Μαξ Βέμπερ

25
Η ανακάλυψη της κοινωνίας Θ. Ανθογαλίδου ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ http : //politikokafeneio.com Μαξ Βέμπερ (Max Weber, I864-I920) Ο Μαξ Βέμπερ καταγόταν από μεγαλοαστική και θρησκευόμενη οικογένεια προτεσταντών. Ο ίδιος ενδιαφέρθηκε κάτω από την επίδραση των γονιών του για την πολιτική και τη θρησκεία. Έζησε στη Γερμανία του Μπίσμαρκ και συγκροτήθηκε ως επιστήμονας μέσα στο πνευματικό κλίμα της διαμάχης ανάμεσα στον ιδεαλισμό και τον υλισμό (Καντ, Χέγκελ, Μαρξ) και ανάμεσα στην ιστορική μέθοδο και τη μέθοδο των φυσικών επιστημών. Ένα μεγάλο μέρος από το έργο του είναι αφιερωμένο σ αυτά τα δύο προβλήματα. Ο ορισμός της κοινωνιολογίας Η κοινωνιολογία (με την έννοια που χρησιμοποιείται εδώ η εξαιρετικά πολυσήμαντη αυτή λέξη) είναι μια επιστήμη, η οποία επιδιώκει την ερμηνευτική κατανόηση της κοινωνικής συμπεριφοράς και έτσι να προβεί σε αιτιώδη εξήγηση. Με τον όρο συμπεριφορά εννοούμε εδώ μιαν ανθρώπινη πράξη (αδιάφορο αν είναι εξωτερική ή εσωτερική ενέργεια, παράλειψη ή ανοχή), εάν και εφόσον το άτομο (ή τα άτομα) συνδέει με τη συμπεριφορά αυτή ένα υποκειμενικό νόημα. Με τον όρο κοινωνική πράξη (συμπεριφορά) όμως εννοούμε μια τέτοια πράξη (συμπεριφορά), η οποία, κατά το υποκειμενικό νόημα του ατόμου ή των ατόμων, αναφέρεται στην πράξη (συμπεριφορά) άλλων ατόμων, τα οποία προσανατολίζουν σ αυτή τη συμπεριφορά τους (Βέμπερ, 1993: 217). Αντικείμενο δηλαδή της κοινωνιολογίας κατά τον Βέμπερ είναι το υποκειμενικό νόημα που αποδίδει ένα άτομο ή αποδίδουν πολλά άτομα στην κοινωνική συμπεριφορά τους, σ εκείνες δηλαδή τις πράξεις τους, τις οποίες αντιλαμβάνονται σε σχέση με τις πράξεις άλλων ατόμων. Ως άτομα δεν εννοεί μόνο τους μεμονωμένους ανθρώπους, εννοεί επίσης την κοινωνική τάξη των 1

description

marx vs weber 2

Transcript of Μαξ Βέμπερ

Page 1: Μαξ Βέμπερ

Η ανακάλυψη της κοινωνίας

Θ. Ανθογαλίδου

ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ

http : //politikokafeneio.com

Μαξ Βέμπερ (Max Weber, I864-I920)

Ο Μαξ Βέμπερ καταγόταν από μεγαλοαστική και θρησκευόμενη οικογένεια προτεσταντών. Ο ίδιος

ενδιαφέρθηκε κάτω από την επίδραση των γονιών του για την πολιτική και τη θρησκεία. Έζησε στη Γερμανία

του Μπίσμαρκ και συγκροτήθηκε ως επιστήμονας μέσα στο πνευματικό κλίμα της διαμάχης ανάμεσα στον

ιδεαλισμό και τον υλισμό (Καντ, Χέγκελ, Μαρξ) και ανάμεσα στην ιστορική μέθοδο και τη μέθοδο των

φυσικών επιστημών. Ένα μεγάλο μέρος από το έργο του είναι αφιερωμένο σ αυτά τα δύο προβλήματα. �

Ο ορισμός της κοινωνιολογίας

Η κοινωνιολογία (με την έννοια που χρησιμοποιείται εδώ η εξαιρετικά πολυσήμαντη αυτή λέξη) είναι μια�

επιστήμη, η οποία επιδιώκει την ερμηνευτική κατανόηση της κοινωνικής συμπεριφοράς και έτσι να προβεί σε

αιτιώδη εξήγηση. Με τον όρο συμπεριφορά εννοούμε εδώ μιαν ανθρώπινη πράξη (αδιάφορο αν είναι� � � �

εξωτερική ή εσωτερική ενέργεια, παράλειψη ή ανοχή), εάν και εφόσον το άτομο (ή τα άτομα) συνδέει με τη

συμπεριφορά αυτή ένα υποκειμενικό νόημα. Με τον όρο κοινωνική πράξη (συμπεριφορά) όμως εννοούμε μια� �

τέτοια πράξη (συμπεριφορά), η οποία, κατά το υποκειμενικό νόημα του ατόμου ή των ατόμων, αναφέρεται

στην πράξη (συμπεριφορά) άλλων ατόμων, τα οποία προσανατολίζουν σ αυτή τη συμπεριφορά τους (Βέμπερ,� �

1993: 217).

Αντικείμενο δηλαδή της κοινωνιολογίας κατά τον Βέμπερ είναι το υποκειμενικό νόημα που αποδίδει ένα άτομο

ή αποδίδουν πολλά άτομα στην κοινωνική συμπεριφορά τους, σ εκείνες δηλαδή τις πράξεις τους, τις οποίες�

αντιλαμβάνονται σε σχέση με τις πράξεις άλλων ατόμων. Ως άτομα δεν εννοεί μόνο τους μεμονωμένους� �

ανθρώπους, εννοεί επίσης την κοινωνική τάξη των εργατών και εκείνη των καπιταλιστών, το καπιταλιστικό

οικονομικό σύστημα, το πνεύμα του καπιταλισμού, τον προτεσταντισμό, ολόκληρη τη σύγχρονη κοινωνία. Να� �

πώς ορίζει π.χ. το πνεύμα του καπιταλισμού: Αν μπορεί να βρεθεί κάποιο αντικείμενο, στο οποίο ο όρος αυτός� � �

να μπορεί να εφαρμοσθεί με κάποια εύληπτη έννοια, δεν μπορεί παρά να είναι ένα ιστορικό άτομο, δηλαδή ένα

σύμπλεγμα από στοιχεία που σχετίζονται με μια ιστορική πραγματικότητα και που τα ενώνουμε σ ένα�

εννοιολογικό σύνολο από τη σκοπιά της πολιτισμικής σημασίας τους (Βέμπερ, 1978: 36). �Μ άλλα λόγια η κοινωνιολογία ερμηνεύει τις ατομικές πράξεις των ανθρώπων ή συνολικά κοινωνικά�

φαινόμενα, τα οποία εξετάζει κατ αρχήν ως άτομα, ως απομονωμένα δηλαδή φαινόμενα και στη συνέχεια τα�

συνδέει αιτιακά με άλλα άτομα, κατασκευάζοντας έτσι βαθμιαία πλέγματα αιτιακών σχέσεων. � �Η μέθοδος που προτείνει είναι η ερμηνευτική κατανόηση της ατομικής κοινωνικής συμπεριφοράς (δηλαδή του

υποκειμενικού νοήματος κλπ.), η οποία όμως θα οδηγήσει στην αιτιώδη εξήγηση, γιατί σ αυτήν ολοκληρώνεται�

η κοινωνική επιστήμη.

1

Page 2: Μαξ Βέμπερ

Μ αυτόν τον ορισμό του αντικειμένου και της μεθόδου της κοινωνιολογίας ο Βέμπερ επιχειρεί τη ρήξη προς το�

σύνολο των ως τότε διατυπωμένων κοινωνιολογικών θεωριών.

Η ρήξη με τις ολιστικές θεωρίες

Η ιδιοτυπία της βεμπεριανής κοινωνιολογίας συνίσταται στην αντιπαράθεσή της στον ολισμό όλων των

προηγούμενων θεωριών. Η αξίωση στην οποία ανταποκρίθηκαν οι κλασικές θεωρίες ήταν να συλλάβουν την

κοινωνία ως ολότητα και το νόημα αυτής της ολότητας. Συλλαμβάνοντας την ολότητα των κοινωνικών

σχέσεων και με τη μορφή νόμων τις αιτίες που εξηγούν τα κοινωνικά γεγονότα, αποσκοπούσαν επίσης στο να

οδηγήσουν τους κοινωνικά πράττοντες σε σωστές πολιτικές αποφάσεις και πρακτικές. Οι θεωρίες δηλαδή

αυτές συνδύαζαν μια αντικειμενική θεώρηση της κοινωνίας με τη σύλληψη νόμων, που λειτουργούν

ανεξάρτητα από την υποκειμενική θέληση των ανθρώπων. Η πρώτη διαφωνία του Βέμπερ στρέφεται, λοιπόν,

κατά του ιδεαλισμού αυτής της αντικειμενικής θεώρησης. Εκεί που ο Ντυρκέμ και ο Μαρξ βλέπουν νόμους,

που υλοποιούνται από ένα υπερατομικό υποκείμενο, την κοινωνία ως αφηρημένη ολότητα, ο Βέμπερ

αναγνωρίζει τάσεις ή δυνατότητες, που πραγματώνονται ή δεν πραγματώνονται από συγκεκριμένους

ανθρώπους σε συγκεκριμένες καταστάσεις.

Η αντίρρησή του είναι κατ αρχήν μεθοδολογική. Μπορούμε να ξεκινούμε από γενικές προτάσεις, με τον όρο�

ότι η διατύπωση αυτών των προτάσεων χρησιμοποιείται ως βοηθητική προπαρασκευή, που ο έλεγχός της� �

μπορεί να οδηγήσει σε πιθανά συμπεράσματα τους ερευνητές, και όχι ως ένα συμπέρασμα της έρευνας εκ των� �

προτέρων οριστικοποιημένο. Ο έλεγχος αυτών των βοηθητικών γενικών προτάσεων, η επιστημονική

διερεύνησή τους θα πρέπει να γίνεται με την ανάλυση του ατομικού πράττειν, διότι ο Βέμπερ θεωρεί ότι η

κοινωνία είναι το αποτέλεσμα των ατομικών δραστηριοτήτων συγκεκριμένων ατόμων, η κοινωνία

κατασκευάζεται από τις ατομικές δραστηριότητες (κονστρουκτιβισμός).

Επομένως πρέπει να απορριφθεί η εκκίνηση από μια ολότητα σχέσεων, καθώς συνιστά ένα υπερβατολογικό

υποκείμενο, ένα υποκείμενο δηλαδή που κάνει εκ των προτέρων δυνατή τη γνώση αλλά και την πράξη, και γι � αυτό το λογο γίνεται επίσης αντιληπτό ως εξουσιαστικό υποκείμενο στη γνώση και στην πράξη. Πρέπει επίσης

να απωθείται η οριστικοποίηση των συμπερασμάτων, που οδηγεί σε προβλέψεις και επιδιώκει να λειτουργήσει

ως κοινωνική αυτογνωσία ομάδων ή τάξεων (π.χ. των εργατών) προσανατολίζοντας τις πράξεις τους. Τόσο η

εκ των προτέρων οριστικοποίηση όσο και η εκ των υστέρων καθολίκευση των συμπερασμάτων, η αξίωση

δηλαδή του επιμέρους ερευνητή να επιβάλει ως καθολικής ισχύος τα συμπεράσματά του, είναι μια

μεροληπτική απόφαση που εκπηγάζει όχι από την επιστημονική αμερόληπτη έρευνα του επιμέρους, αλλά από

τις αξίες στις οποίες πιστεύει ο ερευνητής.

