Η δημιουργία του κόσμου

43
1 Πρεσβυτέρου Στεφάνου Δ. Μιχαήλ Η Δημιουργία του κόσμου Εκδόσεις "peripatitis.net

Transcript of Η δημιουργία του κόσμου

Page 1: Η δημιουργία του κόσμου

1

Πρεσβυτέρου Στεφάνου Δ Μιχαήλ

Η Δημιουργία

του κόσμου

Εκδόσεις peripatitisnetrdquo

2

Η πρώτη ημέρα δημιουργίας

Στο πρώτο κεφάλαιο της Γενέσεως στην Παλαιά

Διαθήκη διαβάζουμε για τη δημιουργία του κόσμου

Στην αρχή ο Θεός ποίησε τον Ουρανό και τη γη

Ο Απόστολος Παύλος αναφέρει πως ανέβηκε μέχρι τον

τρίτο ουρανό πράγμα που σημαίνει πως ο ουρανός έχει

πολλά επίπεδα τα οποία βέβαια εμείς δεν βλέπουμε και

δεν αντιλαμβανόμαστε

Ο ουρανός είναι ο τόπος όλων των ορατών και αοράτων

δημιουργημάτων Είναι το σπίτι των αγγέλων Οι άγγελοι

κατά τους πατέρες της εκκλησίας δημιουργήθηκαν από

τον Θεό πριν τον ουρανό και τη γη και έχουν έναν σκοπό

τη δοξολογία του Θεού (Οι άγγελοι) είναι δεύτερα νοερά φώτα τα οποία δέχονται

το φωτισμό από το πρώτο και άναρχο φως δεν έχουν γλώσσα και ακοή αλλά

μεταδίδουν μεταξύ τους τις σκέψεις και τις αποφάσεις τους χωρίς προφορικό λόγο Ο

Λόγος δημιούργησε όλους τους αγγέλους με το Άγιο Πνεύμα με τον αγιασμό του

τους τελειοποίησε μετέχουν στο φωτισμό και τη χάρη αναλογικά με την αξία και το

τάγμα τους Ο χώρος τους περιορίζει διότι όταν είναι στον ουρανό δεν βρίσκονται

στη γη κι όταν ο Θεός τους αποστέλλει στη γη δεν παραμένουν στον ουρανό

Βέβαια τα τείχη οι πόρτες οι κλειδαριές και τα λουκέτα δεν τους περιορίζουν διότι

είναι ακαθόριστοι

Τη γη Ο Θεός τη δημιούργησε από το μηδέν την πρώτη ημέρα της

δημιουργίας Διότι (η Γραφή) λέει laquoο Θεός δημιούργησε στην αρχή τον

ουρανό και τη γηraquo Η γη βέβαια στην αρχή δεν είχε την τωρινή της μορφή

Επικρατούσε παντού σκοτάδι και η μορφή της ήταν laquoακατασκεύαστηraquo Έτσι ο Θεός

έδωσε εντολή να γίνει φως Στην αρχή λοιπόν την πρώτη ημέρα δημιούργησε ο

Θεός το φως σαν στολίδι και κόσμημα όλου του ορατού κόσμου Διότι αν

αφαιρέσεις το φως όλα μένουν μέσα στο σκοτάδι άγνωστα επειδή δεν μπορούν να

φανερώσουν την ομορφιά τους laquoΚαι ονόμασε ο Θεός το φως ημέρα ενώ το σκοτάδι

νύχταraquo Και το σκοτάδι δεν είναι κάποια ύπαρξη αλλά κάποιο συμβάν είναι απουσία

του φωτός Μη φανταστεί όμως κανείς πως το φως αυτό προέρχονταν από τον ήλιο

Όχι Ο ήλιος και τα αστέρια δημιουργήθηκαν από τον Θεό πολύ αργότερα δηλαδή

την Τέταρτη ημέρα της δημιουργίας Η επιστήμη άλλωστε μας λέει πως ο ήλιος που

βλέπουμε εμείς κάθε μέρα στον ουρανό δεν είναι ο μοναδικός που υπάρχει στο

σύμπαν Μόνο στο δικό μας γαλαξία υπάρχουν 200 περίπου δισεκατομμύρια ήλιοι

Το σύμπαν όμως έχει πολλούς γαλαξίες Υπάρχουν λοιπόν στο σύμπαν αμέτρητοι

ήλιοι και μερικοί από αυτούς είναι ένα εκατομμύριο φορές μεγαλύτεροι από το δικό

μας

Ο Μ Βασίλειος εις την Εξαήμερον μας εξηγεί ότι δεν υπάρχει αντίθεση ή

περιτολογία της 1ης από την 4η ημέρα της δημιουργίας κατά την τέταρτη ημέρα

3

αναδεικνύεται το υλικό αίτιο του χωρισμού της ημέρας από της νυκτός ο ήλιος κατά

δε την πρώτη ημέρα το απώτερον αίτιον τούτου ο Θεός

Με τη δημιουργία λοιπόν του ουρανού της γης και του φωτός ολοκληρώθηκε η

πρώτη μέρα της δημιουργίας καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωί ἡμέρα μία

ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν 2ἡ δὲ γῆ ἦν ἀόρατος καὶ

ἀκατασκεύαστος καὶ σκότος ἐπάνω τῆς ἀβύσσου καὶ πνεῦμα θεοῦ ἐπεφέρετο ἐπάνω τοῦ

ὕδατος 3καὶ εἶπεν ὁ θεός γενηθήτω φῶς καὶ ἐγένετο φῶς 4καὶ εἶδεν ὁ θεὸς τὸ φῶς ὅτι

καλόν καὶ διεχώρισεν ὁ θεὸς ἀνὰ μέσον τοῦ φωτὸς καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σκότους 5καὶ

ἐκάλεσεν ὁ θεὸς τὸ φῶς ἡμέραν καὶ τὸ σκότος ἐκάλεσεν νύκτα καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ

ἐγένετο πρωί ἡμέρα μία

Η δεύτερη και η τρίτη ημέρα της

δημιουργίας

laquoΣτην αρχή το νερό κυριαρχούσε σrsquo όλη την επιφάνεια της γης Και ο Θεός

δημιούργησε πρώτα το στερέωμα που χωρίζει το νερό

που είναι πάνω από το στερέωμα από το νερό που είναι

κάτω από το στερέωμα διότι με την εντολή του

Δεσπότου Θεού δημιουργήθηκε το στερέωμα στο μέσον

της αβύσσου

των νερών Και γιrsquo αυτό είπε ο Θεός να γίνει το

στερέωμα και έγινε Για ποιό λόγο όμως ο Θεός

τοποθέτησε νερό πάνω από το στερέωμα Λόγω της

υπερβολικής θερμότητος του ήλιου και του αιθέρα

καθώς αμέσως μετά το στερέωμα απλώνεται από κάτω

ο αιθέρας Αλλά και ο ήλιος και η σελήνη και τα άστρα

βρίσκονται στο στερέωμα Κι αν δεν είχε τοποθετηθεί

νερό πάνω απrsquo αυτό το στερέωμα θα είχε ανάψει από θερμότητα

Κατόπιν ο Θεός έδωσε εντολή να συγκεντρωθούν τα νερά σε μία συναγωγή Η

φράση laquoμία συναγωγήraquo δεν σημαίνει ότι αυτά συγκεντρώθηκαν σrsquo ένα τόπο ndashδιότι

λέει στη συνέχεια laquoτα συστήματα των νερών τα ονόμασε θάλασσεςraquondash η φράση

δηλώνει ότι τα νερά συγκεντρώθηκαν όλα μαζί ξεχωριστά από την

ξηρά laquoΤα νερά λοιπόν συγκεντρώθηκαν στις δεξαμενές τους και φάνηκε η ξηράraquo

Έτσι σχηματίστηκαν οι δύο θάλασσες που περιβρέχουν την Αίγυπτο ndashκαθόσον αυτή

βρίσκεται ανάμεσα σε δύο θάλασσεςraquo (Ιωάννης Δαμασκηνός)

Κατόπιν ο Θεός έδωσε εντολή να βλαστήσει η γη και έτσι ολοκληρώθηκε η δεύτερη

και η τρίτη ημέρα της δημιουργίας

Υπάρχει εδώ ένα ερώτημα που προκύπτει πώς υπήρξε φυτική ζωή προ του ηλίου

Δίδονται τρεις απαντήσεις α) Η βιβλική κοσμογονία δεν εκθέτει τα πράγματα κατά

επιστημονικό αλλά κατά δημώδη τρόπο προς θρησκευτικό σκοπό β) Ο Χρυσόστομος

ανατρέχει εις την Θείαν παντοδυναμίαν και γ) κατά την τρίτη ημέρα δημιουργήθηκαν

4

τα σπέρματα του φυτικού βασιλείου τα οποία βραδύτερα αναπτύχθηκαν σύμφωνα με

την άποψη του ιερού Αυγουστίνου

Προτιμητέα η πρώτη γνώμη

6καὶ εἶπεν ὁ θεός γενηθήτω στερέωμα ἐν μέσῳ τοῦ ὕδατος καὶ ἔστω διαχωρίζον ἀνὰ

μέσον ὕδατος καὶ ὕδατος καὶ ἐγένετο οὕτως 7καὶ ἐποίησεν ὁ θεὸς τὸ στερέωμα καὶ

διεχώρισεν ὁ θεὸς ἀνὰ μέσον τοῦ ὕδατος ὃ ἦν ὑποκάτω τοῦ στερεώματος καὶ ἀνὰ

μέσον τοῦ ὕδατος τοῦ ἐπάνω τοῦ στερεώματος 8καὶ ἐκάλεσεν ὁ θεὸς τὸ στερέωμα

οὐρανόν καὶ εἶδεν ὁ θεὸς ὅτι καλόν καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωί ἡμέρα

δευτέρα9καὶ εἶπεν ὁ θεός συναχθήτω τὸ ὕδωρ τὸ ὑποκάτω τοῦ οὐρανοῦ εἰς

συναγωγὴν μίαν καὶ ὀφθήτω ἡ ξηρά καὶ ἐγένετο οὕτως καὶ συνήχθη τὸ ὕδωρ τὸ

ὑποκάτω τοῦ οὐρανοῦ εἰς τὰς συναγωγὰς αὐτῶν καὶ ὤφθη ἡ ξηρά 10καὶ ἐκάλεσεν ὁ

θεὸς τὴν ξηρὰν γῆν καὶ τὰ συστήματα τῶν ὑδάτων ἐκάλεσεν θαλάσσας καὶ εἶδεν ὁ

θεὸς ὅτι καλόν 11καὶ εἶπεν ὁ θεός βλαστησάτω ἡ γῆ βοτάνην χόρτου σπεῖρον σπέρμα

κατὰ γένος καὶ καθ ὁμοιότητα καὶ ξύλον κάρπιμον ποιοῦν καρπόν οὗ τὸ σπέρμα

αὐτοῦ ἐν αὐτῷ κατὰ γένος ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐγένετο οὕτως 12καὶ ἐξήνεγκεν ἡ γῆ

βοτάνην χόρτου σπεῖρον σπέρμα κατὰ γένος καὶ καθ ὁμοιότητα καὶ ξύλον κάρπιμον

ποιοῦν καρπόν οὗ τὸ σπέρμα αὐτοῦ ἐν αὐτῷ κατὰ γένος ἐπὶ τῆς γῆς καὶ εἶδεν ὁ θεὸς

ὅτι καλόν 13καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωί ἡμέρα τρίτη

Η τέταρτη και η πέμπτη ημέρα της

δημιουργίας

Στις τρεις πρώτες ημέρες της δημιουργίας laquoκαθώς το

φως διαχεόταν και συστελλόταν με

θεία εντολή έγινε η ημέρα και η νύχτα Και την τέταρτη

ημέρα ο Θεός δημιούργησε το μεγάλο αστέρι δηλαδή

τον ήλιο για να ορίζει την αρχή και τη διεύθυνση της

ημέρας διότι αυτός συνιστά την ημέρα καθώς ημέρα

έχουμε όταν ο ήλιος είναι πάνω στη γη και διάρκεια

ημέρας είναι η διαδρομή του ήλιου πάνω στη γη από την

ανατολή μέχρι τη δύση του Δημιούργησε ακόμη το

μικρότερο αστέρι δηλαδή τη σελήνη και τα αστέρια

για να ορίζουν την αρχή και τη διεύθυνση της νύχτας

φωτίζοντάς την Νύχτα έχουμε όταν ο ήλιος είναι κάτω

από τη γη και διάρκεια της νύχτας είναι η διαδρομή του

ήλιου κάτω από τη γη από τή δύση έως την ανατολή

του Η σελήνη λοιπόν και τα αστέρια ορίσθηκαν για να φωτίζουν τη νύχτα αυτό δεν

σημαίνει ότι αυτά την ημέρα είναι κάτω από τη γη διότι υπάρχουν και την ημέρα

αστέρια πάνω από τη γη αλλά ο ήλιος με το λαμπρότερο φως του σκεπάζει και τrsquo

αστέρια και τη σελήνη και δεν τα αφήνει να φαίνονται

Σrsquo αυτά τrsquo αστέρια ο Δημιουργός έδωσε το πρωτοδημιούργητο φως του όχι διότι δεν

είχε άλλο φως αλλά για να μην παραμείνει εκείνο το φως άχρηστο Διότι το αστέρι

δεν είναι το ίδιο το φως αλλά δοχείο του φωτόςraquo(Ιωάννης ο Δαμασκηνός)

5

14καὶ εἶπεν ὁ θεός γενηθήτωσαν φωστῆρες ἐν τῷ στερεώματι τοῦ οὐρανοῦ εἰς φαῦσιν

τῆς γῆς τοῦ διαχωρίζειν ἀνὰ μέσον τῆς ἡμέρας καὶ ἀνὰ μέσον τῆς νυκτὸς καὶ ἔστωσαν

εἰς σημεῖα καὶ εἰς καιροὺς καὶ εἰς ἡμέρας καὶ εἰς ἐνιαυτοὺς 15καὶ ἔστωσαν εἰς φαῦσιν

ἐν τῷ στερεώματι τοῦ οὐρανοῦ ὥστε φαίνειν ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐγένετο οὕτως 16καὶ

ἐποίησεν ὁ θεὸς τοὺς δύο φωστῆρας τοὺς μεγάλους τὸν φωστῆρα τὸν μέγαν εἰς ἀρχὰς

τῆς ἡμέρας καὶ τὸν φωστῆρα τὸν ἐλάσσω εἰς ἀρχὰς τῆς νυκτός καὶ τοὺς ἀστέρας 17καὶ

ἔθετο αὐτοὺς ὁ θεὸς ἐν τῷ στερεώματι τοῦ οὐρανοῦ ὥστε φαίνειν ἐπὶ τῆς γῆς 18καὶ

ἄρχειν τῆς ἡμέρας καὶ τῆς νυκτὸς καὶ διαχωρίζειν ἀνὰ μέσον τοῦ φωτὸς καὶ ἀνὰ μέσον

τοῦ σκότους καὶ εἶδεν ὁ θεὸς ὅτι καλόν 19καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωί ἡμέρα

Τετάρτη

Την Πέμπτη ημέρα της δημιουργίας ο Θεός δημιούργησε τα ψάρια τα πουλιά και τα

ζώα της ξηράς δείχνοντας με αυτό τον τρόπο πως αυτά είαι μεν ανώτερα από τα φυτά

αλλά κατώτερα από τον άνθρωπο που πλάσθηκε την έκτη ημέρα

20καὶ εἶπεν ὁ θεός ἐξαγαγέτω τὰ ὕδατα ἑρπετὰ ψυχῶν ζωσῶν καὶ πετεινὰ πετόμενα ἐπὶ

τῆς γῆς κατὰ τὸ στερέωμα τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἐγένετο οὕτως 21καὶ ἐποίησεν ὁ θεὸς τὰ

κήτη τὰ μεγάλα καὶ πᾶσαν ψυχὴν ζῴων ἑρπετῶν ἃ ἐξήγαγεν τὰ ὕδατα κατὰ γένη αὐτῶν

καὶ πᾶν πετεινὸν πτερωτὸν κατὰ γένος καὶ εἶδεν ὁ θεὸς ὅτι καλά 22καὶ ηὐλόγησεν αὐτὰ

ὁ θεὸς λέγων αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε καὶ πληρώσατε τὰ ὕδατα ἐν ταῖς θαλάσσαις

καὶ τὰ πετεινὰ πληθυνέσθωσαν ἐπὶ τῆς γῆς 23καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωί

ἡμέρα Πέμπτη 24καὶ εἶπεν ὁ θεός ἐξαγαγέτω ἡ γῆ ψυχὴν ζῶσαν κατὰ γένος τετράποδα

καὶ ἑρπετὰ καὶ θηρία τῆς γῆς κατὰ γένος καὶ ἐγένετο οὕτως 25καὶ ἐποίησεν ὁ θεὸς τὰ

θηρία τῆς γῆς κατὰ γένος καὶ τὰ κτήνη κατὰ γένος καὶ πάντα τὰ ἑρπετὰ τῆς γῆς κατὰ

γένος αὐτῶν καὶ εἶδεν ὁ θεὸς ὅτι καλά

Η δημιουργία του ανθρώπου

Φτάσαμε στην έκτη ημέρα της

δημιουργίας την ημέρα δηλαδή που ο

Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο

Λέει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός laquoο

Θεός δημιουργεί με τα χέρια του τον

άνθρωπο

και από ορατή και από αόρατη φύση νrsquo

αποτελεί δική του εικόνα και

ομοίωση το σώμα το έπλασε από τη γη

ενώ με το δικό του φύσημα έδωσε

τη λογική και νοερή ψυχή πράγμα το

οποίο το ονομάζουμε θεία εικόνα

Διότι το νοερό και το αυτεξούσιο του ανθρώπου δείχνει το laquoκατrsquo εικόναraquo

ενώ η όσο είναι δυνατόν η ομοιότητα στην αρετή δείχνει το laquoκαθrsquo ομοίωσινraquo

Και πλάσθηκαν συγχρόνως το σώμα και η ψυχή όχι το ένα πρώτα και το άλλο

έπειτα σύμφωνα με τις φλυαρίες του Ωριγένη

Ο Θεός λοιπόν έπλασε τον άνθρωπο άκακο απλό ενάρετο χαρούμενο

αμέριμνο στολισμένο με κάθε αρετή προικισμένο με όλα τα αγαθά σαν

κάποιον δεύτερο κόσμο μικρό κόσμο μέσα σε μεγάλο άλλο άγγελο

σύνθετο προσκυνητή επόπτη της ορατής δημιουργίας γνώστη των

6

μυστηρίων της αόρατης επίγειο βασιλιά που τον κυβερνά από ψηλά

ταυτόχρονα επίγειο και ουράνιο πρόσκαιρο και αθάνατο ορατό και νοητό

ενδιάμεσο μεταξύ μεγαλείου και μικρότητος τον ίδιο και πνεύμα και σάρκα

Είναι σάρκα εξαιτίας της υπερηφάνειας και πνεύμα εξαιτίας της χάρης το ένα

για να υποφέρει και υποφέροντας να θυμάται και να γίνεται συνετός και το

άλλο για να μένει σταθερός και να δοξάζει τον ευεργέτη του φιλοτιμούμενος

από το μεγαλείο του τον έπλασε ζώσα ύπαρξη που κατrsquo οικονομία ζει εδώ

δηλαδή στην παρούσα ζωή αλλά που προορίζεται για αλλού

να μετοικήσει στη μέλλουσα ζωή και το τέλος του μυστηρίου είναι ότι

θεώνεται με την κίνησή του προς το Θεό θεώνεται μάλιστα με την μετοχή

στο θείο φωτισμό αλλά χωρίς να μεταβάλλεται σε θεία ουσία

Και τον έπλασε αναμάρτητο στη φύση του και αυτεξούσιο στη θέλησή του

Λέγοντας laquoαναμάρτητοraquo δεν εννοώ ότι δεν είναι δεκτικός αμαρτίας ndashμόνον

ο Θεός είναι ανεπίδεκτος αμαρτίαςndash αλλά εννοώ ότι δεν έχει την αμαρτία

στη φύση του αλλά μάλλον στην προαίρεσή του δηλαδή έχει τη δύναμη να

διατηρείται και να προοδεύει στο αγαθό με τη βοήθεια της θείας χάριτος και

επίσης μπορεί να παρεκτραπεί από το καλό και να οδηγηθεί στο κακό

με παραχώρηση του Θεού εξαιτίας του αυτεξουσίου του διότι ότι γίνεται

εξαναγκαστικά δεν είναι αρετή

Η ψυχή επίσης είναι ζώσα ύπαρξη απλή ασώματη η φύση της είναι

αόρατη με τα μάτια του σώματος είναι λογική και νοερή

χωρίς σχήμα κατοικεί σε οργανικό σώμα και του παρέχει ζωή

ανάπτυξη αντίληψη και γέννηση δεν έχει τον νου σαν κάτι διαφορετικό από

τον εαυτό της αλλά σαν το πιο καθαρό στοιχείο της διότι όπως είναι

το μάτι στο σώμα έτσι είναι και ο νους για την ψυχή Είναι αυτεξούσια και

έχει θέληση και ενέργεια είναι μεταβλητή δηλαδή μεταβάλλεται σύμφωνα με

τη θέλησή της διότι είναι κτιστή Όλα αυτά τα έχει λάβει με φυσική τάξη από

τη χάρη του Δημιουργού της η οποία της έδωσε και την ύπαρξη και τη φύση

Με πόσους τρόπους νοείται το ασώματο

Ο άνθρωπος συνδέεται με το λογικό του με τις ασώματες και νοερές φύσεις

διότι συλλογίζεται σκέφτεται και κρίνει το καθετί επιδιώκει τις αρετές και

ποθεί την κορωνίδα των αρετών εννοώ την ευσέβεια γιrsquo αυτό και ο

άνθρωπος είναι ένας μικρός κόσμος

Χαρακτηριστικές πάλι ιδιότητες της ψυχής είναι η ευσέβεια και η νόηση Ενώ

οι αρετές αποτελούν κοινές ιδιότητες της ψυχής και του σώματος

αποδίδονται όμως στην ψυχή διότι η ψυχή κυβερνά το σώμα

Πρέπει να γνωρίζουμε ότι το λογικό από τη φύση του κυβερνά το άλογο

διότι οι δυνάμεις της ψυχής διαιρούνται σε λογικό και άλογο Τα μέρη

μάλιστα του αλόγου είναι δύο το ένα είναι κουφό στη φωνή του λογικού

δεν υπακούει δηλαδή στη λογική ενώ το άλλο είναι προσεκτικό και

υπάκουο στη λογική Ανυπάκουο βέβαια και απείθαρχο στη λογική

είναι το ζωτικό μέρος της ψυχής το οποίο ονομάζεται και σφυγμικό επίσης

και το σπερματικό μέρος δηλαδή το αναπαραγωγικό και το φυτικό το οποίο

λέγεται και θρεπτικό σrsquo αυτό ανήκει και το αυξητικό μέρος το οποίο και

διαπλάθει το σώμα Αυτά δεν τα εξουσιάζει η λογική αλλά η φύση Το μέρος

πάλι της ψυχής που είναι προσεκτικό και υπάκουο στη λογική διαιρείται σε

επιθυμία και θυμό Μάλιστα το άλογο μέρος της ψυχής ονομάζεται παθητικό

και ορεκτικό

(αυθόρμητο) Και πρέπει να γνωρίζουμε ότι η ορμέμφυτη κίνηση

7

ανήκει στο μέρος της ψυχής που υπακούει στη λογική

Σrsquo αυτό όμως που δεν υπακούει στη λογική ανήκει το θρεπτικό το γεννητικό

και το σφυγμικό Το αυξητικό το θρεπτικό και το γεννητικό ονομάζονται

laquoφυτικόraquo ενώ το σφυγμικό καλείται laquoζωτικόraquo

Το θρεπτικό έχει τέσσερις δυνάμεις την ελκτική που έλκει την τροφή

την καθεκτική που κρατεί την τροφή και δεν της επιτρέπει να αποβληθεί

αμέσως την αλλοιωτική που μεταβάλλει την τροφή σε χυμούς την

αποκριτική η οποία αποβάλλει τα περιττώματα μέσω του αφεδρώνα και τα

απορρίπτει από τον οργανισμό

Πρέπει να γνωρίζουμε ότι από τις δυνάμεις που υπάρχουν στα όντα άλλες

είναι ψυχικές άλλες φυσικές και άλλες ζωτικές Ψυχικές είναι αυτές που

ανήκουν στην προαίρεση δηλαδή η επιθυμία και η αίσθηση Στην επιθυμία

ανήκει

η ικανότητα μεταβάσεως από τόπο σε τόπο η κίνηση όλου του

σώματος η φωνητική και αναπνευστική ικανότητα από μας εξαρτάται να τα

ενεργούμε αυτά ή να μην τα ενεργούμε Φυσικές και ζωτικές δυνάμεις είναι

αυτές που ενεργούν χωρίς τη θέλησή μας Φυσικές είναι η θρεπτική η

αυξητική και η αναπαραγωγική ζωτική είναι η σφυγμική Αυτές ενεργούν

είτε το θέλουμε είτε όχι

Επίσης πρέπει να γνωρίζουμε ότι άλλα από τα πράγματα είναι αγαθά και άλλα

κακά Το αγαθό που προσδοκάμε γεννά την επιθυμία ενώ αυτό που έχει

πραγματοποιηθεί γεννά την ευχαρίστηση Παρόμοια το προσδοκώμενο κακό

δημιουργεί φόβο ενώ το πραγματοποιημένο λύπη Και να γνωρίζουμε ότι

λέγοντας αγαθό εννοούμε και το αληθινό αγαθό και το θεωρούμενο το ίδιο

εννούμε και με το κακό

Ας σημειώσουμε ότι με την ένοια κατεικόνα δεν εννοεί τη σωματική εικόνα αλλά

της ψυχής την ομοίωση

Ακόμη εξ αρχής ομότιμος με τον άνδρα δημιουργήθηκε η γυναίκα επειδή όμως

έπταισε ελλατώθηκε αυτής η αρχή και υπό του άνδρα γεγένηται

26καὶ εἶπεν ὁ θεός ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ ὁμοίωσιν καὶ

ἀρχέτωσαν τῶν ἰχθύων τῆς θαλάσσης καὶ τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῶν κτηνῶν

καὶ πάσης τῆς γῆς καὶ πάντων τῶν ἑρπετῶν τῶν ἑρπόντων ἐπὶ τῆς γῆς 27καὶ ἐποίησεν ὁ

θεὸς τὸν ἄνθρωπον κατ εἰκόνα θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς

28καὶ ηὐλόγησεν αὐτοὺς ὁ θεὸς λέγων αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε καὶ πληρώσατε τὴν

γῆν καὶ κατακυριεύσατε αὐτῆς καὶ ἄρχετε τῶν ἰχθύων τῆς θαλάσσης καὶ τῶν πετεινῶν

τοῦ οὐρανοῦ καὶ πάντων τῶν κτηνῶν καὶ πάσης τῆς γῆς καὶ πάντων τῶν ἑρπετῶν τῶν

ἑρπόντων ἐπὶ τῆς γῆς 29καὶ εἶπεν ὁ θεός ἰδοὺ δέδωκα ὑμῖν πᾶν χόρτον σπόριμον

σπεῖρον σπέρμα ὅ ἐστιν ἐπάνω πάσης τῆς γῆς καὶ πᾶν ξύλον ὃ ἔχει ἐν ἑαυτῷ καρπὸν

σπέρματος σπορίμου ὑμῖν ἔσται εἰς βρῶσιν 30καὶ πᾶσι τοῖς θηρίοις τῆς γῆς καὶ πᾶσι

τοῖς πετεινοῖς τοῦ οὐρανοῦ καὶ παντὶ ἑρπετῷ τῷ ἕρποντι ἐπὶ τῆς γῆς ὃ ἔχει ἐν ἑαυτῷ

ψυχὴν ζωῆς πάντα χόρτον χλωρὸν εἰς βρῶσιν καὶ ἐγένετο οὕτως 31καὶ εἶδεν ὁ θεὸς τὰ

πάντα ὅσα ἐποίησεν καὶ ἰδοὺ καλὰ λίαν καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωί ἡμέρα

ἕκτη

8

Η πτώση του ανθρώπου και οι συνέπειες

του πρωπατορικού αμαρτήματος

καὶ ἔπλασεν ὁ θεὸς τὸν ἄνθρωπον χοῦν ἀπὸ τῆς γῆς

καὶ ἐνεφύσησεν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ πνοὴν ζωῆς

καὶ ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχὴν ζῶσαν 8καὶ

ἐφύτευσεν κύριος ὁ θεὸς παράδεισον ἐν εδεμ κατὰ

ἀνατολὰς καὶ ἔθετο ἐκεῖ τὸν ἄνθρωπον ὃν ἔπλασεν

9καὶ ἐξανέτειλεν ὁ θεὸς ἔτι ἐκ τῆς γῆς πᾶν ξύλον

ὡραῖον εἰς ὅρασιν καὶ καλὸν εἰς βρῶσιν καὶ τὸ ξύλον

τῆς ζωῆς ἐν μέσῳ τῷ παραδείσῳ καὶ τὸ ξύλον τοῦ

εἰδέναι γνωστὸν καλοῦ καὶ πονηροῦ Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

ερμηνεύοντας το εμφύσημα αυτού του Θεού λέγει ότι είναι laquoου μόνον ανοίας αλλά

και ατοπίας μεστός ο λόγοςraquo ότι το εμφύσημα στον Αδάμ ήταν η ψυχή και ότι

μεταδόθηκε η ψυχή στο σώμα από την ουσία του Θεού Αν αυτό ήταν αληθινό τότε

δεν θα ήταν σε άλλον σοφή και σε άλλον μωρά και ασύνετη ούτε στον έναν θα ήταν

ψυχή δικαία και στον άλλον ψυχή άδικη Η ουσία του Θεού laquoου μερίζεται ουδέ

αλλοιούται αλλrsquo εστίν αναλλοίωτοςraquo Το εμφύσημα λοιπόν του Θεού ήταν η laquoτου

αγίου Πνεύματος ενέργειαraquo Όπως ο Χριστός είπε laquoλάβετε Πνεύμα άγιονraquo έτσι και

το θείο εμφύσημα laquoανθρωπίνως ακουόμενον Πνεύμά εστι το προσκυνητόν και

άγιονraquo Κατά τον άγιον δεν είναι ψυχή ένα κομμάτι του Θεού αλλά η ενέργεια του

Παναγίου Πνεύματος που έκτισε και δημιούργησε ψυχή χωρίς να γίνει αυτό ψυχή

laquoΤούτο το Πνεύμα προελθόν ουκ αυτό γέγονε ψυχή αλλά ψυχήν έκτισεν∙ ουκ αυτό

εις ψυχήν μετεβλήθη αλλά ψυχήν εδημιούργησε δημιουργόν γαρ το Πνεύμα το

Άγιον κοινωνεί τη δημιουργία του σώματος και τη δημιουργία της ψυχής Πατήρ γαρ

και Υιός και Πνεύμα Άγιον τη θεία δυνάμει δημιουργεί το πλάσμα

21καὶ ἐπέβαλεν ὁ θεὸς ἔκστασιν ἐπὶ τὸν αδαμ καὶ ὕπνωσεν καὶ ἔλαβεν μίαν τῶν

πλευρῶν αὐτοῦ καὶ ἀνεπλήρωσεν σάρκα ἀντ αὐτῆς 22καὶ ᾠκοδόμησεν κύριος ὁ

θεὸς τὴν πλευράν ἣν ἔλαβεν ἀπὸ τοῦ αδαμ εἰς γυναῖκα καὶ ἤγαγεν αὐτὴν πρὸς τὸν

αδαμ 23καὶ εἶπεν αδαμ τοῦτο νῦν ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστέων μου καὶ σὰρξ ἐκ τῆς

σαρκός μου αὕτη κληθήσεται γυνή ὅτι ἐκ τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς ἐλήμφθη αὕτη

24ἕνεκεν τούτου καταλείψει ἄνθρωπος τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ

καὶ προσκολληθήσεται πρὸς τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν

25καὶ ἦσαν οἱ δύο γυμνοί ὅ τε αδαμ καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ καὶ οὐκ ᾐσχύνοντο Ο Θεός

προγνωρίζοντας το τι θα επακολουθούσε μετά την δημιουργία των ανθρώπων τους

έπλασε βιολογικά έτοιμους για laquoγάμου κοινωνίανraquo Η δημιουργία αναφέρεται αρχικά

μόνο στον Αδάμ laquoΤου Αδάμ καθεύδοντος η γυνή κατασκευάζετοraquo1 Ο άγιος

Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναφέρει ότι ο Μωυσής δεν χρησιμοποιεί το ρήμα

laquoέπλασενraquo όταν μιλά για την Εύα αλλά το laquoωκοδόμησενraquo θέλοντας να δείξει ότι αυτή

έγινε από την ίδια ουσία του Αδάμ όχι από άλλη διαφορετική Η γυναίκα λοιπόν δεν

υπολείπεται σε κάτι από τον Αδάμ Είναι ανθρώπινη ύπαρξη τέλεια αλλά και ισότιμη

προς αυτόν Ο Θεός προγνωρίζοντας την πτώση των πρωτοπλάστων επινοεί τον γάμο

9

και την ανάγκη της αμοιβαίας παρηγοριάς τους

Πριν από την παρακοή και την έξοδο από την παραδείσια ζωή δεν υπήρχε ο

γάμος Οι πρωτόπλαστοι ζούσαν παρθενική ζωή μιμούμενοι την ζωή των Αγγέλων

Λέγει ο άγιος Χρυσόστομος laquoΤα της συνουσίας έγιναν μετά την παράβασηbull μέχρι

τότε ζούσαν ως άγγελοι μέσα στον παράδεισο χωρίς να φλέγωνται από την σαρκική

επιθυμία ούτε να πολιορκούνται από άλλα πάθη ούτε να πιέζονται από τις φυσικές

ανάγκες αλλά αφού δημιουργήθηκαν εντελώς άφθαρτοι και αθάνατοι δεν είχαν

ανάγκη ούτε να φορούν ρούχα Πριν μπει η αμαρτία και η παρακοή ήσαν ντυμένοι με

την θεϊκή δόξα γιrsquo αυτό και δεν ντρέπονταν αν και ήσαν γυμνοίraquo2 Οι πρωτόπλαστοι

δεν κατόρθωσαν να διατηρήσουν την ανώτερη αυτή ζωή για τον εαυτό τους

Φάνηκαν ανάξιοι των τόσων μεγάλων αγαθών που τους έδωσε ο Θεός3

ὁ δὲ ὄφις ἦν φρονιμώτατος πάντων τῶν θηρίων τῶν ἐπὶ τῆς γῆς ὧν ἐποίησεν

κύριος ὁ θεός καὶ εἶπεν ὁ ὄφις τῇ γυναικί τί ὅτι εἶπεν ὁ θεός οὐ μὴ φάγητε ἀπὸ

παντὸς ξύλου τοῦ ἐν τῷ παραδείσῳ

Ο διάβολος προσεγγίζει την Εύα και θεολογεί γίνεται ο πρώτος θεολόγος αφού

ονομάζει το Θεό Θεό

Υπάρχει εδώ ένα ερώτημα πως ελάλησε ο όφις Ο όφις κατόρθωσε να μιμηθεί την

ανθρώπινη φωνή χωρίς όμως αυτό να ξενίσει την Εύα Υπήρχε πρό της πτώσεως μια

τέλεια αρμονία μεταξύ Θεού και ανθρώπου ανθρώπου και ζώων αλλά και ζώων με

ζώων

Ο διάβολος δεν γνώριζε τί εντολή είχε δώσει ο Θεός στους πρωτοπλάστους και

προσπαθεί τώρα να ψαρέψει την απάντηση από την αφελή συνομιλήτριά του Δε

διστάζει να ονομάσει το Θεό ψεύτη λέγοντας πως ο Θεός δε σας είπε την αλήθεια αν

φάτε από τον καρπό που σας απαγόρευσε θα ανοίξουν τα μάτια σας και θα γίνετε θεοί

ίσοι με αυτόν και δεν θα τον έχετε πλέον ανάγκη

Από την άλλη μεριά η Εύα αντί να φύγει απαντάει Πολύ σωστά επισημαίνει ο

Χρυσόστομος laquoΜή βάλητε τους μαργαρίτας έμπροσθεν των χοίρωνraquo Όσο λοιπόν η

Εύα πείθετε στα λόγια του σατανά τόσο απομακρύνεται από τον Θεό τόσο και η

Θεία Χάρη την απογυμνώνει σταδιακά Τελικά τρώει τον απαγορευμένο καρπό και

δίνει και στον άντρα της Μια μεγάλη αμαρτία έχει πλέον συντελεσθεί Η αμαρτία

αυτή εμπεριέχει μέσα της την υπερηφάνεια την απιστία την αυθάδεια την παρακοή

Παρόλα αυτά η αμαρτία αυτή είναι μικρότερη από αυτή των εκπεσόντων αγγέλων

Διότι ο πειρασμός των πρωτοπλάστων ήταν εξωτερικός ενώ των εκπεσόντων

αγγέλων εσωτερικός

Ακολουθεί ο σκοτισμός του νου αντιλαμβάνονται ξαφνικά χάνοντας την πρότερη

αθωότητα ότι είναι γυμνοί και σκεπάζονται με φύλα συκής

Ο Θεός φωνάζει εν μέσω του παραδείσου Αδάμ που ει Οι πρωτόπλαστοι κρύβονται

εξαιτίας των ενοχών τους Αντί όμως ο Θεός να εισπράξει την ομολογία του Αδάμ

για το αν έφαγε από τον απαγορευμένο καρπό βρίσκει μπροστά Του την μετάθεση

των ευθυνών στη γυναίκα Το ίδιο κάνει και η γυναίκα μεταθέτοντας με τη σειρά της

την ευθύνη της στον διάβολο

10

Ας προσέξουμε Τον όφι δεν τον ρωτά για το τι έπραξε διότι γνωρίζει ο Θεός πως

ενήργησε εξrsquo ιδίας πρωτοβουλίας Ο σατανάς ήδη μετά την πτώση του είχε

κατακριθεί

Το φίδι τιμωρείται με το να περπατά με την κοιλιά του και να τρώει χώμα πράγμα

που συμβολίζει την τέλεια συντριβή του διαβόλου

Την γυναίκα νίκησες σατανά και διrsquo αυτής τον άνδρα από γυναίκα όμως θα νικηθείς

Εδώ εικονίζεται η Θεοτόκος Το δε laquoεκ του σπέρματός σουraquo δηλοί τον μέλλοντα

Λυτρωτή Χριστό Δηλοί επίσης και την παρθενία της Παναγίας διότι όχι εκ

σπέρματος ανδρός αλλά εκ σπέρματός σου της γυναικός θα προκύψει ο Λυτρωτής

Χριστός

Ο Φιλόστοργος Πατήρ ευαγγελίζεται την υπόσχεση της ελεύσεως του Λυτρωτή και

την πλήρη συντριβή του σατανά εξrsquo ου και πρωτοευαγγέλιο ονομάσθηκε ο στίχος

αυτός

Μιλώντας στην Εύα μιλά προς αυτή σε γένος αρσενικό Αυτός σου τηρήσει την

κεφαλήν Αναφερόμενος εδώ ξεκάθαρα ο Θεός στον Μεσσία Ο σταυρικός θάνατος

του Λυτρωτού είναι η πληγή στην πτέρνα Του

Η λαγνεία της Εύας προς τον απαγορευμένο καρπό τιμωρείται με τους πόνους της

γέννας και την υποταγή της στον άνδρα

Για τον Αδάμ η φύση αγριεύει βγάζοντας αγκάθια και τριβόλια και έτσι πλέον

καλείται με τον ιδρώτα του προσώπου του να κερδίζει το ψωμί του

Η μεγαλύτερη όμως συνέπεια της αμαρτίας είναι ο θάνατος laquoΕως ότου αποστρέψαι

εις την γην εξrsquo ης ελήφθη

Ο Θεός εν συνεχεία ενδύει τους πρωτοπλάστους με δερμάτινους χιτώνες για να τους

προστατέψει από την μεταβολή των καιρικών φαινομένων Οποία στοργή του Θεού

εκεί που ξεσπούσε η θεία οργή Του

Όταν δε εκβλήθησαν εκ του παραδείσου οι πρωτόπλαστοι κατοίκησαν απέναντι από

τον παράδεισο και τούτο για να βλέπουν το τί έχασαν και να μισούν εφrsquo εξής την

αμαρτία Τα Χερουβείμ με την φλογίνη ρομφαία φυλάνε πλέον αντί του Αδάμ τον

παράδεισο Ο Ευσέβιος Καισαρείας λέγει πως αυτό επικράτησε μέχρι τον θάνατο

των πρωτοπλάστων

laquoἈδάμ δε ἔγνω Εὔα τήν γυναίκα αυτοῦraquo Μετά την έκπτωση εκ του παραδείσου τότε

τα συνουσίας αρχήν λαμβάνει Πρό δε της παρακοής αγγελικόν βίον εμιμούντο λέει ο

Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Άρα αυτό που λένε πολλοί πως εξαιτίας της συνουσίας εκβλήθηκαν οι πρωτόπλαστοι

από τον παράδεισο δεν ισχύει

11

Η ιστορία του Κάϊν και του Άβελ

1αδαμ δὲ ἔγνω ευαν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ συλλαβοῦσα ἔτεκεν τὸν καιν καὶ εἶπεν ἐκτησάμην ἄνθρωπον διὰ τοῦ θεοῦ 2καὶ προσέθηκεν τεκεῖν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ τὸν αβελ Το προσέθηκεν σημαίνει ότι

ευθύς αμέσως γέννησε τον Άβελ Άρα ο

Κάϊν και ο Άβελ ήταν δίδυμοι

καὶ ἐγένετο αβελ ποιμὴν προβάτων καιν δὲ ἦν ἐργαζόμενος τὴν γῆν 3καὶ ἐγένετο μεθ ἡμέρας ἤνεγκεν καιν ἀπὸ τῶν καρπῶν τῆς γῆς θυσίαν τῷ κυρίῳ 4καὶ αβελ ἤνεγκεν καὶ αὐτὸς ἀπὸ τῶν πρωτοτόκων τῶν προβάτων αὐτοῦ καὶ ἀπὸ τῶν στεάτων αὐτῶν καὶ ἐπεῖδεν ὁ θεὸς ἐπὶ αβελ καὶ ἐπὶ τοῖς δώροις αὐτοῦ 5ἐπὶ δὲ καιν καὶ ἐπὶ ταῖς θυσίαις αὐτοῦ οὐ προσέσχεν Το ερώτημα εδώ που προκύπτει είναι το πως εκδηλώθηκε αυτή η ευαρέσκεια του Θεού στη θυσία του Άβελ Δια πυρός μας λένε οι πατέρες το οποίο πυρ ήλθε εξ ουρανού

καὶ ἐλύπησεν τὸν καιν λίαν καὶ συνέπεσεν τῷ προσώπῳ 6καὶ εἶπεν κύριος ὁ θεὸς τῷ καιν ἵνα τί περίλυπος ἐγένου καὶ ἵνα τί συνέπεσεν τὸ πρόσωπόν σου 7οὐκ ἐὰν ὀρθῶς προσενέγκῃς ὀρθῶς δὲ μὴ διέλῃς ἥμαρτες ἡσύχασον πρὸς σὲ ἡ ἀποστροφὴ αὐτοῦ καὶ σὺ ἄρξεις αὐτοῦ 8καὶ εἶπεν καιν πρὸς αβελ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ διέλθωμεν εἰς τὸ πεδίον καὶ ἐγένετο ἐν τῷ εἶναι αὐτοὺς ἐν τῷ πεδίῳ καὶ ἀνέστη καιν ἐπὶ αβελ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ καὶ ἀπέκτεινεν αὐτόν Οποία αναισθησία Αντί να παραδειγματιστεί από τη θυσία του Άβελ Αντί να

ακούσει να φιλόστοργα λόγια του ουρανίου Πατρός σπεύδει ως λέων να

κατασπαράξει από τη ζήλια του εκείνον που δικαιώθηκε λόγω της εξαιρετικής του

ευλάβειας Τον καλεί λοιπόν να πάνε έναν περίπατο Ο αδελφός του ως απονήρευτος

και άκακος δέχεται την πρόταση του αδελφού και εκεί δέχεται τη θανάσιμη επίθεση

9καὶ εἶπεν ὁ θεὸς πρὸς καιν ποῦ ἐστιν αβελ ὁ ἀδελφός σου ὁ δὲ εἶπεν οὐ γινώσκω μὴ φύλαξ τοῦ ἀδελφοῦ μού εἰμι ἐγώ 10καὶ εἶπεν ὁ θεός τί ἐποίησας φωνὴ αἵματος τοῦ ἀδελφοῦ σου βοᾷ πρός με ἐκ τῆς γῆς 11καὶ νῦν ἐπικατάρατος σὺ ἀπὸ τῆς γῆς Οποία φρικτή καταδίκη Όταν από το στόμα του Θεού τον ευλογία σκορπίζοντος εξέρχεται η κατάρα Η παρά τω Θεώ όμως κατάρα είναι έκφραση Θείας δικαιοσύνης

ἣ ἔχανεν τὸ στόμα αὐτῆς δέξασθαι τὸ αἷμα τοῦ ἀδελφοῦ σου ἐκ τῆς χειρός σου 12ὅτι ἐργᾷ τὴν γῆν καὶ οὐ προσθήσει τὴν ἰσχὺν αὐτῆς δοῦναί σοι στένων καὶ τρέμων ἔσῃ ἐπὶ τῆς γῆς Δεν πρόκειται λέει εδώ ο Θεός η γη να σου αποφέρει τα

του κόπου σου Μάταια δηλαδή θα ιδρώνεις Αυτή είναι η δεύτερη τιμωρία που

λαμβάνει Το στένων και τρέμων ἔση σημαίνει θα έχεις στεναγμό λόγω του

περιπλανώμενου επί της γης βίου σου Αυτή είναι η τρίτη τιμωρία

12

13καὶ εἶπεν καιν πρὸς τὸν κύριον μείζων ἡ αἰτία μου τοῦ ἀφεθῆναί με 14εἰ ἐκβάλλεις με σήμερον ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς καὶ ἀπὸ τοῦ προσώπου σου κρυβήσομαι καὶ ἔσομαι στένων καὶ τρέμων ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἔσται πᾶς ὁ εὑρίσκων με ἀποκτενεῖ με 15καὶ εἶπεν αὐτῷ κύριος ὁ θεός οὐχ οὕτως πᾶς ὁ ἀποκτείνας καιν ἑπτὰ ἐκδικούμενα παραλύσει καὶ ἔθετο κύριος ὁ θεὸς σημεῖον τῷ καιν τοῦ μὴ ἀνελεῖν αὐτὸν πάντα τὸν εὑρίσκοντα αὐτόν Ο Κάϊν δεν μετανοεί

δεν συνέρχεται Δεν πικραίνεται διότι χωρίσθηκε από τον Θεό αλλά το μόνο που

φοβάται είναι να μην τον σκοτώσουν Ποιοι όμως να τον σκοτώσουν Σίγουρα όχι οι

γονείς του ο Αδάμ και η Εύα Εδώ φαίνεται πως ο Αδάμ πρό του φόνου του Άβελ θα

είχε κάνει και άλλα τέκνα Ο Θεός έδωσε λέει στον Κάϊν σημείο ώστε όποιος τον

εύρισκε να μην τον σκότωνε Ποιο ήταν αυτό το σημείο Το σκυθρωπό του πρόσωπο

ήταν το οποίο προκαλούσε σε όποιον τον έβλεπε την αποστροφή

16ἐξῆλθεν δὲ καιν ἀπὸ προσώπου τοῦ θεοῦ καὶ ᾤκησεν ἐν γῇ ναιδ κατέναντι εδεμ

17καὶ ἔγνω καιν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ συλλαβοῦσα ἔτεκεν τὸν ενωχ καὶ ἦν οἰκοδομῶν πόλιν καὶ ἐπωνόμασεν τὴν πόλιν ἐπὶ τῷ ὀνόματι τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ ενωχ Οικοδόμησε πόλη ο Καϊν η οποία ουσιαστικά ήταν ένα πρωτόγονο φρούριο

από γιγαντιαίους λίθους το οποίο τον προστάτευε από τα αδέρφια του διότι ήταν

ένοχος απέναντί τους Έτσι έληξε ο πλάνης βίος του Κάϊν δείχνοντας τελικά πως η

προσκόλησή του στα γήινα τον χώρισε τελικά από τα υπόλοιπα αδέρφια του Οι

απόγονοι δε του Κάϊν απομακρύνθηκαν από τον Θεό

18ἐγενήθη δὲ τῷ ενωχ γαιδαδ καὶ γαιδαδ ἐγέννησεν τὸν μαιηλ καὶ μαιηλ ἐγέννησεν τὸν μαθουσαλα καὶ μαθουσαλα ἐγέννησεν τὸν λαμεχ 19καὶ ἔλαβεν ἑαυτῷ λαμεχ δύο γυναῖκας ὄνομα τῇ μιᾷ αδα καὶ ὄνομα τῇ δευτέρᾳ σελλα Ο

Λάμεχ είναι ο πρώτος που παραβιάζει την μονογαμία παίρνοντας για τον εαυτό του

δύο γυναίκες

20καὶ ἔτεκεν αδα τὸν ιωβελ οὗτος ἦν ὁ πατὴρ οἰκούντων ἐν σκηναῖς κτηνοτρόφων 21καὶ ὄνομα τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ ιουβαλ οὗτος ἦν ὁ καταδείξας ψαλτήριον καὶ κιθάραν 22σελλα δὲ ἔτεκεν καὶ αὐτὴ τὸν θοβελ καὶ ἦν σφυροκόπος χαλκεὺς χαλκοῦ καὶ σιδήρου ἀδελφὴ δὲ θοβελ νοεμα Να η

αξιοπρέπεια του ανθρώπου ως εξέλιξη προς απάντηση των υποστηρικτών της

Δαρβίνειας θεωρίας Ο Ιουβάλ είναι ο εφευρέτης των έγχορδω οργάνων ενώ ο

Θοβέλ είναι ο πρώτος που επεξεργάζεται μέταλλα Κσνείς από αυτούς σίγουρα δεν

ήταν η εξέλιξη κάποιου είδους πιθήκου

23εἶπεν δὲ λαμεχ ταῖς ἑαυτοῦ γυναιξίν αδα καὶ σελλα ἀκούσατέ μου τῆς φωνῆς γυναῖκες λαμεχ ἐνωτίσασθέ μου τοὺς λόγους ὅτι ἄνδρα ἀπέκτεινα εἰς τραῦμα ἐμοὶ καὶ νεανίσκον εἰς μώλωπα ἐμοί

24ὅτι ἑπτάκις ἐκδεδίκηται ἐκ καιν ἐκ δὲ λαμεχ ἑβδομηκοντάκις ἑπτά Ο Λάμεχ λοιπόν επανἐλαβε την αμαρτία του Κάϊν γενόμενος κι αυτός φονιάς

25ἔγνω δὲ αδαμ ευαν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ συλλαβοῦσα ἔτεκεν υἱὸν καὶ ἐπωνόμασεν τὸ ὄνομα αὐτοῦ σηθ λέγουσα ἐξανέστησεν γάρ μοι ὁ θεὸς

13

σπέρμα ἕτερον ἀντὶ αβελ ὃν ἀπέκτεινεν καιν 26καὶ τῷ σηθ ἐγένετο υἱός ἐπωνόμασεν δὲ τὸ ὄνομα αὐτοῦ ενως οὗτος ἤλπισεν ἐπικαλεῖσθαι τὸ ὄνομα κυρίου τοῦ θεοῦ

αὕτη ἡ βίβλος γενέσεως ἀνθρώπων ᾗ ἡμέρᾳ ἐποίησεν ὁ θεὸς τὸν αδαμ κατ εἰκόνα θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν 2ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτοὺς καὶ εὐλόγησεν αὐτούς καὶ ἐπωνόμασεν τὸ ὄνομα αὐτῶν αδαμ ᾗ ἡμέρᾳ ἐποίησεν αὐτούς

3ἔζησεν δὲ αδαμ διακόσια καὶ τριάκοντα ἔτη καὶ ἐγέννησεν κατὰ τὴν ἰδέαν αὐτοῦ καὶ κατὰ τὴν εἰκόνα αὐτοῦ καὶ ἐπωνόμασεν τὸ ὄνομα αὐτοῦ σηθ 4ἐγένοντο δὲ αἱ ἡμέραι αδαμ μετὰ τὸ γεννῆσαι αὐτὸν τὸν σηθ ἑπτακόσια ἔτη καὶ ἐγέννησεν υἱοὺς καὶ θυγατέρας 5καὶ ἐγένοντο πᾶσαι αἱ ἡμέραι αδαμ ἃς ἔζησεν ἐννακόσια καὶ τριάκοντα ἔτη καὶ ἀπέθανεν

Ενώχ

Μια μορφή που δεσπόζει για την αγιότητα της ζωής του

εφόσον η Γραφή δεν αναφέρει τίποτε εις βάρος του είναι ο

Ενώχ

Γιος ενός άσημου για την ιστορία ανθρώπου του Ιάρεδ

απογόνου του τρίτου γιου του Αδάμ Σηθ άθελά του

καθιερώθηκε απ τον Θεό όπως βεβαιώνει κι η σημασία

του ονόματός του να διαδραματίσει σπουδαίο ρόλο στο

θείο σχέδιο για τη σωτηρία του κόσμου Γέννησε το

Μαθουσάλα τον μακροβιότερο άνθρωπο που ποτέ έζησε

στη γη παρ όλο που η δική του ζωή διήρκεσε τόσο λίγο

τριακόσια εξήντα πέντε χρόνια Έζησε ζωή άμεμπτης

αγνότητας σε περίοδο που ούτε ο Νόμος του Θεού είχε δοθεί ούτε φυσικά κι η

μεταγενέστερη του Νόμου Χάρη είχε επιτελεστεί Οραματίστηκε την τελική Κρίση

που ο Θεός θα κάμει στα τέλη των αιώνων και δια του τρόπου με τον οποίο έγινε η

μετάθεσή του μίλησε στις επόμενες γενιές για την μετά το θάνατο Ανάσταση του

Μεσσία που θα ρχόταν και για την τελική Ανάσταση των κεκοιμημένων αγίων

ίνα καταποθή το θνητόν υπό της ζωής (Β΄ Κορ 104)

Στο βιβλίο της Γένεσης συναντάμε δυο πρόσωπα με το όνομα Ενώχ στο 41718 και

στο 518 που είναι μεταξύ τους τελείως ανόμοια και διαφορετικά Ο πρώτος είναι ο

γιος του Κάιν του αδελφοκτόνου προς τιμήν του οποίου ο πατέρας του έκτισεν

πόλιν και κάλεσεν κατά το όνομα αυτού (417) κι ο δεύτερος είναι ο γιος του Ιάρεδ

όπως ήδη είπαμε ο εκλεκτός του Θεού Ενώχ που δεν είχε εδώ πόλιν μένουσαν

αλλά την μέλλουσαν επιζητούσε (Εβρ 1113-14) στην οποία και τόσο ένδοξα

μετέβη

14

Το ότι ο Ενώχ έζησε τριακόσια εξήντα πέντε μόνο χρόνια που είναι ακριβώς ο

αριθμός των ημερών ενός ηλιακού έτους δεν ξέρουμε τι συμβολίζει Ίσως τη

ματαιότητα της σύντομης εδώ ζωής μας ίσως την πληρότητα μιας αποστολής την

οποία ο Θεός ανέθεσε σε κάποιον άνθρωπό Του ίσως το τέλειο ανάστημα της ζωής

του Χριστού στο οποίο ο Θεός θέλει να φτάσουμε πριν μας πάρει κοντά Του

ίσως ίσως Ασχέτως όμως όλων αυτών γεγονός είναι ένα ότι ο Ενώχ αποτελεί μια

εξαίρεση ένα υπόδειγμα ένα θαύμα του Θεού σε ανθρώπινη ζωή

Γιατί άραγε έζησε τόσο λίγο ενώ ο γιος του ο Μαθουσάλα έφτασε τη μεγαλύτερη

ηλικία ανθρώπου επί της γης -965 χρόνια- ο δε μεταγενέστερός του ο Νώε δεύτερος

μετά τον Αδάμ κληρονόμος όλης της γης έζησε 950 χρόνια Μήπως ο Ενώχ έτσι

εξεπλήρωσε κάποια πολύ σημαντική αποστολή Ενώ θα παρευρέθηκε στην κηδεία

του Αδάμ (πράγμα που συνάγεται απ τους υπολογισμούς των ετών που περιέχονται

στην πρώτη αυτή περίοδο της ιστορίας) και δεδομένου ότι ο Αδάμ ως εκπρόσωπος

του αμαρτωλού ανθρώπου έπρεπε να πεθάνει και το σώμα του να ταφεί στη γη ο

Ενώχ εκπροσωπώντας τον αγιασμένο άνθρωπο του Θεού δεν πέθανε αλλά

μετατέθηκε απ ευθείας χωρίς να γευτεί θάνατο στου ουρανό του Θεού Πιστή

εικόνα τούτη για τον σωσμένο δια της θυσίας του Ιησού Χριστού αμαρτωλό για τον

οποίο θάνατος πια δεν υπάρχει διότι μετέβη εκ του θανάτου εις την ζωήν (Ιωάν

524)

Ο Λόγος του Θεού μας λέει ότι ο Ενώχ περιεπάτησεν μετά του Θεού (Γέν 524)

όχι ενώπιον του Θεού όπως μας λέει για τον Αβραάμ (Γεν 171) για το Δαυίδ

(Ψαλμ 8915) για τον Ησαϊα (4027-31) για το Ζαχαρία και την Ελισσάβετ (Ιακ

16) Μήπως τούτο είναι σύμβολο και συγχρόνως προφητεία του περπατήματος που ο

χριστιανός ο άνθρωπος δηλαδή που θα δεχόταν τη Χάρη θα κανε με τον Χριστό

βάσει της υπόσχεσής Του μεθ υμών ειμί (Ματθ 2820) και της εντολής Του

μείνατε εν εμοί καγώ εν υμίν (Ιωάν 154) Διότι σε τούτη την περίπτωση δεν

έχουμε περπάτημα ενώπιον του Θεού αλλά μετά του Θεού Κάτι δηλαδή πολύ

ουσιαστικότερο και πλουσιότερο για κάθε άνθρωπο που ανήκει σε Κείνον ασχέτως

περιόδου στην οποία έζησε Όταν κάποιος περπατάει με τον Θεό έχει και πλήρη

συναίσθηση της παρουσίας Του Ότι ακριβώς χρειάζεται για να ζει ζωή αγνότητας

μέσα στον κόσμο

Το μυστικό του περπατήματος του Ενώχ μετά του Θεού ήταν η πίστη του στον Θεό

της οποίας συνέπεια ήταν το ότι ευηρέστησεν τον Θεόν και ότι δε γεύτηκε θάνατο

διότι μετέθεσεν αυτόν ο Θεός (Γεν 115-6) Η μετάθεση δε αυτή είναι τύπος του

τρόπου με τον οποίο οι άγιοι του Θεού θέλουσι μεταμορφωθή εν τη εσχάτη

σάλπιγγι χωρίς να γευτούν θάνατο (Α΄ Κορ 1551-52)

Αλλά ο Ενώχ δεν προφήτεψε μόνο με τη ζωή του μελλοντικές αλήθειες αλλά και με

το στόμα του προφήτεψε περί της Κρίσης την οποίαν στα τέλη των αιώνων ο Κύριος

μαζί με τους αγίους Του θα κάμει για κάθε ασεβή άνθρωπο δια να ελέγξη πάντας

τους ασεβείς Στην επιστολή του Ιούδα εδ 14-15 διαβάζουμε Προεφήτευσε δε

περί τούτων και ο Ενώχ έβδομος από Αδάμ λέγωνmiddot Ιδού ήλθεν ο Κύριος με

μυριάδας αγίων αυτού δια να κάμη κρίσιν κατά πάντων και να ελέγξη πάντας τους

ασεβείς εξ αυτών δια πάντα τα έργα της ασεβείας αυτών τα οποία έπραξαν και δια

πάντα τα σκληρά τα οποία ελάλησαν κατ αυτού αμαρτωλοί ασεβείς

15

Ο Ενώχ αναφέρεται μια μόνο φορά στην Καινή Διαθήκη ως προφήτης (Ιούδα 14)

Με το όνομα Βιβλίο Ενώχ σώζεται απόκρυφο σύγγραμμα που γράφτηκε περί τα

110 πΧ περιέχει προφητείες περί της συντέλειας του κόσμου και είναι σε αιθιοπική

μετάφραση Δεν αποκλείεται η παραπομπή στο βιβλίο του Ιούδα να είναι παρμένη απ

αυτό Όμως το βιβλίο αυτό το απέρριψαν ως μη κανονικό τόσο οι Εβραίοι όσο και

οι Πατέρες της Εκκλησίας

Ας μείνει μέσα μας απ όλα όσα ελέχθησαν περί του Ενώχ πως αν κάτι έχει ύψιστη

σημασία για τον Θεό και για μας είναι το να περιπατώμεν καθώς Εκείνος

περιεπάτησεν (Α΄ Ιωάν 26) φυλάττοντες τας εντολάς αυτού και πράττοντες τα

αρεστά ενώπιον αυτού (Α΄ Ιωάν 322)

Γιἀννης Έρτσος

Σας παραθέτουμε τώρα προς ανάγνωσιν το απόκρυφο βιβλίο του Ενώχ

1 Λόγος εὐλογίας Ἑνώχ καθὼς εὐλόγησεν ἐκλεκτοὺς δικαίους οἵτινες

ἔσονται εἰς ἡμέραν ἀνάγκης ἐξᾶραι πάντας τοὺς ἐχθρούς καὶ σωθήσονται

δίκαιοι

2 Καὶ ἀναλαβὼν τὴν παραβολὴν αὐτοῦ εἶπεν Ἑνώχmiddot (ἄνθρωπος δίκαιός

ἐστιν [ᾧ] ὅρασις ἐκ θεοῦ αὐτῷ ἀνεῳγμένη ἦν ἔχων τὴν ὅρασιν τοῦ ἁγίου

laquoκαὶraquo τοῦ οὐρανοῦmiddot) Ἔδειξέν μοι καὶ ἁγιολόγων ἁγίων ἤκουσα ἐγώ καὶ ὡς

ἤκουσα παρrsquo αὐτῶν πάντα καὶ ἔγνων ἐγὼ θεωρῶνmiddot καὶ οὐκ εἰς τὴν νῦν

γενεὰν διενοούμην ἀλλὰ ἐπὶ πόρρω οὖσαν ἐγὼ λαλῶ

3 Καὶ περὶ τῶν ἐκλεκτῶν νῦν λέγω καὶ περὶ αὐτῶν ἀνέλαβον τὴν

παραβολήν μου καὶ ἐξελεύσεται ὁ ἅγιός μου ὁ μέγας ἐκ τῆς κατοικήσεως

αὐτοῦ

4 καὶ ὁ θεὸς τοῦ αἰῶνος ἐπὶ γῆν πατήσει ἐπὶ τὸ Σεινὰ ὄρος καὶ φανήσεται

ἐκ τῆς παρεμβολῆς αὐτοῦ καὶ φανήσεται ἐν τῇ δυνάμει τῆς ἰσχύος αὐτοῦ

ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ τῶν οὐρανῶν

5 καὶ φοβηθήσονται πάντες καὶ πιστεύσουσιν οἱ ἐγρήγοροι laquoκαὶ ᾄσουσιν

ἀπόκρυφα ἐν πᾶσιν τοῖς ἄκροις τῆς [γῆς]middot καὶ σεισθήσονται πάντα τὰ ἄκρα

τῆς γῆςraquo καὶ λήμψεται αὐτοὺς τρόμος καὶ φόβος μέγας μέχρι τῶν περάτων

τῆς γῆς

6 καὶ σεισθήσονται καὶ πεσοῦνται καὶ διαλυθήσονται ὄρη ὑψηλά καὶ

ταπεινωθήσονται βουνοὶ ὑψηλοὶ τοῦ διαρυῆναι ὄρη καὶ τακήσονται ὡς

κηρὸς ἀπὸ προσώπου πυρὸς ἐν φλογί

7 καὶ διασχισθήσεται ἡ γῆ σχίσμα ῥαγάδι καὶ πάντα ὅσα ἐστὶν ἐπὶ τῆς γῆς

ἀπολεῖται καὶ κρίσις ἔσται κατὰ πάντων

8 καὶ μετὰ τῶν δικαίων τὴν εἰρήνην ποιήσει καὶ ἐπὶ τοὺς ἐκλεκτοὺς ἔσται

συντήρησις καὶ εἰρήνη καὶ ἐπrsquo αὐτοὺς γενήσεται ἔλεος καὶ ἔσονται

πάντες τοῦ θεοῦ καὶ τὴν εὐδοκίαν δώσει αὐτοῖς καὶ πάντας εὐλογήσει καὶ

πάντων ἀντιλήμψεται καὶ βοηθήσει ἡμῖν καὶ φανήσεται αὐτοῖς φῶς καὶ

ποιήσει ἐπrsquo αὐτοὺς εἰρήνην

9 ὅτι ἔρχεται σὺν ταῖς μυριάσιν αὐτοῦ καὶ τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ ποιῆσαι

κρίσιν κατὰ πάντων καὶ ἀπολέσει πάντας τοὺς ἀσεβεῖς καὶ ἐλέγξει

πᾶσαν σάρκα περὶ πάντων ἔργων τῆς ἀσεβείας αὐτῶν ὧν ἠσέβησαν καὶ

σκληρῶν ὧν ἐλάλησαν λόγων laquoκαὶ περὶ πάντων ὧν κατελάλησανraquo κατrsquo

αὐτοῦ ἁμαρτωλοὶ ἀσεβεῖς

16

II

1 Κατανοήσατε πάντα τὰ ἔργα ἐν τῷ οὐρανῷ πῶς οὐκ ἠλλοίωσαν τὰς

ὁδοὺς αὐτῶν καὶ τοὺς φωστῆρας τοὺς ἐν τῷ οὐρανῷ ὡς τὰ πάντα

ἀνατέλλει καὶ δύνει τεταγμένος ἕκαστος ἐν τῷ τεταγμένῳ καιρῷ καὶ ταῖς

ἑορταῖς αὐτῶν φαίνονται καὶ οὐ παραβαίνουσιν τὴν ἰδίαν τάξιν

2 ἴδετε τὴν γῆν καὶ διανοήθητε περὶ τῶν ἔργων τῶν ἐν αὐτῇ γενομένων

ἀπrsquo ἀρχῆς μέχρι τελειώσεως ὥς εἰσιν φθαρτά ὡς οὐκ ἀλλοιοῦνται οὐδὲν

τῶν ἐπὶ γῆς ἀλλὰ πάντα ἔργα θεοῦ ὑμῖν φαίνεται

3 ἴδετε τὴν θερείαν καὶ τὸν χειμῶνα

καταμάθετε καὶ ἴδετε πάντα τὰ δένδρα

IIIndashV

1πῶς τὰ φύλλα χλωρὰ ἐν αὐτοῖς σκέποντα τὰ δένδρα καὶ πᾶς ὁ καρπὸς

αὐτῶν εἰς τιμὴν καὶ δόξαν διανοήθητε καὶ γνῶτε περὶ πάντων τῶν ἔργων

αὐτοῦ καὶ νοήσατε ὅτι θεὸς ζῶν ἐποίησεν αὐτὰ οὕτως καὶ ζῇ εἰς πάντας

τοὺς αἰῶναςmiddot

2 καὶ τὰ ἔργα αὐτοῦ πάντα ὅσα ἐποίησεν εἰς τοὺς αἰῶνας ἀπὸ ἐνιαυτοῦ εἰς

ἐνιαυτὸν γινόμενα πάντα οὕτως καὶ πάντα ὅσα ἀποτελοῦσιν αὐτῷ τὰ

ἔργα καὶ οὐκ ἀλλοιοῦνται αὐτῶν τὰ ἔργα ἀλλrsquo ὡσπερεὶ κατὰ ἐπιταγὴν τὰ

πάντα γίνεται

3 ἴδετε πῶς ἡ θάλασσα καὶ οἱ ποταμοὶ ὡς ὁμοίως ἀποτελοῦσιν καὶ οὐκ

ἀλλοιοῦσιν αὐτῶν τὰ ἔργα ἀπὸ τῶν λόγων αὐτοῦ

4 ὑμεῖς δὲ οὐκ ἐνεμείνατε οὐδὲ ἐποιήσατε κατὰ τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ ἀλλὰ

ἀπέστητε καὶ κατελαλήσατε μεγάλους καὶ σκληροὺς λόγους ἐν στόματι

ἀκαθαρσίας ὑμῶν κατὰ τῆς μεγαλωσύνης αὐτοῦ ὅτι κατελαλήσατε ἐν τοῖς

ψεύμασιν ὑμῶν σκληροκάρδιοι οὐκ ἔστιν εἰρήνη ὑμῖν

5 τοιγὰρ τὰς ἡμέρας ὑμῶν ὑμεῖς καταράσεσθε καὶ τὰ ἔτη τῆς ζωῆς ὑμῶν

ἀπολεῖται καὶ τὰ ἔτη τῆς ἀπωλείας ὑμῶν πληθυνθήσεται ἐν κατάρᾳ

αἰώνων καὶ οὐκ ἔσται ὑμῖν ἔλεος καὶ εἰρήνη

6 τότε ἔσται τὰ ὀνόματα ὑμῶν εἰς κατάραν αἰώνιον πᾶσιν τοῖς δικαίοις

καὶ ἐν ὑμῖν καταράσονται πάντες οἱ καταρώμενοι καὶ πάντες οἱ

ἁμαρτωλοὶ καὶ ἀσεβεῖς ἐν ὑμῖν ὀμοῦνται καὶ πάντες οἱ ἀναμάρτητοι

χαρήσονται καὶ ἔσται αὐτοῖς λύσις ἁμαρτιῶν καὶ πᾶν ἔλεος καὶ εἰρήνη καὶ

ἐπιείκεια ἔσται αὐτοῖς σωτηρία φῶς ἀγαθόν καὶ αὐτοὶ κληρονομήσουσιν

τὴν γῆν καὶ πᾶσιν ὑμῖν τοῖς ἁμαρτωλοῖς οὐχ ὑπάρξει σωτηρία ἀλλὰ ἐπὶ

πάντας ὑμᾶς κατάλυσις κατάρα

7 καὶ τοῖς ἐκλεκτοῖς φῶς καὶ χάρις καὶ εἰρήνη καὶ αὐτοὶ κληρονομήσουσιν

τὴν γῆν ὑμῖν δὲ τοῖς ἀσεβέσιν ἔσται κατάρα

8 τότε δοθήσεται τοῖς ἐκλεκτοῖς φῶς καὶ χάρις καὶ αὐτοὶ

κληρονομήσουσιν τὴν γῆν τότε δοθήσεται πᾶσιν τοῖς ἐκλεκτοῖς σοφία καὶ

πάντες οὗτοι ζήσονται καὶ οὐ μὴ ἁμαρτήσονται ἔτι οὐ κατrsquo ἀλήθειαν οὔτε

κατὰ ὑπερηφανίαν καὶ ἔσται ἐν ἀνθρώπῳ πεφωτισμένῳ φῶς καὶ

ἀνθρώπῳ ἐπιστήμονι νόημα καὶ οὐ μὴ πλημμελήσουσιν

9 οὐδὲ μὴ ἁμάρτωσιν πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς αὐτῶν καὶ οὐ μὴ

ἀποθάνωσιν ἐν ὀργῇ θυμοῦ ἀλλὰ τὸν ἀριθμὸν αὐτῶν ζωῆς ἡμερῶν

πληρώσουσιν καὶ ἡ ζωὴ αὐτῶν αὐξηθήσεται ἐν εἰρήνῃ καὶ τὰ ἔτη τῆς

χαρᾶς αὐτῶν πληθυνθήσεται ἐν ἀγαλλιάσει καὶ εἰρήνη αἰῶνος ἐν πάσαις

ταῖς ἡμέραις τῆς ζωῆς αὐτῶν

VI

1 Καὶ ἐγένετο οὗ ἂν ἐπληθύνθησαν οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων ἐν ἐκείναις

ταῖς ἡμέραις ἐγεννήθησαν θυγατέρες ὡραῖαι καὶ καλαί

17

2 καὶ ἐθεάσαντο αὐτὰς οἱ ἄγγελοι υἱοὶ οὐρανοῦ καὶ ἐπεθύμησαν αὐτάς

καὶ εἶπαν πρὸς ἀλλήλουςmiddot Δεῦτε ἐκλεξώμεθα ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ τῶν

ἀνθρώπων καὶ γεννήσομεν ἑαυτοῖς τέκνα

3 καὶ εἶπεν Σεμειαζᾶς πρὸς αὐτούς ὃς ἦν ἄρχων αὐτῶν Φοβοῦμαι μὴ οὐ

θελήσετε ποιῆσαι τὸ πρᾶγμα τοῦτο καὶ ἔσομαι ἐγὼ μόνος ὀφειλέτης

ἁμαρτίας μεγάλης

4 ἀπεκρίθησαν οὖν αὐτῷ πάντες Ὀμόσωμεν ὅρκῳ πάντες καὶ

ἀναθεματίσωμεν πάντες ἀλλήλους μὴ ἀποστρέψαι τὴν γνώμην ταύτην

μέχρις οὗ ἂν τελέσωμεν αὐτὴν καὶ ποιήσωμεν τὸ πρᾶγμα τοῦτο

5 τότε ὄμοσαν πάντες ὁμοῦ καὶ ἀνεθεμάτισαν ἀλλήλους ἐν αὐτῷ

7 Καὶ ταῦτα τὰ ὀνόματα τῶν ἀρχόντων αὐτῶνmiddot Σεμιαζά οὗτος ἦν ἄρχων

αὐτῶνmiddot Ἀραθάκ Κιμβρά Σαμμανή Δανειήλ Ἀρεαρώς Σεμιήλ Ἰωμειήλ

Χωχαριήλ Ἐζεκιήλ Βατριήλ Σαθιήλ Ἀτριήλ Ταμιήλ Βαρακιήλ Ἀνανθνά

Θωνιήλ Ῥαμιήλ Ἀσέαλ Ῥακειήλ Τουριήλ

8 οὗτοί εἰσιν ἀρχαὶ αὐτῶν οἱ [ἐπὶ] δέκα

VII

1 Καὶ ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκαςmiddot ἕκαστος αὐτῶν ἐξελέξαντο ἑαυτοῖς

γυναῖκας καὶ ἤρξαντο εἰσπορεύεσθαι πρὸς αὐτὰς καὶ μιαίνεσθαι ἐν

αὐταῖςmiddot καὶ ἐδίδαξαν αὐτὰς φαρμακείας καὶ ἐπαοιδὰς καὶ ῥιζοτομίας καὶ

τὰς βοτάνας ἐδήλωσαν αὐταῖς

2 Αἱ δὲ ἐν γαστρὶ λαβοῦσαι ἐτέκοσαν γίγαντας μεγάλους ἐκ πηχῶν

τρισχιλίων

3 οἵτινες κατησθίοσαν τοὺς κόπους τῶν ἀνθρώπων ὡς δὲ οὐκ ἐδυνήθησαν

αὐτοῖς οἱ ἄνθρωποι ἐπιχορηγεῖν

4 οἱ γίγαντες ἐτόλμησαν ἐπrsquo αὐτούς καὶ κατησθίοσαν τοὺς ἀνθρώπους

5 καὶ ἤρξαντο ἁμαρτάνειν ἐν τοῖς πετεινοῖς καὶ τοῖς [θ]ηρίοις καὶ ἑρπετοῖς

καὶ τοῖς [ἰ]χθύσιν καὶ ἀλλήλων τὰς σάρκας κατεσθίειν καὶ τὸ αἷμα ἔπινον

6 τότε ἡ γῆ ἐνέτυχεν κατὰ τῶν ἀνόμων

VIII

1 Ἐδίδαξεν τοὺς ἀνθρώπους Ἀζαὴλ μαχαίρας ποιεῖν καὶ ὅπλα καὶ ἀσπίδας

καὶ θώρακας διδάγματα ἀγγέλων καὶ ὑπέδειξεν αὐτοῖς τὰ μέταλλα καὶ

τὴν ἐργασίαν αὐτῶν καὶ ψέλια καὶ κόσμους καὶ στίβεις καὶ τὸ

καλλιβλέφαρον καὶ παντοίους λίθους ἐκλεκτοὺς καὶ τὰ βαφικά

2 καὶ ἐγένετο ἀσέβεια πολλή καὶ ἐπόρνευσαν καὶ ἀπεπλανήθησαν καὶ

ἠφανίσθησαν ἐν πάσαις ταῖς ὁδοῖς αὐτῶν

3 Σεμιαζᾶς ἐδίδαξεν ἐπα[ο]ιδὰς καὶ ῥιζοτομίαςmiddot Ἀρμαρὼς ἐπαοιδῶν

λυτήριονmiddot Βαρακιὴλ ἀστρολογίαςmiddot Χωχιὴλ τὰ σημειωτικάmiddot Σαθιὴλ

ἀστεροσκοπίανmiddot Σεριὴλ σεληναγωγίας

4 τῶν οὖν ἀνθρώπων ἀπολλυμένων ἡ βο[ὴ] εἰς οὐρανοὺς ἀνέβη

IX

1 Τότε παρ[α]κύψαντες Μιχαὴλ καὶ Οὐ[ρι]ὴλ καὶ Ῥαφαὴλ καὶ Γαβριή[λ]

οὗτοι ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἐθεάς[αν]το αἶμα πολὺ ἐκχυννόμεν[ον] ἐπὶ τῆς γῆςmiddot

2 καὶ εἶπαν πρὸ[ς] ἀλλήλους φωνὴ βοώντω[ν] ἐπὶ τῆς γῆς μέχρι πυλῶν

τοῦ οὐρανοῦ

3 ἐντυγχάνουσιν αἱ ψυχαὶ τῶν ἀνθρώπων λεγόντων Εἰσαγάγετε τὴν

κρίσιν ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστ[ον]

4 Καὶ εἶπα[ν] τῷ κυρίῳ Σὺ εἶ κύριος τῶν κυρίων καὶ ὁ θεὸς τῶν θεῶν καὶ

βασιλεὺς τῶν αἰώνωνmiddot ὁ θρόνος τῆς δόξης σου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τοῦ

αἰῶνος καὶ τὸ ὄνομά σου τὸ ἅγιον καὶ μέγα καὶ εὐλογητὸν εἰς πάντας τοὺς

αἰῶνας

18

5 σὺ γὰρ ἐποίησας τὰ πάντα καὶ πᾶσαν τὴν ἐξουσίαν ἔχων καὶ πάντα

ἐνώπιόν σου φανερὰ καὶ ἀκάλυπτα

6 καὶ πάντα σὺ ὁρᾷς ἃ ἐποίησεν Ἀζαήλ ὃς ἐδίδαξεν πάσας τὰς ἀδικίας ἐπὶ

τῆς γῆς καὶ ἐδήλωσεν τὰ μυστήρια τοῦ αἰῶνος τὰ ἐν τῷ οὐρανῷ ἃ

ἐπιτηδεύουσιν [καὶ] ἔγνωσαν ἄνθρωποι

7 καὶ Σεμιαζᾶς ᾧ τὴν ἐξουσίαν ἔδωκας ἄρχειν τῶν σὺν αὐτῷ ἅμα ὄντων

8 καὶ ἐπορεύθησαν πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς καὶ

συνεκοιμήθησαν αὐταῖς καὶ ἐμιάνθησαν καὶ ἐδήλωσαν αὐταῖς πάσας τὰς

ἁμαρτίας

9 καὶ αἱ γυναῖκες ἐγέννησαν τιτᾶνας ὑφrsquo ὧν ὅλη ἡ γῆ ἐπλήσθη αἵματος

καὶ ἀδικίας

10 καὶ νῦν ἰδοὺ βοῶσιν αἱ ψυχαὶ τῶν τετελευτηκότων καὶ ἐντυγχάνουσιν

μέχρι τῶν πυλῶν τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἀνέβη ὁ στεναγμὸς αὐτῶν καὶ οὐ

δύναται ἐξελθεῖν ἀπὸ προσώπου τῶν ἐπὶ τῆς γῆς γινομένων ἀνομημάτων

11 καὶ σὺ πάντα οἶδας πρὸ τοῦ αὐτὰ γενέσθαι καὶ σὺ ὁρᾷς ταῦτα καὶ ἐᾷς

αὐτούς καὶ οὐδὲ ἡμῖν λέγεις τί δεῖ ποιεῖν αὐτοὺς περὶ τούτων

X

1 Τότε Ὕψιστος εἶπεν περὶ τούτων ὁ μέγας Ἅγιος καὶ ἐλάλησεν καὶ εἶπεν

καὶ ἔπεμψεν Ἰστραὴλ πρὸς τὸν υἱὸν Λέμεχ

2 Εἶπον αὐτῷ ἐπὶ τῷ ἐμῷ ὀνόματι Κρύψον σεαυτόν καὶ δήλωσον αὐτῷ

τέλος ἐπερχόμενον ὅτι ἡ γῆ ἀπόλλυται πᾶσα καὶ κατακλυσμὸς μέλλει

γίνεσθαι πάσης τῆς γῆς καὶ ἀπολέσει πάντα ὅσα ἐστὶν [ἐν] αὐτῇ

3 καὶ δίδαξον αὐτὸν ὅπως ἐκφύγῃ καὶ μενεῖ τὸ σπέρμα αὐτοῦ εἰς πάσας

τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

4 Καὶ τῷ Ῥαφαὴλ εἶπεν Δῆσον τὸν Ἀζαὴλ ποσὶν καὶ χερσίν καὶ βάλε

αὐτὸν εἰς τὸ σκότος καὶ ἄνοιξον τὴν ἔρημον τὴν οὖσαν ἐν τῷ Δαδουὴλ

κἀκεῖ βάλε αὐτόν

5 καὶ ὑπόθες αὐτῷ λίθους τραχεῖς καὶ ὀξεῖς καὶ ἐπικάλυψον αὐτῷ τὸ

σκότος καὶ οἰκησάτω ἐκεῖ εἰς τοὺς αἰῶνας καὶ τὴν ὄψιν αὐτοῦ πώμασον

καὶ φῶς μὴ θεωρείτωmiddot

6 καὶ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς μεγάλης τῆς κρίσεως ἀπαχθήσεται εἰς τὸν

ἐνπυρισμόν

7 καὶ ἰαθήσεται ἡ γῆ ἣν ἠφάνισαν οἱ ἄγγελοι καὶ τὴν ἴασιν τῆς γῆς

δήλωσον ἵνα ἰάσωνται τὴν πληγήν ἵνα μὴ ἀπόλωνται πάντες οἱ υἱοὶ τῶν

ἀνθρώπων ἐν τῷ μυστηρίῳ ὅλῳ ᾧ ἐπέταξαν οἱ ἐγρήγοροι καὶ ἐδίδαξαν

τοὺς υἱοὺς αὐτῶν

8 καὶ ἠρημώθη πᾶσα ἡ γῆ ἀφανισθεῖσα ἐν τοῖς ἔργοις τῆς διδασκαλίας

Ἀζαήλmiddot καὶ ἐπrsquo αὐτῷ γράψον τὰς ἁμαρτίας πάσας

9 Καὶ τῷ Γαβριὴλ εἶπεν ὁ κύριος Πορεύου ἐπὶ τοὺς μαζηρέους ἐπὶ τοὺς

κιβδήλους καὶ τοὺς υἱοὺς τῆς πορνείας καὶ ἀπόλεσον τοὺς υἱοὺς τῶν

ἐγρηγόρων ἀπὸ τῶν ἀνθρώπωνmiddot πέμψον αὐτοὺς ἐν πολέμῳ ἀπωλείας

μακρότης γὰρ ἡμερῶν οὐκ ἔστιν αὐτῶν

10 καὶ πᾶσα ἐρώτησις [οὐκ] ἔσται τοῖς πατράσιν αὐτῶν καὶ περὶ αὐτῶν ὅτι

ἐλπίζουσιν ζῆσαι ζωὴν αἰώνιον καὶ ὅτι ζήσεται ἕκαστος αὐτῶν ἔτη

πεντακόσια

11 Καὶ εἶπεν Μιχαήλ Πορεύου καὶ δήλωσον Σεμιαζᾷ καὶ τοῖς λοιποῖς τοῖς

σὺν αὐτῷ ταῖς γυναιξὶν μιγεῖσιν μιανθῆναι ἐν αὐταῖς ἐν ἀκαθαρσίᾳ

αὐτῶνmiddot

12 καὶ ὅταν κατασφαγῶσιν οἱ υἱοὶ αὐτῶν καὶ ἴδωσιν τὴν ἀπώλειαν τῶν

ἀγαπητῶν καὶ δῆσον αὐτοὺς ἑβδομήκοντα γενεὰς εἰς τὰς νάπας τῆς γῆς

19

μέχρι ἡμέρας κρίσεως αὐτῶν καὶ συντελεσμοῦ ἕως τελεσθῇ τὸ κρίμα τοῦ

αἰῶνος τῶν αἰώνων

13 τότε ἀπαχθήσονται εἰς τὸ χάος τοῦ πυρὸς καὶ εἰς τὴν βάσανον καὶ εἰς

τὸ δεσμωτήριον συνκλείσεως αἰῶνος

14 καὶ ὃς ἂν κατακαυθῇ καὶ ἀφανισθῆ ἀπὸ τοῦ νῦν μετrsquo αὐτῶν ὁμοῦ

δεθήσονται μέχρι τελειώσεως γενεᾶς

15 ἀπόλεσον πάντα τὰ πνεύματα τῶν κιβδήλων καὶ τοὺς υἱοὺς τῶν

ἐγρηγόρων διὰ τὸ ἀδικῆσαι τοὺς ἀνθρώπους

16 καὶ ἀπόλεσον τὴν ἀδικίαν πᾶσαν ἀπὸ τῆς γῆς καὶ πᾶν ἔργον πονηρίας

ἐκλειπέτω καὶ ἀναφανήτω τὸ φυτὸν τῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς ἀληθείας εἰς

τοὺς αἰῶναςmiddot μετὰ χαρᾶς φυτευθήσεται

17 Καὶ νῦν πάντες οἱ δίκαιοι ἐκφεύξονται καὶ ἔσονται ζῶντες ἕως

γεννήσωσιν χιλιάδας καὶ πᾶσαι αἱ ἡμέραι νεότητος αὐτῶν καὶ τὰ

σάββατα αὐτῶν μετὰ εἰρήνης πληρώσουσιν

18 τότε ἐργασθήσεται πᾶσα ἡ γῆ ἐν δικαιοσύνῃ καὶ φυτευθήσεται δένδρον

ἐν αὐτῇ καὶ πλησθήσεται εὐλογίας

19 καὶ πάντα τὰ δένδρα τῆς γῆς ἀγαλλιάσονταιmiddot φυτευθήσεται καὶ

ἔσονται φυτεύοντες ἀμπέλους καὶ ἡ ἄμπελος ἣν ἂν φυτεύσωσιν

ποιήσουσιν πρόχους οἴνου χιλιάδας καὶ σπόρου ποιήσει καθrsquo ἕκαστον

μέτρον ἐλαίας ποιήσει ἀνὰ βάτους δέκα

20 καὶ σὺ καθάρισον τὴν γῆν ἀπὸ πάσης ἀκαθαρσίας καὶ ἀπὸ πάσης

ἀδικίας καὶ ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας καὶ ἀσεβείας καὶ πάσας τὰς ἀκαθαρσίας

τὰς γινομένας ἐπὶ τῆς γῆς ἐξάλειψον

21 καὶ ἔσονται πάντες λατρεύοντες οἱ λαοὶ καὶ εὐλογοῦντες πάντες ἐμοὶ

καὶ προσκυνοῦντες

22 καὶ καθαρισθήσεται πᾶσα ἡ γῆ ἀπὸ παντὸς μιάσματος καὶ ἀπὸ πάσης

ἀκαθαρσίας καὶ ὀργῆς καὶ μάστιγος καὶ οὐκέτι πέμψω ἐπrsquo αὐτοὺς εἰς

πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

XI

1 καὶ τότε ἀνοίξω τὰ ταμεῖα τῆς εὐλογίας τὰ ὄντα ἐν τῷ οὐρανῷ καὶ

κατενεγκεῖν αὐτὰ ἐπὶ τὰ ἔργα ἐπὶ τὸν κόπον τῶν υἱῶν τῶν ἀνθρώπων

2 καὶ τότε ἀλήθεια καὶ εἰρήνη κοινωνήσουσιν ὁμοῦ εἰς πάσας τὰς ἡμέρας

τοῦ αἰῶνος καὶ εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν ἀνθρώπων

XII

1 Πρὸ τούτων τῶν λόγων ἐλήμφθη Ἑνώχ καὶ οὐδεὶς τῶν ἀνθρώπων ἔγνω

ποῦ ἐλήμφθη καὶ ποῦ ἐστιν καὶ τί ἐγένετο αὐτῷ

2 καὶ τὰ ἔργα αὐτοῦ μετὰ τῶν ἐγρηγόρων καὶ μετὰ τῶν ἁγίων αἱ ἡμέραι

αὐτοῦ

3 Καὶ ἑστὼς ἤμην Ἑνὼχ εὐλογῶν τῷ κυρίῳ τῆς μεγαλωσύνης τῷ βασιλεῖ

τῶν αἰώνων καὶ ἰδοὺ οἱ ἐγρήγοροι τοῦ ἁγίου τοῦ μεγάλου ἐκάλουν μεmiddot

4 Ἑνώχ ὁ γραμματεὺς τῆς δικαιοσύνης πορεύου καὶ εἶπε τοῖς ἐγρηγόροις

τοῦ οὐρανοῦ οἵτινες ἀπολιπόντες τὸν οὐρανὸν τὸν ὑψηλόν τὸ ἁγίασμα τῆς

στάσεως τοῦ αἰῶνος μετὰ τῶν γυναικῶν ἐμιάνθησαν καὶ ὥσπερ οἱ υἱοὶ

τῆς γῆς ποιοῦσιν οὕτως καὶ αὐτοὶ ποιοῦσιν καὶ ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας

Ἀφανισμὸν μέγαν ἠφανίσατε τὴν γῆν

5 καὶ οὐκ ἔσται ὑμῖν εἰρήνη οὔτε ἄφεσις καὶ περὶ ὧν χαίρουσιν τῶν υἱῶν

αὐτῶν

6 τὸν φόνον τῶν ἀγαπητῶν αὐτῶν ὄψονται καὶ ἐπὶ τῇ ἀπωλείᾳ τῶν υἱῶν

αὐτῶν στενάξουσιν καὶ δεηθήσονται εἰς τὸν αἰῶνα καὶ οὐκ αὐτοῖς ἔσται

εἰς ἔλεον καὶ εἰρήνην

20

XIII

1 Ὁ δὲ Ἑνὼχ τῷ Ἀζαὴλ εἶπεν Πορεύουmiddot οὐκ ἔσται σοι εἰρήνη κρίμα μέγα

ἐξῆλθεν κατὰ σοῦ δῆσαί σε

2 καὶ ἀνοχὴ καὶ ἐρώτησίς σοι οὐκ ἔσται περὶ ὧν ἔδειξας ἀδικημάτων καὶ

περὶ πάντων τῶν ἔργων τῶν ἀσεβειῶν καὶ τῆς ἀδικίας καὶ τῆς ἁμαρτίας

ὅσα ὑπέδειξας τοῖς ἀνθρώποις

3 Τότε πορευθεὶς εἴρηκα πᾶσιν αὐτοῖς καὶ αὐτοὶ πάντες ἐφοβήθησαν καὶ

ἔλαβεν αὐτοὺς τρόμος καὶ φόβος

4 καὶ ἠρώτησαν ὅπως γράψω αὐτοῖς ὑπομνήματα ἐρωτήσεως ἵνα γένηται

αὐτοῖς ἄφεσις καὶ ἵνα ἐγὼ ἀναγνῶ αὐτοῖς τὸ ὑπόμνημα τῆς ἐρωτήσεως

ἐνώπιον Κυρίου τοῦ οὐρανοῦ

5 ὅτι αὐτοὶ οὐκ ἔτι δύνανται λαλῆσαι οὐδὲ ἀπᾶραι αὐτῶν τοὺς ὀφθαλμοὺς

εἰς τὸν οὐρανὸν ἀπὸ αἰσχύνης περὶ ὧν ἡμαρτήκεισαν καὶ κατεκρίθησαν

6 Τότε ἔγραψα τὸ ὑπόμνημα τῆς ἐρωτήσεως αὐτῶν καὶ τὰς δεήσεις περὶ

τῶν πνευμάτων αὐτῶν καὶ περὶ ὧν δέονται ὅπως αὐτῶν γένωνται ἄφεσις

καὶ μακρότης

7 καὶ πορευθεὶς ἐκάθισα ἐπὶ τῶν ὑδάτων Δὰν ἐν γῇ Δάν ἥτις ἐστὶν ἐκ

δεξιῶν Ἑρμωνειεὶμ δύσεωςmiddot ἀνεγίγνωσκον τὸ ὑπόμνημα τῶν δεήσεων

αὐτῶν

8 ὡς ἐκοιμήθην καὶ ἰδοὺ ὄνειροι ἐπrsquo ἐμὲ ἦλθον καὶ ὁράσεις ἐπrsquo ἐμὲ

ἐπέπιπτον καὶ ἴδον ὁράσεις ὀργῆς καὶ ἦλθεν φωνὴ λέγουσα Εἶπον τοῖς

υἱοῖς τοῦ οὐρανοῦ τοῦ ἐλέγξαι αὐτούς

9 Καὶ ἔξυπνος γενόμενος ἦλθον πρὸς αὐτούς καὶ πάντες συνηγμένοι

ἐκάθηντο πενθοῦντες ἐν Ἐβελσατά ἥτις ἐστὶν ἀνὰ μέσον τοῦ Λιβάνου καὶ

Σενισήλ περικεκαλυμμένοι τὴν ὄψιν

10 ἐνώπιον αὐτῶν καὶ ἀνήγγειλα αὐτοῖς πάσας τὰς ὁράσεις ἃς εἶδον κατὰ

τοὺς ὕπνους καὶ ἠρξάμην λαλεῖν τοὺς λόγους τῆς δικαιοσύνης ἐλέγχων

τοὺς ἐγρηγόρους τοῦ οὐρανοῦ

XIV

1 Βίβλος λόγων δικαιοσύνης καὶ ἐλέγξεως ἐγρηγόρων τῶν ἀπὸ τοῦ

αἰῶνος κατὰ τὴν ἐντολὴν τοῦ ἁγίου τοῦ μεγάλου ἐν ταύτῃ τῇ ὁράσει

2 Ἐγὼ εἶδον κατὰ τοὺς ὕπνους μου ὃ νῦν λέγω ἐν γλώσσῃ σαρκίνῃ ἐν τῷ

πνεύματι τοῦ στόματός μου ὃ ἔδωκεν ὁ μέγας τοῖς ἀνθρώποις λαλεῖν ἐν

αὐτοῖς καὶ νοήσει καρδίαςmiddot

3 ὃς ἔκτισεν καὶ ἔδωκεν ἐλέγξασθαι ἐγρηγόρους τοὺς υἱοὺς τοῦ οὐρανοῦ

4 Ἐγὼ τὴν ἐρώτησιν ὑμῶν τῶν ἀγγέλων ἔγραψα καὶ ἐν τῇ ὁράσει μου

τοῦτο ἐδείχθηmiddot καὶ οὔτε ἡ ἐρώτησις ὑμῶν παρεδέχθη

5 ἵνα μηκέτι εἰς τὸν οὐρανὸν ἀναβῆτε ἐπὶ πάντας τοὺς αἰῶνας καὶ ἐν τοῖς

δεσμοῖς τῆς γῆς ἐρρέθη δῆσαι ὑμᾶς εἰς πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

6 καὶ ἵνα περὶ τούτων ἴδητε τὴν ἀπώλειαν τῶν υἱῶν ὑμῶν τῶν ἀγαπητῶν

καὶ ὅτι οὐκ ἔσται ὑμῖν ὄνησις αὐτῶν ἀλλὰ πεσοῦνται ἐνώπιον ὑμῶν ἐν

μαχαίρᾳ

7 καὶ ἡ ἐρώτησις ὑμῶν περὶ αὐτῶν οὐκ ἔσται οὐδὲ περὶ ὑμῶνmiddot καὶ ὑμεῖς

κλαίοντες καὶ δεόμενοι καὶ μὴ λαλοῦντες πᾶν ῥῆμα ἀπὸ τῆς γραφῆς ἧς

ἔγραψα

8 Καὶ ἐμοὶ ἐφrsquo ὁράσει οὕτως ἐδείχθηmiddot ἰδοὺ νεφέλαι ἐν τῇ ὁράσει ἐκάλουν

καὶ ὁμίχλαι με ἐφώνουν καὶ διαδρομαὶ τῶν ἀστέρων καὶ διαστραπαί με

κατεσπούδαζον καὶ ἐθορύβαζόν με καὶ ἄνεμοι ἐν τῇ ὁράσει μου

ἐξεπέτασάν με

9 καὶ ἐπῆράν με ἄνω καὶ εἰσήνεγκάν με εἰς τὸν οὐρανόν καὶ εἰσῆλθον

21

μέχρις ἤγγισα τείχους οἰκοδομῆς ἐν λίθοις χαλάζης καὶ γλώσσης πυρὸς

κύκλῳ αὐτῶνmiddot καὶ ἤρξαντο ἐκφοβεῖν με

10 Καὶ εἰσῆλθον εἰς τὰς γλώσσας τοῦ πυρός καὶ ἤγγισα εἰς οἶκον μέγαν

οἰκοδομημένον ἐν λίθοις χαλάζης καὶ οἱ τοῖχοι τοῦ οἴκου ὡς λιθόπλακες

καὶ πᾶσαι ἦσαν ἐκ χιόνος καὶ ἐδάφη χιονικά

11 καὶ αἱ στέγαι ὡς διαδρομαὶ ἀστέρων καὶ ἀστραπαί καὶ μεταξὺ αὐτῶν

χερουβὶν πύρινα καὶ οὐρανὸς αὐτῶν ὕδωρ

12 καὶ πῦρ φλεγόμενον κύκλῳ τῶν τειχῶν καὶ θύραι πυρὶ καιόμεναι

13 εἰσῆλθον εἰς τὸν οἶκον ἐκεῖνον θερμὸν ὡς πῦρ καὶ ψυχρὸν ὡς χιών καὶ

πᾶσα τροφὴ ζωῆς οὐκ ἦν ἐν αὐτῷmiddot φόβος με ἐκάλυψεν καὶ τρόμος με

ἔλαβεν

14 καὶ ἤμην σειόμενος καὶ τρέμων καὶ ἔπεσον ἐθεώρουν ἐν τῇ ὁράσει

μου

15 καὶ ἰδοὺ ἄλλη θύρα ἀνεῳγμένη κατέναντί μου καὶ ὁ οἶκος μείζων

τούτου καὶ ὅλος οἰκοδομημένος ἐν γλώσσαις πυρός

16 καὶ ὅλος διαφέρων ἐν δόξῃ καὶ ἐν τιμῇ καὶ ἐν μεγαλωσύνῃ ὥστε μὴ

δύνασθαί με ἐξειπεῖν ὑμῖν περὶ τῆς δόξης καὶ περὶ τῆς μεγαλωσύνης

αὐτοῦ

17 τὸ ἔδαφος αὐτοῦ ἦν πυρός τὸ δὲ ἀνώτερον αὐτοῦ ἦσαν ἀστραπαὶ καὶ

διαδρομαὶ ἀστέρων καὶ ἡ στέγη αὐτοῦ ἦν πῦρ φλέγον

18 Ἐθεώρουν δὲ καὶ εἶδον θρόνον ὑψηλόν καὶ τὸ εἶδος αὐτοῦ ὡσεὶ

κρυστάλλινον καὶ τροχὸς ὡς ἡλίου λάμποντος καὶ ὄρος χερουβίν

19 καὶ ὑποκάτω τοῦ θρόνου ἐξεπορεύοντο ποταμοὶ πυρὸς φλεγόμενοι καὶ

οὐκ ἐδυνάσθην ἰδεῖν

20 καὶ ἡ δόξα ἡ μεγάλη ἐκάθητο ἐπrsquo αὐτῷmiddot τὸ περιβόλαιον αὐτοῦ ὡς εἶδος

ἡλίου λαμπρότερον καὶ λευκότερον πάσης χιόνος

21 καὶ οὐκ ἐδύνατο πᾶς ἄγγελος παρελθεῖν εἰς τὸν οἶκον τοῦτον καὶ ἰδεῖν

τὸ πρόσωπον αὐτοῦ διὰ τὸ ἔντιμον καὶ ἔνδοξον καὶ οὐκ ἐδύνατο πᾶσα

σὰρξ ἰδεῖν αὐτοῦ

22 τὸ πῦρ φλεγόμενον κύκλῳmiddot καὶ πῦρ μέγα παρειστήκει αὐτῷ καὶ οὐδεὶς

ἐγγίζει αὐτῷ κύκλῳ μυρίαι μυριάδες ἑστήκασιν ἐνώπιον αὐτοῦ καὶ πᾶς

λόγος αὐτοῦ ἔργον

23 καὶ οἱ ἅγιοι τῶν ἀγγέλων οἱ ἐγγίζοντες αὐτῷ οὐκ ἀποχωροῦσιν νυκτὸς

οὔτε ἀφίστανται αὐτοῦ

24 Κἀγὼ ἤμην ἕως τούτου ἐπὶ πρόσωπόν μου βεβλημένος καὶ τρέμων καὶ

ὁ κύριος τῷ στόματι αὐτοῦ ἐκάλεσέν με καὶ εἶπέν μοι Πρόσελθε ὧδε

Ἑνώχ καὶ τὸν λόγον μου ἄκουσον

25 καὶ προσελθών μοι εἷς τῶν ἁγίων ἤγειρέν με καὶ ἔστησέν με καὶ

προσήγαγέν με μέχρι τῆς θύραςmiddot ἐγὼ δὲ τὸ πρόσωπόν μου κάτω ἔκυφον

XV

1 Καὶ ἀποκριθεὶς εἶπέν μοι Ὁ ἄνθρωπος ὁ ἀληθινός ἄνθρωπος τῆς

ἀληθείας ὁ γραμματεύςmiddot καὶ τῆς φωνῆς αὐτοῦ ἤκουσαmiddot μὴ φοβηθῇς Ἑνώχ

ἄνθρωπος ἀληθινὸς καὶ γραμματεὺς τῆς ἀληθείαςmiddot πρόσελθε ὧδε καὶ τῆς

φωνῆς μου ἄκουσον

2 πορεύθητι καὶ εἶπε τοῖς πέμψασίν σε Ἐρωτῆσαι ὑμᾶς ἔδει περὶ τῶν

ἀνθρώπων καὶ μὴ τοὺς ἀνθρώπους περὶ ὑμῶν

3 διὰ τί ἀπελίπετε τὸν οὐρανὸν τὸν ὑψηλὸν τὸν ἅγιον τοῦ αἰῶνος καὶ

μετὰ τῶν γυναικῶν ἐκοιμήθητε καὶ μετὰ τῶν θυγατέρων τῶν ἀνθρώπων

ἐμιάνθητε καὶ ἐλάβετε ἑαυτοῖς γυναῖκας ὥσπερ υἱοὶ τῆς γῆς ἐποιήσατε

καὶ ἐγεννήσατε ἑαυτοῖς τέκνα υἱοὺς γίγαντας

22

4 καὶ ὑμεῖς ἦτε ἅγιοι καὶ πνεύματα ζῶντα αἰώνια ἐν τῷ αἵματι τῶν

γυναικῶν ἐμιάνθητε καὶ ἐν αἵματι σαρκὸς ἐγεννήσατε καὶ ἐν αἵματι

ἀνθρώπων ἐπεθυμήσατε καθὼς καὶ αὐτοὶ ποιοῦσιν σάρκα καὶ αἷμα

οἵτινες ἀποθνήσκουσιν καὶ ἀπόλλυνται

5 διὰ τοῦτο ἔδωκα αὐτοῖς θηλείας ἵνα σπερματίζουσιν εἰς αὐτὰς καὶ

τεκνώσουσιν ἐν αὐταῖς τέκνα οὕτως ἵνα μὴ ἐκλείπῃ αὐτοῖς πᾶν ἔργον ἐπὶ

τῆς γῆς

6 ὑμεῖς δὲ ὑπήρχετε πνεύματα ζῶντα αἰώνια καὶ οὐκ ἀποθνήσκοντα εἰς

πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

7 καὶ διὰ τοῦτο οὐκ ἐποίησα ἐν ὑμῖν θηλείαςmiddot τὰ πνεύματα τοῦ οὐρανοῦ ἐν

τῷ οὐρανῷ ἡ κατοίκησις αὐτῶν

8 καὶ νῦν οἱ γίγαντες οἱ γεννηθέντες ἀπὸ τῶν πνευμάτων καὶ σαρκὸς

πνεύματα ἰσχυρὰ ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐν τῇ γῇ ἡ κατοίκησις αὐτῶν ἔσται

9 πνεύματα πονηρὰ ἐξῆλθον ἀπὸ τοῦ σώματος αὐτῶν διότι ἀπὸ τῶν

ἀνωτέρων ἐγένοντο καὶ ἐκ τῶν ἁγίων ἐγρηγόρων ἡ ἀρχὴ τῆς κτίσεως

αὐτῶν καὶ ἀρχὴ θεμελίουmiddot πνεύματα πονηρὰ κληθήσεται

10 πνεύματα οὐρανοῦ ἐν τῷ οὐρανῷ ἡ κατοίκησις αὐτῶν ἔσται καὶ τὰ

πνεύματα ἐπὶ τῆς γῆς τὰ γεννηθέντα ἐπὶ τῆς γῆς ἡ κατοίκησις αὐτῶν

ἔσται

11 καὶ τὰ πνεύματα τῶν γιγάντων νεφέλας ἀδικοῦντα ἀφανίζοντα καὶ

ἐνπίπτοντα καὶ συνπαλαίοντα καὶ συνρίπτοντα ἐπὶ τῆς γῆς πνεύματα

σκληρὰ γιγάντων καὶ δρόμους ποιοῦντα καὶ μηδὲν ἐσθίοντα ἀλλrsquo

ἀσιτοῦντα καὶ διψῶντα καὶ προσκόπτοντα πνεύματα

12 καὶ ἐξαναστήσει ταῦτα εἰς τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν

γυναικῶν ὅτι ἐξεληλύθασιν ἀπrsquo αὐτῶν

XVI

1 ἀπὸ ἡμέρας σφαγῆς καὶ ἀπωλείας καὶ θανάτου ἀφrsquo ὧν τὰ πνεύματα

ἐκπορευόμενα ἐκ τῆς ψυχῆς τῆς σαρκὸς αὐτῶν ἔσται ἀφανίζοντα χωρὶς

κρίσεωςmiddot οὕτως ἀφανίσουσιν μέχρις ἡμέρας τελειώσεως τῆς κρίσεως τῆς

μεγάλης ἐν ᾗ ὁ αἰὼν ὁ μέγας τελεσθήσεται

2 καὶ νῦν ἐγρηγόροις τοῖς πέμψασίν σε ἐρωτῆσαι περὶ αὐτῶν οἵτινες ἐν

οὐρανῷ ἦσαν

3 Ὑμεῖς ἐν τῷ οὐρανῷ ἦτε καὶ πᾶν μυστήριον ὃ οὐκ ἀνεκαλύφθη ὑμῖν καὶ

μυστήριον τὸ ἐκ τοῦ θεοῦ γεγενημένον ἔγνωτε καὶ τοῦτο ἐμηνύσατε ταῖς

γυναιξὶν ἐν ταῖς σκληροκαρδίαις ὑμῶν καὶ ἐν τῷ μυστηρίῳ τούτῳ

πληθύνουσιν αἱ θήλειαι καὶ οἱ ἄνθρωποι τὰ κακὰ ἐπὶ τῆς γῆς

4 εἶπον οὖν αὐτοῖς Οὐκ ἔστιν εἰρήνη

XVII

1 Καὶ παραλαβόντες με εἴς τινα τόπον ἀπήγαγον ἐν ᾧ οἱ ὄντες ἐκεῖ

γίνονται ὡς πῦρ φλέγον καὶ ὅταν θέλωσιν φαίνονται ὡσεὶ ἄνθρωποι

2 Καὶ ἀπήγαγόν με εἰς ζοφώδη τόπον καὶ εἰς ὄρος οὗ ἡ κεφαλὴ ἀφικνεῖτο

εἰς τὸν οὐρανόν

3 καὶ εἶδον τόπον τῶν φωστήρων καὶ τοὺς θησαυροὺς τῶν ἀστέρων καὶ

τῶν βροντῶν καὶ εἰς τὰ ἀεροβαθῆ ὅπου τόξον πυρὸς καὶ τὰ βέλη καὶ τὰς

θήκας αὐτῶν καὶ τὰς ἀστραπὰς πάσας

4 Καὶ ἀπήγαγόν με μέχρι ὑδάτων καὶ μέχρι πυρὸς δύσεως ὅ ἐστιν καὶ

παρέχον πάσας τὰς δύσεις τοῦ ἡλίου

5 καὶ ἤλθομεν μέχρι ποταμοῦ πυρός ἐν ᾧ κατατρέχει τὸ πῦρ ὡς ὕδωρ καὶ

ῥέει εἰς θάλασσαν μεγάλην δύσεως

6 ἴδον τοὺς μεγάλους ποταμούς καὶ μέχρι τοῦ μεγάλου ποταμοῦ καὶ μέχρι

23

τοῦ μεγάλου σκότους κατήντησα καὶ ἀπῆλθον ὅπου πᾶσα σὰρξ οὐ

περιπατεῖ

7 ἴδον τοὺς ἀνέμους τῶν γνόφων τοὺς χειμερινοὺς καὶ τὴν ἔκχυσιν τῆς

ἀβύσσου πάντων ὑδάτων

8 ἴδον τὸ στόμα τῆς γῆς πάντων τῶν ποταμῶν καὶ τὸ στόμα τῆς ἀβύσσου

XVIII

1 ἴδον τοὺς θησαυροὺς τῶν ἀνέμων πάντων ἴδον ὅτι ἐν αὐτοῖς ἐκόσμησεν

πάσας τὰς κτίσεις καὶ τὸν θεμέλιον τῆς γῆς καὶ τὸν λίθον ἴδον τῆς γωνίας

τῆς γῆς

2 ἴδον τοὺς τέσσαρας ἀνέμους τὴν γῆν βαστάζοντας

3 καὶ τὸ στερέωμα τοῦ οὐρανοῦ καὶ αὐτοὶ ἱστᾶσιν μεταξὺ γῆς καὶ

οὐρανοῦ

4 ἴδον ἀνέμους τῶν οὐρανῶν στρέφοντας καὶ διανεύοντας τὸν τροχὸν τοῦ

ἡλίου καὶ πάντας τοὺς ἀστέρας

5 ἴδον τοὺς ἐπὶ τῆς γῆς ἀνέμους βαστάζοντας ἐν νεφέλῃ ἴδον πέρατα τῆς

γῆς τὸ στήριγμα τοῦ οὐρανοῦ ἐπάνω

6 Παρῆλθον καὶ ἴδον τόπον καιόμενον νυκτὸς καὶ ἡμέρας ὅπου τὰ ἑπτὰ

ὄρη ἀπὸ λίθων πολυτελῶν [τρία] εἰς ἀνατολὰς καὶ τρία εἰς νότον

βάλλοντα

7 καὶ τὰ μὲν πρὸς ἀνατολὰς ἀπὸ λίθου χρώματος τὸ δὲ ἦν ἀπὸ λίθου

μαργαρίτου καὶ τὸ ἀπὸ λίθου ταθέν τὸ δὲ κατὰ νότον ἀπὸ λίθου πυρροῦmiddot

8 τὸ δὲ μέσον αὐτῶν ἦν εἰς οὐρανόν ὥσπερ θρόνος θεοῦ ἀπὸ λίθου φουκά

καὶ ἡ κορυφὴ τοῦ θρόνου ἀπὸ λίθου σαφφείρουmiddot

9 καὶ πῦρ καιόμενον ἴδον κἀπέκεινα τῶν ὀρέων τούτων

10 τόπος ἐστὶν πέρας τῆς μεγάλης γῆςmiddot ἐκεῖ συντελεσθήσονται οἱ οὐρανοί

11 καὶ ἴδον χάσμα μέγα εἰς τοὺς στύλους τοῦ πυρὸς καταβαίνοντας καὶ

οὐκ ἦν μέτρον οὔτε εἰς βάθος οὔτε εἰς ὕψος

12 καὶ ἐπέκεινα τοῦ χάσματος τούτου ἴδον τόπον ὅπου οὐδὲ στερέωμα

οὐρανοῦ ἐπάνω οὔτε γῆ ᾖ τεθεμελιωμένη ὑποκάτω αὐτοῦ οὔτε ὕδωρ ἦν

ὑπὸ αὐτὸ οὔτε πετεινόν ἀλλὰ τόπος ἦν ἔρημος καὶ φοβερός

13 ἐκεῖ ἴδον ἑπτὰ ἀστέρας ὡς ὄρη μεγάλα καιόμενα περὶ ὧν

πυνθανομένῳ μοι

14 εἶπεν ὁ ἄγγελος Οὗτός ἐστιν ὁ τόπος τὸ τέλος τοῦ οὐρανοῦ καὶ γῆςmiddot

δεσμωτήριον τοῦτο ἐγένετο τοῖς ἄστροις καὶ ταῖς δυνάμεσιν τοῦ οὐρανοῦ

15 καὶ οἱ ἀστέρες οἱ κυλιόμενοι ἐν τῷ πυρί οὗτοί εἰσιν οἱ παραβάντες

πρόσταγμα κυρίου ἐν ἀρχῇ τῆς ἀνατολῆς αὐτῶν - ὅτι τόπος ἔξω τοῦ

οὐρανοῦ κενός ἐστιν - ὅτι οὐκ ἐξῆλθαν ἐν τοῖς καιροῖς αὐτῶν

16 καὶ ὀργίσθη αὐτοῖς καὶ ἔδησεν αὐτοὺς μέχρι καιροῦ τελειώσεως αὐτῶν

ἁμαρτίας laquoαὐτῶνraquo ἐνιαυτῶν μυρίων

XIX

1 Καὶ εἶπέν μοι Οὐριήλ Ἐνθάδε οἱ μιγέντες ἄγγελοι ταῖς γυναιξὶν

στήσονται καὶ τὰ πνεύματα αὐτῶν πολύμορφα γενόμενα λυμαίνεται τοὺς

ἀνθρώπους καὶ πλανήσει αὐτοὺς ἐπιθύειν τοῖς δαιμονίοις μέχρι τῆς

μεγάλης κρίσεως ἐν ᾗ κριθήσονται εἰς ἀποτελείωσιν

2 καὶ αἱ γυναῖκες αὐτῶν τῶν παραβάντων ἀγγέλων εἰς σειρῆνας

γενήσονται

3 κἀγὼ Ἑνὼχ ἴδον τὰ θεωρήματα μόνος τὰ πέρατα πάντων καὶ οὐ μὴ ἴδῃ

οὐδὲ εἷς ἀνθρώπων ὡς ἐγὼ ἴδον

XX

1 Ἄγγελοι τῶν δυνάμεων

24

2 Οὐριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ταρτάρου

3 Ῥαφαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων τῶν ἀνθρώπων

4 Ῥαγουήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐκδικῶν τὸν κόσμον τῶν

φωστήρων

5 Μιχαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν τοῦ λαοῦ ἀγαθῶν

τεταγμένος καὶ ἐπὶ τῷ χάῳ

6 Σαριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων οἵτινες ἐπὶ τῷ

πνεύματι ἁμαρτάνουσιν

7 Γαβριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τοῦ παραδείσου καὶ τῶν

δρακόντων καὶ χερουβείν ἀρχαγγέλων ὀνόματα ἑπτά

XXI

1 Καὶ ἐφώδευσα ἕως τῆς ἀκατασκευάστου

2 κἀκεῖ ἐθεασάμην ἔργον φοβερόνmiddot ἑώρακα οὔτε οὐρανὸν ἐπάνω οὔτε γῆν

τεθέαμαι τεθεμελιωμένην ἀλλὰ τόπον ἀκατασκεύαστον καὶ φοβερόν

3 καὶ ἐκεῖ τεθέαμαι ἑπτὰ τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ δεδεμένους καὶ

ἐρριμμένους ἐν αὐτῷ ὁμοίους ὄρεσιν μεγάλοις καὶ ἐν πυρὶ καιομένους

4 τότε εἶπον Διὰ ποίαν αἰτίαν ἐπεδέθησαν καὶ διὰ τί ὧδε ἐρίφησαν

5 τότε εἶπέν μοι Οὐριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν - καὶ

αὐτὸς ἡγεῖτο αὐτῶν - καὶ εἶπέν μοι Ἑνώχ περὶ τίνος ἐρωτᾷς ἢ περὶ τίνος

τὴν ἀλήθειαν φιλοσπευδεῖς

6 οὗτοί εἰσιν τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ οἱ παραβάντες τὴν ἐπιταγὴν τοῦ

κυρίου καὶ ἐδέθησαν ὧδε μέχρι τοῦ πληρῶσαι μύρια ἔτη τὸν χρόνον τῶν

ἁμαρτημάτων αὐτῶν

7 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον τούτου φοβερώτερον καὶ τεθέαμαι

ἔργα φοβερώτερα πῦρ μέγα ἐκεῖ καιόμενον καὶ φλεγόμενον καὶ διακοπὴν

εἶχεν ὁ τόπος ἕως τῆς ἀβύσσου πλήρης στύλων πυρὸς μεγάλου

καταφερομένωνmiddot οὔτε μέτρον οὔτε πλάτος ἠδυνήθην ἰδεῖν οὐδὲ εἰκάσαι

8 τότε εἶπον Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος καὶ ὡς δεινὸς τῇ ὁράσει

9 τότε ἀπεκρίθη μοι ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν καὶ εἶπέν

μοι Ἑνώχ διὰ τί ἐφοβήθης οὕτως καὶ ἐπτοήθης καὶ ἀπεκρίθην Περὶ

τούτου τοῦ φοβεροῦ καὶ περὶ τῆς προσόψεως τῆς δεινῆς

10 καὶ εἶπεν Οὗτος ὁ τόπος δεσμωτήριον ἀγγέλωνmiddot ὧδε συνσχεθήσονται

μέχρι αἰῶνος εἰς τὸν αἰῶνα

XXII

1 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον καὶ ἔδειξέν μοι πρὸς δυσμὰς ἄλλο

ὄρος μέγα καὶ ὑψηλόν πέτρας στερεάς

2 καὶ τέσσαρες τόποι ἐν αὐτῷ κοῖλοι βάθος ἔχοντες καὶ λίαν λεῖοι τρεῖς

αὐτῶν σκοτινοὶ καὶ εἷς φωτινός καὶ πηγὴ ὕδατος ἀνὰ μέσον αὐτοῦ καὶ

εἶπον Πῶς λεῖα τὰ κοιλώματα ταῦτα καὶ ὁλοβαθῆ καὶ σκοτινὰ τῇ ὁράσει

3 τότε ἀπεκρίθη Ῥαφαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν καὶ

εἶπέν μοι Οὗτοι οἱ τόποι οἱ κοῖλοι ἵνα ἐπισυνάγωνται εἰς αὐτοὺς τὰ

πνεύματα τῶν ψυχῶν τῶν νεκρῶν εἰς αὐτὸ τοῦτο ἐκρίθησαν ὥδε

ἐπισυνάγεσθαι πάσας τὰς ψυχὰς τῶν ἀνθρώπων

4 καὶ οὗτοι οἱ τόποι εἰς ἐπισύνσχεσιν αὐτῶν ἐποίησαν μέχρι τῆς ἡμέρας

τῆς κρίσεως αὐτῶν καὶ μέχρι τοῦ διορισμοῦ καὶ διορισμένου χρόνου ἐν ᾧ ἡ

κρίσις ἡ μεγάλη ἔσται ἐν αὐτοῖς

5 τεθέαμαι ἀνθρώπους νεκροὺς ἐντυγχάνοντας καὶ ἡ φωνὴ αὐτοῦ μέχρι

τοῦ οὐρανοῦ προέβαινεν καὶ ἐνετύγχανεν

6 καὶ ἠρώτησα Ῥαφαὴλ τὸν ἄγγελον ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν καὶ εἶπα αὐτῷ Τοῦτο

τὸ πνεῦμα τὸ ἐντυγχάνον τίνος ἐστίν διrsquo ὃ οὕτως ἡ φωνὴ αὐτοῦ προβαίνει

25

καὶ ἐντυγχάνει ἕως τοῦ οὐρανοῦ

7 καὶ ἀπεκρίθη μοι λέγων Τοῦτο τὸ πνεῦμά ἐστιν τὸ ἐξελθὸν ἀπὸ Ἄβελ ὃν

ἐφόνευσε Κάιν ὁ ἀδελφός καὶ Ἄβελ ἐντυγχάνει περὶ αὐτοῦ μέχρι τοῦ

ἀπολέσαι τὸ σπέρμα αὐτοῦ ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς καὶ ἀπὸ τοῦ

σπέρματος τῶν ἀνθρώπων ἀφανθῇ τὸ σπέρμα αὐτοῦ

8 Τότε ἠρώτησα περὶ τῶν κυκλωμάτων πάντων διὰ τί ἐχωρίσθησαν ἓν

ἀπὸ τοῦ ἑνός

9 καὶ ἀπεκρίθη μοι λέγων Οὗτοι οἱ τρεῖς ἐποιήθησαν χωρίζεσθαι τὰ

πνεύματα τῶν νεκρῶνmiddot καὶ οὕτως ἐχωρίσθη εἰς τὰ πνεύματα τῶν δικαίων

οὗ ἡ πηγὴ τοῦ ὕδατος ἐν αὐτῷ φωτινήmiddot

10 καὶ οὕτως ἐκτίσθη τῶν ἁμαρτωλῶν ὅταν ἀποθάνωσιν καὶ ταφῶσιν εἰς

τὴν γῆν καὶ κρίσις οὐκ ἐγενήθη ἐπrsquo αὐτῶν ἐν τῇ ζωῇ αὐτῶν

11 ὧδε χωρίζεται τὰ πνεύματα αὐτῶν εἰς τὴν μεγάλην βάσανον ταύτην

μέχρι τῆς μεγάλης ἡμέρας τῆς κρίσεως τῶν μαστίγων καὶ τῶν βασάνων

τῶν κατηραμένων μέχρι αἰῶνοςmiddot ἦν ἀνταπόδοσις τῶν πνευμάτωνmiddot ἐκεῖ

δήσει αὐτοὺς μέχρις αἰῶνος

12 καὶ οὕτως ἐχωρίσθη τοῖς πνεύμασιν τῶν ἐντυγχανόντων οἵτινες

ἐνφανίζουσιν περὶ τῆς ἀπωλείας ὅταν φονευθῶσιν ἐν ταῖς ἡμέραις τῶν

ἁμαρτωλῶν

13 καὶ οὕτως ἐκτίσθη τοῖς πνεύμασιν τῶν ἀνθρώπων ὅσοι οὐκ ἔσονται

ὅσιοι ἀλλὰ ἁμαρτωλοί καὶ μετὰ τῶν ἀνόμων ἔσονται μέτοχοι τὰ δὲ

πνεύματα ὅτι οἱ ἐνθάδε θλιβέντες ἔλαττον κολάζονται αὐτῶν οὐ

τιμωρηθήσονται ἐν ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως οὐδὲ μὴ μετεγερθῶσιν ἐντεῦθεν

14 Τότε ηὐλόγησα τὸν κύριον τῆς δόξης καὶ εἶπα Εὐλογητὸς εἶ Κύριε ὁ τῆς

δικαιοσύνης κυριεύων τοῦ αἰῶνος

XXIII

1 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον πρὸς δυσμὰς τῶν περάτων τῆς γῆς

2 καὶ ἐθεασάμην πῦρ διατρέχον καὶ οὐκ ἀναπαυόμενον οὐδὲ ἐλλεῖπον τοῦ

δρόμου ἡμέρας καὶ νυκτὸς ἅμα διαμένον

3 καὶ ἠρώτησα λέγων Τί ἐστιν τὸ μὴ ἔχον ἀνάπαυσιν

4 τότε ἀπεκρίθη μοι Ῥαγουήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν

Οὗτος ὁ δρόμος τοῦ πυρὸς τὸ πρὸς δυσμὰς πῦρ τὸ ἐκδιῶκόν ἐστιν πάντας

τοὺς φωστῆρας τοῦ οὐρανοῦ

XXIV

1 Καὶ ἔδειξέν μοι ὄρη πυρὸς καιόμενα νυκτός

2 καὶ ἐπέκεινα αὐτῶν ἐπορεύθην καὶ ἐθεασάμην ἑπτὰ ὄρη ἔνδοξα πάντα

ἑκάτερα τοῦ ἑκατέρου διαλλάσσοντα ὧν οἱ λίθοι ἔντιμοι τῇ καλλονῇ καὶ

πάντα ἔντιμα καὶ ἔνδοξα καὶ εὐειδῆ τρία ἐπrsquo ἀνατολὰς ἐστηριγμένα ἐν τῷ

ἑνί καὶ τρία ἐπὶ νότον ἐν τῷ ἑνὶ καὶ φάραγγες βαθεῖαι καὶ τραχεῖαι μία τῇ

μιᾷ οὐκ ἐγγίζουσαι

3 καὶ τῷ ὄρει ἕβδομον ὄρος ἀνὰ μέσον τούτων καὶ ὑπερεῖχεν τῷ ὕψει

ὅμοιον καθέδρᾳ θρόνου καὶ περιεκύκλου δένδρα αὐτῷ εὐειδῆ

4 καὶ ἦν ἐν αὐτοῖς δένδρον ὃ οὐδέποτε ὤσφρανμαι καὶ οὐδεὶς ἕτερος αὐτῷ

ηὐφράνθη καὶ οὐδὲν ἕτερον ὅμοιον αὐτῷmiddot ὀσμὴν εἶχεν εὐωδεστέραν

πάντων ἀρωμάτων καὶ τὰ φύλλα αὐτοῦ καὶ τὸ ἄνθος καὶ τὸ δένδρον οὐ

φθίνει εἰς τὸν αἰῶνα οἱ δὲ περὶ τὸν καρπὸν ὡσεὶ βότρυες φοινίκων

5 τότε εἶπον ὡς καλὸν τὸ δένδρον τοῦτό ἐστιν καὶ εὐῶδες καὶ ὡραῖα τὰ

φύλλα καὶ τὰ ἄνθη αὐτοῦ ὡραῖα τῇ ὁράσει

6 τότε ἀπεκρίθη μοι Μιχαήλ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν - καὶ

αὐτὸς αὐτῶν ἡγεῖτο ndash

26

XXV

1 καὶ εἶπέν μοι Ἑνώχ τί ἐρωτᾷς καὶ τί ἐθαύμασας ἐν τῇ ὀσμῇ τοῦ δένδρου

καὶ διὰ τί θέλεις τὴν ἀλήθειαν μαθεῖν

2 τότε ἀπεκρίθην αὐτῷ Περὶ πάντων εἰδέναι θέλω μάλιστα δὲ περὶ τοῦ

δένδρου τούτου σφόδρα

3 καὶ ἀπεκρίθη λέγων Τοῦτο τὸ ὄρος τὸ ὑψηλόν οὗ ἡ κορυφὴ ὁμοία

θρόνου θεοῦ καθέδρα ἐστὶν οὗ καθίζει ὁ μέγας κύριος ὁ ἅγιος τῆς δόξης ὁ

βασιλεὺς τοῦ αἰῶνος ὅταν καταβῇ ἐπισκέψασθαι τὴν γῆν ἐπrsquo ἀγαθῷ

4 καὶ τοῦτο τὸ δένδρον εὐωδίας καὶ οὐδεμία σὰρξ ἐξουσίαν ἔχει ἅψασθαι

αὐτοῦ μέχρι τῆς μεγάλης κρίσεως ἐν ᾗ ἐκδίκησις πάντων καὶ τελείωσις

μέχρις αἰῶνοςmiddot τότε δικαίοις καὶ ὁσίοις δοθήσεται

5 ὁ καρπὸς αὐτοῦ τοῖς ἐκλεκτοῖς εἰς ζωὴν εἰς βορρᾶν καὶ

μεταφυτευθήσεται ἐν τόπῳ ἁγίῳ παρὰ τὸν οἶκον τοῦ θεοῦ βασιλέως τοῦ

αἰῶνος

6 τότε εὐφρανθήσονται εὐφραινόμενοι καὶ χαρήσονται καὶ εἰς τὸ ἅγιον

εἰσελεύσονταιmiddot αἱ ὀσμαὶ αὐτοῦ ἐν τοῖς ὀστέοις αὐτῶν καὶ ζωὴν πλείονα

ζήσονται ἐπὶ γῆς ἣν ἔζησαν οἱ πατέρες σου καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτῶν καὶ

βάσανοι καὶ πληγαὶ καὶ μάστιγες οὐχ ἅψονται αὐτῶν

7 Τότε ηὐλόγησα τὸν θεὸν τῆς δόξης τὸν βασιλέα τοῦ αἰῶνος ὃς

ἡτοίμασεν ἀνθρώποις τὰ τοιαῦτα δικαίοις καὶ αὐτὰ ἔκτισεν καὶ εἶπεν

δοῦναι αὐτοῖς

XXVI

1 Καὶ ἐκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς τὸ μέσον τῆς γῆς καὶ ἴδον τόπον

ηὐλογημένον ἐν ᾧ δένδρα ἔχοντα παραφυάδας μενούσας καὶ βλαστούσας

τοῦ δένδρου ἐκκοπέντος

2 κἀκεῖ τεθέαμαι ὄρος ἅγιονmiddot ὑποκάτω τοῦ ὄρους ὕδωρ ἐξ ἀνατολῶν καὶ

τὴν δύσιν εἶχεν πρὸς νότον

3 καὶ ἴδον πρὸς ἀνατολὰς ἄλλο ὄρος ὑψηλότερον τούτου καὶ ἀνὰ μέσον

αὐτοῦ φάραγγα βαθεῖαν οὐκ ἔχουσαν πλάτος καὶ διrsquo αὐτῆς ὕδωρ

πορεύεται ὑποκάτω ὑπὸ τὸ ὄρος

4 καὶ πρὸς δυσμὰς τούτου ἄλλο ὄρος ταπεινότερον αὐτοῦ καὶ οὐκ ἔχον

ὕψος καὶ φάραγγα βαθεῖαν καὶ ξηρὰν ἀνὰ μέσον αὐτῶν καὶ ἄλλην

φάραγγα βαθεῖαν καὶ ξηρὰν ἐπrsquo ἄκρων τῶν τριῶν ὀρέων

5 καὶ πᾶσαι φάραγγές εἰσιν βαθεῖαι ἐκ πέτρας στερεᾶς καὶ δένδρον οὐκ

ἐφυτεύετο ἐπrsquo αὐτάς

6 καὶ ἐθαύμασα περὶ τῆς φάραγγος καὶ λίαν ἐθαύμασα

XXVII

1 καὶ εἶπον Διὰ τί ἡ γῆ αὕτη ἡ εὐλογημένη καὶ πᾶσα πλήρης δένδρων

αὐτὴ δὲ ἡ φάραγξ κεκατηραμένη ἐστίν

2 γῆ κατάρατος τοῖς κεκατηραμένοις ἐστὶν μέχρι αἰῶνος ὧδε

ἐπισυναχθήσονται πάντες οἱ κεκατηραμένοι οἵτινες ἐροῦσιν τῷ στόματι

αὐτῶν κατὰ Κυρίου φωνὴν ἀπρεπῆ καὶ περὶ τῆς δόξης αὐτοῦ σκληρὰ

λαλήσουσιν ὧδε ἐπισυναχθήσονται καὶ ὧδε ἔσται τὸ οἰκητήριον

3 ἐπrsquo ἐσχάτοις αἰῶσιν ἐν ταῖς ἡμέραις τῆς κρίσεως τῆς ἀληθινῆς ἐναντίον

τῶν δικαίων εἰς τὸν ἅπαντα χρόνον ὧδε εὐλογήσουσιν οἱ ἀσεβεῖς τὸν

κύριον τῆς δόξης τὸν βασιλέα τοῦ αἰῶνοςmiddot

4 ἐν ταῖς ἡμέραις τῆς κρίσεως αὐτῶν εὐλογήσουσιν ἐν ἐλέει ὡς ἐμέρισεν

αὐτοῖς

5 Τότε ηὐλόγησα τὸν κύριον τῆς δόξης καὶ τὴν δόξαν αὐτοῦ ἐδήλωσα καὶ

ὕμνησα μεγαλοπρεπῶς

27

XXVIII

1 Καὶ ἐκεῖθεν ἐπορεύθην εἰς τὸ μέσον Μανδοβαρά καὶ ἴδον αὐτὸ ἔρημονmiddot

καὶ αὐτὸ μόνον

2 πλήρης δένδρων καὶ ἀπὸ τῶν σπερμάτων ὕδωρ ἄνομβρον ἄνωθεν

φερόμενον

3 ὡς ὑδραγωγὸς δαψιλὴς ὡς πρὸς βορρᾶν ἐπὶ δυσμῶν πάντοθεν ἀνάγει

ὕδωρ καὶ δρόσον

XXIX

1 Ἔτι ἐκεῖθεν ἐπορεύθην εἰς ἄλλον τόπον ἐν τῷ Βαβδηρά καὶ πρὸς

ἀνατολὰς τοῦ ὄρους τούτου ᾠχόμην

2 καὶ ἴδον κρίσεως δένδρα πνέοντα ἀρωμάτων λιβάνων καὶ ζμύρνας καὶ

τὰ δένδρα αὐτῶν ὅμοια καρύαις

XXX

1 Καὶ ἐπέκεινα τούτων ᾠχόμην πρὸς ἀνατολὰς μακράν καὶ ἴδον τόπον

ἄλλον μέγαν φάραγγα ὕδατος

2 ἐν ᾧ καὶ δένδρα χρόα ἀρωμάτων ὁμοίων σχίνῳ

3 καὶ τὰ παρὰ τὰ χείλη τῶν φαράγγων τούτων ἴδον κιννάμωμον

ἀρωμάτωνmiddot καὶ ἐπέκεινα τούτων ᾠχόμην πρὸς ἀνατολάς

XXXI

1 καὶ ἴδον ἄλλα ὄρη καὶ ἐν αὐτοῖς ἄλση δένδρων καὶ ἐκπορευόμενον ἐξ

αὐτῶν νέκταρ τὸ καλούμενον σαρρὰν καὶ χαλβάνη

2 καὶ ἐπέκεινα τῶν ὀρέων τούτων ἴδον ἄλλο ὄρος πρὸς ἀνατολὰς τῶν

περάτων τῆς γῆς καὶ πάντα τὰ δένδρα πλήρη ἐξαυτῆς ἐν ὁμοιώματι

ἀμυγδάλων

3 ὅταν τριβῶσινmiddot διὸ εὐωδέστερον ὑπὲρ πάντων τῶν ἀρωμάτων

XXXII

1 εἰς βορρᾶν πρὸς ἀνατολὰς τεθέαμαι ἑπτὰ ὄρη πλήρη νάρδου χρηστοῦ

καὶ σχίνου καὶ κινναμώμου καὶ πιπέρεως

2 Καὶ ἐκεῖθεν ἐφώδευσα ἐπὶ τὰς ἀρχὰς πάντων τῶν ὀρέων τούτων

μακρὰν ἀπέχων πρὸς ἀνατολὰς τῆς γῆς καὶ διέβην ἐπάνω τῆς ἐρυθρᾶς

θαλάσσης καὶ ᾠχόμην ἐπrsquo ἄκρων καὶ ἀπὸ τούτου διέβην ἐπάνω τοῦ

Ζωτιήλ

3 καὶ ἦλθον πρὸς τὸν παράδεισον τῆς δικαιοσύνης καὶ ἴδον μακρόθεν τῶν

δένδρων τούτων δένδρα πλείονα καὶ μεγάλα δύο μὲν ἐκεῖ μεγάλα σφόδρα

καλὰ καὶ ἔνδοξα καὶ μεγαλοπρεπῆ καὶ τὸ δένδρον τῆς φρονήσεως οὗ

ἐσθίουσιν ἅγιοι τοῦ καρποῦ αὐτοῦ καὶ ἐπίστανται φρόνησιν μεγάλην

4 ὅμοιον τὸ δένδρον ἐκεῖνο στροβιλέᾳ τὸ ὕψος τὰ δὲ φύλλα αὐτοῦ κερατίᾳ

ὅμοια ὁ δὲ καρπὸς αὐτοῦ ὡσεὶ βότρυες ἀμπέλου ἱλαροὶ λίαν ἡ δὲ ὀσμὴ

αὐτοῦ διέτρεχεν πόρρω ἀπὸ τοῦ δένδρου

5 τότε εἶπον ὡς καλὸν τὸ δένδρον καὶ ὡς ἐπίχαρι τῇ ὁράσει

6 τότε ἀπεκρίθη Ῥαφαήλ ὁ ἅγιος ἄγγελος ὁ μετrsquo ἐμοῦ ὤν Τοῦτο τὸ

δένδρον φρονήσεως ἐξ οὗ ἔφαγεν ὁ πατήρ σου

LXXXIX

42 Καὶ οἱ κύνες ἤρξαντο κατεσθίειν τὰ πρόβατα καὶ οἱ ὕες καὶ οἱ ἀλώπεκες

κατήσθιον αὐτά μέχρι οὗ ἤγειρεν ὁ κύριος τῶν προβάτων κριὸν ἕνα ἐκ

τῶν προβάτων

43 καὶ ὁ κριὸς οὗτος ἤρξατο κερατίζειν καὶ ἐπιδιώκειν ἐν τοῖς κέρασιν καὶ

ἐνετίνασσεν εἰς τοὺς ἀλώπεκας καὶ μετrsquo αὐτοὺς εἰς τοὺς ὕαςmiddot καὶ

ἀπώλεσεν ὕας πολλούς καὶ μετrsquo αὐτοὺς [ἐλυμήνα]το τοὺς κύνας

44 καὶ τὰ πρόβατα ὧν οἱ ὀφθαλμοὶ ἠνοίγησαν ἐθεάσαντο τὸν κριὸν τὸν ἐν

28

τοῖς προβάτοις ἕως οὗ ἀφῆκεν τὴν ὁδὸν αὐτοῦ καὶ ἤρξατο πορεύεσθαι

ἀνοδίᾳ

45 καὶ ὁ κύριος τῶν προβάτων ἀπέστειλεν τὸν ἄρνα τοῦτον ἐπὶ ἄρνα

ἕτερον τοῦ στῆσαι αὐτὸν εἰς κριὸν ἐν ἀρχῇ τῶν προβάτων ἀντὶ τοῦ κριοῦ

τοῦ ἀφέντος τὴν ὁδὸν αὐτοῦ

46 καὶ ἐπορεύθη πρὸς αὐτὸν καὶ ἐλάλησεν αὐτῷ σιγῇ κατὰ μόνας καὶ

ἤγειρεν αὐτὸν εἰς κριὸν καὶ εἰς ἄρχοντα καὶ εἰς ἡγούμενον τῶν προβάτωνmiddot

καὶ οἱ κύνες ἐπὶ πᾶσιν τούτοις ἔθλιβον τὰ πρόβατα

47 [καὶ] ὁ κριὸς ὁ πρῶτος τὸν κριὸν τὸν δεύτερον ἐπεδίωκεν καὶ ἔφυγεν

ἀπὸ προσώπου αὐτοῦmiddot εἶτrsquo ἐθεώρουν τὸν κριὸν τὸν πρῶτον ἕως οὗ ἔπεσεν

ἔμπροσθεν τῶν κυνῶν

48 καὶ ὁ κριὸς ὁ δεύτερος ἀναπηδήσας ἀφηγήσατο τῶν προβάτων

49 καὶ τὰ πρόβατα ηὐξήθησαν καὶ ἐπληθύνθησανmiddot καὶ πάντες οἱ κύνες καὶ

οἱ ἀλώπεκες ἔφυγον ἀπrsquo αὐτοῦ καὶ ἐφοβοῦντο αὐτόν

XC

1

6 [καὶ ἀναγνωσθής]ονται [πάντες] οἱ λόγοι τῶν ἀνομιῶν ὑμῶν ἐν[ώπιον]

τοῦ μεγάλου ἁγίου κατὰ πρόσωπον ὑμῶνmiddot εἶτrsquo ἀναφελεῖ τὰ πάντα ἔργα τὰ

μετασχόντα ἐν τῇ ἀνομίᾳ

7 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἁμαρτωλοὶ [οἱ] ἐν μέσῳ τῆς θαλάσσης καὶ ἐπὶ τῆς ξηρᾶς

ὄντεςmiddot μνημόσυνον εἰς ὑμᾶς κακόν

8 οὐαὶ ὑμῖν οἱ κτώμενοι χρυσίον καὶ ἀργύριον οὐκ ἀπὸ δικαιοσύνης καὶ

ἐρεῖτε πλούτῳ πεπλουτήκαμεν καὶ τὰ ὑπάρχοντα ἐσχήκαμεν καὶ

κεκτήμεθα

9 καὶ πᾶν ὃ ἐὰν θελήσωμεν ποιήσωμεν ὅτι ἀργύριον τεθησαυρίκαμεν ἐν

τοῖς θησαυροῖς ἡμῶν καὶ ἀγαθὰ πολλὰ ἐν ταῖς οἰκίαις ἡμῶν

10 καὶ ὡς ὕδωρ ἐκχυθήσεται πεπλάνησθε ὅτι οὐ μὴ παραμείνῃ ὁ πλοῦτος

ὑμῶν ἀλλὰ ταχὺ [ἀναπτήσεται] ἀπὸ ὑμῶν ὅτι ἀδίκως πάντα κέκτησθεmiddot

καὶ ὑμεῖς εἰς κατάραν μεγάλην παραδοθήσεσθε

XCI

1 καὶ νῦν ὀμνύω ὑμῖν τοῖς φρονίμοις καὶ οὐχὶ τοῖς ἄφροσι ὅτι πολλὰς

ὄψεσθε ἐπὶ τῆς γῆς ἀνομίαςmiddot

2 ὅτι κάλλος περιθήσονται ἄνδρες ὡς γυναῖκες [καὶ] χρῶμα ὡραῖον ὑπὲρ

παρθένους ἐν βασιλείᾳ καὶ μεγαλωσύνῃ καὶ ἐν ἐξουσίᾳ ἔσονται δὲ

ἀργύριον καὶ χρυσίον [παρrsquo] αὐτοῖς εἰς βρώματα καὶ ἐν ταῖς οἰκίαις αὐτῶν

ὡς ὕδωρ ἐκχυθήσονται

3 [διὰ τὸ μ]ὴ ἐπιστήμην αὐτοὺς μηδὲ φρόνησιν μηδεμίαν [ἔχειν] οὕτω

ἀπολεῖσθε κοινῶς μετὰ πάντων [τῶν] ὑπαρχόντων ὑμῶν [καὶ τῆς] πάσης

δόξης καὶ τῆς τιμῆς [ὑμῶν καὶ] εἰς ἀτιμίαν καὶ ἐρήμωσιν [καὶ σφαγὴν]

μεγάλην τ[ὰ πνεύματα ὑμῶν εἰς τὴν κάμινον τοῦ πυρὸς ἐμβληθήσεται]

Four lines are lost

ἐπὶ τὴν [γῆν οὐκ ἀπεστάλη ἀλλrsquo αὐτὴν οἱ ἄνθρω]ποι ἀφrsquo ἑαυτῶν [ἔκτισαν

καὶ εἰς κατάραν] μεγάλην ἀφίξονται οἱ ποιοῦντες [αὐτήν]

5 καὶ δουλεία (στειρα pap) γυναικὶ οὐκ ἐδόθη ἀλλὰ διὰ τὰ ἔργα τῶν

χειρῶνmiddot ὅτι οὐχ ὡρίσθη δούλην εἶναι δούληνmiddot ἄνωθεν οὐκ ἐδόθη ἀλλὰ ἐκ

καταδυναστείας ἐγένετο ὁ[μοίως] οὐδὲ ἡ ἀνομία ἄνωθεν ἐδόθη ἀλλrsquo ἐκ

παραβάσεως ὁμοίως οὐδὲ στεῖρα γυνὴ ἐκτίσθη ἀλλrsquo ἐξ ἰδίων ἀδικημάτων

ἐπετιμήθη ἀτεκνίᾳ [καὶ] ἄτεκνος ἀποθανεῖται

6 ὀμνύω ὑμῖν ἁμαρτωλοὶ κατὰ τοῦ ἁγίου τοῦ μεγάλου ὅτι τὰ ἔργα ὑμῶν τὰ

πονηρὰ ἔσται ἀνακεκαλυμμένα ἐν τῷ οὐρανῷmiddot οὐκ ἔσται ὑμῖν ἔργον

29

ἀποκεκρυμμένον ἄδικον

7 μὴ ὑπολάβητε τῇ ψυχῇ ὑμῶν μηδὲ ὑπολάβητε τῇ καρδίᾳ ὑμῶν ὅτι οὐ

γινώσκουσιν οὐδὲ βλέπουσιν οὐδὲ τὰ ἀδικήματα ὑμῶν θεωρεῖται οὐδὲ

ἀπογράφεται αὐτὰ ἐνώπιον τοῦ ὑψίστου ἀπὸ τοῦ [νῦν] ἐπιγνῶτε ὅτι

πάντα τὰ ἀδικήματα ὑμῶν ἀπογράφονται ἡμέραν ἐξ [ἡμέρας] μέχρι τῆς

κρίσεως ὑμῶν

9 οὐαὶ ὑμῖν ἄφρονες ὅτι ἀπολεῖσθε διὰ τὴν ἀφροσύνην ὑμῶν καὶ τῶν

[φρονίμων] οὐ μὴ ἀκούσητε καὶ τὰ ἀγαθὰ οὐκ ἀπαντήσει ὑμῖν τὰ δὲ κακὰ

[περιέξει] ὑμᾶς

10 καὶ νῦν γινώσκετε ὅτ[ι ἡτοίμασται] ὑμῖν εἰς ἡμέραν ἀπωλείας [μὴ

ἐλπίζε]τε σωθῆναι ἁμαρτωλοίmiddot ἀπ[ελθόντες] ἀποθάνετε γινώσκοντε[ς ὅτι

ἡτοίμας]ται εἰς ἡμέραν κρίσεως μ[εγάλης καὶ στε]νοχωρίας μείζονος τ[οῖς

πνεύμασιν ὑμῶν]

11 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ σκληροτράχηλοι τῇ καρδίᾳ ποιοῦντες τὸ κα[κὸν καὶ

ἔσθοντες αἷμα πόθ]εν ὑμῖν ἔσο[νται ἀγαθὰ ἵνα φάγητε ] Four lines are

lost

12 [ἔργα τῆ]ς ἀδικίαςmiddot διότι ἐλπίδας κα[λὰς ἔχετε ὑμῖ]ν νῦν γνωστὸν ὑμῖν

ἔστω ὅτι εἰς [χεῖρας τ]ῶν δικαίων παραδοθήσεσθε καὶ ἀποκτενοῦσιν ὑμᾶς

καὶ οὐ μὴ φείσονται ὑμῶν

13 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἐπιχαίροντες τοῖς κακοῖς τῶν δικαίωνmiddot τάφος ὑμῶν οὐ μὴ

ὀρυγῇ

14 οὐαὶ ὑμῖν οἱ βουλόμενοι ἀκυρῶσαι τοὺς λόγους τῶν δικαίωνmiddot οὐ μὴ

γένηται ὑμῖν ἐλπὶς σωτηρίας

15 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ γράφοντες λόγους ψευδεῖς καὶ λόγους πλανήσεωςmiddot αὐτοὶ

γράφουσιν καὶ πολλοὺς ἀποπλανήσουσιν τοῖς ψεύδεσιν αὐτῶνmiddot

16 πλανᾶσθε ὑμεῖς αὐτοὶ καὶ οὐκ ἔστιν ὑμῖν χαίρειν ἀλλὰ ταχέως

ἀπολεῖσθε

XCII

1 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ ποιοῦντες πλανήματα καὶ τοῖς ἔργοις τοῖς ψευδέσιν

λαμβάνοντες τιμὴν καὶ δόξανmiddot ἀπολώλατε οὐκ ἔστιν ὑμῖν σωτηρία εἰς

ἀγαθόν

2 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἐξαλλοιοῦντες τοὺς λόγους τοὺς ἀληθινούς καὶ

διαστρέφοντες τὴν αἰώνιον διαθήκην καὶ λογιζόμενοι ἑαυτοὺς

ἀναμαρτήτουςmiddot ἐν τῇ γῇ καταποθήσονται

3 τότε ἑτοιμάζεσθε οἱ δίκαιοι καὶ προέχεσθε τὰς ἐντεύξεις ὑμῶν εἰς

μνημόσυνον δίδοτε αὐτὰς ἐν διαμαρτυρίᾳ ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων ὅπως

εἰσαγάγωσιν τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἀδίκων ἐνώπιον τοῦ ὑψίστου θεοῦ εἰς

μνημόσυνονmiddot

4 καὶ τότε συν[ταραχ]θήσονται ἐν [ἡμέρ]ᾳ ἀπωλείας τῆς ἀδικίας

5ndash6 ἐν αὐτῷ [τῷ και]ρῷ ἐκείνῳ αἱ τίκτουσαι ἐκβαλοῦσιν καὶ ἐκσπάσουσιν

καὶ ἐγκαταλείψουσιν [τὸ νήπιο]ν βρέφος καὶ αἱ ἐν γαστρὶ ἔχου[σαι

ἐκτρώσο]υσιν καὶ αἱ θηλάζουσαι ῥίψ[ουσιν τὰ τέκ]να αὐτῶν καὶ οὐ μὴ

ἐπι[στρέψου]σιν ἐπὶ τὰ νήπια αὐτῶν οὐ[δὲ ἐπὶ τὰ θηλά]ζοντα οὐδὲ μὴ

φείσονται

7 [καὶ] οἱ γλύφοντες εἰκόνα[ς ἀργυ]ρᾶς καὶ χρυσᾶς ξυλίνας τε [καὶ

λιθίνας] καὶ ὀστρακίνας καὶ λατρεύ[οντες φαν]τάσμασιν καὶ δαιμονίοι[ς

καὶ βδελύγ]μασιν καὶ πνεύμασιν πονη[ροῖς καὶ] πάσαις ταῖς πλάναις οὐ

κατrsquo ἐπι[στήμην] καὶ πᾶν βοήθημα οὐ μὴ εὕρητε [ἀπrsquo] αὐτῶν

8ndash9 καὶ πλανηθήσονται ἐν ἀφροσύνῃ τῆς καρδίας αὐτῶν καὶ τὰ ὁράματα

τῶν ἐνυπνίων καταπλανήσουσιν ὑμᾶς ὑμεῖς καὶ τὰ ἔργα ὑμῶν τὰ ψευδῆ ἃ

30

ἐποιήσατε καὶ ἐλαεργ[ήσατε] καὶ ἐπὶ μιᾶς ἀπολεῖσθε

10ndash12 καὶ τότε μακάριοι πάντες οἱ ἀκούσαντες φρονίμων λόγους καὶ

μαθήσονται αὐτούς ποιῆσαι τὰς ἐντολὰς τοῦ ὑψίστου καὶ πορεύσονται ἐν

ὁδοῖς δικαιοσύνης αὐτοῦ καὶ οὐ μὴ πλανήσουσιν μετὰ τῶν πλανώντων καὶ

σωθήσονται

13 οὐαὶ οἱ οἰκοδομοῦντες τὰς οἰκοδομὰς αὐτῶν οὐκ ἐκ κόπων ἰδίων καὶ ἐκ

λίθων καὶ ἐκ πλίνθων πᾶσαν οἰκοδομὴν ποιεῖτε οἷς οὐκ ἔστιν ὑμῖν χά[ρις]

14 οὐαὶ οἱ ἐξουθενοῦντες τὴν θεμελίωσιν καὶ τὴν κληρονομίαν τῶν

πατέρων αὐτῶν τὴν ἀπrsquo αἰῶνος [ὅτι] διώξεται ὑμᾶς πνεῦμα πλανήσεωςmiddot

οὐκ ἔστιν ὑμῖν ἀναπαῦσαι

15 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ποιοῦντες τὴν ἀ[νομίαν] καὶ ἐπιβοηθοῦντες τῇ ἀδι[κίᾳ

φονεύ]οντες τὸν πλησίον αὐτῶ[ν ἕως τῆς] ἡμέρας τῆς κρίσεως τῆς

[μεγάληςmiddot

16 ]ὅτι τότε ἐκτρίψει τὴν δόξ[αν ὑμῶν] καὶ ἐπεγερεῖ τὸν θυμὸν [αὐτοῦ

καθrsquo] ὑμῶν ἀπολεῖ πάντας ὑ[μᾶς ἐν ῥομ]φαίᾳ καὶ πάντες οἱ δί[καιοι

μνημο]νήσουσιν τὰς ἀδικίας [ὑμῶν]

XCIII

1ndash2 καὶ τότε ἐν ἑνὶ τόπῳ [ῥέῃ τὰ α]ἵμα[τα αὐτῶν καὶ ἄνθρωπο]ς οὐκ

[ἀφέξ]ει τὴν [χεῖρα αὐτοῦ ἀπ]ὸ τοῦ υἱοῦ αὐ[τοῦ οὔτrsquo ἀ]πὸ τοῦ ἀγαπητοῦ

αὐτοῦ ἀποκτεῖναι αὐτόν καὶ ὁ ἁμαρτωλὸς ἀπὸ τοῦ ἐντίμου οὔτε ἀπὸ τοῦ

ἀδελφοῦ αὐτοῦmiddot ἐξ ὄρθρων μέχρις οὗ δῦναι τὸν ἥλιον φονευθήσονται ἐπὶ

τὸ αὐτό

3 καὶ διαπορεύσεται ἵππος ἕως τοῦ στήθους αὐτοῦ διὰ τοῦ αἵματος τῶν

ἁμαρτωλῶν καὶ τὸ ἅρμα μέχρι ἀξόνων καταβήσεται

4 καὶ καταβήσονται ἄγγελοι καταδύνοντες εἰς τὰ ἀπόκρυφα ἐν ἡμέρᾳ

ἐκείνῃmiddot οἵτινες ἐβοήθουν τῇ ἀδικίᾳ καὶ συστραφήσονται εἰς ἕνα τόπον καὶ ὁ

ὕψιστος ἐγερθήσεται ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως ποιῆσαι ἐκ πάντων κρίσιν

μεγάλην

5 καὶ τάξει φυλακὴν ἐπὶ πάντας τοὺς δικαίους καὶ ἁγίους τῶν ἁγίων

ἀγγέλων καὶ τηρηθήσονται ὡς κόριον ὀφθαλμοῦ ἕως οὗ ἐκλείπῃ τὰ κακὰ

καὶ ἁμαρτία καὶ ἀπrsquo ἐκείνου ὑπνώσουσιν εὐσεβεῖς ὕπνον ἡδύν καὶ οὐκ

ἔσται οὐκέτι ὁ ἐκφοβῶν αὐτούς

6 τότε ὄψονται οἱ φρόνιμοι τῶν ἀνθρώπων καὶ κατανοήσουσιν οἱ υἱοὶ τῆς

γῆς ἐπὶ τοὺς λόγους τούτους τῆς ἐπιστολῆς ταύτης καὶ γνώσονται ὅτι οὐ

δύναται ὁ πλοῦτος αὐτῶν διασῶσαι αὐτοὺς ἐν τῇ πτώσει τῆς ἀδικίας

7 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἄδικοι ὅταν ἐκθλίβητε τοὺς δικαίους ἐν ἡμέρᾳ ἀνάγκης

στερεᾶς καὶ φυλάξητε αὐτοὺς ἐν πυρί ὅτι κομιεῖσθε κατὰ τὰ ἔργα ὑμῶν

8 οὐαὶ ὑμῖν σκληροκάρδιοι ἀγρυπνοῦντες νοῆσαι τὸ κακόνmiddot περιέχει ὑμᾶς

φόβος καὶ οὐκ ἔστιν ὁ ἀντιλαμβανόμενος ὑμῶν

9 οὐαὶ ὑμῖν πᾶσιν τοῖς ἁμαρτωλοῖς ἐπὶ τοῖς ἔργοις τοῦ στόματος ὑμῶν

οὐαὶ ὑμῖν πᾶσιν τοῖς ἁμαρτωλοῖς ἐπὶ τοῖς λόγοις τοῦ στόματος ὑμῶν καὶ

ἐπὶ τοῖς [ἔργοις] τῶν χειρῶν ὑμῶν ὅτι ἀπὸ τῶν ἁγίων ἔργων

ἀπεπλα[νήθητε]

11 πᾶσα νεφέλη καὶ ὀμίχλη καὶ δρόσος καὶ ὄμβρος ἐπὶ ταῖς ἁμαρτίαις

ὑμῶν

12 δίδοτε οὖν ὄμβρῳ δῶρα ἵνα μὴ [κωλυθῇ κα]ταβῆναι ὑμῖν καὶ δρόσῳ

κα[ὶ νεφέλῃ] καὶ ὀμίχλῃmiddot χρυσίον διαγράψα[τε ἵνα κα]ταβῶσινmiddot

13 ὅτι ἐὰν ἐπιρρίψῃ ἐφrsquo ὑμ[ᾶς χι]ὼν καὶ πάχνη καὶ ψῦχος αὐτῆς καὶ οἱ

ἄνεμοι καὶ ὁ παγετὸς αὐτῶν καὶ πᾶσαι αἱ μάστιγες αὐτῶν οὐ δύνασθε

ὑποστῆναι ἔμπροσθεν ψύχους καὶ τῶν μαστίγων αὐτῶν

31

XCIV

1 κατανοήσατε τοίνουν υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων τὰ ἔργα τοῦ ὑψίστου καὶ

φοβήθητε τοῦ ποιῆσαι τὸ πονηρὸν ἐναντίον αὐτοῦ

2 ἐὰν ἀποκλείσῃ τὰς θυρίδας τοῦ οὐρανοῦ καὶ κωλύσῃ τὴν δρόσον καὶ τὸν

ὄμβρον καταβῆναι εἵνεκα ὑμῶν τί ποιήσετε

3 ἐὰν ἀποστείληται τὸν θυμὸν αὐτοῦ ἐφrsquo ὑμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ ἔργα ὑμῶν οὐχὶ

ἔσεσθε δεόμενοι αὐτοῦ διὰ τί ὑμεῖς λαλεῖτε τῷ στόματι ὑμῶν μεγάλα καὶ

σκληρὰ ἐπὶ τῇ μεγαλωσύνῃ αὐ[τοῦ

4 ὁρᾶ]τε τοὺς ναυκλήρους τοὺς πλωιζομένους τὴν θάλασσαν ὑπὸ τοῦ

κ[λύδω]νος καὶ χειμῶνος σεσαλευμένα τὰ πλοῖα αὐτῶν

5 καὶ χειμαζόμενοι πάντες φοβοῦνται ἔξω δὲ τὰ [ἀγαθὰ πάντα] καὶ τὰ

ὑπάρχοντα αὐτῶν ἐκβάλλουσιν εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ὑποπτεύουσιν ἐν τῇ

καρδίᾳ αὐτῶν ὅτι ἡ [θάλασσα κα]ταπίεται αὐτοὺς καὶ ἐν αὐτ[ῇ

ἀπολοῦν]ται

6 οὐχὶ πᾶσα ἡ θάλασσα καὶ [πάντα τὰ] ὕδατα αὐτῆς ἔργον τοῦ ὑψ[ίστου

ἐστί] καὶ αὐτὸς συνεστήσατο τὰ π[έρατα αὐ]τῶν καὶ συνέδησεν αὐτ[ήν

καὶ περι]έφραξεν αὐτὴν ἄμμῳ

7 [καὶ ἀπὸ τῆς] ἐμβριμήσεως αὐτοῦ φ[οβοῦνται καὶ ξη]ραίνονται καὶ οἱ

ἰχθύες

8 [ γῆν] καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτοῖς καὶ τίς ἔδωκεν ἐπιστήμην πᾶσιν τοῖς

κινουμένοις ἐν τῇ θαλάσσῃ οἱ ναύκληροι τὴν θάλασσαν φοβοῦνται

XCV

1 καὶ ὅταν ἐκβάλῃ ἐφrsquo ὑμᾶς τὸν κλύδωνα τοῦ πυρὸς τῆς καύσεως ὑμῶν

ποῦ ἀποδράντες σωθήσεσθε καὶ ὅταν δῷ ἐφrsquo ὑμᾶς φωνὴν αὐτοῦ

2 ἔσεσθε συνσειόμενοι καὶ φοβούμενοι ἤχῳ μεγάλῳ laquoκαὶraquo τὴν γῆν

σύμπασαν σειομένην καὶ τρέμουσαν καὶ συνταρασσομένην

3 καὶ οἱ ἄγγελοι συντελοῦντες τὸ συνταχθὲν αὐτοῖς καὶ ὁ οὐρανὸς καὶ οἱ

φωστῆρες σειόμενοι καὶ τρέμοντεςmiddot ἅπαντες οἱ υἱοὶ τῆς γῆς καὶ ὑμεῖς

ἁμαρτωλοὶ ἐπικατάρατοι εἰς τὸν αἰῶναmiddot οὐκ ἔστιν ὑμῖν χαίρειν

4 θαρσεῖτε ψυχαὶ τῶν δικαίων τῶν ἀποθανόντων τῶν δικαίων καὶ τῶν

εὐσεβῶν

5 καὶ μὴ λυπεῖσθε ὅτι κατέβησαν αἱ ψυχαὶ ὑμῶν εἰς ᾅδου μετὰ λύπης καὶ

οὐκ ἀπηντήθη τῷ σώματι τῆς σαρκὸς ὑμῶν ἐν τῇ ζωῇ ὑμῶν κατὰ τὴν

ὁσιότητα ὑμῶν ἐπεὶ αἱ ἡμέραι ἃς ἦτε ἡμέραι ἦσαν ἁμαρτωλῶν καὶ

καταράτων ἐπὶ τῆς γῆς

6 ὅταν ἀποθάνητε τότε ἐροῦσιν οἱ ἁμαρτωλοὶ ὅτι εὐσεβεῖς κατὰ τὴν

εἱμαρμένην ἀπεθάνοσαν καὶ τί αὐτοῖς περιεγένετο ἐπὶ τοῖς ἔργοις αὐτῶν

7 καὶ αὐτοὶ ὁμοίως ἡμῖν ἀπεθάνοσαν ἴδετε οὖν ὡς ἀποθνήσκουσιν μετὰ

λύπης καὶ σκότους καὶ τί αὐτοῖς ἐγένετο περισσόν

8 ἀπὸ τοῦ νῦν ἀναστήτωσαν καὶ σωθήτωσαν καὶ ὄψονται εἰς τὸν αἰῶνα

ἡμᾶς φαγεῖν καὶ πεῖν

9 τοιγαροῦν ἁρπάσαι καὶ ἁμαρτάνειν καὶ λωποδυτεῖν καὶ ἐγκτᾶσθαι καὶ

[ἰδεῖν] ἡμέρας ἀγαθάς

10 ἴδετε οὖν οἱ δικαιοῦντες [ἑαυτ]ούς ὁποία ἐγένετο αὐτῶν ἡ καταστροφή

ὅτι πᾶσα δικαιοσύνη οὐχ εὑρέθη ἐν αὐτοῖς ἕως ἀπέθανον καὶ ἀπώλοντο

11 καὶ ἐγένοντο ὡς οὐκ ὄντες καὶ κατέβησαν αἱ ψυχαὶ αὐτῶν μετrsquo ὀδύνης

εἰς ᾅδου

XCVI

1 ἐγὼ ὀμνύω ὑμῖν Three lines are lost

2 ἐπίσταμαι τὸ μυστήριον τοῦτοmiddot ἀν[έγνων] γὰρ τὰς πλάκας τοῦ οὐρανοῦ

32

καὶ εἶδον τὴν γραφὴν ἀναγκαίανmiddot ἔγνων τὰ γ[εγραμμέ]να ἐν αὐταῖς καὶ

ἐγκεκολαμμέν[α περὶ] ὑμῶν

3 ὅτι ἀγαθὰ καὶ ἡ χαρὰ καὶ ἡ τ[ιμὴ] ἡτοίμασται καὶ ἐγγέγραπται ταῖς

ψ[υχαῖς] τῶν ἀποθανόντων εὐσεβῶνmiddot

4 καὶ χαιρήσονται καὶ οὐ μὴ ἀπόλωνται τὰ πνεύματα αὐτῶν οὐδὲ τὸ

μνημόσυνον ἀπὸ προσώπου τοῦ μεγάλου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν

αἰώνων μὴ οὖν φοβεῖσθε τοὺς ὀνειδισμοὺς αὐτῶν

5 καὶ ὑμεῖς οἱ νεκροὶ τῶν ἁμαρτωλῶν ὅταν ἀποθάνητε ἐροῦσιν ἐφrsquo ὑμῖν

μακάριοι ἁμαρτωλοὶ πάσας τὰς ἡμέρας αὐτῶν ὅσας εἴδοσαν ἐν τῇ ζωῇ

αὐτῶν καὶ ἐνδόξως

6 ἀπεθάνοσαν καὶ κρίσις οὐκ ἐγενήθη ἐν τῇ ζωῇ αὐτῶν

7 αὐτοὶ ὑμεῖς γινώσκετε ὅτι εἰς ᾅδου κατάξουσιν τὰς ψυχὰς ὑμῶν

8 καὶ ἐκεῖ ἔσονται ἐν ἀνάγκῃ μεγάλῃ καὶ ἐν σκότει καὶ ἐν παγίδι καὶ ἐν

φλογὶ καιομένῃ καὶ εἰς κρίσιν μεγάλην εἰσελεύσονται αἱ ψυχαὶ ὑμῶν ἐν

πάσαις ταῖς γενεαῖς τοῦ αἰῶνος οὐαὶ ὑμῖν οὐκ ἔστιν ὑμῖν χαίρειν

9 μὴ γὰρ εἴπητε οἱ δίκαιοι ὅσιοι ὄντες ἐν τῇ ζωῇ τῶν ἡμερῶν τῆς θλίψεως

κόπους ἐκοπιάσαμεν καὶ ἀνηλώμεθα καὶ ὀλίγοι ἐγενήθημεν καὶ

ἀντιλήμπτορα οὐχ εὑρήκαμενmiddot

10 συντετριμμένοι καὶ ἀπολώλαμεν καὶ ἀπηλπίσμεθα καὶ μηκέτι εἰδέναι

σωτηρίαν ἡμέραν ἐξ ἡμέρας

11 ἠλπίσαμεν γενέσθαι κεφαλή ἐγενήθημεν κέρ[κοςmiddot ἐκο]πιάσαμεν

ἐργαζόμενοι καὶ τῶν ὀψωνίων οὐ κεκυριεύκαμεν ἐγενήθημεν κατάβρωμα

ἁμαρτωλῶν [οἱ ἄνο]μοι ἐβάρυναν ἐφrsquo ἡμᾶς τὸν ζυγόν

12 οἳ κυριεύουσιν οἱ ἐχθροὶ ἡμῶν ἐγκεντρίζουσιν ἡμᾶς καὶ περικλείουσιν

ἡμᾶςmiddot ἐζητήσαμεν πο[ῦ φύγωμεν] ἀπrsquo αὐτῶν ὅπως ἀναψύχ[ωμεν] three

lines are lost

14 ἐκράξαμεν ἐπὶ τοὺς καταβάλλοντας καὶ βιαζομένους ἡμᾶς καὶ τὰς

ἐντεύξεις ἡμῶν οὐκ ἀπεδέξαντο οὐδὲ ἐβούλοντο ἐπακοῦσαι τῆς φωνῆς

ἡμῶν

15 καὶ οὐκ ἀντελαμβάνοντο ἡμῶν οὐχ εὑρόντες κατὰ τῶν βιαζομένων καὶ

κατεσθόντων ἡμᾶς ἀλλὰ στερεοῦσιν αὐτοὺς ἐφrsquo ἡμᾶςmiddot ἀπέκτειναν ἡμᾶς

καὶ εἰς ὀλίγους ἤγαγον καὶ οὐχ ὑποδεικνύουσιν περὶ τῶν πεφονευμένων

ἡμῶν καὶ οὐκ ἀναμιμνήσκουσιν περὶ τῶν ἁμαρτωλῶν αὐτῶν τὰς

ἁμαρτίας αὐτῶν

XCVII

1 ὀμνύω ὑμῖν ὅτι οἱ ἄγγελοι ἐν τῷ οὐρανῷ ἀναμιμνήσκουσιν [ὑμῶν] εἰς

ἀγαθὸν ἐνώπιον τῆς δόξης τοῦ μεγάλου

2 θαρσεῖτε δὴ ὅτι ἐπαλαιώθητε ἐν τοῖς κακοῖς καὶ ἐν ταῖς θλίψεσινmiddot ὡσεὶ

φωστῆρες τοῦ οὐρανοῦ ἀναλάμψετε καὶ φανεῖτε αἱ θυρίδες τοῦ οὐρανοῦ

ἀνοιχθήσονται ὑμῖν

3ndash4 καὶ ἡ κραυγὴ ὑμῶν ἀκουσθήσεται καὶ ἡ κρίσις ὑμῶν ἣν κράζετε καὶ

φανεῖται ἐφrsquo ὅσα συλλαβήσεται ὑμῖν περὶ τῆς θλίψεως ὑμῶν καὶ ἐκ

πάντων ὅστις μετέσχεν τῶν βιαζομένων καὶ κατεσθόντων ὑμᾶς

5 [μὴ φοβεῖσθε] τὰ κακὰ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως τῆς μεγάλης καὶ οὐ μὴ

εὑρεθῆτε ὡς οἱ ἁμαρτωλοί [ἀλλrsquo ὑμεῖς οἱ ἁμαρτωλοὶ] σκυλήσεσθε καὶ

κρίσις αἰώνιος ἐξ ὑμῶν ἔσται εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν αἰώνων

6 μὴ φοβεῖσθε οἱ δίκαιοι ὅταν ἴδητε τοὺς ἁμαρτωλοὺς κατισχύοντας καὶ

εὐοδουμένους καὶ μὴ μέτοχοι αὐτῶν γίνεσθε ἀλλὰ μακρὰν ἀπέχεσθε ἀπὸ

πάντων τῶν ἀδικημάτων αὐτῶν

7 μὴ γὰρ εἴπητε οἱ ἁμαρτωλοὶ [ὅτι] οὐ μὴ ἐκζητηθῶσιν αἱ ἁμαρτίαι ὑμῶν

33

[ἐξ] ἡμερῶν

8 καὶ νῦν ἀποδεικνύω ὑμῖν ὅτι φῶς καὶ σκότος ἡμέρα καὶ νὺξ

ἐποπτεύουσιν τὰς ἁμαρτίας ὑμῶν πάσας

9 μὴ πλανᾶσθε τῇ καρδίᾳ ὑμῶν μηδὲ ψεύδεσθε μηδὲ ἐξαλλοιώσητε τοὺς

λόγους τῆς ἀληθείας μηδὲ καταψεύδεσθε τῶν [λόγων τοῦ] ἁγίου καὶ μὴ

δότε ἔπαινον ταῖς [εἰκόσιν ὑ]μῶνmiddot οὐ γὰρ εἰς δικαίωμα εἰσάγ[ουσιν πάντα

τὰ ψεύδ]η καὶ πᾶσα [ἡ πλάνη] Two lines are lost

10 τῆς ἀληθείας ἐξαλλοιοῦσιν καὶ ἀντιγράφουσιν οἱ ἁμαρτωλοὶ καὶ

ἀλλάσσουσιν τοὺς πολλούς καὶ ψεύδονται καὶ πλάσσουσιν πλάσματα

μεγάλα καὶ τὰς γραφὰς ἀναγράφουσιν ἐπὶ τοῖς ὀνόμασιν αὐτῶνmiddot

11 καὶ ὄφελον πάντας τοὺς λόγους μου γράφωσιν ἐπrsquo ἀληθείας ἐπὶ τὰ

ὀνόματα αὐτῶν καὶ μήτε ἀφέλωσιν μήτε ἀλλοιώσωσιν τῶν λόγων τούτων

ἀλλὰ πάντα ἐπrsquo ἀληθείας γράφωσιν ἃ ἐγὼ διαμαρτυροῦμαι αὐτοῖς

12 καὶ πάλιν ἐγὼ γινώσκω μυστήριον δεύτερον ὅτι δικαίοις καὶ ὁσίοις καὶ

φρονίμοις δοθήσονται αἱ βίβλοι μου εἰς χαρὰν ἀληθείας

13 καὶ αὐτοὶ πιστεύσουσιν αὐταῖς καὶ ἐν αὐταῖς χαρήσονται καὶ

ἀγαλλιάσονται πάντες οἱ δίκαιοι μαθεῖν ἐξ αὐτῶν πάσας τὰς ὁδοὺς τῆς

ἀληθείας

CVI

1 μετὰ δὲ χρόνον ἔλαβεν Μαθουσάλεκ τῷ υἱῷ μου γυναῖκα καὶ ἔτεκεν

υἱὸν καὶ ἐκάλεσεν τὸ ὄνομα αὐτοῦ Λάμεχ ἐταπεινώθη ἡ δικαιοσύνη μέχρι

τῆς ἡμέρας ἐκείνης καὶ ὅτε εἰς ἡλικίαν ἐπῆλθεν ἔλαβεν αὐτῷ γυναῖκα καὶ

ἔτεκεν αὐτῷ παιδίον

2 καὶ ὅτε ἐγεννήθη τὸ παιδίον ἦν τὸ σῶμα λευκότερον χιόνος καὶ

πυρρότερον ῥόδου τὸ τρίχωμα πᾶν λευκὸν καὶ ὡς ἔρια λευκὰ καὶ οὖλον

καὶ ἔνδοξον καὶ ὅτε ἀνέῳξεν τοὺς ὀφθαλμούς ἔλαμψεν ἡ οἰκία ὡσεὶ

ἥλιος

3 καὶ ἀνέστη ἐκ τῶν χειρῶν τῆς μαίας καὶ ἀνέῳξεν τὸ στόμα καὶ

εὐλόγησεν τῷ κυρίῳmiddot

4 καὶ ἐφοβήθη Λάμεχ ἀπrsquo αὐτοῦ καὶ ἔφυγεν καὶ ἦλθεν πρὸς Μαθουσάλεκ

τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ

5 τέκνον ἐγεννήθη μου ἀλλοῖον οὐχ ὅμοιον τοῖς ἀνθρώποις ἀλλὰ τοῖς

τέκνοις τῶν ἀγγέλων τοῦ οὐρανοῦ καὶ ὁ τύπος ἀλλοιότερος οὐχ ὅμοιος

ἡμῖνmiddot τὰ ὄμματά ἐστιν ὡς ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου καὶ ἔνδοξον τὸ πρόσωπονmiddot

6 καὶ ὑπολαμβάνω ὅτι οὐκ ἔστιν ἐξ ἐμοῦ ἀλλὰ ἐξ ἀγγέλου καὶ

εὐλαβοῦμαι αὐτὸν μήποτέ τι ἔσται ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ ἐν τῇ γῇ

7 καὶ παραιτοῦμαι π[άτερ καὶ] δέομαι βάδισον πρὸς Ἑνὼ[χ τὸν πατέρα

ἡμῶν καὶ ἐρώτησον] Two lines are lost

8 [ἦλθ]εν πρὸς ἐμὲ εἰς τὰ τέρματα τῆς γῆς οὗ [εἶδ]εν τότε εἶναι με καὶ

εἶπέν μοι πάτερ [μου] ἐπάκουσον τῆς φωνῆς μου καὶ ἧκε [πρὸς] ἐμέ καὶ

ἤκουσα τὴν φωνὴν αὐτοῦ καὶ ἦλθον πρὸς αὐτὸν καὶ εἶπα ἰδοὺ πάρειμι

τέκνονmiddot διὰ τί ἐλήλυθας πρὸς ἐμέ τέκνον

9 καὶ ἀπεκρίθη λέγων διrsquo ἀνάγκην μεγάλην ἦλθον ὧδε πάτερmiddot

10 καὶ νῦν ἐγεννήθη τέκνον Λάμεχ τῷ υἱῷ μου καὶ ὁ τύπος αὐτοῦ καὶ ἡ

εἰκὼν αὐτοῦ laquoοὐχ ὅμοιος ἀνθρώποις καὶ τὸ χρῶμα αὐτοῦraquo λευκότερον

χιόνος καὶ πυρρότερον ῥόδου καὶ τὸ τρίχωμα τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ

λευκότερον ἐρίων λευκῶν καὶ τὰ ὄμματα αὐτοῦ ἀφόμοια ταῖς τοῦ ἡλίου

ἀκτῖσιν

11 καὶ ἀνέστη ἀπὸ τῶν τῆς μαίας χειρῶν καὶ ἀνοίξας τὸ στόμα εὐλόγησεν

τὸν κύριον τοῦ αἰῶνοςmiddot

34

12 καὶ ἐφοβήθη ὁ υἱός μου Λάμεχ καὶ ἔφυγεν πρὸς ἐμέ καὶ οὐ πιστεύει ὅτι

υἱὸς αὐτοῦ ἐστιν ἀλλὰ ὅτι ἐξ ἀγγέλων one or two lines omitted τὴν

ἀκρίβειαν ἣν ἔχεις () καὶ τὴν ἀλήθειαν

13 τότε ἀπεκρίθην λέγων ἀνακαινίσει ὁ κύριος πρόσταγμα ἐπὶ τῆς γῆς

καὶ τὸν αὐτὸν τρόπον τέκνον τεθέαμαι καὶ ἐσήμανά σοιmiddot ἐν γὰρ τῇ γενεᾷ

Ἰάρεδ τοῦ πατρός μου παρέβησαν τὸν λόγον κυρίου ἀπὸ τῆς διαθήκης τοῦ

οὐρανοῦ

14 καὶ ἰδοὺ ἁμαρτάνουσιν καὶ παραβαίνουσιν τὸ ἔθος καὶ μετὰ γυναικῶν

συγγίνονται καὶ μετrsquo αὐτῶν ἁμαρτάνουσιν καὶ ἔγημαν ἐξ αὐτῶν

[καὶ τίκτουσιν οὐχ ὁμοίους πνεύμασιν ἀλλὰ σαρκίνους]middot

15 καὶ ἔσται ὀργὴ μεγάλη ἐπὶ τῆς γῆς καὶ κατακλυσμός καὶ ἔσται

ἀπώλεια μεγάλη ἐπὶ ἐνιαυτὸν ἕναmiddot

16 καὶ τόδε τὸ παιδίον τὸ γεννηθὲν καταλειφθήσεται καὶ τρία αὐτοῦ

τέκνα σωθήσεται ἀποθανόντων τῶν ἐπὶ τῆς γῆςmiddot

17b καὶ πραϋνεῖ τὴν γῆν ἀπὸ τῆς οὔσης ἐν αὐτῇ φθορᾶς

18 καὶ νῦν λέγε Λάμεχ ὅτι τέκνον σού ἐστιν δικαίως καὶ ὁσίως [καὶ]

κάλεσον αὐτοῦ τὸ ὄνομα [Νῶε]middot αὐτὸς γὰρ ἔσται ὑμῶν κατάλειμμα ἐφrsquo οὗ

ἂν καταπαύσητε καὶ laquoοἱraquo υἱοὶ αὐτοῦ ἀπὸ τῆς φθορᾶς τῆς γῆς καὶ ἀπὸ

πάντων τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ ἀπὸ πασῶν τῶν συντελειῶν ἐπὶ τῆς γῆς

Four lines are lost

19 ὑπέδειξέν μοι καὶ ἐμήνυσεν καὶ ἐν ταῖς πλαξὶν τοῦ οὐρανοῦ ἀνέγνων

αὐτά

CVII

1 τότε τεθέαμαι τὰ ἐγγεγραμμένα ἐπrsquo αὐτῶν ὅτι γενεὰ γενεᾶς κακ[ίων

ἔσται] καὶ εἶδον τόδε μέχρις τοῦ ἀνας[τῆναι] γενεὰν δικαιοσύνης καὶ ἡ

κακία ἀπολεῖται καὶ ἡ ἁμαρτία ἀλλάξει ἀπὸ τῆς γῆς καὶ τὰ ἀγαθὰ ἥξει ἐπὶ

τῆς γῆς ἐπrsquo αὐτούς

2 καὶ νῦν ἀπότρεχε τέκνον καὶ σήμανον Λάμεχ τῷ υἱῷ σου ὅτι τὸ παιδίον

τοῦτο τὸ γεννηθὲν τέκνον αὐτοῦ ἐστιν δικαίως καὶ οὐ ψευδῶς

3 καὶ ὅτε ἤκουσεν Μαθουσάλεκ τοὺς λόγους Ἑνὼχ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ

μυστηριακῶς γὰρ ἐδήλωσεν αὐτῷ [ἐπέστρεψεν καὶ ἐδήλωσεν αὐτῷ] καὶ

ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτοῦ Νῶε εὐφραίνων τὴν γῆν ἀπὸ τῆς ἀπωλείας

Liber Enoch

Apocalypsis Henochi Graece

(recensio ap Syncellum)

(ed M Black)

Pseudepigrapha veteris testamenti Graece 3

Leiden Brill 1970 pp 21ndash26 29ndash30 32ndash33 37

VI

ἐκ τοῦ πρώτου βιβλίου Ἐνὼχ περὶ τῶν ἐγρηγόρων

1 καὶ ἐγένετο ὅτε ἐπληθύνθησαν οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων ἐγεννήθησαν

αὐτοῖς θυγατέρες ὡραῖαι

2 καὶ ἐπεθύμησαν αὐτὰς οἱ ἐγρήγοροι καὶ ἀπεπλανήθησαν ὀπίσω αὐτῶν

καὶ εἶπον πρὸς ἀλλήλους ἐκλεξώμεθα ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ τῶν

θυγατέρων τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς

3 καὶ εἶπε Σεμιαζᾶς ὁ ἄρχων αὐτῶν πρὸς αὐτούς φοβοῦμαι μὴ οὐ

θελήσητε (Go θελήσετε) ποιῆσαι τὸ πρᾶγμα τοῦτο καὶ ἔσομαι ἐγὼ μόνος

ὀφειλέτης ἁμαρτίας μεγάλης

4 καὶ ἀπεκρίθησαν αὐτῷ πάντες καὶ εἶπον ὀμόσωμεν ἅπαντες ὅρκῳ καὶ

ἀναθεματίσωμεν ἀλλήλους τοῦ μὴ ἀποστρέψαι τὴν γνώμην ταύτην

35

μέχρις οὗ ἀποτελέσωμεν αὐτήν

5 τότε πάντες ὤμοσαν ὁμοῦ καὶ ἀνεθεμάτισαν ἀλλήλους

6 ἦσαν δὲ οὗτοι διακόσιοι οἱ καταβάντες ἐν ταῖς ἡμέραις Ἰάρεδ εἰς τὴν

κορυφὴν τοῦ Ἑρμονιεὶμ (Go κορυφὴν Ἑρμὼν) ὄρους καὶ ἐκάλεσαν τὸ ὄρος

Ἑρμώμ καθότι ὤμοσαν (Go ομοσαν) καὶ ἀνεθεμάτισαν ἀλλήλους ἐν αὐτῷ

7 καὶ ταῦτα τὰ ὀνόματα τῶν ἀρχόντων αὐτῶν αacute Σεμιαζᾶς ὁ ἄρχων

αὐτῶν βacute Ἀταρκούφ γacute Ἀρακιήλ δacute Χωβαβιήλ εacute Ὀραμμαμή Ϛacute Ῥαμιήλ ζacute

Σαμψίχ ηacute Ζακιήλ θacute Βαλκιήλ ιacute Ἀζαλζήλ ιαacute Φαρμαρός ιβacute Ἀμαριήλ ιγacute

Ἀναγημάς ιδacute Θαυσαήλ ιεacute Σαμιήλ ιϚacute Σαρινᾶς ιζacute Εὐμιήλ (Par gr 1711 ὁ

Εὐμιήλ) ιηacute Τυριήλ ιθacute Ἰουμιήλ κacute Σαριήλ

VII

1 Οὗτοι καὶ οἱ λοιποὶ πάντες ἐν τῷ χιλιοστῷ ἑκατοστῷ ἑβδομηκοστῷ ἔτει

τοῦ κόσμου ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας καὶ ἤρξαντο μιαίνεσθαι ἐν αὐταῖς

ἕως τοῦ κατακλυσμοῦ καὶ ἔτεκον αὐτοῖς γένη τρίαmiddot πρῶτον γίγαντας

μεγάλους

2 οἱ δὲ γίγαντες ἐτέκνωσαν Ναφηλείμ καὶ τοῖς Ναφηλεὶμ ἐγεννήθησαν

Ἐλιούδ καὶ ἦσαν αὐξανόμενοι κατὰ τὴν μεγαλειότητα αὐτῶν καὶ

ἐδίδαξαν ἑαυτοὺς καὶ τὰς γυναῖκας ἑαυτῶν φαρμακείας καὶ ἐπαοιδίας

VIII

1 Πρῶτος Ἀζαὴλ ὁ δέκατος τῶν ἀρχόντων ἐδίδαξε ποιεῖν μαχαίρας καὶ

θώρακας καὶ πᾶν σκεῦος πολεμικόν καὶ τὰ μέταλλα τῆς γῆς καὶ τὸ

χρυσίον πῶς ἐργάσωνται καὶ ποιήσωσιν αὐτὰ κόσμια ταῖς γυναιξί καὶ τὸν

ἄργυρον ἔδειξε δὲ αὐτοῖς καὶ τὸ στίλβειν καὶ τὸ καλλωπίζειν καὶ τοὺς

ἐκλεκτοὺς λίθους καὶ τὰ βαφικάmiddot καὶ ἐποίησαν ἑαυτοῖς οἱ υἱοὶ τῶν

ἀνθρώπων καὶ ταῖς θυγατράσιν αὐτῶν καὶ παρέβησαν καὶ ἐπλάνησαν

τοὺς ἁγίους

2 καὶ ἐγένετο ἀσέβεια πολλὴ ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἠφάνισαν τὰς ὁδοὺς αὐτῶν

3 ἔτι δὲ καὶ ὁ πρώταρχος αὐτῶν Σεμιαζᾶς ἐδίδαξεν εἶναι ὀργὰς κατὰ τοῦ

νοός καὶ ῥίζας βοτανῶν τῆς γῆς ὁ δὲ ἑνδέκατος Φαρμαρὸς ἐδίδαξε

φαρμακείας ἐπαοιδίας σοφίας καὶ ἐπαοιδῶν λυτήριαmiddot ὁ ἔνατος ἐδίδαξεν

ἀστροσκοπίανmiddot ὁ δὲ τέταρτος ἐδίδαξεν ἀστρολογίανmiddot ὁ δὲ ὄγδοος ἐδίδαξεν

ἀεροσκοπίανmiddot ὁ δὲ τρίτος ἐδίδαξε τὰ σημεῖα τῆς γῆςmiddot ὁ δὲ ἕβδομος ἐδίδαξε

τὰ σημεῖα τοῦ ἡλίουmiddot ὁ δὲ εἰκοστὸς ἐδίδαξε τὰ σημεῖα τῆς σελήνηςmiddot πάντες

οὗτοι ἤρξαντο ἀνακαλύπτειν τὰ μυστήρια ταῖς γυναιξὶν αὐτῶν καὶ τοῖς

τέκνοις αὐτῶν μετὰ δὲ ταῦτα ἤρξαντο οἱ γίγαντες κατεσθίειν τὰς σάρκας

τῶν ἀνθρώπων

4 καὶ ἤρξαντο οἱ ἄνθρωποι ἐλαττοῦσθαι ἐπὶ τῆς γῆς

VIII col I

4 οἱ δὲ λοιποὶ ἐβόησαν εἰς τὸν οὐρανὸν περὶ τῆς κακώσεως αὐτῶν

λέγοντες εἰσενεχθῆναι τὸ μνημόσυνον αὐτῶν ἐνώπιον κυρίου

VIII col II

4 Τότε ἐβόησαν οἱ ἄνθρωποι εἰς τὸν οὐρανὸν λέγοντες Εἰσαγάγετε τὴν

κρίσιν ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον καὶ τὴν ἀπώλειαν ἡμῶν ἐνώπιον τῆς δόξης

τῆς μεγάλης ἐνώπιον τοῦ κυρίου τῶν κυρίων πάντων τῇ μεγαλωσύνῃ

IX col I

1 Καὶ ἀκούσαντες οἱ τέσσαρες μεγάλοι ἀρχάγγελοι Μιχαὴλ καὶ Οὐριὴλ

καὶ Ῥαφαὴλ καὶ Γαβριὴλ (καὶ Par gr 1711) παρέκυψαν ἐπὶ τὴν γῆν ἐκ τῶν

ἁγίων τοῦ οὐρανοῦ

2 καὶ θεασάμενοι αἷμα πολὺ ἐκκεχυμένον ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πᾶσαν ἀσέβειαν

καὶ ἀνομίαν γενομένην ἐπrsquo αὐτῆς

36

3 εἰσελθόντες εἶπον πρὸς ἀλλήλους ὅτι Τὰ πνεύματα καὶ αἱ ψυχαὶ τῶν

ἀνθρώπων στενάζουσιν ἐντυγχάνοντα καὶ λέγοντα ὅτι Εἰσαγάγετε τὴν

κρίσιν ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον καὶ τὴν ἀπώλειαν ἡμῶν ἐνώπιον τῆς δόξης

τῆς μεγαλωσύνης ἐνώπιον τοῦ κυρίου τῶν κυρίων πάντων τῇ

μεγαλωσύνῃ

4 καὶ εἶπον τῷ κυρίῳ τῶν αἰώνων Σὺ εἶ ὁ θεὸς τῶν θεῶν καὶ κύριος τῶν

κυρίων καὶ ὁ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ θεὸς τῶν αἰώνων καὶ ὁ

θρόνος τῆς δόξης σου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν αἰώνων καὶ τὸ ὄνομά σου

ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

IX col II

1 Καὶ ἀκούσαντες οἱ τέσσαρες μεγάλοι ἀρχάγγελοι Μιχαὴλ καὶ Οὐριὴλ

καὶ Ῥαφαὴλ καὶ Γαβριὴλ παρέκυψαν (= οἱ ltδgt Par gr 1711) ἐπὶ τὴν γῆν ἐκ

τῶν ἁγίων τοῦ οὐρανοῦ

2 καὶ θεασάμενοι αἷμα πολὺ ἐκκεχυμένον ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πᾶσαν ἀνομίαν

καὶ ἀσέβειαν γινομένην ἐπrsquo αὐτῆς

3 εἰσελθόντες εἶπον πρὸς ἀλλήλους ὅτι Τὰ πνεύματα καὶ αἱ ψυχαὶ τῶν

ἀνθρώπων ἐντυγχάνουσι στενάζοντα καὶ λέγοντα Εἰσαγάγετε τὴν δέησιν

ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον

4 καὶ προσελθόντες οἱ τέσσαρες ἀρχάγγελοι εἶπον τῷ κυρίῳ Σὺ εἶ ὁ θεὸς

τῶν θεῶν καὶ κύριος τῶν κυρίων καὶ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ θεὸς

τῶν ἀνθρώπων καὶ ὁ θρόνος τῆς δόξης σου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν

αἰώνων καὶ τὸ ὄνομά σου ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

καὶ τὸ ὄνομά σου ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

IX

4 add post αἰῶνας καὶ τὰ ἑξῆς τότε ὁ ὕψιστος ἐκέλευσε τοῖς ἁγίοις

ἀρχαγγέλοις καὶ ἔδησαν τοὺς ἐξάρχους αὐτῶν καὶ ἔβαλον (ἔβαλλον Par

gr 1711) αὐτοὺς εἰς τὴν ἄβυσσον ἕως τῆς κρίσεως καὶ τὰ ἑξῆς καὶ ταῦτα

μὲν ὁ Ἐνὼχ μαρτυρεῖ

5 σὺ γὰρ εἶ ὁ ποιήσας τὰ πάντα καὶ πάντων τὴν ἐξουσίαν ἔχων καὶ πάντα

ἐνώπιόν σου φανερὰ καὶ ἀκάλυπταmiddot καὶ πάντα ὁρᾷς καὶ οὐκ ἔστιν ὃ

κρυβῆναί σε δύναται

6 ὁρᾷς ὅσα ἐποίησεν Ἀζαὴλ καὶ (om Par gr 1711) ὅσα εἰσήνεγκεν (add

καὶ Par gr 1711) ὅσα ἐδίδαξεν ἀδικίας καὶ ἁμαρτίας ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πάντα

δόλον ἐπὶ τῆς ξηρᾶς ἐδίδαξε γὰρ τὰ μυστήρια καὶ ἀπεκάλυψε τῷ αἰῶνι τὰ

ἐν οὐρανῷ ἐπιτηδεύουσιν δὲ τὰ ἐπιτηδεύματα αὐτοῦ εἰδέναι τὰ μυστήρια

οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων

7 τῷ Σεμιαζᾷ τὴν ἐξουσίαν ἔδωκας ἔχειν τῶν σὺν αὐτῷ ἅμα ὄντων

8 καὶ ἐπορεύθησαν πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς καὶ

συνεκοιμήθησαν μετrsquo αὐτῶν καὶ ἐν ταῖς θηλείαις ἐμιάνθησαν καὶ

ἐδήλωσαν αὐταῖς πάσας τὰς ἁμαρτίας καὶ ἐδίδαξαν αὐτὰς μίσητρα

(μίσιτρα Par gr 1711) ποιεῖν

9 καὶ νῦν ἰδοὺ αἱ θυγατέρες τῶν ἀνθρώπων ἔτεκον ἐξ αὐτῶν υἱοὺς

γίγανταςmiddot κίβδηλα ἐπὶ τῆς (om Go) γῆς τῶν ἀνθρώπων ἐκκέχυται καὶ ὅλη

ἡ γῆ ἐπλήσθη ἀδικίας

10 καὶ νῦν ἰδοὺ τὰ πνεύματα τῶν ψυχῶν τῶν ἀποθανόντων ἀνθρώπων

ἐντυγχάνουσιν καὶ μέχρι τῶν πυλῶν τοῦ οὐρανοῦ ἀνέβη ὁ στεναγμὸς

αὐτῶν καὶ οὐ δύναται ἐξελθεῖν ἀπὸ προσώπου τῶν ἐπὶ τῆς γῆς γινομένων

ἀδικημάτων

11 καὶ σὺ αὐτὰ οἶδας πρὸ τῶν (τοῦ recte Par gr 1711) αὐτὰ γενέσθαι καὶ

ὁρᾷς αὐτοὺς καὶ ἐᾷς αὐτούς καὶ οὐδὲν λέγεις τί δεῖ ποιῆσαι αὐτοὺς (om

37

Go) περὶ τούτου

X

1 Τότε ὁ ὕψιστος εἶπε καὶ ὁ ἅγιος ὁ μέγας ἐλάλησε καὶ ἔπεμψε τὸν Οὐριὴλ

πρὸς τὸν υἱὸν (Go τοῦ) Λάμεχ λέγων

2 Πορεύου πρὸς τὸν Νῶε καὶ εἶπον αὐτῷ τῷ ἐμῷ ὀνόματι Κρύψον σεαυτόν

καὶ δήλωσον αὐτῷ τέλος ἐπερχόμενον ὅτι ἡ γῆ ἀπόλλυται πᾶσαmiddot καὶ εἶπον

αὐτῷ ὅτι κατακλυσμὸς μέλλει γίνεσθαι πάσης τῆς γῆς ἀπολέσαι πάντα

ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς

3 δίδαξον τὸν δίκαιον τί ποιήσει τὸν υἱὸν Λάμεχ καὶ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ εἰς

ζωὴν συντηρήσει καὶ ἐκφεύξεται διrsquo αἰῶνος καὶ ἐξ αὐτοῦ φυτευθήσεται

φύτευμα καὶ σταθήσεται πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

4 Καὶ τῷ Ῥαφαὴλ εἶπε Πορεύου Ῥαφαήλ καὶ δῆσον τὸν Ἀζαήλmiddot χερσὶ καὶ

ποσὶ συμπόδισον αὐτόν καὶ ἔμβαλε αὐτὸν εἰς τὸ σκότος καὶ ἄνοιξον τὴν

ἔρημον τὴν οὖσαν ἐν τῇ ἐρήμῳ Δουδαήλ καὶ ἐκεῖ πορευθεὶς βάλε αὐτόν

5 καὶ ὑπόθες αὐτῷ λίθους ὀξεῖς καὶ (om Go) λίθους τραχεῖς καὶ

ἐπικάλυψον αὐτῷ σκότος καὶ οἰκησάτω ἐκεῖ εἰς τὸν αἰῶνα καὶ τὴν ὄψιν

αὐτοῦ πώμασον καὶ φῶς μὴ θεωρείτωmiddot

6 καὶ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως ἀπαχθήσεται εἰς τὸν ἐμπυρισμὸν τοῦ

πυρός

7 καὶ ἴασαι τὴν γῆν ἣν ἠφάνισαν οἱ ἐγρήγοροι καὶ τὴν ἴασιν τῆς πληγῆς

δήλωσον ἵνα ἰάσωνται τὴν πληγὴν καὶ μὴ ἀπόλωνται πάντες οἱ υἱοὶ τῶν

ἀνθρώπων ἐν τῷ μυστηρίῳ ὃ εἶπον οἱ ἐγρήγοροι καὶ ἐδίδαξαν τοὺς υἱοὺς

τῶν ἀνθρώπων

8 καὶ ἠρημώθη πᾶσα ἡ γῆ ἐν τοῖς ἔργοις τῆς διδασκαλίας Ἀζαήλmiddot καὶ ἐπrsquo

αὐτῇ γράψον πάσας τὰς ἁμαρτίας

9 Καὶ τῷ Γαβριὴλ εἶπε Πορεύου Γαβριήλ ἐπὶ τοὺς γίγαντας ἐπὶ τοὺς

κιβδήλους ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς πορνείας καὶ ἀπόλεσαν τοὺς υἱοὺς τῶν

ἐγρηγόρων ἀπὸ τῶν υἱῶν τῶν ἀνθρώπωνmiddot πέμψον αὐτοὺς εἰς ἀλλήλους ἐξ

αὐτῶν εἰς αὐτούς ἐν πολέμῳ καὶ ἐν ἀπωλείᾳ καὶ μακρότης ἡμερῶν οὐκ

ἔσται αὐτοῖς

10 καὶ πᾶσα ἐρώτησις οὐκ ἔστι τοῖς πατράσιν αὐτῶν ὅτι ἐλπίζουσι ζῆσαι

ζωὴν αἰώνιον καὶ ὅτι ζήσεται ἕκαστος αὐτῶν ἔτη πεντακόσια

11 καὶ τῷ Μιχαὴλ εἶπε Πορεύου Μιχαήλ δῆσον Σεμιαζᾶν καὶ τοὺς ἄλλους

σὺν αὐτῷ τοὺς συμμιγέντας ταῖς θυγατράσι τῶν ἀνθρώπων τοῦ μιανθῆναι

ἐν αὐταῖς ἐν τῇ ἀκαθαρσίᾳ αὐτῶν

12 καὶ ὅταν κατασφαγῶσιν οἱ υἱοὶ αὐτῶν καὶ ἴδωσι τὴν ἀπώλειαν τῶν

ἀγαπητῶν αὐτῶν δῆσον αὐτοὺς ἐπὶ ἑβδομήκοντα γενεὰς εἰς τὰς νάπας

τῆς γῆς μέχρι ἡμέρας κρίσεως αὐτῶν μέχρι ἡμέρας τελειώσεως τελεσμοῦ

ἕως συντελεσθῇ κρίμα τοῦ αἰῶνος τῶν αἰώνων

13 τότε ἀπενεχθήσονται εἰς τὸ χάος τοῦ πυρὸς καὶ εἰς τὴν βάσανον καὶ εἰς

τὸ δεσμωτήριον τῆς συγκλείσεως τοῦ αἰῶνος

14 καὶ ὃς ἂν κατακρίθῃ καὶ ἀφανισθῇ ἀπὸ τοῦ νῦν μετrsquo αὐτῶν δεθήσεται

(δεηθήσεται recte Par gr 1711) μέχρι τελειώσεως γενεᾶς αὐτῶν

περὶ δὲ τοῦ ὄρους ἐν ᾧ ὤμοσαν καὶ ἀνεθεμέτισαν πρὸς τὸν πλησίον αὐτῶν

ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα οὐ μὴ ἀποστῇ ἀπrsquo αὐτοῦ ψῦχος καὶ χιὼν καὶ πάχνη καὶ

δρόσος οὐ μὴ καταβῇ εἰς αὐτό εἰ μὴ εἰς κατάραν καταβήσεται ἐπrsquo αὐτό

μέχρις ἡμέρας κρίσεως τῆς μεγάλης ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ κατακαυθήσεται

καὶ ταπεινωθήσεται καὶ ἔσται κατακαιόμενον καὶ τηκόμενον ὡς κηρὸς

ἀπὸ πυρός οὕτως κατακαήσεται περὶ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ καὶ νῦν

ἐγὼ λέγω ὑμῖν υἱοῖς ἀνθρώπων Ὀργὴ μεγάλη καθrsquo ὑμῶν laquoκαὶraquo κατὰ τῶν

38

υἱῶν ὑμῶν καὶ οὐ παύσεται ἡ ὀργὴ αὕτη ἀφrsquo ὑμῶν μέχρι καιροῦ σφαγῆς

τῶν υἱῶν ὑμῶν καὶ ἀπολοῦνται οἱ ἀγαπητοὶ ὑμῶν καὶ ἀποθανοῦνται οἱ

ἔντιμοι ὑμῶν ἀπὸ πάσης τῆς γῆς ὅτι πᾶσαι αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς αὐτῶν ἀπὸ

τοῦ νῦν οὐ μὴ ἔσονται πλείω τῶν ἑκατὸν εἴκοσιν ἐτῶν καὶ μὴ δόξητε ἔτι

ζῆσαι ἐπὶ πλείονα ἔτηmiddot οὐ γάρ ἐστιν ἐπrsquo αὐτοῖς πᾶσα ὁδὸς ἐκφεύξεως ἀπὸ

τοῦ νῦν διὰ τὴν ὀργὴν ἣν ὠργίσθη ὑμῖν ὁ βασιλεὺς πάντων τῶν αἰώνωνmiddot

μὴ νομίσητε ὅτι ἐκφεύξεσθε ταῦτα

XV

8 Καὶ νῦν οἱ γίγαντες οἱ γεννηθέντες ἀπὸ πνευμάτων καὶ σαρκὸς

πνεύματα πονηρὰ ἐπὶ τῆς γῆς καλέσουσιν αὐτούς ὅτι ἡ κατοίκησις αὐτῶν

ἔσται ἐπὶ τῆς γῆς

9 πνεύματα πονηρὰ ἔσονται τὰ πνεύματα ἐξεληλυθότα ἀπὸ τοῦ σώματος

τῆς σαρκὸς αὐτῶν διότι ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων ἐγένοντο καὶ ἐκ τῶν ἁγίων

τῶν ἐγρηγόρων ἡ ἀρχὴ τῆς κτίσεως αὐτῶν καὶ ἀρχὴ θεμελίουmiddot πνεύματα

πονηρὰ

10 ἐπὶ τῆς γῆς ἔσονται

11 τὰ πνεύματα τῶν γιγάντων νεμόμενα ἀδικοῦντα ἀφανίζοντα

ἐμπίπτοντα καὶ συμπαλαίοντα καὶ ῥιπτοῦντα ἐπὶ τῆς γῆς καὶ δρόμους

ποιοῦντα καὶ μηδὲν ἐσθίοντα ἀλλrsquo ἀσιτοῦντα καὶ ῥιπτοῦντα καὶ φάσματα

ποιοῦντα καὶ διψῶντα καὶ προσκόπτοντα

12 καὶ ἐξαναστήσονται τὰ πνεύματα ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων καὶ

τῶν γυναικῶν ὅτι ἐξ αὐτῶν ἐξεληλύθασι

XVI

1 Καὶ ἀπὸ ἡμέρας καιροῦ σφαγῆς καὶ ἀπωλείας καὶ θανάτου τῶν

γιγάντων ναφηλείμ οἱ ἰσχυροὶ τῆς γῆς οἱ μεγάλοι ὀνομαστοί τὰ

πνεύματα τὰ ἐκπορευόμενα ἀπὸ τῆς ψυχῆς αὐτῶν ὡς ἐκ τῆς σαρκὸς

ἔσονται ἀφανίζοντα χωρὶς κρίσεωςmiddot οὕτως ἀφανίσουσι μέχρις ἡμέρας τῆς

τελειώσεως ἕως τῆς κρίσεως τῆς μεγάλης ἐν ᾗ (ᾧ Par gr 1711) ὁ αἰὼν ὁ

μέγας τελεσθήσεται

XIX

3 ἀνθρώπων ὡς ἐγὼ εἶδον

XX

2 ὁ εἷς τῶν ἁγίων ὁ ἐπὶ τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ταρτάρου

3 Ῥαφαὴλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων τῶν ἀνθρώπων

4 Ῥαγουήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐκδικῶν τὸν κόσμον τῶν

φωστήρων

5 Μιχαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς ἐπὶ τῶν τοῦ λαοῦ ἀγαθῶν τέτακται

καὶ ἐπὶ τῷ χαῷ

6 Σαριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων οἵτινες ἐπὶ τῷ

πνεύματι ἁμαρτάνουσιν

7 Γαβριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τοῦ παραδείσου καὶ τῶν

δρακόντων καὶ χερουβίν Ῥεμειήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃν ἔταξεν ὁ

θεὸς ἐπὶ τῶν ἀνισταμένων ὀνόματα ζacute ἀρχαγγέλων

XXI

1 Καὶ ἐφώδευσα μέχρι τῆς ἀκατασκευάστου

2 καὶ ἐκεῖ ἐθεασάμην ἔργον φοβερόν ἑώρακα οὔτε οὐρανὸν ἐπάνω οὔτε

γῆν τεθεμελιωμένην ἀλλὰ τόπον ἀκατασκεύαστον καὶ φοβερόν

3 καὶ ἐκεῖ τεθέαμαι ζacute ἀστέρας τοῦ οὐρανοῦ δεδεμένους καὶ ἐριμμένους ἐν

αὐτῷ ὁμοῦ ὁμοίους ὁράσει μεγάλῃ καὶ ἐν πυρὶ καιομένους

4 τότε εἶπον Διὰ ποίαν αἰτίαν ἐπεδέθησαν καὶ διὰ ποίαν αἰτίαν ἐρίφησαν

39

ὧδε

5 καὶ εἶπέν μοι Οὐριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ μετrsquo

ἐμοῦ ὤν - καὶ

αὐτὸς αὐτῶν ἡγεῖτο - καὶ εἶπέν μοι Ἑνώχ περὶ τίνος

ἐρωτᾷς ἢ περὶ τίνος

τὴν ἀλήθειαν φιλοσπευδεῖς

6 οὗτοί εἰσιν τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ οἱ παραβάντες

τὴν ἐπιταγὴν τοῦ

κυρίου καὶ ἐδέθησαν ὧδε μέχρι πληρωθῆναι μύρια ἔτη

τὸν χρόνον τῶν

ἁμαρτημάτων αὐτῶν

7 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον τούτου

φοβερώτερον καὶ τεθέαμαι

ἔργα φοβεράmiddot πῦρ μέγα ἐκεῖ καιόμενον καὶ φλεγόμενον καὶ διακοπὴν

εἶχεν ὁ τόπος ἕως τῆς ἀβύσσου πλήρης στύλων πυρὸς μεγάλων

καταφερομένωνmiddot οὔτε μέτρον οὔτε μέγεθος ἠδυνήθην ἰδεῖν οὔτε εἰκάσαι

8 τότε εἶπον Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος οὗτος καὶ ὡς δεινὸς τῇ ὁράσει

9 τότε ἀπεκρίθη μοι καὶ εἶπεν

Incert

1 παρὰ (Par gr 1711 Go περὶ) δὲ τοῦ ὄρους ἐν ᾧ ὤμοσαν καὶ

ἀνεθεμάτισαν πρὸς τὸν πλησίον αὐτῶν ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα οὐ μὴ ἀποστῇ

ἀπrsquo αὐτοῦ ψῦχος καὶ χιὼν καὶ πάχνη καὶ δρόσος οὐ μὴ καταβῇ εἰς αὐτό εἰ

μὴ εἰς κατάραν καταβήσεται ἐπrsquo (Go εἰς) αὐτό μέχρις ἡμέρας κρίσεως τῆς

μεγάλης

2 ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ κατακαυθήσεται καὶ (Go om) ταπεινωθήσεται καὶ

ἔσται κατακαιόμενον καὶ τηκόμενον ὡς κηρὸς ἀπὸ πυρός οὕτως

κατακαήσεται περὶ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ

3 καὶ νῦν ἐγὼ λέγω ὑμῖν υἱοῖς ἀνθρώπων Ὀργὴ μεγάλη καθrsquo ὑμῶν κατὰ

τῶν υἱῶν ὑμῶνmiddot καὶ οὐ παύσεται ἡ ὀργὴ αὕτη ἀφrsquo ὑμῶν μέχρι καιροῦ

σφαγῆς τῶν υἱῶν ὑμῶν

4 καὶ ἀπολοῦνται οἱ ἀγαπητοὶ ὑμῶν καὶ ἀποθανοῦνται οἱ ἔντιμοι ὑμῶν

ἀπὸ πάσης τῆς γῆς ὅτι πᾶσαι αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς αὐτῶν ἀπὸ τοῦ νῦν οὐ μὴ

ἔσονται πλείω τῶν ἑκατὸν εἴκοσιν ἐτῶν

5 καὶ μὴ δόξητε ἔτι ζῆσαι ἐπὶ πλείονα ἔτηmiddot οὐ γάρ ἐστιν ἐπrsquo αὐτοῖς πᾶσα

ὁδὸς ἐκφεύξεως ἀπὸ τοῦ νῦν διὰ τὴν ὀργὴν ἣν ὠργίσθη ὑμῖν ὁ βασιλεὺς

πάντων τῶν αἰώνωνmiddot μὴ νομίσητε ὅτι ἐκφεύξεσθε ταῦτα

Περί των γιγάντων

καὶ ἦν νωε ἐτῶν πεντακοσίων καὶ ἐγέννησεν νωε τρεῖς υἱούς τὸν σημ τὸν χαμ τὸν

ιαφεθκαὶ ἐγένετο ἡνίκα ἤρξαντο οἱ ἄνθρωποι πολλοὶ γίνεσθαι ἐπὶ τῆς γῆς καὶ θυγατέρες

ἐγενήθησαν αὐτοῖς 2ἰδόντες δὲ οἱ υἱοὶ τοῦ θεοῦ τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων ὅτι καλαί

εἰσιν ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ πασῶν ὧν ἐξελέξαντο 3καὶ εἶπεν κύριος ὁ θεός οὐ

μὴ καταμείνῃ τὸ πνεῦμά μου ἐν τοῖς ἀνθρώποις τούτοις εἰς τὸν αἰῶνα διὰ τὸ εἶναι

αὐτοὺς σάρκας ἔσονται δὲ αἱ ἡμέραι αὐτῶν ἑκατὸν εἴκοσι ἔτη 4οἱ δὲ γίγαντες ἦσαν ἐπὶ

τῆς γῆς ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις καὶ μετ ἐκεῖνο ὡς ἂν εἰσεπορεύοντο οἱ υἱοὶ τοῦ

θεοῦ πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων καὶ ἐγεννῶσαν ἑαυτοῖς ἐκεῖνοι ἦσαν οἱ

γίγαντες οἱ ἀπ αἰῶνος οἱ ἄνθρωποι οἱ ὀνομαστοί

40

Παραθέτουμε ένα επεξηγηματικό κείμενο αναφορικά με τους γίγαντες από την

ιστοσελίδα httpwwwoodegrcom

laquoΕδώ πρόκειται για το θέμα στο οποίο αναφέρθηκε ο Ιησούς Χριστός στο

Ματθαίος κδ΄ 38 για τους προκατακλυσμιαίους ανθρώπους που ΄΄έτρωγαν και

έπιναν και παντρεύονταν΄΄ ώσπου ήρθε ο Κατακλυσμός Επ αυτών υπάρχουν

κάποιες παρατηρήσεις

1η παρατήρηση Το οριστικό άρθρο ΄΄οι΄΄ δείχνει ότι πρόκειται για κάποιους που

ήταν ήδη γνωστοί στους αναγνώστες της Γενέσεως προς τους οποίους απευθύνεται

ο Μωυσής δηλαδή προς τους Ισραηλίτες της εποχής του που λάβαιναν το Νόμο

2η παρατήρηση Το ότι ΄΄εν ταις ημέραις εκείναις ήσαν΄΄ υπονοεί 1 Είτε ότι δεν

υπήρχαν πλέον οι γίγαντες στη ΄΄γη΄΄ όταν γραφόταν η Γένεση δηλαδή κατά το 1500

πΧ 2 είτε ότι υπήρχαν και τότε

3η παρατήρηση Για ποια ΄΄γη΄΄ μιλάει 1 Είτε για τη συγκεκριμένη γη στην οποία

συνέβαιναν τα γεγονότα που αναγράφονται στα γύρω κεφάλαια (τη γη της

Μεσοποταμίας) 2 είτε γενικά για τη γύρω γη στην οποία είχαν επεκταθεί οι γίγαντες

και η φυλή Αδάμ Αυτό όμως δεν έχει σημασία καθώς η αναφορά γίνεται μόνο για

τον καιρό πρό τού Κατακλυσμού Είναι γεγονός όμως ότι στη γη Χαναάν οι

γίγαντες υπήρχαν και μετά από τον Κατακλυσμό

Αυτό φαίνεται στους Αριθμούς 13ιγ΄ 33 ΄΄και εκεί εωράκαμεν τους γίγαντας

(εβραϊκό Νεφιλείμ) και ήμεν ενώπιον αυτών ωσεί ακρίδες αλλά και ούτως ήμεν

ενώπιον αυτών΄΄

Αν αυτό φαίνεται παράξενο σε κάποιους που διδάχτηκαν ότι ο Κατακλυσμός ήταν

παγκόσμιος ας διαβάσουν τη μελέτη μας ΄΄Ήταν ο Κατακλυσμός Παγκόσμιος΄΄

Εκεί θα δουν τις Αγιογραφικές και ιστορικές αποδείξεις ότι επρόκειτο για έναν

τοπικό κατακλυσμό που έπληξε μόνο τη φυλή Αδάμ και μέλη μόνο των γύρω λαών

Επιβίωση από τον Κατακλυσμό

Το ότι οι Νεφιλείμ επεβίωσαν του Κατακλυσμού εξηγείται απλά

Είναι λογικό το ότι η φυλή των γιγάντων Νεφιλείμ δεν έμενε ολόκληρη στην

κοιλάδα της Μεσοποταμίας αλλά κάποιοι απ αυτούς διεσπάρησαν στις γύρω

περιοχές

Η Γένεση στο 7ζ΄ 20 γράφει ότι ο Κατακλυσμός είχε ύψος 15 πήχες (8- 9 μέτρα)

δηλαδή όσο χρειαζόταν για να καλύψει τις ψηλότερες περιοχές της χαμηλής

Μεσοποταμίας Όσοι όμως έμεναν στα ορεινά γύρω από την πληγείσα περιοχή

επεβίωσαν Άλλωστε ο Κατακλυσμός έγινε για τιμωρία της φυλής Αδάμ και όχι των

γύρω λαών όπως φαίνεται στη Γένεση 6ς΄ 5 - 7 όπου η λέξη που χρησιμοποιείται

στο Εβραϊκό κείμενο γι αυτούς με τους οποίους οργίστηκε ο Θεός είναι ΄΄Αδάμ΄΄

Για τους άλλους λαούς η Γένεση στο Εβραϊκό κείμενο χρησιμοποιεί άλλη λέξη

όπως φαίνεται στο Γένεσις 6ς΄ 4 [΄΄οι άνθρωποι (εβραϊκά ΄΄ενός΄΄) οι

ονομαστοί΄΄] και στο Γένεσις 13ιγ΄ 13 [΄΄οι δε άνθρωποι (εβραϊκά ΄΄ενός΄΄) οι εν

Σοδόμοις΄΄]

41

Μια τελευταία παρατήρηση ξεκινάει από το ίδιο εδάφιο της Γένεσης 6ς΄ 4 που λέει

΄΄Οι δε γίγαντες ήσαν επί τής γης εν ταις ημέραις εκείναις και μετ εκείνο ως αν

εισεπορεύοντο οι υιοί τού Θεού προς τας θυγατέρας τών ανθρώπων΄΄

Οι Νεφιλείμ λοιπόν υπήρχαν ακόμη ΄΄και μετά από εκείνο΄΄ το γεγονός που

περιγράφεται δηλαδή και μετά από την αύξηση του πληθυσμού στη

Μεσοποταμία Είναι λάθος να ταυτίζονται κατ ανάγκην οι Νεφιλείμ με τους γιους

των ισχυρών καθώς μια αβίαστη ανάγνωση του κειμένου δεν δείχνει τίποτα τέτοιο

Το μεταβατικό ΄΄δε΄΄ δείχνει ότι γίνεται λόγος για κάποιους άλλους και όχι για

τους γιούς των ισχυρών Οι γιοί των ισχυρών δεν είναι οι Νεφιλείμ αλλά οι ισχυροί

άνδρες της Μεσοποταμίας των άλλων φυλών που ζούσαν κοντά στη φυλή Αδάμ

Ίσως ο σκοπός του χωρίου είναι να δείξει ότι η φυλή των γιγάντων (η οποία

προβλημάτιζε τους Ισραηλίτες τον καιρό που ο Μωυσής έγραφε αυτά τα λόγια) ήταν

μια αρχαία φυλή σύγχρονη της επιμειξίας της φυλής Αδάμ με τους γιούς των

ισχυρών και ότι οι Νεφιλείμ επεβίωσαν ακόμη και μετά από την επιμειξία των

ισχυρών ανδρών της Μεσοποταμίας με τις ΄΄θυγατέρες Αδάμ΄΄ κατά την

προκατακλυσμιαία εποχή

Ίσως ακόμα η αναφορά αυτή να γίνεται για να δείξει ότι ο κατακλυσμός στρεφόταν

ειδικά κατά του λαού Αδάμ και όχι και των γύρω λαών εκ των οποίων

επεβίωσαν και οι Νεφιλείμ

Οι γίγαντες στην εποχή τού Ισραήλ

Σύμφωνα με την Αγία Γραφή η περιοχή στην οποία επεβίωσαν κάποιοι από τη

φυλή των γιγάντων Νεφιλείμ ήταν η Βασάν που ονομάζεται ΄΄γη γιγάντων΄΄

(Δευτερονόμιο γ΄ 13)

Πρόκειται για μία ορεινή περιοχή ανατολικά της Θάλασσας της Γαλιλαίας

κατάλληλη για επιβίωση των λαών της από τον Κατακλυσμό που έπληξε τη

Μεσοποταμία και το λαό Αδάμ (Όπως λέμε ΄΄λαός Ισραήλ΄΄)

Εκεί οι γίγαντες υπήρχαν όχι μόνο μετά από τον Κατακλυσμό αλλά και στις ημέρες

του Αβραάμ όπως φαίνεται στη Γένεση 14ιδ΄ 5 όπου λέει για τον Χοδολλογομόρ

και τους συμμάχους του ότι ΄΄κατέκοψαν τους γίγαντας τους εν Ασταρώθ

Καρναιν΄΄ στη Βασσάν

Και οι κατάσκοποι όμως των ημερών του Μωυσή βρήκαν τους Νεφιλείμ στη

Χαναάν όπως είδαμε στους Αριθμούς 13ιγ΄ 33 όπου μάλιστα ονομάζει τους

γίγαντες ΄΄Νεφιλείμ΄΄ Εκεί έχει μάλιστα και οριστικό άρθρο ΄΄τους Νεφιλείμ΄΄

πράγμα που δείχνει ότι δεν επρόκειτο για παρομοίωση αλλά για το γνωστό λαό

των Νεφιλείμ

Άλλα εδάφια όπως το Δευτερονόμιο 1α΄ 28 αναφερόμενο στο ίδιο γεγονός

ταυτίζει τους Νεφιλείμ με τους Ανακείμ που προφανώς ήταν απόγονοί τους

Με τους Ανακείμ συσχετίζει η Αγία Γραφή όλες τις φυλές γιγάντων που ζούσαν γύρω

από τη Θάλασσα της Γαλιλαίας όπως ήταν οι Ραφαείμ οι Εμμαίοι και οι

42

Ζουμζουμείμ τους οποίους εξολώθρευσαν οι απόγονοι του Λωτ (Δευτερονόμιο 2β΄

10112021)

Οι Ραφαείμ ήταν απόγονοι των Γιγάντων που επεβίωσαν από τον Κατακλυσμό και

δεν ήταν απόγονοι του Νώε καθώς δεν αναφέρονται στη Γένεση 10ι΄ όπου

αναφέρονται οι λαοί που κατάγονται από το Νώε Η σκέψη ότι ίσως να μην

αναφέρονται επειδή είναι πολύ νεώτεροι λαοί δεν ευσταθεί επειδή αναφέρονται στη

Γένεσις 14ιδ΄ 5 σαν λαός από την εποχή του Αβραάμ ακόμα και συνεπώς είναι

αρχαιότεροι λαοί από αυτούς που αναφέρονται ως απόγονοι του Νώε

Μετά από την εγκατάσταση των Ισραηλιτών στη Γη της Επαγγελίας οι υψηλόσωμες

αυτές φυλές εξολωθρεύτηκαν και δεν έμειναν Ανακείμ στο Ισραήλ Μόνο στη Γάζα

στη Γαθ και στην Άζωτο έμειναν αναμεμειγμένοι με τους Φιλισταίους (Ιησούς

Ναυή 11ια΄ 21 22)

Ένας απ αυτούς ήταν και ο Γολιάθ από τη Γαθ που σκοτώθηκε από τον Δαυίδ (Α΄

Σαμουήλ ιζ΄ 4 ΄΄Εξήλθεν Γολιάθ εκ της Γαθ΄΄)

Τον καιρό του Δαυίδ σκοτώθηκαν οι τελευταίοι γίγαντεςraquo1

1 httpwwwoodegrcomoodegenesiskatak1htm

43

Page 2: Η δημιουργία του κόσμου

2

Η πρώτη ημέρα δημιουργίας

Στο πρώτο κεφάλαιο της Γενέσεως στην Παλαιά

Διαθήκη διαβάζουμε για τη δημιουργία του κόσμου

Στην αρχή ο Θεός ποίησε τον Ουρανό και τη γη

Ο Απόστολος Παύλος αναφέρει πως ανέβηκε μέχρι τον

τρίτο ουρανό πράγμα που σημαίνει πως ο ουρανός έχει

πολλά επίπεδα τα οποία βέβαια εμείς δεν βλέπουμε και

δεν αντιλαμβανόμαστε

Ο ουρανός είναι ο τόπος όλων των ορατών και αοράτων

δημιουργημάτων Είναι το σπίτι των αγγέλων Οι άγγελοι

κατά τους πατέρες της εκκλησίας δημιουργήθηκαν από

τον Θεό πριν τον ουρανό και τη γη και έχουν έναν σκοπό

τη δοξολογία του Θεού (Οι άγγελοι) είναι δεύτερα νοερά φώτα τα οποία δέχονται

το φωτισμό από το πρώτο και άναρχο φως δεν έχουν γλώσσα και ακοή αλλά

μεταδίδουν μεταξύ τους τις σκέψεις και τις αποφάσεις τους χωρίς προφορικό λόγο Ο

Λόγος δημιούργησε όλους τους αγγέλους με το Άγιο Πνεύμα με τον αγιασμό του

τους τελειοποίησε μετέχουν στο φωτισμό και τη χάρη αναλογικά με την αξία και το

τάγμα τους Ο χώρος τους περιορίζει διότι όταν είναι στον ουρανό δεν βρίσκονται

στη γη κι όταν ο Θεός τους αποστέλλει στη γη δεν παραμένουν στον ουρανό

Βέβαια τα τείχη οι πόρτες οι κλειδαριές και τα λουκέτα δεν τους περιορίζουν διότι

είναι ακαθόριστοι

Τη γη Ο Θεός τη δημιούργησε από το μηδέν την πρώτη ημέρα της

δημιουργίας Διότι (η Γραφή) λέει laquoο Θεός δημιούργησε στην αρχή τον

ουρανό και τη γηraquo Η γη βέβαια στην αρχή δεν είχε την τωρινή της μορφή

Επικρατούσε παντού σκοτάδι και η μορφή της ήταν laquoακατασκεύαστηraquo Έτσι ο Θεός

έδωσε εντολή να γίνει φως Στην αρχή λοιπόν την πρώτη ημέρα δημιούργησε ο

Θεός το φως σαν στολίδι και κόσμημα όλου του ορατού κόσμου Διότι αν

αφαιρέσεις το φως όλα μένουν μέσα στο σκοτάδι άγνωστα επειδή δεν μπορούν να

φανερώσουν την ομορφιά τους laquoΚαι ονόμασε ο Θεός το φως ημέρα ενώ το σκοτάδι

νύχταraquo Και το σκοτάδι δεν είναι κάποια ύπαρξη αλλά κάποιο συμβάν είναι απουσία

του φωτός Μη φανταστεί όμως κανείς πως το φως αυτό προέρχονταν από τον ήλιο

Όχι Ο ήλιος και τα αστέρια δημιουργήθηκαν από τον Θεό πολύ αργότερα δηλαδή

την Τέταρτη ημέρα της δημιουργίας Η επιστήμη άλλωστε μας λέει πως ο ήλιος που

βλέπουμε εμείς κάθε μέρα στον ουρανό δεν είναι ο μοναδικός που υπάρχει στο

σύμπαν Μόνο στο δικό μας γαλαξία υπάρχουν 200 περίπου δισεκατομμύρια ήλιοι

Το σύμπαν όμως έχει πολλούς γαλαξίες Υπάρχουν λοιπόν στο σύμπαν αμέτρητοι

ήλιοι και μερικοί από αυτούς είναι ένα εκατομμύριο φορές μεγαλύτεροι από το δικό

μας

Ο Μ Βασίλειος εις την Εξαήμερον μας εξηγεί ότι δεν υπάρχει αντίθεση ή

περιτολογία της 1ης από την 4η ημέρα της δημιουργίας κατά την τέταρτη ημέρα

3

αναδεικνύεται το υλικό αίτιο του χωρισμού της ημέρας από της νυκτός ο ήλιος κατά

δε την πρώτη ημέρα το απώτερον αίτιον τούτου ο Θεός

Με τη δημιουργία λοιπόν του ουρανού της γης και του φωτός ολοκληρώθηκε η

πρώτη μέρα της δημιουργίας καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωί ἡμέρα μία

ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν 2ἡ δὲ γῆ ἦν ἀόρατος καὶ

ἀκατασκεύαστος καὶ σκότος ἐπάνω τῆς ἀβύσσου καὶ πνεῦμα θεοῦ ἐπεφέρετο ἐπάνω τοῦ

ὕδατος 3καὶ εἶπεν ὁ θεός γενηθήτω φῶς καὶ ἐγένετο φῶς 4καὶ εἶδεν ὁ θεὸς τὸ φῶς ὅτι

καλόν καὶ διεχώρισεν ὁ θεὸς ἀνὰ μέσον τοῦ φωτὸς καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σκότους 5καὶ

ἐκάλεσεν ὁ θεὸς τὸ φῶς ἡμέραν καὶ τὸ σκότος ἐκάλεσεν νύκτα καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ

ἐγένετο πρωί ἡμέρα μία

Η δεύτερη και η τρίτη ημέρα της

δημιουργίας

laquoΣτην αρχή το νερό κυριαρχούσε σrsquo όλη την επιφάνεια της γης Και ο Θεός

δημιούργησε πρώτα το στερέωμα που χωρίζει το νερό

που είναι πάνω από το στερέωμα από το νερό που είναι

κάτω από το στερέωμα διότι με την εντολή του

Δεσπότου Θεού δημιουργήθηκε το στερέωμα στο μέσον

της αβύσσου

των νερών Και γιrsquo αυτό είπε ο Θεός να γίνει το

στερέωμα και έγινε Για ποιό λόγο όμως ο Θεός

τοποθέτησε νερό πάνω από το στερέωμα Λόγω της

υπερβολικής θερμότητος του ήλιου και του αιθέρα

καθώς αμέσως μετά το στερέωμα απλώνεται από κάτω

ο αιθέρας Αλλά και ο ήλιος και η σελήνη και τα άστρα

βρίσκονται στο στερέωμα Κι αν δεν είχε τοποθετηθεί

νερό πάνω απrsquo αυτό το στερέωμα θα είχε ανάψει από θερμότητα

Κατόπιν ο Θεός έδωσε εντολή να συγκεντρωθούν τα νερά σε μία συναγωγή Η

φράση laquoμία συναγωγήraquo δεν σημαίνει ότι αυτά συγκεντρώθηκαν σrsquo ένα τόπο ndashδιότι

λέει στη συνέχεια laquoτα συστήματα των νερών τα ονόμασε θάλασσεςraquondash η φράση

δηλώνει ότι τα νερά συγκεντρώθηκαν όλα μαζί ξεχωριστά από την

ξηρά laquoΤα νερά λοιπόν συγκεντρώθηκαν στις δεξαμενές τους και φάνηκε η ξηράraquo

Έτσι σχηματίστηκαν οι δύο θάλασσες που περιβρέχουν την Αίγυπτο ndashκαθόσον αυτή

βρίσκεται ανάμεσα σε δύο θάλασσεςraquo (Ιωάννης Δαμασκηνός)

Κατόπιν ο Θεός έδωσε εντολή να βλαστήσει η γη και έτσι ολοκληρώθηκε η δεύτερη

και η τρίτη ημέρα της δημιουργίας

Υπάρχει εδώ ένα ερώτημα που προκύπτει πώς υπήρξε φυτική ζωή προ του ηλίου

Δίδονται τρεις απαντήσεις α) Η βιβλική κοσμογονία δεν εκθέτει τα πράγματα κατά

επιστημονικό αλλά κατά δημώδη τρόπο προς θρησκευτικό σκοπό β) Ο Χρυσόστομος

ανατρέχει εις την Θείαν παντοδυναμίαν και γ) κατά την τρίτη ημέρα δημιουργήθηκαν

4

τα σπέρματα του φυτικού βασιλείου τα οποία βραδύτερα αναπτύχθηκαν σύμφωνα με

την άποψη του ιερού Αυγουστίνου

Προτιμητέα η πρώτη γνώμη

6καὶ εἶπεν ὁ θεός γενηθήτω στερέωμα ἐν μέσῳ τοῦ ὕδατος καὶ ἔστω διαχωρίζον ἀνὰ

μέσον ὕδατος καὶ ὕδατος καὶ ἐγένετο οὕτως 7καὶ ἐποίησεν ὁ θεὸς τὸ στερέωμα καὶ

διεχώρισεν ὁ θεὸς ἀνὰ μέσον τοῦ ὕδατος ὃ ἦν ὑποκάτω τοῦ στερεώματος καὶ ἀνὰ

μέσον τοῦ ὕδατος τοῦ ἐπάνω τοῦ στερεώματος 8καὶ ἐκάλεσεν ὁ θεὸς τὸ στερέωμα

οὐρανόν καὶ εἶδεν ὁ θεὸς ὅτι καλόν καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωί ἡμέρα

δευτέρα9καὶ εἶπεν ὁ θεός συναχθήτω τὸ ὕδωρ τὸ ὑποκάτω τοῦ οὐρανοῦ εἰς

συναγωγὴν μίαν καὶ ὀφθήτω ἡ ξηρά καὶ ἐγένετο οὕτως καὶ συνήχθη τὸ ὕδωρ τὸ

ὑποκάτω τοῦ οὐρανοῦ εἰς τὰς συναγωγὰς αὐτῶν καὶ ὤφθη ἡ ξηρά 10καὶ ἐκάλεσεν ὁ

θεὸς τὴν ξηρὰν γῆν καὶ τὰ συστήματα τῶν ὑδάτων ἐκάλεσεν θαλάσσας καὶ εἶδεν ὁ

θεὸς ὅτι καλόν 11καὶ εἶπεν ὁ θεός βλαστησάτω ἡ γῆ βοτάνην χόρτου σπεῖρον σπέρμα

κατὰ γένος καὶ καθ ὁμοιότητα καὶ ξύλον κάρπιμον ποιοῦν καρπόν οὗ τὸ σπέρμα

αὐτοῦ ἐν αὐτῷ κατὰ γένος ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐγένετο οὕτως 12καὶ ἐξήνεγκεν ἡ γῆ

βοτάνην χόρτου σπεῖρον σπέρμα κατὰ γένος καὶ καθ ὁμοιότητα καὶ ξύλον κάρπιμον

ποιοῦν καρπόν οὗ τὸ σπέρμα αὐτοῦ ἐν αὐτῷ κατὰ γένος ἐπὶ τῆς γῆς καὶ εἶδεν ὁ θεὸς

ὅτι καλόν 13καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωί ἡμέρα τρίτη

Η τέταρτη και η πέμπτη ημέρα της

δημιουργίας

Στις τρεις πρώτες ημέρες της δημιουργίας laquoκαθώς το

φως διαχεόταν και συστελλόταν με

θεία εντολή έγινε η ημέρα και η νύχτα Και την τέταρτη

ημέρα ο Θεός δημιούργησε το μεγάλο αστέρι δηλαδή

τον ήλιο για να ορίζει την αρχή και τη διεύθυνση της

ημέρας διότι αυτός συνιστά την ημέρα καθώς ημέρα

έχουμε όταν ο ήλιος είναι πάνω στη γη και διάρκεια

ημέρας είναι η διαδρομή του ήλιου πάνω στη γη από την

ανατολή μέχρι τη δύση του Δημιούργησε ακόμη το

μικρότερο αστέρι δηλαδή τη σελήνη και τα αστέρια

για να ορίζουν την αρχή και τη διεύθυνση της νύχτας

φωτίζοντάς την Νύχτα έχουμε όταν ο ήλιος είναι κάτω

από τη γη και διάρκεια της νύχτας είναι η διαδρομή του

ήλιου κάτω από τη γη από τή δύση έως την ανατολή

του Η σελήνη λοιπόν και τα αστέρια ορίσθηκαν για να φωτίζουν τη νύχτα αυτό δεν

σημαίνει ότι αυτά την ημέρα είναι κάτω από τη γη διότι υπάρχουν και την ημέρα

αστέρια πάνω από τη γη αλλά ο ήλιος με το λαμπρότερο φως του σκεπάζει και τrsquo

αστέρια και τη σελήνη και δεν τα αφήνει να φαίνονται

Σrsquo αυτά τrsquo αστέρια ο Δημιουργός έδωσε το πρωτοδημιούργητο φως του όχι διότι δεν

είχε άλλο φως αλλά για να μην παραμείνει εκείνο το φως άχρηστο Διότι το αστέρι

δεν είναι το ίδιο το φως αλλά δοχείο του φωτόςraquo(Ιωάννης ο Δαμασκηνός)

5

14καὶ εἶπεν ὁ θεός γενηθήτωσαν φωστῆρες ἐν τῷ στερεώματι τοῦ οὐρανοῦ εἰς φαῦσιν

τῆς γῆς τοῦ διαχωρίζειν ἀνὰ μέσον τῆς ἡμέρας καὶ ἀνὰ μέσον τῆς νυκτὸς καὶ ἔστωσαν

εἰς σημεῖα καὶ εἰς καιροὺς καὶ εἰς ἡμέρας καὶ εἰς ἐνιαυτοὺς 15καὶ ἔστωσαν εἰς φαῦσιν

ἐν τῷ στερεώματι τοῦ οὐρανοῦ ὥστε φαίνειν ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐγένετο οὕτως 16καὶ

ἐποίησεν ὁ θεὸς τοὺς δύο φωστῆρας τοὺς μεγάλους τὸν φωστῆρα τὸν μέγαν εἰς ἀρχὰς

τῆς ἡμέρας καὶ τὸν φωστῆρα τὸν ἐλάσσω εἰς ἀρχὰς τῆς νυκτός καὶ τοὺς ἀστέρας 17καὶ

ἔθετο αὐτοὺς ὁ θεὸς ἐν τῷ στερεώματι τοῦ οὐρανοῦ ὥστε φαίνειν ἐπὶ τῆς γῆς 18καὶ

ἄρχειν τῆς ἡμέρας καὶ τῆς νυκτὸς καὶ διαχωρίζειν ἀνὰ μέσον τοῦ φωτὸς καὶ ἀνὰ μέσον

τοῦ σκότους καὶ εἶδεν ὁ θεὸς ὅτι καλόν 19καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωί ἡμέρα

Τετάρτη

Την Πέμπτη ημέρα της δημιουργίας ο Θεός δημιούργησε τα ψάρια τα πουλιά και τα

ζώα της ξηράς δείχνοντας με αυτό τον τρόπο πως αυτά είαι μεν ανώτερα από τα φυτά

αλλά κατώτερα από τον άνθρωπο που πλάσθηκε την έκτη ημέρα

20καὶ εἶπεν ὁ θεός ἐξαγαγέτω τὰ ὕδατα ἑρπετὰ ψυχῶν ζωσῶν καὶ πετεινὰ πετόμενα ἐπὶ

τῆς γῆς κατὰ τὸ στερέωμα τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἐγένετο οὕτως 21καὶ ἐποίησεν ὁ θεὸς τὰ

κήτη τὰ μεγάλα καὶ πᾶσαν ψυχὴν ζῴων ἑρπετῶν ἃ ἐξήγαγεν τὰ ὕδατα κατὰ γένη αὐτῶν

καὶ πᾶν πετεινὸν πτερωτὸν κατὰ γένος καὶ εἶδεν ὁ θεὸς ὅτι καλά 22καὶ ηὐλόγησεν αὐτὰ

ὁ θεὸς λέγων αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε καὶ πληρώσατε τὰ ὕδατα ἐν ταῖς θαλάσσαις

καὶ τὰ πετεινὰ πληθυνέσθωσαν ἐπὶ τῆς γῆς 23καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωί

ἡμέρα Πέμπτη 24καὶ εἶπεν ὁ θεός ἐξαγαγέτω ἡ γῆ ψυχὴν ζῶσαν κατὰ γένος τετράποδα

καὶ ἑρπετὰ καὶ θηρία τῆς γῆς κατὰ γένος καὶ ἐγένετο οὕτως 25καὶ ἐποίησεν ὁ θεὸς τὰ

θηρία τῆς γῆς κατὰ γένος καὶ τὰ κτήνη κατὰ γένος καὶ πάντα τὰ ἑρπετὰ τῆς γῆς κατὰ

γένος αὐτῶν καὶ εἶδεν ὁ θεὸς ὅτι καλά

Η δημιουργία του ανθρώπου

Φτάσαμε στην έκτη ημέρα της

δημιουργίας την ημέρα δηλαδή που ο

Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο

Λέει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός laquoο

Θεός δημιουργεί με τα χέρια του τον

άνθρωπο

και από ορατή και από αόρατη φύση νrsquo

αποτελεί δική του εικόνα και

ομοίωση το σώμα το έπλασε από τη γη

ενώ με το δικό του φύσημα έδωσε

τη λογική και νοερή ψυχή πράγμα το

οποίο το ονομάζουμε θεία εικόνα

Διότι το νοερό και το αυτεξούσιο του ανθρώπου δείχνει το laquoκατrsquo εικόναraquo

ενώ η όσο είναι δυνατόν η ομοιότητα στην αρετή δείχνει το laquoκαθrsquo ομοίωσινraquo

Και πλάσθηκαν συγχρόνως το σώμα και η ψυχή όχι το ένα πρώτα και το άλλο

έπειτα σύμφωνα με τις φλυαρίες του Ωριγένη

Ο Θεός λοιπόν έπλασε τον άνθρωπο άκακο απλό ενάρετο χαρούμενο

αμέριμνο στολισμένο με κάθε αρετή προικισμένο με όλα τα αγαθά σαν

κάποιον δεύτερο κόσμο μικρό κόσμο μέσα σε μεγάλο άλλο άγγελο

σύνθετο προσκυνητή επόπτη της ορατής δημιουργίας γνώστη των

6

μυστηρίων της αόρατης επίγειο βασιλιά που τον κυβερνά από ψηλά

ταυτόχρονα επίγειο και ουράνιο πρόσκαιρο και αθάνατο ορατό και νοητό

ενδιάμεσο μεταξύ μεγαλείου και μικρότητος τον ίδιο και πνεύμα και σάρκα

Είναι σάρκα εξαιτίας της υπερηφάνειας και πνεύμα εξαιτίας της χάρης το ένα

για να υποφέρει και υποφέροντας να θυμάται και να γίνεται συνετός και το

άλλο για να μένει σταθερός και να δοξάζει τον ευεργέτη του φιλοτιμούμενος

από το μεγαλείο του τον έπλασε ζώσα ύπαρξη που κατrsquo οικονομία ζει εδώ

δηλαδή στην παρούσα ζωή αλλά που προορίζεται για αλλού

να μετοικήσει στη μέλλουσα ζωή και το τέλος του μυστηρίου είναι ότι

θεώνεται με την κίνησή του προς το Θεό θεώνεται μάλιστα με την μετοχή

στο θείο φωτισμό αλλά χωρίς να μεταβάλλεται σε θεία ουσία

Και τον έπλασε αναμάρτητο στη φύση του και αυτεξούσιο στη θέλησή του

Λέγοντας laquoαναμάρτητοraquo δεν εννοώ ότι δεν είναι δεκτικός αμαρτίας ndashμόνον

ο Θεός είναι ανεπίδεκτος αμαρτίαςndash αλλά εννοώ ότι δεν έχει την αμαρτία

στη φύση του αλλά μάλλον στην προαίρεσή του δηλαδή έχει τη δύναμη να

διατηρείται και να προοδεύει στο αγαθό με τη βοήθεια της θείας χάριτος και

επίσης μπορεί να παρεκτραπεί από το καλό και να οδηγηθεί στο κακό

με παραχώρηση του Θεού εξαιτίας του αυτεξουσίου του διότι ότι γίνεται

εξαναγκαστικά δεν είναι αρετή

Η ψυχή επίσης είναι ζώσα ύπαρξη απλή ασώματη η φύση της είναι

αόρατη με τα μάτια του σώματος είναι λογική και νοερή

χωρίς σχήμα κατοικεί σε οργανικό σώμα και του παρέχει ζωή

ανάπτυξη αντίληψη και γέννηση δεν έχει τον νου σαν κάτι διαφορετικό από

τον εαυτό της αλλά σαν το πιο καθαρό στοιχείο της διότι όπως είναι

το μάτι στο σώμα έτσι είναι και ο νους για την ψυχή Είναι αυτεξούσια και

έχει θέληση και ενέργεια είναι μεταβλητή δηλαδή μεταβάλλεται σύμφωνα με

τη θέλησή της διότι είναι κτιστή Όλα αυτά τα έχει λάβει με φυσική τάξη από

τη χάρη του Δημιουργού της η οποία της έδωσε και την ύπαρξη και τη φύση

Με πόσους τρόπους νοείται το ασώματο

Ο άνθρωπος συνδέεται με το λογικό του με τις ασώματες και νοερές φύσεις

διότι συλλογίζεται σκέφτεται και κρίνει το καθετί επιδιώκει τις αρετές και

ποθεί την κορωνίδα των αρετών εννοώ την ευσέβεια γιrsquo αυτό και ο

άνθρωπος είναι ένας μικρός κόσμος

Χαρακτηριστικές πάλι ιδιότητες της ψυχής είναι η ευσέβεια και η νόηση Ενώ

οι αρετές αποτελούν κοινές ιδιότητες της ψυχής και του σώματος

αποδίδονται όμως στην ψυχή διότι η ψυχή κυβερνά το σώμα

Πρέπει να γνωρίζουμε ότι το λογικό από τη φύση του κυβερνά το άλογο

διότι οι δυνάμεις της ψυχής διαιρούνται σε λογικό και άλογο Τα μέρη

μάλιστα του αλόγου είναι δύο το ένα είναι κουφό στη φωνή του λογικού

δεν υπακούει δηλαδή στη λογική ενώ το άλλο είναι προσεκτικό και

υπάκουο στη λογική Ανυπάκουο βέβαια και απείθαρχο στη λογική

είναι το ζωτικό μέρος της ψυχής το οποίο ονομάζεται και σφυγμικό επίσης

και το σπερματικό μέρος δηλαδή το αναπαραγωγικό και το φυτικό το οποίο

λέγεται και θρεπτικό σrsquo αυτό ανήκει και το αυξητικό μέρος το οποίο και

διαπλάθει το σώμα Αυτά δεν τα εξουσιάζει η λογική αλλά η φύση Το μέρος

πάλι της ψυχής που είναι προσεκτικό και υπάκουο στη λογική διαιρείται σε

επιθυμία και θυμό Μάλιστα το άλογο μέρος της ψυχής ονομάζεται παθητικό

και ορεκτικό

(αυθόρμητο) Και πρέπει να γνωρίζουμε ότι η ορμέμφυτη κίνηση

7

ανήκει στο μέρος της ψυχής που υπακούει στη λογική

Σrsquo αυτό όμως που δεν υπακούει στη λογική ανήκει το θρεπτικό το γεννητικό

και το σφυγμικό Το αυξητικό το θρεπτικό και το γεννητικό ονομάζονται

laquoφυτικόraquo ενώ το σφυγμικό καλείται laquoζωτικόraquo

Το θρεπτικό έχει τέσσερις δυνάμεις την ελκτική που έλκει την τροφή

την καθεκτική που κρατεί την τροφή και δεν της επιτρέπει να αποβληθεί

αμέσως την αλλοιωτική που μεταβάλλει την τροφή σε χυμούς την

αποκριτική η οποία αποβάλλει τα περιττώματα μέσω του αφεδρώνα και τα

απορρίπτει από τον οργανισμό

Πρέπει να γνωρίζουμε ότι από τις δυνάμεις που υπάρχουν στα όντα άλλες

είναι ψυχικές άλλες φυσικές και άλλες ζωτικές Ψυχικές είναι αυτές που

ανήκουν στην προαίρεση δηλαδή η επιθυμία και η αίσθηση Στην επιθυμία

ανήκει

η ικανότητα μεταβάσεως από τόπο σε τόπο η κίνηση όλου του

σώματος η φωνητική και αναπνευστική ικανότητα από μας εξαρτάται να τα

ενεργούμε αυτά ή να μην τα ενεργούμε Φυσικές και ζωτικές δυνάμεις είναι

αυτές που ενεργούν χωρίς τη θέλησή μας Φυσικές είναι η θρεπτική η

αυξητική και η αναπαραγωγική ζωτική είναι η σφυγμική Αυτές ενεργούν

είτε το θέλουμε είτε όχι

Επίσης πρέπει να γνωρίζουμε ότι άλλα από τα πράγματα είναι αγαθά και άλλα

κακά Το αγαθό που προσδοκάμε γεννά την επιθυμία ενώ αυτό που έχει

πραγματοποιηθεί γεννά την ευχαρίστηση Παρόμοια το προσδοκώμενο κακό

δημιουργεί φόβο ενώ το πραγματοποιημένο λύπη Και να γνωρίζουμε ότι

λέγοντας αγαθό εννοούμε και το αληθινό αγαθό και το θεωρούμενο το ίδιο

εννούμε και με το κακό

Ας σημειώσουμε ότι με την ένοια κατεικόνα δεν εννοεί τη σωματική εικόνα αλλά

της ψυχής την ομοίωση

Ακόμη εξ αρχής ομότιμος με τον άνδρα δημιουργήθηκε η γυναίκα επειδή όμως

έπταισε ελλατώθηκε αυτής η αρχή και υπό του άνδρα γεγένηται

26καὶ εἶπεν ὁ θεός ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ ὁμοίωσιν καὶ

ἀρχέτωσαν τῶν ἰχθύων τῆς θαλάσσης καὶ τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῶν κτηνῶν

καὶ πάσης τῆς γῆς καὶ πάντων τῶν ἑρπετῶν τῶν ἑρπόντων ἐπὶ τῆς γῆς 27καὶ ἐποίησεν ὁ

θεὸς τὸν ἄνθρωπον κατ εἰκόνα θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς

28καὶ ηὐλόγησεν αὐτοὺς ὁ θεὸς λέγων αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε καὶ πληρώσατε τὴν

γῆν καὶ κατακυριεύσατε αὐτῆς καὶ ἄρχετε τῶν ἰχθύων τῆς θαλάσσης καὶ τῶν πετεινῶν

τοῦ οὐρανοῦ καὶ πάντων τῶν κτηνῶν καὶ πάσης τῆς γῆς καὶ πάντων τῶν ἑρπετῶν τῶν

ἑρπόντων ἐπὶ τῆς γῆς 29καὶ εἶπεν ὁ θεός ἰδοὺ δέδωκα ὑμῖν πᾶν χόρτον σπόριμον

σπεῖρον σπέρμα ὅ ἐστιν ἐπάνω πάσης τῆς γῆς καὶ πᾶν ξύλον ὃ ἔχει ἐν ἑαυτῷ καρπὸν

σπέρματος σπορίμου ὑμῖν ἔσται εἰς βρῶσιν 30καὶ πᾶσι τοῖς θηρίοις τῆς γῆς καὶ πᾶσι

τοῖς πετεινοῖς τοῦ οὐρανοῦ καὶ παντὶ ἑρπετῷ τῷ ἕρποντι ἐπὶ τῆς γῆς ὃ ἔχει ἐν ἑαυτῷ

ψυχὴν ζωῆς πάντα χόρτον χλωρὸν εἰς βρῶσιν καὶ ἐγένετο οὕτως 31καὶ εἶδεν ὁ θεὸς τὰ

πάντα ὅσα ἐποίησεν καὶ ἰδοὺ καλὰ λίαν καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωί ἡμέρα

ἕκτη

8

Η πτώση του ανθρώπου και οι συνέπειες

του πρωπατορικού αμαρτήματος

καὶ ἔπλασεν ὁ θεὸς τὸν ἄνθρωπον χοῦν ἀπὸ τῆς γῆς

καὶ ἐνεφύσησεν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ πνοὴν ζωῆς

καὶ ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχὴν ζῶσαν 8καὶ

ἐφύτευσεν κύριος ὁ θεὸς παράδεισον ἐν εδεμ κατὰ

ἀνατολὰς καὶ ἔθετο ἐκεῖ τὸν ἄνθρωπον ὃν ἔπλασεν

9καὶ ἐξανέτειλεν ὁ θεὸς ἔτι ἐκ τῆς γῆς πᾶν ξύλον

ὡραῖον εἰς ὅρασιν καὶ καλὸν εἰς βρῶσιν καὶ τὸ ξύλον

τῆς ζωῆς ἐν μέσῳ τῷ παραδείσῳ καὶ τὸ ξύλον τοῦ

εἰδέναι γνωστὸν καλοῦ καὶ πονηροῦ Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

ερμηνεύοντας το εμφύσημα αυτού του Θεού λέγει ότι είναι laquoου μόνον ανοίας αλλά

και ατοπίας μεστός ο λόγοςraquo ότι το εμφύσημα στον Αδάμ ήταν η ψυχή και ότι

μεταδόθηκε η ψυχή στο σώμα από την ουσία του Θεού Αν αυτό ήταν αληθινό τότε

δεν θα ήταν σε άλλον σοφή και σε άλλον μωρά και ασύνετη ούτε στον έναν θα ήταν

ψυχή δικαία και στον άλλον ψυχή άδικη Η ουσία του Θεού laquoου μερίζεται ουδέ

αλλοιούται αλλrsquo εστίν αναλλοίωτοςraquo Το εμφύσημα λοιπόν του Θεού ήταν η laquoτου

αγίου Πνεύματος ενέργειαraquo Όπως ο Χριστός είπε laquoλάβετε Πνεύμα άγιονraquo έτσι και

το θείο εμφύσημα laquoανθρωπίνως ακουόμενον Πνεύμά εστι το προσκυνητόν και

άγιονraquo Κατά τον άγιον δεν είναι ψυχή ένα κομμάτι του Θεού αλλά η ενέργεια του

Παναγίου Πνεύματος που έκτισε και δημιούργησε ψυχή χωρίς να γίνει αυτό ψυχή

laquoΤούτο το Πνεύμα προελθόν ουκ αυτό γέγονε ψυχή αλλά ψυχήν έκτισεν∙ ουκ αυτό

εις ψυχήν μετεβλήθη αλλά ψυχήν εδημιούργησε δημιουργόν γαρ το Πνεύμα το

Άγιον κοινωνεί τη δημιουργία του σώματος και τη δημιουργία της ψυχής Πατήρ γαρ

και Υιός και Πνεύμα Άγιον τη θεία δυνάμει δημιουργεί το πλάσμα

21καὶ ἐπέβαλεν ὁ θεὸς ἔκστασιν ἐπὶ τὸν αδαμ καὶ ὕπνωσεν καὶ ἔλαβεν μίαν τῶν

πλευρῶν αὐτοῦ καὶ ἀνεπλήρωσεν σάρκα ἀντ αὐτῆς 22καὶ ᾠκοδόμησεν κύριος ὁ

θεὸς τὴν πλευράν ἣν ἔλαβεν ἀπὸ τοῦ αδαμ εἰς γυναῖκα καὶ ἤγαγεν αὐτὴν πρὸς τὸν

αδαμ 23καὶ εἶπεν αδαμ τοῦτο νῦν ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστέων μου καὶ σὰρξ ἐκ τῆς

σαρκός μου αὕτη κληθήσεται γυνή ὅτι ἐκ τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς ἐλήμφθη αὕτη

24ἕνεκεν τούτου καταλείψει ἄνθρωπος τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ

καὶ προσκολληθήσεται πρὸς τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν

25καὶ ἦσαν οἱ δύο γυμνοί ὅ τε αδαμ καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ καὶ οὐκ ᾐσχύνοντο Ο Θεός

προγνωρίζοντας το τι θα επακολουθούσε μετά την δημιουργία των ανθρώπων τους

έπλασε βιολογικά έτοιμους για laquoγάμου κοινωνίανraquo Η δημιουργία αναφέρεται αρχικά

μόνο στον Αδάμ laquoΤου Αδάμ καθεύδοντος η γυνή κατασκευάζετοraquo1 Ο άγιος

Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναφέρει ότι ο Μωυσής δεν χρησιμοποιεί το ρήμα

laquoέπλασενraquo όταν μιλά για την Εύα αλλά το laquoωκοδόμησενraquo θέλοντας να δείξει ότι αυτή

έγινε από την ίδια ουσία του Αδάμ όχι από άλλη διαφορετική Η γυναίκα λοιπόν δεν

υπολείπεται σε κάτι από τον Αδάμ Είναι ανθρώπινη ύπαρξη τέλεια αλλά και ισότιμη

προς αυτόν Ο Θεός προγνωρίζοντας την πτώση των πρωτοπλάστων επινοεί τον γάμο

9

και την ανάγκη της αμοιβαίας παρηγοριάς τους

Πριν από την παρακοή και την έξοδο από την παραδείσια ζωή δεν υπήρχε ο

γάμος Οι πρωτόπλαστοι ζούσαν παρθενική ζωή μιμούμενοι την ζωή των Αγγέλων

Λέγει ο άγιος Χρυσόστομος laquoΤα της συνουσίας έγιναν μετά την παράβασηbull μέχρι

τότε ζούσαν ως άγγελοι μέσα στον παράδεισο χωρίς να φλέγωνται από την σαρκική

επιθυμία ούτε να πολιορκούνται από άλλα πάθη ούτε να πιέζονται από τις φυσικές

ανάγκες αλλά αφού δημιουργήθηκαν εντελώς άφθαρτοι και αθάνατοι δεν είχαν

ανάγκη ούτε να φορούν ρούχα Πριν μπει η αμαρτία και η παρακοή ήσαν ντυμένοι με

την θεϊκή δόξα γιrsquo αυτό και δεν ντρέπονταν αν και ήσαν γυμνοίraquo2 Οι πρωτόπλαστοι

δεν κατόρθωσαν να διατηρήσουν την ανώτερη αυτή ζωή για τον εαυτό τους

Φάνηκαν ανάξιοι των τόσων μεγάλων αγαθών που τους έδωσε ο Θεός3

ὁ δὲ ὄφις ἦν φρονιμώτατος πάντων τῶν θηρίων τῶν ἐπὶ τῆς γῆς ὧν ἐποίησεν

κύριος ὁ θεός καὶ εἶπεν ὁ ὄφις τῇ γυναικί τί ὅτι εἶπεν ὁ θεός οὐ μὴ φάγητε ἀπὸ

παντὸς ξύλου τοῦ ἐν τῷ παραδείσῳ

Ο διάβολος προσεγγίζει την Εύα και θεολογεί γίνεται ο πρώτος θεολόγος αφού

ονομάζει το Θεό Θεό

Υπάρχει εδώ ένα ερώτημα πως ελάλησε ο όφις Ο όφις κατόρθωσε να μιμηθεί την

ανθρώπινη φωνή χωρίς όμως αυτό να ξενίσει την Εύα Υπήρχε πρό της πτώσεως μια

τέλεια αρμονία μεταξύ Θεού και ανθρώπου ανθρώπου και ζώων αλλά και ζώων με

ζώων

Ο διάβολος δεν γνώριζε τί εντολή είχε δώσει ο Θεός στους πρωτοπλάστους και

προσπαθεί τώρα να ψαρέψει την απάντηση από την αφελή συνομιλήτριά του Δε

διστάζει να ονομάσει το Θεό ψεύτη λέγοντας πως ο Θεός δε σας είπε την αλήθεια αν

φάτε από τον καρπό που σας απαγόρευσε θα ανοίξουν τα μάτια σας και θα γίνετε θεοί

ίσοι με αυτόν και δεν θα τον έχετε πλέον ανάγκη

Από την άλλη μεριά η Εύα αντί να φύγει απαντάει Πολύ σωστά επισημαίνει ο

Χρυσόστομος laquoΜή βάλητε τους μαργαρίτας έμπροσθεν των χοίρωνraquo Όσο λοιπόν η

Εύα πείθετε στα λόγια του σατανά τόσο απομακρύνεται από τον Θεό τόσο και η

Θεία Χάρη την απογυμνώνει σταδιακά Τελικά τρώει τον απαγορευμένο καρπό και

δίνει και στον άντρα της Μια μεγάλη αμαρτία έχει πλέον συντελεσθεί Η αμαρτία

αυτή εμπεριέχει μέσα της την υπερηφάνεια την απιστία την αυθάδεια την παρακοή

Παρόλα αυτά η αμαρτία αυτή είναι μικρότερη από αυτή των εκπεσόντων αγγέλων

Διότι ο πειρασμός των πρωτοπλάστων ήταν εξωτερικός ενώ των εκπεσόντων

αγγέλων εσωτερικός

Ακολουθεί ο σκοτισμός του νου αντιλαμβάνονται ξαφνικά χάνοντας την πρότερη

αθωότητα ότι είναι γυμνοί και σκεπάζονται με φύλα συκής

Ο Θεός φωνάζει εν μέσω του παραδείσου Αδάμ που ει Οι πρωτόπλαστοι κρύβονται

εξαιτίας των ενοχών τους Αντί όμως ο Θεός να εισπράξει την ομολογία του Αδάμ

για το αν έφαγε από τον απαγορευμένο καρπό βρίσκει μπροστά Του την μετάθεση

των ευθυνών στη γυναίκα Το ίδιο κάνει και η γυναίκα μεταθέτοντας με τη σειρά της

την ευθύνη της στον διάβολο

10

Ας προσέξουμε Τον όφι δεν τον ρωτά για το τι έπραξε διότι γνωρίζει ο Θεός πως

ενήργησε εξrsquo ιδίας πρωτοβουλίας Ο σατανάς ήδη μετά την πτώση του είχε

κατακριθεί

Το φίδι τιμωρείται με το να περπατά με την κοιλιά του και να τρώει χώμα πράγμα

που συμβολίζει την τέλεια συντριβή του διαβόλου

Την γυναίκα νίκησες σατανά και διrsquo αυτής τον άνδρα από γυναίκα όμως θα νικηθείς

Εδώ εικονίζεται η Θεοτόκος Το δε laquoεκ του σπέρματός σουraquo δηλοί τον μέλλοντα

Λυτρωτή Χριστό Δηλοί επίσης και την παρθενία της Παναγίας διότι όχι εκ

σπέρματος ανδρός αλλά εκ σπέρματός σου της γυναικός θα προκύψει ο Λυτρωτής

Χριστός

Ο Φιλόστοργος Πατήρ ευαγγελίζεται την υπόσχεση της ελεύσεως του Λυτρωτή και

την πλήρη συντριβή του σατανά εξrsquo ου και πρωτοευαγγέλιο ονομάσθηκε ο στίχος

αυτός

Μιλώντας στην Εύα μιλά προς αυτή σε γένος αρσενικό Αυτός σου τηρήσει την

κεφαλήν Αναφερόμενος εδώ ξεκάθαρα ο Θεός στον Μεσσία Ο σταυρικός θάνατος

του Λυτρωτού είναι η πληγή στην πτέρνα Του

Η λαγνεία της Εύας προς τον απαγορευμένο καρπό τιμωρείται με τους πόνους της

γέννας και την υποταγή της στον άνδρα

Για τον Αδάμ η φύση αγριεύει βγάζοντας αγκάθια και τριβόλια και έτσι πλέον

καλείται με τον ιδρώτα του προσώπου του να κερδίζει το ψωμί του

Η μεγαλύτερη όμως συνέπεια της αμαρτίας είναι ο θάνατος laquoΕως ότου αποστρέψαι

εις την γην εξrsquo ης ελήφθη

Ο Θεός εν συνεχεία ενδύει τους πρωτοπλάστους με δερμάτινους χιτώνες για να τους

προστατέψει από την μεταβολή των καιρικών φαινομένων Οποία στοργή του Θεού

εκεί που ξεσπούσε η θεία οργή Του

Όταν δε εκβλήθησαν εκ του παραδείσου οι πρωτόπλαστοι κατοίκησαν απέναντι από

τον παράδεισο και τούτο για να βλέπουν το τί έχασαν και να μισούν εφrsquo εξής την

αμαρτία Τα Χερουβείμ με την φλογίνη ρομφαία φυλάνε πλέον αντί του Αδάμ τον

παράδεισο Ο Ευσέβιος Καισαρείας λέγει πως αυτό επικράτησε μέχρι τον θάνατο

των πρωτοπλάστων

laquoἈδάμ δε ἔγνω Εὔα τήν γυναίκα αυτοῦraquo Μετά την έκπτωση εκ του παραδείσου τότε

τα συνουσίας αρχήν λαμβάνει Πρό δε της παρακοής αγγελικόν βίον εμιμούντο λέει ο

Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Άρα αυτό που λένε πολλοί πως εξαιτίας της συνουσίας εκβλήθηκαν οι πρωτόπλαστοι

από τον παράδεισο δεν ισχύει

11

Η ιστορία του Κάϊν και του Άβελ

1αδαμ δὲ ἔγνω ευαν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ συλλαβοῦσα ἔτεκεν τὸν καιν καὶ εἶπεν ἐκτησάμην ἄνθρωπον διὰ τοῦ θεοῦ 2καὶ προσέθηκεν τεκεῖν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ τὸν αβελ Το προσέθηκεν σημαίνει ότι

ευθύς αμέσως γέννησε τον Άβελ Άρα ο

Κάϊν και ο Άβελ ήταν δίδυμοι

καὶ ἐγένετο αβελ ποιμὴν προβάτων καιν δὲ ἦν ἐργαζόμενος τὴν γῆν 3καὶ ἐγένετο μεθ ἡμέρας ἤνεγκεν καιν ἀπὸ τῶν καρπῶν τῆς γῆς θυσίαν τῷ κυρίῳ 4καὶ αβελ ἤνεγκεν καὶ αὐτὸς ἀπὸ τῶν πρωτοτόκων τῶν προβάτων αὐτοῦ καὶ ἀπὸ τῶν στεάτων αὐτῶν καὶ ἐπεῖδεν ὁ θεὸς ἐπὶ αβελ καὶ ἐπὶ τοῖς δώροις αὐτοῦ 5ἐπὶ δὲ καιν καὶ ἐπὶ ταῖς θυσίαις αὐτοῦ οὐ προσέσχεν Το ερώτημα εδώ που προκύπτει είναι το πως εκδηλώθηκε αυτή η ευαρέσκεια του Θεού στη θυσία του Άβελ Δια πυρός μας λένε οι πατέρες το οποίο πυρ ήλθε εξ ουρανού

καὶ ἐλύπησεν τὸν καιν λίαν καὶ συνέπεσεν τῷ προσώπῳ 6καὶ εἶπεν κύριος ὁ θεὸς τῷ καιν ἵνα τί περίλυπος ἐγένου καὶ ἵνα τί συνέπεσεν τὸ πρόσωπόν σου 7οὐκ ἐὰν ὀρθῶς προσενέγκῃς ὀρθῶς δὲ μὴ διέλῃς ἥμαρτες ἡσύχασον πρὸς σὲ ἡ ἀποστροφὴ αὐτοῦ καὶ σὺ ἄρξεις αὐτοῦ 8καὶ εἶπεν καιν πρὸς αβελ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ διέλθωμεν εἰς τὸ πεδίον καὶ ἐγένετο ἐν τῷ εἶναι αὐτοὺς ἐν τῷ πεδίῳ καὶ ἀνέστη καιν ἐπὶ αβελ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ καὶ ἀπέκτεινεν αὐτόν Οποία αναισθησία Αντί να παραδειγματιστεί από τη θυσία του Άβελ Αντί να

ακούσει να φιλόστοργα λόγια του ουρανίου Πατρός σπεύδει ως λέων να

κατασπαράξει από τη ζήλια του εκείνον που δικαιώθηκε λόγω της εξαιρετικής του

ευλάβειας Τον καλεί λοιπόν να πάνε έναν περίπατο Ο αδελφός του ως απονήρευτος

και άκακος δέχεται την πρόταση του αδελφού και εκεί δέχεται τη θανάσιμη επίθεση

9καὶ εἶπεν ὁ θεὸς πρὸς καιν ποῦ ἐστιν αβελ ὁ ἀδελφός σου ὁ δὲ εἶπεν οὐ γινώσκω μὴ φύλαξ τοῦ ἀδελφοῦ μού εἰμι ἐγώ 10καὶ εἶπεν ὁ θεός τί ἐποίησας φωνὴ αἵματος τοῦ ἀδελφοῦ σου βοᾷ πρός με ἐκ τῆς γῆς 11καὶ νῦν ἐπικατάρατος σὺ ἀπὸ τῆς γῆς Οποία φρικτή καταδίκη Όταν από το στόμα του Θεού τον ευλογία σκορπίζοντος εξέρχεται η κατάρα Η παρά τω Θεώ όμως κατάρα είναι έκφραση Θείας δικαιοσύνης

ἣ ἔχανεν τὸ στόμα αὐτῆς δέξασθαι τὸ αἷμα τοῦ ἀδελφοῦ σου ἐκ τῆς χειρός σου 12ὅτι ἐργᾷ τὴν γῆν καὶ οὐ προσθήσει τὴν ἰσχὺν αὐτῆς δοῦναί σοι στένων καὶ τρέμων ἔσῃ ἐπὶ τῆς γῆς Δεν πρόκειται λέει εδώ ο Θεός η γη να σου αποφέρει τα

του κόπου σου Μάταια δηλαδή θα ιδρώνεις Αυτή είναι η δεύτερη τιμωρία που

λαμβάνει Το στένων και τρέμων ἔση σημαίνει θα έχεις στεναγμό λόγω του

περιπλανώμενου επί της γης βίου σου Αυτή είναι η τρίτη τιμωρία

12

13καὶ εἶπεν καιν πρὸς τὸν κύριον μείζων ἡ αἰτία μου τοῦ ἀφεθῆναί με 14εἰ ἐκβάλλεις με σήμερον ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς καὶ ἀπὸ τοῦ προσώπου σου κρυβήσομαι καὶ ἔσομαι στένων καὶ τρέμων ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἔσται πᾶς ὁ εὑρίσκων με ἀποκτενεῖ με 15καὶ εἶπεν αὐτῷ κύριος ὁ θεός οὐχ οὕτως πᾶς ὁ ἀποκτείνας καιν ἑπτὰ ἐκδικούμενα παραλύσει καὶ ἔθετο κύριος ὁ θεὸς σημεῖον τῷ καιν τοῦ μὴ ἀνελεῖν αὐτὸν πάντα τὸν εὑρίσκοντα αὐτόν Ο Κάϊν δεν μετανοεί

δεν συνέρχεται Δεν πικραίνεται διότι χωρίσθηκε από τον Θεό αλλά το μόνο που

φοβάται είναι να μην τον σκοτώσουν Ποιοι όμως να τον σκοτώσουν Σίγουρα όχι οι

γονείς του ο Αδάμ και η Εύα Εδώ φαίνεται πως ο Αδάμ πρό του φόνου του Άβελ θα

είχε κάνει και άλλα τέκνα Ο Θεός έδωσε λέει στον Κάϊν σημείο ώστε όποιος τον

εύρισκε να μην τον σκότωνε Ποιο ήταν αυτό το σημείο Το σκυθρωπό του πρόσωπο

ήταν το οποίο προκαλούσε σε όποιον τον έβλεπε την αποστροφή

16ἐξῆλθεν δὲ καιν ἀπὸ προσώπου τοῦ θεοῦ καὶ ᾤκησεν ἐν γῇ ναιδ κατέναντι εδεμ

17καὶ ἔγνω καιν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ συλλαβοῦσα ἔτεκεν τὸν ενωχ καὶ ἦν οἰκοδομῶν πόλιν καὶ ἐπωνόμασεν τὴν πόλιν ἐπὶ τῷ ὀνόματι τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ ενωχ Οικοδόμησε πόλη ο Καϊν η οποία ουσιαστικά ήταν ένα πρωτόγονο φρούριο

από γιγαντιαίους λίθους το οποίο τον προστάτευε από τα αδέρφια του διότι ήταν

ένοχος απέναντί τους Έτσι έληξε ο πλάνης βίος του Κάϊν δείχνοντας τελικά πως η

προσκόλησή του στα γήινα τον χώρισε τελικά από τα υπόλοιπα αδέρφια του Οι

απόγονοι δε του Κάϊν απομακρύνθηκαν από τον Θεό

18ἐγενήθη δὲ τῷ ενωχ γαιδαδ καὶ γαιδαδ ἐγέννησεν τὸν μαιηλ καὶ μαιηλ ἐγέννησεν τὸν μαθουσαλα καὶ μαθουσαλα ἐγέννησεν τὸν λαμεχ 19καὶ ἔλαβεν ἑαυτῷ λαμεχ δύο γυναῖκας ὄνομα τῇ μιᾷ αδα καὶ ὄνομα τῇ δευτέρᾳ σελλα Ο

Λάμεχ είναι ο πρώτος που παραβιάζει την μονογαμία παίρνοντας για τον εαυτό του

δύο γυναίκες

20καὶ ἔτεκεν αδα τὸν ιωβελ οὗτος ἦν ὁ πατὴρ οἰκούντων ἐν σκηναῖς κτηνοτρόφων 21καὶ ὄνομα τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ ιουβαλ οὗτος ἦν ὁ καταδείξας ψαλτήριον καὶ κιθάραν 22σελλα δὲ ἔτεκεν καὶ αὐτὴ τὸν θοβελ καὶ ἦν σφυροκόπος χαλκεὺς χαλκοῦ καὶ σιδήρου ἀδελφὴ δὲ θοβελ νοεμα Να η

αξιοπρέπεια του ανθρώπου ως εξέλιξη προς απάντηση των υποστηρικτών της

Δαρβίνειας θεωρίας Ο Ιουβάλ είναι ο εφευρέτης των έγχορδω οργάνων ενώ ο

Θοβέλ είναι ο πρώτος που επεξεργάζεται μέταλλα Κσνείς από αυτούς σίγουρα δεν

ήταν η εξέλιξη κάποιου είδους πιθήκου

23εἶπεν δὲ λαμεχ ταῖς ἑαυτοῦ γυναιξίν αδα καὶ σελλα ἀκούσατέ μου τῆς φωνῆς γυναῖκες λαμεχ ἐνωτίσασθέ μου τοὺς λόγους ὅτι ἄνδρα ἀπέκτεινα εἰς τραῦμα ἐμοὶ καὶ νεανίσκον εἰς μώλωπα ἐμοί

24ὅτι ἑπτάκις ἐκδεδίκηται ἐκ καιν ἐκ δὲ λαμεχ ἑβδομηκοντάκις ἑπτά Ο Λάμεχ λοιπόν επανἐλαβε την αμαρτία του Κάϊν γενόμενος κι αυτός φονιάς

25ἔγνω δὲ αδαμ ευαν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ συλλαβοῦσα ἔτεκεν υἱὸν καὶ ἐπωνόμασεν τὸ ὄνομα αὐτοῦ σηθ λέγουσα ἐξανέστησεν γάρ μοι ὁ θεὸς

13

σπέρμα ἕτερον ἀντὶ αβελ ὃν ἀπέκτεινεν καιν 26καὶ τῷ σηθ ἐγένετο υἱός ἐπωνόμασεν δὲ τὸ ὄνομα αὐτοῦ ενως οὗτος ἤλπισεν ἐπικαλεῖσθαι τὸ ὄνομα κυρίου τοῦ θεοῦ

αὕτη ἡ βίβλος γενέσεως ἀνθρώπων ᾗ ἡμέρᾳ ἐποίησεν ὁ θεὸς τὸν αδαμ κατ εἰκόνα θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν 2ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτοὺς καὶ εὐλόγησεν αὐτούς καὶ ἐπωνόμασεν τὸ ὄνομα αὐτῶν αδαμ ᾗ ἡμέρᾳ ἐποίησεν αὐτούς

3ἔζησεν δὲ αδαμ διακόσια καὶ τριάκοντα ἔτη καὶ ἐγέννησεν κατὰ τὴν ἰδέαν αὐτοῦ καὶ κατὰ τὴν εἰκόνα αὐτοῦ καὶ ἐπωνόμασεν τὸ ὄνομα αὐτοῦ σηθ 4ἐγένοντο δὲ αἱ ἡμέραι αδαμ μετὰ τὸ γεννῆσαι αὐτὸν τὸν σηθ ἑπτακόσια ἔτη καὶ ἐγέννησεν υἱοὺς καὶ θυγατέρας 5καὶ ἐγένοντο πᾶσαι αἱ ἡμέραι αδαμ ἃς ἔζησεν ἐννακόσια καὶ τριάκοντα ἔτη καὶ ἀπέθανεν

Ενώχ

Μια μορφή που δεσπόζει για την αγιότητα της ζωής του

εφόσον η Γραφή δεν αναφέρει τίποτε εις βάρος του είναι ο

Ενώχ

Γιος ενός άσημου για την ιστορία ανθρώπου του Ιάρεδ

απογόνου του τρίτου γιου του Αδάμ Σηθ άθελά του

καθιερώθηκε απ τον Θεό όπως βεβαιώνει κι η σημασία

του ονόματός του να διαδραματίσει σπουδαίο ρόλο στο

θείο σχέδιο για τη σωτηρία του κόσμου Γέννησε το

Μαθουσάλα τον μακροβιότερο άνθρωπο που ποτέ έζησε

στη γη παρ όλο που η δική του ζωή διήρκεσε τόσο λίγο

τριακόσια εξήντα πέντε χρόνια Έζησε ζωή άμεμπτης

αγνότητας σε περίοδο που ούτε ο Νόμος του Θεού είχε δοθεί ούτε φυσικά κι η

μεταγενέστερη του Νόμου Χάρη είχε επιτελεστεί Οραματίστηκε την τελική Κρίση

που ο Θεός θα κάμει στα τέλη των αιώνων και δια του τρόπου με τον οποίο έγινε η

μετάθεσή του μίλησε στις επόμενες γενιές για την μετά το θάνατο Ανάσταση του

Μεσσία που θα ρχόταν και για την τελική Ανάσταση των κεκοιμημένων αγίων

ίνα καταποθή το θνητόν υπό της ζωής (Β΄ Κορ 104)

Στο βιβλίο της Γένεσης συναντάμε δυο πρόσωπα με το όνομα Ενώχ στο 41718 και

στο 518 που είναι μεταξύ τους τελείως ανόμοια και διαφορετικά Ο πρώτος είναι ο

γιος του Κάιν του αδελφοκτόνου προς τιμήν του οποίου ο πατέρας του έκτισεν

πόλιν και κάλεσεν κατά το όνομα αυτού (417) κι ο δεύτερος είναι ο γιος του Ιάρεδ

όπως ήδη είπαμε ο εκλεκτός του Θεού Ενώχ που δεν είχε εδώ πόλιν μένουσαν

αλλά την μέλλουσαν επιζητούσε (Εβρ 1113-14) στην οποία και τόσο ένδοξα

μετέβη

14

Το ότι ο Ενώχ έζησε τριακόσια εξήντα πέντε μόνο χρόνια που είναι ακριβώς ο

αριθμός των ημερών ενός ηλιακού έτους δεν ξέρουμε τι συμβολίζει Ίσως τη

ματαιότητα της σύντομης εδώ ζωής μας ίσως την πληρότητα μιας αποστολής την

οποία ο Θεός ανέθεσε σε κάποιον άνθρωπό Του ίσως το τέλειο ανάστημα της ζωής

του Χριστού στο οποίο ο Θεός θέλει να φτάσουμε πριν μας πάρει κοντά Του

ίσως ίσως Ασχέτως όμως όλων αυτών γεγονός είναι ένα ότι ο Ενώχ αποτελεί μια

εξαίρεση ένα υπόδειγμα ένα θαύμα του Θεού σε ανθρώπινη ζωή

Γιατί άραγε έζησε τόσο λίγο ενώ ο γιος του ο Μαθουσάλα έφτασε τη μεγαλύτερη

ηλικία ανθρώπου επί της γης -965 χρόνια- ο δε μεταγενέστερός του ο Νώε δεύτερος

μετά τον Αδάμ κληρονόμος όλης της γης έζησε 950 χρόνια Μήπως ο Ενώχ έτσι

εξεπλήρωσε κάποια πολύ σημαντική αποστολή Ενώ θα παρευρέθηκε στην κηδεία

του Αδάμ (πράγμα που συνάγεται απ τους υπολογισμούς των ετών που περιέχονται

στην πρώτη αυτή περίοδο της ιστορίας) και δεδομένου ότι ο Αδάμ ως εκπρόσωπος

του αμαρτωλού ανθρώπου έπρεπε να πεθάνει και το σώμα του να ταφεί στη γη ο

Ενώχ εκπροσωπώντας τον αγιασμένο άνθρωπο του Θεού δεν πέθανε αλλά

μετατέθηκε απ ευθείας χωρίς να γευτεί θάνατο στου ουρανό του Θεού Πιστή

εικόνα τούτη για τον σωσμένο δια της θυσίας του Ιησού Χριστού αμαρτωλό για τον

οποίο θάνατος πια δεν υπάρχει διότι μετέβη εκ του θανάτου εις την ζωήν (Ιωάν

524)

Ο Λόγος του Θεού μας λέει ότι ο Ενώχ περιεπάτησεν μετά του Θεού (Γέν 524)

όχι ενώπιον του Θεού όπως μας λέει για τον Αβραάμ (Γεν 171) για το Δαυίδ

(Ψαλμ 8915) για τον Ησαϊα (4027-31) για το Ζαχαρία και την Ελισσάβετ (Ιακ

16) Μήπως τούτο είναι σύμβολο και συγχρόνως προφητεία του περπατήματος που ο

χριστιανός ο άνθρωπος δηλαδή που θα δεχόταν τη Χάρη θα κανε με τον Χριστό

βάσει της υπόσχεσής Του μεθ υμών ειμί (Ματθ 2820) και της εντολής Του

μείνατε εν εμοί καγώ εν υμίν (Ιωάν 154) Διότι σε τούτη την περίπτωση δεν

έχουμε περπάτημα ενώπιον του Θεού αλλά μετά του Θεού Κάτι δηλαδή πολύ

ουσιαστικότερο και πλουσιότερο για κάθε άνθρωπο που ανήκει σε Κείνον ασχέτως

περιόδου στην οποία έζησε Όταν κάποιος περπατάει με τον Θεό έχει και πλήρη

συναίσθηση της παρουσίας Του Ότι ακριβώς χρειάζεται για να ζει ζωή αγνότητας

μέσα στον κόσμο

Το μυστικό του περπατήματος του Ενώχ μετά του Θεού ήταν η πίστη του στον Θεό

της οποίας συνέπεια ήταν το ότι ευηρέστησεν τον Θεόν και ότι δε γεύτηκε θάνατο

διότι μετέθεσεν αυτόν ο Θεός (Γεν 115-6) Η μετάθεση δε αυτή είναι τύπος του

τρόπου με τον οποίο οι άγιοι του Θεού θέλουσι μεταμορφωθή εν τη εσχάτη

σάλπιγγι χωρίς να γευτούν θάνατο (Α΄ Κορ 1551-52)

Αλλά ο Ενώχ δεν προφήτεψε μόνο με τη ζωή του μελλοντικές αλήθειες αλλά και με

το στόμα του προφήτεψε περί της Κρίσης την οποίαν στα τέλη των αιώνων ο Κύριος

μαζί με τους αγίους Του θα κάμει για κάθε ασεβή άνθρωπο δια να ελέγξη πάντας

τους ασεβείς Στην επιστολή του Ιούδα εδ 14-15 διαβάζουμε Προεφήτευσε δε

περί τούτων και ο Ενώχ έβδομος από Αδάμ λέγωνmiddot Ιδού ήλθεν ο Κύριος με

μυριάδας αγίων αυτού δια να κάμη κρίσιν κατά πάντων και να ελέγξη πάντας τους

ασεβείς εξ αυτών δια πάντα τα έργα της ασεβείας αυτών τα οποία έπραξαν και δια

πάντα τα σκληρά τα οποία ελάλησαν κατ αυτού αμαρτωλοί ασεβείς

15

Ο Ενώχ αναφέρεται μια μόνο φορά στην Καινή Διαθήκη ως προφήτης (Ιούδα 14)

Με το όνομα Βιβλίο Ενώχ σώζεται απόκρυφο σύγγραμμα που γράφτηκε περί τα

110 πΧ περιέχει προφητείες περί της συντέλειας του κόσμου και είναι σε αιθιοπική

μετάφραση Δεν αποκλείεται η παραπομπή στο βιβλίο του Ιούδα να είναι παρμένη απ

αυτό Όμως το βιβλίο αυτό το απέρριψαν ως μη κανονικό τόσο οι Εβραίοι όσο και

οι Πατέρες της Εκκλησίας

Ας μείνει μέσα μας απ όλα όσα ελέχθησαν περί του Ενώχ πως αν κάτι έχει ύψιστη

σημασία για τον Θεό και για μας είναι το να περιπατώμεν καθώς Εκείνος

περιεπάτησεν (Α΄ Ιωάν 26) φυλάττοντες τας εντολάς αυτού και πράττοντες τα

αρεστά ενώπιον αυτού (Α΄ Ιωάν 322)

Γιἀννης Έρτσος

Σας παραθέτουμε τώρα προς ανάγνωσιν το απόκρυφο βιβλίο του Ενώχ

1 Λόγος εὐλογίας Ἑνώχ καθὼς εὐλόγησεν ἐκλεκτοὺς δικαίους οἵτινες

ἔσονται εἰς ἡμέραν ἀνάγκης ἐξᾶραι πάντας τοὺς ἐχθρούς καὶ σωθήσονται

δίκαιοι

2 Καὶ ἀναλαβὼν τὴν παραβολὴν αὐτοῦ εἶπεν Ἑνώχmiddot (ἄνθρωπος δίκαιός

ἐστιν [ᾧ] ὅρασις ἐκ θεοῦ αὐτῷ ἀνεῳγμένη ἦν ἔχων τὴν ὅρασιν τοῦ ἁγίου

laquoκαὶraquo τοῦ οὐρανοῦmiddot) Ἔδειξέν μοι καὶ ἁγιολόγων ἁγίων ἤκουσα ἐγώ καὶ ὡς

ἤκουσα παρrsquo αὐτῶν πάντα καὶ ἔγνων ἐγὼ θεωρῶνmiddot καὶ οὐκ εἰς τὴν νῦν

γενεὰν διενοούμην ἀλλὰ ἐπὶ πόρρω οὖσαν ἐγὼ λαλῶ

3 Καὶ περὶ τῶν ἐκλεκτῶν νῦν λέγω καὶ περὶ αὐτῶν ἀνέλαβον τὴν

παραβολήν μου καὶ ἐξελεύσεται ὁ ἅγιός μου ὁ μέγας ἐκ τῆς κατοικήσεως

αὐτοῦ

4 καὶ ὁ θεὸς τοῦ αἰῶνος ἐπὶ γῆν πατήσει ἐπὶ τὸ Σεινὰ ὄρος καὶ φανήσεται

ἐκ τῆς παρεμβολῆς αὐτοῦ καὶ φανήσεται ἐν τῇ δυνάμει τῆς ἰσχύος αὐτοῦ

ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ τῶν οὐρανῶν

5 καὶ φοβηθήσονται πάντες καὶ πιστεύσουσιν οἱ ἐγρήγοροι laquoκαὶ ᾄσουσιν

ἀπόκρυφα ἐν πᾶσιν τοῖς ἄκροις τῆς [γῆς]middot καὶ σεισθήσονται πάντα τὰ ἄκρα

τῆς γῆςraquo καὶ λήμψεται αὐτοὺς τρόμος καὶ φόβος μέγας μέχρι τῶν περάτων

τῆς γῆς

6 καὶ σεισθήσονται καὶ πεσοῦνται καὶ διαλυθήσονται ὄρη ὑψηλά καὶ

ταπεινωθήσονται βουνοὶ ὑψηλοὶ τοῦ διαρυῆναι ὄρη καὶ τακήσονται ὡς

κηρὸς ἀπὸ προσώπου πυρὸς ἐν φλογί

7 καὶ διασχισθήσεται ἡ γῆ σχίσμα ῥαγάδι καὶ πάντα ὅσα ἐστὶν ἐπὶ τῆς γῆς

ἀπολεῖται καὶ κρίσις ἔσται κατὰ πάντων

8 καὶ μετὰ τῶν δικαίων τὴν εἰρήνην ποιήσει καὶ ἐπὶ τοὺς ἐκλεκτοὺς ἔσται

συντήρησις καὶ εἰρήνη καὶ ἐπrsquo αὐτοὺς γενήσεται ἔλεος καὶ ἔσονται

πάντες τοῦ θεοῦ καὶ τὴν εὐδοκίαν δώσει αὐτοῖς καὶ πάντας εὐλογήσει καὶ

πάντων ἀντιλήμψεται καὶ βοηθήσει ἡμῖν καὶ φανήσεται αὐτοῖς φῶς καὶ

ποιήσει ἐπrsquo αὐτοὺς εἰρήνην

9 ὅτι ἔρχεται σὺν ταῖς μυριάσιν αὐτοῦ καὶ τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ ποιῆσαι

κρίσιν κατὰ πάντων καὶ ἀπολέσει πάντας τοὺς ἀσεβεῖς καὶ ἐλέγξει

πᾶσαν σάρκα περὶ πάντων ἔργων τῆς ἀσεβείας αὐτῶν ὧν ἠσέβησαν καὶ

σκληρῶν ὧν ἐλάλησαν λόγων laquoκαὶ περὶ πάντων ὧν κατελάλησανraquo κατrsquo

αὐτοῦ ἁμαρτωλοὶ ἀσεβεῖς

16

II

1 Κατανοήσατε πάντα τὰ ἔργα ἐν τῷ οὐρανῷ πῶς οὐκ ἠλλοίωσαν τὰς

ὁδοὺς αὐτῶν καὶ τοὺς φωστῆρας τοὺς ἐν τῷ οὐρανῷ ὡς τὰ πάντα

ἀνατέλλει καὶ δύνει τεταγμένος ἕκαστος ἐν τῷ τεταγμένῳ καιρῷ καὶ ταῖς

ἑορταῖς αὐτῶν φαίνονται καὶ οὐ παραβαίνουσιν τὴν ἰδίαν τάξιν

2 ἴδετε τὴν γῆν καὶ διανοήθητε περὶ τῶν ἔργων τῶν ἐν αὐτῇ γενομένων

ἀπrsquo ἀρχῆς μέχρι τελειώσεως ὥς εἰσιν φθαρτά ὡς οὐκ ἀλλοιοῦνται οὐδὲν

τῶν ἐπὶ γῆς ἀλλὰ πάντα ἔργα θεοῦ ὑμῖν φαίνεται

3 ἴδετε τὴν θερείαν καὶ τὸν χειμῶνα

καταμάθετε καὶ ἴδετε πάντα τὰ δένδρα

IIIndashV

1πῶς τὰ φύλλα χλωρὰ ἐν αὐτοῖς σκέποντα τὰ δένδρα καὶ πᾶς ὁ καρπὸς

αὐτῶν εἰς τιμὴν καὶ δόξαν διανοήθητε καὶ γνῶτε περὶ πάντων τῶν ἔργων

αὐτοῦ καὶ νοήσατε ὅτι θεὸς ζῶν ἐποίησεν αὐτὰ οὕτως καὶ ζῇ εἰς πάντας

τοὺς αἰῶναςmiddot

2 καὶ τὰ ἔργα αὐτοῦ πάντα ὅσα ἐποίησεν εἰς τοὺς αἰῶνας ἀπὸ ἐνιαυτοῦ εἰς

ἐνιαυτὸν γινόμενα πάντα οὕτως καὶ πάντα ὅσα ἀποτελοῦσιν αὐτῷ τὰ

ἔργα καὶ οὐκ ἀλλοιοῦνται αὐτῶν τὰ ἔργα ἀλλrsquo ὡσπερεὶ κατὰ ἐπιταγὴν τὰ

πάντα γίνεται

3 ἴδετε πῶς ἡ θάλασσα καὶ οἱ ποταμοὶ ὡς ὁμοίως ἀποτελοῦσιν καὶ οὐκ

ἀλλοιοῦσιν αὐτῶν τὰ ἔργα ἀπὸ τῶν λόγων αὐτοῦ

4 ὑμεῖς δὲ οὐκ ἐνεμείνατε οὐδὲ ἐποιήσατε κατὰ τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ ἀλλὰ

ἀπέστητε καὶ κατελαλήσατε μεγάλους καὶ σκληροὺς λόγους ἐν στόματι

ἀκαθαρσίας ὑμῶν κατὰ τῆς μεγαλωσύνης αὐτοῦ ὅτι κατελαλήσατε ἐν τοῖς

ψεύμασιν ὑμῶν σκληροκάρδιοι οὐκ ἔστιν εἰρήνη ὑμῖν

5 τοιγὰρ τὰς ἡμέρας ὑμῶν ὑμεῖς καταράσεσθε καὶ τὰ ἔτη τῆς ζωῆς ὑμῶν

ἀπολεῖται καὶ τὰ ἔτη τῆς ἀπωλείας ὑμῶν πληθυνθήσεται ἐν κατάρᾳ

αἰώνων καὶ οὐκ ἔσται ὑμῖν ἔλεος καὶ εἰρήνη

6 τότε ἔσται τὰ ὀνόματα ὑμῶν εἰς κατάραν αἰώνιον πᾶσιν τοῖς δικαίοις

καὶ ἐν ὑμῖν καταράσονται πάντες οἱ καταρώμενοι καὶ πάντες οἱ

ἁμαρτωλοὶ καὶ ἀσεβεῖς ἐν ὑμῖν ὀμοῦνται καὶ πάντες οἱ ἀναμάρτητοι

χαρήσονται καὶ ἔσται αὐτοῖς λύσις ἁμαρτιῶν καὶ πᾶν ἔλεος καὶ εἰρήνη καὶ

ἐπιείκεια ἔσται αὐτοῖς σωτηρία φῶς ἀγαθόν καὶ αὐτοὶ κληρονομήσουσιν

τὴν γῆν καὶ πᾶσιν ὑμῖν τοῖς ἁμαρτωλοῖς οὐχ ὑπάρξει σωτηρία ἀλλὰ ἐπὶ

πάντας ὑμᾶς κατάλυσις κατάρα

7 καὶ τοῖς ἐκλεκτοῖς φῶς καὶ χάρις καὶ εἰρήνη καὶ αὐτοὶ κληρονομήσουσιν

τὴν γῆν ὑμῖν δὲ τοῖς ἀσεβέσιν ἔσται κατάρα

8 τότε δοθήσεται τοῖς ἐκλεκτοῖς φῶς καὶ χάρις καὶ αὐτοὶ

κληρονομήσουσιν τὴν γῆν τότε δοθήσεται πᾶσιν τοῖς ἐκλεκτοῖς σοφία καὶ

πάντες οὗτοι ζήσονται καὶ οὐ μὴ ἁμαρτήσονται ἔτι οὐ κατrsquo ἀλήθειαν οὔτε

κατὰ ὑπερηφανίαν καὶ ἔσται ἐν ἀνθρώπῳ πεφωτισμένῳ φῶς καὶ

ἀνθρώπῳ ἐπιστήμονι νόημα καὶ οὐ μὴ πλημμελήσουσιν

9 οὐδὲ μὴ ἁμάρτωσιν πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς αὐτῶν καὶ οὐ μὴ

ἀποθάνωσιν ἐν ὀργῇ θυμοῦ ἀλλὰ τὸν ἀριθμὸν αὐτῶν ζωῆς ἡμερῶν

πληρώσουσιν καὶ ἡ ζωὴ αὐτῶν αὐξηθήσεται ἐν εἰρήνῃ καὶ τὰ ἔτη τῆς

χαρᾶς αὐτῶν πληθυνθήσεται ἐν ἀγαλλιάσει καὶ εἰρήνη αἰῶνος ἐν πάσαις

ταῖς ἡμέραις τῆς ζωῆς αὐτῶν

VI

1 Καὶ ἐγένετο οὗ ἂν ἐπληθύνθησαν οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων ἐν ἐκείναις

ταῖς ἡμέραις ἐγεννήθησαν θυγατέρες ὡραῖαι καὶ καλαί

17

2 καὶ ἐθεάσαντο αὐτὰς οἱ ἄγγελοι υἱοὶ οὐρανοῦ καὶ ἐπεθύμησαν αὐτάς

καὶ εἶπαν πρὸς ἀλλήλουςmiddot Δεῦτε ἐκλεξώμεθα ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ τῶν

ἀνθρώπων καὶ γεννήσομεν ἑαυτοῖς τέκνα

3 καὶ εἶπεν Σεμειαζᾶς πρὸς αὐτούς ὃς ἦν ἄρχων αὐτῶν Φοβοῦμαι μὴ οὐ

θελήσετε ποιῆσαι τὸ πρᾶγμα τοῦτο καὶ ἔσομαι ἐγὼ μόνος ὀφειλέτης

ἁμαρτίας μεγάλης

4 ἀπεκρίθησαν οὖν αὐτῷ πάντες Ὀμόσωμεν ὅρκῳ πάντες καὶ

ἀναθεματίσωμεν πάντες ἀλλήλους μὴ ἀποστρέψαι τὴν γνώμην ταύτην

μέχρις οὗ ἂν τελέσωμεν αὐτὴν καὶ ποιήσωμεν τὸ πρᾶγμα τοῦτο

5 τότε ὄμοσαν πάντες ὁμοῦ καὶ ἀνεθεμάτισαν ἀλλήλους ἐν αὐτῷ

7 Καὶ ταῦτα τὰ ὀνόματα τῶν ἀρχόντων αὐτῶνmiddot Σεμιαζά οὗτος ἦν ἄρχων

αὐτῶνmiddot Ἀραθάκ Κιμβρά Σαμμανή Δανειήλ Ἀρεαρώς Σεμιήλ Ἰωμειήλ

Χωχαριήλ Ἐζεκιήλ Βατριήλ Σαθιήλ Ἀτριήλ Ταμιήλ Βαρακιήλ Ἀνανθνά

Θωνιήλ Ῥαμιήλ Ἀσέαλ Ῥακειήλ Τουριήλ

8 οὗτοί εἰσιν ἀρχαὶ αὐτῶν οἱ [ἐπὶ] δέκα

VII

1 Καὶ ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκαςmiddot ἕκαστος αὐτῶν ἐξελέξαντο ἑαυτοῖς

γυναῖκας καὶ ἤρξαντο εἰσπορεύεσθαι πρὸς αὐτὰς καὶ μιαίνεσθαι ἐν

αὐταῖςmiddot καὶ ἐδίδαξαν αὐτὰς φαρμακείας καὶ ἐπαοιδὰς καὶ ῥιζοτομίας καὶ

τὰς βοτάνας ἐδήλωσαν αὐταῖς

2 Αἱ δὲ ἐν γαστρὶ λαβοῦσαι ἐτέκοσαν γίγαντας μεγάλους ἐκ πηχῶν

τρισχιλίων

3 οἵτινες κατησθίοσαν τοὺς κόπους τῶν ἀνθρώπων ὡς δὲ οὐκ ἐδυνήθησαν

αὐτοῖς οἱ ἄνθρωποι ἐπιχορηγεῖν

4 οἱ γίγαντες ἐτόλμησαν ἐπrsquo αὐτούς καὶ κατησθίοσαν τοὺς ἀνθρώπους

5 καὶ ἤρξαντο ἁμαρτάνειν ἐν τοῖς πετεινοῖς καὶ τοῖς [θ]ηρίοις καὶ ἑρπετοῖς

καὶ τοῖς [ἰ]χθύσιν καὶ ἀλλήλων τὰς σάρκας κατεσθίειν καὶ τὸ αἷμα ἔπινον

6 τότε ἡ γῆ ἐνέτυχεν κατὰ τῶν ἀνόμων

VIII

1 Ἐδίδαξεν τοὺς ἀνθρώπους Ἀζαὴλ μαχαίρας ποιεῖν καὶ ὅπλα καὶ ἀσπίδας

καὶ θώρακας διδάγματα ἀγγέλων καὶ ὑπέδειξεν αὐτοῖς τὰ μέταλλα καὶ

τὴν ἐργασίαν αὐτῶν καὶ ψέλια καὶ κόσμους καὶ στίβεις καὶ τὸ

καλλιβλέφαρον καὶ παντοίους λίθους ἐκλεκτοὺς καὶ τὰ βαφικά

2 καὶ ἐγένετο ἀσέβεια πολλή καὶ ἐπόρνευσαν καὶ ἀπεπλανήθησαν καὶ

ἠφανίσθησαν ἐν πάσαις ταῖς ὁδοῖς αὐτῶν

3 Σεμιαζᾶς ἐδίδαξεν ἐπα[ο]ιδὰς καὶ ῥιζοτομίαςmiddot Ἀρμαρὼς ἐπαοιδῶν

λυτήριονmiddot Βαρακιὴλ ἀστρολογίαςmiddot Χωχιὴλ τὰ σημειωτικάmiddot Σαθιὴλ

ἀστεροσκοπίανmiddot Σεριὴλ σεληναγωγίας

4 τῶν οὖν ἀνθρώπων ἀπολλυμένων ἡ βο[ὴ] εἰς οὐρανοὺς ἀνέβη

IX

1 Τότε παρ[α]κύψαντες Μιχαὴλ καὶ Οὐ[ρι]ὴλ καὶ Ῥαφαὴλ καὶ Γαβριή[λ]

οὗτοι ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἐθεάς[αν]το αἶμα πολὺ ἐκχυννόμεν[ον] ἐπὶ τῆς γῆςmiddot

2 καὶ εἶπαν πρὸ[ς] ἀλλήλους φωνὴ βοώντω[ν] ἐπὶ τῆς γῆς μέχρι πυλῶν

τοῦ οὐρανοῦ

3 ἐντυγχάνουσιν αἱ ψυχαὶ τῶν ἀνθρώπων λεγόντων Εἰσαγάγετε τὴν

κρίσιν ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστ[ον]

4 Καὶ εἶπα[ν] τῷ κυρίῳ Σὺ εἶ κύριος τῶν κυρίων καὶ ὁ θεὸς τῶν θεῶν καὶ

βασιλεὺς τῶν αἰώνωνmiddot ὁ θρόνος τῆς δόξης σου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τοῦ

αἰῶνος καὶ τὸ ὄνομά σου τὸ ἅγιον καὶ μέγα καὶ εὐλογητὸν εἰς πάντας τοὺς

αἰῶνας

18

5 σὺ γὰρ ἐποίησας τὰ πάντα καὶ πᾶσαν τὴν ἐξουσίαν ἔχων καὶ πάντα

ἐνώπιόν σου φανερὰ καὶ ἀκάλυπτα

6 καὶ πάντα σὺ ὁρᾷς ἃ ἐποίησεν Ἀζαήλ ὃς ἐδίδαξεν πάσας τὰς ἀδικίας ἐπὶ

τῆς γῆς καὶ ἐδήλωσεν τὰ μυστήρια τοῦ αἰῶνος τὰ ἐν τῷ οὐρανῷ ἃ

ἐπιτηδεύουσιν [καὶ] ἔγνωσαν ἄνθρωποι

7 καὶ Σεμιαζᾶς ᾧ τὴν ἐξουσίαν ἔδωκας ἄρχειν τῶν σὺν αὐτῷ ἅμα ὄντων

8 καὶ ἐπορεύθησαν πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς καὶ

συνεκοιμήθησαν αὐταῖς καὶ ἐμιάνθησαν καὶ ἐδήλωσαν αὐταῖς πάσας τὰς

ἁμαρτίας

9 καὶ αἱ γυναῖκες ἐγέννησαν τιτᾶνας ὑφrsquo ὧν ὅλη ἡ γῆ ἐπλήσθη αἵματος

καὶ ἀδικίας

10 καὶ νῦν ἰδοὺ βοῶσιν αἱ ψυχαὶ τῶν τετελευτηκότων καὶ ἐντυγχάνουσιν

μέχρι τῶν πυλῶν τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἀνέβη ὁ στεναγμὸς αὐτῶν καὶ οὐ

δύναται ἐξελθεῖν ἀπὸ προσώπου τῶν ἐπὶ τῆς γῆς γινομένων ἀνομημάτων

11 καὶ σὺ πάντα οἶδας πρὸ τοῦ αὐτὰ γενέσθαι καὶ σὺ ὁρᾷς ταῦτα καὶ ἐᾷς

αὐτούς καὶ οὐδὲ ἡμῖν λέγεις τί δεῖ ποιεῖν αὐτοὺς περὶ τούτων

X

1 Τότε Ὕψιστος εἶπεν περὶ τούτων ὁ μέγας Ἅγιος καὶ ἐλάλησεν καὶ εἶπεν

καὶ ἔπεμψεν Ἰστραὴλ πρὸς τὸν υἱὸν Λέμεχ

2 Εἶπον αὐτῷ ἐπὶ τῷ ἐμῷ ὀνόματι Κρύψον σεαυτόν καὶ δήλωσον αὐτῷ

τέλος ἐπερχόμενον ὅτι ἡ γῆ ἀπόλλυται πᾶσα καὶ κατακλυσμὸς μέλλει

γίνεσθαι πάσης τῆς γῆς καὶ ἀπολέσει πάντα ὅσα ἐστὶν [ἐν] αὐτῇ

3 καὶ δίδαξον αὐτὸν ὅπως ἐκφύγῃ καὶ μενεῖ τὸ σπέρμα αὐτοῦ εἰς πάσας

τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

4 Καὶ τῷ Ῥαφαὴλ εἶπεν Δῆσον τὸν Ἀζαὴλ ποσὶν καὶ χερσίν καὶ βάλε

αὐτὸν εἰς τὸ σκότος καὶ ἄνοιξον τὴν ἔρημον τὴν οὖσαν ἐν τῷ Δαδουὴλ

κἀκεῖ βάλε αὐτόν

5 καὶ ὑπόθες αὐτῷ λίθους τραχεῖς καὶ ὀξεῖς καὶ ἐπικάλυψον αὐτῷ τὸ

σκότος καὶ οἰκησάτω ἐκεῖ εἰς τοὺς αἰῶνας καὶ τὴν ὄψιν αὐτοῦ πώμασον

καὶ φῶς μὴ θεωρείτωmiddot

6 καὶ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς μεγάλης τῆς κρίσεως ἀπαχθήσεται εἰς τὸν

ἐνπυρισμόν

7 καὶ ἰαθήσεται ἡ γῆ ἣν ἠφάνισαν οἱ ἄγγελοι καὶ τὴν ἴασιν τῆς γῆς

δήλωσον ἵνα ἰάσωνται τὴν πληγήν ἵνα μὴ ἀπόλωνται πάντες οἱ υἱοὶ τῶν

ἀνθρώπων ἐν τῷ μυστηρίῳ ὅλῳ ᾧ ἐπέταξαν οἱ ἐγρήγοροι καὶ ἐδίδαξαν

τοὺς υἱοὺς αὐτῶν

8 καὶ ἠρημώθη πᾶσα ἡ γῆ ἀφανισθεῖσα ἐν τοῖς ἔργοις τῆς διδασκαλίας

Ἀζαήλmiddot καὶ ἐπrsquo αὐτῷ γράψον τὰς ἁμαρτίας πάσας

9 Καὶ τῷ Γαβριὴλ εἶπεν ὁ κύριος Πορεύου ἐπὶ τοὺς μαζηρέους ἐπὶ τοὺς

κιβδήλους καὶ τοὺς υἱοὺς τῆς πορνείας καὶ ἀπόλεσον τοὺς υἱοὺς τῶν

ἐγρηγόρων ἀπὸ τῶν ἀνθρώπωνmiddot πέμψον αὐτοὺς ἐν πολέμῳ ἀπωλείας

μακρότης γὰρ ἡμερῶν οὐκ ἔστιν αὐτῶν

10 καὶ πᾶσα ἐρώτησις [οὐκ] ἔσται τοῖς πατράσιν αὐτῶν καὶ περὶ αὐτῶν ὅτι

ἐλπίζουσιν ζῆσαι ζωὴν αἰώνιον καὶ ὅτι ζήσεται ἕκαστος αὐτῶν ἔτη

πεντακόσια

11 Καὶ εἶπεν Μιχαήλ Πορεύου καὶ δήλωσον Σεμιαζᾷ καὶ τοῖς λοιποῖς τοῖς

σὺν αὐτῷ ταῖς γυναιξὶν μιγεῖσιν μιανθῆναι ἐν αὐταῖς ἐν ἀκαθαρσίᾳ

αὐτῶνmiddot

12 καὶ ὅταν κατασφαγῶσιν οἱ υἱοὶ αὐτῶν καὶ ἴδωσιν τὴν ἀπώλειαν τῶν

ἀγαπητῶν καὶ δῆσον αὐτοὺς ἑβδομήκοντα γενεὰς εἰς τὰς νάπας τῆς γῆς

19

μέχρι ἡμέρας κρίσεως αὐτῶν καὶ συντελεσμοῦ ἕως τελεσθῇ τὸ κρίμα τοῦ

αἰῶνος τῶν αἰώνων

13 τότε ἀπαχθήσονται εἰς τὸ χάος τοῦ πυρὸς καὶ εἰς τὴν βάσανον καὶ εἰς

τὸ δεσμωτήριον συνκλείσεως αἰῶνος

14 καὶ ὃς ἂν κατακαυθῇ καὶ ἀφανισθῆ ἀπὸ τοῦ νῦν μετrsquo αὐτῶν ὁμοῦ

δεθήσονται μέχρι τελειώσεως γενεᾶς

15 ἀπόλεσον πάντα τὰ πνεύματα τῶν κιβδήλων καὶ τοὺς υἱοὺς τῶν

ἐγρηγόρων διὰ τὸ ἀδικῆσαι τοὺς ἀνθρώπους

16 καὶ ἀπόλεσον τὴν ἀδικίαν πᾶσαν ἀπὸ τῆς γῆς καὶ πᾶν ἔργον πονηρίας

ἐκλειπέτω καὶ ἀναφανήτω τὸ φυτὸν τῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς ἀληθείας εἰς

τοὺς αἰῶναςmiddot μετὰ χαρᾶς φυτευθήσεται

17 Καὶ νῦν πάντες οἱ δίκαιοι ἐκφεύξονται καὶ ἔσονται ζῶντες ἕως

γεννήσωσιν χιλιάδας καὶ πᾶσαι αἱ ἡμέραι νεότητος αὐτῶν καὶ τὰ

σάββατα αὐτῶν μετὰ εἰρήνης πληρώσουσιν

18 τότε ἐργασθήσεται πᾶσα ἡ γῆ ἐν δικαιοσύνῃ καὶ φυτευθήσεται δένδρον

ἐν αὐτῇ καὶ πλησθήσεται εὐλογίας

19 καὶ πάντα τὰ δένδρα τῆς γῆς ἀγαλλιάσονταιmiddot φυτευθήσεται καὶ

ἔσονται φυτεύοντες ἀμπέλους καὶ ἡ ἄμπελος ἣν ἂν φυτεύσωσιν

ποιήσουσιν πρόχους οἴνου χιλιάδας καὶ σπόρου ποιήσει καθrsquo ἕκαστον

μέτρον ἐλαίας ποιήσει ἀνὰ βάτους δέκα

20 καὶ σὺ καθάρισον τὴν γῆν ἀπὸ πάσης ἀκαθαρσίας καὶ ἀπὸ πάσης

ἀδικίας καὶ ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας καὶ ἀσεβείας καὶ πάσας τὰς ἀκαθαρσίας

τὰς γινομένας ἐπὶ τῆς γῆς ἐξάλειψον

21 καὶ ἔσονται πάντες λατρεύοντες οἱ λαοὶ καὶ εὐλογοῦντες πάντες ἐμοὶ

καὶ προσκυνοῦντες

22 καὶ καθαρισθήσεται πᾶσα ἡ γῆ ἀπὸ παντὸς μιάσματος καὶ ἀπὸ πάσης

ἀκαθαρσίας καὶ ὀργῆς καὶ μάστιγος καὶ οὐκέτι πέμψω ἐπrsquo αὐτοὺς εἰς

πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

XI

1 καὶ τότε ἀνοίξω τὰ ταμεῖα τῆς εὐλογίας τὰ ὄντα ἐν τῷ οὐρανῷ καὶ

κατενεγκεῖν αὐτὰ ἐπὶ τὰ ἔργα ἐπὶ τὸν κόπον τῶν υἱῶν τῶν ἀνθρώπων

2 καὶ τότε ἀλήθεια καὶ εἰρήνη κοινωνήσουσιν ὁμοῦ εἰς πάσας τὰς ἡμέρας

τοῦ αἰῶνος καὶ εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν ἀνθρώπων

XII

1 Πρὸ τούτων τῶν λόγων ἐλήμφθη Ἑνώχ καὶ οὐδεὶς τῶν ἀνθρώπων ἔγνω

ποῦ ἐλήμφθη καὶ ποῦ ἐστιν καὶ τί ἐγένετο αὐτῷ

2 καὶ τὰ ἔργα αὐτοῦ μετὰ τῶν ἐγρηγόρων καὶ μετὰ τῶν ἁγίων αἱ ἡμέραι

αὐτοῦ

3 Καὶ ἑστὼς ἤμην Ἑνὼχ εὐλογῶν τῷ κυρίῳ τῆς μεγαλωσύνης τῷ βασιλεῖ

τῶν αἰώνων καὶ ἰδοὺ οἱ ἐγρήγοροι τοῦ ἁγίου τοῦ μεγάλου ἐκάλουν μεmiddot

4 Ἑνώχ ὁ γραμματεὺς τῆς δικαιοσύνης πορεύου καὶ εἶπε τοῖς ἐγρηγόροις

τοῦ οὐρανοῦ οἵτινες ἀπολιπόντες τὸν οὐρανὸν τὸν ὑψηλόν τὸ ἁγίασμα τῆς

στάσεως τοῦ αἰῶνος μετὰ τῶν γυναικῶν ἐμιάνθησαν καὶ ὥσπερ οἱ υἱοὶ

τῆς γῆς ποιοῦσιν οὕτως καὶ αὐτοὶ ποιοῦσιν καὶ ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας

Ἀφανισμὸν μέγαν ἠφανίσατε τὴν γῆν

5 καὶ οὐκ ἔσται ὑμῖν εἰρήνη οὔτε ἄφεσις καὶ περὶ ὧν χαίρουσιν τῶν υἱῶν

αὐτῶν

6 τὸν φόνον τῶν ἀγαπητῶν αὐτῶν ὄψονται καὶ ἐπὶ τῇ ἀπωλείᾳ τῶν υἱῶν

αὐτῶν στενάξουσιν καὶ δεηθήσονται εἰς τὸν αἰῶνα καὶ οὐκ αὐτοῖς ἔσται

εἰς ἔλεον καὶ εἰρήνην

20

XIII

1 Ὁ δὲ Ἑνὼχ τῷ Ἀζαὴλ εἶπεν Πορεύουmiddot οὐκ ἔσται σοι εἰρήνη κρίμα μέγα

ἐξῆλθεν κατὰ σοῦ δῆσαί σε

2 καὶ ἀνοχὴ καὶ ἐρώτησίς σοι οὐκ ἔσται περὶ ὧν ἔδειξας ἀδικημάτων καὶ

περὶ πάντων τῶν ἔργων τῶν ἀσεβειῶν καὶ τῆς ἀδικίας καὶ τῆς ἁμαρτίας

ὅσα ὑπέδειξας τοῖς ἀνθρώποις

3 Τότε πορευθεὶς εἴρηκα πᾶσιν αὐτοῖς καὶ αὐτοὶ πάντες ἐφοβήθησαν καὶ

ἔλαβεν αὐτοὺς τρόμος καὶ φόβος

4 καὶ ἠρώτησαν ὅπως γράψω αὐτοῖς ὑπομνήματα ἐρωτήσεως ἵνα γένηται

αὐτοῖς ἄφεσις καὶ ἵνα ἐγὼ ἀναγνῶ αὐτοῖς τὸ ὑπόμνημα τῆς ἐρωτήσεως

ἐνώπιον Κυρίου τοῦ οὐρανοῦ

5 ὅτι αὐτοὶ οὐκ ἔτι δύνανται λαλῆσαι οὐδὲ ἀπᾶραι αὐτῶν τοὺς ὀφθαλμοὺς

εἰς τὸν οὐρανὸν ἀπὸ αἰσχύνης περὶ ὧν ἡμαρτήκεισαν καὶ κατεκρίθησαν

6 Τότε ἔγραψα τὸ ὑπόμνημα τῆς ἐρωτήσεως αὐτῶν καὶ τὰς δεήσεις περὶ

τῶν πνευμάτων αὐτῶν καὶ περὶ ὧν δέονται ὅπως αὐτῶν γένωνται ἄφεσις

καὶ μακρότης

7 καὶ πορευθεὶς ἐκάθισα ἐπὶ τῶν ὑδάτων Δὰν ἐν γῇ Δάν ἥτις ἐστὶν ἐκ

δεξιῶν Ἑρμωνειεὶμ δύσεωςmiddot ἀνεγίγνωσκον τὸ ὑπόμνημα τῶν δεήσεων

αὐτῶν

8 ὡς ἐκοιμήθην καὶ ἰδοὺ ὄνειροι ἐπrsquo ἐμὲ ἦλθον καὶ ὁράσεις ἐπrsquo ἐμὲ

ἐπέπιπτον καὶ ἴδον ὁράσεις ὀργῆς καὶ ἦλθεν φωνὴ λέγουσα Εἶπον τοῖς

υἱοῖς τοῦ οὐρανοῦ τοῦ ἐλέγξαι αὐτούς

9 Καὶ ἔξυπνος γενόμενος ἦλθον πρὸς αὐτούς καὶ πάντες συνηγμένοι

ἐκάθηντο πενθοῦντες ἐν Ἐβελσατά ἥτις ἐστὶν ἀνὰ μέσον τοῦ Λιβάνου καὶ

Σενισήλ περικεκαλυμμένοι τὴν ὄψιν

10 ἐνώπιον αὐτῶν καὶ ἀνήγγειλα αὐτοῖς πάσας τὰς ὁράσεις ἃς εἶδον κατὰ

τοὺς ὕπνους καὶ ἠρξάμην λαλεῖν τοὺς λόγους τῆς δικαιοσύνης ἐλέγχων

τοὺς ἐγρηγόρους τοῦ οὐρανοῦ

XIV

1 Βίβλος λόγων δικαιοσύνης καὶ ἐλέγξεως ἐγρηγόρων τῶν ἀπὸ τοῦ

αἰῶνος κατὰ τὴν ἐντολὴν τοῦ ἁγίου τοῦ μεγάλου ἐν ταύτῃ τῇ ὁράσει

2 Ἐγὼ εἶδον κατὰ τοὺς ὕπνους μου ὃ νῦν λέγω ἐν γλώσσῃ σαρκίνῃ ἐν τῷ

πνεύματι τοῦ στόματός μου ὃ ἔδωκεν ὁ μέγας τοῖς ἀνθρώποις λαλεῖν ἐν

αὐτοῖς καὶ νοήσει καρδίαςmiddot

3 ὃς ἔκτισεν καὶ ἔδωκεν ἐλέγξασθαι ἐγρηγόρους τοὺς υἱοὺς τοῦ οὐρανοῦ

4 Ἐγὼ τὴν ἐρώτησιν ὑμῶν τῶν ἀγγέλων ἔγραψα καὶ ἐν τῇ ὁράσει μου

τοῦτο ἐδείχθηmiddot καὶ οὔτε ἡ ἐρώτησις ὑμῶν παρεδέχθη

5 ἵνα μηκέτι εἰς τὸν οὐρανὸν ἀναβῆτε ἐπὶ πάντας τοὺς αἰῶνας καὶ ἐν τοῖς

δεσμοῖς τῆς γῆς ἐρρέθη δῆσαι ὑμᾶς εἰς πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

6 καὶ ἵνα περὶ τούτων ἴδητε τὴν ἀπώλειαν τῶν υἱῶν ὑμῶν τῶν ἀγαπητῶν

καὶ ὅτι οὐκ ἔσται ὑμῖν ὄνησις αὐτῶν ἀλλὰ πεσοῦνται ἐνώπιον ὑμῶν ἐν

μαχαίρᾳ

7 καὶ ἡ ἐρώτησις ὑμῶν περὶ αὐτῶν οὐκ ἔσται οὐδὲ περὶ ὑμῶνmiddot καὶ ὑμεῖς

κλαίοντες καὶ δεόμενοι καὶ μὴ λαλοῦντες πᾶν ῥῆμα ἀπὸ τῆς γραφῆς ἧς

ἔγραψα

8 Καὶ ἐμοὶ ἐφrsquo ὁράσει οὕτως ἐδείχθηmiddot ἰδοὺ νεφέλαι ἐν τῇ ὁράσει ἐκάλουν

καὶ ὁμίχλαι με ἐφώνουν καὶ διαδρομαὶ τῶν ἀστέρων καὶ διαστραπαί με

κατεσπούδαζον καὶ ἐθορύβαζόν με καὶ ἄνεμοι ἐν τῇ ὁράσει μου

ἐξεπέτασάν με

9 καὶ ἐπῆράν με ἄνω καὶ εἰσήνεγκάν με εἰς τὸν οὐρανόν καὶ εἰσῆλθον

21

μέχρις ἤγγισα τείχους οἰκοδομῆς ἐν λίθοις χαλάζης καὶ γλώσσης πυρὸς

κύκλῳ αὐτῶνmiddot καὶ ἤρξαντο ἐκφοβεῖν με

10 Καὶ εἰσῆλθον εἰς τὰς γλώσσας τοῦ πυρός καὶ ἤγγισα εἰς οἶκον μέγαν

οἰκοδομημένον ἐν λίθοις χαλάζης καὶ οἱ τοῖχοι τοῦ οἴκου ὡς λιθόπλακες

καὶ πᾶσαι ἦσαν ἐκ χιόνος καὶ ἐδάφη χιονικά

11 καὶ αἱ στέγαι ὡς διαδρομαὶ ἀστέρων καὶ ἀστραπαί καὶ μεταξὺ αὐτῶν

χερουβὶν πύρινα καὶ οὐρανὸς αὐτῶν ὕδωρ

12 καὶ πῦρ φλεγόμενον κύκλῳ τῶν τειχῶν καὶ θύραι πυρὶ καιόμεναι

13 εἰσῆλθον εἰς τὸν οἶκον ἐκεῖνον θερμὸν ὡς πῦρ καὶ ψυχρὸν ὡς χιών καὶ

πᾶσα τροφὴ ζωῆς οὐκ ἦν ἐν αὐτῷmiddot φόβος με ἐκάλυψεν καὶ τρόμος με

ἔλαβεν

14 καὶ ἤμην σειόμενος καὶ τρέμων καὶ ἔπεσον ἐθεώρουν ἐν τῇ ὁράσει

μου

15 καὶ ἰδοὺ ἄλλη θύρα ἀνεῳγμένη κατέναντί μου καὶ ὁ οἶκος μείζων

τούτου καὶ ὅλος οἰκοδομημένος ἐν γλώσσαις πυρός

16 καὶ ὅλος διαφέρων ἐν δόξῃ καὶ ἐν τιμῇ καὶ ἐν μεγαλωσύνῃ ὥστε μὴ

δύνασθαί με ἐξειπεῖν ὑμῖν περὶ τῆς δόξης καὶ περὶ τῆς μεγαλωσύνης

αὐτοῦ

17 τὸ ἔδαφος αὐτοῦ ἦν πυρός τὸ δὲ ἀνώτερον αὐτοῦ ἦσαν ἀστραπαὶ καὶ

διαδρομαὶ ἀστέρων καὶ ἡ στέγη αὐτοῦ ἦν πῦρ φλέγον

18 Ἐθεώρουν δὲ καὶ εἶδον θρόνον ὑψηλόν καὶ τὸ εἶδος αὐτοῦ ὡσεὶ

κρυστάλλινον καὶ τροχὸς ὡς ἡλίου λάμποντος καὶ ὄρος χερουβίν

19 καὶ ὑποκάτω τοῦ θρόνου ἐξεπορεύοντο ποταμοὶ πυρὸς φλεγόμενοι καὶ

οὐκ ἐδυνάσθην ἰδεῖν

20 καὶ ἡ δόξα ἡ μεγάλη ἐκάθητο ἐπrsquo αὐτῷmiddot τὸ περιβόλαιον αὐτοῦ ὡς εἶδος

ἡλίου λαμπρότερον καὶ λευκότερον πάσης χιόνος

21 καὶ οὐκ ἐδύνατο πᾶς ἄγγελος παρελθεῖν εἰς τὸν οἶκον τοῦτον καὶ ἰδεῖν

τὸ πρόσωπον αὐτοῦ διὰ τὸ ἔντιμον καὶ ἔνδοξον καὶ οὐκ ἐδύνατο πᾶσα

σὰρξ ἰδεῖν αὐτοῦ

22 τὸ πῦρ φλεγόμενον κύκλῳmiddot καὶ πῦρ μέγα παρειστήκει αὐτῷ καὶ οὐδεὶς

ἐγγίζει αὐτῷ κύκλῳ μυρίαι μυριάδες ἑστήκασιν ἐνώπιον αὐτοῦ καὶ πᾶς

λόγος αὐτοῦ ἔργον

23 καὶ οἱ ἅγιοι τῶν ἀγγέλων οἱ ἐγγίζοντες αὐτῷ οὐκ ἀποχωροῦσιν νυκτὸς

οὔτε ἀφίστανται αὐτοῦ

24 Κἀγὼ ἤμην ἕως τούτου ἐπὶ πρόσωπόν μου βεβλημένος καὶ τρέμων καὶ

ὁ κύριος τῷ στόματι αὐτοῦ ἐκάλεσέν με καὶ εἶπέν μοι Πρόσελθε ὧδε

Ἑνώχ καὶ τὸν λόγον μου ἄκουσον

25 καὶ προσελθών μοι εἷς τῶν ἁγίων ἤγειρέν με καὶ ἔστησέν με καὶ

προσήγαγέν με μέχρι τῆς θύραςmiddot ἐγὼ δὲ τὸ πρόσωπόν μου κάτω ἔκυφον

XV

1 Καὶ ἀποκριθεὶς εἶπέν μοι Ὁ ἄνθρωπος ὁ ἀληθινός ἄνθρωπος τῆς

ἀληθείας ὁ γραμματεύςmiddot καὶ τῆς φωνῆς αὐτοῦ ἤκουσαmiddot μὴ φοβηθῇς Ἑνώχ

ἄνθρωπος ἀληθινὸς καὶ γραμματεὺς τῆς ἀληθείαςmiddot πρόσελθε ὧδε καὶ τῆς

φωνῆς μου ἄκουσον

2 πορεύθητι καὶ εἶπε τοῖς πέμψασίν σε Ἐρωτῆσαι ὑμᾶς ἔδει περὶ τῶν

ἀνθρώπων καὶ μὴ τοὺς ἀνθρώπους περὶ ὑμῶν

3 διὰ τί ἀπελίπετε τὸν οὐρανὸν τὸν ὑψηλὸν τὸν ἅγιον τοῦ αἰῶνος καὶ

μετὰ τῶν γυναικῶν ἐκοιμήθητε καὶ μετὰ τῶν θυγατέρων τῶν ἀνθρώπων

ἐμιάνθητε καὶ ἐλάβετε ἑαυτοῖς γυναῖκας ὥσπερ υἱοὶ τῆς γῆς ἐποιήσατε

καὶ ἐγεννήσατε ἑαυτοῖς τέκνα υἱοὺς γίγαντας

22

4 καὶ ὑμεῖς ἦτε ἅγιοι καὶ πνεύματα ζῶντα αἰώνια ἐν τῷ αἵματι τῶν

γυναικῶν ἐμιάνθητε καὶ ἐν αἵματι σαρκὸς ἐγεννήσατε καὶ ἐν αἵματι

ἀνθρώπων ἐπεθυμήσατε καθὼς καὶ αὐτοὶ ποιοῦσιν σάρκα καὶ αἷμα

οἵτινες ἀποθνήσκουσιν καὶ ἀπόλλυνται

5 διὰ τοῦτο ἔδωκα αὐτοῖς θηλείας ἵνα σπερματίζουσιν εἰς αὐτὰς καὶ

τεκνώσουσιν ἐν αὐταῖς τέκνα οὕτως ἵνα μὴ ἐκλείπῃ αὐτοῖς πᾶν ἔργον ἐπὶ

τῆς γῆς

6 ὑμεῖς δὲ ὑπήρχετε πνεύματα ζῶντα αἰώνια καὶ οὐκ ἀποθνήσκοντα εἰς

πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

7 καὶ διὰ τοῦτο οὐκ ἐποίησα ἐν ὑμῖν θηλείαςmiddot τὰ πνεύματα τοῦ οὐρανοῦ ἐν

τῷ οὐρανῷ ἡ κατοίκησις αὐτῶν

8 καὶ νῦν οἱ γίγαντες οἱ γεννηθέντες ἀπὸ τῶν πνευμάτων καὶ σαρκὸς

πνεύματα ἰσχυρὰ ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐν τῇ γῇ ἡ κατοίκησις αὐτῶν ἔσται

9 πνεύματα πονηρὰ ἐξῆλθον ἀπὸ τοῦ σώματος αὐτῶν διότι ἀπὸ τῶν

ἀνωτέρων ἐγένοντο καὶ ἐκ τῶν ἁγίων ἐγρηγόρων ἡ ἀρχὴ τῆς κτίσεως

αὐτῶν καὶ ἀρχὴ θεμελίουmiddot πνεύματα πονηρὰ κληθήσεται

10 πνεύματα οὐρανοῦ ἐν τῷ οὐρανῷ ἡ κατοίκησις αὐτῶν ἔσται καὶ τὰ

πνεύματα ἐπὶ τῆς γῆς τὰ γεννηθέντα ἐπὶ τῆς γῆς ἡ κατοίκησις αὐτῶν

ἔσται

11 καὶ τὰ πνεύματα τῶν γιγάντων νεφέλας ἀδικοῦντα ἀφανίζοντα καὶ

ἐνπίπτοντα καὶ συνπαλαίοντα καὶ συνρίπτοντα ἐπὶ τῆς γῆς πνεύματα

σκληρὰ γιγάντων καὶ δρόμους ποιοῦντα καὶ μηδὲν ἐσθίοντα ἀλλrsquo

ἀσιτοῦντα καὶ διψῶντα καὶ προσκόπτοντα πνεύματα

12 καὶ ἐξαναστήσει ταῦτα εἰς τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν

γυναικῶν ὅτι ἐξεληλύθασιν ἀπrsquo αὐτῶν

XVI

1 ἀπὸ ἡμέρας σφαγῆς καὶ ἀπωλείας καὶ θανάτου ἀφrsquo ὧν τὰ πνεύματα

ἐκπορευόμενα ἐκ τῆς ψυχῆς τῆς σαρκὸς αὐτῶν ἔσται ἀφανίζοντα χωρὶς

κρίσεωςmiddot οὕτως ἀφανίσουσιν μέχρις ἡμέρας τελειώσεως τῆς κρίσεως τῆς

μεγάλης ἐν ᾗ ὁ αἰὼν ὁ μέγας τελεσθήσεται

2 καὶ νῦν ἐγρηγόροις τοῖς πέμψασίν σε ἐρωτῆσαι περὶ αὐτῶν οἵτινες ἐν

οὐρανῷ ἦσαν

3 Ὑμεῖς ἐν τῷ οὐρανῷ ἦτε καὶ πᾶν μυστήριον ὃ οὐκ ἀνεκαλύφθη ὑμῖν καὶ

μυστήριον τὸ ἐκ τοῦ θεοῦ γεγενημένον ἔγνωτε καὶ τοῦτο ἐμηνύσατε ταῖς

γυναιξὶν ἐν ταῖς σκληροκαρδίαις ὑμῶν καὶ ἐν τῷ μυστηρίῳ τούτῳ

πληθύνουσιν αἱ θήλειαι καὶ οἱ ἄνθρωποι τὰ κακὰ ἐπὶ τῆς γῆς

4 εἶπον οὖν αὐτοῖς Οὐκ ἔστιν εἰρήνη

XVII

1 Καὶ παραλαβόντες με εἴς τινα τόπον ἀπήγαγον ἐν ᾧ οἱ ὄντες ἐκεῖ

γίνονται ὡς πῦρ φλέγον καὶ ὅταν θέλωσιν φαίνονται ὡσεὶ ἄνθρωποι

2 Καὶ ἀπήγαγόν με εἰς ζοφώδη τόπον καὶ εἰς ὄρος οὗ ἡ κεφαλὴ ἀφικνεῖτο

εἰς τὸν οὐρανόν

3 καὶ εἶδον τόπον τῶν φωστήρων καὶ τοὺς θησαυροὺς τῶν ἀστέρων καὶ

τῶν βροντῶν καὶ εἰς τὰ ἀεροβαθῆ ὅπου τόξον πυρὸς καὶ τὰ βέλη καὶ τὰς

θήκας αὐτῶν καὶ τὰς ἀστραπὰς πάσας

4 Καὶ ἀπήγαγόν με μέχρι ὑδάτων καὶ μέχρι πυρὸς δύσεως ὅ ἐστιν καὶ

παρέχον πάσας τὰς δύσεις τοῦ ἡλίου

5 καὶ ἤλθομεν μέχρι ποταμοῦ πυρός ἐν ᾧ κατατρέχει τὸ πῦρ ὡς ὕδωρ καὶ

ῥέει εἰς θάλασσαν μεγάλην δύσεως

6 ἴδον τοὺς μεγάλους ποταμούς καὶ μέχρι τοῦ μεγάλου ποταμοῦ καὶ μέχρι

23

τοῦ μεγάλου σκότους κατήντησα καὶ ἀπῆλθον ὅπου πᾶσα σὰρξ οὐ

περιπατεῖ

7 ἴδον τοὺς ἀνέμους τῶν γνόφων τοὺς χειμερινοὺς καὶ τὴν ἔκχυσιν τῆς

ἀβύσσου πάντων ὑδάτων

8 ἴδον τὸ στόμα τῆς γῆς πάντων τῶν ποταμῶν καὶ τὸ στόμα τῆς ἀβύσσου

XVIII

1 ἴδον τοὺς θησαυροὺς τῶν ἀνέμων πάντων ἴδον ὅτι ἐν αὐτοῖς ἐκόσμησεν

πάσας τὰς κτίσεις καὶ τὸν θεμέλιον τῆς γῆς καὶ τὸν λίθον ἴδον τῆς γωνίας

τῆς γῆς

2 ἴδον τοὺς τέσσαρας ἀνέμους τὴν γῆν βαστάζοντας

3 καὶ τὸ στερέωμα τοῦ οὐρανοῦ καὶ αὐτοὶ ἱστᾶσιν μεταξὺ γῆς καὶ

οὐρανοῦ

4 ἴδον ἀνέμους τῶν οὐρανῶν στρέφοντας καὶ διανεύοντας τὸν τροχὸν τοῦ

ἡλίου καὶ πάντας τοὺς ἀστέρας

5 ἴδον τοὺς ἐπὶ τῆς γῆς ἀνέμους βαστάζοντας ἐν νεφέλῃ ἴδον πέρατα τῆς

γῆς τὸ στήριγμα τοῦ οὐρανοῦ ἐπάνω

6 Παρῆλθον καὶ ἴδον τόπον καιόμενον νυκτὸς καὶ ἡμέρας ὅπου τὰ ἑπτὰ

ὄρη ἀπὸ λίθων πολυτελῶν [τρία] εἰς ἀνατολὰς καὶ τρία εἰς νότον

βάλλοντα

7 καὶ τὰ μὲν πρὸς ἀνατολὰς ἀπὸ λίθου χρώματος τὸ δὲ ἦν ἀπὸ λίθου

μαργαρίτου καὶ τὸ ἀπὸ λίθου ταθέν τὸ δὲ κατὰ νότον ἀπὸ λίθου πυρροῦmiddot

8 τὸ δὲ μέσον αὐτῶν ἦν εἰς οὐρανόν ὥσπερ θρόνος θεοῦ ἀπὸ λίθου φουκά

καὶ ἡ κορυφὴ τοῦ θρόνου ἀπὸ λίθου σαφφείρουmiddot

9 καὶ πῦρ καιόμενον ἴδον κἀπέκεινα τῶν ὀρέων τούτων

10 τόπος ἐστὶν πέρας τῆς μεγάλης γῆςmiddot ἐκεῖ συντελεσθήσονται οἱ οὐρανοί

11 καὶ ἴδον χάσμα μέγα εἰς τοὺς στύλους τοῦ πυρὸς καταβαίνοντας καὶ

οὐκ ἦν μέτρον οὔτε εἰς βάθος οὔτε εἰς ὕψος

12 καὶ ἐπέκεινα τοῦ χάσματος τούτου ἴδον τόπον ὅπου οὐδὲ στερέωμα

οὐρανοῦ ἐπάνω οὔτε γῆ ᾖ τεθεμελιωμένη ὑποκάτω αὐτοῦ οὔτε ὕδωρ ἦν

ὑπὸ αὐτὸ οὔτε πετεινόν ἀλλὰ τόπος ἦν ἔρημος καὶ φοβερός

13 ἐκεῖ ἴδον ἑπτὰ ἀστέρας ὡς ὄρη μεγάλα καιόμενα περὶ ὧν

πυνθανομένῳ μοι

14 εἶπεν ὁ ἄγγελος Οὗτός ἐστιν ὁ τόπος τὸ τέλος τοῦ οὐρανοῦ καὶ γῆςmiddot

δεσμωτήριον τοῦτο ἐγένετο τοῖς ἄστροις καὶ ταῖς δυνάμεσιν τοῦ οὐρανοῦ

15 καὶ οἱ ἀστέρες οἱ κυλιόμενοι ἐν τῷ πυρί οὗτοί εἰσιν οἱ παραβάντες

πρόσταγμα κυρίου ἐν ἀρχῇ τῆς ἀνατολῆς αὐτῶν - ὅτι τόπος ἔξω τοῦ

οὐρανοῦ κενός ἐστιν - ὅτι οὐκ ἐξῆλθαν ἐν τοῖς καιροῖς αὐτῶν

16 καὶ ὀργίσθη αὐτοῖς καὶ ἔδησεν αὐτοὺς μέχρι καιροῦ τελειώσεως αὐτῶν

ἁμαρτίας laquoαὐτῶνraquo ἐνιαυτῶν μυρίων

XIX

1 Καὶ εἶπέν μοι Οὐριήλ Ἐνθάδε οἱ μιγέντες ἄγγελοι ταῖς γυναιξὶν

στήσονται καὶ τὰ πνεύματα αὐτῶν πολύμορφα γενόμενα λυμαίνεται τοὺς

ἀνθρώπους καὶ πλανήσει αὐτοὺς ἐπιθύειν τοῖς δαιμονίοις μέχρι τῆς

μεγάλης κρίσεως ἐν ᾗ κριθήσονται εἰς ἀποτελείωσιν

2 καὶ αἱ γυναῖκες αὐτῶν τῶν παραβάντων ἀγγέλων εἰς σειρῆνας

γενήσονται

3 κἀγὼ Ἑνὼχ ἴδον τὰ θεωρήματα μόνος τὰ πέρατα πάντων καὶ οὐ μὴ ἴδῃ

οὐδὲ εἷς ἀνθρώπων ὡς ἐγὼ ἴδον

XX

1 Ἄγγελοι τῶν δυνάμεων

24

2 Οὐριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ταρτάρου

3 Ῥαφαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων τῶν ἀνθρώπων

4 Ῥαγουήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐκδικῶν τὸν κόσμον τῶν

φωστήρων

5 Μιχαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν τοῦ λαοῦ ἀγαθῶν

τεταγμένος καὶ ἐπὶ τῷ χάῳ

6 Σαριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων οἵτινες ἐπὶ τῷ

πνεύματι ἁμαρτάνουσιν

7 Γαβριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τοῦ παραδείσου καὶ τῶν

δρακόντων καὶ χερουβείν ἀρχαγγέλων ὀνόματα ἑπτά

XXI

1 Καὶ ἐφώδευσα ἕως τῆς ἀκατασκευάστου

2 κἀκεῖ ἐθεασάμην ἔργον φοβερόνmiddot ἑώρακα οὔτε οὐρανὸν ἐπάνω οὔτε γῆν

τεθέαμαι τεθεμελιωμένην ἀλλὰ τόπον ἀκατασκεύαστον καὶ φοβερόν

3 καὶ ἐκεῖ τεθέαμαι ἑπτὰ τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ δεδεμένους καὶ

ἐρριμμένους ἐν αὐτῷ ὁμοίους ὄρεσιν μεγάλοις καὶ ἐν πυρὶ καιομένους

4 τότε εἶπον Διὰ ποίαν αἰτίαν ἐπεδέθησαν καὶ διὰ τί ὧδε ἐρίφησαν

5 τότε εἶπέν μοι Οὐριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν - καὶ

αὐτὸς ἡγεῖτο αὐτῶν - καὶ εἶπέν μοι Ἑνώχ περὶ τίνος ἐρωτᾷς ἢ περὶ τίνος

τὴν ἀλήθειαν φιλοσπευδεῖς

6 οὗτοί εἰσιν τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ οἱ παραβάντες τὴν ἐπιταγὴν τοῦ

κυρίου καὶ ἐδέθησαν ὧδε μέχρι τοῦ πληρῶσαι μύρια ἔτη τὸν χρόνον τῶν

ἁμαρτημάτων αὐτῶν

7 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον τούτου φοβερώτερον καὶ τεθέαμαι

ἔργα φοβερώτερα πῦρ μέγα ἐκεῖ καιόμενον καὶ φλεγόμενον καὶ διακοπὴν

εἶχεν ὁ τόπος ἕως τῆς ἀβύσσου πλήρης στύλων πυρὸς μεγάλου

καταφερομένωνmiddot οὔτε μέτρον οὔτε πλάτος ἠδυνήθην ἰδεῖν οὐδὲ εἰκάσαι

8 τότε εἶπον Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος καὶ ὡς δεινὸς τῇ ὁράσει

9 τότε ἀπεκρίθη μοι ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν καὶ εἶπέν

μοι Ἑνώχ διὰ τί ἐφοβήθης οὕτως καὶ ἐπτοήθης καὶ ἀπεκρίθην Περὶ

τούτου τοῦ φοβεροῦ καὶ περὶ τῆς προσόψεως τῆς δεινῆς

10 καὶ εἶπεν Οὗτος ὁ τόπος δεσμωτήριον ἀγγέλωνmiddot ὧδε συνσχεθήσονται

μέχρι αἰῶνος εἰς τὸν αἰῶνα

XXII

1 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον καὶ ἔδειξέν μοι πρὸς δυσμὰς ἄλλο

ὄρος μέγα καὶ ὑψηλόν πέτρας στερεάς

2 καὶ τέσσαρες τόποι ἐν αὐτῷ κοῖλοι βάθος ἔχοντες καὶ λίαν λεῖοι τρεῖς

αὐτῶν σκοτινοὶ καὶ εἷς φωτινός καὶ πηγὴ ὕδατος ἀνὰ μέσον αὐτοῦ καὶ

εἶπον Πῶς λεῖα τὰ κοιλώματα ταῦτα καὶ ὁλοβαθῆ καὶ σκοτινὰ τῇ ὁράσει

3 τότε ἀπεκρίθη Ῥαφαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν καὶ

εἶπέν μοι Οὗτοι οἱ τόποι οἱ κοῖλοι ἵνα ἐπισυνάγωνται εἰς αὐτοὺς τὰ

πνεύματα τῶν ψυχῶν τῶν νεκρῶν εἰς αὐτὸ τοῦτο ἐκρίθησαν ὥδε

ἐπισυνάγεσθαι πάσας τὰς ψυχὰς τῶν ἀνθρώπων

4 καὶ οὗτοι οἱ τόποι εἰς ἐπισύνσχεσιν αὐτῶν ἐποίησαν μέχρι τῆς ἡμέρας

τῆς κρίσεως αὐτῶν καὶ μέχρι τοῦ διορισμοῦ καὶ διορισμένου χρόνου ἐν ᾧ ἡ

κρίσις ἡ μεγάλη ἔσται ἐν αὐτοῖς

5 τεθέαμαι ἀνθρώπους νεκροὺς ἐντυγχάνοντας καὶ ἡ φωνὴ αὐτοῦ μέχρι

τοῦ οὐρανοῦ προέβαινεν καὶ ἐνετύγχανεν

6 καὶ ἠρώτησα Ῥαφαὴλ τὸν ἄγγελον ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν καὶ εἶπα αὐτῷ Τοῦτο

τὸ πνεῦμα τὸ ἐντυγχάνον τίνος ἐστίν διrsquo ὃ οὕτως ἡ φωνὴ αὐτοῦ προβαίνει

25

καὶ ἐντυγχάνει ἕως τοῦ οὐρανοῦ

7 καὶ ἀπεκρίθη μοι λέγων Τοῦτο τὸ πνεῦμά ἐστιν τὸ ἐξελθὸν ἀπὸ Ἄβελ ὃν

ἐφόνευσε Κάιν ὁ ἀδελφός καὶ Ἄβελ ἐντυγχάνει περὶ αὐτοῦ μέχρι τοῦ

ἀπολέσαι τὸ σπέρμα αὐτοῦ ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς καὶ ἀπὸ τοῦ

σπέρματος τῶν ἀνθρώπων ἀφανθῇ τὸ σπέρμα αὐτοῦ

8 Τότε ἠρώτησα περὶ τῶν κυκλωμάτων πάντων διὰ τί ἐχωρίσθησαν ἓν

ἀπὸ τοῦ ἑνός

9 καὶ ἀπεκρίθη μοι λέγων Οὗτοι οἱ τρεῖς ἐποιήθησαν χωρίζεσθαι τὰ

πνεύματα τῶν νεκρῶνmiddot καὶ οὕτως ἐχωρίσθη εἰς τὰ πνεύματα τῶν δικαίων

οὗ ἡ πηγὴ τοῦ ὕδατος ἐν αὐτῷ φωτινήmiddot

10 καὶ οὕτως ἐκτίσθη τῶν ἁμαρτωλῶν ὅταν ἀποθάνωσιν καὶ ταφῶσιν εἰς

τὴν γῆν καὶ κρίσις οὐκ ἐγενήθη ἐπrsquo αὐτῶν ἐν τῇ ζωῇ αὐτῶν

11 ὧδε χωρίζεται τὰ πνεύματα αὐτῶν εἰς τὴν μεγάλην βάσανον ταύτην

μέχρι τῆς μεγάλης ἡμέρας τῆς κρίσεως τῶν μαστίγων καὶ τῶν βασάνων

τῶν κατηραμένων μέχρι αἰῶνοςmiddot ἦν ἀνταπόδοσις τῶν πνευμάτωνmiddot ἐκεῖ

δήσει αὐτοὺς μέχρις αἰῶνος

12 καὶ οὕτως ἐχωρίσθη τοῖς πνεύμασιν τῶν ἐντυγχανόντων οἵτινες

ἐνφανίζουσιν περὶ τῆς ἀπωλείας ὅταν φονευθῶσιν ἐν ταῖς ἡμέραις τῶν

ἁμαρτωλῶν

13 καὶ οὕτως ἐκτίσθη τοῖς πνεύμασιν τῶν ἀνθρώπων ὅσοι οὐκ ἔσονται

ὅσιοι ἀλλὰ ἁμαρτωλοί καὶ μετὰ τῶν ἀνόμων ἔσονται μέτοχοι τὰ δὲ

πνεύματα ὅτι οἱ ἐνθάδε θλιβέντες ἔλαττον κολάζονται αὐτῶν οὐ

τιμωρηθήσονται ἐν ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως οὐδὲ μὴ μετεγερθῶσιν ἐντεῦθεν

14 Τότε ηὐλόγησα τὸν κύριον τῆς δόξης καὶ εἶπα Εὐλογητὸς εἶ Κύριε ὁ τῆς

δικαιοσύνης κυριεύων τοῦ αἰῶνος

XXIII

1 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον πρὸς δυσμὰς τῶν περάτων τῆς γῆς

2 καὶ ἐθεασάμην πῦρ διατρέχον καὶ οὐκ ἀναπαυόμενον οὐδὲ ἐλλεῖπον τοῦ

δρόμου ἡμέρας καὶ νυκτὸς ἅμα διαμένον

3 καὶ ἠρώτησα λέγων Τί ἐστιν τὸ μὴ ἔχον ἀνάπαυσιν

4 τότε ἀπεκρίθη μοι Ῥαγουήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν

Οὗτος ὁ δρόμος τοῦ πυρὸς τὸ πρὸς δυσμὰς πῦρ τὸ ἐκδιῶκόν ἐστιν πάντας

τοὺς φωστῆρας τοῦ οὐρανοῦ

XXIV

1 Καὶ ἔδειξέν μοι ὄρη πυρὸς καιόμενα νυκτός

2 καὶ ἐπέκεινα αὐτῶν ἐπορεύθην καὶ ἐθεασάμην ἑπτὰ ὄρη ἔνδοξα πάντα

ἑκάτερα τοῦ ἑκατέρου διαλλάσσοντα ὧν οἱ λίθοι ἔντιμοι τῇ καλλονῇ καὶ

πάντα ἔντιμα καὶ ἔνδοξα καὶ εὐειδῆ τρία ἐπrsquo ἀνατολὰς ἐστηριγμένα ἐν τῷ

ἑνί καὶ τρία ἐπὶ νότον ἐν τῷ ἑνὶ καὶ φάραγγες βαθεῖαι καὶ τραχεῖαι μία τῇ

μιᾷ οὐκ ἐγγίζουσαι

3 καὶ τῷ ὄρει ἕβδομον ὄρος ἀνὰ μέσον τούτων καὶ ὑπερεῖχεν τῷ ὕψει

ὅμοιον καθέδρᾳ θρόνου καὶ περιεκύκλου δένδρα αὐτῷ εὐειδῆ

4 καὶ ἦν ἐν αὐτοῖς δένδρον ὃ οὐδέποτε ὤσφρανμαι καὶ οὐδεὶς ἕτερος αὐτῷ

ηὐφράνθη καὶ οὐδὲν ἕτερον ὅμοιον αὐτῷmiddot ὀσμὴν εἶχεν εὐωδεστέραν

πάντων ἀρωμάτων καὶ τὰ φύλλα αὐτοῦ καὶ τὸ ἄνθος καὶ τὸ δένδρον οὐ

φθίνει εἰς τὸν αἰῶνα οἱ δὲ περὶ τὸν καρπὸν ὡσεὶ βότρυες φοινίκων

5 τότε εἶπον ὡς καλὸν τὸ δένδρον τοῦτό ἐστιν καὶ εὐῶδες καὶ ὡραῖα τὰ

φύλλα καὶ τὰ ἄνθη αὐτοῦ ὡραῖα τῇ ὁράσει

6 τότε ἀπεκρίθη μοι Μιχαήλ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν - καὶ

αὐτὸς αὐτῶν ἡγεῖτο ndash

26

XXV

1 καὶ εἶπέν μοι Ἑνώχ τί ἐρωτᾷς καὶ τί ἐθαύμασας ἐν τῇ ὀσμῇ τοῦ δένδρου

καὶ διὰ τί θέλεις τὴν ἀλήθειαν μαθεῖν

2 τότε ἀπεκρίθην αὐτῷ Περὶ πάντων εἰδέναι θέλω μάλιστα δὲ περὶ τοῦ

δένδρου τούτου σφόδρα

3 καὶ ἀπεκρίθη λέγων Τοῦτο τὸ ὄρος τὸ ὑψηλόν οὗ ἡ κορυφὴ ὁμοία

θρόνου θεοῦ καθέδρα ἐστὶν οὗ καθίζει ὁ μέγας κύριος ὁ ἅγιος τῆς δόξης ὁ

βασιλεὺς τοῦ αἰῶνος ὅταν καταβῇ ἐπισκέψασθαι τὴν γῆν ἐπrsquo ἀγαθῷ

4 καὶ τοῦτο τὸ δένδρον εὐωδίας καὶ οὐδεμία σὰρξ ἐξουσίαν ἔχει ἅψασθαι

αὐτοῦ μέχρι τῆς μεγάλης κρίσεως ἐν ᾗ ἐκδίκησις πάντων καὶ τελείωσις

μέχρις αἰῶνοςmiddot τότε δικαίοις καὶ ὁσίοις δοθήσεται

5 ὁ καρπὸς αὐτοῦ τοῖς ἐκλεκτοῖς εἰς ζωὴν εἰς βορρᾶν καὶ

μεταφυτευθήσεται ἐν τόπῳ ἁγίῳ παρὰ τὸν οἶκον τοῦ θεοῦ βασιλέως τοῦ

αἰῶνος

6 τότε εὐφρανθήσονται εὐφραινόμενοι καὶ χαρήσονται καὶ εἰς τὸ ἅγιον

εἰσελεύσονταιmiddot αἱ ὀσμαὶ αὐτοῦ ἐν τοῖς ὀστέοις αὐτῶν καὶ ζωὴν πλείονα

ζήσονται ἐπὶ γῆς ἣν ἔζησαν οἱ πατέρες σου καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτῶν καὶ

βάσανοι καὶ πληγαὶ καὶ μάστιγες οὐχ ἅψονται αὐτῶν

7 Τότε ηὐλόγησα τὸν θεὸν τῆς δόξης τὸν βασιλέα τοῦ αἰῶνος ὃς

ἡτοίμασεν ἀνθρώποις τὰ τοιαῦτα δικαίοις καὶ αὐτὰ ἔκτισεν καὶ εἶπεν

δοῦναι αὐτοῖς

XXVI

1 Καὶ ἐκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς τὸ μέσον τῆς γῆς καὶ ἴδον τόπον

ηὐλογημένον ἐν ᾧ δένδρα ἔχοντα παραφυάδας μενούσας καὶ βλαστούσας

τοῦ δένδρου ἐκκοπέντος

2 κἀκεῖ τεθέαμαι ὄρος ἅγιονmiddot ὑποκάτω τοῦ ὄρους ὕδωρ ἐξ ἀνατολῶν καὶ

τὴν δύσιν εἶχεν πρὸς νότον

3 καὶ ἴδον πρὸς ἀνατολὰς ἄλλο ὄρος ὑψηλότερον τούτου καὶ ἀνὰ μέσον

αὐτοῦ φάραγγα βαθεῖαν οὐκ ἔχουσαν πλάτος καὶ διrsquo αὐτῆς ὕδωρ

πορεύεται ὑποκάτω ὑπὸ τὸ ὄρος

4 καὶ πρὸς δυσμὰς τούτου ἄλλο ὄρος ταπεινότερον αὐτοῦ καὶ οὐκ ἔχον

ὕψος καὶ φάραγγα βαθεῖαν καὶ ξηρὰν ἀνὰ μέσον αὐτῶν καὶ ἄλλην

φάραγγα βαθεῖαν καὶ ξηρὰν ἐπrsquo ἄκρων τῶν τριῶν ὀρέων

5 καὶ πᾶσαι φάραγγές εἰσιν βαθεῖαι ἐκ πέτρας στερεᾶς καὶ δένδρον οὐκ

ἐφυτεύετο ἐπrsquo αὐτάς

6 καὶ ἐθαύμασα περὶ τῆς φάραγγος καὶ λίαν ἐθαύμασα

XXVII

1 καὶ εἶπον Διὰ τί ἡ γῆ αὕτη ἡ εὐλογημένη καὶ πᾶσα πλήρης δένδρων

αὐτὴ δὲ ἡ φάραγξ κεκατηραμένη ἐστίν

2 γῆ κατάρατος τοῖς κεκατηραμένοις ἐστὶν μέχρι αἰῶνος ὧδε

ἐπισυναχθήσονται πάντες οἱ κεκατηραμένοι οἵτινες ἐροῦσιν τῷ στόματι

αὐτῶν κατὰ Κυρίου φωνὴν ἀπρεπῆ καὶ περὶ τῆς δόξης αὐτοῦ σκληρὰ

λαλήσουσιν ὧδε ἐπισυναχθήσονται καὶ ὧδε ἔσται τὸ οἰκητήριον

3 ἐπrsquo ἐσχάτοις αἰῶσιν ἐν ταῖς ἡμέραις τῆς κρίσεως τῆς ἀληθινῆς ἐναντίον

τῶν δικαίων εἰς τὸν ἅπαντα χρόνον ὧδε εὐλογήσουσιν οἱ ἀσεβεῖς τὸν

κύριον τῆς δόξης τὸν βασιλέα τοῦ αἰῶνοςmiddot

4 ἐν ταῖς ἡμέραις τῆς κρίσεως αὐτῶν εὐλογήσουσιν ἐν ἐλέει ὡς ἐμέρισεν

αὐτοῖς

5 Τότε ηὐλόγησα τὸν κύριον τῆς δόξης καὶ τὴν δόξαν αὐτοῦ ἐδήλωσα καὶ

ὕμνησα μεγαλοπρεπῶς

27

XXVIII

1 Καὶ ἐκεῖθεν ἐπορεύθην εἰς τὸ μέσον Μανδοβαρά καὶ ἴδον αὐτὸ ἔρημονmiddot

καὶ αὐτὸ μόνον

2 πλήρης δένδρων καὶ ἀπὸ τῶν σπερμάτων ὕδωρ ἄνομβρον ἄνωθεν

φερόμενον

3 ὡς ὑδραγωγὸς δαψιλὴς ὡς πρὸς βορρᾶν ἐπὶ δυσμῶν πάντοθεν ἀνάγει

ὕδωρ καὶ δρόσον

XXIX

1 Ἔτι ἐκεῖθεν ἐπορεύθην εἰς ἄλλον τόπον ἐν τῷ Βαβδηρά καὶ πρὸς

ἀνατολὰς τοῦ ὄρους τούτου ᾠχόμην

2 καὶ ἴδον κρίσεως δένδρα πνέοντα ἀρωμάτων λιβάνων καὶ ζμύρνας καὶ

τὰ δένδρα αὐτῶν ὅμοια καρύαις

XXX

1 Καὶ ἐπέκεινα τούτων ᾠχόμην πρὸς ἀνατολὰς μακράν καὶ ἴδον τόπον

ἄλλον μέγαν φάραγγα ὕδατος

2 ἐν ᾧ καὶ δένδρα χρόα ἀρωμάτων ὁμοίων σχίνῳ

3 καὶ τὰ παρὰ τὰ χείλη τῶν φαράγγων τούτων ἴδον κιννάμωμον

ἀρωμάτωνmiddot καὶ ἐπέκεινα τούτων ᾠχόμην πρὸς ἀνατολάς

XXXI

1 καὶ ἴδον ἄλλα ὄρη καὶ ἐν αὐτοῖς ἄλση δένδρων καὶ ἐκπορευόμενον ἐξ

αὐτῶν νέκταρ τὸ καλούμενον σαρρὰν καὶ χαλβάνη

2 καὶ ἐπέκεινα τῶν ὀρέων τούτων ἴδον ἄλλο ὄρος πρὸς ἀνατολὰς τῶν

περάτων τῆς γῆς καὶ πάντα τὰ δένδρα πλήρη ἐξαυτῆς ἐν ὁμοιώματι

ἀμυγδάλων

3 ὅταν τριβῶσινmiddot διὸ εὐωδέστερον ὑπὲρ πάντων τῶν ἀρωμάτων

XXXII

1 εἰς βορρᾶν πρὸς ἀνατολὰς τεθέαμαι ἑπτὰ ὄρη πλήρη νάρδου χρηστοῦ

καὶ σχίνου καὶ κινναμώμου καὶ πιπέρεως

2 Καὶ ἐκεῖθεν ἐφώδευσα ἐπὶ τὰς ἀρχὰς πάντων τῶν ὀρέων τούτων

μακρὰν ἀπέχων πρὸς ἀνατολὰς τῆς γῆς καὶ διέβην ἐπάνω τῆς ἐρυθρᾶς

θαλάσσης καὶ ᾠχόμην ἐπrsquo ἄκρων καὶ ἀπὸ τούτου διέβην ἐπάνω τοῦ

Ζωτιήλ

3 καὶ ἦλθον πρὸς τὸν παράδεισον τῆς δικαιοσύνης καὶ ἴδον μακρόθεν τῶν

δένδρων τούτων δένδρα πλείονα καὶ μεγάλα δύο μὲν ἐκεῖ μεγάλα σφόδρα

καλὰ καὶ ἔνδοξα καὶ μεγαλοπρεπῆ καὶ τὸ δένδρον τῆς φρονήσεως οὗ

ἐσθίουσιν ἅγιοι τοῦ καρποῦ αὐτοῦ καὶ ἐπίστανται φρόνησιν μεγάλην

4 ὅμοιον τὸ δένδρον ἐκεῖνο στροβιλέᾳ τὸ ὕψος τὰ δὲ φύλλα αὐτοῦ κερατίᾳ

ὅμοια ὁ δὲ καρπὸς αὐτοῦ ὡσεὶ βότρυες ἀμπέλου ἱλαροὶ λίαν ἡ δὲ ὀσμὴ

αὐτοῦ διέτρεχεν πόρρω ἀπὸ τοῦ δένδρου

5 τότε εἶπον ὡς καλὸν τὸ δένδρον καὶ ὡς ἐπίχαρι τῇ ὁράσει

6 τότε ἀπεκρίθη Ῥαφαήλ ὁ ἅγιος ἄγγελος ὁ μετrsquo ἐμοῦ ὤν Τοῦτο τὸ

δένδρον φρονήσεως ἐξ οὗ ἔφαγεν ὁ πατήρ σου

LXXXIX

42 Καὶ οἱ κύνες ἤρξαντο κατεσθίειν τὰ πρόβατα καὶ οἱ ὕες καὶ οἱ ἀλώπεκες

κατήσθιον αὐτά μέχρι οὗ ἤγειρεν ὁ κύριος τῶν προβάτων κριὸν ἕνα ἐκ

τῶν προβάτων

43 καὶ ὁ κριὸς οὗτος ἤρξατο κερατίζειν καὶ ἐπιδιώκειν ἐν τοῖς κέρασιν καὶ

ἐνετίνασσεν εἰς τοὺς ἀλώπεκας καὶ μετrsquo αὐτοὺς εἰς τοὺς ὕαςmiddot καὶ

ἀπώλεσεν ὕας πολλούς καὶ μετrsquo αὐτοὺς [ἐλυμήνα]το τοὺς κύνας

44 καὶ τὰ πρόβατα ὧν οἱ ὀφθαλμοὶ ἠνοίγησαν ἐθεάσαντο τὸν κριὸν τὸν ἐν

28

τοῖς προβάτοις ἕως οὗ ἀφῆκεν τὴν ὁδὸν αὐτοῦ καὶ ἤρξατο πορεύεσθαι

ἀνοδίᾳ

45 καὶ ὁ κύριος τῶν προβάτων ἀπέστειλεν τὸν ἄρνα τοῦτον ἐπὶ ἄρνα

ἕτερον τοῦ στῆσαι αὐτὸν εἰς κριὸν ἐν ἀρχῇ τῶν προβάτων ἀντὶ τοῦ κριοῦ

τοῦ ἀφέντος τὴν ὁδὸν αὐτοῦ

46 καὶ ἐπορεύθη πρὸς αὐτὸν καὶ ἐλάλησεν αὐτῷ σιγῇ κατὰ μόνας καὶ

ἤγειρεν αὐτὸν εἰς κριὸν καὶ εἰς ἄρχοντα καὶ εἰς ἡγούμενον τῶν προβάτωνmiddot

καὶ οἱ κύνες ἐπὶ πᾶσιν τούτοις ἔθλιβον τὰ πρόβατα

47 [καὶ] ὁ κριὸς ὁ πρῶτος τὸν κριὸν τὸν δεύτερον ἐπεδίωκεν καὶ ἔφυγεν

ἀπὸ προσώπου αὐτοῦmiddot εἶτrsquo ἐθεώρουν τὸν κριὸν τὸν πρῶτον ἕως οὗ ἔπεσεν

ἔμπροσθεν τῶν κυνῶν

48 καὶ ὁ κριὸς ὁ δεύτερος ἀναπηδήσας ἀφηγήσατο τῶν προβάτων

49 καὶ τὰ πρόβατα ηὐξήθησαν καὶ ἐπληθύνθησανmiddot καὶ πάντες οἱ κύνες καὶ

οἱ ἀλώπεκες ἔφυγον ἀπrsquo αὐτοῦ καὶ ἐφοβοῦντο αὐτόν

XC

1

6 [καὶ ἀναγνωσθής]ονται [πάντες] οἱ λόγοι τῶν ἀνομιῶν ὑμῶν ἐν[ώπιον]

τοῦ μεγάλου ἁγίου κατὰ πρόσωπον ὑμῶνmiddot εἶτrsquo ἀναφελεῖ τὰ πάντα ἔργα τὰ

μετασχόντα ἐν τῇ ἀνομίᾳ

7 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἁμαρτωλοὶ [οἱ] ἐν μέσῳ τῆς θαλάσσης καὶ ἐπὶ τῆς ξηρᾶς

ὄντεςmiddot μνημόσυνον εἰς ὑμᾶς κακόν

8 οὐαὶ ὑμῖν οἱ κτώμενοι χρυσίον καὶ ἀργύριον οὐκ ἀπὸ δικαιοσύνης καὶ

ἐρεῖτε πλούτῳ πεπλουτήκαμεν καὶ τὰ ὑπάρχοντα ἐσχήκαμεν καὶ

κεκτήμεθα

9 καὶ πᾶν ὃ ἐὰν θελήσωμεν ποιήσωμεν ὅτι ἀργύριον τεθησαυρίκαμεν ἐν

τοῖς θησαυροῖς ἡμῶν καὶ ἀγαθὰ πολλὰ ἐν ταῖς οἰκίαις ἡμῶν

10 καὶ ὡς ὕδωρ ἐκχυθήσεται πεπλάνησθε ὅτι οὐ μὴ παραμείνῃ ὁ πλοῦτος

ὑμῶν ἀλλὰ ταχὺ [ἀναπτήσεται] ἀπὸ ὑμῶν ὅτι ἀδίκως πάντα κέκτησθεmiddot

καὶ ὑμεῖς εἰς κατάραν μεγάλην παραδοθήσεσθε

XCI

1 καὶ νῦν ὀμνύω ὑμῖν τοῖς φρονίμοις καὶ οὐχὶ τοῖς ἄφροσι ὅτι πολλὰς

ὄψεσθε ἐπὶ τῆς γῆς ἀνομίαςmiddot

2 ὅτι κάλλος περιθήσονται ἄνδρες ὡς γυναῖκες [καὶ] χρῶμα ὡραῖον ὑπὲρ

παρθένους ἐν βασιλείᾳ καὶ μεγαλωσύνῃ καὶ ἐν ἐξουσίᾳ ἔσονται δὲ

ἀργύριον καὶ χρυσίον [παρrsquo] αὐτοῖς εἰς βρώματα καὶ ἐν ταῖς οἰκίαις αὐτῶν

ὡς ὕδωρ ἐκχυθήσονται

3 [διὰ τὸ μ]ὴ ἐπιστήμην αὐτοὺς μηδὲ φρόνησιν μηδεμίαν [ἔχειν] οὕτω

ἀπολεῖσθε κοινῶς μετὰ πάντων [τῶν] ὑπαρχόντων ὑμῶν [καὶ τῆς] πάσης

δόξης καὶ τῆς τιμῆς [ὑμῶν καὶ] εἰς ἀτιμίαν καὶ ἐρήμωσιν [καὶ σφαγὴν]

μεγάλην τ[ὰ πνεύματα ὑμῶν εἰς τὴν κάμινον τοῦ πυρὸς ἐμβληθήσεται]

Four lines are lost

ἐπὶ τὴν [γῆν οὐκ ἀπεστάλη ἀλλrsquo αὐτὴν οἱ ἄνθρω]ποι ἀφrsquo ἑαυτῶν [ἔκτισαν

καὶ εἰς κατάραν] μεγάλην ἀφίξονται οἱ ποιοῦντες [αὐτήν]

5 καὶ δουλεία (στειρα pap) γυναικὶ οὐκ ἐδόθη ἀλλὰ διὰ τὰ ἔργα τῶν

χειρῶνmiddot ὅτι οὐχ ὡρίσθη δούλην εἶναι δούληνmiddot ἄνωθεν οὐκ ἐδόθη ἀλλὰ ἐκ

καταδυναστείας ἐγένετο ὁ[μοίως] οὐδὲ ἡ ἀνομία ἄνωθεν ἐδόθη ἀλλrsquo ἐκ

παραβάσεως ὁμοίως οὐδὲ στεῖρα γυνὴ ἐκτίσθη ἀλλrsquo ἐξ ἰδίων ἀδικημάτων

ἐπετιμήθη ἀτεκνίᾳ [καὶ] ἄτεκνος ἀποθανεῖται

6 ὀμνύω ὑμῖν ἁμαρτωλοὶ κατὰ τοῦ ἁγίου τοῦ μεγάλου ὅτι τὰ ἔργα ὑμῶν τὰ

πονηρὰ ἔσται ἀνακεκαλυμμένα ἐν τῷ οὐρανῷmiddot οὐκ ἔσται ὑμῖν ἔργον

29

ἀποκεκρυμμένον ἄδικον

7 μὴ ὑπολάβητε τῇ ψυχῇ ὑμῶν μηδὲ ὑπολάβητε τῇ καρδίᾳ ὑμῶν ὅτι οὐ

γινώσκουσιν οὐδὲ βλέπουσιν οὐδὲ τὰ ἀδικήματα ὑμῶν θεωρεῖται οὐδὲ

ἀπογράφεται αὐτὰ ἐνώπιον τοῦ ὑψίστου ἀπὸ τοῦ [νῦν] ἐπιγνῶτε ὅτι

πάντα τὰ ἀδικήματα ὑμῶν ἀπογράφονται ἡμέραν ἐξ [ἡμέρας] μέχρι τῆς

κρίσεως ὑμῶν

9 οὐαὶ ὑμῖν ἄφρονες ὅτι ἀπολεῖσθε διὰ τὴν ἀφροσύνην ὑμῶν καὶ τῶν

[φρονίμων] οὐ μὴ ἀκούσητε καὶ τὰ ἀγαθὰ οὐκ ἀπαντήσει ὑμῖν τὰ δὲ κακὰ

[περιέξει] ὑμᾶς

10 καὶ νῦν γινώσκετε ὅτ[ι ἡτοίμασται] ὑμῖν εἰς ἡμέραν ἀπωλείας [μὴ

ἐλπίζε]τε σωθῆναι ἁμαρτωλοίmiddot ἀπ[ελθόντες] ἀποθάνετε γινώσκοντε[ς ὅτι

ἡτοίμας]ται εἰς ἡμέραν κρίσεως μ[εγάλης καὶ στε]νοχωρίας μείζονος τ[οῖς

πνεύμασιν ὑμῶν]

11 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ σκληροτράχηλοι τῇ καρδίᾳ ποιοῦντες τὸ κα[κὸν καὶ

ἔσθοντες αἷμα πόθ]εν ὑμῖν ἔσο[νται ἀγαθὰ ἵνα φάγητε ] Four lines are

lost

12 [ἔργα τῆ]ς ἀδικίαςmiddot διότι ἐλπίδας κα[λὰς ἔχετε ὑμῖ]ν νῦν γνωστὸν ὑμῖν

ἔστω ὅτι εἰς [χεῖρας τ]ῶν δικαίων παραδοθήσεσθε καὶ ἀποκτενοῦσιν ὑμᾶς

καὶ οὐ μὴ φείσονται ὑμῶν

13 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἐπιχαίροντες τοῖς κακοῖς τῶν δικαίωνmiddot τάφος ὑμῶν οὐ μὴ

ὀρυγῇ

14 οὐαὶ ὑμῖν οἱ βουλόμενοι ἀκυρῶσαι τοὺς λόγους τῶν δικαίωνmiddot οὐ μὴ

γένηται ὑμῖν ἐλπὶς σωτηρίας

15 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ γράφοντες λόγους ψευδεῖς καὶ λόγους πλανήσεωςmiddot αὐτοὶ

γράφουσιν καὶ πολλοὺς ἀποπλανήσουσιν τοῖς ψεύδεσιν αὐτῶνmiddot

16 πλανᾶσθε ὑμεῖς αὐτοὶ καὶ οὐκ ἔστιν ὑμῖν χαίρειν ἀλλὰ ταχέως

ἀπολεῖσθε

XCII

1 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ ποιοῦντες πλανήματα καὶ τοῖς ἔργοις τοῖς ψευδέσιν

λαμβάνοντες τιμὴν καὶ δόξανmiddot ἀπολώλατε οὐκ ἔστιν ὑμῖν σωτηρία εἰς

ἀγαθόν

2 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἐξαλλοιοῦντες τοὺς λόγους τοὺς ἀληθινούς καὶ

διαστρέφοντες τὴν αἰώνιον διαθήκην καὶ λογιζόμενοι ἑαυτοὺς

ἀναμαρτήτουςmiddot ἐν τῇ γῇ καταποθήσονται

3 τότε ἑτοιμάζεσθε οἱ δίκαιοι καὶ προέχεσθε τὰς ἐντεύξεις ὑμῶν εἰς

μνημόσυνον δίδοτε αὐτὰς ἐν διαμαρτυρίᾳ ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων ὅπως

εἰσαγάγωσιν τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἀδίκων ἐνώπιον τοῦ ὑψίστου θεοῦ εἰς

μνημόσυνονmiddot

4 καὶ τότε συν[ταραχ]θήσονται ἐν [ἡμέρ]ᾳ ἀπωλείας τῆς ἀδικίας

5ndash6 ἐν αὐτῷ [τῷ και]ρῷ ἐκείνῳ αἱ τίκτουσαι ἐκβαλοῦσιν καὶ ἐκσπάσουσιν

καὶ ἐγκαταλείψουσιν [τὸ νήπιο]ν βρέφος καὶ αἱ ἐν γαστρὶ ἔχου[σαι

ἐκτρώσο]υσιν καὶ αἱ θηλάζουσαι ῥίψ[ουσιν τὰ τέκ]να αὐτῶν καὶ οὐ μὴ

ἐπι[στρέψου]σιν ἐπὶ τὰ νήπια αὐτῶν οὐ[δὲ ἐπὶ τὰ θηλά]ζοντα οὐδὲ μὴ

φείσονται

7 [καὶ] οἱ γλύφοντες εἰκόνα[ς ἀργυ]ρᾶς καὶ χρυσᾶς ξυλίνας τε [καὶ

λιθίνας] καὶ ὀστρακίνας καὶ λατρεύ[οντες φαν]τάσμασιν καὶ δαιμονίοι[ς

καὶ βδελύγ]μασιν καὶ πνεύμασιν πονη[ροῖς καὶ] πάσαις ταῖς πλάναις οὐ

κατrsquo ἐπι[στήμην] καὶ πᾶν βοήθημα οὐ μὴ εὕρητε [ἀπrsquo] αὐτῶν

8ndash9 καὶ πλανηθήσονται ἐν ἀφροσύνῃ τῆς καρδίας αὐτῶν καὶ τὰ ὁράματα

τῶν ἐνυπνίων καταπλανήσουσιν ὑμᾶς ὑμεῖς καὶ τὰ ἔργα ὑμῶν τὰ ψευδῆ ἃ

30

ἐποιήσατε καὶ ἐλαεργ[ήσατε] καὶ ἐπὶ μιᾶς ἀπολεῖσθε

10ndash12 καὶ τότε μακάριοι πάντες οἱ ἀκούσαντες φρονίμων λόγους καὶ

μαθήσονται αὐτούς ποιῆσαι τὰς ἐντολὰς τοῦ ὑψίστου καὶ πορεύσονται ἐν

ὁδοῖς δικαιοσύνης αὐτοῦ καὶ οὐ μὴ πλανήσουσιν μετὰ τῶν πλανώντων καὶ

σωθήσονται

13 οὐαὶ οἱ οἰκοδομοῦντες τὰς οἰκοδομὰς αὐτῶν οὐκ ἐκ κόπων ἰδίων καὶ ἐκ

λίθων καὶ ἐκ πλίνθων πᾶσαν οἰκοδομὴν ποιεῖτε οἷς οὐκ ἔστιν ὑμῖν χά[ρις]

14 οὐαὶ οἱ ἐξουθενοῦντες τὴν θεμελίωσιν καὶ τὴν κληρονομίαν τῶν

πατέρων αὐτῶν τὴν ἀπrsquo αἰῶνος [ὅτι] διώξεται ὑμᾶς πνεῦμα πλανήσεωςmiddot

οὐκ ἔστιν ὑμῖν ἀναπαῦσαι

15 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ποιοῦντες τὴν ἀ[νομίαν] καὶ ἐπιβοηθοῦντες τῇ ἀδι[κίᾳ

φονεύ]οντες τὸν πλησίον αὐτῶ[ν ἕως τῆς] ἡμέρας τῆς κρίσεως τῆς

[μεγάληςmiddot

16 ]ὅτι τότε ἐκτρίψει τὴν δόξ[αν ὑμῶν] καὶ ἐπεγερεῖ τὸν θυμὸν [αὐτοῦ

καθrsquo] ὑμῶν ἀπολεῖ πάντας ὑ[μᾶς ἐν ῥομ]φαίᾳ καὶ πάντες οἱ δί[καιοι

μνημο]νήσουσιν τὰς ἀδικίας [ὑμῶν]

XCIII

1ndash2 καὶ τότε ἐν ἑνὶ τόπῳ [ῥέῃ τὰ α]ἵμα[τα αὐτῶν καὶ ἄνθρωπο]ς οὐκ

[ἀφέξ]ει τὴν [χεῖρα αὐτοῦ ἀπ]ὸ τοῦ υἱοῦ αὐ[τοῦ οὔτrsquo ἀ]πὸ τοῦ ἀγαπητοῦ

αὐτοῦ ἀποκτεῖναι αὐτόν καὶ ὁ ἁμαρτωλὸς ἀπὸ τοῦ ἐντίμου οὔτε ἀπὸ τοῦ

ἀδελφοῦ αὐτοῦmiddot ἐξ ὄρθρων μέχρις οὗ δῦναι τὸν ἥλιον φονευθήσονται ἐπὶ

τὸ αὐτό

3 καὶ διαπορεύσεται ἵππος ἕως τοῦ στήθους αὐτοῦ διὰ τοῦ αἵματος τῶν

ἁμαρτωλῶν καὶ τὸ ἅρμα μέχρι ἀξόνων καταβήσεται

4 καὶ καταβήσονται ἄγγελοι καταδύνοντες εἰς τὰ ἀπόκρυφα ἐν ἡμέρᾳ

ἐκείνῃmiddot οἵτινες ἐβοήθουν τῇ ἀδικίᾳ καὶ συστραφήσονται εἰς ἕνα τόπον καὶ ὁ

ὕψιστος ἐγερθήσεται ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως ποιῆσαι ἐκ πάντων κρίσιν

μεγάλην

5 καὶ τάξει φυλακὴν ἐπὶ πάντας τοὺς δικαίους καὶ ἁγίους τῶν ἁγίων

ἀγγέλων καὶ τηρηθήσονται ὡς κόριον ὀφθαλμοῦ ἕως οὗ ἐκλείπῃ τὰ κακὰ

καὶ ἁμαρτία καὶ ἀπrsquo ἐκείνου ὑπνώσουσιν εὐσεβεῖς ὕπνον ἡδύν καὶ οὐκ

ἔσται οὐκέτι ὁ ἐκφοβῶν αὐτούς

6 τότε ὄψονται οἱ φρόνιμοι τῶν ἀνθρώπων καὶ κατανοήσουσιν οἱ υἱοὶ τῆς

γῆς ἐπὶ τοὺς λόγους τούτους τῆς ἐπιστολῆς ταύτης καὶ γνώσονται ὅτι οὐ

δύναται ὁ πλοῦτος αὐτῶν διασῶσαι αὐτοὺς ἐν τῇ πτώσει τῆς ἀδικίας

7 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἄδικοι ὅταν ἐκθλίβητε τοὺς δικαίους ἐν ἡμέρᾳ ἀνάγκης

στερεᾶς καὶ φυλάξητε αὐτοὺς ἐν πυρί ὅτι κομιεῖσθε κατὰ τὰ ἔργα ὑμῶν

8 οὐαὶ ὑμῖν σκληροκάρδιοι ἀγρυπνοῦντες νοῆσαι τὸ κακόνmiddot περιέχει ὑμᾶς

φόβος καὶ οὐκ ἔστιν ὁ ἀντιλαμβανόμενος ὑμῶν

9 οὐαὶ ὑμῖν πᾶσιν τοῖς ἁμαρτωλοῖς ἐπὶ τοῖς ἔργοις τοῦ στόματος ὑμῶν

οὐαὶ ὑμῖν πᾶσιν τοῖς ἁμαρτωλοῖς ἐπὶ τοῖς λόγοις τοῦ στόματος ὑμῶν καὶ

ἐπὶ τοῖς [ἔργοις] τῶν χειρῶν ὑμῶν ὅτι ἀπὸ τῶν ἁγίων ἔργων

ἀπεπλα[νήθητε]

11 πᾶσα νεφέλη καὶ ὀμίχλη καὶ δρόσος καὶ ὄμβρος ἐπὶ ταῖς ἁμαρτίαις

ὑμῶν

12 δίδοτε οὖν ὄμβρῳ δῶρα ἵνα μὴ [κωλυθῇ κα]ταβῆναι ὑμῖν καὶ δρόσῳ

κα[ὶ νεφέλῃ] καὶ ὀμίχλῃmiddot χρυσίον διαγράψα[τε ἵνα κα]ταβῶσινmiddot

13 ὅτι ἐὰν ἐπιρρίψῃ ἐφrsquo ὑμ[ᾶς χι]ὼν καὶ πάχνη καὶ ψῦχος αὐτῆς καὶ οἱ

ἄνεμοι καὶ ὁ παγετὸς αὐτῶν καὶ πᾶσαι αἱ μάστιγες αὐτῶν οὐ δύνασθε

ὑποστῆναι ἔμπροσθεν ψύχους καὶ τῶν μαστίγων αὐτῶν

31

XCIV

1 κατανοήσατε τοίνουν υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων τὰ ἔργα τοῦ ὑψίστου καὶ

φοβήθητε τοῦ ποιῆσαι τὸ πονηρὸν ἐναντίον αὐτοῦ

2 ἐὰν ἀποκλείσῃ τὰς θυρίδας τοῦ οὐρανοῦ καὶ κωλύσῃ τὴν δρόσον καὶ τὸν

ὄμβρον καταβῆναι εἵνεκα ὑμῶν τί ποιήσετε

3 ἐὰν ἀποστείληται τὸν θυμὸν αὐτοῦ ἐφrsquo ὑμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ ἔργα ὑμῶν οὐχὶ

ἔσεσθε δεόμενοι αὐτοῦ διὰ τί ὑμεῖς λαλεῖτε τῷ στόματι ὑμῶν μεγάλα καὶ

σκληρὰ ἐπὶ τῇ μεγαλωσύνῃ αὐ[τοῦ

4 ὁρᾶ]τε τοὺς ναυκλήρους τοὺς πλωιζομένους τὴν θάλασσαν ὑπὸ τοῦ

κ[λύδω]νος καὶ χειμῶνος σεσαλευμένα τὰ πλοῖα αὐτῶν

5 καὶ χειμαζόμενοι πάντες φοβοῦνται ἔξω δὲ τὰ [ἀγαθὰ πάντα] καὶ τὰ

ὑπάρχοντα αὐτῶν ἐκβάλλουσιν εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ὑποπτεύουσιν ἐν τῇ

καρδίᾳ αὐτῶν ὅτι ἡ [θάλασσα κα]ταπίεται αὐτοὺς καὶ ἐν αὐτ[ῇ

ἀπολοῦν]ται

6 οὐχὶ πᾶσα ἡ θάλασσα καὶ [πάντα τὰ] ὕδατα αὐτῆς ἔργον τοῦ ὑψ[ίστου

ἐστί] καὶ αὐτὸς συνεστήσατο τὰ π[έρατα αὐ]τῶν καὶ συνέδησεν αὐτ[ήν

καὶ περι]έφραξεν αὐτὴν ἄμμῳ

7 [καὶ ἀπὸ τῆς] ἐμβριμήσεως αὐτοῦ φ[οβοῦνται καὶ ξη]ραίνονται καὶ οἱ

ἰχθύες

8 [ γῆν] καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτοῖς καὶ τίς ἔδωκεν ἐπιστήμην πᾶσιν τοῖς

κινουμένοις ἐν τῇ θαλάσσῃ οἱ ναύκληροι τὴν θάλασσαν φοβοῦνται

XCV

1 καὶ ὅταν ἐκβάλῃ ἐφrsquo ὑμᾶς τὸν κλύδωνα τοῦ πυρὸς τῆς καύσεως ὑμῶν

ποῦ ἀποδράντες σωθήσεσθε καὶ ὅταν δῷ ἐφrsquo ὑμᾶς φωνὴν αὐτοῦ

2 ἔσεσθε συνσειόμενοι καὶ φοβούμενοι ἤχῳ μεγάλῳ laquoκαὶraquo τὴν γῆν

σύμπασαν σειομένην καὶ τρέμουσαν καὶ συνταρασσομένην

3 καὶ οἱ ἄγγελοι συντελοῦντες τὸ συνταχθὲν αὐτοῖς καὶ ὁ οὐρανὸς καὶ οἱ

φωστῆρες σειόμενοι καὶ τρέμοντεςmiddot ἅπαντες οἱ υἱοὶ τῆς γῆς καὶ ὑμεῖς

ἁμαρτωλοὶ ἐπικατάρατοι εἰς τὸν αἰῶναmiddot οὐκ ἔστιν ὑμῖν χαίρειν

4 θαρσεῖτε ψυχαὶ τῶν δικαίων τῶν ἀποθανόντων τῶν δικαίων καὶ τῶν

εὐσεβῶν

5 καὶ μὴ λυπεῖσθε ὅτι κατέβησαν αἱ ψυχαὶ ὑμῶν εἰς ᾅδου μετὰ λύπης καὶ

οὐκ ἀπηντήθη τῷ σώματι τῆς σαρκὸς ὑμῶν ἐν τῇ ζωῇ ὑμῶν κατὰ τὴν

ὁσιότητα ὑμῶν ἐπεὶ αἱ ἡμέραι ἃς ἦτε ἡμέραι ἦσαν ἁμαρτωλῶν καὶ

καταράτων ἐπὶ τῆς γῆς

6 ὅταν ἀποθάνητε τότε ἐροῦσιν οἱ ἁμαρτωλοὶ ὅτι εὐσεβεῖς κατὰ τὴν

εἱμαρμένην ἀπεθάνοσαν καὶ τί αὐτοῖς περιεγένετο ἐπὶ τοῖς ἔργοις αὐτῶν

7 καὶ αὐτοὶ ὁμοίως ἡμῖν ἀπεθάνοσαν ἴδετε οὖν ὡς ἀποθνήσκουσιν μετὰ

λύπης καὶ σκότους καὶ τί αὐτοῖς ἐγένετο περισσόν

8 ἀπὸ τοῦ νῦν ἀναστήτωσαν καὶ σωθήτωσαν καὶ ὄψονται εἰς τὸν αἰῶνα

ἡμᾶς φαγεῖν καὶ πεῖν

9 τοιγαροῦν ἁρπάσαι καὶ ἁμαρτάνειν καὶ λωποδυτεῖν καὶ ἐγκτᾶσθαι καὶ

[ἰδεῖν] ἡμέρας ἀγαθάς

10 ἴδετε οὖν οἱ δικαιοῦντες [ἑαυτ]ούς ὁποία ἐγένετο αὐτῶν ἡ καταστροφή

ὅτι πᾶσα δικαιοσύνη οὐχ εὑρέθη ἐν αὐτοῖς ἕως ἀπέθανον καὶ ἀπώλοντο

11 καὶ ἐγένοντο ὡς οὐκ ὄντες καὶ κατέβησαν αἱ ψυχαὶ αὐτῶν μετrsquo ὀδύνης

εἰς ᾅδου

XCVI

1 ἐγὼ ὀμνύω ὑμῖν Three lines are lost

2 ἐπίσταμαι τὸ μυστήριον τοῦτοmiddot ἀν[έγνων] γὰρ τὰς πλάκας τοῦ οὐρανοῦ

32

καὶ εἶδον τὴν γραφὴν ἀναγκαίανmiddot ἔγνων τὰ γ[εγραμμέ]να ἐν αὐταῖς καὶ

ἐγκεκολαμμέν[α περὶ] ὑμῶν

3 ὅτι ἀγαθὰ καὶ ἡ χαρὰ καὶ ἡ τ[ιμὴ] ἡτοίμασται καὶ ἐγγέγραπται ταῖς

ψ[υχαῖς] τῶν ἀποθανόντων εὐσεβῶνmiddot

4 καὶ χαιρήσονται καὶ οὐ μὴ ἀπόλωνται τὰ πνεύματα αὐτῶν οὐδὲ τὸ

μνημόσυνον ἀπὸ προσώπου τοῦ μεγάλου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν

αἰώνων μὴ οὖν φοβεῖσθε τοὺς ὀνειδισμοὺς αὐτῶν

5 καὶ ὑμεῖς οἱ νεκροὶ τῶν ἁμαρτωλῶν ὅταν ἀποθάνητε ἐροῦσιν ἐφrsquo ὑμῖν

μακάριοι ἁμαρτωλοὶ πάσας τὰς ἡμέρας αὐτῶν ὅσας εἴδοσαν ἐν τῇ ζωῇ

αὐτῶν καὶ ἐνδόξως

6 ἀπεθάνοσαν καὶ κρίσις οὐκ ἐγενήθη ἐν τῇ ζωῇ αὐτῶν

7 αὐτοὶ ὑμεῖς γινώσκετε ὅτι εἰς ᾅδου κατάξουσιν τὰς ψυχὰς ὑμῶν

8 καὶ ἐκεῖ ἔσονται ἐν ἀνάγκῃ μεγάλῃ καὶ ἐν σκότει καὶ ἐν παγίδι καὶ ἐν

φλογὶ καιομένῃ καὶ εἰς κρίσιν μεγάλην εἰσελεύσονται αἱ ψυχαὶ ὑμῶν ἐν

πάσαις ταῖς γενεαῖς τοῦ αἰῶνος οὐαὶ ὑμῖν οὐκ ἔστιν ὑμῖν χαίρειν

9 μὴ γὰρ εἴπητε οἱ δίκαιοι ὅσιοι ὄντες ἐν τῇ ζωῇ τῶν ἡμερῶν τῆς θλίψεως

κόπους ἐκοπιάσαμεν καὶ ἀνηλώμεθα καὶ ὀλίγοι ἐγενήθημεν καὶ

ἀντιλήμπτορα οὐχ εὑρήκαμενmiddot

10 συντετριμμένοι καὶ ἀπολώλαμεν καὶ ἀπηλπίσμεθα καὶ μηκέτι εἰδέναι

σωτηρίαν ἡμέραν ἐξ ἡμέρας

11 ἠλπίσαμεν γενέσθαι κεφαλή ἐγενήθημεν κέρ[κοςmiddot ἐκο]πιάσαμεν

ἐργαζόμενοι καὶ τῶν ὀψωνίων οὐ κεκυριεύκαμεν ἐγενήθημεν κατάβρωμα

ἁμαρτωλῶν [οἱ ἄνο]μοι ἐβάρυναν ἐφrsquo ἡμᾶς τὸν ζυγόν

12 οἳ κυριεύουσιν οἱ ἐχθροὶ ἡμῶν ἐγκεντρίζουσιν ἡμᾶς καὶ περικλείουσιν

ἡμᾶςmiddot ἐζητήσαμεν πο[ῦ φύγωμεν] ἀπrsquo αὐτῶν ὅπως ἀναψύχ[ωμεν] three

lines are lost

14 ἐκράξαμεν ἐπὶ τοὺς καταβάλλοντας καὶ βιαζομένους ἡμᾶς καὶ τὰς

ἐντεύξεις ἡμῶν οὐκ ἀπεδέξαντο οὐδὲ ἐβούλοντο ἐπακοῦσαι τῆς φωνῆς

ἡμῶν

15 καὶ οὐκ ἀντελαμβάνοντο ἡμῶν οὐχ εὑρόντες κατὰ τῶν βιαζομένων καὶ

κατεσθόντων ἡμᾶς ἀλλὰ στερεοῦσιν αὐτοὺς ἐφrsquo ἡμᾶςmiddot ἀπέκτειναν ἡμᾶς

καὶ εἰς ὀλίγους ἤγαγον καὶ οὐχ ὑποδεικνύουσιν περὶ τῶν πεφονευμένων

ἡμῶν καὶ οὐκ ἀναμιμνήσκουσιν περὶ τῶν ἁμαρτωλῶν αὐτῶν τὰς

ἁμαρτίας αὐτῶν

XCVII

1 ὀμνύω ὑμῖν ὅτι οἱ ἄγγελοι ἐν τῷ οὐρανῷ ἀναμιμνήσκουσιν [ὑμῶν] εἰς

ἀγαθὸν ἐνώπιον τῆς δόξης τοῦ μεγάλου

2 θαρσεῖτε δὴ ὅτι ἐπαλαιώθητε ἐν τοῖς κακοῖς καὶ ἐν ταῖς θλίψεσινmiddot ὡσεὶ

φωστῆρες τοῦ οὐρανοῦ ἀναλάμψετε καὶ φανεῖτε αἱ θυρίδες τοῦ οὐρανοῦ

ἀνοιχθήσονται ὑμῖν

3ndash4 καὶ ἡ κραυγὴ ὑμῶν ἀκουσθήσεται καὶ ἡ κρίσις ὑμῶν ἣν κράζετε καὶ

φανεῖται ἐφrsquo ὅσα συλλαβήσεται ὑμῖν περὶ τῆς θλίψεως ὑμῶν καὶ ἐκ

πάντων ὅστις μετέσχεν τῶν βιαζομένων καὶ κατεσθόντων ὑμᾶς

5 [μὴ φοβεῖσθε] τὰ κακὰ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως τῆς μεγάλης καὶ οὐ μὴ

εὑρεθῆτε ὡς οἱ ἁμαρτωλοί [ἀλλrsquo ὑμεῖς οἱ ἁμαρτωλοὶ] σκυλήσεσθε καὶ

κρίσις αἰώνιος ἐξ ὑμῶν ἔσται εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν αἰώνων

6 μὴ φοβεῖσθε οἱ δίκαιοι ὅταν ἴδητε τοὺς ἁμαρτωλοὺς κατισχύοντας καὶ

εὐοδουμένους καὶ μὴ μέτοχοι αὐτῶν γίνεσθε ἀλλὰ μακρὰν ἀπέχεσθε ἀπὸ

πάντων τῶν ἀδικημάτων αὐτῶν

7 μὴ γὰρ εἴπητε οἱ ἁμαρτωλοὶ [ὅτι] οὐ μὴ ἐκζητηθῶσιν αἱ ἁμαρτίαι ὑμῶν

33

[ἐξ] ἡμερῶν

8 καὶ νῦν ἀποδεικνύω ὑμῖν ὅτι φῶς καὶ σκότος ἡμέρα καὶ νὺξ

ἐποπτεύουσιν τὰς ἁμαρτίας ὑμῶν πάσας

9 μὴ πλανᾶσθε τῇ καρδίᾳ ὑμῶν μηδὲ ψεύδεσθε μηδὲ ἐξαλλοιώσητε τοὺς

λόγους τῆς ἀληθείας μηδὲ καταψεύδεσθε τῶν [λόγων τοῦ] ἁγίου καὶ μὴ

δότε ἔπαινον ταῖς [εἰκόσιν ὑ]μῶνmiddot οὐ γὰρ εἰς δικαίωμα εἰσάγ[ουσιν πάντα

τὰ ψεύδ]η καὶ πᾶσα [ἡ πλάνη] Two lines are lost

10 τῆς ἀληθείας ἐξαλλοιοῦσιν καὶ ἀντιγράφουσιν οἱ ἁμαρτωλοὶ καὶ

ἀλλάσσουσιν τοὺς πολλούς καὶ ψεύδονται καὶ πλάσσουσιν πλάσματα

μεγάλα καὶ τὰς γραφὰς ἀναγράφουσιν ἐπὶ τοῖς ὀνόμασιν αὐτῶνmiddot

11 καὶ ὄφελον πάντας τοὺς λόγους μου γράφωσιν ἐπrsquo ἀληθείας ἐπὶ τὰ

ὀνόματα αὐτῶν καὶ μήτε ἀφέλωσιν μήτε ἀλλοιώσωσιν τῶν λόγων τούτων

ἀλλὰ πάντα ἐπrsquo ἀληθείας γράφωσιν ἃ ἐγὼ διαμαρτυροῦμαι αὐτοῖς

12 καὶ πάλιν ἐγὼ γινώσκω μυστήριον δεύτερον ὅτι δικαίοις καὶ ὁσίοις καὶ

φρονίμοις δοθήσονται αἱ βίβλοι μου εἰς χαρὰν ἀληθείας

13 καὶ αὐτοὶ πιστεύσουσιν αὐταῖς καὶ ἐν αὐταῖς χαρήσονται καὶ

ἀγαλλιάσονται πάντες οἱ δίκαιοι μαθεῖν ἐξ αὐτῶν πάσας τὰς ὁδοὺς τῆς

ἀληθείας

CVI

1 μετὰ δὲ χρόνον ἔλαβεν Μαθουσάλεκ τῷ υἱῷ μου γυναῖκα καὶ ἔτεκεν

υἱὸν καὶ ἐκάλεσεν τὸ ὄνομα αὐτοῦ Λάμεχ ἐταπεινώθη ἡ δικαιοσύνη μέχρι

τῆς ἡμέρας ἐκείνης καὶ ὅτε εἰς ἡλικίαν ἐπῆλθεν ἔλαβεν αὐτῷ γυναῖκα καὶ

ἔτεκεν αὐτῷ παιδίον

2 καὶ ὅτε ἐγεννήθη τὸ παιδίον ἦν τὸ σῶμα λευκότερον χιόνος καὶ

πυρρότερον ῥόδου τὸ τρίχωμα πᾶν λευκὸν καὶ ὡς ἔρια λευκὰ καὶ οὖλον

καὶ ἔνδοξον καὶ ὅτε ἀνέῳξεν τοὺς ὀφθαλμούς ἔλαμψεν ἡ οἰκία ὡσεὶ

ἥλιος

3 καὶ ἀνέστη ἐκ τῶν χειρῶν τῆς μαίας καὶ ἀνέῳξεν τὸ στόμα καὶ

εὐλόγησεν τῷ κυρίῳmiddot

4 καὶ ἐφοβήθη Λάμεχ ἀπrsquo αὐτοῦ καὶ ἔφυγεν καὶ ἦλθεν πρὸς Μαθουσάλεκ

τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ

5 τέκνον ἐγεννήθη μου ἀλλοῖον οὐχ ὅμοιον τοῖς ἀνθρώποις ἀλλὰ τοῖς

τέκνοις τῶν ἀγγέλων τοῦ οὐρανοῦ καὶ ὁ τύπος ἀλλοιότερος οὐχ ὅμοιος

ἡμῖνmiddot τὰ ὄμματά ἐστιν ὡς ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου καὶ ἔνδοξον τὸ πρόσωπονmiddot

6 καὶ ὑπολαμβάνω ὅτι οὐκ ἔστιν ἐξ ἐμοῦ ἀλλὰ ἐξ ἀγγέλου καὶ

εὐλαβοῦμαι αὐτὸν μήποτέ τι ἔσται ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ ἐν τῇ γῇ

