. 443 επ.).

Page 39: ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

138 Μιχαήλ Μαργαρίτης

συνειδητά είτε χωρίς να έχει τη συνείδηση του ότι πράττει κάτι τέτοιο. Η ακούσια συμπλήρωση αυτών των κενών της μνήμης μπορεί να γίνει με διάφορους τρόπους, όπως:

– με αυθαίρετη αναπαραγωγή του συμβάντος από το μάρτυρα, όχι με βάση τα στοιχεία της ανάμνησής του, αλλά με βάση δική του επε-ξεργασία μιας ολοκληρωμένης διαδρομής του, όπως ο ίδιος έχει βιώ-σει ανάλογα συμβάντα, με γνωστές σ’ αυτόν παραμέτρους·

– με αυτόματη προσαρμογή της αντιληπτικής του πρόσληψης σε προσλήψεις τρίτων, λ.χ. άλλων παρόντων, δημοσιεύματα των ΜΜΕ κ.λπ. Τα δημοσιεύματα και τα τηλεοπτικά κυρίως μηνύματα, υπό μορ-φή ειδήσεων, σχολίων κ.λπ., αποτελούν σοβαρό παράγοντα πρόκλη-σης πεπλανημένων μαρτυριών, αφού ο μάρτυρας υποβάλλεται από αυ-τά, τα οποία ενέχουν τις περισσότερες φορές ανακριβή στοιχεία, και τα εμπλέκει με το συμβάν, όπως το έχει ο ίδιος αντιληφθεί και τελικά και ο ίδιος πιστεύει ότι τούτο το αντιλήφθηκε κατά διαφορετικό τρόπο·

– με χωροχρονική μετατόπιση της εξέλιξης του συμβάντος, δηλ. ο μάρτυρας μετατοπίζει μη συνειδητά τον τόπο και το χρόνο του γεγο-νότος για το οποίο καταθέτει·

– με μερική ανάμειξη διαφορετικών σχετικών παραστάσεων, λ.χ. κατάθεση περί πληροφορίας που δόθηκε πράγματι στον μάρτυρα, αλ-λά από άλλο πρόσωπο και όχι αυτό που κατονομάζει40·

– με την εκφορά υποκατάστατων αναμνήσεων, στη θέση της αρ-χικής παράστασης, ιδίως επί διαδοχικών καταθέσεων, όπου ασυναί-σθητα γίνονται μη ανταποκρινόμενες στο συμβάν συμπληρώσεις κε-νών, όπως επίσης και με την επέκταση των αληθινών παραστάσεων, προς “ωραιοποίηση” των εικόνων της ανάμνησης41·

40. Ένα τέτοιο παράδειγμα αναφέρει ο Τ. Φιλιππίδης (βλ. Δικαστική Ψυχολογί-

α, έ.α., σελ. 239). Κατ’ αυτό, δικηγόρος επέμεινε ότι περί της σκανδαλώδους διαγω-γής της κας Χ του είχε κάνει λόγο συγκεκριμένος συνάδελφός του, με τον οποίο συ-νοδοιπόρησαν κάποια ημέρα προς το δικαστήριο. Το αληθινό ήταν μόνο ότι περπά-τησαν μαζί με το συνάδελφό του αυτό προς το δικαστήριο, ενώ περί της κας Χ του εί-χε μιλήσει άλλος συνάδελφός του κάποια άλλη ημέρα.

41. Ακόμη και ο λογικός συνειρμός, με την έννοια μιας διάπλασης αντισταθμι-στικών συμπληρώσεων των ελλείψεων της μνήμης, μπορεί να οδηγήσει σε μια “γενι-κή θεωρία” του μάρτυρα για το συμβάν. O “κλασικός μάρτυρας” υπολαμβάνει ότι τα κενά της μνήμης του πρέπει τώρα να γεμίσουν και κατασκευάζει τη δική του θεωρία,

Page 40: ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

Η ψυχολογία των μαρτύρων 139

– με “ονειρικά βιώματα”, που αναπλάσσονται ως πραγματικά, παρότι τούτο σπανίως συμβαίνει.

8. Η “επανάληψη” της κατάθεσης. Η διαδικασία της μνήμης ε-πηρεάζεται επίσης ισχυρά από την “αναθέρμανση” του υλικού μνήμης με την μορφή των επαναλήψεων (repetitio mater memoriam) που έ-χουν γίνει αντιληπτές ή έχουν πάρει μορφή λεκτική του περιεχομένου της κατάθεσης. Σε αυτή τη φάση εμφανίζονται επίσης ευφημιστικές - εγωκεντρικές τάσεις του μάρτυρα, πράγμα που μπορεί να οδηγήσει στο να αναφανούν τάσεις του για την προώθηση της δικής του θέσης και για την μείωση των προσωπικών του συναισθημάτων ενοχής.

9. Οι παθολογικές καταστάσεις. Τέτοιες αποτελούν οι περιπτώ-σεις αμνησίας ή λήθης, που οφείλονται σε κρανιοεγκεφαλικές παθή-σεις ή διάφορες νοσηρές μεταβολές. Μερικές φορές εξ αιτίας ενός έ-ντονου βιώματος μπορεί να αναδυθεί στην μνήμη του μάρτυρα ένα λησμονημένο γεγονός, λ.χ. ο μάρτυρας ξαναβλέπει το ζημιογόνο αυ-τοκίνητο ή ο μάρτυρας-παθών βλέπει μπροστά του το ληστή και θυμά-ται ολόκληρο το συμβάν.

4.2.2.4. Τρίτη φάση: η ανάπλαση (αναπαραγωγή) του συμβάντος

Γενικά. Την τρίτη φάση μιας διαδρομής κατάθεσης, αποτελεί η λεκτική αναπαραγωγή του συμβάντος από τον μάρτυρα, δηλ. η ίδια η μαρτυρική κατάθεση. Στη φάση αυτή αναπλάσσεται ενώπιον του δι-καστηρίου η “σκηνή” του εγκλήματος κ.λπ. μέσω της διατηρημένης στη μνήμη του αντίληψης του μάρτυρα. Ο μάρτυρας καλείται να κα-ταθέσει για το περιστατικό, τη συμπεριφορά του δράστη και τη σχέση του προς το δράστη κ.λπ. Ο μάρτυρας και αν ακόμη θέλει να πει την αλήθεια και είναι πεπεισμένος ότι λέγει την αλήθεια, είναι δυνατόν η

στοιχούμενος προς την οποία στη συνέχεια πειστικά και καθ’ όλα λογικά και σίγουρα δεν διστάζει να καταθέσει, αφού όλα τα κενά πρέπει να συμπληρωθούν ομοιόμορφα, με την έννοια του προσιδιάζοντος στην πείρα. Συνεπώς, ο δικαστής πρέπει να τοπο-θετηθεί πιό ευνοϊκά απέναντι στο μάρτυρα που διστάζει, πλην όμως περιορίζεται σε πραγματικές εγγραφές της μνήμης του και όχι, όπως γίνεται συχνά, απέναντι στο “βο-λικό μάρτυρα”, ο οποίος μπορεί να θεμελιώσει τις επί της ουσίας αιτιολογίες της δι-καστικής απόφασής του.

Page 41: ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

140 Μιχαήλ Μαργαρίτης

κατάθεσή του να είναι ανακριβής. Τούτο μπορεί να οφείλεται σε έναν από τους λόγους που εκτίθενται ακολούθως:

1. Το “δικαστηριακό βίωμα” του μάρτυρα42.

Ο μάρτυρας στην ποινική δίκη βρίσκεται σε ασύνηθες περιβάλ-λον, δυνατόν δε να έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με τη δικαιοσύ-νη. Ο ακατάλληλος χώρος αναμονής του μάρτυρα, η ατμόσφαιρα του δικαστηρίου, η εξ ύψους παρουσία των δικαστών, η παρουσία των δι-κηγόρων, του κατηγορουμένου και του παθόντος, το ακροατήριο, κα-θώς και η τελετουργική διαδικασία ασκούν “καταθλιπτική” επίδραση πάνω στον μάρτυρα. Ο Α. Hellwig43 αναφέρει το παράδειγμα εισαγγε-λέα που όταν κλήθηκε να καταθέσει ως μάρτυρας, σε εντελώς ασήμα-ντη υπόθεση, δεν ήταν σε θέση να δηλώσει ούτε το όνομά του!

2. Οι “γλωσσικοί παράγοντες” εν γένει. Η επίδραση των γλωσσικών παραγόντων στην αποτύπωση της

πραγματικότητας και στην αντίστοιχη επίδρασή τους στην αναπαρα-γωγή μιας ανακριβούς κατάθεσης είναι πολύ μεγάλης σπουδαιότητας. Ο Wittgenstein έχει παρατηρήσει στο έργο του Tractatus ότι «τα όρια της γλώσσας είναι τα όρια του κόσμου του καθενός».

Το διαφορετικό βίωμα ταυτόσημων καταστάσεων, μέσω ανθρώ-πων, μπορεί να αναχθεί σε ελλείπουσα διαπροσωπική σύμπτωση των γλωσσικά κωδικοποιημένων αντιλήψεων μνήμης. Θα πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι η ίδια λέξη μπορεί για το μάρτυρα να σημαίνει διαφο-ρετικά πράγματα από εκείνα που σημαίνουν για τους παράγοντες της διαδικασίας και ιδίως όταν χρησιμοποιεί αυτός όρους.