Όταν η κοινωνιολογική θεωρία διατυπώνει κρίσεις για το καθολικό νόημα που έχει το σύνολο των κοινωνικών

σχέσεων, στηρίζεται σε ένα προαποφασισμένο από τον ίδιο κριτήριο, ανατρέχει δηλαδή σε ένα σύστημα αξιών.

Αλλά τα συστήματα αξιών είναι ανορθολογικά συστήματα σκέψης, ξένα προς τον ορθολογισμό της επιστήμης,

Σ αυτή την περίπτωση δεν έχουμε μια επιστημονική θεωρία, αλλά μια κοσμοθεωρία. � � �Από αυτές τις απόψεις προκύπτουν δύο συνέπειες. Η κοινωνιολογία πρέπει να απαλλαγεί από τον ιστορισμό

και πρέπει να σχετικοποιήσει τις αξίες. Όταν, αντί της ιστορικιστικής τάσης, να βλέπουμε στην κοινωνία τη

δράση σφαιρικών αιτιωδών σχέσεων, δούμε σ αυτήν την πραγματική δράση πραγματικών ανθρώπων, τότε�

2

Page 3: Μαξ Βέμπερ

μπορούμε να δούμε την ιστορία του παρελθόντος και του μέλλοντος ως μια πιθανή εξέλιξη προς τη μια ή την

άλλη κατεύθυνση. Επιμέρους γεγονότα και συγκεκριμένα άτομα μπορούν να αλλάξουν τη ροή της ιστορίας. Ο

Βέμπερ φέρνει το παράδειγμα των μηδικών πολέμων. Ας υποθέσουμε, γιατί αυτό ήταν εξίσου πιθανό, ότι δε

νικούσαν οι Έλληνες του Πέρσες στη μάχη του Μαραθώνα, μια μάχη πολύ μικρών διαστάσεων. Εάν νικούσαν� �

οι Πέρσες, θα εγκαθιστούσαν στην Ελλάδα ένα θεοκρατικό καθεστώς. Ολόκληρη η μετέπειτα ελληνική

ιστορία, αλλά και ολόκληρη η ευρωπαϊκή ιστορία θα ήταν σ αυτή την περίπτωση διαφορετική. Αυτό το�

ατομικό ιστορικό γεγονός ήταν, λοιπόν, η απαραίτητη προϋπόθεση για τη γέννηση του αττικού στόλου και άρα� � � � �

για την πάρα πέρα πορεία του αγώνα της ελευθερίας, για τη διάσωση της ανεξαρτησίας του ελληνικού

πολιτισμού, για τη θετική συμβολή του στην έναρξη της ειδικά δυτικής ιστοριογραφίας, για την ολοκλήρωση

της εξέλιξης του δράματος και όλης εκείνης της μοναδικής πνευματικής ζωής, η οποία από καθαρά ποσοτική�

άποψη διαδραματίσθηκε στις μικρές διαστάσεις εκείνης της σκηνής της παγκόσμιας ιστορίας (Βέμπερ, χ.χρ.:� �

246). Ολόκληρη η ευρωπαϊκή ιστορία κρίθηκε, λοιπόν, από την εκπλήρωση της αντικειμενικής δυνατότητας,� � που υπήρχε την παραμονή της μάχης, να νικήσουν οι Έλληνες. Θα μπορούσε να είχε συμβεί και το αντίθετο.

Η αντίρρηση του Βέμπερ από επιστημολογική άποψη εστιάζει στην αντικειμενικότητα της συνολικής

ιστορικής διαδρομής, όπως την εννοούσε ο Μαρξ. Από την απέραντη ιστορική πραγματικότητα μόνο τμήματα

μπορούμε να γνωρίσουμε και να κατανοήσουμε και επομένως είναι ανέντιμο και επικίνδυνο να προχωρούμε

πέρα από τη διατύπωση πιθανοτήτων, και να εξηγούμε συνολικά το παρελθόν και ακόμη περισσότερο να

προβλέπουμε το μέλλον. Στην ιστορικιστική αντίληψη της σφαιρικής ιστορίας αντιπαρέθεσε τις ιστορικές

ασυνέχειες, εκτός από τις γενικές τάσεις στην ιστορία, θα πρέπει να αναγνωρίζουμε επίσης το ρόλο των

τυχαίων γεγονότων και ορισμένων προσωπικοτήτων, που μπορούν να επιταχύνουν ή να αλλάξουν τη ροή των

γεγονότων και να μεταβάλουν την επίδραση συνολικότερων κοινωνικών παραγόντων.

Η αναγνώριση ότι το τυχαίο και η προσωπικότητα παίζουν ένα ρόλο στην ιστορία δεν αναιρεί την ιστορική

αιτιότητα. Αλλά αρνείται να δει στην ιστορία μόνο έλλογες πράξεις, δηλαδή πράξεις που απορρέουν από την

ελευθερία της βούλησης να προσανατολίζεται προς ένα σκοπό, επιλέγοντας τα πιο πρόσφορα μέσα. Αλλά οι�

πράξεις των ανθρώπων δεν μπορούν να ερμηνευθούν με τόσο καθαρά έλλογο τρόπο, ώστε όχι μόνον οι άλογες

προλήψεις, τα νοητικά λάθη και οι πλάνες για τα πράγματα, αλλά και η ιδιοσυγκρασία, οι διαθέσεις και τα� � � � � �

πάθη διαταράσσουν την ελευθερία τους. Συνεπώς και οι πράξεις των ανθρώπων συμμετέχουν σε πάρα πολύ� � � � � �

διαφορετικό βαθμό- στην εμπειρική αλογικότητα. Αυτό οδηγεί τον ιστορικό να επιλέξει μια μέθοδο, στην� ��

οποία η αλογικότητα των ανθρώπινων πράξεων να μη διαταράσσει την ερμηνεία των ιστορικών σχέσεων. Η� � � �

λογική αυτής της μεθόδου δεν μπορεί να είναι αυτή που ενυπάρχει στο ίδιο το ιστορικό γίγνεσθαι, επειδή

ακριβώς λόγω της ενυπάρχουσας αλογικότητας θα οδηγούμαστε σε λάθη, είτε θα διαστρέφουμε την ιστορία,

για να την προσαρμόσουμε στους νόμους, που εμείς της επιβάλουμε, είτε θα παραμένουν για μας σκοτεινές

πάρα πολλές πτυχές της. Άρα ο μόνος τρόπος είναι να συλλάβουμε την ιστορική αιτιότητα φορμαλιστικά, με τη

σύγκριση δηλαδή των ιστορικά εμπειρικών πράξεων με το ιδεώδες καθαρά έλλογων πράξεων, δηλαδή πράξεων� � �

οι οποίες προσδιορίζονται εντελώς από σκοπούς και προσανατολίζονται απόλυτα στα πρόσφορα μέσα � (Βέμπερ, χ.χρ.: 207), να συγκρίνουμε δηλαδή τα πραγματικά γεγονότα με κατασκευασμένους ιδεώδεις τύπους,� � που δε συναντώνται ποτέ στην πραγματικότητα με την εντελώς καθαρή τους μορφή

Στον περιεχομενισμό των κοινωνικών νόμων αντιπαρέθεσε το φορμαλισμό των ιδεωδών τύπων, και τη� �

σύγκριση μ αυτούς ως το μόνο θεμιτό αντικείμενο της επιστήμης, ώστε να μην εμπλέκονται ανεξέλεγκτα οι�

3

Page 4: Μαξ Βέμπερ

προσωπικές αξίες του επιστήμονα και να μην επιβάλλονται στο σύνολο της ιστορίας ως νόμοι σχήματα, που

αναγκαστικά προκύπτουν από επιμερισμένες παρατηρήσεις ή από αυθαίρετα αξιακά συστήματα.

Ως προς τη σχέση με τις αξίες, ο Βέμπερ είναι κατηγορηματικός. Ο επιστήμονας δεν μπορεί να παρεισάγει

αξιολογικές κρίσεις στη θεωρία και την έρευνα, οι αξίες ενδιαφέρουν την κοινωνική επιστήμη μόνο ως

ερευνητικά αντικείμενα. Η βεμπεριανή θεωρία δεν μπορεί, λοιπόν, να ενταχθεί στις κοινωνιολογίες του

consensus, το consensus είναι επίσης απλώς ένα ερευνητικό αντικείμενο, αλλά και η ένταξή της, όπως

συνηθίζεται, στις συγκρουσιακές θεωρίες μαζί με το έργο του Μαρξ μου φαίνεται καταχρηστική. Ο Μαρξ

αντιλαμβάνεται τη σύγκρουση συγχρόνως ως ερευνητικό αντικείμενο και ως πρακτικό πολιτικό στόχο, ενώ ο�

Βέμπερ απαγορεύει την ανάμιξη πολιτικής θεωρίας και πολιτικής πράξης. Θεωρεί ότι οι συγκρούσεις όπως και

οι συμφωνίες είναι θεμελιώδεις κοινωνικές σχέσεις, συμπεριφορές δηλαδή προσανατολισμένες στη

συμπεριφορά των άλλων, αλλά καμιά δεοντολογία και καμιά προφητεία. δε συναρτά μ αυτές τις σχέσεις Η�

αξιολογική ουδετερότητα δεν είναι εξάλλου μόνο μια μεθοδολογική επιταγή. Με τον απόλυτο σχετικισμό του

και την κοινωνιολογία της κατανόησης ο Βέμπερ αντιλαμβανόταν κάθε κοινωνική δράση, κάθε κοινωνική

σχέση πρωταρχικά ως υποκειμενικές συνειδησιακές καταστάσεις, απέναντι στις οποίες το μοναχικό άτομο

έπρεπε να αφήνεται να παίρνει τις αποφάσεις του. Και καθώς έβλεπε να κυριαρχεί στην εποχή του

ορθολογισμού η σύγκρουση ανάμεσα στην επιστήμη και τη θρησκεία, το λογικό και το άλογο, κάθε άνθρωπος

πρέπει να ανταποκριθεί με αξιοπρέπεια στη μοναχική επιλογή ενός θεού, που μπορεί να είναι και ο δαίμονας.