7 καὶ παραιτοῦμαι π[άτερ καὶ] δέομαι βάδισον πρὸς Ἑνὼ[χ τὸν πατέρα

ἡμῶν καὶ ἐρώτησον] Two lines are lost

8 [ἦλθ]εν πρὸς ἐμὲ εἰς τὰ τέρματα τῆς γῆς οὗ [εἶδ]εν τότε εἶναι με καὶ

εἶπέν μοι πάτερ [μου] ἐπάκουσον τῆς φωνῆς μου καὶ ἧκε [πρὸς] ἐμέ καὶ

ἤκουσα τὴν φωνὴν αὐτοῦ καὶ ἦλθον πρὸς αὐτὸν καὶ εἶπα ἰδοὺ πάρειμι

τέκνονmiddot διὰ τί ἐλήλυθας πρὸς ἐμέ τέκνον

9 καὶ ἀπεκρίθη λέγων διrsquo ἀνάγκην μεγάλην ἦλθον ὧδε πάτερmiddot

10 καὶ νῦν ἐγεννήθη τέκνον Λάμεχ τῷ υἱῷ μου καὶ ὁ τύπος αὐτοῦ καὶ ἡ

εἰκὼν αὐτοῦ laquoοὐχ ὅμοιος ἀνθρώποις καὶ τὸ χρῶμα αὐτοῦraquo λευκότερον

χιόνος καὶ πυρρότερον ῥόδου καὶ τὸ τρίχωμα τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ

λευκότερον ἐρίων λευκῶν καὶ τὰ ὄμματα αὐτοῦ ἀφόμοια ταῖς τοῦ ἡλίου

ἀκτῖσιν

11 καὶ ἀνέστη ἀπὸ τῶν τῆς μαίας χειρῶν καὶ ἀνοίξας τὸ στόμα εὐλόγησεν

τὸν κύριον τοῦ αἰῶνοςmiddot

34

12 καὶ ἐφοβήθη ὁ υἱός μου Λάμεχ καὶ ἔφυγεν πρὸς ἐμέ καὶ οὐ πιστεύει ὅτι

υἱὸς αὐτοῦ ἐστιν ἀλλὰ ὅτι ἐξ ἀγγέλων one or two lines omitted τὴν

ἀκρίβειαν ἣν ἔχεις () καὶ τὴν ἀλήθειαν

13 τότε ἀπεκρίθην λέγων ἀνακαινίσει ὁ κύριος πρόσταγμα ἐπὶ τῆς γῆς

καὶ τὸν αὐτὸν τρόπον τέκνον τεθέαμαι καὶ ἐσήμανά σοιmiddot ἐν γὰρ τῇ γενεᾷ

Ἰάρεδ τοῦ πατρός μου παρέβησαν τὸν λόγον κυρίου ἀπὸ τῆς διαθήκης τοῦ

οὐρανοῦ

14 καὶ ἰδοὺ ἁμαρτάνουσιν καὶ παραβαίνουσιν τὸ ἔθος καὶ μετὰ γυναικῶν

συγγίνονται καὶ μετrsquo αὐτῶν ἁμαρτάνουσιν καὶ ἔγημαν ἐξ αὐτῶν

[καὶ τίκτουσιν οὐχ ὁμοίους πνεύμασιν ἀλλὰ σαρκίνους]middot

15 καὶ ἔσται ὀργὴ μεγάλη ἐπὶ τῆς γῆς καὶ κατακλυσμός καὶ ἔσται

ἀπώλεια μεγάλη ἐπὶ ἐνιαυτὸν ἕναmiddot

16 καὶ τόδε τὸ παιδίον τὸ γεννηθὲν καταλειφθήσεται καὶ τρία αὐτοῦ

τέκνα σωθήσεται ἀποθανόντων τῶν ἐπὶ τῆς γῆςmiddot

17b καὶ πραϋνεῖ τὴν γῆν ἀπὸ τῆς οὔσης ἐν αὐτῇ φθορᾶς

18 καὶ νῦν λέγε Λάμεχ ὅτι τέκνον σού ἐστιν δικαίως καὶ ὁσίως [καὶ]

κάλεσον αὐτοῦ τὸ ὄνομα [Νῶε]middot αὐτὸς γὰρ ἔσται ὑμῶν κατάλειμμα ἐφrsquo οὗ

ἂν καταπαύσητε καὶ laquoοἱraquo υἱοὶ αὐτοῦ ἀπὸ τῆς φθορᾶς τῆς γῆς καὶ ἀπὸ

πάντων τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ ἀπὸ πασῶν τῶν συντελειῶν ἐπὶ τῆς γῆς

Four lines are lost

19 ὑπέδειξέν μοι καὶ ἐμήνυσεν καὶ ἐν ταῖς πλαξὶν τοῦ οὐρανοῦ ἀνέγνων

αὐτά

CVII

1 τότε τεθέαμαι τὰ ἐγγεγραμμένα ἐπrsquo αὐτῶν ὅτι γενεὰ γενεᾶς κακ[ίων

ἔσται] καὶ εἶδον τόδε μέχρις τοῦ ἀνας[τῆναι] γενεὰν δικαιοσύνης καὶ ἡ

κακία ἀπολεῖται καὶ ἡ ἁμαρτία ἀλλάξει ἀπὸ τῆς γῆς καὶ τὰ ἀγαθὰ ἥξει ἐπὶ

τῆς γῆς ἐπrsquo αὐτούς

2 καὶ νῦν ἀπότρεχε τέκνον καὶ σήμανον Λάμεχ τῷ υἱῷ σου ὅτι τὸ παιδίον

τοῦτο τὸ γεννηθὲν τέκνον αὐτοῦ ἐστιν δικαίως καὶ οὐ ψευδῶς

3 καὶ ὅτε ἤκουσεν Μαθουσάλεκ τοὺς λόγους Ἑνὼχ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ

μυστηριακῶς γὰρ ἐδήλωσεν αὐτῷ [ἐπέστρεψεν καὶ ἐδήλωσεν αὐτῷ] καὶ

ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτοῦ Νῶε εὐφραίνων τὴν γῆν ἀπὸ τῆς ἀπωλείας

Liber Enoch

Apocalypsis Henochi Graece

(recensio ap Syncellum)

(ed M Black)

Pseudepigrapha veteris testamenti Graece 3

Leiden Brill 1970 pp 21ndash26 29ndash30 32ndash33 37

VI

ἐκ τοῦ πρώτου βιβλίου Ἐνὼχ περὶ τῶν ἐγρηγόρων

1 καὶ ἐγένετο ὅτε ἐπληθύνθησαν οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων ἐγεννήθησαν

αὐτοῖς θυγατέρες ὡραῖαι

2 καὶ ἐπεθύμησαν αὐτὰς οἱ ἐγρήγοροι καὶ ἀπεπλανήθησαν ὀπίσω αὐτῶν

καὶ εἶπον πρὸς ἀλλήλους ἐκλεξώμεθα ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ τῶν

θυγατέρων τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς

3 καὶ εἶπε Σεμιαζᾶς ὁ ἄρχων αὐτῶν πρὸς αὐτούς φοβοῦμαι μὴ οὐ

θελήσητε (Go θελήσετε) ποιῆσαι τὸ πρᾶγμα τοῦτο καὶ ἔσομαι ἐγὼ μόνος

ὀφειλέτης ἁμαρτίας μεγάλης

4 καὶ ἀπεκρίθησαν αὐτῷ πάντες καὶ εἶπον ὀμόσωμεν ἅπαντες ὅρκῳ καὶ

ἀναθεματίσωμεν ἀλλήλους τοῦ μὴ ἀποστρέψαι τὴν γνώμην ταύτην

35

μέχρις οὗ ἀποτελέσωμεν αὐτήν

5 τότε πάντες ὤμοσαν ὁμοῦ καὶ ἀνεθεμάτισαν ἀλλήλους

6 ἦσαν δὲ οὗτοι διακόσιοι οἱ καταβάντες ἐν ταῖς ἡμέραις Ἰάρεδ εἰς τὴν

κορυφὴν τοῦ Ἑρμονιεὶμ (Go κορυφὴν Ἑρμὼν) ὄρους καὶ ἐκάλεσαν τὸ ὄρος

Ἑρμώμ καθότι ὤμοσαν (Go ομοσαν) καὶ ἀνεθεμάτισαν ἀλλήλους ἐν αὐτῷ

7 καὶ ταῦτα τὰ ὀνόματα τῶν ἀρχόντων αὐτῶν αacute Σεμιαζᾶς ὁ ἄρχων

αὐτῶν βacute Ἀταρκούφ γacute Ἀρακιήλ δacute Χωβαβιήλ εacute Ὀραμμαμή Ϛacute Ῥαμιήλ ζacute

Σαμψίχ ηacute Ζακιήλ θacute Βαλκιήλ ιacute Ἀζαλζήλ ιαacute Φαρμαρός ιβacute Ἀμαριήλ ιγacute

Ἀναγημάς ιδacute Θαυσαήλ ιεacute Σαμιήλ ιϚacute Σαρινᾶς ιζacute Εὐμιήλ (Par gr 1711 ὁ

Εὐμιήλ) ιηacute Τυριήλ ιθacute Ἰουμιήλ κacute Σαριήλ

VII

1 Οὗτοι καὶ οἱ λοιποὶ πάντες ἐν τῷ χιλιοστῷ ἑκατοστῷ ἑβδομηκοστῷ ἔτει

τοῦ κόσμου ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας καὶ ἤρξαντο μιαίνεσθαι ἐν αὐταῖς

ἕως τοῦ κατακλυσμοῦ καὶ ἔτεκον αὐτοῖς γένη τρίαmiddot πρῶτον γίγαντας

μεγάλους

2 οἱ δὲ γίγαντες ἐτέκνωσαν Ναφηλείμ καὶ τοῖς Ναφηλεὶμ ἐγεννήθησαν

Ἐλιούδ καὶ ἦσαν αὐξανόμενοι κατὰ τὴν μεγαλειότητα αὐτῶν καὶ

ἐδίδαξαν ἑαυτοὺς καὶ τὰς γυναῖκας ἑαυτῶν φαρμακείας καὶ ἐπαοιδίας

VIII

1 Πρῶτος Ἀζαὴλ ὁ δέκατος τῶν ἀρχόντων ἐδίδαξε ποιεῖν μαχαίρας καὶ

θώρακας καὶ πᾶν σκεῦος πολεμικόν καὶ τὰ μέταλλα τῆς γῆς καὶ τὸ

χρυσίον πῶς ἐργάσωνται καὶ ποιήσωσιν αὐτὰ κόσμια ταῖς γυναιξί καὶ τὸν

ἄργυρον ἔδειξε δὲ αὐτοῖς καὶ τὸ στίλβειν καὶ τὸ καλλωπίζειν καὶ τοὺς

ἐκλεκτοὺς λίθους καὶ τὰ βαφικάmiddot καὶ ἐποίησαν ἑαυτοῖς οἱ υἱοὶ τῶν

ἀνθρώπων καὶ ταῖς θυγατράσιν αὐτῶν καὶ παρέβησαν καὶ ἐπλάνησαν

τοὺς ἁγίους

2 καὶ ἐγένετο ἀσέβεια πολλὴ ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἠφάνισαν τὰς ὁδοὺς αὐτῶν

3 ἔτι δὲ καὶ ὁ πρώταρχος αὐτῶν Σεμιαζᾶς ἐδίδαξεν εἶναι ὀργὰς κατὰ τοῦ

νοός καὶ ῥίζας βοτανῶν τῆς γῆς ὁ δὲ ἑνδέκατος Φαρμαρὸς ἐδίδαξε

φαρμακείας ἐπαοιδίας σοφίας καὶ ἐπαοιδῶν λυτήριαmiddot ὁ ἔνατος ἐδίδαξεν

ἀστροσκοπίανmiddot ὁ δὲ τέταρτος ἐδίδαξεν ἀστρολογίανmiddot ὁ δὲ ὄγδοος ἐδίδαξεν

ἀεροσκοπίανmiddot ὁ δὲ τρίτος ἐδίδαξε τὰ σημεῖα τῆς γῆςmiddot ὁ δὲ ἕβδομος ἐδίδαξε

τὰ σημεῖα τοῦ ἡλίουmiddot ὁ δὲ εἰκοστὸς ἐδίδαξε τὰ σημεῖα τῆς σελήνηςmiddot πάντες

οὗτοι ἤρξαντο ἀνακαλύπτειν τὰ μυστήρια ταῖς γυναιξὶν αὐτῶν καὶ τοῖς

τέκνοις αὐτῶν μετὰ δὲ ταῦτα ἤρξαντο οἱ γίγαντες κατεσθίειν τὰς σάρκας

τῶν ἀνθρώπων

4 καὶ ἤρξαντο οἱ ἄνθρωποι ἐλαττοῦσθαι ἐπὶ τῆς γῆς

VIII col I

4 οἱ δὲ λοιποὶ ἐβόησαν εἰς τὸν οὐρανὸν περὶ τῆς κακώσεως αὐτῶν

λέγοντες εἰσενεχθῆναι τὸ μνημόσυνον αὐτῶν ἐνώπιον κυρίου

VIII col II

4 Τότε ἐβόησαν οἱ ἄνθρωποι εἰς τὸν οὐρανὸν λέγοντες Εἰσαγάγετε τὴν

κρίσιν ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον καὶ τὴν ἀπώλειαν ἡμῶν ἐνώπιον τῆς δόξης

τῆς μεγάλης ἐνώπιον τοῦ κυρίου τῶν κυρίων πάντων τῇ μεγαλωσύνῃ

IX col I

1 Καὶ ἀκούσαντες οἱ τέσσαρες μεγάλοι ἀρχάγγελοι Μιχαὴλ καὶ Οὐριὴλ

καὶ Ῥαφαὴλ καὶ Γαβριὴλ (καὶ Par gr 1711) παρέκυψαν ἐπὶ τὴν γῆν ἐκ τῶν

ἁγίων τοῦ οὐρανοῦ

2 καὶ θεασάμενοι αἷμα πολὺ ἐκκεχυμένον ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πᾶσαν ἀσέβειαν

καὶ ἀνομίαν γενομένην ἐπrsquo αὐτῆς

36

3 εἰσελθόντες εἶπον πρὸς ἀλλήλους ὅτι Τὰ πνεύματα καὶ αἱ ψυχαὶ τῶν

ἀνθρώπων στενάζουσιν ἐντυγχάνοντα καὶ λέγοντα ὅτι Εἰσαγάγετε τὴν

κρίσιν ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον καὶ τὴν ἀπώλειαν ἡμῶν ἐνώπιον τῆς δόξης

τῆς μεγαλωσύνης ἐνώπιον τοῦ κυρίου τῶν κυρίων πάντων τῇ

μεγαλωσύνῃ

4 καὶ εἶπον τῷ κυρίῳ τῶν αἰώνων Σὺ εἶ ὁ θεὸς τῶν θεῶν καὶ κύριος τῶν

κυρίων καὶ ὁ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ θεὸς τῶν αἰώνων καὶ ὁ

θρόνος τῆς δόξης σου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν αἰώνων καὶ τὸ ὄνομά σου

ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

IX col II

1 Καὶ ἀκούσαντες οἱ τέσσαρες μεγάλοι ἀρχάγγελοι Μιχαὴλ καὶ Οὐριὴλ

καὶ Ῥαφαὴλ καὶ Γαβριὴλ παρέκυψαν (= οἱ ltδgt Par gr 1711) ἐπὶ τὴν γῆν ἐκ

τῶν ἁγίων τοῦ οὐρανοῦ

2 καὶ θεασάμενοι αἷμα πολὺ ἐκκεχυμένον ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πᾶσαν ἀνομίαν

καὶ ἀσέβειαν γινομένην ἐπrsquo αὐτῆς

3 εἰσελθόντες εἶπον πρὸς ἀλλήλους ὅτι Τὰ πνεύματα καὶ αἱ ψυχαὶ τῶν

ἀνθρώπων ἐντυγχάνουσι στενάζοντα καὶ λέγοντα Εἰσαγάγετε τὴν δέησιν

ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον

4 καὶ προσελθόντες οἱ τέσσαρες ἀρχάγγελοι εἶπον τῷ κυρίῳ Σὺ εἶ ὁ θεὸς

τῶν θεῶν καὶ κύριος τῶν κυρίων καὶ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ θεὸς

τῶν ἀνθρώπων καὶ ὁ θρόνος τῆς δόξης σου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν

αἰώνων καὶ τὸ ὄνομά σου ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

καὶ τὸ ὄνομά σου ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

IX

4 add post αἰῶνας καὶ τὰ ἑξῆς τότε ὁ ὕψιστος ἐκέλευσε τοῖς ἁγίοις

ἀρχαγγέλοις καὶ ἔδησαν τοὺς ἐξάρχους αὐτῶν καὶ ἔβαλον (ἔβαλλον Par

gr 1711) αὐτοὺς εἰς τὴν ἄβυσσον ἕως τῆς κρίσεως καὶ τὰ ἑξῆς καὶ ταῦτα

μὲν ὁ Ἐνὼχ μαρτυρεῖ

5 σὺ γὰρ εἶ ὁ ποιήσας τὰ πάντα καὶ πάντων τὴν ἐξουσίαν ἔχων καὶ πάντα

ἐνώπιόν σου φανερὰ καὶ ἀκάλυπταmiddot καὶ πάντα ὁρᾷς καὶ οὐκ ἔστιν ὃ

κρυβῆναί σε δύναται

6 ὁρᾷς ὅσα ἐποίησεν Ἀζαὴλ καὶ (om Par gr 1711) ὅσα εἰσήνεγκεν (add

καὶ Par gr 1711) ὅσα ἐδίδαξεν ἀδικίας καὶ ἁμαρτίας ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πάντα

δόλον ἐπὶ τῆς ξηρᾶς ἐδίδαξε γὰρ τὰ μυστήρια καὶ ἀπεκάλυψε τῷ αἰῶνι τὰ

ἐν οὐρανῷ ἐπιτηδεύουσιν δὲ τὰ ἐπιτηδεύματα αὐτοῦ εἰδέναι τὰ μυστήρια

οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων

7 τῷ Σεμιαζᾷ τὴν ἐξουσίαν ἔδωκας ἔχειν τῶν σὺν αὐτῷ ἅμα ὄντων

8 καὶ ἐπορεύθησαν πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς καὶ

συνεκοιμήθησαν μετrsquo αὐτῶν καὶ ἐν ταῖς θηλείαις ἐμιάνθησαν καὶ

ἐδήλωσαν αὐταῖς πάσας τὰς ἁμαρτίας καὶ ἐδίδαξαν αὐτὰς μίσητρα

(μίσιτρα Par gr 1711) ποιεῖν

9 καὶ νῦν ἰδοὺ αἱ θυγατέρες τῶν ἀνθρώπων ἔτεκον ἐξ αὐτῶν υἱοὺς

γίγανταςmiddot κίβδηλα ἐπὶ τῆς (om Go) γῆς τῶν ἀνθρώπων ἐκκέχυται καὶ ὅλη

ἡ γῆ ἐπλήσθη ἀδικίας

10 καὶ νῦν ἰδοὺ τὰ πνεύματα τῶν ψυχῶν τῶν ἀποθανόντων ἀνθρώπων

ἐντυγχάνουσιν καὶ μέχρι τῶν πυλῶν τοῦ οὐρανοῦ ἀνέβη ὁ στεναγμὸς

αὐτῶν καὶ οὐ δύναται ἐξελθεῖν ἀπὸ προσώπου τῶν ἐπὶ τῆς γῆς γινομένων

ἀδικημάτων

11 καὶ σὺ αὐτὰ οἶδας πρὸ τῶν (τοῦ recte Par gr 1711) αὐτὰ γενέσθαι καὶ

ὁρᾷς αὐτοὺς καὶ ἐᾷς αὐτούς καὶ οὐδὲν λέγεις τί δεῖ ποιῆσαι αὐτοὺς (om

37

Go) περὶ τούτου

X

1 Τότε ὁ ὕψιστος εἶπε καὶ ὁ ἅγιος ὁ μέγας ἐλάλησε καὶ ἔπεμψε τὸν Οὐριὴλ

πρὸς τὸν υἱὸν (Go τοῦ) Λάμεχ λέγων

2 Πορεύου πρὸς τὸν Νῶε καὶ εἶπον αὐτῷ τῷ ἐμῷ ὀνόματι Κρύψον σεαυτόν

καὶ δήλωσον αὐτῷ τέλος ἐπερχόμενον ὅτι ἡ γῆ ἀπόλλυται πᾶσαmiddot καὶ εἶπον

αὐτῷ ὅτι κατακλυσμὸς μέλλει γίνεσθαι πάσης τῆς γῆς ἀπολέσαι πάντα

ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς

3 δίδαξον τὸν δίκαιον τί ποιήσει τὸν υἱὸν Λάμεχ καὶ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ εἰς

ζωὴν συντηρήσει καὶ ἐκφεύξεται διrsquo αἰῶνος καὶ ἐξ αὐτοῦ φυτευθήσεται

φύτευμα καὶ σταθήσεται πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

4 Καὶ τῷ Ῥαφαὴλ εἶπε Πορεύου Ῥαφαήλ καὶ δῆσον τὸν Ἀζαήλmiddot χερσὶ καὶ

ποσὶ συμπόδισον αὐτόν καὶ ἔμβαλε αὐτὸν εἰς τὸ σκότος καὶ ἄνοιξον τὴν

ἔρημον τὴν οὖσαν ἐν τῇ ἐρήμῳ Δουδαήλ καὶ ἐκεῖ πορευθεὶς βάλε αὐτόν

5 καὶ ὑπόθες αὐτῷ λίθους ὀξεῖς καὶ (om Go) λίθους τραχεῖς καὶ

ἐπικάλυψον αὐτῷ σκότος καὶ οἰκησάτω ἐκεῖ εἰς τὸν αἰῶνα καὶ τὴν ὄψιν

αὐτοῦ πώμασον καὶ φῶς μὴ θεωρείτωmiddot

6 καὶ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως ἀπαχθήσεται εἰς τὸν ἐμπυρισμὸν τοῦ

πυρός

7 καὶ ἴασαι τὴν γῆν ἣν ἠφάνισαν οἱ ἐγρήγοροι καὶ τὴν ἴασιν τῆς πληγῆς

δήλωσον ἵνα ἰάσωνται τὴν πληγὴν καὶ μὴ ἀπόλωνται πάντες οἱ υἱοὶ τῶν

ἀνθρώπων ἐν τῷ μυστηρίῳ ὃ εἶπον οἱ ἐγρήγοροι καὶ ἐδίδαξαν τοὺς υἱοὺς

τῶν ἀνθρώπων

8 καὶ ἠρημώθη πᾶσα ἡ γῆ ἐν τοῖς ἔργοις τῆς διδασκαλίας Ἀζαήλmiddot καὶ ἐπrsquo

αὐτῇ γράψον πάσας τὰς ἁμαρτίας

9 Καὶ τῷ Γαβριὴλ εἶπε Πορεύου Γαβριήλ ἐπὶ τοὺς γίγαντας ἐπὶ τοὺς

κιβδήλους ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς πορνείας καὶ ἀπόλεσαν τοὺς υἱοὺς τῶν

ἐγρηγόρων ἀπὸ τῶν υἱῶν τῶν ἀνθρώπωνmiddot πέμψον αὐτοὺς εἰς ἀλλήλους ἐξ

αὐτῶν εἰς αὐτούς ἐν πολέμῳ καὶ ἐν ἀπωλείᾳ καὶ μακρότης ἡμερῶν οὐκ

ἔσται αὐτοῖς

10 καὶ πᾶσα ἐρώτησις οὐκ ἔστι τοῖς πατράσιν αὐτῶν ὅτι ἐλπίζουσι ζῆσαι

ζωὴν αἰώνιον καὶ ὅτι ζήσεται ἕκαστος αὐτῶν ἔτη πεντακόσια

11 καὶ τῷ Μιχαὴλ εἶπε Πορεύου Μιχαήλ δῆσον Σεμιαζᾶν καὶ τοὺς ἄλλους

σὺν αὐτῷ τοὺς συμμιγέντας ταῖς θυγατράσι τῶν ἀνθρώπων τοῦ μιανθῆναι

ἐν αὐταῖς ἐν τῇ ἀκαθαρσίᾳ αὐτῶν

12 καὶ ὅταν κατασφαγῶσιν οἱ υἱοὶ αὐτῶν καὶ ἴδωσι τὴν ἀπώλειαν τῶν

ἀγαπητῶν αὐτῶν δῆσον αὐτοὺς ἐπὶ ἑβδομήκοντα γενεὰς εἰς τὰς νάπας

τῆς γῆς μέχρι ἡμέρας κρίσεως αὐτῶν μέχρι ἡμέρας τελειώσεως τελεσμοῦ

ἕως συντελεσθῇ κρίμα τοῦ αἰῶνος τῶν αἰώνων

13 τότε ἀπενεχθήσονται εἰς τὸ χάος τοῦ πυρὸς καὶ εἰς τὴν βάσανον καὶ εἰς

τὸ δεσμωτήριον τῆς συγκλείσεως τοῦ αἰῶνος

14 καὶ ὃς ἂν κατακρίθῃ καὶ ἀφανισθῇ ἀπὸ τοῦ νῦν μετrsquo αὐτῶν δεθήσεται

(δεηθήσεται recte Par gr 1711) μέχρι τελειώσεως γενεᾶς αὐτῶν

περὶ δὲ τοῦ ὄρους ἐν ᾧ ὤμοσαν καὶ ἀνεθεμέτισαν πρὸς τὸν πλησίον αὐτῶν

ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα οὐ μὴ ἀποστῇ ἀπrsquo αὐτοῦ ψῦχος καὶ χιὼν καὶ πάχνη καὶ

δρόσος οὐ μὴ καταβῇ εἰς αὐτό εἰ μὴ εἰς κατάραν καταβήσεται ἐπrsquo αὐτό

μέχρις ἡμέρας κρίσεως τῆς μεγάλης ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ κατακαυθήσεται

καὶ ταπεινωθήσεται καὶ ἔσται κατακαιόμενον καὶ τηκόμενον ὡς κηρὸς

ἀπὸ πυρός οὕτως κατακαήσεται περὶ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ καὶ νῦν

ἐγὼ λέγω ὑμῖν υἱοῖς ἀνθρώπων Ὀργὴ μεγάλη καθrsquo ὑμῶν laquoκαὶraquo κατὰ τῶν

38

υἱῶν ὑμῶν καὶ οὐ παύσεται ἡ ὀργὴ αὕτη ἀφrsquo ὑμῶν μέχρι καιροῦ σφαγῆς

τῶν υἱῶν ὑμῶν καὶ ἀπολοῦνται οἱ ἀγαπητοὶ ὑμῶν καὶ ἀποθανοῦνται οἱ

ἔντιμοι ὑμῶν ἀπὸ πάσης τῆς γῆς ὅτι πᾶσαι αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς αὐτῶν ἀπὸ

τοῦ νῦν οὐ μὴ ἔσονται πλείω τῶν ἑκατὸν εἴκοσιν ἐτῶν καὶ μὴ δόξητε ἔτι

ζῆσαι ἐπὶ πλείονα ἔτηmiddot οὐ γάρ ἐστιν ἐπrsquo αὐτοῖς πᾶσα ὁδὸς ἐκφεύξεως ἀπὸ

τοῦ νῦν διὰ τὴν ὀργὴν ἣν ὠργίσθη ὑμῖν ὁ βασιλεὺς πάντων τῶν αἰώνωνmiddot

μὴ νομίσητε ὅτι ἐκφεύξεσθε ταῦτα

XV

8 Καὶ νῦν οἱ γίγαντες οἱ γεννηθέντες ἀπὸ πνευμάτων καὶ σαρκὸς

πνεύματα πονηρὰ ἐπὶ τῆς γῆς καλέσουσιν αὐτούς ὅτι ἡ κατοίκησις αὐτῶν

ἔσται ἐπὶ τῆς γῆς

9 πνεύματα πονηρὰ ἔσονται τὰ πνεύματα ἐξεληλυθότα ἀπὸ τοῦ σώματος

τῆς σαρκὸς αὐτῶν διότι ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων ἐγένοντο καὶ ἐκ τῶν ἁγίων

τῶν ἐγρηγόρων ἡ ἀρχὴ τῆς κτίσεως αὐτῶν καὶ ἀρχὴ θεμελίουmiddot πνεύματα

πονηρὰ

10 ἐπὶ τῆς γῆς ἔσονται

11 τὰ πνεύματα τῶν γιγάντων νεμόμενα ἀδικοῦντα ἀφανίζοντα

ἐμπίπτοντα καὶ συμπαλαίοντα καὶ ῥιπτοῦντα ἐπὶ τῆς γῆς καὶ δρόμους

ποιοῦντα καὶ μηδὲν ἐσθίοντα ἀλλrsquo ἀσιτοῦντα καὶ ῥιπτοῦντα καὶ φάσματα

ποιοῦντα καὶ διψῶντα καὶ προσκόπτοντα

12 καὶ ἐξαναστήσονται τὰ πνεύματα ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων καὶ

τῶν γυναικῶν ὅτι ἐξ αὐτῶν ἐξεληλύθασι

XVI

1 Καὶ ἀπὸ ἡμέρας καιροῦ σφαγῆς καὶ ἀπωλείας καὶ θανάτου τῶν

γιγάντων ναφηλείμ οἱ ἰσχυροὶ τῆς γῆς οἱ μεγάλοι ὀνομαστοί τὰ

πνεύματα τὰ ἐκπορευόμενα ἀπὸ τῆς ψυχῆς αὐτῶν ὡς ἐκ τῆς σαρκὸς

ἔσονται ἀφανίζοντα χωρὶς κρίσεωςmiddot οὕτως ἀφανίσουσι μέχρις ἡμέρας τῆς

τελειώσεως ἕως τῆς κρίσεως τῆς μεγάλης ἐν ᾗ (ᾧ Par gr 1711) ὁ αἰὼν ὁ

μέγας τελεσθήσεται

XIX

3 ἀνθρώπων ὡς ἐγὼ εἶδον

XX

2 ὁ εἷς τῶν ἁγίων ὁ ἐπὶ τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ταρτάρου

3 Ῥαφαὴλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων τῶν ἀνθρώπων

4 Ῥαγουήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐκδικῶν τὸν κόσμον τῶν

φωστήρων

5 Μιχαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς ἐπὶ τῶν τοῦ λαοῦ ἀγαθῶν τέτακται

καὶ ἐπὶ τῷ χαῷ

6 Σαριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων οἵτινες ἐπὶ τῷ

πνεύματι ἁμαρτάνουσιν

7 Γαβριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τοῦ παραδείσου καὶ τῶν

δρακόντων καὶ χερουβίν Ῥεμειήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃν ἔταξεν ὁ

θεὸς ἐπὶ τῶν ἀνισταμένων ὀνόματα ζacute ἀρχαγγέλων

XXI

1 Καὶ ἐφώδευσα μέχρι τῆς ἀκατασκευάστου

2 καὶ ἐκεῖ ἐθεασάμην ἔργον φοβερόν ἑώρακα οὔτε οὐρανὸν ἐπάνω οὔτε

γῆν τεθεμελιωμένην ἀλλὰ τόπον ἀκατασκεύαστον καὶ φοβερόν

3 καὶ ἐκεῖ τεθέαμαι ζacute ἀστέρας τοῦ οὐρανοῦ δεδεμένους καὶ ἐριμμένους ἐν

αὐτῷ ὁμοῦ ὁμοίους ὁράσει μεγάλῃ καὶ ἐν πυρὶ καιομένους

4 τότε εἶπον Διὰ ποίαν αἰτίαν ἐπεδέθησαν καὶ διὰ ποίαν αἰτίαν ἐρίφησαν

39

ὧδε

5 καὶ εἶπέν μοι Οὐριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ μετrsquo

ἐμοῦ ὤν - καὶ

αὐτὸς αὐτῶν ἡγεῖτο - καὶ εἶπέν μοι Ἑνώχ περὶ τίνος

ἐρωτᾷς ἢ περὶ τίνος

τὴν ἀλήθειαν φιλοσπευδεῖς

6 οὗτοί εἰσιν τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ οἱ παραβάντες

τὴν ἐπιταγὴν τοῦ

κυρίου καὶ ἐδέθησαν ὧδε μέχρι πληρωθῆναι μύρια ἔτη

τὸν χρόνον τῶν

ἁμαρτημάτων αὐτῶν

7 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον τούτου

φοβερώτερον καὶ τεθέαμαι

ἔργα φοβεράmiddot πῦρ μέγα ἐκεῖ καιόμενον καὶ φλεγόμενον καὶ διακοπὴν

εἶχεν ὁ τόπος ἕως τῆς ἀβύσσου πλήρης στύλων πυρὸς μεγάλων

καταφερομένωνmiddot οὔτε μέτρον οὔτε μέγεθος ἠδυνήθην ἰδεῖν οὔτε εἰκάσαι

8 τότε εἶπον Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος οὗτος καὶ ὡς δεινὸς τῇ ὁράσει

9 τότε ἀπεκρίθη μοι καὶ εἶπεν

Incert

1 παρὰ (Par gr 1711 Go περὶ) δὲ τοῦ ὄρους ἐν ᾧ ὤμοσαν καὶ

ἀνεθεμάτισαν πρὸς τὸν πλησίον αὐτῶν ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα οὐ μὴ ἀποστῇ

ἀπrsquo αὐτοῦ ψῦχος καὶ χιὼν καὶ πάχνη καὶ δρόσος οὐ μὴ καταβῇ εἰς αὐτό εἰ

μὴ εἰς κατάραν καταβήσεται ἐπrsquo (Go εἰς) αὐτό μέχρις ἡμέρας κρίσεως τῆς

μεγάλης

2 ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ κατακαυθήσεται καὶ (Go om) ταπεινωθήσεται καὶ

ἔσται κατακαιόμενον καὶ τηκόμενον ὡς κηρὸς ἀπὸ πυρός οὕτως

κατακαήσεται περὶ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ

3 καὶ νῦν ἐγὼ λέγω ὑμῖν υἱοῖς ἀνθρώπων Ὀργὴ μεγάλη καθrsquo ὑμῶν κατὰ

τῶν υἱῶν ὑμῶνmiddot καὶ οὐ παύσεται ἡ ὀργὴ αὕτη ἀφrsquo ὑμῶν μέχρι καιροῦ

σφαγῆς τῶν υἱῶν ὑμῶν

4 καὶ ἀπολοῦνται οἱ ἀγαπητοὶ ὑμῶν καὶ ἀποθανοῦνται οἱ ἔντιμοι ὑμῶν

ἀπὸ πάσης τῆς γῆς ὅτι πᾶσαι αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς αὐτῶν ἀπὸ τοῦ νῦν οὐ μὴ

ἔσονται πλείω τῶν ἑκατὸν εἴκοσιν ἐτῶν

5 καὶ μὴ δόξητε ἔτι ζῆσαι ἐπὶ πλείονα ἔτηmiddot οὐ γάρ ἐστιν ἐπrsquo αὐτοῖς πᾶσα

ὁδὸς ἐκφεύξεως ἀπὸ τοῦ νῦν διὰ τὴν ὀργὴν ἣν ὠργίσθη ὑμῖν ὁ βασιλεὺς

πάντων τῶν αἰώνωνmiddot μὴ νομίσητε ὅτι ἐκφεύξεσθε ταῦτα

Περί των γιγάντων

καὶ ἦν νωε ἐτῶν πεντακοσίων καὶ ἐγέννησεν νωε τρεῖς υἱούς τὸν σημ τὸν χαμ τὸν

ιαφεθκαὶ ἐγένετο ἡνίκα ἤρξαντο οἱ ἄνθρωποι πολλοὶ γίνεσθαι ἐπὶ τῆς γῆς καὶ θυγατέρες

ἐγενήθησαν αὐτοῖς 2ἰδόντες δὲ οἱ υἱοὶ τοῦ θεοῦ τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων ὅτι καλαί

εἰσιν ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ πασῶν ὧν ἐξελέξαντο 3καὶ εἶπεν κύριος ὁ θεός οὐ

μὴ καταμείνῃ τὸ πνεῦμά μου ἐν τοῖς ἀνθρώποις τούτοις εἰς τὸν αἰῶνα διὰ τὸ εἶναι

αὐτοὺς σάρκας ἔσονται δὲ αἱ ἡμέραι αὐτῶν ἑκατὸν εἴκοσι ἔτη 4οἱ δὲ γίγαντες ἦσαν ἐπὶ

τῆς γῆς ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις καὶ μετ ἐκεῖνο ὡς ἂν εἰσεπορεύοντο οἱ υἱοὶ τοῦ

θεοῦ πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων καὶ ἐγεννῶσαν ἑαυτοῖς ἐκεῖνοι ἦσαν οἱ

γίγαντες οἱ ἀπ αἰῶνος οἱ ἄνθρωποι οἱ ὀνομαστοί

40

Παραθέτουμε ένα επεξηγηματικό κείμενο αναφορικά με τους γίγαντες από την

ιστοσελίδα httpwwwoodegrcom

laquoΕδώ πρόκειται για το θέμα στο οποίο αναφέρθηκε ο Ιησούς Χριστός στο

Ματθαίος κδ΄ 38 για τους προκατακλυσμιαίους ανθρώπους που ΄΄έτρωγαν και

έπιναν και παντρεύονταν΄΄ ώσπου ήρθε ο Κατακλυσμός Επ αυτών υπάρχουν

κάποιες παρατηρήσεις

1η παρατήρηση Το οριστικό άρθρο ΄΄οι΄΄ δείχνει ότι πρόκειται για κάποιους που

ήταν ήδη γνωστοί στους αναγνώστες της Γενέσεως προς τους οποίους απευθύνεται

ο Μωυσής δηλαδή προς τους Ισραηλίτες της εποχής του που λάβαιναν το Νόμο

2η παρατήρηση Το ότι ΄΄εν ταις ημέραις εκείναις ήσαν΄΄ υπονοεί 1 Είτε ότι δεν

υπήρχαν πλέον οι γίγαντες στη ΄΄γη΄΄ όταν γραφόταν η Γένεση δηλαδή κατά το 1500

πΧ 2 είτε ότι υπήρχαν και τότε

3η παρατήρηση Για ποια ΄΄γη΄΄ μιλάει 1 Είτε για τη συγκεκριμένη γη στην οποία

συνέβαιναν τα γεγονότα που αναγράφονται στα γύρω κεφάλαια (τη γη της

Μεσοποταμίας) 2 είτε γενικά για τη γύρω γη στην οποία είχαν επεκταθεί οι γίγαντες

και η φυλή Αδάμ Αυτό όμως δεν έχει σημασία καθώς η αναφορά γίνεται μόνο για

τον καιρό πρό τού Κατακλυσμού Είναι γεγονός όμως ότι στη γη Χαναάν οι

γίγαντες υπήρχαν και μετά από τον Κατακλυσμό

Αυτό φαίνεται στους Αριθμούς 13ιγ΄ 33 ΄΄και εκεί εωράκαμεν τους γίγαντας

(εβραϊκό Νεφιλείμ) και ήμεν ενώπιον αυτών ωσεί ακρίδες αλλά και ούτως ήμεν

ενώπιον αυτών΄΄

Αν αυτό φαίνεται παράξενο σε κάποιους που διδάχτηκαν ότι ο Κατακλυσμός ήταν

παγκόσμιος ας διαβάσουν τη μελέτη μας ΄΄Ήταν ο Κατακλυσμός Παγκόσμιος΄΄

Εκεί θα δουν τις Αγιογραφικές και ιστορικές αποδείξεις ότι επρόκειτο για έναν

τοπικό κατακλυσμό που έπληξε μόνο τη φυλή Αδάμ και μέλη μόνο των γύρω λαών

Επιβίωση από τον Κατακλυσμό

Το ότι οι Νεφιλείμ επεβίωσαν του Κατακλυσμού εξηγείται απλά

Είναι λογικό το ότι η φυλή των γιγάντων Νεφιλείμ δεν έμενε ολόκληρη στην

κοιλάδα της Μεσοποταμίας αλλά κάποιοι απ αυτούς διεσπάρησαν στις γύρω

περιοχές

Η Γένεση στο 7ζ΄ 20 γράφει ότι ο Κατακλυσμός είχε ύψος 15 πήχες (8- 9 μέτρα)

δηλαδή όσο χρειαζόταν για να καλύψει τις ψηλότερες περιοχές της χαμηλής

Μεσοποταμίας Όσοι όμως έμεναν στα ορεινά γύρω από την πληγείσα περιοχή

επεβίωσαν Άλλωστε ο Κατακλυσμός έγινε για τιμωρία της φυλής Αδάμ και όχι των

γύρω λαών όπως φαίνεται στη Γένεση 6ς΄ 5 - 7 όπου η λέξη που χρησιμοποιείται

στο Εβραϊκό κείμενο γι αυτούς με τους οποίους οργίστηκε ο Θεός είναι ΄΄Αδάμ΄΄

Για τους άλλους λαούς η Γένεση στο Εβραϊκό κείμενο χρησιμοποιεί άλλη λέξη

όπως φαίνεται στο Γένεσις 6ς΄ 4 [΄΄οι άνθρωποι (εβραϊκά ΄΄ενός΄΄) οι

ονομαστοί΄΄] και στο Γένεσις 13ιγ΄ 13 [΄΄οι δε άνθρωποι (εβραϊκά ΄΄ενός΄΄) οι εν

Σοδόμοις΄΄]

41

Μια τελευταία παρατήρηση ξεκινάει από το ίδιο εδάφιο της Γένεσης 6ς΄ 4 που λέει

΄΄Οι δε γίγαντες ήσαν επί τής γης εν ταις ημέραις εκείναις και μετ εκείνο ως αν

εισεπορεύοντο οι υιοί τού Θεού προς τας θυγατέρας τών ανθρώπων΄΄

Οι Νεφιλείμ λοιπόν υπήρχαν ακόμη ΄΄και μετά από εκείνο΄΄ το γεγονός που

περιγράφεται δηλαδή και μετά από την αύξηση του πληθυσμού στη

Μεσοποταμία Είναι λάθος να ταυτίζονται κατ ανάγκην οι Νεφιλείμ με τους γιους

των ισχυρών καθώς μια αβίαστη ανάγνωση του κειμένου δεν δείχνει τίποτα τέτοιο

Το μεταβατικό ΄΄δε΄΄ δείχνει ότι γίνεται λόγος για κάποιους άλλους και όχι για

τους γιούς των ισχυρών Οι γιοί των ισχυρών δεν είναι οι Νεφιλείμ αλλά οι ισχυροί

άνδρες της Μεσοποταμίας των άλλων φυλών που ζούσαν κοντά στη φυλή Αδάμ

Ίσως ο σκοπός του χωρίου είναι να δείξει ότι η φυλή των γιγάντων (η οποία

προβλημάτιζε τους Ισραηλίτες τον καιρό που ο Μωυσής έγραφε αυτά τα λόγια) ήταν

μια αρχαία φυλή σύγχρονη της επιμειξίας της φυλής Αδάμ με τους γιούς των

ισχυρών και ότι οι Νεφιλείμ επεβίωσαν ακόμη και μετά από την επιμειξία των

ισχυρών ανδρών της Μεσοποταμίας με τις ΄΄θυγατέρες Αδάμ΄΄ κατά την

προκατακλυσμιαία εποχή

Ίσως ακόμα η αναφορά αυτή να γίνεται για να δείξει ότι ο κατακλυσμός στρεφόταν

ειδικά κατά του λαού Αδάμ και όχι και των γύρω λαών εκ των οποίων

επεβίωσαν και οι Νεφιλείμ

Οι γίγαντες στην εποχή τού Ισραήλ

Σύμφωνα με την Αγία Γραφή η περιοχή στην οποία επεβίωσαν κάποιοι από τη

φυλή των γιγάντων Νεφιλείμ ήταν η Βασάν που ονομάζεται ΄΄γη γιγάντων΄΄

(Δευτερονόμιο γ΄ 13)

Πρόκειται για μία ορεινή περιοχή ανατολικά της Θάλασσας της Γαλιλαίας

κατάλληλη για επιβίωση των λαών της από τον Κατακλυσμό που έπληξε τη

Μεσοποταμία και το λαό Αδάμ (Όπως λέμε ΄΄λαός Ισραήλ΄΄)

Εκεί οι γίγαντες υπήρχαν όχι μόνο μετά από τον Κατακλυσμό αλλά και στις ημέρες

του Αβραάμ όπως φαίνεται στη Γένεση 14ιδ΄ 5 όπου λέει για τον Χοδολλογομόρ

και τους συμμάχους του ότι ΄΄κατέκοψαν τους γίγαντας τους εν Ασταρώθ

Καρναιν΄΄ στη Βασσάν

Και οι κατάσκοποι όμως των ημερών του Μωυσή βρήκαν τους Νεφιλείμ στη

Χαναάν όπως είδαμε στους Αριθμούς 13ιγ΄ 33 όπου μάλιστα ονομάζει τους

γίγαντες ΄΄Νεφιλείμ΄΄ Εκεί έχει μάλιστα και οριστικό άρθρο ΄΄τους Νεφιλείμ΄΄

πράγμα που δείχνει ότι δεν επρόκειτο για παρομοίωση αλλά για το γνωστό λαό

των Νεφιλείμ

Άλλα εδάφια όπως το Δευτερονόμιο 1α΄ 28 αναφερόμενο στο ίδιο γεγονός

ταυτίζει τους Νεφιλείμ με τους Ανακείμ που προφανώς ήταν απόγονοί τους

Με τους Ανακείμ συσχετίζει η Αγία Γραφή όλες τις φυλές γιγάντων που ζούσαν γύρω

από τη Θάλασσα της Γαλιλαίας όπως ήταν οι Ραφαείμ οι Εμμαίοι και οι

42

Ζουμζουμείμ τους οποίους εξολώθρευσαν οι απόγονοι του Λωτ (Δευτερονόμιο 2β΄

10112021)

Οι Ραφαείμ ήταν απόγονοι των Γιγάντων που επεβίωσαν από τον Κατακλυσμό και

δεν ήταν απόγονοι του Νώε καθώς δεν αναφέρονται στη Γένεση 10ι΄ όπου

αναφέρονται οι λαοί που κατάγονται από το Νώε Η σκέψη ότι ίσως να μην

αναφέρονται επειδή είναι πολύ νεώτεροι λαοί δεν ευσταθεί επειδή αναφέρονται στη

Γένεσις 14ιδ΄ 5 σαν λαός από την εποχή του Αβραάμ ακόμα και συνεπώς είναι

αρχαιότεροι λαοί από αυτούς που αναφέρονται ως απόγονοι του Νώε

Μετά από την εγκατάσταση των Ισραηλιτών στη Γη της Επαγγελίας οι υψηλόσωμες

αυτές φυλές εξολωθρεύτηκαν και δεν έμειναν Ανακείμ στο Ισραήλ Μόνο στη Γάζα

στη Γαθ και στην Άζωτο έμειναν αναμεμειγμένοι με τους Φιλισταίους (Ιησούς

Ναυή 11ια΄ 21 22)

Ένας απ αυτούς ήταν και ο Γολιάθ από τη Γαθ που σκοτώθηκε από τον Δαυίδ (Α΄

Σαμουήλ ιζ΄ 4 ΄΄Εξήλθεν Γολιάθ εκ της Γαθ΄΄)

Τον καιρό του Δαυίδ σκοτώθηκαν οι τελευταίοι γίγαντεςraquo1

1 httpwwwoodegrcomoodegenesiskatak1htm

43

Page 3: Η δημιουργία του κόσμου

3

αναδεικνύεται το υλικό αίτιο του χωρισμού της ημέρας από της νυκτός ο ήλιος κατά

δε την πρώτη ημέρα το απώτερον αίτιον τούτου ο Θεός

Με τη δημιουργία λοιπόν του ουρανού της γης και του φωτός ολοκληρώθηκε η

πρώτη μέρα της δημιουργίας καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωί ἡμέρα μία

ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν 2ἡ δὲ γῆ ἦν ἀόρατος καὶ

ἀκατασκεύαστος καὶ σκότος ἐπάνω τῆς ἀβύσσου καὶ πνεῦμα θεοῦ ἐπεφέρετο ἐπάνω τοῦ

ὕδατος 3καὶ εἶπεν ὁ θεός γενηθήτω φῶς καὶ ἐγένετο φῶς 4καὶ εἶδεν ὁ θεὸς τὸ φῶς ὅτι

καλόν καὶ διεχώρισεν ὁ θεὸς ἀνὰ μέσον τοῦ φωτὸς καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σκότους 5καὶ

ἐκάλεσεν ὁ θεὸς τὸ φῶς ἡμέραν καὶ τὸ σκότος ἐκάλεσεν νύκτα καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ

ἐγένετο πρωί ἡμέρα μία

Η δεύτερη και η τρίτη ημέρα της

δημιουργίας

laquoΣτην αρχή το νερό κυριαρχούσε σrsquo όλη την επιφάνεια της γης Και ο Θεός

δημιούργησε πρώτα το στερέωμα που χωρίζει το νερό

που είναι πάνω από το στερέωμα από το νερό που είναι

κάτω από το στερέωμα διότι με την εντολή του

Δεσπότου Θεού δημιουργήθηκε το στερέωμα στο μέσον

της αβύσσου

των νερών Και γιrsquo αυτό είπε ο Θεός να γίνει το

στερέωμα και έγινε Για ποιό λόγο όμως ο Θεός

τοποθέτησε νερό πάνω από το στερέωμα Λόγω της

υπερβολικής θερμότητος του ήλιου και του αιθέρα

καθώς αμέσως μετά το στερέωμα απλώνεται από κάτω

ο αιθέρας Αλλά και ο ήλιος και η σελήνη και τα άστρα

βρίσκονται στο στερέωμα Κι αν δεν είχε τοποθετηθεί

νερό πάνω απrsquo αυτό το στερέωμα θα είχε ανάψει από θερμότητα

Κατόπιν ο Θεός έδωσε εντολή να συγκεντρωθούν τα νερά σε μία συναγωγή Η

φράση laquoμία συναγωγήraquo δεν σημαίνει ότι αυτά συγκεντρώθηκαν σrsquo ένα τόπο ndashδιότι

λέει στη συνέχεια laquoτα συστήματα των νερών τα ονόμασε θάλασσεςraquondash η φράση

δηλώνει ότι τα νερά συγκεντρώθηκαν όλα μαζί ξεχωριστά από την

ξηρά laquoΤα νερά λοιπόν συγκεντρώθηκαν στις δεξαμενές τους και φάνηκε η ξηράraquo

Έτσι σχηματίστηκαν οι δύο θάλασσες που περιβρέχουν την Αίγυπτο ndashκαθόσον αυτή

βρίσκεται ανάμεσα σε δύο θάλασσεςraquo (Ιωάννης Δαμασκηνός)

Κατόπιν ο Θεός έδωσε εντολή να βλαστήσει η γη και έτσι ολοκληρώθηκε η δεύτερη

και η τρίτη ημέρα της δημιουργίας

Υπάρχει εδώ ένα ερώτημα που προκύπτει πώς υπήρξε φυτική ζωή προ του ηλίου

Δίδονται τρεις απαντήσεις α) Η βιβλική κοσμογονία δεν εκθέτει τα πράγματα κατά

επιστημονικό αλλά κατά δημώδη τρόπο προς θρησκευτικό σκοπό β) Ο Χρυσόστομος

ανατρέχει εις την Θείαν παντοδυναμίαν και γ) κατά την τρίτη ημέρα δημιουργήθηκαν

4

τα σπέρματα του φυτικού βασιλείου τα οποία βραδύτερα αναπτύχθηκαν σύμφωνα με

την άποψη του ιερού Αυγουστίνου

Προτιμητέα η πρώτη γνώμη

6καὶ εἶπεν ὁ θεός γενηθήτω στερέωμα ἐν μέσῳ τοῦ ὕδατος καὶ ἔστω διαχωρίζον ἀνὰ

μέσον ὕδατος καὶ ὕδατος καὶ ἐγένετο οὕτως 7καὶ ἐποίησεν ὁ θεὸς τὸ στερέωμα καὶ

διεχώρισεν ὁ θεὸς ἀνὰ μέσον τοῦ ὕδατος ὃ ἦν ὑποκάτω τοῦ στερεώματος καὶ ἀνὰ

μέσον τοῦ ὕδατος τοῦ ἐπάνω τοῦ στερεώματος 8καὶ ἐκάλεσεν ὁ θεὸς τὸ στερέωμα

οὐρανόν καὶ εἶδεν ὁ θεὸς ὅτι καλόν καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωί ἡμέρα

δευτέρα9καὶ εἶπεν ὁ θεός συναχθήτω τὸ ὕδωρ τὸ ὑποκάτω τοῦ οὐρανοῦ εἰς

συναγωγὴν μίαν καὶ ὀφθήτω ἡ ξηρά καὶ ἐγένετο οὕτως καὶ συνήχθη τὸ ὕδωρ τὸ

ὑποκάτω τοῦ οὐρανοῦ εἰς τὰς συναγωγὰς αὐτῶν καὶ ὤφθη ἡ ξηρά 10καὶ ἐκάλεσεν ὁ

θεὸς τὴν ξηρὰν γῆν καὶ τὰ συστήματα τῶν ὑδάτων ἐκάλεσεν θαλάσσας καὶ εἶδεν ὁ

θεὸς ὅτι καλόν 11καὶ εἶπεν ὁ θεός βλαστησάτω ἡ γῆ βοτάνην χόρτου σπεῖρον σπέρμα

κατὰ γένος καὶ καθ ὁμοιότητα καὶ ξύλον κάρπιμον ποιοῦν καρπόν οὗ τὸ σπέρμα

αὐτοῦ ἐν αὐτῷ κατὰ γένος ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐγένετο οὕτως 12καὶ ἐξήνεγκεν ἡ γῆ

βοτάνην χόρτου σπεῖρον σπέρμα κατὰ γένος καὶ καθ ὁμοιότητα καὶ ξύλον κάρπιμον

ποιοῦν καρπόν οὗ τὸ σπέρμα αὐτοῦ ἐν αὐτῷ κατὰ γένος ἐπὶ τῆς γῆς καὶ εἶδεν ὁ θεὸς

ὅτι καλόν 13καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωί ἡμέρα τρίτη

Η τέταρτη και η πέμπτη ημέρα της

δημιουργίας

Στις τρεις πρώτες ημέρες της δημιουργίας laquoκαθώς το

φως διαχεόταν και συστελλόταν με

θεία εντολή έγινε η ημέρα και η νύχτα Και την τέταρτη

ημέρα ο Θεός δημιούργησε το μεγάλο αστέρι δηλαδή

τον ήλιο για να ορίζει την αρχή και τη διεύθυνση της

ημέρας διότι αυτός συνιστά την ημέρα καθώς ημέρα

έχουμε όταν ο ήλιος είναι πάνω στη γη και διάρκεια

ημέρας είναι η διαδρομή του ήλιου πάνω στη γη από την

ανατολή μέχρι τη δύση του Δημιούργησε ακόμη το

μικρότερο αστέρι δηλαδή τη σελήνη και τα αστέρια

για να ορίζουν την αρχή και τη διεύθυνση της νύχτας

φωτίζοντάς την Νύχτα έχουμε όταν ο ήλιος είναι κάτω

από τη γη και διάρκεια της νύχτας είναι η διαδρομή του

ήλιου κάτω από τη γη από τή δύση έως την ανατολή

του Η σελήνη λοιπόν και τα αστέρια ορίσθηκαν για να φωτίζουν τη νύχτα αυτό δεν

σημαίνει ότι αυτά την ημέρα είναι κάτω από τη γη διότι υπάρχουν και την ημέρα

αστέρια πάνω από τη γη αλλά ο ήλιος με το λαμπρότερο φως του σκεπάζει και τrsquo

αστέρια και τη σελήνη και δεν τα αφήνει να φαίνονται

Σrsquo αυτά τrsquo αστέρια ο Δημιουργός έδωσε το πρωτοδημιούργητο φως του όχι διότι δεν

είχε άλλο φως αλλά για να μην παραμείνει εκείνο το φως άχρηστο Διότι το αστέρι

δεν είναι το ίδιο το φως αλλά δοχείο του φωτόςraquo(Ιωάννης ο Δαμασκηνός)

5

14καὶ εἶπεν ὁ θεός γενηθήτωσαν φωστῆρες ἐν τῷ στερεώματι τοῦ οὐρανοῦ εἰς φαῦσιν

τῆς γῆς τοῦ διαχωρίζειν ἀνὰ μέσον τῆς ἡμέρας καὶ ἀνὰ μέσον τῆς νυκτὸς καὶ ἔστωσαν

εἰς σημεῖα καὶ εἰς καιροὺς καὶ εἰς ἡμέρας καὶ εἰς ἐνιαυτοὺς 15καὶ ἔστωσαν εἰς φαῦσιν

ἐν τῷ στερεώματι τοῦ οὐρανοῦ ὥστε φαίνειν ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐγένετο οὕτως 16καὶ

ἐποίησεν ὁ θεὸς τοὺς δύο φωστῆρας τοὺς μεγάλους τὸν φωστῆρα τὸν μέγαν εἰς ἀρχὰς

τῆς ἡμέρας καὶ τὸν φωστῆρα τὸν ἐλάσσω εἰς ἀρχὰς τῆς νυκτός καὶ τοὺς ἀστέρας 17καὶ

ἔθετο αὐτοὺς ὁ θεὸς ἐν τῷ στερεώματι τοῦ οὐρανοῦ ὥστε φαίνειν ἐπὶ τῆς γῆς 18καὶ

ἄρχειν τῆς ἡμέρας καὶ τῆς νυκτὸς καὶ διαχωρίζειν ἀνὰ μέσον τοῦ φωτὸς καὶ ἀνὰ μέσον

τοῦ σκότους καὶ εἶδεν ὁ θεὸς ὅτι καλόν 19καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωί ἡμέρα

Τετάρτη

Την Πέμπτη ημέρα της δημιουργίας ο Θεός δημιούργησε τα ψάρια τα πουλιά και τα

ζώα της ξηράς δείχνοντας με αυτό τον τρόπο πως αυτά είαι μεν ανώτερα από τα φυτά

αλλά κατώτερα από τον άνθρωπο που πλάσθηκε την έκτη ημέρα

20καὶ εἶπεν ὁ θεός ἐξαγαγέτω τὰ ὕδατα ἑρπετὰ ψυχῶν ζωσῶν καὶ πετεινὰ πετόμενα ἐπὶ

τῆς γῆς κατὰ τὸ στερέωμα τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἐγένετο οὕτως 21καὶ ἐποίησεν ὁ θεὸς τὰ

κήτη τὰ μεγάλα καὶ πᾶσαν ψυχὴν ζῴων ἑρπετῶν ἃ ἐξήγαγεν τὰ ὕδατα κατὰ γένη αὐτῶν

καὶ πᾶν πετεινὸν πτερωτὸν κατὰ γένος καὶ εἶδεν ὁ θεὸς ὅτι καλά 22καὶ ηὐλόγησεν αὐτὰ

ὁ θεὸς λέγων αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε καὶ πληρώσατε τὰ ὕδατα ἐν ταῖς θαλάσσαις

καὶ τὰ πετεινὰ πληθυνέσθωσαν ἐπὶ τῆς γῆς 23καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωί

ἡμέρα Πέμπτη 24καὶ εἶπεν ὁ θεός ἐξαγαγέτω ἡ γῆ ψυχὴν ζῶσαν κατὰ γένος τετράποδα

καὶ ἑρπετὰ καὶ θηρία τῆς γῆς κατὰ γένος καὶ ἐγένετο οὕτως 25καὶ ἐποίησεν ὁ θεὸς τὰ

θηρία τῆς γῆς κατὰ γένος καὶ τὰ κτήνη κατὰ γένος καὶ πάντα τὰ ἑρπετὰ τῆς γῆς κατὰ

γένος αὐτῶν καὶ εἶδεν ὁ θεὸς ὅτι καλά

Η δημιουργία του ανθρώπου

Φτάσαμε στην έκτη ημέρα της

δημιουργίας την ημέρα δηλαδή που ο

Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο

Λέει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός laquoο

Θεός δημιουργεί με τα χέρια του τον

άνθρωπο

και από ορατή και από αόρατη φύση νrsquo

αποτελεί δική του εικόνα και

ομοίωση το σώμα το έπλασε από τη γη

ενώ με το δικό του φύσημα έδωσε

τη λογική και νοερή ψυχή πράγμα το

οποίο το ονομάζουμε θεία εικόνα

Διότι το νοερό και το αυτεξούσιο του ανθρώπου δείχνει το laquoκατrsquo εικόναraquo

ενώ η όσο είναι δυνατόν η ομοιότητα στην αρετή δείχνει το laquoκαθrsquo ομοίωσινraquo

Και πλάσθηκαν συγχρόνως το σώμα και η ψυχή όχι το ένα πρώτα και το άλλο

έπειτα σύμφωνα με τις φλυαρίες του Ωριγένη

Ο Θεός λοιπόν έπλασε τον άνθρωπο άκακο απλό ενάρετο χαρούμενο

αμέριμνο στολισμένο με κάθε αρετή προικισμένο με όλα τα αγαθά σαν

κάποιον δεύτερο κόσμο μικρό κόσμο μέσα σε μεγάλο άλλο άγγελο

σύνθετο προσκυνητή επόπτη της ορατής δημιουργίας γνώστη των

6

μυστηρίων της αόρατης επίγειο βασιλιά που τον κυβερνά από ψηλά

ταυτόχρονα επίγειο και ουράνιο πρόσκαιρο και αθάνατο ορατό και νοητό

ενδιάμεσο μεταξύ μεγαλείου και μικρότητος τον ίδιο και πνεύμα και σάρκα

Είναι σάρκα εξαιτίας της υπερηφάνειας και πνεύμα εξαιτίας της χάρης το ένα

για να υποφέρει και υποφέροντας να θυμάται και να γίνεται συνετός και το

άλλο για να μένει σταθερός και να δοξάζει τον ευεργέτη του φιλοτιμούμενος

από το μεγαλείο του τον έπλασε ζώσα ύπαρξη που κατrsquo οικονομία ζει εδώ

δηλαδή στην παρούσα ζωή αλλά που προορίζεται για αλλού

να μετοικήσει στη μέλλουσα ζωή και το τέλος του μυστηρίου είναι ότι

θεώνεται με την κίνησή του προς το Θεό θεώνεται μάλιστα με την μετοχή

στο θείο φωτισμό αλλά χωρίς να μεταβάλλεται σε θεία ουσία

Και τον έπλασε αναμάρτητο στη φύση του και αυτεξούσιο στη θέλησή του

Λέγοντας laquoαναμάρτητοraquo δεν εννοώ ότι δεν είναι δεκτικός αμαρτίας ndashμόνον

ο Θεός είναι ανεπίδεκτος αμαρτίαςndash αλλά εννοώ ότι δεν έχει την αμαρτία

στη φύση του αλλά μάλλον στην προαίρεσή του δηλαδή έχει τη δύναμη να

διατηρείται και να προοδεύει στο αγαθό με τη βοήθεια της θείας χάριτος και

επίσης μπορεί να παρεκτραπεί από το καλό και να οδηγηθεί στο κακό

με παραχώρηση του Θεού εξαιτίας του αυτεξουσίου του διότι ότι γίνεται

εξαναγκαστικά δεν είναι αρετή

Η ψυχή επίσης είναι ζώσα ύπαρξη απλή ασώματη η φύση της είναι

αόρατη με τα μάτια του σώματος είναι λογική και νοερή

χωρίς σχήμα κατοικεί σε οργανικό σώμα και του παρέχει ζωή

ανάπτυξη αντίληψη και γέννηση δεν έχει τον νου σαν κάτι διαφορετικό από

τον εαυτό της αλλά σαν το πιο καθαρό στοιχείο της διότι όπως είναι

το μάτι στο σώμα έτσι είναι και ο νους για την ψυχή Είναι αυτεξούσια και

έχει θέληση και ενέργεια είναι μεταβλητή δηλαδή μεταβάλλεται σύμφωνα με

τη θέλησή της διότι είναι κτιστή Όλα αυτά τα έχει λάβει με φυσική τάξη από

τη χάρη του Δημιουργού της η οποία της έδωσε και την ύπαρξη και τη φύση

Με πόσους τρόπους νοείται το ασώματο

Ο άνθρωπος συνδέεται με το λογικό του με τις ασώματες και νοερές φύσεις

διότι συλλογίζεται σκέφτεται και κρίνει το καθετί επιδιώκει τις αρετές και

ποθεί την κορωνίδα των αρετών εννοώ την ευσέβεια γιrsquo αυτό και ο

άνθρωπος είναι ένας μικρός κόσμος

Χαρακτηριστικές πάλι ιδιότητες της ψυχής είναι η ευσέβεια και η νόηση Ενώ

οι αρετές αποτελούν κοινές ιδιότητες της ψυχής και του σώματος

αποδίδονται όμως στην ψυχή διότι η ψυχή κυβερνά το σώμα

Πρέπει να γνωρίζουμε ότι το λογικό από τη φύση του κυβερνά το άλογο

διότι οι δυνάμεις της ψυχής διαιρούνται σε λογικό και άλογο Τα μέρη

μάλιστα του αλόγου είναι δύο το ένα είναι κουφό στη φωνή του λογικού

δεν υπακούει δηλαδή στη λογική ενώ το άλλο είναι προσεκτικό και

υπάκουο στη λογική Ανυπάκουο βέβαια και απείθαρχο στη λογική

είναι το ζωτικό μέρος της ψυχής το οποίο ονομάζεται και σφυγμικό επίσης

και το σπερματικό μέρος δηλαδή το αναπαραγωγικό και το φυτικό το οποίο

λέγεται και θρεπτικό σrsquo αυτό ανήκει και το αυξητικό μέρος το οποίο και

διαπλάθει το σώμα Αυτά δεν τα εξουσιάζει η λογική αλλά η φύση Το μέρος

πάλι της ψυχής που είναι προσεκτικό και υπάκουο στη λογική διαιρείται σε

επιθυμία και θυμό Μάλιστα το άλογο μέρος της ψυχής ονομάζεται παθητικό

και ορεκτικό

(αυθόρμητο) Και πρέπει να γνωρίζουμε ότι η ορμέμφυτη κίνηση

7

ανήκει στο μέρος της ψυχής που υπακούει στη λογική

Σrsquo αυτό όμως που δεν υπακούει στη λογική ανήκει το θρεπτικό το γεννητικό

και το σφυγμικό Το αυξητικό το θρεπτικό και το γεννητικό ονομάζονται

laquoφυτικόraquo ενώ το σφυγμικό καλείται laquoζωτικόraquo

Το θρεπτικό έχει τέσσερις δυνάμεις την ελκτική που έλκει την τροφή

την καθεκτική που κρατεί την τροφή και δεν της επιτρέπει να αποβληθεί

αμέσως την αλλοιωτική που μεταβάλλει την τροφή σε χυμούς την

αποκριτική η οποία αποβάλλει τα περιττώματα μέσω του αφεδρώνα και τα

απορρίπτει από τον οργανισμό

Πρέπει να γνωρίζουμε ότι από τις δυνάμεις που υπάρχουν στα όντα άλλες

είναι ψυχικές άλλες φυσικές και άλλες ζωτικές Ψυχικές είναι αυτές που

ανήκουν στην προαίρεση δηλαδή η επιθυμία και η αίσθηση Στην επιθυμία

ανήκει

η ικανότητα μεταβάσεως από τόπο σε τόπο η κίνηση όλου του

σώματος η φωνητική και αναπνευστική ικανότητα από μας εξαρτάται να τα

ενεργούμε αυτά ή να μην τα ενεργούμε Φυσικές και ζωτικές δυνάμεις είναι

αυτές που ενεργούν χωρίς τη θέλησή μας Φυσικές είναι η θρεπτική η

αυξητική και η αναπαραγωγική ζωτική είναι η σφυγμική Αυτές ενεργούν

είτε το θέλουμε είτε όχι

Επίσης πρέπει να γνωρίζουμε ότι άλλα από τα πράγματα είναι αγαθά και άλλα

κακά Το αγαθό που προσδοκάμε γεννά την επιθυμία ενώ αυτό που έχει

πραγματοποιηθεί γεννά την ευχαρίστηση Παρόμοια το προσδοκώμενο κακό

δημιουργεί φόβο ενώ το πραγματοποιημένο λύπη Και να γνωρίζουμε ότι

λέγοντας αγαθό εννοούμε και το αληθινό αγαθό και το θεωρούμενο το ίδιο

εννούμε και με το κακό

Ας σημειώσουμε ότι με την ένοια κατεικόνα δεν εννοεί τη σωματική εικόνα αλλά

της ψυχής την ομοίωση

Ακόμη εξ αρχής ομότιμος με τον άνδρα δημιουργήθηκε η γυναίκα επειδή όμως

έπταισε ελλατώθηκε αυτής η αρχή και υπό του άνδρα γεγένηται

26καὶ εἶπεν ὁ θεός ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ ὁμοίωσιν καὶ

ἀρχέτωσαν τῶν ἰχθύων τῆς θαλάσσης καὶ τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῶν κτηνῶν

καὶ πάσης τῆς γῆς καὶ πάντων τῶν ἑρπετῶν τῶν ἑρπόντων ἐπὶ τῆς γῆς 27καὶ ἐποίησεν ὁ

θεὸς τὸν ἄνθρωπον κατ εἰκόνα θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς

28καὶ ηὐλόγησεν αὐτοὺς ὁ θεὸς λέγων αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε καὶ πληρώσατε τὴν

γῆν καὶ κατακυριεύσατε αὐτῆς καὶ ἄρχετε τῶν ἰχθύων τῆς θαλάσσης καὶ τῶν πετεινῶν

τοῦ οὐρανοῦ καὶ πάντων τῶν κτηνῶν καὶ πάσης τῆς γῆς καὶ πάντων τῶν ἑρπετῶν τῶν

ἑρπόντων ἐπὶ τῆς γῆς 29καὶ εἶπεν ὁ θεός ἰδοὺ δέδωκα ὑμῖν πᾶν χόρτον σπόριμον

σπεῖρον σπέρμα ὅ ἐστιν ἐπάνω πάσης τῆς γῆς καὶ πᾶν ξύλον ὃ ἔχει ἐν ἑαυτῷ καρπὸν

σπέρματος σπορίμου ὑμῖν ἔσται εἰς βρῶσιν 30καὶ πᾶσι τοῖς θηρίοις τῆς γῆς καὶ πᾶσι

τοῖς πετεινοῖς τοῦ οὐρανοῦ καὶ παντὶ ἑρπετῷ τῷ ἕρποντι ἐπὶ τῆς γῆς ὃ ἔχει ἐν ἑαυτῷ

ψυχὴν ζωῆς πάντα χόρτον χλωρὸν εἰς βρῶσιν καὶ ἐγένετο οὕτως 31καὶ εἶδεν ὁ θεὸς τὰ

πάντα ὅσα ἐποίησεν καὶ ἰδοὺ καλὰ λίαν καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωί ἡμέρα

ἕκτη

8

Η πτώση του ανθρώπου και οι συνέπειες

του πρωπατορικού αμαρτήματος

καὶ ἔπλασεν ὁ θεὸς τὸν ἄνθρωπον χοῦν ἀπὸ τῆς γῆς

καὶ ἐνεφύσησεν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ πνοὴν ζωῆς

καὶ ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχὴν ζῶσαν 8καὶ

ἐφύτευσεν κύριος ὁ θεὸς παράδεισον ἐν εδεμ κατὰ

ἀνατολὰς καὶ ἔθετο ἐκεῖ τὸν ἄνθρωπον ὃν ἔπλασεν

9καὶ ἐξανέτειλεν ὁ θεὸς ἔτι ἐκ τῆς γῆς πᾶν ξύλον

ὡραῖον εἰς ὅρασιν καὶ καλὸν εἰς βρῶσιν καὶ τὸ ξύλον

τῆς ζωῆς ἐν μέσῳ τῷ παραδείσῳ καὶ τὸ ξύλον τοῦ

εἰδέναι γνωστὸν καλοῦ καὶ πονηροῦ Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

ερμηνεύοντας το εμφύσημα αυτού του Θεού λέγει ότι είναι laquoου μόνον ανοίας αλλά

και ατοπίας μεστός ο λόγοςraquo ότι το εμφύσημα στον Αδάμ ήταν η ψυχή και ότι

μεταδόθηκε η ψυχή στο σώμα από την ουσία του Θεού Αν αυτό ήταν αληθινό τότε

δεν θα ήταν σε άλλον σοφή και σε άλλον μωρά και ασύνετη ούτε στον έναν θα ήταν

ψυχή δικαία και στον άλλον ψυχή άδικη Η ουσία του Θεού laquoου μερίζεται ουδέ

αλλοιούται αλλrsquo εστίν αναλλοίωτοςraquo Το εμφύσημα λοιπόν του Θεού ήταν η laquoτου

αγίου Πνεύματος ενέργειαraquo Όπως ο Χριστός είπε laquoλάβετε Πνεύμα άγιονraquo έτσι και

το θείο εμφύσημα laquoανθρωπίνως ακουόμενον Πνεύμά εστι το προσκυνητόν και

άγιονraquo Κατά τον άγιον δεν είναι ψυχή ένα κομμάτι του Θεού αλλά η ενέργεια του

Παναγίου Πνεύματος που έκτισε και δημιούργησε ψυχή χωρίς να γίνει αυτό ψυχή

laquoΤούτο το Πνεύμα προελθόν ουκ αυτό γέγονε ψυχή αλλά ψυχήν έκτισεν∙ ουκ αυτό

εις ψυχήν μετεβλήθη αλλά ψυχήν εδημιούργησε δημιουργόν γαρ το Πνεύμα το

Άγιον κοινωνεί τη δημιουργία του σώματος και τη δημιουργία της ψυχής Πατήρ γαρ

και Υιός και Πνεύμα Άγιον τη θεία δυνάμει δημιουργεί το πλάσμα

21καὶ ἐπέβαλεν ὁ θεὸς ἔκστασιν ἐπὶ τὸν αδαμ καὶ ὕπνωσεν καὶ ἔλαβεν μίαν τῶν

πλευρῶν αὐτοῦ καὶ ἀνεπλήρωσεν σάρκα ἀντ αὐτῆς 22καὶ ᾠκοδόμησεν κύριος ὁ

θεὸς τὴν πλευράν ἣν ἔλαβεν ἀπὸ τοῦ αδαμ εἰς γυναῖκα καὶ ἤγαγεν αὐτὴν πρὸς τὸν

αδαμ 23καὶ εἶπεν αδαμ τοῦτο νῦν ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστέων μου καὶ σὰρξ ἐκ τῆς

σαρκός μου αὕτη κληθήσεται γυνή ὅτι ἐκ τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς ἐλήμφθη αὕτη

24ἕνεκεν τούτου καταλείψει ἄνθρωπος τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ

καὶ προσκολληθήσεται πρὸς τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν

25καὶ ἦσαν οἱ δύο γυμνοί ὅ τε αδαμ καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ καὶ οὐκ ᾐσχύνοντο Ο Θεός

προγνωρίζοντας το τι θα επακολουθούσε μετά την δημιουργία των ανθρώπων τους

έπλασε βιολογικά έτοιμους για laquoγάμου κοινωνίανraquo Η δημιουργία αναφέρεται αρχικά

μόνο στον Αδάμ laquoΤου Αδάμ καθεύδοντος η γυνή κατασκευάζετοraquo1 Ο άγιος

Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναφέρει ότι ο Μωυσής δεν χρησιμοποιεί το ρήμα

laquoέπλασενraquo όταν μιλά για την Εύα αλλά το laquoωκοδόμησενraquo θέλοντας να δείξει ότι αυτή

έγινε από την ίδια ουσία του Αδάμ όχι από άλλη διαφορετική Η γυναίκα λοιπόν δεν

υπολείπεται σε κάτι από τον Αδάμ Είναι ανθρώπινη ύπαρξη τέλεια αλλά και ισότιμη

προς αυτόν Ο Θεός προγνωρίζοντας την πτώση των πρωτοπλάστων επινοεί τον γάμο

9

και την ανάγκη της αμοιβαίας παρηγοριάς τους

Πριν από την παρακοή και την έξοδο από την παραδείσια ζωή δεν υπήρχε ο

γάμος Οι πρωτόπλαστοι ζούσαν παρθενική ζωή μιμούμενοι την ζωή των Αγγέλων

Λέγει ο άγιος Χρυσόστομος laquoΤα της συνουσίας έγιναν μετά την παράβασηbull μέχρι

τότε ζούσαν ως άγγελοι μέσα στον παράδεισο χωρίς να φλέγωνται από την σαρκική

επιθυμία ούτε να πολιορκούνται από άλλα πάθη ούτε να πιέζονται από τις φυσικές

ανάγκες αλλά αφού δημιουργήθηκαν εντελώς άφθαρτοι και αθάνατοι δεν είχαν

ανάγκη ούτε να φορούν ρούχα Πριν μπει η αμαρτία και η παρακοή ήσαν ντυμένοι με

την θεϊκή δόξα γιrsquo αυτό και δεν ντρέπονταν αν και ήσαν γυμνοίraquo2 Οι πρωτόπλαστοι

δεν κατόρθωσαν να διατηρήσουν την ανώτερη αυτή ζωή για τον εαυτό τους

Φάνηκαν ανάξιοι των τόσων μεγάλων αγαθών που τους έδωσε ο Θεός3

ὁ δὲ ὄφις ἦν φρονιμώτατος πάντων τῶν θηρίων τῶν ἐπὶ τῆς γῆς ὧν ἐποίησεν

κύριος ὁ θεός καὶ εἶπεν ὁ ὄφις τῇ γυναικί τί ὅτι εἶπεν ὁ θεός οὐ μὴ φάγητε ἀπὸ

παντὸς ξύλου τοῦ ἐν τῷ παραδείσῳ

Ο διάβολος προσεγγίζει την Εύα και θεολογεί γίνεται ο πρώτος θεολόγος αφού

ονομάζει το Θεό Θεό

Υπάρχει εδώ ένα ερώτημα πως ελάλησε ο όφις Ο όφις κατόρθωσε να μιμηθεί την

ανθρώπινη φωνή χωρίς όμως αυτό να ξενίσει την Εύα Υπήρχε πρό της πτώσεως μια

τέλεια αρμονία μεταξύ Θεού και ανθρώπου ανθρώπου και ζώων αλλά και ζώων με

ζώων

Ο διάβολος δεν γνώριζε τί εντολή είχε δώσει ο Θεός στους πρωτοπλάστους και

προσπαθεί τώρα να ψαρέψει την απάντηση από την αφελή συνομιλήτριά του Δε

διστάζει να ονομάσει το Θεό ψεύτη λέγοντας πως ο Θεός δε σας είπε την αλήθεια αν

φάτε από τον καρπό που σας απαγόρευσε θα ανοίξουν τα μάτια σας και θα γίνετε θεοί

ίσοι με αυτόν και δεν θα τον έχετε πλέον ανάγκη

Από την άλλη μεριά η Εύα αντί να φύγει απαντάει Πολύ σωστά επισημαίνει ο

Χρυσόστομος laquoΜή βάλητε τους μαργαρίτας έμπροσθεν των χοίρωνraquo Όσο λοιπόν η

Εύα πείθετε στα λόγια του σατανά τόσο απομακρύνεται από τον Θεό τόσο και η

Θεία Χάρη την απογυμνώνει σταδιακά Τελικά τρώει τον απαγορευμένο καρπό και

δίνει και στον άντρα της Μια μεγάλη αμαρτία έχει πλέον συντελεσθεί Η αμαρτία

αυτή εμπεριέχει μέσα της την υπερηφάνεια την απιστία την αυθάδεια την παρακοή

Παρόλα αυτά η αμαρτία αυτή είναι μικρότερη από αυτή των εκπεσόντων αγγέλων

Διότι ο πειρασμός των πρωτοπλάστων ήταν εξωτερικός ενώ των εκπεσόντων

αγγέλων εσωτερικός

Ακολουθεί ο σκοτισμός του νου αντιλαμβάνονται ξαφνικά χάνοντας την πρότερη

αθωότητα ότι είναι γυμνοί και σκεπάζονται με φύλα συκής

Ο Θεός φωνάζει εν μέσω του παραδείσου Αδάμ που ει Οι πρωτόπλαστοι κρύβονται

εξαιτίας των ενοχών τους Αντί όμως ο Θεός να εισπράξει την ομολογία του Αδάμ

για το αν έφαγε από τον απαγορευμένο καρπό βρίσκει μπροστά Του την μετάθεση

των ευθυνών στη γυναίκα Το ίδιο κάνει και η γυναίκα μεταθέτοντας με τη σειρά της

την ευθύνη της στον διάβολο

10

Ας προσέξουμε Τον όφι δεν τον ρωτά για το τι έπραξε διότι γνωρίζει ο Θεός πως

ενήργησε εξrsquo ιδίας πρωτοβουλίας Ο σατανάς ήδη μετά την πτώση του είχε

κατακριθεί

Το φίδι τιμωρείται με το να περπατά με την κοιλιά του και να τρώει χώμα πράγμα

που συμβολίζει την τέλεια συντριβή του διαβόλου

Την γυναίκα νίκησες σατανά και διrsquo αυτής τον άνδρα από γυναίκα όμως θα νικηθείς

Εδώ εικονίζεται η Θεοτόκος Το δε laquoεκ του σπέρματός σουraquo δηλοί τον μέλλοντα

Λυτρωτή Χριστό Δηλοί επίσης και την παρθενία της Παναγίας διότι όχι εκ

σπέρματος ανδρός αλλά εκ σπέρματός σου της γυναικός θα προκύψει ο Λυτρωτής

Χριστός

Ο Φιλόστοργος Πατήρ ευαγγελίζεται την υπόσχεση της ελεύσεως του Λυτρωτή και

την πλήρη συντριβή του σατανά εξrsquo ου και πρωτοευαγγέλιο ονομάσθηκε ο στίχος

αυτός

Μιλώντας στην Εύα μιλά προς αυτή σε γένος αρσενικό Αυτός σου τηρήσει την

κεφαλήν Αναφερόμενος εδώ ξεκάθαρα ο Θεός στον Μεσσία Ο σταυρικός θάνατος

του Λυτρωτού είναι η πληγή στην πτέρνα Του

Η λαγνεία της Εύας προς τον απαγορευμένο καρπό τιμωρείται με τους πόνους της

γέννας και την υποταγή της στον άνδρα

Για τον Αδάμ η φύση αγριεύει βγάζοντας αγκάθια και τριβόλια και έτσι πλέον

καλείται με τον ιδρώτα του προσώπου του να κερδίζει το ψωμί του

Η μεγαλύτερη όμως συνέπεια της αμαρτίας είναι ο θάνατος laquoΕως ότου αποστρέψαι

εις την γην εξrsquo ης ελήφθη

Ο Θεός εν συνεχεία ενδύει τους πρωτοπλάστους με δερμάτινους χιτώνες για να τους

προστατέψει από την μεταβολή των καιρικών φαινομένων Οποία στοργή του Θεού

εκεί που ξεσπούσε η θεία οργή Του

Όταν δε εκβλήθησαν εκ του παραδείσου οι πρωτόπλαστοι κατοίκησαν απέναντι από

τον παράδεισο και τούτο για να βλέπουν το τί έχασαν και να μισούν εφrsquo εξής την

αμαρτία Τα Χερουβείμ με την φλογίνη ρομφαία φυλάνε πλέον αντί του Αδάμ τον

παράδεισο Ο Ευσέβιος Καισαρείας λέγει πως αυτό επικράτησε μέχρι τον θάνατο

των πρωτοπλάστων

laquoἈδάμ δε ἔγνω Εὔα τήν γυναίκα αυτοῦraquo Μετά την έκπτωση εκ του παραδείσου τότε

τα συνουσίας αρχήν λαμβάνει Πρό δε της παρακοής αγγελικόν βίον εμιμούντο λέει ο

Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Άρα αυτό που λένε πολλοί πως εξαιτίας της συνουσίας εκβλήθηκαν οι πρωτόπλαστοι

από τον παράδεισο δεν ισχύει

11

Η ιστορία του Κάϊν και του Άβελ

1αδαμ δὲ ἔγνω ευαν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ συλλαβοῦσα ἔτεκεν τὸν καιν καὶ εἶπεν ἐκτησάμην ἄνθρωπον διὰ τοῦ θεοῦ 2καὶ προσέθηκεν τεκεῖν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ τὸν αβελ Το προσέθηκεν σημαίνει ότι

ευθύς αμέσως γέννησε τον Άβελ Άρα ο

Κάϊν και ο Άβελ ήταν δίδυμοι

καὶ ἐγένετο αβελ ποιμὴν προβάτων καιν δὲ ἦν ἐργαζόμενος τὴν γῆν 3καὶ ἐγένετο μεθ ἡμέρας ἤνεγκεν καιν ἀπὸ τῶν καρπῶν τῆς γῆς θυσίαν τῷ κυρίῳ 4καὶ αβελ ἤνεγκεν καὶ αὐτὸς ἀπὸ τῶν πρωτοτόκων τῶν προβάτων αὐτοῦ καὶ ἀπὸ τῶν στεάτων αὐτῶν καὶ ἐπεῖδεν ὁ θεὸς ἐπὶ αβελ καὶ ἐπὶ τοῖς δώροις αὐτοῦ 5ἐπὶ δὲ καιν καὶ ἐπὶ ταῖς θυσίαις αὐτοῦ οὐ προσέσχεν Το ερώτημα εδώ που προκύπτει είναι το πως εκδηλώθηκε αυτή η ευαρέσκεια του Θεού στη θυσία του Άβελ Δια πυρός μας λένε οι πατέρες το οποίο πυρ ήλθε εξ ουρανού

καὶ ἐλύπησεν τὸν καιν λίαν καὶ συνέπεσεν τῷ προσώπῳ 6καὶ εἶπεν κύριος ὁ θεὸς τῷ καιν ἵνα τί περίλυπος ἐγένου καὶ ἵνα τί συνέπεσεν τὸ πρόσωπόν σου 7οὐκ ἐὰν ὀρθῶς προσενέγκῃς ὀρθῶς δὲ μὴ διέλῃς ἥμαρτες ἡσύχασον πρὸς σὲ ἡ ἀποστροφὴ αὐτοῦ καὶ σὺ ἄρξεις αὐτοῦ 8καὶ εἶπεν καιν πρὸς αβελ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ διέλθωμεν εἰς τὸ πεδίον καὶ ἐγένετο ἐν τῷ εἶναι αὐτοὺς ἐν τῷ πεδίῳ καὶ ἀνέστη καιν ἐπὶ αβελ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ καὶ ἀπέκτεινεν αὐτόν Οποία αναισθησία Αντί να παραδειγματιστεί από τη θυσία του Άβελ Αντί να

ακούσει να φιλόστοργα λόγια του ουρανίου Πατρός σπεύδει ως λέων να

κατασπαράξει από τη ζήλια του εκείνον που δικαιώθηκε λόγω της εξαιρετικής του

ευλάβειας Τον καλεί λοιπόν να πάνε έναν περίπατο Ο αδελφός του ως απονήρευτος

και άκακος δέχεται την πρόταση του αδελφού και εκεί δέχεται τη θανάσιμη επίθεση

9καὶ εἶπεν ὁ θεὸς πρὸς καιν ποῦ ἐστιν αβελ ὁ ἀδελφός σου ὁ δὲ εἶπεν οὐ γινώσκω μὴ φύλαξ τοῦ ἀδελφοῦ μού εἰμι ἐγώ 10καὶ εἶπεν ὁ θεός τί ἐποίησας φωνὴ αἵματος τοῦ ἀδελφοῦ σου βοᾷ πρός με ἐκ τῆς γῆς 11καὶ νῦν ἐπικατάρατος σὺ ἀπὸ τῆς γῆς Οποία φρικτή καταδίκη Όταν από το στόμα του Θεού τον ευλογία σκορπίζοντος εξέρχεται η κατάρα Η παρά τω Θεώ όμως κατάρα είναι έκφραση Θείας δικαιοσύνης

ἣ ἔχανεν τὸ στόμα αὐτῆς δέξασθαι τὸ αἷμα τοῦ ἀδελφοῦ σου ἐκ τῆς χειρός σου 12ὅτι ἐργᾷ τὴν γῆν καὶ οὐ προσθήσει τὴν ἰσχὺν αὐτῆς δοῦναί σοι στένων καὶ τρέμων ἔσῃ ἐπὶ τῆς γῆς Δεν πρόκειται λέει εδώ ο Θεός η γη να σου αποφέρει τα

του κόπου σου Μάταια δηλαδή θα ιδρώνεις Αυτή είναι η δεύτερη τιμωρία που

λαμβάνει Το στένων και τρέμων ἔση σημαίνει θα έχεις στεναγμό λόγω του

περιπλανώμενου επί της γης βίου σου Αυτή είναι η τρίτη τιμωρία

12

13καὶ εἶπεν καιν πρὸς τὸν κύριον μείζων ἡ αἰτία μου τοῦ ἀφεθῆναί με 14εἰ ἐκβάλλεις με σήμερον ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς καὶ ἀπὸ τοῦ προσώπου σου κρυβήσομαι καὶ ἔσομαι στένων καὶ τρέμων ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἔσται πᾶς ὁ εὑρίσκων με ἀποκτενεῖ με 15καὶ εἶπεν αὐτῷ κύριος ὁ θεός οὐχ οὕτως πᾶς ὁ ἀποκτείνας καιν ἑπτὰ ἐκδικούμενα παραλύσει καὶ ἔθετο κύριος ὁ θεὸς σημεῖον τῷ καιν τοῦ μὴ ἀνελεῖν αὐτὸν πάντα τὸν εὑρίσκοντα αὐτόν Ο Κάϊν δεν μετανοεί

δεν συνέρχεται Δεν πικραίνεται διότι χωρίσθηκε από τον Θεό αλλά το μόνο που

φοβάται είναι να μην τον σκοτώσουν Ποιοι όμως να τον σκοτώσουν Σίγουρα όχι οι

γονείς του ο Αδάμ και η Εύα Εδώ φαίνεται πως ο Αδάμ πρό του φόνου του Άβελ θα

είχε κάνει και άλλα τέκνα Ο Θεός έδωσε λέει στον Κάϊν σημείο ώστε όποιος τον

εύρισκε να μην τον σκότωνε Ποιο ήταν αυτό το σημείο Το σκυθρωπό του πρόσωπο

ήταν το οποίο προκαλούσε σε όποιον τον έβλεπε την αποστροφή

16ἐξῆλθεν δὲ καιν ἀπὸ προσώπου τοῦ θεοῦ καὶ ᾤκησεν ἐν γῇ ναιδ κατέναντι εδεμ

17καὶ ἔγνω καιν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ συλλαβοῦσα ἔτεκεν τὸν ενωχ καὶ ἦν οἰκοδομῶν πόλιν καὶ ἐπωνόμασεν τὴν πόλιν ἐπὶ τῷ ὀνόματι τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ ενωχ Οικοδόμησε πόλη ο Καϊν η οποία ουσιαστικά ήταν ένα πρωτόγονο φρούριο

από γιγαντιαίους λίθους το οποίο τον προστάτευε από τα αδέρφια του διότι ήταν

ένοχος απέναντί τους Έτσι έληξε ο πλάνης βίος του Κάϊν δείχνοντας τελικά πως η

προσκόλησή του στα γήινα τον χώρισε τελικά από τα υπόλοιπα αδέρφια του Οι

απόγονοι δε του Κάϊν απομακρύνθηκαν από τον Θεό

18ἐγενήθη δὲ τῷ ενωχ γαιδαδ καὶ γαιδαδ ἐγέννησεν τὸν μαιηλ καὶ μαιηλ ἐγέννησεν τὸν μαθουσαλα καὶ μαθουσαλα ἐγέννησεν τὸν λαμεχ 19καὶ ἔλαβεν ἑαυτῷ λαμεχ δύο γυναῖκας ὄνομα τῇ μιᾷ αδα καὶ ὄνομα τῇ δευτέρᾳ σελλα Ο

Λάμεχ είναι ο πρώτος που παραβιάζει την μονογαμία παίρνοντας για τον εαυτό του

δύο γυναίκες

20καὶ ἔτεκεν αδα τὸν ιωβελ οὗτος ἦν ὁ πατὴρ οἰκούντων ἐν σκηναῖς κτηνοτρόφων 21καὶ ὄνομα τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ ιουβαλ οὗτος ἦν ὁ καταδείξας ψαλτήριον καὶ κιθάραν 22σελλα δὲ ἔτεκεν καὶ αὐτὴ τὸν θοβελ καὶ ἦν σφυροκόπος χαλκεὺς χαλκοῦ καὶ σιδήρου ἀδελφὴ δὲ θοβελ νοεμα Να η

αξιοπρέπεια του ανθρώπου ως εξέλιξη προς απάντηση των υποστηρικτών της

Δαρβίνειας θεωρίας Ο Ιουβάλ είναι ο εφευρέτης των έγχορδω οργάνων ενώ ο

Θοβέλ είναι ο πρώτος που επεξεργάζεται μέταλλα Κσνείς από αυτούς σίγουρα δεν

ήταν η εξέλιξη κάποιου είδους πιθήκου

23εἶπεν δὲ λαμεχ ταῖς ἑαυτοῦ γυναιξίν αδα καὶ σελλα ἀκούσατέ μου τῆς φωνῆς γυναῖκες λαμεχ ἐνωτίσασθέ μου τοὺς λόγους ὅτι ἄνδρα ἀπέκτεινα εἰς τραῦμα ἐμοὶ καὶ νεανίσκον εἰς μώλωπα ἐμοί

24ὅτι ἑπτάκις ἐκδεδίκηται ἐκ καιν ἐκ δὲ λαμεχ ἑβδομηκοντάκις ἑπτά Ο Λάμεχ λοιπόν επανἐλαβε την αμαρτία του Κάϊν γενόμενος κι αυτός φονιάς

25ἔγνω δὲ αδαμ ευαν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ συλλαβοῦσα ἔτεκεν υἱὸν καὶ ἐπωνόμασεν τὸ ὄνομα αὐτοῦ σηθ λέγουσα ἐξανέστησεν γάρ μοι ὁ θεὸς

13

σπέρμα ἕτερον ἀντὶ αβελ ὃν ἀπέκτεινεν καιν 26καὶ τῷ σηθ ἐγένετο υἱός ἐπωνόμασεν δὲ τὸ ὄνομα αὐτοῦ ενως οὗτος ἤλπισεν ἐπικαλεῖσθαι τὸ ὄνομα κυρίου τοῦ θεοῦ

αὕτη ἡ βίβλος γενέσεως ἀνθρώπων ᾗ ἡμέρᾳ ἐποίησεν ὁ θεὸς τὸν αδαμ κατ εἰκόνα θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν 2ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτοὺς καὶ εὐλόγησεν αὐτούς καὶ ἐπωνόμασεν τὸ ὄνομα αὐτῶν αδαμ ᾗ ἡμέρᾳ ἐποίησεν αὐτούς

3ἔζησεν δὲ αδαμ διακόσια καὶ τριάκοντα ἔτη καὶ ἐγέννησεν κατὰ τὴν ἰδέαν αὐτοῦ καὶ κατὰ τὴν εἰκόνα αὐτοῦ καὶ ἐπωνόμασεν τὸ ὄνομα αὐτοῦ σηθ 4ἐγένοντο δὲ αἱ ἡμέραι αδαμ μετὰ τὸ γεννῆσαι αὐτὸν τὸν σηθ ἑπτακόσια ἔτη καὶ ἐγέννησεν υἱοὺς καὶ θυγατέρας 5καὶ ἐγένοντο πᾶσαι αἱ ἡμέραι αδαμ ἃς ἔζησεν ἐννακόσια καὶ τριάκοντα ἔτη καὶ ἀπέθανεν

Ενώχ

Μια μορφή που δεσπόζει για την αγιότητα της ζωής του

εφόσον η Γραφή δεν αναφέρει τίποτε εις βάρος του είναι ο

Ενώχ

Γιος ενός άσημου για την ιστορία ανθρώπου του Ιάρεδ

απογόνου του τρίτου γιου του Αδάμ Σηθ άθελά του

καθιερώθηκε απ τον Θεό όπως βεβαιώνει κι η σημασία

του ονόματός του να διαδραματίσει σπουδαίο ρόλο στο

θείο σχέδιο για τη σωτηρία του κόσμου Γέννησε το

Μαθουσάλα τον μακροβιότερο άνθρωπο που ποτέ έζησε

στη γη παρ όλο που η δική του ζωή διήρκεσε τόσο λίγο

τριακόσια εξήντα πέντε χρόνια Έζησε ζωή άμεμπτης

αγνότητας σε περίοδο που ούτε ο Νόμος του Θεού είχε δοθεί ούτε φυσικά κι η

μεταγενέστερη του Νόμου Χάρη είχε επιτελεστεί Οραματίστηκε την τελική Κρίση

που ο Θεός θα κάμει στα τέλη των αιώνων και δια του τρόπου με τον οποίο έγινε η

μετάθεσή του μίλησε στις επόμενες γενιές για την μετά το θάνατο Ανάσταση του

Μεσσία που θα ρχόταν και για την τελική Ανάσταση των κεκοιμημένων αγίων

ίνα καταποθή το θνητόν υπό της ζωής (Β΄ Κορ 104)

Στο βιβλίο της Γένεσης συναντάμε δυο πρόσωπα με το όνομα Ενώχ στο 41718 και

στο 518 που είναι μεταξύ τους τελείως ανόμοια και διαφορετικά Ο πρώτος είναι ο

γιος του Κάιν του αδελφοκτόνου προς τιμήν του οποίου ο πατέρας του έκτισεν

πόλιν και κάλεσεν κατά το όνομα αυτού (417) κι ο δεύτερος είναι ο γιος του Ιάρεδ

όπως ήδη είπαμε ο εκλεκτός του Θεού Ενώχ που δεν είχε εδώ πόλιν μένουσαν

αλλά την μέλλουσαν επιζητούσε (Εβρ 1113-14) στην οποία και τόσο ένδοξα

μετέβη

14

Το ότι ο Ενώχ έζησε τριακόσια εξήντα πέντε μόνο χρόνια που είναι ακριβώς ο

αριθμός των ημερών ενός ηλιακού έτους δεν ξέρουμε τι συμβολίζει Ίσως τη

ματαιότητα της σύντομης εδώ ζωής μας ίσως την πληρότητα μιας αποστολής την

οποία ο Θεός ανέθεσε σε κάποιον άνθρωπό Του ίσως το τέλειο ανάστημα της ζωής

του Χριστού στο οποίο ο Θεός θέλει να φτάσουμε πριν μας πάρει κοντά Του

ίσως ίσως Ασχέτως όμως όλων αυτών γεγονός είναι ένα ότι ο Ενώχ αποτελεί μια

εξαίρεση ένα υπόδειγμα ένα θαύμα του Θεού σε ανθρώπινη ζωή

Γιατί άραγε έζησε τόσο λίγο ενώ ο γιος του ο Μαθουσάλα έφτασε τη μεγαλύτερη

ηλικία ανθρώπου επί της γης -965 χρόνια- ο δε μεταγενέστερός του ο Νώε δεύτερος

μετά τον Αδάμ κληρονόμος όλης της γης έζησε 950 χρόνια Μήπως ο Ενώχ έτσι

εξεπλήρωσε κάποια πολύ σημαντική αποστολή Ενώ θα παρευρέθηκε στην κηδεία

του Αδάμ (πράγμα που συνάγεται απ τους υπολογισμούς των ετών που περιέχονται

στην πρώτη αυτή περίοδο της ιστορίας) και δεδομένου ότι ο Αδάμ ως εκπρόσωπος

του αμαρτωλού ανθρώπου έπρεπε να πεθάνει και το σώμα του να ταφεί στη γη ο

Ενώχ εκπροσωπώντας τον αγιασμένο άνθρωπο του Θεού δεν πέθανε αλλά

μετατέθηκε απ ευθείας χωρίς να γευτεί θάνατο στου ουρανό του Θεού Πιστή

εικόνα τούτη για τον σωσμένο δια της θυσίας του Ιησού Χριστού αμαρτωλό για τον

οποίο θάνατος πια δεν υπάρχει διότι μετέβη εκ του θανάτου εις την ζωήν (Ιωάν

524)

Ο Λόγος του Θεού μας λέει ότι ο Ενώχ περιεπάτησεν μετά του Θεού (Γέν 524)

όχι ενώπιον του Θεού όπως μας λέει για τον Αβραάμ (Γεν 171) για το Δαυίδ

(Ψαλμ 8915) για τον Ησαϊα (4027-31) για το Ζαχαρία και την Ελισσάβετ (Ιακ

16) Μήπως τούτο είναι σύμβολο και συγχρόνως προφητεία του περπατήματος που ο

χριστιανός ο άνθρωπος δηλαδή που θα δεχόταν τη Χάρη θα κανε με τον Χριστό

βάσει της υπόσχεσής Του μεθ υμών ειμί (Ματθ 2820) και της εντολής Του

μείνατε εν εμοί καγώ εν υμίν (Ιωάν 154) Διότι σε τούτη την περίπτωση δεν

έχουμε περπάτημα ενώπιον του Θεού αλλά μετά του Θεού Κάτι δηλαδή πολύ

ουσιαστικότερο και πλουσιότερο για κάθε άνθρωπο που ανήκει σε Κείνον ασχέτως

περιόδου στην οποία έζησε Όταν κάποιος περπατάει με τον Θεό έχει και πλήρη

συναίσθηση της παρουσίας Του Ότι ακριβώς χρειάζεται για να ζει ζωή αγνότητας

μέσα στον κόσμο

Το μυστικό του περπατήματος του Ενώχ μετά του Θεού ήταν η πίστη του στον Θεό

της οποίας συνέπεια ήταν το ότι ευηρέστησεν τον Θεόν και ότι δε γεύτηκε θάνατο

διότι μετέθεσεν αυτόν ο Θεός (Γεν 115-6) Η μετάθεση δε αυτή είναι τύπος του

τρόπου με τον οποίο οι άγιοι του Θεού θέλουσι μεταμορφωθή εν τη εσχάτη

σάλπιγγι χωρίς να γευτούν θάνατο (Α΄ Κορ 1551-52)

Αλλά ο Ενώχ δεν προφήτεψε μόνο με τη ζωή του μελλοντικές αλήθειες αλλά και με

το στόμα του προφήτεψε περί της Κρίσης την οποίαν στα τέλη των αιώνων ο Κύριος

μαζί με τους αγίους Του θα κάμει για κάθε ασεβή άνθρωπο δια να ελέγξη πάντας

τους ασεβείς Στην επιστολή του Ιούδα εδ 14-15 διαβάζουμε Προεφήτευσε δε

περί τούτων και ο Ενώχ έβδομος από Αδάμ λέγωνmiddot Ιδού ήλθεν ο Κύριος με

μυριάδας αγίων αυτού δια να κάμη κρίσιν κατά πάντων και να ελέγξη πάντας τους

ασεβείς εξ αυτών δια πάντα τα έργα της ασεβείας αυτών τα οποία έπραξαν και δια

πάντα τα σκληρά τα οποία ελάλησαν κατ αυτού αμαρτωλοί ασεβείς

15

Ο Ενώχ αναφέρεται μια μόνο φορά στην Καινή Διαθήκη ως προφήτης (Ιούδα 14)

Με το όνομα Βιβλίο Ενώχ σώζεται απόκρυφο σύγγραμμα που γράφτηκε περί τα

110 πΧ περιέχει προφητείες περί της συντέλειας του κόσμου και είναι σε αιθιοπική

μετάφραση Δεν αποκλείεται η παραπομπή στο βιβλίο του Ιούδα να είναι παρμένη απ

αυτό Όμως το βιβλίο αυτό το απέρριψαν ως μη κανονικό τόσο οι Εβραίοι όσο και

οι Πατέρες της Εκκλησίας

Ας μείνει μέσα μας απ όλα όσα ελέχθησαν περί του Ενώχ πως αν κάτι έχει ύψιστη

σημασία για τον Θεό και για μας είναι το να περιπατώμεν καθώς Εκείνος

περιεπάτησεν (Α΄ Ιωάν 26) φυλάττοντες τας εντολάς αυτού και πράττοντες τα

αρεστά ενώπιον αυτού (Α΄ Ιωάν 322)

Γιἀννης Έρτσος

Σας παραθέτουμε τώρα προς ανάγνωσιν το απόκρυφο βιβλίο του Ενώχ

1 Λόγος εὐλογίας Ἑνώχ καθὼς εὐλόγησεν ἐκλεκτοὺς δικαίους οἵτινες

ἔσονται εἰς ἡμέραν ἀνάγκης ἐξᾶραι πάντας τοὺς ἐχθρούς καὶ σωθήσονται

δίκαιοι

2 Καὶ ἀναλαβὼν τὴν παραβολὴν αὐτοῦ εἶπεν Ἑνώχmiddot (ἄνθρωπος δίκαιός

ἐστιν [ᾧ] ὅρασις ἐκ θεοῦ αὐτῷ ἀνεῳγμένη ἦν ἔχων τὴν ὅρασιν τοῦ ἁγίου

laquoκαὶraquo τοῦ οὐρανοῦmiddot) Ἔδειξέν μοι καὶ ἁγιολόγων ἁγίων ἤκουσα ἐγώ καὶ ὡς

ἤκουσα παρrsquo αὐτῶν πάντα καὶ ἔγνων ἐγὼ θεωρῶνmiddot καὶ οὐκ εἰς τὴν νῦν

γενεὰν διενοούμην ἀλλὰ ἐπὶ πόρρω οὖσαν ἐγὼ λαλῶ

3 Καὶ περὶ τῶν ἐκλεκτῶν νῦν λέγω καὶ περὶ αὐτῶν ἀνέλαβον τὴν

παραβολήν μου καὶ ἐξελεύσεται ὁ ἅγιός μου ὁ μέγας ἐκ τῆς κατοικήσεως

αὐτοῦ

4 καὶ ὁ θεὸς τοῦ αἰῶνος ἐπὶ γῆν πατήσει ἐπὶ τὸ Σεινὰ ὄρος καὶ φανήσεται

ἐκ τῆς παρεμβολῆς αὐτοῦ καὶ φανήσεται ἐν τῇ δυνάμει τῆς ἰσχύος αὐτοῦ

ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ τῶν οὐρανῶν

5 καὶ φοβηθήσονται πάντες καὶ πιστεύσουσιν οἱ ἐγρήγοροι laquoκαὶ ᾄσουσιν

ἀπόκρυφα ἐν πᾶσιν τοῖς ἄκροις τῆς [γῆς]middot καὶ σεισθήσονται πάντα τὰ ἄκρα

τῆς γῆςraquo καὶ λήμψεται αὐτοὺς τρόμος καὶ φόβος μέγας μέχρι τῶν περάτων

τῆς γῆς

6 καὶ σεισθήσονται καὶ πεσοῦνται καὶ διαλυθήσονται ὄρη ὑψηλά καὶ

ταπεινωθήσονται βουνοὶ ὑψηλοὶ τοῦ διαρυῆναι ὄρη καὶ τακήσονται ὡς

κηρὸς ἀπὸ προσώπου πυρὸς ἐν φλογί

7 καὶ διασχισθήσεται ἡ γῆ σχίσμα ῥαγάδι καὶ πάντα ὅσα ἐστὶν ἐπὶ τῆς γῆς

ἀπολεῖται καὶ κρίσις ἔσται κατὰ πάντων

8 καὶ μετὰ τῶν δικαίων τὴν εἰρήνην ποιήσει καὶ ἐπὶ τοὺς ἐκλεκτοὺς ἔσται

συντήρησις καὶ εἰρήνη καὶ ἐπrsquo αὐτοὺς γενήσεται ἔλεος καὶ ἔσονται

πάντες τοῦ θεοῦ καὶ τὴν εὐδοκίαν δώσει αὐτοῖς καὶ πάντας εὐλογήσει καὶ

πάντων ἀντιλήμψεται καὶ βοηθήσει ἡμῖν καὶ φανήσεται αὐτοῖς φῶς καὶ

ποιήσει ἐπrsquo αὐτοὺς εἰρήνην

9 ὅτι ἔρχεται σὺν ταῖς μυριάσιν αὐτοῦ καὶ τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ ποιῆσαι

κρίσιν κατὰ πάντων καὶ ἀπολέσει πάντας τοὺς ἀσεβεῖς καὶ ἐλέγξει

πᾶσαν σάρκα περὶ πάντων ἔργων τῆς ἀσεβείας αὐτῶν ὧν ἠσέβησαν καὶ

σκληρῶν ὧν ἐλάλησαν λόγων laquoκαὶ περὶ πάντων ὧν κατελάλησανraquo κατrsquo

αὐτοῦ ἁμαρτωλοὶ ἀσεβεῖς

16

II

1 Κατανοήσατε πάντα τὰ ἔργα ἐν τῷ οὐρανῷ πῶς οὐκ ἠλλοίωσαν τὰς

ὁδοὺς αὐτῶν καὶ τοὺς φωστῆρας τοὺς ἐν τῷ οὐρανῷ ὡς τὰ πάντα

ἀνατέλλει καὶ δύνει τεταγμένος ἕκαστος ἐν τῷ τεταγμένῳ καιρῷ καὶ ταῖς

ἑορταῖς αὐτῶν φαίνονται καὶ οὐ παραβαίνουσιν τὴν ἰδίαν τάξιν

2 ἴδετε τὴν γῆν καὶ διανοήθητε περὶ τῶν ἔργων τῶν ἐν αὐτῇ γενομένων

ἀπrsquo ἀρχῆς μέχρι τελειώσεως ὥς εἰσιν φθαρτά ὡς οὐκ ἀλλοιοῦνται οὐδὲν

τῶν ἐπὶ γῆς ἀλλὰ πάντα ἔργα θεοῦ ὑμῖν φαίνεται

3 ἴδετε τὴν θερείαν καὶ τὸν χειμῶνα

καταμάθετε καὶ ἴδετε πάντα τὰ δένδρα

IIIndashV

1πῶς τὰ φύλλα χλωρὰ ἐν αὐτοῖς σκέποντα τὰ δένδρα καὶ πᾶς ὁ καρπὸς

αὐτῶν εἰς τιμὴν καὶ δόξαν διανοήθητε καὶ γνῶτε περὶ πάντων τῶν ἔργων

αὐτοῦ καὶ νοήσατε ὅτι θεὸς ζῶν ἐποίησεν αὐτὰ οὕτως καὶ ζῇ εἰς πάντας

τοὺς αἰῶναςmiddot

2 καὶ τὰ ἔργα αὐτοῦ πάντα ὅσα ἐποίησεν εἰς τοὺς αἰῶνας ἀπὸ ἐνιαυτοῦ εἰς

ἐνιαυτὸν γινόμενα πάντα οὕτως καὶ πάντα ὅσα ἀποτελοῦσιν αὐτῷ τὰ

ἔργα καὶ οὐκ ἀλλοιοῦνται αὐτῶν τὰ ἔργα ἀλλrsquo ὡσπερεὶ κατὰ ἐπιταγὴν τὰ

πάντα γίνεται

3 ἴδετε πῶς ἡ θάλασσα καὶ οἱ ποταμοὶ ὡς ὁμοίως ἀποτελοῦσιν καὶ οὐκ

ἀλλοιοῦσιν αὐτῶν τὰ ἔργα ἀπὸ τῶν λόγων αὐτοῦ

4 ὑμεῖς δὲ οὐκ ἐνεμείνατε οὐδὲ ἐποιήσατε κατὰ τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ ἀλλὰ

ἀπέστητε καὶ κατελαλήσατε μεγάλους καὶ σκληροὺς λόγους ἐν στόματι

ἀκαθαρσίας ὑμῶν κατὰ τῆς μεγαλωσύνης αὐτοῦ ὅτι κατελαλήσατε ἐν τοῖς

ψεύμασιν ὑμῶν σκληροκάρδιοι οὐκ ἔστιν εἰρήνη ὑμῖν

5 τοιγὰρ τὰς ἡμέρας ὑμῶν ὑμεῖς καταράσεσθε καὶ τὰ ἔτη τῆς ζωῆς ὑμῶν

ἀπολεῖται καὶ τὰ ἔτη τῆς ἀπωλείας ὑμῶν πληθυνθήσεται ἐν κατάρᾳ

αἰώνων καὶ οὐκ ἔσται ὑμῖν ἔλεος καὶ εἰρήνη

6 τότε ἔσται τὰ ὀνόματα ὑμῶν εἰς κατάραν αἰώνιον πᾶσιν τοῖς δικαίοις

καὶ ἐν ὑμῖν καταράσονται πάντες οἱ καταρώμενοι καὶ πάντες οἱ

ἁμαρτωλοὶ καὶ ἀσεβεῖς ἐν ὑμῖν ὀμοῦνται καὶ πάντες οἱ ἀναμάρτητοι

χαρήσονται καὶ ἔσται αὐτοῖς λύσις ἁμαρτιῶν καὶ πᾶν ἔλεος καὶ εἰρήνη καὶ

ἐπιείκεια ἔσται αὐτοῖς σωτηρία φῶς ἀγαθόν καὶ αὐτοὶ κληρονομήσουσιν

τὴν γῆν καὶ πᾶσιν ὑμῖν τοῖς ἁμαρτωλοῖς οὐχ ὑπάρξει σωτηρία ἀλλὰ ἐπὶ

πάντας ὑμᾶς κατάλυσις κατάρα

7 καὶ τοῖς ἐκλεκτοῖς φῶς καὶ χάρις καὶ εἰρήνη καὶ αὐτοὶ κληρονομήσουσιν

τὴν γῆν ὑμῖν δὲ τοῖς ἀσεβέσιν ἔσται κατάρα

8 τότε δοθήσεται τοῖς ἐκλεκτοῖς φῶς καὶ χάρις καὶ αὐτοὶ

κληρονομήσουσιν τὴν γῆν τότε δοθήσεται πᾶσιν τοῖς ἐκλεκτοῖς σοφία καὶ

πάντες οὗτοι ζήσονται καὶ οὐ μὴ ἁμαρτήσονται ἔτι οὐ κατrsquo ἀλήθειαν οὔτε

κατὰ ὑπερηφανίαν καὶ ἔσται ἐν ἀνθρώπῳ πεφωτισμένῳ φῶς καὶ

ἀνθρώπῳ ἐπιστήμονι νόημα καὶ οὐ μὴ πλημμελήσουσιν

9 οὐδὲ μὴ ἁμάρτωσιν πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς αὐτῶν καὶ οὐ μὴ

ἀποθάνωσιν ἐν ὀργῇ θυμοῦ ἀλλὰ τὸν ἀριθμὸν αὐτῶν ζωῆς ἡμερῶν

πληρώσουσιν καὶ ἡ ζωὴ αὐτῶν αὐξηθήσεται ἐν εἰρήνῃ καὶ τὰ ἔτη τῆς

χαρᾶς αὐτῶν πληθυνθήσεται ἐν ἀγαλλιάσει καὶ εἰρήνη αἰῶνος ἐν πάσαις

ταῖς ἡμέραις τῆς ζωῆς αὐτῶν

VI

1 Καὶ ἐγένετο οὗ ἂν ἐπληθύνθησαν οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων ἐν ἐκείναις

ταῖς ἡμέραις ἐγεννήθησαν θυγατέρες ὡραῖαι καὶ καλαί

17

2 καὶ ἐθεάσαντο αὐτὰς οἱ ἄγγελοι υἱοὶ οὐρανοῦ καὶ ἐπεθύμησαν αὐτάς

καὶ εἶπαν πρὸς ἀλλήλουςmiddot Δεῦτε ἐκλεξώμεθα ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ τῶν

ἀνθρώπων καὶ γεννήσομεν ἑαυτοῖς τέκνα

3 καὶ εἶπεν Σεμειαζᾶς πρὸς αὐτούς ὃς ἦν ἄρχων αὐτῶν Φοβοῦμαι μὴ οὐ

θελήσετε ποιῆσαι τὸ πρᾶγμα τοῦτο καὶ ἔσομαι ἐγὼ μόνος ὀφειλέτης

ἁμαρτίας μεγάλης

4 ἀπεκρίθησαν οὖν αὐτῷ πάντες Ὀμόσωμεν ὅρκῳ πάντες καὶ

ἀναθεματίσωμεν πάντες ἀλλήλους μὴ ἀποστρέψαι τὴν γνώμην ταύτην

μέχρις οὗ ἂν τελέσωμεν αὐτὴν καὶ ποιήσωμεν τὸ πρᾶγμα τοῦτο

5 τότε ὄμοσαν πάντες ὁμοῦ καὶ ἀνεθεμάτισαν ἀλλήλους ἐν αὐτῷ

7 Καὶ ταῦτα τὰ ὀνόματα τῶν ἀρχόντων αὐτῶνmiddot Σεμιαζά οὗτος ἦν ἄρχων

αὐτῶνmiddot Ἀραθάκ Κιμβρά Σαμμανή Δανειήλ Ἀρεαρώς Σεμιήλ Ἰωμειήλ

Χωχαριήλ Ἐζεκιήλ Βατριήλ Σαθιήλ Ἀτριήλ Ταμιήλ Βαρακιήλ Ἀνανθνά

Θωνιήλ Ῥαμιήλ Ἀσέαλ Ῥακειήλ Τουριήλ

8 οὗτοί εἰσιν ἀρχαὶ αὐτῶν οἱ [ἐπὶ] δέκα

VII

1 Καὶ ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκαςmiddot ἕκαστος αὐτῶν ἐξελέξαντο ἑαυτοῖς

γυναῖκας καὶ ἤρξαντο εἰσπορεύεσθαι πρὸς αὐτὰς καὶ μιαίνεσθαι ἐν

αὐταῖςmiddot καὶ ἐδίδαξαν αὐτὰς φαρμακείας καὶ ἐπαοιδὰς καὶ ῥιζοτομίας καὶ

τὰς βοτάνας ἐδήλωσαν αὐταῖς

2 Αἱ δὲ ἐν γαστρὶ λαβοῦσαι ἐτέκοσαν γίγαντας μεγάλους ἐκ πηχῶν

τρισχιλίων

3 οἵτινες κατησθίοσαν τοὺς κόπους τῶν ἀνθρώπων ὡς δὲ οὐκ ἐδυνήθησαν

αὐτοῖς οἱ ἄνθρωποι ἐπιχορηγεῖν

4 οἱ γίγαντες ἐτόλμησαν ἐπrsquo αὐτούς καὶ κατησθίοσαν τοὺς ἀνθρώπους

5 καὶ ἤρξαντο ἁμαρτάνειν ἐν τοῖς πετεινοῖς καὶ τοῖς [θ]ηρίοις καὶ ἑρπετοῖς

καὶ τοῖς [ἰ]χθύσιν καὶ ἀλλήλων τὰς σάρκας κατεσθίειν καὶ τὸ αἷμα ἔπινον

6 τότε ἡ γῆ ἐνέτυχεν κατὰ τῶν ἀνόμων

VIII

1 Ἐδίδαξεν τοὺς ἀνθρώπους Ἀζαὴλ μαχαίρας ποιεῖν καὶ ὅπλα καὶ ἀσπίδας

καὶ θώρακας διδάγματα ἀγγέλων καὶ ὑπέδειξεν αὐτοῖς τὰ μέταλλα καὶ

τὴν ἐργασίαν αὐτῶν καὶ ψέλια καὶ κόσμους καὶ στίβεις καὶ τὸ

καλλιβλέφαρον καὶ παντοίους λίθους ἐκλεκτοὺς καὶ τὰ βαφικά

2 καὶ ἐγένετο ἀσέβεια πολλή καὶ ἐπόρνευσαν καὶ ἀπεπλανήθησαν καὶ

ἠφανίσθησαν ἐν πάσαις ταῖς ὁδοῖς αὐτῶν

3 Σεμιαζᾶς ἐδίδαξεν ἐπα[ο]ιδὰς καὶ ῥιζοτομίαςmiddot Ἀρμαρὼς ἐπαοιδῶν

λυτήριονmiddot Βαρακιὴλ ἀστρολογίαςmiddot Χωχιὴλ τὰ σημειωτικάmiddot Σαθιὴλ

ἀστεροσκοπίανmiddot Σεριὴλ σεληναγωγίας

4 τῶν οὖν ἀνθρώπων ἀπολλυμένων ἡ βο[ὴ] εἰς οὐρανοὺς ἀνέβη

IX

1 Τότε παρ[α]κύψαντες Μιχαὴλ καὶ Οὐ[ρι]ὴλ καὶ Ῥαφαὴλ καὶ Γαβριή[λ]

οὗτοι ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἐθεάς[αν]το αἶμα πολὺ ἐκχυννόμεν[ον] ἐπὶ τῆς γῆςmiddot

2 καὶ εἶπαν πρὸ[ς] ἀλλήλους φωνὴ βοώντω[ν] ἐπὶ τῆς γῆς μέχρι πυλῶν

τοῦ οὐρανοῦ

3 ἐντυγχάνουσιν αἱ ψυχαὶ τῶν ἀνθρώπων λεγόντων Εἰσαγάγετε τὴν

κρίσιν ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστ[ον]

4 Καὶ εἶπα[ν] τῷ κυρίῳ Σὺ εἶ κύριος τῶν κυρίων καὶ ὁ θεὸς τῶν θεῶν καὶ

βασιλεὺς τῶν αἰώνωνmiddot ὁ θρόνος τῆς δόξης σου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τοῦ

αἰῶνος καὶ τὸ ὄνομά σου τὸ ἅγιον καὶ μέγα καὶ εὐλογητὸν εἰς πάντας τοὺς

αἰῶνας

18

5 σὺ γὰρ ἐποίησας τὰ πάντα καὶ πᾶσαν τὴν ἐξουσίαν ἔχων καὶ πάντα

ἐνώπιόν σου φανερὰ καὶ ἀκάλυπτα

6 καὶ πάντα σὺ ὁρᾷς ἃ ἐποίησεν Ἀζαήλ ὃς ἐδίδαξεν πάσας τὰς ἀδικίας ἐπὶ

τῆς γῆς καὶ ἐδήλωσεν τὰ μυστήρια τοῦ αἰῶνος τὰ ἐν τῷ οὐρανῷ ἃ

ἐπιτηδεύουσιν [καὶ] ἔγνωσαν ἄνθρωποι

7 καὶ Σεμιαζᾶς ᾧ τὴν ἐξουσίαν ἔδωκας ἄρχειν τῶν σὺν αὐτῷ ἅμα ὄντων

8 καὶ ἐπορεύθησαν πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς καὶ

συνεκοιμήθησαν αὐταῖς καὶ ἐμιάνθησαν καὶ ἐδήλωσαν αὐταῖς πάσας τὰς

ἁμαρτίας

9 καὶ αἱ γυναῖκες ἐγέννησαν τιτᾶνας ὑφrsquo ὧν ὅλη ἡ γῆ ἐπλήσθη αἵματος

καὶ ἀδικίας

10 καὶ νῦν ἰδοὺ βοῶσιν αἱ ψυχαὶ τῶν τετελευτηκότων καὶ ἐντυγχάνουσιν

μέχρι τῶν πυλῶν τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἀνέβη ὁ στεναγμὸς αὐτῶν καὶ οὐ

δύναται ἐξελθεῖν ἀπὸ προσώπου τῶν ἐπὶ τῆς γῆς γινομένων ἀνομημάτων

11 καὶ σὺ πάντα οἶδας πρὸ τοῦ αὐτὰ γενέσθαι καὶ σὺ ὁρᾷς ταῦτα καὶ ἐᾷς

αὐτούς καὶ οὐδὲ ἡμῖν λέγεις τί δεῖ ποιεῖν αὐτοὺς περὶ τούτων

X

1 Τότε Ὕψιστος εἶπεν περὶ τούτων ὁ μέγας Ἅγιος καὶ ἐλάλησεν καὶ εἶπεν

καὶ ἔπεμψεν Ἰστραὴλ πρὸς τὸν υἱὸν Λέμεχ

2 Εἶπον αὐτῷ ἐπὶ τῷ ἐμῷ ὀνόματι Κρύψον σεαυτόν καὶ δήλωσον αὐτῷ

τέλος ἐπερχόμενον ὅτι ἡ γῆ ἀπόλλυται πᾶσα καὶ κατακλυσμὸς μέλλει

γίνεσθαι πάσης τῆς γῆς καὶ ἀπολέσει πάντα ὅσα ἐστὶν [ἐν] αὐτῇ

3 καὶ δίδαξον αὐτὸν ὅπως ἐκφύγῃ καὶ μενεῖ τὸ σπέρμα αὐτοῦ εἰς πάσας

τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

4 Καὶ τῷ Ῥαφαὴλ εἶπεν Δῆσον τὸν Ἀζαὴλ ποσὶν καὶ χερσίν καὶ βάλε

αὐτὸν εἰς τὸ σκότος καὶ ἄνοιξον τὴν ἔρημον τὴν οὖσαν ἐν τῷ Δαδουὴλ

κἀκεῖ βάλε αὐτόν

5 καὶ ὑπόθες αὐτῷ λίθους τραχεῖς καὶ ὀξεῖς καὶ ἐπικάλυψον αὐτῷ τὸ

σκότος καὶ οἰκησάτω ἐκεῖ εἰς τοὺς αἰῶνας καὶ τὴν ὄψιν αὐτοῦ πώμασον

καὶ φῶς μὴ θεωρείτωmiddot

6 καὶ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς μεγάλης τῆς κρίσεως ἀπαχθήσεται εἰς τὸν

ἐνπυρισμόν

7 καὶ ἰαθήσεται ἡ γῆ ἣν ἠφάνισαν οἱ ἄγγελοι καὶ τὴν ἴασιν τῆς γῆς

δήλωσον ἵνα ἰάσωνται τὴν πληγήν ἵνα μὴ ἀπόλωνται πάντες οἱ υἱοὶ τῶν

ἀνθρώπων ἐν τῷ μυστηρίῳ ὅλῳ ᾧ ἐπέταξαν οἱ ἐγρήγοροι καὶ ἐδίδαξαν

τοὺς υἱοὺς αὐτῶν

8 καὶ ἠρημώθη πᾶσα ἡ γῆ ἀφανισθεῖσα ἐν τοῖς ἔργοις τῆς διδασκαλίας

Ἀζαήλmiddot καὶ ἐπrsquo αὐτῷ γράψον τὰς ἁμαρτίας πάσας

9 Καὶ τῷ Γαβριὴλ εἶπεν ὁ κύριος Πορεύου ἐπὶ τοὺς μαζηρέους ἐπὶ τοὺς

κιβδήλους καὶ τοὺς υἱοὺς τῆς πορνείας καὶ ἀπόλεσον τοὺς υἱοὺς τῶν

ἐγρηγόρων ἀπὸ τῶν ἀνθρώπωνmiddot πέμψον αὐτοὺς ἐν πολέμῳ ἀπωλείας

μακρότης γὰρ ἡμερῶν οὐκ ἔστιν αὐτῶν

10 καὶ πᾶσα ἐρώτησις [οὐκ] ἔσται τοῖς πατράσιν αὐτῶν καὶ περὶ αὐτῶν ὅτι

ἐλπίζουσιν ζῆσαι ζωὴν αἰώνιον καὶ ὅτι ζήσεται ἕκαστος αὐτῶν ἔτη

πεντακόσια

11 Καὶ εἶπεν Μιχαήλ Πορεύου καὶ δήλωσον Σεμιαζᾷ καὶ τοῖς λοιποῖς τοῖς

σὺν αὐτῷ ταῖς γυναιξὶν μιγεῖσιν μιανθῆναι ἐν αὐταῖς ἐν ἀκαθαρσίᾳ

αὐτῶνmiddot

12 καὶ ὅταν κατασφαγῶσιν οἱ υἱοὶ αὐτῶν καὶ ἴδωσιν τὴν ἀπώλειαν τῶν

ἀγαπητῶν καὶ δῆσον αὐτοὺς ἑβδομήκοντα γενεὰς εἰς τὰς νάπας τῆς γῆς

19

μέχρι ἡμέρας κρίσεως αὐτῶν καὶ συντελεσμοῦ ἕως τελεσθῇ τὸ κρίμα τοῦ

αἰῶνος τῶν αἰώνων

13 τότε ἀπαχθήσονται εἰς τὸ χάος τοῦ πυρὸς καὶ εἰς τὴν βάσανον καὶ εἰς

τὸ δεσμωτήριον συνκλείσεως αἰῶνος

14 καὶ ὃς ἂν κατακαυθῇ καὶ ἀφανισθῆ ἀπὸ τοῦ νῦν μετrsquo αὐτῶν ὁμοῦ

δεθήσονται μέχρι τελειώσεως γενεᾶς

15 ἀπόλεσον πάντα τὰ πνεύματα τῶν κιβδήλων καὶ τοὺς υἱοὺς τῶν

ἐγρηγόρων διὰ τὸ ἀδικῆσαι τοὺς ἀνθρώπους

16 καὶ ἀπόλεσον τὴν ἀδικίαν πᾶσαν ἀπὸ τῆς γῆς καὶ πᾶν ἔργον πονηρίας

ἐκλειπέτω καὶ ἀναφανήτω τὸ φυτὸν τῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς ἀληθείας εἰς

τοὺς αἰῶναςmiddot μετὰ χαρᾶς φυτευθήσεται

17 Καὶ νῦν πάντες οἱ δίκαιοι ἐκφεύξονται καὶ ἔσονται ζῶντες ἕως

γεννήσωσιν χιλιάδας καὶ πᾶσαι αἱ ἡμέραι νεότητος αὐτῶν καὶ τὰ

σάββατα αὐτῶν μετὰ εἰρήνης πληρώσουσιν

18 τότε ἐργασθήσεται πᾶσα ἡ γῆ ἐν δικαιοσύνῃ καὶ φυτευθήσεται δένδρον

ἐν αὐτῇ καὶ πλησθήσεται εὐλογίας

19 καὶ πάντα τὰ δένδρα τῆς γῆς ἀγαλλιάσονταιmiddot φυτευθήσεται καὶ

ἔσονται φυτεύοντες ἀμπέλους καὶ ἡ ἄμπελος ἣν ἂν φυτεύσωσιν

ποιήσουσιν πρόχους οἴνου χιλιάδας καὶ σπόρου ποιήσει καθrsquo ἕκαστον

μέτρον ἐλαίας ποιήσει ἀνὰ βάτους δέκα

20 καὶ σὺ καθάρισον τὴν γῆν ἀπὸ πάσης ἀκαθαρσίας καὶ ἀπὸ πάσης

ἀδικίας καὶ ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας καὶ ἀσεβείας καὶ πάσας τὰς ἀκαθαρσίας

τὰς γινομένας ἐπὶ τῆς γῆς ἐξάλειψον

21 καὶ ἔσονται πάντες λατρεύοντες οἱ λαοὶ καὶ εὐλογοῦντες πάντες ἐμοὶ

καὶ προσκυνοῦντες

22 καὶ καθαρισθήσεται πᾶσα ἡ γῆ ἀπὸ παντὸς μιάσματος καὶ ἀπὸ πάσης

ἀκαθαρσίας καὶ ὀργῆς καὶ μάστιγος καὶ οὐκέτι πέμψω ἐπrsquo αὐτοὺς εἰς

πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

XI

1 καὶ τότε ἀνοίξω τὰ ταμεῖα τῆς εὐλογίας τὰ ὄντα ἐν τῷ οὐρανῷ καὶ

κατενεγκεῖν αὐτὰ ἐπὶ τὰ ἔργα ἐπὶ τὸν κόπον τῶν υἱῶν τῶν ἀνθρώπων

2 καὶ τότε ἀλήθεια καὶ εἰρήνη κοινωνήσουσιν ὁμοῦ εἰς πάσας τὰς ἡμέρας

τοῦ αἰῶνος καὶ εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν ἀνθρώπων

XII

1 Πρὸ τούτων τῶν λόγων ἐλήμφθη Ἑνώχ καὶ οὐδεὶς τῶν ἀνθρώπων ἔγνω

ποῦ ἐλήμφθη καὶ ποῦ ἐστιν καὶ τί ἐγένετο αὐτῷ

2 καὶ τὰ ἔργα αὐτοῦ μετὰ τῶν ἐγρηγόρων καὶ μετὰ τῶν ἁγίων αἱ ἡμέραι

αὐτοῦ

3 Καὶ ἑστὼς ἤμην Ἑνὼχ εὐλογῶν τῷ κυρίῳ τῆς μεγαλωσύνης τῷ βασιλεῖ

τῶν αἰώνων καὶ ἰδοὺ οἱ ἐγρήγοροι τοῦ ἁγίου τοῦ μεγάλου ἐκάλουν μεmiddot

4 Ἑνώχ ὁ γραμματεὺς τῆς δικαιοσύνης πορεύου καὶ εἶπε τοῖς ἐγρηγόροις

τοῦ οὐρανοῦ οἵτινες ἀπολιπόντες τὸν οὐρανὸν τὸν ὑψηλόν τὸ ἁγίασμα τῆς

στάσεως τοῦ αἰῶνος μετὰ τῶν γυναικῶν ἐμιάνθησαν καὶ ὥσπερ οἱ υἱοὶ

τῆς γῆς ποιοῦσιν οὕτως καὶ αὐτοὶ ποιοῦσιν καὶ ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας

Ἀφανισμὸν μέγαν ἠφανίσατε τὴν γῆν

5 καὶ οὐκ ἔσται ὑμῖν εἰρήνη οὔτε ἄφεσις καὶ περὶ ὧν χαίρουσιν τῶν υἱῶν

αὐτῶν

6 τὸν φόνον τῶν ἀγαπητῶν αὐτῶν ὄψονται καὶ ἐπὶ τῇ ἀπωλείᾳ τῶν υἱῶν

αὐτῶν στενάξουσιν καὶ δεηθήσονται εἰς τὸν αἰῶνα καὶ οὐκ αὐτοῖς ἔσται

εἰς ἔλεον καὶ εἰρήνην

20

XIII

1 Ὁ δὲ Ἑνὼχ τῷ Ἀζαὴλ εἶπεν Πορεύουmiddot οὐκ ἔσται σοι εἰρήνη κρίμα μέγα

ἐξῆλθεν κατὰ σοῦ δῆσαί σε

2 καὶ ἀνοχὴ καὶ ἐρώτησίς σοι οὐκ ἔσται περὶ ὧν ἔδειξας ἀδικημάτων καὶ

περὶ πάντων τῶν ἔργων τῶν ἀσεβειῶν καὶ τῆς ἀδικίας καὶ τῆς ἁμαρτίας

ὅσα ὑπέδειξας τοῖς ἀνθρώποις

3 Τότε πορευθεὶς εἴρηκα πᾶσιν αὐτοῖς καὶ αὐτοὶ πάντες ἐφοβήθησαν καὶ

ἔλαβεν αὐτοὺς τρόμος καὶ φόβος

4 καὶ ἠρώτησαν ὅπως γράψω αὐτοῖς ὑπομνήματα ἐρωτήσεως ἵνα γένηται

αὐτοῖς ἄφεσις καὶ ἵνα ἐγὼ ἀναγνῶ αὐτοῖς τὸ ὑπόμνημα τῆς ἐρωτήσεως

ἐνώπιον Κυρίου τοῦ οὐρανοῦ

5 ὅτι αὐτοὶ οὐκ ἔτι δύνανται λαλῆσαι οὐδὲ ἀπᾶραι αὐτῶν τοὺς ὀφθαλμοὺς

εἰς τὸν οὐρανὸν ἀπὸ αἰσχύνης περὶ ὧν ἡμαρτήκεισαν καὶ κατεκρίθησαν

6 Τότε ἔγραψα τὸ ὑπόμνημα τῆς ἐρωτήσεως αὐτῶν καὶ τὰς δεήσεις περὶ

τῶν πνευμάτων αὐτῶν καὶ περὶ ὧν δέονται ὅπως αὐτῶν γένωνται ἄφεσις

καὶ μακρότης

7 καὶ πορευθεὶς ἐκάθισα ἐπὶ τῶν ὑδάτων Δὰν ἐν γῇ Δάν ἥτις ἐστὶν ἐκ

δεξιῶν Ἑρμωνειεὶμ δύσεωςmiddot ἀνεγίγνωσκον τὸ ὑπόμνημα τῶν δεήσεων

αὐτῶν

8 ὡς ἐκοιμήθην καὶ ἰδοὺ ὄνειροι ἐπrsquo ἐμὲ ἦλθον καὶ ὁράσεις ἐπrsquo ἐμὲ

ἐπέπιπτον καὶ ἴδον ὁράσεις ὀργῆς καὶ ἦλθεν φωνὴ λέγουσα Εἶπον τοῖς

υἱοῖς τοῦ οὐρανοῦ τοῦ ἐλέγξαι αὐτούς

9 Καὶ ἔξυπνος γενόμενος ἦλθον πρὸς αὐτούς καὶ πάντες συνηγμένοι

ἐκάθηντο πενθοῦντες ἐν Ἐβελσατά ἥτις ἐστὶν ἀνὰ μέσον τοῦ Λιβάνου καὶ

Σενισήλ περικεκαλυμμένοι τὴν ὄψιν

10 ἐνώπιον αὐτῶν καὶ ἀνήγγειλα αὐτοῖς πάσας τὰς ὁράσεις ἃς εἶδον κατὰ

τοὺς ὕπνους καὶ ἠρξάμην λαλεῖν τοὺς λόγους τῆς δικαιοσύνης ἐλέγχων

τοὺς ἐγρηγόρους τοῦ οὐρανοῦ

XIV

1 Βίβλος λόγων δικαιοσύνης καὶ ἐλέγξεως ἐγρηγόρων τῶν ἀπὸ τοῦ

αἰῶνος κατὰ τὴν ἐντολὴν τοῦ ἁγίου τοῦ μεγάλου ἐν ταύτῃ τῇ ὁράσει

2 Ἐγὼ εἶδον κατὰ τοὺς ὕπνους μου ὃ νῦν λέγω ἐν γλώσσῃ σαρκίνῃ ἐν τῷ

πνεύματι τοῦ στόματός μου ὃ ἔδωκεν ὁ μέγας τοῖς ἀνθρώποις λαλεῖν ἐν

αὐτοῖς καὶ νοήσει καρδίαςmiddot

3 ὃς ἔκτισεν καὶ ἔδωκεν ἐλέγξασθαι ἐγρηγόρους τοὺς υἱοὺς τοῦ οὐρανοῦ

4 Ἐγὼ τὴν ἐρώτησιν ὑμῶν τῶν ἀγγέλων ἔγραψα καὶ ἐν τῇ ὁράσει μου

τοῦτο ἐδείχθηmiddot καὶ οὔτε ἡ ἐρώτησις ὑμῶν παρεδέχθη

5 ἵνα μηκέτι εἰς τὸν οὐρανὸν ἀναβῆτε ἐπὶ πάντας τοὺς αἰῶνας καὶ ἐν τοῖς

δεσμοῖς τῆς γῆς ἐρρέθη δῆσαι ὑμᾶς εἰς πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

6 καὶ ἵνα περὶ τούτων ἴδητε τὴν ἀπώλειαν τῶν υἱῶν ὑμῶν τῶν ἀγαπητῶν

καὶ ὅτι οὐκ ἔσται ὑμῖν ὄνησις αὐτῶν ἀλλὰ πεσοῦνται ἐνώπιον ὑμῶν ἐν

μαχαίρᾳ

7 καὶ ἡ ἐρώτησις ὑμῶν περὶ αὐτῶν οὐκ ἔσται οὐδὲ περὶ ὑμῶνmiddot καὶ ὑμεῖς

κλαίοντες καὶ δεόμενοι καὶ μὴ λαλοῦντες πᾶν ῥῆμα ἀπὸ τῆς γραφῆς ἧς

ἔγραψα

8 Καὶ ἐμοὶ ἐφrsquo ὁράσει οὕτως ἐδείχθηmiddot ἰδοὺ νεφέλαι ἐν τῇ ὁράσει ἐκάλουν

καὶ ὁμίχλαι με ἐφώνουν καὶ διαδρομαὶ τῶν ἀστέρων καὶ διαστραπαί με

κατεσπούδαζον καὶ ἐθορύβαζόν με καὶ ἄνεμοι ἐν τῇ ὁράσει μου

ἐξεπέτασάν με

9 καὶ ἐπῆράν με ἄνω καὶ εἰσήνεγκάν με εἰς τὸν οὐρανόν καὶ εἰσῆλθον

21

μέχρις ἤγγισα τείχους οἰκοδομῆς ἐν λίθοις χαλάζης καὶ γλώσσης πυρὸς

κύκλῳ αὐτῶνmiddot καὶ ἤρξαντο ἐκφοβεῖν με

10 Καὶ εἰσῆλθον εἰς τὰς γλώσσας τοῦ πυρός καὶ ἤγγισα εἰς οἶκον μέγαν

οἰκοδομημένον ἐν λίθοις χαλάζης καὶ οἱ τοῖχοι τοῦ οἴκου ὡς λιθόπλακες

καὶ πᾶσαι ἦσαν ἐκ χιόνος καὶ ἐδάφη χιονικά

11 καὶ αἱ στέγαι ὡς διαδρομαὶ ἀστέρων καὶ ἀστραπαί καὶ μεταξὺ αὐτῶν

χερουβὶν πύρινα καὶ οὐρανὸς αὐτῶν ὕδωρ

12 καὶ πῦρ φλεγόμενον κύκλῳ τῶν τειχῶν καὶ θύραι πυρὶ καιόμεναι

13 εἰσῆλθον εἰς τὸν οἶκον ἐκεῖνον θερμὸν ὡς πῦρ καὶ ψυχρὸν ὡς χιών καὶ

πᾶσα τροφὴ ζωῆς οὐκ ἦν ἐν αὐτῷmiddot φόβος με ἐκάλυψεν καὶ τρόμος με

ἔλαβεν

14 καὶ ἤμην σειόμενος καὶ τρέμων καὶ ἔπεσον ἐθεώρουν ἐν τῇ ὁράσει

μου

15 καὶ ἰδοὺ ἄλλη θύρα ἀνεῳγμένη κατέναντί μου καὶ ὁ οἶκος μείζων

τούτου καὶ ὅλος οἰκοδομημένος ἐν γλώσσαις πυρός

16 καὶ ὅλος διαφέρων ἐν δόξῃ καὶ ἐν τιμῇ καὶ ἐν μεγαλωσύνῃ ὥστε μὴ

δύνασθαί με ἐξειπεῖν ὑμῖν περὶ τῆς δόξης καὶ περὶ τῆς μεγαλωσύνης

αὐτοῦ

17 τὸ ἔδαφος αὐτοῦ ἦν πυρός τὸ δὲ ἀνώτερον αὐτοῦ ἦσαν ἀστραπαὶ καὶ

διαδρομαὶ ἀστέρων καὶ ἡ στέγη αὐτοῦ ἦν πῦρ φλέγον

18 Ἐθεώρουν δὲ καὶ εἶδον θρόνον ὑψηλόν καὶ τὸ εἶδος αὐτοῦ ὡσεὶ

κρυστάλλινον καὶ τροχὸς ὡς ἡλίου λάμποντος καὶ ὄρος χερουβίν

19 καὶ ὑποκάτω τοῦ θρόνου ἐξεπορεύοντο ποταμοὶ πυρὸς φλεγόμενοι καὶ

οὐκ ἐδυνάσθην ἰδεῖν

20 καὶ ἡ δόξα ἡ μεγάλη ἐκάθητο ἐπrsquo αὐτῷmiddot τὸ περιβόλαιον αὐτοῦ ὡς εἶδος

ἡλίου λαμπρότερον καὶ λευκότερον πάσης χιόνος

21 καὶ οὐκ ἐδύνατο πᾶς ἄγγελος παρελθεῖν εἰς τὸν οἶκον τοῦτον καὶ ἰδεῖν

τὸ πρόσωπον αὐτοῦ διὰ τὸ ἔντιμον καὶ ἔνδοξον καὶ οὐκ ἐδύνατο πᾶσα

σὰρξ ἰδεῖν αὐτοῦ

22 τὸ πῦρ φλεγόμενον κύκλῳmiddot καὶ πῦρ μέγα παρειστήκει αὐτῷ καὶ οὐδεὶς

ἐγγίζει αὐτῷ κύκλῳ μυρίαι μυριάδες ἑστήκασιν ἐνώπιον αὐτοῦ καὶ πᾶς

λόγος αὐτοῦ ἔργον

23 καὶ οἱ ἅγιοι τῶν ἀγγέλων οἱ ἐγγίζοντες αὐτῷ οὐκ ἀποχωροῦσιν νυκτὸς

οὔτε ἀφίστανται αὐτοῦ

24 Κἀγὼ ἤμην ἕως τούτου ἐπὶ πρόσωπόν μου βεβλημένος καὶ τρέμων καὶ

ὁ κύριος τῷ στόματι αὐτοῦ ἐκάλεσέν με καὶ εἶπέν μοι Πρόσελθε ὧδε

Ἑνώχ καὶ τὸν λόγον μου ἄκουσον

25 καὶ προσελθών μοι εἷς τῶν ἁγίων ἤγειρέν με καὶ ἔστησέν με καὶ

προσήγαγέν με μέχρι τῆς θύραςmiddot ἐγὼ δὲ τὸ πρόσωπόν μου κάτω ἔκυφον

XV

1 Καὶ ἀποκριθεὶς εἶπέν μοι Ὁ ἄνθρωπος ὁ ἀληθινός ἄνθρωπος τῆς

ἀληθείας ὁ γραμματεύςmiddot καὶ τῆς φωνῆς αὐτοῦ ἤκουσαmiddot μὴ φοβηθῇς Ἑνώχ

ἄνθρωπος ἀληθινὸς καὶ γραμματεὺς τῆς ἀληθείαςmiddot πρόσελθε ὧδε καὶ τῆς

φωνῆς μου ἄκουσον

2 πορεύθητι καὶ εἶπε τοῖς πέμψασίν σε Ἐρωτῆσαι ὑμᾶς ἔδει περὶ τῶν

ἀνθρώπων καὶ μὴ τοὺς ἀνθρώπους περὶ ὑμῶν

3 διὰ τί ἀπελίπετε τὸν οὐρανὸν τὸν ὑψηλὸν τὸν ἅγιον τοῦ αἰῶνος καὶ

μετὰ τῶν γυναικῶν ἐκοιμήθητε καὶ μετὰ τῶν θυγατέρων τῶν ἀνθρώπων

ἐμιάνθητε καὶ ἐλάβετε ἑαυτοῖς γυναῖκας ὥσπερ υἱοὶ τῆς γῆς ἐποιήσατε

καὶ ἐγεννήσατε ἑαυτοῖς τέκνα υἱοὺς γίγαντας

22

4 καὶ ὑμεῖς ἦτε ἅγιοι καὶ πνεύματα ζῶντα αἰώνια ἐν τῷ αἵματι τῶν

γυναικῶν ἐμιάνθητε καὶ ἐν αἵματι σαρκὸς ἐγεννήσατε καὶ ἐν αἵματι

ἀνθρώπων ἐπεθυμήσατε καθὼς καὶ αὐτοὶ ποιοῦσιν σάρκα καὶ αἷμα

οἵτινες ἀποθνήσκουσιν καὶ ἀπόλλυνται

5 διὰ τοῦτο ἔδωκα αὐτοῖς θηλείας ἵνα σπερματίζουσιν εἰς αὐτὰς καὶ

τεκνώσουσιν ἐν αὐταῖς τέκνα οὕτως ἵνα μὴ ἐκλείπῃ αὐτοῖς πᾶν ἔργον ἐπὶ

τῆς γῆς

6 ὑμεῖς δὲ ὑπήρχετε πνεύματα ζῶντα αἰώνια καὶ οὐκ ἀποθνήσκοντα εἰς

πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

7 καὶ διὰ τοῦτο οὐκ ἐποίησα ἐν ὑμῖν θηλείαςmiddot τὰ πνεύματα τοῦ οὐρανοῦ ἐν

τῷ οὐρανῷ ἡ κατοίκησις αὐτῶν

8 καὶ νῦν οἱ γίγαντες οἱ γεννηθέντες ἀπὸ τῶν πνευμάτων καὶ σαρκὸς

πνεύματα ἰσχυρὰ ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐν τῇ γῇ ἡ κατοίκησις αὐτῶν ἔσται

9 πνεύματα πονηρὰ ἐξῆλθον ἀπὸ τοῦ σώματος αὐτῶν διότι ἀπὸ τῶν

ἀνωτέρων ἐγένοντο καὶ ἐκ τῶν ἁγίων ἐγρηγόρων ἡ ἀρχὴ τῆς κτίσεως

αὐτῶν καὶ ἀρχὴ θεμελίουmiddot πνεύματα πονηρὰ κληθήσεται

10 πνεύματα οὐρανοῦ ἐν τῷ οὐρανῷ ἡ κατοίκησις αὐτῶν ἔσται καὶ τὰ

πνεύματα ἐπὶ τῆς γῆς τὰ γεννηθέντα ἐπὶ τῆς γῆς ἡ κατοίκησις αὐτῶν

ἔσται

11 καὶ τὰ πνεύματα τῶν γιγάντων νεφέλας ἀδικοῦντα ἀφανίζοντα καὶ

ἐνπίπτοντα καὶ συνπαλαίοντα καὶ συνρίπτοντα ἐπὶ τῆς γῆς πνεύματα

σκληρὰ γιγάντων καὶ δρόμους ποιοῦντα καὶ μηδὲν ἐσθίοντα ἀλλrsquo

ἀσιτοῦντα καὶ διψῶντα καὶ προσκόπτοντα πνεύματα

12 καὶ ἐξαναστήσει ταῦτα εἰς τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν

γυναικῶν ὅτι ἐξεληλύθασιν ἀπrsquo αὐτῶν

XVI

1 ἀπὸ ἡμέρας σφαγῆς καὶ ἀπωλείας καὶ θανάτου ἀφrsquo ὧν τὰ πνεύματα

ἐκπορευόμενα ἐκ τῆς ψυχῆς τῆς σαρκὸς αὐτῶν ἔσται ἀφανίζοντα χωρὶς

κρίσεωςmiddot οὕτως ἀφανίσουσιν μέχρις ἡμέρας τελειώσεως τῆς κρίσεως τῆς

μεγάλης ἐν ᾗ ὁ αἰὼν ὁ μέγας τελεσθήσεται

2 καὶ νῦν ἐγρηγόροις τοῖς πέμψασίν σε ἐρωτῆσαι περὶ αὐτῶν οἵτινες ἐν

οὐρανῷ ἦσαν

3 Ὑμεῖς ἐν τῷ οὐρανῷ ἦτε καὶ πᾶν μυστήριον ὃ οὐκ ἀνεκαλύφθη ὑμῖν καὶ

μυστήριον τὸ ἐκ τοῦ θεοῦ γεγενημένον ἔγνωτε καὶ τοῦτο ἐμηνύσατε ταῖς

γυναιξὶν ἐν ταῖς σκληροκαρδίαις ὑμῶν καὶ ἐν τῷ μυστηρίῳ τούτῳ

πληθύνουσιν αἱ θήλειαι καὶ οἱ ἄνθρωποι τὰ κακὰ ἐπὶ τῆς γῆς

4 εἶπον οὖν αὐτοῖς Οὐκ ἔστιν εἰρήνη

XVII

1 Καὶ παραλαβόντες με εἴς τινα τόπον ἀπήγαγον ἐν ᾧ οἱ ὄντες ἐκεῖ

γίνονται ὡς πῦρ φλέγον καὶ ὅταν θέλωσιν φαίνονται ὡσεὶ ἄνθρωποι

2 Καὶ ἀπήγαγόν με εἰς ζοφώδη τόπον καὶ εἰς ὄρος οὗ ἡ κεφαλὴ ἀφικνεῖτο

εἰς τὸν οὐρανόν

3 καὶ εἶδον τόπον τῶν φωστήρων καὶ τοὺς θησαυροὺς τῶν ἀστέρων καὶ

τῶν βροντῶν καὶ εἰς τὰ ἀεροβαθῆ ὅπου τόξον πυρὸς καὶ τὰ βέλη καὶ τὰς

θήκας αὐτῶν καὶ τὰς ἀστραπὰς πάσας

4 Καὶ ἀπήγαγόν με μέχρι ὑδάτων καὶ μέχρι πυρὸς δύσεως ὅ ἐστιν καὶ

παρέχον πάσας τὰς δύσεις τοῦ ἡλίου

5 καὶ ἤλθομεν μέχρι ποταμοῦ πυρός ἐν ᾧ κατατρέχει τὸ πῦρ ὡς ὕδωρ καὶ

ῥέει εἰς θάλασσαν μεγάλην δύσεως

6 ἴδον τοὺς μεγάλους ποταμούς καὶ μέχρι τοῦ μεγάλου ποταμοῦ καὶ μέχρι

23

τοῦ μεγάλου σκότους κατήντησα καὶ ἀπῆλθον ὅπου πᾶσα σὰρξ οὐ

περιπατεῖ

7 ἴδον τοὺς ἀνέμους τῶν γνόφων τοὺς χειμερινοὺς καὶ τὴν ἔκχυσιν τῆς

ἀβύσσου πάντων ὑδάτων

8 ἴδον τὸ στόμα τῆς γῆς πάντων τῶν ποταμῶν καὶ τὸ στόμα τῆς ἀβύσσου

XVIII

1 ἴδον τοὺς θησαυροὺς τῶν ἀνέμων πάντων ἴδον ὅτι ἐν αὐτοῖς ἐκόσμησεν

πάσας τὰς κτίσεις καὶ τὸν θεμέλιον τῆς γῆς καὶ τὸν λίθον ἴδον τῆς γωνίας

τῆς γῆς

2 ἴδον τοὺς τέσσαρας ἀνέμους τὴν γῆν βαστάζοντας

3 καὶ τὸ στερέωμα τοῦ οὐρανοῦ καὶ αὐτοὶ ἱστᾶσιν μεταξὺ γῆς καὶ

οὐρανοῦ

4 ἴδον ἀνέμους τῶν οὐρανῶν στρέφοντας καὶ διανεύοντας τὸν τροχὸν τοῦ

ἡλίου καὶ πάντας τοὺς ἀστέρας

5 ἴδον τοὺς ἐπὶ τῆς γῆς ἀνέμους βαστάζοντας ἐν νεφέλῃ ἴδον πέρατα τῆς

γῆς τὸ στήριγμα τοῦ οὐρανοῦ ἐπάνω

6 Παρῆλθον καὶ ἴδον τόπον καιόμενον νυκτὸς καὶ ἡμέρας ὅπου τὰ ἑπτὰ

ὄρη ἀπὸ λίθων πολυτελῶν [τρία] εἰς ἀνατολὰς καὶ τρία εἰς νότον

βάλλοντα

7 καὶ τὰ μὲν πρὸς ἀνατολὰς ἀπὸ λίθου χρώματος τὸ δὲ ἦν ἀπὸ λίθου

μαργαρίτου καὶ τὸ ἀπὸ λίθου ταθέν τὸ δὲ κατὰ νότον ἀπὸ λίθου πυρροῦmiddot

8 τὸ δὲ μέσον αὐτῶν ἦν εἰς οὐρανόν ὥσπερ θρόνος θεοῦ ἀπὸ λίθου φουκά

καὶ ἡ κορυφὴ τοῦ θρόνου ἀπὸ λίθου σαφφείρουmiddot

9 καὶ πῦρ καιόμενον ἴδον κἀπέκεινα τῶν ὀρέων τούτων

10 τόπος ἐστὶν πέρας τῆς μεγάλης γῆςmiddot ἐκεῖ συντελεσθήσονται οἱ οὐρανοί

11 καὶ ἴδον χάσμα μέγα εἰς τοὺς στύλους τοῦ πυρὸς καταβαίνοντας καὶ

οὐκ ἦν μέτρον οὔτε εἰς βάθος οὔτε εἰς ὕψος

12 καὶ ἐπέκεινα τοῦ χάσματος τούτου ἴδον τόπον ὅπου οὐδὲ στερέωμα

οὐρανοῦ ἐπάνω οὔτε γῆ ᾖ τεθεμελιωμένη ὑποκάτω αὐτοῦ οὔτε ὕδωρ ἦν

ὑπὸ αὐτὸ οὔτε πετεινόν ἀλλὰ τόπος ἦν ἔρημος καὶ φοβερός

13 ἐκεῖ ἴδον ἑπτὰ ἀστέρας ὡς ὄρη μεγάλα καιόμενα περὶ ὧν

πυνθανομένῳ μοι

14 εἶπεν ὁ ἄγγελος Οὗτός ἐστιν ὁ τόπος τὸ τέλος τοῦ οὐρανοῦ καὶ γῆςmiddot

δεσμωτήριον τοῦτο ἐγένετο τοῖς ἄστροις καὶ ταῖς δυνάμεσιν τοῦ οὐρανοῦ

15 καὶ οἱ ἀστέρες οἱ κυλιόμενοι ἐν τῷ πυρί οὗτοί εἰσιν οἱ παραβάντες

πρόσταγμα κυρίου ἐν ἀρχῇ τῆς ἀνατολῆς αὐτῶν - ὅτι τόπος ἔξω τοῦ

οὐρανοῦ κενός ἐστιν - ὅτι οὐκ ἐξῆλθαν ἐν τοῖς καιροῖς αὐτῶν

16 καὶ ὀργίσθη αὐτοῖς καὶ ἔδησεν αὐτοὺς μέχρι καιροῦ τελειώσεως αὐτῶν

ἁμαρτίας laquoαὐτῶνraquo ἐνιαυτῶν μυρίων

XIX

1 Καὶ εἶπέν μοι Οὐριήλ Ἐνθάδε οἱ μιγέντες ἄγγελοι ταῖς γυναιξὶν

στήσονται καὶ τὰ πνεύματα αὐτῶν πολύμορφα γενόμενα λυμαίνεται τοὺς

ἀνθρώπους καὶ πλανήσει αὐτοὺς ἐπιθύειν τοῖς δαιμονίοις μέχρι τῆς

μεγάλης κρίσεως ἐν ᾗ κριθήσονται εἰς ἀποτελείωσιν

2 καὶ αἱ γυναῖκες αὐτῶν τῶν παραβάντων ἀγγέλων εἰς σειρῆνας

γενήσονται

3 κἀγὼ Ἑνὼχ ἴδον τὰ θεωρήματα μόνος τὰ πέρατα πάντων καὶ οὐ μὴ ἴδῃ

οὐδὲ εἷς ἀνθρώπων ὡς ἐγὼ ἴδον

XX

1 Ἄγγελοι τῶν δυνάμεων

24

2 Οὐριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ταρτάρου

3 Ῥαφαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων τῶν ἀνθρώπων

4 Ῥαγουήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐκδικῶν τὸν κόσμον τῶν

φωστήρων

5 Μιχαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν τοῦ λαοῦ ἀγαθῶν

τεταγμένος καὶ ἐπὶ τῷ χάῳ

6 Σαριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων οἵτινες ἐπὶ τῷ

πνεύματι ἁμαρτάνουσιν

7 Γαβριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τοῦ παραδείσου καὶ τῶν

δρακόντων καὶ χερουβείν ἀρχαγγέλων ὀνόματα ἑπτά

XXI

1 Καὶ ἐφώδευσα ἕως τῆς ἀκατασκευάστου

2 κἀκεῖ ἐθεασάμην ἔργον φοβερόνmiddot ἑώρακα οὔτε οὐρανὸν ἐπάνω οὔτε γῆν

τεθέαμαι τεθεμελιωμένην ἀλλὰ τόπον ἀκατασκεύαστον καὶ φοβερόν

3 καὶ ἐκεῖ τεθέαμαι ἑπτὰ τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ δεδεμένους καὶ

ἐρριμμένους ἐν αὐτῷ ὁμοίους ὄρεσιν μεγάλοις καὶ ἐν πυρὶ καιομένους

4 τότε εἶπον Διὰ ποίαν αἰτίαν ἐπεδέθησαν καὶ διὰ τί ὧδε ἐρίφησαν

5 τότε εἶπέν μοι Οὐριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν - καὶ

αὐτὸς ἡγεῖτο αὐτῶν - καὶ εἶπέν μοι Ἑνώχ περὶ τίνος ἐρωτᾷς ἢ περὶ τίνος

τὴν ἀλήθειαν φιλοσπευδεῖς

6 οὗτοί εἰσιν τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ οἱ παραβάντες τὴν ἐπιταγὴν τοῦ

κυρίου καὶ ἐδέθησαν ὧδε μέχρι τοῦ πληρῶσαι μύρια ἔτη τὸν χρόνον τῶν

ἁμαρτημάτων αὐτῶν

7 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον τούτου φοβερώτερον καὶ τεθέαμαι

ἔργα φοβερώτερα πῦρ μέγα ἐκεῖ καιόμενον καὶ φλεγόμενον καὶ διακοπὴν

εἶχεν ὁ τόπος ἕως τῆς ἀβύσσου πλήρης στύλων πυρὸς μεγάλου

καταφερομένωνmiddot οὔτε μέτρον οὔτε πλάτος ἠδυνήθην ἰδεῖν οὐδὲ εἰκάσαι

8 τότε εἶπον Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος καὶ ὡς δεινὸς τῇ ὁράσει

9 τότε ἀπεκρίθη μοι ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν καὶ εἶπέν

μοι Ἑνώχ διὰ τί ἐφοβήθης οὕτως καὶ ἐπτοήθης καὶ ἀπεκρίθην Περὶ

τούτου τοῦ φοβεροῦ καὶ περὶ τῆς προσόψεως τῆς δεινῆς

10 καὶ εἶπεν Οὗτος ὁ τόπος δεσμωτήριον ἀγγέλωνmiddot ὧδε συνσχεθήσονται

μέχρι αἰῶνος εἰς τὸν αἰῶνα

XXII

1 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον καὶ ἔδειξέν μοι πρὸς δυσμὰς ἄλλο

ὄρος μέγα καὶ ὑψηλόν πέτρας στερεάς

2 καὶ τέσσαρες τόποι ἐν αὐτῷ κοῖλοι βάθος ἔχοντες καὶ λίαν λεῖοι τρεῖς

αὐτῶν σκοτινοὶ καὶ εἷς φωτινός καὶ πηγὴ ὕδατος ἀνὰ μέσον αὐτοῦ καὶ

εἶπον Πῶς λεῖα τὰ κοιλώματα ταῦτα καὶ ὁλοβαθῆ καὶ σκοτινὰ τῇ ὁράσει

3 τότε ἀπεκρίθη Ῥαφαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν καὶ

εἶπέν μοι Οὗτοι οἱ τόποι οἱ κοῖλοι ἵνα ἐπισυνάγωνται εἰς αὐτοὺς τὰ

πνεύματα τῶν ψυχῶν τῶν νεκρῶν εἰς αὐτὸ τοῦτο ἐκρίθησαν ὥδε

ἐπισυνάγεσθαι πάσας τὰς ψυχὰς τῶν ἀνθρώπων

4 καὶ οὗτοι οἱ τόποι εἰς ἐπισύνσχεσιν αὐτῶν ἐποίησαν μέχρι τῆς ἡμέρας

τῆς κρίσεως αὐτῶν καὶ μέχρι τοῦ διορισμοῦ καὶ διορισμένου χρόνου ἐν ᾧ ἡ

κρίσις ἡ μεγάλη ἔσται ἐν αὐτοῖς

5 τεθέαμαι ἀνθρώπους νεκροὺς ἐντυγχάνοντας καὶ ἡ φωνὴ αὐτοῦ μέχρι

τοῦ οὐρανοῦ προέβαινεν καὶ ἐνετύγχανεν

6 καὶ ἠρώτησα Ῥαφαὴλ τὸν ἄγγελον ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν καὶ εἶπα αὐτῷ Τοῦτο

τὸ πνεῦμα τὸ ἐντυγχάνον τίνος ἐστίν διrsquo ὃ οὕτως ἡ φωνὴ αὐτοῦ προβαίνει

25

καὶ ἐντυγχάνει ἕως τοῦ οὐρανοῦ

7 καὶ ἀπεκρίθη μοι λέγων Τοῦτο τὸ πνεῦμά ἐστιν τὸ ἐξελθὸν ἀπὸ Ἄβελ ὃν

ἐφόνευσε Κάιν ὁ ἀδελφός καὶ Ἄβελ ἐντυγχάνει περὶ αὐτοῦ μέχρι τοῦ

ἀπολέσαι τὸ σπέρμα αὐτοῦ ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς καὶ ἀπὸ τοῦ

σπέρματος τῶν ἀνθρώπων ἀφανθῇ τὸ σπέρμα αὐτοῦ

8 Τότε ἠρώτησα περὶ τῶν κυκλωμάτων πάντων διὰ τί ἐχωρίσθησαν ἓν

ἀπὸ τοῦ ἑνός

9 καὶ ἀπεκρίθη μοι λέγων Οὗτοι οἱ τρεῖς ἐποιήθησαν χωρίζεσθαι τὰ

πνεύματα τῶν νεκρῶνmiddot καὶ οὕτως ἐχωρίσθη εἰς τὰ πνεύματα τῶν δικαίων

οὗ ἡ πηγὴ τοῦ ὕδατος ἐν αὐτῷ φωτινήmiddot

10 καὶ οὕτως ἐκτίσθη τῶν ἁμαρτωλῶν ὅταν ἀποθάνωσιν καὶ ταφῶσιν εἰς

τὴν γῆν καὶ κρίσις οὐκ ἐγενήθη ἐπrsquo αὐτῶν ἐν τῇ ζωῇ αὐτῶν

11 ὧδε χωρίζεται τὰ πνεύματα αὐτῶν εἰς τὴν μεγάλην βάσανον ταύτην

μέχρι τῆς μεγάλης ἡμέρας τῆς κρίσεως τῶν μαστίγων καὶ τῶν βασάνων

τῶν κατηραμένων μέχρι αἰῶνοςmiddot ἦν ἀνταπόδοσις τῶν πνευμάτωνmiddot ἐκεῖ

δήσει αὐτοὺς μέχρις αἰῶνος

12 καὶ οὕτως ἐχωρίσθη τοῖς πνεύμασιν τῶν ἐντυγχανόντων οἵτινες

ἐνφανίζουσιν περὶ τῆς ἀπωλείας ὅταν φονευθῶσιν ἐν ταῖς ἡμέραις τῶν

ἁμαρτωλῶν

13 καὶ οὕτως ἐκτίσθη τοῖς πνεύμασιν τῶν ἀνθρώπων ὅσοι οὐκ ἔσονται

ὅσιοι ἀλλὰ ἁμαρτωλοί καὶ μετὰ τῶν ἀνόμων ἔσονται μέτοχοι τὰ δὲ

πνεύματα ὅτι οἱ ἐνθάδε θλιβέντες ἔλαττον κολάζονται αὐτῶν οὐ

τιμωρηθήσονται ἐν ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως οὐδὲ μὴ μετεγερθῶσιν ἐντεῦθεν

14 Τότε ηὐλόγησα τὸν κύριον τῆς δόξης καὶ εἶπα Εὐλογητὸς εἶ Κύριε ὁ τῆς

δικαιοσύνης κυριεύων τοῦ αἰῶνος

XXIII

1 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον πρὸς δυσμὰς τῶν περάτων τῆς γῆς

2 καὶ ἐθεασάμην πῦρ διατρέχον καὶ οὐκ ἀναπαυόμενον οὐδὲ ἐλλεῖπον τοῦ

δρόμου ἡμέρας καὶ νυκτὸς ἅμα διαμένον

3 καὶ ἠρώτησα λέγων Τί ἐστιν τὸ μὴ ἔχον ἀνάπαυσιν

4 τότε ἀπεκρίθη μοι Ῥαγουήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν

Οὗτος ὁ δρόμος τοῦ πυρὸς τὸ πρὸς δυσμὰς πῦρ τὸ ἐκδιῶκόν ἐστιν πάντας

τοὺς φωστῆρας τοῦ οὐρανοῦ

XXIV

1 Καὶ ἔδειξέν μοι ὄρη πυρὸς καιόμενα νυκτός

2 καὶ ἐπέκεινα αὐτῶν ἐπορεύθην καὶ ἐθεασάμην ἑπτὰ ὄρη ἔνδοξα πάντα

ἑκάτερα τοῦ ἑκατέρου διαλλάσσοντα ὧν οἱ λίθοι ἔντιμοι τῇ καλλονῇ καὶ

πάντα ἔντιμα καὶ ἔνδοξα καὶ εὐειδῆ τρία ἐπrsquo ἀνατολὰς ἐστηριγμένα ἐν τῷ

ἑνί καὶ τρία ἐπὶ νότον ἐν τῷ ἑνὶ καὶ φάραγγες βαθεῖαι καὶ τραχεῖαι μία τῇ

μιᾷ οὐκ ἐγγίζουσαι

3 καὶ τῷ ὄρει ἕβδομον ὄρος ἀνὰ μέσον τούτων καὶ ὑπερεῖχεν τῷ ὕψει

ὅμοιον καθέδρᾳ θρόνου καὶ περιεκύκλου δένδρα αὐτῷ εὐειδῆ

4 καὶ ἦν ἐν αὐτοῖς δένδρον ὃ οὐδέποτε ὤσφρανμαι καὶ οὐδεὶς ἕτερος αὐτῷ

ηὐφράνθη καὶ οὐδὲν ἕτερον ὅμοιον αὐτῷmiddot ὀσμὴν εἶχεν εὐωδεστέραν

πάντων ἀρωμάτων καὶ τὰ φύλλα αὐτοῦ καὶ τὸ ἄνθος καὶ τὸ δένδρον οὐ

φθίνει εἰς τὸν αἰῶνα οἱ δὲ περὶ τὸν καρπὸν ὡσεὶ βότρυες φοινίκων

5 τότε εἶπον ὡς καλὸν τὸ δένδρον τοῦτό ἐστιν καὶ εὐῶδες καὶ ὡραῖα τὰ

φύλλα καὶ τὰ ἄνθη αὐτοῦ ὡραῖα τῇ ὁράσει

6 τότε ἀπεκρίθη μοι Μιχαήλ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν - καὶ

αὐτὸς αὐτῶν ἡγεῖτο ndash

26

XXV

1 καὶ εἶπέν μοι Ἑνώχ τί ἐρωτᾷς καὶ τί ἐθαύμασας ἐν τῇ ὀσμῇ τοῦ δένδρου

καὶ διὰ τί θέλεις τὴν ἀλήθειαν μαθεῖν

2 τότε ἀπεκρίθην αὐτῷ Περὶ πάντων εἰδέναι θέλω μάλιστα δὲ περὶ τοῦ

δένδρου τούτου σφόδρα

3 καὶ ἀπεκρίθη λέγων Τοῦτο τὸ ὄρος τὸ ὑψηλόν οὗ ἡ κορυφὴ ὁμοία

θρόνου θεοῦ καθέδρα ἐστὶν οὗ καθίζει ὁ μέγας κύριος ὁ ἅγιος τῆς δόξης ὁ

βασιλεὺς τοῦ αἰῶνος ὅταν καταβῇ ἐπισκέψασθαι τὴν γῆν ἐπrsquo ἀγαθῷ

4 καὶ τοῦτο τὸ δένδρον εὐωδίας καὶ οὐδεμία σὰρξ ἐξουσίαν ἔχει ἅψασθαι

αὐτοῦ μέχρι τῆς μεγάλης κρίσεως ἐν ᾗ ἐκδίκησις πάντων καὶ τελείωσις

μέχρις αἰῶνοςmiddot τότε δικαίοις καὶ ὁσίοις δοθήσεται

5 ὁ καρπὸς αὐτοῦ τοῖς ἐκλεκτοῖς εἰς ζωὴν εἰς βορρᾶν καὶ

μεταφυτευθήσεται ἐν τόπῳ ἁγίῳ παρὰ τὸν οἶκον τοῦ θεοῦ βασιλέως τοῦ

αἰῶνος

6 τότε εὐφρανθήσονται εὐφραινόμενοι καὶ χαρήσονται καὶ εἰς τὸ ἅγιον

εἰσελεύσονταιmiddot αἱ ὀσμαὶ αὐτοῦ ἐν τοῖς ὀστέοις αὐτῶν καὶ ζωὴν πλείονα

ζήσονται ἐπὶ γῆς ἣν ἔζησαν οἱ πατέρες σου καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτῶν καὶ

βάσανοι καὶ πληγαὶ καὶ μάστιγες οὐχ ἅψονται αὐτῶν

7 Τότε ηὐλόγησα τὸν θεὸν τῆς δόξης τὸν βασιλέα τοῦ αἰῶνος ὃς

ἡτοίμασεν ἀνθρώποις τὰ τοιαῦτα δικαίοις καὶ αὐτὰ ἔκτισεν καὶ εἶπεν

δοῦναι αὐτοῖς

XXVI

1 Καὶ ἐκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς τὸ μέσον τῆς γῆς καὶ ἴδον τόπον

ηὐλογημένον ἐν ᾧ δένδρα ἔχοντα παραφυάδας μενούσας καὶ βλαστούσας

τοῦ δένδρου ἐκκοπέντος

2 κἀκεῖ τεθέαμαι ὄρος ἅγιονmiddot ὑποκάτω τοῦ ὄρους ὕδωρ ἐξ ἀνατολῶν καὶ

τὴν δύσιν εἶχεν πρὸς νότον

3 καὶ ἴδον πρὸς ἀνατολὰς ἄλλο ὄρος ὑψηλότερον τούτου καὶ ἀνὰ μέσον

αὐτοῦ φάραγγα βαθεῖαν οὐκ ἔχουσαν πλάτος καὶ διrsquo αὐτῆς ὕδωρ

πορεύεται ὑποκάτω ὑπὸ τὸ ὄρος

4 καὶ πρὸς δυσμὰς τούτου ἄλλο ὄρος ταπεινότερον αὐτοῦ καὶ οὐκ ἔχον

ὕψος καὶ φάραγγα βαθεῖαν καὶ ξηρὰν ἀνὰ μέσον αὐτῶν καὶ ἄλλην

φάραγγα βαθεῖαν καὶ ξηρὰν ἐπrsquo ἄκρων τῶν τριῶν ὀρέων

5 καὶ πᾶσαι φάραγγές εἰσιν βαθεῖαι ἐκ πέτρας στερεᾶς καὶ δένδρον οὐκ

ἐφυτεύετο ἐπrsquo αὐτάς

6 καὶ ἐθαύμασα περὶ τῆς φάραγγος καὶ λίαν ἐθαύμασα

XXVII

1 καὶ εἶπον Διὰ τί ἡ γῆ αὕτη ἡ εὐλογημένη καὶ πᾶσα πλήρης δένδρων

αὐτὴ δὲ ἡ φάραγξ κεκατηραμένη ἐστίν

2 γῆ κατάρατος τοῖς κεκατηραμένοις ἐστὶν μέχρι αἰῶνος ὧδε

ἐπισυναχθήσονται πάντες οἱ κεκατηραμένοι οἵτινες ἐροῦσιν τῷ στόματι

αὐτῶν κατὰ Κυρίου φωνὴν ἀπρεπῆ καὶ περὶ τῆς δόξης αὐτοῦ σκληρὰ

λαλήσουσιν ὧδε ἐπισυναχθήσονται καὶ ὧδε ἔσται τὸ οἰκητήριον

3 ἐπrsquo ἐσχάτοις αἰῶσιν ἐν ταῖς ἡμέραις τῆς κρίσεως τῆς ἀληθινῆς ἐναντίον

τῶν δικαίων εἰς τὸν ἅπαντα χρόνον ὧδε εὐλογήσουσιν οἱ ἀσεβεῖς τὸν

κύριον τῆς δόξης τὸν βασιλέα τοῦ αἰῶνοςmiddot

4 ἐν ταῖς ἡμέραις τῆς κρίσεως αὐτῶν εὐλογήσουσιν ἐν ἐλέει ὡς ἐμέρισεν

αὐτοῖς

5 Τότε ηὐλόγησα τὸν κύριον τῆς δόξης καὶ τὴν δόξαν αὐτοῦ ἐδήλωσα καὶ

ὕμνησα μεγαλοπρεπῶς

27

XXVIII

1 Καὶ ἐκεῖθεν ἐπορεύθην εἰς τὸ μέσον Μανδοβαρά καὶ ἴδον αὐτὸ ἔρημονmiddot

καὶ αὐτὸ μόνον

2 πλήρης δένδρων καὶ ἀπὸ τῶν σπερμάτων ὕδωρ ἄνομβρον ἄνωθεν

φερόμενον

3 ὡς ὑδραγωγὸς δαψιλὴς ὡς πρὸς βορρᾶν ἐπὶ δυσμῶν πάντοθεν ἀνάγει

ὕδωρ καὶ δρόσον

XXIX

1 Ἔτι ἐκεῖθεν ἐπορεύθην εἰς ἄλλον τόπον ἐν τῷ Βαβδηρά καὶ πρὸς

ἀνατολὰς τοῦ ὄρους τούτου ᾠχόμην

2 καὶ ἴδον κρίσεως δένδρα πνέοντα ἀρωμάτων λιβάνων καὶ ζμύρνας καὶ

τὰ δένδρα αὐτῶν ὅμοια καρύαις

XXX

1 Καὶ ἐπέκεινα τούτων ᾠχόμην πρὸς ἀνατολὰς μακράν καὶ ἴδον τόπον

ἄλλον μέγαν φάραγγα ὕδατος

2 ἐν ᾧ καὶ δένδρα χρόα ἀρωμάτων ὁμοίων σχίνῳ

3 καὶ τὰ παρὰ τὰ χείλη τῶν φαράγγων τούτων ἴδον κιννάμωμον

ἀρωμάτωνmiddot καὶ ἐπέκεινα τούτων ᾠχόμην πρὸς ἀνατολάς

XXXI

1 καὶ ἴδον ἄλλα ὄρη καὶ ἐν αὐτοῖς ἄλση δένδρων καὶ ἐκπορευόμενον ἐξ

αὐτῶν νέκταρ τὸ καλούμενον σαρρὰν καὶ χαλβάνη

2 καὶ ἐπέκεινα τῶν ὀρέων τούτων ἴδον ἄλλο ὄρος πρὸς ἀνατολὰς τῶν

περάτων τῆς γῆς καὶ πάντα τὰ δένδρα πλήρη ἐξαυτῆς ἐν ὁμοιώματι

ἀμυγδάλων

3 ὅταν τριβῶσινmiddot διὸ εὐωδέστερον ὑπὲρ πάντων τῶν ἀρωμάτων

XXXII

1 εἰς βορρᾶν πρὸς ἀνατολὰς τεθέαμαι ἑπτὰ ὄρη πλήρη νάρδου χρηστοῦ

καὶ σχίνου καὶ κινναμώμου καὶ πιπέρεως

2 Καὶ ἐκεῖθεν ἐφώδευσα ἐπὶ τὰς ἀρχὰς πάντων τῶν ὀρέων τούτων

μακρὰν ἀπέχων πρὸς ἀνατολὰς τῆς γῆς καὶ διέβην ἐπάνω τῆς ἐρυθρᾶς

θαλάσσης καὶ ᾠχόμην ἐπrsquo ἄκρων καὶ ἀπὸ τούτου διέβην ἐπάνω τοῦ

Ζωτιήλ

3 καὶ ἦλθον πρὸς τὸν παράδεισον τῆς δικαιοσύνης καὶ ἴδον μακρόθεν τῶν

δένδρων τούτων δένδρα πλείονα καὶ μεγάλα δύο μὲν ἐκεῖ μεγάλα σφόδρα

καλὰ καὶ ἔνδοξα καὶ μεγαλοπρεπῆ καὶ τὸ δένδρον τῆς φρονήσεως οὗ

ἐσθίουσιν ἅγιοι τοῦ καρποῦ αὐτοῦ καὶ ἐπίστανται φρόνησιν μεγάλην

4 ὅμοιον τὸ δένδρον ἐκεῖνο στροβιλέᾳ τὸ ὕψος τὰ δὲ φύλλα αὐτοῦ κερατίᾳ

ὅμοια ὁ δὲ καρπὸς αὐτοῦ ὡσεὶ βότρυες ἀμπέλου ἱλαροὶ λίαν ἡ δὲ ὀσμὴ

αὐτοῦ διέτρεχεν πόρρω ἀπὸ τοῦ δένδρου

5 τότε εἶπον ὡς καλὸν τὸ δένδρον καὶ ὡς ἐπίχαρι τῇ ὁράσει

6 τότε ἀπεκρίθη Ῥαφαήλ ὁ ἅγιος ἄγγελος ὁ μετrsquo ἐμοῦ ὤν Τοῦτο τὸ

δένδρον φρονήσεως ἐξ οὗ ἔφαγεν ὁ πατήρ σου

LXXXIX

42 Καὶ οἱ κύνες ἤρξαντο κατεσθίειν τὰ πρόβατα καὶ οἱ ὕες καὶ οἱ ἀλώπεκες

κατήσθιον αὐτά μέχρι οὗ ἤγειρεν ὁ κύριος τῶν προβάτων κριὸν ἕνα ἐκ

τῶν προβάτων

43 καὶ ὁ κριὸς οὗτος ἤρξατο κερατίζειν καὶ ἐπιδιώκειν ἐν τοῖς κέρασιν καὶ

ἐνετίνασσεν εἰς τοὺς ἀλώπεκας καὶ μετrsquo αὐτοὺς εἰς τοὺς ὕαςmiddot καὶ

ἀπώλεσεν ὕας πολλούς καὶ μετrsquo αὐτοὺς [ἐλυμήνα]το τοὺς κύνας

44 καὶ τὰ πρόβατα ὧν οἱ ὀφθαλμοὶ ἠνοίγησαν ἐθεάσαντο τὸν κριὸν τὸν ἐν

28

τοῖς προβάτοις ἕως οὗ ἀφῆκεν τὴν ὁδὸν αὐτοῦ καὶ ἤρξατο πορεύεσθαι

ἀνοδίᾳ

45 καὶ ὁ κύριος τῶν προβάτων ἀπέστειλεν τὸν ἄρνα τοῦτον ἐπὶ ἄρνα

ἕτερον τοῦ στῆσαι αὐτὸν εἰς κριὸν ἐν ἀρχῇ τῶν προβάτων ἀντὶ τοῦ κριοῦ

τοῦ ἀφέντος τὴν ὁδὸν αὐτοῦ

46 καὶ ἐπορεύθη πρὸς αὐτὸν καὶ ἐλάλησεν αὐτῷ σιγῇ κατὰ μόνας καὶ

ἤγειρεν αὐτὸν εἰς κριὸν καὶ εἰς ἄρχοντα καὶ εἰς ἡγούμενον τῶν προβάτωνmiddot

καὶ οἱ κύνες ἐπὶ πᾶσιν τούτοις ἔθλιβον τὰ πρόβατα

47 [καὶ] ὁ κριὸς ὁ πρῶτος τὸν κριὸν τὸν δεύτερον ἐπεδίωκεν καὶ ἔφυγεν

ἀπὸ προσώπου αὐτοῦmiddot εἶτrsquo ἐθεώρουν τὸν κριὸν τὸν πρῶτον ἕως οὗ ἔπεσεν

ἔμπροσθεν τῶν κυνῶν

48 καὶ ὁ κριὸς ὁ δεύτερος ἀναπηδήσας ἀφηγήσατο τῶν προβάτων

49 καὶ τὰ πρόβατα ηὐξήθησαν καὶ ἐπληθύνθησανmiddot καὶ πάντες οἱ κύνες καὶ

οἱ ἀλώπεκες ἔφυγον ἀπrsquo αὐτοῦ καὶ ἐφοβοῦντο αὐτόν

XC

1

6 [καὶ ἀναγνωσθής]ονται [πάντες] οἱ λόγοι τῶν ἀνομιῶν ὑμῶν ἐν[ώπιον]

τοῦ μεγάλου ἁγίου κατὰ πρόσωπον ὑμῶνmiddot εἶτrsquo ἀναφελεῖ τὰ πάντα ἔργα τὰ

μετασχόντα ἐν τῇ ἀνομίᾳ

7 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἁμαρτωλοὶ [οἱ] ἐν μέσῳ τῆς θαλάσσης καὶ ἐπὶ τῆς ξηρᾶς

ὄντεςmiddot μνημόσυνον εἰς ὑμᾶς κακόν

8 οὐαὶ ὑμῖν οἱ κτώμενοι χρυσίον καὶ ἀργύριον οὐκ ἀπὸ δικαιοσύνης καὶ

ἐρεῖτε πλούτῳ πεπλουτήκαμεν καὶ τὰ ὑπάρχοντα ἐσχήκαμεν καὶ

κεκτήμεθα

9 καὶ πᾶν ὃ ἐὰν θελήσωμεν ποιήσωμεν ὅτι ἀργύριον τεθησαυρίκαμεν ἐν

τοῖς θησαυροῖς ἡμῶν καὶ ἀγαθὰ πολλὰ ἐν ταῖς οἰκίαις ἡμῶν

10 καὶ ὡς ὕδωρ ἐκχυθήσεται πεπλάνησθε ὅτι οὐ μὴ παραμείνῃ ὁ πλοῦτος

ὑμῶν ἀλλὰ ταχὺ [ἀναπτήσεται] ἀπὸ ὑμῶν ὅτι ἀδίκως πάντα κέκτησθεmiddot

καὶ ὑμεῖς εἰς κατάραν μεγάλην παραδοθήσεσθε

XCI

1 καὶ νῦν ὀμνύω ὑμῖν τοῖς φρονίμοις καὶ οὐχὶ τοῖς ἄφροσι ὅτι πολλὰς

ὄψεσθε ἐπὶ τῆς γῆς ἀνομίαςmiddot

2 ὅτι κάλλος περιθήσονται ἄνδρες ὡς γυναῖκες [καὶ] χρῶμα ὡραῖον ὑπὲρ

παρθένους ἐν βασιλείᾳ καὶ μεγαλωσύνῃ καὶ ἐν ἐξουσίᾳ ἔσονται δὲ

ἀργύριον καὶ χρυσίον [παρrsquo] αὐτοῖς εἰς βρώματα καὶ ἐν ταῖς οἰκίαις αὐτῶν

ὡς ὕδωρ ἐκχυθήσονται

3 [διὰ τὸ μ]ὴ ἐπιστήμην αὐτοὺς μηδὲ φρόνησιν μηδεμίαν [ἔχειν] οὕτω

ἀπολεῖσθε κοινῶς μετὰ πάντων [τῶν] ὑπαρχόντων ὑμῶν [καὶ τῆς] πάσης

δόξης καὶ τῆς τιμῆς [ὑμῶν καὶ] εἰς ἀτιμίαν καὶ ἐρήμωσιν [καὶ σφαγὴν]

μεγάλην τ[ὰ πνεύματα ὑμῶν εἰς τὴν κάμινον τοῦ πυρὸς ἐμβληθήσεται]

Four lines are lost

ἐπὶ τὴν [γῆν οὐκ ἀπεστάλη ἀλλrsquo αὐτὴν οἱ ἄνθρω]ποι ἀφrsquo ἑαυτῶν [ἔκτισαν

καὶ εἰς κατάραν] μεγάλην ἀφίξονται οἱ ποιοῦντες [αὐτήν]

5 καὶ δουλεία (στειρα pap) γυναικὶ οὐκ ἐδόθη ἀλλὰ διὰ τὰ ἔργα τῶν

χειρῶνmiddot ὅτι οὐχ ὡρίσθη δούλην εἶναι δούληνmiddot ἄνωθεν οὐκ ἐδόθη ἀλλὰ ἐκ

καταδυναστείας ἐγένετο ὁ[μοίως] οὐδὲ ἡ ἀνομία ἄνωθεν ἐδόθη ἀλλrsquo ἐκ

παραβάσεως ὁμοίως οὐδὲ στεῖρα γυνὴ ἐκτίσθη ἀλλrsquo ἐξ ἰδίων ἀδικημάτων

ἐπετιμήθη ἀτεκνίᾳ [καὶ] ἄτεκνος ἀποθανεῖται

6 ὀμνύω ὑμῖν ἁμαρτωλοὶ κατὰ τοῦ ἁγίου τοῦ μεγάλου ὅτι τὰ ἔργα ὑμῶν τὰ

πονηρὰ ἔσται ἀνακεκαλυμμένα ἐν τῷ οὐρανῷmiddot οὐκ ἔσται ὑμῖν ἔργον

29

ἀποκεκρυμμένον ἄδικον

7 μὴ ὑπολάβητε τῇ ψυχῇ ὑμῶν μηδὲ ὑπολάβητε τῇ καρδίᾳ ὑμῶν ὅτι οὐ

γινώσκουσιν οὐδὲ βλέπουσιν οὐδὲ τὰ ἀδικήματα ὑμῶν θεωρεῖται οὐδὲ

ἀπογράφεται αὐτὰ ἐνώπιον τοῦ ὑψίστου ἀπὸ τοῦ [νῦν] ἐπιγνῶτε ὅτι

πάντα τὰ ἀδικήματα ὑμῶν ἀπογράφονται ἡμέραν ἐξ [ἡμέρας] μέχρι τῆς

κρίσεως ὑμῶν

9 οὐαὶ ὑμῖν ἄφρονες ὅτι ἀπολεῖσθε διὰ τὴν ἀφροσύνην ὑμῶν καὶ τῶν

[φρονίμων] οὐ μὴ ἀκούσητε καὶ τὰ ἀγαθὰ οὐκ ἀπαντήσει ὑμῖν τὰ δὲ κακὰ

[περιέξει] ὑμᾶς

10 καὶ νῦν γινώσκετε ὅτ[ι ἡτοίμασται] ὑμῖν εἰς ἡμέραν ἀπωλείας [μὴ

ἐλπίζε]τε σωθῆναι ἁμαρτωλοίmiddot ἀπ[ελθόντες] ἀποθάνετε γινώσκοντε[ς ὅτι

ἡτοίμας]ται εἰς ἡμέραν κρίσεως μ[εγάλης καὶ στε]νοχωρίας μείζονος τ[οῖς

πνεύμασιν ὑμῶν]

11 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ σκληροτράχηλοι τῇ καρδίᾳ ποιοῦντες τὸ κα[κὸν καὶ

ἔσθοντες αἷμα πόθ]εν ὑμῖν ἔσο[νται ἀγαθὰ ἵνα φάγητε ] Four lines are

lost

12 [ἔργα τῆ]ς ἀδικίαςmiddot διότι ἐλπίδας κα[λὰς ἔχετε ὑμῖ]ν νῦν γνωστὸν ὑμῖν

ἔστω ὅτι εἰς [χεῖρας τ]ῶν δικαίων παραδοθήσεσθε καὶ ἀποκτενοῦσιν ὑμᾶς

καὶ οὐ μὴ φείσονται ὑμῶν

13 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἐπιχαίροντες τοῖς κακοῖς τῶν δικαίωνmiddot τάφος ὑμῶν οὐ μὴ

ὀρυγῇ

14 οὐαὶ ὑμῖν οἱ βουλόμενοι ἀκυρῶσαι τοὺς λόγους τῶν δικαίωνmiddot οὐ μὴ

γένηται ὑμῖν ἐλπὶς σωτηρίας

15 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ γράφοντες λόγους ψευδεῖς καὶ λόγους πλανήσεωςmiddot αὐτοὶ

γράφουσιν καὶ πολλοὺς ἀποπλανήσουσιν τοῖς ψεύδεσιν αὐτῶνmiddot

16 πλανᾶσθε ὑμεῖς αὐτοὶ καὶ οὐκ ἔστιν ὑμῖν χαίρειν ἀλλὰ ταχέως

ἀπολεῖσθε

XCII

1 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ ποιοῦντες πλανήματα καὶ τοῖς ἔργοις τοῖς ψευδέσιν

λαμβάνοντες τιμὴν καὶ δόξανmiddot ἀπολώλατε οὐκ ἔστιν ὑμῖν σωτηρία εἰς

ἀγαθόν

2 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἐξαλλοιοῦντες τοὺς λόγους τοὺς ἀληθινούς καὶ

διαστρέφοντες τὴν αἰώνιον διαθήκην καὶ λογιζόμενοι ἑαυτοὺς

ἀναμαρτήτουςmiddot ἐν τῇ γῇ καταποθήσονται

3 τότε ἑτοιμάζεσθε οἱ δίκαιοι καὶ προέχεσθε τὰς ἐντεύξεις ὑμῶν εἰς

μνημόσυνον δίδοτε αὐτὰς ἐν διαμαρτυρίᾳ ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων ὅπως

εἰσαγάγωσιν τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἀδίκων ἐνώπιον τοῦ ὑψίστου θεοῦ εἰς

μνημόσυνονmiddot

4 καὶ τότε συν[ταραχ]θήσονται ἐν [ἡμέρ]ᾳ ἀπωλείας τῆς ἀδικίας

5ndash6 ἐν αὐτῷ [τῷ και]ρῷ ἐκείνῳ αἱ τίκτουσαι ἐκβαλοῦσιν καὶ ἐκσπάσουσιν

καὶ ἐγκαταλείψουσιν [τὸ νήπιο]ν βρέφος καὶ αἱ ἐν γαστρὶ ἔχου[σαι

ἐκτρώσο]υσιν καὶ αἱ θηλάζουσαι ῥίψ[ουσιν τὰ τέκ]να αὐτῶν καὶ οὐ μὴ

ἐπι[στρέψου]σιν ἐπὶ τὰ νήπια αὐτῶν οὐ[δὲ ἐπὶ τὰ θηλά]ζοντα οὐδὲ μὴ

φείσονται

7 [καὶ] οἱ γλύφοντες εἰκόνα[ς ἀργυ]ρᾶς καὶ χρυσᾶς ξυλίνας τε [καὶ

λιθίνας] καὶ ὀστρακίνας καὶ λατρεύ[οντες φαν]τάσμασιν καὶ δαιμονίοι[ς

καὶ βδελύγ]μασιν καὶ πνεύμασιν πονη[ροῖς καὶ] πάσαις ταῖς πλάναις οὐ

κατrsquo ἐπι[στήμην] καὶ πᾶν βοήθημα οὐ μὴ εὕρητε [ἀπrsquo] αὐτῶν

8ndash9 καὶ πλανηθήσονται ἐν ἀφροσύνῃ τῆς καρδίας αὐτῶν καὶ τὰ ὁράματα

τῶν ἐνυπνίων καταπλανήσουσιν ὑμᾶς ὑμεῖς καὶ τὰ ἔργα ὑμῶν τὰ ψευδῆ ἃ

30

ἐποιήσατε καὶ ἐλαεργ[ήσατε] καὶ ἐπὶ μιᾶς ἀπολεῖσθε

10ndash12 καὶ τότε μακάριοι πάντες οἱ ἀκούσαντες φρονίμων λόγους καὶ

μαθήσονται αὐτούς ποιῆσαι τὰς ἐντολὰς τοῦ ὑψίστου καὶ πορεύσονται ἐν

ὁδοῖς δικαιοσύνης αὐτοῦ καὶ οὐ μὴ πλανήσουσιν μετὰ τῶν πλανώντων καὶ

σωθήσονται

13 οὐαὶ οἱ οἰκοδομοῦντες τὰς οἰκοδομὰς αὐτῶν οὐκ ἐκ κόπων ἰδίων καὶ ἐκ

λίθων καὶ ἐκ πλίνθων πᾶσαν οἰκοδομὴν ποιεῖτε οἷς οὐκ ἔστιν ὑμῖν χά[ρις]

14 οὐαὶ οἱ ἐξουθενοῦντες τὴν θεμελίωσιν καὶ τὴν κληρονομίαν τῶν

πατέρων αὐτῶν τὴν ἀπrsquo αἰῶνος [ὅτι] διώξεται ὑμᾶς πνεῦμα πλανήσεωςmiddot

οὐκ ἔστιν ὑμῖν ἀναπαῦσαι

15 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ποιοῦντες τὴν ἀ[νομίαν] καὶ ἐπιβοηθοῦντες τῇ ἀδι[κίᾳ

φονεύ]οντες τὸν πλησίον αὐτῶ[ν ἕως τῆς] ἡμέρας τῆς κρίσεως τῆς

[μεγάληςmiddot

16 ]ὅτι τότε ἐκτρίψει τὴν δόξ[αν ὑμῶν] καὶ ἐπεγερεῖ τὸν θυμὸν [αὐτοῦ

καθrsquo] ὑμῶν ἀπολεῖ πάντας ὑ[μᾶς ἐν ῥομ]φαίᾳ καὶ πάντες οἱ δί[καιοι

μνημο]νήσουσιν τὰς ἀδικίας [ὑμῶν]

XCIII

1ndash2 καὶ τότε ἐν ἑνὶ τόπῳ [ῥέῃ τὰ α]ἵμα[τα αὐτῶν καὶ ἄνθρωπο]ς οὐκ

[ἀφέξ]ει τὴν [χεῖρα αὐτοῦ ἀπ]ὸ τοῦ υἱοῦ αὐ[τοῦ οὔτrsquo ἀ]πὸ τοῦ ἀγαπητοῦ

αὐτοῦ ἀποκτεῖναι αὐτόν καὶ ὁ ἁμαρτωλὸς ἀπὸ τοῦ ἐντίμου οὔτε ἀπὸ τοῦ

ἀδελφοῦ αὐτοῦmiddot ἐξ ὄρθρων μέχρις οὗ δῦναι τὸν ἥλιον φονευθήσονται ἐπὶ

τὸ αὐτό

3 καὶ διαπορεύσεται ἵππος ἕως τοῦ στήθους αὐτοῦ διὰ τοῦ αἵματος τῶν

ἁμαρτωλῶν καὶ τὸ ἅρμα μέχρι ἀξόνων καταβήσεται

4 καὶ καταβήσονται ἄγγελοι καταδύνοντες εἰς τὰ ἀπόκρυφα ἐν ἡμέρᾳ

ἐκείνῃmiddot οἵτινες ἐβοήθουν τῇ ἀδικίᾳ καὶ συστραφήσονται εἰς ἕνα τόπον καὶ ὁ

ὕψιστος ἐγερθήσεται ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως ποιῆσαι ἐκ πάντων κρίσιν

μεγάλην

5 καὶ τάξει φυλακὴν ἐπὶ πάντας τοὺς δικαίους καὶ ἁγίους τῶν ἁγίων

ἀγγέλων καὶ τηρηθήσονται ὡς κόριον ὀφθαλμοῦ ἕως οὗ ἐκλείπῃ τὰ κακὰ

καὶ ἁμαρτία καὶ ἀπrsquo ἐκείνου ὑπνώσουσιν εὐσεβεῖς ὕπνον ἡδύν καὶ οὐκ

ἔσται οὐκέτι ὁ ἐκφοβῶν αὐτούς

6 τότε ὄψονται οἱ φρόνιμοι τῶν ἀνθρώπων καὶ κατανοήσουσιν οἱ υἱοὶ τῆς

γῆς ἐπὶ τοὺς λόγους τούτους τῆς ἐπιστολῆς ταύτης καὶ γνώσονται ὅτι οὐ

δύναται ὁ πλοῦτος αὐτῶν διασῶσαι αὐτοὺς ἐν τῇ πτώσει τῆς ἀδικίας

7 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἄδικοι ὅταν ἐκθλίβητε τοὺς δικαίους ἐν ἡμέρᾳ ἀνάγκης

στερεᾶς καὶ φυλάξητε αὐτοὺς ἐν πυρί ὅτι κομιεῖσθε κατὰ τὰ ἔργα ὑμῶν

8 οὐαὶ ὑμῖν σκληροκάρδιοι ἀγρυπνοῦντες νοῆσαι τὸ κακόνmiddot περιέχει ὑμᾶς

φόβος καὶ οὐκ ἔστιν ὁ ἀντιλαμβανόμενος ὑμῶν

9 οὐαὶ ὑμῖν πᾶσιν τοῖς ἁμαρτωλοῖς ἐπὶ τοῖς ἔργοις τοῦ στόματος ὑμῶν

οὐαὶ ὑμῖν πᾶσιν τοῖς ἁμαρτωλοῖς ἐπὶ τοῖς λόγοις τοῦ στόματος ὑμῶν καὶ

ἐπὶ τοῖς [ἔργοις] τῶν χειρῶν ὑμῶν ὅτι ἀπὸ τῶν ἁγίων ἔργων

ἀπεπλα[νήθητε]

11 πᾶσα νεφέλη καὶ ὀμίχλη καὶ δρόσος καὶ ὄμβρος ἐπὶ ταῖς ἁμαρτίαις

ὑμῶν

12 δίδοτε οὖν ὄμβρῳ δῶρα ἵνα μὴ [κωλυθῇ κα]ταβῆναι ὑμῖν καὶ δρόσῳ

κα[ὶ νεφέλῃ] καὶ ὀμίχλῃmiddot χρυσίον διαγράψα[τε ἵνα κα]ταβῶσινmiddot

13 ὅτι ἐὰν ἐπιρρίψῃ ἐφrsquo ὑμ[ᾶς χι]ὼν καὶ πάχνη καὶ ψῦχος αὐτῆς καὶ οἱ

ἄνεμοι καὶ ὁ παγετὸς αὐτῶν καὶ πᾶσαι αἱ μάστιγες αὐτῶν οὐ δύνασθε

ὑποστῆναι ἔμπροσθεν ψύχους καὶ τῶν μαστίγων αὐτῶν

31

XCIV

1 κατανοήσατε τοίνουν υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων τὰ ἔργα τοῦ ὑψίστου καὶ

φοβήθητε τοῦ ποιῆσαι τὸ πονηρὸν ἐναντίον αὐτοῦ

2 ἐὰν ἀποκλείσῃ τὰς θυρίδας τοῦ οὐρανοῦ καὶ κωλύσῃ τὴν δρόσον καὶ τὸν

ὄμβρον καταβῆναι εἵνεκα ὑμῶν τί ποιήσετε

3 ἐὰν ἀποστείληται τὸν θυμὸν αὐτοῦ ἐφrsquo ὑμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ ἔργα ὑμῶν οὐχὶ

ἔσεσθε δεόμενοι αὐτοῦ διὰ τί ὑμεῖς λαλεῖτε τῷ στόματι ὑμῶν μεγάλα καὶ

σκληρὰ ἐπὶ τῇ μεγαλωσύνῃ αὐ[τοῦ

4 ὁρᾶ]τε τοὺς ναυκλήρους τοὺς πλωιζομένους τὴν θάλασσαν ὑπὸ τοῦ

κ[λύδω]νος καὶ χειμῶνος σεσαλευμένα τὰ πλοῖα αὐτῶν

5 καὶ χειμαζόμενοι πάντες φοβοῦνται ἔξω δὲ τὰ [ἀγαθὰ πάντα] καὶ τὰ

ὑπάρχοντα αὐτῶν ἐκβάλλουσιν εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ὑποπτεύουσιν ἐν τῇ

καρδίᾳ αὐτῶν ὅτι ἡ [θάλασσα κα]ταπίεται αὐτοὺς καὶ ἐν αὐτ[ῇ

ἀπολοῦν]ται

6 οὐχὶ πᾶσα ἡ θάλασσα καὶ [πάντα τὰ] ὕδατα αὐτῆς ἔργον τοῦ ὑψ[ίστου

ἐστί] καὶ αὐτὸς συνεστήσατο τὰ π[έρατα αὐ]τῶν καὶ συνέδησεν αὐτ[ήν

καὶ περι]έφραξεν αὐτὴν ἄμμῳ

7 [καὶ ἀπὸ τῆς] ἐμβριμήσεως αὐτοῦ φ[οβοῦνται καὶ ξη]ραίνονται καὶ οἱ

ἰχθύες

8 [ γῆν] καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτοῖς καὶ τίς ἔδωκεν ἐπιστήμην πᾶσιν τοῖς

κινουμένοις ἐν τῇ θαλάσσῃ οἱ ναύκληροι τὴν θάλασσαν φοβοῦνται

XCV

1 καὶ ὅταν ἐκβάλῃ ἐφrsquo ὑμᾶς τὸν κλύδωνα τοῦ πυρὸς τῆς καύσεως ὑμῶν

ποῦ ἀποδράντες σωθήσεσθε καὶ ὅταν δῷ ἐφrsquo ὑμᾶς φωνὴν αὐτοῦ

2 ἔσεσθε συνσειόμενοι καὶ φοβούμενοι ἤχῳ μεγάλῳ laquoκαὶraquo τὴν γῆν

σύμπασαν σειομένην καὶ τρέμουσαν καὶ συνταρασσομένην

3 καὶ οἱ ἄγγελοι συντελοῦντες τὸ συνταχθὲν αὐτοῖς καὶ ὁ οὐρανὸς καὶ οἱ

φωστῆρες σειόμενοι καὶ τρέμοντεςmiddot ἅπαντες οἱ υἱοὶ τῆς γῆς καὶ ὑμεῖς

ἁμαρτωλοὶ ἐπικατάρατοι εἰς τὸν αἰῶναmiddot οὐκ ἔστιν ὑμῖν χαίρειν

4 θαρσεῖτε ψυχαὶ τῶν δικαίων τῶν ἀποθανόντων τῶν δικαίων καὶ τῶν

εὐσεβῶν

5 καὶ μὴ λυπεῖσθε ὅτι κατέβησαν αἱ ψυχαὶ ὑμῶν εἰς ᾅδου μετὰ λύπης καὶ

οὐκ ἀπηντήθη τῷ σώματι τῆς σαρκὸς ὑμῶν ἐν τῇ ζωῇ ὑμῶν κατὰ τὴν

ὁσιότητα ὑμῶν ἐπεὶ αἱ ἡμέραι ἃς ἦτε ἡμέραι ἦσαν ἁμαρτωλῶν καὶ

καταράτων ἐπὶ τῆς γῆς

6 ὅταν ἀποθάνητε τότε ἐροῦσιν οἱ ἁμαρτωλοὶ ὅτι εὐσεβεῖς κατὰ τὴν

εἱμαρμένην ἀπεθάνοσαν καὶ τί αὐτοῖς περιεγένετο ἐπὶ τοῖς ἔργοις αὐτῶν

7 καὶ αὐτοὶ ὁμοίως ἡμῖν ἀπεθάνοσαν ἴδετε οὖν ὡς ἀποθνήσκουσιν μετὰ

λύπης καὶ σκότους καὶ τί αὐτοῖς ἐγένετο περισσόν

8 ἀπὸ τοῦ νῦν ἀναστήτωσαν καὶ σωθήτωσαν καὶ ὄψονται εἰς τὸν αἰῶνα

ἡμᾶς φαγεῖν καὶ πεῖν

9 τοιγαροῦν ἁρπάσαι καὶ ἁμαρτάνειν καὶ λωποδυτεῖν καὶ ἐγκτᾶσθαι καὶ

[ἰδεῖν] ἡμέρας ἀγαθάς

10 ἴδετε οὖν οἱ δικαιοῦντες [ἑαυτ]ούς ὁποία ἐγένετο αὐτῶν ἡ καταστροφή

ὅτι πᾶσα δικαιοσύνη οὐχ εὑρέθη ἐν αὐτοῖς ἕως ἀπέθανον καὶ ἀπώλοντο

11 καὶ ἐγένοντο ὡς οὐκ ὄντες καὶ κατέβησαν αἱ ψυχαὶ αὐτῶν μετrsquo ὀδύνης

εἰς ᾅδου

XCVI

1 ἐγὼ ὀμνύω ὑμῖν Three lines are lost

2 ἐπίσταμαι τὸ μυστήριον τοῦτοmiddot ἀν[έγνων] γὰρ τὰς πλάκας τοῦ οὐρανοῦ

32

καὶ εἶδον τὴν γραφὴν ἀναγκαίανmiddot ἔγνων τὰ γ[εγραμμέ]να ἐν αὐταῖς καὶ

ἐγκεκολαμμέν[α περὶ] ὑμῶν

3 ὅτι ἀγαθὰ καὶ ἡ χαρὰ καὶ ἡ τ[ιμὴ] ἡτοίμασται καὶ ἐγγέγραπται ταῖς

ψ[υχαῖς] τῶν ἀποθανόντων εὐσεβῶνmiddot

4 καὶ χαιρήσονται καὶ οὐ μὴ ἀπόλωνται τὰ πνεύματα αὐτῶν οὐδὲ τὸ

μνημόσυνον ἀπὸ προσώπου τοῦ μεγάλου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν

αἰώνων μὴ οὖν φοβεῖσθε τοὺς ὀνειδισμοὺς αὐτῶν

5 καὶ ὑμεῖς οἱ νεκροὶ τῶν ἁμαρτωλῶν ὅταν ἀποθάνητε ἐροῦσιν ἐφrsquo ὑμῖν

μακάριοι ἁμαρτωλοὶ πάσας τὰς ἡμέρας αὐτῶν ὅσας εἴδοσαν ἐν τῇ ζωῇ

αὐτῶν καὶ ἐνδόξως

6 ἀπεθάνοσαν καὶ κρίσις οὐκ ἐγενήθη ἐν τῇ ζωῇ αὐτῶν

7 αὐτοὶ ὑμεῖς γινώσκετε ὅτι εἰς ᾅδου κατάξουσιν τὰς ψυχὰς ὑμῶν

8 καὶ ἐκεῖ ἔσονται ἐν ἀνάγκῃ μεγάλῃ καὶ ἐν σκότει καὶ ἐν παγίδι καὶ ἐν

φλογὶ καιομένῃ καὶ εἰς κρίσιν μεγάλην εἰσελεύσονται αἱ ψυχαὶ ὑμῶν ἐν

πάσαις ταῖς γενεαῖς τοῦ αἰῶνος οὐαὶ ὑμῖν οὐκ ἔστιν ὑμῖν χαίρειν

9 μὴ γὰρ εἴπητε οἱ δίκαιοι ὅσιοι ὄντες ἐν τῇ ζωῇ τῶν ἡμερῶν τῆς θλίψεως

κόπους ἐκοπιάσαμεν καὶ ἀνηλώμεθα καὶ ὀλίγοι ἐγενήθημεν καὶ

ἀντιλήμπτορα οὐχ εὑρήκαμενmiddot

10 συντετριμμένοι καὶ ἀπολώλαμεν καὶ ἀπηλπίσμεθα καὶ μηκέτι εἰδέναι

σωτηρίαν ἡμέραν ἐξ ἡμέρας

11 ἠλπίσαμεν γενέσθαι κεφαλή ἐγενήθημεν κέρ[κοςmiddot ἐκο]πιάσαμεν

ἐργαζόμενοι καὶ τῶν ὀψωνίων οὐ κεκυριεύκαμεν ἐγενήθημεν κατάβρωμα

ἁμαρτωλῶν [οἱ ἄνο]μοι ἐβάρυναν ἐφrsquo ἡμᾶς τὸν ζυγόν

12 οἳ κυριεύουσιν οἱ ἐχθροὶ ἡμῶν ἐγκεντρίζουσιν ἡμᾶς καὶ περικλείουσιν

ἡμᾶςmiddot ἐζητήσαμεν πο[ῦ φύγωμεν] ἀπrsquo αὐτῶν ὅπως ἀναψύχ[ωμεν] three

lines are lost

14 ἐκράξαμεν ἐπὶ τοὺς καταβάλλοντας καὶ βιαζομένους ἡμᾶς καὶ τὰς

ἐντεύξεις ἡμῶν οὐκ ἀπεδέξαντο οὐδὲ ἐβούλοντο ἐπακοῦσαι τῆς φωνῆς

ἡμῶν

15 καὶ οὐκ ἀντελαμβάνοντο ἡμῶν οὐχ εὑρόντες κατὰ τῶν βιαζομένων καὶ

κατεσθόντων ἡμᾶς ἀλλὰ στερεοῦσιν αὐτοὺς ἐφrsquo ἡμᾶςmiddot ἀπέκτειναν ἡμᾶς

καὶ εἰς ὀλίγους ἤγαγον καὶ οὐχ ὑποδεικνύουσιν περὶ τῶν πεφονευμένων

ἡμῶν καὶ οὐκ ἀναμιμνήσκουσιν περὶ τῶν ἁμαρτωλῶν αὐτῶν τὰς

ἁμαρτίας αὐτῶν

XCVII

1 ὀμνύω ὑμῖν ὅτι οἱ ἄγγελοι ἐν τῷ οὐρανῷ ἀναμιμνήσκουσιν [ὑμῶν] εἰς

ἀγαθὸν ἐνώπιον τῆς δόξης τοῦ μεγάλου

2 θαρσεῖτε δὴ ὅτι ἐπαλαιώθητε ἐν τοῖς κακοῖς καὶ ἐν ταῖς θλίψεσινmiddot ὡσεὶ

φωστῆρες τοῦ οὐρανοῦ ἀναλάμψετε καὶ φανεῖτε αἱ θυρίδες τοῦ οὐρανοῦ

ἀνοιχθήσονται ὑμῖν

3ndash4 καὶ ἡ κραυγὴ ὑμῶν ἀκουσθήσεται καὶ ἡ κρίσις ὑμῶν ἣν κράζετε καὶ

φανεῖται ἐφrsquo ὅσα συλλαβήσεται ὑμῖν περὶ τῆς θλίψεως ὑμῶν καὶ ἐκ

πάντων ὅστις μετέσχεν τῶν βιαζομένων καὶ κατεσθόντων ὑμᾶς

5 [μὴ φοβεῖσθε] τὰ κακὰ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως τῆς μεγάλης καὶ οὐ μὴ

εὑρεθῆτε ὡς οἱ ἁμαρτωλοί [ἀλλrsquo ὑμεῖς οἱ ἁμαρτωλοὶ] σκυλήσεσθε καὶ

κρίσις αἰώνιος ἐξ ὑμῶν ἔσται εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν αἰώνων

6 μὴ φοβεῖσθε οἱ δίκαιοι ὅταν ἴδητε τοὺς ἁμαρτωλοὺς κατισχύοντας καὶ

εὐοδουμένους καὶ μὴ μέτοχοι αὐτῶν γίνεσθε ἀλλὰ μακρὰν ἀπέχεσθε ἀπὸ

πάντων τῶν ἀδικημάτων αὐτῶν

7 μὴ γὰρ εἴπητε οἱ ἁμαρτωλοὶ [ὅτι] οὐ μὴ ἐκζητηθῶσιν αἱ ἁμαρτίαι ὑμῶν

33

[ἐξ] ἡμερῶν

8 καὶ νῦν ἀποδεικνύω ὑμῖν ὅτι φῶς καὶ σκότος ἡμέρα καὶ νὺξ

ἐποπτεύουσιν τὰς ἁμαρτίας ὑμῶν πάσας

9 μὴ πλανᾶσθε τῇ καρδίᾳ ὑμῶν μηδὲ ψεύδεσθε μηδὲ ἐξαλλοιώσητε τοὺς

λόγους τῆς ἀληθείας μηδὲ καταψεύδεσθε τῶν [λόγων τοῦ] ἁγίου καὶ μὴ

δότε ἔπαινον ταῖς [εἰκόσιν ὑ]μῶνmiddot οὐ γὰρ εἰς δικαίωμα εἰσάγ[ουσιν πάντα

τὰ ψεύδ]η καὶ πᾶσα [ἡ πλάνη] Two lines are lost

10 τῆς ἀληθείας ἐξαλλοιοῦσιν καὶ ἀντιγράφουσιν οἱ ἁμαρτωλοὶ καὶ

ἀλλάσσουσιν τοὺς πολλούς καὶ ψεύδονται καὶ πλάσσουσιν πλάσματα

μεγάλα καὶ τὰς γραφὰς ἀναγράφουσιν ἐπὶ τοῖς ὀνόμασιν αὐτῶνmiddot

11 καὶ ὄφελον πάντας τοὺς λόγους μου γράφωσιν ἐπrsquo ἀληθείας ἐπὶ τὰ

ὀνόματα αὐτῶν καὶ μήτε ἀφέλωσιν μήτε ἀλλοιώσωσιν τῶν λόγων τούτων

ἀλλὰ πάντα ἐπrsquo ἀληθείας γράφωσιν ἃ ἐγὼ διαμαρτυροῦμαι αὐτοῖς

12 καὶ πάλιν ἐγὼ γινώσκω μυστήριον δεύτερον ὅτι δικαίοις καὶ ὁσίοις καὶ

φρονίμοις δοθήσονται αἱ βίβλοι μου εἰς χαρὰν ἀληθείας

13 καὶ αὐτοὶ πιστεύσουσιν αὐταῖς καὶ ἐν αὐταῖς χαρήσονται καὶ

ἀγαλλιάσονται πάντες οἱ δίκαιοι μαθεῖν ἐξ αὐτῶν πάσας τὰς ὁδοὺς τῆς

ἀληθείας

CVI

1 μετὰ δὲ χρόνον ἔλαβεν Μαθουσάλεκ τῷ υἱῷ μου γυναῖκα καὶ ἔτεκεν

υἱὸν καὶ ἐκάλεσεν τὸ ὄνομα αὐτοῦ Λάμεχ ἐταπεινώθη ἡ δικαιοσύνη μέχρι

τῆς ἡμέρας ἐκείνης καὶ ὅτε εἰς ἡλικίαν ἐπῆλθεν ἔλαβεν αὐτῷ γυναῖκα καὶ

ἔτεκεν αὐτῷ παιδίον

2 καὶ ὅτε ἐγεννήθη τὸ παιδίον ἦν τὸ σῶμα λευκότερον χιόνος καὶ

πυρρότερον ῥόδου τὸ τρίχωμα πᾶν λευκὸν καὶ ὡς ἔρια λευκὰ καὶ οὖλον

καὶ ἔνδοξον καὶ ὅτε ἀνέῳξεν τοὺς ὀφθαλμούς ἔλαμψεν ἡ οἰκία ὡσεὶ

ἥλιος

3 καὶ ἀνέστη ἐκ τῶν χειρῶν τῆς μαίας καὶ ἀνέῳξεν τὸ στόμα καὶ

εὐλόγησεν τῷ κυρίῳmiddot

4 καὶ ἐφοβήθη Λάμεχ ἀπrsquo αὐτοῦ καὶ ἔφυγεν καὶ ἦλθεν πρὸς Μαθουσάλεκ

τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ

5 τέκνον ἐγεννήθη μου ἀλλοῖον οὐχ ὅμοιον τοῖς ἀνθρώποις ἀλλὰ τοῖς

τέκνοις τῶν ἀγγέλων τοῦ οὐρανοῦ καὶ ὁ τύπος ἀλλοιότερος οὐχ ὅμοιος

ἡμῖνmiddot τὰ ὄμματά ἐστιν ὡς ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου καὶ ἔνδοξον τὸ πρόσωπονmiddot

6 καὶ ὑπολαμβάνω ὅτι οὐκ ἔστιν ἐξ ἐμοῦ ἀλλὰ ἐξ ἀγγέλου καὶ

εὐλαβοῦμαι αὐτὸν μήποτέ τι ἔσται ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ ἐν τῇ γῇ

7 καὶ παραιτοῦμαι π[άτερ καὶ] δέομαι βάδισον πρὸς Ἑνὼ[χ τὸν πατέρα

ἡμῶν καὶ ἐρώτησον] Two lines are lost

8 [ἦλθ]εν πρὸς ἐμὲ εἰς τὰ τέρματα τῆς γῆς οὗ [εἶδ]εν τότε εἶναι με καὶ

εἶπέν μοι πάτερ [μου] ἐπάκουσον τῆς φωνῆς μου καὶ ἧκε [πρὸς] ἐμέ καὶ

ἤκουσα τὴν φωνὴν αὐτοῦ καὶ ἦλθον πρὸς αὐτὸν καὶ εἶπα ἰδοὺ πάρειμι

τέκνονmiddot διὰ τί ἐλήλυθας πρὸς ἐμέ τέκνον

9 καὶ ἀπεκρίθη λέγων διrsquo ἀνάγκην μεγάλην ἦλθον ὧδε πάτερmiddot

10 καὶ νῦν ἐγεννήθη τέκνον Λάμεχ τῷ υἱῷ μου καὶ ὁ τύπος αὐτοῦ καὶ ἡ

εἰκὼν αὐτοῦ laquoοὐχ ὅμοιος ἀνθρώποις καὶ τὸ χρῶμα αὐτοῦraquo λευκότερον

χιόνος καὶ πυρρότερον ῥόδου καὶ τὸ τρίχωμα τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ

λευκότερον ἐρίων λευκῶν καὶ τὰ ὄμματα αὐτοῦ ἀφόμοια ταῖς τοῦ ἡλίου

ἀκτῖσιν

11 καὶ ἀνέστη ἀπὸ τῶν τῆς μαίας χειρῶν καὶ ἀνοίξας τὸ στόμα εὐλόγησεν

τὸν κύριον τοῦ αἰῶνοςmiddot

34

12 καὶ ἐφοβήθη ὁ υἱός μου Λάμεχ καὶ ἔφυγεν πρὸς ἐμέ καὶ οὐ πιστεύει ὅτι

υἱὸς αὐτοῦ ἐστιν ἀλλὰ ὅτι ἐξ ἀγγέλων one or two lines omitted τὴν

ἀκρίβειαν ἣν ἔχεις () καὶ τὴν ἀλήθειαν

13 τότε ἀπεκρίθην λέγων ἀνακαινίσει ὁ κύριος πρόσταγμα ἐπὶ τῆς γῆς

καὶ τὸν αὐτὸν τρόπον τέκνον τεθέαμαι καὶ ἐσήμανά σοιmiddot ἐν γὰρ τῇ γενεᾷ

Ἰάρεδ τοῦ πατρός μου παρέβησαν τὸν λόγον κυρίου ἀπὸ τῆς διαθήκης τοῦ

οὐρανοῦ

14 καὶ ἰδοὺ ἁμαρτάνουσιν καὶ παραβαίνουσιν τὸ ἔθος καὶ μετὰ γυναικῶν

συγγίνονται καὶ μετrsquo αὐτῶν ἁμαρτάνουσιν καὶ ἔγημαν ἐξ αὐτῶν

[καὶ τίκτουσιν οὐχ ὁμοίους πνεύμασιν ἀλλὰ σαρκίνους]middot

15 καὶ ἔσται ὀργὴ μεγάλη ἐπὶ τῆς γῆς καὶ κατακλυσμός καὶ ἔσται

ἀπώλεια μεγάλη ἐπὶ ἐνιαυτὸν ἕναmiddot

16 καὶ τόδε τὸ παιδίον τὸ γεννηθὲν καταλειφθήσεται καὶ τρία αὐτοῦ

τέκνα σωθήσεται ἀποθανόντων τῶν ἐπὶ τῆς γῆςmiddot

17b καὶ πραϋνεῖ τὴν γῆν ἀπὸ τῆς οὔσης ἐν αὐτῇ φθορᾶς

18 καὶ νῦν λέγε Λάμεχ ὅτι τέκνον σού ἐστιν δικαίως καὶ ὁσίως [καὶ]

κάλεσον αὐτοῦ τὸ ὄνομα [Νῶε]middot αὐτὸς γὰρ ἔσται ὑμῶν κατάλειμμα ἐφrsquo οὗ

ἂν καταπαύσητε καὶ laquoοἱraquo υἱοὶ αὐτοῦ ἀπὸ τῆς φθορᾶς τῆς γῆς καὶ ἀπὸ

πάντων τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ ἀπὸ πασῶν τῶν συντελειῶν ἐπὶ τῆς γῆς

Four lines are lost

19 ὑπέδειξέν μοι καὶ ἐμήνυσεν καὶ ἐν ταῖς πλαξὶν τοῦ οὐρανοῦ ἀνέγνων

αὐτά

CVII

1 τότε τεθέαμαι τὰ ἐγγεγραμμένα ἐπrsquo αὐτῶν ὅτι γενεὰ γενεᾶς κακ[ίων

ἔσται] καὶ εἶδον τόδε μέχρις τοῦ ἀνας[τῆναι] γενεὰν δικαιοσύνης καὶ ἡ

κακία ἀπολεῖται καὶ ἡ ἁμαρτία ἀλλάξει ἀπὸ τῆς γῆς καὶ τὰ ἀγαθὰ ἥξει ἐπὶ

τῆς γῆς ἐπrsquo αὐτούς

2 καὶ νῦν ἀπότρεχε τέκνον καὶ σήμανον Λάμεχ τῷ υἱῷ σου ὅτι τὸ παιδίον

τοῦτο τὸ γεννηθὲν τέκνον αὐτοῦ ἐστιν δικαίως καὶ οὐ ψευδῶς

3 καὶ ὅτε ἤκουσεν Μαθουσάλεκ τοὺς λόγους Ἑνὼχ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ

μυστηριακῶς γὰρ ἐδήλωσεν αὐτῷ [ἐπέστρεψεν καὶ ἐδήλωσεν αὐτῷ] καὶ

ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτοῦ Νῶε εὐφραίνων τὴν γῆν ἀπὸ τῆς ἀπωλείας

Liber Enoch

Apocalypsis Henochi Graece

(recensio ap Syncellum)

(ed M Black)

Pseudepigrapha veteris testamenti Graece 3

Leiden Brill 1970 pp 21ndash26 29ndash30 32ndash33 37

VI

ἐκ τοῦ πρώτου βιβλίου Ἐνὼχ περὶ τῶν ἐγρηγόρων

1 καὶ ἐγένετο ὅτε ἐπληθύνθησαν οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων ἐγεννήθησαν

αὐτοῖς θυγατέρες ὡραῖαι

2 καὶ ἐπεθύμησαν αὐτὰς οἱ ἐγρήγοροι καὶ ἀπεπλανήθησαν ὀπίσω αὐτῶν

καὶ εἶπον πρὸς ἀλλήλους ἐκλεξώμεθα ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ τῶν

θυγατέρων τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς

3 καὶ εἶπε Σεμιαζᾶς ὁ ἄρχων αὐτῶν πρὸς αὐτούς φοβοῦμαι μὴ οὐ

θελήσητε (Go θελήσετε) ποιῆσαι τὸ πρᾶγμα τοῦτο καὶ ἔσομαι ἐγὼ μόνος

ὀφειλέτης ἁμαρτίας μεγάλης

4 καὶ ἀπεκρίθησαν αὐτῷ πάντες καὶ εἶπον ὀμόσωμεν ἅπαντες ὅρκῳ καὶ

ἀναθεματίσωμεν ἀλλήλους τοῦ μὴ ἀποστρέψαι τὴν γνώμην ταύτην

35

μέχρις οὗ ἀποτελέσωμεν αὐτήν

5 τότε πάντες ὤμοσαν ὁμοῦ καὶ ἀνεθεμάτισαν ἀλλήλους

6 ἦσαν δὲ οὗτοι διακόσιοι οἱ καταβάντες ἐν ταῖς ἡμέραις Ἰάρεδ εἰς τὴν

κορυφὴν τοῦ Ἑρμονιεὶμ (Go κορυφὴν Ἑρμὼν) ὄρους καὶ ἐκάλεσαν τὸ ὄρος

Ἑρμώμ καθότι ὤμοσαν (Go ομοσαν) καὶ ἀνεθεμάτισαν ἀλλήλους ἐν αὐτῷ

7 καὶ ταῦτα τὰ ὀνόματα τῶν ἀρχόντων αὐτῶν αacute Σεμιαζᾶς ὁ ἄρχων

αὐτῶν βacute Ἀταρκούφ γacute Ἀρακιήλ δacute Χωβαβιήλ εacute Ὀραμμαμή Ϛacute Ῥαμιήλ ζacute

Σαμψίχ ηacute Ζακιήλ θacute Βαλκιήλ ιacute Ἀζαλζήλ ιαacute Φαρμαρός ιβacute Ἀμαριήλ ιγacute

Ἀναγημάς ιδacute Θαυσαήλ ιεacute Σαμιήλ ιϚacute Σαρινᾶς ιζacute Εὐμιήλ (Par gr 1711 ὁ

Εὐμιήλ) ιηacute Τυριήλ ιθacute Ἰουμιήλ κacute Σαριήλ

VII

1 Οὗτοι καὶ οἱ λοιποὶ πάντες ἐν τῷ χιλιοστῷ ἑκατοστῷ ἑβδομηκοστῷ ἔτει

τοῦ κόσμου ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας καὶ ἤρξαντο μιαίνεσθαι ἐν αὐταῖς

ἕως τοῦ κατακλυσμοῦ καὶ ἔτεκον αὐτοῖς γένη τρίαmiddot πρῶτον γίγαντας

μεγάλους

2 οἱ δὲ γίγαντες ἐτέκνωσαν Ναφηλείμ καὶ τοῖς Ναφηλεὶμ ἐγεννήθησαν

Ἐλιούδ καὶ ἦσαν αὐξανόμενοι κατὰ τὴν μεγαλειότητα αὐτῶν καὶ

ἐδίδαξαν ἑαυτοὺς καὶ τὰς γυναῖκας ἑαυτῶν φαρμακείας καὶ ἐπαοιδίας

VIII

1 Πρῶτος Ἀζαὴλ ὁ δέκατος τῶν ἀρχόντων ἐδίδαξε ποιεῖν μαχαίρας καὶ

θώρακας καὶ πᾶν σκεῦος πολεμικόν καὶ τὰ μέταλλα τῆς γῆς καὶ τὸ

χρυσίον πῶς ἐργάσωνται καὶ ποιήσωσιν αὐτὰ κόσμια ταῖς γυναιξί καὶ τὸν

ἄργυρον ἔδειξε δὲ αὐτοῖς καὶ τὸ στίλβειν καὶ τὸ καλλωπίζειν καὶ τοὺς

ἐκλεκτοὺς λίθους καὶ τὰ βαφικάmiddot καὶ ἐποίησαν ἑαυτοῖς οἱ υἱοὶ τῶν

ἀνθρώπων καὶ ταῖς θυγατράσιν αὐτῶν καὶ παρέβησαν καὶ ἐπλάνησαν

τοὺς ἁγίους

2 καὶ ἐγένετο ἀσέβεια πολλὴ ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἠφάνισαν τὰς ὁδοὺς αὐτῶν

3 ἔτι δὲ καὶ ὁ πρώταρχος αὐτῶν Σεμιαζᾶς ἐδίδαξεν εἶναι ὀργὰς κατὰ τοῦ

νοός καὶ ῥίζας βοτανῶν τῆς γῆς ὁ δὲ ἑνδέκατος Φαρμαρὸς ἐδίδαξε

φαρμακείας ἐπαοιδίας σοφίας καὶ ἐπαοιδῶν λυτήριαmiddot ὁ ἔνατος ἐδίδαξεν

ἀστροσκοπίανmiddot ὁ δὲ τέταρτος ἐδίδαξεν ἀστρολογίανmiddot ὁ δὲ ὄγδοος ἐδίδαξεν

ἀεροσκοπίανmiddot ὁ δὲ τρίτος ἐδίδαξε τὰ σημεῖα τῆς γῆςmiddot ὁ δὲ ἕβδομος ἐδίδαξε

τὰ σημεῖα τοῦ ἡλίουmiddot ὁ δὲ εἰκοστὸς ἐδίδαξε τὰ σημεῖα τῆς σελήνηςmiddot πάντες

οὗτοι ἤρξαντο ἀνακαλύπτειν τὰ μυστήρια ταῖς γυναιξὶν αὐτῶν καὶ τοῖς

τέκνοις αὐτῶν μετὰ δὲ ταῦτα ἤρξαντο οἱ γίγαντες κατεσθίειν τὰς σάρκας

τῶν ἀνθρώπων

4 καὶ ἤρξαντο οἱ ἄνθρωποι ἐλαττοῦσθαι ἐπὶ τῆς γῆς

VIII col I

4 οἱ δὲ λοιποὶ ἐβόησαν εἰς τὸν οὐρανὸν περὶ τῆς κακώσεως αὐτῶν

λέγοντες εἰσενεχθῆναι τὸ μνημόσυνον αὐτῶν ἐνώπιον κυρίου

VIII col II

4 Τότε ἐβόησαν οἱ ἄνθρωποι εἰς τὸν οὐρανὸν λέγοντες Εἰσαγάγετε τὴν

κρίσιν ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον καὶ τὴν ἀπώλειαν ἡμῶν ἐνώπιον τῆς δόξης

τῆς μεγάλης ἐνώπιον τοῦ κυρίου τῶν κυρίων πάντων τῇ μεγαλωσύνῃ

IX col I

1 Καὶ ἀκούσαντες οἱ τέσσαρες μεγάλοι ἀρχάγγελοι Μιχαὴλ καὶ Οὐριὴλ

καὶ Ῥαφαὴλ καὶ Γαβριὴλ (καὶ Par gr 1711) παρέκυψαν ἐπὶ τὴν γῆν ἐκ τῶν

ἁγίων τοῦ οὐρανοῦ

2 καὶ θεασάμενοι αἷμα πολὺ ἐκκεχυμένον ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πᾶσαν ἀσέβειαν

καὶ ἀνομίαν γενομένην ἐπrsquo αὐτῆς

36

3 εἰσελθόντες εἶπον πρὸς ἀλλήλους ὅτι Τὰ πνεύματα καὶ αἱ ψυχαὶ τῶν

ἀνθρώπων στενάζουσιν ἐντυγχάνοντα καὶ λέγοντα ὅτι Εἰσαγάγετε τὴν

κρίσιν ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον καὶ τὴν ἀπώλειαν ἡμῶν ἐνώπιον τῆς δόξης

τῆς μεγαλωσύνης ἐνώπιον τοῦ κυρίου τῶν κυρίων πάντων τῇ

μεγαλωσύνῃ

4 καὶ εἶπον τῷ κυρίῳ τῶν αἰώνων Σὺ εἶ ὁ θεὸς τῶν θεῶν καὶ κύριος τῶν

κυρίων καὶ ὁ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ θεὸς τῶν αἰώνων καὶ ὁ

θρόνος τῆς δόξης σου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν αἰώνων καὶ τὸ ὄνομά σου

ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

IX col II

1 Καὶ ἀκούσαντες οἱ τέσσαρες μεγάλοι ἀρχάγγελοι Μιχαὴλ καὶ Οὐριὴλ

καὶ Ῥαφαὴλ καὶ Γαβριὴλ παρέκυψαν (= οἱ ltδgt Par gr 1711) ἐπὶ τὴν γῆν ἐκ

τῶν ἁγίων τοῦ οὐρανοῦ

2 καὶ θεασάμενοι αἷμα πολὺ ἐκκεχυμένον ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πᾶσαν ἀνομίαν

καὶ ἀσέβειαν γινομένην ἐπrsquo αὐτῆς

3 εἰσελθόντες εἶπον πρὸς ἀλλήλους ὅτι Τὰ πνεύματα καὶ αἱ ψυχαὶ τῶν

ἀνθρώπων ἐντυγχάνουσι στενάζοντα καὶ λέγοντα Εἰσαγάγετε τὴν δέησιν

ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον

4 καὶ προσελθόντες οἱ τέσσαρες ἀρχάγγελοι εἶπον τῷ κυρίῳ Σὺ εἶ ὁ θεὸς

τῶν θεῶν καὶ κύριος τῶν κυρίων καὶ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ θεὸς

τῶν ἀνθρώπων καὶ ὁ θρόνος τῆς δόξης σου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν

αἰώνων καὶ τὸ ὄνομά σου ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

καὶ τὸ ὄνομά σου ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

IX

4 add post αἰῶνας καὶ τὰ ἑξῆς τότε ὁ ὕψιστος ἐκέλευσε τοῖς ἁγίοις

ἀρχαγγέλοις καὶ ἔδησαν τοὺς ἐξάρχους αὐτῶν καὶ ἔβαλον (ἔβαλλον Par

gr 1711) αὐτοὺς εἰς τὴν ἄβυσσον ἕως τῆς κρίσεως καὶ τὰ ἑξῆς καὶ ταῦτα

μὲν ὁ Ἐνὼχ μαρτυρεῖ

5 σὺ γὰρ εἶ ὁ ποιήσας τὰ πάντα καὶ πάντων τὴν ἐξουσίαν ἔχων καὶ πάντα

ἐνώπιόν σου φανερὰ καὶ ἀκάλυπταmiddot καὶ πάντα ὁρᾷς καὶ οὐκ ἔστιν ὃ

κρυβῆναί σε δύναται

6 ὁρᾷς ὅσα ἐποίησεν Ἀζαὴλ καὶ (om Par gr 1711) ὅσα εἰσήνεγκεν (add

καὶ Par gr 1711) ὅσα ἐδίδαξεν ἀδικίας καὶ ἁμαρτίας ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πάντα

δόλον ἐπὶ τῆς ξηρᾶς ἐδίδαξε γὰρ τὰ μυστήρια καὶ ἀπεκάλυψε τῷ αἰῶνι τὰ

ἐν οὐρανῷ ἐπιτηδεύουσιν δὲ τὰ ἐπιτηδεύματα αὐτοῦ εἰδέναι τὰ μυστήρια

οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων

7 τῷ Σεμιαζᾷ τὴν ἐξουσίαν ἔδωκας ἔχειν τῶν σὺν αὐτῷ ἅμα ὄντων

8 καὶ ἐπορεύθησαν πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς καὶ

συνεκοιμήθησαν μετrsquo αὐτῶν καὶ ἐν ταῖς θηλείαις ἐμιάνθησαν καὶ

ἐδήλωσαν αὐταῖς πάσας τὰς ἁμαρτίας καὶ ἐδίδαξαν αὐτὰς μίσητρα

(μίσιτρα Par gr 1711) ποιεῖν

9 καὶ νῦν ἰδοὺ αἱ θυγατέρες τῶν ἀνθρώπων ἔτεκον ἐξ αὐτῶν υἱοὺς

γίγανταςmiddot κίβδηλα ἐπὶ τῆς (om Go) γῆς τῶν ἀνθρώπων ἐκκέχυται καὶ ὅλη

ἡ γῆ ἐπλήσθη ἀδικίας

10 καὶ νῦν ἰδοὺ τὰ πνεύματα τῶν ψυχῶν τῶν ἀποθανόντων ἀνθρώπων

ἐντυγχάνουσιν καὶ μέχρι τῶν πυλῶν τοῦ οὐρανοῦ ἀνέβη ὁ στεναγμὸς

αὐτῶν καὶ οὐ δύναται ἐξελθεῖν ἀπὸ προσώπου τῶν ἐπὶ τῆς γῆς γινομένων

ἀδικημάτων

11 καὶ σὺ αὐτὰ οἶδας πρὸ τῶν (τοῦ recte Par gr 1711) αὐτὰ γενέσθαι καὶ

ὁρᾷς αὐτοὺς καὶ ἐᾷς αὐτούς καὶ οὐδὲν λέγεις τί δεῖ ποιῆσαι αὐτοὺς (om

37

Go) περὶ τούτου

X

1 Τότε ὁ ὕψιστος εἶπε καὶ ὁ ἅγιος ὁ μέγας ἐλάλησε καὶ ἔπεμψε τὸν Οὐριὴλ

πρὸς τὸν υἱὸν (Go τοῦ) Λάμεχ λέγων

2 Πορεύου πρὸς τὸν Νῶε καὶ εἶπον αὐτῷ τῷ ἐμῷ ὀνόματι Κρύψον σεαυτόν

καὶ δήλωσον αὐτῷ τέλος ἐπερχόμενον ὅτι ἡ γῆ ἀπόλλυται πᾶσαmiddot καὶ εἶπον

αὐτῷ ὅτι κατακλυσμὸς μέλλει γίνεσθαι πάσης τῆς γῆς ἀπολέσαι πάντα

ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς

3 δίδαξον τὸν δίκαιον τί ποιήσει τὸν υἱὸν Λάμεχ καὶ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ εἰς

ζωὴν συντηρήσει καὶ ἐκφεύξεται διrsquo αἰῶνος καὶ ἐξ αὐτοῦ φυτευθήσεται

φύτευμα καὶ σταθήσεται πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

4 Καὶ τῷ Ῥαφαὴλ εἶπε Πορεύου Ῥαφαήλ καὶ δῆσον τὸν Ἀζαήλmiddot χερσὶ καὶ

ποσὶ συμπόδισον αὐτόν καὶ ἔμβαλε αὐτὸν εἰς τὸ σκότος καὶ ἄνοιξον τὴν

ἔρημον τὴν οὖσαν ἐν τῇ ἐρήμῳ Δουδαήλ καὶ ἐκεῖ πορευθεὶς βάλε αὐτόν

5 καὶ ὑπόθες αὐτῷ λίθους ὀξεῖς καὶ (om Go) λίθους τραχεῖς καὶ

ἐπικάλυψον αὐτῷ σκότος καὶ οἰκησάτω ἐκεῖ εἰς τὸν αἰῶνα καὶ τὴν ὄψιν

αὐτοῦ πώμασον καὶ φῶς μὴ θεωρείτωmiddot

6 καὶ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως ἀπαχθήσεται εἰς τὸν ἐμπυρισμὸν τοῦ

πυρός

7 καὶ ἴασαι τὴν γῆν ἣν ἠφάνισαν οἱ ἐγρήγοροι καὶ τὴν ἴασιν τῆς πληγῆς

δήλωσον ἵνα ἰάσωνται τὴν πληγὴν καὶ μὴ ἀπόλωνται πάντες οἱ υἱοὶ τῶν

ἀνθρώπων ἐν τῷ μυστηρίῳ ὃ εἶπον οἱ ἐγρήγοροι καὶ ἐδίδαξαν τοὺς υἱοὺς

τῶν ἀνθρώπων

8 καὶ ἠρημώθη πᾶσα ἡ γῆ ἐν τοῖς ἔργοις τῆς διδασκαλίας Ἀζαήλmiddot καὶ ἐπrsquo

αὐτῇ γράψον πάσας τὰς ἁμαρτίας

9 Καὶ τῷ Γαβριὴλ εἶπε Πορεύου Γαβριήλ ἐπὶ τοὺς γίγαντας ἐπὶ τοὺς

κιβδήλους ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς πορνείας καὶ ἀπόλεσαν τοὺς υἱοὺς τῶν

ἐγρηγόρων ἀπὸ τῶν υἱῶν τῶν ἀνθρώπωνmiddot πέμψον αὐτοὺς εἰς ἀλλήλους ἐξ

αὐτῶν εἰς αὐτούς ἐν πολέμῳ καὶ ἐν ἀπωλείᾳ καὶ μακρότης ἡμερῶν οὐκ

ἔσται αὐτοῖς

10 καὶ πᾶσα ἐρώτησις οὐκ ἔστι τοῖς πατράσιν αὐτῶν ὅτι ἐλπίζουσι ζῆσαι

ζωὴν αἰώνιον καὶ ὅτι ζήσεται ἕκαστος αὐτῶν ἔτη πεντακόσια

11 καὶ τῷ Μιχαὴλ εἶπε Πορεύου Μιχαήλ δῆσον Σεμιαζᾶν καὶ τοὺς ἄλλους

σὺν αὐτῷ τοὺς συμμιγέντας ταῖς θυγατράσι τῶν ἀνθρώπων τοῦ μιανθῆναι

ἐν αὐταῖς ἐν τῇ ἀκαθαρσίᾳ αὐτῶν

12 καὶ ὅταν κατασφαγῶσιν οἱ υἱοὶ αὐτῶν καὶ ἴδωσι τὴν ἀπώλειαν τῶν

ἀγαπητῶν αὐτῶν δῆσον αὐτοὺς ἐπὶ ἑβδομήκοντα γενεὰς εἰς τὰς νάπας

τῆς γῆς μέχρι ἡμέρας κρίσεως αὐτῶν μέχρι ἡμέρας τελειώσεως τελεσμοῦ

ἕως συντελεσθῇ κρίμα τοῦ αἰῶνος τῶν αἰώνων

13 τότε ἀπενεχθήσονται εἰς τὸ χάος τοῦ πυρὸς καὶ εἰς τὴν βάσανον καὶ εἰς

τὸ δεσμωτήριον τῆς συγκλείσεως τοῦ αἰῶνος

14 καὶ ὃς ἂν κατακρίθῃ καὶ ἀφανισθῇ ἀπὸ τοῦ νῦν μετrsquo αὐτῶν δεθήσεται

(δεηθήσεται recte Par gr 1711) μέχρι τελειώσεως γενεᾶς αὐτῶν

περὶ δὲ τοῦ ὄρους ἐν ᾧ ὤμοσαν καὶ ἀνεθεμέτισαν πρὸς τὸν πλησίον αὐτῶν

ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα οὐ μὴ ἀποστῇ ἀπrsquo αὐτοῦ ψῦχος καὶ χιὼν καὶ πάχνη καὶ

δρόσος οὐ μὴ καταβῇ εἰς αὐτό εἰ μὴ εἰς κατάραν καταβήσεται ἐπrsquo αὐτό

μέχρις ἡμέρας κρίσεως τῆς μεγάλης ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ κατακαυθήσεται

καὶ ταπεινωθήσεται καὶ ἔσται κατακαιόμενον καὶ τηκόμενον ὡς κηρὸς

ἀπὸ πυρός οὕτως κατακαήσεται περὶ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ καὶ νῦν

ἐγὼ λέγω ὑμῖν υἱοῖς ἀνθρώπων Ὀργὴ μεγάλη καθrsquo ὑμῶν laquoκαὶraquo κατὰ τῶν

38

υἱῶν ὑμῶν καὶ οὐ παύσεται ἡ ὀργὴ αὕτη ἀφrsquo ὑμῶν μέχρι καιροῦ σφαγῆς

τῶν υἱῶν ὑμῶν καὶ ἀπολοῦνται οἱ ἀγαπητοὶ ὑμῶν καὶ ἀποθανοῦνται οἱ

ἔντιμοι ὑμῶν ἀπὸ πάσης τῆς γῆς ὅτι πᾶσαι αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς αὐτῶν ἀπὸ

τοῦ νῦν οὐ μὴ ἔσονται πλείω τῶν ἑκατὸν εἴκοσιν ἐτῶν καὶ μὴ δόξητε ἔτι

ζῆσαι ἐπὶ πλείονα ἔτηmiddot οὐ γάρ ἐστιν ἐπrsquo αὐτοῖς πᾶσα ὁδὸς ἐκφεύξεως ἀπὸ

τοῦ νῦν διὰ τὴν ὀργὴν ἣν ὠργίσθη ὑμῖν ὁ βασιλεὺς πάντων τῶν αἰώνωνmiddot

μὴ νομίσητε ὅτι ἐκφεύξεσθε ταῦτα

XV

8 Καὶ νῦν οἱ γίγαντες οἱ γεννηθέντες ἀπὸ πνευμάτων καὶ σαρκὸς

πνεύματα πονηρὰ ἐπὶ τῆς γῆς καλέσουσιν αὐτούς ὅτι ἡ κατοίκησις αὐτῶν

ἔσται ἐπὶ τῆς γῆς

9 πνεύματα πονηρὰ ἔσονται τὰ πνεύματα ἐξεληλυθότα ἀπὸ τοῦ σώματος

τῆς σαρκὸς αὐτῶν διότι ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων ἐγένοντο καὶ ἐκ τῶν ἁγίων

τῶν ἐγρηγόρων ἡ ἀρχὴ τῆς κτίσεως αὐτῶν καὶ ἀρχὴ θεμελίουmiddot πνεύματα

πονηρὰ

10 ἐπὶ τῆς γῆς ἔσονται

11 τὰ πνεύματα τῶν γιγάντων νεμόμενα ἀδικοῦντα ἀφανίζοντα

ἐμπίπτοντα καὶ συμπαλαίοντα καὶ ῥιπτοῦντα ἐπὶ τῆς γῆς καὶ δρόμους

ποιοῦντα καὶ μηδὲν ἐσθίοντα ἀλλrsquo ἀσιτοῦντα καὶ ῥιπτοῦντα καὶ φάσματα

ποιοῦντα καὶ διψῶντα καὶ προσκόπτοντα

12 καὶ ἐξαναστήσονται τὰ πνεύματα ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων καὶ

τῶν γυναικῶν ὅτι ἐξ αὐτῶν ἐξεληλύθασι

XVI

1 Καὶ ἀπὸ ἡμέρας καιροῦ σφαγῆς καὶ ἀπωλείας καὶ θανάτου τῶν

γιγάντων ναφηλείμ οἱ ἰσχυροὶ τῆς γῆς οἱ μεγάλοι ὀνομαστοί τὰ

πνεύματα τὰ ἐκπορευόμενα ἀπὸ τῆς ψυχῆς αὐτῶν ὡς ἐκ τῆς σαρκὸς

ἔσονται ἀφανίζοντα χωρὶς κρίσεωςmiddot οὕτως ἀφανίσουσι μέχρις ἡμέρας τῆς

τελειώσεως ἕως τῆς κρίσεως τῆς μεγάλης ἐν ᾗ (ᾧ Par gr 1711) ὁ αἰὼν ὁ

μέγας τελεσθήσεται

XIX

3 ἀνθρώπων ὡς ἐγὼ εἶδον

XX

2 ὁ εἷς τῶν ἁγίων ὁ ἐπὶ τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ταρτάρου

3 Ῥαφαὴλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων τῶν ἀνθρώπων

4 Ῥαγουήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐκδικῶν τὸν κόσμον τῶν

φωστήρων

5 Μιχαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς ἐπὶ τῶν τοῦ λαοῦ ἀγαθῶν τέτακται

καὶ ἐπὶ τῷ χαῷ

6 Σαριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων οἵτινες ἐπὶ τῷ

πνεύματι ἁμαρτάνουσιν

7 Γαβριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τοῦ παραδείσου καὶ τῶν

δρακόντων καὶ χερουβίν Ῥεμειήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃν ἔταξεν ὁ

θεὸς ἐπὶ τῶν ἀνισταμένων ὀνόματα ζacute ἀρχαγγέλων

XXI

1 Καὶ ἐφώδευσα μέχρι τῆς ἀκατασκευάστου

2 καὶ ἐκεῖ ἐθεασάμην ἔργον φοβερόν ἑώρακα οὔτε οὐρανὸν ἐπάνω οὔτε

γῆν τεθεμελιωμένην ἀλλὰ τόπον ἀκατασκεύαστον καὶ φοβερόν

3 καὶ ἐκεῖ τεθέαμαι ζacute ἀστέρας τοῦ οὐρανοῦ δεδεμένους καὶ ἐριμμένους ἐν

αὐτῷ ὁμοῦ ὁμοίους ὁράσει μεγάλῃ καὶ ἐν πυρὶ καιομένους

4 τότε εἶπον Διὰ ποίαν αἰτίαν ἐπεδέθησαν καὶ διὰ ποίαν αἰτίαν ἐρίφησαν

39

ὧδε

5 καὶ εἶπέν μοι Οὐριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ μετrsquo

ἐμοῦ ὤν - καὶ

αὐτὸς αὐτῶν ἡγεῖτο - καὶ εἶπέν μοι Ἑνώχ περὶ τίνος

ἐρωτᾷς ἢ περὶ τίνος

τὴν ἀλήθειαν φιλοσπευδεῖς

6 οὗτοί εἰσιν τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ οἱ παραβάντες

τὴν ἐπιταγὴν τοῦ

κυρίου καὶ ἐδέθησαν ὧδε μέχρι πληρωθῆναι μύρια ἔτη

τὸν χρόνον τῶν

ἁμαρτημάτων αὐτῶν

7 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον τούτου

φοβερώτερον καὶ τεθέαμαι

ἔργα φοβεράmiddot πῦρ μέγα ἐκεῖ καιόμενον καὶ φλεγόμενον καὶ διακοπὴν

εἶχεν ὁ τόπος ἕως τῆς ἀβύσσου πλήρης στύλων πυρὸς μεγάλων

καταφερομένωνmiddot οὔτε μέτρον οὔτε μέγεθος ἠδυνήθην ἰδεῖν οὔτε εἰκάσαι

8 τότε εἶπον Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος οὗτος καὶ ὡς δεινὸς τῇ ὁράσει

9 τότε ἀπεκρίθη μοι καὶ εἶπεν

Incert

1 παρὰ (Par gr 1711 Go περὶ) δὲ τοῦ ὄρους ἐν ᾧ ὤμοσαν καὶ

ἀνεθεμάτισαν πρὸς τὸν πλησίον αὐτῶν ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα οὐ μὴ ἀποστῇ

ἀπrsquo αὐτοῦ ψῦχος καὶ χιὼν καὶ πάχνη καὶ δρόσος οὐ μὴ καταβῇ εἰς αὐτό εἰ

μὴ εἰς κατάραν καταβήσεται ἐπrsquo (Go εἰς) αὐτό μέχρις ἡμέρας κρίσεως τῆς

μεγάλης

2 ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ κατακαυθήσεται καὶ (Go om) ταπεινωθήσεται καὶ

ἔσται κατακαιόμενον καὶ τηκόμενον ὡς κηρὸς ἀπὸ πυρός οὕτως

κατακαήσεται περὶ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ

3 καὶ νῦν ἐγὼ λέγω ὑμῖν υἱοῖς ἀνθρώπων Ὀργὴ μεγάλη καθrsquo ὑμῶν κατὰ

τῶν υἱῶν ὑμῶνmiddot καὶ οὐ παύσεται ἡ ὀργὴ αὕτη ἀφrsquo ὑμῶν μέχρι καιροῦ

σφαγῆς τῶν υἱῶν ὑμῶν

4 καὶ ἀπολοῦνται οἱ ἀγαπητοὶ ὑμῶν καὶ ἀποθανοῦνται οἱ ἔντιμοι ὑμῶν

ἀπὸ πάσης τῆς γῆς ὅτι πᾶσαι αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς αὐτῶν ἀπὸ τοῦ νῦν οὐ μὴ

ἔσονται πλείω τῶν ἑκατὸν εἴκοσιν ἐτῶν

5 καὶ μὴ δόξητε ἔτι ζῆσαι ἐπὶ πλείονα ἔτηmiddot οὐ γάρ ἐστιν ἐπrsquo αὐτοῖς πᾶσα

ὁδὸς ἐκφεύξεως ἀπὸ τοῦ νῦν διὰ τὴν ὀργὴν ἣν ὠργίσθη ὑμῖν ὁ βασιλεὺς

πάντων τῶν αἰώνωνmiddot μὴ νομίσητε ὅτι ἐκφεύξεσθε ταῦτα

Περί των γιγάντων

καὶ ἦν νωε ἐτῶν πεντακοσίων καὶ ἐγέννησεν νωε τρεῖς υἱούς τὸν σημ τὸν χαμ τὸν

ιαφεθκαὶ ἐγένετο ἡνίκα ἤρξαντο οἱ ἄνθρωποι πολλοὶ γίνεσθαι ἐπὶ τῆς γῆς καὶ θυγατέρες

ἐγενήθησαν αὐτοῖς 2ἰδόντες δὲ οἱ υἱοὶ τοῦ θεοῦ τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων ὅτι καλαί

εἰσιν ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ πασῶν ὧν ἐξελέξαντο 3καὶ εἶπεν κύριος ὁ θεός οὐ

μὴ καταμείνῃ τὸ πνεῦμά μου ἐν τοῖς ἀνθρώποις τούτοις εἰς τὸν αἰῶνα διὰ τὸ εἶναι

αὐτοὺς σάρκας ἔσονται δὲ αἱ ἡμέραι αὐτῶν ἑκατὸν εἴκοσι ἔτη 4οἱ δὲ γίγαντες ἦσαν ἐπὶ

τῆς γῆς ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις καὶ μετ ἐκεῖνο ὡς ἂν εἰσεπορεύοντο οἱ υἱοὶ τοῦ

θεοῦ πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων καὶ ἐγεννῶσαν ἑαυτοῖς ἐκεῖνοι ἦσαν οἱ

γίγαντες οἱ ἀπ αἰῶνος οἱ ἄνθρωποι οἱ ὀνομαστοί

40

Παραθέτουμε ένα επεξηγηματικό κείμενο αναφορικά με τους γίγαντες από την

ιστοσελίδα httpwwwoodegrcom

laquoΕδώ πρόκειται για το θέμα στο οποίο αναφέρθηκε ο Ιησούς Χριστός στο

Ματθαίος κδ΄ 38 για τους προκατακλυσμιαίους ανθρώπους που ΄΄έτρωγαν και

έπιναν και παντρεύονταν΄΄ ώσπου ήρθε ο Κατακλυσμός Επ αυτών υπάρχουν

κάποιες παρατηρήσεις

1η παρατήρηση Το οριστικό άρθρο ΄΄οι΄΄ δείχνει ότι πρόκειται για κάποιους που

ήταν ήδη γνωστοί στους αναγνώστες της Γενέσεως προς τους οποίους απευθύνεται

ο Μωυσής δηλαδή προς τους Ισραηλίτες της εποχής του που λάβαιναν το Νόμο

2η παρατήρηση Το ότι ΄΄εν ταις ημέραις εκείναις ήσαν΄΄ υπονοεί 1 Είτε ότι δεν

υπήρχαν πλέον οι γίγαντες στη ΄΄γη΄΄ όταν γραφόταν η Γένεση δηλαδή κατά το 1500

πΧ 2 είτε ότι υπήρχαν και τότε

3η παρατήρηση Για ποια ΄΄γη΄΄ μιλάει 1 Είτε για τη συγκεκριμένη γη στην οποία

συνέβαιναν τα γεγονότα που αναγράφονται στα γύρω κεφάλαια (τη γη της

Μεσοποταμίας) 2 είτε γενικά για τη γύρω γη στην οποία είχαν επεκταθεί οι γίγαντες

και η φυλή Αδάμ Αυτό όμως δεν έχει σημασία καθώς η αναφορά γίνεται μόνο για

τον καιρό πρό τού Κατακλυσμού Είναι γεγονός όμως ότι στη γη Χαναάν οι

γίγαντες υπήρχαν και μετά από τον Κατακλυσμό

Αυτό φαίνεται στους Αριθμούς 13ιγ΄ 33 ΄΄και εκεί εωράκαμεν τους γίγαντας

(εβραϊκό Νεφιλείμ) και ήμεν ενώπιον αυτών ωσεί ακρίδες αλλά και ούτως ήμεν

ενώπιον αυτών΄΄

Αν αυτό φαίνεται παράξενο σε κάποιους που διδάχτηκαν ότι ο Κατακλυσμός ήταν

παγκόσμιος ας διαβάσουν τη μελέτη μας ΄΄Ήταν ο Κατακλυσμός Παγκόσμιος΄΄

Εκεί θα δουν τις Αγιογραφικές και ιστορικές αποδείξεις ότι επρόκειτο για έναν

τοπικό κατακλυσμό που έπληξε μόνο τη φυλή Αδάμ και μέλη μόνο των γύρω λαών

Επιβίωση από τον Κατακλυσμό

Το ότι οι Νεφιλείμ επεβίωσαν του Κατακλυσμού εξηγείται απλά

Είναι λογικό το ότι η φυλή των γιγάντων Νεφιλείμ δεν έμενε ολόκληρη στην

κοιλάδα της Μεσοποταμίας αλλά κάποιοι απ αυτούς διεσπάρησαν στις γύρω

περιοχές

Η Γένεση στο 7ζ΄ 20 γράφει ότι ο Κατακλυσμός είχε ύψος 15 πήχες (8- 9 μέτρα)

δηλαδή όσο χρειαζόταν για να καλύψει τις ψηλότερες περιοχές της χαμηλής

Μεσοποταμίας Όσοι όμως έμεναν στα ορεινά γύρω από την πληγείσα περιοχή

επεβίωσαν Άλλωστε ο Κατακλυσμός έγινε για τιμωρία της φυλής Αδάμ και όχι των

γύρω λαών όπως φαίνεται στη Γένεση 6ς΄ 5 - 7 όπου η λέξη που χρησιμοποιείται

στο Εβραϊκό κείμενο γι αυτούς με τους οποίους οργίστηκε ο Θεός είναι ΄΄Αδάμ΄΄

Για τους άλλους λαούς η Γένεση στο Εβραϊκό κείμενο χρησιμοποιεί άλλη λέξη

όπως φαίνεται στο Γένεσις 6ς΄ 4 [΄΄οι άνθρωποι (εβραϊκά ΄΄ενός΄΄) οι

ονομαστοί΄΄] και στο Γένεσις 13ιγ΄ 13 [΄΄οι δε άνθρωποι (εβραϊκά ΄΄ενός΄΄) οι εν

Σοδόμοις΄΄]

41

Μια τελευταία παρατήρηση ξεκινάει από το ίδιο εδάφιο της Γένεσης 6ς΄ 4 που λέει

΄΄Οι δε γίγαντες ήσαν επί τής γης εν ταις ημέραις εκείναις και μετ εκείνο ως αν

εισεπορεύοντο οι υιοί τού Θεού προς τας θυγατέρας τών ανθρώπων΄΄

Οι Νεφιλείμ λοιπόν υπήρχαν ακόμη ΄΄και μετά από εκείνο΄΄ το γεγονός που

περιγράφεται δηλαδή και μετά από την αύξηση του πληθυσμού στη

Μεσοποταμία Είναι λάθος να ταυτίζονται κατ ανάγκην οι Νεφιλείμ με τους γιους

των ισχυρών καθώς μια αβίαστη ανάγνωση του κειμένου δεν δείχνει τίποτα τέτοιο

Το μεταβατικό ΄΄δε΄΄ δείχνει ότι γίνεται λόγος για κάποιους άλλους και όχι για

τους γιούς των ισχυρών Οι γιοί των ισχυρών δεν είναι οι Νεφιλείμ αλλά οι ισχυροί

άνδρες της Μεσοποταμίας των άλλων φυλών που ζούσαν κοντά στη φυλή Αδάμ

Ίσως ο σκοπός του χωρίου είναι να δείξει ότι η φυλή των γιγάντων (η οποία

προβλημάτιζε τους Ισραηλίτες τον καιρό που ο Μωυσής έγραφε αυτά τα λόγια) ήταν

μια αρχαία φυλή σύγχρονη της επιμειξίας της φυλής Αδάμ με τους γιούς των

ισχυρών και ότι οι Νεφιλείμ επεβίωσαν ακόμη και μετά από την επιμειξία των

ισχυρών ανδρών της Μεσοποταμίας με τις ΄΄θυγατέρες Αδάμ΄΄ κατά την

προκατακλυσμιαία εποχή

Ίσως ακόμα η αναφορά αυτή να γίνεται για να δείξει ότι ο κατακλυσμός στρεφόταν

ειδικά κατά του λαού Αδάμ και όχι και των γύρω λαών εκ των οποίων

επεβίωσαν και οι Νεφιλείμ

Οι γίγαντες στην εποχή τού Ισραήλ

Σύμφωνα με την Αγία Γραφή η περιοχή στην οποία επεβίωσαν κάποιοι από τη

φυλή των γιγάντων Νεφιλείμ ήταν η Βασάν που ονομάζεται ΄΄γη γιγάντων΄΄

(Δευτερονόμιο γ΄ 13)

Πρόκειται για μία ορεινή περιοχή ανατολικά της Θάλασσας της Γαλιλαίας

κατάλληλη για επιβίωση των λαών της από τον Κατακλυσμό που έπληξε τη

Μεσοποταμία και το λαό Αδάμ (Όπως λέμε ΄΄λαός Ισραήλ΄΄)

Εκεί οι γίγαντες υπήρχαν όχι μόνο μετά από τον Κατακλυσμό αλλά και στις ημέρες

του Αβραάμ όπως φαίνεται στη Γένεση 14ιδ΄ 5 όπου λέει για τον Χοδολλογομόρ

και τους συμμάχους του ότι ΄΄κατέκοψαν τους γίγαντας τους εν Ασταρώθ

Καρναιν΄΄ στη Βασσάν

Και οι κατάσκοποι όμως των ημερών του Μωυσή βρήκαν τους Νεφιλείμ στη

Χαναάν όπως είδαμε στους Αριθμούς 13ιγ΄ 33 όπου μάλιστα ονομάζει τους

γίγαντες ΄΄Νεφιλείμ΄΄ Εκεί έχει μάλιστα και οριστικό άρθρο ΄΄τους Νεφιλείμ΄΄

πράγμα που δείχνει ότι δεν επρόκειτο για παρομοίωση αλλά για το γνωστό λαό

των Νεφιλείμ

Άλλα εδάφια όπως το Δευτερονόμιο 1α΄ 28 αναφερόμενο στο ίδιο γεγονός

ταυτίζει τους Νεφιλείμ με τους Ανακείμ που προφανώς ήταν απόγονοί τους

Με τους Ανακείμ συσχετίζει η Αγία Γραφή όλες τις φυλές γιγάντων που ζούσαν γύρω

από τη Θάλασσα της Γαλιλαίας όπως ήταν οι Ραφαείμ οι Εμμαίοι και οι

42

Ζουμζουμείμ τους οποίους εξολώθρευσαν οι απόγονοι του Λωτ (Δευτερονόμιο 2β΄

10112021)

Οι Ραφαείμ ήταν απόγονοι των Γιγάντων που επεβίωσαν από τον Κατακλυσμό και

δεν ήταν απόγονοι του Νώε καθώς δεν αναφέρονται στη Γένεση 10ι΄ όπου

αναφέρονται οι λαοί που κατάγονται από το Νώε Η σκέψη ότι ίσως να μην

αναφέρονται επειδή είναι πολύ νεώτεροι λαοί δεν ευσταθεί επειδή αναφέρονται στη

Γένεσις 14ιδ΄ 5 σαν λαός από την εποχή του Αβραάμ ακόμα και συνεπώς είναι

αρχαιότεροι λαοί από αυτούς που αναφέρονται ως απόγονοι του Νώε

Μετά από την εγκατάσταση των Ισραηλιτών στη Γη της Επαγγελίας οι υψηλόσωμες

αυτές φυλές εξολωθρεύτηκαν και δεν έμειναν Ανακείμ στο Ισραήλ Μόνο στη Γάζα

στη Γαθ και στην Άζωτο έμειναν αναμεμειγμένοι με τους Φιλισταίους (Ιησούς

Ναυή 11ια΄ 21 22)

Ένας απ αυτούς ήταν και ο Γολιάθ από τη Γαθ που σκοτώθηκε από τον Δαυίδ (Α΄

Σαμουήλ ιζ΄ 4 ΄΄Εξήλθεν Γολιάθ εκ της Γαθ΄΄)

Τον καιρό του Δαυίδ σκοτώθηκαν οι τελευταίοι γίγαντεςraquo1

1 httpwwwoodegrcomoodegenesiskatak1htm

43

Page 4: Η δημιουργία του κόσμου

4

τα σπέρματα του φυτικού βασιλείου τα οποία βραδύτερα αναπτύχθηκαν σύμφωνα με

την άποψη του ιερού Αυγουστίνου

Προτιμητέα η πρώτη γνώμη

6καὶ εἶπεν ὁ θεός γενηθήτω στερέωμα ἐν μέσῳ τοῦ ὕδατος καὶ ἔστω διαχωρίζον ἀνὰ

μέσον ὕδατος καὶ ὕδατος καὶ ἐγένετο οὕτως 7καὶ ἐποίησεν ὁ θεὸς τὸ στερέωμα καὶ

διεχώρισεν ὁ θεὸς ἀνὰ μέσον τοῦ ὕδατος ὃ ἦν ὑποκάτω τοῦ στερεώματος καὶ ἀνὰ

μέσον τοῦ ὕδατος τοῦ ἐπάνω τοῦ στερεώματος 8καὶ ἐκάλεσεν ὁ θεὸς τὸ στερέωμα

οὐρανόν καὶ εἶδεν ὁ θεὸς ὅτι καλόν καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωί ἡμέρα

δευτέρα9καὶ εἶπεν ὁ θεός συναχθήτω τὸ ὕδωρ τὸ ὑποκάτω τοῦ οὐρανοῦ εἰς

συναγωγὴν μίαν καὶ ὀφθήτω ἡ ξηρά καὶ ἐγένετο οὕτως καὶ συνήχθη τὸ ὕδωρ τὸ

ὑποκάτω τοῦ οὐρανοῦ εἰς τὰς συναγωγὰς αὐτῶν καὶ ὤφθη ἡ ξηρά 10καὶ ἐκάλεσεν ὁ

θεὸς τὴν ξηρὰν γῆν καὶ τὰ συστήματα τῶν ὑδάτων ἐκάλεσεν θαλάσσας καὶ εἶδεν ὁ

θεὸς ὅτι καλόν 11καὶ εἶπεν ὁ θεός βλαστησάτω ἡ γῆ βοτάνην χόρτου σπεῖρον σπέρμα

κατὰ γένος καὶ καθ ὁμοιότητα καὶ ξύλον κάρπιμον ποιοῦν καρπόν οὗ τὸ σπέρμα

αὐτοῦ ἐν αὐτῷ κατὰ γένος ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐγένετο οὕτως 12καὶ ἐξήνεγκεν ἡ γῆ

βοτάνην χόρτου σπεῖρον σπέρμα κατὰ γένος καὶ καθ ὁμοιότητα καὶ ξύλον κάρπιμον

ποιοῦν καρπόν οὗ τὸ σπέρμα αὐτοῦ ἐν αὐτῷ κατὰ γένος ἐπὶ τῆς γῆς καὶ εἶδεν ὁ θεὸς

ὅτι καλόν 13καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωί ἡμέρα τρίτη

Η τέταρτη και η πέμπτη ημέρα της

δημιουργίας

Στις τρεις πρώτες ημέρες της δημιουργίας laquoκαθώς το

φως διαχεόταν και συστελλόταν με

θεία εντολή έγινε η ημέρα και η νύχτα Και την τέταρτη

ημέρα ο Θεός δημιούργησε το μεγάλο αστέρι δηλαδή

τον ήλιο για να ορίζει την αρχή και τη διεύθυνση της

ημέρας διότι αυτός συνιστά την ημέρα καθώς ημέρα

έχουμε όταν ο ήλιος είναι πάνω στη γη και διάρκεια

ημέρας είναι η διαδρομή του ήλιου πάνω στη γη από την

ανατολή μέχρι τη δύση του Δημιούργησε ακόμη το

μικρότερο αστέρι δηλαδή τη σελήνη και τα αστέρια

για να ορίζουν την αρχή και τη διεύθυνση της νύχτας

φωτίζοντάς την Νύχτα έχουμε όταν ο ήλιος είναι κάτω

από τη γη και διάρκεια της νύχτας είναι η διαδρομή του

ήλιου κάτω από τη γη από τή δύση έως την ανατολή

του Η σελήνη λοιπόν και τα αστέρια ορίσθηκαν για να φωτίζουν τη νύχτα αυτό δεν

σημαίνει ότι αυτά την ημέρα είναι κάτω από τη γη διότι υπάρχουν και την ημέρα

αστέρια πάνω από τη γη αλλά ο ήλιος με το λαμπρότερο φως του σκεπάζει και τrsquo

αστέρια και τη σελήνη και δεν τα αφήνει να φαίνονται

Σrsquo αυτά τrsquo αστέρια ο Δημιουργός έδωσε το πρωτοδημιούργητο φως του όχι διότι δεν

είχε άλλο φως αλλά για να μην παραμείνει εκείνο το φως άχρηστο Διότι το αστέρι

δεν είναι το ίδιο το φως αλλά δοχείο του φωτόςraquo(Ιωάννης ο Δαμασκηνός)

5

14καὶ εἶπεν ὁ θεός γενηθήτωσαν φωστῆρες ἐν τῷ στερεώματι τοῦ οὐρανοῦ εἰς φαῦσιν

τῆς γῆς τοῦ διαχωρίζειν ἀνὰ μέσον τῆς ἡμέρας καὶ ἀνὰ μέσον τῆς νυκτὸς καὶ ἔστωσαν

εἰς σημεῖα καὶ εἰς καιροὺς καὶ εἰς ἡμέρας καὶ εἰς ἐνιαυτοὺς 15καὶ ἔστωσαν εἰς φαῦσιν

ἐν τῷ στερεώματι τοῦ οὐρανοῦ ὥστε φαίνειν ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐγένετο οὕτως 16καὶ

ἐποίησεν ὁ θεὸς τοὺς δύο φωστῆρας τοὺς μεγάλους τὸν φωστῆρα τὸν μέγαν εἰς ἀρχὰς

τῆς ἡμέρας καὶ τὸν φωστῆρα τὸν ἐλάσσω εἰς ἀρχὰς τῆς νυκτός καὶ τοὺς ἀστέρας 17καὶ

ἔθετο αὐτοὺς ὁ θεὸς ἐν τῷ στερεώματι τοῦ οὐρανοῦ ὥστε φαίνειν ἐπὶ τῆς γῆς 18καὶ

ἄρχειν τῆς ἡμέρας καὶ τῆς νυκτὸς καὶ διαχωρίζειν ἀνὰ μέσον τοῦ φωτὸς καὶ ἀνὰ μέσον

τοῦ σκότους καὶ εἶδεν ὁ θεὸς ὅτι καλόν 19καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωί ἡμέρα

Τετάρτη

Την Πέμπτη ημέρα της δημιουργίας ο Θεός δημιούργησε τα ψάρια τα πουλιά και τα

ζώα της ξηράς δείχνοντας με αυτό τον τρόπο πως αυτά είαι μεν ανώτερα από τα φυτά

αλλά κατώτερα από τον άνθρωπο που πλάσθηκε την έκτη ημέρα

20καὶ εἶπεν ὁ θεός ἐξαγαγέτω τὰ ὕδατα ἑρπετὰ ψυχῶν ζωσῶν καὶ πετεινὰ πετόμενα ἐπὶ

τῆς γῆς κατὰ τὸ στερέωμα τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἐγένετο οὕτως 21καὶ ἐποίησεν ὁ θεὸς τὰ

κήτη τὰ μεγάλα καὶ πᾶσαν ψυχὴν ζῴων ἑρπετῶν ἃ ἐξήγαγεν τὰ ὕδατα κατὰ γένη αὐτῶν

καὶ πᾶν πετεινὸν πτερωτὸν κατὰ γένος καὶ εἶδεν ὁ θεὸς ὅτι καλά 22καὶ ηὐλόγησεν αὐτὰ

ὁ θεὸς λέγων αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε καὶ πληρώσατε τὰ ὕδατα ἐν ταῖς θαλάσσαις

καὶ τὰ πετεινὰ πληθυνέσθωσαν ἐπὶ τῆς γῆς 23καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωί

ἡμέρα Πέμπτη 24καὶ εἶπεν ὁ θεός ἐξαγαγέτω ἡ γῆ ψυχὴν ζῶσαν κατὰ γένος τετράποδα

καὶ ἑρπετὰ καὶ θηρία τῆς γῆς κατὰ γένος καὶ ἐγένετο οὕτως 25καὶ ἐποίησεν ὁ θεὸς τὰ

θηρία τῆς γῆς κατὰ γένος καὶ τὰ κτήνη κατὰ γένος καὶ πάντα τὰ ἑρπετὰ τῆς γῆς κατὰ

γένος αὐτῶν καὶ εἶδεν ὁ θεὸς ὅτι καλά

Η δημιουργία του ανθρώπου

Φτάσαμε στην έκτη ημέρα της

δημιουργίας την ημέρα δηλαδή που ο

Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο

Λέει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός laquoο

Θεός δημιουργεί με τα χέρια του τον

άνθρωπο

και από ορατή και από αόρατη φύση νrsquo

αποτελεί δική του εικόνα και

ομοίωση το σώμα το έπλασε από τη γη

ενώ με το δικό του φύσημα έδωσε

τη λογική και νοερή ψυχή πράγμα το

οποίο το ονομάζουμε θεία εικόνα

Διότι το νοερό και το αυτεξούσιο του ανθρώπου δείχνει το laquoκατrsquo εικόναraquo

ενώ η όσο είναι δυνατόν η ομοιότητα στην αρετή δείχνει το laquoκαθrsquo ομοίωσινraquo

Και πλάσθηκαν συγχρόνως το σώμα και η ψυχή όχι το ένα πρώτα και το άλλο

έπειτα σύμφωνα με τις φλυαρίες του Ωριγένη

Ο Θεός λοιπόν έπλασε τον άνθρωπο άκακο απλό ενάρετο χαρούμενο

αμέριμνο στολισμένο με κάθε αρετή προικισμένο με όλα τα αγαθά σαν

κάποιον δεύτερο κόσμο μικρό κόσμο μέσα σε μεγάλο άλλο άγγελο

σύνθετο προσκυνητή επόπτη της ορατής δημιουργίας γνώστη των

6

μυστηρίων της αόρατης επίγειο βασιλιά που τον κυβερνά από ψηλά

ταυτόχρονα επίγειο και ουράνιο πρόσκαιρο και αθάνατο ορατό και νοητό

ενδιάμεσο μεταξύ μεγαλείου και μικρότητος τον ίδιο και πνεύμα και σάρκα

Είναι σάρκα εξαιτίας της υπερηφάνειας και πνεύμα εξαιτίας της χάρης το ένα

για να υποφέρει και υποφέροντας να θυμάται και να γίνεται συνετός και το

άλλο για να μένει σταθερός και να δοξάζει τον ευεργέτη του φιλοτιμούμενος

από το μεγαλείο του τον έπλασε ζώσα ύπαρξη που κατrsquo οικονομία ζει εδώ

δηλαδή στην παρούσα ζωή αλλά που προορίζεται για αλλού

να μετοικήσει στη μέλλουσα ζωή και το τέλος του μυστηρίου είναι ότι

θεώνεται με την κίνησή του προς το Θεό θεώνεται μάλιστα με την μετοχή

στο θείο φωτισμό αλλά χωρίς να μεταβάλλεται σε θεία ουσία

Και τον έπλασε αναμάρτητο στη φύση του και αυτεξούσιο στη θέλησή του

Λέγοντας laquoαναμάρτητοraquo δεν εννοώ ότι δεν είναι δεκτικός αμαρτίας ndashμόνον

ο Θεός είναι ανεπίδεκτος αμαρτίαςndash αλλά εννοώ ότι δεν έχει την αμαρτία

στη φύση του αλλά μάλλον στην προαίρεσή του δηλαδή έχει τη δύναμη να

διατηρείται και να προοδεύει στο αγαθό με τη βοήθεια της θείας χάριτος και

επίσης μπορεί να παρεκτραπεί από το καλό και να οδηγηθεί στο κακό

με παραχώρηση του Θεού εξαιτίας του αυτεξουσίου του διότι ότι γίνεται

εξαναγκαστικά δεν είναι αρετή

Η ψυχή επίσης είναι ζώσα ύπαρξη απλή ασώματη η φύση της είναι

αόρατη με τα μάτια του σώματος είναι λογική και νοερή

χωρίς σχήμα κατοικεί σε οργανικό σώμα και του παρέχει ζωή

ανάπτυξη αντίληψη και γέννηση δεν έχει τον νου σαν κάτι διαφορετικό από

τον εαυτό της αλλά σαν το πιο καθαρό στοιχείο της διότι όπως είναι

το μάτι στο σώμα έτσι είναι και ο νους για την ψυχή Είναι αυτεξούσια και

έχει θέληση και ενέργεια είναι μεταβλητή δηλαδή μεταβάλλεται σύμφωνα με

τη θέλησή της διότι είναι κτιστή Όλα αυτά τα έχει λάβει με φυσική τάξη από

τη χάρη του Δημιουργού της η οποία της έδωσε και την ύπαρξη και τη φύση

Με πόσους τρόπους νοείται το ασώματο

Ο άνθρωπος συνδέεται με το λογικό του με τις ασώματες και νοερές φύσεις

διότι συλλογίζεται σκέφτεται και κρίνει το καθετί επιδιώκει τις αρετές και

ποθεί την κορωνίδα των αρετών εννοώ την ευσέβεια γιrsquo αυτό και ο

άνθρωπος είναι ένας μικρός κόσμος

Χαρακτηριστικές πάλι ιδιότητες της ψυχής είναι η ευσέβεια και η νόηση Ενώ

οι αρετές αποτελούν κοινές ιδιότητες της ψυχής και του σώματος

αποδίδονται όμως στην ψυχή διότι η ψυχή κυβερνά το σώμα

Πρέπει να γνωρίζουμε ότι το λογικό από τη φύση του κυβερνά το άλογο

διότι οι δυνάμεις της ψυχής διαιρούνται σε λογικό και άλογο Τα μέρη

μάλιστα του αλόγου είναι δύο το ένα είναι κουφό στη φωνή του λογικού

δεν υπακούει δηλαδή στη λογική ενώ το άλλο είναι προσεκτικό και

υπάκουο στη λογική Ανυπάκουο βέβαια και απείθαρχο στη λογική

είναι το ζωτικό μέρος της ψυχής το οποίο ονομάζεται και σφυγμικό επίσης

και το σπερματικό μέρος δηλαδή το αναπαραγωγικό και το φυτικό το οποίο

λέγεται και θρεπτικό σrsquo αυτό ανήκει και το αυξητικό μέρος το οποίο και

διαπλάθει το σώμα Αυτά δεν τα εξουσιάζει η λογική αλλά η φύση Το μέρος

πάλι της ψυχής που είναι προσεκτικό και υπάκουο στη λογική διαιρείται σε

επιθυμία και θυμό Μάλιστα το άλογο μέρος της ψυχής ονομάζεται παθητικό

και ορεκτικό

(αυθόρμητο) Και πρέπει να γνωρίζουμε ότι η ορμέμφυτη κίνηση

7

ανήκει στο μέρος της ψυχής που υπακούει στη λογική

Σrsquo αυτό όμως που δεν υπακούει στη λογική ανήκει το θρεπτικό το γεννητικό

και το σφυγμικό Το αυξητικό το θρεπτικό και το γεννητικό ονομάζονται

laquoφυτικόraquo ενώ το σφυγμικό καλείται laquoζωτικόraquo

Το θρεπτικό έχει τέσσερις δυνάμεις την ελκτική που έλκει την τροφή

την καθεκτική που κρατεί την τροφή και δεν της επιτρέπει να αποβληθεί

αμέσως την αλλοιωτική που μεταβάλλει την τροφή σε χυμούς την

αποκριτική η οποία αποβάλλει τα περιττώματα μέσω του αφεδρώνα και τα

απορρίπτει από τον οργανισμό

Πρέπει να γνωρίζουμε ότι από τις δυνάμεις που υπάρχουν στα όντα άλλες

είναι ψυχικές άλλες φυσικές και άλλες ζωτικές Ψυχικές είναι αυτές που

ανήκουν στην προαίρεση δηλαδή η επιθυμία και η αίσθηση Στην επιθυμία

ανήκει

η ικανότητα μεταβάσεως από τόπο σε τόπο η κίνηση όλου του

σώματος η φωνητική και αναπνευστική ικανότητα από μας εξαρτάται να τα

ενεργούμε αυτά ή να μην τα ενεργούμε Φυσικές και ζωτικές δυνάμεις είναι

αυτές που ενεργούν χωρίς τη θέλησή μας Φυσικές είναι η θρεπτική η

αυξητική και η αναπαραγωγική ζωτική είναι η σφυγμική Αυτές ενεργούν

είτε το θέλουμε είτε όχι

Επίσης πρέπει να γνωρίζουμε ότι άλλα από τα πράγματα είναι αγαθά και άλλα

κακά Το αγαθό που προσδοκάμε γεννά την επιθυμία ενώ αυτό που έχει

πραγματοποιηθεί γεννά την ευχαρίστηση Παρόμοια το προσδοκώμενο κακό

δημιουργεί φόβο ενώ το πραγματοποιημένο λύπη Και να γνωρίζουμε ότι

λέγοντας αγαθό εννοούμε και το αληθινό αγαθό και το θεωρούμενο το ίδιο

εννούμε και με το κακό

Ας σημειώσουμε ότι με την ένοια κατεικόνα δεν εννοεί τη σωματική εικόνα αλλά

της ψυχής την ομοίωση

Ακόμη εξ αρχής ομότιμος με τον άνδρα δημιουργήθηκε η γυναίκα επειδή όμως

έπταισε ελλατώθηκε αυτής η αρχή και υπό του άνδρα γεγένηται

26καὶ εἶπεν ὁ θεός ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ ὁμοίωσιν καὶ

ἀρχέτωσαν τῶν ἰχθύων τῆς θαλάσσης καὶ τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῶν κτηνῶν

καὶ πάσης τῆς γῆς καὶ πάντων τῶν ἑρπετῶν τῶν ἑρπόντων ἐπὶ τῆς γῆς 27καὶ ἐποίησεν ὁ

θεὸς τὸν ἄνθρωπον κατ εἰκόνα θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς

28καὶ ηὐλόγησεν αὐτοὺς ὁ θεὸς λέγων αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε καὶ πληρώσατε τὴν

γῆν καὶ κατακυριεύσατε αὐτῆς καὶ ἄρχετε τῶν ἰχθύων τῆς θαλάσσης καὶ τῶν πετεινῶν

τοῦ οὐρανοῦ καὶ πάντων τῶν κτηνῶν καὶ πάσης τῆς γῆς καὶ πάντων τῶν ἑρπετῶν τῶν

ἑρπόντων ἐπὶ τῆς γῆς 29καὶ εἶπεν ὁ θεός ἰδοὺ δέδωκα ὑμῖν πᾶν χόρτον σπόριμον

σπεῖρον σπέρμα ὅ ἐστιν ἐπάνω πάσης τῆς γῆς καὶ πᾶν ξύλον ὃ ἔχει ἐν ἑαυτῷ καρπὸν

σπέρματος σπορίμου ὑμῖν ἔσται εἰς βρῶσιν 30καὶ πᾶσι τοῖς θηρίοις τῆς γῆς καὶ πᾶσι

τοῖς πετεινοῖς τοῦ οὐρανοῦ καὶ παντὶ ἑρπετῷ τῷ ἕρποντι ἐπὶ τῆς γῆς ὃ ἔχει ἐν ἑαυτῷ

ψυχὴν ζωῆς πάντα χόρτον χλωρὸν εἰς βρῶσιν καὶ ἐγένετο οὕτως 31καὶ εἶδεν ὁ θεὸς τὰ

πάντα ὅσα ἐποίησεν καὶ ἰδοὺ καλὰ λίαν καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωί ἡμέρα

ἕκτη

8

Η πτώση του ανθρώπου και οι συνέπειες

του πρωπατορικού αμαρτήματος

καὶ ἔπλασεν ὁ θεὸς τὸν ἄνθρωπον χοῦν ἀπὸ τῆς γῆς

καὶ ἐνεφύσησεν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ πνοὴν ζωῆς

καὶ ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχὴν ζῶσαν 8καὶ

ἐφύτευσεν κύριος ὁ θεὸς παράδεισον ἐν εδεμ κατὰ

ἀνατολὰς καὶ ἔθετο ἐκεῖ τὸν ἄνθρωπον ὃν ἔπλασεν

9καὶ ἐξανέτειλεν ὁ θεὸς ἔτι ἐκ τῆς γῆς πᾶν ξύλον

ὡραῖον εἰς ὅρασιν καὶ καλὸν εἰς βρῶσιν καὶ τὸ ξύλον

τῆς ζωῆς ἐν μέσῳ τῷ παραδείσῳ καὶ τὸ ξύλον τοῦ

εἰδέναι γνωστὸν καλοῦ καὶ πονηροῦ Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

ερμηνεύοντας το εμφύσημα αυτού του Θεού λέγει ότι είναι laquoου μόνον ανοίας αλλά

και ατοπίας μεστός ο λόγοςraquo ότι το εμφύσημα στον Αδάμ ήταν η ψυχή και ότι

μεταδόθηκε η ψυχή στο σώμα από την ουσία του Θεού Αν αυτό ήταν αληθινό τότε

δεν θα ήταν σε άλλον σοφή και σε άλλον μωρά και ασύνετη ούτε στον έναν θα ήταν

ψυχή δικαία και στον άλλον ψυχή άδικη Η ουσία του Θεού laquoου μερίζεται ουδέ

αλλοιούται αλλrsquo εστίν αναλλοίωτοςraquo Το εμφύσημα λοιπόν του Θεού ήταν η laquoτου

αγίου Πνεύματος ενέργειαraquo Όπως ο Χριστός είπε laquoλάβετε Πνεύμα άγιονraquo έτσι και

το θείο εμφύσημα laquoανθρωπίνως ακουόμενον Πνεύμά εστι το προσκυνητόν και

άγιονraquo Κατά τον άγιον δεν είναι ψυχή ένα κομμάτι του Θεού αλλά η ενέργεια του

Παναγίου Πνεύματος που έκτισε και δημιούργησε ψυχή χωρίς να γίνει αυτό ψυχή

laquoΤούτο το Πνεύμα προελθόν ουκ αυτό γέγονε ψυχή αλλά ψυχήν έκτισεν∙ ουκ αυτό

εις ψυχήν μετεβλήθη αλλά ψυχήν εδημιούργησε δημιουργόν γαρ το Πνεύμα το

Άγιον κοινωνεί τη δημιουργία του σώματος και τη δημιουργία της ψυχής Πατήρ γαρ

και Υιός και Πνεύμα Άγιον τη θεία δυνάμει δημιουργεί το πλάσμα

21καὶ ἐπέβαλεν ὁ θεὸς ἔκστασιν ἐπὶ τὸν αδαμ καὶ ὕπνωσεν καὶ ἔλαβεν μίαν τῶν

πλευρῶν αὐτοῦ καὶ ἀνεπλήρωσεν σάρκα ἀντ αὐτῆς 22καὶ ᾠκοδόμησεν κύριος ὁ

θεὸς τὴν πλευράν ἣν ἔλαβεν ἀπὸ τοῦ αδαμ εἰς γυναῖκα καὶ ἤγαγεν αὐτὴν πρὸς τὸν

αδαμ 23καὶ εἶπεν αδαμ τοῦτο νῦν ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστέων μου καὶ σὰρξ ἐκ τῆς

σαρκός μου αὕτη κληθήσεται γυνή ὅτι ἐκ τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς ἐλήμφθη αὕτη

24ἕνεκεν τούτου καταλείψει ἄνθρωπος τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ

καὶ προσκολληθήσεται πρὸς τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν

25καὶ ἦσαν οἱ δύο γυμνοί ὅ τε αδαμ καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ καὶ οὐκ ᾐσχύνοντο Ο Θεός

προγνωρίζοντας το τι θα επακολουθούσε μετά την δημιουργία των ανθρώπων τους

έπλασε βιολογικά έτοιμους για laquoγάμου κοινωνίανraquo Η δημιουργία αναφέρεται αρχικά

μόνο στον Αδάμ laquoΤου Αδάμ καθεύδοντος η γυνή κατασκευάζετοraquo1 Ο άγιος

Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναφέρει ότι ο Μωυσής δεν χρησιμοποιεί το ρήμα

laquoέπλασενraquo όταν μιλά για την Εύα αλλά το laquoωκοδόμησενraquo θέλοντας να δείξει ότι αυτή

έγινε από την ίδια ουσία του Αδάμ όχι από άλλη διαφορετική Η γυναίκα λοιπόν δεν

υπολείπεται σε κάτι από τον Αδάμ Είναι ανθρώπινη ύπαρξη τέλεια αλλά και ισότιμη

προς αυτόν Ο Θεός προγνωρίζοντας την πτώση των πρωτοπλάστων επινοεί τον γάμο

9

και την ανάγκη της αμοιβαίας παρηγοριάς τους

Πριν από την παρακοή και την έξοδο από την παραδείσια ζωή δεν υπήρχε ο

γάμος Οι πρωτόπλαστοι ζούσαν παρθενική ζωή μιμούμενοι την ζωή των Αγγέλων

Λέγει ο άγιος Χρυσόστομος laquoΤα της συνουσίας έγιναν μετά την παράβασηbull μέχρι

τότε ζούσαν ως άγγελοι μέσα στον παράδεισο χωρίς να φλέγωνται από την σαρκική

επιθυμία ούτε να πολιορκούνται από άλλα πάθη ούτε να πιέζονται από τις φυσικές

ανάγκες αλλά αφού δημιουργήθηκαν εντελώς άφθαρτοι και αθάνατοι δεν είχαν

ανάγκη ούτε να φορούν ρούχα Πριν μπει η αμαρτία και η παρακοή ήσαν ντυμένοι με

την θεϊκή δόξα γιrsquo αυτό και δεν ντρέπονταν αν και ήσαν γυμνοίraquo2 Οι πρωτόπλαστοι

δεν κατόρθωσαν να διατηρήσουν την ανώτερη αυτή ζωή για τον εαυτό τους

Φάνηκαν ανάξιοι των τόσων μεγάλων αγαθών που τους έδωσε ο Θεός3

ὁ δὲ ὄφις ἦν φρονιμώτατος πάντων τῶν θηρίων τῶν ἐπὶ τῆς γῆς ὧν ἐποίησεν

κύριος ὁ θεός καὶ εἶπεν ὁ ὄφις τῇ γυναικί τί ὅτι εἶπεν ὁ θεός οὐ μὴ φάγητε ἀπὸ

παντὸς ξύλου τοῦ ἐν τῷ παραδείσῳ

Ο διάβολος προσεγγίζει την Εύα και θεολογεί γίνεται ο πρώτος θεολόγος αφού

ονομάζει το Θεό Θεό

Υπάρχει εδώ ένα ερώτημα πως ελάλησε ο όφις Ο όφις κατόρθωσε να μιμηθεί την

ανθρώπινη φωνή χωρίς όμως αυτό να ξενίσει την Εύα Υπήρχε πρό της πτώσεως μια

τέλεια αρμονία μεταξύ Θεού και ανθρώπου ανθρώπου και ζώων αλλά και ζώων με

ζώων

Ο διάβολος δεν γνώριζε τί εντολή είχε δώσει ο Θεός στους πρωτοπλάστους και

προσπαθεί τώρα να ψαρέψει την απάντηση από την αφελή συνομιλήτριά του Δε

διστάζει να ονομάσει το Θεό ψεύτη λέγοντας πως ο Θεός δε σας είπε την αλήθεια αν

φάτε από τον καρπό που σας απαγόρευσε θα ανοίξουν τα μάτια σας και θα γίνετε θεοί

ίσοι με αυτόν και δεν θα τον έχετε πλέον ανάγκη

Από την άλλη μεριά η Εύα αντί να φύγει απαντάει Πολύ σωστά επισημαίνει ο

Χρυσόστομος laquoΜή βάλητε τους μαργαρίτας έμπροσθεν των χοίρωνraquo Όσο λοιπόν η

Εύα πείθετε στα λόγια του σατανά τόσο απομακρύνεται από τον Θεό τόσο και η

Θεία Χάρη την απογυμνώνει σταδιακά Τελικά τρώει τον απαγορευμένο καρπό και

δίνει και στον άντρα της Μια μεγάλη αμαρτία έχει πλέον συντελεσθεί Η αμαρτία

αυτή εμπεριέχει μέσα της την υπερηφάνεια την απιστία την αυθάδεια την παρακοή

Παρόλα αυτά η αμαρτία αυτή είναι μικρότερη από αυτή των εκπεσόντων αγγέλων

Διότι ο πειρασμός των πρωτοπλάστων ήταν εξωτερικός ενώ των εκπεσόντων

αγγέλων εσωτερικός

Ακολουθεί ο σκοτισμός του νου αντιλαμβάνονται ξαφνικά χάνοντας την πρότερη

αθωότητα ότι είναι γυμνοί και σκεπάζονται με φύλα συκής

Ο Θεός φωνάζει εν μέσω του παραδείσου Αδάμ που ει Οι πρωτόπλαστοι κρύβονται

εξαιτίας των ενοχών τους Αντί όμως ο Θεός να εισπράξει την ομολογία του Αδάμ

για το αν έφαγε από τον απαγορευμένο καρπό βρίσκει μπροστά Του την μετάθεση

των ευθυνών στη γυναίκα Το ίδιο κάνει και η γυναίκα μεταθέτοντας με τη σειρά της

την ευθύνη της στον διάβολο

10

Ας προσέξουμε Τον όφι δεν τον ρωτά για το τι έπραξε διότι γνωρίζει ο Θεός πως

ενήργησε εξrsquo ιδίας πρωτοβουλίας Ο σατανάς ήδη μετά την πτώση του είχε

κατακριθεί

Το φίδι τιμωρείται με το να περπατά με την κοιλιά του και να τρώει χώμα πράγμα

που συμβολίζει την τέλεια συντριβή του διαβόλου

Την γυναίκα νίκησες σατανά και διrsquo αυτής τον άνδρα από γυναίκα όμως θα νικηθείς

Εδώ εικονίζεται η Θεοτόκος Το δε laquoεκ του σπέρματός σουraquo δηλοί τον μέλλοντα

Λυτρωτή Χριστό Δηλοί επίσης και την παρθενία της Παναγίας διότι όχι εκ

σπέρματος ανδρός αλλά εκ σπέρματός σου της γυναικός θα προκύψει ο Λυτρωτής

Χριστός

Ο Φιλόστοργος Πατήρ ευαγγελίζεται την υπόσχεση της ελεύσεως του Λυτρωτή και

την πλήρη συντριβή του σατανά εξrsquo ου και πρωτοευαγγέλιο ονομάσθηκε ο στίχος

αυτός

Μιλώντας στην Εύα μιλά προς αυτή σε γένος αρσενικό Αυτός σου τηρήσει την

κεφαλήν Αναφερόμενος εδώ ξεκάθαρα ο Θεός στον Μεσσία Ο σταυρικός θάνατος

του Λυτρωτού είναι η πληγή στην πτέρνα Του

Η λαγνεία της Εύας προς τον απαγορευμένο καρπό τιμωρείται με τους πόνους της

γέννας και την υποταγή της στον άνδρα

Για τον Αδάμ η φύση αγριεύει βγάζοντας αγκάθια και τριβόλια και έτσι πλέον

καλείται με τον ιδρώτα του προσώπου του να κερδίζει το ψωμί του

Η μεγαλύτερη όμως συνέπεια της αμαρτίας είναι ο θάνατος laquoΕως ότου αποστρέψαι

εις την γην εξrsquo ης ελήφθη

Ο Θεός εν συνεχεία ενδύει τους πρωτοπλάστους με δερμάτινους χιτώνες για να τους

προστατέψει από την μεταβολή των καιρικών φαινομένων Οποία στοργή του Θεού

εκεί που ξεσπούσε η θεία οργή Του

Όταν δε εκβλήθησαν εκ του παραδείσου οι πρωτόπλαστοι κατοίκησαν απέναντι από

τον παράδεισο και τούτο για να βλέπουν το τί έχασαν και να μισούν εφrsquo εξής την

αμαρτία Τα Χερουβείμ με την φλογίνη ρομφαία φυλάνε πλέον αντί του Αδάμ τον

παράδεισο Ο Ευσέβιος Καισαρείας λέγει πως αυτό επικράτησε μέχρι τον θάνατο

των πρωτοπλάστων

laquoἈδάμ δε ἔγνω Εὔα τήν γυναίκα αυτοῦraquo Μετά την έκπτωση εκ του παραδείσου τότε

τα συνουσίας αρχήν λαμβάνει Πρό δε της παρακοής αγγελικόν βίον εμιμούντο λέει ο

Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Άρα αυτό που λένε πολλοί πως εξαιτίας της συνουσίας εκβλήθηκαν οι πρωτόπλαστοι

από τον παράδεισο δεν ισχύει

11

Η ιστορία του Κάϊν και του Άβελ

1αδαμ δὲ ἔγνω ευαν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ συλλαβοῦσα ἔτεκεν τὸν καιν καὶ εἶπεν ἐκτησάμην ἄνθρωπον διὰ τοῦ θεοῦ 2καὶ προσέθηκεν τεκεῖν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ τὸν αβελ Το προσέθηκεν σημαίνει ότι

ευθύς αμέσως γέννησε τον Άβελ Άρα ο

Κάϊν και ο Άβελ ήταν δίδυμοι

καὶ ἐγένετο αβελ ποιμὴν προβάτων καιν δὲ ἦν ἐργαζόμενος τὴν γῆν 3καὶ ἐγένετο μεθ ἡμέρας ἤνεγκεν καιν ἀπὸ τῶν καρπῶν τῆς γῆς θυσίαν τῷ κυρίῳ 4καὶ αβελ ἤνεγκεν καὶ αὐτὸς ἀπὸ τῶν πρωτοτόκων τῶν προβάτων αὐτοῦ καὶ ἀπὸ τῶν στεάτων αὐτῶν καὶ ἐπεῖδεν ὁ θεὸς ἐπὶ αβελ καὶ ἐπὶ τοῖς δώροις αὐτοῦ 5ἐπὶ δὲ καιν καὶ ἐπὶ ταῖς θυσίαις αὐτοῦ οὐ προσέσχεν Το ερώτημα εδώ που προκύπτει είναι το πως εκδηλώθηκε αυτή η ευαρέσκεια του Θεού στη θυσία του Άβελ Δια πυρός μας λένε οι πατέρες το οποίο πυρ ήλθε εξ ουρανού

καὶ ἐλύπησεν τὸν καιν λίαν καὶ συνέπεσεν τῷ προσώπῳ 6καὶ εἶπεν κύριος ὁ θεὸς τῷ καιν ἵνα τί περίλυπος ἐγένου καὶ ἵνα τί συνέπεσεν τὸ πρόσωπόν σου 7οὐκ ἐὰν ὀρθῶς προσενέγκῃς ὀρθῶς δὲ μὴ διέλῃς ἥμαρτες ἡσύχασον πρὸς σὲ ἡ ἀποστροφὴ αὐτοῦ καὶ σὺ ἄρξεις αὐτοῦ 8καὶ εἶπεν καιν πρὸς αβελ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ διέλθωμεν εἰς τὸ πεδίον καὶ ἐγένετο ἐν τῷ εἶναι αὐτοὺς ἐν τῷ πεδίῳ καὶ ἀνέστη καιν ἐπὶ αβελ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ καὶ ἀπέκτεινεν αὐτόν Οποία αναισθησία Αντί να παραδειγματιστεί από τη θυσία του Άβελ Αντί να

ακούσει να φιλόστοργα λόγια του ουρανίου Πατρός σπεύδει ως λέων να

κατασπαράξει από τη ζήλια του εκείνον που δικαιώθηκε λόγω της εξαιρετικής του

ευλάβειας Τον καλεί λοιπόν να πάνε έναν περίπατο Ο αδελφός του ως απονήρευτος

και άκακος δέχεται την πρόταση του αδελφού και εκεί δέχεται τη θανάσιμη επίθεση

9καὶ εἶπεν ὁ θεὸς πρὸς καιν ποῦ ἐστιν αβελ ὁ ἀδελφός σου ὁ δὲ εἶπεν οὐ γινώσκω μὴ φύλαξ τοῦ ἀδελφοῦ μού εἰμι ἐγώ 10καὶ εἶπεν ὁ θεός τί ἐποίησας φωνὴ αἵματος τοῦ ἀδελφοῦ σου βοᾷ πρός με ἐκ τῆς γῆς 11καὶ νῦν ἐπικατάρατος σὺ ἀπὸ τῆς γῆς Οποία φρικτή καταδίκη Όταν από το στόμα του Θεού τον ευλογία σκορπίζοντος εξέρχεται η κατάρα Η παρά τω Θεώ όμως κατάρα είναι έκφραση Θείας δικαιοσύνης

ἣ ἔχανεν τὸ στόμα αὐτῆς δέξασθαι τὸ αἷμα τοῦ ἀδελφοῦ σου ἐκ τῆς χειρός σου 12ὅτι ἐργᾷ τὴν γῆν καὶ οὐ προσθήσει τὴν ἰσχὺν αὐτῆς δοῦναί σοι στένων καὶ τρέμων ἔσῃ ἐπὶ τῆς γῆς Δεν πρόκειται λέει εδώ ο Θεός η γη να σου αποφέρει τα

του κόπου σου Μάταια δηλαδή θα ιδρώνεις Αυτή είναι η δεύτερη τιμωρία που

λαμβάνει Το στένων και τρέμων ἔση σημαίνει θα έχεις στεναγμό λόγω του

περιπλανώμενου επί της γης βίου σου Αυτή είναι η τρίτη τιμωρία

12

13καὶ εἶπεν καιν πρὸς τὸν κύριον μείζων ἡ αἰτία μου τοῦ ἀφεθῆναί με 14εἰ ἐκβάλλεις με σήμερον ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς καὶ ἀπὸ τοῦ προσώπου σου κρυβήσομαι καὶ ἔσομαι στένων καὶ τρέμων ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἔσται πᾶς ὁ εὑρίσκων με ἀποκτενεῖ με 15καὶ εἶπεν αὐτῷ κύριος ὁ θεός οὐχ οὕτως πᾶς ὁ ἀποκτείνας καιν ἑπτὰ ἐκδικούμενα παραλύσει καὶ ἔθετο κύριος ὁ θεὸς σημεῖον τῷ καιν τοῦ μὴ ἀνελεῖν αὐτὸν πάντα τὸν εὑρίσκοντα αὐτόν Ο Κάϊν δεν μετανοεί

δεν συνέρχεται Δεν πικραίνεται διότι χωρίσθηκε από τον Θεό αλλά το μόνο που

φοβάται είναι να μην τον σκοτώσουν Ποιοι όμως να τον σκοτώσουν Σίγουρα όχι οι

γονείς του ο Αδάμ και η Εύα Εδώ φαίνεται πως ο Αδάμ πρό του φόνου του Άβελ θα

είχε κάνει και άλλα τέκνα Ο Θεός έδωσε λέει στον Κάϊν σημείο ώστε όποιος τον

εύρισκε να μην τον σκότωνε Ποιο ήταν αυτό το σημείο Το σκυθρωπό του πρόσωπο

ήταν το οποίο προκαλούσε σε όποιον τον έβλεπε την αποστροφή

16ἐξῆλθεν δὲ καιν ἀπὸ προσώπου τοῦ θεοῦ καὶ ᾤκησεν ἐν γῇ ναιδ κατέναντι εδεμ

17καὶ ἔγνω καιν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ συλλαβοῦσα ἔτεκεν τὸν ενωχ καὶ ἦν οἰκοδομῶν πόλιν καὶ ἐπωνόμασεν τὴν πόλιν ἐπὶ τῷ ὀνόματι τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ ενωχ Οικοδόμησε πόλη ο Καϊν η οποία ουσιαστικά ήταν ένα πρωτόγονο φρούριο

από γιγαντιαίους λίθους το οποίο τον προστάτευε από τα αδέρφια του διότι ήταν

ένοχος απέναντί τους Έτσι έληξε ο πλάνης βίος του Κάϊν δείχνοντας τελικά πως η

προσκόλησή του στα γήινα τον χώρισε τελικά από τα υπόλοιπα αδέρφια του Οι

απόγονοι δε του Κάϊν απομακρύνθηκαν από τον Θεό

18ἐγενήθη δὲ τῷ ενωχ γαιδαδ καὶ γαιδαδ ἐγέννησεν τὸν μαιηλ καὶ μαιηλ ἐγέννησεν τὸν μαθουσαλα καὶ μαθουσαλα ἐγέννησεν τὸν λαμεχ 19καὶ ἔλαβεν ἑαυτῷ λαμεχ δύο γυναῖκας ὄνομα τῇ μιᾷ αδα καὶ ὄνομα τῇ δευτέρᾳ σελλα Ο

Λάμεχ είναι ο πρώτος που παραβιάζει την μονογαμία παίρνοντας για τον εαυτό του

δύο γυναίκες

20καὶ ἔτεκεν αδα τὸν ιωβελ οὗτος ἦν ὁ πατὴρ οἰκούντων ἐν σκηναῖς κτηνοτρόφων 21καὶ ὄνομα τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ ιουβαλ οὗτος ἦν ὁ καταδείξας ψαλτήριον καὶ κιθάραν 22σελλα δὲ ἔτεκεν καὶ αὐτὴ τὸν θοβελ καὶ ἦν σφυροκόπος χαλκεὺς χαλκοῦ καὶ σιδήρου ἀδελφὴ δὲ θοβελ νοεμα Να η

αξιοπρέπεια του ανθρώπου ως εξέλιξη προς απάντηση των υποστηρικτών της

Δαρβίνειας θεωρίας Ο Ιουβάλ είναι ο εφευρέτης των έγχορδω οργάνων ενώ ο

Θοβέλ είναι ο πρώτος που επεξεργάζεται μέταλλα Κσνείς από αυτούς σίγουρα δεν

ήταν η εξέλιξη κάποιου είδους πιθήκου

23εἶπεν δὲ λαμεχ ταῖς ἑαυτοῦ γυναιξίν αδα καὶ σελλα ἀκούσατέ μου τῆς φωνῆς γυναῖκες λαμεχ ἐνωτίσασθέ μου τοὺς λόγους ὅτι ἄνδρα ἀπέκτεινα εἰς τραῦμα ἐμοὶ καὶ νεανίσκον εἰς μώλωπα ἐμοί

24ὅτι ἑπτάκις ἐκδεδίκηται ἐκ καιν ἐκ δὲ λαμεχ ἑβδομηκοντάκις ἑπτά Ο Λάμεχ λοιπόν επανἐλαβε την αμαρτία του Κάϊν γενόμενος κι αυτός φονιάς

25ἔγνω δὲ αδαμ ευαν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ συλλαβοῦσα ἔτεκεν υἱὸν καὶ ἐπωνόμασεν τὸ ὄνομα αὐτοῦ σηθ λέγουσα ἐξανέστησεν γάρ μοι ὁ θεὸς

13

σπέρμα ἕτερον ἀντὶ αβελ ὃν ἀπέκτεινεν καιν 26καὶ τῷ σηθ ἐγένετο υἱός ἐπωνόμασεν δὲ τὸ ὄνομα αὐτοῦ ενως οὗτος ἤλπισεν ἐπικαλεῖσθαι τὸ ὄνομα κυρίου τοῦ θεοῦ

αὕτη ἡ βίβλος γενέσεως ἀνθρώπων ᾗ ἡμέρᾳ ἐποίησεν ὁ θεὸς τὸν αδαμ κατ εἰκόνα θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν 2ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτοὺς καὶ εὐλόγησεν αὐτούς καὶ ἐπωνόμασεν τὸ ὄνομα αὐτῶν αδαμ ᾗ ἡμέρᾳ ἐποίησεν αὐτούς

3ἔζησεν δὲ αδαμ διακόσια καὶ τριάκοντα ἔτη καὶ ἐγέννησεν κατὰ τὴν ἰδέαν αὐτοῦ καὶ κατὰ τὴν εἰκόνα αὐτοῦ καὶ ἐπωνόμασεν τὸ ὄνομα αὐτοῦ σηθ 4ἐγένοντο δὲ αἱ ἡμέραι αδαμ μετὰ τὸ γεννῆσαι αὐτὸν τὸν σηθ ἑπτακόσια ἔτη καὶ ἐγέννησεν υἱοὺς καὶ θυγατέρας 5καὶ ἐγένοντο πᾶσαι αἱ ἡμέραι αδαμ ἃς ἔζησεν ἐννακόσια καὶ τριάκοντα ἔτη καὶ ἀπέθανεν

Ενώχ

Μια μορφή που δεσπόζει για την αγιότητα της ζωής του

εφόσον η Γραφή δεν αναφέρει τίποτε εις βάρος του είναι ο

Ενώχ

Γιος ενός άσημου για την ιστορία ανθρώπου του Ιάρεδ

απογόνου του τρίτου γιου του Αδάμ Σηθ άθελά του

καθιερώθηκε απ τον Θεό όπως βεβαιώνει κι η σημασία

του ονόματός του να διαδραματίσει σπουδαίο ρόλο στο

θείο σχέδιο για τη σωτηρία του κόσμου Γέννησε το

Μαθουσάλα τον μακροβιότερο άνθρωπο που ποτέ έζησε

στη γη παρ όλο που η δική του ζωή διήρκεσε τόσο λίγο

τριακόσια εξήντα πέντε χρόνια Έζησε ζωή άμεμπτης

αγνότητας σε περίοδο που ούτε ο Νόμος του Θεού είχε δοθεί ούτε φυσικά κι η

μεταγενέστερη του Νόμου Χάρη είχε επιτελεστεί Οραματίστηκε την τελική Κρίση

που ο Θεός θα κάμει στα τέλη των αιώνων και δια του τρόπου με τον οποίο έγινε η

μετάθεσή του μίλησε στις επόμενες γενιές για την μετά το θάνατο Ανάσταση του

Μεσσία που θα ρχόταν και για την τελική Ανάσταση των κεκοιμημένων αγίων

ίνα καταποθή το θνητόν υπό της ζωής (Β΄ Κορ 104)

Στο βιβλίο της Γένεσης συναντάμε δυο πρόσωπα με το όνομα Ενώχ στο 41718 και

στο 518 που είναι μεταξύ τους τελείως ανόμοια και διαφορετικά Ο πρώτος είναι ο

γιος του Κάιν του αδελφοκτόνου προς τιμήν του οποίου ο πατέρας του έκτισεν

πόλιν και κάλεσεν κατά το όνομα αυτού (417) κι ο δεύτερος είναι ο γιος του Ιάρεδ

όπως ήδη είπαμε ο εκλεκτός του Θεού Ενώχ που δεν είχε εδώ πόλιν μένουσαν

αλλά την μέλλουσαν επιζητούσε (Εβρ 1113-14) στην οποία και τόσο ένδοξα

μετέβη

14

Το ότι ο Ενώχ έζησε τριακόσια εξήντα πέντε μόνο χρόνια που είναι ακριβώς ο

αριθμός των ημερών ενός ηλιακού έτους δεν ξέρουμε τι συμβολίζει Ίσως τη

ματαιότητα της σύντομης εδώ ζωής μας ίσως την πληρότητα μιας αποστολής την

οποία ο Θεός ανέθεσε σε κάποιον άνθρωπό Του ίσως το τέλειο ανάστημα της ζωής

του Χριστού στο οποίο ο Θεός θέλει να φτάσουμε πριν μας πάρει κοντά Του

ίσως ίσως Ασχέτως όμως όλων αυτών γεγονός είναι ένα ότι ο Ενώχ αποτελεί μια

εξαίρεση ένα υπόδειγμα ένα θαύμα του Θεού σε ανθρώπινη ζωή

Γιατί άραγε έζησε τόσο λίγο ενώ ο γιος του ο Μαθουσάλα έφτασε τη μεγαλύτερη

ηλικία ανθρώπου επί της γης -965 χρόνια- ο δε μεταγενέστερός του ο Νώε δεύτερος

μετά τον Αδάμ κληρονόμος όλης της γης έζησε 950 χρόνια Μήπως ο Ενώχ έτσι

εξεπλήρωσε κάποια πολύ σημαντική αποστολή Ενώ θα παρευρέθηκε στην κηδεία

του Αδάμ (πράγμα που συνάγεται απ τους υπολογισμούς των ετών που περιέχονται

στην πρώτη αυτή περίοδο της ιστορίας) και δεδομένου ότι ο Αδάμ ως εκπρόσωπος

του αμαρτωλού ανθρώπου έπρεπε να πεθάνει και το σώμα του να ταφεί στη γη ο

Ενώχ εκπροσωπώντας τον αγιασμένο άνθρωπο του Θεού δεν πέθανε αλλά

μετατέθηκε απ ευθείας χωρίς να γευτεί θάνατο στου ουρανό του Θεού Πιστή

εικόνα τούτη για τον σωσμένο δια της θυσίας του Ιησού Χριστού αμαρτωλό για τον

οποίο θάνατος πια δεν υπάρχει διότι μετέβη εκ του θανάτου εις την ζωήν (Ιωάν

524)

Ο Λόγος του Θεού μας λέει ότι ο Ενώχ περιεπάτησεν μετά του Θεού (Γέν 524)

όχι ενώπιον του Θεού όπως μας λέει για τον Αβραάμ (Γεν 171) για το Δαυίδ

(Ψαλμ 8915) για τον Ησαϊα (4027-31) για το Ζαχαρία και την Ελισσάβετ (Ιακ

16) Μήπως τούτο είναι σύμβολο και συγχρόνως προφητεία του περπατήματος που ο

χριστιανός ο άνθρωπος δηλαδή που θα δεχόταν τη Χάρη θα κανε με τον Χριστό

βάσει της υπόσχεσής Του μεθ υμών ειμί (Ματθ 2820) και της εντολής Του

μείνατε εν εμοί καγώ εν υμίν (Ιωάν 154) Διότι σε τούτη την περίπτωση δεν

έχουμε περπάτημα ενώπιον του Θεού αλλά μετά του Θεού Κάτι δηλαδή πολύ

ουσιαστικότερο και πλουσιότερο για κάθε άνθρωπο που ανήκει σε Κείνον ασχέτως

περιόδου στην οποία έζησε Όταν κάποιος περπατάει με τον Θεό έχει και πλήρη

συναίσθηση της παρουσίας Του Ότι ακριβώς χρειάζεται για να ζει ζωή αγνότητας

μέσα στον κόσμο

Το μυστικό του περπατήματος του Ενώχ μετά του Θεού ήταν η πίστη του στον Θεό

της οποίας συνέπεια ήταν το ότι ευηρέστησεν τον Θεόν και ότι δε γεύτηκε θάνατο

διότι μετέθεσεν αυτόν ο Θεός (Γεν 115-6) Η μετάθεση δε αυτή είναι τύπος του

τρόπου με τον οποίο οι άγιοι του Θεού θέλουσι μεταμορφωθή εν τη εσχάτη

σάλπιγγι χωρίς να γευτούν θάνατο (Α΄ Κορ 1551-52)

Αλλά ο Ενώχ δεν προφήτεψε μόνο με τη ζωή του μελλοντικές αλήθειες αλλά και με

το στόμα του προφήτεψε περί της Κρίσης την οποίαν στα τέλη των αιώνων ο Κύριος

μαζί με τους αγίους Του θα κάμει για κάθε ασεβή άνθρωπο δια να ελέγξη πάντας

τους ασεβείς Στην επιστολή του Ιούδα εδ 14-15 διαβάζουμε Προεφήτευσε δε

περί τούτων και ο Ενώχ έβδομος από Αδάμ λέγωνmiddot Ιδού ήλθεν ο Κύριος με

μυριάδας αγίων αυτού δια να κάμη κρίσιν κατά πάντων και να ελέγξη πάντας τους

ασεβείς εξ αυτών δια πάντα τα έργα της ασεβείας αυτών τα οποία έπραξαν και δια

πάντα τα σκληρά τα οποία ελάλησαν κατ αυτού αμαρτωλοί ασεβείς

15

Ο Ενώχ αναφέρεται μια μόνο φορά στην Καινή Διαθήκη ως προφήτης (Ιούδα 14)

Με το όνομα Βιβλίο Ενώχ σώζεται απόκρυφο σύγγραμμα που γράφτηκε περί τα

110 πΧ περιέχει προφητείες περί της συντέλειας του κόσμου και είναι σε αιθιοπική

μετάφραση Δεν αποκλείεται η παραπομπή στο βιβλίο του Ιούδα να είναι παρμένη απ

αυτό Όμως το βιβλίο αυτό το απέρριψαν ως μη κανονικό τόσο οι Εβραίοι όσο και

οι Πατέρες της Εκκλησίας

Ας μείνει μέσα μας απ όλα όσα ελέχθησαν περί του Ενώχ πως αν κάτι έχει ύψιστη

σημασία για τον Θεό και για μας είναι το να περιπατώμεν καθώς Εκείνος

περιεπάτησεν (Α΄ Ιωάν 26) φυλάττοντες τας εντολάς αυτού και πράττοντες τα

αρεστά ενώπιον αυτού (Α΄ Ιωάν 322)

Γιἀννης Έρτσος

Σας παραθέτουμε τώρα προς ανάγνωσιν το απόκρυφο βιβλίο του Ενώχ

1 Λόγος εὐλογίας Ἑνώχ καθὼς εὐλόγησεν ἐκλεκτοὺς δικαίους οἵτινες

ἔσονται εἰς ἡμέραν ἀνάγκης ἐξᾶραι πάντας τοὺς ἐχθρούς καὶ σωθήσονται

δίκαιοι

2 Καὶ ἀναλαβὼν τὴν παραβολὴν αὐτοῦ εἶπεν Ἑνώχmiddot (ἄνθρωπος δίκαιός

ἐστιν [ᾧ] ὅρασις ἐκ θεοῦ αὐτῷ ἀνεῳγμένη ἦν ἔχων τὴν ὅρασιν τοῦ ἁγίου

laquoκαὶraquo τοῦ οὐρανοῦmiddot) Ἔδειξέν μοι καὶ ἁγιολόγων ἁγίων ἤκουσα ἐγώ καὶ ὡς

ἤκουσα παρrsquo αὐτῶν πάντα καὶ ἔγνων ἐγὼ θεωρῶνmiddot καὶ οὐκ εἰς τὴν νῦν

γενεὰν διενοούμην ἀλλὰ ἐπὶ πόρρω οὖσαν ἐγὼ λαλῶ

3 Καὶ περὶ τῶν ἐκλεκτῶν νῦν λέγω καὶ περὶ αὐτῶν ἀνέλαβον τὴν

παραβολήν μου καὶ ἐξελεύσεται ὁ ἅγιός μου ὁ μέγας ἐκ τῆς κατοικήσεως

αὐτοῦ

4 καὶ ὁ θεὸς τοῦ αἰῶνος ἐπὶ γῆν πατήσει ἐπὶ τὸ Σεινὰ ὄρος καὶ φανήσεται

ἐκ τῆς παρεμβολῆς αὐτοῦ καὶ φανήσεται ἐν τῇ δυνάμει τῆς ἰσχύος αὐτοῦ

ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ τῶν οὐρανῶν

5 καὶ φοβηθήσονται πάντες καὶ πιστεύσουσιν οἱ ἐγρήγοροι laquoκαὶ ᾄσουσιν

ἀπόκρυφα ἐν πᾶσιν τοῖς ἄκροις τῆς [γῆς]middot καὶ σεισθήσονται πάντα τὰ ἄκρα

τῆς γῆςraquo καὶ λήμψεται αὐτοὺς τρόμος καὶ φόβος μέγας μέχρι τῶν περάτων

τῆς γῆς

6 καὶ σεισθήσονται καὶ πεσοῦνται καὶ διαλυθήσονται ὄρη ὑψηλά καὶ

ταπεινωθήσονται βουνοὶ ὑψηλοὶ τοῦ διαρυῆναι ὄρη καὶ τακήσονται ὡς

κηρὸς ἀπὸ προσώπου πυρὸς ἐν φλογί

7 καὶ διασχισθήσεται ἡ γῆ σχίσμα ῥαγάδι καὶ πάντα ὅσα ἐστὶν ἐπὶ τῆς γῆς

ἀπολεῖται καὶ κρίσις ἔσται κατὰ πάντων

8 καὶ μετὰ τῶν δικαίων τὴν εἰρήνην ποιήσει καὶ ἐπὶ τοὺς ἐκλεκτοὺς ἔσται

συντήρησις καὶ εἰρήνη καὶ ἐπrsquo αὐτοὺς γενήσεται ἔλεος καὶ ἔσονται

πάντες τοῦ θεοῦ καὶ τὴν εὐδοκίαν δώσει αὐτοῖς καὶ πάντας εὐλογήσει καὶ

πάντων ἀντιλήμψεται καὶ βοηθήσει ἡμῖν καὶ φανήσεται αὐτοῖς φῶς καὶ

ποιήσει ἐπrsquo αὐτοὺς εἰρήνην

9 ὅτι ἔρχεται σὺν ταῖς μυριάσιν αὐτοῦ καὶ τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ ποιῆσαι

κρίσιν κατὰ πάντων καὶ ἀπολέσει πάντας τοὺς ἀσεβεῖς καὶ ἐλέγξει

πᾶσαν σάρκα περὶ πάντων ἔργων τῆς ἀσεβείας αὐτῶν ὧν ἠσέβησαν καὶ

σκληρῶν ὧν ἐλάλησαν λόγων laquoκαὶ περὶ πάντων ὧν κατελάλησανraquo κατrsquo

αὐτοῦ ἁμαρτωλοὶ ἀσεβεῖς

16

II

1 Κατανοήσατε πάντα τὰ ἔργα ἐν τῷ οὐρανῷ πῶς οὐκ ἠλλοίωσαν τὰς

ὁδοὺς αὐτῶν καὶ τοὺς φωστῆρας τοὺς ἐν τῷ οὐρανῷ ὡς τὰ πάντα

ἀνατέλλει καὶ δύνει τεταγμένος ἕκαστος ἐν τῷ τεταγμένῳ καιρῷ καὶ ταῖς

ἑορταῖς αὐτῶν φαίνονται καὶ οὐ παραβαίνουσιν τὴν ἰδίαν τάξιν

2 ἴδετε τὴν γῆν καὶ διανοήθητε περὶ τῶν ἔργων τῶν ἐν αὐτῇ γενομένων

ἀπrsquo ἀρχῆς μέχρι τελειώσεως ὥς εἰσιν φθαρτά ὡς οὐκ ἀλλοιοῦνται οὐδὲν

τῶν ἐπὶ γῆς ἀλλὰ πάντα ἔργα θεοῦ ὑμῖν φαίνεται

3 ἴδετε τὴν θερείαν καὶ τὸν χειμῶνα

καταμάθετε καὶ ἴδετε πάντα τὰ δένδρα

IIIndashV

1πῶς τὰ φύλλα χλωρὰ ἐν αὐτοῖς σκέποντα τὰ δένδρα καὶ πᾶς ὁ καρπὸς

αὐτῶν εἰς τιμὴν καὶ δόξαν διανοήθητε καὶ γνῶτε περὶ πάντων τῶν ἔργων

αὐτοῦ καὶ νοήσατε ὅτι θεὸς ζῶν ἐποίησεν αὐτὰ οὕτως καὶ ζῇ εἰς πάντας

τοὺς αἰῶναςmiddot

2 καὶ τὰ ἔργα αὐτοῦ πάντα ὅσα ἐποίησεν εἰς τοὺς αἰῶνας ἀπὸ ἐνιαυτοῦ εἰς

ἐνιαυτὸν γινόμενα πάντα οὕτως καὶ πάντα ὅσα ἀποτελοῦσιν αὐτῷ τὰ

ἔργα καὶ οὐκ ἀλλοιοῦνται αὐτῶν τὰ ἔργα ἀλλrsquo ὡσπερεὶ κατὰ ἐπιταγὴν τὰ

πάντα γίνεται

3 ἴδετε πῶς ἡ θάλασσα καὶ οἱ ποταμοὶ ὡς ὁμοίως ἀποτελοῦσιν καὶ οὐκ

ἀλλοιοῦσιν αὐτῶν τὰ ἔργα ἀπὸ τῶν λόγων αὐτοῦ

4 ὑμεῖς δὲ οὐκ ἐνεμείνατε οὐδὲ ἐποιήσατε κατὰ τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ ἀλλὰ

ἀπέστητε καὶ κατελαλήσατε μεγάλους καὶ σκληροὺς λόγους ἐν στόματι

ἀκαθαρσίας ὑμῶν κατὰ τῆς μεγαλωσύνης αὐτοῦ ὅτι κατελαλήσατε ἐν τοῖς

ψεύμασιν ὑμῶν σκληροκάρδιοι οὐκ ἔστιν εἰρήνη ὑμῖν

5 τοιγὰρ τὰς ἡμέρας ὑμῶν ὑμεῖς καταράσεσθε καὶ τὰ ἔτη τῆς ζωῆς ὑμῶν

ἀπολεῖται καὶ τὰ ἔτη τῆς ἀπωλείας ὑμῶν πληθυνθήσεται ἐν κατάρᾳ

αἰώνων καὶ οὐκ ἔσται ὑμῖν ἔλεος καὶ εἰρήνη

6 τότε ἔσται τὰ ὀνόματα ὑμῶν εἰς κατάραν αἰώνιον πᾶσιν τοῖς δικαίοις

καὶ ἐν ὑμῖν καταράσονται πάντες οἱ καταρώμενοι καὶ πάντες οἱ

ἁμαρτωλοὶ καὶ ἀσεβεῖς ἐν ὑμῖν ὀμοῦνται καὶ πάντες οἱ ἀναμάρτητοι

χαρήσονται καὶ ἔσται αὐτοῖς λύσις ἁμαρτιῶν καὶ πᾶν ἔλεος καὶ εἰρήνη καὶ

ἐπιείκεια ἔσται αὐτοῖς σωτηρία φῶς ἀγαθόν καὶ αὐτοὶ κληρονομήσουσιν

τὴν γῆν καὶ πᾶσιν ὑμῖν τοῖς ἁμαρτωλοῖς οὐχ ὑπάρξει σωτηρία ἀλλὰ ἐπὶ

πάντας ὑμᾶς κατάλυσις κατάρα

7 καὶ τοῖς ἐκλεκτοῖς φῶς καὶ χάρις καὶ εἰρήνη καὶ αὐτοὶ κληρονομήσουσιν

τὴν γῆν ὑμῖν δὲ τοῖς ἀσεβέσιν ἔσται κατάρα

8 τότε δοθήσεται τοῖς ἐκλεκτοῖς φῶς καὶ χάρις καὶ αὐτοὶ

κληρονομήσουσιν τὴν γῆν τότε δοθήσεται πᾶσιν τοῖς ἐκλεκτοῖς σοφία καὶ

πάντες οὗτοι ζήσονται καὶ οὐ μὴ ἁμαρτήσονται ἔτι οὐ κατrsquo ἀλήθειαν οὔτε

κατὰ ὑπερηφανίαν καὶ ἔσται ἐν ἀνθρώπῳ πεφωτισμένῳ φῶς καὶ

ἀνθρώπῳ ἐπιστήμονι νόημα καὶ οὐ μὴ πλημμελήσουσιν

9 οὐδὲ μὴ ἁμάρτωσιν πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς αὐτῶν καὶ οὐ μὴ

ἀποθάνωσιν ἐν ὀργῇ θυμοῦ ἀλλὰ τὸν ἀριθμὸν αὐτῶν ζωῆς ἡμερῶν

πληρώσουσιν καὶ ἡ ζωὴ αὐτῶν αὐξηθήσεται ἐν εἰρήνῃ καὶ τὰ ἔτη τῆς

χαρᾶς αὐτῶν πληθυνθήσεται ἐν ἀγαλλιάσει καὶ εἰρήνη αἰῶνος ἐν πάσαις

ταῖς ἡμέραις τῆς ζωῆς αὐτῶν

VI

1 Καὶ ἐγένετο οὗ ἂν ἐπληθύνθησαν οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων ἐν ἐκείναις

ταῖς ἡμέραις ἐγεννήθησαν θυγατέρες ὡραῖαι καὶ καλαί

17

2 καὶ ἐθεάσαντο αὐτὰς οἱ ἄγγελοι υἱοὶ οὐρανοῦ καὶ ἐπεθύμησαν αὐτάς

καὶ εἶπαν πρὸς ἀλλήλουςmiddot Δεῦτε ἐκλεξώμεθα ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ τῶν

ἀνθρώπων καὶ γεννήσομεν ἑαυτοῖς τέκνα

3 καὶ εἶπεν Σεμειαζᾶς πρὸς αὐτούς ὃς ἦν ἄρχων αὐτῶν Φοβοῦμαι μὴ οὐ

θελήσετε ποιῆσαι τὸ πρᾶγμα τοῦτο καὶ ἔσομαι ἐγὼ μόνος ὀφειλέτης

ἁμαρτίας μεγάλης

4 ἀπεκρίθησαν οὖν αὐτῷ πάντες Ὀμόσωμεν ὅρκῳ πάντες καὶ

ἀναθεματίσωμεν πάντες ἀλλήλους μὴ ἀποστρέψαι τὴν γνώμην ταύτην

μέχρις οὗ ἂν τελέσωμεν αὐτὴν καὶ ποιήσωμεν τὸ πρᾶγμα τοῦτο

5 τότε ὄμοσαν πάντες ὁμοῦ καὶ ἀνεθεμάτισαν ἀλλήλους ἐν αὐτῷ

7 Καὶ ταῦτα τὰ ὀνόματα τῶν ἀρχόντων αὐτῶνmiddot Σεμιαζά οὗτος ἦν ἄρχων

αὐτῶνmiddot Ἀραθάκ Κιμβρά Σαμμανή Δανειήλ Ἀρεαρώς Σεμιήλ Ἰωμειήλ

Χωχαριήλ Ἐζεκιήλ Βατριήλ Σαθιήλ Ἀτριήλ Ταμιήλ Βαρακιήλ Ἀνανθνά

Θωνιήλ Ῥαμιήλ Ἀσέαλ Ῥακειήλ Τουριήλ

8 οὗτοί εἰσιν ἀρχαὶ αὐτῶν οἱ [ἐπὶ] δέκα

VII

1 Καὶ ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκαςmiddot ἕκαστος αὐτῶν ἐξελέξαντο ἑαυτοῖς

γυναῖκας καὶ ἤρξαντο εἰσπορεύεσθαι πρὸς αὐτὰς καὶ μιαίνεσθαι ἐν

αὐταῖςmiddot καὶ ἐδίδαξαν αὐτὰς φαρμακείας καὶ ἐπαοιδὰς καὶ ῥιζοτομίας καὶ

τὰς βοτάνας ἐδήλωσαν αὐταῖς

2 Αἱ δὲ ἐν γαστρὶ λαβοῦσαι ἐτέκοσαν γίγαντας μεγάλους ἐκ πηχῶν

τρισχιλίων

3 οἵτινες κατησθίοσαν τοὺς κόπους τῶν ἀνθρώπων ὡς δὲ οὐκ ἐδυνήθησαν

αὐτοῖς οἱ ἄνθρωποι ἐπιχορηγεῖν

4 οἱ γίγαντες ἐτόλμησαν ἐπrsquo αὐτούς καὶ κατησθίοσαν τοὺς ἀνθρώπους

5 καὶ ἤρξαντο ἁμαρτάνειν ἐν τοῖς πετεινοῖς καὶ τοῖς [θ]ηρίοις καὶ ἑρπετοῖς

καὶ τοῖς [ἰ]χθύσιν καὶ ἀλλήλων τὰς σάρκας κατεσθίειν καὶ τὸ αἷμα ἔπινον

6 τότε ἡ γῆ ἐνέτυχεν κατὰ τῶν ἀνόμων

VIII

1 Ἐδίδαξεν τοὺς ἀνθρώπους Ἀζαὴλ μαχαίρας ποιεῖν καὶ ὅπλα καὶ ἀσπίδας

καὶ θώρακας διδάγματα ἀγγέλων καὶ ὑπέδειξεν αὐτοῖς τὰ μέταλλα καὶ

τὴν ἐργασίαν αὐτῶν καὶ ψέλια καὶ κόσμους καὶ στίβεις καὶ τὸ

καλλιβλέφαρον καὶ παντοίους λίθους ἐκλεκτοὺς καὶ τὰ βαφικά

2 καὶ ἐγένετο ἀσέβεια πολλή καὶ ἐπόρνευσαν καὶ ἀπεπλανήθησαν καὶ

ἠφανίσθησαν ἐν πάσαις ταῖς ὁδοῖς αὐτῶν

3 Σεμιαζᾶς ἐδίδαξεν ἐπα[ο]ιδὰς καὶ ῥιζοτομίαςmiddot Ἀρμαρὼς ἐπαοιδῶν

λυτήριονmiddot Βαρακιὴλ ἀστρολογίαςmiddot Χωχιὴλ τὰ σημειωτικάmiddot Σαθιὴλ

ἀστεροσκοπίανmiddot Σεριὴλ σεληναγωγίας

4 τῶν οὖν ἀνθρώπων ἀπολλυμένων ἡ βο[ὴ] εἰς οὐρανοὺς ἀνέβη

IX

1 Τότε παρ[α]κύψαντες Μιχαὴλ καὶ Οὐ[ρι]ὴλ καὶ Ῥαφαὴλ καὶ Γαβριή[λ]

οὗτοι ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἐθεάς[αν]το αἶμα πολὺ ἐκχυννόμεν[ον] ἐπὶ τῆς γῆςmiddot

2 καὶ εἶπαν πρὸ[ς] ἀλλήλους φωνὴ βοώντω[ν] ἐπὶ τῆς γῆς μέχρι πυλῶν

τοῦ οὐρανοῦ

3 ἐντυγχάνουσιν αἱ ψυχαὶ τῶν ἀνθρώπων λεγόντων Εἰσαγάγετε τὴν

κρίσιν ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστ[ον]

4 Καὶ εἶπα[ν] τῷ κυρίῳ Σὺ εἶ κύριος τῶν κυρίων καὶ ὁ θεὸς τῶν θεῶν καὶ

βασιλεὺς τῶν αἰώνωνmiddot ὁ θρόνος τῆς δόξης σου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τοῦ

αἰῶνος καὶ τὸ ὄνομά σου τὸ ἅγιον καὶ μέγα καὶ εὐλογητὸν εἰς πάντας τοὺς

αἰῶνας

18

5 σὺ γὰρ ἐποίησας τὰ πάντα καὶ πᾶσαν τὴν ἐξουσίαν ἔχων καὶ πάντα

ἐνώπιόν σου φανερὰ καὶ ἀκάλυπτα

6 καὶ πάντα σὺ ὁρᾷς ἃ ἐποίησεν Ἀζαήλ ὃς ἐδίδαξεν πάσας τὰς ἀδικίας ἐπὶ

τῆς γῆς καὶ ἐδήλωσεν τὰ μυστήρια τοῦ αἰῶνος τὰ ἐν τῷ οὐρανῷ ἃ

ἐπιτηδεύουσιν [καὶ] ἔγνωσαν ἄνθρωποι

7 καὶ Σεμιαζᾶς ᾧ τὴν ἐξουσίαν ἔδωκας ἄρχειν τῶν σὺν αὐτῷ ἅμα ὄντων

8 καὶ ἐπορεύθησαν πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς καὶ

συνεκοιμήθησαν αὐταῖς καὶ ἐμιάνθησαν καὶ ἐδήλωσαν αὐταῖς πάσας τὰς

ἁμαρτίας

9 καὶ αἱ γυναῖκες ἐγέννησαν τιτᾶνας ὑφrsquo ὧν ὅλη ἡ γῆ ἐπλήσθη αἵματος

καὶ ἀδικίας

10 καὶ νῦν ἰδοὺ βοῶσιν αἱ ψυχαὶ τῶν τετελευτηκότων καὶ ἐντυγχάνουσιν

μέχρι τῶν πυλῶν τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἀνέβη ὁ στεναγμὸς αὐτῶν καὶ οὐ

δύναται ἐξελθεῖν ἀπὸ προσώπου τῶν ἐπὶ τῆς γῆς γινομένων ἀνομημάτων

11 καὶ σὺ πάντα οἶδας πρὸ τοῦ αὐτὰ γενέσθαι καὶ σὺ ὁρᾷς ταῦτα καὶ ἐᾷς

αὐτούς καὶ οὐδὲ ἡμῖν λέγεις τί δεῖ ποιεῖν αὐτοὺς περὶ τούτων

X

1 Τότε Ὕψιστος εἶπεν περὶ τούτων ὁ μέγας Ἅγιος καὶ ἐλάλησεν καὶ εἶπεν

καὶ ἔπεμψεν Ἰστραὴλ πρὸς τὸν υἱὸν Λέμεχ

2 Εἶπον αὐτῷ ἐπὶ τῷ ἐμῷ ὀνόματι Κρύψον σεαυτόν καὶ δήλωσον αὐτῷ

τέλος ἐπερχόμενον ὅτι ἡ γῆ ἀπόλλυται πᾶσα καὶ κατακλυσμὸς μέλλει

γίνεσθαι πάσης τῆς γῆς καὶ ἀπολέσει πάντα ὅσα ἐστὶν [ἐν] αὐτῇ

3 καὶ δίδαξον αὐτὸν ὅπως ἐκφύγῃ καὶ μενεῖ τὸ σπέρμα αὐτοῦ εἰς πάσας

τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

4 Καὶ τῷ Ῥαφαὴλ εἶπεν Δῆσον τὸν Ἀζαὴλ ποσὶν καὶ χερσίν καὶ βάλε

αὐτὸν εἰς τὸ σκότος καὶ ἄνοιξον τὴν ἔρημον τὴν οὖσαν ἐν τῷ Δαδουὴλ

κἀκεῖ βάλε αὐτόν

5 καὶ ὑπόθες αὐτῷ λίθους τραχεῖς καὶ ὀξεῖς καὶ ἐπικάλυψον αὐτῷ τὸ

σκότος καὶ οἰκησάτω ἐκεῖ εἰς τοὺς αἰῶνας καὶ τὴν ὄψιν αὐτοῦ πώμασον

καὶ φῶς μὴ θεωρείτωmiddot

6 καὶ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς μεγάλης τῆς κρίσεως ἀπαχθήσεται εἰς τὸν

ἐνπυρισμόν

7 καὶ ἰαθήσεται ἡ γῆ ἣν ἠφάνισαν οἱ ἄγγελοι καὶ τὴν ἴασιν τῆς γῆς

δήλωσον ἵνα ἰάσωνται τὴν πληγήν ἵνα μὴ ἀπόλωνται πάντες οἱ υἱοὶ τῶν

ἀνθρώπων ἐν τῷ μυστηρίῳ ὅλῳ ᾧ ἐπέταξαν οἱ ἐγρήγοροι καὶ ἐδίδαξαν

τοὺς υἱοὺς αὐτῶν

8 καὶ ἠρημώθη πᾶσα ἡ γῆ ἀφανισθεῖσα ἐν τοῖς ἔργοις τῆς διδασκαλίας

Ἀζαήλmiddot καὶ ἐπrsquo αὐτῷ γράψον τὰς ἁμαρτίας πάσας

9 Καὶ τῷ Γαβριὴλ εἶπεν ὁ κύριος Πορεύου ἐπὶ τοὺς μαζηρέους ἐπὶ τοὺς

κιβδήλους καὶ τοὺς υἱοὺς τῆς πορνείας καὶ ἀπόλεσον τοὺς υἱοὺς τῶν

ἐγρηγόρων ἀπὸ τῶν ἀνθρώπωνmiddot πέμψον αὐτοὺς ἐν πολέμῳ ἀπωλείας

μακρότης γὰρ ἡμερῶν οὐκ ἔστιν αὐτῶν

10 καὶ πᾶσα ἐρώτησις [οὐκ] ἔσται τοῖς πατράσιν αὐτῶν καὶ περὶ αὐτῶν ὅτι

ἐλπίζουσιν ζῆσαι ζωὴν αἰώνιον καὶ ὅτι ζήσεται ἕκαστος αὐτῶν ἔτη

πεντακόσια

11 Καὶ εἶπεν Μιχαήλ Πορεύου καὶ δήλωσον Σεμιαζᾷ καὶ τοῖς λοιποῖς τοῖς

σὺν αὐτῷ ταῖς γυναιξὶν μιγεῖσιν μιανθῆναι ἐν αὐταῖς ἐν ἀκαθαρσίᾳ

αὐτῶνmiddot

12 καὶ ὅταν κατασφαγῶσιν οἱ υἱοὶ αὐτῶν καὶ ἴδωσιν τὴν ἀπώλειαν τῶν

ἀγαπητῶν καὶ δῆσον αὐτοὺς ἑβδομήκοντα γενεὰς εἰς τὰς νάπας τῆς γῆς

19

μέχρι ἡμέρας κρίσεως αὐτῶν καὶ συντελεσμοῦ ἕως τελεσθῇ τὸ κρίμα τοῦ

αἰῶνος τῶν αἰώνων

13 τότε ἀπαχθήσονται εἰς τὸ χάος τοῦ πυρὸς καὶ εἰς τὴν βάσανον καὶ εἰς

τὸ δεσμωτήριον συνκλείσεως αἰῶνος

14 καὶ ὃς ἂν κατακαυθῇ καὶ ἀφανισθῆ ἀπὸ τοῦ νῦν μετrsquo αὐτῶν ὁμοῦ

δεθήσονται μέχρι τελειώσεως γενεᾶς

15 ἀπόλεσον πάντα τὰ πνεύματα τῶν κιβδήλων καὶ τοὺς υἱοὺς τῶν

ἐγρηγόρων διὰ τὸ ἀδικῆσαι τοὺς ἀνθρώπους

16 καὶ ἀπόλεσον τὴν ἀδικίαν πᾶσαν ἀπὸ τῆς γῆς καὶ πᾶν ἔργον πονηρίας

ἐκλειπέτω καὶ ἀναφανήτω τὸ φυτὸν τῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς ἀληθείας εἰς

τοὺς αἰῶναςmiddot μετὰ χαρᾶς φυτευθήσεται

17 Καὶ νῦν πάντες οἱ δίκαιοι ἐκφεύξονται καὶ ἔσονται ζῶντες ἕως

γεννήσωσιν χιλιάδας καὶ πᾶσαι αἱ ἡμέραι νεότητος αὐτῶν καὶ τὰ

σάββατα αὐτῶν μετὰ εἰρήνης πληρώσουσιν

18 τότε ἐργασθήσεται πᾶσα ἡ γῆ ἐν δικαιοσύνῃ καὶ φυτευθήσεται δένδρον

ἐν αὐτῇ καὶ πλησθήσεται εὐλογίας

19 καὶ πάντα τὰ δένδρα τῆς γῆς ἀγαλλιάσονταιmiddot φυτευθήσεται καὶ

ἔσονται φυτεύοντες ἀμπέλους καὶ ἡ ἄμπελος ἣν ἂν φυτεύσωσιν

ποιήσουσιν πρόχους οἴνου χιλιάδας καὶ σπόρου ποιήσει καθrsquo ἕκαστον

μέτρον ἐλαίας ποιήσει ἀνὰ βάτους δέκα

20 καὶ σὺ καθάρισον τὴν γῆν ἀπὸ πάσης ἀκαθαρσίας καὶ ἀπὸ πάσης

ἀδικίας καὶ ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας καὶ ἀσεβείας καὶ πάσας τὰς ἀκαθαρσίας

τὰς γινομένας ἐπὶ τῆς γῆς ἐξάλειψον

21 καὶ ἔσονται πάντες λατρεύοντες οἱ λαοὶ καὶ εὐλογοῦντες πάντες ἐμοὶ

καὶ προσκυνοῦντες

22 καὶ καθαρισθήσεται πᾶσα ἡ γῆ ἀπὸ παντὸς μιάσματος καὶ ἀπὸ πάσης

ἀκαθαρσίας καὶ ὀργῆς καὶ μάστιγος καὶ οὐκέτι πέμψω ἐπrsquo αὐτοὺς εἰς

πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

XI

1 καὶ τότε ἀνοίξω τὰ ταμεῖα τῆς εὐλογίας τὰ ὄντα ἐν τῷ οὐρανῷ καὶ

κατενεγκεῖν αὐτὰ ἐπὶ τὰ ἔργα ἐπὶ τὸν κόπον τῶν υἱῶν τῶν ἀνθρώπων

2 καὶ τότε ἀλήθεια καὶ εἰρήνη κοινωνήσουσιν ὁμοῦ εἰς πάσας τὰς ἡμέρας

τοῦ αἰῶνος καὶ εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν ἀνθρώπων

XII

1 Πρὸ τούτων τῶν λόγων ἐλήμφθη Ἑνώχ καὶ οὐδεὶς τῶν ἀνθρώπων ἔγνω

ποῦ ἐλήμφθη καὶ ποῦ ἐστιν καὶ τί ἐγένετο αὐτῷ

2 καὶ τὰ ἔργα αὐτοῦ μετὰ τῶν ἐγρηγόρων καὶ μετὰ τῶν ἁγίων αἱ ἡμέραι

αὐτοῦ

3 Καὶ ἑστὼς ἤμην Ἑνὼχ εὐλογῶν τῷ κυρίῳ τῆς μεγαλωσύνης τῷ βασιλεῖ

τῶν αἰώνων καὶ ἰδοὺ οἱ ἐγρήγοροι τοῦ ἁγίου τοῦ μεγάλου ἐκάλουν μεmiddot

4 Ἑνώχ ὁ γραμματεὺς τῆς δικαιοσύνης πορεύου καὶ εἶπε τοῖς ἐγρηγόροις

τοῦ οὐρανοῦ οἵτινες ἀπολιπόντες τὸν οὐρανὸν τὸν ὑψηλόν τὸ ἁγίασμα τῆς

στάσεως τοῦ αἰῶνος μετὰ τῶν γυναικῶν ἐμιάνθησαν καὶ ὥσπερ οἱ υἱοὶ

τῆς γῆς ποιοῦσιν οὕτως καὶ αὐτοὶ ποιοῦσιν καὶ ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας

Ἀφανισμὸν μέγαν ἠφανίσατε τὴν γῆν

5 καὶ οὐκ ἔσται ὑμῖν εἰρήνη οὔτε ἄφεσις καὶ περὶ ὧν χαίρουσιν τῶν υἱῶν

αὐτῶν

6 τὸν φόνον τῶν ἀγαπητῶν αὐτῶν ὄψονται καὶ ἐπὶ τῇ ἀπωλείᾳ τῶν υἱῶν

αὐτῶν στενάξουσιν καὶ δεηθήσονται εἰς τὸν αἰῶνα καὶ οὐκ αὐτοῖς ἔσται

εἰς ἔλεον καὶ εἰρήνην

20

XIII

1 Ὁ δὲ Ἑνὼχ τῷ Ἀζαὴλ εἶπεν Πορεύουmiddot οὐκ ἔσται σοι εἰρήνη κρίμα μέγα

ἐξῆλθεν κατὰ σοῦ δῆσαί σε

2 καὶ ἀνοχὴ καὶ ἐρώτησίς σοι οὐκ ἔσται περὶ ὧν ἔδειξας ἀδικημάτων καὶ

περὶ πάντων τῶν ἔργων τῶν ἀσεβειῶν καὶ τῆς ἀδικίας καὶ τῆς ἁμαρτίας

ὅσα ὑπέδειξας τοῖς ἀνθρώποις

3 Τότε πορευθεὶς εἴρηκα πᾶσιν αὐτοῖς καὶ αὐτοὶ πάντες ἐφοβήθησαν καὶ

ἔλαβεν αὐτοὺς τρόμος καὶ φόβος

4 καὶ ἠρώτησαν ὅπως γράψω αὐτοῖς ὑπομνήματα ἐρωτήσεως ἵνα γένηται

αὐτοῖς ἄφεσις καὶ ἵνα ἐγὼ ἀναγνῶ αὐτοῖς τὸ ὑπόμνημα τῆς ἐρωτήσεως

ἐνώπιον Κυρίου τοῦ οὐρανοῦ

5 ὅτι αὐτοὶ οὐκ ἔτι δύνανται λαλῆσαι οὐδὲ ἀπᾶραι αὐτῶν τοὺς ὀφθαλμοὺς

εἰς τὸν οὐρανὸν ἀπὸ αἰσχύνης περὶ ὧν ἡμαρτήκεισαν καὶ κατεκρίθησαν

6 Τότε ἔγραψα τὸ ὑπόμνημα τῆς ἐρωτήσεως αὐτῶν καὶ τὰς δεήσεις περὶ

τῶν πνευμάτων αὐτῶν καὶ περὶ ὧν δέονται ὅπως αὐτῶν γένωνται ἄφεσις

καὶ μακρότης

7 καὶ πορευθεὶς ἐκάθισα ἐπὶ τῶν ὑδάτων Δὰν ἐν γῇ Δάν ἥτις ἐστὶν ἐκ

δεξιῶν Ἑρμωνειεὶμ δύσεωςmiddot ἀνεγίγνωσκον τὸ ὑπόμνημα τῶν δεήσεων

αὐτῶν

8 ὡς ἐκοιμήθην καὶ ἰδοὺ ὄνειροι ἐπrsquo ἐμὲ ἦλθον καὶ ὁράσεις ἐπrsquo ἐμὲ

ἐπέπιπτον καὶ ἴδον ὁράσεις ὀργῆς καὶ ἦλθεν φωνὴ λέγουσα Εἶπον τοῖς

υἱοῖς τοῦ οὐρανοῦ τοῦ ἐλέγξαι αὐτούς

9 Καὶ ἔξυπνος γενόμενος ἦλθον πρὸς αὐτούς καὶ πάντες συνηγμένοι

ἐκάθηντο πενθοῦντες ἐν Ἐβελσατά ἥτις ἐστὶν ἀνὰ μέσον τοῦ Λιβάνου καὶ

Σενισήλ περικεκαλυμμένοι τὴν ὄψιν

10 ἐνώπιον αὐτῶν καὶ ἀνήγγειλα αὐτοῖς πάσας τὰς ὁράσεις ἃς εἶδον κατὰ

τοὺς ὕπνους καὶ ἠρξάμην λαλεῖν τοὺς λόγους τῆς δικαιοσύνης ἐλέγχων

τοὺς ἐγρηγόρους τοῦ οὐρανοῦ

XIV

1 Βίβλος λόγων δικαιοσύνης καὶ ἐλέγξεως ἐγρηγόρων τῶν ἀπὸ τοῦ

αἰῶνος κατὰ τὴν ἐντολὴν τοῦ ἁγίου τοῦ μεγάλου ἐν ταύτῃ τῇ ὁράσει

2 Ἐγὼ εἶδον κατὰ τοὺς ὕπνους μου ὃ νῦν λέγω ἐν γλώσσῃ σαρκίνῃ ἐν τῷ

πνεύματι τοῦ στόματός μου ὃ ἔδωκεν ὁ μέγας τοῖς ἀνθρώποις λαλεῖν ἐν

αὐτοῖς καὶ νοήσει καρδίαςmiddot

3 ὃς ἔκτισεν καὶ ἔδωκεν ἐλέγξασθαι ἐγρηγόρους τοὺς υἱοὺς τοῦ οὐρανοῦ

4 Ἐγὼ τὴν ἐρώτησιν ὑμῶν τῶν ἀγγέλων ἔγραψα καὶ ἐν τῇ ὁράσει μου

τοῦτο ἐδείχθηmiddot καὶ οὔτε ἡ ἐρώτησις ὑμῶν παρεδέχθη

5 ἵνα μηκέτι εἰς τὸν οὐρανὸν ἀναβῆτε ἐπὶ πάντας τοὺς αἰῶνας καὶ ἐν τοῖς

δεσμοῖς τῆς γῆς ἐρρέθη δῆσαι ὑμᾶς εἰς πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

6 καὶ ἵνα περὶ τούτων ἴδητε τὴν ἀπώλειαν τῶν υἱῶν ὑμῶν τῶν ἀγαπητῶν

καὶ ὅτι οὐκ ἔσται ὑμῖν ὄνησις αὐτῶν ἀλλὰ πεσοῦνται ἐνώπιον ὑμῶν ἐν

μαχαίρᾳ

7 καὶ ἡ ἐρώτησις ὑμῶν περὶ αὐτῶν οὐκ ἔσται οὐδὲ περὶ ὑμῶνmiddot καὶ ὑμεῖς

κλαίοντες καὶ δεόμενοι καὶ μὴ λαλοῦντες πᾶν ῥῆμα ἀπὸ τῆς γραφῆς ἧς

ἔγραψα

8 Καὶ ἐμοὶ ἐφrsquo ὁράσει οὕτως ἐδείχθηmiddot ἰδοὺ νεφέλαι ἐν τῇ ὁράσει ἐκάλουν

καὶ ὁμίχλαι με ἐφώνουν καὶ διαδρομαὶ τῶν ἀστέρων καὶ διαστραπαί με

κατεσπούδαζον καὶ ἐθορύβαζόν με καὶ ἄνεμοι ἐν τῇ ὁράσει μου

ἐξεπέτασάν με

9 καὶ ἐπῆράν με ἄνω καὶ εἰσήνεγκάν με εἰς τὸν οὐρανόν καὶ εἰσῆλθον

21

μέχρις ἤγγισα τείχους οἰκοδομῆς ἐν λίθοις χαλάζης καὶ γλώσσης πυρὸς

κύκλῳ αὐτῶνmiddot καὶ ἤρξαντο ἐκφοβεῖν με

10 Καὶ εἰσῆλθον εἰς τὰς γλώσσας τοῦ πυρός καὶ ἤγγισα εἰς οἶκον μέγαν

οἰκοδομημένον ἐν λίθοις χαλάζης καὶ οἱ τοῖχοι τοῦ οἴκου ὡς λιθόπλακες

καὶ πᾶσαι ἦσαν ἐκ χιόνος καὶ ἐδάφη χιονικά

11 καὶ αἱ στέγαι ὡς διαδρομαὶ ἀστέρων καὶ ἀστραπαί καὶ μεταξὺ αὐτῶν

χερουβὶν πύρινα καὶ οὐρανὸς αὐτῶν ὕδωρ

12 καὶ πῦρ φλεγόμενον κύκλῳ τῶν τειχῶν καὶ θύραι πυρὶ καιόμεναι

13 εἰσῆλθον εἰς τὸν οἶκον ἐκεῖνον θερμὸν ὡς πῦρ καὶ ψυχρὸν ὡς χιών καὶ

πᾶσα τροφὴ ζωῆς οὐκ ἦν ἐν αὐτῷmiddot φόβος με ἐκάλυψεν καὶ τρόμος με

ἔλαβεν

14 καὶ ἤμην σειόμενος καὶ τρέμων καὶ ἔπεσον ἐθεώρουν ἐν τῇ ὁράσει

μου

15 καὶ ἰδοὺ ἄλλη θύρα ἀνεῳγμένη κατέναντί μου καὶ ὁ οἶκος μείζων

τούτου καὶ ὅλος οἰκοδομημένος ἐν γλώσσαις πυρός

16 καὶ ὅλος διαφέρων ἐν δόξῃ καὶ ἐν τιμῇ καὶ ἐν μεγαλωσύνῃ ὥστε μὴ

δύνασθαί με ἐξειπεῖν ὑμῖν περὶ τῆς δόξης καὶ περὶ τῆς μεγαλωσύνης

αὐτοῦ

17 τὸ ἔδαφος αὐτοῦ ἦν πυρός τὸ δὲ ἀνώτερον αὐτοῦ ἦσαν ἀστραπαὶ καὶ

διαδρομαὶ ἀστέρων καὶ ἡ στέγη αὐτοῦ ἦν πῦρ φλέγον

18 Ἐθεώρουν δὲ καὶ εἶδον θρόνον ὑψηλόν καὶ τὸ εἶδος αὐτοῦ ὡσεὶ

κρυστάλλινον καὶ τροχὸς ὡς ἡλίου λάμποντος καὶ ὄρος χερουβίν

19 καὶ ὑποκάτω τοῦ θρόνου ἐξεπορεύοντο ποταμοὶ πυρὸς φλεγόμενοι καὶ

οὐκ ἐδυνάσθην ἰδεῖν

20 καὶ ἡ δόξα ἡ μεγάλη ἐκάθητο ἐπrsquo αὐτῷmiddot τὸ περιβόλαιον αὐτοῦ ὡς εἶδος

ἡλίου λαμπρότερον καὶ λευκότερον πάσης χιόνος

21 καὶ οὐκ ἐδύνατο πᾶς ἄγγελος παρελθεῖν εἰς τὸν οἶκον τοῦτον καὶ ἰδεῖν

τὸ πρόσωπον αὐτοῦ διὰ τὸ ἔντιμον καὶ ἔνδοξον καὶ οὐκ ἐδύνατο πᾶσα

σὰρξ ἰδεῖν αὐτοῦ

22 τὸ πῦρ φλεγόμενον κύκλῳmiddot καὶ πῦρ μέγα παρειστήκει αὐτῷ καὶ οὐδεὶς

ἐγγίζει αὐτῷ κύκλῳ μυρίαι μυριάδες ἑστήκασιν ἐνώπιον αὐτοῦ καὶ πᾶς

λόγος αὐτοῦ ἔργον

23 καὶ οἱ ἅγιοι τῶν ἀγγέλων οἱ ἐγγίζοντες αὐτῷ οὐκ ἀποχωροῦσιν νυκτὸς

οὔτε ἀφίστανται αὐτοῦ

24 Κἀγὼ ἤμην ἕως τούτου ἐπὶ πρόσωπόν μου βεβλημένος καὶ τρέμων καὶ

ὁ κύριος τῷ στόματι αὐτοῦ ἐκάλεσέν με καὶ εἶπέν μοι Πρόσελθε ὧδε

Ἑνώχ καὶ τὸν λόγον μου ἄκουσον

25 καὶ προσελθών μοι εἷς τῶν ἁγίων ἤγειρέν με καὶ ἔστησέν με καὶ

προσήγαγέν με μέχρι τῆς θύραςmiddot ἐγὼ δὲ τὸ πρόσωπόν μου κάτω ἔκυφον

XV

1 Καὶ ἀποκριθεὶς εἶπέν μοι Ὁ ἄνθρωπος ὁ ἀληθινός ἄνθρωπος τῆς

ἀληθείας ὁ γραμματεύςmiddot καὶ τῆς φωνῆς αὐτοῦ ἤκουσαmiddot μὴ φοβηθῇς Ἑνώχ

ἄνθρωπος ἀληθινὸς καὶ γραμματεὺς τῆς ἀληθείαςmiddot πρόσελθε ὧδε καὶ τῆς

φωνῆς μου ἄκουσον

2 πορεύθητι καὶ εἶπε τοῖς πέμψασίν σε Ἐρωτῆσαι ὑμᾶς ἔδει περὶ τῶν

ἀνθρώπων καὶ μὴ τοὺς ἀνθρώπους περὶ ὑμῶν

3 διὰ τί ἀπελίπετε τὸν οὐρανὸν τὸν ὑψηλὸν τὸν ἅγιον τοῦ αἰῶνος καὶ

μετὰ τῶν γυναικῶν ἐκοιμήθητε καὶ μετὰ τῶν θυγατέρων τῶν ἀνθρώπων

ἐμιάνθητε καὶ ἐλάβετε ἑαυτοῖς γυναῖκας ὥσπερ υἱοὶ τῆς γῆς ἐποιήσατε

καὶ ἐγεννήσατε ἑαυτοῖς τέκνα υἱοὺς γίγαντας

22

4 καὶ ὑμεῖς ἦτε ἅγιοι καὶ πνεύματα ζῶντα αἰώνια ἐν τῷ αἵματι τῶν

γυναικῶν ἐμιάνθητε καὶ ἐν αἵματι σαρκὸς ἐγεννήσατε καὶ ἐν αἵματι

ἀνθρώπων ἐπεθυμήσατε καθὼς καὶ αὐτοὶ ποιοῦσιν σάρκα καὶ αἷμα

οἵτινες ἀποθνήσκουσιν καὶ ἀπόλλυνται

5 διὰ τοῦτο ἔδωκα αὐτοῖς θηλείας ἵνα σπερματίζουσιν εἰς αὐτὰς καὶ

τεκνώσουσιν ἐν αὐταῖς τέκνα οὕτως ἵνα μὴ ἐκλείπῃ αὐτοῖς πᾶν ἔργον ἐπὶ

τῆς γῆς

6 ὑμεῖς δὲ ὑπήρχετε πνεύματα ζῶντα αἰώνια καὶ οὐκ ἀποθνήσκοντα εἰς

πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

7 καὶ διὰ τοῦτο οὐκ ἐποίησα ἐν ὑμῖν θηλείαςmiddot τὰ πνεύματα τοῦ οὐρανοῦ ἐν

τῷ οὐρανῷ ἡ κατοίκησις αὐτῶν

8 καὶ νῦν οἱ γίγαντες οἱ γεννηθέντες ἀπὸ τῶν πνευμάτων καὶ σαρκὸς

πνεύματα ἰσχυρὰ ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐν τῇ γῇ ἡ κατοίκησις αὐτῶν ἔσται

9 πνεύματα πονηρὰ ἐξῆλθον ἀπὸ τοῦ σώματος αὐτῶν διότι ἀπὸ τῶν

ἀνωτέρων ἐγένοντο καὶ ἐκ τῶν ἁγίων ἐγρηγόρων ἡ ἀρχὴ τῆς κτίσεως

αὐτῶν καὶ ἀρχὴ θεμελίουmiddot πνεύματα πονηρὰ κληθήσεται

10 πνεύματα οὐρανοῦ ἐν τῷ οὐρανῷ ἡ κατοίκησις αὐτῶν ἔσται καὶ τὰ

πνεύματα ἐπὶ τῆς γῆς τὰ γεννηθέντα ἐπὶ τῆς γῆς ἡ κατοίκησις αὐτῶν

ἔσται

11 καὶ τὰ πνεύματα τῶν γιγάντων νεφέλας ἀδικοῦντα ἀφανίζοντα καὶ

ἐνπίπτοντα καὶ συνπαλαίοντα καὶ συνρίπτοντα ἐπὶ τῆς γῆς πνεύματα

σκληρὰ γιγάντων καὶ δρόμους ποιοῦντα καὶ μηδὲν ἐσθίοντα ἀλλrsquo

ἀσιτοῦντα καὶ διψῶντα καὶ προσκόπτοντα πνεύματα

12 καὶ ἐξαναστήσει ταῦτα εἰς τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν

γυναικῶν ὅτι ἐξεληλύθασιν ἀπrsquo αὐτῶν

XVI

1 ἀπὸ ἡμέρας σφαγῆς καὶ ἀπωλείας καὶ θανάτου ἀφrsquo ὧν τὰ πνεύματα

ἐκπορευόμενα ἐκ τῆς ψυχῆς τῆς σαρκὸς αὐτῶν ἔσται ἀφανίζοντα χωρὶς

κρίσεωςmiddot οὕτως ἀφανίσουσιν μέχρις ἡμέρας τελειώσεως τῆς κρίσεως τῆς

μεγάλης ἐν ᾗ ὁ αἰὼν ὁ μέγας τελεσθήσεται

2 καὶ νῦν ἐγρηγόροις τοῖς πέμψασίν σε ἐρωτῆσαι περὶ αὐτῶν οἵτινες ἐν

οὐρανῷ ἦσαν

3 Ὑμεῖς ἐν τῷ οὐρανῷ ἦτε καὶ πᾶν μυστήριον ὃ οὐκ ἀνεκαλύφθη ὑμῖν καὶ

μυστήριον τὸ ἐκ τοῦ θεοῦ γεγενημένον ἔγνωτε καὶ τοῦτο ἐμηνύσατε ταῖς

γυναιξὶν ἐν ταῖς σκληροκαρδίαις ὑμῶν καὶ ἐν τῷ μυστηρίῳ τούτῳ

πληθύνουσιν αἱ θήλειαι καὶ οἱ ἄνθρωποι τὰ κακὰ ἐπὶ τῆς γῆς

4 εἶπον οὖν αὐτοῖς Οὐκ ἔστιν εἰρήνη

XVII

1 Καὶ παραλαβόντες με εἴς τινα τόπον ἀπήγαγον ἐν ᾧ οἱ ὄντες ἐκεῖ

γίνονται ὡς πῦρ φλέγον καὶ ὅταν θέλωσιν φαίνονται ὡσεὶ ἄνθρωποι

2 Καὶ ἀπήγαγόν με εἰς ζοφώδη τόπον καὶ εἰς ὄρος οὗ ἡ κεφαλὴ ἀφικνεῖτο

εἰς τὸν οὐρανόν

3 καὶ εἶδον τόπον τῶν φωστήρων καὶ τοὺς θησαυροὺς τῶν ἀστέρων καὶ

τῶν βροντῶν καὶ εἰς τὰ ἀεροβαθῆ ὅπου τόξον πυρὸς καὶ τὰ βέλη καὶ τὰς

θήκας αὐτῶν καὶ τὰς ἀστραπὰς πάσας

4 Καὶ ἀπήγαγόν με μέχρι ὑδάτων καὶ μέχρι πυρὸς δύσεως ὅ ἐστιν καὶ

παρέχον πάσας τὰς δύσεις τοῦ ἡλίου

5 καὶ ἤλθομεν μέχρι ποταμοῦ πυρός ἐν ᾧ κατατρέχει τὸ πῦρ ὡς ὕδωρ καὶ

ῥέει εἰς θάλασσαν μεγάλην δύσεως

6 ἴδον τοὺς μεγάλους ποταμούς καὶ μέχρι τοῦ μεγάλου ποταμοῦ καὶ μέχρι

23

τοῦ μεγάλου σκότους κατήντησα καὶ ἀπῆλθον ὅπου πᾶσα σὰρξ οὐ

περιπατεῖ

7 ἴδον τοὺς ἀνέμους τῶν γνόφων τοὺς χειμερινοὺς καὶ τὴν ἔκχυσιν τῆς

ἀβύσσου πάντων ὑδάτων

8 ἴδον τὸ στόμα τῆς γῆς πάντων τῶν ποταμῶν καὶ τὸ στόμα τῆς ἀβύσσου

XVIII

1 ἴδον τοὺς θησαυροὺς τῶν ἀνέμων πάντων ἴδον ὅτι ἐν αὐτοῖς ἐκόσμησεν

πάσας τὰς κτίσεις καὶ τὸν θεμέλιον τῆς γῆς καὶ τὸν λίθον ἴδον τῆς γωνίας

τῆς γῆς

2 ἴδον τοὺς τέσσαρας ἀνέμους τὴν γῆν βαστάζοντας

3 καὶ τὸ στερέωμα τοῦ οὐρανοῦ καὶ αὐτοὶ ἱστᾶσιν μεταξὺ γῆς καὶ

οὐρανοῦ

4 ἴδον ἀνέμους τῶν οὐρανῶν στρέφοντας καὶ διανεύοντας τὸν τροχὸν τοῦ

ἡλίου καὶ πάντας τοὺς ἀστέρας

5 ἴδον τοὺς ἐπὶ τῆς γῆς ἀνέμους βαστάζοντας ἐν νεφέλῃ ἴδον πέρατα τῆς

γῆς τὸ στήριγμα τοῦ οὐρανοῦ ἐπάνω

6 Παρῆλθον καὶ ἴδον τόπον καιόμενον νυκτὸς καὶ ἡμέρας ὅπου τὰ ἑπτὰ

ὄρη ἀπὸ λίθων πολυτελῶν [τρία] εἰς ἀνατολὰς καὶ τρία εἰς νότον

βάλλοντα

7 καὶ τὰ μὲν πρὸς ἀνατολὰς ἀπὸ λίθου χρώματος τὸ δὲ ἦν ἀπὸ λίθου

μαργαρίτου καὶ τὸ ἀπὸ λίθου ταθέν τὸ δὲ κατὰ νότον ἀπὸ λίθου πυρροῦmiddot

8 τὸ δὲ μέσον αὐτῶν ἦν εἰς οὐρανόν ὥσπερ θρόνος θεοῦ ἀπὸ λίθου φουκά

καὶ ἡ κορυφὴ τοῦ θρόνου ἀπὸ λίθου σαφφείρουmiddot

9 καὶ πῦρ καιόμενον ἴδον κἀπέκεινα τῶν ὀρέων τούτων

10 τόπος ἐστὶν πέρας τῆς μεγάλης γῆςmiddot ἐκεῖ συντελεσθήσονται οἱ οὐρανοί

11 καὶ ἴδον χάσμα μέγα εἰς τοὺς στύλους τοῦ πυρὸς καταβαίνοντας καὶ

οὐκ ἦν μέτρον οὔτε εἰς βάθος οὔτε εἰς ὕψος

12 καὶ ἐπέκεινα τοῦ χάσματος τούτου ἴδον τόπον ὅπου οὐδὲ στερέωμα

οὐρανοῦ ἐπάνω οὔτε γῆ ᾖ τεθεμελιωμένη ὑποκάτω αὐτοῦ οὔτε ὕδωρ ἦν

ὑπὸ αὐτὸ οὔτε πετεινόν ἀλλὰ τόπος ἦν ἔρημος καὶ φοβερός

13 ἐκεῖ ἴδον ἑπτὰ ἀστέρας ὡς ὄρη μεγάλα καιόμενα περὶ ὧν

πυνθανομένῳ μοι

14 εἶπεν ὁ ἄγγελος Οὗτός ἐστιν ὁ τόπος τὸ τέλος τοῦ οὐρανοῦ καὶ γῆςmiddot

δεσμωτήριον τοῦτο ἐγένετο τοῖς ἄστροις καὶ ταῖς δυνάμεσιν τοῦ οὐρανοῦ

15 καὶ οἱ ἀστέρες οἱ κυλιόμενοι ἐν τῷ πυρί οὗτοί εἰσιν οἱ παραβάντες

πρόσταγμα κυρίου ἐν ἀρχῇ τῆς ἀνατολῆς αὐτῶν - ὅτι τόπος ἔξω τοῦ

οὐρανοῦ κενός ἐστιν - ὅτι οὐκ ἐξῆλθαν ἐν τοῖς καιροῖς αὐτῶν

16 καὶ ὀργίσθη αὐτοῖς καὶ ἔδησεν αὐτοὺς μέχρι καιροῦ τελειώσεως αὐτῶν

ἁμαρτίας laquoαὐτῶνraquo ἐνιαυτῶν μυρίων

XIX

1 Καὶ εἶπέν μοι Οὐριήλ Ἐνθάδε οἱ μιγέντες ἄγγελοι ταῖς γυναιξὶν

στήσονται καὶ τὰ πνεύματα αὐτῶν πολύμορφα γενόμενα λυμαίνεται τοὺς

ἀνθρώπους καὶ πλανήσει αὐτοὺς ἐπιθύειν τοῖς δαιμονίοις μέχρι τῆς

μεγάλης κρίσεως ἐν ᾗ κριθήσονται εἰς ἀποτελείωσιν

2 καὶ αἱ γυναῖκες αὐτῶν τῶν παραβάντων ἀγγέλων εἰς σειρῆνας

γενήσονται

3 κἀγὼ Ἑνὼχ ἴδον τὰ θεωρήματα μόνος τὰ πέρατα πάντων καὶ οὐ μὴ ἴδῃ

οὐδὲ εἷς ἀνθρώπων ὡς ἐγὼ ἴδον

XX

1 Ἄγγελοι τῶν δυνάμεων

24

2 Οὐριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ταρτάρου

3 Ῥαφαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων τῶν ἀνθρώπων

4 Ῥαγουήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐκδικῶν τὸν κόσμον τῶν

φωστήρων

5 Μιχαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν τοῦ λαοῦ ἀγαθῶν

τεταγμένος καὶ ἐπὶ τῷ χάῳ

6 Σαριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων οἵτινες ἐπὶ τῷ

πνεύματι ἁμαρτάνουσιν

7 Γαβριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τοῦ παραδείσου καὶ τῶν

δρακόντων καὶ χερουβείν ἀρχαγγέλων ὀνόματα ἑπτά

XXI

1 Καὶ ἐφώδευσα ἕως τῆς ἀκατασκευάστου

2 κἀκεῖ ἐθεασάμην ἔργον φοβερόνmiddot ἑώρακα οὔτε οὐρανὸν ἐπάνω οὔτε γῆν

τεθέαμαι τεθεμελιωμένην ἀλλὰ τόπον ἀκατασκεύαστον καὶ φοβερόν

3 καὶ ἐκεῖ τεθέαμαι ἑπτὰ τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ δεδεμένους καὶ

ἐρριμμένους ἐν αὐτῷ ὁμοίους ὄρεσιν μεγάλοις καὶ ἐν πυρὶ καιομένους

4 τότε εἶπον Διὰ ποίαν αἰτίαν ἐπεδέθησαν καὶ διὰ τί ὧδε ἐρίφησαν

5 τότε εἶπέν μοι Οὐριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν - καὶ

αὐτὸς ἡγεῖτο αὐτῶν - καὶ εἶπέν μοι Ἑνώχ περὶ τίνος ἐρωτᾷς ἢ περὶ τίνος

τὴν ἀλήθειαν φιλοσπευδεῖς

6 οὗτοί εἰσιν τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ οἱ παραβάντες τὴν ἐπιταγὴν τοῦ

κυρίου καὶ ἐδέθησαν ὧδε μέχρι τοῦ πληρῶσαι μύρια ἔτη τὸν χρόνον τῶν

ἁμαρτημάτων αὐτῶν

7 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον τούτου φοβερώτερον καὶ τεθέαμαι

ἔργα φοβερώτερα πῦρ μέγα ἐκεῖ καιόμενον καὶ φλεγόμενον καὶ διακοπὴν

εἶχεν ὁ τόπος ἕως τῆς ἀβύσσου πλήρης στύλων πυρὸς μεγάλου

καταφερομένωνmiddot οὔτε μέτρον οὔτε πλάτος ἠδυνήθην ἰδεῖν οὐδὲ εἰκάσαι

8 τότε εἶπον Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος καὶ ὡς δεινὸς τῇ ὁράσει

9 τότε ἀπεκρίθη μοι ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν καὶ εἶπέν

μοι Ἑνώχ διὰ τί ἐφοβήθης οὕτως καὶ ἐπτοήθης καὶ ἀπεκρίθην Περὶ

τούτου τοῦ φοβεροῦ καὶ περὶ τῆς προσόψεως τῆς δεινῆς

10 καὶ εἶπεν Οὗτος ὁ τόπος δεσμωτήριον ἀγγέλωνmiddot ὧδε συνσχεθήσονται

μέχρι αἰῶνος εἰς τὸν αἰῶνα

XXII

1 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον καὶ ἔδειξέν μοι πρὸς δυσμὰς ἄλλο

ὄρος μέγα καὶ ὑψηλόν πέτρας στερεάς

2 καὶ τέσσαρες τόποι ἐν αὐτῷ κοῖλοι βάθος ἔχοντες καὶ λίαν λεῖοι τρεῖς

αὐτῶν σκοτινοὶ καὶ εἷς φωτινός καὶ πηγὴ ὕδατος ἀνὰ μέσον αὐτοῦ καὶ

εἶπον Πῶς λεῖα τὰ κοιλώματα ταῦτα καὶ ὁλοβαθῆ καὶ σκοτινὰ τῇ ὁράσει

3 τότε ἀπεκρίθη Ῥαφαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν καὶ

εἶπέν μοι Οὗτοι οἱ τόποι οἱ κοῖλοι ἵνα ἐπισυνάγωνται εἰς αὐτοὺς τὰ

πνεύματα τῶν ψυχῶν τῶν νεκρῶν εἰς αὐτὸ τοῦτο ἐκρίθησαν ὥδε

ἐπισυνάγεσθαι πάσας τὰς ψυχὰς τῶν ἀνθρώπων

4 καὶ οὗτοι οἱ τόποι εἰς ἐπισύνσχεσιν αὐτῶν ἐποίησαν μέχρι τῆς ἡμέρας

τῆς κρίσεως αὐτῶν καὶ μέχρι τοῦ διορισμοῦ καὶ διορισμένου χρόνου ἐν ᾧ ἡ

κρίσις ἡ μεγάλη ἔσται ἐν αὐτοῖς

5 τεθέαμαι ἀνθρώπους νεκροὺς ἐντυγχάνοντας καὶ ἡ φωνὴ αὐτοῦ μέχρι

τοῦ οὐρανοῦ προέβαινεν καὶ ἐνετύγχανεν

6 καὶ ἠρώτησα Ῥαφαὴλ τὸν ἄγγελον ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν καὶ εἶπα αὐτῷ Τοῦτο

τὸ πνεῦμα τὸ ἐντυγχάνον τίνος ἐστίν διrsquo ὃ οὕτως ἡ φωνὴ αὐτοῦ προβαίνει

25

καὶ ἐντυγχάνει ἕως τοῦ οὐρανοῦ

7 καὶ ἀπεκρίθη μοι λέγων Τοῦτο τὸ πνεῦμά ἐστιν τὸ ἐξελθὸν ἀπὸ Ἄβελ ὃν

ἐφόνευσε Κάιν ὁ ἀδελφός καὶ Ἄβελ ἐντυγχάνει περὶ αὐτοῦ μέχρι τοῦ

ἀπολέσαι τὸ σπέρμα αὐτοῦ ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς καὶ ἀπὸ τοῦ

σπέρματος τῶν ἀνθρώπων ἀφανθῇ τὸ σπέρμα αὐτοῦ

8 Τότε ἠρώτησα περὶ τῶν κυκλωμάτων πάντων διὰ τί ἐχωρίσθησαν ἓν

ἀπὸ τοῦ ἑνός

9 καὶ ἀπεκρίθη μοι λέγων Οὗτοι οἱ τρεῖς ἐποιήθησαν χωρίζεσθαι τὰ

πνεύματα τῶν νεκρῶνmiddot καὶ οὕτως ἐχωρίσθη εἰς τὰ πνεύματα τῶν δικαίων

οὗ ἡ πηγὴ τοῦ ὕδατος ἐν αὐτῷ φωτινήmiddot

10 καὶ οὕτως ἐκτίσθη τῶν ἁμαρτωλῶν ὅταν ἀποθάνωσιν καὶ ταφῶσιν εἰς

τὴν γῆν καὶ κρίσις οὐκ ἐγενήθη ἐπrsquo αὐτῶν ἐν τῇ ζωῇ αὐτῶν

11 ὧδε χωρίζεται τὰ πνεύματα αὐτῶν εἰς τὴν μεγάλην βάσανον ταύτην

μέχρι τῆς μεγάλης ἡμέρας τῆς κρίσεως τῶν μαστίγων καὶ τῶν βασάνων

τῶν κατηραμένων μέχρι αἰῶνοςmiddot ἦν ἀνταπόδοσις τῶν πνευμάτωνmiddot ἐκεῖ

δήσει αὐτοὺς μέχρις αἰῶνος

12 καὶ οὕτως ἐχωρίσθη τοῖς πνεύμασιν τῶν ἐντυγχανόντων οἵτινες

ἐνφανίζουσιν περὶ τῆς ἀπωλείας ὅταν φονευθῶσιν ἐν ταῖς ἡμέραις τῶν

ἁμαρτωλῶν

13 καὶ οὕτως ἐκτίσθη τοῖς πνεύμασιν τῶν ἀνθρώπων ὅσοι οὐκ ἔσονται

ὅσιοι ἀλλὰ ἁμαρτωλοί καὶ μετὰ τῶν ἀνόμων ἔσονται μέτοχοι τὰ δὲ

πνεύματα ὅτι οἱ ἐνθάδε θλιβέντες ἔλαττον κολάζονται αὐτῶν οὐ

τιμωρηθήσονται ἐν ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως οὐδὲ μὴ μετεγερθῶσιν ἐντεῦθεν

14 Τότε ηὐλόγησα τὸν κύριον τῆς δόξης καὶ εἶπα Εὐλογητὸς εἶ Κύριε ὁ τῆς

δικαιοσύνης κυριεύων τοῦ αἰῶνος

XXIII

1 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον πρὸς δυσμὰς τῶν περάτων τῆς γῆς

2 καὶ ἐθεασάμην πῦρ διατρέχον καὶ οὐκ ἀναπαυόμενον οὐδὲ ἐλλεῖπον τοῦ

δρόμου ἡμέρας καὶ νυκτὸς ἅμα διαμένον

3 καὶ ἠρώτησα λέγων Τί ἐστιν τὸ μὴ ἔχον ἀνάπαυσιν

4 τότε ἀπεκρίθη μοι Ῥαγουήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν

Οὗτος ὁ δρόμος τοῦ πυρὸς τὸ πρὸς δυσμὰς πῦρ τὸ ἐκδιῶκόν ἐστιν πάντας

τοὺς φωστῆρας τοῦ οὐρανοῦ

XXIV

1 Καὶ ἔδειξέν μοι ὄρη πυρὸς καιόμενα νυκτός

2 καὶ ἐπέκεινα αὐτῶν ἐπορεύθην καὶ ἐθεασάμην ἑπτὰ ὄρη ἔνδοξα πάντα

ἑκάτερα τοῦ ἑκατέρου διαλλάσσοντα ὧν οἱ λίθοι ἔντιμοι τῇ καλλονῇ καὶ

πάντα ἔντιμα καὶ ἔνδοξα καὶ εὐειδῆ τρία ἐπrsquo ἀνατολὰς ἐστηριγμένα ἐν τῷ

ἑνί καὶ τρία ἐπὶ νότον ἐν τῷ ἑνὶ καὶ φάραγγες βαθεῖαι καὶ τραχεῖαι μία τῇ

μιᾷ οὐκ ἐγγίζουσαι

3 καὶ τῷ ὄρει ἕβδομον ὄρος ἀνὰ μέσον τούτων καὶ ὑπερεῖχεν τῷ ὕψει

ὅμοιον καθέδρᾳ θρόνου καὶ περιεκύκλου δένδρα αὐτῷ εὐειδῆ

4 καὶ ἦν ἐν αὐτοῖς δένδρον ὃ οὐδέποτε ὤσφρανμαι καὶ οὐδεὶς ἕτερος αὐτῷ

ηὐφράνθη καὶ οὐδὲν ἕτερον ὅμοιον αὐτῷmiddot ὀσμὴν εἶχεν εὐωδεστέραν

πάντων ἀρωμάτων καὶ τὰ φύλλα αὐτοῦ καὶ τὸ ἄνθος καὶ τὸ δένδρον οὐ

φθίνει εἰς τὸν αἰῶνα οἱ δὲ περὶ τὸν καρπὸν ὡσεὶ βότρυες φοινίκων

5 τότε εἶπον ὡς καλὸν τὸ δένδρον τοῦτό ἐστιν καὶ εὐῶδες καὶ ὡραῖα τὰ

φύλλα καὶ τὰ ἄνθη αὐτοῦ ὡραῖα τῇ ὁράσει

6 τότε ἀπεκρίθη μοι Μιχαήλ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν - καὶ

αὐτὸς αὐτῶν ἡγεῖτο ndash

26

XXV

1 καὶ εἶπέν μοι Ἑνώχ τί ἐρωτᾷς καὶ τί ἐθαύμασας ἐν τῇ ὀσμῇ τοῦ δένδρου

καὶ διὰ τί θέλεις τὴν ἀλήθειαν μαθεῖν

2 τότε ἀπεκρίθην αὐτῷ Περὶ πάντων εἰδέναι θέλω μάλιστα δὲ περὶ τοῦ

δένδρου τούτου σφόδρα

3 καὶ ἀπεκρίθη λέγων Τοῦτο τὸ ὄρος τὸ ὑψηλόν οὗ ἡ κορυφὴ ὁμοία

θρόνου θεοῦ καθέδρα ἐστὶν οὗ καθίζει ὁ μέγας κύριος ὁ ἅγιος τῆς δόξης ὁ

βασιλεὺς τοῦ αἰῶνος ὅταν καταβῇ ἐπισκέψασθαι τὴν γῆν ἐπrsquo ἀγαθῷ

4 καὶ τοῦτο τὸ δένδρον εὐωδίας καὶ οὐδεμία σὰρξ ἐξουσίαν ἔχει ἅψασθαι

αὐτοῦ μέχρι τῆς μεγάλης κρίσεως ἐν ᾗ ἐκδίκησις πάντων καὶ τελείωσις

μέχρις αἰῶνοςmiddot τότε δικαίοις καὶ ὁσίοις δοθήσεται

5 ὁ καρπὸς αὐτοῦ τοῖς ἐκλεκτοῖς εἰς ζωὴν εἰς βορρᾶν καὶ

μεταφυτευθήσεται ἐν τόπῳ ἁγίῳ παρὰ τὸν οἶκον τοῦ θεοῦ βασιλέως τοῦ

αἰῶνος

6 τότε εὐφρανθήσονται εὐφραινόμενοι καὶ χαρήσονται καὶ εἰς τὸ ἅγιον

εἰσελεύσονταιmiddot αἱ ὀσμαὶ αὐτοῦ ἐν τοῖς ὀστέοις αὐτῶν καὶ ζωὴν πλείονα

ζήσονται ἐπὶ γῆς ἣν ἔζησαν οἱ πατέρες σου καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτῶν καὶ

βάσανοι καὶ πληγαὶ καὶ μάστιγες οὐχ ἅψονται αὐτῶν

7 Τότε ηὐλόγησα τὸν θεὸν τῆς δόξης τὸν βασιλέα τοῦ αἰῶνος ὃς

ἡτοίμασεν ἀνθρώποις τὰ τοιαῦτα δικαίοις καὶ αὐτὰ ἔκτισεν καὶ εἶπεν

δοῦναι αὐτοῖς

XXVI

1 Καὶ ἐκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς τὸ μέσον τῆς γῆς καὶ ἴδον τόπον

ηὐλογημένον ἐν ᾧ δένδρα ἔχοντα παραφυάδας μενούσας καὶ βλαστούσας

τοῦ δένδρου ἐκκοπέντος

2 κἀκεῖ τεθέαμαι ὄρος ἅγιονmiddot ὑποκάτω τοῦ ὄρους ὕδωρ ἐξ ἀνατολῶν καὶ

τὴν δύσιν εἶχεν πρὸς νότον

3 καὶ ἴδον πρὸς ἀνατολὰς ἄλλο ὄρος ὑψηλότερον τούτου καὶ ἀνὰ μέσον

αὐτοῦ φάραγγα βαθεῖαν οὐκ ἔχουσαν πλάτος καὶ διrsquo αὐτῆς ὕδωρ

πορεύεται ὑποκάτω ὑπὸ τὸ ὄρος

4 καὶ πρὸς δυσμὰς τούτου ἄλλο ὄρος ταπεινότερον αὐτοῦ καὶ οὐκ ἔχον

ὕψος καὶ φάραγγα βαθεῖαν καὶ ξηρὰν ἀνὰ μέσον αὐτῶν καὶ ἄλλην

φάραγγα βαθεῖαν καὶ ξηρὰν ἐπrsquo ἄκρων τῶν τριῶν ὀρέων

5 καὶ πᾶσαι φάραγγές εἰσιν βαθεῖαι ἐκ πέτρας στερεᾶς καὶ δένδρον οὐκ

ἐφυτεύετο ἐπrsquo αὐτάς

6 καὶ ἐθαύμασα περὶ τῆς φάραγγος καὶ λίαν ἐθαύμασα

XXVII

1 καὶ εἶπον Διὰ τί ἡ γῆ αὕτη ἡ εὐλογημένη καὶ πᾶσα πλήρης δένδρων

αὐτὴ δὲ ἡ φάραγξ κεκατηραμένη ἐστίν

2 γῆ κατάρατος τοῖς κεκατηραμένοις ἐστὶν μέχρι αἰῶνος ὧδε

ἐπισυναχθήσονται πάντες οἱ κεκατηραμένοι οἵτινες ἐροῦσιν τῷ στόματι

αὐτῶν κατὰ Κυρίου φωνὴν ἀπρεπῆ καὶ περὶ τῆς δόξης αὐτοῦ σκληρὰ

λαλήσουσιν ὧδε ἐπισυναχθήσονται καὶ ὧδε ἔσται τὸ οἰκητήριον

3 ἐπrsquo ἐσχάτοις αἰῶσιν ἐν ταῖς ἡμέραις τῆς κρίσεως τῆς ἀληθινῆς ἐναντίον

τῶν δικαίων εἰς τὸν ἅπαντα χρόνον ὧδε εὐλογήσουσιν οἱ ἀσεβεῖς τὸν

κύριον τῆς δόξης τὸν βασιλέα τοῦ αἰῶνοςmiddot

4 ἐν ταῖς ἡμέραις τῆς κρίσεως αὐτῶν εὐλογήσουσιν ἐν ἐλέει ὡς ἐμέρισεν

αὐτοῖς

5 Τότε ηὐλόγησα τὸν κύριον τῆς δόξης καὶ τὴν δόξαν αὐτοῦ ἐδήλωσα καὶ

ὕμνησα μεγαλοπρεπῶς

27

XXVIII

1 Καὶ ἐκεῖθεν ἐπορεύθην εἰς τὸ μέσον Μανδοβαρά καὶ ἴδον αὐτὸ ἔρημονmiddot

καὶ αὐτὸ μόνον

2 πλήρης δένδρων καὶ ἀπὸ τῶν σπερμάτων ὕδωρ ἄνομβρον ἄνωθεν

φερόμενον

3 ὡς ὑδραγωγὸς δαψιλὴς ὡς πρὸς βορρᾶν ἐπὶ δυσμῶν πάντοθεν ἀνάγει

ὕδωρ καὶ δρόσον

XXIX

1 Ἔτι ἐκεῖθεν ἐπορεύθην εἰς ἄλλον τόπον ἐν τῷ Βαβδηρά καὶ πρὸς

ἀνατολὰς τοῦ ὄρους τούτου ᾠχόμην

2 καὶ ἴδον κρίσεως δένδρα πνέοντα ἀρωμάτων λιβάνων καὶ ζμύρνας καὶ

τὰ δένδρα αὐτῶν ὅμοια καρύαις

XXX

1 Καὶ ἐπέκεινα τούτων ᾠχόμην πρὸς ἀνατολὰς μακράν καὶ ἴδον τόπον

ἄλλον μέγαν φάραγγα ὕδατος

2 ἐν ᾧ καὶ δένδρα χρόα ἀρωμάτων ὁμοίων σχίνῳ

3 καὶ τὰ παρὰ τὰ χείλη τῶν φαράγγων τούτων ἴδον κιννάμωμον

ἀρωμάτωνmiddot καὶ ἐπέκεινα τούτων ᾠχόμην πρὸς ἀνατολάς

XXXI

1 καὶ ἴδον ἄλλα ὄρη καὶ ἐν αὐτοῖς ἄλση δένδρων καὶ ἐκπορευόμενον ἐξ

αὐτῶν νέκταρ τὸ καλούμενον σαρρὰν καὶ χαλβάνη

2 καὶ ἐπέκεινα τῶν ὀρέων τούτων ἴδον ἄλλο ὄρος πρὸς ἀνατολὰς τῶν

περάτων τῆς γῆς καὶ πάντα τὰ δένδρα πλήρη ἐξαυτῆς ἐν ὁμοιώματι

ἀμυγδάλων

3 ὅταν τριβῶσινmiddot διὸ εὐωδέστερον ὑπὲρ πάντων τῶν ἀρωμάτων

XXXII

1 εἰς βορρᾶν πρὸς ἀνατολὰς τεθέαμαι ἑπτὰ ὄρη πλήρη νάρδου χρηστοῦ

καὶ σχίνου καὶ κινναμώμου καὶ πιπέρεως

2 Καὶ ἐκεῖθεν ἐφώδευσα ἐπὶ τὰς ἀρχὰς πάντων τῶν ὀρέων τούτων

μακρὰν ἀπέχων πρὸς ἀνατολὰς τῆς γῆς καὶ διέβην ἐπάνω τῆς ἐρυθρᾶς

θαλάσσης καὶ ᾠχόμην ἐπrsquo ἄκρων καὶ ἀπὸ τούτου διέβην ἐπάνω τοῦ

Ζωτιήλ

3 καὶ ἦλθον πρὸς τὸν παράδεισον τῆς δικαιοσύνης καὶ ἴδον μακρόθεν τῶν

δένδρων τούτων δένδρα πλείονα καὶ μεγάλα δύο μὲν ἐκεῖ μεγάλα σφόδρα

καλὰ καὶ ἔνδοξα καὶ μεγαλοπρεπῆ καὶ τὸ δένδρον τῆς φρονήσεως οὗ

ἐσθίουσιν ἅγιοι τοῦ καρποῦ αὐτοῦ καὶ ἐπίστανται φρόνησιν μεγάλην

4 ὅμοιον τὸ δένδρον ἐκεῖνο στροβιλέᾳ τὸ ὕψος τὰ δὲ φύλλα αὐτοῦ κερατίᾳ

ὅμοια ὁ δὲ καρπὸς αὐτοῦ ὡσεὶ βότρυες ἀμπέλου ἱλαροὶ λίαν ἡ δὲ ὀσμὴ

αὐτοῦ διέτρεχεν πόρρω ἀπὸ τοῦ δένδρου

5 τότε εἶπον ὡς καλὸν τὸ δένδρον καὶ ὡς ἐπίχαρι τῇ ὁράσει

6 τότε ἀπεκρίθη Ῥαφαήλ ὁ ἅγιος ἄγγελος ὁ μετrsquo ἐμοῦ ὤν Τοῦτο τὸ

δένδρον φρονήσεως ἐξ οὗ ἔφαγεν ὁ πατήρ σου

LXXXIX

42 Καὶ οἱ κύνες ἤρξαντο κατεσθίειν τὰ πρόβατα καὶ οἱ ὕες καὶ οἱ ἀλώπεκες

κατήσθιον αὐτά μέχρι οὗ ἤγειρεν ὁ κύριος τῶν προβάτων κριὸν ἕνα ἐκ

τῶν προβάτων

43 καὶ ὁ κριὸς οὗτος ἤρξατο κερατίζειν καὶ ἐπιδιώκειν ἐν τοῖς κέρασιν καὶ

ἐνετίνασσεν εἰς τοὺς ἀλώπεκας καὶ μετrsquo αὐτοὺς εἰς τοὺς ὕαςmiddot καὶ

ἀπώλεσεν ὕας πολλούς καὶ μετrsquo αὐτοὺς [ἐλυμήνα]το τοὺς κύνας

44 καὶ τὰ πρόβατα ὧν οἱ ὀφθαλμοὶ ἠνοίγησαν ἐθεάσαντο τὸν κριὸν τὸν ἐν

28

τοῖς προβάτοις ἕως οὗ ἀφῆκεν τὴν ὁδὸν αὐτοῦ καὶ ἤρξατο πορεύεσθαι

ἀνοδίᾳ

45 καὶ ὁ κύριος τῶν προβάτων ἀπέστειλεν τὸν ἄρνα τοῦτον ἐπὶ ἄρνα

ἕτερον τοῦ στῆσαι αὐτὸν εἰς κριὸν ἐν ἀρχῇ τῶν προβάτων ἀντὶ τοῦ κριοῦ

τοῦ ἀφέντος τὴν ὁδὸν αὐτοῦ

46 καὶ ἐπορεύθη πρὸς αὐτὸν καὶ ἐλάλησεν αὐτῷ σιγῇ κατὰ μόνας καὶ

ἤγειρεν αὐτὸν εἰς κριὸν καὶ εἰς ἄρχοντα καὶ εἰς ἡγούμενον τῶν προβάτωνmiddot

καὶ οἱ κύνες ἐπὶ πᾶσιν τούτοις ἔθλιβον τὰ πρόβατα

47 [καὶ] ὁ κριὸς ὁ πρῶτος τὸν κριὸν τὸν δεύτερον ἐπεδίωκεν καὶ ἔφυγεν

ἀπὸ προσώπου αὐτοῦmiddot εἶτrsquo ἐθεώρουν τὸν κριὸν τὸν πρῶτον ἕως οὗ ἔπεσεν

ἔμπροσθεν τῶν κυνῶν

48 καὶ ὁ κριὸς ὁ δεύτερος ἀναπηδήσας ἀφηγήσατο τῶν προβάτων

49 καὶ τὰ πρόβατα ηὐξήθησαν καὶ ἐπληθύνθησανmiddot καὶ πάντες οἱ κύνες καὶ

οἱ ἀλώπεκες ἔφυγον ἀπrsquo αὐτοῦ καὶ ἐφοβοῦντο αὐτόν

XC

1

6 [καὶ ἀναγνωσθής]ονται [πάντες] οἱ λόγοι τῶν ἀνομιῶν ὑμῶν ἐν[ώπιον]

τοῦ μεγάλου ἁγίου κατὰ πρόσωπον ὑμῶνmiddot εἶτrsquo ἀναφελεῖ τὰ πάντα ἔργα τὰ

μετασχόντα ἐν τῇ ἀνομίᾳ

7 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἁμαρτωλοὶ [οἱ] ἐν μέσῳ τῆς θαλάσσης καὶ ἐπὶ τῆς ξηρᾶς