Ρηξικέλευθα επέδρασαν και τα πειράματα του Bartlett44, ο οποίος υποστηρίζει ότι η μνήμη παρελθόντων γεγονότων και εμπειριών απέ-χει από το να είναι ευθεία ανάμνηση των παρατηρήσεων που έγιναν κατά τον κρίσιμο χρόνο, αλλά στην πραγματικότητα είναι νοητικές ανακατασκευές που χρωματίζονται από πολιτισμικές διαθέσεις και προσωπικές συνήθειες του προσώπου. Έτσι, αντικατέστησε τη “θεω-

42. Βλ. Φιλιππίδη, Δικαστική Ψυχολογία, έ.α., σελ. 241. 43. Βλ. Psychologie und Vernehmungstechnik bei Tatbestandsermittlungen,

19514, περαιτέρω βλ. Arntzen, Vernehmungspychologie, 20083, σελ. 1 επ. 44. Sir Frederic C. Bartlett (1886-1969): “Remembering: A study in Experi-

mental and Social Psychology”, 1932.

Page 42: ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

Η ψυχολογία των μαρτύρων 141

ρία-αποτύπωση” της μνήμης, με μια “θεωρία-σχήμα”, με βάση την οποία λαμβάνει χώρα μια επαγωγή και απλούστευση των περιεχομέ-νων μνήμης. Η διαδικασία δηλ. της αναπαραγωγής σμικρύνει, διαμορ-φώνει και συμπληρώνει τις αντιλήψεις μνήμης, με το εννοιολογικά ε-νεργοποιημένο σχήμα.

Ο L. Carmichael (1932)45 και ο H.J. Kornadt (1958)46 επιβεβαίω-σαν πειραματικά αυτή την επίδραση του εννοιολογικά οργανωμένου συστήματος αναφοράς πάνω στην αναπαραγωγή, η οποία φυσικά μπο-ρεί να προσλάβει σημασία, ακόμη και για μια σοβαρή κατάθεση: Η κατάθεση του μάρτυρα επηρεάζεται μέσω γλωσσικών στοιχείων, τα οποία, μπορούν να συμπληρώσουν, να αντικαταστήσουν ή να παρα-ποιήσουν οπτικές και ακουστικές αντιλήψεις μνήμης, κατά τη διάρκεια της λεκτικής αναπαραγωγής του βιώματος. Έτσι, λ.χ. η αρχικά μόνο συγκεχυμένη αντίληψη του μάρτυρα «κάτι για να καθίσει κάποιος», εμφανίζεται στη θέση της εικόνας μιας «καρέκλας». Η εξαρτώμενη από συνήθεια αφομοίωση, μπορεί κατόπιν να συμπληρώσει τη θολή αντίληψη της εικόνας, με την πραγματικότητα, που θυμίζει μια «πολυ-θρόνα», ένα «σκαμνί» κ.λπ. Το ίδιο μπορεί να παρατηρηθεί και στη δικαστική πράξη. Εδώ μπορεί να επιτευχθεί η διάγνωση του “πυρήνα της αλήθειας”, παρά τις μη σωστά περιγραφόμενες περιθωριακές λε-πτομέρειες μιας κατάθεσης και συνεπώς να μη θεωρηθεί ανακριβής στο σύνολό της η κατάθεση.

3. Η συμπεριφορά του μάρτυρα ως ερωτώμενου. Ο ρόλος που αναλαμβάνει ο μάρτυρας εξαρτάται, πέραν από αυ-

τό, σε μεγάλη έκταση από τη συμπεριφορά του ως “ερωτώμενου”. Ο μάρτυρας μπορεί να εμφανίσει αντίσταση ή προθυμία για κατάθεση, φόβο ή εμπιστοσύνη, ενώ ο ερωτών του μεταδίδει λεκτικά και μη-λεκτικά σύνολα αντίστοιχου είδους.

Στο πλαίσιο αυτό, για να δοθεί μια χρήσιμη κατάθεση, θα πρέπει ο ερωτών να μπορεί να επιδείξει (πράγμα που συμβαίνει όχι σπάνια) ανοχή στα “ψεύδη ανάγκης”, στο περιθώριο της κατάθεσης του μάρ-

45. Βλ. An experimental study of the effects of language on the reproduction of

visually perceived forms, J. exp. Psychol. 15, 1932. 46. Βλ. Experimentale Untersuchungen über qualitative Änderungen von Re-

produktionsinhalten, Psychol. Forschung 25, 1958.

Page 43: ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

142 Μιχαήλ Μαργαρίτης

τυρα, που είναι αναγκαία είτε για την αποφυγή ευθύνης του ίδιου είτε τρίτων εκτός υπόθεσης.

Ο τρόπος της εξέτασης του μάρτυρα θα πρέπει ιδιαίτερα να προ-σεχθεί, διότι μπορεί να αποτελέσει πηγή λαθών. Σε μια lege artis εξέ-ταση, ο μάρτυρας θα πρέπει να αφεθεί να αναμνησθεί και να καταθέ-σει πάνω στο βίωμα και όχι πάνω στην προηγούμενη κατάθεσή του. Βέβαια, η διάταξη του άρθρου 357§4 εδ.γ΄ Κ.Ποιν.Δ. επιτρέπει την ανάγνωση στο ακροατήριο μόνο περικοπών της κατάθεσής του της προδικασίας, για την υποβοήθηση της μνήμης του ή την επισήμανση αντιφάσεών του47. Τούτο όμως δεν θα πρέπει να γίνει, αν δεν ολοκλη-ρωθεί η αυθόρμητη έκθεση του περιστατικού από τον μάρτυρα. Η α-πλή υπόδειξη στον μάρτυρα για επανάληψη της προγενέστερης κατά-θεσής του, πρέπει ψυχολογικά να χαρακτηρισθεί ως “τεχνικό σφάλμα, λάθος τέχνης” (Kunstfehler).

Ενδεικτικό παράδειγμα της εξάρτησης της ακρίβειας της κατάθε-σης του μάρτυρα από “γλωσσικούς παράγοντες” αποτελεί και η εξάρ-τηση της κατάθεσης από την ποιότητα των ερωτημάτων που τίθενται από την πλευρά του ερωτώντος. Σχετικά οι Lipmann και Wendriner στις αρχές του 20ού αιώνα με πειράματά τους απέδειξαν ότι «σε ερω-τήσεις με εσφαλμένες προϋποθέσεις» για την πραγματικότητα, έδωσαν λαθεμένες απαντήσεις το 50% των ερωτηθέντων, ιδίως των παιδιών48.

Ιδιαίτερα μεγάλη είναι επίσης η εξάρτηση των απαντήσεων ενός μάρτυρα, σε πειράματα καταθέσεων, από τη χρήση στην ερώτηση του ορισμένου ή αντίστοιχα του αόριστου άρθρου. Στην περίπτωση της χρήσης του ορισμένου άρθρου εμφανίζεται σημαντικά συχνή αναγνώ-ριση ή ανάκληση πραγμάτων, τα οποία δεν αντιστοιχούν στην πραγ-ματικότητα. Αντίθετα, σε ερωτήσεις με χρησιμοποίηση του αορίστου άρθρου, πληθαίνουν οι απαντήσεις με την έννοια της άγνοιας ή της αβεβαιότητας. Παράλληλα, όσο τυχόν αυξάνει ο βαθμός εκνευρισμού του εξεταστή, τόσο αυξάνει και το ποσοστό λαθών σε ερωτήματα με αόριστο άρθρο.

Πέραν τούτων και ο εμπεριεχόμενος στο ερώτημα προκριματικός

47. Βλ. Μ. Μαργαρίτη, Ερμηνεία του Κώδ. Ποιν. Δικ., έ.α., άρθρ. 357, σελ. 745. 48. Βλ. Aussageexperimente im Kindergarten, Beiträge zur Psychologie der

Aussage 2, 1906.

Page 44: ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

Η ψυχολογία των μαρτύρων 143

χαρακτηρισμός του “συμβάντος” από τον ερωτώντα, λ.χ. «καλείσαι να καταθέσεις για το φόνο του Α της 10.1.2006, τον οποίο διέπραξε ο Β με πυροβόλο όπλο, στον οποίο ήσουν παρών», επιδρά πολλές φορές καταλυτικά στην παραγωγή ανακριβών καταθέσεων. Έτσι, επί πειρα-ματικής ερώτησης προς μάρτυρες, σχετικά με τις παρατηρήσεις τους επί “σύγκρουσης” και αντίστοιχα επί “πρόσκρουσης” δύο οχημάτων, σημειώθηκαν διαφορετικές περιγραφές, που εξαρτήθηκαν καθαρά από την εκλογή εκ μέρους του ερωτώντος της λέξης “σύγκρουση” ή “πρό-σκρουση”. Οι καταθέσεις μαρτύρων σε ένα άλλο πείραμα για τον τραυματισμό πεζού σε τροχαίο ατύχημα τροποποιήθηκαν σημαντικά, προς χάριν ενός από τους εμπλεκόμενους, όταν ο εκτελών το πείραμα είχε δώσει επιπρόσθετες λεκτικές πληροφορίες που έδειχναν προς μια αντίστοιχη κατεύθυνση την οποία είχε ο ίδιος προεπιλέξει.