Ο χαρακτηρισμός της βεμπεριανής ως συγκρουσιακής θεωρίας όχι μόνο της αποδίδει μια ποιότητα που δε

θέλει να έχει, αλλά παραπλανά και ως προς τη βασική επιστημολογική διαφοροποίησή της προς όλες τις

προγενέστερες θεωρίες. Από το Σαιν Σιμόν και τον Κοντ έως τον Μαρξ και τον Ντυρκέμ, η κοινωνιολογία�

γίνεται αντιληπτή ως μια θεωρία που θέλει να ωθεί στην κοινωνική πράξη για τη βελτίωση της κοινωνίας με

συναινετικές ή επαναστατικές πρακτικές. Ακόμη και ο Σπένσερ με τις απαγορεύσεις του προς τις

βουλησιαρχικές παρεμβάσεις στη φυσιολογική λειτουργία της κοινωνίας και των ανθρώπων μέσα σ αυτήν,�

προτρέπει σε μια έστω αρνητική πρακτική, στην αποχή από την πολιτική παρέμβαση, ως άμεση εφαρμογή των

κοινωνικών και πολιτικών του απόψεων. Δεν ωθείται από μια επιστημολογική απόφαση που διαχωρίζει τις

σφαίρες της κοινωνικής θεωρίας και της κοινωνικο πολιτικής πράξης. Αρνείται απλώς να υποκαταστήσει τη�

φυσική φορά της εξέλιξης, με μια επιβεβλημένη τελεολογία.

Αντίθετα με όλους αυτούς ο Βέμπερ ενσωματώνει στη θεωρία του τις αξίες από τις οποίες ωθούνται οι

άνθρωποι, την κοινωνική συμπεριφορά τους και τις κοινωνικές συγκρούσεις μόνο ως αντικείμενα, που πρέπει

να εξεταστούν επιστημονικά. Για τους ίδιους λόγους που δεν μπορούμε στο επίπεδο της επιστημονικής έρευνας

να αποφασίζουμε για το καθολικό νόημα που έχουν οι κοινωνικές σχέσεις με υπερβατολογικά, δηλαδή με εκ

των προτέρων αποδεκτά κριτήρια, δε δικαιούμαστε ως επιστήμονες να προβλέπουμε και ακόμη περισσότερο

να καθορίζουμε ως κλειδούχοι τις τροχιές πάνω στις οποίες θα κινηθεί η ιστορία (Βέμπερ, χ.χρ.: 11). Ο� �

Βέμπερ απευθύνει αυτή την κριτική στη μαρξική θεωρία και προπάντων στο μηχανιστικό μαρξισμό της εποχής

του, που τον θεωρούσε όχι μόνο επιστημονικά ελέγξιμο, αλλά και πολιτικά επικίνδυνο. Αν και ήταν ευνοϊκός

προς την κοινωνικοποίηση της οικονομίας, φοβόταν συγχρόνως όσες προόδους της κοινωνικοποίησης θα� � �

μπορούσαν ενδεχομένως να περιορίσουν το περιθώριο ελεύθερης δράσης που αφήνεται στο άτομο (Αρόν,�

1984: β΄, 319).

4

Page 5: Μαξ Βέμπερ

Ιδεολογία

Εκείνο που καθοδηγεί και εξηγεί την κοινωνική δραστηριότητα δεν είναι άμεσα το οικονομικό συμφέρον, αλλά

το νόημα που αποδίδει το ατομικό υποκείμενο στις πράξεις του και οι προσδοκίες του απ αυτές. Η ιδεολογία� � �

δεν είναι μια εκ των υστέρων εκτίμηση της κοινωνικής δράσης, αλλά η πρωτογενής αιτία, που την καθοδηγεί.

Όχι τα συμφέροντα (υλικά και ιδεώδη), αλλά οι ιδέες κυριαρχούν άμεσα στη δραστηριότητα των ανθρώπων� � (Βέμπερ, χ.χρ.: 13).

Ο Μαξ Βέμπερ απέρριπτε, όπως είπαμε, ρητά την αιτιώδη εξήγηση του μαρξισμού ως μέθοδο καθολικής

ισχύος, που θέλει να εξηγεί ολόκληρη τη διαδρομή της κοινωνικής εξέλιξης. Στη διάσημη μελέτη του Η�

προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού κατηγορεί τον Μαρξ ότι έδωσε υπερβολικά μεγάλη�

σημασία στον οικονομικό παράγοντα. Υπάρχουν, κατά τη δική του άποψη, και άλλα στοιχεία, σημαντικά για

να κατανοήσουμε τον καπιταλισμό, όπως η συνένωση των στρατιωτικών με τους εργοστασιάρχες, η

γραφειοκρατική οργάνωση, που την θεωρεί εξίσου σημαντική με την πάλη των τάξεων, οι θρησκευτικές

πεποιθήσεις. Αποδεχόταν, πάντως, την οικονομική ερμηνεία ως μια γενική κοινωνιολογική πρόταση, η οποία -

όπως όλες οι γενικές προτάσεις - αναφέρεται μόνο σε τάσεις, ενώ η εφαρμογή της σε συγκεκριμένες κοινωνίες�

συνεπάγεται λεπτομερείς ιστορικές έρευνες, αλλά και τότε ακόμη συναντά τους περιορισμούς που θέτει η

ανθρώπινη δημιουργικότητα, τα αποτελέσματα της οποίας ούτε ο κοινωνιολόγος ούτε ο ιστορικός μπορούν να

τα προβλέψουν (Μπόττομορ, 1973: 78). �Ας δούμε λίγο πιο αναλυτικά τις απόψεις του για το ρόλο της ιδεολογίας στην οικονομική ανάπτυξη. Στην

Προτεσταντική ηθική υποστήριξε ότι με τη δημιουργία της κοινωνικής ηθικής καλβινιστικού τύπου, που

ανέδειξε την εργασία σε αρετή, ενώ η ως τότε χριστιανική αντίληψη την έβλεπε μάλλον ως τιμωρία και

βάσανο, δόθηκε βάρος στην αξία της κοσμικής δραστηριότητας και στο καθήκον της εγκράτειας, και

εμφανίστηκε μια τάση προς μια ορθολογική οικονομική παραγωγή, που απέβλεπε στο μέγιστο παραγωγικό

αποτέλεσμα με το ελάχιστο κόστος. Εκείνο δηλαδή που οδήγησε στην έξοδο από τη φεουδαρχική οικονομία

ήταν η αλλαγή νοοτροπίας ως προς την εργασία και τη συσσώρευση. Επομένως η ιδεολογία δεν είναι ένα απλό

επιφαινόμενο, αλλά μπορεί επίσης να δημιουργήσει κοινωνικές πραγματικότητες· μ άλλα λόγια η ιδεολογία�

μπορεί να στηρίξει την απόφαση των ανθρώπων να αναπτυχθούν οικονομικά.

Αλλά οι ισχυρισμοί του Βέμπερ για το ρόλο της ιδεολογίας στην οικονομική ανάπτυξη έχουν αμφισβητηθεί

από πολλές απόψεις. Κατ αρχήν εκείνο που διαφοροποιεί τον αριστοκράτη κτηματία από τον κεφαλαιοκράτη�

αστό δεν είναι ότι ο πρώτος θεωρούσε υποτιμητική την εργασία ενώ ο δεύτερος την ανήγαγε σε αξία, ότι

δηλαδή ο φεουδάρχης προσποριζόταν απλώς τους καρπούς της εργασίας των άλλων, ενώ ο κεφαλαιοκράτης

είναι ο ίδιος ένας σκληρά εργαζόμενος άνθρωπος. Ο Μαρξ επικρίνει ήδη στο Σαιν Σιμόν και στους διαδόχους�

του την αντίληψη ότι ο βιομήχανος κεφαλαιοκράτης είναι τάχα ο travailleur par excellence, ο κατ εξοχήν�

εργαζόμενος (Μαρξ, 1978γ: γ΄,726), ότι δηλαδή πλουτίζει από την εργασία του, μια αντίληψη που λειτούργησε

πάντα νομιμοποιητικά στην αστική κουλτούρα. Στην πραγματικότητα ο καπιταλιστής, όπως και ο φεουδάρχης,

πλουτίζει όχι από την προσωπική του εργασία, αλλά από την εργασία των άλλων. Η διαφορά τους έγκειται στο

ότι ο φεουδάρχης εξανάγκαζε με εξωοικονομικά μέσα, με τη βία (σωματική και συμβολική), ενώ ο

καπιταλιστής εγκατέστησε τη λογική της αγοράς, με την εντατικοποίηση της παραγωγής και τη δημιουργία

ανταλλακτικών αξιών. Η εργασία στον καπιταλισμό έγινε εμπόρευμα (μισθωτή εργασία) και ο πλουτισμός του

5

Page 6: Μαξ Βέμπερ

κεφαλαιοκράτη εξαρτάται όχι από την προσωπική του εργασία, αλλά από τη δημιουργία υπεραξίας, τη διαφορά

δηλαδή ανάμεσα στο κόστος της παραγωγής (πρώτες ύλες, μηχανήματα και μισθοί) και τις τιμές πώλησης.

Εκείνο που προώθησε η θρησκευτική μεταρρύθμιση στα λαϊκά στρώματα ήταν κυρίως το απελευθερωμένο από

τις διαμεσολαβήσεις της εκκλησίας και του κράτους νέο υποκείμενο, που η πρώτη εννοιολογική του

συγκρότηση είχε ήδη προβληθεί από τον αναγεννησιακό ουμανισμό στον homo universalis. Η μεταρρύθμιση

ολοκλήρωσε αυτή την εννοιολόγηση και δικαίωσε σε θρησκευτικό επίσης επίπεδο τον ατομικισμό του homo

economicus, που συνειδητοποιεί τα δεσμά της οικονομικής και πολιτικής οργάνωσης της φεουδαρχίας ως

περιορισμούς της προσωπικής του ελευθερίας, της απρόσκοπτης δηλαδή ανάπτυξής του. Πρόκειται πάντως για

μια εκ των υστέρων και όχι εκ των προτέρων εννοιολόγηση.

Όπως έγραφε το 1926 ο Ρ. Τώουνυ, για το ίδιο θέμα, το πνεύμα του καπιταλισμού γεννήθηκε πολύ πριν να

δημιουργηθεί η καλβινιστική ηθική (όπως στη Βενετία και στη Φλωρεντία του 14ου αιώνα) αλλά και ο

καλβινισμός δεν επηρέασε με τον ίδιο τρόπο, σε πολλές περιοχές μάλιστα δε βοήθησε καθόλου την οικονομική

ανάπτυξη. Γενικά η θρησκεία (σα μια μορφή ιδεολογίας) σε χώρες όπως η Ινδία και η Κίνα (που επίσης

μελέτησε ο Βέμπερ) δε φαίνεται να έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην οικονομική ανάπτυξη. Εκεί όπου η

προτεσταντική ηθική αναπτύχθηκε παράλληλα με το πνεύμα του καπιταλισμού (π.χ. στην Ολλανδία και την

Αγγλία), μπορούμε να υποθέσουμε μάλλον ότι είναι αποτέλεσμα και όχι αίτιο των γενικών μεταβολών στην

οικονομική οργάνωση και την κοινωνική δομή.