ὄντεςmiddot μνημόσυνον εἰς ὑμᾶς κακόν

8 οὐαὶ ὑμῖν οἱ κτώμενοι χρυσίον καὶ ἀργύριον οὐκ ἀπὸ δικαιοσύνης καὶ

ἐρεῖτε πλούτῳ πεπλουτήκαμεν καὶ τὰ ὑπάρχοντα ἐσχήκαμεν καὶ

κεκτήμεθα

9 καὶ πᾶν ὃ ἐὰν θελήσωμεν ποιήσωμεν ὅτι ἀργύριον τεθησαυρίκαμεν ἐν

τοῖς θησαυροῖς ἡμῶν καὶ ἀγαθὰ πολλὰ ἐν ταῖς οἰκίαις ἡμῶν

10 καὶ ὡς ὕδωρ ἐκχυθήσεται πεπλάνησθε ὅτι οὐ μὴ παραμείνῃ ὁ πλοῦτος

ὑμῶν ἀλλὰ ταχὺ [ἀναπτήσεται] ἀπὸ ὑμῶν ὅτι ἀδίκως πάντα κέκτησθεmiddot

καὶ ὑμεῖς εἰς κατάραν μεγάλην παραδοθήσεσθε

XCI

1 καὶ νῦν ὀμνύω ὑμῖν τοῖς φρονίμοις καὶ οὐχὶ τοῖς ἄφροσι ὅτι πολλὰς

ὄψεσθε ἐπὶ τῆς γῆς ἀνομίαςmiddot

2 ὅτι κάλλος περιθήσονται ἄνδρες ὡς γυναῖκες [καὶ] χρῶμα ὡραῖον ὑπὲρ

παρθένους ἐν βασιλείᾳ καὶ μεγαλωσύνῃ καὶ ἐν ἐξουσίᾳ ἔσονται δὲ

ἀργύριον καὶ χρυσίον [παρrsquo] αὐτοῖς εἰς βρώματα καὶ ἐν ταῖς οἰκίαις αὐτῶν

ὡς ὕδωρ ἐκχυθήσονται

3 [διὰ τὸ μ]ὴ ἐπιστήμην αὐτοὺς μηδὲ φρόνησιν μηδεμίαν [ἔχειν] οὕτω

ἀπολεῖσθε κοινῶς μετὰ πάντων [τῶν] ὑπαρχόντων ὑμῶν [καὶ τῆς] πάσης

δόξης καὶ τῆς τιμῆς [ὑμῶν καὶ] εἰς ἀτιμίαν καὶ ἐρήμωσιν [καὶ σφαγὴν]

μεγάλην τ[ὰ πνεύματα ὑμῶν εἰς τὴν κάμινον τοῦ πυρὸς ἐμβληθήσεται]

Four lines are lost

ἐπὶ τὴν [γῆν οὐκ ἀπεστάλη ἀλλrsquo αὐτὴν οἱ ἄνθρω]ποι ἀφrsquo ἑαυτῶν [ἔκτισαν

καὶ εἰς κατάραν] μεγάλην ἀφίξονται οἱ ποιοῦντες [αὐτήν]

5 καὶ δουλεία (στειρα pap) γυναικὶ οὐκ ἐδόθη ἀλλὰ διὰ τὰ ἔργα τῶν

χειρῶνmiddot ὅτι οὐχ ὡρίσθη δούλην εἶναι δούληνmiddot ἄνωθεν οὐκ ἐδόθη ἀλλὰ ἐκ

καταδυναστείας ἐγένετο ὁ[μοίως] οὐδὲ ἡ ἀνομία ἄνωθεν ἐδόθη ἀλλrsquo ἐκ

παραβάσεως ὁμοίως οὐδὲ στεῖρα γυνὴ ἐκτίσθη ἀλλrsquo ἐξ ἰδίων ἀδικημάτων

ἐπετιμήθη ἀτεκνίᾳ [καὶ] ἄτεκνος ἀποθανεῖται

6 ὀμνύω ὑμῖν ἁμαρτωλοὶ κατὰ τοῦ ἁγίου τοῦ μεγάλου ὅτι τὰ ἔργα ὑμῶν τὰ

πονηρὰ ἔσται ἀνακεκαλυμμένα ἐν τῷ οὐρανῷmiddot οὐκ ἔσται ὑμῖν ἔργον

29

ἀποκεκρυμμένον ἄδικον

7 μὴ ὑπολάβητε τῇ ψυχῇ ὑμῶν μηδὲ ὑπολάβητε τῇ καρδίᾳ ὑμῶν ὅτι οὐ

γινώσκουσιν οὐδὲ βλέπουσιν οὐδὲ τὰ ἀδικήματα ὑμῶν θεωρεῖται οὐδὲ

ἀπογράφεται αὐτὰ ἐνώπιον τοῦ ὑψίστου ἀπὸ τοῦ [νῦν] ἐπιγνῶτε ὅτι

πάντα τὰ ἀδικήματα ὑμῶν ἀπογράφονται ἡμέραν ἐξ [ἡμέρας] μέχρι τῆς

κρίσεως ὑμῶν

9 οὐαὶ ὑμῖν ἄφρονες ὅτι ἀπολεῖσθε διὰ τὴν ἀφροσύνην ὑμῶν καὶ τῶν

[φρονίμων] οὐ μὴ ἀκούσητε καὶ τὰ ἀγαθὰ οὐκ ἀπαντήσει ὑμῖν τὰ δὲ κακὰ

[περιέξει] ὑμᾶς

10 καὶ νῦν γινώσκετε ὅτ[ι ἡτοίμασται] ὑμῖν εἰς ἡμέραν ἀπωλείας [μὴ

ἐλπίζε]τε σωθῆναι ἁμαρτωλοίmiddot ἀπ[ελθόντες] ἀποθάνετε γινώσκοντε[ς ὅτι

ἡτοίμας]ται εἰς ἡμέραν κρίσεως μ[εγάλης καὶ στε]νοχωρίας μείζονος τ[οῖς

πνεύμασιν ὑμῶν]

11 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ σκληροτράχηλοι τῇ καρδίᾳ ποιοῦντες τὸ κα[κὸν καὶ

ἔσθοντες αἷμα πόθ]εν ὑμῖν ἔσο[νται ἀγαθὰ ἵνα φάγητε ] Four lines are

lost

12 [ἔργα τῆ]ς ἀδικίαςmiddot διότι ἐλπίδας κα[λὰς ἔχετε ὑμῖ]ν νῦν γνωστὸν ὑμῖν

ἔστω ὅτι εἰς [χεῖρας τ]ῶν δικαίων παραδοθήσεσθε καὶ ἀποκτενοῦσιν ὑμᾶς

καὶ οὐ μὴ φείσονται ὑμῶν

13 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἐπιχαίροντες τοῖς κακοῖς τῶν δικαίωνmiddot τάφος ὑμῶν οὐ μὴ

ὀρυγῇ

14 οὐαὶ ὑμῖν οἱ βουλόμενοι ἀκυρῶσαι τοὺς λόγους τῶν δικαίωνmiddot οὐ μὴ

γένηται ὑμῖν ἐλπὶς σωτηρίας

15 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ γράφοντες λόγους ψευδεῖς καὶ λόγους πλανήσεωςmiddot αὐτοὶ

γράφουσιν καὶ πολλοὺς ἀποπλανήσουσιν τοῖς ψεύδεσιν αὐτῶνmiddot

16 πλανᾶσθε ὑμεῖς αὐτοὶ καὶ οὐκ ἔστιν ὑμῖν χαίρειν ἀλλὰ ταχέως

ἀπολεῖσθε

XCII

1 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ ποιοῦντες πλανήματα καὶ τοῖς ἔργοις τοῖς ψευδέσιν

λαμβάνοντες τιμὴν καὶ δόξανmiddot ἀπολώλατε οὐκ ἔστιν ὑμῖν σωτηρία εἰς

ἀγαθόν

2 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἐξαλλοιοῦντες τοὺς λόγους τοὺς ἀληθινούς καὶ

διαστρέφοντες τὴν αἰώνιον διαθήκην καὶ λογιζόμενοι ἑαυτοὺς

ἀναμαρτήτουςmiddot ἐν τῇ γῇ καταποθήσονται

3 τότε ἑτοιμάζεσθε οἱ δίκαιοι καὶ προέχεσθε τὰς ἐντεύξεις ὑμῶν εἰς

μνημόσυνον δίδοτε αὐτὰς ἐν διαμαρτυρίᾳ ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων ὅπως

εἰσαγάγωσιν τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἀδίκων ἐνώπιον τοῦ ὑψίστου θεοῦ εἰς

μνημόσυνονmiddot

4 καὶ τότε συν[ταραχ]θήσονται ἐν [ἡμέρ]ᾳ ἀπωλείας τῆς ἀδικίας

5ndash6 ἐν αὐτῷ [τῷ και]ρῷ ἐκείνῳ αἱ τίκτουσαι ἐκβαλοῦσιν καὶ ἐκσπάσουσιν

καὶ ἐγκαταλείψουσιν [τὸ νήπιο]ν βρέφος καὶ αἱ ἐν γαστρὶ ἔχου[σαι

ἐκτρώσο]υσιν καὶ αἱ θηλάζουσαι ῥίψ[ουσιν τὰ τέκ]να αὐτῶν καὶ οὐ μὴ

ἐπι[στρέψου]σιν ἐπὶ τὰ νήπια αὐτῶν οὐ[δὲ ἐπὶ τὰ θηλά]ζοντα οὐδὲ μὴ

φείσονται

7 [καὶ] οἱ γλύφοντες εἰκόνα[ς ἀργυ]ρᾶς καὶ χρυσᾶς ξυλίνας τε [καὶ

λιθίνας] καὶ ὀστρακίνας καὶ λατρεύ[οντες φαν]τάσμασιν καὶ δαιμονίοι[ς

καὶ βδελύγ]μασιν καὶ πνεύμασιν πονη[ροῖς καὶ] πάσαις ταῖς πλάναις οὐ

κατrsquo ἐπι[στήμην] καὶ πᾶν βοήθημα οὐ μὴ εὕρητε [ἀπrsquo] αὐτῶν

8ndash9 καὶ πλανηθήσονται ἐν ἀφροσύνῃ τῆς καρδίας αὐτῶν καὶ τὰ ὁράματα

τῶν ἐνυπνίων καταπλανήσουσιν ὑμᾶς ὑμεῖς καὶ τὰ ἔργα ὑμῶν τὰ ψευδῆ ἃ

30

ἐποιήσατε καὶ ἐλαεργ[ήσατε] καὶ ἐπὶ μιᾶς ἀπολεῖσθε

10ndash12 καὶ τότε μακάριοι πάντες οἱ ἀκούσαντες φρονίμων λόγους καὶ

μαθήσονται αὐτούς ποιῆσαι τὰς ἐντολὰς τοῦ ὑψίστου καὶ πορεύσονται ἐν

ὁδοῖς δικαιοσύνης αὐτοῦ καὶ οὐ μὴ πλανήσουσιν μετὰ τῶν πλανώντων καὶ

σωθήσονται

13 οὐαὶ οἱ οἰκοδομοῦντες τὰς οἰκοδομὰς αὐτῶν οὐκ ἐκ κόπων ἰδίων καὶ ἐκ

λίθων καὶ ἐκ πλίνθων πᾶσαν οἰκοδομὴν ποιεῖτε οἷς οὐκ ἔστιν ὑμῖν χά[ρις]

14 οὐαὶ οἱ ἐξουθενοῦντες τὴν θεμελίωσιν καὶ τὴν κληρονομίαν τῶν

πατέρων αὐτῶν τὴν ἀπrsquo αἰῶνος [ὅτι] διώξεται ὑμᾶς πνεῦμα πλανήσεωςmiddot

οὐκ ἔστιν ὑμῖν ἀναπαῦσαι

15 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ποιοῦντες τὴν ἀ[νομίαν] καὶ ἐπιβοηθοῦντες τῇ ἀδι[κίᾳ

φονεύ]οντες τὸν πλησίον αὐτῶ[ν ἕως τῆς] ἡμέρας τῆς κρίσεως τῆς

[μεγάληςmiddot

16 ]ὅτι τότε ἐκτρίψει τὴν δόξ[αν ὑμῶν] καὶ ἐπεγερεῖ τὸν θυμὸν [αὐτοῦ

καθrsquo] ὑμῶν ἀπολεῖ πάντας ὑ[μᾶς ἐν ῥομ]φαίᾳ καὶ πάντες οἱ δί[καιοι

μνημο]νήσουσιν τὰς ἀδικίας [ὑμῶν]

XCIII

1ndash2 καὶ τότε ἐν ἑνὶ τόπῳ [ῥέῃ τὰ α]ἵμα[τα αὐτῶν καὶ ἄνθρωπο]ς οὐκ

[ἀφέξ]ει τὴν [χεῖρα αὐτοῦ ἀπ]ὸ τοῦ υἱοῦ αὐ[τοῦ οὔτrsquo ἀ]πὸ τοῦ ἀγαπητοῦ

αὐτοῦ ἀποκτεῖναι αὐτόν καὶ ὁ ἁμαρτωλὸς ἀπὸ τοῦ ἐντίμου οὔτε ἀπὸ τοῦ

ἀδελφοῦ αὐτοῦmiddot ἐξ ὄρθρων μέχρις οὗ δῦναι τὸν ἥλιον φονευθήσονται ἐπὶ

τὸ αὐτό

3 καὶ διαπορεύσεται ἵππος ἕως τοῦ στήθους αὐτοῦ διὰ τοῦ αἵματος τῶν

ἁμαρτωλῶν καὶ τὸ ἅρμα μέχρι ἀξόνων καταβήσεται

4 καὶ καταβήσονται ἄγγελοι καταδύνοντες εἰς τὰ ἀπόκρυφα ἐν ἡμέρᾳ

ἐκείνῃmiddot οἵτινες ἐβοήθουν τῇ ἀδικίᾳ καὶ συστραφήσονται εἰς ἕνα τόπον καὶ ὁ

ὕψιστος ἐγερθήσεται ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως ποιῆσαι ἐκ πάντων κρίσιν

μεγάλην

5 καὶ τάξει φυλακὴν ἐπὶ πάντας τοὺς δικαίους καὶ ἁγίους τῶν ἁγίων

ἀγγέλων καὶ τηρηθήσονται ὡς κόριον ὀφθαλμοῦ ἕως οὗ ἐκλείπῃ τὰ κακὰ

καὶ ἁμαρτία καὶ ἀπrsquo ἐκείνου ὑπνώσουσιν εὐσεβεῖς ὕπνον ἡδύν καὶ οὐκ

ἔσται οὐκέτι ὁ ἐκφοβῶν αὐτούς

6 τότε ὄψονται οἱ φρόνιμοι τῶν ἀνθρώπων καὶ κατανοήσουσιν οἱ υἱοὶ τῆς

γῆς ἐπὶ τοὺς λόγους τούτους τῆς ἐπιστολῆς ταύτης καὶ γνώσονται ὅτι οὐ

δύναται ὁ πλοῦτος αὐτῶν διασῶσαι αὐτοὺς ἐν τῇ πτώσει τῆς ἀδικίας

7 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἄδικοι ὅταν ἐκθλίβητε τοὺς δικαίους ἐν ἡμέρᾳ ἀνάγκης

στερεᾶς καὶ φυλάξητε αὐτοὺς ἐν πυρί ὅτι κομιεῖσθε κατὰ τὰ ἔργα ὑμῶν

8 οὐαὶ ὑμῖν σκληροκάρδιοι ἀγρυπνοῦντες νοῆσαι τὸ κακόνmiddot περιέχει ὑμᾶς

φόβος καὶ οὐκ ἔστιν ὁ ἀντιλαμβανόμενος ὑμῶν

9 οὐαὶ ὑμῖν πᾶσιν τοῖς ἁμαρτωλοῖς ἐπὶ τοῖς ἔργοις τοῦ στόματος ὑμῶν

οὐαὶ ὑμῖν πᾶσιν τοῖς ἁμαρτωλοῖς ἐπὶ τοῖς λόγοις τοῦ στόματος ὑμῶν καὶ

ἐπὶ τοῖς [ἔργοις] τῶν χειρῶν ὑμῶν ὅτι ἀπὸ τῶν ἁγίων ἔργων

ἀπεπλα[νήθητε]

11 πᾶσα νεφέλη καὶ ὀμίχλη καὶ δρόσος καὶ ὄμβρος ἐπὶ ταῖς ἁμαρτίαις

ὑμῶν

12 δίδοτε οὖν ὄμβρῳ δῶρα ἵνα μὴ [κωλυθῇ κα]ταβῆναι ὑμῖν καὶ δρόσῳ

κα[ὶ νεφέλῃ] καὶ ὀμίχλῃmiddot χρυσίον διαγράψα[τε ἵνα κα]ταβῶσινmiddot

13 ὅτι ἐὰν ἐπιρρίψῃ ἐφrsquo ὑμ[ᾶς χι]ὼν καὶ πάχνη καὶ ψῦχος αὐτῆς καὶ οἱ

ἄνεμοι καὶ ὁ παγετὸς αὐτῶν καὶ πᾶσαι αἱ μάστιγες αὐτῶν οὐ δύνασθε

ὑποστῆναι ἔμπροσθεν ψύχους καὶ τῶν μαστίγων αὐτῶν

31

XCIV

1 κατανοήσατε τοίνουν υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων τὰ ἔργα τοῦ ὑψίστου καὶ

φοβήθητε τοῦ ποιῆσαι τὸ πονηρὸν ἐναντίον αὐτοῦ

2 ἐὰν ἀποκλείσῃ τὰς θυρίδας τοῦ οὐρανοῦ καὶ κωλύσῃ τὴν δρόσον καὶ τὸν

ὄμβρον καταβῆναι εἵνεκα ὑμῶν τί ποιήσετε

3 ἐὰν ἀποστείληται τὸν θυμὸν αὐτοῦ ἐφrsquo ὑμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ ἔργα ὑμῶν οὐχὶ

ἔσεσθε δεόμενοι αὐτοῦ διὰ τί ὑμεῖς λαλεῖτε τῷ στόματι ὑμῶν μεγάλα καὶ

σκληρὰ ἐπὶ τῇ μεγαλωσύνῃ αὐ[τοῦ

4 ὁρᾶ]τε τοὺς ναυκλήρους τοὺς πλωιζομένους τὴν θάλασσαν ὑπὸ τοῦ

κ[λύδω]νος καὶ χειμῶνος σεσαλευμένα τὰ πλοῖα αὐτῶν

5 καὶ χειμαζόμενοι πάντες φοβοῦνται ἔξω δὲ τὰ [ἀγαθὰ πάντα] καὶ τὰ

ὑπάρχοντα αὐτῶν ἐκβάλλουσιν εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ὑποπτεύουσιν ἐν τῇ

καρδίᾳ αὐτῶν ὅτι ἡ [θάλασσα κα]ταπίεται αὐτοὺς καὶ ἐν αὐτ[ῇ

ἀπολοῦν]ται

6 οὐχὶ πᾶσα ἡ θάλασσα καὶ [πάντα τὰ] ὕδατα αὐτῆς ἔργον τοῦ ὑψ[ίστου

ἐστί] καὶ αὐτὸς συνεστήσατο τὰ π[έρατα αὐ]τῶν καὶ συνέδησεν αὐτ[ήν

καὶ περι]έφραξεν αὐτὴν ἄμμῳ

7 [καὶ ἀπὸ τῆς] ἐμβριμήσεως αὐτοῦ φ[οβοῦνται καὶ ξη]ραίνονται καὶ οἱ

ἰχθύες

8 [ γῆν] καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτοῖς καὶ τίς ἔδωκεν ἐπιστήμην πᾶσιν τοῖς

κινουμένοις ἐν τῇ θαλάσσῃ οἱ ναύκληροι τὴν θάλασσαν φοβοῦνται

XCV

1 καὶ ὅταν ἐκβάλῃ ἐφrsquo ὑμᾶς τὸν κλύδωνα τοῦ πυρὸς τῆς καύσεως ὑμῶν

ποῦ ἀποδράντες σωθήσεσθε καὶ ὅταν δῷ ἐφrsquo ὑμᾶς φωνὴν αὐτοῦ

2 ἔσεσθε συνσειόμενοι καὶ φοβούμενοι ἤχῳ μεγάλῳ laquoκαὶraquo τὴν γῆν

σύμπασαν σειομένην καὶ τρέμουσαν καὶ συνταρασσομένην

3 καὶ οἱ ἄγγελοι συντελοῦντες τὸ συνταχθὲν αὐτοῖς καὶ ὁ οὐρανὸς καὶ οἱ

φωστῆρες σειόμενοι καὶ τρέμοντεςmiddot ἅπαντες οἱ υἱοὶ τῆς γῆς καὶ ὑμεῖς

ἁμαρτωλοὶ ἐπικατάρατοι εἰς τὸν αἰῶναmiddot οὐκ ἔστιν ὑμῖν χαίρειν

4 θαρσεῖτε ψυχαὶ τῶν δικαίων τῶν ἀποθανόντων τῶν δικαίων καὶ τῶν

εὐσεβῶν

5 καὶ μὴ λυπεῖσθε ὅτι κατέβησαν αἱ ψυχαὶ ὑμῶν εἰς ᾅδου μετὰ λύπης καὶ

οὐκ ἀπηντήθη τῷ σώματι τῆς σαρκὸς ὑμῶν ἐν τῇ ζωῇ ὑμῶν κατὰ τὴν

ὁσιότητα ὑμῶν ἐπεὶ αἱ ἡμέραι ἃς ἦτε ἡμέραι ἦσαν ἁμαρτωλῶν καὶ

καταράτων ἐπὶ τῆς γῆς

6 ὅταν ἀποθάνητε τότε ἐροῦσιν οἱ ἁμαρτωλοὶ ὅτι εὐσεβεῖς κατὰ τὴν

εἱμαρμένην ἀπεθάνοσαν καὶ τί αὐτοῖς περιεγένετο ἐπὶ τοῖς ἔργοις αὐτῶν

7 καὶ αὐτοὶ ὁμοίως ἡμῖν ἀπεθάνοσαν ἴδετε οὖν ὡς ἀποθνήσκουσιν μετὰ

λύπης καὶ σκότους καὶ τί αὐτοῖς ἐγένετο περισσόν

8 ἀπὸ τοῦ νῦν ἀναστήτωσαν καὶ σωθήτωσαν καὶ ὄψονται εἰς τὸν αἰῶνα

ἡμᾶς φαγεῖν καὶ πεῖν

9 τοιγαροῦν ἁρπάσαι καὶ ἁμαρτάνειν καὶ λωποδυτεῖν καὶ ἐγκτᾶσθαι καὶ

[ἰδεῖν] ἡμέρας ἀγαθάς

10 ἴδετε οὖν οἱ δικαιοῦντες [ἑαυτ]ούς ὁποία ἐγένετο αὐτῶν ἡ καταστροφή

ὅτι πᾶσα δικαιοσύνη οὐχ εὑρέθη ἐν αὐτοῖς ἕως ἀπέθανον καὶ ἀπώλοντο

11 καὶ ἐγένοντο ὡς οὐκ ὄντες καὶ κατέβησαν αἱ ψυχαὶ αὐτῶν μετrsquo ὀδύνης

εἰς ᾅδου

XCVI

1 ἐγὼ ὀμνύω ὑμῖν Three lines are lost

2 ἐπίσταμαι τὸ μυστήριον τοῦτοmiddot ἀν[έγνων] γὰρ τὰς πλάκας τοῦ οὐρανοῦ

32

καὶ εἶδον τὴν γραφὴν ἀναγκαίανmiddot ἔγνων τὰ γ[εγραμμέ]να ἐν αὐταῖς καὶ

ἐγκεκολαμμέν[α περὶ] ὑμῶν

3 ὅτι ἀγαθὰ καὶ ἡ χαρὰ καὶ ἡ τ[ιμὴ] ἡτοίμασται καὶ ἐγγέγραπται ταῖς

ψ[υχαῖς] τῶν ἀποθανόντων εὐσεβῶνmiddot

4 καὶ χαιρήσονται καὶ οὐ μὴ ἀπόλωνται τὰ πνεύματα αὐτῶν οὐδὲ τὸ

μνημόσυνον ἀπὸ προσώπου τοῦ μεγάλου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν

αἰώνων μὴ οὖν φοβεῖσθε τοὺς ὀνειδισμοὺς αὐτῶν

5 καὶ ὑμεῖς οἱ νεκροὶ τῶν ἁμαρτωλῶν ὅταν ἀποθάνητε ἐροῦσιν ἐφrsquo ὑμῖν

μακάριοι ἁμαρτωλοὶ πάσας τὰς ἡμέρας αὐτῶν ὅσας εἴδοσαν ἐν τῇ ζωῇ

αὐτῶν καὶ ἐνδόξως

6 ἀπεθάνοσαν καὶ κρίσις οὐκ ἐγενήθη ἐν τῇ ζωῇ αὐτῶν

7 αὐτοὶ ὑμεῖς γινώσκετε ὅτι εἰς ᾅδου κατάξουσιν τὰς ψυχὰς ὑμῶν

8 καὶ ἐκεῖ ἔσονται ἐν ἀνάγκῃ μεγάλῃ καὶ ἐν σκότει καὶ ἐν παγίδι καὶ ἐν

φλογὶ καιομένῃ καὶ εἰς κρίσιν μεγάλην εἰσελεύσονται αἱ ψυχαὶ ὑμῶν ἐν

πάσαις ταῖς γενεαῖς τοῦ αἰῶνος οὐαὶ ὑμῖν οὐκ ἔστιν ὑμῖν χαίρειν

9 μὴ γὰρ εἴπητε οἱ δίκαιοι ὅσιοι ὄντες ἐν τῇ ζωῇ τῶν ἡμερῶν τῆς θλίψεως

κόπους ἐκοπιάσαμεν καὶ ἀνηλώμεθα καὶ ὀλίγοι ἐγενήθημεν καὶ

ἀντιλήμπτορα οὐχ εὑρήκαμενmiddot

10 συντετριμμένοι καὶ ἀπολώλαμεν καὶ ἀπηλπίσμεθα καὶ μηκέτι εἰδέναι

σωτηρίαν ἡμέραν ἐξ ἡμέρας

11 ἠλπίσαμεν γενέσθαι κεφαλή ἐγενήθημεν κέρ[κοςmiddot ἐκο]πιάσαμεν

ἐργαζόμενοι καὶ τῶν ὀψωνίων οὐ κεκυριεύκαμεν ἐγενήθημεν κατάβρωμα

ἁμαρτωλῶν [οἱ ἄνο]μοι ἐβάρυναν ἐφrsquo ἡμᾶς τὸν ζυγόν

12 οἳ κυριεύουσιν οἱ ἐχθροὶ ἡμῶν ἐγκεντρίζουσιν ἡμᾶς καὶ περικλείουσιν

ἡμᾶςmiddot ἐζητήσαμεν πο[ῦ φύγωμεν] ἀπrsquo αὐτῶν ὅπως ἀναψύχ[ωμεν] three

lines are lost

14 ἐκράξαμεν ἐπὶ τοὺς καταβάλλοντας καὶ βιαζομένους ἡμᾶς καὶ τὰς

ἐντεύξεις ἡμῶν οὐκ ἀπεδέξαντο οὐδὲ ἐβούλοντο ἐπακοῦσαι τῆς φωνῆς

ἡμῶν

15 καὶ οὐκ ἀντελαμβάνοντο ἡμῶν οὐχ εὑρόντες κατὰ τῶν βιαζομένων καὶ

κατεσθόντων ἡμᾶς ἀλλὰ στερεοῦσιν αὐτοὺς ἐφrsquo ἡμᾶςmiddot ἀπέκτειναν ἡμᾶς

καὶ εἰς ὀλίγους ἤγαγον καὶ οὐχ ὑποδεικνύουσιν περὶ τῶν πεφονευμένων

ἡμῶν καὶ οὐκ ἀναμιμνήσκουσιν περὶ τῶν ἁμαρτωλῶν αὐτῶν τὰς

ἁμαρτίας αὐτῶν

XCVII

1 ὀμνύω ὑμῖν ὅτι οἱ ἄγγελοι ἐν τῷ οὐρανῷ ἀναμιμνήσκουσιν [ὑμῶν] εἰς

ἀγαθὸν ἐνώπιον τῆς δόξης τοῦ μεγάλου

2 θαρσεῖτε δὴ ὅτι ἐπαλαιώθητε ἐν τοῖς κακοῖς καὶ ἐν ταῖς θλίψεσινmiddot ὡσεὶ

φωστῆρες τοῦ οὐρανοῦ ἀναλάμψετε καὶ φανεῖτε αἱ θυρίδες τοῦ οὐρανοῦ

ἀνοιχθήσονται ὑμῖν

3ndash4 καὶ ἡ κραυγὴ ὑμῶν ἀκουσθήσεται καὶ ἡ κρίσις ὑμῶν ἣν κράζετε καὶ

φανεῖται ἐφrsquo ὅσα συλλαβήσεται ὑμῖν περὶ τῆς θλίψεως ὑμῶν καὶ ἐκ

πάντων ὅστις μετέσχεν τῶν βιαζομένων καὶ κατεσθόντων ὑμᾶς

5 [μὴ φοβεῖσθε] τὰ κακὰ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως τῆς μεγάλης καὶ οὐ μὴ

εὑρεθῆτε ὡς οἱ ἁμαρτωλοί [ἀλλrsquo ὑμεῖς οἱ ἁμαρτωλοὶ] σκυλήσεσθε καὶ

κρίσις αἰώνιος ἐξ ὑμῶν ἔσται εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν αἰώνων

6 μὴ φοβεῖσθε οἱ δίκαιοι ὅταν ἴδητε τοὺς ἁμαρτωλοὺς κατισχύοντας καὶ

εὐοδουμένους καὶ μὴ μέτοχοι αὐτῶν γίνεσθε ἀλλὰ μακρὰν ἀπέχεσθε ἀπὸ

πάντων τῶν ἀδικημάτων αὐτῶν

7 μὴ γὰρ εἴπητε οἱ ἁμαρτωλοὶ [ὅτι] οὐ μὴ ἐκζητηθῶσιν αἱ ἁμαρτίαι ὑμῶν

33

[ἐξ] ἡμερῶν

8 καὶ νῦν ἀποδεικνύω ὑμῖν ὅτι φῶς καὶ σκότος ἡμέρα καὶ νὺξ

ἐποπτεύουσιν τὰς ἁμαρτίας ὑμῶν πάσας

9 μὴ πλανᾶσθε τῇ καρδίᾳ ὑμῶν μηδὲ ψεύδεσθε μηδὲ ἐξαλλοιώσητε τοὺς

λόγους τῆς ἀληθείας μηδὲ καταψεύδεσθε τῶν [λόγων τοῦ] ἁγίου καὶ μὴ

δότε ἔπαινον ταῖς [εἰκόσιν ὑ]μῶνmiddot οὐ γὰρ εἰς δικαίωμα εἰσάγ[ουσιν πάντα

τὰ ψεύδ]η καὶ πᾶσα [ἡ πλάνη] Two lines are lost

10 τῆς ἀληθείας ἐξαλλοιοῦσιν καὶ ἀντιγράφουσιν οἱ ἁμαρτωλοὶ καὶ

ἀλλάσσουσιν τοὺς πολλούς καὶ ψεύδονται καὶ πλάσσουσιν πλάσματα

μεγάλα καὶ τὰς γραφὰς ἀναγράφουσιν ἐπὶ τοῖς ὀνόμασιν αὐτῶνmiddot

11 καὶ ὄφελον πάντας τοὺς λόγους μου γράφωσιν ἐπrsquo ἀληθείας ἐπὶ τὰ

ὀνόματα αὐτῶν καὶ μήτε ἀφέλωσιν μήτε ἀλλοιώσωσιν τῶν λόγων τούτων

ἀλλὰ πάντα ἐπrsquo ἀληθείας γράφωσιν ἃ ἐγὼ διαμαρτυροῦμαι αὐτοῖς

12 καὶ πάλιν ἐγὼ γινώσκω μυστήριον δεύτερον ὅτι δικαίοις καὶ ὁσίοις καὶ

φρονίμοις δοθήσονται αἱ βίβλοι μου εἰς χαρὰν ἀληθείας

13 καὶ αὐτοὶ πιστεύσουσιν αὐταῖς καὶ ἐν αὐταῖς χαρήσονται καὶ

ἀγαλλιάσονται πάντες οἱ δίκαιοι μαθεῖν ἐξ αὐτῶν πάσας τὰς ὁδοὺς τῆς

ἀληθείας

CVI

1 μετὰ δὲ χρόνον ἔλαβεν Μαθουσάλεκ τῷ υἱῷ μου γυναῖκα καὶ ἔτεκεν

υἱὸν καὶ ἐκάλεσεν τὸ ὄνομα αὐτοῦ Λάμεχ ἐταπεινώθη ἡ δικαιοσύνη μέχρι

τῆς ἡμέρας ἐκείνης καὶ ὅτε εἰς ἡλικίαν ἐπῆλθεν ἔλαβεν αὐτῷ γυναῖκα καὶ

ἔτεκεν αὐτῷ παιδίον

2 καὶ ὅτε ἐγεννήθη τὸ παιδίον ἦν τὸ σῶμα λευκότερον χιόνος καὶ

πυρρότερον ῥόδου τὸ τρίχωμα πᾶν λευκὸν καὶ ὡς ἔρια λευκὰ καὶ οὖλον

καὶ ἔνδοξον καὶ ὅτε ἀνέῳξεν τοὺς ὀφθαλμούς ἔλαμψεν ἡ οἰκία ὡσεὶ

ἥλιος

3 καὶ ἀνέστη ἐκ τῶν χειρῶν τῆς μαίας καὶ ἀνέῳξεν τὸ στόμα καὶ

εὐλόγησεν τῷ κυρίῳmiddot

4 καὶ ἐφοβήθη Λάμεχ ἀπrsquo αὐτοῦ καὶ ἔφυγεν καὶ ἦλθεν πρὸς Μαθουσάλεκ

τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ

5 τέκνον ἐγεννήθη μου ἀλλοῖον οὐχ ὅμοιον τοῖς ἀνθρώποις ἀλλὰ τοῖς

τέκνοις τῶν ἀγγέλων τοῦ οὐρανοῦ καὶ ὁ τύπος ἀλλοιότερος οὐχ ὅμοιος

ἡμῖνmiddot τὰ ὄμματά ἐστιν ὡς ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου καὶ ἔνδοξον τὸ πρόσωπονmiddot

6 καὶ ὑπολαμβάνω ὅτι οὐκ ἔστιν ἐξ ἐμοῦ ἀλλὰ ἐξ ἀγγέλου καὶ

εὐλαβοῦμαι αὐτὸν μήποτέ τι ἔσται ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ ἐν τῇ γῇ

7 καὶ παραιτοῦμαι π[άτερ καὶ] δέομαι βάδισον πρὸς Ἑνὼ[χ τὸν πατέρα

ἡμῶν καὶ ἐρώτησον] Two lines are lost

8 [ἦλθ]εν πρὸς ἐμὲ εἰς τὰ τέρματα τῆς γῆς οὗ [εἶδ]εν τότε εἶναι με καὶ

εἶπέν μοι πάτερ [μου] ἐπάκουσον τῆς φωνῆς μου καὶ ἧκε [πρὸς] ἐμέ καὶ

ἤκουσα τὴν φωνὴν αὐτοῦ καὶ ἦλθον πρὸς αὐτὸν καὶ εἶπα ἰδοὺ πάρειμι

τέκνονmiddot διὰ τί ἐλήλυθας πρὸς ἐμέ τέκνον

9 καὶ ἀπεκρίθη λέγων διrsquo ἀνάγκην μεγάλην ἦλθον ὧδε πάτερmiddot

10 καὶ νῦν ἐγεννήθη τέκνον Λάμεχ τῷ υἱῷ μου καὶ ὁ τύπος αὐτοῦ καὶ ἡ

εἰκὼν αὐτοῦ laquoοὐχ ὅμοιος ἀνθρώποις καὶ τὸ χρῶμα αὐτοῦraquo λευκότερον

χιόνος καὶ πυρρότερον ῥόδου καὶ τὸ τρίχωμα τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ

λευκότερον ἐρίων λευκῶν καὶ τὰ ὄμματα αὐτοῦ ἀφόμοια ταῖς τοῦ ἡλίου

ἀκτῖσιν

11 καὶ ἀνέστη ἀπὸ τῶν τῆς μαίας χειρῶν καὶ ἀνοίξας τὸ στόμα εὐλόγησεν

τὸν κύριον τοῦ αἰῶνοςmiddot

34

12 καὶ ἐφοβήθη ὁ υἱός μου Λάμεχ καὶ ἔφυγεν πρὸς ἐμέ καὶ οὐ πιστεύει ὅτι

υἱὸς αὐτοῦ ἐστιν ἀλλὰ ὅτι ἐξ ἀγγέλων one or two lines omitted τὴν

ἀκρίβειαν ἣν ἔχεις () καὶ τὴν ἀλήθειαν

13 τότε ἀπεκρίθην λέγων ἀνακαινίσει ὁ κύριος πρόσταγμα ἐπὶ τῆς γῆς

καὶ τὸν αὐτὸν τρόπον τέκνον τεθέαμαι καὶ ἐσήμανά σοιmiddot ἐν γὰρ τῇ γενεᾷ

Ἰάρεδ τοῦ πατρός μου παρέβησαν τὸν λόγον κυρίου ἀπὸ τῆς διαθήκης τοῦ

οὐρανοῦ

14 καὶ ἰδοὺ ἁμαρτάνουσιν καὶ παραβαίνουσιν τὸ ἔθος καὶ μετὰ γυναικῶν

συγγίνονται καὶ μετrsquo αὐτῶν ἁμαρτάνουσιν καὶ ἔγημαν ἐξ αὐτῶν

[καὶ τίκτουσιν οὐχ ὁμοίους πνεύμασιν ἀλλὰ σαρκίνους]middot

15 καὶ ἔσται ὀργὴ μεγάλη ἐπὶ τῆς γῆς καὶ κατακλυσμός καὶ ἔσται

ἀπώλεια μεγάλη ἐπὶ ἐνιαυτὸν ἕναmiddot

16 καὶ τόδε τὸ παιδίον τὸ γεννηθὲν καταλειφθήσεται καὶ τρία αὐτοῦ

τέκνα σωθήσεται ἀποθανόντων τῶν ἐπὶ τῆς γῆςmiddot

17b καὶ πραϋνεῖ τὴν γῆν ἀπὸ τῆς οὔσης ἐν αὐτῇ φθορᾶς

18 καὶ νῦν λέγε Λάμεχ ὅτι τέκνον σού ἐστιν δικαίως καὶ ὁσίως [καὶ]

κάλεσον αὐτοῦ τὸ ὄνομα [Νῶε]middot αὐτὸς γὰρ ἔσται ὑμῶν κατάλειμμα ἐφrsquo οὗ

ἂν καταπαύσητε καὶ laquoοἱraquo υἱοὶ αὐτοῦ ἀπὸ τῆς φθορᾶς τῆς γῆς καὶ ἀπὸ

πάντων τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ ἀπὸ πασῶν τῶν συντελειῶν ἐπὶ τῆς γῆς

Four lines are lost

19 ὑπέδειξέν μοι καὶ ἐμήνυσεν καὶ ἐν ταῖς πλαξὶν τοῦ οὐρανοῦ ἀνέγνων

αὐτά

CVII

1 τότε τεθέαμαι τὰ ἐγγεγραμμένα ἐπrsquo αὐτῶν ὅτι γενεὰ γενεᾶς κακ[ίων

ἔσται] καὶ εἶδον τόδε μέχρις τοῦ ἀνας[τῆναι] γενεὰν δικαιοσύνης καὶ ἡ

κακία ἀπολεῖται καὶ ἡ ἁμαρτία ἀλλάξει ἀπὸ τῆς γῆς καὶ τὰ ἀγαθὰ ἥξει ἐπὶ

τῆς γῆς ἐπrsquo αὐτούς

2 καὶ νῦν ἀπότρεχε τέκνον καὶ σήμανον Λάμεχ τῷ υἱῷ σου ὅτι τὸ παιδίον

τοῦτο τὸ γεννηθὲν τέκνον αὐτοῦ ἐστιν δικαίως καὶ οὐ ψευδῶς

3 καὶ ὅτε ἤκουσεν Μαθουσάλεκ τοὺς λόγους Ἑνὼχ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ

μυστηριακῶς γὰρ ἐδήλωσεν αὐτῷ [ἐπέστρεψεν καὶ ἐδήλωσεν αὐτῷ] καὶ

ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτοῦ Νῶε εὐφραίνων τὴν γῆν ἀπὸ τῆς ἀπωλείας

Liber Enoch

Apocalypsis Henochi Graece

(recensio ap Syncellum)

(ed M Black)

Pseudepigrapha veteris testamenti Graece 3

Leiden Brill 1970 pp 21ndash26 29ndash30 32ndash33 37

VI

ἐκ τοῦ πρώτου βιβλίου Ἐνὼχ περὶ τῶν ἐγρηγόρων

1 καὶ ἐγένετο ὅτε ἐπληθύνθησαν οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων ἐγεννήθησαν

αὐτοῖς θυγατέρες ὡραῖαι

2 καὶ ἐπεθύμησαν αὐτὰς οἱ ἐγρήγοροι καὶ ἀπεπλανήθησαν ὀπίσω αὐτῶν

καὶ εἶπον πρὸς ἀλλήλους ἐκλεξώμεθα ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ τῶν

θυγατέρων τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς

3 καὶ εἶπε Σεμιαζᾶς ὁ ἄρχων αὐτῶν πρὸς αὐτούς φοβοῦμαι μὴ οὐ

θελήσητε (Go θελήσετε) ποιῆσαι τὸ πρᾶγμα τοῦτο καὶ ἔσομαι ἐγὼ μόνος

ὀφειλέτης ἁμαρτίας μεγάλης

4 καὶ ἀπεκρίθησαν αὐτῷ πάντες καὶ εἶπον ὀμόσωμεν ἅπαντες ὅρκῳ καὶ

ἀναθεματίσωμεν ἀλλήλους τοῦ μὴ ἀποστρέψαι τὴν γνώμην ταύτην

35

μέχρις οὗ ἀποτελέσωμεν αὐτήν

5 τότε πάντες ὤμοσαν ὁμοῦ καὶ ἀνεθεμάτισαν ἀλλήλους

6 ἦσαν δὲ οὗτοι διακόσιοι οἱ καταβάντες ἐν ταῖς ἡμέραις Ἰάρεδ εἰς τὴν

κορυφὴν τοῦ Ἑρμονιεὶμ (Go κορυφὴν Ἑρμὼν) ὄρους καὶ ἐκάλεσαν τὸ ὄρος

Ἑρμώμ καθότι ὤμοσαν (Go ομοσαν) καὶ ἀνεθεμάτισαν ἀλλήλους ἐν αὐτῷ

7 καὶ ταῦτα τὰ ὀνόματα τῶν ἀρχόντων αὐτῶν αacute Σεμιαζᾶς ὁ ἄρχων

αὐτῶν βacute Ἀταρκούφ γacute Ἀρακιήλ δacute Χωβαβιήλ εacute Ὀραμμαμή Ϛacute Ῥαμιήλ ζacute

Σαμψίχ ηacute Ζακιήλ θacute Βαλκιήλ ιacute Ἀζαλζήλ ιαacute Φαρμαρός ιβacute Ἀμαριήλ ιγacute

Ἀναγημάς ιδacute Θαυσαήλ ιεacute Σαμιήλ ιϚacute Σαρινᾶς ιζacute Εὐμιήλ (Par gr 1711 ὁ

Εὐμιήλ) ιηacute Τυριήλ ιθacute Ἰουμιήλ κacute Σαριήλ

VII

1 Οὗτοι καὶ οἱ λοιποὶ πάντες ἐν τῷ χιλιοστῷ ἑκατοστῷ ἑβδομηκοστῷ ἔτει

τοῦ κόσμου ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας καὶ ἤρξαντο μιαίνεσθαι ἐν αὐταῖς

ἕως τοῦ κατακλυσμοῦ καὶ ἔτεκον αὐτοῖς γένη τρίαmiddot πρῶτον γίγαντας

μεγάλους

2 οἱ δὲ γίγαντες ἐτέκνωσαν Ναφηλείμ καὶ τοῖς Ναφηλεὶμ ἐγεννήθησαν

Ἐλιούδ καὶ ἦσαν αὐξανόμενοι κατὰ τὴν μεγαλειότητα αὐτῶν καὶ

ἐδίδαξαν ἑαυτοὺς καὶ τὰς γυναῖκας ἑαυτῶν φαρμακείας καὶ ἐπαοιδίας

VIII

1 Πρῶτος Ἀζαὴλ ὁ δέκατος τῶν ἀρχόντων ἐδίδαξε ποιεῖν μαχαίρας καὶ

θώρακας καὶ πᾶν σκεῦος πολεμικόν καὶ τὰ μέταλλα τῆς γῆς καὶ τὸ

χρυσίον πῶς ἐργάσωνται καὶ ποιήσωσιν αὐτὰ κόσμια ταῖς γυναιξί καὶ τὸν

ἄργυρον ἔδειξε δὲ αὐτοῖς καὶ τὸ στίλβειν καὶ τὸ καλλωπίζειν καὶ τοὺς

ἐκλεκτοὺς λίθους καὶ τὰ βαφικάmiddot καὶ ἐποίησαν ἑαυτοῖς οἱ υἱοὶ τῶν

ἀνθρώπων καὶ ταῖς θυγατράσιν αὐτῶν καὶ παρέβησαν καὶ ἐπλάνησαν

τοὺς ἁγίους

2 καὶ ἐγένετο ἀσέβεια πολλὴ ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἠφάνισαν τὰς ὁδοὺς αὐτῶν

3 ἔτι δὲ καὶ ὁ πρώταρχος αὐτῶν Σεμιαζᾶς ἐδίδαξεν εἶναι ὀργὰς κατὰ τοῦ

νοός καὶ ῥίζας βοτανῶν τῆς γῆς ὁ δὲ ἑνδέκατος Φαρμαρὸς ἐδίδαξε

φαρμακείας ἐπαοιδίας σοφίας καὶ ἐπαοιδῶν λυτήριαmiddot ὁ ἔνατος ἐδίδαξεν

ἀστροσκοπίανmiddot ὁ δὲ τέταρτος ἐδίδαξεν ἀστρολογίανmiddot ὁ δὲ ὄγδοος ἐδίδαξεν

ἀεροσκοπίανmiddot ὁ δὲ τρίτος ἐδίδαξε τὰ σημεῖα τῆς γῆςmiddot ὁ δὲ ἕβδομος ἐδίδαξε

τὰ σημεῖα τοῦ ἡλίουmiddot ὁ δὲ εἰκοστὸς ἐδίδαξε τὰ σημεῖα τῆς σελήνηςmiddot πάντες

οὗτοι ἤρξαντο ἀνακαλύπτειν τὰ μυστήρια ταῖς γυναιξὶν αὐτῶν καὶ τοῖς

τέκνοις αὐτῶν μετὰ δὲ ταῦτα ἤρξαντο οἱ γίγαντες κατεσθίειν τὰς σάρκας

τῶν ἀνθρώπων

4 καὶ ἤρξαντο οἱ ἄνθρωποι ἐλαττοῦσθαι ἐπὶ τῆς γῆς

VIII col I

4 οἱ δὲ λοιποὶ ἐβόησαν εἰς τὸν οὐρανὸν περὶ τῆς κακώσεως αὐτῶν

λέγοντες εἰσενεχθῆναι τὸ μνημόσυνον αὐτῶν ἐνώπιον κυρίου

VIII col II

4 Τότε ἐβόησαν οἱ ἄνθρωποι εἰς τὸν οὐρανὸν λέγοντες Εἰσαγάγετε τὴν

κρίσιν ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον καὶ τὴν ἀπώλειαν ἡμῶν ἐνώπιον τῆς δόξης

τῆς μεγάλης ἐνώπιον τοῦ κυρίου τῶν κυρίων πάντων τῇ μεγαλωσύνῃ

IX col I

1 Καὶ ἀκούσαντες οἱ τέσσαρες μεγάλοι ἀρχάγγελοι Μιχαὴλ καὶ Οὐριὴλ

καὶ Ῥαφαὴλ καὶ Γαβριὴλ (καὶ Par gr 1711) παρέκυψαν ἐπὶ τὴν γῆν ἐκ τῶν

ἁγίων τοῦ οὐρανοῦ

2 καὶ θεασάμενοι αἷμα πολὺ ἐκκεχυμένον ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πᾶσαν ἀσέβειαν

καὶ ἀνομίαν γενομένην ἐπrsquo αὐτῆς

36

3 εἰσελθόντες εἶπον πρὸς ἀλλήλους ὅτι Τὰ πνεύματα καὶ αἱ ψυχαὶ τῶν

ἀνθρώπων στενάζουσιν ἐντυγχάνοντα καὶ λέγοντα ὅτι Εἰσαγάγετε τὴν

κρίσιν ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον καὶ τὴν ἀπώλειαν ἡμῶν ἐνώπιον τῆς δόξης

τῆς μεγαλωσύνης ἐνώπιον τοῦ κυρίου τῶν κυρίων πάντων τῇ

μεγαλωσύνῃ

4 καὶ εἶπον τῷ κυρίῳ τῶν αἰώνων Σὺ εἶ ὁ θεὸς τῶν θεῶν καὶ κύριος τῶν

κυρίων καὶ ὁ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ θεὸς τῶν αἰώνων καὶ ὁ

θρόνος τῆς δόξης σου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν αἰώνων καὶ τὸ ὄνομά σου

ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

IX col II

1 Καὶ ἀκούσαντες οἱ τέσσαρες μεγάλοι ἀρχάγγελοι Μιχαὴλ καὶ Οὐριὴλ

καὶ Ῥαφαὴλ καὶ Γαβριὴλ παρέκυψαν (= οἱ ltδgt Par gr 1711) ἐπὶ τὴν γῆν ἐκ

τῶν ἁγίων τοῦ οὐρανοῦ

2 καὶ θεασάμενοι αἷμα πολὺ ἐκκεχυμένον ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πᾶσαν ἀνομίαν

καὶ ἀσέβειαν γινομένην ἐπrsquo αὐτῆς

3 εἰσελθόντες εἶπον πρὸς ἀλλήλους ὅτι Τὰ πνεύματα καὶ αἱ ψυχαὶ τῶν

ἀνθρώπων ἐντυγχάνουσι στενάζοντα καὶ λέγοντα Εἰσαγάγετε τὴν δέησιν

ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον

4 καὶ προσελθόντες οἱ τέσσαρες ἀρχάγγελοι εἶπον τῷ κυρίῳ Σὺ εἶ ὁ θεὸς

τῶν θεῶν καὶ κύριος τῶν κυρίων καὶ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ θεὸς

τῶν ἀνθρώπων καὶ ὁ θρόνος τῆς δόξης σου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν

αἰώνων καὶ τὸ ὄνομά σου ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

καὶ τὸ ὄνομά σου ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

IX

4 add post αἰῶνας καὶ τὰ ἑξῆς τότε ὁ ὕψιστος ἐκέλευσε τοῖς ἁγίοις

ἀρχαγγέλοις καὶ ἔδησαν τοὺς ἐξάρχους αὐτῶν καὶ ἔβαλον (ἔβαλλον Par

gr 1711) αὐτοὺς εἰς τὴν ἄβυσσον ἕως τῆς κρίσεως καὶ τὰ ἑξῆς καὶ ταῦτα

μὲν ὁ Ἐνὼχ μαρτυρεῖ

5 σὺ γὰρ εἶ ὁ ποιήσας τὰ πάντα καὶ πάντων τὴν ἐξουσίαν ἔχων καὶ πάντα

ἐνώπιόν σου φανερὰ καὶ ἀκάλυπταmiddot καὶ πάντα ὁρᾷς καὶ οὐκ ἔστιν ὃ

κρυβῆναί σε δύναται

6 ὁρᾷς ὅσα ἐποίησεν Ἀζαὴλ καὶ (om Par gr 1711) ὅσα εἰσήνεγκεν (add

καὶ Par gr 1711) ὅσα ἐδίδαξεν ἀδικίας καὶ ἁμαρτίας ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πάντα

δόλον ἐπὶ τῆς ξηρᾶς ἐδίδαξε γὰρ τὰ μυστήρια καὶ ἀπεκάλυψε τῷ αἰῶνι τὰ

ἐν οὐρανῷ ἐπιτηδεύουσιν δὲ τὰ ἐπιτηδεύματα αὐτοῦ εἰδέναι τὰ μυστήρια

οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων

7 τῷ Σεμιαζᾷ τὴν ἐξουσίαν ἔδωκας ἔχειν τῶν σὺν αὐτῷ ἅμα ὄντων

8 καὶ ἐπορεύθησαν πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς καὶ

συνεκοιμήθησαν μετrsquo αὐτῶν καὶ ἐν ταῖς θηλείαις ἐμιάνθησαν καὶ

ἐδήλωσαν αὐταῖς πάσας τὰς ἁμαρτίας καὶ ἐδίδαξαν αὐτὰς μίσητρα

(μίσιτρα Par gr 1711) ποιεῖν

9 καὶ νῦν ἰδοὺ αἱ θυγατέρες τῶν ἀνθρώπων ἔτεκον ἐξ αὐτῶν υἱοὺς

γίγανταςmiddot κίβδηλα ἐπὶ τῆς (om Go) γῆς τῶν ἀνθρώπων ἐκκέχυται καὶ ὅλη

ἡ γῆ ἐπλήσθη ἀδικίας

10 καὶ νῦν ἰδοὺ τὰ πνεύματα τῶν ψυχῶν τῶν ἀποθανόντων ἀνθρώπων

ἐντυγχάνουσιν καὶ μέχρι τῶν πυλῶν τοῦ οὐρανοῦ ἀνέβη ὁ στεναγμὸς

αὐτῶν καὶ οὐ δύναται ἐξελθεῖν ἀπὸ προσώπου τῶν ἐπὶ τῆς γῆς γινομένων

ἀδικημάτων

11 καὶ σὺ αὐτὰ οἶδας πρὸ τῶν (τοῦ recte Par gr 1711) αὐτὰ γενέσθαι καὶ

ὁρᾷς αὐτοὺς καὶ ἐᾷς αὐτούς καὶ οὐδὲν λέγεις τί δεῖ ποιῆσαι αὐτοὺς (om

37

Go) περὶ τούτου

X

1 Τότε ὁ ὕψιστος εἶπε καὶ ὁ ἅγιος ὁ μέγας ἐλάλησε καὶ ἔπεμψε τὸν Οὐριὴλ

πρὸς τὸν υἱὸν (Go τοῦ) Λάμεχ λέγων

2 Πορεύου πρὸς τὸν Νῶε καὶ εἶπον αὐτῷ τῷ ἐμῷ ὀνόματι Κρύψον σεαυτόν

καὶ δήλωσον αὐτῷ τέλος ἐπερχόμενον ὅτι ἡ γῆ ἀπόλλυται πᾶσαmiddot καὶ εἶπον

αὐτῷ ὅτι κατακλυσμὸς μέλλει γίνεσθαι πάσης τῆς γῆς ἀπολέσαι πάντα

ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς

3 δίδαξον τὸν δίκαιον τί ποιήσει τὸν υἱὸν Λάμεχ καὶ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ εἰς

ζωὴν συντηρήσει καὶ ἐκφεύξεται διrsquo αἰῶνος καὶ ἐξ αὐτοῦ φυτευθήσεται

φύτευμα καὶ σταθήσεται πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

4 Καὶ τῷ Ῥαφαὴλ εἶπε Πορεύου Ῥαφαήλ καὶ δῆσον τὸν Ἀζαήλmiddot χερσὶ καὶ

ποσὶ συμπόδισον αὐτόν καὶ ἔμβαλε αὐτὸν εἰς τὸ σκότος καὶ ἄνοιξον τὴν

ἔρημον τὴν οὖσαν ἐν τῇ ἐρήμῳ Δουδαήλ καὶ ἐκεῖ πορευθεὶς βάλε αὐτόν

5 καὶ ὑπόθες αὐτῷ λίθους ὀξεῖς καὶ (om Go) λίθους τραχεῖς καὶ

ἐπικάλυψον αὐτῷ σκότος καὶ οἰκησάτω ἐκεῖ εἰς τὸν αἰῶνα καὶ τὴν ὄψιν

αὐτοῦ πώμασον καὶ φῶς μὴ θεωρείτωmiddot

6 καὶ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως ἀπαχθήσεται εἰς τὸν ἐμπυρισμὸν τοῦ

πυρός

7 καὶ ἴασαι τὴν γῆν ἣν ἠφάνισαν οἱ ἐγρήγοροι καὶ τὴν ἴασιν τῆς πληγῆς

δήλωσον ἵνα ἰάσωνται τὴν πληγὴν καὶ μὴ ἀπόλωνται πάντες οἱ υἱοὶ τῶν

ἀνθρώπων ἐν τῷ μυστηρίῳ ὃ εἶπον οἱ ἐγρήγοροι καὶ ἐδίδαξαν τοὺς υἱοὺς

τῶν ἀνθρώπων

8 καὶ ἠρημώθη πᾶσα ἡ γῆ ἐν τοῖς ἔργοις τῆς διδασκαλίας Ἀζαήλmiddot καὶ ἐπrsquo

αὐτῇ γράψον πάσας τὰς ἁμαρτίας

9 Καὶ τῷ Γαβριὴλ εἶπε Πορεύου Γαβριήλ ἐπὶ τοὺς γίγαντας ἐπὶ τοὺς

κιβδήλους ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς πορνείας καὶ ἀπόλεσαν τοὺς υἱοὺς τῶν

ἐγρηγόρων ἀπὸ τῶν υἱῶν τῶν ἀνθρώπωνmiddot πέμψον αὐτοὺς εἰς ἀλλήλους ἐξ

αὐτῶν εἰς αὐτούς ἐν πολέμῳ καὶ ἐν ἀπωλείᾳ καὶ μακρότης ἡμερῶν οὐκ

ἔσται αὐτοῖς

10 καὶ πᾶσα ἐρώτησις οὐκ ἔστι τοῖς πατράσιν αὐτῶν ὅτι ἐλπίζουσι ζῆσαι

ζωὴν αἰώνιον καὶ ὅτι ζήσεται ἕκαστος αὐτῶν ἔτη πεντακόσια

11 καὶ τῷ Μιχαὴλ εἶπε Πορεύου Μιχαήλ δῆσον Σεμιαζᾶν καὶ τοὺς ἄλλους

σὺν αὐτῷ τοὺς συμμιγέντας ταῖς θυγατράσι τῶν ἀνθρώπων τοῦ μιανθῆναι

ἐν αὐταῖς ἐν τῇ ἀκαθαρσίᾳ αὐτῶν

12 καὶ ὅταν κατασφαγῶσιν οἱ υἱοὶ αὐτῶν καὶ ἴδωσι τὴν ἀπώλειαν τῶν

ἀγαπητῶν αὐτῶν δῆσον αὐτοὺς ἐπὶ ἑβδομήκοντα γενεὰς εἰς τὰς νάπας

τῆς γῆς μέχρι ἡμέρας κρίσεως αὐτῶν μέχρι ἡμέρας τελειώσεως τελεσμοῦ

ἕως συντελεσθῇ κρίμα τοῦ αἰῶνος τῶν αἰώνων

13 τότε ἀπενεχθήσονται εἰς τὸ χάος τοῦ πυρὸς καὶ εἰς τὴν βάσανον καὶ εἰς

τὸ δεσμωτήριον τῆς συγκλείσεως τοῦ αἰῶνος

14 καὶ ὃς ἂν κατακρίθῃ καὶ ἀφανισθῇ ἀπὸ τοῦ νῦν μετrsquo αὐτῶν δεθήσεται

(δεηθήσεται recte Par gr 1711) μέχρι τελειώσεως γενεᾶς αὐτῶν

περὶ δὲ τοῦ ὄρους ἐν ᾧ ὤμοσαν καὶ ἀνεθεμέτισαν πρὸς τὸν πλησίον αὐτῶν

ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα οὐ μὴ ἀποστῇ ἀπrsquo αὐτοῦ ψῦχος καὶ χιὼν καὶ πάχνη καὶ

δρόσος οὐ μὴ καταβῇ εἰς αὐτό εἰ μὴ εἰς κατάραν καταβήσεται ἐπrsquo αὐτό

μέχρις ἡμέρας κρίσεως τῆς μεγάλης ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ κατακαυθήσεται

καὶ ταπεινωθήσεται καὶ ἔσται κατακαιόμενον καὶ τηκόμενον ὡς κηρὸς

ἀπὸ πυρός οὕτως κατακαήσεται περὶ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ καὶ νῦν

ἐγὼ λέγω ὑμῖν υἱοῖς ἀνθρώπων Ὀργὴ μεγάλη καθrsquo ὑμῶν laquoκαὶraquo κατὰ τῶν

38

υἱῶν ὑμῶν καὶ οὐ παύσεται ἡ ὀργὴ αὕτη ἀφrsquo ὑμῶν μέχρι καιροῦ σφαγῆς

τῶν υἱῶν ὑμῶν καὶ ἀπολοῦνται οἱ ἀγαπητοὶ ὑμῶν καὶ ἀποθανοῦνται οἱ

ἔντιμοι ὑμῶν ἀπὸ πάσης τῆς γῆς ὅτι πᾶσαι αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς αὐτῶν ἀπὸ

τοῦ νῦν οὐ μὴ ἔσονται πλείω τῶν ἑκατὸν εἴκοσιν ἐτῶν καὶ μὴ δόξητε ἔτι

ζῆσαι ἐπὶ πλείονα ἔτηmiddot οὐ γάρ ἐστιν ἐπrsquo αὐτοῖς πᾶσα ὁδὸς ἐκφεύξεως ἀπὸ

τοῦ νῦν διὰ τὴν ὀργὴν ἣν ὠργίσθη ὑμῖν ὁ βασιλεὺς πάντων τῶν αἰώνωνmiddot

μὴ νομίσητε ὅτι ἐκφεύξεσθε ταῦτα

XV

8 Καὶ νῦν οἱ γίγαντες οἱ γεννηθέντες ἀπὸ πνευμάτων καὶ σαρκὸς

πνεύματα πονηρὰ ἐπὶ τῆς γῆς καλέσουσιν αὐτούς ὅτι ἡ κατοίκησις αὐτῶν

ἔσται ἐπὶ τῆς γῆς

9 πνεύματα πονηρὰ ἔσονται τὰ πνεύματα ἐξεληλυθότα ἀπὸ τοῦ σώματος

τῆς σαρκὸς αὐτῶν διότι ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων ἐγένοντο καὶ ἐκ τῶν ἁγίων

τῶν ἐγρηγόρων ἡ ἀρχὴ τῆς κτίσεως αὐτῶν καὶ ἀρχὴ θεμελίουmiddot πνεύματα

πονηρὰ

10 ἐπὶ τῆς γῆς ἔσονται

11 τὰ πνεύματα τῶν γιγάντων νεμόμενα ἀδικοῦντα ἀφανίζοντα

ἐμπίπτοντα καὶ συμπαλαίοντα καὶ ῥιπτοῦντα ἐπὶ τῆς γῆς καὶ δρόμους

ποιοῦντα καὶ μηδὲν ἐσθίοντα ἀλλrsquo ἀσιτοῦντα καὶ ῥιπτοῦντα καὶ φάσματα

ποιοῦντα καὶ διψῶντα καὶ προσκόπτοντα

12 καὶ ἐξαναστήσονται τὰ πνεύματα ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων καὶ

τῶν γυναικῶν ὅτι ἐξ αὐτῶν ἐξεληλύθασι

XVI

1 Καὶ ἀπὸ ἡμέρας καιροῦ σφαγῆς καὶ ἀπωλείας καὶ θανάτου τῶν

γιγάντων ναφηλείμ οἱ ἰσχυροὶ τῆς γῆς οἱ μεγάλοι ὀνομαστοί τὰ

πνεύματα τὰ ἐκπορευόμενα ἀπὸ τῆς ψυχῆς αὐτῶν ὡς ἐκ τῆς σαρκὸς

ἔσονται ἀφανίζοντα χωρὶς κρίσεωςmiddot οὕτως ἀφανίσουσι μέχρις ἡμέρας τῆς

τελειώσεως ἕως τῆς κρίσεως τῆς μεγάλης ἐν ᾗ (ᾧ Par gr 1711) ὁ αἰὼν ὁ

μέγας τελεσθήσεται

XIX

3 ἀνθρώπων ὡς ἐγὼ εἶδον

XX

2 ὁ εἷς τῶν ἁγίων ὁ ἐπὶ τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ταρτάρου

3 Ῥαφαὴλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων τῶν ἀνθρώπων

4 Ῥαγουήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐκδικῶν τὸν κόσμον τῶν

φωστήρων

5 Μιχαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς ἐπὶ τῶν τοῦ λαοῦ ἀγαθῶν τέτακται

καὶ ἐπὶ τῷ χαῷ

6 Σαριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων οἵτινες ἐπὶ τῷ

πνεύματι ἁμαρτάνουσιν

7 Γαβριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τοῦ παραδείσου καὶ τῶν

δρακόντων καὶ χερουβίν Ῥεμειήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃν ἔταξεν ὁ

θεὸς ἐπὶ τῶν ἀνισταμένων ὀνόματα ζacute ἀρχαγγέλων

XXI

1 Καὶ ἐφώδευσα μέχρι τῆς ἀκατασκευάστου

2 καὶ ἐκεῖ ἐθεασάμην ἔργον φοβερόν ἑώρακα οὔτε οὐρανὸν ἐπάνω οὔτε

γῆν τεθεμελιωμένην ἀλλὰ τόπον ἀκατασκεύαστον καὶ φοβερόν

3 καὶ ἐκεῖ τεθέαμαι ζacute ἀστέρας τοῦ οὐρανοῦ δεδεμένους καὶ ἐριμμένους ἐν

αὐτῷ ὁμοῦ ὁμοίους ὁράσει μεγάλῃ καὶ ἐν πυρὶ καιομένους

4 τότε εἶπον Διὰ ποίαν αἰτίαν ἐπεδέθησαν καὶ διὰ ποίαν αἰτίαν ἐρίφησαν

39

ὧδε

5 καὶ εἶπέν μοι Οὐριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ μετrsquo

ἐμοῦ ὤν - καὶ

αὐτὸς αὐτῶν ἡγεῖτο - καὶ εἶπέν μοι Ἑνώχ περὶ τίνος

ἐρωτᾷς ἢ περὶ τίνος

τὴν ἀλήθειαν φιλοσπευδεῖς

6 οὗτοί εἰσιν τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ οἱ παραβάντες

τὴν ἐπιταγὴν τοῦ

κυρίου καὶ ἐδέθησαν ὧδε μέχρι πληρωθῆναι μύρια ἔτη

τὸν χρόνον τῶν

ἁμαρτημάτων αὐτῶν

7 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον τούτου

φοβερώτερον καὶ τεθέαμαι

ἔργα φοβεράmiddot πῦρ μέγα ἐκεῖ καιόμενον καὶ φλεγόμενον καὶ διακοπὴν

εἶχεν ὁ τόπος ἕως τῆς ἀβύσσου πλήρης στύλων πυρὸς μεγάλων

καταφερομένωνmiddot οὔτε μέτρον οὔτε μέγεθος ἠδυνήθην ἰδεῖν οὔτε εἰκάσαι

8 τότε εἶπον Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος οὗτος καὶ ὡς δεινὸς τῇ ὁράσει

9 τότε ἀπεκρίθη μοι καὶ εἶπεν

Incert

1 παρὰ (Par gr 1711 Go περὶ) δὲ τοῦ ὄρους ἐν ᾧ ὤμοσαν καὶ

ἀνεθεμάτισαν πρὸς τὸν πλησίον αὐτῶν ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα οὐ μὴ ἀποστῇ

ἀπrsquo αὐτοῦ ψῦχος καὶ χιὼν καὶ πάχνη καὶ δρόσος οὐ μὴ καταβῇ εἰς αὐτό εἰ

μὴ εἰς κατάραν καταβήσεται ἐπrsquo (Go εἰς) αὐτό μέχρις ἡμέρας κρίσεως τῆς

μεγάλης

2 ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ κατακαυθήσεται καὶ (Go om) ταπεινωθήσεται καὶ

ἔσται κατακαιόμενον καὶ τηκόμενον ὡς κηρὸς ἀπὸ πυρός οὕτως

κατακαήσεται περὶ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ

3 καὶ νῦν ἐγὼ λέγω ὑμῖν υἱοῖς ἀνθρώπων Ὀργὴ μεγάλη καθrsquo ὑμῶν κατὰ

τῶν υἱῶν ὑμῶνmiddot καὶ οὐ παύσεται ἡ ὀργὴ αὕτη ἀφrsquo ὑμῶν μέχρι καιροῦ

σφαγῆς τῶν υἱῶν ὑμῶν

4 καὶ ἀπολοῦνται οἱ ἀγαπητοὶ ὑμῶν καὶ ἀποθανοῦνται οἱ ἔντιμοι ὑμῶν

ἀπὸ πάσης τῆς γῆς ὅτι πᾶσαι αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς αὐτῶν ἀπὸ τοῦ νῦν οὐ μὴ

ἔσονται πλείω τῶν ἑκατὸν εἴκοσιν ἐτῶν

5 καὶ μὴ δόξητε ἔτι ζῆσαι ἐπὶ πλείονα ἔτηmiddot οὐ γάρ ἐστιν ἐπrsquo αὐτοῖς πᾶσα

ὁδὸς ἐκφεύξεως ἀπὸ τοῦ νῦν διὰ τὴν ὀργὴν ἣν ὠργίσθη ὑμῖν ὁ βασιλεὺς

πάντων τῶν αἰώνωνmiddot μὴ νομίσητε ὅτι ἐκφεύξεσθε ταῦτα

Περί των γιγάντων

καὶ ἦν νωε ἐτῶν πεντακοσίων καὶ ἐγέννησεν νωε τρεῖς υἱούς τὸν σημ τὸν χαμ τὸν

ιαφεθκαὶ ἐγένετο ἡνίκα ἤρξαντο οἱ ἄνθρωποι πολλοὶ γίνεσθαι ἐπὶ τῆς γῆς καὶ θυγατέρες

ἐγενήθησαν αὐτοῖς 2ἰδόντες δὲ οἱ υἱοὶ τοῦ θεοῦ τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων ὅτι καλαί

εἰσιν ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ πασῶν ὧν ἐξελέξαντο 3καὶ εἶπεν κύριος ὁ θεός οὐ

μὴ καταμείνῃ τὸ πνεῦμά μου ἐν τοῖς ἀνθρώποις τούτοις εἰς τὸν αἰῶνα διὰ τὸ εἶναι

αὐτοὺς σάρκας ἔσονται δὲ αἱ ἡμέραι αὐτῶν ἑκατὸν εἴκοσι ἔτη 4οἱ δὲ γίγαντες ἦσαν ἐπὶ

τῆς γῆς ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις καὶ μετ ἐκεῖνο ὡς ἂν εἰσεπορεύοντο οἱ υἱοὶ τοῦ

θεοῦ πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων καὶ ἐγεννῶσαν ἑαυτοῖς ἐκεῖνοι ἦσαν οἱ

γίγαντες οἱ ἀπ αἰῶνος οἱ ἄνθρωποι οἱ ὀνομαστοί

40

Παραθέτουμε ένα επεξηγηματικό κείμενο αναφορικά με τους γίγαντες από την

ιστοσελίδα httpwwwoodegrcom

laquoΕδώ πρόκειται για το θέμα στο οποίο αναφέρθηκε ο Ιησούς Χριστός στο

Ματθαίος κδ΄ 38 για τους προκατακλυσμιαίους ανθρώπους που ΄΄έτρωγαν και

έπιναν και παντρεύονταν΄΄ ώσπου ήρθε ο Κατακλυσμός Επ αυτών υπάρχουν

κάποιες παρατηρήσεις

1η παρατήρηση Το οριστικό άρθρο ΄΄οι΄΄ δείχνει ότι πρόκειται για κάποιους που

ήταν ήδη γνωστοί στους αναγνώστες της Γενέσεως προς τους οποίους απευθύνεται

ο Μωυσής δηλαδή προς τους Ισραηλίτες της εποχής του που λάβαιναν το Νόμο

2η παρατήρηση Το ότι ΄΄εν ταις ημέραις εκείναις ήσαν΄΄ υπονοεί 1 Είτε ότι δεν

υπήρχαν πλέον οι γίγαντες στη ΄΄γη΄΄ όταν γραφόταν η Γένεση δηλαδή κατά το 1500

πΧ 2 είτε ότι υπήρχαν και τότε

3η παρατήρηση Για ποια ΄΄γη΄΄ μιλάει 1 Είτε για τη συγκεκριμένη γη στην οποία

συνέβαιναν τα γεγονότα που αναγράφονται στα γύρω κεφάλαια (τη γη της

Μεσοποταμίας) 2 είτε γενικά για τη γύρω γη στην οποία είχαν επεκταθεί οι γίγαντες

και η φυλή Αδάμ Αυτό όμως δεν έχει σημασία καθώς η αναφορά γίνεται μόνο για

τον καιρό πρό τού Κατακλυσμού Είναι γεγονός όμως ότι στη γη Χαναάν οι

γίγαντες υπήρχαν και μετά από τον Κατακλυσμό

Αυτό φαίνεται στους Αριθμούς 13ιγ΄ 33 ΄΄και εκεί εωράκαμεν τους γίγαντας

(εβραϊκό Νεφιλείμ) και ήμεν ενώπιον αυτών ωσεί ακρίδες αλλά και ούτως ήμεν

ενώπιον αυτών΄΄

Αν αυτό φαίνεται παράξενο σε κάποιους που διδάχτηκαν ότι ο Κατακλυσμός ήταν

παγκόσμιος ας διαβάσουν τη μελέτη μας ΄΄Ήταν ο Κατακλυσμός Παγκόσμιος΄΄

Εκεί θα δουν τις Αγιογραφικές και ιστορικές αποδείξεις ότι επρόκειτο για έναν

τοπικό κατακλυσμό που έπληξε μόνο τη φυλή Αδάμ και μέλη μόνο των γύρω λαών

Επιβίωση από τον Κατακλυσμό

Το ότι οι Νεφιλείμ επεβίωσαν του Κατακλυσμού εξηγείται απλά

Είναι λογικό το ότι η φυλή των γιγάντων Νεφιλείμ δεν έμενε ολόκληρη στην

κοιλάδα της Μεσοποταμίας αλλά κάποιοι απ αυτούς διεσπάρησαν στις γύρω

περιοχές

Η Γένεση στο 7ζ΄ 20 γράφει ότι ο Κατακλυσμός είχε ύψος 15 πήχες (8- 9 μέτρα)

δηλαδή όσο χρειαζόταν για να καλύψει τις ψηλότερες περιοχές της χαμηλής

Μεσοποταμίας Όσοι όμως έμεναν στα ορεινά γύρω από την πληγείσα περιοχή

επεβίωσαν Άλλωστε ο Κατακλυσμός έγινε για τιμωρία της φυλής Αδάμ και όχι των

γύρω λαών όπως φαίνεται στη Γένεση 6ς΄ 5 - 7 όπου η λέξη που χρησιμοποιείται

στο Εβραϊκό κείμενο γι αυτούς με τους οποίους οργίστηκε ο Θεός είναι ΄΄Αδάμ΄΄

Για τους άλλους λαούς η Γένεση στο Εβραϊκό κείμενο χρησιμοποιεί άλλη λέξη

όπως φαίνεται στο Γένεσις 6ς΄ 4 [΄΄οι άνθρωποι (εβραϊκά ΄΄ενός΄΄) οι

ονομαστοί΄΄] και στο Γένεσις 13ιγ΄ 13 [΄΄οι δε άνθρωποι (εβραϊκά ΄΄ενός΄΄) οι εν

Σοδόμοις΄΄]

41

Μια τελευταία παρατήρηση ξεκινάει από το ίδιο εδάφιο της Γένεσης 6ς΄ 4 που λέει

΄΄Οι δε γίγαντες ήσαν επί τής γης εν ταις ημέραις εκείναις και μετ εκείνο ως αν

εισεπορεύοντο οι υιοί τού Θεού προς τας θυγατέρας τών ανθρώπων΄΄

Οι Νεφιλείμ λοιπόν υπήρχαν ακόμη ΄΄και μετά από εκείνο΄΄ το γεγονός που

περιγράφεται δηλαδή και μετά από την αύξηση του πληθυσμού στη

Μεσοποταμία Είναι λάθος να ταυτίζονται κατ ανάγκην οι Νεφιλείμ με τους γιους

των ισχυρών καθώς μια αβίαστη ανάγνωση του κειμένου δεν δείχνει τίποτα τέτοιο

Το μεταβατικό ΄΄δε΄΄ δείχνει ότι γίνεται λόγος για κάποιους άλλους και όχι για

τους γιούς των ισχυρών Οι γιοί των ισχυρών δεν είναι οι Νεφιλείμ αλλά οι ισχυροί

άνδρες της Μεσοποταμίας των άλλων φυλών που ζούσαν κοντά στη φυλή Αδάμ

Ίσως ο σκοπός του χωρίου είναι να δείξει ότι η φυλή των γιγάντων (η οποία

προβλημάτιζε τους Ισραηλίτες τον καιρό που ο Μωυσής έγραφε αυτά τα λόγια) ήταν

μια αρχαία φυλή σύγχρονη της επιμειξίας της φυλής Αδάμ με τους γιούς των

ισχυρών και ότι οι Νεφιλείμ επεβίωσαν ακόμη και μετά από την επιμειξία των

ισχυρών ανδρών της Μεσοποταμίας με τις ΄΄θυγατέρες Αδάμ΄΄ κατά την

προκατακλυσμιαία εποχή

Ίσως ακόμα η αναφορά αυτή να γίνεται για να δείξει ότι ο κατακλυσμός στρεφόταν

ειδικά κατά του λαού Αδάμ και όχι και των γύρω λαών εκ των οποίων

επεβίωσαν και οι Νεφιλείμ

Οι γίγαντες στην εποχή τού Ισραήλ

Σύμφωνα με την Αγία Γραφή η περιοχή στην οποία επεβίωσαν κάποιοι από τη

φυλή των γιγάντων Νεφιλείμ ήταν η Βασάν που ονομάζεται ΄΄γη γιγάντων΄΄

(Δευτερονόμιο γ΄ 13)

Πρόκειται για μία ορεινή περιοχή ανατολικά της Θάλασσας της Γαλιλαίας

κατάλληλη για επιβίωση των λαών της από τον Κατακλυσμό που έπληξε τη

Μεσοποταμία και το λαό Αδάμ (Όπως λέμε ΄΄λαός Ισραήλ΄΄)

Εκεί οι γίγαντες υπήρχαν όχι μόνο μετά από τον Κατακλυσμό αλλά και στις ημέρες

του Αβραάμ όπως φαίνεται στη Γένεση 14ιδ΄ 5 όπου λέει για τον Χοδολλογομόρ

και τους συμμάχους του ότι ΄΄κατέκοψαν τους γίγαντας τους εν Ασταρώθ

Καρναιν΄΄ στη Βασσάν

Και οι κατάσκοποι όμως των ημερών του Μωυσή βρήκαν τους Νεφιλείμ στη

Χαναάν όπως είδαμε στους Αριθμούς 13ιγ΄ 33 όπου μάλιστα ονομάζει τους

γίγαντες ΄΄Νεφιλείμ΄΄ Εκεί έχει μάλιστα και οριστικό άρθρο ΄΄τους Νεφιλείμ΄΄

πράγμα που δείχνει ότι δεν επρόκειτο για παρομοίωση αλλά για το γνωστό λαό

των Νεφιλείμ

Άλλα εδάφια όπως το Δευτερονόμιο 1α΄ 28 αναφερόμενο στο ίδιο γεγονός

ταυτίζει τους Νεφιλείμ με τους Ανακείμ που προφανώς ήταν απόγονοί τους

Με τους Ανακείμ συσχετίζει η Αγία Γραφή όλες τις φυλές γιγάντων που ζούσαν γύρω

από τη Θάλασσα της Γαλιλαίας όπως ήταν οι Ραφαείμ οι Εμμαίοι και οι

42

Ζουμζουμείμ τους οποίους εξολώθρευσαν οι απόγονοι του Λωτ (Δευτερονόμιο 2β΄

10112021)

Οι Ραφαείμ ήταν απόγονοι των Γιγάντων που επεβίωσαν από τον Κατακλυσμό και

δεν ήταν απόγονοι του Νώε καθώς δεν αναφέρονται στη Γένεση 10ι΄ όπου

αναφέρονται οι λαοί που κατάγονται από το Νώε Η σκέψη ότι ίσως να μην

αναφέρονται επειδή είναι πολύ νεώτεροι λαοί δεν ευσταθεί επειδή αναφέρονται στη

Γένεσις 14ιδ΄ 5 σαν λαός από την εποχή του Αβραάμ ακόμα και συνεπώς είναι

αρχαιότεροι λαοί από αυτούς που αναφέρονται ως απόγονοι του Νώε

Μετά από την εγκατάσταση των Ισραηλιτών στη Γη της Επαγγελίας οι υψηλόσωμες

αυτές φυλές εξολωθρεύτηκαν και δεν έμειναν Ανακείμ στο Ισραήλ Μόνο στη Γάζα

στη Γαθ και στην Άζωτο έμειναν αναμεμειγμένοι με τους Φιλισταίους (Ιησούς

Ναυή 11ια΄ 21 22)

Ένας απ αυτούς ήταν και ο Γολιάθ από τη Γαθ που σκοτώθηκε από τον Δαυίδ (Α΄

Σαμουήλ ιζ΄ 4 ΄΄Εξήλθεν Γολιάθ εκ της Γαθ΄΄)

Τον καιρό του Δαυίδ σκοτώθηκαν οι τελευταίοι γίγαντεςraquo1

1 httpwwwoodegrcomoodegenesiskatak1htm

43

Page 5: Η δημιουργία του κόσμου

5

14καὶ εἶπεν ὁ θεός γενηθήτωσαν φωστῆρες ἐν τῷ στερεώματι τοῦ οὐρανοῦ εἰς φαῦσιν

τῆς γῆς τοῦ διαχωρίζειν ἀνὰ μέσον τῆς ἡμέρας καὶ ἀνὰ μέσον τῆς νυκτὸς καὶ ἔστωσαν

εἰς σημεῖα καὶ εἰς καιροὺς καὶ εἰς ἡμέρας καὶ εἰς ἐνιαυτοὺς 15καὶ ἔστωσαν εἰς φαῦσιν

ἐν τῷ στερεώματι τοῦ οὐρανοῦ ὥστε φαίνειν ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐγένετο οὕτως 16καὶ

ἐποίησεν ὁ θεὸς τοὺς δύο φωστῆρας τοὺς μεγάλους τὸν φωστῆρα τὸν μέγαν εἰς ἀρχὰς

τῆς ἡμέρας καὶ τὸν φωστῆρα τὸν ἐλάσσω εἰς ἀρχὰς τῆς νυκτός καὶ τοὺς ἀστέρας 17καὶ

ἔθετο αὐτοὺς ὁ θεὸς ἐν τῷ στερεώματι τοῦ οὐρανοῦ ὥστε φαίνειν ἐπὶ τῆς γῆς 18καὶ

ἄρχειν τῆς ἡμέρας καὶ τῆς νυκτὸς καὶ διαχωρίζειν ἀνὰ μέσον τοῦ φωτὸς καὶ ἀνὰ μέσον

τοῦ σκότους καὶ εἶδεν ὁ θεὸς ὅτι καλόν 19καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωί ἡμέρα

Τετάρτη

Την Πέμπτη ημέρα της δημιουργίας ο Θεός δημιούργησε τα ψάρια τα πουλιά και τα

ζώα της ξηράς δείχνοντας με αυτό τον τρόπο πως αυτά είαι μεν ανώτερα από τα φυτά

αλλά κατώτερα από τον άνθρωπο που πλάσθηκε την έκτη ημέρα

20καὶ εἶπεν ὁ θεός ἐξαγαγέτω τὰ ὕδατα ἑρπετὰ ψυχῶν ζωσῶν καὶ πετεινὰ πετόμενα ἐπὶ

τῆς γῆς κατὰ τὸ στερέωμα τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἐγένετο οὕτως 21καὶ ἐποίησεν ὁ θεὸς τὰ

κήτη τὰ μεγάλα καὶ πᾶσαν ψυχὴν ζῴων ἑρπετῶν ἃ ἐξήγαγεν τὰ ὕδατα κατὰ γένη αὐτῶν

καὶ πᾶν πετεινὸν πτερωτὸν κατὰ γένος καὶ εἶδεν ὁ θεὸς ὅτι καλά 22καὶ ηὐλόγησεν αὐτὰ

ὁ θεὸς λέγων αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε καὶ πληρώσατε τὰ ὕδατα ἐν ταῖς θαλάσσαις

καὶ τὰ πετεινὰ πληθυνέσθωσαν ἐπὶ τῆς γῆς 23καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωί

ἡμέρα Πέμπτη 24καὶ εἶπεν ὁ θεός ἐξαγαγέτω ἡ γῆ ψυχὴν ζῶσαν κατὰ γένος τετράποδα

καὶ ἑρπετὰ καὶ θηρία τῆς γῆς κατὰ γένος καὶ ἐγένετο οὕτως 25καὶ ἐποίησεν ὁ θεὸς τὰ

θηρία τῆς γῆς κατὰ γένος καὶ τὰ κτήνη κατὰ γένος καὶ πάντα τὰ ἑρπετὰ τῆς γῆς κατὰ

γένος αὐτῶν καὶ εἶδεν ὁ θεὸς ὅτι καλά

Η δημιουργία του ανθρώπου

Φτάσαμε στην έκτη ημέρα της

δημιουργίας την ημέρα δηλαδή που ο

Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο

Λέει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός laquoο

Θεός δημιουργεί με τα χέρια του τον

άνθρωπο

και από ορατή και από αόρατη φύση νrsquo

αποτελεί δική του εικόνα και

ομοίωση το σώμα το έπλασε από τη γη

ενώ με το δικό του φύσημα έδωσε

τη λογική και νοερή ψυχή πράγμα το

οποίο το ονομάζουμε θεία εικόνα

Διότι το νοερό και το αυτεξούσιο του ανθρώπου δείχνει το laquoκατrsquo εικόναraquo

ενώ η όσο είναι δυνατόν η ομοιότητα στην αρετή δείχνει το laquoκαθrsquo ομοίωσινraquo

Και πλάσθηκαν συγχρόνως το σώμα και η ψυχή όχι το ένα πρώτα και το άλλο

έπειτα σύμφωνα με τις φλυαρίες του Ωριγένη

Ο Θεός λοιπόν έπλασε τον άνθρωπο άκακο απλό ενάρετο χαρούμενο

αμέριμνο στολισμένο με κάθε αρετή προικισμένο με όλα τα αγαθά σαν

κάποιον δεύτερο κόσμο μικρό κόσμο μέσα σε μεγάλο άλλο άγγελο

σύνθετο προσκυνητή επόπτη της ορατής δημιουργίας γνώστη των

6

μυστηρίων της αόρατης επίγειο βασιλιά που τον κυβερνά από ψηλά

ταυτόχρονα επίγειο και ουράνιο πρόσκαιρο και αθάνατο ορατό και νοητό

ενδιάμεσο μεταξύ μεγαλείου και μικρότητος τον ίδιο και πνεύμα και σάρκα

Είναι σάρκα εξαιτίας της υπερηφάνειας και πνεύμα εξαιτίας της χάρης το ένα

για να υποφέρει και υποφέροντας να θυμάται και να γίνεται συνετός και το

άλλο για να μένει σταθερός και να δοξάζει τον ευεργέτη του φιλοτιμούμενος

από το μεγαλείο του τον έπλασε ζώσα ύπαρξη που κατrsquo οικονομία ζει εδώ

δηλαδή στην παρούσα ζωή αλλά που προορίζεται για αλλού

να μετοικήσει στη μέλλουσα ζωή και το τέλος του μυστηρίου είναι ότι

θεώνεται με την κίνησή του προς το Θεό θεώνεται μάλιστα με την μετοχή

στο θείο φωτισμό αλλά χωρίς να μεταβάλλεται σε θεία ουσία

Και τον έπλασε αναμάρτητο στη φύση του και αυτεξούσιο στη θέλησή του

Λέγοντας laquoαναμάρτητοraquo δεν εννοώ ότι δεν είναι δεκτικός αμαρτίας ndashμόνον

ο Θεός είναι ανεπίδεκτος αμαρτίαςndash αλλά εννοώ ότι δεν έχει την αμαρτία

στη φύση του αλλά μάλλον στην προαίρεσή του δηλαδή έχει τη δύναμη να

διατηρείται και να προοδεύει στο αγαθό με τη βοήθεια της θείας χάριτος και

επίσης μπορεί να παρεκτραπεί από το καλό και να οδηγηθεί στο κακό

με παραχώρηση του Θεού εξαιτίας του αυτεξουσίου του διότι ότι γίνεται

εξαναγκαστικά δεν είναι αρετή

Η ψυχή επίσης είναι ζώσα ύπαρξη απλή ασώματη η φύση της είναι

αόρατη με τα μάτια του σώματος είναι λογική και νοερή

χωρίς σχήμα κατοικεί σε οργανικό σώμα και του παρέχει ζωή

ανάπτυξη αντίληψη και γέννηση δεν έχει τον νου σαν κάτι διαφορετικό από

τον εαυτό της αλλά σαν το πιο καθαρό στοιχείο της διότι όπως είναι

το μάτι στο σώμα έτσι είναι και ο νους για την ψυχή Είναι αυτεξούσια και

έχει θέληση και ενέργεια είναι μεταβλητή δηλαδή μεταβάλλεται σύμφωνα με

τη θέλησή της διότι είναι κτιστή Όλα αυτά τα έχει λάβει με φυσική τάξη από

τη χάρη του Δημιουργού της η οποία της έδωσε και την ύπαρξη και τη φύση

Με πόσους τρόπους νοείται το ασώματο

Ο άνθρωπος συνδέεται με το λογικό του με τις ασώματες και νοερές φύσεις

διότι συλλογίζεται σκέφτεται και κρίνει το καθετί επιδιώκει τις αρετές και

ποθεί την κορωνίδα των αρετών εννοώ την ευσέβεια γιrsquo αυτό και ο

άνθρωπος είναι ένας μικρός κόσμος

Χαρακτηριστικές πάλι ιδιότητες της ψυχής είναι η ευσέβεια και η νόηση Ενώ

οι αρετές αποτελούν κοινές ιδιότητες της ψυχής και του σώματος

αποδίδονται όμως στην ψυχή διότι η ψυχή κυβερνά το σώμα

Πρέπει να γνωρίζουμε ότι το λογικό από τη φύση του κυβερνά το άλογο

διότι οι δυνάμεις της ψυχής διαιρούνται σε λογικό και άλογο Τα μέρη

μάλιστα του αλόγου είναι δύο το ένα είναι κουφό στη φωνή του λογικού

δεν υπακούει δηλαδή στη λογική ενώ το άλλο είναι προσεκτικό και

υπάκουο στη λογική Ανυπάκουο βέβαια και απείθαρχο στη λογική

είναι το ζωτικό μέρος της ψυχής το οποίο ονομάζεται και σφυγμικό επίσης

και το σπερματικό μέρος δηλαδή το αναπαραγωγικό και το φυτικό το οποίο

λέγεται και θρεπτικό σrsquo αυτό ανήκει και το αυξητικό μέρος το οποίο και

διαπλάθει το σώμα Αυτά δεν τα εξουσιάζει η λογική αλλά η φύση Το μέρος

πάλι της ψυχής που είναι προσεκτικό και υπάκουο στη λογική διαιρείται σε

επιθυμία και θυμό Μάλιστα το άλογο μέρος της ψυχής ονομάζεται παθητικό

και ορεκτικό

(αυθόρμητο) Και πρέπει να γνωρίζουμε ότι η ορμέμφυτη κίνηση

7

ανήκει στο μέρος της ψυχής που υπακούει στη λογική

Σrsquo αυτό όμως που δεν υπακούει στη λογική ανήκει το θρεπτικό το γεννητικό

και το σφυγμικό Το αυξητικό το θρεπτικό και το γεννητικό ονομάζονται

laquoφυτικόraquo ενώ το σφυγμικό καλείται laquoζωτικόraquo

Το θρεπτικό έχει τέσσερις δυνάμεις την ελκτική που έλκει την τροφή

την καθεκτική που κρατεί την τροφή και δεν της επιτρέπει να αποβληθεί

αμέσως την αλλοιωτική που μεταβάλλει την τροφή σε χυμούς την

αποκριτική η οποία αποβάλλει τα περιττώματα μέσω του αφεδρώνα και τα

απορρίπτει από τον οργανισμό

Πρέπει να γνωρίζουμε ότι από τις δυνάμεις που υπάρχουν στα όντα άλλες

είναι ψυχικές άλλες φυσικές και άλλες ζωτικές Ψυχικές είναι αυτές που

ανήκουν στην προαίρεση δηλαδή η επιθυμία και η αίσθηση Στην επιθυμία

ανήκει

η ικανότητα μεταβάσεως από τόπο σε τόπο η κίνηση όλου του

σώματος η φωνητική και αναπνευστική ικανότητα από μας εξαρτάται να τα

ενεργούμε αυτά ή να μην τα ενεργούμε Φυσικές και ζωτικές δυνάμεις είναι

αυτές που ενεργούν χωρίς τη θέλησή μας Φυσικές είναι η θρεπτική η

αυξητική και η αναπαραγωγική ζωτική είναι η σφυγμική Αυτές ενεργούν

είτε το θέλουμε είτε όχι

Επίσης πρέπει να γνωρίζουμε ότι άλλα από τα πράγματα είναι αγαθά και άλλα

κακά Το αγαθό που προσδοκάμε γεννά την επιθυμία ενώ αυτό που έχει

πραγματοποιηθεί γεννά την ευχαρίστηση Παρόμοια το προσδοκώμενο κακό

δημιουργεί φόβο ενώ το πραγματοποιημένο λύπη Και να γνωρίζουμε ότι

λέγοντας αγαθό εννοούμε και το αληθινό αγαθό και το θεωρούμενο το ίδιο

εννούμε και με το κακό

Ας σημειώσουμε ότι με την ένοια κατεικόνα δεν εννοεί τη σωματική εικόνα αλλά

της ψυχής την ομοίωση

Ακόμη εξ αρχής ομότιμος με τον άνδρα δημιουργήθηκε η γυναίκα επειδή όμως

έπταισε ελλατώθηκε αυτής η αρχή και υπό του άνδρα γεγένηται

26καὶ εἶπεν ὁ θεός ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ ὁμοίωσιν καὶ

ἀρχέτωσαν τῶν ἰχθύων τῆς θαλάσσης καὶ τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῶν κτηνῶν

καὶ πάσης τῆς γῆς καὶ πάντων τῶν ἑρπετῶν τῶν ἑρπόντων ἐπὶ τῆς γῆς 27καὶ ἐποίησεν ὁ

θεὸς τὸν ἄνθρωπον κατ εἰκόνα θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς

28καὶ ηὐλόγησεν αὐτοὺς ὁ θεὸς λέγων αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε καὶ πληρώσατε τὴν

γῆν καὶ κατακυριεύσατε αὐτῆς καὶ ἄρχετε τῶν ἰχθύων τῆς θαλάσσης καὶ τῶν πετεινῶν

τοῦ οὐρανοῦ καὶ πάντων τῶν κτηνῶν καὶ πάσης τῆς γῆς καὶ πάντων τῶν ἑρπετῶν τῶν

ἑρπόντων ἐπὶ τῆς γῆς 29καὶ εἶπεν ὁ θεός ἰδοὺ δέδωκα ὑμῖν πᾶν χόρτον σπόριμον

σπεῖρον σπέρμα ὅ ἐστιν ἐπάνω πάσης τῆς γῆς καὶ πᾶν ξύλον ὃ ἔχει ἐν ἑαυτῷ καρπὸν

σπέρματος σπορίμου ὑμῖν ἔσται εἰς βρῶσιν 30καὶ πᾶσι τοῖς θηρίοις τῆς γῆς καὶ πᾶσι

τοῖς πετεινοῖς τοῦ οὐρανοῦ καὶ παντὶ ἑρπετῷ τῷ ἕρποντι ἐπὶ τῆς γῆς ὃ ἔχει ἐν ἑαυτῷ

ψυχὴν ζωῆς πάντα χόρτον χλωρὸν εἰς βρῶσιν καὶ ἐγένετο οὕτως 31καὶ εἶδεν ὁ θεὸς τὰ

πάντα ὅσα ἐποίησεν καὶ ἰδοὺ καλὰ λίαν καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωί ἡμέρα

ἕκτη

8

Η πτώση του ανθρώπου και οι συνέπειες

του πρωπατορικού αμαρτήματος

καὶ ἔπλασεν ὁ θεὸς τὸν ἄνθρωπον χοῦν ἀπὸ τῆς γῆς

καὶ ἐνεφύσησεν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ πνοὴν ζωῆς

καὶ ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχὴν ζῶσαν 8καὶ

ἐφύτευσεν κύριος ὁ θεὸς παράδεισον ἐν εδεμ κατὰ

ἀνατολὰς καὶ ἔθετο ἐκεῖ τὸν ἄνθρωπον ὃν ἔπλασεν

9καὶ ἐξανέτειλεν ὁ θεὸς ἔτι ἐκ τῆς γῆς πᾶν ξύλον

ὡραῖον εἰς ὅρασιν καὶ καλὸν εἰς βρῶσιν καὶ τὸ ξύλον

τῆς ζωῆς ἐν μέσῳ τῷ παραδείσῳ καὶ τὸ ξύλον τοῦ

εἰδέναι γνωστὸν καλοῦ καὶ πονηροῦ Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

ερμηνεύοντας το εμφύσημα αυτού του Θεού λέγει ότι είναι laquoου μόνον ανοίας αλλά

και ατοπίας μεστός ο λόγοςraquo ότι το εμφύσημα στον Αδάμ ήταν η ψυχή και ότι

μεταδόθηκε η ψυχή στο σώμα από την ουσία του Θεού Αν αυτό ήταν αληθινό τότε

δεν θα ήταν σε άλλον σοφή και σε άλλον μωρά και ασύνετη ούτε στον έναν θα ήταν

ψυχή δικαία και στον άλλον ψυχή άδικη Η ουσία του Θεού laquoου μερίζεται ουδέ

αλλοιούται αλλrsquo εστίν αναλλοίωτοςraquo Το εμφύσημα λοιπόν του Θεού ήταν η laquoτου

αγίου Πνεύματος ενέργειαraquo Όπως ο Χριστός είπε laquoλάβετε Πνεύμα άγιονraquo έτσι και

το θείο εμφύσημα laquoανθρωπίνως ακουόμενον Πνεύμά εστι το προσκυνητόν και

άγιονraquo Κατά τον άγιον δεν είναι ψυχή ένα κομμάτι του Θεού αλλά η ενέργεια του

Παναγίου Πνεύματος που έκτισε και δημιούργησε ψυχή χωρίς να γίνει αυτό ψυχή

laquoΤούτο το Πνεύμα προελθόν ουκ αυτό γέγονε ψυχή αλλά ψυχήν έκτισεν∙ ουκ αυτό

εις ψυχήν μετεβλήθη αλλά ψυχήν εδημιούργησε δημιουργόν γαρ το Πνεύμα το

Άγιον κοινωνεί τη δημιουργία του σώματος και τη δημιουργία της ψυχής Πατήρ γαρ

και Υιός και Πνεύμα Άγιον τη θεία δυνάμει δημιουργεί το πλάσμα

21καὶ ἐπέβαλεν ὁ θεὸς ἔκστασιν ἐπὶ τὸν αδαμ καὶ ὕπνωσεν καὶ ἔλαβεν μίαν τῶν

πλευρῶν αὐτοῦ καὶ ἀνεπλήρωσεν σάρκα ἀντ αὐτῆς 22καὶ ᾠκοδόμησεν κύριος ὁ

θεὸς τὴν πλευράν ἣν ἔλαβεν ἀπὸ τοῦ αδαμ εἰς γυναῖκα καὶ ἤγαγεν αὐτὴν πρὸς τὸν

αδαμ 23καὶ εἶπεν αδαμ τοῦτο νῦν ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστέων μου καὶ σὰρξ ἐκ τῆς

σαρκός μου αὕτη κληθήσεται γυνή ὅτι ἐκ τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς ἐλήμφθη αὕτη

24ἕνεκεν τούτου καταλείψει ἄνθρωπος τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ

καὶ προσκολληθήσεται πρὸς τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν

25καὶ ἦσαν οἱ δύο γυμνοί ὅ τε αδαμ καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ καὶ οὐκ ᾐσχύνοντο Ο Θεός

προγνωρίζοντας το τι θα επακολουθούσε μετά την δημιουργία των ανθρώπων τους

έπλασε βιολογικά έτοιμους για laquoγάμου κοινωνίανraquo Η δημιουργία αναφέρεται αρχικά

μόνο στον Αδάμ laquoΤου Αδάμ καθεύδοντος η γυνή κατασκευάζετοraquo1 Ο άγιος

Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναφέρει ότι ο Μωυσής δεν χρησιμοποιεί το ρήμα

laquoέπλασενraquo όταν μιλά για την Εύα αλλά το laquoωκοδόμησενraquo θέλοντας να δείξει ότι αυτή

έγινε από την ίδια ουσία του Αδάμ όχι από άλλη διαφορετική Η γυναίκα λοιπόν δεν

υπολείπεται σε κάτι από τον Αδάμ Είναι ανθρώπινη ύπαρξη τέλεια αλλά και ισότιμη

προς αυτόν Ο Θεός προγνωρίζοντας την πτώση των πρωτοπλάστων επινοεί τον γάμο

9

και την ανάγκη της αμοιβαίας παρηγοριάς τους

Πριν από την παρακοή και την έξοδο από την παραδείσια ζωή δεν υπήρχε ο

γάμος Οι πρωτόπλαστοι ζούσαν παρθενική ζωή μιμούμενοι την ζωή των Αγγέλων

Λέγει ο άγιος Χρυσόστομος laquoΤα της συνουσίας έγιναν μετά την παράβασηbull μέχρι

τότε ζούσαν ως άγγελοι μέσα στον παράδεισο χωρίς να φλέγωνται από την σαρκική

επιθυμία ούτε να πολιορκούνται από άλλα πάθη ούτε να πιέζονται από τις φυσικές

ανάγκες αλλά αφού δημιουργήθηκαν εντελώς άφθαρτοι και αθάνατοι δεν είχαν

ανάγκη ούτε να φορούν ρούχα Πριν μπει η αμαρτία και η παρακοή ήσαν ντυμένοι με

την θεϊκή δόξα γιrsquo αυτό και δεν ντρέπονταν αν και ήσαν γυμνοίraquo2 Οι πρωτόπλαστοι

δεν κατόρθωσαν να διατηρήσουν την ανώτερη αυτή ζωή για τον εαυτό τους

Φάνηκαν ανάξιοι των τόσων μεγάλων αγαθών που τους έδωσε ο Θεός3

ὁ δὲ ὄφις ἦν φρονιμώτατος πάντων τῶν θηρίων τῶν ἐπὶ τῆς γῆς ὧν ἐποίησεν

κύριος ὁ θεός καὶ εἶπεν ὁ ὄφις τῇ γυναικί τί ὅτι εἶπεν ὁ θεός οὐ μὴ φάγητε ἀπὸ

παντὸς ξύλου τοῦ ἐν τῷ παραδείσῳ

Ο διάβολος προσεγγίζει την Εύα και θεολογεί γίνεται ο πρώτος θεολόγος αφού

ονομάζει το Θεό Θεό

Υπάρχει εδώ ένα ερώτημα πως ελάλησε ο όφις Ο όφις κατόρθωσε να μιμηθεί την

ανθρώπινη φωνή χωρίς όμως αυτό να ξενίσει την Εύα Υπήρχε πρό της πτώσεως μια

τέλεια αρμονία μεταξύ Θεού και ανθρώπου ανθρώπου και ζώων αλλά και ζώων με

ζώων

Ο διάβολος δεν γνώριζε τί εντολή είχε δώσει ο Θεός στους πρωτοπλάστους και

προσπαθεί τώρα να ψαρέψει την απάντηση από την αφελή συνομιλήτριά του Δε

διστάζει να ονομάσει το Θεό ψεύτη λέγοντας πως ο Θεός δε σας είπε την αλήθεια αν

φάτε από τον καρπό που σας απαγόρευσε θα ανοίξουν τα μάτια σας και θα γίνετε θεοί

ίσοι με αυτόν και δεν θα τον έχετε πλέον ανάγκη

Από την άλλη μεριά η Εύα αντί να φύγει απαντάει Πολύ σωστά επισημαίνει ο

Χρυσόστομος laquoΜή βάλητε τους μαργαρίτας έμπροσθεν των χοίρωνraquo Όσο λοιπόν η

Εύα πείθετε στα λόγια του σατανά τόσο απομακρύνεται από τον Θεό τόσο και η

Θεία Χάρη την απογυμνώνει σταδιακά Τελικά τρώει τον απαγορευμένο καρπό και

δίνει και στον άντρα της Μια μεγάλη αμαρτία έχει πλέον συντελεσθεί Η αμαρτία

αυτή εμπεριέχει μέσα της την υπερηφάνεια την απιστία την αυθάδεια την παρακοή

Παρόλα αυτά η αμαρτία αυτή είναι μικρότερη από αυτή των εκπεσόντων αγγέλων

Διότι ο πειρασμός των πρωτοπλάστων ήταν εξωτερικός ενώ των εκπεσόντων

αγγέλων εσωτερικός

Ακολουθεί ο σκοτισμός του νου αντιλαμβάνονται ξαφνικά χάνοντας την πρότερη

αθωότητα ότι είναι γυμνοί και σκεπάζονται με φύλα συκής

Ο Θεός φωνάζει εν μέσω του παραδείσου Αδάμ που ει Οι πρωτόπλαστοι κρύβονται

εξαιτίας των ενοχών τους Αντί όμως ο Θεός να εισπράξει την ομολογία του Αδάμ

για το αν έφαγε από τον απαγορευμένο καρπό βρίσκει μπροστά Του την μετάθεση

των ευθυνών στη γυναίκα Το ίδιο κάνει και η γυναίκα μεταθέτοντας με τη σειρά της

την ευθύνη της στον διάβολο

10

Ας προσέξουμε Τον όφι δεν τον ρωτά για το τι έπραξε διότι γνωρίζει ο Θεός πως

ενήργησε εξrsquo ιδίας πρωτοβουλίας Ο σατανάς ήδη μετά την πτώση του είχε

κατακριθεί

Το φίδι τιμωρείται με το να περπατά με την κοιλιά του και να τρώει χώμα πράγμα

που συμβολίζει την τέλεια συντριβή του διαβόλου

Την γυναίκα νίκησες σατανά και διrsquo αυτής τον άνδρα από γυναίκα όμως θα νικηθείς

Εδώ εικονίζεται η Θεοτόκος Το δε laquoεκ του σπέρματός σουraquo δηλοί τον μέλλοντα

Λυτρωτή Χριστό Δηλοί επίσης και την παρθενία της Παναγίας διότι όχι εκ

σπέρματος ανδρός αλλά εκ σπέρματός σου της γυναικός θα προκύψει ο Λυτρωτής

Χριστός

Ο Φιλόστοργος Πατήρ ευαγγελίζεται την υπόσχεση της ελεύσεως του Λυτρωτή και

την πλήρη συντριβή του σατανά εξrsquo ου και πρωτοευαγγέλιο ονομάσθηκε ο στίχος

αυτός

Μιλώντας στην Εύα μιλά προς αυτή σε γένος αρσενικό Αυτός σου τηρήσει την

κεφαλήν Αναφερόμενος εδώ ξεκάθαρα ο Θεός στον Μεσσία Ο σταυρικός θάνατος

του Λυτρωτού είναι η πληγή στην πτέρνα Του

Η λαγνεία της Εύας προς τον απαγορευμένο καρπό τιμωρείται με τους πόνους της

γέννας και την υποταγή της στον άνδρα

Για τον Αδάμ η φύση αγριεύει βγάζοντας αγκάθια και τριβόλια και έτσι πλέον

καλείται με τον ιδρώτα του προσώπου του να κερδίζει το ψωμί του

Η μεγαλύτερη όμως συνέπεια της αμαρτίας είναι ο θάνατος laquoΕως ότου αποστρέψαι

εις την γην εξrsquo ης ελήφθη

Ο Θεός εν συνεχεία ενδύει τους πρωτοπλάστους με δερμάτινους χιτώνες για να τους

προστατέψει από την μεταβολή των καιρικών φαινομένων Οποία στοργή του Θεού

εκεί που ξεσπούσε η θεία οργή Του

Όταν δε εκβλήθησαν εκ του παραδείσου οι πρωτόπλαστοι κατοίκησαν απέναντι από

τον παράδεισο και τούτο για να βλέπουν το τί έχασαν και να μισούν εφrsquo εξής την

αμαρτία Τα Χερουβείμ με την φλογίνη ρομφαία φυλάνε πλέον αντί του Αδάμ τον

παράδεισο Ο Ευσέβιος Καισαρείας λέγει πως αυτό επικράτησε μέχρι τον θάνατο

των πρωτοπλάστων

laquoἈδάμ δε ἔγνω Εὔα τήν γυναίκα αυτοῦraquo Μετά την έκπτωση εκ του παραδείσου τότε

τα συνουσίας αρχήν λαμβάνει Πρό δε της παρακοής αγγελικόν βίον εμιμούντο λέει ο

Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Άρα αυτό που λένε πολλοί πως εξαιτίας της συνουσίας εκβλήθηκαν οι πρωτόπλαστοι

από τον παράδεισο δεν ισχύει

11

Η ιστορία του Κάϊν και του Άβελ

1αδαμ δὲ ἔγνω ευαν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ συλλαβοῦσα ἔτεκεν τὸν καιν καὶ εἶπεν ἐκτησάμην ἄνθρωπον διὰ τοῦ θεοῦ 2καὶ προσέθηκεν τεκεῖν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ τὸν αβελ Το προσέθηκεν σημαίνει ότι

ευθύς αμέσως γέννησε τον Άβελ Άρα ο

Κάϊν και ο Άβελ ήταν δίδυμοι

καὶ ἐγένετο αβελ ποιμὴν προβάτων καιν δὲ ἦν ἐργαζόμενος τὴν γῆν 3καὶ ἐγένετο μεθ ἡμέρας ἤνεγκεν καιν ἀπὸ τῶν καρπῶν τῆς γῆς θυσίαν τῷ κυρίῳ 4καὶ αβελ ἤνεγκεν καὶ αὐτὸς ἀπὸ τῶν πρωτοτόκων τῶν προβάτων αὐτοῦ καὶ ἀπὸ τῶν στεάτων αὐτῶν καὶ ἐπεῖδεν ὁ θεὸς ἐπὶ αβελ καὶ ἐπὶ τοῖς δώροις αὐτοῦ 5ἐπὶ δὲ καιν καὶ ἐπὶ ταῖς θυσίαις αὐτοῦ οὐ προσέσχεν Το ερώτημα εδώ που προκύπτει είναι το πως εκδηλώθηκε αυτή η ευαρέσκεια του Θεού στη θυσία του Άβελ Δια πυρός μας λένε οι πατέρες το οποίο πυρ ήλθε εξ ουρανού

καὶ ἐλύπησεν τὸν καιν λίαν καὶ συνέπεσεν τῷ προσώπῳ 6καὶ εἶπεν κύριος ὁ θεὸς τῷ καιν ἵνα τί περίλυπος ἐγένου καὶ ἵνα τί συνέπεσεν τὸ πρόσωπόν σου 7οὐκ ἐὰν ὀρθῶς προσενέγκῃς ὀρθῶς δὲ μὴ διέλῃς ἥμαρτες ἡσύχασον πρὸς σὲ ἡ ἀποστροφὴ αὐτοῦ καὶ σὺ ἄρξεις αὐτοῦ 8καὶ εἶπεν καιν πρὸς αβελ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ διέλθωμεν εἰς τὸ πεδίον καὶ ἐγένετο ἐν τῷ εἶναι αὐτοὺς ἐν τῷ πεδίῳ καὶ ἀνέστη καιν ἐπὶ αβελ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ καὶ ἀπέκτεινεν αὐτόν Οποία αναισθησία Αντί να παραδειγματιστεί από τη θυσία του Άβελ Αντί να

ακούσει να φιλόστοργα λόγια του ουρανίου Πατρός σπεύδει ως λέων να

κατασπαράξει από τη ζήλια του εκείνον που δικαιώθηκε λόγω της εξαιρετικής του

ευλάβειας Τον καλεί λοιπόν να πάνε έναν περίπατο Ο αδελφός του ως απονήρευτος

και άκακος δέχεται την πρόταση του αδελφού και εκεί δέχεται τη θανάσιμη επίθεση

9καὶ εἶπεν ὁ θεὸς πρὸς καιν ποῦ ἐστιν αβελ ὁ ἀδελφός σου ὁ δὲ εἶπεν οὐ γινώσκω μὴ φύλαξ τοῦ ἀδελφοῦ μού εἰμι ἐγώ 10καὶ εἶπεν ὁ θεός τί ἐποίησας φωνὴ αἵματος τοῦ ἀδελφοῦ σου βοᾷ πρός με ἐκ τῆς γῆς 11καὶ νῦν ἐπικατάρατος σὺ ἀπὸ τῆς γῆς Οποία φρικτή καταδίκη Όταν από το στόμα του Θεού τον ευλογία σκορπίζοντος εξέρχεται η κατάρα Η παρά τω Θεώ όμως κατάρα είναι έκφραση Θείας δικαιοσύνης

ἣ ἔχανεν τὸ στόμα αὐτῆς δέξασθαι τὸ αἷμα τοῦ ἀδελφοῦ σου ἐκ τῆς χειρός σου 12ὅτι ἐργᾷ τὴν γῆν καὶ οὐ προσθήσει τὴν ἰσχὺν αὐτῆς δοῦναί σοι στένων καὶ τρέμων ἔσῃ ἐπὶ τῆς γῆς Δεν πρόκειται λέει εδώ ο Θεός η γη να σου αποφέρει τα

του κόπου σου Μάταια δηλαδή θα ιδρώνεις Αυτή είναι η δεύτερη τιμωρία που

λαμβάνει Το στένων και τρέμων ἔση σημαίνει θα έχεις στεναγμό λόγω του

περιπλανώμενου επί της γης βίου σου Αυτή είναι η τρίτη τιμωρία

12

13καὶ εἶπεν καιν πρὸς τὸν κύριον μείζων ἡ αἰτία μου τοῦ ἀφεθῆναί με 14εἰ ἐκβάλλεις με σήμερον ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς καὶ ἀπὸ τοῦ προσώπου σου κρυβήσομαι καὶ ἔσομαι στένων καὶ τρέμων ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἔσται πᾶς ὁ εὑρίσκων με ἀποκτενεῖ με 15καὶ εἶπεν αὐτῷ κύριος ὁ θεός οὐχ οὕτως πᾶς ὁ ἀποκτείνας καιν ἑπτὰ ἐκδικούμενα παραλύσει καὶ ἔθετο κύριος ὁ θεὸς σημεῖον τῷ καιν τοῦ μὴ ἀνελεῖν αὐτὸν πάντα τὸν εὑρίσκοντα αὐτόν Ο Κάϊν δεν μετανοεί

δεν συνέρχεται Δεν πικραίνεται διότι χωρίσθηκε από τον Θεό αλλά το μόνο που

φοβάται είναι να μην τον σκοτώσουν Ποιοι όμως να τον σκοτώσουν Σίγουρα όχι οι

γονείς του ο Αδάμ και η Εύα Εδώ φαίνεται πως ο Αδάμ πρό του φόνου του Άβελ θα

είχε κάνει και άλλα τέκνα Ο Θεός έδωσε λέει στον Κάϊν σημείο ώστε όποιος τον

εύρισκε να μην τον σκότωνε Ποιο ήταν αυτό το σημείο Το σκυθρωπό του πρόσωπο

ήταν το οποίο προκαλούσε σε όποιον τον έβλεπε την αποστροφή

16ἐξῆλθεν δὲ καιν ἀπὸ προσώπου τοῦ θεοῦ καὶ ᾤκησεν ἐν γῇ ναιδ κατέναντι εδεμ

17καὶ ἔγνω καιν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ συλλαβοῦσα ἔτεκεν τὸν ενωχ καὶ ἦν οἰκοδομῶν πόλιν καὶ ἐπωνόμασεν τὴν πόλιν ἐπὶ τῷ ὀνόματι τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ ενωχ Οικοδόμησε πόλη ο Καϊν η οποία ουσιαστικά ήταν ένα πρωτόγονο φρούριο

από γιγαντιαίους λίθους το οποίο τον προστάτευε από τα αδέρφια του διότι ήταν

ένοχος απέναντί τους Έτσι έληξε ο πλάνης βίος του Κάϊν δείχνοντας τελικά πως η

προσκόλησή του στα γήινα τον χώρισε τελικά από τα υπόλοιπα αδέρφια του Οι

απόγονοι δε του Κάϊν απομακρύνθηκαν από τον Θεό

18ἐγενήθη δὲ τῷ ενωχ γαιδαδ καὶ γαιδαδ ἐγέννησεν τὸν μαιηλ καὶ μαιηλ ἐγέννησεν τὸν μαθουσαλα καὶ μαθουσαλα ἐγέννησεν τὸν λαμεχ 19καὶ ἔλαβεν ἑαυτῷ λαμεχ δύο γυναῖκας ὄνομα τῇ μιᾷ αδα καὶ ὄνομα τῇ δευτέρᾳ σελλα Ο

Λάμεχ είναι ο πρώτος που παραβιάζει την μονογαμία παίρνοντας για τον εαυτό του

δύο γυναίκες

20καὶ ἔτεκεν αδα τὸν ιωβελ οὗτος ἦν ὁ πατὴρ οἰκούντων ἐν σκηναῖς κτηνοτρόφων 21καὶ ὄνομα τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ ιουβαλ οὗτος ἦν ὁ καταδείξας ψαλτήριον καὶ κιθάραν 22σελλα δὲ ἔτεκεν καὶ αὐτὴ τὸν θοβελ καὶ ἦν σφυροκόπος χαλκεὺς χαλκοῦ καὶ σιδήρου ἀδελφὴ δὲ θοβελ νοεμα Να η

αξιοπρέπεια του ανθρώπου ως εξέλιξη προς απάντηση των υποστηρικτών της

Δαρβίνειας θεωρίας Ο Ιουβάλ είναι ο εφευρέτης των έγχορδω οργάνων ενώ ο

Θοβέλ είναι ο πρώτος που επεξεργάζεται μέταλλα Κσνείς από αυτούς σίγουρα δεν

ήταν η εξέλιξη κάποιου είδους πιθήκου

23εἶπεν δὲ λαμεχ ταῖς ἑαυτοῦ γυναιξίν αδα καὶ σελλα ἀκούσατέ μου τῆς φωνῆς γυναῖκες λαμεχ ἐνωτίσασθέ μου τοὺς λόγους ὅτι ἄνδρα ἀπέκτεινα εἰς τραῦμα ἐμοὶ καὶ νεανίσκον εἰς μώλωπα ἐμοί

24ὅτι ἑπτάκις ἐκδεδίκηται ἐκ καιν ἐκ δὲ λαμεχ ἑβδομηκοντάκις ἑπτά Ο Λάμεχ λοιπόν επανἐλαβε την αμαρτία του Κάϊν γενόμενος κι αυτός φονιάς

25ἔγνω δὲ αδαμ ευαν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ συλλαβοῦσα ἔτεκεν υἱὸν καὶ ἐπωνόμασεν τὸ ὄνομα αὐτοῦ σηθ λέγουσα ἐξανέστησεν γάρ μοι ὁ θεὸς

13

σπέρμα ἕτερον ἀντὶ αβελ ὃν ἀπέκτεινεν καιν 26καὶ τῷ σηθ ἐγένετο υἱός ἐπωνόμασεν δὲ τὸ ὄνομα αὐτοῦ ενως οὗτος ἤλπισεν ἐπικαλεῖσθαι τὸ ὄνομα κυρίου τοῦ θεοῦ

αὕτη ἡ βίβλος γενέσεως ἀνθρώπων ᾗ ἡμέρᾳ ἐποίησεν ὁ θεὸς τὸν αδαμ κατ εἰκόνα θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν 2ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτοὺς καὶ εὐλόγησεν αὐτούς καὶ ἐπωνόμασεν τὸ ὄνομα αὐτῶν αδαμ ᾗ ἡμέρᾳ ἐποίησεν αὐτούς

3ἔζησεν δὲ αδαμ διακόσια καὶ τριάκοντα ἔτη καὶ ἐγέννησεν κατὰ τὴν ἰδέαν αὐτοῦ καὶ κατὰ τὴν εἰκόνα αὐτοῦ καὶ ἐπωνόμασεν τὸ ὄνομα αὐτοῦ σηθ 4ἐγένοντο δὲ αἱ ἡμέραι αδαμ μετὰ τὸ γεννῆσαι αὐτὸν τὸν σηθ ἑπτακόσια ἔτη καὶ ἐγέννησεν υἱοὺς καὶ θυγατέρας 5καὶ ἐγένοντο πᾶσαι αἱ ἡμέραι αδαμ ἃς ἔζησεν ἐννακόσια καὶ τριάκοντα ἔτη καὶ ἀπέθανεν

Ενώχ

Μια μορφή που δεσπόζει για την αγιότητα της ζωής του

εφόσον η Γραφή δεν αναφέρει τίποτε εις βάρος του είναι ο

Ενώχ

Γιος ενός άσημου για την ιστορία ανθρώπου του Ιάρεδ

απογόνου του τρίτου γιου του Αδάμ Σηθ άθελά του

καθιερώθηκε απ τον Θεό όπως βεβαιώνει κι η σημασία

του ονόματός του να διαδραματίσει σπουδαίο ρόλο στο

θείο σχέδιο για τη σωτηρία του κόσμου Γέννησε το

Μαθουσάλα τον μακροβιότερο άνθρωπο που ποτέ έζησε

στη γη παρ όλο που η δική του ζωή διήρκεσε τόσο λίγο

τριακόσια εξήντα πέντε χρόνια Έζησε ζωή άμεμπτης

αγνότητας σε περίοδο που ούτε ο Νόμος του Θεού είχε δοθεί ούτε φυσικά κι η

μεταγενέστερη του Νόμου Χάρη είχε επιτελεστεί Οραματίστηκε την τελική Κρίση

που ο Θεός θα κάμει στα τέλη των αιώνων και δια του τρόπου με τον οποίο έγινε η

μετάθεσή του μίλησε στις επόμενες γενιές για την μετά το θάνατο Ανάσταση του

Μεσσία που θα ρχόταν και για την τελική Ανάσταση των κεκοιμημένων αγίων

ίνα καταποθή το θνητόν υπό της ζωής (Β΄ Κορ 104)

Στο βιβλίο της Γένεσης συναντάμε δυο πρόσωπα με το όνομα Ενώχ στο 41718 και

στο 518 που είναι μεταξύ τους τελείως ανόμοια και διαφορετικά Ο πρώτος είναι ο

γιος του Κάιν του αδελφοκτόνου προς τιμήν του οποίου ο πατέρας του έκτισεν

πόλιν και κάλεσεν κατά το όνομα αυτού (417) κι ο δεύτερος είναι ο γιος του Ιάρεδ

όπως ήδη είπαμε ο εκλεκτός του Θεού Ενώχ που δεν είχε εδώ πόλιν μένουσαν

αλλά την μέλλουσαν επιζητούσε (Εβρ 1113-14) στην οποία και τόσο ένδοξα

μετέβη

14

Το ότι ο Ενώχ έζησε τριακόσια εξήντα πέντε μόνο χρόνια που είναι ακριβώς ο

αριθμός των ημερών ενός ηλιακού έτους δεν ξέρουμε τι συμβολίζει Ίσως τη

ματαιότητα της σύντομης εδώ ζωής μας ίσως την πληρότητα μιας αποστολής την

οποία ο Θεός ανέθεσε σε κάποιον άνθρωπό Του ίσως το τέλειο ανάστημα της ζωής

του Χριστού στο οποίο ο Θεός θέλει να φτάσουμε πριν μας πάρει κοντά Του

ίσως ίσως Ασχέτως όμως όλων αυτών γεγονός είναι ένα ότι ο Ενώχ αποτελεί μια

εξαίρεση ένα υπόδειγμα ένα θαύμα του Θεού σε ανθρώπινη ζωή

Γιατί άραγε έζησε τόσο λίγο ενώ ο γιος του ο Μαθουσάλα έφτασε τη μεγαλύτερη

ηλικία ανθρώπου επί της γης -965 χρόνια- ο δε μεταγενέστερός του ο Νώε δεύτερος

μετά τον Αδάμ κληρονόμος όλης της γης έζησε 950 χρόνια Μήπως ο Ενώχ έτσι

εξεπλήρωσε κάποια πολύ σημαντική αποστολή Ενώ θα παρευρέθηκε στην κηδεία

του Αδάμ (πράγμα που συνάγεται απ τους υπολογισμούς των ετών που περιέχονται

στην πρώτη αυτή περίοδο της ιστορίας) και δεδομένου ότι ο Αδάμ ως εκπρόσωπος

του αμαρτωλού ανθρώπου έπρεπε να πεθάνει και το σώμα του να ταφεί στη γη ο

Ενώχ εκπροσωπώντας τον αγιασμένο άνθρωπο του Θεού δεν πέθανε αλλά

μετατέθηκε απ ευθείας χωρίς να γευτεί θάνατο στου ουρανό του Θεού Πιστή

εικόνα τούτη για τον σωσμένο δια της θυσίας του Ιησού Χριστού αμαρτωλό για τον

οποίο θάνατος πια δεν υπάρχει διότι μετέβη εκ του θανάτου εις την ζωήν (Ιωάν

524)

Ο Λόγος του Θεού μας λέει ότι ο Ενώχ περιεπάτησεν μετά του Θεού (Γέν 524)

όχι ενώπιον του Θεού όπως μας λέει για τον Αβραάμ (Γεν 171) για το Δαυίδ

(Ψαλμ 8915) για τον Ησαϊα (4027-31) για το Ζαχαρία και την Ελισσάβετ (Ιακ

16) Μήπως τούτο είναι σύμβολο και συγχρόνως προφητεία του περπατήματος που ο

χριστιανός ο άνθρωπος δηλαδή που θα δεχόταν τη Χάρη θα κανε με τον Χριστό

βάσει της υπόσχεσής Του μεθ υμών ειμί (Ματθ 2820) και της εντολής Του

μείνατε εν εμοί καγώ εν υμίν (Ιωάν 154) Διότι σε τούτη την περίπτωση δεν

έχουμε περπάτημα ενώπιον του Θεού αλλά μετά του Θεού Κάτι δηλαδή πολύ

ουσιαστικότερο και πλουσιότερο για κάθε άνθρωπο που ανήκει σε Κείνον ασχέτως

περιόδου στην οποία έζησε Όταν κάποιος περπατάει με τον Θεό έχει και πλήρη

συναίσθηση της παρουσίας Του Ότι ακριβώς χρειάζεται για να ζει ζωή αγνότητας

μέσα στον κόσμο

Το μυστικό του περπατήματος του Ενώχ μετά του Θεού ήταν η πίστη του στον Θεό

της οποίας συνέπεια ήταν το ότι ευηρέστησεν τον Θεόν και ότι δε γεύτηκε θάνατο

διότι μετέθεσεν αυτόν ο Θεός (Γεν 115-6) Η μετάθεση δε αυτή είναι τύπος του

τρόπου με τον οποίο οι άγιοι του Θεού θέλουσι μεταμορφωθή εν τη εσχάτη

σάλπιγγι χωρίς να γευτούν θάνατο (Α΄ Κορ 1551-52)

Αλλά ο Ενώχ δεν προφήτεψε μόνο με τη ζωή του μελλοντικές αλήθειες αλλά και με

το στόμα του προφήτεψε περί της Κρίσης την οποίαν στα τέλη των αιώνων ο Κύριος

μαζί με τους αγίους Του θα κάμει για κάθε ασεβή άνθρωπο δια να ελέγξη πάντας

τους ασεβείς Στην επιστολή του Ιούδα εδ 14-15 διαβάζουμε Προεφήτευσε δε

περί τούτων και ο Ενώχ έβδομος από Αδάμ λέγωνmiddot Ιδού ήλθεν ο Κύριος με

μυριάδας αγίων αυτού δια να κάμη κρίσιν κατά πάντων και να ελέγξη πάντας τους

ασεβείς εξ αυτών δια πάντα τα έργα της ασεβείας αυτών τα οποία έπραξαν και δια

πάντα τα σκληρά τα οποία ελάλησαν κατ αυτού αμαρτωλοί ασεβείς

15

Ο Ενώχ αναφέρεται μια μόνο φορά στην Καινή Διαθήκη ως προφήτης (Ιούδα 14)

Με το όνομα Βιβλίο Ενώχ σώζεται απόκρυφο σύγγραμμα που γράφτηκε περί τα

110 πΧ περιέχει προφητείες περί της συντέλειας του κόσμου και είναι σε αιθιοπική

μετάφραση Δεν αποκλείεται η παραπομπή στο βιβλίο του Ιούδα να είναι παρμένη απ

αυτό Όμως το βιβλίο αυτό το απέρριψαν ως μη κανονικό τόσο οι Εβραίοι όσο και

οι Πατέρες της Εκκλησίας

Ας μείνει μέσα μας απ όλα όσα ελέχθησαν περί του Ενώχ πως αν κάτι έχει ύψιστη

σημασία για τον Θεό και για μας είναι το να περιπατώμεν καθώς Εκείνος

περιεπάτησεν (Α΄ Ιωάν 26) φυλάττοντες τας εντολάς αυτού και πράττοντες τα

αρεστά ενώπιον αυτού (Α΄ Ιωάν 322)

Γιἀννης Έρτσος

Σας παραθέτουμε τώρα προς ανάγνωσιν το απόκρυφο βιβλίο του Ενώχ

1 Λόγος εὐλογίας Ἑνώχ καθὼς εὐλόγησεν ἐκλεκτοὺς δικαίους οἵτινες

ἔσονται εἰς ἡμέραν ἀνάγκης ἐξᾶραι πάντας τοὺς ἐχθρούς καὶ σωθήσονται

δίκαιοι

2 Καὶ ἀναλαβὼν τὴν παραβολὴν αὐτοῦ εἶπεν Ἑνώχmiddot (ἄνθρωπος δίκαιός

ἐστιν [ᾧ] ὅρασις ἐκ θεοῦ αὐτῷ ἀνεῳγμένη ἦν ἔχων τὴν ὅρασιν τοῦ ἁγίου

laquoκαὶraquo τοῦ οὐρανοῦmiddot) Ἔδειξέν μοι καὶ ἁγιολόγων ἁγίων ἤκουσα ἐγώ καὶ ὡς

ἤκουσα παρrsquo αὐτῶν πάντα καὶ ἔγνων ἐγὼ θεωρῶνmiddot καὶ οὐκ εἰς τὴν νῦν

γενεὰν διενοούμην ἀλλὰ ἐπὶ πόρρω οὖσαν ἐγὼ λαλῶ

3 Καὶ περὶ τῶν ἐκλεκτῶν νῦν λέγω καὶ περὶ αὐτῶν ἀνέλαβον τὴν

παραβολήν μου καὶ ἐξελεύσεται ὁ ἅγιός μου ὁ μέγας ἐκ τῆς κατοικήσεως

αὐτοῦ

4 καὶ ὁ θεὸς τοῦ αἰῶνος ἐπὶ γῆν πατήσει ἐπὶ τὸ Σεινὰ ὄρος καὶ φανήσεται

ἐκ τῆς παρεμβολῆς αὐτοῦ καὶ φανήσεται ἐν τῇ δυνάμει τῆς ἰσχύος αὐτοῦ

ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ τῶν οὐρανῶν

5 καὶ φοβηθήσονται πάντες καὶ πιστεύσουσιν οἱ ἐγρήγοροι laquoκαὶ ᾄσουσιν

ἀπόκρυφα ἐν πᾶσιν τοῖς ἄκροις τῆς [γῆς]middot καὶ σεισθήσονται πάντα τὰ ἄκρα

τῆς γῆςraquo καὶ λήμψεται αὐτοὺς τρόμος καὶ φόβος μέγας μέχρι τῶν περάτων

τῆς γῆς

6 καὶ σεισθήσονται καὶ πεσοῦνται καὶ διαλυθήσονται ὄρη ὑψηλά καὶ

ταπεινωθήσονται βουνοὶ ὑψηλοὶ τοῦ διαρυῆναι ὄρη καὶ τακήσονται ὡς

κηρὸς ἀπὸ προσώπου πυρὸς ἐν φλογί

7 καὶ διασχισθήσεται ἡ γῆ σχίσμα ῥαγάδι καὶ πάντα ὅσα ἐστὶν ἐπὶ τῆς γῆς

ἀπολεῖται καὶ κρίσις ἔσται κατὰ πάντων

8 καὶ μετὰ τῶν δικαίων τὴν εἰρήνην ποιήσει καὶ ἐπὶ τοὺς ἐκλεκτοὺς ἔσται

συντήρησις καὶ εἰρήνη καὶ ἐπrsquo αὐτοὺς γενήσεται ἔλεος καὶ ἔσονται

πάντες τοῦ θεοῦ καὶ τὴν εὐδοκίαν δώσει αὐτοῖς καὶ πάντας εὐλογήσει καὶ

πάντων ἀντιλήμψεται καὶ βοηθήσει ἡμῖν καὶ φανήσεται αὐτοῖς φῶς καὶ

ποιήσει ἐπrsquo αὐτοὺς εἰρήνην

9 ὅτι ἔρχεται σὺν ταῖς μυριάσιν αὐτοῦ καὶ τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ ποιῆσαι

κρίσιν κατὰ πάντων καὶ ἀπολέσει πάντας τοὺς ἀσεβεῖς καὶ ἐλέγξει

πᾶσαν σάρκα περὶ πάντων ἔργων τῆς ἀσεβείας αὐτῶν ὧν ἠσέβησαν καὶ

σκληρῶν ὧν ἐλάλησαν λόγων laquoκαὶ περὶ πάντων ὧν κατελάλησανraquo κατrsquo

αὐτοῦ ἁμαρτωλοὶ ἀσεβεῖς

16

II

1 Κατανοήσατε πάντα τὰ ἔργα ἐν τῷ οὐρανῷ πῶς οὐκ ἠλλοίωσαν τὰς

ὁδοὺς αὐτῶν καὶ τοὺς φωστῆρας τοὺς ἐν τῷ οὐρανῷ ὡς τὰ πάντα

ἀνατέλλει καὶ δύνει τεταγμένος ἕκαστος ἐν τῷ τεταγμένῳ καιρῷ καὶ ταῖς

ἑορταῖς αὐτῶν φαίνονται καὶ οὐ παραβαίνουσιν τὴν ἰδίαν τάξιν

2 ἴδετε τὴν γῆν καὶ διανοήθητε περὶ τῶν ἔργων τῶν ἐν αὐτῇ γενομένων

ἀπrsquo ἀρχῆς μέχρι τελειώσεως ὥς εἰσιν φθαρτά ὡς οὐκ ἀλλοιοῦνται οὐδὲν

τῶν ἐπὶ γῆς ἀλλὰ πάντα ἔργα θεοῦ ὑμῖν φαίνεται

3 ἴδετε τὴν θερείαν καὶ τὸν χειμῶνα

καταμάθετε καὶ ἴδετε πάντα τὰ δένδρα

IIIndashV

1πῶς τὰ φύλλα χλωρὰ ἐν αὐτοῖς σκέποντα τὰ δένδρα καὶ πᾶς ὁ καρπὸς

αὐτῶν εἰς τιμὴν καὶ δόξαν διανοήθητε καὶ γνῶτε περὶ πάντων τῶν ἔργων

αὐτοῦ καὶ νοήσατε ὅτι θεὸς ζῶν ἐποίησεν αὐτὰ οὕτως καὶ ζῇ εἰς πάντας

τοὺς αἰῶναςmiddot

2 καὶ τὰ ἔργα αὐτοῦ πάντα ὅσα ἐποίησεν εἰς τοὺς αἰῶνας ἀπὸ ἐνιαυτοῦ εἰς

ἐνιαυτὸν γινόμενα πάντα οὕτως καὶ πάντα ὅσα ἀποτελοῦσιν αὐτῷ τὰ

ἔργα καὶ οὐκ ἀλλοιοῦνται αὐτῶν τὰ ἔργα ἀλλrsquo ὡσπερεὶ κατὰ ἐπιταγὴν τὰ

πάντα γίνεται

3 ἴδετε πῶς ἡ θάλασσα καὶ οἱ ποταμοὶ ὡς ὁμοίως ἀποτελοῦσιν καὶ οὐκ

ἀλλοιοῦσιν αὐτῶν τὰ ἔργα ἀπὸ τῶν λόγων αὐτοῦ

4 ὑμεῖς δὲ οὐκ ἐνεμείνατε οὐδὲ ἐποιήσατε κατὰ τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ ἀλλὰ

ἀπέστητε καὶ κατελαλήσατε μεγάλους καὶ σκληροὺς λόγους ἐν στόματι

ἀκαθαρσίας ὑμῶν κατὰ τῆς μεγαλωσύνης αὐτοῦ ὅτι κατελαλήσατε ἐν τοῖς

ψεύμασιν ὑμῶν σκληροκάρδιοι οὐκ ἔστιν εἰρήνη ὑμῖν

5 τοιγὰρ τὰς ἡμέρας ὑμῶν ὑμεῖς καταράσεσθε καὶ τὰ ἔτη τῆς ζωῆς ὑμῶν

ἀπολεῖται καὶ τὰ ἔτη τῆς ἀπωλείας ὑμῶν πληθυνθήσεται ἐν κατάρᾳ

αἰώνων καὶ οὐκ ἔσται ὑμῖν ἔλεος καὶ εἰρήνη

6 τότε ἔσται τὰ ὀνόματα ὑμῶν εἰς κατάραν αἰώνιον πᾶσιν τοῖς δικαίοις

καὶ ἐν ὑμῖν καταράσονται πάντες οἱ καταρώμενοι καὶ πάντες οἱ

ἁμαρτωλοὶ καὶ ἀσεβεῖς ἐν ὑμῖν ὀμοῦνται καὶ πάντες οἱ ἀναμάρτητοι

χαρήσονται καὶ ἔσται αὐτοῖς λύσις ἁμαρτιῶν καὶ πᾶν ἔλεος καὶ εἰρήνη καὶ

ἐπιείκεια ἔσται αὐτοῖς σωτηρία φῶς ἀγαθόν καὶ αὐτοὶ κληρονομήσουσιν

τὴν γῆν καὶ πᾶσιν ὑμῖν τοῖς ἁμαρτωλοῖς οὐχ ὑπάρξει σωτηρία ἀλλὰ ἐπὶ

πάντας ὑμᾶς κατάλυσις κατάρα

7 καὶ τοῖς ἐκλεκτοῖς φῶς καὶ χάρις καὶ εἰρήνη καὶ αὐτοὶ κληρονομήσουσιν

τὴν γῆν ὑμῖν δὲ τοῖς ἀσεβέσιν ἔσται κατάρα

8 τότε δοθήσεται τοῖς ἐκλεκτοῖς φῶς καὶ χάρις καὶ αὐτοὶ

κληρονομήσουσιν τὴν γῆν τότε δοθήσεται πᾶσιν τοῖς ἐκλεκτοῖς σοφία καὶ

πάντες οὗτοι ζήσονται καὶ οὐ μὴ ἁμαρτήσονται ἔτι οὐ κατrsquo ἀλήθειαν οὔτε

κατὰ ὑπερηφανίαν καὶ ἔσται ἐν ἀνθρώπῳ πεφωτισμένῳ φῶς καὶ

ἀνθρώπῳ ἐπιστήμονι νόημα καὶ οὐ μὴ πλημμελήσουσιν

9 οὐδὲ μὴ ἁμάρτωσιν πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς αὐτῶν καὶ οὐ μὴ

ἀποθάνωσιν ἐν ὀργῇ θυμοῦ ἀλλὰ τὸν ἀριθμὸν αὐτῶν ζωῆς ἡμερῶν

πληρώσουσιν καὶ ἡ ζωὴ αὐτῶν αὐξηθήσεται ἐν εἰρήνῃ καὶ τὰ ἔτη τῆς

χαρᾶς αὐτῶν πληθυνθήσεται ἐν ἀγαλλιάσει καὶ εἰρήνη αἰῶνος ἐν πάσαις

ταῖς ἡμέραις τῆς ζωῆς αὐτῶν

VI

1 Καὶ ἐγένετο οὗ ἂν ἐπληθύνθησαν οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων ἐν ἐκείναις

ταῖς ἡμέραις ἐγεννήθησαν θυγατέρες ὡραῖαι καὶ καλαί

17

2 καὶ ἐθεάσαντο αὐτὰς οἱ ἄγγελοι υἱοὶ οὐρανοῦ καὶ ἐπεθύμησαν αὐτάς

καὶ εἶπαν πρὸς ἀλλήλουςmiddot Δεῦτε ἐκλεξώμεθα ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ τῶν

ἀνθρώπων καὶ γεννήσομεν ἑαυτοῖς τέκνα

3 καὶ εἶπεν Σεμειαζᾶς πρὸς αὐτούς ὃς ἦν ἄρχων αὐτῶν Φοβοῦμαι μὴ οὐ

θελήσετε ποιῆσαι τὸ πρᾶγμα τοῦτο καὶ ἔσομαι ἐγὼ μόνος ὀφειλέτης

ἁμαρτίας μεγάλης

4 ἀπεκρίθησαν οὖν αὐτῷ πάντες Ὀμόσωμεν ὅρκῳ πάντες καὶ

ἀναθεματίσωμεν πάντες ἀλλήλους μὴ ἀποστρέψαι τὴν γνώμην ταύτην

μέχρις οὗ ἂν τελέσωμεν αὐτὴν καὶ ποιήσωμεν τὸ πρᾶγμα τοῦτο

5 τότε ὄμοσαν πάντες ὁμοῦ καὶ ἀνεθεμάτισαν ἀλλήλους ἐν αὐτῷ

7 Καὶ ταῦτα τὰ ὀνόματα τῶν ἀρχόντων αὐτῶνmiddot Σεμιαζά οὗτος ἦν ἄρχων

αὐτῶνmiddot Ἀραθάκ Κιμβρά Σαμμανή Δανειήλ Ἀρεαρώς Σεμιήλ Ἰωμειήλ

Χωχαριήλ Ἐζεκιήλ Βατριήλ Σαθιήλ Ἀτριήλ Ταμιήλ Βαρακιήλ Ἀνανθνά

Θωνιήλ Ῥαμιήλ Ἀσέαλ Ῥακειήλ Τουριήλ

8 οὗτοί εἰσιν ἀρχαὶ αὐτῶν οἱ [ἐπὶ] δέκα

VII

1 Καὶ ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκαςmiddot ἕκαστος αὐτῶν ἐξελέξαντο ἑαυτοῖς

γυναῖκας καὶ ἤρξαντο εἰσπορεύεσθαι πρὸς αὐτὰς καὶ μιαίνεσθαι ἐν

αὐταῖςmiddot καὶ ἐδίδαξαν αὐτὰς φαρμακείας καὶ ἐπαοιδὰς καὶ ῥιζοτομίας καὶ

τὰς βοτάνας ἐδήλωσαν αὐταῖς

2 Αἱ δὲ ἐν γαστρὶ λαβοῦσαι ἐτέκοσαν γίγαντας μεγάλους ἐκ πηχῶν

τρισχιλίων

3 οἵτινες κατησθίοσαν τοὺς κόπους τῶν ἀνθρώπων ὡς δὲ οὐκ ἐδυνήθησαν

αὐτοῖς οἱ ἄνθρωποι ἐπιχορηγεῖν

4 οἱ γίγαντες ἐτόλμησαν ἐπrsquo αὐτούς καὶ κατησθίοσαν τοὺς ἀνθρώπους

5 καὶ ἤρξαντο ἁμαρτάνειν ἐν τοῖς πετεινοῖς καὶ τοῖς [θ]ηρίοις καὶ ἑρπετοῖς

καὶ τοῖς [ἰ]χθύσιν καὶ ἀλλήλων τὰς σάρκας κατεσθίειν καὶ τὸ αἷμα ἔπινον

6 τότε ἡ γῆ ἐνέτυχεν κατὰ τῶν ἀνόμων

VIII

1 Ἐδίδαξεν τοὺς ἀνθρώπους Ἀζαὴλ μαχαίρας ποιεῖν καὶ ὅπλα καὶ ἀσπίδας

καὶ θώρακας διδάγματα ἀγγέλων καὶ ὑπέδειξεν αὐτοῖς τὰ μέταλλα καὶ

τὴν ἐργασίαν αὐτῶν καὶ ψέλια καὶ κόσμους καὶ στίβεις καὶ τὸ

καλλιβλέφαρον καὶ παντοίους λίθους ἐκλεκτοὺς καὶ τὰ βαφικά

2 καὶ ἐγένετο ἀσέβεια πολλή καὶ ἐπόρνευσαν καὶ ἀπεπλανήθησαν καὶ

ἠφανίσθησαν ἐν πάσαις ταῖς ὁδοῖς αὐτῶν

3 Σεμιαζᾶς ἐδίδαξεν ἐπα[ο]ιδὰς καὶ ῥιζοτομίαςmiddot Ἀρμαρὼς ἐπαοιδῶν

λυτήριονmiddot Βαρακιὴλ ἀστρολογίαςmiddot Χωχιὴλ τὰ σημειωτικάmiddot Σαθιὴλ

ἀστεροσκοπίανmiddot Σεριὴλ σεληναγωγίας

4 τῶν οὖν ἀνθρώπων ἀπολλυμένων ἡ βο[ὴ] εἰς οὐρανοὺς ἀνέβη

IX

1 Τότε παρ[α]κύψαντες Μιχαὴλ καὶ Οὐ[ρι]ὴλ καὶ Ῥαφαὴλ καὶ Γαβριή[λ]

οὗτοι ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἐθεάς[αν]το αἶμα πολὺ ἐκχυννόμεν[ον] ἐπὶ τῆς γῆςmiddot

2 καὶ εἶπαν πρὸ[ς] ἀλλήλους φωνὴ βοώντω[ν] ἐπὶ τῆς γῆς μέχρι πυλῶν

τοῦ οὐρανοῦ

3 ἐντυγχάνουσιν αἱ ψυχαὶ τῶν ἀνθρώπων λεγόντων Εἰσαγάγετε τὴν

κρίσιν ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστ[ον]

4 Καὶ εἶπα[ν] τῷ κυρίῳ Σὺ εἶ κύριος τῶν κυρίων καὶ ὁ θεὸς τῶν θεῶν καὶ

βασιλεὺς τῶν αἰώνωνmiddot ὁ θρόνος τῆς δόξης σου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τοῦ

αἰῶνος καὶ τὸ ὄνομά σου τὸ ἅγιον καὶ μέγα καὶ εὐλογητὸν εἰς πάντας τοὺς

αἰῶνας

18

5 σὺ γὰρ ἐποίησας τὰ πάντα καὶ πᾶσαν τὴν ἐξουσίαν ἔχων καὶ πάντα

ἐνώπιόν σου φανερὰ καὶ ἀκάλυπτα

6 καὶ πάντα σὺ ὁρᾷς ἃ ἐποίησεν Ἀζαήλ ὃς ἐδίδαξεν πάσας τὰς ἀδικίας ἐπὶ

τῆς γῆς καὶ ἐδήλωσεν τὰ μυστήρια τοῦ αἰῶνος τὰ ἐν τῷ οὐρανῷ ἃ

ἐπιτηδεύουσιν [καὶ] ἔγνωσαν ἄνθρωποι

7 καὶ Σεμιαζᾶς ᾧ τὴν ἐξουσίαν ἔδωκας ἄρχειν τῶν σὺν αὐτῷ ἅμα ὄντων

8 καὶ ἐπορεύθησαν πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς καὶ

συνεκοιμήθησαν αὐταῖς καὶ ἐμιάνθησαν καὶ ἐδήλωσαν αὐταῖς πάσας τὰς

ἁμαρτίας

9 καὶ αἱ γυναῖκες ἐγέννησαν τιτᾶνας ὑφrsquo ὧν ὅλη ἡ γῆ ἐπλήσθη αἵματος

καὶ ἀδικίας

10 καὶ νῦν ἰδοὺ βοῶσιν αἱ ψυχαὶ τῶν τετελευτηκότων καὶ ἐντυγχάνουσιν

μέχρι τῶν πυλῶν τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἀνέβη ὁ στεναγμὸς αὐτῶν καὶ οὐ

δύναται ἐξελθεῖν ἀπὸ προσώπου τῶν ἐπὶ τῆς γῆς γινομένων ἀνομημάτων

11 καὶ σὺ πάντα οἶδας πρὸ τοῦ αὐτὰ γενέσθαι καὶ σὺ ὁρᾷς ταῦτα καὶ ἐᾷς

αὐτούς καὶ οὐδὲ ἡμῖν λέγεις τί δεῖ ποιεῖν αὐτοὺς περὶ τούτων

X

1 Τότε Ὕψιστος εἶπεν περὶ τούτων ὁ μέγας Ἅγιος καὶ ἐλάλησεν καὶ εἶπεν

καὶ ἔπεμψεν Ἰστραὴλ πρὸς τὸν υἱὸν Λέμεχ

2 Εἶπον αὐτῷ ἐπὶ τῷ ἐμῷ ὀνόματι Κρύψον σεαυτόν καὶ δήλωσον αὐτῷ

τέλος ἐπερχόμενον ὅτι ἡ γῆ ἀπόλλυται πᾶσα καὶ κατακλυσμὸς μέλλει

γίνεσθαι πάσης τῆς γῆς καὶ ἀπολέσει πάντα ὅσα ἐστὶν [ἐν] αὐτῇ

3 καὶ δίδαξον αὐτὸν ὅπως ἐκφύγῃ καὶ μενεῖ τὸ σπέρμα αὐτοῦ εἰς πάσας

τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

4 Καὶ τῷ Ῥαφαὴλ εἶπεν Δῆσον τὸν Ἀζαὴλ ποσὶν καὶ χερσίν καὶ βάλε

αὐτὸν εἰς τὸ σκότος καὶ ἄνοιξον τὴν ἔρημον τὴν οὖσαν ἐν τῷ Δαδουὴλ

κἀκεῖ βάλε αὐτόν

5 καὶ ὑπόθες αὐτῷ λίθους τραχεῖς καὶ ὀξεῖς καὶ ἐπικάλυψον αὐτῷ τὸ

σκότος καὶ οἰκησάτω ἐκεῖ εἰς τοὺς αἰῶνας καὶ τὴν ὄψιν αὐτοῦ πώμασον

καὶ φῶς μὴ θεωρείτωmiddot

6 καὶ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς μεγάλης τῆς κρίσεως ἀπαχθήσεται εἰς τὸν

ἐνπυρισμόν

7 καὶ ἰαθήσεται ἡ γῆ ἣν ἠφάνισαν οἱ ἄγγελοι καὶ τὴν ἴασιν τῆς γῆς

δήλωσον ἵνα ἰάσωνται τὴν πληγήν ἵνα μὴ ἀπόλωνται πάντες οἱ υἱοὶ τῶν

ἀνθρώπων ἐν τῷ μυστηρίῳ ὅλῳ ᾧ ἐπέταξαν οἱ ἐγρήγοροι καὶ ἐδίδαξαν

τοὺς υἱοὺς αὐτῶν

8 καὶ ἠρημώθη πᾶσα ἡ γῆ ἀφανισθεῖσα ἐν τοῖς ἔργοις τῆς διδασκαλίας

Ἀζαήλmiddot καὶ ἐπrsquo αὐτῷ γράψον τὰς ἁμαρτίας πάσας

9 Καὶ τῷ Γαβριὴλ εἶπεν ὁ κύριος Πορεύου ἐπὶ τοὺς μαζηρέους ἐπὶ τοὺς

κιβδήλους καὶ τοὺς υἱοὺς τῆς πορνείας καὶ ἀπόλεσον τοὺς υἱοὺς τῶν

ἐγρηγόρων ἀπὸ τῶν ἀνθρώπωνmiddot πέμψον αὐτοὺς ἐν πολέμῳ ἀπωλείας

μακρότης γὰρ ἡμερῶν οὐκ ἔστιν αὐτῶν

10 καὶ πᾶσα ἐρώτησις [οὐκ] ἔσται τοῖς πατράσιν αὐτῶν καὶ περὶ αὐτῶν ὅτι

ἐλπίζουσιν ζῆσαι ζωὴν αἰώνιον καὶ ὅτι ζήσεται ἕκαστος αὐτῶν ἔτη

πεντακόσια

11 Καὶ εἶπεν Μιχαήλ Πορεύου καὶ δήλωσον Σεμιαζᾷ καὶ τοῖς λοιποῖς τοῖς

σὺν αὐτῷ ταῖς γυναιξὶν μιγεῖσιν μιανθῆναι ἐν αὐταῖς ἐν ἀκαθαρσίᾳ

αὐτῶνmiddot

12 καὶ ὅταν κατασφαγῶσιν οἱ υἱοὶ αὐτῶν καὶ ἴδωσιν τὴν ἀπώλειαν τῶν

ἀγαπητῶν καὶ δῆσον αὐτοὺς ἑβδομήκοντα γενεὰς εἰς τὰς νάπας τῆς γῆς

19

μέχρι ἡμέρας κρίσεως αὐτῶν καὶ συντελεσμοῦ ἕως τελεσθῇ τὸ κρίμα τοῦ

αἰῶνος τῶν αἰώνων

13 τότε ἀπαχθήσονται εἰς τὸ χάος τοῦ πυρὸς καὶ εἰς τὴν βάσανον καὶ εἰς

τὸ δεσμωτήριον συνκλείσεως αἰῶνος

14 καὶ ὃς ἂν κατακαυθῇ καὶ ἀφανισθῆ ἀπὸ τοῦ νῦν μετrsquo αὐτῶν ὁμοῦ

δεθήσονται μέχρι τελειώσεως γενεᾶς

15 ἀπόλεσον πάντα τὰ πνεύματα τῶν κιβδήλων καὶ τοὺς υἱοὺς τῶν

ἐγρηγόρων διὰ τὸ ἀδικῆσαι τοὺς ἀνθρώπους

16 καὶ ἀπόλεσον τὴν ἀδικίαν πᾶσαν ἀπὸ τῆς γῆς καὶ πᾶν ἔργον πονηρίας

ἐκλειπέτω καὶ ἀναφανήτω τὸ φυτὸν τῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς ἀληθείας εἰς

τοὺς αἰῶναςmiddot μετὰ χαρᾶς φυτευθήσεται

17 Καὶ νῦν πάντες οἱ δίκαιοι ἐκφεύξονται καὶ ἔσονται ζῶντες ἕως

γεννήσωσιν χιλιάδας καὶ πᾶσαι αἱ ἡμέραι νεότητος αὐτῶν καὶ τὰ

σάββατα αὐτῶν μετὰ εἰρήνης πληρώσουσιν

18 τότε ἐργασθήσεται πᾶσα ἡ γῆ ἐν δικαιοσύνῃ καὶ φυτευθήσεται δένδρον

ἐν αὐτῇ καὶ πλησθήσεται εὐλογίας

19 καὶ πάντα τὰ δένδρα τῆς γῆς ἀγαλλιάσονταιmiddot φυτευθήσεται καὶ

ἔσονται φυτεύοντες ἀμπέλους καὶ ἡ ἄμπελος ἣν ἂν φυτεύσωσιν

ποιήσουσιν πρόχους οἴνου χιλιάδας καὶ σπόρου ποιήσει καθrsquo ἕκαστον

μέτρον ἐλαίας ποιήσει ἀνὰ βάτους δέκα

20 καὶ σὺ καθάρισον τὴν γῆν ἀπὸ πάσης ἀκαθαρσίας καὶ ἀπὸ πάσης

ἀδικίας καὶ ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας καὶ ἀσεβείας καὶ πάσας τὰς ἀκαθαρσίας

τὰς γινομένας ἐπὶ τῆς γῆς ἐξάλειψον

21 καὶ ἔσονται πάντες λατρεύοντες οἱ λαοὶ καὶ εὐλογοῦντες πάντες ἐμοὶ

καὶ προσκυνοῦντες

22 καὶ καθαρισθήσεται πᾶσα ἡ γῆ ἀπὸ παντὸς μιάσματος καὶ ἀπὸ πάσης

ἀκαθαρσίας καὶ ὀργῆς καὶ μάστιγος καὶ οὐκέτι πέμψω ἐπrsquo αὐτοὺς εἰς

πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

XI

1 καὶ τότε ἀνοίξω τὰ ταμεῖα τῆς εὐλογίας τὰ ὄντα ἐν τῷ οὐρανῷ καὶ

κατενεγκεῖν αὐτὰ ἐπὶ τὰ ἔργα ἐπὶ τὸν κόπον τῶν υἱῶν τῶν ἀνθρώπων

2 καὶ τότε ἀλήθεια καὶ εἰρήνη κοινωνήσουσιν ὁμοῦ εἰς πάσας τὰς ἡμέρας

τοῦ αἰῶνος καὶ εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν ἀνθρώπων

XII

1 Πρὸ τούτων τῶν λόγων ἐλήμφθη Ἑνώχ καὶ οὐδεὶς τῶν ἀνθρώπων ἔγνω

ποῦ ἐλήμφθη καὶ ποῦ ἐστιν καὶ τί ἐγένετο αὐτῷ

2 καὶ τὰ ἔργα αὐτοῦ μετὰ τῶν ἐγρηγόρων καὶ μετὰ τῶν ἁγίων αἱ ἡμέραι

αὐτοῦ

3 Καὶ ἑστὼς ἤμην Ἑνὼχ εὐλογῶν τῷ κυρίῳ τῆς μεγαλωσύνης τῷ βασιλεῖ

τῶν αἰώνων καὶ ἰδοὺ οἱ ἐγρήγοροι τοῦ ἁγίου τοῦ μεγάλου ἐκάλουν μεmiddot

4 Ἑνώχ ὁ γραμματεὺς τῆς δικαιοσύνης πορεύου καὶ εἶπε τοῖς ἐγρηγόροις

τοῦ οὐρανοῦ οἵτινες ἀπολιπόντες τὸν οὐρανὸν τὸν ὑψηλόν τὸ ἁγίασμα τῆς

στάσεως τοῦ αἰῶνος μετὰ τῶν γυναικῶν ἐμιάνθησαν καὶ ὥσπερ οἱ υἱοὶ

τῆς γῆς ποιοῦσιν οὕτως καὶ αὐτοὶ ποιοῦσιν καὶ ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας

Ἀφανισμὸν μέγαν ἠφανίσατε τὴν γῆν

5 καὶ οὐκ ἔσται ὑμῖν εἰρήνη οὔτε ἄφεσις καὶ περὶ ὧν χαίρουσιν τῶν υἱῶν

αὐτῶν

6 τὸν φόνον τῶν ἀγαπητῶν αὐτῶν ὄψονται καὶ ἐπὶ τῇ ἀπωλείᾳ τῶν υἱῶν

αὐτῶν στενάξουσιν καὶ δεηθήσονται εἰς τὸν αἰῶνα καὶ οὐκ αὐτοῖς ἔσται

εἰς ἔλεον καὶ εἰρήνην

20

XIII

1 Ὁ δὲ Ἑνὼχ τῷ Ἀζαὴλ εἶπεν Πορεύουmiddot οὐκ ἔσται σοι εἰρήνη κρίμα μέγα

ἐξῆλθεν κατὰ σοῦ δῆσαί σε

2 καὶ ἀνοχὴ καὶ ἐρώτησίς σοι οὐκ ἔσται περὶ ὧν ἔδειξας ἀδικημάτων καὶ

περὶ πάντων τῶν ἔργων τῶν ἀσεβειῶν καὶ τῆς ἀδικίας καὶ τῆς ἁμαρτίας

ὅσα ὑπέδειξας τοῖς ἀνθρώποις

3 Τότε πορευθεὶς εἴρηκα πᾶσιν αὐτοῖς καὶ αὐτοὶ πάντες ἐφοβήθησαν καὶ

ἔλαβεν αὐτοὺς τρόμος καὶ φόβος

4 καὶ ἠρώτησαν ὅπως γράψω αὐτοῖς ὑπομνήματα ἐρωτήσεως ἵνα γένηται

αὐτοῖς ἄφεσις καὶ ἵνα ἐγὼ ἀναγνῶ αὐτοῖς τὸ ὑπόμνημα τῆς ἐρωτήσεως

ἐνώπιον Κυρίου τοῦ οὐρανοῦ

5 ὅτι αὐτοὶ οὐκ ἔτι δύνανται λαλῆσαι οὐδὲ ἀπᾶραι αὐτῶν τοὺς ὀφθαλμοὺς

εἰς τὸν οὐρανὸν ἀπὸ αἰσχύνης περὶ ὧν ἡμαρτήκεισαν καὶ κατεκρίθησαν

6 Τότε ἔγραψα τὸ ὑπόμνημα τῆς ἐρωτήσεως αὐτῶν καὶ τὰς δεήσεις περὶ

τῶν πνευμάτων αὐτῶν καὶ περὶ ὧν δέονται ὅπως αὐτῶν γένωνται ἄφεσις

καὶ μακρότης

7 καὶ πορευθεὶς ἐκάθισα ἐπὶ τῶν ὑδάτων Δὰν ἐν γῇ Δάν ἥτις ἐστὶν ἐκ

δεξιῶν Ἑρμωνειεὶμ δύσεωςmiddot ἀνεγίγνωσκον τὸ ὑπόμνημα τῶν δεήσεων

αὐτῶν

8 ὡς ἐκοιμήθην καὶ ἰδοὺ ὄνειροι ἐπrsquo ἐμὲ ἦλθον καὶ ὁράσεις ἐπrsquo ἐμὲ

ἐπέπιπτον καὶ ἴδον ὁράσεις ὀργῆς καὶ ἦλθεν φωνὴ λέγουσα Εἶπον τοῖς

υἱοῖς τοῦ οὐρανοῦ τοῦ ἐλέγξαι αὐτούς

9 Καὶ ἔξυπνος γενόμενος ἦλθον πρὸς αὐτούς καὶ πάντες συνηγμένοι

ἐκάθηντο πενθοῦντες ἐν Ἐβελσατά ἥτις ἐστὶν ἀνὰ μέσον τοῦ Λιβάνου καὶ

Σενισήλ περικεκαλυμμένοι τὴν ὄψιν

10 ἐνώπιον αὐτῶν καὶ ἀνήγγειλα αὐτοῖς πάσας τὰς ὁράσεις ἃς εἶδον κατὰ

τοὺς ὕπνους καὶ ἠρξάμην λαλεῖν τοὺς λόγους τῆς δικαιοσύνης ἐλέγχων

τοὺς ἐγρηγόρους τοῦ οὐρανοῦ

XIV

1 Βίβλος λόγων δικαιοσύνης καὶ ἐλέγξεως ἐγρηγόρων τῶν ἀπὸ τοῦ

αἰῶνος κατὰ τὴν ἐντολὴν τοῦ ἁγίου τοῦ μεγάλου ἐν ταύτῃ τῇ ὁράσει

2 Ἐγὼ εἶδον κατὰ τοὺς ὕπνους μου ὃ νῦν λέγω ἐν γλώσσῃ σαρκίνῃ ἐν τῷ

πνεύματι τοῦ στόματός μου ὃ ἔδωκεν ὁ μέγας τοῖς ἀνθρώποις λαλεῖν ἐν

αὐτοῖς καὶ νοήσει καρδίαςmiddot

3 ὃς ἔκτισεν καὶ ἔδωκεν ἐλέγξασθαι ἐγρηγόρους τοὺς υἱοὺς τοῦ οὐρανοῦ

4 Ἐγὼ τὴν ἐρώτησιν ὑμῶν τῶν ἀγγέλων ἔγραψα καὶ ἐν τῇ ὁράσει μου

τοῦτο ἐδείχθηmiddot καὶ οὔτε ἡ ἐρώτησις ὑμῶν παρεδέχθη

5 ἵνα μηκέτι εἰς τὸν οὐρανὸν ἀναβῆτε ἐπὶ πάντας τοὺς αἰῶνας καὶ ἐν τοῖς

δεσμοῖς τῆς γῆς ἐρρέθη δῆσαι ὑμᾶς εἰς πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

6 καὶ ἵνα περὶ τούτων ἴδητε τὴν ἀπώλειαν τῶν υἱῶν ὑμῶν τῶν ἀγαπητῶν

καὶ ὅτι οὐκ ἔσται ὑμῖν ὄνησις αὐτῶν ἀλλὰ πεσοῦνται ἐνώπιον ὑμῶν ἐν

μαχαίρᾳ

7 καὶ ἡ ἐρώτησις ὑμῶν περὶ αὐτῶν οὐκ ἔσται οὐδὲ περὶ ὑμῶνmiddot καὶ ὑμεῖς

κλαίοντες καὶ δεόμενοι καὶ μὴ λαλοῦντες πᾶν ῥῆμα ἀπὸ τῆς γραφῆς ἧς

ἔγραψα

8 Καὶ ἐμοὶ ἐφrsquo ὁράσει οὕτως ἐδείχθηmiddot ἰδοὺ νεφέλαι ἐν τῇ ὁράσει ἐκάλουν

καὶ ὁμίχλαι με ἐφώνουν καὶ διαδρομαὶ τῶν ἀστέρων καὶ διαστραπαί με

κατεσπούδαζον καὶ ἐθορύβαζόν με καὶ ἄνεμοι ἐν τῇ ὁράσει μου

ἐξεπέτασάν με

9 καὶ ἐπῆράν με ἄνω καὶ εἰσήνεγκάν με εἰς τὸν οὐρανόν καὶ εἰσῆλθον

21

μέχρις ἤγγισα τείχους οἰκοδομῆς ἐν λίθοις χαλάζης καὶ γλώσσης πυρὸς

κύκλῳ αὐτῶνmiddot καὶ ἤρξαντο ἐκφοβεῖν με

10 Καὶ εἰσῆλθον εἰς τὰς γλώσσας τοῦ πυρός καὶ ἤγγισα εἰς οἶκον μέγαν

οἰκοδομημένον ἐν λίθοις χαλάζης καὶ οἱ τοῖχοι τοῦ οἴκου ὡς λιθόπλακες

καὶ πᾶσαι ἦσαν ἐκ χιόνος καὶ ἐδάφη χιονικά

11 καὶ αἱ στέγαι ὡς διαδρομαὶ ἀστέρων καὶ ἀστραπαί καὶ μεταξὺ αὐτῶν

χερουβὶν πύρινα καὶ οὐρανὸς αὐτῶν ὕδωρ

12 καὶ πῦρ φλεγόμενον κύκλῳ τῶν τειχῶν καὶ θύραι πυρὶ καιόμεναι

13 εἰσῆλθον εἰς τὸν οἶκον ἐκεῖνον θερμὸν ὡς πῦρ καὶ ψυχρὸν ὡς χιών καὶ

πᾶσα τροφὴ ζωῆς οὐκ ἦν ἐν αὐτῷmiddot φόβος με ἐκάλυψεν καὶ τρόμος με

ἔλαβεν

14 καὶ ἤμην σειόμενος καὶ τρέμων καὶ ἔπεσον ἐθεώρουν ἐν τῇ ὁράσει

μου

15 καὶ ἰδοὺ ἄλλη θύρα ἀνεῳγμένη κατέναντί μου καὶ ὁ οἶκος μείζων

τούτου καὶ ὅλος οἰκοδομημένος ἐν γλώσσαις πυρός

16 καὶ ὅλος διαφέρων ἐν δόξῃ καὶ ἐν τιμῇ καὶ ἐν μεγαλωσύνῃ ὥστε μὴ

δύνασθαί με ἐξειπεῖν ὑμῖν περὶ τῆς δόξης καὶ περὶ τῆς μεγαλωσύνης

αὐτοῦ

17 τὸ ἔδαφος αὐτοῦ ἦν πυρός τὸ δὲ ἀνώτερον αὐτοῦ ἦσαν ἀστραπαὶ καὶ

διαδρομαὶ ἀστέρων καὶ ἡ στέγη αὐτοῦ ἦν πῦρ φλέγον

18 Ἐθεώρουν δὲ καὶ εἶδον θρόνον ὑψηλόν καὶ τὸ εἶδος αὐτοῦ ὡσεὶ

κρυστάλλινον καὶ τροχὸς ὡς ἡλίου λάμποντος καὶ ὄρος χερουβίν

19 καὶ ὑποκάτω τοῦ θρόνου ἐξεπορεύοντο ποταμοὶ πυρὸς φλεγόμενοι καὶ

οὐκ ἐδυνάσθην ἰδεῖν

20 καὶ ἡ δόξα ἡ μεγάλη ἐκάθητο ἐπrsquo αὐτῷmiddot τὸ περιβόλαιον αὐτοῦ ὡς εἶδος

ἡλίου λαμπρότερον καὶ λευκότερον πάσης χιόνος

21 καὶ οὐκ ἐδύνατο πᾶς ἄγγελος παρελθεῖν εἰς τὸν οἶκον τοῦτον καὶ ἰδεῖν

τὸ πρόσωπον αὐτοῦ διὰ τὸ ἔντιμον καὶ ἔνδοξον καὶ οὐκ ἐδύνατο πᾶσα

σὰρξ ἰδεῖν αὐτοῦ

22 τὸ πῦρ φλεγόμενον κύκλῳmiddot καὶ πῦρ μέγα παρειστήκει αὐτῷ καὶ οὐδεὶς

ἐγγίζει αὐτῷ κύκλῳ μυρίαι μυριάδες ἑστήκασιν ἐνώπιον αὐτοῦ καὶ πᾶς

λόγος αὐτοῦ ἔργον

23 καὶ οἱ ἅγιοι τῶν ἀγγέλων οἱ ἐγγίζοντες αὐτῷ οὐκ ἀποχωροῦσιν νυκτὸς

οὔτε ἀφίστανται αὐτοῦ

24 Κἀγὼ ἤμην ἕως τούτου ἐπὶ πρόσωπόν μου βεβλημένος καὶ τρέμων καὶ

ὁ κύριος τῷ στόματι αὐτοῦ ἐκάλεσέν με καὶ εἶπέν μοι Πρόσελθε ὧδε

Ἑνώχ καὶ τὸν λόγον μου ἄκουσον

25 καὶ προσελθών μοι εἷς τῶν ἁγίων ἤγειρέν με καὶ ἔστησέν με καὶ

προσήγαγέν με μέχρι τῆς θύραςmiddot ἐγὼ δὲ τὸ πρόσωπόν μου κάτω ἔκυφον

XV

1 Καὶ ἀποκριθεὶς εἶπέν μοι Ὁ ἄνθρωπος ὁ ἀληθινός ἄνθρωπος τῆς

ἀληθείας ὁ γραμματεύςmiddot καὶ τῆς φωνῆς αὐτοῦ ἤκουσαmiddot μὴ φοβηθῇς Ἑνώχ

ἄνθρωπος ἀληθινὸς καὶ γραμματεὺς τῆς ἀληθείαςmiddot πρόσελθε ὧδε καὶ τῆς

φωνῆς μου ἄκουσον

2 πορεύθητι καὶ εἶπε τοῖς πέμψασίν σε Ἐρωτῆσαι ὑμᾶς ἔδει περὶ τῶν

ἀνθρώπων καὶ μὴ τοὺς ἀνθρώπους περὶ ὑμῶν

3 διὰ τί ἀπελίπετε τὸν οὐρανὸν τὸν ὑψηλὸν τὸν ἅγιον τοῦ αἰῶνος καὶ

μετὰ τῶν γυναικῶν ἐκοιμήθητε καὶ μετὰ τῶν θυγατέρων τῶν ἀνθρώπων

ἐμιάνθητε καὶ ἐλάβετε ἑαυτοῖς γυναῖκας ὥσπερ υἱοὶ τῆς γῆς ἐποιήσατε

καὶ ἐγεννήσατε ἑαυτοῖς τέκνα υἱοὺς γίγαντας

22

4 καὶ ὑμεῖς ἦτε ἅγιοι καὶ πνεύματα ζῶντα αἰώνια ἐν τῷ αἵματι τῶν

γυναικῶν ἐμιάνθητε καὶ ἐν αἵματι σαρκὸς ἐγεννήσατε καὶ ἐν αἵματι

ἀνθρώπων ἐπεθυμήσατε καθὼς καὶ αὐτοὶ ποιοῦσιν σάρκα καὶ αἷμα

οἵτινες ἀποθνήσκουσιν καὶ ἀπόλλυνται

5 διὰ τοῦτο ἔδωκα αὐτοῖς θηλείας ἵνα σπερματίζουσιν εἰς αὐτὰς καὶ

τεκνώσουσιν ἐν αὐταῖς τέκνα οὕτως ἵνα μὴ ἐκλείπῃ αὐτοῖς πᾶν ἔργον ἐπὶ

τῆς γῆς

6 ὑμεῖς δὲ ὑπήρχετε πνεύματα ζῶντα αἰώνια καὶ οὐκ ἀποθνήσκοντα εἰς

πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

7 καὶ διὰ τοῦτο οὐκ ἐποίησα ἐν ὑμῖν θηλείαςmiddot τὰ πνεύματα τοῦ οὐρανοῦ ἐν

τῷ οὐρανῷ ἡ κατοίκησις αὐτῶν

8 καὶ νῦν οἱ γίγαντες οἱ γεννηθέντες ἀπὸ τῶν πνευμάτων καὶ σαρκὸς

πνεύματα ἰσχυρὰ ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐν τῇ γῇ ἡ κατοίκησις αὐτῶν ἔσται

9 πνεύματα πονηρὰ ἐξῆλθον ἀπὸ τοῦ σώματος αὐτῶν διότι ἀπὸ τῶν

ἀνωτέρων ἐγένοντο καὶ ἐκ τῶν ἁγίων ἐγρηγόρων ἡ ἀρχὴ τῆς κτίσεως

αὐτῶν καὶ ἀρχὴ θεμελίουmiddot πνεύματα πονηρὰ κληθήσεται

10 πνεύματα οὐρανοῦ ἐν τῷ οὐρανῷ ἡ κατοίκησις αὐτῶν ἔσται καὶ τὰ

πνεύματα ἐπὶ τῆς γῆς τὰ γεννηθέντα ἐπὶ τῆς γῆς ἡ κατοίκησις αὐτῶν

ἔσται

11 καὶ τὰ πνεύματα τῶν γιγάντων νεφέλας ἀδικοῦντα ἀφανίζοντα καὶ

ἐνπίπτοντα καὶ συνπαλαίοντα καὶ συνρίπτοντα ἐπὶ τῆς γῆς πνεύματα

σκληρὰ γιγάντων καὶ δρόμους ποιοῦντα καὶ μηδὲν ἐσθίοντα ἀλλrsquo

ἀσιτοῦντα καὶ διψῶντα καὶ προσκόπτοντα πνεύματα

12 καὶ ἐξαναστήσει ταῦτα εἰς τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν

γυναικῶν ὅτι ἐξεληλύθασιν ἀπrsquo αὐτῶν

XVI

1 ἀπὸ ἡμέρας σφαγῆς καὶ ἀπωλείας καὶ θανάτου ἀφrsquo ὧν τὰ πνεύματα

ἐκπορευόμενα ἐκ τῆς ψυχῆς τῆς σαρκὸς αὐτῶν ἔσται ἀφανίζοντα χωρὶς

κρίσεωςmiddot οὕτως ἀφανίσουσιν μέχρις ἡμέρας τελειώσεως τῆς κρίσεως τῆς

μεγάλης ἐν ᾗ ὁ αἰὼν ὁ μέγας τελεσθήσεται

2 καὶ νῦν ἐγρηγόροις τοῖς πέμψασίν σε ἐρωτῆσαι περὶ αὐτῶν οἵτινες ἐν

οὐρανῷ ἦσαν

3 Ὑμεῖς ἐν τῷ οὐρανῷ ἦτε καὶ πᾶν μυστήριον ὃ οὐκ ἀνεκαλύφθη ὑμῖν καὶ

μυστήριον τὸ ἐκ τοῦ θεοῦ γεγενημένον ἔγνωτε καὶ τοῦτο ἐμηνύσατε ταῖς

γυναιξὶν ἐν ταῖς σκληροκαρδίαις ὑμῶν καὶ ἐν τῷ μυστηρίῳ τούτῳ

πληθύνουσιν αἱ θήλειαι καὶ οἱ ἄνθρωποι τὰ κακὰ ἐπὶ τῆς γῆς

4 εἶπον οὖν αὐτοῖς Οὐκ ἔστιν εἰρήνη

XVII

1 Καὶ παραλαβόντες με εἴς τινα τόπον ἀπήγαγον ἐν ᾧ οἱ ὄντες ἐκεῖ

γίνονται ὡς πῦρ φλέγον καὶ ὅταν θέλωσιν φαίνονται ὡσεὶ ἄνθρωποι

2 Καὶ ἀπήγαγόν με εἰς ζοφώδη τόπον καὶ εἰς ὄρος οὗ ἡ κεφαλὴ ἀφικνεῖτο

εἰς τὸν οὐρανόν

3 καὶ εἶδον τόπον τῶν φωστήρων καὶ τοὺς θησαυροὺς τῶν ἀστέρων καὶ

τῶν βροντῶν καὶ εἰς τὰ ἀεροβαθῆ ὅπου τόξον πυρὸς καὶ τὰ βέλη καὶ τὰς

θήκας αὐτῶν καὶ τὰς ἀστραπὰς πάσας

4 Καὶ ἀπήγαγόν με μέχρι ὑδάτων καὶ μέχρι πυρὸς δύσεως ὅ ἐστιν καὶ

παρέχον πάσας τὰς δύσεις τοῦ ἡλίου

5 καὶ ἤλθομεν μέχρι ποταμοῦ πυρός ἐν ᾧ κατατρέχει τὸ πῦρ ὡς ὕδωρ καὶ

ῥέει εἰς θάλασσαν μεγάλην δύσεως

6 ἴδον τοὺς μεγάλους ποταμούς καὶ μέχρι τοῦ μεγάλου ποταμοῦ καὶ μέχρι

23

τοῦ μεγάλου σκότους κατήντησα καὶ ἀπῆλθον ὅπου πᾶσα σὰρξ οὐ

περιπατεῖ

7 ἴδον τοὺς ἀνέμους τῶν γνόφων τοὺς χειμερινοὺς καὶ τὴν ἔκχυσιν τῆς

ἀβύσσου πάντων ὑδάτων

8 ἴδον τὸ στόμα τῆς γῆς πάντων τῶν ποταμῶν καὶ τὸ στόμα τῆς ἀβύσσου

XVIII

1 ἴδον τοὺς θησαυροὺς τῶν ἀνέμων πάντων ἴδον ὅτι ἐν αὐτοῖς ἐκόσμησεν

πάσας τὰς κτίσεις καὶ τὸν θεμέλιον τῆς γῆς καὶ τὸν λίθον ἴδον τῆς γωνίας

τῆς γῆς

2 ἴδον τοὺς τέσσαρας ἀνέμους τὴν γῆν βαστάζοντας

3 καὶ τὸ στερέωμα τοῦ οὐρανοῦ καὶ αὐτοὶ ἱστᾶσιν μεταξὺ γῆς καὶ

οὐρανοῦ

4 ἴδον ἀνέμους τῶν οὐρανῶν στρέφοντας καὶ διανεύοντας τὸν τροχὸν τοῦ

ἡλίου καὶ πάντας τοὺς ἀστέρας

5 ἴδον τοὺς ἐπὶ τῆς γῆς ἀνέμους βαστάζοντας ἐν νεφέλῃ ἴδον πέρατα τῆς

γῆς τὸ στήριγμα τοῦ οὐρανοῦ ἐπάνω

6 Παρῆλθον καὶ ἴδον τόπον καιόμενον νυκτὸς καὶ ἡμέρας ὅπου τὰ ἑπτὰ

ὄρη ἀπὸ λίθων πολυτελῶν [τρία] εἰς ἀνατολὰς καὶ τρία εἰς νότον

βάλλοντα

7 καὶ τὰ μὲν πρὸς ἀνατολὰς ἀπὸ λίθου χρώματος τὸ δὲ ἦν ἀπὸ λίθου

μαργαρίτου καὶ τὸ ἀπὸ λίθου ταθέν τὸ δὲ κατὰ νότον ἀπὸ λίθου πυρροῦmiddot

8 τὸ δὲ μέσον αὐτῶν ἦν εἰς οὐρανόν ὥσπερ θρόνος θεοῦ ἀπὸ λίθου φουκά

καὶ ἡ κορυφὴ τοῦ θρόνου ἀπὸ λίθου σαφφείρουmiddot

9 καὶ πῦρ καιόμενον ἴδον κἀπέκεινα τῶν ὀρέων τούτων

10 τόπος ἐστὶν πέρας τῆς μεγάλης γῆςmiddot ἐκεῖ συντελεσθήσονται οἱ οὐρανοί

11 καὶ ἴδον χάσμα μέγα εἰς τοὺς στύλους τοῦ πυρὸς καταβαίνοντας καὶ

οὐκ ἦν μέτρον οὔτε εἰς βάθος οὔτε εἰς ὕψος

12 καὶ ἐπέκεινα τοῦ χάσματος τούτου ἴδον τόπον ὅπου οὐδὲ στερέωμα

οὐρανοῦ ἐπάνω οὔτε γῆ ᾖ τεθεμελιωμένη ὑποκάτω αὐτοῦ οὔτε ὕδωρ ἦν

ὑπὸ αὐτὸ οὔτε πετεινόν ἀλλὰ τόπος ἦν ἔρημος καὶ φοβερός

13 ἐκεῖ ἴδον ἑπτὰ ἀστέρας ὡς ὄρη μεγάλα καιόμενα περὶ ὧν

πυνθανομένῳ μοι

14 εἶπεν ὁ ἄγγελος Οὗτός ἐστιν ὁ τόπος τὸ τέλος τοῦ οὐρανοῦ καὶ γῆςmiddot

δεσμωτήριον τοῦτο ἐγένετο τοῖς ἄστροις καὶ ταῖς δυνάμεσιν τοῦ οὐρανοῦ

15 καὶ οἱ ἀστέρες οἱ κυλιόμενοι ἐν τῷ πυρί οὗτοί εἰσιν οἱ παραβάντες

πρόσταγμα κυρίου ἐν ἀρχῇ τῆς ἀνατολῆς αὐτῶν - ὅτι τόπος ἔξω τοῦ

οὐρανοῦ κενός ἐστιν - ὅτι οὐκ ἐξῆλθαν ἐν τοῖς καιροῖς αὐτῶν

16 καὶ ὀργίσθη αὐτοῖς καὶ ἔδησεν αὐτοὺς μέχρι καιροῦ τελειώσεως αὐτῶν

ἁμαρτίας laquoαὐτῶνraquo ἐνιαυτῶν μυρίων

XIX

1 Καὶ εἶπέν μοι Οὐριήλ Ἐνθάδε οἱ μιγέντες ἄγγελοι ταῖς γυναιξὶν

στήσονται καὶ τὰ πνεύματα αὐτῶν πολύμορφα γενόμενα λυμαίνεται τοὺς

ἀνθρώπους καὶ πλανήσει αὐτοὺς ἐπιθύειν τοῖς δαιμονίοις μέχρι τῆς

μεγάλης κρίσεως ἐν ᾗ κριθήσονται εἰς ἀποτελείωσιν

2 καὶ αἱ γυναῖκες αὐτῶν τῶν παραβάντων ἀγγέλων εἰς σειρῆνας

γενήσονται

3 κἀγὼ Ἑνὼχ ἴδον τὰ θεωρήματα μόνος τὰ πέρατα πάντων καὶ οὐ μὴ ἴδῃ

οὐδὲ εἷς ἀνθρώπων ὡς ἐγὼ ἴδον

XX

1 Ἄγγελοι τῶν δυνάμεων

24

2 Οὐριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ταρτάρου

3 Ῥαφαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων τῶν ἀνθρώπων

4 Ῥαγουήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐκδικῶν τὸν κόσμον τῶν

φωστήρων

5 Μιχαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν τοῦ λαοῦ ἀγαθῶν

τεταγμένος καὶ ἐπὶ τῷ χάῳ

6 Σαριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων οἵτινες ἐπὶ τῷ

πνεύματι ἁμαρτάνουσιν

7 Γαβριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τοῦ παραδείσου καὶ τῶν

δρακόντων καὶ χερουβείν ἀρχαγγέλων ὀνόματα ἑπτά

XXI

1 Καὶ ἐφώδευσα ἕως τῆς ἀκατασκευάστου

2 κἀκεῖ ἐθεασάμην ἔργον φοβερόνmiddot ἑώρακα οὔτε οὐρανὸν ἐπάνω οὔτε γῆν

τεθέαμαι τεθεμελιωμένην ἀλλὰ τόπον ἀκατασκεύαστον καὶ φοβερόν

3 καὶ ἐκεῖ τεθέαμαι ἑπτὰ τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ δεδεμένους καὶ

ἐρριμμένους ἐν αὐτῷ ὁμοίους ὄρεσιν μεγάλοις καὶ ἐν πυρὶ καιομένους

4 τότε εἶπον Διὰ ποίαν αἰτίαν ἐπεδέθησαν καὶ διὰ τί ὧδε ἐρίφησαν

5 τότε εἶπέν μοι Οὐριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν - καὶ

αὐτὸς ἡγεῖτο αὐτῶν - καὶ εἶπέν μοι Ἑνώχ περὶ τίνος ἐρωτᾷς ἢ περὶ τίνος

τὴν ἀλήθειαν φιλοσπευδεῖς

6 οὗτοί εἰσιν τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ οἱ παραβάντες τὴν ἐπιταγὴν τοῦ

κυρίου καὶ ἐδέθησαν ὧδε μέχρι τοῦ πληρῶσαι μύρια ἔτη τὸν χρόνον τῶν

ἁμαρτημάτων αὐτῶν

7 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον τούτου φοβερώτερον καὶ τεθέαμαι

ἔργα φοβερώτερα πῦρ μέγα ἐκεῖ καιόμενον καὶ φλεγόμενον καὶ διακοπὴν

εἶχεν ὁ τόπος ἕως τῆς ἀβύσσου πλήρης στύλων πυρὸς μεγάλου

καταφερομένωνmiddot οὔτε μέτρον οὔτε πλάτος ἠδυνήθην ἰδεῖν οὐδὲ εἰκάσαι

8 τότε εἶπον Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος καὶ ὡς δεινὸς τῇ ὁράσει

9 τότε ἀπεκρίθη μοι ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν καὶ εἶπέν

μοι Ἑνώχ διὰ τί ἐφοβήθης οὕτως καὶ ἐπτοήθης καὶ ἀπεκρίθην Περὶ

τούτου τοῦ φοβεροῦ καὶ περὶ τῆς προσόψεως τῆς δεινῆς

10 καὶ εἶπεν Οὗτος ὁ τόπος δεσμωτήριον ἀγγέλωνmiddot ὧδε συνσχεθήσονται

μέχρι αἰῶνος εἰς τὸν αἰῶνα

XXII

1 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον καὶ ἔδειξέν μοι πρὸς δυσμὰς ἄλλο

ὄρος μέγα καὶ ὑψηλόν πέτρας στερεάς

2 καὶ τέσσαρες τόποι ἐν αὐτῷ κοῖλοι βάθος ἔχοντες καὶ λίαν λεῖοι τρεῖς

αὐτῶν σκοτινοὶ καὶ εἷς φωτινός καὶ πηγὴ ὕδατος ἀνὰ μέσον αὐτοῦ καὶ

εἶπον Πῶς λεῖα τὰ κοιλώματα ταῦτα καὶ ὁλοβαθῆ καὶ σκοτινὰ τῇ ὁράσει

3 τότε ἀπεκρίθη Ῥαφαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν καὶ

εἶπέν μοι Οὗτοι οἱ τόποι οἱ κοῖλοι ἵνα ἐπισυνάγωνται εἰς αὐτοὺς τὰ

πνεύματα τῶν ψυχῶν τῶν νεκρῶν εἰς αὐτὸ τοῦτο ἐκρίθησαν ὥδε

ἐπισυνάγεσθαι πάσας τὰς ψυχὰς τῶν ἀνθρώπων

4 καὶ οὗτοι οἱ τόποι εἰς ἐπισύνσχεσιν αὐτῶν ἐποίησαν μέχρι τῆς ἡμέρας

τῆς κρίσεως αὐτῶν καὶ μέχρι τοῦ διορισμοῦ καὶ διορισμένου χρόνου ἐν ᾧ ἡ

κρίσις ἡ μεγάλη ἔσται ἐν αὐτοῖς

5 τεθέαμαι ἀνθρώπους νεκροὺς ἐντυγχάνοντας καὶ ἡ φωνὴ αὐτοῦ μέχρι

τοῦ οὐρανοῦ προέβαινεν καὶ ἐνετύγχανεν

6 καὶ ἠρώτησα Ῥαφαὴλ τὸν ἄγγελον ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν καὶ εἶπα αὐτῷ Τοῦτο

τὸ πνεῦμα τὸ ἐντυγχάνον τίνος ἐστίν διrsquo ὃ οὕτως ἡ φωνὴ αὐτοῦ προβαίνει

25

καὶ ἐντυγχάνει ἕως τοῦ οὐρανοῦ

7 καὶ ἀπεκρίθη μοι λέγων Τοῦτο τὸ πνεῦμά ἐστιν τὸ ἐξελθὸν ἀπὸ Ἄβελ ὃν

ἐφόνευσε Κάιν ὁ ἀδελφός καὶ Ἄβελ ἐντυγχάνει περὶ αὐτοῦ μέχρι τοῦ

ἀπολέσαι τὸ σπέρμα αὐτοῦ ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς καὶ ἀπὸ τοῦ

σπέρματος τῶν ἀνθρώπων ἀφανθῇ τὸ σπέρμα αὐτοῦ

8 Τότε ἠρώτησα περὶ τῶν κυκλωμάτων πάντων διὰ τί ἐχωρίσθησαν ἓν

ἀπὸ τοῦ ἑνός

9 καὶ ἀπεκρίθη μοι λέγων Οὗτοι οἱ τρεῖς ἐποιήθησαν χωρίζεσθαι τὰ

πνεύματα τῶν νεκρῶνmiddot καὶ οὕτως ἐχωρίσθη εἰς τὰ πνεύματα τῶν δικαίων

οὗ ἡ πηγὴ τοῦ ὕδατος ἐν αὐτῷ φωτινήmiddot

10 καὶ οὕτως ἐκτίσθη τῶν ἁμαρτωλῶν ὅταν ἀποθάνωσιν καὶ ταφῶσιν εἰς

τὴν γῆν καὶ κρίσις οὐκ ἐγενήθη ἐπrsquo αὐτῶν ἐν τῇ ζωῇ αὐτῶν

11 ὧδε χωρίζεται τὰ πνεύματα αὐτῶν εἰς τὴν μεγάλην βάσανον ταύτην

μέχρι τῆς μεγάλης ἡμέρας τῆς κρίσεως τῶν μαστίγων καὶ τῶν βασάνων

τῶν κατηραμένων μέχρι αἰῶνοςmiddot ἦν ἀνταπόδοσις τῶν πνευμάτωνmiddot ἐκεῖ

δήσει αὐτοὺς μέχρις αἰῶνος

12 καὶ οὕτως ἐχωρίσθη τοῖς πνεύμασιν τῶν ἐντυγχανόντων οἵτινες

ἐνφανίζουσιν περὶ τῆς ἀπωλείας ὅταν φονευθῶσιν ἐν ταῖς ἡμέραις τῶν

ἁμαρτωλῶν

13 καὶ οὕτως ἐκτίσθη τοῖς πνεύμασιν τῶν ἀνθρώπων ὅσοι οὐκ ἔσονται

ὅσιοι ἀλλὰ ἁμαρτωλοί καὶ μετὰ τῶν ἀνόμων ἔσονται μέτοχοι τὰ δὲ

πνεύματα ὅτι οἱ ἐνθάδε θλιβέντες ἔλαττον κολάζονται αὐτῶν οὐ

τιμωρηθήσονται ἐν ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως οὐδὲ μὴ μετεγερθῶσιν ἐντεῦθεν

14 Τότε ηὐλόγησα τὸν κύριον τῆς δόξης καὶ εἶπα Εὐλογητὸς εἶ Κύριε ὁ τῆς

δικαιοσύνης κυριεύων τοῦ αἰῶνος

XXIII

1 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον πρὸς δυσμὰς τῶν περάτων τῆς γῆς

2 καὶ ἐθεασάμην πῦρ διατρέχον καὶ οὐκ ἀναπαυόμενον οὐδὲ ἐλλεῖπον τοῦ

δρόμου ἡμέρας καὶ νυκτὸς ἅμα διαμένον

3 καὶ ἠρώτησα λέγων Τί ἐστιν τὸ μὴ ἔχον ἀνάπαυσιν

4 τότε ἀπεκρίθη μοι Ῥαγουήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν

Οὗτος ὁ δρόμος τοῦ πυρὸς τὸ πρὸς δυσμὰς πῦρ τὸ ἐκδιῶκόν ἐστιν πάντας

τοὺς φωστῆρας τοῦ οὐρανοῦ

XXIV

1 Καὶ ἔδειξέν μοι ὄρη πυρὸς καιόμενα νυκτός

2 καὶ ἐπέκεινα αὐτῶν ἐπορεύθην καὶ ἐθεασάμην ἑπτὰ ὄρη ἔνδοξα πάντα

ἑκάτερα τοῦ ἑκατέρου διαλλάσσοντα ὧν οἱ λίθοι ἔντιμοι τῇ καλλονῇ καὶ

πάντα ἔντιμα καὶ ἔνδοξα καὶ εὐειδῆ τρία ἐπrsquo ἀνατολὰς ἐστηριγμένα ἐν τῷ

ἑνί καὶ τρία ἐπὶ νότον ἐν τῷ ἑνὶ καὶ φάραγγες βαθεῖαι καὶ τραχεῖαι μία τῇ

μιᾷ οὐκ ἐγγίζουσαι

3 καὶ τῷ ὄρει ἕβδομον ὄρος ἀνὰ μέσον τούτων καὶ ὑπερεῖχεν τῷ ὕψει

ὅμοιον καθέδρᾳ θρόνου καὶ περιεκύκλου δένδρα αὐτῷ εὐειδῆ

4 καὶ ἦν ἐν αὐτοῖς δένδρον ὃ οὐδέποτε ὤσφρανμαι καὶ οὐδεὶς ἕτερος αὐτῷ

ηὐφράνθη καὶ οὐδὲν ἕτερον ὅμοιον αὐτῷmiddot ὀσμὴν εἶχεν εὐωδεστέραν

πάντων ἀρωμάτων καὶ τὰ φύλλα αὐτοῦ καὶ τὸ ἄνθος καὶ τὸ δένδρον οὐ

φθίνει εἰς τὸν αἰῶνα οἱ δὲ περὶ τὸν καρπὸν ὡσεὶ βότρυες φοινίκων

5 τότε εἶπον ὡς καλὸν τὸ δένδρον τοῦτό ἐστιν καὶ εὐῶδες καὶ ὡραῖα τὰ

φύλλα καὶ τὰ ἄνθη αὐτοῦ ὡραῖα τῇ ὁράσει

6 τότε ἀπεκρίθη μοι Μιχαήλ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν - καὶ

αὐτὸς αὐτῶν ἡγεῖτο ndash

26

XXV

1 καὶ εἶπέν μοι Ἑνώχ τί ἐρωτᾷς καὶ τί ἐθαύμασας ἐν τῇ ὀσμῇ τοῦ δένδρου

καὶ διὰ τί θέλεις τὴν ἀλήθειαν μαθεῖν

2 τότε ἀπεκρίθην αὐτῷ Περὶ πάντων εἰδέναι θέλω μάλιστα δὲ περὶ τοῦ

δένδρου τούτου σφόδρα

3 καὶ ἀπεκρίθη λέγων Τοῦτο τὸ ὄρος τὸ ὑψηλόν οὗ ἡ κορυφὴ ὁμοία

θρόνου θεοῦ καθέδρα ἐστὶν οὗ καθίζει ὁ μέγας κύριος ὁ ἅγιος τῆς δόξης ὁ

βασιλεὺς τοῦ αἰῶνος ὅταν καταβῇ ἐπισκέψασθαι τὴν γῆν ἐπrsquo ἀγαθῷ

4 καὶ τοῦτο τὸ δένδρον εὐωδίας καὶ οὐδεμία σὰρξ ἐξουσίαν ἔχει ἅψασθαι

αὐτοῦ μέχρι τῆς μεγάλης κρίσεως ἐν ᾗ ἐκδίκησις πάντων καὶ τελείωσις

μέχρις αἰῶνοςmiddot τότε δικαίοις καὶ ὁσίοις δοθήσεται

5 ὁ καρπὸς αὐτοῦ τοῖς ἐκλεκτοῖς εἰς ζωὴν εἰς βορρᾶν καὶ

μεταφυτευθήσεται ἐν τόπῳ ἁγίῳ παρὰ τὸν οἶκον τοῦ θεοῦ βασιλέως τοῦ

αἰῶνος

6 τότε εὐφρανθήσονται εὐφραινόμενοι καὶ χαρήσονται καὶ εἰς τὸ ἅγιον

εἰσελεύσονταιmiddot αἱ ὀσμαὶ αὐτοῦ ἐν τοῖς ὀστέοις αὐτῶν καὶ ζωὴν πλείονα

ζήσονται ἐπὶ γῆς ἣν ἔζησαν οἱ πατέρες σου καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτῶν καὶ

βάσανοι καὶ πληγαὶ καὶ μάστιγες οὐχ ἅψονται αὐτῶν

7 Τότε ηὐλόγησα τὸν θεὸν τῆς δόξης τὸν βασιλέα τοῦ αἰῶνος ὃς

ἡτοίμασεν ἀνθρώποις τὰ τοιαῦτα δικαίοις καὶ αὐτὰ ἔκτισεν καὶ εἶπεν

δοῦναι αὐτοῖς

XXVI

1 Καὶ ἐκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς τὸ μέσον τῆς γῆς καὶ ἴδον τόπον

ηὐλογημένον ἐν ᾧ δένδρα ἔχοντα παραφυάδας μενούσας καὶ βλαστούσας

τοῦ δένδρου ἐκκοπέντος

2 κἀκεῖ τεθέαμαι ὄρος ἅγιονmiddot ὑποκάτω τοῦ ὄρους ὕδωρ ἐξ ἀνατολῶν καὶ

τὴν δύσιν εἶχεν πρὸς νότον

3 καὶ ἴδον πρὸς ἀνατολὰς ἄλλο ὄρος ὑψηλότερον τούτου καὶ ἀνὰ μέσον

αὐτοῦ φάραγγα βαθεῖαν οὐκ ἔχουσαν πλάτος καὶ διrsquo αὐτῆς ὕδωρ

πορεύεται ὑποκάτω ὑπὸ τὸ ὄρος

4 καὶ πρὸς δυσμὰς τούτου ἄλλο ὄρος ταπεινότερον αὐτοῦ καὶ οὐκ ἔχον

ὕψος καὶ φάραγγα βαθεῖαν καὶ ξηρὰν ἀνὰ μέσον αὐτῶν καὶ ἄλλην

φάραγγα βαθεῖαν καὶ ξηρὰν ἐπrsquo ἄκρων τῶν τριῶν ὀρέων

5 καὶ πᾶσαι φάραγγές εἰσιν βαθεῖαι ἐκ πέτρας στερεᾶς καὶ δένδρον οὐκ

ἐφυτεύετο ἐπrsquo αὐτάς

6 καὶ ἐθαύμασα περὶ τῆς φάραγγος καὶ λίαν ἐθαύμασα

XXVII

1 καὶ εἶπον Διὰ τί ἡ γῆ αὕτη ἡ εὐλογημένη καὶ πᾶσα πλήρης δένδρων

αὐτὴ δὲ ἡ φάραγξ κεκατηραμένη ἐστίν

2 γῆ κατάρατος τοῖς κεκατηραμένοις ἐστὶν μέχρι αἰῶνος ὧδε

ἐπισυναχθήσονται πάντες οἱ κεκατηραμένοι οἵτινες ἐροῦσιν τῷ στόματι

αὐτῶν κατὰ Κυρίου φωνὴν ἀπρεπῆ καὶ περὶ τῆς δόξης αὐτοῦ σκληρὰ

λαλήσουσιν ὧδε ἐπισυναχθήσονται καὶ ὧδε ἔσται τὸ οἰκητήριον

3 ἐπrsquo ἐσχάτοις αἰῶσιν ἐν ταῖς ἡμέραις τῆς κρίσεως τῆς ἀληθινῆς ἐναντίον

τῶν δικαίων εἰς τὸν ἅπαντα χρόνον ὧδε εὐλογήσουσιν οἱ ἀσεβεῖς τὸν

κύριον τῆς δόξης τὸν βασιλέα τοῦ αἰῶνοςmiddot

4 ἐν ταῖς ἡμέραις τῆς κρίσεως αὐτῶν εὐλογήσουσιν ἐν ἐλέει ὡς ἐμέρισεν

αὐτοῖς

5 Τότε ηὐλόγησα τὸν κύριον τῆς δόξης καὶ τὴν δόξαν αὐτοῦ ἐδήλωσα καὶ

ὕμνησα μεγαλοπρεπῶς

27

XXVIII

1 Καὶ ἐκεῖθεν ἐπορεύθην εἰς τὸ μέσον Μανδοβαρά καὶ ἴδον αὐτὸ ἔρημονmiddot

καὶ αὐτὸ μόνον

2 πλήρης δένδρων καὶ ἀπὸ τῶν σπερμάτων ὕδωρ ἄνομβρον ἄνωθεν

φερόμενον

3 ὡς ὑδραγωγὸς δαψιλὴς ὡς πρὸς βορρᾶν ἐπὶ δυσμῶν πάντοθεν ἀνάγει

ὕδωρ καὶ δρόσον

XXIX

1 Ἔτι ἐκεῖθεν ἐπορεύθην εἰς ἄλλον τόπον ἐν τῷ Βαβδηρά καὶ πρὸς

ἀνατολὰς τοῦ ὄρους τούτου ᾠχόμην

2 καὶ ἴδον κρίσεως δένδρα πνέοντα ἀρωμάτων λιβάνων καὶ ζμύρνας καὶ

τὰ δένδρα αὐτῶν ὅμοια καρύαις

XXX

1 Καὶ ἐπέκεινα τούτων ᾠχόμην πρὸς ἀνατολὰς μακράν καὶ ἴδον τόπον

ἄλλον μέγαν φάραγγα ὕδατος

2 ἐν ᾧ καὶ δένδρα χρόα ἀρωμάτων ὁμοίων σχίνῳ

3 καὶ τὰ παρὰ τὰ χείλη τῶν φαράγγων τούτων ἴδον κιννάμωμον

ἀρωμάτωνmiddot καὶ ἐπέκεινα τούτων ᾠχόμην πρὸς ἀνατολάς

XXXI

1 καὶ ἴδον ἄλλα ὄρη καὶ ἐν αὐτοῖς ἄλση δένδρων καὶ ἐκπορευόμενον ἐξ

αὐτῶν νέκταρ τὸ καλούμενον σαρρὰν καὶ χαλβάνη

2 καὶ ἐπέκεινα τῶν ὀρέων τούτων ἴδον ἄλλο ὄρος πρὸς ἀνατολὰς τῶν

περάτων τῆς γῆς καὶ πάντα τὰ δένδρα πλήρη ἐξαυτῆς ἐν ὁμοιώματι

ἀμυγδάλων

3 ὅταν τριβῶσινmiddot διὸ εὐωδέστερον ὑπὲρ πάντων τῶν ἀρωμάτων

XXXII

1 εἰς βορρᾶν πρὸς ἀνατολὰς τεθέαμαι ἑπτὰ ὄρη πλήρη νάρδου χρηστοῦ

καὶ σχίνου καὶ κινναμώμου καὶ πιπέρεως

2 Καὶ ἐκεῖθεν ἐφώδευσα ἐπὶ τὰς ἀρχὰς πάντων τῶν ὀρέων τούτων

μακρὰν ἀπέχων πρὸς ἀνατολὰς τῆς γῆς καὶ διέβην ἐπάνω τῆς ἐρυθρᾶς

θαλάσσης καὶ ᾠχόμην ἐπrsquo ἄκρων καὶ ἀπὸ τούτου διέβην ἐπάνω τοῦ

Ζωτιήλ

3 καὶ ἦλθον πρὸς τὸν παράδεισον τῆς δικαιοσύνης καὶ ἴδον μακρόθεν τῶν

δένδρων τούτων δένδρα πλείονα καὶ μεγάλα δύο μὲν ἐκεῖ μεγάλα σφόδρα

καλὰ καὶ ἔνδοξα καὶ μεγαλοπρεπῆ καὶ τὸ δένδρον τῆς φρονήσεως οὗ

ἐσθίουσιν ἅγιοι τοῦ καρποῦ αὐτοῦ καὶ ἐπίστανται φρόνησιν μεγάλην

4 ὅμοιον τὸ δένδρον ἐκεῖνο στροβιλέᾳ τὸ ὕψος τὰ δὲ φύλλα αὐτοῦ κερατίᾳ

ὅμοια ὁ δὲ καρπὸς αὐτοῦ ὡσεὶ βότρυες ἀμπέλου ἱλαροὶ λίαν ἡ δὲ ὀσμὴ

αὐτοῦ διέτρεχεν πόρρω ἀπὸ τοῦ δένδρου

5 τότε εἶπον ὡς καλὸν τὸ δένδρον καὶ ὡς ἐπίχαρι τῇ ὁράσει

6 τότε ἀπεκρίθη Ῥαφαήλ ὁ ἅγιος ἄγγελος ὁ μετrsquo ἐμοῦ ὤν Τοῦτο τὸ

δένδρον φρονήσεως ἐξ οὗ ἔφαγεν ὁ πατήρ σου

LXXXIX

42 Καὶ οἱ κύνες ἤρξαντο κατεσθίειν τὰ πρόβατα καὶ οἱ ὕες καὶ οἱ ἀλώπεκες

κατήσθιον αὐτά μέχρι οὗ ἤγειρεν ὁ κύριος τῶν προβάτων κριὸν ἕνα ἐκ

τῶν προβάτων

43 καὶ ὁ κριὸς οὗτος ἤρξατο κερατίζειν καὶ ἐπιδιώκειν ἐν τοῖς κέρασιν καὶ

ἐνετίνασσεν εἰς τοὺς ἀλώπεκας καὶ μετrsquo αὐτοὺς εἰς τοὺς ὕαςmiddot καὶ

ἀπώλεσεν ὕας πολλούς καὶ μετrsquo αὐτοὺς [ἐλυμήνα]το τοὺς κύνας

44 καὶ τὰ πρόβατα ὧν οἱ ὀφθαλμοὶ ἠνοίγησαν ἐθεάσαντο τὸν κριὸν τὸν ἐν

28

τοῖς προβάτοις ἕως οὗ ἀφῆκεν τὴν ὁδὸν αὐτοῦ καὶ ἤρξατο πορεύεσθαι

ἀνοδίᾳ

45 καὶ ὁ κύριος τῶν προβάτων ἀπέστειλεν τὸν ἄρνα τοῦτον ἐπὶ ἄρνα

ἕτερον τοῦ στῆσαι αὐτὸν εἰς κριὸν ἐν ἀρχῇ τῶν προβάτων ἀντὶ τοῦ κριοῦ

τοῦ ἀφέντος τὴν ὁδὸν αὐτοῦ

46 καὶ ἐπορεύθη πρὸς αὐτὸν καὶ ἐλάλησεν αὐτῷ σιγῇ κατὰ μόνας καὶ

ἤγειρεν αὐτὸν εἰς κριὸν καὶ εἰς ἄρχοντα καὶ εἰς ἡγούμενον τῶν προβάτωνmiddot

καὶ οἱ κύνες ἐπὶ πᾶσιν τούτοις ἔθλιβον τὰ πρόβατα

47 [καὶ] ὁ κριὸς ὁ πρῶτος τὸν κριὸν τὸν δεύτερον ἐπεδίωκεν καὶ ἔφυγεν

ἀπὸ προσώπου αὐτοῦmiddot εἶτrsquo ἐθεώρουν τὸν κριὸν τὸν πρῶτον ἕως οὗ ἔπεσεν

ἔμπροσθεν τῶν κυνῶν

48 καὶ ὁ κριὸς ὁ δεύτερος ἀναπηδήσας ἀφηγήσατο τῶν προβάτων

49 καὶ τὰ πρόβατα ηὐξήθησαν καὶ ἐπληθύνθησανmiddot καὶ πάντες οἱ κύνες καὶ

οἱ ἀλώπεκες ἔφυγον ἀπrsquo αὐτοῦ καὶ ἐφοβοῦντο αὐτόν

XC

1

6 [καὶ ἀναγνωσθής]ονται [πάντες] οἱ λόγοι τῶν ἀνομιῶν ὑμῶν ἐν[ώπιον]

τοῦ μεγάλου ἁγίου κατὰ πρόσωπον ὑμῶνmiddot εἶτrsquo ἀναφελεῖ τὰ πάντα ἔργα τὰ

μετασχόντα ἐν τῇ ἀνομίᾳ

7 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἁμαρτωλοὶ [οἱ] ἐν μέσῳ τῆς θαλάσσης καὶ ἐπὶ τῆς ξηρᾶς

ὄντεςmiddot μνημόσυνον εἰς ὑμᾶς κακόν

8 οὐαὶ ὑμῖν οἱ κτώμενοι χρυσίον καὶ ἀργύριον οὐκ ἀπὸ δικαιοσύνης καὶ

ἐρεῖτε πλούτῳ πεπλουτήκαμεν καὶ τὰ ὑπάρχοντα ἐσχήκαμεν καὶ

κεκτήμεθα

9 καὶ πᾶν ὃ ἐὰν θελήσωμεν ποιήσωμεν ὅτι ἀργύριον τεθησαυρίκαμεν ἐν

τοῖς θησαυροῖς ἡμῶν καὶ ἀγαθὰ πολλὰ ἐν ταῖς οἰκίαις ἡμῶν

10 καὶ ὡς ὕδωρ ἐκχυθήσεται πεπλάνησθε ὅτι οὐ μὴ παραμείνῃ ὁ πλοῦτος

ὑμῶν ἀλλὰ ταχὺ [ἀναπτήσεται] ἀπὸ ὑμῶν ὅτι ἀδίκως πάντα κέκτησθεmiddot

καὶ ὑμεῖς εἰς κατάραν μεγάλην παραδοθήσεσθε

XCI

1 καὶ νῦν ὀμνύω ὑμῖν τοῖς φρονίμοις καὶ οὐχὶ τοῖς ἄφροσι ὅτι πολλὰς

ὄψεσθε ἐπὶ τῆς γῆς ἀνομίαςmiddot

2 ὅτι κάλλος περιθήσονται ἄνδρες ὡς γυναῖκες [καὶ] χρῶμα ὡραῖον ὑπὲρ

παρθένους ἐν βασιλείᾳ καὶ μεγαλωσύνῃ καὶ ἐν ἐξουσίᾳ ἔσονται δὲ

ἀργύριον καὶ χρυσίον [παρrsquo] αὐτοῖς εἰς βρώματα καὶ ἐν ταῖς οἰκίαις αὐτῶν

ὡς ὕδωρ ἐκχυθήσονται

3 [διὰ τὸ μ]ὴ ἐπιστήμην αὐτοὺς μηδὲ φρόνησιν μηδεμίαν [ἔχειν] οὕτω

ἀπολεῖσθε κοινῶς μετὰ πάντων [τῶν] ὑπαρχόντων ὑμῶν [καὶ τῆς] πάσης

δόξης καὶ τῆς τιμῆς [ὑμῶν καὶ] εἰς ἀτιμίαν καὶ ἐρήμωσιν [καὶ σφαγὴν]

μεγάλην τ[ὰ πνεύματα ὑμῶν εἰς τὴν κάμινον τοῦ πυρὸς ἐμβληθήσεται]

Four lines are lost

ἐπὶ τὴν [γῆν οὐκ ἀπεστάλη ἀλλrsquo αὐτὴν οἱ ἄνθρω]ποι ἀφrsquo ἑαυτῶν [ἔκτισαν

καὶ εἰς κατάραν] μεγάλην ἀφίξονται οἱ ποιοῦντες [αὐτήν]

5 καὶ δουλεία (στειρα pap) γυναικὶ οὐκ ἐδόθη ἀλλὰ διὰ τὰ ἔργα τῶν

χειρῶνmiddot ὅτι οὐχ ὡρίσθη δούλην εἶναι δούληνmiddot ἄνωθεν οὐκ ἐδόθη ἀλλὰ ἐκ

καταδυναστείας ἐγένετο ὁ[μοίως] οὐδὲ ἡ ἀνομία ἄνωθεν ἐδόθη ἀλλrsquo ἐκ

παραβάσεως ὁμοίως οὐδὲ στεῖρα γυνὴ ἐκτίσθη ἀλλrsquo ἐξ ἰδίων ἀδικημάτων

ἐπετιμήθη ἀτεκνίᾳ [καὶ] ἄτεκνος ἀποθανεῖται

6 ὀμνύω ὑμῖν ἁμαρτωλοὶ κατὰ τοῦ ἁγίου τοῦ μεγάλου ὅτι τὰ ἔργα ὑμῶν τὰ

πονηρὰ ἔσται ἀνακεκαλυμμένα ἐν τῷ οὐρανῷmiddot οὐκ ἔσται ὑμῖν ἔργον

29

ἀποκεκρυμμένον ἄδικον

7 μὴ ὑπολάβητε τῇ ψυχῇ ὑμῶν μηδὲ ὑπολάβητε τῇ καρδίᾳ ὑμῶν ὅτι οὐ

γινώσκουσιν οὐδὲ βλέπουσιν οὐδὲ τὰ ἀδικήματα ὑμῶν θεωρεῖται οὐδὲ

ἀπογράφεται αὐτὰ ἐνώπιον τοῦ ὑψίστου ἀπὸ τοῦ [νῦν] ἐπιγνῶτε ὅτι

πάντα τὰ ἀδικήματα ὑμῶν ἀπογράφονται ἡμέραν ἐξ [ἡμέρας] μέχρι τῆς

κρίσεως ὑμῶν

9 οὐαὶ ὑμῖν ἄφρονες ὅτι ἀπολεῖσθε διὰ τὴν ἀφροσύνην ὑμῶν καὶ τῶν

[φρονίμων] οὐ μὴ ἀκούσητε καὶ τὰ ἀγαθὰ οὐκ ἀπαντήσει ὑμῖν τὰ δὲ κακὰ

[περιέξει] ὑμᾶς

10 καὶ νῦν γινώσκετε ὅτ[ι ἡτοίμασται] ὑμῖν εἰς ἡμέραν ἀπωλείας [μὴ

ἐλπίζε]τε σωθῆναι ἁμαρτωλοίmiddot ἀπ[ελθόντες] ἀποθάνετε γινώσκοντε[ς ὅτι

ἡτοίμας]ται εἰς ἡμέραν κρίσεως μ[εγάλης καὶ στε]νοχωρίας μείζονος τ[οῖς

πνεύμασιν ὑμῶν]

11 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ σκληροτράχηλοι τῇ καρδίᾳ ποιοῦντες τὸ κα[κὸν καὶ

ἔσθοντες αἷμα πόθ]εν ὑμῖν ἔσο[νται ἀγαθὰ ἵνα φάγητε ] Four lines are

lost

12 [ἔργα τῆ]ς ἀδικίαςmiddot διότι ἐλπίδας κα[λὰς ἔχετε ὑμῖ]ν νῦν γνωστὸν ὑμῖν

ἔστω ὅτι εἰς [χεῖρας τ]ῶν δικαίων παραδοθήσεσθε καὶ ἀποκτενοῦσιν ὑμᾶς

καὶ οὐ μὴ φείσονται ὑμῶν

13 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἐπιχαίροντες τοῖς κακοῖς τῶν δικαίωνmiddot τάφος ὑμῶν οὐ μὴ

ὀρυγῇ

14 οὐαὶ ὑμῖν οἱ βουλόμενοι ἀκυρῶσαι τοὺς λόγους τῶν δικαίωνmiddot οὐ μὴ

γένηται ὑμῖν ἐλπὶς σωτηρίας

15 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ γράφοντες λόγους ψευδεῖς καὶ λόγους πλανήσεωςmiddot αὐτοὶ

γράφουσιν καὶ πολλοὺς ἀποπλανήσουσιν τοῖς ψεύδεσιν αὐτῶνmiddot

16 πλανᾶσθε ὑμεῖς αὐτοὶ καὶ οὐκ ἔστιν ὑμῖν χαίρειν ἀλλὰ ταχέως

ἀπολεῖσθε

XCII

1 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ ποιοῦντες πλανήματα καὶ τοῖς ἔργοις τοῖς ψευδέσιν

λαμβάνοντες τιμὴν καὶ δόξανmiddot ἀπολώλατε οὐκ ἔστιν ὑμῖν σωτηρία εἰς

ἀγαθόν

2 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἐξαλλοιοῦντες τοὺς λόγους τοὺς ἀληθινούς καὶ

διαστρέφοντες τὴν αἰώνιον διαθήκην καὶ λογιζόμενοι ἑαυτοὺς

ἀναμαρτήτουςmiddot ἐν τῇ γῇ καταποθήσονται

3 τότε ἑτοιμάζεσθε οἱ δίκαιοι καὶ προέχεσθε τὰς ἐντεύξεις ὑμῶν εἰς

μνημόσυνον δίδοτε αὐτὰς ἐν διαμαρτυρίᾳ ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων ὅπως

εἰσαγάγωσιν τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἀδίκων ἐνώπιον τοῦ ὑψίστου θεοῦ εἰς

μνημόσυνονmiddot

4 καὶ τότε συν[ταραχ]θήσονται ἐν [ἡμέρ]ᾳ ἀπωλείας τῆς ἀδικίας

5ndash6 ἐν αὐτῷ [τῷ και]ρῷ ἐκείνῳ αἱ τίκτουσαι ἐκβαλοῦσιν καὶ ἐκσπάσουσιν

καὶ ἐγκαταλείψουσιν [τὸ νήπιο]ν βρέφος καὶ αἱ ἐν γαστρὶ ἔχου[σαι

ἐκτρώσο]υσιν καὶ αἱ θηλάζουσαι ῥίψ[ουσιν τὰ τέκ]να αὐτῶν καὶ οὐ μὴ

ἐπι[στρέψου]σιν ἐπὶ τὰ νήπια αὐτῶν οὐ[δὲ ἐπὶ τὰ θηλά]ζοντα οὐδὲ μὴ

φείσονται

7 [καὶ] οἱ γλύφοντες εἰκόνα[ς ἀργυ]ρᾶς καὶ χρυσᾶς ξυλίνας τε [καὶ

λιθίνας] καὶ ὀστρακίνας καὶ λατρεύ[οντες φαν]τάσμασιν καὶ δαιμονίοι[ς

καὶ βδελύγ]μασιν καὶ πνεύμασιν πονη[ροῖς καὶ] πάσαις ταῖς πλάναις οὐ

κατrsquo ἐπι[στήμην] καὶ πᾶν βοήθημα οὐ μὴ εὕρητε [ἀπrsquo] αὐτῶν

8ndash9 καὶ πλανηθήσονται ἐν ἀφροσύνῃ τῆς καρδίας αὐτῶν καὶ τὰ ὁράματα

τῶν ἐνυπνίων καταπλανήσουσιν ὑμᾶς ὑμεῖς καὶ τὰ ἔργα ὑμῶν τὰ ψευδῆ ἃ

30

ἐποιήσατε καὶ ἐλαεργ[ήσατε] καὶ ἐπὶ μιᾶς ἀπολεῖσθε

10ndash12 καὶ τότε μακάριοι πάντες οἱ ἀκούσαντες φρονίμων λόγους καὶ

μαθήσονται αὐτούς ποιῆσαι τὰς ἐντολὰς τοῦ ὑψίστου καὶ πορεύσονται ἐν

ὁδοῖς δικαιοσύνης αὐτοῦ καὶ οὐ μὴ πλανήσουσιν μετὰ τῶν πλανώντων καὶ

σωθήσονται

13 οὐαὶ οἱ οἰκοδομοῦντες τὰς οἰκοδομὰς αὐτῶν οὐκ ἐκ κόπων ἰδίων καὶ ἐκ

λίθων καὶ ἐκ πλίνθων πᾶσαν οἰκοδομὴν ποιεῖτε οἷς οὐκ ἔστιν ὑμῖν χά[ρις]

14 οὐαὶ οἱ ἐξουθενοῦντες τὴν θεμελίωσιν καὶ τὴν κληρονομίαν τῶν

πατέρων αὐτῶν τὴν ἀπrsquo αἰῶνος [ὅτι] διώξεται ὑμᾶς πνεῦμα πλανήσεωςmiddot

οὐκ ἔστιν ὑμῖν ἀναπαῦσαι

15 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ποιοῦντες τὴν ἀ[νομίαν] καὶ ἐπιβοηθοῦντες τῇ ἀδι[κίᾳ

φονεύ]οντες τὸν πλησίον αὐτῶ[ν ἕως τῆς] ἡμέρας τῆς κρίσεως τῆς

[μεγάληςmiddot

16 ]ὅτι τότε ἐκτρίψει τὴν δόξ[αν ὑμῶν] καὶ ἐπεγερεῖ τὸν θυμὸν [αὐτοῦ

καθrsquo] ὑμῶν ἀπολεῖ πάντας ὑ[μᾶς ἐν ῥομ]φαίᾳ καὶ πάντες οἱ δί[καιοι

μνημο]νήσουσιν τὰς ἀδικίας [ὑμῶν]

XCIII

1ndash2 καὶ τότε ἐν ἑνὶ τόπῳ [ῥέῃ τὰ α]ἵμα[τα αὐτῶν καὶ ἄνθρωπο]ς οὐκ

[ἀφέξ]ει τὴν [χεῖρα αὐτοῦ ἀπ]ὸ τοῦ υἱοῦ αὐ[τοῦ οὔτrsquo ἀ]πὸ τοῦ ἀγαπητοῦ

αὐτοῦ ἀποκτεῖναι αὐτόν καὶ ὁ ἁμαρτωλὸς ἀπὸ τοῦ ἐντίμου οὔτε ἀπὸ τοῦ

ἀδελφοῦ αὐτοῦmiddot ἐξ ὄρθρων μέχρις οὗ δῦναι τὸν ἥλιον φονευθήσονται ἐπὶ

τὸ αὐτό

3 καὶ διαπορεύσεται ἵππος ἕως τοῦ στήθους αὐτοῦ διὰ τοῦ αἵματος τῶν

ἁμαρτωλῶν καὶ τὸ ἅρμα μέχρι ἀξόνων καταβήσεται

4 καὶ καταβήσονται ἄγγελοι καταδύνοντες εἰς τὰ ἀπόκρυφα ἐν ἡμέρᾳ

ἐκείνῃmiddot οἵτινες ἐβοήθουν τῇ ἀδικίᾳ καὶ συστραφήσονται εἰς ἕνα τόπον καὶ ὁ

ὕψιστος ἐγερθήσεται ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως ποιῆσαι ἐκ πάντων κρίσιν

μεγάλην

5 καὶ τάξει φυλακὴν ἐπὶ πάντας τοὺς δικαίους καὶ ἁγίους τῶν ἁγίων

ἀγγέλων καὶ τηρηθήσονται ὡς κόριον ὀφθαλμοῦ ἕως οὗ ἐκλείπῃ τὰ κακὰ

καὶ ἁμαρτία καὶ ἀπrsquo ἐκείνου ὑπνώσουσιν εὐσεβεῖς ὕπνον ἡδύν καὶ οὐκ

ἔσται οὐκέτι ὁ ἐκφοβῶν αὐτούς

6 τότε ὄψονται οἱ φρόνιμοι τῶν ἀνθρώπων καὶ κατανοήσουσιν οἱ υἱοὶ τῆς

γῆς ἐπὶ τοὺς λόγους τούτους τῆς ἐπιστολῆς ταύτης καὶ γνώσονται ὅτι οὐ

δύναται ὁ πλοῦτος αὐτῶν διασῶσαι αὐτοὺς ἐν τῇ πτώσει τῆς ἀδικίας

7 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἄδικοι ὅταν ἐκθλίβητε τοὺς δικαίους ἐν ἡμέρᾳ ἀνάγκης

στερεᾶς καὶ φυλάξητε αὐτοὺς ἐν πυρί ὅτι κομιεῖσθε κατὰ τὰ ἔργα ὑμῶν

8 οὐαὶ ὑμῖν σκληροκάρδιοι ἀγρυπνοῦντες νοῆσαι τὸ κακόνmiddot περιέχει ὑμᾶς

φόβος καὶ οὐκ ἔστιν ὁ ἀντιλαμβανόμενος ὑμῶν

9 οὐαὶ ὑμῖν πᾶσιν τοῖς ἁμαρτωλοῖς ἐπὶ τοῖς ἔργοις τοῦ στόματος ὑμῶν

οὐαὶ ὑμῖν πᾶσιν τοῖς ἁμαρτωλοῖς ἐπὶ τοῖς λόγοις τοῦ στόματος ὑμῶν καὶ

ἐπὶ τοῖς [ἔργοις] τῶν χειρῶν ὑμῶν ὅτι ἀπὸ τῶν ἁγίων ἔργων

ἀπεπλα[νήθητε]

11 πᾶσα νεφέλη καὶ ὀμίχλη καὶ δρόσος καὶ ὄμβρος ἐπὶ ταῖς ἁμαρτίαις

ὑμῶν

12 δίδοτε οὖν ὄμβρῳ δῶρα ἵνα μὴ [κωλυθῇ κα]ταβῆναι ὑμῖν καὶ δρόσῳ

κα[ὶ νεφέλῃ] καὶ ὀμίχλῃmiddot χρυσίον διαγράψα[τε ἵνα κα]ταβῶσινmiddot

13 ὅτι ἐὰν ἐπιρρίψῃ ἐφrsquo ὑμ[ᾶς χι]ὼν καὶ πάχνη καὶ ψῦχος αὐτῆς καὶ οἱ

ἄνεμοι καὶ ὁ παγετὸς αὐτῶν καὶ πᾶσαι αἱ μάστιγες αὐτῶν οὐ δύνασθε

ὑποστῆναι ἔμπροσθεν ψύχους καὶ τῶν μαστίγων αὐτῶν

31

XCIV

1 κατανοήσατε τοίνουν υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων τὰ ἔργα τοῦ ὑψίστου καὶ

φοβήθητε τοῦ ποιῆσαι τὸ πονηρὸν ἐναντίον αὐτοῦ

2 ἐὰν ἀποκλείσῃ τὰς θυρίδας τοῦ οὐρανοῦ καὶ κωλύσῃ τὴν δρόσον καὶ τὸν

ὄμβρον καταβῆναι εἵνεκα ὑμῶν τί ποιήσετε

3 ἐὰν ἀποστείληται τὸν θυμὸν αὐτοῦ ἐφrsquo ὑμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ ἔργα ὑμῶν οὐχὶ

ἔσεσθε δεόμενοι αὐτοῦ διὰ τί ὑμεῖς λαλεῖτε τῷ στόματι ὑμῶν μεγάλα καὶ

σκληρὰ ἐπὶ τῇ μεγαλωσύνῃ αὐ[τοῦ

4 ὁρᾶ]τε τοὺς ναυκλήρους τοὺς πλωιζομένους τὴν θάλασσαν ὑπὸ τοῦ

κ[λύδω]νος καὶ χειμῶνος σεσαλευμένα τὰ πλοῖα αὐτῶν

5 καὶ χειμαζόμενοι πάντες φοβοῦνται ἔξω δὲ τὰ [ἀγαθὰ πάντα] καὶ τὰ

ὑπάρχοντα αὐτῶν ἐκβάλλουσιν εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ὑποπτεύουσιν ἐν τῇ

καρδίᾳ αὐτῶν ὅτι ἡ [θάλασσα κα]ταπίεται αὐτοὺς καὶ ἐν αὐτ[ῇ

ἀπολοῦν]ται

6 οὐχὶ πᾶσα ἡ θάλασσα καὶ [πάντα τὰ] ὕδατα αὐτῆς ἔργον τοῦ ὑψ[ίστου

ἐστί] καὶ αὐτὸς συνεστήσατο τὰ π[έρατα αὐ]τῶν καὶ συνέδησεν αὐτ[ήν

καὶ περι]έφραξεν αὐτὴν ἄμμῳ

7 [καὶ ἀπὸ τῆς] ἐμβριμήσεως αὐτοῦ φ[οβοῦνται καὶ ξη]ραίνονται καὶ οἱ

ἰχθύες

8 [ γῆν] καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτοῖς καὶ τίς ἔδωκεν ἐπιστήμην πᾶσιν τοῖς

κινουμένοις ἐν τῇ θαλάσσῃ οἱ ναύκληροι τὴν θάλασσαν φοβοῦνται

XCV

1 καὶ ὅταν ἐκβάλῃ ἐφrsquo ὑμᾶς τὸν κλύδωνα τοῦ πυρὸς τῆς καύσεως ὑμῶν

ποῦ ἀποδράντες σωθήσεσθε καὶ ὅταν δῷ ἐφrsquo ὑμᾶς φωνὴν αὐτοῦ

2 ἔσεσθε συνσειόμενοι καὶ φοβούμενοι ἤχῳ μεγάλῳ laquoκαὶraquo τὴν γῆν

σύμπασαν σειομένην καὶ τρέμουσαν καὶ συνταρασσομένην

3 καὶ οἱ ἄγγελοι συντελοῦντες τὸ συνταχθὲν αὐτοῖς καὶ ὁ οὐρανὸς καὶ οἱ

φωστῆρες σειόμενοι καὶ τρέμοντεςmiddot ἅπαντες οἱ υἱοὶ τῆς γῆς καὶ ὑμεῖς

ἁμαρτωλοὶ ἐπικατάρατοι εἰς τὸν αἰῶναmiddot οὐκ ἔστιν ὑμῖν χαίρειν

4 θαρσεῖτε ψυχαὶ τῶν δικαίων τῶν ἀποθανόντων τῶν δικαίων καὶ τῶν

εὐσεβῶν

5 καὶ μὴ λυπεῖσθε ὅτι κατέβησαν αἱ ψυχαὶ ὑμῶν εἰς ᾅδου μετὰ λύπης καὶ

οὐκ ἀπηντήθη τῷ σώματι τῆς σαρκὸς ὑμῶν ἐν τῇ ζωῇ ὑμῶν κατὰ τὴν

ὁσιότητα ὑμῶν ἐπεὶ αἱ ἡμέραι ἃς ἦτε ἡμέραι ἦσαν ἁμαρτωλῶν καὶ

καταράτων ἐπὶ τῆς γῆς

6 ὅταν ἀποθάνητε τότε ἐροῦσιν οἱ ἁμαρτωλοὶ ὅτι εὐσεβεῖς κατὰ τὴν

εἱμαρμένην ἀπεθάνοσαν καὶ τί αὐτοῖς περιεγένετο ἐπὶ τοῖς ἔργοις αὐτῶν

7 καὶ αὐτοὶ ὁμοίως ἡμῖν ἀπεθάνοσαν ἴδετε οὖν ὡς ἀποθνήσκουσιν μετὰ

λύπης καὶ σκότους καὶ τί αὐτοῖς ἐγένετο περισσόν

8 ἀπὸ τοῦ νῦν ἀναστήτωσαν καὶ σωθήτωσαν καὶ ὄψονται εἰς τὸν αἰῶνα

ἡμᾶς φαγεῖν καὶ πεῖν

9 τοιγαροῦν ἁρπάσαι καὶ ἁμαρτάνειν καὶ λωποδυτεῖν καὶ ἐγκτᾶσθαι καὶ

[ἰδεῖν] ἡμέρας ἀγαθάς

10 ἴδετε οὖν οἱ δικαιοῦντες [ἑαυτ]ούς ὁποία ἐγένετο αὐτῶν ἡ καταστροφή

ὅτι πᾶσα δικαιοσύνη οὐχ εὑρέθη ἐν αὐτοῖς ἕως ἀπέθανον καὶ ἀπώλοντο

11 καὶ ἐγένοντο ὡς οὐκ ὄντες καὶ κατέβησαν αἱ ψυχαὶ αὐτῶν μετrsquo ὀδύνης

εἰς ᾅδου

XCVI

1 ἐγὼ ὀμνύω ὑμῖν Three lines are lost

2 ἐπίσταμαι τὸ μυστήριον τοῦτοmiddot ἀν[έγνων] γὰρ τὰς πλάκας τοῦ οὐρανοῦ

32

καὶ εἶδον τὴν γραφὴν ἀναγκαίανmiddot ἔγνων τὰ γ[εγραμμέ]να ἐν αὐταῖς καὶ

ἐγκεκολαμμέν[α περὶ] ὑμῶν

3 ὅτι ἀγαθὰ καὶ ἡ χαρὰ καὶ ἡ τ[ιμὴ] ἡτοίμασται καὶ ἐγγέγραπται ταῖς

ψ[υχαῖς] τῶν ἀποθανόντων εὐσεβῶνmiddot

4 καὶ χαιρήσονται καὶ οὐ μὴ ἀπόλωνται τὰ πνεύματα αὐτῶν οὐδὲ τὸ

μνημόσυνον ἀπὸ προσώπου τοῦ μεγάλου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν

αἰώνων μὴ οὖν φοβεῖσθε τοὺς ὀνειδισμοὺς αὐτῶν

5 καὶ ὑμεῖς οἱ νεκροὶ τῶν ἁμαρτωλῶν ὅταν ἀποθάνητε ἐροῦσιν ἐφrsquo ὑμῖν

μακάριοι ἁμαρτωλοὶ πάσας τὰς ἡμέρας αὐτῶν ὅσας εἴδοσαν ἐν τῇ ζωῇ

αὐτῶν καὶ ἐνδόξως

6 ἀπεθάνοσαν καὶ κρίσις οὐκ ἐγενήθη ἐν τῇ ζωῇ αὐτῶν

7 αὐτοὶ ὑμεῖς γινώσκετε ὅτι εἰς ᾅδου κατάξουσιν τὰς ψυχὰς ὑμῶν

8 καὶ ἐκεῖ ἔσονται ἐν ἀνάγκῃ μεγάλῃ καὶ ἐν σκότει καὶ ἐν παγίδι καὶ ἐν

φλογὶ καιομένῃ καὶ εἰς κρίσιν μεγάλην εἰσελεύσονται αἱ ψυχαὶ ὑμῶν ἐν

πάσαις ταῖς γενεαῖς τοῦ αἰῶνος οὐαὶ ὑμῖν οὐκ ἔστιν ὑμῖν χαίρειν

9 μὴ γὰρ εἴπητε οἱ δίκαιοι ὅσιοι ὄντες ἐν τῇ ζωῇ τῶν ἡμερῶν τῆς θλίψεως

κόπους ἐκοπιάσαμεν καὶ ἀνηλώμεθα καὶ ὀλίγοι ἐγενήθημεν καὶ

ἀντιλήμπτορα οὐχ εὑρήκαμενmiddot

10 συντετριμμένοι καὶ ἀπολώλαμεν καὶ ἀπηλπίσμεθα καὶ μηκέτι εἰδέναι

σωτηρίαν ἡμέραν ἐξ ἡμέρας

11 ἠλπίσαμεν γενέσθαι κεφαλή ἐγενήθημεν κέρ[κοςmiddot ἐκο]πιάσαμεν

ἐργαζόμενοι καὶ τῶν ὀψωνίων οὐ κεκυριεύκαμεν ἐγενήθημεν κατάβρωμα

ἁμαρτωλῶν [οἱ ἄνο]μοι ἐβάρυναν ἐφrsquo ἡμᾶς τὸν ζυγόν

12 οἳ κυριεύουσιν οἱ ἐχθροὶ ἡμῶν ἐγκεντρίζουσιν ἡμᾶς καὶ περικλείουσιν

ἡμᾶςmiddot ἐζητήσαμεν πο[ῦ φύγωμεν] ἀπrsquo αὐτῶν ὅπως ἀναψύχ[ωμεν] three

lines are lost

14 ἐκράξαμεν ἐπὶ τοὺς καταβάλλοντας καὶ βιαζομένους ἡμᾶς καὶ τὰς

ἐντεύξεις ἡμῶν οὐκ ἀπεδέξαντο οὐδὲ ἐβούλοντο ἐπακοῦσαι τῆς φωνῆς

ἡμῶν

15 καὶ οὐκ ἀντελαμβάνοντο ἡμῶν οὐχ εὑρόντες κατὰ τῶν βιαζομένων καὶ

κατεσθόντων ἡμᾶς ἀλλὰ στερεοῦσιν αὐτοὺς ἐφrsquo ἡμᾶςmiddot ἀπέκτειναν ἡμᾶς

καὶ εἰς ὀλίγους ἤγαγον καὶ οὐχ ὑποδεικνύουσιν περὶ τῶν πεφονευμένων

ἡμῶν καὶ οὐκ ἀναμιμνήσκουσιν περὶ τῶν ἁμαρτωλῶν αὐτῶν τὰς

ἁμαρτίας αὐτῶν

XCVII

1 ὀμνύω ὑμῖν ὅτι οἱ ἄγγελοι ἐν τῷ οὐρανῷ ἀναμιμνήσκουσιν [ὑμῶν] εἰς

ἀγαθὸν ἐνώπιον τῆς δόξης τοῦ μεγάλου

2 θαρσεῖτε δὴ ὅτι ἐπαλαιώθητε ἐν τοῖς κακοῖς καὶ ἐν ταῖς θλίψεσινmiddot ὡσεὶ

φωστῆρες τοῦ οὐρανοῦ ἀναλάμψετε καὶ φανεῖτε αἱ θυρίδες τοῦ οὐρανοῦ

ἀνοιχθήσονται ὑμῖν

3ndash4 καὶ ἡ κραυγὴ ὑμῶν ἀκουσθήσεται καὶ ἡ κρίσις ὑμῶν ἣν κράζετε καὶ

φανεῖται ἐφrsquo ὅσα συλλαβήσεται ὑμῖν περὶ τῆς θλίψεως ὑμῶν καὶ ἐκ

πάντων ὅστις μετέσχεν τῶν βιαζομένων καὶ κατεσθόντων ὑμᾶς

5 [μὴ φοβεῖσθε] τὰ κακὰ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως τῆς μεγάλης καὶ οὐ μὴ

εὑρεθῆτε ὡς οἱ ἁμαρτωλοί [ἀλλrsquo ὑμεῖς οἱ ἁμαρτωλοὶ] σκυλήσεσθε καὶ

κρίσις αἰώνιος ἐξ ὑμῶν ἔσται εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν αἰώνων

6 μὴ φοβεῖσθε οἱ δίκαιοι ὅταν ἴδητε τοὺς ἁμαρτωλοὺς κατισχύοντας καὶ

εὐοδουμένους καὶ μὴ μέτοχοι αὐτῶν γίνεσθε ἀλλὰ μακρὰν ἀπέχεσθε ἀπὸ

πάντων τῶν ἀδικημάτων αὐτῶν

7 μὴ γὰρ εἴπητε οἱ ἁμαρτωλοὶ [ὅτι] οὐ μὴ ἐκζητηθῶσιν αἱ ἁμαρτίαι ὑμῶν

33

[ἐξ] ἡμερῶν

8 καὶ νῦν ἀποδεικνύω ὑμῖν ὅτι φῶς καὶ σκότος ἡμέρα καὶ νὺξ

ἐποπτεύουσιν τὰς ἁμαρτίας ὑμῶν πάσας

9 μὴ πλανᾶσθε τῇ καρδίᾳ ὑμῶν μηδὲ ψεύδεσθε μηδὲ ἐξαλλοιώσητε τοὺς

λόγους τῆς ἀληθείας μηδὲ καταψεύδεσθε τῶν [λόγων τοῦ] ἁγίου καὶ μὴ

δότε ἔπαινον ταῖς [εἰκόσιν ὑ]μῶνmiddot οὐ γὰρ εἰς δικαίωμα εἰσάγ[ουσιν πάντα

τὰ ψεύδ]η καὶ πᾶσα [ἡ πλάνη] Two lines are lost

10 τῆς ἀληθείας ἐξαλλοιοῦσιν καὶ ἀντιγράφουσιν οἱ ἁμαρτωλοὶ καὶ

ἀλλάσσουσιν τοὺς πολλούς καὶ ψεύδονται καὶ πλάσσουσιν πλάσματα

μεγάλα καὶ τὰς γραφὰς ἀναγράφουσιν ἐπὶ τοῖς ὀνόμασιν αὐτῶνmiddot

11 καὶ ὄφελον πάντας τοὺς λόγους μου γράφωσιν ἐπrsquo ἀληθείας ἐπὶ τὰ

ὀνόματα αὐτῶν καὶ μήτε ἀφέλωσιν μήτε ἀλλοιώσωσιν τῶν λόγων τούτων

ἀλλὰ πάντα ἐπrsquo ἀληθείας γράφωσιν ἃ ἐγὼ διαμαρτυροῦμαι αὐτοῖς

12 καὶ πάλιν ἐγὼ γινώσκω μυστήριον δεύτερον ὅτι δικαίοις καὶ ὁσίοις καὶ

φρονίμοις δοθήσονται αἱ βίβλοι μου εἰς χαρὰν ἀληθείας

13 καὶ αὐτοὶ πιστεύσουσιν αὐταῖς καὶ ἐν αὐταῖς χαρήσονται καὶ

ἀγαλλιάσονται πάντες οἱ δίκαιοι μαθεῖν ἐξ αὐτῶν πάσας τὰς ὁδοὺς τῆς

ἀληθείας

CVI

1 μετὰ δὲ χρόνον ἔλαβεν Μαθουσάλεκ τῷ υἱῷ μου γυναῖκα καὶ ἔτεκεν

υἱὸν καὶ ἐκάλεσεν τὸ ὄνομα αὐτοῦ Λάμεχ ἐταπεινώθη ἡ δικαιοσύνη μέχρι

τῆς ἡμέρας ἐκείνης καὶ ὅτε εἰς ἡλικίαν ἐπῆλθεν ἔλαβεν αὐτῷ γυναῖκα καὶ

ἔτεκεν αὐτῷ παιδίον

2 καὶ ὅτε ἐγεννήθη τὸ παιδίον ἦν τὸ σῶμα λευκότερον χιόνος καὶ

πυρρότερον ῥόδου τὸ τρίχωμα πᾶν λευκὸν καὶ ὡς ἔρια λευκὰ καὶ οὖλον

καὶ ἔνδοξον καὶ ὅτε ἀνέῳξεν τοὺς ὀφθαλμούς ἔλαμψεν ἡ οἰκία ὡσεὶ

ἥλιος

3 καὶ ἀνέστη ἐκ τῶν χειρῶν τῆς μαίας καὶ ἀνέῳξεν τὸ στόμα καὶ

εὐλόγησεν τῷ κυρίῳmiddot

4 καὶ ἐφοβήθη Λάμεχ ἀπrsquo αὐτοῦ καὶ ἔφυγεν καὶ ἦλθεν πρὸς Μαθουσάλεκ

τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ

5 τέκνον ἐγεννήθη μου ἀλλοῖον οὐχ ὅμοιον τοῖς ἀνθρώποις ἀλλὰ τοῖς

τέκνοις τῶν ἀγγέλων τοῦ οὐρανοῦ καὶ ὁ τύπος ἀλλοιότερος οὐχ ὅμοιος

ἡμῖνmiddot τὰ ὄμματά ἐστιν ὡς ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου καὶ ἔνδοξον τὸ πρόσωπονmiddot

6 καὶ ὑπολαμβάνω ὅτι οὐκ ἔστιν ἐξ ἐμοῦ ἀλλὰ ἐξ ἀγγέλου καὶ

εὐλαβοῦμαι αὐτὸν μήποτέ τι ἔσται ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ ἐν τῇ γῇ

7 καὶ παραιτοῦμαι π[άτερ καὶ] δέομαι βάδισον πρὸς Ἑνὼ[χ τὸν πατέρα

ἡμῶν καὶ ἐρώτησον] Two lines are lost

8 [ἦλθ]εν πρὸς ἐμὲ εἰς τὰ τέρματα τῆς γῆς οὗ [εἶδ]εν τότε εἶναι με καὶ

εἶπέν μοι πάτερ [μου] ἐπάκουσον τῆς φωνῆς μου καὶ ἧκε [πρὸς] ἐμέ καὶ

ἤκουσα τὴν φωνὴν αὐτοῦ καὶ ἦλθον πρὸς αὐτὸν καὶ εἶπα ἰδοὺ πάρειμι

τέκνονmiddot διὰ τί ἐλήλυθας πρὸς ἐμέ τέκνον

9 καὶ ἀπεκρίθη λέγων διrsquo ἀνάγκην μεγάλην ἦλθον ὧδε πάτερmiddot

10 καὶ νῦν ἐγεννήθη τέκνον Λάμεχ τῷ υἱῷ μου καὶ ὁ τύπος αὐτοῦ καὶ ἡ

εἰκὼν αὐτοῦ laquoοὐχ ὅμοιος ἀνθρώποις καὶ τὸ χρῶμα αὐτοῦraquo λευκότερον

χιόνος καὶ πυρρότερον ῥόδου καὶ τὸ τρίχωμα τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ

λευκότερον ἐρίων λευκῶν καὶ τὰ ὄμματα αὐτοῦ ἀφόμοια ταῖς τοῦ ἡλίου

ἀκτῖσιν

11 καὶ ἀνέστη ἀπὸ τῶν τῆς μαίας χειρῶν καὶ ἀνοίξας τὸ στόμα εὐλόγησεν

τὸν κύριον τοῦ αἰῶνοςmiddot

34

12 καὶ ἐφοβήθη ὁ υἱός μου Λάμεχ καὶ ἔφυγεν πρὸς ἐμέ καὶ οὐ πιστεύει ὅτι

υἱὸς αὐτοῦ ἐστιν ἀλλὰ ὅτι ἐξ ἀγγέλων one or two lines omitted τὴν

ἀκρίβειαν ἣν ἔχεις () καὶ τὴν ἀλήθειαν

13 τότε ἀπεκρίθην λέγων ἀνακαινίσει ὁ κύριος πρόσταγμα ἐπὶ τῆς γῆς

καὶ τὸν αὐτὸν τρόπον τέκνον τεθέαμαι καὶ ἐσήμανά σοιmiddot ἐν γὰρ τῇ γενεᾷ

Ἰάρεδ τοῦ πατρός μου παρέβησαν τὸν λόγον κυρίου ἀπὸ τῆς διαθήκης τοῦ

οὐρανοῦ

14 καὶ ἰδοὺ ἁμαρτάνουσιν καὶ παραβαίνουσιν τὸ ἔθος καὶ μετὰ γυναικῶν

συγγίνονται καὶ μετrsquo αὐτῶν ἁμαρτάνουσιν καὶ ἔγημαν ἐξ αὐτῶν

[καὶ τίκτουσιν οὐχ ὁμοίους πνεύμασιν ἀλλὰ σαρκίνους]middot

15 καὶ ἔσται ὀργὴ μεγάλη ἐπὶ τῆς γῆς καὶ κατακλυσμός καὶ ἔσται

ἀπώλεια μεγάλη ἐπὶ ἐνιαυτὸν ἕναmiddot

16 καὶ τόδε τὸ παιδίον τὸ γεννηθὲν καταλειφθήσεται καὶ τρία αὐτοῦ

τέκνα σωθήσεται ἀποθανόντων τῶν ἐπὶ τῆς γῆςmiddot

17b καὶ πραϋνεῖ τὴν γῆν ἀπὸ τῆς οὔσης ἐν αὐτῇ φθορᾶς

18 καὶ νῦν λέγε Λάμεχ ὅτι τέκνον σού ἐστιν δικαίως καὶ ὁσίως [καὶ]

κάλεσον αὐτοῦ τὸ ὄνομα [Νῶε]middot αὐτὸς γὰρ ἔσται ὑμῶν κατάλειμμα ἐφrsquo οὗ

ἂν καταπαύσητε καὶ laquoοἱraquo υἱοὶ αὐτοῦ ἀπὸ τῆς φθορᾶς τῆς γῆς καὶ ἀπὸ

πάντων τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ ἀπὸ πασῶν τῶν συντελειῶν ἐπὶ τῆς γῆς

Four lines are lost

19 ὑπέδειξέν μοι καὶ ἐμήνυσεν καὶ ἐν ταῖς πλαξὶν τοῦ οὐρανοῦ ἀνέγνων

αὐτά

CVII

1 τότε τεθέαμαι τὰ ἐγγεγραμμένα ἐπrsquo αὐτῶν ὅτι γενεὰ γενεᾶς κακ[ίων

ἔσται] καὶ εἶδον τόδε μέχρις τοῦ ἀνας[τῆναι] γενεὰν δικαιοσύνης καὶ ἡ

κακία ἀπολεῖται καὶ ἡ ἁμαρτία ἀλλάξει ἀπὸ τῆς γῆς καὶ τὰ ἀγαθὰ ἥξει ἐπὶ

τῆς γῆς ἐπrsquo αὐτούς

2 καὶ νῦν ἀπότρεχε τέκνον καὶ σήμανον Λάμεχ τῷ υἱῷ σου ὅτι τὸ παιδίον

τοῦτο τὸ γεννηθὲν τέκνον αὐτοῦ ἐστιν δικαίως καὶ οὐ ψευδῶς

3 καὶ ὅτε ἤκουσεν Μαθουσάλεκ τοὺς λόγους Ἑνὼχ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ

μυστηριακῶς γὰρ ἐδήλωσεν αὐτῷ [ἐπέστρεψεν καὶ ἐδήλωσεν αὐτῷ] καὶ

ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτοῦ Νῶε εὐφραίνων τὴν γῆν ἀπὸ τῆς ἀπωλείας

Liber Enoch

Apocalypsis Henochi Graece

(recensio ap Syncellum)

(ed M Black)

Pseudepigrapha veteris testamenti Graece 3

Leiden Brill 1970 pp 21ndash26 29ndash30 32ndash33 37

VI

ἐκ τοῦ πρώτου βιβλίου Ἐνὼχ περὶ τῶν ἐγρηγόρων

1 καὶ ἐγένετο ὅτε ἐπληθύνθησαν οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων ἐγεννήθησαν

αὐτοῖς θυγατέρες ὡραῖαι

2 καὶ ἐπεθύμησαν αὐτὰς οἱ ἐγρήγοροι καὶ ἀπεπλανήθησαν ὀπίσω αὐτῶν

καὶ εἶπον πρὸς ἀλλήλους ἐκλεξώμεθα ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ τῶν

θυγατέρων τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς

3 καὶ εἶπε Σεμιαζᾶς ὁ ἄρχων αὐτῶν πρὸς αὐτούς φοβοῦμαι μὴ οὐ

θελήσητε (Go θελήσετε) ποιῆσαι τὸ πρᾶγμα τοῦτο καὶ ἔσομαι ἐγὼ μόνος

ὀφειλέτης ἁμαρτίας μεγάλης

4 καὶ ἀπεκρίθησαν αὐτῷ πάντες καὶ εἶπον ὀμόσωμεν ἅπαντες ὅρκῳ καὶ

ἀναθεματίσωμεν ἀλλήλους τοῦ μὴ ἀποστρέψαι τὴν γνώμην ταύτην

35

μέχρις οὗ ἀποτελέσωμεν αὐτήν

5 τότε πάντες ὤμοσαν ὁμοῦ καὶ ἀνεθεμάτισαν ἀλλήλους

6 ἦσαν δὲ οὗτοι διακόσιοι οἱ καταβάντες ἐν ταῖς ἡμέραις Ἰάρεδ εἰς τὴν

κορυφὴν τοῦ Ἑρμονιεὶμ (Go κορυφὴν Ἑρμὼν) ὄρους καὶ ἐκάλεσαν τὸ ὄρος

Ἑρμώμ καθότι ὤμοσαν (Go ομοσαν) καὶ ἀνεθεμάτισαν ἀλλήλους ἐν αὐτῷ

7 καὶ ταῦτα τὰ ὀνόματα τῶν ἀρχόντων αὐτῶν αacute Σεμιαζᾶς ὁ ἄρχων

αὐτῶν βacute Ἀταρκούφ γacute Ἀρακιήλ δacute Χωβαβιήλ εacute Ὀραμμαμή Ϛacute Ῥαμιήλ ζacute

Σαμψίχ ηacute Ζακιήλ θacute Βαλκιήλ ιacute Ἀζαλζήλ ιαacute Φαρμαρός ιβacute Ἀμαριήλ ιγacute

Ἀναγημάς ιδacute Θαυσαήλ ιεacute Σαμιήλ ιϚacute Σαρινᾶς ιζacute Εὐμιήλ (Par gr 1711 ὁ

Εὐμιήλ) ιηacute Τυριήλ ιθacute Ἰουμιήλ κacute Σαριήλ

VII

1 Οὗτοι καὶ οἱ λοιποὶ πάντες ἐν τῷ χιλιοστῷ ἑκατοστῷ ἑβδομηκοστῷ ἔτει

τοῦ κόσμου ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας καὶ ἤρξαντο μιαίνεσθαι ἐν αὐταῖς

ἕως τοῦ κατακλυσμοῦ καὶ ἔτεκον αὐτοῖς γένη τρίαmiddot πρῶτον γίγαντας

μεγάλους

2 οἱ δὲ γίγαντες ἐτέκνωσαν Ναφηλείμ καὶ τοῖς Ναφηλεὶμ ἐγεννήθησαν

Ἐλιούδ καὶ ἦσαν αὐξανόμενοι κατὰ τὴν μεγαλειότητα αὐτῶν καὶ

ἐδίδαξαν ἑαυτοὺς καὶ τὰς γυναῖκας ἑαυτῶν φαρμακείας καὶ ἐπαοιδίας

VIII

1 Πρῶτος Ἀζαὴλ ὁ δέκατος τῶν ἀρχόντων ἐδίδαξε ποιεῖν μαχαίρας καὶ

θώρακας καὶ πᾶν σκεῦος πολεμικόν καὶ τὰ μέταλλα τῆς γῆς καὶ τὸ

χρυσίον πῶς ἐργάσωνται καὶ ποιήσωσιν αὐτὰ κόσμια ταῖς γυναιξί καὶ τὸν

ἄργυρον ἔδειξε δὲ αὐτοῖς καὶ τὸ στίλβειν καὶ τὸ καλλωπίζειν καὶ τοὺς

ἐκλεκτοὺς λίθους καὶ τὰ βαφικάmiddot καὶ ἐποίησαν ἑαυτοῖς οἱ υἱοὶ τῶν

ἀνθρώπων καὶ ταῖς θυγατράσιν αὐτῶν καὶ παρέβησαν καὶ ἐπλάνησαν

τοὺς ἁγίους

2 καὶ ἐγένετο ἀσέβεια πολλὴ ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἠφάνισαν τὰς ὁδοὺς αὐτῶν

3 ἔτι δὲ καὶ ὁ πρώταρχος αὐτῶν Σεμιαζᾶς ἐδίδαξεν εἶναι ὀργὰς κατὰ τοῦ

νοός καὶ ῥίζας βοτανῶν τῆς γῆς ὁ δὲ ἑνδέκατος Φαρμαρὸς ἐδίδαξε

φαρμακείας ἐπαοιδίας σοφίας καὶ ἐπαοιδῶν λυτήριαmiddot ὁ ἔνατος ἐδίδαξεν

ἀστροσκοπίανmiddot ὁ δὲ τέταρτος ἐδίδαξεν ἀστρολογίανmiddot ὁ δὲ ὄγδοος ἐδίδαξεν

ἀεροσκοπίανmiddot ὁ δὲ τρίτος ἐδίδαξε τὰ σημεῖα τῆς γῆςmiddot ὁ δὲ ἕβδομος ἐδίδαξε

τὰ σημεῖα τοῦ ἡλίουmiddot ὁ δὲ εἰκοστὸς ἐδίδαξε τὰ σημεῖα τῆς σελήνηςmiddot πάντες

οὗτοι ἤρξαντο ἀνακαλύπτειν τὰ μυστήρια ταῖς γυναιξὶν αὐτῶν καὶ τοῖς

τέκνοις αὐτῶν μετὰ δὲ ταῦτα ἤρξαντο οἱ γίγαντες κατεσθίειν τὰς σάρκας

τῶν ἀνθρώπων

4 καὶ ἤρξαντο οἱ ἄνθρωποι ἐλαττοῦσθαι ἐπὶ τῆς γῆς

VIII col I

4 οἱ δὲ λοιποὶ ἐβόησαν εἰς τὸν οὐρανὸν περὶ τῆς κακώσεως αὐτῶν

λέγοντες εἰσενεχθῆναι τὸ μνημόσυνον αὐτῶν ἐνώπιον κυρίου

VIII col II

4 Τότε ἐβόησαν οἱ ἄνθρωποι εἰς τὸν οὐρανὸν λέγοντες Εἰσαγάγετε τὴν

κρίσιν ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον καὶ τὴν ἀπώλειαν ἡμῶν ἐνώπιον τῆς δόξης

τῆς μεγάλης ἐνώπιον τοῦ κυρίου τῶν κυρίων πάντων τῇ μεγαλωσύνῃ

IX col I

1 Καὶ ἀκούσαντες οἱ τέσσαρες μεγάλοι ἀρχάγγελοι Μιχαὴλ καὶ Οὐριὴλ

καὶ Ῥαφαὴλ καὶ Γαβριὴλ (καὶ Par gr 1711) παρέκυψαν ἐπὶ τὴν γῆν ἐκ τῶν

ἁγίων τοῦ οὐρανοῦ

2 καὶ θεασάμενοι αἷμα πολὺ ἐκκεχυμένον ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πᾶσαν ἀσέβειαν

καὶ ἀνομίαν γενομένην ἐπrsquo αὐτῆς

36

3 εἰσελθόντες εἶπον πρὸς ἀλλήλους ὅτι Τὰ πνεύματα καὶ αἱ ψυχαὶ τῶν

ἀνθρώπων στενάζουσιν ἐντυγχάνοντα καὶ λέγοντα ὅτι Εἰσαγάγετε τὴν

κρίσιν ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον καὶ τὴν ἀπώλειαν ἡμῶν ἐνώπιον τῆς δόξης

τῆς μεγαλωσύνης ἐνώπιον τοῦ κυρίου τῶν κυρίων πάντων τῇ

μεγαλωσύνῃ

4 καὶ εἶπον τῷ κυρίῳ τῶν αἰώνων Σὺ εἶ ὁ θεὸς τῶν θεῶν καὶ κύριος τῶν

κυρίων καὶ ὁ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ θεὸς τῶν αἰώνων καὶ ὁ

θρόνος τῆς δόξης σου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν αἰώνων καὶ τὸ ὄνομά σου

ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

IX col II

1 Καὶ ἀκούσαντες οἱ τέσσαρες μεγάλοι ἀρχάγγελοι Μιχαὴλ καὶ Οὐριὴλ

καὶ Ῥαφαὴλ καὶ Γαβριὴλ παρέκυψαν (= οἱ ltδgt Par gr 1711) ἐπὶ τὴν γῆν ἐκ

τῶν ἁγίων τοῦ οὐρανοῦ

2 καὶ θεασάμενοι αἷμα πολὺ ἐκκεχυμένον ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πᾶσαν ἀνομίαν

καὶ ἀσέβειαν γινομένην ἐπrsquo αὐτῆς

3 εἰσελθόντες εἶπον πρὸς ἀλλήλους ὅτι Τὰ πνεύματα καὶ αἱ ψυχαὶ τῶν

ἀνθρώπων ἐντυγχάνουσι στενάζοντα καὶ λέγοντα Εἰσαγάγετε τὴν δέησιν

ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον

4 καὶ προσελθόντες οἱ τέσσαρες ἀρχάγγελοι εἶπον τῷ κυρίῳ Σὺ εἶ ὁ θεὸς

τῶν θεῶν καὶ κύριος τῶν κυρίων καὶ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ θεὸς

τῶν ἀνθρώπων καὶ ὁ θρόνος τῆς δόξης σου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν

αἰώνων καὶ τὸ ὄνομά σου ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

καὶ τὸ ὄνομά σου ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

IX

4 add post αἰῶνας καὶ τὰ ἑξῆς τότε ὁ ὕψιστος ἐκέλευσε τοῖς ἁγίοις

ἀρχαγγέλοις καὶ ἔδησαν τοὺς ἐξάρχους αὐτῶν καὶ ἔβαλον (ἔβαλλον Par

gr 1711) αὐτοὺς εἰς τὴν ἄβυσσον ἕως τῆς κρίσεως καὶ τὰ ἑξῆς καὶ ταῦτα

μὲν ὁ Ἐνὼχ μαρτυρεῖ

5 σὺ γὰρ εἶ ὁ ποιήσας τὰ πάντα καὶ πάντων τὴν ἐξουσίαν ἔχων καὶ πάντα

ἐνώπιόν σου φανερὰ καὶ ἀκάλυπταmiddot καὶ πάντα ὁρᾷς καὶ οὐκ ἔστιν ὃ

κρυβῆναί σε δύναται

6 ὁρᾷς ὅσα ἐποίησεν Ἀζαὴλ καὶ (om Par gr 1711) ὅσα εἰσήνεγκεν (add

καὶ Par gr 1711) ὅσα ἐδίδαξεν ἀδικίας καὶ ἁμαρτίας ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πάντα

δόλον ἐπὶ τῆς ξηρᾶς ἐδίδαξε γὰρ τὰ μυστήρια καὶ ἀπεκάλυψε τῷ αἰῶνι τὰ

ἐν οὐρανῷ ἐπιτηδεύουσιν δὲ τὰ ἐπιτηδεύματα αὐτοῦ εἰδέναι τὰ μυστήρια

οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων

7 τῷ Σεμιαζᾷ τὴν ἐξουσίαν ἔδωκας ἔχειν τῶν σὺν αὐτῷ ἅμα ὄντων

8 καὶ ἐπορεύθησαν πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς καὶ

συνεκοιμήθησαν μετrsquo αὐτῶν καὶ ἐν ταῖς θηλείαις ἐμιάνθησαν καὶ

ἐδήλωσαν αὐταῖς πάσας τὰς ἁμαρτίας καὶ ἐδίδαξαν αὐτὰς μίσητρα

(μίσιτρα Par gr 1711) ποιεῖν

9 καὶ νῦν ἰδοὺ αἱ θυγατέρες τῶν ἀνθρώπων ἔτεκον ἐξ αὐτῶν υἱοὺς

γίγανταςmiddot κίβδηλα ἐπὶ τῆς (om Go) γῆς τῶν ἀνθρώπων ἐκκέχυται καὶ ὅλη

ἡ γῆ ἐπλήσθη ἀδικίας

10 καὶ νῦν ἰδοὺ τὰ πνεύματα τῶν ψυχῶν τῶν ἀποθανόντων ἀνθρώπων

ἐντυγχάνουσιν καὶ μέχρι τῶν πυλῶν τοῦ οὐρανοῦ ἀνέβη ὁ στεναγμὸς

αὐτῶν καὶ οὐ δύναται ἐξελθεῖν ἀπὸ προσώπου τῶν ἐπὶ τῆς γῆς γινομένων

ἀδικημάτων

11 καὶ σὺ αὐτὰ οἶδας πρὸ τῶν (τοῦ recte Par gr 1711) αὐτὰ γενέσθαι καὶ

ὁρᾷς αὐτοὺς καὶ ἐᾷς αὐτούς καὶ οὐδὲν λέγεις τί δεῖ ποιῆσαι αὐτοὺς (om

37

Go) περὶ τούτου

X

1 Τότε ὁ ὕψιστος εἶπε καὶ ὁ ἅγιος ὁ μέγας ἐλάλησε καὶ ἔπεμψε τὸν Οὐριὴλ

πρὸς τὸν υἱὸν (Go τοῦ) Λάμεχ λέγων

2 Πορεύου πρὸς τὸν Νῶε καὶ εἶπον αὐτῷ τῷ ἐμῷ ὀνόματι Κρύψον σεαυτόν

καὶ δήλωσον αὐτῷ τέλος ἐπερχόμενον ὅτι ἡ γῆ ἀπόλλυται πᾶσαmiddot καὶ εἶπον

αὐτῷ ὅτι κατακλυσμὸς μέλλει γίνεσθαι πάσης τῆς γῆς ἀπολέσαι πάντα

ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς

3 δίδαξον τὸν δίκαιον τί ποιήσει τὸν υἱὸν Λάμεχ καὶ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ εἰς

ζωὴν συντηρήσει καὶ ἐκφεύξεται διrsquo αἰῶνος καὶ ἐξ αὐτοῦ φυτευθήσεται

φύτευμα καὶ σταθήσεται πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

4 Καὶ τῷ Ῥαφαὴλ εἶπε Πορεύου Ῥαφαήλ καὶ δῆσον τὸν Ἀζαήλmiddot χερσὶ καὶ

ποσὶ συμπόδισον αὐτόν καὶ ἔμβαλε αὐτὸν εἰς τὸ σκότος καὶ ἄνοιξον τὴν

ἔρημον τὴν οὖσαν ἐν τῇ ἐρήμῳ Δουδαήλ καὶ ἐκεῖ πορευθεὶς βάλε αὐτόν

5 καὶ ὑπόθες αὐτῷ λίθους ὀξεῖς καὶ (om Go) λίθους τραχεῖς καὶ

ἐπικάλυψον αὐτῷ σκότος καὶ οἰκησάτω ἐκεῖ εἰς τὸν αἰῶνα καὶ τὴν ὄψιν

αὐτοῦ πώμασον καὶ φῶς μὴ θεωρείτωmiddot

6 καὶ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως ἀπαχθήσεται εἰς τὸν ἐμπυρισμὸν τοῦ

πυρός

7 καὶ ἴασαι τὴν γῆν ἣν ἠφάνισαν οἱ ἐγρήγοροι καὶ τὴν ἴασιν τῆς πληγῆς

δήλωσον ἵνα ἰάσωνται τὴν πληγὴν καὶ μὴ ἀπόλωνται πάντες οἱ υἱοὶ τῶν

ἀνθρώπων ἐν τῷ μυστηρίῳ ὃ εἶπον οἱ ἐγρήγοροι καὶ ἐδίδαξαν τοὺς υἱοὺς

τῶν ἀνθρώπων

8 καὶ ἠρημώθη πᾶσα ἡ γῆ ἐν τοῖς ἔργοις τῆς διδασκαλίας Ἀζαήλmiddot καὶ ἐπrsquo

αὐτῇ γράψον πάσας τὰς ἁμαρτίας

9 Καὶ τῷ Γαβριὴλ εἶπε Πορεύου Γαβριήλ ἐπὶ τοὺς γίγαντας ἐπὶ τοὺς

κιβδήλους ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς πορνείας καὶ ἀπόλεσαν τοὺς υἱοὺς τῶν

ἐγρηγόρων ἀπὸ τῶν υἱῶν τῶν ἀνθρώπωνmiddot πέμψον αὐτοὺς εἰς ἀλλήλους ἐξ

αὐτῶν εἰς αὐτούς ἐν πολέμῳ καὶ ἐν ἀπωλείᾳ καὶ μακρότης ἡμερῶν οὐκ

ἔσται αὐτοῖς

10 καὶ πᾶσα ἐρώτησις οὐκ ἔστι τοῖς πατράσιν αὐτῶν ὅτι ἐλπίζουσι ζῆσαι

ζωὴν αἰώνιον καὶ ὅτι ζήσεται ἕκαστος αὐτῶν ἔτη πεντακόσια

11 καὶ τῷ Μιχαὴλ εἶπε Πορεύου Μιχαήλ δῆσον Σεμιαζᾶν καὶ τοὺς ἄλλους

σὺν αὐτῷ τοὺς συμμιγέντας ταῖς θυγατράσι τῶν ἀνθρώπων τοῦ μιανθῆναι

ἐν αὐταῖς ἐν τῇ ἀκαθαρσίᾳ αὐτῶν

12 καὶ ὅταν κατασφαγῶσιν οἱ υἱοὶ αὐτῶν καὶ ἴδωσι τὴν ἀπώλειαν τῶν

ἀγαπητῶν αὐτῶν δῆσον αὐτοὺς ἐπὶ ἑβδομήκοντα γενεὰς εἰς τὰς νάπας

τῆς γῆς μέχρι ἡμέρας κρίσεως αὐτῶν μέχρι ἡμέρας τελειώσεως τελεσμοῦ

ἕως συντελεσθῇ κρίμα τοῦ αἰῶνος τῶν αἰώνων

13 τότε ἀπενεχθήσονται εἰς τὸ χάος τοῦ πυρὸς καὶ εἰς τὴν βάσανον καὶ εἰς

τὸ δεσμωτήριον τῆς συγκλείσεως τοῦ αἰῶνος

14 καὶ ὃς ἂν κατακρίθῃ καὶ ἀφανισθῇ ἀπὸ τοῦ νῦν μετrsquo αὐτῶν δεθήσεται

(δεηθήσεται recte Par gr 1711) μέχρι τελειώσεως γενεᾶς αὐτῶν

περὶ δὲ τοῦ ὄρους ἐν ᾧ ὤμοσαν καὶ ἀνεθεμέτισαν πρὸς τὸν πλησίον αὐτῶν

ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα οὐ μὴ ἀποστῇ ἀπrsquo αὐτοῦ ψῦχος καὶ χιὼν καὶ πάχνη καὶ

δρόσος οὐ μὴ καταβῇ εἰς αὐτό εἰ μὴ εἰς κατάραν καταβήσεται ἐπrsquo αὐτό

μέχρις ἡμέρας κρίσεως τῆς μεγάλης ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ κατακαυθήσεται

καὶ ταπεινωθήσεται καὶ ἔσται κατακαιόμενον καὶ τηκόμενον ὡς κηρὸς

ἀπὸ πυρός οὕτως κατακαήσεται περὶ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ καὶ νῦν

ἐγὼ λέγω ὑμῖν υἱοῖς ἀνθρώπων Ὀργὴ μεγάλη καθrsquo ὑμῶν laquoκαὶraquo κατὰ τῶν

38

υἱῶν ὑμῶν καὶ οὐ παύσεται ἡ ὀργὴ αὕτη ἀφrsquo ὑμῶν μέχρι καιροῦ σφαγῆς

τῶν υἱῶν ὑμῶν καὶ ἀπολοῦνται οἱ ἀγαπητοὶ ὑμῶν καὶ ἀποθανοῦνται οἱ

ἔντιμοι ὑμῶν ἀπὸ πάσης τῆς γῆς ὅτι πᾶσαι αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς αὐτῶν ἀπὸ

τοῦ νῦν οὐ μὴ ἔσονται πλείω τῶν ἑκατὸν εἴκοσιν ἐτῶν καὶ μὴ δόξητε ἔτι

ζῆσαι ἐπὶ πλείονα ἔτηmiddot οὐ γάρ ἐστιν ἐπrsquo αὐτοῖς πᾶσα ὁδὸς ἐκφεύξεως ἀπὸ

τοῦ νῦν διὰ τὴν ὀργὴν ἣν ὠργίσθη ὑμῖν ὁ βασιλεὺς πάντων τῶν αἰώνωνmiddot

μὴ νομίσητε ὅτι ἐκφεύξεσθε ταῦτα

XV

8 Καὶ νῦν οἱ γίγαντες οἱ γεννηθέντες ἀπὸ πνευμάτων καὶ σαρκὸς

πνεύματα πονηρὰ ἐπὶ τῆς γῆς καλέσουσιν αὐτούς ὅτι ἡ κατοίκησις αὐτῶν

ἔσται ἐπὶ τῆς γῆς

9 πνεύματα πονηρὰ ἔσονται τὰ πνεύματα ἐξεληλυθότα ἀπὸ τοῦ σώματος

τῆς σαρκὸς αὐτῶν διότι ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων ἐγένοντο καὶ ἐκ τῶν ἁγίων

τῶν ἐγρηγόρων ἡ ἀρχὴ τῆς κτίσεως αὐτῶν καὶ ἀρχὴ θεμελίουmiddot πνεύματα

πονηρὰ

10 ἐπὶ τῆς γῆς ἔσονται

11 τὰ πνεύματα τῶν γιγάντων νεμόμενα ἀδικοῦντα ἀφανίζοντα

ἐμπίπτοντα καὶ συμπαλαίοντα καὶ ῥιπτοῦντα ἐπὶ τῆς γῆς καὶ δρόμους

ποιοῦντα καὶ μηδὲν ἐσθίοντα ἀλλrsquo ἀσιτοῦντα καὶ ῥιπτοῦντα καὶ φάσματα

ποιοῦντα καὶ διψῶντα καὶ προσκόπτοντα

12 καὶ ἐξαναστήσονται τὰ πνεύματα ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων καὶ

τῶν γυναικῶν ὅτι ἐξ αὐτῶν ἐξεληλύθασι

XVI

1 Καὶ ἀπὸ ἡμέρας καιροῦ σφαγῆς καὶ ἀπωλείας καὶ θανάτου τῶν

γιγάντων ναφηλείμ οἱ ἰσχυροὶ τῆς γῆς οἱ μεγάλοι ὀνομαστοί τὰ

πνεύματα τὰ ἐκπορευόμενα ἀπὸ τῆς ψυχῆς αὐτῶν ὡς ἐκ τῆς σαρκὸς

ἔσονται ἀφανίζοντα χωρὶς κρίσεωςmiddot οὕτως ἀφανίσουσι μέχρις ἡμέρας τῆς

τελειώσεως ἕως τῆς κρίσεως τῆς μεγάλης ἐν ᾗ (ᾧ Par gr 1711) ὁ αἰὼν ὁ

μέγας τελεσθήσεται

XIX

3 ἀνθρώπων ὡς ἐγὼ εἶδον

XX

2 ὁ εἷς τῶν ἁγίων ὁ ἐπὶ τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ταρτάρου

3 Ῥαφαὴλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων τῶν ἀνθρώπων

4 Ῥαγουήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐκδικῶν τὸν κόσμον τῶν

φωστήρων

5 Μιχαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς ἐπὶ τῶν τοῦ λαοῦ ἀγαθῶν τέτακται

καὶ ἐπὶ τῷ χαῷ

6 Σαριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων οἵτινες ἐπὶ τῷ

πνεύματι ἁμαρτάνουσιν

7 Γαβριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τοῦ παραδείσου καὶ τῶν

δρακόντων καὶ χερουβίν Ῥεμειήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃν ἔταξεν ὁ

θεὸς ἐπὶ τῶν ἀνισταμένων ὀνόματα ζacute ἀρχαγγέλων

XXI

1 Καὶ ἐφώδευσα μέχρι τῆς ἀκατασκευάστου

2 καὶ ἐκεῖ ἐθεασάμην ἔργον φοβερόν ἑώρακα οὔτε οὐρανὸν ἐπάνω οὔτε

γῆν τεθεμελιωμένην ἀλλὰ τόπον ἀκατασκεύαστον καὶ φοβερόν

3 καὶ ἐκεῖ τεθέαμαι ζacute ἀστέρας τοῦ οὐρανοῦ δεδεμένους καὶ ἐριμμένους ἐν

αὐτῷ ὁμοῦ ὁμοίους ὁράσει μεγάλῃ καὶ ἐν πυρὶ καιομένους

4 τότε εἶπον Διὰ ποίαν αἰτίαν ἐπεδέθησαν καὶ διὰ ποίαν αἰτίαν ἐρίφησαν

39

ὧδε

5 καὶ εἶπέν μοι Οὐριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ μετrsquo

ἐμοῦ ὤν - καὶ

αὐτὸς αὐτῶν ἡγεῖτο - καὶ εἶπέν μοι Ἑνώχ περὶ τίνος

ἐρωτᾷς ἢ περὶ τίνος

τὴν ἀλήθειαν φιλοσπευδεῖς

6 οὗτοί εἰσιν τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ οἱ παραβάντες

τὴν ἐπιταγὴν τοῦ

κυρίου καὶ ἐδέθησαν ὧδε μέχρι πληρωθῆναι μύρια ἔτη

τὸν χρόνον τῶν

ἁμαρτημάτων αὐτῶν

7 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον τούτου

φοβερώτερον καὶ τεθέαμαι

ἔργα φοβεράmiddot πῦρ μέγα ἐκεῖ καιόμενον καὶ φλεγόμενον καὶ διακοπὴν

εἶχεν ὁ τόπος ἕως τῆς ἀβύσσου πλήρης στύλων πυρὸς μεγάλων

καταφερομένωνmiddot οὔτε μέτρον οὔτε μέγεθος ἠδυνήθην ἰδεῖν οὔτε εἰκάσαι

8 τότε εἶπον Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος οὗτος καὶ ὡς δεινὸς τῇ ὁράσει

9 τότε ἀπεκρίθη μοι καὶ εἶπεν

Incert

1 παρὰ (Par gr 1711 Go περὶ) δὲ τοῦ ὄρους ἐν ᾧ ὤμοσαν καὶ

ἀνεθεμάτισαν πρὸς τὸν πλησίον αὐτῶν ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα οὐ μὴ ἀποστῇ

ἀπrsquo αὐτοῦ ψῦχος καὶ χιὼν καὶ πάχνη καὶ δρόσος οὐ μὴ καταβῇ εἰς αὐτό εἰ

μὴ εἰς κατάραν καταβήσεται ἐπrsquo (Go εἰς) αὐτό μέχρις ἡμέρας κρίσεως τῆς

μεγάλης

2 ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ κατακαυθήσεται καὶ (Go om) ταπεινωθήσεται καὶ

ἔσται κατακαιόμενον καὶ τηκόμενον ὡς κηρὸς ἀπὸ πυρός οὕτως

κατακαήσεται περὶ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ

3 καὶ νῦν ἐγὼ λέγω ὑμῖν υἱοῖς ἀνθρώπων Ὀργὴ μεγάλη καθrsquo ὑμῶν κατὰ

τῶν υἱῶν ὑμῶνmiddot καὶ οὐ παύσεται ἡ ὀργὴ αὕτη ἀφrsquo ὑμῶν μέχρι καιροῦ

σφαγῆς τῶν υἱῶν ὑμῶν

4 καὶ ἀπολοῦνται οἱ ἀγαπητοὶ ὑμῶν καὶ ἀποθανοῦνται οἱ ἔντιμοι ὑμῶν

ἀπὸ πάσης τῆς γῆς ὅτι πᾶσαι αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς αὐτῶν ἀπὸ τοῦ νῦν οὐ μὴ

ἔσονται πλείω τῶν ἑκατὸν εἴκοσιν ἐτῶν

5 καὶ μὴ δόξητε ἔτι ζῆσαι ἐπὶ πλείονα ἔτηmiddot οὐ γάρ ἐστιν ἐπrsquo αὐτοῖς πᾶσα

ὁδὸς ἐκφεύξεως ἀπὸ τοῦ νῦν διὰ τὴν ὀργὴν ἣν ὠργίσθη ὑμῖν ὁ βασιλεὺς

πάντων τῶν αἰώνωνmiddot μὴ νομίσητε ὅτι ἐκφεύξεσθε ταῦτα

Περί των γιγάντων

καὶ ἦν νωε ἐτῶν πεντακοσίων καὶ ἐγέννησεν νωε τρεῖς υἱούς τὸν σημ τὸν χαμ τὸν

ιαφεθκαὶ ἐγένετο ἡνίκα ἤρξαντο οἱ ἄνθρωποι πολλοὶ γίνεσθαι ἐπὶ τῆς γῆς καὶ θυγατέρες

ἐγενήθησαν αὐτοῖς 2ἰδόντες δὲ οἱ υἱοὶ τοῦ θεοῦ τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων ὅτι καλαί

εἰσιν ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ πασῶν ὧν ἐξελέξαντο 3καὶ εἶπεν κύριος ὁ θεός οὐ

μὴ καταμείνῃ τὸ πνεῦμά μου ἐν τοῖς ἀνθρώποις τούτοις εἰς τὸν αἰῶνα διὰ τὸ εἶναι

αὐτοὺς σάρκας ἔσονται δὲ αἱ ἡμέραι αὐτῶν ἑκατὸν εἴκοσι ἔτη 4οἱ δὲ γίγαντες ἦσαν ἐπὶ

τῆς γῆς ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις καὶ μετ ἐκεῖνο ὡς ἂν εἰσεπορεύοντο οἱ υἱοὶ τοῦ

θεοῦ πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων καὶ ἐγεννῶσαν ἑαυτοῖς ἐκεῖνοι ἦσαν οἱ

γίγαντες οἱ ἀπ αἰῶνος οἱ ἄνθρωποι οἱ ὀνομαστοί

40

Παραθέτουμε ένα επεξηγηματικό κείμενο αναφορικά με τους γίγαντες από την

ιστοσελίδα httpwwwoodegrcom

laquoΕδώ πρόκειται για το θέμα στο οποίο αναφέρθηκε ο Ιησούς Χριστός στο

Ματθαίος κδ΄ 38 για τους προκατακλυσμιαίους ανθρώπους που ΄΄έτρωγαν και

έπιναν και παντρεύονταν΄΄ ώσπου ήρθε ο Κατακλυσμός Επ αυτών υπάρχουν

κάποιες παρατηρήσεις

1η παρατήρηση Το οριστικό άρθρο ΄΄οι΄΄ δείχνει ότι πρόκειται για κάποιους που

ήταν ήδη γνωστοί στους αναγνώστες της Γενέσεως προς τους οποίους απευθύνεται

ο Μωυσής δηλαδή προς τους Ισραηλίτες της εποχής του που λάβαιναν το Νόμο

2η παρατήρηση Το ότι ΄΄εν ταις ημέραις εκείναις ήσαν΄΄ υπονοεί 1 Είτε ότι δεν

υπήρχαν πλέον οι γίγαντες στη ΄΄γη΄΄ όταν γραφόταν η Γένεση δηλαδή κατά το 1500

πΧ 2 είτε ότι υπήρχαν και τότε

3η παρατήρηση Για ποια ΄΄γη΄΄ μιλάει 1 Είτε για τη συγκεκριμένη γη στην οποία

συνέβαιναν τα γεγονότα που αναγράφονται στα γύρω κεφάλαια (τη γη της

Μεσοποταμίας) 2 είτε γενικά για τη γύρω γη στην οποία είχαν επεκταθεί οι γίγαντες

και η φυλή Αδάμ Αυτό όμως δεν έχει σημασία καθώς η αναφορά γίνεται μόνο για

τον καιρό πρό τού Κατακλυσμού Είναι γεγονός όμως ότι στη γη Χαναάν οι

γίγαντες υπήρχαν και μετά από τον Κατακλυσμό

Αυτό φαίνεται στους Αριθμούς 13ιγ΄ 33 ΄΄και εκεί εωράκαμεν τους γίγαντας

(εβραϊκό Νεφιλείμ) και ήμεν ενώπιον αυτών ωσεί ακρίδες αλλά και ούτως ήμεν

ενώπιον αυτών΄΄

Αν αυτό φαίνεται παράξενο σε κάποιους που διδάχτηκαν ότι ο Κατακλυσμός ήταν

παγκόσμιος ας διαβάσουν τη μελέτη μας ΄΄Ήταν ο Κατακλυσμός Παγκόσμιος΄΄

Εκεί θα δουν τις Αγιογραφικές και ιστορικές αποδείξεις ότι επρόκειτο για έναν

τοπικό κατακλυσμό που έπληξε μόνο τη φυλή Αδάμ και μέλη μόνο των γύρω λαών

Επιβίωση από τον Κατακλυσμό

Το ότι οι Νεφιλείμ επεβίωσαν του Κατακλυσμού εξηγείται απλά

Είναι λογικό το ότι η φυλή των γιγάντων Νεφιλείμ δεν έμενε ολόκληρη στην

κοιλάδα της Μεσοποταμίας αλλά κάποιοι απ αυτούς διεσπάρησαν στις γύρω

περιοχές

Η Γένεση στο 7ζ΄ 20 γράφει ότι ο Κατακλυσμός είχε ύψος 15 πήχες (8- 9 μέτρα)

δηλαδή όσο χρειαζόταν για να καλύψει τις ψηλότερες περιοχές της χαμηλής

Μεσοποταμίας Όσοι όμως έμεναν στα ορεινά γύρω από την πληγείσα περιοχή

επεβίωσαν Άλλωστε ο Κατακλυσμός έγινε για τιμωρία της φυλής Αδάμ και όχι των

γύρω λαών όπως φαίνεται στη Γένεση 6ς΄ 5 - 7 όπου η λέξη που χρησιμοποιείται

στο Εβραϊκό κείμενο γι αυτούς με τους οποίους οργίστηκε ο Θεός είναι ΄΄Αδάμ΄΄

Για τους άλλους λαούς η Γένεση στο Εβραϊκό κείμενο χρησιμοποιεί άλλη λέξη

όπως φαίνεται στο Γένεσις 6ς΄ 4 [΄΄οι άνθρωποι (εβραϊκά ΄΄ενός΄΄) οι

ονομαστοί΄΄] και στο Γένεσις 13ιγ΄ 13 [΄΄οι δε άνθρωποι (εβραϊκά ΄΄ενός΄΄) οι εν

Σοδόμοις΄΄]

41

Μια τελευταία παρατήρηση ξεκινάει από το ίδιο εδάφιο της Γένεσης 6ς΄ 4 που λέει

΄΄Οι δε γίγαντες ήσαν επί τής γης εν ταις ημέραις εκείναις και μετ εκείνο ως αν

εισεπορεύοντο οι υιοί τού Θεού προς τας θυγατέρας τών ανθρώπων΄΄

Οι Νεφιλείμ λοιπόν υπήρχαν ακόμη ΄΄και μετά από εκείνο΄΄ το γεγονός που

περιγράφεται δηλαδή και μετά από την αύξηση του πληθυσμού στη

Μεσοποταμία Είναι λάθος να ταυτίζονται κατ ανάγκην οι Νεφιλείμ με τους γιους

των ισχυρών καθώς μια αβίαστη ανάγνωση του κειμένου δεν δείχνει τίποτα τέτοιο

Το μεταβατικό ΄΄δε΄΄ δείχνει ότι γίνεται λόγος για κάποιους άλλους και όχι για

τους γιούς των ισχυρών Οι γιοί των ισχυρών δεν είναι οι Νεφιλείμ αλλά οι ισχυροί

άνδρες της Μεσοποταμίας των άλλων φυλών που ζούσαν κοντά στη φυλή Αδάμ

Ίσως ο σκοπός του χωρίου είναι να δείξει ότι η φυλή των γιγάντων (η οποία

προβλημάτιζε τους Ισραηλίτες τον καιρό που ο Μωυσής έγραφε αυτά τα λόγια) ήταν

μια αρχαία φυλή σύγχρονη της επιμειξίας της φυλής Αδάμ με τους γιούς των

ισχυρών και ότι οι Νεφιλείμ επεβίωσαν ακόμη και μετά από την επιμειξία των

ισχυρών ανδρών της Μεσοποταμίας με τις ΄΄θυγατέρες Αδάμ΄΄ κατά την

προκατακλυσμιαία εποχή

Ίσως ακόμα η αναφορά αυτή να γίνεται για να δείξει ότι ο κατακλυσμός στρεφόταν

ειδικά κατά του λαού Αδάμ και όχι και των γύρω λαών εκ των οποίων

επεβίωσαν και οι Νεφιλείμ

Οι γίγαντες στην εποχή τού Ισραήλ

Σύμφωνα με την Αγία Γραφή η περιοχή στην οποία επεβίωσαν κάποιοι από τη

φυλή των γιγάντων Νεφιλείμ ήταν η Βασάν που ονομάζεται ΄΄γη γιγάντων΄΄

(Δευτερονόμιο γ΄ 13)

Πρόκειται για μία ορεινή περιοχή ανατολικά της Θάλασσας της Γαλιλαίας

κατάλληλη για επιβίωση των λαών της από τον Κατακλυσμό που έπληξε τη

Μεσοποταμία και το λαό Αδάμ (Όπως λέμε ΄΄λαός Ισραήλ΄΄)

Εκεί οι γίγαντες υπήρχαν όχι μόνο μετά από τον Κατακλυσμό αλλά και στις ημέρες

του Αβραάμ όπως φαίνεται στη Γένεση 14ιδ΄ 5 όπου λέει για τον Χοδολλογομόρ

και τους συμμάχους του ότι ΄΄κατέκοψαν τους γίγαντας τους εν Ασταρώθ

Καρναιν΄΄ στη Βασσάν

Και οι κατάσκοποι όμως των ημερών του Μωυσή βρήκαν τους Νεφιλείμ στη

Χαναάν όπως είδαμε στους Αριθμούς 13ιγ΄ 33 όπου μάλιστα ονομάζει τους

γίγαντες ΄΄Νεφιλείμ΄΄ Εκεί έχει μάλιστα και οριστικό άρθρο ΄΄τους Νεφιλείμ΄΄

πράγμα που δείχνει ότι δεν επρόκειτο για παρομοίωση αλλά για το γνωστό λαό

των Νεφιλείμ

Άλλα εδάφια όπως το Δευτερονόμιο 1α΄ 28 αναφερόμενο στο ίδιο γεγονός

ταυτίζει τους Νεφιλείμ με τους Ανακείμ που προφανώς ήταν απόγονοί τους

Με τους Ανακείμ συσχετίζει η Αγία Γραφή όλες τις φυλές γιγάντων που ζούσαν γύρω

από τη Θάλασσα της Γαλιλαίας όπως ήταν οι Ραφαείμ οι Εμμαίοι και οι

42

Ζουμζουμείμ τους οποίους εξολώθρευσαν οι απόγονοι του Λωτ (Δευτερονόμιο 2β΄

10112021)

Οι Ραφαείμ ήταν απόγονοι των Γιγάντων που επεβίωσαν από τον Κατακλυσμό και

δεν ήταν απόγονοι του Νώε καθώς δεν αναφέρονται στη Γένεση 10ι΄ όπου

αναφέρονται οι λαοί που κατάγονται από το Νώε Η σκέψη ότι ίσως να μην

αναφέρονται επειδή είναι πολύ νεώτεροι λαοί δεν ευσταθεί επειδή αναφέρονται στη

Γένεσις 14ιδ΄ 5 σαν λαός από την εποχή του Αβραάμ ακόμα και συνεπώς είναι

αρχαιότεροι λαοί από αυτούς που αναφέρονται ως απόγονοι του Νώε

Μετά από την εγκατάσταση των Ισραηλιτών στη Γη της Επαγγελίας οι υψηλόσωμες

αυτές φυλές εξολωθρεύτηκαν και δεν έμειναν Ανακείμ στο Ισραήλ Μόνο στη Γάζα

στη Γαθ και στην Άζωτο έμειναν αναμεμειγμένοι με τους Φιλισταίους (Ιησούς

Ναυή 11ια΄ 21 22)

Ένας απ αυτούς ήταν και ο Γολιάθ από τη Γαθ που σκοτώθηκε από τον Δαυίδ (Α΄

Σαμουήλ ιζ΄ 4 ΄΄Εξήλθεν Γολιάθ εκ της Γαθ΄΄)

Τον καιρό του Δαυίδ σκοτώθηκαν οι τελευταίοι γίγαντεςraquo1

1 httpwwwoodegrcomoodegenesiskatak1htm

43

Page 6: Η δημιουργία του κόσμου

6

μυστηρίων της αόρατης επίγειο βασιλιά που τον κυβερνά από ψηλά

ταυτόχρονα επίγειο και ουράνιο πρόσκαιρο και αθάνατο ορατό και νοητό

ενδιάμεσο μεταξύ μεγαλείου και μικρότητος τον ίδιο και πνεύμα και σάρκα

Είναι σάρκα εξαιτίας της υπερηφάνειας και πνεύμα εξαιτίας της χάρης το ένα

για να υποφέρει και υποφέροντας να θυμάται και να γίνεται συνετός και το

άλλο για να μένει σταθερός και να δοξάζει τον ευεργέτη του φιλοτιμούμενος

από το μεγαλείο του τον έπλασε ζώσα ύπαρξη που κατrsquo οικονομία ζει εδώ

δηλαδή στην παρούσα ζωή αλλά που προορίζεται για αλλού

να μετοικήσει στη μέλλουσα ζωή και το τέλος του μυστηρίου είναι ότι

θεώνεται με την κίνησή του προς το Θεό θεώνεται μάλιστα με την μετοχή

στο θείο φωτισμό αλλά χωρίς να μεταβάλλεται σε θεία ουσία

Και τον έπλασε αναμάρτητο στη φύση του και αυτεξούσιο στη θέλησή του

Λέγοντας laquoαναμάρτητοraquo δεν εννοώ ότι δεν είναι δεκτικός αμαρτίας ndashμόνον

ο Θεός είναι ανεπίδεκτος αμαρτίαςndash αλλά εννοώ ότι δεν έχει την αμαρτία

στη φύση του αλλά μάλλον στην προαίρεσή του δηλαδή έχει τη δύναμη να

διατηρείται και να προοδεύει στο αγαθό με τη βοήθεια της θείας χάριτος και

επίσης μπορεί να παρεκτραπεί από το καλό και να οδηγηθεί στο κακό

με παραχώρηση του Θεού εξαιτίας του αυτεξουσίου του διότι ότι γίνεται

εξαναγκαστικά δεν είναι αρετή

Η ψυχή επίσης είναι ζώσα ύπαρξη απλή ασώματη η φύση της είναι

αόρατη με τα μάτια του σώματος είναι λογική και νοερή

χωρίς σχήμα κατοικεί σε οργανικό σώμα και του παρέχει ζωή

ανάπτυξη αντίληψη και γέννηση δεν έχει τον νου σαν κάτι διαφορετικό από

τον εαυτό της αλλά σαν το πιο καθαρό στοιχείο της διότι όπως είναι

το μάτι στο σώμα έτσι είναι και ο νους για την ψυχή Είναι αυτεξούσια και

έχει θέληση και ενέργεια είναι μεταβλητή δηλαδή μεταβάλλεται σύμφωνα με

τη θέλησή της διότι είναι κτιστή Όλα αυτά τα έχει λάβει με φυσική τάξη από

τη χάρη του Δημιουργού της η οποία της έδωσε και την ύπαρξη και τη φύση

Με πόσους τρόπους νοείται το ασώματο

Ο άνθρωπος συνδέεται με το λογικό του με τις ασώματες και νοερές φύσεις

διότι συλλογίζεται σκέφτεται και κρίνει το καθετί επιδιώκει τις αρετές και

ποθεί την κορωνίδα των αρετών εννοώ την ευσέβεια γιrsquo αυτό και ο

άνθρωπος είναι ένας μικρός κόσμος

Χαρακτηριστικές πάλι ιδιότητες της ψυχής είναι η ευσέβεια και η νόηση Ενώ

οι αρετές αποτελούν κοινές ιδιότητες της ψυχής και του σώματος

αποδίδονται όμως στην ψυχή διότι η ψυχή κυβερνά το σώμα

Πρέπει να γνωρίζουμε ότι το λογικό από τη φύση του κυβερνά το άλογο

διότι οι δυνάμεις της ψυχής διαιρούνται σε λογικό και άλογο Τα μέρη

μάλιστα του αλόγου είναι δύο το ένα είναι κουφό στη φωνή του λογικού

δεν υπακούει δηλαδή στη λογική ενώ το άλλο είναι προσεκτικό και

υπάκουο στη λογική Ανυπάκουο βέβαια και απείθαρχο στη λογική

είναι το ζωτικό μέρος της ψυχής το οποίο ονομάζεται και σφυγμικό επίσης

και το σπερματικό μέρος δηλαδή το αναπαραγωγικό και το φυτικό το οποίο

λέγεται και θρεπτικό σrsquo αυτό ανήκει και το αυξητικό μέρος το οποίο και

διαπλάθει το σώμα Αυτά δεν τα εξουσιάζει η λογική αλλά η φύση Το μέρος

πάλι της ψυχής που είναι προσεκτικό και υπάκουο στη λογική διαιρείται σε

επιθυμία και θυμό Μάλιστα το άλογο μέρος της ψυχής ονομάζεται παθητικό

και ορεκτικό

(αυθόρμητο) Και πρέπει να γνωρίζουμε ότι η ορμέμφυτη κίνηση

7

ανήκει στο μέρος της ψυχής που υπακούει στη λογική

Σrsquo αυτό όμως που δεν υπακούει στη λογική ανήκει το θρεπτικό το γεννητικό

και το σφυγμικό Το αυξητικό το θρεπτικό και το γεννητικό ονομάζονται

laquoφυτικόraquo ενώ το σφυγμικό καλείται laquoζωτικόraquo

Το θρεπτικό έχει τέσσερις δυνάμεις την ελκτική που έλκει την τροφή

την καθεκτική που κρατεί την τροφή και δεν της επιτρέπει να αποβληθεί

αμέσως την αλλοιωτική που μεταβάλλει την τροφή σε χυμούς την

αποκριτική η οποία αποβάλλει τα περιττώματα μέσω του αφεδρώνα και τα

απορρίπτει από τον οργανισμό

Πρέπει να γνωρίζουμε ότι από τις δυνάμεις που υπάρχουν στα όντα άλλες

είναι ψυχικές άλλες φυσικές και άλλες ζωτικές Ψυχικές είναι αυτές που

ανήκουν στην προαίρεση δηλαδή η επιθυμία και η αίσθηση Στην επιθυμία

ανήκει

η ικανότητα μεταβάσεως από τόπο σε τόπο η κίνηση όλου του

σώματος η φωνητική και αναπνευστική ικανότητα από μας εξαρτάται να τα

ενεργούμε αυτά ή να μην τα ενεργούμε Φυσικές και ζωτικές δυνάμεις είναι

αυτές που ενεργούν χωρίς τη θέλησή μας Φυσικές είναι η θρεπτική η

αυξητική και η αναπαραγωγική ζωτική είναι η σφυγμική Αυτές ενεργούν

είτε το θέλουμε είτε όχι

Επίσης πρέπει να γνωρίζουμε ότι άλλα από τα πράγματα είναι αγαθά και άλλα

κακά Το αγαθό που προσδοκάμε γεννά την επιθυμία ενώ αυτό που έχει

πραγματοποιηθεί γεννά την ευχαρίστηση Παρόμοια το προσδοκώμενο κακό

δημιουργεί φόβο ενώ το πραγματοποιημένο λύπη Και να γνωρίζουμε ότι

λέγοντας αγαθό εννοούμε και το αληθινό αγαθό και το θεωρούμενο το ίδιο

εννούμε και με το κακό

Ας σημειώσουμε ότι με την ένοια κατεικόνα δεν εννοεί τη σωματική εικόνα αλλά

της ψυχής την ομοίωση

Ακόμη εξ αρχής ομότιμος με τον άνδρα δημιουργήθηκε η γυναίκα επειδή όμως

έπταισε ελλατώθηκε αυτής η αρχή και υπό του άνδρα γεγένηται

26καὶ εἶπεν ὁ θεός ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ ὁμοίωσιν καὶ

ἀρχέτωσαν τῶν ἰχθύων τῆς θαλάσσης καὶ τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῶν κτηνῶν

καὶ πάσης τῆς γῆς καὶ πάντων τῶν ἑρπετῶν τῶν ἑρπόντων ἐπὶ τῆς γῆς 27καὶ ἐποίησεν ὁ

θεὸς τὸν ἄνθρωπον κατ εἰκόνα θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς

28καὶ ηὐλόγησεν αὐτοὺς ὁ θεὸς λέγων αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε καὶ πληρώσατε τὴν

γῆν καὶ κατακυριεύσατε αὐτῆς καὶ ἄρχετε τῶν ἰχθύων τῆς θαλάσσης καὶ τῶν πετεινῶν

τοῦ οὐρανοῦ καὶ πάντων τῶν κτηνῶν καὶ πάσης τῆς γῆς καὶ πάντων τῶν ἑρπετῶν τῶν

ἑρπόντων ἐπὶ τῆς γῆς 29καὶ εἶπεν ὁ θεός ἰδοὺ δέδωκα ὑμῖν πᾶν χόρτον σπόριμον

σπεῖρον σπέρμα ὅ ἐστιν ἐπάνω πάσης τῆς γῆς καὶ πᾶν ξύλον ὃ ἔχει ἐν ἑαυτῷ καρπὸν

σπέρματος σπορίμου ὑμῖν ἔσται εἰς βρῶσιν 30καὶ πᾶσι τοῖς θηρίοις τῆς γῆς καὶ πᾶσι

τοῖς πετεινοῖς τοῦ οὐρανοῦ καὶ παντὶ ἑρπετῷ τῷ ἕρποντι ἐπὶ τῆς γῆς ὃ ἔχει ἐν ἑαυτῷ

ψυχὴν ζωῆς πάντα χόρτον χλωρὸν εἰς βρῶσιν καὶ ἐγένετο οὕτως 31καὶ εἶδεν ὁ θεὸς τὰ

πάντα ὅσα ἐποίησεν καὶ ἰδοὺ καλὰ λίαν καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωί ἡμέρα

ἕκτη

8

Η πτώση του ανθρώπου και οι συνέπειες

του πρωπατορικού αμαρτήματος

καὶ ἔπλασεν ὁ θεὸς τὸν ἄνθρωπον χοῦν ἀπὸ τῆς γῆς

καὶ ἐνεφύσησεν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ πνοὴν ζωῆς

καὶ ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχὴν ζῶσαν 8καὶ

ἐφύτευσεν κύριος ὁ θεὸς παράδεισον ἐν εδεμ κατὰ

ἀνατολὰς καὶ ἔθετο ἐκεῖ τὸν ἄνθρωπον ὃν ἔπλασεν

9καὶ ἐξανέτειλεν ὁ θεὸς ἔτι ἐκ τῆς γῆς πᾶν ξύλον

ὡραῖον εἰς ὅρασιν καὶ καλὸν εἰς βρῶσιν καὶ τὸ ξύλον

τῆς ζωῆς ἐν μέσῳ τῷ παραδείσῳ καὶ τὸ ξύλον τοῦ

εἰδέναι γνωστὸν καλοῦ καὶ πονηροῦ Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

ερμηνεύοντας το εμφύσημα αυτού του Θεού λέγει ότι είναι laquoου μόνον ανοίας αλλά

και ατοπίας μεστός ο λόγοςraquo ότι το εμφύσημα στον Αδάμ ήταν η ψυχή και ότι

μεταδόθηκε η ψυχή στο σώμα από την ουσία του Θεού Αν αυτό ήταν αληθινό τότε

δεν θα ήταν σε άλλον σοφή και σε άλλον μωρά και ασύνετη ούτε στον έναν θα ήταν

ψυχή δικαία και στον άλλον ψυχή άδικη Η ουσία του Θεού laquoου μερίζεται ουδέ

αλλοιούται αλλrsquo εστίν αναλλοίωτοςraquo Το εμφύσημα λοιπόν του Θεού ήταν η laquoτου

αγίου Πνεύματος ενέργειαraquo Όπως ο Χριστός είπε laquoλάβετε Πνεύμα άγιονraquo έτσι και

το θείο εμφύσημα laquoανθρωπίνως ακουόμενον Πνεύμά εστι το προσκυνητόν και

άγιονraquo Κατά τον άγιον δεν είναι ψυχή ένα κομμάτι του Θεού αλλά η ενέργεια του

Παναγίου Πνεύματος που έκτισε και δημιούργησε ψυχή χωρίς να γίνει αυτό ψυχή

laquoΤούτο το Πνεύμα προελθόν ουκ αυτό γέγονε ψυχή αλλά ψυχήν έκτισεν∙ ουκ αυτό

εις ψυχήν μετεβλήθη αλλά ψυχήν εδημιούργησε δημιουργόν γαρ το Πνεύμα το

Άγιον κοινωνεί τη δημιουργία του σώματος και τη δημιουργία της ψυχής Πατήρ γαρ

και Υιός και Πνεύμα Άγιον τη θεία δυνάμει δημιουργεί το πλάσμα

21καὶ ἐπέβαλεν ὁ θεὸς ἔκστασιν ἐπὶ τὸν αδαμ καὶ ὕπνωσεν καὶ ἔλαβεν μίαν τῶν

πλευρῶν αὐτοῦ καὶ ἀνεπλήρωσεν σάρκα ἀντ αὐτῆς 22καὶ ᾠκοδόμησεν κύριος ὁ

θεὸς τὴν πλευράν ἣν ἔλαβεν ἀπὸ τοῦ αδαμ εἰς γυναῖκα καὶ ἤγαγεν αὐτὴν πρὸς τὸν

αδαμ 23καὶ εἶπεν αδαμ τοῦτο νῦν ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστέων μου καὶ σὰρξ ἐκ τῆς

σαρκός μου αὕτη κληθήσεται γυνή ὅτι ἐκ τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς ἐλήμφθη αὕτη

24ἕνεκεν τούτου καταλείψει ἄνθρωπος τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ

καὶ προσκολληθήσεται πρὸς τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν

25καὶ ἦσαν οἱ δύο γυμνοί ὅ τε αδαμ καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ καὶ οὐκ ᾐσχύνοντο Ο Θεός

προγνωρίζοντας το τι θα επακολουθούσε μετά την δημιουργία των ανθρώπων τους

έπλασε βιολογικά έτοιμους για laquoγάμου κοινωνίανraquo Η δημιουργία αναφέρεται αρχικά

μόνο στον Αδάμ laquoΤου Αδάμ καθεύδοντος η γυνή κατασκευάζετοraquo1 Ο άγιος

Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναφέρει ότι ο Μωυσής δεν χρησιμοποιεί το ρήμα

laquoέπλασενraquo όταν μιλά για την Εύα αλλά το laquoωκοδόμησενraquo θέλοντας να δείξει ότι αυτή

έγινε από την ίδια ουσία του Αδάμ όχι από άλλη διαφορετική Η γυναίκα λοιπόν δεν

υπολείπεται σε κάτι από τον Αδάμ Είναι ανθρώπινη ύπαρξη τέλεια αλλά και ισότιμη

προς αυτόν Ο Θεός προγνωρίζοντας την πτώση των πρωτοπλάστων επινοεί τον γάμο

9

και την ανάγκη της αμοιβαίας παρηγοριάς τους

Πριν από την παρακοή και την έξοδο από την παραδείσια ζωή δεν υπήρχε ο

γάμος Οι πρωτόπλαστοι ζούσαν παρθενική ζωή μιμούμενοι την ζωή των Αγγέλων

Λέγει ο άγιος Χρυσόστομος laquoΤα της συνουσίας έγιναν μετά την παράβασηbull μέχρι

τότε ζούσαν ως άγγελοι μέσα στον παράδεισο χωρίς να φλέγωνται από την σαρκική

επιθυμία ούτε να πολιορκούνται από άλλα πάθη ούτε να πιέζονται από τις φυσικές

ανάγκες αλλά αφού δημιουργήθηκαν εντελώς άφθαρτοι και αθάνατοι δεν είχαν

ανάγκη ούτε να φορούν ρούχα Πριν μπει η αμαρτία και η παρακοή ήσαν ντυμένοι με

την θεϊκή δόξα γιrsquo αυτό και δεν ντρέπονταν αν και ήσαν γυμνοίraquo2 Οι πρωτόπλαστοι

δεν κατόρθωσαν να διατηρήσουν την ανώτερη αυτή ζωή για τον εαυτό τους

Φάνηκαν ανάξιοι των τόσων μεγάλων αγαθών που τους έδωσε ο Θεός3

ὁ δὲ ὄφις ἦν φρονιμώτατος πάντων τῶν θηρίων τῶν ἐπὶ τῆς γῆς ὧν ἐποίησεν

κύριος ὁ θεός καὶ εἶπεν ὁ ὄφις τῇ γυναικί τί ὅτι εἶπεν ὁ θεός οὐ μὴ φάγητε ἀπὸ

παντὸς ξύλου τοῦ ἐν τῷ παραδείσῳ

Ο διάβολος προσεγγίζει την Εύα και θεολογεί γίνεται ο πρώτος θεολόγος αφού

ονομάζει το Θεό Θεό

Υπάρχει εδώ ένα ερώτημα πως ελάλησε ο όφις Ο όφις κατόρθωσε να μιμηθεί την

ανθρώπινη φωνή χωρίς όμως αυτό να ξενίσει την Εύα Υπήρχε πρό της πτώσεως μια

τέλεια αρμονία μεταξύ Θεού και ανθρώπου ανθρώπου και ζώων αλλά και ζώων με

ζώων

Ο διάβολος δεν γνώριζε τί εντολή είχε δώσει ο Θεός στους πρωτοπλάστους και

προσπαθεί τώρα να ψαρέψει την απάντηση από την αφελή συνομιλήτριά του Δε

διστάζει να ονομάσει το Θεό ψεύτη λέγοντας πως ο Θεός δε σας είπε την αλήθεια αν

φάτε από τον καρπό που σας απαγόρευσε θα ανοίξουν τα μάτια σας και θα γίνετε θεοί

ίσοι με αυτόν και δεν θα τον έχετε πλέον ανάγκη

Από την άλλη μεριά η Εύα αντί να φύγει απαντάει Πολύ σωστά επισημαίνει ο

Χρυσόστομος laquoΜή βάλητε τους μαργαρίτας έμπροσθεν των χοίρωνraquo Όσο λοιπόν η

Εύα πείθετε στα λόγια του σατανά τόσο απομακρύνεται από τον Θεό τόσο και η

Θεία Χάρη την απογυμνώνει σταδιακά Τελικά τρώει τον απαγορευμένο καρπό και

δίνει και στον άντρα της Μια μεγάλη αμαρτία έχει πλέον συντελεσθεί Η αμαρτία

αυτή εμπεριέχει μέσα της την υπερηφάνεια την απιστία την αυθάδεια την παρακοή

Παρόλα αυτά η αμαρτία αυτή είναι μικρότερη από αυτή των εκπεσόντων αγγέλων

Διότι ο πειρασμός των πρωτοπλάστων ήταν εξωτερικός ενώ των εκπεσόντων

αγγέλων εσωτερικός

Ακολουθεί ο σκοτισμός του νου αντιλαμβάνονται ξαφνικά χάνοντας την πρότερη

αθωότητα ότι είναι γυμνοί και σκεπάζονται με φύλα συκής

Ο Θεός φωνάζει εν μέσω του παραδείσου Αδάμ που ει Οι πρωτόπλαστοι κρύβονται

εξαιτίας των ενοχών τους Αντί όμως ο Θεός να εισπράξει την ομολογία του Αδάμ

για το αν έφαγε από τον απαγορευμένο καρπό βρίσκει μπροστά Του την μετάθεση

των ευθυνών στη γυναίκα Το ίδιο κάνει και η γυναίκα μεταθέτοντας με τη σειρά της

την ευθύνη της στον διάβολο

10

Ας προσέξουμε Τον όφι δεν τον ρωτά για το τι έπραξε διότι γνωρίζει ο Θεός πως

ενήργησε εξrsquo ιδίας πρωτοβουλίας Ο σατανάς ήδη μετά την πτώση του είχε

κατακριθεί

Το φίδι τιμωρείται με το να περπατά με την κοιλιά του και να τρώει χώμα πράγμα

που συμβολίζει την τέλεια συντριβή του διαβόλου

Την γυναίκα νίκησες σατανά και διrsquo αυτής τον άνδρα από γυναίκα όμως θα νικηθείς

Εδώ εικονίζεται η Θεοτόκος Το δε laquoεκ του σπέρματός σουraquo δηλοί τον μέλλοντα

Λυτρωτή Χριστό Δηλοί επίσης και την παρθενία της Παναγίας διότι όχι εκ

σπέρματος ανδρός αλλά εκ σπέρματός σου της γυναικός θα προκύψει ο Λυτρωτής

Χριστός

Ο Φιλόστοργος Πατήρ ευαγγελίζεται την υπόσχεση της ελεύσεως του Λυτρωτή και

την πλήρη συντριβή του σατανά εξrsquo ου και πρωτοευαγγέλιο ονομάσθηκε ο στίχος

αυτός

Μιλώντας στην Εύα μιλά προς αυτή σε γένος αρσενικό Αυτός σου τηρήσει την

κεφαλήν Αναφερόμενος εδώ ξεκάθαρα ο Θεός στον Μεσσία Ο σταυρικός θάνατος

του Λυτρωτού είναι η πληγή στην πτέρνα Του

Η λαγνεία της Εύας προς τον απαγορευμένο καρπό τιμωρείται με τους πόνους της

γέννας και την υποταγή της στον άνδρα

Για τον Αδάμ η φύση αγριεύει βγάζοντας αγκάθια και τριβόλια και έτσι πλέον

καλείται με τον ιδρώτα του προσώπου του να κερδίζει το ψωμί του

Η μεγαλύτερη όμως συνέπεια της αμαρτίας είναι ο θάνατος laquoΕως ότου αποστρέψαι

εις την γην εξrsquo ης ελήφθη

Ο Θεός εν συνεχεία ενδύει τους πρωτοπλάστους με δερμάτινους χιτώνες για να τους

προστατέψει από την μεταβολή των καιρικών φαινομένων Οποία στοργή του Θεού

εκεί που ξεσπούσε η θεία οργή Του

Όταν δε εκβλήθησαν εκ του παραδείσου οι πρωτόπλαστοι κατοίκησαν απέναντι από

τον παράδεισο και τούτο για να βλέπουν το τί έχασαν και να μισούν εφrsquo εξής την

αμαρτία Τα Χερουβείμ με την φλογίνη ρομφαία φυλάνε πλέον αντί του Αδάμ τον

παράδεισο Ο Ευσέβιος Καισαρείας λέγει πως αυτό επικράτησε μέχρι τον θάνατο

των πρωτοπλάστων

laquoἈδάμ δε ἔγνω Εὔα τήν γυναίκα αυτοῦraquo Μετά την έκπτωση εκ του παραδείσου τότε

τα συνουσίας αρχήν λαμβάνει Πρό δε της παρακοής αγγελικόν βίον εμιμούντο λέει ο

Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Άρα αυτό που λένε πολλοί πως εξαιτίας της συνουσίας εκβλήθηκαν οι πρωτόπλαστοι

από τον παράδεισο δεν ισχύει

11

Η ιστορία του Κάϊν και του Άβελ

1αδαμ δὲ ἔγνω ευαν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ συλλαβοῦσα ἔτεκεν τὸν καιν καὶ εἶπεν ἐκτησάμην ἄνθρωπον διὰ τοῦ θεοῦ 2καὶ προσέθηκεν τεκεῖν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ τὸν αβελ Το προσέθηκεν σημαίνει ότι

ευθύς αμέσως γέννησε τον Άβελ Άρα ο

Κάϊν και ο Άβελ ήταν δίδυμοι

καὶ ἐγένετο αβελ ποιμὴν προβάτων καιν δὲ ἦν ἐργαζόμενος τὴν γῆν 3καὶ ἐγένετο μεθ ἡμέρας ἤνεγκεν καιν ἀπὸ τῶν καρπῶν τῆς γῆς θυσίαν τῷ κυρίῳ 4καὶ αβελ ἤνεγκεν καὶ αὐτὸς ἀπὸ τῶν πρωτοτόκων τῶν προβάτων αὐτοῦ καὶ ἀπὸ τῶν στεάτων αὐτῶν καὶ ἐπεῖδεν ὁ θεὸς ἐπὶ αβελ καὶ ἐπὶ τοῖς δώροις αὐτοῦ 5ἐπὶ δὲ καιν καὶ ἐπὶ ταῖς θυσίαις αὐτοῦ οὐ προσέσχεν Το ερώτημα εδώ που προκύπτει είναι το πως εκδηλώθηκε αυτή η ευαρέσκεια του Θεού στη θυσία του Άβελ Δια πυρός μας λένε οι πατέρες το οποίο πυρ ήλθε εξ ουρανού

καὶ ἐλύπησεν τὸν καιν λίαν καὶ συνέπεσεν τῷ προσώπῳ 6καὶ εἶπεν κύριος ὁ θεὸς τῷ καιν ἵνα τί περίλυπος ἐγένου καὶ ἵνα τί συνέπεσεν τὸ πρόσωπόν σου 7οὐκ ἐὰν ὀρθῶς προσενέγκῃς ὀρθῶς δὲ μὴ διέλῃς ἥμαρτες ἡσύχασον πρὸς σὲ ἡ ἀποστροφὴ αὐτοῦ καὶ σὺ ἄρξεις αὐτοῦ 8καὶ εἶπεν καιν πρὸς αβελ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ διέλθωμεν εἰς τὸ πεδίον καὶ ἐγένετο ἐν τῷ εἶναι αὐτοὺς ἐν τῷ πεδίῳ καὶ ἀνέστη καιν ἐπὶ αβελ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ καὶ ἀπέκτεινεν αὐτόν Οποία αναισθησία Αντί να παραδειγματιστεί από τη θυσία του Άβελ Αντί να

ακούσει να φιλόστοργα λόγια του ουρανίου Πατρός σπεύδει ως λέων να

κατασπαράξει από τη ζήλια του εκείνον που δικαιώθηκε λόγω της εξαιρετικής του

ευλάβειας Τον καλεί λοιπόν να πάνε έναν περίπατο Ο αδελφός του ως απονήρευτος

και άκακος δέχεται την πρόταση του αδελφού και εκεί δέχεται τη θανάσιμη επίθεση

9καὶ εἶπεν ὁ θεὸς πρὸς καιν ποῦ ἐστιν αβελ ὁ ἀδελφός σου ὁ δὲ εἶπεν οὐ γινώσκω μὴ φύλαξ τοῦ ἀδελφοῦ μού εἰμι ἐγώ 10καὶ εἶπεν ὁ θεός τί ἐποίησας φωνὴ αἵματος τοῦ ἀδελφοῦ σου βοᾷ πρός με ἐκ τῆς γῆς 11καὶ νῦν ἐπικατάρατος σὺ ἀπὸ τῆς γῆς Οποία φρικτή καταδίκη Όταν από το στόμα του Θεού τον ευλογία σκορπίζοντος εξέρχεται η κατάρα Η παρά τω Θεώ όμως κατάρα είναι έκφραση Θείας δικαιοσύνης

ἣ ἔχανεν τὸ στόμα αὐτῆς δέξασθαι τὸ αἷμα τοῦ ἀδελφοῦ σου ἐκ τῆς χειρός σου 12ὅτι ἐργᾷ τὴν γῆν καὶ οὐ προσθήσει τὴν ἰσχὺν αὐτῆς δοῦναί σοι στένων καὶ τρέμων ἔσῃ ἐπὶ τῆς γῆς Δεν πρόκειται λέει εδώ ο Θεός η γη να σου αποφέρει τα

του κόπου σου Μάταια δηλαδή θα ιδρώνεις Αυτή είναι η δεύτερη τιμωρία που

λαμβάνει Το στένων και τρέμων ἔση σημαίνει θα έχεις στεναγμό λόγω του

περιπλανώμενου επί της γης βίου σου Αυτή είναι η τρίτη τιμωρία

12

13καὶ εἶπεν καιν πρὸς τὸν κύριον μείζων ἡ αἰτία μου τοῦ ἀφεθῆναί με 14εἰ ἐκβάλλεις με σήμερον ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς καὶ ἀπὸ τοῦ προσώπου σου κρυβήσομαι καὶ ἔσομαι στένων καὶ τρέμων ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἔσται πᾶς ὁ εὑρίσκων με ἀποκτενεῖ με 15καὶ εἶπεν αὐτῷ κύριος ὁ θεός οὐχ οὕτως πᾶς ὁ ἀποκτείνας καιν ἑπτὰ ἐκδικούμενα παραλύσει καὶ ἔθετο κύριος ὁ θεὸς σημεῖον τῷ καιν τοῦ μὴ ἀνελεῖν αὐτὸν πάντα τὸν εὑρίσκοντα αὐτόν Ο Κάϊν δεν μετανοεί

δεν συνέρχεται Δεν πικραίνεται διότι χωρίσθηκε από τον Θεό αλλά το μόνο που

φοβάται είναι να μην τον σκοτώσουν Ποιοι όμως να τον σκοτώσουν Σίγουρα όχι οι

γονείς του ο Αδάμ και η Εύα Εδώ φαίνεται πως ο Αδάμ πρό του φόνου του Άβελ θα

είχε κάνει και άλλα τέκνα Ο Θεός έδωσε λέει στον Κάϊν σημείο ώστε όποιος τον

εύρισκε να μην τον σκότωνε Ποιο ήταν αυτό το σημείο Το σκυθρωπό του πρόσωπο

ήταν το οποίο προκαλούσε σε όποιον τον έβλεπε την αποστροφή

16ἐξῆλθεν δὲ καιν ἀπὸ προσώπου τοῦ θεοῦ καὶ ᾤκησεν ἐν γῇ ναιδ κατέναντι εδεμ

17καὶ ἔγνω καιν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ συλλαβοῦσα ἔτεκεν τὸν ενωχ καὶ ἦν οἰκοδομῶν πόλιν καὶ ἐπωνόμασεν τὴν πόλιν ἐπὶ τῷ ὀνόματι τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ ενωχ Οικοδόμησε πόλη ο Καϊν η οποία ουσιαστικά ήταν ένα πρωτόγονο φρούριο

από γιγαντιαίους λίθους το οποίο τον προστάτευε από τα αδέρφια του διότι ήταν

ένοχος απέναντί τους Έτσι έληξε ο πλάνης βίος του Κάϊν δείχνοντας τελικά πως η

προσκόλησή του στα γήινα τον χώρισε τελικά από τα υπόλοιπα αδέρφια του Οι

απόγονοι δε του Κάϊν απομακρύνθηκαν από τον Θεό

18ἐγενήθη δὲ τῷ ενωχ γαιδαδ καὶ γαιδαδ ἐγέννησεν τὸν μαιηλ καὶ μαιηλ ἐγέννησεν τὸν μαθουσαλα καὶ μαθουσαλα ἐγέννησεν τὸν λαμεχ 19καὶ ἔλαβεν ἑαυτῷ λαμεχ δύο γυναῖκας ὄνομα τῇ μιᾷ αδα καὶ ὄνομα τῇ δευτέρᾳ σελλα Ο

Λάμεχ είναι ο πρώτος που παραβιάζει την μονογαμία παίρνοντας για τον εαυτό του

δύο γυναίκες

20καὶ ἔτεκεν αδα τὸν ιωβελ οὗτος ἦν ὁ πατὴρ οἰκούντων ἐν σκηναῖς κτηνοτρόφων 21καὶ ὄνομα τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ ιουβαλ οὗτος ἦν ὁ καταδείξας ψαλτήριον καὶ κιθάραν 22σελλα δὲ ἔτεκεν καὶ αὐτὴ τὸν θοβελ καὶ ἦν σφυροκόπος χαλκεὺς χαλκοῦ καὶ σιδήρου ἀδελφὴ δὲ θοβελ νοεμα Να η

αξιοπρέπεια του ανθρώπου ως εξέλιξη προς απάντηση των υποστηρικτών της

Δαρβίνειας θεωρίας Ο Ιουβάλ είναι ο εφευρέτης των έγχορδω οργάνων ενώ ο

Θοβέλ είναι ο πρώτος που επεξεργάζεται μέταλλα Κσνείς από αυτούς σίγουρα δεν

ήταν η εξέλιξη κάποιου είδους πιθήκου

23εἶπεν δὲ λαμεχ ταῖς ἑαυτοῦ γυναιξίν αδα καὶ σελλα ἀκούσατέ μου τῆς φωνῆς γυναῖκες λαμεχ ἐνωτίσασθέ μου τοὺς λόγους ὅτι ἄνδρα ἀπέκτεινα εἰς τραῦμα ἐμοὶ καὶ νεανίσκον εἰς μώλωπα ἐμοί

24ὅτι ἑπτάκις ἐκδεδίκηται ἐκ καιν ἐκ δὲ λαμεχ ἑβδομηκοντάκις ἑπτά Ο Λάμεχ λοιπόν επανἐλαβε την αμαρτία του Κάϊν γενόμενος κι αυτός φονιάς

25ἔγνω δὲ αδαμ ευαν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ συλλαβοῦσα ἔτεκεν υἱὸν καὶ ἐπωνόμασεν τὸ ὄνομα αὐτοῦ σηθ λέγουσα ἐξανέστησεν γάρ μοι ὁ θεὸς

13

σπέρμα ἕτερον ἀντὶ αβελ ὃν ἀπέκτεινεν καιν 26καὶ τῷ σηθ ἐγένετο υἱός ἐπωνόμασεν δὲ τὸ ὄνομα αὐτοῦ ενως οὗτος ἤλπισεν ἐπικαλεῖσθαι τὸ ὄνομα κυρίου τοῦ θεοῦ

αὕτη ἡ βίβλος γενέσεως ἀνθρώπων ᾗ ἡμέρᾳ ἐποίησεν ὁ θεὸς τὸν αδαμ κατ εἰκόνα θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν 2ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτοὺς καὶ εὐλόγησεν αὐτούς καὶ ἐπωνόμασεν τὸ ὄνομα αὐτῶν αδαμ ᾗ ἡμέρᾳ ἐποίησεν αὐτούς

3ἔζησεν δὲ αδαμ διακόσια καὶ τριάκοντα ἔτη καὶ ἐγέννησεν κατὰ τὴν ἰδέαν αὐτοῦ καὶ κατὰ τὴν εἰκόνα αὐτοῦ καὶ ἐπωνόμασεν τὸ ὄνομα αὐτοῦ σηθ 4ἐγένοντο δὲ αἱ ἡμέραι αδαμ μετὰ τὸ γεννῆσαι αὐτὸν τὸν σηθ ἑπτακόσια ἔτη καὶ ἐγέννησεν υἱοὺς καὶ θυγατέρας 5καὶ ἐγένοντο πᾶσαι αἱ ἡμέραι αδαμ ἃς ἔζησεν ἐννακόσια καὶ τριάκοντα ἔτη καὶ ἀπέθανεν

Ενώχ

Μια μορφή που δεσπόζει για την αγιότητα της ζωής του

εφόσον η Γραφή δεν αναφέρει τίποτε εις βάρος του είναι ο

Ενώχ

Γιος ενός άσημου για την ιστορία ανθρώπου του Ιάρεδ

απογόνου του τρίτου γιου του Αδάμ Σηθ άθελά του

καθιερώθηκε απ τον Θεό όπως βεβαιώνει κι η σημασία

του ονόματός του να διαδραματίσει σπουδαίο ρόλο στο

θείο σχέδιο για τη σωτηρία του κόσμου Γέννησε το

Μαθουσάλα τον μακροβιότερο άνθρωπο που ποτέ έζησε

στη γη παρ όλο που η δική του ζωή διήρκεσε τόσο λίγο

τριακόσια εξήντα πέντε χρόνια Έζησε ζωή άμεμπτης

αγνότητας σε περίοδο που ούτε ο Νόμος του Θεού είχε δοθεί ούτε φυσικά κι η

μεταγενέστερη του Νόμου Χάρη είχε επιτελεστεί Οραματίστηκε την τελική Κρίση

που ο Θεός θα κάμει στα τέλη των αιώνων και δια του τρόπου με τον οποίο έγινε η

μετάθεσή του μίλησε στις επόμενες γενιές για την μετά το θάνατο Ανάσταση του

Μεσσία που θα ρχόταν και για την τελική Ανάσταση των κεκοιμημένων αγίων

ίνα καταποθή το θνητόν υπό της ζωής (Β΄ Κορ 104)

Στο βιβλίο της Γένεσης συναντάμε δυο πρόσωπα με το όνομα Ενώχ στο 41718 και

στο 518 που είναι μεταξύ τους τελείως ανόμοια και διαφορετικά Ο πρώτος είναι ο

γιος του Κάιν του αδελφοκτόνου προς τιμήν του οποίου ο πατέρας του έκτισεν

πόλιν και κάλεσεν κατά το όνομα αυτού (417) κι ο δεύτερος είναι ο γιος του Ιάρεδ

όπως ήδη είπαμε ο εκλεκτός του Θεού Ενώχ που δεν είχε εδώ πόλιν μένουσαν

αλλά την μέλλουσαν επιζητούσε (Εβρ 1113-14) στην οποία και τόσο ένδοξα

μετέβη

14

Το ότι ο Ενώχ έζησε τριακόσια εξήντα πέντε μόνο χρόνια που είναι ακριβώς ο

αριθμός των ημερών ενός ηλιακού έτους δεν ξέρουμε τι συμβολίζει Ίσως τη

ματαιότητα της σύντομης εδώ ζωής μας ίσως την πληρότητα μιας αποστολής την

οποία ο Θεός ανέθεσε σε κάποιον άνθρωπό Του ίσως το τέλειο ανάστημα της ζωής

του Χριστού στο οποίο ο Θεός θέλει να φτάσουμε πριν μας πάρει κοντά Του

ίσως ίσως Ασχέτως όμως όλων αυτών γεγονός είναι ένα ότι ο Ενώχ αποτελεί μια

εξαίρεση ένα υπόδειγμα ένα θαύμα του Θεού σε ανθρώπινη ζωή

Γιατί άραγε έζησε τόσο λίγο ενώ ο γιος του ο Μαθουσάλα έφτασε τη μεγαλύτερη

ηλικία ανθρώπου επί της γης -965 χρόνια- ο δε μεταγενέστερός του ο Νώε δεύτερος

μετά τον Αδάμ κληρονόμος όλης της γης έζησε 950 χρόνια Μήπως ο Ενώχ έτσι

εξεπλήρωσε κάποια πολύ σημαντική αποστολή Ενώ θα παρευρέθηκε στην κηδεία

του Αδάμ (πράγμα που συνάγεται απ τους υπολογισμούς των ετών που περιέχονται

στην πρώτη αυτή περίοδο της ιστορίας) και δεδομένου ότι ο Αδάμ ως εκπρόσωπος

του αμαρτωλού ανθρώπου έπρεπε να πεθάνει και το σώμα του να ταφεί στη γη ο

Ενώχ εκπροσωπώντας τον αγιασμένο άνθρωπο του Θεού δεν πέθανε αλλά

μετατέθηκε απ ευθείας χωρίς να γευτεί θάνατο στου ουρανό του Θεού Πιστή

εικόνα τούτη για τον σωσμένο δια της θυσίας του Ιησού Χριστού αμαρτωλό για τον

οποίο θάνατος πια δεν υπάρχει διότι μετέβη εκ του θανάτου εις την ζωήν (Ιωάν

524)

Ο Λόγος του Θεού μας λέει ότι ο Ενώχ περιεπάτησεν μετά του Θεού (Γέν 524)

όχι ενώπιον του Θεού όπως μας λέει για τον Αβραάμ (Γεν 171) για το Δαυίδ

(Ψαλμ 8915) για τον Ησαϊα (4027-31) για το Ζαχαρία και την Ελισσάβετ (Ιακ

16) Μήπως τούτο είναι σύμβολο και συγχρόνως προφητεία του περπατήματος που ο

χριστιανός ο άνθρωπος δηλαδή που θα δεχόταν τη Χάρη θα κανε με τον Χριστό

βάσει της υπόσχεσής Του μεθ υμών ειμί (Ματθ 2820) και της εντολής Του

μείνατε εν εμοί καγώ εν υμίν (Ιωάν 154) Διότι σε τούτη την περίπτωση δεν

έχουμε περπάτημα ενώπιον του Θεού αλλά μετά του Θεού Κάτι δηλαδή πολύ

ουσιαστικότερο και πλουσιότερο για κάθε άνθρωπο που ανήκει σε Κείνον ασχέτως

περιόδου στην οποία έζησε Όταν κάποιος περπατάει με τον Θεό έχει και πλήρη

συναίσθηση της παρουσίας Του Ότι ακριβώς χρειάζεται για να ζει ζωή αγνότητας

μέσα στον κόσμο

Το μυστικό του περπατήματος του Ενώχ μετά του Θεού ήταν η πίστη του στον Θεό

της οποίας συνέπεια ήταν το ότι ευηρέστησεν τον Θεόν και ότι δε γεύτηκε θάνατο

διότι μετέθεσεν αυτόν ο Θεός (Γεν 115-6) Η μετάθεση δε αυτή είναι τύπος του

τρόπου με τον οποίο οι άγιοι του Θεού θέλουσι μεταμορφωθή εν τη εσχάτη

σάλπιγγι χωρίς να γευτούν θάνατο (Α΄ Κορ 1551-52)

Αλλά ο Ενώχ δεν προφήτεψε μόνο με τη ζωή του μελλοντικές αλήθειες αλλά και με

το στόμα του προφήτεψε περί της Κρίσης την οποίαν στα τέλη των αιώνων ο Κύριος

μαζί με τους αγίους Του θα κάμει για κάθε ασεβή άνθρωπο δια να ελέγξη πάντας

τους ασεβείς Στην επιστολή του Ιούδα εδ 14-15 διαβάζουμε Προεφήτευσε δε

περί τούτων και ο Ενώχ έβδομος από Αδάμ λέγωνmiddot Ιδού ήλθεν ο Κύριος με

μυριάδας αγίων αυτού δια να κάμη κρίσιν κατά πάντων και να ελέγξη πάντας τους

ασεβείς εξ αυτών δια πάντα τα έργα της ασεβείας αυτών τα οποία έπραξαν και δια

πάντα τα σκληρά τα οποία ελάλησαν κατ αυτού αμαρτωλοί ασεβείς

15

Ο Ενώχ αναφέρεται μια μόνο φορά στην Καινή Διαθήκη ως προφήτης (Ιούδα 14)

Με το όνομα Βιβλίο Ενώχ σώζεται απόκρυφο σύγγραμμα που γράφτηκε περί τα

110 πΧ περιέχει προφητείες περί της συντέλειας του κόσμου και είναι σε αιθιοπική

μετάφραση Δεν αποκλείεται η παραπομπή στο βιβλίο του Ιούδα να είναι παρμένη απ

αυτό Όμως το βιβλίο αυτό το απέρριψαν ως μη κανονικό τόσο οι Εβραίοι όσο και

οι Πατέρες της Εκκλησίας

Ας μείνει μέσα μας απ όλα όσα ελέχθησαν περί του Ενώχ πως αν κάτι έχει ύψιστη

σημασία για τον Θεό και για μας είναι το να περιπατώμεν καθώς Εκείνος

περιεπάτησεν (Α΄ Ιωάν 26) φυλάττοντες τας εντολάς αυτού και πράττοντες τα

αρεστά ενώπιον αυτού (Α΄ Ιωάν 322)

Γιἀννης Έρτσος

Σας παραθέτουμε τώρα προς ανάγνωσιν το απόκρυφο βιβλίο του Ενώχ

1 Λόγος εὐλογίας Ἑνώχ καθὼς εὐλόγησεν ἐκλεκτοὺς δικαίους οἵτινες

ἔσονται εἰς ἡμέραν ἀνάγκης ἐξᾶραι πάντας τοὺς ἐχθρούς καὶ σωθήσονται

δίκαιοι

2 Καὶ ἀναλαβὼν τὴν παραβολὴν αὐτοῦ εἶπεν Ἑνώχmiddot (ἄνθρωπος δίκαιός

ἐστιν [ᾧ] ὅρασις ἐκ θεοῦ αὐτῷ ἀνεῳγμένη ἦν ἔχων τὴν ὅρασιν τοῦ ἁγίου

laquoκαὶraquo τοῦ οὐρανοῦmiddot) Ἔδειξέν μοι καὶ ἁγιολόγων ἁγίων ἤκουσα ἐγώ καὶ ὡς

ἤκουσα παρrsquo αὐτῶν πάντα καὶ ἔγνων ἐγὼ θεωρῶνmiddot καὶ οὐκ εἰς τὴν νῦν

γενεὰν διενοούμην ἀλλὰ ἐπὶ πόρρω οὖσαν ἐγὼ λαλῶ

3 Καὶ περὶ τῶν ἐκλεκτῶν νῦν λέγω καὶ περὶ αὐτῶν ἀνέλαβον τὴν

παραβολήν μου καὶ ἐξελεύσεται ὁ ἅγιός μου ὁ μέγας ἐκ τῆς κατοικήσεως

αὐτοῦ

4 καὶ ὁ θεὸς τοῦ αἰῶνος ἐπὶ γῆν πατήσει ἐπὶ τὸ Σεινὰ ὄρος καὶ φανήσεται

ἐκ τῆς παρεμβολῆς αὐτοῦ καὶ φανήσεται ἐν τῇ δυνάμει τῆς ἰσχύος αὐτοῦ

ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ τῶν οὐρανῶν

5 καὶ φοβηθήσονται πάντες καὶ πιστεύσουσιν οἱ ἐγρήγοροι laquoκαὶ ᾄσουσιν

ἀπόκρυφα ἐν πᾶσιν τοῖς ἄκροις τῆς [γῆς]middot καὶ σεισθήσονται πάντα τὰ ἄκρα

τῆς γῆςraquo καὶ λήμψεται αὐτοὺς τρόμος καὶ φόβος μέγας μέχρι τῶν περάτων

τῆς γῆς

6 καὶ σεισθήσονται καὶ πεσοῦνται καὶ διαλυθήσονται ὄρη ὑψηλά καὶ

ταπεινωθήσονται βουνοὶ ὑψηλοὶ τοῦ διαρυῆναι ὄρη καὶ τακήσονται ὡς

κηρὸς ἀπὸ προσώπου πυρὸς ἐν φλογί

7 καὶ διασχισθήσεται ἡ γῆ σχίσμα ῥαγάδι καὶ πάντα ὅσα ἐστὶν ἐπὶ τῆς γῆς

ἀπολεῖται καὶ κρίσις ἔσται κατὰ πάντων

8 καὶ μετὰ τῶν δικαίων τὴν εἰρήνην ποιήσει καὶ ἐπὶ τοὺς ἐκλεκτοὺς ἔσται

συντήρησις καὶ εἰρήνη καὶ ἐπrsquo αὐτοὺς γενήσεται ἔλεος καὶ ἔσονται

πάντες τοῦ θεοῦ καὶ τὴν εὐδοκίαν δώσει αὐτοῖς καὶ πάντας εὐλογήσει καὶ

πάντων ἀντιλήμψεται καὶ βοηθήσει ἡμῖν καὶ φανήσεται αὐτοῖς φῶς καὶ

ποιήσει ἐπrsquo αὐτοὺς εἰρήνην

9 ὅτι ἔρχεται σὺν ταῖς μυριάσιν αὐτοῦ καὶ τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ ποιῆσαι

κρίσιν κατὰ πάντων καὶ ἀπολέσει πάντας τοὺς ἀσεβεῖς καὶ ἐλέγξει

πᾶσαν σάρκα περὶ πάντων ἔργων τῆς ἀσεβείας αὐτῶν ὧν ἠσέβησαν καὶ

σκληρῶν ὧν ἐλάλησαν λόγων laquoκαὶ περὶ πάντων ὧν κατελάλησανraquo κατrsquo

αὐτοῦ ἁμαρτωλοὶ ἀσεβεῖς

16

II

1 Κατανοήσατε πάντα τὰ ἔργα ἐν τῷ οὐρανῷ πῶς οὐκ ἠλλοίωσαν τὰς

ὁδοὺς αὐτῶν καὶ τοὺς φωστῆρας τοὺς ἐν τῷ οὐρανῷ ὡς τὰ πάντα

ἀνατέλλει καὶ δύνει τεταγμένος ἕκαστος ἐν τῷ τεταγμένῳ καιρῷ καὶ ταῖς

ἑορταῖς αὐτῶν φαίνονται καὶ οὐ παραβαίνουσιν τὴν ἰδίαν τάξιν

2 ἴδετε τὴν γῆν καὶ διανοήθητε περὶ τῶν ἔργων τῶν ἐν αὐτῇ γενομένων

ἀπrsquo ἀρχῆς μέχρι τελειώσεως ὥς εἰσιν φθαρτά ὡς οὐκ ἀλλοιοῦνται οὐδὲν

τῶν ἐπὶ γῆς ἀλλὰ πάντα ἔργα θεοῦ ὑμῖν φαίνεται

3 ἴδετε τὴν θερείαν καὶ τὸν χειμῶνα

καταμάθετε καὶ ἴδετε πάντα τὰ δένδρα

IIIndashV

1πῶς τὰ φύλλα χλωρὰ ἐν αὐτοῖς σκέποντα τὰ δένδρα καὶ πᾶς ὁ καρπὸς

αὐτῶν εἰς τιμὴν καὶ δόξαν διανοήθητε καὶ γνῶτε περὶ πάντων τῶν ἔργων

αὐτοῦ καὶ νοήσατε ὅτι θεὸς ζῶν ἐποίησεν αὐτὰ οὕτως καὶ ζῇ εἰς πάντας

τοὺς αἰῶναςmiddot

2 καὶ τὰ ἔργα αὐτοῦ πάντα ὅσα ἐποίησεν εἰς τοὺς αἰῶνας ἀπὸ ἐνιαυτοῦ εἰς

ἐνιαυτὸν γινόμενα πάντα οὕτως καὶ πάντα ὅσα ἀποτελοῦσιν αὐτῷ τὰ

ἔργα καὶ οὐκ ἀλλοιοῦνται αὐτῶν τὰ ἔργα ἀλλrsquo ὡσπερεὶ κατὰ ἐπιταγὴν τὰ

πάντα γίνεται

3 ἴδετε πῶς ἡ θάλασσα καὶ οἱ ποταμοὶ ὡς ὁμοίως ἀποτελοῦσιν καὶ οὐκ

ἀλλοιοῦσιν αὐτῶν τὰ ἔργα ἀπὸ τῶν λόγων αὐτοῦ

4 ὑμεῖς δὲ οὐκ ἐνεμείνατε οὐδὲ ἐποιήσατε κατὰ τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ ἀλλὰ

ἀπέστητε καὶ κατελαλήσατε μεγάλους καὶ σκληροὺς λόγους ἐν στόματι

ἀκαθαρσίας ὑμῶν κατὰ τῆς μεγαλωσύνης αὐτοῦ ὅτι κατελαλήσατε ἐν τοῖς

ψεύμασιν ὑμῶν σκληροκάρδιοι οὐκ ἔστιν εἰρήνη ὑμῖν

5 τοιγὰρ τὰς ἡμέρας ὑμῶν ὑμεῖς καταράσεσθε καὶ τὰ ἔτη τῆς ζωῆς ὑμῶν

ἀπολεῖται καὶ τὰ ἔτη τῆς ἀπωλείας ὑμῶν πληθυνθήσεται ἐν κατάρᾳ

αἰώνων καὶ οὐκ ἔσται ὑμῖν ἔλεος καὶ εἰρήνη

6 τότε ἔσται τὰ ὀνόματα ὑμῶν εἰς κατάραν αἰώνιον πᾶσιν τοῖς δικαίοις

καὶ ἐν ὑμῖν καταράσονται πάντες οἱ καταρώμενοι καὶ πάντες οἱ

ἁμαρτωλοὶ καὶ ἀσεβεῖς ἐν ὑμῖν ὀμοῦνται καὶ πάντες οἱ ἀναμάρτητοι

χαρήσονται καὶ ἔσται αὐτοῖς λύσις ἁμαρτιῶν καὶ πᾶν ἔλεος καὶ εἰρήνη καὶ

ἐπιείκεια ἔσται αὐτοῖς σωτηρία φῶς ἀγαθόν καὶ αὐτοὶ κληρονομήσουσιν

τὴν γῆν καὶ πᾶσιν ὑμῖν τοῖς ἁμαρτωλοῖς οὐχ ὑπάρξει σωτηρία ἀλλὰ ἐπὶ

πάντας ὑμᾶς κατάλυσις κατάρα

7 καὶ τοῖς ἐκλεκτοῖς φῶς καὶ χάρις καὶ εἰρήνη καὶ αὐτοὶ κληρονομήσουσιν

τὴν γῆν ὑμῖν δὲ τοῖς ἀσεβέσιν ἔσται κατάρα

8 τότε δοθήσεται τοῖς ἐκλεκτοῖς φῶς καὶ χάρις καὶ αὐτοὶ

κληρονομήσουσιν τὴν γῆν τότε δοθήσεται πᾶσιν τοῖς ἐκλεκτοῖς σοφία καὶ

πάντες οὗτοι ζήσονται καὶ οὐ μὴ ἁμαρτήσονται ἔτι οὐ κατrsquo ἀλήθειαν οὔτε

κατὰ ὑπερηφανίαν καὶ ἔσται ἐν ἀνθρώπῳ πεφωτισμένῳ φῶς καὶ

ἀνθρώπῳ ἐπιστήμονι νόημα καὶ οὐ μὴ πλημμελήσουσιν

9 οὐδὲ μὴ ἁμάρτωσιν πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς αὐτῶν καὶ οὐ μὴ

ἀποθάνωσιν ἐν ὀργῇ θυμοῦ ἀλλὰ τὸν ἀριθμὸν αὐτῶν ζωῆς ἡμερῶν

πληρώσουσιν καὶ ἡ ζωὴ αὐτῶν αὐξηθήσεται ἐν εἰρήνῃ καὶ τὰ ἔτη τῆς

χαρᾶς αὐτῶν πληθυνθήσεται ἐν ἀγαλλιάσει καὶ εἰρήνη αἰῶνος ἐν πάσαις

ταῖς ἡμέραις τῆς ζωῆς αὐτῶν

VI

1 Καὶ ἐγένετο οὗ ἂν ἐπληθύνθησαν οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων ἐν ἐκείναις

ταῖς ἡμέραις ἐγεννήθησαν θυγατέρες ὡραῖαι καὶ καλαί

17

2 καὶ ἐθεάσαντο αὐτὰς οἱ ἄγγελοι υἱοὶ οὐρανοῦ καὶ ἐπεθύμησαν αὐτάς

καὶ εἶπαν πρὸς ἀλλήλουςmiddot Δεῦτε ἐκλεξώμεθα ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ τῶν

ἀνθρώπων καὶ γεννήσομεν ἑαυτοῖς τέκνα

3 καὶ εἶπεν Σεμειαζᾶς πρὸς αὐτούς ὃς ἦν ἄρχων αὐτῶν Φοβοῦμαι μὴ οὐ

θελήσετε ποιῆσαι τὸ πρᾶγμα τοῦτο καὶ ἔσομαι ἐγὼ μόνος ὀφειλέτης

ἁμαρτίας μεγάλης

4 ἀπεκρίθησαν οὖν αὐτῷ πάντες Ὀμόσωμεν ὅρκῳ πάντες καὶ

ἀναθεματίσωμεν πάντες ἀλλήλους μὴ ἀποστρέψαι τὴν γνώμην ταύτην

μέχρις οὗ ἂν τελέσωμεν αὐτὴν καὶ ποιήσωμεν τὸ πρᾶγμα τοῦτο

5 τότε ὄμοσαν πάντες ὁμοῦ καὶ ἀνεθεμάτισαν ἀλλήλους ἐν αὐτῷ

7 Καὶ ταῦτα τὰ ὀνόματα τῶν ἀρχόντων αὐτῶνmiddot Σεμιαζά οὗτος ἦν ἄρχων

αὐτῶνmiddot Ἀραθάκ Κιμβρά Σαμμανή Δανειήλ Ἀρεαρώς Σεμιήλ Ἰωμειήλ

Χωχαριήλ Ἐζεκιήλ Βατριήλ Σαθιήλ Ἀτριήλ Ταμιήλ Βαρακιήλ Ἀνανθνά

Θωνιήλ Ῥαμιήλ Ἀσέαλ Ῥακειήλ Τουριήλ

8 οὗτοί εἰσιν ἀρχαὶ αὐτῶν οἱ [ἐπὶ] δέκα

VII

1 Καὶ ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκαςmiddot ἕκαστος αὐτῶν ἐξελέξαντο ἑαυτοῖς

γυναῖκας καὶ ἤρξαντο εἰσπορεύεσθαι πρὸς αὐτὰς καὶ μιαίνεσθαι ἐν

αὐταῖςmiddot καὶ ἐδίδαξαν αὐτὰς φαρμακείας καὶ ἐπαοιδὰς καὶ ῥιζοτομίας καὶ

τὰς βοτάνας ἐδήλωσαν αὐταῖς

2 Αἱ δὲ ἐν γαστρὶ λαβοῦσαι ἐτέκοσαν γίγαντας μεγάλους ἐκ πηχῶν

τρισχιλίων

3 οἵτινες κατησθίοσαν τοὺς κόπους τῶν ἀνθρώπων ὡς δὲ οὐκ ἐδυνήθησαν

αὐτοῖς οἱ ἄνθρωποι ἐπιχορηγεῖν

4 οἱ γίγαντες ἐτόλμησαν ἐπrsquo αὐτούς καὶ κατησθίοσαν τοὺς ἀνθρώπους

5 καὶ ἤρξαντο ἁμαρτάνειν ἐν τοῖς πετεινοῖς καὶ τοῖς [θ]ηρίοις καὶ ἑρπετοῖς

καὶ τοῖς [ἰ]χθύσιν καὶ ἀλλήλων τὰς σάρκας κατεσθίειν καὶ τὸ αἷμα ἔπινον

6 τότε ἡ γῆ ἐνέτυχεν κατὰ τῶν ἀνόμων

VIII

1 Ἐδίδαξεν τοὺς ἀνθρώπους Ἀζαὴλ μαχαίρας ποιεῖν καὶ ὅπλα καὶ ἀσπίδας

καὶ θώρακας διδάγματα ἀγγέλων καὶ ὑπέδειξεν αὐτοῖς τὰ μέταλλα καὶ

τὴν ἐργασίαν αὐτῶν καὶ ψέλια καὶ κόσμους καὶ στίβεις καὶ τὸ

καλλιβλέφαρον καὶ παντοίους λίθους ἐκλεκτοὺς καὶ τὰ βαφικά

2 καὶ ἐγένετο ἀσέβεια πολλή καὶ ἐπόρνευσαν καὶ ἀπεπλανήθησαν καὶ

ἠφανίσθησαν ἐν πάσαις ταῖς ὁδοῖς αὐτῶν

3 Σεμιαζᾶς ἐδίδαξεν ἐπα[ο]ιδὰς καὶ ῥιζοτομίαςmiddot Ἀρμαρὼς ἐπαοιδῶν

λυτήριονmiddot Βαρακιὴλ ἀστρολογίαςmiddot Χωχιὴλ τὰ σημειωτικάmiddot Σαθιὴλ

ἀστεροσκοπίανmiddot Σεριὴλ σεληναγωγίας

4 τῶν οὖν ἀνθρώπων ἀπολλυμένων ἡ βο[ὴ] εἰς οὐρανοὺς ἀνέβη

IX

1 Τότε παρ[α]κύψαντες Μιχαὴλ καὶ Οὐ[ρι]ὴλ καὶ Ῥαφαὴλ καὶ Γαβριή[λ]

οὗτοι ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἐθεάς[αν]το αἶμα πολὺ ἐκχυννόμεν[ον] ἐπὶ τῆς γῆςmiddot

2 καὶ εἶπαν πρὸ[ς] ἀλλήλους φωνὴ βοώντω[ν] ἐπὶ τῆς γῆς μέχρι πυλῶν

τοῦ οὐρανοῦ

3 ἐντυγχάνουσιν αἱ ψυχαὶ τῶν ἀνθρώπων λεγόντων Εἰσαγάγετε τὴν

κρίσιν ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστ[ον]

4 Καὶ εἶπα[ν] τῷ κυρίῳ Σὺ εἶ κύριος τῶν κυρίων καὶ ὁ θεὸς τῶν θεῶν καὶ

βασιλεὺς τῶν αἰώνωνmiddot ὁ θρόνος τῆς δόξης σου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τοῦ

αἰῶνος καὶ τὸ ὄνομά σου τὸ ἅγιον καὶ μέγα καὶ εὐλογητὸν εἰς πάντας τοὺς

αἰῶνας

18

5 σὺ γὰρ ἐποίησας τὰ πάντα καὶ πᾶσαν τὴν ἐξουσίαν ἔχων καὶ πάντα

ἐνώπιόν σου φανερὰ καὶ ἀκάλυπτα

6 καὶ πάντα σὺ ὁρᾷς ἃ ἐποίησεν Ἀζαήλ ὃς ἐδίδαξεν πάσας τὰς ἀδικίας ἐπὶ

τῆς γῆς καὶ ἐδήλωσεν τὰ μυστήρια τοῦ αἰῶνος τὰ ἐν τῷ οὐρανῷ ἃ

ἐπιτηδεύουσιν [καὶ] ἔγνωσαν ἄνθρωποι

7 καὶ Σεμιαζᾶς ᾧ τὴν ἐξουσίαν ἔδωκας ἄρχειν τῶν σὺν αὐτῷ ἅμα ὄντων

8 καὶ ἐπορεύθησαν πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς καὶ

συνεκοιμήθησαν αὐταῖς καὶ ἐμιάνθησαν καὶ ἐδήλωσαν αὐταῖς πάσας τὰς

ἁμαρτίας

9 καὶ αἱ γυναῖκες ἐγέννησαν τιτᾶνας ὑφrsquo ὧν ὅλη ἡ γῆ ἐπλήσθη αἵματος

καὶ ἀδικίας

10 καὶ νῦν ἰδοὺ βοῶσιν αἱ ψυχαὶ τῶν τετελευτηκότων καὶ ἐντυγχάνουσιν

μέχρι τῶν πυλῶν τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἀνέβη ὁ στεναγμὸς αὐτῶν καὶ οὐ

δύναται ἐξελθεῖν ἀπὸ προσώπου τῶν ἐπὶ τῆς γῆς γινομένων ἀνομημάτων

11 καὶ σὺ πάντα οἶδας πρὸ τοῦ αὐτὰ γενέσθαι καὶ σὺ ὁρᾷς ταῦτα καὶ ἐᾷς

αὐτούς καὶ οὐδὲ ἡμῖν λέγεις τί δεῖ ποιεῖν αὐτοὺς περὶ τούτων

X

1 Τότε Ὕψιστος εἶπεν περὶ τούτων ὁ μέγας Ἅγιος καὶ ἐλάλησεν καὶ εἶπεν

καὶ ἔπεμψεν Ἰστραὴλ πρὸς τὸν υἱὸν Λέμεχ

2 Εἶπον αὐτῷ ἐπὶ τῷ ἐμῷ ὀνόματι Κρύψον σεαυτόν καὶ δήλωσον αὐτῷ

τέλος ἐπερχόμενον ὅτι ἡ γῆ ἀπόλλυται πᾶσα καὶ κατακλυσμὸς μέλλει

γίνεσθαι πάσης τῆς γῆς καὶ ἀπολέσει πάντα ὅσα ἐστὶν [ἐν] αὐτῇ

3 καὶ δίδαξον αὐτὸν ὅπως ἐκφύγῃ καὶ μενεῖ τὸ σπέρμα αὐτοῦ εἰς πάσας

τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

4 Καὶ τῷ Ῥαφαὴλ εἶπεν Δῆσον τὸν Ἀζαὴλ ποσὶν καὶ χερσίν καὶ βάλε

αὐτὸν εἰς τὸ σκότος καὶ ἄνοιξον τὴν ἔρημον τὴν οὖσαν ἐν τῷ Δαδουὴλ

κἀκεῖ βάλε αὐτόν

5 καὶ ὑπόθες αὐτῷ λίθους τραχεῖς καὶ ὀξεῖς καὶ ἐπικάλυψον αὐτῷ τὸ

σκότος καὶ οἰκησάτω ἐκεῖ εἰς τοὺς αἰῶνας καὶ τὴν ὄψιν αὐτοῦ πώμασον

καὶ φῶς μὴ θεωρείτωmiddot

6 καὶ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς μεγάλης τῆς κρίσεως ἀπαχθήσεται εἰς τὸν

ἐνπυρισμόν

7 καὶ ἰαθήσεται ἡ γῆ ἣν ἠφάνισαν οἱ ἄγγελοι καὶ τὴν ἴασιν τῆς γῆς

δήλωσον ἵνα ἰάσωνται τὴν πληγήν ἵνα μὴ ἀπόλωνται πάντες οἱ υἱοὶ τῶν

ἀνθρώπων ἐν τῷ μυστηρίῳ ὅλῳ ᾧ ἐπέταξαν οἱ ἐγρήγοροι καὶ ἐδίδαξαν

τοὺς υἱοὺς αὐτῶν

8 καὶ ἠρημώθη πᾶσα ἡ γῆ ἀφανισθεῖσα ἐν τοῖς ἔργοις τῆς διδασκαλίας

Ἀζαήλmiddot καὶ ἐπrsquo αὐτῷ γράψον τὰς ἁμαρτίας πάσας

9 Καὶ τῷ Γαβριὴλ εἶπεν ὁ κύριος Πορεύου ἐπὶ τοὺς μαζηρέους ἐπὶ τοὺς

κιβδήλους καὶ τοὺς υἱοὺς τῆς πορνείας καὶ ἀπόλεσον τοὺς υἱοὺς τῶν

ἐγρηγόρων ἀπὸ τῶν ἀνθρώπωνmiddot πέμψον αὐτοὺς ἐν πολέμῳ ἀπωλείας

μακρότης γὰρ ἡμερῶν οὐκ ἔστιν αὐτῶν

10 καὶ πᾶσα ἐρώτησις [οὐκ] ἔσται τοῖς πατράσιν αὐτῶν καὶ περὶ αὐτῶν ὅτι

ἐλπίζουσιν ζῆσαι ζωὴν αἰώνιον καὶ ὅτι ζήσεται ἕκαστος αὐτῶν ἔτη

πεντακόσια

11 Καὶ εἶπεν Μιχαήλ Πορεύου καὶ δήλωσον Σεμιαζᾷ καὶ τοῖς λοιποῖς τοῖς

σὺν αὐτῷ ταῖς γυναιξὶν μιγεῖσιν μιανθῆναι ἐν αὐταῖς ἐν ἀκαθαρσίᾳ

αὐτῶνmiddot

12 καὶ ὅταν κατασφαγῶσιν οἱ υἱοὶ αὐτῶν καὶ ἴδωσιν τὴν ἀπώλειαν τῶν

ἀγαπητῶν καὶ δῆσον αὐτοὺς ἑβδομήκοντα γενεὰς εἰς τὰς νάπας τῆς γῆς

19

μέχρι ἡμέρας κρίσεως αὐτῶν καὶ συντελεσμοῦ ἕως τελεσθῇ τὸ κρίμα τοῦ

αἰῶνος τῶν αἰώνων

13 τότε ἀπαχθήσονται εἰς τὸ χάος τοῦ πυρὸς καὶ εἰς τὴν βάσανον καὶ εἰς

τὸ δεσμωτήριον συνκλείσεως αἰῶνος

14 καὶ ὃς ἂν κατακαυθῇ καὶ ἀφανισθῆ ἀπὸ τοῦ νῦν μετrsquo αὐτῶν ὁμοῦ

δεθήσονται μέχρι τελειώσεως γενεᾶς

15 ἀπόλεσον πάντα τὰ πνεύματα τῶν κιβδήλων καὶ τοὺς υἱοὺς τῶν

ἐγρηγόρων διὰ τὸ ἀδικῆσαι τοὺς ἀνθρώπους

16 καὶ ἀπόλεσον τὴν ἀδικίαν πᾶσαν ἀπὸ τῆς γῆς καὶ πᾶν ἔργον πονηρίας

ἐκλειπέτω καὶ ἀναφανήτω τὸ φυτὸν τῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς ἀληθείας εἰς

τοὺς αἰῶναςmiddot μετὰ χαρᾶς φυτευθήσεται

17 Καὶ νῦν πάντες οἱ δίκαιοι ἐκφεύξονται καὶ ἔσονται ζῶντες ἕως

γεννήσωσιν χιλιάδας καὶ πᾶσαι αἱ ἡμέραι νεότητος αὐτῶν καὶ τὰ

σάββατα αὐτῶν μετὰ εἰρήνης πληρώσουσιν

18 τότε ἐργασθήσεται πᾶσα ἡ γῆ ἐν δικαιοσύνῃ καὶ φυτευθήσεται δένδρον

ἐν αὐτῇ καὶ πλησθήσεται εὐλογίας

19 καὶ πάντα τὰ δένδρα τῆς γῆς ἀγαλλιάσονταιmiddot φυτευθήσεται καὶ

ἔσονται φυτεύοντες ἀμπέλους καὶ ἡ ἄμπελος ἣν ἂν φυτεύσωσιν

ποιήσουσιν πρόχους οἴνου χιλιάδας καὶ σπόρου ποιήσει καθrsquo ἕκαστον

μέτρον ἐλαίας ποιήσει ἀνὰ βάτους δέκα

20 καὶ σὺ καθάρισον τὴν γῆν ἀπὸ πάσης ἀκαθαρσίας καὶ ἀπὸ πάσης

ἀδικίας καὶ ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας καὶ ἀσεβείας καὶ πάσας τὰς ἀκαθαρσίας

τὰς γινομένας ἐπὶ τῆς γῆς ἐξάλειψον

21 καὶ ἔσονται πάντες λατρεύοντες οἱ λαοὶ καὶ εὐλογοῦντες πάντες ἐμοὶ

καὶ προσκυνοῦντες

22 καὶ καθαρισθήσεται πᾶσα ἡ γῆ ἀπὸ παντὸς μιάσματος καὶ ἀπὸ πάσης

ἀκαθαρσίας καὶ ὀργῆς καὶ μάστιγος καὶ οὐκέτι πέμψω ἐπrsquo αὐτοὺς εἰς

πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

XI

1 καὶ τότε ἀνοίξω τὰ ταμεῖα τῆς εὐλογίας τὰ ὄντα ἐν τῷ οὐρανῷ καὶ

κατενεγκεῖν αὐτὰ ἐπὶ τὰ ἔργα ἐπὶ τὸν κόπον τῶν υἱῶν τῶν ἀνθρώπων

2 καὶ τότε ἀλήθεια καὶ εἰρήνη κοινωνήσουσιν ὁμοῦ εἰς πάσας τὰς ἡμέρας

τοῦ αἰῶνος καὶ εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν ἀνθρώπων

XII

1 Πρὸ τούτων τῶν λόγων ἐλήμφθη Ἑνώχ καὶ οὐδεὶς τῶν ἀνθρώπων ἔγνω

ποῦ ἐλήμφθη καὶ ποῦ ἐστιν καὶ τί ἐγένετο αὐτῷ

2 καὶ τὰ ἔργα αὐτοῦ μετὰ τῶν ἐγρηγόρων καὶ μετὰ τῶν ἁγίων αἱ ἡμέραι

αὐτοῦ

3 Καὶ ἑστὼς ἤμην Ἑνὼχ εὐλογῶν τῷ κυρίῳ τῆς μεγαλωσύνης τῷ βασιλεῖ

τῶν αἰώνων καὶ ἰδοὺ οἱ ἐγρήγοροι τοῦ ἁγίου τοῦ μεγάλου ἐκάλουν μεmiddot

4 Ἑνώχ ὁ γραμματεὺς τῆς δικαιοσύνης πορεύου καὶ εἶπε τοῖς ἐγρηγόροις

τοῦ οὐρανοῦ οἵτινες ἀπολιπόντες τὸν οὐρανὸν τὸν ὑψηλόν τὸ ἁγίασμα τῆς

στάσεως τοῦ αἰῶνος μετὰ τῶν γυναικῶν ἐμιάνθησαν καὶ ὥσπερ οἱ υἱοὶ

τῆς γῆς ποιοῦσιν οὕτως καὶ αὐτοὶ ποιοῦσιν καὶ ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας

Ἀφανισμὸν μέγαν ἠφανίσατε τὴν γῆν

5 καὶ οὐκ ἔσται ὑμῖν εἰρήνη οὔτε ἄφεσις καὶ περὶ ὧν χαίρουσιν τῶν υἱῶν

αὐτῶν

6 τὸν φόνον τῶν ἀγαπητῶν αὐτῶν ὄψονται καὶ ἐπὶ τῇ ἀπωλείᾳ τῶν υἱῶν

αὐτῶν στενάξουσιν καὶ δεηθήσονται εἰς τὸν αἰῶνα καὶ οὐκ αὐτοῖς ἔσται

εἰς ἔλεον καὶ εἰρήνην

20

XIII

1 Ὁ δὲ Ἑνὼχ τῷ Ἀζαὴλ εἶπεν Πορεύουmiddot οὐκ ἔσται σοι εἰρήνη κρίμα μέγα

ἐξῆλθεν κατὰ σοῦ δῆσαί σε

2 καὶ ἀνοχὴ καὶ ἐρώτησίς σοι οὐκ ἔσται περὶ ὧν ἔδειξας ἀδικημάτων καὶ

περὶ πάντων τῶν ἔργων τῶν ἀσεβειῶν καὶ τῆς ἀδικίας καὶ τῆς ἁμαρτίας

ὅσα ὑπέδειξας τοῖς ἀνθρώποις

3 Τότε πορευθεὶς εἴρηκα πᾶσιν αὐτοῖς καὶ αὐτοὶ πάντες ἐφοβήθησαν καὶ

ἔλαβεν αὐτοὺς τρόμος καὶ φόβος

4 καὶ ἠρώτησαν ὅπως γράψω αὐτοῖς ὑπομνήματα ἐρωτήσεως ἵνα γένηται

αὐτοῖς ἄφεσις καὶ ἵνα ἐγὼ ἀναγνῶ αὐτοῖς τὸ ὑπόμνημα τῆς ἐρωτήσεως

ἐνώπιον Κυρίου τοῦ οὐρανοῦ

5 ὅτι αὐτοὶ οὐκ ἔτι δύνανται λαλῆσαι οὐδὲ ἀπᾶραι αὐτῶν τοὺς ὀφθαλμοὺς

εἰς τὸν οὐρανὸν ἀπὸ αἰσχύνης περὶ ὧν ἡμαρτήκεισαν καὶ κατεκρίθησαν

6 Τότε ἔγραψα τὸ ὑπόμνημα τῆς ἐρωτήσεως αὐτῶν καὶ τὰς δεήσεις περὶ

τῶν πνευμάτων αὐτῶν καὶ περὶ ὧν δέονται ὅπως αὐτῶν γένωνται ἄφεσις

καὶ μακρότης

7 καὶ πορευθεὶς ἐκάθισα ἐπὶ τῶν ὑδάτων Δὰν ἐν γῇ Δάν ἥτις ἐστὶν ἐκ

δεξιῶν Ἑρμωνειεὶμ δύσεωςmiddot ἀνεγίγνωσκον τὸ ὑπόμνημα τῶν δεήσεων

αὐτῶν

8 ὡς ἐκοιμήθην καὶ ἰδοὺ ὄνειροι ἐπrsquo ἐμὲ ἦλθον καὶ ὁράσεις ἐπrsquo ἐμὲ

ἐπέπιπτον καὶ ἴδον ὁράσεις ὀργῆς καὶ ἦλθεν φωνὴ λέγουσα Εἶπον τοῖς

υἱοῖς τοῦ οὐρανοῦ τοῦ ἐλέγξαι αὐτούς

9 Καὶ ἔξυπνος γενόμενος ἦλθον πρὸς αὐτούς καὶ πάντες συνηγμένοι

ἐκάθηντο πενθοῦντες ἐν Ἐβελσατά ἥτις ἐστὶν ἀνὰ μέσον τοῦ Λιβάνου καὶ

Σενισήλ περικεκαλυμμένοι τὴν ὄψιν

10 ἐνώπιον αὐτῶν καὶ ἀνήγγειλα αὐτοῖς πάσας τὰς ὁράσεις ἃς εἶδον κατὰ

τοὺς ὕπνους καὶ ἠρξάμην λαλεῖν τοὺς λόγους τῆς δικαιοσύνης ἐλέγχων

τοὺς ἐγρηγόρους τοῦ οὐρανοῦ

XIV

1 Βίβλος λόγων δικαιοσύνης καὶ ἐλέγξεως ἐγρηγόρων τῶν ἀπὸ τοῦ

αἰῶνος κατὰ τὴν ἐντολὴν τοῦ ἁγίου τοῦ μεγάλου ἐν ταύτῃ τῇ ὁράσει

2 Ἐγὼ εἶδον κατὰ τοὺς ὕπνους μου ὃ νῦν λέγω ἐν γλώσσῃ σαρκίνῃ ἐν τῷ

πνεύματι τοῦ στόματός μου ὃ ἔδωκεν ὁ μέγας τοῖς ἀνθρώποις λαλεῖν ἐν

αὐτοῖς καὶ νοήσει καρδίαςmiddot

3 ὃς ἔκτισεν καὶ ἔδωκεν ἐλέγξασθαι ἐγρηγόρους τοὺς υἱοὺς τοῦ οὐρανοῦ

4 Ἐγὼ τὴν ἐρώτησιν ὑμῶν τῶν ἀγγέλων ἔγραψα καὶ ἐν τῇ ὁράσει μου

τοῦτο ἐδείχθηmiddot καὶ οὔτε ἡ ἐρώτησις ὑμῶν παρεδέχθη

5 ἵνα μηκέτι εἰς τὸν οὐρανὸν ἀναβῆτε ἐπὶ πάντας τοὺς αἰῶνας καὶ ἐν τοῖς

δεσμοῖς τῆς γῆς ἐρρέθη δῆσαι ὑμᾶς εἰς πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

6 καὶ ἵνα περὶ τούτων ἴδητε τὴν ἀπώλειαν τῶν υἱῶν ὑμῶν τῶν ἀγαπητῶν

καὶ ὅτι οὐκ ἔσται ὑμῖν ὄνησις αὐτῶν ἀλλὰ πεσοῦνται ἐνώπιον ὑμῶν ἐν

μαχαίρᾳ

7 καὶ ἡ ἐρώτησις ὑμῶν περὶ αὐτῶν οὐκ ἔσται οὐδὲ περὶ ὑμῶνmiddot καὶ ὑμεῖς

κλαίοντες καὶ δεόμενοι καὶ μὴ λαλοῦντες πᾶν ῥῆμα ἀπὸ τῆς γραφῆς ἧς

ἔγραψα

8 Καὶ ἐμοὶ ἐφrsquo ὁράσει οὕτως ἐδείχθηmiddot ἰδοὺ νεφέλαι ἐν τῇ ὁράσει ἐκάλουν

καὶ ὁμίχλαι με ἐφώνουν καὶ διαδρομαὶ τῶν ἀστέρων καὶ διαστραπαί με

κατεσπούδαζον καὶ ἐθορύβαζόν με καὶ ἄνεμοι ἐν τῇ ὁράσει μου

ἐξεπέτασάν με

9 καὶ ἐπῆράν με ἄνω καὶ εἰσήνεγκάν με εἰς τὸν οὐρανόν καὶ εἰσῆλθον

21

μέχρις ἤγγισα τείχους οἰκοδομῆς ἐν λίθοις χαλάζης καὶ γλώσσης πυρὸς

κύκλῳ αὐτῶνmiddot καὶ ἤρξαντο ἐκφοβεῖν με

10 Καὶ εἰσῆλθον εἰς τὰς γλώσσας τοῦ πυρός καὶ ἤγγισα εἰς οἶκον μέγαν

οἰκοδομημένον ἐν λίθοις χαλάζης καὶ οἱ τοῖχοι τοῦ οἴκου ὡς λιθόπλακες

καὶ πᾶσαι ἦσαν ἐκ χιόνος καὶ ἐδάφη χιονικά

11 καὶ αἱ στέγαι ὡς διαδρομαὶ ἀστέρων καὶ ἀστραπαί καὶ μεταξὺ αὐτῶν

χερουβὶν πύρινα καὶ οὐρανὸς αὐτῶν ὕδωρ

12 καὶ πῦρ φλεγόμενον κύκλῳ τῶν τειχῶν καὶ θύραι πυρὶ καιόμεναι

13 εἰσῆλθον εἰς τὸν οἶκον ἐκεῖνον θερμὸν ὡς πῦρ καὶ ψυχρὸν ὡς χιών καὶ

πᾶσα τροφὴ ζωῆς οὐκ ἦν ἐν αὐτῷmiddot φόβος με ἐκάλυψεν καὶ τρόμος με

ἔλαβεν

14 καὶ ἤμην σειόμενος καὶ τρέμων καὶ ἔπεσον ἐθεώρουν ἐν τῇ ὁράσει

μου

15 καὶ ἰδοὺ ἄλλη θύρα ἀνεῳγμένη κατέναντί μου καὶ ὁ οἶκος μείζων

τούτου καὶ ὅλος οἰκοδομημένος ἐν γλώσσαις πυρός

16 καὶ ὅλος διαφέρων ἐν δόξῃ καὶ ἐν τιμῇ καὶ ἐν μεγαλωσύνῃ ὥστε μὴ

δύνασθαί με ἐξειπεῖν ὑμῖν περὶ τῆς δόξης καὶ περὶ τῆς μεγαλωσύνης

αὐτοῦ

17 τὸ ἔδαφος αὐτοῦ ἦν πυρός τὸ δὲ ἀνώτερον αὐτοῦ ἦσαν ἀστραπαὶ καὶ

διαδρομαὶ ἀστέρων καὶ ἡ στέγη αὐτοῦ ἦν πῦρ φλέγον

18 Ἐθεώρουν δὲ καὶ εἶδον θρόνον ὑψηλόν καὶ τὸ εἶδος αὐτοῦ ὡσεὶ

κρυστάλλινον καὶ τροχὸς ὡς ἡλίου λάμποντος καὶ ὄρος χερουβίν

19 καὶ ὑποκάτω τοῦ θρόνου ἐξεπορεύοντο ποταμοὶ πυρὸς φλεγόμενοι καὶ

οὐκ ἐδυνάσθην ἰδεῖν

20 καὶ ἡ δόξα ἡ μεγάλη ἐκάθητο ἐπrsquo αὐτῷmiddot τὸ περιβόλαιον αὐτοῦ ὡς εἶδος

ἡλίου λαμπρότερον καὶ λευκότερον πάσης χιόνος

21 καὶ οὐκ ἐδύνατο πᾶς ἄγγελος παρελθεῖν εἰς τὸν οἶκον τοῦτον καὶ ἰδεῖν

τὸ πρόσωπον αὐτοῦ διὰ τὸ ἔντιμον καὶ ἔνδοξον καὶ οὐκ ἐδύνατο πᾶσα

σὰρξ ἰδεῖν αὐτοῦ

22 τὸ πῦρ φλεγόμενον κύκλῳmiddot καὶ πῦρ μέγα παρειστήκει αὐτῷ καὶ οὐδεὶς

ἐγγίζει αὐτῷ κύκλῳ μυρίαι μυριάδες ἑστήκασιν ἐνώπιον αὐτοῦ καὶ πᾶς

λόγος αὐτοῦ ἔργον

23 καὶ οἱ ἅγιοι τῶν ἀγγέλων οἱ ἐγγίζοντες αὐτῷ οὐκ ἀποχωροῦσιν νυκτὸς

οὔτε ἀφίστανται αὐτοῦ

24 Κἀγὼ ἤμην ἕως τούτου ἐπὶ πρόσωπόν μου βεβλημένος καὶ τρέμων καὶ

ὁ κύριος τῷ στόματι αὐτοῦ ἐκάλεσέν με καὶ εἶπέν μοι Πρόσελθε ὧδε

Ἑνώχ καὶ τὸν λόγον μου ἄκουσον

25 καὶ προσελθών μοι εἷς τῶν ἁγίων ἤγειρέν με καὶ ἔστησέν με καὶ

προσήγαγέν με μέχρι τῆς θύραςmiddot ἐγὼ δὲ τὸ πρόσωπόν μου κάτω ἔκυφον

XV

1 Καὶ ἀποκριθεὶς εἶπέν μοι Ὁ ἄνθρωπος ὁ ἀληθινός ἄνθρωπος τῆς

ἀληθείας ὁ γραμματεύςmiddot καὶ τῆς φωνῆς αὐτοῦ ἤκουσαmiddot μὴ φοβηθῇς Ἑνώχ

ἄνθρωπος ἀληθινὸς καὶ γραμματεὺς τῆς ἀληθείαςmiddot πρόσελθε ὧδε καὶ τῆς

φωνῆς μου ἄκουσον

2 πορεύθητι καὶ εἶπε τοῖς πέμψασίν σε Ἐρωτῆσαι ὑμᾶς ἔδει περὶ τῶν

ἀνθρώπων καὶ μὴ τοὺς ἀνθρώπους περὶ ὑμῶν

3 διὰ τί ἀπελίπετε τὸν οὐρανὸν τὸν ὑψηλὸν τὸν ἅγιον τοῦ αἰῶνος καὶ

μετὰ τῶν γυναικῶν ἐκοιμήθητε καὶ μετὰ τῶν θυγατέρων τῶν ἀνθρώπων

ἐμιάνθητε καὶ ἐλάβετε ἑαυτοῖς γυναῖκας ὥσπερ υἱοὶ τῆς γῆς ἐποιήσατε

καὶ ἐγεννήσατε ἑαυτοῖς τέκνα υἱοὺς γίγαντας

22

4 καὶ ὑμεῖς ἦτε ἅγιοι καὶ πνεύματα ζῶντα αἰώνια ἐν τῷ αἵματι τῶν

γυναικῶν ἐμιάνθητε καὶ ἐν αἵματι σαρκὸς ἐγεννήσατε καὶ ἐν αἵματι

ἀνθρώπων ἐπεθυμήσατε καθὼς καὶ αὐτοὶ ποιοῦσιν σάρκα καὶ αἷμα

οἵτινες ἀποθνήσκουσιν καὶ ἀπόλλυνται

5 διὰ τοῦτο ἔδωκα αὐτοῖς θηλείας ἵνα σπερματίζουσιν εἰς αὐτὰς καὶ

τεκνώσουσιν ἐν αὐταῖς τέκνα οὕτως ἵνα μὴ ἐκλείπῃ αὐτοῖς πᾶν ἔργον ἐπὶ

τῆς γῆς

6 ὑμεῖς δὲ ὑπήρχετε πνεύματα ζῶντα αἰώνια καὶ οὐκ ἀποθνήσκοντα εἰς

πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

7 καὶ διὰ τοῦτο οὐκ ἐποίησα ἐν ὑμῖν θηλείαςmiddot τὰ πνεύματα τοῦ οὐρανοῦ ἐν

τῷ οὐρανῷ ἡ κατοίκησις αὐτῶν

8 καὶ νῦν οἱ γίγαντες οἱ γεννηθέντες ἀπὸ τῶν πνευμάτων καὶ σαρκὸς

πνεύματα ἰσχυρὰ ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐν τῇ γῇ ἡ κατοίκησις αὐτῶν ἔσται

9 πνεύματα πονηρὰ ἐξῆλθον ἀπὸ τοῦ σώματος αὐτῶν διότι ἀπὸ τῶν

ἀνωτέρων ἐγένοντο καὶ ἐκ τῶν ἁγίων ἐγρηγόρων ἡ ἀρχὴ τῆς κτίσεως

αὐτῶν καὶ ἀρχὴ θεμελίουmiddot πνεύματα πονηρὰ κληθήσεται

10 πνεύματα οὐρανοῦ ἐν τῷ οὐρανῷ ἡ κατοίκησις αὐτῶν ἔσται καὶ τὰ

πνεύματα ἐπὶ τῆς γῆς τὰ γεννηθέντα ἐπὶ τῆς γῆς ἡ κατοίκησις αὐτῶν

ἔσται

11 καὶ τὰ πνεύματα τῶν γιγάντων νεφέλας ἀδικοῦντα ἀφανίζοντα καὶ

ἐνπίπτοντα καὶ συνπαλαίοντα καὶ συνρίπτοντα ἐπὶ τῆς γῆς πνεύματα

σκληρὰ γιγάντων καὶ δρόμους ποιοῦντα καὶ μηδὲν ἐσθίοντα ἀλλrsquo

ἀσιτοῦντα καὶ διψῶντα καὶ προσκόπτοντα πνεύματα

12 καὶ ἐξαναστήσει ταῦτα εἰς τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν

γυναικῶν ὅτι ἐξεληλύθασιν ἀπrsquo αὐτῶν

XVI

1 ἀπὸ ἡμέρας σφαγῆς καὶ ἀπωλείας καὶ θανάτου ἀφrsquo ὧν τὰ πνεύματα

ἐκπορευόμενα ἐκ τῆς ψυχῆς τῆς σαρκὸς αὐτῶν ἔσται ἀφανίζοντα χωρὶς

κρίσεωςmiddot οὕτως ἀφανίσουσιν μέχρις ἡμέρας τελειώσεως τῆς κρίσεως τῆς

μεγάλης ἐν ᾗ ὁ αἰὼν ὁ μέγας τελεσθήσεται

2 καὶ νῦν ἐγρηγόροις τοῖς πέμψασίν σε ἐρωτῆσαι περὶ αὐτῶν οἵτινες ἐν

οὐρανῷ ἦσαν

3 Ὑμεῖς ἐν τῷ οὐρανῷ ἦτε καὶ πᾶν μυστήριον ὃ οὐκ ἀνεκαλύφθη ὑμῖν καὶ

μυστήριον τὸ ἐκ τοῦ θεοῦ γεγενημένον ἔγνωτε καὶ τοῦτο ἐμηνύσατε ταῖς

γυναιξὶν ἐν ταῖς σκληροκαρδίαις ὑμῶν καὶ ἐν τῷ μυστηρίῳ τούτῳ

πληθύνουσιν αἱ θήλειαι καὶ οἱ ἄνθρωποι τὰ κακὰ ἐπὶ τῆς γῆς

4 εἶπον οὖν αὐτοῖς Οὐκ ἔστιν εἰρήνη

XVII

1 Καὶ παραλαβόντες με εἴς τινα τόπον ἀπήγαγον ἐν ᾧ οἱ ὄντες ἐκεῖ

γίνονται ὡς πῦρ φλέγον καὶ ὅταν θέλωσιν φαίνονται ὡσεὶ ἄνθρωποι

2 Καὶ ἀπήγαγόν με εἰς ζοφώδη τόπον καὶ εἰς ὄρος οὗ ἡ κεφαλὴ ἀφικνεῖτο

εἰς τὸν οὐρανόν

3 καὶ εἶδον τόπον τῶν φωστήρων καὶ τοὺς θησαυροὺς τῶν ἀστέρων καὶ

τῶν βροντῶν καὶ εἰς τὰ ἀεροβαθῆ ὅπου τόξον πυρὸς καὶ τὰ βέλη καὶ τὰς

θήκας αὐτῶν καὶ τὰς ἀστραπὰς πάσας

4 Καὶ ἀπήγαγόν με μέχρι ὑδάτων καὶ μέχρι πυρὸς δύσεως ὅ ἐστιν καὶ

παρέχον πάσας τὰς δύσεις τοῦ ἡλίου

5 καὶ ἤλθομεν μέχρι ποταμοῦ πυρός ἐν ᾧ κατατρέχει τὸ πῦρ ὡς ὕδωρ καὶ

ῥέει εἰς θάλασσαν μεγάλην δύσεως

6 ἴδον τοὺς μεγάλους ποταμούς καὶ μέχρι τοῦ μεγάλου ποταμοῦ καὶ μέχρι

23

τοῦ μεγάλου σκότους κατήντησα καὶ ἀπῆλθον ὅπου πᾶσα σὰρξ οὐ

περιπατεῖ

7 ἴδον τοὺς ἀνέμους τῶν γνόφων τοὺς χειμερινοὺς καὶ τὴν ἔκχυσιν τῆς

ἀβύσσου πάντων ὑδάτων

8 ἴδον τὸ στόμα τῆς γῆς πάντων τῶν ποταμῶν καὶ τὸ στόμα τῆς ἀβύσσου

XVIII

1 ἴδον τοὺς θησαυροὺς τῶν ἀνέμων πάντων ἴδον ὅτι ἐν αὐτοῖς ἐκόσμησεν

πάσας τὰς κτίσεις καὶ τὸν θεμέλιον τῆς γῆς καὶ τὸν λίθον ἴδον τῆς γωνίας

τῆς γῆς

2 ἴδον τοὺς τέσσαρας ἀνέμους τὴν γῆν βαστάζοντας

3 καὶ τὸ στερέωμα τοῦ οὐρανοῦ καὶ αὐτοὶ ἱστᾶσιν μεταξὺ γῆς καὶ

οὐρανοῦ

4 ἴδον ἀνέμους τῶν οὐρανῶν στρέφοντας καὶ διανεύοντας τὸν τροχὸν τοῦ

ἡλίου καὶ πάντας τοὺς ἀστέρας

5 ἴδον τοὺς ἐπὶ τῆς γῆς ἀνέμους βαστάζοντας ἐν νεφέλῃ ἴδον πέρατα τῆς

γῆς τὸ στήριγμα τοῦ οὐρανοῦ ἐπάνω

6 Παρῆλθον καὶ ἴδον τόπον καιόμενον νυκτὸς καὶ ἡμέρας ὅπου τὰ ἑπτὰ

ὄρη ἀπὸ λίθων πολυτελῶν [τρία] εἰς ἀνατολὰς καὶ τρία εἰς νότον

βάλλοντα

7 καὶ τὰ μὲν πρὸς ἀνατολὰς ἀπὸ λίθου χρώματος τὸ δὲ ἦν ἀπὸ λίθου

μαργαρίτου καὶ τὸ ἀπὸ λίθου ταθέν τὸ δὲ κατὰ νότον ἀπὸ λίθου πυρροῦmiddot

8 τὸ δὲ μέσον αὐτῶν ἦν εἰς οὐρανόν ὥσπερ θρόνος θεοῦ ἀπὸ λίθου φουκά

καὶ ἡ κορυφὴ τοῦ θρόνου ἀπὸ λίθου σαφφείρουmiddot

9 καὶ πῦρ καιόμενον ἴδον κἀπέκεινα τῶν ὀρέων τούτων

10 τόπος ἐστὶν πέρας τῆς μεγάλης γῆςmiddot ἐκεῖ συντελεσθήσονται οἱ οὐρανοί

11 καὶ ἴδον χάσμα μέγα εἰς τοὺς στύλους τοῦ πυρὸς καταβαίνοντας καὶ

οὐκ ἦν μέτρον οὔτε εἰς βάθος οὔτε εἰς ὕψος

12 καὶ ἐπέκεινα τοῦ χάσματος τούτου ἴδον τόπον ὅπου οὐδὲ στερέωμα

οὐρανοῦ ἐπάνω οὔτε γῆ ᾖ τεθεμελιωμένη ὑποκάτω αὐτοῦ οὔτε ὕδωρ ἦν

ὑπὸ αὐτὸ οὔτε πετεινόν ἀλλὰ τόπος ἦν ἔρημος καὶ φοβερός

13 ἐκεῖ ἴδον ἑπτὰ ἀστέρας ὡς ὄρη μεγάλα καιόμενα περὶ ὧν

πυνθανομένῳ μοι

14 εἶπεν ὁ ἄγγελος Οὗτός ἐστιν ὁ τόπος τὸ τέλος τοῦ οὐρανοῦ καὶ γῆςmiddot

δεσμωτήριον τοῦτο ἐγένετο τοῖς ἄστροις καὶ ταῖς δυνάμεσιν τοῦ οὐρανοῦ

15 καὶ οἱ ἀστέρες οἱ κυλιόμενοι ἐν τῷ πυρί οὗτοί εἰσιν οἱ παραβάντες

πρόσταγμα κυρίου ἐν ἀρχῇ τῆς ἀνατολῆς αὐτῶν - ὅτι τόπος ἔξω τοῦ

οὐρανοῦ κενός ἐστιν - ὅτι οὐκ ἐξῆλθαν ἐν τοῖς καιροῖς αὐτῶν

16 καὶ ὀργίσθη αὐτοῖς καὶ ἔδησεν αὐτοὺς μέχρι καιροῦ τελειώσεως αὐτῶν

ἁμαρτίας laquoαὐτῶνraquo ἐνιαυτῶν μυρίων

XIX

1 Καὶ εἶπέν μοι Οὐριήλ Ἐνθάδε οἱ μιγέντες ἄγγελοι ταῖς γυναιξὶν

στήσονται καὶ τὰ πνεύματα αὐτῶν πολύμορφα γενόμενα λυμαίνεται τοὺς

ἀνθρώπους καὶ πλανήσει αὐτοὺς ἐπιθύειν τοῖς δαιμονίοις μέχρι τῆς

μεγάλης κρίσεως ἐν ᾗ κριθήσονται εἰς ἀποτελείωσιν

2 καὶ αἱ γυναῖκες αὐτῶν τῶν παραβάντων ἀγγέλων εἰς σειρῆνας

γενήσονται

3 κἀγὼ Ἑνὼχ ἴδον τὰ θεωρήματα μόνος τὰ πέρατα πάντων καὶ οὐ μὴ ἴδῃ

οὐδὲ εἷς ἀνθρώπων ὡς ἐγὼ ἴδον

XX

1 Ἄγγελοι τῶν δυνάμεων

24

2 Οὐριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ταρτάρου

3 Ῥαφαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων τῶν ἀνθρώπων

4 Ῥαγουήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐκδικῶν τὸν κόσμον τῶν

φωστήρων

5 Μιχαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν τοῦ λαοῦ ἀγαθῶν

τεταγμένος καὶ ἐπὶ τῷ χάῳ

6 Σαριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων οἵτινες ἐπὶ τῷ

πνεύματι ἁμαρτάνουσιν

7 Γαβριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τοῦ παραδείσου καὶ τῶν

δρακόντων καὶ χερουβείν ἀρχαγγέλων ὀνόματα ἑπτά

XXI

1 Καὶ ἐφώδευσα ἕως τῆς ἀκατασκευάστου

2 κἀκεῖ ἐθεασάμην ἔργον φοβερόνmiddot ἑώρακα οὔτε οὐρανὸν ἐπάνω οὔτε γῆν

τεθέαμαι τεθεμελιωμένην ἀλλὰ τόπον ἀκατασκεύαστον καὶ φοβερόν

3 καὶ ἐκεῖ τεθέαμαι ἑπτὰ τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ δεδεμένους καὶ

ἐρριμμένους ἐν αὐτῷ ὁμοίους ὄρεσιν μεγάλοις καὶ ἐν πυρὶ καιομένους

4 τότε εἶπον Διὰ ποίαν αἰτίαν ἐπεδέθησαν καὶ διὰ τί ὧδε ἐρίφησαν

5 τότε εἶπέν μοι Οὐριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν - καὶ

αὐτὸς ἡγεῖτο αὐτῶν - καὶ εἶπέν μοι Ἑνώχ περὶ τίνος ἐρωτᾷς ἢ περὶ τίνος

τὴν ἀλήθειαν φιλοσπευδεῖς

6 οὗτοί εἰσιν τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ οἱ παραβάντες τὴν ἐπιταγὴν τοῦ

κυρίου καὶ ἐδέθησαν ὧδε μέχρι τοῦ πληρῶσαι μύρια ἔτη τὸν χρόνον τῶν

ἁμαρτημάτων αὐτῶν

7 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον τούτου φοβερώτερον καὶ τεθέαμαι

ἔργα φοβερώτερα πῦρ μέγα ἐκεῖ καιόμενον καὶ φλεγόμενον καὶ διακοπὴν

εἶχεν ὁ τόπος ἕως τῆς ἀβύσσου πλήρης στύλων πυρὸς μεγάλου

καταφερομένωνmiddot οὔτε μέτρον οὔτε πλάτος ἠδυνήθην ἰδεῖν οὐδὲ εἰκάσαι

8 τότε εἶπον Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος καὶ ὡς δεινὸς τῇ ὁράσει

9 τότε ἀπεκρίθη μοι ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν καὶ εἶπέν

μοι Ἑνώχ διὰ τί ἐφοβήθης οὕτως καὶ ἐπτοήθης καὶ ἀπεκρίθην Περὶ

τούτου τοῦ φοβεροῦ καὶ περὶ τῆς προσόψεως τῆς δεινῆς

10 καὶ εἶπεν Οὗτος ὁ τόπος δεσμωτήριον ἀγγέλωνmiddot ὧδε συνσχεθήσονται

μέχρι αἰῶνος εἰς τὸν αἰῶνα

XXII

1 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον καὶ ἔδειξέν μοι πρὸς δυσμὰς ἄλλο

ὄρος μέγα καὶ ὑψηλόν πέτρας στερεάς

2 καὶ τέσσαρες τόποι ἐν αὐτῷ κοῖλοι βάθος ἔχοντες καὶ λίαν λεῖοι τρεῖς

αὐτῶν σκοτινοὶ καὶ εἷς φωτινός καὶ πηγὴ ὕδατος ἀνὰ μέσον αὐτοῦ καὶ

εἶπον Πῶς λεῖα τὰ κοιλώματα ταῦτα καὶ ὁλοβαθῆ καὶ σκοτινὰ τῇ ὁράσει

3 τότε ἀπεκρίθη Ῥαφαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν καὶ

εἶπέν μοι Οὗτοι οἱ τόποι οἱ κοῖλοι ἵνα ἐπισυνάγωνται εἰς αὐτοὺς τὰ

πνεύματα τῶν ψυχῶν τῶν νεκρῶν εἰς αὐτὸ τοῦτο ἐκρίθησαν ὥδε

ἐπισυνάγεσθαι πάσας τὰς ψυχὰς τῶν ἀνθρώπων

4 καὶ οὗτοι οἱ τόποι εἰς ἐπισύνσχεσιν αὐτῶν ἐποίησαν μέχρι τῆς ἡμέρας

τῆς κρίσεως αὐτῶν καὶ μέχρι τοῦ διορισμοῦ καὶ διορισμένου χρόνου ἐν ᾧ ἡ

κρίσις ἡ μεγάλη ἔσται ἐν αὐτοῖς

5 τεθέαμαι ἀνθρώπους νεκροὺς ἐντυγχάνοντας καὶ ἡ φωνὴ αὐτοῦ μέχρι

τοῦ οὐρανοῦ προέβαινεν καὶ ἐνετύγχανεν

6 καὶ ἠρώτησα Ῥαφαὴλ τὸν ἄγγελον ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν καὶ εἶπα αὐτῷ Τοῦτο

τὸ πνεῦμα τὸ ἐντυγχάνον τίνος ἐστίν διrsquo ὃ οὕτως ἡ φωνὴ αὐτοῦ προβαίνει

25

καὶ ἐντυγχάνει ἕως τοῦ οὐρανοῦ

7 καὶ ἀπεκρίθη μοι λέγων Τοῦτο τὸ πνεῦμά ἐστιν τὸ ἐξελθὸν ἀπὸ Ἄβελ ὃν

ἐφόνευσε Κάιν ὁ ἀδελφός καὶ Ἄβελ ἐντυγχάνει περὶ αὐτοῦ μέχρι τοῦ

ἀπολέσαι τὸ σπέρμα αὐτοῦ ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς καὶ ἀπὸ τοῦ

σπέρματος τῶν ἀνθρώπων ἀφανθῇ τὸ σπέρμα αὐτοῦ

8 Τότε ἠρώτησα περὶ τῶν κυκλωμάτων πάντων διὰ τί ἐχωρίσθησαν ἓν

ἀπὸ τοῦ ἑνός

9 καὶ ἀπεκρίθη μοι λέγων Οὗτοι οἱ τρεῖς ἐποιήθησαν χωρίζεσθαι τὰ

πνεύματα τῶν νεκρῶνmiddot καὶ οὕτως ἐχωρίσθη εἰς τὰ πνεύματα τῶν δικαίων

οὗ ἡ πηγὴ τοῦ ὕδατος ἐν αὐτῷ φωτινήmiddot

10 καὶ οὕτως ἐκτίσθη τῶν ἁμαρτωλῶν ὅταν ἀποθάνωσιν καὶ ταφῶσιν εἰς

τὴν γῆν καὶ κρίσις οὐκ ἐγενήθη ἐπrsquo αὐτῶν ἐν τῇ ζωῇ αὐτῶν

11 ὧδε χωρίζεται τὰ πνεύματα αὐτῶν εἰς τὴν μεγάλην βάσανον ταύτην

μέχρι τῆς μεγάλης ἡμέρας τῆς κρίσεως τῶν μαστίγων καὶ τῶν βασάνων

τῶν κατηραμένων μέχρι αἰῶνοςmiddot ἦν ἀνταπόδοσις τῶν πνευμάτωνmiddot ἐκεῖ

δήσει αὐτοὺς μέχρις αἰῶνος

12 καὶ οὕτως ἐχωρίσθη τοῖς πνεύμασιν τῶν ἐντυγχανόντων οἵτινες

ἐνφανίζουσιν περὶ τῆς ἀπωλείας ὅταν φονευθῶσιν ἐν ταῖς ἡμέραις τῶν

ἁμαρτωλῶν

13 καὶ οὕτως ἐκτίσθη τοῖς πνεύμασιν τῶν ἀνθρώπων ὅσοι οὐκ ἔσονται

ὅσιοι ἀλλὰ ἁμαρτωλοί καὶ μετὰ τῶν ἀνόμων ἔσονται μέτοχοι τὰ δὲ

πνεύματα ὅτι οἱ ἐνθάδε θλιβέντες ἔλαττον κολάζονται αὐτῶν οὐ

τιμωρηθήσονται ἐν ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως οὐδὲ μὴ μετεγερθῶσιν ἐντεῦθεν

14 Τότε ηὐλόγησα τὸν κύριον τῆς δόξης καὶ εἶπα Εὐλογητὸς εἶ Κύριε ὁ τῆς

δικαιοσύνης κυριεύων τοῦ αἰῶνος

XXIII

1 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον πρὸς δυσμὰς τῶν περάτων τῆς γῆς