Η επίδραση των “υποβλητικών” ερωτήσεων, πάνω στην πιστότη-τα της αναπαραγωγής του συμβάντος ή την αναγνώριση προσώπων ή πραγμάτων, εξετάσθηκε πολλές φορές κατά τα τελευταία χρόνια, με βελτιωμένες μεθόδους, σε επανάληψη προηγούμενων πειραμάτων. Ουσιαστική εμφανίζεται εδώ η διαφοροποίηση ανάμεσα σε θετικές και αντίστοιχα αρνητικές επιρροές, ανάλογα με τη φύση των ερωτήσεων, δηλαδή ανάμεσα σε υποβλητικές διαπιστώσεις που πιθανολογούν μια σύμφωνη προς την πραγματικότητα και άλλες που πιθανολογούν μια λαθεμένη απάντηση. Προέκυψε μια αυξανόμενη ακρίβεια, στην περί-πτωση σύγκρισης μιας επαναληφθείσας ερωτηματοθεσίας με χρησιμο-ποίηση:

α) των προϋπαρχόντων τύπων επιλογής, β) των υποβλητικών διατυπώσεων, γ) των ανοικτών ερωτημάτων και δ) της επανάληψης με μορφή μιας μη δομημένης, ελεύθερης έκ-

θεσης.

Ο Aργυρόπουλος49 αναφέρει το σχήμα του E. Claparède50 στο εί-δος της ερώτησης για τα χαρακτηριστικά ατόμου, με τέσσερις εναλλα-κτικούς τρόπους:

49. Βλ. Δικαστική Ψυχολογία, έ.α. 50. Ο Ε. Claparéde, διετέλεσε Καθηγητής της Πειραματικής Ψυχολογίας στο

Πανεπιστήμιο της Γενεύης, σχετικά βλ. τη μελέτη του La Psychologie Judiciaire, σε: L’année Psychologique, τόμος 11ος, 1906, σελ. 295 επ.

Page 45: ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

144 Μιχαήλ Μαργαρίτης

α) Μήπως ο Α έχει κόκκινα μαλλιά; β) Δεν έχει κόκκινα μαλλιά ο Α; γ) Τί χρώμα μαλλιά έχει ο Α; δ) Δώσε μου τα χαρακτηριστικά του Α.

Μόνο η τέταρτη ερώτηση είναι απόλυτα ουδέτερη, ενώ οι λοιπές έχουν υποβάλλουσα δύναμη, με προοδευτικά αυξανόμενη ένταση από την πρώτη προς τρίτη.

Ο κίνδυνος παρανοήσεων, από κρυμμένες, υποβολιμαία εμπεριε-χόμενες και πλάγια ανακοινωθείσες πληροφορίες αποδεικνύεται επί-σης πειραματικά. Η προηγούμενη υπόδειξη για αυτή την παγίδα δεν προστατεύει τον ερευνητή που μετέχει στο πείραμα, να συλλάβει πε-πλανημένα πραγματικές υπόνοιες του μάρτυρα, ως δήθεν από τον ίδιο βιωμένα γεγονότα. Εδώ πρόκειται για μυθοποιημένες συμπληρώσεις, εξαρτώμενες από την πείρα του μάρτυρα, όταν π.χ. η περιγραφή ενός κτυπήματος μαθητή του καράτε πάνω σε ένα τούβλο, γίνεται αντιλη-πτή από τον θεατή ως συντριβή πέτρας και κατόπιν κατατίθεται επίσης ως τέτοιο συμβάν. Αυτή η πηγή λαθών εμφανίζεται και σε ερωτήματα με λαθεμένες προϋποθέσεις, δηλαδή όταν ο ερωτών θέτει στο ερώτημά του προϋποθέσεις και αντίστοιχα παρατηρήσεις, που για τον μάρτυρα δεν υπάρχουν καν.

4. Επίδραση τρίτων. Θα πρέπει τέλος να αναφερθεί η επίδραση τρίτων επί μιας νεώτε-

ρης κατάθεσης του μάρτυρα. Με αφορμή τις λεγόμενες “καταθέσεις συνωμοσίας”, διαπιστώνεται συχνά μια τάση του μάρτυρα να φέρνει σε προσέγγιση την προσωπική του εικόνα και άποψη περί του συμβά-ντος προς τη γνώμη της πλειοψηφίας.

Στο σύστημα των νομικών αποδείξεων ίσχυε το αξίωμα «ένας μάρτυρας, ίσον κανένας μάρτυρας» (unus testus, nulus testus). Δηλα-δή, η αξία της μαρτυρίας εξαρτιόταν από τον αριθμό των μαρτύρων, πράγμα που δεχόταν και η κλασική σχολή. Παρόλα αυτά, παλαιότερες πειραματικές έρευνες έχουν δείξει ότι επιδρά πολλές φορές η “ψυχο-λογία του πλήθους”, όπου δημιουργούνται ρεύματα που συνταράσ-σουν την ακρίβεια των αντιλήψεων των ατόμων. Συνεπώς, η συμφω-νία, από πλευράς περιεχομένου, περισσότερων καταθέσεων, δεν προσ-φέρει με κανένα τρόπο και εγγύηση για την ορθότητά τους. Για παρά-

Page 46: ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

Η ψυχολογία των μαρτύρων 145

δειγμα, μπορεί ο μάρτυρας, που δεν είδε ποιος από τους ληστές πυρο-βόλησε το φρουρό της Τράπεζας, στοιχούμενος προς τα εκτιθέμενα από άλλους παρόντες ότι ήταν ο Α ληστής, να βεβαιώνει και ο ίδιος ότι πράγματι πυροβόλησε ο Α. Επίσης, δεν πρέπει να θεωρούμε κά-ποια από τις αντιφατικές καταθέσεις από πρόθεση ψευδή, διότι μπορεί να πηγάζουν όλες από καλή πίστη και τυχόν εμμονή μας στη μια κα-τάθεση μπορεί να δημιουργήσει στους άλλους υποβολή.

4.3. Η εκ προθέσεως ψευδής κατάθεση

4.3.1. Γενικά

Δεν είναι, όπως προεκτέθηκε, λίγες οι περιπτώσεις, εκ προθέσεως ψευδούς έκθεσης των γεγονότων από το μάρτυρα. Αυτός άλλωστε εί-ναι και ο λόγος ύπαρξης του αδικήματος της ψευδορκίας και της ψευ-δούς ανώμοτης κατάθεσης των άρθρων 224§§2,3 και 225 του Π.Κ. Παρόλο που οι καταδίκες για τα αδικήματα αυτά είναι σχετικά λίγες, όλοι έχουμε την αίσθηση ότι ο αριθμός των πράγματι τελούμενων πράξεων είναι πολλαπλάσιος51.

“Ψευδής” είναι η κατάθεση του μάρτυρα που δεν ανταποκρίνεται προς την αλήθεια. Η ελληνική νομολογία για να κρίνει αν μια εκ προ-θέσεως κατάθεση είναι ψευδής (και επομένως η πράξη του μάρτυρα είναι αξιόποινη), φαίνεται να ακολουθεί τη “μικτή” θεωρία52, αφού δέ-χεται ότι τα κατατεθέντα είναι ψευδή, όταν δεν συμφωνούν αντικειμε-νικώς με την πραγματικότητα53, αλλά και προς εκείνα που ο μάρτυρας πράγματι αντιλήφθηκε ή από δηλώσεις ή διηγήσεις τρίτων πληροφο-ρήθηκε και ως εκ τούτου γνώριζε54.

Οι λόγοι της ψευδούς κατάθεσης είναι ποικίλοι, όπως εκτίθεται

51. Σχετικά βλ. Μ. Μαργαρίτη, Π.Κ., έ.α., άρθρ. 224 και 225, σελ. 579 επ. και

593 επ. αντιστοίχως. 52. Βλ. για τη μικτή αυτή θεωρία του Rudolphi, καθώς και για την “αντικει-

μενική” και “υποκειμενική” θεωρία, Lenckner, σε Schönke/Schröder, StGB, 200126, vor §§ 153 επ., αρ. 4-8.

53. Βλ. Α.Π. 591/2001, Ποιν.Χρον. ΝΒ, σελ. 131· 735/99, Ποιν.Χρον. Ν, σελ. 269· 1402/98, Ποιν.Χρον. ΜΘ, σελ. 739· 927/97, Ποιν.Χρον. ΜΗ, σελ. 343.

54. Βλ. Α.Π. 591/2001, Ποιν.Χρον. ΝΒ, σελ. 131, 531 και 603/2000, Ποιν. Χρον. Ν, σελ. 149, 1007.

Page 47: ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

146 Μιχαήλ Μαργαρίτης

σε συντομία ακολούθως. Ο εντοπισμός των εν λόγω κινήτρων αποτε-λεί πολύ σημαντικό στοιχείο αξιολόγησης μιας κατάθεσης, χωρίς φυ-σικά να υποδηλώνεται ανεξαιρέτως ότι όπου υπάρχει αντίστοιχο κίνη-τρο υπάρχει και ψευδορκία.

Κατ’ αρχήν, θα πρέπει να περιορισθούμε στην αξιοπιστία του μάρτυρα μόνο πάνω στη συγκεκριμένη πράξη και δεν πρέπει να ανα-χθούμε σε μια γενική – αναφερόμενη στο πρόσωπό του – “εντιμότη-τα”. Με τα σημερινά ψυχολογικά εμπειρικά ευρήματα εμφανίζεται ως προκατάληψη, χωρίς ψυχολογική σημασία, η μαρτυρία χαρακτήρα (“character evidence”) που στην αμερικανική δικονομία, λ.χ. με βάση την προηγούμενη ζωή, τη φήμη κ.λπ. του μάρτυρα, λαμβάνεται υπόψη ως «γενική αναγνώριση που εμποδίζει την κατάθεσης αλήθειας», ιδίως σε εγκλήματα περί τη γενετήσια ζωή. Στον δικό μας Κ.Ποιν.Δ., στο άρθρο 221 στοιχ. γ΄, ορίζεται ότι εξετάζονται χωρίς όρκο στην ανά-κριση και στην κύρια διαδικασία αυτοί που στερήθηκαν τα πολιτικά τους δικαιώματα εξ αιτίας καταδίκης55. Η εν λόγω διάταξη παρέχει σχε-τικά με τα πρόσωπα αυτά μια γενική προκατάληψη αναξιοπιστίας56.