Πέρα από την ορθότητα ή μη των αντιτιθέμενων απόψεων ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα, έχει ενδιαφέρον

να κατανοήσουμε την επιστημολογική αντίρρηση του Βέμπερ. Δε θέλει να αντιπαραθέσει στην οικονομική

εξήγηση μια ιδεολογική εξήγηση. Ο Μαρξ άλλωστε δεν αγνόησε και δεν υποτίμησε ποτέ το ρόλο της

ιδεολογίας ή την πολυπλοκότητα των κινήτρων και των μορφών της ανθρώπινης δράσης, αλλά είναι αλήθεια

πως ούτε διατύπωσε μια ολοκληρωμένη θεωρία για το μετασχηματισμό των υπερδομών, του κράτους και των

θεσμών του, των μη οικονομικών κοινωνικών σχέσεων στην κοινωνία των πολιτών (π.χ. της οικογένειας), των

μορφών σκέψης.

Η κριτική πάντως του Βέμπερ εστιάζει στον πυρήνα της μαρξικής μεθοδολογίας και όχι στην ελλιπή ανάπτυξή

της σε επιμέρους θεωρίες. Η ανάλυση του Μαρξ επικεντρώθηκε στην οικονομική δυναμική με την οποία ο

καπιταλισμός γεννήθηκε μέσα από τις αντιφάσεις της φεουδαρχίας. Κι αυτό διότι εκείνο που υποστήριξε και

που αποτελεί τη βασικότερη θέση του υλισμού του, είναι η προτεραιότητα του οικονομικού στοιχείου, ότι

δηλαδή οι δυνάμεις και οι σχέσεις παραγωγής αποτελούν το θεμέλιο της κοινωνίας. Σ αυτήν ακριβώς την, κατά�

την εκτίμησή του, μονιστική θέση ο Βέμπερ αντιπαρέθεσε τη δική του άποψη για τη δέσμη πιθανών αιτίων. Η

βασική, λοιπόν, αντίρρηση του Βέμπερ απευθύνεται στη μονιστική εξήγηση, αδιάφορο ποιο στοιχείο επιλέγει

(την οικονομία ή την ιδεολογία), στην οποία αντιπαραθέτει τον πλουραλισμό των πιθανών αιτίων. Η αντίρρησή

του επομένως είναι μεθοδολογική. Αντί για την οριστικοποίηση μιας αιτιακής σχέσης που ανάγει την όποια

κοινωνική αλλαγή αποκλειστικά σε οικονομικά αίτια, ο ίδιος προτείνει πολλαπλά δυνατά αίτια, που θα πρέπει

να τα επεξεργάζεται η ιστορική έρευνα. Αντί της οριστικής γνώσης προτείνει τη σχετικιστική γνώση των

πολλαπλών δυνατοτήτων.

Στις τελευταίες σελίδες της μελέτης του σχετικοποιεί διπλά την αντίληψή του για την κοινωνιολογία της

κατανόησης, για το ρόλο δηλαδή που πρέπει η κοινωνιολογία να αποδίδει στην ιδεολογία ως συγκροτησιακή

αρχή της κοινωνίας.

6

Page 7: Μαξ Βέμπερ

α) Κάνει μια διάκριση ανάμεσα στην αιτιώδη εξήγηση της προέλευσης του καπιταλισμού και στην αιτιώδη

εξήγηση της λειτουργίας του καπιταλισμού. Η συγκρότηση του καπιταλισμού εξηγείται με την ιδεολογία, η

λειτουργία του όμως από την τεχνολογία και την οικονομία. Η ηθική καλβινιστικού τύπου, η ιδεολογία, έπαιξε

το ρόλο της στην οικοδόμηση του τρομακτικού κόσμου της σύγχρονης οικονομικής διάταξης, έπαιξε δηλαδή� �

το ρόλο της για την έξοδο από τη φεουδαρχία. Αλλά από τη στιγμή που συγκροτήθηκε ο καπιταλισμός, η

λειτουργία του δεν εξαρτάται πια από την ιδεολογία των ανθρώπων, αλλά από τους τεχνικούς και οικονομικούς�

όρους της μηχανικής παραγωγής, που σήμερα καθορίζουν με ακατανίκητη δύναμη τις ζωές όλων των ατόμων

που γεννιούνται μέσα σ αυτόν τον μηχανισμό, όχι μόνο όσων ασχολούνται άμεσα με την οικονομική�

πρόσκτηση. Ίσως να τις καθορίζει μέχρι να καεί και ο τελευταίος τόνος λιθάνθρακα (Βέμπερ, 1978: 146). Οι�

άνθρωποι ζουν πλέον μέσα σε ένα σιδερένιο κλουβί, μέσα στη σιδερένια αναγκαιότητα του νικηφόρου� � �

καπιταλισμού, δεν εργαζόμαστε επειδή το θέλουμε, όπως άλλοτε ο πουριτανός, αλλά επειδή είμαστε�

αναγκασμένοι να το κάνουμε. Η ιδέα του καθήκοντος προς το επάγγελμα κατατρέχει τη ζωή μας σαν το�

φάντασμα πεθαμένων θρησκευτικών αντιλήψεων (Βέμπερ, 1978: 146 - 147). �β) Οι τελευταίες φράσεις με τις οποίες κλείνει τη μελέτη του σχετικοποιούν εντέλει και τις δικές του απόψεις.

Δεν έχω την πρόθεση να αντικαταστήσω μια μονόπλευρα υλιστική αιτιακή ερμηνεία της κουλτούρας και της�

ιστορίας με μια εξίσου μονόπλευρα πνευματοκρατική αιτιακή ερμηνεία. Η καθεμιά τους είναι εξίσου δυνατή,

αλλά καθεμιά τους, αν δε χρησιμεύει σαν προκατασκευή, αλλά σα συμπέρασμα της έρευνας, εξυπηρετεί εξίσου

λίγο το συμφέρον της ιστορικής αλήθειας (Βέμπερ, 1978: 148). Όχι μόνο τόσο η ιδεολογία όσο και η�

οικονομία μπορούν να εξηγήσουν εκείνη την κοινωνική μεταβολή και ετούτη τη λειτουργία του καπιταλισμού,

όχι μόνο είναι λάθος να ανάγουμε ό,τι συμβαίνει στην κοινωνία σε μία και μοναδική αιτία, αλλά εντέλει το

ζήτημα της εξήγησης παραμένει ανοιχτό και μπορεί κάλλιστα να αμφισβητηθεί από άλλους μελετητές.

Οι κοινωνικές τάξεις

Σχετικά με τις κοινωνικές τάξεις, ο Βέμπερ αποδεχόταν τη βασική ιδέα του Μαρξ, αλλά και την μετασχημάτισε

σημαντικά. Κατ αρχήν ξεκινούσε από τα άτομα και όχι από την κοινωνική δόμηση, την κοινωνική διαίρεση της�

εργασίας, κλπ. Τα άτομα, λοιπόν, εξαιτίας της οικογένειας, του επαγγέλματός τους, της περιουσίας τους (αν

είναι ή δεν είναι ιδιοκτήτες), της περιοχής στην οποία κατοικούν ή από οποιαδήποτε άλλη αιτία, έχουν άνισες,

διαφορετικές πιθανότητας να αποκτήσουν οικονομικά αγαθά. Αυτές οι διαφορές, ορίζουν τις διαφορετικές

κοινωνικές τάξεις.

Η κοινωνική τάξη είναι μια ομάδα ατόμων που βρίσκονται στην ίδια κατάσταση. Οι τάξεις αποτελούν απλώς

το πιθανό πλαίσιο μιας κοινής δράσης. Ορισμένοι άνθρωποι που βρίσκονται στη ίδια κατάσταση είναι δυνατό

να συνειδητοποιήσουν αυτή την κατάσταση και να οργανώσουν κοινή δράση. Μόνο σ αυτή, την περίσταση ο�

όρος «τάξη» σημαίνει μια κοινωνική πραγματικότητα. Δέχεται ότι οι εργάτες τείνουν όλο και περισσότερο να

σχηματίσουν τάξη, όσο προχωρεί η εκμηχάνιση και η ομάδα των εργατών γίνεται πιο ομοιογενής. Οι

μικροαστοί συνιστούν μια κοινωνική τάξη στο μέτρο που έχουν μια κοινή οικονομική κατάσταση σε σχέση με

την αγορά και κοινά συμφέροντα. Οι διανοούμενοι, χωρίς περιουσία, των οποίων η κοινωνική κατάσταση

στηρίζεται στην τεχνική τους εκπαίδευση (οι μηχανικοί, τα στελέχη, οι ανώτεροι διοικητικοί υπάλληλοι)

βρίσκονται σε μια σχετικά κοινή κατάσταση και μπορούν να σχηματίσουν μια κοινωνική τάξη, αν και

7

Page 8: Μαξ Βέμπερ

διαφέρουν αρκετά μεταξύ του. Τα κοινά συμφέροντα, πάντως, μπορούν να μην οδηγήσουν ποτέ σε κοινή

δράση, αλλά να οδηγήσουν σε παράλληλη ανοργάνωτη δράση. Η ταξική δράση προϋποθέτει όχι μόνο την

ύπαρξη, αλλά και τη συνειδητοποίηση των κοινών συμφερόντων και της κοινής τύχης και είναι

προσανατολισμένη στην υπεράσπιση αυτών των συμφερόντων. Όπως είδαμε, ο διαχωρισμός του Μαρξ σε τάξη�

καθεαυτή και τάξη για τον εαυτό της, τονίζει επίσης τη διαφορά ανάμεσα στους αντικειμενικούς καθορισμούς� � �

και τις υποκειμενικές προϋποθέσεις (τις ταξικές ιδεολογίες) για την ενεργοποίηση μιας τάξης.

Κοινωνικό status σημαίνει για τον Μαξ Βέμπερ μια θέση στις βαθμίδες κοινωνικού κύρους. Το κοινωνικό

status χαρακτηρίζεται από τον τρόπο ζωής, την κατανάλωση αγαθών, την κατοικία, το ντύσιμο, το γάμο, την

παιδεία με πλατειά έννοια, χαρακτηρίζεται δηλαδή απ αυτό που γενικά θα ονομάζαμε στυλ ζωής. Μια ομάδα�

με ίδιο status χαρακτηρίζεται από το ίδιο στυλ ζωής.

Δεν πρέπει λέει ο Βέμπερ, να συγχέονται οι ομάδες κατά το εισόδημα με τις ομάδες κατά το status. Μια ομάδα

με όμοιο εισόδημα μπορεί να περιλαμβάνει περισσότερες ομάδες κατά status. Σε ορισμένες κοινωνίες οι δυο

κατηγοριοποιήσεις είναι αρκετά συναφείς, αλλά δεν ταυτίζονται ποτέ, καμιά φορά μάλιστα αντιπαρατίθενται.

Για να μπεις σε μια επαγγελματική ομάδα, δεν αρκεί να έχεις τις αναγκαίες ικανότητες, πρέπει επίσης να

διαθέτεις τα σημεία ότι ανήκεις στην ομάδα στην οποία θα ενταχθείς. Για να γίνεις στέλεχος επιχειρήσεων δεν

αρκεί να ξέρεις να λύνεις μαθηματικές εξισώσεις, πρέπει επίσης να κατέχεις τα σημεία ότι ανήκεις στην� �

κατηγορία των στελεχών, να κατέχεις πχ. το λεξιλόγιο, να έχεις το ίδιο στυλ ζωής, κλπ.