2 καὶ ἐθεασάμην πῦρ διατρέχον καὶ οὐκ ἀναπαυόμενον οὐδὲ ἐλλεῖπον τοῦ

δρόμου ἡμέρας καὶ νυκτὸς ἅμα διαμένον

3 καὶ ἠρώτησα λέγων Τί ἐστιν τὸ μὴ ἔχον ἀνάπαυσιν

4 τότε ἀπεκρίθη μοι Ῥαγουήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν

Οὗτος ὁ δρόμος τοῦ πυρὸς τὸ πρὸς δυσμὰς πῦρ τὸ ἐκδιῶκόν ἐστιν πάντας

τοὺς φωστῆρας τοῦ οὐρανοῦ

XXIV

1 Καὶ ἔδειξέν μοι ὄρη πυρὸς καιόμενα νυκτός

2 καὶ ἐπέκεινα αὐτῶν ἐπορεύθην καὶ ἐθεασάμην ἑπτὰ ὄρη ἔνδοξα πάντα

ἑκάτερα τοῦ ἑκατέρου διαλλάσσοντα ὧν οἱ λίθοι ἔντιμοι τῇ καλλονῇ καὶ

πάντα ἔντιμα καὶ ἔνδοξα καὶ εὐειδῆ τρία ἐπrsquo ἀνατολὰς ἐστηριγμένα ἐν τῷ

ἑνί καὶ τρία ἐπὶ νότον ἐν τῷ ἑνὶ καὶ φάραγγες βαθεῖαι καὶ τραχεῖαι μία τῇ

μιᾷ οὐκ ἐγγίζουσαι

3 καὶ τῷ ὄρει ἕβδομον ὄρος ἀνὰ μέσον τούτων καὶ ὑπερεῖχεν τῷ ὕψει

ὅμοιον καθέδρᾳ θρόνου καὶ περιεκύκλου δένδρα αὐτῷ εὐειδῆ

4 καὶ ἦν ἐν αὐτοῖς δένδρον ὃ οὐδέποτε ὤσφρανμαι καὶ οὐδεὶς ἕτερος αὐτῷ

ηὐφράνθη καὶ οὐδὲν ἕτερον ὅμοιον αὐτῷmiddot ὀσμὴν εἶχεν εὐωδεστέραν

πάντων ἀρωμάτων καὶ τὰ φύλλα αὐτοῦ καὶ τὸ ἄνθος καὶ τὸ δένδρον οὐ

φθίνει εἰς τὸν αἰῶνα οἱ δὲ περὶ τὸν καρπὸν ὡσεὶ βότρυες φοινίκων

5 τότε εἶπον ὡς καλὸν τὸ δένδρον τοῦτό ἐστιν καὶ εὐῶδες καὶ ὡραῖα τὰ

φύλλα καὶ τὰ ἄνθη αὐτοῦ ὡραῖα τῇ ὁράσει

6 τότε ἀπεκρίθη μοι Μιχαήλ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν - καὶ

αὐτὸς αὐτῶν ἡγεῖτο ndash

26

XXV

1 καὶ εἶπέν μοι Ἑνώχ τί ἐρωτᾷς καὶ τί ἐθαύμασας ἐν τῇ ὀσμῇ τοῦ δένδρου

καὶ διὰ τί θέλεις τὴν ἀλήθειαν μαθεῖν

2 τότε ἀπεκρίθην αὐτῷ Περὶ πάντων εἰδέναι θέλω μάλιστα δὲ περὶ τοῦ

δένδρου τούτου σφόδρα

3 καὶ ἀπεκρίθη λέγων Τοῦτο τὸ ὄρος τὸ ὑψηλόν οὗ ἡ κορυφὴ ὁμοία

θρόνου θεοῦ καθέδρα ἐστὶν οὗ καθίζει ὁ μέγας κύριος ὁ ἅγιος τῆς δόξης ὁ

βασιλεὺς τοῦ αἰῶνος ὅταν καταβῇ ἐπισκέψασθαι τὴν γῆν ἐπrsquo ἀγαθῷ

4 καὶ τοῦτο τὸ δένδρον εὐωδίας καὶ οὐδεμία σὰρξ ἐξουσίαν ἔχει ἅψασθαι

αὐτοῦ μέχρι τῆς μεγάλης κρίσεως ἐν ᾗ ἐκδίκησις πάντων καὶ τελείωσις

μέχρις αἰῶνοςmiddot τότε δικαίοις καὶ ὁσίοις δοθήσεται

5 ὁ καρπὸς αὐτοῦ τοῖς ἐκλεκτοῖς εἰς ζωὴν εἰς βορρᾶν καὶ

μεταφυτευθήσεται ἐν τόπῳ ἁγίῳ παρὰ τὸν οἶκον τοῦ θεοῦ βασιλέως τοῦ

αἰῶνος

6 τότε εὐφρανθήσονται εὐφραινόμενοι καὶ χαρήσονται καὶ εἰς τὸ ἅγιον

εἰσελεύσονταιmiddot αἱ ὀσμαὶ αὐτοῦ ἐν τοῖς ὀστέοις αὐτῶν καὶ ζωὴν πλείονα

ζήσονται ἐπὶ γῆς ἣν ἔζησαν οἱ πατέρες σου καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτῶν καὶ

βάσανοι καὶ πληγαὶ καὶ μάστιγες οὐχ ἅψονται αὐτῶν

7 Τότε ηὐλόγησα τὸν θεὸν τῆς δόξης τὸν βασιλέα τοῦ αἰῶνος ὃς

ἡτοίμασεν ἀνθρώποις τὰ τοιαῦτα δικαίοις καὶ αὐτὰ ἔκτισεν καὶ εἶπεν

δοῦναι αὐτοῖς

XXVI

1 Καὶ ἐκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς τὸ μέσον τῆς γῆς καὶ ἴδον τόπον

ηὐλογημένον ἐν ᾧ δένδρα ἔχοντα παραφυάδας μενούσας καὶ βλαστούσας

τοῦ δένδρου ἐκκοπέντος

2 κἀκεῖ τεθέαμαι ὄρος ἅγιονmiddot ὑποκάτω τοῦ ὄρους ὕδωρ ἐξ ἀνατολῶν καὶ

τὴν δύσιν εἶχεν πρὸς νότον

3 καὶ ἴδον πρὸς ἀνατολὰς ἄλλο ὄρος ὑψηλότερον τούτου καὶ ἀνὰ μέσον

αὐτοῦ φάραγγα βαθεῖαν οὐκ ἔχουσαν πλάτος καὶ διrsquo αὐτῆς ὕδωρ

πορεύεται ὑποκάτω ὑπὸ τὸ ὄρος

4 καὶ πρὸς δυσμὰς τούτου ἄλλο ὄρος ταπεινότερον αὐτοῦ καὶ οὐκ ἔχον

ὕψος καὶ φάραγγα βαθεῖαν καὶ ξηρὰν ἀνὰ μέσον αὐτῶν καὶ ἄλλην

φάραγγα βαθεῖαν καὶ ξηρὰν ἐπrsquo ἄκρων τῶν τριῶν ὀρέων

5 καὶ πᾶσαι φάραγγές εἰσιν βαθεῖαι ἐκ πέτρας στερεᾶς καὶ δένδρον οὐκ

ἐφυτεύετο ἐπrsquo αὐτάς

6 καὶ ἐθαύμασα περὶ τῆς φάραγγος καὶ λίαν ἐθαύμασα

XXVII

1 καὶ εἶπον Διὰ τί ἡ γῆ αὕτη ἡ εὐλογημένη καὶ πᾶσα πλήρης δένδρων

αὐτὴ δὲ ἡ φάραγξ κεκατηραμένη ἐστίν

2 γῆ κατάρατος τοῖς κεκατηραμένοις ἐστὶν μέχρι αἰῶνος ὧδε

ἐπισυναχθήσονται πάντες οἱ κεκατηραμένοι οἵτινες ἐροῦσιν τῷ στόματι

αὐτῶν κατὰ Κυρίου φωνὴν ἀπρεπῆ καὶ περὶ τῆς δόξης αὐτοῦ σκληρὰ

λαλήσουσιν ὧδε ἐπισυναχθήσονται καὶ ὧδε ἔσται τὸ οἰκητήριον

3 ἐπrsquo ἐσχάτοις αἰῶσιν ἐν ταῖς ἡμέραις τῆς κρίσεως τῆς ἀληθινῆς ἐναντίον

τῶν δικαίων εἰς τὸν ἅπαντα χρόνον ὧδε εὐλογήσουσιν οἱ ἀσεβεῖς τὸν

κύριον τῆς δόξης τὸν βασιλέα τοῦ αἰῶνοςmiddot

4 ἐν ταῖς ἡμέραις τῆς κρίσεως αὐτῶν εὐλογήσουσιν ἐν ἐλέει ὡς ἐμέρισεν

αὐτοῖς

5 Τότε ηὐλόγησα τὸν κύριον τῆς δόξης καὶ τὴν δόξαν αὐτοῦ ἐδήλωσα καὶ

ὕμνησα μεγαλοπρεπῶς

27

XXVIII

1 Καὶ ἐκεῖθεν ἐπορεύθην εἰς τὸ μέσον Μανδοβαρά καὶ ἴδον αὐτὸ ἔρημονmiddot

καὶ αὐτὸ μόνον

2 πλήρης δένδρων καὶ ἀπὸ τῶν σπερμάτων ὕδωρ ἄνομβρον ἄνωθεν

φερόμενον

3 ὡς ὑδραγωγὸς δαψιλὴς ὡς πρὸς βορρᾶν ἐπὶ δυσμῶν πάντοθεν ἀνάγει

ὕδωρ καὶ δρόσον

XXIX

1 Ἔτι ἐκεῖθεν ἐπορεύθην εἰς ἄλλον τόπον ἐν τῷ Βαβδηρά καὶ πρὸς

ἀνατολὰς τοῦ ὄρους τούτου ᾠχόμην

2 καὶ ἴδον κρίσεως δένδρα πνέοντα ἀρωμάτων λιβάνων καὶ ζμύρνας καὶ

τὰ δένδρα αὐτῶν ὅμοια καρύαις

XXX

1 Καὶ ἐπέκεινα τούτων ᾠχόμην πρὸς ἀνατολὰς μακράν καὶ ἴδον τόπον

ἄλλον μέγαν φάραγγα ὕδατος

2 ἐν ᾧ καὶ δένδρα χρόα ἀρωμάτων ὁμοίων σχίνῳ

3 καὶ τὰ παρὰ τὰ χείλη τῶν φαράγγων τούτων ἴδον κιννάμωμον

ἀρωμάτωνmiddot καὶ ἐπέκεινα τούτων ᾠχόμην πρὸς ἀνατολάς

XXXI

1 καὶ ἴδον ἄλλα ὄρη καὶ ἐν αὐτοῖς ἄλση δένδρων καὶ ἐκπορευόμενον ἐξ

αὐτῶν νέκταρ τὸ καλούμενον σαρρὰν καὶ χαλβάνη

2 καὶ ἐπέκεινα τῶν ὀρέων τούτων ἴδον ἄλλο ὄρος πρὸς ἀνατολὰς τῶν

περάτων τῆς γῆς καὶ πάντα τὰ δένδρα πλήρη ἐξαυτῆς ἐν ὁμοιώματι

ἀμυγδάλων

3 ὅταν τριβῶσινmiddot διὸ εὐωδέστερον ὑπὲρ πάντων τῶν ἀρωμάτων

XXXII

1 εἰς βορρᾶν πρὸς ἀνατολὰς τεθέαμαι ἑπτὰ ὄρη πλήρη νάρδου χρηστοῦ

καὶ σχίνου καὶ κινναμώμου καὶ πιπέρεως

2 Καὶ ἐκεῖθεν ἐφώδευσα ἐπὶ τὰς ἀρχὰς πάντων τῶν ὀρέων τούτων

μακρὰν ἀπέχων πρὸς ἀνατολὰς τῆς γῆς καὶ διέβην ἐπάνω τῆς ἐρυθρᾶς

θαλάσσης καὶ ᾠχόμην ἐπrsquo ἄκρων καὶ ἀπὸ τούτου διέβην ἐπάνω τοῦ

Ζωτιήλ

3 καὶ ἦλθον πρὸς τὸν παράδεισον τῆς δικαιοσύνης καὶ ἴδον μακρόθεν τῶν

δένδρων τούτων δένδρα πλείονα καὶ μεγάλα δύο μὲν ἐκεῖ μεγάλα σφόδρα

καλὰ καὶ ἔνδοξα καὶ μεγαλοπρεπῆ καὶ τὸ δένδρον τῆς φρονήσεως οὗ

ἐσθίουσιν ἅγιοι τοῦ καρποῦ αὐτοῦ καὶ ἐπίστανται φρόνησιν μεγάλην

4 ὅμοιον τὸ δένδρον ἐκεῖνο στροβιλέᾳ τὸ ὕψος τὰ δὲ φύλλα αὐτοῦ κερατίᾳ

ὅμοια ὁ δὲ καρπὸς αὐτοῦ ὡσεὶ βότρυες ἀμπέλου ἱλαροὶ λίαν ἡ δὲ ὀσμὴ

αὐτοῦ διέτρεχεν πόρρω ἀπὸ τοῦ δένδρου

5 τότε εἶπον ὡς καλὸν τὸ δένδρον καὶ ὡς ἐπίχαρι τῇ ὁράσει

6 τότε ἀπεκρίθη Ῥαφαήλ ὁ ἅγιος ἄγγελος ὁ μετrsquo ἐμοῦ ὤν Τοῦτο τὸ

δένδρον φρονήσεως ἐξ οὗ ἔφαγεν ὁ πατήρ σου

LXXXIX

42 Καὶ οἱ κύνες ἤρξαντο κατεσθίειν τὰ πρόβατα καὶ οἱ ὕες καὶ οἱ ἀλώπεκες

κατήσθιον αὐτά μέχρι οὗ ἤγειρεν ὁ κύριος τῶν προβάτων κριὸν ἕνα ἐκ

τῶν προβάτων

43 καὶ ὁ κριὸς οὗτος ἤρξατο κερατίζειν καὶ ἐπιδιώκειν ἐν τοῖς κέρασιν καὶ

ἐνετίνασσεν εἰς τοὺς ἀλώπεκας καὶ μετrsquo αὐτοὺς εἰς τοὺς ὕαςmiddot καὶ

ἀπώλεσεν ὕας πολλούς καὶ μετrsquo αὐτοὺς [ἐλυμήνα]το τοὺς κύνας

44 καὶ τὰ πρόβατα ὧν οἱ ὀφθαλμοὶ ἠνοίγησαν ἐθεάσαντο τὸν κριὸν τὸν ἐν

28

τοῖς προβάτοις ἕως οὗ ἀφῆκεν τὴν ὁδὸν αὐτοῦ καὶ ἤρξατο πορεύεσθαι

ἀνοδίᾳ

45 καὶ ὁ κύριος τῶν προβάτων ἀπέστειλεν τὸν ἄρνα τοῦτον ἐπὶ ἄρνα

ἕτερον τοῦ στῆσαι αὐτὸν εἰς κριὸν ἐν ἀρχῇ τῶν προβάτων ἀντὶ τοῦ κριοῦ

τοῦ ἀφέντος τὴν ὁδὸν αὐτοῦ

46 καὶ ἐπορεύθη πρὸς αὐτὸν καὶ ἐλάλησεν αὐτῷ σιγῇ κατὰ μόνας καὶ

ἤγειρεν αὐτὸν εἰς κριὸν καὶ εἰς ἄρχοντα καὶ εἰς ἡγούμενον τῶν προβάτωνmiddot

καὶ οἱ κύνες ἐπὶ πᾶσιν τούτοις ἔθλιβον τὰ πρόβατα

47 [καὶ] ὁ κριὸς ὁ πρῶτος τὸν κριὸν τὸν δεύτερον ἐπεδίωκεν καὶ ἔφυγεν

ἀπὸ προσώπου αὐτοῦmiddot εἶτrsquo ἐθεώρουν τὸν κριὸν τὸν πρῶτον ἕως οὗ ἔπεσεν

ἔμπροσθεν τῶν κυνῶν

48 καὶ ὁ κριὸς ὁ δεύτερος ἀναπηδήσας ἀφηγήσατο τῶν προβάτων

49 καὶ τὰ πρόβατα ηὐξήθησαν καὶ ἐπληθύνθησανmiddot καὶ πάντες οἱ κύνες καὶ

οἱ ἀλώπεκες ἔφυγον ἀπrsquo αὐτοῦ καὶ ἐφοβοῦντο αὐτόν

XC

1

6 [καὶ ἀναγνωσθής]ονται [πάντες] οἱ λόγοι τῶν ἀνομιῶν ὑμῶν ἐν[ώπιον]

τοῦ μεγάλου ἁγίου κατὰ πρόσωπον ὑμῶνmiddot εἶτrsquo ἀναφελεῖ τὰ πάντα ἔργα τὰ

μετασχόντα ἐν τῇ ἀνομίᾳ

7 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἁμαρτωλοὶ [οἱ] ἐν μέσῳ τῆς θαλάσσης καὶ ἐπὶ τῆς ξηρᾶς

ὄντεςmiddot μνημόσυνον εἰς ὑμᾶς κακόν

8 οὐαὶ ὑμῖν οἱ κτώμενοι χρυσίον καὶ ἀργύριον οὐκ ἀπὸ δικαιοσύνης καὶ

ἐρεῖτε πλούτῳ πεπλουτήκαμεν καὶ τὰ ὑπάρχοντα ἐσχήκαμεν καὶ

κεκτήμεθα

9 καὶ πᾶν ὃ ἐὰν θελήσωμεν ποιήσωμεν ὅτι ἀργύριον τεθησαυρίκαμεν ἐν

τοῖς θησαυροῖς ἡμῶν καὶ ἀγαθὰ πολλὰ ἐν ταῖς οἰκίαις ἡμῶν

10 καὶ ὡς ὕδωρ ἐκχυθήσεται πεπλάνησθε ὅτι οὐ μὴ παραμείνῃ ὁ πλοῦτος

ὑμῶν ἀλλὰ ταχὺ [ἀναπτήσεται] ἀπὸ ὑμῶν ὅτι ἀδίκως πάντα κέκτησθεmiddot

καὶ ὑμεῖς εἰς κατάραν μεγάλην παραδοθήσεσθε

XCI

1 καὶ νῦν ὀμνύω ὑμῖν τοῖς φρονίμοις καὶ οὐχὶ τοῖς ἄφροσι ὅτι πολλὰς

ὄψεσθε ἐπὶ τῆς γῆς ἀνομίαςmiddot

2 ὅτι κάλλος περιθήσονται ἄνδρες ὡς γυναῖκες [καὶ] χρῶμα ὡραῖον ὑπὲρ

παρθένους ἐν βασιλείᾳ καὶ μεγαλωσύνῃ καὶ ἐν ἐξουσίᾳ ἔσονται δὲ

ἀργύριον καὶ χρυσίον [παρrsquo] αὐτοῖς εἰς βρώματα καὶ ἐν ταῖς οἰκίαις αὐτῶν

ὡς ὕδωρ ἐκχυθήσονται

3 [διὰ τὸ μ]ὴ ἐπιστήμην αὐτοὺς μηδὲ φρόνησιν μηδεμίαν [ἔχειν] οὕτω

ἀπολεῖσθε κοινῶς μετὰ πάντων [τῶν] ὑπαρχόντων ὑμῶν [καὶ τῆς] πάσης

δόξης καὶ τῆς τιμῆς [ὑμῶν καὶ] εἰς ἀτιμίαν καὶ ἐρήμωσιν [καὶ σφαγὴν]

μεγάλην τ[ὰ πνεύματα ὑμῶν εἰς τὴν κάμινον τοῦ πυρὸς ἐμβληθήσεται]

Four lines are lost

ἐπὶ τὴν [γῆν οὐκ ἀπεστάλη ἀλλrsquo αὐτὴν οἱ ἄνθρω]ποι ἀφrsquo ἑαυτῶν [ἔκτισαν

καὶ εἰς κατάραν] μεγάλην ἀφίξονται οἱ ποιοῦντες [αὐτήν]

5 καὶ δουλεία (στειρα pap) γυναικὶ οὐκ ἐδόθη ἀλλὰ διὰ τὰ ἔργα τῶν

χειρῶνmiddot ὅτι οὐχ ὡρίσθη δούλην εἶναι δούληνmiddot ἄνωθεν οὐκ ἐδόθη ἀλλὰ ἐκ

καταδυναστείας ἐγένετο ὁ[μοίως] οὐδὲ ἡ ἀνομία ἄνωθεν ἐδόθη ἀλλrsquo ἐκ

παραβάσεως ὁμοίως οὐδὲ στεῖρα γυνὴ ἐκτίσθη ἀλλrsquo ἐξ ἰδίων ἀδικημάτων

ἐπετιμήθη ἀτεκνίᾳ [καὶ] ἄτεκνος ἀποθανεῖται

6 ὀμνύω ὑμῖν ἁμαρτωλοὶ κατὰ τοῦ ἁγίου τοῦ μεγάλου ὅτι τὰ ἔργα ὑμῶν τὰ

πονηρὰ ἔσται ἀνακεκαλυμμένα ἐν τῷ οὐρανῷmiddot οὐκ ἔσται ὑμῖν ἔργον

29

ἀποκεκρυμμένον ἄδικον

7 μὴ ὑπολάβητε τῇ ψυχῇ ὑμῶν μηδὲ ὑπολάβητε τῇ καρδίᾳ ὑμῶν ὅτι οὐ

γινώσκουσιν οὐδὲ βλέπουσιν οὐδὲ τὰ ἀδικήματα ὑμῶν θεωρεῖται οὐδὲ

ἀπογράφεται αὐτὰ ἐνώπιον τοῦ ὑψίστου ἀπὸ τοῦ [νῦν] ἐπιγνῶτε ὅτι

πάντα τὰ ἀδικήματα ὑμῶν ἀπογράφονται ἡμέραν ἐξ [ἡμέρας] μέχρι τῆς

κρίσεως ὑμῶν

9 οὐαὶ ὑμῖν ἄφρονες ὅτι ἀπολεῖσθε διὰ τὴν ἀφροσύνην ὑμῶν καὶ τῶν

[φρονίμων] οὐ μὴ ἀκούσητε καὶ τὰ ἀγαθὰ οὐκ ἀπαντήσει ὑμῖν τὰ δὲ κακὰ

[περιέξει] ὑμᾶς

10 καὶ νῦν γινώσκετε ὅτ[ι ἡτοίμασται] ὑμῖν εἰς ἡμέραν ἀπωλείας [μὴ

ἐλπίζε]τε σωθῆναι ἁμαρτωλοίmiddot ἀπ[ελθόντες] ἀποθάνετε γινώσκοντε[ς ὅτι

ἡτοίμας]ται εἰς ἡμέραν κρίσεως μ[εγάλης καὶ στε]νοχωρίας μείζονος τ[οῖς

πνεύμασιν ὑμῶν]

11 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ σκληροτράχηλοι τῇ καρδίᾳ ποιοῦντες τὸ κα[κὸν καὶ

ἔσθοντες αἷμα πόθ]εν ὑμῖν ἔσο[νται ἀγαθὰ ἵνα φάγητε ] Four lines are

lost

12 [ἔργα τῆ]ς ἀδικίαςmiddot διότι ἐλπίδας κα[λὰς ἔχετε ὑμῖ]ν νῦν γνωστὸν ὑμῖν

ἔστω ὅτι εἰς [χεῖρας τ]ῶν δικαίων παραδοθήσεσθε καὶ ἀποκτενοῦσιν ὑμᾶς

καὶ οὐ μὴ φείσονται ὑμῶν

13 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἐπιχαίροντες τοῖς κακοῖς τῶν δικαίωνmiddot τάφος ὑμῶν οὐ μὴ

ὀρυγῇ

14 οὐαὶ ὑμῖν οἱ βουλόμενοι ἀκυρῶσαι τοὺς λόγους τῶν δικαίωνmiddot οὐ μὴ

γένηται ὑμῖν ἐλπὶς σωτηρίας

15 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ γράφοντες λόγους ψευδεῖς καὶ λόγους πλανήσεωςmiddot αὐτοὶ

γράφουσιν καὶ πολλοὺς ἀποπλανήσουσιν τοῖς ψεύδεσιν αὐτῶνmiddot

16 πλανᾶσθε ὑμεῖς αὐτοὶ καὶ οὐκ ἔστιν ὑμῖν χαίρειν ἀλλὰ ταχέως

ἀπολεῖσθε

XCII

1 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ ποιοῦντες πλανήματα καὶ τοῖς ἔργοις τοῖς ψευδέσιν

λαμβάνοντες τιμὴν καὶ δόξανmiddot ἀπολώλατε οὐκ ἔστιν ὑμῖν σωτηρία εἰς

ἀγαθόν

2 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἐξαλλοιοῦντες τοὺς λόγους τοὺς ἀληθινούς καὶ

διαστρέφοντες τὴν αἰώνιον διαθήκην καὶ λογιζόμενοι ἑαυτοὺς

ἀναμαρτήτουςmiddot ἐν τῇ γῇ καταποθήσονται

3 τότε ἑτοιμάζεσθε οἱ δίκαιοι καὶ προέχεσθε τὰς ἐντεύξεις ὑμῶν εἰς

μνημόσυνον δίδοτε αὐτὰς ἐν διαμαρτυρίᾳ ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων ὅπως

εἰσαγάγωσιν τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἀδίκων ἐνώπιον τοῦ ὑψίστου θεοῦ εἰς

μνημόσυνονmiddot

4 καὶ τότε συν[ταραχ]θήσονται ἐν [ἡμέρ]ᾳ ἀπωλείας τῆς ἀδικίας

5ndash6 ἐν αὐτῷ [τῷ και]ρῷ ἐκείνῳ αἱ τίκτουσαι ἐκβαλοῦσιν καὶ ἐκσπάσουσιν

καὶ ἐγκαταλείψουσιν [τὸ νήπιο]ν βρέφος καὶ αἱ ἐν γαστρὶ ἔχου[σαι

ἐκτρώσο]υσιν καὶ αἱ θηλάζουσαι ῥίψ[ουσιν τὰ τέκ]να αὐτῶν καὶ οὐ μὴ

ἐπι[στρέψου]σιν ἐπὶ τὰ νήπια αὐτῶν οὐ[δὲ ἐπὶ τὰ θηλά]ζοντα οὐδὲ μὴ

φείσονται

7 [καὶ] οἱ γλύφοντες εἰκόνα[ς ἀργυ]ρᾶς καὶ χρυσᾶς ξυλίνας τε [καὶ

λιθίνας] καὶ ὀστρακίνας καὶ λατρεύ[οντες φαν]τάσμασιν καὶ δαιμονίοι[ς

καὶ βδελύγ]μασιν καὶ πνεύμασιν πονη[ροῖς καὶ] πάσαις ταῖς πλάναις οὐ

κατrsquo ἐπι[στήμην] καὶ πᾶν βοήθημα οὐ μὴ εὕρητε [ἀπrsquo] αὐτῶν

8ndash9 καὶ πλανηθήσονται ἐν ἀφροσύνῃ τῆς καρδίας αὐτῶν καὶ τὰ ὁράματα

τῶν ἐνυπνίων καταπλανήσουσιν ὑμᾶς ὑμεῖς καὶ τὰ ἔργα ὑμῶν τὰ ψευδῆ ἃ

30

ἐποιήσατε καὶ ἐλαεργ[ήσατε] καὶ ἐπὶ μιᾶς ἀπολεῖσθε

10ndash12 καὶ τότε μακάριοι πάντες οἱ ἀκούσαντες φρονίμων λόγους καὶ

μαθήσονται αὐτούς ποιῆσαι τὰς ἐντολὰς τοῦ ὑψίστου καὶ πορεύσονται ἐν

ὁδοῖς δικαιοσύνης αὐτοῦ καὶ οὐ μὴ πλανήσουσιν μετὰ τῶν πλανώντων καὶ

σωθήσονται

13 οὐαὶ οἱ οἰκοδομοῦντες τὰς οἰκοδομὰς αὐτῶν οὐκ ἐκ κόπων ἰδίων καὶ ἐκ

λίθων καὶ ἐκ πλίνθων πᾶσαν οἰκοδομὴν ποιεῖτε οἷς οὐκ ἔστιν ὑμῖν χά[ρις]

14 οὐαὶ οἱ ἐξουθενοῦντες τὴν θεμελίωσιν καὶ τὴν κληρονομίαν τῶν

πατέρων αὐτῶν τὴν ἀπrsquo αἰῶνος [ὅτι] διώξεται ὑμᾶς πνεῦμα πλανήσεωςmiddot

οὐκ ἔστιν ὑμῖν ἀναπαῦσαι

15 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ποιοῦντες τὴν ἀ[νομίαν] καὶ ἐπιβοηθοῦντες τῇ ἀδι[κίᾳ

φονεύ]οντες τὸν πλησίον αὐτῶ[ν ἕως τῆς] ἡμέρας τῆς κρίσεως τῆς

[μεγάληςmiddot

16 ]ὅτι τότε ἐκτρίψει τὴν δόξ[αν ὑμῶν] καὶ ἐπεγερεῖ τὸν θυμὸν [αὐτοῦ

καθrsquo] ὑμῶν ἀπολεῖ πάντας ὑ[μᾶς ἐν ῥομ]φαίᾳ καὶ πάντες οἱ δί[καιοι

μνημο]νήσουσιν τὰς ἀδικίας [ὑμῶν]

XCIII

1ndash2 καὶ τότε ἐν ἑνὶ τόπῳ [ῥέῃ τὰ α]ἵμα[τα αὐτῶν καὶ ἄνθρωπο]ς οὐκ

[ἀφέξ]ει τὴν [χεῖρα αὐτοῦ ἀπ]ὸ τοῦ υἱοῦ αὐ[τοῦ οὔτrsquo ἀ]πὸ τοῦ ἀγαπητοῦ

αὐτοῦ ἀποκτεῖναι αὐτόν καὶ ὁ ἁμαρτωλὸς ἀπὸ τοῦ ἐντίμου οὔτε ἀπὸ τοῦ

ἀδελφοῦ αὐτοῦmiddot ἐξ ὄρθρων μέχρις οὗ δῦναι τὸν ἥλιον φονευθήσονται ἐπὶ

τὸ αὐτό

3 καὶ διαπορεύσεται ἵππος ἕως τοῦ στήθους αὐτοῦ διὰ τοῦ αἵματος τῶν

ἁμαρτωλῶν καὶ τὸ ἅρμα μέχρι ἀξόνων καταβήσεται

4 καὶ καταβήσονται ἄγγελοι καταδύνοντες εἰς τὰ ἀπόκρυφα ἐν ἡμέρᾳ

ἐκείνῃmiddot οἵτινες ἐβοήθουν τῇ ἀδικίᾳ καὶ συστραφήσονται εἰς ἕνα τόπον καὶ ὁ

ὕψιστος ἐγερθήσεται ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως ποιῆσαι ἐκ πάντων κρίσιν

μεγάλην

5 καὶ τάξει φυλακὴν ἐπὶ πάντας τοὺς δικαίους καὶ ἁγίους τῶν ἁγίων

ἀγγέλων καὶ τηρηθήσονται ὡς κόριον ὀφθαλμοῦ ἕως οὗ ἐκλείπῃ τὰ κακὰ

καὶ ἁμαρτία καὶ ἀπrsquo ἐκείνου ὑπνώσουσιν εὐσεβεῖς ὕπνον ἡδύν καὶ οὐκ

ἔσται οὐκέτι ὁ ἐκφοβῶν αὐτούς

6 τότε ὄψονται οἱ φρόνιμοι τῶν ἀνθρώπων καὶ κατανοήσουσιν οἱ υἱοὶ τῆς

γῆς ἐπὶ τοὺς λόγους τούτους τῆς ἐπιστολῆς ταύτης καὶ γνώσονται ὅτι οὐ

δύναται ὁ πλοῦτος αὐτῶν διασῶσαι αὐτοὺς ἐν τῇ πτώσει τῆς ἀδικίας

7 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἄδικοι ὅταν ἐκθλίβητε τοὺς δικαίους ἐν ἡμέρᾳ ἀνάγκης

στερεᾶς καὶ φυλάξητε αὐτοὺς ἐν πυρί ὅτι κομιεῖσθε κατὰ τὰ ἔργα ὑμῶν

8 οὐαὶ ὑμῖν σκληροκάρδιοι ἀγρυπνοῦντες νοῆσαι τὸ κακόνmiddot περιέχει ὑμᾶς

φόβος καὶ οὐκ ἔστιν ὁ ἀντιλαμβανόμενος ὑμῶν

9 οὐαὶ ὑμῖν πᾶσιν τοῖς ἁμαρτωλοῖς ἐπὶ τοῖς ἔργοις τοῦ στόματος ὑμῶν

οὐαὶ ὑμῖν πᾶσιν τοῖς ἁμαρτωλοῖς ἐπὶ τοῖς λόγοις τοῦ στόματος ὑμῶν καὶ

ἐπὶ τοῖς [ἔργοις] τῶν χειρῶν ὑμῶν ὅτι ἀπὸ τῶν ἁγίων ἔργων

ἀπεπλα[νήθητε]

11 πᾶσα νεφέλη καὶ ὀμίχλη καὶ δρόσος καὶ ὄμβρος ἐπὶ ταῖς ἁμαρτίαις

ὑμῶν

12 δίδοτε οὖν ὄμβρῳ δῶρα ἵνα μὴ [κωλυθῇ κα]ταβῆναι ὑμῖν καὶ δρόσῳ

κα[ὶ νεφέλῃ] καὶ ὀμίχλῃmiddot χρυσίον διαγράψα[τε ἵνα κα]ταβῶσινmiddot

13 ὅτι ἐὰν ἐπιρρίψῃ ἐφrsquo ὑμ[ᾶς χι]ὼν καὶ πάχνη καὶ ψῦχος αὐτῆς καὶ οἱ

ἄνεμοι καὶ ὁ παγετὸς αὐτῶν καὶ πᾶσαι αἱ μάστιγες αὐτῶν οὐ δύνασθε

ὑποστῆναι ἔμπροσθεν ψύχους καὶ τῶν μαστίγων αὐτῶν

31

XCIV

1 κατανοήσατε τοίνουν υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων τὰ ἔργα τοῦ ὑψίστου καὶ

φοβήθητε τοῦ ποιῆσαι τὸ πονηρὸν ἐναντίον αὐτοῦ

2 ἐὰν ἀποκλείσῃ τὰς θυρίδας τοῦ οὐρανοῦ καὶ κωλύσῃ τὴν δρόσον καὶ τὸν

ὄμβρον καταβῆναι εἵνεκα ὑμῶν τί ποιήσετε

3 ἐὰν ἀποστείληται τὸν θυμὸν αὐτοῦ ἐφrsquo ὑμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ ἔργα ὑμῶν οὐχὶ

ἔσεσθε δεόμενοι αὐτοῦ διὰ τί ὑμεῖς λαλεῖτε τῷ στόματι ὑμῶν μεγάλα καὶ

σκληρὰ ἐπὶ τῇ μεγαλωσύνῃ αὐ[τοῦ

4 ὁρᾶ]τε τοὺς ναυκλήρους τοὺς πλωιζομένους τὴν θάλασσαν ὑπὸ τοῦ

κ[λύδω]νος καὶ χειμῶνος σεσαλευμένα τὰ πλοῖα αὐτῶν

5 καὶ χειμαζόμενοι πάντες φοβοῦνται ἔξω δὲ τὰ [ἀγαθὰ πάντα] καὶ τὰ

ὑπάρχοντα αὐτῶν ἐκβάλλουσιν εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ὑποπτεύουσιν ἐν τῇ

καρδίᾳ αὐτῶν ὅτι ἡ [θάλασσα κα]ταπίεται αὐτοὺς καὶ ἐν αὐτ[ῇ

ἀπολοῦν]ται

6 οὐχὶ πᾶσα ἡ θάλασσα καὶ [πάντα τὰ] ὕδατα αὐτῆς ἔργον τοῦ ὑψ[ίστου

ἐστί] καὶ αὐτὸς συνεστήσατο τὰ π[έρατα αὐ]τῶν καὶ συνέδησεν αὐτ[ήν

καὶ περι]έφραξεν αὐτὴν ἄμμῳ

7 [καὶ ἀπὸ τῆς] ἐμβριμήσεως αὐτοῦ φ[οβοῦνται καὶ ξη]ραίνονται καὶ οἱ

ἰχθύες

8 [ γῆν] καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτοῖς καὶ τίς ἔδωκεν ἐπιστήμην πᾶσιν τοῖς

κινουμένοις ἐν τῇ θαλάσσῃ οἱ ναύκληροι τὴν θάλασσαν φοβοῦνται

XCV

1 καὶ ὅταν ἐκβάλῃ ἐφrsquo ὑμᾶς τὸν κλύδωνα τοῦ πυρὸς τῆς καύσεως ὑμῶν

ποῦ ἀποδράντες σωθήσεσθε καὶ ὅταν δῷ ἐφrsquo ὑμᾶς φωνὴν αὐτοῦ

2 ἔσεσθε συνσειόμενοι καὶ φοβούμενοι ἤχῳ μεγάλῳ laquoκαὶraquo τὴν γῆν

σύμπασαν σειομένην καὶ τρέμουσαν καὶ συνταρασσομένην

3 καὶ οἱ ἄγγελοι συντελοῦντες τὸ συνταχθὲν αὐτοῖς καὶ ὁ οὐρανὸς καὶ οἱ

φωστῆρες σειόμενοι καὶ τρέμοντεςmiddot ἅπαντες οἱ υἱοὶ τῆς γῆς καὶ ὑμεῖς

ἁμαρτωλοὶ ἐπικατάρατοι εἰς τὸν αἰῶναmiddot οὐκ ἔστιν ὑμῖν χαίρειν

4 θαρσεῖτε ψυχαὶ τῶν δικαίων τῶν ἀποθανόντων τῶν δικαίων καὶ τῶν

εὐσεβῶν

5 καὶ μὴ λυπεῖσθε ὅτι κατέβησαν αἱ ψυχαὶ ὑμῶν εἰς ᾅδου μετὰ λύπης καὶ

οὐκ ἀπηντήθη τῷ σώματι τῆς σαρκὸς ὑμῶν ἐν τῇ ζωῇ ὑμῶν κατὰ τὴν

ὁσιότητα ὑμῶν ἐπεὶ αἱ ἡμέραι ἃς ἦτε ἡμέραι ἦσαν ἁμαρτωλῶν καὶ

καταράτων ἐπὶ τῆς γῆς

6 ὅταν ἀποθάνητε τότε ἐροῦσιν οἱ ἁμαρτωλοὶ ὅτι εὐσεβεῖς κατὰ τὴν

εἱμαρμένην ἀπεθάνοσαν καὶ τί αὐτοῖς περιεγένετο ἐπὶ τοῖς ἔργοις αὐτῶν

7 καὶ αὐτοὶ ὁμοίως ἡμῖν ἀπεθάνοσαν ἴδετε οὖν ὡς ἀποθνήσκουσιν μετὰ

λύπης καὶ σκότους καὶ τί αὐτοῖς ἐγένετο περισσόν

8 ἀπὸ τοῦ νῦν ἀναστήτωσαν καὶ σωθήτωσαν καὶ ὄψονται εἰς τὸν αἰῶνα

ἡμᾶς φαγεῖν καὶ πεῖν

9 τοιγαροῦν ἁρπάσαι καὶ ἁμαρτάνειν καὶ λωποδυτεῖν καὶ ἐγκτᾶσθαι καὶ

[ἰδεῖν] ἡμέρας ἀγαθάς

10 ἴδετε οὖν οἱ δικαιοῦντες [ἑαυτ]ούς ὁποία ἐγένετο αὐτῶν ἡ καταστροφή

ὅτι πᾶσα δικαιοσύνη οὐχ εὑρέθη ἐν αὐτοῖς ἕως ἀπέθανον καὶ ἀπώλοντο

11 καὶ ἐγένοντο ὡς οὐκ ὄντες καὶ κατέβησαν αἱ ψυχαὶ αὐτῶν μετrsquo ὀδύνης

εἰς ᾅδου

XCVI

1 ἐγὼ ὀμνύω ὑμῖν Three lines are lost

2 ἐπίσταμαι τὸ μυστήριον τοῦτοmiddot ἀν[έγνων] γὰρ τὰς πλάκας τοῦ οὐρανοῦ

32

καὶ εἶδον τὴν γραφὴν ἀναγκαίανmiddot ἔγνων τὰ γ[εγραμμέ]να ἐν αὐταῖς καὶ

ἐγκεκολαμμέν[α περὶ] ὑμῶν

3 ὅτι ἀγαθὰ καὶ ἡ χαρὰ καὶ ἡ τ[ιμὴ] ἡτοίμασται καὶ ἐγγέγραπται ταῖς

ψ[υχαῖς] τῶν ἀποθανόντων εὐσεβῶνmiddot

4 καὶ χαιρήσονται καὶ οὐ μὴ ἀπόλωνται τὰ πνεύματα αὐτῶν οὐδὲ τὸ

μνημόσυνον ἀπὸ προσώπου τοῦ μεγάλου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν

αἰώνων μὴ οὖν φοβεῖσθε τοὺς ὀνειδισμοὺς αὐτῶν

5 καὶ ὑμεῖς οἱ νεκροὶ τῶν ἁμαρτωλῶν ὅταν ἀποθάνητε ἐροῦσιν ἐφrsquo ὑμῖν

μακάριοι ἁμαρτωλοὶ πάσας τὰς ἡμέρας αὐτῶν ὅσας εἴδοσαν ἐν τῇ ζωῇ

αὐτῶν καὶ ἐνδόξως

6 ἀπεθάνοσαν καὶ κρίσις οὐκ ἐγενήθη ἐν τῇ ζωῇ αὐτῶν

7 αὐτοὶ ὑμεῖς γινώσκετε ὅτι εἰς ᾅδου κατάξουσιν τὰς ψυχὰς ὑμῶν

8 καὶ ἐκεῖ ἔσονται ἐν ἀνάγκῃ μεγάλῃ καὶ ἐν σκότει καὶ ἐν παγίδι καὶ ἐν

φλογὶ καιομένῃ καὶ εἰς κρίσιν μεγάλην εἰσελεύσονται αἱ ψυχαὶ ὑμῶν ἐν

πάσαις ταῖς γενεαῖς τοῦ αἰῶνος οὐαὶ ὑμῖν οὐκ ἔστιν ὑμῖν χαίρειν

9 μὴ γὰρ εἴπητε οἱ δίκαιοι ὅσιοι ὄντες ἐν τῇ ζωῇ τῶν ἡμερῶν τῆς θλίψεως

κόπους ἐκοπιάσαμεν καὶ ἀνηλώμεθα καὶ ὀλίγοι ἐγενήθημεν καὶ

ἀντιλήμπτορα οὐχ εὑρήκαμενmiddot

10 συντετριμμένοι καὶ ἀπολώλαμεν καὶ ἀπηλπίσμεθα καὶ μηκέτι εἰδέναι

σωτηρίαν ἡμέραν ἐξ ἡμέρας

11 ἠλπίσαμεν γενέσθαι κεφαλή ἐγενήθημεν κέρ[κοςmiddot ἐκο]πιάσαμεν

ἐργαζόμενοι καὶ τῶν ὀψωνίων οὐ κεκυριεύκαμεν ἐγενήθημεν κατάβρωμα

ἁμαρτωλῶν [οἱ ἄνο]μοι ἐβάρυναν ἐφrsquo ἡμᾶς τὸν ζυγόν

12 οἳ κυριεύουσιν οἱ ἐχθροὶ ἡμῶν ἐγκεντρίζουσιν ἡμᾶς καὶ περικλείουσιν

ἡμᾶςmiddot ἐζητήσαμεν πο[ῦ φύγωμεν] ἀπrsquo αὐτῶν ὅπως ἀναψύχ[ωμεν] three

lines are lost

14 ἐκράξαμεν ἐπὶ τοὺς καταβάλλοντας καὶ βιαζομένους ἡμᾶς καὶ τὰς

ἐντεύξεις ἡμῶν οὐκ ἀπεδέξαντο οὐδὲ ἐβούλοντο ἐπακοῦσαι τῆς φωνῆς

ἡμῶν

15 καὶ οὐκ ἀντελαμβάνοντο ἡμῶν οὐχ εὑρόντες κατὰ τῶν βιαζομένων καὶ

κατεσθόντων ἡμᾶς ἀλλὰ στερεοῦσιν αὐτοὺς ἐφrsquo ἡμᾶςmiddot ἀπέκτειναν ἡμᾶς

καὶ εἰς ὀλίγους ἤγαγον καὶ οὐχ ὑποδεικνύουσιν περὶ τῶν πεφονευμένων

ἡμῶν καὶ οὐκ ἀναμιμνήσκουσιν περὶ τῶν ἁμαρτωλῶν αὐτῶν τὰς

ἁμαρτίας αὐτῶν

XCVII

1 ὀμνύω ὑμῖν ὅτι οἱ ἄγγελοι ἐν τῷ οὐρανῷ ἀναμιμνήσκουσιν [ὑμῶν] εἰς

ἀγαθὸν ἐνώπιον τῆς δόξης τοῦ μεγάλου

2 θαρσεῖτε δὴ ὅτι ἐπαλαιώθητε ἐν τοῖς κακοῖς καὶ ἐν ταῖς θλίψεσινmiddot ὡσεὶ

φωστῆρες τοῦ οὐρανοῦ ἀναλάμψετε καὶ φανεῖτε αἱ θυρίδες τοῦ οὐρανοῦ

ἀνοιχθήσονται ὑμῖν

3ndash4 καὶ ἡ κραυγὴ ὑμῶν ἀκουσθήσεται καὶ ἡ κρίσις ὑμῶν ἣν κράζετε καὶ

φανεῖται ἐφrsquo ὅσα συλλαβήσεται ὑμῖν περὶ τῆς θλίψεως ὑμῶν καὶ ἐκ

πάντων ὅστις μετέσχεν τῶν βιαζομένων καὶ κατεσθόντων ὑμᾶς

5 [μὴ φοβεῖσθε] τὰ κακὰ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως τῆς μεγάλης καὶ οὐ μὴ

εὑρεθῆτε ὡς οἱ ἁμαρτωλοί [ἀλλrsquo ὑμεῖς οἱ ἁμαρτωλοὶ] σκυλήσεσθε καὶ

κρίσις αἰώνιος ἐξ ὑμῶν ἔσται εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν αἰώνων

6 μὴ φοβεῖσθε οἱ δίκαιοι ὅταν ἴδητε τοὺς ἁμαρτωλοὺς κατισχύοντας καὶ

εὐοδουμένους καὶ μὴ μέτοχοι αὐτῶν γίνεσθε ἀλλὰ μακρὰν ἀπέχεσθε ἀπὸ

πάντων τῶν ἀδικημάτων αὐτῶν

7 μὴ γὰρ εἴπητε οἱ ἁμαρτωλοὶ [ὅτι] οὐ μὴ ἐκζητηθῶσιν αἱ ἁμαρτίαι ὑμῶν

33

[ἐξ] ἡμερῶν

8 καὶ νῦν ἀποδεικνύω ὑμῖν ὅτι φῶς καὶ σκότος ἡμέρα καὶ νὺξ

ἐποπτεύουσιν τὰς ἁμαρτίας ὑμῶν πάσας

9 μὴ πλανᾶσθε τῇ καρδίᾳ ὑμῶν μηδὲ ψεύδεσθε μηδὲ ἐξαλλοιώσητε τοὺς

λόγους τῆς ἀληθείας μηδὲ καταψεύδεσθε τῶν [λόγων τοῦ] ἁγίου καὶ μὴ

δότε ἔπαινον ταῖς [εἰκόσιν ὑ]μῶνmiddot οὐ γὰρ εἰς δικαίωμα εἰσάγ[ουσιν πάντα

τὰ ψεύδ]η καὶ πᾶσα [ἡ πλάνη] Two lines are lost

10 τῆς ἀληθείας ἐξαλλοιοῦσιν καὶ ἀντιγράφουσιν οἱ ἁμαρτωλοὶ καὶ

ἀλλάσσουσιν τοὺς πολλούς καὶ ψεύδονται καὶ πλάσσουσιν πλάσματα

μεγάλα καὶ τὰς γραφὰς ἀναγράφουσιν ἐπὶ τοῖς ὀνόμασιν αὐτῶνmiddot

11 καὶ ὄφελον πάντας τοὺς λόγους μου γράφωσιν ἐπrsquo ἀληθείας ἐπὶ τὰ

ὀνόματα αὐτῶν καὶ μήτε ἀφέλωσιν μήτε ἀλλοιώσωσιν τῶν λόγων τούτων

ἀλλὰ πάντα ἐπrsquo ἀληθείας γράφωσιν ἃ ἐγὼ διαμαρτυροῦμαι αὐτοῖς

12 καὶ πάλιν ἐγὼ γινώσκω μυστήριον δεύτερον ὅτι δικαίοις καὶ ὁσίοις καὶ

φρονίμοις δοθήσονται αἱ βίβλοι μου εἰς χαρὰν ἀληθείας

13 καὶ αὐτοὶ πιστεύσουσιν αὐταῖς καὶ ἐν αὐταῖς χαρήσονται καὶ

ἀγαλλιάσονται πάντες οἱ δίκαιοι μαθεῖν ἐξ αὐτῶν πάσας τὰς ὁδοὺς τῆς

ἀληθείας

CVI

1 μετὰ δὲ χρόνον ἔλαβεν Μαθουσάλεκ τῷ υἱῷ μου γυναῖκα καὶ ἔτεκεν

υἱὸν καὶ ἐκάλεσεν τὸ ὄνομα αὐτοῦ Λάμεχ ἐταπεινώθη ἡ δικαιοσύνη μέχρι

τῆς ἡμέρας ἐκείνης καὶ ὅτε εἰς ἡλικίαν ἐπῆλθεν ἔλαβεν αὐτῷ γυναῖκα καὶ

ἔτεκεν αὐτῷ παιδίον

2 καὶ ὅτε ἐγεννήθη τὸ παιδίον ἦν τὸ σῶμα λευκότερον χιόνος καὶ

πυρρότερον ῥόδου τὸ τρίχωμα πᾶν λευκὸν καὶ ὡς ἔρια λευκὰ καὶ οὖλον

καὶ ἔνδοξον καὶ ὅτε ἀνέῳξεν τοὺς ὀφθαλμούς ἔλαμψεν ἡ οἰκία ὡσεὶ

ἥλιος

3 καὶ ἀνέστη ἐκ τῶν χειρῶν τῆς μαίας καὶ ἀνέῳξεν τὸ στόμα καὶ

εὐλόγησεν τῷ κυρίῳmiddot

4 καὶ ἐφοβήθη Λάμεχ ἀπrsquo αὐτοῦ καὶ ἔφυγεν καὶ ἦλθεν πρὸς Μαθουσάλεκ

τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ

5 τέκνον ἐγεννήθη μου ἀλλοῖον οὐχ ὅμοιον τοῖς ἀνθρώποις ἀλλὰ τοῖς

τέκνοις τῶν ἀγγέλων τοῦ οὐρανοῦ καὶ ὁ τύπος ἀλλοιότερος οὐχ ὅμοιος

ἡμῖνmiddot τὰ ὄμματά ἐστιν ὡς ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου καὶ ἔνδοξον τὸ πρόσωπονmiddot

6 καὶ ὑπολαμβάνω ὅτι οὐκ ἔστιν ἐξ ἐμοῦ ἀλλὰ ἐξ ἀγγέλου καὶ

εὐλαβοῦμαι αὐτὸν μήποτέ τι ἔσται ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ ἐν τῇ γῇ

7 καὶ παραιτοῦμαι π[άτερ καὶ] δέομαι βάδισον πρὸς Ἑνὼ[χ τὸν πατέρα

ἡμῶν καὶ ἐρώτησον] Two lines are lost

8 [ἦλθ]εν πρὸς ἐμὲ εἰς τὰ τέρματα τῆς γῆς οὗ [εἶδ]εν τότε εἶναι με καὶ

εἶπέν μοι πάτερ [μου] ἐπάκουσον τῆς φωνῆς μου καὶ ἧκε [πρὸς] ἐμέ καὶ

ἤκουσα τὴν φωνὴν αὐτοῦ καὶ ἦλθον πρὸς αὐτὸν καὶ εἶπα ἰδοὺ πάρειμι

τέκνονmiddot διὰ τί ἐλήλυθας πρὸς ἐμέ τέκνον

9 καὶ ἀπεκρίθη λέγων διrsquo ἀνάγκην μεγάλην ἦλθον ὧδε πάτερmiddot

10 καὶ νῦν ἐγεννήθη τέκνον Λάμεχ τῷ υἱῷ μου καὶ ὁ τύπος αὐτοῦ καὶ ἡ

εἰκὼν αὐτοῦ laquoοὐχ ὅμοιος ἀνθρώποις καὶ τὸ χρῶμα αὐτοῦraquo λευκότερον

χιόνος καὶ πυρρότερον ῥόδου καὶ τὸ τρίχωμα τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ

λευκότερον ἐρίων λευκῶν καὶ τὰ ὄμματα αὐτοῦ ἀφόμοια ταῖς τοῦ ἡλίου

ἀκτῖσιν

11 καὶ ἀνέστη ἀπὸ τῶν τῆς μαίας χειρῶν καὶ ἀνοίξας τὸ στόμα εὐλόγησεν

τὸν κύριον τοῦ αἰῶνοςmiddot

34

12 καὶ ἐφοβήθη ὁ υἱός μου Λάμεχ καὶ ἔφυγεν πρὸς ἐμέ καὶ οὐ πιστεύει ὅτι

υἱὸς αὐτοῦ ἐστιν ἀλλὰ ὅτι ἐξ ἀγγέλων one or two lines omitted τὴν

ἀκρίβειαν ἣν ἔχεις () καὶ τὴν ἀλήθειαν

13 τότε ἀπεκρίθην λέγων ἀνακαινίσει ὁ κύριος πρόσταγμα ἐπὶ τῆς γῆς

καὶ τὸν αὐτὸν τρόπον τέκνον τεθέαμαι καὶ ἐσήμανά σοιmiddot ἐν γὰρ τῇ γενεᾷ

Ἰάρεδ τοῦ πατρός μου παρέβησαν τὸν λόγον κυρίου ἀπὸ τῆς διαθήκης τοῦ

οὐρανοῦ

14 καὶ ἰδοὺ ἁμαρτάνουσιν καὶ παραβαίνουσιν τὸ ἔθος καὶ μετὰ γυναικῶν

συγγίνονται καὶ μετrsquo αὐτῶν ἁμαρτάνουσιν καὶ ἔγημαν ἐξ αὐτῶν

[καὶ τίκτουσιν οὐχ ὁμοίους πνεύμασιν ἀλλὰ σαρκίνους]middot

15 καὶ ἔσται ὀργὴ μεγάλη ἐπὶ τῆς γῆς καὶ κατακλυσμός καὶ ἔσται

ἀπώλεια μεγάλη ἐπὶ ἐνιαυτὸν ἕναmiddot

16 καὶ τόδε τὸ παιδίον τὸ γεννηθὲν καταλειφθήσεται καὶ τρία αὐτοῦ

τέκνα σωθήσεται ἀποθανόντων τῶν ἐπὶ τῆς γῆςmiddot

17b καὶ πραϋνεῖ τὴν γῆν ἀπὸ τῆς οὔσης ἐν αὐτῇ φθορᾶς

18 καὶ νῦν λέγε Λάμεχ ὅτι τέκνον σού ἐστιν δικαίως καὶ ὁσίως [καὶ]

κάλεσον αὐτοῦ τὸ ὄνομα [Νῶε]middot αὐτὸς γὰρ ἔσται ὑμῶν κατάλειμμα ἐφrsquo οὗ

ἂν καταπαύσητε καὶ laquoοἱraquo υἱοὶ αὐτοῦ ἀπὸ τῆς φθορᾶς τῆς γῆς καὶ ἀπὸ

πάντων τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ ἀπὸ πασῶν τῶν συντελειῶν ἐπὶ τῆς γῆς

Four lines are lost

19 ὑπέδειξέν μοι καὶ ἐμήνυσεν καὶ ἐν ταῖς πλαξὶν τοῦ οὐρανοῦ ἀνέγνων

αὐτά

CVII

1 τότε τεθέαμαι τὰ ἐγγεγραμμένα ἐπrsquo αὐτῶν ὅτι γενεὰ γενεᾶς κακ[ίων

ἔσται] καὶ εἶδον τόδε μέχρις τοῦ ἀνας[τῆναι] γενεὰν δικαιοσύνης καὶ ἡ

κακία ἀπολεῖται καὶ ἡ ἁμαρτία ἀλλάξει ἀπὸ τῆς γῆς καὶ τὰ ἀγαθὰ ἥξει ἐπὶ

τῆς γῆς ἐπrsquo αὐτούς

2 καὶ νῦν ἀπότρεχε τέκνον καὶ σήμανον Λάμεχ τῷ υἱῷ σου ὅτι τὸ παιδίον

τοῦτο τὸ γεννηθὲν τέκνον αὐτοῦ ἐστιν δικαίως καὶ οὐ ψευδῶς

3 καὶ ὅτε ἤκουσεν Μαθουσάλεκ τοὺς λόγους Ἑνὼχ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ

μυστηριακῶς γὰρ ἐδήλωσεν αὐτῷ [ἐπέστρεψεν καὶ ἐδήλωσεν αὐτῷ] καὶ

ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτοῦ Νῶε εὐφραίνων τὴν γῆν ἀπὸ τῆς ἀπωλείας

Liber Enoch

Apocalypsis Henochi Graece

(recensio ap Syncellum)

(ed M Black)

Pseudepigrapha veteris testamenti Graece 3

Leiden Brill 1970 pp 21ndash26 29ndash30 32ndash33 37

VI

ἐκ τοῦ πρώτου βιβλίου Ἐνὼχ περὶ τῶν ἐγρηγόρων

1 καὶ ἐγένετο ὅτε ἐπληθύνθησαν οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων ἐγεννήθησαν

αὐτοῖς θυγατέρες ὡραῖαι

2 καὶ ἐπεθύμησαν αὐτὰς οἱ ἐγρήγοροι καὶ ἀπεπλανήθησαν ὀπίσω αὐτῶν

καὶ εἶπον πρὸς ἀλλήλους ἐκλεξώμεθα ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ τῶν

θυγατέρων τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς

3 καὶ εἶπε Σεμιαζᾶς ὁ ἄρχων αὐτῶν πρὸς αὐτούς φοβοῦμαι μὴ οὐ

θελήσητε (Go θελήσετε) ποιῆσαι τὸ πρᾶγμα τοῦτο καὶ ἔσομαι ἐγὼ μόνος

ὀφειλέτης ἁμαρτίας μεγάλης

4 καὶ ἀπεκρίθησαν αὐτῷ πάντες καὶ εἶπον ὀμόσωμεν ἅπαντες ὅρκῳ καὶ

ἀναθεματίσωμεν ἀλλήλους τοῦ μὴ ἀποστρέψαι τὴν γνώμην ταύτην

35

μέχρις οὗ ἀποτελέσωμεν αὐτήν

5 τότε πάντες ὤμοσαν ὁμοῦ καὶ ἀνεθεμάτισαν ἀλλήλους

6 ἦσαν δὲ οὗτοι διακόσιοι οἱ καταβάντες ἐν ταῖς ἡμέραις Ἰάρεδ εἰς τὴν

κορυφὴν τοῦ Ἑρμονιεὶμ (Go κορυφὴν Ἑρμὼν) ὄρους καὶ ἐκάλεσαν τὸ ὄρος

Ἑρμώμ καθότι ὤμοσαν (Go ομοσαν) καὶ ἀνεθεμάτισαν ἀλλήλους ἐν αὐτῷ

7 καὶ ταῦτα τὰ ὀνόματα τῶν ἀρχόντων αὐτῶν αacute Σεμιαζᾶς ὁ ἄρχων

αὐτῶν βacute Ἀταρκούφ γacute Ἀρακιήλ δacute Χωβαβιήλ εacute Ὀραμμαμή Ϛacute Ῥαμιήλ ζacute

Σαμψίχ ηacute Ζακιήλ θacute Βαλκιήλ ιacute Ἀζαλζήλ ιαacute Φαρμαρός ιβacute Ἀμαριήλ ιγacute

Ἀναγημάς ιδacute Θαυσαήλ ιεacute Σαμιήλ ιϚacute Σαρινᾶς ιζacute Εὐμιήλ (Par gr 1711 ὁ

Εὐμιήλ) ιηacute Τυριήλ ιθacute Ἰουμιήλ κacute Σαριήλ

VII

1 Οὗτοι καὶ οἱ λοιποὶ πάντες ἐν τῷ χιλιοστῷ ἑκατοστῷ ἑβδομηκοστῷ ἔτει

τοῦ κόσμου ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας καὶ ἤρξαντο μιαίνεσθαι ἐν αὐταῖς

ἕως τοῦ κατακλυσμοῦ καὶ ἔτεκον αὐτοῖς γένη τρίαmiddot πρῶτον γίγαντας

μεγάλους

2 οἱ δὲ γίγαντες ἐτέκνωσαν Ναφηλείμ καὶ τοῖς Ναφηλεὶμ ἐγεννήθησαν

Ἐλιούδ καὶ ἦσαν αὐξανόμενοι κατὰ τὴν μεγαλειότητα αὐτῶν καὶ

ἐδίδαξαν ἑαυτοὺς καὶ τὰς γυναῖκας ἑαυτῶν φαρμακείας καὶ ἐπαοιδίας

VIII

1 Πρῶτος Ἀζαὴλ ὁ δέκατος τῶν ἀρχόντων ἐδίδαξε ποιεῖν μαχαίρας καὶ

θώρακας καὶ πᾶν σκεῦος πολεμικόν καὶ τὰ μέταλλα τῆς γῆς καὶ τὸ

χρυσίον πῶς ἐργάσωνται καὶ ποιήσωσιν αὐτὰ κόσμια ταῖς γυναιξί καὶ τὸν

ἄργυρον ἔδειξε δὲ αὐτοῖς καὶ τὸ στίλβειν καὶ τὸ καλλωπίζειν καὶ τοὺς

ἐκλεκτοὺς λίθους καὶ τὰ βαφικάmiddot καὶ ἐποίησαν ἑαυτοῖς οἱ υἱοὶ τῶν

ἀνθρώπων καὶ ταῖς θυγατράσιν αὐτῶν καὶ παρέβησαν καὶ ἐπλάνησαν

τοὺς ἁγίους

2 καὶ ἐγένετο ἀσέβεια πολλὴ ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἠφάνισαν τὰς ὁδοὺς αὐτῶν

3 ἔτι δὲ καὶ ὁ πρώταρχος αὐτῶν Σεμιαζᾶς ἐδίδαξεν εἶναι ὀργὰς κατὰ τοῦ

νοός καὶ ῥίζας βοτανῶν τῆς γῆς ὁ δὲ ἑνδέκατος Φαρμαρὸς ἐδίδαξε

φαρμακείας ἐπαοιδίας σοφίας καὶ ἐπαοιδῶν λυτήριαmiddot ὁ ἔνατος ἐδίδαξεν

ἀστροσκοπίανmiddot ὁ δὲ τέταρτος ἐδίδαξεν ἀστρολογίανmiddot ὁ δὲ ὄγδοος ἐδίδαξεν

ἀεροσκοπίανmiddot ὁ δὲ τρίτος ἐδίδαξε τὰ σημεῖα τῆς γῆςmiddot ὁ δὲ ἕβδομος ἐδίδαξε

τὰ σημεῖα τοῦ ἡλίουmiddot ὁ δὲ εἰκοστὸς ἐδίδαξε τὰ σημεῖα τῆς σελήνηςmiddot πάντες

οὗτοι ἤρξαντο ἀνακαλύπτειν τὰ μυστήρια ταῖς γυναιξὶν αὐτῶν καὶ τοῖς

τέκνοις αὐτῶν μετὰ δὲ ταῦτα ἤρξαντο οἱ γίγαντες κατεσθίειν τὰς σάρκας

τῶν ἀνθρώπων

4 καὶ ἤρξαντο οἱ ἄνθρωποι ἐλαττοῦσθαι ἐπὶ τῆς γῆς

VIII col I

4 οἱ δὲ λοιποὶ ἐβόησαν εἰς τὸν οὐρανὸν περὶ τῆς κακώσεως αὐτῶν

λέγοντες εἰσενεχθῆναι τὸ μνημόσυνον αὐτῶν ἐνώπιον κυρίου

VIII col II

4 Τότε ἐβόησαν οἱ ἄνθρωποι εἰς τὸν οὐρανὸν λέγοντες Εἰσαγάγετε τὴν

κρίσιν ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον καὶ τὴν ἀπώλειαν ἡμῶν ἐνώπιον τῆς δόξης

τῆς μεγάλης ἐνώπιον τοῦ κυρίου τῶν κυρίων πάντων τῇ μεγαλωσύνῃ

IX col I

1 Καὶ ἀκούσαντες οἱ τέσσαρες μεγάλοι ἀρχάγγελοι Μιχαὴλ καὶ Οὐριὴλ

καὶ Ῥαφαὴλ καὶ Γαβριὴλ (καὶ Par gr 1711) παρέκυψαν ἐπὶ τὴν γῆν ἐκ τῶν

ἁγίων τοῦ οὐρανοῦ

2 καὶ θεασάμενοι αἷμα πολὺ ἐκκεχυμένον ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πᾶσαν ἀσέβειαν

καὶ ἀνομίαν γενομένην ἐπrsquo αὐτῆς

36

3 εἰσελθόντες εἶπον πρὸς ἀλλήλους ὅτι Τὰ πνεύματα καὶ αἱ ψυχαὶ τῶν

ἀνθρώπων στενάζουσιν ἐντυγχάνοντα καὶ λέγοντα ὅτι Εἰσαγάγετε τὴν

κρίσιν ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον καὶ τὴν ἀπώλειαν ἡμῶν ἐνώπιον τῆς δόξης

τῆς μεγαλωσύνης ἐνώπιον τοῦ κυρίου τῶν κυρίων πάντων τῇ

μεγαλωσύνῃ

4 καὶ εἶπον τῷ κυρίῳ τῶν αἰώνων Σὺ εἶ ὁ θεὸς τῶν θεῶν καὶ κύριος τῶν

κυρίων καὶ ὁ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ θεὸς τῶν αἰώνων καὶ ὁ

θρόνος τῆς δόξης σου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν αἰώνων καὶ τὸ ὄνομά σου

ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

IX col II

1 Καὶ ἀκούσαντες οἱ τέσσαρες μεγάλοι ἀρχάγγελοι Μιχαὴλ καὶ Οὐριὴλ

καὶ Ῥαφαὴλ καὶ Γαβριὴλ παρέκυψαν (= οἱ ltδgt Par gr 1711) ἐπὶ τὴν γῆν ἐκ

τῶν ἁγίων τοῦ οὐρανοῦ

2 καὶ θεασάμενοι αἷμα πολὺ ἐκκεχυμένον ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πᾶσαν ἀνομίαν

καὶ ἀσέβειαν γινομένην ἐπrsquo αὐτῆς

3 εἰσελθόντες εἶπον πρὸς ἀλλήλους ὅτι Τὰ πνεύματα καὶ αἱ ψυχαὶ τῶν

ἀνθρώπων ἐντυγχάνουσι στενάζοντα καὶ λέγοντα Εἰσαγάγετε τὴν δέησιν

ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον

4 καὶ προσελθόντες οἱ τέσσαρες ἀρχάγγελοι εἶπον τῷ κυρίῳ Σὺ εἶ ὁ θεὸς

τῶν θεῶν καὶ κύριος τῶν κυρίων καὶ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ θεὸς

τῶν ἀνθρώπων καὶ ὁ θρόνος τῆς δόξης σου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν

αἰώνων καὶ τὸ ὄνομά σου ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

καὶ τὸ ὄνομά σου ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

IX

4 add post αἰῶνας καὶ τὰ ἑξῆς τότε ὁ ὕψιστος ἐκέλευσε τοῖς ἁγίοις

ἀρχαγγέλοις καὶ ἔδησαν τοὺς ἐξάρχους αὐτῶν καὶ ἔβαλον (ἔβαλλον Par

gr 1711) αὐτοὺς εἰς τὴν ἄβυσσον ἕως τῆς κρίσεως καὶ τὰ ἑξῆς καὶ ταῦτα

μὲν ὁ Ἐνὼχ μαρτυρεῖ

5 σὺ γὰρ εἶ ὁ ποιήσας τὰ πάντα καὶ πάντων τὴν ἐξουσίαν ἔχων καὶ πάντα

ἐνώπιόν σου φανερὰ καὶ ἀκάλυπταmiddot καὶ πάντα ὁρᾷς καὶ οὐκ ἔστιν ὃ

κρυβῆναί σε δύναται

6 ὁρᾷς ὅσα ἐποίησεν Ἀζαὴλ καὶ (om Par gr 1711) ὅσα εἰσήνεγκεν (add

καὶ Par gr 1711) ὅσα ἐδίδαξεν ἀδικίας καὶ ἁμαρτίας ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πάντα

δόλον ἐπὶ τῆς ξηρᾶς ἐδίδαξε γὰρ τὰ μυστήρια καὶ ἀπεκάλυψε τῷ αἰῶνι τὰ

ἐν οὐρανῷ ἐπιτηδεύουσιν δὲ τὰ ἐπιτηδεύματα αὐτοῦ εἰδέναι τὰ μυστήρια

οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων

7 τῷ Σεμιαζᾷ τὴν ἐξουσίαν ἔδωκας ἔχειν τῶν σὺν αὐτῷ ἅμα ὄντων

8 καὶ ἐπορεύθησαν πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς καὶ

συνεκοιμήθησαν μετrsquo αὐτῶν καὶ ἐν ταῖς θηλείαις ἐμιάνθησαν καὶ

ἐδήλωσαν αὐταῖς πάσας τὰς ἁμαρτίας καὶ ἐδίδαξαν αὐτὰς μίσητρα

(μίσιτρα Par gr 1711) ποιεῖν

9 καὶ νῦν ἰδοὺ αἱ θυγατέρες τῶν ἀνθρώπων ἔτεκον ἐξ αὐτῶν υἱοὺς

γίγανταςmiddot κίβδηλα ἐπὶ τῆς (om Go) γῆς τῶν ἀνθρώπων ἐκκέχυται καὶ ὅλη

ἡ γῆ ἐπλήσθη ἀδικίας

10 καὶ νῦν ἰδοὺ τὰ πνεύματα τῶν ψυχῶν τῶν ἀποθανόντων ἀνθρώπων

ἐντυγχάνουσιν καὶ μέχρι τῶν πυλῶν τοῦ οὐρανοῦ ἀνέβη ὁ στεναγμὸς

αὐτῶν καὶ οὐ δύναται ἐξελθεῖν ἀπὸ προσώπου τῶν ἐπὶ τῆς γῆς γινομένων

ἀδικημάτων

11 καὶ σὺ αὐτὰ οἶδας πρὸ τῶν (τοῦ recte Par gr 1711) αὐτὰ γενέσθαι καὶ

ὁρᾷς αὐτοὺς καὶ ἐᾷς αὐτούς καὶ οὐδὲν λέγεις τί δεῖ ποιῆσαι αὐτοὺς (om

37

Go) περὶ τούτου

X

1 Τότε ὁ ὕψιστος εἶπε καὶ ὁ ἅγιος ὁ μέγας ἐλάλησε καὶ ἔπεμψε τὸν Οὐριὴλ

πρὸς τὸν υἱὸν (Go τοῦ) Λάμεχ λέγων

2 Πορεύου πρὸς τὸν Νῶε καὶ εἶπον αὐτῷ τῷ ἐμῷ ὀνόματι Κρύψον σεαυτόν

καὶ δήλωσον αὐτῷ τέλος ἐπερχόμενον ὅτι ἡ γῆ ἀπόλλυται πᾶσαmiddot καὶ εἶπον

αὐτῷ ὅτι κατακλυσμὸς μέλλει γίνεσθαι πάσης τῆς γῆς ἀπολέσαι πάντα

ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς

3 δίδαξον τὸν δίκαιον τί ποιήσει τὸν υἱὸν Λάμεχ καὶ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ εἰς

ζωὴν συντηρήσει καὶ ἐκφεύξεται διrsquo αἰῶνος καὶ ἐξ αὐτοῦ φυτευθήσεται

φύτευμα καὶ σταθήσεται πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

4 Καὶ τῷ Ῥαφαὴλ εἶπε Πορεύου Ῥαφαήλ καὶ δῆσον τὸν Ἀζαήλmiddot χερσὶ καὶ

ποσὶ συμπόδισον αὐτόν καὶ ἔμβαλε αὐτὸν εἰς τὸ σκότος καὶ ἄνοιξον τὴν

ἔρημον τὴν οὖσαν ἐν τῇ ἐρήμῳ Δουδαήλ καὶ ἐκεῖ πορευθεὶς βάλε αὐτόν

5 καὶ ὑπόθες αὐτῷ λίθους ὀξεῖς καὶ (om Go) λίθους τραχεῖς καὶ

ἐπικάλυψον αὐτῷ σκότος καὶ οἰκησάτω ἐκεῖ εἰς τὸν αἰῶνα καὶ τὴν ὄψιν

αὐτοῦ πώμασον καὶ φῶς μὴ θεωρείτωmiddot

6 καὶ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως ἀπαχθήσεται εἰς τὸν ἐμπυρισμὸν τοῦ

πυρός

7 καὶ ἴασαι τὴν γῆν ἣν ἠφάνισαν οἱ ἐγρήγοροι καὶ τὴν ἴασιν τῆς πληγῆς

δήλωσον ἵνα ἰάσωνται τὴν πληγὴν καὶ μὴ ἀπόλωνται πάντες οἱ υἱοὶ τῶν

ἀνθρώπων ἐν τῷ μυστηρίῳ ὃ εἶπον οἱ ἐγρήγοροι καὶ ἐδίδαξαν τοὺς υἱοὺς

τῶν ἀνθρώπων

8 καὶ ἠρημώθη πᾶσα ἡ γῆ ἐν τοῖς ἔργοις τῆς διδασκαλίας Ἀζαήλmiddot καὶ ἐπrsquo

αὐτῇ γράψον πάσας τὰς ἁμαρτίας

9 Καὶ τῷ Γαβριὴλ εἶπε Πορεύου Γαβριήλ ἐπὶ τοὺς γίγαντας ἐπὶ τοὺς

κιβδήλους ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς πορνείας καὶ ἀπόλεσαν τοὺς υἱοὺς τῶν

ἐγρηγόρων ἀπὸ τῶν υἱῶν τῶν ἀνθρώπωνmiddot πέμψον αὐτοὺς εἰς ἀλλήλους ἐξ

αὐτῶν εἰς αὐτούς ἐν πολέμῳ καὶ ἐν ἀπωλείᾳ καὶ μακρότης ἡμερῶν οὐκ

ἔσται αὐτοῖς

10 καὶ πᾶσα ἐρώτησις οὐκ ἔστι τοῖς πατράσιν αὐτῶν ὅτι ἐλπίζουσι ζῆσαι

ζωὴν αἰώνιον καὶ ὅτι ζήσεται ἕκαστος αὐτῶν ἔτη πεντακόσια

11 καὶ τῷ Μιχαὴλ εἶπε Πορεύου Μιχαήλ δῆσον Σεμιαζᾶν καὶ τοὺς ἄλλους

σὺν αὐτῷ τοὺς συμμιγέντας ταῖς θυγατράσι τῶν ἀνθρώπων τοῦ μιανθῆναι

ἐν αὐταῖς ἐν τῇ ἀκαθαρσίᾳ αὐτῶν

12 καὶ ὅταν κατασφαγῶσιν οἱ υἱοὶ αὐτῶν καὶ ἴδωσι τὴν ἀπώλειαν τῶν

ἀγαπητῶν αὐτῶν δῆσον αὐτοὺς ἐπὶ ἑβδομήκοντα γενεὰς εἰς τὰς νάπας

τῆς γῆς μέχρι ἡμέρας κρίσεως αὐτῶν μέχρι ἡμέρας τελειώσεως τελεσμοῦ

ἕως συντελεσθῇ κρίμα τοῦ αἰῶνος τῶν αἰώνων

13 τότε ἀπενεχθήσονται εἰς τὸ χάος τοῦ πυρὸς καὶ εἰς τὴν βάσανον καὶ εἰς

τὸ δεσμωτήριον τῆς συγκλείσεως τοῦ αἰῶνος

14 καὶ ὃς ἂν κατακρίθῃ καὶ ἀφανισθῇ ἀπὸ τοῦ νῦν μετrsquo αὐτῶν δεθήσεται

(δεηθήσεται recte Par gr 1711) μέχρι τελειώσεως γενεᾶς αὐτῶν

περὶ δὲ τοῦ ὄρους ἐν ᾧ ὤμοσαν καὶ ἀνεθεμέτισαν πρὸς τὸν πλησίον αὐτῶν

ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα οὐ μὴ ἀποστῇ ἀπrsquo αὐτοῦ ψῦχος καὶ χιὼν καὶ πάχνη καὶ

δρόσος οὐ μὴ καταβῇ εἰς αὐτό εἰ μὴ εἰς κατάραν καταβήσεται ἐπrsquo αὐτό

μέχρις ἡμέρας κρίσεως τῆς μεγάλης ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ κατακαυθήσεται

καὶ ταπεινωθήσεται καὶ ἔσται κατακαιόμενον καὶ τηκόμενον ὡς κηρὸς

ἀπὸ πυρός οὕτως κατακαήσεται περὶ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ καὶ νῦν

ἐγὼ λέγω ὑμῖν υἱοῖς ἀνθρώπων Ὀργὴ μεγάλη καθrsquo ὑμῶν laquoκαὶraquo κατὰ τῶν

38

υἱῶν ὑμῶν καὶ οὐ παύσεται ἡ ὀργὴ αὕτη ἀφrsquo ὑμῶν μέχρι καιροῦ σφαγῆς

τῶν υἱῶν ὑμῶν καὶ ἀπολοῦνται οἱ ἀγαπητοὶ ὑμῶν καὶ ἀποθανοῦνται οἱ

ἔντιμοι ὑμῶν ἀπὸ πάσης τῆς γῆς ὅτι πᾶσαι αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς αὐτῶν ἀπὸ

τοῦ νῦν οὐ μὴ ἔσονται πλείω τῶν ἑκατὸν εἴκοσιν ἐτῶν καὶ μὴ δόξητε ἔτι

ζῆσαι ἐπὶ πλείονα ἔτηmiddot οὐ γάρ ἐστιν ἐπrsquo αὐτοῖς πᾶσα ὁδὸς ἐκφεύξεως ἀπὸ

τοῦ νῦν διὰ τὴν ὀργὴν ἣν ὠργίσθη ὑμῖν ὁ βασιλεὺς πάντων τῶν αἰώνωνmiddot

μὴ νομίσητε ὅτι ἐκφεύξεσθε ταῦτα

XV

8 Καὶ νῦν οἱ γίγαντες οἱ γεννηθέντες ἀπὸ πνευμάτων καὶ σαρκὸς

πνεύματα πονηρὰ ἐπὶ τῆς γῆς καλέσουσιν αὐτούς ὅτι ἡ κατοίκησις αὐτῶν

ἔσται ἐπὶ τῆς γῆς

9 πνεύματα πονηρὰ ἔσονται τὰ πνεύματα ἐξεληλυθότα ἀπὸ τοῦ σώματος

τῆς σαρκὸς αὐτῶν διότι ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων ἐγένοντο καὶ ἐκ τῶν ἁγίων

τῶν ἐγρηγόρων ἡ ἀρχὴ τῆς κτίσεως αὐτῶν καὶ ἀρχὴ θεμελίουmiddot πνεύματα

πονηρὰ

10 ἐπὶ τῆς γῆς ἔσονται

11 τὰ πνεύματα τῶν γιγάντων νεμόμενα ἀδικοῦντα ἀφανίζοντα

ἐμπίπτοντα καὶ συμπαλαίοντα καὶ ῥιπτοῦντα ἐπὶ τῆς γῆς καὶ δρόμους

ποιοῦντα καὶ μηδὲν ἐσθίοντα ἀλλrsquo ἀσιτοῦντα καὶ ῥιπτοῦντα καὶ φάσματα

ποιοῦντα καὶ διψῶντα καὶ προσκόπτοντα

12 καὶ ἐξαναστήσονται τὰ πνεύματα ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων καὶ

τῶν γυναικῶν ὅτι ἐξ αὐτῶν ἐξεληλύθασι

XVI

1 Καὶ ἀπὸ ἡμέρας καιροῦ σφαγῆς καὶ ἀπωλείας καὶ θανάτου τῶν

γιγάντων ναφηλείμ οἱ ἰσχυροὶ τῆς γῆς οἱ μεγάλοι ὀνομαστοί τὰ

πνεύματα τὰ ἐκπορευόμενα ἀπὸ τῆς ψυχῆς αὐτῶν ὡς ἐκ τῆς σαρκὸς

ἔσονται ἀφανίζοντα χωρὶς κρίσεωςmiddot οὕτως ἀφανίσουσι μέχρις ἡμέρας τῆς

τελειώσεως ἕως τῆς κρίσεως τῆς μεγάλης ἐν ᾗ (ᾧ Par gr 1711) ὁ αἰὼν ὁ

μέγας τελεσθήσεται

XIX

3 ἀνθρώπων ὡς ἐγὼ εἶδον

XX

2 ὁ εἷς τῶν ἁγίων ὁ ἐπὶ τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ταρτάρου

3 Ῥαφαὴλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων τῶν ἀνθρώπων

4 Ῥαγουήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐκδικῶν τὸν κόσμον τῶν

φωστήρων

5 Μιχαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς ἐπὶ τῶν τοῦ λαοῦ ἀγαθῶν τέτακται

καὶ ἐπὶ τῷ χαῷ

6 Σαριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων οἵτινες ἐπὶ τῷ

πνεύματι ἁμαρτάνουσιν

7 Γαβριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τοῦ παραδείσου καὶ τῶν

δρακόντων καὶ χερουβίν Ῥεμειήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃν ἔταξεν ὁ

θεὸς ἐπὶ τῶν ἀνισταμένων ὀνόματα ζacute ἀρχαγγέλων

XXI

1 Καὶ ἐφώδευσα μέχρι τῆς ἀκατασκευάστου

2 καὶ ἐκεῖ ἐθεασάμην ἔργον φοβερόν ἑώρακα οὔτε οὐρανὸν ἐπάνω οὔτε

γῆν τεθεμελιωμένην ἀλλὰ τόπον ἀκατασκεύαστον καὶ φοβερόν

3 καὶ ἐκεῖ τεθέαμαι ζacute ἀστέρας τοῦ οὐρανοῦ δεδεμένους καὶ ἐριμμένους ἐν

αὐτῷ ὁμοῦ ὁμοίους ὁράσει μεγάλῃ καὶ ἐν πυρὶ καιομένους

4 τότε εἶπον Διὰ ποίαν αἰτίαν ἐπεδέθησαν καὶ διὰ ποίαν αἰτίαν ἐρίφησαν

39

ὧδε

5 καὶ εἶπέν μοι Οὐριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ μετrsquo

ἐμοῦ ὤν - καὶ

αὐτὸς αὐτῶν ἡγεῖτο - καὶ εἶπέν μοι Ἑνώχ περὶ τίνος

ἐρωτᾷς ἢ περὶ τίνος

τὴν ἀλήθειαν φιλοσπευδεῖς

6 οὗτοί εἰσιν τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ οἱ παραβάντες

τὴν ἐπιταγὴν τοῦ

κυρίου καὶ ἐδέθησαν ὧδε μέχρι πληρωθῆναι μύρια ἔτη

τὸν χρόνον τῶν

ἁμαρτημάτων αὐτῶν

7 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον τούτου

φοβερώτερον καὶ τεθέαμαι

ἔργα φοβεράmiddot πῦρ μέγα ἐκεῖ καιόμενον καὶ φλεγόμενον καὶ διακοπὴν

εἶχεν ὁ τόπος ἕως τῆς ἀβύσσου πλήρης στύλων πυρὸς μεγάλων

καταφερομένωνmiddot οὔτε μέτρον οὔτε μέγεθος ἠδυνήθην ἰδεῖν οὔτε εἰκάσαι

8 τότε εἶπον Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος οὗτος καὶ ὡς δεινὸς τῇ ὁράσει

9 τότε ἀπεκρίθη μοι καὶ εἶπεν

Incert

1 παρὰ (Par gr 1711 Go περὶ) δὲ τοῦ ὄρους ἐν ᾧ ὤμοσαν καὶ

ἀνεθεμάτισαν πρὸς τὸν πλησίον αὐτῶν ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα οὐ μὴ ἀποστῇ

ἀπrsquo αὐτοῦ ψῦχος καὶ χιὼν καὶ πάχνη καὶ δρόσος οὐ μὴ καταβῇ εἰς αὐτό εἰ

μὴ εἰς κατάραν καταβήσεται ἐπrsquo (Go εἰς) αὐτό μέχρις ἡμέρας κρίσεως τῆς

μεγάλης

2 ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ κατακαυθήσεται καὶ (Go om) ταπεινωθήσεται καὶ

ἔσται κατακαιόμενον καὶ τηκόμενον ὡς κηρὸς ἀπὸ πυρός οὕτως

κατακαήσεται περὶ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ

3 καὶ νῦν ἐγὼ λέγω ὑμῖν υἱοῖς ἀνθρώπων Ὀργὴ μεγάλη καθrsquo ὑμῶν κατὰ

τῶν υἱῶν ὑμῶνmiddot καὶ οὐ παύσεται ἡ ὀργὴ αὕτη ἀφrsquo ὑμῶν μέχρι καιροῦ

σφαγῆς τῶν υἱῶν ὑμῶν

4 καὶ ἀπολοῦνται οἱ ἀγαπητοὶ ὑμῶν καὶ ἀποθανοῦνται οἱ ἔντιμοι ὑμῶν

ἀπὸ πάσης τῆς γῆς ὅτι πᾶσαι αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς αὐτῶν ἀπὸ τοῦ νῦν οὐ μὴ

ἔσονται πλείω τῶν ἑκατὸν εἴκοσιν ἐτῶν

5 καὶ μὴ δόξητε ἔτι ζῆσαι ἐπὶ πλείονα ἔτηmiddot οὐ γάρ ἐστιν ἐπrsquo αὐτοῖς πᾶσα

ὁδὸς ἐκφεύξεως ἀπὸ τοῦ νῦν διὰ τὴν ὀργὴν ἣν ὠργίσθη ὑμῖν ὁ βασιλεὺς

πάντων τῶν αἰώνωνmiddot μὴ νομίσητε ὅτι ἐκφεύξεσθε ταῦτα

Περί των γιγάντων

καὶ ἦν νωε ἐτῶν πεντακοσίων καὶ ἐγέννησεν νωε τρεῖς υἱούς τὸν σημ τὸν χαμ τὸν

ιαφεθκαὶ ἐγένετο ἡνίκα ἤρξαντο οἱ ἄνθρωποι πολλοὶ γίνεσθαι ἐπὶ τῆς γῆς καὶ θυγατέρες

ἐγενήθησαν αὐτοῖς 2ἰδόντες δὲ οἱ υἱοὶ τοῦ θεοῦ τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων ὅτι καλαί

εἰσιν ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ πασῶν ὧν ἐξελέξαντο 3καὶ εἶπεν κύριος ὁ θεός οὐ

μὴ καταμείνῃ τὸ πνεῦμά μου ἐν τοῖς ἀνθρώποις τούτοις εἰς τὸν αἰῶνα διὰ τὸ εἶναι

αὐτοὺς σάρκας ἔσονται δὲ αἱ ἡμέραι αὐτῶν ἑκατὸν εἴκοσι ἔτη 4οἱ δὲ γίγαντες ἦσαν ἐπὶ

τῆς γῆς ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις καὶ μετ ἐκεῖνο ὡς ἂν εἰσεπορεύοντο οἱ υἱοὶ τοῦ

θεοῦ πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων καὶ ἐγεννῶσαν ἑαυτοῖς ἐκεῖνοι ἦσαν οἱ

γίγαντες οἱ ἀπ αἰῶνος οἱ ἄνθρωποι οἱ ὀνομαστοί

40

Παραθέτουμε ένα επεξηγηματικό κείμενο αναφορικά με τους γίγαντες από την

ιστοσελίδα httpwwwoodegrcom

laquoΕδώ πρόκειται για το θέμα στο οποίο αναφέρθηκε ο Ιησούς Χριστός στο

Ματθαίος κδ΄ 38 για τους προκατακλυσμιαίους ανθρώπους που ΄΄έτρωγαν και

έπιναν και παντρεύονταν΄΄ ώσπου ήρθε ο Κατακλυσμός Επ αυτών υπάρχουν

κάποιες παρατηρήσεις

1η παρατήρηση Το οριστικό άρθρο ΄΄οι΄΄ δείχνει ότι πρόκειται για κάποιους που

ήταν ήδη γνωστοί στους αναγνώστες της Γενέσεως προς τους οποίους απευθύνεται

ο Μωυσής δηλαδή προς τους Ισραηλίτες της εποχής του που λάβαιναν το Νόμο

2η παρατήρηση Το ότι ΄΄εν ταις ημέραις εκείναις ήσαν΄΄ υπονοεί 1 Είτε ότι δεν

υπήρχαν πλέον οι γίγαντες στη ΄΄γη΄΄ όταν γραφόταν η Γένεση δηλαδή κατά το 1500

πΧ 2 είτε ότι υπήρχαν και τότε

3η παρατήρηση Για ποια ΄΄γη΄΄ μιλάει 1 Είτε για τη συγκεκριμένη γη στην οποία

συνέβαιναν τα γεγονότα που αναγράφονται στα γύρω κεφάλαια (τη γη της

Μεσοποταμίας) 2 είτε γενικά για τη γύρω γη στην οποία είχαν επεκταθεί οι γίγαντες

και η φυλή Αδάμ Αυτό όμως δεν έχει σημασία καθώς η αναφορά γίνεται μόνο για

τον καιρό πρό τού Κατακλυσμού Είναι γεγονός όμως ότι στη γη Χαναάν οι

γίγαντες υπήρχαν και μετά από τον Κατακλυσμό

Αυτό φαίνεται στους Αριθμούς 13ιγ΄ 33 ΄΄και εκεί εωράκαμεν τους γίγαντας

(εβραϊκό Νεφιλείμ) και ήμεν ενώπιον αυτών ωσεί ακρίδες αλλά και ούτως ήμεν

ενώπιον αυτών΄΄

Αν αυτό φαίνεται παράξενο σε κάποιους που διδάχτηκαν ότι ο Κατακλυσμός ήταν

παγκόσμιος ας διαβάσουν τη μελέτη μας ΄΄Ήταν ο Κατακλυσμός Παγκόσμιος΄΄

Εκεί θα δουν τις Αγιογραφικές και ιστορικές αποδείξεις ότι επρόκειτο για έναν

τοπικό κατακλυσμό που έπληξε μόνο τη φυλή Αδάμ και μέλη μόνο των γύρω λαών

Επιβίωση από τον Κατακλυσμό

Το ότι οι Νεφιλείμ επεβίωσαν του Κατακλυσμού εξηγείται απλά

Είναι λογικό το ότι η φυλή των γιγάντων Νεφιλείμ δεν έμενε ολόκληρη στην

κοιλάδα της Μεσοποταμίας αλλά κάποιοι απ αυτούς διεσπάρησαν στις γύρω

περιοχές

Η Γένεση στο 7ζ΄ 20 γράφει ότι ο Κατακλυσμός είχε ύψος 15 πήχες (8- 9 μέτρα)

δηλαδή όσο χρειαζόταν για να καλύψει τις ψηλότερες περιοχές της χαμηλής

Μεσοποταμίας Όσοι όμως έμεναν στα ορεινά γύρω από την πληγείσα περιοχή

επεβίωσαν Άλλωστε ο Κατακλυσμός έγινε για τιμωρία της φυλής Αδάμ και όχι των

γύρω λαών όπως φαίνεται στη Γένεση 6ς΄ 5 - 7 όπου η λέξη που χρησιμοποιείται

στο Εβραϊκό κείμενο γι αυτούς με τους οποίους οργίστηκε ο Θεός είναι ΄΄Αδάμ΄΄

Για τους άλλους λαούς η Γένεση στο Εβραϊκό κείμενο χρησιμοποιεί άλλη λέξη

όπως φαίνεται στο Γένεσις 6ς΄ 4 [΄΄οι άνθρωποι (εβραϊκά ΄΄ενός΄΄) οι

ονομαστοί΄΄] και στο Γένεσις 13ιγ΄ 13 [΄΄οι δε άνθρωποι (εβραϊκά ΄΄ενός΄΄) οι εν

Σοδόμοις΄΄]

41

Μια τελευταία παρατήρηση ξεκινάει από το ίδιο εδάφιο της Γένεσης 6ς΄ 4 που λέει

΄΄Οι δε γίγαντες ήσαν επί τής γης εν ταις ημέραις εκείναις και μετ εκείνο ως αν

εισεπορεύοντο οι υιοί τού Θεού προς τας θυγατέρας τών ανθρώπων΄΄

Οι Νεφιλείμ λοιπόν υπήρχαν ακόμη ΄΄και μετά από εκείνο΄΄ το γεγονός που

περιγράφεται δηλαδή και μετά από την αύξηση του πληθυσμού στη

Μεσοποταμία Είναι λάθος να ταυτίζονται κατ ανάγκην οι Νεφιλείμ με τους γιους

των ισχυρών καθώς μια αβίαστη ανάγνωση του κειμένου δεν δείχνει τίποτα τέτοιο

Το μεταβατικό ΄΄δε΄΄ δείχνει ότι γίνεται λόγος για κάποιους άλλους και όχι για

τους γιούς των ισχυρών Οι γιοί των ισχυρών δεν είναι οι Νεφιλείμ αλλά οι ισχυροί

άνδρες της Μεσοποταμίας των άλλων φυλών που ζούσαν κοντά στη φυλή Αδάμ

Ίσως ο σκοπός του χωρίου είναι να δείξει ότι η φυλή των γιγάντων (η οποία

προβλημάτιζε τους Ισραηλίτες τον καιρό που ο Μωυσής έγραφε αυτά τα λόγια) ήταν

μια αρχαία φυλή σύγχρονη της επιμειξίας της φυλής Αδάμ με τους γιούς των

ισχυρών και ότι οι Νεφιλείμ επεβίωσαν ακόμη και μετά από την επιμειξία των

ισχυρών ανδρών της Μεσοποταμίας με τις ΄΄θυγατέρες Αδάμ΄΄ κατά την

προκατακλυσμιαία εποχή

Ίσως ακόμα η αναφορά αυτή να γίνεται για να δείξει ότι ο κατακλυσμός στρεφόταν

ειδικά κατά του λαού Αδάμ και όχι και των γύρω λαών εκ των οποίων

επεβίωσαν και οι Νεφιλείμ

Οι γίγαντες στην εποχή τού Ισραήλ

Σύμφωνα με την Αγία Γραφή η περιοχή στην οποία επεβίωσαν κάποιοι από τη

φυλή των γιγάντων Νεφιλείμ ήταν η Βασάν που ονομάζεται ΄΄γη γιγάντων΄΄

(Δευτερονόμιο γ΄ 13)

Πρόκειται για μία ορεινή περιοχή ανατολικά της Θάλασσας της Γαλιλαίας

κατάλληλη για επιβίωση των λαών της από τον Κατακλυσμό που έπληξε τη

Μεσοποταμία και το λαό Αδάμ (Όπως λέμε ΄΄λαός Ισραήλ΄΄)

Εκεί οι γίγαντες υπήρχαν όχι μόνο μετά από τον Κατακλυσμό αλλά και στις ημέρες

του Αβραάμ όπως φαίνεται στη Γένεση 14ιδ΄ 5 όπου λέει για τον Χοδολλογομόρ

και τους συμμάχους του ότι ΄΄κατέκοψαν τους γίγαντας τους εν Ασταρώθ

Καρναιν΄΄ στη Βασσάν

Και οι κατάσκοποι όμως των ημερών του Μωυσή βρήκαν τους Νεφιλείμ στη

Χαναάν όπως είδαμε στους Αριθμούς 13ιγ΄ 33 όπου μάλιστα ονομάζει τους

γίγαντες ΄΄Νεφιλείμ΄΄ Εκεί έχει μάλιστα και οριστικό άρθρο ΄΄τους Νεφιλείμ΄΄

πράγμα που δείχνει ότι δεν επρόκειτο για παρομοίωση αλλά για το γνωστό λαό

των Νεφιλείμ

Άλλα εδάφια όπως το Δευτερονόμιο 1α΄ 28 αναφερόμενο στο ίδιο γεγονός

ταυτίζει τους Νεφιλείμ με τους Ανακείμ που προφανώς ήταν απόγονοί τους

Με τους Ανακείμ συσχετίζει η Αγία Γραφή όλες τις φυλές γιγάντων που ζούσαν γύρω

από τη Θάλασσα της Γαλιλαίας όπως ήταν οι Ραφαείμ οι Εμμαίοι και οι

42

Ζουμζουμείμ τους οποίους εξολώθρευσαν οι απόγονοι του Λωτ (Δευτερονόμιο 2β΄

10112021)

Οι Ραφαείμ ήταν απόγονοι των Γιγάντων που επεβίωσαν από τον Κατακλυσμό και

δεν ήταν απόγονοι του Νώε καθώς δεν αναφέρονται στη Γένεση 10ι΄ όπου

αναφέρονται οι λαοί που κατάγονται από το Νώε Η σκέψη ότι ίσως να μην

αναφέρονται επειδή είναι πολύ νεώτεροι λαοί δεν ευσταθεί επειδή αναφέρονται στη

Γένεσις 14ιδ΄ 5 σαν λαός από την εποχή του Αβραάμ ακόμα και συνεπώς είναι

αρχαιότεροι λαοί από αυτούς που αναφέρονται ως απόγονοι του Νώε

Μετά από την εγκατάσταση των Ισραηλιτών στη Γη της Επαγγελίας οι υψηλόσωμες

αυτές φυλές εξολωθρεύτηκαν και δεν έμειναν Ανακείμ στο Ισραήλ Μόνο στη Γάζα

στη Γαθ και στην Άζωτο έμειναν αναμεμειγμένοι με τους Φιλισταίους (Ιησούς

Ναυή 11ια΄ 21 22)

Ένας απ αυτούς ήταν και ο Γολιάθ από τη Γαθ που σκοτώθηκε από τον Δαυίδ (Α΄

Σαμουήλ ιζ΄ 4 ΄΄Εξήλθεν Γολιάθ εκ της Γαθ΄΄)

Τον καιρό του Δαυίδ σκοτώθηκαν οι τελευταίοι γίγαντεςraquo1

1 httpwwwoodegrcomoodegenesiskatak1htm

43

Page 7: Η δημιουργία του κόσμου

7

ανήκει στο μέρος της ψυχής που υπακούει στη λογική

Σrsquo αυτό όμως που δεν υπακούει στη λογική ανήκει το θρεπτικό το γεννητικό

και το σφυγμικό Το αυξητικό το θρεπτικό και το γεννητικό ονομάζονται

laquoφυτικόraquo ενώ το σφυγμικό καλείται laquoζωτικόraquo

Το θρεπτικό έχει τέσσερις δυνάμεις την ελκτική που έλκει την τροφή

την καθεκτική που κρατεί την τροφή και δεν της επιτρέπει να αποβληθεί

αμέσως την αλλοιωτική που μεταβάλλει την τροφή σε χυμούς την

αποκριτική η οποία αποβάλλει τα περιττώματα μέσω του αφεδρώνα και τα

απορρίπτει από τον οργανισμό

Πρέπει να γνωρίζουμε ότι από τις δυνάμεις που υπάρχουν στα όντα άλλες

είναι ψυχικές άλλες φυσικές και άλλες ζωτικές Ψυχικές είναι αυτές που

ανήκουν στην προαίρεση δηλαδή η επιθυμία και η αίσθηση Στην επιθυμία

ανήκει

η ικανότητα μεταβάσεως από τόπο σε τόπο η κίνηση όλου του

σώματος η φωνητική και αναπνευστική ικανότητα από μας εξαρτάται να τα

ενεργούμε αυτά ή να μην τα ενεργούμε Φυσικές και ζωτικές δυνάμεις είναι

αυτές που ενεργούν χωρίς τη θέλησή μας Φυσικές είναι η θρεπτική η

αυξητική και η αναπαραγωγική ζωτική είναι η σφυγμική Αυτές ενεργούν

είτε το θέλουμε είτε όχι

Επίσης πρέπει να γνωρίζουμε ότι άλλα από τα πράγματα είναι αγαθά και άλλα

κακά Το αγαθό που προσδοκάμε γεννά την επιθυμία ενώ αυτό που έχει

πραγματοποιηθεί γεννά την ευχαρίστηση Παρόμοια το προσδοκώμενο κακό

δημιουργεί φόβο ενώ το πραγματοποιημένο λύπη Και να γνωρίζουμε ότι

λέγοντας αγαθό εννοούμε και το αληθινό αγαθό και το θεωρούμενο το ίδιο

εννούμε και με το κακό

Ας σημειώσουμε ότι με την ένοια κατεικόνα δεν εννοεί τη σωματική εικόνα αλλά

της ψυχής την ομοίωση

Ακόμη εξ αρχής ομότιμος με τον άνδρα δημιουργήθηκε η γυναίκα επειδή όμως

έπταισε ελλατώθηκε αυτής η αρχή και υπό του άνδρα γεγένηται

26καὶ εἶπεν ὁ θεός ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ ὁμοίωσιν καὶ

ἀρχέτωσαν τῶν ἰχθύων τῆς θαλάσσης καὶ τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῶν κτηνῶν

καὶ πάσης τῆς γῆς καὶ πάντων τῶν ἑρπετῶν τῶν ἑρπόντων ἐπὶ τῆς γῆς 27καὶ ἐποίησεν ὁ

θεὸς τὸν ἄνθρωπον κατ εἰκόνα θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς

28καὶ ηὐλόγησεν αὐτοὺς ὁ θεὸς λέγων αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε καὶ πληρώσατε τὴν

γῆν καὶ κατακυριεύσατε αὐτῆς καὶ ἄρχετε τῶν ἰχθύων τῆς θαλάσσης καὶ τῶν πετεινῶν

τοῦ οὐρανοῦ καὶ πάντων τῶν κτηνῶν καὶ πάσης τῆς γῆς καὶ πάντων τῶν ἑρπετῶν τῶν

ἑρπόντων ἐπὶ τῆς γῆς 29καὶ εἶπεν ὁ θεός ἰδοὺ δέδωκα ὑμῖν πᾶν χόρτον σπόριμον

σπεῖρον σπέρμα ὅ ἐστιν ἐπάνω πάσης τῆς γῆς καὶ πᾶν ξύλον ὃ ἔχει ἐν ἑαυτῷ καρπὸν

σπέρματος σπορίμου ὑμῖν ἔσται εἰς βρῶσιν 30καὶ πᾶσι τοῖς θηρίοις τῆς γῆς καὶ πᾶσι

τοῖς πετεινοῖς τοῦ οὐρανοῦ καὶ παντὶ ἑρπετῷ τῷ ἕρποντι ἐπὶ τῆς γῆς ὃ ἔχει ἐν ἑαυτῷ

ψυχὴν ζωῆς πάντα χόρτον χλωρὸν εἰς βρῶσιν καὶ ἐγένετο οὕτως 31καὶ εἶδεν ὁ θεὸς τὰ

πάντα ὅσα ἐποίησεν καὶ ἰδοὺ καλὰ λίαν καὶ ἐγένετο ἑσπέρα καὶ ἐγένετο πρωί ἡμέρα

ἕκτη

8

Η πτώση του ανθρώπου και οι συνέπειες

του πρωπατορικού αμαρτήματος

καὶ ἔπλασεν ὁ θεὸς τὸν ἄνθρωπον χοῦν ἀπὸ τῆς γῆς

καὶ ἐνεφύσησεν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ πνοὴν ζωῆς

καὶ ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχὴν ζῶσαν 8καὶ

ἐφύτευσεν κύριος ὁ θεὸς παράδεισον ἐν εδεμ κατὰ

ἀνατολὰς καὶ ἔθετο ἐκεῖ τὸν ἄνθρωπον ὃν ἔπλασεν

9καὶ ἐξανέτειλεν ὁ θεὸς ἔτι ἐκ τῆς γῆς πᾶν ξύλον

ὡραῖον εἰς ὅρασιν καὶ καλὸν εἰς βρῶσιν καὶ τὸ ξύλον

τῆς ζωῆς ἐν μέσῳ τῷ παραδείσῳ καὶ τὸ ξύλον τοῦ

εἰδέναι γνωστὸν καλοῦ καὶ πονηροῦ Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

ερμηνεύοντας το εμφύσημα αυτού του Θεού λέγει ότι είναι laquoου μόνον ανοίας αλλά

και ατοπίας μεστός ο λόγοςraquo ότι το εμφύσημα στον Αδάμ ήταν η ψυχή και ότι

μεταδόθηκε η ψυχή στο σώμα από την ουσία του Θεού Αν αυτό ήταν αληθινό τότε

δεν θα ήταν σε άλλον σοφή και σε άλλον μωρά και ασύνετη ούτε στον έναν θα ήταν

ψυχή δικαία και στον άλλον ψυχή άδικη Η ουσία του Θεού laquoου μερίζεται ουδέ

αλλοιούται αλλrsquo εστίν αναλλοίωτοςraquo Το εμφύσημα λοιπόν του Θεού ήταν η laquoτου

αγίου Πνεύματος ενέργειαraquo Όπως ο Χριστός είπε laquoλάβετε Πνεύμα άγιονraquo έτσι και

το θείο εμφύσημα laquoανθρωπίνως ακουόμενον Πνεύμά εστι το προσκυνητόν και

άγιονraquo Κατά τον άγιον δεν είναι ψυχή ένα κομμάτι του Θεού αλλά η ενέργεια του

Παναγίου Πνεύματος που έκτισε και δημιούργησε ψυχή χωρίς να γίνει αυτό ψυχή

laquoΤούτο το Πνεύμα προελθόν ουκ αυτό γέγονε ψυχή αλλά ψυχήν έκτισεν∙ ουκ αυτό

εις ψυχήν μετεβλήθη αλλά ψυχήν εδημιούργησε δημιουργόν γαρ το Πνεύμα το

Άγιον κοινωνεί τη δημιουργία του σώματος και τη δημιουργία της ψυχής Πατήρ γαρ

και Υιός και Πνεύμα Άγιον τη θεία δυνάμει δημιουργεί το πλάσμα

21καὶ ἐπέβαλεν ὁ θεὸς ἔκστασιν ἐπὶ τὸν αδαμ καὶ ὕπνωσεν καὶ ἔλαβεν μίαν τῶν

πλευρῶν αὐτοῦ καὶ ἀνεπλήρωσεν σάρκα ἀντ αὐτῆς 22καὶ ᾠκοδόμησεν κύριος ὁ

θεὸς τὴν πλευράν ἣν ἔλαβεν ἀπὸ τοῦ αδαμ εἰς γυναῖκα καὶ ἤγαγεν αὐτὴν πρὸς τὸν

αδαμ 23καὶ εἶπεν αδαμ τοῦτο νῦν ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστέων μου καὶ σὰρξ ἐκ τῆς

σαρκός μου αὕτη κληθήσεται γυνή ὅτι ἐκ τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς ἐλήμφθη αὕτη

24ἕνεκεν τούτου καταλείψει ἄνθρωπος τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ

καὶ προσκολληθήσεται πρὸς τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν

25καὶ ἦσαν οἱ δύο γυμνοί ὅ τε αδαμ καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ καὶ οὐκ ᾐσχύνοντο Ο Θεός

προγνωρίζοντας το τι θα επακολουθούσε μετά την δημιουργία των ανθρώπων τους

έπλασε βιολογικά έτοιμους για laquoγάμου κοινωνίανraquo Η δημιουργία αναφέρεται αρχικά

μόνο στον Αδάμ laquoΤου Αδάμ καθεύδοντος η γυνή κατασκευάζετοraquo1 Ο άγιος

Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναφέρει ότι ο Μωυσής δεν χρησιμοποιεί το ρήμα

laquoέπλασενraquo όταν μιλά για την Εύα αλλά το laquoωκοδόμησενraquo θέλοντας να δείξει ότι αυτή

έγινε από την ίδια ουσία του Αδάμ όχι από άλλη διαφορετική Η γυναίκα λοιπόν δεν

υπολείπεται σε κάτι από τον Αδάμ Είναι ανθρώπινη ύπαρξη τέλεια αλλά και ισότιμη

προς αυτόν Ο Θεός προγνωρίζοντας την πτώση των πρωτοπλάστων επινοεί τον γάμο

9

και την ανάγκη της αμοιβαίας παρηγοριάς τους

Πριν από την παρακοή και την έξοδο από την παραδείσια ζωή δεν υπήρχε ο

γάμος Οι πρωτόπλαστοι ζούσαν παρθενική ζωή μιμούμενοι την ζωή των Αγγέλων

Λέγει ο άγιος Χρυσόστομος laquoΤα της συνουσίας έγιναν μετά την παράβασηbull μέχρι

τότε ζούσαν ως άγγελοι μέσα στον παράδεισο χωρίς να φλέγωνται από την σαρκική

επιθυμία ούτε να πολιορκούνται από άλλα πάθη ούτε να πιέζονται από τις φυσικές

ανάγκες αλλά αφού δημιουργήθηκαν εντελώς άφθαρτοι και αθάνατοι δεν είχαν

ανάγκη ούτε να φορούν ρούχα Πριν μπει η αμαρτία και η παρακοή ήσαν ντυμένοι με

την θεϊκή δόξα γιrsquo αυτό και δεν ντρέπονταν αν και ήσαν γυμνοίraquo2 Οι πρωτόπλαστοι

δεν κατόρθωσαν να διατηρήσουν την ανώτερη αυτή ζωή για τον εαυτό τους

Φάνηκαν ανάξιοι των τόσων μεγάλων αγαθών που τους έδωσε ο Θεός3

ὁ δὲ ὄφις ἦν φρονιμώτατος πάντων τῶν θηρίων τῶν ἐπὶ τῆς γῆς ὧν ἐποίησεν

κύριος ὁ θεός καὶ εἶπεν ὁ ὄφις τῇ γυναικί τί ὅτι εἶπεν ὁ θεός οὐ μὴ φάγητε ἀπὸ

παντὸς ξύλου τοῦ ἐν τῷ παραδείσῳ

Ο διάβολος προσεγγίζει την Εύα και θεολογεί γίνεται ο πρώτος θεολόγος αφού

ονομάζει το Θεό Θεό

Υπάρχει εδώ ένα ερώτημα πως ελάλησε ο όφις Ο όφις κατόρθωσε να μιμηθεί την

ανθρώπινη φωνή χωρίς όμως αυτό να ξενίσει την Εύα Υπήρχε πρό της πτώσεως μια

τέλεια αρμονία μεταξύ Θεού και ανθρώπου ανθρώπου και ζώων αλλά και ζώων με

ζώων

Ο διάβολος δεν γνώριζε τί εντολή είχε δώσει ο Θεός στους πρωτοπλάστους και

προσπαθεί τώρα να ψαρέψει την απάντηση από την αφελή συνομιλήτριά του Δε

διστάζει να ονομάσει το Θεό ψεύτη λέγοντας πως ο Θεός δε σας είπε την αλήθεια αν

φάτε από τον καρπό που σας απαγόρευσε θα ανοίξουν τα μάτια σας και θα γίνετε θεοί

ίσοι με αυτόν και δεν θα τον έχετε πλέον ανάγκη

Από την άλλη μεριά η Εύα αντί να φύγει απαντάει Πολύ σωστά επισημαίνει ο

Χρυσόστομος laquoΜή βάλητε τους μαργαρίτας έμπροσθεν των χοίρωνraquo Όσο λοιπόν η

Εύα πείθετε στα λόγια του σατανά τόσο απομακρύνεται από τον Θεό τόσο και η

Θεία Χάρη την απογυμνώνει σταδιακά Τελικά τρώει τον απαγορευμένο καρπό και

δίνει και στον άντρα της Μια μεγάλη αμαρτία έχει πλέον συντελεσθεί Η αμαρτία

αυτή εμπεριέχει μέσα της την υπερηφάνεια την απιστία την αυθάδεια την παρακοή

Παρόλα αυτά η αμαρτία αυτή είναι μικρότερη από αυτή των εκπεσόντων αγγέλων

Διότι ο πειρασμός των πρωτοπλάστων ήταν εξωτερικός ενώ των εκπεσόντων

αγγέλων εσωτερικός

Ακολουθεί ο σκοτισμός του νου αντιλαμβάνονται ξαφνικά χάνοντας την πρότερη

αθωότητα ότι είναι γυμνοί και σκεπάζονται με φύλα συκής

Ο Θεός φωνάζει εν μέσω του παραδείσου Αδάμ που ει Οι πρωτόπλαστοι κρύβονται

εξαιτίας των ενοχών τους Αντί όμως ο Θεός να εισπράξει την ομολογία του Αδάμ

για το αν έφαγε από τον απαγορευμένο καρπό βρίσκει μπροστά Του την μετάθεση

των ευθυνών στη γυναίκα Το ίδιο κάνει και η γυναίκα μεταθέτοντας με τη σειρά της

την ευθύνη της στον διάβολο

10

Ας προσέξουμε Τον όφι δεν τον ρωτά για το τι έπραξε διότι γνωρίζει ο Θεός πως

ενήργησε εξrsquo ιδίας πρωτοβουλίας Ο σατανάς ήδη μετά την πτώση του είχε

κατακριθεί

Το φίδι τιμωρείται με το να περπατά με την κοιλιά του και να τρώει χώμα πράγμα

που συμβολίζει την τέλεια συντριβή του διαβόλου

Την γυναίκα νίκησες σατανά και διrsquo αυτής τον άνδρα από γυναίκα όμως θα νικηθείς

Εδώ εικονίζεται η Θεοτόκος Το δε laquoεκ του σπέρματός σουraquo δηλοί τον μέλλοντα

Λυτρωτή Χριστό Δηλοί επίσης και την παρθενία της Παναγίας διότι όχι εκ

σπέρματος ανδρός αλλά εκ σπέρματός σου της γυναικός θα προκύψει ο Λυτρωτής

Χριστός

Ο Φιλόστοργος Πατήρ ευαγγελίζεται την υπόσχεση της ελεύσεως του Λυτρωτή και

την πλήρη συντριβή του σατανά εξrsquo ου και πρωτοευαγγέλιο ονομάσθηκε ο στίχος

αυτός

Μιλώντας στην Εύα μιλά προς αυτή σε γένος αρσενικό Αυτός σου τηρήσει την

κεφαλήν Αναφερόμενος εδώ ξεκάθαρα ο Θεός στον Μεσσία Ο σταυρικός θάνατος

του Λυτρωτού είναι η πληγή στην πτέρνα Του

Η λαγνεία της Εύας προς τον απαγορευμένο καρπό τιμωρείται με τους πόνους της

γέννας και την υποταγή της στον άνδρα

Για τον Αδάμ η φύση αγριεύει βγάζοντας αγκάθια και τριβόλια και έτσι πλέον

καλείται με τον ιδρώτα του προσώπου του να κερδίζει το ψωμί του

Η μεγαλύτερη όμως συνέπεια της αμαρτίας είναι ο θάνατος laquoΕως ότου αποστρέψαι

εις την γην εξrsquo ης ελήφθη

Ο Θεός εν συνεχεία ενδύει τους πρωτοπλάστους με δερμάτινους χιτώνες για να τους

προστατέψει από την μεταβολή των καιρικών φαινομένων Οποία στοργή του Θεού

εκεί που ξεσπούσε η θεία οργή Του

Όταν δε εκβλήθησαν εκ του παραδείσου οι πρωτόπλαστοι κατοίκησαν απέναντι από

τον παράδεισο και τούτο για να βλέπουν το τί έχασαν και να μισούν εφrsquo εξής την

αμαρτία Τα Χερουβείμ με την φλογίνη ρομφαία φυλάνε πλέον αντί του Αδάμ τον

παράδεισο Ο Ευσέβιος Καισαρείας λέγει πως αυτό επικράτησε μέχρι τον θάνατο

των πρωτοπλάστων

laquoἈδάμ δε ἔγνω Εὔα τήν γυναίκα αυτοῦraquo Μετά την έκπτωση εκ του παραδείσου τότε

τα συνουσίας αρχήν λαμβάνει Πρό δε της παρακοής αγγελικόν βίον εμιμούντο λέει ο

Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Άρα αυτό που λένε πολλοί πως εξαιτίας της συνουσίας εκβλήθηκαν οι πρωτόπλαστοι

από τον παράδεισο δεν ισχύει

11

Η ιστορία του Κάϊν και του Άβελ

1αδαμ δὲ ἔγνω ευαν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ συλλαβοῦσα ἔτεκεν τὸν καιν καὶ εἶπεν ἐκτησάμην ἄνθρωπον διὰ τοῦ θεοῦ 2καὶ προσέθηκεν τεκεῖν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ τὸν αβελ Το προσέθηκεν σημαίνει ότι

ευθύς αμέσως γέννησε τον Άβελ Άρα ο

Κάϊν και ο Άβελ ήταν δίδυμοι

καὶ ἐγένετο αβελ ποιμὴν προβάτων καιν δὲ ἦν ἐργαζόμενος τὴν γῆν 3καὶ ἐγένετο μεθ ἡμέρας ἤνεγκεν καιν ἀπὸ τῶν καρπῶν τῆς γῆς θυσίαν τῷ κυρίῳ 4καὶ αβελ ἤνεγκεν καὶ αὐτὸς ἀπὸ τῶν πρωτοτόκων τῶν προβάτων αὐτοῦ καὶ ἀπὸ τῶν στεάτων αὐτῶν καὶ ἐπεῖδεν ὁ θεὸς ἐπὶ αβελ καὶ ἐπὶ τοῖς δώροις αὐτοῦ 5ἐπὶ δὲ καιν καὶ ἐπὶ ταῖς θυσίαις αὐτοῦ οὐ προσέσχεν Το ερώτημα εδώ που προκύπτει είναι το πως εκδηλώθηκε αυτή η ευαρέσκεια του Θεού στη θυσία του Άβελ Δια πυρός μας λένε οι πατέρες το οποίο πυρ ήλθε εξ ουρανού

καὶ ἐλύπησεν τὸν καιν λίαν καὶ συνέπεσεν τῷ προσώπῳ 6καὶ εἶπεν κύριος ὁ θεὸς τῷ καιν ἵνα τί περίλυπος ἐγένου καὶ ἵνα τί συνέπεσεν τὸ πρόσωπόν σου 7οὐκ ἐὰν ὀρθῶς προσενέγκῃς ὀρθῶς δὲ μὴ διέλῃς ἥμαρτες ἡσύχασον πρὸς σὲ ἡ ἀποστροφὴ αὐτοῦ καὶ σὺ ἄρξεις αὐτοῦ 8καὶ εἶπεν καιν πρὸς αβελ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ διέλθωμεν εἰς τὸ πεδίον καὶ ἐγένετο ἐν τῷ εἶναι αὐτοὺς ἐν τῷ πεδίῳ καὶ ἀνέστη καιν ἐπὶ αβελ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ καὶ ἀπέκτεινεν αὐτόν Οποία αναισθησία Αντί να παραδειγματιστεί από τη θυσία του Άβελ Αντί να

ακούσει να φιλόστοργα λόγια του ουρανίου Πατρός σπεύδει ως λέων να

κατασπαράξει από τη ζήλια του εκείνον που δικαιώθηκε λόγω της εξαιρετικής του

ευλάβειας Τον καλεί λοιπόν να πάνε έναν περίπατο Ο αδελφός του ως απονήρευτος

και άκακος δέχεται την πρόταση του αδελφού και εκεί δέχεται τη θανάσιμη επίθεση

9καὶ εἶπεν ὁ θεὸς πρὸς καιν ποῦ ἐστιν αβελ ὁ ἀδελφός σου ὁ δὲ εἶπεν οὐ γινώσκω μὴ φύλαξ τοῦ ἀδελφοῦ μού εἰμι ἐγώ 10καὶ εἶπεν ὁ θεός τί ἐποίησας φωνὴ αἵματος τοῦ ἀδελφοῦ σου βοᾷ πρός με ἐκ τῆς γῆς 11καὶ νῦν ἐπικατάρατος σὺ ἀπὸ τῆς γῆς Οποία φρικτή καταδίκη Όταν από το στόμα του Θεού τον ευλογία σκορπίζοντος εξέρχεται η κατάρα Η παρά τω Θεώ όμως κατάρα είναι έκφραση Θείας δικαιοσύνης

ἣ ἔχανεν τὸ στόμα αὐτῆς δέξασθαι τὸ αἷμα τοῦ ἀδελφοῦ σου ἐκ τῆς χειρός σου 12ὅτι ἐργᾷ τὴν γῆν καὶ οὐ προσθήσει τὴν ἰσχὺν αὐτῆς δοῦναί σοι στένων καὶ τρέμων ἔσῃ ἐπὶ τῆς γῆς Δεν πρόκειται λέει εδώ ο Θεός η γη να σου αποφέρει τα

του κόπου σου Μάταια δηλαδή θα ιδρώνεις Αυτή είναι η δεύτερη τιμωρία που

λαμβάνει Το στένων και τρέμων ἔση σημαίνει θα έχεις στεναγμό λόγω του

περιπλανώμενου επί της γης βίου σου Αυτή είναι η τρίτη τιμωρία

12

13καὶ εἶπεν καιν πρὸς τὸν κύριον μείζων ἡ αἰτία μου τοῦ ἀφεθῆναί με 14εἰ ἐκβάλλεις με σήμερον ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς καὶ ἀπὸ τοῦ προσώπου σου κρυβήσομαι καὶ ἔσομαι στένων καὶ τρέμων ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἔσται πᾶς ὁ εὑρίσκων με ἀποκτενεῖ με 15καὶ εἶπεν αὐτῷ κύριος ὁ θεός οὐχ οὕτως πᾶς ὁ ἀποκτείνας καιν ἑπτὰ ἐκδικούμενα παραλύσει καὶ ἔθετο κύριος ὁ θεὸς σημεῖον τῷ καιν τοῦ μὴ ἀνελεῖν αὐτὸν πάντα τὸν εὑρίσκοντα αὐτόν Ο Κάϊν δεν μετανοεί

δεν συνέρχεται Δεν πικραίνεται διότι χωρίσθηκε από τον Θεό αλλά το μόνο που

φοβάται είναι να μην τον σκοτώσουν Ποιοι όμως να τον σκοτώσουν Σίγουρα όχι οι

γονείς του ο Αδάμ και η Εύα Εδώ φαίνεται πως ο Αδάμ πρό του φόνου του Άβελ θα

είχε κάνει και άλλα τέκνα Ο Θεός έδωσε λέει στον Κάϊν σημείο ώστε όποιος τον

εύρισκε να μην τον σκότωνε Ποιο ήταν αυτό το σημείο Το σκυθρωπό του πρόσωπο

ήταν το οποίο προκαλούσε σε όποιον τον έβλεπε την αποστροφή

16ἐξῆλθεν δὲ καιν ἀπὸ προσώπου τοῦ θεοῦ καὶ ᾤκησεν ἐν γῇ ναιδ κατέναντι εδεμ

17καὶ ἔγνω καιν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ συλλαβοῦσα ἔτεκεν τὸν ενωχ καὶ ἦν οἰκοδομῶν πόλιν καὶ ἐπωνόμασεν τὴν πόλιν ἐπὶ τῷ ὀνόματι τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ ενωχ Οικοδόμησε πόλη ο Καϊν η οποία ουσιαστικά ήταν ένα πρωτόγονο φρούριο

από γιγαντιαίους λίθους το οποίο τον προστάτευε από τα αδέρφια του διότι ήταν

ένοχος απέναντί τους Έτσι έληξε ο πλάνης βίος του Κάϊν δείχνοντας τελικά πως η

προσκόλησή του στα γήινα τον χώρισε τελικά από τα υπόλοιπα αδέρφια του Οι

απόγονοι δε του Κάϊν απομακρύνθηκαν από τον Θεό

18ἐγενήθη δὲ τῷ ενωχ γαιδαδ καὶ γαιδαδ ἐγέννησεν τὸν μαιηλ καὶ μαιηλ ἐγέννησεν τὸν μαθουσαλα καὶ μαθουσαλα ἐγέννησεν τὸν λαμεχ 19καὶ ἔλαβεν ἑαυτῷ λαμεχ δύο γυναῖκας ὄνομα τῇ μιᾷ αδα καὶ ὄνομα τῇ δευτέρᾳ σελλα Ο

Λάμεχ είναι ο πρώτος που παραβιάζει την μονογαμία παίρνοντας για τον εαυτό του

δύο γυναίκες

20καὶ ἔτεκεν αδα τὸν ιωβελ οὗτος ἦν ὁ πατὴρ οἰκούντων ἐν σκηναῖς κτηνοτρόφων 21καὶ ὄνομα τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ ιουβαλ οὗτος ἦν ὁ καταδείξας ψαλτήριον καὶ κιθάραν 22σελλα δὲ ἔτεκεν καὶ αὐτὴ τὸν θοβελ καὶ ἦν σφυροκόπος χαλκεὺς χαλκοῦ καὶ σιδήρου ἀδελφὴ δὲ θοβελ νοεμα Να η

αξιοπρέπεια του ανθρώπου ως εξέλιξη προς απάντηση των υποστηρικτών της

Δαρβίνειας θεωρίας Ο Ιουβάλ είναι ο εφευρέτης των έγχορδω οργάνων ενώ ο

Θοβέλ είναι ο πρώτος που επεξεργάζεται μέταλλα Κσνείς από αυτούς σίγουρα δεν

ήταν η εξέλιξη κάποιου είδους πιθήκου

23εἶπεν δὲ λαμεχ ταῖς ἑαυτοῦ γυναιξίν αδα καὶ σελλα ἀκούσατέ μου τῆς φωνῆς γυναῖκες λαμεχ ἐνωτίσασθέ μου τοὺς λόγους ὅτι ἄνδρα ἀπέκτεινα εἰς τραῦμα ἐμοὶ καὶ νεανίσκον εἰς μώλωπα ἐμοί

24ὅτι ἑπτάκις ἐκδεδίκηται ἐκ καιν ἐκ δὲ λαμεχ ἑβδομηκοντάκις ἑπτά Ο Λάμεχ λοιπόν επανἐλαβε την αμαρτία του Κάϊν γενόμενος κι αυτός φονιάς

25ἔγνω δὲ αδαμ ευαν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ συλλαβοῦσα ἔτεκεν υἱὸν καὶ ἐπωνόμασεν τὸ ὄνομα αὐτοῦ σηθ λέγουσα ἐξανέστησεν γάρ μοι ὁ θεὸς

13

σπέρμα ἕτερον ἀντὶ αβελ ὃν ἀπέκτεινεν καιν 26καὶ τῷ σηθ ἐγένετο υἱός ἐπωνόμασεν δὲ τὸ ὄνομα αὐτοῦ ενως οὗτος ἤλπισεν ἐπικαλεῖσθαι τὸ ὄνομα κυρίου τοῦ θεοῦ

αὕτη ἡ βίβλος γενέσεως ἀνθρώπων ᾗ ἡμέρᾳ ἐποίησεν ὁ θεὸς τὸν αδαμ κατ εἰκόνα θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν 2ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτοὺς καὶ εὐλόγησεν αὐτούς καὶ ἐπωνόμασεν τὸ ὄνομα αὐτῶν αδαμ ᾗ ἡμέρᾳ ἐποίησεν αὐτούς

3ἔζησεν δὲ αδαμ διακόσια καὶ τριάκοντα ἔτη καὶ ἐγέννησεν κατὰ τὴν ἰδέαν αὐτοῦ καὶ κατὰ τὴν εἰκόνα αὐτοῦ καὶ ἐπωνόμασεν τὸ ὄνομα αὐτοῦ σηθ 4ἐγένοντο δὲ αἱ ἡμέραι αδαμ μετὰ τὸ γεννῆσαι αὐτὸν τὸν σηθ ἑπτακόσια ἔτη καὶ ἐγέννησεν υἱοὺς καὶ θυγατέρας 5καὶ ἐγένοντο πᾶσαι αἱ ἡμέραι αδαμ ἃς ἔζησεν ἐννακόσια καὶ τριάκοντα ἔτη καὶ ἀπέθανεν

Ενώχ

Μια μορφή που δεσπόζει για την αγιότητα της ζωής του

εφόσον η Γραφή δεν αναφέρει τίποτε εις βάρος του είναι ο

Ενώχ

Γιος ενός άσημου για την ιστορία ανθρώπου του Ιάρεδ

απογόνου του τρίτου γιου του Αδάμ Σηθ άθελά του

καθιερώθηκε απ τον Θεό όπως βεβαιώνει κι η σημασία

του ονόματός του να διαδραματίσει σπουδαίο ρόλο στο

θείο σχέδιο για τη σωτηρία του κόσμου Γέννησε το

Μαθουσάλα τον μακροβιότερο άνθρωπο που ποτέ έζησε

στη γη παρ όλο που η δική του ζωή διήρκεσε τόσο λίγο

τριακόσια εξήντα πέντε χρόνια Έζησε ζωή άμεμπτης

αγνότητας σε περίοδο που ούτε ο Νόμος του Θεού είχε δοθεί ούτε φυσικά κι η

μεταγενέστερη του Νόμου Χάρη είχε επιτελεστεί Οραματίστηκε την τελική Κρίση

που ο Θεός θα κάμει στα τέλη των αιώνων και δια του τρόπου με τον οποίο έγινε η

μετάθεσή του μίλησε στις επόμενες γενιές για την μετά το θάνατο Ανάσταση του

Μεσσία που θα ρχόταν και για την τελική Ανάσταση των κεκοιμημένων αγίων

ίνα καταποθή το θνητόν υπό της ζωής (Β΄ Κορ 104)

Στο βιβλίο της Γένεσης συναντάμε δυο πρόσωπα με το όνομα Ενώχ στο 41718 και

στο 518 που είναι μεταξύ τους τελείως ανόμοια και διαφορετικά Ο πρώτος είναι ο

γιος του Κάιν του αδελφοκτόνου προς τιμήν του οποίου ο πατέρας του έκτισεν

πόλιν και κάλεσεν κατά το όνομα αυτού (417) κι ο δεύτερος είναι ο γιος του Ιάρεδ

όπως ήδη είπαμε ο εκλεκτός του Θεού Ενώχ που δεν είχε εδώ πόλιν μένουσαν

αλλά την μέλλουσαν επιζητούσε (Εβρ 1113-14) στην οποία και τόσο ένδοξα

μετέβη

14

Το ότι ο Ενώχ έζησε τριακόσια εξήντα πέντε μόνο χρόνια που είναι ακριβώς ο

αριθμός των ημερών ενός ηλιακού έτους δεν ξέρουμε τι συμβολίζει Ίσως τη

ματαιότητα της σύντομης εδώ ζωής μας ίσως την πληρότητα μιας αποστολής την

οποία ο Θεός ανέθεσε σε κάποιον άνθρωπό Του ίσως το τέλειο ανάστημα της ζωής

του Χριστού στο οποίο ο Θεός θέλει να φτάσουμε πριν μας πάρει κοντά Του

ίσως ίσως Ασχέτως όμως όλων αυτών γεγονός είναι ένα ότι ο Ενώχ αποτελεί μια

εξαίρεση ένα υπόδειγμα ένα θαύμα του Θεού σε ανθρώπινη ζωή

Γιατί άραγε έζησε τόσο λίγο ενώ ο γιος του ο Μαθουσάλα έφτασε τη μεγαλύτερη

ηλικία ανθρώπου επί της γης -965 χρόνια- ο δε μεταγενέστερός του ο Νώε δεύτερος

μετά τον Αδάμ κληρονόμος όλης της γης έζησε 950 χρόνια Μήπως ο Ενώχ έτσι

εξεπλήρωσε κάποια πολύ σημαντική αποστολή Ενώ θα παρευρέθηκε στην κηδεία

του Αδάμ (πράγμα που συνάγεται απ τους υπολογισμούς των ετών που περιέχονται

στην πρώτη αυτή περίοδο της ιστορίας) και δεδομένου ότι ο Αδάμ ως εκπρόσωπος

του αμαρτωλού ανθρώπου έπρεπε να πεθάνει και το σώμα του να ταφεί στη γη ο

Ενώχ εκπροσωπώντας τον αγιασμένο άνθρωπο του Θεού δεν πέθανε αλλά

μετατέθηκε απ ευθείας χωρίς να γευτεί θάνατο στου ουρανό του Θεού Πιστή

εικόνα τούτη για τον σωσμένο δια της θυσίας του Ιησού Χριστού αμαρτωλό για τον

οποίο θάνατος πια δεν υπάρχει διότι μετέβη εκ του θανάτου εις την ζωήν (Ιωάν

524)

Ο Λόγος του Θεού μας λέει ότι ο Ενώχ περιεπάτησεν μετά του Θεού (Γέν 524)

όχι ενώπιον του Θεού όπως μας λέει για τον Αβραάμ (Γεν 171) για το Δαυίδ

(Ψαλμ 8915) για τον Ησαϊα (4027-31) για το Ζαχαρία και την Ελισσάβετ (Ιακ

16) Μήπως τούτο είναι σύμβολο και συγχρόνως προφητεία του περπατήματος που ο

χριστιανός ο άνθρωπος δηλαδή που θα δεχόταν τη Χάρη θα κανε με τον Χριστό

βάσει της υπόσχεσής Του μεθ υμών ειμί (Ματθ 2820) και της εντολής Του

μείνατε εν εμοί καγώ εν υμίν (Ιωάν 154) Διότι σε τούτη την περίπτωση δεν

έχουμε περπάτημα ενώπιον του Θεού αλλά μετά του Θεού Κάτι δηλαδή πολύ

ουσιαστικότερο και πλουσιότερο για κάθε άνθρωπο που ανήκει σε Κείνον ασχέτως

περιόδου στην οποία έζησε Όταν κάποιος περπατάει με τον Θεό έχει και πλήρη

συναίσθηση της παρουσίας Του Ότι ακριβώς χρειάζεται για να ζει ζωή αγνότητας

μέσα στον κόσμο

Το μυστικό του περπατήματος του Ενώχ μετά του Θεού ήταν η πίστη του στον Θεό

της οποίας συνέπεια ήταν το ότι ευηρέστησεν τον Θεόν και ότι δε γεύτηκε θάνατο

διότι μετέθεσεν αυτόν ο Θεός (Γεν 115-6) Η μετάθεση δε αυτή είναι τύπος του

τρόπου με τον οποίο οι άγιοι του Θεού θέλουσι μεταμορφωθή εν τη εσχάτη

σάλπιγγι χωρίς να γευτούν θάνατο (Α΄ Κορ 1551-52)

Αλλά ο Ενώχ δεν προφήτεψε μόνο με τη ζωή του μελλοντικές αλήθειες αλλά και με

το στόμα του προφήτεψε περί της Κρίσης την οποίαν στα τέλη των αιώνων ο Κύριος

μαζί με τους αγίους Του θα κάμει για κάθε ασεβή άνθρωπο δια να ελέγξη πάντας

τους ασεβείς Στην επιστολή του Ιούδα εδ 14-15 διαβάζουμε Προεφήτευσε δε

περί τούτων και ο Ενώχ έβδομος από Αδάμ λέγωνmiddot Ιδού ήλθεν ο Κύριος με

μυριάδας αγίων αυτού δια να κάμη κρίσιν κατά πάντων και να ελέγξη πάντας τους

ασεβείς εξ αυτών δια πάντα τα έργα της ασεβείας αυτών τα οποία έπραξαν και δια

πάντα τα σκληρά τα οποία ελάλησαν κατ αυτού αμαρτωλοί ασεβείς

15

Ο Ενώχ αναφέρεται μια μόνο φορά στην Καινή Διαθήκη ως προφήτης (Ιούδα 14)

Με το όνομα Βιβλίο Ενώχ σώζεται απόκρυφο σύγγραμμα που γράφτηκε περί τα

110 πΧ περιέχει προφητείες περί της συντέλειας του κόσμου και είναι σε αιθιοπική

μετάφραση Δεν αποκλείεται η παραπομπή στο βιβλίο του Ιούδα να είναι παρμένη απ

αυτό Όμως το βιβλίο αυτό το απέρριψαν ως μη κανονικό τόσο οι Εβραίοι όσο και

οι Πατέρες της Εκκλησίας

Ας μείνει μέσα μας απ όλα όσα ελέχθησαν περί του Ενώχ πως αν κάτι έχει ύψιστη

σημασία για τον Θεό και για μας είναι το να περιπατώμεν καθώς Εκείνος

περιεπάτησεν (Α΄ Ιωάν 26) φυλάττοντες τας εντολάς αυτού και πράττοντες τα

αρεστά ενώπιον αυτού (Α΄ Ιωάν 322)

Γιἀννης Έρτσος

Σας παραθέτουμε τώρα προς ανάγνωσιν το απόκρυφο βιβλίο του Ενώχ

1 Λόγος εὐλογίας Ἑνώχ καθὼς εὐλόγησεν ἐκλεκτοὺς δικαίους οἵτινες

ἔσονται εἰς ἡμέραν ἀνάγκης ἐξᾶραι πάντας τοὺς ἐχθρούς καὶ σωθήσονται

δίκαιοι

2 Καὶ ἀναλαβὼν τὴν παραβολὴν αὐτοῦ εἶπεν Ἑνώχmiddot (ἄνθρωπος δίκαιός

ἐστιν [ᾧ] ὅρασις ἐκ θεοῦ αὐτῷ ἀνεῳγμένη ἦν ἔχων τὴν ὅρασιν τοῦ ἁγίου

laquoκαὶraquo τοῦ οὐρανοῦmiddot) Ἔδειξέν μοι καὶ ἁγιολόγων ἁγίων ἤκουσα ἐγώ καὶ ὡς

ἤκουσα παρrsquo αὐτῶν πάντα καὶ ἔγνων ἐγὼ θεωρῶνmiddot καὶ οὐκ εἰς τὴν νῦν

γενεὰν διενοούμην ἀλλὰ ἐπὶ πόρρω οὖσαν ἐγὼ λαλῶ

3 Καὶ περὶ τῶν ἐκλεκτῶν νῦν λέγω καὶ περὶ αὐτῶν ἀνέλαβον τὴν

παραβολήν μου καὶ ἐξελεύσεται ὁ ἅγιός μου ὁ μέγας ἐκ τῆς κατοικήσεως

αὐτοῦ

4 καὶ ὁ θεὸς τοῦ αἰῶνος ἐπὶ γῆν πατήσει ἐπὶ τὸ Σεινὰ ὄρος καὶ φανήσεται

ἐκ τῆς παρεμβολῆς αὐτοῦ καὶ φανήσεται ἐν τῇ δυνάμει τῆς ἰσχύος αὐτοῦ

ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ τῶν οὐρανῶν

5 καὶ φοβηθήσονται πάντες καὶ πιστεύσουσιν οἱ ἐγρήγοροι laquoκαὶ ᾄσουσιν

ἀπόκρυφα ἐν πᾶσιν τοῖς ἄκροις τῆς [γῆς]middot καὶ σεισθήσονται πάντα τὰ ἄκρα

τῆς γῆςraquo καὶ λήμψεται αὐτοὺς τρόμος καὶ φόβος μέγας μέχρι τῶν περάτων

τῆς γῆς

6 καὶ σεισθήσονται καὶ πεσοῦνται καὶ διαλυθήσονται ὄρη ὑψηλά καὶ

ταπεινωθήσονται βουνοὶ ὑψηλοὶ τοῦ διαρυῆναι ὄρη καὶ τακήσονται ὡς

κηρὸς ἀπὸ προσώπου πυρὸς ἐν φλογί

7 καὶ διασχισθήσεται ἡ γῆ σχίσμα ῥαγάδι καὶ πάντα ὅσα ἐστὶν ἐπὶ τῆς γῆς

ἀπολεῖται καὶ κρίσις ἔσται κατὰ πάντων

8 καὶ μετὰ τῶν δικαίων τὴν εἰρήνην ποιήσει καὶ ἐπὶ τοὺς ἐκλεκτοὺς ἔσται

συντήρησις καὶ εἰρήνη καὶ ἐπrsquo αὐτοὺς γενήσεται ἔλεος καὶ ἔσονται

πάντες τοῦ θεοῦ καὶ τὴν εὐδοκίαν δώσει αὐτοῖς καὶ πάντας εὐλογήσει καὶ

πάντων ἀντιλήμψεται καὶ βοηθήσει ἡμῖν καὶ φανήσεται αὐτοῖς φῶς καὶ

ποιήσει ἐπrsquo αὐτοὺς εἰρήνην

9 ὅτι ἔρχεται σὺν ταῖς μυριάσιν αὐτοῦ καὶ τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ ποιῆσαι

κρίσιν κατὰ πάντων καὶ ἀπολέσει πάντας τοὺς ἀσεβεῖς καὶ ἐλέγξει

πᾶσαν σάρκα περὶ πάντων ἔργων τῆς ἀσεβείας αὐτῶν ὧν ἠσέβησαν καὶ

σκληρῶν ὧν ἐλάλησαν λόγων laquoκαὶ περὶ πάντων ὧν κατελάλησανraquo κατrsquo

αὐτοῦ ἁμαρτωλοὶ ἀσεβεῖς

16

II

1 Κατανοήσατε πάντα τὰ ἔργα ἐν τῷ οὐρανῷ πῶς οὐκ ἠλλοίωσαν τὰς

ὁδοὺς αὐτῶν καὶ τοὺς φωστῆρας τοὺς ἐν τῷ οὐρανῷ ὡς τὰ πάντα

ἀνατέλλει καὶ δύνει τεταγμένος ἕκαστος ἐν τῷ τεταγμένῳ καιρῷ καὶ ταῖς

ἑορταῖς αὐτῶν φαίνονται καὶ οὐ παραβαίνουσιν τὴν ἰδίαν τάξιν

2 ἴδετε τὴν γῆν καὶ διανοήθητε περὶ τῶν ἔργων τῶν ἐν αὐτῇ γενομένων

ἀπrsquo ἀρχῆς μέχρι τελειώσεως ὥς εἰσιν φθαρτά ὡς οὐκ ἀλλοιοῦνται οὐδὲν

τῶν ἐπὶ γῆς ἀλλὰ πάντα ἔργα θεοῦ ὑμῖν φαίνεται

3 ἴδετε τὴν θερείαν καὶ τὸν χειμῶνα

καταμάθετε καὶ ἴδετε πάντα τὰ δένδρα

IIIndashV

1πῶς τὰ φύλλα χλωρὰ ἐν αὐτοῖς σκέποντα τὰ δένδρα καὶ πᾶς ὁ καρπὸς

αὐτῶν εἰς τιμὴν καὶ δόξαν διανοήθητε καὶ γνῶτε περὶ πάντων τῶν ἔργων

αὐτοῦ καὶ νοήσατε ὅτι θεὸς ζῶν ἐποίησεν αὐτὰ οὕτως καὶ ζῇ εἰς πάντας

τοὺς αἰῶναςmiddot

2 καὶ τὰ ἔργα αὐτοῦ πάντα ὅσα ἐποίησεν εἰς τοὺς αἰῶνας ἀπὸ ἐνιαυτοῦ εἰς

ἐνιαυτὸν γινόμενα πάντα οὕτως καὶ πάντα ὅσα ἀποτελοῦσιν αὐτῷ τὰ

ἔργα καὶ οὐκ ἀλλοιοῦνται αὐτῶν τὰ ἔργα ἀλλrsquo ὡσπερεὶ κατὰ ἐπιταγὴν τὰ

πάντα γίνεται

3 ἴδετε πῶς ἡ θάλασσα καὶ οἱ ποταμοὶ ὡς ὁμοίως ἀποτελοῦσιν καὶ οὐκ

ἀλλοιοῦσιν αὐτῶν τὰ ἔργα ἀπὸ τῶν λόγων αὐτοῦ

4 ὑμεῖς δὲ οὐκ ἐνεμείνατε οὐδὲ ἐποιήσατε κατὰ τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ ἀλλὰ

ἀπέστητε καὶ κατελαλήσατε μεγάλους καὶ σκληροὺς λόγους ἐν στόματι

ἀκαθαρσίας ὑμῶν κατὰ τῆς μεγαλωσύνης αὐτοῦ ὅτι κατελαλήσατε ἐν τοῖς

ψεύμασιν ὑμῶν σκληροκάρδιοι οὐκ ἔστιν εἰρήνη ὑμῖν

5 τοιγὰρ τὰς ἡμέρας ὑμῶν ὑμεῖς καταράσεσθε καὶ τὰ ἔτη τῆς ζωῆς ὑμῶν

ἀπολεῖται καὶ τὰ ἔτη τῆς ἀπωλείας ὑμῶν πληθυνθήσεται ἐν κατάρᾳ

αἰώνων καὶ οὐκ ἔσται ὑμῖν ἔλεος καὶ εἰρήνη

6 τότε ἔσται τὰ ὀνόματα ὑμῶν εἰς κατάραν αἰώνιον πᾶσιν τοῖς δικαίοις

καὶ ἐν ὑμῖν καταράσονται πάντες οἱ καταρώμενοι καὶ πάντες οἱ

ἁμαρτωλοὶ καὶ ἀσεβεῖς ἐν ὑμῖν ὀμοῦνται καὶ πάντες οἱ ἀναμάρτητοι

χαρήσονται καὶ ἔσται αὐτοῖς λύσις ἁμαρτιῶν καὶ πᾶν ἔλεος καὶ εἰρήνη καὶ

ἐπιείκεια ἔσται αὐτοῖς σωτηρία φῶς ἀγαθόν καὶ αὐτοὶ κληρονομήσουσιν

τὴν γῆν καὶ πᾶσιν ὑμῖν τοῖς ἁμαρτωλοῖς οὐχ ὑπάρξει σωτηρία ἀλλὰ ἐπὶ

πάντας ὑμᾶς κατάλυσις κατάρα

7 καὶ τοῖς ἐκλεκτοῖς φῶς καὶ χάρις καὶ εἰρήνη καὶ αὐτοὶ κληρονομήσουσιν

τὴν γῆν ὑμῖν δὲ τοῖς ἀσεβέσιν ἔσται κατάρα

8 τότε δοθήσεται τοῖς ἐκλεκτοῖς φῶς καὶ χάρις καὶ αὐτοὶ

κληρονομήσουσιν τὴν γῆν τότε δοθήσεται πᾶσιν τοῖς ἐκλεκτοῖς σοφία καὶ

πάντες οὗτοι ζήσονται καὶ οὐ μὴ ἁμαρτήσονται ἔτι οὐ κατrsquo ἀλήθειαν οὔτε

κατὰ ὑπερηφανίαν καὶ ἔσται ἐν ἀνθρώπῳ πεφωτισμένῳ φῶς καὶ

ἀνθρώπῳ ἐπιστήμονι νόημα καὶ οὐ μὴ πλημμελήσουσιν

9 οὐδὲ μὴ ἁμάρτωσιν πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς αὐτῶν καὶ οὐ μὴ

ἀποθάνωσιν ἐν ὀργῇ θυμοῦ ἀλλὰ τὸν ἀριθμὸν αὐτῶν ζωῆς ἡμερῶν

πληρώσουσιν καὶ ἡ ζωὴ αὐτῶν αὐξηθήσεται ἐν εἰρήνῃ καὶ τὰ ἔτη τῆς

χαρᾶς αὐτῶν πληθυνθήσεται ἐν ἀγαλλιάσει καὶ εἰρήνη αἰῶνος ἐν πάσαις

ταῖς ἡμέραις τῆς ζωῆς αὐτῶν

VI

1 Καὶ ἐγένετο οὗ ἂν ἐπληθύνθησαν οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων ἐν ἐκείναις

ταῖς ἡμέραις ἐγεννήθησαν θυγατέρες ὡραῖαι καὶ καλαί

17

2 καὶ ἐθεάσαντο αὐτὰς οἱ ἄγγελοι υἱοὶ οὐρανοῦ καὶ ἐπεθύμησαν αὐτάς

καὶ εἶπαν πρὸς ἀλλήλουςmiddot Δεῦτε ἐκλεξώμεθα ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ τῶν

ἀνθρώπων καὶ γεννήσομεν ἑαυτοῖς τέκνα

3 καὶ εἶπεν Σεμειαζᾶς πρὸς αὐτούς ὃς ἦν ἄρχων αὐτῶν Φοβοῦμαι μὴ οὐ

θελήσετε ποιῆσαι τὸ πρᾶγμα τοῦτο καὶ ἔσομαι ἐγὼ μόνος ὀφειλέτης

ἁμαρτίας μεγάλης

4 ἀπεκρίθησαν οὖν αὐτῷ πάντες Ὀμόσωμεν ὅρκῳ πάντες καὶ

ἀναθεματίσωμεν πάντες ἀλλήλους μὴ ἀποστρέψαι τὴν γνώμην ταύτην

μέχρις οὗ ἂν τελέσωμεν αὐτὴν καὶ ποιήσωμεν τὸ πρᾶγμα τοῦτο

5 τότε ὄμοσαν πάντες ὁμοῦ καὶ ἀνεθεμάτισαν ἀλλήλους ἐν αὐτῷ

7 Καὶ ταῦτα τὰ ὀνόματα τῶν ἀρχόντων αὐτῶνmiddot Σεμιαζά οὗτος ἦν ἄρχων

αὐτῶνmiddot Ἀραθάκ Κιμβρά Σαμμανή Δανειήλ Ἀρεαρώς Σεμιήλ Ἰωμειήλ

Χωχαριήλ Ἐζεκιήλ Βατριήλ Σαθιήλ Ἀτριήλ Ταμιήλ Βαρακιήλ Ἀνανθνά

Θωνιήλ Ῥαμιήλ Ἀσέαλ Ῥακειήλ Τουριήλ

8 οὗτοί εἰσιν ἀρχαὶ αὐτῶν οἱ [ἐπὶ] δέκα

VII

1 Καὶ ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκαςmiddot ἕκαστος αὐτῶν ἐξελέξαντο ἑαυτοῖς

γυναῖκας καὶ ἤρξαντο εἰσπορεύεσθαι πρὸς αὐτὰς καὶ μιαίνεσθαι ἐν

αὐταῖςmiddot καὶ ἐδίδαξαν αὐτὰς φαρμακείας καὶ ἐπαοιδὰς καὶ ῥιζοτομίας καὶ

τὰς βοτάνας ἐδήλωσαν αὐταῖς

2 Αἱ δὲ ἐν γαστρὶ λαβοῦσαι ἐτέκοσαν γίγαντας μεγάλους ἐκ πηχῶν

τρισχιλίων

3 οἵτινες κατησθίοσαν τοὺς κόπους τῶν ἀνθρώπων ὡς δὲ οὐκ ἐδυνήθησαν

αὐτοῖς οἱ ἄνθρωποι ἐπιχορηγεῖν

4 οἱ γίγαντες ἐτόλμησαν ἐπrsquo αὐτούς καὶ κατησθίοσαν τοὺς ἀνθρώπους

5 καὶ ἤρξαντο ἁμαρτάνειν ἐν τοῖς πετεινοῖς καὶ τοῖς [θ]ηρίοις καὶ ἑρπετοῖς

καὶ τοῖς [ἰ]χθύσιν καὶ ἀλλήλων τὰς σάρκας κατεσθίειν καὶ τὸ αἷμα ἔπινον

6 τότε ἡ γῆ ἐνέτυχεν κατὰ τῶν ἀνόμων

VIII

1 Ἐδίδαξεν τοὺς ἀνθρώπους Ἀζαὴλ μαχαίρας ποιεῖν καὶ ὅπλα καὶ ἀσπίδας

καὶ θώρακας διδάγματα ἀγγέλων καὶ ὑπέδειξεν αὐτοῖς τὰ μέταλλα καὶ

τὴν ἐργασίαν αὐτῶν καὶ ψέλια καὶ κόσμους καὶ στίβεις καὶ τὸ

καλλιβλέφαρον καὶ παντοίους λίθους ἐκλεκτοὺς καὶ τὰ βαφικά

2 καὶ ἐγένετο ἀσέβεια πολλή καὶ ἐπόρνευσαν καὶ ἀπεπλανήθησαν καὶ

ἠφανίσθησαν ἐν πάσαις ταῖς ὁδοῖς αὐτῶν

3 Σεμιαζᾶς ἐδίδαξεν ἐπα[ο]ιδὰς καὶ ῥιζοτομίαςmiddot Ἀρμαρὼς ἐπαοιδῶν

λυτήριονmiddot Βαρακιὴλ ἀστρολογίαςmiddot Χωχιὴλ τὰ σημειωτικάmiddot Σαθιὴλ

ἀστεροσκοπίανmiddot Σεριὴλ σεληναγωγίας

4 τῶν οὖν ἀνθρώπων ἀπολλυμένων ἡ βο[ὴ] εἰς οὐρανοὺς ἀνέβη

IX

1 Τότε παρ[α]κύψαντες Μιχαὴλ καὶ Οὐ[ρι]ὴλ καὶ Ῥαφαὴλ καὶ Γαβριή[λ]

οὗτοι ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἐθεάς[αν]το αἶμα πολὺ ἐκχυννόμεν[ον] ἐπὶ τῆς γῆςmiddot

2 καὶ εἶπαν πρὸ[ς] ἀλλήλους φωνὴ βοώντω[ν] ἐπὶ τῆς γῆς μέχρι πυλῶν

τοῦ οὐρανοῦ

3 ἐντυγχάνουσιν αἱ ψυχαὶ τῶν ἀνθρώπων λεγόντων Εἰσαγάγετε τὴν

κρίσιν ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστ[ον]

4 Καὶ εἶπα[ν] τῷ κυρίῳ Σὺ εἶ κύριος τῶν κυρίων καὶ ὁ θεὸς τῶν θεῶν καὶ

βασιλεὺς τῶν αἰώνωνmiddot ὁ θρόνος τῆς δόξης σου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τοῦ

αἰῶνος καὶ τὸ ὄνομά σου τὸ ἅγιον καὶ μέγα καὶ εὐλογητὸν εἰς πάντας τοὺς

αἰῶνας

18

5 σὺ γὰρ ἐποίησας τὰ πάντα καὶ πᾶσαν τὴν ἐξουσίαν ἔχων καὶ πάντα

ἐνώπιόν σου φανερὰ καὶ ἀκάλυπτα

6 καὶ πάντα σὺ ὁρᾷς ἃ ἐποίησεν Ἀζαήλ ὃς ἐδίδαξεν πάσας τὰς ἀδικίας ἐπὶ

τῆς γῆς καὶ ἐδήλωσεν τὰ μυστήρια τοῦ αἰῶνος τὰ ἐν τῷ οὐρανῷ ἃ

ἐπιτηδεύουσιν [καὶ] ἔγνωσαν ἄνθρωποι

7 καὶ Σεμιαζᾶς ᾧ τὴν ἐξουσίαν ἔδωκας ἄρχειν τῶν σὺν αὐτῷ ἅμα ὄντων

8 καὶ ἐπορεύθησαν πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς καὶ

συνεκοιμήθησαν αὐταῖς καὶ ἐμιάνθησαν καὶ ἐδήλωσαν αὐταῖς πάσας τὰς

ἁμαρτίας

9 καὶ αἱ γυναῖκες ἐγέννησαν τιτᾶνας ὑφrsquo ὧν ὅλη ἡ γῆ ἐπλήσθη αἵματος

καὶ ἀδικίας

10 καὶ νῦν ἰδοὺ βοῶσιν αἱ ψυχαὶ τῶν τετελευτηκότων καὶ ἐντυγχάνουσιν

μέχρι τῶν πυλῶν τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἀνέβη ὁ στεναγμὸς αὐτῶν καὶ οὐ

δύναται ἐξελθεῖν ἀπὸ προσώπου τῶν ἐπὶ τῆς γῆς γινομένων ἀνομημάτων

11 καὶ σὺ πάντα οἶδας πρὸ τοῦ αὐτὰ γενέσθαι καὶ σὺ ὁρᾷς ταῦτα καὶ ἐᾷς

αὐτούς καὶ οὐδὲ ἡμῖν λέγεις τί δεῖ ποιεῖν αὐτοὺς περὶ τούτων

X

1 Τότε Ὕψιστος εἶπεν περὶ τούτων ὁ μέγας Ἅγιος καὶ ἐλάλησεν καὶ εἶπεν

καὶ ἔπεμψεν Ἰστραὴλ πρὸς τὸν υἱὸν Λέμεχ

2 Εἶπον αὐτῷ ἐπὶ τῷ ἐμῷ ὀνόματι Κρύψον σεαυτόν καὶ δήλωσον αὐτῷ

τέλος ἐπερχόμενον ὅτι ἡ γῆ ἀπόλλυται πᾶσα καὶ κατακλυσμὸς μέλλει

γίνεσθαι πάσης τῆς γῆς καὶ ἀπολέσει πάντα ὅσα ἐστὶν [ἐν] αὐτῇ

3 καὶ δίδαξον αὐτὸν ὅπως ἐκφύγῃ καὶ μενεῖ τὸ σπέρμα αὐτοῦ εἰς πάσας

τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

4 Καὶ τῷ Ῥαφαὴλ εἶπεν Δῆσον τὸν Ἀζαὴλ ποσὶν καὶ χερσίν καὶ βάλε

αὐτὸν εἰς τὸ σκότος καὶ ἄνοιξον τὴν ἔρημον τὴν οὖσαν ἐν τῷ Δαδουὴλ

κἀκεῖ βάλε αὐτόν

5 καὶ ὑπόθες αὐτῷ λίθους τραχεῖς καὶ ὀξεῖς καὶ ἐπικάλυψον αὐτῷ τὸ

σκότος καὶ οἰκησάτω ἐκεῖ εἰς τοὺς αἰῶνας καὶ τὴν ὄψιν αὐτοῦ πώμασον

καὶ φῶς μὴ θεωρείτωmiddot

6 καὶ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς μεγάλης τῆς κρίσεως ἀπαχθήσεται εἰς τὸν

ἐνπυρισμόν

7 καὶ ἰαθήσεται ἡ γῆ ἣν ἠφάνισαν οἱ ἄγγελοι καὶ τὴν ἴασιν τῆς γῆς

δήλωσον ἵνα ἰάσωνται τὴν πληγήν ἵνα μὴ ἀπόλωνται πάντες οἱ υἱοὶ τῶν

ἀνθρώπων ἐν τῷ μυστηρίῳ ὅλῳ ᾧ ἐπέταξαν οἱ ἐγρήγοροι καὶ ἐδίδαξαν

τοὺς υἱοὺς αὐτῶν

8 καὶ ἠρημώθη πᾶσα ἡ γῆ ἀφανισθεῖσα ἐν τοῖς ἔργοις τῆς διδασκαλίας

Ἀζαήλmiddot καὶ ἐπrsquo αὐτῷ γράψον τὰς ἁμαρτίας πάσας

9 Καὶ τῷ Γαβριὴλ εἶπεν ὁ κύριος Πορεύου ἐπὶ τοὺς μαζηρέους ἐπὶ τοὺς

κιβδήλους καὶ τοὺς υἱοὺς τῆς πορνείας καὶ ἀπόλεσον τοὺς υἱοὺς τῶν

ἐγρηγόρων ἀπὸ τῶν ἀνθρώπωνmiddot πέμψον αὐτοὺς ἐν πολέμῳ ἀπωλείας

μακρότης γὰρ ἡμερῶν οὐκ ἔστιν αὐτῶν

10 καὶ πᾶσα ἐρώτησις [οὐκ] ἔσται τοῖς πατράσιν αὐτῶν καὶ περὶ αὐτῶν ὅτι

ἐλπίζουσιν ζῆσαι ζωὴν αἰώνιον καὶ ὅτι ζήσεται ἕκαστος αὐτῶν ἔτη

πεντακόσια

11 Καὶ εἶπεν Μιχαήλ Πορεύου καὶ δήλωσον Σεμιαζᾷ καὶ τοῖς λοιποῖς τοῖς

σὺν αὐτῷ ταῖς γυναιξὶν μιγεῖσιν μιανθῆναι ἐν αὐταῖς ἐν ἀκαθαρσίᾳ

αὐτῶνmiddot

12 καὶ ὅταν κατασφαγῶσιν οἱ υἱοὶ αὐτῶν καὶ ἴδωσιν τὴν ἀπώλειαν τῶν

ἀγαπητῶν καὶ δῆσον αὐτοὺς ἑβδομήκοντα γενεὰς εἰς τὰς νάπας τῆς γῆς

19

μέχρι ἡμέρας κρίσεως αὐτῶν καὶ συντελεσμοῦ ἕως τελεσθῇ τὸ κρίμα τοῦ

αἰῶνος τῶν αἰώνων

13 τότε ἀπαχθήσονται εἰς τὸ χάος τοῦ πυρὸς καὶ εἰς τὴν βάσανον καὶ εἰς

τὸ δεσμωτήριον συνκλείσεως αἰῶνος

14 καὶ ὃς ἂν κατακαυθῇ καὶ ἀφανισθῆ ἀπὸ τοῦ νῦν μετrsquo αὐτῶν ὁμοῦ

δεθήσονται μέχρι τελειώσεως γενεᾶς

15 ἀπόλεσον πάντα τὰ πνεύματα τῶν κιβδήλων καὶ τοὺς υἱοὺς τῶν

ἐγρηγόρων διὰ τὸ ἀδικῆσαι τοὺς ἀνθρώπους

16 καὶ ἀπόλεσον τὴν ἀδικίαν πᾶσαν ἀπὸ τῆς γῆς καὶ πᾶν ἔργον πονηρίας

ἐκλειπέτω καὶ ἀναφανήτω τὸ φυτὸν τῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς ἀληθείας εἰς

τοὺς αἰῶναςmiddot μετὰ χαρᾶς φυτευθήσεται

17 Καὶ νῦν πάντες οἱ δίκαιοι ἐκφεύξονται καὶ ἔσονται ζῶντες ἕως

γεννήσωσιν χιλιάδας καὶ πᾶσαι αἱ ἡμέραι νεότητος αὐτῶν καὶ τὰ

σάββατα αὐτῶν μετὰ εἰρήνης πληρώσουσιν

18 τότε ἐργασθήσεται πᾶσα ἡ γῆ ἐν δικαιοσύνῃ καὶ φυτευθήσεται δένδρον

ἐν αὐτῇ καὶ πλησθήσεται εὐλογίας

19 καὶ πάντα τὰ δένδρα τῆς γῆς ἀγαλλιάσονταιmiddot φυτευθήσεται καὶ

ἔσονται φυτεύοντες ἀμπέλους καὶ ἡ ἄμπελος ἣν ἂν φυτεύσωσιν

ποιήσουσιν πρόχους οἴνου χιλιάδας καὶ σπόρου ποιήσει καθrsquo ἕκαστον

μέτρον ἐλαίας ποιήσει ἀνὰ βάτους δέκα

20 καὶ σὺ καθάρισον τὴν γῆν ἀπὸ πάσης ἀκαθαρσίας καὶ ἀπὸ πάσης

ἀδικίας καὶ ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας καὶ ἀσεβείας καὶ πάσας τὰς ἀκαθαρσίας

τὰς γινομένας ἐπὶ τῆς γῆς ἐξάλειψον

21 καὶ ἔσονται πάντες λατρεύοντες οἱ λαοὶ καὶ εὐλογοῦντες πάντες ἐμοὶ

καὶ προσκυνοῦντες

22 καὶ καθαρισθήσεται πᾶσα ἡ γῆ ἀπὸ παντὸς μιάσματος καὶ ἀπὸ πάσης

ἀκαθαρσίας καὶ ὀργῆς καὶ μάστιγος καὶ οὐκέτι πέμψω ἐπrsquo αὐτοὺς εἰς

πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

XI

1 καὶ τότε ἀνοίξω τὰ ταμεῖα τῆς εὐλογίας τὰ ὄντα ἐν τῷ οὐρανῷ καὶ

κατενεγκεῖν αὐτὰ ἐπὶ τὰ ἔργα ἐπὶ τὸν κόπον τῶν υἱῶν τῶν ἀνθρώπων

2 καὶ τότε ἀλήθεια καὶ εἰρήνη κοινωνήσουσιν ὁμοῦ εἰς πάσας τὰς ἡμέρας

τοῦ αἰῶνος καὶ εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν ἀνθρώπων

XII

1 Πρὸ τούτων τῶν λόγων ἐλήμφθη Ἑνώχ καὶ οὐδεὶς τῶν ἀνθρώπων ἔγνω

ποῦ ἐλήμφθη καὶ ποῦ ἐστιν καὶ τί ἐγένετο αὐτῷ

2 καὶ τὰ ἔργα αὐτοῦ μετὰ τῶν ἐγρηγόρων καὶ μετὰ τῶν ἁγίων αἱ ἡμέραι

αὐτοῦ

3 Καὶ ἑστὼς ἤμην Ἑνὼχ εὐλογῶν τῷ κυρίῳ τῆς μεγαλωσύνης τῷ βασιλεῖ

τῶν αἰώνων καὶ ἰδοὺ οἱ ἐγρήγοροι τοῦ ἁγίου τοῦ μεγάλου ἐκάλουν μεmiddot

4 Ἑνώχ ὁ γραμματεὺς τῆς δικαιοσύνης πορεύου καὶ εἶπε τοῖς ἐγρηγόροις

τοῦ οὐρανοῦ οἵτινες ἀπολιπόντες τὸν οὐρανὸν τὸν ὑψηλόν τὸ ἁγίασμα τῆς

στάσεως τοῦ αἰῶνος μετὰ τῶν γυναικῶν ἐμιάνθησαν καὶ ὥσπερ οἱ υἱοὶ

τῆς γῆς ποιοῦσιν οὕτως καὶ αὐτοὶ ποιοῦσιν καὶ ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας

Ἀφανισμὸν μέγαν ἠφανίσατε τὴν γῆν

5 καὶ οὐκ ἔσται ὑμῖν εἰρήνη οὔτε ἄφεσις καὶ περὶ ὧν χαίρουσιν τῶν υἱῶν

αὐτῶν

6 τὸν φόνον τῶν ἀγαπητῶν αὐτῶν ὄψονται καὶ ἐπὶ τῇ ἀπωλείᾳ τῶν υἱῶν

αὐτῶν στενάξουσιν καὶ δεηθήσονται εἰς τὸν αἰῶνα καὶ οὐκ αὐτοῖς ἔσται

εἰς ἔλεον καὶ εἰρήνην

20

XIII

1 Ὁ δὲ Ἑνὼχ τῷ Ἀζαὴλ εἶπεν Πορεύουmiddot οὐκ ἔσται σοι εἰρήνη κρίμα μέγα

ἐξῆλθεν κατὰ σοῦ δῆσαί σε

2 καὶ ἀνοχὴ καὶ ἐρώτησίς σοι οὐκ ἔσται περὶ ὧν ἔδειξας ἀδικημάτων καὶ

περὶ πάντων τῶν ἔργων τῶν ἀσεβειῶν καὶ τῆς ἀδικίας καὶ τῆς ἁμαρτίας

ὅσα ὑπέδειξας τοῖς ἀνθρώποις

3 Τότε πορευθεὶς εἴρηκα πᾶσιν αὐτοῖς καὶ αὐτοὶ πάντες ἐφοβήθησαν καὶ

ἔλαβεν αὐτοὺς τρόμος καὶ φόβος

4 καὶ ἠρώτησαν ὅπως γράψω αὐτοῖς ὑπομνήματα ἐρωτήσεως ἵνα γένηται

αὐτοῖς ἄφεσις καὶ ἵνα ἐγὼ ἀναγνῶ αὐτοῖς τὸ ὑπόμνημα τῆς ἐρωτήσεως

ἐνώπιον Κυρίου τοῦ οὐρανοῦ

5 ὅτι αὐτοὶ οὐκ ἔτι δύνανται λαλῆσαι οὐδὲ ἀπᾶραι αὐτῶν τοὺς ὀφθαλμοὺς

εἰς τὸν οὐρανὸν ἀπὸ αἰσχύνης περὶ ὧν ἡμαρτήκεισαν καὶ κατεκρίθησαν

6 Τότε ἔγραψα τὸ ὑπόμνημα τῆς ἐρωτήσεως αὐτῶν καὶ τὰς δεήσεις περὶ

τῶν πνευμάτων αὐτῶν καὶ περὶ ὧν δέονται ὅπως αὐτῶν γένωνται ἄφεσις

καὶ μακρότης

7 καὶ πορευθεὶς ἐκάθισα ἐπὶ τῶν ὑδάτων Δὰν ἐν γῇ Δάν ἥτις ἐστὶν ἐκ

δεξιῶν Ἑρμωνειεὶμ δύσεωςmiddot ἀνεγίγνωσκον τὸ ὑπόμνημα τῶν δεήσεων

αὐτῶν

8 ὡς ἐκοιμήθην καὶ ἰδοὺ ὄνειροι ἐπrsquo ἐμὲ ἦλθον καὶ ὁράσεις ἐπrsquo ἐμὲ

ἐπέπιπτον καὶ ἴδον ὁράσεις ὀργῆς καὶ ἦλθεν φωνὴ λέγουσα Εἶπον τοῖς

υἱοῖς τοῦ οὐρανοῦ τοῦ ἐλέγξαι αὐτούς

9 Καὶ ἔξυπνος γενόμενος ἦλθον πρὸς αὐτούς καὶ πάντες συνηγμένοι

ἐκάθηντο πενθοῦντες ἐν Ἐβελσατά ἥτις ἐστὶν ἀνὰ μέσον τοῦ Λιβάνου καὶ

Σενισήλ περικεκαλυμμένοι τὴν ὄψιν

10 ἐνώπιον αὐτῶν καὶ ἀνήγγειλα αὐτοῖς πάσας τὰς ὁράσεις ἃς εἶδον κατὰ

τοὺς ὕπνους καὶ ἠρξάμην λαλεῖν τοὺς λόγους τῆς δικαιοσύνης ἐλέγχων

τοὺς ἐγρηγόρους τοῦ οὐρανοῦ

XIV

1 Βίβλος λόγων δικαιοσύνης καὶ ἐλέγξεως ἐγρηγόρων τῶν ἀπὸ τοῦ

αἰῶνος κατὰ τὴν ἐντολὴν τοῦ ἁγίου τοῦ μεγάλου ἐν ταύτῃ τῇ ὁράσει

2 Ἐγὼ εἶδον κατὰ τοὺς ὕπνους μου ὃ νῦν λέγω ἐν γλώσσῃ σαρκίνῃ ἐν τῷ

πνεύματι τοῦ στόματός μου ὃ ἔδωκεν ὁ μέγας τοῖς ἀνθρώποις λαλεῖν ἐν

αὐτοῖς καὶ νοήσει καρδίαςmiddot

3 ὃς ἔκτισεν καὶ ἔδωκεν ἐλέγξασθαι ἐγρηγόρους τοὺς υἱοὺς τοῦ οὐρανοῦ

4 Ἐγὼ τὴν ἐρώτησιν ὑμῶν τῶν ἀγγέλων ἔγραψα καὶ ἐν τῇ ὁράσει μου

τοῦτο ἐδείχθηmiddot καὶ οὔτε ἡ ἐρώτησις ὑμῶν παρεδέχθη

5 ἵνα μηκέτι εἰς τὸν οὐρανὸν ἀναβῆτε ἐπὶ πάντας τοὺς αἰῶνας καὶ ἐν τοῖς

δεσμοῖς τῆς γῆς ἐρρέθη δῆσαι ὑμᾶς εἰς πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

6 καὶ ἵνα περὶ τούτων ἴδητε τὴν ἀπώλειαν τῶν υἱῶν ὑμῶν τῶν ἀγαπητῶν

καὶ ὅτι οὐκ ἔσται ὑμῖν ὄνησις αὐτῶν ἀλλὰ πεσοῦνται ἐνώπιον ὑμῶν ἐν

μαχαίρᾳ

7 καὶ ἡ ἐρώτησις ὑμῶν περὶ αὐτῶν οὐκ ἔσται οὐδὲ περὶ ὑμῶνmiddot καὶ ὑμεῖς

κλαίοντες καὶ δεόμενοι καὶ μὴ λαλοῦντες πᾶν ῥῆμα ἀπὸ τῆς γραφῆς ἧς

ἔγραψα

8 Καὶ ἐμοὶ ἐφrsquo ὁράσει οὕτως ἐδείχθηmiddot ἰδοὺ νεφέλαι ἐν τῇ ὁράσει ἐκάλουν

καὶ ὁμίχλαι με ἐφώνουν καὶ διαδρομαὶ τῶν ἀστέρων καὶ διαστραπαί με

κατεσπούδαζον καὶ ἐθορύβαζόν με καὶ ἄνεμοι ἐν τῇ ὁράσει μου

ἐξεπέτασάν με

9 καὶ ἐπῆράν με ἄνω καὶ εἰσήνεγκάν με εἰς τὸν οὐρανόν καὶ εἰσῆλθον

21

μέχρις ἤγγισα τείχους οἰκοδομῆς ἐν λίθοις χαλάζης καὶ γλώσσης πυρὸς

κύκλῳ αὐτῶνmiddot καὶ ἤρξαντο ἐκφοβεῖν με

10 Καὶ εἰσῆλθον εἰς τὰς γλώσσας τοῦ πυρός καὶ ἤγγισα εἰς οἶκον μέγαν

οἰκοδομημένον ἐν λίθοις χαλάζης καὶ οἱ τοῖχοι τοῦ οἴκου ὡς λιθόπλακες

καὶ πᾶσαι ἦσαν ἐκ χιόνος καὶ ἐδάφη χιονικά

11 καὶ αἱ στέγαι ὡς διαδρομαὶ ἀστέρων καὶ ἀστραπαί καὶ μεταξὺ αὐτῶν

χερουβὶν πύρινα καὶ οὐρανὸς αὐτῶν ὕδωρ

12 καὶ πῦρ φλεγόμενον κύκλῳ τῶν τειχῶν καὶ θύραι πυρὶ καιόμεναι

13 εἰσῆλθον εἰς τὸν οἶκον ἐκεῖνον θερμὸν ὡς πῦρ καὶ ψυχρὸν ὡς χιών καὶ

πᾶσα τροφὴ ζωῆς οὐκ ἦν ἐν αὐτῷmiddot φόβος με ἐκάλυψεν καὶ τρόμος με

ἔλαβεν

14 καὶ ἤμην σειόμενος καὶ τρέμων καὶ ἔπεσον ἐθεώρουν ἐν τῇ ὁράσει

μου

15 καὶ ἰδοὺ ἄλλη θύρα ἀνεῳγμένη κατέναντί μου καὶ ὁ οἶκος μείζων

τούτου καὶ ὅλος οἰκοδομημένος ἐν γλώσσαις πυρός

16 καὶ ὅλος διαφέρων ἐν δόξῃ καὶ ἐν τιμῇ καὶ ἐν μεγαλωσύνῃ ὥστε μὴ

δύνασθαί με ἐξειπεῖν ὑμῖν περὶ τῆς δόξης καὶ περὶ τῆς μεγαλωσύνης

αὐτοῦ

17 τὸ ἔδαφος αὐτοῦ ἦν πυρός τὸ δὲ ἀνώτερον αὐτοῦ ἦσαν ἀστραπαὶ καὶ

διαδρομαὶ ἀστέρων καὶ ἡ στέγη αὐτοῦ ἦν πῦρ φλέγον

18 Ἐθεώρουν δὲ καὶ εἶδον θρόνον ὑψηλόν καὶ τὸ εἶδος αὐτοῦ ὡσεὶ

κρυστάλλινον καὶ τροχὸς ὡς ἡλίου λάμποντος καὶ ὄρος χερουβίν

19 καὶ ὑποκάτω τοῦ θρόνου ἐξεπορεύοντο ποταμοὶ πυρὸς φλεγόμενοι καὶ

οὐκ ἐδυνάσθην ἰδεῖν

20 καὶ ἡ δόξα ἡ μεγάλη ἐκάθητο ἐπrsquo αὐτῷmiddot τὸ περιβόλαιον αὐτοῦ ὡς εἶδος

ἡλίου λαμπρότερον καὶ λευκότερον πάσης χιόνος

21 καὶ οὐκ ἐδύνατο πᾶς ἄγγελος παρελθεῖν εἰς τὸν οἶκον τοῦτον καὶ ἰδεῖν

τὸ πρόσωπον αὐτοῦ διὰ τὸ ἔντιμον καὶ ἔνδοξον καὶ οὐκ ἐδύνατο πᾶσα

σὰρξ ἰδεῖν αὐτοῦ

22 τὸ πῦρ φλεγόμενον κύκλῳmiddot καὶ πῦρ μέγα παρειστήκει αὐτῷ καὶ οὐδεὶς

ἐγγίζει αὐτῷ κύκλῳ μυρίαι μυριάδες ἑστήκασιν ἐνώπιον αὐτοῦ καὶ πᾶς

λόγος αὐτοῦ ἔργον

23 καὶ οἱ ἅγιοι τῶν ἀγγέλων οἱ ἐγγίζοντες αὐτῷ οὐκ ἀποχωροῦσιν νυκτὸς

οὔτε ἀφίστανται αὐτοῦ

24 Κἀγὼ ἤμην ἕως τούτου ἐπὶ πρόσωπόν μου βεβλημένος καὶ τρέμων καὶ

ὁ κύριος τῷ στόματι αὐτοῦ ἐκάλεσέν με καὶ εἶπέν μοι Πρόσελθε ὧδε

Ἑνώχ καὶ τὸν λόγον μου ἄκουσον

25 καὶ προσελθών μοι εἷς τῶν ἁγίων ἤγειρέν με καὶ ἔστησέν με καὶ

προσήγαγέν με μέχρι τῆς θύραςmiddot ἐγὼ δὲ τὸ πρόσωπόν μου κάτω ἔκυφον

XV

1 Καὶ ἀποκριθεὶς εἶπέν μοι Ὁ ἄνθρωπος ὁ ἀληθινός ἄνθρωπος τῆς

ἀληθείας ὁ γραμματεύςmiddot καὶ τῆς φωνῆς αὐτοῦ ἤκουσαmiddot μὴ φοβηθῇς Ἑνώχ

ἄνθρωπος ἀληθινὸς καὶ γραμματεὺς τῆς ἀληθείαςmiddot πρόσελθε ὧδε καὶ τῆς

φωνῆς μου ἄκουσον

2 πορεύθητι καὶ εἶπε τοῖς πέμψασίν σε Ἐρωτῆσαι ὑμᾶς ἔδει περὶ τῶν

ἀνθρώπων καὶ μὴ τοὺς ἀνθρώπους περὶ ὑμῶν

3 διὰ τί ἀπελίπετε τὸν οὐρανὸν τὸν ὑψηλὸν τὸν ἅγιον τοῦ αἰῶνος καὶ

μετὰ τῶν γυναικῶν ἐκοιμήθητε καὶ μετὰ τῶν θυγατέρων τῶν ἀνθρώπων

ἐμιάνθητε καὶ ἐλάβετε ἑαυτοῖς γυναῖκας ὥσπερ υἱοὶ τῆς γῆς ἐποιήσατε

καὶ ἐγεννήσατε ἑαυτοῖς τέκνα υἱοὺς γίγαντας

22

4 καὶ ὑμεῖς ἦτε ἅγιοι καὶ πνεύματα ζῶντα αἰώνια ἐν τῷ αἵματι τῶν

γυναικῶν ἐμιάνθητε καὶ ἐν αἵματι σαρκὸς ἐγεννήσατε καὶ ἐν αἵματι

ἀνθρώπων ἐπεθυμήσατε καθὼς καὶ αὐτοὶ ποιοῦσιν σάρκα καὶ αἷμα

οἵτινες ἀποθνήσκουσιν καὶ ἀπόλλυνται

5 διὰ τοῦτο ἔδωκα αὐτοῖς θηλείας ἵνα σπερματίζουσιν εἰς αὐτὰς καὶ

τεκνώσουσιν ἐν αὐταῖς τέκνα οὕτως ἵνα μὴ ἐκλείπῃ αὐτοῖς πᾶν ἔργον ἐπὶ

τῆς γῆς

6 ὑμεῖς δὲ ὑπήρχετε πνεύματα ζῶντα αἰώνια καὶ οὐκ ἀποθνήσκοντα εἰς

πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

7 καὶ διὰ τοῦτο οὐκ ἐποίησα ἐν ὑμῖν θηλείαςmiddot τὰ πνεύματα τοῦ οὐρανοῦ ἐν

τῷ οὐρανῷ ἡ κατοίκησις αὐτῶν

8 καὶ νῦν οἱ γίγαντες οἱ γεννηθέντες ἀπὸ τῶν πνευμάτων καὶ σαρκὸς

πνεύματα ἰσχυρὰ ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐν τῇ γῇ ἡ κατοίκησις αὐτῶν ἔσται

9 πνεύματα πονηρὰ ἐξῆλθον ἀπὸ τοῦ σώματος αὐτῶν διότι ἀπὸ τῶν

ἀνωτέρων ἐγένοντο καὶ ἐκ τῶν ἁγίων ἐγρηγόρων ἡ ἀρχὴ τῆς κτίσεως

αὐτῶν καὶ ἀρχὴ θεμελίουmiddot πνεύματα πονηρὰ κληθήσεται

10 πνεύματα οὐρανοῦ ἐν τῷ οὐρανῷ ἡ κατοίκησις αὐτῶν ἔσται καὶ τὰ

πνεύματα ἐπὶ τῆς γῆς τὰ γεννηθέντα ἐπὶ τῆς γῆς ἡ κατοίκησις αὐτῶν

ἔσται

11 καὶ τὰ πνεύματα τῶν γιγάντων νεφέλας ἀδικοῦντα ἀφανίζοντα καὶ

ἐνπίπτοντα καὶ συνπαλαίοντα καὶ συνρίπτοντα ἐπὶ τῆς γῆς πνεύματα

σκληρὰ γιγάντων καὶ δρόμους ποιοῦντα καὶ μηδὲν ἐσθίοντα ἀλλrsquo

ἀσιτοῦντα καὶ διψῶντα καὶ προσκόπτοντα πνεύματα

12 καὶ ἐξαναστήσει ταῦτα εἰς τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν

γυναικῶν ὅτι ἐξεληλύθασιν ἀπrsquo αὐτῶν

XVI

1 ἀπὸ ἡμέρας σφαγῆς καὶ ἀπωλείας καὶ θανάτου ἀφrsquo ὧν τὰ πνεύματα

ἐκπορευόμενα ἐκ τῆς ψυχῆς τῆς σαρκὸς αὐτῶν ἔσται ἀφανίζοντα χωρὶς

κρίσεωςmiddot οὕτως ἀφανίσουσιν μέχρις ἡμέρας τελειώσεως τῆς κρίσεως τῆς

μεγάλης ἐν ᾗ ὁ αἰὼν ὁ μέγας τελεσθήσεται

2 καὶ νῦν ἐγρηγόροις τοῖς πέμψασίν σε ἐρωτῆσαι περὶ αὐτῶν οἵτινες ἐν

οὐρανῷ ἦσαν

3 Ὑμεῖς ἐν τῷ οὐρανῷ ἦτε καὶ πᾶν μυστήριον ὃ οὐκ ἀνεκαλύφθη ὑμῖν καὶ

μυστήριον τὸ ἐκ τοῦ θεοῦ γεγενημένον ἔγνωτε καὶ τοῦτο ἐμηνύσατε ταῖς

γυναιξὶν ἐν ταῖς σκληροκαρδίαις ὑμῶν καὶ ἐν τῷ μυστηρίῳ τούτῳ

πληθύνουσιν αἱ θήλειαι καὶ οἱ ἄνθρωποι τὰ κακὰ ἐπὶ τῆς γῆς

4 εἶπον οὖν αὐτοῖς Οὐκ ἔστιν εἰρήνη

XVII

1 Καὶ παραλαβόντες με εἴς τινα τόπον ἀπήγαγον ἐν ᾧ οἱ ὄντες ἐκεῖ

γίνονται ὡς πῦρ φλέγον καὶ ὅταν θέλωσιν φαίνονται ὡσεὶ ἄνθρωποι

2 Καὶ ἀπήγαγόν με εἰς ζοφώδη τόπον καὶ εἰς ὄρος οὗ ἡ κεφαλὴ ἀφικνεῖτο

εἰς τὸν οὐρανόν

3 καὶ εἶδον τόπον τῶν φωστήρων καὶ τοὺς θησαυροὺς τῶν ἀστέρων καὶ

τῶν βροντῶν καὶ εἰς τὰ ἀεροβαθῆ ὅπου τόξον πυρὸς καὶ τὰ βέλη καὶ τὰς

θήκας αὐτῶν καὶ τὰς ἀστραπὰς πάσας

4 Καὶ ἀπήγαγόν με μέχρι ὑδάτων καὶ μέχρι πυρὸς δύσεως ὅ ἐστιν καὶ

παρέχον πάσας τὰς δύσεις τοῦ ἡλίου

5 καὶ ἤλθομεν μέχρι ποταμοῦ πυρός ἐν ᾧ κατατρέχει τὸ πῦρ ὡς ὕδωρ καὶ

ῥέει εἰς θάλασσαν μεγάλην δύσεως

6 ἴδον τοὺς μεγάλους ποταμούς καὶ μέχρι τοῦ μεγάλου ποταμοῦ καὶ μέχρι

23

τοῦ μεγάλου σκότους κατήντησα καὶ ἀπῆλθον ὅπου πᾶσα σὰρξ οὐ

περιπατεῖ

7 ἴδον τοὺς ἀνέμους τῶν γνόφων τοὺς χειμερινοὺς καὶ τὴν ἔκχυσιν τῆς

ἀβύσσου πάντων ὑδάτων

8 ἴδον τὸ στόμα τῆς γῆς πάντων τῶν ποταμῶν καὶ τὸ στόμα τῆς ἀβύσσου

XVIII

1 ἴδον τοὺς θησαυροὺς τῶν ἀνέμων πάντων ἴδον ὅτι ἐν αὐτοῖς ἐκόσμησεν

πάσας τὰς κτίσεις καὶ τὸν θεμέλιον τῆς γῆς καὶ τὸν λίθον ἴδον τῆς γωνίας

τῆς γῆς

2 ἴδον τοὺς τέσσαρας ἀνέμους τὴν γῆν βαστάζοντας

3 καὶ τὸ στερέωμα τοῦ οὐρανοῦ καὶ αὐτοὶ ἱστᾶσιν μεταξὺ γῆς καὶ

οὐρανοῦ

4 ἴδον ἀνέμους τῶν οὐρανῶν στρέφοντας καὶ διανεύοντας τὸν τροχὸν τοῦ

ἡλίου καὶ πάντας τοὺς ἀστέρας

5 ἴδον τοὺς ἐπὶ τῆς γῆς ἀνέμους βαστάζοντας ἐν νεφέλῃ ἴδον πέρατα τῆς

γῆς τὸ στήριγμα τοῦ οὐρανοῦ ἐπάνω

6 Παρῆλθον καὶ ἴδον τόπον καιόμενον νυκτὸς καὶ ἡμέρας ὅπου τὰ ἑπτὰ

ὄρη ἀπὸ λίθων πολυτελῶν [τρία] εἰς ἀνατολὰς καὶ τρία εἰς νότον

βάλλοντα

7 καὶ τὰ μὲν πρὸς ἀνατολὰς ἀπὸ λίθου χρώματος τὸ δὲ ἦν ἀπὸ λίθου

μαργαρίτου καὶ τὸ ἀπὸ λίθου ταθέν τὸ δὲ κατὰ νότον ἀπὸ λίθου πυρροῦmiddot

8 τὸ δὲ μέσον αὐτῶν ἦν εἰς οὐρανόν ὥσπερ θρόνος θεοῦ ἀπὸ λίθου φουκά

καὶ ἡ κορυφὴ τοῦ θρόνου ἀπὸ λίθου σαφφείρουmiddot

9 καὶ πῦρ καιόμενον ἴδον κἀπέκεινα τῶν ὀρέων τούτων

10 τόπος ἐστὶν πέρας τῆς μεγάλης γῆςmiddot ἐκεῖ συντελεσθήσονται οἱ οὐρανοί

11 καὶ ἴδον χάσμα μέγα εἰς τοὺς στύλους τοῦ πυρὸς καταβαίνοντας καὶ

οὐκ ἦν μέτρον οὔτε εἰς βάθος οὔτε εἰς ὕψος

12 καὶ ἐπέκεινα τοῦ χάσματος τούτου ἴδον τόπον ὅπου οὐδὲ στερέωμα

οὐρανοῦ ἐπάνω οὔτε γῆ ᾖ τεθεμελιωμένη ὑποκάτω αὐτοῦ οὔτε ὕδωρ ἦν

ὑπὸ αὐτὸ οὔτε πετεινόν ἀλλὰ τόπος ἦν ἔρημος καὶ φοβερός

13 ἐκεῖ ἴδον ἑπτὰ ἀστέρας ὡς ὄρη μεγάλα καιόμενα περὶ ὧν

πυνθανομένῳ μοι

14 εἶπεν ὁ ἄγγελος Οὗτός ἐστιν ὁ τόπος τὸ τέλος τοῦ οὐρανοῦ καὶ γῆςmiddot

δεσμωτήριον τοῦτο ἐγένετο τοῖς ἄστροις καὶ ταῖς δυνάμεσιν τοῦ οὐρανοῦ

15 καὶ οἱ ἀστέρες οἱ κυλιόμενοι ἐν τῷ πυρί οὗτοί εἰσιν οἱ παραβάντες

πρόσταγμα κυρίου ἐν ἀρχῇ τῆς ἀνατολῆς αὐτῶν - ὅτι τόπος ἔξω τοῦ

οὐρανοῦ κενός ἐστιν - ὅτι οὐκ ἐξῆλθαν ἐν τοῖς καιροῖς αὐτῶν

16 καὶ ὀργίσθη αὐτοῖς καὶ ἔδησεν αὐτοὺς μέχρι καιροῦ τελειώσεως αὐτῶν

ἁμαρτίας laquoαὐτῶνraquo ἐνιαυτῶν μυρίων

XIX

1 Καὶ εἶπέν μοι Οὐριήλ Ἐνθάδε οἱ μιγέντες ἄγγελοι ταῖς γυναιξὶν

στήσονται καὶ τὰ πνεύματα αὐτῶν πολύμορφα γενόμενα λυμαίνεται τοὺς

ἀνθρώπους καὶ πλανήσει αὐτοὺς ἐπιθύειν τοῖς δαιμονίοις μέχρι τῆς

μεγάλης κρίσεως ἐν ᾗ κριθήσονται εἰς ἀποτελείωσιν

2 καὶ αἱ γυναῖκες αὐτῶν τῶν παραβάντων ἀγγέλων εἰς σειρῆνας

γενήσονται

3 κἀγὼ Ἑνὼχ ἴδον τὰ θεωρήματα μόνος τὰ πέρατα πάντων καὶ οὐ μὴ ἴδῃ

οὐδὲ εἷς ἀνθρώπων ὡς ἐγὼ ἴδον

XX

1 Ἄγγελοι τῶν δυνάμεων

24

2 Οὐριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ταρτάρου

3 Ῥαφαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων τῶν ἀνθρώπων

4 Ῥαγουήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐκδικῶν τὸν κόσμον τῶν

φωστήρων

5 Μιχαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν τοῦ λαοῦ ἀγαθῶν

τεταγμένος καὶ ἐπὶ τῷ χάῳ

6 Σαριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων οἵτινες ἐπὶ τῷ

πνεύματι ἁμαρτάνουσιν

7 Γαβριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τοῦ παραδείσου καὶ τῶν

δρακόντων καὶ χερουβείν ἀρχαγγέλων ὀνόματα ἑπτά

XXI

1 Καὶ ἐφώδευσα ἕως τῆς ἀκατασκευάστου

2 κἀκεῖ ἐθεασάμην ἔργον φοβερόνmiddot ἑώρακα οὔτε οὐρανὸν ἐπάνω οὔτε γῆν

τεθέαμαι τεθεμελιωμένην ἀλλὰ τόπον ἀκατασκεύαστον καὶ φοβερόν

3 καὶ ἐκεῖ τεθέαμαι ἑπτὰ τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ δεδεμένους καὶ

ἐρριμμένους ἐν αὐτῷ ὁμοίους ὄρεσιν μεγάλοις καὶ ἐν πυρὶ καιομένους

4 τότε εἶπον Διὰ ποίαν αἰτίαν ἐπεδέθησαν καὶ διὰ τί ὧδε ἐρίφησαν

5 τότε εἶπέν μοι Οὐριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν - καὶ

αὐτὸς ἡγεῖτο αὐτῶν - καὶ εἶπέν μοι Ἑνώχ περὶ τίνος ἐρωτᾷς ἢ περὶ τίνος

τὴν ἀλήθειαν φιλοσπευδεῖς

6 οὗτοί εἰσιν τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ οἱ παραβάντες τὴν ἐπιταγὴν τοῦ

κυρίου καὶ ἐδέθησαν ὧδε μέχρι τοῦ πληρῶσαι μύρια ἔτη τὸν χρόνον τῶν

ἁμαρτημάτων αὐτῶν

7 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον τούτου φοβερώτερον καὶ τεθέαμαι

ἔργα φοβερώτερα πῦρ μέγα ἐκεῖ καιόμενον καὶ φλεγόμενον καὶ διακοπὴν

εἶχεν ὁ τόπος ἕως τῆς ἀβύσσου πλήρης στύλων πυρὸς μεγάλου

καταφερομένωνmiddot οὔτε μέτρον οὔτε πλάτος ἠδυνήθην ἰδεῖν οὐδὲ εἰκάσαι

8 τότε εἶπον Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος καὶ ὡς δεινὸς τῇ ὁράσει

9 τότε ἀπεκρίθη μοι ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν καὶ εἶπέν

μοι Ἑνώχ διὰ τί ἐφοβήθης οὕτως καὶ ἐπτοήθης καὶ ἀπεκρίθην Περὶ

τούτου τοῦ φοβεροῦ καὶ περὶ τῆς προσόψεως τῆς δεινῆς

10 καὶ εἶπεν Οὗτος ὁ τόπος δεσμωτήριον ἀγγέλωνmiddot ὧδε συνσχεθήσονται

μέχρι αἰῶνος εἰς τὸν αἰῶνα

XXII

1 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον καὶ ἔδειξέν μοι πρὸς δυσμὰς ἄλλο

ὄρος μέγα καὶ ὑψηλόν πέτρας στερεάς

2 καὶ τέσσαρες τόποι ἐν αὐτῷ κοῖλοι βάθος ἔχοντες καὶ λίαν λεῖοι τρεῖς

αὐτῶν σκοτινοὶ καὶ εἷς φωτινός καὶ πηγὴ ὕδατος ἀνὰ μέσον αὐτοῦ καὶ

εἶπον Πῶς λεῖα τὰ κοιλώματα ταῦτα καὶ ὁλοβαθῆ καὶ σκοτινὰ τῇ ὁράσει

3 τότε ἀπεκρίθη Ῥαφαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν καὶ

εἶπέν μοι Οὗτοι οἱ τόποι οἱ κοῖλοι ἵνα ἐπισυνάγωνται εἰς αὐτοὺς τὰ

πνεύματα τῶν ψυχῶν τῶν νεκρῶν εἰς αὐτὸ τοῦτο ἐκρίθησαν ὥδε

ἐπισυνάγεσθαι πάσας τὰς ψυχὰς τῶν ἀνθρώπων

4 καὶ οὗτοι οἱ τόποι εἰς ἐπισύνσχεσιν αὐτῶν ἐποίησαν μέχρι τῆς ἡμέρας

τῆς κρίσεως αὐτῶν καὶ μέχρι τοῦ διορισμοῦ καὶ διορισμένου χρόνου ἐν ᾧ ἡ

κρίσις ἡ μεγάλη ἔσται ἐν αὐτοῖς

5 τεθέαμαι ἀνθρώπους νεκροὺς ἐντυγχάνοντας καὶ ἡ φωνὴ αὐτοῦ μέχρι

τοῦ οὐρανοῦ προέβαινεν καὶ ἐνετύγχανεν

6 καὶ ἠρώτησα Ῥαφαὴλ τὸν ἄγγελον ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν καὶ εἶπα αὐτῷ Τοῦτο

τὸ πνεῦμα τὸ ἐντυγχάνον τίνος ἐστίν διrsquo ὃ οὕτως ἡ φωνὴ αὐτοῦ προβαίνει

25

καὶ ἐντυγχάνει ἕως τοῦ οὐρανοῦ

7 καὶ ἀπεκρίθη μοι λέγων Τοῦτο τὸ πνεῦμά ἐστιν τὸ ἐξελθὸν ἀπὸ Ἄβελ ὃν

ἐφόνευσε Κάιν ὁ ἀδελφός καὶ Ἄβελ ἐντυγχάνει περὶ αὐτοῦ μέχρι τοῦ

ἀπολέσαι τὸ σπέρμα αὐτοῦ ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς καὶ ἀπὸ τοῦ

σπέρματος τῶν ἀνθρώπων ἀφανθῇ τὸ σπέρμα αὐτοῦ

8 Τότε ἠρώτησα περὶ τῶν κυκλωμάτων πάντων διὰ τί ἐχωρίσθησαν ἓν

ἀπὸ τοῦ ἑνός

9 καὶ ἀπεκρίθη μοι λέγων Οὗτοι οἱ τρεῖς ἐποιήθησαν χωρίζεσθαι τὰ

πνεύματα τῶν νεκρῶνmiddot καὶ οὕτως ἐχωρίσθη εἰς τὰ πνεύματα τῶν δικαίων

οὗ ἡ πηγὴ τοῦ ὕδατος ἐν αὐτῷ φωτινήmiddot

10 καὶ οὕτως ἐκτίσθη τῶν ἁμαρτωλῶν ὅταν ἀποθάνωσιν καὶ ταφῶσιν εἰς

τὴν γῆν καὶ κρίσις οὐκ ἐγενήθη ἐπrsquo αὐτῶν ἐν τῇ ζωῇ αὐτῶν

11 ὧδε χωρίζεται τὰ πνεύματα αὐτῶν εἰς τὴν μεγάλην βάσανον ταύτην

μέχρι τῆς μεγάλης ἡμέρας τῆς κρίσεως τῶν μαστίγων καὶ τῶν βασάνων

τῶν κατηραμένων μέχρι αἰῶνοςmiddot ἦν ἀνταπόδοσις τῶν πνευμάτωνmiddot ἐκεῖ

δήσει αὐτοὺς μέχρις αἰῶνος

12 καὶ οὕτως ἐχωρίσθη τοῖς πνεύμασιν τῶν ἐντυγχανόντων οἵτινες

ἐνφανίζουσιν περὶ τῆς ἀπωλείας ὅταν φονευθῶσιν ἐν ταῖς ἡμέραις τῶν

ἁμαρτωλῶν

13 καὶ οὕτως ἐκτίσθη τοῖς πνεύμασιν τῶν ἀνθρώπων ὅσοι οὐκ ἔσονται

ὅσιοι ἀλλὰ ἁμαρτωλοί καὶ μετὰ τῶν ἀνόμων ἔσονται μέτοχοι τὰ δὲ

πνεύματα ὅτι οἱ ἐνθάδε θλιβέντες ἔλαττον κολάζονται αὐτῶν οὐ

τιμωρηθήσονται ἐν ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως οὐδὲ μὴ μετεγερθῶσιν ἐντεῦθεν

14 Τότε ηὐλόγησα τὸν κύριον τῆς δόξης καὶ εἶπα Εὐλογητὸς εἶ Κύριε ὁ τῆς

δικαιοσύνης κυριεύων τοῦ αἰῶνος

XXIII

1 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον πρὸς δυσμὰς τῶν περάτων τῆς γῆς

2 καὶ ἐθεασάμην πῦρ διατρέχον καὶ οὐκ ἀναπαυόμενον οὐδὲ ἐλλεῖπον τοῦ

δρόμου ἡμέρας καὶ νυκτὸς ἅμα διαμένον

3 καὶ ἠρώτησα λέγων Τί ἐστιν τὸ μὴ ἔχον ἀνάπαυσιν

4 τότε ἀπεκρίθη μοι Ῥαγουήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν

Οὗτος ὁ δρόμος τοῦ πυρὸς τὸ πρὸς δυσμὰς πῦρ τὸ ἐκδιῶκόν ἐστιν πάντας

τοὺς φωστῆρας τοῦ οὐρανοῦ

XXIV

1 Καὶ ἔδειξέν μοι ὄρη πυρὸς καιόμενα νυκτός

2 καὶ ἐπέκεινα αὐτῶν ἐπορεύθην καὶ ἐθεασάμην ἑπτὰ ὄρη ἔνδοξα πάντα

ἑκάτερα τοῦ ἑκατέρου διαλλάσσοντα ὧν οἱ λίθοι ἔντιμοι τῇ καλλονῇ καὶ

πάντα ἔντιμα καὶ ἔνδοξα καὶ εὐειδῆ τρία ἐπrsquo ἀνατολὰς ἐστηριγμένα ἐν τῷ

ἑνί καὶ τρία ἐπὶ νότον ἐν τῷ ἑνὶ καὶ φάραγγες βαθεῖαι καὶ τραχεῖαι μία τῇ

μιᾷ οὐκ ἐγγίζουσαι

3 καὶ τῷ ὄρει ἕβδομον ὄρος ἀνὰ μέσον τούτων καὶ ὑπερεῖχεν τῷ ὕψει

ὅμοιον καθέδρᾳ θρόνου καὶ περιεκύκλου δένδρα αὐτῷ εὐειδῆ

4 καὶ ἦν ἐν αὐτοῖς δένδρον ὃ οὐδέποτε ὤσφρανμαι καὶ οὐδεὶς ἕτερος αὐτῷ

ηὐφράνθη καὶ οὐδὲν ἕτερον ὅμοιον αὐτῷmiddot ὀσμὴν εἶχεν εὐωδεστέραν

πάντων ἀρωμάτων καὶ τὰ φύλλα αὐτοῦ καὶ τὸ ἄνθος καὶ τὸ δένδρον οὐ

φθίνει εἰς τὸν αἰῶνα οἱ δὲ περὶ τὸν καρπὸν ὡσεὶ βότρυες φοινίκων

5 τότε εἶπον ὡς καλὸν τὸ δένδρον τοῦτό ἐστιν καὶ εὐῶδες καὶ ὡραῖα τὰ

φύλλα καὶ τὰ ἄνθη αὐτοῦ ὡραῖα τῇ ὁράσει

6 τότε ἀπεκρίθη μοι Μιχαήλ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν - καὶ

αὐτὸς αὐτῶν ἡγεῖτο ndash

26

XXV

1 καὶ εἶπέν μοι Ἑνώχ τί ἐρωτᾷς καὶ τί ἐθαύμασας ἐν τῇ ὀσμῇ τοῦ δένδρου

καὶ διὰ τί θέλεις τὴν ἀλήθειαν μαθεῖν

2 τότε ἀπεκρίθην αὐτῷ Περὶ πάντων εἰδέναι θέλω μάλιστα δὲ περὶ τοῦ

δένδρου τούτου σφόδρα

3 καὶ ἀπεκρίθη λέγων Τοῦτο τὸ ὄρος τὸ ὑψηλόν οὗ ἡ κορυφὴ ὁμοία

θρόνου θεοῦ καθέδρα ἐστὶν οὗ καθίζει ὁ μέγας κύριος ὁ ἅγιος τῆς δόξης ὁ

βασιλεὺς τοῦ αἰῶνος ὅταν καταβῇ ἐπισκέψασθαι τὴν γῆν ἐπrsquo ἀγαθῷ

4 καὶ τοῦτο τὸ δένδρον εὐωδίας καὶ οὐδεμία σὰρξ ἐξουσίαν ἔχει ἅψασθαι

αὐτοῦ μέχρι τῆς μεγάλης κρίσεως ἐν ᾗ ἐκδίκησις πάντων καὶ τελείωσις

μέχρις αἰῶνοςmiddot τότε δικαίοις καὶ ὁσίοις δοθήσεται

5 ὁ καρπὸς αὐτοῦ τοῖς ἐκλεκτοῖς εἰς ζωὴν εἰς βορρᾶν καὶ

μεταφυτευθήσεται ἐν τόπῳ ἁγίῳ παρὰ τὸν οἶκον τοῦ θεοῦ βασιλέως τοῦ

αἰῶνος

6 τότε εὐφρανθήσονται εὐφραινόμενοι καὶ χαρήσονται καὶ εἰς τὸ ἅγιον

εἰσελεύσονταιmiddot αἱ ὀσμαὶ αὐτοῦ ἐν τοῖς ὀστέοις αὐτῶν καὶ ζωὴν πλείονα

ζήσονται ἐπὶ γῆς ἣν ἔζησαν οἱ πατέρες σου καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτῶν καὶ

βάσανοι καὶ πληγαὶ καὶ μάστιγες οὐχ ἅψονται αὐτῶν

7 Τότε ηὐλόγησα τὸν θεὸν τῆς δόξης τὸν βασιλέα τοῦ αἰῶνος ὃς

ἡτοίμασεν ἀνθρώποις τὰ τοιαῦτα δικαίοις καὶ αὐτὰ ἔκτισεν καὶ εἶπεν

δοῦναι αὐτοῖς

XXVI

1 Καὶ ἐκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς τὸ μέσον τῆς γῆς καὶ ἴδον τόπον

ηὐλογημένον ἐν ᾧ δένδρα ἔχοντα παραφυάδας μενούσας καὶ βλαστούσας

τοῦ δένδρου ἐκκοπέντος

2 κἀκεῖ τεθέαμαι ὄρος ἅγιονmiddot ὑποκάτω τοῦ ὄρους ὕδωρ ἐξ ἀνατολῶν καὶ

τὴν δύσιν εἶχεν πρὸς νότον

3 καὶ ἴδον πρὸς ἀνατολὰς ἄλλο ὄρος ὑψηλότερον τούτου καὶ ἀνὰ μέσον

αὐτοῦ φάραγγα βαθεῖαν οὐκ ἔχουσαν πλάτος καὶ διrsquo αὐτῆς ὕδωρ

πορεύεται ὑποκάτω ὑπὸ τὸ ὄρος

4 καὶ πρὸς δυσμὰς τούτου ἄλλο ὄρος ταπεινότερον αὐτοῦ καὶ οὐκ ἔχον

ὕψος καὶ φάραγγα βαθεῖαν καὶ ξηρὰν ἀνὰ μέσον αὐτῶν καὶ ἄλλην

φάραγγα βαθεῖαν καὶ ξηρὰν ἐπrsquo ἄκρων τῶν τριῶν ὀρέων

5 καὶ πᾶσαι φάραγγές εἰσιν βαθεῖαι ἐκ πέτρας στερεᾶς καὶ δένδρον οὐκ

ἐφυτεύετο ἐπrsquo αὐτάς

6 καὶ ἐθαύμασα περὶ τῆς φάραγγος καὶ λίαν ἐθαύμασα

XXVII

1 καὶ εἶπον Διὰ τί ἡ γῆ αὕτη ἡ εὐλογημένη καὶ πᾶσα πλήρης δένδρων

αὐτὴ δὲ ἡ φάραγξ κεκατηραμένη ἐστίν

2 γῆ κατάρατος τοῖς κεκατηραμένοις ἐστὶν μέχρι αἰῶνος ὧδε

ἐπισυναχθήσονται πάντες οἱ κεκατηραμένοι οἵτινες ἐροῦσιν τῷ στόματι

αὐτῶν κατὰ Κυρίου φωνὴν ἀπρεπῆ καὶ περὶ τῆς δόξης αὐτοῦ σκληρὰ

λαλήσουσιν ὧδε ἐπισυναχθήσονται καὶ ὧδε ἔσται τὸ οἰκητήριον

3 ἐπrsquo ἐσχάτοις αἰῶσιν ἐν ταῖς ἡμέραις τῆς κρίσεως τῆς ἀληθινῆς ἐναντίον

τῶν δικαίων εἰς τὸν ἅπαντα χρόνον ὧδε εὐλογήσουσιν οἱ ἀσεβεῖς τὸν

κύριον τῆς δόξης τὸν βασιλέα τοῦ αἰῶνοςmiddot

4 ἐν ταῖς ἡμέραις τῆς κρίσεως αὐτῶν εὐλογήσουσιν ἐν ἐλέει ὡς ἐμέρισεν

αὐτοῖς

5 Τότε ηὐλόγησα τὸν κύριον τῆς δόξης καὶ τὴν δόξαν αὐτοῦ ἐδήλωσα καὶ

ὕμνησα μεγαλοπρεπῶς

27

XXVIII

1 Καὶ ἐκεῖθεν ἐπορεύθην εἰς τὸ μέσον Μανδοβαρά καὶ ἴδον αὐτὸ ἔρημονmiddot

καὶ αὐτὸ μόνον

2 πλήρης δένδρων καὶ ἀπὸ τῶν σπερμάτων ὕδωρ ἄνομβρον ἄνωθεν

φερόμενον

3 ὡς ὑδραγωγὸς δαψιλὴς ὡς πρὸς βορρᾶν ἐπὶ δυσμῶν πάντοθεν ἀνάγει

ὕδωρ καὶ δρόσον

XXIX

1 Ἔτι ἐκεῖθεν ἐπορεύθην εἰς ἄλλον τόπον ἐν τῷ Βαβδηρά καὶ πρὸς

ἀνατολὰς τοῦ ὄρους τούτου ᾠχόμην

2 καὶ ἴδον κρίσεως δένδρα πνέοντα ἀρωμάτων λιβάνων καὶ ζμύρνας καὶ

τὰ δένδρα αὐτῶν ὅμοια καρύαις

XXX

1 Καὶ ἐπέκεινα τούτων ᾠχόμην πρὸς ἀνατολὰς μακράν καὶ ἴδον τόπον

ἄλλον μέγαν φάραγγα ὕδατος

2 ἐν ᾧ καὶ δένδρα χρόα ἀρωμάτων ὁμοίων σχίνῳ

3 καὶ τὰ παρὰ τὰ χείλη τῶν φαράγγων τούτων ἴδον κιννάμωμον

ἀρωμάτωνmiddot καὶ ἐπέκεινα τούτων ᾠχόμην πρὸς ἀνατολάς

XXXI

1 καὶ ἴδον ἄλλα ὄρη καὶ ἐν αὐτοῖς ἄλση δένδρων καὶ ἐκπορευόμενον ἐξ

αὐτῶν νέκταρ τὸ καλούμενον σαρρὰν καὶ χαλβάνη

2 καὶ ἐπέκεινα τῶν ὀρέων τούτων ἴδον ἄλλο ὄρος πρὸς ἀνατολὰς τῶν

περάτων τῆς γῆς καὶ πάντα τὰ δένδρα πλήρη ἐξαυτῆς ἐν ὁμοιώματι

ἀμυγδάλων

3 ὅταν τριβῶσινmiddot διὸ εὐωδέστερον ὑπὲρ πάντων τῶν ἀρωμάτων

XXXII

1 εἰς βορρᾶν πρὸς ἀνατολὰς τεθέαμαι ἑπτὰ ὄρη πλήρη νάρδου χρηστοῦ

καὶ σχίνου καὶ κινναμώμου καὶ πιπέρεως

2 Καὶ ἐκεῖθεν ἐφώδευσα ἐπὶ τὰς ἀρχὰς πάντων τῶν ὀρέων τούτων

μακρὰν ἀπέχων πρὸς ἀνατολὰς τῆς γῆς καὶ διέβην ἐπάνω τῆς ἐρυθρᾶς

θαλάσσης καὶ ᾠχόμην ἐπrsquo ἄκρων καὶ ἀπὸ τούτου διέβην ἐπάνω τοῦ

Ζωτιήλ

3 καὶ ἦλθον πρὸς τὸν παράδεισον τῆς δικαιοσύνης καὶ ἴδον μακρόθεν τῶν

δένδρων τούτων δένδρα πλείονα καὶ μεγάλα δύο μὲν ἐκεῖ μεγάλα σφόδρα

καλὰ καὶ ἔνδοξα καὶ μεγαλοπρεπῆ καὶ τὸ δένδρον τῆς φρονήσεως οὗ

ἐσθίουσιν ἅγιοι τοῦ καρποῦ αὐτοῦ καὶ ἐπίστανται φρόνησιν μεγάλην

4 ὅμοιον τὸ δένδρον ἐκεῖνο στροβιλέᾳ τὸ ὕψος τὰ δὲ φύλλα αὐτοῦ κερατίᾳ

ὅμοια ὁ δὲ καρπὸς αὐτοῦ ὡσεὶ βότρυες ἀμπέλου ἱλαροὶ λίαν ἡ δὲ ὀσμὴ

αὐτοῦ διέτρεχεν πόρρω ἀπὸ τοῦ δένδρου

5 τότε εἶπον ὡς καλὸν τὸ δένδρον καὶ ὡς ἐπίχαρι τῇ ὁράσει

6 τότε ἀπεκρίθη Ῥαφαήλ ὁ ἅγιος ἄγγελος ὁ μετrsquo ἐμοῦ ὤν Τοῦτο τὸ

δένδρον φρονήσεως ἐξ οὗ ἔφαγεν ὁ πατήρ σου

LXXXIX

42 Καὶ οἱ κύνες ἤρξαντο κατεσθίειν τὰ πρόβατα καὶ οἱ ὕες καὶ οἱ ἀλώπεκες

κατήσθιον αὐτά μέχρι οὗ ἤγειρεν ὁ κύριος τῶν προβάτων κριὸν ἕνα ἐκ

τῶν προβάτων

43 καὶ ὁ κριὸς οὗτος ἤρξατο κερατίζειν καὶ ἐπιδιώκειν ἐν τοῖς κέρασιν καὶ

ἐνετίνασσεν εἰς τοὺς ἀλώπεκας καὶ μετrsquo αὐτοὺς εἰς τοὺς ὕαςmiddot καὶ

ἀπώλεσεν ὕας πολλούς καὶ μετrsquo αὐτοὺς [ἐλυμήνα]το τοὺς κύνας

44 καὶ τὰ πρόβατα ὧν οἱ ὀφθαλμοὶ ἠνοίγησαν ἐθεάσαντο τὸν κριὸν τὸν ἐν

28

τοῖς προβάτοις ἕως οὗ ἀφῆκεν τὴν ὁδὸν αὐτοῦ καὶ ἤρξατο πορεύεσθαι

ἀνοδίᾳ

45 καὶ ὁ κύριος τῶν προβάτων ἀπέστειλεν τὸν ἄρνα τοῦτον ἐπὶ ἄρνα

ἕτερον τοῦ στῆσαι αὐτὸν εἰς κριὸν ἐν ἀρχῇ τῶν προβάτων ἀντὶ τοῦ κριοῦ

τοῦ ἀφέντος τὴν ὁδὸν αὐτοῦ

46 καὶ ἐπορεύθη πρὸς αὐτὸν καὶ ἐλάλησεν αὐτῷ σιγῇ κατὰ μόνας καὶ

ἤγειρεν αὐτὸν εἰς κριὸν καὶ εἰς ἄρχοντα καὶ εἰς ἡγούμενον τῶν προβάτωνmiddot

καὶ οἱ κύνες ἐπὶ πᾶσιν τούτοις ἔθλιβον τὰ πρόβατα

47 [καὶ] ὁ κριὸς ὁ πρῶτος τὸν κριὸν τὸν δεύτερον ἐπεδίωκεν καὶ ἔφυγεν

ἀπὸ προσώπου αὐτοῦmiddot εἶτrsquo ἐθεώρουν τὸν κριὸν τὸν πρῶτον ἕως οὗ ἔπεσεν

ἔμπροσθεν τῶν κυνῶν

48 καὶ ὁ κριὸς ὁ δεύτερος ἀναπηδήσας ἀφηγήσατο τῶν προβάτων

49 καὶ τὰ πρόβατα ηὐξήθησαν καὶ ἐπληθύνθησανmiddot καὶ πάντες οἱ κύνες καὶ

οἱ ἀλώπεκες ἔφυγον ἀπrsquo αὐτοῦ καὶ ἐφοβοῦντο αὐτόν

XC

1

6 [καὶ ἀναγνωσθής]ονται [πάντες] οἱ λόγοι τῶν ἀνομιῶν ὑμῶν ἐν[ώπιον]

τοῦ μεγάλου ἁγίου κατὰ πρόσωπον ὑμῶνmiddot εἶτrsquo ἀναφελεῖ τὰ πάντα ἔργα τὰ

μετασχόντα ἐν τῇ ἀνομίᾳ

7 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἁμαρτωλοὶ [οἱ] ἐν μέσῳ τῆς θαλάσσης καὶ ἐπὶ τῆς ξηρᾶς

ὄντεςmiddot μνημόσυνον εἰς ὑμᾶς κακόν

8 οὐαὶ ὑμῖν οἱ κτώμενοι χρυσίον καὶ ἀργύριον οὐκ ἀπὸ δικαιοσύνης καὶ

ἐρεῖτε πλούτῳ πεπλουτήκαμεν καὶ τὰ ὑπάρχοντα ἐσχήκαμεν καὶ

κεκτήμεθα

9 καὶ πᾶν ὃ ἐὰν θελήσωμεν ποιήσωμεν ὅτι ἀργύριον τεθησαυρίκαμεν ἐν

τοῖς θησαυροῖς ἡμῶν καὶ ἀγαθὰ πολλὰ ἐν ταῖς οἰκίαις ἡμῶν

10 καὶ ὡς ὕδωρ ἐκχυθήσεται πεπλάνησθε ὅτι οὐ μὴ παραμείνῃ ὁ πλοῦτος

ὑμῶν ἀλλὰ ταχὺ [ἀναπτήσεται] ἀπὸ ὑμῶν ὅτι ἀδίκως πάντα κέκτησθεmiddot

καὶ ὑμεῖς εἰς κατάραν μεγάλην παραδοθήσεσθε

XCI

1 καὶ νῦν ὀμνύω ὑμῖν τοῖς φρονίμοις καὶ οὐχὶ τοῖς ἄφροσι ὅτι πολλὰς

ὄψεσθε ἐπὶ τῆς γῆς ἀνομίαςmiddot

2 ὅτι κάλλος περιθήσονται ἄνδρες ὡς γυναῖκες [καὶ] χρῶμα ὡραῖον ὑπὲρ

παρθένους ἐν βασιλείᾳ καὶ μεγαλωσύνῃ καὶ ἐν ἐξουσίᾳ ἔσονται δὲ

ἀργύριον καὶ χρυσίον [παρrsquo] αὐτοῖς εἰς βρώματα καὶ ἐν ταῖς οἰκίαις αὐτῶν

ὡς ὕδωρ ἐκχυθήσονται

3 [διὰ τὸ μ]ὴ ἐπιστήμην αὐτοὺς μηδὲ φρόνησιν μηδεμίαν [ἔχειν] οὕτω

ἀπολεῖσθε κοινῶς μετὰ πάντων [τῶν] ὑπαρχόντων ὑμῶν [καὶ τῆς] πάσης

δόξης καὶ τῆς τιμῆς [ὑμῶν καὶ] εἰς ἀτιμίαν καὶ ἐρήμωσιν [καὶ σφαγὴν]

μεγάλην τ[ὰ πνεύματα ὑμῶν εἰς τὴν κάμινον τοῦ πυρὸς ἐμβληθήσεται]

Four lines are lost

ἐπὶ τὴν [γῆν οὐκ ἀπεστάλη ἀλλrsquo αὐτὴν οἱ ἄνθρω]ποι ἀφrsquo ἑαυτῶν [ἔκτισαν

καὶ εἰς κατάραν] μεγάλην ἀφίξονται οἱ ποιοῦντες [αὐτήν]

5 καὶ δουλεία (στειρα pap) γυναικὶ οὐκ ἐδόθη ἀλλὰ διὰ τὰ ἔργα τῶν

χειρῶνmiddot ὅτι οὐχ ὡρίσθη δούλην εἶναι δούληνmiddot ἄνωθεν οὐκ ἐδόθη ἀλλὰ ἐκ

καταδυναστείας ἐγένετο ὁ[μοίως] οὐδὲ ἡ ἀνομία ἄνωθεν ἐδόθη ἀλλrsquo ἐκ

παραβάσεως ὁμοίως οὐδὲ στεῖρα γυνὴ ἐκτίσθη ἀλλrsquo ἐξ ἰδίων ἀδικημάτων

ἐπετιμήθη ἀτεκνίᾳ [καὶ] ἄτεκνος ἀποθανεῖται

6 ὀμνύω ὑμῖν ἁμαρτωλοὶ κατὰ τοῦ ἁγίου τοῦ μεγάλου ὅτι τὰ ἔργα ὑμῶν τὰ

πονηρὰ ἔσται ἀνακεκαλυμμένα ἐν τῷ οὐρανῷmiddot οὐκ ἔσται ὑμῖν ἔργον

29

ἀποκεκρυμμένον ἄδικον

7 μὴ ὑπολάβητε τῇ ψυχῇ ὑμῶν μηδὲ ὑπολάβητε τῇ καρδίᾳ ὑμῶν ὅτι οὐ

γινώσκουσιν οὐδὲ βλέπουσιν οὐδὲ τὰ ἀδικήματα ὑμῶν θεωρεῖται οὐδὲ

ἀπογράφεται αὐτὰ ἐνώπιον τοῦ ὑψίστου ἀπὸ τοῦ [νῦν] ἐπιγνῶτε ὅτι

πάντα τὰ ἀδικήματα ὑμῶν ἀπογράφονται ἡμέραν ἐξ [ἡμέρας] μέχρι τῆς

κρίσεως ὑμῶν

9 οὐαὶ ὑμῖν ἄφρονες ὅτι ἀπολεῖσθε διὰ τὴν ἀφροσύνην ὑμῶν καὶ τῶν

[φρονίμων] οὐ μὴ ἀκούσητε καὶ τὰ ἀγαθὰ οὐκ ἀπαντήσει ὑμῖν τὰ δὲ κακὰ

[περιέξει] ὑμᾶς

10 καὶ νῦν γινώσκετε ὅτ[ι ἡτοίμασται] ὑμῖν εἰς ἡμέραν ἀπωλείας [μὴ

ἐλπίζε]τε σωθῆναι ἁμαρτωλοίmiddot ἀπ[ελθόντες] ἀποθάνετε γινώσκοντε[ς ὅτι

ἡτοίμας]ται εἰς ἡμέραν κρίσεως μ[εγάλης καὶ στε]νοχωρίας μείζονος τ[οῖς

πνεύμασιν ὑμῶν]

11 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ σκληροτράχηλοι τῇ καρδίᾳ ποιοῦντες τὸ κα[κὸν καὶ

ἔσθοντες αἷμα πόθ]εν ὑμῖν ἔσο[νται ἀγαθὰ ἵνα φάγητε ] Four lines are

lost

12 [ἔργα τῆ]ς ἀδικίαςmiddot διότι ἐλπίδας κα[λὰς ἔχετε ὑμῖ]ν νῦν γνωστὸν ὑμῖν

ἔστω ὅτι εἰς [χεῖρας τ]ῶν δικαίων παραδοθήσεσθε καὶ ἀποκτενοῦσιν ὑμᾶς

καὶ οὐ μὴ φείσονται ὑμῶν

13 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἐπιχαίροντες τοῖς κακοῖς τῶν δικαίωνmiddot τάφος ὑμῶν οὐ μὴ

ὀρυγῇ

14 οὐαὶ ὑμῖν οἱ βουλόμενοι ἀκυρῶσαι τοὺς λόγους τῶν δικαίωνmiddot οὐ μὴ

γένηται ὑμῖν ἐλπὶς σωτηρίας

15 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ γράφοντες λόγους ψευδεῖς καὶ λόγους πλανήσεωςmiddot αὐτοὶ

γράφουσιν καὶ πολλοὺς ἀποπλανήσουσιν τοῖς ψεύδεσιν αὐτῶνmiddot

16 πλανᾶσθε ὑμεῖς αὐτοὶ καὶ οὐκ ἔστιν ὑμῖν χαίρειν ἀλλὰ ταχέως

ἀπολεῖσθε

XCII

1 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ ποιοῦντες πλανήματα καὶ τοῖς ἔργοις τοῖς ψευδέσιν

λαμβάνοντες τιμὴν καὶ δόξανmiddot ἀπολώλατε οὐκ ἔστιν ὑμῖν σωτηρία εἰς

ἀγαθόν

2 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἐξαλλοιοῦντες τοὺς λόγους τοὺς ἀληθινούς καὶ

διαστρέφοντες τὴν αἰώνιον διαθήκην καὶ λογιζόμενοι ἑαυτοὺς

ἀναμαρτήτουςmiddot ἐν τῇ γῇ καταποθήσονται

3 τότε ἑτοιμάζεσθε οἱ δίκαιοι καὶ προέχεσθε τὰς ἐντεύξεις ὑμῶν εἰς

μνημόσυνον δίδοτε αὐτὰς ἐν διαμαρτυρίᾳ ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων ὅπως

εἰσαγάγωσιν τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἀδίκων ἐνώπιον τοῦ ὑψίστου θεοῦ εἰς

μνημόσυνονmiddot

4 καὶ τότε συν[ταραχ]θήσονται ἐν [ἡμέρ]ᾳ ἀπωλείας τῆς ἀδικίας

5ndash6 ἐν αὐτῷ [τῷ και]ρῷ ἐκείνῳ αἱ τίκτουσαι ἐκβαλοῦσιν καὶ ἐκσπάσουσιν

καὶ ἐγκαταλείψουσιν [τὸ νήπιο]ν βρέφος καὶ αἱ ἐν γαστρὶ ἔχου[σαι

ἐκτρώσο]υσιν καὶ αἱ θηλάζουσαι ῥίψ[ουσιν τὰ τέκ]να αὐτῶν καὶ οὐ μὴ

ἐπι[στρέψου]σιν ἐπὶ τὰ νήπια αὐτῶν οὐ[δὲ ἐπὶ τὰ θηλά]ζοντα οὐδὲ μὴ

φείσονται

7 [καὶ] οἱ γλύφοντες εἰκόνα[ς ἀργυ]ρᾶς καὶ χρυσᾶς ξυλίνας τε [καὶ

λιθίνας] καὶ ὀστρακίνας καὶ λατρεύ[οντες φαν]τάσμασιν καὶ δαιμονίοι[ς

καὶ βδελύγ]μασιν καὶ πνεύμασιν πονη[ροῖς καὶ] πάσαις ταῖς πλάναις οὐ

κατrsquo ἐπι[στήμην] καὶ πᾶν βοήθημα οὐ μὴ εὕρητε [ἀπrsquo] αὐτῶν

8ndash9 καὶ πλανηθήσονται ἐν ἀφροσύνῃ τῆς καρδίας αὐτῶν καὶ τὰ ὁράματα

τῶν ἐνυπνίων καταπλανήσουσιν ὑμᾶς ὑμεῖς καὶ τὰ ἔργα ὑμῶν τὰ ψευδῆ ἃ

30

ἐποιήσατε καὶ ἐλαεργ[ήσατε] καὶ ἐπὶ μιᾶς ἀπολεῖσθε

10ndash12 καὶ τότε μακάριοι πάντες οἱ ἀκούσαντες φρονίμων λόγους καὶ

μαθήσονται αὐτούς ποιῆσαι τὰς ἐντολὰς τοῦ ὑψίστου καὶ πορεύσονται ἐν

ὁδοῖς δικαιοσύνης αὐτοῦ καὶ οὐ μὴ πλανήσουσιν μετὰ τῶν πλανώντων καὶ

σωθήσονται

13 οὐαὶ οἱ οἰκοδομοῦντες τὰς οἰκοδομὰς αὐτῶν οὐκ ἐκ κόπων ἰδίων καὶ ἐκ

λίθων καὶ ἐκ πλίνθων πᾶσαν οἰκοδομὴν ποιεῖτε οἷς οὐκ ἔστιν ὑμῖν χά[ρις]

14 οὐαὶ οἱ ἐξουθενοῦντες τὴν θεμελίωσιν καὶ τὴν κληρονομίαν τῶν

πατέρων αὐτῶν τὴν ἀπrsquo αἰῶνος [ὅτι] διώξεται ὑμᾶς πνεῦμα πλανήσεωςmiddot

οὐκ ἔστιν ὑμῖν ἀναπαῦσαι

15 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ποιοῦντες τὴν ἀ[νομίαν] καὶ ἐπιβοηθοῦντες τῇ ἀδι[κίᾳ

φονεύ]οντες τὸν πλησίον αὐτῶ[ν ἕως τῆς] ἡμέρας τῆς κρίσεως τῆς

[μεγάληςmiddot

16 ]ὅτι τότε ἐκτρίψει τὴν δόξ[αν ὑμῶν] καὶ ἐπεγερεῖ τὸν θυμὸν [αὐτοῦ

καθrsquo] ὑμῶν ἀπολεῖ πάντας ὑ[μᾶς ἐν ῥομ]φαίᾳ καὶ πάντες οἱ δί[καιοι

μνημο]νήσουσιν τὰς ἀδικίας [ὑμῶν]

XCIII

1ndash2 καὶ τότε ἐν ἑνὶ τόπῳ [ῥέῃ τὰ α]ἵμα[τα αὐτῶν καὶ ἄνθρωπο]ς οὐκ

[ἀφέξ]ει τὴν [χεῖρα αὐτοῦ ἀπ]ὸ τοῦ υἱοῦ αὐ[τοῦ οὔτrsquo ἀ]πὸ τοῦ ἀγαπητοῦ

αὐτοῦ ἀποκτεῖναι αὐτόν καὶ ὁ ἁμαρτωλὸς ἀπὸ τοῦ ἐντίμου οὔτε ἀπὸ τοῦ

ἀδελφοῦ αὐτοῦmiddot ἐξ ὄρθρων μέχρις οὗ δῦναι τὸν ἥλιον φονευθήσονται ἐπὶ

τὸ αὐτό

3 καὶ διαπορεύσεται ἵππος ἕως τοῦ στήθους αὐτοῦ διὰ τοῦ αἵματος τῶν

ἁμαρτωλῶν καὶ τὸ ἅρμα μέχρι ἀξόνων καταβήσεται

4 καὶ καταβήσονται ἄγγελοι καταδύνοντες εἰς τὰ ἀπόκρυφα ἐν ἡμέρᾳ

ἐκείνῃmiddot οἵτινες ἐβοήθουν τῇ ἀδικίᾳ καὶ συστραφήσονται εἰς ἕνα τόπον καὶ ὁ

ὕψιστος ἐγερθήσεται ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως ποιῆσαι ἐκ πάντων κρίσιν

μεγάλην

5 καὶ τάξει φυλακὴν ἐπὶ πάντας τοὺς δικαίους καὶ ἁγίους τῶν ἁγίων

ἀγγέλων καὶ τηρηθήσονται ὡς κόριον ὀφθαλμοῦ ἕως οὗ ἐκλείπῃ τὰ κακὰ

καὶ ἁμαρτία καὶ ἀπrsquo ἐκείνου ὑπνώσουσιν εὐσεβεῖς ὕπνον ἡδύν καὶ οὐκ

ἔσται οὐκέτι ὁ ἐκφοβῶν αὐτούς

6 τότε ὄψονται οἱ φρόνιμοι τῶν ἀνθρώπων καὶ κατανοήσουσιν οἱ υἱοὶ τῆς

γῆς ἐπὶ τοὺς λόγους τούτους τῆς ἐπιστολῆς ταύτης καὶ γνώσονται ὅτι οὐ

δύναται ὁ πλοῦτος αὐτῶν διασῶσαι αὐτοὺς ἐν τῇ πτώσει τῆς ἀδικίας

7 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἄδικοι ὅταν ἐκθλίβητε τοὺς δικαίους ἐν ἡμέρᾳ ἀνάγκης

στερεᾶς καὶ φυλάξητε αὐτοὺς ἐν πυρί ὅτι κομιεῖσθε κατὰ τὰ ἔργα ὑμῶν

8 οὐαὶ ὑμῖν σκληροκάρδιοι ἀγρυπνοῦντες νοῆσαι τὸ κακόνmiddot περιέχει ὑμᾶς

φόβος καὶ οὐκ ἔστιν ὁ ἀντιλαμβανόμενος ὑμῶν

9 οὐαὶ ὑμῖν πᾶσιν τοῖς ἁμαρτωλοῖς ἐπὶ τοῖς ἔργοις τοῦ στόματος ὑμῶν

οὐαὶ ὑμῖν πᾶσιν τοῖς ἁμαρτωλοῖς ἐπὶ τοῖς λόγοις τοῦ στόματος ὑμῶν καὶ

ἐπὶ τοῖς [ἔργοις] τῶν χειρῶν ὑμῶν ὅτι ἀπὸ τῶν ἁγίων ἔργων

ἀπεπλα[νήθητε]

11 πᾶσα νεφέλη καὶ ὀμίχλη καὶ δρόσος καὶ ὄμβρος ἐπὶ ταῖς ἁμαρτίαις

ὑμῶν

12 δίδοτε οὖν ὄμβρῳ δῶρα ἵνα μὴ [κωλυθῇ κα]ταβῆναι ὑμῖν καὶ δρόσῳ

κα[ὶ νεφέλῃ] καὶ ὀμίχλῃmiddot χρυσίον διαγράψα[τε ἵνα κα]ταβῶσινmiddot

13 ὅτι ἐὰν ἐπιρρίψῃ ἐφrsquo ὑμ[ᾶς χι]ὼν καὶ πάχνη καὶ ψῦχος αὐτῆς καὶ οἱ

ἄνεμοι καὶ ὁ παγετὸς αὐτῶν καὶ πᾶσαι αἱ μάστιγες αὐτῶν οὐ δύνασθε

ὑποστῆναι ἔμπροσθεν ψύχους καὶ τῶν μαστίγων αὐτῶν

31

XCIV

1 κατανοήσατε τοίνουν υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων τὰ ἔργα τοῦ ὑψίστου καὶ

φοβήθητε τοῦ ποιῆσαι τὸ πονηρὸν ἐναντίον αὐτοῦ

2 ἐὰν ἀποκλείσῃ τὰς θυρίδας τοῦ οὐρανοῦ καὶ κωλύσῃ τὴν δρόσον καὶ τὸν

ὄμβρον καταβῆναι εἵνεκα ὑμῶν τί ποιήσετε

3 ἐὰν ἀποστείληται τὸν θυμὸν αὐτοῦ ἐφrsquo ὑμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ ἔργα ὑμῶν οὐχὶ

ἔσεσθε δεόμενοι αὐτοῦ διὰ τί ὑμεῖς λαλεῖτε τῷ στόματι ὑμῶν μεγάλα καὶ

σκληρὰ ἐπὶ τῇ μεγαλωσύνῃ αὐ[τοῦ

4 ὁρᾶ]τε τοὺς ναυκλήρους τοὺς πλωιζομένους τὴν θάλασσαν ὑπὸ τοῦ

κ[λύδω]νος καὶ χειμῶνος σεσαλευμένα τὰ πλοῖα αὐτῶν

5 καὶ χειμαζόμενοι πάντες φοβοῦνται ἔξω δὲ τὰ [ἀγαθὰ πάντα] καὶ τὰ

ὑπάρχοντα αὐτῶν ἐκβάλλουσιν εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ὑποπτεύουσιν ἐν τῇ

καρδίᾳ αὐτῶν ὅτι ἡ [θάλασσα κα]ταπίεται αὐτοὺς καὶ ἐν αὐτ[ῇ

ἀπολοῦν]ται

6 οὐχὶ πᾶσα ἡ θάλασσα καὶ [πάντα τὰ] ὕδατα αὐτῆς ἔργον τοῦ ὑψ[ίστου

ἐστί] καὶ αὐτὸς συνεστήσατο τὰ π[έρατα αὐ]τῶν καὶ συνέδησεν αὐτ[ήν

καὶ περι]έφραξεν αὐτὴν ἄμμῳ

7 [καὶ ἀπὸ τῆς] ἐμβριμήσεως αὐτοῦ φ[οβοῦνται καὶ ξη]ραίνονται καὶ οἱ

ἰχθύες

8 [ γῆν] καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτοῖς καὶ τίς ἔδωκεν ἐπιστήμην πᾶσιν τοῖς

κινουμένοις ἐν τῇ θαλάσσῃ οἱ ναύκληροι τὴν θάλασσαν φοβοῦνται

XCV

1 καὶ ὅταν ἐκβάλῃ ἐφrsquo ὑμᾶς τὸν κλύδωνα τοῦ πυρὸς τῆς καύσεως ὑμῶν

ποῦ ἀποδράντες σωθήσεσθε καὶ ὅταν δῷ ἐφrsquo ὑμᾶς φωνὴν αὐτοῦ

2 ἔσεσθε συνσειόμενοι καὶ φοβούμενοι ἤχῳ μεγάλῳ laquoκαὶraquo τὴν γῆν

σύμπασαν σειομένην καὶ τρέμουσαν καὶ συνταρασσομένην

3 καὶ οἱ ἄγγελοι συντελοῦντες τὸ συνταχθὲν αὐτοῖς καὶ ὁ οὐρανὸς καὶ οἱ

φωστῆρες σειόμενοι καὶ τρέμοντεςmiddot ἅπαντες οἱ υἱοὶ τῆς γῆς καὶ ὑμεῖς

ἁμαρτωλοὶ ἐπικατάρατοι εἰς τὸν αἰῶναmiddot οὐκ ἔστιν ὑμῖν χαίρειν

4 θαρσεῖτε ψυχαὶ τῶν δικαίων τῶν ἀποθανόντων τῶν δικαίων καὶ τῶν

εὐσεβῶν

5 καὶ μὴ λυπεῖσθε ὅτι κατέβησαν αἱ ψυχαὶ ὑμῶν εἰς ᾅδου μετὰ λύπης καὶ

οὐκ ἀπηντήθη τῷ σώματι τῆς σαρκὸς ὑμῶν ἐν τῇ ζωῇ ὑμῶν κατὰ τὴν

ὁσιότητα ὑμῶν ἐπεὶ αἱ ἡμέραι ἃς ἦτε ἡμέραι ἦσαν ἁμαρτωλῶν καὶ

καταράτων ἐπὶ τῆς γῆς

6 ὅταν ἀποθάνητε τότε ἐροῦσιν οἱ ἁμαρτωλοὶ ὅτι εὐσεβεῖς κατὰ τὴν

εἱμαρμένην ἀπεθάνοσαν καὶ τί αὐτοῖς περιεγένετο ἐπὶ τοῖς ἔργοις αὐτῶν

7 καὶ αὐτοὶ ὁμοίως ἡμῖν ἀπεθάνοσαν ἴδετε οὖν ὡς ἀποθνήσκουσιν μετὰ

λύπης καὶ σκότους καὶ τί αὐτοῖς ἐγένετο περισσόν

8 ἀπὸ τοῦ νῦν ἀναστήτωσαν καὶ σωθήτωσαν καὶ ὄψονται εἰς τὸν αἰῶνα

ἡμᾶς φαγεῖν καὶ πεῖν

9 τοιγαροῦν ἁρπάσαι καὶ ἁμαρτάνειν καὶ λωποδυτεῖν καὶ ἐγκτᾶσθαι καὶ

[ἰδεῖν] ἡμέρας ἀγαθάς

10 ἴδετε οὖν οἱ δικαιοῦντες [ἑαυτ]ούς ὁποία ἐγένετο αὐτῶν ἡ καταστροφή

ὅτι πᾶσα δικαιοσύνη οὐχ εὑρέθη ἐν αὐτοῖς ἕως ἀπέθανον καὶ ἀπώλοντο

11 καὶ ἐγένοντο ὡς οὐκ ὄντες καὶ κατέβησαν αἱ ψυχαὶ αὐτῶν μετrsquo ὀδύνης

εἰς ᾅδου

XCVI

1 ἐγὼ ὀμνύω ὑμῖν Three lines are lost

2 ἐπίσταμαι τὸ μυστήριον τοῦτοmiddot ἀν[έγνων] γὰρ τὰς πλάκας τοῦ οὐρανοῦ

32

καὶ εἶδον τὴν γραφὴν ἀναγκαίανmiddot ἔγνων τὰ γ[εγραμμέ]να ἐν αὐταῖς καὶ

ἐγκεκολαμμέν[α περὶ] ὑμῶν

3 ὅτι ἀγαθὰ καὶ ἡ χαρὰ καὶ ἡ τ[ιμὴ] ἡτοίμασται καὶ ἐγγέγραπται ταῖς

ψ[υχαῖς] τῶν ἀποθανόντων εὐσεβῶνmiddot

4 καὶ χαιρήσονται καὶ οὐ μὴ ἀπόλωνται τὰ πνεύματα αὐτῶν οὐδὲ τὸ

μνημόσυνον ἀπὸ προσώπου τοῦ μεγάλου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν

αἰώνων μὴ οὖν φοβεῖσθε τοὺς ὀνειδισμοὺς αὐτῶν

5 καὶ ὑμεῖς οἱ νεκροὶ τῶν ἁμαρτωλῶν ὅταν ἀποθάνητε ἐροῦσιν ἐφrsquo ὑμῖν

μακάριοι ἁμαρτωλοὶ πάσας τὰς ἡμέρας αὐτῶν ὅσας εἴδοσαν ἐν τῇ ζωῇ

αὐτῶν καὶ ἐνδόξως

6 ἀπεθάνοσαν καὶ κρίσις οὐκ ἐγενήθη ἐν τῇ ζωῇ αὐτῶν

7 αὐτοὶ ὑμεῖς γινώσκετε ὅτι εἰς ᾅδου κατάξουσιν τὰς ψυχὰς ὑμῶν

8 καὶ ἐκεῖ ἔσονται ἐν ἀνάγκῃ μεγάλῃ καὶ ἐν σκότει καὶ ἐν παγίδι καὶ ἐν

φλογὶ καιομένῃ καὶ εἰς κρίσιν μεγάλην εἰσελεύσονται αἱ ψυχαὶ ὑμῶν ἐν

πάσαις ταῖς γενεαῖς τοῦ αἰῶνος οὐαὶ ὑμῖν οὐκ ἔστιν ὑμῖν χαίρειν

9 μὴ γὰρ εἴπητε οἱ δίκαιοι ὅσιοι ὄντες ἐν τῇ ζωῇ τῶν ἡμερῶν τῆς θλίψεως

κόπους ἐκοπιάσαμεν καὶ ἀνηλώμεθα καὶ ὀλίγοι ἐγενήθημεν καὶ

ἀντιλήμπτορα οὐχ εὑρήκαμενmiddot

10 συντετριμμένοι καὶ ἀπολώλαμεν καὶ ἀπηλπίσμεθα καὶ μηκέτι εἰδέναι

σωτηρίαν ἡμέραν ἐξ ἡμέρας

11 ἠλπίσαμεν γενέσθαι κεφαλή ἐγενήθημεν κέρ[κοςmiddot ἐκο]πιάσαμεν

ἐργαζόμενοι καὶ τῶν ὀψωνίων οὐ κεκυριεύκαμεν ἐγενήθημεν κατάβρωμα

ἁμαρτωλῶν [οἱ ἄνο]μοι ἐβάρυναν ἐφrsquo ἡμᾶς τὸν ζυγόν

12 οἳ κυριεύουσιν οἱ ἐχθροὶ ἡμῶν ἐγκεντρίζουσιν ἡμᾶς καὶ περικλείουσιν

ἡμᾶςmiddot ἐζητήσαμεν πο[ῦ φύγωμεν] ἀπrsquo αὐτῶν ὅπως ἀναψύχ[ωμεν] three

lines are lost

14 ἐκράξαμεν ἐπὶ τοὺς καταβάλλοντας καὶ βιαζομένους ἡμᾶς καὶ τὰς

ἐντεύξεις ἡμῶν οὐκ ἀπεδέξαντο οὐδὲ ἐβούλοντο ἐπακοῦσαι τῆς φωνῆς

ἡμῶν

15 καὶ οὐκ ἀντελαμβάνοντο ἡμῶν οὐχ εὑρόντες κατὰ τῶν βιαζομένων καὶ

κατεσθόντων ἡμᾶς ἀλλὰ στερεοῦσιν αὐτοὺς ἐφrsquo ἡμᾶςmiddot ἀπέκτειναν ἡμᾶς

καὶ εἰς ὀλίγους ἤγαγον καὶ οὐχ ὑποδεικνύουσιν περὶ τῶν πεφονευμένων

ἡμῶν καὶ οὐκ ἀναμιμνήσκουσιν περὶ τῶν ἁμαρτωλῶν αὐτῶν τὰς

ἁμαρτίας αὐτῶν

XCVII

1 ὀμνύω ὑμῖν ὅτι οἱ ἄγγελοι ἐν τῷ οὐρανῷ ἀναμιμνήσκουσιν [ὑμῶν] εἰς

ἀγαθὸν ἐνώπιον τῆς δόξης τοῦ μεγάλου

2 θαρσεῖτε δὴ ὅτι ἐπαλαιώθητε ἐν τοῖς κακοῖς καὶ ἐν ταῖς θλίψεσινmiddot ὡσεὶ

φωστῆρες τοῦ οὐρανοῦ ἀναλάμψετε καὶ φανεῖτε αἱ θυρίδες τοῦ οὐρανοῦ

ἀνοιχθήσονται ὑμῖν

3ndash4 καὶ ἡ κραυγὴ ὑμῶν ἀκουσθήσεται καὶ ἡ κρίσις ὑμῶν ἣν κράζετε καὶ

φανεῖται ἐφrsquo ὅσα συλλαβήσεται ὑμῖν περὶ τῆς θλίψεως ὑμῶν καὶ ἐκ

πάντων ὅστις μετέσχεν τῶν βιαζομένων καὶ κατεσθόντων ὑμᾶς

5 [μὴ φοβεῖσθε] τὰ κακὰ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως τῆς μεγάλης καὶ οὐ μὴ

εὑρεθῆτε ὡς οἱ ἁμαρτωλοί [ἀλλrsquo ὑμεῖς οἱ ἁμαρτωλοὶ] σκυλήσεσθε καὶ

κρίσις αἰώνιος ἐξ ὑμῶν ἔσται εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν αἰώνων

6 μὴ φοβεῖσθε οἱ δίκαιοι ὅταν ἴδητε τοὺς ἁμαρτωλοὺς κατισχύοντας καὶ

εὐοδουμένους καὶ μὴ μέτοχοι αὐτῶν γίνεσθε ἀλλὰ μακρὰν ἀπέχεσθε ἀπὸ

πάντων τῶν ἀδικημάτων αὐτῶν

7 μὴ γὰρ εἴπητε οἱ ἁμαρτωλοὶ [ὅτι] οὐ μὴ ἐκζητηθῶσιν αἱ ἁμαρτίαι ὑμῶν

33

[ἐξ] ἡμερῶν

8 καὶ νῦν ἀποδεικνύω ὑμῖν ὅτι φῶς καὶ σκότος ἡμέρα καὶ νὺξ

ἐποπτεύουσιν τὰς ἁμαρτίας ὑμῶν πάσας

9 μὴ πλανᾶσθε τῇ καρδίᾳ ὑμῶν μηδὲ ψεύδεσθε μηδὲ ἐξαλλοιώσητε τοὺς

λόγους τῆς ἀληθείας μηδὲ καταψεύδεσθε τῶν [λόγων τοῦ] ἁγίου καὶ μὴ

δότε ἔπαινον ταῖς [εἰκόσιν ὑ]μῶνmiddot οὐ γὰρ εἰς δικαίωμα εἰσάγ[ουσιν πάντα

τὰ ψεύδ]η καὶ πᾶσα [ἡ πλάνη] Two lines are lost

10 τῆς ἀληθείας ἐξαλλοιοῦσιν καὶ ἀντιγράφουσιν οἱ ἁμαρτωλοὶ καὶ

ἀλλάσσουσιν τοὺς πολλούς καὶ ψεύδονται καὶ πλάσσουσιν πλάσματα

μεγάλα καὶ τὰς γραφὰς ἀναγράφουσιν ἐπὶ τοῖς ὀνόμασιν αὐτῶνmiddot

11 καὶ ὄφελον πάντας τοὺς λόγους μου γράφωσιν ἐπrsquo ἀληθείας ἐπὶ τὰ

ὀνόματα αὐτῶν καὶ μήτε ἀφέλωσιν μήτε ἀλλοιώσωσιν τῶν λόγων τούτων

ἀλλὰ πάντα ἐπrsquo ἀληθείας γράφωσιν ἃ ἐγὼ διαμαρτυροῦμαι αὐτοῖς

12 καὶ πάλιν ἐγὼ γινώσκω μυστήριον δεύτερον ὅτι δικαίοις καὶ ὁσίοις καὶ

φρονίμοις δοθήσονται αἱ βίβλοι μου εἰς χαρὰν ἀληθείας

13 καὶ αὐτοὶ πιστεύσουσιν αὐταῖς καὶ ἐν αὐταῖς χαρήσονται καὶ

ἀγαλλιάσονται πάντες οἱ δίκαιοι μαθεῖν ἐξ αὐτῶν πάσας τὰς ὁδοὺς τῆς

ἀληθείας

CVI

1 μετὰ δὲ χρόνον ἔλαβεν Μαθουσάλεκ τῷ υἱῷ μου γυναῖκα καὶ ἔτεκεν

υἱὸν καὶ ἐκάλεσεν τὸ ὄνομα αὐτοῦ Λάμεχ ἐταπεινώθη ἡ δικαιοσύνη μέχρι

τῆς ἡμέρας ἐκείνης καὶ ὅτε εἰς ἡλικίαν ἐπῆλθεν ἔλαβεν αὐτῷ γυναῖκα καὶ

ἔτεκεν αὐτῷ παιδίον

2 καὶ ὅτε ἐγεννήθη τὸ παιδίον ἦν τὸ σῶμα λευκότερον χιόνος καὶ

πυρρότερον ῥόδου τὸ τρίχωμα πᾶν λευκὸν καὶ ὡς ἔρια λευκὰ καὶ οὖλον

καὶ ἔνδοξον καὶ ὅτε ἀνέῳξεν τοὺς ὀφθαλμούς ἔλαμψεν ἡ οἰκία ὡσεὶ

ἥλιος

3 καὶ ἀνέστη ἐκ τῶν χειρῶν τῆς μαίας καὶ ἀνέῳξεν τὸ στόμα καὶ

εὐλόγησεν τῷ κυρίῳmiddot

4 καὶ ἐφοβήθη Λάμεχ ἀπrsquo αὐτοῦ καὶ ἔφυγεν καὶ ἦλθεν πρὸς Μαθουσάλεκ

τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ

5 τέκνον ἐγεννήθη μου ἀλλοῖον οὐχ ὅμοιον τοῖς ἀνθρώποις ἀλλὰ τοῖς

τέκνοις τῶν ἀγγέλων τοῦ οὐρανοῦ καὶ ὁ τύπος ἀλλοιότερος οὐχ ὅμοιος

ἡμῖνmiddot τὰ ὄμματά ἐστιν ὡς ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου καὶ ἔνδοξον τὸ πρόσωπονmiddot

6 καὶ ὑπολαμβάνω ὅτι οὐκ ἔστιν ἐξ ἐμοῦ ἀλλὰ ἐξ ἀγγέλου καὶ

εὐλαβοῦμαι αὐτὸν μήποτέ τι ἔσται ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ ἐν τῇ γῇ

7 καὶ παραιτοῦμαι π[άτερ καὶ] δέομαι βάδισον πρὸς Ἑνὼ[χ τὸν πατέρα

ἡμῶν καὶ ἐρώτησον] Two lines are lost

8 [ἦλθ]εν πρὸς ἐμὲ εἰς τὰ τέρματα τῆς γῆς οὗ [εἶδ]εν τότε εἶναι με καὶ

εἶπέν μοι πάτερ [μου] ἐπάκουσον τῆς φωνῆς μου καὶ ἧκε [πρὸς] ἐμέ καὶ

ἤκουσα τὴν φωνὴν αὐτοῦ καὶ ἦλθον πρὸς αὐτὸν καὶ εἶπα ἰδοὺ πάρειμι

τέκνονmiddot διὰ τί ἐλήλυθας πρὸς ἐμέ τέκνον

9 καὶ ἀπεκρίθη λέγων διrsquo ἀνάγκην μεγάλην ἦλθον ὧδε πάτερmiddot

10 καὶ νῦν ἐγεννήθη τέκνον Λάμεχ τῷ υἱῷ μου καὶ ὁ τύπος αὐτοῦ καὶ ἡ

εἰκὼν αὐτοῦ laquoοὐχ ὅμοιος ἀνθρώποις καὶ τὸ χρῶμα αὐτοῦraquo λευκότερον

χιόνος καὶ πυρρότερον ῥόδου καὶ τὸ τρίχωμα τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ

λευκότερον ἐρίων λευκῶν καὶ τὰ ὄμματα αὐτοῦ ἀφόμοια ταῖς τοῦ ἡλίου

ἀκτῖσιν

11 καὶ ἀνέστη ἀπὸ τῶν τῆς μαίας χειρῶν καὶ ἀνοίξας τὸ στόμα εὐλόγησεν

τὸν κύριον τοῦ αἰῶνοςmiddot

34

12 καὶ ἐφοβήθη ὁ υἱός μου Λάμεχ καὶ ἔφυγεν πρὸς ἐμέ καὶ οὐ πιστεύει ὅτι

υἱὸς αὐτοῦ ἐστιν ἀλλὰ ὅτι ἐξ ἀγγέλων one or two lines omitted τὴν

ἀκρίβειαν ἣν ἔχεις () καὶ τὴν ἀλήθειαν

13 τότε ἀπεκρίθην λέγων ἀνακαινίσει ὁ κύριος πρόσταγμα ἐπὶ τῆς γῆς

καὶ τὸν αὐτὸν τρόπον τέκνον τεθέαμαι καὶ ἐσήμανά σοιmiddot ἐν γὰρ τῇ γενεᾷ

Ἰάρεδ τοῦ πατρός μου παρέβησαν τὸν λόγον κυρίου ἀπὸ τῆς διαθήκης τοῦ

οὐρανοῦ

14 καὶ ἰδοὺ ἁμαρτάνουσιν καὶ παραβαίνουσιν τὸ ἔθος καὶ μετὰ γυναικῶν

συγγίνονται καὶ μετrsquo αὐτῶν ἁμαρτάνουσιν καὶ ἔγημαν ἐξ αὐτῶν

[καὶ τίκτουσιν οὐχ ὁμοίους πνεύμασιν ἀλλὰ σαρκίνους]middot

15 καὶ ἔσται ὀργὴ μεγάλη ἐπὶ τῆς γῆς καὶ κατακλυσμός καὶ ἔσται

ἀπώλεια μεγάλη ἐπὶ ἐνιαυτὸν ἕναmiddot

16 καὶ τόδε τὸ παιδίον τὸ γεννηθὲν καταλειφθήσεται καὶ τρία αὐτοῦ

τέκνα σωθήσεται ἀποθανόντων τῶν ἐπὶ τῆς γῆςmiddot

17b καὶ πραϋνεῖ τὴν γῆν ἀπὸ τῆς οὔσης ἐν αὐτῇ φθορᾶς

18 καὶ νῦν λέγε Λάμεχ ὅτι τέκνον σού ἐστιν δικαίως καὶ ὁσίως [καὶ]

κάλεσον αὐτοῦ τὸ ὄνομα [Νῶε]middot αὐτὸς γὰρ ἔσται ὑμῶν κατάλειμμα ἐφrsquo οὗ

ἂν καταπαύσητε καὶ laquoοἱraquo υἱοὶ αὐτοῦ ἀπὸ τῆς φθορᾶς τῆς γῆς καὶ ἀπὸ

πάντων τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ ἀπὸ πασῶν τῶν συντελειῶν ἐπὶ τῆς γῆς

Four lines are lost

19 ὑπέδειξέν μοι καὶ ἐμήνυσεν καὶ ἐν ταῖς πλαξὶν τοῦ οὐρανοῦ ἀνέγνων

αὐτά

CVII

1 τότε τεθέαμαι τὰ ἐγγεγραμμένα ἐπrsquo αὐτῶν ὅτι γενεὰ γενεᾶς κακ[ίων

ἔσται] καὶ εἶδον τόδε μέχρις τοῦ ἀνας[τῆναι] γενεὰν δικαιοσύνης καὶ ἡ

κακία ἀπολεῖται καὶ ἡ ἁμαρτία ἀλλάξει ἀπὸ τῆς γῆς καὶ τὰ ἀγαθὰ ἥξει ἐπὶ

τῆς γῆς ἐπrsquo αὐτούς

2 καὶ νῦν ἀπότρεχε τέκνον καὶ σήμανον Λάμεχ τῷ υἱῷ σου ὅτι τὸ παιδίον

τοῦτο τὸ γεννηθὲν τέκνον αὐτοῦ ἐστιν δικαίως καὶ οὐ ψευδῶς

3 καὶ ὅτε ἤκουσεν Μαθουσάλεκ τοὺς λόγους Ἑνὼχ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ

μυστηριακῶς γὰρ ἐδήλωσεν αὐτῷ [ἐπέστρεψεν καὶ ἐδήλωσεν αὐτῷ] καὶ

ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτοῦ Νῶε εὐφραίνων τὴν γῆν ἀπὸ τῆς ἀπωλείας

Liber Enoch

Apocalypsis Henochi Graece

(recensio ap Syncellum)

(ed M Black)

Pseudepigrapha veteris testamenti Graece 3

Leiden Brill 1970 pp 21ndash26 29ndash30 32ndash33 37

VI

ἐκ τοῦ πρώτου βιβλίου Ἐνὼχ περὶ τῶν ἐγρηγόρων

1 καὶ ἐγένετο ὅτε ἐπληθύνθησαν οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων ἐγεννήθησαν

αὐτοῖς θυγατέρες ὡραῖαι

2 καὶ ἐπεθύμησαν αὐτὰς οἱ ἐγρήγοροι καὶ ἀπεπλανήθησαν ὀπίσω αὐτῶν

καὶ εἶπον πρὸς ἀλλήλους ἐκλεξώμεθα ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ τῶν

θυγατέρων τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς

3 καὶ εἶπε Σεμιαζᾶς ὁ ἄρχων αὐτῶν πρὸς αὐτούς φοβοῦμαι μὴ οὐ

θελήσητε (Go θελήσετε) ποιῆσαι τὸ πρᾶγμα τοῦτο καὶ ἔσομαι ἐγὼ μόνος

ὀφειλέτης ἁμαρτίας μεγάλης

4 καὶ ἀπεκρίθησαν αὐτῷ πάντες καὶ εἶπον ὀμόσωμεν ἅπαντες ὅρκῳ καὶ

ἀναθεματίσωμεν ἀλλήλους τοῦ μὴ ἀποστρέψαι τὴν γνώμην ταύτην

35

μέχρις οὗ ἀποτελέσωμεν αὐτήν

5 τότε πάντες ὤμοσαν ὁμοῦ καὶ ἀνεθεμάτισαν ἀλλήλους

6 ἦσαν δὲ οὗτοι διακόσιοι οἱ καταβάντες ἐν ταῖς ἡμέραις Ἰάρεδ εἰς τὴν

κορυφὴν τοῦ Ἑρμονιεὶμ (Go κορυφὴν Ἑρμὼν) ὄρους καὶ ἐκάλεσαν τὸ ὄρος

Ἑρμώμ καθότι ὤμοσαν (Go ομοσαν) καὶ ἀνεθεμάτισαν ἀλλήλους ἐν αὐτῷ

7 καὶ ταῦτα τὰ ὀνόματα τῶν ἀρχόντων αὐτῶν αacute Σεμιαζᾶς ὁ ἄρχων

αὐτῶν βacute Ἀταρκούφ γacute Ἀρακιήλ δacute Χωβαβιήλ εacute Ὀραμμαμή Ϛacute Ῥαμιήλ ζacute

Σαμψίχ ηacute Ζακιήλ θacute Βαλκιήλ ιacute Ἀζαλζήλ ιαacute Φαρμαρός ιβacute Ἀμαριήλ ιγacute

Ἀναγημάς ιδacute Θαυσαήλ ιεacute Σαμιήλ ιϚacute Σαρινᾶς ιζacute Εὐμιήλ (Par gr 1711 ὁ

Εὐμιήλ) ιηacute Τυριήλ ιθacute Ἰουμιήλ κacute Σαριήλ

VII

1 Οὗτοι καὶ οἱ λοιποὶ πάντες ἐν τῷ χιλιοστῷ ἑκατοστῷ ἑβδομηκοστῷ ἔτει

τοῦ κόσμου ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας καὶ ἤρξαντο μιαίνεσθαι ἐν αὐταῖς

ἕως τοῦ κατακλυσμοῦ καὶ ἔτεκον αὐτοῖς γένη τρίαmiddot πρῶτον γίγαντας

μεγάλους

2 οἱ δὲ γίγαντες ἐτέκνωσαν Ναφηλείμ καὶ τοῖς Ναφηλεὶμ ἐγεννήθησαν

Ἐλιούδ καὶ ἦσαν αὐξανόμενοι κατὰ τὴν μεγαλειότητα αὐτῶν καὶ

ἐδίδαξαν ἑαυτοὺς καὶ τὰς γυναῖκας ἑαυτῶν φαρμακείας καὶ ἐπαοιδίας

VIII

1 Πρῶτος Ἀζαὴλ ὁ δέκατος τῶν ἀρχόντων ἐδίδαξε ποιεῖν μαχαίρας καὶ

θώρακας καὶ πᾶν σκεῦος πολεμικόν καὶ τὰ μέταλλα τῆς γῆς καὶ τὸ

χρυσίον πῶς ἐργάσωνται καὶ ποιήσωσιν αὐτὰ κόσμια ταῖς γυναιξί καὶ τὸν

ἄργυρον ἔδειξε δὲ αὐτοῖς καὶ τὸ στίλβειν καὶ τὸ καλλωπίζειν καὶ τοὺς

ἐκλεκτοὺς λίθους καὶ τὰ βαφικάmiddot καὶ ἐποίησαν ἑαυτοῖς οἱ υἱοὶ τῶν

ἀνθρώπων καὶ ταῖς θυγατράσιν αὐτῶν καὶ παρέβησαν καὶ ἐπλάνησαν

τοὺς ἁγίους

2 καὶ ἐγένετο ἀσέβεια πολλὴ ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἠφάνισαν τὰς ὁδοὺς αὐτῶν

3 ἔτι δὲ καὶ ὁ πρώταρχος αὐτῶν Σεμιαζᾶς ἐδίδαξεν εἶναι ὀργὰς κατὰ τοῦ

νοός καὶ ῥίζας βοτανῶν τῆς γῆς ὁ δὲ ἑνδέκατος Φαρμαρὸς ἐδίδαξε

φαρμακείας ἐπαοιδίας σοφίας καὶ ἐπαοιδῶν λυτήριαmiddot ὁ ἔνατος ἐδίδαξεν

ἀστροσκοπίανmiddot ὁ δὲ τέταρτος ἐδίδαξεν ἀστρολογίανmiddot ὁ δὲ ὄγδοος ἐδίδαξεν

ἀεροσκοπίανmiddot ὁ δὲ τρίτος ἐδίδαξε τὰ σημεῖα τῆς γῆςmiddot ὁ δὲ ἕβδομος ἐδίδαξε

τὰ σημεῖα τοῦ ἡλίουmiddot ὁ δὲ εἰκοστὸς ἐδίδαξε τὰ σημεῖα τῆς σελήνηςmiddot πάντες

οὗτοι ἤρξαντο ἀνακαλύπτειν τὰ μυστήρια ταῖς γυναιξὶν αὐτῶν καὶ τοῖς

τέκνοις αὐτῶν μετὰ δὲ ταῦτα ἤρξαντο οἱ γίγαντες κατεσθίειν τὰς σάρκας

τῶν ἀνθρώπων

4 καὶ ἤρξαντο οἱ ἄνθρωποι ἐλαττοῦσθαι ἐπὶ τῆς γῆς

VIII col I

4 οἱ δὲ λοιποὶ ἐβόησαν εἰς τὸν οὐρανὸν περὶ τῆς κακώσεως αὐτῶν

λέγοντες εἰσενεχθῆναι τὸ μνημόσυνον αὐτῶν ἐνώπιον κυρίου

VIII col II

4 Τότε ἐβόησαν οἱ ἄνθρωποι εἰς τὸν οὐρανὸν λέγοντες Εἰσαγάγετε τὴν

κρίσιν ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον καὶ τὴν ἀπώλειαν ἡμῶν ἐνώπιον τῆς δόξης

τῆς μεγάλης ἐνώπιον τοῦ κυρίου τῶν κυρίων πάντων τῇ μεγαλωσύνῃ

IX col I

1 Καὶ ἀκούσαντες οἱ τέσσαρες μεγάλοι ἀρχάγγελοι Μιχαὴλ καὶ Οὐριὴλ

καὶ Ῥαφαὴλ καὶ Γαβριὴλ (καὶ Par gr 1711) παρέκυψαν ἐπὶ τὴν γῆν ἐκ τῶν

ἁγίων τοῦ οὐρανοῦ

2 καὶ θεασάμενοι αἷμα πολὺ ἐκκεχυμένον ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πᾶσαν ἀσέβειαν

καὶ ἀνομίαν γενομένην ἐπrsquo αὐτῆς

36

3 εἰσελθόντες εἶπον πρὸς ἀλλήλους ὅτι Τὰ πνεύματα καὶ αἱ ψυχαὶ τῶν

ἀνθρώπων στενάζουσιν ἐντυγχάνοντα καὶ λέγοντα ὅτι Εἰσαγάγετε τὴν

κρίσιν ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον καὶ τὴν ἀπώλειαν ἡμῶν ἐνώπιον τῆς δόξης

τῆς μεγαλωσύνης ἐνώπιον τοῦ κυρίου τῶν κυρίων πάντων τῇ

μεγαλωσύνῃ

4 καὶ εἶπον τῷ κυρίῳ τῶν αἰώνων Σὺ εἶ ὁ θεὸς τῶν θεῶν καὶ κύριος τῶν

κυρίων καὶ ὁ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ θεὸς τῶν αἰώνων καὶ ὁ

θρόνος τῆς δόξης σου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν αἰώνων καὶ τὸ ὄνομά σου

ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

IX col II

1 Καὶ ἀκούσαντες οἱ τέσσαρες μεγάλοι ἀρχάγγελοι Μιχαὴλ καὶ Οὐριὴλ

καὶ Ῥαφαὴλ καὶ Γαβριὴλ παρέκυψαν (= οἱ ltδgt Par gr 1711) ἐπὶ τὴν γῆν ἐκ

τῶν ἁγίων τοῦ οὐρανοῦ

2 καὶ θεασάμενοι αἷμα πολὺ ἐκκεχυμένον ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πᾶσαν ἀνομίαν

καὶ ἀσέβειαν γινομένην ἐπrsquo αὐτῆς

3 εἰσελθόντες εἶπον πρὸς ἀλλήλους ὅτι Τὰ πνεύματα καὶ αἱ ψυχαὶ τῶν

ἀνθρώπων ἐντυγχάνουσι στενάζοντα καὶ λέγοντα Εἰσαγάγετε τὴν δέησιν

ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον

4 καὶ προσελθόντες οἱ τέσσαρες ἀρχάγγελοι εἶπον τῷ κυρίῳ Σὺ εἶ ὁ θεὸς

τῶν θεῶν καὶ κύριος τῶν κυρίων καὶ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ θεὸς

τῶν ἀνθρώπων καὶ ὁ θρόνος τῆς δόξης σου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν

αἰώνων καὶ τὸ ὄνομά σου ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

καὶ τὸ ὄνομά σου ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

IX

4 add post αἰῶνας καὶ τὰ ἑξῆς τότε ὁ ὕψιστος ἐκέλευσε τοῖς ἁγίοις

ἀρχαγγέλοις καὶ ἔδησαν τοὺς ἐξάρχους αὐτῶν καὶ ἔβαλον (ἔβαλλον Par

gr 1711) αὐτοὺς εἰς τὴν ἄβυσσον ἕως τῆς κρίσεως καὶ τὰ ἑξῆς καὶ ταῦτα

μὲν ὁ Ἐνὼχ μαρτυρεῖ

5 σὺ γὰρ εἶ ὁ ποιήσας τὰ πάντα καὶ πάντων τὴν ἐξουσίαν ἔχων καὶ πάντα

ἐνώπιόν σου φανερὰ καὶ ἀκάλυπταmiddot καὶ πάντα ὁρᾷς καὶ οὐκ ἔστιν ὃ

κρυβῆναί σε δύναται

6 ὁρᾷς ὅσα ἐποίησεν Ἀζαὴλ καὶ (om Par gr 1711) ὅσα εἰσήνεγκεν (add

καὶ Par gr 1711) ὅσα ἐδίδαξεν ἀδικίας καὶ ἁμαρτίας ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πάντα

δόλον ἐπὶ τῆς ξηρᾶς ἐδίδαξε γὰρ τὰ μυστήρια καὶ ἀπεκάλυψε τῷ αἰῶνι τὰ

ἐν οὐρανῷ ἐπιτηδεύουσιν δὲ τὰ ἐπιτηδεύματα αὐτοῦ εἰδέναι τὰ μυστήρια

οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων

7 τῷ Σεμιαζᾷ τὴν ἐξουσίαν ἔδωκας ἔχειν τῶν σὺν αὐτῷ ἅμα ὄντων

8 καὶ ἐπορεύθησαν πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς καὶ

συνεκοιμήθησαν μετrsquo αὐτῶν καὶ ἐν ταῖς θηλείαις ἐμιάνθησαν καὶ

ἐδήλωσαν αὐταῖς πάσας τὰς ἁμαρτίας καὶ ἐδίδαξαν αὐτὰς μίσητρα

(μίσιτρα Par gr 1711) ποιεῖν

9 καὶ νῦν ἰδοὺ αἱ θυγατέρες τῶν ἀνθρώπων ἔτεκον ἐξ αὐτῶν υἱοὺς

γίγανταςmiddot κίβδηλα ἐπὶ τῆς (om Go) γῆς τῶν ἀνθρώπων ἐκκέχυται καὶ ὅλη

ἡ γῆ ἐπλήσθη ἀδικίας

10 καὶ νῦν ἰδοὺ τὰ πνεύματα τῶν ψυχῶν τῶν ἀποθανόντων ἀνθρώπων

ἐντυγχάνουσιν καὶ μέχρι τῶν πυλῶν τοῦ οὐρανοῦ ἀνέβη ὁ στεναγμὸς

αὐτῶν καὶ οὐ δύναται ἐξελθεῖν ἀπὸ προσώπου τῶν ἐπὶ τῆς γῆς γινομένων

ἀδικημάτων

11 καὶ σὺ αὐτὰ οἶδας πρὸ τῶν (τοῦ recte Par gr 1711) αὐτὰ γενέσθαι καὶ

ὁρᾷς αὐτοὺς καὶ ἐᾷς αὐτούς καὶ οὐδὲν λέγεις τί δεῖ ποιῆσαι αὐτοὺς (om

37

Go) περὶ τούτου

X

1 Τότε ὁ ὕψιστος εἶπε καὶ ὁ ἅγιος ὁ μέγας ἐλάλησε καὶ ἔπεμψε τὸν Οὐριὴλ

πρὸς τὸν υἱὸν (Go τοῦ) Λάμεχ λέγων

2 Πορεύου πρὸς τὸν Νῶε καὶ εἶπον αὐτῷ τῷ ἐμῷ ὀνόματι Κρύψον σεαυτόν

καὶ δήλωσον αὐτῷ τέλος ἐπερχόμενον ὅτι ἡ γῆ ἀπόλλυται πᾶσαmiddot καὶ εἶπον

αὐτῷ ὅτι κατακλυσμὸς μέλλει γίνεσθαι πάσης τῆς γῆς ἀπολέσαι πάντα

ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς

3 δίδαξον τὸν δίκαιον τί ποιήσει τὸν υἱὸν Λάμεχ καὶ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ εἰς

ζωὴν συντηρήσει καὶ ἐκφεύξεται διrsquo αἰῶνος καὶ ἐξ αὐτοῦ φυτευθήσεται

φύτευμα καὶ σταθήσεται πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

4 Καὶ τῷ Ῥαφαὴλ εἶπε Πορεύου Ῥαφαήλ καὶ δῆσον τὸν Ἀζαήλmiddot χερσὶ καὶ

ποσὶ συμπόδισον αὐτόν καὶ ἔμβαλε αὐτὸν εἰς τὸ σκότος καὶ ἄνοιξον τὴν

ἔρημον τὴν οὖσαν ἐν τῇ ἐρήμῳ Δουδαήλ καὶ ἐκεῖ πορευθεὶς βάλε αὐτόν

5 καὶ ὑπόθες αὐτῷ λίθους ὀξεῖς καὶ (om Go) λίθους τραχεῖς καὶ

ἐπικάλυψον αὐτῷ σκότος καὶ οἰκησάτω ἐκεῖ εἰς τὸν αἰῶνα καὶ τὴν ὄψιν

αὐτοῦ πώμασον καὶ φῶς μὴ θεωρείτωmiddot

6 καὶ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως ἀπαχθήσεται εἰς τὸν ἐμπυρισμὸν τοῦ

πυρός

7 καὶ ἴασαι τὴν γῆν ἣν ἠφάνισαν οἱ ἐγρήγοροι καὶ τὴν ἴασιν τῆς πληγῆς

δήλωσον ἵνα ἰάσωνται τὴν πληγὴν καὶ μὴ ἀπόλωνται πάντες οἱ υἱοὶ τῶν

ἀνθρώπων ἐν τῷ μυστηρίῳ ὃ εἶπον οἱ ἐγρήγοροι καὶ ἐδίδαξαν τοὺς υἱοὺς

τῶν ἀνθρώπων

8 καὶ ἠρημώθη πᾶσα ἡ γῆ ἐν τοῖς ἔργοις τῆς διδασκαλίας Ἀζαήλmiddot καὶ ἐπrsquo

αὐτῇ γράψον πάσας τὰς ἁμαρτίας

9 Καὶ τῷ Γαβριὴλ εἶπε Πορεύου Γαβριήλ ἐπὶ τοὺς γίγαντας ἐπὶ τοὺς

κιβδήλους ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς πορνείας καὶ ἀπόλεσαν τοὺς υἱοὺς τῶν

ἐγρηγόρων ἀπὸ τῶν υἱῶν τῶν ἀνθρώπωνmiddot πέμψον αὐτοὺς εἰς ἀλλήλους ἐξ

αὐτῶν εἰς αὐτούς ἐν πολέμῳ καὶ ἐν ἀπωλείᾳ καὶ μακρότης ἡμερῶν οὐκ

ἔσται αὐτοῖς

10 καὶ πᾶσα ἐρώτησις οὐκ ἔστι τοῖς πατράσιν αὐτῶν ὅτι ἐλπίζουσι ζῆσαι

ζωὴν αἰώνιον καὶ ὅτι ζήσεται ἕκαστος αὐτῶν ἔτη πεντακόσια

11 καὶ τῷ Μιχαὴλ εἶπε Πορεύου Μιχαήλ δῆσον Σεμιαζᾶν καὶ τοὺς ἄλλους

σὺν αὐτῷ τοὺς συμμιγέντας ταῖς θυγατράσι τῶν ἀνθρώπων τοῦ μιανθῆναι

ἐν αὐταῖς ἐν τῇ ἀκαθαρσίᾳ αὐτῶν

12 καὶ ὅταν κατασφαγῶσιν οἱ υἱοὶ αὐτῶν καὶ ἴδωσι τὴν ἀπώλειαν τῶν

ἀγαπητῶν αὐτῶν δῆσον αὐτοὺς ἐπὶ ἑβδομήκοντα γενεὰς εἰς τὰς νάπας

τῆς γῆς μέχρι ἡμέρας κρίσεως αὐτῶν μέχρι ἡμέρας τελειώσεως τελεσμοῦ

ἕως συντελεσθῇ κρίμα τοῦ αἰῶνος τῶν αἰώνων

13 τότε ἀπενεχθήσονται εἰς τὸ χάος τοῦ πυρὸς καὶ εἰς τὴν βάσανον καὶ εἰς

τὸ δεσμωτήριον τῆς συγκλείσεως τοῦ αἰῶνος

14 καὶ ὃς ἂν κατακρίθῃ καὶ ἀφανισθῇ ἀπὸ τοῦ νῦν μετrsquo αὐτῶν δεθήσεται

(δεηθήσεται recte Par gr 1711) μέχρι τελειώσεως γενεᾶς αὐτῶν

περὶ δὲ τοῦ ὄρους ἐν ᾧ ὤμοσαν καὶ ἀνεθεμέτισαν πρὸς τὸν πλησίον αὐτῶν

ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα οὐ μὴ ἀποστῇ ἀπrsquo αὐτοῦ ψῦχος καὶ χιὼν καὶ πάχνη καὶ

δρόσος οὐ μὴ καταβῇ εἰς αὐτό εἰ μὴ εἰς κατάραν καταβήσεται ἐπrsquo αὐτό

μέχρις ἡμέρας κρίσεως τῆς μεγάλης ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ κατακαυθήσεται

καὶ ταπεινωθήσεται καὶ ἔσται κατακαιόμενον καὶ τηκόμενον ὡς κηρὸς

ἀπὸ πυρός οὕτως κατακαήσεται περὶ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ καὶ νῦν

ἐγὼ λέγω ὑμῖν υἱοῖς ἀνθρώπων Ὀργὴ μεγάλη καθrsquo ὑμῶν laquoκαὶraquo κατὰ τῶν

38

υἱῶν ὑμῶν καὶ οὐ παύσεται ἡ ὀργὴ αὕτη ἀφrsquo ὑμῶν μέχρι καιροῦ σφαγῆς

τῶν υἱῶν ὑμῶν καὶ ἀπολοῦνται οἱ ἀγαπητοὶ ὑμῶν καὶ ἀποθανοῦνται οἱ

ἔντιμοι ὑμῶν ἀπὸ πάσης τῆς γῆς ὅτι πᾶσαι αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς αὐτῶν ἀπὸ

τοῦ νῦν οὐ μὴ ἔσονται πλείω τῶν ἑκατὸν εἴκοσιν ἐτῶν καὶ μὴ δόξητε ἔτι

ζῆσαι ἐπὶ πλείονα ἔτηmiddot οὐ γάρ ἐστιν ἐπrsquo αὐτοῖς πᾶσα ὁδὸς ἐκφεύξεως ἀπὸ

τοῦ νῦν διὰ τὴν ὀργὴν ἣν ὠργίσθη ὑμῖν ὁ βασιλεὺς πάντων τῶν αἰώνωνmiddot

μὴ νομίσητε ὅτι ἐκφεύξεσθε ταῦτα

XV

8 Καὶ νῦν οἱ γίγαντες οἱ γεννηθέντες ἀπὸ πνευμάτων καὶ σαρκὸς

πνεύματα πονηρὰ ἐπὶ τῆς γῆς καλέσουσιν αὐτούς ὅτι ἡ κατοίκησις αὐτῶν

ἔσται ἐπὶ τῆς γῆς

9 πνεύματα πονηρὰ ἔσονται τὰ πνεύματα ἐξεληλυθότα ἀπὸ τοῦ σώματος

τῆς σαρκὸς αὐτῶν διότι ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων ἐγένοντο καὶ ἐκ τῶν ἁγίων

τῶν ἐγρηγόρων ἡ ἀρχὴ τῆς κτίσεως αὐτῶν καὶ ἀρχὴ θεμελίουmiddot πνεύματα

πονηρὰ

10 ἐπὶ τῆς γῆς ἔσονται

11 τὰ πνεύματα τῶν γιγάντων νεμόμενα ἀδικοῦντα ἀφανίζοντα

ἐμπίπτοντα καὶ συμπαλαίοντα καὶ ῥιπτοῦντα ἐπὶ τῆς γῆς καὶ δρόμους

ποιοῦντα καὶ μηδὲν ἐσθίοντα ἀλλrsquo ἀσιτοῦντα καὶ ῥιπτοῦντα καὶ φάσματα

ποιοῦντα καὶ διψῶντα καὶ προσκόπτοντα

12 καὶ ἐξαναστήσονται τὰ πνεύματα ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων καὶ

τῶν γυναικῶν ὅτι ἐξ αὐτῶν ἐξεληλύθασι

XVI

1 Καὶ ἀπὸ ἡμέρας καιροῦ σφαγῆς καὶ ἀπωλείας καὶ θανάτου τῶν

γιγάντων ναφηλείμ οἱ ἰσχυροὶ τῆς γῆς οἱ μεγάλοι ὀνομαστοί τὰ

πνεύματα τὰ ἐκπορευόμενα ἀπὸ τῆς ψυχῆς αὐτῶν ὡς ἐκ τῆς σαρκὸς

ἔσονται ἀφανίζοντα χωρὶς κρίσεωςmiddot οὕτως ἀφανίσουσι μέχρις ἡμέρας τῆς

τελειώσεως ἕως τῆς κρίσεως τῆς μεγάλης ἐν ᾗ (ᾧ Par gr 1711) ὁ αἰὼν ὁ

μέγας τελεσθήσεται

XIX

3 ἀνθρώπων ὡς ἐγὼ εἶδον

XX

2 ὁ εἷς τῶν ἁγίων ὁ ἐπὶ τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ταρτάρου

3 Ῥαφαὴλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων τῶν ἀνθρώπων

4 Ῥαγουήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐκδικῶν τὸν κόσμον τῶν

φωστήρων

5 Μιχαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς ἐπὶ τῶν τοῦ λαοῦ ἀγαθῶν τέτακται

καὶ ἐπὶ τῷ χαῷ

6 Σαριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων οἵτινες ἐπὶ τῷ

πνεύματι ἁμαρτάνουσιν

7 Γαβριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τοῦ παραδείσου καὶ τῶν

δρακόντων καὶ χερουβίν Ῥεμειήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃν ἔταξεν ὁ

θεὸς ἐπὶ τῶν ἀνισταμένων ὀνόματα ζacute ἀρχαγγέλων

XXI

1 Καὶ ἐφώδευσα μέχρι τῆς ἀκατασκευάστου

2 καὶ ἐκεῖ ἐθεασάμην ἔργον φοβερόν ἑώρακα οὔτε οὐρανὸν ἐπάνω οὔτε

γῆν τεθεμελιωμένην ἀλλὰ τόπον ἀκατασκεύαστον καὶ φοβερόν

3 καὶ ἐκεῖ τεθέαμαι ζacute ἀστέρας τοῦ οὐρανοῦ δεδεμένους καὶ ἐριμμένους ἐν

αὐτῷ ὁμοῦ ὁμοίους ὁράσει μεγάλῃ καὶ ἐν πυρὶ καιομένους

4 τότε εἶπον Διὰ ποίαν αἰτίαν ἐπεδέθησαν καὶ διὰ ποίαν αἰτίαν ἐρίφησαν

39

ὧδε

5 καὶ εἶπέν μοι Οὐριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ μετrsquo

ἐμοῦ ὤν - καὶ

αὐτὸς αὐτῶν ἡγεῖτο - καὶ εἶπέν μοι Ἑνώχ περὶ τίνος

ἐρωτᾷς ἢ περὶ τίνος

τὴν ἀλήθειαν φιλοσπευδεῖς

6 οὗτοί εἰσιν τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ οἱ παραβάντες

τὴν ἐπιταγὴν τοῦ

κυρίου καὶ ἐδέθησαν ὧδε μέχρι πληρωθῆναι μύρια ἔτη

τὸν χρόνον τῶν

ἁμαρτημάτων αὐτῶν

7 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον τούτου

φοβερώτερον καὶ τεθέαμαι

ἔργα φοβεράmiddot πῦρ μέγα ἐκεῖ καιόμενον καὶ φλεγόμενον καὶ διακοπὴν

εἶχεν ὁ τόπος ἕως τῆς ἀβύσσου πλήρης στύλων πυρὸς μεγάλων

καταφερομένωνmiddot οὔτε μέτρον οὔτε μέγεθος ἠδυνήθην ἰδεῖν οὔτε εἰκάσαι

8 τότε εἶπον Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος οὗτος καὶ ὡς δεινὸς τῇ ὁράσει

9 τότε ἀπεκρίθη μοι καὶ εἶπεν

Incert

1 παρὰ (Par gr 1711 Go περὶ) δὲ τοῦ ὄρους ἐν ᾧ ὤμοσαν καὶ

ἀνεθεμάτισαν πρὸς τὸν πλησίον αὐτῶν ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα οὐ μὴ ἀποστῇ

ἀπrsquo αὐτοῦ ψῦχος καὶ χιὼν καὶ πάχνη καὶ δρόσος οὐ μὴ καταβῇ εἰς αὐτό εἰ

μὴ εἰς κατάραν καταβήσεται ἐπrsquo (Go εἰς) αὐτό μέχρις ἡμέρας κρίσεως τῆς

μεγάλης

2 ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ κατακαυθήσεται καὶ (Go om) ταπεινωθήσεται καὶ

ἔσται κατακαιόμενον καὶ τηκόμενον ὡς κηρὸς ἀπὸ πυρός οὕτως

κατακαήσεται περὶ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ

3 καὶ νῦν ἐγὼ λέγω ὑμῖν υἱοῖς ἀνθρώπων Ὀργὴ μεγάλη καθrsquo ὑμῶν κατὰ

τῶν υἱῶν ὑμῶνmiddot καὶ οὐ παύσεται ἡ ὀργὴ αὕτη ἀφrsquo ὑμῶν μέχρι καιροῦ

σφαγῆς τῶν υἱῶν ὑμῶν

4 καὶ ἀπολοῦνται οἱ ἀγαπητοὶ ὑμῶν καὶ ἀποθανοῦνται οἱ ἔντιμοι ὑμῶν

ἀπὸ πάσης τῆς γῆς ὅτι πᾶσαι αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς αὐτῶν ἀπὸ τοῦ νῦν οὐ μὴ

ἔσονται πλείω τῶν ἑκατὸν εἴκοσιν ἐτῶν

5 καὶ μὴ δόξητε ἔτι ζῆσαι ἐπὶ πλείονα ἔτηmiddot οὐ γάρ ἐστιν ἐπrsquo αὐτοῖς πᾶσα

ὁδὸς ἐκφεύξεως ἀπὸ τοῦ νῦν διὰ τὴν ὀργὴν ἣν ὠργίσθη ὑμῖν ὁ βασιλεὺς

πάντων τῶν αἰώνωνmiddot μὴ νομίσητε ὅτι ἐκφεύξεσθε ταῦτα

Περί των γιγάντων

καὶ ἦν νωε ἐτῶν πεντακοσίων καὶ ἐγέννησεν νωε τρεῖς υἱούς τὸν σημ τὸν χαμ τὸν

ιαφεθκαὶ ἐγένετο ἡνίκα ἤρξαντο οἱ ἄνθρωποι πολλοὶ γίνεσθαι ἐπὶ τῆς γῆς καὶ θυγατέρες

ἐγενήθησαν αὐτοῖς 2ἰδόντες δὲ οἱ υἱοὶ τοῦ θεοῦ τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων ὅτι καλαί

εἰσιν ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ πασῶν ὧν ἐξελέξαντο 3καὶ εἶπεν κύριος ὁ θεός οὐ

μὴ καταμείνῃ τὸ πνεῦμά μου ἐν τοῖς ἀνθρώποις τούτοις εἰς τὸν αἰῶνα διὰ τὸ εἶναι

αὐτοὺς σάρκας ἔσονται δὲ αἱ ἡμέραι αὐτῶν ἑκατὸν εἴκοσι ἔτη 4οἱ δὲ γίγαντες ἦσαν ἐπὶ

τῆς γῆς ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις καὶ μετ ἐκεῖνο ὡς ἂν εἰσεπορεύοντο οἱ υἱοὶ τοῦ

θεοῦ πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων καὶ ἐγεννῶσαν ἑαυτοῖς ἐκεῖνοι ἦσαν οἱ

γίγαντες οἱ ἀπ αἰῶνος οἱ ἄνθρωποι οἱ ὀνομαστοί

40

Παραθέτουμε ένα επεξηγηματικό κείμενο αναφορικά με τους γίγαντες από την

ιστοσελίδα httpwwwoodegrcom

laquoΕδώ πρόκειται για το θέμα στο οποίο αναφέρθηκε ο Ιησούς Χριστός στο

Ματθαίος κδ΄ 38 για τους προκατακλυσμιαίους ανθρώπους που ΄΄έτρωγαν και

έπιναν και παντρεύονταν΄΄ ώσπου ήρθε ο Κατακλυσμός Επ αυτών υπάρχουν

κάποιες παρατηρήσεις

1η παρατήρηση Το οριστικό άρθρο ΄΄οι΄΄ δείχνει ότι πρόκειται για κάποιους που

ήταν ήδη γνωστοί στους αναγνώστες της Γενέσεως προς τους οποίους απευθύνεται

ο Μωυσής δηλαδή προς τους Ισραηλίτες της εποχής του που λάβαιναν το Νόμο

2η παρατήρηση Το ότι ΄΄εν ταις ημέραις εκείναις ήσαν΄΄ υπονοεί 1 Είτε ότι δεν

υπήρχαν πλέον οι γίγαντες στη ΄΄γη΄΄ όταν γραφόταν η Γένεση δηλαδή κατά το 1500

πΧ 2 είτε ότι υπήρχαν και τότε

3η παρατήρηση Για ποια ΄΄γη΄΄ μιλάει 1 Είτε για τη συγκεκριμένη γη στην οποία

συνέβαιναν τα γεγονότα που αναγράφονται στα γύρω κεφάλαια (τη γη της

Μεσοποταμίας) 2 είτε γενικά για τη γύρω γη στην οποία είχαν επεκταθεί οι γίγαντες

και η φυλή Αδάμ Αυτό όμως δεν έχει σημασία καθώς η αναφορά γίνεται μόνο για

τον καιρό πρό τού Κατακλυσμού Είναι γεγονός όμως ότι στη γη Χαναάν οι

γίγαντες υπήρχαν και μετά από τον Κατακλυσμό

Αυτό φαίνεται στους Αριθμούς 13ιγ΄ 33 ΄΄και εκεί εωράκαμεν τους γίγαντας

(εβραϊκό Νεφιλείμ) και ήμεν ενώπιον αυτών ωσεί ακρίδες αλλά και ούτως ήμεν

ενώπιον αυτών΄΄

Αν αυτό φαίνεται παράξενο σε κάποιους που διδάχτηκαν ότι ο Κατακλυσμός ήταν

παγκόσμιος ας διαβάσουν τη μελέτη μας ΄΄Ήταν ο Κατακλυσμός Παγκόσμιος΄΄

Εκεί θα δουν τις Αγιογραφικές και ιστορικές αποδείξεις ότι επρόκειτο για έναν

τοπικό κατακλυσμό που έπληξε μόνο τη φυλή Αδάμ και μέλη μόνο των γύρω λαών

Επιβίωση από τον Κατακλυσμό

Το ότι οι Νεφιλείμ επεβίωσαν του Κατακλυσμού εξηγείται απλά

Είναι λογικό το ότι η φυλή των γιγάντων Νεφιλείμ δεν έμενε ολόκληρη στην

κοιλάδα της Μεσοποταμίας αλλά κάποιοι απ αυτούς διεσπάρησαν στις γύρω

περιοχές

Η Γένεση στο 7ζ΄ 20 γράφει ότι ο Κατακλυσμός είχε ύψος 15 πήχες (8- 9 μέτρα)

δηλαδή όσο χρειαζόταν για να καλύψει τις ψηλότερες περιοχές της χαμηλής

Μεσοποταμίας Όσοι όμως έμεναν στα ορεινά γύρω από την πληγείσα περιοχή

επεβίωσαν Άλλωστε ο Κατακλυσμός έγινε για τιμωρία της φυλής Αδάμ και όχι των

γύρω λαών όπως φαίνεται στη Γένεση 6ς΄ 5 - 7 όπου η λέξη που χρησιμοποιείται

στο Εβραϊκό κείμενο γι αυτούς με τους οποίους οργίστηκε ο Θεός είναι ΄΄Αδάμ΄΄

Για τους άλλους λαούς η Γένεση στο Εβραϊκό κείμενο χρησιμοποιεί άλλη λέξη

όπως φαίνεται στο Γένεσις 6ς΄ 4 [΄΄οι άνθρωποι (εβραϊκά ΄΄ενός΄΄) οι

ονομαστοί΄΄] και στο Γένεσις 13ιγ΄ 13 [΄΄οι δε άνθρωποι (εβραϊκά ΄΄ενός΄΄) οι εν

Σοδόμοις΄΄]

41

Μια τελευταία παρατήρηση ξεκινάει από το ίδιο εδάφιο της Γένεσης 6ς΄ 4 που λέει

΄΄Οι δε γίγαντες ήσαν επί τής γης εν ταις ημέραις εκείναις και μετ εκείνο ως αν

εισεπορεύοντο οι υιοί τού Θεού προς τας θυγατέρας τών ανθρώπων΄΄

Οι Νεφιλείμ λοιπόν υπήρχαν ακόμη ΄΄και μετά από εκείνο΄΄ το γεγονός που

περιγράφεται δηλαδή και μετά από την αύξηση του πληθυσμού στη

Μεσοποταμία Είναι λάθος να ταυτίζονται κατ ανάγκην οι Νεφιλείμ με τους γιους

των ισχυρών καθώς μια αβίαστη ανάγνωση του κειμένου δεν δείχνει τίποτα τέτοιο

Το μεταβατικό ΄΄δε΄΄ δείχνει ότι γίνεται λόγος για κάποιους άλλους και όχι για

τους γιούς των ισχυρών Οι γιοί των ισχυρών δεν είναι οι Νεφιλείμ αλλά οι ισχυροί

άνδρες της Μεσοποταμίας των άλλων φυλών που ζούσαν κοντά στη φυλή Αδάμ

Ίσως ο σκοπός του χωρίου είναι να δείξει ότι η φυλή των γιγάντων (η οποία

προβλημάτιζε τους Ισραηλίτες τον καιρό που ο Μωυσής έγραφε αυτά τα λόγια) ήταν

μια αρχαία φυλή σύγχρονη της επιμειξίας της φυλής Αδάμ με τους γιούς των

ισχυρών και ότι οι Νεφιλείμ επεβίωσαν ακόμη και μετά από την επιμειξία των

ισχυρών ανδρών της Μεσοποταμίας με τις ΄΄θυγατέρες Αδάμ΄΄ κατά την

προκατακλυσμιαία εποχή

Ίσως ακόμα η αναφορά αυτή να γίνεται για να δείξει ότι ο κατακλυσμός στρεφόταν

ειδικά κατά του λαού Αδάμ και όχι και των γύρω λαών εκ των οποίων

επεβίωσαν και οι Νεφιλείμ

Οι γίγαντες στην εποχή τού Ισραήλ

Σύμφωνα με την Αγία Γραφή η περιοχή στην οποία επεβίωσαν κάποιοι από τη

φυλή των γιγάντων Νεφιλείμ ήταν η Βασάν που ονομάζεται ΄΄γη γιγάντων΄΄

(Δευτερονόμιο γ΄ 13)

Πρόκειται για μία ορεινή περιοχή ανατολικά της Θάλασσας της Γαλιλαίας

κατάλληλη για επιβίωση των λαών της από τον Κατακλυσμό που έπληξε τη

Μεσοποταμία και το λαό Αδάμ (Όπως λέμε ΄΄λαός Ισραήλ΄΄)

Εκεί οι γίγαντες υπήρχαν όχι μόνο μετά από τον Κατακλυσμό αλλά και στις ημέρες

του Αβραάμ όπως φαίνεται στη Γένεση 14ιδ΄ 5 όπου λέει για τον Χοδολλογομόρ

και τους συμμάχους του ότι ΄΄κατέκοψαν τους γίγαντας τους εν Ασταρώθ

Καρναιν΄΄ στη Βασσάν

Και οι κατάσκοποι όμως των ημερών του Μωυσή βρήκαν τους Νεφιλείμ στη

Χαναάν όπως είδαμε στους Αριθμούς 13ιγ΄ 33 όπου μάλιστα ονομάζει τους

γίγαντες ΄΄Νεφιλείμ΄΄ Εκεί έχει μάλιστα και οριστικό άρθρο ΄΄τους Νεφιλείμ΄΄

πράγμα που δείχνει ότι δεν επρόκειτο για παρομοίωση αλλά για το γνωστό λαό

των Νεφιλείμ

Άλλα εδάφια όπως το Δευτερονόμιο 1α΄ 28 αναφερόμενο στο ίδιο γεγονός

ταυτίζει τους Νεφιλείμ με τους Ανακείμ που προφανώς ήταν απόγονοί τους

Με τους Ανακείμ συσχετίζει η Αγία Γραφή όλες τις φυλές γιγάντων που ζούσαν γύρω

από τη Θάλασσα της Γαλιλαίας όπως ήταν οι Ραφαείμ οι Εμμαίοι και οι

42

Ζουμζουμείμ τους οποίους εξολώθρευσαν οι απόγονοι του Λωτ (Δευτερονόμιο 2β΄

10112021)

Οι Ραφαείμ ήταν απόγονοι των Γιγάντων που επεβίωσαν από τον Κατακλυσμό και

δεν ήταν απόγονοι του Νώε καθώς δεν αναφέρονται στη Γένεση 10ι΄ όπου

αναφέρονται οι λαοί που κατάγονται από το Νώε Η σκέψη ότι ίσως να μην

αναφέρονται επειδή είναι πολύ νεώτεροι λαοί δεν ευσταθεί επειδή αναφέρονται στη

Γένεσις 14ιδ΄ 5 σαν λαός από την εποχή του Αβραάμ ακόμα και συνεπώς είναι

αρχαιότεροι λαοί από αυτούς που αναφέρονται ως απόγονοι του Νώε

Μετά από την εγκατάσταση των Ισραηλιτών στη Γη της Επαγγελίας οι υψηλόσωμες

αυτές φυλές εξολωθρεύτηκαν και δεν έμειναν Ανακείμ στο Ισραήλ Μόνο στη Γάζα

στη Γαθ και στην Άζωτο έμειναν αναμεμειγμένοι με τους Φιλισταίους (Ιησούς

Ναυή 11ια΄ 21 22)

Ένας απ αυτούς ήταν και ο Γολιάθ από τη Γαθ που σκοτώθηκε από τον Δαυίδ (Α΄

Σαμουήλ ιζ΄ 4 ΄΄Εξήλθεν Γολιάθ εκ της Γαθ΄΄)

Τον καιρό του Δαυίδ σκοτώθηκαν οι τελευταίοι γίγαντεςraquo1

1 httpwwwoodegrcomoodegenesiskatak1htm

43

Page 8: Η δημιουργία του κόσμου

8

Η πτώση του ανθρώπου και οι συνέπειες

του πρωπατορικού αμαρτήματος

καὶ ἔπλασεν ὁ θεὸς τὸν ἄνθρωπον χοῦν ἀπὸ τῆς γῆς

καὶ ἐνεφύσησεν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ πνοὴν ζωῆς

καὶ ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχὴν ζῶσαν 8καὶ

ἐφύτευσεν κύριος ὁ θεὸς παράδεισον ἐν εδεμ κατὰ

ἀνατολὰς καὶ ἔθετο ἐκεῖ τὸν ἄνθρωπον ὃν ἔπλασεν

9καὶ ἐξανέτειλεν ὁ θεὸς ἔτι ἐκ τῆς γῆς πᾶν ξύλον

ὡραῖον εἰς ὅρασιν καὶ καλὸν εἰς βρῶσιν καὶ τὸ ξύλον

τῆς ζωῆς ἐν μέσῳ τῷ παραδείσῳ καὶ τὸ ξύλον τοῦ

εἰδέναι γνωστὸν καλοῦ καὶ πονηροῦ Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

ερμηνεύοντας το εμφύσημα αυτού του Θεού λέγει ότι είναι laquoου μόνον ανοίας αλλά

και ατοπίας μεστός ο λόγοςraquo ότι το εμφύσημα στον Αδάμ ήταν η ψυχή και ότι

μεταδόθηκε η ψυχή στο σώμα από την ουσία του Θεού Αν αυτό ήταν αληθινό τότε

δεν θα ήταν σε άλλον σοφή και σε άλλον μωρά και ασύνετη ούτε στον έναν θα ήταν

ψυχή δικαία και στον άλλον ψυχή άδικη Η ουσία του Θεού laquoου μερίζεται ουδέ

αλλοιούται αλλrsquo εστίν αναλλοίωτοςraquo Το εμφύσημα λοιπόν του Θεού ήταν η laquoτου

αγίου Πνεύματος ενέργειαraquo Όπως ο Χριστός είπε laquoλάβετε Πνεύμα άγιονraquo έτσι και

το θείο εμφύσημα laquoανθρωπίνως ακουόμενον Πνεύμά εστι το προσκυνητόν και

άγιονraquo Κατά τον άγιον δεν είναι ψυχή ένα κομμάτι του Θεού αλλά η ενέργεια του

Παναγίου Πνεύματος που έκτισε και δημιούργησε ψυχή χωρίς να γίνει αυτό ψυχή

laquoΤούτο το Πνεύμα προελθόν ουκ αυτό γέγονε ψυχή αλλά ψυχήν έκτισεν∙ ουκ αυτό

εις ψυχήν μετεβλήθη αλλά ψυχήν εδημιούργησε δημιουργόν γαρ το Πνεύμα το

Άγιον κοινωνεί τη δημιουργία του σώματος και τη δημιουργία της ψυχής Πατήρ γαρ

και Υιός και Πνεύμα Άγιον τη θεία δυνάμει δημιουργεί το πλάσμα

21καὶ ἐπέβαλεν ὁ θεὸς ἔκστασιν ἐπὶ τὸν αδαμ καὶ ὕπνωσεν καὶ ἔλαβεν μίαν τῶν

πλευρῶν αὐτοῦ καὶ ἀνεπλήρωσεν σάρκα ἀντ αὐτῆς 22καὶ ᾠκοδόμησεν κύριος ὁ

θεὸς τὴν πλευράν ἣν ἔλαβεν ἀπὸ τοῦ αδαμ εἰς γυναῖκα καὶ ἤγαγεν αὐτὴν πρὸς τὸν

αδαμ 23καὶ εἶπεν αδαμ τοῦτο νῦν ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστέων μου καὶ σὰρξ ἐκ τῆς

σαρκός μου αὕτη κληθήσεται γυνή ὅτι ἐκ τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς ἐλήμφθη αὕτη

24ἕνεκεν τούτου καταλείψει ἄνθρωπος τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ

καὶ προσκολληθήσεται πρὸς τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν

25καὶ ἦσαν οἱ δύο γυμνοί ὅ τε αδαμ καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ καὶ οὐκ ᾐσχύνοντο Ο Θεός

προγνωρίζοντας το τι θα επακολουθούσε μετά την δημιουργία των ανθρώπων τους

έπλασε βιολογικά έτοιμους για laquoγάμου κοινωνίανraquo Η δημιουργία αναφέρεται αρχικά

μόνο στον Αδάμ laquoΤου Αδάμ καθεύδοντος η γυνή κατασκευάζετοraquo1 Ο άγιος

Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναφέρει ότι ο Μωυσής δεν χρησιμοποιεί το ρήμα

laquoέπλασενraquo όταν μιλά για την Εύα αλλά το laquoωκοδόμησενraquo θέλοντας να δείξει ότι αυτή

έγινε από την ίδια ουσία του Αδάμ όχι από άλλη διαφορετική Η γυναίκα λοιπόν δεν

υπολείπεται σε κάτι από τον Αδάμ Είναι ανθρώπινη ύπαρξη τέλεια αλλά και ισότιμη

προς αυτόν Ο Θεός προγνωρίζοντας την πτώση των πρωτοπλάστων επινοεί τον γάμο

9

και την ανάγκη της αμοιβαίας παρηγοριάς τους

Πριν από την παρακοή και την έξοδο από την παραδείσια ζωή δεν υπήρχε ο

γάμος Οι πρωτόπλαστοι ζούσαν παρθενική ζωή μιμούμενοι την ζωή των Αγγέλων

Λέγει ο άγιος Χρυσόστομος laquoΤα της συνουσίας έγιναν μετά την παράβασηbull μέχρι

τότε ζούσαν ως άγγελοι μέσα στον παράδεισο χωρίς να φλέγωνται από την σαρκική

επιθυμία ούτε να πολιορκούνται από άλλα πάθη ούτε να πιέζονται από τις φυσικές

ανάγκες αλλά αφού δημιουργήθηκαν εντελώς άφθαρτοι και αθάνατοι δεν είχαν

ανάγκη ούτε να φορούν ρούχα Πριν μπει η αμαρτία και η παρακοή ήσαν ντυμένοι με

την θεϊκή δόξα γιrsquo αυτό και δεν ντρέπονταν αν και ήσαν γυμνοίraquo2 Οι πρωτόπλαστοι

δεν κατόρθωσαν να διατηρήσουν την ανώτερη αυτή ζωή για τον εαυτό τους

Φάνηκαν ανάξιοι των τόσων μεγάλων αγαθών που τους έδωσε ο Θεός3

ὁ δὲ ὄφις ἦν φρονιμώτατος πάντων τῶν θηρίων τῶν ἐπὶ τῆς γῆς ὧν ἐποίησεν

κύριος ὁ θεός καὶ εἶπεν ὁ ὄφις τῇ γυναικί τί ὅτι εἶπεν ὁ θεός οὐ μὴ φάγητε ἀπὸ

παντὸς ξύλου τοῦ ἐν τῷ παραδείσῳ

Ο διάβολος προσεγγίζει την Εύα και θεολογεί γίνεται ο πρώτος θεολόγος αφού

ονομάζει το Θεό Θεό

Υπάρχει εδώ ένα ερώτημα πως ελάλησε ο όφις Ο όφις κατόρθωσε να μιμηθεί την

ανθρώπινη φωνή χωρίς όμως αυτό να ξενίσει την Εύα Υπήρχε πρό της πτώσεως μια

τέλεια αρμονία μεταξύ Θεού και ανθρώπου ανθρώπου και ζώων αλλά και ζώων με

ζώων

Ο διάβολος δεν γνώριζε τί εντολή είχε δώσει ο Θεός στους πρωτοπλάστους και

προσπαθεί τώρα να ψαρέψει την απάντηση από την αφελή συνομιλήτριά του Δε

διστάζει να ονομάσει το Θεό ψεύτη λέγοντας πως ο Θεός δε σας είπε την αλήθεια αν

φάτε από τον καρπό που σας απαγόρευσε θα ανοίξουν τα μάτια σας και θα γίνετε θεοί

ίσοι με αυτόν και δεν θα τον έχετε πλέον ανάγκη

Από την άλλη μεριά η Εύα αντί να φύγει απαντάει Πολύ σωστά επισημαίνει ο

Χρυσόστομος laquoΜή βάλητε τους μαργαρίτας έμπροσθεν των χοίρωνraquo Όσο λοιπόν η

Εύα πείθετε στα λόγια του σατανά τόσο απομακρύνεται από τον Θεό τόσο και η

Θεία Χάρη την απογυμνώνει σταδιακά Τελικά τρώει τον απαγορευμένο καρπό και

δίνει και στον άντρα της Μια μεγάλη αμαρτία έχει πλέον συντελεσθεί Η αμαρτία

αυτή εμπεριέχει μέσα της την υπερηφάνεια την απιστία την αυθάδεια την παρακοή

Παρόλα αυτά η αμαρτία αυτή είναι μικρότερη από αυτή των εκπεσόντων αγγέλων

Διότι ο πειρασμός των πρωτοπλάστων ήταν εξωτερικός ενώ των εκπεσόντων

αγγέλων εσωτερικός

Ακολουθεί ο σκοτισμός του νου αντιλαμβάνονται ξαφνικά χάνοντας την πρότερη

αθωότητα ότι είναι γυμνοί και σκεπάζονται με φύλα συκής

Ο Θεός φωνάζει εν μέσω του παραδείσου Αδάμ που ει Οι πρωτόπλαστοι κρύβονται

εξαιτίας των ενοχών τους Αντί όμως ο Θεός να εισπράξει την ομολογία του Αδάμ

για το αν έφαγε από τον απαγορευμένο καρπό βρίσκει μπροστά Του την μετάθεση

των ευθυνών στη γυναίκα Το ίδιο κάνει και η γυναίκα μεταθέτοντας με τη σειρά της

την ευθύνη της στον διάβολο

10

Ας προσέξουμε Τον όφι δεν τον ρωτά για το τι έπραξε διότι γνωρίζει ο Θεός πως

ενήργησε εξrsquo ιδίας πρωτοβουλίας Ο σατανάς ήδη μετά την πτώση του είχε

κατακριθεί

Το φίδι τιμωρείται με το να περπατά με την κοιλιά του και να τρώει χώμα πράγμα

που συμβολίζει την τέλεια συντριβή του διαβόλου

Την γυναίκα νίκησες σατανά και διrsquo αυτής τον άνδρα από γυναίκα όμως θα νικηθείς

Εδώ εικονίζεται η Θεοτόκος Το δε laquoεκ του σπέρματός σουraquo δηλοί τον μέλλοντα

Λυτρωτή Χριστό Δηλοί επίσης και την παρθενία της Παναγίας διότι όχι εκ

σπέρματος ανδρός αλλά εκ σπέρματός σου της γυναικός θα προκύψει ο Λυτρωτής

Χριστός

Ο Φιλόστοργος Πατήρ ευαγγελίζεται την υπόσχεση της ελεύσεως του Λυτρωτή και

την πλήρη συντριβή του σατανά εξrsquo ου και πρωτοευαγγέλιο ονομάσθηκε ο στίχος

αυτός

Μιλώντας στην Εύα μιλά προς αυτή σε γένος αρσενικό Αυτός σου τηρήσει την

κεφαλήν Αναφερόμενος εδώ ξεκάθαρα ο Θεός στον Μεσσία Ο σταυρικός θάνατος

του Λυτρωτού είναι η πληγή στην πτέρνα Του

Η λαγνεία της Εύας προς τον απαγορευμένο καρπό τιμωρείται με τους πόνους της

γέννας και την υποταγή της στον άνδρα

Για τον Αδάμ η φύση αγριεύει βγάζοντας αγκάθια και τριβόλια και έτσι πλέον

καλείται με τον ιδρώτα του προσώπου του να κερδίζει το ψωμί του

Η μεγαλύτερη όμως συνέπεια της αμαρτίας είναι ο θάνατος laquoΕως ότου αποστρέψαι

εις την γην εξrsquo ης ελήφθη

Ο Θεός εν συνεχεία ενδύει τους πρωτοπλάστους με δερμάτινους χιτώνες για να τους

προστατέψει από την μεταβολή των καιρικών φαινομένων Οποία στοργή του Θεού

εκεί που ξεσπούσε η θεία οργή Του

Όταν δε εκβλήθησαν εκ του παραδείσου οι πρωτόπλαστοι κατοίκησαν απέναντι από

τον παράδεισο και τούτο για να βλέπουν το τί έχασαν και να μισούν εφrsquo εξής την

αμαρτία Τα Χερουβείμ με την φλογίνη ρομφαία φυλάνε πλέον αντί του Αδάμ τον

παράδεισο Ο Ευσέβιος Καισαρείας λέγει πως αυτό επικράτησε μέχρι τον θάνατο

των πρωτοπλάστων

laquoἈδάμ δε ἔγνω Εὔα τήν γυναίκα αυτοῦraquo Μετά την έκπτωση εκ του παραδείσου τότε

τα συνουσίας αρχήν λαμβάνει Πρό δε της παρακοής αγγελικόν βίον εμιμούντο λέει ο

Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Άρα αυτό που λένε πολλοί πως εξαιτίας της συνουσίας εκβλήθηκαν οι πρωτόπλαστοι

από τον παράδεισο δεν ισχύει

11

Η ιστορία του Κάϊν και του Άβελ

1αδαμ δὲ ἔγνω ευαν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ συλλαβοῦσα ἔτεκεν τὸν καιν καὶ εἶπεν ἐκτησάμην ἄνθρωπον διὰ τοῦ θεοῦ 2καὶ προσέθηκεν τεκεῖν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ τὸν αβελ Το προσέθηκεν σημαίνει ότι

ευθύς αμέσως γέννησε τον Άβελ Άρα ο

Κάϊν και ο Άβελ ήταν δίδυμοι

καὶ ἐγένετο αβελ ποιμὴν προβάτων καιν δὲ ἦν ἐργαζόμενος τὴν γῆν 3καὶ ἐγένετο μεθ ἡμέρας ἤνεγκεν καιν ἀπὸ τῶν καρπῶν τῆς γῆς θυσίαν τῷ κυρίῳ 4καὶ αβελ ἤνεγκεν καὶ αὐτὸς ἀπὸ τῶν πρωτοτόκων τῶν προβάτων αὐτοῦ καὶ ἀπὸ τῶν στεάτων αὐτῶν καὶ ἐπεῖδεν ὁ θεὸς ἐπὶ αβελ καὶ ἐπὶ τοῖς δώροις αὐτοῦ 5ἐπὶ δὲ καιν καὶ ἐπὶ ταῖς θυσίαις αὐτοῦ οὐ προσέσχεν Το ερώτημα εδώ που προκύπτει είναι το πως εκδηλώθηκε αυτή η ευαρέσκεια του Θεού στη θυσία του Άβελ Δια πυρός μας λένε οι πατέρες το οποίο πυρ ήλθε εξ ουρανού

καὶ ἐλύπησεν τὸν καιν λίαν καὶ συνέπεσεν τῷ προσώπῳ 6καὶ εἶπεν κύριος ὁ θεὸς τῷ καιν ἵνα τί περίλυπος ἐγένου καὶ ἵνα τί συνέπεσεν τὸ πρόσωπόν σου 7οὐκ ἐὰν ὀρθῶς προσενέγκῃς ὀρθῶς δὲ μὴ διέλῃς ἥμαρτες ἡσύχασον πρὸς σὲ ἡ ἀποστροφὴ αὐτοῦ καὶ σὺ ἄρξεις αὐτοῦ 8καὶ εἶπεν καιν πρὸς αβελ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ διέλθωμεν εἰς τὸ πεδίον καὶ ἐγένετο ἐν τῷ εἶναι αὐτοὺς ἐν τῷ πεδίῳ καὶ ἀνέστη καιν ἐπὶ αβελ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ καὶ ἀπέκτεινεν αὐτόν Οποία αναισθησία Αντί να παραδειγματιστεί από τη θυσία του Άβελ Αντί να

ακούσει να φιλόστοργα λόγια του ουρανίου Πατρός σπεύδει ως λέων να

κατασπαράξει από τη ζήλια του εκείνον που δικαιώθηκε λόγω της εξαιρετικής του

ευλάβειας Τον καλεί λοιπόν να πάνε έναν περίπατο Ο αδελφός του ως απονήρευτος

και άκακος δέχεται την πρόταση του αδελφού και εκεί δέχεται τη θανάσιμη επίθεση

9καὶ εἶπεν ὁ θεὸς πρὸς καιν ποῦ ἐστιν αβελ ὁ ἀδελφός σου ὁ δὲ εἶπεν οὐ γινώσκω μὴ φύλαξ τοῦ ἀδελφοῦ μού εἰμι ἐγώ 10καὶ εἶπεν ὁ θεός τί ἐποίησας φωνὴ αἵματος τοῦ ἀδελφοῦ σου βοᾷ πρός με ἐκ τῆς γῆς 11καὶ νῦν ἐπικατάρατος σὺ ἀπὸ τῆς γῆς Οποία φρικτή καταδίκη Όταν από το στόμα του Θεού τον ευλογία σκορπίζοντος εξέρχεται η κατάρα Η παρά τω Θεώ όμως κατάρα είναι έκφραση Θείας δικαιοσύνης

ἣ ἔχανεν τὸ στόμα αὐτῆς δέξασθαι τὸ αἷμα τοῦ ἀδελφοῦ σου ἐκ τῆς χειρός σου 12ὅτι ἐργᾷ τὴν γῆν καὶ οὐ προσθήσει τὴν ἰσχὺν αὐτῆς δοῦναί σοι στένων καὶ τρέμων ἔσῃ ἐπὶ τῆς γῆς Δεν πρόκειται λέει εδώ ο Θεός η γη να σου αποφέρει τα

του κόπου σου Μάταια δηλαδή θα ιδρώνεις Αυτή είναι η δεύτερη τιμωρία που

λαμβάνει Το στένων και τρέμων ἔση σημαίνει θα έχεις στεναγμό λόγω του

περιπλανώμενου επί της γης βίου σου Αυτή είναι η τρίτη τιμωρία

12

13καὶ εἶπεν καιν πρὸς τὸν κύριον μείζων ἡ αἰτία μου τοῦ ἀφεθῆναί με 14εἰ ἐκβάλλεις με σήμερον ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς καὶ ἀπὸ τοῦ προσώπου σου κρυβήσομαι καὶ ἔσομαι στένων καὶ τρέμων ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἔσται πᾶς ὁ εὑρίσκων με ἀποκτενεῖ με 15καὶ εἶπεν αὐτῷ κύριος ὁ θεός οὐχ οὕτως πᾶς ὁ ἀποκτείνας καιν ἑπτὰ ἐκδικούμενα παραλύσει καὶ ἔθετο κύριος ὁ θεὸς σημεῖον τῷ καιν τοῦ μὴ ἀνελεῖν αὐτὸν πάντα τὸν εὑρίσκοντα αὐτόν Ο Κάϊν δεν μετανοεί

δεν συνέρχεται Δεν πικραίνεται διότι χωρίσθηκε από τον Θεό αλλά το μόνο που

φοβάται είναι να μην τον σκοτώσουν Ποιοι όμως να τον σκοτώσουν Σίγουρα όχι οι

γονείς του ο Αδάμ και η Εύα Εδώ φαίνεται πως ο Αδάμ πρό του φόνου του Άβελ θα

είχε κάνει και άλλα τέκνα Ο Θεός έδωσε λέει στον Κάϊν σημείο ώστε όποιος τον

εύρισκε να μην τον σκότωνε Ποιο ήταν αυτό το σημείο Το σκυθρωπό του πρόσωπο

ήταν το οποίο προκαλούσε σε όποιον τον έβλεπε την αποστροφή

16ἐξῆλθεν δὲ καιν ἀπὸ προσώπου τοῦ θεοῦ καὶ ᾤκησεν ἐν γῇ ναιδ κατέναντι εδεμ

17καὶ ἔγνω καιν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ συλλαβοῦσα ἔτεκεν τὸν ενωχ καὶ ἦν οἰκοδομῶν πόλιν καὶ ἐπωνόμασεν τὴν πόλιν ἐπὶ τῷ ὀνόματι τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ ενωχ Οικοδόμησε πόλη ο Καϊν η οποία ουσιαστικά ήταν ένα πρωτόγονο φρούριο

από γιγαντιαίους λίθους το οποίο τον προστάτευε από τα αδέρφια του διότι ήταν

ένοχος απέναντί τους Έτσι έληξε ο πλάνης βίος του Κάϊν δείχνοντας τελικά πως η

προσκόλησή του στα γήινα τον χώρισε τελικά από τα υπόλοιπα αδέρφια του Οι

απόγονοι δε του Κάϊν απομακρύνθηκαν από τον Θεό

18ἐγενήθη δὲ τῷ ενωχ γαιδαδ καὶ γαιδαδ ἐγέννησεν τὸν μαιηλ καὶ μαιηλ ἐγέννησεν τὸν μαθουσαλα καὶ μαθουσαλα ἐγέννησεν τὸν λαμεχ 19καὶ ἔλαβεν ἑαυτῷ λαμεχ δύο γυναῖκας ὄνομα τῇ μιᾷ αδα καὶ ὄνομα τῇ δευτέρᾳ σελλα Ο

Λάμεχ είναι ο πρώτος που παραβιάζει την μονογαμία παίρνοντας για τον εαυτό του

δύο γυναίκες

20καὶ ἔτεκεν αδα τὸν ιωβελ οὗτος ἦν ὁ πατὴρ οἰκούντων ἐν σκηναῖς κτηνοτρόφων 21καὶ ὄνομα τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ ιουβαλ οὗτος ἦν ὁ καταδείξας ψαλτήριον καὶ κιθάραν 22σελλα δὲ ἔτεκεν καὶ αὐτὴ τὸν θοβελ καὶ ἦν σφυροκόπος χαλκεὺς χαλκοῦ καὶ σιδήρου ἀδελφὴ δὲ θοβελ νοεμα Να η

αξιοπρέπεια του ανθρώπου ως εξέλιξη προς απάντηση των υποστηρικτών της

Δαρβίνειας θεωρίας Ο Ιουβάλ είναι ο εφευρέτης των έγχορδω οργάνων ενώ ο

Θοβέλ είναι ο πρώτος που επεξεργάζεται μέταλλα Κσνείς από αυτούς σίγουρα δεν

ήταν η εξέλιξη κάποιου είδους πιθήκου

23εἶπεν δὲ λαμεχ ταῖς ἑαυτοῦ γυναιξίν αδα καὶ σελλα ἀκούσατέ μου τῆς φωνῆς γυναῖκες λαμεχ ἐνωτίσασθέ μου τοὺς λόγους ὅτι ἄνδρα ἀπέκτεινα εἰς τραῦμα ἐμοὶ καὶ νεανίσκον εἰς μώλωπα ἐμοί

24ὅτι ἑπτάκις ἐκδεδίκηται ἐκ καιν ἐκ δὲ λαμεχ ἑβδομηκοντάκις ἑπτά Ο Λάμεχ λοιπόν επανἐλαβε την αμαρτία του Κάϊν γενόμενος κι αυτός φονιάς

25ἔγνω δὲ αδαμ ευαν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ συλλαβοῦσα ἔτεκεν υἱὸν καὶ ἐπωνόμασεν τὸ ὄνομα αὐτοῦ σηθ λέγουσα ἐξανέστησεν γάρ μοι ὁ θεὸς

13

σπέρμα ἕτερον ἀντὶ αβελ ὃν ἀπέκτεινεν καιν 26καὶ τῷ σηθ ἐγένετο υἱός ἐπωνόμασεν δὲ τὸ ὄνομα αὐτοῦ ενως οὗτος ἤλπισεν ἐπικαλεῖσθαι τὸ ὄνομα κυρίου τοῦ θεοῦ

αὕτη ἡ βίβλος γενέσεως ἀνθρώπων ᾗ ἡμέρᾳ ἐποίησεν ὁ θεὸς τὸν αδαμ κατ εἰκόνα θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν 2ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτοὺς καὶ εὐλόγησεν αὐτούς καὶ ἐπωνόμασεν τὸ ὄνομα αὐτῶν αδαμ ᾗ ἡμέρᾳ ἐποίησεν αὐτούς

3ἔζησεν δὲ αδαμ διακόσια καὶ τριάκοντα ἔτη καὶ ἐγέννησεν κατὰ τὴν ἰδέαν αὐτοῦ καὶ κατὰ τὴν εἰκόνα αὐτοῦ καὶ ἐπωνόμασεν τὸ ὄνομα αὐτοῦ σηθ 4ἐγένοντο δὲ αἱ ἡμέραι αδαμ μετὰ τὸ γεννῆσαι αὐτὸν τὸν σηθ ἑπτακόσια ἔτη καὶ ἐγέννησεν υἱοὺς καὶ θυγατέρας 5καὶ ἐγένοντο πᾶσαι αἱ ἡμέραι αδαμ ἃς ἔζησεν ἐννακόσια καὶ τριάκοντα ἔτη καὶ ἀπέθανεν

Ενώχ

Μια μορφή που δεσπόζει για την αγιότητα της ζωής του

εφόσον η Γραφή δεν αναφέρει τίποτε εις βάρος του είναι ο

Ενώχ

Γιος ενός άσημου για την ιστορία ανθρώπου του Ιάρεδ

απογόνου του τρίτου γιου του Αδάμ Σηθ άθελά του

καθιερώθηκε απ τον Θεό όπως βεβαιώνει κι η σημασία

του ονόματός του να διαδραματίσει σπουδαίο ρόλο στο

θείο σχέδιο για τη σωτηρία του κόσμου Γέννησε το

Μαθουσάλα τον μακροβιότερο άνθρωπο που ποτέ έζησε

στη γη παρ όλο που η δική του ζωή διήρκεσε τόσο λίγο

τριακόσια εξήντα πέντε χρόνια Έζησε ζωή άμεμπτης

αγνότητας σε περίοδο που ούτε ο Νόμος του Θεού είχε δοθεί ούτε φυσικά κι η

μεταγενέστερη του Νόμου Χάρη είχε επιτελεστεί Οραματίστηκε την τελική Κρίση

που ο Θεός θα κάμει στα τέλη των αιώνων και δια του τρόπου με τον οποίο έγινε η

μετάθεσή του μίλησε στις επόμενες γενιές για την μετά το θάνατο Ανάσταση του

Μεσσία που θα ρχόταν και για την τελική Ανάσταση των κεκοιμημένων αγίων

ίνα καταποθή το θνητόν υπό της ζωής (Β΄ Κορ 104)

Στο βιβλίο της Γένεσης συναντάμε δυο πρόσωπα με το όνομα Ενώχ στο 41718 και

στο 518 που είναι μεταξύ τους τελείως ανόμοια και διαφορετικά Ο πρώτος είναι ο

γιος του Κάιν του αδελφοκτόνου προς τιμήν του οποίου ο πατέρας του έκτισεν

πόλιν και κάλεσεν κατά το όνομα αυτού (417) κι ο δεύτερος είναι ο γιος του Ιάρεδ

όπως ήδη είπαμε ο εκλεκτός του Θεού Ενώχ που δεν είχε εδώ πόλιν μένουσαν

αλλά την μέλλουσαν επιζητούσε (Εβρ 1113-14) στην οποία και τόσο ένδοξα

μετέβη

14

Το ότι ο Ενώχ έζησε τριακόσια εξήντα πέντε μόνο χρόνια που είναι ακριβώς ο

αριθμός των ημερών ενός ηλιακού έτους δεν ξέρουμε τι συμβολίζει Ίσως τη

ματαιότητα της σύντομης εδώ ζωής μας ίσως την πληρότητα μιας αποστολής την

οποία ο Θεός ανέθεσε σε κάποιον άνθρωπό Του ίσως το τέλειο ανάστημα της ζωής

του Χριστού στο οποίο ο Θεός θέλει να φτάσουμε πριν μας πάρει κοντά Του

ίσως ίσως Ασχέτως όμως όλων αυτών γεγονός είναι ένα ότι ο Ενώχ αποτελεί μια

εξαίρεση ένα υπόδειγμα ένα θαύμα του Θεού σε ανθρώπινη ζωή

Γιατί άραγε έζησε τόσο λίγο ενώ ο γιος του ο Μαθουσάλα έφτασε τη μεγαλύτερη

ηλικία ανθρώπου επί της γης -965 χρόνια- ο δε μεταγενέστερός του ο Νώε δεύτερος

μετά τον Αδάμ κληρονόμος όλης της γης έζησε 950 χρόνια Μήπως ο Ενώχ έτσι

εξεπλήρωσε κάποια πολύ σημαντική αποστολή Ενώ θα παρευρέθηκε στην κηδεία

του Αδάμ (πράγμα που συνάγεται απ τους υπολογισμούς των ετών που περιέχονται

στην πρώτη αυτή περίοδο της ιστορίας) και δεδομένου ότι ο Αδάμ ως εκπρόσωπος

του αμαρτωλού ανθρώπου έπρεπε να πεθάνει και το σώμα του να ταφεί στη γη ο

Ενώχ εκπροσωπώντας τον αγιασμένο άνθρωπο του Θεού δεν πέθανε αλλά

μετατέθηκε απ ευθείας χωρίς να γευτεί θάνατο στου ουρανό του Θεού Πιστή

εικόνα τούτη για τον σωσμένο δια της θυσίας του Ιησού Χριστού αμαρτωλό για τον

οποίο θάνατος πια δεν υπάρχει διότι μετέβη εκ του θανάτου εις την ζωήν (Ιωάν

524)

Ο Λόγος του Θεού μας λέει ότι ο Ενώχ περιεπάτησεν μετά του Θεού (Γέν 524)

όχι ενώπιον του Θεού όπως μας λέει για τον Αβραάμ (Γεν 171) για το Δαυίδ

(Ψαλμ 8915) για τον Ησαϊα (4027-31) για το Ζαχαρία και την Ελισσάβετ (Ιακ

16) Μήπως τούτο είναι σύμβολο και συγχρόνως προφητεία του περπατήματος που ο

χριστιανός ο άνθρωπος δηλαδή που θα δεχόταν τη Χάρη θα κανε με τον Χριστό

βάσει της υπόσχεσής Του μεθ υμών ειμί (Ματθ 2820) και της εντολής Του

μείνατε εν εμοί καγώ εν υμίν (Ιωάν 154) Διότι σε τούτη την περίπτωση δεν

έχουμε περπάτημα ενώπιον του Θεού αλλά μετά του Θεού Κάτι δηλαδή πολύ

ουσιαστικότερο και πλουσιότερο για κάθε άνθρωπο που ανήκει σε Κείνον ασχέτως

περιόδου στην οποία έζησε Όταν κάποιος περπατάει με τον Θεό έχει και πλήρη

συναίσθηση της παρουσίας Του Ότι ακριβώς χρειάζεται για να ζει ζωή αγνότητας

μέσα στον κόσμο

Το μυστικό του περπατήματος του Ενώχ μετά του Θεού ήταν η πίστη του στον Θεό

της οποίας συνέπεια ήταν το ότι ευηρέστησεν τον Θεόν και ότι δε γεύτηκε θάνατο

διότι μετέθεσεν αυτόν ο Θεός (Γεν 115-6) Η μετάθεση δε αυτή είναι τύπος του

τρόπου με τον οποίο οι άγιοι του Θεού θέλουσι μεταμορφωθή εν τη εσχάτη

σάλπιγγι χωρίς να γευτούν θάνατο (Α΄ Κορ 1551-52)

Αλλά ο Ενώχ δεν προφήτεψε μόνο με τη ζωή του μελλοντικές αλήθειες αλλά και με

το στόμα του προφήτεψε περί της Κρίσης την οποίαν στα τέλη των αιώνων ο Κύριος

μαζί με τους αγίους Του θα κάμει για κάθε ασεβή άνθρωπο δια να ελέγξη πάντας

τους ασεβείς Στην επιστολή του Ιούδα εδ 14-15 διαβάζουμε Προεφήτευσε δε

περί τούτων και ο Ενώχ έβδομος από Αδάμ λέγωνmiddot Ιδού ήλθεν ο Κύριος με

μυριάδας αγίων αυτού δια να κάμη κρίσιν κατά πάντων και να ελέγξη πάντας τους

ασεβείς εξ αυτών δια πάντα τα έργα της ασεβείας αυτών τα οποία έπραξαν και δια

πάντα τα σκληρά τα οποία ελάλησαν κατ αυτού αμαρτωλοί ασεβείς

15

Ο Ενώχ αναφέρεται μια μόνο φορά στην Καινή Διαθήκη ως προφήτης (Ιούδα 14)

Με το όνομα Βιβλίο Ενώχ σώζεται απόκρυφο σύγγραμμα που γράφτηκε περί τα

110 πΧ περιέχει προφητείες περί της συντέλειας του κόσμου και είναι σε αιθιοπική

μετάφραση Δεν αποκλείεται η παραπομπή στο βιβλίο του Ιούδα να είναι παρμένη απ

αυτό Όμως το βιβλίο αυτό το απέρριψαν ως μη κανονικό τόσο οι Εβραίοι όσο και

οι Πατέρες της Εκκλησίας

Ας μείνει μέσα μας απ όλα όσα ελέχθησαν περί του Ενώχ πως αν κάτι έχει ύψιστη

σημασία για τον Θεό και για μας είναι το να περιπατώμεν καθώς Εκείνος

περιεπάτησεν (Α΄ Ιωάν 26) φυλάττοντες τας εντολάς αυτού και πράττοντες τα

αρεστά ενώπιον αυτού (Α΄ Ιωάν 322)

Γιἀννης Έρτσος

Σας παραθέτουμε τώρα προς ανάγνωσιν το απόκρυφο βιβλίο του Ενώχ

1 Λόγος εὐλογίας Ἑνώχ καθὼς εὐλόγησεν ἐκλεκτοὺς δικαίους οἵτινες

ἔσονται εἰς ἡμέραν ἀνάγκης ἐξᾶραι πάντας τοὺς ἐχθρούς καὶ σωθήσονται

δίκαιοι

2 Καὶ ἀναλαβὼν τὴν παραβολὴν αὐτοῦ εἶπεν Ἑνώχmiddot (ἄνθρωπος δίκαιός

ἐστιν [ᾧ] ὅρασις ἐκ θεοῦ αὐτῷ ἀνεῳγμένη ἦν ἔχων τὴν ὅρασιν τοῦ ἁγίου

laquoκαὶraquo τοῦ οὐρανοῦmiddot) Ἔδειξέν μοι καὶ ἁγιολόγων ἁγίων ἤκουσα ἐγώ καὶ ὡς

ἤκουσα παρrsquo αὐτῶν πάντα καὶ ἔγνων ἐγὼ θεωρῶνmiddot καὶ οὐκ εἰς τὴν νῦν

γενεὰν διενοούμην ἀλλὰ ἐπὶ πόρρω οὖσαν ἐγὼ λαλῶ

3 Καὶ περὶ τῶν ἐκλεκτῶν νῦν λέγω καὶ περὶ αὐτῶν ἀνέλαβον τὴν

παραβολήν μου καὶ ἐξελεύσεται ὁ ἅγιός μου ὁ μέγας ἐκ τῆς κατοικήσεως

αὐτοῦ

4 καὶ ὁ θεὸς τοῦ αἰῶνος ἐπὶ γῆν πατήσει ἐπὶ τὸ Σεινὰ ὄρος καὶ φανήσεται

ἐκ τῆς παρεμβολῆς αὐτοῦ καὶ φανήσεται ἐν τῇ δυνάμει τῆς ἰσχύος αὐτοῦ

ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ τῶν οὐρανῶν

5 καὶ φοβηθήσονται πάντες καὶ πιστεύσουσιν οἱ ἐγρήγοροι laquoκαὶ ᾄσουσιν

ἀπόκρυφα ἐν πᾶσιν τοῖς ἄκροις τῆς [γῆς]middot καὶ σεισθήσονται πάντα τὰ ἄκρα

τῆς γῆςraquo καὶ λήμψεται αὐτοὺς τρόμος καὶ φόβος μέγας μέχρι τῶν περάτων

τῆς γῆς

6 καὶ σεισθήσονται καὶ πεσοῦνται καὶ διαλυθήσονται ὄρη ὑψηλά καὶ

ταπεινωθήσονται βουνοὶ ὑψηλοὶ τοῦ διαρυῆναι ὄρη καὶ τακήσονται ὡς

κηρὸς ἀπὸ προσώπου πυρὸς ἐν φλογί

7 καὶ διασχισθήσεται ἡ γῆ σχίσμα ῥαγάδι καὶ πάντα ὅσα ἐστὶν ἐπὶ τῆς γῆς

ἀπολεῖται καὶ κρίσις ἔσται κατὰ πάντων

8 καὶ μετὰ τῶν δικαίων τὴν εἰρήνην ποιήσει καὶ ἐπὶ τοὺς ἐκλεκτοὺς ἔσται

συντήρησις καὶ εἰρήνη καὶ ἐπrsquo αὐτοὺς γενήσεται ἔλεος καὶ ἔσονται

πάντες τοῦ θεοῦ καὶ τὴν εὐδοκίαν δώσει αὐτοῖς καὶ πάντας εὐλογήσει καὶ

πάντων ἀντιλήμψεται καὶ βοηθήσει ἡμῖν καὶ φανήσεται αὐτοῖς φῶς καὶ

ποιήσει ἐπrsquo αὐτοὺς εἰρήνην

9 ὅτι ἔρχεται σὺν ταῖς μυριάσιν αὐτοῦ καὶ τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ ποιῆσαι

κρίσιν κατὰ πάντων καὶ ἀπολέσει πάντας τοὺς ἀσεβεῖς καὶ ἐλέγξει

πᾶσαν σάρκα περὶ πάντων ἔργων τῆς ἀσεβείας αὐτῶν ὧν ἠσέβησαν καὶ

σκληρῶν ὧν ἐλάλησαν λόγων laquoκαὶ περὶ πάντων ὧν κατελάλησανraquo κατrsquo

αὐτοῦ ἁμαρτωλοὶ ἀσεβεῖς

16

II

1 Κατανοήσατε πάντα τὰ ἔργα ἐν τῷ οὐρανῷ πῶς οὐκ ἠλλοίωσαν τὰς

ὁδοὺς αὐτῶν καὶ τοὺς φωστῆρας τοὺς ἐν τῷ οὐρανῷ ὡς τὰ πάντα

ἀνατέλλει καὶ δύνει τεταγμένος ἕκαστος ἐν τῷ τεταγμένῳ καιρῷ καὶ ταῖς

ἑορταῖς αὐτῶν φαίνονται καὶ οὐ παραβαίνουσιν τὴν ἰδίαν τάξιν

2 ἴδετε τὴν γῆν καὶ διανοήθητε περὶ τῶν ἔργων τῶν ἐν αὐτῇ γενομένων

ἀπrsquo ἀρχῆς μέχρι τελειώσεως ὥς εἰσιν φθαρτά ὡς οὐκ ἀλλοιοῦνται οὐδὲν

τῶν ἐπὶ γῆς ἀλλὰ πάντα ἔργα θεοῦ ὑμῖν φαίνεται

3 ἴδετε τὴν θερείαν καὶ τὸν χειμῶνα

καταμάθετε καὶ ἴδετε πάντα τὰ δένδρα

IIIndashV

1πῶς τὰ φύλλα χλωρὰ ἐν αὐτοῖς σκέποντα τὰ δένδρα καὶ πᾶς ὁ καρπὸς

αὐτῶν εἰς τιμὴν καὶ δόξαν διανοήθητε καὶ γνῶτε περὶ πάντων τῶν ἔργων

αὐτοῦ καὶ νοήσατε ὅτι θεὸς ζῶν ἐποίησεν αὐτὰ οὕτως καὶ ζῇ εἰς πάντας

τοὺς αἰῶναςmiddot

2 καὶ τὰ ἔργα αὐτοῦ πάντα ὅσα ἐποίησεν εἰς τοὺς αἰῶνας ἀπὸ ἐνιαυτοῦ εἰς

ἐνιαυτὸν γινόμενα πάντα οὕτως καὶ πάντα ὅσα ἀποτελοῦσιν αὐτῷ τὰ

ἔργα καὶ οὐκ ἀλλοιοῦνται αὐτῶν τὰ ἔργα ἀλλrsquo ὡσπερεὶ κατὰ ἐπιταγὴν τὰ

πάντα γίνεται

3 ἴδετε πῶς ἡ θάλασσα καὶ οἱ ποταμοὶ ὡς ὁμοίως ἀποτελοῦσιν καὶ οὐκ

ἀλλοιοῦσιν αὐτῶν τὰ ἔργα ἀπὸ τῶν λόγων αὐτοῦ

4 ὑμεῖς δὲ οὐκ ἐνεμείνατε οὐδὲ ἐποιήσατε κατὰ τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ ἀλλὰ

ἀπέστητε καὶ κατελαλήσατε μεγάλους καὶ σκληροὺς λόγους ἐν στόματι

ἀκαθαρσίας ὑμῶν κατὰ τῆς μεγαλωσύνης αὐτοῦ ὅτι κατελαλήσατε ἐν τοῖς

ψεύμασιν ὑμῶν σκληροκάρδιοι οὐκ ἔστιν εἰρήνη ὑμῖν

5 τοιγὰρ τὰς ἡμέρας ὑμῶν ὑμεῖς καταράσεσθε καὶ τὰ ἔτη τῆς ζωῆς ὑμῶν

ἀπολεῖται καὶ τὰ ἔτη τῆς ἀπωλείας ὑμῶν πληθυνθήσεται ἐν κατάρᾳ

αἰώνων καὶ οὐκ ἔσται ὑμῖν ἔλεος καὶ εἰρήνη

6 τότε ἔσται τὰ ὀνόματα ὑμῶν εἰς κατάραν αἰώνιον πᾶσιν τοῖς δικαίοις

καὶ ἐν ὑμῖν καταράσονται πάντες οἱ καταρώμενοι καὶ πάντες οἱ

ἁμαρτωλοὶ καὶ ἀσεβεῖς ἐν ὑμῖν ὀμοῦνται καὶ πάντες οἱ ἀναμάρτητοι

χαρήσονται καὶ ἔσται αὐτοῖς λύσις ἁμαρτιῶν καὶ πᾶν ἔλεος καὶ εἰρήνη καὶ

ἐπιείκεια ἔσται αὐτοῖς σωτηρία φῶς ἀγαθόν καὶ αὐτοὶ κληρονομήσουσιν

τὴν γῆν καὶ πᾶσιν ὑμῖν τοῖς ἁμαρτωλοῖς οὐχ ὑπάρξει σωτηρία ἀλλὰ ἐπὶ

πάντας ὑμᾶς κατάλυσις κατάρα

7 καὶ τοῖς ἐκλεκτοῖς φῶς καὶ χάρις καὶ εἰρήνη καὶ αὐτοὶ κληρονομήσουσιν

τὴν γῆν ὑμῖν δὲ τοῖς ἀσεβέσιν ἔσται κατάρα

8 τότε δοθήσεται τοῖς ἐκλεκτοῖς φῶς καὶ χάρις καὶ αὐτοὶ

κληρονομήσουσιν τὴν γῆν τότε δοθήσεται πᾶσιν τοῖς ἐκλεκτοῖς σοφία καὶ

πάντες οὗτοι ζήσονται καὶ οὐ μὴ ἁμαρτήσονται ἔτι οὐ κατrsquo ἀλήθειαν οὔτε

κατὰ ὑπερηφανίαν καὶ ἔσται ἐν ἀνθρώπῳ πεφωτισμένῳ φῶς καὶ

ἀνθρώπῳ ἐπιστήμονι νόημα καὶ οὐ μὴ πλημμελήσουσιν

9 οὐδὲ μὴ ἁμάρτωσιν πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς αὐτῶν καὶ οὐ μὴ

ἀποθάνωσιν ἐν ὀργῇ θυμοῦ ἀλλὰ τὸν ἀριθμὸν αὐτῶν ζωῆς ἡμερῶν

πληρώσουσιν καὶ ἡ ζωὴ αὐτῶν αὐξηθήσεται ἐν εἰρήνῃ καὶ τὰ ἔτη τῆς

χαρᾶς αὐτῶν πληθυνθήσεται ἐν ἀγαλλιάσει καὶ εἰρήνη αἰῶνος ἐν πάσαις

ταῖς ἡμέραις τῆς ζωῆς αὐτῶν

VI

1 Καὶ ἐγένετο οὗ ἂν ἐπληθύνθησαν οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων ἐν ἐκείναις

ταῖς ἡμέραις ἐγεννήθησαν θυγατέρες ὡραῖαι καὶ καλαί

17

2 καὶ ἐθεάσαντο αὐτὰς οἱ ἄγγελοι υἱοὶ οὐρανοῦ καὶ ἐπεθύμησαν αὐτάς

καὶ εἶπαν πρὸς ἀλλήλουςmiddot Δεῦτε ἐκλεξώμεθα ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ τῶν

ἀνθρώπων καὶ γεννήσομεν ἑαυτοῖς τέκνα

3 καὶ εἶπεν Σεμειαζᾶς πρὸς αὐτούς ὃς ἦν ἄρχων αὐτῶν Φοβοῦμαι μὴ οὐ

θελήσετε ποιῆσαι τὸ πρᾶγμα τοῦτο καὶ ἔσομαι ἐγὼ μόνος ὀφειλέτης

ἁμαρτίας μεγάλης

4 ἀπεκρίθησαν οὖν αὐτῷ πάντες Ὀμόσωμεν ὅρκῳ πάντες καὶ

ἀναθεματίσωμεν πάντες ἀλλήλους μὴ ἀποστρέψαι τὴν γνώμην ταύτην

μέχρις οὗ ἂν τελέσωμεν αὐτὴν καὶ ποιήσωμεν τὸ πρᾶγμα τοῦτο

5 τότε ὄμοσαν πάντες ὁμοῦ καὶ ἀνεθεμάτισαν ἀλλήλους ἐν αὐτῷ

7 Καὶ ταῦτα τὰ ὀνόματα τῶν ἀρχόντων αὐτῶνmiddot Σεμιαζά οὗτος ἦν ἄρχων

αὐτῶνmiddot Ἀραθάκ Κιμβρά Σαμμανή Δανειήλ Ἀρεαρώς Σεμιήλ Ἰωμειήλ

Χωχαριήλ Ἐζεκιήλ Βατριήλ Σαθιήλ Ἀτριήλ Ταμιήλ Βαρακιήλ Ἀνανθνά

Θωνιήλ Ῥαμιήλ Ἀσέαλ Ῥακειήλ Τουριήλ

8 οὗτοί εἰσιν ἀρχαὶ αὐτῶν οἱ [ἐπὶ] δέκα

VII

1 Καὶ ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκαςmiddot ἕκαστος αὐτῶν ἐξελέξαντο ἑαυτοῖς

γυναῖκας καὶ ἤρξαντο εἰσπορεύεσθαι πρὸς αὐτὰς καὶ μιαίνεσθαι ἐν

αὐταῖςmiddot καὶ ἐδίδαξαν αὐτὰς φαρμακείας καὶ ἐπαοιδὰς καὶ ῥιζοτομίας καὶ

τὰς βοτάνας ἐδήλωσαν αὐταῖς

2 Αἱ δὲ ἐν γαστρὶ λαβοῦσαι ἐτέκοσαν γίγαντας μεγάλους ἐκ πηχῶν

τρισχιλίων

3 οἵτινες κατησθίοσαν τοὺς κόπους τῶν ἀνθρώπων ὡς δὲ οὐκ ἐδυνήθησαν

αὐτοῖς οἱ ἄνθρωποι ἐπιχορηγεῖν

4 οἱ γίγαντες ἐτόλμησαν ἐπrsquo αὐτούς καὶ κατησθίοσαν τοὺς ἀνθρώπους

5 καὶ ἤρξαντο ἁμαρτάνειν ἐν τοῖς πετεινοῖς καὶ τοῖς [θ]ηρίοις καὶ ἑρπετοῖς

καὶ τοῖς [ἰ]χθύσιν καὶ ἀλλήλων τὰς σάρκας κατεσθίειν καὶ τὸ αἷμα ἔπινον

6 τότε ἡ γῆ ἐνέτυχεν κατὰ τῶν ἀνόμων

VIII

1 Ἐδίδαξεν τοὺς ἀνθρώπους Ἀζαὴλ μαχαίρας ποιεῖν καὶ ὅπλα καὶ ἀσπίδας

καὶ θώρακας διδάγματα ἀγγέλων καὶ ὑπέδειξεν αὐτοῖς τὰ μέταλλα καὶ

τὴν ἐργασίαν αὐτῶν καὶ ψέλια καὶ κόσμους καὶ στίβεις καὶ τὸ

καλλιβλέφαρον καὶ παντοίους λίθους ἐκλεκτοὺς καὶ τὰ βαφικά

2 καὶ ἐγένετο ἀσέβεια πολλή καὶ ἐπόρνευσαν καὶ ἀπεπλανήθησαν καὶ

ἠφανίσθησαν ἐν πάσαις ταῖς ὁδοῖς αὐτῶν

3 Σεμιαζᾶς ἐδίδαξεν ἐπα[ο]ιδὰς καὶ ῥιζοτομίαςmiddot Ἀρμαρὼς ἐπαοιδῶν

λυτήριονmiddot Βαρακιὴλ ἀστρολογίαςmiddot Χωχιὴλ τὰ σημειωτικάmiddot Σαθιὴλ

ἀστεροσκοπίανmiddot Σεριὴλ σεληναγωγίας

4 τῶν οὖν ἀνθρώπων ἀπολλυμένων ἡ βο[ὴ] εἰς οὐρανοὺς ἀνέβη

IX

1 Τότε παρ[α]κύψαντες Μιχαὴλ καὶ Οὐ[ρι]ὴλ καὶ Ῥαφαὴλ καὶ Γαβριή[λ]

οὗτοι ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἐθεάς[αν]το αἶμα πολὺ ἐκχυννόμεν[ον] ἐπὶ τῆς γῆςmiddot

2 καὶ εἶπαν πρὸ[ς] ἀλλήλους φωνὴ βοώντω[ν] ἐπὶ τῆς γῆς μέχρι πυλῶν

τοῦ οὐρανοῦ

3 ἐντυγχάνουσιν αἱ ψυχαὶ τῶν ἀνθρώπων λεγόντων Εἰσαγάγετε τὴν

κρίσιν ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστ[ον]

4 Καὶ εἶπα[ν] τῷ κυρίῳ Σὺ εἶ κύριος τῶν κυρίων καὶ ὁ θεὸς τῶν θεῶν καὶ

βασιλεὺς τῶν αἰώνωνmiddot ὁ θρόνος τῆς δόξης σου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τοῦ

αἰῶνος καὶ τὸ ὄνομά σου τὸ ἅγιον καὶ μέγα καὶ εὐλογητὸν εἰς πάντας τοὺς

αἰῶνας

18

5 σὺ γὰρ ἐποίησας τὰ πάντα καὶ πᾶσαν τὴν ἐξουσίαν ἔχων καὶ πάντα

ἐνώπιόν σου φανερὰ καὶ ἀκάλυπτα

6 καὶ πάντα σὺ ὁρᾷς ἃ ἐποίησεν Ἀζαήλ ὃς ἐδίδαξεν πάσας τὰς ἀδικίας ἐπὶ

τῆς γῆς καὶ ἐδήλωσεν τὰ μυστήρια τοῦ αἰῶνος τὰ ἐν τῷ οὐρανῷ ἃ

ἐπιτηδεύουσιν [καὶ] ἔγνωσαν ἄνθρωποι

7 καὶ Σεμιαζᾶς ᾧ τὴν ἐξουσίαν ἔδωκας ἄρχειν τῶν σὺν αὐτῷ ἅμα ὄντων

8 καὶ ἐπορεύθησαν πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς καὶ

συνεκοιμήθησαν αὐταῖς καὶ ἐμιάνθησαν καὶ ἐδήλωσαν αὐταῖς πάσας τὰς

ἁμαρτίας

9 καὶ αἱ γυναῖκες ἐγέννησαν τιτᾶνας ὑφrsquo ὧν ὅλη ἡ γῆ ἐπλήσθη αἵματος

καὶ ἀδικίας

10 καὶ νῦν ἰδοὺ βοῶσιν αἱ ψυχαὶ τῶν τετελευτηκότων καὶ ἐντυγχάνουσιν

μέχρι τῶν πυλῶν τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἀνέβη ὁ στεναγμὸς αὐτῶν καὶ οὐ

δύναται ἐξελθεῖν ἀπὸ προσώπου τῶν ἐπὶ τῆς γῆς γινομένων ἀνομημάτων

11 καὶ σὺ πάντα οἶδας πρὸ τοῦ αὐτὰ γενέσθαι καὶ σὺ ὁρᾷς ταῦτα καὶ ἐᾷς

αὐτούς καὶ οὐδὲ ἡμῖν λέγεις τί δεῖ ποιεῖν αὐτοὺς περὶ τούτων

X

1 Τότε Ὕψιστος εἶπεν περὶ τούτων ὁ μέγας Ἅγιος καὶ ἐλάλησεν καὶ εἶπεν

καὶ ἔπεμψεν Ἰστραὴλ πρὸς τὸν υἱὸν Λέμεχ

2 Εἶπον αὐτῷ ἐπὶ τῷ ἐμῷ ὀνόματι Κρύψον σεαυτόν καὶ δήλωσον αὐτῷ

τέλος ἐπερχόμενον ὅτι ἡ γῆ ἀπόλλυται πᾶσα καὶ κατακλυσμὸς μέλλει

γίνεσθαι πάσης τῆς γῆς καὶ ἀπολέσει πάντα ὅσα ἐστὶν [ἐν] αὐτῇ

3 καὶ δίδαξον αὐτὸν ὅπως ἐκφύγῃ καὶ μενεῖ τὸ σπέρμα αὐτοῦ εἰς πάσας

τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

4 Καὶ τῷ Ῥαφαὴλ εἶπεν Δῆσον τὸν Ἀζαὴλ ποσὶν καὶ χερσίν καὶ βάλε

αὐτὸν εἰς τὸ σκότος καὶ ἄνοιξον τὴν ἔρημον τὴν οὖσαν ἐν τῷ Δαδουὴλ

κἀκεῖ βάλε αὐτόν

5 καὶ ὑπόθες αὐτῷ λίθους τραχεῖς καὶ ὀξεῖς καὶ ἐπικάλυψον αὐτῷ τὸ

σκότος καὶ οἰκησάτω ἐκεῖ εἰς τοὺς αἰῶνας καὶ τὴν ὄψιν αὐτοῦ πώμασον

καὶ φῶς μὴ θεωρείτωmiddot

6 καὶ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς μεγάλης τῆς κρίσεως ἀπαχθήσεται εἰς τὸν

ἐνπυρισμόν

7 καὶ ἰαθήσεται ἡ γῆ ἣν ἠφάνισαν οἱ ἄγγελοι καὶ τὴν ἴασιν τῆς γῆς

δήλωσον ἵνα ἰάσωνται τὴν πληγήν ἵνα μὴ ἀπόλωνται πάντες οἱ υἱοὶ τῶν

ἀνθρώπων ἐν τῷ μυστηρίῳ ὅλῳ ᾧ ἐπέταξαν οἱ ἐγρήγοροι καὶ ἐδίδαξαν

τοὺς υἱοὺς αὐτῶν

8 καὶ ἠρημώθη πᾶσα ἡ γῆ ἀφανισθεῖσα ἐν τοῖς ἔργοις τῆς διδασκαλίας

Ἀζαήλmiddot καὶ ἐπrsquo αὐτῷ γράψον τὰς ἁμαρτίας πάσας

9 Καὶ τῷ Γαβριὴλ εἶπεν ὁ κύριος Πορεύου ἐπὶ τοὺς μαζηρέους ἐπὶ τοὺς

κιβδήλους καὶ τοὺς υἱοὺς τῆς πορνείας καὶ ἀπόλεσον τοὺς υἱοὺς τῶν

ἐγρηγόρων ἀπὸ τῶν ἀνθρώπωνmiddot πέμψον αὐτοὺς ἐν πολέμῳ ἀπωλείας

μακρότης γὰρ ἡμερῶν οὐκ ἔστιν αὐτῶν

10 καὶ πᾶσα ἐρώτησις [οὐκ] ἔσται τοῖς πατράσιν αὐτῶν καὶ περὶ αὐτῶν ὅτι

ἐλπίζουσιν ζῆσαι ζωὴν αἰώνιον καὶ ὅτι ζήσεται ἕκαστος αὐτῶν ἔτη

πεντακόσια

11 Καὶ εἶπεν Μιχαήλ Πορεύου καὶ δήλωσον Σεμιαζᾷ καὶ τοῖς λοιποῖς τοῖς

σὺν αὐτῷ ταῖς γυναιξὶν μιγεῖσιν μιανθῆναι ἐν αὐταῖς ἐν ἀκαθαρσίᾳ

αὐτῶνmiddot

12 καὶ ὅταν κατασφαγῶσιν οἱ υἱοὶ αὐτῶν καὶ ἴδωσιν τὴν ἀπώλειαν τῶν

ἀγαπητῶν καὶ δῆσον αὐτοὺς ἑβδομήκοντα γενεὰς εἰς τὰς νάπας τῆς γῆς

19

μέχρι ἡμέρας κρίσεως αὐτῶν καὶ συντελεσμοῦ ἕως τελεσθῇ τὸ κρίμα τοῦ

αἰῶνος τῶν αἰώνων

13 τότε ἀπαχθήσονται εἰς τὸ χάος τοῦ πυρὸς καὶ εἰς τὴν βάσανον καὶ εἰς

τὸ δεσμωτήριον συνκλείσεως αἰῶνος

14 καὶ ὃς ἂν κατακαυθῇ καὶ ἀφανισθῆ ἀπὸ τοῦ νῦν μετrsquo αὐτῶν ὁμοῦ

δεθήσονται μέχρι τελειώσεως γενεᾶς

15 ἀπόλεσον πάντα τὰ πνεύματα τῶν κιβδήλων καὶ τοὺς υἱοὺς τῶν

ἐγρηγόρων διὰ τὸ ἀδικῆσαι τοὺς ἀνθρώπους

16 καὶ ἀπόλεσον τὴν ἀδικίαν πᾶσαν ἀπὸ τῆς γῆς καὶ πᾶν ἔργον πονηρίας

ἐκλειπέτω καὶ ἀναφανήτω τὸ φυτὸν τῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς ἀληθείας εἰς

τοὺς αἰῶναςmiddot μετὰ χαρᾶς φυτευθήσεται

17 Καὶ νῦν πάντες οἱ δίκαιοι ἐκφεύξονται καὶ ἔσονται ζῶντες ἕως

γεννήσωσιν χιλιάδας καὶ πᾶσαι αἱ ἡμέραι νεότητος αὐτῶν καὶ τὰ

σάββατα αὐτῶν μετὰ εἰρήνης πληρώσουσιν

18 τότε ἐργασθήσεται πᾶσα ἡ γῆ ἐν δικαιοσύνῃ καὶ φυτευθήσεται δένδρον

ἐν αὐτῇ καὶ πλησθήσεται εὐλογίας

19 καὶ πάντα τὰ δένδρα τῆς γῆς ἀγαλλιάσονταιmiddot φυτευθήσεται καὶ

ἔσονται φυτεύοντες ἀμπέλους καὶ ἡ ἄμπελος ἣν ἂν φυτεύσωσιν

ποιήσουσιν πρόχους οἴνου χιλιάδας καὶ σπόρου ποιήσει καθrsquo ἕκαστον

μέτρον ἐλαίας ποιήσει ἀνὰ βάτους δέκα

20 καὶ σὺ καθάρισον τὴν γῆν ἀπὸ πάσης ἀκαθαρσίας καὶ ἀπὸ πάσης

ἀδικίας καὶ ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας καὶ ἀσεβείας καὶ πάσας τὰς ἀκαθαρσίας

τὰς γινομένας ἐπὶ τῆς γῆς ἐξάλειψον

21 καὶ ἔσονται πάντες λατρεύοντες οἱ λαοὶ καὶ εὐλογοῦντες πάντες ἐμοὶ

καὶ προσκυνοῦντες

22 καὶ καθαρισθήσεται πᾶσα ἡ γῆ ἀπὸ παντὸς μιάσματος καὶ ἀπὸ πάσης

ἀκαθαρσίας καὶ ὀργῆς καὶ μάστιγος καὶ οὐκέτι πέμψω ἐπrsquo αὐτοὺς εἰς

πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

XI

1 καὶ τότε ἀνοίξω τὰ ταμεῖα τῆς εὐλογίας τὰ ὄντα ἐν τῷ οὐρανῷ καὶ

κατενεγκεῖν αὐτὰ ἐπὶ τὰ ἔργα ἐπὶ τὸν κόπον τῶν υἱῶν τῶν ἀνθρώπων

2 καὶ τότε ἀλήθεια καὶ εἰρήνη κοινωνήσουσιν ὁμοῦ εἰς πάσας τὰς ἡμέρας

τοῦ αἰῶνος καὶ εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν ἀνθρώπων

XII

1 Πρὸ τούτων τῶν λόγων ἐλήμφθη Ἑνώχ καὶ οὐδεὶς τῶν ἀνθρώπων ἔγνω

ποῦ ἐλήμφθη καὶ ποῦ ἐστιν καὶ τί ἐγένετο αὐτῷ

2 καὶ τὰ ἔργα αὐτοῦ μετὰ τῶν ἐγρηγόρων καὶ μετὰ τῶν ἁγίων αἱ ἡμέραι

αὐτοῦ

3 Καὶ ἑστὼς ἤμην Ἑνὼχ εὐλογῶν τῷ κυρίῳ τῆς μεγαλωσύνης τῷ βασιλεῖ

τῶν αἰώνων καὶ ἰδοὺ οἱ ἐγρήγοροι τοῦ ἁγίου τοῦ μεγάλου ἐκάλουν μεmiddot

4 Ἑνώχ ὁ γραμματεὺς τῆς δικαιοσύνης πορεύου καὶ εἶπε τοῖς ἐγρηγόροις

τοῦ οὐρανοῦ οἵτινες ἀπολιπόντες τὸν οὐρανὸν τὸν ὑψηλόν τὸ ἁγίασμα τῆς

στάσεως τοῦ αἰῶνος μετὰ τῶν γυναικῶν ἐμιάνθησαν καὶ ὥσπερ οἱ υἱοὶ

τῆς γῆς ποιοῦσιν οὕτως καὶ αὐτοὶ ποιοῦσιν καὶ ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας

Ἀφανισμὸν μέγαν ἠφανίσατε τὴν γῆν

5 καὶ οὐκ ἔσται ὑμῖν εἰρήνη οὔτε ἄφεσις καὶ περὶ ὧν χαίρουσιν τῶν υἱῶν

αὐτῶν

6 τὸν φόνον τῶν ἀγαπητῶν αὐτῶν ὄψονται καὶ ἐπὶ τῇ ἀπωλείᾳ τῶν υἱῶν

αὐτῶν στενάξουσιν καὶ δεηθήσονται εἰς τὸν αἰῶνα καὶ οὐκ αὐτοῖς ἔσται

εἰς ἔλεον καὶ εἰρήνην

20

XIII

1 Ὁ δὲ Ἑνὼχ τῷ Ἀζαὴλ εἶπεν Πορεύουmiddot οὐκ ἔσται σοι εἰρήνη κρίμα μέγα

ἐξῆλθεν κατὰ σοῦ δῆσαί σε

2 καὶ ἀνοχὴ καὶ ἐρώτησίς σοι οὐκ ἔσται περὶ ὧν ἔδειξας ἀδικημάτων καὶ

περὶ πάντων τῶν ἔργων τῶν ἀσεβειῶν καὶ τῆς ἀδικίας καὶ τῆς ἁμαρτίας

ὅσα ὑπέδειξας τοῖς ἀνθρώποις

3 Τότε πορευθεὶς εἴρηκα πᾶσιν αὐτοῖς καὶ αὐτοὶ πάντες ἐφοβήθησαν καὶ

ἔλαβεν αὐτοὺς τρόμος καὶ φόβος

4 καὶ ἠρώτησαν ὅπως γράψω αὐτοῖς ὑπομνήματα ἐρωτήσεως ἵνα γένηται

αὐτοῖς ἄφεσις καὶ ἵνα ἐγὼ ἀναγνῶ αὐτοῖς τὸ ὑπόμνημα τῆς ἐρωτήσεως

ἐνώπιον Κυρίου τοῦ οὐρανοῦ

5 ὅτι αὐτοὶ οὐκ ἔτι δύνανται λαλῆσαι οὐδὲ ἀπᾶραι αὐτῶν τοὺς ὀφθαλμοὺς

εἰς τὸν οὐρανὸν ἀπὸ αἰσχύνης περὶ ὧν ἡμαρτήκεισαν καὶ κατεκρίθησαν

6 Τότε ἔγραψα τὸ ὑπόμνημα τῆς ἐρωτήσεως αὐτῶν καὶ τὰς δεήσεις περὶ

τῶν πνευμάτων αὐτῶν καὶ περὶ ὧν δέονται ὅπως αὐτῶν γένωνται ἄφεσις

καὶ μακρότης

7 καὶ πορευθεὶς ἐκάθισα ἐπὶ τῶν ὑδάτων Δὰν ἐν γῇ Δάν ἥτις ἐστὶν ἐκ

δεξιῶν Ἑρμωνειεὶμ δύσεωςmiddot ἀνεγίγνωσκον τὸ ὑπόμνημα τῶν δεήσεων

αὐτῶν

8 ὡς ἐκοιμήθην καὶ ἰδοὺ ὄνειροι ἐπrsquo ἐμὲ ἦλθον καὶ ὁράσεις ἐπrsquo ἐμὲ

ἐπέπιπτον καὶ ἴδον ὁράσεις ὀργῆς καὶ ἦλθεν φωνὴ λέγουσα Εἶπον τοῖς

υἱοῖς τοῦ οὐρανοῦ τοῦ ἐλέγξαι αὐτούς

9 Καὶ ἔξυπνος γενόμενος ἦλθον πρὸς αὐτούς καὶ πάντες συνηγμένοι

ἐκάθηντο πενθοῦντες ἐν Ἐβελσατά ἥτις ἐστὶν ἀνὰ μέσον τοῦ Λιβάνου καὶ

Σενισήλ περικεκαλυμμένοι τὴν ὄψιν

10 ἐνώπιον αὐτῶν καὶ ἀνήγγειλα αὐτοῖς πάσας τὰς ὁράσεις ἃς εἶδον κατὰ

τοὺς ὕπνους καὶ ἠρξάμην λαλεῖν τοὺς λόγους τῆς δικαιοσύνης ἐλέγχων

τοὺς ἐγρηγόρους τοῦ οὐρανοῦ

XIV

1 Βίβλος λόγων δικαιοσύνης καὶ ἐλέγξεως ἐγρηγόρων τῶν ἀπὸ τοῦ

αἰῶνος κατὰ τὴν ἐντολὴν τοῦ ἁγίου τοῦ μεγάλου ἐν ταύτῃ τῇ ὁράσει

2 Ἐγὼ εἶδον κατὰ τοὺς ὕπνους μου ὃ νῦν λέγω ἐν γλώσσῃ σαρκίνῃ ἐν τῷ

πνεύματι τοῦ στόματός μου ὃ ἔδωκεν ὁ μέγας τοῖς ἀνθρώποις λαλεῖν ἐν

αὐτοῖς καὶ νοήσει καρδίαςmiddot

3 ὃς ἔκτισεν καὶ ἔδωκεν ἐλέγξασθαι ἐγρηγόρους τοὺς υἱοὺς τοῦ οὐρανοῦ

4 Ἐγὼ τὴν ἐρώτησιν ὑμῶν τῶν ἀγγέλων ἔγραψα καὶ ἐν τῇ ὁράσει μου

τοῦτο ἐδείχθηmiddot καὶ οὔτε ἡ ἐρώτησις ὑμῶν παρεδέχθη

5 ἵνα μηκέτι εἰς τὸν οὐρανὸν ἀναβῆτε ἐπὶ πάντας τοὺς αἰῶνας καὶ ἐν τοῖς

δεσμοῖς τῆς γῆς ἐρρέθη δῆσαι ὑμᾶς εἰς πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

6 καὶ ἵνα περὶ τούτων ἴδητε τὴν ἀπώλειαν τῶν υἱῶν ὑμῶν τῶν ἀγαπητῶν

καὶ ὅτι οὐκ ἔσται ὑμῖν ὄνησις αὐτῶν ἀλλὰ πεσοῦνται ἐνώπιον ὑμῶν ἐν

μαχαίρᾳ

7 καὶ ἡ ἐρώτησις ὑμῶν περὶ αὐτῶν οὐκ ἔσται οὐδὲ περὶ ὑμῶνmiddot καὶ ὑμεῖς

κλαίοντες καὶ δεόμενοι καὶ μὴ λαλοῦντες πᾶν ῥῆμα ἀπὸ τῆς γραφῆς ἧς

ἔγραψα

8 Καὶ ἐμοὶ ἐφrsquo ὁράσει οὕτως ἐδείχθηmiddot ἰδοὺ νεφέλαι ἐν τῇ ὁράσει ἐκάλουν

καὶ ὁμίχλαι με ἐφώνουν καὶ διαδρομαὶ τῶν ἀστέρων καὶ διαστραπαί με

κατεσπούδαζον καὶ ἐθορύβαζόν με καὶ ἄνεμοι ἐν τῇ ὁράσει μου

ἐξεπέτασάν με

9 καὶ ἐπῆράν με ἄνω καὶ εἰσήνεγκάν με εἰς τὸν οὐρανόν καὶ εἰσῆλθον

21

μέχρις ἤγγισα τείχους οἰκοδομῆς ἐν λίθοις χαλάζης καὶ γλώσσης πυρὸς

κύκλῳ αὐτῶνmiddot καὶ ἤρξαντο ἐκφοβεῖν με

10 Καὶ εἰσῆλθον εἰς τὰς γλώσσας τοῦ πυρός καὶ ἤγγισα εἰς οἶκον μέγαν

οἰκοδομημένον ἐν λίθοις χαλάζης καὶ οἱ τοῖχοι τοῦ οἴκου ὡς λιθόπλακες

καὶ πᾶσαι ἦσαν ἐκ χιόνος καὶ ἐδάφη χιονικά

11 καὶ αἱ στέγαι ὡς διαδρομαὶ ἀστέρων καὶ ἀστραπαί καὶ μεταξὺ αὐτῶν

χερουβὶν πύρινα καὶ οὐρανὸς αὐτῶν ὕδωρ

12 καὶ πῦρ φλεγόμενον κύκλῳ τῶν τειχῶν καὶ θύραι πυρὶ καιόμεναι

13 εἰσῆλθον εἰς τὸν οἶκον ἐκεῖνον θερμὸν ὡς πῦρ καὶ ψυχρὸν ὡς χιών καὶ

πᾶσα τροφὴ ζωῆς οὐκ ἦν ἐν αὐτῷmiddot φόβος με ἐκάλυψεν καὶ τρόμος με

ἔλαβεν

14 καὶ ἤμην σειόμενος καὶ τρέμων καὶ ἔπεσον ἐθεώρουν ἐν τῇ ὁράσει

μου

15 καὶ ἰδοὺ ἄλλη θύρα ἀνεῳγμένη κατέναντί μου καὶ ὁ οἶκος μείζων

τούτου καὶ ὅλος οἰκοδομημένος ἐν γλώσσαις πυρός

16 καὶ ὅλος διαφέρων ἐν δόξῃ καὶ ἐν τιμῇ καὶ ἐν μεγαλωσύνῃ ὥστε μὴ

δύνασθαί με ἐξειπεῖν ὑμῖν περὶ τῆς δόξης καὶ περὶ τῆς μεγαλωσύνης

αὐτοῦ

17 τὸ ἔδαφος αὐτοῦ ἦν πυρός τὸ δὲ ἀνώτερον αὐτοῦ ἦσαν ἀστραπαὶ καὶ

διαδρομαὶ ἀστέρων καὶ ἡ στέγη αὐτοῦ ἦν πῦρ φλέγον

18 Ἐθεώρουν δὲ καὶ εἶδον θρόνον ὑψηλόν καὶ τὸ εἶδος αὐτοῦ ὡσεὶ

κρυστάλλινον καὶ τροχὸς ὡς ἡλίου λάμποντος καὶ ὄρος χερουβίν

19 καὶ ὑποκάτω τοῦ θρόνου ἐξεπορεύοντο ποταμοὶ πυρὸς φλεγόμενοι καὶ

οὐκ ἐδυνάσθην ἰδεῖν

20 καὶ ἡ δόξα ἡ μεγάλη ἐκάθητο ἐπrsquo αὐτῷmiddot τὸ περιβόλαιον αὐτοῦ ὡς εἶδος

ἡλίου λαμπρότερον καὶ λευκότερον πάσης χιόνος

21 καὶ οὐκ ἐδύνατο πᾶς ἄγγελος παρελθεῖν εἰς τὸν οἶκον τοῦτον καὶ ἰδεῖν

τὸ πρόσωπον αὐτοῦ διὰ τὸ ἔντιμον καὶ ἔνδοξον καὶ οὐκ ἐδύνατο πᾶσα

σὰρξ ἰδεῖν αὐτοῦ

22 τὸ πῦρ φλεγόμενον κύκλῳmiddot καὶ πῦρ μέγα παρειστήκει αὐτῷ καὶ οὐδεὶς

ἐγγίζει αὐτῷ κύκλῳ μυρίαι μυριάδες ἑστήκασιν ἐνώπιον αὐτοῦ καὶ πᾶς

λόγος αὐτοῦ ἔργον

23 καὶ οἱ ἅγιοι τῶν ἀγγέλων οἱ ἐγγίζοντες αὐτῷ οὐκ ἀποχωροῦσιν νυκτὸς

οὔτε ἀφίστανται αὐτοῦ

24 Κἀγὼ ἤμην ἕως τούτου ἐπὶ πρόσωπόν μου βεβλημένος καὶ τρέμων καὶ

ὁ κύριος τῷ στόματι αὐτοῦ ἐκάλεσέν με καὶ εἶπέν μοι Πρόσελθε ὧδε

Ἑνώχ καὶ τὸν λόγον μου ἄκουσον

25 καὶ προσελθών μοι εἷς τῶν ἁγίων ἤγειρέν με καὶ ἔστησέν με καὶ

προσήγαγέν με μέχρι τῆς θύραςmiddot ἐγὼ δὲ τὸ πρόσωπόν μου κάτω ἔκυφον

XV

1 Καὶ ἀποκριθεὶς εἶπέν μοι Ὁ ἄνθρωπος ὁ ἀληθινός ἄνθρωπος τῆς

ἀληθείας ὁ γραμματεύςmiddot καὶ τῆς φωνῆς αὐτοῦ ἤκουσαmiddot μὴ φοβηθῇς Ἑνώχ

ἄνθρωπος ἀληθινὸς καὶ γραμματεὺς τῆς ἀληθείαςmiddot πρόσελθε ὧδε καὶ τῆς

φωνῆς μου ἄκουσον

2 πορεύθητι καὶ εἶπε τοῖς πέμψασίν σε Ἐρωτῆσαι ὑμᾶς ἔδει περὶ τῶν

ἀνθρώπων καὶ μὴ τοὺς ἀνθρώπους περὶ ὑμῶν

3 διὰ τί ἀπελίπετε τὸν οὐρανὸν τὸν ὑψηλὸν τὸν ἅγιον τοῦ αἰῶνος καὶ

μετὰ τῶν γυναικῶν ἐκοιμήθητε καὶ μετὰ τῶν θυγατέρων τῶν ἀνθρώπων

ἐμιάνθητε καὶ ἐλάβετε ἑαυτοῖς γυναῖκας ὥσπερ υἱοὶ τῆς γῆς ἐποιήσατε

καὶ ἐγεννήσατε ἑαυτοῖς τέκνα υἱοὺς γίγαντας

22

4 καὶ ὑμεῖς ἦτε ἅγιοι καὶ πνεύματα ζῶντα αἰώνια ἐν τῷ αἵματι τῶν

γυναικῶν ἐμιάνθητε καὶ ἐν αἵματι σαρκὸς ἐγεννήσατε καὶ ἐν αἵματι

ἀνθρώπων ἐπεθυμήσατε καθὼς καὶ αὐτοὶ ποιοῦσιν σάρκα καὶ αἷμα

οἵτινες ἀποθνήσκουσιν καὶ ἀπόλλυνται

5 διὰ τοῦτο ἔδωκα αὐτοῖς θηλείας ἵνα σπερματίζουσιν εἰς αὐτὰς καὶ

τεκνώσουσιν ἐν αὐταῖς τέκνα οὕτως ἵνα μὴ ἐκλείπῃ αὐτοῖς πᾶν ἔργον ἐπὶ

τῆς γῆς

6 ὑμεῖς δὲ ὑπήρχετε πνεύματα ζῶντα αἰώνια καὶ οὐκ ἀποθνήσκοντα εἰς

πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

7 καὶ διὰ τοῦτο οὐκ ἐποίησα ἐν ὑμῖν θηλείαςmiddot τὰ πνεύματα τοῦ οὐρανοῦ ἐν

τῷ οὐρανῷ ἡ κατοίκησις αὐτῶν

8 καὶ νῦν οἱ γίγαντες οἱ γεννηθέντες ἀπὸ τῶν πνευμάτων καὶ σαρκὸς

πνεύματα ἰσχυρὰ ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐν τῇ γῇ ἡ κατοίκησις αὐτῶν ἔσται

9 πνεύματα πονηρὰ ἐξῆλθον ἀπὸ τοῦ σώματος αὐτῶν διότι ἀπὸ τῶν

ἀνωτέρων ἐγένοντο καὶ ἐκ τῶν ἁγίων ἐγρηγόρων ἡ ἀρχὴ τῆς κτίσεως

αὐτῶν καὶ ἀρχὴ θεμελίουmiddot πνεύματα πονηρὰ κληθήσεται

10 πνεύματα οὐρανοῦ ἐν τῷ οὐρανῷ ἡ κατοίκησις αὐτῶν ἔσται καὶ τὰ

πνεύματα ἐπὶ τῆς γῆς τὰ γεννηθέντα ἐπὶ τῆς γῆς ἡ κατοίκησις αὐτῶν

ἔσται

11 καὶ τὰ πνεύματα τῶν γιγάντων νεφέλας ἀδικοῦντα ἀφανίζοντα καὶ

ἐνπίπτοντα καὶ συνπαλαίοντα καὶ συνρίπτοντα ἐπὶ τῆς γῆς πνεύματα

σκληρὰ γιγάντων καὶ δρόμους ποιοῦντα καὶ μηδὲν ἐσθίοντα ἀλλrsquo

ἀσιτοῦντα καὶ διψῶντα καὶ προσκόπτοντα πνεύματα

12 καὶ ἐξαναστήσει ταῦτα εἰς τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν

γυναικῶν ὅτι ἐξεληλύθασιν ἀπrsquo αὐτῶν

XVI

1 ἀπὸ ἡμέρας σφαγῆς καὶ ἀπωλείας καὶ θανάτου ἀφrsquo ὧν τὰ πνεύματα

ἐκπορευόμενα ἐκ τῆς ψυχῆς τῆς σαρκὸς αὐτῶν ἔσται ἀφανίζοντα χωρὶς

κρίσεωςmiddot οὕτως ἀφανίσουσιν μέχρις ἡμέρας τελειώσεως τῆς κρίσεως τῆς

μεγάλης ἐν ᾗ ὁ αἰὼν ὁ μέγας τελεσθήσεται

2 καὶ νῦν ἐγρηγόροις τοῖς πέμψασίν σε ἐρωτῆσαι περὶ αὐτῶν οἵτινες ἐν

οὐρανῷ ἦσαν

3 Ὑμεῖς ἐν τῷ οὐρανῷ ἦτε καὶ πᾶν μυστήριον ὃ οὐκ ἀνεκαλύφθη ὑμῖν καὶ

μυστήριον τὸ ἐκ τοῦ θεοῦ γεγενημένον ἔγνωτε καὶ τοῦτο ἐμηνύσατε ταῖς

γυναιξὶν ἐν ταῖς σκληροκαρδίαις ὑμῶν καὶ ἐν τῷ μυστηρίῳ τούτῳ

πληθύνουσιν αἱ θήλειαι καὶ οἱ ἄνθρωποι τὰ κακὰ ἐπὶ τῆς γῆς

4 εἶπον οὖν αὐτοῖς Οὐκ ἔστιν εἰρήνη

XVII

1 Καὶ παραλαβόντες με εἴς τινα τόπον ἀπήγαγον ἐν ᾧ οἱ ὄντες ἐκεῖ

γίνονται ὡς πῦρ φλέγον καὶ ὅταν θέλωσιν φαίνονται ὡσεὶ ἄνθρωποι

2 Καὶ ἀπήγαγόν με εἰς ζοφώδη τόπον καὶ εἰς ὄρος οὗ ἡ κεφαλὴ ἀφικνεῖτο

εἰς τὸν οὐρανόν

3 καὶ εἶδον τόπον τῶν φωστήρων καὶ τοὺς θησαυροὺς τῶν ἀστέρων καὶ

τῶν βροντῶν καὶ εἰς τὰ ἀεροβαθῆ ὅπου τόξον πυρὸς καὶ τὰ βέλη καὶ τὰς

θήκας αὐτῶν καὶ τὰς ἀστραπὰς πάσας

4 Καὶ ἀπήγαγόν με μέχρι ὑδάτων καὶ μέχρι πυρὸς δύσεως ὅ ἐστιν καὶ

παρέχον πάσας τὰς δύσεις τοῦ ἡλίου

5 καὶ ἤλθομεν μέχρι ποταμοῦ πυρός ἐν ᾧ κατατρέχει τὸ πῦρ ὡς ὕδωρ καὶ

ῥέει εἰς θάλασσαν μεγάλην δύσεως

6 ἴδον τοὺς μεγάλους ποταμούς καὶ μέχρι τοῦ μεγάλου ποταμοῦ καὶ μέχρι

23

τοῦ μεγάλου σκότους κατήντησα καὶ ἀπῆλθον ὅπου πᾶσα σὰρξ οὐ

περιπατεῖ

7 ἴδον τοὺς ἀνέμους τῶν γνόφων τοὺς χειμερινοὺς καὶ τὴν ἔκχυσιν τῆς

ἀβύσσου πάντων ὑδάτων

8 ἴδον τὸ στόμα τῆς γῆς πάντων τῶν ποταμῶν καὶ τὸ στόμα τῆς ἀβύσσου

XVIII

1 ἴδον τοὺς θησαυροὺς τῶν ἀνέμων πάντων ἴδον ὅτι ἐν αὐτοῖς ἐκόσμησεν

πάσας τὰς κτίσεις καὶ τὸν θεμέλιον τῆς γῆς καὶ τὸν λίθον ἴδον τῆς γωνίας

τῆς γῆς

2 ἴδον τοὺς τέσσαρας ἀνέμους τὴν γῆν βαστάζοντας

3 καὶ τὸ στερέωμα τοῦ οὐρανοῦ καὶ αὐτοὶ ἱστᾶσιν μεταξὺ γῆς καὶ

οὐρανοῦ

4 ἴδον ἀνέμους τῶν οὐρανῶν στρέφοντας καὶ διανεύοντας τὸν τροχὸν τοῦ

ἡλίου καὶ πάντας τοὺς ἀστέρας

5 ἴδον τοὺς ἐπὶ τῆς γῆς ἀνέμους βαστάζοντας ἐν νεφέλῃ ἴδον πέρατα τῆς

γῆς τὸ στήριγμα τοῦ οὐρανοῦ ἐπάνω

6 Παρῆλθον καὶ ἴδον τόπον καιόμενον νυκτὸς καὶ ἡμέρας ὅπου τὰ ἑπτὰ

ὄρη ἀπὸ λίθων πολυτελῶν [τρία] εἰς ἀνατολὰς καὶ τρία εἰς νότον

βάλλοντα

7 καὶ τὰ μὲν πρὸς ἀνατολὰς ἀπὸ λίθου χρώματος τὸ δὲ ἦν ἀπὸ λίθου

μαργαρίτου καὶ τὸ ἀπὸ λίθου ταθέν τὸ δὲ κατὰ νότον ἀπὸ λίθου πυρροῦmiddot

8 τὸ δὲ μέσον αὐτῶν ἦν εἰς οὐρανόν ὥσπερ θρόνος θεοῦ ἀπὸ λίθου φουκά

καὶ ἡ κορυφὴ τοῦ θρόνου ἀπὸ λίθου σαφφείρουmiddot

9 καὶ πῦρ καιόμενον ἴδον κἀπέκεινα τῶν ὀρέων τούτων

10 τόπος ἐστὶν πέρας τῆς μεγάλης γῆςmiddot ἐκεῖ συντελεσθήσονται οἱ οὐρανοί

11 καὶ ἴδον χάσμα μέγα εἰς τοὺς στύλους τοῦ πυρὸς καταβαίνοντας καὶ

οὐκ ἦν μέτρον οὔτε εἰς βάθος οὔτε εἰς ὕψος

12 καὶ ἐπέκεινα τοῦ χάσματος τούτου ἴδον τόπον ὅπου οὐδὲ στερέωμα

οὐρανοῦ ἐπάνω οὔτε γῆ ᾖ τεθεμελιωμένη ὑποκάτω αὐτοῦ οὔτε ὕδωρ ἦν

ὑπὸ αὐτὸ οὔτε πετεινόν ἀλλὰ τόπος ἦν ἔρημος καὶ φοβερός

13 ἐκεῖ ἴδον ἑπτὰ ἀστέρας ὡς ὄρη μεγάλα καιόμενα περὶ ὧν

πυνθανομένῳ μοι

14 εἶπεν ὁ ἄγγελος Οὗτός ἐστιν ὁ τόπος τὸ τέλος τοῦ οὐρανοῦ καὶ γῆςmiddot

δεσμωτήριον τοῦτο ἐγένετο τοῖς ἄστροις καὶ ταῖς δυνάμεσιν τοῦ οὐρανοῦ

15 καὶ οἱ ἀστέρες οἱ κυλιόμενοι ἐν τῷ πυρί οὗτοί εἰσιν οἱ παραβάντες

πρόσταγμα κυρίου ἐν ἀρχῇ τῆς ἀνατολῆς αὐτῶν - ὅτι τόπος ἔξω τοῦ

οὐρανοῦ κενός ἐστιν - ὅτι οὐκ ἐξῆλθαν ἐν τοῖς καιροῖς αὐτῶν

16 καὶ ὀργίσθη αὐτοῖς καὶ ἔδησεν αὐτοὺς μέχρι καιροῦ τελειώσεως αὐτῶν

ἁμαρτίας laquoαὐτῶνraquo ἐνιαυτῶν μυρίων

XIX

1 Καὶ εἶπέν μοι Οὐριήλ Ἐνθάδε οἱ μιγέντες ἄγγελοι ταῖς γυναιξὶν

στήσονται καὶ τὰ πνεύματα αὐτῶν πολύμορφα γενόμενα λυμαίνεται τοὺς

ἀνθρώπους καὶ πλανήσει αὐτοὺς ἐπιθύειν τοῖς δαιμονίοις μέχρι τῆς

μεγάλης κρίσεως ἐν ᾗ κριθήσονται εἰς ἀποτελείωσιν

2 καὶ αἱ γυναῖκες αὐτῶν τῶν παραβάντων ἀγγέλων εἰς σειρῆνας

γενήσονται

3 κἀγὼ Ἑνὼχ ἴδον τὰ θεωρήματα μόνος τὰ πέρατα πάντων καὶ οὐ μὴ ἴδῃ

οὐδὲ εἷς ἀνθρώπων ὡς ἐγὼ ἴδον

XX

1 Ἄγγελοι τῶν δυνάμεων

24

2 Οὐριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ταρτάρου

3 Ῥαφαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων τῶν ἀνθρώπων

4 Ῥαγουήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐκδικῶν τὸν κόσμον τῶν

φωστήρων

5 Μιχαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν τοῦ λαοῦ ἀγαθῶν

τεταγμένος καὶ ἐπὶ τῷ χάῳ

6 Σαριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων οἵτινες ἐπὶ τῷ

πνεύματι ἁμαρτάνουσιν

7 Γαβριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τοῦ παραδείσου καὶ τῶν

δρακόντων καὶ χερουβείν ἀρχαγγέλων ὀνόματα ἑπτά

XXI

1 Καὶ ἐφώδευσα ἕως τῆς ἀκατασκευάστου

2 κἀκεῖ ἐθεασάμην ἔργον φοβερόνmiddot ἑώρακα οὔτε οὐρανὸν ἐπάνω οὔτε γῆν

τεθέαμαι τεθεμελιωμένην ἀλλὰ τόπον ἀκατασκεύαστον καὶ φοβερόν

3 καὶ ἐκεῖ τεθέαμαι ἑπτὰ τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ δεδεμένους καὶ

ἐρριμμένους ἐν αὐτῷ ὁμοίους ὄρεσιν μεγάλοις καὶ ἐν πυρὶ καιομένους

4 τότε εἶπον Διὰ ποίαν αἰτίαν ἐπεδέθησαν καὶ διὰ τί ὧδε ἐρίφησαν

5 τότε εἶπέν μοι Οὐριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν - καὶ

αὐτὸς ἡγεῖτο αὐτῶν - καὶ εἶπέν μοι Ἑνώχ περὶ τίνος ἐρωτᾷς ἢ περὶ τίνος

τὴν ἀλήθειαν φιλοσπευδεῖς

6 οὗτοί εἰσιν τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ οἱ παραβάντες τὴν ἐπιταγὴν τοῦ

κυρίου καὶ ἐδέθησαν ὧδε μέχρι τοῦ πληρῶσαι μύρια ἔτη τὸν χρόνον τῶν

ἁμαρτημάτων αὐτῶν

7 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον τούτου φοβερώτερον καὶ τεθέαμαι

ἔργα φοβερώτερα πῦρ μέγα ἐκεῖ καιόμενον καὶ φλεγόμενον καὶ διακοπὴν

εἶχεν ὁ τόπος ἕως τῆς ἀβύσσου πλήρης στύλων πυρὸς μεγάλου

καταφερομένωνmiddot οὔτε μέτρον οὔτε πλάτος ἠδυνήθην ἰδεῖν οὐδὲ εἰκάσαι

8 τότε εἶπον Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος καὶ ὡς δεινὸς τῇ ὁράσει

9 τότε ἀπεκρίθη μοι ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν καὶ εἶπέν

μοι Ἑνώχ διὰ τί ἐφοβήθης οὕτως καὶ ἐπτοήθης καὶ ἀπεκρίθην Περὶ

τούτου τοῦ φοβεροῦ καὶ περὶ τῆς προσόψεως τῆς δεινῆς

10 καὶ εἶπεν Οὗτος ὁ τόπος δεσμωτήριον ἀγγέλωνmiddot ὧδε συνσχεθήσονται

μέχρι αἰῶνος εἰς τὸν αἰῶνα

XXII

1 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον καὶ ἔδειξέν μοι πρὸς δυσμὰς ἄλλο

ὄρος μέγα καὶ ὑψηλόν πέτρας στερεάς

2 καὶ τέσσαρες τόποι ἐν αὐτῷ κοῖλοι βάθος ἔχοντες καὶ λίαν λεῖοι τρεῖς

αὐτῶν σκοτινοὶ καὶ εἷς φωτινός καὶ πηγὴ ὕδατος ἀνὰ μέσον αὐτοῦ καὶ

εἶπον Πῶς λεῖα τὰ κοιλώματα ταῦτα καὶ ὁλοβαθῆ καὶ σκοτινὰ τῇ ὁράσει

3 τότε ἀπεκρίθη Ῥαφαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν καὶ

εἶπέν μοι Οὗτοι οἱ τόποι οἱ κοῖλοι ἵνα ἐπισυνάγωνται εἰς αὐτοὺς τὰ

πνεύματα τῶν ψυχῶν τῶν νεκρῶν εἰς αὐτὸ τοῦτο ἐκρίθησαν ὥδε

ἐπισυνάγεσθαι πάσας τὰς ψυχὰς τῶν ἀνθρώπων

4 καὶ οὗτοι οἱ τόποι εἰς ἐπισύνσχεσιν αὐτῶν ἐποίησαν μέχρι τῆς ἡμέρας

τῆς κρίσεως αὐτῶν καὶ μέχρι τοῦ διορισμοῦ καὶ διορισμένου χρόνου ἐν ᾧ ἡ

κρίσις ἡ μεγάλη ἔσται ἐν αὐτοῖς

5 τεθέαμαι ἀνθρώπους νεκροὺς ἐντυγχάνοντας καὶ ἡ φωνὴ αὐτοῦ μέχρι

τοῦ οὐρανοῦ προέβαινεν καὶ ἐνετύγχανεν

6 καὶ ἠρώτησα Ῥαφαὴλ τὸν ἄγγελον ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν καὶ εἶπα αὐτῷ Τοῦτο

τὸ πνεῦμα τὸ ἐντυγχάνον τίνος ἐστίν διrsquo ὃ οὕτως ἡ φωνὴ αὐτοῦ προβαίνει

25

καὶ ἐντυγχάνει ἕως τοῦ οὐρανοῦ

7 καὶ ἀπεκρίθη μοι λέγων Τοῦτο τὸ πνεῦμά ἐστιν τὸ ἐξελθὸν ἀπὸ Ἄβελ ὃν

ἐφόνευσε Κάιν ὁ ἀδελφός καὶ Ἄβελ ἐντυγχάνει περὶ αὐτοῦ μέχρι τοῦ

ἀπολέσαι τὸ σπέρμα αὐτοῦ ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς καὶ ἀπὸ τοῦ

σπέρματος τῶν ἀνθρώπων ἀφανθῇ τὸ σπέρμα αὐτοῦ

8 Τότε ἠρώτησα περὶ τῶν κυκλωμάτων πάντων διὰ τί ἐχωρίσθησαν ἓν

ἀπὸ τοῦ ἑνός

9 καὶ ἀπεκρίθη μοι λέγων Οὗτοι οἱ τρεῖς ἐποιήθησαν χωρίζεσθαι τὰ

πνεύματα τῶν νεκρῶνmiddot καὶ οὕτως ἐχωρίσθη εἰς τὰ πνεύματα τῶν δικαίων

οὗ ἡ πηγὴ τοῦ ὕδατος ἐν αὐτῷ φωτινήmiddot

10 καὶ οὕτως ἐκτίσθη τῶν ἁμαρτωλῶν ὅταν ἀποθάνωσιν καὶ ταφῶσιν εἰς

τὴν γῆν καὶ κρίσις οὐκ ἐγενήθη ἐπrsquo αὐτῶν ἐν τῇ ζωῇ αὐτῶν

11 ὧδε χωρίζεται τὰ πνεύματα αὐτῶν εἰς τὴν μεγάλην βάσανον ταύτην

μέχρι τῆς μεγάλης ἡμέρας τῆς κρίσεως τῶν μαστίγων καὶ τῶν βασάνων

τῶν κατηραμένων μέχρι αἰῶνοςmiddot ἦν ἀνταπόδοσις τῶν πνευμάτωνmiddot ἐκεῖ

δήσει αὐτοὺς μέχρις αἰῶνος

12 καὶ οὕτως ἐχωρίσθη τοῖς πνεύμασιν τῶν ἐντυγχανόντων οἵτινες

ἐνφανίζουσιν περὶ τῆς ἀπωλείας ὅταν φονευθῶσιν ἐν ταῖς ἡμέραις τῶν

ἁμαρτωλῶν

13 καὶ οὕτως ἐκτίσθη τοῖς πνεύμασιν τῶν ἀνθρώπων ὅσοι οὐκ ἔσονται

ὅσιοι ἀλλὰ ἁμαρτωλοί καὶ μετὰ τῶν ἀνόμων ἔσονται μέτοχοι τὰ δὲ

πνεύματα ὅτι οἱ ἐνθάδε θλιβέντες ἔλαττον κολάζονται αὐτῶν οὐ

τιμωρηθήσονται ἐν ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως οὐδὲ μὴ μετεγερθῶσιν ἐντεῦθεν

14 Τότε ηὐλόγησα τὸν κύριον τῆς δόξης καὶ εἶπα Εὐλογητὸς εἶ Κύριε ὁ τῆς

δικαιοσύνης κυριεύων τοῦ αἰῶνος

XXIII

1 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον πρὸς δυσμὰς τῶν περάτων τῆς γῆς

2 καὶ ἐθεασάμην πῦρ διατρέχον καὶ οὐκ ἀναπαυόμενον οὐδὲ ἐλλεῖπον τοῦ

δρόμου ἡμέρας καὶ νυκτὸς ἅμα διαμένον

3 καὶ ἠρώτησα λέγων Τί ἐστιν τὸ μὴ ἔχον ἀνάπαυσιν

4 τότε ἀπεκρίθη μοι Ῥαγουήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν

Οὗτος ὁ δρόμος τοῦ πυρὸς τὸ πρὸς δυσμὰς πῦρ τὸ ἐκδιῶκόν ἐστιν πάντας

τοὺς φωστῆρας τοῦ οὐρανοῦ

XXIV

1 Καὶ ἔδειξέν μοι ὄρη πυρὸς καιόμενα νυκτός

2 καὶ ἐπέκεινα αὐτῶν ἐπορεύθην καὶ ἐθεασάμην ἑπτὰ ὄρη ἔνδοξα πάντα

ἑκάτερα τοῦ ἑκατέρου διαλλάσσοντα ὧν οἱ λίθοι ἔντιμοι τῇ καλλονῇ καὶ

πάντα ἔντιμα καὶ ἔνδοξα καὶ εὐειδῆ τρία ἐπrsquo ἀνατολὰς ἐστηριγμένα ἐν τῷ

ἑνί καὶ τρία ἐπὶ νότον ἐν τῷ ἑνὶ καὶ φάραγγες βαθεῖαι καὶ τραχεῖαι μία τῇ

μιᾷ οὐκ ἐγγίζουσαι

3 καὶ τῷ ὄρει ἕβδομον ὄρος ἀνὰ μέσον τούτων καὶ ὑπερεῖχεν τῷ ὕψει

ὅμοιον καθέδρᾳ θρόνου καὶ περιεκύκλου δένδρα αὐτῷ εὐειδῆ

4 καὶ ἦν ἐν αὐτοῖς δένδρον ὃ οὐδέποτε ὤσφρανμαι καὶ οὐδεὶς ἕτερος αὐτῷ

ηὐφράνθη καὶ οὐδὲν ἕτερον ὅμοιον αὐτῷmiddot ὀσμὴν εἶχεν εὐωδεστέραν

πάντων ἀρωμάτων καὶ τὰ φύλλα αὐτοῦ καὶ τὸ ἄνθος καὶ τὸ δένδρον οὐ

φθίνει εἰς τὸν αἰῶνα οἱ δὲ περὶ τὸν καρπὸν ὡσεὶ βότρυες φοινίκων

5 τότε εἶπον ὡς καλὸν τὸ δένδρον τοῦτό ἐστιν καὶ εὐῶδες καὶ ὡραῖα τὰ

φύλλα καὶ τὰ ἄνθη αὐτοῦ ὡραῖα τῇ ὁράσει

6 τότε ἀπεκρίθη μοι Μιχαήλ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν - καὶ

αὐτὸς αὐτῶν ἡγεῖτο ndash

26

XXV

1 καὶ εἶπέν μοι Ἑνώχ τί ἐρωτᾷς καὶ τί ἐθαύμασας ἐν τῇ ὀσμῇ τοῦ δένδρου

καὶ διὰ τί θέλεις τὴν ἀλήθειαν μαθεῖν

2 τότε ἀπεκρίθην αὐτῷ Περὶ πάντων εἰδέναι θέλω μάλιστα δὲ περὶ τοῦ

δένδρου τούτου σφόδρα

3 καὶ ἀπεκρίθη λέγων Τοῦτο τὸ ὄρος τὸ ὑψηλόν οὗ ἡ κορυφὴ ὁμοία

θρόνου θεοῦ καθέδρα ἐστὶν οὗ καθίζει ὁ μέγας κύριος ὁ ἅγιος τῆς δόξης ὁ

βασιλεὺς τοῦ αἰῶνος ὅταν καταβῇ ἐπισκέψασθαι τὴν γῆν ἐπrsquo ἀγαθῷ

4 καὶ τοῦτο τὸ δένδρον εὐωδίας καὶ οὐδεμία σὰρξ ἐξουσίαν ἔχει ἅψασθαι

αὐτοῦ μέχρι τῆς μεγάλης κρίσεως ἐν ᾗ ἐκδίκησις πάντων καὶ τελείωσις

μέχρις αἰῶνοςmiddot τότε δικαίοις καὶ ὁσίοις δοθήσεται

5 ὁ καρπὸς αὐτοῦ τοῖς ἐκλεκτοῖς εἰς ζωὴν εἰς βορρᾶν καὶ

μεταφυτευθήσεται ἐν τόπῳ ἁγίῳ παρὰ τὸν οἶκον τοῦ θεοῦ βασιλέως τοῦ

αἰῶνος

6 τότε εὐφρανθήσονται εὐφραινόμενοι καὶ χαρήσονται καὶ εἰς τὸ ἅγιον

εἰσελεύσονταιmiddot αἱ ὀσμαὶ αὐτοῦ ἐν τοῖς ὀστέοις αὐτῶν καὶ ζωὴν πλείονα

ζήσονται ἐπὶ γῆς ἣν ἔζησαν οἱ πατέρες σου καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτῶν καὶ