Εδώ πρόκειται συχνά ακριβώς για ένα τέχνασμα, το οποίο απο-μακρύνει την προσοχή του δικαστηρίου στις ιδιαίτερες πράξεις του δράστη, σε προηγούμενα επεισόδια από τη ζωή του μάρτυρα. Η αξιο-πιστία που αναφέρεται στην ειδική, την ενδιαφέρουσα ποινικώς, πρά-ξη, αποδεικνύει μόνο μια μικρή θετική ανταπόκριση στο γενικό δόλο του μάρτυρα να καταθέσει αναληθή. Ο εξετάζων μπορεί να βρεθεί αν-τιμέτωπος με πιθανά κίνητρα του μάρτυρα εκδίκησης, μίσους, ενοχής

55. Βλ. Μ. Μαργαρίτη, Ερμηνεία Κ.Ποιν.Δικ., έ.α., άρθρ. 221, σελ. 437 επ. 56. Για λόγους που δεν είναι πάντοτε εύκολα κατανοητοί, θεωρεί ο Ανδρουλά-

κης (βλ. Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, έ.α., σελ. 313 επ.), εξετάζονται χω-ρίς όρκο «ανωμοτί», μια σειρά από πρόσωπα που παρατίθενται στο άρθρ. 221 Κ.Ποιν.Δικ., Αν ο νόμος δυσπιστεί, συνεχίζει ο ίδιος συγγραφέας (βλ. έ.α., υποσημ. 136), στην κατάθεση προσώπων όπως οι στερηθέντες των πολιτικών δικαιωμάτων, οι πολιτικώς ενάγοντες, οι αστικώς υπεύθυνοι και οι δικαιούμενοι χρηματικής αμοιβής, θα έπρεπε τότε, ίσως, κατά μείζονα λόγο να τους υποχρεώσει σε ορκοδοσία για να τονώσει το αίσθημα ευθύνης τους. Ενόψει πάντως και του ότι η απαρίθμηση των χω-ρίς όριο εξεταζομένων στο άρθρ. 221 είναι εξαντλητική, η «ανωμοτί» μαρτυρική εξέ-ταση των παραπάνω προσώπων όφειλε να συνεπάγεται ακυρότητα της διαδικασίας κατ’ άρθρ. 218 § 1 σε συνδυασμό με άρθρ. 219 § 1 Κ.Ποιν.Δικ., καταλήγει ο Ν. Αν-δρουλάκης παραθέτοντας όμως και την Α.Π. 475/1989 (Ποιν. Χρον. ΛΘ΄, σελ. 968).

Page 48: ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

Η ψυχολογία των μαρτύρων 147

και ισχύος ή με την τάση του να βοηθήσει τον κατηγορούμενο μέσω της κατάθεσής του. Ενώ δεν αποκλείεται λ.χ. ένα κορίτσι, με προϊστο-ρία πολυάριθμων αναληθών καταθέσεων, να είναι στη συγκεκριμένη περίπτωση τελείως αξιόπιστο.

Ο Τ. Φιλιππίδης57, επικαλούμενος ιδίως τον Plaut58, αναφέρεται και σε ορισμένα «προειδοποιητικά συμπτώματα» και «χαρακτηριστικά σημεία», γλωσσικά και μη-γλωσσικά. Στα πρώτα ανήκουν: ο ιδρώτας, η αλλαγή χρώματος του προσώπου, στεγνότητα του στόματος, ταχυ-παλμία, δύσπνοια, στρέψη βλέμματος αλλού, αλλοίωση της φωνής, νευρικό ή σπασμωδικό γέλιο και γενικά νευρικότητα, αδεξιότητα, ά-βολη γενική στάση κ.λπ. Ενώ στα δεύτερα ανήκουν: η επιφυλακτικό-τητα και υπεκφυγή, γλωσσική παραδρομή, ο ακριβόχρονος προσδιορι-σμός ενός πολύ απομακρυσμένου περιστατικού, η υπερβολική θρασύ-τητα (η υπεράσπιση καθ’ υποφορά, λ.χ. αντίκρουση ενδεχόμενων κα-ταθέσεων μαρτύρων που ακόμη δεν έχουν εξετασθεί, η θέση ερωτή-σεων από τον ίδιο το μάρτυρα, υπερεκχυλίζουσα δήθεν αγανάκτησή του κ.λπ.), η υπερβολική δουλικότητα, η προσπάθεια αιτιολόγησης της κατάθεσής του, κατάθεση υπερβολικά φειδωλή ή αφηρημένη.

4.3.2. Κίνητρα ψευδών καταθέσεων

Συνήθη κίνητρα για μια εκ προθέσεως ψευδή κατάθεση είναι ο φόβος, η συμπάθεια, το συμφέρον, η εκδίκηση, η διαφθορά, η επιπο-λαιότητα, το πάθος, η ματαιοδοξία κ.λπ.

1. Ο φόβος. Ένα από τα κινούντα αίτια για ψευδή από πρόθεση κατάθεση είναι και ο φόβος. Ο φόβος πρέπει να συναρτηθεί με κάποιο κακό που φοβάται ο μάρτυρας ότι θα συμβεί σ’ αυτόν ή σε οικείο του, αν καταθέσει την αλήθεια, λ.χ. σε δίκες μελών ομάδας οργανωμένου εγκλήματος ή κάποιου “σκληρού” κακοποιού59. Σε τέτοιες περιπτώσεις ο μάρτυρας φοβάται πιθανές επιθέσεις σ’ αυτόν ή σε προσφιλή του πρόσωπα, εμπρησμούς κ.λπ. ως “αντίποινα”. Μερικές φορές μάλιστα,

57. Βλ. Δικαστική Ψυχολογία, έ.α., σελ. 272 επ. 58. Βλ. Der Zeuge und seine Aussage im Strafprozeß, 1931. 59. Βλ. και παλαιότερα παραδείγματα από τη γαλλική καθημερινότητα, σε Αρ-

γυρόπουλο, έ.α., σελ. 157 επ.

Page 49: ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

148 Μιχαήλ Μαργαρίτης

οι εμπλεκόμενοι ή πρόσωπα του περιβάλλοντός του απευθύνουν προς τον μάρτυρα και “κρυφές” απειλές.

Επίσης πολλές φορές, ο φόβος έχει σχέση με την έκθεση της υπό-ληψής του, λ.χ. ότι θα αποκαλυφθούν στοιχεία γι’ αυτόν και άσχετα ακόμη με τη δικαζόμενη πράξη60. Αλλά και η “υπόσχεση” που έδωσε ο μάρτυρας στο δράστη ότι δεν θα καταθέσει εναντίον του, μπορεί να λειτουργήσει με την ίδια μορφή του “φόβου” σε βάρος της αλήθειας. Ο Locard61 αναφέρει περίπτωση οικιακής βοηθού, την οποία ο δολο-φόνος ιερέας όρκισε στο Ιερό της Εκκλησίας ότι δεν θα τον αποκαλύ-ψει και χρειάσθηκε η παρέμβαση άλλου ιερέα εξομολογητή να την πείσει ότι τέτοιος όρκος δεν την δεσμεύει!

Άλλη μορφή “φόβου” που εμποδίζει τον μάρτυρα να καταθέσει την αλήθεια είναι ο μη άψογος βίος του («ουδείς αναμάρτητος»), εξού λόγου η κατάθεσή του μπορεί να δώσει την αφορμή στον επιβαρυνό-μενο με αυτή να αρχίσει να ερευνά το παρελθόν του. Αλλά και πέραν τούτου, η εμπειρία αυτών που έχουν κάποτε εμφανισθεί ως μάρτυρες (για σοβαρές υποθέσεις, δύο φορές στην προδικασία, αρκετές φορές στα ακροατήρια του πρώτου και του δεύτερου βαθμού, αν συνυπολο-γίσουμε και τις αναβολές), με την συμπαρομαρτούσα απώλεια χρόνου και χρημάτων που δεν αποζημιώνεται, οι αγενείς και πολλές φορές ε-πιθετικές συμπεριφορές παραγόντων της διαδικασίας, αποτελούν στοι-χεία σαφώς απωθητικά και για τον πλέον ειλικρινή και καλόπιστο μάρτυρα συμβάντος να καταθέσει. Γι’ αυτό βλέπουμε π.χ. σε ατύχημα που συνέβη σε κεντρικότατο σημείο να μην δηλώνει κανένας τα στοι-χεία του ως αυτόπτης.

2. Η συμπάθεια, αντιπάθεια κ.λπ. Η συμπάθεια που οφείλεται σε συγγενικούς δεσμούς ή φιλία, γειτονία κ.ο.κ. μπορεί να οδηγήσει επί-σης σε εκ προθέσεως ψευδείς καταθέσεις. Το άρθρο 222 Κ.Ποιν.Δ. περιορίζεται να χορηγήσει στους συζύγους και συγγενείς εξ αίματος του κατηγορουμένου μέχρι και δευτέρου βαθμού (αδελφοί, παπούδες,

60. Από τον E. Locard (βλ. Η ποινική ανάκριση και αι επιστημονικαί μέθοδοι

[μετ. Χρ. Γιώτη], 1923), αναφέρεται το εξής παράδειγμα: Μια κυρία της καλής κοι-νωνίας, παρόλο που υπήρξε αυτόπτης δολοφονίας, αρνείτο ότι βρισκόταν στον τόπο του εγκλήματος, διότι ο φόνος έγινε σε κακόφημο σπίτι και θα έπρεπε να εξηγήσει πώς βρέθηκε εκεί.