Μια τρίτη κατάταξη είναι αυτή των πολιτικών κομμάτων. Ενώ το status και η τάξη δεν είναι αποτέλεσμα

επιλογής, το πολιτικό κόμμα επιλέγεται από τα άτομα. Ένα πολιτικό κόμμα μπορεί να αντιπροσωπεύει μια

κοινωνική τάξη, αλλά μπορεί να αντιπροσωπεύει και μια ομάδα με το ίδιο status. Σ αυτή την περίπτωση δεν�

πρέπει να αναζητούμε την οικονομία πίσω από την πολιτική δομή.

Η πολιτική δύναμη μπορεί να έχει οικονομική βάση, η οικονομική δύναμη μπορεί να έχει πολιτικά

αποτελέσματα, αλλά το ένα δε συνδέεται αναγκαστικά με το άλλο. Ούτε η οικονομική δύναμη, τέλος, ούτε η

πολιτική δύναμη προσδίδουν αναγκαστικά. κοινωνικό γόητρο. Οι τρεις τύποι διαστρωμάτωσης δεν

αλληλοϋποκαθίστανται, υπάρχουν απλώς κοινωνίες στις οποίες ο ένας από τους τρεις είναι ο πιο σημαντικός

από τους άλλους.

Μια συνολική θεώρηση αυτής της τριπλής κατάταξης, που πρότεινε ο Βέμπερ μας αποκαλύπτει μια σημαντική

διαφορά της από τη μαρξική κατηγοριοποίηση σε κοινωνικές τάξεις. Η κατάταξη του Μαρξ είναι

μακροκοινωνιολογική και δυναμική, αντιπαραθέτει δηλαδή δύο μακροομάδες, ως προς τα δομικά, μη ατομικά

χαρακτηριστικά τους (σχέση με την οικονομία, μορφές ιδιοκτησίας)· η ανάλυση του Βέμπερ ξεκινά από τα

άτομα ως υποκείμενα με ατομικά χαρακτηριστικά (πολιτιστικά, ιδεολογικά, ψυχολογικά), με βάση τα οποία

κατατάσσονται σε διαφορετικές ομάδες. Το τελικό κριτήριο αυτής της ταξινόμησης είναι η κοινωνική δράση

των ατόμων, που μπορεί να είναι παραδοσιακή, συναισθηματική, αξιοκρατική (προσηλωμένη σε απόλυτες

αξίες) και τελεολογική (με ορθολογική δηλαδή συνεκτίμηση σκοπών και μέσων).

Από τη διαστρωμάτωση του Βέμπερ δε λείπει το στοιχείο της σύγκρουσης (μιας δυνάμει σύγκρουσης),

καθώς ενσωματώνει την έννοια της εξουσίας και των αντιθέσεων στις κοινωνικές ομάδες. Αλλά, όπως

εξήγησα παραπάνω, η κοινωνιολογία του συμπεριλαμβάνει στα αντικείμενά της τις κοινωνικές

συγκρούσεις δε μετατρέπεται αυτομάτως σε συγκρουσιακή θεωρία, μια θεωρία δηλαδή που, όπως η � �μαρξική, αποσκοπεί να επαναστατικοποιήσει την κοινωνική κριτική και να καθοδηγήσει την κοινωνική

8

Page 9: Μαξ Βέμπερ

πράξη, για την αλλαγή του κόσμου. Αντίθετα μάλιστα αυτή ήταν μια ιδέα, που την απέρριπτε ο Βέμπερ.

Ο Μαρξ εναπόθεσε στην πάλη των τάξεων τη δυναμική της ιστορίας, ο Βέμπερ προσπάθησε να δείξει ότι

οι πραγματικοί άνθρωποι που ζουν στην κοινωνία είναι πολύ πιο περίπλοκα συγκροτημένοι κοινωνικά,

ώστε να μπορούμε να προβλέψουμε την κοινωνική συμπεριφορά τους με κυρίαρχο αίτιο το οικονομικό

συμφέρον. Το οικονομικό συμφέρον είναι ένα πιθανό κίνητρο της κοινωνικής συμπεριφοράς ανάμεσα σε

άλλα. Μπορεί να είναι το κυρίαρχο κίνητρο μιας κοινωνικής σύγκρουσης ή μιας κοινωνικής αλλαγής,

αλλά αυτό δε σημαίνει ότι καθορίζει αναγκαία όλη την ιστορία και κάθε πτυχή της κοινωνικής ζωής.

Η αντιπαράθεση με το μαρξισμό

Η εντιμότητα ενός σύγχρονου διανοουμένου και προ πάντων ενός φιλοσόφου μπορεί να εκτιμηθεί, από το πως�

αντιμετωπίζει το Νίτσε και τον Μαρξ. Όποιος δεν αναγνωρίζει, ότι σπουδαία τμήματα της εργασίας του δεν θα

ήταν δυνατό να προσφέρει, χωρίς την εργασία που έκαναν αυτοί οι δυο, εξαπατά τον εαυτό του και τους

άλλους. Ο κόσμος, στον οποίο ζούμε πνευματικά, έχει σε μεγάλη έκταση διαμορφωθεί από τον Μαρξ και τον

Νίτσε. �(Βέμπερ, χ.χρ.: 39)

Ο Βέμπερ θαύμαζε κριτικά τον Μαρξ. Την ουσία των αντιρρήσεών του προς το μαρξιστικό υλισμό την

συνόψισε, στο πρώτο τεύχος (1904) του περιοδικού Αρχείο για την κοινωνική επιστήμη και την κοινωνική

πολιτική:

Έχουμε απαλλαγεί από την απαρχαιωμένη πίστη ότι το σύνολο των φαινομένων του πολιτισμού μπορεί να�

εξαχθεί ως προϊόν ή ως λειτουργία υλικών καταστάσεων συμφερόντων. Ωστόσο πιστεύουμε ότι η ανάλυση των� �

κοινωνικών φαινομένων και των γεγονότων του πολιτισμού από την ειδική άποψη του οικονομικού

προσδιορισμού και της σπουδαιότητάς τους ήταν μια επιστημονική αρχή δημιουργικής γονιμότητας και με

προσεκτική εφαρμογή και χωρίς δογματικές δεσμεύσεις πρόκειται να παραμείνει σ’ όλο το δυνάμενο να

προβλεφθεί χρόνο. Η λεγόμενη �υλιστική αντίληψη της ιστορίας, ως κοσμοθεωρία ή ως κοινός παρονομαστής αιτιακής εξήγησης της ιστορικής�

πραγματικότητας πρέπει να αποκρουσθεί με τον κατηγορηματικότερο τρόπο (Βέμπερ, χ.χρ.: 65 και 84). �Απορρίπτει, λοιπόν, την υλιστική θεωρία ως κοσμοθεωρία, ως θεωρία δηλαδή αδιαχώριστη από αξιολογικά� �

καθοδηγητικά συστήματα. Μια εμπειρική επιστήμη δεν μπορεί να διατυπώνει δεσμευτικούς κανόνες και�

ιδεώδη, από τα οποία μπορούν να προκύπτουν συνταγές για την πράξη (σ. 68). Μπορεί να βοηθήσει τον�

άνθρωπο που θέλει να αναλάβει δράση δείχνοντάς του τη λογική της πράξης του, ως προς το σκοπό που

επιδιώκει, τις πιθανές συνέπειες, την αποτελεσματικότητα, καθώς και τη σημασία της ως προς αξίες, ότι

δηλαδή η πραγματοποίηση ή η παράλειψη μιας πράξης σημαίνει σε τελευταία ανάλυση αποδοχή κάποιων� �

αξιών και απόρριψη άλλων. Τον βοηθάει, λοιπόν, να συνειδητοποιήσει με ορθολογικά κριτήρια τη σημασία της

πράξης του, δεν τον χειραγωγεί. Η εκλογή που πρόκειται να κάνει είναι δική του υπόθεση (σ. 69). � �Απορρίπτει επίσης τον αναγωγισμό ή οικονομισμό της υλιστικής θεωρίας, δηλαδή την αξίωση ότι τα

φαινόμενα του πολιτισμού προέρχονται από υλικές καταστάσεις συμφερόντων. Η κριτική απευθύνεται κατ� � �

9

Page 10: Μαξ Βέμπερ

αρχήν σ αυτές τις τάσεις, που στην Προτεσταντική ηθική τις χαρακτηρίζει ως το δόγμα της απλοϊκής μορφής� �

υλισμού, ως την αντίληψη δηλαδή ότι οι ιδέες των ανθρώπων δημιουργούνται σαν αντανάκλαση ή� �

εποικοδόμημα των οικονομικών καταστάσεων (Βέμπερ, 1978: 43). Η αντίρρησή του είναι απ αυτή την άποψη� �

δικαιολογημένη, καθώς ο μηχανιστικός οικονομισμός, που ο Γκράμσι, όπως είδαμε, τον καυτηρίαζε ως�

πρωτόγονο παιδισμό, χαρακτήριζε έντονα την πρώτη γενιά μαρξιστών. Η ουσία πάντως της αντίρρησής του�

πάει πολύ πιο μακριά απ αυτήν τη δικαιολογημένη κριτική. Οδηγεί σε ένα οικονομισμό και σε ένα�

φορμαλισμό, δύο τάσεις που πράγματι δε συμβιβάζονται με τον υλισμό του Μαρξ.

Στο Βέμπερ το ερώτημα για το νόημα της κοινωνικής συμπεριφοράς αναλύεται ως εξής. Η ανθρώπινη

συμπεριφορά ωθείται είτε από υλικά συμφέροντα, που τα εννοεί αποκλειστικά ως οικονομικά συμφέροντα, είτε� � � �

από τα συμφέροντα των ιδεών, τα ιδεώδη συμφέροντα. Τα δύο είδη συμφερόντων είναι ασύμβατα μεταξύ� �

τους, με τη δική του το καθένα δυναμική. Στη διχοτόμηση αυτή αντιστοιχεί μια διχοτόμηση της έλλογης

συμπεριφοράς, που προσανατολίζεται είτε προς έναν έλλογο σκοπό είτε προς μια απόλυτη αξία. Στην

Καλβινιστική ηθική αποδίδει, όπως είδαμε, την κοινωνική αλλαγή στην επιδίωξη αξιών και την κοινωνική

λειτουργία του καπιταλισμού στον ορθολογισμό της σκόπιμης οικονομικής δραστηριότητας. Τα ιδεώδη

συμφέροντα, η θρησκευτική ηθική, ώθησαν τους ανθρώπους προς την εργασία και τη καπιταλιστική

συσσώρευση και προκάλεσαν έτσι μια κοινωνική αλλαγή. Στη λειτουργία όμως της καπιταλιστικής πλέον

κοινωνίας, κυριαρχεί η επιδίωξη έλλογων σκοπών, που επιβάλλεται στους ανθρώπους από την οικονομία ως

σιδερένια αναγκαιότητα. Έχουμε, λοιπόν, σ αυτή τη διχοτόμηση την αντιπαράθεση του φιλελεύθερου�

ατομικισμού του Βέμπερ, η αλλαγή μπορεί να προέλθει από την προσήλωση σε υψηλές αξίες, προς έναν

οικονομισμό, το οικονομικό στοιχείο απογυμνωμένο από και ασύμβατο προς αξίες. Το καθήκον προς το�

επάγγελμα, όπως λέει, είναι μια ιδέα που μας επιβάλλεται από την οικονομική αναγκαιότητα, δεν είναι�

αυθεντική αξία, φαίνεται σα μια χλωμή ανάμνηση θρησκευτικών πεποιθήσεων.