βάσανοι καὶ πληγαὶ καὶ μάστιγες οὐχ ἅψονται αὐτῶν

7 Τότε ηὐλόγησα τὸν θεὸν τῆς δόξης τὸν βασιλέα τοῦ αἰῶνος ὃς

ἡτοίμασεν ἀνθρώποις τὰ τοιαῦτα δικαίοις καὶ αὐτὰ ἔκτισεν καὶ εἶπεν

δοῦναι αὐτοῖς

XXVI

1 Καὶ ἐκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς τὸ μέσον τῆς γῆς καὶ ἴδον τόπον

ηὐλογημένον ἐν ᾧ δένδρα ἔχοντα παραφυάδας μενούσας καὶ βλαστούσας

τοῦ δένδρου ἐκκοπέντος

2 κἀκεῖ τεθέαμαι ὄρος ἅγιονmiddot ὑποκάτω τοῦ ὄρους ὕδωρ ἐξ ἀνατολῶν καὶ

τὴν δύσιν εἶχεν πρὸς νότον

3 καὶ ἴδον πρὸς ἀνατολὰς ἄλλο ὄρος ὑψηλότερον τούτου καὶ ἀνὰ μέσον

αὐτοῦ φάραγγα βαθεῖαν οὐκ ἔχουσαν πλάτος καὶ διrsquo αὐτῆς ὕδωρ

πορεύεται ὑποκάτω ὑπὸ τὸ ὄρος

4 καὶ πρὸς δυσμὰς τούτου ἄλλο ὄρος ταπεινότερον αὐτοῦ καὶ οὐκ ἔχον

ὕψος καὶ φάραγγα βαθεῖαν καὶ ξηρὰν ἀνὰ μέσον αὐτῶν καὶ ἄλλην

φάραγγα βαθεῖαν καὶ ξηρὰν ἐπrsquo ἄκρων τῶν τριῶν ὀρέων

5 καὶ πᾶσαι φάραγγές εἰσιν βαθεῖαι ἐκ πέτρας στερεᾶς καὶ δένδρον οὐκ

ἐφυτεύετο ἐπrsquo αὐτάς

6 καὶ ἐθαύμασα περὶ τῆς φάραγγος καὶ λίαν ἐθαύμασα

XXVII

1 καὶ εἶπον Διὰ τί ἡ γῆ αὕτη ἡ εὐλογημένη καὶ πᾶσα πλήρης δένδρων

αὐτὴ δὲ ἡ φάραγξ κεκατηραμένη ἐστίν

2 γῆ κατάρατος τοῖς κεκατηραμένοις ἐστὶν μέχρι αἰῶνος ὧδε

ἐπισυναχθήσονται πάντες οἱ κεκατηραμένοι οἵτινες ἐροῦσιν τῷ στόματι

αὐτῶν κατὰ Κυρίου φωνὴν ἀπρεπῆ καὶ περὶ τῆς δόξης αὐτοῦ σκληρὰ

λαλήσουσιν ὧδε ἐπισυναχθήσονται καὶ ὧδε ἔσται τὸ οἰκητήριον

3 ἐπrsquo ἐσχάτοις αἰῶσιν ἐν ταῖς ἡμέραις τῆς κρίσεως τῆς ἀληθινῆς ἐναντίον

τῶν δικαίων εἰς τὸν ἅπαντα χρόνον ὧδε εὐλογήσουσιν οἱ ἀσεβεῖς τὸν

κύριον τῆς δόξης τὸν βασιλέα τοῦ αἰῶνοςmiddot

4 ἐν ταῖς ἡμέραις τῆς κρίσεως αὐτῶν εὐλογήσουσιν ἐν ἐλέει ὡς ἐμέρισεν

αὐτοῖς

5 Τότε ηὐλόγησα τὸν κύριον τῆς δόξης καὶ τὴν δόξαν αὐτοῦ ἐδήλωσα καὶ

ὕμνησα μεγαλοπρεπῶς

27

XXVIII

1 Καὶ ἐκεῖθεν ἐπορεύθην εἰς τὸ μέσον Μανδοβαρά καὶ ἴδον αὐτὸ ἔρημονmiddot

καὶ αὐτὸ μόνον

2 πλήρης δένδρων καὶ ἀπὸ τῶν σπερμάτων ὕδωρ ἄνομβρον ἄνωθεν

φερόμενον

3 ὡς ὑδραγωγὸς δαψιλὴς ὡς πρὸς βορρᾶν ἐπὶ δυσμῶν πάντοθεν ἀνάγει

ὕδωρ καὶ δρόσον

XXIX

1 Ἔτι ἐκεῖθεν ἐπορεύθην εἰς ἄλλον τόπον ἐν τῷ Βαβδηρά καὶ πρὸς

ἀνατολὰς τοῦ ὄρους τούτου ᾠχόμην

2 καὶ ἴδον κρίσεως δένδρα πνέοντα ἀρωμάτων λιβάνων καὶ ζμύρνας καὶ

τὰ δένδρα αὐτῶν ὅμοια καρύαις

XXX

1 Καὶ ἐπέκεινα τούτων ᾠχόμην πρὸς ἀνατολὰς μακράν καὶ ἴδον τόπον

ἄλλον μέγαν φάραγγα ὕδατος

2 ἐν ᾧ καὶ δένδρα χρόα ἀρωμάτων ὁμοίων σχίνῳ

3 καὶ τὰ παρὰ τὰ χείλη τῶν φαράγγων τούτων ἴδον κιννάμωμον

ἀρωμάτωνmiddot καὶ ἐπέκεινα τούτων ᾠχόμην πρὸς ἀνατολάς

XXXI

1 καὶ ἴδον ἄλλα ὄρη καὶ ἐν αὐτοῖς ἄλση δένδρων καὶ ἐκπορευόμενον ἐξ

αὐτῶν νέκταρ τὸ καλούμενον σαρρὰν καὶ χαλβάνη

2 καὶ ἐπέκεινα τῶν ὀρέων τούτων ἴδον ἄλλο ὄρος πρὸς ἀνατολὰς τῶν

περάτων τῆς γῆς καὶ πάντα τὰ δένδρα πλήρη ἐξαυτῆς ἐν ὁμοιώματι

ἀμυγδάλων

3 ὅταν τριβῶσινmiddot διὸ εὐωδέστερον ὑπὲρ πάντων τῶν ἀρωμάτων

XXXII

1 εἰς βορρᾶν πρὸς ἀνατολὰς τεθέαμαι ἑπτὰ ὄρη πλήρη νάρδου χρηστοῦ

καὶ σχίνου καὶ κινναμώμου καὶ πιπέρεως

2 Καὶ ἐκεῖθεν ἐφώδευσα ἐπὶ τὰς ἀρχὰς πάντων τῶν ὀρέων τούτων

μακρὰν ἀπέχων πρὸς ἀνατολὰς τῆς γῆς καὶ διέβην ἐπάνω τῆς ἐρυθρᾶς

θαλάσσης καὶ ᾠχόμην ἐπrsquo ἄκρων καὶ ἀπὸ τούτου διέβην ἐπάνω τοῦ

Ζωτιήλ

3 καὶ ἦλθον πρὸς τὸν παράδεισον τῆς δικαιοσύνης καὶ ἴδον μακρόθεν τῶν

δένδρων τούτων δένδρα πλείονα καὶ μεγάλα δύο μὲν ἐκεῖ μεγάλα σφόδρα

καλὰ καὶ ἔνδοξα καὶ μεγαλοπρεπῆ καὶ τὸ δένδρον τῆς φρονήσεως οὗ

ἐσθίουσιν ἅγιοι τοῦ καρποῦ αὐτοῦ καὶ ἐπίστανται φρόνησιν μεγάλην

4 ὅμοιον τὸ δένδρον ἐκεῖνο στροβιλέᾳ τὸ ὕψος τὰ δὲ φύλλα αὐτοῦ κερατίᾳ

ὅμοια ὁ δὲ καρπὸς αὐτοῦ ὡσεὶ βότρυες ἀμπέλου ἱλαροὶ λίαν ἡ δὲ ὀσμὴ

αὐτοῦ διέτρεχεν πόρρω ἀπὸ τοῦ δένδρου

5 τότε εἶπον ὡς καλὸν τὸ δένδρον καὶ ὡς ἐπίχαρι τῇ ὁράσει

6 τότε ἀπεκρίθη Ῥαφαήλ ὁ ἅγιος ἄγγελος ὁ μετrsquo ἐμοῦ ὤν Τοῦτο τὸ

δένδρον φρονήσεως ἐξ οὗ ἔφαγεν ὁ πατήρ σου

LXXXIX

42 Καὶ οἱ κύνες ἤρξαντο κατεσθίειν τὰ πρόβατα καὶ οἱ ὕες καὶ οἱ ἀλώπεκες

κατήσθιον αὐτά μέχρι οὗ ἤγειρεν ὁ κύριος τῶν προβάτων κριὸν ἕνα ἐκ

τῶν προβάτων

43 καὶ ὁ κριὸς οὗτος ἤρξατο κερατίζειν καὶ ἐπιδιώκειν ἐν τοῖς κέρασιν καὶ

ἐνετίνασσεν εἰς τοὺς ἀλώπεκας καὶ μετrsquo αὐτοὺς εἰς τοὺς ὕαςmiddot καὶ

ἀπώλεσεν ὕας πολλούς καὶ μετrsquo αὐτοὺς [ἐλυμήνα]το τοὺς κύνας

44 καὶ τὰ πρόβατα ὧν οἱ ὀφθαλμοὶ ἠνοίγησαν ἐθεάσαντο τὸν κριὸν τὸν ἐν

28

τοῖς προβάτοις ἕως οὗ ἀφῆκεν τὴν ὁδὸν αὐτοῦ καὶ ἤρξατο πορεύεσθαι

ἀνοδίᾳ

45 καὶ ὁ κύριος τῶν προβάτων ἀπέστειλεν τὸν ἄρνα τοῦτον ἐπὶ ἄρνα

ἕτερον τοῦ στῆσαι αὐτὸν εἰς κριὸν ἐν ἀρχῇ τῶν προβάτων ἀντὶ τοῦ κριοῦ

τοῦ ἀφέντος τὴν ὁδὸν αὐτοῦ

46 καὶ ἐπορεύθη πρὸς αὐτὸν καὶ ἐλάλησεν αὐτῷ σιγῇ κατὰ μόνας καὶ

ἤγειρεν αὐτὸν εἰς κριὸν καὶ εἰς ἄρχοντα καὶ εἰς ἡγούμενον τῶν προβάτωνmiddot

καὶ οἱ κύνες ἐπὶ πᾶσιν τούτοις ἔθλιβον τὰ πρόβατα

47 [καὶ] ὁ κριὸς ὁ πρῶτος τὸν κριὸν τὸν δεύτερον ἐπεδίωκεν καὶ ἔφυγεν

ἀπὸ προσώπου αὐτοῦmiddot εἶτrsquo ἐθεώρουν τὸν κριὸν τὸν πρῶτον ἕως οὗ ἔπεσεν

ἔμπροσθεν τῶν κυνῶν

48 καὶ ὁ κριὸς ὁ δεύτερος ἀναπηδήσας ἀφηγήσατο τῶν προβάτων

49 καὶ τὰ πρόβατα ηὐξήθησαν καὶ ἐπληθύνθησανmiddot καὶ πάντες οἱ κύνες καὶ

οἱ ἀλώπεκες ἔφυγον ἀπrsquo αὐτοῦ καὶ ἐφοβοῦντο αὐτόν

XC

1

6 [καὶ ἀναγνωσθής]ονται [πάντες] οἱ λόγοι τῶν ἀνομιῶν ὑμῶν ἐν[ώπιον]

τοῦ μεγάλου ἁγίου κατὰ πρόσωπον ὑμῶνmiddot εἶτrsquo ἀναφελεῖ τὰ πάντα ἔργα τὰ

μετασχόντα ἐν τῇ ἀνομίᾳ

7 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἁμαρτωλοὶ [οἱ] ἐν μέσῳ τῆς θαλάσσης καὶ ἐπὶ τῆς ξηρᾶς

ὄντεςmiddot μνημόσυνον εἰς ὑμᾶς κακόν

8 οὐαὶ ὑμῖν οἱ κτώμενοι χρυσίον καὶ ἀργύριον οὐκ ἀπὸ δικαιοσύνης καὶ

ἐρεῖτε πλούτῳ πεπλουτήκαμεν καὶ τὰ ὑπάρχοντα ἐσχήκαμεν καὶ

κεκτήμεθα

9 καὶ πᾶν ὃ ἐὰν θελήσωμεν ποιήσωμεν ὅτι ἀργύριον τεθησαυρίκαμεν ἐν

τοῖς θησαυροῖς ἡμῶν καὶ ἀγαθὰ πολλὰ ἐν ταῖς οἰκίαις ἡμῶν

10 καὶ ὡς ὕδωρ ἐκχυθήσεται πεπλάνησθε ὅτι οὐ μὴ παραμείνῃ ὁ πλοῦτος

ὑμῶν ἀλλὰ ταχὺ [ἀναπτήσεται] ἀπὸ ὑμῶν ὅτι ἀδίκως πάντα κέκτησθεmiddot

καὶ ὑμεῖς εἰς κατάραν μεγάλην παραδοθήσεσθε

XCI

1 καὶ νῦν ὀμνύω ὑμῖν τοῖς φρονίμοις καὶ οὐχὶ τοῖς ἄφροσι ὅτι πολλὰς

ὄψεσθε ἐπὶ τῆς γῆς ἀνομίαςmiddot

2 ὅτι κάλλος περιθήσονται ἄνδρες ὡς γυναῖκες [καὶ] χρῶμα ὡραῖον ὑπὲρ

παρθένους ἐν βασιλείᾳ καὶ μεγαλωσύνῃ καὶ ἐν ἐξουσίᾳ ἔσονται δὲ

ἀργύριον καὶ χρυσίον [παρrsquo] αὐτοῖς εἰς βρώματα καὶ ἐν ταῖς οἰκίαις αὐτῶν

ὡς ὕδωρ ἐκχυθήσονται

3 [διὰ τὸ μ]ὴ ἐπιστήμην αὐτοὺς μηδὲ φρόνησιν μηδεμίαν [ἔχειν] οὕτω

ἀπολεῖσθε κοινῶς μετὰ πάντων [τῶν] ὑπαρχόντων ὑμῶν [καὶ τῆς] πάσης

δόξης καὶ τῆς τιμῆς [ὑμῶν καὶ] εἰς ἀτιμίαν καὶ ἐρήμωσιν [καὶ σφαγὴν]

μεγάλην τ[ὰ πνεύματα ὑμῶν εἰς τὴν κάμινον τοῦ πυρὸς ἐμβληθήσεται]

Four lines are lost

ἐπὶ τὴν [γῆν οὐκ ἀπεστάλη ἀλλrsquo αὐτὴν οἱ ἄνθρω]ποι ἀφrsquo ἑαυτῶν [ἔκτισαν

καὶ εἰς κατάραν] μεγάλην ἀφίξονται οἱ ποιοῦντες [αὐτήν]

5 καὶ δουλεία (στειρα pap) γυναικὶ οὐκ ἐδόθη ἀλλὰ διὰ τὰ ἔργα τῶν

χειρῶνmiddot ὅτι οὐχ ὡρίσθη δούλην εἶναι δούληνmiddot ἄνωθεν οὐκ ἐδόθη ἀλλὰ ἐκ

καταδυναστείας ἐγένετο ὁ[μοίως] οὐδὲ ἡ ἀνομία ἄνωθεν ἐδόθη ἀλλrsquo ἐκ

παραβάσεως ὁμοίως οὐδὲ στεῖρα γυνὴ ἐκτίσθη ἀλλrsquo ἐξ ἰδίων ἀδικημάτων

ἐπετιμήθη ἀτεκνίᾳ [καὶ] ἄτεκνος ἀποθανεῖται

6 ὀμνύω ὑμῖν ἁμαρτωλοὶ κατὰ τοῦ ἁγίου τοῦ μεγάλου ὅτι τὰ ἔργα ὑμῶν τὰ

πονηρὰ ἔσται ἀνακεκαλυμμένα ἐν τῷ οὐρανῷmiddot οὐκ ἔσται ὑμῖν ἔργον

29

ἀποκεκρυμμένον ἄδικον

7 μὴ ὑπολάβητε τῇ ψυχῇ ὑμῶν μηδὲ ὑπολάβητε τῇ καρδίᾳ ὑμῶν ὅτι οὐ

γινώσκουσιν οὐδὲ βλέπουσιν οὐδὲ τὰ ἀδικήματα ὑμῶν θεωρεῖται οὐδὲ

ἀπογράφεται αὐτὰ ἐνώπιον τοῦ ὑψίστου ἀπὸ τοῦ [νῦν] ἐπιγνῶτε ὅτι

πάντα τὰ ἀδικήματα ὑμῶν ἀπογράφονται ἡμέραν ἐξ [ἡμέρας] μέχρι τῆς

κρίσεως ὑμῶν

9 οὐαὶ ὑμῖν ἄφρονες ὅτι ἀπολεῖσθε διὰ τὴν ἀφροσύνην ὑμῶν καὶ τῶν

[φρονίμων] οὐ μὴ ἀκούσητε καὶ τὰ ἀγαθὰ οὐκ ἀπαντήσει ὑμῖν τὰ δὲ κακὰ

[περιέξει] ὑμᾶς

10 καὶ νῦν γινώσκετε ὅτ[ι ἡτοίμασται] ὑμῖν εἰς ἡμέραν ἀπωλείας [μὴ

ἐλπίζε]τε σωθῆναι ἁμαρτωλοίmiddot ἀπ[ελθόντες] ἀποθάνετε γινώσκοντε[ς ὅτι

ἡτοίμας]ται εἰς ἡμέραν κρίσεως μ[εγάλης καὶ στε]νοχωρίας μείζονος τ[οῖς

πνεύμασιν ὑμῶν]

11 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ σκληροτράχηλοι τῇ καρδίᾳ ποιοῦντες τὸ κα[κὸν καὶ

ἔσθοντες αἷμα πόθ]εν ὑμῖν ἔσο[νται ἀγαθὰ ἵνα φάγητε ] Four lines are

lost

12 [ἔργα τῆ]ς ἀδικίαςmiddot διότι ἐλπίδας κα[λὰς ἔχετε ὑμῖ]ν νῦν γνωστὸν ὑμῖν

ἔστω ὅτι εἰς [χεῖρας τ]ῶν δικαίων παραδοθήσεσθε καὶ ἀποκτενοῦσιν ὑμᾶς

καὶ οὐ μὴ φείσονται ὑμῶν

13 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἐπιχαίροντες τοῖς κακοῖς τῶν δικαίωνmiddot τάφος ὑμῶν οὐ μὴ

ὀρυγῇ

14 οὐαὶ ὑμῖν οἱ βουλόμενοι ἀκυρῶσαι τοὺς λόγους τῶν δικαίωνmiddot οὐ μὴ

γένηται ὑμῖν ἐλπὶς σωτηρίας

15 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ γράφοντες λόγους ψευδεῖς καὶ λόγους πλανήσεωςmiddot αὐτοὶ

γράφουσιν καὶ πολλοὺς ἀποπλανήσουσιν τοῖς ψεύδεσιν αὐτῶνmiddot

16 πλανᾶσθε ὑμεῖς αὐτοὶ καὶ οὐκ ἔστιν ὑμῖν χαίρειν ἀλλὰ ταχέως

ἀπολεῖσθε

XCII

1 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ ποιοῦντες πλανήματα καὶ τοῖς ἔργοις τοῖς ψευδέσιν

λαμβάνοντες τιμὴν καὶ δόξανmiddot ἀπολώλατε οὐκ ἔστιν ὑμῖν σωτηρία εἰς

ἀγαθόν

2 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἐξαλλοιοῦντες τοὺς λόγους τοὺς ἀληθινούς καὶ

διαστρέφοντες τὴν αἰώνιον διαθήκην καὶ λογιζόμενοι ἑαυτοὺς

ἀναμαρτήτουςmiddot ἐν τῇ γῇ καταποθήσονται

3 τότε ἑτοιμάζεσθε οἱ δίκαιοι καὶ προέχεσθε τὰς ἐντεύξεις ὑμῶν εἰς

μνημόσυνον δίδοτε αὐτὰς ἐν διαμαρτυρίᾳ ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων ὅπως

εἰσαγάγωσιν τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἀδίκων ἐνώπιον τοῦ ὑψίστου θεοῦ εἰς

μνημόσυνονmiddot

4 καὶ τότε συν[ταραχ]θήσονται ἐν [ἡμέρ]ᾳ ἀπωλείας τῆς ἀδικίας

5ndash6 ἐν αὐτῷ [τῷ και]ρῷ ἐκείνῳ αἱ τίκτουσαι ἐκβαλοῦσιν καὶ ἐκσπάσουσιν

καὶ ἐγκαταλείψουσιν [τὸ νήπιο]ν βρέφος καὶ αἱ ἐν γαστρὶ ἔχου[σαι

ἐκτρώσο]υσιν καὶ αἱ θηλάζουσαι ῥίψ[ουσιν τὰ τέκ]να αὐτῶν καὶ οὐ μὴ

ἐπι[στρέψου]σιν ἐπὶ τὰ νήπια αὐτῶν οὐ[δὲ ἐπὶ τὰ θηλά]ζοντα οὐδὲ μὴ

φείσονται

7 [καὶ] οἱ γλύφοντες εἰκόνα[ς ἀργυ]ρᾶς καὶ χρυσᾶς ξυλίνας τε [καὶ

λιθίνας] καὶ ὀστρακίνας καὶ λατρεύ[οντες φαν]τάσμασιν καὶ δαιμονίοι[ς

καὶ βδελύγ]μασιν καὶ πνεύμασιν πονη[ροῖς καὶ] πάσαις ταῖς πλάναις οὐ

κατrsquo ἐπι[στήμην] καὶ πᾶν βοήθημα οὐ μὴ εὕρητε [ἀπrsquo] αὐτῶν

8ndash9 καὶ πλανηθήσονται ἐν ἀφροσύνῃ τῆς καρδίας αὐτῶν καὶ τὰ ὁράματα

τῶν ἐνυπνίων καταπλανήσουσιν ὑμᾶς ὑμεῖς καὶ τὰ ἔργα ὑμῶν τὰ ψευδῆ ἃ

30

ἐποιήσατε καὶ ἐλαεργ[ήσατε] καὶ ἐπὶ μιᾶς ἀπολεῖσθε

10ndash12 καὶ τότε μακάριοι πάντες οἱ ἀκούσαντες φρονίμων λόγους καὶ

μαθήσονται αὐτούς ποιῆσαι τὰς ἐντολὰς τοῦ ὑψίστου καὶ πορεύσονται ἐν

ὁδοῖς δικαιοσύνης αὐτοῦ καὶ οὐ μὴ πλανήσουσιν μετὰ τῶν πλανώντων καὶ

σωθήσονται

13 οὐαὶ οἱ οἰκοδομοῦντες τὰς οἰκοδομὰς αὐτῶν οὐκ ἐκ κόπων ἰδίων καὶ ἐκ

λίθων καὶ ἐκ πλίνθων πᾶσαν οἰκοδομὴν ποιεῖτε οἷς οὐκ ἔστιν ὑμῖν χά[ρις]

14 οὐαὶ οἱ ἐξουθενοῦντες τὴν θεμελίωσιν καὶ τὴν κληρονομίαν τῶν

πατέρων αὐτῶν τὴν ἀπrsquo αἰῶνος [ὅτι] διώξεται ὑμᾶς πνεῦμα πλανήσεωςmiddot

οὐκ ἔστιν ὑμῖν ἀναπαῦσαι

15 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ποιοῦντες τὴν ἀ[νομίαν] καὶ ἐπιβοηθοῦντες τῇ ἀδι[κίᾳ

φονεύ]οντες τὸν πλησίον αὐτῶ[ν ἕως τῆς] ἡμέρας τῆς κρίσεως τῆς

[μεγάληςmiddot

16 ]ὅτι τότε ἐκτρίψει τὴν δόξ[αν ὑμῶν] καὶ ἐπεγερεῖ τὸν θυμὸν [αὐτοῦ

καθrsquo] ὑμῶν ἀπολεῖ πάντας ὑ[μᾶς ἐν ῥομ]φαίᾳ καὶ πάντες οἱ δί[καιοι

μνημο]νήσουσιν τὰς ἀδικίας [ὑμῶν]

XCIII

1ndash2 καὶ τότε ἐν ἑνὶ τόπῳ [ῥέῃ τὰ α]ἵμα[τα αὐτῶν καὶ ἄνθρωπο]ς οὐκ

[ἀφέξ]ει τὴν [χεῖρα αὐτοῦ ἀπ]ὸ τοῦ υἱοῦ αὐ[τοῦ οὔτrsquo ἀ]πὸ τοῦ ἀγαπητοῦ

αὐτοῦ ἀποκτεῖναι αὐτόν καὶ ὁ ἁμαρτωλὸς ἀπὸ τοῦ ἐντίμου οὔτε ἀπὸ τοῦ

ἀδελφοῦ αὐτοῦmiddot ἐξ ὄρθρων μέχρις οὗ δῦναι τὸν ἥλιον φονευθήσονται ἐπὶ

τὸ αὐτό

3 καὶ διαπορεύσεται ἵππος ἕως τοῦ στήθους αὐτοῦ διὰ τοῦ αἵματος τῶν

ἁμαρτωλῶν καὶ τὸ ἅρμα μέχρι ἀξόνων καταβήσεται

4 καὶ καταβήσονται ἄγγελοι καταδύνοντες εἰς τὰ ἀπόκρυφα ἐν ἡμέρᾳ

ἐκείνῃmiddot οἵτινες ἐβοήθουν τῇ ἀδικίᾳ καὶ συστραφήσονται εἰς ἕνα τόπον καὶ ὁ

ὕψιστος ἐγερθήσεται ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως ποιῆσαι ἐκ πάντων κρίσιν

μεγάλην

5 καὶ τάξει φυλακὴν ἐπὶ πάντας τοὺς δικαίους καὶ ἁγίους τῶν ἁγίων

ἀγγέλων καὶ τηρηθήσονται ὡς κόριον ὀφθαλμοῦ ἕως οὗ ἐκλείπῃ τὰ κακὰ

καὶ ἁμαρτία καὶ ἀπrsquo ἐκείνου ὑπνώσουσιν εὐσεβεῖς ὕπνον ἡδύν καὶ οὐκ

ἔσται οὐκέτι ὁ ἐκφοβῶν αὐτούς

6 τότε ὄψονται οἱ φρόνιμοι τῶν ἀνθρώπων καὶ κατανοήσουσιν οἱ υἱοὶ τῆς

γῆς ἐπὶ τοὺς λόγους τούτους τῆς ἐπιστολῆς ταύτης καὶ γνώσονται ὅτι οὐ

δύναται ὁ πλοῦτος αὐτῶν διασῶσαι αὐτοὺς ἐν τῇ πτώσει τῆς ἀδικίας

7 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἄδικοι ὅταν ἐκθλίβητε τοὺς δικαίους ἐν ἡμέρᾳ ἀνάγκης

στερεᾶς καὶ φυλάξητε αὐτοὺς ἐν πυρί ὅτι κομιεῖσθε κατὰ τὰ ἔργα ὑμῶν

8 οὐαὶ ὑμῖν σκληροκάρδιοι ἀγρυπνοῦντες νοῆσαι τὸ κακόνmiddot περιέχει ὑμᾶς

φόβος καὶ οὐκ ἔστιν ὁ ἀντιλαμβανόμενος ὑμῶν

9 οὐαὶ ὑμῖν πᾶσιν τοῖς ἁμαρτωλοῖς ἐπὶ τοῖς ἔργοις τοῦ στόματος ὑμῶν

οὐαὶ ὑμῖν πᾶσιν τοῖς ἁμαρτωλοῖς ἐπὶ τοῖς λόγοις τοῦ στόματος ὑμῶν καὶ

ἐπὶ τοῖς [ἔργοις] τῶν χειρῶν ὑμῶν ὅτι ἀπὸ τῶν ἁγίων ἔργων

ἀπεπλα[νήθητε]

11 πᾶσα νεφέλη καὶ ὀμίχλη καὶ δρόσος καὶ ὄμβρος ἐπὶ ταῖς ἁμαρτίαις

ὑμῶν

12 δίδοτε οὖν ὄμβρῳ δῶρα ἵνα μὴ [κωλυθῇ κα]ταβῆναι ὑμῖν καὶ δρόσῳ

κα[ὶ νεφέλῃ] καὶ ὀμίχλῃmiddot χρυσίον διαγράψα[τε ἵνα κα]ταβῶσινmiddot

13 ὅτι ἐὰν ἐπιρρίψῃ ἐφrsquo ὑμ[ᾶς χι]ὼν καὶ πάχνη καὶ ψῦχος αὐτῆς καὶ οἱ

ἄνεμοι καὶ ὁ παγετὸς αὐτῶν καὶ πᾶσαι αἱ μάστιγες αὐτῶν οὐ δύνασθε

ὑποστῆναι ἔμπροσθεν ψύχους καὶ τῶν μαστίγων αὐτῶν

31

XCIV

1 κατανοήσατε τοίνουν υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων τὰ ἔργα τοῦ ὑψίστου καὶ

φοβήθητε τοῦ ποιῆσαι τὸ πονηρὸν ἐναντίον αὐτοῦ

2 ἐὰν ἀποκλείσῃ τὰς θυρίδας τοῦ οὐρανοῦ καὶ κωλύσῃ τὴν δρόσον καὶ τὸν

ὄμβρον καταβῆναι εἵνεκα ὑμῶν τί ποιήσετε

3 ἐὰν ἀποστείληται τὸν θυμὸν αὐτοῦ ἐφrsquo ὑμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ ἔργα ὑμῶν οὐχὶ

ἔσεσθε δεόμενοι αὐτοῦ διὰ τί ὑμεῖς λαλεῖτε τῷ στόματι ὑμῶν μεγάλα καὶ

σκληρὰ ἐπὶ τῇ μεγαλωσύνῃ αὐ[τοῦ

4 ὁρᾶ]τε τοὺς ναυκλήρους τοὺς πλωιζομένους τὴν θάλασσαν ὑπὸ τοῦ

κ[λύδω]νος καὶ χειμῶνος σεσαλευμένα τὰ πλοῖα αὐτῶν

5 καὶ χειμαζόμενοι πάντες φοβοῦνται ἔξω δὲ τὰ [ἀγαθὰ πάντα] καὶ τὰ

ὑπάρχοντα αὐτῶν ἐκβάλλουσιν εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ὑποπτεύουσιν ἐν τῇ

καρδίᾳ αὐτῶν ὅτι ἡ [θάλασσα κα]ταπίεται αὐτοὺς καὶ ἐν αὐτ[ῇ

ἀπολοῦν]ται

6 οὐχὶ πᾶσα ἡ θάλασσα καὶ [πάντα τὰ] ὕδατα αὐτῆς ἔργον τοῦ ὑψ[ίστου

ἐστί] καὶ αὐτὸς συνεστήσατο τὰ π[έρατα αὐ]τῶν καὶ συνέδησεν αὐτ[ήν

καὶ περι]έφραξεν αὐτὴν ἄμμῳ

7 [καὶ ἀπὸ τῆς] ἐμβριμήσεως αὐτοῦ φ[οβοῦνται καὶ ξη]ραίνονται καὶ οἱ

ἰχθύες

8 [ γῆν] καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτοῖς καὶ τίς ἔδωκεν ἐπιστήμην πᾶσιν τοῖς

κινουμένοις ἐν τῇ θαλάσσῃ οἱ ναύκληροι τὴν θάλασσαν φοβοῦνται

XCV

1 καὶ ὅταν ἐκβάλῃ ἐφrsquo ὑμᾶς τὸν κλύδωνα τοῦ πυρὸς τῆς καύσεως ὑμῶν

ποῦ ἀποδράντες σωθήσεσθε καὶ ὅταν δῷ ἐφrsquo ὑμᾶς φωνὴν αὐτοῦ

2 ἔσεσθε συνσειόμενοι καὶ φοβούμενοι ἤχῳ μεγάλῳ laquoκαὶraquo τὴν γῆν

σύμπασαν σειομένην καὶ τρέμουσαν καὶ συνταρασσομένην

3 καὶ οἱ ἄγγελοι συντελοῦντες τὸ συνταχθὲν αὐτοῖς καὶ ὁ οὐρανὸς καὶ οἱ

φωστῆρες σειόμενοι καὶ τρέμοντεςmiddot ἅπαντες οἱ υἱοὶ τῆς γῆς καὶ ὑμεῖς

ἁμαρτωλοὶ ἐπικατάρατοι εἰς τὸν αἰῶναmiddot οὐκ ἔστιν ὑμῖν χαίρειν

4 θαρσεῖτε ψυχαὶ τῶν δικαίων τῶν ἀποθανόντων τῶν δικαίων καὶ τῶν

εὐσεβῶν

5 καὶ μὴ λυπεῖσθε ὅτι κατέβησαν αἱ ψυχαὶ ὑμῶν εἰς ᾅδου μετὰ λύπης καὶ

οὐκ ἀπηντήθη τῷ σώματι τῆς σαρκὸς ὑμῶν ἐν τῇ ζωῇ ὑμῶν κατὰ τὴν

ὁσιότητα ὑμῶν ἐπεὶ αἱ ἡμέραι ἃς ἦτε ἡμέραι ἦσαν ἁμαρτωλῶν καὶ

καταράτων ἐπὶ τῆς γῆς

6 ὅταν ἀποθάνητε τότε ἐροῦσιν οἱ ἁμαρτωλοὶ ὅτι εὐσεβεῖς κατὰ τὴν

εἱμαρμένην ἀπεθάνοσαν καὶ τί αὐτοῖς περιεγένετο ἐπὶ τοῖς ἔργοις αὐτῶν

7 καὶ αὐτοὶ ὁμοίως ἡμῖν ἀπεθάνοσαν ἴδετε οὖν ὡς ἀποθνήσκουσιν μετὰ

λύπης καὶ σκότους καὶ τί αὐτοῖς ἐγένετο περισσόν

8 ἀπὸ τοῦ νῦν ἀναστήτωσαν καὶ σωθήτωσαν καὶ ὄψονται εἰς τὸν αἰῶνα

ἡμᾶς φαγεῖν καὶ πεῖν

9 τοιγαροῦν ἁρπάσαι καὶ ἁμαρτάνειν καὶ λωποδυτεῖν καὶ ἐγκτᾶσθαι καὶ

[ἰδεῖν] ἡμέρας ἀγαθάς

10 ἴδετε οὖν οἱ δικαιοῦντες [ἑαυτ]ούς ὁποία ἐγένετο αὐτῶν ἡ καταστροφή

ὅτι πᾶσα δικαιοσύνη οὐχ εὑρέθη ἐν αὐτοῖς ἕως ἀπέθανον καὶ ἀπώλοντο

11 καὶ ἐγένοντο ὡς οὐκ ὄντες καὶ κατέβησαν αἱ ψυχαὶ αὐτῶν μετrsquo ὀδύνης

εἰς ᾅδου

XCVI

1 ἐγὼ ὀμνύω ὑμῖν Three lines are lost

2 ἐπίσταμαι τὸ μυστήριον τοῦτοmiddot ἀν[έγνων] γὰρ τὰς πλάκας τοῦ οὐρανοῦ

32

καὶ εἶδον τὴν γραφὴν ἀναγκαίανmiddot ἔγνων τὰ γ[εγραμμέ]να ἐν αὐταῖς καὶ

ἐγκεκολαμμέν[α περὶ] ὑμῶν

3 ὅτι ἀγαθὰ καὶ ἡ χαρὰ καὶ ἡ τ[ιμὴ] ἡτοίμασται καὶ ἐγγέγραπται ταῖς

ψ[υχαῖς] τῶν ἀποθανόντων εὐσεβῶνmiddot

4 καὶ χαιρήσονται καὶ οὐ μὴ ἀπόλωνται τὰ πνεύματα αὐτῶν οὐδὲ τὸ

μνημόσυνον ἀπὸ προσώπου τοῦ μεγάλου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν

αἰώνων μὴ οὖν φοβεῖσθε τοὺς ὀνειδισμοὺς αὐτῶν

5 καὶ ὑμεῖς οἱ νεκροὶ τῶν ἁμαρτωλῶν ὅταν ἀποθάνητε ἐροῦσιν ἐφrsquo ὑμῖν

μακάριοι ἁμαρτωλοὶ πάσας τὰς ἡμέρας αὐτῶν ὅσας εἴδοσαν ἐν τῇ ζωῇ

αὐτῶν καὶ ἐνδόξως

6 ἀπεθάνοσαν καὶ κρίσις οὐκ ἐγενήθη ἐν τῇ ζωῇ αὐτῶν

7 αὐτοὶ ὑμεῖς γινώσκετε ὅτι εἰς ᾅδου κατάξουσιν τὰς ψυχὰς ὑμῶν

8 καὶ ἐκεῖ ἔσονται ἐν ἀνάγκῃ μεγάλῃ καὶ ἐν σκότει καὶ ἐν παγίδι καὶ ἐν

φλογὶ καιομένῃ καὶ εἰς κρίσιν μεγάλην εἰσελεύσονται αἱ ψυχαὶ ὑμῶν ἐν

πάσαις ταῖς γενεαῖς τοῦ αἰῶνος οὐαὶ ὑμῖν οὐκ ἔστιν ὑμῖν χαίρειν

9 μὴ γὰρ εἴπητε οἱ δίκαιοι ὅσιοι ὄντες ἐν τῇ ζωῇ τῶν ἡμερῶν τῆς θλίψεως

κόπους ἐκοπιάσαμεν καὶ ἀνηλώμεθα καὶ ὀλίγοι ἐγενήθημεν καὶ

ἀντιλήμπτορα οὐχ εὑρήκαμενmiddot

10 συντετριμμένοι καὶ ἀπολώλαμεν καὶ ἀπηλπίσμεθα καὶ μηκέτι εἰδέναι

σωτηρίαν ἡμέραν ἐξ ἡμέρας

11 ἠλπίσαμεν γενέσθαι κεφαλή ἐγενήθημεν κέρ[κοςmiddot ἐκο]πιάσαμεν

ἐργαζόμενοι καὶ τῶν ὀψωνίων οὐ κεκυριεύκαμεν ἐγενήθημεν κατάβρωμα

ἁμαρτωλῶν [οἱ ἄνο]μοι ἐβάρυναν ἐφrsquo ἡμᾶς τὸν ζυγόν

12 οἳ κυριεύουσιν οἱ ἐχθροὶ ἡμῶν ἐγκεντρίζουσιν ἡμᾶς καὶ περικλείουσιν

ἡμᾶςmiddot ἐζητήσαμεν πο[ῦ φύγωμεν] ἀπrsquo αὐτῶν ὅπως ἀναψύχ[ωμεν] three

lines are lost

14 ἐκράξαμεν ἐπὶ τοὺς καταβάλλοντας καὶ βιαζομένους ἡμᾶς καὶ τὰς

ἐντεύξεις ἡμῶν οὐκ ἀπεδέξαντο οὐδὲ ἐβούλοντο ἐπακοῦσαι τῆς φωνῆς

ἡμῶν

15 καὶ οὐκ ἀντελαμβάνοντο ἡμῶν οὐχ εὑρόντες κατὰ τῶν βιαζομένων καὶ

κατεσθόντων ἡμᾶς ἀλλὰ στερεοῦσιν αὐτοὺς ἐφrsquo ἡμᾶςmiddot ἀπέκτειναν ἡμᾶς

καὶ εἰς ὀλίγους ἤγαγον καὶ οὐχ ὑποδεικνύουσιν περὶ τῶν πεφονευμένων

ἡμῶν καὶ οὐκ ἀναμιμνήσκουσιν περὶ τῶν ἁμαρτωλῶν αὐτῶν τὰς

ἁμαρτίας αὐτῶν

XCVII

1 ὀμνύω ὑμῖν ὅτι οἱ ἄγγελοι ἐν τῷ οὐρανῷ ἀναμιμνήσκουσιν [ὑμῶν] εἰς

ἀγαθὸν ἐνώπιον τῆς δόξης τοῦ μεγάλου

2 θαρσεῖτε δὴ ὅτι ἐπαλαιώθητε ἐν τοῖς κακοῖς καὶ ἐν ταῖς θλίψεσινmiddot ὡσεὶ

φωστῆρες τοῦ οὐρανοῦ ἀναλάμψετε καὶ φανεῖτε αἱ θυρίδες τοῦ οὐρανοῦ

ἀνοιχθήσονται ὑμῖν

3ndash4 καὶ ἡ κραυγὴ ὑμῶν ἀκουσθήσεται καὶ ἡ κρίσις ὑμῶν ἣν κράζετε καὶ

φανεῖται ἐφrsquo ὅσα συλλαβήσεται ὑμῖν περὶ τῆς θλίψεως ὑμῶν καὶ ἐκ

πάντων ὅστις μετέσχεν τῶν βιαζομένων καὶ κατεσθόντων ὑμᾶς

5 [μὴ φοβεῖσθε] τὰ κακὰ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως τῆς μεγάλης καὶ οὐ μὴ

εὑρεθῆτε ὡς οἱ ἁμαρτωλοί [ἀλλrsquo ὑμεῖς οἱ ἁμαρτωλοὶ] σκυλήσεσθε καὶ

κρίσις αἰώνιος ἐξ ὑμῶν ἔσται εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν αἰώνων

6 μὴ φοβεῖσθε οἱ δίκαιοι ὅταν ἴδητε τοὺς ἁμαρτωλοὺς κατισχύοντας καὶ

εὐοδουμένους καὶ μὴ μέτοχοι αὐτῶν γίνεσθε ἀλλὰ μακρὰν ἀπέχεσθε ἀπὸ

πάντων τῶν ἀδικημάτων αὐτῶν

7 μὴ γὰρ εἴπητε οἱ ἁμαρτωλοὶ [ὅτι] οὐ μὴ ἐκζητηθῶσιν αἱ ἁμαρτίαι ὑμῶν

33

[ἐξ] ἡμερῶν

8 καὶ νῦν ἀποδεικνύω ὑμῖν ὅτι φῶς καὶ σκότος ἡμέρα καὶ νὺξ

ἐποπτεύουσιν τὰς ἁμαρτίας ὑμῶν πάσας

9 μὴ πλανᾶσθε τῇ καρδίᾳ ὑμῶν μηδὲ ψεύδεσθε μηδὲ ἐξαλλοιώσητε τοὺς

λόγους τῆς ἀληθείας μηδὲ καταψεύδεσθε τῶν [λόγων τοῦ] ἁγίου καὶ μὴ

δότε ἔπαινον ταῖς [εἰκόσιν ὑ]μῶνmiddot οὐ γὰρ εἰς δικαίωμα εἰσάγ[ουσιν πάντα

τὰ ψεύδ]η καὶ πᾶσα [ἡ πλάνη] Two lines are lost

10 τῆς ἀληθείας ἐξαλλοιοῦσιν καὶ ἀντιγράφουσιν οἱ ἁμαρτωλοὶ καὶ

ἀλλάσσουσιν τοὺς πολλούς καὶ ψεύδονται καὶ πλάσσουσιν πλάσματα

μεγάλα καὶ τὰς γραφὰς ἀναγράφουσιν ἐπὶ τοῖς ὀνόμασιν αὐτῶνmiddot

11 καὶ ὄφελον πάντας τοὺς λόγους μου γράφωσιν ἐπrsquo ἀληθείας ἐπὶ τὰ

ὀνόματα αὐτῶν καὶ μήτε ἀφέλωσιν μήτε ἀλλοιώσωσιν τῶν λόγων τούτων

ἀλλὰ πάντα ἐπrsquo ἀληθείας γράφωσιν ἃ ἐγὼ διαμαρτυροῦμαι αὐτοῖς

12 καὶ πάλιν ἐγὼ γινώσκω μυστήριον δεύτερον ὅτι δικαίοις καὶ ὁσίοις καὶ

φρονίμοις δοθήσονται αἱ βίβλοι μου εἰς χαρὰν ἀληθείας

13 καὶ αὐτοὶ πιστεύσουσιν αὐταῖς καὶ ἐν αὐταῖς χαρήσονται καὶ

ἀγαλλιάσονται πάντες οἱ δίκαιοι μαθεῖν ἐξ αὐτῶν πάσας τὰς ὁδοὺς τῆς

ἀληθείας

CVI

1 μετὰ δὲ χρόνον ἔλαβεν Μαθουσάλεκ τῷ υἱῷ μου γυναῖκα καὶ ἔτεκεν

υἱὸν καὶ ἐκάλεσεν τὸ ὄνομα αὐτοῦ Λάμεχ ἐταπεινώθη ἡ δικαιοσύνη μέχρι

τῆς ἡμέρας ἐκείνης καὶ ὅτε εἰς ἡλικίαν ἐπῆλθεν ἔλαβεν αὐτῷ γυναῖκα καὶ

ἔτεκεν αὐτῷ παιδίον

2 καὶ ὅτε ἐγεννήθη τὸ παιδίον ἦν τὸ σῶμα λευκότερον χιόνος καὶ

πυρρότερον ῥόδου τὸ τρίχωμα πᾶν λευκὸν καὶ ὡς ἔρια λευκὰ καὶ οὖλον

καὶ ἔνδοξον καὶ ὅτε ἀνέῳξεν τοὺς ὀφθαλμούς ἔλαμψεν ἡ οἰκία ὡσεὶ

ἥλιος

3 καὶ ἀνέστη ἐκ τῶν χειρῶν τῆς μαίας καὶ ἀνέῳξεν τὸ στόμα καὶ

εὐλόγησεν τῷ κυρίῳmiddot

4 καὶ ἐφοβήθη Λάμεχ ἀπrsquo αὐτοῦ καὶ ἔφυγεν καὶ ἦλθεν πρὸς Μαθουσάλεκ

τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ

5 τέκνον ἐγεννήθη μου ἀλλοῖον οὐχ ὅμοιον τοῖς ἀνθρώποις ἀλλὰ τοῖς

τέκνοις τῶν ἀγγέλων τοῦ οὐρανοῦ καὶ ὁ τύπος ἀλλοιότερος οὐχ ὅμοιος

ἡμῖνmiddot τὰ ὄμματά ἐστιν ὡς ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου καὶ ἔνδοξον τὸ πρόσωπονmiddot

6 καὶ ὑπολαμβάνω ὅτι οὐκ ἔστιν ἐξ ἐμοῦ ἀλλὰ ἐξ ἀγγέλου καὶ

εὐλαβοῦμαι αὐτὸν μήποτέ τι ἔσται ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ ἐν τῇ γῇ

7 καὶ παραιτοῦμαι π[άτερ καὶ] δέομαι βάδισον πρὸς Ἑνὼ[χ τὸν πατέρα

ἡμῶν καὶ ἐρώτησον] Two lines are lost

8 [ἦλθ]εν πρὸς ἐμὲ εἰς τὰ τέρματα τῆς γῆς οὗ [εἶδ]εν τότε εἶναι με καὶ

εἶπέν μοι πάτερ [μου] ἐπάκουσον τῆς φωνῆς μου καὶ ἧκε [πρὸς] ἐμέ καὶ

ἤκουσα τὴν φωνὴν αὐτοῦ καὶ ἦλθον πρὸς αὐτὸν καὶ εἶπα ἰδοὺ πάρειμι

τέκνονmiddot διὰ τί ἐλήλυθας πρὸς ἐμέ τέκνον

9 καὶ ἀπεκρίθη λέγων διrsquo ἀνάγκην μεγάλην ἦλθον ὧδε πάτερmiddot

10 καὶ νῦν ἐγεννήθη τέκνον Λάμεχ τῷ υἱῷ μου καὶ ὁ τύπος αὐτοῦ καὶ ἡ

εἰκὼν αὐτοῦ laquoοὐχ ὅμοιος ἀνθρώποις καὶ τὸ χρῶμα αὐτοῦraquo λευκότερον

χιόνος καὶ πυρρότερον ῥόδου καὶ τὸ τρίχωμα τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ

λευκότερον ἐρίων λευκῶν καὶ τὰ ὄμματα αὐτοῦ ἀφόμοια ταῖς τοῦ ἡλίου

ἀκτῖσιν

11 καὶ ἀνέστη ἀπὸ τῶν τῆς μαίας χειρῶν καὶ ἀνοίξας τὸ στόμα εὐλόγησεν

τὸν κύριον τοῦ αἰῶνοςmiddot

34

12 καὶ ἐφοβήθη ὁ υἱός μου Λάμεχ καὶ ἔφυγεν πρὸς ἐμέ καὶ οὐ πιστεύει ὅτι

υἱὸς αὐτοῦ ἐστιν ἀλλὰ ὅτι ἐξ ἀγγέλων one or two lines omitted τὴν

ἀκρίβειαν ἣν ἔχεις () καὶ τὴν ἀλήθειαν

13 τότε ἀπεκρίθην λέγων ἀνακαινίσει ὁ κύριος πρόσταγμα ἐπὶ τῆς γῆς

καὶ τὸν αὐτὸν τρόπον τέκνον τεθέαμαι καὶ ἐσήμανά σοιmiddot ἐν γὰρ τῇ γενεᾷ

Ἰάρεδ τοῦ πατρός μου παρέβησαν τὸν λόγον κυρίου ἀπὸ τῆς διαθήκης τοῦ

οὐρανοῦ

14 καὶ ἰδοὺ ἁμαρτάνουσιν καὶ παραβαίνουσιν τὸ ἔθος καὶ μετὰ γυναικῶν

συγγίνονται καὶ μετrsquo αὐτῶν ἁμαρτάνουσιν καὶ ἔγημαν ἐξ αὐτῶν

[καὶ τίκτουσιν οὐχ ὁμοίους πνεύμασιν ἀλλὰ σαρκίνους]middot

15 καὶ ἔσται ὀργὴ μεγάλη ἐπὶ τῆς γῆς καὶ κατακλυσμός καὶ ἔσται

ἀπώλεια μεγάλη ἐπὶ ἐνιαυτὸν ἕναmiddot

16 καὶ τόδε τὸ παιδίον τὸ γεννηθὲν καταλειφθήσεται καὶ τρία αὐτοῦ

τέκνα σωθήσεται ἀποθανόντων τῶν ἐπὶ τῆς γῆςmiddot

17b καὶ πραϋνεῖ τὴν γῆν ἀπὸ τῆς οὔσης ἐν αὐτῇ φθορᾶς

18 καὶ νῦν λέγε Λάμεχ ὅτι τέκνον σού ἐστιν δικαίως καὶ ὁσίως [καὶ]

κάλεσον αὐτοῦ τὸ ὄνομα [Νῶε]middot αὐτὸς γὰρ ἔσται ὑμῶν κατάλειμμα ἐφrsquo οὗ

ἂν καταπαύσητε καὶ laquoοἱraquo υἱοὶ αὐτοῦ ἀπὸ τῆς φθορᾶς τῆς γῆς καὶ ἀπὸ

πάντων τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ ἀπὸ πασῶν τῶν συντελειῶν ἐπὶ τῆς γῆς

Four lines are lost

19 ὑπέδειξέν μοι καὶ ἐμήνυσεν καὶ ἐν ταῖς πλαξὶν τοῦ οὐρανοῦ ἀνέγνων

αὐτά

CVII

1 τότε τεθέαμαι τὰ ἐγγεγραμμένα ἐπrsquo αὐτῶν ὅτι γενεὰ γενεᾶς κακ[ίων

ἔσται] καὶ εἶδον τόδε μέχρις τοῦ ἀνας[τῆναι] γενεὰν δικαιοσύνης καὶ ἡ

κακία ἀπολεῖται καὶ ἡ ἁμαρτία ἀλλάξει ἀπὸ τῆς γῆς καὶ τὰ ἀγαθὰ ἥξει ἐπὶ

τῆς γῆς ἐπrsquo αὐτούς

2 καὶ νῦν ἀπότρεχε τέκνον καὶ σήμανον Λάμεχ τῷ υἱῷ σου ὅτι τὸ παιδίον

τοῦτο τὸ γεννηθὲν τέκνον αὐτοῦ ἐστιν δικαίως καὶ οὐ ψευδῶς

3 καὶ ὅτε ἤκουσεν Μαθουσάλεκ τοὺς λόγους Ἑνὼχ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ

μυστηριακῶς γὰρ ἐδήλωσεν αὐτῷ [ἐπέστρεψεν καὶ ἐδήλωσεν αὐτῷ] καὶ

ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτοῦ Νῶε εὐφραίνων τὴν γῆν ἀπὸ τῆς ἀπωλείας

Liber Enoch

Apocalypsis Henochi Graece

(recensio ap Syncellum)

(ed M Black)

Pseudepigrapha veteris testamenti Graece 3

Leiden Brill 1970 pp 21ndash26 29ndash30 32ndash33 37

VI

ἐκ τοῦ πρώτου βιβλίου Ἐνὼχ περὶ τῶν ἐγρηγόρων

1 καὶ ἐγένετο ὅτε ἐπληθύνθησαν οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων ἐγεννήθησαν

αὐτοῖς θυγατέρες ὡραῖαι

2 καὶ ἐπεθύμησαν αὐτὰς οἱ ἐγρήγοροι καὶ ἀπεπλανήθησαν ὀπίσω αὐτῶν

καὶ εἶπον πρὸς ἀλλήλους ἐκλεξώμεθα ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ τῶν

θυγατέρων τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς

3 καὶ εἶπε Σεμιαζᾶς ὁ ἄρχων αὐτῶν πρὸς αὐτούς φοβοῦμαι μὴ οὐ

θελήσητε (Go θελήσετε) ποιῆσαι τὸ πρᾶγμα τοῦτο καὶ ἔσομαι ἐγὼ μόνος

ὀφειλέτης ἁμαρτίας μεγάλης

4 καὶ ἀπεκρίθησαν αὐτῷ πάντες καὶ εἶπον ὀμόσωμεν ἅπαντες ὅρκῳ καὶ

ἀναθεματίσωμεν ἀλλήλους τοῦ μὴ ἀποστρέψαι τὴν γνώμην ταύτην

35

μέχρις οὗ ἀποτελέσωμεν αὐτήν

5 τότε πάντες ὤμοσαν ὁμοῦ καὶ ἀνεθεμάτισαν ἀλλήλους

6 ἦσαν δὲ οὗτοι διακόσιοι οἱ καταβάντες ἐν ταῖς ἡμέραις Ἰάρεδ εἰς τὴν

κορυφὴν τοῦ Ἑρμονιεὶμ (Go κορυφὴν Ἑρμὼν) ὄρους καὶ ἐκάλεσαν τὸ ὄρος

Ἑρμώμ καθότι ὤμοσαν (Go ομοσαν) καὶ ἀνεθεμάτισαν ἀλλήλους ἐν αὐτῷ

7 καὶ ταῦτα τὰ ὀνόματα τῶν ἀρχόντων αὐτῶν αacute Σεμιαζᾶς ὁ ἄρχων

αὐτῶν βacute Ἀταρκούφ γacute Ἀρακιήλ δacute Χωβαβιήλ εacute Ὀραμμαμή Ϛacute Ῥαμιήλ ζacute

Σαμψίχ ηacute Ζακιήλ θacute Βαλκιήλ ιacute Ἀζαλζήλ ιαacute Φαρμαρός ιβacute Ἀμαριήλ ιγacute

Ἀναγημάς ιδacute Θαυσαήλ ιεacute Σαμιήλ ιϚacute Σαρινᾶς ιζacute Εὐμιήλ (Par gr 1711 ὁ

Εὐμιήλ) ιηacute Τυριήλ ιθacute Ἰουμιήλ κacute Σαριήλ

VII

1 Οὗτοι καὶ οἱ λοιποὶ πάντες ἐν τῷ χιλιοστῷ ἑκατοστῷ ἑβδομηκοστῷ ἔτει

τοῦ κόσμου ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας καὶ ἤρξαντο μιαίνεσθαι ἐν αὐταῖς

ἕως τοῦ κατακλυσμοῦ καὶ ἔτεκον αὐτοῖς γένη τρίαmiddot πρῶτον γίγαντας

μεγάλους

2 οἱ δὲ γίγαντες ἐτέκνωσαν Ναφηλείμ καὶ τοῖς Ναφηλεὶμ ἐγεννήθησαν

Ἐλιούδ καὶ ἦσαν αὐξανόμενοι κατὰ τὴν μεγαλειότητα αὐτῶν καὶ

ἐδίδαξαν ἑαυτοὺς καὶ τὰς γυναῖκας ἑαυτῶν φαρμακείας καὶ ἐπαοιδίας

VIII

1 Πρῶτος Ἀζαὴλ ὁ δέκατος τῶν ἀρχόντων ἐδίδαξε ποιεῖν μαχαίρας καὶ

θώρακας καὶ πᾶν σκεῦος πολεμικόν καὶ τὰ μέταλλα τῆς γῆς καὶ τὸ

χρυσίον πῶς ἐργάσωνται καὶ ποιήσωσιν αὐτὰ κόσμια ταῖς γυναιξί καὶ τὸν

ἄργυρον ἔδειξε δὲ αὐτοῖς καὶ τὸ στίλβειν καὶ τὸ καλλωπίζειν καὶ τοὺς

ἐκλεκτοὺς λίθους καὶ τὰ βαφικάmiddot καὶ ἐποίησαν ἑαυτοῖς οἱ υἱοὶ τῶν

ἀνθρώπων καὶ ταῖς θυγατράσιν αὐτῶν καὶ παρέβησαν καὶ ἐπλάνησαν

τοὺς ἁγίους

2 καὶ ἐγένετο ἀσέβεια πολλὴ ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἠφάνισαν τὰς ὁδοὺς αὐτῶν

3 ἔτι δὲ καὶ ὁ πρώταρχος αὐτῶν Σεμιαζᾶς ἐδίδαξεν εἶναι ὀργὰς κατὰ τοῦ

νοός καὶ ῥίζας βοτανῶν τῆς γῆς ὁ δὲ ἑνδέκατος Φαρμαρὸς ἐδίδαξε

φαρμακείας ἐπαοιδίας σοφίας καὶ ἐπαοιδῶν λυτήριαmiddot ὁ ἔνατος ἐδίδαξεν

ἀστροσκοπίανmiddot ὁ δὲ τέταρτος ἐδίδαξεν ἀστρολογίανmiddot ὁ δὲ ὄγδοος ἐδίδαξεν

ἀεροσκοπίανmiddot ὁ δὲ τρίτος ἐδίδαξε τὰ σημεῖα τῆς γῆςmiddot ὁ δὲ ἕβδομος ἐδίδαξε

τὰ σημεῖα τοῦ ἡλίουmiddot ὁ δὲ εἰκοστὸς ἐδίδαξε τὰ σημεῖα τῆς σελήνηςmiddot πάντες

οὗτοι ἤρξαντο ἀνακαλύπτειν τὰ μυστήρια ταῖς γυναιξὶν αὐτῶν καὶ τοῖς

τέκνοις αὐτῶν μετὰ δὲ ταῦτα ἤρξαντο οἱ γίγαντες κατεσθίειν τὰς σάρκας

τῶν ἀνθρώπων

4 καὶ ἤρξαντο οἱ ἄνθρωποι ἐλαττοῦσθαι ἐπὶ τῆς γῆς

VIII col I

4 οἱ δὲ λοιποὶ ἐβόησαν εἰς τὸν οὐρανὸν περὶ τῆς κακώσεως αὐτῶν

λέγοντες εἰσενεχθῆναι τὸ μνημόσυνον αὐτῶν ἐνώπιον κυρίου

VIII col II

4 Τότε ἐβόησαν οἱ ἄνθρωποι εἰς τὸν οὐρανὸν λέγοντες Εἰσαγάγετε τὴν

κρίσιν ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον καὶ τὴν ἀπώλειαν ἡμῶν ἐνώπιον τῆς δόξης

τῆς μεγάλης ἐνώπιον τοῦ κυρίου τῶν κυρίων πάντων τῇ μεγαλωσύνῃ

IX col I

1 Καὶ ἀκούσαντες οἱ τέσσαρες μεγάλοι ἀρχάγγελοι Μιχαὴλ καὶ Οὐριὴλ

καὶ Ῥαφαὴλ καὶ Γαβριὴλ (καὶ Par gr 1711) παρέκυψαν ἐπὶ τὴν γῆν ἐκ τῶν

ἁγίων τοῦ οὐρανοῦ

2 καὶ θεασάμενοι αἷμα πολὺ ἐκκεχυμένον ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πᾶσαν ἀσέβειαν

καὶ ἀνομίαν γενομένην ἐπrsquo αὐτῆς

36

3 εἰσελθόντες εἶπον πρὸς ἀλλήλους ὅτι Τὰ πνεύματα καὶ αἱ ψυχαὶ τῶν

ἀνθρώπων στενάζουσιν ἐντυγχάνοντα καὶ λέγοντα ὅτι Εἰσαγάγετε τὴν

κρίσιν ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον καὶ τὴν ἀπώλειαν ἡμῶν ἐνώπιον τῆς δόξης

τῆς μεγαλωσύνης ἐνώπιον τοῦ κυρίου τῶν κυρίων πάντων τῇ

μεγαλωσύνῃ

4 καὶ εἶπον τῷ κυρίῳ τῶν αἰώνων Σὺ εἶ ὁ θεὸς τῶν θεῶν καὶ κύριος τῶν

κυρίων καὶ ὁ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ θεὸς τῶν αἰώνων καὶ ὁ

θρόνος τῆς δόξης σου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν αἰώνων καὶ τὸ ὄνομά σου

ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

IX col II

1 Καὶ ἀκούσαντες οἱ τέσσαρες μεγάλοι ἀρχάγγελοι Μιχαὴλ καὶ Οὐριὴλ

καὶ Ῥαφαὴλ καὶ Γαβριὴλ παρέκυψαν (= οἱ ltδgt Par gr 1711) ἐπὶ τὴν γῆν ἐκ

τῶν ἁγίων τοῦ οὐρανοῦ

2 καὶ θεασάμενοι αἷμα πολὺ ἐκκεχυμένον ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πᾶσαν ἀνομίαν

καὶ ἀσέβειαν γινομένην ἐπrsquo αὐτῆς

3 εἰσελθόντες εἶπον πρὸς ἀλλήλους ὅτι Τὰ πνεύματα καὶ αἱ ψυχαὶ τῶν

ἀνθρώπων ἐντυγχάνουσι στενάζοντα καὶ λέγοντα Εἰσαγάγετε τὴν δέησιν

ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον

4 καὶ προσελθόντες οἱ τέσσαρες ἀρχάγγελοι εἶπον τῷ κυρίῳ Σὺ εἶ ὁ θεὸς

τῶν θεῶν καὶ κύριος τῶν κυρίων καὶ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ θεὸς

τῶν ἀνθρώπων καὶ ὁ θρόνος τῆς δόξης σου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν

αἰώνων καὶ τὸ ὄνομά σου ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

καὶ τὸ ὄνομά σου ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

IX

4 add post αἰῶνας καὶ τὰ ἑξῆς τότε ὁ ὕψιστος ἐκέλευσε τοῖς ἁγίοις

ἀρχαγγέλοις καὶ ἔδησαν τοὺς ἐξάρχους αὐτῶν καὶ ἔβαλον (ἔβαλλον Par

gr 1711) αὐτοὺς εἰς τὴν ἄβυσσον ἕως τῆς κρίσεως καὶ τὰ ἑξῆς καὶ ταῦτα

μὲν ὁ Ἐνὼχ μαρτυρεῖ

5 σὺ γὰρ εἶ ὁ ποιήσας τὰ πάντα καὶ πάντων τὴν ἐξουσίαν ἔχων καὶ πάντα

ἐνώπιόν σου φανερὰ καὶ ἀκάλυπταmiddot καὶ πάντα ὁρᾷς καὶ οὐκ ἔστιν ὃ

κρυβῆναί σε δύναται

6 ὁρᾷς ὅσα ἐποίησεν Ἀζαὴλ καὶ (om Par gr 1711) ὅσα εἰσήνεγκεν (add

καὶ Par gr 1711) ὅσα ἐδίδαξεν ἀδικίας καὶ ἁμαρτίας ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πάντα

δόλον ἐπὶ τῆς ξηρᾶς ἐδίδαξε γὰρ τὰ μυστήρια καὶ ἀπεκάλυψε τῷ αἰῶνι τὰ

ἐν οὐρανῷ ἐπιτηδεύουσιν δὲ τὰ ἐπιτηδεύματα αὐτοῦ εἰδέναι τὰ μυστήρια

οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων

7 τῷ Σεμιαζᾷ τὴν ἐξουσίαν ἔδωκας ἔχειν τῶν σὺν αὐτῷ ἅμα ὄντων

8 καὶ ἐπορεύθησαν πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς καὶ

συνεκοιμήθησαν μετrsquo αὐτῶν καὶ ἐν ταῖς θηλείαις ἐμιάνθησαν καὶ

ἐδήλωσαν αὐταῖς πάσας τὰς ἁμαρτίας καὶ ἐδίδαξαν αὐτὰς μίσητρα

(μίσιτρα Par gr 1711) ποιεῖν

9 καὶ νῦν ἰδοὺ αἱ θυγατέρες τῶν ἀνθρώπων ἔτεκον ἐξ αὐτῶν υἱοὺς

γίγανταςmiddot κίβδηλα ἐπὶ τῆς (om Go) γῆς τῶν ἀνθρώπων ἐκκέχυται καὶ ὅλη

ἡ γῆ ἐπλήσθη ἀδικίας

10 καὶ νῦν ἰδοὺ τὰ πνεύματα τῶν ψυχῶν τῶν ἀποθανόντων ἀνθρώπων

ἐντυγχάνουσιν καὶ μέχρι τῶν πυλῶν τοῦ οὐρανοῦ ἀνέβη ὁ στεναγμὸς

αὐτῶν καὶ οὐ δύναται ἐξελθεῖν ἀπὸ προσώπου τῶν ἐπὶ τῆς γῆς γινομένων

ἀδικημάτων

11 καὶ σὺ αὐτὰ οἶδας πρὸ τῶν (τοῦ recte Par gr 1711) αὐτὰ γενέσθαι καὶ

ὁρᾷς αὐτοὺς καὶ ἐᾷς αὐτούς καὶ οὐδὲν λέγεις τί δεῖ ποιῆσαι αὐτοὺς (om

37

Go) περὶ τούτου

X

1 Τότε ὁ ὕψιστος εἶπε καὶ ὁ ἅγιος ὁ μέγας ἐλάλησε καὶ ἔπεμψε τὸν Οὐριὴλ

πρὸς τὸν υἱὸν (Go τοῦ) Λάμεχ λέγων

2 Πορεύου πρὸς τὸν Νῶε καὶ εἶπον αὐτῷ τῷ ἐμῷ ὀνόματι Κρύψον σεαυτόν

καὶ δήλωσον αὐτῷ τέλος ἐπερχόμενον ὅτι ἡ γῆ ἀπόλλυται πᾶσαmiddot καὶ εἶπον

αὐτῷ ὅτι κατακλυσμὸς μέλλει γίνεσθαι πάσης τῆς γῆς ἀπολέσαι πάντα

ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς

3 δίδαξον τὸν δίκαιον τί ποιήσει τὸν υἱὸν Λάμεχ καὶ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ εἰς

ζωὴν συντηρήσει καὶ ἐκφεύξεται διrsquo αἰῶνος καὶ ἐξ αὐτοῦ φυτευθήσεται

φύτευμα καὶ σταθήσεται πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

4 Καὶ τῷ Ῥαφαὴλ εἶπε Πορεύου Ῥαφαήλ καὶ δῆσον τὸν Ἀζαήλmiddot χερσὶ καὶ

ποσὶ συμπόδισον αὐτόν καὶ ἔμβαλε αὐτὸν εἰς τὸ σκότος καὶ ἄνοιξον τὴν

ἔρημον τὴν οὖσαν ἐν τῇ ἐρήμῳ Δουδαήλ καὶ ἐκεῖ πορευθεὶς βάλε αὐτόν

5 καὶ ὑπόθες αὐτῷ λίθους ὀξεῖς καὶ (om Go) λίθους τραχεῖς καὶ

ἐπικάλυψον αὐτῷ σκότος καὶ οἰκησάτω ἐκεῖ εἰς τὸν αἰῶνα καὶ τὴν ὄψιν

αὐτοῦ πώμασον καὶ φῶς μὴ θεωρείτωmiddot

6 καὶ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως ἀπαχθήσεται εἰς τὸν ἐμπυρισμὸν τοῦ

πυρός

7 καὶ ἴασαι τὴν γῆν ἣν ἠφάνισαν οἱ ἐγρήγοροι καὶ τὴν ἴασιν τῆς πληγῆς

δήλωσον ἵνα ἰάσωνται τὴν πληγὴν καὶ μὴ ἀπόλωνται πάντες οἱ υἱοὶ τῶν

ἀνθρώπων ἐν τῷ μυστηρίῳ ὃ εἶπον οἱ ἐγρήγοροι καὶ ἐδίδαξαν τοὺς υἱοὺς

τῶν ἀνθρώπων

8 καὶ ἠρημώθη πᾶσα ἡ γῆ ἐν τοῖς ἔργοις τῆς διδασκαλίας Ἀζαήλmiddot καὶ ἐπrsquo

αὐτῇ γράψον πάσας τὰς ἁμαρτίας

9 Καὶ τῷ Γαβριὴλ εἶπε Πορεύου Γαβριήλ ἐπὶ τοὺς γίγαντας ἐπὶ τοὺς

κιβδήλους ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς πορνείας καὶ ἀπόλεσαν τοὺς υἱοὺς τῶν

ἐγρηγόρων ἀπὸ τῶν υἱῶν τῶν ἀνθρώπωνmiddot πέμψον αὐτοὺς εἰς ἀλλήλους ἐξ

αὐτῶν εἰς αὐτούς ἐν πολέμῳ καὶ ἐν ἀπωλείᾳ καὶ μακρότης ἡμερῶν οὐκ

ἔσται αὐτοῖς

10 καὶ πᾶσα ἐρώτησις οὐκ ἔστι τοῖς πατράσιν αὐτῶν ὅτι ἐλπίζουσι ζῆσαι

ζωὴν αἰώνιον καὶ ὅτι ζήσεται ἕκαστος αὐτῶν ἔτη πεντακόσια

11 καὶ τῷ Μιχαὴλ εἶπε Πορεύου Μιχαήλ δῆσον Σεμιαζᾶν καὶ τοὺς ἄλλους

σὺν αὐτῷ τοὺς συμμιγέντας ταῖς θυγατράσι τῶν ἀνθρώπων τοῦ μιανθῆναι

ἐν αὐταῖς ἐν τῇ ἀκαθαρσίᾳ αὐτῶν

12 καὶ ὅταν κατασφαγῶσιν οἱ υἱοὶ αὐτῶν καὶ ἴδωσι τὴν ἀπώλειαν τῶν

ἀγαπητῶν αὐτῶν δῆσον αὐτοὺς ἐπὶ ἑβδομήκοντα γενεὰς εἰς τὰς νάπας

τῆς γῆς μέχρι ἡμέρας κρίσεως αὐτῶν μέχρι ἡμέρας τελειώσεως τελεσμοῦ

ἕως συντελεσθῇ κρίμα τοῦ αἰῶνος τῶν αἰώνων

13 τότε ἀπενεχθήσονται εἰς τὸ χάος τοῦ πυρὸς καὶ εἰς τὴν βάσανον καὶ εἰς

τὸ δεσμωτήριον τῆς συγκλείσεως τοῦ αἰῶνος

14 καὶ ὃς ἂν κατακρίθῃ καὶ ἀφανισθῇ ἀπὸ τοῦ νῦν μετrsquo αὐτῶν δεθήσεται

(δεηθήσεται recte Par gr 1711) μέχρι τελειώσεως γενεᾶς αὐτῶν

περὶ δὲ τοῦ ὄρους ἐν ᾧ ὤμοσαν καὶ ἀνεθεμέτισαν πρὸς τὸν πλησίον αὐτῶν

ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα οὐ μὴ ἀποστῇ ἀπrsquo αὐτοῦ ψῦχος καὶ χιὼν καὶ πάχνη καὶ

δρόσος οὐ μὴ καταβῇ εἰς αὐτό εἰ μὴ εἰς κατάραν καταβήσεται ἐπrsquo αὐτό

μέχρις ἡμέρας κρίσεως τῆς μεγάλης ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ κατακαυθήσεται

καὶ ταπεινωθήσεται καὶ ἔσται κατακαιόμενον καὶ τηκόμενον ὡς κηρὸς

ἀπὸ πυρός οὕτως κατακαήσεται περὶ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ καὶ νῦν

ἐγὼ λέγω ὑμῖν υἱοῖς ἀνθρώπων Ὀργὴ μεγάλη καθrsquo ὑμῶν laquoκαὶraquo κατὰ τῶν

38

υἱῶν ὑμῶν καὶ οὐ παύσεται ἡ ὀργὴ αὕτη ἀφrsquo ὑμῶν μέχρι καιροῦ σφαγῆς

τῶν υἱῶν ὑμῶν καὶ ἀπολοῦνται οἱ ἀγαπητοὶ ὑμῶν καὶ ἀποθανοῦνται οἱ

ἔντιμοι ὑμῶν ἀπὸ πάσης τῆς γῆς ὅτι πᾶσαι αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς αὐτῶν ἀπὸ

τοῦ νῦν οὐ μὴ ἔσονται πλείω τῶν ἑκατὸν εἴκοσιν ἐτῶν καὶ μὴ δόξητε ἔτι

ζῆσαι ἐπὶ πλείονα ἔτηmiddot οὐ γάρ ἐστιν ἐπrsquo αὐτοῖς πᾶσα ὁδὸς ἐκφεύξεως ἀπὸ

τοῦ νῦν διὰ τὴν ὀργὴν ἣν ὠργίσθη ὑμῖν ὁ βασιλεὺς πάντων τῶν αἰώνωνmiddot

μὴ νομίσητε ὅτι ἐκφεύξεσθε ταῦτα

XV

8 Καὶ νῦν οἱ γίγαντες οἱ γεννηθέντες ἀπὸ πνευμάτων καὶ σαρκὸς

πνεύματα πονηρὰ ἐπὶ τῆς γῆς καλέσουσιν αὐτούς ὅτι ἡ κατοίκησις αὐτῶν

ἔσται ἐπὶ τῆς γῆς

9 πνεύματα πονηρὰ ἔσονται τὰ πνεύματα ἐξεληλυθότα ἀπὸ τοῦ σώματος

τῆς σαρκὸς αὐτῶν διότι ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων ἐγένοντο καὶ ἐκ τῶν ἁγίων

τῶν ἐγρηγόρων ἡ ἀρχὴ τῆς κτίσεως αὐτῶν καὶ ἀρχὴ θεμελίουmiddot πνεύματα

πονηρὰ

10 ἐπὶ τῆς γῆς ἔσονται

11 τὰ πνεύματα τῶν γιγάντων νεμόμενα ἀδικοῦντα ἀφανίζοντα

ἐμπίπτοντα καὶ συμπαλαίοντα καὶ ῥιπτοῦντα ἐπὶ τῆς γῆς καὶ δρόμους

ποιοῦντα καὶ μηδὲν ἐσθίοντα ἀλλrsquo ἀσιτοῦντα καὶ ῥιπτοῦντα καὶ φάσματα

ποιοῦντα καὶ διψῶντα καὶ προσκόπτοντα

12 καὶ ἐξαναστήσονται τὰ πνεύματα ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων καὶ

τῶν γυναικῶν ὅτι ἐξ αὐτῶν ἐξεληλύθασι

XVI

1 Καὶ ἀπὸ ἡμέρας καιροῦ σφαγῆς καὶ ἀπωλείας καὶ θανάτου τῶν

γιγάντων ναφηλείμ οἱ ἰσχυροὶ τῆς γῆς οἱ μεγάλοι ὀνομαστοί τὰ

πνεύματα τὰ ἐκπορευόμενα ἀπὸ τῆς ψυχῆς αὐτῶν ὡς ἐκ τῆς σαρκὸς

ἔσονται ἀφανίζοντα χωρὶς κρίσεωςmiddot οὕτως ἀφανίσουσι μέχρις ἡμέρας τῆς

τελειώσεως ἕως τῆς κρίσεως τῆς μεγάλης ἐν ᾗ (ᾧ Par gr 1711) ὁ αἰὼν ὁ

μέγας τελεσθήσεται

XIX

3 ἀνθρώπων ὡς ἐγὼ εἶδον

XX

2 ὁ εἷς τῶν ἁγίων ὁ ἐπὶ τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ταρτάρου

3 Ῥαφαὴλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων τῶν ἀνθρώπων

4 Ῥαγουήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐκδικῶν τὸν κόσμον τῶν

φωστήρων

5 Μιχαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς ἐπὶ τῶν τοῦ λαοῦ ἀγαθῶν τέτακται

καὶ ἐπὶ τῷ χαῷ

6 Σαριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων οἵτινες ἐπὶ τῷ

πνεύματι ἁμαρτάνουσιν

7 Γαβριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τοῦ παραδείσου καὶ τῶν

δρακόντων καὶ χερουβίν Ῥεμειήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃν ἔταξεν ὁ

θεὸς ἐπὶ τῶν ἀνισταμένων ὀνόματα ζacute ἀρχαγγέλων

XXI

1 Καὶ ἐφώδευσα μέχρι τῆς ἀκατασκευάστου

2 καὶ ἐκεῖ ἐθεασάμην ἔργον φοβερόν ἑώρακα οὔτε οὐρανὸν ἐπάνω οὔτε

γῆν τεθεμελιωμένην ἀλλὰ τόπον ἀκατασκεύαστον καὶ φοβερόν

3 καὶ ἐκεῖ τεθέαμαι ζacute ἀστέρας τοῦ οὐρανοῦ δεδεμένους καὶ ἐριμμένους ἐν

αὐτῷ ὁμοῦ ὁμοίους ὁράσει μεγάλῃ καὶ ἐν πυρὶ καιομένους

4 τότε εἶπον Διὰ ποίαν αἰτίαν ἐπεδέθησαν καὶ διὰ ποίαν αἰτίαν ἐρίφησαν

39

ὧδε

5 καὶ εἶπέν μοι Οὐριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ μετrsquo

ἐμοῦ ὤν - καὶ

αὐτὸς αὐτῶν ἡγεῖτο - καὶ εἶπέν μοι Ἑνώχ περὶ τίνος

ἐρωτᾷς ἢ περὶ τίνος

τὴν ἀλήθειαν φιλοσπευδεῖς

6 οὗτοί εἰσιν τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ οἱ παραβάντες

τὴν ἐπιταγὴν τοῦ

κυρίου καὶ ἐδέθησαν ὧδε μέχρι πληρωθῆναι μύρια ἔτη

τὸν χρόνον τῶν

ἁμαρτημάτων αὐτῶν

7 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον τούτου

φοβερώτερον καὶ τεθέαμαι

ἔργα φοβεράmiddot πῦρ μέγα ἐκεῖ καιόμενον καὶ φλεγόμενον καὶ διακοπὴν

εἶχεν ὁ τόπος ἕως τῆς ἀβύσσου πλήρης στύλων πυρὸς μεγάλων

καταφερομένωνmiddot οὔτε μέτρον οὔτε μέγεθος ἠδυνήθην ἰδεῖν οὔτε εἰκάσαι

8 τότε εἶπον Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος οὗτος καὶ ὡς δεινὸς τῇ ὁράσει

9 τότε ἀπεκρίθη μοι καὶ εἶπεν

Incert

1 παρὰ (Par gr 1711 Go περὶ) δὲ τοῦ ὄρους ἐν ᾧ ὤμοσαν καὶ

ἀνεθεμάτισαν πρὸς τὸν πλησίον αὐτῶν ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα οὐ μὴ ἀποστῇ

ἀπrsquo αὐτοῦ ψῦχος καὶ χιὼν καὶ πάχνη καὶ δρόσος οὐ μὴ καταβῇ εἰς αὐτό εἰ

μὴ εἰς κατάραν καταβήσεται ἐπrsquo (Go εἰς) αὐτό μέχρις ἡμέρας κρίσεως τῆς

μεγάλης

2 ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ κατακαυθήσεται καὶ (Go om) ταπεινωθήσεται καὶ

ἔσται κατακαιόμενον καὶ τηκόμενον ὡς κηρὸς ἀπὸ πυρός οὕτως

κατακαήσεται περὶ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ

3 καὶ νῦν ἐγὼ λέγω ὑμῖν υἱοῖς ἀνθρώπων Ὀργὴ μεγάλη καθrsquo ὑμῶν κατὰ

τῶν υἱῶν ὑμῶνmiddot καὶ οὐ παύσεται ἡ ὀργὴ αὕτη ἀφrsquo ὑμῶν μέχρι καιροῦ

σφαγῆς τῶν υἱῶν ὑμῶν

4 καὶ ἀπολοῦνται οἱ ἀγαπητοὶ ὑμῶν καὶ ἀποθανοῦνται οἱ ἔντιμοι ὑμῶν

ἀπὸ πάσης τῆς γῆς ὅτι πᾶσαι αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς αὐτῶν ἀπὸ τοῦ νῦν οὐ μὴ

ἔσονται πλείω τῶν ἑκατὸν εἴκοσιν ἐτῶν

5 καὶ μὴ δόξητε ἔτι ζῆσαι ἐπὶ πλείονα ἔτηmiddot οὐ γάρ ἐστιν ἐπrsquo αὐτοῖς πᾶσα

ὁδὸς ἐκφεύξεως ἀπὸ τοῦ νῦν διὰ τὴν ὀργὴν ἣν ὠργίσθη ὑμῖν ὁ βασιλεὺς

πάντων τῶν αἰώνωνmiddot μὴ νομίσητε ὅτι ἐκφεύξεσθε ταῦτα

Περί των γιγάντων

καὶ ἦν νωε ἐτῶν πεντακοσίων καὶ ἐγέννησεν νωε τρεῖς υἱούς τὸν σημ τὸν χαμ τὸν

ιαφεθκαὶ ἐγένετο ἡνίκα ἤρξαντο οἱ ἄνθρωποι πολλοὶ γίνεσθαι ἐπὶ τῆς γῆς καὶ θυγατέρες

ἐγενήθησαν αὐτοῖς 2ἰδόντες δὲ οἱ υἱοὶ τοῦ θεοῦ τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων ὅτι καλαί

εἰσιν ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ πασῶν ὧν ἐξελέξαντο 3καὶ εἶπεν κύριος ὁ θεός οὐ

μὴ καταμείνῃ τὸ πνεῦμά μου ἐν τοῖς ἀνθρώποις τούτοις εἰς τὸν αἰῶνα διὰ τὸ εἶναι

αὐτοὺς σάρκας ἔσονται δὲ αἱ ἡμέραι αὐτῶν ἑκατὸν εἴκοσι ἔτη 4οἱ δὲ γίγαντες ἦσαν ἐπὶ

τῆς γῆς ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις καὶ μετ ἐκεῖνο ὡς ἂν εἰσεπορεύοντο οἱ υἱοὶ τοῦ

θεοῦ πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων καὶ ἐγεννῶσαν ἑαυτοῖς ἐκεῖνοι ἦσαν οἱ

γίγαντες οἱ ἀπ αἰῶνος οἱ ἄνθρωποι οἱ ὀνομαστοί

40

Παραθέτουμε ένα επεξηγηματικό κείμενο αναφορικά με τους γίγαντες από την

ιστοσελίδα httpwwwoodegrcom

laquoΕδώ πρόκειται για το θέμα στο οποίο αναφέρθηκε ο Ιησούς Χριστός στο

Ματθαίος κδ΄ 38 για τους προκατακλυσμιαίους ανθρώπους που ΄΄έτρωγαν και

έπιναν και παντρεύονταν΄΄ ώσπου ήρθε ο Κατακλυσμός Επ αυτών υπάρχουν

κάποιες παρατηρήσεις

1η παρατήρηση Το οριστικό άρθρο ΄΄οι΄΄ δείχνει ότι πρόκειται για κάποιους που

ήταν ήδη γνωστοί στους αναγνώστες της Γενέσεως προς τους οποίους απευθύνεται

ο Μωυσής δηλαδή προς τους Ισραηλίτες της εποχής του που λάβαιναν το Νόμο

2η παρατήρηση Το ότι ΄΄εν ταις ημέραις εκείναις ήσαν΄΄ υπονοεί 1 Είτε ότι δεν

υπήρχαν πλέον οι γίγαντες στη ΄΄γη΄΄ όταν γραφόταν η Γένεση δηλαδή κατά το 1500

πΧ 2 είτε ότι υπήρχαν και τότε

3η παρατήρηση Για ποια ΄΄γη΄΄ μιλάει 1 Είτε για τη συγκεκριμένη γη στην οποία

συνέβαιναν τα γεγονότα που αναγράφονται στα γύρω κεφάλαια (τη γη της

Μεσοποταμίας) 2 είτε γενικά για τη γύρω γη στην οποία είχαν επεκταθεί οι γίγαντες

και η φυλή Αδάμ Αυτό όμως δεν έχει σημασία καθώς η αναφορά γίνεται μόνο για

τον καιρό πρό τού Κατακλυσμού Είναι γεγονός όμως ότι στη γη Χαναάν οι

γίγαντες υπήρχαν και μετά από τον Κατακλυσμό

Αυτό φαίνεται στους Αριθμούς 13ιγ΄ 33 ΄΄και εκεί εωράκαμεν τους γίγαντας

(εβραϊκό Νεφιλείμ) και ήμεν ενώπιον αυτών ωσεί ακρίδες αλλά και ούτως ήμεν

ενώπιον αυτών΄΄

Αν αυτό φαίνεται παράξενο σε κάποιους που διδάχτηκαν ότι ο Κατακλυσμός ήταν

παγκόσμιος ας διαβάσουν τη μελέτη μας ΄΄Ήταν ο Κατακλυσμός Παγκόσμιος΄΄

Εκεί θα δουν τις Αγιογραφικές και ιστορικές αποδείξεις ότι επρόκειτο για έναν

τοπικό κατακλυσμό που έπληξε μόνο τη φυλή Αδάμ και μέλη μόνο των γύρω λαών

Επιβίωση από τον Κατακλυσμό

Το ότι οι Νεφιλείμ επεβίωσαν του Κατακλυσμού εξηγείται απλά

Είναι λογικό το ότι η φυλή των γιγάντων Νεφιλείμ δεν έμενε ολόκληρη στην

κοιλάδα της Μεσοποταμίας αλλά κάποιοι απ αυτούς διεσπάρησαν στις γύρω

περιοχές

Η Γένεση στο 7ζ΄ 20 γράφει ότι ο Κατακλυσμός είχε ύψος 15 πήχες (8- 9 μέτρα)

δηλαδή όσο χρειαζόταν για να καλύψει τις ψηλότερες περιοχές της χαμηλής

Μεσοποταμίας Όσοι όμως έμεναν στα ορεινά γύρω από την πληγείσα περιοχή

επεβίωσαν Άλλωστε ο Κατακλυσμός έγινε για τιμωρία της φυλής Αδάμ και όχι των

γύρω λαών όπως φαίνεται στη Γένεση 6ς΄ 5 - 7 όπου η λέξη που χρησιμοποιείται

στο Εβραϊκό κείμενο γι αυτούς με τους οποίους οργίστηκε ο Θεός είναι ΄΄Αδάμ΄΄

Για τους άλλους λαούς η Γένεση στο Εβραϊκό κείμενο χρησιμοποιεί άλλη λέξη

όπως φαίνεται στο Γένεσις 6ς΄ 4 [΄΄οι άνθρωποι (εβραϊκά ΄΄ενός΄΄) οι

ονομαστοί΄΄] και στο Γένεσις 13ιγ΄ 13 [΄΄οι δε άνθρωποι (εβραϊκά ΄΄ενός΄΄) οι εν

Σοδόμοις΄΄]

41

Μια τελευταία παρατήρηση ξεκινάει από το ίδιο εδάφιο της Γένεσης 6ς΄ 4 που λέει

΄΄Οι δε γίγαντες ήσαν επί τής γης εν ταις ημέραις εκείναις και μετ εκείνο ως αν

εισεπορεύοντο οι υιοί τού Θεού προς τας θυγατέρας τών ανθρώπων΄΄

Οι Νεφιλείμ λοιπόν υπήρχαν ακόμη ΄΄και μετά από εκείνο΄΄ το γεγονός που

περιγράφεται δηλαδή και μετά από την αύξηση του πληθυσμού στη

Μεσοποταμία Είναι λάθος να ταυτίζονται κατ ανάγκην οι Νεφιλείμ με τους γιους

των ισχυρών καθώς μια αβίαστη ανάγνωση του κειμένου δεν δείχνει τίποτα τέτοιο

Το μεταβατικό ΄΄δε΄΄ δείχνει ότι γίνεται λόγος για κάποιους άλλους και όχι για

τους γιούς των ισχυρών Οι γιοί των ισχυρών δεν είναι οι Νεφιλείμ αλλά οι ισχυροί

άνδρες της Μεσοποταμίας των άλλων φυλών που ζούσαν κοντά στη φυλή Αδάμ

Ίσως ο σκοπός του χωρίου είναι να δείξει ότι η φυλή των γιγάντων (η οποία

προβλημάτιζε τους Ισραηλίτες τον καιρό που ο Μωυσής έγραφε αυτά τα λόγια) ήταν

μια αρχαία φυλή σύγχρονη της επιμειξίας της φυλής Αδάμ με τους γιούς των

ισχυρών και ότι οι Νεφιλείμ επεβίωσαν ακόμη και μετά από την επιμειξία των

ισχυρών ανδρών της Μεσοποταμίας με τις ΄΄θυγατέρες Αδάμ΄΄ κατά την

προκατακλυσμιαία εποχή

Ίσως ακόμα η αναφορά αυτή να γίνεται για να δείξει ότι ο κατακλυσμός στρεφόταν

ειδικά κατά του λαού Αδάμ και όχι και των γύρω λαών εκ των οποίων

επεβίωσαν και οι Νεφιλείμ

Οι γίγαντες στην εποχή τού Ισραήλ

Σύμφωνα με την Αγία Γραφή η περιοχή στην οποία επεβίωσαν κάποιοι από τη

φυλή των γιγάντων Νεφιλείμ ήταν η Βασάν που ονομάζεται ΄΄γη γιγάντων΄΄

(Δευτερονόμιο γ΄ 13)

Πρόκειται για μία ορεινή περιοχή ανατολικά της Θάλασσας της Γαλιλαίας

κατάλληλη για επιβίωση των λαών της από τον Κατακλυσμό που έπληξε τη

Μεσοποταμία και το λαό Αδάμ (Όπως λέμε ΄΄λαός Ισραήλ΄΄)

Εκεί οι γίγαντες υπήρχαν όχι μόνο μετά από τον Κατακλυσμό αλλά και στις ημέρες

του Αβραάμ όπως φαίνεται στη Γένεση 14ιδ΄ 5 όπου λέει για τον Χοδολλογομόρ

και τους συμμάχους του ότι ΄΄κατέκοψαν τους γίγαντας τους εν Ασταρώθ

Καρναιν΄΄ στη Βασσάν

Και οι κατάσκοποι όμως των ημερών του Μωυσή βρήκαν τους Νεφιλείμ στη

Χαναάν όπως είδαμε στους Αριθμούς 13ιγ΄ 33 όπου μάλιστα ονομάζει τους

γίγαντες ΄΄Νεφιλείμ΄΄ Εκεί έχει μάλιστα και οριστικό άρθρο ΄΄τους Νεφιλείμ΄΄

πράγμα που δείχνει ότι δεν επρόκειτο για παρομοίωση αλλά για το γνωστό λαό

των Νεφιλείμ

Άλλα εδάφια όπως το Δευτερονόμιο 1α΄ 28 αναφερόμενο στο ίδιο γεγονός

ταυτίζει τους Νεφιλείμ με τους Ανακείμ που προφανώς ήταν απόγονοί τους

Με τους Ανακείμ συσχετίζει η Αγία Γραφή όλες τις φυλές γιγάντων που ζούσαν γύρω

από τη Θάλασσα της Γαλιλαίας όπως ήταν οι Ραφαείμ οι Εμμαίοι και οι

42

Ζουμζουμείμ τους οποίους εξολώθρευσαν οι απόγονοι του Λωτ (Δευτερονόμιο 2β΄

10112021)

Οι Ραφαείμ ήταν απόγονοι των Γιγάντων που επεβίωσαν από τον Κατακλυσμό και

δεν ήταν απόγονοι του Νώε καθώς δεν αναφέρονται στη Γένεση 10ι΄ όπου

αναφέρονται οι λαοί που κατάγονται από το Νώε Η σκέψη ότι ίσως να μην

αναφέρονται επειδή είναι πολύ νεώτεροι λαοί δεν ευσταθεί επειδή αναφέρονται στη

Γένεσις 14ιδ΄ 5 σαν λαός από την εποχή του Αβραάμ ακόμα και συνεπώς είναι

αρχαιότεροι λαοί από αυτούς που αναφέρονται ως απόγονοι του Νώε

Μετά από την εγκατάσταση των Ισραηλιτών στη Γη της Επαγγελίας οι υψηλόσωμες

αυτές φυλές εξολωθρεύτηκαν και δεν έμειναν Ανακείμ στο Ισραήλ Μόνο στη Γάζα

στη Γαθ και στην Άζωτο έμειναν αναμεμειγμένοι με τους Φιλισταίους (Ιησούς

Ναυή 11ια΄ 21 22)

Ένας απ αυτούς ήταν και ο Γολιάθ από τη Γαθ που σκοτώθηκε από τον Δαυίδ (Α΄

Σαμουήλ ιζ΄ 4 ΄΄Εξήλθεν Γολιάθ εκ της Γαθ΄΄)

Τον καιρό του Δαυίδ σκοτώθηκαν οι τελευταίοι γίγαντεςraquo1

1 httpwwwoodegrcomoodegenesiskatak1htm

43

Page 9: Η δημιουργία του κόσμου

9

και την ανάγκη της αμοιβαίας παρηγοριάς τους

Πριν από την παρακοή και την έξοδο από την παραδείσια ζωή δεν υπήρχε ο

γάμος Οι πρωτόπλαστοι ζούσαν παρθενική ζωή μιμούμενοι την ζωή των Αγγέλων

Λέγει ο άγιος Χρυσόστομος laquoΤα της συνουσίας έγιναν μετά την παράβασηbull μέχρι

τότε ζούσαν ως άγγελοι μέσα στον παράδεισο χωρίς να φλέγωνται από την σαρκική

επιθυμία ούτε να πολιορκούνται από άλλα πάθη ούτε να πιέζονται από τις φυσικές

ανάγκες αλλά αφού δημιουργήθηκαν εντελώς άφθαρτοι και αθάνατοι δεν είχαν

ανάγκη ούτε να φορούν ρούχα Πριν μπει η αμαρτία και η παρακοή ήσαν ντυμένοι με

την θεϊκή δόξα γιrsquo αυτό και δεν ντρέπονταν αν και ήσαν γυμνοίraquo2 Οι πρωτόπλαστοι

δεν κατόρθωσαν να διατηρήσουν την ανώτερη αυτή ζωή για τον εαυτό τους

Φάνηκαν ανάξιοι των τόσων μεγάλων αγαθών που τους έδωσε ο Θεός3

ὁ δὲ ὄφις ἦν φρονιμώτατος πάντων τῶν θηρίων τῶν ἐπὶ τῆς γῆς ὧν ἐποίησεν

κύριος ὁ θεός καὶ εἶπεν ὁ ὄφις τῇ γυναικί τί ὅτι εἶπεν ὁ θεός οὐ μὴ φάγητε ἀπὸ

παντὸς ξύλου τοῦ ἐν τῷ παραδείσῳ

Ο διάβολος προσεγγίζει την Εύα και θεολογεί γίνεται ο πρώτος θεολόγος αφού

ονομάζει το Θεό Θεό

Υπάρχει εδώ ένα ερώτημα πως ελάλησε ο όφις Ο όφις κατόρθωσε να μιμηθεί την

ανθρώπινη φωνή χωρίς όμως αυτό να ξενίσει την Εύα Υπήρχε πρό της πτώσεως μια

τέλεια αρμονία μεταξύ Θεού και ανθρώπου ανθρώπου και ζώων αλλά και ζώων με

ζώων

Ο διάβολος δεν γνώριζε τί εντολή είχε δώσει ο Θεός στους πρωτοπλάστους και

προσπαθεί τώρα να ψαρέψει την απάντηση από την αφελή συνομιλήτριά του Δε

διστάζει να ονομάσει το Θεό ψεύτη λέγοντας πως ο Θεός δε σας είπε την αλήθεια αν

φάτε από τον καρπό που σας απαγόρευσε θα ανοίξουν τα μάτια σας και θα γίνετε θεοί

ίσοι με αυτόν και δεν θα τον έχετε πλέον ανάγκη

Από την άλλη μεριά η Εύα αντί να φύγει απαντάει Πολύ σωστά επισημαίνει ο

Χρυσόστομος laquoΜή βάλητε τους μαργαρίτας έμπροσθεν των χοίρωνraquo Όσο λοιπόν η

Εύα πείθετε στα λόγια του σατανά τόσο απομακρύνεται από τον Θεό τόσο και η

Θεία Χάρη την απογυμνώνει σταδιακά Τελικά τρώει τον απαγορευμένο καρπό και

δίνει και στον άντρα της Μια μεγάλη αμαρτία έχει πλέον συντελεσθεί Η αμαρτία

αυτή εμπεριέχει μέσα της την υπερηφάνεια την απιστία την αυθάδεια την παρακοή

Παρόλα αυτά η αμαρτία αυτή είναι μικρότερη από αυτή των εκπεσόντων αγγέλων

Διότι ο πειρασμός των πρωτοπλάστων ήταν εξωτερικός ενώ των εκπεσόντων

αγγέλων εσωτερικός

Ακολουθεί ο σκοτισμός του νου αντιλαμβάνονται ξαφνικά χάνοντας την πρότερη

αθωότητα ότι είναι γυμνοί και σκεπάζονται με φύλα συκής

Ο Θεός φωνάζει εν μέσω του παραδείσου Αδάμ που ει Οι πρωτόπλαστοι κρύβονται

εξαιτίας των ενοχών τους Αντί όμως ο Θεός να εισπράξει την ομολογία του Αδάμ

για το αν έφαγε από τον απαγορευμένο καρπό βρίσκει μπροστά Του την μετάθεση

των ευθυνών στη γυναίκα Το ίδιο κάνει και η γυναίκα μεταθέτοντας με τη σειρά της

την ευθύνη της στον διάβολο

10

Ας προσέξουμε Τον όφι δεν τον ρωτά για το τι έπραξε διότι γνωρίζει ο Θεός πως

ενήργησε εξrsquo ιδίας πρωτοβουλίας Ο σατανάς ήδη μετά την πτώση του είχε

κατακριθεί

Το φίδι τιμωρείται με το να περπατά με την κοιλιά του και να τρώει χώμα πράγμα

που συμβολίζει την τέλεια συντριβή του διαβόλου

Την γυναίκα νίκησες σατανά και διrsquo αυτής τον άνδρα από γυναίκα όμως θα νικηθείς

Εδώ εικονίζεται η Θεοτόκος Το δε laquoεκ του σπέρματός σουraquo δηλοί τον μέλλοντα

Λυτρωτή Χριστό Δηλοί επίσης και την παρθενία της Παναγίας διότι όχι εκ

σπέρματος ανδρός αλλά εκ σπέρματός σου της γυναικός θα προκύψει ο Λυτρωτής

Χριστός

Ο Φιλόστοργος Πατήρ ευαγγελίζεται την υπόσχεση της ελεύσεως του Λυτρωτή και

την πλήρη συντριβή του σατανά εξrsquo ου και πρωτοευαγγέλιο ονομάσθηκε ο στίχος

αυτός

Μιλώντας στην Εύα μιλά προς αυτή σε γένος αρσενικό Αυτός σου τηρήσει την

κεφαλήν Αναφερόμενος εδώ ξεκάθαρα ο Θεός στον Μεσσία Ο σταυρικός θάνατος

του Λυτρωτού είναι η πληγή στην πτέρνα Του

Η λαγνεία της Εύας προς τον απαγορευμένο καρπό τιμωρείται με τους πόνους της

γέννας και την υποταγή της στον άνδρα

Για τον Αδάμ η φύση αγριεύει βγάζοντας αγκάθια και τριβόλια και έτσι πλέον

καλείται με τον ιδρώτα του προσώπου του να κερδίζει το ψωμί του

Η μεγαλύτερη όμως συνέπεια της αμαρτίας είναι ο θάνατος laquoΕως ότου αποστρέψαι

εις την γην εξrsquo ης ελήφθη

Ο Θεός εν συνεχεία ενδύει τους πρωτοπλάστους με δερμάτινους χιτώνες για να τους

προστατέψει από την μεταβολή των καιρικών φαινομένων Οποία στοργή του Θεού

εκεί που ξεσπούσε η θεία οργή Του

Όταν δε εκβλήθησαν εκ του παραδείσου οι πρωτόπλαστοι κατοίκησαν απέναντι από

τον παράδεισο και τούτο για να βλέπουν το τί έχασαν και να μισούν εφrsquo εξής την

αμαρτία Τα Χερουβείμ με την φλογίνη ρομφαία φυλάνε πλέον αντί του Αδάμ τον

παράδεισο Ο Ευσέβιος Καισαρείας λέγει πως αυτό επικράτησε μέχρι τον θάνατο

των πρωτοπλάστων

laquoἈδάμ δε ἔγνω Εὔα τήν γυναίκα αυτοῦraquo Μετά την έκπτωση εκ του παραδείσου τότε

τα συνουσίας αρχήν λαμβάνει Πρό δε της παρακοής αγγελικόν βίον εμιμούντο λέει ο

Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Άρα αυτό που λένε πολλοί πως εξαιτίας της συνουσίας εκβλήθηκαν οι πρωτόπλαστοι

από τον παράδεισο δεν ισχύει

11

Η ιστορία του Κάϊν και του Άβελ

1αδαμ δὲ ἔγνω ευαν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ συλλαβοῦσα ἔτεκεν τὸν καιν καὶ εἶπεν ἐκτησάμην ἄνθρωπον διὰ τοῦ θεοῦ 2καὶ προσέθηκεν τεκεῖν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ τὸν αβελ Το προσέθηκεν σημαίνει ότι

ευθύς αμέσως γέννησε τον Άβελ Άρα ο

Κάϊν και ο Άβελ ήταν δίδυμοι

καὶ ἐγένετο αβελ ποιμὴν προβάτων καιν δὲ ἦν ἐργαζόμενος τὴν γῆν 3καὶ ἐγένετο μεθ ἡμέρας ἤνεγκεν καιν ἀπὸ τῶν καρπῶν τῆς γῆς θυσίαν τῷ κυρίῳ 4καὶ αβελ ἤνεγκεν καὶ αὐτὸς ἀπὸ τῶν πρωτοτόκων τῶν προβάτων αὐτοῦ καὶ ἀπὸ τῶν στεάτων αὐτῶν καὶ ἐπεῖδεν ὁ θεὸς ἐπὶ αβελ καὶ ἐπὶ τοῖς δώροις αὐτοῦ 5ἐπὶ δὲ καιν καὶ ἐπὶ ταῖς θυσίαις αὐτοῦ οὐ προσέσχεν Το ερώτημα εδώ που προκύπτει είναι το πως εκδηλώθηκε αυτή η ευαρέσκεια του Θεού στη θυσία του Άβελ Δια πυρός μας λένε οι πατέρες το οποίο πυρ ήλθε εξ ουρανού

καὶ ἐλύπησεν τὸν καιν λίαν καὶ συνέπεσεν τῷ προσώπῳ 6καὶ εἶπεν κύριος ὁ θεὸς τῷ καιν ἵνα τί περίλυπος ἐγένου καὶ ἵνα τί συνέπεσεν τὸ πρόσωπόν σου 7οὐκ ἐὰν ὀρθῶς προσενέγκῃς ὀρθῶς δὲ μὴ διέλῃς ἥμαρτες ἡσύχασον πρὸς σὲ ἡ ἀποστροφὴ αὐτοῦ καὶ σὺ ἄρξεις αὐτοῦ 8καὶ εἶπεν καιν πρὸς αβελ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ διέλθωμεν εἰς τὸ πεδίον καὶ ἐγένετο ἐν τῷ εἶναι αὐτοὺς ἐν τῷ πεδίῳ καὶ ἀνέστη καιν ἐπὶ αβελ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ καὶ ἀπέκτεινεν αὐτόν Οποία αναισθησία Αντί να παραδειγματιστεί από τη θυσία του Άβελ Αντί να

ακούσει να φιλόστοργα λόγια του ουρανίου Πατρός σπεύδει ως λέων να

κατασπαράξει από τη ζήλια του εκείνον που δικαιώθηκε λόγω της εξαιρετικής του

ευλάβειας Τον καλεί λοιπόν να πάνε έναν περίπατο Ο αδελφός του ως απονήρευτος

και άκακος δέχεται την πρόταση του αδελφού και εκεί δέχεται τη θανάσιμη επίθεση

9καὶ εἶπεν ὁ θεὸς πρὸς καιν ποῦ ἐστιν αβελ ὁ ἀδελφός σου ὁ δὲ εἶπεν οὐ γινώσκω μὴ φύλαξ τοῦ ἀδελφοῦ μού εἰμι ἐγώ 10καὶ εἶπεν ὁ θεός τί ἐποίησας φωνὴ αἵματος τοῦ ἀδελφοῦ σου βοᾷ πρός με ἐκ τῆς γῆς 11καὶ νῦν ἐπικατάρατος σὺ ἀπὸ τῆς γῆς Οποία φρικτή καταδίκη Όταν από το στόμα του Θεού τον ευλογία σκορπίζοντος εξέρχεται η κατάρα Η παρά τω Θεώ όμως κατάρα είναι έκφραση Θείας δικαιοσύνης

ἣ ἔχανεν τὸ στόμα αὐτῆς δέξασθαι τὸ αἷμα τοῦ ἀδελφοῦ σου ἐκ τῆς χειρός σου 12ὅτι ἐργᾷ τὴν γῆν καὶ οὐ προσθήσει τὴν ἰσχὺν αὐτῆς δοῦναί σοι στένων καὶ τρέμων ἔσῃ ἐπὶ τῆς γῆς Δεν πρόκειται λέει εδώ ο Θεός η γη να σου αποφέρει τα

του κόπου σου Μάταια δηλαδή θα ιδρώνεις Αυτή είναι η δεύτερη τιμωρία που

λαμβάνει Το στένων και τρέμων ἔση σημαίνει θα έχεις στεναγμό λόγω του

περιπλανώμενου επί της γης βίου σου Αυτή είναι η τρίτη τιμωρία

12

13καὶ εἶπεν καιν πρὸς τὸν κύριον μείζων ἡ αἰτία μου τοῦ ἀφεθῆναί με 14εἰ ἐκβάλλεις με σήμερον ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς καὶ ἀπὸ τοῦ προσώπου σου κρυβήσομαι καὶ ἔσομαι στένων καὶ τρέμων ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἔσται πᾶς ὁ εὑρίσκων με ἀποκτενεῖ με 15καὶ εἶπεν αὐτῷ κύριος ὁ θεός οὐχ οὕτως πᾶς ὁ ἀποκτείνας καιν ἑπτὰ ἐκδικούμενα παραλύσει καὶ ἔθετο κύριος ὁ θεὸς σημεῖον τῷ καιν τοῦ μὴ ἀνελεῖν αὐτὸν πάντα τὸν εὑρίσκοντα αὐτόν Ο Κάϊν δεν μετανοεί

δεν συνέρχεται Δεν πικραίνεται διότι χωρίσθηκε από τον Θεό αλλά το μόνο που

φοβάται είναι να μην τον σκοτώσουν Ποιοι όμως να τον σκοτώσουν Σίγουρα όχι οι

γονείς του ο Αδάμ και η Εύα Εδώ φαίνεται πως ο Αδάμ πρό του φόνου του Άβελ θα

είχε κάνει και άλλα τέκνα Ο Θεός έδωσε λέει στον Κάϊν σημείο ώστε όποιος τον

εύρισκε να μην τον σκότωνε Ποιο ήταν αυτό το σημείο Το σκυθρωπό του πρόσωπο

ήταν το οποίο προκαλούσε σε όποιον τον έβλεπε την αποστροφή

16ἐξῆλθεν δὲ καιν ἀπὸ προσώπου τοῦ θεοῦ καὶ ᾤκησεν ἐν γῇ ναιδ κατέναντι εδεμ

17καὶ ἔγνω καιν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ συλλαβοῦσα ἔτεκεν τὸν ενωχ καὶ ἦν οἰκοδομῶν πόλιν καὶ ἐπωνόμασεν τὴν πόλιν ἐπὶ τῷ ὀνόματι τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ ενωχ Οικοδόμησε πόλη ο Καϊν η οποία ουσιαστικά ήταν ένα πρωτόγονο φρούριο

από γιγαντιαίους λίθους το οποίο τον προστάτευε από τα αδέρφια του διότι ήταν

ένοχος απέναντί τους Έτσι έληξε ο πλάνης βίος του Κάϊν δείχνοντας τελικά πως η

προσκόλησή του στα γήινα τον χώρισε τελικά από τα υπόλοιπα αδέρφια του Οι

απόγονοι δε του Κάϊν απομακρύνθηκαν από τον Θεό

18ἐγενήθη δὲ τῷ ενωχ γαιδαδ καὶ γαιδαδ ἐγέννησεν τὸν μαιηλ καὶ μαιηλ ἐγέννησεν τὸν μαθουσαλα καὶ μαθουσαλα ἐγέννησεν τὸν λαμεχ 19καὶ ἔλαβεν ἑαυτῷ λαμεχ δύο γυναῖκας ὄνομα τῇ μιᾷ αδα καὶ ὄνομα τῇ δευτέρᾳ σελλα Ο

Λάμεχ είναι ο πρώτος που παραβιάζει την μονογαμία παίρνοντας για τον εαυτό του

δύο γυναίκες

20καὶ ἔτεκεν αδα τὸν ιωβελ οὗτος ἦν ὁ πατὴρ οἰκούντων ἐν σκηναῖς κτηνοτρόφων 21καὶ ὄνομα τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ ιουβαλ οὗτος ἦν ὁ καταδείξας ψαλτήριον καὶ κιθάραν 22σελλα δὲ ἔτεκεν καὶ αὐτὴ τὸν θοβελ καὶ ἦν σφυροκόπος χαλκεὺς χαλκοῦ καὶ σιδήρου ἀδελφὴ δὲ θοβελ νοεμα Να η

αξιοπρέπεια του ανθρώπου ως εξέλιξη προς απάντηση των υποστηρικτών της

Δαρβίνειας θεωρίας Ο Ιουβάλ είναι ο εφευρέτης των έγχορδω οργάνων ενώ ο

Θοβέλ είναι ο πρώτος που επεξεργάζεται μέταλλα Κσνείς από αυτούς σίγουρα δεν

ήταν η εξέλιξη κάποιου είδους πιθήκου

23εἶπεν δὲ λαμεχ ταῖς ἑαυτοῦ γυναιξίν αδα καὶ σελλα ἀκούσατέ μου τῆς φωνῆς γυναῖκες λαμεχ ἐνωτίσασθέ μου τοὺς λόγους ὅτι ἄνδρα ἀπέκτεινα εἰς τραῦμα ἐμοὶ καὶ νεανίσκον εἰς μώλωπα ἐμοί

24ὅτι ἑπτάκις ἐκδεδίκηται ἐκ καιν ἐκ δὲ λαμεχ ἑβδομηκοντάκις ἑπτά Ο Λάμεχ λοιπόν επανἐλαβε την αμαρτία του Κάϊν γενόμενος κι αυτός φονιάς

25ἔγνω δὲ αδαμ ευαν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ συλλαβοῦσα ἔτεκεν υἱὸν καὶ ἐπωνόμασεν τὸ ὄνομα αὐτοῦ σηθ λέγουσα ἐξανέστησεν γάρ μοι ὁ θεὸς

13

σπέρμα ἕτερον ἀντὶ αβελ ὃν ἀπέκτεινεν καιν 26καὶ τῷ σηθ ἐγένετο υἱός ἐπωνόμασεν δὲ τὸ ὄνομα αὐτοῦ ενως οὗτος ἤλπισεν ἐπικαλεῖσθαι τὸ ὄνομα κυρίου τοῦ θεοῦ

αὕτη ἡ βίβλος γενέσεως ἀνθρώπων ᾗ ἡμέρᾳ ἐποίησεν ὁ θεὸς τὸν αδαμ κατ εἰκόνα θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν 2ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτοὺς καὶ εὐλόγησεν αὐτούς καὶ ἐπωνόμασεν τὸ ὄνομα αὐτῶν αδαμ ᾗ ἡμέρᾳ ἐποίησεν αὐτούς

3ἔζησεν δὲ αδαμ διακόσια καὶ τριάκοντα ἔτη καὶ ἐγέννησεν κατὰ τὴν ἰδέαν αὐτοῦ καὶ κατὰ τὴν εἰκόνα αὐτοῦ καὶ ἐπωνόμασεν τὸ ὄνομα αὐτοῦ σηθ 4ἐγένοντο δὲ αἱ ἡμέραι αδαμ μετὰ τὸ γεννῆσαι αὐτὸν τὸν σηθ ἑπτακόσια ἔτη καὶ ἐγέννησεν υἱοὺς καὶ θυγατέρας 5καὶ ἐγένοντο πᾶσαι αἱ ἡμέραι αδαμ ἃς ἔζησεν ἐννακόσια καὶ τριάκοντα ἔτη καὶ ἀπέθανεν

Ενώχ

Μια μορφή που δεσπόζει για την αγιότητα της ζωής του

εφόσον η Γραφή δεν αναφέρει τίποτε εις βάρος του είναι ο

Ενώχ

Γιος ενός άσημου για την ιστορία ανθρώπου του Ιάρεδ

απογόνου του τρίτου γιου του Αδάμ Σηθ άθελά του

καθιερώθηκε απ τον Θεό όπως βεβαιώνει κι η σημασία

του ονόματός του να διαδραματίσει σπουδαίο ρόλο στο

θείο σχέδιο για τη σωτηρία του κόσμου Γέννησε το

Μαθουσάλα τον μακροβιότερο άνθρωπο που ποτέ έζησε

στη γη παρ όλο που η δική του ζωή διήρκεσε τόσο λίγο

τριακόσια εξήντα πέντε χρόνια Έζησε ζωή άμεμπτης

αγνότητας σε περίοδο που ούτε ο Νόμος του Θεού είχε δοθεί ούτε φυσικά κι η

μεταγενέστερη του Νόμου Χάρη είχε επιτελεστεί Οραματίστηκε την τελική Κρίση

που ο Θεός θα κάμει στα τέλη των αιώνων και δια του τρόπου με τον οποίο έγινε η

μετάθεσή του μίλησε στις επόμενες γενιές για την μετά το θάνατο Ανάσταση του

Μεσσία που θα ρχόταν και για την τελική Ανάσταση των κεκοιμημένων αγίων

ίνα καταποθή το θνητόν υπό της ζωής (Β΄ Κορ 104)

Στο βιβλίο της Γένεσης συναντάμε δυο πρόσωπα με το όνομα Ενώχ στο 41718 και

στο 518 που είναι μεταξύ τους τελείως ανόμοια και διαφορετικά Ο πρώτος είναι ο

γιος του Κάιν του αδελφοκτόνου προς τιμήν του οποίου ο πατέρας του έκτισεν

πόλιν και κάλεσεν κατά το όνομα αυτού (417) κι ο δεύτερος είναι ο γιος του Ιάρεδ

όπως ήδη είπαμε ο εκλεκτός του Θεού Ενώχ που δεν είχε εδώ πόλιν μένουσαν

αλλά την μέλλουσαν επιζητούσε (Εβρ 1113-14) στην οποία και τόσο ένδοξα

μετέβη

14

Το ότι ο Ενώχ έζησε τριακόσια εξήντα πέντε μόνο χρόνια που είναι ακριβώς ο

αριθμός των ημερών ενός ηλιακού έτους δεν ξέρουμε τι συμβολίζει Ίσως τη

ματαιότητα της σύντομης εδώ ζωής μας ίσως την πληρότητα μιας αποστολής την

οποία ο Θεός ανέθεσε σε κάποιον άνθρωπό Του ίσως το τέλειο ανάστημα της ζωής

του Χριστού στο οποίο ο Θεός θέλει να φτάσουμε πριν μας πάρει κοντά Του

ίσως ίσως Ασχέτως όμως όλων αυτών γεγονός είναι ένα ότι ο Ενώχ αποτελεί μια

εξαίρεση ένα υπόδειγμα ένα θαύμα του Θεού σε ανθρώπινη ζωή

Γιατί άραγε έζησε τόσο λίγο ενώ ο γιος του ο Μαθουσάλα έφτασε τη μεγαλύτερη

ηλικία ανθρώπου επί της γης -965 χρόνια- ο δε μεταγενέστερός του ο Νώε δεύτερος

μετά τον Αδάμ κληρονόμος όλης της γης έζησε 950 χρόνια Μήπως ο Ενώχ έτσι

εξεπλήρωσε κάποια πολύ σημαντική αποστολή Ενώ θα παρευρέθηκε στην κηδεία

του Αδάμ (πράγμα που συνάγεται απ τους υπολογισμούς των ετών που περιέχονται

στην πρώτη αυτή περίοδο της ιστορίας) και δεδομένου ότι ο Αδάμ ως εκπρόσωπος

του αμαρτωλού ανθρώπου έπρεπε να πεθάνει και το σώμα του να ταφεί στη γη ο

Ενώχ εκπροσωπώντας τον αγιασμένο άνθρωπο του Θεού δεν πέθανε αλλά

μετατέθηκε απ ευθείας χωρίς να γευτεί θάνατο στου ουρανό του Θεού Πιστή

εικόνα τούτη για τον σωσμένο δια της θυσίας του Ιησού Χριστού αμαρτωλό για τον

οποίο θάνατος πια δεν υπάρχει διότι μετέβη εκ του θανάτου εις την ζωήν (Ιωάν

524)

Ο Λόγος του Θεού μας λέει ότι ο Ενώχ περιεπάτησεν μετά του Θεού (Γέν 524)

όχι ενώπιον του Θεού όπως μας λέει για τον Αβραάμ (Γεν 171) για το Δαυίδ

(Ψαλμ 8915) για τον Ησαϊα (4027-31) για το Ζαχαρία και την Ελισσάβετ (Ιακ

16) Μήπως τούτο είναι σύμβολο και συγχρόνως προφητεία του περπατήματος που ο

χριστιανός ο άνθρωπος δηλαδή που θα δεχόταν τη Χάρη θα κανε με τον Χριστό

βάσει της υπόσχεσής Του μεθ υμών ειμί (Ματθ 2820) και της εντολής Του

μείνατε εν εμοί καγώ εν υμίν (Ιωάν 154) Διότι σε τούτη την περίπτωση δεν

έχουμε περπάτημα ενώπιον του Θεού αλλά μετά του Θεού Κάτι δηλαδή πολύ

ουσιαστικότερο και πλουσιότερο για κάθε άνθρωπο που ανήκει σε Κείνον ασχέτως

περιόδου στην οποία έζησε Όταν κάποιος περπατάει με τον Θεό έχει και πλήρη

συναίσθηση της παρουσίας Του Ότι ακριβώς χρειάζεται για να ζει ζωή αγνότητας

μέσα στον κόσμο

Το μυστικό του περπατήματος του Ενώχ μετά του Θεού ήταν η πίστη του στον Θεό

της οποίας συνέπεια ήταν το ότι ευηρέστησεν τον Θεόν και ότι δε γεύτηκε θάνατο

διότι μετέθεσεν αυτόν ο Θεός (Γεν 115-6) Η μετάθεση δε αυτή είναι τύπος του

τρόπου με τον οποίο οι άγιοι του Θεού θέλουσι μεταμορφωθή εν τη εσχάτη

σάλπιγγι χωρίς να γευτούν θάνατο (Α΄ Κορ 1551-52)

Αλλά ο Ενώχ δεν προφήτεψε μόνο με τη ζωή του μελλοντικές αλήθειες αλλά και με

το στόμα του προφήτεψε περί της Κρίσης την οποίαν στα τέλη των αιώνων ο Κύριος

μαζί με τους αγίους Του θα κάμει για κάθε ασεβή άνθρωπο δια να ελέγξη πάντας

τους ασεβείς Στην επιστολή του Ιούδα εδ 14-15 διαβάζουμε Προεφήτευσε δε

περί τούτων και ο Ενώχ έβδομος από Αδάμ λέγωνmiddot Ιδού ήλθεν ο Κύριος με

μυριάδας αγίων αυτού δια να κάμη κρίσιν κατά πάντων και να ελέγξη πάντας τους

ασεβείς εξ αυτών δια πάντα τα έργα της ασεβείας αυτών τα οποία έπραξαν και δια

πάντα τα σκληρά τα οποία ελάλησαν κατ αυτού αμαρτωλοί ασεβείς

15

Ο Ενώχ αναφέρεται μια μόνο φορά στην Καινή Διαθήκη ως προφήτης (Ιούδα 14)

Με το όνομα Βιβλίο Ενώχ σώζεται απόκρυφο σύγγραμμα που γράφτηκε περί τα

110 πΧ περιέχει προφητείες περί της συντέλειας του κόσμου και είναι σε αιθιοπική

μετάφραση Δεν αποκλείεται η παραπομπή στο βιβλίο του Ιούδα να είναι παρμένη απ

αυτό Όμως το βιβλίο αυτό το απέρριψαν ως μη κανονικό τόσο οι Εβραίοι όσο και

οι Πατέρες της Εκκλησίας

Ας μείνει μέσα μας απ όλα όσα ελέχθησαν περί του Ενώχ πως αν κάτι έχει ύψιστη

σημασία για τον Θεό και για μας είναι το να περιπατώμεν καθώς Εκείνος

περιεπάτησεν (Α΄ Ιωάν 26) φυλάττοντες τας εντολάς αυτού και πράττοντες τα

αρεστά ενώπιον αυτού (Α΄ Ιωάν 322)

Γιἀννης Έρτσος

Σας παραθέτουμε τώρα προς ανάγνωσιν το απόκρυφο βιβλίο του Ενώχ

1 Λόγος εὐλογίας Ἑνώχ καθὼς εὐλόγησεν ἐκλεκτοὺς δικαίους οἵτινες

ἔσονται εἰς ἡμέραν ἀνάγκης ἐξᾶραι πάντας τοὺς ἐχθρούς καὶ σωθήσονται

δίκαιοι

2 Καὶ ἀναλαβὼν τὴν παραβολὴν αὐτοῦ εἶπεν Ἑνώχmiddot (ἄνθρωπος δίκαιός

ἐστιν [ᾧ] ὅρασις ἐκ θεοῦ αὐτῷ ἀνεῳγμένη ἦν ἔχων τὴν ὅρασιν τοῦ ἁγίου

laquoκαὶraquo τοῦ οὐρανοῦmiddot) Ἔδειξέν μοι καὶ ἁγιολόγων ἁγίων ἤκουσα ἐγώ καὶ ὡς

ἤκουσα παρrsquo αὐτῶν πάντα καὶ ἔγνων ἐγὼ θεωρῶνmiddot καὶ οὐκ εἰς τὴν νῦν

γενεὰν διενοούμην ἀλλὰ ἐπὶ πόρρω οὖσαν ἐγὼ λαλῶ

3 Καὶ περὶ τῶν ἐκλεκτῶν νῦν λέγω καὶ περὶ αὐτῶν ἀνέλαβον τὴν

παραβολήν μου καὶ ἐξελεύσεται ὁ ἅγιός μου ὁ μέγας ἐκ τῆς κατοικήσεως

αὐτοῦ

4 καὶ ὁ θεὸς τοῦ αἰῶνος ἐπὶ γῆν πατήσει ἐπὶ τὸ Σεινὰ ὄρος καὶ φανήσεται

ἐκ τῆς παρεμβολῆς αὐτοῦ καὶ φανήσεται ἐν τῇ δυνάμει τῆς ἰσχύος αὐτοῦ

ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ τῶν οὐρανῶν

5 καὶ φοβηθήσονται πάντες καὶ πιστεύσουσιν οἱ ἐγρήγοροι laquoκαὶ ᾄσουσιν

ἀπόκρυφα ἐν πᾶσιν τοῖς ἄκροις τῆς [γῆς]middot καὶ σεισθήσονται πάντα τὰ ἄκρα

τῆς γῆςraquo καὶ λήμψεται αὐτοὺς τρόμος καὶ φόβος μέγας μέχρι τῶν περάτων

τῆς γῆς

6 καὶ σεισθήσονται καὶ πεσοῦνται καὶ διαλυθήσονται ὄρη ὑψηλά καὶ

ταπεινωθήσονται βουνοὶ ὑψηλοὶ τοῦ διαρυῆναι ὄρη καὶ τακήσονται ὡς

κηρὸς ἀπὸ προσώπου πυρὸς ἐν φλογί

7 καὶ διασχισθήσεται ἡ γῆ σχίσμα ῥαγάδι καὶ πάντα ὅσα ἐστὶν ἐπὶ τῆς γῆς

ἀπολεῖται καὶ κρίσις ἔσται κατὰ πάντων

8 καὶ μετὰ τῶν δικαίων τὴν εἰρήνην ποιήσει καὶ ἐπὶ τοὺς ἐκλεκτοὺς ἔσται

συντήρησις καὶ εἰρήνη καὶ ἐπrsquo αὐτοὺς γενήσεται ἔλεος καὶ ἔσονται

πάντες τοῦ θεοῦ καὶ τὴν εὐδοκίαν δώσει αὐτοῖς καὶ πάντας εὐλογήσει καὶ

πάντων ἀντιλήμψεται καὶ βοηθήσει ἡμῖν καὶ φανήσεται αὐτοῖς φῶς καὶ

ποιήσει ἐπrsquo αὐτοὺς εἰρήνην

9 ὅτι ἔρχεται σὺν ταῖς μυριάσιν αὐτοῦ καὶ τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ ποιῆσαι

κρίσιν κατὰ πάντων καὶ ἀπολέσει πάντας τοὺς ἀσεβεῖς καὶ ἐλέγξει

πᾶσαν σάρκα περὶ πάντων ἔργων τῆς ἀσεβείας αὐτῶν ὧν ἠσέβησαν καὶ

σκληρῶν ὧν ἐλάλησαν λόγων laquoκαὶ περὶ πάντων ὧν κατελάλησανraquo κατrsquo

αὐτοῦ ἁμαρτωλοὶ ἀσεβεῖς

16

II

1 Κατανοήσατε πάντα τὰ ἔργα ἐν τῷ οὐρανῷ πῶς οὐκ ἠλλοίωσαν τὰς

ὁδοὺς αὐτῶν καὶ τοὺς φωστῆρας τοὺς ἐν τῷ οὐρανῷ ὡς τὰ πάντα

ἀνατέλλει καὶ δύνει τεταγμένος ἕκαστος ἐν τῷ τεταγμένῳ καιρῷ καὶ ταῖς

ἑορταῖς αὐτῶν φαίνονται καὶ οὐ παραβαίνουσιν τὴν ἰδίαν τάξιν

2 ἴδετε τὴν γῆν καὶ διανοήθητε περὶ τῶν ἔργων τῶν ἐν αὐτῇ γενομένων

ἀπrsquo ἀρχῆς μέχρι τελειώσεως ὥς εἰσιν φθαρτά ὡς οὐκ ἀλλοιοῦνται οὐδὲν

τῶν ἐπὶ γῆς ἀλλὰ πάντα ἔργα θεοῦ ὑμῖν φαίνεται

3 ἴδετε τὴν θερείαν καὶ τὸν χειμῶνα

καταμάθετε καὶ ἴδετε πάντα τὰ δένδρα

IIIndashV

1πῶς τὰ φύλλα χλωρὰ ἐν αὐτοῖς σκέποντα τὰ δένδρα καὶ πᾶς ὁ καρπὸς

αὐτῶν εἰς τιμὴν καὶ δόξαν διανοήθητε καὶ γνῶτε περὶ πάντων τῶν ἔργων

αὐτοῦ καὶ νοήσατε ὅτι θεὸς ζῶν ἐποίησεν αὐτὰ οὕτως καὶ ζῇ εἰς πάντας

τοὺς αἰῶναςmiddot

2 καὶ τὰ ἔργα αὐτοῦ πάντα ὅσα ἐποίησεν εἰς τοὺς αἰῶνας ἀπὸ ἐνιαυτοῦ εἰς

ἐνιαυτὸν γινόμενα πάντα οὕτως καὶ πάντα ὅσα ἀποτελοῦσιν αὐτῷ τὰ

ἔργα καὶ οὐκ ἀλλοιοῦνται αὐτῶν τὰ ἔργα ἀλλrsquo ὡσπερεὶ κατὰ ἐπιταγὴν τὰ

πάντα γίνεται

3 ἴδετε πῶς ἡ θάλασσα καὶ οἱ ποταμοὶ ὡς ὁμοίως ἀποτελοῦσιν καὶ οὐκ

ἀλλοιοῦσιν αὐτῶν τὰ ἔργα ἀπὸ τῶν λόγων αὐτοῦ

4 ὑμεῖς δὲ οὐκ ἐνεμείνατε οὐδὲ ἐποιήσατε κατὰ τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ ἀλλὰ

ἀπέστητε καὶ κατελαλήσατε μεγάλους καὶ σκληροὺς λόγους ἐν στόματι

ἀκαθαρσίας ὑμῶν κατὰ τῆς μεγαλωσύνης αὐτοῦ ὅτι κατελαλήσατε ἐν τοῖς

ψεύμασιν ὑμῶν σκληροκάρδιοι οὐκ ἔστιν εἰρήνη ὑμῖν

5 τοιγὰρ τὰς ἡμέρας ὑμῶν ὑμεῖς καταράσεσθε καὶ τὰ ἔτη τῆς ζωῆς ὑμῶν

ἀπολεῖται καὶ τὰ ἔτη τῆς ἀπωλείας ὑμῶν πληθυνθήσεται ἐν κατάρᾳ

αἰώνων καὶ οὐκ ἔσται ὑμῖν ἔλεος καὶ εἰρήνη

6 τότε ἔσται τὰ ὀνόματα ὑμῶν εἰς κατάραν αἰώνιον πᾶσιν τοῖς δικαίοις

καὶ ἐν ὑμῖν καταράσονται πάντες οἱ καταρώμενοι καὶ πάντες οἱ

ἁμαρτωλοὶ καὶ ἀσεβεῖς ἐν ὑμῖν ὀμοῦνται καὶ πάντες οἱ ἀναμάρτητοι

χαρήσονται καὶ ἔσται αὐτοῖς λύσις ἁμαρτιῶν καὶ πᾶν ἔλεος καὶ εἰρήνη καὶ

ἐπιείκεια ἔσται αὐτοῖς σωτηρία φῶς ἀγαθόν καὶ αὐτοὶ κληρονομήσουσιν

τὴν γῆν καὶ πᾶσιν ὑμῖν τοῖς ἁμαρτωλοῖς οὐχ ὑπάρξει σωτηρία ἀλλὰ ἐπὶ

πάντας ὑμᾶς κατάλυσις κατάρα

7 καὶ τοῖς ἐκλεκτοῖς φῶς καὶ χάρις καὶ εἰρήνη καὶ αὐτοὶ κληρονομήσουσιν

τὴν γῆν ὑμῖν δὲ τοῖς ἀσεβέσιν ἔσται κατάρα

8 τότε δοθήσεται τοῖς ἐκλεκτοῖς φῶς καὶ χάρις καὶ αὐτοὶ

κληρονομήσουσιν τὴν γῆν τότε δοθήσεται πᾶσιν τοῖς ἐκλεκτοῖς σοφία καὶ

πάντες οὗτοι ζήσονται καὶ οὐ μὴ ἁμαρτήσονται ἔτι οὐ κατrsquo ἀλήθειαν οὔτε

κατὰ ὑπερηφανίαν καὶ ἔσται ἐν ἀνθρώπῳ πεφωτισμένῳ φῶς καὶ

ἀνθρώπῳ ἐπιστήμονι νόημα καὶ οὐ μὴ πλημμελήσουσιν

9 οὐδὲ μὴ ἁμάρτωσιν πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς αὐτῶν καὶ οὐ μὴ

ἀποθάνωσιν ἐν ὀργῇ θυμοῦ ἀλλὰ τὸν ἀριθμὸν αὐτῶν ζωῆς ἡμερῶν

πληρώσουσιν καὶ ἡ ζωὴ αὐτῶν αὐξηθήσεται ἐν εἰρήνῃ καὶ τὰ ἔτη τῆς

χαρᾶς αὐτῶν πληθυνθήσεται ἐν ἀγαλλιάσει καὶ εἰρήνη αἰῶνος ἐν πάσαις

ταῖς ἡμέραις τῆς ζωῆς αὐτῶν

VI

1 Καὶ ἐγένετο οὗ ἂν ἐπληθύνθησαν οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων ἐν ἐκείναις

ταῖς ἡμέραις ἐγεννήθησαν θυγατέρες ὡραῖαι καὶ καλαί

17

2 καὶ ἐθεάσαντο αὐτὰς οἱ ἄγγελοι υἱοὶ οὐρανοῦ καὶ ἐπεθύμησαν αὐτάς

καὶ εἶπαν πρὸς ἀλλήλουςmiddot Δεῦτε ἐκλεξώμεθα ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ τῶν

ἀνθρώπων καὶ γεννήσομεν ἑαυτοῖς τέκνα

3 καὶ εἶπεν Σεμειαζᾶς πρὸς αὐτούς ὃς ἦν ἄρχων αὐτῶν Φοβοῦμαι μὴ οὐ

θελήσετε ποιῆσαι τὸ πρᾶγμα τοῦτο καὶ ἔσομαι ἐγὼ μόνος ὀφειλέτης

ἁμαρτίας μεγάλης

4 ἀπεκρίθησαν οὖν αὐτῷ πάντες Ὀμόσωμεν ὅρκῳ πάντες καὶ

ἀναθεματίσωμεν πάντες ἀλλήλους μὴ ἀποστρέψαι τὴν γνώμην ταύτην

μέχρις οὗ ἂν τελέσωμεν αὐτὴν καὶ ποιήσωμεν τὸ πρᾶγμα τοῦτο

5 τότε ὄμοσαν πάντες ὁμοῦ καὶ ἀνεθεμάτισαν ἀλλήλους ἐν αὐτῷ

7 Καὶ ταῦτα τὰ ὀνόματα τῶν ἀρχόντων αὐτῶνmiddot Σεμιαζά οὗτος ἦν ἄρχων

αὐτῶνmiddot Ἀραθάκ Κιμβρά Σαμμανή Δανειήλ Ἀρεαρώς Σεμιήλ Ἰωμειήλ

Χωχαριήλ Ἐζεκιήλ Βατριήλ Σαθιήλ Ἀτριήλ Ταμιήλ Βαρακιήλ Ἀνανθνά

Θωνιήλ Ῥαμιήλ Ἀσέαλ Ῥακειήλ Τουριήλ

8 οὗτοί εἰσιν ἀρχαὶ αὐτῶν οἱ [ἐπὶ] δέκα

VII

1 Καὶ ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκαςmiddot ἕκαστος αὐτῶν ἐξελέξαντο ἑαυτοῖς

γυναῖκας καὶ ἤρξαντο εἰσπορεύεσθαι πρὸς αὐτὰς καὶ μιαίνεσθαι ἐν

αὐταῖςmiddot καὶ ἐδίδαξαν αὐτὰς φαρμακείας καὶ ἐπαοιδὰς καὶ ῥιζοτομίας καὶ

τὰς βοτάνας ἐδήλωσαν αὐταῖς

2 Αἱ δὲ ἐν γαστρὶ λαβοῦσαι ἐτέκοσαν γίγαντας μεγάλους ἐκ πηχῶν

τρισχιλίων

3 οἵτινες κατησθίοσαν τοὺς κόπους τῶν ἀνθρώπων ὡς δὲ οὐκ ἐδυνήθησαν

αὐτοῖς οἱ ἄνθρωποι ἐπιχορηγεῖν

4 οἱ γίγαντες ἐτόλμησαν ἐπrsquo αὐτούς καὶ κατησθίοσαν τοὺς ἀνθρώπους

5 καὶ ἤρξαντο ἁμαρτάνειν ἐν τοῖς πετεινοῖς καὶ τοῖς [θ]ηρίοις καὶ ἑρπετοῖς

καὶ τοῖς [ἰ]χθύσιν καὶ ἀλλήλων τὰς σάρκας κατεσθίειν καὶ τὸ αἷμα ἔπινον

6 τότε ἡ γῆ ἐνέτυχεν κατὰ τῶν ἀνόμων

VIII

1 Ἐδίδαξεν τοὺς ἀνθρώπους Ἀζαὴλ μαχαίρας ποιεῖν καὶ ὅπλα καὶ ἀσπίδας

καὶ θώρακας διδάγματα ἀγγέλων καὶ ὑπέδειξεν αὐτοῖς τὰ μέταλλα καὶ

τὴν ἐργασίαν αὐτῶν καὶ ψέλια καὶ κόσμους καὶ στίβεις καὶ τὸ

καλλιβλέφαρον καὶ παντοίους λίθους ἐκλεκτοὺς καὶ τὰ βαφικά

2 καὶ ἐγένετο ἀσέβεια πολλή καὶ ἐπόρνευσαν καὶ ἀπεπλανήθησαν καὶ

ἠφανίσθησαν ἐν πάσαις ταῖς ὁδοῖς αὐτῶν

3 Σεμιαζᾶς ἐδίδαξεν ἐπα[ο]ιδὰς καὶ ῥιζοτομίαςmiddot Ἀρμαρὼς ἐπαοιδῶν

λυτήριονmiddot Βαρακιὴλ ἀστρολογίαςmiddot Χωχιὴλ τὰ σημειωτικάmiddot Σαθιὴλ

ἀστεροσκοπίανmiddot Σεριὴλ σεληναγωγίας

4 τῶν οὖν ἀνθρώπων ἀπολλυμένων ἡ βο[ὴ] εἰς οὐρανοὺς ἀνέβη

IX

1 Τότε παρ[α]κύψαντες Μιχαὴλ καὶ Οὐ[ρι]ὴλ καὶ Ῥαφαὴλ καὶ Γαβριή[λ]

οὗτοι ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἐθεάς[αν]το αἶμα πολὺ ἐκχυννόμεν[ον] ἐπὶ τῆς γῆςmiddot

2 καὶ εἶπαν πρὸ[ς] ἀλλήλους φωνὴ βοώντω[ν] ἐπὶ τῆς γῆς μέχρι πυλῶν

τοῦ οὐρανοῦ

3 ἐντυγχάνουσιν αἱ ψυχαὶ τῶν ἀνθρώπων λεγόντων Εἰσαγάγετε τὴν

κρίσιν ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστ[ον]

4 Καὶ εἶπα[ν] τῷ κυρίῳ Σὺ εἶ κύριος τῶν κυρίων καὶ ὁ θεὸς τῶν θεῶν καὶ

βασιλεὺς τῶν αἰώνωνmiddot ὁ θρόνος τῆς δόξης σου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τοῦ

αἰῶνος καὶ τὸ ὄνομά σου τὸ ἅγιον καὶ μέγα καὶ εὐλογητὸν εἰς πάντας τοὺς

αἰῶνας

18

5 σὺ γὰρ ἐποίησας τὰ πάντα καὶ πᾶσαν τὴν ἐξουσίαν ἔχων καὶ πάντα

ἐνώπιόν σου φανερὰ καὶ ἀκάλυπτα

6 καὶ πάντα σὺ ὁρᾷς ἃ ἐποίησεν Ἀζαήλ ὃς ἐδίδαξεν πάσας τὰς ἀδικίας ἐπὶ

τῆς γῆς καὶ ἐδήλωσεν τὰ μυστήρια τοῦ αἰῶνος τὰ ἐν τῷ οὐρανῷ ἃ

ἐπιτηδεύουσιν [καὶ] ἔγνωσαν ἄνθρωποι

7 καὶ Σεμιαζᾶς ᾧ τὴν ἐξουσίαν ἔδωκας ἄρχειν τῶν σὺν αὐτῷ ἅμα ὄντων

8 καὶ ἐπορεύθησαν πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς καὶ

συνεκοιμήθησαν αὐταῖς καὶ ἐμιάνθησαν καὶ ἐδήλωσαν αὐταῖς πάσας τὰς

ἁμαρτίας

9 καὶ αἱ γυναῖκες ἐγέννησαν τιτᾶνας ὑφrsquo ὧν ὅλη ἡ γῆ ἐπλήσθη αἵματος

καὶ ἀδικίας

10 καὶ νῦν ἰδοὺ βοῶσιν αἱ ψυχαὶ τῶν τετελευτηκότων καὶ ἐντυγχάνουσιν

μέχρι τῶν πυλῶν τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἀνέβη ὁ στεναγμὸς αὐτῶν καὶ οὐ

δύναται ἐξελθεῖν ἀπὸ προσώπου τῶν ἐπὶ τῆς γῆς γινομένων ἀνομημάτων

11 καὶ σὺ πάντα οἶδας πρὸ τοῦ αὐτὰ γενέσθαι καὶ σὺ ὁρᾷς ταῦτα καὶ ἐᾷς

αὐτούς καὶ οὐδὲ ἡμῖν λέγεις τί δεῖ ποιεῖν αὐτοὺς περὶ τούτων

X

1 Τότε Ὕψιστος εἶπεν περὶ τούτων ὁ μέγας Ἅγιος καὶ ἐλάλησεν καὶ εἶπεν

καὶ ἔπεμψεν Ἰστραὴλ πρὸς τὸν υἱὸν Λέμεχ

2 Εἶπον αὐτῷ ἐπὶ τῷ ἐμῷ ὀνόματι Κρύψον σεαυτόν καὶ δήλωσον αὐτῷ

τέλος ἐπερχόμενον ὅτι ἡ γῆ ἀπόλλυται πᾶσα καὶ κατακλυσμὸς μέλλει

γίνεσθαι πάσης τῆς γῆς καὶ ἀπολέσει πάντα ὅσα ἐστὶν [ἐν] αὐτῇ

3 καὶ δίδαξον αὐτὸν ὅπως ἐκφύγῃ καὶ μενεῖ τὸ σπέρμα αὐτοῦ εἰς πάσας

τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

4 Καὶ τῷ Ῥαφαὴλ εἶπεν Δῆσον τὸν Ἀζαὴλ ποσὶν καὶ χερσίν καὶ βάλε

αὐτὸν εἰς τὸ σκότος καὶ ἄνοιξον τὴν ἔρημον τὴν οὖσαν ἐν τῷ Δαδουὴλ

κἀκεῖ βάλε αὐτόν

5 καὶ ὑπόθες αὐτῷ λίθους τραχεῖς καὶ ὀξεῖς καὶ ἐπικάλυψον αὐτῷ τὸ

σκότος καὶ οἰκησάτω ἐκεῖ εἰς τοὺς αἰῶνας καὶ τὴν ὄψιν αὐτοῦ πώμασον

καὶ φῶς μὴ θεωρείτωmiddot

6 καὶ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς μεγάλης τῆς κρίσεως ἀπαχθήσεται εἰς τὸν

ἐνπυρισμόν

7 καὶ ἰαθήσεται ἡ γῆ ἣν ἠφάνισαν οἱ ἄγγελοι καὶ τὴν ἴασιν τῆς γῆς

δήλωσον ἵνα ἰάσωνται τὴν πληγήν ἵνα μὴ ἀπόλωνται πάντες οἱ υἱοὶ τῶν

ἀνθρώπων ἐν τῷ μυστηρίῳ ὅλῳ ᾧ ἐπέταξαν οἱ ἐγρήγοροι καὶ ἐδίδαξαν

τοὺς υἱοὺς αὐτῶν

8 καὶ ἠρημώθη πᾶσα ἡ γῆ ἀφανισθεῖσα ἐν τοῖς ἔργοις τῆς διδασκαλίας

Ἀζαήλmiddot καὶ ἐπrsquo αὐτῷ γράψον τὰς ἁμαρτίας πάσας

9 Καὶ τῷ Γαβριὴλ εἶπεν ὁ κύριος Πορεύου ἐπὶ τοὺς μαζηρέους ἐπὶ τοὺς

κιβδήλους καὶ τοὺς υἱοὺς τῆς πορνείας καὶ ἀπόλεσον τοὺς υἱοὺς τῶν

ἐγρηγόρων ἀπὸ τῶν ἀνθρώπωνmiddot πέμψον αὐτοὺς ἐν πολέμῳ ἀπωλείας

μακρότης γὰρ ἡμερῶν οὐκ ἔστιν αὐτῶν

10 καὶ πᾶσα ἐρώτησις [οὐκ] ἔσται τοῖς πατράσιν αὐτῶν καὶ περὶ αὐτῶν ὅτι

ἐλπίζουσιν ζῆσαι ζωὴν αἰώνιον καὶ ὅτι ζήσεται ἕκαστος αὐτῶν ἔτη

πεντακόσια

11 Καὶ εἶπεν Μιχαήλ Πορεύου καὶ δήλωσον Σεμιαζᾷ καὶ τοῖς λοιποῖς τοῖς

σὺν αὐτῷ ταῖς γυναιξὶν μιγεῖσιν μιανθῆναι ἐν αὐταῖς ἐν ἀκαθαρσίᾳ

αὐτῶνmiddot

12 καὶ ὅταν κατασφαγῶσιν οἱ υἱοὶ αὐτῶν καὶ ἴδωσιν τὴν ἀπώλειαν τῶν

ἀγαπητῶν καὶ δῆσον αὐτοὺς ἑβδομήκοντα γενεὰς εἰς τὰς νάπας τῆς γῆς

19

μέχρι ἡμέρας κρίσεως αὐτῶν καὶ συντελεσμοῦ ἕως τελεσθῇ τὸ κρίμα τοῦ

αἰῶνος τῶν αἰώνων

13 τότε ἀπαχθήσονται εἰς τὸ χάος τοῦ πυρὸς καὶ εἰς τὴν βάσανον καὶ εἰς

τὸ δεσμωτήριον συνκλείσεως αἰῶνος

14 καὶ ὃς ἂν κατακαυθῇ καὶ ἀφανισθῆ ἀπὸ τοῦ νῦν μετrsquo αὐτῶν ὁμοῦ

δεθήσονται μέχρι τελειώσεως γενεᾶς

15 ἀπόλεσον πάντα τὰ πνεύματα τῶν κιβδήλων καὶ τοὺς υἱοὺς τῶν

ἐγρηγόρων διὰ τὸ ἀδικῆσαι τοὺς ἀνθρώπους

16 καὶ ἀπόλεσον τὴν ἀδικίαν πᾶσαν ἀπὸ τῆς γῆς καὶ πᾶν ἔργον πονηρίας

ἐκλειπέτω καὶ ἀναφανήτω τὸ φυτὸν τῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς ἀληθείας εἰς

τοὺς αἰῶναςmiddot μετὰ χαρᾶς φυτευθήσεται

17 Καὶ νῦν πάντες οἱ δίκαιοι ἐκφεύξονται καὶ ἔσονται ζῶντες ἕως

γεννήσωσιν χιλιάδας καὶ πᾶσαι αἱ ἡμέραι νεότητος αὐτῶν καὶ τὰ

σάββατα αὐτῶν μετὰ εἰρήνης πληρώσουσιν

18 τότε ἐργασθήσεται πᾶσα ἡ γῆ ἐν δικαιοσύνῃ καὶ φυτευθήσεται δένδρον

ἐν αὐτῇ καὶ πλησθήσεται εὐλογίας

19 καὶ πάντα τὰ δένδρα τῆς γῆς ἀγαλλιάσονταιmiddot φυτευθήσεται καὶ

ἔσονται φυτεύοντες ἀμπέλους καὶ ἡ ἄμπελος ἣν ἂν φυτεύσωσιν

ποιήσουσιν πρόχους οἴνου χιλιάδας καὶ σπόρου ποιήσει καθrsquo ἕκαστον

μέτρον ἐλαίας ποιήσει ἀνὰ βάτους δέκα

20 καὶ σὺ καθάρισον τὴν γῆν ἀπὸ πάσης ἀκαθαρσίας καὶ ἀπὸ πάσης

ἀδικίας καὶ ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας καὶ ἀσεβείας καὶ πάσας τὰς ἀκαθαρσίας

τὰς γινομένας ἐπὶ τῆς γῆς ἐξάλειψον

21 καὶ ἔσονται πάντες λατρεύοντες οἱ λαοὶ καὶ εὐλογοῦντες πάντες ἐμοὶ

καὶ προσκυνοῦντες

22 καὶ καθαρισθήσεται πᾶσα ἡ γῆ ἀπὸ παντὸς μιάσματος καὶ ἀπὸ πάσης

ἀκαθαρσίας καὶ ὀργῆς καὶ μάστιγος καὶ οὐκέτι πέμψω ἐπrsquo αὐτοὺς εἰς

πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

XI

1 καὶ τότε ἀνοίξω τὰ ταμεῖα τῆς εὐλογίας τὰ ὄντα ἐν τῷ οὐρανῷ καὶ

κατενεγκεῖν αὐτὰ ἐπὶ τὰ ἔργα ἐπὶ τὸν κόπον τῶν υἱῶν τῶν ἀνθρώπων

2 καὶ τότε ἀλήθεια καὶ εἰρήνη κοινωνήσουσιν ὁμοῦ εἰς πάσας τὰς ἡμέρας

τοῦ αἰῶνος καὶ εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν ἀνθρώπων

XII

1 Πρὸ τούτων τῶν λόγων ἐλήμφθη Ἑνώχ καὶ οὐδεὶς τῶν ἀνθρώπων ἔγνω

ποῦ ἐλήμφθη καὶ ποῦ ἐστιν καὶ τί ἐγένετο αὐτῷ

2 καὶ τὰ ἔργα αὐτοῦ μετὰ τῶν ἐγρηγόρων καὶ μετὰ τῶν ἁγίων αἱ ἡμέραι

αὐτοῦ

3 Καὶ ἑστὼς ἤμην Ἑνὼχ εὐλογῶν τῷ κυρίῳ τῆς μεγαλωσύνης τῷ βασιλεῖ

τῶν αἰώνων καὶ ἰδοὺ οἱ ἐγρήγοροι τοῦ ἁγίου τοῦ μεγάλου ἐκάλουν μεmiddot

4 Ἑνώχ ὁ γραμματεὺς τῆς δικαιοσύνης πορεύου καὶ εἶπε τοῖς ἐγρηγόροις

τοῦ οὐρανοῦ οἵτινες ἀπολιπόντες τὸν οὐρανὸν τὸν ὑψηλόν τὸ ἁγίασμα τῆς

στάσεως τοῦ αἰῶνος μετὰ τῶν γυναικῶν ἐμιάνθησαν καὶ ὥσπερ οἱ υἱοὶ

τῆς γῆς ποιοῦσιν οὕτως καὶ αὐτοὶ ποιοῦσιν καὶ ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας

Ἀφανισμὸν μέγαν ἠφανίσατε τὴν γῆν

5 καὶ οὐκ ἔσται ὑμῖν εἰρήνη οὔτε ἄφεσις καὶ περὶ ὧν χαίρουσιν τῶν υἱῶν

αὐτῶν

6 τὸν φόνον τῶν ἀγαπητῶν αὐτῶν ὄψονται καὶ ἐπὶ τῇ ἀπωλείᾳ τῶν υἱῶν

αὐτῶν στενάξουσιν καὶ δεηθήσονται εἰς τὸν αἰῶνα καὶ οὐκ αὐτοῖς ἔσται

εἰς ἔλεον καὶ εἰρήνην

20

XIII

1 Ὁ δὲ Ἑνὼχ τῷ Ἀζαὴλ εἶπεν Πορεύουmiddot οὐκ ἔσται σοι εἰρήνη κρίμα μέγα

ἐξῆλθεν κατὰ σοῦ δῆσαί σε

2 καὶ ἀνοχὴ καὶ ἐρώτησίς σοι οὐκ ἔσται περὶ ὧν ἔδειξας ἀδικημάτων καὶ

περὶ πάντων τῶν ἔργων τῶν ἀσεβειῶν καὶ τῆς ἀδικίας καὶ τῆς ἁμαρτίας

ὅσα ὑπέδειξας τοῖς ἀνθρώποις

3 Τότε πορευθεὶς εἴρηκα πᾶσιν αὐτοῖς καὶ αὐτοὶ πάντες ἐφοβήθησαν καὶ

ἔλαβεν αὐτοὺς τρόμος καὶ φόβος

4 καὶ ἠρώτησαν ὅπως γράψω αὐτοῖς ὑπομνήματα ἐρωτήσεως ἵνα γένηται

αὐτοῖς ἄφεσις καὶ ἵνα ἐγὼ ἀναγνῶ αὐτοῖς τὸ ὑπόμνημα τῆς ἐρωτήσεως

ἐνώπιον Κυρίου τοῦ οὐρανοῦ

5 ὅτι αὐτοὶ οὐκ ἔτι δύνανται λαλῆσαι οὐδὲ ἀπᾶραι αὐτῶν τοὺς ὀφθαλμοὺς

εἰς τὸν οὐρανὸν ἀπὸ αἰσχύνης περὶ ὧν ἡμαρτήκεισαν καὶ κατεκρίθησαν

6 Τότε ἔγραψα τὸ ὑπόμνημα τῆς ἐρωτήσεως αὐτῶν καὶ τὰς δεήσεις περὶ

τῶν πνευμάτων αὐτῶν καὶ περὶ ὧν δέονται ὅπως αὐτῶν γένωνται ἄφεσις

καὶ μακρότης

7 καὶ πορευθεὶς ἐκάθισα ἐπὶ τῶν ὑδάτων Δὰν ἐν γῇ Δάν ἥτις ἐστὶν ἐκ

δεξιῶν Ἑρμωνειεὶμ δύσεωςmiddot ἀνεγίγνωσκον τὸ ὑπόμνημα τῶν δεήσεων

αὐτῶν

8 ὡς ἐκοιμήθην καὶ ἰδοὺ ὄνειροι ἐπrsquo ἐμὲ ἦλθον καὶ ὁράσεις ἐπrsquo ἐμὲ

ἐπέπιπτον καὶ ἴδον ὁράσεις ὀργῆς καὶ ἦλθεν φωνὴ λέγουσα Εἶπον τοῖς

υἱοῖς τοῦ οὐρανοῦ τοῦ ἐλέγξαι αὐτούς

9 Καὶ ἔξυπνος γενόμενος ἦλθον πρὸς αὐτούς καὶ πάντες συνηγμένοι

ἐκάθηντο πενθοῦντες ἐν Ἐβελσατά ἥτις ἐστὶν ἀνὰ μέσον τοῦ Λιβάνου καὶ

Σενισήλ περικεκαλυμμένοι τὴν ὄψιν

10 ἐνώπιον αὐτῶν καὶ ἀνήγγειλα αὐτοῖς πάσας τὰς ὁράσεις ἃς εἶδον κατὰ

τοὺς ὕπνους καὶ ἠρξάμην λαλεῖν τοὺς λόγους τῆς δικαιοσύνης ἐλέγχων

τοὺς ἐγρηγόρους τοῦ οὐρανοῦ

XIV

1 Βίβλος λόγων δικαιοσύνης καὶ ἐλέγξεως ἐγρηγόρων τῶν ἀπὸ τοῦ

αἰῶνος κατὰ τὴν ἐντολὴν τοῦ ἁγίου τοῦ μεγάλου ἐν ταύτῃ τῇ ὁράσει

2 Ἐγὼ εἶδον κατὰ τοὺς ὕπνους μου ὃ νῦν λέγω ἐν γλώσσῃ σαρκίνῃ ἐν τῷ

πνεύματι τοῦ στόματός μου ὃ ἔδωκεν ὁ μέγας τοῖς ἀνθρώποις λαλεῖν ἐν

αὐτοῖς καὶ νοήσει καρδίαςmiddot

3 ὃς ἔκτισεν καὶ ἔδωκεν ἐλέγξασθαι ἐγρηγόρους τοὺς υἱοὺς τοῦ οὐρανοῦ

4 Ἐγὼ τὴν ἐρώτησιν ὑμῶν τῶν ἀγγέλων ἔγραψα καὶ ἐν τῇ ὁράσει μου

τοῦτο ἐδείχθηmiddot καὶ οὔτε ἡ ἐρώτησις ὑμῶν παρεδέχθη

5 ἵνα μηκέτι εἰς τὸν οὐρανὸν ἀναβῆτε ἐπὶ πάντας τοὺς αἰῶνας καὶ ἐν τοῖς

δεσμοῖς τῆς γῆς ἐρρέθη δῆσαι ὑμᾶς εἰς πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

6 καὶ ἵνα περὶ τούτων ἴδητε τὴν ἀπώλειαν τῶν υἱῶν ὑμῶν τῶν ἀγαπητῶν

καὶ ὅτι οὐκ ἔσται ὑμῖν ὄνησις αὐτῶν ἀλλὰ πεσοῦνται ἐνώπιον ὑμῶν ἐν

μαχαίρᾳ

7 καὶ ἡ ἐρώτησις ὑμῶν περὶ αὐτῶν οὐκ ἔσται οὐδὲ περὶ ὑμῶνmiddot καὶ ὑμεῖς

κλαίοντες καὶ δεόμενοι καὶ μὴ λαλοῦντες πᾶν ῥῆμα ἀπὸ τῆς γραφῆς ἧς

ἔγραψα

8 Καὶ ἐμοὶ ἐφrsquo ὁράσει οὕτως ἐδείχθηmiddot ἰδοὺ νεφέλαι ἐν τῇ ὁράσει ἐκάλουν

καὶ ὁμίχλαι με ἐφώνουν καὶ διαδρομαὶ τῶν ἀστέρων καὶ διαστραπαί με

κατεσπούδαζον καὶ ἐθορύβαζόν με καὶ ἄνεμοι ἐν τῇ ὁράσει μου

ἐξεπέτασάν με

9 καὶ ἐπῆράν με ἄνω καὶ εἰσήνεγκάν με εἰς τὸν οὐρανόν καὶ εἰσῆλθον

21

μέχρις ἤγγισα τείχους οἰκοδομῆς ἐν λίθοις χαλάζης καὶ γλώσσης πυρὸς

κύκλῳ αὐτῶνmiddot καὶ ἤρξαντο ἐκφοβεῖν με

10 Καὶ εἰσῆλθον εἰς τὰς γλώσσας τοῦ πυρός καὶ ἤγγισα εἰς οἶκον μέγαν

οἰκοδομημένον ἐν λίθοις χαλάζης καὶ οἱ τοῖχοι τοῦ οἴκου ὡς λιθόπλακες

καὶ πᾶσαι ἦσαν ἐκ χιόνος καὶ ἐδάφη χιονικά

11 καὶ αἱ στέγαι ὡς διαδρομαὶ ἀστέρων καὶ ἀστραπαί καὶ μεταξὺ αὐτῶν

χερουβὶν πύρινα καὶ οὐρανὸς αὐτῶν ὕδωρ

12 καὶ πῦρ φλεγόμενον κύκλῳ τῶν τειχῶν καὶ θύραι πυρὶ καιόμεναι

13 εἰσῆλθον εἰς τὸν οἶκον ἐκεῖνον θερμὸν ὡς πῦρ καὶ ψυχρὸν ὡς χιών καὶ

πᾶσα τροφὴ ζωῆς οὐκ ἦν ἐν αὐτῷmiddot φόβος με ἐκάλυψεν καὶ τρόμος με

ἔλαβεν

14 καὶ ἤμην σειόμενος καὶ τρέμων καὶ ἔπεσον ἐθεώρουν ἐν τῇ ὁράσει

μου

15 καὶ ἰδοὺ ἄλλη θύρα ἀνεῳγμένη κατέναντί μου καὶ ὁ οἶκος μείζων

τούτου καὶ ὅλος οἰκοδομημένος ἐν γλώσσαις πυρός

16 καὶ ὅλος διαφέρων ἐν δόξῃ καὶ ἐν τιμῇ καὶ ἐν μεγαλωσύνῃ ὥστε μὴ

δύνασθαί με ἐξειπεῖν ὑμῖν περὶ τῆς δόξης καὶ περὶ τῆς μεγαλωσύνης

αὐτοῦ

17 τὸ ἔδαφος αὐτοῦ ἦν πυρός τὸ δὲ ἀνώτερον αὐτοῦ ἦσαν ἀστραπαὶ καὶ

διαδρομαὶ ἀστέρων καὶ ἡ στέγη αὐτοῦ ἦν πῦρ φλέγον

18 Ἐθεώρουν δὲ καὶ εἶδον θρόνον ὑψηλόν καὶ τὸ εἶδος αὐτοῦ ὡσεὶ

κρυστάλλινον καὶ τροχὸς ὡς ἡλίου λάμποντος καὶ ὄρος χερουβίν

19 καὶ ὑποκάτω τοῦ θρόνου ἐξεπορεύοντο ποταμοὶ πυρὸς φλεγόμενοι καὶ

οὐκ ἐδυνάσθην ἰδεῖν

20 καὶ ἡ δόξα ἡ μεγάλη ἐκάθητο ἐπrsquo αὐτῷmiddot τὸ περιβόλαιον αὐτοῦ ὡς εἶδος

ἡλίου λαμπρότερον καὶ λευκότερον πάσης χιόνος

21 καὶ οὐκ ἐδύνατο πᾶς ἄγγελος παρελθεῖν εἰς τὸν οἶκον τοῦτον καὶ ἰδεῖν

τὸ πρόσωπον αὐτοῦ διὰ τὸ ἔντιμον καὶ ἔνδοξον καὶ οὐκ ἐδύνατο πᾶσα

σὰρξ ἰδεῖν αὐτοῦ

22 τὸ πῦρ φλεγόμενον κύκλῳmiddot καὶ πῦρ μέγα παρειστήκει αὐτῷ καὶ οὐδεὶς

ἐγγίζει αὐτῷ κύκλῳ μυρίαι μυριάδες ἑστήκασιν ἐνώπιον αὐτοῦ καὶ πᾶς

λόγος αὐτοῦ ἔργον

23 καὶ οἱ ἅγιοι τῶν ἀγγέλων οἱ ἐγγίζοντες αὐτῷ οὐκ ἀποχωροῦσιν νυκτὸς

οὔτε ἀφίστανται αὐτοῦ

24 Κἀγὼ ἤμην ἕως τούτου ἐπὶ πρόσωπόν μου βεβλημένος καὶ τρέμων καὶ

ὁ κύριος τῷ στόματι αὐτοῦ ἐκάλεσέν με καὶ εἶπέν μοι Πρόσελθε ὧδε

Ἑνώχ καὶ τὸν λόγον μου ἄκουσον

25 καὶ προσελθών μοι εἷς τῶν ἁγίων ἤγειρέν με καὶ ἔστησέν με καὶ

προσήγαγέν με μέχρι τῆς θύραςmiddot ἐγὼ δὲ τὸ πρόσωπόν μου κάτω ἔκυφον

XV

1 Καὶ ἀποκριθεὶς εἶπέν μοι Ὁ ἄνθρωπος ὁ ἀληθινός ἄνθρωπος τῆς

ἀληθείας ὁ γραμματεύςmiddot καὶ τῆς φωνῆς αὐτοῦ ἤκουσαmiddot μὴ φοβηθῇς Ἑνώχ

ἄνθρωπος ἀληθινὸς καὶ γραμματεὺς τῆς ἀληθείαςmiddot πρόσελθε ὧδε καὶ τῆς

φωνῆς μου ἄκουσον

2 πορεύθητι καὶ εἶπε τοῖς πέμψασίν σε Ἐρωτῆσαι ὑμᾶς ἔδει περὶ τῶν

ἀνθρώπων καὶ μὴ τοὺς ἀνθρώπους περὶ ὑμῶν

3 διὰ τί ἀπελίπετε τὸν οὐρανὸν τὸν ὑψηλὸν τὸν ἅγιον τοῦ αἰῶνος καὶ

μετὰ τῶν γυναικῶν ἐκοιμήθητε καὶ μετὰ τῶν θυγατέρων τῶν ἀνθρώπων

ἐμιάνθητε καὶ ἐλάβετε ἑαυτοῖς γυναῖκας ὥσπερ υἱοὶ τῆς γῆς ἐποιήσατε

καὶ ἐγεννήσατε ἑαυτοῖς τέκνα υἱοὺς γίγαντας

22

4 καὶ ὑμεῖς ἦτε ἅγιοι καὶ πνεύματα ζῶντα αἰώνια ἐν τῷ αἵματι τῶν

γυναικῶν ἐμιάνθητε καὶ ἐν αἵματι σαρκὸς ἐγεννήσατε καὶ ἐν αἵματι

ἀνθρώπων ἐπεθυμήσατε καθὼς καὶ αὐτοὶ ποιοῦσιν σάρκα καὶ αἷμα

οἵτινες ἀποθνήσκουσιν καὶ ἀπόλλυνται

5 διὰ τοῦτο ἔδωκα αὐτοῖς θηλείας ἵνα σπερματίζουσιν εἰς αὐτὰς καὶ

τεκνώσουσιν ἐν αὐταῖς τέκνα οὕτως ἵνα μὴ ἐκλείπῃ αὐτοῖς πᾶν ἔργον ἐπὶ

τῆς γῆς

6 ὑμεῖς δὲ ὑπήρχετε πνεύματα ζῶντα αἰώνια καὶ οὐκ ἀποθνήσκοντα εἰς

πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

7 καὶ διὰ τοῦτο οὐκ ἐποίησα ἐν ὑμῖν θηλείαςmiddot τὰ πνεύματα τοῦ οὐρανοῦ ἐν

τῷ οὐρανῷ ἡ κατοίκησις αὐτῶν

8 καὶ νῦν οἱ γίγαντες οἱ γεννηθέντες ἀπὸ τῶν πνευμάτων καὶ σαρκὸς

πνεύματα ἰσχυρὰ ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐν τῇ γῇ ἡ κατοίκησις αὐτῶν ἔσται

9 πνεύματα πονηρὰ ἐξῆλθον ἀπὸ τοῦ σώματος αὐτῶν διότι ἀπὸ τῶν

ἀνωτέρων ἐγένοντο καὶ ἐκ τῶν ἁγίων ἐγρηγόρων ἡ ἀρχὴ τῆς κτίσεως

αὐτῶν καὶ ἀρχὴ θεμελίουmiddot πνεύματα πονηρὰ κληθήσεται

10 πνεύματα οὐρανοῦ ἐν τῷ οὐρανῷ ἡ κατοίκησις αὐτῶν ἔσται καὶ τὰ

πνεύματα ἐπὶ τῆς γῆς τὰ γεννηθέντα ἐπὶ τῆς γῆς ἡ κατοίκησις αὐτῶν

ἔσται

11 καὶ τὰ πνεύματα τῶν γιγάντων νεφέλας ἀδικοῦντα ἀφανίζοντα καὶ

ἐνπίπτοντα καὶ συνπαλαίοντα καὶ συνρίπτοντα ἐπὶ τῆς γῆς πνεύματα

σκληρὰ γιγάντων καὶ δρόμους ποιοῦντα καὶ μηδὲν ἐσθίοντα ἀλλrsquo

ἀσιτοῦντα καὶ διψῶντα καὶ προσκόπτοντα πνεύματα

12 καὶ ἐξαναστήσει ταῦτα εἰς τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν

γυναικῶν ὅτι ἐξεληλύθασιν ἀπrsquo αὐτῶν

XVI

1 ἀπὸ ἡμέρας σφαγῆς καὶ ἀπωλείας καὶ θανάτου ἀφrsquo ὧν τὰ πνεύματα

ἐκπορευόμενα ἐκ τῆς ψυχῆς τῆς σαρκὸς αὐτῶν ἔσται ἀφανίζοντα χωρὶς

κρίσεωςmiddot οὕτως ἀφανίσουσιν μέχρις ἡμέρας τελειώσεως τῆς κρίσεως τῆς

μεγάλης ἐν ᾗ ὁ αἰὼν ὁ μέγας τελεσθήσεται

2 καὶ νῦν ἐγρηγόροις τοῖς πέμψασίν σε ἐρωτῆσαι περὶ αὐτῶν οἵτινες ἐν

οὐρανῷ ἦσαν

3 Ὑμεῖς ἐν τῷ οὐρανῷ ἦτε καὶ πᾶν μυστήριον ὃ οὐκ ἀνεκαλύφθη ὑμῖν καὶ

μυστήριον τὸ ἐκ τοῦ θεοῦ γεγενημένον ἔγνωτε καὶ τοῦτο ἐμηνύσατε ταῖς

γυναιξὶν ἐν ταῖς σκληροκαρδίαις ὑμῶν καὶ ἐν τῷ μυστηρίῳ τούτῳ

πληθύνουσιν αἱ θήλειαι καὶ οἱ ἄνθρωποι τὰ κακὰ ἐπὶ τῆς γῆς

4 εἶπον οὖν αὐτοῖς Οὐκ ἔστιν εἰρήνη

XVII

1 Καὶ παραλαβόντες με εἴς τινα τόπον ἀπήγαγον ἐν ᾧ οἱ ὄντες ἐκεῖ

γίνονται ὡς πῦρ φλέγον καὶ ὅταν θέλωσιν φαίνονται ὡσεὶ ἄνθρωποι

2 Καὶ ἀπήγαγόν με εἰς ζοφώδη τόπον καὶ εἰς ὄρος οὗ ἡ κεφαλὴ ἀφικνεῖτο

εἰς τὸν οὐρανόν

3 καὶ εἶδον τόπον τῶν φωστήρων καὶ τοὺς θησαυροὺς τῶν ἀστέρων καὶ

τῶν βροντῶν καὶ εἰς τὰ ἀεροβαθῆ ὅπου τόξον πυρὸς καὶ τὰ βέλη καὶ τὰς

θήκας αὐτῶν καὶ τὰς ἀστραπὰς πάσας

4 Καὶ ἀπήγαγόν με μέχρι ὑδάτων καὶ μέχρι πυρὸς δύσεως ὅ ἐστιν καὶ

παρέχον πάσας τὰς δύσεις τοῦ ἡλίου

5 καὶ ἤλθομεν μέχρι ποταμοῦ πυρός ἐν ᾧ κατατρέχει τὸ πῦρ ὡς ὕδωρ καὶ

ῥέει εἰς θάλασσαν μεγάλην δύσεως

6 ἴδον τοὺς μεγάλους ποταμούς καὶ μέχρι τοῦ μεγάλου ποταμοῦ καὶ μέχρι

23

τοῦ μεγάλου σκότους κατήντησα καὶ ἀπῆλθον ὅπου πᾶσα σὰρξ οὐ

περιπατεῖ

7 ἴδον τοὺς ἀνέμους τῶν γνόφων τοὺς χειμερινοὺς καὶ τὴν ἔκχυσιν τῆς

ἀβύσσου πάντων ὑδάτων

8 ἴδον τὸ στόμα τῆς γῆς πάντων τῶν ποταμῶν καὶ τὸ στόμα τῆς ἀβύσσου

XVIII

1 ἴδον τοὺς θησαυροὺς τῶν ἀνέμων πάντων ἴδον ὅτι ἐν αὐτοῖς ἐκόσμησεν

πάσας τὰς κτίσεις καὶ τὸν θεμέλιον τῆς γῆς καὶ τὸν λίθον ἴδον τῆς γωνίας

τῆς γῆς

2 ἴδον τοὺς τέσσαρας ἀνέμους τὴν γῆν βαστάζοντας

3 καὶ τὸ στερέωμα τοῦ οὐρανοῦ καὶ αὐτοὶ ἱστᾶσιν μεταξὺ γῆς καὶ

οὐρανοῦ

4 ἴδον ἀνέμους τῶν οὐρανῶν στρέφοντας καὶ διανεύοντας τὸν τροχὸν τοῦ

ἡλίου καὶ πάντας τοὺς ἀστέρας

5 ἴδον τοὺς ἐπὶ τῆς γῆς ἀνέμους βαστάζοντας ἐν νεφέλῃ ἴδον πέρατα τῆς

γῆς τὸ στήριγμα τοῦ οὐρανοῦ ἐπάνω

6 Παρῆλθον καὶ ἴδον τόπον καιόμενον νυκτὸς καὶ ἡμέρας ὅπου τὰ ἑπτὰ

ὄρη ἀπὸ λίθων πολυτελῶν [τρία] εἰς ἀνατολὰς καὶ τρία εἰς νότον

βάλλοντα

7 καὶ τὰ μὲν πρὸς ἀνατολὰς ἀπὸ λίθου χρώματος τὸ δὲ ἦν ἀπὸ λίθου

μαργαρίτου καὶ τὸ ἀπὸ λίθου ταθέν τὸ δὲ κατὰ νότον ἀπὸ λίθου πυρροῦmiddot

8 τὸ δὲ μέσον αὐτῶν ἦν εἰς οὐρανόν ὥσπερ θρόνος θεοῦ ἀπὸ λίθου φουκά

καὶ ἡ κορυφὴ τοῦ θρόνου ἀπὸ λίθου σαφφείρουmiddot

9 καὶ πῦρ καιόμενον ἴδον κἀπέκεινα τῶν ὀρέων τούτων

10 τόπος ἐστὶν πέρας τῆς μεγάλης γῆςmiddot ἐκεῖ συντελεσθήσονται οἱ οὐρανοί

11 καὶ ἴδον χάσμα μέγα εἰς τοὺς στύλους τοῦ πυρὸς καταβαίνοντας καὶ

οὐκ ἦν μέτρον οὔτε εἰς βάθος οὔτε εἰς ὕψος

12 καὶ ἐπέκεινα τοῦ χάσματος τούτου ἴδον τόπον ὅπου οὐδὲ στερέωμα

οὐρανοῦ ἐπάνω οὔτε γῆ ᾖ τεθεμελιωμένη ὑποκάτω αὐτοῦ οὔτε ὕδωρ ἦν

ὑπὸ αὐτὸ οὔτε πετεινόν ἀλλὰ τόπος ἦν ἔρημος καὶ φοβερός

13 ἐκεῖ ἴδον ἑπτὰ ἀστέρας ὡς ὄρη μεγάλα καιόμενα περὶ ὧν

πυνθανομένῳ μοι

14 εἶπεν ὁ ἄγγελος Οὗτός ἐστιν ὁ τόπος τὸ τέλος τοῦ οὐρανοῦ καὶ γῆςmiddot

δεσμωτήριον τοῦτο ἐγένετο τοῖς ἄστροις καὶ ταῖς δυνάμεσιν τοῦ οὐρανοῦ

15 καὶ οἱ ἀστέρες οἱ κυλιόμενοι ἐν τῷ πυρί οὗτοί εἰσιν οἱ παραβάντες

πρόσταγμα κυρίου ἐν ἀρχῇ τῆς ἀνατολῆς αὐτῶν - ὅτι τόπος ἔξω τοῦ

οὐρανοῦ κενός ἐστιν - ὅτι οὐκ ἐξῆλθαν ἐν τοῖς καιροῖς αὐτῶν

16 καὶ ὀργίσθη αὐτοῖς καὶ ἔδησεν αὐτοὺς μέχρι καιροῦ τελειώσεως αὐτῶν

ἁμαρτίας laquoαὐτῶνraquo ἐνιαυτῶν μυρίων

XIX

1 Καὶ εἶπέν μοι Οὐριήλ Ἐνθάδε οἱ μιγέντες ἄγγελοι ταῖς γυναιξὶν

στήσονται καὶ τὰ πνεύματα αὐτῶν πολύμορφα γενόμενα λυμαίνεται τοὺς

ἀνθρώπους καὶ πλανήσει αὐτοὺς ἐπιθύειν τοῖς δαιμονίοις μέχρι τῆς

μεγάλης κρίσεως ἐν ᾗ κριθήσονται εἰς ἀποτελείωσιν

2 καὶ αἱ γυναῖκες αὐτῶν τῶν παραβάντων ἀγγέλων εἰς σειρῆνας

γενήσονται

3 κἀγὼ Ἑνὼχ ἴδον τὰ θεωρήματα μόνος τὰ πέρατα πάντων καὶ οὐ μὴ ἴδῃ

οὐδὲ εἷς ἀνθρώπων ὡς ἐγὼ ἴδον

XX

1 Ἄγγελοι τῶν δυνάμεων

24

2 Οὐριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ταρτάρου

3 Ῥαφαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων τῶν ἀνθρώπων

4 Ῥαγουήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐκδικῶν τὸν κόσμον τῶν

φωστήρων

5 Μιχαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν τοῦ λαοῦ ἀγαθῶν

τεταγμένος καὶ ἐπὶ τῷ χάῳ

6 Σαριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων οἵτινες ἐπὶ τῷ

πνεύματι ἁμαρτάνουσιν

7 Γαβριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τοῦ παραδείσου καὶ τῶν

δρακόντων καὶ χερουβείν ἀρχαγγέλων ὀνόματα ἑπτά

XXI

1 Καὶ ἐφώδευσα ἕως τῆς ἀκατασκευάστου

2 κἀκεῖ ἐθεασάμην ἔργον φοβερόνmiddot ἑώρακα οὔτε οὐρανὸν ἐπάνω οὔτε γῆν

τεθέαμαι τεθεμελιωμένην ἀλλὰ τόπον ἀκατασκεύαστον καὶ φοβερόν

3 καὶ ἐκεῖ τεθέαμαι ἑπτὰ τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ δεδεμένους καὶ

ἐρριμμένους ἐν αὐτῷ ὁμοίους ὄρεσιν μεγάλοις καὶ ἐν πυρὶ καιομένους

4 τότε εἶπον Διὰ ποίαν αἰτίαν ἐπεδέθησαν καὶ διὰ τί ὧδε ἐρίφησαν

5 τότε εἶπέν μοι Οὐριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν - καὶ

αὐτὸς ἡγεῖτο αὐτῶν - καὶ εἶπέν μοι Ἑνώχ περὶ τίνος ἐρωτᾷς ἢ περὶ τίνος

τὴν ἀλήθειαν φιλοσπευδεῖς

6 οὗτοί εἰσιν τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ οἱ παραβάντες τὴν ἐπιταγὴν τοῦ

κυρίου καὶ ἐδέθησαν ὧδε μέχρι τοῦ πληρῶσαι μύρια ἔτη τὸν χρόνον τῶν

ἁμαρτημάτων αὐτῶν

7 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον τούτου φοβερώτερον καὶ τεθέαμαι

ἔργα φοβερώτερα πῦρ μέγα ἐκεῖ καιόμενον καὶ φλεγόμενον καὶ διακοπὴν

εἶχεν ὁ τόπος ἕως τῆς ἀβύσσου πλήρης στύλων πυρὸς μεγάλου

καταφερομένωνmiddot οὔτε μέτρον οὔτε πλάτος ἠδυνήθην ἰδεῖν οὐδὲ εἰκάσαι

8 τότε εἶπον Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος καὶ ὡς δεινὸς τῇ ὁράσει

9 τότε ἀπεκρίθη μοι ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν καὶ εἶπέν

μοι Ἑνώχ διὰ τί ἐφοβήθης οὕτως καὶ ἐπτοήθης καὶ ἀπεκρίθην Περὶ

τούτου τοῦ φοβεροῦ καὶ περὶ τῆς προσόψεως τῆς δεινῆς

10 καὶ εἶπεν Οὗτος ὁ τόπος δεσμωτήριον ἀγγέλωνmiddot ὧδε συνσχεθήσονται

μέχρι αἰῶνος εἰς τὸν αἰῶνα

XXII

1 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον καὶ ἔδειξέν μοι πρὸς δυσμὰς ἄλλο

ὄρος μέγα καὶ ὑψηλόν πέτρας στερεάς

2 καὶ τέσσαρες τόποι ἐν αὐτῷ κοῖλοι βάθος ἔχοντες καὶ λίαν λεῖοι τρεῖς

αὐτῶν σκοτινοὶ καὶ εἷς φωτινός καὶ πηγὴ ὕδατος ἀνὰ μέσον αὐτοῦ καὶ

εἶπον Πῶς λεῖα τὰ κοιλώματα ταῦτα καὶ ὁλοβαθῆ καὶ σκοτινὰ τῇ ὁράσει

3 τότε ἀπεκρίθη Ῥαφαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν καὶ

εἶπέν μοι Οὗτοι οἱ τόποι οἱ κοῖλοι ἵνα ἐπισυνάγωνται εἰς αὐτοὺς τὰ

πνεύματα τῶν ψυχῶν τῶν νεκρῶν εἰς αὐτὸ τοῦτο ἐκρίθησαν ὥδε

ἐπισυνάγεσθαι πάσας τὰς ψυχὰς τῶν ἀνθρώπων

4 καὶ οὗτοι οἱ τόποι εἰς ἐπισύνσχεσιν αὐτῶν ἐποίησαν μέχρι τῆς ἡμέρας

τῆς κρίσεως αὐτῶν καὶ μέχρι τοῦ διορισμοῦ καὶ διορισμένου χρόνου ἐν ᾧ ἡ

κρίσις ἡ μεγάλη ἔσται ἐν αὐτοῖς

5 τεθέαμαι ἀνθρώπους νεκροὺς ἐντυγχάνοντας καὶ ἡ φωνὴ αὐτοῦ μέχρι

τοῦ οὐρανοῦ προέβαινεν καὶ ἐνετύγχανεν

6 καὶ ἠρώτησα Ῥαφαὴλ τὸν ἄγγελον ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν καὶ εἶπα αὐτῷ Τοῦτο

τὸ πνεῦμα τὸ ἐντυγχάνον τίνος ἐστίν διrsquo ὃ οὕτως ἡ φωνὴ αὐτοῦ προβαίνει

25

καὶ ἐντυγχάνει ἕως τοῦ οὐρανοῦ

7 καὶ ἀπεκρίθη μοι λέγων Τοῦτο τὸ πνεῦμά ἐστιν τὸ ἐξελθὸν ἀπὸ Ἄβελ ὃν

ἐφόνευσε Κάιν ὁ ἀδελφός καὶ Ἄβελ ἐντυγχάνει περὶ αὐτοῦ μέχρι τοῦ

ἀπολέσαι τὸ σπέρμα αὐτοῦ ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς καὶ ἀπὸ τοῦ

σπέρματος τῶν ἀνθρώπων ἀφανθῇ τὸ σπέρμα αὐτοῦ

8 Τότε ἠρώτησα περὶ τῶν κυκλωμάτων πάντων διὰ τί ἐχωρίσθησαν ἓν

ἀπὸ τοῦ ἑνός

9 καὶ ἀπεκρίθη μοι λέγων Οὗτοι οἱ τρεῖς ἐποιήθησαν χωρίζεσθαι τὰ

πνεύματα τῶν νεκρῶνmiddot καὶ οὕτως ἐχωρίσθη εἰς τὰ πνεύματα τῶν δικαίων

οὗ ἡ πηγὴ τοῦ ὕδατος ἐν αὐτῷ φωτινήmiddot

10 καὶ οὕτως ἐκτίσθη τῶν ἁμαρτωλῶν ὅταν ἀποθάνωσιν καὶ ταφῶσιν εἰς

τὴν γῆν καὶ κρίσις οὐκ ἐγενήθη ἐπrsquo αὐτῶν ἐν τῇ ζωῇ αὐτῶν

11 ὧδε χωρίζεται τὰ πνεύματα αὐτῶν εἰς τὴν μεγάλην βάσανον ταύτην

μέχρι τῆς μεγάλης ἡμέρας τῆς κρίσεως τῶν μαστίγων καὶ τῶν βασάνων

τῶν κατηραμένων μέχρι αἰῶνοςmiddot ἦν ἀνταπόδοσις τῶν πνευμάτωνmiddot ἐκεῖ

δήσει αὐτοὺς μέχρις αἰῶνος

12 καὶ οὕτως ἐχωρίσθη τοῖς πνεύμασιν τῶν ἐντυγχανόντων οἵτινες

ἐνφανίζουσιν περὶ τῆς ἀπωλείας ὅταν φονευθῶσιν ἐν ταῖς ἡμέραις τῶν

ἁμαρτωλῶν

13 καὶ οὕτως ἐκτίσθη τοῖς πνεύμασιν τῶν ἀνθρώπων ὅσοι οὐκ ἔσονται

ὅσιοι ἀλλὰ ἁμαρτωλοί καὶ μετὰ τῶν ἀνόμων ἔσονται μέτοχοι τὰ δὲ

πνεύματα ὅτι οἱ ἐνθάδε θλιβέντες ἔλαττον κολάζονται αὐτῶν οὐ

τιμωρηθήσονται ἐν ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως οὐδὲ μὴ μετεγερθῶσιν ἐντεῦθεν

14 Τότε ηὐλόγησα τὸν κύριον τῆς δόξης καὶ εἶπα Εὐλογητὸς εἶ Κύριε ὁ τῆς

δικαιοσύνης κυριεύων τοῦ αἰῶνος

XXIII

1 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον πρὸς δυσμὰς τῶν περάτων τῆς γῆς

2 καὶ ἐθεασάμην πῦρ διατρέχον καὶ οὐκ ἀναπαυόμενον οὐδὲ ἐλλεῖπον τοῦ

δρόμου ἡμέρας καὶ νυκτὸς ἅμα διαμένον

3 καὶ ἠρώτησα λέγων Τί ἐστιν τὸ μὴ ἔχον ἀνάπαυσιν

4 τότε ἀπεκρίθη μοι Ῥαγουήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν

Οὗτος ὁ δρόμος τοῦ πυρὸς τὸ πρὸς δυσμὰς πῦρ τὸ ἐκδιῶκόν ἐστιν πάντας

τοὺς φωστῆρας τοῦ οὐρανοῦ

XXIV

1 Καὶ ἔδειξέν μοι ὄρη πυρὸς καιόμενα νυκτός

2 καὶ ἐπέκεινα αὐτῶν ἐπορεύθην καὶ ἐθεασάμην ἑπτὰ ὄρη ἔνδοξα πάντα

ἑκάτερα τοῦ ἑκατέρου διαλλάσσοντα ὧν οἱ λίθοι ἔντιμοι τῇ καλλονῇ καὶ

πάντα ἔντιμα καὶ ἔνδοξα καὶ εὐειδῆ τρία ἐπrsquo ἀνατολὰς ἐστηριγμένα ἐν τῷ

ἑνί καὶ τρία ἐπὶ νότον ἐν τῷ ἑνὶ καὶ φάραγγες βαθεῖαι καὶ τραχεῖαι μία τῇ

μιᾷ οὐκ ἐγγίζουσαι

3 καὶ τῷ ὄρει ἕβδομον ὄρος ἀνὰ μέσον τούτων καὶ ὑπερεῖχεν τῷ ὕψει

ὅμοιον καθέδρᾳ θρόνου καὶ περιεκύκλου δένδρα αὐτῷ εὐειδῆ

4 καὶ ἦν ἐν αὐτοῖς δένδρον ὃ οὐδέποτε ὤσφρανμαι καὶ οὐδεὶς ἕτερος αὐτῷ

ηὐφράνθη καὶ οὐδὲν ἕτερον ὅμοιον αὐτῷmiddot ὀσμὴν εἶχεν εὐωδεστέραν

πάντων ἀρωμάτων καὶ τὰ φύλλα αὐτοῦ καὶ τὸ ἄνθος καὶ τὸ δένδρον οὐ

φθίνει εἰς τὸν αἰῶνα οἱ δὲ περὶ τὸν καρπὸν ὡσεὶ βότρυες φοινίκων

5 τότε εἶπον ὡς καλὸν τὸ δένδρον τοῦτό ἐστιν καὶ εὐῶδες καὶ ὡραῖα τὰ

φύλλα καὶ τὰ ἄνθη αὐτοῦ ὡραῖα τῇ ὁράσει

6 τότε ἀπεκρίθη μοι Μιχαήλ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν - καὶ

αὐτὸς αὐτῶν ἡγεῖτο ndash

26

XXV

1 καὶ εἶπέν μοι Ἑνώχ τί ἐρωτᾷς καὶ τί ἐθαύμασας ἐν τῇ ὀσμῇ τοῦ δένδρου

καὶ διὰ τί θέλεις τὴν ἀλήθειαν μαθεῖν

2 τότε ἀπεκρίθην αὐτῷ Περὶ πάντων εἰδέναι θέλω μάλιστα δὲ περὶ τοῦ

δένδρου τούτου σφόδρα

3 καὶ ἀπεκρίθη λέγων Τοῦτο τὸ ὄρος τὸ ὑψηλόν οὗ ἡ κορυφὴ ὁμοία

θρόνου θεοῦ καθέδρα ἐστὶν οὗ καθίζει ὁ μέγας κύριος ὁ ἅγιος τῆς δόξης ὁ

βασιλεὺς τοῦ αἰῶνος ὅταν καταβῇ ἐπισκέψασθαι τὴν γῆν ἐπrsquo ἀγαθῷ

4 καὶ τοῦτο τὸ δένδρον εὐωδίας καὶ οὐδεμία σὰρξ ἐξουσίαν ἔχει ἅψασθαι

αὐτοῦ μέχρι τῆς μεγάλης κρίσεως ἐν ᾗ ἐκδίκησις πάντων καὶ τελείωσις

μέχρις αἰῶνοςmiddot τότε δικαίοις καὶ ὁσίοις δοθήσεται

5 ὁ καρπὸς αὐτοῦ τοῖς ἐκλεκτοῖς εἰς ζωὴν εἰς βορρᾶν καὶ

μεταφυτευθήσεται ἐν τόπῳ ἁγίῳ παρὰ τὸν οἶκον τοῦ θεοῦ βασιλέως τοῦ

αἰῶνος

6 τότε εὐφρανθήσονται εὐφραινόμενοι καὶ χαρήσονται καὶ εἰς τὸ ἅγιον

εἰσελεύσονταιmiddot αἱ ὀσμαὶ αὐτοῦ ἐν τοῖς ὀστέοις αὐτῶν καὶ ζωὴν πλείονα

ζήσονται ἐπὶ γῆς ἣν ἔζησαν οἱ πατέρες σου καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτῶν καὶ

βάσανοι καὶ πληγαὶ καὶ μάστιγες οὐχ ἅψονται αὐτῶν

7 Τότε ηὐλόγησα τὸν θεὸν τῆς δόξης τὸν βασιλέα τοῦ αἰῶνος ὃς

ἡτοίμασεν ἀνθρώποις τὰ τοιαῦτα δικαίοις καὶ αὐτὰ ἔκτισεν καὶ εἶπεν

δοῦναι αὐτοῖς

XXVI

1 Καὶ ἐκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς τὸ μέσον τῆς γῆς καὶ ἴδον τόπον

ηὐλογημένον ἐν ᾧ δένδρα ἔχοντα παραφυάδας μενούσας καὶ βλαστούσας

τοῦ δένδρου ἐκκοπέντος

2 κἀκεῖ τεθέαμαι ὄρος ἅγιονmiddot ὑποκάτω τοῦ ὄρους ὕδωρ ἐξ ἀνατολῶν καὶ

τὴν δύσιν εἶχεν πρὸς νότον

3 καὶ ἴδον πρὸς ἀνατολὰς ἄλλο ὄρος ὑψηλότερον τούτου καὶ ἀνὰ μέσον

αὐτοῦ φάραγγα βαθεῖαν οὐκ ἔχουσαν πλάτος καὶ διrsquo αὐτῆς ὕδωρ

πορεύεται ὑποκάτω ὑπὸ τὸ ὄρος

4 καὶ πρὸς δυσμὰς τούτου ἄλλο ὄρος ταπεινότερον αὐτοῦ καὶ οὐκ ἔχον

ὕψος καὶ φάραγγα βαθεῖαν καὶ ξηρὰν ἀνὰ μέσον αὐτῶν καὶ ἄλλην

φάραγγα βαθεῖαν καὶ ξηρὰν ἐπrsquo ἄκρων τῶν τριῶν ὀρέων

5 καὶ πᾶσαι φάραγγές εἰσιν βαθεῖαι ἐκ πέτρας στερεᾶς καὶ δένδρον οὐκ

ἐφυτεύετο ἐπrsquo αὐτάς

6 καὶ ἐθαύμασα περὶ τῆς φάραγγος καὶ λίαν ἐθαύμασα

XXVII

1 καὶ εἶπον Διὰ τί ἡ γῆ αὕτη ἡ εὐλογημένη καὶ πᾶσα πλήρης δένδρων

αὐτὴ δὲ ἡ φάραγξ κεκατηραμένη ἐστίν

2 γῆ κατάρατος τοῖς κεκατηραμένοις ἐστὶν μέχρι αἰῶνος ὧδε

ἐπισυναχθήσονται πάντες οἱ κεκατηραμένοι οἵτινες ἐροῦσιν τῷ στόματι

αὐτῶν κατὰ Κυρίου φωνὴν ἀπρεπῆ καὶ περὶ τῆς δόξης αὐτοῦ σκληρὰ

λαλήσουσιν ὧδε ἐπισυναχθήσονται καὶ ὧδε ἔσται τὸ οἰκητήριον

3 ἐπrsquo ἐσχάτοις αἰῶσιν ἐν ταῖς ἡμέραις τῆς κρίσεως τῆς ἀληθινῆς ἐναντίον

τῶν δικαίων εἰς τὸν ἅπαντα χρόνον ὧδε εὐλογήσουσιν οἱ ἀσεβεῖς τὸν

κύριον τῆς δόξης τὸν βασιλέα τοῦ αἰῶνοςmiddot

4 ἐν ταῖς ἡμέραις τῆς κρίσεως αὐτῶν εὐλογήσουσιν ἐν ἐλέει ὡς ἐμέρισεν

αὐτοῖς

5 Τότε ηὐλόγησα τὸν κύριον τῆς δόξης καὶ τὴν δόξαν αὐτοῦ ἐδήλωσα καὶ

ὕμνησα μεγαλοπρεπῶς

27

XXVIII

1 Καὶ ἐκεῖθεν ἐπορεύθην εἰς τὸ μέσον Μανδοβαρά καὶ ἴδον αὐτὸ ἔρημονmiddot

καὶ αὐτὸ μόνον

2 πλήρης δένδρων καὶ ἀπὸ τῶν σπερμάτων ὕδωρ ἄνομβρον ἄνωθεν

φερόμενον

3 ὡς ὑδραγωγὸς δαψιλὴς ὡς πρὸς βορρᾶν ἐπὶ δυσμῶν πάντοθεν ἀνάγει

ὕδωρ καὶ δρόσον

XXIX

1 Ἔτι ἐκεῖθεν ἐπορεύθην εἰς ἄλλον τόπον ἐν τῷ Βαβδηρά καὶ πρὸς

ἀνατολὰς τοῦ ὄρους τούτου ᾠχόμην

2 καὶ ἴδον κρίσεως δένδρα πνέοντα ἀρωμάτων λιβάνων καὶ ζμύρνας καὶ

τὰ δένδρα αὐτῶν ὅμοια καρύαις

XXX

1 Καὶ ἐπέκεινα τούτων ᾠχόμην πρὸς ἀνατολὰς μακράν καὶ ἴδον τόπον

ἄλλον μέγαν φάραγγα ὕδατος

2 ἐν ᾧ καὶ δένδρα χρόα ἀρωμάτων ὁμοίων σχίνῳ

3 καὶ τὰ παρὰ τὰ χείλη τῶν φαράγγων τούτων ἴδον κιννάμωμον

ἀρωμάτωνmiddot καὶ ἐπέκεινα τούτων ᾠχόμην πρὸς ἀνατολάς

XXXI

1 καὶ ἴδον ἄλλα ὄρη καὶ ἐν αὐτοῖς ἄλση δένδρων καὶ ἐκπορευόμενον ἐξ

αὐτῶν νέκταρ τὸ καλούμενον σαρρὰν καὶ χαλβάνη

2 καὶ ἐπέκεινα τῶν ὀρέων τούτων ἴδον ἄλλο ὄρος πρὸς ἀνατολὰς τῶν

περάτων τῆς γῆς καὶ πάντα τὰ δένδρα πλήρη ἐξαυτῆς ἐν ὁμοιώματι

ἀμυγδάλων

3 ὅταν τριβῶσινmiddot διὸ εὐωδέστερον ὑπὲρ πάντων τῶν ἀρωμάτων

XXXII

1 εἰς βορρᾶν πρὸς ἀνατολὰς τεθέαμαι ἑπτὰ ὄρη πλήρη νάρδου χρηστοῦ

καὶ σχίνου καὶ κινναμώμου καὶ πιπέρεως

2 Καὶ ἐκεῖθεν ἐφώδευσα ἐπὶ τὰς ἀρχὰς πάντων τῶν ὀρέων τούτων

μακρὰν ἀπέχων πρὸς ἀνατολὰς τῆς γῆς καὶ διέβην ἐπάνω τῆς ἐρυθρᾶς

θαλάσσης καὶ ᾠχόμην ἐπrsquo ἄκρων καὶ ἀπὸ τούτου διέβην ἐπάνω τοῦ

Ζωτιήλ

3 καὶ ἦλθον πρὸς τὸν παράδεισον τῆς δικαιοσύνης καὶ ἴδον μακρόθεν τῶν

δένδρων τούτων δένδρα πλείονα καὶ μεγάλα δύο μὲν ἐκεῖ μεγάλα σφόδρα

καλὰ καὶ ἔνδοξα καὶ μεγαλοπρεπῆ καὶ τὸ δένδρον τῆς φρονήσεως οὗ

ἐσθίουσιν ἅγιοι τοῦ καρποῦ αὐτοῦ καὶ ἐπίστανται φρόνησιν μεγάλην

4 ὅμοιον τὸ δένδρον ἐκεῖνο στροβιλέᾳ τὸ ὕψος τὰ δὲ φύλλα αὐτοῦ κερατίᾳ

ὅμοια ὁ δὲ καρπὸς αὐτοῦ ὡσεὶ βότρυες ἀμπέλου ἱλαροὶ λίαν ἡ δὲ ὀσμὴ

αὐτοῦ διέτρεχεν πόρρω ἀπὸ τοῦ δένδρου

5 τότε εἶπον ὡς καλὸν τὸ δένδρον καὶ ὡς ἐπίχαρι τῇ ὁράσει

6 τότε ἀπεκρίθη Ῥαφαήλ ὁ ἅγιος ἄγγελος ὁ μετrsquo ἐμοῦ ὤν Τοῦτο τὸ

δένδρον φρονήσεως ἐξ οὗ ἔφαγεν ὁ πατήρ σου

LXXXIX

42 Καὶ οἱ κύνες ἤρξαντο κατεσθίειν τὰ πρόβατα καὶ οἱ ὕες καὶ οἱ ἀλώπεκες

κατήσθιον αὐτά μέχρι οὗ ἤγειρεν ὁ κύριος τῶν προβάτων κριὸν ἕνα ἐκ

τῶν προβάτων

43 καὶ ὁ κριὸς οὗτος ἤρξατο κερατίζειν καὶ ἐπιδιώκειν ἐν τοῖς κέρασιν καὶ

ἐνετίνασσεν εἰς τοὺς ἀλώπεκας καὶ μετrsquo αὐτοὺς εἰς τοὺς ὕαςmiddot καὶ

ἀπώλεσεν ὕας πολλούς καὶ μετrsquo αὐτοὺς [ἐλυμήνα]το τοὺς κύνας

44 καὶ τὰ πρόβατα ὧν οἱ ὀφθαλμοὶ ἠνοίγησαν ἐθεάσαντο τὸν κριὸν τὸν ἐν

28

τοῖς προβάτοις ἕως οὗ ἀφῆκεν τὴν ὁδὸν αὐτοῦ καὶ ἤρξατο πορεύεσθαι

ἀνοδίᾳ

45 καὶ ὁ κύριος τῶν προβάτων ἀπέστειλεν τὸν ἄρνα τοῦτον ἐπὶ ἄρνα

ἕτερον τοῦ στῆσαι αὐτὸν εἰς κριὸν ἐν ἀρχῇ τῶν προβάτων ἀντὶ τοῦ κριοῦ

τοῦ ἀφέντος τὴν ὁδὸν αὐτοῦ

46 καὶ ἐπορεύθη πρὸς αὐτὸν καὶ ἐλάλησεν αὐτῷ σιγῇ κατὰ μόνας καὶ

ἤγειρεν αὐτὸν εἰς κριὸν καὶ εἰς ἄρχοντα καὶ εἰς ἡγούμενον τῶν προβάτωνmiddot

καὶ οἱ κύνες ἐπὶ πᾶσιν τούτοις ἔθλιβον τὰ πρόβατα

47 [καὶ] ὁ κριὸς ὁ πρῶτος τὸν κριὸν τὸν δεύτερον ἐπεδίωκεν καὶ ἔφυγεν

ἀπὸ προσώπου αὐτοῦmiddot εἶτrsquo ἐθεώρουν τὸν κριὸν τὸν πρῶτον ἕως οὗ ἔπεσεν

ἔμπροσθεν τῶν κυνῶν

48 καὶ ὁ κριὸς ὁ δεύτερος ἀναπηδήσας ἀφηγήσατο τῶν προβάτων

49 καὶ τὰ πρόβατα ηὐξήθησαν καὶ ἐπληθύνθησανmiddot καὶ πάντες οἱ κύνες καὶ

οἱ ἀλώπεκες ἔφυγον ἀπrsquo αὐτοῦ καὶ ἐφοβοῦντο αὐτόν

XC

1

6 [καὶ ἀναγνωσθής]ονται [πάντες] οἱ λόγοι τῶν ἀνομιῶν ὑμῶν ἐν[ώπιον]

τοῦ μεγάλου ἁγίου κατὰ πρόσωπον ὑμῶνmiddot εἶτrsquo ἀναφελεῖ τὰ πάντα ἔργα τὰ

μετασχόντα ἐν τῇ ἀνομίᾳ

7 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἁμαρτωλοὶ [οἱ] ἐν μέσῳ τῆς θαλάσσης καὶ ἐπὶ τῆς ξηρᾶς

ὄντεςmiddot μνημόσυνον εἰς ὑμᾶς κακόν

8 οὐαὶ ὑμῖν οἱ κτώμενοι χρυσίον καὶ ἀργύριον οὐκ ἀπὸ δικαιοσύνης καὶ

ἐρεῖτε πλούτῳ πεπλουτήκαμεν καὶ τὰ ὑπάρχοντα ἐσχήκαμεν καὶ

κεκτήμεθα

9 καὶ πᾶν ὃ ἐὰν θελήσωμεν ποιήσωμεν ὅτι ἀργύριον τεθησαυρίκαμεν ἐν

τοῖς θησαυροῖς ἡμῶν καὶ ἀγαθὰ πολλὰ ἐν ταῖς οἰκίαις ἡμῶν

10 καὶ ὡς ὕδωρ ἐκχυθήσεται πεπλάνησθε ὅτι οὐ μὴ παραμείνῃ ὁ πλοῦτος

ὑμῶν ἀλλὰ ταχὺ [ἀναπτήσεται] ἀπὸ ὑμῶν ὅτι ἀδίκως πάντα κέκτησθεmiddot

καὶ ὑμεῖς εἰς κατάραν μεγάλην παραδοθήσεσθε

XCI

1 καὶ νῦν ὀμνύω ὑμῖν τοῖς φρονίμοις καὶ οὐχὶ τοῖς ἄφροσι ὅτι πολλὰς

ὄψεσθε ἐπὶ τῆς γῆς ἀνομίαςmiddot

2 ὅτι κάλλος περιθήσονται ἄνδρες ὡς γυναῖκες [καὶ] χρῶμα ὡραῖον ὑπὲρ

παρθένους ἐν βασιλείᾳ καὶ μεγαλωσύνῃ καὶ ἐν ἐξουσίᾳ ἔσονται δὲ

ἀργύριον καὶ χρυσίον [παρrsquo] αὐτοῖς εἰς βρώματα καὶ ἐν ταῖς οἰκίαις αὐτῶν

ὡς ὕδωρ ἐκχυθήσονται

3 [διὰ τὸ μ]ὴ ἐπιστήμην αὐτοὺς μηδὲ φρόνησιν μηδεμίαν [ἔχειν] οὕτω

ἀπολεῖσθε κοινῶς μετὰ πάντων [τῶν] ὑπαρχόντων ὑμῶν [καὶ τῆς] πάσης

δόξης καὶ τῆς τιμῆς [ὑμῶν καὶ] εἰς ἀτιμίαν καὶ ἐρήμωσιν [καὶ σφαγὴν]

μεγάλην τ[ὰ πνεύματα ὑμῶν εἰς τὴν κάμινον τοῦ πυρὸς ἐμβληθήσεται]

Four lines are lost

ἐπὶ τὴν [γῆν οὐκ ἀπεστάλη ἀλλrsquo αὐτὴν οἱ ἄνθρω]ποι ἀφrsquo ἑαυτῶν [ἔκτισαν

καὶ εἰς κατάραν] μεγάλην ἀφίξονται οἱ ποιοῦντες [αὐτήν]

5 καὶ δουλεία (στειρα pap) γυναικὶ οὐκ ἐδόθη ἀλλὰ διὰ τὰ ἔργα τῶν

χειρῶνmiddot ὅτι οὐχ ὡρίσθη δούλην εἶναι δούληνmiddot ἄνωθεν οὐκ ἐδόθη ἀλλὰ ἐκ

καταδυναστείας ἐγένετο ὁ[μοίως] οὐδὲ ἡ ἀνομία ἄνωθεν ἐδόθη ἀλλrsquo ἐκ

παραβάσεως ὁμοίως οὐδὲ στεῖρα γυνὴ ἐκτίσθη ἀλλrsquo ἐξ ἰδίων ἀδικημάτων

ἐπετιμήθη ἀτεκνίᾳ [καὶ] ἄτεκνος ἀποθανεῖται

6 ὀμνύω ὑμῖν ἁμαρτωλοὶ κατὰ τοῦ ἁγίου τοῦ μεγάλου ὅτι τὰ ἔργα ὑμῶν τὰ

πονηρὰ ἔσται ἀνακεκαλυμμένα ἐν τῷ οὐρανῷmiddot οὐκ ἔσται ὑμῖν ἔργον

29

ἀποκεκρυμμένον ἄδικον

7 μὴ ὑπολάβητε τῇ ψυχῇ ὑμῶν μηδὲ ὑπολάβητε τῇ καρδίᾳ ὑμῶν ὅτι οὐ

γινώσκουσιν οὐδὲ βλέπουσιν οὐδὲ τὰ ἀδικήματα ὑμῶν θεωρεῖται οὐδὲ

ἀπογράφεται αὐτὰ ἐνώπιον τοῦ ὑψίστου ἀπὸ τοῦ [νῦν] ἐπιγνῶτε ὅτι

πάντα τὰ ἀδικήματα ὑμῶν ἀπογράφονται ἡμέραν ἐξ [ἡμέρας] μέχρι τῆς

κρίσεως ὑμῶν

9 οὐαὶ ὑμῖν ἄφρονες ὅτι ἀπολεῖσθε διὰ τὴν ἀφροσύνην ὑμῶν καὶ τῶν

[φρονίμων] οὐ μὴ ἀκούσητε καὶ τὰ ἀγαθὰ οὐκ ἀπαντήσει ὑμῖν τὰ δὲ κακὰ

[περιέξει] ὑμᾶς

10 καὶ νῦν γινώσκετε ὅτ[ι ἡτοίμασται] ὑμῖν εἰς ἡμέραν ἀπωλείας [μὴ

ἐλπίζε]τε σωθῆναι ἁμαρτωλοίmiddot ἀπ[ελθόντες] ἀποθάνετε γινώσκοντε[ς ὅτι

ἡτοίμας]ται εἰς ἡμέραν κρίσεως μ[εγάλης καὶ στε]νοχωρίας μείζονος τ[οῖς

πνεύμασιν ὑμῶν]

11 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ σκληροτράχηλοι τῇ καρδίᾳ ποιοῦντες τὸ κα[κὸν καὶ

ἔσθοντες αἷμα πόθ]εν ὑμῖν ἔσο[νται ἀγαθὰ ἵνα φάγητε ] Four lines are

lost

12 [ἔργα τῆ]ς ἀδικίαςmiddot διότι ἐλπίδας κα[λὰς ἔχετε ὑμῖ]ν νῦν γνωστὸν ὑμῖν

ἔστω ὅτι εἰς [χεῖρας τ]ῶν δικαίων παραδοθήσεσθε καὶ ἀποκτενοῦσιν ὑμᾶς

καὶ οὐ μὴ φείσονται ὑμῶν

13 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἐπιχαίροντες τοῖς κακοῖς τῶν δικαίωνmiddot τάφος ὑμῶν οὐ μὴ

ὀρυγῇ

14 οὐαὶ ὑμῖν οἱ βουλόμενοι ἀκυρῶσαι τοὺς λόγους τῶν δικαίωνmiddot οὐ μὴ

γένηται ὑμῖν ἐλπὶς σωτηρίας

15 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ γράφοντες λόγους ψευδεῖς καὶ λόγους πλανήσεωςmiddot αὐτοὶ

γράφουσιν καὶ πολλοὺς ἀποπλανήσουσιν τοῖς ψεύδεσιν αὐτῶνmiddot

16 πλανᾶσθε ὑμεῖς αὐτοὶ καὶ οὐκ ἔστιν ὑμῖν χαίρειν ἀλλὰ ταχέως

ἀπολεῖσθε

XCII

1 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ ποιοῦντες πλανήματα καὶ τοῖς ἔργοις τοῖς ψευδέσιν

λαμβάνοντες τιμὴν καὶ δόξανmiddot ἀπολώλατε οὐκ ἔστιν ὑμῖν σωτηρία εἰς

ἀγαθόν

2 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἐξαλλοιοῦντες τοὺς λόγους τοὺς ἀληθινούς καὶ

διαστρέφοντες τὴν αἰώνιον διαθήκην καὶ λογιζόμενοι ἑαυτοὺς

ἀναμαρτήτουςmiddot ἐν τῇ γῇ καταποθήσονται

3 τότε ἑτοιμάζεσθε οἱ δίκαιοι καὶ προέχεσθε τὰς ἐντεύξεις ὑμῶν εἰς

μνημόσυνον δίδοτε αὐτὰς ἐν διαμαρτυρίᾳ ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων ὅπως

εἰσαγάγωσιν τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἀδίκων ἐνώπιον τοῦ ὑψίστου θεοῦ εἰς

μνημόσυνονmiddot

4 καὶ τότε συν[ταραχ]θήσονται ἐν [ἡμέρ]ᾳ ἀπωλείας τῆς ἀδικίας

5ndash6 ἐν αὐτῷ [τῷ και]ρῷ ἐκείνῳ αἱ τίκτουσαι ἐκβαλοῦσιν καὶ ἐκσπάσουσιν

καὶ ἐγκαταλείψουσιν [τὸ νήπιο]ν βρέφος καὶ αἱ ἐν γαστρὶ ἔχου[σαι

ἐκτρώσο]υσιν καὶ αἱ θηλάζουσαι ῥίψ[ουσιν τὰ τέκ]να αὐτῶν καὶ οὐ μὴ

ἐπι[στρέψου]σιν ἐπὶ τὰ νήπια αὐτῶν οὐ[δὲ ἐπὶ τὰ θηλά]ζοντα οὐδὲ μὴ

φείσονται

7 [καὶ] οἱ γλύφοντες εἰκόνα[ς ἀργυ]ρᾶς καὶ χρυσᾶς ξυλίνας τε [καὶ

λιθίνας] καὶ ὀστρακίνας καὶ λατρεύ[οντες φαν]τάσμασιν καὶ δαιμονίοι[ς

καὶ βδελύγ]μασιν καὶ πνεύμασιν πονη[ροῖς καὶ] πάσαις ταῖς πλάναις οὐ

κατrsquo ἐπι[στήμην] καὶ πᾶν βοήθημα οὐ μὴ εὕρητε [ἀπrsquo] αὐτῶν

8ndash9 καὶ πλανηθήσονται ἐν ἀφροσύνῃ τῆς καρδίας αὐτῶν καὶ τὰ ὁράματα

τῶν ἐνυπνίων καταπλανήσουσιν ὑμᾶς ὑμεῖς καὶ τὰ ἔργα ὑμῶν τὰ ψευδῆ ἃ

30

ἐποιήσατε καὶ ἐλαεργ[ήσατε] καὶ ἐπὶ μιᾶς ἀπολεῖσθε

10ndash12 καὶ τότε μακάριοι πάντες οἱ ἀκούσαντες φρονίμων λόγους καὶ

μαθήσονται αὐτούς ποιῆσαι τὰς ἐντολὰς τοῦ ὑψίστου καὶ πορεύσονται ἐν

ὁδοῖς δικαιοσύνης αὐτοῦ καὶ οὐ μὴ πλανήσουσιν μετὰ τῶν πλανώντων καὶ

σωθήσονται

13 οὐαὶ οἱ οἰκοδομοῦντες τὰς οἰκοδομὰς αὐτῶν οὐκ ἐκ κόπων ἰδίων καὶ ἐκ

λίθων καὶ ἐκ πλίνθων πᾶσαν οἰκοδομὴν ποιεῖτε οἷς οὐκ ἔστιν ὑμῖν χά[ρις]

14 οὐαὶ οἱ ἐξουθενοῦντες τὴν θεμελίωσιν καὶ τὴν κληρονομίαν τῶν

πατέρων αὐτῶν τὴν ἀπrsquo αἰῶνος [ὅτι] διώξεται ὑμᾶς πνεῦμα πλανήσεωςmiddot

οὐκ ἔστιν ὑμῖν ἀναπαῦσαι

15 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ποιοῦντες τὴν ἀ[νομίαν] καὶ ἐπιβοηθοῦντες τῇ ἀδι[κίᾳ

φονεύ]οντες τὸν πλησίον αὐτῶ[ν ἕως τῆς] ἡμέρας τῆς κρίσεως τῆς

[μεγάληςmiddot

16 ]ὅτι τότε ἐκτρίψει τὴν δόξ[αν ὑμῶν] καὶ ἐπεγερεῖ τὸν θυμὸν [αὐτοῦ

καθrsquo] ὑμῶν ἀπολεῖ πάντας ὑ[μᾶς ἐν ῥομ]φαίᾳ καὶ πάντες οἱ δί[καιοι

μνημο]νήσουσιν τὰς ἀδικίας [ὑμῶν]

XCIII

1ndash2 καὶ τότε ἐν ἑνὶ τόπῳ [ῥέῃ τὰ α]ἵμα[τα αὐτῶν καὶ ἄνθρωπο]ς οὐκ

[ἀφέξ]ει τὴν [χεῖρα αὐτοῦ ἀπ]ὸ τοῦ υἱοῦ αὐ[τοῦ οὔτrsquo ἀ]πὸ τοῦ ἀγαπητοῦ

αὐτοῦ ἀποκτεῖναι αὐτόν καὶ ὁ ἁμαρτωλὸς ἀπὸ τοῦ ἐντίμου οὔτε ἀπὸ τοῦ

ἀδελφοῦ αὐτοῦmiddot ἐξ ὄρθρων μέχρις οὗ δῦναι τὸν ἥλιον φονευθήσονται ἐπὶ

τὸ αὐτό

3 καὶ διαπορεύσεται ἵππος ἕως τοῦ στήθους αὐτοῦ διὰ τοῦ αἵματος τῶν

ἁμαρτωλῶν καὶ τὸ ἅρμα μέχρι ἀξόνων καταβήσεται

4 καὶ καταβήσονται ἄγγελοι καταδύνοντες εἰς τὰ ἀπόκρυφα ἐν ἡμέρᾳ

ἐκείνῃmiddot οἵτινες ἐβοήθουν τῇ ἀδικίᾳ καὶ συστραφήσονται εἰς ἕνα τόπον καὶ ὁ

ὕψιστος ἐγερθήσεται ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως ποιῆσαι ἐκ πάντων κρίσιν

μεγάλην

5 καὶ τάξει φυλακὴν ἐπὶ πάντας τοὺς δικαίους καὶ ἁγίους τῶν ἁγίων

ἀγγέλων καὶ τηρηθήσονται ὡς κόριον ὀφθαλμοῦ ἕως οὗ ἐκλείπῃ τὰ κακὰ

καὶ ἁμαρτία καὶ ἀπrsquo ἐκείνου ὑπνώσουσιν εὐσεβεῖς ὕπνον ἡδύν καὶ οὐκ

ἔσται οὐκέτι ὁ ἐκφοβῶν αὐτούς

6 τότε ὄψονται οἱ φρόνιμοι τῶν ἀνθρώπων καὶ κατανοήσουσιν οἱ υἱοὶ τῆς

γῆς ἐπὶ τοὺς λόγους τούτους τῆς ἐπιστολῆς ταύτης καὶ γνώσονται ὅτι οὐ

δύναται ὁ πλοῦτος αὐτῶν διασῶσαι αὐτοὺς ἐν τῇ πτώσει τῆς ἀδικίας

7 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἄδικοι ὅταν ἐκθλίβητε τοὺς δικαίους ἐν ἡμέρᾳ ἀνάγκης

στερεᾶς καὶ φυλάξητε αὐτοὺς ἐν πυρί ὅτι κομιεῖσθε κατὰ τὰ ἔργα ὑμῶν

8 οὐαὶ ὑμῖν σκληροκάρδιοι ἀγρυπνοῦντες νοῆσαι τὸ κακόνmiddot περιέχει ὑμᾶς

φόβος καὶ οὐκ ἔστιν ὁ ἀντιλαμβανόμενος ὑμῶν

9 οὐαὶ ὑμῖν πᾶσιν τοῖς ἁμαρτωλοῖς ἐπὶ τοῖς ἔργοις τοῦ στόματος ὑμῶν

οὐαὶ ὑμῖν πᾶσιν τοῖς ἁμαρτωλοῖς ἐπὶ τοῖς λόγοις τοῦ στόματος ὑμῶν καὶ

ἐπὶ τοῖς [ἔργοις] τῶν χειρῶν ὑμῶν ὅτι ἀπὸ τῶν ἁγίων ἔργων

ἀπεπλα[νήθητε]

11 πᾶσα νεφέλη καὶ ὀμίχλη καὶ δρόσος καὶ ὄμβρος ἐπὶ ταῖς ἁμαρτίαις

ὑμῶν

12 δίδοτε οὖν ὄμβρῳ δῶρα ἵνα μὴ [κωλυθῇ κα]ταβῆναι ὑμῖν καὶ δρόσῳ

κα[ὶ νεφέλῃ] καὶ ὀμίχλῃmiddot χρυσίον διαγράψα[τε ἵνα κα]ταβῶσινmiddot

13 ὅτι ἐὰν ἐπιρρίψῃ ἐφrsquo ὑμ[ᾶς χι]ὼν καὶ πάχνη καὶ ψῦχος αὐτῆς καὶ οἱ

ἄνεμοι καὶ ὁ παγετὸς αὐτῶν καὶ πᾶσαι αἱ μάστιγες αὐτῶν οὐ δύνασθε

ὑποστῆναι ἔμπροσθεν ψύχους καὶ τῶν μαστίγων αὐτῶν

31

XCIV

1 κατανοήσατε τοίνουν υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων τὰ ἔργα τοῦ ὑψίστου καὶ

φοβήθητε τοῦ ποιῆσαι τὸ πονηρὸν ἐναντίον αὐτοῦ

2 ἐὰν ἀποκλείσῃ τὰς θυρίδας τοῦ οὐρανοῦ καὶ κωλύσῃ τὴν δρόσον καὶ τὸν

ὄμβρον καταβῆναι εἵνεκα ὑμῶν τί ποιήσετε

3 ἐὰν ἀποστείληται τὸν θυμὸν αὐτοῦ ἐφrsquo ὑμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ ἔργα ὑμῶν οὐχὶ

ἔσεσθε δεόμενοι αὐτοῦ διὰ τί ὑμεῖς λαλεῖτε τῷ στόματι ὑμῶν μεγάλα καὶ

σκληρὰ ἐπὶ τῇ μεγαλωσύνῃ αὐ[τοῦ

4 ὁρᾶ]τε τοὺς ναυκλήρους τοὺς πλωιζομένους τὴν θάλασσαν ὑπὸ τοῦ

κ[λύδω]νος καὶ χειμῶνος σεσαλευμένα τὰ πλοῖα αὐτῶν

5 καὶ χειμαζόμενοι πάντες φοβοῦνται ἔξω δὲ τὰ [ἀγαθὰ πάντα] καὶ τὰ

ὑπάρχοντα αὐτῶν ἐκβάλλουσιν εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ὑποπτεύουσιν ἐν τῇ

καρδίᾳ αὐτῶν ὅτι ἡ [θάλασσα κα]ταπίεται αὐτοὺς καὶ ἐν αὐτ[ῇ

ἀπολοῦν]ται

6 οὐχὶ πᾶσα ἡ θάλασσα καὶ [πάντα τὰ] ὕδατα αὐτῆς ἔργον τοῦ ὑψ[ίστου

ἐστί] καὶ αὐτὸς συνεστήσατο τὰ π[έρατα αὐ]τῶν καὶ συνέδησεν αὐτ[ήν

καὶ περι]έφραξεν αὐτὴν ἄμμῳ

7 [καὶ ἀπὸ τῆς] ἐμβριμήσεως αὐτοῦ φ[οβοῦνται καὶ ξη]ραίνονται καὶ οἱ

ἰχθύες

8 [ γῆν] καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτοῖς καὶ τίς ἔδωκεν ἐπιστήμην πᾶσιν τοῖς

κινουμένοις ἐν τῇ θαλάσσῃ οἱ ναύκληροι τὴν θάλασσαν φοβοῦνται

XCV

1 καὶ ὅταν ἐκβάλῃ ἐφrsquo ὑμᾶς τὸν κλύδωνα τοῦ πυρὸς τῆς καύσεως ὑμῶν

ποῦ ἀποδράντες σωθήσεσθε καὶ ὅταν δῷ ἐφrsquo ὑμᾶς φωνὴν αὐτοῦ

2 ἔσεσθε συνσειόμενοι καὶ φοβούμενοι ἤχῳ μεγάλῳ laquoκαὶraquo τὴν γῆν

σύμπασαν σειομένην καὶ τρέμουσαν καὶ συνταρασσομένην

3 καὶ οἱ ἄγγελοι συντελοῦντες τὸ συνταχθὲν αὐτοῖς καὶ ὁ οὐρανὸς καὶ οἱ

φωστῆρες σειόμενοι καὶ τρέμοντεςmiddot ἅπαντες οἱ υἱοὶ τῆς γῆς καὶ ὑμεῖς

ἁμαρτωλοὶ ἐπικατάρατοι εἰς τὸν αἰῶναmiddot οὐκ ἔστιν ὑμῖν χαίρειν

4 θαρσεῖτε ψυχαὶ τῶν δικαίων τῶν ἀποθανόντων τῶν δικαίων καὶ τῶν

εὐσεβῶν

5 καὶ μὴ λυπεῖσθε ὅτι κατέβησαν αἱ ψυχαὶ ὑμῶν εἰς ᾅδου μετὰ λύπης καὶ

οὐκ ἀπηντήθη τῷ σώματι τῆς σαρκὸς ὑμῶν ἐν τῇ ζωῇ ὑμῶν κατὰ τὴν

ὁσιότητα ὑμῶν ἐπεὶ αἱ ἡμέραι ἃς ἦτε ἡμέραι ἦσαν ἁμαρτωλῶν καὶ

καταράτων ἐπὶ τῆς γῆς

6 ὅταν ἀποθάνητε τότε ἐροῦσιν οἱ ἁμαρτωλοὶ ὅτι εὐσεβεῖς κατὰ τὴν

εἱμαρμένην ἀπεθάνοσαν καὶ τί αὐτοῖς περιεγένετο ἐπὶ τοῖς ἔργοις αὐτῶν

7 καὶ αὐτοὶ ὁμοίως ἡμῖν ἀπεθάνοσαν ἴδετε οὖν ὡς ἀποθνήσκουσιν μετὰ

λύπης καὶ σκότους καὶ τί αὐτοῖς ἐγένετο περισσόν

8 ἀπὸ τοῦ νῦν ἀναστήτωσαν καὶ σωθήτωσαν καὶ ὄψονται εἰς τὸν αἰῶνα

ἡμᾶς φαγεῖν καὶ πεῖν

9 τοιγαροῦν ἁρπάσαι καὶ ἁμαρτάνειν καὶ λωποδυτεῖν καὶ ἐγκτᾶσθαι καὶ

[ἰδεῖν] ἡμέρας ἀγαθάς

10 ἴδετε οὖν οἱ δικαιοῦντες [ἑαυτ]ούς ὁποία ἐγένετο αὐτῶν ἡ καταστροφή

ὅτι πᾶσα δικαιοσύνη οὐχ εὑρέθη ἐν αὐτοῖς ἕως ἀπέθανον καὶ ἀπώλοντο

11 καὶ ἐγένοντο ὡς οὐκ ὄντες καὶ κατέβησαν αἱ ψυχαὶ αὐτῶν μετrsquo ὀδύνης

εἰς ᾅδου

XCVI

1 ἐγὼ ὀμνύω ὑμῖν Three lines are lost

2 ἐπίσταμαι τὸ μυστήριον τοῦτοmiddot ἀν[έγνων] γὰρ τὰς πλάκας τοῦ οὐρανοῦ

32

καὶ εἶδον τὴν γραφὴν ἀναγκαίανmiddot ἔγνων τὰ γ[εγραμμέ]να ἐν αὐταῖς καὶ

ἐγκεκολαμμέν[α περὶ] ὑμῶν

3 ὅτι ἀγαθὰ καὶ ἡ χαρὰ καὶ ἡ τ[ιμὴ] ἡτοίμασται καὶ ἐγγέγραπται ταῖς

ψ[υχαῖς] τῶν ἀποθανόντων εὐσεβῶνmiddot

4 καὶ χαιρήσονται καὶ οὐ μὴ ἀπόλωνται τὰ πνεύματα αὐτῶν οὐδὲ τὸ

μνημόσυνον ἀπὸ προσώπου τοῦ μεγάλου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν

αἰώνων μὴ οὖν φοβεῖσθε τοὺς ὀνειδισμοὺς αὐτῶν

5 καὶ ὑμεῖς οἱ νεκροὶ τῶν ἁμαρτωλῶν ὅταν ἀποθάνητε ἐροῦσιν ἐφrsquo ὑμῖν

μακάριοι ἁμαρτωλοὶ πάσας τὰς ἡμέρας αὐτῶν ὅσας εἴδοσαν ἐν τῇ ζωῇ

αὐτῶν καὶ ἐνδόξως

6 ἀπεθάνοσαν καὶ κρίσις οὐκ ἐγενήθη ἐν τῇ ζωῇ αὐτῶν

7 αὐτοὶ ὑμεῖς γινώσκετε ὅτι εἰς ᾅδου κατάξουσιν τὰς ψυχὰς ὑμῶν

8 καὶ ἐκεῖ ἔσονται ἐν ἀνάγκῃ μεγάλῃ καὶ ἐν σκότει καὶ ἐν παγίδι καὶ ἐν

φλογὶ καιομένῃ καὶ εἰς κρίσιν μεγάλην εἰσελεύσονται αἱ ψυχαὶ ὑμῶν ἐν

πάσαις ταῖς γενεαῖς τοῦ αἰῶνος οὐαὶ ὑμῖν οὐκ ἔστιν ὑμῖν χαίρειν

9 μὴ γὰρ εἴπητε οἱ δίκαιοι ὅσιοι ὄντες ἐν τῇ ζωῇ τῶν ἡμερῶν τῆς θλίψεως

κόπους ἐκοπιάσαμεν καὶ ἀνηλώμεθα καὶ ὀλίγοι ἐγενήθημεν καὶ

ἀντιλήμπτορα οὐχ εὑρήκαμενmiddot

10 συντετριμμένοι καὶ ἀπολώλαμεν καὶ ἀπηλπίσμεθα καὶ μηκέτι εἰδέναι

σωτηρίαν ἡμέραν ἐξ ἡμέρας

11 ἠλπίσαμεν γενέσθαι κεφαλή ἐγενήθημεν κέρ[κοςmiddot ἐκο]πιάσαμεν

ἐργαζόμενοι καὶ τῶν ὀψωνίων οὐ κεκυριεύκαμεν ἐγενήθημεν κατάβρωμα

ἁμαρτωλῶν [οἱ ἄνο]μοι ἐβάρυναν ἐφrsquo ἡμᾶς τὸν ζυγόν

12 οἳ κυριεύουσιν οἱ ἐχθροὶ ἡμῶν ἐγκεντρίζουσιν ἡμᾶς καὶ περικλείουσιν

ἡμᾶςmiddot ἐζητήσαμεν πο[ῦ φύγωμεν] ἀπrsquo αὐτῶν ὅπως ἀναψύχ[ωμεν] three

lines are lost

14 ἐκράξαμεν ἐπὶ τοὺς καταβάλλοντας καὶ βιαζομένους ἡμᾶς καὶ τὰς

ἐντεύξεις ἡμῶν οὐκ ἀπεδέξαντο οὐδὲ ἐβούλοντο ἐπακοῦσαι τῆς φωνῆς

ἡμῶν

15 καὶ οὐκ ἀντελαμβάνοντο ἡμῶν οὐχ εὑρόντες κατὰ τῶν βιαζομένων καὶ

κατεσθόντων ἡμᾶς ἀλλὰ στερεοῦσιν αὐτοὺς ἐφrsquo ἡμᾶςmiddot ἀπέκτειναν ἡμᾶς

καὶ εἰς ὀλίγους ἤγαγον καὶ οὐχ ὑποδεικνύουσιν περὶ τῶν πεφονευμένων

ἡμῶν καὶ οὐκ ἀναμιμνήσκουσιν περὶ τῶν ἁμαρτωλῶν αὐτῶν τὰς

ἁμαρτίας αὐτῶν

XCVII

1 ὀμνύω ὑμῖν ὅτι οἱ ἄγγελοι ἐν τῷ οὐρανῷ ἀναμιμνήσκουσιν [ὑμῶν] εἰς

ἀγαθὸν ἐνώπιον τῆς δόξης τοῦ μεγάλου

2 θαρσεῖτε δὴ ὅτι ἐπαλαιώθητε ἐν τοῖς κακοῖς καὶ ἐν ταῖς θλίψεσινmiddot ὡσεὶ

φωστῆρες τοῦ οὐρανοῦ ἀναλάμψετε καὶ φανεῖτε αἱ θυρίδες τοῦ οὐρανοῦ

ἀνοιχθήσονται ὑμῖν

3ndash4 καὶ ἡ κραυγὴ ὑμῶν ἀκουσθήσεται καὶ ἡ κρίσις ὑμῶν ἣν κράζετε καὶ

φανεῖται ἐφrsquo ὅσα συλλαβήσεται ὑμῖν περὶ τῆς θλίψεως ὑμῶν καὶ ἐκ

πάντων ὅστις μετέσχεν τῶν βιαζομένων καὶ κατεσθόντων ὑμᾶς

5 [μὴ φοβεῖσθε] τὰ κακὰ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως τῆς μεγάλης καὶ οὐ μὴ

εὑρεθῆτε ὡς οἱ ἁμαρτωλοί [ἀλλrsquo ὑμεῖς οἱ ἁμαρτωλοὶ] σκυλήσεσθε καὶ

κρίσις αἰώνιος ἐξ ὑμῶν ἔσται εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν αἰώνων

6 μὴ φοβεῖσθε οἱ δίκαιοι ὅταν ἴδητε τοὺς ἁμαρτωλοὺς κατισχύοντας καὶ

εὐοδουμένους καὶ μὴ μέτοχοι αὐτῶν γίνεσθε ἀλλὰ μακρὰν ἀπέχεσθε ἀπὸ

πάντων τῶν ἀδικημάτων αὐτῶν

7 μὴ γὰρ εἴπητε οἱ ἁμαρτωλοὶ [ὅτι] οὐ μὴ ἐκζητηθῶσιν αἱ ἁμαρτίαι ὑμῶν

33

[ἐξ] ἡμερῶν

8 καὶ νῦν ἀποδεικνύω ὑμῖν ὅτι φῶς καὶ σκότος ἡμέρα καὶ νὺξ

ἐποπτεύουσιν τὰς ἁμαρτίας ὑμῶν πάσας

9 μὴ πλανᾶσθε τῇ καρδίᾳ ὑμῶν μηδὲ ψεύδεσθε μηδὲ ἐξαλλοιώσητε τοὺς

λόγους τῆς ἀληθείας μηδὲ καταψεύδεσθε τῶν [λόγων τοῦ] ἁγίου καὶ μὴ

δότε ἔπαινον ταῖς [εἰκόσιν ὑ]μῶνmiddot οὐ γὰρ εἰς δικαίωμα εἰσάγ[ουσιν πάντα

τὰ ψεύδ]η καὶ πᾶσα [ἡ πλάνη] Two lines are lost

10 τῆς ἀληθείας ἐξαλλοιοῦσιν καὶ ἀντιγράφουσιν οἱ ἁμαρτωλοὶ καὶ

ἀλλάσσουσιν τοὺς πολλούς καὶ ψεύδονται καὶ πλάσσουσιν πλάσματα

μεγάλα καὶ τὰς γραφὰς ἀναγράφουσιν ἐπὶ τοῖς ὀνόμασιν αὐτῶνmiddot

11 καὶ ὄφελον πάντας τοὺς λόγους μου γράφωσιν ἐπrsquo ἀληθείας ἐπὶ τὰ

ὀνόματα αὐτῶν καὶ μήτε ἀφέλωσιν μήτε ἀλλοιώσωσιν τῶν λόγων τούτων

ἀλλὰ πάντα ἐπrsquo ἀληθείας γράφωσιν ἃ ἐγὼ διαμαρτυροῦμαι αὐτοῖς

12 καὶ πάλιν ἐγὼ γινώσκω μυστήριον δεύτερον ὅτι δικαίοις καὶ ὁσίοις καὶ

φρονίμοις δοθήσονται αἱ βίβλοι μου εἰς χαρὰν ἀληθείας

13 καὶ αὐτοὶ πιστεύσουσιν αὐταῖς καὶ ἐν αὐταῖς χαρήσονται καὶ

ἀγαλλιάσονται πάντες οἱ δίκαιοι μαθεῖν ἐξ αὐτῶν πάσας τὰς ὁδοὺς τῆς

ἀληθείας

CVI

1 μετὰ δὲ χρόνον ἔλαβεν Μαθουσάλεκ τῷ υἱῷ μου γυναῖκα καὶ ἔτεκεν

υἱὸν καὶ ἐκάλεσεν τὸ ὄνομα αὐτοῦ Λάμεχ ἐταπεινώθη ἡ δικαιοσύνη μέχρι

τῆς ἡμέρας ἐκείνης καὶ ὅτε εἰς ἡλικίαν ἐπῆλθεν ἔλαβεν αὐτῷ γυναῖκα καὶ

ἔτεκεν αὐτῷ παιδίον

2 καὶ ὅτε ἐγεννήθη τὸ παιδίον ἦν τὸ σῶμα λευκότερον χιόνος καὶ

πυρρότερον ῥόδου τὸ τρίχωμα πᾶν λευκὸν καὶ ὡς ἔρια λευκὰ καὶ οὖλον

καὶ ἔνδοξον καὶ ὅτε ἀνέῳξεν τοὺς ὀφθαλμούς ἔλαμψεν ἡ οἰκία ὡσεὶ

ἥλιος

3 καὶ ἀνέστη ἐκ τῶν χειρῶν τῆς μαίας καὶ ἀνέῳξεν τὸ στόμα καὶ

εὐλόγησεν τῷ κυρίῳmiddot

4 καὶ ἐφοβήθη Λάμεχ ἀπrsquo αὐτοῦ καὶ ἔφυγεν καὶ ἦλθεν πρὸς Μαθουσάλεκ

τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ

5 τέκνον ἐγεννήθη μου ἀλλοῖον οὐχ ὅμοιον τοῖς ἀνθρώποις ἀλλὰ τοῖς

τέκνοις τῶν ἀγγέλων τοῦ οὐρανοῦ καὶ ὁ τύπος ἀλλοιότερος οὐχ ὅμοιος

ἡμῖνmiddot τὰ ὄμματά ἐστιν ὡς ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου καὶ ἔνδοξον τὸ πρόσωπονmiddot

6 καὶ ὑπολαμβάνω ὅτι οὐκ ἔστιν ἐξ ἐμοῦ ἀλλὰ ἐξ ἀγγέλου καὶ

εὐλαβοῦμαι αὐτὸν μήποτέ τι ἔσται ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ ἐν τῇ γῇ

7 καὶ παραιτοῦμαι π[άτερ καὶ] δέομαι βάδισον πρὸς Ἑνὼ[χ τὸν πατέρα

ἡμῶν καὶ ἐρώτησον] Two lines are lost

8 [ἦλθ]εν πρὸς ἐμὲ εἰς τὰ τέρματα τῆς γῆς οὗ [εἶδ]εν τότε εἶναι με καὶ

εἶπέν μοι πάτερ [μου] ἐπάκουσον τῆς φωνῆς μου καὶ ἧκε [πρὸς] ἐμέ καὶ

ἤκουσα τὴν φωνὴν αὐτοῦ καὶ ἦλθον πρὸς αὐτὸν καὶ εἶπα ἰδοὺ πάρειμι

τέκνονmiddot διὰ τί ἐλήλυθας πρὸς ἐμέ τέκνον

9 καὶ ἀπεκρίθη λέγων διrsquo ἀνάγκην μεγάλην ἦλθον ὧδε πάτερmiddot

10 καὶ νῦν ἐγεννήθη τέκνον Λάμεχ τῷ υἱῷ μου καὶ ὁ τύπος αὐτοῦ καὶ ἡ

εἰκὼν αὐτοῦ laquoοὐχ ὅμοιος ἀνθρώποις καὶ τὸ χρῶμα αὐτοῦraquo λευκότερον

χιόνος καὶ πυρρότερον ῥόδου καὶ τὸ τρίχωμα τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ

λευκότερον ἐρίων λευκῶν καὶ τὰ ὄμματα αὐτοῦ ἀφόμοια ταῖς τοῦ ἡλίου

ἀκτῖσιν

11 καὶ ἀνέστη ἀπὸ τῶν τῆς μαίας χειρῶν καὶ ἀνοίξας τὸ στόμα εὐλόγησεν

τὸν κύριον τοῦ αἰῶνοςmiddot

34

12 καὶ ἐφοβήθη ὁ υἱός μου Λάμεχ καὶ ἔφυγεν πρὸς ἐμέ καὶ οὐ πιστεύει ὅτι

υἱὸς αὐτοῦ ἐστιν ἀλλὰ ὅτι ἐξ ἀγγέλων one or two lines omitted τὴν

ἀκρίβειαν ἣν ἔχεις () καὶ τὴν ἀλήθειαν

13 τότε ἀπεκρίθην λέγων ἀνακαινίσει ὁ κύριος πρόσταγμα ἐπὶ τῆς γῆς

καὶ τὸν αὐτὸν τρόπον τέκνον τεθέαμαι καὶ ἐσήμανά σοιmiddot ἐν γὰρ τῇ γενεᾷ

Ἰάρεδ τοῦ πατρός μου παρέβησαν τὸν λόγον κυρίου ἀπὸ τῆς διαθήκης τοῦ

οὐρανοῦ

14 καὶ ἰδοὺ ἁμαρτάνουσιν καὶ παραβαίνουσιν τὸ ἔθος καὶ μετὰ γυναικῶν

συγγίνονται καὶ μετrsquo αὐτῶν ἁμαρτάνουσιν καὶ ἔγημαν ἐξ αὐτῶν

[καὶ τίκτουσιν οὐχ ὁμοίους πνεύμασιν ἀλλὰ σαρκίνους]middot

15 καὶ ἔσται ὀργὴ μεγάλη ἐπὶ τῆς γῆς καὶ κατακλυσμός καὶ ἔσται

ἀπώλεια μεγάλη ἐπὶ ἐνιαυτὸν ἕναmiddot

16 καὶ τόδε τὸ παιδίον τὸ γεννηθὲν καταλειφθήσεται καὶ τρία αὐτοῦ

τέκνα σωθήσεται ἀποθανόντων τῶν ἐπὶ τῆς γῆςmiddot

17b καὶ πραϋνεῖ τὴν γῆν ἀπὸ τῆς οὔσης ἐν αὐτῇ φθορᾶς

18 καὶ νῦν λέγε Λάμεχ ὅτι τέκνον σού ἐστιν δικαίως καὶ ὁσίως [καὶ]

κάλεσον αὐτοῦ τὸ ὄνομα [Νῶε]middot αὐτὸς γὰρ ἔσται ὑμῶν κατάλειμμα ἐφrsquo οὗ

ἂν καταπαύσητε καὶ laquoοἱraquo υἱοὶ αὐτοῦ ἀπὸ τῆς φθορᾶς τῆς γῆς καὶ ἀπὸ

πάντων τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ ἀπὸ πασῶν τῶν συντελειῶν ἐπὶ τῆς γῆς

Four lines are lost

19 ὑπέδειξέν μοι καὶ ἐμήνυσεν καὶ ἐν ταῖς πλαξὶν τοῦ οὐρανοῦ ἀνέγνων

αὐτά

CVII

1 τότε τεθέαμαι τὰ ἐγγεγραμμένα ἐπrsquo αὐτῶν ὅτι γενεὰ γενεᾶς κακ[ίων

ἔσται] καὶ εἶδον τόδε μέχρις τοῦ ἀνας[τῆναι] γενεὰν δικαιοσύνης καὶ ἡ

κακία ἀπολεῖται καὶ ἡ ἁμαρτία ἀλλάξει ἀπὸ τῆς γῆς καὶ τὰ ἀγαθὰ ἥξει ἐπὶ

τῆς γῆς ἐπrsquo αὐτούς

2 καὶ νῦν ἀπότρεχε τέκνον καὶ σήμανον Λάμεχ τῷ υἱῷ σου ὅτι τὸ παιδίον

τοῦτο τὸ γεννηθὲν τέκνον αὐτοῦ ἐστιν δικαίως καὶ οὐ ψευδῶς

3 καὶ ὅτε ἤκουσεν Μαθουσάλεκ τοὺς λόγους Ἑνὼχ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ

μυστηριακῶς γὰρ ἐδήλωσεν αὐτῷ [ἐπέστρεψεν καὶ ἐδήλωσεν αὐτῷ] καὶ

ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτοῦ Νῶε εὐφραίνων τὴν γῆν ἀπὸ τῆς ἀπωλείας

Liber Enoch

Apocalypsis Henochi Graece

(recensio ap Syncellum)

(ed M Black)

Pseudepigrapha veteris testamenti Graece 3

Leiden Brill 1970 pp 21ndash26 29ndash30 32ndash33 37

VI

ἐκ τοῦ πρώτου βιβλίου Ἐνὼχ περὶ τῶν ἐγρηγόρων

1 καὶ ἐγένετο ὅτε ἐπληθύνθησαν οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων ἐγεννήθησαν

αὐτοῖς θυγατέρες ὡραῖαι

2 καὶ ἐπεθύμησαν αὐτὰς οἱ ἐγρήγοροι καὶ ἀπεπλανήθησαν ὀπίσω αὐτῶν

καὶ εἶπον πρὸς ἀλλήλους ἐκλεξώμεθα ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ τῶν

θυγατέρων τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς

3 καὶ εἶπε Σεμιαζᾶς ὁ ἄρχων αὐτῶν πρὸς αὐτούς φοβοῦμαι μὴ οὐ

θελήσητε (Go θελήσετε) ποιῆσαι τὸ πρᾶγμα τοῦτο καὶ ἔσομαι ἐγὼ μόνος

ὀφειλέτης ἁμαρτίας μεγάλης

4 καὶ ἀπεκρίθησαν αὐτῷ πάντες καὶ εἶπον ὀμόσωμεν ἅπαντες ὅρκῳ καὶ

ἀναθεματίσωμεν ἀλλήλους τοῦ μὴ ἀποστρέψαι τὴν γνώμην ταύτην

35

μέχρις οὗ ἀποτελέσωμεν αὐτήν

5 τότε πάντες ὤμοσαν ὁμοῦ καὶ ἀνεθεμάτισαν ἀλλήλους

6 ἦσαν δὲ οὗτοι διακόσιοι οἱ καταβάντες ἐν ταῖς ἡμέραις Ἰάρεδ εἰς τὴν

κορυφὴν τοῦ Ἑρμονιεὶμ (Go κορυφὴν Ἑρμὼν) ὄρους καὶ ἐκάλεσαν τὸ ὄρος

Ἑρμώμ καθότι ὤμοσαν (Go ομοσαν) καὶ ἀνεθεμάτισαν ἀλλήλους ἐν αὐτῷ

7 καὶ ταῦτα τὰ ὀνόματα τῶν ἀρχόντων αὐτῶν αacute Σεμιαζᾶς ὁ ἄρχων

αὐτῶν βacute Ἀταρκούφ γacute Ἀρακιήλ δacute Χωβαβιήλ εacute Ὀραμμαμή Ϛacute Ῥαμιήλ ζacute

Σαμψίχ ηacute Ζακιήλ θacute Βαλκιήλ ιacute Ἀζαλζήλ ιαacute Φαρμαρός ιβacute Ἀμαριήλ ιγacute

Ἀναγημάς ιδacute Θαυσαήλ ιεacute Σαμιήλ ιϚacute Σαρινᾶς ιζacute Εὐμιήλ (Par gr 1711 ὁ

Εὐμιήλ) ιηacute Τυριήλ ιθacute Ἰουμιήλ κacute Σαριήλ

VII

1 Οὗτοι καὶ οἱ λοιποὶ πάντες ἐν τῷ χιλιοστῷ ἑκατοστῷ ἑβδομηκοστῷ ἔτει

τοῦ κόσμου ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας καὶ ἤρξαντο μιαίνεσθαι ἐν αὐταῖς

ἕως τοῦ κατακλυσμοῦ καὶ ἔτεκον αὐτοῖς γένη τρίαmiddot πρῶτον γίγαντας

μεγάλους

2 οἱ δὲ γίγαντες ἐτέκνωσαν Ναφηλείμ καὶ τοῖς Ναφηλεὶμ ἐγεννήθησαν

Ἐλιούδ καὶ ἦσαν αὐξανόμενοι κατὰ τὴν μεγαλειότητα αὐτῶν καὶ

ἐδίδαξαν ἑαυτοὺς καὶ τὰς γυναῖκας ἑαυτῶν φαρμακείας καὶ ἐπαοιδίας

VIII

1 Πρῶτος Ἀζαὴλ ὁ δέκατος τῶν ἀρχόντων ἐδίδαξε ποιεῖν μαχαίρας καὶ

θώρακας καὶ πᾶν σκεῦος πολεμικόν καὶ τὰ μέταλλα τῆς γῆς καὶ τὸ

χρυσίον πῶς ἐργάσωνται καὶ ποιήσωσιν αὐτὰ κόσμια ταῖς γυναιξί καὶ τὸν

ἄργυρον ἔδειξε δὲ αὐτοῖς καὶ τὸ στίλβειν καὶ τὸ καλλωπίζειν καὶ τοὺς

ἐκλεκτοὺς λίθους καὶ τὰ βαφικάmiddot καὶ ἐποίησαν ἑαυτοῖς οἱ υἱοὶ τῶν

ἀνθρώπων καὶ ταῖς θυγατράσιν αὐτῶν καὶ παρέβησαν καὶ ἐπλάνησαν

τοὺς ἁγίους

2 καὶ ἐγένετο ἀσέβεια πολλὴ ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἠφάνισαν τὰς ὁδοὺς αὐτῶν

3 ἔτι δὲ καὶ ὁ πρώταρχος αὐτῶν Σεμιαζᾶς ἐδίδαξεν εἶναι ὀργὰς κατὰ τοῦ

νοός καὶ ῥίζας βοτανῶν τῆς γῆς ὁ δὲ ἑνδέκατος Φαρμαρὸς ἐδίδαξε

φαρμακείας ἐπαοιδίας σοφίας καὶ ἐπαοιδῶν λυτήριαmiddot ὁ ἔνατος ἐδίδαξεν

ἀστροσκοπίανmiddot ὁ δὲ τέταρτος ἐδίδαξεν ἀστρολογίανmiddot ὁ δὲ ὄγδοος ἐδίδαξεν

ἀεροσκοπίανmiddot ὁ δὲ τρίτος ἐδίδαξε τὰ σημεῖα τῆς γῆςmiddot ὁ δὲ ἕβδομος ἐδίδαξε

τὰ σημεῖα τοῦ ἡλίουmiddot ὁ δὲ εἰκοστὸς ἐδίδαξε τὰ σημεῖα τῆς σελήνηςmiddot πάντες

οὗτοι ἤρξαντο ἀνακαλύπτειν τὰ μυστήρια ταῖς γυναιξὶν αὐτῶν καὶ τοῖς

τέκνοις αὐτῶν μετὰ δὲ ταῦτα ἤρξαντο οἱ γίγαντες κατεσθίειν τὰς σάρκας

τῶν ἀνθρώπων

4 καὶ ἤρξαντο οἱ ἄνθρωποι ἐλαττοῦσθαι ἐπὶ τῆς γῆς

VIII col I

4 οἱ δὲ λοιποὶ ἐβόησαν εἰς τὸν οὐρανὸν περὶ τῆς κακώσεως αὐτῶν

λέγοντες εἰσενεχθῆναι τὸ μνημόσυνον αὐτῶν ἐνώπιον κυρίου

VIII col II

4 Τότε ἐβόησαν οἱ ἄνθρωποι εἰς τὸν οὐρανὸν λέγοντες Εἰσαγάγετε τὴν

κρίσιν ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον καὶ τὴν ἀπώλειαν ἡμῶν ἐνώπιον τῆς δόξης

τῆς μεγάλης ἐνώπιον τοῦ κυρίου τῶν κυρίων πάντων τῇ μεγαλωσύνῃ

IX col I

1 Καὶ ἀκούσαντες οἱ τέσσαρες μεγάλοι ἀρχάγγελοι Μιχαὴλ καὶ Οὐριὴλ

καὶ Ῥαφαὴλ καὶ Γαβριὴλ (καὶ Par gr 1711) παρέκυψαν ἐπὶ τὴν γῆν ἐκ τῶν

ἁγίων τοῦ οὐρανοῦ

2 καὶ θεασάμενοι αἷμα πολὺ ἐκκεχυμένον ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πᾶσαν ἀσέβειαν

καὶ ἀνομίαν γενομένην ἐπrsquo αὐτῆς

36

3 εἰσελθόντες εἶπον πρὸς ἀλλήλους ὅτι Τὰ πνεύματα καὶ αἱ ψυχαὶ τῶν

ἀνθρώπων στενάζουσιν ἐντυγχάνοντα καὶ λέγοντα ὅτι Εἰσαγάγετε τὴν

κρίσιν ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον καὶ τὴν ἀπώλειαν ἡμῶν ἐνώπιον τῆς δόξης

τῆς μεγαλωσύνης ἐνώπιον τοῦ κυρίου τῶν κυρίων πάντων τῇ

μεγαλωσύνῃ

4 καὶ εἶπον τῷ κυρίῳ τῶν αἰώνων Σὺ εἶ ὁ θεὸς τῶν θεῶν καὶ κύριος τῶν

κυρίων καὶ ὁ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ θεὸς τῶν αἰώνων καὶ ὁ

θρόνος τῆς δόξης σου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν αἰώνων καὶ τὸ ὄνομά σου

ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

IX col II

1 Καὶ ἀκούσαντες οἱ τέσσαρες μεγάλοι ἀρχάγγελοι Μιχαὴλ καὶ Οὐριὴλ

καὶ Ῥαφαὴλ καὶ Γαβριὴλ παρέκυψαν (= οἱ ltδgt Par gr 1711) ἐπὶ τὴν γῆν ἐκ

τῶν ἁγίων τοῦ οὐρανοῦ

2 καὶ θεασάμενοι αἷμα πολὺ ἐκκεχυμένον ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πᾶσαν ἀνομίαν

καὶ ἀσέβειαν γινομένην ἐπrsquo αὐτῆς

3 εἰσελθόντες εἶπον πρὸς ἀλλήλους ὅτι Τὰ πνεύματα καὶ αἱ ψυχαὶ τῶν

ἀνθρώπων ἐντυγχάνουσι στενάζοντα καὶ λέγοντα Εἰσαγάγετε τὴν δέησιν

ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον

4 καὶ προσελθόντες οἱ τέσσαρες ἀρχάγγελοι εἶπον τῷ κυρίῳ Σὺ εἶ ὁ θεὸς

τῶν θεῶν καὶ κύριος τῶν κυρίων καὶ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ θεὸς

τῶν ἀνθρώπων καὶ ὁ θρόνος τῆς δόξης σου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν

αἰώνων καὶ τὸ ὄνομά σου ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

καὶ τὸ ὄνομά σου ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

IX

4 add post αἰῶνας καὶ τὰ ἑξῆς τότε ὁ ὕψιστος ἐκέλευσε τοῖς ἁγίοις

ἀρχαγγέλοις καὶ ἔδησαν τοὺς ἐξάρχους αὐτῶν καὶ ἔβαλον (ἔβαλλον Par

gr 1711) αὐτοὺς εἰς τὴν ἄβυσσον ἕως τῆς κρίσεως καὶ τὰ ἑξῆς καὶ ταῦτα

μὲν ὁ Ἐνὼχ μαρτυρεῖ

5 σὺ γὰρ εἶ ὁ ποιήσας τὰ πάντα καὶ πάντων τὴν ἐξουσίαν ἔχων καὶ πάντα

ἐνώπιόν σου φανερὰ καὶ ἀκάλυπταmiddot καὶ πάντα ὁρᾷς καὶ οὐκ ἔστιν ὃ

κρυβῆναί σε δύναται

6 ὁρᾷς ὅσα ἐποίησεν Ἀζαὴλ καὶ (om Par gr 1711) ὅσα εἰσήνεγκεν (add

καὶ Par gr 1711) ὅσα ἐδίδαξεν ἀδικίας καὶ ἁμαρτίας ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πάντα

δόλον ἐπὶ τῆς ξηρᾶς ἐδίδαξε γὰρ τὰ μυστήρια καὶ ἀπεκάλυψε τῷ αἰῶνι τὰ

ἐν οὐρανῷ ἐπιτηδεύουσιν δὲ τὰ ἐπιτηδεύματα αὐτοῦ εἰδέναι τὰ μυστήρια

οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων

7 τῷ Σεμιαζᾷ τὴν ἐξουσίαν ἔδωκας ἔχειν τῶν σὺν αὐτῷ ἅμα ὄντων

8 καὶ ἐπορεύθησαν πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς καὶ

συνεκοιμήθησαν μετrsquo αὐτῶν καὶ ἐν ταῖς θηλείαις ἐμιάνθησαν καὶ

ἐδήλωσαν αὐταῖς πάσας τὰς ἁμαρτίας καὶ ἐδίδαξαν αὐτὰς μίσητρα

(μίσιτρα Par gr 1711) ποιεῖν

9 καὶ νῦν ἰδοὺ αἱ θυγατέρες τῶν ἀνθρώπων ἔτεκον ἐξ αὐτῶν υἱοὺς

γίγανταςmiddot κίβδηλα ἐπὶ τῆς (om Go) γῆς τῶν ἀνθρώπων ἐκκέχυται καὶ ὅλη

ἡ γῆ ἐπλήσθη ἀδικίας

10 καὶ νῦν ἰδοὺ τὰ πνεύματα τῶν ψυχῶν τῶν ἀποθανόντων ἀνθρώπων

ἐντυγχάνουσιν καὶ μέχρι τῶν πυλῶν τοῦ οὐρανοῦ ἀνέβη ὁ στεναγμὸς

αὐτῶν καὶ οὐ δύναται ἐξελθεῖν ἀπὸ προσώπου τῶν ἐπὶ τῆς γῆς γινομένων

ἀδικημάτων

11 καὶ σὺ αὐτὰ οἶδας πρὸ τῶν (τοῦ recte Par gr 1711) αὐτὰ γενέσθαι καὶ

ὁρᾷς αὐτοὺς καὶ ἐᾷς αὐτούς καὶ οὐδὲν λέγεις τί δεῖ ποιῆσαι αὐτοὺς (om

37

Go) περὶ τούτου

X

1 Τότε ὁ ὕψιστος εἶπε καὶ ὁ ἅγιος ὁ μέγας ἐλάλησε καὶ ἔπεμψε τὸν Οὐριὴλ

πρὸς τὸν υἱὸν (Go τοῦ) Λάμεχ λέγων

2 Πορεύου πρὸς τὸν Νῶε καὶ εἶπον αὐτῷ τῷ ἐμῷ ὀνόματι Κρύψον σεαυτόν

καὶ δήλωσον αὐτῷ τέλος ἐπερχόμενον ὅτι ἡ γῆ ἀπόλλυται πᾶσαmiddot καὶ εἶπον

αὐτῷ ὅτι κατακλυσμὸς μέλλει γίνεσθαι πάσης τῆς γῆς ἀπολέσαι πάντα

ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς

3 δίδαξον τὸν δίκαιον τί ποιήσει τὸν υἱὸν Λάμεχ καὶ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ εἰς

ζωὴν συντηρήσει καὶ ἐκφεύξεται διrsquo αἰῶνος καὶ ἐξ αὐτοῦ φυτευθήσεται

φύτευμα καὶ σταθήσεται πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

4 Καὶ τῷ Ῥαφαὴλ εἶπε Πορεύου Ῥαφαήλ καὶ δῆσον τὸν Ἀζαήλmiddot χερσὶ καὶ

ποσὶ συμπόδισον αὐτόν καὶ ἔμβαλε αὐτὸν εἰς τὸ σκότος καὶ ἄνοιξον τὴν

ἔρημον τὴν οὖσαν ἐν τῇ ἐρήμῳ Δουδαήλ καὶ ἐκεῖ πορευθεὶς βάλε αὐτόν

5 καὶ ὑπόθες αὐτῷ λίθους ὀξεῖς καὶ (om Go) λίθους τραχεῖς καὶ

ἐπικάλυψον αὐτῷ σκότος καὶ οἰκησάτω ἐκεῖ εἰς τὸν αἰῶνα καὶ τὴν ὄψιν

αὐτοῦ πώμασον καὶ φῶς μὴ θεωρείτωmiddot

6 καὶ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως ἀπαχθήσεται εἰς τὸν ἐμπυρισμὸν τοῦ

πυρός

7 καὶ ἴασαι τὴν γῆν ἣν ἠφάνισαν οἱ ἐγρήγοροι καὶ τὴν ἴασιν τῆς πληγῆς

δήλωσον ἵνα ἰάσωνται τὴν πληγὴν καὶ μὴ ἀπόλωνται πάντες οἱ υἱοὶ τῶν

ἀνθρώπων ἐν τῷ μυστηρίῳ ὃ εἶπον οἱ ἐγρήγοροι καὶ ἐδίδαξαν τοὺς υἱοὺς

τῶν ἀνθρώπων

8 καὶ ἠρημώθη πᾶσα ἡ γῆ ἐν τοῖς ἔργοις τῆς διδασκαλίας Ἀζαήλmiddot καὶ ἐπrsquo

αὐτῇ γράψον πάσας τὰς ἁμαρτίας

9 Καὶ τῷ Γαβριὴλ εἶπε Πορεύου Γαβριήλ ἐπὶ τοὺς γίγαντας ἐπὶ τοὺς

κιβδήλους ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς πορνείας καὶ ἀπόλεσαν τοὺς υἱοὺς τῶν

ἐγρηγόρων ἀπὸ τῶν υἱῶν τῶν ἀνθρώπωνmiddot πέμψον αὐτοὺς εἰς ἀλλήλους ἐξ

αὐτῶν εἰς αὐτούς ἐν πολέμῳ καὶ ἐν ἀπωλείᾳ καὶ μακρότης ἡμερῶν οὐκ

ἔσται αὐτοῖς

10 καὶ πᾶσα ἐρώτησις οὐκ ἔστι τοῖς πατράσιν αὐτῶν ὅτι ἐλπίζουσι ζῆσαι

ζωὴν αἰώνιον καὶ ὅτι ζήσεται ἕκαστος αὐτῶν ἔτη πεντακόσια

11 καὶ τῷ Μιχαὴλ εἶπε Πορεύου Μιχαήλ δῆσον Σεμιαζᾶν καὶ τοὺς ἄλλους

σὺν αὐτῷ τοὺς συμμιγέντας ταῖς θυγατράσι τῶν ἀνθρώπων τοῦ μιανθῆναι

ἐν αὐταῖς ἐν τῇ ἀκαθαρσίᾳ αὐτῶν

12 καὶ ὅταν κατασφαγῶσιν οἱ υἱοὶ αὐτῶν καὶ ἴδωσι τὴν ἀπώλειαν τῶν

ἀγαπητῶν αὐτῶν δῆσον αὐτοὺς ἐπὶ ἑβδομήκοντα γενεὰς εἰς τὰς νάπας

τῆς γῆς μέχρι ἡμέρας κρίσεως αὐτῶν μέχρι ἡμέρας τελειώσεως τελεσμοῦ

ἕως συντελεσθῇ κρίμα τοῦ αἰῶνος τῶν αἰώνων

13 τότε ἀπενεχθήσονται εἰς τὸ χάος τοῦ πυρὸς καὶ εἰς τὴν βάσανον καὶ εἰς

τὸ δεσμωτήριον τῆς συγκλείσεως τοῦ αἰῶνος

14 καὶ ὃς ἂν κατακρίθῃ καὶ ἀφανισθῇ ἀπὸ τοῦ νῦν μετrsquo αὐτῶν δεθήσεται

(δεηθήσεται recte Par gr 1711) μέχρι τελειώσεως γενεᾶς αὐτῶν

περὶ δὲ τοῦ ὄρους ἐν ᾧ ὤμοσαν καὶ ἀνεθεμέτισαν πρὸς τὸν πλησίον αὐτῶν

ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα οὐ μὴ ἀποστῇ ἀπrsquo αὐτοῦ ψῦχος καὶ χιὼν καὶ πάχνη καὶ

δρόσος οὐ μὴ καταβῇ εἰς αὐτό εἰ μὴ εἰς κατάραν καταβήσεται ἐπrsquo αὐτό

μέχρις ἡμέρας κρίσεως τῆς μεγάλης ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ κατακαυθήσεται

καὶ ταπεινωθήσεται καὶ ἔσται κατακαιόμενον καὶ τηκόμενον ὡς κηρὸς

ἀπὸ πυρός οὕτως κατακαήσεται περὶ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ καὶ νῦν

ἐγὼ λέγω ὑμῖν υἱοῖς ἀνθρώπων Ὀργὴ μεγάλη καθrsquo ὑμῶν laquoκαὶraquo κατὰ τῶν

38

υἱῶν ὑμῶν καὶ οὐ παύσεται ἡ ὀργὴ αὕτη ἀφrsquo ὑμῶν μέχρι καιροῦ σφαγῆς

τῶν υἱῶν ὑμῶν καὶ ἀπολοῦνται οἱ ἀγαπητοὶ ὑμῶν καὶ ἀποθανοῦνται οἱ

ἔντιμοι ὑμῶν ἀπὸ πάσης τῆς γῆς ὅτι πᾶσαι αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς αὐτῶν ἀπὸ

τοῦ νῦν οὐ μὴ ἔσονται πλείω τῶν ἑκατὸν εἴκοσιν ἐτῶν καὶ μὴ δόξητε ἔτι

ζῆσαι ἐπὶ πλείονα ἔτηmiddot οὐ γάρ ἐστιν ἐπrsquo αὐτοῖς πᾶσα ὁδὸς ἐκφεύξεως ἀπὸ

τοῦ νῦν διὰ τὴν ὀργὴν ἣν ὠργίσθη ὑμῖν ὁ βασιλεὺς πάντων τῶν αἰώνωνmiddot

μὴ νομίσητε ὅτι ἐκφεύξεσθε ταῦτα

XV

8 Καὶ νῦν οἱ γίγαντες οἱ γεννηθέντες ἀπὸ πνευμάτων καὶ σαρκὸς

πνεύματα πονηρὰ ἐπὶ τῆς γῆς καλέσουσιν αὐτούς ὅτι ἡ κατοίκησις αὐτῶν

ἔσται ἐπὶ τῆς γῆς

9 πνεύματα πονηρὰ ἔσονται τὰ πνεύματα ἐξεληλυθότα ἀπὸ τοῦ σώματος

τῆς σαρκὸς αὐτῶν διότι ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων ἐγένοντο καὶ ἐκ τῶν ἁγίων

τῶν ἐγρηγόρων ἡ ἀρχὴ τῆς κτίσεως αὐτῶν καὶ ἀρχὴ θεμελίουmiddot πνεύματα

πονηρὰ

10 ἐπὶ τῆς γῆς ἔσονται

11 τὰ πνεύματα τῶν γιγάντων νεμόμενα ἀδικοῦντα ἀφανίζοντα

ἐμπίπτοντα καὶ συμπαλαίοντα καὶ ῥιπτοῦντα ἐπὶ τῆς γῆς καὶ δρόμους

ποιοῦντα καὶ μηδὲν ἐσθίοντα ἀλλrsquo ἀσιτοῦντα καὶ ῥιπτοῦντα καὶ φάσματα

ποιοῦντα καὶ διψῶντα καὶ προσκόπτοντα

12 καὶ ἐξαναστήσονται τὰ πνεύματα ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων καὶ

τῶν γυναικῶν ὅτι ἐξ αὐτῶν ἐξεληλύθασι

XVI

1 Καὶ ἀπὸ ἡμέρας καιροῦ σφαγῆς καὶ ἀπωλείας καὶ θανάτου τῶν

γιγάντων ναφηλείμ οἱ ἰσχυροὶ τῆς γῆς οἱ μεγάλοι ὀνομαστοί τὰ

πνεύματα τὰ ἐκπορευόμενα ἀπὸ τῆς ψυχῆς αὐτῶν ὡς ἐκ τῆς σαρκὸς

ἔσονται ἀφανίζοντα χωρὶς κρίσεωςmiddot οὕτως ἀφανίσουσι μέχρις ἡμέρας τῆς

τελειώσεως ἕως τῆς κρίσεως τῆς μεγάλης ἐν ᾗ (ᾧ Par gr 1711) ὁ αἰὼν ὁ

μέγας τελεσθήσεται

XIX

3 ἀνθρώπων ὡς ἐγὼ εἶδον

XX

2 ὁ εἷς τῶν ἁγίων ὁ ἐπὶ τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ταρτάρου

3 Ῥαφαὴλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων τῶν ἀνθρώπων

4 Ῥαγουήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐκδικῶν τὸν κόσμον τῶν

φωστήρων

5 Μιχαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς ἐπὶ τῶν τοῦ λαοῦ ἀγαθῶν τέτακται

καὶ ἐπὶ τῷ χαῷ

6 Σαριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων οἵτινες ἐπὶ τῷ

πνεύματι ἁμαρτάνουσιν

7 Γαβριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τοῦ παραδείσου καὶ τῶν

δρακόντων καὶ χερουβίν Ῥεμειήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃν ἔταξεν ὁ

θεὸς ἐπὶ τῶν ἀνισταμένων ὀνόματα ζacute ἀρχαγγέλων

XXI

1 Καὶ ἐφώδευσα μέχρι τῆς ἀκατασκευάστου

2 καὶ ἐκεῖ ἐθεασάμην ἔργον φοβερόν ἑώρακα οὔτε οὐρανὸν ἐπάνω οὔτε

γῆν τεθεμελιωμένην ἀλλὰ τόπον ἀκατασκεύαστον καὶ φοβερόν

3 καὶ ἐκεῖ τεθέαμαι ζacute ἀστέρας τοῦ οὐρανοῦ δεδεμένους καὶ ἐριμμένους ἐν

αὐτῷ ὁμοῦ ὁμοίους ὁράσει μεγάλῃ καὶ ἐν πυρὶ καιομένους

4 τότε εἶπον Διὰ ποίαν αἰτίαν ἐπεδέθησαν καὶ διὰ ποίαν αἰτίαν ἐρίφησαν

39

ὧδε

5 καὶ εἶπέν μοι Οὐριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ μετrsquo

ἐμοῦ ὤν - καὶ

αὐτὸς αὐτῶν ἡγεῖτο - καὶ εἶπέν μοι Ἑνώχ περὶ τίνος

ἐρωτᾷς ἢ περὶ τίνος

τὴν ἀλήθειαν φιλοσπευδεῖς

6 οὗτοί εἰσιν τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ οἱ παραβάντες

τὴν ἐπιταγὴν τοῦ

κυρίου καὶ ἐδέθησαν ὧδε μέχρι πληρωθῆναι μύρια ἔτη

τὸν χρόνον τῶν

ἁμαρτημάτων αὐτῶν

7 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον τούτου

φοβερώτερον καὶ τεθέαμαι

ἔργα φοβεράmiddot πῦρ μέγα ἐκεῖ καιόμενον καὶ φλεγόμενον καὶ διακοπὴν

εἶχεν ὁ τόπος ἕως τῆς ἀβύσσου πλήρης στύλων πυρὸς μεγάλων

καταφερομένωνmiddot οὔτε μέτρον οὔτε μέγεθος ἠδυνήθην ἰδεῖν οὔτε εἰκάσαι

8 τότε εἶπον Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος οὗτος καὶ ὡς δεινὸς τῇ ὁράσει

9 τότε ἀπεκρίθη μοι καὶ εἶπεν

Incert

1 παρὰ (Par gr 1711 Go περὶ) δὲ τοῦ ὄρους ἐν ᾧ ὤμοσαν καὶ

ἀνεθεμάτισαν πρὸς τὸν πλησίον αὐτῶν ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα οὐ μὴ ἀποστῇ

ἀπrsquo αὐτοῦ ψῦχος καὶ χιὼν καὶ πάχνη καὶ δρόσος οὐ μὴ καταβῇ εἰς αὐτό εἰ

μὴ εἰς κατάραν καταβήσεται ἐπrsquo (Go εἰς) αὐτό μέχρις ἡμέρας κρίσεως τῆς

μεγάλης

2 ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ κατακαυθήσεται καὶ (Go om) ταπεινωθήσεται καὶ

ἔσται κατακαιόμενον καὶ τηκόμενον ὡς κηρὸς ἀπὸ πυρός οὕτως

κατακαήσεται περὶ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ

3 καὶ νῦν ἐγὼ λέγω ὑμῖν υἱοῖς ἀνθρώπων Ὀργὴ μεγάλη καθrsquo ὑμῶν κατὰ

τῶν υἱῶν ὑμῶνmiddot καὶ οὐ παύσεται ἡ ὀργὴ αὕτη ἀφrsquo ὑμῶν μέχρι καιροῦ

σφαγῆς τῶν υἱῶν ὑμῶν

4 καὶ ἀπολοῦνται οἱ ἀγαπητοὶ ὑμῶν καὶ ἀποθανοῦνται οἱ ἔντιμοι ὑμῶν

ἀπὸ πάσης τῆς γῆς ὅτι πᾶσαι αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς αὐτῶν ἀπὸ τοῦ νῦν οὐ μὴ

ἔσονται πλείω τῶν ἑκατὸν εἴκοσιν ἐτῶν

5 καὶ μὴ δόξητε ἔτι ζῆσαι ἐπὶ πλείονα ἔτηmiddot οὐ γάρ ἐστιν ἐπrsquo αὐτοῖς πᾶσα

ὁδὸς ἐκφεύξεως ἀπὸ τοῦ νῦν διὰ τὴν ὀργὴν ἣν ὠργίσθη ὑμῖν ὁ βασιλεὺς

πάντων τῶν αἰώνωνmiddot μὴ νομίσητε ὅτι ἐκφεύξεσθε ταῦτα

Περί των γιγάντων

καὶ ἦν νωε ἐτῶν πεντακοσίων καὶ ἐγέννησεν νωε τρεῖς υἱούς τὸν σημ τὸν χαμ τὸν

ιαφεθκαὶ ἐγένετο ἡνίκα ἤρξαντο οἱ ἄνθρωποι πολλοὶ γίνεσθαι ἐπὶ τῆς γῆς καὶ θυγατέρες

ἐγενήθησαν αὐτοῖς 2ἰδόντες δὲ οἱ υἱοὶ τοῦ θεοῦ τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων ὅτι καλαί

εἰσιν ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ πασῶν ὧν ἐξελέξαντο 3καὶ εἶπεν κύριος ὁ θεός οὐ

μὴ καταμείνῃ τὸ πνεῦμά μου ἐν τοῖς ἀνθρώποις τούτοις εἰς τὸν αἰῶνα διὰ τὸ εἶναι

αὐτοὺς σάρκας ἔσονται δὲ αἱ ἡμέραι αὐτῶν ἑκατὸν εἴκοσι ἔτη 4οἱ δὲ γίγαντες ἦσαν ἐπὶ

τῆς γῆς ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις καὶ μετ ἐκεῖνο ὡς ἂν εἰσεπορεύοντο οἱ υἱοὶ τοῦ

θεοῦ πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων καὶ ἐγεννῶσαν ἑαυτοῖς ἐκεῖνοι ἦσαν οἱ

γίγαντες οἱ ἀπ αἰῶνος οἱ ἄνθρωποι οἱ ὀνομαστοί

40

Παραθέτουμε ένα επεξηγηματικό κείμενο αναφορικά με τους γίγαντες από την

ιστοσελίδα httpwwwoodegrcom

laquoΕδώ πρόκειται για το θέμα στο οποίο αναφέρθηκε ο Ιησούς Χριστός στο

Ματθαίος κδ΄ 38 για τους προκατακλυσμιαίους ανθρώπους που ΄΄έτρωγαν και

έπιναν και παντρεύονταν΄΄ ώσπου ήρθε ο Κατακλυσμός Επ αυτών υπάρχουν

κάποιες παρατηρήσεις

1η παρατήρηση Το οριστικό άρθρο ΄΄οι΄΄ δείχνει ότι πρόκειται για κάποιους που

ήταν ήδη γνωστοί στους αναγνώστες της Γενέσεως προς τους οποίους απευθύνεται

ο Μωυσής δηλαδή προς τους Ισραηλίτες της εποχής του που λάβαιναν το Νόμο

2η παρατήρηση Το ότι ΄΄εν ταις ημέραις εκείναις ήσαν΄΄ υπονοεί 1 Είτε ότι δεν

υπήρχαν πλέον οι γίγαντες στη ΄΄γη΄΄ όταν γραφόταν η Γένεση δηλαδή κατά το 1500

πΧ 2 είτε ότι υπήρχαν και τότε

3η παρατήρηση Για ποια ΄΄γη΄΄ μιλάει 1 Είτε για τη συγκεκριμένη γη στην οποία

συνέβαιναν τα γεγονότα που αναγράφονται στα γύρω κεφάλαια (τη γη της

Μεσοποταμίας) 2 είτε γενικά για τη γύρω γη στην οποία είχαν επεκταθεί οι γίγαντες

και η φυλή Αδάμ Αυτό όμως δεν έχει σημασία καθώς η αναφορά γίνεται μόνο για

τον καιρό πρό τού Κατακλυσμού Είναι γεγονός όμως ότι στη γη Χαναάν οι

γίγαντες υπήρχαν και μετά από τον Κατακλυσμό

Αυτό φαίνεται στους Αριθμούς 13ιγ΄ 33 ΄΄και εκεί εωράκαμεν τους γίγαντας

(εβραϊκό Νεφιλείμ) και ήμεν ενώπιον αυτών ωσεί ακρίδες αλλά και ούτως ήμεν

ενώπιον αυτών΄΄

Αν αυτό φαίνεται παράξενο σε κάποιους που διδάχτηκαν ότι ο Κατακλυσμός ήταν

παγκόσμιος ας διαβάσουν τη μελέτη μας ΄΄Ήταν ο Κατακλυσμός Παγκόσμιος΄΄

Εκεί θα δουν τις Αγιογραφικές και ιστορικές αποδείξεις ότι επρόκειτο για έναν

τοπικό κατακλυσμό που έπληξε μόνο τη φυλή Αδάμ και μέλη μόνο των γύρω λαών

Επιβίωση από τον Κατακλυσμό

Το ότι οι Νεφιλείμ επεβίωσαν του Κατακλυσμού εξηγείται απλά

Είναι λογικό το ότι η φυλή των γιγάντων Νεφιλείμ δεν έμενε ολόκληρη στην

κοιλάδα της Μεσοποταμίας αλλά κάποιοι απ αυτούς διεσπάρησαν στις γύρω

περιοχές

Η Γένεση στο 7ζ΄ 20 γράφει ότι ο Κατακλυσμός είχε ύψος 15 πήχες (8- 9 μέτρα)

δηλαδή όσο χρειαζόταν για να καλύψει τις ψηλότερες περιοχές της χαμηλής

Μεσοποταμίας Όσοι όμως έμεναν στα ορεινά γύρω από την πληγείσα περιοχή

επεβίωσαν Άλλωστε ο Κατακλυσμός έγινε για τιμωρία της φυλής Αδάμ και όχι των

γύρω λαών όπως φαίνεται στη Γένεση 6ς΄ 5 - 7 όπου η λέξη που χρησιμοποιείται

στο Εβραϊκό κείμενο γι αυτούς με τους οποίους οργίστηκε ο Θεός είναι ΄΄Αδάμ΄΄

Για τους άλλους λαούς η Γένεση στο Εβραϊκό κείμενο χρησιμοποιεί άλλη λέξη

όπως φαίνεται στο Γένεσις 6ς΄ 4 [΄΄οι άνθρωποι (εβραϊκά ΄΄ενός΄΄) οι

ονομαστοί΄΄] και στο Γένεσις 13ιγ΄ 13 [΄΄οι δε άνθρωποι (εβραϊκά ΄΄ενός΄΄) οι εν

Σοδόμοις΄΄]

41

Μια τελευταία παρατήρηση ξεκινάει από το ίδιο εδάφιο της Γένεσης 6ς΄ 4 που λέει

΄΄Οι δε γίγαντες ήσαν επί τής γης εν ταις ημέραις εκείναις και μετ εκείνο ως αν

εισεπορεύοντο οι υιοί τού Θεού προς τας θυγατέρας τών ανθρώπων΄΄

Οι Νεφιλείμ λοιπόν υπήρχαν ακόμη ΄΄και μετά από εκείνο΄΄ το γεγονός που

περιγράφεται δηλαδή και μετά από την αύξηση του πληθυσμού στη

Μεσοποταμία Είναι λάθος να ταυτίζονται κατ ανάγκην οι Νεφιλείμ με τους γιους

των ισχυρών καθώς μια αβίαστη ανάγνωση του κειμένου δεν δείχνει τίποτα τέτοιο

Το μεταβατικό ΄΄δε΄΄ δείχνει ότι γίνεται λόγος για κάποιους άλλους και όχι για

τους γιούς των ισχυρών Οι γιοί των ισχυρών δεν είναι οι Νεφιλείμ αλλά οι ισχυροί

άνδρες της Μεσοποταμίας των άλλων φυλών που ζούσαν κοντά στη φυλή Αδάμ

Ίσως ο σκοπός του χωρίου είναι να δείξει ότι η φυλή των γιγάντων (η οποία

προβλημάτιζε τους Ισραηλίτες τον καιρό που ο Μωυσής έγραφε αυτά τα λόγια) ήταν

μια αρχαία φυλή σύγχρονη της επιμειξίας της φυλής Αδάμ με τους γιούς των

ισχυρών και ότι οι Νεφιλείμ επεβίωσαν ακόμη και μετά από την επιμειξία των

ισχυρών ανδρών της Μεσοποταμίας με τις ΄΄θυγατέρες Αδάμ΄΄ κατά την

προκατακλυσμιαία εποχή

Ίσως ακόμα η αναφορά αυτή να γίνεται για να δείξει ότι ο κατακλυσμός στρεφόταν

ειδικά κατά του λαού Αδάμ και όχι και των γύρω λαών εκ των οποίων

επεβίωσαν και οι Νεφιλείμ

Οι γίγαντες στην εποχή τού Ισραήλ

Σύμφωνα με την Αγία Γραφή η περιοχή στην οποία επεβίωσαν κάποιοι από τη

φυλή των γιγάντων Νεφιλείμ ήταν η Βασάν που ονομάζεται ΄΄γη γιγάντων΄΄

(Δευτερονόμιο γ΄ 13)

Πρόκειται για μία ορεινή περιοχή ανατολικά της Θάλασσας της Γαλιλαίας

κατάλληλη για επιβίωση των λαών της από τον Κατακλυσμό που έπληξε τη

Μεσοποταμία και το λαό Αδάμ (Όπως λέμε ΄΄λαός Ισραήλ΄΄)

Εκεί οι γίγαντες υπήρχαν όχι μόνο μετά από τον Κατακλυσμό αλλά και στις ημέρες

του Αβραάμ όπως φαίνεται στη Γένεση 14ιδ΄ 5 όπου λέει για τον Χοδολλογομόρ

και τους συμμάχους του ότι ΄΄κατέκοψαν τους γίγαντας τους εν Ασταρώθ

Καρναιν΄΄ στη Βασσάν

Και οι κατάσκοποι όμως των ημερών του Μωυσή βρήκαν τους Νεφιλείμ στη

Χαναάν όπως είδαμε στους Αριθμούς 13ιγ΄ 33 όπου μάλιστα ονομάζει τους

γίγαντες ΄΄Νεφιλείμ΄΄ Εκεί έχει μάλιστα και οριστικό άρθρο ΄΄τους Νεφιλείμ΄΄

πράγμα που δείχνει ότι δεν επρόκειτο για παρομοίωση αλλά για το γνωστό λαό

των Νεφιλείμ

Άλλα εδάφια όπως το Δευτερονόμιο 1α΄ 28 αναφερόμενο στο ίδιο γεγονός

ταυτίζει τους Νεφιλείμ με τους Ανακείμ που προφανώς ήταν απόγονοί τους

Με τους Ανακείμ συσχετίζει η Αγία Γραφή όλες τις φυλές γιγάντων που ζούσαν γύρω

από τη Θάλασσα της Γαλιλαίας όπως ήταν οι Ραφαείμ οι Εμμαίοι και οι

42

Ζουμζουμείμ τους οποίους εξολώθρευσαν οι απόγονοι του Λωτ (Δευτερονόμιο 2β΄

10112021)

Οι Ραφαείμ ήταν απόγονοι των Γιγάντων που επεβίωσαν από τον Κατακλυσμό και

δεν ήταν απόγονοι του Νώε καθώς δεν αναφέρονται στη Γένεση 10ι΄ όπου

αναφέρονται οι λαοί που κατάγονται από το Νώε Η σκέψη ότι ίσως να μην

αναφέρονται επειδή είναι πολύ νεώτεροι λαοί δεν ευσταθεί επειδή αναφέρονται στη

Γένεσις 14ιδ΄ 5 σαν λαός από την εποχή του Αβραάμ ακόμα και συνεπώς είναι

αρχαιότεροι λαοί από αυτούς που αναφέρονται ως απόγονοι του Νώε

Μετά από την εγκατάσταση των Ισραηλιτών στη Γη της Επαγγελίας οι υψηλόσωμες

αυτές φυλές εξολωθρεύτηκαν και δεν έμειναν Ανακείμ στο Ισραήλ Μόνο στη Γάζα

στη Γαθ και στην Άζωτο έμειναν αναμεμειγμένοι με τους Φιλισταίους (Ιησούς

Ναυή 11ια΄ 21 22)

Ένας απ αυτούς ήταν και ο Γολιάθ από τη Γαθ που σκοτώθηκε από τον Δαυίδ (Α΄

Σαμουήλ ιζ΄ 4 ΄΄Εξήλθεν Γολιάθ εκ της Γαθ΄΄)

Τον καιρό του Δαυίδ σκοτώθηκαν οι τελευταίοι γίγαντεςraquo1

1 httpwwwoodegrcomoodegenesiskatak1htm

43

Page 10: Η δημιουργία του κόσμου

10

Ας προσέξουμε Τον όφι δεν τον ρωτά για το τι έπραξε διότι γνωρίζει ο Θεός πως

ενήργησε εξrsquo ιδίας πρωτοβουλίας Ο σατανάς ήδη μετά την πτώση του είχε

κατακριθεί

Το φίδι τιμωρείται με το να περπατά με την κοιλιά του και να τρώει χώμα πράγμα

που συμβολίζει την τέλεια συντριβή του διαβόλου

Την γυναίκα νίκησες σατανά και διrsquo αυτής τον άνδρα από γυναίκα όμως θα νικηθείς

Εδώ εικονίζεται η Θεοτόκος Το δε laquoεκ του σπέρματός σουraquo δηλοί τον μέλλοντα

Λυτρωτή Χριστό Δηλοί επίσης και την παρθενία της Παναγίας διότι όχι εκ

σπέρματος ανδρός αλλά εκ σπέρματός σου της γυναικός θα προκύψει ο Λυτρωτής

Χριστός

Ο Φιλόστοργος Πατήρ ευαγγελίζεται την υπόσχεση της ελεύσεως του Λυτρωτή και

την πλήρη συντριβή του σατανά εξrsquo ου και πρωτοευαγγέλιο ονομάσθηκε ο στίχος

αυτός

Μιλώντας στην Εύα μιλά προς αυτή σε γένος αρσενικό Αυτός σου τηρήσει την

κεφαλήν Αναφερόμενος εδώ ξεκάθαρα ο Θεός στον Μεσσία Ο σταυρικός θάνατος

του Λυτρωτού είναι η πληγή στην πτέρνα Του

Η λαγνεία της Εύας προς τον απαγορευμένο καρπό τιμωρείται με τους πόνους της

γέννας και την υποταγή της στον άνδρα

Για τον Αδάμ η φύση αγριεύει βγάζοντας αγκάθια και τριβόλια και έτσι πλέον

καλείται με τον ιδρώτα του προσώπου του να κερδίζει το ψωμί του

Η μεγαλύτερη όμως συνέπεια της αμαρτίας είναι ο θάνατος laquoΕως ότου αποστρέψαι

εις την γην εξrsquo ης ελήφθη

Ο Θεός εν συνεχεία ενδύει τους πρωτοπλάστους με δερμάτινους χιτώνες για να τους

προστατέψει από την μεταβολή των καιρικών φαινομένων Οποία στοργή του Θεού

εκεί που ξεσπούσε η θεία οργή Του

Όταν δε εκβλήθησαν εκ του παραδείσου οι πρωτόπλαστοι κατοίκησαν απέναντι από

τον παράδεισο και τούτο για να βλέπουν το τί έχασαν και να μισούν εφrsquo εξής την

αμαρτία Τα Χερουβείμ με την φλογίνη ρομφαία φυλάνε πλέον αντί του Αδάμ τον

παράδεισο Ο Ευσέβιος Καισαρείας λέγει πως αυτό επικράτησε μέχρι τον θάνατο

των πρωτοπλάστων

laquoἈδάμ δε ἔγνω Εὔα τήν γυναίκα αυτοῦraquo Μετά την έκπτωση εκ του παραδείσου τότε

τα συνουσίας αρχήν λαμβάνει Πρό δε της παρακοής αγγελικόν βίον εμιμούντο λέει ο

Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Άρα αυτό που λένε πολλοί πως εξαιτίας της συνουσίας εκβλήθηκαν οι πρωτόπλαστοι

από τον παράδεισο δεν ισχύει

11

Η ιστορία του Κάϊν και του Άβελ

1αδαμ δὲ ἔγνω ευαν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ συλλαβοῦσα ἔτεκεν τὸν καιν καὶ εἶπεν ἐκτησάμην ἄνθρωπον διὰ τοῦ θεοῦ 2καὶ προσέθηκεν τεκεῖν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ τὸν αβελ Το προσέθηκεν σημαίνει ότι

ευθύς αμέσως γέννησε τον Άβελ Άρα ο

Κάϊν και ο Άβελ ήταν δίδυμοι

καὶ ἐγένετο αβελ ποιμὴν προβάτων καιν δὲ ἦν ἐργαζόμενος τὴν γῆν 3καὶ ἐγένετο μεθ ἡμέρας ἤνεγκεν καιν ἀπὸ τῶν καρπῶν τῆς γῆς θυσίαν τῷ κυρίῳ 4καὶ αβελ ἤνεγκεν καὶ αὐτὸς ἀπὸ τῶν πρωτοτόκων τῶν προβάτων αὐτοῦ καὶ ἀπὸ τῶν στεάτων αὐτῶν καὶ ἐπεῖδεν ὁ θεὸς ἐπὶ αβελ καὶ ἐπὶ τοῖς δώροις αὐτοῦ 5ἐπὶ δὲ καιν καὶ ἐπὶ ταῖς θυσίαις αὐτοῦ οὐ προσέσχεν Το ερώτημα εδώ που προκύπτει είναι το πως εκδηλώθηκε αυτή η ευαρέσκεια του Θεού στη θυσία του Άβελ Δια πυρός μας λένε οι πατέρες το οποίο πυρ ήλθε εξ ουρανού

καὶ ἐλύπησεν τὸν καιν λίαν καὶ συνέπεσεν τῷ προσώπῳ 6καὶ εἶπεν κύριος ὁ θεὸς τῷ καιν ἵνα τί περίλυπος ἐγένου καὶ ἵνα τί συνέπεσεν τὸ πρόσωπόν σου 7οὐκ ἐὰν ὀρθῶς προσενέγκῃς ὀρθῶς δὲ μὴ διέλῃς ἥμαρτες ἡσύχασον πρὸς σὲ ἡ ἀποστροφὴ αὐτοῦ καὶ σὺ ἄρξεις αὐτοῦ 8καὶ εἶπεν καιν πρὸς αβελ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ διέλθωμεν εἰς τὸ πεδίον καὶ ἐγένετο ἐν τῷ εἶναι αὐτοὺς ἐν τῷ πεδίῳ καὶ ἀνέστη καιν ἐπὶ αβελ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ καὶ ἀπέκτεινεν αὐτόν Οποία αναισθησία Αντί να παραδειγματιστεί από τη θυσία του Άβελ Αντί να

ακούσει να φιλόστοργα λόγια του ουρανίου Πατρός σπεύδει ως λέων να

κατασπαράξει από τη ζήλια του εκείνον που δικαιώθηκε λόγω της εξαιρετικής του

ευλάβειας Τον καλεί λοιπόν να πάνε έναν περίπατο Ο αδελφός του ως απονήρευτος

και άκακος δέχεται την πρόταση του αδελφού και εκεί δέχεται τη θανάσιμη επίθεση

9καὶ εἶπεν ὁ θεὸς πρὸς καιν ποῦ ἐστιν αβελ ὁ ἀδελφός σου ὁ δὲ εἶπεν οὐ γινώσκω μὴ φύλαξ τοῦ ἀδελφοῦ μού εἰμι ἐγώ 10καὶ εἶπεν ὁ θεός τί ἐποίησας φωνὴ αἵματος τοῦ ἀδελφοῦ σου βοᾷ πρός με ἐκ τῆς γῆς 11καὶ νῦν ἐπικατάρατος σὺ ἀπὸ τῆς γῆς Οποία φρικτή καταδίκη Όταν από το στόμα του Θεού τον ευλογία σκορπίζοντος εξέρχεται η κατάρα Η παρά τω Θεώ όμως κατάρα είναι έκφραση Θείας δικαιοσύνης

ἣ ἔχανεν τὸ στόμα αὐτῆς δέξασθαι τὸ αἷμα τοῦ ἀδελφοῦ σου ἐκ τῆς χειρός σου 12ὅτι ἐργᾷ τὴν γῆν καὶ οὐ προσθήσει τὴν ἰσχὺν αὐτῆς δοῦναί σοι στένων καὶ τρέμων ἔσῃ ἐπὶ τῆς γῆς Δεν πρόκειται λέει εδώ ο Θεός η γη να σου αποφέρει τα

του κόπου σου Μάταια δηλαδή θα ιδρώνεις Αυτή είναι η δεύτερη τιμωρία που

λαμβάνει Το στένων και τρέμων ἔση σημαίνει θα έχεις στεναγμό λόγω του

περιπλανώμενου επί της γης βίου σου Αυτή είναι η τρίτη τιμωρία

12

13καὶ εἶπεν καιν πρὸς τὸν κύριον μείζων ἡ αἰτία μου τοῦ ἀφεθῆναί με 14εἰ ἐκβάλλεις με σήμερον ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς καὶ ἀπὸ τοῦ προσώπου σου κρυβήσομαι καὶ ἔσομαι στένων καὶ τρέμων ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἔσται πᾶς ὁ εὑρίσκων με ἀποκτενεῖ με 15καὶ εἶπεν αὐτῷ κύριος ὁ θεός οὐχ οὕτως πᾶς ὁ ἀποκτείνας καιν ἑπτὰ ἐκδικούμενα παραλύσει καὶ ἔθετο κύριος ὁ θεὸς σημεῖον τῷ καιν τοῦ μὴ ἀνελεῖν αὐτὸν πάντα τὸν εὑρίσκοντα αὐτόν Ο Κάϊν δεν μετανοεί

δεν συνέρχεται Δεν πικραίνεται διότι χωρίσθηκε από τον Θεό αλλά το μόνο που

φοβάται είναι να μην τον σκοτώσουν Ποιοι όμως να τον σκοτώσουν Σίγουρα όχι οι

γονείς του ο Αδάμ και η Εύα Εδώ φαίνεται πως ο Αδάμ πρό του φόνου του Άβελ θα

είχε κάνει και άλλα τέκνα Ο Θεός έδωσε λέει στον Κάϊν σημείο ώστε όποιος τον

εύρισκε να μην τον σκότωνε Ποιο ήταν αυτό το σημείο Το σκυθρωπό του πρόσωπο

ήταν το οποίο προκαλούσε σε όποιον τον έβλεπε την αποστροφή

16ἐξῆλθεν δὲ καιν ἀπὸ προσώπου τοῦ θεοῦ καὶ ᾤκησεν ἐν γῇ ναιδ κατέναντι εδεμ

17καὶ ἔγνω καιν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ συλλαβοῦσα ἔτεκεν τὸν ενωχ καὶ ἦν οἰκοδομῶν πόλιν καὶ ἐπωνόμασεν τὴν πόλιν ἐπὶ τῷ ὀνόματι τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ ενωχ Οικοδόμησε πόλη ο Καϊν η οποία ουσιαστικά ήταν ένα πρωτόγονο φρούριο

από γιγαντιαίους λίθους το οποίο τον προστάτευε από τα αδέρφια του διότι ήταν

ένοχος απέναντί τους Έτσι έληξε ο πλάνης βίος του Κάϊν δείχνοντας τελικά πως η

προσκόλησή του στα γήινα τον χώρισε τελικά από τα υπόλοιπα αδέρφια του Οι

απόγονοι δε του Κάϊν απομακρύνθηκαν από τον Θεό

18ἐγενήθη δὲ τῷ ενωχ γαιδαδ καὶ γαιδαδ ἐγέννησεν τὸν μαιηλ καὶ μαιηλ ἐγέννησεν τὸν μαθουσαλα καὶ μαθουσαλα ἐγέννησεν τὸν λαμεχ 19καὶ ἔλαβεν ἑαυτῷ λαμεχ δύο γυναῖκας ὄνομα τῇ μιᾷ αδα καὶ ὄνομα τῇ δευτέρᾳ σελλα Ο

Λάμεχ είναι ο πρώτος που παραβιάζει την μονογαμία παίρνοντας για τον εαυτό του

δύο γυναίκες

20καὶ ἔτεκεν αδα τὸν ιωβελ οὗτος ἦν ὁ πατὴρ οἰκούντων ἐν σκηναῖς κτηνοτρόφων 21καὶ ὄνομα τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ ιουβαλ οὗτος ἦν ὁ καταδείξας ψαλτήριον καὶ κιθάραν 22σελλα δὲ ἔτεκεν καὶ αὐτὴ τὸν θοβελ καὶ ἦν σφυροκόπος χαλκεὺς χαλκοῦ καὶ σιδήρου ἀδελφὴ δὲ θοβελ νοεμα Να η

αξιοπρέπεια του ανθρώπου ως εξέλιξη προς απάντηση των υποστηρικτών της

Δαρβίνειας θεωρίας Ο Ιουβάλ είναι ο εφευρέτης των έγχορδω οργάνων ενώ ο

Θοβέλ είναι ο πρώτος που επεξεργάζεται μέταλλα Κσνείς από αυτούς σίγουρα δεν

ήταν η εξέλιξη κάποιου είδους πιθήκου

23εἶπεν δὲ λαμεχ ταῖς ἑαυτοῦ γυναιξίν αδα καὶ σελλα ἀκούσατέ μου τῆς φωνῆς γυναῖκες λαμεχ ἐνωτίσασθέ μου τοὺς λόγους ὅτι ἄνδρα ἀπέκτεινα εἰς τραῦμα ἐμοὶ καὶ νεανίσκον εἰς μώλωπα ἐμοί

24ὅτι ἑπτάκις ἐκδεδίκηται ἐκ καιν ἐκ δὲ λαμεχ ἑβδομηκοντάκις ἑπτά Ο Λάμεχ λοιπόν επανἐλαβε την αμαρτία του Κάϊν γενόμενος κι αυτός φονιάς

25ἔγνω δὲ αδαμ ευαν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ συλλαβοῦσα ἔτεκεν υἱὸν καὶ ἐπωνόμασεν τὸ ὄνομα αὐτοῦ σηθ λέγουσα ἐξανέστησεν γάρ μοι ὁ θεὸς

13

σπέρμα ἕτερον ἀντὶ αβελ ὃν ἀπέκτεινεν καιν 26καὶ τῷ σηθ ἐγένετο υἱός ἐπωνόμασεν δὲ τὸ ὄνομα αὐτοῦ ενως οὗτος ἤλπισεν ἐπικαλεῖσθαι τὸ ὄνομα κυρίου τοῦ θεοῦ

αὕτη ἡ βίβλος γενέσεως ἀνθρώπων ᾗ ἡμέρᾳ ἐποίησεν ὁ θεὸς τὸν αδαμ κατ εἰκόνα θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν 2ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτοὺς καὶ εὐλόγησεν αὐτούς καὶ ἐπωνόμασεν τὸ ὄνομα αὐτῶν αδαμ ᾗ ἡμέρᾳ ἐποίησεν αὐτούς

3ἔζησεν δὲ αδαμ διακόσια καὶ τριάκοντα ἔτη καὶ ἐγέννησεν κατὰ τὴν ἰδέαν αὐτοῦ καὶ κατὰ τὴν εἰκόνα αὐτοῦ καὶ ἐπωνόμασεν τὸ ὄνομα αὐτοῦ σηθ 4ἐγένοντο δὲ αἱ ἡμέραι αδαμ μετὰ τὸ γεννῆσαι αὐτὸν τὸν σηθ ἑπτακόσια ἔτη καὶ ἐγέννησεν υἱοὺς καὶ θυγατέρας 5καὶ ἐγένοντο πᾶσαι αἱ ἡμέραι αδαμ ἃς ἔζησεν ἐννακόσια καὶ τριάκοντα ἔτη καὶ ἀπέθανεν

Ενώχ

Μια μορφή που δεσπόζει για την αγιότητα της ζωής του

εφόσον η Γραφή δεν αναφέρει τίποτε εις βάρος του είναι ο

Ενώχ

Γιος ενός άσημου για την ιστορία ανθρώπου του Ιάρεδ

απογόνου του τρίτου γιου του Αδάμ Σηθ άθελά του

καθιερώθηκε απ τον Θεό όπως βεβαιώνει κι η σημασία

του ονόματός του να διαδραματίσει σπουδαίο ρόλο στο

θείο σχέδιο για τη σωτηρία του κόσμου Γέννησε το

Μαθουσάλα τον μακροβιότερο άνθρωπο που ποτέ έζησε

στη γη παρ όλο που η δική του ζωή διήρκεσε τόσο λίγο

τριακόσια εξήντα πέντε χρόνια Έζησε ζωή άμεμπτης

αγνότητας σε περίοδο που ούτε ο Νόμος του Θεού είχε δοθεί ούτε φυσικά κι η

μεταγενέστερη του Νόμου Χάρη είχε επιτελεστεί Οραματίστηκε την τελική Κρίση

που ο Θεός θα κάμει στα τέλη των αιώνων και δια του τρόπου με τον οποίο έγινε η

μετάθεσή του μίλησε στις επόμενες γενιές για την μετά το θάνατο Ανάσταση του

Μεσσία που θα ρχόταν και για την τελική Ανάσταση των κεκοιμημένων αγίων

ίνα καταποθή το θνητόν υπό της ζωής (Β΄ Κορ 104)

Στο βιβλίο της Γένεσης συναντάμε δυο πρόσωπα με το όνομα Ενώχ στο 41718 και

στο 518 που είναι μεταξύ τους τελείως ανόμοια και διαφορετικά Ο πρώτος είναι ο

γιος του Κάιν του αδελφοκτόνου προς τιμήν του οποίου ο πατέρας του έκτισεν

πόλιν και κάλεσεν κατά το όνομα αυτού (417) κι ο δεύτερος είναι ο γιος του Ιάρεδ

όπως ήδη είπαμε ο εκλεκτός του Θεού Ενώχ που δεν είχε εδώ πόλιν μένουσαν

αλλά την μέλλουσαν επιζητούσε (Εβρ 1113-14) στην οποία και τόσο ένδοξα

μετέβη

14

Το ότι ο Ενώχ έζησε τριακόσια εξήντα πέντε μόνο χρόνια που είναι ακριβώς ο

αριθμός των ημερών ενός ηλιακού έτους δεν ξέρουμε τι συμβολίζει Ίσως τη

ματαιότητα της σύντομης εδώ ζωής μας ίσως την πληρότητα μιας αποστολής την

οποία ο Θεός ανέθεσε σε κάποιον άνθρωπό Του ίσως το τέλειο ανάστημα της ζωής

του Χριστού στο οποίο ο Θεός θέλει να φτάσουμε πριν μας πάρει κοντά Του

ίσως ίσως Ασχέτως όμως όλων αυτών γεγονός είναι ένα ότι ο Ενώχ αποτελεί μια

εξαίρεση ένα υπόδειγμα ένα θαύμα του Θεού σε ανθρώπινη ζωή

Γιατί άραγε έζησε τόσο λίγο ενώ ο γιος του ο Μαθουσάλα έφτασε τη μεγαλύτερη

ηλικία ανθρώπου επί της γης -965 χρόνια- ο δε μεταγενέστερός του ο Νώε δεύτερος

μετά τον Αδάμ κληρονόμος όλης της γης έζησε 950 χρόνια Μήπως ο Ενώχ έτσι

εξεπλήρωσε κάποια πολύ σημαντική αποστολή Ενώ θα παρευρέθηκε στην κηδεία

του Αδάμ (πράγμα που συνάγεται απ τους υπολογισμούς των ετών που περιέχονται

στην πρώτη αυτή περίοδο της ιστορίας) και δεδομένου ότι ο Αδάμ ως εκπρόσωπος

του αμαρτωλού ανθρώπου έπρεπε να πεθάνει και το σώμα του να ταφεί στη γη ο

Ενώχ εκπροσωπώντας τον αγιασμένο άνθρωπο του Θεού δεν πέθανε αλλά

μετατέθηκε απ ευθείας χωρίς να γευτεί θάνατο στου ουρανό του Θεού Πιστή

εικόνα τούτη για τον σωσμένο δια της θυσίας του Ιησού Χριστού αμαρτωλό για τον

οποίο θάνατος πια δεν υπάρχει διότι μετέβη εκ του θανάτου εις την ζωήν (Ιωάν

524)

Ο Λόγος του Θεού μας λέει ότι ο Ενώχ περιεπάτησεν μετά του Θεού (Γέν 524)

όχι ενώπιον του Θεού όπως μας λέει για τον Αβραάμ (Γεν 171) για το Δαυίδ

(Ψαλμ 8915) για τον Ησαϊα (4027-31) για το Ζαχαρία και την Ελισσάβετ (Ιακ

16) Μήπως τούτο είναι σύμβολο και συγχρόνως προφητεία του περπατήματος που ο

χριστιανός ο άνθρωπος δηλαδή που θα δεχόταν τη Χάρη θα κανε με τον Χριστό

βάσει της υπόσχεσής Του μεθ υμών ειμί (Ματθ 2820) και της εντολής Του

μείνατε εν εμοί καγώ εν υμίν (Ιωάν 154) Διότι σε τούτη την περίπτωση δεν

έχουμε περπάτημα ενώπιον του Θεού αλλά μετά του Θεού Κάτι δηλαδή πολύ

ουσιαστικότερο και πλουσιότερο για κάθε άνθρωπο που ανήκει σε Κείνον ασχέτως

περιόδου στην οποία έζησε Όταν κάποιος περπατάει με τον Θεό έχει και πλήρη

συναίσθηση της παρουσίας Του Ότι ακριβώς χρειάζεται για να ζει ζωή αγνότητας

μέσα στον κόσμο

Το μυστικό του περπατήματος του Ενώχ μετά του Θεού ήταν η πίστη του στον Θεό

της οποίας συνέπεια ήταν το ότι ευηρέστησεν τον Θεόν και ότι δε γεύτηκε θάνατο

διότι μετέθεσεν αυτόν ο Θεός (Γεν 115-6) Η μετάθεση δε αυτή είναι τύπος του

τρόπου με τον οποίο οι άγιοι του Θεού θέλουσι μεταμορφωθή εν τη εσχάτη

σάλπιγγι χωρίς να γευτούν θάνατο (Α΄ Κορ 1551-52)

Αλλά ο Ενώχ δεν προφήτεψε μόνο με τη ζωή του μελλοντικές αλήθειες αλλά και με

το στόμα του προφήτεψε περί της Κρίσης την οποίαν στα τέλη των αιώνων ο Κύριος

μαζί με τους αγίους Του θα κάμει για κάθε ασεβή άνθρωπο δια να ελέγξη πάντας

τους ασεβείς Στην επιστολή του Ιούδα εδ 14-15 διαβάζουμε Προεφήτευσε δε

περί τούτων και ο Ενώχ έβδομος από Αδάμ λέγωνmiddot Ιδού ήλθεν ο Κύριος με

μυριάδας αγίων αυτού δια να κάμη κρίσιν κατά πάντων και να ελέγξη πάντας τους

ασεβείς εξ αυτών δια πάντα τα έργα της ασεβείας αυτών τα οποία έπραξαν και δια

πάντα τα σκληρά τα οποία ελάλησαν κατ αυτού αμαρτωλοί ασεβείς

15

Ο Ενώχ αναφέρεται μια μόνο φορά στην Καινή Διαθήκη ως προφήτης (Ιούδα 14)

Με το όνομα Βιβλίο Ενώχ σώζεται απόκρυφο σύγγραμμα που γράφτηκε περί τα

110 πΧ περιέχει προφητείες περί της συντέλειας του κόσμου και είναι σε αιθιοπική

μετάφραση Δεν αποκλείεται η παραπομπή στο βιβλίο του Ιούδα να είναι παρμένη απ

αυτό Όμως το βιβλίο αυτό το απέρριψαν ως μη κανονικό τόσο οι Εβραίοι όσο και

οι Πατέρες της Εκκλησίας

Ας μείνει μέσα μας απ όλα όσα ελέχθησαν περί του Ενώχ πως αν κάτι έχει ύψιστη

σημασία για τον Θεό και για μας είναι το να περιπατώμεν καθώς Εκείνος

περιεπάτησεν (Α΄ Ιωάν 26) φυλάττοντες τας εντολάς αυτού και πράττοντες τα

αρεστά ενώπιον αυτού (Α΄ Ιωάν 322)

Γιἀννης Έρτσος

Σας παραθέτουμε τώρα προς ανάγνωσιν το απόκρυφο βιβλίο του Ενώχ

1 Λόγος εὐλογίας Ἑνώχ καθὼς εὐλόγησεν ἐκλεκτοὺς δικαίους οἵτινες

ἔσονται εἰς ἡμέραν ἀνάγκης ἐξᾶραι πάντας τοὺς ἐχθρούς καὶ σωθήσονται

δίκαιοι

2 Καὶ ἀναλαβὼν τὴν παραβολὴν αὐτοῦ εἶπεν Ἑνώχmiddot (ἄνθρωπος δίκαιός

ἐστιν [ᾧ] ὅρασις ἐκ θεοῦ αὐτῷ ἀνεῳγμένη ἦν ἔχων τὴν ὅρασιν τοῦ ἁγίου

laquoκαὶraquo τοῦ οὐρανοῦmiddot) Ἔδειξέν μοι καὶ ἁγιολόγων ἁγίων ἤκουσα ἐγώ καὶ ὡς

ἤκουσα παρrsquo αὐτῶν πάντα καὶ ἔγνων ἐγὼ θεωρῶνmiddot καὶ οὐκ εἰς τὴν νῦν

γενεὰν διενοούμην ἀλλὰ ἐπὶ πόρρω οὖσαν ἐγὼ λαλῶ

3 Καὶ περὶ τῶν ἐκλεκτῶν νῦν λέγω καὶ περὶ αὐτῶν ἀνέλαβον τὴν

παραβολήν μου καὶ ἐξελεύσεται ὁ ἅγιός μου ὁ μέγας ἐκ τῆς κατοικήσεως

αὐτοῦ

4 καὶ ὁ θεὸς τοῦ αἰῶνος ἐπὶ γῆν πατήσει ἐπὶ τὸ Σεινὰ ὄρος καὶ φανήσεται

ἐκ τῆς παρεμβολῆς αὐτοῦ καὶ φανήσεται ἐν τῇ δυνάμει τῆς ἰσχύος αὐτοῦ

ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ τῶν οὐρανῶν

5 καὶ φοβηθήσονται πάντες καὶ πιστεύσουσιν οἱ ἐγρήγοροι laquoκαὶ ᾄσουσιν

ἀπόκρυφα ἐν πᾶσιν τοῖς ἄκροις τῆς [γῆς]middot καὶ σεισθήσονται πάντα τὰ ἄκρα

τῆς γῆςraquo καὶ λήμψεται αὐτοὺς τρόμος καὶ φόβος μέγας μέχρι τῶν περάτων

τῆς γῆς

6 καὶ σεισθήσονται καὶ πεσοῦνται καὶ διαλυθήσονται ὄρη ὑψηλά καὶ

ταπεινωθήσονται βουνοὶ ὑψηλοὶ τοῦ διαρυῆναι ὄρη καὶ τακήσονται ὡς

κηρὸς ἀπὸ προσώπου πυρὸς ἐν φλογί

7 καὶ διασχισθήσεται ἡ γῆ σχίσμα ῥαγάδι καὶ πάντα ὅσα ἐστὶν ἐπὶ τῆς γῆς

ἀπολεῖται καὶ κρίσις ἔσται κατὰ πάντων

8 καὶ μετὰ τῶν δικαίων τὴν εἰρήνην ποιήσει καὶ ἐπὶ τοὺς ἐκλεκτοὺς ἔσται

συντήρησις καὶ εἰρήνη καὶ ἐπrsquo αὐτοὺς γενήσεται ἔλεος καὶ ἔσονται

πάντες τοῦ θεοῦ καὶ τὴν εὐδοκίαν δώσει αὐτοῖς καὶ πάντας εὐλογήσει καὶ

πάντων ἀντιλήμψεται καὶ βοηθήσει ἡμῖν καὶ φανήσεται αὐτοῖς φῶς καὶ

ποιήσει ἐπrsquo αὐτοὺς εἰρήνην

9 ὅτι ἔρχεται σὺν ταῖς μυριάσιν αὐτοῦ καὶ τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ ποιῆσαι

κρίσιν κατὰ πάντων καὶ ἀπολέσει πάντας τοὺς ἀσεβεῖς καὶ ἐλέγξει

πᾶσαν σάρκα περὶ πάντων ἔργων τῆς ἀσεβείας αὐτῶν ὧν ἠσέβησαν καὶ

σκληρῶν ὧν ἐλάλησαν λόγων laquoκαὶ περὶ πάντων ὧν κατελάλησανraquo κατrsquo

αὐτοῦ ἁμαρτωλοὶ ἀσεβεῖς

16

II

1 Κατανοήσατε πάντα τὰ ἔργα ἐν τῷ οὐρανῷ πῶς οὐκ ἠλλοίωσαν τὰς

ὁδοὺς αὐτῶν καὶ τοὺς φωστῆρας τοὺς ἐν τῷ οὐρανῷ ὡς τὰ πάντα

ἀνατέλλει καὶ δύνει τεταγμένος ἕκαστος ἐν τῷ τεταγμένῳ καιρῷ καὶ ταῖς

ἑορταῖς αὐτῶν φαίνονται καὶ οὐ παραβαίνουσιν τὴν ἰδίαν τάξιν

2 ἴδετε τὴν γῆν καὶ διανοήθητε περὶ τῶν ἔργων τῶν ἐν αὐτῇ γενομένων

ἀπrsquo ἀρχῆς μέχρι τελειώσεως ὥς εἰσιν φθαρτά ὡς οὐκ ἀλλοιοῦνται οὐδὲν

τῶν ἐπὶ γῆς ἀλλὰ πάντα ἔργα θεοῦ ὑμῖν φαίνεται

3 ἴδετε τὴν θερείαν καὶ τὸν χειμῶνα

καταμάθετε καὶ ἴδετε πάντα τὰ δένδρα

IIIndashV

1πῶς τὰ φύλλα χλωρὰ ἐν αὐτοῖς σκέποντα τὰ δένδρα καὶ πᾶς ὁ καρπὸς

αὐτῶν εἰς τιμὴν καὶ δόξαν διανοήθητε καὶ γνῶτε περὶ πάντων τῶν ἔργων

αὐτοῦ καὶ νοήσατε ὅτι θεὸς ζῶν ἐποίησεν αὐτὰ οὕτως καὶ ζῇ εἰς πάντας

τοὺς αἰῶναςmiddot

2 καὶ τὰ ἔργα αὐτοῦ πάντα ὅσα ἐποίησεν εἰς τοὺς αἰῶνας ἀπὸ ἐνιαυτοῦ εἰς

ἐνιαυτὸν γινόμενα πάντα οὕτως καὶ πάντα ὅσα ἀποτελοῦσιν αὐτῷ τὰ

ἔργα καὶ οὐκ ἀλλοιοῦνται αὐτῶν τὰ ἔργα ἀλλrsquo ὡσπερεὶ κατὰ ἐπιταγὴν τὰ

πάντα γίνεται

3 ἴδετε πῶς ἡ θάλασσα καὶ οἱ ποταμοὶ ὡς ὁμοίως ἀποτελοῦσιν καὶ οὐκ

ἀλλοιοῦσιν αὐτῶν τὰ ἔργα ἀπὸ τῶν λόγων αὐτοῦ

4 ὑμεῖς δὲ οὐκ ἐνεμείνατε οὐδὲ ἐποιήσατε κατὰ τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ ἀλλὰ

ἀπέστητε καὶ κατελαλήσατε μεγάλους καὶ σκληροὺς λόγους ἐν στόματι

ἀκαθαρσίας ὑμῶν κατὰ τῆς μεγαλωσύνης αὐτοῦ ὅτι κατελαλήσατε ἐν τοῖς

ψεύμασιν ὑμῶν σκληροκάρδιοι οὐκ ἔστιν εἰρήνη ὑμῖν

5 τοιγὰρ τὰς ἡμέρας ὑμῶν ὑμεῖς καταράσεσθε καὶ τὰ ἔτη τῆς ζωῆς ὑμῶν

ἀπολεῖται καὶ τὰ ἔτη τῆς ἀπωλείας ὑμῶν πληθυνθήσεται ἐν κατάρᾳ

αἰώνων καὶ οὐκ ἔσται ὑμῖν ἔλεος καὶ εἰρήνη

6 τότε ἔσται τὰ ὀνόματα ὑμῶν εἰς κατάραν αἰώνιον πᾶσιν τοῖς δικαίοις

καὶ ἐν ὑμῖν καταράσονται πάντες οἱ καταρώμενοι καὶ πάντες οἱ

ἁμαρτωλοὶ καὶ ἀσεβεῖς ἐν ὑμῖν ὀμοῦνται καὶ πάντες οἱ ἀναμάρτητοι

χαρήσονται καὶ ἔσται αὐτοῖς λύσις ἁμαρτιῶν καὶ πᾶν ἔλεος καὶ εἰρήνη καὶ

ἐπιείκεια ἔσται αὐτοῖς σωτηρία φῶς ἀγαθόν καὶ αὐτοὶ κληρονομήσουσιν

τὴν γῆν καὶ πᾶσιν ὑμῖν τοῖς ἁμαρτωλοῖς οὐχ ὑπάρξει σωτηρία ἀλλὰ ἐπὶ

πάντας ὑμᾶς κατάλυσις κατάρα

7 καὶ τοῖς ἐκλεκτοῖς φῶς καὶ χάρις καὶ εἰρήνη καὶ αὐτοὶ κληρονομήσουσιν

τὴν γῆν ὑμῖν δὲ τοῖς ἀσεβέσιν ἔσται κατάρα

8 τότε δοθήσεται τοῖς ἐκλεκτοῖς φῶς καὶ χάρις καὶ αὐτοὶ

κληρονομήσουσιν τὴν γῆν τότε δοθήσεται πᾶσιν τοῖς ἐκλεκτοῖς σοφία καὶ

πάντες οὗτοι ζήσονται καὶ οὐ μὴ ἁμαρτήσονται ἔτι οὐ κατrsquo ἀλήθειαν οὔτε

κατὰ ὑπερηφανίαν καὶ ἔσται ἐν ἀνθρώπῳ πεφωτισμένῳ φῶς καὶ

ἀνθρώπῳ ἐπιστήμονι νόημα καὶ οὐ μὴ πλημμελήσουσιν

9 οὐδὲ μὴ ἁμάρτωσιν πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς αὐτῶν καὶ οὐ μὴ

ἀποθάνωσιν ἐν ὀργῇ θυμοῦ ἀλλὰ τὸν ἀριθμὸν αὐτῶν ζωῆς ἡμερῶν

πληρώσουσιν καὶ ἡ ζωὴ αὐτῶν αὐξηθήσεται ἐν εἰρήνῃ καὶ τὰ ἔτη τῆς

χαρᾶς αὐτῶν πληθυνθήσεται ἐν ἀγαλλιάσει καὶ εἰρήνη αἰῶνος ἐν πάσαις

ταῖς ἡμέραις τῆς ζωῆς αὐτῶν

VI

1 Καὶ ἐγένετο οὗ ἂν ἐπληθύνθησαν οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων ἐν ἐκείναις

ταῖς ἡμέραις ἐγεννήθησαν θυγατέρες ὡραῖαι καὶ καλαί

17

2 καὶ ἐθεάσαντο αὐτὰς οἱ ἄγγελοι υἱοὶ οὐρανοῦ καὶ ἐπεθύμησαν αὐτάς

καὶ εἶπαν πρὸς ἀλλήλουςmiddot Δεῦτε ἐκλεξώμεθα ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ τῶν

ἀνθρώπων καὶ γεννήσομεν ἑαυτοῖς τέκνα

3 καὶ εἶπεν Σεμειαζᾶς πρὸς αὐτούς ὃς ἦν ἄρχων αὐτῶν Φοβοῦμαι μὴ οὐ

θελήσετε ποιῆσαι τὸ πρᾶγμα τοῦτο καὶ ἔσομαι ἐγὼ μόνος ὀφειλέτης

ἁμαρτίας μεγάλης

4 ἀπεκρίθησαν οὖν αὐτῷ πάντες Ὀμόσωμεν ὅρκῳ πάντες καὶ

ἀναθεματίσωμεν πάντες ἀλλήλους μὴ ἀποστρέψαι τὴν γνώμην ταύτην

μέχρις οὗ ἂν τελέσωμεν αὐτὴν καὶ ποιήσωμεν τὸ πρᾶγμα τοῦτο

5 τότε ὄμοσαν πάντες ὁμοῦ καὶ ἀνεθεμάτισαν ἀλλήλους ἐν αὐτῷ

7 Καὶ ταῦτα τὰ ὀνόματα τῶν ἀρχόντων αὐτῶνmiddot Σεμιαζά οὗτος ἦν ἄρχων

αὐτῶνmiddot Ἀραθάκ Κιμβρά Σαμμανή Δανειήλ Ἀρεαρώς Σεμιήλ Ἰωμειήλ

Χωχαριήλ Ἐζεκιήλ Βατριήλ Σαθιήλ Ἀτριήλ Ταμιήλ Βαρακιήλ Ἀνανθνά

Θωνιήλ Ῥαμιήλ Ἀσέαλ Ῥακειήλ Τουριήλ

8 οὗτοί εἰσιν ἀρχαὶ αὐτῶν οἱ [ἐπὶ] δέκα

VII

1 Καὶ ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκαςmiddot ἕκαστος αὐτῶν ἐξελέξαντο ἑαυτοῖς

γυναῖκας καὶ ἤρξαντο εἰσπορεύεσθαι πρὸς αὐτὰς καὶ μιαίνεσθαι ἐν

αὐταῖςmiddot καὶ ἐδίδαξαν αὐτὰς φαρμακείας καὶ ἐπαοιδὰς καὶ ῥιζοτομίας καὶ

τὰς βοτάνας ἐδήλωσαν αὐταῖς

2 Αἱ δὲ ἐν γαστρὶ λαβοῦσαι ἐτέκοσαν γίγαντας μεγάλους ἐκ πηχῶν

τρισχιλίων

3 οἵτινες κατησθίοσαν τοὺς κόπους τῶν ἀνθρώπων ὡς δὲ οὐκ ἐδυνήθησαν

αὐτοῖς οἱ ἄνθρωποι ἐπιχορηγεῖν

4 οἱ γίγαντες ἐτόλμησαν ἐπrsquo αὐτούς καὶ κατησθίοσαν τοὺς ἀνθρώπους

5 καὶ ἤρξαντο ἁμαρτάνειν ἐν τοῖς πετεινοῖς καὶ τοῖς [θ]ηρίοις καὶ ἑρπετοῖς

καὶ τοῖς [ἰ]χθύσιν καὶ ἀλλήλων τὰς σάρκας κατεσθίειν καὶ τὸ αἷμα ἔπινον

6 τότε ἡ γῆ ἐνέτυχεν κατὰ τῶν ἀνόμων

VIII

1 Ἐδίδαξεν τοὺς ἀνθρώπους Ἀζαὴλ μαχαίρας ποιεῖν καὶ ὅπλα καὶ ἀσπίδας

καὶ θώρακας διδάγματα ἀγγέλων καὶ ὑπέδειξεν αὐτοῖς τὰ μέταλλα καὶ

τὴν ἐργασίαν αὐτῶν καὶ ψέλια καὶ κόσμους καὶ στίβεις καὶ τὸ

καλλιβλέφαρον καὶ παντοίους λίθους ἐκλεκτοὺς καὶ τὰ βαφικά

2 καὶ ἐγένετο ἀσέβεια πολλή καὶ ἐπόρνευσαν καὶ ἀπεπλανήθησαν καὶ

ἠφανίσθησαν ἐν πάσαις ταῖς ὁδοῖς αὐτῶν

3 Σεμιαζᾶς ἐδίδαξεν ἐπα[ο]ιδὰς καὶ ῥιζοτομίαςmiddot Ἀρμαρὼς ἐπαοιδῶν

λυτήριονmiddot Βαρακιὴλ ἀστρολογίαςmiddot Χωχιὴλ τὰ σημειωτικάmiddot Σαθιὴλ

ἀστεροσκοπίανmiddot Σεριὴλ σεληναγωγίας

4 τῶν οὖν ἀνθρώπων ἀπολλυμένων ἡ βο[ὴ] εἰς οὐρανοὺς ἀνέβη

IX

1 Τότε παρ[α]κύψαντες Μιχαὴλ καὶ Οὐ[ρι]ὴλ καὶ Ῥαφαὴλ καὶ Γαβριή[λ]

οὗτοι ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἐθεάς[αν]το αἶμα πολὺ ἐκχυννόμεν[ον] ἐπὶ τῆς γῆςmiddot

2 καὶ εἶπαν πρὸ[ς] ἀλλήλους φωνὴ βοώντω[ν] ἐπὶ τῆς γῆς μέχρι πυλῶν

τοῦ οὐρανοῦ

3 ἐντυγχάνουσιν αἱ ψυχαὶ τῶν ἀνθρώπων λεγόντων Εἰσαγάγετε τὴν

κρίσιν ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστ[ον]

4 Καὶ εἶπα[ν] τῷ κυρίῳ Σὺ εἶ κύριος τῶν κυρίων καὶ ὁ θεὸς τῶν θεῶν καὶ

βασιλεὺς τῶν αἰώνωνmiddot ὁ θρόνος τῆς δόξης σου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τοῦ

αἰῶνος καὶ τὸ ὄνομά σου τὸ ἅγιον καὶ μέγα καὶ εὐλογητὸν εἰς πάντας τοὺς

αἰῶνας

18

5 σὺ γὰρ ἐποίησας τὰ πάντα καὶ πᾶσαν τὴν ἐξουσίαν ἔχων καὶ πάντα

ἐνώπιόν σου φανερὰ καὶ ἀκάλυπτα

6 καὶ πάντα σὺ ὁρᾷς ἃ ἐποίησεν Ἀζαήλ ὃς ἐδίδαξεν πάσας τὰς ἀδικίας ἐπὶ

τῆς γῆς καὶ ἐδήλωσεν τὰ μυστήρια τοῦ αἰῶνος τὰ ἐν τῷ οὐρανῷ ἃ

ἐπιτηδεύουσιν [καὶ] ἔγνωσαν ἄνθρωποι

7 καὶ Σεμιαζᾶς ᾧ τὴν ἐξουσίαν ἔδωκας ἄρχειν τῶν σὺν αὐτῷ ἅμα ὄντων

8 καὶ ἐπορεύθησαν πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς καὶ

συνεκοιμήθησαν αὐταῖς καὶ ἐμιάνθησαν καὶ ἐδήλωσαν αὐταῖς πάσας τὰς

ἁμαρτίας

9 καὶ αἱ γυναῖκες ἐγέννησαν τιτᾶνας ὑφrsquo ὧν ὅλη ἡ γῆ ἐπλήσθη αἵματος

καὶ ἀδικίας

10 καὶ νῦν ἰδοὺ βοῶσιν αἱ ψυχαὶ τῶν τετελευτηκότων καὶ ἐντυγχάνουσιν

μέχρι τῶν πυλῶν τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἀνέβη ὁ στεναγμὸς αὐτῶν καὶ οὐ

δύναται ἐξελθεῖν ἀπὸ προσώπου τῶν ἐπὶ τῆς γῆς γινομένων ἀνομημάτων

11 καὶ σὺ πάντα οἶδας πρὸ τοῦ αὐτὰ γενέσθαι καὶ σὺ ὁρᾷς ταῦτα καὶ ἐᾷς

αὐτούς καὶ οὐδὲ ἡμῖν λέγεις τί δεῖ ποιεῖν αὐτοὺς περὶ τούτων

X

1 Τότε Ὕψιστος εἶπεν περὶ τούτων ὁ μέγας Ἅγιος καὶ ἐλάλησεν καὶ εἶπεν

καὶ ἔπεμψεν Ἰστραὴλ πρὸς τὸν υἱὸν Λέμεχ

2 Εἶπον αὐτῷ ἐπὶ τῷ ἐμῷ ὀνόματι Κρύψον σεαυτόν καὶ δήλωσον αὐτῷ

τέλος ἐπερχόμενον ὅτι ἡ γῆ ἀπόλλυται πᾶσα καὶ κατακλυσμὸς μέλλει

γίνεσθαι πάσης τῆς γῆς καὶ ἀπολέσει πάντα ὅσα ἐστὶν [ἐν] αὐτῇ

3 καὶ δίδαξον αὐτὸν ὅπως ἐκφύγῃ καὶ μενεῖ τὸ σπέρμα αὐτοῦ εἰς πάσας

τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

4 Καὶ τῷ Ῥαφαὴλ εἶπεν Δῆσον τὸν Ἀζαὴλ ποσὶν καὶ χερσίν καὶ βάλε

αὐτὸν εἰς τὸ σκότος καὶ ἄνοιξον τὴν ἔρημον τὴν οὖσαν ἐν τῷ Δαδουὴλ

κἀκεῖ βάλε αὐτόν

5 καὶ ὑπόθες αὐτῷ λίθους τραχεῖς καὶ ὀξεῖς καὶ ἐπικάλυψον αὐτῷ τὸ

σκότος καὶ οἰκησάτω ἐκεῖ εἰς τοὺς αἰῶνας καὶ τὴν ὄψιν αὐτοῦ πώμασον

καὶ φῶς μὴ θεωρείτωmiddot

6 καὶ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς μεγάλης τῆς κρίσεως ἀπαχθήσεται εἰς τὸν

ἐνπυρισμόν

7 καὶ ἰαθήσεται ἡ γῆ ἣν ἠφάνισαν οἱ ἄγγελοι καὶ τὴν ἴασιν τῆς γῆς

δήλωσον ἵνα ἰάσωνται τὴν πληγήν ἵνα μὴ ἀπόλωνται πάντες οἱ υἱοὶ τῶν

ἀνθρώπων ἐν τῷ μυστηρίῳ ὅλῳ ᾧ ἐπέταξαν οἱ ἐγρήγοροι καὶ ἐδίδαξαν

τοὺς υἱοὺς αὐτῶν

8 καὶ ἠρημώθη πᾶσα ἡ γῆ ἀφανισθεῖσα ἐν τοῖς ἔργοις τῆς διδασκαλίας

Ἀζαήλmiddot καὶ ἐπrsquo αὐτῷ γράψον τὰς ἁμαρτίας πάσας

9 Καὶ τῷ Γαβριὴλ εἶπεν ὁ κύριος Πορεύου ἐπὶ τοὺς μαζηρέους ἐπὶ τοὺς

κιβδήλους καὶ τοὺς υἱοὺς τῆς πορνείας καὶ ἀπόλεσον τοὺς υἱοὺς τῶν

ἐγρηγόρων ἀπὸ τῶν ἀνθρώπωνmiddot πέμψον αὐτοὺς ἐν πολέμῳ ἀπωλείας

μακρότης γὰρ ἡμερῶν οὐκ ἔστιν αὐτῶν

10 καὶ πᾶσα ἐρώτησις [οὐκ] ἔσται τοῖς πατράσιν αὐτῶν καὶ περὶ αὐτῶν ὅτι

ἐλπίζουσιν ζῆσαι ζωὴν αἰώνιον καὶ ὅτι ζήσεται ἕκαστος αὐτῶν ἔτη

πεντακόσια

11 Καὶ εἶπεν Μιχαήλ Πορεύου καὶ δήλωσον Σεμιαζᾷ καὶ τοῖς λοιποῖς τοῖς

σὺν αὐτῷ ταῖς γυναιξὶν μιγεῖσιν μιανθῆναι ἐν αὐταῖς ἐν ἀκαθαρσίᾳ

αὐτῶνmiddot

12 καὶ ὅταν κατασφαγῶσιν οἱ υἱοὶ αὐτῶν καὶ ἴδωσιν τὴν ἀπώλειαν τῶν

ἀγαπητῶν καὶ δῆσον αὐτοὺς ἑβδομήκοντα γενεὰς εἰς τὰς νάπας τῆς γῆς

19

μέχρι ἡμέρας κρίσεως αὐτῶν καὶ συντελεσμοῦ ἕως τελεσθῇ τὸ κρίμα τοῦ

αἰῶνος τῶν αἰώνων

13 τότε ἀπαχθήσονται εἰς τὸ χάος τοῦ πυρὸς καὶ εἰς τὴν βάσανον καὶ εἰς

τὸ δεσμωτήριον συνκλείσεως αἰῶνος

14 καὶ ὃς ἂν κατακαυθῇ καὶ ἀφανισθῆ ἀπὸ τοῦ νῦν μετrsquo αὐτῶν ὁμοῦ

δεθήσονται μέχρι τελειώσεως γενεᾶς

15 ἀπόλεσον πάντα τὰ πνεύματα τῶν κιβδήλων καὶ τοὺς υἱοὺς τῶν

ἐγρηγόρων διὰ τὸ ἀδικῆσαι τοὺς ἀνθρώπους

16 καὶ ἀπόλεσον τὴν ἀδικίαν πᾶσαν ἀπὸ τῆς γῆς καὶ πᾶν ἔργον πονηρίας

ἐκλειπέτω καὶ ἀναφανήτω τὸ φυτὸν τῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς ἀληθείας εἰς

τοὺς αἰῶναςmiddot μετὰ χαρᾶς φυτευθήσεται

17 Καὶ νῦν πάντες οἱ δίκαιοι ἐκφεύξονται καὶ ἔσονται ζῶντες ἕως

γεννήσωσιν χιλιάδας καὶ πᾶσαι αἱ ἡμέραι νεότητος αὐτῶν καὶ τὰ

σάββατα αὐτῶν μετὰ εἰρήνης πληρώσουσιν

18 τότε ἐργασθήσεται πᾶσα ἡ γῆ ἐν δικαιοσύνῃ καὶ φυτευθήσεται δένδρον

ἐν αὐτῇ καὶ πλησθήσεται εὐλογίας

19 καὶ πάντα τὰ δένδρα τῆς γῆς ἀγαλλιάσονταιmiddot φυτευθήσεται καὶ

ἔσονται φυτεύοντες ἀμπέλους καὶ ἡ ἄμπελος ἣν ἂν φυτεύσωσιν

ποιήσουσιν πρόχους οἴνου χιλιάδας καὶ σπόρου ποιήσει καθrsquo ἕκαστον

μέτρον ἐλαίας ποιήσει ἀνὰ βάτους δέκα

20 καὶ σὺ καθάρισον τὴν γῆν ἀπὸ πάσης ἀκαθαρσίας καὶ ἀπὸ πάσης

ἀδικίας καὶ ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας καὶ ἀσεβείας καὶ πάσας τὰς ἀκαθαρσίας

τὰς γινομένας ἐπὶ τῆς γῆς ἐξάλειψον

21 καὶ ἔσονται πάντες λατρεύοντες οἱ λαοὶ καὶ εὐλογοῦντες πάντες ἐμοὶ

καὶ προσκυνοῦντες

22 καὶ καθαρισθήσεται πᾶσα ἡ γῆ ἀπὸ παντὸς μιάσματος καὶ ἀπὸ πάσης

ἀκαθαρσίας καὶ ὀργῆς καὶ μάστιγος καὶ οὐκέτι πέμψω ἐπrsquo αὐτοὺς εἰς

πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

XI

1 καὶ τότε ἀνοίξω τὰ ταμεῖα τῆς εὐλογίας τὰ ὄντα ἐν τῷ οὐρανῷ καὶ

κατενεγκεῖν αὐτὰ ἐπὶ τὰ ἔργα ἐπὶ τὸν κόπον τῶν υἱῶν τῶν ἀνθρώπων

2 καὶ τότε ἀλήθεια καὶ εἰρήνη κοινωνήσουσιν ὁμοῦ εἰς πάσας τὰς ἡμέρας

τοῦ αἰῶνος καὶ εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν ἀνθρώπων

XII

1 Πρὸ τούτων τῶν λόγων ἐλήμφθη Ἑνώχ καὶ οὐδεὶς τῶν ἀνθρώπων ἔγνω

ποῦ ἐλήμφθη καὶ ποῦ ἐστιν καὶ τί ἐγένετο αὐτῷ

2 καὶ τὰ ἔργα αὐτοῦ μετὰ τῶν ἐγρηγόρων καὶ μετὰ τῶν ἁγίων αἱ ἡμέραι

αὐτοῦ

3 Καὶ ἑστὼς ἤμην Ἑνὼχ εὐλογῶν τῷ κυρίῳ τῆς μεγαλωσύνης τῷ βασιλεῖ

τῶν αἰώνων καὶ ἰδοὺ οἱ ἐγρήγοροι τοῦ ἁγίου τοῦ μεγάλου ἐκάλουν μεmiddot

4 Ἑνώχ ὁ γραμματεὺς τῆς δικαιοσύνης πορεύου καὶ εἶπε τοῖς ἐγρηγόροις

τοῦ οὐρανοῦ οἵτινες ἀπολιπόντες τὸν οὐρανὸν τὸν ὑψηλόν τὸ ἁγίασμα τῆς

στάσεως τοῦ αἰῶνος μετὰ τῶν γυναικῶν ἐμιάνθησαν καὶ ὥσπερ οἱ υἱοὶ

τῆς γῆς ποιοῦσιν οὕτως καὶ αὐτοὶ ποιοῦσιν καὶ ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας

Ἀφανισμὸν μέγαν ἠφανίσατε τὴν γῆν

5 καὶ οὐκ ἔσται ὑμῖν εἰρήνη οὔτε ἄφεσις καὶ περὶ ὧν χαίρουσιν τῶν υἱῶν

αὐτῶν

6 τὸν φόνον τῶν ἀγαπητῶν αὐτῶν ὄψονται καὶ ἐπὶ τῇ ἀπωλείᾳ τῶν υἱῶν

αὐτῶν στενάξουσιν καὶ δεηθήσονται εἰς τὸν αἰῶνα καὶ οὐκ αὐτοῖς ἔσται

εἰς ἔλεον καὶ εἰρήνην

20

XIII

1 Ὁ δὲ Ἑνὼχ τῷ Ἀζαὴλ εἶπεν Πορεύουmiddot οὐκ ἔσται σοι εἰρήνη κρίμα μέγα

ἐξῆλθεν κατὰ σοῦ δῆσαί σε

2 καὶ ἀνοχὴ καὶ ἐρώτησίς σοι οὐκ ἔσται περὶ ὧν ἔδειξας ἀδικημάτων καὶ

περὶ πάντων τῶν ἔργων τῶν ἀσεβειῶν καὶ τῆς ἀδικίας καὶ τῆς ἁμαρτίας

ὅσα ὑπέδειξας τοῖς ἀνθρώποις

3 Τότε πορευθεὶς εἴρηκα πᾶσιν αὐτοῖς καὶ αὐτοὶ πάντες ἐφοβήθησαν καὶ

ἔλαβεν αὐτοὺς τρόμος καὶ φόβος

4 καὶ ἠρώτησαν ὅπως γράψω αὐτοῖς ὑπομνήματα ἐρωτήσεως ἵνα γένηται

αὐτοῖς ἄφεσις καὶ ἵνα ἐγὼ ἀναγνῶ αὐτοῖς τὸ ὑπόμνημα τῆς ἐρωτήσεως

ἐνώπιον Κυρίου τοῦ οὐρανοῦ

5 ὅτι αὐτοὶ οὐκ ἔτι δύνανται λαλῆσαι οὐδὲ ἀπᾶραι αὐτῶν τοὺς ὀφθαλμοὺς

εἰς τὸν οὐρανὸν ἀπὸ αἰσχύνης περὶ ὧν ἡμαρτήκεισαν καὶ κατεκρίθησαν

6 Τότε ἔγραψα τὸ ὑπόμνημα τῆς ἐρωτήσεως αὐτῶν καὶ τὰς δεήσεις περὶ

τῶν πνευμάτων αὐτῶν καὶ περὶ ὧν δέονται ὅπως αὐτῶν γένωνται ἄφεσις

καὶ μακρότης

7 καὶ πορευθεὶς ἐκάθισα ἐπὶ τῶν ὑδάτων Δὰν ἐν γῇ Δάν ἥτις ἐστὶν ἐκ

δεξιῶν Ἑρμωνειεὶμ δύσεωςmiddot ἀνεγίγνωσκον τὸ ὑπόμνημα τῶν δεήσεων

αὐτῶν

8 ὡς ἐκοιμήθην καὶ ἰδοὺ ὄνειροι ἐπrsquo ἐμὲ ἦλθον καὶ ὁράσεις ἐπrsquo ἐμὲ

ἐπέπιπτον καὶ ἴδον ὁράσεις ὀργῆς καὶ ἦλθεν φωνὴ λέγουσα Εἶπον τοῖς

υἱοῖς τοῦ οὐρανοῦ τοῦ ἐλέγξαι αὐτούς

9 Καὶ ἔξυπνος γενόμενος ἦλθον πρὸς αὐτούς καὶ πάντες συνηγμένοι

ἐκάθηντο πενθοῦντες ἐν Ἐβελσατά ἥτις ἐστὶν ἀνὰ μέσον τοῦ Λιβάνου καὶ

Σενισήλ περικεκαλυμμένοι τὴν ὄψιν

10 ἐνώπιον αὐτῶν καὶ ἀνήγγειλα αὐτοῖς πάσας τὰς ὁράσεις ἃς εἶδον κατὰ

τοὺς ὕπνους καὶ ἠρξάμην λαλεῖν τοὺς λόγους τῆς δικαιοσύνης ἐλέγχων

τοὺς ἐγρηγόρους τοῦ οὐρανοῦ

XIV

1 Βίβλος λόγων δικαιοσύνης καὶ ἐλέγξεως ἐγρηγόρων τῶν ἀπὸ τοῦ

αἰῶνος κατὰ τὴν ἐντολὴν τοῦ ἁγίου τοῦ μεγάλου ἐν ταύτῃ τῇ ὁράσει

2 Ἐγὼ εἶδον κατὰ τοὺς ὕπνους μου ὃ νῦν λέγω ἐν γλώσσῃ σαρκίνῃ ἐν τῷ

πνεύματι τοῦ στόματός μου ὃ ἔδωκεν ὁ μέγας τοῖς ἀνθρώποις λαλεῖν ἐν

αὐτοῖς καὶ νοήσει καρδίαςmiddot

3 ὃς ἔκτισεν καὶ ἔδωκεν ἐλέγξασθαι ἐγρηγόρους τοὺς υἱοὺς τοῦ οὐρανοῦ

4 Ἐγὼ τὴν ἐρώτησιν ὑμῶν τῶν ἀγγέλων ἔγραψα καὶ ἐν τῇ ὁράσει μου

τοῦτο ἐδείχθηmiddot καὶ οὔτε ἡ ἐρώτησις ὑμῶν παρεδέχθη

5 ἵνα μηκέτι εἰς τὸν οὐρανὸν ἀναβῆτε ἐπὶ πάντας τοὺς αἰῶνας καὶ ἐν τοῖς

δεσμοῖς τῆς γῆς ἐρρέθη δῆσαι ὑμᾶς εἰς πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

6 καὶ ἵνα περὶ τούτων ἴδητε τὴν ἀπώλειαν τῶν υἱῶν ὑμῶν τῶν ἀγαπητῶν

καὶ ὅτι οὐκ ἔσται ὑμῖν ὄνησις αὐτῶν ἀλλὰ πεσοῦνται ἐνώπιον ὑμῶν ἐν

μαχαίρᾳ

7 καὶ ἡ ἐρώτησις ὑμῶν περὶ αὐτῶν οὐκ ἔσται οὐδὲ περὶ ὑμῶνmiddot καὶ ὑμεῖς

κλαίοντες καὶ δεόμενοι καὶ μὴ λαλοῦντες πᾶν ῥῆμα ἀπὸ τῆς γραφῆς ἧς

ἔγραψα

8 Καὶ ἐμοὶ ἐφrsquo ὁράσει οὕτως ἐδείχθηmiddot ἰδοὺ νεφέλαι ἐν τῇ ὁράσει ἐκάλουν

καὶ ὁμίχλαι με ἐφώνουν καὶ διαδρομαὶ τῶν ἀστέρων καὶ διαστραπαί με

κατεσπούδαζον καὶ ἐθορύβαζόν με καὶ ἄνεμοι ἐν τῇ ὁράσει μου

ἐξεπέτασάν με

9 καὶ ἐπῆράν με ἄνω καὶ εἰσήνεγκάν με εἰς τὸν οὐρανόν καὶ εἰσῆλθον

21

μέχρις ἤγγισα τείχους οἰκοδομῆς ἐν λίθοις χαλάζης καὶ γλώσσης πυρὸς

κύκλῳ αὐτῶνmiddot καὶ ἤρξαντο ἐκφοβεῖν με

10 Καὶ εἰσῆλθον εἰς τὰς γλώσσας τοῦ πυρός καὶ ἤγγισα εἰς οἶκον μέγαν

οἰκοδομημένον ἐν λίθοις χαλάζης καὶ οἱ τοῖχοι τοῦ οἴκου ὡς λιθόπλακες

καὶ πᾶσαι ἦσαν ἐκ χιόνος καὶ ἐδάφη χιονικά

11 καὶ αἱ στέγαι ὡς διαδρομαὶ ἀστέρων καὶ ἀστραπαί καὶ μεταξὺ αὐτῶν

χερουβὶν πύρινα καὶ οὐρανὸς αὐτῶν ὕδωρ

12 καὶ πῦρ φλεγόμενον κύκλῳ τῶν τειχῶν καὶ θύραι πυρὶ καιόμεναι

13 εἰσῆλθον εἰς τὸν οἶκον ἐκεῖνον θερμὸν ὡς πῦρ καὶ ψυχρὸν ὡς χιών καὶ

πᾶσα τροφὴ ζωῆς οὐκ ἦν ἐν αὐτῷmiddot φόβος με ἐκάλυψεν καὶ τρόμος με

ἔλαβεν

14 καὶ ἤμην σειόμενος καὶ τρέμων καὶ ἔπεσον ἐθεώρουν ἐν τῇ ὁράσει

μου

15 καὶ ἰδοὺ ἄλλη θύρα ἀνεῳγμένη κατέναντί μου καὶ ὁ οἶκος μείζων

τούτου καὶ ὅλος οἰκοδομημένος ἐν γλώσσαις πυρός

16 καὶ ὅλος διαφέρων ἐν δόξῃ καὶ ἐν τιμῇ καὶ ἐν μεγαλωσύνῃ ὥστε μὴ

δύνασθαί με ἐξειπεῖν ὑμῖν περὶ τῆς δόξης καὶ περὶ τῆς μεγαλωσύνης

αὐτοῦ

17 τὸ ἔδαφος αὐτοῦ ἦν πυρός τὸ δὲ ἀνώτερον αὐτοῦ ἦσαν ἀστραπαὶ καὶ

διαδρομαὶ ἀστέρων καὶ ἡ στέγη αὐτοῦ ἦν πῦρ φλέγον

18 Ἐθεώρουν δὲ καὶ εἶδον θρόνον ὑψηλόν καὶ τὸ εἶδος αὐτοῦ ὡσεὶ

κρυστάλλινον καὶ τροχὸς ὡς ἡλίου λάμποντος καὶ ὄρος χερουβίν

19 καὶ ὑποκάτω τοῦ θρόνου ἐξεπορεύοντο ποταμοὶ πυρὸς φλεγόμενοι καὶ

οὐκ ἐδυνάσθην ἰδεῖν

20 καὶ ἡ δόξα ἡ μεγάλη ἐκάθητο ἐπrsquo αὐτῷmiddot τὸ περιβόλαιον αὐτοῦ ὡς εἶδος

ἡλίου λαμπρότερον καὶ λευκότερον πάσης χιόνος

21 καὶ οὐκ ἐδύνατο πᾶς ἄγγελος παρελθεῖν εἰς τὸν οἶκον τοῦτον καὶ ἰδεῖν

τὸ πρόσωπον αὐτοῦ διὰ τὸ ἔντιμον καὶ ἔνδοξον καὶ οὐκ ἐδύνατο πᾶσα

σὰρξ ἰδεῖν αὐτοῦ

22 τὸ πῦρ φλεγόμενον κύκλῳmiddot καὶ πῦρ μέγα παρειστήκει αὐτῷ καὶ οὐδεὶς

ἐγγίζει αὐτῷ κύκλῳ μυρίαι μυριάδες ἑστήκασιν ἐνώπιον αὐτοῦ καὶ πᾶς

λόγος αὐτοῦ ἔργον

23 καὶ οἱ ἅγιοι τῶν ἀγγέλων οἱ ἐγγίζοντες αὐτῷ οὐκ ἀποχωροῦσιν νυκτὸς

οὔτε ἀφίστανται αὐτοῦ

24 Κἀγὼ ἤμην ἕως τούτου ἐπὶ πρόσωπόν μου βεβλημένος καὶ τρέμων καὶ

ὁ κύριος τῷ στόματι αὐτοῦ ἐκάλεσέν με καὶ εἶπέν μοι Πρόσελθε ὧδε

Ἑνώχ καὶ τὸν λόγον μου ἄκουσον

25 καὶ προσελθών μοι εἷς τῶν ἁγίων ἤγειρέν με καὶ ἔστησέν με καὶ

προσήγαγέν με μέχρι τῆς θύραςmiddot ἐγὼ δὲ τὸ πρόσωπόν μου κάτω ἔκυφον

XV

1 Καὶ ἀποκριθεὶς εἶπέν μοι Ὁ ἄνθρωπος ὁ ἀληθινός ἄνθρωπος τῆς

ἀληθείας ὁ γραμματεύςmiddot καὶ τῆς φωνῆς αὐτοῦ ἤκουσαmiddot μὴ φοβηθῇς Ἑνώχ

ἄνθρωπος ἀληθινὸς καὶ γραμματεὺς τῆς ἀληθείαςmiddot πρόσελθε ὧδε καὶ τῆς

φωνῆς μου ἄκουσον

2 πορεύθητι καὶ εἶπε τοῖς πέμψασίν σε Ἐρωτῆσαι ὑμᾶς ἔδει περὶ τῶν

ἀνθρώπων καὶ μὴ τοὺς ἀνθρώπους περὶ ὑμῶν

3 διὰ τί ἀπελίπετε τὸν οὐρανὸν τὸν ὑψηλὸν τὸν ἅγιον τοῦ αἰῶνος καὶ

μετὰ τῶν γυναικῶν ἐκοιμήθητε καὶ μετὰ τῶν θυγατέρων τῶν ἀνθρώπων

ἐμιάνθητε καὶ ἐλάβετε ἑαυτοῖς γυναῖκας ὥσπερ υἱοὶ τῆς γῆς ἐποιήσατε

καὶ ἐγεννήσατε ἑαυτοῖς τέκνα υἱοὺς γίγαντας

22

4 καὶ ὑμεῖς ἦτε ἅγιοι καὶ πνεύματα ζῶντα αἰώνια ἐν τῷ αἵματι τῶν

γυναικῶν ἐμιάνθητε καὶ ἐν αἵματι σαρκὸς ἐγεννήσατε καὶ ἐν αἵματι

ἀνθρώπων ἐπεθυμήσατε καθὼς καὶ αὐτοὶ ποιοῦσιν σάρκα καὶ αἷμα

οἵτινες ἀποθνήσκουσιν καὶ ἀπόλλυνται

5 διὰ τοῦτο ἔδωκα αὐτοῖς θηλείας ἵνα σπερματίζουσιν εἰς αὐτὰς καὶ

τεκνώσουσιν ἐν αὐταῖς τέκνα οὕτως ἵνα μὴ ἐκλείπῃ αὐτοῖς πᾶν ἔργον ἐπὶ

τῆς γῆς

6 ὑμεῖς δὲ ὑπήρχετε πνεύματα ζῶντα αἰώνια καὶ οὐκ ἀποθνήσκοντα εἰς

πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

7 καὶ διὰ τοῦτο οὐκ ἐποίησα ἐν ὑμῖν θηλείαςmiddot τὰ πνεύματα τοῦ οὐρανοῦ ἐν

τῷ οὐρανῷ ἡ κατοίκησις αὐτῶν

8 καὶ νῦν οἱ γίγαντες οἱ γεννηθέντες ἀπὸ τῶν πνευμάτων καὶ σαρκὸς

πνεύματα ἰσχυρὰ ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐν τῇ γῇ ἡ κατοίκησις αὐτῶν ἔσται

9 πνεύματα πονηρὰ ἐξῆλθον ἀπὸ τοῦ σώματος αὐτῶν διότι ἀπὸ τῶν

ἀνωτέρων ἐγένοντο καὶ ἐκ τῶν ἁγίων ἐγρηγόρων ἡ ἀρχὴ τῆς κτίσεως

αὐτῶν καὶ ἀρχὴ θεμελίουmiddot πνεύματα πονηρὰ κληθήσεται

10 πνεύματα οὐρανοῦ ἐν τῷ οὐρανῷ ἡ κατοίκησις αὐτῶν ἔσται καὶ τὰ

πνεύματα ἐπὶ τῆς γῆς τὰ γεννηθέντα ἐπὶ τῆς γῆς ἡ κατοίκησις αὐτῶν

ἔσται

11 καὶ τὰ πνεύματα τῶν γιγάντων νεφέλας ἀδικοῦντα ἀφανίζοντα καὶ

ἐνπίπτοντα καὶ συνπαλαίοντα καὶ συνρίπτοντα ἐπὶ τῆς γῆς πνεύματα

σκληρὰ γιγάντων καὶ δρόμους ποιοῦντα καὶ μηδὲν ἐσθίοντα ἀλλrsquo

ἀσιτοῦντα καὶ διψῶντα καὶ προσκόπτοντα πνεύματα

12 καὶ ἐξαναστήσει ταῦτα εἰς τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν

γυναικῶν ὅτι ἐξεληλύθασιν ἀπrsquo αὐτῶν

XVI

1 ἀπὸ ἡμέρας σφαγῆς καὶ ἀπωλείας καὶ θανάτου ἀφrsquo ὧν τὰ πνεύματα

ἐκπορευόμενα ἐκ τῆς ψυχῆς τῆς σαρκὸς αὐτῶν ἔσται ἀφανίζοντα χωρὶς

κρίσεωςmiddot οὕτως ἀφανίσουσιν μέχρις ἡμέρας τελειώσεως τῆς κρίσεως τῆς

μεγάλης ἐν ᾗ ὁ αἰὼν ὁ μέγας τελεσθήσεται

2 καὶ νῦν ἐγρηγόροις τοῖς πέμψασίν σε ἐρωτῆσαι περὶ αὐτῶν οἵτινες ἐν

οὐρανῷ ἦσαν

3 Ὑμεῖς ἐν τῷ οὐρανῷ ἦτε καὶ πᾶν μυστήριον ὃ οὐκ ἀνεκαλύφθη ὑμῖν καὶ

μυστήριον τὸ ἐκ τοῦ θεοῦ γεγενημένον ἔγνωτε καὶ τοῦτο ἐμηνύσατε ταῖς

γυναιξὶν ἐν ταῖς σκληροκαρδίαις ὑμῶν καὶ ἐν τῷ μυστηρίῳ τούτῳ

πληθύνουσιν αἱ θήλειαι καὶ οἱ ἄνθρωποι τὰ κακὰ ἐπὶ τῆς γῆς

4 εἶπον οὖν αὐτοῖς Οὐκ ἔστιν εἰρήνη

XVII

1 Καὶ παραλαβόντες με εἴς τινα τόπον ἀπήγαγον ἐν ᾧ οἱ ὄντες ἐκεῖ

γίνονται ὡς πῦρ φλέγον καὶ ὅταν θέλωσιν φαίνονται ὡσεὶ ἄνθρωποι

2 Καὶ ἀπήγαγόν με εἰς ζοφώδη τόπον καὶ εἰς ὄρος οὗ ἡ κεφαλὴ ἀφικνεῖτο

εἰς τὸν οὐρανόν

3 καὶ εἶδον τόπον τῶν φωστήρων καὶ τοὺς θησαυροὺς τῶν ἀστέρων καὶ

τῶν βροντῶν καὶ εἰς τὰ ἀεροβαθῆ ὅπου τόξον πυρὸς καὶ τὰ βέλη καὶ τὰς

θήκας αὐτῶν καὶ τὰς ἀστραπὰς πάσας

4 Καὶ ἀπήγαγόν με μέχρι ὑδάτων καὶ μέχρι πυρὸς δύσεως ὅ ἐστιν καὶ

παρέχον πάσας τὰς δύσεις τοῦ ἡλίου

5 καὶ ἤλθομεν μέχρι ποταμοῦ πυρός ἐν ᾧ κατατρέχει τὸ πῦρ ὡς ὕδωρ καὶ

ῥέει εἰς θάλασσαν μεγάλην δύσεως

6 ἴδον τοὺς μεγάλους ποταμούς καὶ μέχρι τοῦ μεγάλου ποταμοῦ καὶ μέχρι

23

τοῦ μεγάλου σκότους κατήντησα καὶ ἀπῆλθον ὅπου πᾶσα σὰρξ οὐ

περιπατεῖ

7 ἴδον τοὺς ἀνέμους τῶν γνόφων τοὺς χειμερινοὺς καὶ τὴν ἔκχυσιν τῆς

ἀβύσσου πάντων ὑδάτων

8 ἴδον τὸ στόμα τῆς γῆς πάντων τῶν ποταμῶν καὶ τὸ στόμα τῆς ἀβύσσου

XVIII

1 ἴδον τοὺς θησαυροὺς τῶν ἀνέμων πάντων ἴδον ὅτι ἐν αὐτοῖς ἐκόσμησεν

πάσας τὰς κτίσεις καὶ τὸν θεμέλιον τῆς γῆς καὶ τὸν λίθον ἴδον τῆς γωνίας

τῆς γῆς

2 ἴδον τοὺς τέσσαρας ἀνέμους τὴν γῆν βαστάζοντας

3 καὶ τὸ στερέωμα τοῦ οὐρανοῦ καὶ αὐτοὶ ἱστᾶσιν μεταξὺ γῆς καὶ

οὐρανοῦ

4 ἴδον ἀνέμους τῶν οὐρανῶν στρέφοντας καὶ διανεύοντας τὸν τροχὸν τοῦ

ἡλίου καὶ πάντας τοὺς ἀστέρας

5 ἴδον τοὺς ἐπὶ τῆς γῆς ἀνέμους βαστάζοντας ἐν νεφέλῃ ἴδον πέρατα τῆς

γῆς τὸ στήριγμα τοῦ οὐρανοῦ ἐπάνω

6 Παρῆλθον καὶ ἴδον τόπον καιόμενον νυκτὸς καὶ ἡμέρας ὅπου τὰ ἑπτὰ

ὄρη ἀπὸ λίθων πολυτελῶν [τρία] εἰς ἀνατολὰς καὶ τρία εἰς νότον

βάλλοντα

7 καὶ τὰ μὲν πρὸς ἀνατολὰς ἀπὸ λίθου χρώματος τὸ δὲ ἦν ἀπὸ λίθου

μαργαρίτου καὶ τὸ ἀπὸ λίθου ταθέν τὸ δὲ κατὰ νότον ἀπὸ λίθου πυρροῦmiddot

8 τὸ δὲ μέσον αὐτῶν ἦν εἰς οὐρανόν ὥσπερ θρόνος θεοῦ ἀπὸ λίθου φουκά

καὶ ἡ κορυφὴ τοῦ θρόνου ἀπὸ λίθου σαφφείρουmiddot

9 καὶ πῦρ καιόμενον ἴδον κἀπέκεινα τῶν ὀρέων τούτων

10 τόπος ἐστὶν πέρας τῆς μεγάλης γῆςmiddot ἐκεῖ συντελεσθήσονται οἱ οὐρανοί

11 καὶ ἴδον χάσμα μέγα εἰς τοὺς στύλους τοῦ πυρὸς καταβαίνοντας καὶ

οὐκ ἦν μέτρον οὔτε εἰς βάθος οὔτε εἰς ὕψος

12 καὶ ἐπέκεινα τοῦ χάσματος τούτου ἴδον τόπον ὅπου οὐδὲ στερέωμα

οὐρανοῦ ἐπάνω οὔτε γῆ ᾖ τεθεμελιωμένη ὑποκάτω αὐτοῦ οὔτε ὕδωρ ἦν

ὑπὸ αὐτὸ οὔτε πετεινόν ἀλλὰ τόπος ἦν ἔρημος καὶ φοβερός

13 ἐκεῖ ἴδον ἑπτὰ ἀστέρας ὡς ὄρη μεγάλα καιόμενα περὶ ὧν

πυνθανομένῳ μοι

14 εἶπεν ὁ ἄγγελος Οὗτός ἐστιν ὁ τόπος τὸ τέλος τοῦ οὐρανοῦ καὶ γῆςmiddot

δεσμωτήριον τοῦτο ἐγένετο τοῖς ἄστροις καὶ ταῖς δυνάμεσιν τοῦ οὐρανοῦ

15 καὶ οἱ ἀστέρες οἱ κυλιόμενοι ἐν τῷ πυρί οὗτοί εἰσιν οἱ παραβάντες

πρόσταγμα κυρίου ἐν ἀρχῇ τῆς ἀνατολῆς αὐτῶν - ὅτι τόπος ἔξω τοῦ

οὐρανοῦ κενός ἐστιν - ὅτι οὐκ ἐξῆλθαν ἐν τοῖς καιροῖς αὐτῶν

16 καὶ ὀργίσθη αὐτοῖς καὶ ἔδησεν αὐτοὺς μέχρι καιροῦ τελειώσεως αὐτῶν

ἁμαρτίας laquoαὐτῶνraquo ἐνιαυτῶν μυρίων

XIX

1 Καὶ εἶπέν μοι Οὐριήλ Ἐνθάδε οἱ μιγέντες ἄγγελοι ταῖς γυναιξὶν

στήσονται καὶ τὰ πνεύματα αὐτῶν πολύμορφα γενόμενα λυμαίνεται τοὺς

ἀνθρώπους καὶ πλανήσει αὐτοὺς ἐπιθύειν τοῖς δαιμονίοις μέχρι τῆς

μεγάλης κρίσεως ἐν ᾗ κριθήσονται εἰς ἀποτελείωσιν

2 καὶ αἱ γυναῖκες αὐτῶν τῶν παραβάντων ἀγγέλων εἰς σειρῆνας

γενήσονται

3 κἀγὼ Ἑνὼχ ἴδον τὰ θεωρήματα μόνος τὰ πέρατα πάντων καὶ οὐ μὴ ἴδῃ

οὐδὲ εἷς ἀνθρώπων ὡς ἐγὼ ἴδον

XX

1 Ἄγγελοι τῶν δυνάμεων

24

2 Οὐριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ταρτάρου

3 Ῥαφαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων τῶν ἀνθρώπων

4 Ῥαγουήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐκδικῶν τὸν κόσμον τῶν

φωστήρων

5 Μιχαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν τοῦ λαοῦ ἀγαθῶν

τεταγμένος καὶ ἐπὶ τῷ χάῳ

6 Σαριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων οἵτινες ἐπὶ τῷ

πνεύματι ἁμαρτάνουσιν

7 Γαβριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τοῦ παραδείσου καὶ τῶν

δρακόντων καὶ χερουβείν ἀρχαγγέλων ὀνόματα ἑπτά

XXI

1 Καὶ ἐφώδευσα ἕως τῆς ἀκατασκευάστου

2 κἀκεῖ ἐθεασάμην ἔργον φοβερόνmiddot ἑώρακα οὔτε οὐρανὸν ἐπάνω οὔτε γῆν

τεθέαμαι τεθεμελιωμένην ἀλλὰ τόπον ἀκατασκεύαστον καὶ φοβερόν

3 καὶ ἐκεῖ τεθέαμαι ἑπτὰ τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ δεδεμένους καὶ

ἐρριμμένους ἐν αὐτῷ ὁμοίους ὄρεσιν μεγάλοις καὶ ἐν πυρὶ καιομένους

4 τότε εἶπον Διὰ ποίαν αἰτίαν ἐπεδέθησαν καὶ διὰ τί ὧδε ἐρίφησαν

5 τότε εἶπέν μοι Οὐριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν - καὶ

αὐτὸς ἡγεῖτο αὐτῶν - καὶ εἶπέν μοι Ἑνώχ περὶ τίνος ἐρωτᾷς ἢ περὶ τίνος

τὴν ἀλήθειαν φιλοσπευδεῖς

6 οὗτοί εἰσιν τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ οἱ παραβάντες τὴν ἐπιταγὴν τοῦ

κυρίου καὶ ἐδέθησαν ὧδε μέχρι τοῦ πληρῶσαι μύρια ἔτη τὸν χρόνον τῶν

ἁμαρτημάτων αὐτῶν

7 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον τούτου φοβερώτερον καὶ τεθέαμαι

ἔργα φοβερώτερα πῦρ μέγα ἐκεῖ καιόμενον καὶ φλεγόμενον καὶ διακοπὴν

εἶχεν ὁ τόπος ἕως τῆς ἀβύσσου πλήρης στύλων πυρὸς μεγάλου

καταφερομένωνmiddot οὔτε μέτρον οὔτε πλάτος ἠδυνήθην ἰδεῖν οὐδὲ εἰκάσαι

8 τότε εἶπον Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος καὶ ὡς δεινὸς τῇ ὁράσει

9 τότε ἀπεκρίθη μοι ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν καὶ εἶπέν

μοι Ἑνώχ διὰ τί ἐφοβήθης οὕτως καὶ ἐπτοήθης καὶ ἀπεκρίθην Περὶ

τούτου τοῦ φοβεροῦ καὶ περὶ τῆς προσόψεως τῆς δεινῆς

10 καὶ εἶπεν Οὗτος ὁ τόπος δεσμωτήριον ἀγγέλωνmiddot ὧδε συνσχεθήσονται

μέχρι αἰῶνος εἰς τὸν αἰῶνα

XXII

1 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον καὶ ἔδειξέν μοι πρὸς δυσμὰς ἄλλο

ὄρος μέγα καὶ ὑψηλόν πέτρας στερεάς

2 καὶ τέσσαρες τόποι ἐν αὐτῷ κοῖλοι βάθος ἔχοντες καὶ λίαν λεῖοι τρεῖς

αὐτῶν σκοτινοὶ καὶ εἷς φωτινός καὶ πηγὴ ὕδατος ἀνὰ μέσον αὐτοῦ καὶ

εἶπον Πῶς λεῖα τὰ κοιλώματα ταῦτα καὶ ὁλοβαθῆ καὶ σκοτινὰ τῇ ὁράσει

3 τότε ἀπεκρίθη Ῥαφαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν καὶ

εἶπέν μοι Οὗτοι οἱ τόποι οἱ κοῖλοι ἵνα ἐπισυνάγωνται εἰς αὐτοὺς τὰ

πνεύματα τῶν ψυχῶν τῶν νεκρῶν εἰς αὐτὸ τοῦτο ἐκρίθησαν ὥδε

ἐπισυνάγεσθαι πάσας τὰς ψυχὰς τῶν ἀνθρώπων

4 καὶ οὗτοι οἱ τόποι εἰς ἐπισύνσχεσιν αὐτῶν ἐποίησαν μέχρι τῆς ἡμέρας

τῆς κρίσεως αὐτῶν καὶ μέχρι τοῦ διορισμοῦ καὶ διορισμένου χρόνου ἐν ᾧ ἡ

κρίσις ἡ μεγάλη ἔσται ἐν αὐτοῖς

5 τεθέαμαι ἀνθρώπους νεκροὺς ἐντυγχάνοντας καὶ ἡ φωνὴ αὐτοῦ μέχρι

τοῦ οὐρανοῦ προέβαινεν καὶ ἐνετύγχανεν

6 καὶ ἠρώτησα Ῥαφαὴλ τὸν ἄγγελον ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν καὶ εἶπα αὐτῷ Τοῦτο

τὸ πνεῦμα τὸ ἐντυγχάνον τίνος ἐστίν διrsquo ὃ οὕτως ἡ φωνὴ αὐτοῦ προβαίνει

25

καὶ ἐντυγχάνει ἕως τοῦ οὐρανοῦ

7 καὶ ἀπεκρίθη μοι λέγων Τοῦτο τὸ πνεῦμά ἐστιν τὸ ἐξελθὸν ἀπὸ Ἄβελ ὃν

ἐφόνευσε Κάιν ὁ ἀδελφός καὶ Ἄβελ ἐντυγχάνει περὶ αὐτοῦ μέχρι τοῦ

ἀπολέσαι τὸ σπέρμα αὐτοῦ ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς καὶ ἀπὸ τοῦ

σπέρματος τῶν ἀνθρώπων ἀφανθῇ τὸ σπέρμα αὐτοῦ

8 Τότε ἠρώτησα περὶ τῶν κυκλωμάτων πάντων διὰ τί ἐχωρίσθησαν ἓν

ἀπὸ τοῦ ἑνός

9 καὶ ἀπεκρίθη μοι λέγων Οὗτοι οἱ τρεῖς ἐποιήθησαν χωρίζεσθαι τὰ

πνεύματα τῶν νεκρῶνmiddot καὶ οὕτως ἐχωρίσθη εἰς τὰ πνεύματα τῶν δικαίων

οὗ ἡ πηγὴ τοῦ ὕδατος ἐν αὐτῷ φωτινήmiddot

10 καὶ οὕτως ἐκτίσθη τῶν ἁμαρτωλῶν ὅταν ἀποθάνωσιν καὶ ταφῶσιν εἰς

τὴν γῆν καὶ κρίσις οὐκ ἐγενήθη ἐπrsquo αὐτῶν ἐν τῇ ζωῇ αὐτῶν

11 ὧδε χωρίζεται τὰ πνεύματα αὐτῶν εἰς τὴν μεγάλην βάσανον ταύτην

μέχρι τῆς μεγάλης ἡμέρας τῆς κρίσεως τῶν μαστίγων καὶ τῶν βασάνων

τῶν κατηραμένων μέχρι αἰῶνοςmiddot ἦν ἀνταπόδοσις τῶν πνευμάτωνmiddot ἐκεῖ

δήσει αὐτοὺς μέχρις αἰῶνος

12 καὶ οὕτως ἐχωρίσθη τοῖς πνεύμασιν τῶν ἐντυγχανόντων οἵτινες

ἐνφανίζουσιν περὶ τῆς ἀπωλείας ὅταν φονευθῶσιν ἐν ταῖς ἡμέραις τῶν

ἁμαρτωλῶν

13 καὶ οὕτως ἐκτίσθη τοῖς πνεύμασιν τῶν ἀνθρώπων ὅσοι οὐκ ἔσονται

ὅσιοι ἀλλὰ ἁμαρτωλοί καὶ μετὰ τῶν ἀνόμων ἔσονται μέτοχοι τὰ δὲ

πνεύματα ὅτι οἱ ἐνθάδε θλιβέντες ἔλαττον κολάζονται αὐτῶν οὐ

τιμωρηθήσονται ἐν ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως οὐδὲ μὴ μετεγερθῶσιν ἐντεῦθεν

14 Τότε ηὐλόγησα τὸν κύριον τῆς δόξης καὶ εἶπα Εὐλογητὸς εἶ Κύριε ὁ τῆς

δικαιοσύνης κυριεύων τοῦ αἰῶνος

XXIII

1 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον πρὸς δυσμὰς τῶν περάτων τῆς γῆς

2 καὶ ἐθεασάμην πῦρ διατρέχον καὶ οὐκ ἀναπαυόμενον οὐδὲ ἐλλεῖπον τοῦ

δρόμου ἡμέρας καὶ νυκτὸς ἅμα διαμένον

3 καὶ ἠρώτησα λέγων Τί ἐστιν τὸ μὴ ἔχον ἀνάπαυσιν

4 τότε ἀπεκρίθη μοι Ῥαγουήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν

Οὗτος ὁ δρόμος τοῦ πυρὸς τὸ πρὸς δυσμὰς πῦρ τὸ ἐκδιῶκόν ἐστιν πάντας

τοὺς φωστῆρας τοῦ οὐρανοῦ

XXIV

1 Καὶ ἔδειξέν μοι ὄρη πυρὸς καιόμενα νυκτός

2 καὶ ἐπέκεινα αὐτῶν ἐπορεύθην καὶ ἐθεασάμην ἑπτὰ ὄρη ἔνδοξα πάντα

ἑκάτερα τοῦ ἑκατέρου διαλλάσσοντα ὧν οἱ λίθοι ἔντιμοι τῇ καλλονῇ καὶ

πάντα ἔντιμα καὶ ἔνδοξα καὶ εὐειδῆ τρία ἐπrsquo ἀνατολὰς ἐστηριγμένα ἐν τῷ

ἑνί καὶ τρία ἐπὶ νότον ἐν τῷ ἑνὶ καὶ φάραγγες βαθεῖαι καὶ τραχεῖαι μία τῇ

μιᾷ οὐκ ἐγγίζουσαι

3 καὶ τῷ ὄρει ἕβδομον ὄρος ἀνὰ μέσον τούτων καὶ ὑπερεῖχεν τῷ ὕψει

ὅμοιον καθέδρᾳ θρόνου καὶ περιεκύκλου δένδρα αὐτῷ εὐειδῆ

4 καὶ ἦν ἐν αὐτοῖς δένδρον ὃ οὐδέποτε ὤσφρανμαι καὶ οὐδεὶς ἕτερος αὐτῷ

ηὐφράνθη καὶ οὐδὲν ἕτερον ὅμοιον αὐτῷmiddot ὀσμὴν εἶχεν εὐωδεστέραν

πάντων ἀρωμάτων καὶ τὰ φύλλα αὐτοῦ καὶ τὸ ἄνθος καὶ τὸ δένδρον οὐ

φθίνει εἰς τὸν αἰῶνα οἱ δὲ περὶ τὸν καρπὸν ὡσεὶ βότρυες φοινίκων

5 τότε εἶπον ὡς καλὸν τὸ δένδρον τοῦτό ἐστιν καὶ εὐῶδες καὶ ὡραῖα τὰ

φύλλα καὶ τὰ ἄνθη αὐτοῦ ὡραῖα τῇ ὁράσει

6 τότε ἀπεκρίθη μοι Μιχαήλ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν - καὶ

αὐτὸς αὐτῶν ἡγεῖτο ndash

26

XXV

1 καὶ εἶπέν μοι Ἑνώχ τί ἐρωτᾷς καὶ τί ἐθαύμασας ἐν τῇ ὀσμῇ τοῦ δένδρου

καὶ διὰ τί θέλεις τὴν ἀλήθειαν μαθεῖν

2 τότε ἀπεκρίθην αὐτῷ Περὶ πάντων εἰδέναι θέλω μάλιστα δὲ περὶ τοῦ

δένδρου τούτου σφόδρα

3 καὶ ἀπεκρίθη λέγων Τοῦτο τὸ ὄρος τὸ ὑψηλόν οὗ ἡ κορυφὴ ὁμοία

θρόνου θεοῦ καθέδρα ἐστὶν οὗ καθίζει ὁ μέγας κύριος ὁ ἅγιος τῆς δόξης ὁ

βασιλεὺς τοῦ αἰῶνος ὅταν καταβῇ ἐπισκέψασθαι τὴν γῆν ἐπrsquo ἀγαθῷ

4 καὶ τοῦτο τὸ δένδρον εὐωδίας καὶ οὐδεμία σὰρξ ἐξουσίαν ἔχει ἅψασθαι

αὐτοῦ μέχρι τῆς μεγάλης κρίσεως ἐν ᾗ ἐκδίκησις πάντων καὶ τελείωσις

μέχρις αἰῶνοςmiddot τότε δικαίοις καὶ ὁσίοις δοθήσεται

5 ὁ καρπὸς αὐτοῦ τοῖς ἐκλεκτοῖς εἰς ζωὴν εἰς βορρᾶν καὶ

μεταφυτευθήσεται ἐν τόπῳ ἁγίῳ παρὰ τὸν οἶκον τοῦ θεοῦ βασιλέως τοῦ

αἰῶνος

6 τότε εὐφρανθήσονται εὐφραινόμενοι καὶ χαρήσονται καὶ εἰς τὸ ἅγιον

εἰσελεύσονταιmiddot αἱ ὀσμαὶ αὐτοῦ ἐν τοῖς ὀστέοις αὐτῶν καὶ ζωὴν πλείονα

ζήσονται ἐπὶ γῆς ἣν ἔζησαν οἱ πατέρες σου καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτῶν καὶ

βάσανοι καὶ πληγαὶ καὶ μάστιγες οὐχ ἅψονται αὐτῶν

7 Τότε ηὐλόγησα τὸν θεὸν τῆς δόξης τὸν βασιλέα τοῦ αἰῶνος ὃς

ἡτοίμασεν ἀνθρώποις τὰ τοιαῦτα δικαίοις καὶ αὐτὰ ἔκτισεν καὶ εἶπεν

δοῦναι αὐτοῖς

XXVI

1 Καὶ ἐκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς τὸ μέσον τῆς γῆς καὶ ἴδον τόπον

ηὐλογημένον ἐν ᾧ δένδρα ἔχοντα παραφυάδας μενούσας καὶ βλαστούσας

τοῦ δένδρου ἐκκοπέντος

2 κἀκεῖ τεθέαμαι ὄρος ἅγιονmiddot ὑποκάτω τοῦ ὄρους ὕδωρ ἐξ ἀνατολῶν καὶ

τὴν δύσιν εἶχεν πρὸς νότον

3 καὶ ἴδον πρὸς ἀνατολὰς ἄλλο ὄρος ὑψηλότερον τούτου καὶ ἀνὰ μέσον

αὐτοῦ φάραγγα βαθεῖαν οὐκ ἔχουσαν πλάτος καὶ διrsquo αὐτῆς ὕδωρ

πορεύεται ὑποκάτω ὑπὸ τὸ ὄρος

4 καὶ πρὸς δυσμὰς τούτου ἄλλο ὄρος ταπεινότερον αὐτοῦ καὶ οὐκ ἔχον

ὕψος καὶ φάραγγα βαθεῖαν καὶ ξηρὰν ἀνὰ μέσον αὐτῶν καὶ ἄλλην

φάραγγα βαθεῖαν καὶ ξηρὰν ἐπrsquo ἄκρων τῶν τριῶν ὀρέων

5 καὶ πᾶσαι φάραγγές εἰσιν βαθεῖαι ἐκ πέτρας στερεᾶς καὶ δένδρον οὐκ

ἐφυτεύετο ἐπrsquo αὐτάς

6 καὶ ἐθαύμασα περὶ τῆς φάραγγος καὶ λίαν ἐθαύμασα

XXVII

1 καὶ εἶπον Διὰ τί ἡ γῆ αὕτη ἡ εὐλογημένη καὶ πᾶσα πλήρης δένδρων

αὐτὴ δὲ ἡ φάραγξ κεκατηραμένη ἐστίν

2 γῆ κατάρατος τοῖς κεκατηραμένοις ἐστὶν μέχρι αἰῶνος ὧδε

ἐπισυναχθήσονται πάντες οἱ κεκατηραμένοι οἵτινες ἐροῦσιν τῷ στόματι

αὐτῶν κατὰ Κυρίου φωνὴν ἀπρεπῆ καὶ περὶ τῆς δόξης αὐτοῦ σκληρὰ

λαλήσουσιν ὧδε ἐπισυναχθήσονται καὶ ὧδε ἔσται τὸ οἰκητήριον

3 ἐπrsquo ἐσχάτοις αἰῶσιν ἐν ταῖς ἡμέραις τῆς κρίσεως τῆς ἀληθινῆς ἐναντίον

τῶν δικαίων εἰς τὸν ἅπαντα χρόνον ὧδε εὐλογήσουσιν οἱ ἀσεβεῖς τὸν

κύριον τῆς δόξης τὸν βασιλέα τοῦ αἰῶνοςmiddot

4 ἐν ταῖς ἡμέραις τῆς κρίσεως αὐτῶν εὐλογήσουσιν ἐν ἐλέει ὡς ἐμέρισεν

αὐτοῖς

5 Τότε ηὐλόγησα τὸν κύριον τῆς δόξης καὶ τὴν δόξαν αὐτοῦ ἐδήλωσα καὶ

ὕμνησα μεγαλοπρεπῶς

27

XXVIII

1 Καὶ ἐκεῖθεν ἐπορεύθην εἰς τὸ μέσον Μανδοβαρά καὶ ἴδον αὐτὸ ἔρημονmiddot

καὶ αὐτὸ μόνον

2 πλήρης δένδρων καὶ ἀπὸ τῶν σπερμάτων ὕδωρ ἄνομβρον ἄνωθεν

φερόμενον

3 ὡς ὑδραγωγὸς δαψιλὴς ὡς πρὸς βορρᾶν ἐπὶ δυσμῶν πάντοθεν ἀνάγει

ὕδωρ καὶ δρόσον

XXIX

1 Ἔτι ἐκεῖθεν ἐπορεύθην εἰς ἄλλον τόπον ἐν τῷ Βαβδηρά καὶ πρὸς

ἀνατολὰς τοῦ ὄρους τούτου ᾠχόμην

2 καὶ ἴδον κρίσεως δένδρα πνέοντα ἀρωμάτων λιβάνων καὶ ζμύρνας καὶ

τὰ δένδρα αὐτῶν ὅμοια καρύαις

XXX

1 Καὶ ἐπέκεινα τούτων ᾠχόμην πρὸς ἀνατολὰς μακράν καὶ ἴδον τόπον

ἄλλον μέγαν φάραγγα ὕδατος

2 ἐν ᾧ καὶ δένδρα χρόα ἀρωμάτων ὁμοίων σχίνῳ

3 καὶ τὰ παρὰ τὰ χείλη τῶν φαράγγων τούτων ἴδον κιννάμωμον

ἀρωμάτωνmiddot καὶ ἐπέκεινα τούτων ᾠχόμην πρὸς ἀνατολάς

XXXI

1 καὶ ἴδον ἄλλα ὄρη καὶ ἐν αὐτοῖς ἄλση δένδρων καὶ ἐκπορευόμενον ἐξ

αὐτῶν νέκταρ τὸ καλούμενον σαρρὰν καὶ χαλβάνη

2 καὶ ἐπέκεινα τῶν ὀρέων τούτων ἴδον ἄλλο ὄρος πρὸς ἀνατολὰς τῶν

περάτων τῆς γῆς καὶ πάντα τὰ δένδρα πλήρη ἐξαυτῆς ἐν ὁμοιώματι

ἀμυγδάλων

3 ὅταν τριβῶσινmiddot διὸ εὐωδέστερον ὑπὲρ πάντων τῶν ἀρωμάτων

XXXII

1 εἰς βορρᾶν πρὸς ἀνατολὰς τεθέαμαι ἑπτὰ ὄρη πλήρη νάρδου χρηστοῦ

καὶ σχίνου καὶ κινναμώμου καὶ πιπέρεως

2 Καὶ ἐκεῖθεν ἐφώδευσα ἐπὶ τὰς ἀρχὰς πάντων τῶν ὀρέων τούτων

μακρὰν ἀπέχων πρὸς ἀνατολὰς τῆς γῆς καὶ διέβην ἐπάνω τῆς ἐρυθρᾶς

θαλάσσης καὶ ᾠχόμην ἐπrsquo ἄκρων καὶ ἀπὸ τούτου διέβην ἐπάνω τοῦ

Ζωτιήλ

3 καὶ ἦλθον πρὸς τὸν παράδεισον τῆς δικαιοσύνης καὶ ἴδον μακρόθεν τῶν

δένδρων τούτων δένδρα πλείονα καὶ μεγάλα δύο μὲν ἐκεῖ μεγάλα σφόδρα

καλὰ καὶ ἔνδοξα καὶ μεγαλοπρεπῆ καὶ τὸ δένδρον τῆς φρονήσεως οὗ

ἐσθίουσιν ἅγιοι τοῦ καρποῦ αὐτοῦ καὶ ἐπίστανται φρόνησιν μεγάλην

4 ὅμοιον τὸ δένδρον ἐκεῖνο στροβιλέᾳ τὸ ὕψος τὰ δὲ φύλλα αὐτοῦ κερατίᾳ

ὅμοια ὁ δὲ καρπὸς αὐτοῦ ὡσεὶ βότρυες ἀμπέλου ἱλαροὶ λίαν ἡ δὲ ὀσμὴ

αὐτοῦ διέτρεχεν πόρρω ἀπὸ τοῦ δένδρου

5 τότε εἶπον ὡς καλὸν τὸ δένδρον καὶ ὡς ἐπίχαρι τῇ ὁράσει

6 τότε ἀπεκρίθη Ῥαφαήλ ὁ ἅγιος ἄγγελος ὁ μετrsquo ἐμοῦ ὤν Τοῦτο τὸ

δένδρον φρονήσεως ἐξ οὗ ἔφαγεν ὁ πατήρ σου

LXXXIX

42 Καὶ οἱ κύνες ἤρξαντο κατεσθίειν τὰ πρόβατα καὶ οἱ ὕες καὶ οἱ ἀλώπεκες

κατήσθιον αὐτά μέχρι οὗ ἤγειρεν ὁ κύριος τῶν προβάτων κριὸν ἕνα ἐκ

τῶν προβάτων

43 καὶ ὁ κριὸς οὗτος ἤρξατο κερατίζειν καὶ ἐπιδιώκειν ἐν τοῖς κέρασιν καὶ

ἐνετίνασσεν εἰς τοὺς ἀλώπεκας καὶ μετrsquo αὐτοὺς εἰς τοὺς ὕαςmiddot καὶ

ἀπώλεσεν ὕας πολλούς καὶ μετrsquo αὐτοὺς [ἐλυμήνα]το τοὺς κύνας

44 καὶ τὰ πρόβατα ὧν οἱ ὀφθαλμοὶ ἠνοίγησαν ἐθεάσαντο τὸν κριὸν τὸν ἐν

28

τοῖς προβάτοις ἕως οὗ ἀφῆκεν τὴν ὁδὸν αὐτοῦ καὶ ἤρξατο πορεύεσθαι

ἀνοδίᾳ

45 καὶ ὁ κύριος τῶν προβάτων ἀπέστειλεν τὸν ἄρνα τοῦτον ἐπὶ ἄρνα

ἕτερον τοῦ στῆσαι αὐτὸν εἰς κριὸν ἐν ἀρχῇ τῶν προβάτων ἀντὶ τοῦ κριοῦ

τοῦ ἀφέντος τὴν ὁδὸν αὐτοῦ

46 καὶ ἐπορεύθη πρὸς αὐτὸν καὶ ἐλάλησεν αὐτῷ σιγῇ κατὰ μόνας καὶ

ἤγειρεν αὐτὸν εἰς κριὸν καὶ εἰς ἄρχοντα καὶ εἰς ἡγούμενον τῶν προβάτωνmiddot

καὶ οἱ κύνες ἐπὶ πᾶσιν τούτοις ἔθλιβον τὰ πρόβατα

47 [καὶ] ὁ κριὸς ὁ πρῶτος τὸν κριὸν τὸν δεύτερον ἐπεδίωκεν καὶ ἔφυγεν

ἀπὸ προσώπου αὐτοῦmiddot εἶτrsquo ἐθεώρουν τὸν κριὸν τὸν πρῶτον ἕως οὗ ἔπεσεν

ἔμπροσθεν τῶν κυνῶν

48 καὶ ὁ κριὸς ὁ δεύτερος ἀναπηδήσας ἀφηγήσατο τῶν προβάτων

49 καὶ τὰ πρόβατα ηὐξήθησαν καὶ ἐπληθύνθησανmiddot καὶ πάντες οἱ κύνες καὶ

οἱ ἀλώπεκες ἔφυγον ἀπrsquo αὐτοῦ καὶ ἐφοβοῦντο αὐτόν

XC

1

6 [καὶ ἀναγνωσθής]ονται [πάντες] οἱ λόγοι τῶν ἀνομιῶν ὑμῶν ἐν[ώπιον]

τοῦ μεγάλου ἁγίου κατὰ πρόσωπον ὑμῶνmiddot εἶτrsquo ἀναφελεῖ τὰ πάντα ἔργα τὰ

μετασχόντα ἐν τῇ ἀνομίᾳ

7 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἁμαρτωλοὶ [οἱ] ἐν μέσῳ τῆς θαλάσσης καὶ ἐπὶ τῆς ξηρᾶς

ὄντεςmiddot μνημόσυνον εἰς ὑμᾶς κακόν

8 οὐαὶ ὑμῖν οἱ κτώμενοι χρυσίον καὶ ἀργύριον οὐκ ἀπὸ δικαιοσύνης καὶ

ἐρεῖτε πλούτῳ πεπλουτήκαμεν καὶ τὰ ὑπάρχοντα ἐσχήκαμεν καὶ

κεκτήμεθα

9 καὶ πᾶν ὃ ἐὰν θελήσωμεν ποιήσωμεν ὅτι ἀργύριον τεθησαυρίκαμεν ἐν

τοῖς θησαυροῖς ἡμῶν καὶ ἀγαθὰ πολλὰ ἐν ταῖς οἰκίαις ἡμῶν

10 καὶ ὡς ὕδωρ ἐκχυθήσεται πεπλάνησθε ὅτι οὐ μὴ παραμείνῃ ὁ πλοῦτος

ὑμῶν ἀλλὰ ταχὺ [ἀναπτήσεται] ἀπὸ ὑμῶν ὅτι ἀδίκως πάντα κέκτησθεmiddot

καὶ ὑμεῖς εἰς κατάραν μεγάλην παραδοθήσεσθε

XCI

1 καὶ νῦν ὀμνύω ὑμῖν τοῖς φρονίμοις καὶ οὐχὶ τοῖς ἄφροσι ὅτι πολλὰς

ὄψεσθε ἐπὶ τῆς γῆς ἀνομίαςmiddot

2 ὅτι κάλλος περιθήσονται ἄνδρες ὡς γυναῖκες [καὶ] χρῶμα ὡραῖον ὑπὲρ

παρθένους ἐν βασιλείᾳ καὶ μεγαλωσύνῃ καὶ ἐν ἐξουσίᾳ ἔσονται δὲ

ἀργύριον καὶ χρυσίον [παρrsquo] αὐτοῖς εἰς βρώματα καὶ ἐν ταῖς οἰκίαις αὐτῶν

ὡς ὕδωρ ἐκχυθήσονται

3 [διὰ τὸ μ]ὴ ἐπιστήμην αὐτοὺς μηδὲ φρόνησιν μηδεμίαν [ἔχειν] οὕτω

ἀπολεῖσθε κοινῶς μετὰ πάντων [τῶν] ὑπαρχόντων ὑμῶν [καὶ τῆς] πάσης

δόξης καὶ τῆς τιμῆς [ὑμῶν καὶ] εἰς ἀτιμίαν καὶ ἐρήμωσιν [καὶ σφαγὴν]

μεγάλην τ[ὰ πνεύματα ὑμῶν εἰς τὴν κάμινον τοῦ πυρὸς ἐμβληθήσεται]

Four lines are lost

ἐπὶ τὴν [γῆν οὐκ ἀπεστάλη ἀλλrsquo αὐτὴν οἱ ἄνθρω]ποι ἀφrsquo ἑαυτῶν [ἔκτισαν

καὶ εἰς κατάραν] μεγάλην ἀφίξονται οἱ ποιοῦντες [αὐτήν]

5 καὶ δουλεία (στειρα pap) γυναικὶ οὐκ ἐδόθη ἀλλὰ διὰ τὰ ἔργα τῶν

χειρῶνmiddot ὅτι οὐχ ὡρίσθη δούλην εἶναι δούληνmiddot ἄνωθεν οὐκ ἐδόθη ἀλλὰ ἐκ

καταδυναστείας ἐγένετο ὁ[μοίως] οὐδὲ ἡ ἀνομία ἄνωθεν ἐδόθη ἀλλrsquo ἐκ

παραβάσεως ὁμοίως οὐδὲ στεῖρα γυνὴ ἐκτίσθη ἀλλrsquo ἐξ ἰδίων ἀδικημάτων

ἐπετιμήθη ἀτεκνίᾳ [καὶ] ἄτεκνος ἀποθανεῖται

6 ὀμνύω ὑμῖν ἁμαρτωλοὶ κατὰ τοῦ ἁγίου τοῦ μεγάλου ὅτι τὰ ἔργα ὑμῶν τὰ

πονηρὰ ἔσται ἀνακεκαλυμμένα ἐν τῷ οὐρανῷmiddot οὐκ ἔσται ὑμῖν ἔργον

29

ἀποκεκρυμμένον ἄδικον

7 μὴ ὑπολάβητε τῇ ψυχῇ ὑμῶν μηδὲ ὑπολάβητε τῇ καρδίᾳ ὑμῶν ὅτι οὐ

γινώσκουσιν οὐδὲ βλέπουσιν οὐδὲ τὰ ἀδικήματα ὑμῶν θεωρεῖται οὐδὲ

ἀπογράφεται αὐτὰ ἐνώπιον τοῦ ὑψίστου ἀπὸ τοῦ [νῦν] ἐπιγνῶτε ὅτι

πάντα τὰ ἀδικήματα ὑμῶν ἀπογράφονται ἡμέραν ἐξ [ἡμέρας] μέχρι τῆς

κρίσεως ὑμῶν

9 οὐαὶ ὑμῖν ἄφρονες ὅτι ἀπολεῖσθε διὰ τὴν ἀφροσύνην ὑμῶν καὶ τῶν

[φρονίμων] οὐ μὴ ἀκούσητε καὶ τὰ ἀγαθὰ οὐκ ἀπαντήσει ὑμῖν τὰ δὲ κακὰ

[περιέξει] ὑμᾶς

10 καὶ νῦν γινώσκετε ὅτ[ι ἡτοίμασται] ὑμῖν εἰς ἡμέραν ἀπωλείας [μὴ

ἐλπίζε]τε σωθῆναι ἁμαρτωλοίmiddot ἀπ[ελθόντες] ἀποθάνετε γινώσκοντε[ς ὅτι

ἡτοίμας]ται εἰς ἡμέραν κρίσεως μ[εγάλης καὶ στε]νοχωρίας μείζονος τ[οῖς

πνεύμασιν ὑμῶν]

11 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ σκληροτράχηλοι τῇ καρδίᾳ ποιοῦντες τὸ κα[κὸν καὶ

ἔσθοντες αἷμα πόθ]εν ὑμῖν ἔσο[νται ἀγαθὰ ἵνα φάγητε ] Four lines are

lost

12 [ἔργα τῆ]ς ἀδικίαςmiddot διότι ἐλπίδας κα[λὰς ἔχετε ὑμῖ]ν νῦν γνωστὸν ὑμῖν

ἔστω ὅτι εἰς [χεῖρας τ]ῶν δικαίων παραδοθήσεσθε καὶ ἀποκτενοῦσιν ὑμᾶς

καὶ οὐ μὴ φείσονται ὑμῶν

13 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἐπιχαίροντες τοῖς κακοῖς τῶν δικαίωνmiddot τάφος ὑμῶν οὐ μὴ

ὀρυγῇ

14 οὐαὶ ὑμῖν οἱ βουλόμενοι ἀκυρῶσαι τοὺς λόγους τῶν δικαίωνmiddot οὐ μὴ

γένηται ὑμῖν ἐλπὶς σωτηρίας

15 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ γράφοντες λόγους ψευδεῖς καὶ λόγους πλανήσεωςmiddot αὐτοὶ

γράφουσιν καὶ πολλοὺς ἀποπλανήσουσιν τοῖς ψεύδεσιν αὐτῶνmiddot

16 πλανᾶσθε ὑμεῖς αὐτοὶ καὶ οὐκ ἔστιν ὑμῖν χαίρειν ἀλλὰ ταχέως

ἀπολεῖσθε

XCII

1 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ ποιοῦντες πλανήματα καὶ τοῖς ἔργοις τοῖς ψευδέσιν

λαμβάνοντες τιμὴν καὶ δόξανmiddot ἀπολώλατε οὐκ ἔστιν ὑμῖν σωτηρία εἰς

ἀγαθόν

2 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἐξαλλοιοῦντες τοὺς λόγους τοὺς ἀληθινούς καὶ

διαστρέφοντες τὴν αἰώνιον διαθήκην καὶ λογιζόμενοι ἑαυτοὺς

ἀναμαρτήτουςmiddot ἐν τῇ γῇ καταποθήσονται

3 τότε ἑτοιμάζεσθε οἱ δίκαιοι καὶ προέχεσθε τὰς ἐντεύξεις ὑμῶν εἰς

μνημόσυνον δίδοτε αὐτὰς ἐν διαμαρτυρίᾳ ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων ὅπως

εἰσαγάγωσιν τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἀδίκων ἐνώπιον τοῦ ὑψίστου θεοῦ εἰς

μνημόσυνονmiddot

4 καὶ τότε συν[ταραχ]θήσονται ἐν [ἡμέρ]ᾳ ἀπωλείας τῆς ἀδικίας

5ndash6 ἐν αὐτῷ [τῷ και]ρῷ ἐκείνῳ αἱ τίκτουσαι ἐκβαλοῦσιν καὶ ἐκσπάσουσιν

καὶ ἐγκαταλείψουσιν [τὸ νήπιο]ν βρέφος καὶ αἱ ἐν γαστρὶ ἔχου[σαι

ἐκτρώσο]υσιν καὶ αἱ θηλάζουσαι ῥίψ[ουσιν τὰ τέκ]να αὐτῶν καὶ οὐ μὴ

ἐπι[στρέψου]σιν ἐπὶ τὰ νήπια αὐτῶν οὐ[δὲ ἐπὶ τὰ θηλά]ζοντα οὐδὲ μὴ

φείσονται

7 [καὶ] οἱ γλύφοντες εἰκόνα[ς ἀργυ]ρᾶς καὶ χρυσᾶς ξυλίνας τε [καὶ

λιθίνας] καὶ ὀστρακίνας καὶ λατρεύ[οντες φαν]τάσμασιν καὶ δαιμονίοι[ς

καὶ βδελύγ]μασιν καὶ πνεύμασιν πονη[ροῖς καὶ] πάσαις ταῖς πλάναις οὐ

κατrsquo ἐπι[στήμην] καὶ πᾶν βοήθημα οὐ μὴ εὕρητε [ἀπrsquo] αὐτῶν

8ndash9 καὶ πλανηθήσονται ἐν ἀφροσύνῃ τῆς καρδίας αὐτῶν καὶ τὰ ὁράματα

τῶν ἐνυπνίων καταπλανήσουσιν ὑμᾶς ὑμεῖς καὶ τὰ ἔργα ὑμῶν τὰ ψευδῆ ἃ

30

ἐποιήσατε καὶ ἐλαεργ[ήσατε] καὶ ἐπὶ μιᾶς ἀπολεῖσθε

10ndash12 καὶ τότε μακάριοι πάντες οἱ ἀκούσαντες φρονίμων λόγους καὶ

μαθήσονται αὐτούς ποιῆσαι τὰς ἐντολὰς τοῦ ὑψίστου καὶ πορεύσονται ἐν

ὁδοῖς δικαιοσύνης αὐτοῦ καὶ οὐ μὴ πλανήσουσιν μετὰ τῶν πλανώντων καὶ

σωθήσονται

13 οὐαὶ οἱ οἰκοδομοῦντες τὰς οἰκοδομὰς αὐτῶν οὐκ ἐκ κόπων ἰδίων καὶ ἐκ

λίθων καὶ ἐκ πλίνθων πᾶσαν οἰκοδομὴν ποιεῖτε οἷς οὐκ ἔστιν ὑμῖν χά[ρις]