61. Βλ. έ.α.

Page 50: ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

Η ψυχολογία των μαρτύρων 149

έγγονοι) το δικαίωμα να αρνηθούν την μαρτυρία τους62. Κατά πόσον η συμπάθεια μπορεί να ωθήσει σε ψευδή κατάθεση απόκειται να το ε-κτιμήσει ο εξετάζων, λαμβάνοντας πιο λεπτομερείς καταθέσεις στα εν λόγω πρόσωπα, ώστε να υπάρξει έδαφος εντοπισμού αντιφάσεων. Με-ταξύ μελών εγκληματικής οργάνωσης η εσωτερική δυναμική της ομά-δας δημιουργεί εκ των πραγμάτων μια “αλληλεγγύη” των συμμετεχό-ντων που τους ωθεί σε αναλήθειες. Η έχθρα ή απλή αντιπάθεια πολλές φορές μπορεί να οδηγήσει σε μια εκ προθέσεως ανακριβή κατάθεση.

Η συμπάθεια ή αντιπάθεια μπορεί να ωθήσει σε ανακριβή κατά-θεση, όχι πάντα με πρόθεση. Πολλές φορές, η αγάπη προς το “παρά-δοξο” μπορεί να επηρεάσει τον μάρτυρα να διαστρέψει την κρίση του και να παράγει αυταπάτη και στη συνέχεια ανακριβή κατάθεση63.

3. Η εκδίκηση. Σοβαρό κίνητρο μιας ψευδούς κατάθεσης είναι και η εκδίκηση που μπορεί, πολλές φορές, να αφορά και αιτίες πολύ προγενέστερου χρόνου («η εκδίκηση είναι φαγητό που τρώγεται κρύο»). Εχθροί προϋπάρχοντες και άγνωστοι, “κρυφοί”, κάνουν την εμφάνισή τους ξαφνικά και κατηγορούν. Πολλές φορές η εκδίκηση εκδηλώνεται με την ψευδή καταγγελία με “ανώνυμη επιστολή”.

4. Το πάθος. Το πάθος, λ.χ. αντιζηλία, έρωτας, μισαλλοδοξία κ.λπ. μπορεί εύκολα να διαγκωνίσουν τις ηθικές αναστολές και να οδηγή-σουν το μάρτυρα σε μια εκ προθέσεως ψευδή κατάθεση. Είναι γνωστή η παλαιότερη ρήτρα του όρκου «χωρίς φόβο και χωρίς πάθος» που σώζεται ακόμη σε παλαιές κινηματογραφικές ταινίες. Δεν ξεχνάει η ανθρωπότητα την περίφημη δίκη του Ντρέϋφους και την καταδίκη του από αντισημίτες γάλλους αξιωματικούς με πλαστά στοιχεία, καθώς και την τελική του δικαίωση με την παρέμβαση της γαλλικής διανόησης με προεξέχοντα τον Εμίλ Ζολά.

Το ισχυρότερο από τα πάθη είναι ο έρωτας, αφού το υπόβαθρό του είναι το ένστικτο. Αν το ρηθέν «όλα επιτρέπονται στον έρωτα και στον πόλεμο»64 αληθεύει, τότε η πηγή πολλών αναληθών καταθέσεων

62. Σχετικά πρβλ. Καρρά, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, έ.α., σελ. 484, Μ. Μαρ-γαρίτη, Ερμηνεία Κ.Ποιν.Δικ., έ.α., άρθρ. 222, σελ. 438-439.

63. Βλ. G. Guilhermet, Αι δικαστικαί πλάναι (μετάφρ. Ιωάν. Γεωργιάδη), 1917, σελ. 58.

64. «Αll is fair in love and war»· βλ. και Παλαιά Διαθήκη, Σολομών, 2:5 «διότι είμαι άρρωστος από έρωτα». Το ερώτημα του άγγλου ποιητή και δραματουργού John

Page 51: ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

150 Μιχαήλ Μαργαρίτης

μπορεί να αναζητηθεί στον έρωτα. Ο έρωτας μπορεί να επηρεάσει α-ποφασιστικά την ακρίβεια μιας κατάθεσης και πολλές φορές αποτελεί το αίτιο εμφάνισης μιας εντελώς παραμορφωτικής εικόνας του συμβά-ντος, προσαρμοσμένου στην προσπάθεια διαπίστωσης κάθε τι που φα-νταζόμαστε ότι χαροποιεί το αγαπημένο πρόσωπο65. Αλλά και η ζηλο-τυπία παράγει συνήθως ψευδείς εκτιμήσεις και νοσηρές κρίσεις. Τούτο το βλέπαμε παλαιότερα στις καταθέσεις των απατημένων συζύγων στις δίκες για μοιχεία.

5. Η ματαιοδοξία. Πρέπει επίσης να αναφερθεί και η ματαιοδοξί-α, ιδίως σε δίκες μεγάλης δημοσιότητας, που παρωθεί μερικά άτομα σε ψευδείς καταθέσεις, με μόνο το κέρδος μιας επικαιροποίησης του προσώπου τους από τα ΜΜΕ66 και με ζημία τη διακινδύνευση της κα-θαρότητας και ακεραιότητας της απονομής της δικαιοσύνης. Έτσι, σε πολλές περιπτώσεις εγκλημάτων που έχουν συνταράξει την κοινή γνώμη, βλέπουμε να εμφανίζονται άσχετα με την πράξη άτομα και να καταθέτουν «χάριν της κατάθεσης», χωρίς να γνωρίζουν τίποτε για το έγκλημα, ακόμη και να ενοχοποιούν τον εαυτό τους67.

6. Το συμφέρον. Ιδιαίτερα πρέπει να προσεχθεί το συμφέρον, ιδί-ως το οικονομικό, που εξαρτά ο μάρτυρας από την έκβαση της δίκης που αποτελεί σοβαρό ενδεχόμενο λόγο να στοιχίσει την κατάθεσή του προς αυτή την κατεύθυνση. Εδώ εντάσσεται επίσης και η περίπτωση της μαρτυρίας του συγκατηγορουμένου του άρθρου 211Α του Κ.Ποιν.Δ., κατά το οποίο «μόνη η μαρτυρική κατάθεση ή η απολογία προσώπου συγκατηγορουμένου για την ίδια πράξη δεν είναι αρκετή

Gay στο έργο του Η Όπερα του Ζητιάνου “μπορεί ο έρωτας να ελεγχθεί με συμβου-λές;’’ είναι επίσης ενδεικτικό. Αλλά και ο Fr. Nietzche δεν παρέλειψε να πει ότι “έ-ρωτας είναι η ψυχή που περιβάλλει το σώμα”, ενώ ο Άγιος Θωμάς ο Ακινάτης έγραψε ubi amor ubi oculus (τα μάτια βρίσκονται όπου ο έρωτας).

65. Βλ. Spinosa σε Αργυρόπουλο, έ.α., σελ. 227. 66. Βλ. “To τίμημα της δικαιοσύνης είναι η αιώνια δημοσιότητα», Αrn. Benett,

Things that have interested me (1921-1925) και την αγγλική παροιμία: Any publicity is good publicity (είναι καλή η όποια δημοσιότητα), καθώς επίσης και το λεγόμενο ευρέως «ο κάθε ένας δικαιούται ένα λεπτό δημοσιότητας».

67. Στην υπόθεση του Unibomber (μοναχικού βομβιστή) της ανατίναξης του κτιρίου της Oklahoma παρουσιάστηκε πλειάδα προσώπων που κατέθεσαν ανύπαρκτα περιστατικά και ενέπλεκαν αμέτοχα πρόσωπα ή και τους εαυτούς τους χάριν της δη-μοσιότητας.

Page 52: ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

Η ψυχολογία των μαρτύρων 151

για την καταδίκη του κατηγορουμένου»68. Με το άρθρο αυτό εκφράζε-ται η δυσπιστία του νομοθέτη σε μια τέτοια κατάθεση, για την αποφυ-γή του ενδεχομένου αποδεικτικής πλάνης και ανασφάλειας δικαίου, με συνέπεια να μη επαρκούν για την καταδίκη του κατηγορουμένου, εκ δε της λήψεως αυτών από το δικαστήριο της ουσίας να μην προκαλεί-ται ακυρότητα της διαδικασίας69, αλλά απλώς να μην μπορεί η καταδί-κη να στηριχθεί αποκλειστικά σ’ αυτές.

Μορφή “συμφέροντος” του μάρτυρα, και συνεπώς κίνητρο για εκ προθέσεως αναληθή κατάθεση, είναι και ο χρηματισμός του μάρτυρα, ιδίως όταν υπάρχει μεγάλη οικονομική ισχύς στον ενδιαφερόμενο70. Οι λεπτομέρειες με τις οποίες καταθέτει ένας τέτοιος ψευδομάρτυρας εί-ναι χαρακτηριστικές και δεν μπορούν να παραπλανήσουν εύκολα έναν έμπειρο εξετάζοντα71.