Υπάρχει κάτι κοινό στους δύο τύπους συμφερόντων, η παράσταση για τη σχέση μέσου και σκοπού, η σημασία

δηλαδή που οι άνθρωποι αποδίδουν στην πράξη τους ως προς το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Γιαυτό και ο

Βέμπερ διευκρινίζει ότι η επιδίωξη είτε του ενός είτε του άλλου τύπου συμφέροντος θα πρέπει να κατανοηθεί

ως ιδέα που ωθεί άμεσα τους ανθρώπους στην κοινωνική συμπεριφορά τους. Όχι τα συμφέροντα (υλικά και�

ιδεώδη), αλλά οι ιδέες κυριαρχούν άμεσα στη δραστηριότητα των ανθρώπων (Βέμπερ, χ.χρ.: 13). Αυτή η�

παρατήρηση, που σωστά εκτιμήθηκε ότι αφήνει ανοιχτά όλα τα ενδεχόμενα της ανθρώπινης συμπεριφοράς, το

απρόβλεπτο των ατομικών αποφάσεων και της ατομικής δραστηριότητας, χάνει ωστόσο τη σπουδαιότητά της

μέσα στον άκρως απαισιόδοξο οικονομισμό με τον οποίο ο Βέμπερ ερμηνεύει τη λειτουργία της

καπιταλιστικής κοινωνίας. Το παρακάτω απόσπασμα μοιάζει να παραφράζει μονότροπα τον Πρόλογο στην

Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας του Μαρξ. Η σημερινή καπιταλιστική οικονομία είναι ένας απέραντος�

κόσμος μέσα στον οποίο γεννιέται το άτομο, και που παρουσιάζεται σ αυτό, τουλάχιστον σαν άτομο, σαν μια�

τάξη πραγμάτων που δεν μπορεί ν αλλάξει και μέσα στην οποία πρέπει να ζήσει. Αναγκάζει το άτομο, εφόσον�

αυτό μπλέκεται στο σύστημα των σχέσεων της αγοράς, να συμμορφωθεί με τους καπιταλιστικούς κανόνες

δράσης. Ο εργοστασιάρχης που ενεργεί μακροχρόνια ενάντια σ αυτούς τους κανόνες, θα εκτοπισθεί από την�

οικονομική σκηνή το ίδιο αναπόφευκτα, όπως θα πεταχτεί άνεργος στους δρόμους κι ο εργάτης, που δεν

μπορεί ή δε θέλει να προσαρμοστεί σ αυτούς. Έτσι ο σημερινός πολιτισμός, που κυριαρχεί πια στην�

10

Page 11: Μαξ Βέμπερ

οικονομική ζωή, εκπαιδεύει και επιλέγει τα οικονομικά υποκείμενα με μια διαδικασία οικονομικής επιβίωσης

του ικανότερου (Βέμπερ, 1978: 42). �Η διχοτόμηση των συμφερόντων σε οικονομικά και ιδεώδη και το ασύμβατο μεταξύ τους φαίνεται να

δημιουργεί ένα ψευδοδίλημμα παρόμοιο με το αυγό του Κολόμβου. Ο καπιταλισμός δημιούργησε την ηθική

του καλβινισμού ή η ηθική του καλβινισμού τον καπιταλισμό; Κατά την άποψή μου, για το μαρξισμό τέτοιο

δίλημμα δεν τίθεται καν σε θεωρητικό τουλάχιστον επίπεδο, ο καλβινισμός μπορεί κάλλιστα να ευνόησε την

αλλαγή του οικονομικού συστήματος της φεουδαρχίας και την ανάπτυξη του καπιταλισμού. Αυτό δε

συνεπάγεται όμως κάποια μεταφυσική προέλευση του ίδιου του καλβινισμού. Δημιουργήθηκε κι αυτός, όπως�

όλες οι ιδέες, μέσα στην πραγματικότητα της υλικής δραστηριότητας και της υλικής επικοινωνίας των� � �

ανθρώπων, ως μια μορφή συνείδησης, διότι η συνείδηση δεν μπορεί να είναι ποτέ οτιδήποτε άλλο από τη� �

συνειδητή ύπαρξη (Μαρξ Ένγκελς, 1979α: α΄,66-68). � �Ο Μαρξ είχε μια πολύ πιο σύνθετη αντίληψη τόσο για την οικονομία όσο και για την ιδεολογία και για τις

μεταξύ τους σχέσεις, από τις αντίστοιχες του Βέμπερ. Ως προς την οικονομία, ο Βέμπερ, σε αντίθεση με τον

Μαρξ, δε φαίνεται να αναγνωρίζει την ιδιοτυπία της καπιταλιστικής οικονομίας στους μετασχηματισμούς που

προκλήθηκαν στο καθεστώς ιδιοκτησίας (ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής), στην εργασία (η εργασία

μετατράπηκε σε εμπόρευμα, μισθωτή εργασία) και στις νέες μορφές εκμετάλλευσης, με τη λογική της αγοράς

και όχι πλέον με εξω-οικονομικούς εξαναγκασμούς. Αυτές όμως οι ιδιαίτερες οικονομικές συνθήκες

προσδίδουν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα και στις μορφές κοινωνικής οργάνωσης και (άλλοτε πιο άμεσα, άλλοτε

πιο έμμεσα) στις μορφές κοινωνικής δράσης των ανθρώπων.

Ως προς τη σχέση της οικονομίας με τη ιδεολογία, ο Μαρξ την αντιλαμβανόταν διαλεκτικά, όπως δε φαίνεται

δυνατό στα πλαίσια της βεμπεριανής διχοτόμησης. Δεν υπάρχει υλική συναλλαγή χωρίς συνείδηση, δεν

υπάρχει ιδεολογία χωρίς υλική συναλλαγή, οι ιδέες των ανθρώπων δεν πέφτουν από τον ουρανό. Η μαρξική

θεωρία δε μας αποτρέπει να αναγνωρίσουμε την καλβινιστική ηθική ως πιθανό αίτιο της ανάπτυξης του

καπιταλισμού, αρκεί να την δούμε ως διαμεσολάβηση, ως εκείνη δηλαδή την ειδική μορφή συνείδησης με την

οποία οι άνθρωποι συνέλαβαν τους υλικούς ιστορικούς καθορισμούς (παραγωγικές δυνάμεις και παραγωγικές

σχέσεις) ώστε να οδηγηθούν στην πράξη, στην κοινωνική συμπεριφορά της οικονομικής συσσώρευσης. Αυτή

η αντίληψη εγγυάται εξάλλου περισσότερο από την αντίληψη του Βέμπερ την ενδεχομενικότητα και το

απρόβλεπτο της ανθρώπινης δραστηριότητας, αλλά εντάσσει το ενδεχόμενο μέσα στα ιστορικά πλαίσια, που

ονόμασα δομές δυνατότητας, στη φορά δηλαδή των ιστορικών καθορισμών, που ορίζουν τα όρια του εφικτού� �

και του ανέφικτου, τόσο της υλικής ζωής όσο και της πνευματικών συλλήψεων. Οι άνθρωποι είναι αυτοί που�

παράγουν τις αντιλήψεις τους, τις ιδέες τους, κτλ. αλλά οι πραγματικά δραστήριοι άνθρωποι, έτσι όπως�

καθορίζονται από μια ορισμένη ανάπτυξη των παραγωγικών τους δυνάμεων και της επικοινωνίας (Μαρξ � � Ένγκελς, 1979α: α΄,67).

Η κριτική του Βέμπερ δεν τοποθετείται, λοιπόν, ακριβώς στο ίδιο πεδίο με τη θεωρία που κρίνει και δεν μπορεί

να αντιπαρατεθεί σε εκείνη του Μαρξ με όρους ιδεαλισμού υλισμού. Ούτε μπορεί να αντιπαρατεθεί στο�

επίπεδο των μεθοδολογικών αξιώσεών του για τις αξιολογικές κρίσεις και τις δεσμευτικές προβλέψεις. Για την

κατανόηση της ιστορίας οι ιδεατοί τύποι κυριαρχίας (παραδοσιακός, χαρισματικός και ορθολογικός τύπος)

11

Page 12: Μαξ Βέμπερ

διαγράφουν μια πορεία της ανθρωπότητας προς τον εξορθολογισμό. Η εκλογίκευση ως κατεξοχήν

χαρακτηριστικό όλων των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών εκδηλώνεται στην επιστήμη, στην οικονομία, στην

κρατική γραφειοκρατία. Αλλά ο Βέμπερ βλέπει στον εξορθολογισμό, σ αυτό το ξεμάγεμα του κόσμου, στην� �

εξαφάνιση του μαγικού στοιχείου από τον κόσμο (Βέμπερ, 1978: 83), όχι μόνο την απαλλαγή από�

θρησκευτικές δεισιδαιμονίες και προλήψεις, αλλά και την απογύμνωσή του από τις υψηλότερες αρετές του,

υπερβαίνοντας έτσι την αρχή της αξιολογικής ουδετερότητας. Η αμφισημία και η αμφιθυμία με την οποία

αντιμετωπίζει τον ορθολογισμό δε φαίνονται να στερούνται αξιολογήσεων.

Η επιτυχέστερη αντίρρηση του Βέμπερ στο μαρξισμό αφορά την κυριαρχία της ορθολογικότητας στην

οικονομία και στην κρατική γραφειοκρατία, αυτό το σιδερένιο κουτί του σύγχρονου πολιτισμού, που δεν� �

εξαρτάται από το ιδιαίτερο πολιτικό καθεστώς. Προέβλεψε ότι ο σοσιαλισμός θα υποταχθεί εξίσου ή και

περισσότερο στον εκγραφειοκρατισμό και οι ανθρώπινες αξίες θα κινδυνεύσουν όσο και οι ανθρώπινες αξίες

στον καπιταλισμό. Μια πρόβλεψη, που δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι δεν είχε το χαρακτήρα δεσμευτικής

αξίωσης του κοινωνικού πράττειν, ή τουλάχιστον το χαρακτήρα μιας δυσοίωνης προειδοποίησης, που

δυστυχώς επιβεβαιώθηκε.