14 οὐαὶ οἱ ἐξουθενοῦντες τὴν θεμελίωσιν καὶ τὴν κληρονομίαν τῶν

πατέρων αὐτῶν τὴν ἀπrsquo αἰῶνος [ὅτι] διώξεται ὑμᾶς πνεῦμα πλανήσεωςmiddot

οὐκ ἔστιν ὑμῖν ἀναπαῦσαι

15 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ποιοῦντες τὴν ἀ[νομίαν] καὶ ἐπιβοηθοῦντες τῇ ἀδι[κίᾳ

φονεύ]οντες τὸν πλησίον αὐτῶ[ν ἕως τῆς] ἡμέρας τῆς κρίσεως τῆς

[μεγάληςmiddot

16 ]ὅτι τότε ἐκτρίψει τὴν δόξ[αν ὑμῶν] καὶ ἐπεγερεῖ τὸν θυμὸν [αὐτοῦ

καθrsquo] ὑμῶν ἀπολεῖ πάντας ὑ[μᾶς ἐν ῥομ]φαίᾳ καὶ πάντες οἱ δί[καιοι

μνημο]νήσουσιν τὰς ἀδικίας [ὑμῶν]

XCIII

1ndash2 καὶ τότε ἐν ἑνὶ τόπῳ [ῥέῃ τὰ α]ἵμα[τα αὐτῶν καὶ ἄνθρωπο]ς οὐκ

[ἀφέξ]ει τὴν [χεῖρα αὐτοῦ ἀπ]ὸ τοῦ υἱοῦ αὐ[τοῦ οὔτrsquo ἀ]πὸ τοῦ ἀγαπητοῦ

αὐτοῦ ἀποκτεῖναι αὐτόν καὶ ὁ ἁμαρτωλὸς ἀπὸ τοῦ ἐντίμου οὔτε ἀπὸ τοῦ

ἀδελφοῦ αὐτοῦmiddot ἐξ ὄρθρων μέχρις οὗ δῦναι τὸν ἥλιον φονευθήσονται ἐπὶ

τὸ αὐτό

3 καὶ διαπορεύσεται ἵππος ἕως τοῦ στήθους αὐτοῦ διὰ τοῦ αἵματος τῶν

ἁμαρτωλῶν καὶ τὸ ἅρμα μέχρι ἀξόνων καταβήσεται

4 καὶ καταβήσονται ἄγγελοι καταδύνοντες εἰς τὰ ἀπόκρυφα ἐν ἡμέρᾳ

ἐκείνῃmiddot οἵτινες ἐβοήθουν τῇ ἀδικίᾳ καὶ συστραφήσονται εἰς ἕνα τόπον καὶ ὁ

ὕψιστος ἐγερθήσεται ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως ποιῆσαι ἐκ πάντων κρίσιν

μεγάλην

5 καὶ τάξει φυλακὴν ἐπὶ πάντας τοὺς δικαίους καὶ ἁγίους τῶν ἁγίων

ἀγγέλων καὶ τηρηθήσονται ὡς κόριον ὀφθαλμοῦ ἕως οὗ ἐκλείπῃ τὰ κακὰ

καὶ ἁμαρτία καὶ ἀπrsquo ἐκείνου ὑπνώσουσιν εὐσεβεῖς ὕπνον ἡδύν καὶ οὐκ

ἔσται οὐκέτι ὁ ἐκφοβῶν αὐτούς

6 τότε ὄψονται οἱ φρόνιμοι τῶν ἀνθρώπων καὶ κατανοήσουσιν οἱ υἱοὶ τῆς

γῆς ἐπὶ τοὺς λόγους τούτους τῆς ἐπιστολῆς ταύτης καὶ γνώσονται ὅτι οὐ

δύναται ὁ πλοῦτος αὐτῶν διασῶσαι αὐτοὺς ἐν τῇ πτώσει τῆς ἀδικίας

7 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἄδικοι ὅταν ἐκθλίβητε τοὺς δικαίους ἐν ἡμέρᾳ ἀνάγκης

στερεᾶς καὶ φυλάξητε αὐτοὺς ἐν πυρί ὅτι κομιεῖσθε κατὰ τὰ ἔργα ὑμῶν

8 οὐαὶ ὑμῖν σκληροκάρδιοι ἀγρυπνοῦντες νοῆσαι τὸ κακόνmiddot περιέχει ὑμᾶς

φόβος καὶ οὐκ ἔστιν ὁ ἀντιλαμβανόμενος ὑμῶν

9 οὐαὶ ὑμῖν πᾶσιν τοῖς ἁμαρτωλοῖς ἐπὶ τοῖς ἔργοις τοῦ στόματος ὑμῶν

οὐαὶ ὑμῖν πᾶσιν τοῖς ἁμαρτωλοῖς ἐπὶ τοῖς λόγοις τοῦ στόματος ὑμῶν καὶ

ἐπὶ τοῖς [ἔργοις] τῶν χειρῶν ὑμῶν ὅτι ἀπὸ τῶν ἁγίων ἔργων

ἀπεπλα[νήθητε]

11 πᾶσα νεφέλη καὶ ὀμίχλη καὶ δρόσος καὶ ὄμβρος ἐπὶ ταῖς ἁμαρτίαις

ὑμῶν

12 δίδοτε οὖν ὄμβρῳ δῶρα ἵνα μὴ [κωλυθῇ κα]ταβῆναι ὑμῖν καὶ δρόσῳ

κα[ὶ νεφέλῃ] καὶ ὀμίχλῃmiddot χρυσίον διαγράψα[τε ἵνα κα]ταβῶσινmiddot

13 ὅτι ἐὰν ἐπιρρίψῃ ἐφrsquo ὑμ[ᾶς χι]ὼν καὶ πάχνη καὶ ψῦχος αὐτῆς καὶ οἱ

ἄνεμοι καὶ ὁ παγετὸς αὐτῶν καὶ πᾶσαι αἱ μάστιγες αὐτῶν οὐ δύνασθε

ὑποστῆναι ἔμπροσθεν ψύχους καὶ τῶν μαστίγων αὐτῶν

31

XCIV

1 κατανοήσατε τοίνουν υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων τὰ ἔργα τοῦ ὑψίστου καὶ

φοβήθητε τοῦ ποιῆσαι τὸ πονηρὸν ἐναντίον αὐτοῦ

2 ἐὰν ἀποκλείσῃ τὰς θυρίδας τοῦ οὐρανοῦ καὶ κωλύσῃ τὴν δρόσον καὶ τὸν

ὄμβρον καταβῆναι εἵνεκα ὑμῶν τί ποιήσετε

3 ἐὰν ἀποστείληται τὸν θυμὸν αὐτοῦ ἐφrsquo ὑμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ ἔργα ὑμῶν οὐχὶ

ἔσεσθε δεόμενοι αὐτοῦ διὰ τί ὑμεῖς λαλεῖτε τῷ στόματι ὑμῶν μεγάλα καὶ

σκληρὰ ἐπὶ τῇ μεγαλωσύνῃ αὐ[τοῦ

4 ὁρᾶ]τε τοὺς ναυκλήρους τοὺς πλωιζομένους τὴν θάλασσαν ὑπὸ τοῦ

κ[λύδω]νος καὶ χειμῶνος σεσαλευμένα τὰ πλοῖα αὐτῶν

5 καὶ χειμαζόμενοι πάντες φοβοῦνται ἔξω δὲ τὰ [ἀγαθὰ πάντα] καὶ τὰ

ὑπάρχοντα αὐτῶν ἐκβάλλουσιν εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ὑποπτεύουσιν ἐν τῇ

καρδίᾳ αὐτῶν ὅτι ἡ [θάλασσα κα]ταπίεται αὐτοὺς καὶ ἐν αὐτ[ῇ

ἀπολοῦν]ται

6 οὐχὶ πᾶσα ἡ θάλασσα καὶ [πάντα τὰ] ὕδατα αὐτῆς ἔργον τοῦ ὑψ[ίστου

ἐστί] καὶ αὐτὸς συνεστήσατο τὰ π[έρατα αὐ]τῶν καὶ συνέδησεν αὐτ[ήν

καὶ περι]έφραξεν αὐτὴν ἄμμῳ

7 [καὶ ἀπὸ τῆς] ἐμβριμήσεως αὐτοῦ φ[οβοῦνται καὶ ξη]ραίνονται καὶ οἱ

ἰχθύες

8 [ γῆν] καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτοῖς καὶ τίς ἔδωκεν ἐπιστήμην πᾶσιν τοῖς

κινουμένοις ἐν τῇ θαλάσσῃ οἱ ναύκληροι τὴν θάλασσαν φοβοῦνται

XCV

1 καὶ ὅταν ἐκβάλῃ ἐφrsquo ὑμᾶς τὸν κλύδωνα τοῦ πυρὸς τῆς καύσεως ὑμῶν

ποῦ ἀποδράντες σωθήσεσθε καὶ ὅταν δῷ ἐφrsquo ὑμᾶς φωνὴν αὐτοῦ

2 ἔσεσθε συνσειόμενοι καὶ φοβούμενοι ἤχῳ μεγάλῳ laquoκαὶraquo τὴν γῆν

σύμπασαν σειομένην καὶ τρέμουσαν καὶ συνταρασσομένην

3 καὶ οἱ ἄγγελοι συντελοῦντες τὸ συνταχθὲν αὐτοῖς καὶ ὁ οὐρανὸς καὶ οἱ

φωστῆρες σειόμενοι καὶ τρέμοντεςmiddot ἅπαντες οἱ υἱοὶ τῆς γῆς καὶ ὑμεῖς

ἁμαρτωλοὶ ἐπικατάρατοι εἰς τὸν αἰῶναmiddot οὐκ ἔστιν ὑμῖν χαίρειν

4 θαρσεῖτε ψυχαὶ τῶν δικαίων τῶν ἀποθανόντων τῶν δικαίων καὶ τῶν

εὐσεβῶν

5 καὶ μὴ λυπεῖσθε ὅτι κατέβησαν αἱ ψυχαὶ ὑμῶν εἰς ᾅδου μετὰ λύπης καὶ

οὐκ ἀπηντήθη τῷ σώματι τῆς σαρκὸς ὑμῶν ἐν τῇ ζωῇ ὑμῶν κατὰ τὴν

ὁσιότητα ὑμῶν ἐπεὶ αἱ ἡμέραι ἃς ἦτε ἡμέραι ἦσαν ἁμαρτωλῶν καὶ

καταράτων ἐπὶ τῆς γῆς

6 ὅταν ἀποθάνητε τότε ἐροῦσιν οἱ ἁμαρτωλοὶ ὅτι εὐσεβεῖς κατὰ τὴν

εἱμαρμένην ἀπεθάνοσαν καὶ τί αὐτοῖς περιεγένετο ἐπὶ τοῖς ἔργοις αὐτῶν

7 καὶ αὐτοὶ ὁμοίως ἡμῖν ἀπεθάνοσαν ἴδετε οὖν ὡς ἀποθνήσκουσιν μετὰ

λύπης καὶ σκότους καὶ τί αὐτοῖς ἐγένετο περισσόν

8 ἀπὸ τοῦ νῦν ἀναστήτωσαν καὶ σωθήτωσαν καὶ ὄψονται εἰς τὸν αἰῶνα

ἡμᾶς φαγεῖν καὶ πεῖν

9 τοιγαροῦν ἁρπάσαι καὶ ἁμαρτάνειν καὶ λωποδυτεῖν καὶ ἐγκτᾶσθαι καὶ

[ἰδεῖν] ἡμέρας ἀγαθάς

10 ἴδετε οὖν οἱ δικαιοῦντες [ἑαυτ]ούς ὁποία ἐγένετο αὐτῶν ἡ καταστροφή

ὅτι πᾶσα δικαιοσύνη οὐχ εὑρέθη ἐν αὐτοῖς ἕως ἀπέθανον καὶ ἀπώλοντο

11 καὶ ἐγένοντο ὡς οὐκ ὄντες καὶ κατέβησαν αἱ ψυχαὶ αὐτῶν μετrsquo ὀδύνης

εἰς ᾅδου

XCVI

1 ἐγὼ ὀμνύω ὑμῖν Three lines are lost

2 ἐπίσταμαι τὸ μυστήριον τοῦτοmiddot ἀν[έγνων] γὰρ τὰς πλάκας τοῦ οὐρανοῦ

32

καὶ εἶδον τὴν γραφὴν ἀναγκαίανmiddot ἔγνων τὰ γ[εγραμμέ]να ἐν αὐταῖς καὶ

ἐγκεκολαμμέν[α περὶ] ὑμῶν

3 ὅτι ἀγαθὰ καὶ ἡ χαρὰ καὶ ἡ τ[ιμὴ] ἡτοίμασται καὶ ἐγγέγραπται ταῖς

ψ[υχαῖς] τῶν ἀποθανόντων εὐσεβῶνmiddot

4 καὶ χαιρήσονται καὶ οὐ μὴ ἀπόλωνται τὰ πνεύματα αὐτῶν οὐδὲ τὸ

μνημόσυνον ἀπὸ προσώπου τοῦ μεγάλου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν

αἰώνων μὴ οὖν φοβεῖσθε τοὺς ὀνειδισμοὺς αὐτῶν

5 καὶ ὑμεῖς οἱ νεκροὶ τῶν ἁμαρτωλῶν ὅταν ἀποθάνητε ἐροῦσιν ἐφrsquo ὑμῖν

μακάριοι ἁμαρτωλοὶ πάσας τὰς ἡμέρας αὐτῶν ὅσας εἴδοσαν ἐν τῇ ζωῇ

αὐτῶν καὶ ἐνδόξως

6 ἀπεθάνοσαν καὶ κρίσις οὐκ ἐγενήθη ἐν τῇ ζωῇ αὐτῶν

7 αὐτοὶ ὑμεῖς γινώσκετε ὅτι εἰς ᾅδου κατάξουσιν τὰς ψυχὰς ὑμῶν

8 καὶ ἐκεῖ ἔσονται ἐν ἀνάγκῃ μεγάλῃ καὶ ἐν σκότει καὶ ἐν παγίδι καὶ ἐν

φλογὶ καιομένῃ καὶ εἰς κρίσιν μεγάλην εἰσελεύσονται αἱ ψυχαὶ ὑμῶν ἐν

πάσαις ταῖς γενεαῖς τοῦ αἰῶνος οὐαὶ ὑμῖν οὐκ ἔστιν ὑμῖν χαίρειν

9 μὴ γὰρ εἴπητε οἱ δίκαιοι ὅσιοι ὄντες ἐν τῇ ζωῇ τῶν ἡμερῶν τῆς θλίψεως

κόπους ἐκοπιάσαμεν καὶ ἀνηλώμεθα καὶ ὀλίγοι ἐγενήθημεν καὶ

ἀντιλήμπτορα οὐχ εὑρήκαμενmiddot

10 συντετριμμένοι καὶ ἀπολώλαμεν καὶ ἀπηλπίσμεθα καὶ μηκέτι εἰδέναι

σωτηρίαν ἡμέραν ἐξ ἡμέρας

11 ἠλπίσαμεν γενέσθαι κεφαλή ἐγενήθημεν κέρ[κοςmiddot ἐκο]πιάσαμεν

ἐργαζόμενοι καὶ τῶν ὀψωνίων οὐ κεκυριεύκαμεν ἐγενήθημεν κατάβρωμα

ἁμαρτωλῶν [οἱ ἄνο]μοι ἐβάρυναν ἐφrsquo ἡμᾶς τὸν ζυγόν

12 οἳ κυριεύουσιν οἱ ἐχθροὶ ἡμῶν ἐγκεντρίζουσιν ἡμᾶς καὶ περικλείουσιν

ἡμᾶςmiddot ἐζητήσαμεν πο[ῦ φύγωμεν] ἀπrsquo αὐτῶν ὅπως ἀναψύχ[ωμεν] three

lines are lost

14 ἐκράξαμεν ἐπὶ τοὺς καταβάλλοντας καὶ βιαζομένους ἡμᾶς καὶ τὰς

ἐντεύξεις ἡμῶν οὐκ ἀπεδέξαντο οὐδὲ ἐβούλοντο ἐπακοῦσαι τῆς φωνῆς

ἡμῶν

15 καὶ οὐκ ἀντελαμβάνοντο ἡμῶν οὐχ εὑρόντες κατὰ τῶν βιαζομένων καὶ

κατεσθόντων ἡμᾶς ἀλλὰ στερεοῦσιν αὐτοὺς ἐφrsquo ἡμᾶςmiddot ἀπέκτειναν ἡμᾶς

καὶ εἰς ὀλίγους ἤγαγον καὶ οὐχ ὑποδεικνύουσιν περὶ τῶν πεφονευμένων

ἡμῶν καὶ οὐκ ἀναμιμνήσκουσιν περὶ τῶν ἁμαρτωλῶν αὐτῶν τὰς

ἁμαρτίας αὐτῶν

XCVII

1 ὀμνύω ὑμῖν ὅτι οἱ ἄγγελοι ἐν τῷ οὐρανῷ ἀναμιμνήσκουσιν [ὑμῶν] εἰς

ἀγαθὸν ἐνώπιον τῆς δόξης τοῦ μεγάλου

2 θαρσεῖτε δὴ ὅτι ἐπαλαιώθητε ἐν τοῖς κακοῖς καὶ ἐν ταῖς θλίψεσινmiddot ὡσεὶ

φωστῆρες τοῦ οὐρανοῦ ἀναλάμψετε καὶ φανεῖτε αἱ θυρίδες τοῦ οὐρανοῦ

ἀνοιχθήσονται ὑμῖν

3ndash4 καὶ ἡ κραυγὴ ὑμῶν ἀκουσθήσεται καὶ ἡ κρίσις ὑμῶν ἣν κράζετε καὶ

φανεῖται ἐφrsquo ὅσα συλλαβήσεται ὑμῖν περὶ τῆς θλίψεως ὑμῶν καὶ ἐκ

πάντων ὅστις μετέσχεν τῶν βιαζομένων καὶ κατεσθόντων ὑμᾶς

5 [μὴ φοβεῖσθε] τὰ κακὰ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως τῆς μεγάλης καὶ οὐ μὴ

εὑρεθῆτε ὡς οἱ ἁμαρτωλοί [ἀλλrsquo ὑμεῖς οἱ ἁμαρτωλοὶ] σκυλήσεσθε καὶ

κρίσις αἰώνιος ἐξ ὑμῶν ἔσται εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν αἰώνων

6 μὴ φοβεῖσθε οἱ δίκαιοι ὅταν ἴδητε τοὺς ἁμαρτωλοὺς κατισχύοντας καὶ

εὐοδουμένους καὶ μὴ μέτοχοι αὐτῶν γίνεσθε ἀλλὰ μακρὰν ἀπέχεσθε ἀπὸ

πάντων τῶν ἀδικημάτων αὐτῶν

7 μὴ γὰρ εἴπητε οἱ ἁμαρτωλοὶ [ὅτι] οὐ μὴ ἐκζητηθῶσιν αἱ ἁμαρτίαι ὑμῶν

33

[ἐξ] ἡμερῶν

8 καὶ νῦν ἀποδεικνύω ὑμῖν ὅτι φῶς καὶ σκότος ἡμέρα καὶ νὺξ

ἐποπτεύουσιν τὰς ἁμαρτίας ὑμῶν πάσας

9 μὴ πλανᾶσθε τῇ καρδίᾳ ὑμῶν μηδὲ ψεύδεσθε μηδὲ ἐξαλλοιώσητε τοὺς

λόγους τῆς ἀληθείας μηδὲ καταψεύδεσθε τῶν [λόγων τοῦ] ἁγίου καὶ μὴ

δότε ἔπαινον ταῖς [εἰκόσιν ὑ]μῶνmiddot οὐ γὰρ εἰς δικαίωμα εἰσάγ[ουσιν πάντα

τὰ ψεύδ]η καὶ πᾶσα [ἡ πλάνη] Two lines are lost

10 τῆς ἀληθείας ἐξαλλοιοῦσιν καὶ ἀντιγράφουσιν οἱ ἁμαρτωλοὶ καὶ

ἀλλάσσουσιν τοὺς πολλούς καὶ ψεύδονται καὶ πλάσσουσιν πλάσματα

μεγάλα καὶ τὰς γραφὰς ἀναγράφουσιν ἐπὶ τοῖς ὀνόμασιν αὐτῶνmiddot

11 καὶ ὄφελον πάντας τοὺς λόγους μου γράφωσιν ἐπrsquo ἀληθείας ἐπὶ τὰ

ὀνόματα αὐτῶν καὶ μήτε ἀφέλωσιν μήτε ἀλλοιώσωσιν τῶν λόγων τούτων

ἀλλὰ πάντα ἐπrsquo ἀληθείας γράφωσιν ἃ ἐγὼ διαμαρτυροῦμαι αὐτοῖς

12 καὶ πάλιν ἐγὼ γινώσκω μυστήριον δεύτερον ὅτι δικαίοις καὶ ὁσίοις καὶ

φρονίμοις δοθήσονται αἱ βίβλοι μου εἰς χαρὰν ἀληθείας

13 καὶ αὐτοὶ πιστεύσουσιν αὐταῖς καὶ ἐν αὐταῖς χαρήσονται καὶ

ἀγαλλιάσονται πάντες οἱ δίκαιοι μαθεῖν ἐξ αὐτῶν πάσας τὰς ὁδοὺς τῆς

ἀληθείας

CVI

1 μετὰ δὲ χρόνον ἔλαβεν Μαθουσάλεκ τῷ υἱῷ μου γυναῖκα καὶ ἔτεκεν

υἱὸν καὶ ἐκάλεσεν τὸ ὄνομα αὐτοῦ Λάμεχ ἐταπεινώθη ἡ δικαιοσύνη μέχρι

τῆς ἡμέρας ἐκείνης καὶ ὅτε εἰς ἡλικίαν ἐπῆλθεν ἔλαβεν αὐτῷ γυναῖκα καὶ

ἔτεκεν αὐτῷ παιδίον

2 καὶ ὅτε ἐγεννήθη τὸ παιδίον ἦν τὸ σῶμα λευκότερον χιόνος καὶ

πυρρότερον ῥόδου τὸ τρίχωμα πᾶν λευκὸν καὶ ὡς ἔρια λευκὰ καὶ οὖλον

καὶ ἔνδοξον καὶ ὅτε ἀνέῳξεν τοὺς ὀφθαλμούς ἔλαμψεν ἡ οἰκία ὡσεὶ

ἥλιος

3 καὶ ἀνέστη ἐκ τῶν χειρῶν τῆς μαίας καὶ ἀνέῳξεν τὸ στόμα καὶ

εὐλόγησεν τῷ κυρίῳmiddot

4 καὶ ἐφοβήθη Λάμεχ ἀπrsquo αὐτοῦ καὶ ἔφυγεν καὶ ἦλθεν πρὸς Μαθουσάλεκ

τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ

5 τέκνον ἐγεννήθη μου ἀλλοῖον οὐχ ὅμοιον τοῖς ἀνθρώποις ἀλλὰ τοῖς

τέκνοις τῶν ἀγγέλων τοῦ οὐρανοῦ καὶ ὁ τύπος ἀλλοιότερος οὐχ ὅμοιος

ἡμῖνmiddot τὰ ὄμματά ἐστιν ὡς ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου καὶ ἔνδοξον τὸ πρόσωπονmiddot

6 καὶ ὑπολαμβάνω ὅτι οὐκ ἔστιν ἐξ ἐμοῦ ἀλλὰ ἐξ ἀγγέλου καὶ

εὐλαβοῦμαι αὐτὸν μήποτέ τι ἔσται ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ ἐν τῇ γῇ

7 καὶ παραιτοῦμαι π[άτερ καὶ] δέομαι βάδισον πρὸς Ἑνὼ[χ τὸν πατέρα

ἡμῶν καὶ ἐρώτησον] Two lines are lost

8 [ἦλθ]εν πρὸς ἐμὲ εἰς τὰ τέρματα τῆς γῆς οὗ [εἶδ]εν τότε εἶναι με καὶ

εἶπέν μοι πάτερ [μου] ἐπάκουσον τῆς φωνῆς μου καὶ ἧκε [πρὸς] ἐμέ καὶ

ἤκουσα τὴν φωνὴν αὐτοῦ καὶ ἦλθον πρὸς αὐτὸν καὶ εἶπα ἰδοὺ πάρειμι

τέκνονmiddot διὰ τί ἐλήλυθας πρὸς ἐμέ τέκνον

9 καὶ ἀπεκρίθη λέγων διrsquo ἀνάγκην μεγάλην ἦλθον ὧδε πάτερmiddot

10 καὶ νῦν ἐγεννήθη τέκνον Λάμεχ τῷ υἱῷ μου καὶ ὁ τύπος αὐτοῦ καὶ ἡ

εἰκὼν αὐτοῦ laquoοὐχ ὅμοιος ἀνθρώποις καὶ τὸ χρῶμα αὐτοῦraquo λευκότερον

χιόνος καὶ πυρρότερον ῥόδου καὶ τὸ τρίχωμα τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ

λευκότερον ἐρίων λευκῶν καὶ τὰ ὄμματα αὐτοῦ ἀφόμοια ταῖς τοῦ ἡλίου

ἀκτῖσιν

11 καὶ ἀνέστη ἀπὸ τῶν τῆς μαίας χειρῶν καὶ ἀνοίξας τὸ στόμα εὐλόγησεν

τὸν κύριον τοῦ αἰῶνοςmiddot

34

12 καὶ ἐφοβήθη ὁ υἱός μου Λάμεχ καὶ ἔφυγεν πρὸς ἐμέ καὶ οὐ πιστεύει ὅτι

υἱὸς αὐτοῦ ἐστιν ἀλλὰ ὅτι ἐξ ἀγγέλων one or two lines omitted τὴν

ἀκρίβειαν ἣν ἔχεις () καὶ τὴν ἀλήθειαν

13 τότε ἀπεκρίθην λέγων ἀνακαινίσει ὁ κύριος πρόσταγμα ἐπὶ τῆς γῆς

καὶ τὸν αὐτὸν τρόπον τέκνον τεθέαμαι καὶ ἐσήμανά σοιmiddot ἐν γὰρ τῇ γενεᾷ

Ἰάρεδ τοῦ πατρός μου παρέβησαν τὸν λόγον κυρίου ἀπὸ τῆς διαθήκης τοῦ

οὐρανοῦ

14 καὶ ἰδοὺ ἁμαρτάνουσιν καὶ παραβαίνουσιν τὸ ἔθος καὶ μετὰ γυναικῶν

συγγίνονται καὶ μετrsquo αὐτῶν ἁμαρτάνουσιν καὶ ἔγημαν ἐξ αὐτῶν

[καὶ τίκτουσιν οὐχ ὁμοίους πνεύμασιν ἀλλὰ σαρκίνους]middot

15 καὶ ἔσται ὀργὴ μεγάλη ἐπὶ τῆς γῆς καὶ κατακλυσμός καὶ ἔσται

ἀπώλεια μεγάλη ἐπὶ ἐνιαυτὸν ἕναmiddot

16 καὶ τόδε τὸ παιδίον τὸ γεννηθὲν καταλειφθήσεται καὶ τρία αὐτοῦ

τέκνα σωθήσεται ἀποθανόντων τῶν ἐπὶ τῆς γῆςmiddot

17b καὶ πραϋνεῖ τὴν γῆν ἀπὸ τῆς οὔσης ἐν αὐτῇ φθορᾶς

18 καὶ νῦν λέγε Λάμεχ ὅτι τέκνον σού ἐστιν δικαίως καὶ ὁσίως [καὶ]

κάλεσον αὐτοῦ τὸ ὄνομα [Νῶε]middot αὐτὸς γὰρ ἔσται ὑμῶν κατάλειμμα ἐφrsquo οὗ

ἂν καταπαύσητε καὶ laquoοἱraquo υἱοὶ αὐτοῦ ἀπὸ τῆς φθορᾶς τῆς γῆς καὶ ἀπὸ

πάντων τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ ἀπὸ πασῶν τῶν συντελειῶν ἐπὶ τῆς γῆς

Four lines are lost

19 ὑπέδειξέν μοι καὶ ἐμήνυσεν καὶ ἐν ταῖς πλαξὶν τοῦ οὐρανοῦ ἀνέγνων

αὐτά

CVII

1 τότε τεθέαμαι τὰ ἐγγεγραμμένα ἐπrsquo αὐτῶν ὅτι γενεὰ γενεᾶς κακ[ίων

ἔσται] καὶ εἶδον τόδε μέχρις τοῦ ἀνας[τῆναι] γενεὰν δικαιοσύνης καὶ ἡ

κακία ἀπολεῖται καὶ ἡ ἁμαρτία ἀλλάξει ἀπὸ τῆς γῆς καὶ τὰ ἀγαθὰ ἥξει ἐπὶ

τῆς γῆς ἐπrsquo αὐτούς

2 καὶ νῦν ἀπότρεχε τέκνον καὶ σήμανον Λάμεχ τῷ υἱῷ σου ὅτι τὸ παιδίον

τοῦτο τὸ γεννηθὲν τέκνον αὐτοῦ ἐστιν δικαίως καὶ οὐ ψευδῶς

3 καὶ ὅτε ἤκουσεν Μαθουσάλεκ τοὺς λόγους Ἑνὼχ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ

μυστηριακῶς γὰρ ἐδήλωσεν αὐτῷ [ἐπέστρεψεν καὶ ἐδήλωσεν αὐτῷ] καὶ

ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτοῦ Νῶε εὐφραίνων τὴν γῆν ἀπὸ τῆς ἀπωλείας

Liber Enoch

Apocalypsis Henochi Graece

(recensio ap Syncellum)

(ed M Black)

Pseudepigrapha veteris testamenti Graece 3

Leiden Brill 1970 pp 21ndash26 29ndash30 32ndash33 37

VI

ἐκ τοῦ πρώτου βιβλίου Ἐνὼχ περὶ τῶν ἐγρηγόρων

1 καὶ ἐγένετο ὅτε ἐπληθύνθησαν οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων ἐγεννήθησαν

αὐτοῖς θυγατέρες ὡραῖαι

2 καὶ ἐπεθύμησαν αὐτὰς οἱ ἐγρήγοροι καὶ ἀπεπλανήθησαν ὀπίσω αὐτῶν

καὶ εἶπον πρὸς ἀλλήλους ἐκλεξώμεθα ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ τῶν

θυγατέρων τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς

3 καὶ εἶπε Σεμιαζᾶς ὁ ἄρχων αὐτῶν πρὸς αὐτούς φοβοῦμαι μὴ οὐ

θελήσητε (Go θελήσετε) ποιῆσαι τὸ πρᾶγμα τοῦτο καὶ ἔσομαι ἐγὼ μόνος

ὀφειλέτης ἁμαρτίας μεγάλης

4 καὶ ἀπεκρίθησαν αὐτῷ πάντες καὶ εἶπον ὀμόσωμεν ἅπαντες ὅρκῳ καὶ

ἀναθεματίσωμεν ἀλλήλους τοῦ μὴ ἀποστρέψαι τὴν γνώμην ταύτην

35

μέχρις οὗ ἀποτελέσωμεν αὐτήν

5 τότε πάντες ὤμοσαν ὁμοῦ καὶ ἀνεθεμάτισαν ἀλλήλους

6 ἦσαν δὲ οὗτοι διακόσιοι οἱ καταβάντες ἐν ταῖς ἡμέραις Ἰάρεδ εἰς τὴν

κορυφὴν τοῦ Ἑρμονιεὶμ (Go κορυφὴν Ἑρμὼν) ὄρους καὶ ἐκάλεσαν τὸ ὄρος

Ἑρμώμ καθότι ὤμοσαν (Go ομοσαν) καὶ ἀνεθεμάτισαν ἀλλήλους ἐν αὐτῷ

7 καὶ ταῦτα τὰ ὀνόματα τῶν ἀρχόντων αὐτῶν αacute Σεμιαζᾶς ὁ ἄρχων

αὐτῶν βacute Ἀταρκούφ γacute Ἀρακιήλ δacute Χωβαβιήλ εacute Ὀραμμαμή Ϛacute Ῥαμιήλ ζacute

Σαμψίχ ηacute Ζακιήλ θacute Βαλκιήλ ιacute Ἀζαλζήλ ιαacute Φαρμαρός ιβacute Ἀμαριήλ ιγacute

Ἀναγημάς ιδacute Θαυσαήλ ιεacute Σαμιήλ ιϚacute Σαρινᾶς ιζacute Εὐμιήλ (Par gr 1711 ὁ

Εὐμιήλ) ιηacute Τυριήλ ιθacute Ἰουμιήλ κacute Σαριήλ

VII

1 Οὗτοι καὶ οἱ λοιποὶ πάντες ἐν τῷ χιλιοστῷ ἑκατοστῷ ἑβδομηκοστῷ ἔτει

τοῦ κόσμου ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας καὶ ἤρξαντο μιαίνεσθαι ἐν αὐταῖς

ἕως τοῦ κατακλυσμοῦ καὶ ἔτεκον αὐτοῖς γένη τρίαmiddot πρῶτον γίγαντας

μεγάλους

2 οἱ δὲ γίγαντες ἐτέκνωσαν Ναφηλείμ καὶ τοῖς Ναφηλεὶμ ἐγεννήθησαν

Ἐλιούδ καὶ ἦσαν αὐξανόμενοι κατὰ τὴν μεγαλειότητα αὐτῶν καὶ

ἐδίδαξαν ἑαυτοὺς καὶ τὰς γυναῖκας ἑαυτῶν φαρμακείας καὶ ἐπαοιδίας

VIII

1 Πρῶτος Ἀζαὴλ ὁ δέκατος τῶν ἀρχόντων ἐδίδαξε ποιεῖν μαχαίρας καὶ

θώρακας καὶ πᾶν σκεῦος πολεμικόν καὶ τὰ μέταλλα τῆς γῆς καὶ τὸ

χρυσίον πῶς ἐργάσωνται καὶ ποιήσωσιν αὐτὰ κόσμια ταῖς γυναιξί καὶ τὸν

ἄργυρον ἔδειξε δὲ αὐτοῖς καὶ τὸ στίλβειν καὶ τὸ καλλωπίζειν καὶ τοὺς

ἐκλεκτοὺς λίθους καὶ τὰ βαφικάmiddot καὶ ἐποίησαν ἑαυτοῖς οἱ υἱοὶ τῶν

ἀνθρώπων καὶ ταῖς θυγατράσιν αὐτῶν καὶ παρέβησαν καὶ ἐπλάνησαν

τοὺς ἁγίους

2 καὶ ἐγένετο ἀσέβεια πολλὴ ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἠφάνισαν τὰς ὁδοὺς αὐτῶν

3 ἔτι δὲ καὶ ὁ πρώταρχος αὐτῶν Σεμιαζᾶς ἐδίδαξεν εἶναι ὀργὰς κατὰ τοῦ

νοός καὶ ῥίζας βοτανῶν τῆς γῆς ὁ δὲ ἑνδέκατος Φαρμαρὸς ἐδίδαξε

φαρμακείας ἐπαοιδίας σοφίας καὶ ἐπαοιδῶν λυτήριαmiddot ὁ ἔνατος ἐδίδαξεν

ἀστροσκοπίανmiddot ὁ δὲ τέταρτος ἐδίδαξεν ἀστρολογίανmiddot ὁ δὲ ὄγδοος ἐδίδαξεν

ἀεροσκοπίανmiddot ὁ δὲ τρίτος ἐδίδαξε τὰ σημεῖα τῆς γῆςmiddot ὁ δὲ ἕβδομος ἐδίδαξε

τὰ σημεῖα τοῦ ἡλίουmiddot ὁ δὲ εἰκοστὸς ἐδίδαξε τὰ σημεῖα τῆς σελήνηςmiddot πάντες

οὗτοι ἤρξαντο ἀνακαλύπτειν τὰ μυστήρια ταῖς γυναιξὶν αὐτῶν καὶ τοῖς

τέκνοις αὐτῶν μετὰ δὲ ταῦτα ἤρξαντο οἱ γίγαντες κατεσθίειν τὰς σάρκας

τῶν ἀνθρώπων

4 καὶ ἤρξαντο οἱ ἄνθρωποι ἐλαττοῦσθαι ἐπὶ τῆς γῆς

VIII col I

4 οἱ δὲ λοιποὶ ἐβόησαν εἰς τὸν οὐρανὸν περὶ τῆς κακώσεως αὐτῶν

λέγοντες εἰσενεχθῆναι τὸ μνημόσυνον αὐτῶν ἐνώπιον κυρίου

VIII col II

4 Τότε ἐβόησαν οἱ ἄνθρωποι εἰς τὸν οὐρανὸν λέγοντες Εἰσαγάγετε τὴν

κρίσιν ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον καὶ τὴν ἀπώλειαν ἡμῶν ἐνώπιον τῆς δόξης

τῆς μεγάλης ἐνώπιον τοῦ κυρίου τῶν κυρίων πάντων τῇ μεγαλωσύνῃ

IX col I

1 Καὶ ἀκούσαντες οἱ τέσσαρες μεγάλοι ἀρχάγγελοι Μιχαὴλ καὶ Οὐριὴλ

καὶ Ῥαφαὴλ καὶ Γαβριὴλ (καὶ Par gr 1711) παρέκυψαν ἐπὶ τὴν γῆν ἐκ τῶν

ἁγίων τοῦ οὐρανοῦ

2 καὶ θεασάμενοι αἷμα πολὺ ἐκκεχυμένον ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πᾶσαν ἀσέβειαν

καὶ ἀνομίαν γενομένην ἐπrsquo αὐτῆς

36

3 εἰσελθόντες εἶπον πρὸς ἀλλήλους ὅτι Τὰ πνεύματα καὶ αἱ ψυχαὶ τῶν

ἀνθρώπων στενάζουσιν ἐντυγχάνοντα καὶ λέγοντα ὅτι Εἰσαγάγετε τὴν

κρίσιν ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον καὶ τὴν ἀπώλειαν ἡμῶν ἐνώπιον τῆς δόξης

τῆς μεγαλωσύνης ἐνώπιον τοῦ κυρίου τῶν κυρίων πάντων τῇ

μεγαλωσύνῃ

4 καὶ εἶπον τῷ κυρίῳ τῶν αἰώνων Σὺ εἶ ὁ θεὸς τῶν θεῶν καὶ κύριος τῶν

κυρίων καὶ ὁ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ θεὸς τῶν αἰώνων καὶ ὁ

θρόνος τῆς δόξης σου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν αἰώνων καὶ τὸ ὄνομά σου

ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

IX col II

1 Καὶ ἀκούσαντες οἱ τέσσαρες μεγάλοι ἀρχάγγελοι Μιχαὴλ καὶ Οὐριὴλ

καὶ Ῥαφαὴλ καὶ Γαβριὴλ παρέκυψαν (= οἱ ltδgt Par gr 1711) ἐπὶ τὴν γῆν ἐκ

τῶν ἁγίων τοῦ οὐρανοῦ

2 καὶ θεασάμενοι αἷμα πολὺ ἐκκεχυμένον ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πᾶσαν ἀνομίαν

καὶ ἀσέβειαν γινομένην ἐπrsquo αὐτῆς

3 εἰσελθόντες εἶπον πρὸς ἀλλήλους ὅτι Τὰ πνεύματα καὶ αἱ ψυχαὶ τῶν

ἀνθρώπων ἐντυγχάνουσι στενάζοντα καὶ λέγοντα Εἰσαγάγετε τὴν δέησιν

ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον

4 καὶ προσελθόντες οἱ τέσσαρες ἀρχάγγελοι εἶπον τῷ κυρίῳ Σὺ εἶ ὁ θεὸς

τῶν θεῶν καὶ κύριος τῶν κυρίων καὶ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ θεὸς

τῶν ἀνθρώπων καὶ ὁ θρόνος τῆς δόξης σου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν

αἰώνων καὶ τὸ ὄνομά σου ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

καὶ τὸ ὄνομά σου ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

IX

4 add post αἰῶνας καὶ τὰ ἑξῆς τότε ὁ ὕψιστος ἐκέλευσε τοῖς ἁγίοις

ἀρχαγγέλοις καὶ ἔδησαν τοὺς ἐξάρχους αὐτῶν καὶ ἔβαλον (ἔβαλλον Par

gr 1711) αὐτοὺς εἰς τὴν ἄβυσσον ἕως τῆς κρίσεως καὶ τὰ ἑξῆς καὶ ταῦτα

μὲν ὁ Ἐνὼχ μαρτυρεῖ

5 σὺ γὰρ εἶ ὁ ποιήσας τὰ πάντα καὶ πάντων τὴν ἐξουσίαν ἔχων καὶ πάντα

ἐνώπιόν σου φανερὰ καὶ ἀκάλυπταmiddot καὶ πάντα ὁρᾷς καὶ οὐκ ἔστιν ὃ

κρυβῆναί σε δύναται

6 ὁρᾷς ὅσα ἐποίησεν Ἀζαὴλ καὶ (om Par gr 1711) ὅσα εἰσήνεγκεν (add

καὶ Par gr 1711) ὅσα ἐδίδαξεν ἀδικίας καὶ ἁμαρτίας ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πάντα

δόλον ἐπὶ τῆς ξηρᾶς ἐδίδαξε γὰρ τὰ μυστήρια καὶ ἀπεκάλυψε τῷ αἰῶνι τὰ

ἐν οὐρανῷ ἐπιτηδεύουσιν δὲ τὰ ἐπιτηδεύματα αὐτοῦ εἰδέναι τὰ μυστήρια

οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων

7 τῷ Σεμιαζᾷ τὴν ἐξουσίαν ἔδωκας ἔχειν τῶν σὺν αὐτῷ ἅμα ὄντων

8 καὶ ἐπορεύθησαν πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς καὶ

συνεκοιμήθησαν μετrsquo αὐτῶν καὶ ἐν ταῖς θηλείαις ἐμιάνθησαν καὶ

ἐδήλωσαν αὐταῖς πάσας τὰς ἁμαρτίας καὶ ἐδίδαξαν αὐτὰς μίσητρα

(μίσιτρα Par gr 1711) ποιεῖν

9 καὶ νῦν ἰδοὺ αἱ θυγατέρες τῶν ἀνθρώπων ἔτεκον ἐξ αὐτῶν υἱοὺς

γίγανταςmiddot κίβδηλα ἐπὶ τῆς (om Go) γῆς τῶν ἀνθρώπων ἐκκέχυται καὶ ὅλη

ἡ γῆ ἐπλήσθη ἀδικίας

10 καὶ νῦν ἰδοὺ τὰ πνεύματα τῶν ψυχῶν τῶν ἀποθανόντων ἀνθρώπων

ἐντυγχάνουσιν καὶ μέχρι τῶν πυλῶν τοῦ οὐρανοῦ ἀνέβη ὁ στεναγμὸς

αὐτῶν καὶ οὐ δύναται ἐξελθεῖν ἀπὸ προσώπου τῶν ἐπὶ τῆς γῆς γινομένων

ἀδικημάτων

11 καὶ σὺ αὐτὰ οἶδας πρὸ τῶν (τοῦ recte Par gr 1711) αὐτὰ γενέσθαι καὶ

ὁρᾷς αὐτοὺς καὶ ἐᾷς αὐτούς καὶ οὐδὲν λέγεις τί δεῖ ποιῆσαι αὐτοὺς (om

37

Go) περὶ τούτου

X

1 Τότε ὁ ὕψιστος εἶπε καὶ ὁ ἅγιος ὁ μέγας ἐλάλησε καὶ ἔπεμψε τὸν Οὐριὴλ

πρὸς τὸν υἱὸν (Go τοῦ) Λάμεχ λέγων

2 Πορεύου πρὸς τὸν Νῶε καὶ εἶπον αὐτῷ τῷ ἐμῷ ὀνόματι Κρύψον σεαυτόν

καὶ δήλωσον αὐτῷ τέλος ἐπερχόμενον ὅτι ἡ γῆ ἀπόλλυται πᾶσαmiddot καὶ εἶπον

αὐτῷ ὅτι κατακλυσμὸς μέλλει γίνεσθαι πάσης τῆς γῆς ἀπολέσαι πάντα

ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς

3 δίδαξον τὸν δίκαιον τί ποιήσει τὸν υἱὸν Λάμεχ καὶ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ εἰς

ζωὴν συντηρήσει καὶ ἐκφεύξεται διrsquo αἰῶνος καὶ ἐξ αὐτοῦ φυτευθήσεται

φύτευμα καὶ σταθήσεται πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

4 Καὶ τῷ Ῥαφαὴλ εἶπε Πορεύου Ῥαφαήλ καὶ δῆσον τὸν Ἀζαήλmiddot χερσὶ καὶ

ποσὶ συμπόδισον αὐτόν καὶ ἔμβαλε αὐτὸν εἰς τὸ σκότος καὶ ἄνοιξον τὴν

ἔρημον τὴν οὖσαν ἐν τῇ ἐρήμῳ Δουδαήλ καὶ ἐκεῖ πορευθεὶς βάλε αὐτόν

5 καὶ ὑπόθες αὐτῷ λίθους ὀξεῖς καὶ (om Go) λίθους τραχεῖς καὶ

ἐπικάλυψον αὐτῷ σκότος καὶ οἰκησάτω ἐκεῖ εἰς τὸν αἰῶνα καὶ τὴν ὄψιν

αὐτοῦ πώμασον καὶ φῶς μὴ θεωρείτωmiddot

6 καὶ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως ἀπαχθήσεται εἰς τὸν ἐμπυρισμὸν τοῦ

πυρός

7 καὶ ἴασαι τὴν γῆν ἣν ἠφάνισαν οἱ ἐγρήγοροι καὶ τὴν ἴασιν τῆς πληγῆς

δήλωσον ἵνα ἰάσωνται τὴν πληγὴν καὶ μὴ ἀπόλωνται πάντες οἱ υἱοὶ τῶν

ἀνθρώπων ἐν τῷ μυστηρίῳ ὃ εἶπον οἱ ἐγρήγοροι καὶ ἐδίδαξαν τοὺς υἱοὺς

τῶν ἀνθρώπων

8 καὶ ἠρημώθη πᾶσα ἡ γῆ ἐν τοῖς ἔργοις τῆς διδασκαλίας Ἀζαήλmiddot καὶ ἐπrsquo

αὐτῇ γράψον πάσας τὰς ἁμαρτίας

9 Καὶ τῷ Γαβριὴλ εἶπε Πορεύου Γαβριήλ ἐπὶ τοὺς γίγαντας ἐπὶ τοὺς

κιβδήλους ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς πορνείας καὶ ἀπόλεσαν τοὺς υἱοὺς τῶν

ἐγρηγόρων ἀπὸ τῶν υἱῶν τῶν ἀνθρώπωνmiddot πέμψον αὐτοὺς εἰς ἀλλήλους ἐξ

αὐτῶν εἰς αὐτούς ἐν πολέμῳ καὶ ἐν ἀπωλείᾳ καὶ μακρότης ἡμερῶν οὐκ

ἔσται αὐτοῖς

10 καὶ πᾶσα ἐρώτησις οὐκ ἔστι τοῖς πατράσιν αὐτῶν ὅτι ἐλπίζουσι ζῆσαι

ζωὴν αἰώνιον καὶ ὅτι ζήσεται ἕκαστος αὐτῶν ἔτη πεντακόσια

11 καὶ τῷ Μιχαὴλ εἶπε Πορεύου Μιχαήλ δῆσον Σεμιαζᾶν καὶ τοὺς ἄλλους

σὺν αὐτῷ τοὺς συμμιγέντας ταῖς θυγατράσι τῶν ἀνθρώπων τοῦ μιανθῆναι

ἐν αὐταῖς ἐν τῇ ἀκαθαρσίᾳ αὐτῶν

12 καὶ ὅταν κατασφαγῶσιν οἱ υἱοὶ αὐτῶν καὶ ἴδωσι τὴν ἀπώλειαν τῶν

ἀγαπητῶν αὐτῶν δῆσον αὐτοὺς ἐπὶ ἑβδομήκοντα γενεὰς εἰς τὰς νάπας

τῆς γῆς μέχρι ἡμέρας κρίσεως αὐτῶν μέχρι ἡμέρας τελειώσεως τελεσμοῦ

ἕως συντελεσθῇ κρίμα τοῦ αἰῶνος τῶν αἰώνων

13 τότε ἀπενεχθήσονται εἰς τὸ χάος τοῦ πυρὸς καὶ εἰς τὴν βάσανον καὶ εἰς

τὸ δεσμωτήριον τῆς συγκλείσεως τοῦ αἰῶνος

14 καὶ ὃς ἂν κατακρίθῃ καὶ ἀφανισθῇ ἀπὸ τοῦ νῦν μετrsquo αὐτῶν δεθήσεται

(δεηθήσεται recte Par gr 1711) μέχρι τελειώσεως γενεᾶς αὐτῶν

περὶ δὲ τοῦ ὄρους ἐν ᾧ ὤμοσαν καὶ ἀνεθεμέτισαν πρὸς τὸν πλησίον αὐτῶν

ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα οὐ μὴ ἀποστῇ ἀπrsquo αὐτοῦ ψῦχος καὶ χιὼν καὶ πάχνη καὶ

δρόσος οὐ μὴ καταβῇ εἰς αὐτό εἰ μὴ εἰς κατάραν καταβήσεται ἐπrsquo αὐτό

μέχρις ἡμέρας κρίσεως τῆς μεγάλης ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ κατακαυθήσεται

καὶ ταπεινωθήσεται καὶ ἔσται κατακαιόμενον καὶ τηκόμενον ὡς κηρὸς

ἀπὸ πυρός οὕτως κατακαήσεται περὶ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ καὶ νῦν

ἐγὼ λέγω ὑμῖν υἱοῖς ἀνθρώπων Ὀργὴ μεγάλη καθrsquo ὑμῶν laquoκαὶraquo κατὰ τῶν

38

υἱῶν ὑμῶν καὶ οὐ παύσεται ἡ ὀργὴ αὕτη ἀφrsquo ὑμῶν μέχρι καιροῦ σφαγῆς

τῶν υἱῶν ὑμῶν καὶ ἀπολοῦνται οἱ ἀγαπητοὶ ὑμῶν καὶ ἀποθανοῦνται οἱ

ἔντιμοι ὑμῶν ἀπὸ πάσης τῆς γῆς ὅτι πᾶσαι αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς αὐτῶν ἀπὸ

τοῦ νῦν οὐ μὴ ἔσονται πλείω τῶν ἑκατὸν εἴκοσιν ἐτῶν καὶ μὴ δόξητε ἔτι

ζῆσαι ἐπὶ πλείονα ἔτηmiddot οὐ γάρ ἐστιν ἐπrsquo αὐτοῖς πᾶσα ὁδὸς ἐκφεύξεως ἀπὸ

τοῦ νῦν διὰ τὴν ὀργὴν ἣν ὠργίσθη ὑμῖν ὁ βασιλεὺς πάντων τῶν αἰώνωνmiddot

μὴ νομίσητε ὅτι ἐκφεύξεσθε ταῦτα

XV

8 Καὶ νῦν οἱ γίγαντες οἱ γεννηθέντες ἀπὸ πνευμάτων καὶ σαρκὸς

πνεύματα πονηρὰ ἐπὶ τῆς γῆς καλέσουσιν αὐτούς ὅτι ἡ κατοίκησις αὐτῶν

ἔσται ἐπὶ τῆς γῆς

9 πνεύματα πονηρὰ ἔσονται τὰ πνεύματα ἐξεληλυθότα ἀπὸ τοῦ σώματος

τῆς σαρκὸς αὐτῶν διότι ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων ἐγένοντο καὶ ἐκ τῶν ἁγίων

τῶν ἐγρηγόρων ἡ ἀρχὴ τῆς κτίσεως αὐτῶν καὶ ἀρχὴ θεμελίουmiddot πνεύματα

πονηρὰ

10 ἐπὶ τῆς γῆς ἔσονται

11 τὰ πνεύματα τῶν γιγάντων νεμόμενα ἀδικοῦντα ἀφανίζοντα

ἐμπίπτοντα καὶ συμπαλαίοντα καὶ ῥιπτοῦντα ἐπὶ τῆς γῆς καὶ δρόμους

ποιοῦντα καὶ μηδὲν ἐσθίοντα ἀλλrsquo ἀσιτοῦντα καὶ ῥιπτοῦντα καὶ φάσματα

ποιοῦντα καὶ διψῶντα καὶ προσκόπτοντα

12 καὶ ἐξαναστήσονται τὰ πνεύματα ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων καὶ

τῶν γυναικῶν ὅτι ἐξ αὐτῶν ἐξεληλύθασι

XVI

1 Καὶ ἀπὸ ἡμέρας καιροῦ σφαγῆς καὶ ἀπωλείας καὶ θανάτου τῶν

γιγάντων ναφηλείμ οἱ ἰσχυροὶ τῆς γῆς οἱ μεγάλοι ὀνομαστοί τὰ

πνεύματα τὰ ἐκπορευόμενα ἀπὸ τῆς ψυχῆς αὐτῶν ὡς ἐκ τῆς σαρκὸς

ἔσονται ἀφανίζοντα χωρὶς κρίσεωςmiddot οὕτως ἀφανίσουσι μέχρις ἡμέρας τῆς

τελειώσεως ἕως τῆς κρίσεως τῆς μεγάλης ἐν ᾗ (ᾧ Par gr 1711) ὁ αἰὼν ὁ

μέγας τελεσθήσεται

XIX

3 ἀνθρώπων ὡς ἐγὼ εἶδον

XX

2 ὁ εἷς τῶν ἁγίων ὁ ἐπὶ τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ταρτάρου

3 Ῥαφαὴλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων τῶν ἀνθρώπων

4 Ῥαγουήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐκδικῶν τὸν κόσμον τῶν

φωστήρων

5 Μιχαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς ἐπὶ τῶν τοῦ λαοῦ ἀγαθῶν τέτακται

καὶ ἐπὶ τῷ χαῷ

6 Σαριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων οἵτινες ἐπὶ τῷ

πνεύματι ἁμαρτάνουσιν

7 Γαβριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τοῦ παραδείσου καὶ τῶν

δρακόντων καὶ χερουβίν Ῥεμειήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃν ἔταξεν ὁ

θεὸς ἐπὶ τῶν ἀνισταμένων ὀνόματα ζacute ἀρχαγγέλων

XXI

1 Καὶ ἐφώδευσα μέχρι τῆς ἀκατασκευάστου

2 καὶ ἐκεῖ ἐθεασάμην ἔργον φοβερόν ἑώρακα οὔτε οὐρανὸν ἐπάνω οὔτε

γῆν τεθεμελιωμένην ἀλλὰ τόπον ἀκατασκεύαστον καὶ φοβερόν

3 καὶ ἐκεῖ τεθέαμαι ζacute ἀστέρας τοῦ οὐρανοῦ δεδεμένους καὶ ἐριμμένους ἐν

αὐτῷ ὁμοῦ ὁμοίους ὁράσει μεγάλῃ καὶ ἐν πυρὶ καιομένους

4 τότε εἶπον Διὰ ποίαν αἰτίαν ἐπεδέθησαν καὶ διὰ ποίαν αἰτίαν ἐρίφησαν

39

ὧδε

5 καὶ εἶπέν μοι Οὐριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ μετrsquo

ἐμοῦ ὤν - καὶ

αὐτὸς αὐτῶν ἡγεῖτο - καὶ εἶπέν μοι Ἑνώχ περὶ τίνος

ἐρωτᾷς ἢ περὶ τίνος

τὴν ἀλήθειαν φιλοσπευδεῖς

6 οὗτοί εἰσιν τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ οἱ παραβάντες

τὴν ἐπιταγὴν τοῦ

κυρίου καὶ ἐδέθησαν ὧδε μέχρι πληρωθῆναι μύρια ἔτη

τὸν χρόνον τῶν

ἁμαρτημάτων αὐτῶν

7 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον τούτου

φοβερώτερον καὶ τεθέαμαι

ἔργα φοβεράmiddot πῦρ μέγα ἐκεῖ καιόμενον καὶ φλεγόμενον καὶ διακοπὴν

εἶχεν ὁ τόπος ἕως τῆς ἀβύσσου πλήρης στύλων πυρὸς μεγάλων

καταφερομένωνmiddot οὔτε μέτρον οὔτε μέγεθος ἠδυνήθην ἰδεῖν οὔτε εἰκάσαι

8 τότε εἶπον Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος οὗτος καὶ ὡς δεινὸς τῇ ὁράσει

9 τότε ἀπεκρίθη μοι καὶ εἶπεν

Incert

1 παρὰ (Par gr 1711 Go περὶ) δὲ τοῦ ὄρους ἐν ᾧ ὤμοσαν καὶ

ἀνεθεμάτισαν πρὸς τὸν πλησίον αὐτῶν ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα οὐ μὴ ἀποστῇ

ἀπrsquo αὐτοῦ ψῦχος καὶ χιὼν καὶ πάχνη καὶ δρόσος οὐ μὴ καταβῇ εἰς αὐτό εἰ

μὴ εἰς κατάραν καταβήσεται ἐπrsquo (Go εἰς) αὐτό μέχρις ἡμέρας κρίσεως τῆς

μεγάλης

2 ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ κατακαυθήσεται καὶ (Go om) ταπεινωθήσεται καὶ

ἔσται κατακαιόμενον καὶ τηκόμενον ὡς κηρὸς ἀπὸ πυρός οὕτως

κατακαήσεται περὶ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ

3 καὶ νῦν ἐγὼ λέγω ὑμῖν υἱοῖς ἀνθρώπων Ὀργὴ μεγάλη καθrsquo ὑμῶν κατὰ

τῶν υἱῶν ὑμῶνmiddot καὶ οὐ παύσεται ἡ ὀργὴ αὕτη ἀφrsquo ὑμῶν μέχρι καιροῦ

σφαγῆς τῶν υἱῶν ὑμῶν

4 καὶ ἀπολοῦνται οἱ ἀγαπητοὶ ὑμῶν καὶ ἀποθανοῦνται οἱ ἔντιμοι ὑμῶν

ἀπὸ πάσης τῆς γῆς ὅτι πᾶσαι αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς αὐτῶν ἀπὸ τοῦ νῦν οὐ μὴ

ἔσονται πλείω τῶν ἑκατὸν εἴκοσιν ἐτῶν

5 καὶ μὴ δόξητε ἔτι ζῆσαι ἐπὶ πλείονα ἔτηmiddot οὐ γάρ ἐστιν ἐπrsquo αὐτοῖς πᾶσα

ὁδὸς ἐκφεύξεως ἀπὸ τοῦ νῦν διὰ τὴν ὀργὴν ἣν ὠργίσθη ὑμῖν ὁ βασιλεὺς

πάντων τῶν αἰώνωνmiddot μὴ νομίσητε ὅτι ἐκφεύξεσθε ταῦτα

Περί των γιγάντων

καὶ ἦν νωε ἐτῶν πεντακοσίων καὶ ἐγέννησεν νωε τρεῖς υἱούς τὸν σημ τὸν χαμ τὸν

ιαφεθκαὶ ἐγένετο ἡνίκα ἤρξαντο οἱ ἄνθρωποι πολλοὶ γίνεσθαι ἐπὶ τῆς γῆς καὶ θυγατέρες

ἐγενήθησαν αὐτοῖς 2ἰδόντες δὲ οἱ υἱοὶ τοῦ θεοῦ τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων ὅτι καλαί

εἰσιν ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ πασῶν ὧν ἐξελέξαντο 3καὶ εἶπεν κύριος ὁ θεός οὐ

μὴ καταμείνῃ τὸ πνεῦμά μου ἐν τοῖς ἀνθρώποις τούτοις εἰς τὸν αἰῶνα διὰ τὸ εἶναι

αὐτοὺς σάρκας ἔσονται δὲ αἱ ἡμέραι αὐτῶν ἑκατὸν εἴκοσι ἔτη 4οἱ δὲ γίγαντες ἦσαν ἐπὶ

τῆς γῆς ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις καὶ μετ ἐκεῖνο ὡς ἂν εἰσεπορεύοντο οἱ υἱοὶ τοῦ

θεοῦ πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων καὶ ἐγεννῶσαν ἑαυτοῖς ἐκεῖνοι ἦσαν οἱ

γίγαντες οἱ ἀπ αἰῶνος οἱ ἄνθρωποι οἱ ὀνομαστοί

40

Παραθέτουμε ένα επεξηγηματικό κείμενο αναφορικά με τους γίγαντες από την

ιστοσελίδα httpwwwoodegrcom

laquoΕδώ πρόκειται για το θέμα στο οποίο αναφέρθηκε ο Ιησούς Χριστός στο

Ματθαίος κδ΄ 38 για τους προκατακλυσμιαίους ανθρώπους που ΄΄έτρωγαν και

έπιναν και παντρεύονταν΄΄ ώσπου ήρθε ο Κατακλυσμός Επ αυτών υπάρχουν

κάποιες παρατηρήσεις

1η παρατήρηση Το οριστικό άρθρο ΄΄οι΄΄ δείχνει ότι πρόκειται για κάποιους που

ήταν ήδη γνωστοί στους αναγνώστες της Γενέσεως προς τους οποίους απευθύνεται

ο Μωυσής δηλαδή προς τους Ισραηλίτες της εποχής του που λάβαιναν το Νόμο

2η παρατήρηση Το ότι ΄΄εν ταις ημέραις εκείναις ήσαν΄΄ υπονοεί 1 Είτε ότι δεν

υπήρχαν πλέον οι γίγαντες στη ΄΄γη΄΄ όταν γραφόταν η Γένεση δηλαδή κατά το 1500

πΧ 2 είτε ότι υπήρχαν και τότε

3η παρατήρηση Για ποια ΄΄γη΄΄ μιλάει 1 Είτε για τη συγκεκριμένη γη στην οποία

συνέβαιναν τα γεγονότα που αναγράφονται στα γύρω κεφάλαια (τη γη της

Μεσοποταμίας) 2 είτε γενικά για τη γύρω γη στην οποία είχαν επεκταθεί οι γίγαντες

και η φυλή Αδάμ Αυτό όμως δεν έχει σημασία καθώς η αναφορά γίνεται μόνο για

τον καιρό πρό τού Κατακλυσμού Είναι γεγονός όμως ότι στη γη Χαναάν οι

γίγαντες υπήρχαν και μετά από τον Κατακλυσμό

Αυτό φαίνεται στους Αριθμούς 13ιγ΄ 33 ΄΄και εκεί εωράκαμεν τους γίγαντας

(εβραϊκό Νεφιλείμ) και ήμεν ενώπιον αυτών ωσεί ακρίδες αλλά και ούτως ήμεν

ενώπιον αυτών΄΄

Αν αυτό φαίνεται παράξενο σε κάποιους που διδάχτηκαν ότι ο Κατακλυσμός ήταν

παγκόσμιος ας διαβάσουν τη μελέτη μας ΄΄Ήταν ο Κατακλυσμός Παγκόσμιος΄΄

Εκεί θα δουν τις Αγιογραφικές και ιστορικές αποδείξεις ότι επρόκειτο για έναν

τοπικό κατακλυσμό που έπληξε μόνο τη φυλή Αδάμ και μέλη μόνο των γύρω λαών

Επιβίωση από τον Κατακλυσμό

Το ότι οι Νεφιλείμ επεβίωσαν του Κατακλυσμού εξηγείται απλά

Είναι λογικό το ότι η φυλή των γιγάντων Νεφιλείμ δεν έμενε ολόκληρη στην

κοιλάδα της Μεσοποταμίας αλλά κάποιοι απ αυτούς διεσπάρησαν στις γύρω

περιοχές

Η Γένεση στο 7ζ΄ 20 γράφει ότι ο Κατακλυσμός είχε ύψος 15 πήχες (8- 9 μέτρα)

δηλαδή όσο χρειαζόταν για να καλύψει τις ψηλότερες περιοχές της χαμηλής

Μεσοποταμίας Όσοι όμως έμεναν στα ορεινά γύρω από την πληγείσα περιοχή

επεβίωσαν Άλλωστε ο Κατακλυσμός έγινε για τιμωρία της φυλής Αδάμ και όχι των

γύρω λαών όπως φαίνεται στη Γένεση 6ς΄ 5 - 7 όπου η λέξη που χρησιμοποιείται

στο Εβραϊκό κείμενο γι αυτούς με τους οποίους οργίστηκε ο Θεός είναι ΄΄Αδάμ΄΄

Για τους άλλους λαούς η Γένεση στο Εβραϊκό κείμενο χρησιμοποιεί άλλη λέξη

όπως φαίνεται στο Γένεσις 6ς΄ 4 [΄΄οι άνθρωποι (εβραϊκά ΄΄ενός΄΄) οι

ονομαστοί΄΄] και στο Γένεσις 13ιγ΄ 13 [΄΄οι δε άνθρωποι (εβραϊκά ΄΄ενός΄΄) οι εν

Σοδόμοις΄΄]

41

Μια τελευταία παρατήρηση ξεκινάει από το ίδιο εδάφιο της Γένεσης 6ς΄ 4 που λέει

΄΄Οι δε γίγαντες ήσαν επί τής γης εν ταις ημέραις εκείναις και μετ εκείνο ως αν

εισεπορεύοντο οι υιοί τού Θεού προς τας θυγατέρας τών ανθρώπων΄΄

Οι Νεφιλείμ λοιπόν υπήρχαν ακόμη ΄΄και μετά από εκείνο΄΄ το γεγονός που

περιγράφεται δηλαδή και μετά από την αύξηση του πληθυσμού στη

Μεσοποταμία Είναι λάθος να ταυτίζονται κατ ανάγκην οι Νεφιλείμ με τους γιους

των ισχυρών καθώς μια αβίαστη ανάγνωση του κειμένου δεν δείχνει τίποτα τέτοιο

Το μεταβατικό ΄΄δε΄΄ δείχνει ότι γίνεται λόγος για κάποιους άλλους και όχι για

τους γιούς των ισχυρών Οι γιοί των ισχυρών δεν είναι οι Νεφιλείμ αλλά οι ισχυροί

άνδρες της Μεσοποταμίας των άλλων φυλών που ζούσαν κοντά στη φυλή Αδάμ

Ίσως ο σκοπός του χωρίου είναι να δείξει ότι η φυλή των γιγάντων (η οποία

προβλημάτιζε τους Ισραηλίτες τον καιρό που ο Μωυσής έγραφε αυτά τα λόγια) ήταν

μια αρχαία φυλή σύγχρονη της επιμειξίας της φυλής Αδάμ με τους γιούς των

ισχυρών και ότι οι Νεφιλείμ επεβίωσαν ακόμη και μετά από την επιμειξία των

ισχυρών ανδρών της Μεσοποταμίας με τις ΄΄θυγατέρες Αδάμ΄΄ κατά την

προκατακλυσμιαία εποχή

Ίσως ακόμα η αναφορά αυτή να γίνεται για να δείξει ότι ο κατακλυσμός στρεφόταν

ειδικά κατά του λαού Αδάμ και όχι και των γύρω λαών εκ των οποίων

επεβίωσαν και οι Νεφιλείμ

Οι γίγαντες στην εποχή τού Ισραήλ

Σύμφωνα με την Αγία Γραφή η περιοχή στην οποία επεβίωσαν κάποιοι από τη

φυλή των γιγάντων Νεφιλείμ ήταν η Βασάν που ονομάζεται ΄΄γη γιγάντων΄΄

(Δευτερονόμιο γ΄ 13)

Πρόκειται για μία ορεινή περιοχή ανατολικά της Θάλασσας της Γαλιλαίας

κατάλληλη για επιβίωση των λαών της από τον Κατακλυσμό που έπληξε τη

Μεσοποταμία και το λαό Αδάμ (Όπως λέμε ΄΄λαός Ισραήλ΄΄)

Εκεί οι γίγαντες υπήρχαν όχι μόνο μετά από τον Κατακλυσμό αλλά και στις ημέρες

του Αβραάμ όπως φαίνεται στη Γένεση 14ιδ΄ 5 όπου λέει για τον Χοδολλογομόρ

και τους συμμάχους του ότι ΄΄κατέκοψαν τους γίγαντας τους εν Ασταρώθ

Καρναιν΄΄ στη Βασσάν

Και οι κατάσκοποι όμως των ημερών του Μωυσή βρήκαν τους Νεφιλείμ στη

Χαναάν όπως είδαμε στους Αριθμούς 13ιγ΄ 33 όπου μάλιστα ονομάζει τους

γίγαντες ΄΄Νεφιλείμ΄΄ Εκεί έχει μάλιστα και οριστικό άρθρο ΄΄τους Νεφιλείμ΄΄

πράγμα που δείχνει ότι δεν επρόκειτο για παρομοίωση αλλά για το γνωστό λαό

των Νεφιλείμ

Άλλα εδάφια όπως το Δευτερονόμιο 1α΄ 28 αναφερόμενο στο ίδιο γεγονός

ταυτίζει τους Νεφιλείμ με τους Ανακείμ που προφανώς ήταν απόγονοί τους

Με τους Ανακείμ συσχετίζει η Αγία Γραφή όλες τις φυλές γιγάντων που ζούσαν γύρω

από τη Θάλασσα της Γαλιλαίας όπως ήταν οι Ραφαείμ οι Εμμαίοι και οι

42

Ζουμζουμείμ τους οποίους εξολώθρευσαν οι απόγονοι του Λωτ (Δευτερονόμιο 2β΄

10112021)

Οι Ραφαείμ ήταν απόγονοι των Γιγάντων που επεβίωσαν από τον Κατακλυσμό και

δεν ήταν απόγονοι του Νώε καθώς δεν αναφέρονται στη Γένεση 10ι΄ όπου

αναφέρονται οι λαοί που κατάγονται από το Νώε Η σκέψη ότι ίσως να μην

αναφέρονται επειδή είναι πολύ νεώτεροι λαοί δεν ευσταθεί επειδή αναφέρονται στη

Γένεσις 14ιδ΄ 5 σαν λαός από την εποχή του Αβραάμ ακόμα και συνεπώς είναι

αρχαιότεροι λαοί από αυτούς που αναφέρονται ως απόγονοι του Νώε

Μετά από την εγκατάσταση των Ισραηλιτών στη Γη της Επαγγελίας οι υψηλόσωμες

αυτές φυλές εξολωθρεύτηκαν και δεν έμειναν Ανακείμ στο Ισραήλ Μόνο στη Γάζα

στη Γαθ και στην Άζωτο έμειναν αναμεμειγμένοι με τους Φιλισταίους (Ιησούς

Ναυή 11ια΄ 21 22)

Ένας απ αυτούς ήταν και ο Γολιάθ από τη Γαθ που σκοτώθηκε από τον Δαυίδ (Α΄

Σαμουήλ ιζ΄ 4 ΄΄Εξήλθεν Γολιάθ εκ της Γαθ΄΄)

Τον καιρό του Δαυίδ σκοτώθηκαν οι τελευταίοι γίγαντεςraquo1

1 httpwwwoodegrcomoodegenesiskatak1htm

43

Page 11: Η δημιουργία του κόσμου

11

Η ιστορία του Κάϊν και του Άβελ

1αδαμ δὲ ἔγνω ευαν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ συλλαβοῦσα ἔτεκεν τὸν καιν καὶ εἶπεν ἐκτησάμην ἄνθρωπον διὰ τοῦ θεοῦ 2καὶ προσέθηκεν τεκεῖν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ τὸν αβελ Το προσέθηκεν σημαίνει ότι

ευθύς αμέσως γέννησε τον Άβελ Άρα ο

Κάϊν και ο Άβελ ήταν δίδυμοι

καὶ ἐγένετο αβελ ποιμὴν προβάτων καιν δὲ ἦν ἐργαζόμενος τὴν γῆν 3καὶ ἐγένετο μεθ ἡμέρας ἤνεγκεν καιν ἀπὸ τῶν καρπῶν τῆς γῆς θυσίαν τῷ κυρίῳ 4καὶ αβελ ἤνεγκεν καὶ αὐτὸς ἀπὸ τῶν πρωτοτόκων τῶν προβάτων αὐτοῦ καὶ ἀπὸ τῶν στεάτων αὐτῶν καὶ ἐπεῖδεν ὁ θεὸς ἐπὶ αβελ καὶ ἐπὶ τοῖς δώροις αὐτοῦ 5ἐπὶ δὲ καιν καὶ ἐπὶ ταῖς θυσίαις αὐτοῦ οὐ προσέσχεν Το ερώτημα εδώ που προκύπτει είναι το πως εκδηλώθηκε αυτή η ευαρέσκεια του Θεού στη θυσία του Άβελ Δια πυρός μας λένε οι πατέρες το οποίο πυρ ήλθε εξ ουρανού

καὶ ἐλύπησεν τὸν καιν λίαν καὶ συνέπεσεν τῷ προσώπῳ 6καὶ εἶπεν κύριος ὁ θεὸς τῷ καιν ἵνα τί περίλυπος ἐγένου καὶ ἵνα τί συνέπεσεν τὸ πρόσωπόν σου 7οὐκ ἐὰν ὀρθῶς προσενέγκῃς ὀρθῶς δὲ μὴ διέλῃς ἥμαρτες ἡσύχασον πρὸς σὲ ἡ ἀποστροφὴ αὐτοῦ καὶ σὺ ἄρξεις αὐτοῦ 8καὶ εἶπεν καιν πρὸς αβελ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ διέλθωμεν εἰς τὸ πεδίον καὶ ἐγένετο ἐν τῷ εἶναι αὐτοὺς ἐν τῷ πεδίῳ καὶ ἀνέστη καιν ἐπὶ αβελ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ καὶ ἀπέκτεινεν αὐτόν Οποία αναισθησία Αντί να παραδειγματιστεί από τη θυσία του Άβελ Αντί να

ακούσει να φιλόστοργα λόγια του ουρανίου Πατρός σπεύδει ως λέων να

κατασπαράξει από τη ζήλια του εκείνον που δικαιώθηκε λόγω της εξαιρετικής του

ευλάβειας Τον καλεί λοιπόν να πάνε έναν περίπατο Ο αδελφός του ως απονήρευτος

και άκακος δέχεται την πρόταση του αδελφού και εκεί δέχεται τη θανάσιμη επίθεση

9καὶ εἶπεν ὁ θεὸς πρὸς καιν ποῦ ἐστιν αβελ ὁ ἀδελφός σου ὁ δὲ εἶπεν οὐ γινώσκω μὴ φύλαξ τοῦ ἀδελφοῦ μού εἰμι ἐγώ 10καὶ εἶπεν ὁ θεός τί ἐποίησας φωνὴ αἵματος τοῦ ἀδελφοῦ σου βοᾷ πρός με ἐκ τῆς γῆς 11καὶ νῦν ἐπικατάρατος σὺ ἀπὸ τῆς γῆς Οποία φρικτή καταδίκη Όταν από το στόμα του Θεού τον ευλογία σκορπίζοντος εξέρχεται η κατάρα Η παρά τω Θεώ όμως κατάρα είναι έκφραση Θείας δικαιοσύνης

ἣ ἔχανεν τὸ στόμα αὐτῆς δέξασθαι τὸ αἷμα τοῦ ἀδελφοῦ σου ἐκ τῆς χειρός σου 12ὅτι ἐργᾷ τὴν γῆν καὶ οὐ προσθήσει τὴν ἰσχὺν αὐτῆς δοῦναί σοι στένων καὶ τρέμων ἔσῃ ἐπὶ τῆς γῆς Δεν πρόκειται λέει εδώ ο Θεός η γη να σου αποφέρει τα

του κόπου σου Μάταια δηλαδή θα ιδρώνεις Αυτή είναι η δεύτερη τιμωρία που

λαμβάνει Το στένων και τρέμων ἔση σημαίνει θα έχεις στεναγμό λόγω του

περιπλανώμενου επί της γης βίου σου Αυτή είναι η τρίτη τιμωρία

12

13καὶ εἶπεν καιν πρὸς τὸν κύριον μείζων ἡ αἰτία μου τοῦ ἀφεθῆναί με 14εἰ ἐκβάλλεις με σήμερον ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς καὶ ἀπὸ τοῦ προσώπου σου κρυβήσομαι καὶ ἔσομαι στένων καὶ τρέμων ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἔσται πᾶς ὁ εὑρίσκων με ἀποκτενεῖ με 15καὶ εἶπεν αὐτῷ κύριος ὁ θεός οὐχ οὕτως πᾶς ὁ ἀποκτείνας καιν ἑπτὰ ἐκδικούμενα παραλύσει καὶ ἔθετο κύριος ὁ θεὸς σημεῖον τῷ καιν τοῦ μὴ ἀνελεῖν αὐτὸν πάντα τὸν εὑρίσκοντα αὐτόν Ο Κάϊν δεν μετανοεί

δεν συνέρχεται Δεν πικραίνεται διότι χωρίσθηκε από τον Θεό αλλά το μόνο που

φοβάται είναι να μην τον σκοτώσουν Ποιοι όμως να τον σκοτώσουν Σίγουρα όχι οι

γονείς του ο Αδάμ και η Εύα Εδώ φαίνεται πως ο Αδάμ πρό του φόνου του Άβελ θα

είχε κάνει και άλλα τέκνα Ο Θεός έδωσε λέει στον Κάϊν σημείο ώστε όποιος τον

εύρισκε να μην τον σκότωνε Ποιο ήταν αυτό το σημείο Το σκυθρωπό του πρόσωπο

ήταν το οποίο προκαλούσε σε όποιον τον έβλεπε την αποστροφή

16ἐξῆλθεν δὲ καιν ἀπὸ προσώπου τοῦ θεοῦ καὶ ᾤκησεν ἐν γῇ ναιδ κατέναντι εδεμ

17καὶ ἔγνω καιν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ συλλαβοῦσα ἔτεκεν τὸν ενωχ καὶ ἦν οἰκοδομῶν πόλιν καὶ ἐπωνόμασεν τὴν πόλιν ἐπὶ τῷ ὀνόματι τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ ενωχ Οικοδόμησε πόλη ο Καϊν η οποία ουσιαστικά ήταν ένα πρωτόγονο φρούριο

από γιγαντιαίους λίθους το οποίο τον προστάτευε από τα αδέρφια του διότι ήταν

ένοχος απέναντί τους Έτσι έληξε ο πλάνης βίος του Κάϊν δείχνοντας τελικά πως η

προσκόλησή του στα γήινα τον χώρισε τελικά από τα υπόλοιπα αδέρφια του Οι

απόγονοι δε του Κάϊν απομακρύνθηκαν από τον Θεό

18ἐγενήθη δὲ τῷ ενωχ γαιδαδ καὶ γαιδαδ ἐγέννησεν τὸν μαιηλ καὶ μαιηλ ἐγέννησεν τὸν μαθουσαλα καὶ μαθουσαλα ἐγέννησεν τὸν λαμεχ 19καὶ ἔλαβεν ἑαυτῷ λαμεχ δύο γυναῖκας ὄνομα τῇ μιᾷ αδα καὶ ὄνομα τῇ δευτέρᾳ σελλα Ο

Λάμεχ είναι ο πρώτος που παραβιάζει την μονογαμία παίρνοντας για τον εαυτό του

δύο γυναίκες

20καὶ ἔτεκεν αδα τὸν ιωβελ οὗτος ἦν ὁ πατὴρ οἰκούντων ἐν σκηναῖς κτηνοτρόφων 21καὶ ὄνομα τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ ιουβαλ οὗτος ἦν ὁ καταδείξας ψαλτήριον καὶ κιθάραν 22σελλα δὲ ἔτεκεν καὶ αὐτὴ τὸν θοβελ καὶ ἦν σφυροκόπος χαλκεὺς χαλκοῦ καὶ σιδήρου ἀδελφὴ δὲ θοβελ νοεμα Να η

αξιοπρέπεια του ανθρώπου ως εξέλιξη προς απάντηση των υποστηρικτών της

Δαρβίνειας θεωρίας Ο Ιουβάλ είναι ο εφευρέτης των έγχορδω οργάνων ενώ ο

Θοβέλ είναι ο πρώτος που επεξεργάζεται μέταλλα Κσνείς από αυτούς σίγουρα δεν

ήταν η εξέλιξη κάποιου είδους πιθήκου

23εἶπεν δὲ λαμεχ ταῖς ἑαυτοῦ γυναιξίν αδα καὶ σελλα ἀκούσατέ μου τῆς φωνῆς γυναῖκες λαμεχ ἐνωτίσασθέ μου τοὺς λόγους ὅτι ἄνδρα ἀπέκτεινα εἰς τραῦμα ἐμοὶ καὶ νεανίσκον εἰς μώλωπα ἐμοί

24ὅτι ἑπτάκις ἐκδεδίκηται ἐκ καιν ἐκ δὲ λαμεχ ἑβδομηκοντάκις ἑπτά Ο Λάμεχ λοιπόν επανἐλαβε την αμαρτία του Κάϊν γενόμενος κι αυτός φονιάς

25ἔγνω δὲ αδαμ ευαν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ συλλαβοῦσα ἔτεκεν υἱὸν καὶ ἐπωνόμασεν τὸ ὄνομα αὐτοῦ σηθ λέγουσα ἐξανέστησεν γάρ μοι ὁ θεὸς

13

σπέρμα ἕτερον ἀντὶ αβελ ὃν ἀπέκτεινεν καιν 26καὶ τῷ σηθ ἐγένετο υἱός ἐπωνόμασεν δὲ τὸ ὄνομα αὐτοῦ ενως οὗτος ἤλπισεν ἐπικαλεῖσθαι τὸ ὄνομα κυρίου τοῦ θεοῦ

αὕτη ἡ βίβλος γενέσεως ἀνθρώπων ᾗ ἡμέρᾳ ἐποίησεν ὁ θεὸς τὸν αδαμ κατ εἰκόνα θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν 2ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτοὺς καὶ εὐλόγησεν αὐτούς καὶ ἐπωνόμασεν τὸ ὄνομα αὐτῶν αδαμ ᾗ ἡμέρᾳ ἐποίησεν αὐτούς

3ἔζησεν δὲ αδαμ διακόσια καὶ τριάκοντα ἔτη καὶ ἐγέννησεν κατὰ τὴν ἰδέαν αὐτοῦ καὶ κατὰ τὴν εἰκόνα αὐτοῦ καὶ ἐπωνόμασεν τὸ ὄνομα αὐτοῦ σηθ 4ἐγένοντο δὲ αἱ ἡμέραι αδαμ μετὰ τὸ γεννῆσαι αὐτὸν τὸν σηθ ἑπτακόσια ἔτη καὶ ἐγέννησεν υἱοὺς καὶ θυγατέρας 5καὶ ἐγένοντο πᾶσαι αἱ ἡμέραι αδαμ ἃς ἔζησεν ἐννακόσια καὶ τριάκοντα ἔτη καὶ ἀπέθανεν

Ενώχ

Μια μορφή που δεσπόζει για την αγιότητα της ζωής του

εφόσον η Γραφή δεν αναφέρει τίποτε εις βάρος του είναι ο

Ενώχ

Γιος ενός άσημου για την ιστορία ανθρώπου του Ιάρεδ

απογόνου του τρίτου γιου του Αδάμ Σηθ άθελά του

καθιερώθηκε απ τον Θεό όπως βεβαιώνει κι η σημασία

του ονόματός του να διαδραματίσει σπουδαίο ρόλο στο

θείο σχέδιο για τη σωτηρία του κόσμου Γέννησε το

Μαθουσάλα τον μακροβιότερο άνθρωπο που ποτέ έζησε

στη γη παρ όλο που η δική του ζωή διήρκεσε τόσο λίγο

τριακόσια εξήντα πέντε χρόνια Έζησε ζωή άμεμπτης

αγνότητας σε περίοδο που ούτε ο Νόμος του Θεού είχε δοθεί ούτε φυσικά κι η

μεταγενέστερη του Νόμου Χάρη είχε επιτελεστεί Οραματίστηκε την τελική Κρίση

που ο Θεός θα κάμει στα τέλη των αιώνων και δια του τρόπου με τον οποίο έγινε η

μετάθεσή του μίλησε στις επόμενες γενιές για την μετά το θάνατο Ανάσταση του

Μεσσία που θα ρχόταν και για την τελική Ανάσταση των κεκοιμημένων αγίων

ίνα καταποθή το θνητόν υπό της ζωής (Β΄ Κορ 104)

Στο βιβλίο της Γένεσης συναντάμε δυο πρόσωπα με το όνομα Ενώχ στο 41718 και

στο 518 που είναι μεταξύ τους τελείως ανόμοια και διαφορετικά Ο πρώτος είναι ο

γιος του Κάιν του αδελφοκτόνου προς τιμήν του οποίου ο πατέρας του έκτισεν

πόλιν και κάλεσεν κατά το όνομα αυτού (417) κι ο δεύτερος είναι ο γιος του Ιάρεδ

όπως ήδη είπαμε ο εκλεκτός του Θεού Ενώχ που δεν είχε εδώ πόλιν μένουσαν

αλλά την μέλλουσαν επιζητούσε (Εβρ 1113-14) στην οποία και τόσο ένδοξα

μετέβη

14

Το ότι ο Ενώχ έζησε τριακόσια εξήντα πέντε μόνο χρόνια που είναι ακριβώς ο

αριθμός των ημερών ενός ηλιακού έτους δεν ξέρουμε τι συμβολίζει Ίσως τη

ματαιότητα της σύντομης εδώ ζωής μας ίσως την πληρότητα μιας αποστολής την

οποία ο Θεός ανέθεσε σε κάποιον άνθρωπό Του ίσως το τέλειο ανάστημα της ζωής

του Χριστού στο οποίο ο Θεός θέλει να φτάσουμε πριν μας πάρει κοντά Του

ίσως ίσως Ασχέτως όμως όλων αυτών γεγονός είναι ένα ότι ο Ενώχ αποτελεί μια

εξαίρεση ένα υπόδειγμα ένα θαύμα του Θεού σε ανθρώπινη ζωή

Γιατί άραγε έζησε τόσο λίγο ενώ ο γιος του ο Μαθουσάλα έφτασε τη μεγαλύτερη

ηλικία ανθρώπου επί της γης -965 χρόνια- ο δε μεταγενέστερός του ο Νώε δεύτερος

μετά τον Αδάμ κληρονόμος όλης της γης έζησε 950 χρόνια Μήπως ο Ενώχ έτσι

εξεπλήρωσε κάποια πολύ σημαντική αποστολή Ενώ θα παρευρέθηκε στην κηδεία

του Αδάμ (πράγμα που συνάγεται απ τους υπολογισμούς των ετών που περιέχονται

στην πρώτη αυτή περίοδο της ιστορίας) και δεδομένου ότι ο Αδάμ ως εκπρόσωπος

του αμαρτωλού ανθρώπου έπρεπε να πεθάνει και το σώμα του να ταφεί στη γη ο

Ενώχ εκπροσωπώντας τον αγιασμένο άνθρωπο του Θεού δεν πέθανε αλλά

μετατέθηκε απ ευθείας χωρίς να γευτεί θάνατο στου ουρανό του Θεού Πιστή

εικόνα τούτη για τον σωσμένο δια της θυσίας του Ιησού Χριστού αμαρτωλό για τον

οποίο θάνατος πια δεν υπάρχει διότι μετέβη εκ του θανάτου εις την ζωήν (Ιωάν

524)

Ο Λόγος του Θεού μας λέει ότι ο Ενώχ περιεπάτησεν μετά του Θεού (Γέν 524)

όχι ενώπιον του Θεού όπως μας λέει για τον Αβραάμ (Γεν 171) για το Δαυίδ

(Ψαλμ 8915) για τον Ησαϊα (4027-31) για το Ζαχαρία και την Ελισσάβετ (Ιακ

16) Μήπως τούτο είναι σύμβολο και συγχρόνως προφητεία του περπατήματος που ο

χριστιανός ο άνθρωπος δηλαδή που θα δεχόταν τη Χάρη θα κανε με τον Χριστό

βάσει της υπόσχεσής Του μεθ υμών ειμί (Ματθ 2820) και της εντολής Του

μείνατε εν εμοί καγώ εν υμίν (Ιωάν 154) Διότι σε τούτη την περίπτωση δεν

έχουμε περπάτημα ενώπιον του Θεού αλλά μετά του Θεού Κάτι δηλαδή πολύ

ουσιαστικότερο και πλουσιότερο για κάθε άνθρωπο που ανήκει σε Κείνον ασχέτως

περιόδου στην οποία έζησε Όταν κάποιος περπατάει με τον Θεό έχει και πλήρη

συναίσθηση της παρουσίας Του Ότι ακριβώς χρειάζεται για να ζει ζωή αγνότητας

μέσα στον κόσμο

Το μυστικό του περπατήματος του Ενώχ μετά του Θεού ήταν η πίστη του στον Θεό

της οποίας συνέπεια ήταν το ότι ευηρέστησεν τον Θεόν και ότι δε γεύτηκε θάνατο

διότι μετέθεσεν αυτόν ο Θεός (Γεν 115-6) Η μετάθεση δε αυτή είναι τύπος του

τρόπου με τον οποίο οι άγιοι του Θεού θέλουσι μεταμορφωθή εν τη εσχάτη

σάλπιγγι χωρίς να γευτούν θάνατο (Α΄ Κορ 1551-52)

Αλλά ο Ενώχ δεν προφήτεψε μόνο με τη ζωή του μελλοντικές αλήθειες αλλά και με

το στόμα του προφήτεψε περί της Κρίσης την οποίαν στα τέλη των αιώνων ο Κύριος

μαζί με τους αγίους Του θα κάμει για κάθε ασεβή άνθρωπο δια να ελέγξη πάντας

τους ασεβείς Στην επιστολή του Ιούδα εδ 14-15 διαβάζουμε Προεφήτευσε δε

περί τούτων και ο Ενώχ έβδομος από Αδάμ λέγωνmiddot Ιδού ήλθεν ο Κύριος με

μυριάδας αγίων αυτού δια να κάμη κρίσιν κατά πάντων και να ελέγξη πάντας τους

ασεβείς εξ αυτών δια πάντα τα έργα της ασεβείας αυτών τα οποία έπραξαν και δια

πάντα τα σκληρά τα οποία ελάλησαν κατ αυτού αμαρτωλοί ασεβείς

15

Ο Ενώχ αναφέρεται μια μόνο φορά στην Καινή Διαθήκη ως προφήτης (Ιούδα 14)

Με το όνομα Βιβλίο Ενώχ σώζεται απόκρυφο σύγγραμμα που γράφτηκε περί τα

110 πΧ περιέχει προφητείες περί της συντέλειας του κόσμου και είναι σε αιθιοπική

μετάφραση Δεν αποκλείεται η παραπομπή στο βιβλίο του Ιούδα να είναι παρμένη απ

αυτό Όμως το βιβλίο αυτό το απέρριψαν ως μη κανονικό τόσο οι Εβραίοι όσο και

οι Πατέρες της Εκκλησίας

Ας μείνει μέσα μας απ όλα όσα ελέχθησαν περί του Ενώχ πως αν κάτι έχει ύψιστη

σημασία για τον Θεό και για μας είναι το να περιπατώμεν καθώς Εκείνος

περιεπάτησεν (Α΄ Ιωάν 26) φυλάττοντες τας εντολάς αυτού και πράττοντες τα

αρεστά ενώπιον αυτού (Α΄ Ιωάν 322)

Γιἀννης Έρτσος

Σας παραθέτουμε τώρα προς ανάγνωσιν το απόκρυφο βιβλίο του Ενώχ

1 Λόγος εὐλογίας Ἑνώχ καθὼς εὐλόγησεν ἐκλεκτοὺς δικαίους οἵτινες

ἔσονται εἰς ἡμέραν ἀνάγκης ἐξᾶραι πάντας τοὺς ἐχθρούς καὶ σωθήσονται

δίκαιοι

2 Καὶ ἀναλαβὼν τὴν παραβολὴν αὐτοῦ εἶπεν Ἑνώχmiddot (ἄνθρωπος δίκαιός

ἐστιν [ᾧ] ὅρασις ἐκ θεοῦ αὐτῷ ἀνεῳγμένη ἦν ἔχων τὴν ὅρασιν τοῦ ἁγίου

laquoκαὶraquo τοῦ οὐρανοῦmiddot) Ἔδειξέν μοι καὶ ἁγιολόγων ἁγίων ἤκουσα ἐγώ καὶ ὡς

ἤκουσα παρrsquo αὐτῶν πάντα καὶ ἔγνων ἐγὼ θεωρῶνmiddot καὶ οὐκ εἰς τὴν νῦν

γενεὰν διενοούμην ἀλλὰ ἐπὶ πόρρω οὖσαν ἐγὼ λαλῶ

3 Καὶ περὶ τῶν ἐκλεκτῶν νῦν λέγω καὶ περὶ αὐτῶν ἀνέλαβον τὴν

παραβολήν μου καὶ ἐξελεύσεται ὁ ἅγιός μου ὁ μέγας ἐκ τῆς κατοικήσεως

αὐτοῦ

4 καὶ ὁ θεὸς τοῦ αἰῶνος ἐπὶ γῆν πατήσει ἐπὶ τὸ Σεινὰ ὄρος καὶ φανήσεται

ἐκ τῆς παρεμβολῆς αὐτοῦ καὶ φανήσεται ἐν τῇ δυνάμει τῆς ἰσχύος αὐτοῦ

ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ τῶν οὐρανῶν

5 καὶ φοβηθήσονται πάντες καὶ πιστεύσουσιν οἱ ἐγρήγοροι laquoκαὶ ᾄσουσιν

ἀπόκρυφα ἐν πᾶσιν τοῖς ἄκροις τῆς [γῆς]middot καὶ σεισθήσονται πάντα τὰ ἄκρα

τῆς γῆςraquo καὶ λήμψεται αὐτοὺς τρόμος καὶ φόβος μέγας μέχρι τῶν περάτων

τῆς γῆς

6 καὶ σεισθήσονται καὶ πεσοῦνται καὶ διαλυθήσονται ὄρη ὑψηλά καὶ

ταπεινωθήσονται βουνοὶ ὑψηλοὶ τοῦ διαρυῆναι ὄρη καὶ τακήσονται ὡς

κηρὸς ἀπὸ προσώπου πυρὸς ἐν φλογί

7 καὶ διασχισθήσεται ἡ γῆ σχίσμα ῥαγάδι καὶ πάντα ὅσα ἐστὶν ἐπὶ τῆς γῆς

ἀπολεῖται καὶ κρίσις ἔσται κατὰ πάντων

8 καὶ μετὰ τῶν δικαίων τὴν εἰρήνην ποιήσει καὶ ἐπὶ τοὺς ἐκλεκτοὺς ἔσται

συντήρησις καὶ εἰρήνη καὶ ἐπrsquo αὐτοὺς γενήσεται ἔλεος καὶ ἔσονται

πάντες τοῦ θεοῦ καὶ τὴν εὐδοκίαν δώσει αὐτοῖς καὶ πάντας εὐλογήσει καὶ

πάντων ἀντιλήμψεται καὶ βοηθήσει ἡμῖν καὶ φανήσεται αὐτοῖς φῶς καὶ

ποιήσει ἐπrsquo αὐτοὺς εἰρήνην

9 ὅτι ἔρχεται σὺν ταῖς μυριάσιν αὐτοῦ καὶ τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ ποιῆσαι

κρίσιν κατὰ πάντων καὶ ἀπολέσει πάντας τοὺς ἀσεβεῖς καὶ ἐλέγξει

πᾶσαν σάρκα περὶ πάντων ἔργων τῆς ἀσεβείας αὐτῶν ὧν ἠσέβησαν καὶ

σκληρῶν ὧν ἐλάλησαν λόγων laquoκαὶ περὶ πάντων ὧν κατελάλησανraquo κατrsquo

αὐτοῦ ἁμαρτωλοὶ ἀσεβεῖς

16

II

1 Κατανοήσατε πάντα τὰ ἔργα ἐν τῷ οὐρανῷ πῶς οὐκ ἠλλοίωσαν τὰς

ὁδοὺς αὐτῶν καὶ τοὺς φωστῆρας τοὺς ἐν τῷ οὐρανῷ ὡς τὰ πάντα

ἀνατέλλει καὶ δύνει τεταγμένος ἕκαστος ἐν τῷ τεταγμένῳ καιρῷ καὶ ταῖς

ἑορταῖς αὐτῶν φαίνονται καὶ οὐ παραβαίνουσιν τὴν ἰδίαν τάξιν

2 ἴδετε τὴν γῆν καὶ διανοήθητε περὶ τῶν ἔργων τῶν ἐν αὐτῇ γενομένων

ἀπrsquo ἀρχῆς μέχρι τελειώσεως ὥς εἰσιν φθαρτά ὡς οὐκ ἀλλοιοῦνται οὐδὲν

τῶν ἐπὶ γῆς ἀλλὰ πάντα ἔργα θεοῦ ὑμῖν φαίνεται

3 ἴδετε τὴν θερείαν καὶ τὸν χειμῶνα

καταμάθετε καὶ ἴδετε πάντα τὰ δένδρα

IIIndashV

1πῶς τὰ φύλλα χλωρὰ ἐν αὐτοῖς σκέποντα τὰ δένδρα καὶ πᾶς ὁ καρπὸς

αὐτῶν εἰς τιμὴν καὶ δόξαν διανοήθητε καὶ γνῶτε περὶ πάντων τῶν ἔργων

αὐτοῦ καὶ νοήσατε ὅτι θεὸς ζῶν ἐποίησεν αὐτὰ οὕτως καὶ ζῇ εἰς πάντας

τοὺς αἰῶναςmiddot

2 καὶ τὰ ἔργα αὐτοῦ πάντα ὅσα ἐποίησεν εἰς τοὺς αἰῶνας ἀπὸ ἐνιαυτοῦ εἰς

ἐνιαυτὸν γινόμενα πάντα οὕτως καὶ πάντα ὅσα ἀποτελοῦσιν αὐτῷ τὰ

ἔργα καὶ οὐκ ἀλλοιοῦνται αὐτῶν τὰ ἔργα ἀλλrsquo ὡσπερεὶ κατὰ ἐπιταγὴν τὰ

πάντα γίνεται

3 ἴδετε πῶς ἡ θάλασσα καὶ οἱ ποταμοὶ ὡς ὁμοίως ἀποτελοῦσιν καὶ οὐκ

ἀλλοιοῦσιν αὐτῶν τὰ ἔργα ἀπὸ τῶν λόγων αὐτοῦ

4 ὑμεῖς δὲ οὐκ ἐνεμείνατε οὐδὲ ἐποιήσατε κατὰ τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ ἀλλὰ

ἀπέστητε καὶ κατελαλήσατε μεγάλους καὶ σκληροὺς λόγους ἐν στόματι

ἀκαθαρσίας ὑμῶν κατὰ τῆς μεγαλωσύνης αὐτοῦ ὅτι κατελαλήσατε ἐν τοῖς

ψεύμασιν ὑμῶν σκληροκάρδιοι οὐκ ἔστιν εἰρήνη ὑμῖν

5 τοιγὰρ τὰς ἡμέρας ὑμῶν ὑμεῖς καταράσεσθε καὶ τὰ ἔτη τῆς ζωῆς ὑμῶν

ἀπολεῖται καὶ τὰ ἔτη τῆς ἀπωλείας ὑμῶν πληθυνθήσεται ἐν κατάρᾳ

αἰώνων καὶ οὐκ ἔσται ὑμῖν ἔλεος καὶ εἰρήνη

6 τότε ἔσται τὰ ὀνόματα ὑμῶν εἰς κατάραν αἰώνιον πᾶσιν τοῖς δικαίοις

καὶ ἐν ὑμῖν καταράσονται πάντες οἱ καταρώμενοι καὶ πάντες οἱ

ἁμαρτωλοὶ καὶ ἀσεβεῖς ἐν ὑμῖν ὀμοῦνται καὶ πάντες οἱ ἀναμάρτητοι

χαρήσονται καὶ ἔσται αὐτοῖς λύσις ἁμαρτιῶν καὶ πᾶν ἔλεος καὶ εἰρήνη καὶ

ἐπιείκεια ἔσται αὐτοῖς σωτηρία φῶς ἀγαθόν καὶ αὐτοὶ κληρονομήσουσιν

τὴν γῆν καὶ πᾶσιν ὑμῖν τοῖς ἁμαρτωλοῖς οὐχ ὑπάρξει σωτηρία ἀλλὰ ἐπὶ

πάντας ὑμᾶς κατάλυσις κατάρα

7 καὶ τοῖς ἐκλεκτοῖς φῶς καὶ χάρις καὶ εἰρήνη καὶ αὐτοὶ κληρονομήσουσιν

τὴν γῆν ὑμῖν δὲ τοῖς ἀσεβέσιν ἔσται κατάρα

8 τότε δοθήσεται τοῖς ἐκλεκτοῖς φῶς καὶ χάρις καὶ αὐτοὶ

κληρονομήσουσιν τὴν γῆν τότε δοθήσεται πᾶσιν τοῖς ἐκλεκτοῖς σοφία καὶ

πάντες οὗτοι ζήσονται καὶ οὐ μὴ ἁμαρτήσονται ἔτι οὐ κατrsquo ἀλήθειαν οὔτε

κατὰ ὑπερηφανίαν καὶ ἔσται ἐν ἀνθρώπῳ πεφωτισμένῳ φῶς καὶ

ἀνθρώπῳ ἐπιστήμονι νόημα καὶ οὐ μὴ πλημμελήσουσιν

9 οὐδὲ μὴ ἁμάρτωσιν πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς αὐτῶν καὶ οὐ μὴ

ἀποθάνωσιν ἐν ὀργῇ θυμοῦ ἀλλὰ τὸν ἀριθμὸν αὐτῶν ζωῆς ἡμερῶν

πληρώσουσιν καὶ ἡ ζωὴ αὐτῶν αὐξηθήσεται ἐν εἰρήνῃ καὶ τὰ ἔτη τῆς

χαρᾶς αὐτῶν πληθυνθήσεται ἐν ἀγαλλιάσει καὶ εἰρήνη αἰῶνος ἐν πάσαις

ταῖς ἡμέραις τῆς ζωῆς αὐτῶν

VI

1 Καὶ ἐγένετο οὗ ἂν ἐπληθύνθησαν οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων ἐν ἐκείναις

ταῖς ἡμέραις ἐγεννήθησαν θυγατέρες ὡραῖαι καὶ καλαί

17

2 καὶ ἐθεάσαντο αὐτὰς οἱ ἄγγελοι υἱοὶ οὐρανοῦ καὶ ἐπεθύμησαν αὐτάς

καὶ εἶπαν πρὸς ἀλλήλουςmiddot Δεῦτε ἐκλεξώμεθα ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ τῶν

ἀνθρώπων καὶ γεννήσομεν ἑαυτοῖς τέκνα

3 καὶ εἶπεν Σεμειαζᾶς πρὸς αὐτούς ὃς ἦν ἄρχων αὐτῶν Φοβοῦμαι μὴ οὐ

θελήσετε ποιῆσαι τὸ πρᾶγμα τοῦτο καὶ ἔσομαι ἐγὼ μόνος ὀφειλέτης

ἁμαρτίας μεγάλης

4 ἀπεκρίθησαν οὖν αὐτῷ πάντες Ὀμόσωμεν ὅρκῳ πάντες καὶ

ἀναθεματίσωμεν πάντες ἀλλήλους μὴ ἀποστρέψαι τὴν γνώμην ταύτην

μέχρις οὗ ἂν τελέσωμεν αὐτὴν καὶ ποιήσωμεν τὸ πρᾶγμα τοῦτο

5 τότε ὄμοσαν πάντες ὁμοῦ καὶ ἀνεθεμάτισαν ἀλλήλους ἐν αὐτῷ

7 Καὶ ταῦτα τὰ ὀνόματα τῶν ἀρχόντων αὐτῶνmiddot Σεμιαζά οὗτος ἦν ἄρχων

αὐτῶνmiddot Ἀραθάκ Κιμβρά Σαμμανή Δανειήλ Ἀρεαρώς Σεμιήλ Ἰωμειήλ

Χωχαριήλ Ἐζεκιήλ Βατριήλ Σαθιήλ Ἀτριήλ Ταμιήλ Βαρακιήλ Ἀνανθνά

Θωνιήλ Ῥαμιήλ Ἀσέαλ Ῥακειήλ Τουριήλ

8 οὗτοί εἰσιν ἀρχαὶ αὐτῶν οἱ [ἐπὶ] δέκα

VII

1 Καὶ ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκαςmiddot ἕκαστος αὐτῶν ἐξελέξαντο ἑαυτοῖς

γυναῖκας καὶ ἤρξαντο εἰσπορεύεσθαι πρὸς αὐτὰς καὶ μιαίνεσθαι ἐν

αὐταῖςmiddot καὶ ἐδίδαξαν αὐτὰς φαρμακείας καὶ ἐπαοιδὰς καὶ ῥιζοτομίας καὶ

τὰς βοτάνας ἐδήλωσαν αὐταῖς

2 Αἱ δὲ ἐν γαστρὶ λαβοῦσαι ἐτέκοσαν γίγαντας μεγάλους ἐκ πηχῶν

τρισχιλίων

3 οἵτινες κατησθίοσαν τοὺς κόπους τῶν ἀνθρώπων ὡς δὲ οὐκ ἐδυνήθησαν

αὐτοῖς οἱ ἄνθρωποι ἐπιχορηγεῖν

4 οἱ γίγαντες ἐτόλμησαν ἐπrsquo αὐτούς καὶ κατησθίοσαν τοὺς ἀνθρώπους

5 καὶ ἤρξαντο ἁμαρτάνειν ἐν τοῖς πετεινοῖς καὶ τοῖς [θ]ηρίοις καὶ ἑρπετοῖς

καὶ τοῖς [ἰ]χθύσιν καὶ ἀλλήλων τὰς σάρκας κατεσθίειν καὶ τὸ αἷμα ἔπινον

6 τότε ἡ γῆ ἐνέτυχεν κατὰ τῶν ἀνόμων

VIII

1 Ἐδίδαξεν τοὺς ἀνθρώπους Ἀζαὴλ μαχαίρας ποιεῖν καὶ ὅπλα καὶ ἀσπίδας

καὶ θώρακας διδάγματα ἀγγέλων καὶ ὑπέδειξεν αὐτοῖς τὰ μέταλλα καὶ

τὴν ἐργασίαν αὐτῶν καὶ ψέλια καὶ κόσμους καὶ στίβεις καὶ τὸ

καλλιβλέφαρον καὶ παντοίους λίθους ἐκλεκτοὺς καὶ τὰ βαφικά

2 καὶ ἐγένετο ἀσέβεια πολλή καὶ ἐπόρνευσαν καὶ ἀπεπλανήθησαν καὶ

ἠφανίσθησαν ἐν πάσαις ταῖς ὁδοῖς αὐτῶν

3 Σεμιαζᾶς ἐδίδαξεν ἐπα[ο]ιδὰς καὶ ῥιζοτομίαςmiddot Ἀρμαρὼς ἐπαοιδῶν

λυτήριονmiddot Βαρακιὴλ ἀστρολογίαςmiddot Χωχιὴλ τὰ σημειωτικάmiddot Σαθιὴλ

ἀστεροσκοπίανmiddot Σεριὴλ σεληναγωγίας

4 τῶν οὖν ἀνθρώπων ἀπολλυμένων ἡ βο[ὴ] εἰς οὐρανοὺς ἀνέβη

IX

1 Τότε παρ[α]κύψαντες Μιχαὴλ καὶ Οὐ[ρι]ὴλ καὶ Ῥαφαὴλ καὶ Γαβριή[λ]

οὗτοι ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἐθεάς[αν]το αἶμα πολὺ ἐκχυννόμεν[ον] ἐπὶ τῆς γῆςmiddot

2 καὶ εἶπαν πρὸ[ς] ἀλλήλους φωνὴ βοώντω[ν] ἐπὶ τῆς γῆς μέχρι πυλῶν

τοῦ οὐρανοῦ

3 ἐντυγχάνουσιν αἱ ψυχαὶ τῶν ἀνθρώπων λεγόντων Εἰσαγάγετε τὴν

κρίσιν ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστ[ον]

4 Καὶ εἶπα[ν] τῷ κυρίῳ Σὺ εἶ κύριος τῶν κυρίων καὶ ὁ θεὸς τῶν θεῶν καὶ

βασιλεὺς τῶν αἰώνωνmiddot ὁ θρόνος τῆς δόξης σου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τοῦ

αἰῶνος καὶ τὸ ὄνομά σου τὸ ἅγιον καὶ μέγα καὶ εὐλογητὸν εἰς πάντας τοὺς

αἰῶνας

18

5 σὺ γὰρ ἐποίησας τὰ πάντα καὶ πᾶσαν τὴν ἐξουσίαν ἔχων καὶ πάντα

ἐνώπιόν σου φανερὰ καὶ ἀκάλυπτα

6 καὶ πάντα σὺ ὁρᾷς ἃ ἐποίησεν Ἀζαήλ ὃς ἐδίδαξεν πάσας τὰς ἀδικίας ἐπὶ

τῆς γῆς καὶ ἐδήλωσεν τὰ μυστήρια τοῦ αἰῶνος τὰ ἐν τῷ οὐρανῷ ἃ

ἐπιτηδεύουσιν [καὶ] ἔγνωσαν ἄνθρωποι

7 καὶ Σεμιαζᾶς ᾧ τὴν ἐξουσίαν ἔδωκας ἄρχειν τῶν σὺν αὐτῷ ἅμα ὄντων

8 καὶ ἐπορεύθησαν πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς καὶ

συνεκοιμήθησαν αὐταῖς καὶ ἐμιάνθησαν καὶ ἐδήλωσαν αὐταῖς πάσας τὰς

ἁμαρτίας

9 καὶ αἱ γυναῖκες ἐγέννησαν τιτᾶνας ὑφrsquo ὧν ὅλη ἡ γῆ ἐπλήσθη αἵματος

καὶ ἀδικίας

10 καὶ νῦν ἰδοὺ βοῶσιν αἱ ψυχαὶ τῶν τετελευτηκότων καὶ ἐντυγχάνουσιν

μέχρι τῶν πυλῶν τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἀνέβη ὁ στεναγμὸς αὐτῶν καὶ οὐ

δύναται ἐξελθεῖν ἀπὸ προσώπου τῶν ἐπὶ τῆς γῆς γινομένων ἀνομημάτων

11 καὶ σὺ πάντα οἶδας πρὸ τοῦ αὐτὰ γενέσθαι καὶ σὺ ὁρᾷς ταῦτα καὶ ἐᾷς

αὐτούς καὶ οὐδὲ ἡμῖν λέγεις τί δεῖ ποιεῖν αὐτοὺς περὶ τούτων

X

1 Τότε Ὕψιστος εἶπεν περὶ τούτων ὁ μέγας Ἅγιος καὶ ἐλάλησεν καὶ εἶπεν

καὶ ἔπεμψεν Ἰστραὴλ πρὸς τὸν υἱὸν Λέμεχ

2 Εἶπον αὐτῷ ἐπὶ τῷ ἐμῷ ὀνόματι Κρύψον σεαυτόν καὶ δήλωσον αὐτῷ

τέλος ἐπερχόμενον ὅτι ἡ γῆ ἀπόλλυται πᾶσα καὶ κατακλυσμὸς μέλλει

γίνεσθαι πάσης τῆς γῆς καὶ ἀπολέσει πάντα ὅσα ἐστὶν [ἐν] αὐτῇ

3 καὶ δίδαξον αὐτὸν ὅπως ἐκφύγῃ καὶ μενεῖ τὸ σπέρμα αὐτοῦ εἰς πάσας

τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

4 Καὶ τῷ Ῥαφαὴλ εἶπεν Δῆσον τὸν Ἀζαὴλ ποσὶν καὶ χερσίν καὶ βάλε

αὐτὸν εἰς τὸ σκότος καὶ ἄνοιξον τὴν ἔρημον τὴν οὖσαν ἐν τῷ Δαδουὴλ

κἀκεῖ βάλε αὐτόν

5 καὶ ὑπόθες αὐτῷ λίθους τραχεῖς καὶ ὀξεῖς καὶ ἐπικάλυψον αὐτῷ τὸ

σκότος καὶ οἰκησάτω ἐκεῖ εἰς τοὺς αἰῶνας καὶ τὴν ὄψιν αὐτοῦ πώμασον

καὶ φῶς μὴ θεωρείτωmiddot

6 καὶ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς μεγάλης τῆς κρίσεως ἀπαχθήσεται εἰς τὸν

ἐνπυρισμόν

7 καὶ ἰαθήσεται ἡ γῆ ἣν ἠφάνισαν οἱ ἄγγελοι καὶ τὴν ἴασιν τῆς γῆς

δήλωσον ἵνα ἰάσωνται τὴν πληγήν ἵνα μὴ ἀπόλωνται πάντες οἱ υἱοὶ τῶν

ἀνθρώπων ἐν τῷ μυστηρίῳ ὅλῳ ᾧ ἐπέταξαν οἱ ἐγρήγοροι καὶ ἐδίδαξαν

τοὺς υἱοὺς αὐτῶν

8 καὶ ἠρημώθη πᾶσα ἡ γῆ ἀφανισθεῖσα ἐν τοῖς ἔργοις τῆς διδασκαλίας

Ἀζαήλmiddot καὶ ἐπrsquo αὐτῷ γράψον τὰς ἁμαρτίας πάσας

9 Καὶ τῷ Γαβριὴλ εἶπεν ὁ κύριος Πορεύου ἐπὶ τοὺς μαζηρέους ἐπὶ τοὺς

κιβδήλους καὶ τοὺς υἱοὺς τῆς πορνείας καὶ ἀπόλεσον τοὺς υἱοὺς τῶν

ἐγρηγόρων ἀπὸ τῶν ἀνθρώπωνmiddot πέμψον αὐτοὺς ἐν πολέμῳ ἀπωλείας

μακρότης γὰρ ἡμερῶν οὐκ ἔστιν αὐτῶν

10 καὶ πᾶσα ἐρώτησις [οὐκ] ἔσται τοῖς πατράσιν αὐτῶν καὶ περὶ αὐτῶν ὅτι

ἐλπίζουσιν ζῆσαι ζωὴν αἰώνιον καὶ ὅτι ζήσεται ἕκαστος αὐτῶν ἔτη

πεντακόσια

11 Καὶ εἶπεν Μιχαήλ Πορεύου καὶ δήλωσον Σεμιαζᾷ καὶ τοῖς λοιποῖς τοῖς

σὺν αὐτῷ ταῖς γυναιξὶν μιγεῖσιν μιανθῆναι ἐν αὐταῖς ἐν ἀκαθαρσίᾳ

αὐτῶνmiddot

12 καὶ ὅταν κατασφαγῶσιν οἱ υἱοὶ αὐτῶν καὶ ἴδωσιν τὴν ἀπώλειαν τῶν

ἀγαπητῶν καὶ δῆσον αὐτοὺς ἑβδομήκοντα γενεὰς εἰς τὰς νάπας τῆς γῆς

19

μέχρι ἡμέρας κρίσεως αὐτῶν καὶ συντελεσμοῦ ἕως τελεσθῇ τὸ κρίμα τοῦ

αἰῶνος τῶν αἰώνων

13 τότε ἀπαχθήσονται εἰς τὸ χάος τοῦ πυρὸς καὶ εἰς τὴν βάσανον καὶ εἰς

τὸ δεσμωτήριον συνκλείσεως αἰῶνος

14 καὶ ὃς ἂν κατακαυθῇ καὶ ἀφανισθῆ ἀπὸ τοῦ νῦν μετrsquo αὐτῶν ὁμοῦ

δεθήσονται μέχρι τελειώσεως γενεᾶς

15 ἀπόλεσον πάντα τὰ πνεύματα τῶν κιβδήλων καὶ τοὺς υἱοὺς τῶν

ἐγρηγόρων διὰ τὸ ἀδικῆσαι τοὺς ἀνθρώπους

16 καὶ ἀπόλεσον τὴν ἀδικίαν πᾶσαν ἀπὸ τῆς γῆς καὶ πᾶν ἔργον πονηρίας

ἐκλειπέτω καὶ ἀναφανήτω τὸ φυτὸν τῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς ἀληθείας εἰς

τοὺς αἰῶναςmiddot μετὰ χαρᾶς φυτευθήσεται

17 Καὶ νῦν πάντες οἱ δίκαιοι ἐκφεύξονται καὶ ἔσονται ζῶντες ἕως

γεννήσωσιν χιλιάδας καὶ πᾶσαι αἱ ἡμέραι νεότητος αὐτῶν καὶ τὰ

σάββατα αὐτῶν μετὰ εἰρήνης πληρώσουσιν

18 τότε ἐργασθήσεται πᾶσα ἡ γῆ ἐν δικαιοσύνῃ καὶ φυτευθήσεται δένδρον

ἐν αὐτῇ καὶ πλησθήσεται εὐλογίας

19 καὶ πάντα τὰ δένδρα τῆς γῆς ἀγαλλιάσονταιmiddot φυτευθήσεται καὶ

ἔσονται φυτεύοντες ἀμπέλους καὶ ἡ ἄμπελος ἣν ἂν φυτεύσωσιν

ποιήσουσιν πρόχους οἴνου χιλιάδας καὶ σπόρου ποιήσει καθrsquo ἕκαστον

μέτρον ἐλαίας ποιήσει ἀνὰ βάτους δέκα

20 καὶ σὺ καθάρισον τὴν γῆν ἀπὸ πάσης ἀκαθαρσίας καὶ ἀπὸ πάσης

ἀδικίας καὶ ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας καὶ ἀσεβείας καὶ πάσας τὰς ἀκαθαρσίας

τὰς γινομένας ἐπὶ τῆς γῆς ἐξάλειψον

21 καὶ ἔσονται πάντες λατρεύοντες οἱ λαοὶ καὶ εὐλογοῦντες πάντες ἐμοὶ

καὶ προσκυνοῦντες

22 καὶ καθαρισθήσεται πᾶσα ἡ γῆ ἀπὸ παντὸς μιάσματος καὶ ἀπὸ πάσης

ἀκαθαρσίας καὶ ὀργῆς καὶ μάστιγος καὶ οὐκέτι πέμψω ἐπrsquo αὐτοὺς εἰς

πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

XI

1 καὶ τότε ἀνοίξω τὰ ταμεῖα τῆς εὐλογίας τὰ ὄντα ἐν τῷ οὐρανῷ καὶ

κατενεγκεῖν αὐτὰ ἐπὶ τὰ ἔργα ἐπὶ τὸν κόπον τῶν υἱῶν τῶν ἀνθρώπων

2 καὶ τότε ἀλήθεια καὶ εἰρήνη κοινωνήσουσιν ὁμοῦ εἰς πάσας τὰς ἡμέρας

τοῦ αἰῶνος καὶ εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν ἀνθρώπων

XII

1 Πρὸ τούτων τῶν λόγων ἐλήμφθη Ἑνώχ καὶ οὐδεὶς τῶν ἀνθρώπων ἔγνω

ποῦ ἐλήμφθη καὶ ποῦ ἐστιν καὶ τί ἐγένετο αὐτῷ

2 καὶ τὰ ἔργα αὐτοῦ μετὰ τῶν ἐγρηγόρων καὶ μετὰ τῶν ἁγίων αἱ ἡμέραι

αὐτοῦ

3 Καὶ ἑστὼς ἤμην Ἑνὼχ εὐλογῶν τῷ κυρίῳ τῆς μεγαλωσύνης τῷ βασιλεῖ

τῶν αἰώνων καὶ ἰδοὺ οἱ ἐγρήγοροι τοῦ ἁγίου τοῦ μεγάλου ἐκάλουν μεmiddot

4 Ἑνώχ ὁ γραμματεὺς τῆς δικαιοσύνης πορεύου καὶ εἶπε τοῖς ἐγρηγόροις

τοῦ οὐρανοῦ οἵτινες ἀπολιπόντες τὸν οὐρανὸν τὸν ὑψηλόν τὸ ἁγίασμα τῆς

στάσεως τοῦ αἰῶνος μετὰ τῶν γυναικῶν ἐμιάνθησαν καὶ ὥσπερ οἱ υἱοὶ

τῆς γῆς ποιοῦσιν οὕτως καὶ αὐτοὶ ποιοῦσιν καὶ ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας

Ἀφανισμὸν μέγαν ἠφανίσατε τὴν γῆν

5 καὶ οὐκ ἔσται ὑμῖν εἰρήνη οὔτε ἄφεσις καὶ περὶ ὧν χαίρουσιν τῶν υἱῶν

αὐτῶν

6 τὸν φόνον τῶν ἀγαπητῶν αὐτῶν ὄψονται καὶ ἐπὶ τῇ ἀπωλείᾳ τῶν υἱῶν

αὐτῶν στενάξουσιν καὶ δεηθήσονται εἰς τὸν αἰῶνα καὶ οὐκ αὐτοῖς ἔσται

εἰς ἔλεον καὶ εἰρήνην

20

XIII

1 Ὁ δὲ Ἑνὼχ τῷ Ἀζαὴλ εἶπεν Πορεύουmiddot οὐκ ἔσται σοι εἰρήνη κρίμα μέγα

ἐξῆλθεν κατὰ σοῦ δῆσαί σε

2 καὶ ἀνοχὴ καὶ ἐρώτησίς σοι οὐκ ἔσται περὶ ὧν ἔδειξας ἀδικημάτων καὶ

περὶ πάντων τῶν ἔργων τῶν ἀσεβειῶν καὶ τῆς ἀδικίας καὶ τῆς ἁμαρτίας

ὅσα ὑπέδειξας τοῖς ἀνθρώποις

3 Τότε πορευθεὶς εἴρηκα πᾶσιν αὐτοῖς καὶ αὐτοὶ πάντες ἐφοβήθησαν καὶ

ἔλαβεν αὐτοὺς τρόμος καὶ φόβος

4 καὶ ἠρώτησαν ὅπως γράψω αὐτοῖς ὑπομνήματα ἐρωτήσεως ἵνα γένηται

αὐτοῖς ἄφεσις καὶ ἵνα ἐγὼ ἀναγνῶ αὐτοῖς τὸ ὑπόμνημα τῆς ἐρωτήσεως

ἐνώπιον Κυρίου τοῦ οὐρανοῦ

5 ὅτι αὐτοὶ οὐκ ἔτι δύνανται λαλῆσαι οὐδὲ ἀπᾶραι αὐτῶν τοὺς ὀφθαλμοὺς

εἰς τὸν οὐρανὸν ἀπὸ αἰσχύνης περὶ ὧν ἡμαρτήκεισαν καὶ κατεκρίθησαν

6 Τότε ἔγραψα τὸ ὑπόμνημα τῆς ἐρωτήσεως αὐτῶν καὶ τὰς δεήσεις περὶ

τῶν πνευμάτων αὐτῶν καὶ περὶ ὧν δέονται ὅπως αὐτῶν γένωνται ἄφεσις

καὶ μακρότης

7 καὶ πορευθεὶς ἐκάθισα ἐπὶ τῶν ὑδάτων Δὰν ἐν γῇ Δάν ἥτις ἐστὶν ἐκ

δεξιῶν Ἑρμωνειεὶμ δύσεωςmiddot ἀνεγίγνωσκον τὸ ὑπόμνημα τῶν δεήσεων

αὐτῶν

8 ὡς ἐκοιμήθην καὶ ἰδοὺ ὄνειροι ἐπrsquo ἐμὲ ἦλθον καὶ ὁράσεις ἐπrsquo ἐμὲ

ἐπέπιπτον καὶ ἴδον ὁράσεις ὀργῆς καὶ ἦλθεν φωνὴ λέγουσα Εἶπον τοῖς

υἱοῖς τοῦ οὐρανοῦ τοῦ ἐλέγξαι αὐτούς

9 Καὶ ἔξυπνος γενόμενος ἦλθον πρὸς αὐτούς καὶ πάντες συνηγμένοι

ἐκάθηντο πενθοῦντες ἐν Ἐβελσατά ἥτις ἐστὶν ἀνὰ μέσον τοῦ Λιβάνου καὶ

Σενισήλ περικεκαλυμμένοι τὴν ὄψιν

10 ἐνώπιον αὐτῶν καὶ ἀνήγγειλα αὐτοῖς πάσας τὰς ὁράσεις ἃς εἶδον κατὰ

τοὺς ὕπνους καὶ ἠρξάμην λαλεῖν τοὺς λόγους τῆς δικαιοσύνης ἐλέγχων

τοὺς ἐγρηγόρους τοῦ οὐρανοῦ

XIV

1 Βίβλος λόγων δικαιοσύνης καὶ ἐλέγξεως ἐγρηγόρων τῶν ἀπὸ τοῦ

αἰῶνος κατὰ τὴν ἐντολὴν τοῦ ἁγίου τοῦ μεγάλου ἐν ταύτῃ τῇ ὁράσει

2 Ἐγὼ εἶδον κατὰ τοὺς ὕπνους μου ὃ νῦν λέγω ἐν γλώσσῃ σαρκίνῃ ἐν τῷ

πνεύματι τοῦ στόματός μου ὃ ἔδωκεν ὁ μέγας τοῖς ἀνθρώποις λαλεῖν ἐν

αὐτοῖς καὶ νοήσει καρδίαςmiddot

3 ὃς ἔκτισεν καὶ ἔδωκεν ἐλέγξασθαι ἐγρηγόρους τοὺς υἱοὺς τοῦ οὐρανοῦ

4 Ἐγὼ τὴν ἐρώτησιν ὑμῶν τῶν ἀγγέλων ἔγραψα καὶ ἐν τῇ ὁράσει μου

τοῦτο ἐδείχθηmiddot καὶ οὔτε ἡ ἐρώτησις ὑμῶν παρεδέχθη

5 ἵνα μηκέτι εἰς τὸν οὐρανὸν ἀναβῆτε ἐπὶ πάντας τοὺς αἰῶνας καὶ ἐν τοῖς

δεσμοῖς τῆς γῆς ἐρρέθη δῆσαι ὑμᾶς εἰς πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

6 καὶ ἵνα περὶ τούτων ἴδητε τὴν ἀπώλειαν τῶν υἱῶν ὑμῶν τῶν ἀγαπητῶν

καὶ ὅτι οὐκ ἔσται ὑμῖν ὄνησις αὐτῶν ἀλλὰ πεσοῦνται ἐνώπιον ὑμῶν ἐν

μαχαίρᾳ

7 καὶ ἡ ἐρώτησις ὑμῶν περὶ αὐτῶν οὐκ ἔσται οὐδὲ περὶ ὑμῶνmiddot καὶ ὑμεῖς

κλαίοντες καὶ δεόμενοι καὶ μὴ λαλοῦντες πᾶν ῥῆμα ἀπὸ τῆς γραφῆς ἧς

ἔγραψα

8 Καὶ ἐμοὶ ἐφrsquo ὁράσει οὕτως ἐδείχθηmiddot ἰδοὺ νεφέλαι ἐν τῇ ὁράσει ἐκάλουν

καὶ ὁμίχλαι με ἐφώνουν καὶ διαδρομαὶ τῶν ἀστέρων καὶ διαστραπαί με

κατεσπούδαζον καὶ ἐθορύβαζόν με καὶ ἄνεμοι ἐν τῇ ὁράσει μου

ἐξεπέτασάν με

9 καὶ ἐπῆράν με ἄνω καὶ εἰσήνεγκάν με εἰς τὸν οὐρανόν καὶ εἰσῆλθον

21

μέχρις ἤγγισα τείχους οἰκοδομῆς ἐν λίθοις χαλάζης καὶ γλώσσης πυρὸς

κύκλῳ αὐτῶνmiddot καὶ ἤρξαντο ἐκφοβεῖν με

10 Καὶ εἰσῆλθον εἰς τὰς γλώσσας τοῦ πυρός καὶ ἤγγισα εἰς οἶκον μέγαν

οἰκοδομημένον ἐν λίθοις χαλάζης καὶ οἱ τοῖχοι τοῦ οἴκου ὡς λιθόπλακες

καὶ πᾶσαι ἦσαν ἐκ χιόνος καὶ ἐδάφη χιονικά

11 καὶ αἱ στέγαι ὡς διαδρομαὶ ἀστέρων καὶ ἀστραπαί καὶ μεταξὺ αὐτῶν

χερουβὶν πύρινα καὶ οὐρανὸς αὐτῶν ὕδωρ

12 καὶ πῦρ φλεγόμενον κύκλῳ τῶν τειχῶν καὶ θύραι πυρὶ καιόμεναι

13 εἰσῆλθον εἰς τὸν οἶκον ἐκεῖνον θερμὸν ὡς πῦρ καὶ ψυχρὸν ὡς χιών καὶ

πᾶσα τροφὴ ζωῆς οὐκ ἦν ἐν αὐτῷmiddot φόβος με ἐκάλυψεν καὶ τρόμος με

ἔλαβεν

14 καὶ ἤμην σειόμενος καὶ τρέμων καὶ ἔπεσον ἐθεώρουν ἐν τῇ ὁράσει

μου

15 καὶ ἰδοὺ ἄλλη θύρα ἀνεῳγμένη κατέναντί μου καὶ ὁ οἶκος μείζων

τούτου καὶ ὅλος οἰκοδομημένος ἐν γλώσσαις πυρός

16 καὶ ὅλος διαφέρων ἐν δόξῃ καὶ ἐν τιμῇ καὶ ἐν μεγαλωσύνῃ ὥστε μὴ

δύνασθαί με ἐξειπεῖν ὑμῖν περὶ τῆς δόξης καὶ περὶ τῆς μεγαλωσύνης

αὐτοῦ

17 τὸ ἔδαφος αὐτοῦ ἦν πυρός τὸ δὲ ἀνώτερον αὐτοῦ ἦσαν ἀστραπαὶ καὶ

διαδρομαὶ ἀστέρων καὶ ἡ στέγη αὐτοῦ ἦν πῦρ φλέγον

18 Ἐθεώρουν δὲ καὶ εἶδον θρόνον ὑψηλόν καὶ τὸ εἶδος αὐτοῦ ὡσεὶ

κρυστάλλινον καὶ τροχὸς ὡς ἡλίου λάμποντος καὶ ὄρος χερουβίν

19 καὶ ὑποκάτω τοῦ θρόνου ἐξεπορεύοντο ποταμοὶ πυρὸς φλεγόμενοι καὶ

οὐκ ἐδυνάσθην ἰδεῖν

20 καὶ ἡ δόξα ἡ μεγάλη ἐκάθητο ἐπrsquo αὐτῷmiddot τὸ περιβόλαιον αὐτοῦ ὡς εἶδος

ἡλίου λαμπρότερον καὶ λευκότερον πάσης χιόνος

21 καὶ οὐκ ἐδύνατο πᾶς ἄγγελος παρελθεῖν εἰς τὸν οἶκον τοῦτον καὶ ἰδεῖν

τὸ πρόσωπον αὐτοῦ διὰ τὸ ἔντιμον καὶ ἔνδοξον καὶ οὐκ ἐδύνατο πᾶσα

σὰρξ ἰδεῖν αὐτοῦ

22 τὸ πῦρ φλεγόμενον κύκλῳmiddot καὶ πῦρ μέγα παρειστήκει αὐτῷ καὶ οὐδεὶς

ἐγγίζει αὐτῷ κύκλῳ μυρίαι μυριάδες ἑστήκασιν ἐνώπιον αὐτοῦ καὶ πᾶς

λόγος αὐτοῦ ἔργον

23 καὶ οἱ ἅγιοι τῶν ἀγγέλων οἱ ἐγγίζοντες αὐτῷ οὐκ ἀποχωροῦσιν νυκτὸς

οὔτε ἀφίστανται αὐτοῦ

24 Κἀγὼ ἤμην ἕως τούτου ἐπὶ πρόσωπόν μου βεβλημένος καὶ τρέμων καὶ

ὁ κύριος τῷ στόματι αὐτοῦ ἐκάλεσέν με καὶ εἶπέν μοι Πρόσελθε ὧδε

Ἑνώχ καὶ τὸν λόγον μου ἄκουσον

25 καὶ προσελθών μοι εἷς τῶν ἁγίων ἤγειρέν με καὶ ἔστησέν με καὶ

προσήγαγέν με μέχρι τῆς θύραςmiddot ἐγὼ δὲ τὸ πρόσωπόν μου κάτω ἔκυφον

XV

1 Καὶ ἀποκριθεὶς εἶπέν μοι Ὁ ἄνθρωπος ὁ ἀληθινός ἄνθρωπος τῆς

ἀληθείας ὁ γραμματεύςmiddot καὶ τῆς φωνῆς αὐτοῦ ἤκουσαmiddot μὴ φοβηθῇς Ἑνώχ

ἄνθρωπος ἀληθινὸς καὶ γραμματεὺς τῆς ἀληθείαςmiddot πρόσελθε ὧδε καὶ τῆς

φωνῆς μου ἄκουσον

2 πορεύθητι καὶ εἶπε τοῖς πέμψασίν σε Ἐρωτῆσαι ὑμᾶς ἔδει περὶ τῶν

ἀνθρώπων καὶ μὴ τοὺς ἀνθρώπους περὶ ὑμῶν

3 διὰ τί ἀπελίπετε τὸν οὐρανὸν τὸν ὑψηλὸν τὸν ἅγιον τοῦ αἰῶνος καὶ

μετὰ τῶν γυναικῶν ἐκοιμήθητε καὶ μετὰ τῶν θυγατέρων τῶν ἀνθρώπων

ἐμιάνθητε καὶ ἐλάβετε ἑαυτοῖς γυναῖκας ὥσπερ υἱοὶ τῆς γῆς ἐποιήσατε

καὶ ἐγεννήσατε ἑαυτοῖς τέκνα υἱοὺς γίγαντας

22

4 καὶ ὑμεῖς ἦτε ἅγιοι καὶ πνεύματα ζῶντα αἰώνια ἐν τῷ αἵματι τῶν

γυναικῶν ἐμιάνθητε καὶ ἐν αἵματι σαρκὸς ἐγεννήσατε καὶ ἐν αἵματι

ἀνθρώπων ἐπεθυμήσατε καθὼς καὶ αὐτοὶ ποιοῦσιν σάρκα καὶ αἷμα

οἵτινες ἀποθνήσκουσιν καὶ ἀπόλλυνται

5 διὰ τοῦτο ἔδωκα αὐτοῖς θηλείας ἵνα σπερματίζουσιν εἰς αὐτὰς καὶ

τεκνώσουσιν ἐν αὐταῖς τέκνα οὕτως ἵνα μὴ ἐκλείπῃ αὐτοῖς πᾶν ἔργον ἐπὶ

τῆς γῆς

6 ὑμεῖς δὲ ὑπήρχετε πνεύματα ζῶντα αἰώνια καὶ οὐκ ἀποθνήσκοντα εἰς

πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

7 καὶ διὰ τοῦτο οὐκ ἐποίησα ἐν ὑμῖν θηλείαςmiddot τὰ πνεύματα τοῦ οὐρανοῦ ἐν

τῷ οὐρανῷ ἡ κατοίκησις αὐτῶν

8 καὶ νῦν οἱ γίγαντες οἱ γεννηθέντες ἀπὸ τῶν πνευμάτων καὶ σαρκὸς

πνεύματα ἰσχυρὰ ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐν τῇ γῇ ἡ κατοίκησις αὐτῶν ἔσται

9 πνεύματα πονηρὰ ἐξῆλθον ἀπὸ τοῦ σώματος αὐτῶν διότι ἀπὸ τῶν

ἀνωτέρων ἐγένοντο καὶ ἐκ τῶν ἁγίων ἐγρηγόρων ἡ ἀρχὴ τῆς κτίσεως

αὐτῶν καὶ ἀρχὴ θεμελίουmiddot πνεύματα πονηρὰ κληθήσεται

10 πνεύματα οὐρανοῦ ἐν τῷ οὐρανῷ ἡ κατοίκησις αὐτῶν ἔσται καὶ τὰ

πνεύματα ἐπὶ τῆς γῆς τὰ γεννηθέντα ἐπὶ τῆς γῆς ἡ κατοίκησις αὐτῶν

ἔσται

11 καὶ τὰ πνεύματα τῶν γιγάντων νεφέλας ἀδικοῦντα ἀφανίζοντα καὶ

ἐνπίπτοντα καὶ συνπαλαίοντα καὶ συνρίπτοντα ἐπὶ τῆς γῆς πνεύματα

σκληρὰ γιγάντων καὶ δρόμους ποιοῦντα καὶ μηδὲν ἐσθίοντα ἀλλrsquo

ἀσιτοῦντα καὶ διψῶντα καὶ προσκόπτοντα πνεύματα

12 καὶ ἐξαναστήσει ταῦτα εἰς τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν

γυναικῶν ὅτι ἐξεληλύθασιν ἀπrsquo αὐτῶν

XVI

1 ἀπὸ ἡμέρας σφαγῆς καὶ ἀπωλείας καὶ θανάτου ἀφrsquo ὧν τὰ πνεύματα

ἐκπορευόμενα ἐκ τῆς ψυχῆς τῆς σαρκὸς αὐτῶν ἔσται ἀφανίζοντα χωρὶς

κρίσεωςmiddot οὕτως ἀφανίσουσιν μέχρις ἡμέρας τελειώσεως τῆς κρίσεως τῆς

μεγάλης ἐν ᾗ ὁ αἰὼν ὁ μέγας τελεσθήσεται

2 καὶ νῦν ἐγρηγόροις τοῖς πέμψασίν σε ἐρωτῆσαι περὶ αὐτῶν οἵτινες ἐν

οὐρανῷ ἦσαν

3 Ὑμεῖς ἐν τῷ οὐρανῷ ἦτε καὶ πᾶν μυστήριον ὃ οὐκ ἀνεκαλύφθη ὑμῖν καὶ

μυστήριον τὸ ἐκ τοῦ θεοῦ γεγενημένον ἔγνωτε καὶ τοῦτο ἐμηνύσατε ταῖς

γυναιξὶν ἐν ταῖς σκληροκαρδίαις ὑμῶν καὶ ἐν τῷ μυστηρίῳ τούτῳ

πληθύνουσιν αἱ θήλειαι καὶ οἱ ἄνθρωποι τὰ κακὰ ἐπὶ τῆς γῆς

4 εἶπον οὖν αὐτοῖς Οὐκ ἔστιν εἰρήνη

XVII

1 Καὶ παραλαβόντες με εἴς τινα τόπον ἀπήγαγον ἐν ᾧ οἱ ὄντες ἐκεῖ

γίνονται ὡς πῦρ φλέγον καὶ ὅταν θέλωσιν φαίνονται ὡσεὶ ἄνθρωποι

2 Καὶ ἀπήγαγόν με εἰς ζοφώδη τόπον καὶ εἰς ὄρος οὗ ἡ κεφαλὴ ἀφικνεῖτο

εἰς τὸν οὐρανόν

3 καὶ εἶδον τόπον τῶν φωστήρων καὶ τοὺς θησαυροὺς τῶν ἀστέρων καὶ

τῶν βροντῶν καὶ εἰς τὰ ἀεροβαθῆ ὅπου τόξον πυρὸς καὶ τὰ βέλη καὶ τὰς

θήκας αὐτῶν καὶ τὰς ἀστραπὰς πάσας

4 Καὶ ἀπήγαγόν με μέχρι ὑδάτων καὶ μέχρι πυρὸς δύσεως ὅ ἐστιν καὶ

παρέχον πάσας τὰς δύσεις τοῦ ἡλίου

5 καὶ ἤλθομεν μέχρι ποταμοῦ πυρός ἐν ᾧ κατατρέχει τὸ πῦρ ὡς ὕδωρ καὶ

ῥέει εἰς θάλασσαν μεγάλην δύσεως

6 ἴδον τοὺς μεγάλους ποταμούς καὶ μέχρι τοῦ μεγάλου ποταμοῦ καὶ μέχρι

23

τοῦ μεγάλου σκότους κατήντησα καὶ ἀπῆλθον ὅπου πᾶσα σὰρξ οὐ

περιπατεῖ

7 ἴδον τοὺς ἀνέμους τῶν γνόφων τοὺς χειμερινοὺς καὶ τὴν ἔκχυσιν τῆς

ἀβύσσου πάντων ὑδάτων

8 ἴδον τὸ στόμα τῆς γῆς πάντων τῶν ποταμῶν καὶ τὸ στόμα τῆς ἀβύσσου

XVIII

1 ἴδον τοὺς θησαυροὺς τῶν ἀνέμων πάντων ἴδον ὅτι ἐν αὐτοῖς ἐκόσμησεν

πάσας τὰς κτίσεις καὶ τὸν θεμέλιον τῆς γῆς καὶ τὸν λίθον ἴδον τῆς γωνίας

τῆς γῆς

2 ἴδον τοὺς τέσσαρας ἀνέμους τὴν γῆν βαστάζοντας

3 καὶ τὸ στερέωμα τοῦ οὐρανοῦ καὶ αὐτοὶ ἱστᾶσιν μεταξὺ γῆς καὶ

οὐρανοῦ

4 ἴδον ἀνέμους τῶν οὐρανῶν στρέφοντας καὶ διανεύοντας τὸν τροχὸν τοῦ

ἡλίου καὶ πάντας τοὺς ἀστέρας

5 ἴδον τοὺς ἐπὶ τῆς γῆς ἀνέμους βαστάζοντας ἐν νεφέλῃ ἴδον πέρατα τῆς

γῆς τὸ στήριγμα τοῦ οὐρανοῦ ἐπάνω

6 Παρῆλθον καὶ ἴδον τόπον καιόμενον νυκτὸς καὶ ἡμέρας ὅπου τὰ ἑπτὰ

ὄρη ἀπὸ λίθων πολυτελῶν [τρία] εἰς ἀνατολὰς καὶ τρία εἰς νότον

βάλλοντα

7 καὶ τὰ μὲν πρὸς ἀνατολὰς ἀπὸ λίθου χρώματος τὸ δὲ ἦν ἀπὸ λίθου

μαργαρίτου καὶ τὸ ἀπὸ λίθου ταθέν τὸ δὲ κατὰ νότον ἀπὸ λίθου πυρροῦmiddot

8 τὸ δὲ μέσον αὐτῶν ἦν εἰς οὐρανόν ὥσπερ θρόνος θεοῦ ἀπὸ λίθου φουκά

καὶ ἡ κορυφὴ τοῦ θρόνου ἀπὸ λίθου σαφφείρουmiddot

9 καὶ πῦρ καιόμενον ἴδον κἀπέκεινα τῶν ὀρέων τούτων

10 τόπος ἐστὶν πέρας τῆς μεγάλης γῆςmiddot ἐκεῖ συντελεσθήσονται οἱ οὐρανοί

11 καὶ ἴδον χάσμα μέγα εἰς τοὺς στύλους τοῦ πυρὸς καταβαίνοντας καὶ

οὐκ ἦν μέτρον οὔτε εἰς βάθος οὔτε εἰς ὕψος

12 καὶ ἐπέκεινα τοῦ χάσματος τούτου ἴδον τόπον ὅπου οὐδὲ στερέωμα

οὐρανοῦ ἐπάνω οὔτε γῆ ᾖ τεθεμελιωμένη ὑποκάτω αὐτοῦ οὔτε ὕδωρ ἦν

ὑπὸ αὐτὸ οὔτε πετεινόν ἀλλὰ τόπος ἦν ἔρημος καὶ φοβερός

13 ἐκεῖ ἴδον ἑπτὰ ἀστέρας ὡς ὄρη μεγάλα καιόμενα περὶ ὧν

πυνθανομένῳ μοι

14 εἶπεν ὁ ἄγγελος Οὗτός ἐστιν ὁ τόπος τὸ τέλος τοῦ οὐρανοῦ καὶ γῆςmiddot

δεσμωτήριον τοῦτο ἐγένετο τοῖς ἄστροις καὶ ταῖς δυνάμεσιν τοῦ οὐρανοῦ

15 καὶ οἱ ἀστέρες οἱ κυλιόμενοι ἐν τῷ πυρί οὗτοί εἰσιν οἱ παραβάντες

πρόσταγμα κυρίου ἐν ἀρχῇ τῆς ἀνατολῆς αὐτῶν - ὅτι τόπος ἔξω τοῦ

οὐρανοῦ κενός ἐστιν - ὅτι οὐκ ἐξῆλθαν ἐν τοῖς καιροῖς αὐτῶν

16 καὶ ὀργίσθη αὐτοῖς καὶ ἔδησεν αὐτοὺς μέχρι καιροῦ τελειώσεως αὐτῶν

ἁμαρτίας laquoαὐτῶνraquo ἐνιαυτῶν μυρίων

XIX

1 Καὶ εἶπέν μοι Οὐριήλ Ἐνθάδε οἱ μιγέντες ἄγγελοι ταῖς γυναιξὶν

στήσονται καὶ τὰ πνεύματα αὐτῶν πολύμορφα γενόμενα λυμαίνεται τοὺς

ἀνθρώπους καὶ πλανήσει αὐτοὺς ἐπιθύειν τοῖς δαιμονίοις μέχρι τῆς

μεγάλης κρίσεως ἐν ᾗ κριθήσονται εἰς ἀποτελείωσιν

2 καὶ αἱ γυναῖκες αὐτῶν τῶν παραβάντων ἀγγέλων εἰς σειρῆνας

γενήσονται

3 κἀγὼ Ἑνὼχ ἴδον τὰ θεωρήματα μόνος τὰ πέρατα πάντων καὶ οὐ μὴ ἴδῃ

οὐδὲ εἷς ἀνθρώπων ὡς ἐγὼ ἴδον

XX

1 Ἄγγελοι τῶν δυνάμεων

24

2 Οὐριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ταρτάρου

3 Ῥαφαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων τῶν ἀνθρώπων

4 Ῥαγουήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐκδικῶν τὸν κόσμον τῶν

φωστήρων

5 Μιχαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν τοῦ λαοῦ ἀγαθῶν

τεταγμένος καὶ ἐπὶ τῷ χάῳ

6 Σαριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων οἵτινες ἐπὶ τῷ

πνεύματι ἁμαρτάνουσιν

7 Γαβριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τοῦ παραδείσου καὶ τῶν

δρακόντων καὶ χερουβείν ἀρχαγγέλων ὀνόματα ἑπτά

XXI

1 Καὶ ἐφώδευσα ἕως τῆς ἀκατασκευάστου

2 κἀκεῖ ἐθεασάμην ἔργον φοβερόνmiddot ἑώρακα οὔτε οὐρανὸν ἐπάνω οὔτε γῆν

τεθέαμαι τεθεμελιωμένην ἀλλὰ τόπον ἀκατασκεύαστον καὶ φοβερόν

3 καὶ ἐκεῖ τεθέαμαι ἑπτὰ τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ δεδεμένους καὶ

ἐρριμμένους ἐν αὐτῷ ὁμοίους ὄρεσιν μεγάλοις καὶ ἐν πυρὶ καιομένους

4 τότε εἶπον Διὰ ποίαν αἰτίαν ἐπεδέθησαν καὶ διὰ τί ὧδε ἐρίφησαν

5 τότε εἶπέν μοι Οὐριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν - καὶ

αὐτὸς ἡγεῖτο αὐτῶν - καὶ εἶπέν μοι Ἑνώχ περὶ τίνος ἐρωτᾷς ἢ περὶ τίνος

τὴν ἀλήθειαν φιλοσπευδεῖς

6 οὗτοί εἰσιν τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ οἱ παραβάντες τὴν ἐπιταγὴν τοῦ

κυρίου καὶ ἐδέθησαν ὧδε μέχρι τοῦ πληρῶσαι μύρια ἔτη τὸν χρόνον τῶν

ἁμαρτημάτων αὐτῶν

7 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον τούτου φοβερώτερον καὶ τεθέαμαι

ἔργα φοβερώτερα πῦρ μέγα ἐκεῖ καιόμενον καὶ φλεγόμενον καὶ διακοπὴν

εἶχεν ὁ τόπος ἕως τῆς ἀβύσσου πλήρης στύλων πυρὸς μεγάλου

καταφερομένωνmiddot οὔτε μέτρον οὔτε πλάτος ἠδυνήθην ἰδεῖν οὐδὲ εἰκάσαι

8 τότε εἶπον Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος καὶ ὡς δεινὸς τῇ ὁράσει

9 τότε ἀπεκρίθη μοι ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν καὶ εἶπέν

μοι Ἑνώχ διὰ τί ἐφοβήθης οὕτως καὶ ἐπτοήθης καὶ ἀπεκρίθην Περὶ

τούτου τοῦ φοβεροῦ καὶ περὶ τῆς προσόψεως τῆς δεινῆς

10 καὶ εἶπεν Οὗτος ὁ τόπος δεσμωτήριον ἀγγέλωνmiddot ὧδε συνσχεθήσονται

μέχρι αἰῶνος εἰς τὸν αἰῶνα

XXII

1 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον καὶ ἔδειξέν μοι πρὸς δυσμὰς ἄλλο

ὄρος μέγα καὶ ὑψηλόν πέτρας στερεάς

2 καὶ τέσσαρες τόποι ἐν αὐτῷ κοῖλοι βάθος ἔχοντες καὶ λίαν λεῖοι τρεῖς

αὐτῶν σκοτινοὶ καὶ εἷς φωτινός καὶ πηγὴ ὕδατος ἀνὰ μέσον αὐτοῦ καὶ

εἶπον Πῶς λεῖα τὰ κοιλώματα ταῦτα καὶ ὁλοβαθῆ καὶ σκοτινὰ τῇ ὁράσει

3 τότε ἀπεκρίθη Ῥαφαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν καὶ

εἶπέν μοι Οὗτοι οἱ τόποι οἱ κοῖλοι ἵνα ἐπισυνάγωνται εἰς αὐτοὺς τὰ

πνεύματα τῶν ψυχῶν τῶν νεκρῶν εἰς αὐτὸ τοῦτο ἐκρίθησαν ὥδε

ἐπισυνάγεσθαι πάσας τὰς ψυχὰς τῶν ἀνθρώπων

4 καὶ οὗτοι οἱ τόποι εἰς ἐπισύνσχεσιν αὐτῶν ἐποίησαν μέχρι τῆς ἡμέρας

τῆς κρίσεως αὐτῶν καὶ μέχρι τοῦ διορισμοῦ καὶ διορισμένου χρόνου ἐν ᾧ ἡ

κρίσις ἡ μεγάλη ἔσται ἐν αὐτοῖς

5 τεθέαμαι ἀνθρώπους νεκροὺς ἐντυγχάνοντας καὶ ἡ φωνὴ αὐτοῦ μέχρι

τοῦ οὐρανοῦ προέβαινεν καὶ ἐνετύγχανεν

6 καὶ ἠρώτησα Ῥαφαὴλ τὸν ἄγγελον ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν καὶ εἶπα αὐτῷ Τοῦτο

τὸ πνεῦμα τὸ ἐντυγχάνον τίνος ἐστίν διrsquo ὃ οὕτως ἡ φωνὴ αὐτοῦ προβαίνει

25

καὶ ἐντυγχάνει ἕως τοῦ οὐρανοῦ

7 καὶ ἀπεκρίθη μοι λέγων Τοῦτο τὸ πνεῦμά ἐστιν τὸ ἐξελθὸν ἀπὸ Ἄβελ ὃν

ἐφόνευσε Κάιν ὁ ἀδελφός καὶ Ἄβελ ἐντυγχάνει περὶ αὐτοῦ μέχρι τοῦ

ἀπολέσαι τὸ σπέρμα αὐτοῦ ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς καὶ ἀπὸ τοῦ

σπέρματος τῶν ἀνθρώπων ἀφανθῇ τὸ σπέρμα αὐτοῦ

8 Τότε ἠρώτησα περὶ τῶν κυκλωμάτων πάντων διὰ τί ἐχωρίσθησαν ἓν

ἀπὸ τοῦ ἑνός

9 καὶ ἀπεκρίθη μοι λέγων Οὗτοι οἱ τρεῖς ἐποιήθησαν χωρίζεσθαι τὰ

πνεύματα τῶν νεκρῶνmiddot καὶ οὕτως ἐχωρίσθη εἰς τὰ πνεύματα τῶν δικαίων

οὗ ἡ πηγὴ τοῦ ὕδατος ἐν αὐτῷ φωτινήmiddot

10 καὶ οὕτως ἐκτίσθη τῶν ἁμαρτωλῶν ὅταν ἀποθάνωσιν καὶ ταφῶσιν εἰς

τὴν γῆν καὶ κρίσις οὐκ ἐγενήθη ἐπrsquo αὐτῶν ἐν τῇ ζωῇ αὐτῶν

11 ὧδε χωρίζεται τὰ πνεύματα αὐτῶν εἰς τὴν μεγάλην βάσανον ταύτην

μέχρι τῆς μεγάλης ἡμέρας τῆς κρίσεως τῶν μαστίγων καὶ τῶν βασάνων

τῶν κατηραμένων μέχρι αἰῶνοςmiddot ἦν ἀνταπόδοσις τῶν πνευμάτωνmiddot ἐκεῖ

δήσει αὐτοὺς μέχρις αἰῶνος

12 καὶ οὕτως ἐχωρίσθη τοῖς πνεύμασιν τῶν ἐντυγχανόντων οἵτινες

ἐνφανίζουσιν περὶ τῆς ἀπωλείας ὅταν φονευθῶσιν ἐν ταῖς ἡμέραις τῶν

ἁμαρτωλῶν

13 καὶ οὕτως ἐκτίσθη τοῖς πνεύμασιν τῶν ἀνθρώπων ὅσοι οὐκ ἔσονται

ὅσιοι ἀλλὰ ἁμαρτωλοί καὶ μετὰ τῶν ἀνόμων ἔσονται μέτοχοι τὰ δὲ

πνεύματα ὅτι οἱ ἐνθάδε θλιβέντες ἔλαττον κολάζονται αὐτῶν οὐ

τιμωρηθήσονται ἐν ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως οὐδὲ μὴ μετεγερθῶσιν ἐντεῦθεν

14 Τότε ηὐλόγησα τὸν κύριον τῆς δόξης καὶ εἶπα Εὐλογητὸς εἶ Κύριε ὁ τῆς

δικαιοσύνης κυριεύων τοῦ αἰῶνος

XXIII

1 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον πρὸς δυσμὰς τῶν περάτων τῆς γῆς

2 καὶ ἐθεασάμην πῦρ διατρέχον καὶ οὐκ ἀναπαυόμενον οὐδὲ ἐλλεῖπον τοῦ

δρόμου ἡμέρας καὶ νυκτὸς ἅμα διαμένον

3 καὶ ἠρώτησα λέγων Τί ἐστιν τὸ μὴ ἔχον ἀνάπαυσιν

4 τότε ἀπεκρίθη μοι Ῥαγουήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν

Οὗτος ὁ δρόμος τοῦ πυρὸς τὸ πρὸς δυσμὰς πῦρ τὸ ἐκδιῶκόν ἐστιν πάντας

τοὺς φωστῆρας τοῦ οὐρανοῦ

XXIV

1 Καὶ ἔδειξέν μοι ὄρη πυρὸς καιόμενα νυκτός

2 καὶ ἐπέκεινα αὐτῶν ἐπορεύθην καὶ ἐθεασάμην ἑπτὰ ὄρη ἔνδοξα πάντα

ἑκάτερα τοῦ ἑκατέρου διαλλάσσοντα ὧν οἱ λίθοι ἔντιμοι τῇ καλλονῇ καὶ

πάντα ἔντιμα καὶ ἔνδοξα καὶ εὐειδῆ τρία ἐπrsquo ἀνατολὰς ἐστηριγμένα ἐν τῷ

ἑνί καὶ τρία ἐπὶ νότον ἐν τῷ ἑνὶ καὶ φάραγγες βαθεῖαι καὶ τραχεῖαι μία τῇ

μιᾷ οὐκ ἐγγίζουσαι

3 καὶ τῷ ὄρει ἕβδομον ὄρος ἀνὰ μέσον τούτων καὶ ὑπερεῖχεν τῷ ὕψει

ὅμοιον καθέδρᾳ θρόνου καὶ περιεκύκλου δένδρα αὐτῷ εὐειδῆ

4 καὶ ἦν ἐν αὐτοῖς δένδρον ὃ οὐδέποτε ὤσφρανμαι καὶ οὐδεὶς ἕτερος αὐτῷ

ηὐφράνθη καὶ οὐδὲν ἕτερον ὅμοιον αὐτῷmiddot ὀσμὴν εἶχεν εὐωδεστέραν

πάντων ἀρωμάτων καὶ τὰ φύλλα αὐτοῦ καὶ τὸ ἄνθος καὶ τὸ δένδρον οὐ

φθίνει εἰς τὸν αἰῶνα οἱ δὲ περὶ τὸν καρπὸν ὡσεὶ βότρυες φοινίκων

5 τότε εἶπον ὡς καλὸν τὸ δένδρον τοῦτό ἐστιν καὶ εὐῶδες καὶ ὡραῖα τὰ

φύλλα καὶ τὰ ἄνθη αὐτοῦ ὡραῖα τῇ ὁράσει

6 τότε ἀπεκρίθη μοι Μιχαήλ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν - καὶ

αὐτὸς αὐτῶν ἡγεῖτο ndash

26

XXV

1 καὶ εἶπέν μοι Ἑνώχ τί ἐρωτᾷς καὶ τί ἐθαύμασας ἐν τῇ ὀσμῇ τοῦ δένδρου

καὶ διὰ τί θέλεις τὴν ἀλήθειαν μαθεῖν

2 τότε ἀπεκρίθην αὐτῷ Περὶ πάντων εἰδέναι θέλω μάλιστα δὲ περὶ τοῦ

δένδρου τούτου σφόδρα

3 καὶ ἀπεκρίθη λέγων Τοῦτο τὸ ὄρος τὸ ὑψηλόν οὗ ἡ κορυφὴ ὁμοία

θρόνου θεοῦ καθέδρα ἐστὶν οὗ καθίζει ὁ μέγας κύριος ὁ ἅγιος τῆς δόξης ὁ

βασιλεὺς τοῦ αἰῶνος ὅταν καταβῇ ἐπισκέψασθαι τὴν γῆν ἐπrsquo ἀγαθῷ

4 καὶ τοῦτο τὸ δένδρον εὐωδίας καὶ οὐδεμία σὰρξ ἐξουσίαν ἔχει ἅψασθαι

αὐτοῦ μέχρι τῆς μεγάλης κρίσεως ἐν ᾗ ἐκδίκησις πάντων καὶ τελείωσις

μέχρις αἰῶνοςmiddot τότε δικαίοις καὶ ὁσίοις δοθήσεται

5 ὁ καρπὸς αὐτοῦ τοῖς ἐκλεκτοῖς εἰς ζωὴν εἰς βορρᾶν καὶ

μεταφυτευθήσεται ἐν τόπῳ ἁγίῳ παρὰ τὸν οἶκον τοῦ θεοῦ βασιλέως τοῦ

αἰῶνος

6 τότε εὐφρανθήσονται εὐφραινόμενοι καὶ χαρήσονται καὶ εἰς τὸ ἅγιον

εἰσελεύσονταιmiddot αἱ ὀσμαὶ αὐτοῦ ἐν τοῖς ὀστέοις αὐτῶν καὶ ζωὴν πλείονα

ζήσονται ἐπὶ γῆς ἣν ἔζησαν οἱ πατέρες σου καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτῶν καὶ

βάσανοι καὶ πληγαὶ καὶ μάστιγες οὐχ ἅψονται αὐτῶν

7 Τότε ηὐλόγησα τὸν θεὸν τῆς δόξης τὸν βασιλέα τοῦ αἰῶνος ὃς

ἡτοίμασεν ἀνθρώποις τὰ τοιαῦτα δικαίοις καὶ αὐτὰ ἔκτισεν καὶ εἶπεν

δοῦναι αὐτοῖς

XXVI

1 Καὶ ἐκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς τὸ μέσον τῆς γῆς καὶ ἴδον τόπον

ηὐλογημένον ἐν ᾧ δένδρα ἔχοντα παραφυάδας μενούσας καὶ βλαστούσας

τοῦ δένδρου ἐκκοπέντος

2 κἀκεῖ τεθέαμαι ὄρος ἅγιονmiddot ὑποκάτω τοῦ ὄρους ὕδωρ ἐξ ἀνατολῶν καὶ

τὴν δύσιν εἶχεν πρὸς νότον

3 καὶ ἴδον πρὸς ἀνατολὰς ἄλλο ὄρος ὑψηλότερον τούτου καὶ ἀνὰ μέσον

αὐτοῦ φάραγγα βαθεῖαν οὐκ ἔχουσαν πλάτος καὶ διrsquo αὐτῆς ὕδωρ

πορεύεται ὑποκάτω ὑπὸ τὸ ὄρος

4 καὶ πρὸς δυσμὰς τούτου ἄλλο ὄρος ταπεινότερον αὐτοῦ καὶ οὐκ ἔχον

ὕψος καὶ φάραγγα βαθεῖαν καὶ ξηρὰν ἀνὰ μέσον αὐτῶν καὶ ἄλλην

φάραγγα βαθεῖαν καὶ ξηρὰν ἐπrsquo ἄκρων τῶν τριῶν ὀρέων

5 καὶ πᾶσαι φάραγγές εἰσιν βαθεῖαι ἐκ πέτρας στερεᾶς καὶ δένδρον οὐκ

ἐφυτεύετο ἐπrsquo αὐτάς

6 καὶ ἐθαύμασα περὶ τῆς φάραγγος καὶ λίαν ἐθαύμασα

XXVII

1 καὶ εἶπον Διὰ τί ἡ γῆ αὕτη ἡ εὐλογημένη καὶ πᾶσα πλήρης δένδρων

αὐτὴ δὲ ἡ φάραγξ κεκατηραμένη ἐστίν

2 γῆ κατάρατος τοῖς κεκατηραμένοις ἐστὶν μέχρι αἰῶνος ὧδε

ἐπισυναχθήσονται πάντες οἱ κεκατηραμένοι οἵτινες ἐροῦσιν τῷ στόματι

αὐτῶν κατὰ Κυρίου φωνὴν ἀπρεπῆ καὶ περὶ τῆς δόξης αὐτοῦ σκληρὰ

λαλήσουσιν ὧδε ἐπισυναχθήσονται καὶ ὧδε ἔσται τὸ οἰκητήριον

3 ἐπrsquo ἐσχάτοις αἰῶσιν ἐν ταῖς ἡμέραις τῆς κρίσεως τῆς ἀληθινῆς ἐναντίον

τῶν δικαίων εἰς τὸν ἅπαντα χρόνον ὧδε εὐλογήσουσιν οἱ ἀσεβεῖς τὸν

κύριον τῆς δόξης τὸν βασιλέα τοῦ αἰῶνοςmiddot

4 ἐν ταῖς ἡμέραις τῆς κρίσεως αὐτῶν εὐλογήσουσιν ἐν ἐλέει ὡς ἐμέρισεν

αὐτοῖς

5 Τότε ηὐλόγησα τὸν κύριον τῆς δόξης καὶ τὴν δόξαν αὐτοῦ ἐδήλωσα καὶ

ὕμνησα μεγαλοπρεπῶς

27

XXVIII

1 Καὶ ἐκεῖθεν ἐπορεύθην εἰς τὸ μέσον Μανδοβαρά καὶ ἴδον αὐτὸ ἔρημονmiddot

καὶ αὐτὸ μόνον

2 πλήρης δένδρων καὶ ἀπὸ τῶν σπερμάτων ὕδωρ ἄνομβρον ἄνωθεν

φερόμενον

3 ὡς ὑδραγωγὸς δαψιλὴς ὡς πρὸς βορρᾶν ἐπὶ δυσμῶν πάντοθεν ἀνάγει

ὕδωρ καὶ δρόσον

XXIX

1 Ἔτι ἐκεῖθεν ἐπορεύθην εἰς ἄλλον τόπον ἐν τῷ Βαβδηρά καὶ πρὸς

ἀνατολὰς τοῦ ὄρους τούτου ᾠχόμην

2 καὶ ἴδον κρίσεως δένδρα πνέοντα ἀρωμάτων λιβάνων καὶ ζμύρνας καὶ

τὰ δένδρα αὐτῶν ὅμοια καρύαις

XXX

1 Καὶ ἐπέκεινα τούτων ᾠχόμην πρὸς ἀνατολὰς μακράν καὶ ἴδον τόπον

ἄλλον μέγαν φάραγγα ὕδατος

2 ἐν ᾧ καὶ δένδρα χρόα ἀρωμάτων ὁμοίων σχίνῳ

3 καὶ τὰ παρὰ τὰ χείλη τῶν φαράγγων τούτων ἴδον κιννάμωμον

ἀρωμάτωνmiddot καὶ ἐπέκεινα τούτων ᾠχόμην πρὸς ἀνατολάς

XXXI

1 καὶ ἴδον ἄλλα ὄρη καὶ ἐν αὐτοῖς ἄλση δένδρων καὶ ἐκπορευόμενον ἐξ

αὐτῶν νέκταρ τὸ καλούμενον σαρρὰν καὶ χαλβάνη

2 καὶ ἐπέκεινα τῶν ὀρέων τούτων ἴδον ἄλλο ὄρος πρὸς ἀνατολὰς τῶν

περάτων τῆς γῆς καὶ πάντα τὰ δένδρα πλήρη ἐξαυτῆς ἐν ὁμοιώματι

ἀμυγδάλων

3 ὅταν τριβῶσινmiddot διὸ εὐωδέστερον ὑπὲρ πάντων τῶν ἀρωμάτων

XXXII

1 εἰς βορρᾶν πρὸς ἀνατολὰς τεθέαμαι ἑπτὰ ὄρη πλήρη νάρδου χρηστοῦ

καὶ σχίνου καὶ κινναμώμου καὶ πιπέρεως

2 Καὶ ἐκεῖθεν ἐφώδευσα ἐπὶ τὰς ἀρχὰς πάντων τῶν ὀρέων τούτων

μακρὰν ἀπέχων πρὸς ἀνατολὰς τῆς γῆς καὶ διέβην ἐπάνω τῆς ἐρυθρᾶς

θαλάσσης καὶ ᾠχόμην ἐπrsquo ἄκρων καὶ ἀπὸ τούτου διέβην ἐπάνω τοῦ

Ζωτιήλ

3 καὶ ἦλθον πρὸς τὸν παράδεισον τῆς δικαιοσύνης καὶ ἴδον μακρόθεν τῶν

δένδρων τούτων δένδρα πλείονα καὶ μεγάλα δύο μὲν ἐκεῖ μεγάλα σφόδρα

καλὰ καὶ ἔνδοξα καὶ μεγαλοπρεπῆ καὶ τὸ δένδρον τῆς φρονήσεως οὗ

ἐσθίουσιν ἅγιοι τοῦ καρποῦ αὐτοῦ καὶ ἐπίστανται φρόνησιν μεγάλην

4 ὅμοιον τὸ δένδρον ἐκεῖνο στροβιλέᾳ τὸ ὕψος τὰ δὲ φύλλα αὐτοῦ κερατίᾳ

ὅμοια ὁ δὲ καρπὸς αὐτοῦ ὡσεὶ βότρυες ἀμπέλου ἱλαροὶ λίαν ἡ δὲ ὀσμὴ

αὐτοῦ διέτρεχεν πόρρω ἀπὸ τοῦ δένδρου

5 τότε εἶπον ὡς καλὸν τὸ δένδρον καὶ ὡς ἐπίχαρι τῇ ὁράσει

6 τότε ἀπεκρίθη Ῥαφαήλ ὁ ἅγιος ἄγγελος ὁ μετrsquo ἐμοῦ ὤν Τοῦτο τὸ

δένδρον φρονήσεως ἐξ οὗ ἔφαγεν ὁ πατήρ σου

LXXXIX

42 Καὶ οἱ κύνες ἤρξαντο κατεσθίειν τὰ πρόβατα καὶ οἱ ὕες καὶ οἱ ἀλώπεκες

κατήσθιον αὐτά μέχρι οὗ ἤγειρεν ὁ κύριος τῶν προβάτων κριὸν ἕνα ἐκ

τῶν προβάτων

43 καὶ ὁ κριὸς οὗτος ἤρξατο κερατίζειν καὶ ἐπιδιώκειν ἐν τοῖς κέρασιν καὶ

ἐνετίνασσεν εἰς τοὺς ἀλώπεκας καὶ μετrsquo αὐτοὺς εἰς τοὺς ὕαςmiddot καὶ

ἀπώλεσεν ὕας πολλούς καὶ μετrsquo αὐτοὺς [ἐλυμήνα]το τοὺς κύνας

44 καὶ τὰ πρόβατα ὧν οἱ ὀφθαλμοὶ ἠνοίγησαν ἐθεάσαντο τὸν κριὸν τὸν ἐν

28

τοῖς προβάτοις ἕως οὗ ἀφῆκεν τὴν ὁδὸν αὐτοῦ καὶ ἤρξατο πορεύεσθαι

ἀνοδίᾳ

45 καὶ ὁ κύριος τῶν προβάτων ἀπέστειλεν τὸν ἄρνα τοῦτον ἐπὶ ἄρνα

ἕτερον τοῦ στῆσαι αὐτὸν εἰς κριὸν ἐν ἀρχῇ τῶν προβάτων ἀντὶ τοῦ κριοῦ

τοῦ ἀφέντος τὴν ὁδὸν αὐτοῦ

46 καὶ ἐπορεύθη πρὸς αὐτὸν καὶ ἐλάλησεν αὐτῷ σιγῇ κατὰ μόνας καὶ

ἤγειρεν αὐτὸν εἰς κριὸν καὶ εἰς ἄρχοντα καὶ εἰς ἡγούμενον τῶν προβάτωνmiddot

καὶ οἱ κύνες ἐπὶ πᾶσιν τούτοις ἔθλιβον τὰ πρόβατα

47 [καὶ] ὁ κριὸς ὁ πρῶτος τὸν κριὸν τὸν δεύτερον ἐπεδίωκεν καὶ ἔφυγεν

ἀπὸ προσώπου αὐτοῦmiddot εἶτrsquo ἐθεώρουν τὸν κριὸν τὸν πρῶτον ἕως οὗ ἔπεσεν

ἔμπροσθεν τῶν κυνῶν

48 καὶ ὁ κριὸς ὁ δεύτερος ἀναπηδήσας ἀφηγήσατο τῶν προβάτων

49 καὶ τὰ πρόβατα ηὐξήθησαν καὶ ἐπληθύνθησανmiddot καὶ πάντες οἱ κύνες καὶ

οἱ ἀλώπεκες ἔφυγον ἀπrsquo αὐτοῦ καὶ ἐφοβοῦντο αὐτόν

XC

1

6 [καὶ ἀναγνωσθής]ονται [πάντες] οἱ λόγοι τῶν ἀνομιῶν ὑμῶν ἐν[ώπιον]

τοῦ μεγάλου ἁγίου κατὰ πρόσωπον ὑμῶνmiddot εἶτrsquo ἀναφελεῖ τὰ πάντα ἔργα τὰ

μετασχόντα ἐν τῇ ἀνομίᾳ

7 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἁμαρτωλοὶ [οἱ] ἐν μέσῳ τῆς θαλάσσης καὶ ἐπὶ τῆς ξηρᾶς

ὄντεςmiddot μνημόσυνον εἰς ὑμᾶς κακόν

8 οὐαὶ ὑμῖν οἱ κτώμενοι χρυσίον καὶ ἀργύριον οὐκ ἀπὸ δικαιοσύνης καὶ

ἐρεῖτε πλούτῳ πεπλουτήκαμεν καὶ τὰ ὑπάρχοντα ἐσχήκαμεν καὶ

κεκτήμεθα

9 καὶ πᾶν ὃ ἐὰν θελήσωμεν ποιήσωμεν ὅτι ἀργύριον τεθησαυρίκαμεν ἐν

τοῖς θησαυροῖς ἡμῶν καὶ ἀγαθὰ πολλὰ ἐν ταῖς οἰκίαις ἡμῶν

10 καὶ ὡς ὕδωρ ἐκχυθήσεται πεπλάνησθε ὅτι οὐ μὴ παραμείνῃ ὁ πλοῦτος

ὑμῶν ἀλλὰ ταχὺ [ἀναπτήσεται] ἀπὸ ὑμῶν ὅτι ἀδίκως πάντα κέκτησθεmiddot

καὶ ὑμεῖς εἰς κατάραν μεγάλην παραδοθήσεσθε

XCI

1 καὶ νῦν ὀμνύω ὑμῖν τοῖς φρονίμοις καὶ οὐχὶ τοῖς ἄφροσι ὅτι πολλὰς

ὄψεσθε ἐπὶ τῆς γῆς ἀνομίαςmiddot

2 ὅτι κάλλος περιθήσονται ἄνδρες ὡς γυναῖκες [καὶ] χρῶμα ὡραῖον ὑπὲρ

παρθένους ἐν βασιλείᾳ καὶ μεγαλωσύνῃ καὶ ἐν ἐξουσίᾳ ἔσονται δὲ

ἀργύριον καὶ χρυσίον [παρrsquo] αὐτοῖς εἰς βρώματα καὶ ἐν ταῖς οἰκίαις αὐτῶν

ὡς ὕδωρ ἐκχυθήσονται

3 [διὰ τὸ μ]ὴ ἐπιστήμην αὐτοὺς μηδὲ φρόνησιν μηδεμίαν [ἔχειν] οὕτω

ἀπολεῖσθε κοινῶς μετὰ πάντων [τῶν] ὑπαρχόντων ὑμῶν [καὶ τῆς] πάσης

δόξης καὶ τῆς τιμῆς [ὑμῶν καὶ] εἰς ἀτιμίαν καὶ ἐρήμωσιν [καὶ σφαγὴν]

μεγάλην τ[ὰ πνεύματα ὑμῶν εἰς τὴν κάμινον τοῦ πυρὸς ἐμβληθήσεται]

Four lines are lost

ἐπὶ τὴν [γῆν οὐκ ἀπεστάλη ἀλλrsquo αὐτὴν οἱ ἄνθρω]ποι ἀφrsquo ἑαυτῶν [ἔκτισαν

καὶ εἰς κατάραν] μεγάλην ἀφίξονται οἱ ποιοῦντες [αὐτήν]

5 καὶ δουλεία (στειρα pap) γυναικὶ οὐκ ἐδόθη ἀλλὰ διὰ τὰ ἔργα τῶν

χειρῶνmiddot ὅτι οὐχ ὡρίσθη δούλην εἶναι δούληνmiddot ἄνωθεν οὐκ ἐδόθη ἀλλὰ ἐκ

καταδυναστείας ἐγένετο ὁ[μοίως] οὐδὲ ἡ ἀνομία ἄνωθεν ἐδόθη ἀλλrsquo ἐκ

παραβάσεως ὁμοίως οὐδὲ στεῖρα γυνὴ ἐκτίσθη ἀλλrsquo ἐξ ἰδίων ἀδικημάτων

ἐπετιμήθη ἀτεκνίᾳ [καὶ] ἄτεκνος ἀποθανεῖται

6 ὀμνύω ὑμῖν ἁμαρτωλοὶ κατὰ τοῦ ἁγίου τοῦ μεγάλου ὅτι τὰ ἔργα ὑμῶν τὰ

πονηρὰ ἔσται ἀνακεκαλυμμένα ἐν τῷ οὐρανῷmiddot οὐκ ἔσται ὑμῖν ἔργον

29

ἀποκεκρυμμένον ἄδικον

7 μὴ ὑπολάβητε τῇ ψυχῇ ὑμῶν μηδὲ ὑπολάβητε τῇ καρδίᾳ ὑμῶν ὅτι οὐ

γινώσκουσιν οὐδὲ βλέπουσιν οὐδὲ τὰ ἀδικήματα ὑμῶν θεωρεῖται οὐδὲ

ἀπογράφεται αὐτὰ ἐνώπιον τοῦ ὑψίστου ἀπὸ τοῦ [νῦν] ἐπιγνῶτε ὅτι

πάντα τὰ ἀδικήματα ὑμῶν ἀπογράφονται ἡμέραν ἐξ [ἡμέρας] μέχρι τῆς

κρίσεως ὑμῶν

9 οὐαὶ ὑμῖν ἄφρονες ὅτι ἀπολεῖσθε διὰ τὴν ἀφροσύνην ὑμῶν καὶ τῶν

[φρονίμων] οὐ μὴ ἀκούσητε καὶ τὰ ἀγαθὰ οὐκ ἀπαντήσει ὑμῖν τὰ δὲ κακὰ

[περιέξει] ὑμᾶς

10 καὶ νῦν γινώσκετε ὅτ[ι ἡτοίμασται] ὑμῖν εἰς ἡμέραν ἀπωλείας [μὴ

ἐλπίζε]τε σωθῆναι ἁμαρτωλοίmiddot ἀπ[ελθόντες] ἀποθάνετε γινώσκοντε[ς ὅτι

ἡτοίμας]ται εἰς ἡμέραν κρίσεως μ[εγάλης καὶ στε]νοχωρίας μείζονος τ[οῖς

πνεύμασιν ὑμῶν]

11 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ σκληροτράχηλοι τῇ καρδίᾳ ποιοῦντες τὸ κα[κὸν καὶ

ἔσθοντες αἷμα πόθ]εν ὑμῖν ἔσο[νται ἀγαθὰ ἵνα φάγητε ] Four lines are

lost

12 [ἔργα τῆ]ς ἀδικίαςmiddot διότι ἐλπίδας κα[λὰς ἔχετε ὑμῖ]ν νῦν γνωστὸν ὑμῖν

ἔστω ὅτι εἰς [χεῖρας τ]ῶν δικαίων παραδοθήσεσθε καὶ ἀποκτενοῦσιν ὑμᾶς

καὶ οὐ μὴ φείσονται ὑμῶν

13 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἐπιχαίροντες τοῖς κακοῖς τῶν δικαίωνmiddot τάφος ὑμῶν οὐ μὴ

ὀρυγῇ

14 οὐαὶ ὑμῖν οἱ βουλόμενοι ἀκυρῶσαι τοὺς λόγους τῶν δικαίωνmiddot οὐ μὴ

γένηται ὑμῖν ἐλπὶς σωτηρίας

15 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ γράφοντες λόγους ψευδεῖς καὶ λόγους πλανήσεωςmiddot αὐτοὶ

γράφουσιν καὶ πολλοὺς ἀποπλανήσουσιν τοῖς ψεύδεσιν αὐτῶνmiddot

16 πλανᾶσθε ὑμεῖς αὐτοὶ καὶ οὐκ ἔστιν ὑμῖν χαίρειν ἀλλὰ ταχέως

ἀπολεῖσθε

XCII

1 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ ποιοῦντες πλανήματα καὶ τοῖς ἔργοις τοῖς ψευδέσιν

λαμβάνοντες τιμὴν καὶ δόξανmiddot ἀπολώλατε οὐκ ἔστιν ὑμῖν σωτηρία εἰς

ἀγαθόν

2 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἐξαλλοιοῦντες τοὺς λόγους τοὺς ἀληθινούς καὶ

διαστρέφοντες τὴν αἰώνιον διαθήκην καὶ λογιζόμενοι ἑαυτοὺς

ἀναμαρτήτουςmiddot ἐν τῇ γῇ καταποθήσονται

3 τότε ἑτοιμάζεσθε οἱ δίκαιοι καὶ προέχεσθε τὰς ἐντεύξεις ὑμῶν εἰς

μνημόσυνον δίδοτε αὐτὰς ἐν διαμαρτυρίᾳ ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων ὅπως

εἰσαγάγωσιν τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἀδίκων ἐνώπιον τοῦ ὑψίστου θεοῦ εἰς

μνημόσυνονmiddot

4 καὶ τότε συν[ταραχ]θήσονται ἐν [ἡμέρ]ᾳ ἀπωλείας τῆς ἀδικίας

5ndash6 ἐν αὐτῷ [τῷ και]ρῷ ἐκείνῳ αἱ τίκτουσαι ἐκβαλοῦσιν καὶ ἐκσπάσουσιν

καὶ ἐγκαταλείψουσιν [τὸ νήπιο]ν βρέφος καὶ αἱ ἐν γαστρὶ ἔχου[σαι

ἐκτρώσο]υσιν καὶ αἱ θηλάζουσαι ῥίψ[ουσιν τὰ τέκ]να αὐτῶν καὶ οὐ μὴ

ἐπι[στρέψου]σιν ἐπὶ τὰ νήπια αὐτῶν οὐ[δὲ ἐπὶ τὰ θηλά]ζοντα οὐδὲ μὴ

φείσονται

7 [καὶ] οἱ γλύφοντες εἰκόνα[ς ἀργυ]ρᾶς καὶ χρυσᾶς ξυλίνας τε [καὶ

λιθίνας] καὶ ὀστρακίνας καὶ λατρεύ[οντες φαν]τάσμασιν καὶ δαιμονίοι[ς

καὶ βδελύγ]μασιν καὶ πνεύμασιν πονη[ροῖς καὶ] πάσαις ταῖς πλάναις οὐ

κατrsquo ἐπι[στήμην] καὶ πᾶν βοήθημα οὐ μὴ εὕρητε [ἀπrsquo] αὐτῶν

8ndash9 καὶ πλανηθήσονται ἐν ἀφροσύνῃ τῆς καρδίας αὐτῶν καὶ τὰ ὁράματα

τῶν ἐνυπνίων καταπλανήσουσιν ὑμᾶς ὑμεῖς καὶ τὰ ἔργα ὑμῶν τὰ ψευδῆ ἃ

30

ἐποιήσατε καὶ ἐλαεργ[ήσατε] καὶ ἐπὶ μιᾶς ἀπολεῖσθε

10ndash12 καὶ τότε μακάριοι πάντες οἱ ἀκούσαντες φρονίμων λόγους καὶ

μαθήσονται αὐτούς ποιῆσαι τὰς ἐντολὰς τοῦ ὑψίστου καὶ πορεύσονται ἐν

ὁδοῖς δικαιοσύνης αὐτοῦ καὶ οὐ μὴ πλανήσουσιν μετὰ τῶν πλανώντων καὶ

σωθήσονται

13 οὐαὶ οἱ οἰκοδομοῦντες τὰς οἰκοδομὰς αὐτῶν οὐκ ἐκ κόπων ἰδίων καὶ ἐκ

λίθων καὶ ἐκ πλίνθων πᾶσαν οἰκοδομὴν ποιεῖτε οἷς οὐκ ἔστιν ὑμῖν χά[ρις]

14 οὐαὶ οἱ ἐξουθενοῦντες τὴν θεμελίωσιν καὶ τὴν κληρονομίαν τῶν

πατέρων αὐτῶν τὴν ἀπrsquo αἰῶνος [ὅτι] διώξεται ὑμᾶς πνεῦμα πλανήσεωςmiddot

οὐκ ἔστιν ὑμῖν ἀναπαῦσαι

15 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ποιοῦντες τὴν ἀ[νομίαν] καὶ ἐπιβοηθοῦντες τῇ ἀδι[κίᾳ

φονεύ]οντες τὸν πλησίον αὐτῶ[ν ἕως τῆς] ἡμέρας τῆς κρίσεως τῆς

[μεγάληςmiddot

16 ]ὅτι τότε ἐκτρίψει τὴν δόξ[αν ὑμῶν] καὶ ἐπεγερεῖ τὸν θυμὸν [αὐτοῦ

καθrsquo] ὑμῶν ἀπολεῖ πάντας ὑ[μᾶς ἐν ῥομ]φαίᾳ καὶ πάντες οἱ δί[καιοι

μνημο]νήσουσιν τὰς ἀδικίας [ὑμῶν]

XCIII

1ndash2 καὶ τότε ἐν ἑνὶ τόπῳ [ῥέῃ τὰ α]ἵμα[τα αὐτῶν καὶ ἄνθρωπο]ς οὐκ

[ἀφέξ]ει τὴν [χεῖρα αὐτοῦ ἀπ]ὸ τοῦ υἱοῦ αὐ[τοῦ οὔτrsquo ἀ]πὸ τοῦ ἀγαπητοῦ

αὐτοῦ ἀποκτεῖναι αὐτόν καὶ ὁ ἁμαρτωλὸς ἀπὸ τοῦ ἐντίμου οὔτε ἀπὸ τοῦ

ἀδελφοῦ αὐτοῦmiddot ἐξ ὄρθρων μέχρις οὗ δῦναι τὸν ἥλιον φονευθήσονται ἐπὶ

τὸ αὐτό

3 καὶ διαπορεύσεται ἵππος ἕως τοῦ στήθους αὐτοῦ διὰ τοῦ αἵματος τῶν

ἁμαρτωλῶν καὶ τὸ ἅρμα μέχρι ἀξόνων καταβήσεται

4 καὶ καταβήσονται ἄγγελοι καταδύνοντες εἰς τὰ ἀπόκρυφα ἐν ἡμέρᾳ

ἐκείνῃmiddot οἵτινες ἐβοήθουν τῇ ἀδικίᾳ καὶ συστραφήσονται εἰς ἕνα τόπον καὶ ὁ

ὕψιστος ἐγερθήσεται ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως ποιῆσαι ἐκ πάντων κρίσιν

μεγάλην

5 καὶ τάξει φυλακὴν ἐπὶ πάντας τοὺς δικαίους καὶ ἁγίους τῶν ἁγίων

ἀγγέλων καὶ τηρηθήσονται ὡς κόριον ὀφθαλμοῦ ἕως οὗ ἐκλείπῃ τὰ κακὰ

καὶ ἁμαρτία καὶ ἀπrsquo ἐκείνου ὑπνώσουσιν εὐσεβεῖς ὕπνον ἡδύν καὶ οὐκ

ἔσται οὐκέτι ὁ ἐκφοβῶν αὐτούς

6 τότε ὄψονται οἱ φρόνιμοι τῶν ἀνθρώπων καὶ κατανοήσουσιν οἱ υἱοὶ τῆς

γῆς ἐπὶ τοὺς λόγους τούτους τῆς ἐπιστολῆς ταύτης καὶ γνώσονται ὅτι οὐ

δύναται ὁ πλοῦτος αὐτῶν διασῶσαι αὐτοὺς ἐν τῇ πτώσει τῆς ἀδικίας

7 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἄδικοι ὅταν ἐκθλίβητε τοὺς δικαίους ἐν ἡμέρᾳ ἀνάγκης

στερεᾶς καὶ φυλάξητε αὐτοὺς ἐν πυρί ὅτι κομιεῖσθε κατὰ τὰ ἔργα ὑμῶν

8 οὐαὶ ὑμῖν σκληροκάρδιοι ἀγρυπνοῦντες νοῆσαι τὸ κακόνmiddot περιέχει ὑμᾶς

φόβος καὶ οὐκ ἔστιν ὁ ἀντιλαμβανόμενος ὑμῶν

9 οὐαὶ ὑμῖν πᾶσιν τοῖς ἁμαρτωλοῖς ἐπὶ τοῖς ἔργοις τοῦ στόματος ὑμῶν

οὐαὶ ὑμῖν πᾶσιν τοῖς ἁμαρτωλοῖς ἐπὶ τοῖς λόγοις τοῦ στόματος ὑμῶν καὶ

ἐπὶ τοῖς [ἔργοις] τῶν χειρῶν ὑμῶν ὅτι ἀπὸ τῶν ἁγίων ἔργων

ἀπεπλα[νήθητε]

11 πᾶσα νεφέλη καὶ ὀμίχλη καὶ δρόσος καὶ ὄμβρος ἐπὶ ταῖς ἁμαρτίαις

ὑμῶν

12 δίδοτε οὖν ὄμβρῳ δῶρα ἵνα μὴ [κωλυθῇ κα]ταβῆναι ὑμῖν καὶ δρόσῳ

κα[ὶ νεφέλῃ] καὶ ὀμίχλῃmiddot χρυσίον διαγράψα[τε ἵνα κα]ταβῶσινmiddot

13 ὅτι ἐὰν ἐπιρρίψῃ ἐφrsquo ὑμ[ᾶς χι]ὼν καὶ πάχνη καὶ ψῦχος αὐτῆς καὶ οἱ

ἄνεμοι καὶ ὁ παγετὸς αὐτῶν καὶ πᾶσαι αἱ μάστιγες αὐτῶν οὐ δύνασθε

ὑποστῆναι ἔμπροσθεν ψύχους καὶ τῶν μαστίγων αὐτῶν

31

XCIV

1 κατανοήσατε τοίνουν υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων τὰ ἔργα τοῦ ὑψίστου καὶ

φοβήθητε τοῦ ποιῆσαι τὸ πονηρὸν ἐναντίον αὐτοῦ

2 ἐὰν ἀποκλείσῃ τὰς θυρίδας τοῦ οὐρανοῦ καὶ κωλύσῃ τὴν δρόσον καὶ τὸν

ὄμβρον καταβῆναι εἵνεκα ὑμῶν τί ποιήσετε

3 ἐὰν ἀποστείληται τὸν θυμὸν αὐτοῦ ἐφrsquo ὑμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ ἔργα ὑμῶν οὐχὶ

ἔσεσθε δεόμενοι αὐτοῦ διὰ τί ὑμεῖς λαλεῖτε τῷ στόματι ὑμῶν μεγάλα καὶ

σκληρὰ ἐπὶ τῇ μεγαλωσύνῃ αὐ[τοῦ

4 ὁρᾶ]τε τοὺς ναυκλήρους τοὺς πλωιζομένους τὴν θάλασσαν ὑπὸ τοῦ

κ[λύδω]νος καὶ χειμῶνος σεσαλευμένα τὰ πλοῖα αὐτῶν

5 καὶ χειμαζόμενοι πάντες φοβοῦνται ἔξω δὲ τὰ [ἀγαθὰ πάντα] καὶ τὰ

ὑπάρχοντα αὐτῶν ἐκβάλλουσιν εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ὑποπτεύουσιν ἐν τῇ

καρδίᾳ αὐτῶν ὅτι ἡ [θάλασσα κα]ταπίεται αὐτοὺς καὶ ἐν αὐτ[ῇ

ἀπολοῦν]ται

6 οὐχὶ πᾶσα ἡ θάλασσα καὶ [πάντα τὰ] ὕδατα αὐτῆς ἔργον τοῦ ὑψ[ίστου

ἐστί] καὶ αὐτὸς συνεστήσατο τὰ π[έρατα αὐ]τῶν καὶ συνέδησεν αὐτ[ήν

καὶ περι]έφραξεν αὐτὴν ἄμμῳ

7 [καὶ ἀπὸ τῆς] ἐμβριμήσεως αὐτοῦ φ[οβοῦνται καὶ ξη]ραίνονται καὶ οἱ

ἰχθύες

8 [ γῆν] καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτοῖς καὶ τίς ἔδωκεν ἐπιστήμην πᾶσιν τοῖς

κινουμένοις ἐν τῇ θαλάσσῃ οἱ ναύκληροι τὴν θάλασσαν φοβοῦνται

XCV

1 καὶ ὅταν ἐκβάλῃ ἐφrsquo ὑμᾶς τὸν κλύδωνα τοῦ πυρὸς τῆς καύσεως ὑμῶν

ποῦ ἀποδράντες σωθήσεσθε καὶ ὅταν δῷ ἐφrsquo ὑμᾶς φωνὴν αὐτοῦ

2 ἔσεσθε συνσειόμενοι καὶ φοβούμενοι ἤχῳ μεγάλῳ laquoκαὶraquo τὴν γῆν

σύμπασαν σειομένην καὶ τρέμουσαν καὶ συνταρασσομένην

3 καὶ οἱ ἄγγελοι συντελοῦντες τὸ συνταχθὲν αὐτοῖς καὶ ὁ οὐρανὸς καὶ οἱ

φωστῆρες σειόμενοι καὶ τρέμοντεςmiddot ἅπαντες οἱ υἱοὶ τῆς γῆς καὶ ὑμεῖς

ἁμαρτωλοὶ ἐπικατάρατοι εἰς τὸν αἰῶναmiddot οὐκ ἔστιν ὑμῖν χαίρειν

4 θαρσεῖτε ψυχαὶ τῶν δικαίων τῶν ἀποθανόντων τῶν δικαίων καὶ τῶν

εὐσεβῶν

5 καὶ μὴ λυπεῖσθε ὅτι κατέβησαν αἱ ψυχαὶ ὑμῶν εἰς ᾅδου μετὰ λύπης καὶ

οὐκ ἀπηντήθη τῷ σώματι τῆς σαρκὸς ὑμῶν ἐν τῇ ζωῇ ὑμῶν κατὰ τὴν

ὁσιότητα ὑμῶν ἐπεὶ αἱ ἡμέραι ἃς ἦτε ἡμέραι ἦσαν ἁμαρτωλῶν καὶ

καταράτων ἐπὶ τῆς γῆς

6 ὅταν ἀποθάνητε τότε ἐροῦσιν οἱ ἁμαρτωλοὶ ὅτι εὐσεβεῖς κατὰ τὴν

εἱμαρμένην ἀπεθάνοσαν καὶ τί αὐτοῖς περιεγένετο ἐπὶ τοῖς ἔργοις αὐτῶν

7 καὶ αὐτοὶ ὁμοίως ἡμῖν ἀπεθάνοσαν ἴδετε οὖν ὡς ἀποθνήσκουσιν μετὰ

λύπης καὶ σκότους καὶ τί αὐτοῖς ἐγένετο περισσόν

8 ἀπὸ τοῦ νῦν ἀναστήτωσαν καὶ σωθήτωσαν καὶ ὄψονται εἰς τὸν αἰῶνα

ἡμᾶς φαγεῖν καὶ πεῖν

9 τοιγαροῦν ἁρπάσαι καὶ ἁμαρτάνειν καὶ λωποδυτεῖν καὶ ἐγκτᾶσθαι καὶ

[ἰδεῖν] ἡμέρας ἀγαθάς

10 ἴδετε οὖν οἱ δικαιοῦντες [ἑαυτ]ούς ὁποία ἐγένετο αὐτῶν ἡ καταστροφή

ὅτι πᾶσα δικαιοσύνη οὐχ εὑρέθη ἐν αὐτοῖς ἕως ἀπέθανον καὶ ἀπώλοντο

11 καὶ ἐγένοντο ὡς οὐκ ὄντες καὶ κατέβησαν αἱ ψυχαὶ αὐτῶν μετrsquo ὀδύνης

εἰς ᾅδου

XCVI

1 ἐγὼ ὀμνύω ὑμῖν Three lines are lost

2 ἐπίσταμαι τὸ μυστήριον τοῦτοmiddot ἀν[έγνων] γὰρ τὰς πλάκας τοῦ οὐρανοῦ

32

καὶ εἶδον τὴν γραφὴν ἀναγκαίανmiddot ἔγνων τὰ γ[εγραμμέ]να ἐν αὐταῖς καὶ

ἐγκεκολαμμέν[α περὶ] ὑμῶν

3 ὅτι ἀγαθὰ καὶ ἡ χαρὰ καὶ ἡ τ[ιμὴ] ἡτοίμασται καὶ ἐγγέγραπται ταῖς

ψ[υχαῖς] τῶν ἀποθανόντων εὐσεβῶνmiddot

4 καὶ χαιρήσονται καὶ οὐ μὴ ἀπόλωνται τὰ πνεύματα αὐτῶν οὐδὲ τὸ

μνημόσυνον ἀπὸ προσώπου τοῦ μεγάλου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν

αἰώνων μὴ οὖν φοβεῖσθε τοὺς ὀνειδισμοὺς αὐτῶν

5 καὶ ὑμεῖς οἱ νεκροὶ τῶν ἁμαρτωλῶν ὅταν ἀποθάνητε ἐροῦσιν ἐφrsquo ὑμῖν

μακάριοι ἁμαρτωλοὶ πάσας τὰς ἡμέρας αὐτῶν ὅσας εἴδοσαν ἐν τῇ ζωῇ

αὐτῶν καὶ ἐνδόξως

6 ἀπεθάνοσαν καὶ κρίσις οὐκ ἐγενήθη ἐν τῇ ζωῇ αὐτῶν

7 αὐτοὶ ὑμεῖς γινώσκετε ὅτι εἰς ᾅδου κατάξουσιν τὰς ψυχὰς ὑμῶν

8 καὶ ἐκεῖ ἔσονται ἐν ἀνάγκῃ μεγάλῃ καὶ ἐν σκότει καὶ ἐν παγίδι καὶ ἐν

φλογὶ καιομένῃ καὶ εἰς κρίσιν μεγάλην εἰσελεύσονται αἱ ψυχαὶ ὑμῶν ἐν

πάσαις ταῖς γενεαῖς τοῦ αἰῶνος οὐαὶ ὑμῖν οὐκ ἔστιν ὑμῖν χαίρειν

9 μὴ γὰρ εἴπητε οἱ δίκαιοι ὅσιοι ὄντες ἐν τῇ ζωῇ τῶν ἡμερῶν τῆς θλίψεως

κόπους ἐκοπιάσαμεν καὶ ἀνηλώμεθα καὶ ὀλίγοι ἐγενήθημεν καὶ

ἀντιλήμπτορα οὐχ εὑρήκαμενmiddot

10 συντετριμμένοι καὶ ἀπολώλαμεν καὶ ἀπηλπίσμεθα καὶ μηκέτι εἰδέναι

σωτηρίαν ἡμέραν ἐξ ἡμέρας

11 ἠλπίσαμεν γενέσθαι κεφαλή ἐγενήθημεν κέρ[κοςmiddot ἐκο]πιάσαμεν

ἐργαζόμενοι καὶ τῶν ὀψωνίων οὐ κεκυριεύκαμεν ἐγενήθημεν κατάβρωμα

ἁμαρτωλῶν [οἱ ἄνο]μοι ἐβάρυναν ἐφrsquo ἡμᾶς τὸν ζυγόν

12 οἳ κυριεύουσιν οἱ ἐχθροὶ ἡμῶν ἐγκεντρίζουσιν ἡμᾶς καὶ περικλείουσιν

ἡμᾶςmiddot ἐζητήσαμεν πο[ῦ φύγωμεν] ἀπrsquo αὐτῶν ὅπως ἀναψύχ[ωμεν] three

lines are lost

14 ἐκράξαμεν ἐπὶ τοὺς καταβάλλοντας καὶ βιαζομένους ἡμᾶς καὶ τὰς

ἐντεύξεις ἡμῶν οὐκ ἀπεδέξαντο οὐδὲ ἐβούλοντο ἐπακοῦσαι τῆς φωνῆς

ἡμῶν

15 καὶ οὐκ ἀντελαμβάνοντο ἡμῶν οὐχ εὑρόντες κατὰ τῶν βιαζομένων καὶ

κατεσθόντων ἡμᾶς ἀλλὰ στερεοῦσιν αὐτοὺς ἐφrsquo ἡμᾶςmiddot ἀπέκτειναν ἡμᾶς

καὶ εἰς ὀλίγους ἤγαγον καὶ οὐχ ὑποδεικνύουσιν περὶ τῶν πεφονευμένων

ἡμῶν καὶ οὐκ ἀναμιμνήσκουσιν περὶ τῶν ἁμαρτωλῶν αὐτῶν τὰς

ἁμαρτίας αὐτῶν

XCVII

1 ὀμνύω ὑμῖν ὅτι οἱ ἄγγελοι ἐν τῷ οὐρανῷ ἀναμιμνήσκουσιν [ὑμῶν] εἰς

ἀγαθὸν ἐνώπιον τῆς δόξης τοῦ μεγάλου

2 θαρσεῖτε δὴ ὅτι ἐπαλαιώθητε ἐν τοῖς κακοῖς καὶ ἐν ταῖς θλίψεσινmiddot ὡσεὶ

φωστῆρες τοῦ οὐρανοῦ ἀναλάμψετε καὶ φανεῖτε αἱ θυρίδες τοῦ οὐρανοῦ

ἀνοιχθήσονται ὑμῖν

3ndash4 καὶ ἡ κραυγὴ ὑμῶν ἀκουσθήσεται καὶ ἡ κρίσις ὑμῶν ἣν κράζετε καὶ

φανεῖται ἐφrsquo ὅσα συλλαβήσεται ὑμῖν περὶ τῆς θλίψεως ὑμῶν καὶ ἐκ

πάντων ὅστις μετέσχεν τῶν βιαζομένων καὶ κατεσθόντων ὑμᾶς

5 [μὴ φοβεῖσθε] τὰ κακὰ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως τῆς μεγάλης καὶ οὐ μὴ

εὑρεθῆτε ὡς οἱ ἁμαρτωλοί [ἀλλrsquo ὑμεῖς οἱ ἁμαρτωλοὶ] σκυλήσεσθε καὶ

κρίσις αἰώνιος ἐξ ὑμῶν ἔσται εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν αἰώνων

6 μὴ φοβεῖσθε οἱ δίκαιοι ὅταν ἴδητε τοὺς ἁμαρτωλοὺς κατισχύοντας καὶ

εὐοδουμένους καὶ μὴ μέτοχοι αὐτῶν γίνεσθε ἀλλὰ μακρὰν ἀπέχεσθε ἀπὸ

πάντων τῶν ἀδικημάτων αὐτῶν

7 μὴ γὰρ εἴπητε οἱ ἁμαρτωλοὶ [ὅτι] οὐ μὴ ἐκζητηθῶσιν αἱ ἁμαρτίαι ὑμῶν

33

[ἐξ] ἡμερῶν

8 καὶ νῦν ἀποδεικνύω ὑμῖν ὅτι φῶς καὶ σκότος ἡμέρα καὶ νὺξ

ἐποπτεύουσιν τὰς ἁμαρτίας ὑμῶν πάσας

9 μὴ πλανᾶσθε τῇ καρδίᾳ ὑμῶν μηδὲ ψεύδεσθε μηδὲ ἐξαλλοιώσητε τοὺς

λόγους τῆς ἀληθείας μηδὲ καταψεύδεσθε τῶν [λόγων τοῦ] ἁγίου καὶ μὴ

δότε ἔπαινον ταῖς [εἰκόσιν ὑ]μῶνmiddot οὐ γὰρ εἰς δικαίωμα εἰσάγ[ουσιν πάντα

τὰ ψεύδ]η καὶ πᾶσα [ἡ πλάνη] Two lines are lost

10 τῆς ἀληθείας ἐξαλλοιοῦσιν καὶ ἀντιγράφουσιν οἱ ἁμαρτωλοὶ καὶ

ἀλλάσσουσιν τοὺς πολλούς καὶ ψεύδονται καὶ πλάσσουσιν πλάσματα

μεγάλα καὶ τὰς γραφὰς ἀναγράφουσιν ἐπὶ τοῖς ὀνόμασιν αὐτῶνmiddot

11 καὶ ὄφελον πάντας τοὺς λόγους μου γράφωσιν ἐπrsquo ἀληθείας ἐπὶ τὰ

ὀνόματα αὐτῶν καὶ μήτε ἀφέλωσιν μήτε ἀλλοιώσωσιν τῶν λόγων τούτων

ἀλλὰ πάντα ἐπrsquo ἀληθείας γράφωσιν ἃ ἐγὼ διαμαρτυροῦμαι αὐτοῖς

12 καὶ πάλιν ἐγὼ γινώσκω μυστήριον δεύτερον ὅτι δικαίοις καὶ ὁσίοις καὶ

φρονίμοις δοθήσονται αἱ βίβλοι μου εἰς χαρὰν ἀληθείας

13 καὶ αὐτοὶ πιστεύσουσιν αὐταῖς καὶ ἐν αὐταῖς χαρήσονται καὶ

ἀγαλλιάσονται πάντες οἱ δίκαιοι μαθεῖν ἐξ αὐτῶν πάσας τὰς ὁδοὺς τῆς

ἀληθείας

CVI

1 μετὰ δὲ χρόνον ἔλαβεν Μαθουσάλεκ τῷ υἱῷ μου γυναῖκα καὶ ἔτεκεν

υἱὸν καὶ ἐκάλεσεν τὸ ὄνομα αὐτοῦ Λάμεχ ἐταπεινώθη ἡ δικαιοσύνη μέχρι

τῆς ἡμέρας ἐκείνης καὶ ὅτε εἰς ἡλικίαν ἐπῆλθεν ἔλαβεν αὐτῷ γυναῖκα καὶ

ἔτεκεν αὐτῷ παιδίον

2 καὶ ὅτε ἐγεννήθη τὸ παιδίον ἦν τὸ σῶμα λευκότερον χιόνος καὶ

πυρρότερον ῥόδου τὸ τρίχωμα πᾶν λευκὸν καὶ ὡς ἔρια λευκὰ καὶ οὖλον

καὶ ἔνδοξον καὶ ὅτε ἀνέῳξεν τοὺς ὀφθαλμούς ἔλαμψεν ἡ οἰκία ὡσεὶ

ἥλιος

3 καὶ ἀνέστη ἐκ τῶν χειρῶν τῆς μαίας καὶ ἀνέῳξεν τὸ στόμα καὶ

εὐλόγησεν τῷ κυρίῳmiddot

4 καὶ ἐφοβήθη Λάμεχ ἀπrsquo αὐτοῦ καὶ ἔφυγεν καὶ ἦλθεν πρὸς Μαθουσάλεκ

τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ

5 τέκνον ἐγεννήθη μου ἀλλοῖον οὐχ ὅμοιον τοῖς ἀνθρώποις ἀλλὰ τοῖς

τέκνοις τῶν ἀγγέλων τοῦ οὐρανοῦ καὶ ὁ τύπος ἀλλοιότερος οὐχ ὅμοιος

ἡμῖνmiddot τὰ ὄμματά ἐστιν ὡς ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου καὶ ἔνδοξον τὸ πρόσωπονmiddot

6 καὶ ὑπολαμβάνω ὅτι οὐκ ἔστιν ἐξ ἐμοῦ ἀλλὰ ἐξ ἀγγέλου καὶ

εὐλαβοῦμαι αὐτὸν μήποτέ τι ἔσται ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ ἐν τῇ γῇ

7 καὶ παραιτοῦμαι π[άτερ καὶ] δέομαι βάδισον πρὸς Ἑνὼ[χ τὸν πατέρα

ἡμῶν καὶ ἐρώτησον] Two lines are lost

8 [ἦλθ]εν πρὸς ἐμὲ εἰς τὰ τέρματα τῆς γῆς οὗ [εἶδ]εν τότε εἶναι με καὶ

εἶπέν μοι πάτερ [μου] ἐπάκουσον τῆς φωνῆς μου καὶ ἧκε [πρὸς] ἐμέ καὶ

ἤκουσα τὴν φωνὴν αὐτοῦ καὶ ἦλθον πρὸς αὐτὸν καὶ εἶπα ἰδοὺ πάρειμι

τέκνονmiddot διὰ τί ἐλήλυθας πρὸς ἐμέ τέκνον

9 καὶ ἀπεκρίθη λέγων διrsquo ἀνάγκην μεγάλην ἦλθον ὧδε πάτερmiddot

10 καὶ νῦν ἐγεννήθη τέκνον Λάμεχ τῷ υἱῷ μου καὶ ὁ τύπος αὐτοῦ καὶ ἡ

εἰκὼν αὐτοῦ laquoοὐχ ὅμοιος ἀνθρώποις καὶ τὸ χρῶμα αὐτοῦraquo λευκότερον

χιόνος καὶ πυρρότερον ῥόδου καὶ τὸ τρίχωμα τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ

λευκότερον ἐρίων λευκῶν καὶ τὰ ὄμματα αὐτοῦ ἀφόμοια ταῖς τοῦ ἡλίου

ἀκτῖσιν

11 καὶ ἀνέστη ἀπὸ τῶν τῆς μαίας χειρῶν καὶ ἀνοίξας τὸ στόμα εὐλόγησεν

τὸν κύριον τοῦ αἰῶνοςmiddot

34

12 καὶ ἐφοβήθη ὁ υἱός μου Λάμεχ καὶ ἔφυγεν πρὸς ἐμέ καὶ οὐ πιστεύει ὅτι

υἱὸς αὐτοῦ ἐστιν ἀλλὰ ὅτι ἐξ ἀγγέλων one or two lines omitted τὴν

ἀκρίβειαν ἣν ἔχεις () καὶ τὴν ἀλήθειαν

13 τότε ἀπεκρίθην λέγων ἀνακαινίσει ὁ κύριος πρόσταγμα ἐπὶ τῆς γῆς

καὶ τὸν αὐτὸν τρόπον τέκνον τεθέαμαι καὶ ἐσήμανά σοιmiddot ἐν γὰρ τῇ γενεᾷ

Ἰάρεδ τοῦ πατρός μου παρέβησαν τὸν λόγον κυρίου ἀπὸ τῆς διαθήκης τοῦ

οὐρανοῦ

14 καὶ ἰδοὺ ἁμαρτάνουσιν καὶ παραβαίνουσιν τὸ ἔθος καὶ μετὰ γυναικῶν

συγγίνονται καὶ μετrsquo αὐτῶν ἁμαρτάνουσιν καὶ ἔγημαν ἐξ αὐτῶν

[καὶ τίκτουσιν οὐχ ὁμοίους πνεύμασιν ἀλλὰ σαρκίνους]middot

15 καὶ ἔσται ὀργὴ μεγάλη ἐπὶ τῆς γῆς καὶ κατακλυσμός καὶ ἔσται

ἀπώλεια μεγάλη ἐπὶ ἐνιαυτὸν ἕναmiddot

16 καὶ τόδε τὸ παιδίον τὸ γεννηθὲν καταλειφθήσεται καὶ τρία αὐτοῦ

τέκνα σωθήσεται ἀποθανόντων τῶν ἐπὶ τῆς γῆςmiddot

17b καὶ πραϋνεῖ τὴν γῆν ἀπὸ τῆς οὔσης ἐν αὐτῇ φθορᾶς

18 καὶ νῦν λέγε Λάμεχ ὅτι τέκνον σού ἐστιν δικαίως καὶ ὁσίως [καὶ]

κάλεσον αὐτοῦ τὸ ὄνομα [Νῶε]middot αὐτὸς γὰρ ἔσται ὑμῶν κατάλειμμα ἐφrsquo οὗ

ἂν καταπαύσητε καὶ laquoοἱraquo υἱοὶ αὐτοῦ ἀπὸ τῆς φθορᾶς τῆς γῆς καὶ ἀπὸ

πάντων τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ ἀπὸ πασῶν τῶν συντελειῶν ἐπὶ τῆς γῆς

Four lines are lost

19 ὑπέδειξέν μοι καὶ ἐμήνυσεν καὶ ἐν ταῖς πλαξὶν τοῦ οὐρανοῦ ἀνέγνων

αὐτά

CVII

1 τότε τεθέαμαι τὰ ἐγγεγραμμένα ἐπrsquo αὐτῶν ὅτι γενεὰ γενεᾶς κακ[ίων

ἔσται] καὶ εἶδον τόδε μέχρις τοῦ ἀνας[τῆναι] γενεὰν δικαιοσύνης καὶ ἡ

κακία ἀπολεῖται καὶ ἡ ἁμαρτία ἀλλάξει ἀπὸ τῆς γῆς καὶ τὰ ἀγαθὰ ἥξει ἐπὶ

τῆς γῆς ἐπrsquo αὐτούς

2 καὶ νῦν ἀπότρεχε τέκνον καὶ σήμανον Λάμεχ τῷ υἱῷ σου ὅτι τὸ παιδίον

τοῦτο τὸ γεννηθὲν τέκνον αὐτοῦ ἐστιν δικαίως καὶ οὐ ψευδῶς

3 καὶ ὅτε ἤκουσεν Μαθουσάλεκ τοὺς λόγους Ἑνὼχ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ

μυστηριακῶς γὰρ ἐδήλωσεν αὐτῷ [ἐπέστρεψεν καὶ ἐδήλωσεν αὐτῷ] καὶ

ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτοῦ Νῶε εὐφραίνων τὴν γῆν ἀπὸ τῆς ἀπωλείας

Liber Enoch

Apocalypsis Henochi Graece

(recensio ap Syncellum)

(ed M Black)

Pseudepigrapha veteris testamenti Graece 3

Leiden Brill 1970 pp 21ndash26 29ndash30 32ndash33 37

VI

ἐκ τοῦ πρώτου βιβλίου Ἐνὼχ περὶ τῶν ἐγρηγόρων

1 καὶ ἐγένετο ὅτε ἐπληθύνθησαν οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων ἐγεννήθησαν

αὐτοῖς θυγατέρες ὡραῖαι

2 καὶ ἐπεθύμησαν αὐτὰς οἱ ἐγρήγοροι καὶ ἀπεπλανήθησαν ὀπίσω αὐτῶν

καὶ εἶπον πρὸς ἀλλήλους ἐκλεξώμεθα ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ τῶν

θυγατέρων τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς

3 καὶ εἶπε Σεμιαζᾶς ὁ ἄρχων αὐτῶν πρὸς αὐτούς φοβοῦμαι μὴ οὐ

θελήσητε (Go θελήσετε) ποιῆσαι τὸ πρᾶγμα τοῦτο καὶ ἔσομαι ἐγὼ μόνος

ὀφειλέτης ἁμαρτίας μεγάλης

4 καὶ ἀπεκρίθησαν αὐτῷ πάντες καὶ εἶπον ὀμόσωμεν ἅπαντες ὅρκῳ καὶ

ἀναθεματίσωμεν ἀλλήλους τοῦ μὴ ἀποστρέψαι τὴν γνώμην ταύτην

35

μέχρις οὗ ἀποτελέσωμεν αὐτήν

5 τότε πάντες ὤμοσαν ὁμοῦ καὶ ἀνεθεμάτισαν ἀλλήλους

6 ἦσαν δὲ οὗτοι διακόσιοι οἱ καταβάντες ἐν ταῖς ἡμέραις Ἰάρεδ εἰς τὴν

κορυφὴν τοῦ Ἑρμονιεὶμ (Go κορυφὴν Ἑρμὼν) ὄρους καὶ ἐκάλεσαν τὸ ὄρος

Ἑρμώμ καθότι ὤμοσαν (Go ομοσαν) καὶ ἀνεθεμάτισαν ἀλλήλους ἐν αὐτῷ

7 καὶ ταῦτα τὰ ὀνόματα τῶν ἀρχόντων αὐτῶν αacute Σεμιαζᾶς ὁ ἄρχων

αὐτῶν βacute Ἀταρκούφ γacute Ἀρακιήλ δacute Χωβαβιήλ εacute Ὀραμμαμή Ϛacute Ῥαμιήλ ζacute

Σαμψίχ ηacute Ζακιήλ θacute Βαλκιήλ ιacute Ἀζαλζήλ ιαacute Φαρμαρός ιβacute Ἀμαριήλ ιγacute

Ἀναγημάς ιδacute Θαυσαήλ ιεacute Σαμιήλ ιϚacute Σαρινᾶς ιζacute Εὐμιήλ (Par gr 1711 ὁ

Εὐμιήλ) ιηacute Τυριήλ ιθacute Ἰουμιήλ κacute Σαριήλ

VII

1 Οὗτοι καὶ οἱ λοιποὶ πάντες ἐν τῷ χιλιοστῷ ἑκατοστῷ ἑβδομηκοστῷ ἔτει

τοῦ κόσμου ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας καὶ ἤρξαντο μιαίνεσθαι ἐν αὐταῖς

ἕως τοῦ κατακλυσμοῦ καὶ ἔτεκον αὐτοῖς γένη τρίαmiddot πρῶτον γίγαντας

μεγάλους

2 οἱ δὲ γίγαντες ἐτέκνωσαν Ναφηλείμ καὶ τοῖς Ναφηλεὶμ ἐγεννήθησαν

Ἐλιούδ καὶ ἦσαν αὐξανόμενοι κατὰ τὴν μεγαλειότητα αὐτῶν καὶ

ἐδίδαξαν ἑαυτοὺς καὶ τὰς γυναῖκας ἑαυτῶν φαρμακείας καὶ ἐπαοιδίας

VIII

1 Πρῶτος Ἀζαὴλ ὁ δέκατος τῶν ἀρχόντων ἐδίδαξε ποιεῖν μαχαίρας καὶ

θώρακας καὶ πᾶν σκεῦος πολεμικόν καὶ τὰ μέταλλα τῆς γῆς καὶ τὸ

χρυσίον πῶς ἐργάσωνται καὶ ποιήσωσιν αὐτὰ κόσμια ταῖς γυναιξί καὶ τὸν

ἄργυρον ἔδειξε δὲ αὐτοῖς καὶ τὸ στίλβειν καὶ τὸ καλλωπίζειν καὶ τοὺς

ἐκλεκτοὺς λίθους καὶ τὰ βαφικάmiddot καὶ ἐποίησαν ἑαυτοῖς οἱ υἱοὶ τῶν

ἀνθρώπων καὶ ταῖς θυγατράσιν αὐτῶν καὶ παρέβησαν καὶ ἐπλάνησαν

τοὺς ἁγίους

2 καὶ ἐγένετο ἀσέβεια πολλὴ ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἠφάνισαν τὰς ὁδοὺς αὐτῶν

3 ἔτι δὲ καὶ ὁ πρώταρχος αὐτῶν Σεμιαζᾶς ἐδίδαξεν εἶναι ὀργὰς κατὰ τοῦ

νοός καὶ ῥίζας βοτανῶν τῆς γῆς ὁ δὲ ἑνδέκατος Φαρμαρὸς ἐδίδαξε

φαρμακείας ἐπαοιδίας σοφίας καὶ ἐπαοιδῶν λυτήριαmiddot ὁ ἔνατος ἐδίδαξεν

ἀστροσκοπίανmiddot ὁ δὲ τέταρτος ἐδίδαξεν ἀστρολογίανmiddot ὁ δὲ ὄγδοος ἐδίδαξεν

ἀεροσκοπίανmiddot ὁ δὲ τρίτος ἐδίδαξε τὰ σημεῖα τῆς γῆςmiddot ὁ δὲ ἕβδομος ἐδίδαξε

τὰ σημεῖα τοῦ ἡλίουmiddot ὁ δὲ εἰκοστὸς ἐδίδαξε τὰ σημεῖα τῆς σελήνηςmiddot πάντες

οὗτοι ἤρξαντο ἀνακαλύπτειν τὰ μυστήρια ταῖς γυναιξὶν αὐτῶν καὶ τοῖς

τέκνοις αὐτῶν μετὰ δὲ ταῦτα ἤρξαντο οἱ γίγαντες κατεσθίειν τὰς σάρκας

τῶν ἀνθρώπων

4 καὶ ἤρξαντο οἱ ἄνθρωποι ἐλαττοῦσθαι ἐπὶ τῆς γῆς

VIII col I

4 οἱ δὲ λοιποὶ ἐβόησαν εἰς τὸν οὐρανὸν περὶ τῆς κακώσεως αὐτῶν

λέγοντες εἰσενεχθῆναι τὸ μνημόσυνον αὐτῶν ἐνώπιον κυρίου

VIII col II

4 Τότε ἐβόησαν οἱ ἄνθρωποι εἰς τὸν οὐρανὸν λέγοντες Εἰσαγάγετε τὴν

κρίσιν ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον καὶ τὴν ἀπώλειαν ἡμῶν ἐνώπιον τῆς δόξης

τῆς μεγάλης ἐνώπιον τοῦ κυρίου τῶν κυρίων πάντων τῇ μεγαλωσύνῃ

IX col I

1 Καὶ ἀκούσαντες οἱ τέσσαρες μεγάλοι ἀρχάγγελοι Μιχαὴλ καὶ Οὐριὴλ

καὶ Ῥαφαὴλ καὶ Γαβριὴλ (καὶ Par gr 1711) παρέκυψαν ἐπὶ τὴν γῆν ἐκ τῶν

ἁγίων τοῦ οὐρανοῦ

2 καὶ θεασάμενοι αἷμα πολὺ ἐκκεχυμένον ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πᾶσαν ἀσέβειαν

καὶ ἀνομίαν γενομένην ἐπrsquo αὐτῆς

36

3 εἰσελθόντες εἶπον πρὸς ἀλλήλους ὅτι Τὰ πνεύματα καὶ αἱ ψυχαὶ τῶν

ἀνθρώπων στενάζουσιν ἐντυγχάνοντα καὶ λέγοντα ὅτι Εἰσαγάγετε τὴν

κρίσιν ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον καὶ τὴν ἀπώλειαν ἡμῶν ἐνώπιον τῆς δόξης

τῆς μεγαλωσύνης ἐνώπιον τοῦ κυρίου τῶν κυρίων πάντων τῇ

μεγαλωσύνῃ

4 καὶ εἶπον τῷ κυρίῳ τῶν αἰώνων Σὺ εἶ ὁ θεὸς τῶν θεῶν καὶ κύριος τῶν

κυρίων καὶ ὁ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ θεὸς τῶν αἰώνων καὶ ὁ

θρόνος τῆς δόξης σου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν αἰώνων καὶ τὸ ὄνομά σου

ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

IX col II

1 Καὶ ἀκούσαντες οἱ τέσσαρες μεγάλοι ἀρχάγγελοι Μιχαὴλ καὶ Οὐριὴλ

καὶ Ῥαφαὴλ καὶ Γαβριὴλ παρέκυψαν (= οἱ ltδgt Par gr 1711) ἐπὶ τὴν γῆν ἐκ

τῶν ἁγίων τοῦ οὐρανοῦ

2 καὶ θεασάμενοι αἷμα πολὺ ἐκκεχυμένον ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πᾶσαν ἀνομίαν

καὶ ἀσέβειαν γινομένην ἐπrsquo αὐτῆς

3 εἰσελθόντες εἶπον πρὸς ἀλλήλους ὅτι Τὰ πνεύματα καὶ αἱ ψυχαὶ τῶν

ἀνθρώπων ἐντυγχάνουσι στενάζοντα καὶ λέγοντα Εἰσαγάγετε τὴν δέησιν

ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον

4 καὶ προσελθόντες οἱ τέσσαρες ἀρχάγγελοι εἶπον τῷ κυρίῳ Σὺ εἶ ὁ θεὸς

τῶν θεῶν καὶ κύριος τῶν κυρίων καὶ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ θεὸς

τῶν ἀνθρώπων καὶ ὁ θρόνος τῆς δόξης σου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν

αἰώνων καὶ τὸ ὄνομά σου ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

καὶ τὸ ὄνομά σου ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

IX

4 add post αἰῶνας καὶ τὰ ἑξῆς τότε ὁ ὕψιστος ἐκέλευσε τοῖς ἁγίοις

ἀρχαγγέλοις καὶ ἔδησαν τοὺς ἐξάρχους αὐτῶν καὶ ἔβαλον (ἔβαλλον Par

gr 1711) αὐτοὺς εἰς τὴν ἄβυσσον ἕως τῆς κρίσεως καὶ τὰ ἑξῆς καὶ ταῦτα

μὲν ὁ Ἐνὼχ μαρτυρεῖ

5 σὺ γὰρ εἶ ὁ ποιήσας τὰ πάντα καὶ πάντων τὴν ἐξουσίαν ἔχων καὶ πάντα

ἐνώπιόν σου φανερὰ καὶ ἀκάλυπταmiddot καὶ πάντα ὁρᾷς καὶ οὐκ ἔστιν ὃ

κρυβῆναί σε δύναται

6 ὁρᾷς ὅσα ἐποίησεν Ἀζαὴλ καὶ (om Par gr 1711) ὅσα εἰσήνεγκεν (add

καὶ Par gr 1711) ὅσα ἐδίδαξεν ἀδικίας καὶ ἁμαρτίας ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πάντα

δόλον ἐπὶ τῆς ξηρᾶς ἐδίδαξε γὰρ τὰ μυστήρια καὶ ἀπεκάλυψε τῷ αἰῶνι τὰ

ἐν οὐρανῷ ἐπιτηδεύουσιν δὲ τὰ ἐπιτηδεύματα αὐτοῦ εἰδέναι τὰ μυστήρια

οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων

7 τῷ Σεμιαζᾷ τὴν ἐξουσίαν ἔδωκας ἔχειν τῶν σὺν αὐτῷ ἅμα ὄντων

8 καὶ ἐπορεύθησαν πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς καὶ

συνεκοιμήθησαν μετrsquo αὐτῶν καὶ ἐν ταῖς θηλείαις ἐμιάνθησαν καὶ

ἐδήλωσαν αὐταῖς πάσας τὰς ἁμαρτίας καὶ ἐδίδαξαν αὐτὰς μίσητρα

(μίσιτρα Par gr 1711) ποιεῖν

9 καὶ νῦν ἰδοὺ αἱ θυγατέρες τῶν ἀνθρώπων ἔτεκον ἐξ αὐτῶν υἱοὺς

γίγανταςmiddot κίβδηλα ἐπὶ τῆς (om Go) γῆς τῶν ἀνθρώπων ἐκκέχυται καὶ ὅλη

ἡ γῆ ἐπλήσθη ἀδικίας

10 καὶ νῦν ἰδοὺ τὰ πνεύματα τῶν ψυχῶν τῶν ἀποθανόντων ἀνθρώπων

ἐντυγχάνουσιν καὶ μέχρι τῶν πυλῶν τοῦ οὐρανοῦ ἀνέβη ὁ στεναγμὸς

αὐτῶν καὶ οὐ δύναται ἐξελθεῖν ἀπὸ προσώπου τῶν ἐπὶ τῆς γῆς γινομένων

ἀδικημάτων

11 καὶ σὺ αὐτὰ οἶδας πρὸ τῶν (τοῦ recte Par gr 1711) αὐτὰ γενέσθαι καὶ

ὁρᾷς αὐτοὺς καὶ ἐᾷς αὐτούς καὶ οὐδὲν λέγεις τί δεῖ ποιῆσαι αὐτοὺς (om

37

Go) περὶ τούτου

X

1 Τότε ὁ ὕψιστος εἶπε καὶ ὁ ἅγιος ὁ μέγας ἐλάλησε καὶ ἔπεμψε τὸν Οὐριὴλ

πρὸς τὸν υἱὸν (Go τοῦ) Λάμεχ λέγων

2 Πορεύου πρὸς τὸν Νῶε καὶ εἶπον αὐτῷ τῷ ἐμῷ ὀνόματι Κρύψον σεαυτόν

καὶ δήλωσον αὐτῷ τέλος ἐπερχόμενον ὅτι ἡ γῆ ἀπόλλυται πᾶσαmiddot καὶ εἶπον

αὐτῷ ὅτι κατακλυσμὸς μέλλει γίνεσθαι πάσης τῆς γῆς ἀπολέσαι πάντα

ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς

3 δίδαξον τὸν δίκαιον τί ποιήσει τὸν υἱὸν Λάμεχ καὶ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ εἰς

ζωὴν συντηρήσει καὶ ἐκφεύξεται διrsquo αἰῶνος καὶ ἐξ αὐτοῦ φυτευθήσεται

φύτευμα καὶ σταθήσεται πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

4 Καὶ τῷ Ῥαφαὴλ εἶπε Πορεύου Ῥαφαήλ καὶ δῆσον τὸν Ἀζαήλmiddot χερσὶ καὶ

ποσὶ συμπόδισον αὐτόν καὶ ἔμβαλε αὐτὸν εἰς τὸ σκότος καὶ ἄνοιξον τὴν

ἔρημον τὴν οὖσαν ἐν τῇ ἐρήμῳ Δουδαήλ καὶ ἐκεῖ πορευθεὶς βάλε αὐτόν

5 καὶ ὑπόθες αὐτῷ λίθους ὀξεῖς καὶ (om Go) λίθους τραχεῖς καὶ

ἐπικάλυψον αὐτῷ σκότος καὶ οἰκησάτω ἐκεῖ εἰς τὸν αἰῶνα καὶ τὴν ὄψιν

αὐτοῦ πώμασον καὶ φῶς μὴ θεωρείτωmiddot

6 καὶ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως ἀπαχθήσεται εἰς τὸν ἐμπυρισμὸν τοῦ

πυρός

7 καὶ ἴασαι τὴν γῆν ἣν ἠφάνισαν οἱ ἐγρήγοροι καὶ τὴν ἴασιν τῆς πληγῆς

δήλωσον ἵνα ἰάσωνται τὴν πληγὴν καὶ μὴ ἀπόλωνται πάντες οἱ υἱοὶ τῶν

ἀνθρώπων ἐν τῷ μυστηρίῳ ὃ εἶπον οἱ ἐγρήγοροι καὶ ἐδίδαξαν τοὺς υἱοὺς

τῶν ἀνθρώπων

8 καὶ ἠρημώθη πᾶσα ἡ γῆ ἐν τοῖς ἔργοις τῆς διδασκαλίας Ἀζαήλmiddot καὶ ἐπrsquo

αὐτῇ γράψον πάσας τὰς ἁμαρτίας

9 Καὶ τῷ Γαβριὴλ εἶπε Πορεύου Γαβριήλ ἐπὶ τοὺς γίγαντας ἐπὶ τοὺς

κιβδήλους ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς πορνείας καὶ ἀπόλεσαν τοὺς υἱοὺς τῶν

ἐγρηγόρων ἀπὸ τῶν υἱῶν τῶν ἀνθρώπωνmiddot πέμψον αὐτοὺς εἰς ἀλλήλους ἐξ

αὐτῶν εἰς αὐτούς ἐν πολέμῳ καὶ ἐν ἀπωλείᾳ καὶ μακρότης ἡμερῶν οὐκ

ἔσται αὐτοῖς

10 καὶ πᾶσα ἐρώτησις οὐκ ἔστι τοῖς πατράσιν αὐτῶν ὅτι ἐλπίζουσι ζῆσαι

ζωὴν αἰώνιον καὶ ὅτι ζήσεται ἕκαστος αὐτῶν ἔτη πεντακόσια

11 καὶ τῷ Μιχαὴλ εἶπε Πορεύου Μιχαήλ δῆσον Σεμιαζᾶν καὶ τοὺς ἄλλους

σὺν αὐτῷ τοὺς συμμιγέντας ταῖς θυγατράσι τῶν ἀνθρώπων τοῦ μιανθῆναι

ἐν αὐταῖς ἐν τῇ ἀκαθαρσίᾳ αὐτῶν

12 καὶ ὅταν κατασφαγῶσιν οἱ υἱοὶ αὐτῶν καὶ ἴδωσι τὴν ἀπώλειαν τῶν

ἀγαπητῶν αὐτῶν δῆσον αὐτοὺς ἐπὶ ἑβδομήκοντα γενεὰς εἰς τὰς νάπας

τῆς γῆς μέχρι ἡμέρας κρίσεως αὐτῶν μέχρι ἡμέρας τελειώσεως τελεσμοῦ

ἕως συντελεσθῇ κρίμα τοῦ αἰῶνος τῶν αἰώνων

13 τότε ἀπενεχθήσονται εἰς τὸ χάος τοῦ πυρὸς καὶ εἰς τὴν βάσανον καὶ εἰς

τὸ δεσμωτήριον τῆς συγκλείσεως τοῦ αἰῶνος

14 καὶ ὃς ἂν κατακρίθῃ καὶ ἀφανισθῇ ἀπὸ τοῦ νῦν μετrsquo αὐτῶν δεθήσεται

(δεηθήσεται recte Par gr 1711) μέχρι τελειώσεως γενεᾶς αὐτῶν

περὶ δὲ τοῦ ὄρους ἐν ᾧ ὤμοσαν καὶ ἀνεθεμέτισαν πρὸς τὸν πλησίον αὐτῶν

ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα οὐ μὴ ἀποστῇ ἀπrsquo αὐτοῦ ψῦχος καὶ χιὼν καὶ πάχνη καὶ

δρόσος οὐ μὴ καταβῇ εἰς αὐτό εἰ μὴ εἰς κατάραν καταβήσεται ἐπrsquo αὐτό

μέχρις ἡμέρας κρίσεως τῆς μεγάλης ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ κατακαυθήσεται

καὶ ταπεινωθήσεται καὶ ἔσται κατακαιόμενον καὶ τηκόμενον ὡς κηρὸς

ἀπὸ πυρός οὕτως κατακαήσεται περὶ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ καὶ νῦν

ἐγὼ λέγω ὑμῖν υἱοῖς ἀνθρώπων Ὀργὴ μεγάλη καθrsquo ὑμῶν laquoκαὶraquo κατὰ τῶν

38

υἱῶν ὑμῶν καὶ οὐ παύσεται ἡ ὀργὴ αὕτη ἀφrsquo ὑμῶν μέχρι καιροῦ σφαγῆς

τῶν υἱῶν ὑμῶν καὶ ἀπολοῦνται οἱ ἀγαπητοὶ ὑμῶν καὶ ἀποθανοῦνται οἱ

ἔντιμοι ὑμῶν ἀπὸ πάσης τῆς γῆς ὅτι πᾶσαι αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς αὐτῶν ἀπὸ

τοῦ νῦν οὐ μὴ ἔσονται πλείω τῶν ἑκατὸν εἴκοσιν ἐτῶν καὶ μὴ δόξητε ἔτι

ζῆσαι ἐπὶ πλείονα ἔτηmiddot οὐ γάρ ἐστιν ἐπrsquo αὐτοῖς πᾶσα ὁδὸς ἐκφεύξεως ἀπὸ

τοῦ νῦν διὰ τὴν ὀργὴν ἣν ὠργίσθη ὑμῖν ὁ βασιλεὺς πάντων τῶν αἰώνωνmiddot

μὴ νομίσητε ὅτι ἐκφεύξεσθε ταῦτα

XV

8 Καὶ νῦν οἱ γίγαντες οἱ γεννηθέντες ἀπὸ πνευμάτων καὶ σαρκὸς

πνεύματα πονηρὰ ἐπὶ τῆς γῆς καλέσουσιν αὐτούς ὅτι ἡ κατοίκησις αὐτῶν

ἔσται ἐπὶ τῆς γῆς

9 πνεύματα πονηρὰ ἔσονται τὰ πνεύματα ἐξεληλυθότα ἀπὸ τοῦ σώματος

τῆς σαρκὸς αὐτῶν διότι ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων ἐγένοντο καὶ ἐκ τῶν ἁγίων

τῶν ἐγρηγόρων ἡ ἀρχὴ τῆς κτίσεως αὐτῶν καὶ ἀρχὴ θεμελίουmiddot πνεύματα

πονηρὰ

10 ἐπὶ τῆς γῆς ἔσονται

11 τὰ πνεύματα τῶν γιγάντων νεμόμενα ἀδικοῦντα ἀφανίζοντα

ἐμπίπτοντα καὶ συμπαλαίοντα καὶ ῥιπτοῦντα ἐπὶ τῆς γῆς καὶ δρόμους

ποιοῦντα καὶ μηδὲν ἐσθίοντα ἀλλrsquo ἀσιτοῦντα καὶ ῥιπτοῦντα καὶ φάσματα

ποιοῦντα καὶ διψῶντα καὶ προσκόπτοντα

12 καὶ ἐξαναστήσονται τὰ πνεύματα ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων καὶ

τῶν γυναικῶν ὅτι ἐξ αὐτῶν ἐξεληλύθασι

XVI

1 Καὶ ἀπὸ ἡμέρας καιροῦ σφαγῆς καὶ ἀπωλείας καὶ θανάτου τῶν

γιγάντων ναφηλείμ οἱ ἰσχυροὶ τῆς γῆς οἱ μεγάλοι ὀνομαστοί τὰ

πνεύματα τὰ ἐκπορευόμενα ἀπὸ τῆς ψυχῆς αὐτῶν ὡς ἐκ τῆς σαρκὸς

ἔσονται ἀφανίζοντα χωρὶς κρίσεωςmiddot οὕτως ἀφανίσουσι μέχρις ἡμέρας τῆς

τελειώσεως ἕως τῆς κρίσεως τῆς μεγάλης ἐν ᾗ (ᾧ Par gr 1711) ὁ αἰὼν ὁ

μέγας τελεσθήσεται

XIX

3 ἀνθρώπων ὡς ἐγὼ εἶδον

XX

2 ὁ εἷς τῶν ἁγίων ὁ ἐπὶ τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ταρτάρου

3 Ῥαφαὴλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων τῶν ἀνθρώπων

4 Ῥαγουήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐκδικῶν τὸν κόσμον τῶν

φωστήρων

5 Μιχαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς ἐπὶ τῶν τοῦ λαοῦ ἀγαθῶν τέτακται

καὶ ἐπὶ τῷ χαῷ

6 Σαριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων οἵτινες ἐπὶ τῷ

πνεύματι ἁμαρτάνουσιν

7 Γαβριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τοῦ παραδείσου καὶ τῶν

δρακόντων καὶ χερουβίν Ῥεμειήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃν ἔταξεν ὁ

θεὸς ἐπὶ τῶν ἀνισταμένων ὀνόματα ζacute ἀρχαγγέλων

XXI

1 Καὶ ἐφώδευσα μέχρι τῆς ἀκατασκευάστου

2 καὶ ἐκεῖ ἐθεασάμην ἔργον φοβερόν ἑώρακα οὔτε οὐρανὸν ἐπάνω οὔτε

γῆν τεθεμελιωμένην ἀλλὰ τόπον ἀκατασκεύαστον καὶ φοβερόν

3 καὶ ἐκεῖ τεθέαμαι ζacute ἀστέρας τοῦ οὐρανοῦ δεδεμένους καὶ ἐριμμένους ἐν

αὐτῷ ὁμοῦ ὁμοίους ὁράσει μεγάλῃ καὶ ἐν πυρὶ καιομένους

4 τότε εἶπον Διὰ ποίαν αἰτίαν ἐπεδέθησαν καὶ διὰ ποίαν αἰτίαν ἐρίφησαν

39

ὧδε

5 καὶ εἶπέν μοι Οὐριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ μετrsquo

ἐμοῦ ὤν - καὶ

αὐτὸς αὐτῶν ἡγεῖτο - καὶ εἶπέν μοι Ἑνώχ περὶ τίνος

ἐρωτᾷς ἢ περὶ τίνος

τὴν ἀλήθειαν φιλοσπευδεῖς

6 οὗτοί εἰσιν τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ οἱ παραβάντες

τὴν ἐπιταγὴν τοῦ

κυρίου καὶ ἐδέθησαν ὧδε μέχρι πληρωθῆναι μύρια ἔτη

τὸν χρόνον τῶν

ἁμαρτημάτων αὐτῶν

7 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον τούτου

φοβερώτερον καὶ τεθέαμαι

ἔργα φοβεράmiddot πῦρ μέγα ἐκεῖ καιόμενον καὶ φλεγόμενον καὶ διακοπὴν

εἶχεν ὁ τόπος ἕως τῆς ἀβύσσου πλήρης στύλων πυρὸς μεγάλων

καταφερομένωνmiddot οὔτε μέτρον οὔτε μέγεθος ἠδυνήθην ἰδεῖν οὔτε εἰκάσαι

8 τότε εἶπον Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος οὗτος καὶ ὡς δεινὸς τῇ ὁράσει

9 τότε ἀπεκρίθη μοι καὶ εἶπεν

Incert

1 παρὰ (Par gr 1711 Go περὶ) δὲ τοῦ ὄρους ἐν ᾧ ὤμοσαν καὶ

ἀνεθεμάτισαν πρὸς τὸν πλησίον αὐτῶν ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα οὐ μὴ ἀποστῇ

ἀπrsquo αὐτοῦ ψῦχος καὶ χιὼν καὶ πάχνη καὶ δρόσος οὐ μὴ καταβῇ εἰς αὐτό εἰ

μὴ εἰς κατάραν καταβήσεται ἐπrsquo (Go εἰς) αὐτό μέχρις ἡμέρας κρίσεως τῆς

μεγάλης

2 ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ κατακαυθήσεται καὶ (Go om) ταπεινωθήσεται καὶ

ἔσται κατακαιόμενον καὶ τηκόμενον ὡς κηρὸς ἀπὸ πυρός οὕτως

κατακαήσεται περὶ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ

3 καὶ νῦν ἐγὼ λέγω ὑμῖν υἱοῖς ἀνθρώπων Ὀργὴ μεγάλη καθrsquo ὑμῶν κατὰ

τῶν υἱῶν ὑμῶνmiddot καὶ οὐ παύσεται ἡ ὀργὴ αὕτη ἀφrsquo ὑμῶν μέχρι καιροῦ

σφαγῆς τῶν υἱῶν ὑμῶν

4 καὶ ἀπολοῦνται οἱ ἀγαπητοὶ ὑμῶν καὶ ἀποθανοῦνται οἱ ἔντιμοι ὑμῶν

ἀπὸ πάσης τῆς γῆς ὅτι πᾶσαι αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς αὐτῶν ἀπὸ τοῦ νῦν οὐ μὴ

ἔσονται πλείω τῶν ἑκατὸν εἴκοσιν ἐτῶν

5 καὶ μὴ δόξητε ἔτι ζῆσαι ἐπὶ πλείονα ἔτηmiddot οὐ γάρ ἐστιν ἐπrsquo αὐτοῖς πᾶσα

ὁδὸς ἐκφεύξεως ἀπὸ τοῦ νῦν διὰ τὴν ὀργὴν ἣν ὠργίσθη ὑμῖν ὁ βασιλεὺς

πάντων τῶν αἰώνωνmiddot μὴ νομίσητε ὅτι ἐκφεύξεσθε ταῦτα

Περί των γιγάντων

καὶ ἦν νωε ἐτῶν πεντακοσίων καὶ ἐγέννησεν νωε τρεῖς υἱούς τὸν σημ τὸν χαμ τὸν

ιαφεθκαὶ ἐγένετο ἡνίκα ἤρξαντο οἱ ἄνθρωποι πολλοὶ γίνεσθαι ἐπὶ τῆς γῆς καὶ θυγατέρες

ἐγενήθησαν αὐτοῖς 2ἰδόντες δὲ οἱ υἱοὶ τοῦ θεοῦ τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων ὅτι καλαί

εἰσιν ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ πασῶν ὧν ἐξελέξαντο 3καὶ εἶπεν κύριος ὁ θεός οὐ

μὴ καταμείνῃ τὸ πνεῦμά μου ἐν τοῖς ἀνθρώποις τούτοις εἰς τὸν αἰῶνα διὰ τὸ εἶναι

αὐτοὺς σάρκας ἔσονται δὲ αἱ ἡμέραι αὐτῶν ἑκατὸν εἴκοσι ἔτη 4οἱ δὲ γίγαντες ἦσαν ἐπὶ

τῆς γῆς ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις καὶ μετ ἐκεῖνο ὡς ἂν εἰσεπορεύοντο οἱ υἱοὶ τοῦ

θεοῦ πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων καὶ ἐγεννῶσαν ἑαυτοῖς ἐκεῖνοι ἦσαν οἱ

γίγαντες οἱ ἀπ αἰῶνος οἱ ἄνθρωποι οἱ ὀνομαστοί

40

Παραθέτουμε ένα επεξηγηματικό κείμενο αναφορικά με τους γίγαντες από την

ιστοσελίδα httpwwwoodegrcom

laquoΕδώ πρόκειται για το θέμα στο οποίο αναφέρθηκε ο Ιησούς Χριστός στο

Ματθαίος κδ΄ 38 για τους προκατακλυσμιαίους ανθρώπους που ΄΄έτρωγαν και

έπιναν και παντρεύονταν΄΄ ώσπου ήρθε ο Κατακλυσμός Επ αυτών υπάρχουν

κάποιες παρατηρήσεις

1η παρατήρηση Το οριστικό άρθρο ΄΄οι΄΄ δείχνει ότι πρόκειται για κάποιους που

ήταν ήδη γνωστοί στους αναγνώστες της Γενέσεως προς τους οποίους απευθύνεται

ο Μωυσής δηλαδή προς τους Ισραηλίτες της εποχής του που λάβαιναν το Νόμο

2η παρατήρηση Το ότι ΄΄εν ταις ημέραις εκείναις ήσαν΄΄ υπονοεί 1 Είτε ότι δεν

υπήρχαν πλέον οι γίγαντες στη ΄΄γη΄΄ όταν γραφόταν η Γένεση δηλαδή κατά το 1500

πΧ 2 είτε ότι υπήρχαν και τότε

3η παρατήρηση Για ποια ΄΄γη΄΄ μιλάει 1 Είτε για τη συγκεκριμένη γη στην οποία

συνέβαιναν τα γεγονότα που αναγράφονται στα γύρω κεφάλαια (τη γη της

Μεσοποταμίας) 2 είτε γενικά για τη γύρω γη στην οποία είχαν επεκταθεί οι γίγαντες

και η φυλή Αδάμ Αυτό όμως δεν έχει σημασία καθώς η αναφορά γίνεται μόνο για

τον καιρό πρό τού Κατακλυσμού Είναι γεγονός όμως ότι στη γη Χαναάν οι

γίγαντες υπήρχαν και μετά από τον Κατακλυσμό

Αυτό φαίνεται στους Αριθμούς 13ιγ΄ 33 ΄΄και εκεί εωράκαμεν τους γίγαντας

(εβραϊκό Νεφιλείμ) και ήμεν ενώπιον αυτών ωσεί ακρίδες αλλά και ούτως ήμεν

ενώπιον αυτών΄΄

Αν αυτό φαίνεται παράξενο σε κάποιους που διδάχτηκαν ότι ο Κατακλυσμός ήταν

παγκόσμιος ας διαβάσουν τη μελέτη μας ΄΄Ήταν ο Κατακλυσμός Παγκόσμιος΄΄

Εκεί θα δουν τις Αγιογραφικές και ιστορικές αποδείξεις ότι επρόκειτο για έναν

τοπικό κατακλυσμό που έπληξε μόνο τη φυλή Αδάμ και μέλη μόνο των γύρω λαών

Επιβίωση από τον Κατακλυσμό

Το ότι οι Νεφιλείμ επεβίωσαν του Κατακλυσμού εξηγείται απλά

Είναι λογικό το ότι η φυλή των γιγάντων Νεφιλείμ δεν έμενε ολόκληρη στην

κοιλάδα της Μεσοποταμίας αλλά κάποιοι απ αυτούς διεσπάρησαν στις γύρω

περιοχές

Η Γένεση στο 7ζ΄ 20 γράφει ότι ο Κατακλυσμός είχε ύψος 15 πήχες (8- 9 μέτρα)

δηλαδή όσο χρειαζόταν για να καλύψει τις ψηλότερες περιοχές της χαμηλής

Μεσοποταμίας Όσοι όμως έμεναν στα ορεινά γύρω από την πληγείσα περιοχή

επεβίωσαν Άλλωστε ο Κατακλυσμός έγινε για τιμωρία της φυλής Αδάμ και όχι των

γύρω λαών όπως φαίνεται στη Γένεση 6ς΄ 5 - 7 όπου η λέξη που χρησιμοποιείται

στο Εβραϊκό κείμενο γι αυτούς με τους οποίους οργίστηκε ο Θεός είναι ΄΄Αδάμ΄΄

Για τους άλλους λαούς η Γένεση στο Εβραϊκό κείμενο χρησιμοποιεί άλλη λέξη

όπως φαίνεται στο Γένεσις 6ς΄ 4 [΄΄οι άνθρωποι (εβραϊκά ΄΄ενός΄΄) οι

ονομαστοί΄΄] και στο Γένεσις 13ιγ΄ 13 [΄΄οι δε άνθρωποι (εβραϊκά ΄΄ενός΄΄) οι εν

Σοδόμοις΄΄]

41

Μια τελευταία παρατήρηση ξεκινάει από το ίδιο εδάφιο της Γένεσης 6ς΄ 4 που λέει

΄΄Οι δε γίγαντες ήσαν επί τής γης εν ταις ημέραις εκείναις και μετ εκείνο ως αν

εισεπορεύοντο οι υιοί τού Θεού προς τας θυγατέρας τών ανθρώπων΄΄

Οι Νεφιλείμ λοιπόν υπήρχαν ακόμη ΄΄και μετά από εκείνο΄΄ το γεγονός που

περιγράφεται δηλαδή και μετά από την αύξηση του πληθυσμού στη

Μεσοποταμία Είναι λάθος να ταυτίζονται κατ ανάγκην οι Νεφιλείμ με τους γιους

των ισχυρών καθώς μια αβίαστη ανάγνωση του κειμένου δεν δείχνει τίποτα τέτοιο

Το μεταβατικό ΄΄δε΄΄ δείχνει ότι γίνεται λόγος για κάποιους άλλους και όχι για

τους γιούς των ισχυρών Οι γιοί των ισχυρών δεν είναι οι Νεφιλείμ αλλά οι ισχυροί

άνδρες της Μεσοποταμίας των άλλων φυλών που ζούσαν κοντά στη φυλή Αδάμ

Ίσως ο σκοπός του χωρίου είναι να δείξει ότι η φυλή των γιγάντων (η οποία

προβλημάτιζε τους Ισραηλίτες τον καιρό που ο Μωυσής έγραφε αυτά τα λόγια) ήταν

μια αρχαία φυλή σύγχρονη της επιμειξίας της φυλής Αδάμ με τους γιούς των

ισχυρών και ότι οι Νεφιλείμ επεβίωσαν ακόμη και μετά από την επιμειξία των

ισχυρών ανδρών της Μεσοποταμίας με τις ΄΄θυγατέρες Αδάμ΄΄ κατά την

προκατακλυσμιαία εποχή

Ίσως ακόμα η αναφορά αυτή να γίνεται για να δείξει ότι ο κατακλυσμός στρεφόταν

ειδικά κατά του λαού Αδάμ και όχι και των γύρω λαών εκ των οποίων

επεβίωσαν και οι Νεφιλείμ

Οι γίγαντες στην εποχή τού Ισραήλ

Σύμφωνα με την Αγία Γραφή η περιοχή στην οποία επεβίωσαν κάποιοι από τη

φυλή των γιγάντων Νεφιλείμ ήταν η Βασάν που ονομάζεται ΄΄γη γιγάντων΄΄

(Δευτερονόμιο γ΄ 13)

Πρόκειται για μία ορεινή περιοχή ανατολικά της Θάλασσας της Γαλιλαίας

κατάλληλη για επιβίωση των λαών της από τον Κατακλυσμό που έπληξε τη

Μεσοποταμία και το λαό Αδάμ (Όπως λέμε ΄΄λαός Ισραήλ΄΄)

Εκεί οι γίγαντες υπήρχαν όχι μόνο μετά από τον Κατακλυσμό αλλά και στις ημέρες

του Αβραάμ όπως φαίνεται στη Γένεση 14ιδ΄ 5 όπου λέει για τον Χοδολλογομόρ

και τους συμμάχους του ότι ΄΄κατέκοψαν τους γίγαντας τους εν Ασταρώθ

Καρναιν΄΄ στη Βασσάν

Και οι κατάσκοποι όμως των ημερών του Μωυσή βρήκαν τους Νεφιλείμ στη

Χαναάν όπως είδαμε στους Αριθμούς 13ιγ΄ 33 όπου μάλιστα ονομάζει τους

γίγαντες ΄΄Νεφιλείμ΄΄ Εκεί έχει μάλιστα και οριστικό άρθρο ΄΄τους Νεφιλείμ΄΄

πράγμα που δείχνει ότι δεν επρόκειτο για παρομοίωση αλλά για το γνωστό λαό

των Νεφιλείμ

Άλλα εδάφια όπως το Δευτερονόμιο 1α΄ 28 αναφερόμενο στο ίδιο γεγονός

ταυτίζει τους Νεφιλείμ με τους Ανακείμ που προφανώς ήταν απόγονοί τους

Με τους Ανακείμ συσχετίζει η Αγία Γραφή όλες τις φυλές γιγάντων που ζούσαν γύρω

από τη Θάλασσα της Γαλιλαίας όπως ήταν οι Ραφαείμ οι Εμμαίοι και οι

42

Ζουμζουμείμ τους οποίους εξολώθρευσαν οι απόγονοι του Λωτ (Δευτερονόμιο 2β΄

10112021)

Οι Ραφαείμ ήταν απόγονοι των Γιγάντων που επεβίωσαν από τον Κατακλυσμό και

δεν ήταν απόγονοι του Νώε καθώς δεν αναφέρονται στη Γένεση 10ι΄ όπου

αναφέρονται οι λαοί που κατάγονται από το Νώε Η σκέψη ότι ίσως να μην

αναφέρονται επειδή είναι πολύ νεώτεροι λαοί δεν ευσταθεί επειδή αναφέρονται στη

Γένεσις 14ιδ΄ 5 σαν λαός από την εποχή του Αβραάμ ακόμα και συνεπώς είναι

αρχαιότεροι λαοί από αυτούς που αναφέρονται ως απόγονοι του Νώε

Μετά από την εγκατάσταση των Ισραηλιτών στη Γη της Επαγγελίας οι υψηλόσωμες

αυτές φυλές εξολωθρεύτηκαν και δεν έμειναν Ανακείμ στο Ισραήλ Μόνο στη Γάζα

στη Γαθ και στην Άζωτο έμειναν αναμεμειγμένοι με τους Φιλισταίους (Ιησούς

Ναυή 11ια΄ 21 22)

Ένας απ αυτούς ήταν και ο Γολιάθ από τη Γαθ που σκοτώθηκε από τον Δαυίδ (Α΄

Σαμουήλ ιζ΄ 4 ΄΄Εξήλθεν Γολιάθ εκ της Γαθ΄΄)

Τον καιρό του Δαυίδ σκοτώθηκαν οι τελευταίοι γίγαντεςraquo1

1 httpwwwoodegrcomoodegenesiskatak1htm

43

Page 12: Η δημιουργία του κόσμου

12

13καὶ εἶπεν καιν πρὸς τὸν κύριον μείζων ἡ αἰτία μου τοῦ ἀφεθῆναί με 14εἰ ἐκβάλλεις με σήμερον ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς καὶ ἀπὸ τοῦ προσώπου σου κρυβήσομαι καὶ ἔσομαι στένων καὶ τρέμων ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἔσται πᾶς ὁ εὑρίσκων με ἀποκτενεῖ με 15καὶ εἶπεν αὐτῷ κύριος ὁ θεός οὐχ οὕτως πᾶς ὁ ἀποκτείνας καιν ἑπτὰ ἐκδικούμενα παραλύσει καὶ ἔθετο κύριος ὁ θεὸς σημεῖον τῷ καιν τοῦ μὴ ἀνελεῖν αὐτὸν πάντα τὸν εὑρίσκοντα αὐτόν Ο Κάϊν δεν μετανοεί

δεν συνέρχεται Δεν πικραίνεται διότι χωρίσθηκε από τον Θεό αλλά το μόνο που

φοβάται είναι να μην τον σκοτώσουν Ποιοι όμως να τον σκοτώσουν Σίγουρα όχι οι

γονείς του ο Αδάμ και η Εύα Εδώ φαίνεται πως ο Αδάμ πρό του φόνου του Άβελ θα

είχε κάνει και άλλα τέκνα Ο Θεός έδωσε λέει στον Κάϊν σημείο ώστε όποιος τον

εύρισκε να μην τον σκότωνε Ποιο ήταν αυτό το σημείο Το σκυθρωπό του πρόσωπο

ήταν το οποίο προκαλούσε σε όποιον τον έβλεπε την αποστροφή

16ἐξῆλθεν δὲ καιν ἀπὸ προσώπου τοῦ θεοῦ καὶ ᾤκησεν ἐν γῇ ναιδ κατέναντι εδεμ

17καὶ ἔγνω καιν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ συλλαβοῦσα ἔτεκεν τὸν ενωχ καὶ ἦν οἰκοδομῶν πόλιν καὶ ἐπωνόμασεν τὴν πόλιν ἐπὶ τῷ ὀνόματι τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ ενωχ Οικοδόμησε πόλη ο Καϊν η οποία ουσιαστικά ήταν ένα πρωτόγονο φρούριο

από γιγαντιαίους λίθους το οποίο τον προστάτευε από τα αδέρφια του διότι ήταν

ένοχος απέναντί τους Έτσι έληξε ο πλάνης βίος του Κάϊν δείχνοντας τελικά πως η

προσκόλησή του στα γήινα τον χώρισε τελικά από τα υπόλοιπα αδέρφια του Οι

απόγονοι δε του Κάϊν απομακρύνθηκαν από τον Θεό

18ἐγενήθη δὲ τῷ ενωχ γαιδαδ καὶ γαιδαδ ἐγέννησεν τὸν μαιηλ καὶ μαιηλ ἐγέννησεν τὸν μαθουσαλα καὶ μαθουσαλα ἐγέννησεν τὸν λαμεχ 19καὶ ἔλαβεν ἑαυτῷ λαμεχ δύο γυναῖκας ὄνομα τῇ μιᾷ αδα καὶ ὄνομα τῇ δευτέρᾳ σελλα Ο

Λάμεχ είναι ο πρώτος που παραβιάζει την μονογαμία παίρνοντας για τον εαυτό του

δύο γυναίκες

20καὶ ἔτεκεν αδα τὸν ιωβελ οὗτος ἦν ὁ πατὴρ οἰκούντων ἐν σκηναῖς κτηνοτρόφων 21καὶ ὄνομα τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ ιουβαλ οὗτος ἦν ὁ καταδείξας ψαλτήριον καὶ κιθάραν 22σελλα δὲ ἔτεκεν καὶ αὐτὴ τὸν θοβελ καὶ ἦν σφυροκόπος χαλκεὺς χαλκοῦ καὶ σιδήρου ἀδελφὴ δὲ θοβελ νοεμα Να η

αξιοπρέπεια του ανθρώπου ως εξέλιξη προς απάντηση των υποστηρικτών της

Δαρβίνειας θεωρίας Ο Ιουβάλ είναι ο εφευρέτης των έγχορδω οργάνων ενώ ο

Θοβέλ είναι ο πρώτος που επεξεργάζεται μέταλλα Κσνείς από αυτούς σίγουρα δεν

ήταν η εξέλιξη κάποιου είδους πιθήκου

23εἶπεν δὲ λαμεχ ταῖς ἑαυτοῦ γυναιξίν αδα καὶ σελλα ἀκούσατέ μου τῆς φωνῆς γυναῖκες λαμεχ ἐνωτίσασθέ μου τοὺς λόγους ὅτι ἄνδρα ἀπέκτεινα εἰς τραῦμα ἐμοὶ καὶ νεανίσκον εἰς μώλωπα ἐμοί

24ὅτι ἑπτάκις ἐκδεδίκηται ἐκ καιν ἐκ δὲ λαμεχ ἑβδομηκοντάκις ἑπτά Ο Λάμεχ λοιπόν επανἐλαβε την αμαρτία του Κάϊν γενόμενος κι αυτός φονιάς

25ἔγνω δὲ αδαμ ευαν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ συλλαβοῦσα ἔτεκεν υἱὸν καὶ ἐπωνόμασεν τὸ ὄνομα αὐτοῦ σηθ λέγουσα ἐξανέστησεν γάρ μοι ὁ θεὸς

13

σπέρμα ἕτερον ἀντὶ αβελ ὃν ἀπέκτεινεν καιν 26καὶ τῷ σηθ ἐγένετο υἱός ἐπωνόμασεν δὲ τὸ ὄνομα αὐτοῦ ενως οὗτος ἤλπισεν ἐπικαλεῖσθαι τὸ ὄνομα κυρίου τοῦ θεοῦ

αὕτη ἡ βίβλος γενέσεως ἀνθρώπων ᾗ ἡμέρᾳ ἐποίησεν ὁ θεὸς τὸν αδαμ κατ εἰκόνα θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν 2ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτοὺς καὶ εὐλόγησεν αὐτούς καὶ ἐπωνόμασεν τὸ ὄνομα αὐτῶν αδαμ ᾗ ἡμέρᾳ ἐποίησεν αὐτούς

3ἔζησεν δὲ αδαμ διακόσια καὶ τριάκοντα ἔτη καὶ ἐγέννησεν κατὰ τὴν ἰδέαν αὐτοῦ καὶ κατὰ τὴν εἰκόνα αὐτοῦ καὶ ἐπωνόμασεν τὸ ὄνομα αὐτοῦ σηθ 4ἐγένοντο δὲ αἱ ἡμέραι αδαμ μετὰ τὸ γεννῆσαι αὐτὸν τὸν σηθ ἑπτακόσια ἔτη καὶ ἐγέννησεν υἱοὺς καὶ θυγατέρας 5καὶ ἐγένοντο πᾶσαι αἱ ἡμέραι αδαμ ἃς ἔζησεν ἐννακόσια καὶ τριάκοντα ἔτη καὶ ἀπέθανεν

Ενώχ

Μια μορφή που δεσπόζει για την αγιότητα της ζωής του

εφόσον η Γραφή δεν αναφέρει τίποτε εις βάρος του είναι ο

Ενώχ

Γιος ενός άσημου για την ιστορία ανθρώπου του Ιάρεδ

απογόνου του τρίτου γιου του Αδάμ Σηθ άθελά του

καθιερώθηκε απ τον Θεό όπως βεβαιώνει κι η σημασία

του ονόματός του να διαδραματίσει σπουδαίο ρόλο στο

θείο σχέδιο για τη σωτηρία του κόσμου Γέννησε το

Μαθουσάλα τον μακροβιότερο άνθρωπο που ποτέ έζησε

στη γη παρ όλο που η δική του ζωή διήρκεσε τόσο λίγο

τριακόσια εξήντα πέντε χρόνια Έζησε ζωή άμεμπτης

αγνότητας σε περίοδο που ούτε ο Νόμος του Θεού είχε δοθεί ούτε φυσικά κι η

μεταγενέστερη του Νόμου Χάρη είχε επιτελεστεί Οραματίστηκε την τελική Κρίση

που ο Θεός θα κάμει στα τέλη των αιώνων και δια του τρόπου με τον οποίο έγινε η

μετάθεσή του μίλησε στις επόμενες γενιές για την μετά το θάνατο Ανάσταση του

Μεσσία που θα ρχόταν και για την τελική Ανάσταση των κεκοιμημένων αγίων

ίνα καταποθή το θνητόν υπό της ζωής (Β΄ Κορ 104)

Στο βιβλίο της Γένεσης συναντάμε δυο πρόσωπα με το όνομα Ενώχ στο 41718 και

στο 518 που είναι μεταξύ τους τελείως ανόμοια και διαφορετικά Ο πρώτος είναι ο

γιος του Κάιν του αδελφοκτόνου προς τιμήν του οποίου ο πατέρας του έκτισεν

πόλιν και κάλεσεν κατά το όνομα αυτού (417) κι ο δεύτερος είναι ο γιος του Ιάρεδ

όπως ήδη είπαμε ο εκλεκτός του Θεού Ενώχ που δεν είχε εδώ πόλιν μένουσαν

αλλά την μέλλουσαν επιζητούσε (Εβρ 1113-14) στην οποία και τόσο ένδοξα

μετέβη

14

Το ότι ο Ενώχ έζησε τριακόσια εξήντα πέντε μόνο χρόνια που είναι ακριβώς ο

αριθμός των ημερών ενός ηλιακού έτους δεν ξέρουμε τι συμβολίζει Ίσως τη

ματαιότητα της σύντομης εδώ ζωής μας ίσως την πληρότητα μιας αποστολής την

οποία ο Θεός ανέθεσε σε κάποιον άνθρωπό Του ίσως το τέλειο ανάστημα της ζωής

του Χριστού στο οποίο ο Θεός θέλει να φτάσουμε πριν μας πάρει κοντά Του

ίσως ίσως Ασχέτως όμως όλων αυτών γεγονός είναι ένα ότι ο Ενώχ αποτελεί μια

εξαίρεση ένα υπόδειγμα ένα θαύμα του Θεού σε ανθρώπινη ζωή

Γιατί άραγε έζησε τόσο λίγο ενώ ο γιος του ο Μαθουσάλα έφτασε τη μεγαλύτερη

ηλικία ανθρώπου επί της γης -965 χρόνια- ο δε μεταγενέστερός του ο Νώε δεύτερος

μετά τον Αδάμ κληρονόμος όλης της γης έζησε 950 χρόνια Μήπως ο Ενώχ έτσι

εξεπλήρωσε κάποια πολύ σημαντική αποστολή Ενώ θα παρευρέθηκε στην κηδεία

του Αδάμ (πράγμα που συνάγεται απ τους υπολογισμούς των ετών που περιέχονται

στην πρώτη αυτή περίοδο της ιστορίας) και δεδομένου ότι ο Αδάμ ως εκπρόσωπος

του αμαρτωλού ανθρώπου έπρεπε να πεθάνει και το σώμα του να ταφεί στη γη ο

Ενώχ εκπροσωπώντας τον αγιασμένο άνθρωπο του Θεού δεν πέθανε αλλά

μετατέθηκε απ ευθείας χωρίς να γευτεί θάνατο στου ουρανό του Θεού Πιστή

εικόνα τούτη για τον σωσμένο δια της θυσίας του Ιησού Χριστού αμαρτωλό για τον

οποίο θάνατος πια δεν υπάρχει διότι μετέβη εκ του θανάτου εις την ζωήν (Ιωάν

524)

Ο Λόγος του Θεού μας λέει ότι ο Ενώχ περιεπάτησεν μετά του Θεού (Γέν 524)

όχι ενώπιον του Θεού όπως μας λέει για τον Αβραάμ (Γεν 171) για το Δαυίδ

(Ψαλμ 8915) για τον Ησαϊα (4027-31) για το Ζαχαρία και την Ελισσάβετ (Ιακ

16) Μήπως τούτο είναι σύμβολο και συγχρόνως προφητεία του περπατήματος που ο

χριστιανός ο άνθρωπος δηλαδή που θα δεχόταν τη Χάρη θα κανε με τον Χριστό

βάσει της υπόσχεσής Του μεθ υμών ειμί (Ματθ 2820) και της εντολής Του

μείνατε εν εμοί καγώ εν υμίν (Ιωάν 154) Διότι σε τούτη την περίπτωση δεν

έχουμε περπάτημα ενώπιον του Θεού αλλά μετά του Θεού Κάτι δηλαδή πολύ

ουσιαστικότερο και πλουσιότερο για κάθε άνθρωπο που ανήκει σε Κείνον ασχέτως

περιόδου στην οποία έζησε Όταν κάποιος περπατάει με τον Θεό έχει και πλήρη

συναίσθηση της παρουσίας Του Ότι ακριβώς χρειάζεται για να ζει ζωή αγνότητας

μέσα στον κόσμο

Το μυστικό του περπατήματος του Ενώχ μετά του Θεού ήταν η πίστη του στον Θεό

της οποίας συνέπεια ήταν το ότι ευηρέστησεν τον Θεόν και ότι δε γεύτηκε θάνατο

διότι μετέθεσεν αυτόν ο Θεός (Γεν 115-6) Η μετάθεση δε αυτή είναι τύπος του

τρόπου με τον οποίο οι άγιοι του Θεού θέλουσι μεταμορφωθή εν τη εσχάτη

σάλπιγγι χωρίς να γευτούν θάνατο (Α΄ Κορ 1551-52)

Αλλά ο Ενώχ δεν προφήτεψε μόνο με τη ζωή του μελλοντικές αλήθειες αλλά και με

το στόμα του προφήτεψε περί της Κρίσης την οποίαν στα τέλη των αιώνων ο Κύριος

μαζί με τους αγίους Του θα κάμει για κάθε ασεβή άνθρωπο δια να ελέγξη πάντας

τους ασεβείς Στην επιστολή του Ιούδα εδ 14-15 διαβάζουμε Προεφήτευσε δε

περί τούτων και ο Ενώχ έβδομος από Αδάμ λέγωνmiddot Ιδού ήλθεν ο Κύριος με

μυριάδας αγίων αυτού δια να κάμη κρίσιν κατά πάντων και να ελέγξη πάντας τους

ασεβείς εξ αυτών δια πάντα τα έργα της ασεβείας αυτών τα οποία έπραξαν και δια

πάντα τα σκληρά τα οποία ελάλησαν κατ αυτού αμαρτωλοί ασεβείς

15

Ο Ενώχ αναφέρεται μια μόνο φορά στην Καινή Διαθήκη ως προφήτης (Ιούδα 14)

Με το όνομα Βιβλίο Ενώχ σώζεται απόκρυφο σύγγραμμα που γράφτηκε περί τα

110 πΧ περιέχει προφητείες περί της συντέλειας του κόσμου και είναι σε αιθιοπική

μετάφραση Δεν αποκλείεται η παραπομπή στο βιβλίο του Ιούδα να είναι παρμένη απ

αυτό Όμως το βιβλίο αυτό το απέρριψαν ως μη κανονικό τόσο οι Εβραίοι όσο και

οι Πατέρες της Εκκλησίας

Ας μείνει μέσα μας απ όλα όσα ελέχθησαν περί του Ενώχ πως αν κάτι έχει ύψιστη

σημασία για τον Θεό και για μας είναι το να περιπατώμεν καθώς Εκείνος

περιεπάτησεν (Α΄ Ιωάν 26) φυλάττοντες τας εντολάς αυτού και πράττοντες τα

αρεστά ενώπιον αυτού (Α΄ Ιωάν 322)

Γιἀννης Έρτσος

Σας παραθέτουμε τώρα προς ανάγνωσιν το απόκρυφο βιβλίο του Ενώχ

1 Λόγος εὐλογίας Ἑνώχ καθὼς εὐλόγησεν ἐκλεκτοὺς δικαίους οἵτινες

ἔσονται εἰς ἡμέραν ἀνάγκης ἐξᾶραι πάντας τοὺς ἐχθρούς καὶ σωθήσονται

δίκαιοι

2 Καὶ ἀναλαβὼν τὴν παραβολὴν αὐτοῦ εἶπεν Ἑνώχmiddot (ἄνθρωπος δίκαιός

ἐστιν [ᾧ] ὅρασις ἐκ θεοῦ αὐτῷ ἀνεῳγμένη ἦν ἔχων τὴν ὅρασιν τοῦ ἁγίου

laquoκαὶraquo τοῦ οὐρανοῦmiddot) Ἔδειξέν μοι καὶ ἁγιολόγων ἁγίων ἤκουσα ἐγώ καὶ ὡς

ἤκουσα παρrsquo αὐτῶν πάντα καὶ ἔγνων ἐγὼ θεωρῶνmiddot καὶ οὐκ εἰς τὴν νῦν

γενεὰν διενοούμην ἀλλὰ ἐπὶ πόρρω οὖσαν ἐγὼ λαλῶ

3 Καὶ περὶ τῶν ἐκλεκτῶν νῦν λέγω καὶ περὶ αὐτῶν ἀνέλαβον τὴν

παραβολήν μου καὶ ἐξελεύσεται ὁ ἅγιός μου ὁ μέγας ἐκ τῆς κατοικήσεως

αὐτοῦ

4 καὶ ὁ θεὸς τοῦ αἰῶνος ἐπὶ γῆν πατήσει ἐπὶ τὸ Σεινὰ ὄρος καὶ φανήσεται

ἐκ τῆς παρεμβολῆς αὐτοῦ καὶ φανήσεται ἐν τῇ δυνάμει τῆς ἰσχύος αὐτοῦ

ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ τῶν οὐρανῶν

5 καὶ φοβηθήσονται πάντες καὶ πιστεύσουσιν οἱ ἐγρήγοροι laquoκαὶ ᾄσουσιν

ἀπόκρυφα ἐν πᾶσιν τοῖς ἄκροις τῆς [γῆς]middot καὶ σεισθήσονται πάντα τὰ ἄκρα

τῆς γῆςraquo καὶ λήμψεται αὐτοὺς τρόμος καὶ φόβος μέγας μέχρι τῶν περάτων

τῆς γῆς

6 καὶ σεισθήσονται καὶ πεσοῦνται καὶ διαλυθήσονται ὄρη ὑψηλά καὶ

ταπεινωθήσονται βουνοὶ ὑψηλοὶ τοῦ διαρυῆναι ὄρη καὶ τακήσονται ὡς

κηρὸς ἀπὸ προσώπου πυρὸς ἐν φλογί

7 καὶ διασχισθήσεται ἡ γῆ σχίσμα ῥαγάδι καὶ πάντα ὅσα ἐστὶν ἐπὶ τῆς γῆς

ἀπολεῖται καὶ κρίσις ἔσται κατὰ πάντων

8 καὶ μετὰ τῶν δικαίων τὴν εἰρήνην ποιήσει καὶ ἐπὶ τοὺς ἐκλεκτοὺς ἔσται

συντήρησις καὶ εἰρήνη καὶ ἐπrsquo αὐτοὺς γενήσεται ἔλεος καὶ ἔσονται

πάντες τοῦ θεοῦ καὶ τὴν εὐδοκίαν δώσει αὐτοῖς καὶ πάντας εὐλογήσει καὶ

πάντων ἀντιλήμψεται καὶ βοηθήσει ἡμῖν καὶ φανήσεται αὐτοῖς φῶς καὶ

ποιήσει ἐπrsquo αὐτοὺς εἰρήνην

9 ὅτι ἔρχεται σὺν ταῖς μυριάσιν αὐτοῦ καὶ τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ ποιῆσαι

κρίσιν κατὰ πάντων καὶ ἀπολέσει πάντας τοὺς ἀσεβεῖς καὶ ἐλέγξει

πᾶσαν σάρκα περὶ πάντων ἔργων τῆς ἀσεβείας αὐτῶν ὧν ἠσέβησαν καὶ

σκληρῶν ὧν ἐλάλησαν λόγων laquoκαὶ περὶ πάντων ὧν κατελάλησανraquo κατrsquo

αὐτοῦ ἁμαρτωλοὶ ἀσεβεῖς

16

II

1 Κατανοήσατε πάντα τὰ ἔργα ἐν τῷ οὐρανῷ πῶς οὐκ ἠλλοίωσαν τὰς

ὁδοὺς αὐτῶν καὶ τοὺς φωστῆρας τοὺς ἐν τῷ οὐρανῷ ὡς τὰ πάντα

ἀνατέλλει καὶ δύνει τεταγμένος ἕκαστος ἐν τῷ τεταγμένῳ καιρῷ καὶ ταῖς

ἑορταῖς αὐτῶν φαίνονται καὶ οὐ παραβαίνουσιν τὴν ἰδίαν τάξιν

2 ἴδετε τὴν γῆν καὶ διανοήθητε περὶ τῶν ἔργων τῶν ἐν αὐτῇ γενομένων

ἀπrsquo ἀρχῆς μέχρι τελειώσεως ὥς εἰσιν φθαρτά ὡς οὐκ ἀλλοιοῦνται οὐδὲν

τῶν ἐπὶ γῆς ἀλλὰ πάντα ἔργα θεοῦ ὑμῖν φαίνεται

3 ἴδετε τὴν θερείαν καὶ τὸν χειμῶνα

καταμάθετε καὶ ἴδετε πάντα τὰ δένδρα

IIIndashV

1πῶς τὰ φύλλα χλωρὰ ἐν αὐτοῖς σκέποντα τὰ δένδρα καὶ πᾶς ὁ καρπὸς

αὐτῶν εἰς τιμὴν καὶ δόξαν διανοήθητε καὶ γνῶτε περὶ πάντων τῶν ἔργων

αὐτοῦ καὶ νοήσατε ὅτι θεὸς ζῶν ἐποίησεν αὐτὰ οὕτως καὶ ζῇ εἰς πάντας

τοὺς αἰῶναςmiddot

2 καὶ τὰ ἔργα αὐτοῦ πάντα ὅσα ἐποίησεν εἰς τοὺς αἰῶνας ἀπὸ ἐνιαυτοῦ εἰς

ἐνιαυτὸν γινόμενα πάντα οὕτως καὶ πάντα ὅσα ἀποτελοῦσιν αὐτῷ τὰ

ἔργα καὶ οὐκ ἀλλοιοῦνται αὐτῶν τὰ ἔργα ἀλλrsquo ὡσπερεὶ κατὰ ἐπιταγὴν τὰ

πάντα γίνεται

3 ἴδετε πῶς ἡ θάλασσα καὶ οἱ ποταμοὶ ὡς ὁμοίως ἀποτελοῦσιν καὶ οὐκ

ἀλλοιοῦσιν αὐτῶν τὰ ἔργα ἀπὸ τῶν λόγων αὐτοῦ

4 ὑμεῖς δὲ οὐκ ἐνεμείνατε οὐδὲ ἐποιήσατε κατὰ τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ ἀλλὰ

ἀπέστητε καὶ κατελαλήσατε μεγάλους καὶ σκληροὺς λόγους ἐν στόματι

ἀκαθαρσίας ὑμῶν κατὰ τῆς μεγαλωσύνης αὐτοῦ ὅτι κατελαλήσατε ἐν τοῖς

ψεύμασιν ὑμῶν σκληροκάρδιοι οὐκ ἔστιν εἰρήνη ὑμῖν

5 τοιγὰρ τὰς ἡμέρας ὑμῶν ὑμεῖς καταράσεσθε καὶ τὰ ἔτη τῆς ζωῆς ὑμῶν

ἀπολεῖται καὶ τὰ ἔτη τῆς ἀπωλείας ὑμῶν πληθυνθήσεται ἐν κατάρᾳ

αἰώνων καὶ οὐκ ἔσται ὑμῖν ἔλεος καὶ εἰρήνη

6 τότε ἔσται τὰ ὀνόματα ὑμῶν εἰς κατάραν αἰώνιον πᾶσιν τοῖς δικαίοις

καὶ ἐν ὑμῖν καταράσονται πάντες οἱ καταρώμενοι καὶ πάντες οἱ

ἁμαρτωλοὶ καὶ ἀσεβεῖς ἐν ὑμῖν ὀμοῦνται καὶ πάντες οἱ ἀναμάρτητοι

χαρήσονται καὶ ἔσται αὐτοῖς λύσις ἁμαρτιῶν καὶ πᾶν ἔλεος καὶ εἰρήνη καὶ

ἐπιείκεια ἔσται αὐτοῖς σωτηρία φῶς ἀγαθόν καὶ αὐτοὶ κληρονομήσουσιν

τὴν γῆν καὶ πᾶσιν ὑμῖν τοῖς ἁμαρτωλοῖς οὐχ ὑπάρξει σωτηρία ἀλλὰ ἐπὶ

πάντας ὑμᾶς κατάλυσις κατάρα

7 καὶ τοῖς ἐκλεκτοῖς φῶς καὶ χάρις καὶ εἰρήνη καὶ αὐτοὶ κληρονομήσουσιν

τὴν γῆν ὑμῖν δὲ τοῖς ἀσεβέσιν ἔσται κατάρα

8 τότε δοθήσεται τοῖς ἐκλεκτοῖς φῶς καὶ χάρις καὶ αὐτοὶ

κληρονομήσουσιν τὴν γῆν τότε δοθήσεται πᾶσιν τοῖς ἐκλεκτοῖς σοφία καὶ

πάντες οὗτοι ζήσονται καὶ οὐ μὴ ἁμαρτήσονται ἔτι οὐ κατrsquo ἀλήθειαν οὔτε

κατὰ ὑπερηφανίαν καὶ ἔσται ἐν ἀνθρώπῳ πεφωτισμένῳ φῶς καὶ

ἀνθρώπῳ ἐπιστήμονι νόημα καὶ οὐ μὴ πλημμελήσουσιν

9 οὐδὲ μὴ ἁμάρτωσιν πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς αὐτῶν καὶ οὐ μὴ

ἀποθάνωσιν ἐν ὀργῇ θυμοῦ ἀλλὰ τὸν ἀριθμὸν αὐτῶν ζωῆς ἡμερῶν

πληρώσουσιν καὶ ἡ ζωὴ αὐτῶν αὐξηθήσεται ἐν εἰρήνῃ καὶ τὰ ἔτη τῆς

χαρᾶς αὐτῶν πληθυνθήσεται ἐν ἀγαλλιάσει καὶ εἰρήνη αἰῶνος ἐν πάσαις

ταῖς ἡμέραις τῆς ζωῆς αὐτῶν

VI

1 Καὶ ἐγένετο οὗ ἂν ἐπληθύνθησαν οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων ἐν ἐκείναις

ταῖς ἡμέραις ἐγεννήθησαν θυγατέρες ὡραῖαι καὶ καλαί

17

2 καὶ ἐθεάσαντο αὐτὰς οἱ ἄγγελοι υἱοὶ οὐρανοῦ καὶ ἐπεθύμησαν αὐτάς

καὶ εἶπαν πρὸς ἀλλήλουςmiddot Δεῦτε ἐκλεξώμεθα ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ τῶν

ἀνθρώπων καὶ γεννήσομεν ἑαυτοῖς τέκνα

3 καὶ εἶπεν Σεμειαζᾶς πρὸς αὐτούς ὃς ἦν ἄρχων αὐτῶν Φοβοῦμαι μὴ οὐ

θελήσετε ποιῆσαι τὸ πρᾶγμα τοῦτο καὶ ἔσομαι ἐγὼ μόνος ὀφειλέτης

ἁμαρτίας μεγάλης

4 ἀπεκρίθησαν οὖν αὐτῷ πάντες Ὀμόσωμεν ὅρκῳ πάντες καὶ

ἀναθεματίσωμεν πάντες ἀλλήλους μὴ ἀποστρέψαι τὴν γνώμην ταύτην

μέχρις οὗ ἂν τελέσωμεν αὐτὴν καὶ ποιήσωμεν τὸ πρᾶγμα τοῦτο

5 τότε ὄμοσαν πάντες ὁμοῦ καὶ ἀνεθεμάτισαν ἀλλήλους ἐν αὐτῷ

7 Καὶ ταῦτα τὰ ὀνόματα τῶν ἀρχόντων αὐτῶνmiddot Σεμιαζά οὗτος ἦν ἄρχων

αὐτῶνmiddot Ἀραθάκ Κιμβρά Σαμμανή Δανειήλ Ἀρεαρώς Σεμιήλ Ἰωμειήλ

Χωχαριήλ Ἐζεκιήλ Βατριήλ Σαθιήλ Ἀτριήλ Ταμιήλ Βαρακιήλ Ἀνανθνά

Θωνιήλ Ῥαμιήλ Ἀσέαλ Ῥακειήλ Τουριήλ

8 οὗτοί εἰσιν ἀρχαὶ αὐτῶν οἱ [ἐπὶ] δέκα

VII

1 Καὶ ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκαςmiddot ἕκαστος αὐτῶν ἐξελέξαντο ἑαυτοῖς

γυναῖκας καὶ ἤρξαντο εἰσπορεύεσθαι πρὸς αὐτὰς καὶ μιαίνεσθαι ἐν

αὐταῖςmiddot καὶ ἐδίδαξαν αὐτὰς φαρμακείας καὶ ἐπαοιδὰς καὶ ῥιζοτομίας καὶ

τὰς βοτάνας ἐδήλωσαν αὐταῖς

2 Αἱ δὲ ἐν γαστρὶ λαβοῦσαι ἐτέκοσαν γίγαντας μεγάλους ἐκ πηχῶν

τρισχιλίων

3 οἵτινες κατησθίοσαν τοὺς κόπους τῶν ἀνθρώπων ὡς δὲ οὐκ ἐδυνήθησαν

αὐτοῖς οἱ ἄνθρωποι ἐπιχορηγεῖν

4 οἱ γίγαντες ἐτόλμησαν ἐπrsquo αὐτούς καὶ κατησθίοσαν τοὺς ἀνθρώπους

5 καὶ ἤρξαντο ἁμαρτάνειν ἐν τοῖς πετεινοῖς καὶ τοῖς [θ]ηρίοις καὶ ἑρπετοῖς

καὶ τοῖς [ἰ]χθύσιν καὶ ἀλλήλων τὰς σάρκας κατεσθίειν καὶ τὸ αἷμα ἔπινον

6 τότε ἡ γῆ ἐνέτυχεν κατὰ τῶν ἀνόμων

VIII

1 Ἐδίδαξεν τοὺς ἀνθρώπους Ἀζαὴλ μαχαίρας ποιεῖν καὶ ὅπλα καὶ ἀσπίδας

καὶ θώρακας διδάγματα ἀγγέλων καὶ ὑπέδειξεν αὐτοῖς τὰ μέταλλα καὶ

τὴν ἐργασίαν αὐτῶν καὶ ψέλια καὶ κόσμους καὶ στίβεις καὶ τὸ

καλλιβλέφαρον καὶ παντοίους λίθους ἐκλεκτοὺς καὶ τὰ βαφικά

2 καὶ ἐγένετο ἀσέβεια πολλή καὶ ἐπόρνευσαν καὶ ἀπεπλανήθησαν καὶ

ἠφανίσθησαν ἐν πάσαις ταῖς ὁδοῖς αὐτῶν

3 Σεμιαζᾶς ἐδίδαξεν ἐπα[ο]ιδὰς καὶ ῥιζοτομίαςmiddot Ἀρμαρὼς ἐπαοιδῶν

λυτήριονmiddot Βαρακιὴλ ἀστρολογίαςmiddot Χωχιὴλ τὰ σημειωτικάmiddot Σαθιὴλ

ἀστεροσκοπίανmiddot Σεριὴλ σεληναγωγίας

4 τῶν οὖν ἀνθρώπων ἀπολλυμένων ἡ βο[ὴ] εἰς οὐρανοὺς ἀνέβη

IX

1 Τότε παρ[α]κύψαντες Μιχαὴλ καὶ Οὐ[ρι]ὴλ καὶ Ῥαφαὴλ καὶ Γαβριή[λ]

οὗτοι ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἐθεάς[αν]το αἶμα πολὺ ἐκχυννόμεν[ον] ἐπὶ τῆς γῆςmiddot

2 καὶ εἶπαν πρὸ[ς] ἀλλήλους φωνὴ βοώντω[ν] ἐπὶ τῆς γῆς μέχρι πυλῶν

τοῦ οὐρανοῦ

3 ἐντυγχάνουσιν αἱ ψυχαὶ τῶν ἀνθρώπων λεγόντων Εἰσαγάγετε τὴν

κρίσιν ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστ[ον]

4 Καὶ εἶπα[ν] τῷ κυρίῳ Σὺ εἶ κύριος τῶν κυρίων καὶ ὁ θεὸς τῶν θεῶν καὶ

βασιλεὺς τῶν αἰώνωνmiddot ὁ θρόνος τῆς δόξης σου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τοῦ

αἰῶνος καὶ τὸ ὄνομά σου τὸ ἅγιον καὶ μέγα καὶ εὐλογητὸν εἰς πάντας τοὺς

αἰῶνας

18

5 σὺ γὰρ ἐποίησας τὰ πάντα καὶ πᾶσαν τὴν ἐξουσίαν ἔχων καὶ πάντα

ἐνώπιόν σου φανερὰ καὶ ἀκάλυπτα

6 καὶ πάντα σὺ ὁρᾷς ἃ ἐποίησεν Ἀζαήλ ὃς ἐδίδαξεν πάσας τὰς ἀδικίας ἐπὶ

τῆς γῆς καὶ ἐδήλωσεν τὰ μυστήρια τοῦ αἰῶνος τὰ ἐν τῷ οὐρανῷ ἃ

ἐπιτηδεύουσιν [καὶ] ἔγνωσαν ἄνθρωποι

7 καὶ Σεμιαζᾶς ᾧ τὴν ἐξουσίαν ἔδωκας ἄρχειν τῶν σὺν αὐτῷ ἅμα ὄντων

8 καὶ ἐπορεύθησαν πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς καὶ

συνεκοιμήθησαν αὐταῖς καὶ ἐμιάνθησαν καὶ ἐδήλωσαν αὐταῖς πάσας τὰς

ἁμαρτίας

9 καὶ αἱ γυναῖκες ἐγέννησαν τιτᾶνας ὑφrsquo ὧν ὅλη ἡ γῆ ἐπλήσθη αἵματος

καὶ ἀδικίας

10 καὶ νῦν ἰδοὺ βοῶσιν αἱ ψυχαὶ τῶν τετελευτηκότων καὶ ἐντυγχάνουσιν

μέχρι τῶν πυλῶν τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἀνέβη ὁ στεναγμὸς αὐτῶν καὶ οὐ

δύναται ἐξελθεῖν ἀπὸ προσώπου τῶν ἐπὶ τῆς γῆς γινομένων ἀνομημάτων

11 καὶ σὺ πάντα οἶδας πρὸ τοῦ αὐτὰ γενέσθαι καὶ σὺ ὁρᾷς ταῦτα καὶ ἐᾷς

αὐτούς καὶ οὐδὲ ἡμῖν λέγεις τί δεῖ ποιεῖν αὐτοὺς περὶ τούτων

X

1 Τότε Ὕψιστος εἶπεν περὶ τούτων ὁ μέγας Ἅγιος καὶ ἐλάλησεν καὶ εἶπεν

καὶ ἔπεμψεν Ἰστραὴλ πρὸς τὸν υἱὸν Λέμεχ

2 Εἶπον αὐτῷ ἐπὶ τῷ ἐμῷ ὀνόματι Κρύψον σεαυτόν καὶ δήλωσον αὐτῷ

τέλος ἐπερχόμενον ὅτι ἡ γῆ ἀπόλλυται πᾶσα καὶ κατακλυσμὸς μέλλει

γίνεσθαι πάσης τῆς γῆς καὶ ἀπολέσει πάντα ὅσα ἐστὶν [ἐν] αὐτῇ

3 καὶ δίδαξον αὐτὸν ὅπως ἐκφύγῃ καὶ μενεῖ τὸ σπέρμα αὐτοῦ εἰς πάσας

τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

4 Καὶ τῷ Ῥαφαὴλ εἶπεν Δῆσον τὸν Ἀζαὴλ ποσὶν καὶ χερσίν καὶ βάλε

αὐτὸν εἰς τὸ σκότος καὶ ἄνοιξον τὴν ἔρημον τὴν οὖσαν ἐν τῷ Δαδουὴλ

κἀκεῖ βάλε αὐτόν

5 καὶ ὑπόθες αὐτῷ λίθους τραχεῖς καὶ ὀξεῖς καὶ ἐπικάλυψον αὐτῷ τὸ

σκότος καὶ οἰκησάτω ἐκεῖ εἰς τοὺς αἰῶνας καὶ τὴν ὄψιν αὐτοῦ πώμασον

καὶ φῶς μὴ θεωρείτωmiddot

6 καὶ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς μεγάλης τῆς κρίσεως ἀπαχθήσεται εἰς τὸν

ἐνπυρισμόν

7 καὶ ἰαθήσεται ἡ γῆ ἣν ἠφάνισαν οἱ ἄγγελοι καὶ τὴν ἴασιν τῆς γῆς

δήλωσον ἵνα ἰάσωνται τὴν πληγήν ἵνα μὴ ἀπόλωνται πάντες οἱ υἱοὶ τῶν

ἀνθρώπων ἐν τῷ μυστηρίῳ ὅλῳ ᾧ ἐπέταξαν οἱ ἐγρήγοροι καὶ ἐδίδαξαν

τοὺς υἱοὺς αὐτῶν

8 καὶ ἠρημώθη πᾶσα ἡ γῆ ἀφανισθεῖσα ἐν τοῖς ἔργοις τῆς διδασκαλίας

Ἀζαήλmiddot καὶ ἐπrsquo αὐτῷ γράψον τὰς ἁμαρτίας πάσας

9 Καὶ τῷ Γαβριὴλ εἶπεν ὁ κύριος Πορεύου ἐπὶ τοὺς μαζηρέους ἐπὶ τοὺς

κιβδήλους καὶ τοὺς υἱοὺς τῆς πορνείας καὶ ἀπόλεσον τοὺς υἱοὺς τῶν

ἐγρηγόρων ἀπὸ τῶν ἀνθρώπωνmiddot πέμψον αὐτοὺς ἐν πολέμῳ ἀπωλείας

μακρότης γὰρ ἡμερῶν οὐκ ἔστιν αὐτῶν

10 καὶ πᾶσα ἐρώτησις [οὐκ] ἔσται τοῖς πατράσιν αὐτῶν καὶ περὶ αὐτῶν ὅτι

ἐλπίζουσιν ζῆσαι ζωὴν αἰώνιον καὶ ὅτι ζήσεται ἕκαστος αὐτῶν ἔτη

πεντακόσια

11 Καὶ εἶπεν Μιχαήλ Πορεύου καὶ δήλωσον Σεμιαζᾷ καὶ τοῖς λοιποῖς τοῖς

σὺν αὐτῷ ταῖς γυναιξὶν μιγεῖσιν μιανθῆναι ἐν αὐταῖς ἐν ἀκαθαρσίᾳ

αὐτῶνmiddot

12 καὶ ὅταν κατασφαγῶσιν οἱ υἱοὶ αὐτῶν καὶ ἴδωσιν τὴν ἀπώλειαν τῶν

ἀγαπητῶν καὶ δῆσον αὐτοὺς ἑβδομήκοντα γενεὰς εἰς τὰς νάπας τῆς γῆς

19

μέχρι ἡμέρας κρίσεως αὐτῶν καὶ συντελεσμοῦ ἕως τελεσθῇ τὸ κρίμα τοῦ

αἰῶνος τῶν αἰώνων

13 τότε ἀπαχθήσονται εἰς τὸ χάος τοῦ πυρὸς καὶ εἰς τὴν βάσανον καὶ εἰς

τὸ δεσμωτήριον συνκλείσεως αἰῶνος

14 καὶ ὃς ἂν κατακαυθῇ καὶ ἀφανισθῆ ἀπὸ τοῦ νῦν μετrsquo αὐτῶν ὁμοῦ

δεθήσονται μέχρι τελειώσεως γενεᾶς

15 ἀπόλεσον πάντα τὰ πνεύματα τῶν κιβδήλων καὶ τοὺς υἱοὺς τῶν

ἐγρηγόρων διὰ τὸ ἀδικῆσαι τοὺς ἀνθρώπους

16 καὶ ἀπόλεσον τὴν ἀδικίαν πᾶσαν ἀπὸ τῆς γῆς καὶ πᾶν ἔργον πονηρίας

ἐκλειπέτω καὶ ἀναφανήτω τὸ φυτὸν τῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς ἀληθείας εἰς

τοὺς αἰῶναςmiddot μετὰ χαρᾶς φυτευθήσεται

17 Καὶ νῦν πάντες οἱ δίκαιοι ἐκφεύξονται καὶ ἔσονται ζῶντες ἕως

γεννήσωσιν χιλιάδας καὶ πᾶσαι αἱ ἡμέραι νεότητος αὐτῶν καὶ τὰ

σάββατα αὐτῶν μετὰ εἰρήνης πληρώσουσιν

18 τότε ἐργασθήσεται πᾶσα ἡ γῆ ἐν δικαιοσύνῃ καὶ φυτευθήσεται δένδρον

ἐν αὐτῇ καὶ πλησθήσεται εὐλογίας

19 καὶ πάντα τὰ δένδρα τῆς γῆς ἀγαλλιάσονταιmiddot φυτευθήσεται καὶ

ἔσονται φυτεύοντες ἀμπέλους καὶ ἡ ἄμπελος ἣν ἂν φυτεύσωσιν

ποιήσουσιν πρόχους οἴνου χιλιάδας καὶ σπόρου ποιήσει καθrsquo ἕκαστον

μέτρον ἐλαίας ποιήσει ἀνὰ βάτους δέκα

20 καὶ σὺ καθάρισον τὴν γῆν ἀπὸ πάσης ἀκαθαρσίας καὶ ἀπὸ πάσης

ἀδικίας καὶ ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας καὶ ἀσεβείας καὶ πάσας τὰς ἀκαθαρσίας

τὰς γινομένας ἐπὶ τῆς γῆς ἐξάλειψον

21 καὶ ἔσονται πάντες λατρεύοντες οἱ λαοὶ καὶ εὐλογοῦντες πάντες ἐμοὶ

καὶ προσκυνοῦντες

22 καὶ καθαρισθήσεται πᾶσα ἡ γῆ ἀπὸ παντὸς μιάσματος καὶ ἀπὸ πάσης

ἀκαθαρσίας καὶ ὀργῆς καὶ μάστιγος καὶ οὐκέτι πέμψω ἐπrsquo αὐτοὺς εἰς

πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

XI

1 καὶ τότε ἀνοίξω τὰ ταμεῖα τῆς εὐλογίας τὰ ὄντα ἐν τῷ οὐρανῷ καὶ

κατενεγκεῖν αὐτὰ ἐπὶ τὰ ἔργα ἐπὶ τὸν κόπον τῶν υἱῶν τῶν ἀνθρώπων

2 καὶ τότε ἀλήθεια καὶ εἰρήνη κοινωνήσουσιν ὁμοῦ εἰς πάσας τὰς ἡμέρας

τοῦ αἰῶνος καὶ εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν ἀνθρώπων

XII

1 Πρὸ τούτων τῶν λόγων ἐλήμφθη Ἑνώχ καὶ οὐδεὶς τῶν ἀνθρώπων ἔγνω

ποῦ ἐλήμφθη καὶ ποῦ ἐστιν καὶ τί ἐγένετο αὐτῷ

2 καὶ τὰ ἔργα αὐτοῦ μετὰ τῶν ἐγρηγόρων καὶ μετὰ τῶν ἁγίων αἱ ἡμέραι

αὐτοῦ

3 Καὶ ἑστὼς ἤμην Ἑνὼχ εὐλογῶν τῷ κυρίῳ τῆς μεγαλωσύνης τῷ βασιλεῖ

τῶν αἰώνων καὶ ἰδοὺ οἱ ἐγρήγοροι τοῦ ἁγίου τοῦ μεγάλου ἐκάλουν μεmiddot

4 Ἑνώχ ὁ γραμματεὺς τῆς δικαιοσύνης πορεύου καὶ εἶπε τοῖς ἐγρηγόροις

τοῦ οὐρανοῦ οἵτινες ἀπολιπόντες τὸν οὐρανὸν τὸν ὑψηλόν τὸ ἁγίασμα τῆς

στάσεως τοῦ αἰῶνος μετὰ τῶν γυναικῶν ἐμιάνθησαν καὶ ὥσπερ οἱ υἱοὶ

τῆς γῆς ποιοῦσιν οὕτως καὶ αὐτοὶ ποιοῦσιν καὶ ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας

Ἀφανισμὸν μέγαν ἠφανίσατε τὴν γῆν

5 καὶ οὐκ ἔσται ὑμῖν εἰρήνη οὔτε ἄφεσις καὶ περὶ ὧν χαίρουσιν τῶν υἱῶν

αὐτῶν

6 τὸν φόνον τῶν ἀγαπητῶν αὐτῶν ὄψονται καὶ ἐπὶ τῇ ἀπωλείᾳ τῶν υἱῶν

αὐτῶν στενάξουσιν καὶ δεηθήσονται εἰς τὸν αἰῶνα καὶ οὐκ αὐτοῖς ἔσται

εἰς ἔλεον καὶ εἰρήνην

20

XIII

1 Ὁ δὲ Ἑνὼχ τῷ Ἀζαὴλ εἶπεν Πορεύουmiddot οὐκ ἔσται σοι εἰρήνη κρίμα μέγα

ἐξῆλθεν κατὰ σοῦ δῆσαί σε

2 καὶ ἀνοχὴ καὶ ἐρώτησίς σοι οὐκ ἔσται περὶ ὧν ἔδειξας ἀδικημάτων καὶ

περὶ πάντων τῶν ἔργων τῶν ἀσεβειῶν καὶ τῆς ἀδικίας καὶ τῆς ἁμαρτίας

ὅσα ὑπέδειξας τοῖς ἀνθρώποις

3 Τότε πορευθεὶς εἴρηκα πᾶσιν αὐτοῖς καὶ αὐτοὶ πάντες ἐφοβήθησαν καὶ

ἔλαβεν αὐτοὺς τρόμος καὶ φόβος

4 καὶ ἠρώτησαν ὅπως γράψω αὐτοῖς ὑπομνήματα ἐρωτήσεως ἵνα γένηται

αὐτοῖς ἄφεσις καὶ ἵνα ἐγὼ ἀναγνῶ αὐτοῖς τὸ ὑπόμνημα τῆς ἐρωτήσεως

ἐνώπιον Κυρίου τοῦ οὐρανοῦ

5 ὅτι αὐτοὶ οὐκ ἔτι δύνανται λαλῆσαι οὐδὲ ἀπᾶραι αὐτῶν τοὺς ὀφθαλμοὺς

εἰς τὸν οὐρανὸν ἀπὸ αἰσχύνης περὶ ὧν ἡμαρτήκεισαν καὶ κατεκρίθησαν

6 Τότε ἔγραψα τὸ ὑπόμνημα τῆς ἐρωτήσεως αὐτῶν καὶ τὰς δεήσεις περὶ

τῶν πνευμάτων αὐτῶν καὶ περὶ ὧν δέονται ὅπως αὐτῶν γένωνται ἄφεσις

καὶ μακρότης

7 καὶ πορευθεὶς ἐκάθισα ἐπὶ τῶν ὑδάτων Δὰν ἐν γῇ Δάν ἥτις ἐστὶν ἐκ

δεξιῶν Ἑρμωνειεὶμ δύσεωςmiddot ἀνεγίγνωσκον τὸ ὑπόμνημα τῶν δεήσεων

αὐτῶν

8 ὡς ἐκοιμήθην καὶ ἰδοὺ ὄνειροι ἐπrsquo ἐμὲ ἦλθον καὶ ὁράσεις ἐπrsquo ἐμὲ

ἐπέπιπτον καὶ ἴδον ὁράσεις ὀργῆς καὶ ἦλθεν φωνὴ λέγουσα Εἶπον τοῖς

υἱοῖς τοῦ οὐρανοῦ τοῦ ἐλέγξαι αὐτούς

9 Καὶ ἔξυπνος γενόμενος ἦλθον πρὸς αὐτούς καὶ πάντες συνηγμένοι

ἐκάθηντο πενθοῦντες ἐν Ἐβελσατά ἥτις ἐστὶν ἀνὰ μέσον τοῦ Λιβάνου καὶ

Σενισήλ περικεκαλυμμένοι τὴν ὄψιν

10 ἐνώπιον αὐτῶν καὶ ἀνήγγειλα αὐτοῖς πάσας τὰς ὁράσεις ἃς εἶδον κατὰ

τοὺς ὕπνους καὶ ἠρξάμην λαλεῖν τοὺς λόγους τῆς δικαιοσύνης ἐλέγχων

τοὺς ἐγρηγόρους τοῦ οὐρανοῦ

XIV

1 Βίβλος λόγων δικαιοσύνης καὶ ἐλέγξεως ἐγρηγόρων τῶν ἀπὸ τοῦ

αἰῶνος κατὰ τὴν ἐντολὴν τοῦ ἁγίου τοῦ μεγάλου ἐν ταύτῃ τῇ ὁράσει

2 Ἐγὼ εἶδον κατὰ τοὺς ὕπνους μου ὃ νῦν λέγω ἐν γλώσσῃ σαρκίνῃ ἐν τῷ

πνεύματι τοῦ στόματός μου ὃ ἔδωκεν ὁ μέγας τοῖς ἀνθρώποις λαλεῖν ἐν

αὐτοῖς καὶ νοήσει καρδίαςmiddot

3 ὃς ἔκτισεν καὶ ἔδωκεν ἐλέγξασθαι ἐγρηγόρους τοὺς υἱοὺς τοῦ οὐρανοῦ

4 Ἐγὼ τὴν ἐρώτησιν ὑμῶν τῶν ἀγγέλων ἔγραψα καὶ ἐν τῇ ὁράσει μου

τοῦτο ἐδείχθηmiddot καὶ οὔτε ἡ ἐρώτησις ὑμῶν παρεδέχθη

5 ἵνα μηκέτι εἰς τὸν οὐρανὸν ἀναβῆτε ἐπὶ πάντας τοὺς αἰῶνας καὶ ἐν τοῖς

δεσμοῖς τῆς γῆς ἐρρέθη δῆσαι ὑμᾶς εἰς πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

6 καὶ ἵνα περὶ τούτων ἴδητε τὴν ἀπώλειαν τῶν υἱῶν ὑμῶν τῶν ἀγαπητῶν

καὶ ὅτι οὐκ ἔσται ὑμῖν ὄνησις αὐτῶν ἀλλὰ πεσοῦνται ἐνώπιον ὑμῶν ἐν

μαχαίρᾳ

7 καὶ ἡ ἐρώτησις ὑμῶν περὶ αὐτῶν οὐκ ἔσται οὐδὲ περὶ ὑμῶνmiddot καὶ ὑμεῖς

κλαίοντες καὶ δεόμενοι καὶ μὴ λαλοῦντες πᾶν ῥῆμα ἀπὸ τῆς γραφῆς ἧς

ἔγραψα

8 Καὶ ἐμοὶ ἐφrsquo ὁράσει οὕτως ἐδείχθηmiddot ἰδοὺ νεφέλαι ἐν τῇ ὁράσει ἐκάλουν

καὶ ὁμίχλαι με ἐφώνουν καὶ διαδρομαὶ τῶν ἀστέρων καὶ διαστραπαί με

κατεσπούδαζον καὶ ἐθορύβαζόν με καὶ ἄνεμοι ἐν τῇ ὁράσει μου

ἐξεπέτασάν με

9 καὶ ἐπῆράν με ἄνω καὶ εἰσήνεγκάν με εἰς τὸν οὐρανόν καὶ εἰσῆλθον

21

μέχρις ἤγγισα τείχους οἰκοδομῆς ἐν λίθοις χαλάζης καὶ γλώσσης πυρὸς

κύκλῳ αὐτῶνmiddot καὶ ἤρξαντο ἐκφοβεῖν με

10 Καὶ εἰσῆλθον εἰς τὰς γλώσσας τοῦ πυρός καὶ ἤγγισα εἰς οἶκον μέγαν

οἰκοδομημένον ἐν λίθοις χαλάζης καὶ οἱ τοῖχοι τοῦ οἴκου ὡς λιθόπλακες

καὶ πᾶσαι ἦσαν ἐκ χιόνος καὶ ἐδάφη χιονικά

11 καὶ αἱ στέγαι ὡς διαδρομαὶ ἀστέρων καὶ ἀστραπαί καὶ μεταξὺ αὐτῶν

χερουβὶν πύρινα καὶ οὐρανὸς αὐτῶν ὕδωρ

12 καὶ πῦρ φλεγόμενον κύκλῳ τῶν τειχῶν καὶ θύραι πυρὶ καιόμεναι

13 εἰσῆλθον εἰς τὸν οἶκον ἐκεῖνον θερμὸν ὡς πῦρ καὶ ψυχρὸν ὡς χιών καὶ

πᾶσα τροφὴ ζωῆς οὐκ ἦν ἐν αὐτῷmiddot φόβος με ἐκάλυψεν καὶ τρόμος με

ἔλαβεν

14 καὶ ἤμην σειόμενος καὶ τρέμων καὶ ἔπεσον ἐθεώρουν ἐν τῇ ὁράσει

μου

15 καὶ ἰδοὺ ἄλλη θύρα ἀνεῳγμένη κατέναντί μου καὶ ὁ οἶκος μείζων

τούτου καὶ ὅλος οἰκοδομημένος ἐν γλώσσαις πυρός

16 καὶ ὅλος διαφέρων ἐν δόξῃ καὶ ἐν τιμῇ καὶ ἐν μεγαλωσύνῃ ὥστε μὴ

δύνασθαί με ἐξειπεῖν ὑμῖν περὶ τῆς δόξης καὶ περὶ τῆς μεγαλωσύνης

αὐτοῦ

17 τὸ ἔδαφος αὐτοῦ ἦν πυρός τὸ δὲ ἀνώτερον αὐτοῦ ἦσαν ἀστραπαὶ καὶ

διαδρομαὶ ἀστέρων καὶ ἡ στέγη αὐτοῦ ἦν πῦρ φλέγον

18 Ἐθεώρουν δὲ καὶ εἶδον θρόνον ὑψηλόν καὶ τὸ εἶδος αὐτοῦ ὡσεὶ

κρυστάλλινον καὶ τροχὸς ὡς ἡλίου λάμποντος καὶ ὄρος χερουβίν

19 καὶ ὑποκάτω τοῦ θρόνου ἐξεπορεύοντο ποταμοὶ πυρὸς φλεγόμενοι καὶ

οὐκ ἐδυνάσθην ἰδεῖν

20 καὶ ἡ δόξα ἡ μεγάλη ἐκάθητο ἐπrsquo αὐτῷmiddot τὸ περιβόλαιον αὐτοῦ ὡς εἶδος

ἡλίου λαμπρότερον καὶ λευκότερον πάσης χιόνος

21 καὶ οὐκ ἐδύνατο πᾶς ἄγγελος παρελθεῖν εἰς τὸν οἶκον τοῦτον καὶ ἰδεῖν

τὸ πρόσωπον αὐτοῦ διὰ τὸ ἔντιμον καὶ ἔνδοξον καὶ οὐκ ἐδύνατο πᾶσα

σὰρξ ἰδεῖν αὐτοῦ

22 τὸ πῦρ φλεγόμενον κύκλῳmiddot καὶ πῦρ μέγα παρειστήκει αὐτῷ καὶ οὐδεὶς

ἐγγίζει αὐτῷ κύκλῳ μυρίαι μυριάδες ἑστήκασιν ἐνώπιον αὐτοῦ καὶ πᾶς

λόγος αὐτοῦ ἔργον

23 καὶ οἱ ἅγιοι τῶν ἀγγέλων οἱ ἐγγίζοντες αὐτῷ οὐκ ἀποχωροῦσιν νυκτὸς

οὔτε ἀφίστανται αὐτοῦ

24 Κἀγὼ ἤμην ἕως τούτου ἐπὶ πρόσωπόν μου βεβλημένος καὶ τρέμων καὶ

ὁ κύριος τῷ στόματι αὐτοῦ ἐκάλεσέν με καὶ εἶπέν μοι Πρόσελθε ὧδε

Ἑνώχ καὶ τὸν λόγον μου ἄκουσον

25 καὶ προσελθών μοι εἷς τῶν ἁγίων ἤγειρέν με καὶ ἔστησέν με καὶ

προσήγαγέν με μέχρι τῆς θύραςmiddot ἐγὼ δὲ τὸ πρόσωπόν μου κάτω ἔκυφον

XV

1 Καὶ ἀποκριθεὶς εἶπέν μοι Ὁ ἄνθρωπος ὁ ἀληθινός ἄνθρωπος τῆς

ἀληθείας ὁ γραμματεύςmiddot καὶ τῆς φωνῆς αὐτοῦ ἤκουσαmiddot μὴ φοβηθῇς Ἑνώχ

ἄνθρωπος ἀληθινὸς καὶ γραμματεὺς τῆς ἀληθείαςmiddot πρόσελθε ὧδε καὶ τῆς

φωνῆς μου ἄκουσον

2 πορεύθητι καὶ εἶπε τοῖς πέμψασίν σε Ἐρωτῆσαι ὑμᾶς ἔδει περὶ τῶν

ἀνθρώπων καὶ μὴ τοὺς ἀνθρώπους περὶ ὑμῶν

3 διὰ τί ἀπελίπετε τὸν οὐρανὸν τὸν ὑψηλὸν τὸν ἅγιον τοῦ αἰῶνος καὶ

μετὰ τῶν γυναικῶν ἐκοιμήθητε καὶ μετὰ τῶν θυγατέρων τῶν ἀνθρώπων

ἐμιάνθητε καὶ ἐλάβετε ἑαυτοῖς γυναῖκας ὥσπερ υἱοὶ τῆς γῆς ἐποιήσατε

καὶ ἐγεννήσατε ἑαυτοῖς τέκνα υἱοὺς γίγαντας

22

4 καὶ ὑμεῖς ἦτε ἅγιοι καὶ πνεύματα ζῶντα αἰώνια ἐν τῷ αἵματι τῶν

γυναικῶν ἐμιάνθητε καὶ ἐν αἵματι σαρκὸς ἐγεννήσατε καὶ ἐν αἵματι

ἀνθρώπων ἐπεθυμήσατε καθὼς καὶ αὐτοὶ ποιοῦσιν σάρκα καὶ αἷμα

οἵτινες ἀποθνήσκουσιν καὶ ἀπόλλυνται

5 διὰ τοῦτο ἔδωκα αὐτοῖς θηλείας ἵνα σπερματίζουσιν εἰς αὐτὰς καὶ

τεκνώσουσιν ἐν αὐταῖς τέκνα οὕτως ἵνα μὴ ἐκλείπῃ αὐτοῖς πᾶν ἔργον ἐπὶ

τῆς γῆς

6 ὑμεῖς δὲ ὑπήρχετε πνεύματα ζῶντα αἰώνια καὶ οὐκ ἀποθνήσκοντα εἰς

πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

7 καὶ διὰ τοῦτο οὐκ ἐποίησα ἐν ὑμῖν θηλείαςmiddot τὰ πνεύματα τοῦ οὐρανοῦ ἐν

τῷ οὐρανῷ ἡ κατοίκησις αὐτῶν

8 καὶ νῦν οἱ γίγαντες οἱ γεννηθέντες ἀπὸ τῶν πνευμάτων καὶ σαρκὸς

πνεύματα ἰσχυρὰ ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐν τῇ γῇ ἡ κατοίκησις αὐτῶν ἔσται

9 πνεύματα πονηρὰ ἐξῆλθον ἀπὸ τοῦ σώματος αὐτῶν διότι ἀπὸ τῶν

ἀνωτέρων ἐγένοντο καὶ ἐκ τῶν ἁγίων ἐγρηγόρων ἡ ἀρχὴ τῆς κτίσεως

αὐτῶν καὶ ἀρχὴ θεμελίουmiddot πνεύματα πονηρὰ κληθήσεται

10 πνεύματα οὐρανοῦ ἐν τῷ οὐρανῷ ἡ κατοίκησις αὐτῶν ἔσται καὶ τὰ

πνεύματα ἐπὶ τῆς γῆς τὰ γεννηθέντα ἐπὶ τῆς γῆς ἡ κατοίκησις αὐτῶν

ἔσται

11 καὶ τὰ πνεύματα τῶν γιγάντων νεφέλας ἀδικοῦντα ἀφανίζοντα καὶ

ἐνπίπτοντα καὶ συνπαλαίοντα καὶ συνρίπτοντα ἐπὶ τῆς γῆς πνεύματα

σκληρὰ γιγάντων καὶ δρόμους ποιοῦντα καὶ μηδὲν ἐσθίοντα ἀλλrsquo

ἀσιτοῦντα καὶ διψῶντα καὶ προσκόπτοντα πνεύματα

12 καὶ ἐξαναστήσει ταῦτα εἰς τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν

γυναικῶν ὅτι ἐξεληλύθασιν ἀπrsquo αὐτῶν

XVI

1 ἀπὸ ἡμέρας σφαγῆς καὶ ἀπωλείας καὶ θανάτου ἀφrsquo ὧν τὰ πνεύματα

ἐκπορευόμενα ἐκ τῆς ψυχῆς τῆς σαρκὸς αὐτῶν ἔσται ἀφανίζοντα χωρὶς

κρίσεωςmiddot οὕτως ἀφανίσουσιν μέχρις ἡμέρας τελειώσεως τῆς κρίσεως τῆς

μεγάλης ἐν ᾗ ὁ αἰὼν ὁ μέγας τελεσθήσεται

2 καὶ νῦν ἐγρηγόροις τοῖς πέμψασίν σε ἐρωτῆσαι περὶ αὐτῶν οἵτινες ἐν

οὐρανῷ ἦσαν

3 Ὑμεῖς ἐν τῷ οὐρανῷ ἦτε καὶ πᾶν μυστήριον ὃ οὐκ ἀνεκαλύφθη ὑμῖν καὶ

μυστήριον τὸ ἐκ τοῦ θεοῦ γεγενημένον ἔγνωτε καὶ τοῦτο ἐμηνύσατε ταῖς

γυναιξὶν ἐν ταῖς σκληροκαρδίαις ὑμῶν καὶ ἐν τῷ μυστηρίῳ τούτῳ

πληθύνουσιν αἱ θήλειαι καὶ οἱ ἄνθρωποι τὰ κακὰ ἐπὶ τῆς γῆς

4 εἶπον οὖν αὐτοῖς Οὐκ ἔστιν εἰρήνη

XVII

1 Καὶ παραλαβόντες με εἴς τινα τόπον ἀπήγαγον ἐν ᾧ οἱ ὄντες ἐκεῖ

γίνονται ὡς πῦρ φλέγον καὶ ὅταν θέλωσιν φαίνονται ὡσεὶ ἄνθρωποι

2 Καὶ ἀπήγαγόν με εἰς ζοφώδη τόπον καὶ εἰς ὄρος οὗ ἡ κεφαλὴ ἀφικνεῖτο

εἰς τὸν οὐρανόν

3 καὶ εἶδον τόπον τῶν φωστήρων καὶ τοὺς θησαυροὺς τῶν ἀστέρων καὶ

τῶν βροντῶν καὶ εἰς τὰ ἀεροβαθῆ ὅπου τόξον πυρὸς καὶ τὰ βέλη καὶ τὰς

θήκας αὐτῶν καὶ τὰς ἀστραπὰς πάσας

4 Καὶ ἀπήγαγόν με μέχρι ὑδάτων καὶ μέχρι πυρὸς δύσεως ὅ ἐστιν καὶ

παρέχον πάσας τὰς δύσεις τοῦ ἡλίου

5 καὶ ἤλθομεν μέχρι ποταμοῦ πυρός ἐν ᾧ κατατρέχει τὸ πῦρ ὡς ὕδωρ καὶ

ῥέει εἰς θάλασσαν μεγάλην δύσεως

6 ἴδον τοὺς μεγάλους ποταμούς καὶ μέχρι τοῦ μεγάλου ποταμοῦ καὶ μέχρι

23

τοῦ μεγάλου σκότους κατήντησα καὶ ἀπῆλθον ὅπου πᾶσα σὰρξ οὐ

περιπατεῖ

7 ἴδον τοὺς ἀνέμους τῶν γνόφων τοὺς χειμερινοὺς καὶ τὴν ἔκχυσιν τῆς

ἀβύσσου πάντων ὑδάτων

8 ἴδον τὸ στόμα τῆς γῆς πάντων τῶν ποταμῶν καὶ τὸ στόμα τῆς ἀβύσσου

XVIII

1 ἴδον τοὺς θησαυροὺς τῶν ἀνέμων πάντων ἴδον ὅτι ἐν αὐτοῖς ἐκόσμησεν

πάσας τὰς κτίσεις καὶ τὸν θεμέλιον τῆς γῆς καὶ τὸν λίθον ἴδον τῆς γωνίας

τῆς γῆς

2 ἴδον τοὺς τέσσαρας ἀνέμους τὴν γῆν βαστάζοντας

3 καὶ τὸ στερέωμα τοῦ οὐρανοῦ καὶ αὐτοὶ ἱστᾶσιν μεταξὺ γῆς καὶ

οὐρανοῦ

4 ἴδον ἀνέμους τῶν οὐρανῶν στρέφοντας καὶ διανεύοντας τὸν τροχὸν τοῦ

ἡλίου καὶ πάντας τοὺς ἀστέρας

5 ἴδον τοὺς ἐπὶ τῆς γῆς ἀνέμους βαστάζοντας ἐν νεφέλῃ ἴδον πέρατα τῆς

γῆς τὸ στήριγμα τοῦ οὐρανοῦ ἐπάνω

6 Παρῆλθον καὶ ἴδον τόπον καιόμενον νυκτὸς καὶ ἡμέρας ὅπου τὰ ἑπτὰ

ὄρη ἀπὸ λίθων πολυτελῶν [τρία] εἰς ἀνατολὰς καὶ τρία εἰς νότον

βάλλοντα

7 καὶ τὰ μὲν πρὸς ἀνατολὰς ἀπὸ λίθου χρώματος τὸ δὲ ἦν ἀπὸ λίθου

μαργαρίτου καὶ τὸ ἀπὸ λίθου ταθέν τὸ δὲ κατὰ νότον ἀπὸ λίθου πυρροῦmiddot

8 τὸ δὲ μέσον αὐτῶν ἦν εἰς οὐρανόν ὥσπερ θρόνος θεοῦ ἀπὸ λίθου φουκά

καὶ ἡ κορυφὴ τοῦ θρόνου ἀπὸ λίθου σαφφείρουmiddot

9 καὶ πῦρ καιόμενον ἴδον κἀπέκεινα τῶν ὀρέων τούτων

10 τόπος ἐστὶν πέρας τῆς μεγάλης γῆςmiddot ἐκεῖ συντελεσθήσονται οἱ οὐρανοί

11 καὶ ἴδον χάσμα μέγα εἰς τοὺς στύλους τοῦ πυρὸς καταβαίνοντας καὶ

οὐκ ἦν μέτρον οὔτε εἰς βάθος οὔτε εἰς ὕψος

12 καὶ ἐπέκεινα τοῦ χάσματος τούτου ἴδον τόπον ὅπου οὐδὲ στερέωμα

οὐρανοῦ ἐπάνω οὔτε γῆ ᾖ τεθεμελιωμένη ὑποκάτω αὐτοῦ οὔτε ὕδωρ ἦν

ὑπὸ αὐτὸ οὔτε πετεινόν ἀλλὰ τόπος ἦν ἔρημος καὶ φοβερός

13 ἐκεῖ ἴδον ἑπτὰ ἀστέρας ὡς ὄρη μεγάλα καιόμενα περὶ ὧν

πυνθανομένῳ μοι

14 εἶπεν ὁ ἄγγελος Οὗτός ἐστιν ὁ τόπος τὸ τέλος τοῦ οὐρανοῦ καὶ γῆςmiddot

δεσμωτήριον τοῦτο ἐγένετο τοῖς ἄστροις καὶ ταῖς δυνάμεσιν τοῦ οὐρανοῦ

15 καὶ οἱ ἀστέρες οἱ κυλιόμενοι ἐν τῷ πυρί οὗτοί εἰσιν οἱ παραβάντες

πρόσταγμα κυρίου ἐν ἀρχῇ τῆς ἀνατολῆς αὐτῶν - ὅτι τόπος ἔξω τοῦ

οὐρανοῦ κενός ἐστιν - ὅτι οὐκ ἐξῆλθαν ἐν τοῖς καιροῖς αὐτῶν

16 καὶ ὀργίσθη αὐτοῖς καὶ ἔδησεν αὐτοὺς μέχρι καιροῦ τελειώσεως αὐτῶν

ἁμαρτίας laquoαὐτῶνraquo ἐνιαυτῶν μυρίων

XIX

1 Καὶ εἶπέν μοι Οὐριήλ Ἐνθάδε οἱ μιγέντες ἄγγελοι ταῖς γυναιξὶν

στήσονται καὶ τὰ πνεύματα αὐτῶν πολύμορφα γενόμενα λυμαίνεται τοὺς

ἀνθρώπους καὶ πλανήσει αὐτοὺς ἐπιθύειν τοῖς δαιμονίοις μέχρι τῆς

μεγάλης κρίσεως ἐν ᾗ κριθήσονται εἰς ἀποτελείωσιν

2 καὶ αἱ γυναῖκες αὐτῶν τῶν παραβάντων ἀγγέλων εἰς σειρῆνας

γενήσονται

3 κἀγὼ Ἑνὼχ ἴδον τὰ θεωρήματα μόνος τὰ πέρατα πάντων καὶ οὐ μὴ ἴδῃ

οὐδὲ εἷς ἀνθρώπων ὡς ἐγὼ ἴδον

XX

1 Ἄγγελοι τῶν δυνάμεων

24

2 Οὐριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ταρτάρου

3 Ῥαφαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων τῶν ἀνθρώπων

4 Ῥαγουήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐκδικῶν τὸν κόσμον τῶν

φωστήρων

5 Μιχαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν τοῦ λαοῦ ἀγαθῶν

τεταγμένος καὶ ἐπὶ τῷ χάῳ

6 Σαριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων οἵτινες ἐπὶ τῷ

πνεύματι ἁμαρτάνουσιν

7 Γαβριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τοῦ παραδείσου καὶ τῶν

δρακόντων καὶ χερουβείν ἀρχαγγέλων ὀνόματα ἑπτά

XXI

1 Καὶ ἐφώδευσα ἕως τῆς ἀκατασκευάστου

2 κἀκεῖ ἐθεασάμην ἔργον φοβερόνmiddot ἑώρακα οὔτε οὐρανὸν ἐπάνω οὔτε γῆν

τεθέαμαι τεθεμελιωμένην ἀλλὰ τόπον ἀκατασκεύαστον καὶ φοβερόν

3 καὶ ἐκεῖ τεθέαμαι ἑπτὰ τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ δεδεμένους καὶ

ἐρριμμένους ἐν αὐτῷ ὁμοίους ὄρεσιν μεγάλοις καὶ ἐν πυρὶ καιομένους

4 τότε εἶπον Διὰ ποίαν αἰτίαν ἐπεδέθησαν καὶ διὰ τί ὧδε ἐρίφησαν

5 τότε εἶπέν μοι Οὐριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν - καὶ

αὐτὸς ἡγεῖτο αὐτῶν - καὶ εἶπέν μοι Ἑνώχ περὶ τίνος ἐρωτᾷς ἢ περὶ τίνος

τὴν ἀλήθειαν φιλοσπευδεῖς

6 οὗτοί εἰσιν τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ οἱ παραβάντες τὴν ἐπιταγὴν τοῦ

κυρίου καὶ ἐδέθησαν ὧδε μέχρι τοῦ πληρῶσαι μύρια ἔτη τὸν χρόνον τῶν

ἁμαρτημάτων αὐτῶν

7 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον τούτου φοβερώτερον καὶ τεθέαμαι

ἔργα φοβερώτερα πῦρ μέγα ἐκεῖ καιόμενον καὶ φλεγόμενον καὶ διακοπὴν

εἶχεν ὁ τόπος ἕως τῆς ἀβύσσου πλήρης στύλων πυρὸς μεγάλου

καταφερομένωνmiddot οὔτε μέτρον οὔτε πλάτος ἠδυνήθην ἰδεῖν οὐδὲ εἰκάσαι

8 τότε εἶπον Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος καὶ ὡς δεινὸς τῇ ὁράσει

9 τότε ἀπεκρίθη μοι ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν καὶ εἶπέν

μοι Ἑνώχ διὰ τί ἐφοβήθης οὕτως καὶ ἐπτοήθης καὶ ἀπεκρίθην Περὶ

τούτου τοῦ φοβεροῦ καὶ περὶ τῆς προσόψεως τῆς δεινῆς

10 καὶ εἶπεν Οὗτος ὁ τόπος δεσμωτήριον ἀγγέλωνmiddot ὧδε συνσχεθήσονται

μέχρι αἰῶνος εἰς τὸν αἰῶνα

XXII

1 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον καὶ ἔδειξέν μοι πρὸς δυσμὰς ἄλλο

ὄρος μέγα καὶ ὑψηλόν πέτρας στερεάς

2 καὶ τέσσαρες τόποι ἐν αὐτῷ κοῖλοι βάθος ἔχοντες καὶ λίαν λεῖοι τρεῖς

αὐτῶν σκοτινοὶ καὶ εἷς φωτινός καὶ πηγὴ ὕδατος ἀνὰ μέσον αὐτοῦ καὶ

εἶπον Πῶς λεῖα τὰ κοιλώματα ταῦτα καὶ ὁλοβαθῆ καὶ σκοτινὰ τῇ ὁράσει

3 τότε ἀπεκρίθη Ῥαφαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν καὶ

εἶπέν μοι Οὗτοι οἱ τόποι οἱ κοῖλοι ἵνα ἐπισυνάγωνται εἰς αὐτοὺς τὰ

πνεύματα τῶν ψυχῶν τῶν νεκρῶν εἰς αὐτὸ τοῦτο ἐκρίθησαν ὥδε

ἐπισυνάγεσθαι πάσας τὰς ψυχὰς τῶν ἀνθρώπων

4 καὶ οὗτοι οἱ τόποι εἰς ἐπισύνσχεσιν αὐτῶν ἐποίησαν μέχρι τῆς ἡμέρας

τῆς κρίσεως αὐτῶν καὶ μέχρι τοῦ διορισμοῦ καὶ διορισμένου χρόνου ἐν ᾧ ἡ

κρίσις ἡ μεγάλη ἔσται ἐν αὐτοῖς

5 τεθέαμαι ἀνθρώπους νεκροὺς ἐντυγχάνοντας καὶ ἡ φωνὴ αὐτοῦ μέχρι

τοῦ οὐρανοῦ προέβαινεν καὶ ἐνετύγχανεν

6 καὶ ἠρώτησα Ῥαφαὴλ τὸν ἄγγελον ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν καὶ εἶπα αὐτῷ Τοῦτο

τὸ πνεῦμα τὸ ἐντυγχάνον τίνος ἐστίν διrsquo ὃ οὕτως ἡ φωνὴ αὐτοῦ προβαίνει

25

καὶ ἐντυγχάνει ἕως τοῦ οὐρανοῦ

7 καὶ ἀπεκρίθη μοι λέγων Τοῦτο τὸ πνεῦμά ἐστιν τὸ ἐξελθὸν ἀπὸ Ἄβελ ὃν

ἐφόνευσε Κάιν ὁ ἀδελφός καὶ Ἄβελ ἐντυγχάνει περὶ αὐτοῦ μέχρι τοῦ

ἀπολέσαι τὸ σπέρμα αὐτοῦ ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς καὶ ἀπὸ τοῦ

σπέρματος τῶν ἀνθρώπων ἀφανθῇ τὸ σπέρμα αὐτοῦ

8 Τότε ἠρώτησα περὶ τῶν κυκλωμάτων πάντων διὰ τί ἐχωρίσθησαν ἓν

ἀπὸ τοῦ ἑνός

9 καὶ ἀπεκρίθη μοι λέγων Οὗτοι οἱ τρεῖς ἐποιήθησαν χωρίζεσθαι τὰ

πνεύματα τῶν νεκρῶνmiddot καὶ οὕτως ἐχωρίσθη εἰς τὰ πνεύματα τῶν δικαίων

οὗ ἡ πηγὴ τοῦ ὕδατος ἐν αὐτῷ φωτινήmiddot

10 καὶ οὕτως ἐκτίσθη τῶν ἁμαρτωλῶν ὅταν ἀποθάνωσιν καὶ ταφῶσιν εἰς

τὴν γῆν καὶ κρίσις οὐκ ἐγενήθη ἐπrsquo αὐτῶν ἐν τῇ ζωῇ αὐτῶν

11 ὧδε χωρίζεται τὰ πνεύματα αὐτῶν εἰς τὴν μεγάλην βάσανον ταύτην

μέχρι τῆς μεγάλης ἡμέρας τῆς κρίσεως τῶν μαστίγων καὶ τῶν βασάνων

τῶν κατηραμένων μέχρι αἰῶνοςmiddot ἦν ἀνταπόδοσις τῶν πνευμάτωνmiddot ἐκεῖ

δήσει αὐτοὺς μέχρις αἰῶνος

12 καὶ οὕτως ἐχωρίσθη τοῖς πνεύμασιν τῶν ἐντυγχανόντων οἵτινες

ἐνφανίζουσιν περὶ τῆς ἀπωλείας ὅταν φονευθῶσιν ἐν ταῖς ἡμέραις τῶν

ἁμαρτωλῶν

13 καὶ οὕτως ἐκτίσθη τοῖς πνεύμασιν τῶν ἀνθρώπων ὅσοι οὐκ ἔσονται

ὅσιοι ἀλλὰ ἁμαρτωλοί καὶ μετὰ τῶν ἀνόμων ἔσονται μέτοχοι τὰ δὲ

πνεύματα ὅτι οἱ ἐνθάδε θλιβέντες ἔλαττον κολάζονται αὐτῶν οὐ

τιμωρηθήσονται ἐν ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως οὐδὲ μὴ μετεγερθῶσιν ἐντεῦθεν

14 Τότε ηὐλόγησα τὸν κύριον τῆς δόξης καὶ εἶπα Εὐλογητὸς εἶ Κύριε ὁ τῆς

δικαιοσύνης κυριεύων τοῦ αἰῶνος

XXIII

1 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον πρὸς δυσμὰς τῶν περάτων τῆς γῆς

2 καὶ ἐθεασάμην πῦρ διατρέχον καὶ οὐκ ἀναπαυόμενον οὐδὲ ἐλλεῖπον τοῦ

δρόμου ἡμέρας καὶ νυκτὸς ἅμα διαμένον

3 καὶ ἠρώτησα λέγων Τί ἐστιν τὸ μὴ ἔχον ἀνάπαυσιν

4 τότε ἀπεκρίθη μοι Ῥαγουήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν

Οὗτος ὁ δρόμος τοῦ πυρὸς τὸ πρὸς δυσμὰς πῦρ τὸ ἐκδιῶκόν ἐστιν πάντας

τοὺς φωστῆρας τοῦ οὐρανοῦ

XXIV

1 Καὶ ἔδειξέν μοι ὄρη πυρὸς καιόμενα νυκτός

2 καὶ ἐπέκεινα αὐτῶν ἐπορεύθην καὶ ἐθεασάμην ἑπτὰ ὄρη ἔνδοξα πάντα

ἑκάτερα τοῦ ἑκατέρου διαλλάσσοντα ὧν οἱ λίθοι ἔντιμοι τῇ καλλονῇ καὶ

πάντα ἔντιμα καὶ ἔνδοξα καὶ εὐειδῆ τρία ἐπrsquo ἀνατολὰς ἐστηριγμένα ἐν τῷ

ἑνί καὶ τρία ἐπὶ νότον ἐν τῷ ἑνὶ καὶ φάραγγες βαθεῖαι καὶ τραχεῖαι μία τῇ

μιᾷ οὐκ ἐγγίζουσαι

3 καὶ τῷ ὄρει ἕβδομον ὄρος ἀνὰ μέσον τούτων καὶ ὑπερεῖχεν τῷ ὕψει

ὅμοιον καθέδρᾳ θρόνου καὶ περιεκύκλου δένδρα αὐτῷ εὐειδῆ

4 καὶ ἦν ἐν αὐτοῖς δένδρον ὃ οὐδέποτε ὤσφρανμαι καὶ οὐδεὶς ἕτερος αὐτῷ

ηὐφράνθη καὶ οὐδὲν ἕτερον ὅμοιον αὐτῷmiddot ὀσμὴν εἶχεν εὐωδεστέραν

πάντων ἀρωμάτων καὶ τὰ φύλλα αὐτοῦ καὶ τὸ ἄνθος καὶ τὸ δένδρον οὐ

φθίνει εἰς τὸν αἰῶνα οἱ δὲ περὶ τὸν καρπὸν ὡσεὶ βότρυες φοινίκων

5 τότε εἶπον ὡς καλὸν τὸ δένδρον τοῦτό ἐστιν καὶ εὐῶδες καὶ ὡραῖα τὰ

φύλλα καὶ τὰ ἄνθη αὐτοῦ ὡραῖα τῇ ὁράσει

6 τότε ἀπεκρίθη μοι Μιχαήλ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν - καὶ

αὐτὸς αὐτῶν ἡγεῖτο ndash

26

XXV

1 καὶ εἶπέν μοι Ἑνώχ τί ἐρωτᾷς καὶ τί ἐθαύμασας ἐν τῇ ὀσμῇ τοῦ δένδρου

καὶ διὰ τί θέλεις τὴν ἀλήθειαν μαθεῖν

2 τότε ἀπεκρίθην αὐτῷ Περὶ πάντων εἰδέναι θέλω μάλιστα δὲ περὶ τοῦ

δένδρου τούτου σφόδρα

3 καὶ ἀπεκρίθη λέγων Τοῦτο τὸ ὄρος τὸ ὑψηλόν οὗ ἡ κορυφὴ ὁμοία

θρόνου θεοῦ καθέδρα ἐστὶν οὗ καθίζει ὁ μέγας κύριος ὁ ἅγιος τῆς δόξης ὁ

βασιλεὺς τοῦ αἰῶνος ὅταν καταβῇ ἐπισκέψασθαι τὴν γῆν ἐπrsquo ἀγαθῷ

4 καὶ τοῦτο τὸ δένδρον εὐωδίας καὶ οὐδεμία σὰρξ ἐξουσίαν ἔχει ἅψασθαι

αὐτοῦ μέχρι τῆς μεγάλης κρίσεως ἐν ᾗ ἐκδίκησις πάντων καὶ τελείωσις

μέχρις αἰῶνοςmiddot τότε δικαίοις καὶ ὁσίοις δοθήσεται

5 ὁ καρπὸς αὐτοῦ τοῖς ἐκλεκτοῖς εἰς ζωὴν εἰς βορρᾶν καὶ

μεταφυτευθήσεται ἐν τόπῳ ἁγίῳ παρὰ τὸν οἶκον τοῦ θεοῦ βασιλέως τοῦ

αἰῶνος

6 τότε εὐφρανθήσονται εὐφραινόμενοι καὶ χαρήσονται καὶ εἰς τὸ ἅγιον

εἰσελεύσονταιmiddot αἱ ὀσμαὶ αὐτοῦ ἐν τοῖς ὀστέοις αὐτῶν καὶ ζωὴν πλείονα

ζήσονται ἐπὶ γῆς ἣν ἔζησαν οἱ πατέρες σου καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτῶν καὶ

βάσανοι καὶ πληγαὶ καὶ μάστιγες οὐχ ἅψονται αὐτῶν

7 Τότε ηὐλόγησα τὸν θεὸν τῆς δόξης τὸν βασιλέα τοῦ αἰῶνος ὃς

ἡτοίμασεν ἀνθρώποις τὰ τοιαῦτα δικαίοις καὶ αὐτὰ ἔκτισεν καὶ εἶπεν

δοῦναι αὐτοῖς

XXVI

1 Καὶ ἐκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς τὸ μέσον τῆς γῆς καὶ ἴδον τόπον

ηὐλογημένον ἐν ᾧ δένδρα ἔχοντα παραφυάδας μενούσας καὶ βλαστούσας

τοῦ δένδρου ἐκκοπέντος

2 κἀκεῖ τεθέαμαι ὄρος ἅγιονmiddot ὑποκάτω τοῦ ὄρους ὕδωρ ἐξ ἀνατολῶν καὶ

τὴν δύσιν εἶχεν πρὸς νότον

3 καὶ ἴδον πρὸς ἀνατολὰς ἄλλο ὄρος ὑψηλότερον τούτου καὶ ἀνὰ μέσον

αὐτοῦ φάραγγα βαθεῖαν οὐκ ἔχουσαν πλάτος καὶ διrsquo αὐτῆς ὕδωρ

πορεύεται ὑποκάτω ὑπὸ τὸ ὄρος

4 καὶ πρὸς δυσμὰς τούτου ἄλλο ὄρος ταπεινότερον αὐτοῦ καὶ οὐκ ἔχον

ὕψος καὶ φάραγγα βαθεῖαν καὶ ξηρὰν ἀνὰ μέσον αὐτῶν καὶ ἄλλην

φάραγγα βαθεῖαν καὶ ξηρὰν ἐπrsquo ἄκρων τῶν τριῶν ὀρέων

5 καὶ πᾶσαι φάραγγές εἰσιν βαθεῖαι ἐκ πέτρας στερεᾶς καὶ δένδρον οὐκ

ἐφυτεύετο ἐπrsquo αὐτάς

6 καὶ ἐθαύμασα περὶ τῆς φάραγγος καὶ λίαν ἐθαύμασα

XXVII

1 καὶ εἶπον Διὰ τί ἡ γῆ αὕτη ἡ εὐλογημένη καὶ πᾶσα πλήρης δένδρων

αὐτὴ δὲ ἡ φάραγξ κεκατηραμένη ἐστίν

2 γῆ κατάρατος τοῖς κεκατηραμένοις ἐστὶν μέχρι αἰῶνος ὧδε

ἐπισυναχθήσονται πάντες οἱ κεκατηραμένοι οἵτινες ἐροῦσιν τῷ στόματι

αὐτῶν κατὰ Κυρίου φωνὴν ἀπρεπῆ καὶ περὶ τῆς δόξης αὐτοῦ σκληρὰ

λαλήσουσιν ὧδε ἐπισυναχθήσονται καὶ ὧδε ἔσται τὸ οἰκητήριον

3 ἐπrsquo ἐσχάτοις αἰῶσιν ἐν ταῖς ἡμέραις τῆς κρίσεως τῆς ἀληθινῆς ἐναντίον

τῶν δικαίων εἰς τὸν ἅπαντα χρόνον ὧδε εὐλογήσουσιν οἱ ἀσεβεῖς τὸν

κύριον τῆς δόξης τὸν βασιλέα τοῦ αἰῶνοςmiddot

4 ἐν ταῖς ἡμέραις τῆς κρίσεως αὐτῶν εὐλογήσουσιν ἐν ἐλέει ὡς ἐμέρισεν

αὐτοῖς

5 Τότε ηὐλόγησα τὸν κύριον τῆς δόξης καὶ τὴν δόξαν αὐτοῦ ἐδήλωσα καὶ

ὕμνησα μεγαλοπρεπῶς

27

XXVIII

1 Καὶ ἐκεῖθεν ἐπορεύθην εἰς τὸ μέσον Μανδοβαρά καὶ ἴδον αὐτὸ ἔρημονmiddot

καὶ αὐτὸ μόνον

2 πλήρης δένδρων καὶ ἀπὸ τῶν σπερμάτων ὕδωρ ἄνομβρον ἄνωθεν

φερόμενον

3 ὡς ὑδραγωγὸς δαψιλὴς ὡς πρὸς βορρᾶν ἐπὶ δυσμῶν πάντοθεν ἀνάγει

ὕδωρ καὶ δρόσον

XXIX

1 Ἔτι ἐκεῖθεν ἐπορεύθην εἰς ἄλλον τόπον ἐν τῷ Βαβδηρά καὶ πρὸς

ἀνατολὰς τοῦ ὄρους τούτου ᾠχόμην

2 καὶ ἴδον κρίσεως δένδρα πνέοντα ἀρωμάτων λιβάνων καὶ ζμύρνας καὶ

τὰ δένδρα αὐτῶν ὅμοια καρύαις

XXX

1 Καὶ ἐπέκεινα τούτων ᾠχόμην πρὸς ἀνατολὰς μακράν καὶ ἴδον τόπον

ἄλλον μέγαν φάραγγα ὕδατος

2 ἐν ᾧ καὶ δένδρα χρόα ἀρωμάτων ὁμοίων σχίνῳ

3 καὶ τὰ παρὰ τὰ χείλη τῶν φαράγγων τούτων ἴδον κιννάμωμον

ἀρωμάτωνmiddot καὶ ἐπέκεινα τούτων ᾠχόμην πρὸς ἀνατολάς

XXXI

1 καὶ ἴδον ἄλλα ὄρη καὶ ἐν αὐτοῖς ἄλση δένδρων καὶ ἐκπορευόμενον ἐξ

αὐτῶν νέκταρ τὸ καλούμενον σαρρὰν καὶ χαλβάνη

2 καὶ ἐπέκεινα τῶν ὀρέων τούτων ἴδον ἄλλο ὄρος πρὸς ἀνατολὰς τῶν

περάτων τῆς γῆς καὶ πάντα τὰ δένδρα πλήρη ἐξαυτῆς ἐν ὁμοιώματι

ἀμυγδάλων

3 ὅταν τριβῶσινmiddot διὸ εὐωδέστερον ὑπὲρ πάντων τῶν ἀρωμάτων

XXXII

1 εἰς βορρᾶν πρὸς ἀνατολὰς τεθέαμαι ἑπτὰ ὄρη πλήρη νάρδου χρηστοῦ

καὶ σχίνου καὶ κινναμώμου καὶ πιπέρεως

2 Καὶ ἐκεῖθεν ἐφώδευσα ἐπὶ τὰς ἀρχὰς πάντων τῶν ὀρέων τούτων

μακρὰν ἀπέχων πρὸς ἀνατολὰς τῆς γῆς καὶ διέβην ἐπάνω τῆς ἐρυθρᾶς

θαλάσσης καὶ ᾠχόμην ἐπrsquo ἄκρων καὶ ἀπὸ τούτου διέβην ἐπάνω τοῦ

Ζωτιήλ

3 καὶ ἦλθον πρὸς τὸν παράδεισον τῆς δικαιοσύνης καὶ ἴδον μακρόθεν τῶν

δένδρων τούτων δένδρα πλείονα καὶ μεγάλα δύο μὲν ἐκεῖ μεγάλα σφόδρα

καλὰ καὶ ἔνδοξα καὶ μεγαλοπρεπῆ καὶ τὸ δένδρον τῆς φρονήσεως οὗ

ἐσθίουσιν ἅγιοι τοῦ καρποῦ αὐτοῦ καὶ ἐπίστανται φρόνησιν μεγάλην

4 ὅμοιον τὸ δένδρον ἐκεῖνο στροβιλέᾳ τὸ ὕψος τὰ δὲ φύλλα αὐτοῦ κερατίᾳ

ὅμοια ὁ δὲ καρπὸς αὐτοῦ ὡσεὶ βότρυες ἀμπέλου ἱλαροὶ λίαν ἡ δὲ ὀσμὴ

αὐτοῦ διέτρεχεν πόρρω ἀπὸ τοῦ δένδρου

5 τότε εἶπον ὡς καλὸν τὸ δένδρον καὶ ὡς ἐπίχαρι τῇ ὁράσει

6 τότε ἀπεκρίθη Ῥαφαήλ ὁ ἅγιος ἄγγελος ὁ μετrsquo ἐμοῦ ὤν Τοῦτο τὸ

δένδρον φρονήσεως ἐξ οὗ ἔφαγεν ὁ πατήρ σου

LXXXIX

42 Καὶ οἱ κύνες ἤρξαντο κατεσθίειν τὰ πρόβατα καὶ οἱ ὕες καὶ οἱ ἀλώπεκες

κατήσθιον αὐτά μέχρι οὗ ἤγειρεν ὁ κύριος τῶν προβάτων κριὸν ἕνα ἐκ

τῶν προβάτων

43 καὶ ὁ κριὸς οὗτος ἤρξατο κερατίζειν καὶ ἐπιδιώκειν ἐν τοῖς κέρασιν καὶ

ἐνετίνασσεν εἰς τοὺς ἀλώπεκας καὶ μετrsquo αὐτοὺς εἰς τοὺς ὕαςmiddot καὶ

ἀπώλεσεν ὕας πολλούς καὶ μετrsquo αὐτοὺς [ἐλυμήνα]το τοὺς κύνας

44 καὶ τὰ πρόβατα ὧν οἱ ὀφθαλμοὶ ἠνοίγησαν ἐθεάσαντο τὸν κριὸν τὸν ἐν

28

τοῖς προβάτοις ἕως οὗ ἀφῆκεν τὴν ὁδὸν αὐτοῦ καὶ ἤρξατο πορεύεσθαι

ἀνοδίᾳ

45 καὶ ὁ κύριος τῶν προβάτων ἀπέστειλεν τὸν ἄρνα τοῦτον ἐπὶ ἄρνα

ἕτερον τοῦ στῆσαι αὐτὸν εἰς κριὸν ἐν ἀρχῇ τῶν προβάτων ἀντὶ τοῦ κριοῦ

τοῦ ἀφέντος τὴν ὁδὸν αὐτοῦ

46 καὶ ἐπορεύθη πρὸς αὐτὸν καὶ ἐλάλησεν αὐτῷ σιγῇ κατὰ μόνας καὶ

ἤγειρεν αὐτὸν εἰς κριὸν καὶ εἰς ἄρχοντα καὶ εἰς ἡγούμενον τῶν προβάτωνmiddot

καὶ οἱ κύνες ἐπὶ πᾶσιν τούτοις ἔθλιβον τὰ πρόβατα

47 [καὶ] ὁ κριὸς ὁ πρῶτος τὸν κριὸν τὸν δεύτερον ἐπεδίωκεν καὶ ἔφυγεν

ἀπὸ προσώπου αὐτοῦmiddot εἶτrsquo ἐθεώρουν τὸν κριὸν τὸν πρῶτον ἕως οὗ ἔπεσεν

ἔμπροσθεν τῶν κυνῶν

48 καὶ ὁ κριὸς ὁ δεύτερος ἀναπηδήσας ἀφηγήσατο τῶν προβάτων

49 καὶ τὰ πρόβατα ηὐξήθησαν καὶ ἐπληθύνθησανmiddot καὶ πάντες οἱ κύνες καὶ

οἱ ἀλώπεκες ἔφυγον ἀπrsquo αὐτοῦ καὶ ἐφοβοῦντο αὐτόν

XC

1

6 [καὶ ἀναγνωσθής]ονται [πάντες] οἱ λόγοι τῶν ἀνομιῶν ὑμῶν ἐν[ώπιον]

τοῦ μεγάλου ἁγίου κατὰ πρόσωπον ὑμῶνmiddot εἶτrsquo ἀναφελεῖ τὰ πάντα ἔργα τὰ

μετασχόντα ἐν τῇ ἀνομίᾳ

7 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἁμαρτωλοὶ [οἱ] ἐν μέσῳ τῆς θαλάσσης καὶ ἐπὶ τῆς ξηρᾶς

ὄντεςmiddot μνημόσυνον εἰς ὑμᾶς κακόν

8 οὐαὶ ὑμῖν οἱ κτώμενοι χρυσίον καὶ ἀργύριον οὐκ ἀπὸ δικαιοσύνης καὶ

ἐρεῖτε πλούτῳ πεπλουτήκαμεν καὶ τὰ ὑπάρχοντα ἐσχήκαμεν καὶ

κεκτήμεθα

9 καὶ πᾶν ὃ ἐὰν θελήσωμεν ποιήσωμεν ὅτι ἀργύριον τεθησαυρίκαμεν ἐν

τοῖς θησαυροῖς ἡμῶν καὶ ἀγαθὰ πολλὰ ἐν ταῖς οἰκίαις ἡμῶν

10 καὶ ὡς ὕδωρ ἐκχυθήσεται πεπλάνησθε ὅτι οὐ μὴ παραμείνῃ ὁ πλοῦτος

ὑμῶν ἀλλὰ ταχὺ [ἀναπτήσεται] ἀπὸ ὑμῶν ὅτι ἀδίκως πάντα κέκτησθεmiddot

καὶ ὑμεῖς εἰς κατάραν μεγάλην παραδοθήσεσθε

XCI

1 καὶ νῦν ὀμνύω ὑμῖν τοῖς φρονίμοις καὶ οὐχὶ τοῖς ἄφροσι ὅτι πολλὰς

ὄψεσθε ἐπὶ τῆς γῆς ἀνομίαςmiddot

2 ὅτι κάλλος περιθήσονται ἄνδρες ὡς γυναῖκες [καὶ] χρῶμα ὡραῖον ὑπὲρ

παρθένους ἐν βασιλείᾳ καὶ μεγαλωσύνῃ καὶ ἐν ἐξουσίᾳ ἔσονται δὲ

ἀργύριον καὶ χρυσίον [παρrsquo] αὐτοῖς εἰς βρώματα καὶ ἐν ταῖς οἰκίαις αὐτῶν

ὡς ὕδωρ ἐκχυθήσονται

3 [διὰ τὸ μ]ὴ ἐπιστήμην αὐτοὺς μηδὲ φρόνησιν μηδεμίαν [ἔχειν] οὕτω

ἀπολεῖσθε κοινῶς μετὰ πάντων [τῶν] ὑπαρχόντων ὑμῶν [καὶ τῆς] πάσης

δόξης καὶ τῆς τιμῆς [ὑμῶν καὶ] εἰς ἀτιμίαν καὶ ἐρήμωσιν [καὶ σφαγὴν]

μεγάλην τ[ὰ πνεύματα ὑμῶν εἰς τὴν κάμινον τοῦ πυρὸς ἐμβληθήσεται]

Four lines are lost

ἐπὶ τὴν [γῆν οὐκ ἀπεστάλη ἀλλrsquo αὐτὴν οἱ ἄνθρω]ποι ἀφrsquo ἑαυτῶν [ἔκτισαν

καὶ εἰς κατάραν] μεγάλην ἀφίξονται οἱ ποιοῦντες [αὐτήν]

5 καὶ δουλεία (στειρα pap) γυναικὶ οὐκ ἐδόθη ἀλλὰ διὰ τὰ ἔργα τῶν

χειρῶνmiddot ὅτι οὐχ ὡρίσθη δούλην εἶναι δούληνmiddot ἄνωθεν οὐκ ἐδόθη ἀλλὰ ἐκ

καταδυναστείας ἐγένετο ὁ[μοίως] οὐδὲ ἡ ἀνομία ἄνωθεν ἐδόθη ἀλλrsquo ἐκ

παραβάσεως ὁμοίως οὐδὲ στεῖρα γυνὴ ἐκτίσθη ἀλλrsquo ἐξ ἰδίων ἀδικημάτων

ἐπετιμήθη ἀτεκνίᾳ [καὶ] ἄτεκνος ἀποθανεῖται

6 ὀμνύω ὑμῖν ἁμαρτωλοὶ κατὰ τοῦ ἁγίου τοῦ μεγάλου ὅτι τὰ ἔργα ὑμῶν τὰ

πονηρὰ ἔσται ἀνακεκαλυμμένα ἐν τῷ οὐρανῷmiddot οὐκ ἔσται ὑμῖν ἔργον

29

ἀποκεκρυμμένον ἄδικον

7 μὴ ὑπολάβητε τῇ ψυχῇ ὑμῶν μηδὲ ὑπολάβητε τῇ καρδίᾳ ὑμῶν ὅτι οὐ

γινώσκουσιν οὐδὲ βλέπουσιν οὐδὲ τὰ ἀδικήματα ὑμῶν θεωρεῖται οὐδὲ

ἀπογράφεται αὐτὰ ἐνώπιον τοῦ ὑψίστου ἀπὸ τοῦ [νῦν] ἐπιγνῶτε ὅτι

πάντα τὰ ἀδικήματα ὑμῶν ἀπογράφονται ἡμέραν ἐξ [ἡμέρας] μέχρι τῆς

κρίσεως ὑμῶν

9 οὐαὶ ὑμῖν ἄφρονες ὅτι ἀπολεῖσθε διὰ τὴν ἀφροσύνην ὑμῶν καὶ τῶν

[φρονίμων] οὐ μὴ ἀκούσητε καὶ τὰ ἀγαθὰ οὐκ ἀπαντήσει ὑμῖν τὰ δὲ κακὰ

[περιέξει] ὑμᾶς

10 καὶ νῦν γινώσκετε ὅτ[ι ἡτοίμασται] ὑμῖν εἰς ἡμέραν ἀπωλείας [μὴ

ἐλπίζε]τε σωθῆναι ἁμαρτωλοίmiddot ἀπ[ελθόντες] ἀποθάνετε γινώσκοντε[ς ὅτι

ἡτοίμας]ται εἰς ἡμέραν κρίσεως μ[εγάλης καὶ στε]νοχωρίας μείζονος τ[οῖς

πνεύμασιν ὑμῶν]

11 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ σκληροτράχηλοι τῇ καρδίᾳ ποιοῦντες τὸ κα[κὸν καὶ

ἔσθοντες αἷμα πόθ]εν ὑμῖν ἔσο[νται ἀγαθὰ ἵνα φάγητε ] Four lines are

lost

12 [ἔργα τῆ]ς ἀδικίαςmiddot διότι ἐλπίδας κα[λὰς ἔχετε ὑμῖ]ν νῦν γνωστὸν ὑμῖν

ἔστω ὅτι εἰς [χεῖρας τ]ῶν δικαίων παραδοθήσεσθε καὶ ἀποκτενοῦσιν ὑμᾶς

καὶ οὐ μὴ φείσονται ὑμῶν

13 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἐπιχαίροντες τοῖς κακοῖς τῶν δικαίωνmiddot τάφος ὑμῶν οὐ μὴ

ὀρυγῇ

14 οὐαὶ ὑμῖν οἱ βουλόμενοι ἀκυρῶσαι τοὺς λόγους τῶν δικαίωνmiddot οὐ μὴ

γένηται ὑμῖν ἐλπὶς σωτηρίας

15 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ γράφοντες λόγους ψευδεῖς καὶ λόγους πλανήσεωςmiddot αὐτοὶ

γράφουσιν καὶ πολλοὺς ἀποπλανήσουσιν τοῖς ψεύδεσιν αὐτῶνmiddot

16 πλανᾶσθε ὑμεῖς αὐτοὶ καὶ οὐκ ἔστιν ὑμῖν χαίρειν ἀλλὰ ταχέως

ἀπολεῖσθε

XCII

1 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ ποιοῦντες πλανήματα καὶ τοῖς ἔργοις τοῖς ψευδέσιν

λαμβάνοντες τιμὴν καὶ δόξανmiddot ἀπολώλατε οὐκ ἔστιν ὑμῖν σωτηρία εἰς

ἀγαθόν

2 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἐξαλλοιοῦντες τοὺς λόγους τοὺς ἀληθινούς καὶ

διαστρέφοντες τὴν αἰώνιον διαθήκην καὶ λογιζόμενοι ἑαυτοὺς

ἀναμαρτήτουςmiddot ἐν τῇ γῇ καταποθήσονται

3 τότε ἑτοιμάζεσθε οἱ δίκαιοι καὶ προέχεσθε τὰς ἐντεύξεις ὑμῶν εἰς

μνημόσυνον δίδοτε αὐτὰς ἐν διαμαρτυρίᾳ ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων ὅπως

εἰσαγάγωσιν τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἀδίκων ἐνώπιον τοῦ ὑψίστου θεοῦ εἰς

μνημόσυνονmiddot

4 καὶ τότε συν[ταραχ]θήσονται ἐν [ἡμέρ]ᾳ ἀπωλείας τῆς ἀδικίας

5ndash6 ἐν αὐτῷ [τῷ και]ρῷ ἐκείνῳ αἱ τίκτουσαι ἐκβαλοῦσιν καὶ ἐκσπάσουσιν

καὶ ἐγκαταλείψουσιν [τὸ νήπιο]ν βρέφος καὶ αἱ ἐν γαστρὶ ἔχου[σαι

ἐκτρώσο]υσιν καὶ αἱ θηλάζουσαι ῥίψ[ουσιν τὰ τέκ]να αὐτῶν καὶ οὐ μὴ

ἐπι[στρέψου]σιν ἐπὶ τὰ νήπια αὐτῶν οὐ[δὲ ἐπὶ τὰ θηλά]ζοντα οὐδὲ μὴ

φείσονται

7 [καὶ] οἱ γλύφοντες εἰκόνα[ς ἀργυ]ρᾶς καὶ χρυσᾶς ξυλίνας τε [καὶ

λιθίνας] καὶ ὀστρακίνας καὶ λατρεύ[οντες φαν]τάσμασιν καὶ δαιμονίοι[ς

καὶ βδελύγ]μασιν καὶ πνεύμασιν πονη[ροῖς καὶ] πάσαις ταῖς πλάναις οὐ

κατrsquo ἐπι[στήμην] καὶ πᾶν βοήθημα οὐ μὴ εὕρητε [ἀπrsquo] αὐτῶν

8ndash9 καὶ πλανηθήσονται ἐν ἀφροσύνῃ τῆς καρδίας αὐτῶν καὶ τὰ ὁράματα

τῶν ἐνυπνίων καταπλανήσουσιν ὑμᾶς ὑμεῖς καὶ τὰ ἔργα ὑμῶν τὰ ψευδῆ ἃ

30

ἐποιήσατε καὶ ἐλαεργ[ήσατε] καὶ ἐπὶ μιᾶς ἀπολεῖσθε

10ndash12 καὶ τότε μακάριοι πάντες οἱ ἀκούσαντες φρονίμων λόγους καὶ

μαθήσονται αὐτούς ποιῆσαι τὰς ἐντολὰς τοῦ ὑψίστου καὶ πορεύσονται ἐν

ὁδοῖς δικαιοσύνης αὐτοῦ καὶ οὐ μὴ πλανήσουσιν μετὰ τῶν πλανώντων καὶ

σωθήσονται

13 οὐαὶ οἱ οἰκοδομοῦντες τὰς οἰκοδομὰς αὐτῶν οὐκ ἐκ κόπων ἰδίων καὶ ἐκ

λίθων καὶ ἐκ πλίνθων πᾶσαν οἰκοδομὴν ποιεῖτε οἷς οὐκ ἔστιν ὑμῖν χά[ρις]

14 οὐαὶ οἱ ἐξουθενοῦντες τὴν θεμελίωσιν καὶ τὴν κληρονομίαν τῶν

πατέρων αὐτῶν τὴν ἀπrsquo αἰῶνος [ὅτι] διώξεται ὑμᾶς πνεῦμα πλανήσεωςmiddot

οὐκ ἔστιν ὑμῖν ἀναπαῦσαι

15 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ποιοῦντες τὴν ἀ[νομίαν] καὶ ἐπιβοηθοῦντες τῇ ἀδι[κίᾳ

φονεύ]οντες τὸν πλησίον αὐτῶ[ν ἕως τῆς] ἡμέρας τῆς κρίσεως τῆς

[μεγάληςmiddot

16 ]ὅτι τότε ἐκτρίψει τὴν δόξ[αν ὑμῶν] καὶ ἐπεγερεῖ τὸν θυμὸν [αὐτοῦ

καθrsquo] ὑμῶν ἀπολεῖ πάντας ὑ[μᾶς ἐν ῥομ]φαίᾳ καὶ πάντες οἱ δί[καιοι

μνημο]νήσουσιν τὰς ἀδικίας [ὑμῶν]

XCIII

1ndash2 καὶ τότε ἐν ἑνὶ τόπῳ [ῥέῃ τὰ α]ἵμα[τα αὐτῶν καὶ ἄνθρωπο]ς οὐκ

[ἀφέξ]ει τὴν [χεῖρα αὐτοῦ ἀπ]ὸ τοῦ υἱοῦ αὐ[τοῦ οὔτrsquo ἀ]πὸ τοῦ ἀγαπητοῦ

αὐτοῦ ἀποκτεῖναι αὐτόν καὶ ὁ ἁμαρτωλὸς ἀπὸ τοῦ ἐντίμου οὔτε ἀπὸ τοῦ

ἀδελφοῦ αὐτοῦmiddot ἐξ ὄρθρων μέχρις οὗ δῦναι τὸν ἥλιον φονευθήσονται ἐπὶ

τὸ αὐτό

3 καὶ διαπορεύσεται ἵππος ἕως τοῦ στήθους αὐτοῦ διὰ τοῦ αἵματος τῶν

ἁμαρτωλῶν καὶ τὸ ἅρμα μέχρι ἀξόνων καταβήσεται

4 καὶ καταβήσονται ἄγγελοι καταδύνοντες εἰς τὰ ἀπόκρυφα ἐν ἡμέρᾳ

ἐκείνῃmiddot οἵτινες ἐβοήθουν τῇ ἀδικίᾳ καὶ συστραφήσονται εἰς ἕνα τόπον καὶ ὁ

ὕψιστος ἐγερθήσεται ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως ποιῆσαι ἐκ πάντων κρίσιν

μεγάλην

5 καὶ τάξει φυλακὴν ἐπὶ πάντας τοὺς δικαίους καὶ ἁγίους τῶν ἁγίων

ἀγγέλων καὶ τηρηθήσονται ὡς κόριον ὀφθαλμοῦ ἕως οὗ ἐκλείπῃ τὰ κακὰ

καὶ ἁμαρτία καὶ ἀπrsquo ἐκείνου ὑπνώσουσιν εὐσεβεῖς ὕπνον ἡδύν καὶ οὐκ

ἔσται οὐκέτι ὁ ἐκφοβῶν αὐτούς

6 τότε ὄψονται οἱ φρόνιμοι τῶν ἀνθρώπων καὶ κατανοήσουσιν οἱ υἱοὶ τῆς

γῆς ἐπὶ τοὺς λόγους τούτους τῆς ἐπιστολῆς ταύτης καὶ γνώσονται ὅτι οὐ

δύναται ὁ πλοῦτος αὐτῶν διασῶσαι αὐτοὺς ἐν τῇ πτώσει τῆς ἀδικίας

7 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἄδικοι ὅταν ἐκθλίβητε τοὺς δικαίους ἐν ἡμέρᾳ ἀνάγκης

στερεᾶς καὶ φυλάξητε αὐτοὺς ἐν πυρί ὅτι κομιεῖσθε κατὰ τὰ ἔργα ὑμῶν

8 οὐαὶ ὑμῖν σκληροκάρδιοι ἀγρυπνοῦντες νοῆσαι τὸ κακόνmiddot περιέχει ὑμᾶς

φόβος καὶ οὐκ ἔστιν ὁ ἀντιλαμβανόμενος ὑμῶν

9 οὐαὶ ὑμῖν πᾶσιν τοῖς ἁμαρτωλοῖς ἐπὶ τοῖς ἔργοις τοῦ στόματος ὑμῶν

οὐαὶ ὑμῖν πᾶσιν τοῖς ἁμαρτωλοῖς ἐπὶ τοῖς λόγοις τοῦ στόματος ὑμῶν καὶ

ἐπὶ τοῖς [ἔργοις] τῶν χειρῶν ὑμῶν ὅτι ἀπὸ τῶν ἁγίων ἔργων

ἀπεπλα[νήθητε]

11 πᾶσα νεφέλη καὶ ὀμίχλη καὶ δρόσος καὶ ὄμβρος ἐπὶ ταῖς ἁμαρτίαις

ὑμῶν

12 δίδοτε οὖν ὄμβρῳ δῶρα ἵνα μὴ [κωλυθῇ κα]ταβῆναι ὑμῖν καὶ δρόσῳ

κα[ὶ νεφέλῃ] καὶ ὀμίχλῃmiddot χρυσίον διαγράψα[τε ἵνα κα]ταβῶσινmiddot

13 ὅτι ἐὰν ἐπιρρίψῃ ἐφrsquo ὑμ[ᾶς χι]ὼν καὶ πάχνη καὶ ψῦχος αὐτῆς καὶ οἱ

ἄνεμοι καὶ ὁ παγετὸς αὐτῶν καὶ πᾶσαι αἱ μάστιγες αὐτῶν οὐ δύνασθε

ὑποστῆναι ἔμπροσθεν ψύχους καὶ τῶν μαστίγων αὐτῶν

31

XCIV

1 κατανοήσατε τοίνουν υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων τὰ ἔργα τοῦ ὑψίστου καὶ

φοβήθητε τοῦ ποιῆσαι τὸ πονηρὸν ἐναντίον αὐτοῦ

2 ἐὰν ἀποκλείσῃ τὰς θυρίδας τοῦ οὐρανοῦ καὶ κωλύσῃ τὴν δρόσον καὶ τὸν

ὄμβρον καταβῆναι εἵνεκα ὑμῶν τί ποιήσετε

3 ἐὰν ἀποστείληται τὸν θυμὸν αὐτοῦ ἐφrsquo ὑμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ ἔργα ὑμῶν οὐχὶ

ἔσεσθε δεόμενοι αὐτοῦ διὰ τί ὑμεῖς λαλεῖτε τῷ στόματι ὑμῶν μεγάλα καὶ

σκληρὰ ἐπὶ τῇ μεγαλωσύνῃ αὐ[τοῦ

4 ὁρᾶ]τε τοὺς ναυκλήρους τοὺς πλωιζομένους τὴν θάλασσαν ὑπὸ τοῦ

κ[λύδω]νος καὶ χειμῶνος σεσαλευμένα τὰ πλοῖα αὐτῶν

5 καὶ χειμαζόμενοι πάντες φοβοῦνται ἔξω δὲ τὰ [ἀγαθὰ πάντα] καὶ τὰ

ὑπάρχοντα αὐτῶν ἐκβάλλουσιν εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ὑποπτεύουσιν ἐν τῇ

καρδίᾳ αὐτῶν ὅτι ἡ [θάλασσα κα]ταπίεται αὐτοὺς καὶ ἐν αὐτ[ῇ

ἀπολοῦν]ται

6 οὐχὶ πᾶσα ἡ θάλασσα καὶ [πάντα τὰ] ὕδατα αὐτῆς ἔργον τοῦ ὑψ[ίστου

ἐστί] καὶ αὐτὸς συνεστήσατο τὰ π[έρατα αὐ]τῶν καὶ συνέδησεν αὐτ[ήν

καὶ περι]έφραξεν αὐτὴν ἄμμῳ

7 [καὶ ἀπὸ τῆς] ἐμβριμήσεως αὐτοῦ φ[οβοῦνται καὶ ξη]ραίνονται καὶ οἱ

ἰχθύες

8 [ γῆν] καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτοῖς καὶ τίς ἔδωκεν ἐπιστήμην πᾶσιν τοῖς

κινουμένοις ἐν τῇ θαλάσσῃ οἱ ναύκληροι τὴν θάλασσαν φοβοῦνται

XCV

1 καὶ ὅταν ἐκβάλῃ ἐφrsquo ὑμᾶς τὸν κλύδωνα τοῦ πυρὸς τῆς καύσεως ὑμῶν

ποῦ ἀποδράντες σωθήσεσθε καὶ ὅταν δῷ ἐφrsquo ὑμᾶς φωνὴν αὐτοῦ

2 ἔσεσθε συνσειόμενοι καὶ φοβούμενοι ἤχῳ μεγάλῳ laquoκαὶraquo τὴν γῆν

σύμπασαν σειομένην καὶ τρέμουσαν καὶ συνταρασσομένην

3 καὶ οἱ ἄγγελοι συντελοῦντες τὸ συνταχθὲν αὐτοῖς καὶ ὁ οὐρανὸς καὶ οἱ

φωστῆρες σειόμενοι καὶ τρέμοντεςmiddot ἅπαντες οἱ υἱοὶ τῆς γῆς καὶ ὑμεῖς

ἁμαρτωλοὶ ἐπικατάρατοι εἰς τὸν αἰῶναmiddot οὐκ ἔστιν ὑμῖν χαίρειν

4 θαρσεῖτε ψυχαὶ τῶν δικαίων τῶν ἀποθανόντων τῶν δικαίων καὶ τῶν

εὐσεβῶν

5 καὶ μὴ λυπεῖσθε ὅτι κατέβησαν αἱ ψυχαὶ ὑμῶν εἰς ᾅδου μετὰ λύπης καὶ

οὐκ ἀπηντήθη τῷ σώματι τῆς σαρκὸς ὑμῶν ἐν τῇ ζωῇ ὑμῶν κατὰ τὴν

ὁσιότητα ὑμῶν ἐπεὶ αἱ ἡμέραι ἃς ἦτε ἡμέραι ἦσαν ἁμαρτωλῶν καὶ

καταράτων ἐπὶ τῆς γῆς

6 ὅταν ἀποθάνητε τότε ἐροῦσιν οἱ ἁμαρτωλοὶ ὅτι εὐσεβεῖς κατὰ τὴν

εἱμαρμένην ἀπεθάνοσαν καὶ τί αὐτοῖς περιεγένετο ἐπὶ τοῖς ἔργοις αὐτῶν

7 καὶ αὐτοὶ ὁμοίως ἡμῖν ἀπεθάνοσαν ἴδετε οὖν ὡς ἀποθνήσκουσιν μετὰ

λύπης καὶ σκότους καὶ τί αὐτοῖς ἐγένετο περισσόν

8 ἀπὸ τοῦ νῦν ἀναστήτωσαν καὶ σωθήτωσαν καὶ ὄψονται εἰς τὸν αἰῶνα

ἡμᾶς φαγεῖν καὶ πεῖν

9 τοιγαροῦν ἁρπάσαι καὶ ἁμαρτάνειν καὶ λωποδυτεῖν καὶ ἐγκτᾶσθαι καὶ

[ἰδεῖν] ἡμέρας ἀγαθάς

10 ἴδετε οὖν οἱ δικαιοῦντες [ἑαυτ]ούς ὁποία ἐγένετο αὐτῶν ἡ καταστροφή

ὅτι πᾶσα δικαιοσύνη οὐχ εὑρέθη ἐν αὐτοῖς ἕως ἀπέθανον καὶ ἀπώλοντο

11 καὶ ἐγένοντο ὡς οὐκ ὄντες καὶ κατέβησαν αἱ ψυχαὶ αὐτῶν μετrsquo ὀδύνης

εἰς ᾅδου

XCVI

1 ἐγὼ ὀμνύω ὑμῖν Three lines are lost

2 ἐπίσταμαι τὸ μυστήριον τοῦτοmiddot ἀν[έγνων] γὰρ τὰς πλάκας τοῦ οὐρανοῦ

32

καὶ εἶδον τὴν γραφὴν ἀναγκαίανmiddot ἔγνων τὰ γ[εγραμμέ]να ἐν αὐταῖς καὶ

ἐγκεκολαμμέν[α περὶ] ὑμῶν

3 ὅτι ἀγαθὰ καὶ ἡ χαρὰ καὶ ἡ τ[ιμὴ] ἡτοίμασται καὶ ἐγγέγραπται ταῖς

ψ[υχαῖς] τῶν ἀποθανόντων εὐσεβῶνmiddot

4 καὶ χαιρήσονται καὶ οὐ μὴ ἀπόλωνται τὰ πνεύματα αὐτῶν οὐδὲ τὸ

μνημόσυνον ἀπὸ προσώπου τοῦ μεγάλου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν

αἰώνων μὴ οὖν φοβεῖσθε τοὺς ὀνειδισμοὺς αὐτῶν

5 καὶ ὑμεῖς οἱ νεκροὶ τῶν ἁμαρτωλῶν ὅταν ἀποθάνητε ἐροῦσιν ἐφrsquo ὑμῖν

μακάριοι ἁμαρτωλοὶ πάσας τὰς ἡμέρας αὐτῶν ὅσας εἴδοσαν ἐν τῇ ζωῇ

αὐτῶν καὶ ἐνδόξως

6 ἀπεθάνοσαν καὶ κρίσις οὐκ ἐγενήθη ἐν τῇ ζωῇ αὐτῶν

7 αὐτοὶ ὑμεῖς γινώσκετε ὅτι εἰς ᾅδου κατάξουσιν τὰς ψυχὰς ὑμῶν

8 καὶ ἐκεῖ ἔσονται ἐν ἀνάγκῃ μεγάλῃ καὶ ἐν σκότει καὶ ἐν παγίδι καὶ ἐν

φλογὶ καιομένῃ καὶ εἰς κρίσιν μεγάλην εἰσελεύσονται αἱ ψυχαὶ ὑμῶν ἐν

πάσαις ταῖς γενεαῖς τοῦ αἰῶνος οὐαὶ ὑμῖν οὐκ ἔστιν ὑμῖν χαίρειν

9 μὴ γὰρ εἴπητε οἱ δίκαιοι ὅσιοι ὄντες ἐν τῇ ζωῇ τῶν ἡμερῶν τῆς θλίψεως

κόπους ἐκοπιάσαμεν καὶ ἀνηλώμεθα καὶ ὀλίγοι ἐγενήθημεν καὶ

ἀντιλήμπτορα οὐχ εὑρήκαμενmiddot

10 συντετριμμένοι καὶ ἀπολώλαμεν καὶ ἀπηλπίσμεθα καὶ μηκέτι εἰδέναι

σωτηρίαν ἡμέραν ἐξ ἡμέρας

11 ἠλπίσαμεν γενέσθαι κεφαλή ἐγενήθημεν κέρ[κοςmiddot ἐκο]πιάσαμεν

ἐργαζόμενοι καὶ τῶν ὀψωνίων οὐ κεκυριεύκαμεν ἐγενήθημεν κατάβρωμα

ἁμαρτωλῶν [οἱ ἄνο]μοι ἐβάρυναν ἐφrsquo ἡμᾶς τὸν ζυγόν

12 οἳ κυριεύουσιν οἱ ἐχθροὶ ἡμῶν ἐγκεντρίζουσιν ἡμᾶς καὶ περικλείουσιν

ἡμᾶςmiddot ἐζητήσαμεν πο[ῦ φύγωμεν] ἀπrsquo αὐτῶν ὅπως ἀναψύχ[ωμεν] three

lines are lost

14 ἐκράξαμεν ἐπὶ τοὺς καταβάλλοντας καὶ βιαζομένους ἡμᾶς καὶ τὰς

ἐντεύξεις ἡμῶν οὐκ ἀπεδέξαντο οὐδὲ ἐβούλοντο ἐπακοῦσαι τῆς φωνῆς

ἡμῶν

15 καὶ οὐκ ἀντελαμβάνοντο ἡμῶν οὐχ εὑρόντες κατὰ τῶν βιαζομένων καὶ

κατεσθόντων ἡμᾶς ἀλλὰ στερεοῦσιν αὐτοὺς ἐφrsquo ἡμᾶςmiddot ἀπέκτειναν ἡμᾶς

καὶ εἰς ὀλίγους ἤγαγον καὶ οὐχ ὑποδεικνύουσιν περὶ τῶν πεφονευμένων

ἡμῶν καὶ οὐκ ἀναμιμνήσκουσιν περὶ τῶν ἁμαρτωλῶν αὐτῶν τὰς

ἁμαρτίας αὐτῶν

XCVII

1 ὀμνύω ὑμῖν ὅτι οἱ ἄγγελοι ἐν τῷ οὐρανῷ ἀναμιμνήσκουσιν [ὑμῶν] εἰς

ἀγαθὸν ἐνώπιον τῆς δόξης τοῦ μεγάλου

2 θαρσεῖτε δὴ ὅτι ἐπαλαιώθητε ἐν τοῖς κακοῖς καὶ ἐν ταῖς θλίψεσινmiddot ὡσεὶ

φωστῆρες τοῦ οὐρανοῦ ἀναλάμψετε καὶ φανεῖτε αἱ θυρίδες τοῦ οὐρανοῦ

ἀνοιχθήσονται ὑμῖν

3ndash4 καὶ ἡ κραυγὴ ὑμῶν ἀκουσθήσεται καὶ ἡ κρίσις ὑμῶν ἣν κράζετε καὶ

φανεῖται ἐφrsquo ὅσα συλλαβήσεται ὑμῖν περὶ τῆς θλίψεως ὑμῶν καὶ ἐκ

πάντων ὅστις μετέσχεν τῶν βιαζομένων καὶ κατεσθόντων ὑμᾶς

5 [μὴ φοβεῖσθε] τὰ κακὰ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως τῆς μεγάλης καὶ οὐ μὴ

εὑρεθῆτε ὡς οἱ ἁμαρτωλοί [ἀλλrsquo ὑμεῖς οἱ ἁμαρτωλοὶ] σκυλήσεσθε καὶ

κρίσις αἰώνιος ἐξ ὑμῶν ἔσται εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν αἰώνων

6 μὴ φοβεῖσθε οἱ δίκαιοι ὅταν ἴδητε τοὺς ἁμαρτωλοὺς κατισχύοντας καὶ

εὐοδουμένους καὶ μὴ μέτοχοι αὐτῶν γίνεσθε ἀλλὰ μακρὰν ἀπέχεσθε ἀπὸ

πάντων τῶν ἀδικημάτων αὐτῶν

7 μὴ γὰρ εἴπητε οἱ ἁμαρτωλοὶ [ὅτι] οὐ μὴ ἐκζητηθῶσιν αἱ ἁμαρτίαι ὑμῶν

33

[ἐξ] ἡμερῶν

8 καὶ νῦν ἀποδεικνύω ὑμῖν ὅτι φῶς καὶ σκότος ἡμέρα καὶ νὺξ

ἐποπτεύουσιν τὰς ἁμαρτίας ὑμῶν πάσας

9 μὴ πλανᾶσθε τῇ καρδίᾳ ὑμῶν μηδὲ ψεύδεσθε μηδὲ ἐξαλλοιώσητε τοὺς

λόγους τῆς ἀληθείας μηδὲ καταψεύδεσθε τῶν [λόγων τοῦ] ἁγίου καὶ μὴ

δότε ἔπαινον ταῖς [εἰκόσιν ὑ]μῶνmiddot οὐ γὰρ εἰς δικαίωμα εἰσάγ[ουσιν πάντα

τὰ ψεύδ]η καὶ πᾶσα [ἡ πλάνη] Two lines are lost

10 τῆς ἀληθείας ἐξαλλοιοῦσιν καὶ ἀντιγράφουσιν οἱ ἁμαρτωλοὶ καὶ

ἀλλάσσουσιν τοὺς πολλούς καὶ ψεύδονται καὶ πλάσσουσιν πλάσματα

μεγάλα καὶ τὰς γραφὰς ἀναγράφουσιν ἐπὶ τοῖς ὀνόμασιν αὐτῶνmiddot

11 καὶ ὄφελον πάντας τοὺς λόγους μου γράφωσιν ἐπrsquo ἀληθείας ἐπὶ τὰ

ὀνόματα αὐτῶν καὶ μήτε ἀφέλωσιν μήτε ἀλλοιώσωσιν τῶν λόγων τούτων

ἀλλὰ πάντα ἐπrsquo ἀληθείας γράφωσιν ἃ ἐγὼ διαμαρτυροῦμαι αὐτοῖς

12 καὶ πάλιν ἐγὼ γινώσκω μυστήριον δεύτερον ὅτι δικαίοις καὶ ὁσίοις καὶ

φρονίμοις δοθήσονται αἱ βίβλοι μου εἰς χαρὰν ἀληθείας

13 καὶ αὐτοὶ πιστεύσουσιν αὐταῖς καὶ ἐν αὐταῖς χαρήσονται καὶ

ἀγαλλιάσονται πάντες οἱ δίκαιοι μαθεῖν ἐξ αὐτῶν πάσας τὰς ὁδοὺς τῆς

ἀληθείας

CVI

1 μετὰ δὲ χρόνον ἔλαβεν Μαθουσάλεκ τῷ υἱῷ μου γυναῖκα καὶ ἔτεκεν

υἱὸν καὶ ἐκάλεσεν τὸ ὄνομα αὐτοῦ Λάμεχ ἐταπεινώθη ἡ δικαιοσύνη μέχρι

τῆς ἡμέρας ἐκείνης καὶ ὅτε εἰς ἡλικίαν ἐπῆλθεν ἔλαβεν αὐτῷ γυναῖκα καὶ

ἔτεκεν αὐτῷ παιδίον

2 καὶ ὅτε ἐγεννήθη τὸ παιδίον ἦν τὸ σῶμα λευκότερον χιόνος καὶ

πυρρότερον ῥόδου τὸ τρίχωμα πᾶν λευκὸν καὶ ὡς ἔρια λευκὰ καὶ οὖλον

καὶ ἔνδοξον καὶ ὅτε ἀνέῳξεν τοὺς ὀφθαλμούς ἔλαμψεν ἡ οἰκία ὡσεὶ

ἥλιος

3 καὶ ἀνέστη ἐκ τῶν χειρῶν τῆς μαίας καὶ ἀνέῳξεν τὸ στόμα καὶ

εὐλόγησεν τῷ κυρίῳmiddot

4 καὶ ἐφοβήθη Λάμεχ ἀπrsquo αὐτοῦ καὶ ἔφυγεν καὶ ἦλθεν πρὸς Μαθουσάλεκ

τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ

5 τέκνον ἐγεννήθη μου ἀλλοῖον οὐχ ὅμοιον τοῖς ἀνθρώποις ἀλλὰ τοῖς

τέκνοις τῶν ἀγγέλων τοῦ οὐρανοῦ καὶ ὁ τύπος ἀλλοιότερος οὐχ ὅμοιος

ἡμῖνmiddot τὰ ὄμματά ἐστιν ὡς ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου καὶ ἔνδοξον τὸ πρόσωπονmiddot

6 καὶ ὑπολαμβάνω ὅτι οὐκ ἔστιν ἐξ ἐμοῦ ἀλλὰ ἐξ ἀγγέλου καὶ

εὐλαβοῦμαι αὐτὸν μήποτέ τι ἔσται ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ ἐν τῇ γῇ

7 καὶ παραιτοῦμαι π[άτερ καὶ] δέομαι βάδισον πρὸς Ἑνὼ[χ τὸν πατέρα

ἡμῶν καὶ ἐρώτησον] Two lines are lost

8 [ἦλθ]εν πρὸς ἐμὲ εἰς τὰ τέρματα τῆς γῆς οὗ [εἶδ]εν τότε εἶναι με καὶ

εἶπέν μοι πάτερ [μου] ἐπάκουσον τῆς φωνῆς μου καὶ ἧκε [πρὸς] ἐμέ καὶ

ἤκουσα τὴν φωνὴν αὐτοῦ καὶ ἦλθον πρὸς αὐτὸν καὶ εἶπα ἰδοὺ πάρειμι

τέκνονmiddot διὰ τί ἐλήλυθας πρὸς ἐμέ τέκνον

9 καὶ ἀπεκρίθη λέγων διrsquo ἀνάγκην μεγάλην ἦλθον ὧδε πάτερmiddot

10 καὶ νῦν ἐγεννήθη τέκνον Λάμεχ τῷ υἱῷ μου καὶ ὁ τύπος αὐτοῦ καὶ ἡ

εἰκὼν αὐτοῦ laquoοὐχ ὅμοιος ἀνθρώποις καὶ τὸ χρῶμα αὐτοῦraquo λευκότερον

χιόνος καὶ πυρρότερον ῥόδου καὶ τὸ τρίχωμα τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ

λευκότερον ἐρίων λευκῶν καὶ τὰ ὄμματα αὐτοῦ ἀφόμοια ταῖς τοῦ ἡλίου

ἀκτῖσιν

11 καὶ ἀνέστη ἀπὸ τῶν τῆς μαίας χειρῶν καὶ ἀνοίξας τὸ στόμα εὐλόγησεν

τὸν κύριον τοῦ αἰῶνοςmiddot

34

12 καὶ ἐφοβήθη ὁ υἱός μου Λάμεχ καὶ ἔφυγεν πρὸς ἐμέ καὶ οὐ πιστεύει ὅτι

υἱὸς αὐτοῦ ἐστιν ἀλλὰ ὅτι ἐξ ἀγγέλων one or two lines omitted τὴν

ἀκρίβειαν ἣν ἔχεις () καὶ τὴν ἀλήθειαν

13 τότε ἀπεκρίθην λέγων ἀνακαινίσει ὁ κύριος πρόσταγμα ἐπὶ τῆς γῆς

καὶ τὸν αὐτὸν τρόπον τέκνον τεθέαμαι καὶ ἐσήμανά σοιmiddot ἐν γὰρ τῇ γενεᾷ

Ἰάρεδ τοῦ πατρός μου παρέβησαν τὸν λόγον κυρίου ἀπὸ τῆς διαθήκης τοῦ

οὐρανοῦ

14 καὶ ἰδοὺ ἁμαρτάνουσιν καὶ παραβαίνουσιν τὸ ἔθος καὶ μετὰ γυναικῶν

συγγίνονται καὶ μετrsquo αὐτῶν ἁμαρτάνουσιν καὶ ἔγημαν ἐξ αὐτῶν

[καὶ τίκτουσιν οὐχ ὁμοίους πνεύμασιν ἀλλὰ σαρκίνους]middot

15 καὶ ἔσται ὀργὴ μεγάλη ἐπὶ τῆς γῆς καὶ κατακλυσμός καὶ ἔσται

ἀπώλεια μεγάλη ἐπὶ ἐνιαυτὸν ἕναmiddot

16 καὶ τόδε τὸ παιδίον τὸ γεννηθὲν καταλειφθήσεται καὶ τρία αὐτοῦ

τέκνα σωθήσεται ἀποθανόντων τῶν ἐπὶ τῆς γῆςmiddot

17b καὶ πραϋνεῖ τὴν γῆν ἀπὸ τῆς οὔσης ἐν αὐτῇ φθορᾶς

18 καὶ νῦν λέγε Λάμεχ ὅτι τέκνον σού ἐστιν δικαίως καὶ ὁσίως [καὶ]

κάλεσον αὐτοῦ τὸ ὄνομα [Νῶε]middot αὐτὸς γὰρ ἔσται ὑμῶν κατάλειμμα ἐφrsquo οὗ

ἂν καταπαύσητε καὶ laquoοἱraquo υἱοὶ αὐτοῦ ἀπὸ τῆς φθορᾶς τῆς γῆς καὶ ἀπὸ

πάντων τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ ἀπὸ πασῶν τῶν συντελειῶν ἐπὶ τῆς γῆς

Four lines are lost

19 ὑπέδειξέν μοι καὶ ἐμήνυσεν καὶ ἐν ταῖς πλαξὶν τοῦ οὐρανοῦ ἀνέγνων

αὐτά

CVII

1 τότε τεθέαμαι τὰ ἐγγεγραμμένα ἐπrsquo αὐτῶν ὅτι γενεὰ γενεᾶς κακ[ίων

ἔσται] καὶ εἶδον τόδε μέχρις τοῦ ἀνας[τῆναι] γενεὰν δικαιοσύνης καὶ ἡ

κακία ἀπολεῖται καὶ ἡ ἁμαρτία ἀλλάξει ἀπὸ τῆς γῆς καὶ τὰ ἀγαθὰ ἥξει ἐπὶ

τῆς γῆς ἐπrsquo αὐτούς

2 καὶ νῦν ἀπότρεχε τέκνον καὶ σήμανον Λάμεχ τῷ υἱῷ σου ὅτι τὸ παιδίον

τοῦτο τὸ γεννηθὲν τέκνον αὐτοῦ ἐστιν δικαίως καὶ οὐ ψευδῶς

3 καὶ ὅτε ἤκουσεν Μαθουσάλεκ τοὺς λόγους Ἑνὼχ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ

μυστηριακῶς γὰρ ἐδήλωσεν αὐτῷ [ἐπέστρεψεν καὶ ἐδήλωσεν αὐτῷ] καὶ

ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτοῦ Νῶε εὐφραίνων τὴν γῆν ἀπὸ τῆς ἀπωλείας

Liber Enoch

Apocalypsis Henochi Graece

(recensio ap Syncellum)

(ed M Black)

Pseudepigrapha veteris testamenti Graece 3

Leiden Brill 1970 pp 21ndash26 29ndash30 32ndash33 37

VI

ἐκ τοῦ πρώτου βιβλίου Ἐνὼχ περὶ τῶν ἐγρηγόρων

1 καὶ ἐγένετο ὅτε ἐπληθύνθησαν οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων ἐγεννήθησαν

αὐτοῖς θυγατέρες ὡραῖαι

2 καὶ ἐπεθύμησαν αὐτὰς οἱ ἐγρήγοροι καὶ ἀπεπλανήθησαν ὀπίσω αὐτῶν

καὶ εἶπον πρὸς ἀλλήλους ἐκλεξώμεθα ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ τῶν

θυγατέρων τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς

3 καὶ εἶπε Σεμιαζᾶς ὁ ἄρχων αὐτῶν πρὸς αὐτούς φοβοῦμαι μὴ οὐ

θελήσητε (Go θελήσετε) ποιῆσαι τὸ πρᾶγμα τοῦτο καὶ ἔσομαι ἐγὼ μόνος

ὀφειλέτης ἁμαρτίας μεγάλης

4 καὶ ἀπεκρίθησαν αὐτῷ πάντες καὶ εἶπον ὀμόσωμεν ἅπαντες ὅρκῳ καὶ

ἀναθεματίσωμεν ἀλλήλους τοῦ μὴ ἀποστρέψαι τὴν γνώμην ταύτην

35

μέχρις οὗ ἀποτελέσωμεν αὐτήν

5 τότε πάντες ὤμοσαν ὁμοῦ καὶ ἀνεθεμάτισαν ἀλλήλους

6 ἦσαν δὲ οὗτοι διακόσιοι οἱ καταβάντες ἐν ταῖς ἡμέραις Ἰάρεδ εἰς τὴν

κορυφὴν τοῦ Ἑρμονιεὶμ (Go κορυφὴν Ἑρμὼν) ὄρους καὶ ἐκάλεσαν τὸ ὄρος

Ἑρμώμ καθότι ὤμοσαν (Go ομοσαν) καὶ ἀνεθεμάτισαν ἀλλήλους ἐν αὐτῷ

7 καὶ ταῦτα τὰ ὀνόματα τῶν ἀρχόντων αὐτῶν αacute Σεμιαζᾶς ὁ ἄρχων

αὐτῶν βacute Ἀταρκούφ γacute Ἀρακιήλ δacute Χωβαβιήλ εacute Ὀραμμαμή Ϛacute Ῥαμιήλ ζacute

Σαμψίχ ηacute Ζακιήλ θacute Βαλκιήλ ιacute Ἀζαλζήλ ιαacute Φαρμαρός ιβacute Ἀμαριήλ ιγacute

Ἀναγημάς ιδacute Θαυσαήλ ιεacute Σαμιήλ ιϚacute Σαρινᾶς ιζacute Εὐμιήλ (Par gr 1711 ὁ

Εὐμιήλ) ιηacute Τυριήλ ιθacute Ἰουμιήλ κacute Σαριήλ

VII

1 Οὗτοι καὶ οἱ λοιποὶ πάντες ἐν τῷ χιλιοστῷ ἑκατοστῷ ἑβδομηκοστῷ ἔτει

τοῦ κόσμου ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας καὶ ἤρξαντο μιαίνεσθαι ἐν αὐταῖς

ἕως τοῦ κατακλυσμοῦ καὶ ἔτεκον αὐτοῖς γένη τρίαmiddot πρῶτον γίγαντας

μεγάλους

2 οἱ δὲ γίγαντες ἐτέκνωσαν Ναφηλείμ καὶ τοῖς Ναφηλεὶμ ἐγεννήθησαν

Ἐλιούδ καὶ ἦσαν αὐξανόμενοι κατὰ τὴν μεγαλειότητα αὐτῶν καὶ

ἐδίδαξαν ἑαυτοὺς καὶ τὰς γυναῖκας ἑαυτῶν φαρμακείας καὶ ἐπαοιδίας

VIII

1 Πρῶτος Ἀζαὴλ ὁ δέκατος τῶν ἀρχόντων ἐδίδαξε ποιεῖν μαχαίρας καὶ

θώρακας καὶ πᾶν σκεῦος πολεμικόν καὶ τὰ μέταλλα τῆς γῆς καὶ τὸ

χρυσίον πῶς ἐργάσωνται καὶ ποιήσωσιν αὐτὰ κόσμια ταῖς γυναιξί καὶ τὸν

ἄργυρον ἔδειξε δὲ αὐτοῖς καὶ τὸ στίλβειν καὶ τὸ καλλωπίζειν καὶ τοὺς

ἐκλεκτοὺς λίθους καὶ τὰ βαφικάmiddot καὶ ἐποίησαν ἑαυτοῖς οἱ υἱοὶ τῶν

ἀνθρώπων καὶ ταῖς θυγατράσιν αὐτῶν καὶ παρέβησαν καὶ ἐπλάνησαν

τοὺς ἁγίους

2 καὶ ἐγένετο ἀσέβεια πολλὴ ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἠφάνισαν τὰς ὁδοὺς αὐτῶν

3 ἔτι δὲ καὶ ὁ πρώταρχος αὐτῶν Σεμιαζᾶς ἐδίδαξεν εἶναι ὀργὰς κατὰ τοῦ

νοός καὶ ῥίζας βοτανῶν τῆς γῆς ὁ δὲ ἑνδέκατος Φαρμαρὸς ἐδίδαξε

φαρμακείας ἐπαοιδίας σοφίας καὶ ἐπαοιδῶν λυτήριαmiddot ὁ ἔνατος ἐδίδαξεν

ἀστροσκοπίανmiddot ὁ δὲ τέταρτος ἐδίδαξεν ἀστρολογίανmiddot ὁ δὲ ὄγδοος ἐδίδαξεν

ἀεροσκοπίανmiddot ὁ δὲ τρίτος ἐδίδαξε τὰ σημεῖα τῆς γῆςmiddot ὁ δὲ ἕβδομος ἐδίδαξε

τὰ σημεῖα τοῦ ἡλίουmiddot ὁ δὲ εἰκοστὸς ἐδίδαξε τὰ σημεῖα τῆς σελήνηςmiddot πάντες

οὗτοι ἤρξαντο ἀνακαλύπτειν τὰ μυστήρια ταῖς γυναιξὶν αὐτῶν καὶ τοῖς

τέκνοις αὐτῶν μετὰ δὲ ταῦτα ἤρξαντο οἱ γίγαντες κατεσθίειν τὰς σάρκας

τῶν ἀνθρώπων

4 καὶ ἤρξαντο οἱ ἄνθρωποι ἐλαττοῦσθαι ἐπὶ τῆς γῆς

VIII col I

4 οἱ δὲ λοιποὶ ἐβόησαν εἰς τὸν οὐρανὸν περὶ τῆς κακώσεως αὐτῶν

λέγοντες εἰσενεχθῆναι τὸ μνημόσυνον αὐτῶν ἐνώπιον κυρίου

VIII col II

4 Τότε ἐβόησαν οἱ ἄνθρωποι εἰς τὸν οὐρανὸν λέγοντες Εἰσαγάγετε τὴν

κρίσιν ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον καὶ τὴν ἀπώλειαν ἡμῶν ἐνώπιον τῆς δόξης

τῆς μεγάλης ἐνώπιον τοῦ κυρίου τῶν κυρίων πάντων τῇ μεγαλωσύνῃ

IX col I

1 Καὶ ἀκούσαντες οἱ τέσσαρες μεγάλοι ἀρχάγγελοι Μιχαὴλ καὶ Οὐριὴλ

καὶ Ῥαφαὴλ καὶ Γαβριὴλ (καὶ Par gr 1711) παρέκυψαν ἐπὶ τὴν γῆν ἐκ τῶν

ἁγίων τοῦ οὐρανοῦ

2 καὶ θεασάμενοι αἷμα πολὺ ἐκκεχυμένον ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πᾶσαν ἀσέβειαν

καὶ ἀνομίαν γενομένην ἐπrsquo αὐτῆς

36

3 εἰσελθόντες εἶπον πρὸς ἀλλήλους ὅτι Τὰ πνεύματα καὶ αἱ ψυχαὶ τῶν

ἀνθρώπων στενάζουσιν ἐντυγχάνοντα καὶ λέγοντα ὅτι Εἰσαγάγετε τὴν

κρίσιν ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον καὶ τὴν ἀπώλειαν ἡμῶν ἐνώπιον τῆς δόξης

τῆς μεγαλωσύνης ἐνώπιον τοῦ κυρίου τῶν κυρίων πάντων τῇ

μεγαλωσύνῃ

4 καὶ εἶπον τῷ κυρίῳ τῶν αἰώνων Σὺ εἶ ὁ θεὸς τῶν θεῶν καὶ κύριος τῶν

κυρίων καὶ ὁ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ θεὸς τῶν αἰώνων καὶ ὁ

θρόνος τῆς δόξης σου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν αἰώνων καὶ τὸ ὄνομά σου

ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

IX col II

1 Καὶ ἀκούσαντες οἱ τέσσαρες μεγάλοι ἀρχάγγελοι Μιχαὴλ καὶ Οὐριὴλ

καὶ Ῥαφαὴλ καὶ Γαβριὴλ παρέκυψαν (= οἱ ltδgt Par gr 1711) ἐπὶ τὴν γῆν ἐκ

τῶν ἁγίων τοῦ οὐρανοῦ

2 καὶ θεασάμενοι αἷμα πολὺ ἐκκεχυμένον ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πᾶσαν ἀνομίαν

καὶ ἀσέβειαν γινομένην ἐπrsquo αὐτῆς

3 εἰσελθόντες εἶπον πρὸς ἀλλήλους ὅτι Τὰ πνεύματα καὶ αἱ ψυχαὶ τῶν

ἀνθρώπων ἐντυγχάνουσι στενάζοντα καὶ λέγοντα Εἰσαγάγετε τὴν δέησιν

ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον

4 καὶ προσελθόντες οἱ τέσσαρες ἀρχάγγελοι εἶπον τῷ κυρίῳ Σὺ εἶ ὁ θεὸς

τῶν θεῶν καὶ κύριος τῶν κυρίων καὶ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ θεὸς