7. H “καλόπιστη” ψευδολογία. Έχουν επίσης παρατηρηθεί από τους ψυχολόγους και περιπτώσεις “καλόπιστης” ψευδολογίας του μάρτυρα, ο οποίος, θέλοντας να προκαλέσει μια καλή εντύπωση στο δικαστήριο, συμπληρώνει ενσυνειδήτως όλα τα κενά της αντίληψής του και της μνήμης του με φανταστικά γεγονότα. Παράλληλα, πολλές φορές, επίδραση μπορεί να ασκήσει και το ασύνηθες για το μάρτυρα δικαστηριακό περιβάλλον και οι εκεί εμφανιζόμενες σχέσεις και εκτυ-λισσόμενες συμπεριφορές των δικαστών, δικηγόρων, κατηγορουμέ-νων, συγγενών τους, άλλων μαρτύρων με τους οποίους ήλθε σε επαφή στο χώρο αναμονής κ.λπ.

68. Σχετικά βλ. Καρρά, Επίτομη Ερμηνεία του Κ.Ποιν.Δ., έ.α., σελ. 549 επ., τον

ίδιο, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, έ.α., σελ. 758, Μ. Μαργαρίτη, Ερμηνεία Κ.Ποιν.Δικ., έ.α., άρθρ. 211Α, σελ. 419 επ.

69. Βλ. Α.Π. 347/2003, Ποιν. Χρον. ΝΓ, σελ. 1001 επ. 70. «Το χρήμα και πόλεις εκπορθεί και συνειδήσεις διαφθείρει», διδάσκει ο

Σοφοκλής στην τραγωδία “Αντιγόνη”. 71. Καταθέτει ο μάρτυρας λ.χ. «ενθυμούμαι την παραμονή των Χριστουγέννων

του 1995 που είχε γενέθλια ο Κωστάκης μου, πήγα στο Φαρμακείο Χ να πάρω φάρ-μακα για τη γυναίκα μου και στο δρόμο συνάντησα τον κατηγορούμενο με τον μηνυ-τή και άκουσα τον πρώτο να λέει ……».

Page 53: ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

152 Μιχαήλ Μαργαρίτης

4.4. Προβλήματα της προσφορότητας των καταθέσεων

4.4.1. Γενικά

Για την αξιολόγηση του περιεχομένου της πραγματικότητας των μαρτυρικών καταθέσεων εμφανίζεται ένα διώροφο βοηθητικό μοντέλο: διακρίνουμε ανάμεσα στις γνωστικές προϋποθέσεις (μαρτυρική προ-σφορότητα και αντίστοιχα ικανότητα, δηλαδή ικανότητα για κατάθε-ση) αφενός και στους παράγοντες ενεργοποίησης (αξιοπιστία) αφετέ-ρου. Η αξιοπιστία του μάρτυρα εξετάζεται αφενός από τη σκοπιά του δικαστή και των συνηγόρων και αφετέρου από την πλευρά του ψυχο-λόγου-πραγματογνώμονα.

Στη μαρτυρική προσφορότητα ανήκουν οι λειτουργίες της αντί-ληψης, της μνήμης, της γλωσσικής κατανόησης και γλωσσικής έκ-φρασης, του επαρκούς ελέγχου των προσωπικών αντιλήψεων και μιας ορισμένης κατανόησης της σημασίας της προσωπικής κατάθεσης. Ση-μαντικά στοιχεία είναι ιδίως η ηλικία, το φύλο, το διανοητικό και γλωσσικό επίπεδο, καθώς και η κοινωνική ωριμότητα72.

4.4.2. Η ηλικία του μάρτυρα

4.4.2.1. Οι ανήλικοι μάρτυρες

Α. Παρά την επικρατούσα στο λαό αντίληψη ότι «από μικρό και από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια», σε παλαιότερες εποχές οι πάντες προσέβλεπαν με δυσπιστία στις καταθέσεις των παιδιών. Είχε μάλιστα προταθεί και ο πλήρης αποκλεισμός τους. Ο Αυστριακός δικαστής και καθηγητής της Εγκληματολογίας Hans Gross73 υποστήριξε ότι εξ ίσου κίνδυνος αναξιόπιστων καταθέσεων υπάρχει και στους ενήλικους μάρ-τυρες. Στο ισχύον Δίκαιο οι ανήλικοι εξετάζονται ως μάρτυρες και στην προδικασία και στο ακροατήριο, χωρίς περιορισμό ηλικίας. Α-πλώς, οι κάτω των δεκαεπτά ετών δεν ορκίζονται (άρθρ. 221 στοιχ. α Κ.Ποιν.Δ.) και επιπλέον στην έκθεση εξέτασής τους αναγράφονται κατά λέξη και οι ερωτήσεις που τους απευθύνονται (άρθρ. 226 § 2 Κ.Ποιν.Δ.), δείγματα δυσπιστίας του νομοθέτη και προς την αξιοπι-

72. Πρβλ. R. Volbert/Steffan Lau, Aussagetüchtigkeit, σε: HB der Rechtspsy-chologie, 20083, σελ. 289 επ.

73. Βλ. Kriminalpsychologie, 19052.

Page 54: ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

Η ψυχολογία των μαρτύρων 153

στία τους, οφειλόμενης μεταξύ άλλων και στην επιδεκτικότητα υπο-βολών και αυθυποβολών74. Ιδιαίτερα πρέπει να προσεχθεί ο τρόπος υποβολής των ερωτημάτων. Ο Κ. Γαρδίκας75 αναφέρει το πειραματικό παράδειγμα επί 108 ανηλίκων, στους οποίους τέθηκε το υποβολιμαίο ερώτημα «τι χρώμα έχουν τα γένια του Χ;», τον οποίο προηγουμένως είχαν ιδεί. Εξ αυτών οι 79, ήτοι το 73%, απάντησαν καταφατικά για το χρώμα, ενώ το επιδειχθέν άτομο δεν είχε καθόλου γένια. Άλλες φυσι-κά θα ήσαν οι απαντήσεις στο ουδέτερο ερώτημα να περιγράψουν τον άγνωστο.

Β. Είναι φανερό ότι συστηματικά μεταβάλλουν τις εν λόγω πα-ραμέτρους μιας κατάθεσης οι διαφορετικές γνωσιολογικές και ενεργο-ποιητικές προϋποθέσεις, που υπάρχουν σε ένα μικρό παιδί, σε σύγκρι-ση με αυτές ενός ενήλικου μάρτυρα. Το παιδί δεν είναι homunculus, δηλαδή ώριμος άνθρωπος σε μικρογραφία, αλλά αποτελεί ιδιάζουσα ψυχοφυσική ανθρώπινη υπόσταση, τα επιμέρους στοιχεία της οποίας πρέπει ιδιαίτερα να προσεχθούν76. Το παιδί από το ίδιο ερέθισμα σχη-ματίζει ενδεχομένως διαφορετικές παραστάσεις, λ.χ. για την ταχύτητα, πράγμα που ισχύει κατά μείζονα λόγο επί πολύπλοκων καταστάσεων. Επίσης, η αυτονόητη “λεξιπενία” και οι περιορισμένοι γλωσσικοί του ορίζοντες δεν επιτρέπουν την ανακοίνωση του περιστατικού με ακρί-βεια. (Για τις καταθέσεις ανηλίκων επί εγκλημάτων περί τη γενετήσια ελευθερία, βλ. 4.4.6.4.).

1. Κατ’ αρχήν, πρέπει να σημειωθεί ότι τα παιδιά είναι δεκτικότε-ρα στην υποβολή τρίτων και ιδίως των γονέων τους από ό,τι οι ώριμοι άνθρωποι, αλλά και στην αυθυποβολή, όταν λ.χ. θέλουν να αποκρύ-ψουν κάτι από τους γονείς τους. Πρέπει, όμως, να γίνει δεκτό ότι πα-ρατηρούν καλύτερα βιοτικά συμβάντα που εμπίπτουν στον κύκλο των ενδιαφερόντων τους. Η ηθική αξιολόγηση συνειδητά αναληθών κατα-θέσεων με βάση το δικό τους όφελος ή βλάβη, πραγματική ή νομιζό-μενη, εμφανίζει ήδη μια έλλειψη κατανόησης του μικρού παιδιού, για το ψυχολογικό του υπόβαθρο (background), ως μάρτυρα.

74. Σχετικά βλ. Καρρά, Επίτομη Ερμηνεία του Κ.Ποιν.Δ., έ.α., σελ. 566, 575,

Μ. Μαργαρίτη, Ερμηνεία Κ.Ποιν.Δικ., έ.α., άρθρ. 221, σελ. 437 και άρθρ. 226 § 2, σελ. 444.

75. Βλ. Εγκληματολογία, Β τόμος, έ.α., σελ. 333. 76. Σχετικά πρβλ. Κοτσαλή, Δικαστική Ψυχιατρική, έ.α., σελ. 30 επ.

Page 55: ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

154 Μιχαήλ Μαργαρίτης

2. Καίτοι η ικανότητα διαχωρισμού του φανταστικού και πραγμα-τικού καθίσταται δυνατή στο παιδί ήδη στην ηλικία του παιδικού σταθμού (πέντε ετών), ακόμη και στην διήγηση των παραμυθιών – όπως για ώριμους ανθρώπους στα τερατώδη ψεύδη ενός βαρόνου Münchhausen ή ενός Falstaff του Σαίξπηρ – δεν αποδίδεται από το παιδί πάντα ο χαρακτήρας της πραγματικότητας.

3. Λαθεμένες εκτιμήσεις χρόνου και συχνότητας, λεκτικές ανε-πάρκειες, παιγνιώδης συναναστροφή με αντιλήψεις μνήμης, αγνόηση της σημασίας της προσωπικής κατάθεσης και της ευθύνης για αυτή δεν λαμβάνονται πάντοτε επαρκώς υπόψη, π.χ. σε παιδιά της προσχο-λικής ηλικίας. Καίτοι το παιδί αποκτά την ικανότητα για ενεργή από-κριση σε ερωτήσεις στο τρίτο έτος της ηλικίας του – αυθόρμητες μνή-μες εμφανίζονται ήδη προηγουμένως και η αναγνώριση προσώπων ή πραγμάτων γίνεται ήδη στο πρώτο έτος ηλικίας δυνατή – πρέπει η κα-τάθεση μικρών παιδιών, σε κάθε περίπτωση, να ερευνάται σε σχέση με ξένες επιδράσεις και πλάνες.