Ο κύριος λόγος που ο Βέμπερ έγινε και εξακολουθεί να είναι στόχος της μαρξιστικής κριτικής είναι το

θρυμμάτισμα της σοσιαλιστικής ουτοπίας, αλλά αυτό που συνέβη στην πραγματική ιστορία δεν οφείλεται στο

Βέμπερ, όπως δεν οφείλεται σ αυτόν η γενική κρίση του μαρξισμού στις μέρες μας. Η αλήθεια είναι ότι ο�

Μαρξ δεν προέβλεψε τις μορφές εξουσίας, που ήταν δυνατό να δημιουργηθούν στο μεταβατικό σοσιαλιστικό

κράτος, είναι αλήθεια επίσης ότι οι διάφοροι μαρξισμοί εξακολουθούν να υποτιμούν την προσαρμοστικότητα

και την ευλυγισία του καπιταλισμού. Η ιστορία αποδεικνύεται πάντα πολύ πιο περίπλοκη από οποιαδήποτε

πρόβλεψη.

Ο Βέμπερ φαινόταν, κατά τον Φεραρότι, να καταδιώκεται σε όλη του τη ζωή από το ερώτημα και αν ο Μαρξ�

είχε δίκιο; Αν πραγματικά η οικονομική δομή από μόνη της ή σαν ένα ουσιαστικό prius, ήταν η αποφασιστική

δύναμη της κοινωνικής ανάπτυξης; Τι θα συμβεί στο βασίλεο των ιδεών; Ποια θα είναι η μοίρα της λογικής;� � � (Φεραρότι, χ.χρ.: XXXVII). Αν και μου φαίνεται μάλλον βιαστική η εκτίμηση ότι η βαθύτερη επιδίωξη του

Βέμπερ ήταν να επαληθεύσει την μαρξιστική υπόθεση, παραβιάζοντας απλώς το μονόπλευρο χαρακτήρα της

και εμπλουτίζοντάς την με το πλήθος παραγόντων, που δρουν συντονισμένα και σφαιρικά στην πραγματική

ζωή, ωστόσο πράγματι η βεμπεριανή θεωρία δεν είναι μια αντιμαρξιστική πολεμική της σειράς, κάθε άλλο� �

μάλιστα. Έχει όλα εκείνα τα στοιχεία, με τα οποία ο μαρξισμός θα μπορούσε να ξεκινήσει την αυτοκριτική

του. Σήμερα δε θα ήταν π.χ. άσκοπος ένας προβληματισμός, στον οποίο η βεμπεριανή σκέψη δε θα ήταν μικρή

βοήθεια, για το αν και κατά πόσο ο Μαρξ υπερέβαλε σε ελπίδες ως προς τη νομοτελειακή φορά της ιστορίας

προς το αναπόφευκτο γίγνεσθαι, την ιστορική αναγκαία πρόοδο της ανθρωπότητας, που κατά τους επικριτές� �

του, την είδε ως υλοποίηση του Ιστορικού Λόγου.

Οι αντινομίες των κλασικών θεωριών

Η κυρίαρχη αντινομία εντοπίζεται στη δυνατότητα της κοινωνιολογικής θεωρίας να συλλάβει το συνολικό

νόημα της κοινωνίας και της ιστορίας. Οι κλασικοί θεωρητικοί έζησαν και διατύπωσαν τις θεωρίες τους μέσα

στις συνθήκες που κατάγγελναν και ήθελαν να τις βελτιώσουν ή να τις υπερβούν. Η ζωή και τα βιώματά τους

12

Page 13: Μαξ Βέμπερ

ήταν επομένως μέρος των προβλημάτων που ήθελαν να διερευνήσουν. Μπορεί μια επιμέρους συνείδηση, η

συνείδηση του θεωρητικού, να συλλάβει την ολότητα, δηλαδή το νόημα μιας κατάστασης, μέσα στην οποία ζει

και της οποίας μόνο μερική αντίληψη έχει; Κάθε καθολική διατύπωση για το νόημα δε συνιστά άραγε� �

υποστασιοποίηση του μερικού; Οι κοινωνιολογικές θεωρίες, μεταξύ των οποίων και η υλιστική θεωρία του

Μαρξ, μήπως κάνουν αυτό για το οποίο ο Μαρξ κατηγορούσε τον Χέγκελ, μήπως δηλαδή διατυπώνοντας

ερμηνείες για επιμέρους ιστορικές καταστάσεις, όπως π.χ. για την αγγλική κοινωνία του 19ου αιώνα ή για τη

μετεπαναστατική γαλλική κοινωνία, τους αποδίδουν την αξία γενικών κρίσεων για την ολότητα των

κοινωνικών σχέσεων στον καπιταλισμό γενικώς, ενώ δηλαδή διατυπώνουν μια ερμηνεία συγκεκριμένης

κοινωνίας σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο, θεωρούν ότι έχουν διατυπώσει ήδη το νόημα της ιστορίας

γενικώς;

Το πρόβλημα γίνεται δυσχερέστερο, καθώς το νόημα που αποδίδεται στην ολότητα των κοινωνικών σχέσεων

συγκροτείται στη διαμεσολαβημένη από τις αξίες του θεωρητικού διατύπωση μιας γενικής θεωρίας. Η έρευνα

επιμέρους κοινωνικών καταστάσεων αναπτύσσεται μέσα σ αυτό το θεωρητικό πεδίο και επομένως κάθε�

ερμηνεία του επιμέρους προκύπτει με την ανάλυση και την αξιολόγησή του σε σχέση με τη γενική θεωρία. Οι

αξίες του θεωρητικού δεν είναι μόνο κριτήρια αξιολόγησης από ηθική άποψη, αλλά και από τη άποψη της

πολιτικο-πρακτικής τους χρησιμότητας, είναι δηλαδή προσανατολισμένες στην πράξη. Κρίνεται το παρόν σε

σχέση με αυτό που είναι το επιθυμητό μέλλον. Αλλά πώς μπορεί το άγνωστο μέλλον να συλλάβει το νόημα του

παρόντος; Πώς μπορούμε να οικοδομήσουμε την κριτική γνώση του παρόντος βασισμένοι σε ένα μέλλον, που

δε γνωρίζουμε και δεν μπορούμε να προβλέψουμε επακριβώς;

Τι απέμεινε από τη θεωρία του Ντυρκέμ για την οργανική αλληλεγγύη, την υπέρτατη κοινωνική αναγκαιότητα,

για τη συλλογική συνείδηση και προπαντός για τη συναίνεση, τον ιδιαίτερο αυτόν συνεκτικό δεσμό που

εγγυάται τη συνοχή του κοινωνικού ιστού και αποσοβεί τα ανομικά φαινόμενα, μετά τη λαϊκή συναίνεση που

εξέθρεψε τη συλλογική συνείδηση της ναζιστικής Γερμανίας; Η κατάρρευση του σοσιαλισμού και οι φοβερές

αποκαλύψεις που είχαν προηγηθεί και κυρίως όσες ακολούθησαν, έπληξαν τα ίδια τα θεμέλια του μαρξισμού,

της πιο γόνιμης κοινωνιολογικής θεωρίας, τις αναλύσεις και τις προβλέψεις του για τη σοσιαλιστική κοινωνία

που θα ανέτρεπε όλες τις αντινομίες της καπιταλιστικής κοινωνίας. Η ιστορία δε συμμορφώθηκε με τις

προβλέψεις του Μαρξ, γιατί στην ουτοπία του δεν υπήρξε ούτε η θηριώδης γραφειοκρατία, ούτε η σοβιετική

νομενκλατούρα ούτε ο Στάλιν ούτε το παθητικό και φοβισμένο προλεταριάτο. Θα πρέπει όμως να του

αναγνωρίσουμε ότι δεν είχε αυταπάτες για το προλεταριάτο του καιρού του, αλλά προσέβλεπε σ αυτό που θα�

έπρεπε να είναι το προλεταριάτο για τον εαυτό του και δεν απέβλεπε παρά στην απόλυτη δημοκρατία, δηλαδή

στην κατάλυση του κράτους.

Από που άντλησαν οι κλασικές θεωρίες το δικαίωμα να αξιολογούν ως πρωτεύοντες εκείνους τους

κοινωνικούς δεσμούς που θα οδηγούσαν την κοινωνία προς το ιδεατό μέλλον; Πού στηρίχθηκε π.χ. ο Ρουσώ,

ώστε να θεωρεί το κοινωνικό συμβόλαιο ως απαραίτητο συνεκτικό δεσμό της κοινωνίας, ο Ντυρκέμ την

κοινωνική αλληλεγγύη και ο Μαρξ να αναθέτει στην πάλη των τάξεων την ιστορική δυναμική της κοινωνίας;

Οι κλασικές θεωρίες ανέθεσαν αυτό το καθήκον σε ένα υπερβατολογικό υποκείμενο, ένα υποκείμενο δηλαδή

που καθιστά εκ των προτέρων δυνατό το μέλλον που η καθεμιά οραματίστηκε. Αυτό το υπερβατολογικό

υποκείμενο ήταν στο Ρουσώ η αγαθή ανθρώπινη φύση, στον Ντυρκέμ η συλλογική συνείδηση, η ίδια δηλαδή η

κοινωνική ολότητα, που αποκτά συνείδηση της συλλογικής της φύσης, στο Χέγκελ ήταν το κράτος, ως αισθητή

13

Page 14: Μαξ Βέμπερ

πραγμάτωση του Λόγου, στο Μαρξ η καπιταλιστική οικονομία, που μέσα από τις αντιφάσεις της θα

αναδείκνυε τον εκλεκτό της ιστορίας, που θα σήκωνε στις πλάτες του την κοινωνική επανάσταση και την

αλλαγή του κόσμου, τη χειραφέτηση του ανθρώπου.

Ο Βέμπερ στήριξε την κριτική του στην κλασική κοινωνιολογία και ειδικότερα στο Μαρξ, σ αυτό κυρίως το�

στοιχείο της θεωρίας τους. Η σύλληψη του νοήματος της ιστορίας στη βάση των αξιών του θεωρητικού, όπως

αυτές προβάλλονται στο μέλλον, παρεισάγει ένα ανορθολογικό στοιχείο στην ορθολογική διερεύνηση του

παρόντος και επομένως αδυνατεί να μας οδηγήσει με ασφάλεια στη γνώση του παρόντος και σε πιθανές

προβλέψεις για το μέλλον. Όταν μια θεωρία νομιμοποιεί όλες τις εκτιμήσεις της στηριζόμενη σε αξίες, που

μόνο μερική παρουσία έχουν στο παρόν, τις απολυτοποιεί, τους προσδίδει δηλαδή μια μεταφυσική ιδιότητα. Η

απαγόρευση να συγκροτούνται οι κοινωνιολογικές θεωρίες στα πλαίσια ενός οποιουδήποτε αξιολογικού

αναστοχασμού για το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων, το αίτημα δηλαδή της αξιολογικής ουδετερότητας του

επιστήμονα, αρνείται στην κοινωνιολογία το δικαίωμα και τη δυνατότητα να συγκροτήσει μια καθολική ιδέα

για το κοινωνικό νόημα αυτών των σχέσεων και ένα οριστικό σύστημα κοινωνικών νόμων. Οδηγεί επομένως

σε μια επιστημονική γνώση, που βρίσκεται στην καρδιά της διαδικασίας εκλογίκευσης των σύγχρονων

κοινωνιών και της καπιταλιστικής οικονομίας, μια γνώση που μας αλλοτριώνει από τις αξίες, και που ωστόσο

ενέχει και μια απελευθερωτική δυναμική στην ίδια την αυτογνωσία της.