τῶν ἀνθρώπων καὶ ὁ θρόνος τῆς δόξης σου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν

αἰώνων καὶ τὸ ὄνομά σου ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

καὶ τὸ ὄνομά σου ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

IX

4 add post αἰῶνας καὶ τὰ ἑξῆς τότε ὁ ὕψιστος ἐκέλευσε τοῖς ἁγίοις

ἀρχαγγέλοις καὶ ἔδησαν τοὺς ἐξάρχους αὐτῶν καὶ ἔβαλον (ἔβαλλον Par

gr 1711) αὐτοὺς εἰς τὴν ἄβυσσον ἕως τῆς κρίσεως καὶ τὰ ἑξῆς καὶ ταῦτα

μὲν ὁ Ἐνὼχ μαρτυρεῖ

5 σὺ γὰρ εἶ ὁ ποιήσας τὰ πάντα καὶ πάντων τὴν ἐξουσίαν ἔχων καὶ πάντα

ἐνώπιόν σου φανερὰ καὶ ἀκάλυπταmiddot καὶ πάντα ὁρᾷς καὶ οὐκ ἔστιν ὃ

κρυβῆναί σε δύναται

6 ὁρᾷς ὅσα ἐποίησεν Ἀζαὴλ καὶ (om Par gr 1711) ὅσα εἰσήνεγκεν (add

καὶ Par gr 1711) ὅσα ἐδίδαξεν ἀδικίας καὶ ἁμαρτίας ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πάντα

δόλον ἐπὶ τῆς ξηρᾶς ἐδίδαξε γὰρ τὰ μυστήρια καὶ ἀπεκάλυψε τῷ αἰῶνι τὰ

ἐν οὐρανῷ ἐπιτηδεύουσιν δὲ τὰ ἐπιτηδεύματα αὐτοῦ εἰδέναι τὰ μυστήρια

οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων

7 τῷ Σεμιαζᾷ τὴν ἐξουσίαν ἔδωκας ἔχειν τῶν σὺν αὐτῷ ἅμα ὄντων

8 καὶ ἐπορεύθησαν πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς καὶ

συνεκοιμήθησαν μετrsquo αὐτῶν καὶ ἐν ταῖς θηλείαις ἐμιάνθησαν καὶ

ἐδήλωσαν αὐταῖς πάσας τὰς ἁμαρτίας καὶ ἐδίδαξαν αὐτὰς μίσητρα

(μίσιτρα Par gr 1711) ποιεῖν

9 καὶ νῦν ἰδοὺ αἱ θυγατέρες τῶν ἀνθρώπων ἔτεκον ἐξ αὐτῶν υἱοὺς

γίγανταςmiddot κίβδηλα ἐπὶ τῆς (om Go) γῆς τῶν ἀνθρώπων ἐκκέχυται καὶ ὅλη

ἡ γῆ ἐπλήσθη ἀδικίας

10 καὶ νῦν ἰδοὺ τὰ πνεύματα τῶν ψυχῶν τῶν ἀποθανόντων ἀνθρώπων

ἐντυγχάνουσιν καὶ μέχρι τῶν πυλῶν τοῦ οὐρανοῦ ἀνέβη ὁ στεναγμὸς

αὐτῶν καὶ οὐ δύναται ἐξελθεῖν ἀπὸ προσώπου τῶν ἐπὶ τῆς γῆς γινομένων

ἀδικημάτων

11 καὶ σὺ αὐτὰ οἶδας πρὸ τῶν (τοῦ recte Par gr 1711) αὐτὰ γενέσθαι καὶ

ὁρᾷς αὐτοὺς καὶ ἐᾷς αὐτούς καὶ οὐδὲν λέγεις τί δεῖ ποιῆσαι αὐτοὺς (om

37

Go) περὶ τούτου

X

1 Τότε ὁ ὕψιστος εἶπε καὶ ὁ ἅγιος ὁ μέγας ἐλάλησε καὶ ἔπεμψε τὸν Οὐριὴλ

πρὸς τὸν υἱὸν (Go τοῦ) Λάμεχ λέγων

2 Πορεύου πρὸς τὸν Νῶε καὶ εἶπον αὐτῷ τῷ ἐμῷ ὀνόματι Κρύψον σεαυτόν

καὶ δήλωσον αὐτῷ τέλος ἐπερχόμενον ὅτι ἡ γῆ ἀπόλλυται πᾶσαmiddot καὶ εἶπον

αὐτῷ ὅτι κατακλυσμὸς μέλλει γίνεσθαι πάσης τῆς γῆς ἀπολέσαι πάντα

ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς

3 δίδαξον τὸν δίκαιον τί ποιήσει τὸν υἱὸν Λάμεχ καὶ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ εἰς

ζωὴν συντηρήσει καὶ ἐκφεύξεται διrsquo αἰῶνος καὶ ἐξ αὐτοῦ φυτευθήσεται

φύτευμα καὶ σταθήσεται πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

4 Καὶ τῷ Ῥαφαὴλ εἶπε Πορεύου Ῥαφαήλ καὶ δῆσον τὸν Ἀζαήλmiddot χερσὶ καὶ

ποσὶ συμπόδισον αὐτόν καὶ ἔμβαλε αὐτὸν εἰς τὸ σκότος καὶ ἄνοιξον τὴν

ἔρημον τὴν οὖσαν ἐν τῇ ἐρήμῳ Δουδαήλ καὶ ἐκεῖ πορευθεὶς βάλε αὐτόν

5 καὶ ὑπόθες αὐτῷ λίθους ὀξεῖς καὶ (om Go) λίθους τραχεῖς καὶ

ἐπικάλυψον αὐτῷ σκότος καὶ οἰκησάτω ἐκεῖ εἰς τὸν αἰῶνα καὶ τὴν ὄψιν

αὐτοῦ πώμασον καὶ φῶς μὴ θεωρείτωmiddot

6 καὶ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως ἀπαχθήσεται εἰς τὸν ἐμπυρισμὸν τοῦ

πυρός

7 καὶ ἴασαι τὴν γῆν ἣν ἠφάνισαν οἱ ἐγρήγοροι καὶ τὴν ἴασιν τῆς πληγῆς

δήλωσον ἵνα ἰάσωνται τὴν πληγὴν καὶ μὴ ἀπόλωνται πάντες οἱ υἱοὶ τῶν

ἀνθρώπων ἐν τῷ μυστηρίῳ ὃ εἶπον οἱ ἐγρήγοροι καὶ ἐδίδαξαν τοὺς υἱοὺς

τῶν ἀνθρώπων

8 καὶ ἠρημώθη πᾶσα ἡ γῆ ἐν τοῖς ἔργοις τῆς διδασκαλίας Ἀζαήλmiddot καὶ ἐπrsquo

αὐτῇ γράψον πάσας τὰς ἁμαρτίας

9 Καὶ τῷ Γαβριὴλ εἶπε Πορεύου Γαβριήλ ἐπὶ τοὺς γίγαντας ἐπὶ τοὺς

κιβδήλους ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς πορνείας καὶ ἀπόλεσαν τοὺς υἱοὺς τῶν

ἐγρηγόρων ἀπὸ τῶν υἱῶν τῶν ἀνθρώπωνmiddot πέμψον αὐτοὺς εἰς ἀλλήλους ἐξ

αὐτῶν εἰς αὐτούς ἐν πολέμῳ καὶ ἐν ἀπωλείᾳ καὶ μακρότης ἡμερῶν οὐκ

ἔσται αὐτοῖς

10 καὶ πᾶσα ἐρώτησις οὐκ ἔστι τοῖς πατράσιν αὐτῶν ὅτι ἐλπίζουσι ζῆσαι

ζωὴν αἰώνιον καὶ ὅτι ζήσεται ἕκαστος αὐτῶν ἔτη πεντακόσια

11 καὶ τῷ Μιχαὴλ εἶπε Πορεύου Μιχαήλ δῆσον Σεμιαζᾶν καὶ τοὺς ἄλλους

σὺν αὐτῷ τοὺς συμμιγέντας ταῖς θυγατράσι τῶν ἀνθρώπων τοῦ μιανθῆναι

ἐν αὐταῖς ἐν τῇ ἀκαθαρσίᾳ αὐτῶν

12 καὶ ὅταν κατασφαγῶσιν οἱ υἱοὶ αὐτῶν καὶ ἴδωσι τὴν ἀπώλειαν τῶν

ἀγαπητῶν αὐτῶν δῆσον αὐτοὺς ἐπὶ ἑβδομήκοντα γενεὰς εἰς τὰς νάπας

τῆς γῆς μέχρι ἡμέρας κρίσεως αὐτῶν μέχρι ἡμέρας τελειώσεως τελεσμοῦ

ἕως συντελεσθῇ κρίμα τοῦ αἰῶνος τῶν αἰώνων

13 τότε ἀπενεχθήσονται εἰς τὸ χάος τοῦ πυρὸς καὶ εἰς τὴν βάσανον καὶ εἰς

τὸ δεσμωτήριον τῆς συγκλείσεως τοῦ αἰῶνος

14 καὶ ὃς ἂν κατακρίθῃ καὶ ἀφανισθῇ ἀπὸ τοῦ νῦν μετrsquo αὐτῶν δεθήσεται

(δεηθήσεται recte Par gr 1711) μέχρι τελειώσεως γενεᾶς αὐτῶν

περὶ δὲ τοῦ ὄρους ἐν ᾧ ὤμοσαν καὶ ἀνεθεμέτισαν πρὸς τὸν πλησίον αὐτῶν

ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα οὐ μὴ ἀποστῇ ἀπrsquo αὐτοῦ ψῦχος καὶ χιὼν καὶ πάχνη καὶ

δρόσος οὐ μὴ καταβῇ εἰς αὐτό εἰ μὴ εἰς κατάραν καταβήσεται ἐπrsquo αὐτό

μέχρις ἡμέρας κρίσεως τῆς μεγάλης ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ κατακαυθήσεται

καὶ ταπεινωθήσεται καὶ ἔσται κατακαιόμενον καὶ τηκόμενον ὡς κηρὸς

ἀπὸ πυρός οὕτως κατακαήσεται περὶ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ καὶ νῦν

ἐγὼ λέγω ὑμῖν υἱοῖς ἀνθρώπων Ὀργὴ μεγάλη καθrsquo ὑμῶν laquoκαὶraquo κατὰ τῶν

38

υἱῶν ὑμῶν καὶ οὐ παύσεται ἡ ὀργὴ αὕτη ἀφrsquo ὑμῶν μέχρι καιροῦ σφαγῆς

τῶν υἱῶν ὑμῶν καὶ ἀπολοῦνται οἱ ἀγαπητοὶ ὑμῶν καὶ ἀποθανοῦνται οἱ

ἔντιμοι ὑμῶν ἀπὸ πάσης τῆς γῆς ὅτι πᾶσαι αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς αὐτῶν ἀπὸ

τοῦ νῦν οὐ μὴ ἔσονται πλείω τῶν ἑκατὸν εἴκοσιν ἐτῶν καὶ μὴ δόξητε ἔτι

ζῆσαι ἐπὶ πλείονα ἔτηmiddot οὐ γάρ ἐστιν ἐπrsquo αὐτοῖς πᾶσα ὁδὸς ἐκφεύξεως ἀπὸ

τοῦ νῦν διὰ τὴν ὀργὴν ἣν ὠργίσθη ὑμῖν ὁ βασιλεὺς πάντων τῶν αἰώνωνmiddot

μὴ νομίσητε ὅτι ἐκφεύξεσθε ταῦτα

XV

8 Καὶ νῦν οἱ γίγαντες οἱ γεννηθέντες ἀπὸ πνευμάτων καὶ σαρκὸς

πνεύματα πονηρὰ ἐπὶ τῆς γῆς καλέσουσιν αὐτούς ὅτι ἡ κατοίκησις αὐτῶν

ἔσται ἐπὶ τῆς γῆς

9 πνεύματα πονηρὰ ἔσονται τὰ πνεύματα ἐξεληλυθότα ἀπὸ τοῦ σώματος

τῆς σαρκὸς αὐτῶν διότι ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων ἐγένοντο καὶ ἐκ τῶν ἁγίων

τῶν ἐγρηγόρων ἡ ἀρχὴ τῆς κτίσεως αὐτῶν καὶ ἀρχὴ θεμελίουmiddot πνεύματα

πονηρὰ

10 ἐπὶ τῆς γῆς ἔσονται

11 τὰ πνεύματα τῶν γιγάντων νεμόμενα ἀδικοῦντα ἀφανίζοντα

ἐμπίπτοντα καὶ συμπαλαίοντα καὶ ῥιπτοῦντα ἐπὶ τῆς γῆς καὶ δρόμους

ποιοῦντα καὶ μηδὲν ἐσθίοντα ἀλλrsquo ἀσιτοῦντα καὶ ῥιπτοῦντα καὶ φάσματα

ποιοῦντα καὶ διψῶντα καὶ προσκόπτοντα

12 καὶ ἐξαναστήσονται τὰ πνεύματα ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων καὶ

τῶν γυναικῶν ὅτι ἐξ αὐτῶν ἐξεληλύθασι

XVI

1 Καὶ ἀπὸ ἡμέρας καιροῦ σφαγῆς καὶ ἀπωλείας καὶ θανάτου τῶν

γιγάντων ναφηλείμ οἱ ἰσχυροὶ τῆς γῆς οἱ μεγάλοι ὀνομαστοί τὰ

πνεύματα τὰ ἐκπορευόμενα ἀπὸ τῆς ψυχῆς αὐτῶν ὡς ἐκ τῆς σαρκὸς

ἔσονται ἀφανίζοντα χωρὶς κρίσεωςmiddot οὕτως ἀφανίσουσι μέχρις ἡμέρας τῆς

τελειώσεως ἕως τῆς κρίσεως τῆς μεγάλης ἐν ᾗ (ᾧ Par gr 1711) ὁ αἰὼν ὁ

μέγας τελεσθήσεται

XIX

3 ἀνθρώπων ὡς ἐγὼ εἶδον

XX

2 ὁ εἷς τῶν ἁγίων ὁ ἐπὶ τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ταρτάρου

3 Ῥαφαὴλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων τῶν ἀνθρώπων

4 Ῥαγουήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐκδικῶν τὸν κόσμον τῶν

φωστήρων

5 Μιχαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς ἐπὶ τῶν τοῦ λαοῦ ἀγαθῶν τέτακται

καὶ ἐπὶ τῷ χαῷ

6 Σαριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων οἵτινες ἐπὶ τῷ

πνεύματι ἁμαρτάνουσιν

7 Γαβριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τοῦ παραδείσου καὶ τῶν

δρακόντων καὶ χερουβίν Ῥεμειήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃν ἔταξεν ὁ

θεὸς ἐπὶ τῶν ἀνισταμένων ὀνόματα ζacute ἀρχαγγέλων

XXI

1 Καὶ ἐφώδευσα μέχρι τῆς ἀκατασκευάστου

2 καὶ ἐκεῖ ἐθεασάμην ἔργον φοβερόν ἑώρακα οὔτε οὐρανὸν ἐπάνω οὔτε

γῆν τεθεμελιωμένην ἀλλὰ τόπον ἀκατασκεύαστον καὶ φοβερόν

3 καὶ ἐκεῖ τεθέαμαι ζacute ἀστέρας τοῦ οὐρανοῦ δεδεμένους καὶ ἐριμμένους ἐν

αὐτῷ ὁμοῦ ὁμοίους ὁράσει μεγάλῃ καὶ ἐν πυρὶ καιομένους

4 τότε εἶπον Διὰ ποίαν αἰτίαν ἐπεδέθησαν καὶ διὰ ποίαν αἰτίαν ἐρίφησαν

39

ὧδε

5 καὶ εἶπέν μοι Οὐριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ μετrsquo

ἐμοῦ ὤν - καὶ

αὐτὸς αὐτῶν ἡγεῖτο - καὶ εἶπέν μοι Ἑνώχ περὶ τίνος

ἐρωτᾷς ἢ περὶ τίνος

τὴν ἀλήθειαν φιλοσπευδεῖς

6 οὗτοί εἰσιν τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ οἱ παραβάντες

τὴν ἐπιταγὴν τοῦ

κυρίου καὶ ἐδέθησαν ὧδε μέχρι πληρωθῆναι μύρια ἔτη

τὸν χρόνον τῶν

ἁμαρτημάτων αὐτῶν

7 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον τούτου

φοβερώτερον καὶ τεθέαμαι

ἔργα φοβεράmiddot πῦρ μέγα ἐκεῖ καιόμενον καὶ φλεγόμενον καὶ διακοπὴν

εἶχεν ὁ τόπος ἕως τῆς ἀβύσσου πλήρης στύλων πυρὸς μεγάλων

καταφερομένωνmiddot οὔτε μέτρον οὔτε μέγεθος ἠδυνήθην ἰδεῖν οὔτε εἰκάσαι

8 τότε εἶπον Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος οὗτος καὶ ὡς δεινὸς τῇ ὁράσει

9 τότε ἀπεκρίθη μοι καὶ εἶπεν

Incert

1 παρὰ (Par gr 1711 Go περὶ) δὲ τοῦ ὄρους ἐν ᾧ ὤμοσαν καὶ

ἀνεθεμάτισαν πρὸς τὸν πλησίον αὐτῶν ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα οὐ μὴ ἀποστῇ

ἀπrsquo αὐτοῦ ψῦχος καὶ χιὼν καὶ πάχνη καὶ δρόσος οὐ μὴ καταβῇ εἰς αὐτό εἰ

μὴ εἰς κατάραν καταβήσεται ἐπrsquo (Go εἰς) αὐτό μέχρις ἡμέρας κρίσεως τῆς

μεγάλης

2 ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ κατακαυθήσεται καὶ (Go om) ταπεινωθήσεται καὶ

ἔσται κατακαιόμενον καὶ τηκόμενον ὡς κηρὸς ἀπὸ πυρός οὕτως

κατακαήσεται περὶ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ

3 καὶ νῦν ἐγὼ λέγω ὑμῖν υἱοῖς ἀνθρώπων Ὀργὴ μεγάλη καθrsquo ὑμῶν κατὰ

τῶν υἱῶν ὑμῶνmiddot καὶ οὐ παύσεται ἡ ὀργὴ αὕτη ἀφrsquo ὑμῶν μέχρι καιροῦ

σφαγῆς τῶν υἱῶν ὑμῶν

4 καὶ ἀπολοῦνται οἱ ἀγαπητοὶ ὑμῶν καὶ ἀποθανοῦνται οἱ ἔντιμοι ὑμῶν

ἀπὸ πάσης τῆς γῆς ὅτι πᾶσαι αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς αὐτῶν ἀπὸ τοῦ νῦν οὐ μὴ

ἔσονται πλείω τῶν ἑκατὸν εἴκοσιν ἐτῶν

5 καὶ μὴ δόξητε ἔτι ζῆσαι ἐπὶ πλείονα ἔτηmiddot οὐ γάρ ἐστιν ἐπrsquo αὐτοῖς πᾶσα

ὁδὸς ἐκφεύξεως ἀπὸ τοῦ νῦν διὰ τὴν ὀργὴν ἣν ὠργίσθη ὑμῖν ὁ βασιλεὺς

πάντων τῶν αἰώνωνmiddot μὴ νομίσητε ὅτι ἐκφεύξεσθε ταῦτα

Περί των γιγάντων

καὶ ἦν νωε ἐτῶν πεντακοσίων καὶ ἐγέννησεν νωε τρεῖς υἱούς τὸν σημ τὸν χαμ τὸν

ιαφεθκαὶ ἐγένετο ἡνίκα ἤρξαντο οἱ ἄνθρωποι πολλοὶ γίνεσθαι ἐπὶ τῆς γῆς καὶ θυγατέρες

ἐγενήθησαν αὐτοῖς 2ἰδόντες δὲ οἱ υἱοὶ τοῦ θεοῦ τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων ὅτι καλαί

εἰσιν ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ πασῶν ὧν ἐξελέξαντο 3καὶ εἶπεν κύριος ὁ θεός οὐ

μὴ καταμείνῃ τὸ πνεῦμά μου ἐν τοῖς ἀνθρώποις τούτοις εἰς τὸν αἰῶνα διὰ τὸ εἶναι

αὐτοὺς σάρκας ἔσονται δὲ αἱ ἡμέραι αὐτῶν ἑκατὸν εἴκοσι ἔτη 4οἱ δὲ γίγαντες ἦσαν ἐπὶ

τῆς γῆς ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις καὶ μετ ἐκεῖνο ὡς ἂν εἰσεπορεύοντο οἱ υἱοὶ τοῦ

θεοῦ πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων καὶ ἐγεννῶσαν ἑαυτοῖς ἐκεῖνοι ἦσαν οἱ

γίγαντες οἱ ἀπ αἰῶνος οἱ ἄνθρωποι οἱ ὀνομαστοί

40

Παραθέτουμε ένα επεξηγηματικό κείμενο αναφορικά με τους γίγαντες από την

ιστοσελίδα httpwwwoodegrcom

laquoΕδώ πρόκειται για το θέμα στο οποίο αναφέρθηκε ο Ιησούς Χριστός στο

Ματθαίος κδ΄ 38 για τους προκατακλυσμιαίους ανθρώπους που ΄΄έτρωγαν και

έπιναν και παντρεύονταν΄΄ ώσπου ήρθε ο Κατακλυσμός Επ αυτών υπάρχουν

κάποιες παρατηρήσεις

1η παρατήρηση Το οριστικό άρθρο ΄΄οι΄΄ δείχνει ότι πρόκειται για κάποιους που

ήταν ήδη γνωστοί στους αναγνώστες της Γενέσεως προς τους οποίους απευθύνεται

ο Μωυσής δηλαδή προς τους Ισραηλίτες της εποχής του που λάβαιναν το Νόμο

2η παρατήρηση Το ότι ΄΄εν ταις ημέραις εκείναις ήσαν΄΄ υπονοεί 1 Είτε ότι δεν

υπήρχαν πλέον οι γίγαντες στη ΄΄γη΄΄ όταν γραφόταν η Γένεση δηλαδή κατά το 1500

πΧ 2 είτε ότι υπήρχαν και τότε

3η παρατήρηση Για ποια ΄΄γη΄΄ μιλάει 1 Είτε για τη συγκεκριμένη γη στην οποία

συνέβαιναν τα γεγονότα που αναγράφονται στα γύρω κεφάλαια (τη γη της

Μεσοποταμίας) 2 είτε γενικά για τη γύρω γη στην οποία είχαν επεκταθεί οι γίγαντες

και η φυλή Αδάμ Αυτό όμως δεν έχει σημασία καθώς η αναφορά γίνεται μόνο για

τον καιρό πρό τού Κατακλυσμού Είναι γεγονός όμως ότι στη γη Χαναάν οι

γίγαντες υπήρχαν και μετά από τον Κατακλυσμό

Αυτό φαίνεται στους Αριθμούς 13ιγ΄ 33 ΄΄και εκεί εωράκαμεν τους γίγαντας

(εβραϊκό Νεφιλείμ) και ήμεν ενώπιον αυτών ωσεί ακρίδες αλλά και ούτως ήμεν

ενώπιον αυτών΄΄

Αν αυτό φαίνεται παράξενο σε κάποιους που διδάχτηκαν ότι ο Κατακλυσμός ήταν

παγκόσμιος ας διαβάσουν τη μελέτη μας ΄΄Ήταν ο Κατακλυσμός Παγκόσμιος΄΄

Εκεί θα δουν τις Αγιογραφικές και ιστορικές αποδείξεις ότι επρόκειτο για έναν

τοπικό κατακλυσμό που έπληξε μόνο τη φυλή Αδάμ και μέλη μόνο των γύρω λαών

Επιβίωση από τον Κατακλυσμό

Το ότι οι Νεφιλείμ επεβίωσαν του Κατακλυσμού εξηγείται απλά

Είναι λογικό το ότι η φυλή των γιγάντων Νεφιλείμ δεν έμενε ολόκληρη στην

κοιλάδα της Μεσοποταμίας αλλά κάποιοι απ αυτούς διεσπάρησαν στις γύρω

περιοχές

Η Γένεση στο 7ζ΄ 20 γράφει ότι ο Κατακλυσμός είχε ύψος 15 πήχες (8- 9 μέτρα)

δηλαδή όσο χρειαζόταν για να καλύψει τις ψηλότερες περιοχές της χαμηλής

Μεσοποταμίας Όσοι όμως έμεναν στα ορεινά γύρω από την πληγείσα περιοχή

επεβίωσαν Άλλωστε ο Κατακλυσμός έγινε για τιμωρία της φυλής Αδάμ και όχι των

γύρω λαών όπως φαίνεται στη Γένεση 6ς΄ 5 - 7 όπου η λέξη που χρησιμοποιείται

στο Εβραϊκό κείμενο γι αυτούς με τους οποίους οργίστηκε ο Θεός είναι ΄΄Αδάμ΄΄

Για τους άλλους λαούς η Γένεση στο Εβραϊκό κείμενο χρησιμοποιεί άλλη λέξη

όπως φαίνεται στο Γένεσις 6ς΄ 4 [΄΄οι άνθρωποι (εβραϊκά ΄΄ενός΄΄) οι

ονομαστοί΄΄] και στο Γένεσις 13ιγ΄ 13 [΄΄οι δε άνθρωποι (εβραϊκά ΄΄ενός΄΄) οι εν

Σοδόμοις΄΄]

41

Μια τελευταία παρατήρηση ξεκινάει από το ίδιο εδάφιο της Γένεσης 6ς΄ 4 που λέει

΄΄Οι δε γίγαντες ήσαν επί τής γης εν ταις ημέραις εκείναις και μετ εκείνο ως αν

εισεπορεύοντο οι υιοί τού Θεού προς τας θυγατέρας τών ανθρώπων΄΄

Οι Νεφιλείμ λοιπόν υπήρχαν ακόμη ΄΄και μετά από εκείνο΄΄ το γεγονός που

περιγράφεται δηλαδή και μετά από την αύξηση του πληθυσμού στη

Μεσοποταμία Είναι λάθος να ταυτίζονται κατ ανάγκην οι Νεφιλείμ με τους γιους

των ισχυρών καθώς μια αβίαστη ανάγνωση του κειμένου δεν δείχνει τίποτα τέτοιο

Το μεταβατικό ΄΄δε΄΄ δείχνει ότι γίνεται λόγος για κάποιους άλλους και όχι για

τους γιούς των ισχυρών Οι γιοί των ισχυρών δεν είναι οι Νεφιλείμ αλλά οι ισχυροί

άνδρες της Μεσοποταμίας των άλλων φυλών που ζούσαν κοντά στη φυλή Αδάμ

Ίσως ο σκοπός του χωρίου είναι να δείξει ότι η φυλή των γιγάντων (η οποία

προβλημάτιζε τους Ισραηλίτες τον καιρό που ο Μωυσής έγραφε αυτά τα λόγια) ήταν

μια αρχαία φυλή σύγχρονη της επιμειξίας της φυλής Αδάμ με τους γιούς των

ισχυρών και ότι οι Νεφιλείμ επεβίωσαν ακόμη και μετά από την επιμειξία των

ισχυρών ανδρών της Μεσοποταμίας με τις ΄΄θυγατέρες Αδάμ΄΄ κατά την

προκατακλυσμιαία εποχή

Ίσως ακόμα η αναφορά αυτή να γίνεται για να δείξει ότι ο κατακλυσμός στρεφόταν

ειδικά κατά του λαού Αδάμ και όχι και των γύρω λαών εκ των οποίων

επεβίωσαν και οι Νεφιλείμ

Οι γίγαντες στην εποχή τού Ισραήλ

Σύμφωνα με την Αγία Γραφή η περιοχή στην οποία επεβίωσαν κάποιοι από τη

φυλή των γιγάντων Νεφιλείμ ήταν η Βασάν που ονομάζεται ΄΄γη γιγάντων΄΄

(Δευτερονόμιο γ΄ 13)

Πρόκειται για μία ορεινή περιοχή ανατολικά της Θάλασσας της Γαλιλαίας

κατάλληλη για επιβίωση των λαών της από τον Κατακλυσμό που έπληξε τη

Μεσοποταμία και το λαό Αδάμ (Όπως λέμε ΄΄λαός Ισραήλ΄΄)

Εκεί οι γίγαντες υπήρχαν όχι μόνο μετά από τον Κατακλυσμό αλλά και στις ημέρες

του Αβραάμ όπως φαίνεται στη Γένεση 14ιδ΄ 5 όπου λέει για τον Χοδολλογομόρ

και τους συμμάχους του ότι ΄΄κατέκοψαν τους γίγαντας τους εν Ασταρώθ

Καρναιν΄΄ στη Βασσάν

Και οι κατάσκοποι όμως των ημερών του Μωυσή βρήκαν τους Νεφιλείμ στη

Χαναάν όπως είδαμε στους Αριθμούς 13ιγ΄ 33 όπου μάλιστα ονομάζει τους

γίγαντες ΄΄Νεφιλείμ΄΄ Εκεί έχει μάλιστα και οριστικό άρθρο ΄΄τους Νεφιλείμ΄΄

πράγμα που δείχνει ότι δεν επρόκειτο για παρομοίωση αλλά για το γνωστό λαό

των Νεφιλείμ

Άλλα εδάφια όπως το Δευτερονόμιο 1α΄ 28 αναφερόμενο στο ίδιο γεγονός

ταυτίζει τους Νεφιλείμ με τους Ανακείμ που προφανώς ήταν απόγονοί τους

Με τους Ανακείμ συσχετίζει η Αγία Γραφή όλες τις φυλές γιγάντων που ζούσαν γύρω

από τη Θάλασσα της Γαλιλαίας όπως ήταν οι Ραφαείμ οι Εμμαίοι και οι

42

Ζουμζουμείμ τους οποίους εξολώθρευσαν οι απόγονοι του Λωτ (Δευτερονόμιο 2β΄

10112021)

Οι Ραφαείμ ήταν απόγονοι των Γιγάντων που επεβίωσαν από τον Κατακλυσμό και

δεν ήταν απόγονοι του Νώε καθώς δεν αναφέρονται στη Γένεση 10ι΄ όπου

αναφέρονται οι λαοί που κατάγονται από το Νώε Η σκέψη ότι ίσως να μην

αναφέρονται επειδή είναι πολύ νεώτεροι λαοί δεν ευσταθεί επειδή αναφέρονται στη

Γένεσις 14ιδ΄ 5 σαν λαός από την εποχή του Αβραάμ ακόμα και συνεπώς είναι

αρχαιότεροι λαοί από αυτούς που αναφέρονται ως απόγονοι του Νώε

Μετά από την εγκατάσταση των Ισραηλιτών στη Γη της Επαγγελίας οι υψηλόσωμες

αυτές φυλές εξολωθρεύτηκαν και δεν έμειναν Ανακείμ στο Ισραήλ Μόνο στη Γάζα

στη Γαθ και στην Άζωτο έμειναν αναμεμειγμένοι με τους Φιλισταίους (Ιησούς

Ναυή 11ια΄ 21 22)

Ένας απ αυτούς ήταν και ο Γολιάθ από τη Γαθ που σκοτώθηκε από τον Δαυίδ (Α΄

Σαμουήλ ιζ΄ 4 ΄΄Εξήλθεν Γολιάθ εκ της Γαθ΄΄)

Τον καιρό του Δαυίδ σκοτώθηκαν οι τελευταίοι γίγαντεςraquo1

1 httpwwwoodegrcomoodegenesiskatak1htm

43

Page 13: Η δημιουργία του κόσμου

13

σπέρμα ἕτερον ἀντὶ αβελ ὃν ἀπέκτεινεν καιν 26καὶ τῷ σηθ ἐγένετο υἱός ἐπωνόμασεν δὲ τὸ ὄνομα αὐτοῦ ενως οὗτος ἤλπισεν ἐπικαλεῖσθαι τὸ ὄνομα κυρίου τοῦ θεοῦ

αὕτη ἡ βίβλος γενέσεως ἀνθρώπων ᾗ ἡμέρᾳ ἐποίησεν ὁ θεὸς τὸν αδαμ κατ εἰκόνα θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν 2ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτοὺς καὶ εὐλόγησεν αὐτούς καὶ ἐπωνόμασεν τὸ ὄνομα αὐτῶν αδαμ ᾗ ἡμέρᾳ ἐποίησεν αὐτούς

3ἔζησεν δὲ αδαμ διακόσια καὶ τριάκοντα ἔτη καὶ ἐγέννησεν κατὰ τὴν ἰδέαν αὐτοῦ καὶ κατὰ τὴν εἰκόνα αὐτοῦ καὶ ἐπωνόμασεν τὸ ὄνομα αὐτοῦ σηθ 4ἐγένοντο δὲ αἱ ἡμέραι αδαμ μετὰ τὸ γεννῆσαι αὐτὸν τὸν σηθ ἑπτακόσια ἔτη καὶ ἐγέννησεν υἱοὺς καὶ θυγατέρας 5καὶ ἐγένοντο πᾶσαι αἱ ἡμέραι αδαμ ἃς ἔζησεν ἐννακόσια καὶ τριάκοντα ἔτη καὶ ἀπέθανεν

Ενώχ

Μια μορφή που δεσπόζει για την αγιότητα της ζωής του

εφόσον η Γραφή δεν αναφέρει τίποτε εις βάρος του είναι ο

Ενώχ

Γιος ενός άσημου για την ιστορία ανθρώπου του Ιάρεδ

απογόνου του τρίτου γιου του Αδάμ Σηθ άθελά του

καθιερώθηκε απ τον Θεό όπως βεβαιώνει κι η σημασία

του ονόματός του να διαδραματίσει σπουδαίο ρόλο στο

θείο σχέδιο για τη σωτηρία του κόσμου Γέννησε το

Μαθουσάλα τον μακροβιότερο άνθρωπο που ποτέ έζησε

στη γη παρ όλο που η δική του ζωή διήρκεσε τόσο λίγο

τριακόσια εξήντα πέντε χρόνια Έζησε ζωή άμεμπτης

αγνότητας σε περίοδο που ούτε ο Νόμος του Θεού είχε δοθεί ούτε φυσικά κι η

μεταγενέστερη του Νόμου Χάρη είχε επιτελεστεί Οραματίστηκε την τελική Κρίση

που ο Θεός θα κάμει στα τέλη των αιώνων και δια του τρόπου με τον οποίο έγινε η

μετάθεσή του μίλησε στις επόμενες γενιές για την μετά το θάνατο Ανάσταση του

Μεσσία που θα ρχόταν και για την τελική Ανάσταση των κεκοιμημένων αγίων

ίνα καταποθή το θνητόν υπό της ζωής (Β΄ Κορ 104)

Στο βιβλίο της Γένεσης συναντάμε δυο πρόσωπα με το όνομα Ενώχ στο 41718 και

στο 518 που είναι μεταξύ τους τελείως ανόμοια και διαφορετικά Ο πρώτος είναι ο

γιος του Κάιν του αδελφοκτόνου προς τιμήν του οποίου ο πατέρας του έκτισεν

πόλιν και κάλεσεν κατά το όνομα αυτού (417) κι ο δεύτερος είναι ο γιος του Ιάρεδ

όπως ήδη είπαμε ο εκλεκτός του Θεού Ενώχ που δεν είχε εδώ πόλιν μένουσαν

αλλά την μέλλουσαν επιζητούσε (Εβρ 1113-14) στην οποία και τόσο ένδοξα

μετέβη

14

Το ότι ο Ενώχ έζησε τριακόσια εξήντα πέντε μόνο χρόνια που είναι ακριβώς ο

αριθμός των ημερών ενός ηλιακού έτους δεν ξέρουμε τι συμβολίζει Ίσως τη

ματαιότητα της σύντομης εδώ ζωής μας ίσως την πληρότητα μιας αποστολής την

οποία ο Θεός ανέθεσε σε κάποιον άνθρωπό Του ίσως το τέλειο ανάστημα της ζωής

του Χριστού στο οποίο ο Θεός θέλει να φτάσουμε πριν μας πάρει κοντά Του

ίσως ίσως Ασχέτως όμως όλων αυτών γεγονός είναι ένα ότι ο Ενώχ αποτελεί μια

εξαίρεση ένα υπόδειγμα ένα θαύμα του Θεού σε ανθρώπινη ζωή

Γιατί άραγε έζησε τόσο λίγο ενώ ο γιος του ο Μαθουσάλα έφτασε τη μεγαλύτερη

ηλικία ανθρώπου επί της γης -965 χρόνια- ο δε μεταγενέστερός του ο Νώε δεύτερος

μετά τον Αδάμ κληρονόμος όλης της γης έζησε 950 χρόνια Μήπως ο Ενώχ έτσι

εξεπλήρωσε κάποια πολύ σημαντική αποστολή Ενώ θα παρευρέθηκε στην κηδεία

του Αδάμ (πράγμα που συνάγεται απ τους υπολογισμούς των ετών που περιέχονται

στην πρώτη αυτή περίοδο της ιστορίας) και δεδομένου ότι ο Αδάμ ως εκπρόσωπος

του αμαρτωλού ανθρώπου έπρεπε να πεθάνει και το σώμα του να ταφεί στη γη ο

Ενώχ εκπροσωπώντας τον αγιασμένο άνθρωπο του Θεού δεν πέθανε αλλά

μετατέθηκε απ ευθείας χωρίς να γευτεί θάνατο στου ουρανό του Θεού Πιστή

εικόνα τούτη για τον σωσμένο δια της θυσίας του Ιησού Χριστού αμαρτωλό για τον

οποίο θάνατος πια δεν υπάρχει διότι μετέβη εκ του θανάτου εις την ζωήν (Ιωάν

524)

Ο Λόγος του Θεού μας λέει ότι ο Ενώχ περιεπάτησεν μετά του Θεού (Γέν 524)

όχι ενώπιον του Θεού όπως μας λέει για τον Αβραάμ (Γεν 171) για το Δαυίδ

(Ψαλμ 8915) για τον Ησαϊα (4027-31) για το Ζαχαρία και την Ελισσάβετ (Ιακ

16) Μήπως τούτο είναι σύμβολο και συγχρόνως προφητεία του περπατήματος που ο

χριστιανός ο άνθρωπος δηλαδή που θα δεχόταν τη Χάρη θα κανε με τον Χριστό

βάσει της υπόσχεσής Του μεθ υμών ειμί (Ματθ 2820) και της εντολής Του

μείνατε εν εμοί καγώ εν υμίν (Ιωάν 154) Διότι σε τούτη την περίπτωση δεν

έχουμε περπάτημα ενώπιον του Θεού αλλά μετά του Θεού Κάτι δηλαδή πολύ

ουσιαστικότερο και πλουσιότερο για κάθε άνθρωπο που ανήκει σε Κείνον ασχέτως

περιόδου στην οποία έζησε Όταν κάποιος περπατάει με τον Θεό έχει και πλήρη

συναίσθηση της παρουσίας Του Ότι ακριβώς χρειάζεται για να ζει ζωή αγνότητας

μέσα στον κόσμο

Το μυστικό του περπατήματος του Ενώχ μετά του Θεού ήταν η πίστη του στον Θεό

της οποίας συνέπεια ήταν το ότι ευηρέστησεν τον Θεόν και ότι δε γεύτηκε θάνατο

διότι μετέθεσεν αυτόν ο Θεός (Γεν 115-6) Η μετάθεση δε αυτή είναι τύπος του

τρόπου με τον οποίο οι άγιοι του Θεού θέλουσι μεταμορφωθή εν τη εσχάτη

σάλπιγγι χωρίς να γευτούν θάνατο (Α΄ Κορ 1551-52)

Αλλά ο Ενώχ δεν προφήτεψε μόνο με τη ζωή του μελλοντικές αλήθειες αλλά και με

το στόμα του προφήτεψε περί της Κρίσης την οποίαν στα τέλη των αιώνων ο Κύριος

μαζί με τους αγίους Του θα κάμει για κάθε ασεβή άνθρωπο δια να ελέγξη πάντας

τους ασεβείς Στην επιστολή του Ιούδα εδ 14-15 διαβάζουμε Προεφήτευσε δε

περί τούτων και ο Ενώχ έβδομος από Αδάμ λέγωνmiddot Ιδού ήλθεν ο Κύριος με

μυριάδας αγίων αυτού δια να κάμη κρίσιν κατά πάντων και να ελέγξη πάντας τους

ασεβείς εξ αυτών δια πάντα τα έργα της ασεβείας αυτών τα οποία έπραξαν και δια

πάντα τα σκληρά τα οποία ελάλησαν κατ αυτού αμαρτωλοί ασεβείς

15

Ο Ενώχ αναφέρεται μια μόνο φορά στην Καινή Διαθήκη ως προφήτης (Ιούδα 14)

Με το όνομα Βιβλίο Ενώχ σώζεται απόκρυφο σύγγραμμα που γράφτηκε περί τα

110 πΧ περιέχει προφητείες περί της συντέλειας του κόσμου και είναι σε αιθιοπική

μετάφραση Δεν αποκλείεται η παραπομπή στο βιβλίο του Ιούδα να είναι παρμένη απ

αυτό Όμως το βιβλίο αυτό το απέρριψαν ως μη κανονικό τόσο οι Εβραίοι όσο και

οι Πατέρες της Εκκλησίας

Ας μείνει μέσα μας απ όλα όσα ελέχθησαν περί του Ενώχ πως αν κάτι έχει ύψιστη

σημασία για τον Θεό και για μας είναι το να περιπατώμεν καθώς Εκείνος

περιεπάτησεν (Α΄ Ιωάν 26) φυλάττοντες τας εντολάς αυτού και πράττοντες τα

αρεστά ενώπιον αυτού (Α΄ Ιωάν 322)

Γιἀννης Έρτσος

Σας παραθέτουμε τώρα προς ανάγνωσιν το απόκρυφο βιβλίο του Ενώχ

1 Λόγος εὐλογίας Ἑνώχ καθὼς εὐλόγησεν ἐκλεκτοὺς δικαίους οἵτινες

ἔσονται εἰς ἡμέραν ἀνάγκης ἐξᾶραι πάντας τοὺς ἐχθρούς καὶ σωθήσονται

δίκαιοι

2 Καὶ ἀναλαβὼν τὴν παραβολὴν αὐτοῦ εἶπεν Ἑνώχmiddot (ἄνθρωπος δίκαιός

ἐστιν [ᾧ] ὅρασις ἐκ θεοῦ αὐτῷ ἀνεῳγμένη ἦν ἔχων τὴν ὅρασιν τοῦ ἁγίου

laquoκαὶraquo τοῦ οὐρανοῦmiddot) Ἔδειξέν μοι καὶ ἁγιολόγων ἁγίων ἤκουσα ἐγώ καὶ ὡς

ἤκουσα παρrsquo αὐτῶν πάντα καὶ ἔγνων ἐγὼ θεωρῶνmiddot καὶ οὐκ εἰς τὴν νῦν

γενεὰν διενοούμην ἀλλὰ ἐπὶ πόρρω οὖσαν ἐγὼ λαλῶ

3 Καὶ περὶ τῶν ἐκλεκτῶν νῦν λέγω καὶ περὶ αὐτῶν ἀνέλαβον τὴν

παραβολήν μου καὶ ἐξελεύσεται ὁ ἅγιός μου ὁ μέγας ἐκ τῆς κατοικήσεως

αὐτοῦ

4 καὶ ὁ θεὸς τοῦ αἰῶνος ἐπὶ γῆν πατήσει ἐπὶ τὸ Σεινὰ ὄρος καὶ φανήσεται

ἐκ τῆς παρεμβολῆς αὐτοῦ καὶ φανήσεται ἐν τῇ δυνάμει τῆς ἰσχύος αὐτοῦ

ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ τῶν οὐρανῶν

5 καὶ φοβηθήσονται πάντες καὶ πιστεύσουσιν οἱ ἐγρήγοροι laquoκαὶ ᾄσουσιν

ἀπόκρυφα ἐν πᾶσιν τοῖς ἄκροις τῆς [γῆς]middot καὶ σεισθήσονται πάντα τὰ ἄκρα

τῆς γῆςraquo καὶ λήμψεται αὐτοὺς τρόμος καὶ φόβος μέγας μέχρι τῶν περάτων

τῆς γῆς

6 καὶ σεισθήσονται καὶ πεσοῦνται καὶ διαλυθήσονται ὄρη ὑψηλά καὶ

ταπεινωθήσονται βουνοὶ ὑψηλοὶ τοῦ διαρυῆναι ὄρη καὶ τακήσονται ὡς

κηρὸς ἀπὸ προσώπου πυρὸς ἐν φλογί

7 καὶ διασχισθήσεται ἡ γῆ σχίσμα ῥαγάδι καὶ πάντα ὅσα ἐστὶν ἐπὶ τῆς γῆς

ἀπολεῖται καὶ κρίσις ἔσται κατὰ πάντων

8 καὶ μετὰ τῶν δικαίων τὴν εἰρήνην ποιήσει καὶ ἐπὶ τοὺς ἐκλεκτοὺς ἔσται

συντήρησις καὶ εἰρήνη καὶ ἐπrsquo αὐτοὺς γενήσεται ἔλεος καὶ ἔσονται

πάντες τοῦ θεοῦ καὶ τὴν εὐδοκίαν δώσει αὐτοῖς καὶ πάντας εὐλογήσει καὶ

πάντων ἀντιλήμψεται καὶ βοηθήσει ἡμῖν καὶ φανήσεται αὐτοῖς φῶς καὶ

ποιήσει ἐπrsquo αὐτοὺς εἰρήνην

9 ὅτι ἔρχεται σὺν ταῖς μυριάσιν αὐτοῦ καὶ τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ ποιῆσαι

κρίσιν κατὰ πάντων καὶ ἀπολέσει πάντας τοὺς ἀσεβεῖς καὶ ἐλέγξει

πᾶσαν σάρκα περὶ πάντων ἔργων τῆς ἀσεβείας αὐτῶν ὧν ἠσέβησαν καὶ

σκληρῶν ὧν ἐλάλησαν λόγων laquoκαὶ περὶ πάντων ὧν κατελάλησανraquo κατrsquo

αὐτοῦ ἁμαρτωλοὶ ἀσεβεῖς

16

II

1 Κατανοήσατε πάντα τὰ ἔργα ἐν τῷ οὐρανῷ πῶς οὐκ ἠλλοίωσαν τὰς

ὁδοὺς αὐτῶν καὶ τοὺς φωστῆρας τοὺς ἐν τῷ οὐρανῷ ὡς τὰ πάντα

ἀνατέλλει καὶ δύνει τεταγμένος ἕκαστος ἐν τῷ τεταγμένῳ καιρῷ καὶ ταῖς

ἑορταῖς αὐτῶν φαίνονται καὶ οὐ παραβαίνουσιν τὴν ἰδίαν τάξιν

2 ἴδετε τὴν γῆν καὶ διανοήθητε περὶ τῶν ἔργων τῶν ἐν αὐτῇ γενομένων

ἀπrsquo ἀρχῆς μέχρι τελειώσεως ὥς εἰσιν φθαρτά ὡς οὐκ ἀλλοιοῦνται οὐδὲν

τῶν ἐπὶ γῆς ἀλλὰ πάντα ἔργα θεοῦ ὑμῖν φαίνεται

3 ἴδετε τὴν θερείαν καὶ τὸν χειμῶνα

καταμάθετε καὶ ἴδετε πάντα τὰ δένδρα

IIIndashV

1πῶς τὰ φύλλα χλωρὰ ἐν αὐτοῖς σκέποντα τὰ δένδρα καὶ πᾶς ὁ καρπὸς

αὐτῶν εἰς τιμὴν καὶ δόξαν διανοήθητε καὶ γνῶτε περὶ πάντων τῶν ἔργων

αὐτοῦ καὶ νοήσατε ὅτι θεὸς ζῶν ἐποίησεν αὐτὰ οὕτως καὶ ζῇ εἰς πάντας

τοὺς αἰῶναςmiddot

2 καὶ τὰ ἔργα αὐτοῦ πάντα ὅσα ἐποίησεν εἰς τοὺς αἰῶνας ἀπὸ ἐνιαυτοῦ εἰς

ἐνιαυτὸν γινόμενα πάντα οὕτως καὶ πάντα ὅσα ἀποτελοῦσιν αὐτῷ τὰ

ἔργα καὶ οὐκ ἀλλοιοῦνται αὐτῶν τὰ ἔργα ἀλλrsquo ὡσπερεὶ κατὰ ἐπιταγὴν τὰ

πάντα γίνεται

3 ἴδετε πῶς ἡ θάλασσα καὶ οἱ ποταμοὶ ὡς ὁμοίως ἀποτελοῦσιν καὶ οὐκ

ἀλλοιοῦσιν αὐτῶν τὰ ἔργα ἀπὸ τῶν λόγων αὐτοῦ

4 ὑμεῖς δὲ οὐκ ἐνεμείνατε οὐδὲ ἐποιήσατε κατὰ τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ ἀλλὰ

ἀπέστητε καὶ κατελαλήσατε μεγάλους καὶ σκληροὺς λόγους ἐν στόματι

ἀκαθαρσίας ὑμῶν κατὰ τῆς μεγαλωσύνης αὐτοῦ ὅτι κατελαλήσατε ἐν τοῖς

ψεύμασιν ὑμῶν σκληροκάρδιοι οὐκ ἔστιν εἰρήνη ὑμῖν

5 τοιγὰρ τὰς ἡμέρας ὑμῶν ὑμεῖς καταράσεσθε καὶ τὰ ἔτη τῆς ζωῆς ὑμῶν

ἀπολεῖται καὶ τὰ ἔτη τῆς ἀπωλείας ὑμῶν πληθυνθήσεται ἐν κατάρᾳ

αἰώνων καὶ οὐκ ἔσται ὑμῖν ἔλεος καὶ εἰρήνη

6 τότε ἔσται τὰ ὀνόματα ὑμῶν εἰς κατάραν αἰώνιον πᾶσιν τοῖς δικαίοις

καὶ ἐν ὑμῖν καταράσονται πάντες οἱ καταρώμενοι καὶ πάντες οἱ

ἁμαρτωλοὶ καὶ ἀσεβεῖς ἐν ὑμῖν ὀμοῦνται καὶ πάντες οἱ ἀναμάρτητοι

χαρήσονται καὶ ἔσται αὐτοῖς λύσις ἁμαρτιῶν καὶ πᾶν ἔλεος καὶ εἰρήνη καὶ

ἐπιείκεια ἔσται αὐτοῖς σωτηρία φῶς ἀγαθόν καὶ αὐτοὶ κληρονομήσουσιν

τὴν γῆν καὶ πᾶσιν ὑμῖν τοῖς ἁμαρτωλοῖς οὐχ ὑπάρξει σωτηρία ἀλλὰ ἐπὶ

πάντας ὑμᾶς κατάλυσις κατάρα

7 καὶ τοῖς ἐκλεκτοῖς φῶς καὶ χάρις καὶ εἰρήνη καὶ αὐτοὶ κληρονομήσουσιν

τὴν γῆν ὑμῖν δὲ τοῖς ἀσεβέσιν ἔσται κατάρα

8 τότε δοθήσεται τοῖς ἐκλεκτοῖς φῶς καὶ χάρις καὶ αὐτοὶ

κληρονομήσουσιν τὴν γῆν τότε δοθήσεται πᾶσιν τοῖς ἐκλεκτοῖς σοφία καὶ

πάντες οὗτοι ζήσονται καὶ οὐ μὴ ἁμαρτήσονται ἔτι οὐ κατrsquo ἀλήθειαν οὔτε

κατὰ ὑπερηφανίαν καὶ ἔσται ἐν ἀνθρώπῳ πεφωτισμένῳ φῶς καὶ

ἀνθρώπῳ ἐπιστήμονι νόημα καὶ οὐ μὴ πλημμελήσουσιν

9 οὐδὲ μὴ ἁμάρτωσιν πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς αὐτῶν καὶ οὐ μὴ

ἀποθάνωσιν ἐν ὀργῇ θυμοῦ ἀλλὰ τὸν ἀριθμὸν αὐτῶν ζωῆς ἡμερῶν

πληρώσουσιν καὶ ἡ ζωὴ αὐτῶν αὐξηθήσεται ἐν εἰρήνῃ καὶ τὰ ἔτη τῆς

χαρᾶς αὐτῶν πληθυνθήσεται ἐν ἀγαλλιάσει καὶ εἰρήνη αἰῶνος ἐν πάσαις

ταῖς ἡμέραις τῆς ζωῆς αὐτῶν

VI

1 Καὶ ἐγένετο οὗ ἂν ἐπληθύνθησαν οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων ἐν ἐκείναις

ταῖς ἡμέραις ἐγεννήθησαν θυγατέρες ὡραῖαι καὶ καλαί

17

2 καὶ ἐθεάσαντο αὐτὰς οἱ ἄγγελοι υἱοὶ οὐρανοῦ καὶ ἐπεθύμησαν αὐτάς

καὶ εἶπαν πρὸς ἀλλήλουςmiddot Δεῦτε ἐκλεξώμεθα ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ τῶν

ἀνθρώπων καὶ γεννήσομεν ἑαυτοῖς τέκνα

3 καὶ εἶπεν Σεμειαζᾶς πρὸς αὐτούς ὃς ἦν ἄρχων αὐτῶν Φοβοῦμαι μὴ οὐ

θελήσετε ποιῆσαι τὸ πρᾶγμα τοῦτο καὶ ἔσομαι ἐγὼ μόνος ὀφειλέτης

ἁμαρτίας μεγάλης

4 ἀπεκρίθησαν οὖν αὐτῷ πάντες Ὀμόσωμεν ὅρκῳ πάντες καὶ

ἀναθεματίσωμεν πάντες ἀλλήλους μὴ ἀποστρέψαι τὴν γνώμην ταύτην

μέχρις οὗ ἂν τελέσωμεν αὐτὴν καὶ ποιήσωμεν τὸ πρᾶγμα τοῦτο

5 τότε ὄμοσαν πάντες ὁμοῦ καὶ ἀνεθεμάτισαν ἀλλήλους ἐν αὐτῷ

7 Καὶ ταῦτα τὰ ὀνόματα τῶν ἀρχόντων αὐτῶνmiddot Σεμιαζά οὗτος ἦν ἄρχων

αὐτῶνmiddot Ἀραθάκ Κιμβρά Σαμμανή Δανειήλ Ἀρεαρώς Σεμιήλ Ἰωμειήλ

Χωχαριήλ Ἐζεκιήλ Βατριήλ Σαθιήλ Ἀτριήλ Ταμιήλ Βαρακιήλ Ἀνανθνά

Θωνιήλ Ῥαμιήλ Ἀσέαλ Ῥακειήλ Τουριήλ

8 οὗτοί εἰσιν ἀρχαὶ αὐτῶν οἱ [ἐπὶ] δέκα

VII

1 Καὶ ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκαςmiddot ἕκαστος αὐτῶν ἐξελέξαντο ἑαυτοῖς

γυναῖκας καὶ ἤρξαντο εἰσπορεύεσθαι πρὸς αὐτὰς καὶ μιαίνεσθαι ἐν

αὐταῖςmiddot καὶ ἐδίδαξαν αὐτὰς φαρμακείας καὶ ἐπαοιδὰς καὶ ῥιζοτομίας καὶ

τὰς βοτάνας ἐδήλωσαν αὐταῖς

2 Αἱ δὲ ἐν γαστρὶ λαβοῦσαι ἐτέκοσαν γίγαντας μεγάλους ἐκ πηχῶν

τρισχιλίων

3 οἵτινες κατησθίοσαν τοὺς κόπους τῶν ἀνθρώπων ὡς δὲ οὐκ ἐδυνήθησαν

αὐτοῖς οἱ ἄνθρωποι ἐπιχορηγεῖν

4 οἱ γίγαντες ἐτόλμησαν ἐπrsquo αὐτούς καὶ κατησθίοσαν τοὺς ἀνθρώπους

5 καὶ ἤρξαντο ἁμαρτάνειν ἐν τοῖς πετεινοῖς καὶ τοῖς [θ]ηρίοις καὶ ἑρπετοῖς

καὶ τοῖς [ἰ]χθύσιν καὶ ἀλλήλων τὰς σάρκας κατεσθίειν καὶ τὸ αἷμα ἔπινον

6 τότε ἡ γῆ ἐνέτυχεν κατὰ τῶν ἀνόμων

VIII

1 Ἐδίδαξεν τοὺς ἀνθρώπους Ἀζαὴλ μαχαίρας ποιεῖν καὶ ὅπλα καὶ ἀσπίδας

καὶ θώρακας διδάγματα ἀγγέλων καὶ ὑπέδειξεν αὐτοῖς τὰ μέταλλα καὶ

τὴν ἐργασίαν αὐτῶν καὶ ψέλια καὶ κόσμους καὶ στίβεις καὶ τὸ

καλλιβλέφαρον καὶ παντοίους λίθους ἐκλεκτοὺς καὶ τὰ βαφικά

2 καὶ ἐγένετο ἀσέβεια πολλή καὶ ἐπόρνευσαν καὶ ἀπεπλανήθησαν καὶ

ἠφανίσθησαν ἐν πάσαις ταῖς ὁδοῖς αὐτῶν

3 Σεμιαζᾶς ἐδίδαξεν ἐπα[ο]ιδὰς καὶ ῥιζοτομίαςmiddot Ἀρμαρὼς ἐπαοιδῶν

λυτήριονmiddot Βαρακιὴλ ἀστρολογίαςmiddot Χωχιὴλ τὰ σημειωτικάmiddot Σαθιὴλ

ἀστεροσκοπίανmiddot Σεριὴλ σεληναγωγίας

4 τῶν οὖν ἀνθρώπων ἀπολλυμένων ἡ βο[ὴ] εἰς οὐρανοὺς ἀνέβη

IX

1 Τότε παρ[α]κύψαντες Μιχαὴλ καὶ Οὐ[ρι]ὴλ καὶ Ῥαφαὴλ καὶ Γαβριή[λ]

οὗτοι ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἐθεάς[αν]το αἶμα πολὺ ἐκχυννόμεν[ον] ἐπὶ τῆς γῆςmiddot

2 καὶ εἶπαν πρὸ[ς] ἀλλήλους φωνὴ βοώντω[ν] ἐπὶ τῆς γῆς μέχρι πυλῶν

τοῦ οὐρανοῦ

3 ἐντυγχάνουσιν αἱ ψυχαὶ τῶν ἀνθρώπων λεγόντων Εἰσαγάγετε τὴν

κρίσιν ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστ[ον]

4 Καὶ εἶπα[ν] τῷ κυρίῳ Σὺ εἶ κύριος τῶν κυρίων καὶ ὁ θεὸς τῶν θεῶν καὶ

βασιλεὺς τῶν αἰώνωνmiddot ὁ θρόνος τῆς δόξης σου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τοῦ

αἰῶνος καὶ τὸ ὄνομά σου τὸ ἅγιον καὶ μέγα καὶ εὐλογητὸν εἰς πάντας τοὺς

αἰῶνας

18

5 σὺ γὰρ ἐποίησας τὰ πάντα καὶ πᾶσαν τὴν ἐξουσίαν ἔχων καὶ πάντα

ἐνώπιόν σου φανερὰ καὶ ἀκάλυπτα

6 καὶ πάντα σὺ ὁρᾷς ἃ ἐποίησεν Ἀζαήλ ὃς ἐδίδαξεν πάσας τὰς ἀδικίας ἐπὶ

τῆς γῆς καὶ ἐδήλωσεν τὰ μυστήρια τοῦ αἰῶνος τὰ ἐν τῷ οὐρανῷ ἃ

ἐπιτηδεύουσιν [καὶ] ἔγνωσαν ἄνθρωποι

7 καὶ Σεμιαζᾶς ᾧ τὴν ἐξουσίαν ἔδωκας ἄρχειν τῶν σὺν αὐτῷ ἅμα ὄντων

8 καὶ ἐπορεύθησαν πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς καὶ

συνεκοιμήθησαν αὐταῖς καὶ ἐμιάνθησαν καὶ ἐδήλωσαν αὐταῖς πάσας τὰς

ἁμαρτίας

9 καὶ αἱ γυναῖκες ἐγέννησαν τιτᾶνας ὑφrsquo ὧν ὅλη ἡ γῆ ἐπλήσθη αἵματος

καὶ ἀδικίας

10 καὶ νῦν ἰδοὺ βοῶσιν αἱ ψυχαὶ τῶν τετελευτηκότων καὶ ἐντυγχάνουσιν

μέχρι τῶν πυλῶν τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἀνέβη ὁ στεναγμὸς αὐτῶν καὶ οὐ

δύναται ἐξελθεῖν ἀπὸ προσώπου τῶν ἐπὶ τῆς γῆς γινομένων ἀνομημάτων

11 καὶ σὺ πάντα οἶδας πρὸ τοῦ αὐτὰ γενέσθαι καὶ σὺ ὁρᾷς ταῦτα καὶ ἐᾷς

αὐτούς καὶ οὐδὲ ἡμῖν λέγεις τί δεῖ ποιεῖν αὐτοὺς περὶ τούτων

X

1 Τότε Ὕψιστος εἶπεν περὶ τούτων ὁ μέγας Ἅγιος καὶ ἐλάλησεν καὶ εἶπεν

καὶ ἔπεμψεν Ἰστραὴλ πρὸς τὸν υἱὸν Λέμεχ

2 Εἶπον αὐτῷ ἐπὶ τῷ ἐμῷ ὀνόματι Κρύψον σεαυτόν καὶ δήλωσον αὐτῷ

τέλος ἐπερχόμενον ὅτι ἡ γῆ ἀπόλλυται πᾶσα καὶ κατακλυσμὸς μέλλει

γίνεσθαι πάσης τῆς γῆς καὶ ἀπολέσει πάντα ὅσα ἐστὶν [ἐν] αὐτῇ

3 καὶ δίδαξον αὐτὸν ὅπως ἐκφύγῃ καὶ μενεῖ τὸ σπέρμα αὐτοῦ εἰς πάσας

τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

4 Καὶ τῷ Ῥαφαὴλ εἶπεν Δῆσον τὸν Ἀζαὴλ ποσὶν καὶ χερσίν καὶ βάλε

αὐτὸν εἰς τὸ σκότος καὶ ἄνοιξον τὴν ἔρημον τὴν οὖσαν ἐν τῷ Δαδουὴλ

κἀκεῖ βάλε αὐτόν

5 καὶ ὑπόθες αὐτῷ λίθους τραχεῖς καὶ ὀξεῖς καὶ ἐπικάλυψον αὐτῷ τὸ

σκότος καὶ οἰκησάτω ἐκεῖ εἰς τοὺς αἰῶνας καὶ τὴν ὄψιν αὐτοῦ πώμασον

καὶ φῶς μὴ θεωρείτωmiddot

6 καὶ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς μεγάλης τῆς κρίσεως ἀπαχθήσεται εἰς τὸν

ἐνπυρισμόν

7 καὶ ἰαθήσεται ἡ γῆ ἣν ἠφάνισαν οἱ ἄγγελοι καὶ τὴν ἴασιν τῆς γῆς

δήλωσον ἵνα ἰάσωνται τὴν πληγήν ἵνα μὴ ἀπόλωνται πάντες οἱ υἱοὶ τῶν

ἀνθρώπων ἐν τῷ μυστηρίῳ ὅλῳ ᾧ ἐπέταξαν οἱ ἐγρήγοροι καὶ ἐδίδαξαν

τοὺς υἱοὺς αὐτῶν

8 καὶ ἠρημώθη πᾶσα ἡ γῆ ἀφανισθεῖσα ἐν τοῖς ἔργοις τῆς διδασκαλίας

Ἀζαήλmiddot καὶ ἐπrsquo αὐτῷ γράψον τὰς ἁμαρτίας πάσας

9 Καὶ τῷ Γαβριὴλ εἶπεν ὁ κύριος Πορεύου ἐπὶ τοὺς μαζηρέους ἐπὶ τοὺς

κιβδήλους καὶ τοὺς υἱοὺς τῆς πορνείας καὶ ἀπόλεσον τοὺς υἱοὺς τῶν

ἐγρηγόρων ἀπὸ τῶν ἀνθρώπωνmiddot πέμψον αὐτοὺς ἐν πολέμῳ ἀπωλείας

μακρότης γὰρ ἡμερῶν οὐκ ἔστιν αὐτῶν

10 καὶ πᾶσα ἐρώτησις [οὐκ] ἔσται τοῖς πατράσιν αὐτῶν καὶ περὶ αὐτῶν ὅτι

ἐλπίζουσιν ζῆσαι ζωὴν αἰώνιον καὶ ὅτι ζήσεται ἕκαστος αὐτῶν ἔτη

πεντακόσια

11 Καὶ εἶπεν Μιχαήλ Πορεύου καὶ δήλωσον Σεμιαζᾷ καὶ τοῖς λοιποῖς τοῖς

σὺν αὐτῷ ταῖς γυναιξὶν μιγεῖσιν μιανθῆναι ἐν αὐταῖς ἐν ἀκαθαρσίᾳ

αὐτῶνmiddot

12 καὶ ὅταν κατασφαγῶσιν οἱ υἱοὶ αὐτῶν καὶ ἴδωσιν τὴν ἀπώλειαν τῶν

ἀγαπητῶν καὶ δῆσον αὐτοὺς ἑβδομήκοντα γενεὰς εἰς τὰς νάπας τῆς γῆς

19

μέχρι ἡμέρας κρίσεως αὐτῶν καὶ συντελεσμοῦ ἕως τελεσθῇ τὸ κρίμα τοῦ

αἰῶνος τῶν αἰώνων

13 τότε ἀπαχθήσονται εἰς τὸ χάος τοῦ πυρὸς καὶ εἰς τὴν βάσανον καὶ εἰς

τὸ δεσμωτήριον συνκλείσεως αἰῶνος

14 καὶ ὃς ἂν κατακαυθῇ καὶ ἀφανισθῆ ἀπὸ τοῦ νῦν μετrsquo αὐτῶν ὁμοῦ

δεθήσονται μέχρι τελειώσεως γενεᾶς

15 ἀπόλεσον πάντα τὰ πνεύματα τῶν κιβδήλων καὶ τοὺς υἱοὺς τῶν

ἐγρηγόρων διὰ τὸ ἀδικῆσαι τοὺς ἀνθρώπους

16 καὶ ἀπόλεσον τὴν ἀδικίαν πᾶσαν ἀπὸ τῆς γῆς καὶ πᾶν ἔργον πονηρίας

ἐκλειπέτω καὶ ἀναφανήτω τὸ φυτὸν τῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς ἀληθείας εἰς

τοὺς αἰῶναςmiddot μετὰ χαρᾶς φυτευθήσεται

17 Καὶ νῦν πάντες οἱ δίκαιοι ἐκφεύξονται καὶ ἔσονται ζῶντες ἕως

γεννήσωσιν χιλιάδας καὶ πᾶσαι αἱ ἡμέραι νεότητος αὐτῶν καὶ τὰ

σάββατα αὐτῶν μετὰ εἰρήνης πληρώσουσιν

18 τότε ἐργασθήσεται πᾶσα ἡ γῆ ἐν δικαιοσύνῃ καὶ φυτευθήσεται δένδρον

ἐν αὐτῇ καὶ πλησθήσεται εὐλογίας

19 καὶ πάντα τὰ δένδρα τῆς γῆς ἀγαλλιάσονταιmiddot φυτευθήσεται καὶ

ἔσονται φυτεύοντες ἀμπέλους καὶ ἡ ἄμπελος ἣν ἂν φυτεύσωσιν

ποιήσουσιν πρόχους οἴνου χιλιάδας καὶ σπόρου ποιήσει καθrsquo ἕκαστον

μέτρον ἐλαίας ποιήσει ἀνὰ βάτους δέκα

20 καὶ σὺ καθάρισον τὴν γῆν ἀπὸ πάσης ἀκαθαρσίας καὶ ἀπὸ πάσης

ἀδικίας καὶ ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας καὶ ἀσεβείας καὶ πάσας τὰς ἀκαθαρσίας

τὰς γινομένας ἐπὶ τῆς γῆς ἐξάλειψον

21 καὶ ἔσονται πάντες λατρεύοντες οἱ λαοὶ καὶ εὐλογοῦντες πάντες ἐμοὶ

καὶ προσκυνοῦντες

22 καὶ καθαρισθήσεται πᾶσα ἡ γῆ ἀπὸ παντὸς μιάσματος καὶ ἀπὸ πάσης

ἀκαθαρσίας καὶ ὀργῆς καὶ μάστιγος καὶ οὐκέτι πέμψω ἐπrsquo αὐτοὺς εἰς

πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

XI

1 καὶ τότε ἀνοίξω τὰ ταμεῖα τῆς εὐλογίας τὰ ὄντα ἐν τῷ οὐρανῷ καὶ

κατενεγκεῖν αὐτὰ ἐπὶ τὰ ἔργα ἐπὶ τὸν κόπον τῶν υἱῶν τῶν ἀνθρώπων

2 καὶ τότε ἀλήθεια καὶ εἰρήνη κοινωνήσουσιν ὁμοῦ εἰς πάσας τὰς ἡμέρας

τοῦ αἰῶνος καὶ εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν ἀνθρώπων

XII

1 Πρὸ τούτων τῶν λόγων ἐλήμφθη Ἑνώχ καὶ οὐδεὶς τῶν ἀνθρώπων ἔγνω

ποῦ ἐλήμφθη καὶ ποῦ ἐστιν καὶ τί ἐγένετο αὐτῷ

2 καὶ τὰ ἔργα αὐτοῦ μετὰ τῶν ἐγρηγόρων καὶ μετὰ τῶν ἁγίων αἱ ἡμέραι

αὐτοῦ

3 Καὶ ἑστὼς ἤμην Ἑνὼχ εὐλογῶν τῷ κυρίῳ τῆς μεγαλωσύνης τῷ βασιλεῖ

τῶν αἰώνων καὶ ἰδοὺ οἱ ἐγρήγοροι τοῦ ἁγίου τοῦ μεγάλου ἐκάλουν μεmiddot

4 Ἑνώχ ὁ γραμματεὺς τῆς δικαιοσύνης πορεύου καὶ εἶπε τοῖς ἐγρηγόροις

τοῦ οὐρανοῦ οἵτινες ἀπολιπόντες τὸν οὐρανὸν τὸν ὑψηλόν τὸ ἁγίασμα τῆς

στάσεως τοῦ αἰῶνος μετὰ τῶν γυναικῶν ἐμιάνθησαν καὶ ὥσπερ οἱ υἱοὶ

τῆς γῆς ποιοῦσιν οὕτως καὶ αὐτοὶ ποιοῦσιν καὶ ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας

Ἀφανισμὸν μέγαν ἠφανίσατε τὴν γῆν

5 καὶ οὐκ ἔσται ὑμῖν εἰρήνη οὔτε ἄφεσις καὶ περὶ ὧν χαίρουσιν τῶν υἱῶν

αὐτῶν

6 τὸν φόνον τῶν ἀγαπητῶν αὐτῶν ὄψονται καὶ ἐπὶ τῇ ἀπωλείᾳ τῶν υἱῶν

αὐτῶν στενάξουσιν καὶ δεηθήσονται εἰς τὸν αἰῶνα καὶ οὐκ αὐτοῖς ἔσται

εἰς ἔλεον καὶ εἰρήνην

20

XIII

1 Ὁ δὲ Ἑνὼχ τῷ Ἀζαὴλ εἶπεν Πορεύουmiddot οὐκ ἔσται σοι εἰρήνη κρίμα μέγα

ἐξῆλθεν κατὰ σοῦ δῆσαί σε

2 καὶ ἀνοχὴ καὶ ἐρώτησίς σοι οὐκ ἔσται περὶ ὧν ἔδειξας ἀδικημάτων καὶ

περὶ πάντων τῶν ἔργων τῶν ἀσεβειῶν καὶ τῆς ἀδικίας καὶ τῆς ἁμαρτίας

ὅσα ὑπέδειξας τοῖς ἀνθρώποις

3 Τότε πορευθεὶς εἴρηκα πᾶσιν αὐτοῖς καὶ αὐτοὶ πάντες ἐφοβήθησαν καὶ

ἔλαβεν αὐτοὺς τρόμος καὶ φόβος

4 καὶ ἠρώτησαν ὅπως γράψω αὐτοῖς ὑπομνήματα ἐρωτήσεως ἵνα γένηται

αὐτοῖς ἄφεσις καὶ ἵνα ἐγὼ ἀναγνῶ αὐτοῖς τὸ ὑπόμνημα τῆς ἐρωτήσεως

ἐνώπιον Κυρίου τοῦ οὐρανοῦ

5 ὅτι αὐτοὶ οὐκ ἔτι δύνανται λαλῆσαι οὐδὲ ἀπᾶραι αὐτῶν τοὺς ὀφθαλμοὺς

εἰς τὸν οὐρανὸν ἀπὸ αἰσχύνης περὶ ὧν ἡμαρτήκεισαν καὶ κατεκρίθησαν

6 Τότε ἔγραψα τὸ ὑπόμνημα τῆς ἐρωτήσεως αὐτῶν καὶ τὰς δεήσεις περὶ

τῶν πνευμάτων αὐτῶν καὶ περὶ ὧν δέονται ὅπως αὐτῶν γένωνται ἄφεσις

καὶ μακρότης

7 καὶ πορευθεὶς ἐκάθισα ἐπὶ τῶν ὑδάτων Δὰν ἐν γῇ Δάν ἥτις ἐστὶν ἐκ

δεξιῶν Ἑρμωνειεὶμ δύσεωςmiddot ἀνεγίγνωσκον τὸ ὑπόμνημα τῶν δεήσεων

αὐτῶν

8 ὡς ἐκοιμήθην καὶ ἰδοὺ ὄνειροι ἐπrsquo ἐμὲ ἦλθον καὶ ὁράσεις ἐπrsquo ἐμὲ

ἐπέπιπτον καὶ ἴδον ὁράσεις ὀργῆς καὶ ἦλθεν φωνὴ λέγουσα Εἶπον τοῖς

υἱοῖς τοῦ οὐρανοῦ τοῦ ἐλέγξαι αὐτούς

9 Καὶ ἔξυπνος γενόμενος ἦλθον πρὸς αὐτούς καὶ πάντες συνηγμένοι

ἐκάθηντο πενθοῦντες ἐν Ἐβελσατά ἥτις ἐστὶν ἀνὰ μέσον τοῦ Λιβάνου καὶ

Σενισήλ περικεκαλυμμένοι τὴν ὄψιν

10 ἐνώπιον αὐτῶν καὶ ἀνήγγειλα αὐτοῖς πάσας τὰς ὁράσεις ἃς εἶδον κατὰ

τοὺς ὕπνους καὶ ἠρξάμην λαλεῖν τοὺς λόγους τῆς δικαιοσύνης ἐλέγχων

τοὺς ἐγρηγόρους τοῦ οὐρανοῦ

XIV

1 Βίβλος λόγων δικαιοσύνης καὶ ἐλέγξεως ἐγρηγόρων τῶν ἀπὸ τοῦ

αἰῶνος κατὰ τὴν ἐντολὴν τοῦ ἁγίου τοῦ μεγάλου ἐν ταύτῃ τῇ ὁράσει

2 Ἐγὼ εἶδον κατὰ τοὺς ὕπνους μου ὃ νῦν λέγω ἐν γλώσσῃ σαρκίνῃ ἐν τῷ

πνεύματι τοῦ στόματός μου ὃ ἔδωκεν ὁ μέγας τοῖς ἀνθρώποις λαλεῖν ἐν

αὐτοῖς καὶ νοήσει καρδίαςmiddot

3 ὃς ἔκτισεν καὶ ἔδωκεν ἐλέγξασθαι ἐγρηγόρους τοὺς υἱοὺς τοῦ οὐρανοῦ

4 Ἐγὼ τὴν ἐρώτησιν ὑμῶν τῶν ἀγγέλων ἔγραψα καὶ ἐν τῇ ὁράσει μου

τοῦτο ἐδείχθηmiddot καὶ οὔτε ἡ ἐρώτησις ὑμῶν παρεδέχθη

5 ἵνα μηκέτι εἰς τὸν οὐρανὸν ἀναβῆτε ἐπὶ πάντας τοὺς αἰῶνας καὶ ἐν τοῖς

δεσμοῖς τῆς γῆς ἐρρέθη δῆσαι ὑμᾶς εἰς πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

6 καὶ ἵνα περὶ τούτων ἴδητε τὴν ἀπώλειαν τῶν υἱῶν ὑμῶν τῶν ἀγαπητῶν

καὶ ὅτι οὐκ ἔσται ὑμῖν ὄνησις αὐτῶν ἀλλὰ πεσοῦνται ἐνώπιον ὑμῶν ἐν

μαχαίρᾳ

7 καὶ ἡ ἐρώτησις ὑμῶν περὶ αὐτῶν οὐκ ἔσται οὐδὲ περὶ ὑμῶνmiddot καὶ ὑμεῖς

κλαίοντες καὶ δεόμενοι καὶ μὴ λαλοῦντες πᾶν ῥῆμα ἀπὸ τῆς γραφῆς ἧς

ἔγραψα

8 Καὶ ἐμοὶ ἐφrsquo ὁράσει οὕτως ἐδείχθηmiddot ἰδοὺ νεφέλαι ἐν τῇ ὁράσει ἐκάλουν

καὶ ὁμίχλαι με ἐφώνουν καὶ διαδρομαὶ τῶν ἀστέρων καὶ διαστραπαί με

κατεσπούδαζον καὶ ἐθορύβαζόν με καὶ ἄνεμοι ἐν τῇ ὁράσει μου

ἐξεπέτασάν με

9 καὶ ἐπῆράν με ἄνω καὶ εἰσήνεγκάν με εἰς τὸν οὐρανόν καὶ εἰσῆλθον

21

μέχρις ἤγγισα τείχους οἰκοδομῆς ἐν λίθοις χαλάζης καὶ γλώσσης πυρὸς

κύκλῳ αὐτῶνmiddot καὶ ἤρξαντο ἐκφοβεῖν με

10 Καὶ εἰσῆλθον εἰς τὰς γλώσσας τοῦ πυρός καὶ ἤγγισα εἰς οἶκον μέγαν

οἰκοδομημένον ἐν λίθοις χαλάζης καὶ οἱ τοῖχοι τοῦ οἴκου ὡς λιθόπλακες

καὶ πᾶσαι ἦσαν ἐκ χιόνος καὶ ἐδάφη χιονικά

11 καὶ αἱ στέγαι ὡς διαδρομαὶ ἀστέρων καὶ ἀστραπαί καὶ μεταξὺ αὐτῶν

χερουβὶν πύρινα καὶ οὐρανὸς αὐτῶν ὕδωρ

12 καὶ πῦρ φλεγόμενον κύκλῳ τῶν τειχῶν καὶ θύραι πυρὶ καιόμεναι

13 εἰσῆλθον εἰς τὸν οἶκον ἐκεῖνον θερμὸν ὡς πῦρ καὶ ψυχρὸν ὡς χιών καὶ

πᾶσα τροφὴ ζωῆς οὐκ ἦν ἐν αὐτῷmiddot φόβος με ἐκάλυψεν καὶ τρόμος με

ἔλαβεν

14 καὶ ἤμην σειόμενος καὶ τρέμων καὶ ἔπεσον ἐθεώρουν ἐν τῇ ὁράσει

μου

15 καὶ ἰδοὺ ἄλλη θύρα ἀνεῳγμένη κατέναντί μου καὶ ὁ οἶκος μείζων

τούτου καὶ ὅλος οἰκοδομημένος ἐν γλώσσαις πυρός

16 καὶ ὅλος διαφέρων ἐν δόξῃ καὶ ἐν τιμῇ καὶ ἐν μεγαλωσύνῃ ὥστε μὴ

δύνασθαί με ἐξειπεῖν ὑμῖν περὶ τῆς δόξης καὶ περὶ τῆς μεγαλωσύνης

αὐτοῦ

17 τὸ ἔδαφος αὐτοῦ ἦν πυρός τὸ δὲ ἀνώτερον αὐτοῦ ἦσαν ἀστραπαὶ καὶ

διαδρομαὶ ἀστέρων καὶ ἡ στέγη αὐτοῦ ἦν πῦρ φλέγον

18 Ἐθεώρουν δὲ καὶ εἶδον θρόνον ὑψηλόν καὶ τὸ εἶδος αὐτοῦ ὡσεὶ

κρυστάλλινον καὶ τροχὸς ὡς ἡλίου λάμποντος καὶ ὄρος χερουβίν

19 καὶ ὑποκάτω τοῦ θρόνου ἐξεπορεύοντο ποταμοὶ πυρὸς φλεγόμενοι καὶ

οὐκ ἐδυνάσθην ἰδεῖν

20 καὶ ἡ δόξα ἡ μεγάλη ἐκάθητο ἐπrsquo αὐτῷmiddot τὸ περιβόλαιον αὐτοῦ ὡς εἶδος

ἡλίου λαμπρότερον καὶ λευκότερον πάσης χιόνος

21 καὶ οὐκ ἐδύνατο πᾶς ἄγγελος παρελθεῖν εἰς τὸν οἶκον τοῦτον καὶ ἰδεῖν

τὸ πρόσωπον αὐτοῦ διὰ τὸ ἔντιμον καὶ ἔνδοξον καὶ οὐκ ἐδύνατο πᾶσα

σὰρξ ἰδεῖν αὐτοῦ

22 τὸ πῦρ φλεγόμενον κύκλῳmiddot καὶ πῦρ μέγα παρειστήκει αὐτῷ καὶ οὐδεὶς

ἐγγίζει αὐτῷ κύκλῳ μυρίαι μυριάδες ἑστήκασιν ἐνώπιον αὐτοῦ καὶ πᾶς

λόγος αὐτοῦ ἔργον

23 καὶ οἱ ἅγιοι τῶν ἀγγέλων οἱ ἐγγίζοντες αὐτῷ οὐκ ἀποχωροῦσιν νυκτὸς

οὔτε ἀφίστανται αὐτοῦ

24 Κἀγὼ ἤμην ἕως τούτου ἐπὶ πρόσωπόν μου βεβλημένος καὶ τρέμων καὶ

ὁ κύριος τῷ στόματι αὐτοῦ ἐκάλεσέν με καὶ εἶπέν μοι Πρόσελθε ὧδε

Ἑνώχ καὶ τὸν λόγον μου ἄκουσον

25 καὶ προσελθών μοι εἷς τῶν ἁγίων ἤγειρέν με καὶ ἔστησέν με καὶ

προσήγαγέν με μέχρι τῆς θύραςmiddot ἐγὼ δὲ τὸ πρόσωπόν μου κάτω ἔκυφον

XV

1 Καὶ ἀποκριθεὶς εἶπέν μοι Ὁ ἄνθρωπος ὁ ἀληθινός ἄνθρωπος τῆς

ἀληθείας ὁ γραμματεύςmiddot καὶ τῆς φωνῆς αὐτοῦ ἤκουσαmiddot μὴ φοβηθῇς Ἑνώχ

ἄνθρωπος ἀληθινὸς καὶ γραμματεὺς τῆς ἀληθείαςmiddot πρόσελθε ὧδε καὶ τῆς

φωνῆς μου ἄκουσον

2 πορεύθητι καὶ εἶπε τοῖς πέμψασίν σε Ἐρωτῆσαι ὑμᾶς ἔδει περὶ τῶν

ἀνθρώπων καὶ μὴ τοὺς ἀνθρώπους περὶ ὑμῶν

3 διὰ τί ἀπελίπετε τὸν οὐρανὸν τὸν ὑψηλὸν τὸν ἅγιον τοῦ αἰῶνος καὶ

μετὰ τῶν γυναικῶν ἐκοιμήθητε καὶ μετὰ τῶν θυγατέρων τῶν ἀνθρώπων

ἐμιάνθητε καὶ ἐλάβετε ἑαυτοῖς γυναῖκας ὥσπερ υἱοὶ τῆς γῆς ἐποιήσατε

καὶ ἐγεννήσατε ἑαυτοῖς τέκνα υἱοὺς γίγαντας

22

4 καὶ ὑμεῖς ἦτε ἅγιοι καὶ πνεύματα ζῶντα αἰώνια ἐν τῷ αἵματι τῶν

γυναικῶν ἐμιάνθητε καὶ ἐν αἵματι σαρκὸς ἐγεννήσατε καὶ ἐν αἵματι

ἀνθρώπων ἐπεθυμήσατε καθὼς καὶ αὐτοὶ ποιοῦσιν σάρκα καὶ αἷμα

οἵτινες ἀποθνήσκουσιν καὶ ἀπόλλυνται

5 διὰ τοῦτο ἔδωκα αὐτοῖς θηλείας ἵνα σπερματίζουσιν εἰς αὐτὰς καὶ

τεκνώσουσιν ἐν αὐταῖς τέκνα οὕτως ἵνα μὴ ἐκλείπῃ αὐτοῖς πᾶν ἔργον ἐπὶ

τῆς γῆς

6 ὑμεῖς δὲ ὑπήρχετε πνεύματα ζῶντα αἰώνια καὶ οὐκ ἀποθνήσκοντα εἰς

πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

7 καὶ διὰ τοῦτο οὐκ ἐποίησα ἐν ὑμῖν θηλείαςmiddot τὰ πνεύματα τοῦ οὐρανοῦ ἐν

τῷ οὐρανῷ ἡ κατοίκησις αὐτῶν

8 καὶ νῦν οἱ γίγαντες οἱ γεννηθέντες ἀπὸ τῶν πνευμάτων καὶ σαρκὸς

πνεύματα ἰσχυρὰ ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐν τῇ γῇ ἡ κατοίκησις αὐτῶν ἔσται

9 πνεύματα πονηρὰ ἐξῆλθον ἀπὸ τοῦ σώματος αὐτῶν διότι ἀπὸ τῶν

ἀνωτέρων ἐγένοντο καὶ ἐκ τῶν ἁγίων ἐγρηγόρων ἡ ἀρχὴ τῆς κτίσεως

αὐτῶν καὶ ἀρχὴ θεμελίουmiddot πνεύματα πονηρὰ κληθήσεται

10 πνεύματα οὐρανοῦ ἐν τῷ οὐρανῷ ἡ κατοίκησις αὐτῶν ἔσται καὶ τὰ

πνεύματα ἐπὶ τῆς γῆς τὰ γεννηθέντα ἐπὶ τῆς γῆς ἡ κατοίκησις αὐτῶν

ἔσται

11 καὶ τὰ πνεύματα τῶν γιγάντων νεφέλας ἀδικοῦντα ἀφανίζοντα καὶ

ἐνπίπτοντα καὶ συνπαλαίοντα καὶ συνρίπτοντα ἐπὶ τῆς γῆς πνεύματα

σκληρὰ γιγάντων καὶ δρόμους ποιοῦντα καὶ μηδὲν ἐσθίοντα ἀλλrsquo

ἀσιτοῦντα καὶ διψῶντα καὶ προσκόπτοντα πνεύματα

12 καὶ ἐξαναστήσει ταῦτα εἰς τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν

γυναικῶν ὅτι ἐξεληλύθασιν ἀπrsquo αὐτῶν

XVI

1 ἀπὸ ἡμέρας σφαγῆς καὶ ἀπωλείας καὶ θανάτου ἀφrsquo ὧν τὰ πνεύματα

ἐκπορευόμενα ἐκ τῆς ψυχῆς τῆς σαρκὸς αὐτῶν ἔσται ἀφανίζοντα χωρὶς

κρίσεωςmiddot οὕτως ἀφανίσουσιν μέχρις ἡμέρας τελειώσεως τῆς κρίσεως τῆς

μεγάλης ἐν ᾗ ὁ αἰὼν ὁ μέγας τελεσθήσεται

2 καὶ νῦν ἐγρηγόροις τοῖς πέμψασίν σε ἐρωτῆσαι περὶ αὐτῶν οἵτινες ἐν

οὐρανῷ ἦσαν

3 Ὑμεῖς ἐν τῷ οὐρανῷ ἦτε καὶ πᾶν μυστήριον ὃ οὐκ ἀνεκαλύφθη ὑμῖν καὶ

μυστήριον τὸ ἐκ τοῦ θεοῦ γεγενημένον ἔγνωτε καὶ τοῦτο ἐμηνύσατε ταῖς

γυναιξὶν ἐν ταῖς σκληροκαρδίαις ὑμῶν καὶ ἐν τῷ μυστηρίῳ τούτῳ

πληθύνουσιν αἱ θήλειαι καὶ οἱ ἄνθρωποι τὰ κακὰ ἐπὶ τῆς γῆς

4 εἶπον οὖν αὐτοῖς Οὐκ ἔστιν εἰρήνη

XVII

1 Καὶ παραλαβόντες με εἴς τινα τόπον ἀπήγαγον ἐν ᾧ οἱ ὄντες ἐκεῖ

γίνονται ὡς πῦρ φλέγον καὶ ὅταν θέλωσιν φαίνονται ὡσεὶ ἄνθρωποι

2 Καὶ ἀπήγαγόν με εἰς ζοφώδη τόπον καὶ εἰς ὄρος οὗ ἡ κεφαλὴ ἀφικνεῖτο

εἰς τὸν οὐρανόν

3 καὶ εἶδον τόπον τῶν φωστήρων καὶ τοὺς θησαυροὺς τῶν ἀστέρων καὶ

τῶν βροντῶν καὶ εἰς τὰ ἀεροβαθῆ ὅπου τόξον πυρὸς καὶ τὰ βέλη καὶ τὰς

θήκας αὐτῶν καὶ τὰς ἀστραπὰς πάσας

4 Καὶ ἀπήγαγόν με μέχρι ὑδάτων καὶ μέχρι πυρὸς δύσεως ὅ ἐστιν καὶ

παρέχον πάσας τὰς δύσεις τοῦ ἡλίου

5 καὶ ἤλθομεν μέχρι ποταμοῦ πυρός ἐν ᾧ κατατρέχει τὸ πῦρ ὡς ὕδωρ καὶ

ῥέει εἰς θάλασσαν μεγάλην δύσεως

6 ἴδον τοὺς μεγάλους ποταμούς καὶ μέχρι τοῦ μεγάλου ποταμοῦ καὶ μέχρι

23

τοῦ μεγάλου σκότους κατήντησα καὶ ἀπῆλθον ὅπου πᾶσα σὰρξ οὐ

περιπατεῖ

7 ἴδον τοὺς ἀνέμους τῶν γνόφων τοὺς χειμερινοὺς καὶ τὴν ἔκχυσιν τῆς

ἀβύσσου πάντων ὑδάτων

8 ἴδον τὸ στόμα τῆς γῆς πάντων τῶν ποταμῶν καὶ τὸ στόμα τῆς ἀβύσσου

XVIII

1 ἴδον τοὺς θησαυροὺς τῶν ἀνέμων πάντων ἴδον ὅτι ἐν αὐτοῖς ἐκόσμησεν

πάσας τὰς κτίσεις καὶ τὸν θεμέλιον τῆς γῆς καὶ τὸν λίθον ἴδον τῆς γωνίας

τῆς γῆς

2 ἴδον τοὺς τέσσαρας ἀνέμους τὴν γῆν βαστάζοντας

3 καὶ τὸ στερέωμα τοῦ οὐρανοῦ καὶ αὐτοὶ ἱστᾶσιν μεταξὺ γῆς καὶ

οὐρανοῦ

4 ἴδον ἀνέμους τῶν οὐρανῶν στρέφοντας καὶ διανεύοντας τὸν τροχὸν τοῦ

ἡλίου καὶ πάντας τοὺς ἀστέρας

5 ἴδον τοὺς ἐπὶ τῆς γῆς ἀνέμους βαστάζοντας ἐν νεφέλῃ ἴδον πέρατα τῆς

γῆς τὸ στήριγμα τοῦ οὐρανοῦ ἐπάνω

6 Παρῆλθον καὶ ἴδον τόπον καιόμενον νυκτὸς καὶ ἡμέρας ὅπου τὰ ἑπτὰ

ὄρη ἀπὸ λίθων πολυτελῶν [τρία] εἰς ἀνατολὰς καὶ τρία εἰς νότον

βάλλοντα

7 καὶ τὰ μὲν πρὸς ἀνατολὰς ἀπὸ λίθου χρώματος τὸ δὲ ἦν ἀπὸ λίθου

μαργαρίτου καὶ τὸ ἀπὸ λίθου ταθέν τὸ δὲ κατὰ νότον ἀπὸ λίθου πυρροῦmiddot

8 τὸ δὲ μέσον αὐτῶν ἦν εἰς οὐρανόν ὥσπερ θρόνος θεοῦ ἀπὸ λίθου φουκά

καὶ ἡ κορυφὴ τοῦ θρόνου ἀπὸ λίθου σαφφείρουmiddot

9 καὶ πῦρ καιόμενον ἴδον κἀπέκεινα τῶν ὀρέων τούτων

10 τόπος ἐστὶν πέρας τῆς μεγάλης γῆςmiddot ἐκεῖ συντελεσθήσονται οἱ οὐρανοί

11 καὶ ἴδον χάσμα μέγα εἰς τοὺς στύλους τοῦ πυρὸς καταβαίνοντας καὶ

οὐκ ἦν μέτρον οὔτε εἰς βάθος οὔτε εἰς ὕψος

12 καὶ ἐπέκεινα τοῦ χάσματος τούτου ἴδον τόπον ὅπου οὐδὲ στερέωμα

οὐρανοῦ ἐπάνω οὔτε γῆ ᾖ τεθεμελιωμένη ὑποκάτω αὐτοῦ οὔτε ὕδωρ ἦν

ὑπὸ αὐτὸ οὔτε πετεινόν ἀλλὰ τόπος ἦν ἔρημος καὶ φοβερός

13 ἐκεῖ ἴδον ἑπτὰ ἀστέρας ὡς ὄρη μεγάλα καιόμενα περὶ ὧν

πυνθανομένῳ μοι

14 εἶπεν ὁ ἄγγελος Οὗτός ἐστιν ὁ τόπος τὸ τέλος τοῦ οὐρανοῦ καὶ γῆςmiddot

δεσμωτήριον τοῦτο ἐγένετο τοῖς ἄστροις καὶ ταῖς δυνάμεσιν τοῦ οὐρανοῦ

15 καὶ οἱ ἀστέρες οἱ κυλιόμενοι ἐν τῷ πυρί οὗτοί εἰσιν οἱ παραβάντες

πρόσταγμα κυρίου ἐν ἀρχῇ τῆς ἀνατολῆς αὐτῶν - ὅτι τόπος ἔξω τοῦ

οὐρανοῦ κενός ἐστιν - ὅτι οὐκ ἐξῆλθαν ἐν τοῖς καιροῖς αὐτῶν

16 καὶ ὀργίσθη αὐτοῖς καὶ ἔδησεν αὐτοὺς μέχρι καιροῦ τελειώσεως αὐτῶν

ἁμαρτίας laquoαὐτῶνraquo ἐνιαυτῶν μυρίων

XIX

1 Καὶ εἶπέν μοι Οὐριήλ Ἐνθάδε οἱ μιγέντες ἄγγελοι ταῖς γυναιξὶν

στήσονται καὶ τὰ πνεύματα αὐτῶν πολύμορφα γενόμενα λυμαίνεται τοὺς

ἀνθρώπους καὶ πλανήσει αὐτοὺς ἐπιθύειν τοῖς δαιμονίοις μέχρι τῆς

μεγάλης κρίσεως ἐν ᾗ κριθήσονται εἰς ἀποτελείωσιν

2 καὶ αἱ γυναῖκες αὐτῶν τῶν παραβάντων ἀγγέλων εἰς σειρῆνας

γενήσονται

3 κἀγὼ Ἑνὼχ ἴδον τὰ θεωρήματα μόνος τὰ πέρατα πάντων καὶ οὐ μὴ ἴδῃ

οὐδὲ εἷς ἀνθρώπων ὡς ἐγὼ ἴδον

XX

1 Ἄγγελοι τῶν δυνάμεων

24

2 Οὐριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ταρτάρου

3 Ῥαφαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων τῶν ἀνθρώπων

4 Ῥαγουήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐκδικῶν τὸν κόσμον τῶν

φωστήρων

5 Μιχαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν τοῦ λαοῦ ἀγαθῶν

τεταγμένος καὶ ἐπὶ τῷ χάῳ

6 Σαριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων οἵτινες ἐπὶ τῷ

πνεύματι ἁμαρτάνουσιν

7 Γαβριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τοῦ παραδείσου καὶ τῶν

δρακόντων καὶ χερουβείν ἀρχαγγέλων ὀνόματα ἑπτά

XXI

1 Καὶ ἐφώδευσα ἕως τῆς ἀκατασκευάστου

2 κἀκεῖ ἐθεασάμην ἔργον φοβερόνmiddot ἑώρακα οὔτε οὐρανὸν ἐπάνω οὔτε γῆν

τεθέαμαι τεθεμελιωμένην ἀλλὰ τόπον ἀκατασκεύαστον καὶ φοβερόν

3 καὶ ἐκεῖ τεθέαμαι ἑπτὰ τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ δεδεμένους καὶ

ἐρριμμένους ἐν αὐτῷ ὁμοίους ὄρεσιν μεγάλοις καὶ ἐν πυρὶ καιομένους

4 τότε εἶπον Διὰ ποίαν αἰτίαν ἐπεδέθησαν καὶ διὰ τί ὧδε ἐρίφησαν

5 τότε εἶπέν μοι Οὐριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν - καὶ

αὐτὸς ἡγεῖτο αὐτῶν - καὶ εἶπέν μοι Ἑνώχ περὶ τίνος ἐρωτᾷς ἢ περὶ τίνος

τὴν ἀλήθειαν φιλοσπευδεῖς

6 οὗτοί εἰσιν τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ οἱ παραβάντες τὴν ἐπιταγὴν τοῦ

κυρίου καὶ ἐδέθησαν ὧδε μέχρι τοῦ πληρῶσαι μύρια ἔτη τὸν χρόνον τῶν

ἁμαρτημάτων αὐτῶν

7 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον τούτου φοβερώτερον καὶ τεθέαμαι

ἔργα φοβερώτερα πῦρ μέγα ἐκεῖ καιόμενον καὶ φλεγόμενον καὶ διακοπὴν

εἶχεν ὁ τόπος ἕως τῆς ἀβύσσου πλήρης στύλων πυρὸς μεγάλου

καταφερομένωνmiddot οὔτε μέτρον οὔτε πλάτος ἠδυνήθην ἰδεῖν οὐδὲ εἰκάσαι

8 τότε εἶπον Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος καὶ ὡς δεινὸς τῇ ὁράσει

9 τότε ἀπεκρίθη μοι ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν καὶ εἶπέν

μοι Ἑνώχ διὰ τί ἐφοβήθης οὕτως καὶ ἐπτοήθης καὶ ἀπεκρίθην Περὶ

τούτου τοῦ φοβεροῦ καὶ περὶ τῆς προσόψεως τῆς δεινῆς

10 καὶ εἶπεν Οὗτος ὁ τόπος δεσμωτήριον ἀγγέλωνmiddot ὧδε συνσχεθήσονται

μέχρι αἰῶνος εἰς τὸν αἰῶνα

XXII

1 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον καὶ ἔδειξέν μοι πρὸς δυσμὰς ἄλλο

ὄρος μέγα καὶ ὑψηλόν πέτρας στερεάς

2 καὶ τέσσαρες τόποι ἐν αὐτῷ κοῖλοι βάθος ἔχοντες καὶ λίαν λεῖοι τρεῖς

αὐτῶν σκοτινοὶ καὶ εἷς φωτινός καὶ πηγὴ ὕδατος ἀνὰ μέσον αὐτοῦ καὶ

εἶπον Πῶς λεῖα τὰ κοιλώματα ταῦτα καὶ ὁλοβαθῆ καὶ σκοτινὰ τῇ ὁράσει

3 τότε ἀπεκρίθη Ῥαφαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν καὶ

εἶπέν μοι Οὗτοι οἱ τόποι οἱ κοῖλοι ἵνα ἐπισυνάγωνται εἰς αὐτοὺς τὰ

πνεύματα τῶν ψυχῶν τῶν νεκρῶν εἰς αὐτὸ τοῦτο ἐκρίθησαν ὥδε

ἐπισυνάγεσθαι πάσας τὰς ψυχὰς τῶν ἀνθρώπων

4 καὶ οὗτοι οἱ τόποι εἰς ἐπισύνσχεσιν αὐτῶν ἐποίησαν μέχρι τῆς ἡμέρας

τῆς κρίσεως αὐτῶν καὶ μέχρι τοῦ διορισμοῦ καὶ διορισμένου χρόνου ἐν ᾧ ἡ

κρίσις ἡ μεγάλη ἔσται ἐν αὐτοῖς

5 τεθέαμαι ἀνθρώπους νεκροὺς ἐντυγχάνοντας καὶ ἡ φωνὴ αὐτοῦ μέχρι

τοῦ οὐρανοῦ προέβαινεν καὶ ἐνετύγχανεν

6 καὶ ἠρώτησα Ῥαφαὴλ τὸν ἄγγελον ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν καὶ εἶπα αὐτῷ Τοῦτο

τὸ πνεῦμα τὸ ἐντυγχάνον τίνος ἐστίν διrsquo ὃ οὕτως ἡ φωνὴ αὐτοῦ προβαίνει

25

καὶ ἐντυγχάνει ἕως τοῦ οὐρανοῦ

7 καὶ ἀπεκρίθη μοι λέγων Τοῦτο τὸ πνεῦμά ἐστιν τὸ ἐξελθὸν ἀπὸ Ἄβελ ὃν

ἐφόνευσε Κάιν ὁ ἀδελφός καὶ Ἄβελ ἐντυγχάνει περὶ αὐτοῦ μέχρι τοῦ

ἀπολέσαι τὸ σπέρμα αὐτοῦ ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς καὶ ἀπὸ τοῦ

σπέρματος τῶν ἀνθρώπων ἀφανθῇ τὸ σπέρμα αὐτοῦ

8 Τότε ἠρώτησα περὶ τῶν κυκλωμάτων πάντων διὰ τί ἐχωρίσθησαν ἓν

ἀπὸ τοῦ ἑνός

9 καὶ ἀπεκρίθη μοι λέγων Οὗτοι οἱ τρεῖς ἐποιήθησαν χωρίζεσθαι τὰ

πνεύματα τῶν νεκρῶνmiddot καὶ οὕτως ἐχωρίσθη εἰς τὰ πνεύματα τῶν δικαίων

οὗ ἡ πηγὴ τοῦ ὕδατος ἐν αὐτῷ φωτινήmiddot

10 καὶ οὕτως ἐκτίσθη τῶν ἁμαρτωλῶν ὅταν ἀποθάνωσιν καὶ ταφῶσιν εἰς

τὴν γῆν καὶ κρίσις οὐκ ἐγενήθη ἐπrsquo αὐτῶν ἐν τῇ ζωῇ αὐτῶν

11 ὧδε χωρίζεται τὰ πνεύματα αὐτῶν εἰς τὴν μεγάλην βάσανον ταύτην

μέχρι τῆς μεγάλης ἡμέρας τῆς κρίσεως τῶν μαστίγων καὶ τῶν βασάνων

τῶν κατηραμένων μέχρι αἰῶνοςmiddot ἦν ἀνταπόδοσις τῶν πνευμάτωνmiddot ἐκεῖ

δήσει αὐτοὺς μέχρις αἰῶνος

12 καὶ οὕτως ἐχωρίσθη τοῖς πνεύμασιν τῶν ἐντυγχανόντων οἵτινες

ἐνφανίζουσιν περὶ τῆς ἀπωλείας ὅταν φονευθῶσιν ἐν ταῖς ἡμέραις τῶν

ἁμαρτωλῶν

13 καὶ οὕτως ἐκτίσθη τοῖς πνεύμασιν τῶν ἀνθρώπων ὅσοι οὐκ ἔσονται

ὅσιοι ἀλλὰ ἁμαρτωλοί καὶ μετὰ τῶν ἀνόμων ἔσονται μέτοχοι τὰ δὲ

πνεύματα ὅτι οἱ ἐνθάδε θλιβέντες ἔλαττον κολάζονται αὐτῶν οὐ

τιμωρηθήσονται ἐν ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως οὐδὲ μὴ μετεγερθῶσιν ἐντεῦθεν

14 Τότε ηὐλόγησα τὸν κύριον τῆς δόξης καὶ εἶπα Εὐλογητὸς εἶ Κύριε ὁ τῆς

δικαιοσύνης κυριεύων τοῦ αἰῶνος

XXIII

1 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον πρὸς δυσμὰς τῶν περάτων τῆς γῆς

2 καὶ ἐθεασάμην πῦρ διατρέχον καὶ οὐκ ἀναπαυόμενον οὐδὲ ἐλλεῖπον τοῦ

δρόμου ἡμέρας καὶ νυκτὸς ἅμα διαμένον

3 καὶ ἠρώτησα λέγων Τί ἐστιν τὸ μὴ ἔχον ἀνάπαυσιν

4 τότε ἀπεκρίθη μοι Ῥαγουήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν

Οὗτος ὁ δρόμος τοῦ πυρὸς τὸ πρὸς δυσμὰς πῦρ τὸ ἐκδιῶκόν ἐστιν πάντας

τοὺς φωστῆρας τοῦ οὐρανοῦ

XXIV

1 Καὶ ἔδειξέν μοι ὄρη πυρὸς καιόμενα νυκτός

2 καὶ ἐπέκεινα αὐτῶν ἐπορεύθην καὶ ἐθεασάμην ἑπτὰ ὄρη ἔνδοξα πάντα

ἑκάτερα τοῦ ἑκατέρου διαλλάσσοντα ὧν οἱ λίθοι ἔντιμοι τῇ καλλονῇ καὶ

πάντα ἔντιμα καὶ ἔνδοξα καὶ εὐειδῆ τρία ἐπrsquo ἀνατολὰς ἐστηριγμένα ἐν τῷ

ἑνί καὶ τρία ἐπὶ νότον ἐν τῷ ἑνὶ καὶ φάραγγες βαθεῖαι καὶ τραχεῖαι μία τῇ

μιᾷ οὐκ ἐγγίζουσαι

3 καὶ τῷ ὄρει ἕβδομον ὄρος ἀνὰ μέσον τούτων καὶ ὑπερεῖχεν τῷ ὕψει

ὅμοιον καθέδρᾳ θρόνου καὶ περιεκύκλου δένδρα αὐτῷ εὐειδῆ

4 καὶ ἦν ἐν αὐτοῖς δένδρον ὃ οὐδέποτε ὤσφρανμαι καὶ οὐδεὶς ἕτερος αὐτῷ

ηὐφράνθη καὶ οὐδὲν ἕτερον ὅμοιον αὐτῷmiddot ὀσμὴν εἶχεν εὐωδεστέραν

πάντων ἀρωμάτων καὶ τὰ φύλλα αὐτοῦ καὶ τὸ ἄνθος καὶ τὸ δένδρον οὐ

φθίνει εἰς τὸν αἰῶνα οἱ δὲ περὶ τὸν καρπὸν ὡσεὶ βότρυες φοινίκων

5 τότε εἶπον ὡς καλὸν τὸ δένδρον τοῦτό ἐστιν καὶ εὐῶδες καὶ ὡραῖα τὰ

φύλλα καὶ τὰ ἄνθη αὐτοῦ ὡραῖα τῇ ὁράσει

6 τότε ἀπεκρίθη μοι Μιχαήλ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν - καὶ

αὐτὸς αὐτῶν ἡγεῖτο ndash

26

XXV

1 καὶ εἶπέν μοι Ἑνώχ τί ἐρωτᾷς καὶ τί ἐθαύμασας ἐν τῇ ὀσμῇ τοῦ δένδρου

καὶ διὰ τί θέλεις τὴν ἀλήθειαν μαθεῖν

2 τότε ἀπεκρίθην αὐτῷ Περὶ πάντων εἰδέναι θέλω μάλιστα δὲ περὶ τοῦ

δένδρου τούτου σφόδρα

3 καὶ ἀπεκρίθη λέγων Τοῦτο τὸ ὄρος τὸ ὑψηλόν οὗ ἡ κορυφὴ ὁμοία

θρόνου θεοῦ καθέδρα ἐστὶν οὗ καθίζει ὁ μέγας κύριος ὁ ἅγιος τῆς δόξης ὁ

βασιλεὺς τοῦ αἰῶνος ὅταν καταβῇ ἐπισκέψασθαι τὴν γῆν ἐπrsquo ἀγαθῷ

4 καὶ τοῦτο τὸ δένδρον εὐωδίας καὶ οὐδεμία σὰρξ ἐξουσίαν ἔχει ἅψασθαι

αὐτοῦ μέχρι τῆς μεγάλης κρίσεως ἐν ᾗ ἐκδίκησις πάντων καὶ τελείωσις

μέχρις αἰῶνοςmiddot τότε δικαίοις καὶ ὁσίοις δοθήσεται

5 ὁ καρπὸς αὐτοῦ τοῖς ἐκλεκτοῖς εἰς ζωὴν εἰς βορρᾶν καὶ

μεταφυτευθήσεται ἐν τόπῳ ἁγίῳ παρὰ τὸν οἶκον τοῦ θεοῦ βασιλέως τοῦ

αἰῶνος

6 τότε εὐφρανθήσονται εὐφραινόμενοι καὶ χαρήσονται καὶ εἰς τὸ ἅγιον

εἰσελεύσονταιmiddot αἱ ὀσμαὶ αὐτοῦ ἐν τοῖς ὀστέοις αὐτῶν καὶ ζωὴν πλείονα

ζήσονται ἐπὶ γῆς ἣν ἔζησαν οἱ πατέρες σου καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτῶν καὶ

βάσανοι καὶ πληγαὶ καὶ μάστιγες οὐχ ἅψονται αὐτῶν

7 Τότε ηὐλόγησα τὸν θεὸν τῆς δόξης τὸν βασιλέα τοῦ αἰῶνος ὃς

ἡτοίμασεν ἀνθρώποις τὰ τοιαῦτα δικαίοις καὶ αὐτὰ ἔκτισεν καὶ εἶπεν

δοῦναι αὐτοῖς

XXVI

1 Καὶ ἐκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς τὸ μέσον τῆς γῆς καὶ ἴδον τόπον

ηὐλογημένον ἐν ᾧ δένδρα ἔχοντα παραφυάδας μενούσας καὶ βλαστούσας

τοῦ δένδρου ἐκκοπέντος

2 κἀκεῖ τεθέαμαι ὄρος ἅγιονmiddot ὑποκάτω τοῦ ὄρους ὕδωρ ἐξ ἀνατολῶν καὶ

τὴν δύσιν εἶχεν πρὸς νότον

3 καὶ ἴδον πρὸς ἀνατολὰς ἄλλο ὄρος ὑψηλότερον τούτου καὶ ἀνὰ μέσον

αὐτοῦ φάραγγα βαθεῖαν οὐκ ἔχουσαν πλάτος καὶ διrsquo αὐτῆς ὕδωρ

πορεύεται ὑποκάτω ὑπὸ τὸ ὄρος

4 καὶ πρὸς δυσμὰς τούτου ἄλλο ὄρος ταπεινότερον αὐτοῦ καὶ οὐκ ἔχον

ὕψος καὶ φάραγγα βαθεῖαν καὶ ξηρὰν ἀνὰ μέσον αὐτῶν καὶ ἄλλην

φάραγγα βαθεῖαν καὶ ξηρὰν ἐπrsquo ἄκρων τῶν τριῶν ὀρέων

5 καὶ πᾶσαι φάραγγές εἰσιν βαθεῖαι ἐκ πέτρας στερεᾶς καὶ δένδρον οὐκ

ἐφυτεύετο ἐπrsquo αὐτάς

6 καὶ ἐθαύμασα περὶ τῆς φάραγγος καὶ λίαν ἐθαύμασα

XXVII

1 καὶ εἶπον Διὰ τί ἡ γῆ αὕτη ἡ εὐλογημένη καὶ πᾶσα πλήρης δένδρων

αὐτὴ δὲ ἡ φάραγξ κεκατηραμένη ἐστίν

2 γῆ κατάρατος τοῖς κεκατηραμένοις ἐστὶν μέχρι αἰῶνος ὧδε

ἐπισυναχθήσονται πάντες οἱ κεκατηραμένοι οἵτινες ἐροῦσιν τῷ στόματι

αὐτῶν κατὰ Κυρίου φωνὴν ἀπρεπῆ καὶ περὶ τῆς δόξης αὐτοῦ σκληρὰ

λαλήσουσιν ὧδε ἐπισυναχθήσονται καὶ ὧδε ἔσται τὸ οἰκητήριον

3 ἐπrsquo ἐσχάτοις αἰῶσιν ἐν ταῖς ἡμέραις τῆς κρίσεως τῆς ἀληθινῆς ἐναντίον

τῶν δικαίων εἰς τὸν ἅπαντα χρόνον ὧδε εὐλογήσουσιν οἱ ἀσεβεῖς τὸν

κύριον τῆς δόξης τὸν βασιλέα τοῦ αἰῶνοςmiddot

4 ἐν ταῖς ἡμέραις τῆς κρίσεως αὐτῶν εὐλογήσουσιν ἐν ἐλέει ὡς ἐμέρισεν

αὐτοῖς

5 Τότε ηὐλόγησα τὸν κύριον τῆς δόξης καὶ τὴν δόξαν αὐτοῦ ἐδήλωσα καὶ

ὕμνησα μεγαλοπρεπῶς

27

XXVIII

1 Καὶ ἐκεῖθεν ἐπορεύθην εἰς τὸ μέσον Μανδοβαρά καὶ ἴδον αὐτὸ ἔρημονmiddot

καὶ αὐτὸ μόνον

2 πλήρης δένδρων καὶ ἀπὸ τῶν σπερμάτων ὕδωρ ἄνομβρον ἄνωθεν

φερόμενον

3 ὡς ὑδραγωγὸς δαψιλὴς ὡς πρὸς βορρᾶν ἐπὶ δυσμῶν πάντοθεν ἀνάγει

ὕδωρ καὶ δρόσον

XXIX

1 Ἔτι ἐκεῖθεν ἐπορεύθην εἰς ἄλλον τόπον ἐν τῷ Βαβδηρά καὶ πρὸς

ἀνατολὰς τοῦ ὄρους τούτου ᾠχόμην

2 καὶ ἴδον κρίσεως δένδρα πνέοντα ἀρωμάτων λιβάνων καὶ ζμύρνας καὶ

τὰ δένδρα αὐτῶν ὅμοια καρύαις

XXX

1 Καὶ ἐπέκεινα τούτων ᾠχόμην πρὸς ἀνατολὰς μακράν καὶ ἴδον τόπον

ἄλλον μέγαν φάραγγα ὕδατος

2 ἐν ᾧ καὶ δένδρα χρόα ἀρωμάτων ὁμοίων σχίνῳ

3 καὶ τὰ παρὰ τὰ χείλη τῶν φαράγγων τούτων ἴδον κιννάμωμον

ἀρωμάτωνmiddot καὶ ἐπέκεινα τούτων ᾠχόμην πρὸς ἀνατολάς

XXXI

1 καὶ ἴδον ἄλλα ὄρη καὶ ἐν αὐτοῖς ἄλση δένδρων καὶ ἐκπορευόμενον ἐξ

αὐτῶν νέκταρ τὸ καλούμενον σαρρὰν καὶ χαλβάνη

2 καὶ ἐπέκεινα τῶν ὀρέων τούτων ἴδον ἄλλο ὄρος πρὸς ἀνατολὰς τῶν

περάτων τῆς γῆς καὶ πάντα τὰ δένδρα πλήρη ἐξαυτῆς ἐν ὁμοιώματι

ἀμυγδάλων

3 ὅταν τριβῶσινmiddot διὸ εὐωδέστερον ὑπὲρ πάντων τῶν ἀρωμάτων

XXXII

1 εἰς βορρᾶν πρὸς ἀνατολὰς τεθέαμαι ἑπτὰ ὄρη πλήρη νάρδου χρηστοῦ

καὶ σχίνου καὶ κινναμώμου καὶ πιπέρεως

2 Καὶ ἐκεῖθεν ἐφώδευσα ἐπὶ τὰς ἀρχὰς πάντων τῶν ὀρέων τούτων

μακρὰν ἀπέχων πρὸς ἀνατολὰς τῆς γῆς καὶ διέβην ἐπάνω τῆς ἐρυθρᾶς

θαλάσσης καὶ ᾠχόμην ἐπrsquo ἄκρων καὶ ἀπὸ τούτου διέβην ἐπάνω τοῦ

Ζωτιήλ

3 καὶ ἦλθον πρὸς τὸν παράδεισον τῆς δικαιοσύνης καὶ ἴδον μακρόθεν τῶν

δένδρων τούτων δένδρα πλείονα καὶ μεγάλα δύο μὲν ἐκεῖ μεγάλα σφόδρα

καλὰ καὶ ἔνδοξα καὶ μεγαλοπρεπῆ καὶ τὸ δένδρον τῆς φρονήσεως οὗ

ἐσθίουσιν ἅγιοι τοῦ καρποῦ αὐτοῦ καὶ ἐπίστανται φρόνησιν μεγάλην

4 ὅμοιον τὸ δένδρον ἐκεῖνο στροβιλέᾳ τὸ ὕψος τὰ δὲ φύλλα αὐτοῦ κερατίᾳ

ὅμοια ὁ δὲ καρπὸς αὐτοῦ ὡσεὶ βότρυες ἀμπέλου ἱλαροὶ λίαν ἡ δὲ ὀσμὴ

αὐτοῦ διέτρεχεν πόρρω ἀπὸ τοῦ δένδρου

5 τότε εἶπον ὡς καλὸν τὸ δένδρον καὶ ὡς ἐπίχαρι τῇ ὁράσει

6 τότε ἀπεκρίθη Ῥαφαήλ ὁ ἅγιος ἄγγελος ὁ μετrsquo ἐμοῦ ὤν Τοῦτο τὸ

δένδρον φρονήσεως ἐξ οὗ ἔφαγεν ὁ πατήρ σου

LXXXIX

42 Καὶ οἱ κύνες ἤρξαντο κατεσθίειν τὰ πρόβατα καὶ οἱ ὕες καὶ οἱ ἀλώπεκες

κατήσθιον αὐτά μέχρι οὗ ἤγειρεν ὁ κύριος τῶν προβάτων κριὸν ἕνα ἐκ

τῶν προβάτων

43 καὶ ὁ κριὸς οὗτος ἤρξατο κερατίζειν καὶ ἐπιδιώκειν ἐν τοῖς κέρασιν καὶ

ἐνετίνασσεν εἰς τοὺς ἀλώπεκας καὶ μετrsquo αὐτοὺς εἰς τοὺς ὕαςmiddot καὶ

ἀπώλεσεν ὕας πολλούς καὶ μετrsquo αὐτοὺς [ἐλυμήνα]το τοὺς κύνας

44 καὶ τὰ πρόβατα ὧν οἱ ὀφθαλμοὶ ἠνοίγησαν ἐθεάσαντο τὸν κριὸν τὸν ἐν

28

τοῖς προβάτοις ἕως οὗ ἀφῆκεν τὴν ὁδὸν αὐτοῦ καὶ ἤρξατο πορεύεσθαι

ἀνοδίᾳ

45 καὶ ὁ κύριος τῶν προβάτων ἀπέστειλεν τὸν ἄρνα τοῦτον ἐπὶ ἄρνα

ἕτερον τοῦ στῆσαι αὐτὸν εἰς κριὸν ἐν ἀρχῇ τῶν προβάτων ἀντὶ τοῦ κριοῦ

τοῦ ἀφέντος τὴν ὁδὸν αὐτοῦ

46 καὶ ἐπορεύθη πρὸς αὐτὸν καὶ ἐλάλησεν αὐτῷ σιγῇ κατὰ μόνας καὶ

ἤγειρεν αὐτὸν εἰς κριὸν καὶ εἰς ἄρχοντα καὶ εἰς ἡγούμενον τῶν προβάτωνmiddot

καὶ οἱ κύνες ἐπὶ πᾶσιν τούτοις ἔθλιβον τὰ πρόβατα

47 [καὶ] ὁ κριὸς ὁ πρῶτος τὸν κριὸν τὸν δεύτερον ἐπεδίωκεν καὶ ἔφυγεν

ἀπὸ προσώπου αὐτοῦmiddot εἶτrsquo ἐθεώρουν τὸν κριὸν τὸν πρῶτον ἕως οὗ ἔπεσεν

ἔμπροσθεν τῶν κυνῶν

48 καὶ ὁ κριὸς ὁ δεύτερος ἀναπηδήσας ἀφηγήσατο τῶν προβάτων

49 καὶ τὰ πρόβατα ηὐξήθησαν καὶ ἐπληθύνθησανmiddot καὶ πάντες οἱ κύνες καὶ

οἱ ἀλώπεκες ἔφυγον ἀπrsquo αὐτοῦ καὶ ἐφοβοῦντο αὐτόν

XC

1

6 [καὶ ἀναγνωσθής]ονται [πάντες] οἱ λόγοι τῶν ἀνομιῶν ὑμῶν ἐν[ώπιον]

τοῦ μεγάλου ἁγίου κατὰ πρόσωπον ὑμῶνmiddot εἶτrsquo ἀναφελεῖ τὰ πάντα ἔργα τὰ

μετασχόντα ἐν τῇ ἀνομίᾳ

7 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἁμαρτωλοὶ [οἱ] ἐν μέσῳ τῆς θαλάσσης καὶ ἐπὶ τῆς ξηρᾶς

ὄντεςmiddot μνημόσυνον εἰς ὑμᾶς κακόν

8 οὐαὶ ὑμῖν οἱ κτώμενοι χρυσίον καὶ ἀργύριον οὐκ ἀπὸ δικαιοσύνης καὶ

ἐρεῖτε πλούτῳ πεπλουτήκαμεν καὶ τὰ ὑπάρχοντα ἐσχήκαμεν καὶ

κεκτήμεθα

9 καὶ πᾶν ὃ ἐὰν θελήσωμεν ποιήσωμεν ὅτι ἀργύριον τεθησαυρίκαμεν ἐν

τοῖς θησαυροῖς ἡμῶν καὶ ἀγαθὰ πολλὰ ἐν ταῖς οἰκίαις ἡμῶν

10 καὶ ὡς ὕδωρ ἐκχυθήσεται πεπλάνησθε ὅτι οὐ μὴ παραμείνῃ ὁ πλοῦτος

ὑμῶν ἀλλὰ ταχὺ [ἀναπτήσεται] ἀπὸ ὑμῶν ὅτι ἀδίκως πάντα κέκτησθεmiddot

καὶ ὑμεῖς εἰς κατάραν μεγάλην παραδοθήσεσθε

XCI

1 καὶ νῦν ὀμνύω ὑμῖν τοῖς φρονίμοις καὶ οὐχὶ τοῖς ἄφροσι ὅτι πολλὰς

ὄψεσθε ἐπὶ τῆς γῆς ἀνομίαςmiddot

2 ὅτι κάλλος περιθήσονται ἄνδρες ὡς γυναῖκες [καὶ] χρῶμα ὡραῖον ὑπὲρ

παρθένους ἐν βασιλείᾳ καὶ μεγαλωσύνῃ καὶ ἐν ἐξουσίᾳ ἔσονται δὲ

ἀργύριον καὶ χρυσίον [παρrsquo] αὐτοῖς εἰς βρώματα καὶ ἐν ταῖς οἰκίαις αὐτῶν

ὡς ὕδωρ ἐκχυθήσονται

3 [διὰ τὸ μ]ὴ ἐπιστήμην αὐτοὺς μηδὲ φρόνησιν μηδεμίαν [ἔχειν] οὕτω

ἀπολεῖσθε κοινῶς μετὰ πάντων [τῶν] ὑπαρχόντων ὑμῶν [καὶ τῆς] πάσης

δόξης καὶ τῆς τιμῆς [ὑμῶν καὶ] εἰς ἀτιμίαν καὶ ἐρήμωσιν [καὶ σφαγὴν]

μεγάλην τ[ὰ πνεύματα ὑμῶν εἰς τὴν κάμινον τοῦ πυρὸς ἐμβληθήσεται]

Four lines are lost

ἐπὶ τὴν [γῆν οὐκ ἀπεστάλη ἀλλrsquo αὐτὴν οἱ ἄνθρω]ποι ἀφrsquo ἑαυτῶν [ἔκτισαν

καὶ εἰς κατάραν] μεγάλην ἀφίξονται οἱ ποιοῦντες [αὐτήν]

5 καὶ δουλεία (στειρα pap) γυναικὶ οὐκ ἐδόθη ἀλλὰ διὰ τὰ ἔργα τῶν

χειρῶνmiddot ὅτι οὐχ ὡρίσθη δούλην εἶναι δούληνmiddot ἄνωθεν οὐκ ἐδόθη ἀλλὰ ἐκ

καταδυναστείας ἐγένετο ὁ[μοίως] οὐδὲ ἡ ἀνομία ἄνωθεν ἐδόθη ἀλλrsquo ἐκ

παραβάσεως ὁμοίως οὐδὲ στεῖρα γυνὴ ἐκτίσθη ἀλλrsquo ἐξ ἰδίων ἀδικημάτων

ἐπετιμήθη ἀτεκνίᾳ [καὶ] ἄτεκνος ἀποθανεῖται

6 ὀμνύω ὑμῖν ἁμαρτωλοὶ κατὰ τοῦ ἁγίου τοῦ μεγάλου ὅτι τὰ ἔργα ὑμῶν τὰ

πονηρὰ ἔσται ἀνακεκαλυμμένα ἐν τῷ οὐρανῷmiddot οὐκ ἔσται ὑμῖν ἔργον

29

ἀποκεκρυμμένον ἄδικον

7 μὴ ὑπολάβητε τῇ ψυχῇ ὑμῶν μηδὲ ὑπολάβητε τῇ καρδίᾳ ὑμῶν ὅτι οὐ

γινώσκουσιν οὐδὲ βλέπουσιν οὐδὲ τὰ ἀδικήματα ὑμῶν θεωρεῖται οὐδὲ

ἀπογράφεται αὐτὰ ἐνώπιον τοῦ ὑψίστου ἀπὸ τοῦ [νῦν] ἐπιγνῶτε ὅτι

πάντα τὰ ἀδικήματα ὑμῶν ἀπογράφονται ἡμέραν ἐξ [ἡμέρας] μέχρι τῆς

κρίσεως ὑμῶν

9 οὐαὶ ὑμῖν ἄφρονες ὅτι ἀπολεῖσθε διὰ τὴν ἀφροσύνην ὑμῶν καὶ τῶν

[φρονίμων] οὐ μὴ ἀκούσητε καὶ τὰ ἀγαθὰ οὐκ ἀπαντήσει ὑμῖν τὰ δὲ κακὰ

[περιέξει] ὑμᾶς

10 καὶ νῦν γινώσκετε ὅτ[ι ἡτοίμασται] ὑμῖν εἰς ἡμέραν ἀπωλείας [μὴ

ἐλπίζε]τε σωθῆναι ἁμαρτωλοίmiddot ἀπ[ελθόντες] ἀποθάνετε γινώσκοντε[ς ὅτι

ἡτοίμας]ται εἰς ἡμέραν κρίσεως μ[εγάλης καὶ στε]νοχωρίας μείζονος τ[οῖς

πνεύμασιν ὑμῶν]

11 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ σκληροτράχηλοι τῇ καρδίᾳ ποιοῦντες τὸ κα[κὸν καὶ

ἔσθοντες αἷμα πόθ]εν ὑμῖν ἔσο[νται ἀγαθὰ ἵνα φάγητε ] Four lines are

lost

12 [ἔργα τῆ]ς ἀδικίαςmiddot διότι ἐλπίδας κα[λὰς ἔχετε ὑμῖ]ν νῦν γνωστὸν ὑμῖν

ἔστω ὅτι εἰς [χεῖρας τ]ῶν δικαίων παραδοθήσεσθε καὶ ἀποκτενοῦσιν ὑμᾶς

καὶ οὐ μὴ φείσονται ὑμῶν

13 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἐπιχαίροντες τοῖς κακοῖς τῶν δικαίωνmiddot τάφος ὑμῶν οὐ μὴ

ὀρυγῇ

14 οὐαὶ ὑμῖν οἱ βουλόμενοι ἀκυρῶσαι τοὺς λόγους τῶν δικαίωνmiddot οὐ μὴ

γένηται ὑμῖν ἐλπὶς σωτηρίας

15 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ γράφοντες λόγους ψευδεῖς καὶ λόγους πλανήσεωςmiddot αὐτοὶ

γράφουσιν καὶ πολλοὺς ἀποπλανήσουσιν τοῖς ψεύδεσιν αὐτῶνmiddot

16 πλανᾶσθε ὑμεῖς αὐτοὶ καὶ οὐκ ἔστιν ὑμῖν χαίρειν ἀλλὰ ταχέως

ἀπολεῖσθε

XCII

1 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ ποιοῦντες πλανήματα καὶ τοῖς ἔργοις τοῖς ψευδέσιν

λαμβάνοντες τιμὴν καὶ δόξανmiddot ἀπολώλατε οὐκ ἔστιν ὑμῖν σωτηρία εἰς

ἀγαθόν

2 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἐξαλλοιοῦντες τοὺς λόγους τοὺς ἀληθινούς καὶ

διαστρέφοντες τὴν αἰώνιον διαθήκην καὶ λογιζόμενοι ἑαυτοὺς

ἀναμαρτήτουςmiddot ἐν τῇ γῇ καταποθήσονται

3 τότε ἑτοιμάζεσθε οἱ δίκαιοι καὶ προέχεσθε τὰς ἐντεύξεις ὑμῶν εἰς

μνημόσυνον δίδοτε αὐτὰς ἐν διαμαρτυρίᾳ ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων ὅπως

εἰσαγάγωσιν τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἀδίκων ἐνώπιον τοῦ ὑψίστου θεοῦ εἰς

μνημόσυνονmiddot

4 καὶ τότε συν[ταραχ]θήσονται ἐν [ἡμέρ]ᾳ ἀπωλείας τῆς ἀδικίας

5ndash6 ἐν αὐτῷ [τῷ και]ρῷ ἐκείνῳ αἱ τίκτουσαι ἐκβαλοῦσιν καὶ ἐκσπάσουσιν

καὶ ἐγκαταλείψουσιν [τὸ νήπιο]ν βρέφος καὶ αἱ ἐν γαστρὶ ἔχου[σαι

ἐκτρώσο]υσιν καὶ αἱ θηλάζουσαι ῥίψ[ουσιν τὰ τέκ]να αὐτῶν καὶ οὐ μὴ

ἐπι[στρέψου]σιν ἐπὶ τὰ νήπια αὐτῶν οὐ[δὲ ἐπὶ τὰ θηλά]ζοντα οὐδὲ μὴ

φείσονται

7 [καὶ] οἱ γλύφοντες εἰκόνα[ς ἀργυ]ρᾶς καὶ χρυσᾶς ξυλίνας τε [καὶ

λιθίνας] καὶ ὀστρακίνας καὶ λατρεύ[οντες φαν]τάσμασιν καὶ δαιμονίοι[ς

καὶ βδελύγ]μασιν καὶ πνεύμασιν πονη[ροῖς καὶ] πάσαις ταῖς πλάναις οὐ

κατrsquo ἐπι[στήμην] καὶ πᾶν βοήθημα οὐ μὴ εὕρητε [ἀπrsquo] αὐτῶν

8ndash9 καὶ πλανηθήσονται ἐν ἀφροσύνῃ τῆς καρδίας αὐτῶν καὶ τὰ ὁράματα

τῶν ἐνυπνίων καταπλανήσουσιν ὑμᾶς ὑμεῖς καὶ τὰ ἔργα ὑμῶν τὰ ψευδῆ ἃ

30

ἐποιήσατε καὶ ἐλαεργ[ήσατε] καὶ ἐπὶ μιᾶς ἀπολεῖσθε

10ndash12 καὶ τότε μακάριοι πάντες οἱ ἀκούσαντες φρονίμων λόγους καὶ

μαθήσονται αὐτούς ποιῆσαι τὰς ἐντολὰς τοῦ ὑψίστου καὶ πορεύσονται ἐν

ὁδοῖς δικαιοσύνης αὐτοῦ καὶ οὐ μὴ πλανήσουσιν μετὰ τῶν πλανώντων καὶ

σωθήσονται

13 οὐαὶ οἱ οἰκοδομοῦντες τὰς οἰκοδομὰς αὐτῶν οὐκ ἐκ κόπων ἰδίων καὶ ἐκ

λίθων καὶ ἐκ πλίνθων πᾶσαν οἰκοδομὴν ποιεῖτε οἷς οὐκ ἔστιν ὑμῖν χά[ρις]

14 οὐαὶ οἱ ἐξουθενοῦντες τὴν θεμελίωσιν καὶ τὴν κληρονομίαν τῶν

πατέρων αὐτῶν τὴν ἀπrsquo αἰῶνος [ὅτι] διώξεται ὑμᾶς πνεῦμα πλανήσεωςmiddot

οὐκ ἔστιν ὑμῖν ἀναπαῦσαι

15 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ποιοῦντες τὴν ἀ[νομίαν] καὶ ἐπιβοηθοῦντες τῇ ἀδι[κίᾳ

φονεύ]οντες τὸν πλησίον αὐτῶ[ν ἕως τῆς] ἡμέρας τῆς κρίσεως τῆς

[μεγάληςmiddot

16 ]ὅτι τότε ἐκτρίψει τὴν δόξ[αν ὑμῶν] καὶ ἐπεγερεῖ τὸν θυμὸν [αὐτοῦ

καθrsquo] ὑμῶν ἀπολεῖ πάντας ὑ[μᾶς ἐν ῥομ]φαίᾳ καὶ πάντες οἱ δί[καιοι

μνημο]νήσουσιν τὰς ἀδικίας [ὑμῶν]

XCIII

1ndash2 καὶ τότε ἐν ἑνὶ τόπῳ [ῥέῃ τὰ α]ἵμα[τα αὐτῶν καὶ ἄνθρωπο]ς οὐκ

[ἀφέξ]ει τὴν [χεῖρα αὐτοῦ ἀπ]ὸ τοῦ υἱοῦ αὐ[τοῦ οὔτrsquo ἀ]πὸ τοῦ ἀγαπητοῦ

αὐτοῦ ἀποκτεῖναι αὐτόν καὶ ὁ ἁμαρτωλὸς ἀπὸ τοῦ ἐντίμου οὔτε ἀπὸ τοῦ

ἀδελφοῦ αὐτοῦmiddot ἐξ ὄρθρων μέχρις οὗ δῦναι τὸν ἥλιον φονευθήσονται ἐπὶ

τὸ αὐτό

3 καὶ διαπορεύσεται ἵππος ἕως τοῦ στήθους αὐτοῦ διὰ τοῦ αἵματος τῶν

ἁμαρτωλῶν καὶ τὸ ἅρμα μέχρι ἀξόνων καταβήσεται

4 καὶ καταβήσονται ἄγγελοι καταδύνοντες εἰς τὰ ἀπόκρυφα ἐν ἡμέρᾳ

ἐκείνῃmiddot οἵτινες ἐβοήθουν τῇ ἀδικίᾳ καὶ συστραφήσονται εἰς ἕνα τόπον καὶ ὁ

ὕψιστος ἐγερθήσεται ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως ποιῆσαι ἐκ πάντων κρίσιν

μεγάλην

5 καὶ τάξει φυλακὴν ἐπὶ πάντας τοὺς δικαίους καὶ ἁγίους τῶν ἁγίων

ἀγγέλων καὶ τηρηθήσονται ὡς κόριον ὀφθαλμοῦ ἕως οὗ ἐκλείπῃ τὰ κακὰ

καὶ ἁμαρτία καὶ ἀπrsquo ἐκείνου ὑπνώσουσιν εὐσεβεῖς ὕπνον ἡδύν καὶ οὐκ

ἔσται οὐκέτι ὁ ἐκφοβῶν αὐτούς

6 τότε ὄψονται οἱ φρόνιμοι τῶν ἀνθρώπων καὶ κατανοήσουσιν οἱ υἱοὶ τῆς

γῆς ἐπὶ τοὺς λόγους τούτους τῆς ἐπιστολῆς ταύτης καὶ γνώσονται ὅτι οὐ

δύναται ὁ πλοῦτος αὐτῶν διασῶσαι αὐτοὺς ἐν τῇ πτώσει τῆς ἀδικίας

7 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἄδικοι ὅταν ἐκθλίβητε τοὺς δικαίους ἐν ἡμέρᾳ ἀνάγκης

στερεᾶς καὶ φυλάξητε αὐτοὺς ἐν πυρί ὅτι κομιεῖσθε κατὰ τὰ ἔργα ὑμῶν

8 οὐαὶ ὑμῖν σκληροκάρδιοι ἀγρυπνοῦντες νοῆσαι τὸ κακόνmiddot περιέχει ὑμᾶς

φόβος καὶ οὐκ ἔστιν ὁ ἀντιλαμβανόμενος ὑμῶν

9 οὐαὶ ὑμῖν πᾶσιν τοῖς ἁμαρτωλοῖς ἐπὶ τοῖς ἔργοις τοῦ στόματος ὑμῶν

οὐαὶ ὑμῖν πᾶσιν τοῖς ἁμαρτωλοῖς ἐπὶ τοῖς λόγοις τοῦ στόματος ὑμῶν καὶ

ἐπὶ τοῖς [ἔργοις] τῶν χειρῶν ὑμῶν ὅτι ἀπὸ τῶν ἁγίων ἔργων

ἀπεπλα[νήθητε]

11 πᾶσα νεφέλη καὶ ὀμίχλη καὶ δρόσος καὶ ὄμβρος ἐπὶ ταῖς ἁμαρτίαις

ὑμῶν

12 δίδοτε οὖν ὄμβρῳ δῶρα ἵνα μὴ [κωλυθῇ κα]ταβῆναι ὑμῖν καὶ δρόσῳ

κα[ὶ νεφέλῃ] καὶ ὀμίχλῃmiddot χρυσίον διαγράψα[τε ἵνα κα]ταβῶσινmiddot

13 ὅτι ἐὰν ἐπιρρίψῃ ἐφrsquo ὑμ[ᾶς χι]ὼν καὶ πάχνη καὶ ψῦχος αὐτῆς καὶ οἱ

ἄνεμοι καὶ ὁ παγετὸς αὐτῶν καὶ πᾶσαι αἱ μάστιγες αὐτῶν οὐ δύνασθε

ὑποστῆναι ἔμπροσθεν ψύχους καὶ τῶν μαστίγων αὐτῶν

31

XCIV

1 κατανοήσατε τοίνουν υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων τὰ ἔργα τοῦ ὑψίστου καὶ

φοβήθητε τοῦ ποιῆσαι τὸ πονηρὸν ἐναντίον αὐτοῦ

2 ἐὰν ἀποκλείσῃ τὰς θυρίδας τοῦ οὐρανοῦ καὶ κωλύσῃ τὴν δρόσον καὶ τὸν

ὄμβρον καταβῆναι εἵνεκα ὑμῶν τί ποιήσετε

3 ἐὰν ἀποστείληται τὸν θυμὸν αὐτοῦ ἐφrsquo ὑμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ ἔργα ὑμῶν οὐχὶ

ἔσεσθε δεόμενοι αὐτοῦ διὰ τί ὑμεῖς λαλεῖτε τῷ στόματι ὑμῶν μεγάλα καὶ

σκληρὰ ἐπὶ τῇ μεγαλωσύνῃ αὐ[τοῦ

4 ὁρᾶ]τε τοὺς ναυκλήρους τοὺς πλωιζομένους τὴν θάλασσαν ὑπὸ τοῦ

κ[λύδω]νος καὶ χειμῶνος σεσαλευμένα τὰ πλοῖα αὐτῶν

5 καὶ χειμαζόμενοι πάντες φοβοῦνται ἔξω δὲ τὰ [ἀγαθὰ πάντα] καὶ τὰ

ὑπάρχοντα αὐτῶν ἐκβάλλουσιν εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ὑποπτεύουσιν ἐν τῇ

καρδίᾳ αὐτῶν ὅτι ἡ [θάλασσα κα]ταπίεται αὐτοὺς καὶ ἐν αὐτ[ῇ

ἀπολοῦν]ται

6 οὐχὶ πᾶσα ἡ θάλασσα καὶ [πάντα τὰ] ὕδατα αὐτῆς ἔργον τοῦ ὑψ[ίστου

ἐστί] καὶ αὐτὸς συνεστήσατο τὰ π[έρατα αὐ]τῶν καὶ συνέδησεν αὐτ[ήν

καὶ περι]έφραξεν αὐτὴν ἄμμῳ

7 [καὶ ἀπὸ τῆς] ἐμβριμήσεως αὐτοῦ φ[οβοῦνται καὶ ξη]ραίνονται καὶ οἱ

ἰχθύες

8 [ γῆν] καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτοῖς καὶ τίς ἔδωκεν ἐπιστήμην πᾶσιν τοῖς

κινουμένοις ἐν τῇ θαλάσσῃ οἱ ναύκληροι τὴν θάλασσαν φοβοῦνται

XCV

1 καὶ ὅταν ἐκβάλῃ ἐφrsquo ὑμᾶς τὸν κλύδωνα τοῦ πυρὸς τῆς καύσεως ὑμῶν

ποῦ ἀποδράντες σωθήσεσθε καὶ ὅταν δῷ ἐφrsquo ὑμᾶς φωνὴν αὐτοῦ

2 ἔσεσθε συνσειόμενοι καὶ φοβούμενοι ἤχῳ μεγάλῳ laquoκαὶraquo τὴν γῆν

σύμπασαν σειομένην καὶ τρέμουσαν καὶ συνταρασσομένην

3 καὶ οἱ ἄγγελοι συντελοῦντες τὸ συνταχθὲν αὐτοῖς καὶ ὁ οὐρανὸς καὶ οἱ

φωστῆρες σειόμενοι καὶ τρέμοντεςmiddot ἅπαντες οἱ υἱοὶ τῆς γῆς καὶ ὑμεῖς

ἁμαρτωλοὶ ἐπικατάρατοι εἰς τὸν αἰῶναmiddot οὐκ ἔστιν ὑμῖν χαίρειν

4 θαρσεῖτε ψυχαὶ τῶν δικαίων τῶν ἀποθανόντων τῶν δικαίων καὶ τῶν

εὐσεβῶν

5 καὶ μὴ λυπεῖσθε ὅτι κατέβησαν αἱ ψυχαὶ ὑμῶν εἰς ᾅδου μετὰ λύπης καὶ

οὐκ ἀπηντήθη τῷ σώματι τῆς σαρκὸς ὑμῶν ἐν τῇ ζωῇ ὑμῶν κατὰ τὴν

ὁσιότητα ὑμῶν ἐπεὶ αἱ ἡμέραι ἃς ἦτε ἡμέραι ἦσαν ἁμαρτωλῶν καὶ

καταράτων ἐπὶ τῆς γῆς

6 ὅταν ἀποθάνητε τότε ἐροῦσιν οἱ ἁμαρτωλοὶ ὅτι εὐσεβεῖς κατὰ τὴν

εἱμαρμένην ἀπεθάνοσαν καὶ τί αὐτοῖς περιεγένετο ἐπὶ τοῖς ἔργοις αὐτῶν

7 καὶ αὐτοὶ ὁμοίως ἡμῖν ἀπεθάνοσαν ἴδετε οὖν ὡς ἀποθνήσκουσιν μετὰ

λύπης καὶ σκότους καὶ τί αὐτοῖς ἐγένετο περισσόν

8 ἀπὸ τοῦ νῦν ἀναστήτωσαν καὶ σωθήτωσαν καὶ ὄψονται εἰς τὸν αἰῶνα

ἡμᾶς φαγεῖν καὶ πεῖν

9 τοιγαροῦν ἁρπάσαι καὶ ἁμαρτάνειν καὶ λωποδυτεῖν καὶ ἐγκτᾶσθαι καὶ

[ἰδεῖν] ἡμέρας ἀγαθάς

10 ἴδετε οὖν οἱ δικαιοῦντες [ἑαυτ]ούς ὁποία ἐγένετο αὐτῶν ἡ καταστροφή

ὅτι πᾶσα δικαιοσύνη οὐχ εὑρέθη ἐν αὐτοῖς ἕως ἀπέθανον καὶ ἀπώλοντο

11 καὶ ἐγένοντο ὡς οὐκ ὄντες καὶ κατέβησαν αἱ ψυχαὶ αὐτῶν μετrsquo ὀδύνης

εἰς ᾅδου

XCVI

1 ἐγὼ ὀμνύω ὑμῖν Three lines are lost

2 ἐπίσταμαι τὸ μυστήριον τοῦτοmiddot ἀν[έγνων] γὰρ τὰς πλάκας τοῦ οὐρανοῦ

32

καὶ εἶδον τὴν γραφὴν ἀναγκαίανmiddot ἔγνων τὰ γ[εγραμμέ]να ἐν αὐταῖς καὶ

ἐγκεκολαμμέν[α περὶ] ὑμῶν

3 ὅτι ἀγαθὰ καὶ ἡ χαρὰ καὶ ἡ τ[ιμὴ] ἡτοίμασται καὶ ἐγγέγραπται ταῖς

ψ[υχαῖς] τῶν ἀποθανόντων εὐσεβῶνmiddot

4 καὶ χαιρήσονται καὶ οὐ μὴ ἀπόλωνται τὰ πνεύματα αὐτῶν οὐδὲ τὸ

μνημόσυνον ἀπὸ προσώπου τοῦ μεγάλου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν

αἰώνων μὴ οὖν φοβεῖσθε τοὺς ὀνειδισμοὺς αὐτῶν

5 καὶ ὑμεῖς οἱ νεκροὶ τῶν ἁμαρτωλῶν ὅταν ἀποθάνητε ἐροῦσιν ἐφrsquo ὑμῖν

μακάριοι ἁμαρτωλοὶ πάσας τὰς ἡμέρας αὐτῶν ὅσας εἴδοσαν ἐν τῇ ζωῇ

αὐτῶν καὶ ἐνδόξως

6 ἀπεθάνοσαν καὶ κρίσις οὐκ ἐγενήθη ἐν τῇ ζωῇ αὐτῶν

7 αὐτοὶ ὑμεῖς γινώσκετε ὅτι εἰς ᾅδου κατάξουσιν τὰς ψυχὰς ὑμῶν

8 καὶ ἐκεῖ ἔσονται ἐν ἀνάγκῃ μεγάλῃ καὶ ἐν σκότει καὶ ἐν παγίδι καὶ ἐν

φλογὶ καιομένῃ καὶ εἰς κρίσιν μεγάλην εἰσελεύσονται αἱ ψυχαὶ ὑμῶν ἐν

πάσαις ταῖς γενεαῖς τοῦ αἰῶνος οὐαὶ ὑμῖν οὐκ ἔστιν ὑμῖν χαίρειν

9 μὴ γὰρ εἴπητε οἱ δίκαιοι ὅσιοι ὄντες ἐν τῇ ζωῇ τῶν ἡμερῶν τῆς θλίψεως

κόπους ἐκοπιάσαμεν καὶ ἀνηλώμεθα καὶ ὀλίγοι ἐγενήθημεν καὶ

ἀντιλήμπτορα οὐχ εὑρήκαμενmiddot

10 συντετριμμένοι καὶ ἀπολώλαμεν καὶ ἀπηλπίσμεθα καὶ μηκέτι εἰδέναι

σωτηρίαν ἡμέραν ἐξ ἡμέρας

11 ἠλπίσαμεν γενέσθαι κεφαλή ἐγενήθημεν κέρ[κοςmiddot ἐκο]πιάσαμεν

ἐργαζόμενοι καὶ τῶν ὀψωνίων οὐ κεκυριεύκαμεν ἐγενήθημεν κατάβρωμα

ἁμαρτωλῶν [οἱ ἄνο]μοι ἐβάρυναν ἐφrsquo ἡμᾶς τὸν ζυγόν

12 οἳ κυριεύουσιν οἱ ἐχθροὶ ἡμῶν ἐγκεντρίζουσιν ἡμᾶς καὶ περικλείουσιν

ἡμᾶςmiddot ἐζητήσαμεν πο[ῦ φύγωμεν] ἀπrsquo αὐτῶν ὅπως ἀναψύχ[ωμεν] three

lines are lost

14 ἐκράξαμεν ἐπὶ τοὺς καταβάλλοντας καὶ βιαζομένους ἡμᾶς καὶ τὰς

ἐντεύξεις ἡμῶν οὐκ ἀπεδέξαντο οὐδὲ ἐβούλοντο ἐπακοῦσαι τῆς φωνῆς

ἡμῶν

15 καὶ οὐκ ἀντελαμβάνοντο ἡμῶν οὐχ εὑρόντες κατὰ τῶν βιαζομένων καὶ

κατεσθόντων ἡμᾶς ἀλλὰ στερεοῦσιν αὐτοὺς ἐφrsquo ἡμᾶςmiddot ἀπέκτειναν ἡμᾶς

καὶ εἰς ὀλίγους ἤγαγον καὶ οὐχ ὑποδεικνύουσιν περὶ τῶν πεφονευμένων

ἡμῶν καὶ οὐκ ἀναμιμνήσκουσιν περὶ τῶν ἁμαρτωλῶν αὐτῶν τὰς

ἁμαρτίας αὐτῶν

XCVII

1 ὀμνύω ὑμῖν ὅτι οἱ ἄγγελοι ἐν τῷ οὐρανῷ ἀναμιμνήσκουσιν [ὑμῶν] εἰς

ἀγαθὸν ἐνώπιον τῆς δόξης τοῦ μεγάλου

2 θαρσεῖτε δὴ ὅτι ἐπαλαιώθητε ἐν τοῖς κακοῖς καὶ ἐν ταῖς θλίψεσινmiddot ὡσεὶ

φωστῆρες τοῦ οὐρανοῦ ἀναλάμψετε καὶ φανεῖτε αἱ θυρίδες τοῦ οὐρανοῦ

ἀνοιχθήσονται ὑμῖν

3ndash4 καὶ ἡ κραυγὴ ὑμῶν ἀκουσθήσεται καὶ ἡ κρίσις ὑμῶν ἣν κράζετε καὶ

φανεῖται ἐφrsquo ὅσα συλλαβήσεται ὑμῖν περὶ τῆς θλίψεως ὑμῶν καὶ ἐκ

πάντων ὅστις μετέσχεν τῶν βιαζομένων καὶ κατεσθόντων ὑμᾶς

5 [μὴ φοβεῖσθε] τὰ κακὰ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως τῆς μεγάλης καὶ οὐ μὴ

εὑρεθῆτε ὡς οἱ ἁμαρτωλοί [ἀλλrsquo ὑμεῖς οἱ ἁμαρτωλοὶ] σκυλήσεσθε καὶ

κρίσις αἰώνιος ἐξ ὑμῶν ἔσται εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν αἰώνων

6 μὴ φοβεῖσθε οἱ δίκαιοι ὅταν ἴδητε τοὺς ἁμαρτωλοὺς κατισχύοντας καὶ

εὐοδουμένους καὶ μὴ μέτοχοι αὐτῶν γίνεσθε ἀλλὰ μακρὰν ἀπέχεσθε ἀπὸ

πάντων τῶν ἀδικημάτων αὐτῶν

7 μὴ γὰρ εἴπητε οἱ ἁμαρτωλοὶ [ὅτι] οὐ μὴ ἐκζητηθῶσιν αἱ ἁμαρτίαι ὑμῶν

33

[ἐξ] ἡμερῶν

8 καὶ νῦν ἀποδεικνύω ὑμῖν ὅτι φῶς καὶ σκότος ἡμέρα καὶ νὺξ

ἐποπτεύουσιν τὰς ἁμαρτίας ὑμῶν πάσας

9 μὴ πλανᾶσθε τῇ καρδίᾳ ὑμῶν μηδὲ ψεύδεσθε μηδὲ ἐξαλλοιώσητε τοὺς

λόγους τῆς ἀληθείας μηδὲ καταψεύδεσθε τῶν [λόγων τοῦ] ἁγίου καὶ μὴ

δότε ἔπαινον ταῖς [εἰκόσιν ὑ]μῶνmiddot οὐ γὰρ εἰς δικαίωμα εἰσάγ[ουσιν πάντα

τὰ ψεύδ]η καὶ πᾶσα [ἡ πλάνη] Two lines are lost

10 τῆς ἀληθείας ἐξαλλοιοῦσιν καὶ ἀντιγράφουσιν οἱ ἁμαρτωλοὶ καὶ

ἀλλάσσουσιν τοὺς πολλούς καὶ ψεύδονται καὶ πλάσσουσιν πλάσματα

μεγάλα καὶ τὰς γραφὰς ἀναγράφουσιν ἐπὶ τοῖς ὀνόμασιν αὐτῶνmiddot

11 καὶ ὄφελον πάντας τοὺς λόγους μου γράφωσιν ἐπrsquo ἀληθείας ἐπὶ τὰ

ὀνόματα αὐτῶν καὶ μήτε ἀφέλωσιν μήτε ἀλλοιώσωσιν τῶν λόγων τούτων

ἀλλὰ πάντα ἐπrsquo ἀληθείας γράφωσιν ἃ ἐγὼ διαμαρτυροῦμαι αὐτοῖς

12 καὶ πάλιν ἐγὼ γινώσκω μυστήριον δεύτερον ὅτι δικαίοις καὶ ὁσίοις καὶ

φρονίμοις δοθήσονται αἱ βίβλοι μου εἰς χαρὰν ἀληθείας

13 καὶ αὐτοὶ πιστεύσουσιν αὐταῖς καὶ ἐν αὐταῖς χαρήσονται καὶ

ἀγαλλιάσονται πάντες οἱ δίκαιοι μαθεῖν ἐξ αὐτῶν πάσας τὰς ὁδοὺς τῆς

ἀληθείας

CVI

1 μετὰ δὲ χρόνον ἔλαβεν Μαθουσάλεκ τῷ υἱῷ μου γυναῖκα καὶ ἔτεκεν

υἱὸν καὶ ἐκάλεσεν τὸ ὄνομα αὐτοῦ Λάμεχ ἐταπεινώθη ἡ δικαιοσύνη μέχρι

τῆς ἡμέρας ἐκείνης καὶ ὅτε εἰς ἡλικίαν ἐπῆλθεν ἔλαβεν αὐτῷ γυναῖκα καὶ

ἔτεκεν αὐτῷ παιδίον

2 καὶ ὅτε ἐγεννήθη τὸ παιδίον ἦν τὸ σῶμα λευκότερον χιόνος καὶ

πυρρότερον ῥόδου τὸ τρίχωμα πᾶν λευκὸν καὶ ὡς ἔρια λευκὰ καὶ οὖλον

καὶ ἔνδοξον καὶ ὅτε ἀνέῳξεν τοὺς ὀφθαλμούς ἔλαμψεν ἡ οἰκία ὡσεὶ

ἥλιος

3 καὶ ἀνέστη ἐκ τῶν χειρῶν τῆς μαίας καὶ ἀνέῳξεν τὸ στόμα καὶ

εὐλόγησεν τῷ κυρίῳmiddot

4 καὶ ἐφοβήθη Λάμεχ ἀπrsquo αὐτοῦ καὶ ἔφυγεν καὶ ἦλθεν πρὸς Μαθουσάλεκ

τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ

5 τέκνον ἐγεννήθη μου ἀλλοῖον οὐχ ὅμοιον τοῖς ἀνθρώποις ἀλλὰ τοῖς

τέκνοις τῶν ἀγγέλων τοῦ οὐρανοῦ καὶ ὁ τύπος ἀλλοιότερος οὐχ ὅμοιος

ἡμῖνmiddot τὰ ὄμματά ἐστιν ὡς ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου καὶ ἔνδοξον τὸ πρόσωπονmiddot

6 καὶ ὑπολαμβάνω ὅτι οὐκ ἔστιν ἐξ ἐμοῦ ἀλλὰ ἐξ ἀγγέλου καὶ

εὐλαβοῦμαι αὐτὸν μήποτέ τι ἔσται ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ ἐν τῇ γῇ

7 καὶ παραιτοῦμαι π[άτερ καὶ] δέομαι βάδισον πρὸς Ἑνὼ[χ τὸν πατέρα

ἡμῶν καὶ ἐρώτησον] Two lines are lost

8 [ἦλθ]εν πρὸς ἐμὲ εἰς τὰ τέρματα τῆς γῆς οὗ [εἶδ]εν τότε εἶναι με καὶ

εἶπέν μοι πάτερ [μου] ἐπάκουσον τῆς φωνῆς μου καὶ ἧκε [πρὸς] ἐμέ καὶ

ἤκουσα τὴν φωνὴν αὐτοῦ καὶ ἦλθον πρὸς αὐτὸν καὶ εἶπα ἰδοὺ πάρειμι

τέκνονmiddot διὰ τί ἐλήλυθας πρὸς ἐμέ τέκνον

9 καὶ ἀπεκρίθη λέγων διrsquo ἀνάγκην μεγάλην ἦλθον ὧδε πάτερmiddot

10 καὶ νῦν ἐγεννήθη τέκνον Λάμεχ τῷ υἱῷ μου καὶ ὁ τύπος αὐτοῦ καὶ ἡ

εἰκὼν αὐτοῦ laquoοὐχ ὅμοιος ἀνθρώποις καὶ τὸ χρῶμα αὐτοῦraquo λευκότερον

χιόνος καὶ πυρρότερον ῥόδου καὶ τὸ τρίχωμα τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ

λευκότερον ἐρίων λευκῶν καὶ τὰ ὄμματα αὐτοῦ ἀφόμοια ταῖς τοῦ ἡλίου

ἀκτῖσιν

11 καὶ ἀνέστη ἀπὸ τῶν τῆς μαίας χειρῶν καὶ ἀνοίξας τὸ στόμα εὐλόγησεν

τὸν κύριον τοῦ αἰῶνοςmiddot

34

12 καὶ ἐφοβήθη ὁ υἱός μου Λάμεχ καὶ ἔφυγεν πρὸς ἐμέ καὶ οὐ πιστεύει ὅτι

υἱὸς αὐτοῦ ἐστιν ἀλλὰ ὅτι ἐξ ἀγγέλων one or two lines omitted τὴν

ἀκρίβειαν ἣν ἔχεις () καὶ τὴν ἀλήθειαν

13 τότε ἀπεκρίθην λέγων ἀνακαινίσει ὁ κύριος πρόσταγμα ἐπὶ τῆς γῆς

καὶ τὸν αὐτὸν τρόπον τέκνον τεθέαμαι καὶ ἐσήμανά σοιmiddot ἐν γὰρ τῇ γενεᾷ

Ἰάρεδ τοῦ πατρός μου παρέβησαν τὸν λόγον κυρίου ἀπὸ τῆς διαθήκης τοῦ

οὐρανοῦ

14 καὶ ἰδοὺ ἁμαρτάνουσιν καὶ παραβαίνουσιν τὸ ἔθος καὶ μετὰ γυναικῶν

συγγίνονται καὶ μετrsquo αὐτῶν ἁμαρτάνουσιν καὶ ἔγημαν ἐξ αὐτῶν

[καὶ τίκτουσιν οὐχ ὁμοίους πνεύμασιν ἀλλὰ σαρκίνους]middot

15 καὶ ἔσται ὀργὴ μεγάλη ἐπὶ τῆς γῆς καὶ κατακλυσμός καὶ ἔσται

ἀπώλεια μεγάλη ἐπὶ ἐνιαυτὸν ἕναmiddot

16 καὶ τόδε τὸ παιδίον τὸ γεννηθὲν καταλειφθήσεται καὶ τρία αὐτοῦ

τέκνα σωθήσεται ἀποθανόντων τῶν ἐπὶ τῆς γῆςmiddot

17b καὶ πραϋνεῖ τὴν γῆν ἀπὸ τῆς οὔσης ἐν αὐτῇ φθορᾶς

18 καὶ νῦν λέγε Λάμεχ ὅτι τέκνον σού ἐστιν δικαίως καὶ ὁσίως [καὶ]

κάλεσον αὐτοῦ τὸ ὄνομα [Νῶε]middot αὐτὸς γὰρ ἔσται ὑμῶν κατάλειμμα ἐφrsquo οὗ

ἂν καταπαύσητε καὶ laquoοἱraquo υἱοὶ αὐτοῦ ἀπὸ τῆς φθορᾶς τῆς γῆς καὶ ἀπὸ

πάντων τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ ἀπὸ πασῶν τῶν συντελειῶν ἐπὶ τῆς γῆς

Four lines are lost

19 ὑπέδειξέν μοι καὶ ἐμήνυσεν καὶ ἐν ταῖς πλαξὶν τοῦ οὐρανοῦ ἀνέγνων

αὐτά

CVII

1 τότε τεθέαμαι τὰ ἐγγεγραμμένα ἐπrsquo αὐτῶν ὅτι γενεὰ γενεᾶς κακ[ίων

ἔσται] καὶ εἶδον τόδε μέχρις τοῦ ἀνας[τῆναι] γενεὰν δικαιοσύνης καὶ ἡ

κακία ἀπολεῖται καὶ ἡ ἁμαρτία ἀλλάξει ἀπὸ τῆς γῆς καὶ τὰ ἀγαθὰ ἥξει ἐπὶ

τῆς γῆς ἐπrsquo αὐτούς

2 καὶ νῦν ἀπότρεχε τέκνον καὶ σήμανον Λάμεχ τῷ υἱῷ σου ὅτι τὸ παιδίον

τοῦτο τὸ γεννηθὲν τέκνον αὐτοῦ ἐστιν δικαίως καὶ οὐ ψευδῶς

3 καὶ ὅτε ἤκουσεν Μαθουσάλεκ τοὺς λόγους Ἑνὼχ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ

μυστηριακῶς γὰρ ἐδήλωσεν αὐτῷ [ἐπέστρεψεν καὶ ἐδήλωσεν αὐτῷ] καὶ

ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτοῦ Νῶε εὐφραίνων τὴν γῆν ἀπὸ τῆς ἀπωλείας

Liber Enoch

Apocalypsis Henochi Graece

(recensio ap Syncellum)

(ed M Black)

Pseudepigrapha veteris testamenti Graece 3

Leiden Brill 1970 pp 21ndash26 29ndash30 32ndash33 37

VI

ἐκ τοῦ πρώτου βιβλίου Ἐνὼχ περὶ τῶν ἐγρηγόρων

1 καὶ ἐγένετο ὅτε ἐπληθύνθησαν οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων ἐγεννήθησαν

αὐτοῖς θυγατέρες ὡραῖαι

2 καὶ ἐπεθύμησαν αὐτὰς οἱ ἐγρήγοροι καὶ ἀπεπλανήθησαν ὀπίσω αὐτῶν

καὶ εἶπον πρὸς ἀλλήλους ἐκλεξώμεθα ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ τῶν

θυγατέρων τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς

3 καὶ εἶπε Σεμιαζᾶς ὁ ἄρχων αὐτῶν πρὸς αὐτούς φοβοῦμαι μὴ οὐ

θελήσητε (Go θελήσετε) ποιῆσαι τὸ πρᾶγμα τοῦτο καὶ ἔσομαι ἐγὼ μόνος

ὀφειλέτης ἁμαρτίας μεγάλης

4 καὶ ἀπεκρίθησαν αὐτῷ πάντες καὶ εἶπον ὀμόσωμεν ἅπαντες ὅρκῳ καὶ

ἀναθεματίσωμεν ἀλλήλους τοῦ μὴ ἀποστρέψαι τὴν γνώμην ταύτην

35

μέχρις οὗ ἀποτελέσωμεν αὐτήν

5 τότε πάντες ὤμοσαν ὁμοῦ καὶ ἀνεθεμάτισαν ἀλλήλους

6 ἦσαν δὲ οὗτοι διακόσιοι οἱ καταβάντες ἐν ταῖς ἡμέραις Ἰάρεδ εἰς τὴν

κορυφὴν τοῦ Ἑρμονιεὶμ (Go κορυφὴν Ἑρμὼν) ὄρους καὶ ἐκάλεσαν τὸ ὄρος

Ἑρμώμ καθότι ὤμοσαν (Go ομοσαν) καὶ ἀνεθεμάτισαν ἀλλήλους ἐν αὐτῷ

7 καὶ ταῦτα τὰ ὀνόματα τῶν ἀρχόντων αὐτῶν αacute Σεμιαζᾶς ὁ ἄρχων

αὐτῶν βacute Ἀταρκούφ γacute Ἀρακιήλ δacute Χωβαβιήλ εacute Ὀραμμαμή Ϛacute Ῥαμιήλ ζacute

Σαμψίχ ηacute Ζακιήλ θacute Βαλκιήλ ιacute Ἀζαλζήλ ιαacute Φαρμαρός ιβacute Ἀμαριήλ ιγacute

Ἀναγημάς ιδacute Θαυσαήλ ιεacute Σαμιήλ ιϚacute Σαρινᾶς ιζacute Εὐμιήλ (Par gr 1711 ὁ

Εὐμιήλ) ιηacute Τυριήλ ιθacute Ἰουμιήλ κacute Σαριήλ

VII

1 Οὗτοι καὶ οἱ λοιποὶ πάντες ἐν τῷ χιλιοστῷ ἑκατοστῷ ἑβδομηκοστῷ ἔτει

τοῦ κόσμου ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας καὶ ἤρξαντο μιαίνεσθαι ἐν αὐταῖς

ἕως τοῦ κατακλυσμοῦ καὶ ἔτεκον αὐτοῖς γένη τρίαmiddot πρῶτον γίγαντας

μεγάλους

2 οἱ δὲ γίγαντες ἐτέκνωσαν Ναφηλείμ καὶ τοῖς Ναφηλεὶμ ἐγεννήθησαν

Ἐλιούδ καὶ ἦσαν αὐξανόμενοι κατὰ τὴν μεγαλειότητα αὐτῶν καὶ

ἐδίδαξαν ἑαυτοὺς καὶ τὰς γυναῖκας ἑαυτῶν φαρμακείας καὶ ἐπαοιδίας

VIII

1 Πρῶτος Ἀζαὴλ ὁ δέκατος τῶν ἀρχόντων ἐδίδαξε ποιεῖν μαχαίρας καὶ

θώρακας καὶ πᾶν σκεῦος πολεμικόν καὶ τὰ μέταλλα τῆς γῆς καὶ τὸ

χρυσίον πῶς ἐργάσωνται καὶ ποιήσωσιν αὐτὰ κόσμια ταῖς γυναιξί καὶ τὸν

ἄργυρον ἔδειξε δὲ αὐτοῖς καὶ τὸ στίλβειν καὶ τὸ καλλωπίζειν καὶ τοὺς

ἐκλεκτοὺς λίθους καὶ τὰ βαφικάmiddot καὶ ἐποίησαν ἑαυτοῖς οἱ υἱοὶ τῶν

ἀνθρώπων καὶ ταῖς θυγατράσιν αὐτῶν καὶ παρέβησαν καὶ ἐπλάνησαν

τοὺς ἁγίους

2 καὶ ἐγένετο ἀσέβεια πολλὴ ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἠφάνισαν τὰς ὁδοὺς αὐτῶν

3 ἔτι δὲ καὶ ὁ πρώταρχος αὐτῶν Σεμιαζᾶς ἐδίδαξεν εἶναι ὀργὰς κατὰ τοῦ

νοός καὶ ῥίζας βοτανῶν τῆς γῆς ὁ δὲ ἑνδέκατος Φαρμαρὸς ἐδίδαξε

φαρμακείας ἐπαοιδίας σοφίας καὶ ἐπαοιδῶν λυτήριαmiddot ὁ ἔνατος ἐδίδαξεν

ἀστροσκοπίανmiddot ὁ δὲ τέταρτος ἐδίδαξεν ἀστρολογίανmiddot ὁ δὲ ὄγδοος ἐδίδαξεν

ἀεροσκοπίανmiddot ὁ δὲ τρίτος ἐδίδαξε τὰ σημεῖα τῆς γῆςmiddot ὁ δὲ ἕβδομος ἐδίδαξε

τὰ σημεῖα τοῦ ἡλίουmiddot ὁ δὲ εἰκοστὸς ἐδίδαξε τὰ σημεῖα τῆς σελήνηςmiddot πάντες

οὗτοι ἤρξαντο ἀνακαλύπτειν τὰ μυστήρια ταῖς γυναιξὶν αὐτῶν καὶ τοῖς

τέκνοις αὐτῶν μετὰ δὲ ταῦτα ἤρξαντο οἱ γίγαντες κατεσθίειν τὰς σάρκας

τῶν ἀνθρώπων

4 καὶ ἤρξαντο οἱ ἄνθρωποι ἐλαττοῦσθαι ἐπὶ τῆς γῆς

VIII col I

4 οἱ δὲ λοιποὶ ἐβόησαν εἰς τὸν οὐρανὸν περὶ τῆς κακώσεως αὐτῶν

λέγοντες εἰσενεχθῆναι τὸ μνημόσυνον αὐτῶν ἐνώπιον κυρίου

VIII col II

4 Τότε ἐβόησαν οἱ ἄνθρωποι εἰς τὸν οὐρανὸν λέγοντες Εἰσαγάγετε τὴν

κρίσιν ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον καὶ τὴν ἀπώλειαν ἡμῶν ἐνώπιον τῆς δόξης

τῆς μεγάλης ἐνώπιον τοῦ κυρίου τῶν κυρίων πάντων τῇ μεγαλωσύνῃ

IX col I

1 Καὶ ἀκούσαντες οἱ τέσσαρες μεγάλοι ἀρχάγγελοι Μιχαὴλ καὶ Οὐριὴλ

καὶ Ῥαφαὴλ καὶ Γαβριὴλ (καὶ Par gr 1711) παρέκυψαν ἐπὶ τὴν γῆν ἐκ τῶν

ἁγίων τοῦ οὐρανοῦ

2 καὶ θεασάμενοι αἷμα πολὺ ἐκκεχυμένον ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πᾶσαν ἀσέβειαν

καὶ ἀνομίαν γενομένην ἐπrsquo αὐτῆς

36

3 εἰσελθόντες εἶπον πρὸς ἀλλήλους ὅτι Τὰ πνεύματα καὶ αἱ ψυχαὶ τῶν

ἀνθρώπων στενάζουσιν ἐντυγχάνοντα καὶ λέγοντα ὅτι Εἰσαγάγετε τὴν

κρίσιν ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον καὶ τὴν ἀπώλειαν ἡμῶν ἐνώπιον τῆς δόξης

τῆς μεγαλωσύνης ἐνώπιον τοῦ κυρίου τῶν κυρίων πάντων τῇ

μεγαλωσύνῃ

4 καὶ εἶπον τῷ κυρίῳ τῶν αἰώνων Σὺ εἶ ὁ θεὸς τῶν θεῶν καὶ κύριος τῶν

κυρίων καὶ ὁ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ θεὸς τῶν αἰώνων καὶ ὁ

θρόνος τῆς δόξης σου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν αἰώνων καὶ τὸ ὄνομά σου

ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

IX col II

1 Καὶ ἀκούσαντες οἱ τέσσαρες μεγάλοι ἀρχάγγελοι Μιχαὴλ καὶ Οὐριὴλ

καὶ Ῥαφαὴλ καὶ Γαβριὴλ παρέκυψαν (= οἱ ltδgt Par gr 1711) ἐπὶ τὴν γῆν ἐκ

τῶν ἁγίων τοῦ οὐρανοῦ

2 καὶ θεασάμενοι αἷμα πολὺ ἐκκεχυμένον ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πᾶσαν ἀνομίαν

καὶ ἀσέβειαν γινομένην ἐπrsquo αὐτῆς

3 εἰσελθόντες εἶπον πρὸς ἀλλήλους ὅτι Τὰ πνεύματα καὶ αἱ ψυχαὶ τῶν

ἀνθρώπων ἐντυγχάνουσι στενάζοντα καὶ λέγοντα Εἰσαγάγετε τὴν δέησιν

ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον

4 καὶ προσελθόντες οἱ τέσσαρες ἀρχάγγελοι εἶπον τῷ κυρίῳ Σὺ εἶ ὁ θεὸς

τῶν θεῶν καὶ κύριος τῶν κυρίων καὶ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ θεὸς

τῶν ἀνθρώπων καὶ ὁ θρόνος τῆς δόξης σου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν

αἰώνων καὶ τὸ ὄνομά σου ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

καὶ τὸ ὄνομά σου ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

IX

4 add post αἰῶνας καὶ τὰ ἑξῆς τότε ὁ ὕψιστος ἐκέλευσε τοῖς ἁγίοις

ἀρχαγγέλοις καὶ ἔδησαν τοὺς ἐξάρχους αὐτῶν καὶ ἔβαλον (ἔβαλλον Par

gr 1711) αὐτοὺς εἰς τὴν ἄβυσσον ἕως τῆς κρίσεως καὶ τὰ ἑξῆς καὶ ταῦτα

μὲν ὁ Ἐνὼχ μαρτυρεῖ

5 σὺ γὰρ εἶ ὁ ποιήσας τὰ πάντα καὶ πάντων τὴν ἐξουσίαν ἔχων καὶ πάντα

ἐνώπιόν σου φανερὰ καὶ ἀκάλυπταmiddot καὶ πάντα ὁρᾷς καὶ οὐκ ἔστιν ὃ

κρυβῆναί σε δύναται

6 ὁρᾷς ὅσα ἐποίησεν Ἀζαὴλ καὶ (om Par gr 1711) ὅσα εἰσήνεγκεν (add

καὶ Par gr 1711) ὅσα ἐδίδαξεν ἀδικίας καὶ ἁμαρτίας ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πάντα

δόλον ἐπὶ τῆς ξηρᾶς ἐδίδαξε γὰρ τὰ μυστήρια καὶ ἀπεκάλυψε τῷ αἰῶνι τὰ

ἐν οὐρανῷ ἐπιτηδεύουσιν δὲ τὰ ἐπιτηδεύματα αὐτοῦ εἰδέναι τὰ μυστήρια

οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων

7 τῷ Σεμιαζᾷ τὴν ἐξουσίαν ἔδωκας ἔχειν τῶν σὺν αὐτῷ ἅμα ὄντων

8 καὶ ἐπορεύθησαν πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς καὶ

συνεκοιμήθησαν μετrsquo αὐτῶν καὶ ἐν ταῖς θηλείαις ἐμιάνθησαν καὶ

ἐδήλωσαν αὐταῖς πάσας τὰς ἁμαρτίας καὶ ἐδίδαξαν αὐτὰς μίσητρα

(μίσιτρα Par gr 1711) ποιεῖν

9 καὶ νῦν ἰδοὺ αἱ θυγατέρες τῶν ἀνθρώπων ἔτεκον ἐξ αὐτῶν υἱοὺς

γίγανταςmiddot κίβδηλα ἐπὶ τῆς (om Go) γῆς τῶν ἀνθρώπων ἐκκέχυται καὶ ὅλη

ἡ γῆ ἐπλήσθη ἀδικίας

10 καὶ νῦν ἰδοὺ τὰ πνεύματα τῶν ψυχῶν τῶν ἀποθανόντων ἀνθρώπων

ἐντυγχάνουσιν καὶ μέχρι τῶν πυλῶν τοῦ οὐρανοῦ ἀνέβη ὁ στεναγμὸς

αὐτῶν καὶ οὐ δύναται ἐξελθεῖν ἀπὸ προσώπου τῶν ἐπὶ τῆς γῆς γινομένων

ἀδικημάτων

11 καὶ σὺ αὐτὰ οἶδας πρὸ τῶν (τοῦ recte Par gr 1711) αὐτὰ γενέσθαι καὶ

ὁρᾷς αὐτοὺς καὶ ἐᾷς αὐτούς καὶ οὐδὲν λέγεις τί δεῖ ποιῆσαι αὐτοὺς (om

37

Go) περὶ τούτου

X

1 Τότε ὁ ὕψιστος εἶπε καὶ ὁ ἅγιος ὁ μέγας ἐλάλησε καὶ ἔπεμψε τὸν Οὐριὴλ

πρὸς τὸν υἱὸν (Go τοῦ) Λάμεχ λέγων

2 Πορεύου πρὸς τὸν Νῶε καὶ εἶπον αὐτῷ τῷ ἐμῷ ὀνόματι Κρύψον σεαυτόν

καὶ δήλωσον αὐτῷ τέλος ἐπερχόμενον ὅτι ἡ γῆ ἀπόλλυται πᾶσαmiddot καὶ εἶπον

αὐτῷ ὅτι κατακλυσμὸς μέλλει γίνεσθαι πάσης τῆς γῆς ἀπολέσαι πάντα

ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς

3 δίδαξον τὸν δίκαιον τί ποιήσει τὸν υἱὸν Λάμεχ καὶ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ εἰς

ζωὴν συντηρήσει καὶ ἐκφεύξεται διrsquo αἰῶνος καὶ ἐξ αὐτοῦ φυτευθήσεται

φύτευμα καὶ σταθήσεται πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

4 Καὶ τῷ Ῥαφαὴλ εἶπε Πορεύου Ῥαφαήλ καὶ δῆσον τὸν Ἀζαήλmiddot χερσὶ καὶ

ποσὶ συμπόδισον αὐτόν καὶ ἔμβαλε αὐτὸν εἰς τὸ σκότος καὶ ἄνοιξον τὴν

ἔρημον τὴν οὖσαν ἐν τῇ ἐρήμῳ Δουδαήλ καὶ ἐκεῖ πορευθεὶς βάλε αὐτόν

5 καὶ ὑπόθες αὐτῷ λίθους ὀξεῖς καὶ (om Go) λίθους τραχεῖς καὶ

ἐπικάλυψον αὐτῷ σκότος καὶ οἰκησάτω ἐκεῖ εἰς τὸν αἰῶνα καὶ τὴν ὄψιν

αὐτοῦ πώμασον καὶ φῶς μὴ θεωρείτωmiddot

6 καὶ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως ἀπαχθήσεται εἰς τὸν ἐμπυρισμὸν τοῦ

πυρός

7 καὶ ἴασαι τὴν γῆν ἣν ἠφάνισαν οἱ ἐγρήγοροι καὶ τὴν ἴασιν τῆς πληγῆς

δήλωσον ἵνα ἰάσωνται τὴν πληγὴν καὶ μὴ ἀπόλωνται πάντες οἱ υἱοὶ τῶν

ἀνθρώπων ἐν τῷ μυστηρίῳ ὃ εἶπον οἱ ἐγρήγοροι καὶ ἐδίδαξαν τοὺς υἱοὺς

τῶν ἀνθρώπων

8 καὶ ἠρημώθη πᾶσα ἡ γῆ ἐν τοῖς ἔργοις τῆς διδασκαλίας Ἀζαήλmiddot καὶ ἐπrsquo

αὐτῇ γράψον πάσας τὰς ἁμαρτίας

9 Καὶ τῷ Γαβριὴλ εἶπε Πορεύου Γαβριήλ ἐπὶ τοὺς γίγαντας ἐπὶ τοὺς

κιβδήλους ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς πορνείας καὶ ἀπόλεσαν τοὺς υἱοὺς τῶν

ἐγρηγόρων ἀπὸ τῶν υἱῶν τῶν ἀνθρώπωνmiddot πέμψον αὐτοὺς εἰς ἀλλήλους ἐξ

αὐτῶν εἰς αὐτούς ἐν πολέμῳ καὶ ἐν ἀπωλείᾳ καὶ μακρότης ἡμερῶν οὐκ

ἔσται αὐτοῖς

10 καὶ πᾶσα ἐρώτησις οὐκ ἔστι τοῖς πατράσιν αὐτῶν ὅτι ἐλπίζουσι ζῆσαι

ζωὴν αἰώνιον καὶ ὅτι ζήσεται ἕκαστος αὐτῶν ἔτη πεντακόσια

11 καὶ τῷ Μιχαὴλ εἶπε Πορεύου Μιχαήλ δῆσον Σεμιαζᾶν καὶ τοὺς ἄλλους

σὺν αὐτῷ τοὺς συμμιγέντας ταῖς θυγατράσι τῶν ἀνθρώπων τοῦ μιανθῆναι

ἐν αὐταῖς ἐν τῇ ἀκαθαρσίᾳ αὐτῶν

12 καὶ ὅταν κατασφαγῶσιν οἱ υἱοὶ αὐτῶν καὶ ἴδωσι τὴν ἀπώλειαν τῶν

ἀγαπητῶν αὐτῶν δῆσον αὐτοὺς ἐπὶ ἑβδομήκοντα γενεὰς εἰς τὰς νάπας

τῆς γῆς μέχρι ἡμέρας κρίσεως αὐτῶν μέχρι ἡμέρας τελειώσεως τελεσμοῦ

ἕως συντελεσθῇ κρίμα τοῦ αἰῶνος τῶν αἰώνων

13 τότε ἀπενεχθήσονται εἰς τὸ χάος τοῦ πυρὸς καὶ εἰς τὴν βάσανον καὶ εἰς

τὸ δεσμωτήριον τῆς συγκλείσεως τοῦ αἰῶνος

14 καὶ ὃς ἂν κατακρίθῃ καὶ ἀφανισθῇ ἀπὸ τοῦ νῦν μετrsquo αὐτῶν δεθήσεται

(δεηθήσεται recte Par gr 1711) μέχρι τελειώσεως γενεᾶς αὐτῶν

περὶ δὲ τοῦ ὄρους ἐν ᾧ ὤμοσαν καὶ ἀνεθεμέτισαν πρὸς τὸν πλησίον αὐτῶν

ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα οὐ μὴ ἀποστῇ ἀπrsquo αὐτοῦ ψῦχος καὶ χιὼν καὶ πάχνη καὶ

δρόσος οὐ μὴ καταβῇ εἰς αὐτό εἰ μὴ εἰς κατάραν καταβήσεται ἐπrsquo αὐτό

μέχρις ἡμέρας κρίσεως τῆς μεγάλης ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ κατακαυθήσεται

καὶ ταπεινωθήσεται καὶ ἔσται κατακαιόμενον καὶ τηκόμενον ὡς κηρὸς

ἀπὸ πυρός οὕτως κατακαήσεται περὶ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ καὶ νῦν

ἐγὼ λέγω ὑμῖν υἱοῖς ἀνθρώπων Ὀργὴ μεγάλη καθrsquo ὑμῶν laquoκαὶraquo κατὰ τῶν

38

υἱῶν ὑμῶν καὶ οὐ παύσεται ἡ ὀργὴ αὕτη ἀφrsquo ὑμῶν μέχρι καιροῦ σφαγῆς

τῶν υἱῶν ὑμῶν καὶ ἀπολοῦνται οἱ ἀγαπητοὶ ὑμῶν καὶ ἀποθανοῦνται οἱ

ἔντιμοι ὑμῶν ἀπὸ πάσης τῆς γῆς ὅτι πᾶσαι αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς αὐτῶν ἀπὸ

τοῦ νῦν οὐ μὴ ἔσονται πλείω τῶν ἑκατὸν εἴκοσιν ἐτῶν καὶ μὴ δόξητε ἔτι

ζῆσαι ἐπὶ πλείονα ἔτηmiddot οὐ γάρ ἐστιν ἐπrsquo αὐτοῖς πᾶσα ὁδὸς ἐκφεύξεως ἀπὸ

τοῦ νῦν διὰ τὴν ὀργὴν ἣν ὠργίσθη ὑμῖν ὁ βασιλεὺς πάντων τῶν αἰώνωνmiddot

μὴ νομίσητε ὅτι ἐκφεύξεσθε ταῦτα

XV

8 Καὶ νῦν οἱ γίγαντες οἱ γεννηθέντες ἀπὸ πνευμάτων καὶ σαρκὸς

πνεύματα πονηρὰ ἐπὶ τῆς γῆς καλέσουσιν αὐτούς ὅτι ἡ κατοίκησις αὐτῶν

ἔσται ἐπὶ τῆς γῆς

9 πνεύματα πονηρὰ ἔσονται τὰ πνεύματα ἐξεληλυθότα ἀπὸ τοῦ σώματος

τῆς σαρκὸς αὐτῶν διότι ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων ἐγένοντο καὶ ἐκ τῶν ἁγίων

τῶν ἐγρηγόρων ἡ ἀρχὴ τῆς κτίσεως αὐτῶν καὶ ἀρχὴ θεμελίουmiddot πνεύματα

πονηρὰ

10 ἐπὶ τῆς γῆς ἔσονται

11 τὰ πνεύματα τῶν γιγάντων νεμόμενα ἀδικοῦντα ἀφανίζοντα

ἐμπίπτοντα καὶ συμπαλαίοντα καὶ ῥιπτοῦντα ἐπὶ τῆς γῆς καὶ δρόμους

ποιοῦντα καὶ μηδὲν ἐσθίοντα ἀλλrsquo ἀσιτοῦντα καὶ ῥιπτοῦντα καὶ φάσματα

ποιοῦντα καὶ διψῶντα καὶ προσκόπτοντα

12 καὶ ἐξαναστήσονται τὰ πνεύματα ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων καὶ

τῶν γυναικῶν ὅτι ἐξ αὐτῶν ἐξεληλύθασι

XVI

1 Καὶ ἀπὸ ἡμέρας καιροῦ σφαγῆς καὶ ἀπωλείας καὶ θανάτου τῶν

γιγάντων ναφηλείμ οἱ ἰσχυροὶ τῆς γῆς οἱ μεγάλοι ὀνομαστοί τὰ

πνεύματα τὰ ἐκπορευόμενα ἀπὸ τῆς ψυχῆς αὐτῶν ὡς ἐκ τῆς σαρκὸς

ἔσονται ἀφανίζοντα χωρὶς κρίσεωςmiddot οὕτως ἀφανίσουσι μέχρις ἡμέρας τῆς

τελειώσεως ἕως τῆς κρίσεως τῆς μεγάλης ἐν ᾗ (ᾧ Par gr 1711) ὁ αἰὼν ὁ

μέγας τελεσθήσεται

XIX

3 ἀνθρώπων ὡς ἐγὼ εἶδον

XX

2 ὁ εἷς τῶν ἁγίων ὁ ἐπὶ τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ταρτάρου

3 Ῥαφαὴλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων τῶν ἀνθρώπων

4 Ῥαγουήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐκδικῶν τὸν κόσμον τῶν

φωστήρων

5 Μιχαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς ἐπὶ τῶν τοῦ λαοῦ ἀγαθῶν τέτακται

καὶ ἐπὶ τῷ χαῷ

6 Σαριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων οἵτινες ἐπὶ τῷ

πνεύματι ἁμαρτάνουσιν

7 Γαβριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τοῦ παραδείσου καὶ τῶν

δρακόντων καὶ χερουβίν Ῥεμειήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃν ἔταξεν ὁ

θεὸς ἐπὶ τῶν ἀνισταμένων ὀνόματα ζacute ἀρχαγγέλων

XXI

1 Καὶ ἐφώδευσα μέχρι τῆς ἀκατασκευάστου

2 καὶ ἐκεῖ ἐθεασάμην ἔργον φοβερόν ἑώρακα οὔτε οὐρανὸν ἐπάνω οὔτε

γῆν τεθεμελιωμένην ἀλλὰ τόπον ἀκατασκεύαστον καὶ φοβερόν

3 καὶ ἐκεῖ τεθέαμαι ζacute ἀστέρας τοῦ οὐρανοῦ δεδεμένους καὶ ἐριμμένους ἐν

αὐτῷ ὁμοῦ ὁμοίους ὁράσει μεγάλῃ καὶ ἐν πυρὶ καιομένους

4 τότε εἶπον Διὰ ποίαν αἰτίαν ἐπεδέθησαν καὶ διὰ ποίαν αἰτίαν ἐρίφησαν

39

ὧδε

5 καὶ εἶπέν μοι Οὐριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ μετrsquo

ἐμοῦ ὤν - καὶ

αὐτὸς αὐτῶν ἡγεῖτο - καὶ εἶπέν μοι Ἑνώχ περὶ τίνος

ἐρωτᾷς ἢ περὶ τίνος

τὴν ἀλήθειαν φιλοσπευδεῖς

6 οὗτοί εἰσιν τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ οἱ παραβάντες

τὴν ἐπιταγὴν τοῦ

κυρίου καὶ ἐδέθησαν ὧδε μέχρι πληρωθῆναι μύρια ἔτη

τὸν χρόνον τῶν

ἁμαρτημάτων αὐτῶν

7 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον τούτου

φοβερώτερον καὶ τεθέαμαι

ἔργα φοβεράmiddot πῦρ μέγα ἐκεῖ καιόμενον καὶ φλεγόμενον καὶ διακοπὴν

εἶχεν ὁ τόπος ἕως τῆς ἀβύσσου πλήρης στύλων πυρὸς μεγάλων

καταφερομένωνmiddot οὔτε μέτρον οὔτε μέγεθος ἠδυνήθην ἰδεῖν οὔτε εἰκάσαι

8 τότε εἶπον Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος οὗτος καὶ ὡς δεινὸς τῇ ὁράσει

9 τότε ἀπεκρίθη μοι καὶ εἶπεν

Incert

1 παρὰ (Par gr 1711 Go περὶ) δὲ τοῦ ὄρους ἐν ᾧ ὤμοσαν καὶ

ἀνεθεμάτισαν πρὸς τὸν πλησίον αὐτῶν ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα οὐ μὴ ἀποστῇ

ἀπrsquo αὐτοῦ ψῦχος καὶ χιὼν καὶ πάχνη καὶ δρόσος οὐ μὴ καταβῇ εἰς αὐτό εἰ

μὴ εἰς κατάραν καταβήσεται ἐπrsquo (Go εἰς) αὐτό μέχρις ἡμέρας κρίσεως τῆς

μεγάλης

2 ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ κατακαυθήσεται καὶ (Go om) ταπεινωθήσεται καὶ

ἔσται κατακαιόμενον καὶ τηκόμενον ὡς κηρὸς ἀπὸ πυρός οὕτως

κατακαήσεται περὶ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ

3 καὶ νῦν ἐγὼ λέγω ὑμῖν υἱοῖς ἀνθρώπων Ὀργὴ μεγάλη καθrsquo ὑμῶν κατὰ

τῶν υἱῶν ὑμῶνmiddot καὶ οὐ παύσεται ἡ ὀργὴ αὕτη ἀφrsquo ὑμῶν μέχρι καιροῦ

σφαγῆς τῶν υἱῶν ὑμῶν

4 καὶ ἀπολοῦνται οἱ ἀγαπητοὶ ὑμῶν καὶ ἀποθανοῦνται οἱ ἔντιμοι ὑμῶν

ἀπὸ πάσης τῆς γῆς ὅτι πᾶσαι αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς αὐτῶν ἀπὸ τοῦ νῦν οὐ μὴ

ἔσονται πλείω τῶν ἑκατὸν εἴκοσιν ἐτῶν

5 καὶ μὴ δόξητε ἔτι ζῆσαι ἐπὶ πλείονα ἔτηmiddot οὐ γάρ ἐστιν ἐπrsquo αὐτοῖς πᾶσα

ὁδὸς ἐκφεύξεως ἀπὸ τοῦ νῦν διὰ τὴν ὀργὴν ἣν ὠργίσθη ὑμῖν ὁ βασιλεὺς

πάντων τῶν αἰώνωνmiddot μὴ νομίσητε ὅτι ἐκφεύξεσθε ταῦτα

Περί των γιγάντων

καὶ ἦν νωε ἐτῶν πεντακοσίων καὶ ἐγέννησεν νωε τρεῖς υἱούς τὸν σημ τὸν χαμ τὸν

ιαφεθκαὶ ἐγένετο ἡνίκα ἤρξαντο οἱ ἄνθρωποι πολλοὶ γίνεσθαι ἐπὶ τῆς γῆς καὶ θυγατέρες

ἐγενήθησαν αὐτοῖς 2ἰδόντες δὲ οἱ υἱοὶ τοῦ θεοῦ τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων ὅτι καλαί

εἰσιν ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ πασῶν ὧν ἐξελέξαντο 3καὶ εἶπεν κύριος ὁ θεός οὐ

μὴ καταμείνῃ τὸ πνεῦμά μου ἐν τοῖς ἀνθρώποις τούτοις εἰς τὸν αἰῶνα διὰ τὸ εἶναι

αὐτοὺς σάρκας ἔσονται δὲ αἱ ἡμέραι αὐτῶν ἑκατὸν εἴκοσι ἔτη 4οἱ δὲ γίγαντες ἦσαν ἐπὶ

τῆς γῆς ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις καὶ μετ ἐκεῖνο ὡς ἂν εἰσεπορεύοντο οἱ υἱοὶ τοῦ

θεοῦ πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων καὶ ἐγεννῶσαν ἑαυτοῖς ἐκεῖνοι ἦσαν οἱ

γίγαντες οἱ ἀπ αἰῶνος οἱ ἄνθρωποι οἱ ὀνομαστοί

40

Παραθέτουμε ένα επεξηγηματικό κείμενο αναφορικά με τους γίγαντες από την

ιστοσελίδα httpwwwoodegrcom

laquoΕδώ πρόκειται για το θέμα στο οποίο αναφέρθηκε ο Ιησούς Χριστός στο

Ματθαίος κδ΄ 38 για τους προκατακλυσμιαίους ανθρώπους που ΄΄έτρωγαν και

έπιναν και παντρεύονταν΄΄ ώσπου ήρθε ο Κατακλυσμός Επ αυτών υπάρχουν

κάποιες παρατηρήσεις

1η παρατήρηση Το οριστικό άρθρο ΄΄οι΄΄ δείχνει ότι πρόκειται για κάποιους που

ήταν ήδη γνωστοί στους αναγνώστες της Γενέσεως προς τους οποίους απευθύνεται

ο Μωυσής δηλαδή προς τους Ισραηλίτες της εποχής του που λάβαιναν το Νόμο

2η παρατήρηση Το ότι ΄΄εν ταις ημέραις εκείναις ήσαν΄΄ υπονοεί 1 Είτε ότι δεν

υπήρχαν πλέον οι γίγαντες στη ΄΄γη΄΄ όταν γραφόταν η Γένεση δηλαδή κατά το 1500

πΧ 2 είτε ότι υπήρχαν και τότε

3η παρατήρηση Για ποια ΄΄γη΄΄ μιλάει 1 Είτε για τη συγκεκριμένη γη στην οποία

συνέβαιναν τα γεγονότα που αναγράφονται στα γύρω κεφάλαια (τη γη της

Μεσοποταμίας) 2 είτε γενικά για τη γύρω γη στην οποία είχαν επεκταθεί οι γίγαντες

και η φυλή Αδάμ Αυτό όμως δεν έχει σημασία καθώς η αναφορά γίνεται μόνο για

τον καιρό πρό τού Κατακλυσμού Είναι γεγονός όμως ότι στη γη Χαναάν οι

γίγαντες υπήρχαν και μετά από τον Κατακλυσμό

Αυτό φαίνεται στους Αριθμούς 13ιγ΄ 33 ΄΄και εκεί εωράκαμεν τους γίγαντας

(εβραϊκό Νεφιλείμ) και ήμεν ενώπιον αυτών ωσεί ακρίδες αλλά και ούτως ήμεν

ενώπιον αυτών΄΄

Αν αυτό φαίνεται παράξενο σε κάποιους που διδάχτηκαν ότι ο Κατακλυσμός ήταν

παγκόσμιος ας διαβάσουν τη μελέτη μας ΄΄Ήταν ο Κατακλυσμός Παγκόσμιος΄΄

Εκεί θα δουν τις Αγιογραφικές και ιστορικές αποδείξεις ότι επρόκειτο για έναν

τοπικό κατακλυσμό που έπληξε μόνο τη φυλή Αδάμ και μέλη μόνο των γύρω λαών

Επιβίωση από τον Κατακλυσμό

Το ότι οι Νεφιλείμ επεβίωσαν του Κατακλυσμού εξηγείται απλά

Είναι λογικό το ότι η φυλή των γιγάντων Νεφιλείμ δεν έμενε ολόκληρη στην

κοιλάδα της Μεσοποταμίας αλλά κάποιοι απ αυτούς διεσπάρησαν στις γύρω

περιοχές

Η Γένεση στο 7ζ΄ 20 γράφει ότι ο Κατακλυσμός είχε ύψος 15 πήχες (8- 9 μέτρα)

δηλαδή όσο χρειαζόταν για να καλύψει τις ψηλότερες περιοχές της χαμηλής

Μεσοποταμίας Όσοι όμως έμεναν στα ορεινά γύρω από την πληγείσα περιοχή

επεβίωσαν Άλλωστε ο Κατακλυσμός έγινε για τιμωρία της φυλής Αδάμ και όχι των

γύρω λαών όπως φαίνεται στη Γένεση 6ς΄ 5 - 7 όπου η λέξη που χρησιμοποιείται

στο Εβραϊκό κείμενο γι αυτούς με τους οποίους οργίστηκε ο Θεός είναι ΄΄Αδάμ΄΄

Για τους άλλους λαούς η Γένεση στο Εβραϊκό κείμενο χρησιμοποιεί άλλη λέξη

όπως φαίνεται στο Γένεσις 6ς΄ 4 [΄΄οι άνθρωποι (εβραϊκά ΄΄ενός΄΄) οι

ονομαστοί΄΄] και στο Γένεσις 13ιγ΄ 13 [΄΄οι δε άνθρωποι (εβραϊκά ΄΄ενός΄΄) οι εν

Σοδόμοις΄΄]

41

Μια τελευταία παρατήρηση ξεκινάει από το ίδιο εδάφιο της Γένεσης 6ς΄ 4 που λέει

΄΄Οι δε γίγαντες ήσαν επί τής γης εν ταις ημέραις εκείναις και μετ εκείνο ως αν

εισεπορεύοντο οι υιοί τού Θεού προς τας θυγατέρας τών ανθρώπων΄΄

Οι Νεφιλείμ λοιπόν υπήρχαν ακόμη ΄΄και μετά από εκείνο΄΄ το γεγονός που

περιγράφεται δηλαδή και μετά από την αύξηση του πληθυσμού στη

Μεσοποταμία Είναι λάθος να ταυτίζονται κατ ανάγκην οι Νεφιλείμ με τους γιους

των ισχυρών καθώς μια αβίαστη ανάγνωση του κειμένου δεν δείχνει τίποτα τέτοιο

Το μεταβατικό ΄΄δε΄΄ δείχνει ότι γίνεται λόγος για κάποιους άλλους και όχι για

τους γιούς των ισχυρών Οι γιοί των ισχυρών δεν είναι οι Νεφιλείμ αλλά οι ισχυροί

άνδρες της Μεσοποταμίας των άλλων φυλών που ζούσαν κοντά στη φυλή Αδάμ

Ίσως ο σκοπός του χωρίου είναι να δείξει ότι η φυλή των γιγάντων (η οποία

προβλημάτιζε τους Ισραηλίτες τον καιρό που ο Μωυσής έγραφε αυτά τα λόγια) ήταν

μια αρχαία φυλή σύγχρονη της επιμειξίας της φυλής Αδάμ με τους γιούς των

ισχυρών και ότι οι Νεφιλείμ επεβίωσαν ακόμη και μετά από την επιμειξία των

ισχυρών ανδρών της Μεσοποταμίας με τις ΄΄θυγατέρες Αδάμ΄΄ κατά την

προκατακλυσμιαία εποχή

Ίσως ακόμα η αναφορά αυτή να γίνεται για να δείξει ότι ο κατακλυσμός στρεφόταν

ειδικά κατά του λαού Αδάμ και όχι και των γύρω λαών εκ των οποίων

επεβίωσαν και οι Νεφιλείμ

Οι γίγαντες στην εποχή τού Ισραήλ

Σύμφωνα με την Αγία Γραφή η περιοχή στην οποία επεβίωσαν κάποιοι από τη

φυλή των γιγάντων Νεφιλείμ ήταν η Βασάν που ονομάζεται ΄΄γη γιγάντων΄΄

(Δευτερονόμιο γ΄ 13)

Πρόκειται για μία ορεινή περιοχή ανατολικά της Θάλασσας της Γαλιλαίας

κατάλληλη για επιβίωση των λαών της από τον Κατακλυσμό που έπληξε τη

Μεσοποταμία και το λαό Αδάμ (Όπως λέμε ΄΄λαός Ισραήλ΄΄)

Εκεί οι γίγαντες υπήρχαν όχι μόνο μετά από τον Κατακλυσμό αλλά και στις ημέρες

του Αβραάμ όπως φαίνεται στη Γένεση 14ιδ΄ 5 όπου λέει για τον Χοδολλογομόρ

και τους συμμάχους του ότι ΄΄κατέκοψαν τους γίγαντας τους εν Ασταρώθ

Καρναιν΄΄ στη Βασσάν

Και οι κατάσκοποι όμως των ημερών του Μωυσή βρήκαν τους Νεφιλείμ στη

Χαναάν όπως είδαμε στους Αριθμούς 13ιγ΄ 33 όπου μάλιστα ονομάζει τους

γίγαντες ΄΄Νεφιλείμ΄΄ Εκεί έχει μάλιστα και οριστικό άρθρο ΄΄τους Νεφιλείμ΄΄

πράγμα που δείχνει ότι δεν επρόκειτο για παρομοίωση αλλά για το γνωστό λαό

των Νεφιλείμ

Άλλα εδάφια όπως το Δευτερονόμιο 1α΄ 28 αναφερόμενο στο ίδιο γεγονός

ταυτίζει τους Νεφιλείμ με τους Ανακείμ που προφανώς ήταν απόγονοί τους

Με τους Ανακείμ συσχετίζει η Αγία Γραφή όλες τις φυλές γιγάντων που ζούσαν γύρω

από τη Θάλασσα της Γαλιλαίας όπως ήταν οι Ραφαείμ οι Εμμαίοι και οι

42

Ζουμζουμείμ τους οποίους εξολώθρευσαν οι απόγονοι του Λωτ (Δευτερονόμιο 2β΄

10112021)

Οι Ραφαείμ ήταν απόγονοι των Γιγάντων που επεβίωσαν από τον Κατακλυσμό και

δεν ήταν απόγονοι του Νώε καθώς δεν αναφέρονται στη Γένεση 10ι΄ όπου

αναφέρονται οι λαοί που κατάγονται από το Νώε Η σκέψη ότι ίσως να μην

αναφέρονται επειδή είναι πολύ νεώτεροι λαοί δεν ευσταθεί επειδή αναφέρονται στη

Γένεσις 14ιδ΄ 5 σαν λαός από την εποχή του Αβραάμ ακόμα και συνεπώς είναι

αρχαιότεροι λαοί από αυτούς που αναφέρονται ως απόγονοι του Νώε

Μετά από την εγκατάσταση των Ισραηλιτών στη Γη της Επαγγελίας οι υψηλόσωμες

αυτές φυλές εξολωθρεύτηκαν και δεν έμειναν Ανακείμ στο Ισραήλ Μόνο στη Γάζα

στη Γαθ και στην Άζωτο έμειναν αναμεμειγμένοι με τους Φιλισταίους (Ιησούς

Ναυή 11ια΄ 21 22)

Ένας απ αυτούς ήταν και ο Γολιάθ από τη Γαθ που σκοτώθηκε από τον Δαυίδ (Α΄

Σαμουήλ ιζ΄ 4 ΄΄Εξήλθεν Γολιάθ εκ της Γαθ΄΄)

Τον καιρό του Δαυίδ σκοτώθηκαν οι τελευταίοι γίγαντεςraquo1

1 httpwwwoodegrcomoodegenesiskatak1htm

43

Page 14: Η δημιουργία του κόσμου

14

Το ότι ο Ενώχ έζησε τριακόσια εξήντα πέντε μόνο χρόνια που είναι ακριβώς ο

αριθμός των ημερών ενός ηλιακού έτους δεν ξέρουμε τι συμβολίζει Ίσως τη

ματαιότητα της σύντομης εδώ ζωής μας ίσως την πληρότητα μιας αποστολής την

οποία ο Θεός ανέθεσε σε κάποιον άνθρωπό Του ίσως το τέλειο ανάστημα της ζωής

του Χριστού στο οποίο ο Θεός θέλει να φτάσουμε πριν μας πάρει κοντά Του

ίσως ίσως Ασχέτως όμως όλων αυτών γεγονός είναι ένα ότι ο Ενώχ αποτελεί μια

εξαίρεση ένα υπόδειγμα ένα θαύμα του Θεού σε ανθρώπινη ζωή

Γιατί άραγε έζησε τόσο λίγο ενώ ο γιος του ο Μαθουσάλα έφτασε τη μεγαλύτερη

ηλικία ανθρώπου επί της γης -965 χρόνια- ο δε μεταγενέστερός του ο Νώε δεύτερος

μετά τον Αδάμ κληρονόμος όλης της γης έζησε 950 χρόνια Μήπως ο Ενώχ έτσι

εξεπλήρωσε κάποια πολύ σημαντική αποστολή Ενώ θα παρευρέθηκε στην κηδεία

του Αδάμ (πράγμα που συνάγεται απ τους υπολογισμούς των ετών που περιέχονται

στην πρώτη αυτή περίοδο της ιστορίας) και δεδομένου ότι ο Αδάμ ως εκπρόσωπος

του αμαρτωλού ανθρώπου έπρεπε να πεθάνει και το σώμα του να ταφεί στη γη ο

Ενώχ εκπροσωπώντας τον αγιασμένο άνθρωπο του Θεού δεν πέθανε αλλά

μετατέθηκε απ ευθείας χωρίς να γευτεί θάνατο στου ουρανό του Θεού Πιστή

εικόνα τούτη για τον σωσμένο δια της θυσίας του Ιησού Χριστού αμαρτωλό για τον

οποίο θάνατος πια δεν υπάρχει διότι μετέβη εκ του θανάτου εις την ζωήν (Ιωάν

524)

Ο Λόγος του Θεού μας λέει ότι ο Ενώχ περιεπάτησεν μετά του Θεού (Γέν 524)

όχι ενώπιον του Θεού όπως μας λέει για τον Αβραάμ (Γεν 171) για το Δαυίδ

(Ψαλμ 8915) για τον Ησαϊα (4027-31) για το Ζαχαρία και την Ελισσάβετ (Ιακ

16) Μήπως τούτο είναι σύμβολο και συγχρόνως προφητεία του περπατήματος που ο

χριστιανός ο άνθρωπος δηλαδή που θα δεχόταν τη Χάρη θα κανε με τον Χριστό

βάσει της υπόσχεσής Του μεθ υμών ειμί (Ματθ 2820) και της εντολής Του

μείνατε εν εμοί καγώ εν υμίν (Ιωάν 154) Διότι σε τούτη την περίπτωση δεν

έχουμε περπάτημα ενώπιον του Θεού αλλά μετά του Θεού Κάτι δηλαδή πολύ

ουσιαστικότερο και πλουσιότερο για κάθε άνθρωπο που ανήκει σε Κείνον ασχέτως

περιόδου στην οποία έζησε Όταν κάποιος περπατάει με τον Θεό έχει και πλήρη

συναίσθηση της παρουσίας Του Ότι ακριβώς χρειάζεται για να ζει ζωή αγνότητας

μέσα στον κόσμο

Το μυστικό του περπατήματος του Ενώχ μετά του Θεού ήταν η πίστη του στον Θεό

της οποίας συνέπεια ήταν το ότι ευηρέστησεν τον Θεόν και ότι δε γεύτηκε θάνατο

διότι μετέθεσεν αυτόν ο Θεός (Γεν 115-6) Η μετάθεση δε αυτή είναι τύπος του

τρόπου με τον οποίο οι άγιοι του Θεού θέλουσι μεταμορφωθή εν τη εσχάτη

σάλπιγγι χωρίς να γευτούν θάνατο (Α΄ Κορ 1551-52)

Αλλά ο Ενώχ δεν προφήτεψε μόνο με τη ζωή του μελλοντικές αλήθειες αλλά και με

το στόμα του προφήτεψε περί της Κρίσης την οποίαν στα τέλη των αιώνων ο Κύριος

μαζί με τους αγίους Του θα κάμει για κάθε ασεβή άνθρωπο δια να ελέγξη πάντας

τους ασεβείς Στην επιστολή του Ιούδα εδ 14-15 διαβάζουμε Προεφήτευσε δε

περί τούτων και ο Ενώχ έβδομος από Αδάμ λέγωνmiddot Ιδού ήλθεν ο Κύριος με

μυριάδας αγίων αυτού δια να κάμη κρίσιν κατά πάντων και να ελέγξη πάντας τους

ασεβείς εξ αυτών δια πάντα τα έργα της ασεβείας αυτών τα οποία έπραξαν και δια

πάντα τα σκληρά τα οποία ελάλησαν κατ αυτού αμαρτωλοί ασεβείς

15

Ο Ενώχ αναφέρεται μια μόνο φορά στην Καινή Διαθήκη ως προφήτης (Ιούδα 14)

Με το όνομα Βιβλίο Ενώχ σώζεται απόκρυφο σύγγραμμα που γράφτηκε περί τα

110 πΧ περιέχει προφητείες περί της συντέλειας του κόσμου και είναι σε αιθιοπική

μετάφραση Δεν αποκλείεται η παραπομπή στο βιβλίο του Ιούδα να είναι παρμένη απ

αυτό Όμως το βιβλίο αυτό το απέρριψαν ως μη κανονικό τόσο οι Εβραίοι όσο και

οι Πατέρες της Εκκλησίας

Ας μείνει μέσα μας απ όλα όσα ελέχθησαν περί του Ενώχ πως αν κάτι έχει ύψιστη

σημασία για τον Θεό και για μας είναι το να περιπατώμεν καθώς Εκείνος

περιεπάτησεν (Α΄ Ιωάν 26) φυλάττοντες τας εντολάς αυτού και πράττοντες τα

αρεστά ενώπιον αυτού (Α΄ Ιωάν 322)

Γιἀννης Έρτσος

Σας παραθέτουμε τώρα προς ανάγνωσιν το απόκρυφο βιβλίο του Ενώχ

1 Λόγος εὐλογίας Ἑνώχ καθὼς εὐλόγησεν ἐκλεκτοὺς δικαίους οἵτινες

ἔσονται εἰς ἡμέραν ἀνάγκης ἐξᾶραι πάντας τοὺς ἐχθρούς καὶ σωθήσονται

δίκαιοι

2 Καὶ ἀναλαβὼν τὴν παραβολὴν αὐτοῦ εἶπεν Ἑνώχmiddot (ἄνθρωπος δίκαιός

ἐστιν [ᾧ] ὅρασις ἐκ θεοῦ αὐτῷ ἀνεῳγμένη ἦν ἔχων τὴν ὅρασιν τοῦ ἁγίου

laquoκαὶraquo τοῦ οὐρανοῦmiddot) Ἔδειξέν μοι καὶ ἁγιολόγων ἁγίων ἤκουσα ἐγώ καὶ ὡς

ἤκουσα παρrsquo αὐτῶν πάντα καὶ ἔγνων ἐγὼ θεωρῶνmiddot καὶ οὐκ εἰς τὴν νῦν

γενεὰν διενοούμην ἀλλὰ ἐπὶ πόρρω οὖσαν ἐγὼ λαλῶ

3 Καὶ περὶ τῶν ἐκλεκτῶν νῦν λέγω καὶ περὶ αὐτῶν ἀνέλαβον τὴν

παραβολήν μου καὶ ἐξελεύσεται ὁ ἅγιός μου ὁ μέγας ἐκ τῆς κατοικήσεως

αὐτοῦ

4 καὶ ὁ θεὸς τοῦ αἰῶνος ἐπὶ γῆν πατήσει ἐπὶ τὸ Σεινὰ ὄρος καὶ φανήσεται

ἐκ τῆς παρεμβολῆς αὐτοῦ καὶ φανήσεται ἐν τῇ δυνάμει τῆς ἰσχύος αὐτοῦ

ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ τῶν οὐρανῶν

5 καὶ φοβηθήσονται πάντες καὶ πιστεύσουσιν οἱ ἐγρήγοροι laquoκαὶ ᾄσουσιν

ἀπόκρυφα ἐν πᾶσιν τοῖς ἄκροις τῆς [γῆς]middot καὶ σεισθήσονται πάντα τὰ ἄκρα

τῆς γῆςraquo καὶ λήμψεται αὐτοὺς τρόμος καὶ φόβος μέγας μέχρι τῶν περάτων

τῆς γῆς

6 καὶ σεισθήσονται καὶ πεσοῦνται καὶ διαλυθήσονται ὄρη ὑψηλά καὶ

ταπεινωθήσονται βουνοὶ ὑψηλοὶ τοῦ διαρυῆναι ὄρη καὶ τακήσονται ὡς

κηρὸς ἀπὸ προσώπου πυρὸς ἐν φλογί

7 καὶ διασχισθήσεται ἡ γῆ σχίσμα ῥαγάδι καὶ πάντα ὅσα ἐστὶν ἐπὶ τῆς γῆς

ἀπολεῖται καὶ κρίσις ἔσται κατὰ πάντων

8 καὶ μετὰ τῶν δικαίων τὴν εἰρήνην ποιήσει καὶ ἐπὶ τοὺς ἐκλεκτοὺς ἔσται

συντήρησις καὶ εἰρήνη καὶ ἐπrsquo αὐτοὺς γενήσεται ἔλεος καὶ ἔσονται

πάντες τοῦ θεοῦ καὶ τὴν εὐδοκίαν δώσει αὐτοῖς καὶ πάντας εὐλογήσει καὶ

πάντων ἀντιλήμψεται καὶ βοηθήσει ἡμῖν καὶ φανήσεται αὐτοῖς φῶς καὶ

ποιήσει ἐπrsquo αὐτοὺς εἰρήνην

9 ὅτι ἔρχεται σὺν ταῖς μυριάσιν αὐτοῦ καὶ τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ ποιῆσαι

κρίσιν κατὰ πάντων καὶ ἀπολέσει πάντας τοὺς ἀσεβεῖς καὶ ἐλέγξει

πᾶσαν σάρκα περὶ πάντων ἔργων τῆς ἀσεβείας αὐτῶν ὧν ἠσέβησαν καὶ

σκληρῶν ὧν ἐλάλησαν λόγων laquoκαὶ περὶ πάντων ὧν κατελάλησανraquo κατrsquo

αὐτοῦ ἁμαρτωλοὶ ἀσεβεῖς

16

II

1 Κατανοήσατε πάντα τὰ ἔργα ἐν τῷ οὐρανῷ πῶς οὐκ ἠλλοίωσαν τὰς

ὁδοὺς αὐτῶν καὶ τοὺς φωστῆρας τοὺς ἐν τῷ οὐρανῷ ὡς τὰ πάντα

ἀνατέλλει καὶ δύνει τεταγμένος ἕκαστος ἐν τῷ τεταγμένῳ καιρῷ καὶ ταῖς

ἑορταῖς αὐτῶν φαίνονται καὶ οὐ παραβαίνουσιν τὴν ἰδίαν τάξιν

2 ἴδετε τὴν γῆν καὶ διανοήθητε περὶ τῶν ἔργων τῶν ἐν αὐτῇ γενομένων

ἀπrsquo ἀρχῆς μέχρι τελειώσεως ὥς εἰσιν φθαρτά ὡς οὐκ ἀλλοιοῦνται οὐδὲν

τῶν ἐπὶ γῆς ἀλλὰ πάντα ἔργα θεοῦ ὑμῖν φαίνεται

3 ἴδετε τὴν θερείαν καὶ τὸν χειμῶνα

καταμάθετε καὶ ἴδετε πάντα τὰ δένδρα

IIIndashV

1πῶς τὰ φύλλα χλωρὰ ἐν αὐτοῖς σκέποντα τὰ δένδρα καὶ πᾶς ὁ καρπὸς

αὐτῶν εἰς τιμὴν καὶ δόξαν διανοήθητε καὶ γνῶτε περὶ πάντων τῶν ἔργων

αὐτοῦ καὶ νοήσατε ὅτι θεὸς ζῶν ἐποίησεν αὐτὰ οὕτως καὶ ζῇ εἰς πάντας

τοὺς αἰῶναςmiddot

2 καὶ τὰ ἔργα αὐτοῦ πάντα ὅσα ἐποίησεν εἰς τοὺς αἰῶνας ἀπὸ ἐνιαυτοῦ εἰς

ἐνιαυτὸν γινόμενα πάντα οὕτως καὶ πάντα ὅσα ἀποτελοῦσιν αὐτῷ τὰ

ἔργα καὶ οὐκ ἀλλοιοῦνται αὐτῶν τὰ ἔργα ἀλλrsquo ὡσπερεὶ κατὰ ἐπιταγὴν τὰ

πάντα γίνεται

3 ἴδετε πῶς ἡ θάλασσα καὶ οἱ ποταμοὶ ὡς ὁμοίως ἀποτελοῦσιν καὶ οὐκ

ἀλλοιοῦσιν αὐτῶν τὰ ἔργα ἀπὸ τῶν λόγων αὐτοῦ

4 ὑμεῖς δὲ οὐκ ἐνεμείνατε οὐδὲ ἐποιήσατε κατὰ τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ ἀλλὰ

ἀπέστητε καὶ κατελαλήσατε μεγάλους καὶ σκληροὺς λόγους ἐν στόματι

ἀκαθαρσίας ὑμῶν κατὰ τῆς μεγαλωσύνης αὐτοῦ ὅτι κατελαλήσατε ἐν τοῖς

ψεύμασιν ὑμῶν σκληροκάρδιοι οὐκ ἔστιν εἰρήνη ὑμῖν

5 τοιγὰρ τὰς ἡμέρας ὑμῶν ὑμεῖς καταράσεσθε καὶ τὰ ἔτη τῆς ζωῆς ὑμῶν

ἀπολεῖται καὶ τὰ ἔτη τῆς ἀπωλείας ὑμῶν πληθυνθήσεται ἐν κατάρᾳ

αἰώνων καὶ οὐκ ἔσται ὑμῖν ἔλεος καὶ εἰρήνη

6 τότε ἔσται τὰ ὀνόματα ὑμῶν εἰς κατάραν αἰώνιον πᾶσιν τοῖς δικαίοις

καὶ ἐν ὑμῖν καταράσονται πάντες οἱ καταρώμενοι καὶ πάντες οἱ

ἁμαρτωλοὶ καὶ ἀσεβεῖς ἐν ὑμῖν ὀμοῦνται καὶ πάντες οἱ ἀναμάρτητοι

χαρήσονται καὶ ἔσται αὐτοῖς λύσις ἁμαρτιῶν καὶ πᾶν ἔλεος καὶ εἰρήνη καὶ

ἐπιείκεια ἔσται αὐτοῖς σωτηρία φῶς ἀγαθόν καὶ αὐτοὶ κληρονομήσουσιν

τὴν γῆν καὶ πᾶσιν ὑμῖν τοῖς ἁμαρτωλοῖς οὐχ ὑπάρξει σωτηρία ἀλλὰ ἐπὶ

πάντας ὑμᾶς κατάλυσις κατάρα

7 καὶ τοῖς ἐκλεκτοῖς φῶς καὶ χάρις καὶ εἰρήνη καὶ αὐτοὶ κληρονομήσουσιν

τὴν γῆν ὑμῖν δὲ τοῖς ἀσεβέσιν ἔσται κατάρα

8 τότε δοθήσεται τοῖς ἐκλεκτοῖς φῶς καὶ χάρις καὶ αὐτοὶ

κληρονομήσουσιν τὴν γῆν τότε δοθήσεται πᾶσιν τοῖς ἐκλεκτοῖς σοφία καὶ

πάντες οὗτοι ζήσονται καὶ οὐ μὴ ἁμαρτήσονται ἔτι οὐ κατrsquo ἀλήθειαν οὔτε

κατὰ ὑπερηφανίαν καὶ ἔσται ἐν ἀνθρώπῳ πεφωτισμένῳ φῶς καὶ

ἀνθρώπῳ ἐπιστήμονι νόημα καὶ οὐ μὴ πλημμελήσουσιν

9 οὐδὲ μὴ ἁμάρτωσιν πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς αὐτῶν καὶ οὐ μὴ

ἀποθάνωσιν ἐν ὀργῇ θυμοῦ ἀλλὰ τὸν ἀριθμὸν αὐτῶν ζωῆς ἡμερῶν

πληρώσουσιν καὶ ἡ ζωὴ αὐτῶν αὐξηθήσεται ἐν εἰρήνῃ καὶ τὰ ἔτη τῆς

χαρᾶς αὐτῶν πληθυνθήσεται ἐν ἀγαλλιάσει καὶ εἰρήνη αἰῶνος ἐν πάσαις

ταῖς ἡμέραις τῆς ζωῆς αὐτῶν

VI

1 Καὶ ἐγένετο οὗ ἂν ἐπληθύνθησαν οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων ἐν ἐκείναις

ταῖς ἡμέραις ἐγεννήθησαν θυγατέρες ὡραῖαι καὶ καλαί

17

2 καὶ ἐθεάσαντο αὐτὰς οἱ ἄγγελοι υἱοὶ οὐρανοῦ καὶ ἐπεθύμησαν αὐτάς

καὶ εἶπαν πρὸς ἀλλήλουςmiddot Δεῦτε ἐκλεξώμεθα ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ τῶν

ἀνθρώπων καὶ γεννήσομεν ἑαυτοῖς τέκνα

3 καὶ εἶπεν Σεμειαζᾶς πρὸς αὐτούς ὃς ἦν ἄρχων αὐτῶν Φοβοῦμαι μὴ οὐ

θελήσετε ποιῆσαι τὸ πρᾶγμα τοῦτο καὶ ἔσομαι ἐγὼ μόνος ὀφειλέτης

ἁμαρτίας μεγάλης

4 ἀπεκρίθησαν οὖν αὐτῷ πάντες Ὀμόσωμεν ὅρκῳ πάντες καὶ

ἀναθεματίσωμεν πάντες ἀλλήλους μὴ ἀποστρέψαι τὴν γνώμην ταύτην

μέχρις οὗ ἂν τελέσωμεν αὐτὴν καὶ ποιήσωμεν τὸ πρᾶγμα τοῦτο

5 τότε ὄμοσαν πάντες ὁμοῦ καὶ ἀνεθεμάτισαν ἀλλήλους ἐν αὐτῷ

7 Καὶ ταῦτα τὰ ὀνόματα τῶν ἀρχόντων αὐτῶνmiddot Σεμιαζά οὗτος ἦν ἄρχων

αὐτῶνmiddot Ἀραθάκ Κιμβρά Σαμμανή Δανειήλ Ἀρεαρώς Σεμιήλ Ἰωμειήλ

Χωχαριήλ Ἐζεκιήλ Βατριήλ Σαθιήλ Ἀτριήλ Ταμιήλ Βαρακιήλ Ἀνανθνά

Θωνιήλ Ῥαμιήλ Ἀσέαλ Ῥακειήλ Τουριήλ

8 οὗτοί εἰσιν ἀρχαὶ αὐτῶν οἱ [ἐπὶ] δέκα

VII

1 Καὶ ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκαςmiddot ἕκαστος αὐτῶν ἐξελέξαντο ἑαυτοῖς

γυναῖκας καὶ ἤρξαντο εἰσπορεύεσθαι πρὸς αὐτὰς καὶ μιαίνεσθαι ἐν

αὐταῖςmiddot καὶ ἐδίδαξαν αὐτὰς φαρμακείας καὶ ἐπαοιδὰς καὶ ῥιζοτομίας καὶ

τὰς βοτάνας ἐδήλωσαν αὐταῖς

2 Αἱ δὲ ἐν γαστρὶ λαβοῦσαι ἐτέκοσαν γίγαντας μεγάλους ἐκ πηχῶν

τρισχιλίων

3 οἵτινες κατησθίοσαν τοὺς κόπους τῶν ἀνθρώπων ὡς δὲ οὐκ ἐδυνήθησαν

αὐτοῖς οἱ ἄνθρωποι ἐπιχορηγεῖν

4 οἱ γίγαντες ἐτόλμησαν ἐπrsquo αὐτούς καὶ κατησθίοσαν τοὺς ἀνθρώπους

5 καὶ ἤρξαντο ἁμαρτάνειν ἐν τοῖς πετεινοῖς καὶ τοῖς [θ]ηρίοις καὶ ἑρπετοῖς

καὶ τοῖς [ἰ]χθύσιν καὶ ἀλλήλων τὰς σάρκας κατεσθίειν καὶ τὸ αἷμα ἔπινον

6 τότε ἡ γῆ ἐνέτυχεν κατὰ τῶν ἀνόμων

VIII

1 Ἐδίδαξεν τοὺς ἀνθρώπους Ἀζαὴλ μαχαίρας ποιεῖν καὶ ὅπλα καὶ ἀσπίδας

καὶ θώρακας διδάγματα ἀγγέλων καὶ ὑπέδειξεν αὐτοῖς τὰ μέταλλα καὶ

τὴν ἐργασίαν αὐτῶν καὶ ψέλια καὶ κόσμους καὶ στίβεις καὶ τὸ

καλλιβλέφαρον καὶ παντοίους λίθους ἐκλεκτοὺς καὶ τὰ βαφικά

2 καὶ ἐγένετο ἀσέβεια πολλή καὶ ἐπόρνευσαν καὶ ἀπεπλανήθησαν καὶ

ἠφανίσθησαν ἐν πάσαις ταῖς ὁδοῖς αὐτῶν

3 Σεμιαζᾶς ἐδίδαξεν ἐπα[ο]ιδὰς καὶ ῥιζοτομίαςmiddot Ἀρμαρὼς ἐπαοιδῶν

λυτήριονmiddot Βαρακιὴλ ἀστρολογίαςmiddot Χωχιὴλ τὰ σημειωτικάmiddot Σαθιὴλ

ἀστεροσκοπίανmiddot Σεριὴλ σεληναγωγίας

4 τῶν οὖν ἀνθρώπων ἀπολλυμένων ἡ βο[ὴ] εἰς οὐρανοὺς ἀνέβη

IX

1 Τότε παρ[α]κύψαντες Μιχαὴλ καὶ Οὐ[ρι]ὴλ καὶ Ῥαφαὴλ καὶ Γαβριή[λ]

οὗτοι ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἐθεάς[αν]το αἶμα πολὺ ἐκχυννόμεν[ον] ἐπὶ τῆς γῆςmiddot

2 καὶ εἶπαν πρὸ[ς] ἀλλήλους φωνὴ βοώντω[ν] ἐπὶ τῆς γῆς μέχρι πυλῶν

τοῦ οὐρανοῦ

3 ἐντυγχάνουσιν αἱ ψυχαὶ τῶν ἀνθρώπων λεγόντων Εἰσαγάγετε τὴν

κρίσιν ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστ[ον]

4 Καὶ εἶπα[ν] τῷ κυρίῳ Σὺ εἶ κύριος τῶν κυρίων καὶ ὁ θεὸς τῶν θεῶν καὶ

βασιλεὺς τῶν αἰώνωνmiddot ὁ θρόνος τῆς δόξης σου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τοῦ

αἰῶνος καὶ τὸ ὄνομά σου τὸ ἅγιον καὶ μέγα καὶ εὐλογητὸν εἰς πάντας τοὺς

αἰῶνας

18

5 σὺ γὰρ ἐποίησας τὰ πάντα καὶ πᾶσαν τὴν ἐξουσίαν ἔχων καὶ πάντα

ἐνώπιόν σου φανερὰ καὶ ἀκάλυπτα

6 καὶ πάντα σὺ ὁρᾷς ἃ ἐποίησεν Ἀζαήλ ὃς ἐδίδαξεν πάσας τὰς ἀδικίας ἐπὶ

τῆς γῆς καὶ ἐδήλωσεν τὰ μυστήρια τοῦ αἰῶνος τὰ ἐν τῷ οὐρανῷ ἃ

ἐπιτηδεύουσιν [καὶ] ἔγνωσαν ἄνθρωποι

7 καὶ Σεμιαζᾶς ᾧ τὴν ἐξουσίαν ἔδωκας ἄρχειν τῶν σὺν αὐτῷ ἅμα ὄντων

8 καὶ ἐπορεύθησαν πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς καὶ

συνεκοιμήθησαν αὐταῖς καὶ ἐμιάνθησαν καὶ ἐδήλωσαν αὐταῖς πάσας τὰς

ἁμαρτίας

9 καὶ αἱ γυναῖκες ἐγέννησαν τιτᾶνας ὑφrsquo ὧν ὅλη ἡ γῆ ἐπλήσθη αἵματος

καὶ ἀδικίας

10 καὶ νῦν ἰδοὺ βοῶσιν αἱ ψυχαὶ τῶν τετελευτηκότων καὶ ἐντυγχάνουσιν

μέχρι τῶν πυλῶν τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἀνέβη ὁ στεναγμὸς αὐτῶν καὶ οὐ

δύναται ἐξελθεῖν ἀπὸ προσώπου τῶν ἐπὶ τῆς γῆς γινομένων ἀνομημάτων

11 καὶ σὺ πάντα οἶδας πρὸ τοῦ αὐτὰ γενέσθαι καὶ σὺ ὁρᾷς ταῦτα καὶ ἐᾷς

αὐτούς καὶ οὐδὲ ἡμῖν λέγεις τί δεῖ ποιεῖν αὐτοὺς περὶ τούτων

X

1 Τότε Ὕψιστος εἶπεν περὶ τούτων ὁ μέγας Ἅγιος καὶ ἐλάλησεν καὶ εἶπεν

καὶ ἔπεμψεν Ἰστραὴλ πρὸς τὸν υἱὸν Λέμεχ

2 Εἶπον αὐτῷ ἐπὶ τῷ ἐμῷ ὀνόματι Κρύψον σεαυτόν καὶ δήλωσον αὐτῷ

τέλος ἐπερχόμενον ὅτι ἡ γῆ ἀπόλλυται πᾶσα καὶ κατακλυσμὸς μέλλει

γίνεσθαι πάσης τῆς γῆς καὶ ἀπολέσει πάντα ὅσα ἐστὶν [ἐν] αὐτῇ

3 καὶ δίδαξον αὐτὸν ὅπως ἐκφύγῃ καὶ μενεῖ τὸ σπέρμα αὐτοῦ εἰς πάσας

τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

4 Καὶ τῷ Ῥαφαὴλ εἶπεν Δῆσον τὸν Ἀζαὴλ ποσὶν καὶ χερσίν καὶ βάλε

αὐτὸν εἰς τὸ σκότος καὶ ἄνοιξον τὴν ἔρημον τὴν οὖσαν ἐν τῷ Δαδουὴλ

κἀκεῖ βάλε αὐτόν

5 καὶ ὑπόθες αὐτῷ λίθους τραχεῖς καὶ ὀξεῖς καὶ ἐπικάλυψον αὐτῷ τὸ

σκότος καὶ οἰκησάτω ἐκεῖ εἰς τοὺς αἰῶνας καὶ τὴν ὄψιν αὐτοῦ πώμασον

καὶ φῶς μὴ θεωρείτωmiddot

6 καὶ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς μεγάλης τῆς κρίσεως ἀπαχθήσεται εἰς τὸν

ἐνπυρισμόν

7 καὶ ἰαθήσεται ἡ γῆ ἣν ἠφάνισαν οἱ ἄγγελοι καὶ τὴν ἴασιν τῆς γῆς

δήλωσον ἵνα ἰάσωνται τὴν πληγήν ἵνα μὴ ἀπόλωνται πάντες οἱ υἱοὶ τῶν

ἀνθρώπων ἐν τῷ μυστηρίῳ ὅλῳ ᾧ ἐπέταξαν οἱ ἐγρήγοροι καὶ ἐδίδαξαν

τοὺς υἱοὺς αὐτῶν

8 καὶ ἠρημώθη πᾶσα ἡ γῆ ἀφανισθεῖσα ἐν τοῖς ἔργοις τῆς διδασκαλίας

Ἀζαήλmiddot καὶ ἐπrsquo αὐτῷ γράψον τὰς ἁμαρτίας πάσας

9 Καὶ τῷ Γαβριὴλ εἶπεν ὁ κύριος Πορεύου ἐπὶ τοὺς μαζηρέους ἐπὶ τοὺς

κιβδήλους καὶ τοὺς υἱοὺς τῆς πορνείας καὶ ἀπόλεσον τοὺς υἱοὺς τῶν

ἐγρηγόρων ἀπὸ τῶν ἀνθρώπωνmiddot πέμψον αὐτοὺς ἐν πολέμῳ ἀπωλείας

μακρότης γὰρ ἡμερῶν οὐκ ἔστιν αὐτῶν

10 καὶ πᾶσα ἐρώτησις [οὐκ] ἔσται τοῖς πατράσιν αὐτῶν καὶ περὶ αὐτῶν ὅτι

ἐλπίζουσιν ζῆσαι ζωὴν αἰώνιον καὶ ὅτι ζήσεται ἕκαστος αὐτῶν ἔτη

πεντακόσια

11 Καὶ εἶπεν Μιχαήλ Πορεύου καὶ δήλωσον Σεμιαζᾷ καὶ τοῖς λοιποῖς τοῖς

σὺν αὐτῷ ταῖς γυναιξὶν μιγεῖσιν μιανθῆναι ἐν αὐταῖς ἐν ἀκαθαρσίᾳ

αὐτῶνmiddot

12 καὶ ὅταν κατασφαγῶσιν οἱ υἱοὶ αὐτῶν καὶ ἴδωσιν τὴν ἀπώλειαν τῶν

ἀγαπητῶν καὶ δῆσον αὐτοὺς ἑβδομήκοντα γενεὰς εἰς τὰς νάπας τῆς γῆς

19

μέχρι ἡμέρας κρίσεως αὐτῶν καὶ συντελεσμοῦ ἕως τελεσθῇ τὸ κρίμα τοῦ

αἰῶνος τῶν αἰώνων

13 τότε ἀπαχθήσονται εἰς τὸ χάος τοῦ πυρὸς καὶ εἰς τὴν βάσανον καὶ εἰς

τὸ δεσμωτήριον συνκλείσεως αἰῶνος

14 καὶ ὃς ἂν κατακαυθῇ καὶ ἀφανισθῆ ἀπὸ τοῦ νῦν μετrsquo αὐτῶν ὁμοῦ

δεθήσονται μέχρι τελειώσεως γενεᾶς

15 ἀπόλεσον πάντα τὰ πνεύματα τῶν κιβδήλων καὶ τοὺς υἱοὺς τῶν

ἐγρηγόρων διὰ τὸ ἀδικῆσαι τοὺς ἀνθρώπους

16 καὶ ἀπόλεσον τὴν ἀδικίαν πᾶσαν ἀπὸ τῆς γῆς καὶ πᾶν ἔργον πονηρίας

ἐκλειπέτω καὶ ἀναφανήτω τὸ φυτὸν τῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς ἀληθείας εἰς

τοὺς αἰῶναςmiddot μετὰ χαρᾶς φυτευθήσεται

17 Καὶ νῦν πάντες οἱ δίκαιοι ἐκφεύξονται καὶ ἔσονται ζῶντες ἕως

γεννήσωσιν χιλιάδας καὶ πᾶσαι αἱ ἡμέραι νεότητος αὐτῶν καὶ τὰ

σάββατα αὐτῶν μετὰ εἰρήνης πληρώσουσιν

18 τότε ἐργασθήσεται πᾶσα ἡ γῆ ἐν δικαιοσύνῃ καὶ φυτευθήσεται δένδρον

ἐν αὐτῇ καὶ πλησθήσεται εὐλογίας

19 καὶ πάντα τὰ δένδρα τῆς γῆς ἀγαλλιάσονταιmiddot φυτευθήσεται καὶ

ἔσονται φυτεύοντες ἀμπέλους καὶ ἡ ἄμπελος ἣν ἂν φυτεύσωσιν

ποιήσουσιν πρόχους οἴνου χιλιάδας καὶ σπόρου ποιήσει καθrsquo ἕκαστον

μέτρον ἐλαίας ποιήσει ἀνὰ βάτους δέκα

20 καὶ σὺ καθάρισον τὴν γῆν ἀπὸ πάσης ἀκαθαρσίας καὶ ἀπὸ πάσης

ἀδικίας καὶ ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας καὶ ἀσεβείας καὶ πάσας τὰς ἀκαθαρσίας

τὰς γινομένας ἐπὶ τῆς γῆς ἐξάλειψον

21 καὶ ἔσονται πάντες λατρεύοντες οἱ λαοὶ καὶ εὐλογοῦντες πάντες ἐμοὶ

καὶ προσκυνοῦντες

22 καὶ καθαρισθήσεται πᾶσα ἡ γῆ ἀπὸ παντὸς μιάσματος καὶ ἀπὸ πάσης

ἀκαθαρσίας καὶ ὀργῆς καὶ μάστιγος καὶ οὐκέτι πέμψω ἐπrsquo αὐτοὺς εἰς

πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

XI

1 καὶ τότε ἀνοίξω τὰ ταμεῖα τῆς εὐλογίας τὰ ὄντα ἐν τῷ οὐρανῷ καὶ

κατενεγκεῖν αὐτὰ ἐπὶ τὰ ἔργα ἐπὶ τὸν κόπον τῶν υἱῶν τῶν ἀνθρώπων

2 καὶ τότε ἀλήθεια καὶ εἰρήνη κοινωνήσουσιν ὁμοῦ εἰς πάσας τὰς ἡμέρας

τοῦ αἰῶνος καὶ εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν ἀνθρώπων

XII

1 Πρὸ τούτων τῶν λόγων ἐλήμφθη Ἑνώχ καὶ οὐδεὶς τῶν ἀνθρώπων ἔγνω

ποῦ ἐλήμφθη καὶ ποῦ ἐστιν καὶ τί ἐγένετο αὐτῷ

2 καὶ τὰ ἔργα αὐτοῦ μετὰ τῶν ἐγρηγόρων καὶ μετὰ τῶν ἁγίων αἱ ἡμέραι

αὐτοῦ

3 Καὶ ἑστὼς ἤμην Ἑνὼχ εὐλογῶν τῷ κυρίῳ τῆς μεγαλωσύνης τῷ βασιλεῖ

τῶν αἰώνων καὶ ἰδοὺ οἱ ἐγρήγοροι τοῦ ἁγίου τοῦ μεγάλου ἐκάλουν μεmiddot

4 Ἑνώχ ὁ γραμματεὺς τῆς δικαιοσύνης πορεύου καὶ εἶπε τοῖς ἐγρηγόροις

τοῦ οὐρανοῦ οἵτινες ἀπολιπόντες τὸν οὐρανὸν τὸν ὑψηλόν τὸ ἁγίασμα τῆς

στάσεως τοῦ αἰῶνος μετὰ τῶν γυναικῶν ἐμιάνθησαν καὶ ὥσπερ οἱ υἱοὶ

τῆς γῆς ποιοῦσιν οὕτως καὶ αὐτοὶ ποιοῦσιν καὶ ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας

Ἀφανισμὸν μέγαν ἠφανίσατε τὴν γῆν

5 καὶ οὐκ ἔσται ὑμῖν εἰρήνη οὔτε ἄφεσις καὶ περὶ ὧν χαίρουσιν τῶν υἱῶν

αὐτῶν

6 τὸν φόνον τῶν ἀγαπητῶν αὐτῶν ὄψονται καὶ ἐπὶ τῇ ἀπωλείᾳ τῶν υἱῶν

αὐτῶν στενάξουσιν καὶ δεηθήσονται εἰς τὸν αἰῶνα καὶ οὐκ αὐτοῖς ἔσται

εἰς ἔλεον καὶ εἰρήνην

20

XIII

1 Ὁ δὲ Ἑνὼχ τῷ Ἀζαὴλ εἶπεν Πορεύουmiddot οὐκ ἔσται σοι εἰρήνη κρίμα μέγα

ἐξῆλθεν κατὰ σοῦ δῆσαί σε

2 καὶ ἀνοχὴ καὶ ἐρώτησίς σοι οὐκ ἔσται περὶ ὧν ἔδειξας ἀδικημάτων καὶ

περὶ πάντων τῶν ἔργων τῶν ἀσεβειῶν καὶ τῆς ἀδικίας καὶ τῆς ἁμαρτίας

ὅσα ὑπέδειξας τοῖς ἀνθρώποις

3 Τότε πορευθεὶς εἴρηκα πᾶσιν αὐτοῖς καὶ αὐτοὶ πάντες ἐφοβήθησαν καὶ

ἔλαβεν αὐτοὺς τρόμος καὶ φόβος

4 καὶ ἠρώτησαν ὅπως γράψω αὐτοῖς ὑπομνήματα ἐρωτήσεως ἵνα γένηται

αὐτοῖς ἄφεσις καὶ ἵνα ἐγὼ ἀναγνῶ αὐτοῖς τὸ ὑπόμνημα τῆς ἐρωτήσεως

ἐνώπιον Κυρίου τοῦ οὐρανοῦ

5 ὅτι αὐτοὶ οὐκ ἔτι δύνανται λαλῆσαι οὐδὲ ἀπᾶραι αὐτῶν τοὺς ὀφθαλμοὺς

εἰς τὸν οὐρανὸν ἀπὸ αἰσχύνης περὶ ὧν ἡμαρτήκεισαν καὶ κατεκρίθησαν

6 Τότε ἔγραψα τὸ ὑπόμνημα τῆς ἐρωτήσεως αὐτῶν καὶ τὰς δεήσεις περὶ

τῶν πνευμάτων αὐτῶν καὶ περὶ ὧν δέονται ὅπως αὐτῶν γένωνται ἄφεσις

καὶ μακρότης

7 καὶ πορευθεὶς ἐκάθισα ἐπὶ τῶν ὑδάτων Δὰν ἐν γῇ Δάν ἥτις ἐστὶν ἐκ

δεξιῶν Ἑρμωνειεὶμ δύσεωςmiddot ἀνεγίγνωσκον τὸ ὑπόμνημα τῶν δεήσεων

αὐτῶν

8 ὡς ἐκοιμήθην καὶ ἰδοὺ ὄνειροι ἐπrsquo ἐμὲ ἦλθον καὶ ὁράσεις ἐπrsquo ἐμὲ

ἐπέπιπτον καὶ ἴδον ὁράσεις ὀργῆς καὶ ἦλθεν φωνὴ λέγουσα Εἶπον τοῖς

υἱοῖς τοῦ οὐρανοῦ τοῦ ἐλέγξαι αὐτούς

9 Καὶ ἔξυπνος γενόμενος ἦλθον πρὸς αὐτούς καὶ πάντες συνηγμένοι

ἐκάθηντο πενθοῦντες ἐν Ἐβελσατά ἥτις ἐστὶν ἀνὰ μέσον τοῦ Λιβάνου καὶ

Σενισήλ περικεκαλυμμένοι τὴν ὄψιν

10 ἐνώπιον αὐτῶν καὶ ἀνήγγειλα αὐτοῖς πάσας τὰς ὁράσεις ἃς εἶδον κατὰ

τοὺς ὕπνους καὶ ἠρξάμην λαλεῖν τοὺς λόγους τῆς δικαιοσύνης ἐλέγχων

τοὺς ἐγρηγόρους τοῦ οὐρανοῦ

XIV

1 Βίβλος λόγων δικαιοσύνης καὶ ἐλέγξεως ἐγρηγόρων τῶν ἀπὸ τοῦ

αἰῶνος κατὰ τὴν ἐντολὴν τοῦ ἁγίου τοῦ μεγάλου ἐν ταύτῃ τῇ ὁράσει

2 Ἐγὼ εἶδον κατὰ τοὺς ὕπνους μου ὃ νῦν λέγω ἐν γλώσσῃ σαρκίνῃ ἐν τῷ

πνεύματι τοῦ στόματός μου ὃ ἔδωκεν ὁ μέγας τοῖς ἀνθρώποις λαλεῖν ἐν

αὐτοῖς καὶ νοήσει καρδίαςmiddot

3 ὃς ἔκτισεν καὶ ἔδωκεν ἐλέγξασθαι ἐγρηγόρους τοὺς υἱοὺς τοῦ οὐρανοῦ

4 Ἐγὼ τὴν ἐρώτησιν ὑμῶν τῶν ἀγγέλων ἔγραψα καὶ ἐν τῇ ὁράσει μου

τοῦτο ἐδείχθηmiddot καὶ οὔτε ἡ ἐρώτησις ὑμῶν παρεδέχθη

5 ἵνα μηκέτι εἰς τὸν οὐρανὸν ἀναβῆτε ἐπὶ πάντας τοὺς αἰῶνας καὶ ἐν τοῖς

δεσμοῖς τῆς γῆς ἐρρέθη δῆσαι ὑμᾶς εἰς πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

6 καὶ ἵνα περὶ τούτων ἴδητε τὴν ἀπώλειαν τῶν υἱῶν ὑμῶν τῶν ἀγαπητῶν

καὶ ὅτι οὐκ ἔσται ὑμῖν ὄνησις αὐτῶν ἀλλὰ πεσοῦνται ἐνώπιον ὑμῶν ἐν

μαχαίρᾳ

7 καὶ ἡ ἐρώτησις ὑμῶν περὶ αὐτῶν οὐκ ἔσται οὐδὲ περὶ ὑμῶνmiddot καὶ ὑμεῖς

κλαίοντες καὶ δεόμενοι καὶ μὴ λαλοῦντες πᾶν ῥῆμα ἀπὸ τῆς γραφῆς ἧς

ἔγραψα

8 Καὶ ἐμοὶ ἐφrsquo ὁράσει οὕτως ἐδείχθηmiddot ἰδοὺ νεφέλαι ἐν τῇ ὁράσει ἐκάλουν

καὶ ὁμίχλαι με ἐφώνουν καὶ διαδρομαὶ τῶν ἀστέρων καὶ διαστραπαί με

κατεσπούδαζον καὶ ἐθορύβαζόν με καὶ ἄνεμοι ἐν τῇ ὁράσει μου

ἐξεπέτασάν με

9 καὶ ἐπῆράν με ἄνω καὶ εἰσήνεγκάν με εἰς τὸν οὐρανόν καὶ εἰσῆλθον

21

μέχρις ἤγγισα τείχους οἰκοδομῆς ἐν λίθοις χαλάζης καὶ γλώσσης πυρὸς

κύκλῳ αὐτῶνmiddot καὶ ἤρξαντο ἐκφοβεῖν με

10 Καὶ εἰσῆλθον εἰς τὰς γλώσσας τοῦ πυρός καὶ ἤγγισα εἰς οἶκον μέγαν

οἰκοδομημένον ἐν λίθοις χαλάζης καὶ οἱ τοῖχοι τοῦ οἴκου ὡς λιθόπλακες

καὶ πᾶσαι ἦσαν ἐκ χιόνος καὶ ἐδάφη χιονικά

11 καὶ αἱ στέγαι ὡς διαδρομαὶ ἀστέρων καὶ ἀστραπαί καὶ μεταξὺ αὐτῶν

χερουβὶν πύρινα καὶ οὐρανὸς αὐτῶν ὕδωρ

12 καὶ πῦρ φλεγόμενον κύκλῳ τῶν τειχῶν καὶ θύραι πυρὶ καιόμεναι

13 εἰσῆλθον εἰς τὸν οἶκον ἐκεῖνον θερμὸν ὡς πῦρ καὶ ψυχρὸν ὡς χιών καὶ

πᾶσα τροφὴ ζωῆς οὐκ ἦν ἐν αὐτῷmiddot φόβος με ἐκάλυψεν καὶ τρόμος με

ἔλαβεν

14 καὶ ἤμην σειόμενος καὶ τρέμων καὶ ἔπεσον ἐθεώρουν ἐν τῇ ὁράσει

μου

15 καὶ ἰδοὺ ἄλλη θύρα ἀνεῳγμένη κατέναντί μου καὶ ὁ οἶκος μείζων

τούτου καὶ ὅλος οἰκοδομημένος ἐν γλώσσαις πυρός

16 καὶ ὅλος διαφέρων ἐν δόξῃ καὶ ἐν τιμῇ καὶ ἐν μεγαλωσύνῃ ὥστε μὴ

δύνασθαί με ἐξειπεῖν ὑμῖν περὶ τῆς δόξης καὶ περὶ τῆς μεγαλωσύνης

αὐτοῦ

17 τὸ ἔδαφος αὐτοῦ ἦν πυρός τὸ δὲ ἀνώτερον αὐτοῦ ἦσαν ἀστραπαὶ καὶ

διαδρομαὶ ἀστέρων καὶ ἡ στέγη αὐτοῦ ἦν πῦρ φλέγον

18 Ἐθεώρουν δὲ καὶ εἶδον θρόνον ὑψηλόν καὶ τὸ εἶδος αὐτοῦ ὡσεὶ

κρυστάλλινον καὶ τροχὸς ὡς ἡλίου λάμποντος καὶ ὄρος χερουβίν

19 καὶ ὑποκάτω τοῦ θρόνου ἐξεπορεύοντο ποταμοὶ πυρὸς φλεγόμενοι καὶ

οὐκ ἐδυνάσθην ἰδεῖν

20 καὶ ἡ δόξα ἡ μεγάλη ἐκάθητο ἐπrsquo αὐτῷmiddot τὸ περιβόλαιον αὐτοῦ ὡς εἶδος

ἡλίου λαμπρότερον καὶ λευκότερον πάσης χιόνος

21 καὶ οὐκ ἐδύνατο πᾶς ἄγγελος παρελθεῖν εἰς τὸν οἶκον τοῦτον καὶ ἰδεῖν

τὸ πρόσωπον αὐτοῦ διὰ τὸ ἔντιμον καὶ ἔνδοξον καὶ οὐκ ἐδύνατο πᾶσα

σὰρξ ἰδεῖν αὐτοῦ

22 τὸ πῦρ φλεγόμενον κύκλῳmiddot καὶ πῦρ μέγα παρειστήκει αὐτῷ καὶ οὐδεὶς

ἐγγίζει αὐτῷ κύκλῳ μυρίαι μυριάδες ἑστήκασιν ἐνώπιον αὐτοῦ καὶ πᾶς

λόγος αὐτοῦ ἔργον

23 καὶ οἱ ἅγιοι τῶν ἀγγέλων οἱ ἐγγίζοντες αὐτῷ οὐκ ἀποχωροῦσιν νυκτὸς

οὔτε ἀφίστανται αὐτοῦ

24 Κἀγὼ ἤμην ἕως τούτου ἐπὶ πρόσωπόν μου βεβλημένος καὶ τρέμων καὶ

ὁ κύριος τῷ στόματι αὐτοῦ ἐκάλεσέν με καὶ εἶπέν μοι Πρόσελθε ὧδε

Ἑνώχ καὶ τὸν λόγον μου ἄκουσον

25 καὶ προσελθών μοι εἷς τῶν ἁγίων ἤγειρέν με καὶ ἔστησέν με καὶ

προσήγαγέν με μέχρι τῆς θύραςmiddot ἐγὼ δὲ τὸ πρόσωπόν μου κάτω ἔκυφον

XV

1 Καὶ ἀποκριθεὶς εἶπέν μοι Ὁ ἄνθρωπος ὁ ἀληθινός ἄνθρωπος τῆς

ἀληθείας ὁ γραμματεύςmiddot καὶ τῆς φωνῆς αὐτοῦ ἤκουσαmiddot μὴ φοβηθῇς Ἑνώχ

ἄνθρωπος ἀληθινὸς καὶ γραμματεὺς τῆς ἀληθείαςmiddot πρόσελθε ὧδε καὶ τῆς

φωνῆς μου ἄκουσον

2 πορεύθητι καὶ εἶπε τοῖς πέμψασίν σε Ἐρωτῆσαι ὑμᾶς ἔδει περὶ τῶν

ἀνθρώπων καὶ μὴ τοὺς ἀνθρώπους περὶ ὑμῶν

3 διὰ τί ἀπελίπετε τὸν οὐρανὸν τὸν ὑψηλὸν τὸν ἅγιον τοῦ αἰῶνος καὶ

μετὰ τῶν γυναικῶν ἐκοιμήθητε καὶ μετὰ τῶν θυγατέρων τῶν ἀνθρώπων

ἐμιάνθητε καὶ ἐλάβετε ἑαυτοῖς γυναῖκας ὥσπερ υἱοὶ τῆς γῆς ἐποιήσατε

καὶ ἐγεννήσατε ἑαυτοῖς τέκνα υἱοὺς γίγαντας

22

4 καὶ ὑμεῖς ἦτε ἅγιοι καὶ πνεύματα ζῶντα αἰώνια ἐν τῷ αἵματι τῶν

γυναικῶν ἐμιάνθητε καὶ ἐν αἵματι σαρκὸς ἐγεννήσατε καὶ ἐν αἵματι

ἀνθρώπων ἐπεθυμήσατε καθὼς καὶ αὐτοὶ ποιοῦσιν σάρκα καὶ αἷμα

οἵτινες ἀποθνήσκουσιν καὶ ἀπόλλυνται

5 διὰ τοῦτο ἔδωκα αὐτοῖς θηλείας ἵνα σπερματίζουσιν εἰς αὐτὰς καὶ

τεκνώσουσιν ἐν αὐταῖς τέκνα οὕτως ἵνα μὴ ἐκλείπῃ αὐτοῖς πᾶν ἔργον ἐπὶ

τῆς γῆς

6 ὑμεῖς δὲ ὑπήρχετε πνεύματα ζῶντα αἰώνια καὶ οὐκ ἀποθνήσκοντα εἰς

πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

7 καὶ διὰ τοῦτο οὐκ ἐποίησα ἐν ὑμῖν θηλείαςmiddot τὰ πνεύματα τοῦ οὐρανοῦ ἐν

τῷ οὐρανῷ ἡ κατοίκησις αὐτῶν

8 καὶ νῦν οἱ γίγαντες οἱ γεννηθέντες ἀπὸ τῶν πνευμάτων καὶ σαρκὸς

πνεύματα ἰσχυρὰ ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐν τῇ γῇ ἡ κατοίκησις αὐτῶν ἔσται

9 πνεύματα πονηρὰ ἐξῆλθον ἀπὸ τοῦ σώματος αὐτῶν διότι ἀπὸ τῶν

ἀνωτέρων ἐγένοντο καὶ ἐκ τῶν ἁγίων ἐγρηγόρων ἡ ἀρχὴ τῆς κτίσεως

αὐτῶν καὶ ἀρχὴ θεμελίουmiddot πνεύματα πονηρὰ κληθήσεται

10 πνεύματα οὐρανοῦ ἐν τῷ οὐρανῷ ἡ κατοίκησις αὐτῶν ἔσται καὶ τὰ

πνεύματα ἐπὶ τῆς γῆς τὰ γεννηθέντα ἐπὶ τῆς γῆς ἡ κατοίκησις αὐτῶν

ἔσται

11 καὶ τὰ πνεύματα τῶν γιγάντων νεφέλας ἀδικοῦντα ἀφανίζοντα καὶ

ἐνπίπτοντα καὶ συνπαλαίοντα καὶ συνρίπτοντα ἐπὶ τῆς γῆς πνεύματα

σκληρὰ γιγάντων καὶ δρόμους ποιοῦντα καὶ μηδὲν ἐσθίοντα ἀλλrsquo

ἀσιτοῦντα καὶ διψῶντα καὶ προσκόπτοντα πνεύματα

12 καὶ ἐξαναστήσει ταῦτα εἰς τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν

γυναικῶν ὅτι ἐξεληλύθασιν ἀπrsquo αὐτῶν

XVI

1 ἀπὸ ἡμέρας σφαγῆς καὶ ἀπωλείας καὶ θανάτου ἀφrsquo ὧν τὰ πνεύματα

ἐκπορευόμενα ἐκ τῆς ψυχῆς τῆς σαρκὸς αὐτῶν ἔσται ἀφανίζοντα χωρὶς

κρίσεωςmiddot οὕτως ἀφανίσουσιν μέχρις ἡμέρας τελειώσεως τῆς κρίσεως τῆς

μεγάλης ἐν ᾗ ὁ αἰὼν ὁ μέγας τελεσθήσεται

2 καὶ νῦν ἐγρηγόροις τοῖς πέμψασίν σε ἐρωτῆσαι περὶ αὐτῶν οἵτινες ἐν

οὐρανῷ ἦσαν

3 Ὑμεῖς ἐν τῷ οὐρανῷ ἦτε καὶ πᾶν μυστήριον ὃ οὐκ ἀνεκαλύφθη ὑμῖν καὶ

μυστήριον τὸ ἐκ τοῦ θεοῦ γεγενημένον ἔγνωτε καὶ τοῦτο ἐμηνύσατε ταῖς

γυναιξὶν ἐν ταῖς σκληροκαρδίαις ὑμῶν καὶ ἐν τῷ μυστηρίῳ τούτῳ

πληθύνουσιν αἱ θήλειαι καὶ οἱ ἄνθρωποι τὰ κακὰ ἐπὶ τῆς γῆς

4 εἶπον οὖν αὐτοῖς Οὐκ ἔστιν εἰρήνη

XVII

1 Καὶ παραλαβόντες με εἴς τινα τόπον ἀπήγαγον ἐν ᾧ οἱ ὄντες ἐκεῖ

γίνονται ὡς πῦρ φλέγον καὶ ὅταν θέλωσιν φαίνονται ὡσεὶ ἄνθρωποι

2 Καὶ ἀπήγαγόν με εἰς ζοφώδη τόπον καὶ εἰς ὄρος οὗ ἡ κεφαλὴ ἀφικνεῖτο

εἰς τὸν οὐρανόν

3 καὶ εἶδον τόπον τῶν φωστήρων καὶ τοὺς θησαυροὺς τῶν ἀστέρων καὶ

τῶν βροντῶν καὶ εἰς τὰ ἀεροβαθῆ ὅπου τόξον πυρὸς καὶ τὰ βέλη καὶ τὰς

θήκας αὐτῶν καὶ τὰς ἀστραπὰς πάσας

4 Καὶ ἀπήγαγόν με μέχρι ὑδάτων καὶ μέχρι πυρὸς δύσεως ὅ ἐστιν καὶ

παρέχον πάσας τὰς δύσεις τοῦ ἡλίου

5 καὶ ἤλθομεν μέχρι ποταμοῦ πυρός ἐν ᾧ κατατρέχει τὸ πῦρ ὡς ὕδωρ καὶ

ῥέει εἰς θάλασσαν μεγάλην δύσεως

6 ἴδον τοὺς μεγάλους ποταμούς καὶ μέχρι τοῦ μεγάλου ποταμοῦ καὶ μέχρι

23

τοῦ μεγάλου σκότους κατήντησα καὶ ἀπῆλθον ὅπου πᾶσα σὰρξ οὐ

περιπατεῖ

7 ἴδον τοὺς ἀνέμους τῶν γνόφων τοὺς χειμερινοὺς καὶ τὴν ἔκχυσιν τῆς

ἀβύσσου πάντων ὑδάτων

8 ἴδον τὸ στόμα τῆς γῆς πάντων τῶν ποταμῶν καὶ τὸ στόμα τῆς ἀβύσσου

XVIII

1 ἴδον τοὺς θησαυροὺς τῶν ἀνέμων πάντων ἴδον ὅτι ἐν αὐτοῖς ἐκόσμησεν

πάσας τὰς κτίσεις καὶ τὸν θεμέλιον τῆς γῆς καὶ τὸν λίθον ἴδον τῆς γωνίας

τῆς γῆς

2 ἴδον τοὺς τέσσαρας ἀνέμους τὴν γῆν βαστάζοντας

3 καὶ τὸ στερέωμα τοῦ οὐρανοῦ καὶ αὐτοὶ ἱστᾶσιν μεταξὺ γῆς καὶ

οὐρανοῦ

4 ἴδον ἀνέμους τῶν οὐρανῶν στρέφοντας καὶ διανεύοντας τὸν τροχὸν τοῦ

ἡλίου καὶ πάντας τοὺς ἀστέρας

5 ἴδον τοὺς ἐπὶ τῆς γῆς ἀνέμους βαστάζοντας ἐν νεφέλῃ ἴδον πέρατα τῆς

γῆς τὸ στήριγμα τοῦ οὐρανοῦ ἐπάνω

6 Παρῆλθον καὶ ἴδον τόπον καιόμενον νυκτὸς καὶ ἡμέρας ὅπου τὰ ἑπτὰ

ὄρη ἀπὸ λίθων πολυτελῶν [τρία] εἰς ἀνατολὰς καὶ τρία εἰς νότον

βάλλοντα

7 καὶ τὰ μὲν πρὸς ἀνατολὰς ἀπὸ λίθου χρώματος τὸ δὲ ἦν ἀπὸ λίθου

μαργαρίτου καὶ τὸ ἀπὸ λίθου ταθέν τὸ δὲ κατὰ νότον ἀπὸ λίθου πυρροῦmiddot

8 τὸ δὲ μέσον αὐτῶν ἦν εἰς οὐρανόν ὥσπερ θρόνος θεοῦ ἀπὸ λίθου φουκά

καὶ ἡ κορυφὴ τοῦ θρόνου ἀπὸ λίθου σαφφείρουmiddot

9 καὶ πῦρ καιόμενον ἴδον κἀπέκεινα τῶν ὀρέων τούτων

10 τόπος ἐστὶν πέρας τῆς μεγάλης γῆςmiddot ἐκεῖ συντελεσθήσονται οἱ οὐρανοί

11 καὶ ἴδον χάσμα μέγα εἰς τοὺς στύλους τοῦ πυρὸς καταβαίνοντας καὶ

οὐκ ἦν μέτρον οὔτε εἰς βάθος οὔτε εἰς ὕψος

12 καὶ ἐπέκεινα τοῦ χάσματος τούτου ἴδον τόπον ὅπου οὐδὲ στερέωμα

οὐρανοῦ ἐπάνω οὔτε γῆ ᾖ τεθεμελιωμένη ὑποκάτω αὐτοῦ οὔτε ὕδωρ ἦν

ὑπὸ αὐτὸ οὔτε πετεινόν ἀλλὰ τόπος ἦν ἔρημος καὶ φοβερός

13 ἐκεῖ ἴδον ἑπτὰ ἀστέρας ὡς ὄρη μεγάλα καιόμενα περὶ ὧν

πυνθανομένῳ μοι

14 εἶπεν ὁ ἄγγελος Οὗτός ἐστιν ὁ τόπος τὸ τέλος τοῦ οὐρανοῦ καὶ γῆςmiddot

δεσμωτήριον τοῦτο ἐγένετο τοῖς ἄστροις καὶ ταῖς δυνάμεσιν τοῦ οὐρανοῦ

15 καὶ οἱ ἀστέρες οἱ κυλιόμενοι ἐν τῷ πυρί οὗτοί εἰσιν οἱ παραβάντες

πρόσταγμα κυρίου ἐν ἀρχῇ τῆς ἀνατολῆς αὐτῶν - ὅτι τόπος ἔξω τοῦ

οὐρανοῦ κενός ἐστιν - ὅτι οὐκ ἐξῆλθαν ἐν τοῖς καιροῖς αὐτῶν

16 καὶ ὀργίσθη αὐτοῖς καὶ ἔδησεν αὐτοὺς μέχρι καιροῦ τελειώσεως αὐτῶν

ἁμαρτίας laquoαὐτῶνraquo ἐνιαυτῶν μυρίων

XIX

1 Καὶ εἶπέν μοι Οὐριήλ Ἐνθάδε οἱ μιγέντες ἄγγελοι ταῖς γυναιξὶν

στήσονται καὶ τὰ πνεύματα αὐτῶν πολύμορφα γενόμενα λυμαίνεται τοὺς

ἀνθρώπους καὶ πλανήσει αὐτοὺς ἐπιθύειν τοῖς δαιμονίοις μέχρι τῆς

μεγάλης κρίσεως ἐν ᾗ κριθήσονται εἰς ἀποτελείωσιν

2 καὶ αἱ γυναῖκες αὐτῶν τῶν παραβάντων ἀγγέλων εἰς σειρῆνας

γενήσονται

3 κἀγὼ Ἑνὼχ ἴδον τὰ θεωρήματα μόνος τὰ πέρατα πάντων καὶ οὐ μὴ ἴδῃ

οὐδὲ εἷς ἀνθρώπων ὡς ἐγὼ ἴδον

XX

1 Ἄγγελοι τῶν δυνάμεων

24

2 Οὐριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ταρτάρου

3 Ῥαφαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων τῶν ἀνθρώπων

4 Ῥαγουήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐκδικῶν τὸν κόσμον τῶν

φωστήρων

5 Μιχαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν τοῦ λαοῦ ἀγαθῶν

τεταγμένος καὶ ἐπὶ τῷ χάῳ

6 Σαριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων οἵτινες ἐπὶ τῷ

πνεύματι ἁμαρτάνουσιν

7 Γαβριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τοῦ παραδείσου καὶ τῶν

δρακόντων καὶ χερουβείν ἀρχαγγέλων ὀνόματα ἑπτά

XXI

1 Καὶ ἐφώδευσα ἕως τῆς ἀκατασκευάστου

2 κἀκεῖ ἐθεασάμην ἔργον φοβερόνmiddot ἑώρακα οὔτε οὐρανὸν ἐπάνω οὔτε γῆν

τεθέαμαι τεθεμελιωμένην ἀλλὰ τόπον ἀκατασκεύαστον καὶ φοβερόν

3 καὶ ἐκεῖ τεθέαμαι ἑπτὰ τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ δεδεμένους καὶ

ἐρριμμένους ἐν αὐτῷ ὁμοίους ὄρεσιν μεγάλοις καὶ ἐν πυρὶ καιομένους

4 τότε εἶπον Διὰ ποίαν αἰτίαν ἐπεδέθησαν καὶ διὰ τί ὧδε ἐρίφησαν

5 τότε εἶπέν μοι Οὐριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν - καὶ

αὐτὸς ἡγεῖτο αὐτῶν - καὶ εἶπέν μοι Ἑνώχ περὶ τίνος ἐρωτᾷς ἢ περὶ τίνος

τὴν ἀλήθειαν φιλοσπευδεῖς

6 οὗτοί εἰσιν τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ οἱ παραβάντες τὴν ἐπιταγὴν τοῦ

κυρίου καὶ ἐδέθησαν ὧδε μέχρι τοῦ πληρῶσαι μύρια ἔτη τὸν χρόνον τῶν

ἁμαρτημάτων αὐτῶν

7 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον τούτου φοβερώτερον καὶ τεθέαμαι

ἔργα φοβερώτερα πῦρ μέγα ἐκεῖ καιόμενον καὶ φλεγόμενον καὶ διακοπὴν

εἶχεν ὁ τόπος ἕως τῆς ἀβύσσου πλήρης στύλων πυρὸς μεγάλου

καταφερομένωνmiddot οὔτε μέτρον οὔτε πλάτος ἠδυνήθην ἰδεῖν οὐδὲ εἰκάσαι

8 τότε εἶπον Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος καὶ ὡς δεινὸς τῇ ὁράσει

9 τότε ἀπεκρίθη μοι ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν καὶ εἶπέν

μοι Ἑνώχ διὰ τί ἐφοβήθης οὕτως καὶ ἐπτοήθης καὶ ἀπεκρίθην Περὶ

τούτου τοῦ φοβεροῦ καὶ περὶ τῆς προσόψεως τῆς δεινῆς

10 καὶ εἶπεν Οὗτος ὁ τόπος δεσμωτήριον ἀγγέλωνmiddot ὧδε συνσχεθήσονται

μέχρι αἰῶνος εἰς τὸν αἰῶνα

XXII

1 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον καὶ ἔδειξέν μοι πρὸς δυσμὰς ἄλλο

ὄρος μέγα καὶ ὑψηλόν πέτρας στερεάς

2 καὶ τέσσαρες τόποι ἐν αὐτῷ κοῖλοι βάθος ἔχοντες καὶ λίαν λεῖοι τρεῖς

αὐτῶν σκοτινοὶ καὶ εἷς φωτινός καὶ πηγὴ ὕδατος ἀνὰ μέσον αὐτοῦ καὶ

εἶπον Πῶς λεῖα τὰ κοιλώματα ταῦτα καὶ ὁλοβαθῆ καὶ σκοτινὰ τῇ ὁράσει

3 τότε ἀπεκρίθη Ῥαφαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν καὶ

εἶπέν μοι Οὗτοι οἱ τόποι οἱ κοῖλοι ἵνα ἐπισυνάγωνται εἰς αὐτοὺς τὰ

πνεύματα τῶν ψυχῶν τῶν νεκρῶν εἰς αὐτὸ τοῦτο ἐκρίθησαν ὥδε

ἐπισυνάγεσθαι πάσας τὰς ψυχὰς τῶν ἀνθρώπων

4 καὶ οὗτοι οἱ τόποι εἰς ἐπισύνσχεσιν αὐτῶν ἐποίησαν μέχρι τῆς ἡμέρας

τῆς κρίσεως αὐτῶν καὶ μέχρι τοῦ διορισμοῦ καὶ διορισμένου χρόνου ἐν ᾧ ἡ

κρίσις ἡ μεγάλη ἔσται ἐν αὐτοῖς

5 τεθέαμαι ἀνθρώπους νεκροὺς ἐντυγχάνοντας καὶ ἡ φωνὴ αὐτοῦ μέχρι

τοῦ οὐρανοῦ προέβαινεν καὶ ἐνετύγχανεν

6 καὶ ἠρώτησα Ῥαφαὴλ τὸν ἄγγελον ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν καὶ εἶπα αὐτῷ Τοῦτο

τὸ πνεῦμα τὸ ἐντυγχάνον τίνος ἐστίν διrsquo ὃ οὕτως ἡ φωνὴ αὐτοῦ προβαίνει

25

καὶ ἐντυγχάνει ἕως τοῦ οὐρανοῦ

7 καὶ ἀπεκρίθη μοι λέγων Τοῦτο τὸ πνεῦμά ἐστιν τὸ ἐξελθὸν ἀπὸ Ἄβελ ὃν

ἐφόνευσε Κάιν ὁ ἀδελφός καὶ Ἄβελ ἐντυγχάνει περὶ αὐτοῦ μέχρι τοῦ

ἀπολέσαι τὸ σπέρμα αὐτοῦ ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς καὶ ἀπὸ τοῦ

σπέρματος τῶν ἀνθρώπων ἀφανθῇ τὸ σπέρμα αὐτοῦ

8 Τότε ἠρώτησα περὶ τῶν κυκλωμάτων πάντων διὰ τί ἐχωρίσθησαν ἓν

ἀπὸ τοῦ ἑνός

9 καὶ ἀπεκρίθη μοι λέγων Οὗτοι οἱ τρεῖς ἐποιήθησαν χωρίζεσθαι τὰ

πνεύματα τῶν νεκρῶνmiddot καὶ οὕτως ἐχωρίσθη εἰς τὰ πνεύματα τῶν δικαίων

οὗ ἡ πηγὴ τοῦ ὕδατος ἐν αὐτῷ φωτινήmiddot

10 καὶ οὕτως ἐκτίσθη τῶν ἁμαρτωλῶν ὅταν ἀποθάνωσιν καὶ ταφῶσιν εἰς

τὴν γῆν καὶ κρίσις οὐκ ἐγενήθη ἐπrsquo αὐτῶν ἐν τῇ ζωῇ αὐτῶν

11 ὧδε χωρίζεται τὰ πνεύματα αὐτῶν εἰς τὴν μεγάλην βάσανον ταύτην

μέχρι τῆς μεγάλης ἡμέρας τῆς κρίσεως τῶν μαστίγων καὶ τῶν βασάνων

τῶν κατηραμένων μέχρι αἰῶνοςmiddot ἦν ἀνταπόδοσις τῶν πνευμάτωνmiddot ἐκεῖ

δήσει αὐτοὺς μέχρις αἰῶνος

12 καὶ οὕτως ἐχωρίσθη τοῖς πνεύμασιν τῶν ἐντυγχανόντων οἵτινες

ἐνφανίζουσιν περὶ τῆς ἀπωλείας ὅταν φονευθῶσιν ἐν ταῖς ἡμέραις τῶν

ἁμαρτωλῶν

13 καὶ οὕτως ἐκτίσθη τοῖς πνεύμασιν τῶν ἀνθρώπων ὅσοι οὐκ ἔσονται

ὅσιοι ἀλλὰ ἁμαρτωλοί καὶ μετὰ τῶν ἀνόμων ἔσονται μέτοχοι τὰ δὲ

πνεύματα ὅτι οἱ ἐνθάδε θλιβέντες ἔλαττον κολάζονται αὐτῶν οὐ

τιμωρηθήσονται ἐν ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως οὐδὲ μὴ μετεγερθῶσιν ἐντεῦθεν

14 Τότε ηὐλόγησα τὸν κύριον τῆς δόξης καὶ εἶπα Εὐλογητὸς εἶ Κύριε ὁ τῆς

δικαιοσύνης κυριεύων τοῦ αἰῶνος

XXIII

1 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον πρὸς δυσμὰς τῶν περάτων τῆς γῆς

2 καὶ ἐθεασάμην πῦρ διατρέχον καὶ οὐκ ἀναπαυόμενον οὐδὲ ἐλλεῖπον τοῦ

δρόμου ἡμέρας καὶ νυκτὸς ἅμα διαμένον

3 καὶ ἠρώτησα λέγων Τί ἐστιν τὸ μὴ ἔχον ἀνάπαυσιν

4 τότε ἀπεκρίθη μοι Ῥαγουήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν

Οὗτος ὁ δρόμος τοῦ πυρὸς τὸ πρὸς δυσμὰς πῦρ τὸ ἐκδιῶκόν ἐστιν πάντας

τοὺς φωστῆρας τοῦ οὐρανοῦ

XXIV

1 Καὶ ἔδειξέν μοι ὄρη πυρὸς καιόμενα νυκτός

2 καὶ ἐπέκεινα αὐτῶν ἐπορεύθην καὶ ἐθεασάμην ἑπτὰ ὄρη ἔνδοξα πάντα

ἑκάτερα τοῦ ἑκατέρου διαλλάσσοντα ὧν οἱ λίθοι ἔντιμοι τῇ καλλονῇ καὶ

πάντα ἔντιμα καὶ ἔνδοξα καὶ εὐειδῆ τρία ἐπrsquo ἀνατολὰς ἐστηριγμένα ἐν τῷ

ἑνί καὶ τρία ἐπὶ νότον ἐν τῷ ἑνὶ καὶ φάραγγες βαθεῖαι καὶ τραχεῖαι μία τῇ

μιᾷ οὐκ ἐγγίζουσαι

3 καὶ τῷ ὄρει ἕβδομον ὄρος ἀνὰ μέσον τούτων καὶ ὑπερεῖχεν τῷ ὕψει

ὅμοιον καθέδρᾳ θρόνου καὶ περιεκύκλου δένδρα αὐτῷ εὐειδῆ

4 καὶ ἦν ἐν αὐτοῖς δένδρον ὃ οὐδέποτε ὤσφρανμαι καὶ οὐδεὶς ἕτερος αὐτῷ

ηὐφράνθη καὶ οὐδὲν ἕτερον ὅμοιον αὐτῷmiddot ὀσμὴν εἶχεν εὐωδεστέραν

πάντων ἀρωμάτων καὶ τὰ φύλλα αὐτοῦ καὶ τὸ ἄνθος καὶ τὸ δένδρον οὐ

φθίνει εἰς τὸν αἰῶνα οἱ δὲ περὶ τὸν καρπὸν ὡσεὶ βότρυες φοινίκων

5 τότε εἶπον ὡς καλὸν τὸ δένδρον τοῦτό ἐστιν καὶ εὐῶδες καὶ ὡραῖα τὰ

φύλλα καὶ τὰ ἄνθη αὐτοῦ ὡραῖα τῇ ὁράσει

6 τότε ἀπεκρίθη μοι Μιχαήλ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν - καὶ

αὐτὸς αὐτῶν ἡγεῖτο ndash

26

XXV

1 καὶ εἶπέν μοι Ἑνώχ τί ἐρωτᾷς καὶ τί ἐθαύμασας ἐν τῇ ὀσμῇ τοῦ δένδρου

καὶ διὰ τί θέλεις τὴν ἀλήθειαν μαθεῖν

2 τότε ἀπεκρίθην αὐτῷ Περὶ πάντων εἰδέναι θέλω μάλιστα δὲ περὶ τοῦ

δένδρου τούτου σφόδρα

3 καὶ ἀπεκρίθη λέγων Τοῦτο τὸ ὄρος τὸ ὑψηλόν οὗ ἡ κορυφὴ ὁμοία

θρόνου θεοῦ καθέδρα ἐστὶν οὗ καθίζει ὁ μέγας κύριος ὁ ἅγιος τῆς δόξης ὁ

βασιλεὺς τοῦ αἰῶνος ὅταν καταβῇ ἐπισκέψασθαι τὴν γῆν ἐπrsquo ἀγαθῷ

4 καὶ τοῦτο τὸ δένδρον εὐωδίας καὶ οὐδεμία σὰρξ ἐξουσίαν ἔχει ἅψασθαι

αὐτοῦ μέχρι τῆς μεγάλης κρίσεως ἐν ᾗ ἐκδίκησις πάντων καὶ τελείωσις

μέχρις αἰῶνοςmiddot τότε δικαίοις καὶ ὁσίοις δοθήσεται

5 ὁ καρπὸς αὐτοῦ τοῖς ἐκλεκτοῖς εἰς ζωὴν εἰς βορρᾶν καὶ

μεταφυτευθήσεται ἐν τόπῳ ἁγίῳ παρὰ τὸν οἶκον τοῦ θεοῦ βασιλέως τοῦ

αἰῶνος

6 τότε εὐφρανθήσονται εὐφραινόμενοι καὶ χαρήσονται καὶ εἰς τὸ ἅγιον

εἰσελεύσονταιmiddot αἱ ὀσμαὶ αὐτοῦ ἐν τοῖς ὀστέοις αὐτῶν καὶ ζωὴν πλείονα

ζήσονται ἐπὶ γῆς ἣν ἔζησαν οἱ πατέρες σου καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτῶν καὶ

βάσανοι καὶ πληγαὶ καὶ μάστιγες οὐχ ἅψονται αὐτῶν

7 Τότε ηὐλόγησα τὸν θεὸν τῆς δόξης τὸν βασιλέα τοῦ αἰῶνος ὃς

ἡτοίμασεν ἀνθρώποις τὰ τοιαῦτα δικαίοις καὶ αὐτὰ ἔκτισεν καὶ εἶπεν

δοῦναι αὐτοῖς

XXVI

1 Καὶ ἐκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς τὸ μέσον τῆς γῆς καὶ ἴδον τόπον

ηὐλογημένον ἐν ᾧ δένδρα ἔχοντα παραφυάδας μενούσας καὶ βλαστούσας

τοῦ δένδρου ἐκκοπέντος

2 κἀκεῖ τεθέαμαι ὄρος ἅγιονmiddot ὑποκάτω τοῦ ὄρους ὕδωρ ἐξ ἀνατολῶν καὶ

τὴν δύσιν εἶχεν πρὸς νότον

3 καὶ ἴδον πρὸς ἀνατολὰς ἄλλο ὄρος ὑψηλότερον τούτου καὶ ἀνὰ μέσον

αὐτοῦ φάραγγα βαθεῖαν οὐκ ἔχουσαν πλάτος καὶ διrsquo αὐτῆς ὕδωρ

πορεύεται ὑποκάτω ὑπὸ τὸ ὄρος

4 καὶ πρὸς δυσμὰς τούτου ἄλλο ὄρος ταπεινότερον αὐτοῦ καὶ οὐκ ἔχον

ὕψος καὶ φάραγγα βαθεῖαν καὶ ξηρὰν ἀνὰ μέσον αὐτῶν καὶ ἄλλην

φάραγγα βαθεῖαν καὶ ξηρὰν ἐπrsquo ἄκρων τῶν τριῶν ὀρέων

5 καὶ πᾶσαι φάραγγές εἰσιν βαθεῖαι ἐκ πέτρας στερεᾶς καὶ δένδρον οὐκ

ἐφυτεύετο ἐπrsquo αὐτάς

6 καὶ ἐθαύμασα περὶ τῆς φάραγγος καὶ λίαν ἐθαύμασα

XXVII

1 καὶ εἶπον Διὰ τί ἡ γῆ αὕτη ἡ εὐλογημένη καὶ πᾶσα πλήρης δένδρων

αὐτὴ δὲ ἡ φάραγξ κεκατηραμένη ἐστίν

2 γῆ κατάρατος τοῖς κεκατηραμένοις ἐστὶν μέχρι αἰῶνος ὧδε

ἐπισυναχθήσονται πάντες οἱ κεκατηραμένοι οἵτινες ἐροῦσιν τῷ στόματι

αὐτῶν κατὰ Κυρίου φωνὴν ἀπρεπῆ καὶ περὶ τῆς δόξης αὐτοῦ σκληρὰ

λαλήσουσιν ὧδε ἐπισυναχθήσονται καὶ ὧδε ἔσται τὸ οἰκητήριον

3 ἐπrsquo ἐσχάτοις αἰῶσιν ἐν ταῖς ἡμέραις τῆς κρίσεως τῆς ἀληθινῆς ἐναντίον

τῶν δικαίων εἰς τὸν ἅπαντα χρόνον ὧδε εὐλογήσουσιν οἱ ἀσεβεῖς τὸν

κύριον τῆς δόξης τὸν βασιλέα τοῦ αἰῶνοςmiddot

4 ἐν ταῖς ἡμέραις τῆς κρίσεως αὐτῶν εὐλογήσουσιν ἐν ἐλέει ὡς ἐμέρισεν

αὐτοῖς

5 Τότε ηὐλόγησα τὸν κύριον τῆς δόξης καὶ τὴν δόξαν αὐτοῦ ἐδήλωσα καὶ

ὕμνησα μεγαλοπρεπῶς

27

XXVIII

1 Καὶ ἐκεῖθεν ἐπορεύθην εἰς τὸ μέσον Μανδοβαρά καὶ ἴδον αὐτὸ ἔρημονmiddot

καὶ αὐτὸ μόνον

2 πλήρης δένδρων καὶ ἀπὸ τῶν σπερμάτων ὕδωρ ἄνομβρον ἄνωθεν

φερόμενον

3 ὡς ὑδραγωγὸς δαψιλὴς ὡς πρὸς βορρᾶν ἐπὶ δυσμῶν πάντοθεν ἀνάγει

ὕδωρ καὶ δρόσον

XXIX

1 Ἔτι ἐκεῖθεν ἐπορεύθην εἰς ἄλλον τόπον ἐν τῷ Βαβδηρά καὶ πρὸς

ἀνατολὰς τοῦ ὄρους τούτου ᾠχόμην

2 καὶ ἴδον κρίσεως δένδρα πνέοντα ἀρωμάτων λιβάνων καὶ ζμύρνας καὶ

τὰ δένδρα αὐτῶν ὅμοια καρύαις

XXX

1 Καὶ ἐπέκεινα τούτων ᾠχόμην πρὸς ἀνατολὰς μακράν καὶ ἴδον τόπον

ἄλλον μέγαν φάραγγα ὕδατος

2 ἐν ᾧ καὶ δένδρα χρόα ἀρωμάτων ὁμοίων σχίνῳ

3 καὶ τὰ παρὰ τὰ χείλη τῶν φαράγγων τούτων ἴδον κιννάμωμον

ἀρωμάτωνmiddot καὶ ἐπέκεινα τούτων ᾠχόμην πρὸς ἀνατολάς

XXXI

1 καὶ ἴδον ἄλλα ὄρη καὶ ἐν αὐτοῖς ἄλση δένδρων καὶ ἐκπορευόμενον ἐξ

αὐτῶν νέκταρ τὸ καλούμενον σαρρὰν καὶ χαλβάνη

2 καὶ ἐπέκεινα τῶν ὀρέων τούτων ἴδον ἄλλο ὄρος πρὸς ἀνατολὰς τῶν

περάτων τῆς γῆς καὶ πάντα τὰ δένδρα πλήρη ἐξαυτῆς ἐν ὁμοιώματι

ἀμυγδάλων

3 ὅταν τριβῶσινmiddot διὸ εὐωδέστερον ὑπὲρ πάντων τῶν ἀρωμάτων

XXXII

1 εἰς βορρᾶν πρὸς ἀνατολὰς τεθέαμαι ἑπτὰ ὄρη πλήρη νάρδου χρηστοῦ

καὶ σχίνου καὶ κινναμώμου καὶ πιπέρεως

2 Καὶ ἐκεῖθεν ἐφώδευσα ἐπὶ τὰς ἀρχὰς πάντων τῶν ὀρέων τούτων

μακρὰν ἀπέχων πρὸς ἀνατολὰς τῆς γῆς καὶ διέβην ἐπάνω τῆς ἐρυθρᾶς

θαλάσσης καὶ ᾠχόμην ἐπrsquo ἄκρων καὶ ἀπὸ τούτου διέβην ἐπάνω τοῦ

Ζωτιήλ

3 καὶ ἦλθον πρὸς τὸν παράδεισον τῆς δικαιοσύνης καὶ ἴδον μακρόθεν τῶν

δένδρων τούτων δένδρα πλείονα καὶ μεγάλα δύο μὲν ἐκεῖ μεγάλα σφόδρα

καλὰ καὶ ἔνδοξα καὶ μεγαλοπρεπῆ καὶ τὸ δένδρον τῆς φρονήσεως οὗ

ἐσθίουσιν ἅγιοι τοῦ καρποῦ αὐτοῦ καὶ ἐπίστανται φρόνησιν μεγάλην

4 ὅμοιον τὸ δένδρον ἐκεῖνο στροβιλέᾳ τὸ ὕψος τὰ δὲ φύλλα αὐτοῦ κερατίᾳ

ὅμοια ὁ δὲ καρπὸς αὐτοῦ ὡσεὶ βότρυες ἀμπέλου ἱλαροὶ λίαν ἡ δὲ ὀσμὴ

αὐτοῦ διέτρεχεν πόρρω ἀπὸ τοῦ δένδρου

5 τότε εἶπον ὡς καλὸν τὸ δένδρον καὶ ὡς ἐπίχαρι τῇ ὁράσει

6 τότε ἀπεκρίθη Ῥαφαήλ ὁ ἅγιος ἄγγελος ὁ μετrsquo ἐμοῦ ὤν Τοῦτο τὸ

δένδρον φρονήσεως ἐξ οὗ ἔφαγεν ὁ πατήρ σου

LXXXIX

42 Καὶ οἱ κύνες ἤρξαντο κατεσθίειν τὰ πρόβατα καὶ οἱ ὕες καὶ οἱ ἀλώπεκες

κατήσθιον αὐτά μέχρι οὗ ἤγειρεν ὁ κύριος τῶν προβάτων κριὸν ἕνα ἐκ

τῶν προβάτων

43 καὶ ὁ κριὸς οὗτος ἤρξατο κερατίζειν καὶ ἐπιδιώκειν ἐν τοῖς κέρασιν καὶ

ἐνετίνασσεν εἰς τοὺς ἀλώπεκας καὶ μετrsquo αὐτοὺς εἰς τοὺς ὕαςmiddot καὶ

ἀπώλεσεν ὕας πολλούς καὶ μετrsquo αὐτοὺς [ἐλυμήνα]το τοὺς κύνας

44 καὶ τὰ πρόβατα ὧν οἱ ὀφθαλμοὶ ἠνοίγησαν ἐθεάσαντο τὸν κριὸν τὸν ἐν

28

τοῖς προβάτοις ἕως οὗ ἀφῆκεν τὴν ὁδὸν αὐτοῦ καὶ ἤρξατο πορεύεσθαι

ἀνοδίᾳ

45 καὶ ὁ κύριος τῶν προβάτων ἀπέστειλεν τὸν ἄρνα τοῦτον ἐπὶ ἄρνα

ἕτερον τοῦ στῆσαι αὐτὸν εἰς κριὸν ἐν ἀρχῇ τῶν προβάτων ἀντὶ τοῦ κριοῦ

τοῦ ἀφέντος τὴν ὁδὸν αὐτοῦ

46 καὶ ἐπορεύθη πρὸς αὐτὸν καὶ ἐλάλησεν αὐτῷ σιγῇ κατὰ μόνας καὶ

ἤγειρεν αὐτὸν εἰς κριὸν καὶ εἰς ἄρχοντα καὶ εἰς ἡγούμενον τῶν προβάτωνmiddot

καὶ οἱ κύνες ἐπὶ πᾶσιν τούτοις ἔθλιβον τὰ πρόβατα

47 [καὶ] ὁ κριὸς ὁ πρῶτος τὸν κριὸν τὸν δεύτερον ἐπεδίωκεν καὶ ἔφυγεν

ἀπὸ προσώπου αὐτοῦmiddot εἶτrsquo ἐθεώρουν τὸν κριὸν τὸν πρῶτον ἕως οὗ ἔπεσεν

ἔμπροσθεν τῶν κυνῶν

48 καὶ ὁ κριὸς ὁ δεύτερος ἀναπηδήσας ἀφηγήσατο τῶν προβάτων

49 καὶ τὰ πρόβατα ηὐξήθησαν καὶ ἐπληθύνθησανmiddot καὶ πάντες οἱ κύνες καὶ

οἱ ἀλώπεκες ἔφυγον ἀπrsquo αὐτοῦ καὶ ἐφοβοῦντο αὐτόν

XC

1

6 [καὶ ἀναγνωσθής]ονται [πάντες] οἱ λόγοι τῶν ἀνομιῶν ὑμῶν ἐν[ώπιον]

τοῦ μεγάλου ἁγίου κατὰ πρόσωπον ὑμῶνmiddot εἶτrsquo ἀναφελεῖ τὰ πάντα ἔργα τὰ

μετασχόντα ἐν τῇ ἀνομίᾳ

7 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἁμαρτωλοὶ [οἱ] ἐν μέσῳ τῆς θαλάσσης καὶ ἐπὶ τῆς ξηρᾶς

ὄντεςmiddot μνημόσυνον εἰς ὑμᾶς κακόν

8 οὐαὶ ὑμῖν οἱ κτώμενοι χρυσίον καὶ ἀργύριον οὐκ ἀπὸ δικαιοσύνης καὶ

ἐρεῖτε πλούτῳ πεπλουτήκαμεν καὶ τὰ ὑπάρχοντα ἐσχήκαμεν καὶ

κεκτήμεθα

9 καὶ πᾶν ὃ ἐὰν θελήσωμεν ποιήσωμεν ὅτι ἀργύριον τεθησαυρίκαμεν ἐν

τοῖς θησαυροῖς ἡμῶν καὶ ἀγαθὰ πολλὰ ἐν ταῖς οἰκίαις ἡμῶν

10 καὶ ὡς ὕδωρ ἐκχυθήσεται πεπλάνησθε ὅτι οὐ μὴ παραμείνῃ ὁ πλοῦτος

ὑμῶν ἀλλὰ ταχὺ [ἀναπτήσεται] ἀπὸ ὑμῶν ὅτι ἀδίκως πάντα κέκτησθεmiddot

καὶ ὑμεῖς εἰς κατάραν μεγάλην παραδοθήσεσθε

XCI

1 καὶ νῦν ὀμνύω ὑμῖν τοῖς φρονίμοις καὶ οὐχὶ τοῖς ἄφροσι ὅτι πολλὰς

ὄψεσθε ἐπὶ τῆς γῆς ἀνομίαςmiddot

2 ὅτι κάλλος περιθήσονται ἄνδρες ὡς γυναῖκες [καὶ] χρῶμα ὡραῖον ὑπὲρ

παρθένους ἐν βασιλείᾳ καὶ μεγαλωσύνῃ καὶ ἐν ἐξουσίᾳ ἔσονται δὲ

ἀργύριον καὶ χρυσίον [παρrsquo] αὐτοῖς εἰς βρώματα καὶ ἐν ταῖς οἰκίαις αὐτῶν

ὡς ὕδωρ ἐκχυθήσονται

3 [διὰ τὸ μ]ὴ ἐπιστήμην αὐτοὺς μηδὲ φρόνησιν μηδεμίαν [ἔχειν] οὕτω

ἀπολεῖσθε κοινῶς μετὰ πάντων [τῶν] ὑπαρχόντων ὑμῶν [καὶ τῆς] πάσης

δόξης καὶ τῆς τιμῆς [ὑμῶν καὶ] εἰς ἀτιμίαν καὶ ἐρήμωσιν [καὶ σφαγὴν]

μεγάλην τ[ὰ πνεύματα ὑμῶν εἰς τὴν κάμινον τοῦ πυρὸς ἐμβληθήσεται]

Four lines are lost

ἐπὶ τὴν [γῆν οὐκ ἀπεστάλη ἀλλrsquo αὐτὴν οἱ ἄνθρω]ποι ἀφrsquo ἑαυτῶν [ἔκτισαν

καὶ εἰς κατάραν] μεγάλην ἀφίξονται οἱ ποιοῦντες [αὐτήν]

5 καὶ δουλεία (στειρα pap) γυναικὶ οὐκ ἐδόθη ἀλλὰ διὰ τὰ ἔργα τῶν

χειρῶνmiddot ὅτι οὐχ ὡρίσθη δούλην εἶναι δούληνmiddot ἄνωθεν οὐκ ἐδόθη ἀλλὰ ἐκ

καταδυναστείας ἐγένετο ὁ[μοίως] οὐδὲ ἡ ἀνομία ἄνωθεν ἐδόθη ἀλλrsquo ἐκ

παραβάσεως ὁμοίως οὐδὲ στεῖρα γυνὴ ἐκτίσθη ἀλλrsquo ἐξ ἰδίων ἀδικημάτων

ἐπετιμήθη ἀτεκνίᾳ [καὶ] ἄτεκνος ἀποθανεῖται

6 ὀμνύω ὑμῖν ἁμαρτωλοὶ κατὰ τοῦ ἁγίου τοῦ μεγάλου ὅτι τὰ ἔργα ὑμῶν τὰ

πονηρὰ ἔσται ἀνακεκαλυμμένα ἐν τῷ οὐρανῷmiddot οὐκ ἔσται ὑμῖν ἔργον

29

ἀποκεκρυμμένον ἄδικον

7 μὴ ὑπολάβητε τῇ ψυχῇ ὑμῶν μηδὲ ὑπολάβητε τῇ καρδίᾳ ὑμῶν ὅτι οὐ

γινώσκουσιν οὐδὲ βλέπουσιν οὐδὲ τὰ ἀδικήματα ὑμῶν θεωρεῖται οὐδὲ

ἀπογράφεται αὐτὰ ἐνώπιον τοῦ ὑψίστου ἀπὸ τοῦ [νῦν] ἐπιγνῶτε ὅτι

πάντα τὰ ἀδικήματα ὑμῶν ἀπογράφονται ἡμέραν ἐξ [ἡμέρας] μέχρι τῆς

κρίσεως ὑμῶν

9 οὐαὶ ὑμῖν ἄφρονες ὅτι ἀπολεῖσθε διὰ τὴν ἀφροσύνην ὑμῶν καὶ τῶν

[φρονίμων] οὐ μὴ ἀκούσητε καὶ τὰ ἀγαθὰ οὐκ ἀπαντήσει ὑμῖν τὰ δὲ κακὰ

[περιέξει] ὑμᾶς

10 καὶ νῦν γινώσκετε ὅτ[ι ἡτοίμασται] ὑμῖν εἰς ἡμέραν ἀπωλείας [μὴ

ἐλπίζε]τε σωθῆναι ἁμαρτωλοίmiddot ἀπ[ελθόντες] ἀποθάνετε γινώσκοντε[ς ὅτι

ἡτοίμας]ται εἰς ἡμέραν κρίσεως μ[εγάλης καὶ στε]νοχωρίας μείζονος τ[οῖς

πνεύμασιν ὑμῶν]

11 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ σκληροτράχηλοι τῇ καρδίᾳ ποιοῦντες τὸ κα[κὸν καὶ

ἔσθοντες αἷμα πόθ]εν ὑμῖν ἔσο[νται ἀγαθὰ ἵνα φάγητε ] Four lines are

lost

12 [ἔργα τῆ]ς ἀδικίαςmiddot διότι ἐλπίδας κα[λὰς ἔχετε ὑμῖ]ν νῦν γνωστὸν ὑμῖν

ἔστω ὅτι εἰς [χεῖρας τ]ῶν δικαίων παραδοθήσεσθε καὶ ἀποκτενοῦσιν ὑμᾶς

καὶ οὐ μὴ φείσονται ὑμῶν

13 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἐπιχαίροντες τοῖς κακοῖς τῶν δικαίωνmiddot τάφος ὑμῶν οὐ μὴ

ὀρυγῇ

14 οὐαὶ ὑμῖν οἱ βουλόμενοι ἀκυρῶσαι τοὺς λόγους τῶν δικαίωνmiddot οὐ μὴ

γένηται ὑμῖν ἐλπὶς σωτηρίας

15 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ γράφοντες λόγους ψευδεῖς καὶ λόγους πλανήσεωςmiddot αὐτοὶ

γράφουσιν καὶ πολλοὺς ἀποπλανήσουσιν τοῖς ψεύδεσιν αὐτῶνmiddot

16 πλανᾶσθε ὑμεῖς αὐτοὶ καὶ οὐκ ἔστιν ὑμῖν χαίρειν ἀλλὰ ταχέως

ἀπολεῖσθε

XCII

1 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ ποιοῦντες πλανήματα καὶ τοῖς ἔργοις τοῖς ψευδέσιν

λαμβάνοντες τιμὴν καὶ δόξανmiddot ἀπολώλατε οὐκ ἔστιν ὑμῖν σωτηρία εἰς

ἀγαθόν

2 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἐξαλλοιοῦντες τοὺς λόγους τοὺς ἀληθινούς καὶ

διαστρέφοντες τὴν αἰώνιον διαθήκην καὶ λογιζόμενοι ἑαυτοὺς

ἀναμαρτήτουςmiddot ἐν τῇ γῇ καταποθήσονται

3 τότε ἑτοιμάζεσθε οἱ δίκαιοι καὶ προέχεσθε τὰς ἐντεύξεις ὑμῶν εἰς

μνημόσυνον δίδοτε αὐτὰς ἐν διαμαρτυρίᾳ ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων ὅπως

εἰσαγάγωσιν τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἀδίκων ἐνώπιον τοῦ ὑψίστου θεοῦ εἰς

μνημόσυνονmiddot

4 καὶ τότε συν[ταραχ]θήσονται ἐν [ἡμέρ]ᾳ ἀπωλείας τῆς ἀδικίας

5ndash6 ἐν αὐτῷ [τῷ και]ρῷ ἐκείνῳ αἱ τίκτουσαι ἐκβαλοῦσιν καὶ ἐκσπάσουσιν

καὶ ἐγκαταλείψουσιν [τὸ νήπιο]ν βρέφος καὶ αἱ ἐν γαστρὶ ἔχου[σαι

ἐκτρώσο]υσιν καὶ αἱ θηλάζουσαι ῥίψ[ουσιν τὰ τέκ]να αὐτῶν καὶ οὐ μὴ

ἐπι[στρέψου]σιν ἐπὶ τὰ νήπια αὐτῶν οὐ[δὲ ἐπὶ τὰ θηλά]ζοντα οὐδὲ μὴ

φείσονται

7 [καὶ] οἱ γλύφοντες εἰκόνα[ς ἀργυ]ρᾶς καὶ χρυσᾶς ξυλίνας τε [καὶ

λιθίνας] καὶ ὀστρακίνας καὶ λατρεύ[οντες φαν]τάσμασιν καὶ δαιμονίοι[ς

καὶ βδελύγ]μασιν καὶ πνεύμασιν πονη[ροῖς καὶ] πάσαις ταῖς πλάναις οὐ

κατrsquo ἐπι[στήμην] καὶ πᾶν βοήθημα οὐ μὴ εὕρητε [ἀπrsquo] αὐτῶν

8ndash9 καὶ πλανηθήσονται ἐν ἀφροσύνῃ τῆς καρδίας αὐτῶν καὶ τὰ ὁράματα

τῶν ἐνυπνίων καταπλανήσουσιν ὑμᾶς ὑμεῖς καὶ τὰ ἔργα ὑμῶν τὰ ψευδῆ ἃ

30

ἐποιήσατε καὶ ἐλαεργ[ήσατε] καὶ ἐπὶ μιᾶς ἀπολεῖσθε

10ndash12 καὶ τότε μακάριοι πάντες οἱ ἀκούσαντες φρονίμων λόγους καὶ

μαθήσονται αὐτούς ποιῆσαι τὰς ἐντολὰς τοῦ ὑψίστου καὶ πορεύσονται ἐν

ὁδοῖς δικαιοσύνης αὐτοῦ καὶ οὐ μὴ πλανήσουσιν μετὰ τῶν πλανώντων καὶ

σωθήσονται

13 οὐαὶ οἱ οἰκοδομοῦντες τὰς οἰκοδομὰς αὐτῶν οὐκ ἐκ κόπων ἰδίων καὶ ἐκ

λίθων καὶ ἐκ πλίνθων πᾶσαν οἰκοδομὴν ποιεῖτε οἷς οὐκ ἔστιν ὑμῖν χά[ρις]

14 οὐαὶ οἱ ἐξουθενοῦντες τὴν θεμελίωσιν καὶ τὴν κληρονομίαν τῶν

πατέρων αὐτῶν τὴν ἀπrsquo αἰῶνος [ὅτι] διώξεται ὑμᾶς πνεῦμα πλανήσεωςmiddot

οὐκ ἔστιν ὑμῖν ἀναπαῦσαι

15 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ποιοῦντες τὴν ἀ[νομίαν] καὶ ἐπιβοηθοῦντες τῇ ἀδι[κίᾳ

φονεύ]οντες τὸν πλησίον αὐτῶ[ν ἕως τῆς] ἡμέρας τῆς κρίσεως τῆς

[μεγάληςmiddot

16 ]ὅτι τότε ἐκτρίψει τὴν δόξ[αν ὑμῶν] καὶ ἐπεγερεῖ τὸν θυμὸν [αὐτοῦ

καθrsquo] ὑμῶν ἀπολεῖ πάντας ὑ[μᾶς ἐν ῥομ]φαίᾳ καὶ πάντες οἱ δί[καιοι

μνημο]νήσουσιν τὰς ἀδικίας [ὑμῶν]

XCIII

1ndash2 καὶ τότε ἐν ἑνὶ τόπῳ [ῥέῃ τὰ α]ἵμα[τα αὐτῶν καὶ ἄνθρωπο]ς οὐκ

[ἀφέξ]ει τὴν [χεῖρα αὐτοῦ ἀπ]ὸ τοῦ υἱοῦ αὐ[τοῦ οὔτrsquo ἀ]πὸ τοῦ ἀγαπητοῦ

αὐτοῦ ἀποκτεῖναι αὐτόν καὶ ὁ ἁμαρτωλὸς ἀπὸ τοῦ ἐντίμου οὔτε ἀπὸ τοῦ

ἀδελφοῦ αὐτοῦmiddot ἐξ ὄρθρων μέχρις οὗ δῦναι τὸν ἥλιον φονευθήσονται ἐπὶ

τὸ αὐτό

3 καὶ διαπορεύσεται ἵππος ἕως τοῦ στήθους αὐτοῦ διὰ τοῦ αἵματος τῶν

ἁμαρτωλῶν καὶ τὸ ἅρμα μέχρι ἀξόνων καταβήσεται

4 καὶ καταβήσονται ἄγγελοι καταδύνοντες εἰς τὰ ἀπόκρυφα ἐν ἡμέρᾳ

ἐκείνῃmiddot οἵτινες ἐβοήθουν τῇ ἀδικίᾳ καὶ συστραφήσονται εἰς ἕνα τόπον καὶ ὁ

ὕψιστος ἐγερθήσεται ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως ποιῆσαι ἐκ πάντων κρίσιν

μεγάλην

5 καὶ τάξει φυλακὴν ἐπὶ πάντας τοὺς δικαίους καὶ ἁγίους τῶν ἁγίων

ἀγγέλων καὶ τηρηθήσονται ὡς κόριον ὀφθαλμοῦ ἕως οὗ ἐκλείπῃ τὰ κακὰ

καὶ ἁμαρτία καὶ ἀπrsquo ἐκείνου ὑπνώσουσιν εὐσεβεῖς ὕπνον ἡδύν καὶ οὐκ

ἔσται οὐκέτι ὁ ἐκφοβῶν αὐτούς

6 τότε ὄψονται οἱ φρόνιμοι τῶν ἀνθρώπων καὶ κατανοήσουσιν οἱ υἱοὶ τῆς

γῆς ἐπὶ τοὺς λόγους τούτους τῆς ἐπιστολῆς ταύτης καὶ γνώσονται ὅτι οὐ

δύναται ὁ πλοῦτος αὐτῶν διασῶσαι αὐτοὺς ἐν τῇ πτώσει τῆς ἀδικίας

7 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἄδικοι ὅταν ἐκθλίβητε τοὺς δικαίους ἐν ἡμέρᾳ ἀνάγκης

στερεᾶς καὶ φυλάξητε αὐτοὺς ἐν πυρί ὅτι κομιεῖσθε κατὰ τὰ ἔργα ὑμῶν

8 οὐαὶ ὑμῖν σκληροκάρδιοι ἀγρυπνοῦντες νοῆσαι τὸ κακόνmiddot περιέχει ὑμᾶς

φόβος καὶ οὐκ ἔστιν ὁ ἀντιλαμβανόμενος ὑμῶν

9 οὐαὶ ὑμῖν πᾶσιν τοῖς ἁμαρτωλοῖς ἐπὶ τοῖς ἔργοις τοῦ στόματος ὑμῶν

οὐαὶ ὑμῖν πᾶσιν τοῖς ἁμαρτωλοῖς ἐπὶ τοῖς λόγοις τοῦ στόματος ὑμῶν καὶ

ἐπὶ τοῖς [ἔργοις] τῶν χειρῶν ὑμῶν ὅτι ἀπὸ τῶν ἁγίων ἔργων

ἀπεπλα[νήθητε]

11 πᾶσα νεφέλη καὶ ὀμίχλη καὶ δρόσος καὶ ὄμβρος ἐπὶ ταῖς ἁμαρτίαις

ὑμῶν

12 δίδοτε οὖν ὄμβρῳ δῶρα ἵνα μὴ [κωλυθῇ κα]ταβῆναι ὑμῖν καὶ δρόσῳ

κα[ὶ νεφέλῃ] καὶ ὀμίχλῃmiddot χρυσίον διαγράψα[τε ἵνα κα]ταβῶσινmiddot

13 ὅτι ἐὰν ἐπιρρίψῃ ἐφrsquo ὑμ[ᾶς χι]ὼν καὶ πάχνη καὶ ψῦχος αὐτῆς καὶ οἱ

ἄνεμοι καὶ ὁ παγετὸς αὐτῶν καὶ πᾶσαι αἱ μάστιγες αὐτῶν οὐ δύνασθε

ὑποστῆναι ἔμπροσθεν ψύχους καὶ τῶν μαστίγων αὐτῶν

31

XCIV

1 κατανοήσατε τοίνουν υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων τὰ ἔργα τοῦ ὑψίστου καὶ

φοβήθητε τοῦ ποιῆσαι τὸ πονηρὸν ἐναντίον αὐτοῦ

2 ἐὰν ἀποκλείσῃ τὰς θυρίδας τοῦ οὐρανοῦ καὶ κωλύσῃ τὴν δρόσον καὶ τὸν

ὄμβρον καταβῆναι εἵνεκα ὑμῶν τί ποιήσετε

3 ἐὰν ἀποστείληται τὸν θυμὸν αὐτοῦ ἐφrsquo ὑμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ ἔργα ὑμῶν οὐχὶ

ἔσεσθε δεόμενοι αὐτοῦ διὰ τί ὑμεῖς λαλεῖτε τῷ στόματι ὑμῶν μεγάλα καὶ

σκληρὰ ἐπὶ τῇ μεγαλωσύνῃ αὐ[τοῦ

4 ὁρᾶ]τε τοὺς ναυκλήρους τοὺς πλωιζομένους τὴν θάλασσαν ὑπὸ τοῦ

κ[λύδω]νος καὶ χειμῶνος σεσαλευμένα τὰ πλοῖα αὐτῶν

5 καὶ χειμαζόμενοι πάντες φοβοῦνται ἔξω δὲ τὰ [ἀγαθὰ πάντα] καὶ τὰ

ὑπάρχοντα αὐτῶν ἐκβάλλουσιν εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ὑποπτεύουσιν ἐν τῇ

καρδίᾳ αὐτῶν ὅτι ἡ [θάλασσα κα]ταπίεται αὐτοὺς καὶ ἐν αὐτ[ῇ

ἀπολοῦν]ται

6 οὐχὶ πᾶσα ἡ θάλασσα καὶ [πάντα τὰ] ὕδατα αὐτῆς ἔργον τοῦ ὑψ[ίστου

ἐστί] καὶ αὐτὸς συνεστήσατο τὰ π[έρατα αὐ]τῶν καὶ συνέδησεν αὐτ[ήν

καὶ περι]έφραξεν αὐτὴν ἄμμῳ

7 [καὶ ἀπὸ τῆς] ἐμβριμήσεως αὐτοῦ φ[οβοῦνται καὶ ξη]ραίνονται καὶ οἱ

ἰχθύες

8 [ γῆν] καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτοῖς καὶ τίς ἔδωκεν ἐπιστήμην πᾶσιν τοῖς

κινουμένοις ἐν τῇ θαλάσσῃ οἱ ναύκληροι τὴν θάλασσαν φοβοῦνται

XCV

1 καὶ ὅταν ἐκβάλῃ ἐφrsquo ὑμᾶς τὸν κλύδωνα τοῦ πυρὸς τῆς καύσεως ὑμῶν

ποῦ ἀποδράντες σωθήσεσθε καὶ ὅταν δῷ ἐφrsquo ὑμᾶς φωνὴν αὐτοῦ

2 ἔσεσθε συνσειόμενοι καὶ φοβούμενοι ἤχῳ μεγάλῳ laquoκαὶraquo τὴν γῆν

σύμπασαν σειομένην καὶ τρέμουσαν καὶ συνταρασσομένην

3 καὶ οἱ ἄγγελοι συντελοῦντες τὸ συνταχθὲν αὐτοῖς καὶ ὁ οὐρανὸς καὶ οἱ

φωστῆρες σειόμενοι καὶ τρέμοντεςmiddot ἅπαντες οἱ υἱοὶ τῆς γῆς καὶ ὑμεῖς

ἁμαρτωλοὶ ἐπικατάρατοι εἰς τὸν αἰῶναmiddot οὐκ ἔστιν ὑμῖν χαίρειν

4 θαρσεῖτε ψυχαὶ τῶν δικαίων τῶν ἀποθανόντων τῶν δικαίων καὶ τῶν

εὐσεβῶν

5 καὶ μὴ λυπεῖσθε ὅτι κατέβησαν αἱ ψυχαὶ ὑμῶν εἰς ᾅδου μετὰ λύπης καὶ

οὐκ ἀπηντήθη τῷ σώματι τῆς σαρκὸς ὑμῶν ἐν τῇ ζωῇ ὑμῶν κατὰ τὴν

ὁσιότητα ὑμῶν ἐπεὶ αἱ ἡμέραι ἃς ἦτε ἡμέραι ἦσαν ἁμαρτωλῶν καὶ

καταράτων ἐπὶ τῆς γῆς

6 ὅταν ἀποθάνητε τότε ἐροῦσιν οἱ ἁμαρτωλοὶ ὅτι εὐσεβεῖς κατὰ τὴν

εἱμαρμένην ἀπεθάνοσαν καὶ τί αὐτοῖς περιεγένετο ἐπὶ τοῖς ἔργοις αὐτῶν

7 καὶ αὐτοὶ ὁμοίως ἡμῖν ἀπεθάνοσαν ἴδετε οὖν ὡς ἀποθνήσκουσιν μετὰ

λύπης καὶ σκότους καὶ τί αὐτοῖς ἐγένετο περισσόν

8 ἀπὸ τοῦ νῦν ἀναστήτωσαν καὶ σωθήτωσαν καὶ ὄψονται εἰς τὸν αἰῶνα

ἡμᾶς φαγεῖν καὶ πεῖν

9 τοιγαροῦν ἁρπάσαι καὶ ἁμαρτάνειν καὶ λωποδυτεῖν καὶ ἐγκτᾶσθαι καὶ

[ἰδεῖν] ἡμέρας ἀγαθάς

10 ἴδετε οὖν οἱ δικαιοῦντες [ἑαυτ]ούς ὁποία ἐγένετο αὐτῶν ἡ καταστροφή

ὅτι πᾶσα δικαιοσύνη οὐχ εὑρέθη ἐν αὐτοῖς ἕως ἀπέθανον καὶ ἀπώλοντο

11 καὶ ἐγένοντο ὡς οὐκ ὄντες καὶ κατέβησαν αἱ ψυχαὶ αὐτῶν μετrsquo ὀδύνης

εἰς ᾅδου

XCVI

1 ἐγὼ ὀμνύω ὑμῖν Three lines are lost

2 ἐπίσταμαι τὸ μυστήριον τοῦτοmiddot ἀν[έγνων] γὰρ τὰς πλάκας τοῦ οὐρανοῦ

32

καὶ εἶδον τὴν γραφὴν ἀναγκαίανmiddot ἔγνων τὰ γ[εγραμμέ]να ἐν αὐταῖς καὶ

ἐγκεκολαμμέν[α περὶ] ὑμῶν

3 ὅτι ἀγαθὰ καὶ ἡ χαρὰ καὶ ἡ τ[ιμὴ] ἡτοίμασται καὶ ἐγγέγραπται ταῖς

ψ[υχαῖς] τῶν ἀποθανόντων εὐσεβῶνmiddot

4 καὶ χαιρήσονται καὶ οὐ μὴ ἀπόλωνται τὰ πνεύματα αὐτῶν οὐδὲ τὸ

μνημόσυνον ἀπὸ προσώπου τοῦ μεγάλου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν

αἰώνων μὴ οὖν φοβεῖσθε τοὺς ὀνειδισμοὺς αὐτῶν

5 καὶ ὑμεῖς οἱ νεκροὶ τῶν ἁμαρτωλῶν ὅταν ἀποθάνητε ἐροῦσιν ἐφrsquo ὑμῖν

μακάριοι ἁμαρτωλοὶ πάσας τὰς ἡμέρας αὐτῶν ὅσας εἴδοσαν ἐν τῇ ζωῇ

αὐτῶν καὶ ἐνδόξως

6 ἀπεθάνοσαν καὶ κρίσις οὐκ ἐγενήθη ἐν τῇ ζωῇ αὐτῶν

7 αὐτοὶ ὑμεῖς γινώσκετε ὅτι εἰς ᾅδου κατάξουσιν τὰς ψυχὰς ὑμῶν

8 καὶ ἐκεῖ ἔσονται ἐν ἀνάγκῃ μεγάλῃ καὶ ἐν σκότει καὶ ἐν παγίδι καὶ ἐν

φλογὶ καιομένῃ καὶ εἰς κρίσιν μεγάλην εἰσελεύσονται αἱ ψυχαὶ ὑμῶν ἐν

πάσαις ταῖς γενεαῖς τοῦ αἰῶνος οὐαὶ ὑμῖν οὐκ ἔστιν ὑμῖν χαίρειν

9 μὴ γὰρ εἴπητε οἱ δίκαιοι ὅσιοι ὄντες ἐν τῇ ζωῇ τῶν ἡμερῶν τῆς θλίψεως

κόπους ἐκοπιάσαμεν καὶ ἀνηλώμεθα καὶ ὀλίγοι ἐγενήθημεν καὶ

ἀντιλήμπτορα οὐχ εὑρήκαμενmiddot

10 συντετριμμένοι καὶ ἀπολώλαμεν καὶ ἀπηλπίσμεθα καὶ μηκέτι εἰδέναι

σωτηρίαν ἡμέραν ἐξ ἡμέρας

11 ἠλπίσαμεν γενέσθαι κεφαλή ἐγενήθημεν κέρ[κοςmiddot ἐκο]πιάσαμεν

ἐργαζόμενοι καὶ τῶν ὀψωνίων οὐ κεκυριεύκαμεν ἐγενήθημεν κατάβρωμα

ἁμαρτωλῶν [οἱ ἄνο]μοι ἐβάρυναν ἐφrsquo ἡμᾶς τὸν ζυγόν

12 οἳ κυριεύουσιν οἱ ἐχθροὶ ἡμῶν ἐγκεντρίζουσιν ἡμᾶς καὶ περικλείουσιν

ἡμᾶςmiddot ἐζητήσαμεν πο[ῦ φύγωμεν] ἀπrsquo αὐτῶν ὅπως ἀναψύχ[ωμεν] three

lines are lost

14 ἐκράξαμεν ἐπὶ τοὺς καταβάλλοντας καὶ βιαζομένους ἡμᾶς καὶ τὰς

ἐντεύξεις ἡμῶν οὐκ ἀπεδέξαντο οὐδὲ ἐβούλοντο ἐπακοῦσαι τῆς φωνῆς

ἡμῶν

15 καὶ οὐκ ἀντελαμβάνοντο ἡμῶν οὐχ εὑρόντες κατὰ τῶν βιαζομένων καὶ

κατεσθόντων ἡμᾶς ἀλλὰ στερεοῦσιν αὐτοὺς ἐφrsquo ἡμᾶςmiddot ἀπέκτειναν ἡμᾶς

καὶ εἰς ὀλίγους ἤγαγον καὶ οὐχ ὑποδεικνύουσιν περὶ τῶν πεφονευμένων

ἡμῶν καὶ οὐκ ἀναμιμνήσκουσιν περὶ τῶν ἁμαρτωλῶν αὐτῶν τὰς

ἁμαρτίας αὐτῶν

XCVII

1 ὀμνύω ὑμῖν ὅτι οἱ ἄγγελοι ἐν τῷ οὐρανῷ ἀναμιμνήσκουσιν [ὑμῶν] εἰς

ἀγαθὸν ἐνώπιον τῆς δόξης τοῦ μεγάλου

2 θαρσεῖτε δὴ ὅτι ἐπαλαιώθητε ἐν τοῖς κακοῖς καὶ ἐν ταῖς θλίψεσινmiddot ὡσεὶ

φωστῆρες τοῦ οὐρανοῦ ἀναλάμψετε καὶ φανεῖτε αἱ θυρίδες τοῦ οὐρανοῦ

ἀνοιχθήσονται ὑμῖν

3ndash4 καὶ ἡ κραυγὴ ὑμῶν ἀκουσθήσεται καὶ ἡ κρίσις ὑμῶν ἣν κράζετε καὶ

φανεῖται ἐφrsquo ὅσα συλλαβήσεται ὑμῖν περὶ τῆς θλίψεως ὑμῶν καὶ ἐκ

πάντων ὅστις μετέσχεν τῶν βιαζομένων καὶ κατεσθόντων ὑμᾶς

5 [μὴ φοβεῖσθε] τὰ κακὰ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως τῆς μεγάλης καὶ οὐ μὴ

εὑρεθῆτε ὡς οἱ ἁμαρτωλοί [ἀλλrsquo ὑμεῖς οἱ ἁμαρτωλοὶ] σκυλήσεσθε καὶ

κρίσις αἰώνιος ἐξ ὑμῶν ἔσται εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν αἰώνων

6 μὴ φοβεῖσθε οἱ δίκαιοι ὅταν ἴδητε τοὺς ἁμαρτωλοὺς κατισχύοντας καὶ

εὐοδουμένους καὶ μὴ μέτοχοι αὐτῶν γίνεσθε ἀλλὰ μακρὰν ἀπέχεσθε ἀπὸ

πάντων τῶν ἀδικημάτων αὐτῶν

7 μὴ γὰρ εἴπητε οἱ ἁμαρτωλοὶ [ὅτι] οὐ μὴ ἐκζητηθῶσιν αἱ ἁμαρτίαι ὑμῶν

33

[ἐξ] ἡμερῶν

8 καὶ νῦν ἀποδεικνύω ὑμῖν ὅτι φῶς καὶ σκότος ἡμέρα καὶ νὺξ

ἐποπτεύουσιν τὰς ἁμαρτίας ὑμῶν πάσας

9 μὴ πλανᾶσθε τῇ καρδίᾳ ὑμῶν μηδὲ ψεύδεσθε μηδὲ ἐξαλλοιώσητε τοὺς

λόγους τῆς ἀληθείας μηδὲ καταψεύδεσθε τῶν [λόγων τοῦ] ἁγίου καὶ μὴ

δότε ἔπαινον ταῖς [εἰκόσιν ὑ]μῶνmiddot οὐ γὰρ εἰς δικαίωμα εἰσάγ[ουσιν πάντα

τὰ ψεύδ]η καὶ πᾶσα [ἡ πλάνη] Two lines are lost

10 τῆς ἀληθείας ἐξαλλοιοῦσιν καὶ ἀντιγράφουσιν οἱ ἁμαρτωλοὶ καὶ

ἀλλάσσουσιν τοὺς πολλούς καὶ ψεύδονται καὶ πλάσσουσιν πλάσματα

μεγάλα καὶ τὰς γραφὰς ἀναγράφουσιν ἐπὶ τοῖς ὀνόμασιν αὐτῶνmiddot

11 καὶ ὄφελον πάντας τοὺς λόγους μου γράφωσιν ἐπrsquo ἀληθείας ἐπὶ τὰ

ὀνόματα αὐτῶν καὶ μήτε ἀφέλωσιν μήτε ἀλλοιώσωσιν τῶν λόγων τούτων

ἀλλὰ πάντα ἐπrsquo ἀληθείας γράφωσιν ἃ ἐγὼ διαμαρτυροῦμαι αὐτοῖς

12 καὶ πάλιν ἐγὼ γινώσκω μυστήριον δεύτερον ὅτι δικαίοις καὶ ὁσίοις καὶ

φρονίμοις δοθήσονται αἱ βίβλοι μου εἰς χαρὰν ἀληθείας

13 καὶ αὐτοὶ πιστεύσουσιν αὐταῖς καὶ ἐν αὐταῖς χαρήσονται καὶ

ἀγαλλιάσονται πάντες οἱ δίκαιοι μαθεῖν ἐξ αὐτῶν πάσας τὰς ὁδοὺς τῆς

ἀληθείας

CVI

1 μετὰ δὲ χρόνον ἔλαβεν Μαθουσάλεκ τῷ υἱῷ μου γυναῖκα καὶ ἔτεκεν

υἱὸν καὶ ἐκάλεσεν τὸ ὄνομα αὐτοῦ Λάμεχ ἐταπεινώθη ἡ δικαιοσύνη μέχρι

τῆς ἡμέρας ἐκείνης καὶ ὅτε εἰς ἡλικίαν ἐπῆλθεν ἔλαβεν αὐτῷ γυναῖκα καὶ

ἔτεκεν αὐτῷ παιδίον

2 καὶ ὅτε ἐγεννήθη τὸ παιδίον ἦν τὸ σῶμα λευκότερον χιόνος καὶ

πυρρότερον ῥόδου τὸ τρίχωμα πᾶν λευκὸν καὶ ὡς ἔρια λευκὰ καὶ οὖλον

καὶ ἔνδοξον καὶ ὅτε ἀνέῳξεν τοὺς ὀφθαλμούς ἔλαμψεν ἡ οἰκία ὡσεὶ

ἥλιος

3 καὶ ἀνέστη ἐκ τῶν χειρῶν τῆς μαίας καὶ ἀνέῳξεν τὸ στόμα καὶ

εὐλόγησεν τῷ κυρίῳmiddot

4 καὶ ἐφοβήθη Λάμεχ ἀπrsquo αὐτοῦ καὶ ἔφυγεν καὶ ἦλθεν πρὸς Μαθουσάλεκ

τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ

5 τέκνον ἐγεννήθη μου ἀλλοῖον οὐχ ὅμοιον τοῖς ἀνθρώποις ἀλλὰ τοῖς

τέκνοις τῶν ἀγγέλων τοῦ οὐρανοῦ καὶ ὁ τύπος ἀλλοιότερος οὐχ ὅμοιος

ἡμῖνmiddot τὰ ὄμματά ἐστιν ὡς ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου καὶ ἔνδοξον τὸ πρόσωπονmiddot

6 καὶ ὑπολαμβάνω ὅτι οὐκ ἔστιν ἐξ ἐμοῦ ἀλλὰ ἐξ ἀγγέλου καὶ

εὐλαβοῦμαι αὐτὸν μήποτέ τι ἔσται ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ ἐν τῇ γῇ

7 καὶ παραιτοῦμαι π[άτερ καὶ] δέομαι βάδισον πρὸς Ἑνὼ[χ τὸν πατέρα

ἡμῶν καὶ ἐρώτησον] Two lines are lost

8 [ἦλθ]εν πρὸς ἐμὲ εἰς τὰ τέρματα τῆς γῆς οὗ [εἶδ]εν τότε εἶναι με καὶ

εἶπέν μοι πάτερ [μου] ἐπάκουσον τῆς φωνῆς μου καὶ ἧκε [πρὸς] ἐμέ καὶ

ἤκουσα τὴν φωνὴν αὐτοῦ καὶ ἦλθον πρὸς αὐτὸν καὶ εἶπα ἰδοὺ πάρειμι

τέκνονmiddot διὰ τί ἐλήλυθας πρὸς ἐμέ τέκνον

9 καὶ ἀπεκρίθη λέγων διrsquo ἀνάγκην μεγάλην ἦλθον ὧδε πάτερmiddot

10 καὶ νῦν ἐγεννήθη τέκνον Λάμεχ τῷ υἱῷ μου καὶ ὁ τύπος αὐτοῦ καὶ ἡ

εἰκὼν αὐτοῦ laquoοὐχ ὅμοιος ἀνθρώποις καὶ τὸ χρῶμα αὐτοῦraquo λευκότερον

χιόνος καὶ πυρρότερον ῥόδου καὶ τὸ τρίχωμα τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ

λευκότερον ἐρίων λευκῶν καὶ τὰ ὄμματα αὐτοῦ ἀφόμοια ταῖς τοῦ ἡλίου

ἀκτῖσιν

11 καὶ ἀνέστη ἀπὸ τῶν τῆς μαίας χειρῶν καὶ ἀνοίξας τὸ στόμα εὐλόγησεν

τὸν κύριον τοῦ αἰῶνοςmiddot

34

12 καὶ ἐφοβήθη ὁ υἱός μου Λάμεχ καὶ ἔφυγεν πρὸς ἐμέ καὶ οὐ πιστεύει ὅτι

υἱὸς αὐτοῦ ἐστιν ἀλλὰ ὅτι ἐξ ἀγγέλων one or two lines omitted τὴν

ἀκρίβειαν ἣν ἔχεις () καὶ τὴν ἀλήθειαν

13 τότε ἀπεκρίθην λέγων ἀνακαινίσει ὁ κύριος πρόσταγμα ἐπὶ τῆς γῆς

καὶ τὸν αὐτὸν τρόπον τέκνον τεθέαμαι καὶ ἐσήμανά σοιmiddot ἐν γὰρ τῇ γενεᾷ

Ἰάρεδ τοῦ πατρός μου παρέβησαν τὸν λόγον κυρίου ἀπὸ τῆς διαθήκης τοῦ

οὐρανοῦ

14 καὶ ἰδοὺ ἁμαρτάνουσιν καὶ παραβαίνουσιν τὸ ἔθος καὶ μετὰ γυναικῶν

συγγίνονται καὶ μετrsquo αὐτῶν ἁμαρτάνουσιν καὶ ἔγημαν ἐξ αὐτῶν

[καὶ τίκτουσιν οὐχ ὁμοίους πνεύμασιν ἀλλὰ σαρκίνους]middot

15 καὶ ἔσται ὀργὴ μεγάλη ἐπὶ τῆς γῆς καὶ κατακλυσμός καὶ ἔσται

ἀπώλεια μεγάλη ἐπὶ ἐνιαυτὸν ἕναmiddot

16 καὶ τόδε τὸ παιδίον τὸ γεννηθὲν καταλειφθήσεται καὶ τρία αὐτοῦ

τέκνα σωθήσεται ἀποθανόντων τῶν ἐπὶ τῆς γῆςmiddot

17b καὶ πραϋνεῖ τὴν γῆν ἀπὸ τῆς οὔσης ἐν αὐτῇ φθορᾶς

18 καὶ νῦν λέγε Λάμεχ ὅτι τέκνον σού ἐστιν δικαίως καὶ ὁσίως [καὶ]

κάλεσον αὐτοῦ τὸ ὄνομα [Νῶε]middot αὐτὸς γὰρ ἔσται ὑμῶν κατάλειμμα ἐφrsquo οὗ

ἂν καταπαύσητε καὶ laquoοἱraquo υἱοὶ αὐτοῦ ἀπὸ τῆς φθορᾶς τῆς γῆς καὶ ἀπὸ

πάντων τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ ἀπὸ πασῶν τῶν συντελειῶν ἐπὶ τῆς γῆς

Four lines are lost

19 ὑπέδειξέν μοι καὶ ἐμήνυσεν καὶ ἐν ταῖς πλαξὶν τοῦ οὐρανοῦ ἀνέγνων

αὐτά

CVII

1 τότε τεθέαμαι τὰ ἐγγεγραμμένα ἐπrsquo αὐτῶν ὅτι γενεὰ γενεᾶς κακ[ίων

ἔσται] καὶ εἶδον τόδε μέχρις τοῦ ἀνας[τῆναι] γενεὰν δικαιοσύνης καὶ ἡ

κακία ἀπολεῖται καὶ ἡ ἁμαρτία ἀλλάξει ἀπὸ τῆς γῆς καὶ τὰ ἀγαθὰ ἥξει ἐπὶ

τῆς γῆς ἐπrsquo αὐτούς

2 καὶ νῦν ἀπότρεχε τέκνον καὶ σήμανον Λάμεχ τῷ υἱῷ σου ὅτι τὸ παιδίον

τοῦτο τὸ γεννηθὲν τέκνον αὐτοῦ ἐστιν δικαίως καὶ οὐ ψευδῶς

3 καὶ ὅτε ἤκουσεν Μαθουσάλεκ τοὺς λόγους Ἑνὼχ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ

μυστηριακῶς γὰρ ἐδήλωσεν αὐτῷ [ἐπέστρεψεν καὶ ἐδήλωσεν αὐτῷ] καὶ

ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτοῦ Νῶε εὐφραίνων τὴν γῆν ἀπὸ τῆς ἀπωλείας

Liber Enoch

Apocalypsis Henochi Graece

(recensio ap Syncellum)

(ed M Black)

Pseudepigrapha veteris testamenti Graece 3

Leiden Brill 1970 pp 21ndash26 29ndash30 32ndash33 37

VI

ἐκ τοῦ πρώτου βιβλίου Ἐνὼχ περὶ τῶν ἐγρηγόρων

1 καὶ ἐγένετο ὅτε ἐπληθύνθησαν οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων ἐγεννήθησαν

αὐτοῖς θυγατέρες ὡραῖαι

2 καὶ ἐπεθύμησαν αὐτὰς οἱ ἐγρήγοροι καὶ ἀπεπλανήθησαν ὀπίσω αὐτῶν

καὶ εἶπον πρὸς ἀλλήλους ἐκλεξώμεθα ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ τῶν

θυγατέρων τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς

3 καὶ εἶπε Σεμιαζᾶς ὁ ἄρχων αὐτῶν πρὸς αὐτούς φοβοῦμαι μὴ οὐ

θελήσητε (Go θελήσετε) ποιῆσαι τὸ πρᾶγμα τοῦτο καὶ ἔσομαι ἐγὼ μόνος

ὀφειλέτης ἁμαρτίας μεγάλης

4 καὶ ἀπεκρίθησαν αὐτῷ πάντες καὶ εἶπον ὀμόσωμεν ἅπαντες ὅρκῳ καὶ

ἀναθεματίσωμεν ἀλλήλους τοῦ μὴ ἀποστρέψαι τὴν γνώμην ταύτην

35

μέχρις οὗ ἀποτελέσωμεν αὐτήν

5 τότε πάντες ὤμοσαν ὁμοῦ καὶ ἀνεθεμάτισαν ἀλλήλους

6 ἦσαν δὲ οὗτοι διακόσιοι οἱ καταβάντες ἐν ταῖς ἡμέραις Ἰάρεδ εἰς τὴν

κορυφὴν τοῦ Ἑρμονιεὶμ (Go κορυφὴν Ἑρμὼν) ὄρους καὶ ἐκάλεσαν τὸ ὄρος

Ἑρμώμ καθότι ὤμοσαν (Go ομοσαν) καὶ ἀνεθεμάτισαν ἀλλήλους ἐν αὐτῷ

7 καὶ ταῦτα τὰ ὀνόματα τῶν ἀρχόντων αὐτῶν αacute Σεμιαζᾶς ὁ ἄρχων

αὐτῶν βacute Ἀταρκούφ γacute Ἀρακιήλ δacute Χωβαβιήλ εacute Ὀραμμαμή Ϛacute Ῥαμιήλ ζacute

Σαμψίχ ηacute Ζακιήλ θacute Βαλκιήλ ιacute Ἀζαλζήλ ιαacute Φαρμαρός ιβacute Ἀμαριήλ ιγacute

Ἀναγημάς ιδacute Θαυσαήλ ιεacute Σαμιήλ ιϚacute Σαρινᾶς ιζacute Εὐμιήλ (Par gr 1711 ὁ

Εὐμιήλ) ιηacute Τυριήλ ιθacute Ἰουμιήλ κacute Σαριήλ

VII

1 Οὗτοι καὶ οἱ λοιποὶ πάντες ἐν τῷ χιλιοστῷ ἑκατοστῷ ἑβδομηκοστῷ ἔτει

τοῦ κόσμου ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας καὶ ἤρξαντο μιαίνεσθαι ἐν αὐταῖς

ἕως τοῦ κατακλυσμοῦ καὶ ἔτεκον αὐτοῖς γένη τρίαmiddot πρῶτον γίγαντας

μεγάλους

2 οἱ δὲ γίγαντες ἐτέκνωσαν Ναφηλείμ καὶ τοῖς Ναφηλεὶμ ἐγεννήθησαν

Ἐλιούδ καὶ ἦσαν αὐξανόμενοι κατὰ τὴν μεγαλειότητα αὐτῶν καὶ

ἐδίδαξαν ἑαυτοὺς καὶ τὰς γυναῖκας ἑαυτῶν φαρμακείας καὶ ἐπαοιδίας

VIII

1 Πρῶτος Ἀζαὴλ ὁ δέκατος τῶν ἀρχόντων ἐδίδαξε ποιεῖν μαχαίρας καὶ

θώρακας καὶ πᾶν σκεῦος πολεμικόν καὶ τὰ μέταλλα τῆς γῆς καὶ τὸ

χρυσίον πῶς ἐργάσωνται καὶ ποιήσωσιν αὐτὰ κόσμια ταῖς γυναιξί καὶ τὸν

ἄργυρον ἔδειξε δὲ αὐτοῖς καὶ τὸ στίλβειν καὶ τὸ καλλωπίζειν καὶ τοὺς

ἐκλεκτοὺς λίθους καὶ τὰ βαφικάmiddot καὶ ἐποίησαν ἑαυτοῖς οἱ υἱοὶ τῶν

ἀνθρώπων καὶ ταῖς θυγατράσιν αὐτῶν καὶ παρέβησαν καὶ ἐπλάνησαν

τοὺς ἁγίους

2 καὶ ἐγένετο ἀσέβεια πολλὴ ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἠφάνισαν τὰς ὁδοὺς αὐτῶν

3 ἔτι δὲ καὶ ὁ πρώταρχος αὐτῶν Σεμιαζᾶς ἐδίδαξεν εἶναι ὀργὰς κατὰ τοῦ

νοός καὶ ῥίζας βοτανῶν τῆς γῆς ὁ δὲ ἑνδέκατος Φαρμαρὸς ἐδίδαξε

φαρμακείας ἐπαοιδίας σοφίας καὶ ἐπαοιδῶν λυτήριαmiddot ὁ ἔνατος ἐδίδαξεν

ἀστροσκοπίανmiddot ὁ δὲ τέταρτος ἐδίδαξεν ἀστρολογίανmiddot ὁ δὲ ὄγδοος ἐδίδαξεν

ἀεροσκοπίανmiddot ὁ δὲ τρίτος ἐδίδαξε τὰ σημεῖα τῆς γῆςmiddot ὁ δὲ ἕβδομος ἐδίδαξε

τὰ σημεῖα τοῦ ἡλίουmiddot ὁ δὲ εἰκοστὸς ἐδίδαξε τὰ σημεῖα τῆς σελήνηςmiddot πάντες

οὗτοι ἤρξαντο ἀνακαλύπτειν τὰ μυστήρια ταῖς γυναιξὶν αὐτῶν καὶ τοῖς

τέκνοις αὐτῶν μετὰ δὲ ταῦτα ἤρξαντο οἱ γίγαντες κατεσθίειν τὰς σάρκας

τῶν ἀνθρώπων

4 καὶ ἤρξαντο οἱ ἄνθρωποι ἐλαττοῦσθαι ἐπὶ τῆς γῆς

VIII col I

4 οἱ δὲ λοιποὶ ἐβόησαν εἰς τὸν οὐρανὸν περὶ τῆς κακώσεως αὐτῶν

λέγοντες εἰσενεχθῆναι τὸ μνημόσυνον αὐτῶν ἐνώπιον κυρίου

VIII col II

4 Τότε ἐβόησαν οἱ ἄνθρωποι εἰς τὸν οὐρανὸν λέγοντες Εἰσαγάγετε τὴν

κρίσιν ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον καὶ τὴν ἀπώλειαν ἡμῶν ἐνώπιον τῆς δόξης

τῆς μεγάλης ἐνώπιον τοῦ κυρίου τῶν κυρίων πάντων τῇ μεγαλωσύνῃ

IX col I

1 Καὶ ἀκούσαντες οἱ τέσσαρες μεγάλοι ἀρχάγγελοι Μιχαὴλ καὶ Οὐριὴλ

καὶ Ῥαφαὴλ καὶ Γαβριὴλ (καὶ Par gr 1711) παρέκυψαν ἐπὶ τὴν γῆν ἐκ τῶν

ἁγίων τοῦ οὐρανοῦ

2 καὶ θεασάμενοι αἷμα πολὺ ἐκκεχυμένον ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πᾶσαν ἀσέβειαν

καὶ ἀνομίαν γενομένην ἐπrsquo αὐτῆς

36

3 εἰσελθόντες εἶπον πρὸς ἀλλήλους ὅτι Τὰ πνεύματα καὶ αἱ ψυχαὶ τῶν

ἀνθρώπων στενάζουσιν ἐντυγχάνοντα καὶ λέγοντα ὅτι Εἰσαγάγετε τὴν

κρίσιν ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον καὶ τὴν ἀπώλειαν ἡμῶν ἐνώπιον τῆς δόξης

τῆς μεγαλωσύνης ἐνώπιον τοῦ κυρίου τῶν κυρίων πάντων τῇ

μεγαλωσύνῃ

4 καὶ εἶπον τῷ κυρίῳ τῶν αἰώνων Σὺ εἶ ὁ θεὸς τῶν θεῶν καὶ κύριος τῶν

κυρίων καὶ ὁ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ θεὸς τῶν αἰώνων καὶ ὁ

θρόνος τῆς δόξης σου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν αἰώνων καὶ τὸ ὄνομά σου

ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

IX col II

1 Καὶ ἀκούσαντες οἱ τέσσαρες μεγάλοι ἀρχάγγελοι Μιχαὴλ καὶ Οὐριὴλ

καὶ Ῥαφαὴλ καὶ Γαβριὴλ παρέκυψαν (= οἱ ltδgt Par gr 1711) ἐπὶ τὴν γῆν ἐκ

τῶν ἁγίων τοῦ οὐρανοῦ

2 καὶ θεασάμενοι αἷμα πολὺ ἐκκεχυμένον ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πᾶσαν ἀνομίαν

καὶ ἀσέβειαν γινομένην ἐπrsquo αὐτῆς

3 εἰσελθόντες εἶπον πρὸς ἀλλήλους ὅτι Τὰ πνεύματα καὶ αἱ ψυχαὶ τῶν

ἀνθρώπων ἐντυγχάνουσι στενάζοντα καὶ λέγοντα Εἰσαγάγετε τὴν δέησιν

ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον

4 καὶ προσελθόντες οἱ τέσσαρες ἀρχάγγελοι εἶπον τῷ κυρίῳ Σὺ εἶ ὁ θεὸς

τῶν θεῶν καὶ κύριος τῶν κυρίων καὶ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ θεὸς

τῶν ἀνθρώπων καὶ ὁ θρόνος τῆς δόξης σου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν

αἰώνων καὶ τὸ ὄνομά σου ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

καὶ τὸ ὄνομά σου ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

IX

4 add post αἰῶνας καὶ τὰ ἑξῆς τότε ὁ ὕψιστος ἐκέλευσε τοῖς ἁγίοις

ἀρχαγγέλοις καὶ ἔδησαν τοὺς ἐξάρχους αὐτῶν καὶ ἔβαλον (ἔβαλλον Par

gr 1711) αὐτοὺς εἰς τὴν ἄβυσσον ἕως τῆς κρίσεως καὶ τὰ ἑξῆς καὶ ταῦτα

μὲν ὁ Ἐνὼχ μαρτυρεῖ

5 σὺ γὰρ εἶ ὁ ποιήσας τὰ πάντα καὶ πάντων τὴν ἐξουσίαν ἔχων καὶ πάντα

ἐνώπιόν σου φανερὰ καὶ ἀκάλυπταmiddot καὶ πάντα ὁρᾷς καὶ οὐκ ἔστιν ὃ

κρυβῆναί σε δύναται

6 ὁρᾷς ὅσα ἐποίησεν Ἀζαὴλ καὶ (om Par gr 1711) ὅσα εἰσήνεγκεν (add

καὶ Par gr 1711) ὅσα ἐδίδαξεν ἀδικίας καὶ ἁμαρτίας ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πάντα

δόλον ἐπὶ τῆς ξηρᾶς ἐδίδαξε γὰρ τὰ μυστήρια καὶ ἀπεκάλυψε τῷ αἰῶνι τὰ

ἐν οὐρανῷ ἐπιτηδεύουσιν δὲ τὰ ἐπιτηδεύματα αὐτοῦ εἰδέναι τὰ μυστήρια

οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων

7 τῷ Σεμιαζᾷ τὴν ἐξουσίαν ἔδωκας ἔχειν τῶν σὺν αὐτῷ ἅμα ὄντων

8 καὶ ἐπορεύθησαν πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς καὶ

συνεκοιμήθησαν μετrsquo αὐτῶν καὶ ἐν ταῖς θηλείαις ἐμιάνθησαν καὶ

ἐδήλωσαν αὐταῖς πάσας τὰς ἁμαρτίας καὶ ἐδίδαξαν αὐτὰς μίσητρα

(μίσιτρα Par gr 1711) ποιεῖν

9 καὶ νῦν ἰδοὺ αἱ θυγατέρες τῶν ἀνθρώπων ἔτεκον ἐξ αὐτῶν υἱοὺς

γίγανταςmiddot κίβδηλα ἐπὶ τῆς (om Go) γῆς τῶν ἀνθρώπων ἐκκέχυται καὶ ὅλη

ἡ γῆ ἐπλήσθη ἀδικίας

10 καὶ νῦν ἰδοὺ τὰ πνεύματα τῶν ψυχῶν τῶν ἀποθανόντων ἀνθρώπων

ἐντυγχάνουσιν καὶ μέχρι τῶν πυλῶν τοῦ οὐρανοῦ ἀνέβη ὁ στεναγμὸς

αὐτῶν καὶ οὐ δύναται ἐξελθεῖν ἀπὸ προσώπου τῶν ἐπὶ τῆς γῆς γινομένων

ἀδικημάτων

11 καὶ σὺ αὐτὰ οἶδας πρὸ τῶν (τοῦ recte Par gr 1711) αὐτὰ γενέσθαι καὶ

ὁρᾷς αὐτοὺς καὶ ἐᾷς αὐτούς καὶ οὐδὲν λέγεις τί δεῖ ποιῆσαι αὐτοὺς (om

37

Go) περὶ τούτου

X

1 Τότε ὁ ὕψιστος εἶπε καὶ ὁ ἅγιος ὁ μέγας ἐλάλησε καὶ ἔπεμψε τὸν Οὐριὴλ

πρὸς τὸν υἱὸν (Go τοῦ) Λάμεχ λέγων

2 Πορεύου πρὸς τὸν Νῶε καὶ εἶπον αὐτῷ τῷ ἐμῷ ὀνόματι Κρύψον σεαυτόν

καὶ δήλωσον αὐτῷ τέλος ἐπερχόμενον ὅτι ἡ γῆ ἀπόλλυται πᾶσαmiddot καὶ εἶπον

αὐτῷ ὅτι κατακλυσμὸς μέλλει γίνεσθαι πάσης τῆς γῆς ἀπολέσαι πάντα

ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς

3 δίδαξον τὸν δίκαιον τί ποιήσει τὸν υἱὸν Λάμεχ καὶ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ εἰς

ζωὴν συντηρήσει καὶ ἐκφεύξεται διrsquo αἰῶνος καὶ ἐξ αὐτοῦ φυτευθήσεται

φύτευμα καὶ σταθήσεται πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

4 Καὶ τῷ Ῥαφαὴλ εἶπε Πορεύου Ῥαφαήλ καὶ δῆσον τὸν Ἀζαήλmiddot χερσὶ καὶ

ποσὶ συμπόδισον αὐτόν καὶ ἔμβαλε αὐτὸν εἰς τὸ σκότος καὶ ἄνοιξον τὴν

ἔρημον τὴν οὖσαν ἐν τῇ ἐρήμῳ Δουδαήλ καὶ ἐκεῖ πορευθεὶς βάλε αὐτόν

5 καὶ ὑπόθες αὐτῷ λίθους ὀξεῖς καὶ (om Go) λίθους τραχεῖς καὶ

ἐπικάλυψον αὐτῷ σκότος καὶ οἰκησάτω ἐκεῖ εἰς τὸν αἰῶνα καὶ τὴν ὄψιν

αὐτοῦ πώμασον καὶ φῶς μὴ θεωρείτωmiddot

6 καὶ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως ἀπαχθήσεται εἰς τὸν ἐμπυρισμὸν τοῦ

πυρός

7 καὶ ἴασαι τὴν γῆν ἣν ἠφάνισαν οἱ ἐγρήγοροι καὶ τὴν ἴασιν τῆς πληγῆς

δήλωσον ἵνα ἰάσωνται τὴν πληγὴν καὶ μὴ ἀπόλωνται πάντες οἱ υἱοὶ τῶν

ἀνθρώπων ἐν τῷ μυστηρίῳ ὃ εἶπον οἱ ἐγρήγοροι καὶ ἐδίδαξαν τοὺς υἱοὺς

τῶν ἀνθρώπων

8 καὶ ἠρημώθη πᾶσα ἡ γῆ ἐν τοῖς ἔργοις τῆς διδασκαλίας Ἀζαήλmiddot καὶ ἐπrsquo

αὐτῇ γράψον πάσας τὰς ἁμαρτίας

9 Καὶ τῷ Γαβριὴλ εἶπε Πορεύου Γαβριήλ ἐπὶ τοὺς γίγαντας ἐπὶ τοὺς

κιβδήλους ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς πορνείας καὶ ἀπόλεσαν τοὺς υἱοὺς τῶν

ἐγρηγόρων ἀπὸ τῶν υἱῶν τῶν ἀνθρώπωνmiddot πέμψον αὐτοὺς εἰς ἀλλήλους ἐξ

αὐτῶν εἰς αὐτούς ἐν πολέμῳ καὶ ἐν ἀπωλείᾳ καὶ μακρότης ἡμερῶν οὐκ

ἔσται αὐτοῖς

10 καὶ πᾶσα ἐρώτησις οὐκ ἔστι τοῖς πατράσιν αὐτῶν ὅτι ἐλπίζουσι ζῆσαι

ζωὴν αἰώνιον καὶ ὅτι ζήσεται ἕκαστος αὐτῶν ἔτη πεντακόσια

11 καὶ τῷ Μιχαὴλ εἶπε Πορεύου Μιχαήλ δῆσον Σεμιαζᾶν καὶ τοὺς ἄλλους

σὺν αὐτῷ τοὺς συμμιγέντας ταῖς θυγατράσι τῶν ἀνθρώπων τοῦ μιανθῆναι

ἐν αὐταῖς ἐν τῇ ἀκαθαρσίᾳ αὐτῶν

12 καὶ ὅταν κατασφαγῶσιν οἱ υἱοὶ αὐτῶν καὶ ἴδωσι τὴν ἀπώλειαν τῶν

ἀγαπητῶν αὐτῶν δῆσον αὐτοὺς ἐπὶ ἑβδομήκοντα γενεὰς εἰς τὰς νάπας

τῆς γῆς μέχρι ἡμέρας κρίσεως αὐτῶν μέχρι ἡμέρας τελειώσεως τελεσμοῦ

ἕως συντελεσθῇ κρίμα τοῦ αἰῶνος τῶν αἰώνων

13 τότε ἀπενεχθήσονται εἰς τὸ χάος τοῦ πυρὸς καὶ εἰς τὴν βάσανον καὶ εἰς

τὸ δεσμωτήριον τῆς συγκλείσεως τοῦ αἰῶνος

14 καὶ ὃς ἂν κατακρίθῃ καὶ ἀφανισθῇ ἀπὸ τοῦ νῦν μετrsquo αὐτῶν δεθήσεται

(δεηθήσεται recte Par gr 1711) μέχρι τελειώσεως γενεᾶς αὐτῶν

περὶ δὲ τοῦ ὄρους ἐν ᾧ ὤμοσαν καὶ ἀνεθεμέτισαν πρὸς τὸν πλησίον αὐτῶν

ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα οὐ μὴ ἀποστῇ ἀπrsquo αὐτοῦ ψῦχος καὶ χιὼν καὶ πάχνη καὶ

δρόσος οὐ μὴ καταβῇ εἰς αὐτό εἰ μὴ εἰς κατάραν καταβήσεται ἐπrsquo αὐτό

μέχρις ἡμέρας κρίσεως τῆς μεγάλης ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ κατακαυθήσεται

καὶ ταπεινωθήσεται καὶ ἔσται κατακαιόμενον καὶ τηκόμενον ὡς κηρὸς

ἀπὸ πυρός οὕτως κατακαήσεται περὶ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ καὶ νῦν

ἐγὼ λέγω ὑμῖν υἱοῖς ἀνθρώπων Ὀργὴ μεγάλη καθrsquo ὑμῶν laquoκαὶraquo κατὰ τῶν

38

υἱῶν ὑμῶν καὶ οὐ παύσεται ἡ ὀργὴ αὕτη ἀφrsquo ὑμῶν μέχρι καιροῦ σφαγῆς

τῶν υἱῶν ὑμῶν καὶ ἀπολοῦνται οἱ ἀγαπητοὶ ὑμῶν καὶ ἀποθανοῦνται οἱ

ἔντιμοι ὑμῶν ἀπὸ πάσης τῆς γῆς ὅτι πᾶσαι αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς αὐτῶν ἀπὸ

τοῦ νῦν οὐ μὴ ἔσονται πλείω τῶν ἑκατὸν εἴκοσιν ἐτῶν καὶ μὴ δόξητε ἔτι

ζῆσαι ἐπὶ πλείονα ἔτηmiddot οὐ γάρ ἐστιν ἐπrsquo αὐτοῖς πᾶσα ὁδὸς ἐκφεύξεως ἀπὸ

τοῦ νῦν διὰ τὴν ὀργὴν ἣν ὠργίσθη ὑμῖν ὁ βασιλεὺς πάντων τῶν αἰώνωνmiddot

μὴ νομίσητε ὅτι ἐκφεύξεσθε ταῦτα

XV

8 Καὶ νῦν οἱ γίγαντες οἱ γεννηθέντες ἀπὸ πνευμάτων καὶ σαρκὸς

πνεύματα πονηρὰ ἐπὶ τῆς γῆς καλέσουσιν αὐτούς ὅτι ἡ κατοίκησις αὐτῶν

ἔσται ἐπὶ τῆς γῆς

9 πνεύματα πονηρὰ ἔσονται τὰ πνεύματα ἐξεληλυθότα ἀπὸ τοῦ σώματος

τῆς σαρκὸς αὐτῶν διότι ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων ἐγένοντο καὶ ἐκ τῶν ἁγίων

τῶν ἐγρηγόρων ἡ ἀρχὴ τῆς κτίσεως αὐτῶν καὶ ἀρχὴ θεμελίουmiddot πνεύματα

πονηρὰ

10 ἐπὶ τῆς γῆς ἔσονται

11 τὰ πνεύματα τῶν γιγάντων νεμόμενα ἀδικοῦντα ἀφανίζοντα

ἐμπίπτοντα καὶ συμπαλαίοντα καὶ ῥιπτοῦντα ἐπὶ τῆς γῆς καὶ δρόμους

ποιοῦντα καὶ μηδὲν ἐσθίοντα ἀλλrsquo ἀσιτοῦντα καὶ ῥιπτοῦντα καὶ φάσματα

ποιοῦντα καὶ διψῶντα καὶ προσκόπτοντα

12 καὶ ἐξαναστήσονται τὰ πνεύματα ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων καὶ

τῶν γυναικῶν ὅτι ἐξ αὐτῶν ἐξεληλύθασι

XVI

1 Καὶ ἀπὸ ἡμέρας καιροῦ σφαγῆς καὶ ἀπωλείας καὶ θανάτου τῶν

γιγάντων ναφηλείμ οἱ ἰσχυροὶ τῆς γῆς οἱ μεγάλοι ὀνομαστοί τὰ

πνεύματα τὰ ἐκπορευόμενα ἀπὸ τῆς ψυχῆς αὐτῶν ὡς ἐκ τῆς σαρκὸς

ἔσονται ἀφανίζοντα χωρὶς κρίσεωςmiddot οὕτως ἀφανίσουσι μέχρις ἡμέρας τῆς

τελειώσεως ἕως τῆς κρίσεως τῆς μεγάλης ἐν ᾗ (ᾧ Par gr 1711) ὁ αἰὼν ὁ

μέγας τελεσθήσεται

XIX

3 ἀνθρώπων ὡς ἐγὼ εἶδον

XX

2 ὁ εἷς τῶν ἁγίων ὁ ἐπὶ τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ταρτάρου

3 Ῥαφαὴλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων τῶν ἀνθρώπων

4 Ῥαγουήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐκδικῶν τὸν κόσμον τῶν

φωστήρων

5 Μιχαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς ἐπὶ τῶν τοῦ λαοῦ ἀγαθῶν τέτακται

καὶ ἐπὶ τῷ χαῷ

6 Σαριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων οἵτινες ἐπὶ τῷ

πνεύματι ἁμαρτάνουσιν

7 Γαβριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τοῦ παραδείσου καὶ τῶν

δρακόντων καὶ χερουβίν Ῥεμειήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃν ἔταξεν ὁ

θεὸς ἐπὶ τῶν ἀνισταμένων ὀνόματα ζacute ἀρχαγγέλων

XXI

1 Καὶ ἐφώδευσα μέχρι τῆς ἀκατασκευάστου

2 καὶ ἐκεῖ ἐθεασάμην ἔργον φοβερόν ἑώρακα οὔτε οὐρανὸν ἐπάνω οὔτε

γῆν τεθεμελιωμένην ἀλλὰ τόπον ἀκατασκεύαστον καὶ φοβερόν

3 καὶ ἐκεῖ τεθέαμαι ζacute ἀστέρας τοῦ οὐρανοῦ δεδεμένους καὶ ἐριμμένους ἐν

αὐτῷ ὁμοῦ ὁμοίους ὁράσει μεγάλῃ καὶ ἐν πυρὶ καιομένους

4 τότε εἶπον Διὰ ποίαν αἰτίαν ἐπεδέθησαν καὶ διὰ ποίαν αἰτίαν ἐρίφησαν

39

ὧδε

5 καὶ εἶπέν μοι Οὐριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ μετrsquo

ἐμοῦ ὤν - καὶ

αὐτὸς αὐτῶν ἡγεῖτο - καὶ εἶπέν μοι Ἑνώχ περὶ τίνος

ἐρωτᾷς ἢ περὶ τίνος

τὴν ἀλήθειαν φιλοσπευδεῖς

6 οὗτοί εἰσιν τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ οἱ παραβάντες

τὴν ἐπιταγὴν τοῦ

κυρίου καὶ ἐδέθησαν ὧδε μέχρι πληρωθῆναι μύρια ἔτη

τὸν χρόνον τῶν

ἁμαρτημάτων αὐτῶν

7 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον τούτου

φοβερώτερον καὶ τεθέαμαι

ἔργα φοβεράmiddot πῦρ μέγα ἐκεῖ καιόμενον καὶ φλεγόμενον καὶ διακοπὴν

εἶχεν ὁ τόπος ἕως τῆς ἀβύσσου πλήρης στύλων πυρὸς μεγάλων

καταφερομένωνmiddot οὔτε μέτρον οὔτε μέγεθος ἠδυνήθην ἰδεῖν οὔτε εἰκάσαι

8 τότε εἶπον Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος οὗτος καὶ ὡς δεινὸς τῇ ὁράσει

9 τότε ἀπεκρίθη μοι καὶ εἶπεν

Incert

1 παρὰ (Par gr 1711 Go περὶ) δὲ τοῦ ὄρους ἐν ᾧ ὤμοσαν καὶ

ἀνεθεμάτισαν πρὸς τὸν πλησίον αὐτῶν ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα οὐ μὴ ἀποστῇ

ἀπrsquo αὐτοῦ ψῦχος καὶ χιὼν καὶ πάχνη καὶ δρόσος οὐ μὴ καταβῇ εἰς αὐτό εἰ

μὴ εἰς κατάραν καταβήσεται ἐπrsquo (Go εἰς) αὐτό μέχρις ἡμέρας κρίσεως τῆς

μεγάλης

2 ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ κατακαυθήσεται καὶ (Go om) ταπεινωθήσεται καὶ

ἔσται κατακαιόμενον καὶ τηκόμενον ὡς κηρὸς ἀπὸ πυρός οὕτως

κατακαήσεται περὶ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ

3 καὶ νῦν ἐγὼ λέγω ὑμῖν υἱοῖς ἀνθρώπων Ὀργὴ μεγάλη καθrsquo ὑμῶν κατὰ

τῶν υἱῶν ὑμῶνmiddot καὶ οὐ παύσεται ἡ ὀργὴ αὕτη ἀφrsquo ὑμῶν μέχρι καιροῦ

σφαγῆς τῶν υἱῶν ὑμῶν

4 καὶ ἀπολοῦνται οἱ ἀγαπητοὶ ὑμῶν καὶ ἀποθανοῦνται οἱ ἔντιμοι ὑμῶν

ἀπὸ πάσης τῆς γῆς ὅτι πᾶσαι αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς αὐτῶν ἀπὸ τοῦ νῦν οὐ μὴ

ἔσονται πλείω τῶν ἑκατὸν εἴκοσιν ἐτῶν

5 καὶ μὴ δόξητε ἔτι ζῆσαι ἐπὶ πλείονα ἔτηmiddot οὐ γάρ ἐστιν ἐπrsquo αὐτοῖς πᾶσα

ὁδὸς ἐκφεύξεως ἀπὸ τοῦ νῦν διὰ τὴν ὀργὴν ἣν ὠργίσθη ὑμῖν ὁ βασιλεὺς

πάντων τῶν αἰώνωνmiddot μὴ νομίσητε ὅτι ἐκφεύξεσθε ταῦτα

Περί των γιγάντων

καὶ ἦν νωε ἐτῶν πεντακοσίων καὶ ἐγέννησεν νωε τρεῖς υἱούς τὸν σημ τὸν χαμ τὸν

ιαφεθκαὶ ἐγένετο ἡνίκα ἤρξαντο οἱ ἄνθρωποι πολλοὶ γίνεσθαι ἐπὶ τῆς γῆς καὶ θυγατέρες

ἐγενήθησαν αὐτοῖς 2ἰδόντες δὲ οἱ υἱοὶ τοῦ θεοῦ τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων ὅτι καλαί

εἰσιν ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ πασῶν ὧν ἐξελέξαντο 3καὶ εἶπεν κύριος ὁ θεός οὐ

μὴ καταμείνῃ τὸ πνεῦμά μου ἐν τοῖς ἀνθρώποις τούτοις εἰς τὸν αἰῶνα διὰ τὸ εἶναι

αὐτοὺς σάρκας ἔσονται δὲ αἱ ἡμέραι αὐτῶν ἑκατὸν εἴκοσι ἔτη 4οἱ δὲ γίγαντες ἦσαν ἐπὶ

τῆς γῆς ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις καὶ μετ ἐκεῖνο ὡς ἂν εἰσεπορεύοντο οἱ υἱοὶ τοῦ

θεοῦ πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων καὶ ἐγεννῶσαν ἑαυτοῖς ἐκεῖνοι ἦσαν οἱ

γίγαντες οἱ ἀπ αἰῶνος οἱ ἄνθρωποι οἱ ὀνομαστοί

40

Παραθέτουμε ένα επεξηγηματικό κείμενο αναφορικά με τους γίγαντες από την

ιστοσελίδα httpwwwoodegrcom

laquoΕδώ πρόκειται για το θέμα στο οποίο αναφέρθηκε ο Ιησούς Χριστός στο

Ματθαίος κδ΄ 38 για τους προκατακλυσμιαίους ανθρώπους που ΄΄έτρωγαν και

έπιναν και παντρεύονταν΄΄ ώσπου ήρθε ο Κατακλυσμός Επ αυτών υπάρχουν

κάποιες παρατηρήσεις

1η παρατήρηση Το οριστικό άρθρο ΄΄οι΄΄ δείχνει ότι πρόκειται για κάποιους που

ήταν ήδη γνωστοί στους αναγνώστες της Γενέσεως προς τους οποίους απευθύνεται

ο Μωυσής δηλαδή προς τους Ισραηλίτες της εποχής του που λάβαιναν το Νόμο

2η παρατήρηση Το ότι ΄΄εν ταις ημέραις εκείναις ήσαν΄΄ υπονοεί 1 Είτε ότι δεν

υπήρχαν πλέον οι γίγαντες στη ΄΄γη΄΄ όταν γραφόταν η Γένεση δηλαδή κατά το 1500

πΧ 2 είτε ότι υπήρχαν και τότε

3η παρατήρηση Για ποια ΄΄γη΄΄ μιλάει 1 Είτε για τη συγκεκριμένη γη στην οποία

συνέβαιναν τα γεγονότα που αναγράφονται στα γύρω κεφάλαια (τη γη της

Μεσοποταμίας) 2 είτε γενικά για τη γύρω γη στην οποία είχαν επεκταθεί οι γίγαντες

και η φυλή Αδάμ Αυτό όμως δεν έχει σημασία καθώς η αναφορά γίνεται μόνο για

τον καιρό πρό τού Κατακλυσμού Είναι γεγονός όμως ότι στη γη Χαναάν οι

γίγαντες υπήρχαν και μετά από τον Κατακλυσμό

Αυτό φαίνεται στους Αριθμούς 13ιγ΄ 33 ΄΄και εκεί εωράκαμεν τους γίγαντας

(εβραϊκό Νεφιλείμ) και ήμεν ενώπιον αυτών ωσεί ακρίδες αλλά και ούτως ήμεν

ενώπιον αυτών΄΄

Αν αυτό φαίνεται παράξενο σε κάποιους που διδάχτηκαν ότι ο Κατακλυσμός ήταν

παγκόσμιος ας διαβάσουν τη μελέτη μας ΄΄Ήταν ο Κατακλυσμός Παγκόσμιος΄΄

Εκεί θα δουν τις Αγιογραφικές και ιστορικές αποδείξεις ότι επρόκειτο για έναν

τοπικό κατακλυσμό που έπληξε μόνο τη φυλή Αδάμ και μέλη μόνο των γύρω λαών

Επιβίωση από τον Κατακλυσμό

Το ότι οι Νεφιλείμ επεβίωσαν του Κατακλυσμού εξηγείται απλά

Είναι λογικό το ότι η φυλή των γιγάντων Νεφιλείμ δεν έμενε ολόκληρη στην

κοιλάδα της Μεσοποταμίας αλλά κάποιοι απ αυτούς διεσπάρησαν στις γύρω

περιοχές

Η Γένεση στο 7ζ΄ 20 γράφει ότι ο Κατακλυσμός είχε ύψος 15 πήχες (8- 9 μέτρα)

δηλαδή όσο χρειαζόταν για να καλύψει τις ψηλότερες περιοχές της χαμηλής

Μεσοποταμίας Όσοι όμως έμεναν στα ορεινά γύρω από την πληγείσα περιοχή

επεβίωσαν Άλλωστε ο Κατακλυσμός έγινε για τιμωρία της φυλής Αδάμ και όχι των

γύρω λαών όπως φαίνεται στη Γένεση 6ς΄ 5 - 7 όπου η λέξη που χρησιμοποιείται

στο Εβραϊκό κείμενο γι αυτούς με τους οποίους οργίστηκε ο Θεός είναι ΄΄Αδάμ΄΄

Για τους άλλους λαούς η Γένεση στο Εβραϊκό κείμενο χρησιμοποιεί άλλη λέξη

όπως φαίνεται στο Γένεσις 6ς΄ 4 [΄΄οι άνθρωποι (εβραϊκά ΄΄ενός΄΄) οι

ονομαστοί΄΄] και στο Γένεσις 13ιγ΄ 13 [΄΄οι δε άνθρωποι (εβραϊκά ΄΄ενός΄΄) οι εν

Σοδόμοις΄΄]

41

Μια τελευταία παρατήρηση ξεκινάει από το ίδιο εδάφιο της Γένεσης 6ς΄ 4 που λέει

΄΄Οι δε γίγαντες ήσαν επί τής γης εν ταις ημέραις εκείναις και μετ εκείνο ως αν

εισεπορεύοντο οι υιοί τού Θεού προς τας θυγατέρας τών ανθρώπων΄΄

Οι Νεφιλείμ λοιπόν υπήρχαν ακόμη ΄΄και μετά από εκείνο΄΄ το γεγονός που

περιγράφεται δηλαδή και μετά από την αύξηση του πληθυσμού στη

Μεσοποταμία Είναι λάθος να ταυτίζονται κατ ανάγκην οι Νεφιλείμ με τους γιους

των ισχυρών καθώς μια αβίαστη ανάγνωση του κειμένου δεν δείχνει τίποτα τέτοιο

Το μεταβατικό ΄΄δε΄΄ δείχνει ότι γίνεται λόγος για κάποιους άλλους και όχι για

τους γιούς των ισχυρών Οι γιοί των ισχυρών δεν είναι οι Νεφιλείμ αλλά οι ισχυροί

άνδρες της Μεσοποταμίας των άλλων φυλών που ζούσαν κοντά στη φυλή Αδάμ

Ίσως ο σκοπός του χωρίου είναι να δείξει ότι η φυλή των γιγάντων (η οποία

προβλημάτιζε τους Ισραηλίτες τον καιρό που ο Μωυσής έγραφε αυτά τα λόγια) ήταν

μια αρχαία φυλή σύγχρονη της επιμειξίας της φυλής Αδάμ με τους γιούς των

ισχυρών και ότι οι Νεφιλείμ επεβίωσαν ακόμη και μετά από την επιμειξία των

ισχυρών ανδρών της Μεσοποταμίας με τις ΄΄θυγατέρες Αδάμ΄΄ κατά την

προκατακλυσμιαία εποχή

Ίσως ακόμα η αναφορά αυτή να γίνεται για να δείξει ότι ο κατακλυσμός στρεφόταν

ειδικά κατά του λαού Αδάμ και όχι και των γύρω λαών εκ των οποίων

επεβίωσαν και οι Νεφιλείμ

Οι γίγαντες στην εποχή τού Ισραήλ

Σύμφωνα με την Αγία Γραφή η περιοχή στην οποία επεβίωσαν κάποιοι από τη

φυλή των γιγάντων Νεφιλείμ ήταν η Βασάν που ονομάζεται ΄΄γη γιγάντων΄΄

(Δευτερονόμιο γ΄ 13)

Πρόκειται για μία ορεινή περιοχή ανατολικά της Θάλασσας της Γαλιλαίας

κατάλληλη για επιβίωση των λαών της από τον Κατακλυσμό που έπληξε τη

Μεσοποταμία και το λαό Αδάμ (Όπως λέμε ΄΄λαός Ισραήλ΄΄)

Εκεί οι γίγαντες υπήρχαν όχι μόνο μετά από τον Κατακλυσμό αλλά και στις ημέρες

του Αβραάμ όπως φαίνεται στη Γένεση 14ιδ΄ 5 όπου λέει για τον Χοδολλογομόρ

και τους συμμάχους του ότι ΄΄κατέκοψαν τους γίγαντας τους εν Ασταρώθ

Καρναιν΄΄ στη Βασσάν

Και οι κατάσκοποι όμως των ημερών του Μωυσή βρήκαν τους Νεφιλείμ στη

Χαναάν όπως είδαμε στους Αριθμούς 13ιγ΄ 33 όπου μάλιστα ονομάζει τους

γίγαντες ΄΄Νεφιλείμ΄΄ Εκεί έχει μάλιστα και οριστικό άρθρο ΄΄τους Νεφιλείμ΄΄

πράγμα που δείχνει ότι δεν επρόκειτο για παρομοίωση αλλά για το γνωστό λαό

των Νεφιλείμ

Άλλα εδάφια όπως το Δευτερονόμιο 1α΄ 28 αναφερόμενο στο ίδιο γεγονός

ταυτίζει τους Νεφιλείμ με τους Ανακείμ που προφανώς ήταν απόγονοί τους

Με τους Ανακείμ συσχετίζει η Αγία Γραφή όλες τις φυλές γιγάντων που ζούσαν γύρω

από τη Θάλασσα της Γαλιλαίας όπως ήταν οι Ραφαείμ οι Εμμαίοι και οι

42

Ζουμζουμείμ τους οποίους εξολώθρευσαν οι απόγονοι του Λωτ (Δευτερονόμιο 2β΄

10112021)

Οι Ραφαείμ ήταν απόγονοι των Γιγάντων που επεβίωσαν από τον Κατακλυσμό και

δεν ήταν απόγονοι του Νώε καθώς δεν αναφέρονται στη Γένεση 10ι΄ όπου

αναφέρονται οι λαοί που κατάγονται από το Νώε Η σκέψη ότι ίσως να μην

αναφέρονται επειδή είναι πολύ νεώτεροι λαοί δεν ευσταθεί επειδή αναφέρονται στη

Γένεσις 14ιδ΄ 5 σαν λαός από την εποχή του Αβραάμ ακόμα και συνεπώς είναι

αρχαιότεροι λαοί από αυτούς που αναφέρονται ως απόγονοι του Νώε

Μετά από την εγκατάσταση των Ισραηλιτών στη Γη της Επαγγελίας οι υψηλόσωμες

αυτές φυλές εξολωθρεύτηκαν και δεν έμειναν Ανακείμ στο Ισραήλ Μόνο στη Γάζα

στη Γαθ και στην Άζωτο έμειναν αναμεμειγμένοι με τους Φιλισταίους (Ιησούς

Ναυή 11ια΄ 21 22)

Ένας απ αυτούς ήταν και ο Γολιάθ από τη Γαθ που σκοτώθηκε από τον Δαυίδ (Α΄

Σαμουήλ ιζ΄ 4 ΄΄Εξήλθεν Γολιάθ εκ της Γαθ΄΄)

Τον καιρό του Δαυίδ σκοτώθηκαν οι τελευταίοι γίγαντεςraquo1

1 httpwwwoodegrcomoodegenesiskatak1htm

43

Page 15: Η δημιουργία του κόσμου

15

Ο Ενώχ αναφέρεται μια μόνο φορά στην Καινή Διαθήκη ως προφήτης (Ιούδα 14)

Με το όνομα Βιβλίο Ενώχ σώζεται απόκρυφο σύγγραμμα που γράφτηκε περί τα

110 πΧ περιέχει προφητείες περί της συντέλειας του κόσμου και είναι σε αιθιοπική

μετάφραση Δεν αποκλείεται η παραπομπή στο βιβλίο του Ιούδα να είναι παρμένη απ

αυτό Όμως το βιβλίο αυτό το απέρριψαν ως μη κανονικό τόσο οι Εβραίοι όσο και

οι Πατέρες της Εκκλησίας

Ας μείνει μέσα μας απ όλα όσα ελέχθησαν περί του Ενώχ πως αν κάτι έχει ύψιστη

σημασία για τον Θεό και για μας είναι το να περιπατώμεν καθώς Εκείνος

περιεπάτησεν (Α΄ Ιωάν 26) φυλάττοντες τας εντολάς αυτού και πράττοντες τα

αρεστά ενώπιον αυτού (Α΄ Ιωάν 322)

Γιἀννης Έρτσος

Σας παραθέτουμε τώρα προς ανάγνωσιν το απόκρυφο βιβλίο του Ενώχ

1 Λόγος εὐλογίας Ἑνώχ καθὼς εὐλόγησεν ἐκλεκτοὺς δικαίους οἵτινες

ἔσονται εἰς ἡμέραν ἀνάγκης ἐξᾶραι πάντας τοὺς ἐχθρούς καὶ σωθήσονται

δίκαιοι

2 Καὶ ἀναλαβὼν τὴν παραβολὴν αὐτοῦ εἶπεν Ἑνώχmiddot (ἄνθρωπος δίκαιός

ἐστιν [ᾧ] ὅρασις ἐκ θεοῦ αὐτῷ ἀνεῳγμένη ἦν ἔχων τὴν ὅρασιν τοῦ ἁγίου

laquoκαὶraquo τοῦ οὐρανοῦmiddot) Ἔδειξέν μοι καὶ ἁγιολόγων ἁγίων ἤκουσα ἐγώ καὶ ὡς

ἤκουσα παρrsquo αὐτῶν πάντα καὶ ἔγνων ἐγὼ θεωρῶνmiddot καὶ οὐκ εἰς τὴν νῦν

γενεὰν διενοούμην ἀλλὰ ἐπὶ πόρρω οὖσαν ἐγὼ λαλῶ

3 Καὶ περὶ τῶν ἐκλεκτῶν νῦν λέγω καὶ περὶ αὐτῶν ἀνέλαβον τὴν

παραβολήν μου καὶ ἐξελεύσεται ὁ ἅγιός μου ὁ μέγας ἐκ τῆς κατοικήσεως

αὐτοῦ

4 καὶ ὁ θεὸς τοῦ αἰῶνος ἐπὶ γῆν πατήσει ἐπὶ τὸ Σεινὰ ὄρος καὶ φανήσεται

ἐκ τῆς παρεμβολῆς αὐτοῦ καὶ φανήσεται ἐν τῇ δυνάμει τῆς ἰσχύος αὐτοῦ

ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ τῶν οὐρανῶν

5 καὶ φοβηθήσονται πάντες καὶ πιστεύσουσιν οἱ ἐγρήγοροι laquoκαὶ ᾄσουσιν

ἀπόκρυφα ἐν πᾶσιν τοῖς ἄκροις τῆς [γῆς]middot καὶ σεισθήσονται πάντα τὰ ἄκρα

τῆς γῆςraquo καὶ λήμψεται αὐτοὺς τρόμος καὶ φόβος μέγας μέχρι τῶν περάτων

τῆς γῆς

6 καὶ σεισθήσονται καὶ πεσοῦνται καὶ διαλυθήσονται ὄρη ὑψηλά καὶ

ταπεινωθήσονται βουνοὶ ὑψηλοὶ τοῦ διαρυῆναι ὄρη καὶ τακήσονται ὡς

κηρὸς ἀπὸ προσώπου πυρὸς ἐν φλογί

7 καὶ διασχισθήσεται ἡ γῆ σχίσμα ῥαγάδι καὶ πάντα ὅσα ἐστὶν ἐπὶ τῆς γῆς

ἀπολεῖται καὶ κρίσις ἔσται κατὰ πάντων

8 καὶ μετὰ τῶν δικαίων τὴν εἰρήνην ποιήσει καὶ ἐπὶ τοὺς ἐκλεκτοὺς ἔσται

συντήρησις καὶ εἰρήνη καὶ ἐπrsquo αὐτοὺς γενήσεται ἔλεος καὶ ἔσονται

πάντες τοῦ θεοῦ καὶ τὴν εὐδοκίαν δώσει αὐτοῖς καὶ πάντας εὐλογήσει καὶ

πάντων ἀντιλήμψεται καὶ βοηθήσει ἡμῖν καὶ φανήσεται αὐτοῖς φῶς καὶ

ποιήσει ἐπrsquo αὐτοὺς εἰρήνην

9 ὅτι ἔρχεται σὺν ταῖς μυριάσιν αὐτοῦ καὶ τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ ποιῆσαι

κρίσιν κατὰ πάντων καὶ ἀπολέσει πάντας τοὺς ἀσεβεῖς καὶ ἐλέγξει

πᾶσαν σάρκα περὶ πάντων ἔργων τῆς ἀσεβείας αὐτῶν ὧν ἠσέβησαν καὶ

σκληρῶν ὧν ἐλάλησαν λόγων laquoκαὶ περὶ πάντων ὧν κατελάλησανraquo κατrsquo

αὐτοῦ ἁμαρτωλοὶ ἀσεβεῖς

16

II

1 Κατανοήσατε πάντα τὰ ἔργα ἐν τῷ οὐρανῷ πῶς οὐκ ἠλλοίωσαν τὰς

ὁδοὺς αὐτῶν καὶ τοὺς φωστῆρας τοὺς ἐν τῷ οὐρανῷ ὡς τὰ πάντα

ἀνατέλλει καὶ δύνει τεταγμένος ἕκαστος ἐν τῷ τεταγμένῳ καιρῷ καὶ ταῖς

ἑορταῖς αὐτῶν φαίνονται καὶ οὐ παραβαίνουσιν τὴν ἰδίαν τάξιν

2 ἴδετε τὴν γῆν καὶ διανοήθητε περὶ τῶν ἔργων τῶν ἐν αὐτῇ γενομένων

ἀπrsquo ἀρχῆς μέχρι τελειώσεως ὥς εἰσιν φθαρτά ὡς οὐκ ἀλλοιοῦνται οὐδὲν

τῶν ἐπὶ γῆς ἀλλὰ πάντα ἔργα θεοῦ ὑμῖν φαίνεται

3 ἴδετε τὴν θερείαν καὶ τὸν χειμῶνα

καταμάθετε καὶ ἴδετε πάντα τὰ δένδρα

IIIndashV

1πῶς τὰ φύλλα χλωρὰ ἐν αὐτοῖς σκέποντα τὰ δένδρα καὶ πᾶς ὁ καρπὸς

αὐτῶν εἰς τιμὴν καὶ δόξαν διανοήθητε καὶ γνῶτε περὶ πάντων τῶν ἔργων

αὐτοῦ καὶ νοήσατε ὅτι θεὸς ζῶν ἐποίησεν αὐτὰ οὕτως καὶ ζῇ εἰς πάντας

τοὺς αἰῶναςmiddot

2 καὶ τὰ ἔργα αὐτοῦ πάντα ὅσα ἐποίησεν εἰς τοὺς αἰῶνας ἀπὸ ἐνιαυτοῦ εἰς

ἐνιαυτὸν γινόμενα πάντα οὕτως καὶ πάντα ὅσα ἀποτελοῦσιν αὐτῷ τὰ

ἔργα καὶ οὐκ ἀλλοιοῦνται αὐτῶν τὰ ἔργα ἀλλrsquo ὡσπερεὶ κατὰ ἐπιταγὴν τὰ

πάντα γίνεται

3 ἴδετε πῶς ἡ θάλασσα καὶ οἱ ποταμοὶ ὡς ὁμοίως ἀποτελοῦσιν καὶ οὐκ

ἀλλοιοῦσιν αὐτῶν τὰ ἔργα ἀπὸ τῶν λόγων αὐτοῦ

4 ὑμεῖς δὲ οὐκ ἐνεμείνατε οὐδὲ ἐποιήσατε κατὰ τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ ἀλλὰ

ἀπέστητε καὶ κατελαλήσατε μεγάλους καὶ σκληροὺς λόγους ἐν στόματι

ἀκαθαρσίας ὑμῶν κατὰ τῆς μεγαλωσύνης αὐτοῦ ὅτι κατελαλήσατε ἐν τοῖς

ψεύμασιν ὑμῶν σκληροκάρδιοι οὐκ ἔστιν εἰρήνη ὑμῖν

5 τοιγὰρ τὰς ἡμέρας ὑμῶν ὑμεῖς καταράσεσθε καὶ τὰ ἔτη τῆς ζωῆς ὑμῶν

ἀπολεῖται καὶ τὰ ἔτη τῆς ἀπωλείας ὑμῶν πληθυνθήσεται ἐν κατάρᾳ

αἰώνων καὶ οὐκ ἔσται ὑμῖν ἔλεος καὶ εἰρήνη

6 τότε ἔσται τὰ ὀνόματα ὑμῶν εἰς κατάραν αἰώνιον πᾶσιν τοῖς δικαίοις

καὶ ἐν ὑμῖν καταράσονται πάντες οἱ καταρώμενοι καὶ πάντες οἱ

ἁμαρτωλοὶ καὶ ἀσεβεῖς ἐν ὑμῖν ὀμοῦνται καὶ πάντες οἱ ἀναμάρτητοι

χαρήσονται καὶ ἔσται αὐτοῖς λύσις ἁμαρτιῶν καὶ πᾶν ἔλεος καὶ εἰρήνη καὶ

ἐπιείκεια ἔσται αὐτοῖς σωτηρία φῶς ἀγαθόν καὶ αὐτοὶ κληρονομήσουσιν

τὴν γῆν καὶ πᾶσιν ὑμῖν τοῖς ἁμαρτωλοῖς οὐχ ὑπάρξει σωτηρία ἀλλὰ ἐπὶ

πάντας ὑμᾶς κατάλυσις κατάρα

7 καὶ τοῖς ἐκλεκτοῖς φῶς καὶ χάρις καὶ εἰρήνη καὶ αὐτοὶ κληρονομήσουσιν

τὴν γῆν ὑμῖν δὲ τοῖς ἀσεβέσιν ἔσται κατάρα

8 τότε δοθήσεται τοῖς ἐκλεκτοῖς φῶς καὶ χάρις καὶ αὐτοὶ

κληρονομήσουσιν τὴν γῆν τότε δοθήσεται πᾶσιν τοῖς ἐκλεκτοῖς σοφία καὶ

πάντες οὗτοι ζήσονται καὶ οὐ μὴ ἁμαρτήσονται ἔτι οὐ κατrsquo ἀλήθειαν οὔτε

κατὰ ὑπερηφανίαν καὶ ἔσται ἐν ἀνθρώπῳ πεφωτισμένῳ φῶς καὶ

ἀνθρώπῳ ἐπιστήμονι νόημα καὶ οὐ μὴ πλημμελήσουσιν

9 οὐδὲ μὴ ἁμάρτωσιν πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς αὐτῶν καὶ οὐ μὴ

ἀποθάνωσιν ἐν ὀργῇ θυμοῦ ἀλλὰ τὸν ἀριθμὸν αὐτῶν ζωῆς ἡμερῶν

πληρώσουσιν καὶ ἡ ζωὴ αὐτῶν αὐξηθήσεται ἐν εἰρήνῃ καὶ τὰ ἔτη τῆς

χαρᾶς αὐτῶν πληθυνθήσεται ἐν ἀγαλλιάσει καὶ εἰρήνη αἰῶνος ἐν πάσαις

ταῖς ἡμέραις τῆς ζωῆς αὐτῶν

VI

1 Καὶ ἐγένετο οὗ ἂν ἐπληθύνθησαν οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων ἐν ἐκείναις

ταῖς ἡμέραις ἐγεννήθησαν θυγατέρες ὡραῖαι καὶ καλαί

17

2 καὶ ἐθεάσαντο αὐτὰς οἱ ἄγγελοι υἱοὶ οὐρανοῦ καὶ ἐπεθύμησαν αὐτάς

καὶ εἶπαν πρὸς ἀλλήλουςmiddot Δεῦτε ἐκλεξώμεθα ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ τῶν

ἀνθρώπων καὶ γεννήσομεν ἑαυτοῖς τέκνα

3 καὶ εἶπεν Σεμειαζᾶς πρὸς αὐτούς ὃς ἦν ἄρχων αὐτῶν Φοβοῦμαι μὴ οὐ

θελήσετε ποιῆσαι τὸ πρᾶγμα τοῦτο καὶ ἔσομαι ἐγὼ μόνος ὀφειλέτης

ἁμαρτίας μεγάλης

4 ἀπεκρίθησαν οὖν αὐτῷ πάντες Ὀμόσωμεν ὅρκῳ πάντες καὶ

ἀναθεματίσωμεν πάντες ἀλλήλους μὴ ἀποστρέψαι τὴν γνώμην ταύτην

μέχρις οὗ ἂν τελέσωμεν αὐτὴν καὶ ποιήσωμεν τὸ πρᾶγμα τοῦτο

5 τότε ὄμοσαν πάντες ὁμοῦ καὶ ἀνεθεμάτισαν ἀλλήλους ἐν αὐτῷ

7 Καὶ ταῦτα τὰ ὀνόματα τῶν ἀρχόντων αὐτῶνmiddot Σεμιαζά οὗτος ἦν ἄρχων

αὐτῶνmiddot Ἀραθάκ Κιμβρά Σαμμανή Δανειήλ Ἀρεαρώς Σεμιήλ Ἰωμειήλ

Χωχαριήλ Ἐζεκιήλ Βατριήλ Σαθιήλ Ἀτριήλ Ταμιήλ Βαρακιήλ Ἀνανθνά

Θωνιήλ Ῥαμιήλ Ἀσέαλ Ῥακειήλ Τουριήλ

8 οὗτοί εἰσιν ἀρχαὶ αὐτῶν οἱ [ἐπὶ] δέκα

VII

1 Καὶ ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκαςmiddot ἕκαστος αὐτῶν ἐξελέξαντο ἑαυτοῖς

γυναῖκας καὶ ἤρξαντο εἰσπορεύεσθαι πρὸς αὐτὰς καὶ μιαίνεσθαι ἐν

αὐταῖςmiddot καὶ ἐδίδαξαν αὐτὰς φαρμακείας καὶ ἐπαοιδὰς καὶ ῥιζοτομίας καὶ

τὰς βοτάνας ἐδήλωσαν αὐταῖς

2 Αἱ δὲ ἐν γαστρὶ λαβοῦσαι ἐτέκοσαν γίγαντας μεγάλους ἐκ πηχῶν

τρισχιλίων

3 οἵτινες κατησθίοσαν τοὺς κόπους τῶν ἀνθρώπων ὡς δὲ οὐκ ἐδυνήθησαν

αὐτοῖς οἱ ἄνθρωποι ἐπιχορηγεῖν

4 οἱ γίγαντες ἐτόλμησαν ἐπrsquo αὐτούς καὶ κατησθίοσαν τοὺς ἀνθρώπους

5 καὶ ἤρξαντο ἁμαρτάνειν ἐν τοῖς πετεινοῖς καὶ τοῖς [θ]ηρίοις καὶ ἑρπετοῖς

καὶ τοῖς [ἰ]χθύσιν καὶ ἀλλήλων τὰς σάρκας κατεσθίειν καὶ τὸ αἷμα ἔπινον

6 τότε ἡ γῆ ἐνέτυχεν κατὰ τῶν ἀνόμων

VIII

1 Ἐδίδαξεν τοὺς ἀνθρώπους Ἀζαὴλ μαχαίρας ποιεῖν καὶ ὅπλα καὶ ἀσπίδας

καὶ θώρακας διδάγματα ἀγγέλων καὶ ὑπέδειξεν αὐτοῖς τὰ μέταλλα καὶ

τὴν ἐργασίαν αὐτῶν καὶ ψέλια καὶ κόσμους καὶ στίβεις καὶ τὸ

καλλιβλέφαρον καὶ παντοίους λίθους ἐκλεκτοὺς καὶ τὰ βαφικά

2 καὶ ἐγένετο ἀσέβεια πολλή καὶ ἐπόρνευσαν καὶ ἀπεπλανήθησαν καὶ

ἠφανίσθησαν ἐν πάσαις ταῖς ὁδοῖς αὐτῶν

3 Σεμιαζᾶς ἐδίδαξεν ἐπα[ο]ιδὰς καὶ ῥιζοτομίαςmiddot Ἀρμαρὼς ἐπαοιδῶν

λυτήριονmiddot Βαρακιὴλ ἀστρολογίαςmiddot Χωχιὴλ τὰ σημειωτικάmiddot Σαθιὴλ

ἀστεροσκοπίανmiddot Σεριὴλ σεληναγωγίας

4 τῶν οὖν ἀνθρώπων ἀπολλυμένων ἡ βο[ὴ] εἰς οὐρανοὺς ἀνέβη

IX

1 Τότε παρ[α]κύψαντες Μιχαὴλ καὶ Οὐ[ρι]ὴλ καὶ Ῥαφαὴλ καὶ Γαβριή[λ]

οὗτοι ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἐθεάς[αν]το αἶμα πολὺ ἐκχυννόμεν[ον] ἐπὶ τῆς γῆςmiddot

2 καὶ εἶπαν πρὸ[ς] ἀλλήλους φωνὴ βοώντω[ν] ἐπὶ τῆς γῆς μέχρι πυλῶν

τοῦ οὐρανοῦ

3 ἐντυγχάνουσιν αἱ ψυχαὶ τῶν ἀνθρώπων λεγόντων Εἰσαγάγετε τὴν

κρίσιν ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστ[ον]

4 Καὶ εἶπα[ν] τῷ κυρίῳ Σὺ εἶ κύριος τῶν κυρίων καὶ ὁ θεὸς τῶν θεῶν καὶ

βασιλεὺς τῶν αἰώνωνmiddot ὁ θρόνος τῆς δόξης σου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τοῦ

αἰῶνος καὶ τὸ ὄνομά σου τὸ ἅγιον καὶ μέγα καὶ εὐλογητὸν εἰς πάντας τοὺς

αἰῶνας

18

5 σὺ γὰρ ἐποίησας τὰ πάντα καὶ πᾶσαν τὴν ἐξουσίαν ἔχων καὶ πάντα

ἐνώπιόν σου φανερὰ καὶ ἀκάλυπτα

6 καὶ πάντα σὺ ὁρᾷς ἃ ἐποίησεν Ἀζαήλ ὃς ἐδίδαξεν πάσας τὰς ἀδικίας ἐπὶ

τῆς γῆς καὶ ἐδήλωσεν τὰ μυστήρια τοῦ αἰῶνος τὰ ἐν τῷ οὐρανῷ ἃ

ἐπιτηδεύουσιν [καὶ] ἔγνωσαν ἄνθρωποι

7 καὶ Σεμιαζᾶς ᾧ τὴν ἐξουσίαν ἔδωκας ἄρχειν τῶν σὺν αὐτῷ ἅμα ὄντων

8 καὶ ἐπορεύθησαν πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς καὶ

συνεκοιμήθησαν αὐταῖς καὶ ἐμιάνθησαν καὶ ἐδήλωσαν αὐταῖς πάσας τὰς

ἁμαρτίας

9 καὶ αἱ γυναῖκες ἐγέννησαν τιτᾶνας ὑφrsquo ὧν ὅλη ἡ γῆ ἐπλήσθη αἵματος

καὶ ἀδικίας

10 καὶ νῦν ἰδοὺ βοῶσιν αἱ ψυχαὶ τῶν τετελευτηκότων καὶ ἐντυγχάνουσιν

μέχρι τῶν πυλῶν τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἀνέβη ὁ στεναγμὸς αὐτῶν καὶ οὐ

δύναται ἐξελθεῖν ἀπὸ προσώπου τῶν ἐπὶ τῆς γῆς γινομένων ἀνομημάτων

11 καὶ σὺ πάντα οἶδας πρὸ τοῦ αὐτὰ γενέσθαι καὶ σὺ ὁρᾷς ταῦτα καὶ ἐᾷς

αὐτούς καὶ οὐδὲ ἡμῖν λέγεις τί δεῖ ποιεῖν αὐτοὺς περὶ τούτων

X

1 Τότε Ὕψιστος εἶπεν περὶ τούτων ὁ μέγας Ἅγιος καὶ ἐλάλησεν καὶ εἶπεν

καὶ ἔπεμψεν Ἰστραὴλ πρὸς τὸν υἱὸν Λέμεχ

2 Εἶπον αὐτῷ ἐπὶ τῷ ἐμῷ ὀνόματι Κρύψον σεαυτόν καὶ δήλωσον αὐτῷ

τέλος ἐπερχόμενον ὅτι ἡ γῆ ἀπόλλυται πᾶσα καὶ κατακλυσμὸς μέλλει

γίνεσθαι πάσης τῆς γῆς καὶ ἀπολέσει πάντα ὅσα ἐστὶν [ἐν] αὐτῇ

3 καὶ δίδαξον αὐτὸν ὅπως ἐκφύγῃ καὶ μενεῖ τὸ σπέρμα αὐτοῦ εἰς πάσας

τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

4 Καὶ τῷ Ῥαφαὴλ εἶπεν Δῆσον τὸν Ἀζαὴλ ποσὶν καὶ χερσίν καὶ βάλε

αὐτὸν εἰς τὸ σκότος καὶ ἄνοιξον τὴν ἔρημον τὴν οὖσαν ἐν τῷ Δαδουὴλ

κἀκεῖ βάλε αὐτόν

5 καὶ ὑπόθες αὐτῷ λίθους τραχεῖς καὶ ὀξεῖς καὶ ἐπικάλυψον αὐτῷ τὸ

σκότος καὶ οἰκησάτω ἐκεῖ εἰς τοὺς αἰῶνας καὶ τὴν ὄψιν αὐτοῦ πώμασον

καὶ φῶς μὴ θεωρείτωmiddot

6 καὶ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς μεγάλης τῆς κρίσεως ἀπαχθήσεται εἰς τὸν

ἐνπυρισμόν

7 καὶ ἰαθήσεται ἡ γῆ ἣν ἠφάνισαν οἱ ἄγγελοι καὶ τὴν ἴασιν τῆς γῆς

δήλωσον ἵνα ἰάσωνται τὴν πληγήν ἵνα μὴ ἀπόλωνται πάντες οἱ υἱοὶ τῶν

ἀνθρώπων ἐν τῷ μυστηρίῳ ὅλῳ ᾧ ἐπέταξαν οἱ ἐγρήγοροι καὶ ἐδίδαξαν

τοὺς υἱοὺς αὐτῶν

8 καὶ ἠρημώθη πᾶσα ἡ γῆ ἀφανισθεῖσα ἐν τοῖς ἔργοις τῆς διδασκαλίας

Ἀζαήλmiddot καὶ ἐπrsquo αὐτῷ γράψον τὰς ἁμαρτίας πάσας

9 Καὶ τῷ Γαβριὴλ εἶπεν ὁ κύριος Πορεύου ἐπὶ τοὺς μαζηρέους ἐπὶ τοὺς

κιβδήλους καὶ τοὺς υἱοὺς τῆς πορνείας καὶ ἀπόλεσον τοὺς υἱοὺς τῶν

ἐγρηγόρων ἀπὸ τῶν ἀνθρώπωνmiddot πέμψον αὐτοὺς ἐν πολέμῳ ἀπωλείας

μακρότης γὰρ ἡμερῶν οὐκ ἔστιν αὐτῶν

10 καὶ πᾶσα ἐρώτησις [οὐκ] ἔσται τοῖς πατράσιν αὐτῶν καὶ περὶ αὐτῶν ὅτι

ἐλπίζουσιν ζῆσαι ζωὴν αἰώνιον καὶ ὅτι ζήσεται ἕκαστος αὐτῶν ἔτη

πεντακόσια

11 Καὶ εἶπεν Μιχαήλ Πορεύου καὶ δήλωσον Σεμιαζᾷ καὶ τοῖς λοιποῖς τοῖς

σὺν αὐτῷ ταῖς γυναιξὶν μιγεῖσιν μιανθῆναι ἐν αὐταῖς ἐν ἀκαθαρσίᾳ

αὐτῶνmiddot

12 καὶ ὅταν κατασφαγῶσιν οἱ υἱοὶ αὐτῶν καὶ ἴδωσιν τὴν ἀπώλειαν τῶν

ἀγαπητῶν καὶ δῆσον αὐτοὺς ἑβδομήκοντα γενεὰς εἰς τὰς νάπας τῆς γῆς

19

μέχρι ἡμέρας κρίσεως αὐτῶν καὶ συντελεσμοῦ ἕως τελεσθῇ τὸ κρίμα τοῦ

αἰῶνος τῶν αἰώνων

13 τότε ἀπαχθήσονται εἰς τὸ χάος τοῦ πυρὸς καὶ εἰς τὴν βάσανον καὶ εἰς

τὸ δεσμωτήριον συνκλείσεως αἰῶνος

14 καὶ ὃς ἂν κατακαυθῇ καὶ ἀφανισθῆ ἀπὸ τοῦ νῦν μετrsquo αὐτῶν ὁμοῦ

δεθήσονται μέχρι τελειώσεως γενεᾶς

15 ἀπόλεσον πάντα τὰ πνεύματα τῶν κιβδήλων καὶ τοὺς υἱοὺς τῶν

ἐγρηγόρων διὰ τὸ ἀδικῆσαι τοὺς ἀνθρώπους

16 καὶ ἀπόλεσον τὴν ἀδικίαν πᾶσαν ἀπὸ τῆς γῆς καὶ πᾶν ἔργον πονηρίας

ἐκλειπέτω καὶ ἀναφανήτω τὸ φυτὸν τῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς ἀληθείας εἰς

τοὺς αἰῶναςmiddot μετὰ χαρᾶς φυτευθήσεται

17 Καὶ νῦν πάντες οἱ δίκαιοι ἐκφεύξονται καὶ ἔσονται ζῶντες ἕως

γεννήσωσιν χιλιάδας καὶ πᾶσαι αἱ ἡμέραι νεότητος αὐτῶν καὶ τὰ

σάββατα αὐτῶν μετὰ εἰρήνης πληρώσουσιν

18 τότε ἐργασθήσεται πᾶσα ἡ γῆ ἐν δικαιοσύνῃ καὶ φυτευθήσεται δένδρον

ἐν αὐτῇ καὶ πλησθήσεται εὐλογίας

19 καὶ πάντα τὰ δένδρα τῆς γῆς ἀγαλλιάσονταιmiddot φυτευθήσεται καὶ

ἔσονται φυτεύοντες ἀμπέλους καὶ ἡ ἄμπελος ἣν ἂν φυτεύσωσιν

ποιήσουσιν πρόχους οἴνου χιλιάδας καὶ σπόρου ποιήσει καθrsquo ἕκαστον

μέτρον ἐλαίας ποιήσει ἀνὰ βάτους δέκα

20 καὶ σὺ καθάρισον τὴν γῆν ἀπὸ πάσης ἀκαθαρσίας καὶ ἀπὸ πάσης

ἀδικίας καὶ ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας καὶ ἀσεβείας καὶ πάσας τὰς ἀκαθαρσίας