4. Εδώ, πρόκειται για την ελλείπουσα ή κατά βέβαιο λόγο μειω-μένη προσφορότητα μαρτύρων. Στο παιδί του σχολείου σε κανονική ανάπτυξη εμφανίζονται, σε μεγάλη έκταση, ελλείψεις αντίληψης και ανάμνησης και στο τέλος του δημοτικού σχολείου και λεκτικές αβε-βαιότητες. Στη θέση τους εισέρχεται τώρα η αυξανόμενη ικανότητα για συνειδητά λαθεμένη παρουσίαση των γεγονότων από εγωκεντρικά κίνητρα (π.χ. ως ψεύδος πρόφασης). Στο τέλος της παιδικής ηλικίας και στην ηλικία του εφήβου έχει μια αυξημένη σημασία η εξέταση της αξιοπιστίας, μέσω του ελέγχου αποκλεισμού ψευδών με στόχους ισχύ-ος, ανταπόδοσης, πρόφασης και κάλυψης (για κάλυψη μιας ανεπίτρε-πτης πράξης ή για προστασία τρίτων) ή και συνομωσίας.

Γ. Τα αποτελέσματα της αναπτυξιακής ψυχολογικής έρευνας και οι ειδικές εξετάσεις για τις καταθέσεις παιδιών και εφήβων δεν νομι-μοποιούν με κανένα τρόπο μια γενικά αυξημένη επιφυλακτικότητα απέναντι σε ανήλικους μάρτυρες. Παρ’ όλα αυτά, θα έπρεπε να τύχει της προσοχής μας, σε αντίθεση προς ενήλικες μάρτυρες, ότι οι προϋ-ποθέσεις και οι πηγές λαθών σε μάρτυρες σε παιδική και εφηβική ηλι-κία συχνά μπορούν να εξηγηθούν μόνο μέσω των ιδιαίτερων διαγνω-στικών μέσων του ψυχολόγου-πραγματογνώμονα. Ο περιορισμός σε μια αξιολόγηση μέσω του σχολείου, και στην εξέταση των παιδιών-

Page 56: ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

Η ψυχολογία των μαρτύρων 155

μαρτύρων στην κύρια διαδικασία, γίνεται με ασαφή αποδεικτικά βάρη και ιδίως όταν ο ανήλικος είναι ο μοναδικός μάρτυρας, οπότε η ψυχο-λογική του ιδιαίτερη θέση πρέπει να εκτιμηθεί με αυξημένη επιμέλεια, αφού ο ανήλικος μάρτυρας είναι πολύ ευεπίφορος σε συχνότερες ε-μπλοκές της ανάκλησης της μνήμης ή της διαγραφής επί μέρους περιε-χομένων της.

Εξάλλου, δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι οι ανήλικοι διαθέτουν μεν μεγαλύτερη φαντασία από τους ενήλικες, αλλά παρατηρούν καλύ-τερα γεγονότα και αντικείμενα του περιβάλλοντος, αν αυτά ανήκουν στον κύκλο των ενδιαφερόντων τους, λ.χ. τα αγόρια είναι πολλές φο-ρές αλάνθαστα σχετικά με τεχνικές λεπτομέρειες, όπως με τον τύπο ενός αυτοκινήτου. Οι κρίσεις όμως και τα συμπεράσματα των ανηλί-κων πρέπει να αντιμετωπισθούν με απόλυτη επιφύλαξη77.

4.4.2.2. Οι υπερήλικες μάρτυρες

Η γενική προσφορότητα για την ικανότητα του μάρτυρα μπορεί να είναι περιορισμένη σε υπερήλικες μάρτυρες, λόγω διατάραξης αι-σθητήριων οργάνων ή της διανοητικής ικανότητας για απόδοση. Πά-ντως, αν ο μάρτυρας διατηρεί ακμαίες τις ψυχοσωματικές του δυνά-μεις, η κατάθεσή του μπορεί να είναι αξιόπιστη και σε πολύ προχωρη-μένη ηλικία.

Είναι εμπειρικά διαπιστωμένη η εξασθένηση της μνήμης και των αισθητηρίων οργάνων, εκφυλίσεις που μπορούν να καταστήσουν εν-δεχομένως την κατάθεσή τους τελείως αναξιόπιστη. Επί γερόντων πα-ρατηρείται πολλές φορές και “πρεσβυοφρενία”, δηλαδή, ενώ αυτοί δι-ατηρούν ζωηρά παλαιές παραστάσεις στη μνήμη τους, ελάχιστα ενθυ-μούνται τα πλέον πρόσφατα περιστατικά. Η ελλειμματική κατάσταση της μνήμης και της δυνατότητας αναπαραγωγής μπορεί να οφείλεται σε νόσους, όπως λ.χ. Alzheimer, Korsakoff, γεροντική άνοια κ.λπ. Πολλές φορές, ο ηλικιωμένος μάρτυρας έχει την τάση ασυναίσθητα να συμπληρώνει φαντασιακά τις ελλιπείς παραστάσεις που δέχθηκε από τον εξωτερικό κόσμο, λόγω των ατελειών των αισθήσεών του.

Έτσι, πρέπει, για την εκτίμηση της μαρτυρίας τους, να εξετάζο-

77. Βλ. Φιλιππίδη, Δικ. Ψυχολογία, έ.α., σελ. 247.

Page 57: ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

156 Μιχαήλ Μαργαρίτης

νται η ελαττωματικότητα του αισθητήριου οργάνου που μετέδωσε το ερέθισμα του συμβάντος (ακοή, όραση κ.λπ.), ο βαθμός εξασθένησης της μνήμης τους σχετικά με γεγονότα που ανάγονται στο χρόνο του συμβάντος, καθώς και η δεκτικότητά τους σε μνημονικές αυταπάτες, η δεκτικότητά τους σε υποβολιμαίες παρεμβάσεις τρίτων, καθώς και η γενική τους ψυχοσωματική κατάσταση και τυχόν λανθάνουσες ψυ-χώσεις.

4.4.3. Το φύλο του μάρτυρα

Ως προς το φύλο του μάρτυρα, πρέπει να παρατηρηθεί ότι πα-λαιότερα υπήρξαν έντονες αντιρρήσεις κατά της προσφορότητας των γυναικών για μαρτυρία. Μάλιστα, στο Κανονικό Δίκαιο οι γυναίκες θεωρούνταν ακατάλληλες να καταθέσουν, λόγω του αποδιδόμενου σ’ αυτές «ευμετάβλητου» και «αντιφατικού» τους χαρακτήρα78. Ο Lom-broso έβλεπε και αυτός «ανθρωπολογικές» αιτίες, που τον οδήγησαν στην κρίση ότι η ψευδολογία αποτελεί «φυσιολογική ιδιορρυθμία της γυναίκας», ο δε Weininger στο έργο του Φύλο και Χαρακτήρας (1903), θεωρεί το ψεύδος «οργανική ιδιότητα της γυναίκας»79. Φυσι-κά, οι εν λόγω απόψεις τελούσαν σε πλήρη αρμονία με τη γενικότερη τότε ισχύουσα αντίληψη της μη ισότητας των δύο φύλων.

Σήμερα, κανένας δεν μπορεί να υποστηρίξει πλέον κάτι τέτοιο, εν όψει της σημερινής στάθμης του πολιτισμού μας (έτσι και ο U. Un-deutsch80), αφού η ισότητα των δύο φύλων προβλέπεται στο Σύνταγμα, ρυθμίζεται στον Α.Κ. και γενικότερα στη νομοθεσία μας, είναι δε σύμφωνη και με τις ελληνικές φιλοσοφικές υποδομές της δημοκρατι-κής κοινωνίας (βλ. λ.χ. Πλάτωνος Πολιτεία και Αριστοφάνη Εκκλη-σιάζουσες), αλλά και με τη Χριστιανική διακήρυξη «ουκ ένι άρρεν ή θήλυ».

Είναι διαπιστωμένο επιστημονικά ότι υπάρχουν ευρήματα που

78. “La donna è mobile” αναγγέλλει ο Δούκας της Μάντοβας στην πασίγνωστη

άρια της Όπερας του Verdi “Rigoletto”. 79. Βλ. σε Φιλιππίδη, Δικ. Ψυχολογία, έ.α., σελ. 248-249. 80. Σχετικά βλ. Forensische Psychologie, σε: Handwörterbuch der Kriminolo-

gie, Α΄, 19662, σελ. 205 επ., επίσης βλ. Beurteilung der Glaubhaftigkeit von Zeugen- aussagen, σε: HB der Psychologie, Bd. 11 (Forensiche Psychologie), 1967, σελ. 26 επ.