Το θεμελιωδέστερο ζήτημα στη γνωσιοθεωρία του Βέμπερ είναι η εγγενής στο σύγχρονο κόσμο σύγκρουση

ανάμεσα στην ορθολογική εφαρμοσμένη γνώση και το μαγικό κόσμο της θρησκείας. Παντού όπου η�

συστηματική εφαρμογή των έλλογων εμπειρικών γνώσεων αφαίρεσε από τον κόσμο τη μαγική του όψη και τον

έκανε μηχανισμό υποκείμενο στους νόμους της αιτιότητας, το αξίωμα της ηθικής, σύμφωνα με το οποίο ο

κόσμος είναι ένας κόσμος ρυθμισμένος από το Θεό και άρα έχει ένα νόημα ηθικό, αμφισβητείται πια δίχως

άλλο, γιατί μια εμπειρική και, πολύ περισσότερο, μαθηματική αντίληψη του κόσμου αποκλείει εξαρχής κάθε

τρόπο σκέψης που αναζητά ένα οποιοδήποτε νόημα στα φαινόμενα μέσα στον κόσμο (Βέμπερ, όπως� � �

παρατίθεται από τον Αρόν, 1984: β΄,339). Η επιστήμη, μια γνώση αποδειγμένη, αλλά πάντα προσωρινή,

αφήνει ανικανοποίητο τον άνθρωπο ως προς τα ουσιώδη ερωτήματά του για το νόημα του κόσμου και της

ύπαρξής του μέσα σ αυτόν, η θρησκεία ή η πίστη σε αξίες του προσφέρει αυτό το νόημα, αλλά δεν μπορεί να�

αποδειχθεί.

Μια τέτοια κοινωνιολογία μας κάνει ασφαλώς πολύ πιο προσεκτικούς ως προς τον υποκειμενικό παράγοντα,

ως προς τις πιθανές ιδέες και πράξεις των ζωντανών ανθρώπων μέσα στην ιστορία, διευρύνει τον ορίζοντα των

δυνατών κοινωνικών εξελίξεων στο μέλλον και ενδεχομένως μας συμφιλιώνει επίσης με την ιστορία. Το

τίμημα όμως που πρέπει να πληρωθεί με την παραίτηση από την ολιστική θεώρηση της κοινωνίας είναι πάρα

πολύ βαρύ. Η κατακερμάτιση του κοινωνικού και ο κυνισμός ενός δυσοίωνου ρεαλισμού προδιαγράφει άραγε

κάποιο μέλλον; Μια έρευνα, η οποία δεν είναι εμπειρική αλλά ερμηνεύει το νόημα, δηλαδή μια γνήσια�

φιλοσοφία των αξιών, δε θα μπορούσε, προχωρώντας περισσότερο, να παραγνωρίσει το γεγονός, ότι ακόμη και

το καλύτερα τακτοποιημένο εννοιολογικό σύστημα των αξιών δε θα μπορούσε να χειριστεί το γεγονός ότι� � �

σχεδόν σε κάθε σπουδαία συμπεριφορά των πραγματικών ανθρώπων διασταυρώνονται και αναμιγνύονται οι�

σφαίρες των αξιών και ότι παντού και πάντοτε δεν πρόκειται μόνο για συμβιβασμούς, για εναλλακτικές λύσεις� �

ανάμεσα στις αξίες, αλλά για αγεφύρωτο θανάσιμο αγώνα, όπως είναι ο αγώνας ανάμεσα στο Θεό και το� �

14

Page 15: Μαξ Βέμπερ

διάβολο...Η ρηχότητα της καθημερινής ζωής με την πιο ιδιαίτερη έννοια της λέξης, συνίσταται ακριβώς στο� � � �

γεγονός ότι ο άνθρωπος που ζει βυθισμένος σ αυτή δε συνειδητοποιεί και προπάντων δεν θέλει να�

συνειδητοποιήσει αυτή την ανάμιξη των θανάσιμα εχθρικών αξιών, που προσδιορίζεται εν μέρει από

ψυχολογικούς και εν μέρει από πραγματικούς λόγους. Αποφεύγει την εκλογή ανάμεσα στο Θεό και στο� �

διάβολο και αναβάλλει να πάρει τις τελικές αποφάσεις του, για το ποιες από τις συγκρουόμενες αξίες θα� �

κυβερνιόνται από το Θεό και ποιες από το διάβολο. Τα περί αμοιβαίων σχέσεων των αξιολογικών σφαιρών, με�

συνεπή μάλιστα μορφή, ο Βέμπερ θεωρεί ότι μπορούν να πραγματοποιηθούν με νόημα, μόνον στο έδαφος μιας�

εντελώς ιδιαίτερα διαμορφωμένης (οργανικής) μεταφυσικής(Βέμπερ, χ.χρ.: 157-158), μια παρατήρηση που� � �

μπορεί κάλλιστα να απευθυνθεί στα περί οργανικής αλληλεγγύης του Ντυρκέμ. � �Οδηγούμαστε σε μια σχετικιστική αντίληψη, που στις ακραίες εκδοχές της αγγίζει τον αγνωστικισμό, την� �

αδυναμία δηλαδή μιας συγκροτημένης γνώσης και την απάρνηση των αξιών, που θα μπορούσαν να

αποκαταστήσουν την ενότητα του κοινωνικού συγχρόνως σε θεωρητικό και πρακτικό επίπεδο; Ο Βέμπερ

θεωρεί μια τέτοια εκτίμηση χοντροκομμένη παρεξήγηση και ως ένα σημείο είναι πράγματι παρεξήγηση. Ως� �

προς τη μη οριστικότητα της γνώσης, ολόκληρη η σύγχρονη επιστημολογία εκτρέφεται από την ίδια αντίληψη,

με όλες τις δυνατές παραλλαγές της. Ως προς τις αξίες, και αυτό είναι το πιο σημαντικό, ο Βέμπερ φαίνεται να

τις διαχωρίζει από την επιστημονική γνώση, όχι για να τις εξουδετερώσει, αλλά μάλλον για να ενισχύσει την

ανθρώπινη ελευθερία στην επιλογή τους. Η βαθύτατη αντινομία της ανθρώπινης κατάστασης, που ο Βέμπερ

την περιγράφει με το υψηλό, σχεδόν βιβλικό ύφος μιας εναγώνιας συνείδησης, δεν τον οδηγεί στην απάρνηση

των αξιών, αλλά μάλλον στην αναγνώριση ότι η ελεύθερη συνείδηση, που δεν αφήνεται στη φυσική, τη� �

μηχανική εξέλιξη της ζωής, επειδή ακριβώς έχει γευθεί τον καρπό της γνώσης, πρέπει να πάρει με αξιοπρέπεια

τις αποφάσεις της και ότι σ΄ αυτή την επιλογή είναι μόνη: Ο καρπός από το δένδρο της γνώσης, που είναι�

δυσάρεστος για κάθε ανθρώπινη άνεση, αλλά αναπόφευκτος, δεν αποτελείται από τίποτε άλλο, παρά από το ότι

οφείλουμε να γνωρίζουμε και άρα να διαβλέπουμε ότι κάθε σπουδαία συμπεριφορά και τελικά η ζωή ως

σύνολο, εφόσον δεν επιτρέπεται να ξετυλίγεται ως φυσικό γεγονός, αλλά πρέπει να καθοδηγείται συνειδητά,

σημαίνει μια αλυσίδα τελικών αποφάσεων, με τις οποίες η ψυχή, όπως στον Πλάτωνα, εκλέγει τη δική της

μοίρα: -το νόημα των πράξεών της και της ύπαρξής της (Βέμπερ, ό.π.). Μια προτροπή που σε τελευταία� �

ανάλυση- δε σημαίνει καθόλου ούτε παραίτηση από την κοινωνική πράξη ούτε απάρνηση αξιών.

Εάν ο αγνωστικισμός είναι ένα φαινόμενο του καιρού μας, εάν οι άνθρωποι δε βρίσκουν πλέον νόημα στην� �

ιστορία τους, δεν ευθύνεται γι αυτό ο Βέμπερ, αν και μερικοί συνέδεσαν τη θεωρία του με το γερμανικό�

εθνικισμό και με την έννοια του Fuhrer, που ενσάρκωσε ο Χίτλερ. Δεν ευθύνεται ούτε ο Μαρξ, η ευγενέστερη

φυσιογνωμία των δύο τελευταίων αιώνων, αν και θα μπορούσαμε να πούμε ότι ως ένα σημείο ευθύνονται

έμμεσα οι πιο αισιόδοξες και πιο διαψευσμένες προφητείες του και οπωσδήποτε άμεσα οι κρατικές

τερατογενέσεις διαφόρων μαρξισμών, η πράξη δηλαδή προς την οποία οδήγησε η σκέψη του και διαστρέβλωσε

η ιστορία.

Ευθύνεται ο τρομερός εικοστός αιώνας με τους εξοντωτικούς ανταγωνισμούς του, που προκάλεσε η δίψα για

χρήμα και δύναμη, ο επιθετικός καπιταλισμός και ο ιμπεριαλισμός των μεγάλων δυνάμεων, ευθύνονται οι

διάφοροι φασισμοί και εθνικισμοί, που εξόντωσαν όχι μόνο βιολογικά, αλλά και ηθικά εκατομμύρια

ανθρώπους και πλήγωσαν ανεπανόρθωτα την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Ευθυνόμαστε όλοι, στο μέτρο που οι

15

Page 16: Μαξ Βέμπερ

άνθρωποι φτιάχνουν την ιστορία τους, όπως ο Μαρξ και ο Βέμπερ μας έχουνε διδάξει. Δεν ευθύνεται πάντως ο

μεταμοντερνισμός, που συχνά συνδέεται, όχι πάντα δόκιμα, με το βεμπεριανισμό. Η βεμπεριανή θεωρία

ξαναήρθε στο προσκήνιο, μαζί με τον Νίτσε άλλωστε, διότι επανεκτιμήθηκε ως η προφητική συνείδηση των

ιστορικών εξελίξεων του εικοστού αιώνα, ενώ ο μεταμοντερνισμός είναι μια μάλλον εξελισσόμενη ακόμη

δέσμη πολλαπλών τάσεων. Μερικοί μαρξιστές βλέπουν σ αυτές τις δύο μορφές σκέψης έναν αντίπαλο που�

απειλεί την ορθοδοξία των μαρξικών κειμένων, άλλοι πάλι θεωρούν αντίθετα ότι η αυτοκριτική και η

ανανέωση του μαρξισμού, ή -για να είμαστε πιο ουσιαστικοί- η επάνοδος των οραμάτων για ένα πιο ανθρώπινο

μέλλον, μπορεί να ωφεληθεί από τον ανοιχτό και με θετικούς όρους διάλογο με όλα τα νεότερα ρεύματα του

φιλοσοφικού και κοινωνικού στοχασμού.

16