Page 58: ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

Η ψυχολογία των μαρτύρων 157

πιστοποιούν διαφορές προσωπικότητας μεταξύ των δύο φύλων81. Hδη, ο Αριστοτέλης82 έχει υποστηρίξει ότι η γυναίκα είναι περισσότερο ε-πιρρεπής από τον άνδρα στον οίκτο και τα δάκρυα, περισσότερο φθο-νερή και μεμψίμοιρη, φιλοκατήγορη και εριστική, πλέον δύσθυμη, α-πελπίζεται ευκολότερα, είναι πιο αναιδής και ψευδολόγος και εξαπα-τάται ευκολότερα, έχει καλύτερη μνήμη, αντέχει περισσότερο στην αγρύπνια, είναι οκνηρότερη, δεν μετακινείται εύκολα, έχει μικρότερη ανάγκη τροφής, είναι λιγότερο πρόθυμη και γενναία απ’ ό,τι ένας άν-δρας. Ενώ όμως στη μέτρηση του IQ (δείκτη ευφυίας) δεν έχουν πα-ρατηρηθεί διαφορές, στη γλωσσική ικανότητα φαίνεται να υπερτερούν οι γυναίκες, ενώ οι άνδρες δείχνουν μεγαλύτερη ικανότητα στην κατα-νόηση των σχέσεων χώρου και την επίλυση προβλημάτων που απαι-τούν μαθηματική αιτιολόγηση83. Ωστόσο, αυτές οι διαφοροποιήσεις δεν μπορούν να δικαιολογήσουν δυσπιστία στην κατάθεση της γυναί-κας μάρτυρος, με μόνη αιτιολογία το φύλο τους.

Στο χώρο της Δικαστικής Ψυχολογίας, έχει γίνει δεκτό ότι άνδρες και γυναίκες ψεύδονται με την ίδια συχνότητα84. Διαφέρουν ενδεχομέ-νως τα κίνητρα και οι προσωπικές δυνατότητες και ροπές του κάθε α-τόμου. Ως προς την αντιληπτική ικανότητα, θα πρέπει να παρατηρηθεί ότι οι γυναίκες κατά το πλείστον είναι πιό συναισθηματικές από τους άνδρες και αντιλαμβάνονται το συμβάν περισσότερο σύμφωνα με τα συναισθήματά τους. Πέραν τούτου, πολλές φορές και βιολογικοί λό-γοι, λ.χ. εμμηνορρυσία, κύηση, λοχεία κ.λπ. μπορεί να επέδρασαν στην πιστότητα είτε της αντίληψης είτε της αναπαραγωγής του συμβά-ντος. Ως προς τις εκ προθέσεως ψευδολογίες, στις γυναίκες πολλές φορές τα κίνητρα πρέπει να αναζητηθούν κυρίως στο συναισθηματικό χώρο, λ.χ. μίσος, αντιζηλία, αφοσίωση κ.λπ.85. (Ως προς την αναλήθεια γυναικών σε εγκλήματα περί τη γενετήσια ζωή, βλ. κατωτέρω 4.4.6.4.).

81. Βλ. Dorsch, Psychologische, Wörterbuch, έ.α., σελ. 249, Lersch, Vom We-

sen der Geschlechter, 1961, 4. Kapitel “Vom Sinn der Geschlechtsunterschiede”, πρβλ. Γαρδίκα, Εγκληματολογία, 19686, σελ. 704.

82. Περί Ζώων Ιστορία, 608. 83. Πρβλ. σχετικά Dorsch, έ.α. 84. Βλ. Τ. Φιλιππίδη, Δικαστική Ψυχολογία, Α΄, 1979, σελ. 132. 85. Βλ. Τ. Φιλιππίδη, έ.α., σελ. 132-133.

Page 59: ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

158 Μιχαήλ Μαργαρίτης

4.4.4. Το επάγγελμα και η μόρφωση του μάρτυρα

Το επάγγελμα και η μόρφωση του μάρτυρα είναι μια πραγματική κατάσταση που διαχέεται σε όλη την προσωπικότητά του και συνεπώς τα ίχνη του status αυτών είναι εμφανή. Παρόλα αυτά, η καθημερινή εμπειρία μας έχει φορτίσει με την αντίληψη ότι η τιμή της ακρίβειας της κατάθεσης του μάρτυρα δεν τελεί πάντα σε σχέση αναλογίας προς το βαθμό της παιδείας ή το επάγγελμα του μάρτυρα. Πάντως, αν το επάγγελμα έχει σχέση με το βιοτικό συμβάν και ο μάρτυρας δεν έχει λόγους να καταθέσει αναληθή πράγματα, πρέπει να θεωρηθεί αυτός ως πιο αξιόπιστος κατά το στάδιο της αντίληψης του συμβάντος. Έτσι, ο οδηγός αυτοκινήτου μπορεί να προσλάβει καλύτερα τις συνθήκες του ατυχήματος από παρατυχόντα ορεσίβιο. Ο νομικός είναι πολύ επιφυ-λακτικός στην κατάθεσή του, πολλές φορές παρενθέτων: «αν δεν με απατά η μνήμη μου .... με κάθε επιφύλαξη» κ.λπ.

4.4.5. Η ιδιαίτερη σχέση του μάρτυρα με τον κατηγορούμενο

Εδώ ενεδρεύει σαφής κίνδυνος μιας μεροληπτικής κατάθεσης και πρέπει να ιδωθούν με κάποια καχυποψία οι συγγενείς, οι φίλοι, οι γεί-τονες κ.λπ. Ιδιαίτερη είναι η επίδραση των αισθημάτων φιλίας, έρωτα, αγάπης, ζηλοτυπίας, μίσους κ.λπ. επί της αντικειμενικότητας του μάρ-τυρα. Όπως ήδη εκτέθηκε ανωτέρω, ο έρωτας μπορεί να επηρεάσει την ακρίβεια μιας κατάθεσης και τούτο θα πρέπει να μας καταστήσει πολύ προσεκτικούς στην αξιοπιστία των καταθέσεων, που μπορεί να έχουν ως κίνητρο το ερωτικό ένστικτο, τόσο υπέρ του κατηγορουμέ-νου όσο και εναντίον του, λόγω ζηλοτυπίας ή ερωτικής αντεκδίκησης.

Αλλά και η άσκηση του ίδιου επαγγέλματος κατηγορουμένου και μάρτυρα μπορεί να επηρεάσει σοβαρά την αντικειμενικότητα της κα-τάθεσης, όπως προκύπτει από την καθημερινή εμπειρική πραγματι-κότητα. Επί αδικημάτων ιατρών, μηχανικών κ.λπ. βλέπει κανένας μια διάχυτη διάθεση ελάφρυνσης του κατηγορούμενου από ομοτέχνους του μάρτυρες, σε επίδειξη ενός “esprit de corps”, παρόλο που ο Αρι-στοτέλης στη Ρητορική του (ενθυμήματα) εκθέτει ότι «ιατρός ου κο-τέει ιατρώ κ’αρχιτέκτων αρχιτέκτονι»86. Με μεγάλη επίσης προσοχή

86. Ο ιατρός δεν επαινεί τον ιατρό και ο αρχιτέκτονας τον αρχιτέκτονα.

Page 60: ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

Η ψυχολογία των μαρτύρων 159

θα πρέπει να εξετασθεί και το προβαλλόμενο και υποστηριζόμενο, όπως είναι φυσικό, με καταθέσεις οικείων “άλλοθι” του κατηγορου-μένου που πρέπει να ερευνηθεί σε αντιπαραβολή με το σύνολο των αποδείξεων.

4.4.6. Η ειδική μαρτυρική προσφορότητα

4.4.6.1. Γενικά

Πιο ουσιαστικές από αυτές τις γενικές προϋποθέσεις είναι εντού-τοις «η ειδική προσφορότητα μαρτύρων», με την έννοια των προϋπο-θέσεων που εξαρτώνται από την “ειδική υπόσταση” για τη σωστή γλωσσική αναπαραγωγή του περιστατικού. Ελλείψεις πείρας στο σχε-τικό πεδίο, αποστροφή της προσοχής, μειωμένες συνθήκες αντίληψης και ισχυρά πάθη (αιφνιδιασμός, φόβος κ.λπ.), κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης, καθώς και μια πολύ μακρά διάρκεια ανάμεσα στη βίωση και στην αναπαραγωγή του περιστατικού, μπορούν, παρά τη γε-νική κανονικότητα, να περιορίσουν την πιστότητα της κατάθεσης. Μία έλλειψη σε μαρτυρική προσφορότητα οδηγεί συνεπώς σε πεπλανημένα αναληθείς καταθέσεις87.

4.4.6.2. Οι χαρακτηρολογικοί τύποι μαρτύρων

Παρόλο που θα μπορούσε να αμφισβητηθεί μια τέτοια κατά κα-τηγορίες μεθοδολογική κατάταξη των μαρτύρων, σύμφωνα με τους κανόνες της μεθοδολογίας των κοινωνικών επιστημών, πολλοί γνω-στοί επιστήμονες (λ.χ. Binet, Hellwig, Bauer, Seelig, Peters) επιχει-ρούν μια τέτοια κατάταξη. Συνδυάζοντας την κατάταξη των Binet88 και των Seelig και Peters89 εντοπίζουμε ότι υπάρχουν οι εξής «βασικοί ε-γκεφαλικοί τύποι μαρτύρων»:

1. Ο επιστημονικός ή θετικός τύπος. Είναι ο μάρτυρας που περι-γράφει εκείνο ακριβώς που αντελήφθη, χωρίς να προσθέτει κάτι δικό του. Είναι δηλ. ένας αντικειμενικός παρατηρητής, από τον οποίο

87. Πρβλ. R. Volbert/Steffen Lau, Aussagetüchtigkeit, σε: HB der Rechtspsy-

chologie, έ.α., σελ. 289 επ. 88. Βλ. σε Αργυρόπουλο, Δικαστική Ψυχολογία, έ.α., σελ. 129 επ. 89. Βλ. σε Φιλιππίδη, Δικαστική Ψυχολογία, 19882, σελ. 255 επ.