τὰς γινομένας ἐπὶ τῆς γῆς ἐξάλειψον

21 καὶ ἔσονται πάντες λατρεύοντες οἱ λαοὶ καὶ εὐλογοῦντες πάντες ἐμοὶ

καὶ προσκυνοῦντες

22 καὶ καθαρισθήσεται πᾶσα ἡ γῆ ἀπὸ παντὸς μιάσματος καὶ ἀπὸ πάσης

ἀκαθαρσίας καὶ ὀργῆς καὶ μάστιγος καὶ οὐκέτι πέμψω ἐπrsquo αὐτοὺς εἰς

πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

XI

1 καὶ τότε ἀνοίξω τὰ ταμεῖα τῆς εὐλογίας τὰ ὄντα ἐν τῷ οὐρανῷ καὶ

κατενεγκεῖν αὐτὰ ἐπὶ τὰ ἔργα ἐπὶ τὸν κόπον τῶν υἱῶν τῶν ἀνθρώπων

2 καὶ τότε ἀλήθεια καὶ εἰρήνη κοινωνήσουσιν ὁμοῦ εἰς πάσας τὰς ἡμέρας

τοῦ αἰῶνος καὶ εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν ἀνθρώπων

XII

1 Πρὸ τούτων τῶν λόγων ἐλήμφθη Ἑνώχ καὶ οὐδεὶς τῶν ἀνθρώπων ἔγνω

ποῦ ἐλήμφθη καὶ ποῦ ἐστιν καὶ τί ἐγένετο αὐτῷ

2 καὶ τὰ ἔργα αὐτοῦ μετὰ τῶν ἐγρηγόρων καὶ μετὰ τῶν ἁγίων αἱ ἡμέραι

αὐτοῦ

3 Καὶ ἑστὼς ἤμην Ἑνὼχ εὐλογῶν τῷ κυρίῳ τῆς μεγαλωσύνης τῷ βασιλεῖ

τῶν αἰώνων καὶ ἰδοὺ οἱ ἐγρήγοροι τοῦ ἁγίου τοῦ μεγάλου ἐκάλουν μεmiddot

4 Ἑνώχ ὁ γραμματεὺς τῆς δικαιοσύνης πορεύου καὶ εἶπε τοῖς ἐγρηγόροις

τοῦ οὐρανοῦ οἵτινες ἀπολιπόντες τὸν οὐρανὸν τὸν ὑψηλόν τὸ ἁγίασμα τῆς

στάσεως τοῦ αἰῶνος μετὰ τῶν γυναικῶν ἐμιάνθησαν καὶ ὥσπερ οἱ υἱοὶ

τῆς γῆς ποιοῦσιν οὕτως καὶ αὐτοὶ ποιοῦσιν καὶ ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας

Ἀφανισμὸν μέγαν ἠφανίσατε τὴν γῆν

5 καὶ οὐκ ἔσται ὑμῖν εἰρήνη οὔτε ἄφεσις καὶ περὶ ὧν χαίρουσιν τῶν υἱῶν

αὐτῶν

6 τὸν φόνον τῶν ἀγαπητῶν αὐτῶν ὄψονται καὶ ἐπὶ τῇ ἀπωλείᾳ τῶν υἱῶν

αὐτῶν στενάξουσιν καὶ δεηθήσονται εἰς τὸν αἰῶνα καὶ οὐκ αὐτοῖς ἔσται

εἰς ἔλεον καὶ εἰρήνην

20

XIII

1 Ὁ δὲ Ἑνὼχ τῷ Ἀζαὴλ εἶπεν Πορεύουmiddot οὐκ ἔσται σοι εἰρήνη κρίμα μέγα

ἐξῆλθεν κατὰ σοῦ δῆσαί σε

2 καὶ ἀνοχὴ καὶ ἐρώτησίς σοι οὐκ ἔσται περὶ ὧν ἔδειξας ἀδικημάτων καὶ

περὶ πάντων τῶν ἔργων τῶν ἀσεβειῶν καὶ τῆς ἀδικίας καὶ τῆς ἁμαρτίας

ὅσα ὑπέδειξας τοῖς ἀνθρώποις

3 Τότε πορευθεὶς εἴρηκα πᾶσιν αὐτοῖς καὶ αὐτοὶ πάντες ἐφοβήθησαν καὶ

ἔλαβεν αὐτοὺς τρόμος καὶ φόβος

4 καὶ ἠρώτησαν ὅπως γράψω αὐτοῖς ὑπομνήματα ἐρωτήσεως ἵνα γένηται

αὐτοῖς ἄφεσις καὶ ἵνα ἐγὼ ἀναγνῶ αὐτοῖς τὸ ὑπόμνημα τῆς ἐρωτήσεως

ἐνώπιον Κυρίου τοῦ οὐρανοῦ

5 ὅτι αὐτοὶ οὐκ ἔτι δύνανται λαλῆσαι οὐδὲ ἀπᾶραι αὐτῶν τοὺς ὀφθαλμοὺς

εἰς τὸν οὐρανὸν ἀπὸ αἰσχύνης περὶ ὧν ἡμαρτήκεισαν καὶ κατεκρίθησαν

6 Τότε ἔγραψα τὸ ὑπόμνημα τῆς ἐρωτήσεως αὐτῶν καὶ τὰς δεήσεις περὶ

τῶν πνευμάτων αὐτῶν καὶ περὶ ὧν δέονται ὅπως αὐτῶν γένωνται ἄφεσις

καὶ μακρότης

7 καὶ πορευθεὶς ἐκάθισα ἐπὶ τῶν ὑδάτων Δὰν ἐν γῇ Δάν ἥτις ἐστὶν ἐκ

δεξιῶν Ἑρμωνειεὶμ δύσεωςmiddot ἀνεγίγνωσκον τὸ ὑπόμνημα τῶν δεήσεων

αὐτῶν

8 ὡς ἐκοιμήθην καὶ ἰδοὺ ὄνειροι ἐπrsquo ἐμὲ ἦλθον καὶ ὁράσεις ἐπrsquo ἐμὲ

ἐπέπιπτον καὶ ἴδον ὁράσεις ὀργῆς καὶ ἦλθεν φωνὴ λέγουσα Εἶπον τοῖς

υἱοῖς τοῦ οὐρανοῦ τοῦ ἐλέγξαι αὐτούς

9 Καὶ ἔξυπνος γενόμενος ἦλθον πρὸς αὐτούς καὶ πάντες συνηγμένοι

ἐκάθηντο πενθοῦντες ἐν Ἐβελσατά ἥτις ἐστὶν ἀνὰ μέσον τοῦ Λιβάνου καὶ

Σενισήλ περικεκαλυμμένοι τὴν ὄψιν

10 ἐνώπιον αὐτῶν καὶ ἀνήγγειλα αὐτοῖς πάσας τὰς ὁράσεις ἃς εἶδον κατὰ

τοὺς ὕπνους καὶ ἠρξάμην λαλεῖν τοὺς λόγους τῆς δικαιοσύνης ἐλέγχων

τοὺς ἐγρηγόρους τοῦ οὐρανοῦ

XIV

1 Βίβλος λόγων δικαιοσύνης καὶ ἐλέγξεως ἐγρηγόρων τῶν ἀπὸ τοῦ

αἰῶνος κατὰ τὴν ἐντολὴν τοῦ ἁγίου τοῦ μεγάλου ἐν ταύτῃ τῇ ὁράσει

2 Ἐγὼ εἶδον κατὰ τοὺς ὕπνους μου ὃ νῦν λέγω ἐν γλώσσῃ σαρκίνῃ ἐν τῷ

πνεύματι τοῦ στόματός μου ὃ ἔδωκεν ὁ μέγας τοῖς ἀνθρώποις λαλεῖν ἐν

αὐτοῖς καὶ νοήσει καρδίαςmiddot

3 ὃς ἔκτισεν καὶ ἔδωκεν ἐλέγξασθαι ἐγρηγόρους τοὺς υἱοὺς τοῦ οὐρανοῦ

4 Ἐγὼ τὴν ἐρώτησιν ὑμῶν τῶν ἀγγέλων ἔγραψα καὶ ἐν τῇ ὁράσει μου

τοῦτο ἐδείχθηmiddot καὶ οὔτε ἡ ἐρώτησις ὑμῶν παρεδέχθη

5 ἵνα μηκέτι εἰς τὸν οὐρανὸν ἀναβῆτε ἐπὶ πάντας τοὺς αἰῶνας καὶ ἐν τοῖς

δεσμοῖς τῆς γῆς ἐρρέθη δῆσαι ὑμᾶς εἰς πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

6 καὶ ἵνα περὶ τούτων ἴδητε τὴν ἀπώλειαν τῶν υἱῶν ὑμῶν τῶν ἀγαπητῶν

καὶ ὅτι οὐκ ἔσται ὑμῖν ὄνησις αὐτῶν ἀλλὰ πεσοῦνται ἐνώπιον ὑμῶν ἐν

μαχαίρᾳ

7 καὶ ἡ ἐρώτησις ὑμῶν περὶ αὐτῶν οὐκ ἔσται οὐδὲ περὶ ὑμῶνmiddot καὶ ὑμεῖς

κλαίοντες καὶ δεόμενοι καὶ μὴ λαλοῦντες πᾶν ῥῆμα ἀπὸ τῆς γραφῆς ἧς

ἔγραψα

8 Καὶ ἐμοὶ ἐφrsquo ὁράσει οὕτως ἐδείχθηmiddot ἰδοὺ νεφέλαι ἐν τῇ ὁράσει ἐκάλουν

καὶ ὁμίχλαι με ἐφώνουν καὶ διαδρομαὶ τῶν ἀστέρων καὶ διαστραπαί με

κατεσπούδαζον καὶ ἐθορύβαζόν με καὶ ἄνεμοι ἐν τῇ ὁράσει μου

ἐξεπέτασάν με

9 καὶ ἐπῆράν με ἄνω καὶ εἰσήνεγκάν με εἰς τὸν οὐρανόν καὶ εἰσῆλθον

21

μέχρις ἤγγισα τείχους οἰκοδομῆς ἐν λίθοις χαλάζης καὶ γλώσσης πυρὸς

κύκλῳ αὐτῶνmiddot καὶ ἤρξαντο ἐκφοβεῖν με

10 Καὶ εἰσῆλθον εἰς τὰς γλώσσας τοῦ πυρός καὶ ἤγγισα εἰς οἶκον μέγαν

οἰκοδομημένον ἐν λίθοις χαλάζης καὶ οἱ τοῖχοι τοῦ οἴκου ὡς λιθόπλακες

καὶ πᾶσαι ἦσαν ἐκ χιόνος καὶ ἐδάφη χιονικά

11 καὶ αἱ στέγαι ὡς διαδρομαὶ ἀστέρων καὶ ἀστραπαί καὶ μεταξὺ αὐτῶν

χερουβὶν πύρινα καὶ οὐρανὸς αὐτῶν ὕδωρ

12 καὶ πῦρ φλεγόμενον κύκλῳ τῶν τειχῶν καὶ θύραι πυρὶ καιόμεναι

13 εἰσῆλθον εἰς τὸν οἶκον ἐκεῖνον θερμὸν ὡς πῦρ καὶ ψυχρὸν ὡς χιών καὶ

πᾶσα τροφὴ ζωῆς οὐκ ἦν ἐν αὐτῷmiddot φόβος με ἐκάλυψεν καὶ τρόμος με

ἔλαβεν

14 καὶ ἤμην σειόμενος καὶ τρέμων καὶ ἔπεσον ἐθεώρουν ἐν τῇ ὁράσει

μου

15 καὶ ἰδοὺ ἄλλη θύρα ἀνεῳγμένη κατέναντί μου καὶ ὁ οἶκος μείζων

τούτου καὶ ὅλος οἰκοδομημένος ἐν γλώσσαις πυρός

16 καὶ ὅλος διαφέρων ἐν δόξῃ καὶ ἐν τιμῇ καὶ ἐν μεγαλωσύνῃ ὥστε μὴ

δύνασθαί με ἐξειπεῖν ὑμῖν περὶ τῆς δόξης καὶ περὶ τῆς μεγαλωσύνης

αὐτοῦ

17 τὸ ἔδαφος αὐτοῦ ἦν πυρός τὸ δὲ ἀνώτερον αὐτοῦ ἦσαν ἀστραπαὶ καὶ

διαδρομαὶ ἀστέρων καὶ ἡ στέγη αὐτοῦ ἦν πῦρ φλέγον

18 Ἐθεώρουν δὲ καὶ εἶδον θρόνον ὑψηλόν καὶ τὸ εἶδος αὐτοῦ ὡσεὶ

κρυστάλλινον καὶ τροχὸς ὡς ἡλίου λάμποντος καὶ ὄρος χερουβίν

19 καὶ ὑποκάτω τοῦ θρόνου ἐξεπορεύοντο ποταμοὶ πυρὸς φλεγόμενοι καὶ

οὐκ ἐδυνάσθην ἰδεῖν

20 καὶ ἡ δόξα ἡ μεγάλη ἐκάθητο ἐπrsquo αὐτῷmiddot τὸ περιβόλαιον αὐτοῦ ὡς εἶδος

ἡλίου λαμπρότερον καὶ λευκότερον πάσης χιόνος

21 καὶ οὐκ ἐδύνατο πᾶς ἄγγελος παρελθεῖν εἰς τὸν οἶκον τοῦτον καὶ ἰδεῖν

τὸ πρόσωπον αὐτοῦ διὰ τὸ ἔντιμον καὶ ἔνδοξον καὶ οὐκ ἐδύνατο πᾶσα

σὰρξ ἰδεῖν αὐτοῦ

22 τὸ πῦρ φλεγόμενον κύκλῳmiddot καὶ πῦρ μέγα παρειστήκει αὐτῷ καὶ οὐδεὶς

ἐγγίζει αὐτῷ κύκλῳ μυρίαι μυριάδες ἑστήκασιν ἐνώπιον αὐτοῦ καὶ πᾶς

λόγος αὐτοῦ ἔργον

23 καὶ οἱ ἅγιοι τῶν ἀγγέλων οἱ ἐγγίζοντες αὐτῷ οὐκ ἀποχωροῦσιν νυκτὸς

οὔτε ἀφίστανται αὐτοῦ

24 Κἀγὼ ἤμην ἕως τούτου ἐπὶ πρόσωπόν μου βεβλημένος καὶ τρέμων καὶ

ὁ κύριος τῷ στόματι αὐτοῦ ἐκάλεσέν με καὶ εἶπέν μοι Πρόσελθε ὧδε

Ἑνώχ καὶ τὸν λόγον μου ἄκουσον

25 καὶ προσελθών μοι εἷς τῶν ἁγίων ἤγειρέν με καὶ ἔστησέν με καὶ

προσήγαγέν με μέχρι τῆς θύραςmiddot ἐγὼ δὲ τὸ πρόσωπόν μου κάτω ἔκυφον

XV

1 Καὶ ἀποκριθεὶς εἶπέν μοι Ὁ ἄνθρωπος ὁ ἀληθινός ἄνθρωπος τῆς

ἀληθείας ὁ γραμματεύςmiddot καὶ τῆς φωνῆς αὐτοῦ ἤκουσαmiddot μὴ φοβηθῇς Ἑνώχ

ἄνθρωπος ἀληθινὸς καὶ γραμματεὺς τῆς ἀληθείαςmiddot πρόσελθε ὧδε καὶ τῆς

φωνῆς μου ἄκουσον

2 πορεύθητι καὶ εἶπε τοῖς πέμψασίν σε Ἐρωτῆσαι ὑμᾶς ἔδει περὶ τῶν

ἀνθρώπων καὶ μὴ τοὺς ἀνθρώπους περὶ ὑμῶν

3 διὰ τί ἀπελίπετε τὸν οὐρανὸν τὸν ὑψηλὸν τὸν ἅγιον τοῦ αἰῶνος καὶ

μετὰ τῶν γυναικῶν ἐκοιμήθητε καὶ μετὰ τῶν θυγατέρων τῶν ἀνθρώπων

ἐμιάνθητε καὶ ἐλάβετε ἑαυτοῖς γυναῖκας ὥσπερ υἱοὶ τῆς γῆς ἐποιήσατε

καὶ ἐγεννήσατε ἑαυτοῖς τέκνα υἱοὺς γίγαντας

22

4 καὶ ὑμεῖς ἦτε ἅγιοι καὶ πνεύματα ζῶντα αἰώνια ἐν τῷ αἵματι τῶν

γυναικῶν ἐμιάνθητε καὶ ἐν αἵματι σαρκὸς ἐγεννήσατε καὶ ἐν αἵματι

ἀνθρώπων ἐπεθυμήσατε καθὼς καὶ αὐτοὶ ποιοῦσιν σάρκα καὶ αἷμα

οἵτινες ἀποθνήσκουσιν καὶ ἀπόλλυνται

5 διὰ τοῦτο ἔδωκα αὐτοῖς θηλείας ἵνα σπερματίζουσιν εἰς αὐτὰς καὶ

τεκνώσουσιν ἐν αὐταῖς τέκνα οὕτως ἵνα μὴ ἐκλείπῃ αὐτοῖς πᾶν ἔργον ἐπὶ

τῆς γῆς

6 ὑμεῖς δὲ ὑπήρχετε πνεύματα ζῶντα αἰώνια καὶ οὐκ ἀποθνήσκοντα εἰς

πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

7 καὶ διὰ τοῦτο οὐκ ἐποίησα ἐν ὑμῖν θηλείαςmiddot τὰ πνεύματα τοῦ οὐρανοῦ ἐν

τῷ οὐρανῷ ἡ κατοίκησις αὐτῶν

8 καὶ νῦν οἱ γίγαντες οἱ γεννηθέντες ἀπὸ τῶν πνευμάτων καὶ σαρκὸς

πνεύματα ἰσχυρὰ ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐν τῇ γῇ ἡ κατοίκησις αὐτῶν ἔσται

9 πνεύματα πονηρὰ ἐξῆλθον ἀπὸ τοῦ σώματος αὐτῶν διότι ἀπὸ τῶν

ἀνωτέρων ἐγένοντο καὶ ἐκ τῶν ἁγίων ἐγρηγόρων ἡ ἀρχὴ τῆς κτίσεως

αὐτῶν καὶ ἀρχὴ θεμελίουmiddot πνεύματα πονηρὰ κληθήσεται

10 πνεύματα οὐρανοῦ ἐν τῷ οὐρανῷ ἡ κατοίκησις αὐτῶν ἔσται καὶ τὰ

πνεύματα ἐπὶ τῆς γῆς τὰ γεννηθέντα ἐπὶ τῆς γῆς ἡ κατοίκησις αὐτῶν

ἔσται

11 καὶ τὰ πνεύματα τῶν γιγάντων νεφέλας ἀδικοῦντα ἀφανίζοντα καὶ

ἐνπίπτοντα καὶ συνπαλαίοντα καὶ συνρίπτοντα ἐπὶ τῆς γῆς πνεύματα

σκληρὰ γιγάντων καὶ δρόμους ποιοῦντα καὶ μηδὲν ἐσθίοντα ἀλλrsquo

ἀσιτοῦντα καὶ διψῶντα καὶ προσκόπτοντα πνεύματα

12 καὶ ἐξαναστήσει ταῦτα εἰς τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν

γυναικῶν ὅτι ἐξεληλύθασιν ἀπrsquo αὐτῶν

XVI

1 ἀπὸ ἡμέρας σφαγῆς καὶ ἀπωλείας καὶ θανάτου ἀφrsquo ὧν τὰ πνεύματα

ἐκπορευόμενα ἐκ τῆς ψυχῆς τῆς σαρκὸς αὐτῶν ἔσται ἀφανίζοντα χωρὶς

κρίσεωςmiddot οὕτως ἀφανίσουσιν μέχρις ἡμέρας τελειώσεως τῆς κρίσεως τῆς

μεγάλης ἐν ᾗ ὁ αἰὼν ὁ μέγας τελεσθήσεται

2 καὶ νῦν ἐγρηγόροις τοῖς πέμψασίν σε ἐρωτῆσαι περὶ αὐτῶν οἵτινες ἐν

οὐρανῷ ἦσαν

3 Ὑμεῖς ἐν τῷ οὐρανῷ ἦτε καὶ πᾶν μυστήριον ὃ οὐκ ἀνεκαλύφθη ὑμῖν καὶ

μυστήριον τὸ ἐκ τοῦ θεοῦ γεγενημένον ἔγνωτε καὶ τοῦτο ἐμηνύσατε ταῖς

γυναιξὶν ἐν ταῖς σκληροκαρδίαις ὑμῶν καὶ ἐν τῷ μυστηρίῳ τούτῳ

πληθύνουσιν αἱ θήλειαι καὶ οἱ ἄνθρωποι τὰ κακὰ ἐπὶ τῆς γῆς

4 εἶπον οὖν αὐτοῖς Οὐκ ἔστιν εἰρήνη

XVII

1 Καὶ παραλαβόντες με εἴς τινα τόπον ἀπήγαγον ἐν ᾧ οἱ ὄντες ἐκεῖ

γίνονται ὡς πῦρ φλέγον καὶ ὅταν θέλωσιν φαίνονται ὡσεὶ ἄνθρωποι

2 Καὶ ἀπήγαγόν με εἰς ζοφώδη τόπον καὶ εἰς ὄρος οὗ ἡ κεφαλὴ ἀφικνεῖτο

εἰς τὸν οὐρανόν

3 καὶ εἶδον τόπον τῶν φωστήρων καὶ τοὺς θησαυροὺς τῶν ἀστέρων καὶ

τῶν βροντῶν καὶ εἰς τὰ ἀεροβαθῆ ὅπου τόξον πυρὸς καὶ τὰ βέλη καὶ τὰς

θήκας αὐτῶν καὶ τὰς ἀστραπὰς πάσας

4 Καὶ ἀπήγαγόν με μέχρι ὑδάτων καὶ μέχρι πυρὸς δύσεως ὅ ἐστιν καὶ

παρέχον πάσας τὰς δύσεις τοῦ ἡλίου

5 καὶ ἤλθομεν μέχρι ποταμοῦ πυρός ἐν ᾧ κατατρέχει τὸ πῦρ ὡς ὕδωρ καὶ

ῥέει εἰς θάλασσαν μεγάλην δύσεως

6 ἴδον τοὺς μεγάλους ποταμούς καὶ μέχρι τοῦ μεγάλου ποταμοῦ καὶ μέχρι

23

τοῦ μεγάλου σκότους κατήντησα καὶ ἀπῆλθον ὅπου πᾶσα σὰρξ οὐ

περιπατεῖ

7 ἴδον τοὺς ἀνέμους τῶν γνόφων τοὺς χειμερινοὺς καὶ τὴν ἔκχυσιν τῆς

ἀβύσσου πάντων ὑδάτων

8 ἴδον τὸ στόμα τῆς γῆς πάντων τῶν ποταμῶν καὶ τὸ στόμα τῆς ἀβύσσου

XVIII

1 ἴδον τοὺς θησαυροὺς τῶν ἀνέμων πάντων ἴδον ὅτι ἐν αὐτοῖς ἐκόσμησεν

πάσας τὰς κτίσεις καὶ τὸν θεμέλιον τῆς γῆς καὶ τὸν λίθον ἴδον τῆς γωνίας

τῆς γῆς

2 ἴδον τοὺς τέσσαρας ἀνέμους τὴν γῆν βαστάζοντας

3 καὶ τὸ στερέωμα τοῦ οὐρανοῦ καὶ αὐτοὶ ἱστᾶσιν μεταξὺ γῆς καὶ

οὐρανοῦ

4 ἴδον ἀνέμους τῶν οὐρανῶν στρέφοντας καὶ διανεύοντας τὸν τροχὸν τοῦ

ἡλίου καὶ πάντας τοὺς ἀστέρας

5 ἴδον τοὺς ἐπὶ τῆς γῆς ἀνέμους βαστάζοντας ἐν νεφέλῃ ἴδον πέρατα τῆς

γῆς τὸ στήριγμα τοῦ οὐρανοῦ ἐπάνω

6 Παρῆλθον καὶ ἴδον τόπον καιόμενον νυκτὸς καὶ ἡμέρας ὅπου τὰ ἑπτὰ

ὄρη ἀπὸ λίθων πολυτελῶν [τρία] εἰς ἀνατολὰς καὶ τρία εἰς νότον

βάλλοντα

7 καὶ τὰ μὲν πρὸς ἀνατολὰς ἀπὸ λίθου χρώματος τὸ δὲ ἦν ἀπὸ λίθου

μαργαρίτου καὶ τὸ ἀπὸ λίθου ταθέν τὸ δὲ κατὰ νότον ἀπὸ λίθου πυρροῦmiddot

8 τὸ δὲ μέσον αὐτῶν ἦν εἰς οὐρανόν ὥσπερ θρόνος θεοῦ ἀπὸ λίθου φουκά

καὶ ἡ κορυφὴ τοῦ θρόνου ἀπὸ λίθου σαφφείρουmiddot

9 καὶ πῦρ καιόμενον ἴδον κἀπέκεινα τῶν ὀρέων τούτων

10 τόπος ἐστὶν πέρας τῆς μεγάλης γῆςmiddot ἐκεῖ συντελεσθήσονται οἱ οὐρανοί

11 καὶ ἴδον χάσμα μέγα εἰς τοὺς στύλους τοῦ πυρὸς καταβαίνοντας καὶ

οὐκ ἦν μέτρον οὔτε εἰς βάθος οὔτε εἰς ὕψος

12 καὶ ἐπέκεινα τοῦ χάσματος τούτου ἴδον τόπον ὅπου οὐδὲ στερέωμα

οὐρανοῦ ἐπάνω οὔτε γῆ ᾖ τεθεμελιωμένη ὑποκάτω αὐτοῦ οὔτε ὕδωρ ἦν

ὑπὸ αὐτὸ οὔτε πετεινόν ἀλλὰ τόπος ἦν ἔρημος καὶ φοβερός

13 ἐκεῖ ἴδον ἑπτὰ ἀστέρας ὡς ὄρη μεγάλα καιόμενα περὶ ὧν

πυνθανομένῳ μοι

14 εἶπεν ὁ ἄγγελος Οὗτός ἐστιν ὁ τόπος τὸ τέλος τοῦ οὐρανοῦ καὶ γῆςmiddot

δεσμωτήριον τοῦτο ἐγένετο τοῖς ἄστροις καὶ ταῖς δυνάμεσιν τοῦ οὐρανοῦ

15 καὶ οἱ ἀστέρες οἱ κυλιόμενοι ἐν τῷ πυρί οὗτοί εἰσιν οἱ παραβάντες

πρόσταγμα κυρίου ἐν ἀρχῇ τῆς ἀνατολῆς αὐτῶν - ὅτι τόπος ἔξω τοῦ

οὐρανοῦ κενός ἐστιν - ὅτι οὐκ ἐξῆλθαν ἐν τοῖς καιροῖς αὐτῶν

16 καὶ ὀργίσθη αὐτοῖς καὶ ἔδησεν αὐτοὺς μέχρι καιροῦ τελειώσεως αὐτῶν

ἁμαρτίας laquoαὐτῶνraquo ἐνιαυτῶν μυρίων

XIX

1 Καὶ εἶπέν μοι Οὐριήλ Ἐνθάδε οἱ μιγέντες ἄγγελοι ταῖς γυναιξὶν

στήσονται καὶ τὰ πνεύματα αὐτῶν πολύμορφα γενόμενα λυμαίνεται τοὺς

ἀνθρώπους καὶ πλανήσει αὐτοὺς ἐπιθύειν τοῖς δαιμονίοις μέχρι τῆς

μεγάλης κρίσεως ἐν ᾗ κριθήσονται εἰς ἀποτελείωσιν

2 καὶ αἱ γυναῖκες αὐτῶν τῶν παραβάντων ἀγγέλων εἰς σειρῆνας

γενήσονται

3 κἀγὼ Ἑνὼχ ἴδον τὰ θεωρήματα μόνος τὰ πέρατα πάντων καὶ οὐ μὴ ἴδῃ

οὐδὲ εἷς ἀνθρώπων ὡς ἐγὼ ἴδον

XX

1 Ἄγγελοι τῶν δυνάμεων

24

2 Οὐριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ταρτάρου

3 Ῥαφαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων τῶν ἀνθρώπων

4 Ῥαγουήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐκδικῶν τὸν κόσμον τῶν

φωστήρων

5 Μιχαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν τοῦ λαοῦ ἀγαθῶν

τεταγμένος καὶ ἐπὶ τῷ χάῳ

6 Σαριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων οἵτινες ἐπὶ τῷ

πνεύματι ἁμαρτάνουσιν

7 Γαβριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τοῦ παραδείσου καὶ τῶν

δρακόντων καὶ χερουβείν ἀρχαγγέλων ὀνόματα ἑπτά

XXI

1 Καὶ ἐφώδευσα ἕως τῆς ἀκατασκευάστου

2 κἀκεῖ ἐθεασάμην ἔργον φοβερόνmiddot ἑώρακα οὔτε οὐρανὸν ἐπάνω οὔτε γῆν

τεθέαμαι τεθεμελιωμένην ἀλλὰ τόπον ἀκατασκεύαστον καὶ φοβερόν

3 καὶ ἐκεῖ τεθέαμαι ἑπτὰ τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ δεδεμένους καὶ

ἐρριμμένους ἐν αὐτῷ ὁμοίους ὄρεσιν μεγάλοις καὶ ἐν πυρὶ καιομένους

4 τότε εἶπον Διὰ ποίαν αἰτίαν ἐπεδέθησαν καὶ διὰ τί ὧδε ἐρίφησαν

5 τότε εἶπέν μοι Οὐριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν - καὶ

αὐτὸς ἡγεῖτο αὐτῶν - καὶ εἶπέν μοι Ἑνώχ περὶ τίνος ἐρωτᾷς ἢ περὶ τίνος

τὴν ἀλήθειαν φιλοσπευδεῖς

6 οὗτοί εἰσιν τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ οἱ παραβάντες τὴν ἐπιταγὴν τοῦ

κυρίου καὶ ἐδέθησαν ὧδε μέχρι τοῦ πληρῶσαι μύρια ἔτη τὸν χρόνον τῶν

ἁμαρτημάτων αὐτῶν

7 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον τούτου φοβερώτερον καὶ τεθέαμαι

ἔργα φοβερώτερα πῦρ μέγα ἐκεῖ καιόμενον καὶ φλεγόμενον καὶ διακοπὴν

εἶχεν ὁ τόπος ἕως τῆς ἀβύσσου πλήρης στύλων πυρὸς μεγάλου

καταφερομένωνmiddot οὔτε μέτρον οὔτε πλάτος ἠδυνήθην ἰδεῖν οὐδὲ εἰκάσαι

8 τότε εἶπον Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος καὶ ὡς δεινὸς τῇ ὁράσει

9 τότε ἀπεκρίθη μοι ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν καὶ εἶπέν

μοι Ἑνώχ διὰ τί ἐφοβήθης οὕτως καὶ ἐπτοήθης καὶ ἀπεκρίθην Περὶ

τούτου τοῦ φοβεροῦ καὶ περὶ τῆς προσόψεως τῆς δεινῆς

10 καὶ εἶπεν Οὗτος ὁ τόπος δεσμωτήριον ἀγγέλωνmiddot ὧδε συνσχεθήσονται

μέχρι αἰῶνος εἰς τὸν αἰῶνα

XXII

1 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον καὶ ἔδειξέν μοι πρὸς δυσμὰς ἄλλο

ὄρος μέγα καὶ ὑψηλόν πέτρας στερεάς

2 καὶ τέσσαρες τόποι ἐν αὐτῷ κοῖλοι βάθος ἔχοντες καὶ λίαν λεῖοι τρεῖς

αὐτῶν σκοτινοὶ καὶ εἷς φωτινός καὶ πηγὴ ὕδατος ἀνὰ μέσον αὐτοῦ καὶ

εἶπον Πῶς λεῖα τὰ κοιλώματα ταῦτα καὶ ὁλοβαθῆ καὶ σκοτινὰ τῇ ὁράσει

3 τότε ἀπεκρίθη Ῥαφαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν καὶ

εἶπέν μοι Οὗτοι οἱ τόποι οἱ κοῖλοι ἵνα ἐπισυνάγωνται εἰς αὐτοὺς τὰ

πνεύματα τῶν ψυχῶν τῶν νεκρῶν εἰς αὐτὸ τοῦτο ἐκρίθησαν ὥδε

ἐπισυνάγεσθαι πάσας τὰς ψυχὰς τῶν ἀνθρώπων

4 καὶ οὗτοι οἱ τόποι εἰς ἐπισύνσχεσιν αὐτῶν ἐποίησαν μέχρι τῆς ἡμέρας

τῆς κρίσεως αὐτῶν καὶ μέχρι τοῦ διορισμοῦ καὶ διορισμένου χρόνου ἐν ᾧ ἡ

κρίσις ἡ μεγάλη ἔσται ἐν αὐτοῖς

5 τεθέαμαι ἀνθρώπους νεκροὺς ἐντυγχάνοντας καὶ ἡ φωνὴ αὐτοῦ μέχρι

τοῦ οὐρανοῦ προέβαινεν καὶ ἐνετύγχανεν

6 καὶ ἠρώτησα Ῥαφαὴλ τὸν ἄγγελον ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν καὶ εἶπα αὐτῷ Τοῦτο

τὸ πνεῦμα τὸ ἐντυγχάνον τίνος ἐστίν διrsquo ὃ οὕτως ἡ φωνὴ αὐτοῦ προβαίνει

25

καὶ ἐντυγχάνει ἕως τοῦ οὐρανοῦ

7 καὶ ἀπεκρίθη μοι λέγων Τοῦτο τὸ πνεῦμά ἐστιν τὸ ἐξελθὸν ἀπὸ Ἄβελ ὃν

ἐφόνευσε Κάιν ὁ ἀδελφός καὶ Ἄβελ ἐντυγχάνει περὶ αὐτοῦ μέχρι τοῦ

ἀπολέσαι τὸ σπέρμα αὐτοῦ ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς καὶ ἀπὸ τοῦ

σπέρματος τῶν ἀνθρώπων ἀφανθῇ τὸ σπέρμα αὐτοῦ

8 Τότε ἠρώτησα περὶ τῶν κυκλωμάτων πάντων διὰ τί ἐχωρίσθησαν ἓν

ἀπὸ τοῦ ἑνός

9 καὶ ἀπεκρίθη μοι λέγων Οὗτοι οἱ τρεῖς ἐποιήθησαν χωρίζεσθαι τὰ

πνεύματα τῶν νεκρῶνmiddot καὶ οὕτως ἐχωρίσθη εἰς τὰ πνεύματα τῶν δικαίων

οὗ ἡ πηγὴ τοῦ ὕδατος ἐν αὐτῷ φωτινήmiddot

10 καὶ οὕτως ἐκτίσθη τῶν ἁμαρτωλῶν ὅταν ἀποθάνωσιν καὶ ταφῶσιν εἰς

τὴν γῆν καὶ κρίσις οὐκ ἐγενήθη ἐπrsquo αὐτῶν ἐν τῇ ζωῇ αὐτῶν

11 ὧδε χωρίζεται τὰ πνεύματα αὐτῶν εἰς τὴν μεγάλην βάσανον ταύτην

μέχρι τῆς μεγάλης ἡμέρας τῆς κρίσεως τῶν μαστίγων καὶ τῶν βασάνων

τῶν κατηραμένων μέχρι αἰῶνοςmiddot ἦν ἀνταπόδοσις τῶν πνευμάτωνmiddot ἐκεῖ

δήσει αὐτοὺς μέχρις αἰῶνος

12 καὶ οὕτως ἐχωρίσθη τοῖς πνεύμασιν τῶν ἐντυγχανόντων οἵτινες

ἐνφανίζουσιν περὶ τῆς ἀπωλείας ὅταν φονευθῶσιν ἐν ταῖς ἡμέραις τῶν

ἁμαρτωλῶν

13 καὶ οὕτως ἐκτίσθη τοῖς πνεύμασιν τῶν ἀνθρώπων ὅσοι οὐκ ἔσονται

ὅσιοι ἀλλὰ ἁμαρτωλοί καὶ μετὰ τῶν ἀνόμων ἔσονται μέτοχοι τὰ δὲ

πνεύματα ὅτι οἱ ἐνθάδε θλιβέντες ἔλαττον κολάζονται αὐτῶν οὐ

τιμωρηθήσονται ἐν ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως οὐδὲ μὴ μετεγερθῶσιν ἐντεῦθεν

14 Τότε ηὐλόγησα τὸν κύριον τῆς δόξης καὶ εἶπα Εὐλογητὸς εἶ Κύριε ὁ τῆς

δικαιοσύνης κυριεύων τοῦ αἰῶνος

XXIII

1 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον πρὸς δυσμὰς τῶν περάτων τῆς γῆς

2 καὶ ἐθεασάμην πῦρ διατρέχον καὶ οὐκ ἀναπαυόμενον οὐδὲ ἐλλεῖπον τοῦ

δρόμου ἡμέρας καὶ νυκτὸς ἅμα διαμένον

3 καὶ ἠρώτησα λέγων Τί ἐστιν τὸ μὴ ἔχον ἀνάπαυσιν

4 τότε ἀπεκρίθη μοι Ῥαγουήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν

Οὗτος ὁ δρόμος τοῦ πυρὸς τὸ πρὸς δυσμὰς πῦρ τὸ ἐκδιῶκόν ἐστιν πάντας

τοὺς φωστῆρας τοῦ οὐρανοῦ

XXIV

1 Καὶ ἔδειξέν μοι ὄρη πυρὸς καιόμενα νυκτός

2 καὶ ἐπέκεινα αὐτῶν ἐπορεύθην καὶ ἐθεασάμην ἑπτὰ ὄρη ἔνδοξα πάντα

ἑκάτερα τοῦ ἑκατέρου διαλλάσσοντα ὧν οἱ λίθοι ἔντιμοι τῇ καλλονῇ καὶ

πάντα ἔντιμα καὶ ἔνδοξα καὶ εὐειδῆ τρία ἐπrsquo ἀνατολὰς ἐστηριγμένα ἐν τῷ

ἑνί καὶ τρία ἐπὶ νότον ἐν τῷ ἑνὶ καὶ φάραγγες βαθεῖαι καὶ τραχεῖαι μία τῇ

μιᾷ οὐκ ἐγγίζουσαι

3 καὶ τῷ ὄρει ἕβδομον ὄρος ἀνὰ μέσον τούτων καὶ ὑπερεῖχεν τῷ ὕψει

ὅμοιον καθέδρᾳ θρόνου καὶ περιεκύκλου δένδρα αὐτῷ εὐειδῆ

4 καὶ ἦν ἐν αὐτοῖς δένδρον ὃ οὐδέποτε ὤσφρανμαι καὶ οὐδεὶς ἕτερος αὐτῷ

ηὐφράνθη καὶ οὐδὲν ἕτερον ὅμοιον αὐτῷmiddot ὀσμὴν εἶχεν εὐωδεστέραν

πάντων ἀρωμάτων καὶ τὰ φύλλα αὐτοῦ καὶ τὸ ἄνθος καὶ τὸ δένδρον οὐ

φθίνει εἰς τὸν αἰῶνα οἱ δὲ περὶ τὸν καρπὸν ὡσεὶ βότρυες φοινίκων

5 τότε εἶπον ὡς καλὸν τὸ δένδρον τοῦτό ἐστιν καὶ εὐῶδες καὶ ὡραῖα τὰ

φύλλα καὶ τὰ ἄνθη αὐτοῦ ὡραῖα τῇ ὁράσει

6 τότε ἀπεκρίθη μοι Μιχαήλ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν - καὶ

αὐτὸς αὐτῶν ἡγεῖτο ndash

26

XXV

1 καὶ εἶπέν μοι Ἑνώχ τί ἐρωτᾷς καὶ τί ἐθαύμασας ἐν τῇ ὀσμῇ τοῦ δένδρου

καὶ διὰ τί θέλεις τὴν ἀλήθειαν μαθεῖν

2 τότε ἀπεκρίθην αὐτῷ Περὶ πάντων εἰδέναι θέλω μάλιστα δὲ περὶ τοῦ

δένδρου τούτου σφόδρα

3 καὶ ἀπεκρίθη λέγων Τοῦτο τὸ ὄρος τὸ ὑψηλόν οὗ ἡ κορυφὴ ὁμοία

θρόνου θεοῦ καθέδρα ἐστὶν οὗ καθίζει ὁ μέγας κύριος ὁ ἅγιος τῆς δόξης ὁ

βασιλεὺς τοῦ αἰῶνος ὅταν καταβῇ ἐπισκέψασθαι τὴν γῆν ἐπrsquo ἀγαθῷ

4 καὶ τοῦτο τὸ δένδρον εὐωδίας καὶ οὐδεμία σὰρξ ἐξουσίαν ἔχει ἅψασθαι

αὐτοῦ μέχρι τῆς μεγάλης κρίσεως ἐν ᾗ ἐκδίκησις πάντων καὶ τελείωσις

μέχρις αἰῶνοςmiddot τότε δικαίοις καὶ ὁσίοις δοθήσεται

5 ὁ καρπὸς αὐτοῦ τοῖς ἐκλεκτοῖς εἰς ζωὴν εἰς βορρᾶν καὶ

μεταφυτευθήσεται ἐν τόπῳ ἁγίῳ παρὰ τὸν οἶκον τοῦ θεοῦ βασιλέως τοῦ

αἰῶνος

6 τότε εὐφρανθήσονται εὐφραινόμενοι καὶ χαρήσονται καὶ εἰς τὸ ἅγιον

εἰσελεύσονταιmiddot αἱ ὀσμαὶ αὐτοῦ ἐν τοῖς ὀστέοις αὐτῶν καὶ ζωὴν πλείονα

ζήσονται ἐπὶ γῆς ἣν ἔζησαν οἱ πατέρες σου καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτῶν καὶ

βάσανοι καὶ πληγαὶ καὶ μάστιγες οὐχ ἅψονται αὐτῶν

7 Τότε ηὐλόγησα τὸν θεὸν τῆς δόξης τὸν βασιλέα τοῦ αἰῶνος ὃς

ἡτοίμασεν ἀνθρώποις τὰ τοιαῦτα δικαίοις καὶ αὐτὰ ἔκτισεν καὶ εἶπεν

δοῦναι αὐτοῖς

XXVI

1 Καὶ ἐκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς τὸ μέσον τῆς γῆς καὶ ἴδον τόπον

ηὐλογημένον ἐν ᾧ δένδρα ἔχοντα παραφυάδας μενούσας καὶ βλαστούσας

τοῦ δένδρου ἐκκοπέντος

2 κἀκεῖ τεθέαμαι ὄρος ἅγιονmiddot ὑποκάτω τοῦ ὄρους ὕδωρ ἐξ ἀνατολῶν καὶ

τὴν δύσιν εἶχεν πρὸς νότον

3 καὶ ἴδον πρὸς ἀνατολὰς ἄλλο ὄρος ὑψηλότερον τούτου καὶ ἀνὰ μέσον

αὐτοῦ φάραγγα βαθεῖαν οὐκ ἔχουσαν πλάτος καὶ διrsquo αὐτῆς ὕδωρ

πορεύεται ὑποκάτω ὑπὸ τὸ ὄρος

4 καὶ πρὸς δυσμὰς τούτου ἄλλο ὄρος ταπεινότερον αὐτοῦ καὶ οὐκ ἔχον

ὕψος καὶ φάραγγα βαθεῖαν καὶ ξηρὰν ἀνὰ μέσον αὐτῶν καὶ ἄλλην

φάραγγα βαθεῖαν καὶ ξηρὰν ἐπrsquo ἄκρων τῶν τριῶν ὀρέων

5 καὶ πᾶσαι φάραγγές εἰσιν βαθεῖαι ἐκ πέτρας στερεᾶς καὶ δένδρον οὐκ

ἐφυτεύετο ἐπrsquo αὐτάς

6 καὶ ἐθαύμασα περὶ τῆς φάραγγος καὶ λίαν ἐθαύμασα

XXVII

1 καὶ εἶπον Διὰ τί ἡ γῆ αὕτη ἡ εὐλογημένη καὶ πᾶσα πλήρης δένδρων

αὐτὴ δὲ ἡ φάραγξ κεκατηραμένη ἐστίν

2 γῆ κατάρατος τοῖς κεκατηραμένοις ἐστὶν μέχρι αἰῶνος ὧδε

ἐπισυναχθήσονται πάντες οἱ κεκατηραμένοι οἵτινες ἐροῦσιν τῷ στόματι

αὐτῶν κατὰ Κυρίου φωνὴν ἀπρεπῆ καὶ περὶ τῆς δόξης αὐτοῦ σκληρὰ

λαλήσουσιν ὧδε ἐπισυναχθήσονται καὶ ὧδε ἔσται τὸ οἰκητήριον

3 ἐπrsquo ἐσχάτοις αἰῶσιν ἐν ταῖς ἡμέραις τῆς κρίσεως τῆς ἀληθινῆς ἐναντίον

τῶν δικαίων εἰς τὸν ἅπαντα χρόνον ὧδε εὐλογήσουσιν οἱ ἀσεβεῖς τὸν

κύριον τῆς δόξης τὸν βασιλέα τοῦ αἰῶνοςmiddot

4 ἐν ταῖς ἡμέραις τῆς κρίσεως αὐτῶν εὐλογήσουσιν ἐν ἐλέει ὡς ἐμέρισεν

αὐτοῖς

5 Τότε ηὐλόγησα τὸν κύριον τῆς δόξης καὶ τὴν δόξαν αὐτοῦ ἐδήλωσα καὶ

ὕμνησα μεγαλοπρεπῶς

27

XXVIII

1 Καὶ ἐκεῖθεν ἐπορεύθην εἰς τὸ μέσον Μανδοβαρά καὶ ἴδον αὐτὸ ἔρημονmiddot

καὶ αὐτὸ μόνον

2 πλήρης δένδρων καὶ ἀπὸ τῶν σπερμάτων ὕδωρ ἄνομβρον ἄνωθεν

φερόμενον

3 ὡς ὑδραγωγὸς δαψιλὴς ὡς πρὸς βορρᾶν ἐπὶ δυσμῶν πάντοθεν ἀνάγει

ὕδωρ καὶ δρόσον

XXIX

1 Ἔτι ἐκεῖθεν ἐπορεύθην εἰς ἄλλον τόπον ἐν τῷ Βαβδηρά καὶ πρὸς

ἀνατολὰς τοῦ ὄρους τούτου ᾠχόμην

2 καὶ ἴδον κρίσεως δένδρα πνέοντα ἀρωμάτων λιβάνων καὶ ζμύρνας καὶ

τὰ δένδρα αὐτῶν ὅμοια καρύαις

XXX

1 Καὶ ἐπέκεινα τούτων ᾠχόμην πρὸς ἀνατολὰς μακράν καὶ ἴδον τόπον

ἄλλον μέγαν φάραγγα ὕδατος

2 ἐν ᾧ καὶ δένδρα χρόα ἀρωμάτων ὁμοίων σχίνῳ

3 καὶ τὰ παρὰ τὰ χείλη τῶν φαράγγων τούτων ἴδον κιννάμωμον

ἀρωμάτωνmiddot καὶ ἐπέκεινα τούτων ᾠχόμην πρὸς ἀνατολάς

XXXI

1 καὶ ἴδον ἄλλα ὄρη καὶ ἐν αὐτοῖς ἄλση δένδρων καὶ ἐκπορευόμενον ἐξ

αὐτῶν νέκταρ τὸ καλούμενον σαρρὰν καὶ χαλβάνη

2 καὶ ἐπέκεινα τῶν ὀρέων τούτων ἴδον ἄλλο ὄρος πρὸς ἀνατολὰς τῶν

περάτων τῆς γῆς καὶ πάντα τὰ δένδρα πλήρη ἐξαυτῆς ἐν ὁμοιώματι

ἀμυγδάλων

3 ὅταν τριβῶσινmiddot διὸ εὐωδέστερον ὑπὲρ πάντων τῶν ἀρωμάτων

XXXII

1 εἰς βορρᾶν πρὸς ἀνατολὰς τεθέαμαι ἑπτὰ ὄρη πλήρη νάρδου χρηστοῦ

καὶ σχίνου καὶ κινναμώμου καὶ πιπέρεως

2 Καὶ ἐκεῖθεν ἐφώδευσα ἐπὶ τὰς ἀρχὰς πάντων τῶν ὀρέων τούτων

μακρὰν ἀπέχων πρὸς ἀνατολὰς τῆς γῆς καὶ διέβην ἐπάνω τῆς ἐρυθρᾶς

θαλάσσης καὶ ᾠχόμην ἐπrsquo ἄκρων καὶ ἀπὸ τούτου διέβην ἐπάνω τοῦ

Ζωτιήλ

3 καὶ ἦλθον πρὸς τὸν παράδεισον τῆς δικαιοσύνης καὶ ἴδον μακρόθεν τῶν

δένδρων τούτων δένδρα πλείονα καὶ μεγάλα δύο μὲν ἐκεῖ μεγάλα σφόδρα

καλὰ καὶ ἔνδοξα καὶ μεγαλοπρεπῆ καὶ τὸ δένδρον τῆς φρονήσεως οὗ

ἐσθίουσιν ἅγιοι τοῦ καρποῦ αὐτοῦ καὶ ἐπίστανται φρόνησιν μεγάλην

4 ὅμοιον τὸ δένδρον ἐκεῖνο στροβιλέᾳ τὸ ὕψος τὰ δὲ φύλλα αὐτοῦ κερατίᾳ

ὅμοια ὁ δὲ καρπὸς αὐτοῦ ὡσεὶ βότρυες ἀμπέλου ἱλαροὶ λίαν ἡ δὲ ὀσμὴ

αὐτοῦ διέτρεχεν πόρρω ἀπὸ τοῦ δένδρου

5 τότε εἶπον ὡς καλὸν τὸ δένδρον καὶ ὡς ἐπίχαρι τῇ ὁράσει

6 τότε ἀπεκρίθη Ῥαφαήλ ὁ ἅγιος ἄγγελος ὁ μετrsquo ἐμοῦ ὤν Τοῦτο τὸ

δένδρον φρονήσεως ἐξ οὗ ἔφαγεν ὁ πατήρ σου

LXXXIX

42 Καὶ οἱ κύνες ἤρξαντο κατεσθίειν τὰ πρόβατα καὶ οἱ ὕες καὶ οἱ ἀλώπεκες

κατήσθιον αὐτά μέχρι οὗ ἤγειρεν ὁ κύριος τῶν προβάτων κριὸν ἕνα ἐκ

τῶν προβάτων

43 καὶ ὁ κριὸς οὗτος ἤρξατο κερατίζειν καὶ ἐπιδιώκειν ἐν τοῖς κέρασιν καὶ

ἐνετίνασσεν εἰς τοὺς ἀλώπεκας καὶ μετrsquo αὐτοὺς εἰς τοὺς ὕαςmiddot καὶ

ἀπώλεσεν ὕας πολλούς καὶ μετrsquo αὐτοὺς [ἐλυμήνα]το τοὺς κύνας

44 καὶ τὰ πρόβατα ὧν οἱ ὀφθαλμοὶ ἠνοίγησαν ἐθεάσαντο τὸν κριὸν τὸν ἐν

28

τοῖς προβάτοις ἕως οὗ ἀφῆκεν τὴν ὁδὸν αὐτοῦ καὶ ἤρξατο πορεύεσθαι

ἀνοδίᾳ

45 καὶ ὁ κύριος τῶν προβάτων ἀπέστειλεν τὸν ἄρνα τοῦτον ἐπὶ ἄρνα

ἕτερον τοῦ στῆσαι αὐτὸν εἰς κριὸν ἐν ἀρχῇ τῶν προβάτων ἀντὶ τοῦ κριοῦ

τοῦ ἀφέντος τὴν ὁδὸν αὐτοῦ

46 καὶ ἐπορεύθη πρὸς αὐτὸν καὶ ἐλάλησεν αὐτῷ σιγῇ κατὰ μόνας καὶ

ἤγειρεν αὐτὸν εἰς κριὸν καὶ εἰς ἄρχοντα καὶ εἰς ἡγούμενον τῶν προβάτωνmiddot

καὶ οἱ κύνες ἐπὶ πᾶσιν τούτοις ἔθλιβον τὰ πρόβατα

47 [καὶ] ὁ κριὸς ὁ πρῶτος τὸν κριὸν τὸν δεύτερον ἐπεδίωκεν καὶ ἔφυγεν

ἀπὸ προσώπου αὐτοῦmiddot εἶτrsquo ἐθεώρουν τὸν κριὸν τὸν πρῶτον ἕως οὗ ἔπεσεν

ἔμπροσθεν τῶν κυνῶν

48 καὶ ὁ κριὸς ὁ δεύτερος ἀναπηδήσας ἀφηγήσατο τῶν προβάτων

49 καὶ τὰ πρόβατα ηὐξήθησαν καὶ ἐπληθύνθησανmiddot καὶ πάντες οἱ κύνες καὶ

οἱ ἀλώπεκες ἔφυγον ἀπrsquo αὐτοῦ καὶ ἐφοβοῦντο αὐτόν

XC

1

6 [καὶ ἀναγνωσθής]ονται [πάντες] οἱ λόγοι τῶν ἀνομιῶν ὑμῶν ἐν[ώπιον]

τοῦ μεγάλου ἁγίου κατὰ πρόσωπον ὑμῶνmiddot εἶτrsquo ἀναφελεῖ τὰ πάντα ἔργα τὰ

μετασχόντα ἐν τῇ ἀνομίᾳ

7 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἁμαρτωλοὶ [οἱ] ἐν μέσῳ τῆς θαλάσσης καὶ ἐπὶ τῆς ξηρᾶς

ὄντεςmiddot μνημόσυνον εἰς ὑμᾶς κακόν

8 οὐαὶ ὑμῖν οἱ κτώμενοι χρυσίον καὶ ἀργύριον οὐκ ἀπὸ δικαιοσύνης καὶ

ἐρεῖτε πλούτῳ πεπλουτήκαμεν καὶ τὰ ὑπάρχοντα ἐσχήκαμεν καὶ

κεκτήμεθα

9 καὶ πᾶν ὃ ἐὰν θελήσωμεν ποιήσωμεν ὅτι ἀργύριον τεθησαυρίκαμεν ἐν

τοῖς θησαυροῖς ἡμῶν καὶ ἀγαθὰ πολλὰ ἐν ταῖς οἰκίαις ἡμῶν

10 καὶ ὡς ὕδωρ ἐκχυθήσεται πεπλάνησθε ὅτι οὐ μὴ παραμείνῃ ὁ πλοῦτος

ὑμῶν ἀλλὰ ταχὺ [ἀναπτήσεται] ἀπὸ ὑμῶν ὅτι ἀδίκως πάντα κέκτησθεmiddot

καὶ ὑμεῖς εἰς κατάραν μεγάλην παραδοθήσεσθε

XCI

1 καὶ νῦν ὀμνύω ὑμῖν τοῖς φρονίμοις καὶ οὐχὶ τοῖς ἄφροσι ὅτι πολλὰς

ὄψεσθε ἐπὶ τῆς γῆς ἀνομίαςmiddot

2 ὅτι κάλλος περιθήσονται ἄνδρες ὡς γυναῖκες [καὶ] χρῶμα ὡραῖον ὑπὲρ

παρθένους ἐν βασιλείᾳ καὶ μεγαλωσύνῃ καὶ ἐν ἐξουσίᾳ ἔσονται δὲ

ἀργύριον καὶ χρυσίον [παρrsquo] αὐτοῖς εἰς βρώματα καὶ ἐν ταῖς οἰκίαις αὐτῶν

ὡς ὕδωρ ἐκχυθήσονται

3 [διὰ τὸ μ]ὴ ἐπιστήμην αὐτοὺς μηδὲ φρόνησιν μηδεμίαν [ἔχειν] οὕτω

ἀπολεῖσθε κοινῶς μετὰ πάντων [τῶν] ὑπαρχόντων ὑμῶν [καὶ τῆς] πάσης

δόξης καὶ τῆς τιμῆς [ὑμῶν καὶ] εἰς ἀτιμίαν καὶ ἐρήμωσιν [καὶ σφαγὴν]

μεγάλην τ[ὰ πνεύματα ὑμῶν εἰς τὴν κάμινον τοῦ πυρὸς ἐμβληθήσεται]

Four lines are lost

ἐπὶ τὴν [γῆν οὐκ ἀπεστάλη ἀλλrsquo αὐτὴν οἱ ἄνθρω]ποι ἀφrsquo ἑαυτῶν [ἔκτισαν

καὶ εἰς κατάραν] μεγάλην ἀφίξονται οἱ ποιοῦντες [αὐτήν]

5 καὶ δουλεία (στειρα pap) γυναικὶ οὐκ ἐδόθη ἀλλὰ διὰ τὰ ἔργα τῶν

χειρῶνmiddot ὅτι οὐχ ὡρίσθη δούλην εἶναι δούληνmiddot ἄνωθεν οὐκ ἐδόθη ἀλλὰ ἐκ

καταδυναστείας ἐγένετο ὁ[μοίως] οὐδὲ ἡ ἀνομία ἄνωθεν ἐδόθη ἀλλrsquo ἐκ

παραβάσεως ὁμοίως οὐδὲ στεῖρα γυνὴ ἐκτίσθη ἀλλrsquo ἐξ ἰδίων ἀδικημάτων

ἐπετιμήθη ἀτεκνίᾳ [καὶ] ἄτεκνος ἀποθανεῖται

6 ὀμνύω ὑμῖν ἁμαρτωλοὶ κατὰ τοῦ ἁγίου τοῦ μεγάλου ὅτι τὰ ἔργα ὑμῶν τὰ

πονηρὰ ἔσται ἀνακεκαλυμμένα ἐν τῷ οὐρανῷmiddot οὐκ ἔσται ὑμῖν ἔργον

29

ἀποκεκρυμμένον ἄδικον

7 μὴ ὑπολάβητε τῇ ψυχῇ ὑμῶν μηδὲ ὑπολάβητε τῇ καρδίᾳ ὑμῶν ὅτι οὐ

γινώσκουσιν οὐδὲ βλέπουσιν οὐδὲ τὰ ἀδικήματα ὑμῶν θεωρεῖται οὐδὲ

ἀπογράφεται αὐτὰ ἐνώπιον τοῦ ὑψίστου ἀπὸ τοῦ [νῦν] ἐπιγνῶτε ὅτι

πάντα τὰ ἀδικήματα ὑμῶν ἀπογράφονται ἡμέραν ἐξ [ἡμέρας] μέχρι τῆς

κρίσεως ὑμῶν

9 οὐαὶ ὑμῖν ἄφρονες ὅτι ἀπολεῖσθε διὰ τὴν ἀφροσύνην ὑμῶν καὶ τῶν

[φρονίμων] οὐ μὴ ἀκούσητε καὶ τὰ ἀγαθὰ οὐκ ἀπαντήσει ὑμῖν τὰ δὲ κακὰ

[περιέξει] ὑμᾶς

10 καὶ νῦν γινώσκετε ὅτ[ι ἡτοίμασται] ὑμῖν εἰς ἡμέραν ἀπωλείας [μὴ

ἐλπίζε]τε σωθῆναι ἁμαρτωλοίmiddot ἀπ[ελθόντες] ἀποθάνετε γινώσκοντε[ς ὅτι

ἡτοίμας]ται εἰς ἡμέραν κρίσεως μ[εγάλης καὶ στε]νοχωρίας μείζονος τ[οῖς

πνεύμασιν ὑμῶν]

11 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ σκληροτράχηλοι τῇ καρδίᾳ ποιοῦντες τὸ κα[κὸν καὶ

ἔσθοντες αἷμα πόθ]εν ὑμῖν ἔσο[νται ἀγαθὰ ἵνα φάγητε ] Four lines are

lost

12 [ἔργα τῆ]ς ἀδικίαςmiddot διότι ἐλπίδας κα[λὰς ἔχετε ὑμῖ]ν νῦν γνωστὸν ὑμῖν

ἔστω ὅτι εἰς [χεῖρας τ]ῶν δικαίων παραδοθήσεσθε καὶ ἀποκτενοῦσιν ὑμᾶς

καὶ οὐ μὴ φείσονται ὑμῶν

13 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἐπιχαίροντες τοῖς κακοῖς τῶν δικαίωνmiddot τάφος ὑμῶν οὐ μὴ

ὀρυγῇ

14 οὐαὶ ὑμῖν οἱ βουλόμενοι ἀκυρῶσαι τοὺς λόγους τῶν δικαίωνmiddot οὐ μὴ

γένηται ὑμῖν ἐλπὶς σωτηρίας

15 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ γράφοντες λόγους ψευδεῖς καὶ λόγους πλανήσεωςmiddot αὐτοὶ

γράφουσιν καὶ πολλοὺς ἀποπλανήσουσιν τοῖς ψεύδεσιν αὐτῶνmiddot

16 πλανᾶσθε ὑμεῖς αὐτοὶ καὶ οὐκ ἔστιν ὑμῖν χαίρειν ἀλλὰ ταχέως

ἀπολεῖσθε

XCII

1 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ ποιοῦντες πλανήματα καὶ τοῖς ἔργοις τοῖς ψευδέσιν

λαμβάνοντες τιμὴν καὶ δόξανmiddot ἀπολώλατε οὐκ ἔστιν ὑμῖν σωτηρία εἰς

ἀγαθόν

2 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἐξαλλοιοῦντες τοὺς λόγους τοὺς ἀληθινούς καὶ

διαστρέφοντες τὴν αἰώνιον διαθήκην καὶ λογιζόμενοι ἑαυτοὺς

ἀναμαρτήτουςmiddot ἐν τῇ γῇ καταποθήσονται

3 τότε ἑτοιμάζεσθε οἱ δίκαιοι καὶ προέχεσθε τὰς ἐντεύξεις ὑμῶν εἰς

μνημόσυνον δίδοτε αὐτὰς ἐν διαμαρτυρίᾳ ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων ὅπως

εἰσαγάγωσιν τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἀδίκων ἐνώπιον τοῦ ὑψίστου θεοῦ εἰς

μνημόσυνονmiddot

4 καὶ τότε συν[ταραχ]θήσονται ἐν [ἡμέρ]ᾳ ἀπωλείας τῆς ἀδικίας

5ndash6 ἐν αὐτῷ [τῷ και]ρῷ ἐκείνῳ αἱ τίκτουσαι ἐκβαλοῦσιν καὶ ἐκσπάσουσιν

καὶ ἐγκαταλείψουσιν [τὸ νήπιο]ν βρέφος καὶ αἱ ἐν γαστρὶ ἔχου[σαι

ἐκτρώσο]υσιν καὶ αἱ θηλάζουσαι ῥίψ[ουσιν τὰ τέκ]να αὐτῶν καὶ οὐ μὴ

ἐπι[στρέψου]σιν ἐπὶ τὰ νήπια αὐτῶν οὐ[δὲ ἐπὶ τὰ θηλά]ζοντα οὐδὲ μὴ

φείσονται

7 [καὶ] οἱ γλύφοντες εἰκόνα[ς ἀργυ]ρᾶς καὶ χρυσᾶς ξυλίνας τε [καὶ

λιθίνας] καὶ ὀστρακίνας καὶ λατρεύ[οντες φαν]τάσμασιν καὶ δαιμονίοι[ς

καὶ βδελύγ]μασιν καὶ πνεύμασιν πονη[ροῖς καὶ] πάσαις ταῖς πλάναις οὐ

κατrsquo ἐπι[στήμην] καὶ πᾶν βοήθημα οὐ μὴ εὕρητε [ἀπrsquo] αὐτῶν

8ndash9 καὶ πλανηθήσονται ἐν ἀφροσύνῃ τῆς καρδίας αὐτῶν καὶ τὰ ὁράματα

τῶν ἐνυπνίων καταπλανήσουσιν ὑμᾶς ὑμεῖς καὶ τὰ ἔργα ὑμῶν τὰ ψευδῆ ἃ

30

ἐποιήσατε καὶ ἐλαεργ[ήσατε] καὶ ἐπὶ μιᾶς ἀπολεῖσθε

10ndash12 καὶ τότε μακάριοι πάντες οἱ ἀκούσαντες φρονίμων λόγους καὶ

μαθήσονται αὐτούς ποιῆσαι τὰς ἐντολὰς τοῦ ὑψίστου καὶ πορεύσονται ἐν

ὁδοῖς δικαιοσύνης αὐτοῦ καὶ οὐ μὴ πλανήσουσιν μετὰ τῶν πλανώντων καὶ

σωθήσονται

13 οὐαὶ οἱ οἰκοδομοῦντες τὰς οἰκοδομὰς αὐτῶν οὐκ ἐκ κόπων ἰδίων καὶ ἐκ

λίθων καὶ ἐκ πλίνθων πᾶσαν οἰκοδομὴν ποιεῖτε οἷς οὐκ ἔστιν ὑμῖν χά[ρις]

14 οὐαὶ οἱ ἐξουθενοῦντες τὴν θεμελίωσιν καὶ τὴν κληρονομίαν τῶν

πατέρων αὐτῶν τὴν ἀπrsquo αἰῶνος [ὅτι] διώξεται ὑμᾶς πνεῦμα πλανήσεωςmiddot

οὐκ ἔστιν ὑμῖν ἀναπαῦσαι

15 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ποιοῦντες τὴν ἀ[νομίαν] καὶ ἐπιβοηθοῦντες τῇ ἀδι[κίᾳ

φονεύ]οντες τὸν πλησίον αὐτῶ[ν ἕως τῆς] ἡμέρας τῆς κρίσεως τῆς

[μεγάληςmiddot

16 ]ὅτι τότε ἐκτρίψει τὴν δόξ[αν ὑμῶν] καὶ ἐπεγερεῖ τὸν θυμὸν [αὐτοῦ

καθrsquo] ὑμῶν ἀπολεῖ πάντας ὑ[μᾶς ἐν ῥομ]φαίᾳ καὶ πάντες οἱ δί[καιοι

μνημο]νήσουσιν τὰς ἀδικίας [ὑμῶν]

XCIII

1ndash2 καὶ τότε ἐν ἑνὶ τόπῳ [ῥέῃ τὰ α]ἵμα[τα αὐτῶν καὶ ἄνθρωπο]ς οὐκ

[ἀφέξ]ει τὴν [χεῖρα αὐτοῦ ἀπ]ὸ τοῦ υἱοῦ αὐ[τοῦ οὔτrsquo ἀ]πὸ τοῦ ἀγαπητοῦ

αὐτοῦ ἀποκτεῖναι αὐτόν καὶ ὁ ἁμαρτωλὸς ἀπὸ τοῦ ἐντίμου οὔτε ἀπὸ τοῦ

ἀδελφοῦ αὐτοῦmiddot ἐξ ὄρθρων μέχρις οὗ δῦναι τὸν ἥλιον φονευθήσονται ἐπὶ

τὸ αὐτό

3 καὶ διαπορεύσεται ἵππος ἕως τοῦ στήθους αὐτοῦ διὰ τοῦ αἵματος τῶν

ἁμαρτωλῶν καὶ τὸ ἅρμα μέχρι ἀξόνων καταβήσεται

4 καὶ καταβήσονται ἄγγελοι καταδύνοντες εἰς τὰ ἀπόκρυφα ἐν ἡμέρᾳ

ἐκείνῃmiddot οἵτινες ἐβοήθουν τῇ ἀδικίᾳ καὶ συστραφήσονται εἰς ἕνα τόπον καὶ ὁ

ὕψιστος ἐγερθήσεται ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως ποιῆσαι ἐκ πάντων κρίσιν

μεγάλην

5 καὶ τάξει φυλακὴν ἐπὶ πάντας τοὺς δικαίους καὶ ἁγίους τῶν ἁγίων

ἀγγέλων καὶ τηρηθήσονται ὡς κόριον ὀφθαλμοῦ ἕως οὗ ἐκλείπῃ τὰ κακὰ

καὶ ἁμαρτία καὶ ἀπrsquo ἐκείνου ὑπνώσουσιν εὐσεβεῖς ὕπνον ἡδύν καὶ οὐκ

ἔσται οὐκέτι ὁ ἐκφοβῶν αὐτούς

6 τότε ὄψονται οἱ φρόνιμοι τῶν ἀνθρώπων καὶ κατανοήσουσιν οἱ υἱοὶ τῆς

γῆς ἐπὶ τοὺς λόγους τούτους τῆς ἐπιστολῆς ταύτης καὶ γνώσονται ὅτι οὐ

δύναται ὁ πλοῦτος αὐτῶν διασῶσαι αὐτοὺς ἐν τῇ πτώσει τῆς ἀδικίας

7 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἄδικοι ὅταν ἐκθλίβητε τοὺς δικαίους ἐν ἡμέρᾳ ἀνάγκης

στερεᾶς καὶ φυλάξητε αὐτοὺς ἐν πυρί ὅτι κομιεῖσθε κατὰ τὰ ἔργα ὑμῶν

8 οὐαὶ ὑμῖν σκληροκάρδιοι ἀγρυπνοῦντες νοῆσαι τὸ κακόνmiddot περιέχει ὑμᾶς

φόβος καὶ οὐκ ἔστιν ὁ ἀντιλαμβανόμενος ὑμῶν

9 οὐαὶ ὑμῖν πᾶσιν τοῖς ἁμαρτωλοῖς ἐπὶ τοῖς ἔργοις τοῦ στόματος ὑμῶν

οὐαὶ ὑμῖν πᾶσιν τοῖς ἁμαρτωλοῖς ἐπὶ τοῖς λόγοις τοῦ στόματος ὑμῶν καὶ

ἐπὶ τοῖς [ἔργοις] τῶν χειρῶν ὑμῶν ὅτι ἀπὸ τῶν ἁγίων ἔργων

ἀπεπλα[νήθητε]

11 πᾶσα νεφέλη καὶ ὀμίχλη καὶ δρόσος καὶ ὄμβρος ἐπὶ ταῖς ἁμαρτίαις

ὑμῶν

12 δίδοτε οὖν ὄμβρῳ δῶρα ἵνα μὴ [κωλυθῇ κα]ταβῆναι ὑμῖν καὶ δρόσῳ

κα[ὶ νεφέλῃ] καὶ ὀμίχλῃmiddot χρυσίον διαγράψα[τε ἵνα κα]ταβῶσινmiddot

13 ὅτι ἐὰν ἐπιρρίψῃ ἐφrsquo ὑμ[ᾶς χι]ὼν καὶ πάχνη καὶ ψῦχος αὐτῆς καὶ οἱ

ἄνεμοι καὶ ὁ παγετὸς αὐτῶν καὶ πᾶσαι αἱ μάστιγες αὐτῶν οὐ δύνασθε

ὑποστῆναι ἔμπροσθεν ψύχους καὶ τῶν μαστίγων αὐτῶν

31

XCIV

1 κατανοήσατε τοίνουν υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων τὰ ἔργα τοῦ ὑψίστου καὶ

φοβήθητε τοῦ ποιῆσαι τὸ πονηρὸν ἐναντίον αὐτοῦ

2 ἐὰν ἀποκλείσῃ τὰς θυρίδας τοῦ οὐρανοῦ καὶ κωλύσῃ τὴν δρόσον καὶ τὸν

ὄμβρον καταβῆναι εἵνεκα ὑμῶν τί ποιήσετε

3 ἐὰν ἀποστείληται τὸν θυμὸν αὐτοῦ ἐφrsquo ὑμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ ἔργα ὑμῶν οὐχὶ

ἔσεσθε δεόμενοι αὐτοῦ διὰ τί ὑμεῖς λαλεῖτε τῷ στόματι ὑμῶν μεγάλα καὶ

σκληρὰ ἐπὶ τῇ μεγαλωσύνῃ αὐ[τοῦ

4 ὁρᾶ]τε τοὺς ναυκλήρους τοὺς πλωιζομένους τὴν θάλασσαν ὑπὸ τοῦ

κ[λύδω]νος καὶ χειμῶνος σεσαλευμένα τὰ πλοῖα αὐτῶν

5 καὶ χειμαζόμενοι πάντες φοβοῦνται ἔξω δὲ τὰ [ἀγαθὰ πάντα] καὶ τὰ

ὑπάρχοντα αὐτῶν ἐκβάλλουσιν εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ὑποπτεύουσιν ἐν τῇ

καρδίᾳ αὐτῶν ὅτι ἡ [θάλασσα κα]ταπίεται αὐτοὺς καὶ ἐν αὐτ[ῇ

ἀπολοῦν]ται

6 οὐχὶ πᾶσα ἡ θάλασσα καὶ [πάντα τὰ] ὕδατα αὐτῆς ἔργον τοῦ ὑψ[ίστου

ἐστί] καὶ αὐτὸς συνεστήσατο τὰ π[έρατα αὐ]τῶν καὶ συνέδησεν αὐτ[ήν

καὶ περι]έφραξεν αὐτὴν ἄμμῳ

7 [καὶ ἀπὸ τῆς] ἐμβριμήσεως αὐτοῦ φ[οβοῦνται καὶ ξη]ραίνονται καὶ οἱ

ἰχθύες

8 [ γῆν] καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτοῖς καὶ τίς ἔδωκεν ἐπιστήμην πᾶσιν τοῖς

κινουμένοις ἐν τῇ θαλάσσῃ οἱ ναύκληροι τὴν θάλασσαν φοβοῦνται

XCV

1 καὶ ὅταν ἐκβάλῃ ἐφrsquo ὑμᾶς τὸν κλύδωνα τοῦ πυρὸς τῆς καύσεως ὑμῶν

ποῦ ἀποδράντες σωθήσεσθε καὶ ὅταν δῷ ἐφrsquo ὑμᾶς φωνὴν αὐτοῦ

2 ἔσεσθε συνσειόμενοι καὶ φοβούμενοι ἤχῳ μεγάλῳ laquoκαὶraquo τὴν γῆν

σύμπασαν σειομένην καὶ τρέμουσαν καὶ συνταρασσομένην

3 καὶ οἱ ἄγγελοι συντελοῦντες τὸ συνταχθὲν αὐτοῖς καὶ ὁ οὐρανὸς καὶ οἱ

φωστῆρες σειόμενοι καὶ τρέμοντεςmiddot ἅπαντες οἱ υἱοὶ τῆς γῆς καὶ ὑμεῖς

ἁμαρτωλοὶ ἐπικατάρατοι εἰς τὸν αἰῶναmiddot οὐκ ἔστιν ὑμῖν χαίρειν

4 θαρσεῖτε ψυχαὶ τῶν δικαίων τῶν ἀποθανόντων τῶν δικαίων καὶ τῶν

εὐσεβῶν

5 καὶ μὴ λυπεῖσθε ὅτι κατέβησαν αἱ ψυχαὶ ὑμῶν εἰς ᾅδου μετὰ λύπης καὶ

οὐκ ἀπηντήθη τῷ σώματι τῆς σαρκὸς ὑμῶν ἐν τῇ ζωῇ ὑμῶν κατὰ τὴν

ὁσιότητα ὑμῶν ἐπεὶ αἱ ἡμέραι ἃς ἦτε ἡμέραι ἦσαν ἁμαρτωλῶν καὶ

καταράτων ἐπὶ τῆς γῆς

6 ὅταν ἀποθάνητε τότε ἐροῦσιν οἱ ἁμαρτωλοὶ ὅτι εὐσεβεῖς κατὰ τὴν

εἱμαρμένην ἀπεθάνοσαν καὶ τί αὐτοῖς περιεγένετο ἐπὶ τοῖς ἔργοις αὐτῶν

7 καὶ αὐτοὶ ὁμοίως ἡμῖν ἀπεθάνοσαν ἴδετε οὖν ὡς ἀποθνήσκουσιν μετὰ

λύπης καὶ σκότους καὶ τί αὐτοῖς ἐγένετο περισσόν

8 ἀπὸ τοῦ νῦν ἀναστήτωσαν καὶ σωθήτωσαν καὶ ὄψονται εἰς τὸν αἰῶνα

ἡμᾶς φαγεῖν καὶ πεῖν

9 τοιγαροῦν ἁρπάσαι καὶ ἁμαρτάνειν καὶ λωποδυτεῖν καὶ ἐγκτᾶσθαι καὶ

[ἰδεῖν] ἡμέρας ἀγαθάς

10 ἴδετε οὖν οἱ δικαιοῦντες [ἑαυτ]ούς ὁποία ἐγένετο αὐτῶν ἡ καταστροφή

ὅτι πᾶσα δικαιοσύνη οὐχ εὑρέθη ἐν αὐτοῖς ἕως ἀπέθανον καὶ ἀπώλοντο

11 καὶ ἐγένοντο ὡς οὐκ ὄντες καὶ κατέβησαν αἱ ψυχαὶ αὐτῶν μετrsquo ὀδύνης

εἰς ᾅδου

XCVI

1 ἐγὼ ὀμνύω ὑμῖν Three lines are lost

2 ἐπίσταμαι τὸ μυστήριον τοῦτοmiddot ἀν[έγνων] γὰρ τὰς πλάκας τοῦ οὐρανοῦ

32

καὶ εἶδον τὴν γραφὴν ἀναγκαίανmiddot ἔγνων τὰ γ[εγραμμέ]να ἐν αὐταῖς καὶ

ἐγκεκολαμμέν[α περὶ] ὑμῶν

3 ὅτι ἀγαθὰ καὶ ἡ χαρὰ καὶ ἡ τ[ιμὴ] ἡτοίμασται καὶ ἐγγέγραπται ταῖς

ψ[υχαῖς] τῶν ἀποθανόντων εὐσεβῶνmiddot

4 καὶ χαιρήσονται καὶ οὐ μὴ ἀπόλωνται τὰ πνεύματα αὐτῶν οὐδὲ τὸ

μνημόσυνον ἀπὸ προσώπου τοῦ μεγάλου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν

αἰώνων μὴ οὖν φοβεῖσθε τοὺς ὀνειδισμοὺς αὐτῶν

5 καὶ ὑμεῖς οἱ νεκροὶ τῶν ἁμαρτωλῶν ὅταν ἀποθάνητε ἐροῦσιν ἐφrsquo ὑμῖν

μακάριοι ἁμαρτωλοὶ πάσας τὰς ἡμέρας αὐτῶν ὅσας εἴδοσαν ἐν τῇ ζωῇ

αὐτῶν καὶ ἐνδόξως

6 ἀπεθάνοσαν καὶ κρίσις οὐκ ἐγενήθη ἐν τῇ ζωῇ αὐτῶν

7 αὐτοὶ ὑμεῖς γινώσκετε ὅτι εἰς ᾅδου κατάξουσιν τὰς ψυχὰς ὑμῶν

8 καὶ ἐκεῖ ἔσονται ἐν ἀνάγκῃ μεγάλῃ καὶ ἐν σκότει καὶ ἐν παγίδι καὶ ἐν

φλογὶ καιομένῃ καὶ εἰς κρίσιν μεγάλην εἰσελεύσονται αἱ ψυχαὶ ὑμῶν ἐν

πάσαις ταῖς γενεαῖς τοῦ αἰῶνος οὐαὶ ὑμῖν οὐκ ἔστιν ὑμῖν χαίρειν

9 μὴ γὰρ εἴπητε οἱ δίκαιοι ὅσιοι ὄντες ἐν τῇ ζωῇ τῶν ἡμερῶν τῆς θλίψεως

κόπους ἐκοπιάσαμεν καὶ ἀνηλώμεθα καὶ ὀλίγοι ἐγενήθημεν καὶ

ἀντιλήμπτορα οὐχ εὑρήκαμενmiddot

10 συντετριμμένοι καὶ ἀπολώλαμεν καὶ ἀπηλπίσμεθα καὶ μηκέτι εἰδέναι

σωτηρίαν ἡμέραν ἐξ ἡμέρας

11 ἠλπίσαμεν γενέσθαι κεφαλή ἐγενήθημεν κέρ[κοςmiddot ἐκο]πιάσαμεν

ἐργαζόμενοι καὶ τῶν ὀψωνίων οὐ κεκυριεύκαμεν ἐγενήθημεν κατάβρωμα

ἁμαρτωλῶν [οἱ ἄνο]μοι ἐβάρυναν ἐφrsquo ἡμᾶς τὸν ζυγόν

12 οἳ κυριεύουσιν οἱ ἐχθροὶ ἡμῶν ἐγκεντρίζουσιν ἡμᾶς καὶ περικλείουσιν

ἡμᾶςmiddot ἐζητήσαμεν πο[ῦ φύγωμεν] ἀπrsquo αὐτῶν ὅπως ἀναψύχ[ωμεν] three

lines are lost

14 ἐκράξαμεν ἐπὶ τοὺς καταβάλλοντας καὶ βιαζομένους ἡμᾶς καὶ τὰς

ἐντεύξεις ἡμῶν οὐκ ἀπεδέξαντο οὐδὲ ἐβούλοντο ἐπακοῦσαι τῆς φωνῆς

ἡμῶν

15 καὶ οὐκ ἀντελαμβάνοντο ἡμῶν οὐχ εὑρόντες κατὰ τῶν βιαζομένων καὶ

κατεσθόντων ἡμᾶς ἀλλὰ στερεοῦσιν αὐτοὺς ἐφrsquo ἡμᾶςmiddot ἀπέκτειναν ἡμᾶς

καὶ εἰς ὀλίγους ἤγαγον καὶ οὐχ ὑποδεικνύουσιν περὶ τῶν πεφονευμένων

ἡμῶν καὶ οὐκ ἀναμιμνήσκουσιν περὶ τῶν ἁμαρτωλῶν αὐτῶν τὰς

ἁμαρτίας αὐτῶν

XCVII

1 ὀμνύω ὑμῖν ὅτι οἱ ἄγγελοι ἐν τῷ οὐρανῷ ἀναμιμνήσκουσιν [ὑμῶν] εἰς

ἀγαθὸν ἐνώπιον τῆς δόξης τοῦ μεγάλου

2 θαρσεῖτε δὴ ὅτι ἐπαλαιώθητε ἐν τοῖς κακοῖς καὶ ἐν ταῖς θλίψεσινmiddot ὡσεὶ

φωστῆρες τοῦ οὐρανοῦ ἀναλάμψετε καὶ φανεῖτε αἱ θυρίδες τοῦ οὐρανοῦ

ἀνοιχθήσονται ὑμῖν

3ndash4 καὶ ἡ κραυγὴ ὑμῶν ἀκουσθήσεται καὶ ἡ κρίσις ὑμῶν ἣν κράζετε καὶ

φανεῖται ἐφrsquo ὅσα συλλαβήσεται ὑμῖν περὶ τῆς θλίψεως ὑμῶν καὶ ἐκ

πάντων ὅστις μετέσχεν τῶν βιαζομένων καὶ κατεσθόντων ὑμᾶς

5 [μὴ φοβεῖσθε] τὰ κακὰ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως τῆς μεγάλης καὶ οὐ μὴ

εὑρεθῆτε ὡς οἱ ἁμαρτωλοί [ἀλλrsquo ὑμεῖς οἱ ἁμαρτωλοὶ] σκυλήσεσθε καὶ

κρίσις αἰώνιος ἐξ ὑμῶν ἔσται εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν αἰώνων

6 μὴ φοβεῖσθε οἱ δίκαιοι ὅταν ἴδητε τοὺς ἁμαρτωλοὺς κατισχύοντας καὶ

εὐοδουμένους καὶ μὴ μέτοχοι αὐτῶν γίνεσθε ἀλλὰ μακρὰν ἀπέχεσθε ἀπὸ

πάντων τῶν ἀδικημάτων αὐτῶν

7 μὴ γὰρ εἴπητε οἱ ἁμαρτωλοὶ [ὅτι] οὐ μὴ ἐκζητηθῶσιν αἱ ἁμαρτίαι ὑμῶν

33

[ἐξ] ἡμερῶν

8 καὶ νῦν ἀποδεικνύω ὑμῖν ὅτι φῶς καὶ σκότος ἡμέρα καὶ νὺξ

ἐποπτεύουσιν τὰς ἁμαρτίας ὑμῶν πάσας

9 μὴ πλανᾶσθε τῇ καρδίᾳ ὑμῶν μηδὲ ψεύδεσθε μηδὲ ἐξαλλοιώσητε τοὺς

λόγους τῆς ἀληθείας μηδὲ καταψεύδεσθε τῶν [λόγων τοῦ] ἁγίου καὶ μὴ

δότε ἔπαινον ταῖς [εἰκόσιν ὑ]μῶνmiddot οὐ γὰρ εἰς δικαίωμα εἰσάγ[ουσιν πάντα

τὰ ψεύδ]η καὶ πᾶσα [ἡ πλάνη] Two lines are lost

10 τῆς ἀληθείας ἐξαλλοιοῦσιν καὶ ἀντιγράφουσιν οἱ ἁμαρτωλοὶ καὶ

ἀλλάσσουσιν τοὺς πολλούς καὶ ψεύδονται καὶ πλάσσουσιν πλάσματα

μεγάλα καὶ τὰς γραφὰς ἀναγράφουσιν ἐπὶ τοῖς ὀνόμασιν αὐτῶνmiddot

11 καὶ ὄφελον πάντας τοὺς λόγους μου γράφωσιν ἐπrsquo ἀληθείας ἐπὶ τὰ

ὀνόματα αὐτῶν καὶ μήτε ἀφέλωσιν μήτε ἀλλοιώσωσιν τῶν λόγων τούτων

ἀλλὰ πάντα ἐπrsquo ἀληθείας γράφωσιν ἃ ἐγὼ διαμαρτυροῦμαι αὐτοῖς

12 καὶ πάλιν ἐγὼ γινώσκω μυστήριον δεύτερον ὅτι δικαίοις καὶ ὁσίοις καὶ

φρονίμοις δοθήσονται αἱ βίβλοι μου εἰς χαρὰν ἀληθείας

13 καὶ αὐτοὶ πιστεύσουσιν αὐταῖς καὶ ἐν αὐταῖς χαρήσονται καὶ

ἀγαλλιάσονται πάντες οἱ δίκαιοι μαθεῖν ἐξ αὐτῶν πάσας τὰς ὁδοὺς τῆς

ἀληθείας

CVI

1 μετὰ δὲ χρόνον ἔλαβεν Μαθουσάλεκ τῷ υἱῷ μου γυναῖκα καὶ ἔτεκεν

υἱὸν καὶ ἐκάλεσεν τὸ ὄνομα αὐτοῦ Λάμεχ ἐταπεινώθη ἡ δικαιοσύνη μέχρι

τῆς ἡμέρας ἐκείνης καὶ ὅτε εἰς ἡλικίαν ἐπῆλθεν ἔλαβεν αὐτῷ γυναῖκα καὶ

ἔτεκεν αὐτῷ παιδίον

2 καὶ ὅτε ἐγεννήθη τὸ παιδίον ἦν τὸ σῶμα λευκότερον χιόνος καὶ

πυρρότερον ῥόδου τὸ τρίχωμα πᾶν λευκὸν καὶ ὡς ἔρια λευκὰ καὶ οὖλον

καὶ ἔνδοξον καὶ ὅτε ἀνέῳξεν τοὺς ὀφθαλμούς ἔλαμψεν ἡ οἰκία ὡσεὶ

ἥλιος

3 καὶ ἀνέστη ἐκ τῶν χειρῶν τῆς μαίας καὶ ἀνέῳξεν τὸ στόμα καὶ

εὐλόγησεν τῷ κυρίῳmiddot

4 καὶ ἐφοβήθη Λάμεχ ἀπrsquo αὐτοῦ καὶ ἔφυγεν καὶ ἦλθεν πρὸς Μαθουσάλεκ

τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ

5 τέκνον ἐγεννήθη μου ἀλλοῖον οὐχ ὅμοιον τοῖς ἀνθρώποις ἀλλὰ τοῖς

τέκνοις τῶν ἀγγέλων τοῦ οὐρανοῦ καὶ ὁ τύπος ἀλλοιότερος οὐχ ὅμοιος

ἡμῖνmiddot τὰ ὄμματά ἐστιν ὡς ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου καὶ ἔνδοξον τὸ πρόσωπονmiddot

6 καὶ ὑπολαμβάνω ὅτι οὐκ ἔστιν ἐξ ἐμοῦ ἀλλὰ ἐξ ἀγγέλου καὶ

εὐλαβοῦμαι αὐτὸν μήποτέ τι ἔσται ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ ἐν τῇ γῇ

7 καὶ παραιτοῦμαι π[άτερ καὶ] δέομαι βάδισον πρὸς Ἑνὼ[χ τὸν πατέρα

ἡμῶν καὶ ἐρώτησον] Two lines are lost

8 [ἦλθ]εν πρὸς ἐμὲ εἰς τὰ τέρματα τῆς γῆς οὗ [εἶδ]εν τότε εἶναι με καὶ

εἶπέν μοι πάτερ [μου] ἐπάκουσον τῆς φωνῆς μου καὶ ἧκε [πρὸς] ἐμέ καὶ

ἤκουσα τὴν φωνὴν αὐτοῦ καὶ ἦλθον πρὸς αὐτὸν καὶ εἶπα ἰδοὺ πάρειμι

τέκνονmiddot διὰ τί ἐλήλυθας πρὸς ἐμέ τέκνον

9 καὶ ἀπεκρίθη λέγων διrsquo ἀνάγκην μεγάλην ἦλθον ὧδε πάτερmiddot

10 καὶ νῦν ἐγεννήθη τέκνον Λάμεχ τῷ υἱῷ μου καὶ ὁ τύπος αὐτοῦ καὶ ἡ

εἰκὼν αὐτοῦ laquoοὐχ ὅμοιος ἀνθρώποις καὶ τὸ χρῶμα αὐτοῦraquo λευκότερον

χιόνος καὶ πυρρότερον ῥόδου καὶ τὸ τρίχωμα τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ

λευκότερον ἐρίων λευκῶν καὶ τὰ ὄμματα αὐτοῦ ἀφόμοια ταῖς τοῦ ἡλίου

ἀκτῖσιν

11 καὶ ἀνέστη ἀπὸ τῶν τῆς μαίας χειρῶν καὶ ἀνοίξας τὸ στόμα εὐλόγησεν

τὸν κύριον τοῦ αἰῶνοςmiddot

34

12 καὶ ἐφοβήθη ὁ υἱός μου Λάμεχ καὶ ἔφυγεν πρὸς ἐμέ καὶ οὐ πιστεύει ὅτι

υἱὸς αὐτοῦ ἐστιν ἀλλὰ ὅτι ἐξ ἀγγέλων one or two lines omitted τὴν

ἀκρίβειαν ἣν ἔχεις () καὶ τὴν ἀλήθειαν

13 τότε ἀπεκρίθην λέγων ἀνακαινίσει ὁ κύριος πρόσταγμα ἐπὶ τῆς γῆς

καὶ τὸν αὐτὸν τρόπον τέκνον τεθέαμαι καὶ ἐσήμανά σοιmiddot ἐν γὰρ τῇ γενεᾷ

Ἰάρεδ τοῦ πατρός μου παρέβησαν τὸν λόγον κυρίου ἀπὸ τῆς διαθήκης τοῦ

οὐρανοῦ

14 καὶ ἰδοὺ ἁμαρτάνουσιν καὶ παραβαίνουσιν τὸ ἔθος καὶ μετὰ γυναικῶν

συγγίνονται καὶ μετrsquo αὐτῶν ἁμαρτάνουσιν καὶ ἔγημαν ἐξ αὐτῶν

[καὶ τίκτουσιν οὐχ ὁμοίους πνεύμασιν ἀλλὰ σαρκίνους]middot

15 καὶ ἔσται ὀργὴ μεγάλη ἐπὶ τῆς γῆς καὶ κατακλυσμός καὶ ἔσται

ἀπώλεια μεγάλη ἐπὶ ἐνιαυτὸν ἕναmiddot

16 καὶ τόδε τὸ παιδίον τὸ γεννηθὲν καταλειφθήσεται καὶ τρία αὐτοῦ

τέκνα σωθήσεται ἀποθανόντων τῶν ἐπὶ τῆς γῆςmiddot

17b καὶ πραϋνεῖ τὴν γῆν ἀπὸ τῆς οὔσης ἐν αὐτῇ φθορᾶς

18 καὶ νῦν λέγε Λάμεχ ὅτι τέκνον σού ἐστιν δικαίως καὶ ὁσίως [καὶ]

κάλεσον αὐτοῦ τὸ ὄνομα [Νῶε]middot αὐτὸς γὰρ ἔσται ὑμῶν κατάλειμμα ἐφrsquo οὗ

ἂν καταπαύσητε καὶ laquoοἱraquo υἱοὶ αὐτοῦ ἀπὸ τῆς φθορᾶς τῆς γῆς καὶ ἀπὸ

πάντων τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ ἀπὸ πασῶν τῶν συντελειῶν ἐπὶ τῆς γῆς

Four lines are lost

19 ὑπέδειξέν μοι καὶ ἐμήνυσεν καὶ ἐν ταῖς πλαξὶν τοῦ οὐρανοῦ ἀνέγνων

αὐτά

CVII

1 τότε τεθέαμαι τὰ ἐγγεγραμμένα ἐπrsquo αὐτῶν ὅτι γενεὰ γενεᾶς κακ[ίων

ἔσται] καὶ εἶδον τόδε μέχρις τοῦ ἀνας[τῆναι] γενεὰν δικαιοσύνης καὶ ἡ

κακία ἀπολεῖται καὶ ἡ ἁμαρτία ἀλλάξει ἀπὸ τῆς γῆς καὶ τὰ ἀγαθὰ ἥξει ἐπὶ

τῆς γῆς ἐπrsquo αὐτούς

2 καὶ νῦν ἀπότρεχε τέκνον καὶ σήμανον Λάμεχ τῷ υἱῷ σου ὅτι τὸ παιδίον

τοῦτο τὸ γεννηθὲν τέκνον αὐτοῦ ἐστιν δικαίως καὶ οὐ ψευδῶς

3 καὶ ὅτε ἤκουσεν Μαθουσάλεκ τοὺς λόγους Ἑνὼχ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ

μυστηριακῶς γὰρ ἐδήλωσεν αὐτῷ [ἐπέστρεψεν καὶ ἐδήλωσεν αὐτῷ] καὶ

ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτοῦ Νῶε εὐφραίνων τὴν γῆν ἀπὸ τῆς ἀπωλείας

Liber Enoch

Apocalypsis Henochi Graece

(recensio ap Syncellum)

(ed M Black)

Pseudepigrapha veteris testamenti Graece 3

Leiden Brill 1970 pp 21ndash26 29ndash30 32ndash33 37

VI

ἐκ τοῦ πρώτου βιβλίου Ἐνὼχ περὶ τῶν ἐγρηγόρων

1 καὶ ἐγένετο ὅτε ἐπληθύνθησαν οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων ἐγεννήθησαν

αὐτοῖς θυγατέρες ὡραῖαι

2 καὶ ἐπεθύμησαν αὐτὰς οἱ ἐγρήγοροι καὶ ἀπεπλανήθησαν ὀπίσω αὐτῶν

καὶ εἶπον πρὸς ἀλλήλους ἐκλεξώμεθα ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ τῶν

θυγατέρων τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς

3 καὶ εἶπε Σεμιαζᾶς ὁ ἄρχων αὐτῶν πρὸς αὐτούς φοβοῦμαι μὴ οὐ

θελήσητε (Go θελήσετε) ποιῆσαι τὸ πρᾶγμα τοῦτο καὶ ἔσομαι ἐγὼ μόνος

ὀφειλέτης ἁμαρτίας μεγάλης

4 καὶ ἀπεκρίθησαν αὐτῷ πάντες καὶ εἶπον ὀμόσωμεν ἅπαντες ὅρκῳ καὶ

ἀναθεματίσωμεν ἀλλήλους τοῦ μὴ ἀποστρέψαι τὴν γνώμην ταύτην

35

μέχρις οὗ ἀποτελέσωμεν αὐτήν

5 τότε πάντες ὤμοσαν ὁμοῦ καὶ ἀνεθεμάτισαν ἀλλήλους

6 ἦσαν δὲ οὗτοι διακόσιοι οἱ καταβάντες ἐν ταῖς ἡμέραις Ἰάρεδ εἰς τὴν

κορυφὴν τοῦ Ἑρμονιεὶμ (Go κορυφὴν Ἑρμὼν) ὄρους καὶ ἐκάλεσαν τὸ ὄρος

Ἑρμώμ καθότι ὤμοσαν (Go ομοσαν) καὶ ἀνεθεμάτισαν ἀλλήλους ἐν αὐτῷ

7 καὶ ταῦτα τὰ ὀνόματα τῶν ἀρχόντων αὐτῶν αacute Σεμιαζᾶς ὁ ἄρχων

αὐτῶν βacute Ἀταρκούφ γacute Ἀρακιήλ δacute Χωβαβιήλ εacute Ὀραμμαμή Ϛacute Ῥαμιήλ ζacute

Σαμψίχ ηacute Ζακιήλ θacute Βαλκιήλ ιacute Ἀζαλζήλ ιαacute Φαρμαρός ιβacute Ἀμαριήλ ιγacute

Ἀναγημάς ιδacute Θαυσαήλ ιεacute Σαμιήλ ιϚacute Σαρινᾶς ιζacute Εὐμιήλ (Par gr 1711 ὁ

Εὐμιήλ) ιηacute Τυριήλ ιθacute Ἰουμιήλ κacute Σαριήλ

VII

1 Οὗτοι καὶ οἱ λοιποὶ πάντες ἐν τῷ χιλιοστῷ ἑκατοστῷ ἑβδομηκοστῷ ἔτει

τοῦ κόσμου ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας καὶ ἤρξαντο μιαίνεσθαι ἐν αὐταῖς

ἕως τοῦ κατακλυσμοῦ καὶ ἔτεκον αὐτοῖς γένη τρίαmiddot πρῶτον γίγαντας

μεγάλους

2 οἱ δὲ γίγαντες ἐτέκνωσαν Ναφηλείμ καὶ τοῖς Ναφηλεὶμ ἐγεννήθησαν

Ἐλιούδ καὶ ἦσαν αὐξανόμενοι κατὰ τὴν μεγαλειότητα αὐτῶν καὶ

ἐδίδαξαν ἑαυτοὺς καὶ τὰς γυναῖκας ἑαυτῶν φαρμακείας καὶ ἐπαοιδίας

VIII

1 Πρῶτος Ἀζαὴλ ὁ δέκατος τῶν ἀρχόντων ἐδίδαξε ποιεῖν μαχαίρας καὶ

θώρακας καὶ πᾶν σκεῦος πολεμικόν καὶ τὰ μέταλλα τῆς γῆς καὶ τὸ

χρυσίον πῶς ἐργάσωνται καὶ ποιήσωσιν αὐτὰ κόσμια ταῖς γυναιξί καὶ τὸν

ἄργυρον ἔδειξε δὲ αὐτοῖς καὶ τὸ στίλβειν καὶ τὸ καλλωπίζειν καὶ τοὺς

ἐκλεκτοὺς λίθους καὶ τὰ βαφικάmiddot καὶ ἐποίησαν ἑαυτοῖς οἱ υἱοὶ τῶν

ἀνθρώπων καὶ ταῖς θυγατράσιν αὐτῶν καὶ παρέβησαν καὶ ἐπλάνησαν

τοὺς ἁγίους

2 καὶ ἐγένετο ἀσέβεια πολλὴ ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἠφάνισαν τὰς ὁδοὺς αὐτῶν

3 ἔτι δὲ καὶ ὁ πρώταρχος αὐτῶν Σεμιαζᾶς ἐδίδαξεν εἶναι ὀργὰς κατὰ τοῦ

νοός καὶ ῥίζας βοτανῶν τῆς γῆς ὁ δὲ ἑνδέκατος Φαρμαρὸς ἐδίδαξε

φαρμακείας ἐπαοιδίας σοφίας καὶ ἐπαοιδῶν λυτήριαmiddot ὁ ἔνατος ἐδίδαξεν

ἀστροσκοπίανmiddot ὁ δὲ τέταρτος ἐδίδαξεν ἀστρολογίανmiddot ὁ δὲ ὄγδοος ἐδίδαξεν

ἀεροσκοπίανmiddot ὁ δὲ τρίτος ἐδίδαξε τὰ σημεῖα τῆς γῆςmiddot ὁ δὲ ἕβδομος ἐδίδαξε

τὰ σημεῖα τοῦ ἡλίουmiddot ὁ δὲ εἰκοστὸς ἐδίδαξε τὰ σημεῖα τῆς σελήνηςmiddot πάντες

οὗτοι ἤρξαντο ἀνακαλύπτειν τὰ μυστήρια ταῖς γυναιξὶν αὐτῶν καὶ τοῖς

τέκνοις αὐτῶν μετὰ δὲ ταῦτα ἤρξαντο οἱ γίγαντες κατεσθίειν τὰς σάρκας

τῶν ἀνθρώπων

4 καὶ ἤρξαντο οἱ ἄνθρωποι ἐλαττοῦσθαι ἐπὶ τῆς γῆς

VIII col I

4 οἱ δὲ λοιποὶ ἐβόησαν εἰς τὸν οὐρανὸν περὶ τῆς κακώσεως αὐτῶν

λέγοντες εἰσενεχθῆναι τὸ μνημόσυνον αὐτῶν ἐνώπιον κυρίου

VIII col II

4 Τότε ἐβόησαν οἱ ἄνθρωποι εἰς τὸν οὐρανὸν λέγοντες Εἰσαγάγετε τὴν

κρίσιν ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον καὶ τὴν ἀπώλειαν ἡμῶν ἐνώπιον τῆς δόξης

τῆς μεγάλης ἐνώπιον τοῦ κυρίου τῶν κυρίων πάντων τῇ μεγαλωσύνῃ

IX col I

1 Καὶ ἀκούσαντες οἱ τέσσαρες μεγάλοι ἀρχάγγελοι Μιχαὴλ καὶ Οὐριὴλ

καὶ Ῥαφαὴλ καὶ Γαβριὴλ (καὶ Par gr 1711) παρέκυψαν ἐπὶ τὴν γῆν ἐκ τῶν

ἁγίων τοῦ οὐρανοῦ

2 καὶ θεασάμενοι αἷμα πολὺ ἐκκεχυμένον ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πᾶσαν ἀσέβειαν

καὶ ἀνομίαν γενομένην ἐπrsquo αὐτῆς

36

3 εἰσελθόντες εἶπον πρὸς ἀλλήλους ὅτι Τὰ πνεύματα καὶ αἱ ψυχαὶ τῶν

ἀνθρώπων στενάζουσιν ἐντυγχάνοντα καὶ λέγοντα ὅτι Εἰσαγάγετε τὴν

κρίσιν ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον καὶ τὴν ἀπώλειαν ἡμῶν ἐνώπιον τῆς δόξης

τῆς μεγαλωσύνης ἐνώπιον τοῦ κυρίου τῶν κυρίων πάντων τῇ

μεγαλωσύνῃ

4 καὶ εἶπον τῷ κυρίῳ τῶν αἰώνων Σὺ εἶ ὁ θεὸς τῶν θεῶν καὶ κύριος τῶν

κυρίων καὶ ὁ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ θεὸς τῶν αἰώνων καὶ ὁ

θρόνος τῆς δόξης σου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν αἰώνων καὶ τὸ ὄνομά σου

ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

IX col II

1 Καὶ ἀκούσαντες οἱ τέσσαρες μεγάλοι ἀρχάγγελοι Μιχαὴλ καὶ Οὐριὴλ

καὶ Ῥαφαὴλ καὶ Γαβριὴλ παρέκυψαν (= οἱ ltδgt Par gr 1711) ἐπὶ τὴν γῆν ἐκ

τῶν ἁγίων τοῦ οὐρανοῦ

2 καὶ θεασάμενοι αἷμα πολὺ ἐκκεχυμένον ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πᾶσαν ἀνομίαν

καὶ ἀσέβειαν γινομένην ἐπrsquo αὐτῆς

3 εἰσελθόντες εἶπον πρὸς ἀλλήλους ὅτι Τὰ πνεύματα καὶ αἱ ψυχαὶ τῶν

ἀνθρώπων ἐντυγχάνουσι στενάζοντα καὶ λέγοντα Εἰσαγάγετε τὴν δέησιν

ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον

4 καὶ προσελθόντες οἱ τέσσαρες ἀρχάγγελοι εἶπον τῷ κυρίῳ Σὺ εἶ ὁ θεὸς

τῶν θεῶν καὶ κύριος τῶν κυρίων καὶ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ θεὸς

τῶν ἀνθρώπων καὶ ὁ θρόνος τῆς δόξης σου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν

αἰώνων καὶ τὸ ὄνομά σου ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

καὶ τὸ ὄνομά σου ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

IX

4 add post αἰῶνας καὶ τὰ ἑξῆς τότε ὁ ὕψιστος ἐκέλευσε τοῖς ἁγίοις

ἀρχαγγέλοις καὶ ἔδησαν τοὺς ἐξάρχους αὐτῶν καὶ ἔβαλον (ἔβαλλον Par

gr 1711) αὐτοὺς εἰς τὴν ἄβυσσον ἕως τῆς κρίσεως καὶ τὰ ἑξῆς καὶ ταῦτα

μὲν ὁ Ἐνὼχ μαρτυρεῖ

5 σὺ γὰρ εἶ ὁ ποιήσας τὰ πάντα καὶ πάντων τὴν ἐξουσίαν ἔχων καὶ πάντα

ἐνώπιόν σου φανερὰ καὶ ἀκάλυπταmiddot καὶ πάντα ὁρᾷς καὶ οὐκ ἔστιν ὃ

κρυβῆναί σε δύναται

6 ὁρᾷς ὅσα ἐποίησεν Ἀζαὴλ καὶ (om Par gr 1711) ὅσα εἰσήνεγκεν (add

καὶ Par gr 1711) ὅσα ἐδίδαξεν ἀδικίας καὶ ἁμαρτίας ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πάντα

δόλον ἐπὶ τῆς ξηρᾶς ἐδίδαξε γὰρ τὰ μυστήρια καὶ ἀπεκάλυψε τῷ αἰῶνι τὰ

ἐν οὐρανῷ ἐπιτηδεύουσιν δὲ τὰ ἐπιτηδεύματα αὐτοῦ εἰδέναι τὰ μυστήρια

οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων

7 τῷ Σεμιαζᾷ τὴν ἐξουσίαν ἔδωκας ἔχειν τῶν σὺν αὐτῷ ἅμα ὄντων

8 καὶ ἐπορεύθησαν πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς καὶ

συνεκοιμήθησαν μετrsquo αὐτῶν καὶ ἐν ταῖς θηλείαις ἐμιάνθησαν καὶ

ἐδήλωσαν αὐταῖς πάσας τὰς ἁμαρτίας καὶ ἐδίδαξαν αὐτὰς μίσητρα

(μίσιτρα Par gr 1711) ποιεῖν

9 καὶ νῦν ἰδοὺ αἱ θυγατέρες τῶν ἀνθρώπων ἔτεκον ἐξ αὐτῶν υἱοὺς

γίγανταςmiddot κίβδηλα ἐπὶ τῆς (om Go) γῆς τῶν ἀνθρώπων ἐκκέχυται καὶ ὅλη

ἡ γῆ ἐπλήσθη ἀδικίας

10 καὶ νῦν ἰδοὺ τὰ πνεύματα τῶν ψυχῶν τῶν ἀποθανόντων ἀνθρώπων

ἐντυγχάνουσιν καὶ μέχρι τῶν πυλῶν τοῦ οὐρανοῦ ἀνέβη ὁ στεναγμὸς

αὐτῶν καὶ οὐ δύναται ἐξελθεῖν ἀπὸ προσώπου τῶν ἐπὶ τῆς γῆς γινομένων

ἀδικημάτων

11 καὶ σὺ αὐτὰ οἶδας πρὸ τῶν (τοῦ recte Par gr 1711) αὐτὰ γενέσθαι καὶ

ὁρᾷς αὐτοὺς καὶ ἐᾷς αὐτούς καὶ οὐδὲν λέγεις τί δεῖ ποιῆσαι αὐτοὺς (om

37

Go) περὶ τούτου

X

1 Τότε ὁ ὕψιστος εἶπε καὶ ὁ ἅγιος ὁ μέγας ἐλάλησε καὶ ἔπεμψε τὸν Οὐριὴλ

πρὸς τὸν υἱὸν (Go τοῦ) Λάμεχ λέγων

2 Πορεύου πρὸς τὸν Νῶε καὶ εἶπον αὐτῷ τῷ ἐμῷ ὀνόματι Κρύψον σεαυτόν

καὶ δήλωσον αὐτῷ τέλος ἐπερχόμενον ὅτι ἡ γῆ ἀπόλλυται πᾶσαmiddot καὶ εἶπον

αὐτῷ ὅτι κατακλυσμὸς μέλλει γίνεσθαι πάσης τῆς γῆς ἀπολέσαι πάντα

ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς

3 δίδαξον τὸν δίκαιον τί ποιήσει τὸν υἱὸν Λάμεχ καὶ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ εἰς

ζωὴν συντηρήσει καὶ ἐκφεύξεται διrsquo αἰῶνος καὶ ἐξ αὐτοῦ φυτευθήσεται

φύτευμα καὶ σταθήσεται πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

4 Καὶ τῷ Ῥαφαὴλ εἶπε Πορεύου Ῥαφαήλ καὶ δῆσον τὸν Ἀζαήλmiddot χερσὶ καὶ

ποσὶ συμπόδισον αὐτόν καὶ ἔμβαλε αὐτὸν εἰς τὸ σκότος καὶ ἄνοιξον τὴν

ἔρημον τὴν οὖσαν ἐν τῇ ἐρήμῳ Δουδαήλ καὶ ἐκεῖ πορευθεὶς βάλε αὐτόν

5 καὶ ὑπόθες αὐτῷ λίθους ὀξεῖς καὶ (om Go) λίθους τραχεῖς καὶ

ἐπικάλυψον αὐτῷ σκότος καὶ οἰκησάτω ἐκεῖ εἰς τὸν αἰῶνα καὶ τὴν ὄψιν

αὐτοῦ πώμασον καὶ φῶς μὴ θεωρείτωmiddot

6 καὶ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως ἀπαχθήσεται εἰς τὸν ἐμπυρισμὸν τοῦ

πυρός

7 καὶ ἴασαι τὴν γῆν ἣν ἠφάνισαν οἱ ἐγρήγοροι καὶ τὴν ἴασιν τῆς πληγῆς

δήλωσον ἵνα ἰάσωνται τὴν πληγὴν καὶ μὴ ἀπόλωνται πάντες οἱ υἱοὶ τῶν

ἀνθρώπων ἐν τῷ μυστηρίῳ ὃ εἶπον οἱ ἐγρήγοροι καὶ ἐδίδαξαν τοὺς υἱοὺς

τῶν ἀνθρώπων

8 καὶ ἠρημώθη πᾶσα ἡ γῆ ἐν τοῖς ἔργοις τῆς διδασκαλίας Ἀζαήλmiddot καὶ ἐπrsquo

αὐτῇ γράψον πάσας τὰς ἁμαρτίας

9 Καὶ τῷ Γαβριὴλ εἶπε Πορεύου Γαβριήλ ἐπὶ τοὺς γίγαντας ἐπὶ τοὺς

κιβδήλους ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς πορνείας καὶ ἀπόλεσαν τοὺς υἱοὺς τῶν

ἐγρηγόρων ἀπὸ τῶν υἱῶν τῶν ἀνθρώπωνmiddot πέμψον αὐτοὺς εἰς ἀλλήλους ἐξ

αὐτῶν εἰς αὐτούς ἐν πολέμῳ καὶ ἐν ἀπωλείᾳ καὶ μακρότης ἡμερῶν οὐκ

ἔσται αὐτοῖς

10 καὶ πᾶσα ἐρώτησις οὐκ ἔστι τοῖς πατράσιν αὐτῶν ὅτι ἐλπίζουσι ζῆσαι

ζωὴν αἰώνιον καὶ ὅτι ζήσεται ἕκαστος αὐτῶν ἔτη πεντακόσια

11 καὶ τῷ Μιχαὴλ εἶπε Πορεύου Μιχαήλ δῆσον Σεμιαζᾶν καὶ τοὺς ἄλλους

σὺν αὐτῷ τοὺς συμμιγέντας ταῖς θυγατράσι τῶν ἀνθρώπων τοῦ μιανθῆναι

ἐν αὐταῖς ἐν τῇ ἀκαθαρσίᾳ αὐτῶν

12 καὶ ὅταν κατασφαγῶσιν οἱ υἱοὶ αὐτῶν καὶ ἴδωσι τὴν ἀπώλειαν τῶν

ἀγαπητῶν αὐτῶν δῆσον αὐτοὺς ἐπὶ ἑβδομήκοντα γενεὰς εἰς τὰς νάπας

τῆς γῆς μέχρι ἡμέρας κρίσεως αὐτῶν μέχρι ἡμέρας τελειώσεως τελεσμοῦ

ἕως συντελεσθῇ κρίμα τοῦ αἰῶνος τῶν αἰώνων

13 τότε ἀπενεχθήσονται εἰς τὸ χάος τοῦ πυρὸς καὶ εἰς τὴν βάσανον καὶ εἰς

τὸ δεσμωτήριον τῆς συγκλείσεως τοῦ αἰῶνος

14 καὶ ὃς ἂν κατακρίθῃ καὶ ἀφανισθῇ ἀπὸ τοῦ νῦν μετrsquo αὐτῶν δεθήσεται

(δεηθήσεται recte Par gr 1711) μέχρι τελειώσεως γενεᾶς αὐτῶν

περὶ δὲ τοῦ ὄρους ἐν ᾧ ὤμοσαν καὶ ἀνεθεμέτισαν πρὸς τὸν πλησίον αὐτῶν

ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα οὐ μὴ ἀποστῇ ἀπrsquo αὐτοῦ ψῦχος καὶ χιὼν καὶ πάχνη καὶ

δρόσος οὐ μὴ καταβῇ εἰς αὐτό εἰ μὴ εἰς κατάραν καταβήσεται ἐπrsquo αὐτό

μέχρις ἡμέρας κρίσεως τῆς μεγάλης ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ κατακαυθήσεται

καὶ ταπεινωθήσεται καὶ ἔσται κατακαιόμενον καὶ τηκόμενον ὡς κηρὸς

ἀπὸ πυρός οὕτως κατακαήσεται περὶ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ καὶ νῦν

ἐγὼ λέγω ὑμῖν υἱοῖς ἀνθρώπων Ὀργὴ μεγάλη καθrsquo ὑμῶν laquoκαὶraquo κατὰ τῶν

38

υἱῶν ὑμῶν καὶ οὐ παύσεται ἡ ὀργὴ αὕτη ἀφrsquo ὑμῶν μέχρι καιροῦ σφαγῆς

τῶν υἱῶν ὑμῶν καὶ ἀπολοῦνται οἱ ἀγαπητοὶ ὑμῶν καὶ ἀποθανοῦνται οἱ

ἔντιμοι ὑμῶν ἀπὸ πάσης τῆς γῆς ὅτι πᾶσαι αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς αὐτῶν ἀπὸ

τοῦ νῦν οὐ μὴ ἔσονται πλείω τῶν ἑκατὸν εἴκοσιν ἐτῶν καὶ μὴ δόξητε ἔτι

ζῆσαι ἐπὶ πλείονα ἔτηmiddot οὐ γάρ ἐστιν ἐπrsquo αὐτοῖς πᾶσα ὁδὸς ἐκφεύξεως ἀπὸ

τοῦ νῦν διὰ τὴν ὀργὴν ἣν ὠργίσθη ὑμῖν ὁ βασιλεὺς πάντων τῶν αἰώνωνmiddot

μὴ νομίσητε ὅτι ἐκφεύξεσθε ταῦτα

XV

8 Καὶ νῦν οἱ γίγαντες οἱ γεννηθέντες ἀπὸ πνευμάτων καὶ σαρκὸς

πνεύματα πονηρὰ ἐπὶ τῆς γῆς καλέσουσιν αὐτούς ὅτι ἡ κατοίκησις αὐτῶν

ἔσται ἐπὶ τῆς γῆς

9 πνεύματα πονηρὰ ἔσονται τὰ πνεύματα ἐξεληλυθότα ἀπὸ τοῦ σώματος

τῆς σαρκὸς αὐτῶν διότι ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων ἐγένοντο καὶ ἐκ τῶν ἁγίων

τῶν ἐγρηγόρων ἡ ἀρχὴ τῆς κτίσεως αὐτῶν καὶ ἀρχὴ θεμελίουmiddot πνεύματα

πονηρὰ

10 ἐπὶ τῆς γῆς ἔσονται

11 τὰ πνεύματα τῶν γιγάντων νεμόμενα ἀδικοῦντα ἀφανίζοντα

ἐμπίπτοντα καὶ συμπαλαίοντα καὶ ῥιπτοῦντα ἐπὶ τῆς γῆς καὶ δρόμους

ποιοῦντα καὶ μηδὲν ἐσθίοντα ἀλλrsquo ἀσιτοῦντα καὶ ῥιπτοῦντα καὶ φάσματα

ποιοῦντα καὶ διψῶντα καὶ προσκόπτοντα

12 καὶ ἐξαναστήσονται τὰ πνεύματα ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων καὶ

τῶν γυναικῶν ὅτι ἐξ αὐτῶν ἐξεληλύθασι

XVI

1 Καὶ ἀπὸ ἡμέρας καιροῦ σφαγῆς καὶ ἀπωλείας καὶ θανάτου τῶν

γιγάντων ναφηλείμ οἱ ἰσχυροὶ τῆς γῆς οἱ μεγάλοι ὀνομαστοί τὰ

πνεύματα τὰ ἐκπορευόμενα ἀπὸ τῆς ψυχῆς αὐτῶν ὡς ἐκ τῆς σαρκὸς

ἔσονται ἀφανίζοντα χωρὶς κρίσεωςmiddot οὕτως ἀφανίσουσι μέχρις ἡμέρας τῆς

τελειώσεως ἕως τῆς κρίσεως τῆς μεγάλης ἐν ᾗ (ᾧ Par gr 1711) ὁ αἰὼν ὁ

μέγας τελεσθήσεται

XIX

3 ἀνθρώπων ὡς ἐγὼ εἶδον

XX

2 ὁ εἷς τῶν ἁγίων ὁ ἐπὶ τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ταρτάρου

3 Ῥαφαὴλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων τῶν ἀνθρώπων

4 Ῥαγουήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐκδικῶν τὸν κόσμον τῶν

φωστήρων

5 Μιχαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς ἐπὶ τῶν τοῦ λαοῦ ἀγαθῶν τέτακται

καὶ ἐπὶ τῷ χαῷ

6 Σαριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων οἵτινες ἐπὶ τῷ

πνεύματι ἁμαρτάνουσιν

7 Γαβριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τοῦ παραδείσου καὶ τῶν

δρακόντων καὶ χερουβίν Ῥεμειήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃν ἔταξεν ὁ

θεὸς ἐπὶ τῶν ἀνισταμένων ὀνόματα ζacute ἀρχαγγέλων

XXI

1 Καὶ ἐφώδευσα μέχρι τῆς ἀκατασκευάστου

2 καὶ ἐκεῖ ἐθεασάμην ἔργον φοβερόν ἑώρακα οὔτε οὐρανὸν ἐπάνω οὔτε

γῆν τεθεμελιωμένην ἀλλὰ τόπον ἀκατασκεύαστον καὶ φοβερόν

3 καὶ ἐκεῖ τεθέαμαι ζacute ἀστέρας τοῦ οὐρανοῦ δεδεμένους καὶ ἐριμμένους ἐν

αὐτῷ ὁμοῦ ὁμοίους ὁράσει μεγάλῃ καὶ ἐν πυρὶ καιομένους

4 τότε εἶπον Διὰ ποίαν αἰτίαν ἐπεδέθησαν καὶ διὰ ποίαν αἰτίαν ἐρίφησαν

39

ὧδε

5 καὶ εἶπέν μοι Οὐριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ μετrsquo

ἐμοῦ ὤν - καὶ

αὐτὸς αὐτῶν ἡγεῖτο - καὶ εἶπέν μοι Ἑνώχ περὶ τίνος

ἐρωτᾷς ἢ περὶ τίνος

τὴν ἀλήθειαν φιλοσπευδεῖς

6 οὗτοί εἰσιν τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ οἱ παραβάντες

τὴν ἐπιταγὴν τοῦ

κυρίου καὶ ἐδέθησαν ὧδε μέχρι πληρωθῆναι μύρια ἔτη

τὸν χρόνον τῶν

ἁμαρτημάτων αὐτῶν

7 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον τούτου

φοβερώτερον καὶ τεθέαμαι

ἔργα φοβεράmiddot πῦρ μέγα ἐκεῖ καιόμενον καὶ φλεγόμενον καὶ διακοπὴν

εἶχεν ὁ τόπος ἕως τῆς ἀβύσσου πλήρης στύλων πυρὸς μεγάλων

καταφερομένωνmiddot οὔτε μέτρον οὔτε μέγεθος ἠδυνήθην ἰδεῖν οὔτε εἰκάσαι

8 τότε εἶπον Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος οὗτος καὶ ὡς δεινὸς τῇ ὁράσει

9 τότε ἀπεκρίθη μοι καὶ εἶπεν

Incert

1 παρὰ (Par gr 1711 Go περὶ) δὲ τοῦ ὄρους ἐν ᾧ ὤμοσαν καὶ

ἀνεθεμάτισαν πρὸς τὸν πλησίον αὐτῶν ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα οὐ μὴ ἀποστῇ

ἀπrsquo αὐτοῦ ψῦχος καὶ χιὼν καὶ πάχνη καὶ δρόσος οὐ μὴ καταβῇ εἰς αὐτό εἰ

μὴ εἰς κατάραν καταβήσεται ἐπrsquo (Go εἰς) αὐτό μέχρις ἡμέρας κρίσεως τῆς

μεγάλης

2 ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ κατακαυθήσεται καὶ (Go om) ταπεινωθήσεται καὶ

ἔσται κατακαιόμενον καὶ τηκόμενον ὡς κηρὸς ἀπὸ πυρός οὕτως

κατακαήσεται περὶ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ

3 καὶ νῦν ἐγὼ λέγω ὑμῖν υἱοῖς ἀνθρώπων Ὀργὴ μεγάλη καθrsquo ὑμῶν κατὰ

τῶν υἱῶν ὑμῶνmiddot καὶ οὐ παύσεται ἡ ὀργὴ αὕτη ἀφrsquo ὑμῶν μέχρι καιροῦ

σφαγῆς τῶν υἱῶν ὑμῶν

4 καὶ ἀπολοῦνται οἱ ἀγαπητοὶ ὑμῶν καὶ ἀποθανοῦνται οἱ ἔντιμοι ὑμῶν

ἀπὸ πάσης τῆς γῆς ὅτι πᾶσαι αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς αὐτῶν ἀπὸ τοῦ νῦν οὐ μὴ

ἔσονται πλείω τῶν ἑκατὸν εἴκοσιν ἐτῶν

5 καὶ μὴ δόξητε ἔτι ζῆσαι ἐπὶ πλείονα ἔτηmiddot οὐ γάρ ἐστιν ἐπrsquo αὐτοῖς πᾶσα

ὁδὸς ἐκφεύξεως ἀπὸ τοῦ νῦν διὰ τὴν ὀργὴν ἣν ὠργίσθη ὑμῖν ὁ βασιλεὺς

πάντων τῶν αἰώνωνmiddot μὴ νομίσητε ὅτι ἐκφεύξεσθε ταῦτα

Περί των γιγάντων

καὶ ἦν νωε ἐτῶν πεντακοσίων καὶ ἐγέννησεν νωε τρεῖς υἱούς τὸν σημ τὸν χαμ τὸν

ιαφεθκαὶ ἐγένετο ἡνίκα ἤρξαντο οἱ ἄνθρωποι πολλοὶ γίνεσθαι ἐπὶ τῆς γῆς καὶ θυγατέρες

ἐγενήθησαν αὐτοῖς 2ἰδόντες δὲ οἱ υἱοὶ τοῦ θεοῦ τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων ὅτι καλαί

εἰσιν ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ πασῶν ὧν ἐξελέξαντο 3καὶ εἶπεν κύριος ὁ θεός οὐ

μὴ καταμείνῃ τὸ πνεῦμά μου ἐν τοῖς ἀνθρώποις τούτοις εἰς τὸν αἰῶνα διὰ τὸ εἶναι

αὐτοὺς σάρκας ἔσονται δὲ αἱ ἡμέραι αὐτῶν ἑκατὸν εἴκοσι ἔτη 4οἱ δὲ γίγαντες ἦσαν ἐπὶ

τῆς γῆς ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις καὶ μετ ἐκεῖνο ὡς ἂν εἰσεπορεύοντο οἱ υἱοὶ τοῦ

θεοῦ πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων καὶ ἐγεννῶσαν ἑαυτοῖς ἐκεῖνοι ἦσαν οἱ

γίγαντες οἱ ἀπ αἰῶνος οἱ ἄνθρωποι οἱ ὀνομαστοί

40

Παραθέτουμε ένα επεξηγηματικό κείμενο αναφορικά με τους γίγαντες από την

ιστοσελίδα httpwwwoodegrcom

laquoΕδώ πρόκειται για το θέμα στο οποίο αναφέρθηκε ο Ιησούς Χριστός στο

Ματθαίος κδ΄ 38 για τους προκατακλυσμιαίους ανθρώπους που ΄΄έτρωγαν και

έπιναν και παντρεύονταν΄΄ ώσπου ήρθε ο Κατακλυσμός Επ αυτών υπάρχουν

κάποιες παρατηρήσεις

1η παρατήρηση Το οριστικό άρθρο ΄΄οι΄΄ δείχνει ότι πρόκειται για κάποιους που

ήταν ήδη γνωστοί στους αναγνώστες της Γενέσεως προς τους οποίους απευθύνεται

ο Μωυσής δηλαδή προς τους Ισραηλίτες της εποχής του που λάβαιναν το Νόμο

2η παρατήρηση Το ότι ΄΄εν ταις ημέραις εκείναις ήσαν΄΄ υπονοεί 1 Είτε ότι δεν

υπήρχαν πλέον οι γίγαντες στη ΄΄γη΄΄ όταν γραφόταν η Γένεση δηλαδή κατά το 1500

πΧ 2 είτε ότι υπήρχαν και τότε

3η παρατήρηση Για ποια ΄΄γη΄΄ μιλάει 1 Είτε για τη συγκεκριμένη γη στην οποία

συνέβαιναν τα γεγονότα που αναγράφονται στα γύρω κεφάλαια (τη γη της

Μεσοποταμίας) 2 είτε γενικά για τη γύρω γη στην οποία είχαν επεκταθεί οι γίγαντες

και η φυλή Αδάμ Αυτό όμως δεν έχει σημασία καθώς η αναφορά γίνεται μόνο για

τον καιρό πρό τού Κατακλυσμού Είναι γεγονός όμως ότι στη γη Χαναάν οι

γίγαντες υπήρχαν και μετά από τον Κατακλυσμό

Αυτό φαίνεται στους Αριθμούς 13ιγ΄ 33 ΄΄και εκεί εωράκαμεν τους γίγαντας

(εβραϊκό Νεφιλείμ) και ήμεν ενώπιον αυτών ωσεί ακρίδες αλλά και ούτως ήμεν

ενώπιον αυτών΄΄

Αν αυτό φαίνεται παράξενο σε κάποιους που διδάχτηκαν ότι ο Κατακλυσμός ήταν

παγκόσμιος ας διαβάσουν τη μελέτη μας ΄΄Ήταν ο Κατακλυσμός Παγκόσμιος΄΄

Εκεί θα δουν τις Αγιογραφικές και ιστορικές αποδείξεις ότι επρόκειτο για έναν

τοπικό κατακλυσμό που έπληξε μόνο τη φυλή Αδάμ και μέλη μόνο των γύρω λαών

Επιβίωση από τον Κατακλυσμό

Το ότι οι Νεφιλείμ επεβίωσαν του Κατακλυσμού εξηγείται απλά

Είναι λογικό το ότι η φυλή των γιγάντων Νεφιλείμ δεν έμενε ολόκληρη στην

κοιλάδα της Μεσοποταμίας αλλά κάποιοι απ αυτούς διεσπάρησαν στις γύρω

περιοχές

Η Γένεση στο 7ζ΄ 20 γράφει ότι ο Κατακλυσμός είχε ύψος 15 πήχες (8- 9 μέτρα)

δηλαδή όσο χρειαζόταν για να καλύψει τις ψηλότερες περιοχές της χαμηλής

Μεσοποταμίας Όσοι όμως έμεναν στα ορεινά γύρω από την πληγείσα περιοχή

επεβίωσαν Άλλωστε ο Κατακλυσμός έγινε για τιμωρία της φυλής Αδάμ και όχι των

γύρω λαών όπως φαίνεται στη Γένεση 6ς΄ 5 - 7 όπου η λέξη που χρησιμοποιείται

στο Εβραϊκό κείμενο γι αυτούς με τους οποίους οργίστηκε ο Θεός είναι ΄΄Αδάμ΄΄

Για τους άλλους λαούς η Γένεση στο Εβραϊκό κείμενο χρησιμοποιεί άλλη λέξη

όπως φαίνεται στο Γένεσις 6ς΄ 4 [΄΄οι άνθρωποι (εβραϊκά ΄΄ενός΄΄) οι

ονομαστοί΄΄] και στο Γένεσις 13ιγ΄ 13 [΄΄οι δε άνθρωποι (εβραϊκά ΄΄ενός΄΄) οι εν

Σοδόμοις΄΄]

41

Μια τελευταία παρατήρηση ξεκινάει από το ίδιο εδάφιο της Γένεσης 6ς΄ 4 που λέει

΄΄Οι δε γίγαντες ήσαν επί τής γης εν ταις ημέραις εκείναις και μετ εκείνο ως αν

εισεπορεύοντο οι υιοί τού Θεού προς τας θυγατέρας τών ανθρώπων΄΄

Οι Νεφιλείμ λοιπόν υπήρχαν ακόμη ΄΄και μετά από εκείνο΄΄ το γεγονός που

περιγράφεται δηλαδή και μετά από την αύξηση του πληθυσμού στη

Μεσοποταμία Είναι λάθος να ταυτίζονται κατ ανάγκην οι Νεφιλείμ με τους γιους

των ισχυρών καθώς μια αβίαστη ανάγνωση του κειμένου δεν δείχνει τίποτα τέτοιο

Το μεταβατικό ΄΄δε΄΄ δείχνει ότι γίνεται λόγος για κάποιους άλλους και όχι για

τους γιούς των ισχυρών Οι γιοί των ισχυρών δεν είναι οι Νεφιλείμ αλλά οι ισχυροί

άνδρες της Μεσοποταμίας των άλλων φυλών που ζούσαν κοντά στη φυλή Αδάμ

Ίσως ο σκοπός του χωρίου είναι να δείξει ότι η φυλή των γιγάντων (η οποία

προβλημάτιζε τους Ισραηλίτες τον καιρό που ο Μωυσής έγραφε αυτά τα λόγια) ήταν

μια αρχαία φυλή σύγχρονη της επιμειξίας της φυλής Αδάμ με τους γιούς των

ισχυρών και ότι οι Νεφιλείμ επεβίωσαν ακόμη και μετά από την επιμειξία των

ισχυρών ανδρών της Μεσοποταμίας με τις ΄΄θυγατέρες Αδάμ΄΄ κατά την

προκατακλυσμιαία εποχή

Ίσως ακόμα η αναφορά αυτή να γίνεται για να δείξει ότι ο κατακλυσμός στρεφόταν

ειδικά κατά του λαού Αδάμ και όχι και των γύρω λαών εκ των οποίων

επεβίωσαν και οι Νεφιλείμ

Οι γίγαντες στην εποχή τού Ισραήλ

Σύμφωνα με την Αγία Γραφή η περιοχή στην οποία επεβίωσαν κάποιοι από τη

φυλή των γιγάντων Νεφιλείμ ήταν η Βασάν που ονομάζεται ΄΄γη γιγάντων΄΄

(Δευτερονόμιο γ΄ 13)

Πρόκειται για μία ορεινή περιοχή ανατολικά της Θάλασσας της Γαλιλαίας

κατάλληλη για επιβίωση των λαών της από τον Κατακλυσμό που έπληξε τη

Μεσοποταμία και το λαό Αδάμ (Όπως λέμε ΄΄λαός Ισραήλ΄΄)

Εκεί οι γίγαντες υπήρχαν όχι μόνο μετά από τον Κατακλυσμό αλλά και στις ημέρες

του Αβραάμ όπως φαίνεται στη Γένεση 14ιδ΄ 5 όπου λέει για τον Χοδολλογομόρ

και τους συμμάχους του ότι ΄΄κατέκοψαν τους γίγαντας τους εν Ασταρώθ

Καρναιν΄΄ στη Βασσάν

Και οι κατάσκοποι όμως των ημερών του Μωυσή βρήκαν τους Νεφιλείμ στη

Χαναάν όπως είδαμε στους Αριθμούς 13ιγ΄ 33 όπου μάλιστα ονομάζει τους

γίγαντες ΄΄Νεφιλείμ΄΄ Εκεί έχει μάλιστα και οριστικό άρθρο ΄΄τους Νεφιλείμ΄΄

πράγμα που δείχνει ότι δεν επρόκειτο για παρομοίωση αλλά για το γνωστό λαό

των Νεφιλείμ

Άλλα εδάφια όπως το Δευτερονόμιο 1α΄ 28 αναφερόμενο στο ίδιο γεγονός

ταυτίζει τους Νεφιλείμ με τους Ανακείμ που προφανώς ήταν απόγονοί τους

Με τους Ανακείμ συσχετίζει η Αγία Γραφή όλες τις φυλές γιγάντων που ζούσαν γύρω

από τη Θάλασσα της Γαλιλαίας όπως ήταν οι Ραφαείμ οι Εμμαίοι και οι

42

Ζουμζουμείμ τους οποίους εξολώθρευσαν οι απόγονοι του Λωτ (Δευτερονόμιο 2β΄

10112021)

Οι Ραφαείμ ήταν απόγονοι των Γιγάντων που επεβίωσαν από τον Κατακλυσμό και

δεν ήταν απόγονοι του Νώε καθώς δεν αναφέρονται στη Γένεση 10ι΄ όπου

αναφέρονται οι λαοί που κατάγονται από το Νώε Η σκέψη ότι ίσως να μην

αναφέρονται επειδή είναι πολύ νεώτεροι λαοί δεν ευσταθεί επειδή αναφέρονται στη

Γένεσις 14ιδ΄ 5 σαν λαός από την εποχή του Αβραάμ ακόμα και συνεπώς είναι

αρχαιότεροι λαοί από αυτούς που αναφέρονται ως απόγονοι του Νώε

Μετά από την εγκατάσταση των Ισραηλιτών στη Γη της Επαγγελίας οι υψηλόσωμες

αυτές φυλές εξολωθρεύτηκαν και δεν έμειναν Ανακείμ στο Ισραήλ Μόνο στη Γάζα

στη Γαθ και στην Άζωτο έμειναν αναμεμειγμένοι με τους Φιλισταίους (Ιησούς

Ναυή 11ια΄ 21 22)

Ένας απ αυτούς ήταν και ο Γολιάθ από τη Γαθ που σκοτώθηκε από τον Δαυίδ (Α΄

Σαμουήλ ιζ΄ 4 ΄΄Εξήλθεν Γολιάθ εκ της Γαθ΄΄)

Τον καιρό του Δαυίδ σκοτώθηκαν οι τελευταίοι γίγαντεςraquo1

1 httpwwwoodegrcomoodegenesiskatak1htm

43

Page 16: Η δημιουργία του κόσμου

16

II

1 Κατανοήσατε πάντα τὰ ἔργα ἐν τῷ οὐρανῷ πῶς οὐκ ἠλλοίωσαν τὰς

ὁδοὺς αὐτῶν καὶ τοὺς φωστῆρας τοὺς ἐν τῷ οὐρανῷ ὡς τὰ πάντα

ἀνατέλλει καὶ δύνει τεταγμένος ἕκαστος ἐν τῷ τεταγμένῳ καιρῷ καὶ ταῖς

ἑορταῖς αὐτῶν φαίνονται καὶ οὐ παραβαίνουσιν τὴν ἰδίαν τάξιν

2 ἴδετε τὴν γῆν καὶ διανοήθητε περὶ τῶν ἔργων τῶν ἐν αὐτῇ γενομένων

ἀπrsquo ἀρχῆς μέχρι τελειώσεως ὥς εἰσιν φθαρτά ὡς οὐκ ἀλλοιοῦνται οὐδὲν

τῶν ἐπὶ γῆς ἀλλὰ πάντα ἔργα θεοῦ ὑμῖν φαίνεται

3 ἴδετε τὴν θερείαν καὶ τὸν χειμῶνα

καταμάθετε καὶ ἴδετε πάντα τὰ δένδρα

IIIndashV

1πῶς τὰ φύλλα χλωρὰ ἐν αὐτοῖς σκέποντα τὰ δένδρα καὶ πᾶς ὁ καρπὸς

αὐτῶν εἰς τιμὴν καὶ δόξαν διανοήθητε καὶ γνῶτε περὶ πάντων τῶν ἔργων

αὐτοῦ καὶ νοήσατε ὅτι θεὸς ζῶν ἐποίησεν αὐτὰ οὕτως καὶ ζῇ εἰς πάντας

τοὺς αἰῶναςmiddot

2 καὶ τὰ ἔργα αὐτοῦ πάντα ὅσα ἐποίησεν εἰς τοὺς αἰῶνας ἀπὸ ἐνιαυτοῦ εἰς

ἐνιαυτὸν γινόμενα πάντα οὕτως καὶ πάντα ὅσα ἀποτελοῦσιν αὐτῷ τὰ

ἔργα καὶ οὐκ ἀλλοιοῦνται αὐτῶν τὰ ἔργα ἀλλrsquo ὡσπερεὶ κατὰ ἐπιταγὴν τὰ

πάντα γίνεται

3 ἴδετε πῶς ἡ θάλασσα καὶ οἱ ποταμοὶ ὡς ὁμοίως ἀποτελοῦσιν καὶ οὐκ

ἀλλοιοῦσιν αὐτῶν τὰ ἔργα ἀπὸ τῶν λόγων αὐτοῦ

4 ὑμεῖς δὲ οὐκ ἐνεμείνατε οὐδὲ ἐποιήσατε κατὰ τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ ἀλλὰ

ἀπέστητε καὶ κατελαλήσατε μεγάλους καὶ σκληροὺς λόγους ἐν στόματι

ἀκαθαρσίας ὑμῶν κατὰ τῆς μεγαλωσύνης αὐτοῦ ὅτι κατελαλήσατε ἐν τοῖς

ψεύμασιν ὑμῶν σκληροκάρδιοι οὐκ ἔστιν εἰρήνη ὑμῖν

5 τοιγὰρ τὰς ἡμέρας ὑμῶν ὑμεῖς καταράσεσθε καὶ τὰ ἔτη τῆς ζωῆς ὑμῶν

ἀπολεῖται καὶ τὰ ἔτη τῆς ἀπωλείας ὑμῶν πληθυνθήσεται ἐν κατάρᾳ

αἰώνων καὶ οὐκ ἔσται ὑμῖν ἔλεος καὶ εἰρήνη

6 τότε ἔσται τὰ ὀνόματα ὑμῶν εἰς κατάραν αἰώνιον πᾶσιν τοῖς δικαίοις

καὶ ἐν ὑμῖν καταράσονται πάντες οἱ καταρώμενοι καὶ πάντες οἱ

ἁμαρτωλοὶ καὶ ἀσεβεῖς ἐν ὑμῖν ὀμοῦνται καὶ πάντες οἱ ἀναμάρτητοι

χαρήσονται καὶ ἔσται αὐτοῖς λύσις ἁμαρτιῶν καὶ πᾶν ἔλεος καὶ εἰρήνη καὶ

ἐπιείκεια ἔσται αὐτοῖς σωτηρία φῶς ἀγαθόν καὶ αὐτοὶ κληρονομήσουσιν

τὴν γῆν καὶ πᾶσιν ὑμῖν τοῖς ἁμαρτωλοῖς οὐχ ὑπάρξει σωτηρία ἀλλὰ ἐπὶ

πάντας ὑμᾶς κατάλυσις κατάρα

7 καὶ τοῖς ἐκλεκτοῖς φῶς καὶ χάρις καὶ εἰρήνη καὶ αὐτοὶ κληρονομήσουσιν

τὴν γῆν ὑμῖν δὲ τοῖς ἀσεβέσιν ἔσται κατάρα

8 τότε δοθήσεται τοῖς ἐκλεκτοῖς φῶς καὶ χάρις καὶ αὐτοὶ

κληρονομήσουσιν τὴν γῆν τότε δοθήσεται πᾶσιν τοῖς ἐκλεκτοῖς σοφία καὶ

πάντες οὗτοι ζήσονται καὶ οὐ μὴ ἁμαρτήσονται ἔτι οὐ κατrsquo ἀλήθειαν οὔτε

κατὰ ὑπερηφανίαν καὶ ἔσται ἐν ἀνθρώπῳ πεφωτισμένῳ φῶς καὶ

ἀνθρώπῳ ἐπιστήμονι νόημα καὶ οὐ μὴ πλημμελήσουσιν

9 οὐδὲ μὴ ἁμάρτωσιν πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς αὐτῶν καὶ οὐ μὴ

ἀποθάνωσιν ἐν ὀργῇ θυμοῦ ἀλλὰ τὸν ἀριθμὸν αὐτῶν ζωῆς ἡμερῶν

πληρώσουσιν καὶ ἡ ζωὴ αὐτῶν αὐξηθήσεται ἐν εἰρήνῃ καὶ τὰ ἔτη τῆς

χαρᾶς αὐτῶν πληθυνθήσεται ἐν ἀγαλλιάσει καὶ εἰρήνη αἰῶνος ἐν πάσαις

ταῖς ἡμέραις τῆς ζωῆς αὐτῶν

VI

1 Καὶ ἐγένετο οὗ ἂν ἐπληθύνθησαν οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων ἐν ἐκείναις

ταῖς ἡμέραις ἐγεννήθησαν θυγατέρες ὡραῖαι καὶ καλαί

17

2 καὶ ἐθεάσαντο αὐτὰς οἱ ἄγγελοι υἱοὶ οὐρανοῦ καὶ ἐπεθύμησαν αὐτάς

καὶ εἶπαν πρὸς ἀλλήλουςmiddot Δεῦτε ἐκλεξώμεθα ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ τῶν

ἀνθρώπων καὶ γεννήσομεν ἑαυτοῖς τέκνα

3 καὶ εἶπεν Σεμειαζᾶς πρὸς αὐτούς ὃς ἦν ἄρχων αὐτῶν Φοβοῦμαι μὴ οὐ

θελήσετε ποιῆσαι τὸ πρᾶγμα τοῦτο καὶ ἔσομαι ἐγὼ μόνος ὀφειλέτης

ἁμαρτίας μεγάλης

4 ἀπεκρίθησαν οὖν αὐτῷ πάντες Ὀμόσωμεν ὅρκῳ πάντες καὶ

ἀναθεματίσωμεν πάντες ἀλλήλους μὴ ἀποστρέψαι τὴν γνώμην ταύτην

μέχρις οὗ ἂν τελέσωμεν αὐτὴν καὶ ποιήσωμεν τὸ πρᾶγμα τοῦτο

5 τότε ὄμοσαν πάντες ὁμοῦ καὶ ἀνεθεμάτισαν ἀλλήλους ἐν αὐτῷ

7 Καὶ ταῦτα τὰ ὀνόματα τῶν ἀρχόντων αὐτῶνmiddot Σεμιαζά οὗτος ἦν ἄρχων

αὐτῶνmiddot Ἀραθάκ Κιμβρά Σαμμανή Δανειήλ Ἀρεαρώς Σεμιήλ Ἰωμειήλ

Χωχαριήλ Ἐζεκιήλ Βατριήλ Σαθιήλ Ἀτριήλ Ταμιήλ Βαρακιήλ Ἀνανθνά

Θωνιήλ Ῥαμιήλ Ἀσέαλ Ῥακειήλ Τουριήλ

8 οὗτοί εἰσιν ἀρχαὶ αὐτῶν οἱ [ἐπὶ] δέκα

VII

1 Καὶ ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκαςmiddot ἕκαστος αὐτῶν ἐξελέξαντο ἑαυτοῖς

γυναῖκας καὶ ἤρξαντο εἰσπορεύεσθαι πρὸς αὐτὰς καὶ μιαίνεσθαι ἐν

αὐταῖςmiddot καὶ ἐδίδαξαν αὐτὰς φαρμακείας καὶ ἐπαοιδὰς καὶ ῥιζοτομίας καὶ

τὰς βοτάνας ἐδήλωσαν αὐταῖς

2 Αἱ δὲ ἐν γαστρὶ λαβοῦσαι ἐτέκοσαν γίγαντας μεγάλους ἐκ πηχῶν

τρισχιλίων

3 οἵτινες κατησθίοσαν τοὺς κόπους τῶν ἀνθρώπων ὡς δὲ οὐκ ἐδυνήθησαν

αὐτοῖς οἱ ἄνθρωποι ἐπιχορηγεῖν

4 οἱ γίγαντες ἐτόλμησαν ἐπrsquo αὐτούς καὶ κατησθίοσαν τοὺς ἀνθρώπους

5 καὶ ἤρξαντο ἁμαρτάνειν ἐν τοῖς πετεινοῖς καὶ τοῖς [θ]ηρίοις καὶ ἑρπετοῖς

καὶ τοῖς [ἰ]χθύσιν καὶ ἀλλήλων τὰς σάρκας κατεσθίειν καὶ τὸ αἷμα ἔπινον

6 τότε ἡ γῆ ἐνέτυχεν κατὰ τῶν ἀνόμων

VIII

1 Ἐδίδαξεν τοὺς ἀνθρώπους Ἀζαὴλ μαχαίρας ποιεῖν καὶ ὅπλα καὶ ἀσπίδας

καὶ θώρακας διδάγματα ἀγγέλων καὶ ὑπέδειξεν αὐτοῖς τὰ μέταλλα καὶ

τὴν ἐργασίαν αὐτῶν καὶ ψέλια καὶ κόσμους καὶ στίβεις καὶ τὸ

καλλιβλέφαρον καὶ παντοίους λίθους ἐκλεκτοὺς καὶ τὰ βαφικά

2 καὶ ἐγένετο ἀσέβεια πολλή καὶ ἐπόρνευσαν καὶ ἀπεπλανήθησαν καὶ

ἠφανίσθησαν ἐν πάσαις ταῖς ὁδοῖς αὐτῶν

3 Σεμιαζᾶς ἐδίδαξεν ἐπα[ο]ιδὰς καὶ ῥιζοτομίαςmiddot Ἀρμαρὼς ἐπαοιδῶν

λυτήριονmiddot Βαρακιὴλ ἀστρολογίαςmiddot Χωχιὴλ τὰ σημειωτικάmiddot Σαθιὴλ

ἀστεροσκοπίανmiddot Σεριὴλ σεληναγωγίας

4 τῶν οὖν ἀνθρώπων ἀπολλυμένων ἡ βο[ὴ] εἰς οὐρανοὺς ἀνέβη

IX

1 Τότε παρ[α]κύψαντες Μιχαὴλ καὶ Οὐ[ρι]ὴλ καὶ Ῥαφαὴλ καὶ Γαβριή[λ]

οὗτοι ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἐθεάς[αν]το αἶμα πολὺ ἐκχυννόμεν[ον] ἐπὶ τῆς γῆςmiddot

2 καὶ εἶπαν πρὸ[ς] ἀλλήλους φωνὴ βοώντω[ν] ἐπὶ τῆς γῆς μέχρι πυλῶν

τοῦ οὐρανοῦ

3 ἐντυγχάνουσιν αἱ ψυχαὶ τῶν ἀνθρώπων λεγόντων Εἰσαγάγετε τὴν

κρίσιν ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστ[ον]

4 Καὶ εἶπα[ν] τῷ κυρίῳ Σὺ εἶ κύριος τῶν κυρίων καὶ ὁ θεὸς τῶν θεῶν καὶ

βασιλεὺς τῶν αἰώνωνmiddot ὁ θρόνος τῆς δόξης σου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τοῦ

αἰῶνος καὶ τὸ ὄνομά σου τὸ ἅγιον καὶ μέγα καὶ εὐλογητὸν εἰς πάντας τοὺς

αἰῶνας

18

5 σὺ γὰρ ἐποίησας τὰ πάντα καὶ πᾶσαν τὴν ἐξουσίαν ἔχων καὶ πάντα

ἐνώπιόν σου φανερὰ καὶ ἀκάλυπτα

6 καὶ πάντα σὺ ὁρᾷς ἃ ἐποίησεν Ἀζαήλ ὃς ἐδίδαξεν πάσας τὰς ἀδικίας ἐπὶ

τῆς γῆς καὶ ἐδήλωσεν τὰ μυστήρια τοῦ αἰῶνος τὰ ἐν τῷ οὐρανῷ ἃ

ἐπιτηδεύουσιν [καὶ] ἔγνωσαν ἄνθρωποι

7 καὶ Σεμιαζᾶς ᾧ τὴν ἐξουσίαν ἔδωκας ἄρχειν τῶν σὺν αὐτῷ ἅμα ὄντων

8 καὶ ἐπορεύθησαν πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς καὶ

συνεκοιμήθησαν αὐταῖς καὶ ἐμιάνθησαν καὶ ἐδήλωσαν αὐταῖς πάσας τὰς

ἁμαρτίας

9 καὶ αἱ γυναῖκες ἐγέννησαν τιτᾶνας ὑφrsquo ὧν ὅλη ἡ γῆ ἐπλήσθη αἵματος

καὶ ἀδικίας

10 καὶ νῦν ἰδοὺ βοῶσιν αἱ ψυχαὶ τῶν τετελευτηκότων καὶ ἐντυγχάνουσιν

μέχρι τῶν πυλῶν τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἀνέβη ὁ στεναγμὸς αὐτῶν καὶ οὐ

δύναται ἐξελθεῖν ἀπὸ προσώπου τῶν ἐπὶ τῆς γῆς γινομένων ἀνομημάτων

11 καὶ σὺ πάντα οἶδας πρὸ τοῦ αὐτὰ γενέσθαι καὶ σὺ ὁρᾷς ταῦτα καὶ ἐᾷς

αὐτούς καὶ οὐδὲ ἡμῖν λέγεις τί δεῖ ποιεῖν αὐτοὺς περὶ τούτων

X

1 Τότε Ὕψιστος εἶπεν περὶ τούτων ὁ μέγας Ἅγιος καὶ ἐλάλησεν καὶ εἶπεν

καὶ ἔπεμψεν Ἰστραὴλ πρὸς τὸν υἱὸν Λέμεχ

2 Εἶπον αὐτῷ ἐπὶ τῷ ἐμῷ ὀνόματι Κρύψον σεαυτόν καὶ δήλωσον αὐτῷ

τέλος ἐπερχόμενον ὅτι ἡ γῆ ἀπόλλυται πᾶσα καὶ κατακλυσμὸς μέλλει

γίνεσθαι πάσης τῆς γῆς καὶ ἀπολέσει πάντα ὅσα ἐστὶν [ἐν] αὐτῇ

3 καὶ δίδαξον αὐτὸν ὅπως ἐκφύγῃ καὶ μενεῖ τὸ σπέρμα αὐτοῦ εἰς πάσας

τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

4 Καὶ τῷ Ῥαφαὴλ εἶπεν Δῆσον τὸν Ἀζαὴλ ποσὶν καὶ χερσίν καὶ βάλε

αὐτὸν εἰς τὸ σκότος καὶ ἄνοιξον τὴν ἔρημον τὴν οὖσαν ἐν τῷ Δαδουὴλ

κἀκεῖ βάλε αὐτόν

5 καὶ ὑπόθες αὐτῷ λίθους τραχεῖς καὶ ὀξεῖς καὶ ἐπικάλυψον αὐτῷ τὸ

σκότος καὶ οἰκησάτω ἐκεῖ εἰς τοὺς αἰῶνας καὶ τὴν ὄψιν αὐτοῦ πώμασον

καὶ φῶς μὴ θεωρείτωmiddot

6 καὶ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς μεγάλης τῆς κρίσεως ἀπαχθήσεται εἰς τὸν

ἐνπυρισμόν

7 καὶ ἰαθήσεται ἡ γῆ ἣν ἠφάνισαν οἱ ἄγγελοι καὶ τὴν ἴασιν τῆς γῆς

δήλωσον ἵνα ἰάσωνται τὴν πληγήν ἵνα μὴ ἀπόλωνται πάντες οἱ υἱοὶ τῶν

ἀνθρώπων ἐν τῷ μυστηρίῳ ὅλῳ ᾧ ἐπέταξαν οἱ ἐγρήγοροι καὶ ἐδίδαξαν

τοὺς υἱοὺς αὐτῶν

8 καὶ ἠρημώθη πᾶσα ἡ γῆ ἀφανισθεῖσα ἐν τοῖς ἔργοις τῆς διδασκαλίας

Ἀζαήλmiddot καὶ ἐπrsquo αὐτῷ γράψον τὰς ἁμαρτίας πάσας

9 Καὶ τῷ Γαβριὴλ εἶπεν ὁ κύριος Πορεύου ἐπὶ τοὺς μαζηρέους ἐπὶ τοὺς

κιβδήλους καὶ τοὺς υἱοὺς τῆς πορνείας καὶ ἀπόλεσον τοὺς υἱοὺς τῶν

ἐγρηγόρων ἀπὸ τῶν ἀνθρώπωνmiddot πέμψον αὐτοὺς ἐν πολέμῳ ἀπωλείας

μακρότης γὰρ ἡμερῶν οὐκ ἔστιν αὐτῶν

10 καὶ πᾶσα ἐρώτησις [οὐκ] ἔσται τοῖς πατράσιν αὐτῶν καὶ περὶ αὐτῶν ὅτι

ἐλπίζουσιν ζῆσαι ζωὴν αἰώνιον καὶ ὅτι ζήσεται ἕκαστος αὐτῶν ἔτη

πεντακόσια

11 Καὶ εἶπεν Μιχαήλ Πορεύου καὶ δήλωσον Σεμιαζᾷ καὶ τοῖς λοιποῖς τοῖς

σὺν αὐτῷ ταῖς γυναιξὶν μιγεῖσιν μιανθῆναι ἐν αὐταῖς ἐν ἀκαθαρσίᾳ

αὐτῶνmiddot

12 καὶ ὅταν κατασφαγῶσιν οἱ υἱοὶ αὐτῶν καὶ ἴδωσιν τὴν ἀπώλειαν τῶν

ἀγαπητῶν καὶ δῆσον αὐτοὺς ἑβδομήκοντα γενεὰς εἰς τὰς νάπας τῆς γῆς

19

μέχρι ἡμέρας κρίσεως αὐτῶν καὶ συντελεσμοῦ ἕως τελεσθῇ τὸ κρίμα τοῦ

αἰῶνος τῶν αἰώνων

13 τότε ἀπαχθήσονται εἰς τὸ χάος τοῦ πυρὸς καὶ εἰς τὴν βάσανον καὶ εἰς

τὸ δεσμωτήριον συνκλείσεως αἰῶνος

14 καὶ ὃς ἂν κατακαυθῇ καὶ ἀφανισθῆ ἀπὸ τοῦ νῦν μετrsquo αὐτῶν ὁμοῦ

δεθήσονται μέχρι τελειώσεως γενεᾶς

15 ἀπόλεσον πάντα τὰ πνεύματα τῶν κιβδήλων καὶ τοὺς υἱοὺς τῶν

ἐγρηγόρων διὰ τὸ ἀδικῆσαι τοὺς ἀνθρώπους

16 καὶ ἀπόλεσον τὴν ἀδικίαν πᾶσαν ἀπὸ τῆς γῆς καὶ πᾶν ἔργον πονηρίας

ἐκλειπέτω καὶ ἀναφανήτω τὸ φυτὸν τῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς ἀληθείας εἰς

τοὺς αἰῶναςmiddot μετὰ χαρᾶς φυτευθήσεται

17 Καὶ νῦν πάντες οἱ δίκαιοι ἐκφεύξονται καὶ ἔσονται ζῶντες ἕως

γεννήσωσιν χιλιάδας καὶ πᾶσαι αἱ ἡμέραι νεότητος αὐτῶν καὶ τὰ

σάββατα αὐτῶν μετὰ εἰρήνης πληρώσουσιν

18 τότε ἐργασθήσεται πᾶσα ἡ γῆ ἐν δικαιοσύνῃ καὶ φυτευθήσεται δένδρον

ἐν αὐτῇ καὶ πλησθήσεται εὐλογίας

19 καὶ πάντα τὰ δένδρα τῆς γῆς ἀγαλλιάσονταιmiddot φυτευθήσεται καὶ

ἔσονται φυτεύοντες ἀμπέλους καὶ ἡ ἄμπελος ἣν ἂν φυτεύσωσιν

ποιήσουσιν πρόχους οἴνου χιλιάδας καὶ σπόρου ποιήσει καθrsquo ἕκαστον

μέτρον ἐλαίας ποιήσει ἀνὰ βάτους δέκα

20 καὶ σὺ καθάρισον τὴν γῆν ἀπὸ πάσης ἀκαθαρσίας καὶ ἀπὸ πάσης

ἀδικίας καὶ ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας καὶ ἀσεβείας καὶ πάσας τὰς ἀκαθαρσίας

τὰς γινομένας ἐπὶ τῆς γῆς ἐξάλειψον

21 καὶ ἔσονται πάντες λατρεύοντες οἱ λαοὶ καὶ εὐλογοῦντες πάντες ἐμοὶ

καὶ προσκυνοῦντες

22 καὶ καθαρισθήσεται πᾶσα ἡ γῆ ἀπὸ παντὸς μιάσματος καὶ ἀπὸ πάσης

ἀκαθαρσίας καὶ ὀργῆς καὶ μάστιγος καὶ οὐκέτι πέμψω ἐπrsquo αὐτοὺς εἰς

πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

XI

1 καὶ τότε ἀνοίξω τὰ ταμεῖα τῆς εὐλογίας τὰ ὄντα ἐν τῷ οὐρανῷ καὶ

κατενεγκεῖν αὐτὰ ἐπὶ τὰ ἔργα ἐπὶ τὸν κόπον τῶν υἱῶν τῶν ἀνθρώπων

2 καὶ τότε ἀλήθεια καὶ εἰρήνη κοινωνήσουσιν ὁμοῦ εἰς πάσας τὰς ἡμέρας

τοῦ αἰῶνος καὶ εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν ἀνθρώπων

XII

1 Πρὸ τούτων τῶν λόγων ἐλήμφθη Ἑνώχ καὶ οὐδεὶς τῶν ἀνθρώπων ἔγνω

ποῦ ἐλήμφθη καὶ ποῦ ἐστιν καὶ τί ἐγένετο αὐτῷ

2 καὶ τὰ ἔργα αὐτοῦ μετὰ τῶν ἐγρηγόρων καὶ μετὰ τῶν ἁγίων αἱ ἡμέραι

αὐτοῦ

3 Καὶ ἑστὼς ἤμην Ἑνὼχ εὐλογῶν τῷ κυρίῳ τῆς μεγαλωσύνης τῷ βασιλεῖ

τῶν αἰώνων καὶ ἰδοὺ οἱ ἐγρήγοροι τοῦ ἁγίου τοῦ μεγάλου ἐκάλουν μεmiddot

4 Ἑνώχ ὁ γραμματεὺς τῆς δικαιοσύνης πορεύου καὶ εἶπε τοῖς ἐγρηγόροις

τοῦ οὐρανοῦ οἵτινες ἀπολιπόντες τὸν οὐρανὸν τὸν ὑψηλόν τὸ ἁγίασμα τῆς

στάσεως τοῦ αἰῶνος μετὰ τῶν γυναικῶν ἐμιάνθησαν καὶ ὥσπερ οἱ υἱοὶ

τῆς γῆς ποιοῦσιν οὕτως καὶ αὐτοὶ ποιοῦσιν καὶ ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας

Ἀφανισμὸν μέγαν ἠφανίσατε τὴν γῆν

5 καὶ οὐκ ἔσται ὑμῖν εἰρήνη οὔτε ἄφεσις καὶ περὶ ὧν χαίρουσιν τῶν υἱῶν

αὐτῶν

6 τὸν φόνον τῶν ἀγαπητῶν αὐτῶν ὄψονται καὶ ἐπὶ τῇ ἀπωλείᾳ τῶν υἱῶν

αὐτῶν στενάξουσιν καὶ δεηθήσονται εἰς τὸν αἰῶνα καὶ οὐκ αὐτοῖς ἔσται

εἰς ἔλεον καὶ εἰρήνην

20

XIII

1 Ὁ δὲ Ἑνὼχ τῷ Ἀζαὴλ εἶπεν Πορεύουmiddot οὐκ ἔσται σοι εἰρήνη κρίμα μέγα

ἐξῆλθεν κατὰ σοῦ δῆσαί σε

2 καὶ ἀνοχὴ καὶ ἐρώτησίς σοι οὐκ ἔσται περὶ ὧν ἔδειξας ἀδικημάτων καὶ

περὶ πάντων τῶν ἔργων τῶν ἀσεβειῶν καὶ τῆς ἀδικίας καὶ τῆς ἁμαρτίας

ὅσα ὑπέδειξας τοῖς ἀνθρώποις

3 Τότε πορευθεὶς εἴρηκα πᾶσιν αὐτοῖς καὶ αὐτοὶ πάντες ἐφοβήθησαν καὶ

ἔλαβεν αὐτοὺς τρόμος καὶ φόβος

4 καὶ ἠρώτησαν ὅπως γράψω αὐτοῖς ὑπομνήματα ἐρωτήσεως ἵνα γένηται

αὐτοῖς ἄφεσις καὶ ἵνα ἐγὼ ἀναγνῶ αὐτοῖς τὸ ὑπόμνημα τῆς ἐρωτήσεως

ἐνώπιον Κυρίου τοῦ οὐρανοῦ

5 ὅτι αὐτοὶ οὐκ ἔτι δύνανται λαλῆσαι οὐδὲ ἀπᾶραι αὐτῶν τοὺς ὀφθαλμοὺς

εἰς τὸν οὐρανὸν ἀπὸ αἰσχύνης περὶ ὧν ἡμαρτήκεισαν καὶ κατεκρίθησαν

6 Τότε ἔγραψα τὸ ὑπόμνημα τῆς ἐρωτήσεως αὐτῶν καὶ τὰς δεήσεις περὶ

τῶν πνευμάτων αὐτῶν καὶ περὶ ὧν δέονται ὅπως αὐτῶν γένωνται ἄφεσις

καὶ μακρότης

7 καὶ πορευθεὶς ἐκάθισα ἐπὶ τῶν ὑδάτων Δὰν ἐν γῇ Δάν ἥτις ἐστὶν ἐκ

δεξιῶν Ἑρμωνειεὶμ δύσεωςmiddot ἀνεγίγνωσκον τὸ ὑπόμνημα τῶν δεήσεων

αὐτῶν

8 ὡς ἐκοιμήθην καὶ ἰδοὺ ὄνειροι ἐπrsquo ἐμὲ ἦλθον καὶ ὁράσεις ἐπrsquo ἐμὲ

ἐπέπιπτον καὶ ἴδον ὁράσεις ὀργῆς καὶ ἦλθεν φωνὴ λέγουσα Εἶπον τοῖς

υἱοῖς τοῦ οὐρανοῦ τοῦ ἐλέγξαι αὐτούς

9 Καὶ ἔξυπνος γενόμενος ἦλθον πρὸς αὐτούς καὶ πάντες συνηγμένοι

ἐκάθηντο πενθοῦντες ἐν Ἐβελσατά ἥτις ἐστὶν ἀνὰ μέσον τοῦ Λιβάνου καὶ

Σενισήλ περικεκαλυμμένοι τὴν ὄψιν

10 ἐνώπιον αὐτῶν καὶ ἀνήγγειλα αὐτοῖς πάσας τὰς ὁράσεις ἃς εἶδον κατὰ

τοὺς ὕπνους καὶ ἠρξάμην λαλεῖν τοὺς λόγους τῆς δικαιοσύνης ἐλέγχων

τοὺς ἐγρηγόρους τοῦ οὐρανοῦ

XIV

1 Βίβλος λόγων δικαιοσύνης καὶ ἐλέγξεως ἐγρηγόρων τῶν ἀπὸ τοῦ

αἰῶνος κατὰ τὴν ἐντολὴν τοῦ ἁγίου τοῦ μεγάλου ἐν ταύτῃ τῇ ὁράσει

2 Ἐγὼ εἶδον κατὰ τοὺς ὕπνους μου ὃ νῦν λέγω ἐν γλώσσῃ σαρκίνῃ ἐν τῷ

πνεύματι τοῦ στόματός μου ὃ ἔδωκεν ὁ μέγας τοῖς ἀνθρώποις λαλεῖν ἐν

αὐτοῖς καὶ νοήσει καρδίαςmiddot

3 ὃς ἔκτισεν καὶ ἔδωκεν ἐλέγξασθαι ἐγρηγόρους τοὺς υἱοὺς τοῦ οὐρανοῦ

4 Ἐγὼ τὴν ἐρώτησιν ὑμῶν τῶν ἀγγέλων ἔγραψα καὶ ἐν τῇ ὁράσει μου

τοῦτο ἐδείχθηmiddot καὶ οὔτε ἡ ἐρώτησις ὑμῶν παρεδέχθη

5 ἵνα μηκέτι εἰς τὸν οὐρανὸν ἀναβῆτε ἐπὶ πάντας τοὺς αἰῶνας καὶ ἐν τοῖς

δεσμοῖς τῆς γῆς ἐρρέθη δῆσαι ὑμᾶς εἰς πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

6 καὶ ἵνα περὶ τούτων ἴδητε τὴν ἀπώλειαν τῶν υἱῶν ὑμῶν τῶν ἀγαπητῶν

καὶ ὅτι οὐκ ἔσται ὑμῖν ὄνησις αὐτῶν ἀλλὰ πεσοῦνται ἐνώπιον ὑμῶν ἐν

μαχαίρᾳ

7 καὶ ἡ ἐρώτησις ὑμῶν περὶ αὐτῶν οὐκ ἔσται οὐδὲ περὶ ὑμῶνmiddot καὶ ὑμεῖς

κλαίοντες καὶ δεόμενοι καὶ μὴ λαλοῦντες πᾶν ῥῆμα ἀπὸ τῆς γραφῆς ἧς

ἔγραψα

8 Καὶ ἐμοὶ ἐφrsquo ὁράσει οὕτως ἐδείχθηmiddot ἰδοὺ νεφέλαι ἐν τῇ ὁράσει ἐκάλουν

καὶ ὁμίχλαι με ἐφώνουν καὶ διαδρομαὶ τῶν ἀστέρων καὶ διαστραπαί με

κατεσπούδαζον καὶ ἐθορύβαζόν με καὶ ἄνεμοι ἐν τῇ ὁράσει μου

ἐξεπέτασάν με

9 καὶ ἐπῆράν με ἄνω καὶ εἰσήνεγκάν με εἰς τὸν οὐρανόν καὶ εἰσῆλθον

21

μέχρις ἤγγισα τείχους οἰκοδομῆς ἐν λίθοις χαλάζης καὶ γλώσσης πυρὸς

κύκλῳ αὐτῶνmiddot καὶ ἤρξαντο ἐκφοβεῖν με

10 Καὶ εἰσῆλθον εἰς τὰς γλώσσας τοῦ πυρός καὶ ἤγγισα εἰς οἶκον μέγαν

οἰκοδομημένον ἐν λίθοις χαλάζης καὶ οἱ τοῖχοι τοῦ οἴκου ὡς λιθόπλακες

καὶ πᾶσαι ἦσαν ἐκ χιόνος καὶ ἐδάφη χιονικά

11 καὶ αἱ στέγαι ὡς διαδρομαὶ ἀστέρων καὶ ἀστραπαί καὶ μεταξὺ αὐτῶν

χερουβὶν πύρινα καὶ οὐρανὸς αὐτῶν ὕδωρ

12 καὶ πῦρ φλεγόμενον κύκλῳ τῶν τειχῶν καὶ θύραι πυρὶ καιόμεναι

13 εἰσῆλθον εἰς τὸν οἶκον ἐκεῖνον θερμὸν ὡς πῦρ καὶ ψυχρὸν ὡς χιών καὶ

πᾶσα τροφὴ ζωῆς οὐκ ἦν ἐν αὐτῷmiddot φόβος με ἐκάλυψεν καὶ τρόμος με

ἔλαβεν

14 καὶ ἤμην σειόμενος καὶ τρέμων καὶ ἔπεσον ἐθεώρουν ἐν τῇ ὁράσει

μου

15 καὶ ἰδοὺ ἄλλη θύρα ἀνεῳγμένη κατέναντί μου καὶ ὁ οἶκος μείζων

τούτου καὶ ὅλος οἰκοδομημένος ἐν γλώσσαις πυρός

16 καὶ ὅλος διαφέρων ἐν δόξῃ καὶ ἐν τιμῇ καὶ ἐν μεγαλωσύνῃ ὥστε μὴ

δύνασθαί με ἐξειπεῖν ὑμῖν περὶ τῆς δόξης καὶ περὶ τῆς μεγαλωσύνης

αὐτοῦ

17 τὸ ἔδαφος αὐτοῦ ἦν πυρός τὸ δὲ ἀνώτερον αὐτοῦ ἦσαν ἀστραπαὶ καὶ

διαδρομαὶ ἀστέρων καὶ ἡ στέγη αὐτοῦ ἦν πῦρ φλέγον

18 Ἐθεώρουν δὲ καὶ εἶδον θρόνον ὑψηλόν καὶ τὸ εἶδος αὐτοῦ ὡσεὶ

κρυστάλλινον καὶ τροχὸς ὡς ἡλίου λάμποντος καὶ ὄρος χερουβίν

19 καὶ ὑποκάτω τοῦ θρόνου ἐξεπορεύοντο ποταμοὶ πυρὸς φλεγόμενοι καὶ

οὐκ ἐδυνάσθην ἰδεῖν

20 καὶ ἡ δόξα ἡ μεγάλη ἐκάθητο ἐπrsquo αὐτῷmiddot τὸ περιβόλαιον αὐτοῦ ὡς εἶδος

ἡλίου λαμπρότερον καὶ λευκότερον πάσης χιόνος

21 καὶ οὐκ ἐδύνατο πᾶς ἄγγελος παρελθεῖν εἰς τὸν οἶκον τοῦτον καὶ ἰδεῖν

τὸ πρόσωπον αὐτοῦ διὰ τὸ ἔντιμον καὶ ἔνδοξον καὶ οὐκ ἐδύνατο πᾶσα

σὰρξ ἰδεῖν αὐτοῦ

22 τὸ πῦρ φλεγόμενον κύκλῳmiddot καὶ πῦρ μέγα παρειστήκει αὐτῷ καὶ οὐδεὶς

ἐγγίζει αὐτῷ κύκλῳ μυρίαι μυριάδες ἑστήκασιν ἐνώπιον αὐτοῦ καὶ πᾶς

λόγος αὐτοῦ ἔργον

23 καὶ οἱ ἅγιοι τῶν ἀγγέλων οἱ ἐγγίζοντες αὐτῷ οὐκ ἀποχωροῦσιν νυκτὸς

οὔτε ἀφίστανται αὐτοῦ

24 Κἀγὼ ἤμην ἕως τούτου ἐπὶ πρόσωπόν μου βεβλημένος καὶ τρέμων καὶ

ὁ κύριος τῷ στόματι αὐτοῦ ἐκάλεσέν με καὶ εἶπέν μοι Πρόσελθε ὧδε

Ἑνώχ καὶ τὸν λόγον μου ἄκουσον

25 καὶ προσελθών μοι εἷς τῶν ἁγίων ἤγειρέν με καὶ ἔστησέν με καὶ

προσήγαγέν με μέχρι τῆς θύραςmiddot ἐγὼ δὲ τὸ πρόσωπόν μου κάτω ἔκυφον

XV

1 Καὶ ἀποκριθεὶς εἶπέν μοι Ὁ ἄνθρωπος ὁ ἀληθινός ἄνθρωπος τῆς

ἀληθείας ὁ γραμματεύςmiddot καὶ τῆς φωνῆς αὐτοῦ ἤκουσαmiddot μὴ φοβηθῇς Ἑνώχ

ἄνθρωπος ἀληθινὸς καὶ γραμματεὺς τῆς ἀληθείαςmiddot πρόσελθε ὧδε καὶ τῆς

φωνῆς μου ἄκουσον

2 πορεύθητι καὶ εἶπε τοῖς πέμψασίν σε Ἐρωτῆσαι ὑμᾶς ἔδει περὶ τῶν

ἀνθρώπων καὶ μὴ τοὺς ἀνθρώπους περὶ ὑμῶν

3 διὰ τί ἀπελίπετε τὸν οὐρανὸν τὸν ὑψηλὸν τὸν ἅγιον τοῦ αἰῶνος καὶ

μετὰ τῶν γυναικῶν ἐκοιμήθητε καὶ μετὰ τῶν θυγατέρων τῶν ἀνθρώπων

ἐμιάνθητε καὶ ἐλάβετε ἑαυτοῖς γυναῖκας ὥσπερ υἱοὶ τῆς γῆς ἐποιήσατε

καὶ ἐγεννήσατε ἑαυτοῖς τέκνα υἱοὺς γίγαντας

22

4 καὶ ὑμεῖς ἦτε ἅγιοι καὶ πνεύματα ζῶντα αἰώνια ἐν τῷ αἵματι τῶν

γυναικῶν ἐμιάνθητε καὶ ἐν αἵματι σαρκὸς ἐγεννήσατε καὶ ἐν αἵματι

ἀνθρώπων ἐπεθυμήσατε καθὼς καὶ αὐτοὶ ποιοῦσιν σάρκα καὶ αἷμα

οἵτινες ἀποθνήσκουσιν καὶ ἀπόλλυνται

5 διὰ τοῦτο ἔδωκα αὐτοῖς θηλείας ἵνα σπερματίζουσιν εἰς αὐτὰς καὶ

τεκνώσουσιν ἐν αὐταῖς τέκνα οὕτως ἵνα μὴ ἐκλείπῃ αὐτοῖς πᾶν ἔργον ἐπὶ

τῆς γῆς

6 ὑμεῖς δὲ ὑπήρχετε πνεύματα ζῶντα αἰώνια καὶ οὐκ ἀποθνήσκοντα εἰς

πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

7 καὶ διὰ τοῦτο οὐκ ἐποίησα ἐν ὑμῖν θηλείαςmiddot τὰ πνεύματα τοῦ οὐρανοῦ ἐν

τῷ οὐρανῷ ἡ κατοίκησις αὐτῶν

8 καὶ νῦν οἱ γίγαντες οἱ γεννηθέντες ἀπὸ τῶν πνευμάτων καὶ σαρκὸς

πνεύματα ἰσχυρὰ ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐν τῇ γῇ ἡ κατοίκησις αὐτῶν ἔσται

9 πνεύματα πονηρὰ ἐξῆλθον ἀπὸ τοῦ σώματος αὐτῶν διότι ἀπὸ τῶν

ἀνωτέρων ἐγένοντο καὶ ἐκ τῶν ἁγίων ἐγρηγόρων ἡ ἀρχὴ τῆς κτίσεως

αὐτῶν καὶ ἀρχὴ θεμελίουmiddot πνεύματα πονηρὰ κληθήσεται

10 πνεύματα οὐρανοῦ ἐν τῷ οὐρανῷ ἡ κατοίκησις αὐτῶν ἔσται καὶ τὰ

πνεύματα ἐπὶ τῆς γῆς τὰ γεννηθέντα ἐπὶ τῆς γῆς ἡ κατοίκησις αὐτῶν

ἔσται

11 καὶ τὰ πνεύματα τῶν γιγάντων νεφέλας ἀδικοῦντα ἀφανίζοντα καὶ

ἐνπίπτοντα καὶ συνπαλαίοντα καὶ συνρίπτοντα ἐπὶ τῆς γῆς πνεύματα

σκληρὰ γιγάντων καὶ δρόμους ποιοῦντα καὶ μηδὲν ἐσθίοντα ἀλλrsquo

ἀσιτοῦντα καὶ διψῶντα καὶ προσκόπτοντα πνεύματα

12 καὶ ἐξαναστήσει ταῦτα εἰς τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν

γυναικῶν ὅτι ἐξεληλύθασιν ἀπrsquo αὐτῶν

XVI

1 ἀπὸ ἡμέρας σφαγῆς καὶ ἀπωλείας καὶ θανάτου ἀφrsquo ὧν τὰ πνεύματα

ἐκπορευόμενα ἐκ τῆς ψυχῆς τῆς σαρκὸς αὐτῶν ἔσται ἀφανίζοντα χωρὶς

κρίσεωςmiddot οὕτως ἀφανίσουσιν μέχρις ἡμέρας τελειώσεως τῆς κρίσεως τῆς

μεγάλης ἐν ᾗ ὁ αἰὼν ὁ μέγας τελεσθήσεται

2 καὶ νῦν ἐγρηγόροις τοῖς πέμψασίν σε ἐρωτῆσαι περὶ αὐτῶν οἵτινες ἐν

οὐρανῷ ἦσαν

3 Ὑμεῖς ἐν τῷ οὐρανῷ ἦτε καὶ πᾶν μυστήριον ὃ οὐκ ἀνεκαλύφθη ὑμῖν καὶ

μυστήριον τὸ ἐκ τοῦ θεοῦ γεγενημένον ἔγνωτε καὶ τοῦτο ἐμηνύσατε ταῖς

γυναιξὶν ἐν ταῖς σκληροκαρδίαις ὑμῶν καὶ ἐν τῷ μυστηρίῳ τούτῳ

πληθύνουσιν αἱ θήλειαι καὶ οἱ ἄνθρωποι τὰ κακὰ ἐπὶ τῆς γῆς

4 εἶπον οὖν αὐτοῖς Οὐκ ἔστιν εἰρήνη

XVII

1 Καὶ παραλαβόντες με εἴς τινα τόπον ἀπήγαγον ἐν ᾧ οἱ ὄντες ἐκεῖ

γίνονται ὡς πῦρ φλέγον καὶ ὅταν θέλωσιν φαίνονται ὡσεὶ ἄνθρωποι

2 Καὶ ἀπήγαγόν με εἰς ζοφώδη τόπον καὶ εἰς ὄρος οὗ ἡ κεφαλὴ ἀφικνεῖτο

εἰς τὸν οὐρανόν

3 καὶ εἶδον τόπον τῶν φωστήρων καὶ τοὺς θησαυροὺς τῶν ἀστέρων καὶ

τῶν βροντῶν καὶ εἰς τὰ ἀεροβαθῆ ὅπου τόξον πυρὸς καὶ τὰ βέλη καὶ τὰς

θήκας αὐτῶν καὶ τὰς ἀστραπὰς πάσας

4 Καὶ ἀπήγαγόν με μέχρι ὑδάτων καὶ μέχρι πυρὸς δύσεως ὅ ἐστιν καὶ

παρέχον πάσας τὰς δύσεις τοῦ ἡλίου

5 καὶ ἤλθομεν μέχρι ποταμοῦ πυρός ἐν ᾧ κατατρέχει τὸ πῦρ ὡς ὕδωρ καὶ

ῥέει εἰς θάλασσαν μεγάλην δύσεως

6 ἴδον τοὺς μεγάλους ποταμούς καὶ μέχρι τοῦ μεγάλου ποταμοῦ καὶ μέχρι

23

τοῦ μεγάλου σκότους κατήντησα καὶ ἀπῆλθον ὅπου πᾶσα σὰρξ οὐ

περιπατεῖ

7 ἴδον τοὺς ἀνέμους τῶν γνόφων τοὺς χειμερινοὺς καὶ τὴν ἔκχυσιν τῆς

ἀβύσσου πάντων ὑδάτων

8 ἴδον τὸ στόμα τῆς γῆς πάντων τῶν ποταμῶν καὶ τὸ στόμα τῆς ἀβύσσου

XVIII

1 ἴδον τοὺς θησαυροὺς τῶν ἀνέμων πάντων ἴδον ὅτι ἐν αὐτοῖς ἐκόσμησεν

πάσας τὰς κτίσεις καὶ τὸν θεμέλιον τῆς γῆς καὶ τὸν λίθον ἴδον τῆς γωνίας

τῆς γῆς

2 ἴδον τοὺς τέσσαρας ἀνέμους τὴν γῆν βαστάζοντας

3 καὶ τὸ στερέωμα τοῦ οὐρανοῦ καὶ αὐτοὶ ἱστᾶσιν μεταξὺ γῆς καὶ

οὐρανοῦ

4 ἴδον ἀνέμους τῶν οὐρανῶν στρέφοντας καὶ διανεύοντας τὸν τροχὸν τοῦ

ἡλίου καὶ πάντας τοὺς ἀστέρας

5 ἴδον τοὺς ἐπὶ τῆς γῆς ἀνέμους βαστάζοντας ἐν νεφέλῃ ἴδον πέρατα τῆς

γῆς τὸ στήριγμα τοῦ οὐρανοῦ ἐπάνω

6 Παρῆλθον καὶ ἴδον τόπον καιόμενον νυκτὸς καὶ ἡμέρας ὅπου τὰ ἑπτὰ

ὄρη ἀπὸ λίθων πολυτελῶν [τρία] εἰς ἀνατολὰς καὶ τρία εἰς νότον

βάλλοντα

7 καὶ τὰ μὲν πρὸς ἀνατολὰς ἀπὸ λίθου χρώματος τὸ δὲ ἦν ἀπὸ λίθου

μαργαρίτου καὶ τὸ ἀπὸ λίθου ταθέν τὸ δὲ κατὰ νότον ἀπὸ λίθου πυρροῦmiddot

8 τὸ δὲ μέσον αὐτῶν ἦν εἰς οὐρανόν ὥσπερ θρόνος θεοῦ ἀπὸ λίθου φουκά

καὶ ἡ κορυφὴ τοῦ θρόνου ἀπὸ λίθου σαφφείρουmiddot

9 καὶ πῦρ καιόμενον ἴδον κἀπέκεινα τῶν ὀρέων τούτων

10 τόπος ἐστὶν πέρας τῆς μεγάλης γῆςmiddot ἐκεῖ συντελεσθήσονται οἱ οὐρανοί

11 καὶ ἴδον χάσμα μέγα εἰς τοὺς στύλους τοῦ πυρὸς καταβαίνοντας καὶ

οὐκ ἦν μέτρον οὔτε εἰς βάθος οὔτε εἰς ὕψος

12 καὶ ἐπέκεινα τοῦ χάσματος τούτου ἴδον τόπον ὅπου οὐδὲ στερέωμα

οὐρανοῦ ἐπάνω οὔτε γῆ ᾖ τεθεμελιωμένη ὑποκάτω αὐτοῦ οὔτε ὕδωρ ἦν

ὑπὸ αὐτὸ οὔτε πετεινόν ἀλλὰ τόπος ἦν ἔρημος καὶ φοβερός

13 ἐκεῖ ἴδον ἑπτὰ ἀστέρας ὡς ὄρη μεγάλα καιόμενα περὶ ὧν

πυνθανομένῳ μοι

14 εἶπεν ὁ ἄγγελος Οὗτός ἐστιν ὁ τόπος τὸ τέλος τοῦ οὐρανοῦ καὶ γῆςmiddot

δεσμωτήριον τοῦτο ἐγένετο τοῖς ἄστροις καὶ ταῖς δυνάμεσιν τοῦ οὐρανοῦ

15 καὶ οἱ ἀστέρες οἱ κυλιόμενοι ἐν τῷ πυρί οὗτοί εἰσιν οἱ παραβάντες

πρόσταγμα κυρίου ἐν ἀρχῇ τῆς ἀνατολῆς αὐτῶν - ὅτι τόπος ἔξω τοῦ

οὐρανοῦ κενός ἐστιν - ὅτι οὐκ ἐξῆλθαν ἐν τοῖς καιροῖς αὐτῶν

16 καὶ ὀργίσθη αὐτοῖς καὶ ἔδησεν αὐτοὺς μέχρι καιροῦ τελειώσεως αὐτῶν

ἁμαρτίας laquoαὐτῶνraquo ἐνιαυτῶν μυρίων

XIX

1 Καὶ εἶπέν μοι Οὐριήλ Ἐνθάδε οἱ μιγέντες ἄγγελοι ταῖς γυναιξὶν

στήσονται καὶ τὰ πνεύματα αὐτῶν πολύμορφα γενόμενα λυμαίνεται τοὺς

ἀνθρώπους καὶ πλανήσει αὐτοὺς ἐπιθύειν τοῖς δαιμονίοις μέχρι τῆς

μεγάλης κρίσεως ἐν ᾗ κριθήσονται εἰς ἀποτελείωσιν

2 καὶ αἱ γυναῖκες αὐτῶν τῶν παραβάντων ἀγγέλων εἰς σειρῆνας

γενήσονται

3 κἀγὼ Ἑνὼχ ἴδον τὰ θεωρήματα μόνος τὰ πέρατα πάντων καὶ οὐ μὴ ἴδῃ

οὐδὲ εἷς ἀνθρώπων ὡς ἐγὼ ἴδον

XX

1 Ἄγγελοι τῶν δυνάμεων

24

2 Οὐριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ταρτάρου

3 Ῥαφαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων τῶν ἀνθρώπων

4 Ῥαγουήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐκδικῶν τὸν κόσμον τῶν

φωστήρων

5 Μιχαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν τοῦ λαοῦ ἀγαθῶν

τεταγμένος καὶ ἐπὶ τῷ χάῳ

6 Σαριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων οἵτινες ἐπὶ τῷ

πνεύματι ἁμαρτάνουσιν

7 Γαβριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τοῦ παραδείσου καὶ τῶν

δρακόντων καὶ χερουβείν ἀρχαγγέλων ὀνόματα ἑπτά

XXI

1 Καὶ ἐφώδευσα ἕως τῆς ἀκατασκευάστου

2 κἀκεῖ ἐθεασάμην ἔργον φοβερόνmiddot ἑώρακα οὔτε οὐρανὸν ἐπάνω οὔτε γῆν

τεθέαμαι τεθεμελιωμένην ἀλλὰ τόπον ἀκατασκεύαστον καὶ φοβερόν

3 καὶ ἐκεῖ τεθέαμαι ἑπτὰ τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ δεδεμένους καὶ

ἐρριμμένους ἐν αὐτῷ ὁμοίους ὄρεσιν μεγάλοις καὶ ἐν πυρὶ καιομένους

4 τότε εἶπον Διὰ ποίαν αἰτίαν ἐπεδέθησαν καὶ διὰ τί ὧδε ἐρίφησαν

5 τότε εἶπέν μοι Οὐριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν - καὶ

αὐτὸς ἡγεῖτο αὐτῶν - καὶ εἶπέν μοι Ἑνώχ περὶ τίνος ἐρωτᾷς ἢ περὶ τίνος

τὴν ἀλήθειαν φιλοσπευδεῖς

6 οὗτοί εἰσιν τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ οἱ παραβάντες τὴν ἐπιταγὴν τοῦ

κυρίου καὶ ἐδέθησαν ὧδε μέχρι τοῦ πληρῶσαι μύρια ἔτη τὸν χρόνον τῶν

ἁμαρτημάτων αὐτῶν

7 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον τούτου φοβερώτερον καὶ τεθέαμαι

ἔργα φοβερώτερα πῦρ μέγα ἐκεῖ καιόμενον καὶ φλεγόμενον καὶ διακοπὴν

εἶχεν ὁ τόπος ἕως τῆς ἀβύσσου πλήρης στύλων πυρὸς μεγάλου

καταφερομένωνmiddot οὔτε μέτρον οὔτε πλάτος ἠδυνήθην ἰδεῖν οὐδὲ εἰκάσαι

8 τότε εἶπον Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος καὶ ὡς δεινὸς τῇ ὁράσει

9 τότε ἀπεκρίθη μοι ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν καὶ εἶπέν

μοι Ἑνώχ διὰ τί ἐφοβήθης οὕτως καὶ ἐπτοήθης καὶ ἀπεκρίθην Περὶ

τούτου τοῦ φοβεροῦ καὶ περὶ τῆς προσόψεως τῆς δεινῆς

10 καὶ εἶπεν Οὗτος ὁ τόπος δεσμωτήριον ἀγγέλωνmiddot ὧδε συνσχεθήσονται

μέχρι αἰῶνος εἰς τὸν αἰῶνα

XXII

1 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον καὶ ἔδειξέν μοι πρὸς δυσμὰς ἄλλο

ὄρος μέγα καὶ ὑψηλόν πέτρας στερεάς

2 καὶ τέσσαρες τόποι ἐν αὐτῷ κοῖλοι βάθος ἔχοντες καὶ λίαν λεῖοι τρεῖς

αὐτῶν σκοτινοὶ καὶ εἷς φωτινός καὶ πηγὴ ὕδατος ἀνὰ μέσον αὐτοῦ καὶ

εἶπον Πῶς λεῖα τὰ κοιλώματα ταῦτα καὶ ὁλοβαθῆ καὶ σκοτινὰ τῇ ὁράσει

3 τότε ἀπεκρίθη Ῥαφαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν καὶ

εἶπέν μοι Οὗτοι οἱ τόποι οἱ κοῖλοι ἵνα ἐπισυνάγωνται εἰς αὐτοὺς τὰ

πνεύματα τῶν ψυχῶν τῶν νεκρῶν εἰς αὐτὸ τοῦτο ἐκρίθησαν ὥδε

ἐπισυνάγεσθαι πάσας τὰς ψυχὰς τῶν ἀνθρώπων

4 καὶ οὗτοι οἱ τόποι εἰς ἐπισύνσχεσιν αὐτῶν ἐποίησαν μέχρι τῆς ἡμέρας

τῆς κρίσεως αὐτῶν καὶ μέχρι τοῦ διορισμοῦ καὶ διορισμένου χρόνου ἐν ᾧ ἡ

κρίσις ἡ μεγάλη ἔσται ἐν αὐτοῖς

5 τεθέαμαι ἀνθρώπους νεκροὺς ἐντυγχάνοντας καὶ ἡ φωνὴ αὐτοῦ μέχρι

τοῦ οὐρανοῦ προέβαινεν καὶ ἐνετύγχανεν

6 καὶ ἠρώτησα Ῥαφαὴλ τὸν ἄγγελον ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν καὶ εἶπα αὐτῷ Τοῦτο

τὸ πνεῦμα τὸ ἐντυγχάνον τίνος ἐστίν διrsquo ὃ οὕτως ἡ φωνὴ αὐτοῦ προβαίνει

25

καὶ ἐντυγχάνει ἕως τοῦ οὐρανοῦ

7 καὶ ἀπεκρίθη μοι λέγων Τοῦτο τὸ πνεῦμά ἐστιν τὸ ἐξελθὸν ἀπὸ Ἄβελ ὃν

ἐφόνευσε Κάιν ὁ ἀδελφός καὶ Ἄβελ ἐντυγχάνει περὶ αὐτοῦ μέχρι τοῦ

ἀπολέσαι τὸ σπέρμα αὐτοῦ ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς καὶ ἀπὸ τοῦ

σπέρματος τῶν ἀνθρώπων ἀφανθῇ τὸ σπέρμα αὐτοῦ

8 Τότε ἠρώτησα περὶ τῶν κυκλωμάτων πάντων διὰ τί ἐχωρίσθησαν ἓν

ἀπὸ τοῦ ἑνός

9 καὶ ἀπεκρίθη μοι λέγων Οὗτοι οἱ τρεῖς ἐποιήθησαν χωρίζεσθαι τὰ

πνεύματα τῶν νεκρῶνmiddot καὶ οὕτως ἐχωρίσθη εἰς τὰ πνεύματα τῶν δικαίων

οὗ ἡ πηγὴ τοῦ ὕδατος ἐν αὐτῷ φωτινήmiddot

10 καὶ οὕτως ἐκτίσθη τῶν ἁμαρτωλῶν ὅταν ἀποθάνωσιν καὶ ταφῶσιν εἰς

τὴν γῆν καὶ κρίσις οὐκ ἐγενήθη ἐπrsquo αὐτῶν ἐν τῇ ζωῇ αὐτῶν

11 ὧδε χωρίζεται τὰ πνεύματα αὐτῶν εἰς τὴν μεγάλην βάσανον ταύτην

μέχρι τῆς μεγάλης ἡμέρας τῆς κρίσεως τῶν μαστίγων καὶ τῶν βασάνων

τῶν κατηραμένων μέχρι αἰῶνοςmiddot ἦν ἀνταπόδοσις τῶν πνευμάτωνmiddot ἐκεῖ

δήσει αὐτοὺς μέχρις αἰῶνος

12 καὶ οὕτως ἐχωρίσθη τοῖς πνεύμασιν τῶν ἐντυγχανόντων οἵτινες

ἐνφανίζουσιν περὶ τῆς ἀπωλείας ὅταν φονευθῶσιν ἐν ταῖς ἡμέραις τῶν

ἁμαρτωλῶν

13 καὶ οὕτως ἐκτίσθη τοῖς πνεύμασιν τῶν ἀνθρώπων ὅσοι οὐκ ἔσονται

ὅσιοι ἀλλὰ ἁμαρτωλοί καὶ μετὰ τῶν ἀνόμων ἔσονται μέτοχοι τὰ δὲ

πνεύματα ὅτι οἱ ἐνθάδε θλιβέντες ἔλαττον κολάζονται αὐτῶν οὐ

τιμωρηθήσονται ἐν ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως οὐδὲ μὴ μετεγερθῶσιν ἐντεῦθεν

14 Τότε ηὐλόγησα τὸν κύριον τῆς δόξης καὶ εἶπα Εὐλογητὸς εἶ Κύριε ὁ τῆς

δικαιοσύνης κυριεύων τοῦ αἰῶνος

XXIII

1 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον πρὸς δυσμὰς τῶν περάτων τῆς γῆς

2 καὶ ἐθεασάμην πῦρ διατρέχον καὶ οὐκ ἀναπαυόμενον οὐδὲ ἐλλεῖπον τοῦ

δρόμου ἡμέρας καὶ νυκτὸς ἅμα διαμένον

3 καὶ ἠρώτησα λέγων Τί ἐστιν τὸ μὴ ἔχον ἀνάπαυσιν

4 τότε ἀπεκρίθη μοι Ῥαγουήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν

Οὗτος ὁ δρόμος τοῦ πυρὸς τὸ πρὸς δυσμὰς πῦρ τὸ ἐκδιῶκόν ἐστιν πάντας

τοὺς φωστῆρας τοῦ οὐρανοῦ

XXIV

1 Καὶ ἔδειξέν μοι ὄρη πυρὸς καιόμενα νυκτός

2 καὶ ἐπέκεινα αὐτῶν ἐπορεύθην καὶ ἐθεασάμην ἑπτὰ ὄρη ἔνδοξα πάντα

ἑκάτερα τοῦ ἑκατέρου διαλλάσσοντα ὧν οἱ λίθοι ἔντιμοι τῇ καλλονῇ καὶ

πάντα ἔντιμα καὶ ἔνδοξα καὶ εὐειδῆ τρία ἐπrsquo ἀνατολὰς ἐστηριγμένα ἐν τῷ

ἑνί καὶ τρία ἐπὶ νότον ἐν τῷ ἑνὶ καὶ φάραγγες βαθεῖαι καὶ τραχεῖαι μία τῇ

μιᾷ οὐκ ἐγγίζουσαι

3 καὶ τῷ ὄρει ἕβδομον ὄρος ἀνὰ μέσον τούτων καὶ ὑπερεῖχεν τῷ ὕψει

ὅμοιον καθέδρᾳ θρόνου καὶ περιεκύκλου δένδρα αὐτῷ εὐειδῆ

4 καὶ ἦν ἐν αὐτοῖς δένδρον ὃ οὐδέποτε ὤσφρανμαι καὶ οὐδεὶς ἕτερος αὐτῷ

ηὐφράνθη καὶ οὐδὲν ἕτερον ὅμοιον αὐτῷmiddot ὀσμὴν εἶχεν εὐωδεστέραν

πάντων ἀρωμάτων καὶ τὰ φύλλα αὐτοῦ καὶ τὸ ἄνθος καὶ τὸ δένδρον οὐ

φθίνει εἰς τὸν αἰῶνα οἱ δὲ περὶ τὸν καρπὸν ὡσεὶ βότρυες φοινίκων

5 τότε εἶπον ὡς καλὸν τὸ δένδρον τοῦτό ἐστιν καὶ εὐῶδες καὶ ὡραῖα τὰ

φύλλα καὶ τὰ ἄνθη αὐτοῦ ὡραῖα τῇ ὁράσει

6 τότε ἀπεκρίθη μοι Μιχαήλ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν - καὶ

αὐτὸς αὐτῶν ἡγεῖτο ndash

26

XXV

1 καὶ εἶπέν μοι Ἑνώχ τί ἐρωτᾷς καὶ τί ἐθαύμασας ἐν τῇ ὀσμῇ τοῦ δένδρου

καὶ διὰ τί θέλεις τὴν ἀλήθειαν μαθεῖν

2 τότε ἀπεκρίθην αὐτῷ Περὶ πάντων εἰδέναι θέλω μάλιστα δὲ περὶ τοῦ

δένδρου τούτου σφόδρα

3 καὶ ἀπεκρίθη λέγων Τοῦτο τὸ ὄρος τὸ ὑψηλόν οὗ ἡ κορυφὴ ὁμοία

θρόνου θεοῦ καθέδρα ἐστὶν οὗ καθίζει ὁ μέγας κύριος ὁ ἅγιος τῆς δόξης ὁ

βασιλεὺς τοῦ αἰῶνος ὅταν καταβῇ ἐπισκέψασθαι τὴν γῆν ἐπrsquo ἀγαθῷ

4 καὶ τοῦτο τὸ δένδρον εὐωδίας καὶ οὐδεμία σὰρξ ἐξουσίαν ἔχει ἅψασθαι

αὐτοῦ μέχρι τῆς μεγάλης κρίσεως ἐν ᾗ ἐκδίκησις πάντων καὶ τελείωσις

μέχρις αἰῶνοςmiddot τότε δικαίοις καὶ ὁσίοις δοθήσεται

5 ὁ καρπὸς αὐτοῦ τοῖς ἐκλεκτοῖς εἰς ζωὴν εἰς βορρᾶν καὶ

μεταφυτευθήσεται ἐν τόπῳ ἁγίῳ παρὰ τὸν οἶκον τοῦ θεοῦ βασιλέως τοῦ

αἰῶνος

6 τότε εὐφρανθήσονται εὐφραινόμενοι καὶ χαρήσονται καὶ εἰς τὸ ἅγιον

εἰσελεύσονταιmiddot αἱ ὀσμαὶ αὐτοῦ ἐν τοῖς ὀστέοις αὐτῶν καὶ ζωὴν πλείονα

ζήσονται ἐπὶ γῆς ἣν ἔζησαν οἱ πατέρες σου καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτῶν καὶ

βάσανοι καὶ πληγαὶ καὶ μάστιγες οὐχ ἅψονται αὐτῶν

7 Τότε ηὐλόγησα τὸν θεὸν τῆς δόξης τὸν βασιλέα τοῦ αἰῶνος ὃς

ἡτοίμασεν ἀνθρώποις τὰ τοιαῦτα δικαίοις καὶ αὐτὰ ἔκτισεν καὶ εἶπεν

δοῦναι αὐτοῖς

XXVI

1 Καὶ ἐκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς τὸ μέσον τῆς γῆς καὶ ἴδον τόπον

ηὐλογημένον ἐν ᾧ δένδρα ἔχοντα παραφυάδας μενούσας καὶ βλαστούσας

τοῦ δένδρου ἐκκοπέντος

2 κἀκεῖ τεθέαμαι ὄρος ἅγιονmiddot ὑποκάτω τοῦ ὄρους ὕδωρ ἐξ ἀνατολῶν καὶ

τὴν δύσιν εἶχεν πρὸς νότον

3 καὶ ἴδον πρὸς ἀνατολὰς ἄλλο ὄρος ὑψηλότερον τούτου καὶ ἀνὰ μέσον

αὐτοῦ φάραγγα βαθεῖαν οὐκ ἔχουσαν πλάτος καὶ διrsquo αὐτῆς ὕδωρ

πορεύεται ὑποκάτω ὑπὸ τὸ ὄρος

4 καὶ πρὸς δυσμὰς τούτου ἄλλο ὄρος ταπεινότερον αὐτοῦ καὶ οὐκ ἔχον

ὕψος καὶ φάραγγα βαθεῖαν καὶ ξηρὰν ἀνὰ μέσον αὐτῶν καὶ ἄλλην

φάραγγα βαθεῖαν καὶ ξηρὰν ἐπrsquo ἄκρων τῶν τριῶν ὀρέων

5 καὶ πᾶσαι φάραγγές εἰσιν βαθεῖαι ἐκ πέτρας στερεᾶς καὶ δένδρον οὐκ

ἐφυτεύετο ἐπrsquo αὐτάς

6 καὶ ἐθαύμασα περὶ τῆς φάραγγος καὶ λίαν ἐθαύμασα

XXVII

1 καὶ εἶπον Διὰ τί ἡ γῆ αὕτη ἡ εὐλογημένη καὶ πᾶσα πλήρης δένδρων

αὐτὴ δὲ ἡ φάραγξ κεκατηραμένη ἐστίν

2 γῆ κατάρατος τοῖς κεκατηραμένοις ἐστὶν μέχρι αἰῶνος ὧδε

ἐπισυναχθήσονται πάντες οἱ κεκατηραμένοι οἵτινες ἐροῦσιν τῷ στόματι

αὐτῶν κατὰ Κυρίου φωνὴν ἀπρεπῆ καὶ περὶ τῆς δόξης αὐτοῦ σκληρὰ

λαλήσουσιν ὧδε ἐπισυναχθήσονται καὶ ὧδε ἔσται τὸ οἰκητήριον

3 ἐπrsquo ἐσχάτοις αἰῶσιν ἐν ταῖς ἡμέραις τῆς κρίσεως τῆς ἀληθινῆς ἐναντίον

τῶν δικαίων εἰς τὸν ἅπαντα χρόνον ὧδε εὐλογήσουσιν οἱ ἀσεβεῖς τὸν

κύριον τῆς δόξης τὸν βασιλέα τοῦ αἰῶνοςmiddot

4 ἐν ταῖς ἡμέραις τῆς κρίσεως αὐτῶν εὐλογήσουσιν ἐν ἐλέει ὡς ἐμέρισεν

αὐτοῖς

5 Τότε ηὐλόγησα τὸν κύριον τῆς δόξης καὶ τὴν δόξαν αὐτοῦ ἐδήλωσα καὶ

ὕμνησα μεγαλοπρεπῶς

27

XXVIII

1 Καὶ ἐκεῖθεν ἐπορεύθην εἰς τὸ μέσον Μανδοβαρά καὶ ἴδον αὐτὸ ἔρημονmiddot

καὶ αὐτὸ μόνον

2 πλήρης δένδρων καὶ ἀπὸ τῶν σπερμάτων ὕδωρ ἄνομβρον ἄνωθεν

φερόμενον

3 ὡς ὑδραγωγὸς δαψιλὴς ὡς πρὸς βορρᾶν ἐπὶ δυσμῶν πάντοθεν ἀνάγει

ὕδωρ καὶ δρόσον

XXIX

1 Ἔτι ἐκεῖθεν ἐπορεύθην εἰς ἄλλον τόπον ἐν τῷ Βαβδηρά καὶ πρὸς

ἀνατολὰς τοῦ ὄρους τούτου ᾠχόμην

2 καὶ ἴδον κρίσεως δένδρα πνέοντα ἀρωμάτων λιβάνων καὶ ζμύρνας καὶ

τὰ δένδρα αὐτῶν ὅμοια καρύαις

XXX

1 Καὶ ἐπέκεινα τούτων ᾠχόμην πρὸς ἀνατολὰς μακράν καὶ ἴδον τόπον

ἄλλον μέγαν φάραγγα ὕδατος

2 ἐν ᾧ καὶ δένδρα χρόα ἀρωμάτων ὁμοίων σχίνῳ

3 καὶ τὰ παρὰ τὰ χείλη τῶν φαράγγων τούτων ἴδον κιννάμωμον

ἀρωμάτωνmiddot καὶ ἐπέκεινα τούτων ᾠχόμην πρὸς ἀνατολάς

XXXI

1 καὶ ἴδον ἄλλα ὄρη καὶ ἐν αὐτοῖς ἄλση δένδρων καὶ ἐκπορευόμενον ἐξ

αὐτῶν νέκταρ τὸ καλούμενον σαρρὰν καὶ χαλβάνη

2 καὶ ἐπέκεινα τῶν ὀρέων τούτων ἴδον ἄλλο ὄρος πρὸς ἀνατολὰς τῶν

περάτων τῆς γῆς καὶ πάντα τὰ δένδρα πλήρη ἐξαυτῆς ἐν ὁμοιώματι

ἀμυγδάλων

3 ὅταν τριβῶσινmiddot διὸ εὐωδέστερον ὑπὲρ πάντων τῶν ἀρωμάτων

XXXII

1 εἰς βορρᾶν πρὸς ἀνατολὰς τεθέαμαι ἑπτὰ ὄρη πλήρη νάρδου χρηστοῦ

καὶ σχίνου καὶ κινναμώμου καὶ πιπέρεως

2 Καὶ ἐκεῖθεν ἐφώδευσα ἐπὶ τὰς ἀρχὰς πάντων τῶν ὀρέων τούτων

μακρὰν ἀπέχων πρὸς ἀνατολὰς τῆς γῆς καὶ διέβην ἐπάνω τῆς ἐρυθρᾶς

θαλάσσης καὶ ᾠχόμην ἐπrsquo ἄκρων καὶ ἀπὸ τούτου διέβην ἐπάνω τοῦ

Ζωτιήλ

3 καὶ ἦλθον πρὸς τὸν παράδεισον τῆς δικαιοσύνης καὶ ἴδον μακρόθεν τῶν

δένδρων τούτων δένδρα πλείονα καὶ μεγάλα δύο μὲν ἐκεῖ μεγάλα σφόδρα

καλὰ καὶ ἔνδοξα καὶ μεγαλοπρεπῆ καὶ τὸ δένδρον τῆς φρονήσεως οὗ

ἐσθίουσιν ἅγιοι τοῦ καρποῦ αὐτοῦ καὶ ἐπίστανται φρόνησιν μεγάλην

4 ὅμοιον τὸ δένδρον ἐκεῖνο στροβιλέᾳ τὸ ὕψος τὰ δὲ φύλλα αὐτοῦ κερατίᾳ

ὅμοια ὁ δὲ καρπὸς αὐτοῦ ὡσεὶ βότρυες ἀμπέλου ἱλαροὶ λίαν ἡ δὲ ὀσμὴ

αὐτοῦ διέτρεχεν πόρρω ἀπὸ τοῦ δένδρου

5 τότε εἶπον ὡς καλὸν τὸ δένδρον καὶ ὡς ἐπίχαρι τῇ ὁράσει

6 τότε ἀπεκρίθη Ῥαφαήλ ὁ ἅγιος ἄγγελος ὁ μετrsquo ἐμοῦ ὤν Τοῦτο τὸ

δένδρον φρονήσεως ἐξ οὗ ἔφαγεν ὁ πατήρ σου

LXXXIX

42 Καὶ οἱ κύνες ἤρξαντο κατεσθίειν τὰ πρόβατα καὶ οἱ ὕες καὶ οἱ ἀλώπεκες

κατήσθιον αὐτά μέχρι οὗ ἤγειρεν ὁ κύριος τῶν προβάτων κριὸν ἕνα ἐκ

τῶν προβάτων

43 καὶ ὁ κριὸς οὗτος ἤρξατο κερατίζειν καὶ ἐπιδιώκειν ἐν τοῖς κέρασιν καὶ

ἐνετίνασσεν εἰς τοὺς ἀλώπεκας καὶ μετrsquo αὐτοὺς εἰς τοὺς ὕαςmiddot καὶ

ἀπώλεσεν ὕας πολλούς καὶ μετrsquo αὐτοὺς [ἐλυμήνα]το τοὺς κύνας

44 καὶ τὰ πρόβατα ὧν οἱ ὀφθαλμοὶ ἠνοίγησαν ἐθεάσαντο τὸν κριὸν τὸν ἐν

28

τοῖς προβάτοις ἕως οὗ ἀφῆκεν τὴν ὁδὸν αὐτοῦ καὶ ἤρξατο πορεύεσθαι

ἀνοδίᾳ

45 καὶ ὁ κύριος τῶν προβάτων ἀπέστειλεν τὸν ἄρνα τοῦτον ἐπὶ ἄρνα

ἕτερον τοῦ στῆσαι αὐτὸν εἰς κριὸν ἐν ἀρχῇ τῶν προβάτων ἀντὶ τοῦ κριοῦ

τοῦ ἀφέντος τὴν ὁδὸν αὐτοῦ

46 καὶ ἐπορεύθη πρὸς αὐτὸν καὶ ἐλάλησεν αὐτῷ σιγῇ κατὰ μόνας καὶ

ἤγειρεν αὐτὸν εἰς κριὸν καὶ εἰς ἄρχοντα καὶ εἰς ἡγούμενον τῶν προβάτωνmiddot

καὶ οἱ κύνες ἐπὶ πᾶσιν τούτοις ἔθλιβον τὰ πρόβατα

47 [καὶ] ὁ κριὸς ὁ πρῶτος τὸν κριὸν τὸν δεύτερον ἐπεδίωκεν καὶ ἔφυγεν

ἀπὸ προσώπου αὐτοῦmiddot εἶτrsquo ἐθεώρουν τὸν κριὸν τὸν πρῶτον ἕως οὗ ἔπεσεν

ἔμπροσθεν τῶν κυνῶν

48 καὶ ὁ κριὸς ὁ δεύτερος ἀναπηδήσας ἀφηγήσατο τῶν προβάτων

49 καὶ τὰ πρόβατα ηὐξήθησαν καὶ ἐπληθύνθησανmiddot καὶ πάντες οἱ κύνες καὶ

οἱ ἀλώπεκες ἔφυγον ἀπrsquo αὐτοῦ καὶ ἐφοβοῦντο αὐτόν

XC

1

6 [καὶ ἀναγνωσθής]ονται [πάντες] οἱ λόγοι τῶν ἀνομιῶν ὑμῶν ἐν[ώπιον]

τοῦ μεγάλου ἁγίου κατὰ πρόσωπον ὑμῶνmiddot εἶτrsquo ἀναφελεῖ τὰ πάντα ἔργα τὰ

μετασχόντα ἐν τῇ ἀνομίᾳ

7 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἁμαρτωλοὶ [οἱ] ἐν μέσῳ τῆς θαλάσσης καὶ ἐπὶ τῆς ξηρᾶς

ὄντεςmiddot μνημόσυνον εἰς ὑμᾶς κακόν

8 οὐαὶ ὑμῖν οἱ κτώμενοι χρυσίον καὶ ἀργύριον οὐκ ἀπὸ δικαιοσύνης καὶ

ἐρεῖτε πλούτῳ πεπλουτήκαμεν καὶ τὰ ὑπάρχοντα ἐσχήκαμεν καὶ

κεκτήμεθα

9 καὶ πᾶν ὃ ἐὰν θελήσωμεν ποιήσωμεν ὅτι ἀργύριον τεθησαυρίκαμεν ἐν

τοῖς θησαυροῖς ἡμῶν καὶ ἀγαθὰ πολλὰ ἐν ταῖς οἰκίαις ἡμῶν

10 καὶ ὡς ὕδωρ ἐκχυθήσεται πεπλάνησθε ὅτι οὐ μὴ παραμείνῃ ὁ πλοῦτος

ὑμῶν ἀλλὰ ταχὺ [ἀναπτήσεται] ἀπὸ ὑμῶν ὅτι ἀδίκως πάντα κέκτησθεmiddot

καὶ ὑμεῖς εἰς κατάραν μεγάλην παραδοθήσεσθε

XCI

1 καὶ νῦν ὀμνύω ὑμῖν τοῖς φρονίμοις καὶ οὐχὶ τοῖς ἄφροσι ὅτι πολλὰς

ὄψεσθε ἐπὶ τῆς γῆς ἀνομίαςmiddot

2 ὅτι κάλλος περιθήσονται ἄνδρες ὡς γυναῖκες [καὶ] χρῶμα ὡραῖον ὑπὲρ

παρθένους ἐν βασιλείᾳ καὶ μεγαλωσύνῃ καὶ ἐν ἐξουσίᾳ ἔσονται δὲ

ἀργύριον καὶ χρυσίον [παρrsquo] αὐτοῖς εἰς βρώματα καὶ ἐν ταῖς οἰκίαις αὐτῶν

ὡς ὕδωρ ἐκχυθήσονται

3 [διὰ τὸ μ]ὴ ἐπιστήμην αὐτοὺς μηδὲ φρόνησιν μηδεμίαν [ἔχειν] οὕτω

ἀπολεῖσθε κοινῶς μετὰ πάντων [τῶν] ὑπαρχόντων ὑμῶν [καὶ τῆς] πάσης

δόξης καὶ τῆς τιμῆς [ὑμῶν καὶ] εἰς ἀτιμίαν καὶ ἐρήμωσιν [καὶ σφαγὴν]

μεγάλην τ[ὰ πνεύματα ὑμῶν εἰς τὴν κάμινον τοῦ πυρὸς ἐμβληθήσεται]

Four lines are lost

ἐπὶ τὴν [γῆν οὐκ ἀπεστάλη ἀλλrsquo αὐτὴν οἱ ἄνθρω]ποι ἀφrsquo ἑαυτῶν [ἔκτισαν

καὶ εἰς κατάραν] μεγάλην ἀφίξονται οἱ ποιοῦντες [αὐτήν]

5 καὶ δουλεία (στειρα pap) γυναικὶ οὐκ ἐδόθη ἀλλὰ διὰ τὰ ἔργα τῶν

χειρῶνmiddot ὅτι οὐχ ὡρίσθη δούλην εἶναι δούληνmiddot ἄνωθεν οὐκ ἐδόθη ἀλλὰ ἐκ

καταδυναστείας ἐγένετο ὁ[μοίως] οὐδὲ ἡ ἀνομία ἄνωθεν ἐδόθη ἀλλrsquo ἐκ

παραβάσεως ὁμοίως οὐδὲ στεῖρα γυνὴ ἐκτίσθη ἀλλrsquo ἐξ ἰδίων ἀδικημάτων

ἐπετιμήθη ἀτεκνίᾳ [καὶ] ἄτεκνος ἀποθανεῖται

6 ὀμνύω ὑμῖν ἁμαρτωλοὶ κατὰ τοῦ ἁγίου τοῦ μεγάλου ὅτι τὰ ἔργα ὑμῶν τὰ

πονηρὰ ἔσται ἀνακεκαλυμμένα ἐν τῷ οὐρανῷmiddot οὐκ ἔσται ὑμῖν ἔργον

29

ἀποκεκρυμμένον ἄδικον

7 μὴ ὑπολάβητε τῇ ψυχῇ ὑμῶν μηδὲ ὑπολάβητε τῇ καρδίᾳ ὑμῶν ὅτι οὐ

γινώσκουσιν οὐδὲ βλέπουσιν οὐδὲ τὰ ἀδικήματα ὑμῶν θεωρεῖται οὐδὲ

ἀπογράφεται αὐτὰ ἐνώπιον τοῦ ὑψίστου ἀπὸ τοῦ [νῦν] ἐπιγνῶτε ὅτι

πάντα τὰ ἀδικήματα ὑμῶν ἀπογράφονται ἡμέραν ἐξ [ἡμέρας] μέχρι τῆς

κρίσεως ὑμῶν

9 οὐαὶ ὑμῖν ἄφρονες ὅτι ἀπολεῖσθε διὰ τὴν ἀφροσύνην ὑμῶν καὶ τῶν

[φρονίμων] οὐ μὴ ἀκούσητε καὶ τὰ ἀγαθὰ οὐκ ἀπαντήσει ὑμῖν τὰ δὲ κακὰ

[περιέξει] ὑμᾶς

10 καὶ νῦν γινώσκετε ὅτ[ι ἡτοίμασται] ὑμῖν εἰς ἡμέραν ἀπωλείας [μὴ

ἐλπίζε]τε σωθῆναι ἁμαρτωλοίmiddot ἀπ[ελθόντες] ἀποθάνετε γινώσκοντε[ς ὅτι

ἡτοίμας]ται εἰς ἡμέραν κρίσεως μ[εγάλης καὶ στε]νοχωρίας μείζονος τ[οῖς

πνεύμασιν ὑμῶν]

11 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ σκληροτράχηλοι τῇ καρδίᾳ ποιοῦντες τὸ κα[κὸν καὶ

ἔσθοντες αἷμα πόθ]εν ὑμῖν ἔσο[νται ἀγαθὰ ἵνα φάγητε ] Four lines are

lost

12 [ἔργα τῆ]ς ἀδικίαςmiddot διότι ἐλπίδας κα[λὰς ἔχετε ὑμῖ]ν νῦν γνωστὸν ὑμῖν

ἔστω ὅτι εἰς [χεῖρας τ]ῶν δικαίων παραδοθήσεσθε καὶ ἀποκτενοῦσιν ὑμᾶς

καὶ οὐ μὴ φείσονται ὑμῶν

13 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἐπιχαίροντες τοῖς κακοῖς τῶν δικαίωνmiddot τάφος ὑμῶν οὐ μὴ

ὀρυγῇ

14 οὐαὶ ὑμῖν οἱ βουλόμενοι ἀκυρῶσαι τοὺς λόγους τῶν δικαίωνmiddot οὐ μὴ

γένηται ὑμῖν ἐλπὶς σωτηρίας

15 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ γράφοντες λόγους ψευδεῖς καὶ λόγους πλανήσεωςmiddot αὐτοὶ

γράφουσιν καὶ πολλοὺς ἀποπλανήσουσιν τοῖς ψεύδεσιν αὐτῶνmiddot

16 πλανᾶσθε ὑμεῖς αὐτοὶ καὶ οὐκ ἔστιν ὑμῖν χαίρειν ἀλλὰ ταχέως

ἀπολεῖσθε

XCII

1 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ ποιοῦντες πλανήματα καὶ τοῖς ἔργοις τοῖς ψευδέσιν

λαμβάνοντες τιμὴν καὶ δόξανmiddot ἀπολώλατε οὐκ ἔστιν ὑμῖν σωτηρία εἰς

ἀγαθόν

2 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἐξαλλοιοῦντες τοὺς λόγους τοὺς ἀληθινούς καὶ

διαστρέφοντες τὴν αἰώνιον διαθήκην καὶ λογιζόμενοι ἑαυτοὺς

ἀναμαρτήτουςmiddot ἐν τῇ γῇ καταποθήσονται

3 τότε ἑτοιμάζεσθε οἱ δίκαιοι καὶ προέχεσθε τὰς ἐντεύξεις ὑμῶν εἰς

μνημόσυνον δίδοτε αὐτὰς ἐν διαμαρτυρίᾳ ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων ὅπως

εἰσαγάγωσιν τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἀδίκων ἐνώπιον τοῦ ὑψίστου θεοῦ εἰς

μνημόσυνονmiddot

4 καὶ τότε συν[ταραχ]θήσονται ἐν [ἡμέρ]ᾳ ἀπωλείας τῆς ἀδικίας

5ndash6 ἐν αὐτῷ [τῷ και]ρῷ ἐκείνῳ αἱ τίκτουσαι ἐκβαλοῦσιν καὶ ἐκσπάσουσιν

καὶ ἐγκαταλείψουσιν [τὸ νήπιο]ν βρέφος καὶ αἱ ἐν γαστρὶ ἔχου[σαι

ἐκτρώσο]υσιν καὶ αἱ θηλάζουσαι ῥίψ[ουσιν τὰ τέκ]να αὐτῶν καὶ οὐ μὴ

ἐπι[στρέψου]σιν ἐπὶ τὰ νήπια αὐτῶν οὐ[δὲ ἐπὶ τὰ θηλά]ζοντα οὐδὲ μὴ

φείσονται

7 [καὶ] οἱ γλύφοντες εἰκόνα[ς ἀργυ]ρᾶς καὶ χρυσᾶς ξυλίνας τε [καὶ

λιθίνας] καὶ ὀστρακίνας καὶ λατρεύ[οντες φαν]τάσμασιν καὶ δαιμονίοι[ς

καὶ βδελύγ]μασιν καὶ πνεύμασιν πονη[ροῖς καὶ] πάσαις ταῖς πλάναις οὐ

κατrsquo ἐπι[στήμην] καὶ πᾶν βοήθημα οὐ μὴ εὕρητε [ἀπrsquo] αὐτῶν

8ndash9 καὶ πλανηθήσονται ἐν ἀφροσύνῃ τῆς καρδίας αὐτῶν καὶ τὰ ὁράματα

τῶν ἐνυπνίων καταπλανήσουσιν ὑμᾶς ὑμεῖς καὶ τὰ ἔργα ὑμῶν τὰ ψευδῆ ἃ

30

ἐποιήσατε καὶ ἐλαεργ[ήσατε] καὶ ἐπὶ μιᾶς ἀπολεῖσθε

10ndash12 καὶ τότε μακάριοι πάντες οἱ ἀκούσαντες φρονίμων λόγους καὶ

μαθήσονται αὐτούς ποιῆσαι τὰς ἐντολὰς τοῦ ὑψίστου καὶ πορεύσονται ἐν

ὁδοῖς δικαιοσύνης αὐτοῦ καὶ οὐ μὴ πλανήσουσιν μετὰ τῶν πλανώντων καὶ

σωθήσονται

13 οὐαὶ οἱ οἰκοδομοῦντες τὰς οἰκοδομὰς αὐτῶν οὐκ ἐκ κόπων ἰδίων καὶ ἐκ

λίθων καὶ ἐκ πλίνθων πᾶσαν οἰκοδομὴν ποιεῖτε οἷς οὐκ ἔστιν ὑμῖν χά[ρις]

14 οὐαὶ οἱ ἐξουθενοῦντες τὴν θεμελίωσιν καὶ τὴν κληρονομίαν τῶν

πατέρων αὐτῶν τὴν ἀπrsquo αἰῶνος [ὅτι] διώξεται ὑμᾶς πνεῦμα πλανήσεωςmiddot

οὐκ ἔστιν ὑμῖν ἀναπαῦσαι

15 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ποιοῦντες τὴν ἀ[νομίαν] καὶ ἐπιβοηθοῦντες τῇ ἀδι[κίᾳ

φονεύ]οντες τὸν πλησίον αὐτῶ[ν ἕως τῆς] ἡμέρας τῆς κρίσεως τῆς

[μεγάληςmiddot

16 ]ὅτι τότε ἐκτρίψει τὴν δόξ[αν ὑμῶν] καὶ ἐπεγερεῖ τὸν θυμὸν [αὐτοῦ

καθrsquo] ὑμῶν ἀπολεῖ πάντας ὑ[μᾶς ἐν ῥομ]φαίᾳ καὶ πάντες οἱ δί[καιοι

μνημο]νήσουσιν τὰς ἀδικίας [ὑμῶν]

XCIII

1ndash2 καὶ τότε ἐν ἑνὶ τόπῳ [ῥέῃ τὰ α]ἵμα[τα αὐτῶν καὶ ἄνθρωπο]ς οὐκ

[ἀφέξ]ει τὴν [χεῖρα αὐτοῦ ἀπ]ὸ τοῦ υἱοῦ αὐ[τοῦ οὔτrsquo ἀ]πὸ τοῦ ἀγαπητοῦ

αὐτοῦ ἀποκτεῖναι αὐτόν καὶ ὁ ἁμαρτωλὸς ἀπὸ τοῦ ἐντίμου οὔτε ἀπὸ τοῦ

ἀδελφοῦ αὐτοῦmiddot ἐξ ὄρθρων μέχρις οὗ δῦναι τὸν ἥλιον φονευθήσονται ἐπὶ

τὸ αὐτό

3 καὶ διαπορεύσεται ἵππος ἕως τοῦ στήθους αὐτοῦ διὰ τοῦ αἵματος τῶν

ἁμαρτωλῶν καὶ τὸ ἅρμα μέχρι ἀξόνων καταβήσεται

4 καὶ καταβήσονται ἄγγελοι καταδύνοντες εἰς τὰ ἀπόκρυφα ἐν ἡμέρᾳ

ἐκείνῃmiddot οἵτινες ἐβοήθουν τῇ ἀδικίᾳ καὶ συστραφήσονται εἰς ἕνα τόπον καὶ ὁ

ὕψιστος ἐγερθήσεται ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως ποιῆσαι ἐκ πάντων κρίσιν

μεγάλην

5 καὶ τάξει φυλακὴν ἐπὶ πάντας τοὺς δικαίους καὶ ἁγίους τῶν ἁγίων

ἀγγέλων καὶ τηρηθήσονται ὡς κόριον ὀφθαλμοῦ ἕως οὗ ἐκλείπῃ τὰ κακὰ

καὶ ἁμαρτία καὶ ἀπrsquo ἐκείνου ὑπνώσουσιν εὐσεβεῖς ὕπνον ἡδύν καὶ οὐκ

ἔσται οὐκέτι ὁ ἐκφοβῶν αὐτούς

6 τότε ὄψονται οἱ φρόνιμοι τῶν ἀνθρώπων καὶ κατανοήσουσιν οἱ υἱοὶ τῆς

γῆς ἐπὶ τοὺς λόγους τούτους τῆς ἐπιστολῆς ταύτης καὶ γνώσονται ὅτι οὐ

δύναται ὁ πλοῦτος αὐτῶν διασῶσαι αὐτοὺς ἐν τῇ πτώσει τῆς ἀδικίας

7 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἄδικοι ὅταν ἐκθλίβητε τοὺς δικαίους ἐν ἡμέρᾳ ἀνάγκης

στερεᾶς καὶ φυλάξητε αὐτοὺς ἐν πυρί ὅτι κομιεῖσθε κατὰ τὰ ἔργα ὑμῶν

8 οὐαὶ ὑμῖν σκληροκάρδιοι ἀγρυπνοῦντες νοῆσαι τὸ κακόνmiddot περιέχει ὑμᾶς

φόβος καὶ οὐκ ἔστιν ὁ ἀντιλαμβανόμενος ὑμῶν

9 οὐαὶ ὑμῖν πᾶσιν τοῖς ἁμαρτωλοῖς ἐπὶ τοῖς ἔργοις τοῦ στόματος ὑμῶν

οὐαὶ ὑμῖν πᾶσιν τοῖς ἁμαρτωλοῖς ἐπὶ τοῖς λόγοις τοῦ στόματος ὑμῶν καὶ

ἐπὶ τοῖς [ἔργοις] τῶν χειρῶν ὑμῶν ὅτι ἀπὸ τῶν ἁγίων ἔργων

ἀπεπλα[νήθητε]

11 πᾶσα νεφέλη καὶ ὀμίχλη καὶ δρόσος καὶ ὄμβρος ἐπὶ ταῖς ἁμαρτίαις

ὑμῶν

12 δίδοτε οὖν ὄμβρῳ δῶρα ἵνα μὴ [κωλυθῇ κα]ταβῆναι ὑμῖν καὶ δρόσῳ

κα[ὶ νεφέλῃ] καὶ ὀμίχλῃmiddot χρυσίον διαγράψα[τε ἵνα κα]ταβῶσινmiddot

13 ὅτι ἐὰν ἐπιρρίψῃ ἐφrsquo ὑμ[ᾶς χι]ὼν καὶ πάχνη καὶ ψῦχος αὐτῆς καὶ οἱ

ἄνεμοι καὶ ὁ παγετὸς αὐτῶν καὶ πᾶσαι αἱ μάστιγες αὐτῶν οὐ δύνασθε

ὑποστῆναι ἔμπροσθεν ψύχους καὶ τῶν μαστίγων αὐτῶν

31

XCIV

1 κατανοήσατε τοίνουν υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων τὰ ἔργα τοῦ ὑψίστου καὶ

φοβήθητε τοῦ ποιῆσαι τὸ πονηρὸν ἐναντίον αὐτοῦ

2 ἐὰν ἀποκλείσῃ τὰς θυρίδας τοῦ οὐρανοῦ καὶ κωλύσῃ τὴν δρόσον καὶ τὸν

ὄμβρον καταβῆναι εἵνεκα ὑμῶν τί ποιήσετε

3 ἐὰν ἀποστείληται τὸν θυμὸν αὐτοῦ ἐφrsquo ὑμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ ἔργα ὑμῶν οὐχὶ

ἔσεσθε δεόμενοι αὐτοῦ διὰ τί ὑμεῖς λαλεῖτε τῷ στόματι ὑμῶν μεγάλα καὶ

σκληρὰ ἐπὶ τῇ μεγαλωσύνῃ αὐ[τοῦ

4 ὁρᾶ]τε τοὺς ναυκλήρους τοὺς πλωιζομένους τὴν θάλασσαν ὑπὸ τοῦ

κ[λύδω]νος καὶ χειμῶνος σεσαλευμένα τὰ πλοῖα αὐτῶν

5 καὶ χειμαζόμενοι πάντες φοβοῦνται ἔξω δὲ τὰ [ἀγαθὰ πάντα] καὶ τὰ

ὑπάρχοντα αὐτῶν ἐκβάλλουσιν εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ὑποπτεύουσιν ἐν τῇ

καρδίᾳ αὐτῶν ὅτι ἡ [θάλασσα κα]ταπίεται αὐτοὺς καὶ ἐν αὐτ[ῇ

ἀπολοῦν]ται

6 οὐχὶ πᾶσα ἡ θάλασσα καὶ [πάντα τὰ] ὕδατα αὐτῆς ἔργον τοῦ ὑψ[ίστου

ἐστί] καὶ αὐτὸς συνεστήσατο τὰ π[έρατα αὐ]τῶν καὶ συνέδησεν αὐτ[ήν

καὶ περι]έφραξεν αὐτὴν ἄμμῳ

7 [καὶ ἀπὸ τῆς] ἐμβριμήσεως αὐτοῦ φ[οβοῦνται καὶ ξη]ραίνονται καὶ οἱ

ἰχθύες

8 [ γῆν] καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτοῖς καὶ τίς ἔδωκεν ἐπιστήμην πᾶσιν τοῖς

κινουμένοις ἐν τῇ θαλάσσῃ οἱ ναύκληροι τὴν θάλασσαν φοβοῦνται

XCV

1 καὶ ὅταν ἐκβάλῃ ἐφrsquo ὑμᾶς τὸν κλύδωνα τοῦ πυρὸς τῆς καύσεως ὑμῶν

ποῦ ἀποδράντες σωθήσεσθε καὶ ὅταν δῷ ἐφrsquo ὑμᾶς φωνὴν αὐτοῦ

2 ἔσεσθε συνσειόμενοι καὶ φοβούμενοι ἤχῳ μεγάλῳ laquoκαὶraquo τὴν γῆν

σύμπασαν σειομένην καὶ τρέμουσαν καὶ συνταρασσομένην

3 καὶ οἱ ἄγγελοι συντελοῦντες τὸ συνταχθὲν αὐτοῖς καὶ ὁ οὐρανὸς καὶ οἱ

φωστῆρες σειόμενοι καὶ τρέμοντεςmiddot ἅπαντες οἱ υἱοὶ τῆς γῆς καὶ ὑμεῖς

ἁμαρτωλοὶ ἐπικατάρατοι εἰς τὸν αἰῶναmiddot οὐκ ἔστιν ὑμῖν χαίρειν

4 θαρσεῖτε ψυχαὶ τῶν δικαίων τῶν ἀποθανόντων τῶν δικαίων καὶ τῶν

εὐσεβῶν

5 καὶ μὴ λυπεῖσθε ὅτι κατέβησαν αἱ ψυχαὶ ὑμῶν εἰς ᾅδου μετὰ λύπης καὶ

οὐκ ἀπηντήθη τῷ σώματι τῆς σαρκὸς ὑμῶν ἐν τῇ ζωῇ ὑμῶν κατὰ τὴν

ὁσιότητα ὑμῶν ἐπεὶ αἱ ἡμέραι ἃς ἦτε ἡμέραι ἦσαν ἁμαρτωλῶν καὶ

καταράτων ἐπὶ τῆς γῆς

6 ὅταν ἀποθάνητε τότε ἐροῦσιν οἱ ἁμαρτωλοὶ ὅτι εὐσεβεῖς κατὰ τὴν

εἱμαρμένην ἀπεθάνοσαν καὶ τί αὐτοῖς περιεγένετο ἐπὶ τοῖς ἔργοις αὐτῶν

7 καὶ αὐτοὶ ὁμοίως ἡμῖν ἀπεθάνοσαν ἴδετε οὖν ὡς ἀποθνήσκουσιν μετὰ

λύπης καὶ σκότους καὶ τί αὐτοῖς ἐγένετο περισσόν

8 ἀπὸ τοῦ νῦν ἀναστήτωσαν καὶ σωθήτωσαν καὶ ὄψονται εἰς τὸν αἰῶνα

ἡμᾶς φαγεῖν καὶ πεῖν

9 τοιγαροῦν ἁρπάσαι καὶ ἁμαρτάνειν καὶ λωποδυτεῖν καὶ ἐγκτᾶσθαι καὶ

[ἰδεῖν] ἡμέρας ἀγαθάς

10 ἴδετε οὖν οἱ δικαιοῦντες [ἑαυτ]ούς ὁποία ἐγένετο αὐτῶν ἡ καταστροφή

ὅτι πᾶσα δικαιοσύνη οὐχ εὑρέθη ἐν αὐτοῖς ἕως ἀπέθανον καὶ ἀπώλοντο

11 καὶ ἐγένοντο ὡς οὐκ ὄντες καὶ κατέβησαν αἱ ψυχαὶ αὐτῶν μετrsquo ὀδύνης

εἰς ᾅδου

XCVI

1 ἐγὼ ὀμνύω ὑμῖν Three lines are lost

2 ἐπίσταμαι τὸ μυστήριον τοῦτοmiddot ἀν[έγνων] γὰρ τὰς πλάκας τοῦ οὐρανοῦ

32

καὶ εἶδον τὴν γραφὴν ἀναγκαίανmiddot ἔγνων τὰ γ[εγραμμέ]να ἐν αὐταῖς καὶ

ἐγκεκολαμμέν[α περὶ] ὑμῶν

3 ὅτι ἀγαθὰ καὶ ἡ χαρὰ καὶ ἡ τ[ιμὴ] ἡτοίμασται καὶ ἐγγέγραπται ταῖς

ψ[υχαῖς] τῶν ἀποθανόντων εὐσεβῶνmiddot

4 καὶ χαιρήσονται καὶ οὐ μὴ ἀπόλωνται τὰ πνεύματα αὐτῶν οὐδὲ τὸ

μνημόσυνον ἀπὸ προσώπου τοῦ μεγάλου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν

αἰώνων μὴ οὖν φοβεῖσθε τοὺς ὀνειδισμοὺς αὐτῶν

5 καὶ ὑμεῖς οἱ νεκροὶ τῶν ἁμαρτωλῶν ὅταν ἀποθάνητε ἐροῦσιν ἐφrsquo ὑμῖν

μακάριοι ἁμαρτωλοὶ πάσας τὰς ἡμέρας αὐτῶν ὅσας εἴδοσαν ἐν τῇ ζωῇ

αὐτῶν καὶ ἐνδόξως

6 ἀπεθάνοσαν καὶ κρίσις οὐκ ἐγενήθη ἐν τῇ ζωῇ αὐτῶν

7 αὐτοὶ ὑμεῖς γινώσκετε ὅτι εἰς ᾅδου κατάξουσιν τὰς ψυχὰς ὑμῶν

8 καὶ ἐκεῖ ἔσονται ἐν ἀνάγκῃ μεγάλῃ καὶ ἐν σκότει καὶ ἐν παγίδι καὶ ἐν

φλογὶ καιομένῃ καὶ εἰς κρίσιν μεγάλην εἰσελεύσονται αἱ ψυχαὶ ὑμῶν ἐν

πάσαις ταῖς γενεαῖς τοῦ αἰῶνος οὐαὶ ὑμῖν οὐκ ἔστιν ὑμῖν χαίρειν

9 μὴ γὰρ εἴπητε οἱ δίκαιοι ὅσιοι ὄντες ἐν τῇ ζωῇ τῶν ἡμερῶν τῆς θλίψεως

κόπους ἐκοπιάσαμεν καὶ ἀνηλώμεθα καὶ ὀλίγοι ἐγενήθημεν καὶ

ἀντιλήμπτορα οὐχ εὑρήκαμενmiddot

10 συντετριμμένοι καὶ ἀπολώλαμεν καὶ ἀπηλπίσμεθα καὶ μηκέτι εἰδέναι

σωτηρίαν ἡμέραν ἐξ ἡμέρας

11 ἠλπίσαμεν γενέσθαι κεφαλή ἐγενήθημεν κέρ[κοςmiddot ἐκο]πιάσαμεν

ἐργαζόμενοι καὶ τῶν ὀψωνίων οὐ κεκυριεύκαμεν ἐγενήθημεν κατάβρωμα

ἁμαρτωλῶν [οἱ ἄνο]μοι ἐβάρυναν ἐφrsquo ἡμᾶς τὸν ζυγόν

12 οἳ κυριεύουσιν οἱ ἐχθροὶ ἡμῶν ἐγκεντρίζουσιν ἡμᾶς καὶ περικλείουσιν

ἡμᾶςmiddot ἐζητήσαμεν πο[ῦ φύγωμεν] ἀπrsquo αὐτῶν ὅπως ἀναψύχ[ωμεν] three

lines are lost

14 ἐκράξαμεν ἐπὶ τοὺς καταβάλλοντας καὶ βιαζομένους ἡμᾶς καὶ τὰς

ἐντεύξεις ἡμῶν οὐκ ἀπεδέξαντο οὐδὲ ἐβούλοντο ἐπακοῦσαι τῆς φωνῆς

ἡμῶν

15 καὶ οὐκ ἀντελαμβάνοντο ἡμῶν οὐχ εὑρόντες κατὰ τῶν βιαζομένων καὶ

κατεσθόντων ἡμᾶς ἀλλὰ στερεοῦσιν αὐτοὺς ἐφrsquo ἡμᾶςmiddot ἀπέκτειναν ἡμᾶς

καὶ εἰς ὀλίγους ἤγαγον καὶ οὐχ ὑποδεικνύουσιν περὶ τῶν πεφονευμένων

ἡμῶν καὶ οὐκ ἀναμιμνήσκουσιν περὶ τῶν ἁμαρτωλῶν αὐτῶν τὰς

ἁμαρτίας αὐτῶν

XCVII

1 ὀμνύω ὑμῖν ὅτι οἱ ἄγγελοι ἐν τῷ οὐρανῷ ἀναμιμνήσκουσιν [ὑμῶν] εἰς

ἀγαθὸν ἐνώπιον τῆς δόξης τοῦ μεγάλου

2 θαρσεῖτε δὴ ὅτι ἐπαλαιώθητε ἐν τοῖς κακοῖς καὶ ἐν ταῖς θλίψεσινmiddot ὡσεὶ

φωστῆρες τοῦ οὐρανοῦ ἀναλάμψετε καὶ φανεῖτε αἱ θυρίδες τοῦ οὐρανοῦ

ἀνοιχθήσονται ὑμῖν

3ndash4 καὶ ἡ κραυγὴ ὑμῶν ἀκουσθήσεται καὶ ἡ κρίσις ὑμῶν ἣν κράζετε καὶ

φανεῖται ἐφrsquo ὅσα συλλαβήσεται ὑμῖν περὶ τῆς θλίψεως ὑμῶν καὶ ἐκ

πάντων ὅστις μετέσχεν τῶν βιαζομένων καὶ κατεσθόντων ὑμᾶς

5 [μὴ φοβεῖσθε] τὰ κακὰ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως τῆς μεγάλης καὶ οὐ μὴ

εὑρεθῆτε ὡς οἱ ἁμαρτωλοί [ἀλλrsquo ὑμεῖς οἱ ἁμαρτωλοὶ] σκυλήσεσθε καὶ

κρίσις αἰώνιος ἐξ ὑμῶν ἔσται εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν αἰώνων

6 μὴ φοβεῖσθε οἱ δίκαιοι ὅταν ἴδητε τοὺς ἁμαρτωλοὺς κατισχύοντας καὶ

εὐοδουμένους καὶ μὴ μέτοχοι αὐτῶν γίνεσθε ἀλλὰ μακρὰν ἀπέχεσθε ἀπὸ

πάντων τῶν ἀδικημάτων αὐτῶν

7 μὴ γὰρ εἴπητε οἱ ἁμαρτωλοὶ [ὅτι] οὐ μὴ ἐκζητηθῶσιν αἱ ἁμαρτίαι ὑμῶν

33

[ἐξ] ἡμερῶν

8 καὶ νῦν ἀποδεικνύω ὑμῖν ὅτι φῶς καὶ σκότος ἡμέρα καὶ νὺξ

ἐποπτεύουσιν τὰς ἁμαρτίας ὑμῶν πάσας

9 μὴ πλανᾶσθε τῇ καρδίᾳ ὑμῶν μηδὲ ψεύδεσθε μηδὲ ἐξαλλοιώσητε τοὺς

λόγους τῆς ἀληθείας μηδὲ καταψεύδεσθε τῶν [λόγων τοῦ] ἁγίου καὶ μὴ

δότε ἔπαινον ταῖς [εἰκόσιν ὑ]μῶνmiddot οὐ γὰρ εἰς δικαίωμα εἰσάγ[ουσιν πάντα

τὰ ψεύδ]η καὶ πᾶσα [ἡ πλάνη] Two lines are lost

10 τῆς ἀληθείας ἐξαλλοιοῦσιν καὶ ἀντιγράφουσιν οἱ ἁμαρτωλοὶ καὶ

ἀλλάσσουσιν τοὺς πολλούς καὶ ψεύδονται καὶ πλάσσουσιν πλάσματα

μεγάλα καὶ τὰς γραφὰς ἀναγράφουσιν ἐπὶ τοῖς ὀνόμασιν αὐτῶνmiddot

11 καὶ ὄφελον πάντας τοὺς λόγους μου γράφωσιν ἐπrsquo ἀληθείας ἐπὶ τὰ

ὀνόματα αὐτῶν καὶ μήτε ἀφέλωσιν μήτε ἀλλοιώσωσιν τῶν λόγων τούτων

ἀλλὰ πάντα ἐπrsquo ἀληθείας γράφωσιν ἃ ἐγὼ διαμαρτυροῦμαι αὐτοῖς

12 καὶ πάλιν ἐγὼ γινώσκω μυστήριον δεύτερον ὅτι δικαίοις καὶ ὁσίοις καὶ

φρονίμοις δοθήσονται αἱ βίβλοι μου εἰς χαρὰν ἀληθείας

13 καὶ αὐτοὶ πιστεύσουσιν αὐταῖς καὶ ἐν αὐταῖς χαρήσονται καὶ

ἀγαλλιάσονται πάντες οἱ δίκαιοι μαθεῖν ἐξ αὐτῶν πάσας τὰς ὁδοὺς τῆς

ἀληθείας

CVI

1 μετὰ δὲ χρόνον ἔλαβεν Μαθουσάλεκ τῷ υἱῷ μου γυναῖκα καὶ ἔτεκεν

υἱὸν καὶ ἐκάλεσεν τὸ ὄνομα αὐτοῦ Λάμεχ ἐταπεινώθη ἡ δικαιοσύνη μέχρι

τῆς ἡμέρας ἐκείνης καὶ ὅτε εἰς ἡλικίαν ἐπῆλθεν ἔλαβεν αὐτῷ γυναῖκα καὶ

ἔτεκεν αὐτῷ παιδίον

2 καὶ ὅτε ἐγεννήθη τὸ παιδίον ἦν τὸ σῶμα λευκότερον χιόνος καὶ

πυρρότερον ῥόδου τὸ τρίχωμα πᾶν λευκὸν καὶ ὡς ἔρια λευκὰ καὶ οὖλον

καὶ ἔνδοξον καὶ ὅτε ἀνέῳξεν τοὺς ὀφθαλμούς ἔλαμψεν ἡ οἰκία ὡσεὶ

ἥλιος

3 καὶ ἀνέστη ἐκ τῶν χειρῶν τῆς μαίας καὶ ἀνέῳξεν τὸ στόμα καὶ

εὐλόγησεν τῷ κυρίῳmiddot

4 καὶ ἐφοβήθη Λάμεχ ἀπrsquo αὐτοῦ καὶ ἔφυγεν καὶ ἦλθεν πρὸς Μαθουσάλεκ

τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ

5 τέκνον ἐγεννήθη μου ἀλλοῖον οὐχ ὅμοιον τοῖς ἀνθρώποις ἀλλὰ τοῖς

τέκνοις τῶν ἀγγέλων τοῦ οὐρανοῦ καὶ ὁ τύπος ἀλλοιότερος οὐχ ὅμοιος

ἡμῖνmiddot τὰ ὄμματά ἐστιν ὡς ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου καὶ ἔνδοξον τὸ πρόσωπονmiddot

6 καὶ ὑπολαμβάνω ὅτι οὐκ ἔστιν ἐξ ἐμοῦ ἀλλὰ ἐξ ἀγγέλου καὶ

εὐλαβοῦμαι αὐτὸν μήποτέ τι ἔσται ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ ἐν τῇ γῇ

7 καὶ παραιτοῦμαι π[άτερ καὶ] δέομαι βάδισον πρὸς Ἑνὼ[χ τὸν πατέρα

ἡμῶν καὶ ἐρώτησον] Two lines are lost

8 [ἦλθ]εν πρὸς ἐμὲ εἰς τὰ τέρματα τῆς γῆς οὗ [εἶδ]εν τότε εἶναι με καὶ

εἶπέν μοι πάτερ [μου] ἐπάκουσον τῆς φωνῆς μου καὶ ἧκε [πρὸς] ἐμέ καὶ

ἤκουσα τὴν φωνὴν αὐτοῦ καὶ ἦλθον πρὸς αὐτὸν καὶ εἶπα ἰδοὺ πάρειμι

τέκνονmiddot διὰ τί ἐλήλυθας πρὸς ἐμέ τέκνον

9 καὶ ἀπεκρίθη λέγων διrsquo ἀνάγκην μεγάλην ἦλθον ὧδε πάτερmiddot

10 καὶ νῦν ἐγεννήθη τέκνον Λάμεχ τῷ υἱῷ μου καὶ ὁ τύπος αὐτοῦ καὶ ἡ

εἰκὼν αὐτοῦ laquoοὐχ ὅμοιος ἀνθρώποις καὶ τὸ χρῶμα αὐτοῦraquo λευκότερον

χιόνος καὶ πυρρότερον ῥόδου καὶ τὸ τρίχωμα τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ

λευκότερον ἐρίων λευκῶν καὶ τὰ ὄμματα αὐτοῦ ἀφόμοια ταῖς τοῦ ἡλίου

ἀκτῖσιν

11 καὶ ἀνέστη ἀπὸ τῶν τῆς μαίας χειρῶν καὶ ἀνοίξας τὸ στόμα εὐλόγησεν

τὸν κύριον τοῦ αἰῶνοςmiddot

34

12 καὶ ἐφοβήθη ὁ υἱός μου Λάμεχ καὶ ἔφυγεν πρὸς ἐμέ καὶ οὐ πιστεύει ὅτι

υἱὸς αὐτοῦ ἐστιν ἀλλὰ ὅτι ἐξ ἀγγέλων one or two lines omitted τὴν

ἀκρίβειαν ἣν ἔχεις () καὶ τὴν ἀλήθειαν

13 τότε ἀπεκρίθην λέγων ἀνακαινίσει ὁ κύριος πρόσταγμα ἐπὶ τῆς γῆς

καὶ τὸν αὐτὸν τρόπον τέκνον τεθέαμαι καὶ ἐσήμανά σοιmiddot ἐν γὰρ τῇ γενεᾷ

Ἰάρεδ τοῦ πατρός μου παρέβησαν τὸν λόγον κυρίου ἀπὸ τῆς διαθήκης τοῦ

οὐρανοῦ

14 καὶ ἰδοὺ ἁμαρτάνουσιν καὶ παραβαίνουσιν τὸ ἔθος καὶ μετὰ γυναικῶν

συγγίνονται καὶ μετrsquo αὐτῶν ἁμαρτάνουσιν καὶ ἔγημαν ἐξ αὐτῶν

[καὶ τίκτουσιν οὐχ ὁμοίους πνεύμασιν ἀλλὰ σαρκίνους]middot

15 καὶ ἔσται ὀργὴ μεγάλη ἐπὶ τῆς γῆς καὶ κατακλυσμός καὶ ἔσται

ἀπώλεια μεγάλη ἐπὶ ἐνιαυτὸν ἕναmiddot

16 καὶ τόδε τὸ παιδίον τὸ γεννηθὲν καταλειφθήσεται καὶ τρία αὐτοῦ

τέκνα σωθήσεται ἀποθανόντων τῶν ἐπὶ τῆς γῆςmiddot

17b καὶ πραϋνεῖ τὴν γῆν ἀπὸ τῆς οὔσης ἐν αὐτῇ φθορᾶς

18 καὶ νῦν λέγε Λάμεχ ὅτι τέκνον σού ἐστιν δικαίως καὶ ὁσίως [καὶ]

κάλεσον αὐτοῦ τὸ ὄνομα [Νῶε]middot αὐτὸς γὰρ ἔσται ὑμῶν κατάλειμμα ἐφrsquo οὗ

ἂν καταπαύσητε καὶ laquoοἱraquo υἱοὶ αὐτοῦ ἀπὸ τῆς φθορᾶς τῆς γῆς καὶ ἀπὸ

πάντων τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ ἀπὸ πασῶν τῶν συντελειῶν ἐπὶ τῆς γῆς

Four lines are lost

19 ὑπέδειξέν μοι καὶ ἐμήνυσεν καὶ ἐν ταῖς πλαξὶν τοῦ οὐρανοῦ ἀνέγνων

αὐτά

CVII

1 τότε τεθέαμαι τὰ ἐγγεγραμμένα ἐπrsquo αὐτῶν ὅτι γενεὰ γενεᾶς κακ[ίων

ἔσται] καὶ εἶδον τόδε μέχρις τοῦ ἀνας[τῆναι] γενεὰν δικαιοσύνης καὶ ἡ

κακία ἀπολεῖται καὶ ἡ ἁμαρτία ἀλλάξει ἀπὸ τῆς γῆς καὶ τὰ ἀγαθὰ ἥξει ἐπὶ

τῆς γῆς ἐπrsquo αὐτούς

2 καὶ νῦν ἀπότρεχε τέκνον καὶ σήμανον Λάμεχ τῷ υἱῷ σου ὅτι τὸ παιδίον

τοῦτο τὸ γεννηθὲν τέκνον αὐτοῦ ἐστιν δικαίως καὶ οὐ ψευδῶς

3 καὶ ὅτε ἤκουσεν Μαθουσάλεκ τοὺς λόγους Ἑνὼχ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ

μυστηριακῶς γὰρ ἐδήλωσεν αὐτῷ [ἐπέστρεψεν καὶ ἐδήλωσεν αὐτῷ] καὶ

ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτοῦ Νῶε εὐφραίνων τὴν γῆν ἀπὸ τῆς ἀπωλείας

Liber Enoch

Apocalypsis Henochi Graece

(recensio ap Syncellum)

(ed M Black)

Pseudepigrapha veteris testamenti Graece 3

Leiden Brill 1970 pp 21ndash26 29ndash30 32ndash33 37

VI

ἐκ τοῦ πρώτου βιβλίου Ἐνὼχ περὶ τῶν ἐγρηγόρων

1 καὶ ἐγένετο ὅτε ἐπληθύνθησαν οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων ἐγεννήθησαν

αὐτοῖς θυγατέρες ὡραῖαι

2 καὶ ἐπεθύμησαν αὐτὰς οἱ ἐγρήγοροι καὶ ἀπεπλανήθησαν ὀπίσω αὐτῶν

καὶ εἶπον πρὸς ἀλλήλους ἐκλεξώμεθα ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ τῶν

θυγατέρων τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς

3 καὶ εἶπε Σεμιαζᾶς ὁ ἄρχων αὐτῶν πρὸς αὐτούς φοβοῦμαι μὴ οὐ

θελήσητε (Go θελήσετε) ποιῆσαι τὸ πρᾶγμα τοῦτο καὶ ἔσομαι ἐγὼ μόνος

ὀφειλέτης ἁμαρτίας μεγάλης

4 καὶ ἀπεκρίθησαν αὐτῷ πάντες καὶ εἶπον ὀμόσωμεν ἅπαντες ὅρκῳ καὶ

ἀναθεματίσωμεν ἀλλήλους τοῦ μὴ ἀποστρέψαι τὴν γνώμην ταύτην

35

μέχρις οὗ ἀποτελέσωμεν αὐτήν

5 τότε πάντες ὤμοσαν ὁμοῦ καὶ ἀνεθεμάτισαν ἀλλήλους

6 ἦσαν δὲ οὗτοι διακόσιοι οἱ καταβάντες ἐν ταῖς ἡμέραις Ἰάρεδ εἰς τὴν

κορυφὴν τοῦ Ἑρμονιεὶμ (Go κορυφὴν Ἑρμὼν) ὄρους καὶ ἐκάλεσαν τὸ ὄρος

Ἑρμώμ καθότι ὤμοσαν (Go ομοσαν) καὶ ἀνεθεμάτισαν ἀλλήλους ἐν αὐτῷ

7 καὶ ταῦτα τὰ ὀνόματα τῶν ἀρχόντων αὐτῶν αacute Σεμιαζᾶς ὁ ἄρχων

αὐτῶν βacute Ἀταρκούφ γacute Ἀρακιήλ δacute Χωβαβιήλ εacute Ὀραμμαμή Ϛacute Ῥαμιήλ ζacute

Σαμψίχ ηacute Ζακιήλ θacute Βαλκιήλ ιacute Ἀζαλζήλ ιαacute Φαρμαρός ιβacute Ἀμαριήλ ιγacute

Ἀναγημάς ιδacute Θαυσαήλ ιεacute Σαμιήλ ιϚacute Σαρινᾶς ιζacute Εὐμιήλ (Par gr 1711 ὁ

Εὐμιήλ) ιηacute Τυριήλ ιθacute Ἰουμιήλ κacute Σαριήλ

VII

1 Οὗτοι καὶ οἱ λοιποὶ πάντες ἐν τῷ χιλιοστῷ ἑκατοστῷ ἑβδομηκοστῷ ἔτει

τοῦ κόσμου ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας καὶ ἤρξαντο μιαίνεσθαι ἐν αὐταῖς

ἕως τοῦ κατακλυσμοῦ καὶ ἔτεκον αὐτοῖς γένη τρίαmiddot πρῶτον γίγαντας

μεγάλους

2 οἱ δὲ γίγαντες ἐτέκνωσαν Ναφηλείμ καὶ τοῖς Ναφηλεὶμ ἐγεννήθησαν

Ἐλιούδ καὶ ἦσαν αὐξανόμενοι κατὰ τὴν μεγαλειότητα αὐτῶν καὶ

ἐδίδαξαν ἑαυτοὺς καὶ τὰς γυναῖκας ἑαυτῶν φαρμακείας καὶ ἐπαοιδίας

VIII

1 Πρῶτος Ἀζαὴλ ὁ δέκατος τῶν ἀρχόντων ἐδίδαξε ποιεῖν μαχαίρας καὶ

θώρακας καὶ πᾶν σκεῦος πολεμικόν καὶ τὰ μέταλλα τῆς γῆς καὶ τὸ

χρυσίον πῶς ἐργάσωνται καὶ ποιήσωσιν αὐτὰ κόσμια ταῖς γυναιξί καὶ τὸν

ἄργυρον ἔδειξε δὲ αὐτοῖς καὶ τὸ στίλβειν καὶ τὸ καλλωπίζειν καὶ τοὺς

ἐκλεκτοὺς λίθους καὶ τὰ βαφικάmiddot καὶ ἐποίησαν ἑαυτοῖς οἱ υἱοὶ τῶν

ἀνθρώπων καὶ ταῖς θυγατράσιν αὐτῶν καὶ παρέβησαν καὶ ἐπλάνησαν

τοὺς ἁγίους

2 καὶ ἐγένετο ἀσέβεια πολλὴ ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἠφάνισαν τὰς ὁδοὺς αὐτῶν

3 ἔτι δὲ καὶ ὁ πρώταρχος αὐτῶν Σεμιαζᾶς ἐδίδαξεν εἶναι ὀργὰς κατὰ τοῦ

νοός καὶ ῥίζας βοτανῶν τῆς γῆς ὁ δὲ ἑνδέκατος Φαρμαρὸς ἐδίδαξε

φαρμακείας ἐπαοιδίας σοφίας καὶ ἐπαοιδῶν λυτήριαmiddot ὁ ἔνατος ἐδίδαξεν

ἀστροσκοπίανmiddot ὁ δὲ τέταρτος ἐδίδαξεν ἀστρολογίανmiddot ὁ δὲ ὄγδοος ἐδίδαξεν

ἀεροσκοπίανmiddot ὁ δὲ τρίτος ἐδίδαξε τὰ σημεῖα τῆς γῆςmiddot ὁ δὲ ἕβδομος ἐδίδαξε

τὰ σημεῖα τοῦ ἡλίουmiddot ὁ δὲ εἰκοστὸς ἐδίδαξε τὰ σημεῖα τῆς σελήνηςmiddot πάντες

οὗτοι ἤρξαντο ἀνακαλύπτειν τὰ μυστήρια ταῖς γυναιξὶν αὐτῶν καὶ τοῖς

τέκνοις αὐτῶν μετὰ δὲ ταῦτα ἤρξαντο οἱ γίγαντες κατεσθίειν τὰς σάρκας

τῶν ἀνθρώπων

4 καὶ ἤρξαντο οἱ ἄνθρωποι ἐλαττοῦσθαι ἐπὶ τῆς γῆς

VIII col I

4 οἱ δὲ λοιποὶ ἐβόησαν εἰς τὸν οὐρανὸν περὶ τῆς κακώσεως αὐτῶν

λέγοντες εἰσενεχθῆναι τὸ μνημόσυνον αὐτῶν ἐνώπιον κυρίου

VIII col II

4 Τότε ἐβόησαν οἱ ἄνθρωποι εἰς τὸν οὐρανὸν λέγοντες Εἰσαγάγετε τὴν

κρίσιν ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον καὶ τὴν ἀπώλειαν ἡμῶν ἐνώπιον τῆς δόξης

τῆς μεγάλης ἐνώπιον τοῦ κυρίου τῶν κυρίων πάντων τῇ μεγαλωσύνῃ

IX col I

1 Καὶ ἀκούσαντες οἱ τέσσαρες μεγάλοι ἀρχάγγελοι Μιχαὴλ καὶ Οὐριὴλ

καὶ Ῥαφαὴλ καὶ Γαβριὴλ (καὶ Par gr 1711) παρέκυψαν ἐπὶ τὴν γῆν ἐκ τῶν

ἁγίων τοῦ οὐρανοῦ

2 καὶ θεασάμενοι αἷμα πολὺ ἐκκεχυμένον ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πᾶσαν ἀσέβειαν

καὶ ἀνομίαν γενομένην ἐπrsquo αὐτῆς

36

3 εἰσελθόντες εἶπον πρὸς ἀλλήλους ὅτι Τὰ πνεύματα καὶ αἱ ψυχαὶ τῶν

ἀνθρώπων στενάζουσιν ἐντυγχάνοντα καὶ λέγοντα ὅτι Εἰσαγάγετε τὴν

κρίσιν ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον καὶ τὴν ἀπώλειαν ἡμῶν ἐνώπιον τῆς δόξης

τῆς μεγαλωσύνης ἐνώπιον τοῦ κυρίου τῶν κυρίων πάντων τῇ

μεγαλωσύνῃ

4 καὶ εἶπον τῷ κυρίῳ τῶν αἰώνων Σὺ εἶ ὁ θεὸς τῶν θεῶν καὶ κύριος τῶν

κυρίων καὶ ὁ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ θεὸς τῶν αἰώνων καὶ ὁ

θρόνος τῆς δόξης σου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν αἰώνων καὶ τὸ ὄνομά σου

ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

IX col II

1 Καὶ ἀκούσαντες οἱ τέσσαρες μεγάλοι ἀρχάγγελοι Μιχαὴλ καὶ Οὐριὴλ

καὶ Ῥαφαὴλ καὶ Γαβριὴλ παρέκυψαν (= οἱ ltδgt Par gr 1711) ἐπὶ τὴν γῆν ἐκ

τῶν ἁγίων τοῦ οὐρανοῦ

2 καὶ θεασάμενοι αἷμα πολὺ ἐκκεχυμένον ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πᾶσαν ἀνομίαν

καὶ ἀσέβειαν γινομένην ἐπrsquo αὐτῆς

3 εἰσελθόντες εἶπον πρὸς ἀλλήλους ὅτι Τὰ πνεύματα καὶ αἱ ψυχαὶ τῶν

ἀνθρώπων ἐντυγχάνουσι στενάζοντα καὶ λέγοντα Εἰσαγάγετε τὴν δέησιν

ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον

4 καὶ προσελθόντες οἱ τέσσαρες ἀρχάγγελοι εἶπον τῷ κυρίῳ Σὺ εἶ ὁ θεὸς

τῶν θεῶν καὶ κύριος τῶν κυρίων καὶ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ θεὸς

τῶν ἀνθρώπων καὶ ὁ θρόνος τῆς δόξης σου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν

αἰώνων καὶ τὸ ὄνομά σου ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

καὶ τὸ ὄνομά σου ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

IX

4 add post αἰῶνας καὶ τὰ ἑξῆς τότε ὁ ὕψιστος ἐκέλευσε τοῖς ἁγίοις

ἀρχαγγέλοις καὶ ἔδησαν τοὺς ἐξάρχους αὐτῶν καὶ ἔβαλον (ἔβαλλον Par

gr 1711) αὐτοὺς εἰς τὴν ἄβυσσον ἕως τῆς κρίσεως καὶ τὰ ἑξῆς καὶ ταῦτα

μὲν ὁ Ἐνὼχ μαρτυρεῖ

5 σὺ γὰρ εἶ ὁ ποιήσας τὰ πάντα καὶ πάντων τὴν ἐξουσίαν ἔχων καὶ πάντα

ἐνώπιόν σου φανερὰ καὶ ἀκάλυπταmiddot καὶ πάντα ὁρᾷς καὶ οὐκ ἔστιν ὃ

κρυβῆναί σε δύναται

6 ὁρᾷς ὅσα ἐποίησεν Ἀζαὴλ καὶ (om Par gr 1711) ὅσα εἰσήνεγκεν (add

καὶ Par gr 1711) ὅσα ἐδίδαξεν ἀδικίας καὶ ἁμαρτίας ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πάντα

δόλον ἐπὶ τῆς ξηρᾶς ἐδίδαξε γὰρ τὰ μυστήρια καὶ ἀπεκάλυψε τῷ αἰῶνι τὰ

ἐν οὐρανῷ ἐπιτηδεύουσιν δὲ τὰ ἐπιτηδεύματα αὐτοῦ εἰδέναι τὰ μυστήρια

οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων

7 τῷ Σεμιαζᾷ τὴν ἐξουσίαν ἔδωκας ἔχειν τῶν σὺν αὐτῷ ἅμα ὄντων

8 καὶ ἐπορεύθησαν πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς καὶ

συνεκοιμήθησαν μετrsquo αὐτῶν καὶ ἐν ταῖς θηλείαις ἐμιάνθησαν καὶ

ἐδήλωσαν αὐταῖς πάσας τὰς ἁμαρτίας καὶ ἐδίδαξαν αὐτὰς μίσητρα

(μίσιτρα Par gr 1711) ποιεῖν

9 καὶ νῦν ἰδοὺ αἱ θυγατέρες τῶν ἀνθρώπων ἔτεκον ἐξ αὐτῶν υἱοὺς

γίγανταςmiddot κίβδηλα ἐπὶ τῆς (om Go) γῆς τῶν ἀνθρώπων ἐκκέχυται καὶ ὅλη

ἡ γῆ ἐπλήσθη ἀδικίας

10 καὶ νῦν ἰδοὺ τὰ πνεύματα τῶν ψυχῶν τῶν ἀποθανόντων ἀνθρώπων

ἐντυγχάνουσιν καὶ μέχρι τῶν πυλῶν τοῦ οὐρανοῦ ἀνέβη ὁ στεναγμὸς

αὐτῶν καὶ οὐ δύναται ἐξελθεῖν ἀπὸ προσώπου τῶν ἐπὶ τῆς γῆς γινομένων

ἀδικημάτων

11 καὶ σὺ αὐτὰ οἶδας πρὸ τῶν (τοῦ recte Par gr 1711) αὐτὰ γενέσθαι καὶ

ὁρᾷς αὐτοὺς καὶ ἐᾷς αὐτούς καὶ οὐδὲν λέγεις τί δεῖ ποιῆσαι αὐτοὺς (om

37

Go) περὶ τούτου

X

1 Τότε ὁ ὕψιστος εἶπε καὶ ὁ ἅγιος ὁ μέγας ἐλάλησε καὶ ἔπεμψε τὸν Οὐριὴλ

πρὸς τὸν υἱὸν (Go τοῦ) Λάμεχ λέγων

2 Πορεύου πρὸς τὸν Νῶε καὶ εἶπον αὐτῷ τῷ ἐμῷ ὀνόματι Κρύψον σεαυτόν

καὶ δήλωσον αὐτῷ τέλος ἐπερχόμενον ὅτι ἡ γῆ ἀπόλλυται πᾶσαmiddot καὶ εἶπον

αὐτῷ ὅτι κατακλυσμὸς μέλλει γίνεσθαι πάσης τῆς γῆς ἀπολέσαι πάντα

ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς

3 δίδαξον τὸν δίκαιον τί ποιήσει τὸν υἱὸν Λάμεχ καὶ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ εἰς

ζωὴν συντηρήσει καὶ ἐκφεύξεται διrsquo αἰῶνος καὶ ἐξ αὐτοῦ φυτευθήσεται

φύτευμα καὶ σταθήσεται πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

4 Καὶ τῷ Ῥαφαὴλ εἶπε Πορεύου Ῥαφαήλ καὶ δῆσον τὸν Ἀζαήλmiddot χερσὶ καὶ

ποσὶ συμπόδισον αὐτόν καὶ ἔμβαλε αὐτὸν εἰς τὸ σκότος καὶ ἄνοιξον τὴν

ἔρημον τὴν οὖσαν ἐν τῇ ἐρήμῳ Δουδαήλ καὶ ἐκεῖ πορευθεὶς βάλε αὐτόν

5 καὶ ὑπόθες αὐτῷ λίθους ὀξεῖς καὶ (om Go) λίθους τραχεῖς καὶ

ἐπικάλυψον αὐτῷ σκότος καὶ οἰκησάτω ἐκεῖ εἰς τὸν αἰῶνα καὶ τὴν ὄψιν

αὐτοῦ πώμασον καὶ φῶς μὴ θεωρείτωmiddot

6 καὶ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως ἀπαχθήσεται εἰς τὸν ἐμπυρισμὸν τοῦ

πυρός

7 καὶ ἴασαι τὴν γῆν ἣν ἠφάνισαν οἱ ἐγρήγοροι καὶ τὴν ἴασιν τῆς πληγῆς

δήλωσον ἵνα ἰάσωνται τὴν πληγὴν καὶ μὴ ἀπόλωνται πάντες οἱ υἱοὶ τῶν

ἀνθρώπων ἐν τῷ μυστηρίῳ ὃ εἶπον οἱ ἐγρήγοροι καὶ ἐδίδαξαν τοὺς υἱοὺς

τῶν ἀνθρώπων

8 καὶ ἠρημώθη πᾶσα ἡ γῆ ἐν τοῖς ἔργοις τῆς διδασκαλίας Ἀζαήλmiddot καὶ ἐπrsquo

αὐτῇ γράψον πάσας τὰς ἁμαρτίας

9 Καὶ τῷ Γαβριὴλ εἶπε Πορεύου Γαβριήλ ἐπὶ τοὺς γίγαντας ἐπὶ τοὺς

κιβδήλους ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς πορνείας καὶ ἀπόλεσαν τοὺς υἱοὺς τῶν

ἐγρηγόρων ἀπὸ τῶν υἱῶν τῶν ἀνθρώπωνmiddot πέμψον αὐτοὺς εἰς ἀλλήλους ἐξ

αὐτῶν εἰς αὐτούς ἐν πολέμῳ καὶ ἐν ἀπωλείᾳ καὶ μακρότης ἡμερῶν οὐκ

ἔσται αὐτοῖς

10 καὶ πᾶσα ἐρώτησις οὐκ ἔστι τοῖς πατράσιν αὐτῶν ὅτι ἐλπίζουσι ζῆσαι

ζωὴν αἰώνιον καὶ ὅτι ζήσεται ἕκαστος αὐτῶν ἔτη πεντακόσια

11 καὶ τῷ Μιχαὴλ εἶπε Πορεύου Μιχαήλ δῆσον Σεμιαζᾶν καὶ τοὺς ἄλλους

σὺν αὐτῷ τοὺς συμμιγέντας ταῖς θυγατράσι τῶν ἀνθρώπων τοῦ μιανθῆναι

ἐν αὐταῖς ἐν τῇ ἀκαθαρσίᾳ αὐτῶν

12 καὶ ὅταν κατασφαγῶσιν οἱ υἱοὶ αὐτῶν καὶ ἴδωσι τὴν ἀπώλειαν τῶν

ἀγαπητῶν αὐτῶν δῆσον αὐτοὺς ἐπὶ ἑβδομήκοντα γενεὰς εἰς τὰς νάπας

τῆς γῆς μέχρι ἡμέρας κρίσεως αὐτῶν μέχρι ἡμέρας τελειώσεως τελεσμοῦ

ἕως συντελεσθῇ κρίμα τοῦ αἰῶνος τῶν αἰώνων

13 τότε ἀπενεχθήσονται εἰς τὸ χάος τοῦ πυρὸς καὶ εἰς τὴν βάσανον καὶ εἰς

τὸ δεσμωτήριον τῆς συγκλείσεως τοῦ αἰῶνος

14 καὶ ὃς ἂν κατακρίθῃ καὶ ἀφανισθῇ ἀπὸ τοῦ νῦν μετrsquo αὐτῶν δεθήσεται

(δεηθήσεται recte Par gr 1711) μέχρι τελειώσεως γενεᾶς αὐτῶν

περὶ δὲ τοῦ ὄρους ἐν ᾧ ὤμοσαν καὶ ἀνεθεμέτισαν πρὸς τὸν πλησίον αὐτῶν

ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα οὐ μὴ ἀποστῇ ἀπrsquo αὐτοῦ ψῦχος καὶ χιὼν καὶ πάχνη καὶ

δρόσος οὐ μὴ καταβῇ εἰς αὐτό εἰ μὴ εἰς κατάραν καταβήσεται ἐπrsquo αὐτό

μέχρις ἡμέρας κρίσεως τῆς μεγάλης ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ κατακαυθήσεται

καὶ ταπεινωθήσεται καὶ ἔσται κατακαιόμενον καὶ τηκόμενον ὡς κηρὸς

ἀπὸ πυρός οὕτως κατακαήσεται περὶ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ καὶ νῦν

ἐγὼ λέγω ὑμῖν υἱοῖς ἀνθρώπων Ὀργὴ μεγάλη καθrsquo ὑμῶν laquoκαὶraquo κατὰ τῶν

38

υἱῶν ὑμῶν καὶ οὐ παύσεται ἡ ὀργὴ αὕτη ἀφrsquo ὑμῶν μέχρι καιροῦ σφαγῆς

τῶν υἱῶν ὑμῶν καὶ ἀπολοῦνται οἱ ἀγαπητοὶ ὑμῶν καὶ ἀποθανοῦνται οἱ

ἔντιμοι ὑμῶν ἀπὸ πάσης τῆς γῆς ὅτι πᾶσαι αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς αὐτῶν ἀπὸ

τοῦ νῦν οὐ μὴ ἔσονται πλείω τῶν ἑκατὸν εἴκοσιν ἐτῶν καὶ μὴ δόξητε ἔτι

ζῆσαι ἐπὶ πλείονα ἔτηmiddot οὐ γάρ ἐστιν ἐπrsquo αὐτοῖς πᾶσα ὁδὸς ἐκφεύξεως ἀπὸ

τοῦ νῦν διὰ τὴν ὀργὴν ἣν ὠργίσθη ὑμῖν ὁ βασιλεὺς πάντων τῶν αἰώνωνmiddot

μὴ νομίσητε ὅτι ἐκφεύξεσθε ταῦτα

XV

8 Καὶ νῦν οἱ γίγαντες οἱ γεννηθέντες ἀπὸ πνευμάτων καὶ σαρκὸς

πνεύματα πονηρὰ ἐπὶ τῆς γῆς καλέσουσιν αὐτούς ὅτι ἡ κατοίκησις αὐτῶν

ἔσται ἐπὶ τῆς γῆς

9 πνεύματα πονηρὰ ἔσονται τὰ πνεύματα ἐξεληλυθότα ἀπὸ τοῦ σώματος

τῆς σαρκὸς αὐτῶν διότι ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων ἐγένοντο καὶ ἐκ τῶν ἁγίων

τῶν ἐγρηγόρων ἡ ἀρχὴ τῆς κτίσεως αὐτῶν καὶ ἀρχὴ θεμελίουmiddot πνεύματα

πονηρὰ

10 ἐπὶ τῆς γῆς ἔσονται

11 τὰ πνεύματα τῶν γιγάντων νεμόμενα ἀδικοῦντα ἀφανίζοντα

ἐμπίπτοντα καὶ συμπαλαίοντα καὶ ῥιπτοῦντα ἐπὶ τῆς γῆς καὶ δρόμους

ποιοῦντα καὶ μηδὲν ἐσθίοντα ἀλλrsquo ἀσιτοῦντα καὶ ῥιπτοῦντα καὶ φάσματα

ποιοῦντα καὶ διψῶντα καὶ προσκόπτοντα

12 καὶ ἐξαναστήσονται τὰ πνεύματα ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων καὶ

τῶν γυναικῶν ὅτι ἐξ αὐτῶν ἐξεληλύθασι

XVI

1 Καὶ ἀπὸ ἡμέρας καιροῦ σφαγῆς καὶ ἀπωλείας καὶ θανάτου τῶν

γιγάντων ναφηλείμ οἱ ἰσχυροὶ τῆς γῆς οἱ μεγάλοι ὀνομαστοί τὰ

πνεύματα τὰ ἐκπορευόμενα ἀπὸ τῆς ψυχῆς αὐτῶν ὡς ἐκ τῆς σαρκὸς

ἔσονται ἀφανίζοντα χωρὶς κρίσεωςmiddot οὕτως ἀφανίσουσι μέχρις ἡμέρας τῆς

τελειώσεως ἕως τῆς κρίσεως τῆς μεγάλης ἐν ᾗ (ᾧ Par gr 1711) ὁ αἰὼν ὁ

μέγας τελεσθήσεται

XIX

3 ἀνθρώπων ὡς ἐγὼ εἶδον

XX

2 ὁ εἷς τῶν ἁγίων ὁ ἐπὶ τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ταρτάρου

3 Ῥαφαὴλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων τῶν ἀνθρώπων

4 Ῥαγουήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐκδικῶν τὸν κόσμον τῶν

φωστήρων

5 Μιχαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς ἐπὶ τῶν τοῦ λαοῦ ἀγαθῶν τέτακται

καὶ ἐπὶ τῷ χαῷ

6 Σαριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων οἵτινες ἐπὶ τῷ

πνεύματι ἁμαρτάνουσιν

7 Γαβριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τοῦ παραδείσου καὶ τῶν

δρακόντων καὶ χερουβίν Ῥεμειήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃν ἔταξεν ὁ

θεὸς ἐπὶ τῶν ἀνισταμένων ὀνόματα ζacute ἀρχαγγέλων

XXI

1 Καὶ ἐφώδευσα μέχρι τῆς ἀκατασκευάστου

2 καὶ ἐκεῖ ἐθεασάμην ἔργον φοβερόν ἑώρακα οὔτε οὐρανὸν ἐπάνω οὔτε

γῆν τεθεμελιωμένην ἀλλὰ τόπον ἀκατασκεύαστον καὶ φοβερόν

3 καὶ ἐκεῖ τεθέαμαι ζacute ἀστέρας τοῦ οὐρανοῦ δεδεμένους καὶ ἐριμμένους ἐν

αὐτῷ ὁμοῦ ὁμοίους ὁράσει μεγάλῃ καὶ ἐν πυρὶ καιομένους

4 τότε εἶπον Διὰ ποίαν αἰτίαν ἐπεδέθησαν καὶ διὰ ποίαν αἰτίαν ἐρίφησαν

39

ὧδε

5 καὶ εἶπέν μοι Οὐριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ μετrsquo

ἐμοῦ ὤν - καὶ

αὐτὸς αὐτῶν ἡγεῖτο - καὶ εἶπέν μοι Ἑνώχ περὶ τίνος

ἐρωτᾷς ἢ περὶ τίνος

τὴν ἀλήθειαν φιλοσπευδεῖς

6 οὗτοί εἰσιν τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ οἱ παραβάντες

τὴν ἐπιταγὴν τοῦ

κυρίου καὶ ἐδέθησαν ὧδε μέχρι πληρωθῆναι μύρια ἔτη

τὸν χρόνον τῶν

ἁμαρτημάτων αὐτῶν

7 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον τούτου

φοβερώτερον καὶ τεθέαμαι

ἔργα φοβεράmiddot πῦρ μέγα ἐκεῖ καιόμενον καὶ φλεγόμενον καὶ διακοπὴν

εἶχεν ὁ τόπος ἕως τῆς ἀβύσσου πλήρης στύλων πυρὸς μεγάλων

καταφερομένωνmiddot οὔτε μέτρον οὔτε μέγεθος ἠδυνήθην ἰδεῖν οὔτε εἰκάσαι

8 τότε εἶπον Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος οὗτος καὶ ὡς δεινὸς τῇ ὁράσει

9 τότε ἀπεκρίθη μοι καὶ εἶπεν

Incert

1 παρὰ (Par gr 1711 Go περὶ) δὲ τοῦ ὄρους ἐν ᾧ ὤμοσαν καὶ

ἀνεθεμάτισαν πρὸς τὸν πλησίον αὐτῶν ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα οὐ μὴ ἀποστῇ

ἀπrsquo αὐτοῦ ψῦχος καὶ χιὼν καὶ πάχνη καὶ δρόσος οὐ μὴ καταβῇ εἰς αὐτό εἰ

μὴ εἰς κατάραν καταβήσεται ἐπrsquo (Go εἰς) αὐτό μέχρις ἡμέρας κρίσεως τῆς

μεγάλης

2 ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ κατακαυθήσεται καὶ (Go om) ταπεινωθήσεται καὶ

ἔσται κατακαιόμενον καὶ τηκόμενον ὡς κηρὸς ἀπὸ πυρός οὕτως

κατακαήσεται περὶ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ

3 καὶ νῦν ἐγὼ λέγω ὑμῖν υἱοῖς ἀνθρώπων Ὀργὴ μεγάλη καθrsquo ὑμῶν κατὰ

τῶν υἱῶν ὑμῶνmiddot καὶ οὐ παύσεται ἡ ὀργὴ αὕτη ἀφrsquo ὑμῶν μέχρι καιροῦ

σφαγῆς τῶν υἱῶν ὑμῶν

4 καὶ ἀπολοῦνται οἱ ἀγαπητοὶ ὑμῶν καὶ ἀποθανοῦνται οἱ ἔντιμοι ὑμῶν

ἀπὸ πάσης τῆς γῆς ὅτι πᾶσαι αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς αὐτῶν ἀπὸ τοῦ νῦν οὐ μὴ

ἔσονται πλείω τῶν ἑκατὸν εἴκοσιν ἐτῶν

5 καὶ μὴ δόξητε ἔτι ζῆσαι ἐπὶ πλείονα ἔτηmiddot οὐ γάρ ἐστιν ἐπrsquo αὐτοῖς πᾶσα

ὁδὸς ἐκφεύξεως ἀπὸ τοῦ νῦν διὰ τὴν ὀργὴν ἣν ὠργίσθη ὑμῖν ὁ βασιλεὺς

πάντων τῶν αἰώνωνmiddot μὴ νομίσητε ὅτι ἐκφεύξεσθε ταῦτα

Περί των γιγάντων

καὶ ἦν νωε ἐτῶν πεντακοσίων καὶ ἐγέννησεν νωε τρεῖς υἱούς τὸν σημ τὸν χαμ τὸν

ιαφεθκαὶ ἐγένετο ἡνίκα ἤρξαντο οἱ ἄνθρωποι πολλοὶ γίνεσθαι ἐπὶ τῆς γῆς καὶ θυγατέρες

ἐγενήθησαν αὐτοῖς 2ἰδόντες δὲ οἱ υἱοὶ τοῦ θεοῦ τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων ὅτι καλαί

εἰσιν ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ πασῶν ὧν ἐξελέξαντο 3καὶ εἶπεν κύριος ὁ θεός οὐ

μὴ καταμείνῃ τὸ πνεῦμά μου ἐν τοῖς ἀνθρώποις τούτοις εἰς τὸν αἰῶνα διὰ τὸ εἶναι

αὐτοὺς σάρκας ἔσονται δὲ αἱ ἡμέραι αὐτῶν ἑκατὸν εἴκοσι ἔτη 4οἱ δὲ γίγαντες ἦσαν ἐπὶ

τῆς γῆς ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις καὶ μετ ἐκεῖνο ὡς ἂν εἰσεπορεύοντο οἱ υἱοὶ τοῦ

θεοῦ πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων καὶ ἐγεννῶσαν ἑαυτοῖς ἐκεῖνοι ἦσαν οἱ

γίγαντες οἱ ἀπ αἰῶνος οἱ ἄνθρωποι οἱ ὀνομαστοί

40

Παραθέτουμε ένα επεξηγηματικό κείμενο αναφορικά με τους γίγαντες από την

ιστοσελίδα httpwwwoodegrcom

laquoΕδώ πρόκειται για το θέμα στο οποίο αναφέρθηκε ο Ιησούς Χριστός στο

Ματθαίος κδ΄ 38 για τους προκατακλυσμιαίους ανθρώπους που ΄΄έτρωγαν και

έπιναν και παντρεύονταν΄΄ ώσπου ήρθε ο Κατακλυσμός Επ αυτών υπάρχουν

κάποιες παρατηρήσεις

1η παρατήρηση Το οριστικό άρθρο ΄΄οι΄΄ δείχνει ότι πρόκειται για κάποιους που

ήταν ήδη γνωστοί στους αναγνώστες της Γενέσεως προς τους οποίους απευθύνεται

ο Μωυσής δηλαδή προς τους Ισραηλίτες της εποχής του που λάβαιναν το Νόμο

2η παρατήρηση Το ότι ΄΄εν ταις ημέραις εκείναις ήσαν΄΄ υπονοεί 1 Είτε ότι δεν

υπήρχαν πλέον οι γίγαντες στη ΄΄γη΄΄ όταν γραφόταν η Γένεση δηλαδή κατά το 1500

πΧ 2 είτε ότι υπήρχαν και τότε

3η παρατήρηση Για ποια ΄΄γη΄΄ μιλάει 1 Είτε για τη συγκεκριμένη γη στην οποία

συνέβαιναν τα γεγονότα που αναγράφονται στα γύρω κεφάλαια (τη γη της

Μεσοποταμίας) 2 είτε γενικά για τη γύρω γη στην οποία είχαν επεκταθεί οι γίγαντες

και η φυλή Αδάμ Αυτό όμως δεν έχει σημασία καθώς η αναφορά γίνεται μόνο για

τον καιρό πρό τού Κατακλυσμού Είναι γεγονός όμως ότι στη γη Χαναάν οι

γίγαντες υπήρχαν και μετά από τον Κατακλυσμό

Αυτό φαίνεται στους Αριθμούς 13ιγ΄ 33 ΄΄και εκεί εωράκαμεν τους γίγαντας

(εβραϊκό Νεφιλείμ) και ήμεν ενώπιον αυτών ωσεί ακρίδες αλλά και ούτως ήμεν

ενώπιον αυτών΄΄

Αν αυτό φαίνεται παράξενο σε κάποιους που διδάχτηκαν ότι ο Κατακλυσμός ήταν

παγκόσμιος ας διαβάσουν τη μελέτη μας ΄΄Ήταν ο Κατακλυσμός Παγκόσμιος΄΄

Εκεί θα δουν τις Αγιογραφικές και ιστορικές αποδείξεις ότι επρόκειτο για έναν

τοπικό κατακλυσμό που έπληξε μόνο τη φυλή Αδάμ και μέλη μόνο των γύρω λαών

Επιβίωση από τον Κατακλυσμό

Το ότι οι Νεφιλείμ επεβίωσαν του Κατακλυσμού εξηγείται απλά

Είναι λογικό το ότι η φυλή των γιγάντων Νεφιλείμ δεν έμενε ολόκληρη στην

κοιλάδα της Μεσοποταμίας αλλά κάποιοι απ αυτούς διεσπάρησαν στις γύρω

περιοχές

Η Γένεση στο 7ζ΄ 20 γράφει ότι ο Κατακλυσμός είχε ύψος 15 πήχες (8- 9 μέτρα)

δηλαδή όσο χρειαζόταν για να καλύψει τις ψηλότερες περιοχές της χαμηλής

Μεσοποταμίας Όσοι όμως έμεναν στα ορεινά γύρω από την πληγείσα περιοχή

επεβίωσαν Άλλωστε ο Κατακλυσμός έγινε για τιμωρία της φυλής Αδάμ και όχι των

γύρω λαών όπως φαίνεται στη Γένεση 6ς΄ 5 - 7 όπου η λέξη που χρησιμοποιείται

στο Εβραϊκό κείμενο γι αυτούς με τους οποίους οργίστηκε ο Θεός είναι ΄΄Αδάμ΄΄

Για τους άλλους λαούς η Γένεση στο Εβραϊκό κείμενο χρησιμοποιεί άλλη λέξη

όπως φαίνεται στο Γένεσις 6ς΄ 4 [΄΄οι άνθρωποι (εβραϊκά ΄΄ενός΄΄) οι

ονομαστοί΄΄] και στο Γένεσις 13ιγ΄ 13 [΄΄οι δε άνθρωποι (εβραϊκά ΄΄ενός΄΄) οι εν

Σοδόμοις΄΄]

41

Μια τελευταία παρατήρηση ξεκινάει από το ίδιο εδάφιο της Γένεσης 6ς΄ 4 που λέει

΄΄Οι δε γίγαντες ήσαν επί τής γης εν ταις ημέραις εκείναις και μετ εκείνο ως αν

εισεπορεύοντο οι υιοί τού Θεού προς τας θυγατέρας τών ανθρώπων΄΄

Οι Νεφιλείμ λοιπόν υπήρχαν ακόμη ΄΄και μετά από εκείνο΄΄ το γεγονός που

περιγράφεται δηλαδή και μετά από την αύξηση του πληθυσμού στη

Μεσοποταμία Είναι λάθος να ταυτίζονται κατ ανάγκην οι Νεφιλείμ με τους γιους

των ισχυρών καθώς μια αβίαστη ανάγνωση του κειμένου δεν δείχνει τίποτα τέτοιο

Το μεταβατικό ΄΄δε΄΄ δείχνει ότι γίνεται λόγος για κάποιους άλλους και όχι για

τους γιούς των ισχυρών Οι γιοί των ισχυρών δεν είναι οι Νεφιλείμ αλλά οι ισχυροί

άνδρες της Μεσοποταμίας των άλλων φυλών που ζούσαν κοντά στη φυλή Αδάμ

Ίσως ο σκοπός του χωρίου είναι να δείξει ότι η φυλή των γιγάντων (η οποία

προβλημάτιζε τους Ισραηλίτες τον καιρό που ο Μωυσής έγραφε αυτά τα λόγια) ήταν

μια αρχαία φυλή σύγχρονη της επιμειξίας της φυλής Αδάμ με τους γιούς των

ισχυρών και ότι οι Νεφιλείμ επεβίωσαν ακόμη και μετά από την επιμειξία των

ισχυρών ανδρών της Μεσοποταμίας με τις ΄΄θυγατέρες Αδάμ΄΄ κατά την

προκατακλυσμιαία εποχή

Ίσως ακόμα η αναφορά αυτή να γίνεται για να δείξει ότι ο κατακλυσμός στρεφόταν

ειδικά κατά του λαού Αδάμ και όχι και των γύρω λαών εκ των οποίων

επεβίωσαν και οι Νεφιλείμ

Οι γίγαντες στην εποχή τού Ισραήλ

Σύμφωνα με την Αγία Γραφή η περιοχή στην οποία επεβίωσαν κάποιοι από τη

φυλή των γιγάντων Νεφιλείμ ήταν η Βασάν που ονομάζεται ΄΄γη γιγάντων΄΄

(Δευτερονόμιο γ΄ 13)

Πρόκειται για μία ορεινή περιοχή ανατολικά της Θάλασσας της Γαλιλαίας

κατάλληλη για επιβίωση των λαών της από τον Κατακλυσμό που έπληξε τη

Μεσοποταμία και το λαό Αδάμ (Όπως λέμε ΄΄λαός Ισραήλ΄΄)

Εκεί οι γίγαντες υπήρχαν όχι μόνο μετά από τον Κατακλυσμό αλλά και στις ημέρες

του Αβραάμ όπως φαίνεται στη Γένεση 14ιδ΄ 5 όπου λέει για τον Χοδολλογομόρ

και τους συμμάχους του ότι ΄΄κατέκοψαν τους γίγαντας τους εν Ασταρώθ

Καρναιν΄΄ στη Βασσάν

Και οι κατάσκοποι όμως των ημερών του Μωυσή βρήκαν τους Νεφιλείμ στη

Χαναάν όπως είδαμε στους Αριθμούς 13ιγ΄ 33 όπου μάλιστα ονομάζει τους

γίγαντες ΄΄Νεφιλείμ΄΄ Εκεί έχει μάλιστα και οριστικό άρθρο ΄΄τους Νεφιλείμ΄΄

πράγμα που δείχνει ότι δεν επρόκειτο για παρομοίωση αλλά για το γνωστό λαό

των Νεφιλείμ

Άλλα εδάφια όπως το Δευτερονόμιο 1α΄ 28 αναφερόμενο στο ίδιο γεγονός

ταυτίζει τους Νεφιλείμ με τους Ανακείμ που προφανώς ήταν απόγονοί τους

Με τους Ανακείμ συσχετίζει η Αγία Γραφή όλες τις φυλές γιγάντων που ζούσαν γύρω

από τη Θάλασσα της Γαλιλαίας όπως ήταν οι Ραφαείμ οι Εμμαίοι και οι

42

Ζουμζουμείμ τους οποίους εξολώθρευσαν οι απόγονοι του Λωτ (Δευτερονόμιο 2β΄

10112021)

Οι Ραφαείμ ήταν απόγονοι των Γιγάντων που επεβίωσαν από τον Κατακλυσμό και

δεν ήταν απόγονοι του Νώε καθώς δεν αναφέρονται στη Γένεση 10ι΄ όπου

αναφέρονται οι λαοί που κατάγονται από το Νώε Η σκέψη ότι ίσως να μην

αναφέρονται επειδή είναι πολύ νεώτεροι λαοί δεν ευσταθεί επειδή αναφέρονται στη

Γένεσις 14ιδ΄ 5 σαν λαός από την εποχή του Αβραάμ ακόμα και συνεπώς είναι

αρχαιότεροι λαοί από αυτούς που αναφέρονται ως απόγονοι του Νώε

Μετά από την εγκατάσταση των Ισραηλιτών στη Γη της Επαγγελίας οι υψηλόσωμες

αυτές φυλές εξολωθρεύτηκαν και δεν έμειναν Ανακείμ στο Ισραήλ Μόνο στη Γάζα

στη Γαθ και στην Άζωτο έμειναν αναμεμειγμένοι με τους Φιλισταίους (Ιησούς

Ναυή 11ια΄ 21 22)

Ένας απ αυτούς ήταν και ο Γολιάθ από τη Γαθ που σκοτώθηκε από τον Δαυίδ (Α΄

Σαμουήλ ιζ΄ 4 ΄΄Εξήλθεν Γολιάθ εκ της Γαθ΄΄)

Τον καιρό του Δαυίδ σκοτώθηκαν οι τελευταίοι γίγαντεςraquo1

1 httpwwwoodegrcomoodegenesiskatak1htm

43

Page 17: Η δημιουργία του κόσμου

17

2 καὶ ἐθεάσαντο αὐτὰς οἱ ἄγγελοι υἱοὶ οὐρανοῦ καὶ ἐπεθύμησαν αὐτάς

καὶ εἶπαν πρὸς ἀλλήλουςmiddot Δεῦτε ἐκλεξώμεθα ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ τῶν

ἀνθρώπων καὶ γεννήσομεν ἑαυτοῖς τέκνα

3 καὶ εἶπεν Σεμειαζᾶς πρὸς αὐτούς ὃς ἦν ἄρχων αὐτῶν Φοβοῦμαι μὴ οὐ

θελήσετε ποιῆσαι τὸ πρᾶγμα τοῦτο καὶ ἔσομαι ἐγὼ μόνος ὀφειλέτης

ἁμαρτίας μεγάλης

4 ἀπεκρίθησαν οὖν αὐτῷ πάντες Ὀμόσωμεν ὅρκῳ πάντες καὶ

ἀναθεματίσωμεν πάντες ἀλλήλους μὴ ἀποστρέψαι τὴν γνώμην ταύτην

μέχρις οὗ ἂν τελέσωμεν αὐτὴν καὶ ποιήσωμεν τὸ πρᾶγμα τοῦτο

5 τότε ὄμοσαν πάντες ὁμοῦ καὶ ἀνεθεμάτισαν ἀλλήλους ἐν αὐτῷ

7 Καὶ ταῦτα τὰ ὀνόματα τῶν ἀρχόντων αὐτῶνmiddot Σεμιαζά οὗτος ἦν ἄρχων

αὐτῶνmiddot Ἀραθάκ Κιμβρά Σαμμανή Δανειήλ Ἀρεαρώς Σεμιήλ Ἰωμειήλ

Χωχαριήλ Ἐζεκιήλ Βατριήλ Σαθιήλ Ἀτριήλ Ταμιήλ Βαρακιήλ Ἀνανθνά

Θωνιήλ Ῥαμιήλ Ἀσέαλ Ῥακειήλ Τουριήλ

8 οὗτοί εἰσιν ἀρχαὶ αὐτῶν οἱ [ἐπὶ] δέκα

VII

1 Καὶ ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκαςmiddot ἕκαστος αὐτῶν ἐξελέξαντο ἑαυτοῖς

γυναῖκας καὶ ἤρξαντο εἰσπορεύεσθαι πρὸς αὐτὰς καὶ μιαίνεσθαι ἐν

αὐταῖςmiddot καὶ ἐδίδαξαν αὐτὰς φαρμακείας καὶ ἐπαοιδὰς καὶ ῥιζοτομίας καὶ

τὰς βοτάνας ἐδήλωσαν αὐταῖς

2 Αἱ δὲ ἐν γαστρὶ λαβοῦσαι ἐτέκοσαν γίγαντας μεγάλους ἐκ πηχῶν

τρισχιλίων

3 οἵτινες κατησθίοσαν τοὺς κόπους τῶν ἀνθρώπων ὡς δὲ οὐκ ἐδυνήθησαν

αὐτοῖς οἱ ἄνθρωποι ἐπιχορηγεῖν

4 οἱ γίγαντες ἐτόλμησαν ἐπrsquo αὐτούς καὶ κατησθίοσαν τοὺς ἀνθρώπους

5 καὶ ἤρξαντο ἁμαρτάνειν ἐν τοῖς πετεινοῖς καὶ τοῖς [θ]ηρίοις καὶ ἑρπετοῖς

καὶ τοῖς [ἰ]χθύσιν καὶ ἀλλήλων τὰς σάρκας κατεσθίειν καὶ τὸ αἷμα ἔπινον

6 τότε ἡ γῆ ἐνέτυχεν κατὰ τῶν ἀνόμων

VIII

1 Ἐδίδαξεν τοὺς ἀνθρώπους Ἀζαὴλ μαχαίρας ποιεῖν καὶ ὅπλα καὶ ἀσπίδας

καὶ θώρακας διδάγματα ἀγγέλων καὶ ὑπέδειξεν αὐτοῖς τὰ μέταλλα καὶ

τὴν ἐργασίαν αὐτῶν καὶ ψέλια καὶ κόσμους καὶ στίβεις καὶ τὸ

καλλιβλέφαρον καὶ παντοίους λίθους ἐκλεκτοὺς καὶ τὰ βαφικά

2 καὶ ἐγένετο ἀσέβεια πολλή καὶ ἐπόρνευσαν καὶ ἀπεπλανήθησαν καὶ

ἠφανίσθησαν ἐν πάσαις ταῖς ὁδοῖς αὐτῶν

3 Σεμιαζᾶς ἐδίδαξεν ἐπα[ο]ιδὰς καὶ ῥιζοτομίαςmiddot Ἀρμαρὼς ἐπαοιδῶν

λυτήριονmiddot Βαρακιὴλ ἀστρολογίαςmiddot Χωχιὴλ τὰ σημειωτικάmiddot Σαθιὴλ

ἀστεροσκοπίανmiddot Σεριὴλ σεληναγωγίας

4 τῶν οὖν ἀνθρώπων ἀπολλυμένων ἡ βο[ὴ] εἰς οὐρανοὺς ἀνέβη

IX

1 Τότε παρ[α]κύψαντες Μιχαὴλ καὶ Οὐ[ρι]ὴλ καὶ Ῥαφαὴλ καὶ Γαβριή[λ]

οὗτοι ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἐθεάς[αν]το αἶμα πολὺ ἐκχυννόμεν[ον] ἐπὶ τῆς γῆςmiddot

2 καὶ εἶπαν πρὸ[ς] ἀλλήλους φωνὴ βοώντω[ν] ἐπὶ τῆς γῆς μέχρι πυλῶν

τοῦ οὐρανοῦ

3 ἐντυγχάνουσιν αἱ ψυχαὶ τῶν ἀνθρώπων λεγόντων Εἰσαγάγετε τὴν

κρίσιν ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστ[ον]

4 Καὶ εἶπα[ν] τῷ κυρίῳ Σὺ εἶ κύριος τῶν κυρίων καὶ ὁ θεὸς τῶν θεῶν καὶ

βασιλεὺς τῶν αἰώνωνmiddot ὁ θρόνος τῆς δόξης σου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τοῦ

αἰῶνος καὶ τὸ ὄνομά σου τὸ ἅγιον καὶ μέγα καὶ εὐλογητὸν εἰς πάντας τοὺς

αἰῶνας

18

5 σὺ γὰρ ἐποίησας τὰ πάντα καὶ πᾶσαν τὴν ἐξουσίαν ἔχων καὶ πάντα

ἐνώπιόν σου φανερὰ καὶ ἀκάλυπτα

6 καὶ πάντα σὺ ὁρᾷς ἃ ἐποίησεν Ἀζαήλ ὃς ἐδίδαξεν πάσας τὰς ἀδικίας ἐπὶ

τῆς γῆς καὶ ἐδήλωσεν τὰ μυστήρια τοῦ αἰῶνος τὰ ἐν τῷ οὐρανῷ ἃ

ἐπιτηδεύουσιν [καὶ] ἔγνωσαν ἄνθρωποι

7 καὶ Σεμιαζᾶς ᾧ τὴν ἐξουσίαν ἔδωκας ἄρχειν τῶν σὺν αὐτῷ ἅμα ὄντων

8 καὶ ἐπορεύθησαν πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς καὶ

συνεκοιμήθησαν αὐταῖς καὶ ἐμιάνθησαν καὶ ἐδήλωσαν αὐταῖς πάσας τὰς

ἁμαρτίας

9 καὶ αἱ γυναῖκες ἐγέννησαν τιτᾶνας ὑφrsquo ὧν ὅλη ἡ γῆ ἐπλήσθη αἵματος

καὶ ἀδικίας

10 καὶ νῦν ἰδοὺ βοῶσιν αἱ ψυχαὶ τῶν τετελευτηκότων καὶ ἐντυγχάνουσιν

μέχρι τῶν πυλῶν τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἀνέβη ὁ στεναγμὸς αὐτῶν καὶ οὐ

δύναται ἐξελθεῖν ἀπὸ προσώπου τῶν ἐπὶ τῆς γῆς γινομένων ἀνομημάτων

11 καὶ σὺ πάντα οἶδας πρὸ τοῦ αὐτὰ γενέσθαι καὶ σὺ ὁρᾷς ταῦτα καὶ ἐᾷς

αὐτούς καὶ οὐδὲ ἡμῖν λέγεις τί δεῖ ποιεῖν αὐτοὺς περὶ τούτων

X

1 Τότε Ὕψιστος εἶπεν περὶ τούτων ὁ μέγας Ἅγιος καὶ ἐλάλησεν καὶ εἶπεν

καὶ ἔπεμψεν Ἰστραὴλ πρὸς τὸν υἱὸν Λέμεχ

2 Εἶπον αὐτῷ ἐπὶ τῷ ἐμῷ ὀνόματι Κρύψον σεαυτόν καὶ δήλωσον αὐτῷ

τέλος ἐπερχόμενον ὅτι ἡ γῆ ἀπόλλυται πᾶσα καὶ κατακλυσμὸς μέλλει

γίνεσθαι πάσης τῆς γῆς καὶ ἀπολέσει πάντα ὅσα ἐστὶν [ἐν] αὐτῇ

3 καὶ δίδαξον αὐτὸν ὅπως ἐκφύγῃ καὶ μενεῖ τὸ σπέρμα αὐτοῦ εἰς πάσας

τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

4 Καὶ τῷ Ῥαφαὴλ εἶπεν Δῆσον τὸν Ἀζαὴλ ποσὶν καὶ χερσίν καὶ βάλε

αὐτὸν εἰς τὸ σκότος καὶ ἄνοιξον τὴν ἔρημον τὴν οὖσαν ἐν τῷ Δαδουὴλ

κἀκεῖ βάλε αὐτόν

5 καὶ ὑπόθες αὐτῷ λίθους τραχεῖς καὶ ὀξεῖς καὶ ἐπικάλυψον αὐτῷ τὸ

σκότος καὶ οἰκησάτω ἐκεῖ εἰς τοὺς αἰῶνας καὶ τὴν ὄψιν αὐτοῦ πώμασον

καὶ φῶς μὴ θεωρείτωmiddot

6 καὶ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς μεγάλης τῆς κρίσεως ἀπαχθήσεται εἰς τὸν

ἐνπυρισμόν

7 καὶ ἰαθήσεται ἡ γῆ ἣν ἠφάνισαν οἱ ἄγγελοι καὶ τὴν ἴασιν τῆς γῆς

δήλωσον ἵνα ἰάσωνται τὴν πληγήν ἵνα μὴ ἀπόλωνται πάντες οἱ υἱοὶ τῶν

ἀνθρώπων ἐν τῷ μυστηρίῳ ὅλῳ ᾧ ἐπέταξαν οἱ ἐγρήγοροι καὶ ἐδίδαξαν

τοὺς υἱοὺς αὐτῶν

8 καὶ ἠρημώθη πᾶσα ἡ γῆ ἀφανισθεῖσα ἐν τοῖς ἔργοις τῆς διδασκαλίας

Ἀζαήλmiddot καὶ ἐπrsquo αὐτῷ γράψον τὰς ἁμαρτίας πάσας

9 Καὶ τῷ Γαβριὴλ εἶπεν ὁ κύριος Πορεύου ἐπὶ τοὺς μαζηρέους ἐπὶ τοὺς

κιβδήλους καὶ τοὺς υἱοὺς τῆς πορνείας καὶ ἀπόλεσον τοὺς υἱοὺς τῶν

ἐγρηγόρων ἀπὸ τῶν ἀνθρώπωνmiddot πέμψον αὐτοὺς ἐν πολέμῳ ἀπωλείας

μακρότης γὰρ ἡμερῶν οὐκ ἔστιν αὐτῶν

10 καὶ πᾶσα ἐρώτησις [οὐκ] ἔσται τοῖς πατράσιν αὐτῶν καὶ περὶ αὐτῶν ὅτι

ἐλπίζουσιν ζῆσαι ζωὴν αἰώνιον καὶ ὅτι ζήσεται ἕκαστος αὐτῶν ἔτη

πεντακόσια

11 Καὶ εἶπεν Μιχαήλ Πορεύου καὶ δήλωσον Σεμιαζᾷ καὶ τοῖς λοιποῖς τοῖς

σὺν αὐτῷ ταῖς γυναιξὶν μιγεῖσιν μιανθῆναι ἐν αὐταῖς ἐν ἀκαθαρσίᾳ

αὐτῶνmiddot

12 καὶ ὅταν κατασφαγῶσιν οἱ υἱοὶ αὐτῶν καὶ ἴδωσιν τὴν ἀπώλειαν τῶν

ἀγαπητῶν καὶ δῆσον αὐτοὺς ἑβδομήκοντα γενεὰς εἰς τὰς νάπας τῆς γῆς

19

μέχρι ἡμέρας κρίσεως αὐτῶν καὶ συντελεσμοῦ ἕως τελεσθῇ τὸ κρίμα τοῦ

αἰῶνος τῶν αἰώνων

13 τότε ἀπαχθήσονται εἰς τὸ χάος τοῦ πυρὸς καὶ εἰς τὴν βάσανον καὶ εἰς

τὸ δεσμωτήριον συνκλείσεως αἰῶνος

14 καὶ ὃς ἂν κατακαυθῇ καὶ ἀφανισθῆ ἀπὸ τοῦ νῦν μετrsquo αὐτῶν ὁμοῦ

δεθήσονται μέχρι τελειώσεως γενεᾶς

15 ἀπόλεσον πάντα τὰ πνεύματα τῶν κιβδήλων καὶ τοὺς υἱοὺς τῶν

ἐγρηγόρων διὰ τὸ ἀδικῆσαι τοὺς ἀνθρώπους

16 καὶ ἀπόλεσον τὴν ἀδικίαν πᾶσαν ἀπὸ τῆς γῆς καὶ πᾶν ἔργον πονηρίας

ἐκλειπέτω καὶ ἀναφανήτω τὸ φυτὸν τῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς ἀληθείας εἰς

τοὺς αἰῶναςmiddot μετὰ χαρᾶς φυτευθήσεται

17 Καὶ νῦν πάντες οἱ δίκαιοι ἐκφεύξονται καὶ ἔσονται ζῶντες ἕως

γεννήσωσιν χιλιάδας καὶ πᾶσαι αἱ ἡμέραι νεότητος αὐτῶν καὶ τὰ

σάββατα αὐτῶν μετὰ εἰρήνης πληρώσουσιν

18 τότε ἐργασθήσεται πᾶσα ἡ γῆ ἐν δικαιοσύνῃ καὶ φυτευθήσεται δένδρον

ἐν αὐτῇ καὶ πλησθήσεται εὐλογίας

19 καὶ πάντα τὰ δένδρα τῆς γῆς ἀγαλλιάσονταιmiddot φυτευθήσεται καὶ

ἔσονται φυτεύοντες ἀμπέλους καὶ ἡ ἄμπελος ἣν ἂν φυτεύσωσιν

ποιήσουσιν πρόχους οἴνου χιλιάδας καὶ σπόρου ποιήσει καθrsquo ἕκαστον

μέτρον ἐλαίας ποιήσει ἀνὰ βάτους δέκα

20 καὶ σὺ καθάρισον τὴν γῆν ἀπὸ πάσης ἀκαθαρσίας καὶ ἀπὸ πάσης

ἀδικίας καὶ ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας καὶ ἀσεβείας καὶ πάσας τὰς ἀκαθαρσίας

τὰς γινομένας ἐπὶ τῆς γῆς ἐξάλειψον

21 καὶ ἔσονται πάντες λατρεύοντες οἱ λαοὶ καὶ εὐλογοῦντες πάντες ἐμοὶ

καὶ προσκυνοῦντες

22 καὶ καθαρισθήσεται πᾶσα ἡ γῆ ἀπὸ παντὸς μιάσματος καὶ ἀπὸ πάσης

ἀκαθαρσίας καὶ ὀργῆς καὶ μάστιγος καὶ οὐκέτι πέμψω ἐπrsquo αὐτοὺς εἰς

πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

XI

1 καὶ τότε ἀνοίξω τὰ ταμεῖα τῆς εὐλογίας τὰ ὄντα ἐν τῷ οὐρανῷ καὶ

κατενεγκεῖν αὐτὰ ἐπὶ τὰ ἔργα ἐπὶ τὸν κόπον τῶν υἱῶν τῶν ἀνθρώπων

2 καὶ τότε ἀλήθεια καὶ εἰρήνη κοινωνήσουσιν ὁμοῦ εἰς πάσας τὰς ἡμέρας

τοῦ αἰῶνος καὶ εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν ἀνθρώπων

XII

1 Πρὸ τούτων τῶν λόγων ἐλήμφθη Ἑνώχ καὶ οὐδεὶς τῶν ἀνθρώπων ἔγνω

ποῦ ἐλήμφθη καὶ ποῦ ἐστιν καὶ τί ἐγένετο αὐτῷ

2 καὶ τὰ ἔργα αὐτοῦ μετὰ τῶν ἐγρηγόρων καὶ μετὰ τῶν ἁγίων αἱ ἡμέραι

αὐτοῦ

3 Καὶ ἑστὼς ἤμην Ἑνὼχ εὐλογῶν τῷ κυρίῳ τῆς μεγαλωσύνης τῷ βασιλεῖ

τῶν αἰώνων καὶ ἰδοὺ οἱ ἐγρήγοροι τοῦ ἁγίου τοῦ μεγάλου ἐκάλουν μεmiddot

4 Ἑνώχ ὁ γραμματεὺς τῆς δικαιοσύνης πορεύου καὶ εἶπε τοῖς ἐγρηγόροις

τοῦ οὐρανοῦ οἵτινες ἀπολιπόντες τὸν οὐρανὸν τὸν ὑψηλόν τὸ ἁγίασμα τῆς

στάσεως τοῦ αἰῶνος μετὰ τῶν γυναικῶν ἐμιάνθησαν καὶ ὥσπερ οἱ υἱοὶ

τῆς γῆς ποιοῦσιν οὕτως καὶ αὐτοὶ ποιοῦσιν καὶ ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας

Ἀφανισμὸν μέγαν ἠφανίσατε τὴν γῆν

5 καὶ οὐκ ἔσται ὑμῖν εἰρήνη οὔτε ἄφεσις καὶ περὶ ὧν χαίρουσιν τῶν υἱῶν

αὐτῶν

6 τὸν φόνον τῶν ἀγαπητῶν αὐτῶν ὄψονται καὶ ἐπὶ τῇ ἀπωλείᾳ τῶν υἱῶν

αὐτῶν στενάξουσιν καὶ δεηθήσονται εἰς τὸν αἰῶνα καὶ οὐκ αὐτοῖς ἔσται

εἰς ἔλεον καὶ εἰρήνην

20

XIII

1 Ὁ δὲ Ἑνὼχ τῷ Ἀζαὴλ εἶπεν Πορεύουmiddot οὐκ ἔσται σοι εἰρήνη κρίμα μέγα

ἐξῆλθεν κατὰ σοῦ δῆσαί σε

2 καὶ ἀνοχὴ καὶ ἐρώτησίς σοι οὐκ ἔσται περὶ ὧν ἔδειξας ἀδικημάτων καὶ

περὶ πάντων τῶν ἔργων τῶν ἀσεβειῶν καὶ τῆς ἀδικίας καὶ τῆς ἁμαρτίας

ὅσα ὑπέδειξας τοῖς ἀνθρώποις

3 Τότε πορευθεὶς εἴρηκα πᾶσιν αὐτοῖς καὶ αὐτοὶ πάντες ἐφοβήθησαν καὶ

ἔλαβεν αὐτοὺς τρόμος καὶ φόβος

4 καὶ ἠρώτησαν ὅπως γράψω αὐτοῖς ὑπομνήματα ἐρωτήσεως ἵνα γένηται

αὐτοῖς ἄφεσις καὶ ἵνα ἐγὼ ἀναγνῶ αὐτοῖς τὸ ὑπόμνημα τῆς ἐρωτήσεως

ἐνώπιον Κυρίου τοῦ οὐρανοῦ

5 ὅτι αὐτοὶ οὐκ ἔτι δύνανται λαλῆσαι οὐδὲ ἀπᾶραι αὐτῶν τοὺς ὀφθαλμοὺς

εἰς τὸν οὐρανὸν ἀπὸ αἰσχύνης περὶ ὧν ἡμαρτήκεισαν καὶ κατεκρίθησαν

6 Τότε ἔγραψα τὸ ὑπόμνημα τῆς ἐρωτήσεως αὐτῶν καὶ τὰς δεήσεις περὶ

τῶν πνευμάτων αὐτῶν καὶ περὶ ὧν δέονται ὅπως αὐτῶν γένωνται ἄφεσις

καὶ μακρότης

7 καὶ πορευθεὶς ἐκάθισα ἐπὶ τῶν ὑδάτων Δὰν ἐν γῇ Δάν ἥτις ἐστὶν ἐκ

δεξιῶν Ἑρμωνειεὶμ δύσεωςmiddot ἀνεγίγνωσκον τὸ ὑπόμνημα τῶν δεήσεων

αὐτῶν

8 ὡς ἐκοιμήθην καὶ ἰδοὺ ὄνειροι ἐπrsquo ἐμὲ ἦλθον καὶ ὁράσεις ἐπrsquo ἐμὲ

ἐπέπιπτον καὶ ἴδον ὁράσεις ὀργῆς καὶ ἦλθεν φωνὴ λέγουσα Εἶπον τοῖς

υἱοῖς τοῦ οὐρανοῦ τοῦ ἐλέγξαι αὐτούς

9 Καὶ ἔξυπνος γενόμενος ἦλθον πρὸς αὐτούς καὶ πάντες συνηγμένοι

ἐκάθηντο πενθοῦντες ἐν Ἐβελσατά ἥτις ἐστὶν ἀνὰ μέσον τοῦ Λιβάνου καὶ

Σενισήλ περικεκαλυμμένοι τὴν ὄψιν

10 ἐνώπιον αὐτῶν καὶ ἀνήγγειλα αὐτοῖς πάσας τὰς ὁράσεις ἃς εἶδον κατὰ

τοὺς ὕπνους καὶ ἠρξάμην λαλεῖν τοὺς λόγους τῆς δικαιοσύνης ἐλέγχων

τοὺς ἐγρηγόρους τοῦ οὐρανοῦ

XIV

1 Βίβλος λόγων δικαιοσύνης καὶ ἐλέγξεως ἐγρηγόρων τῶν ἀπὸ τοῦ

αἰῶνος κατὰ τὴν ἐντολὴν τοῦ ἁγίου τοῦ μεγάλου ἐν ταύτῃ τῇ ὁράσει

2 Ἐγὼ εἶδον κατὰ τοὺς ὕπνους μου ὃ νῦν λέγω ἐν γλώσσῃ σαρκίνῃ ἐν τῷ

πνεύματι τοῦ στόματός μου ὃ ἔδωκεν ὁ μέγας τοῖς ἀνθρώποις λαλεῖν ἐν

αὐτοῖς καὶ νοήσει καρδίαςmiddot

3 ὃς ἔκτισεν καὶ ἔδωκεν ἐλέγξασθαι ἐγρηγόρους τοὺς υἱοὺς τοῦ οὐρανοῦ

4 Ἐγὼ τὴν ἐρώτησιν ὑμῶν τῶν ἀγγέλων ἔγραψα καὶ ἐν τῇ ὁράσει μου

τοῦτο ἐδείχθηmiddot καὶ οὔτε ἡ ἐρώτησις ὑμῶν παρεδέχθη

5 ἵνα μηκέτι εἰς τὸν οὐρανὸν ἀναβῆτε ἐπὶ πάντας τοὺς αἰῶνας καὶ ἐν τοῖς

δεσμοῖς τῆς γῆς ἐρρέθη δῆσαι ὑμᾶς εἰς πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

6 καὶ ἵνα περὶ τούτων ἴδητε τὴν ἀπώλειαν τῶν υἱῶν ὑμῶν τῶν ἀγαπητῶν

καὶ ὅτι οὐκ ἔσται ὑμῖν ὄνησις αὐτῶν ἀλλὰ πεσοῦνται ἐνώπιον ὑμῶν ἐν

μαχαίρᾳ

7 καὶ ἡ ἐρώτησις ὑμῶν περὶ αὐτῶν οὐκ ἔσται οὐδὲ περὶ ὑμῶνmiddot καὶ ὑμεῖς

κλαίοντες καὶ δεόμενοι καὶ μὴ λαλοῦντες πᾶν ῥῆμα ἀπὸ τῆς γραφῆς ἧς

ἔγραψα

8 Καὶ ἐμοὶ ἐφrsquo ὁράσει οὕτως ἐδείχθηmiddot ἰδοὺ νεφέλαι ἐν τῇ ὁράσει ἐκάλουν

καὶ ὁμίχλαι με ἐφώνουν καὶ διαδρομαὶ τῶν ἀστέρων καὶ διαστραπαί με

κατεσπούδαζον καὶ ἐθορύβαζόν με καὶ ἄνεμοι ἐν τῇ ὁράσει μου

ἐξεπέτασάν με

9 καὶ ἐπῆράν με ἄνω καὶ εἰσήνεγκάν με εἰς τὸν οὐρανόν καὶ εἰσῆλθον

21

μέχρις ἤγγισα τείχους οἰκοδομῆς ἐν λίθοις χαλάζης καὶ γλώσσης πυρὸς

κύκλῳ αὐτῶνmiddot καὶ ἤρξαντο ἐκφοβεῖν με

10 Καὶ εἰσῆλθον εἰς τὰς γλώσσας τοῦ πυρός καὶ ἤγγισα εἰς οἶκον μέγαν

οἰκοδομημένον ἐν λίθοις χαλάζης καὶ οἱ τοῖχοι τοῦ οἴκου ὡς λιθόπλακες

καὶ πᾶσαι ἦσαν ἐκ χιόνος καὶ ἐδάφη χιονικά

11 καὶ αἱ στέγαι ὡς διαδρομαὶ ἀστέρων καὶ ἀστραπαί καὶ μεταξὺ αὐτῶν

χερουβὶν πύρινα καὶ οὐρανὸς αὐτῶν ὕδωρ

12 καὶ πῦρ φλεγόμενον κύκλῳ τῶν τειχῶν καὶ θύραι πυρὶ καιόμεναι

13 εἰσῆλθον εἰς τὸν οἶκον ἐκεῖνον θερμὸν ὡς πῦρ καὶ ψυχρὸν ὡς χιών καὶ

πᾶσα τροφὴ ζωῆς οὐκ ἦν ἐν αὐτῷmiddot φόβος με ἐκάλυψεν καὶ τρόμος με

ἔλαβεν

14 καὶ ἤμην σειόμενος καὶ τρέμων καὶ ἔπεσον ἐθεώρουν ἐν τῇ ὁράσει

μου

15 καὶ ἰδοὺ ἄλλη θύρα ἀνεῳγμένη κατέναντί μου καὶ ὁ οἶκος μείζων

τούτου καὶ ὅλος οἰκοδομημένος ἐν γλώσσαις πυρός

16 καὶ ὅλος διαφέρων ἐν δόξῃ καὶ ἐν τιμῇ καὶ ἐν μεγαλωσύνῃ ὥστε μὴ

δύνασθαί με ἐξειπεῖν ὑμῖν περὶ τῆς δόξης καὶ περὶ τῆς μεγαλωσύνης

αὐτοῦ

17 τὸ ἔδαφος αὐτοῦ ἦν πυρός τὸ δὲ ἀνώτερον αὐτοῦ ἦσαν ἀστραπαὶ καὶ

διαδρομαὶ ἀστέρων καὶ ἡ στέγη αὐτοῦ ἦν πῦρ φλέγον

18 Ἐθεώρουν δὲ καὶ εἶδον θρόνον ὑψηλόν καὶ τὸ εἶδος αὐτοῦ ὡσεὶ

κρυστάλλινον καὶ τροχὸς ὡς ἡλίου λάμποντος καὶ ὄρος χερουβίν

19 καὶ ὑποκάτω τοῦ θρόνου ἐξεπορεύοντο ποταμοὶ πυρὸς φλεγόμενοι καὶ

οὐκ ἐδυνάσθην ἰδεῖν

20 καὶ ἡ δόξα ἡ μεγάλη ἐκάθητο ἐπrsquo αὐτῷmiddot τὸ περιβόλαιον αὐτοῦ ὡς εἶδος

ἡλίου λαμπρότερον καὶ λευκότερον πάσης χιόνος

21 καὶ οὐκ ἐδύνατο πᾶς ἄγγελος παρελθεῖν εἰς τὸν οἶκον τοῦτον καὶ ἰδεῖν

τὸ πρόσωπον αὐτοῦ διὰ τὸ ἔντιμον καὶ ἔνδοξον καὶ οὐκ ἐδύνατο πᾶσα

σὰρξ ἰδεῖν αὐτοῦ

22 τὸ πῦρ φλεγόμενον κύκλῳmiddot καὶ πῦρ μέγα παρειστήκει αὐτῷ καὶ οὐδεὶς

ἐγγίζει αὐτῷ κύκλῳ μυρίαι μυριάδες ἑστήκασιν ἐνώπιον αὐτοῦ καὶ πᾶς

λόγος αὐτοῦ ἔργον

23 καὶ οἱ ἅγιοι τῶν ἀγγέλων οἱ ἐγγίζοντες αὐτῷ οὐκ ἀποχωροῦσιν νυκτὸς

οὔτε ἀφίστανται αὐτοῦ

24 Κἀγὼ ἤμην ἕως τούτου ἐπὶ πρόσωπόν μου βεβλημένος καὶ τρέμων καὶ

ὁ κύριος τῷ στόματι αὐτοῦ ἐκάλεσέν με καὶ εἶπέν μοι Πρόσελθε ὧδε

Ἑνώχ καὶ τὸν λόγον μου ἄκουσον

25 καὶ προσελθών μοι εἷς τῶν ἁγίων ἤγειρέν με καὶ ἔστησέν με καὶ

προσήγαγέν με μέχρι τῆς θύραςmiddot ἐγὼ δὲ τὸ πρόσωπόν μου κάτω ἔκυφον

XV

1 Καὶ ἀποκριθεὶς εἶπέν μοι Ὁ ἄνθρωπος ὁ ἀληθινός ἄνθρωπος τῆς

ἀληθείας ὁ γραμματεύςmiddot καὶ τῆς φωνῆς αὐτοῦ ἤκουσαmiddot μὴ φοβηθῇς Ἑνώχ

ἄνθρωπος ἀληθινὸς καὶ γραμματεὺς τῆς ἀληθείαςmiddot πρόσελθε ὧδε καὶ τῆς

φωνῆς μου ἄκουσον

2 πορεύθητι καὶ εἶπε τοῖς πέμψασίν σε Ἐρωτῆσαι ὑμᾶς ἔδει περὶ τῶν

ἀνθρώπων καὶ μὴ τοὺς ἀνθρώπους περὶ ὑμῶν

3 διὰ τί ἀπελίπετε τὸν οὐρανὸν τὸν ὑψηλὸν τὸν ἅγιον τοῦ αἰῶνος καὶ

μετὰ τῶν γυναικῶν ἐκοιμήθητε καὶ μετὰ τῶν θυγατέρων τῶν ἀνθρώπων

ἐμιάνθητε καὶ ἐλάβετε ἑαυτοῖς γυναῖκας ὥσπερ υἱοὶ τῆς γῆς ἐποιήσατε

καὶ ἐγεννήσατε ἑαυτοῖς τέκνα υἱοὺς γίγαντας

22

4 καὶ ὑμεῖς ἦτε ἅγιοι καὶ πνεύματα ζῶντα αἰώνια ἐν τῷ αἵματι τῶν

γυναικῶν ἐμιάνθητε καὶ ἐν αἵματι σαρκὸς ἐγεννήσατε καὶ ἐν αἵματι

ἀνθρώπων ἐπεθυμήσατε καθὼς καὶ αὐτοὶ ποιοῦσιν σάρκα καὶ αἷμα

οἵτινες ἀποθνήσκουσιν καὶ ἀπόλλυνται

5 διὰ τοῦτο ἔδωκα αὐτοῖς θηλείας ἵνα σπερματίζουσιν εἰς αὐτὰς καὶ

τεκνώσουσιν ἐν αὐταῖς τέκνα οὕτως ἵνα μὴ ἐκλείπῃ αὐτοῖς πᾶν ἔργον ἐπὶ

τῆς γῆς

6 ὑμεῖς δὲ ὑπήρχετε πνεύματα ζῶντα αἰώνια καὶ οὐκ ἀποθνήσκοντα εἰς

πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

7 καὶ διὰ τοῦτο οὐκ ἐποίησα ἐν ὑμῖν θηλείαςmiddot τὰ πνεύματα τοῦ οὐρανοῦ ἐν

τῷ οὐρανῷ ἡ κατοίκησις αὐτῶν

8 καὶ νῦν οἱ γίγαντες οἱ γεννηθέντες ἀπὸ τῶν πνευμάτων καὶ σαρκὸς

πνεύματα ἰσχυρὰ ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐν τῇ γῇ ἡ κατοίκησις αὐτῶν ἔσται

9 πνεύματα πονηρὰ ἐξῆλθον ἀπὸ τοῦ σώματος αὐτῶν διότι ἀπὸ τῶν

ἀνωτέρων ἐγένοντο καὶ ἐκ τῶν ἁγίων ἐγρηγόρων ἡ ἀρχὴ τῆς κτίσεως

αὐτῶν καὶ ἀρχὴ θεμελίουmiddot πνεύματα πονηρὰ κληθήσεται

10 πνεύματα οὐρανοῦ ἐν τῷ οὐρανῷ ἡ κατοίκησις αὐτῶν ἔσται καὶ τὰ

πνεύματα ἐπὶ τῆς γῆς τὰ γεννηθέντα ἐπὶ τῆς γῆς ἡ κατοίκησις αὐτῶν

ἔσται

11 καὶ τὰ πνεύματα τῶν γιγάντων νεφέλας ἀδικοῦντα ἀφανίζοντα καὶ

ἐνπίπτοντα καὶ συνπαλαίοντα καὶ συνρίπτοντα ἐπὶ τῆς γῆς πνεύματα

σκληρὰ γιγάντων καὶ δρόμους ποιοῦντα καὶ μηδὲν ἐσθίοντα ἀλλrsquo

ἀσιτοῦντα καὶ διψῶντα καὶ προσκόπτοντα πνεύματα

12 καὶ ἐξαναστήσει ταῦτα εἰς τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν

γυναικῶν ὅτι ἐξεληλύθασιν ἀπrsquo αὐτῶν

XVI

1 ἀπὸ ἡμέρας σφαγῆς καὶ ἀπωλείας καὶ θανάτου ἀφrsquo ὧν τὰ πνεύματα

ἐκπορευόμενα ἐκ τῆς ψυχῆς τῆς σαρκὸς αὐτῶν ἔσται ἀφανίζοντα χωρὶς

κρίσεωςmiddot οὕτως ἀφανίσουσιν μέχρις ἡμέρας τελειώσεως τῆς κρίσεως τῆς

μεγάλης ἐν ᾗ ὁ αἰὼν ὁ μέγας τελεσθήσεται

2 καὶ νῦν ἐγρηγόροις τοῖς πέμψασίν σε ἐρωτῆσαι περὶ αὐτῶν οἵτινες ἐν

οὐρανῷ ἦσαν

3 Ὑμεῖς ἐν τῷ οὐρανῷ ἦτε καὶ πᾶν μυστήριον ὃ οὐκ ἀνεκαλύφθη ὑμῖν καὶ

μυστήριον τὸ ἐκ τοῦ θεοῦ γεγενημένον ἔγνωτε καὶ τοῦτο ἐμηνύσατε ταῖς

γυναιξὶν ἐν ταῖς σκληροκαρδίαις ὑμῶν καὶ ἐν τῷ μυστηρίῳ τούτῳ

πληθύνουσιν αἱ θήλειαι καὶ οἱ ἄνθρωποι τὰ κακὰ ἐπὶ τῆς γῆς

4 εἶπον οὖν αὐτοῖς Οὐκ ἔστιν εἰρήνη

XVII

1 Καὶ παραλαβόντες με εἴς τινα τόπον ἀπήγαγον ἐν ᾧ οἱ ὄντες ἐκεῖ

γίνονται ὡς πῦρ φλέγον καὶ ὅταν θέλωσιν φαίνονται ὡσεὶ ἄνθρωποι

2 Καὶ ἀπήγαγόν με εἰς ζοφώδη τόπον καὶ εἰς ὄρος οὗ ἡ κεφαλὴ ἀφικνεῖτο

εἰς τὸν οὐρανόν

3 καὶ εἶδον τόπον τῶν φωστήρων καὶ τοὺς θησαυροὺς τῶν ἀστέρων καὶ

τῶν βροντῶν καὶ εἰς τὰ ἀεροβαθῆ ὅπου τόξον πυρὸς καὶ τὰ βέλη καὶ τὰς

θήκας αὐτῶν καὶ τὰς ἀστραπὰς πάσας

4 Καὶ ἀπήγαγόν με μέχρι ὑδάτων καὶ μέχρι πυρὸς δύσεως ὅ ἐστιν καὶ

παρέχον πάσας τὰς δύσεις τοῦ ἡλίου

5 καὶ ἤλθομεν μέχρι ποταμοῦ πυρός ἐν ᾧ κατατρέχει τὸ πῦρ ὡς ὕδωρ καὶ

ῥέει εἰς θάλασσαν μεγάλην δύσεως

6 ἴδον τοὺς μεγάλους ποταμούς καὶ μέχρι τοῦ μεγάλου ποταμοῦ καὶ μέχρι

23

τοῦ μεγάλου σκότους κατήντησα καὶ ἀπῆλθον ὅπου πᾶσα σὰρξ οὐ

περιπατεῖ

7 ἴδον τοὺς ἀνέμους τῶν γνόφων τοὺς χειμερινοὺς καὶ τὴν ἔκχυσιν τῆς

ἀβύσσου πάντων ὑδάτων

8 ἴδον τὸ στόμα τῆς γῆς πάντων τῶν ποταμῶν καὶ τὸ στόμα τῆς ἀβύσσου

XVIII

1 ἴδον τοὺς θησαυροὺς τῶν ἀνέμων πάντων ἴδον ὅτι ἐν αὐτοῖς ἐκόσμησεν

πάσας τὰς κτίσεις καὶ τὸν θεμέλιον τῆς γῆς καὶ τὸν λίθον ἴδον τῆς γωνίας

τῆς γῆς

2 ἴδον τοὺς τέσσαρας ἀνέμους τὴν γῆν βαστάζοντας

3 καὶ τὸ στερέωμα τοῦ οὐρανοῦ καὶ αὐτοὶ ἱστᾶσιν μεταξὺ γῆς καὶ

οὐρανοῦ

4 ἴδον ἀνέμους τῶν οὐρανῶν στρέφοντας καὶ διανεύοντας τὸν τροχὸν τοῦ

ἡλίου καὶ πάντας τοὺς ἀστέρας

5 ἴδον τοὺς ἐπὶ τῆς γῆς ἀνέμους βαστάζοντας ἐν νεφέλῃ ἴδον πέρατα τῆς

γῆς τὸ στήριγμα τοῦ οὐρανοῦ ἐπάνω

6 Παρῆλθον καὶ ἴδον τόπον καιόμενον νυκτὸς καὶ ἡμέρας ὅπου τὰ ἑπτὰ

ὄρη ἀπὸ λίθων πολυτελῶν [τρία] εἰς ἀνατολὰς καὶ τρία εἰς νότον

βάλλοντα

7 καὶ τὰ μὲν πρὸς ἀνατολὰς ἀπὸ λίθου χρώματος τὸ δὲ ἦν ἀπὸ λίθου

μαργαρίτου καὶ τὸ ἀπὸ λίθου ταθέν τὸ δὲ κατὰ νότον ἀπὸ λίθου πυρροῦmiddot

8 τὸ δὲ μέσον αὐτῶν ἦν εἰς οὐρανόν ὥσπερ θρόνος θεοῦ ἀπὸ λίθου φουκά

καὶ ἡ κορυφὴ τοῦ θρόνου ἀπὸ λίθου σαφφείρουmiddot

9 καὶ πῦρ καιόμενον ἴδον κἀπέκεινα τῶν ὀρέων τούτων

10 τόπος ἐστὶν πέρας τῆς μεγάλης γῆςmiddot ἐκεῖ συντελεσθήσονται οἱ οὐρανοί

11 καὶ ἴδον χάσμα μέγα εἰς τοὺς στύλους τοῦ πυρὸς καταβαίνοντας καὶ

οὐκ ἦν μέτρον οὔτε εἰς βάθος οὔτε εἰς ὕψος

12 καὶ ἐπέκεινα τοῦ χάσματος τούτου ἴδον τόπον ὅπου οὐδὲ στερέωμα

οὐρανοῦ ἐπάνω οὔτε γῆ ᾖ τεθεμελιωμένη ὑποκάτω αὐτοῦ οὔτε ὕδωρ ἦν

ὑπὸ αὐτὸ οὔτε πετεινόν ἀλλὰ τόπος ἦν ἔρημος καὶ φοβερός

13 ἐκεῖ ἴδον ἑπτὰ ἀστέρας ὡς ὄρη μεγάλα καιόμενα περὶ ὧν

πυνθανομένῳ μοι

14 εἶπεν ὁ ἄγγελος Οὗτός ἐστιν ὁ τόπος τὸ τέλος τοῦ οὐρανοῦ καὶ γῆςmiddot

δεσμωτήριον τοῦτο ἐγένετο τοῖς ἄστροις καὶ ταῖς δυνάμεσιν τοῦ οὐρανοῦ

15 καὶ οἱ ἀστέρες οἱ κυλιόμενοι ἐν τῷ πυρί οὗτοί εἰσιν οἱ παραβάντες

πρόσταγμα κυρίου ἐν ἀρχῇ τῆς ἀνατολῆς αὐτῶν - ὅτι τόπος ἔξω τοῦ

οὐρανοῦ κενός ἐστιν - ὅτι οὐκ ἐξῆλθαν ἐν τοῖς καιροῖς αὐτῶν

16 καὶ ὀργίσθη αὐτοῖς καὶ ἔδησεν αὐτοὺς μέχρι καιροῦ τελειώσεως αὐτῶν

ἁμαρτίας laquoαὐτῶνraquo ἐνιαυτῶν μυρίων

XIX

1 Καὶ εἶπέν μοι Οὐριήλ Ἐνθάδε οἱ μιγέντες ἄγγελοι ταῖς γυναιξὶν

στήσονται καὶ τὰ πνεύματα αὐτῶν πολύμορφα γενόμενα λυμαίνεται τοὺς

ἀνθρώπους καὶ πλανήσει αὐτοὺς ἐπιθύειν τοῖς δαιμονίοις μέχρι τῆς

μεγάλης κρίσεως ἐν ᾗ κριθήσονται εἰς ἀποτελείωσιν

2 καὶ αἱ γυναῖκες αὐτῶν τῶν παραβάντων ἀγγέλων εἰς σειρῆνας

γενήσονται

3 κἀγὼ Ἑνὼχ ἴδον τὰ θεωρήματα μόνος τὰ πέρατα πάντων καὶ οὐ μὴ ἴδῃ

οὐδὲ εἷς ἀνθρώπων ὡς ἐγὼ ἴδον

XX

1 Ἄγγελοι τῶν δυνάμεων

24

2 Οὐριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ταρτάρου

3 Ῥαφαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων τῶν ἀνθρώπων

4 Ῥαγουήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐκδικῶν τὸν κόσμον τῶν

φωστήρων

5 Μιχαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν τοῦ λαοῦ ἀγαθῶν

τεταγμένος καὶ ἐπὶ τῷ χάῳ

6 Σαριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων οἵτινες ἐπὶ τῷ

πνεύματι ἁμαρτάνουσιν

7 Γαβριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τοῦ παραδείσου καὶ τῶν

δρακόντων καὶ χερουβείν ἀρχαγγέλων ὀνόματα ἑπτά

XXI

1 Καὶ ἐφώδευσα ἕως τῆς ἀκατασκευάστου

2 κἀκεῖ ἐθεασάμην ἔργον φοβερόνmiddot ἑώρακα οὔτε οὐρανὸν ἐπάνω οὔτε γῆν

τεθέαμαι τεθεμελιωμένην ἀλλὰ τόπον ἀκατασκεύαστον καὶ φοβερόν

3 καὶ ἐκεῖ τεθέαμαι ἑπτὰ τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ δεδεμένους καὶ

ἐρριμμένους ἐν αὐτῷ ὁμοίους ὄρεσιν μεγάλοις καὶ ἐν πυρὶ καιομένους

4 τότε εἶπον Διὰ ποίαν αἰτίαν ἐπεδέθησαν καὶ διὰ τί ὧδε ἐρίφησαν

5 τότε εἶπέν μοι Οὐριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν - καὶ

αὐτὸς ἡγεῖτο αὐτῶν - καὶ εἶπέν μοι Ἑνώχ περὶ τίνος ἐρωτᾷς ἢ περὶ τίνος

τὴν ἀλήθειαν φιλοσπευδεῖς

6 οὗτοί εἰσιν τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ οἱ παραβάντες τὴν ἐπιταγὴν τοῦ

κυρίου καὶ ἐδέθησαν ὧδε μέχρι τοῦ πληρῶσαι μύρια ἔτη τὸν χρόνον τῶν

ἁμαρτημάτων αὐτῶν

7 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον τούτου φοβερώτερον καὶ τεθέαμαι

ἔργα φοβερώτερα πῦρ μέγα ἐκεῖ καιόμενον καὶ φλεγόμενον καὶ διακοπὴν

εἶχεν ὁ τόπος ἕως τῆς ἀβύσσου πλήρης στύλων πυρὸς μεγάλου

καταφερομένωνmiddot οὔτε μέτρον οὔτε πλάτος ἠδυνήθην ἰδεῖν οὐδὲ εἰκάσαι

8 τότε εἶπον Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος καὶ ὡς δεινὸς τῇ ὁράσει

9 τότε ἀπεκρίθη μοι ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν καὶ εἶπέν

μοι Ἑνώχ διὰ τί ἐφοβήθης οὕτως καὶ ἐπτοήθης καὶ ἀπεκρίθην Περὶ

τούτου τοῦ φοβεροῦ καὶ περὶ τῆς προσόψεως τῆς δεινῆς

10 καὶ εἶπεν Οὗτος ὁ τόπος δεσμωτήριον ἀγγέλωνmiddot ὧδε συνσχεθήσονται

μέχρι αἰῶνος εἰς τὸν αἰῶνα

XXII

1 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον καὶ ἔδειξέν μοι πρὸς δυσμὰς ἄλλο

ὄρος μέγα καὶ ὑψηλόν πέτρας στερεάς

2 καὶ τέσσαρες τόποι ἐν αὐτῷ κοῖλοι βάθος ἔχοντες καὶ λίαν λεῖοι τρεῖς

αὐτῶν σκοτινοὶ καὶ εἷς φωτινός καὶ πηγὴ ὕδατος ἀνὰ μέσον αὐτοῦ καὶ

εἶπον Πῶς λεῖα τὰ κοιλώματα ταῦτα καὶ ὁλοβαθῆ καὶ σκοτινὰ τῇ ὁράσει

3 τότε ἀπεκρίθη Ῥαφαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν καὶ

εἶπέν μοι Οὗτοι οἱ τόποι οἱ κοῖλοι ἵνα ἐπισυνάγωνται εἰς αὐτοὺς τὰ

πνεύματα τῶν ψυχῶν τῶν νεκρῶν εἰς αὐτὸ τοῦτο ἐκρίθησαν ὥδε

ἐπισυνάγεσθαι πάσας τὰς ψυχὰς τῶν ἀνθρώπων

4 καὶ οὗτοι οἱ τόποι εἰς ἐπισύνσχεσιν αὐτῶν ἐποίησαν μέχρι τῆς ἡμέρας

τῆς κρίσεως αὐτῶν καὶ μέχρι τοῦ διορισμοῦ καὶ διορισμένου χρόνου ἐν ᾧ ἡ

κρίσις ἡ μεγάλη ἔσται ἐν αὐτοῖς

5 τεθέαμαι ἀνθρώπους νεκροὺς ἐντυγχάνοντας καὶ ἡ φωνὴ αὐτοῦ μέχρι

τοῦ οὐρανοῦ προέβαινεν καὶ ἐνετύγχανεν

6 καὶ ἠρώτησα Ῥαφαὴλ τὸν ἄγγελον ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν καὶ εἶπα αὐτῷ Τοῦτο

τὸ πνεῦμα τὸ ἐντυγχάνον τίνος ἐστίν διrsquo ὃ οὕτως ἡ φωνὴ αὐτοῦ προβαίνει

25

καὶ ἐντυγχάνει ἕως τοῦ οὐρανοῦ

7 καὶ ἀπεκρίθη μοι λέγων Τοῦτο τὸ πνεῦμά ἐστιν τὸ ἐξελθὸν ἀπὸ Ἄβελ ὃν

ἐφόνευσε Κάιν ὁ ἀδελφός καὶ Ἄβελ ἐντυγχάνει περὶ αὐτοῦ μέχρι τοῦ

ἀπολέσαι τὸ σπέρμα αὐτοῦ ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς καὶ ἀπὸ τοῦ

σπέρματος τῶν ἀνθρώπων ἀφανθῇ τὸ σπέρμα αὐτοῦ

8 Τότε ἠρώτησα περὶ τῶν κυκλωμάτων πάντων διὰ τί ἐχωρίσθησαν ἓν

ἀπὸ τοῦ ἑνός

9 καὶ ἀπεκρίθη μοι λέγων Οὗτοι οἱ τρεῖς ἐποιήθησαν χωρίζεσθαι τὰ

πνεύματα τῶν νεκρῶνmiddot καὶ οὕτως ἐχωρίσθη εἰς τὰ πνεύματα τῶν δικαίων

οὗ ἡ πηγὴ τοῦ ὕδατος ἐν αὐτῷ φωτινήmiddot

10 καὶ οὕτως ἐκτίσθη τῶν ἁμαρτωλῶν ὅταν ἀποθάνωσιν καὶ ταφῶσιν εἰς

τὴν γῆν καὶ κρίσις οὐκ ἐγενήθη ἐπrsquo αὐτῶν ἐν τῇ ζωῇ αὐτῶν

11 ὧδε χωρίζεται τὰ πνεύματα αὐτῶν εἰς τὴν μεγάλην βάσανον ταύτην

μέχρι τῆς μεγάλης ἡμέρας τῆς κρίσεως τῶν μαστίγων καὶ τῶν βασάνων

τῶν κατηραμένων μέχρι αἰῶνοςmiddot ἦν ἀνταπόδοσις τῶν πνευμάτωνmiddot ἐκεῖ

δήσει αὐτοὺς μέχρις αἰῶνος

12 καὶ οὕτως ἐχωρίσθη τοῖς πνεύμασιν τῶν ἐντυγχανόντων οἵτινες

ἐνφανίζουσιν περὶ τῆς ἀπωλείας ὅταν φονευθῶσιν ἐν ταῖς ἡμέραις τῶν

ἁμαρτωλῶν

13 καὶ οὕτως ἐκτίσθη τοῖς πνεύμασιν τῶν ἀνθρώπων ὅσοι οὐκ ἔσονται

ὅσιοι ἀλλὰ ἁμαρτωλοί καὶ μετὰ τῶν ἀνόμων ἔσονται μέτοχοι τὰ δὲ

πνεύματα ὅτι οἱ ἐνθάδε θλιβέντες ἔλαττον κολάζονται αὐτῶν οὐ

τιμωρηθήσονται ἐν ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως οὐδὲ μὴ μετεγερθῶσιν ἐντεῦθεν

14 Τότε ηὐλόγησα τὸν κύριον τῆς δόξης καὶ εἶπα Εὐλογητὸς εἶ Κύριε ὁ τῆς

δικαιοσύνης κυριεύων τοῦ αἰῶνος

XXIII

1 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον πρὸς δυσμὰς τῶν περάτων τῆς γῆς

2 καὶ ἐθεασάμην πῦρ διατρέχον καὶ οὐκ ἀναπαυόμενον οὐδὲ ἐλλεῖπον τοῦ

δρόμου ἡμέρας καὶ νυκτὸς ἅμα διαμένον

3 καὶ ἠρώτησα λέγων Τί ἐστιν τὸ μὴ ἔχον ἀνάπαυσιν

4 τότε ἀπεκρίθη μοι Ῥαγουήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν

Οὗτος ὁ δρόμος τοῦ πυρὸς τὸ πρὸς δυσμὰς πῦρ τὸ ἐκδιῶκόν ἐστιν πάντας

τοὺς φωστῆρας τοῦ οὐρανοῦ

XXIV

1 Καὶ ἔδειξέν μοι ὄρη πυρὸς καιόμενα νυκτός

2 καὶ ἐπέκεινα αὐτῶν ἐπορεύθην καὶ ἐθεασάμην ἑπτὰ ὄρη ἔνδοξα πάντα

ἑκάτερα τοῦ ἑκατέρου διαλλάσσοντα ὧν οἱ λίθοι ἔντιμοι τῇ καλλονῇ καὶ

πάντα ἔντιμα καὶ ἔνδοξα καὶ εὐειδῆ τρία ἐπrsquo ἀνατολὰς ἐστηριγμένα ἐν τῷ

ἑνί καὶ τρία ἐπὶ νότον ἐν τῷ ἑνὶ καὶ φάραγγες βαθεῖαι καὶ τραχεῖαι μία τῇ

μιᾷ οὐκ ἐγγίζουσαι

3 καὶ τῷ ὄρει ἕβδομον ὄρος ἀνὰ μέσον τούτων καὶ ὑπερεῖχεν τῷ ὕψει

ὅμοιον καθέδρᾳ θρόνου καὶ περιεκύκλου δένδρα αὐτῷ εὐειδῆ

4 καὶ ἦν ἐν αὐτοῖς δένδρον ὃ οὐδέποτε ὤσφρανμαι καὶ οὐδεὶς ἕτερος αὐτῷ

ηὐφράνθη καὶ οὐδὲν ἕτερον ὅμοιον αὐτῷmiddot ὀσμὴν εἶχεν εὐωδεστέραν

πάντων ἀρωμάτων καὶ τὰ φύλλα αὐτοῦ καὶ τὸ ἄνθος καὶ τὸ δένδρον οὐ

φθίνει εἰς τὸν αἰῶνα οἱ δὲ περὶ τὸν καρπὸν ὡσεὶ βότρυες φοινίκων

5 τότε εἶπον ὡς καλὸν τὸ δένδρον τοῦτό ἐστιν καὶ εὐῶδες καὶ ὡραῖα τὰ

φύλλα καὶ τὰ ἄνθη αὐτοῦ ὡραῖα τῇ ὁράσει

6 τότε ἀπεκρίθη μοι Μιχαήλ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν - καὶ

αὐτὸς αὐτῶν ἡγεῖτο ndash

26

XXV

1 καὶ εἶπέν μοι Ἑνώχ τί ἐρωτᾷς καὶ τί ἐθαύμασας ἐν τῇ ὀσμῇ τοῦ δένδρου

καὶ διὰ τί θέλεις τὴν ἀλήθειαν μαθεῖν

2 τότε ἀπεκρίθην αὐτῷ Περὶ πάντων εἰδέναι θέλω μάλιστα δὲ περὶ τοῦ

δένδρου τούτου σφόδρα

3 καὶ ἀπεκρίθη λέγων Τοῦτο τὸ ὄρος τὸ ὑψηλόν οὗ ἡ κορυφὴ ὁμοία

θρόνου θεοῦ καθέδρα ἐστὶν οὗ καθίζει ὁ μέγας κύριος ὁ ἅγιος τῆς δόξης ὁ

βασιλεὺς τοῦ αἰῶνος ὅταν καταβῇ ἐπισκέψασθαι τὴν γῆν ἐπrsquo ἀγαθῷ

4 καὶ τοῦτο τὸ δένδρον εὐωδίας καὶ οὐδεμία σὰρξ ἐξουσίαν ἔχει ἅψασθαι

αὐτοῦ μέχρι τῆς μεγάλης κρίσεως ἐν ᾗ ἐκδίκησις πάντων καὶ τελείωσις

μέχρις αἰῶνοςmiddot τότε δικαίοις καὶ ὁσίοις δοθήσεται

5 ὁ καρπὸς αὐτοῦ τοῖς ἐκλεκτοῖς εἰς ζωὴν εἰς βορρᾶν καὶ

μεταφυτευθήσεται ἐν τόπῳ ἁγίῳ παρὰ τὸν οἶκον τοῦ θεοῦ βασιλέως τοῦ

αἰῶνος

6 τότε εὐφρανθήσονται εὐφραινόμενοι καὶ χαρήσονται καὶ εἰς τὸ ἅγιον

εἰσελεύσονταιmiddot αἱ ὀσμαὶ αὐτοῦ ἐν τοῖς ὀστέοις αὐτῶν καὶ ζωὴν πλείονα

ζήσονται ἐπὶ γῆς ἣν ἔζησαν οἱ πατέρες σου καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτῶν καὶ

βάσανοι καὶ πληγαὶ καὶ μάστιγες οὐχ ἅψονται αὐτῶν

7 Τότε ηὐλόγησα τὸν θεὸν τῆς δόξης τὸν βασιλέα τοῦ αἰῶνος ὃς

ἡτοίμασεν ἀνθρώποις τὰ τοιαῦτα δικαίοις καὶ αὐτὰ ἔκτισεν καὶ εἶπεν

δοῦναι αὐτοῖς

XXVI

1 Καὶ ἐκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς τὸ μέσον τῆς γῆς καὶ ἴδον τόπον

ηὐλογημένον ἐν ᾧ δένδρα ἔχοντα παραφυάδας μενούσας καὶ βλαστούσας

τοῦ δένδρου ἐκκοπέντος

2 κἀκεῖ τεθέαμαι ὄρος ἅγιονmiddot ὑποκάτω τοῦ ὄρους ὕδωρ ἐξ ἀνατολῶν καὶ

τὴν δύσιν εἶχεν πρὸς νότον

3 καὶ ἴδον πρὸς ἀνατολὰς ἄλλο ὄρος ὑψηλότερον τούτου καὶ ἀνὰ μέσον

αὐτοῦ φάραγγα βαθεῖαν οὐκ ἔχουσαν πλάτος καὶ διrsquo αὐτῆς ὕδωρ

πορεύεται ὑποκάτω ὑπὸ τὸ ὄρος

4 καὶ πρὸς δυσμὰς τούτου ἄλλο ὄρος ταπεινότερον αὐτοῦ καὶ οὐκ ἔχον

ὕψος καὶ φάραγγα βαθεῖαν καὶ ξηρὰν ἀνὰ μέσον αὐτῶν καὶ ἄλλην

φάραγγα βαθεῖαν καὶ ξηρὰν ἐπrsquo ἄκρων τῶν τριῶν ὀρέων

5 καὶ πᾶσαι φάραγγές εἰσιν βαθεῖαι ἐκ πέτρας στερεᾶς καὶ δένδρον οὐκ

ἐφυτεύετο ἐπrsquo αὐτάς

6 καὶ ἐθαύμασα περὶ τῆς φάραγγος καὶ λίαν ἐθαύμασα

XXVII

1 καὶ εἶπον Διὰ τί ἡ γῆ αὕτη ἡ εὐλογημένη καὶ πᾶσα πλήρης δένδρων

αὐτὴ δὲ ἡ φάραγξ κεκατηραμένη ἐστίν

2 γῆ κατάρατος τοῖς κεκατηραμένοις ἐστὶν μέχρι αἰῶνος ὧδε

ἐπισυναχθήσονται πάντες οἱ κεκατηραμένοι οἵτινες ἐροῦσιν τῷ στόματι

αὐτῶν κατὰ Κυρίου φωνὴν ἀπρεπῆ καὶ περὶ τῆς δόξης αὐτοῦ σκληρὰ

λαλήσουσιν ὧδε ἐπισυναχθήσονται καὶ ὧδε ἔσται τὸ οἰκητήριον

3 ἐπrsquo ἐσχάτοις αἰῶσιν ἐν ταῖς ἡμέραις τῆς κρίσεως τῆς ἀληθινῆς ἐναντίον

τῶν δικαίων εἰς τὸν ἅπαντα χρόνον ὧδε εὐλογήσουσιν οἱ ἀσεβεῖς τὸν

κύριον τῆς δόξης τὸν βασιλέα τοῦ αἰῶνοςmiddot

4 ἐν ταῖς ἡμέραις τῆς κρίσεως αὐτῶν εὐλογήσουσιν ἐν ἐλέει ὡς ἐμέρισεν

αὐτοῖς

5 Τότε ηὐλόγησα τὸν κύριον τῆς δόξης καὶ τὴν δόξαν αὐτοῦ ἐδήλωσα καὶ

ὕμνησα μεγαλοπρεπῶς

27

XXVIII

1 Καὶ ἐκεῖθεν ἐπορεύθην εἰς τὸ μέσον Μανδοβαρά καὶ ἴδον αὐτὸ ἔρημονmiddot

καὶ αὐτὸ μόνον

2 πλήρης δένδρων καὶ ἀπὸ τῶν σπερμάτων ὕδωρ ἄνομβρον ἄνωθεν

φερόμενον

3 ὡς ὑδραγωγὸς δαψιλὴς ὡς πρὸς βορρᾶν ἐπὶ δυσμῶν πάντοθεν ἀνάγει

ὕδωρ καὶ δρόσον

XXIX

1 Ἔτι ἐκεῖθεν ἐπορεύθην εἰς ἄλλον τόπον ἐν τῷ Βαβδηρά καὶ πρὸς

ἀνατολὰς τοῦ ὄρους τούτου ᾠχόμην

2 καὶ ἴδον κρίσεως δένδρα πνέοντα ἀρωμάτων λιβάνων καὶ ζμύρνας καὶ

τὰ δένδρα αὐτῶν ὅμοια καρύαις

XXX

1 Καὶ ἐπέκεινα τούτων ᾠχόμην πρὸς ἀνατολὰς μακράν καὶ ἴδον τόπον

ἄλλον μέγαν φάραγγα ὕδατος

2 ἐν ᾧ καὶ δένδρα χρόα ἀρωμάτων ὁμοίων σχίνῳ

3 καὶ τὰ παρὰ τὰ χείλη τῶν φαράγγων τούτων ἴδον κιννάμωμον

ἀρωμάτωνmiddot καὶ ἐπέκεινα τούτων ᾠχόμην πρὸς ἀνατολάς

XXXI

1 καὶ ἴδον ἄλλα ὄρη καὶ ἐν αὐτοῖς ἄλση δένδρων καὶ ἐκπορευόμενον ἐξ

αὐτῶν νέκταρ τὸ καλούμενον σαρρὰν καὶ χαλβάνη

2 καὶ ἐπέκεινα τῶν ὀρέων τούτων ἴδον ἄλλο ὄρος πρὸς ἀνατολὰς τῶν

περάτων τῆς γῆς καὶ πάντα τὰ δένδρα πλήρη ἐξαυτῆς ἐν ὁμοιώματι

ἀμυγδάλων

3 ὅταν τριβῶσινmiddot διὸ εὐωδέστερον ὑπὲρ πάντων τῶν ἀρωμάτων

XXXII

1 εἰς βορρᾶν πρὸς ἀνατολὰς τεθέαμαι ἑπτὰ ὄρη πλήρη νάρδου χρηστοῦ

καὶ σχίνου καὶ κινναμώμου καὶ πιπέρεως

2 Καὶ ἐκεῖθεν ἐφώδευσα ἐπὶ τὰς ἀρχὰς πάντων τῶν ὀρέων τούτων

μακρὰν ἀπέχων πρὸς ἀνατολὰς τῆς γῆς καὶ διέβην ἐπάνω τῆς ἐρυθρᾶς

θαλάσσης καὶ ᾠχόμην ἐπrsquo ἄκρων καὶ ἀπὸ τούτου διέβην ἐπάνω τοῦ

Ζωτιήλ

3 καὶ ἦλθον πρὸς τὸν παράδεισον τῆς δικαιοσύνης καὶ ἴδον μακρόθεν τῶν

δένδρων τούτων δένδρα πλείονα καὶ μεγάλα δύο μὲν ἐκεῖ μεγάλα σφόδρα

καλὰ καὶ ἔνδοξα καὶ μεγαλοπρεπῆ καὶ τὸ δένδρον τῆς φρονήσεως οὗ

ἐσθίουσιν ἅγιοι τοῦ καρποῦ αὐτοῦ καὶ ἐπίστανται φρόνησιν μεγάλην

4 ὅμοιον τὸ δένδρον ἐκεῖνο στροβιλέᾳ τὸ ὕψος τὰ δὲ φύλλα αὐτοῦ κερατίᾳ

ὅμοια ὁ δὲ καρπὸς αὐτοῦ ὡσεὶ βότρυες ἀμπέλου ἱλαροὶ λίαν ἡ δὲ ὀσμὴ

αὐτοῦ διέτρεχεν πόρρω ἀπὸ τοῦ δένδρου

5 τότε εἶπον ὡς καλὸν τὸ δένδρον καὶ ὡς ἐπίχαρι τῇ ὁράσει

6 τότε ἀπεκρίθη Ῥαφαήλ ὁ ἅγιος ἄγγελος ὁ μετrsquo ἐμοῦ ὤν Τοῦτο τὸ

δένδρον φρονήσεως ἐξ οὗ ἔφαγεν ὁ πατήρ σου

LXXXIX

42 Καὶ οἱ κύνες ἤρξαντο κατεσθίειν τὰ πρόβατα καὶ οἱ ὕες καὶ οἱ ἀλώπεκες

κατήσθιον αὐτά μέχρι οὗ ἤγειρεν ὁ κύριος τῶν προβάτων κριὸν ἕνα ἐκ

τῶν προβάτων

43 καὶ ὁ κριὸς οὗτος ἤρξατο κερατίζειν καὶ ἐπιδιώκειν ἐν τοῖς κέρασιν καὶ

ἐνετίνασσεν εἰς τοὺς ἀλώπεκας καὶ μετrsquo αὐτοὺς εἰς τοὺς ὕαςmiddot καὶ

ἀπώλεσεν ὕας πολλούς καὶ μετrsquo αὐτοὺς [ἐλυμήνα]το τοὺς κύνας

44 καὶ τὰ πρόβατα ὧν οἱ ὀφθαλμοὶ ἠνοίγησαν ἐθεάσαντο τὸν κριὸν τὸν ἐν

28

τοῖς προβάτοις ἕως οὗ ἀφῆκεν τὴν ὁδὸν αὐτοῦ καὶ ἤρξατο πορεύεσθαι

ἀνοδίᾳ

45 καὶ ὁ κύριος τῶν προβάτων ἀπέστειλεν τὸν ἄρνα τοῦτον ἐπὶ ἄρνα

ἕτερον τοῦ στῆσαι αὐτὸν εἰς κριὸν ἐν ἀρχῇ τῶν προβάτων ἀντὶ τοῦ κριοῦ

τοῦ ἀφέντος τὴν ὁδὸν αὐτοῦ

46 καὶ ἐπορεύθη πρὸς αὐτὸν καὶ ἐλάλησεν αὐτῷ σιγῇ κατὰ μόνας καὶ

ἤγειρεν αὐτὸν εἰς κριὸν καὶ εἰς ἄρχοντα καὶ εἰς ἡγούμενον τῶν προβάτωνmiddot

καὶ οἱ κύνες ἐπὶ πᾶσιν τούτοις ἔθλιβον τὰ πρόβατα

47 [καὶ] ὁ κριὸς ὁ πρῶτος τὸν κριὸν τὸν δεύτερον ἐπεδίωκεν καὶ ἔφυγεν

ἀπὸ προσώπου αὐτοῦmiddot εἶτrsquo ἐθεώρουν τὸν κριὸν τὸν πρῶτον ἕως οὗ ἔπεσεν

ἔμπροσθεν τῶν κυνῶν

48 καὶ ὁ κριὸς ὁ δεύτερος ἀναπηδήσας ἀφηγήσατο τῶν προβάτων

49 καὶ τὰ πρόβατα ηὐξήθησαν καὶ ἐπληθύνθησανmiddot καὶ πάντες οἱ κύνες καὶ

οἱ ἀλώπεκες ἔφυγον ἀπrsquo αὐτοῦ καὶ ἐφοβοῦντο αὐτόν

XC

1

6 [καὶ ἀναγνωσθής]ονται [πάντες] οἱ λόγοι τῶν ἀνομιῶν ὑμῶν ἐν[ώπιον]

τοῦ μεγάλου ἁγίου κατὰ πρόσωπον ὑμῶνmiddot εἶτrsquo ἀναφελεῖ τὰ πάντα ἔργα τὰ

μετασχόντα ἐν τῇ ἀνομίᾳ

7 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἁμαρτωλοὶ [οἱ] ἐν μέσῳ τῆς θαλάσσης καὶ ἐπὶ τῆς ξηρᾶς

ὄντεςmiddot μνημόσυνον εἰς ὑμᾶς κακόν

8 οὐαὶ ὑμῖν οἱ κτώμενοι χρυσίον καὶ ἀργύριον οὐκ ἀπὸ δικαιοσύνης καὶ

ἐρεῖτε πλούτῳ πεπλουτήκαμεν καὶ τὰ ὑπάρχοντα ἐσχήκαμεν καὶ

κεκτήμεθα

9 καὶ πᾶν ὃ ἐὰν θελήσωμεν ποιήσωμεν ὅτι ἀργύριον τεθησαυρίκαμεν ἐν

τοῖς θησαυροῖς ἡμῶν καὶ ἀγαθὰ πολλὰ ἐν ταῖς οἰκίαις ἡμῶν

10 καὶ ὡς ὕδωρ ἐκχυθήσεται πεπλάνησθε ὅτι οὐ μὴ παραμείνῃ ὁ πλοῦτος

ὑμῶν ἀλλὰ ταχὺ [ἀναπτήσεται] ἀπὸ ὑμῶν ὅτι ἀδίκως πάντα κέκτησθεmiddot

καὶ ὑμεῖς εἰς κατάραν μεγάλην παραδοθήσεσθε

XCI

1 καὶ νῦν ὀμνύω ὑμῖν τοῖς φρονίμοις καὶ οὐχὶ τοῖς ἄφροσι ὅτι πολλὰς

ὄψεσθε ἐπὶ τῆς γῆς ἀνομίαςmiddot

2 ὅτι κάλλος περιθήσονται ἄνδρες ὡς γυναῖκες [καὶ] χρῶμα ὡραῖον ὑπὲρ

παρθένους ἐν βασιλείᾳ καὶ μεγαλωσύνῃ καὶ ἐν ἐξουσίᾳ ἔσονται δὲ

ἀργύριον καὶ χρυσίον [παρrsquo] αὐτοῖς εἰς βρώματα καὶ ἐν ταῖς οἰκίαις αὐτῶν

ὡς ὕδωρ ἐκχυθήσονται

3 [διὰ τὸ μ]ὴ ἐπιστήμην αὐτοὺς μηδὲ φρόνησιν μηδεμίαν [ἔχειν] οὕτω

ἀπολεῖσθε κοινῶς μετὰ πάντων [τῶν] ὑπαρχόντων ὑμῶν [καὶ τῆς] πάσης

δόξης καὶ τῆς τιμῆς [ὑμῶν καὶ] εἰς ἀτιμίαν καὶ ἐρήμωσιν [καὶ σφαγὴν]

μεγάλην τ[ὰ πνεύματα ὑμῶν εἰς τὴν κάμινον τοῦ πυρὸς ἐμβληθήσεται]

Four lines are lost

ἐπὶ τὴν [γῆν οὐκ ἀπεστάλη ἀλλrsquo αὐτὴν οἱ ἄνθρω]ποι ἀφrsquo ἑαυτῶν [ἔκτισαν

καὶ εἰς κατάραν] μεγάλην ἀφίξονται οἱ ποιοῦντες [αὐτήν]

5 καὶ δουλεία (στειρα pap) γυναικὶ οὐκ ἐδόθη ἀλλὰ διὰ τὰ ἔργα τῶν

χειρῶνmiddot ὅτι οὐχ ὡρίσθη δούλην εἶναι δούληνmiddot ἄνωθεν οὐκ ἐδόθη ἀλλὰ ἐκ

καταδυναστείας ἐγένετο ὁ[μοίως] οὐδὲ ἡ ἀνομία ἄνωθεν ἐδόθη ἀλλrsquo ἐκ

παραβάσεως ὁμοίως οὐδὲ στεῖρα γυνὴ ἐκτίσθη ἀλλrsquo ἐξ ἰδίων ἀδικημάτων

ἐπετιμήθη ἀτεκνίᾳ [καὶ] ἄτεκνος ἀποθανεῖται

6 ὀμνύω ὑμῖν ἁμαρτωλοὶ κατὰ τοῦ ἁγίου τοῦ μεγάλου ὅτι τὰ ἔργα ὑμῶν τὰ

πονηρὰ ἔσται ἀνακεκαλυμμένα ἐν τῷ οὐρανῷmiddot οὐκ ἔσται ὑμῖν ἔργον

29

ἀποκεκρυμμένον ἄδικον

7 μὴ ὑπολάβητε τῇ ψυχῇ ὑμῶν μηδὲ ὑπολάβητε τῇ καρδίᾳ ὑμῶν ὅτι οὐ

γινώσκουσιν οὐδὲ βλέπουσιν οὐδὲ τὰ ἀδικήματα ὑμῶν θεωρεῖται οὐδὲ

ἀπογράφεται αὐτὰ ἐνώπιον τοῦ ὑψίστου ἀπὸ τοῦ [νῦν] ἐπιγνῶτε ὅτι

πάντα τὰ ἀδικήματα ὑμῶν ἀπογράφονται ἡμέραν ἐξ [ἡμέρας] μέχρι τῆς

κρίσεως ὑμῶν

9 οὐαὶ ὑμῖν ἄφρονες ὅτι ἀπολεῖσθε διὰ τὴν ἀφροσύνην ὑμῶν καὶ τῶν

[φρονίμων] οὐ μὴ ἀκούσητε καὶ τὰ ἀγαθὰ οὐκ ἀπαντήσει ὑμῖν τὰ δὲ κακὰ

[περιέξει] ὑμᾶς

10 καὶ νῦν γινώσκετε ὅτ[ι ἡτοίμασται] ὑμῖν εἰς ἡμέραν ἀπωλείας [μὴ

ἐλπίζε]τε σωθῆναι ἁμαρτωλοίmiddot ἀπ[ελθόντες] ἀποθάνετε γινώσκοντε[ς ὅτι

ἡτοίμας]ται εἰς ἡμέραν κρίσεως μ[εγάλης καὶ στε]νοχωρίας μείζονος τ[οῖς

πνεύμασιν ὑμῶν]

11 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ σκληροτράχηλοι τῇ καρδίᾳ ποιοῦντες τὸ κα[κὸν καὶ

ἔσθοντες αἷμα πόθ]εν ὑμῖν ἔσο[νται ἀγαθὰ ἵνα φάγητε ] Four lines are

lost

12 [ἔργα τῆ]ς ἀδικίαςmiddot διότι ἐλπίδας κα[λὰς ἔχετε ὑμῖ]ν νῦν γνωστὸν ὑμῖν

ἔστω ὅτι εἰς [χεῖρας τ]ῶν δικαίων παραδοθήσεσθε καὶ ἀποκτενοῦσιν ὑμᾶς

καὶ οὐ μὴ φείσονται ὑμῶν

13 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἐπιχαίροντες τοῖς κακοῖς τῶν δικαίωνmiddot τάφος ὑμῶν οὐ μὴ

ὀρυγῇ

14 οὐαὶ ὑμῖν οἱ βουλόμενοι ἀκυρῶσαι τοὺς λόγους τῶν δικαίωνmiddot οὐ μὴ

γένηται ὑμῖν ἐλπὶς σωτηρίας

15 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ γράφοντες λόγους ψευδεῖς καὶ λόγους πλανήσεωςmiddot αὐτοὶ

γράφουσιν καὶ πολλοὺς ἀποπλανήσουσιν τοῖς ψεύδεσιν αὐτῶνmiddot

16 πλανᾶσθε ὑμεῖς αὐτοὶ καὶ οὐκ ἔστιν ὑμῖν χαίρειν ἀλλὰ ταχέως

ἀπολεῖσθε

XCII

1 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ ποιοῦντες πλανήματα καὶ τοῖς ἔργοις τοῖς ψευδέσιν

λαμβάνοντες τιμὴν καὶ δόξανmiddot ἀπολώλατε οὐκ ἔστιν ὑμῖν σωτηρία εἰς

ἀγαθόν

2 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἐξαλλοιοῦντες τοὺς λόγους τοὺς ἀληθινούς καὶ

διαστρέφοντες τὴν αἰώνιον διαθήκην καὶ λογιζόμενοι ἑαυτοὺς

ἀναμαρτήτουςmiddot ἐν τῇ γῇ καταποθήσονται

3 τότε ἑτοιμάζεσθε οἱ δίκαιοι καὶ προέχεσθε τὰς ἐντεύξεις ὑμῶν εἰς

μνημόσυνον δίδοτε αὐτὰς ἐν διαμαρτυρίᾳ ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων ὅπως

εἰσαγάγωσιν τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἀδίκων ἐνώπιον τοῦ ὑψίστου θεοῦ εἰς

μνημόσυνονmiddot

4 καὶ τότε συν[ταραχ]θήσονται ἐν [ἡμέρ]ᾳ ἀπωλείας τῆς ἀδικίας

5ndash6 ἐν αὐτῷ [τῷ και]ρῷ ἐκείνῳ αἱ τίκτουσαι ἐκβαλοῦσιν καὶ ἐκσπάσουσιν

καὶ ἐγκαταλείψουσιν [τὸ νήπιο]ν βρέφος καὶ αἱ ἐν γαστρὶ ἔχου[σαι

ἐκτρώσο]υσιν καὶ αἱ θηλάζουσαι ῥίψ[ουσιν τὰ τέκ]να αὐτῶν καὶ οὐ μὴ

ἐπι[στρέψου]σιν ἐπὶ τὰ νήπια αὐτῶν οὐ[δὲ ἐπὶ τὰ θηλά]ζοντα οὐδὲ μὴ

φείσονται

7 [καὶ] οἱ γλύφοντες εἰκόνα[ς ἀργυ]ρᾶς καὶ χρυσᾶς ξυλίνας τε [καὶ

λιθίνας] καὶ ὀστρακίνας καὶ λατρεύ[οντες φαν]τάσμασιν καὶ δαιμονίοι[ς

καὶ βδελύγ]μασιν καὶ πνεύμασιν πονη[ροῖς καὶ] πάσαις ταῖς πλάναις οὐ

κατrsquo ἐπι[στήμην] καὶ πᾶν βοήθημα οὐ μὴ εὕρητε [ἀπrsquo] αὐτῶν

8ndash9 καὶ πλανηθήσονται ἐν ἀφροσύνῃ τῆς καρδίας αὐτῶν καὶ τὰ ὁράματα

τῶν ἐνυπνίων καταπλανήσουσιν ὑμᾶς ὑμεῖς καὶ τὰ ἔργα ὑμῶν τὰ ψευδῆ ἃ

30

ἐποιήσατε καὶ ἐλαεργ[ήσατε] καὶ ἐπὶ μιᾶς ἀπολεῖσθε

10ndash12 καὶ τότε μακάριοι πάντες οἱ ἀκούσαντες φρονίμων λόγους καὶ

μαθήσονται αὐτούς ποιῆσαι τὰς ἐντολὰς τοῦ ὑψίστου καὶ πορεύσονται ἐν

ὁδοῖς δικαιοσύνης αὐτοῦ καὶ οὐ μὴ πλανήσουσιν μετὰ τῶν πλανώντων καὶ

σωθήσονται

13 οὐαὶ οἱ οἰκοδομοῦντες τὰς οἰκοδομὰς αὐτῶν οὐκ ἐκ κόπων ἰδίων καὶ ἐκ

λίθων καὶ ἐκ πλίνθων πᾶσαν οἰκοδομὴν ποιεῖτε οἷς οὐκ ἔστιν ὑμῖν χά[ρις]

14 οὐαὶ οἱ ἐξουθενοῦντες τὴν θεμελίωσιν καὶ τὴν κληρονομίαν τῶν

πατέρων αὐτῶν τὴν ἀπrsquo αἰῶνος [ὅτι] διώξεται ὑμᾶς πνεῦμα πλανήσεωςmiddot

οὐκ ἔστιν ὑμῖν ἀναπαῦσαι

15 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ποιοῦντες τὴν ἀ[νομίαν] καὶ ἐπιβοηθοῦντες τῇ ἀδι[κίᾳ

φονεύ]οντες τὸν πλησίον αὐτῶ[ν ἕως τῆς] ἡμέρας τῆς κρίσεως τῆς

[μεγάληςmiddot

16 ]ὅτι τότε ἐκτρίψει τὴν δόξ[αν ὑμῶν] καὶ ἐπεγερεῖ τὸν θυμὸν [αὐτοῦ

καθrsquo] ὑμῶν ἀπολεῖ πάντας ὑ[μᾶς ἐν ῥομ]φαίᾳ καὶ πάντες οἱ δί[καιοι

μνημο]νήσουσιν τὰς ἀδικίας [ὑμῶν]

XCIII

1ndash2 καὶ τότε ἐν ἑνὶ τόπῳ [ῥέῃ τὰ α]ἵμα[τα αὐτῶν καὶ ἄνθρωπο]ς οὐκ

[ἀφέξ]ει τὴν [χεῖρα αὐτοῦ ἀπ]ὸ τοῦ υἱοῦ αὐ[τοῦ οὔτrsquo ἀ]πὸ τοῦ ἀγαπητοῦ

αὐτοῦ ἀποκτεῖναι αὐτόν καὶ ὁ ἁμαρτωλὸς ἀπὸ τοῦ ἐντίμου οὔτε ἀπὸ τοῦ

ἀδελφοῦ αὐτοῦmiddot ἐξ ὄρθρων μέχρις οὗ δῦναι τὸν ἥλιον φονευθήσονται ἐπὶ

τὸ αὐτό

3 καὶ διαπορεύσεται ἵππος ἕως τοῦ στήθους αὐτοῦ διὰ τοῦ αἵματος τῶν

ἁμαρτωλῶν καὶ τὸ ἅρμα μέχρι ἀξόνων καταβήσεται

4 καὶ καταβήσονται ἄγγελοι καταδύνοντες εἰς τὰ ἀπόκρυφα ἐν ἡμέρᾳ

ἐκείνῃmiddot οἵτινες ἐβοήθουν τῇ ἀδικίᾳ καὶ συστραφήσονται εἰς ἕνα τόπον καὶ ὁ

ὕψιστος ἐγερθήσεται ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως ποιῆσαι ἐκ πάντων κρίσιν

μεγάλην

5 καὶ τάξει φυλακὴν ἐπὶ πάντας τοὺς δικαίους καὶ ἁγίους τῶν ἁγίων

ἀγγέλων καὶ τηρηθήσονται ὡς κόριον ὀφθαλμοῦ ἕως οὗ ἐκλείπῃ τὰ κακὰ

καὶ ἁμαρτία καὶ ἀπrsquo ἐκείνου ὑπνώσουσιν εὐσεβεῖς ὕπνον ἡδύν καὶ οὐκ

ἔσται οὐκέτι ὁ ἐκφοβῶν αὐτούς

6 τότε ὄψονται οἱ φρόνιμοι τῶν ἀνθρώπων καὶ κατανοήσουσιν οἱ υἱοὶ τῆς

γῆς ἐπὶ τοὺς λόγους τούτους τῆς ἐπιστολῆς ταύτης καὶ γνώσονται ὅτι οὐ

δύναται ὁ πλοῦτος αὐτῶν διασῶσαι αὐτοὺς ἐν τῇ πτώσει τῆς ἀδικίας

7 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἄδικοι ὅταν ἐκθλίβητε τοὺς δικαίους ἐν ἡμέρᾳ ἀνάγκης

στερεᾶς καὶ φυλάξητε αὐτοὺς ἐν πυρί ὅτι κομιεῖσθε κατὰ τὰ ἔργα ὑμῶν

8 οὐαὶ ὑμῖν σκληροκάρδιοι ἀγρυπνοῦντες νοῆσαι τὸ κακόνmiddot περιέχει ὑμᾶς

φόβος καὶ οὐκ ἔστιν ὁ ἀντιλαμβανόμενος ὑμῶν

9 οὐαὶ ὑμῖν πᾶσιν τοῖς ἁμαρτωλοῖς ἐπὶ τοῖς ἔργοις τοῦ στόματος ὑμῶν

οὐαὶ ὑμῖν πᾶσιν τοῖς ἁμαρτωλοῖς ἐπὶ τοῖς λόγοις τοῦ στόματος ὑμῶν καὶ

ἐπὶ τοῖς [ἔργοις] τῶν χειρῶν ὑμῶν ὅτι ἀπὸ τῶν ἁγίων ἔργων

ἀπεπλα[νήθητε]

11 πᾶσα νεφέλη καὶ ὀμίχλη καὶ δρόσος καὶ ὄμβρος ἐπὶ ταῖς ἁμαρτίαις

ὑμῶν

12 δίδοτε οὖν ὄμβρῳ δῶρα ἵνα μὴ [κωλυθῇ κα]ταβῆναι ὑμῖν καὶ δρόσῳ

κα[ὶ νεφέλῃ] καὶ ὀμίχλῃmiddot χρυσίον διαγράψα[τε ἵνα κα]ταβῶσινmiddot

13 ὅτι ἐὰν ἐπιρρίψῃ ἐφrsquo ὑμ[ᾶς χι]ὼν καὶ πάχνη καὶ ψῦχος αὐτῆς καὶ οἱ

ἄνεμοι καὶ ὁ παγετὸς αὐτῶν καὶ πᾶσαι αἱ μάστιγες αὐτῶν οὐ δύνασθε

ὑποστῆναι ἔμπροσθεν ψύχους καὶ τῶν μαστίγων αὐτῶν

31

XCIV

1 κατανοήσατε τοίνουν υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων τὰ ἔργα τοῦ ὑψίστου καὶ

φοβήθητε τοῦ ποιῆσαι τὸ πονηρὸν ἐναντίον αὐτοῦ

2 ἐὰν ἀποκλείσῃ τὰς θυρίδας τοῦ οὐρανοῦ καὶ κωλύσῃ τὴν δρόσον καὶ τὸν

ὄμβρον καταβῆναι εἵνεκα ὑμῶν τί ποιήσετε

3 ἐὰν ἀποστείληται τὸν θυμὸν αὐτοῦ ἐφrsquo ὑμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ ἔργα ὑμῶν οὐχὶ

ἔσεσθε δεόμενοι αὐτοῦ διὰ τί ὑμεῖς λαλεῖτε τῷ στόματι ὑμῶν μεγάλα καὶ

σκληρὰ ἐπὶ τῇ μεγαλωσύνῃ αὐ[τοῦ

4 ὁρᾶ]τε τοὺς ναυκλήρους τοὺς πλωιζομένους τὴν θάλασσαν ὑπὸ τοῦ

κ[λύδω]νος καὶ χειμῶνος σεσαλευμένα τὰ πλοῖα αὐτῶν

5 καὶ χειμαζόμενοι πάντες φοβοῦνται ἔξω δὲ τὰ [ἀγαθὰ πάντα] καὶ τὰ

ὑπάρχοντα αὐτῶν ἐκβάλλουσιν εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ὑποπτεύουσιν ἐν τῇ

καρδίᾳ αὐτῶν ὅτι ἡ [θάλασσα κα]ταπίεται αὐτοὺς καὶ ἐν αὐτ[ῇ

ἀπολοῦν]ται

6 οὐχὶ πᾶσα ἡ θάλασσα καὶ [πάντα τὰ] ὕδατα αὐτῆς ἔργον τοῦ ὑψ[ίστου

ἐστί] καὶ αὐτὸς συνεστήσατο τὰ π[έρατα αὐ]τῶν καὶ συνέδησεν αὐτ[ήν

καὶ περι]έφραξεν αὐτὴν ἄμμῳ

7 [καὶ ἀπὸ τῆς] ἐμβριμήσεως αὐτοῦ φ[οβοῦνται καὶ ξη]ραίνονται καὶ οἱ

ἰχθύες

8 [ γῆν] καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτοῖς καὶ τίς ἔδωκεν ἐπιστήμην πᾶσιν τοῖς

κινουμένοις ἐν τῇ θαλάσσῃ οἱ ναύκληροι τὴν θάλασσαν φοβοῦνται

XCV

1 καὶ ὅταν ἐκβάλῃ ἐφrsquo ὑμᾶς τὸν κλύδωνα τοῦ πυρὸς τῆς καύσεως ὑμῶν

ποῦ ἀποδράντες σωθήσεσθε καὶ ὅταν δῷ ἐφrsquo ὑμᾶς φωνὴν αὐτοῦ

2 ἔσεσθε συνσειόμενοι καὶ φοβούμενοι ἤχῳ μεγάλῳ laquoκαὶraquo τὴν γῆν

σύμπασαν σειομένην καὶ τρέμουσαν καὶ συνταρασσομένην

3 καὶ οἱ ἄγγελοι συντελοῦντες τὸ συνταχθὲν αὐτοῖς καὶ ὁ οὐρανὸς καὶ οἱ

φωστῆρες σειόμενοι καὶ τρέμοντεςmiddot ἅπαντες οἱ υἱοὶ τῆς γῆς καὶ ὑμεῖς

ἁμαρτωλοὶ ἐπικατάρατοι εἰς τὸν αἰῶναmiddot οὐκ ἔστιν ὑμῖν χαίρειν

4 θαρσεῖτε ψυχαὶ τῶν δικαίων τῶν ἀποθανόντων τῶν δικαίων καὶ τῶν

εὐσεβῶν

5 καὶ μὴ λυπεῖσθε ὅτι κατέβησαν αἱ ψυχαὶ ὑμῶν εἰς ᾅδου μετὰ λύπης καὶ

οὐκ ἀπηντήθη τῷ σώματι τῆς σαρκὸς ὑμῶν ἐν τῇ ζωῇ ὑμῶν κατὰ τὴν

ὁσιότητα ὑμῶν ἐπεὶ αἱ ἡμέραι ἃς ἦτε ἡμέραι ἦσαν ἁμαρτωλῶν καὶ

καταράτων ἐπὶ τῆς γῆς

6 ὅταν ἀποθάνητε τότε ἐροῦσιν οἱ ἁμαρτωλοὶ ὅτι εὐσεβεῖς κατὰ τὴν

εἱμαρμένην ἀπεθάνοσαν καὶ τί αὐτοῖς περιεγένετο ἐπὶ τοῖς ἔργοις αὐτῶν

7 καὶ αὐτοὶ ὁμοίως ἡμῖν ἀπεθάνοσαν ἴδετε οὖν ὡς ἀποθνήσκουσιν μετὰ

λύπης καὶ σκότους καὶ τί αὐτοῖς ἐγένετο περισσόν

8 ἀπὸ τοῦ νῦν ἀναστήτωσαν καὶ σωθήτωσαν καὶ ὄψονται εἰς τὸν αἰῶνα

ἡμᾶς φαγεῖν καὶ πεῖν

9 τοιγαροῦν ἁρπάσαι καὶ ἁμαρτάνειν καὶ λωποδυτεῖν καὶ ἐγκτᾶσθαι καὶ

[ἰδεῖν] ἡμέρας ἀγαθάς

10 ἴδετε οὖν οἱ δικαιοῦντες [ἑαυτ]ούς ὁποία ἐγένετο αὐτῶν ἡ καταστροφή

ὅτι πᾶσα δικαιοσύνη οὐχ εὑρέθη ἐν αὐτοῖς ἕως ἀπέθανον καὶ ἀπώλοντο

11 καὶ ἐγένοντο ὡς οὐκ ὄντες καὶ κατέβησαν αἱ ψυχαὶ αὐτῶν μετrsquo ὀδύνης

εἰς ᾅδου

XCVI

1 ἐγὼ ὀμνύω ὑμῖν Three lines are lost

2 ἐπίσταμαι τὸ μυστήριον τοῦτοmiddot ἀν[έγνων] γὰρ τὰς πλάκας τοῦ οὐρανοῦ

32

καὶ εἶδον τὴν γραφὴν ἀναγκαίανmiddot ἔγνων τὰ γ[εγραμμέ]να ἐν αὐταῖς καὶ

ἐγκεκολαμμέν[α περὶ] ὑμῶν

3 ὅτι ἀγαθὰ καὶ ἡ χαρὰ καὶ ἡ τ[ιμὴ] ἡτοίμασται καὶ ἐγγέγραπται ταῖς

ψ[υχαῖς] τῶν ἀποθανόντων εὐσεβῶνmiddot

4 καὶ χαιρήσονται καὶ οὐ μὴ ἀπόλωνται τὰ πνεύματα αὐτῶν οὐδὲ τὸ

μνημόσυνον ἀπὸ προσώπου τοῦ μεγάλου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν

αἰώνων μὴ οὖν φοβεῖσθε τοὺς ὀνειδισμοὺς αὐτῶν

5 καὶ ὑμεῖς οἱ νεκροὶ τῶν ἁμαρτωλῶν ὅταν ἀποθάνητε ἐροῦσιν ἐφrsquo ὑμῖν

μακάριοι ἁμαρτωλοὶ πάσας τὰς ἡμέρας αὐτῶν ὅσας εἴδοσαν ἐν τῇ ζωῇ

αὐτῶν καὶ ἐνδόξως

6 ἀπεθάνοσαν καὶ κρίσις οὐκ ἐγενήθη ἐν τῇ ζωῇ αὐτῶν

7 αὐτοὶ ὑμεῖς γινώσκετε ὅτι εἰς ᾅδου κατάξουσιν τὰς ψυχὰς ὑμῶν

8 καὶ ἐκεῖ ἔσονται ἐν ἀνάγκῃ μεγάλῃ καὶ ἐν σκότει καὶ ἐν παγίδι καὶ ἐν

φλογὶ καιομένῃ καὶ εἰς κρίσιν μεγάλην εἰσελεύσονται αἱ ψυχαὶ ὑμῶν ἐν

πάσαις ταῖς γενεαῖς τοῦ αἰῶνος οὐαὶ ὑμῖν οὐκ ἔστιν ὑμῖν χαίρειν

9 μὴ γὰρ εἴπητε οἱ δίκαιοι ὅσιοι ὄντες ἐν τῇ ζωῇ τῶν ἡμερῶν τῆς θλίψεως

κόπους ἐκοπιάσαμεν καὶ ἀνηλώμεθα καὶ ὀλίγοι ἐγενήθημεν καὶ

ἀντιλήμπτορα οὐχ εὑρήκαμενmiddot

10 συντετριμμένοι καὶ ἀπολώλαμεν καὶ ἀπηλπίσμεθα καὶ μηκέτι εἰδέναι

σωτηρίαν ἡμέραν ἐξ ἡμέρας

11 ἠλπίσαμεν γενέσθαι κεφαλή ἐγενήθημεν κέρ[κοςmiddot ἐκο]πιάσαμεν

ἐργαζόμενοι καὶ τῶν ὀψωνίων οὐ κεκυριεύκαμεν ἐγενήθημεν κατάβρωμα

ἁμαρτωλῶν [οἱ ἄνο]μοι ἐβάρυναν ἐφrsquo ἡμᾶς τὸν ζυγόν

12 οἳ κυριεύουσιν οἱ ἐχθροὶ ἡμῶν ἐγκεντρίζουσιν ἡμᾶς καὶ περικλείουσιν

ἡμᾶςmiddot ἐζητήσαμεν πο[ῦ φύγωμεν] ἀπrsquo αὐτῶν ὅπως ἀναψύχ[ωμεν] three

lines are lost

14 ἐκράξαμεν ἐπὶ τοὺς καταβάλλοντας καὶ βιαζομένους ἡμᾶς καὶ τὰς

ἐντεύξεις ἡμῶν οὐκ ἀπεδέξαντο οὐδὲ ἐβούλοντο ἐπακοῦσαι τῆς φωνῆς

ἡμῶν

15 καὶ οὐκ ἀντελαμβάνοντο ἡμῶν οὐχ εὑρόντες κατὰ τῶν βιαζομένων καὶ

κατεσθόντων ἡμᾶς ἀλλὰ στερεοῦσιν αὐτοὺς ἐφrsquo ἡμᾶςmiddot ἀπέκτειναν ἡμᾶς

καὶ εἰς ὀλίγους ἤγαγον καὶ οὐχ ὑποδεικνύουσιν περὶ τῶν πεφονευμένων

ἡμῶν καὶ οὐκ ἀναμιμνήσκουσιν περὶ τῶν ἁμαρτωλῶν αὐτῶν τὰς

ἁμαρτίας αὐτῶν

XCVII

1 ὀμνύω ὑμῖν ὅτι οἱ ἄγγελοι ἐν τῷ οὐρανῷ ἀναμιμνήσκουσιν [ὑμῶν] εἰς

ἀγαθὸν ἐνώπιον τῆς δόξης τοῦ μεγάλου

2 θαρσεῖτε δὴ ὅτι ἐπαλαιώθητε ἐν τοῖς κακοῖς καὶ ἐν ταῖς θλίψεσινmiddot ὡσεὶ

φωστῆρες τοῦ οὐρανοῦ ἀναλάμψετε καὶ φανεῖτε αἱ θυρίδες τοῦ οὐρανοῦ

ἀνοιχθήσονται ὑμῖν

3ndash4 καὶ ἡ κραυγὴ ὑμῶν ἀκουσθήσεται καὶ ἡ κρίσις ὑμῶν ἣν κράζετε καὶ

φανεῖται ἐφrsquo ὅσα συλλαβήσεται ὑμῖν περὶ τῆς θλίψεως ὑμῶν καὶ ἐκ

πάντων ὅστις μετέσχεν τῶν βιαζομένων καὶ κατεσθόντων ὑμᾶς

5 [μὴ φοβεῖσθε] τὰ κακὰ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως τῆς μεγάλης καὶ οὐ μὴ

εὑρεθῆτε ὡς οἱ ἁμαρτωλοί [ἀλλrsquo ὑμεῖς οἱ ἁμαρτωλοὶ] σκυλήσεσθε καὶ

κρίσις αἰώνιος ἐξ ὑμῶν ἔσται εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν αἰώνων

6 μὴ φοβεῖσθε οἱ δίκαιοι ὅταν ἴδητε τοὺς ἁμαρτωλοὺς κατισχύοντας καὶ

εὐοδουμένους καὶ μὴ μέτοχοι αὐτῶν γίνεσθε ἀλλὰ μακρὰν ἀπέχεσθε ἀπὸ

πάντων τῶν ἀδικημάτων αὐτῶν

7 μὴ γὰρ εἴπητε οἱ ἁμαρτωλοὶ [ὅτι] οὐ μὴ ἐκζητηθῶσιν αἱ ἁμαρτίαι ὑμῶν

33

[ἐξ] ἡμερῶν

8 καὶ νῦν ἀποδεικνύω ὑμῖν ὅτι φῶς καὶ σκότος ἡμέρα καὶ νὺξ

ἐποπτεύουσιν τὰς ἁμαρτίας ὑμῶν πάσας

9 μὴ πλανᾶσθε τῇ καρδίᾳ ὑμῶν μηδὲ ψεύδεσθε μηδὲ ἐξαλλοιώσητε τοὺς

λόγους τῆς ἀληθείας μηδὲ καταψεύδεσθε τῶν [λόγων τοῦ] ἁγίου καὶ μὴ

δότε ἔπαινον ταῖς [εἰκόσιν ὑ]μῶνmiddot οὐ γὰρ εἰς δικαίωμα εἰσάγ[ουσιν πάντα

τὰ ψεύδ]η καὶ πᾶσα [ἡ πλάνη] Two lines are lost

10 τῆς ἀληθείας ἐξαλλοιοῦσιν καὶ ἀντιγράφουσιν οἱ ἁμαρτωλοὶ καὶ

ἀλλάσσουσιν τοὺς πολλούς καὶ ψεύδονται καὶ πλάσσουσιν πλάσματα

μεγάλα καὶ τὰς γραφὰς ἀναγράφουσιν ἐπὶ τοῖς ὀνόμασιν αὐτῶνmiddot

11 καὶ ὄφελον πάντας τοὺς λόγους μου γράφωσιν ἐπrsquo ἀληθείας ἐπὶ τὰ

ὀνόματα αὐτῶν καὶ μήτε ἀφέλωσιν μήτε ἀλλοιώσωσιν τῶν λόγων τούτων

ἀλλὰ πάντα ἐπrsquo ἀληθείας γράφωσιν ἃ ἐγὼ διαμαρτυροῦμαι αὐτοῖς

12 καὶ πάλιν ἐγὼ γινώσκω μυστήριον δεύτερον ὅτι δικαίοις καὶ ὁσίοις καὶ

φρονίμοις δοθήσονται αἱ βίβλοι μου εἰς χαρὰν ἀληθείας

13 καὶ αὐτοὶ πιστεύσουσιν αὐταῖς καὶ ἐν αὐταῖς χαρήσονται καὶ

ἀγαλλιάσονται πάντες οἱ δίκαιοι μαθεῖν ἐξ αὐτῶν πάσας τὰς ὁδοὺς τῆς

ἀληθείας

CVI

1 μετὰ δὲ χρόνον ἔλαβεν Μαθουσάλεκ τῷ υἱῷ μου γυναῖκα καὶ ἔτεκεν

υἱὸν καὶ ἐκάλεσεν τὸ ὄνομα αὐτοῦ Λάμεχ ἐταπεινώθη ἡ δικαιοσύνη μέχρι

τῆς ἡμέρας ἐκείνης καὶ ὅτε εἰς ἡλικίαν ἐπῆλθεν ἔλαβεν αὐτῷ γυναῖκα καὶ

ἔτεκεν αὐτῷ παιδίον

2 καὶ ὅτε ἐγεννήθη τὸ παιδίον ἦν τὸ σῶμα λευκότερον χιόνος καὶ

πυρρότερον ῥόδου τὸ τρίχωμα πᾶν λευκὸν καὶ ὡς ἔρια λευκὰ καὶ οὖλον

καὶ ἔνδοξον καὶ ὅτε ἀνέῳξεν τοὺς ὀφθαλμούς ἔλαμψεν ἡ οἰκία ὡσεὶ

ἥλιος

3 καὶ ἀνέστη ἐκ τῶν χειρῶν τῆς μαίας καὶ ἀνέῳξεν τὸ στόμα καὶ

εὐλόγησεν τῷ κυρίῳmiddot

4 καὶ ἐφοβήθη Λάμεχ ἀπrsquo αὐτοῦ καὶ ἔφυγεν καὶ ἦλθεν πρὸς Μαθουσάλεκ

τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ

5 τέκνον ἐγεννήθη μου ἀλλοῖον οὐχ ὅμοιον τοῖς ἀνθρώποις ἀλλὰ τοῖς

τέκνοις τῶν ἀγγέλων τοῦ οὐρανοῦ καὶ ὁ τύπος ἀλλοιότερος οὐχ ὅμοιος

ἡμῖνmiddot τὰ ὄμματά ἐστιν ὡς ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου καὶ ἔνδοξον τὸ πρόσωπονmiddot

6 καὶ ὑπολαμβάνω ὅτι οὐκ ἔστιν ἐξ ἐμοῦ ἀλλὰ ἐξ ἀγγέλου καὶ

εὐλαβοῦμαι αὐτὸν μήποτέ τι ἔσται ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ ἐν τῇ γῇ

7 καὶ παραιτοῦμαι π[άτερ καὶ] δέομαι βάδισον πρὸς Ἑνὼ[χ τὸν πατέρα

ἡμῶν καὶ ἐρώτησον] Two lines are lost

8 [ἦλθ]εν πρὸς ἐμὲ εἰς τὰ τέρματα τῆς γῆς οὗ [εἶδ]εν τότε εἶναι με καὶ

εἶπέν μοι πάτερ [μου] ἐπάκουσον τῆς φωνῆς μου καὶ ἧκε [πρὸς] ἐμέ καὶ

ἤκουσα τὴν φωνὴν αὐτοῦ καὶ ἦλθον πρὸς αὐτὸν καὶ εἶπα ἰδοὺ πάρειμι

τέκνονmiddot διὰ τί ἐλήλυθας πρὸς ἐμέ τέκνον

9 καὶ ἀπεκρίθη λέγων διrsquo ἀνάγκην μεγάλην ἦλθον ὧδε πάτερmiddot

10 καὶ νῦν ἐγεννήθη τέκνον Λάμεχ τῷ υἱῷ μου καὶ ὁ τύπος αὐτοῦ καὶ ἡ

εἰκὼν αὐτοῦ laquoοὐχ ὅμοιος ἀνθρώποις καὶ τὸ χρῶμα αὐτοῦraquo λευκότερον

χιόνος καὶ πυρρότερον ῥόδου καὶ τὸ τρίχωμα τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ

λευκότερον ἐρίων λευκῶν καὶ τὰ ὄμματα αὐτοῦ ἀφόμοια ταῖς τοῦ ἡλίου

ἀκτῖσιν

11 καὶ ἀνέστη ἀπὸ τῶν τῆς μαίας χειρῶν καὶ ἀνοίξας τὸ στόμα εὐλόγησεν

τὸν κύριον τοῦ αἰῶνοςmiddot

34

12 καὶ ἐφοβήθη ὁ υἱός μου Λάμεχ καὶ ἔφυγεν πρὸς ἐμέ καὶ οὐ πιστεύει ὅτι

υἱὸς αὐτοῦ ἐστιν ἀλλὰ ὅτι ἐξ ἀγγέλων one or two lines omitted τὴν

ἀκρίβειαν ἣν ἔχεις () καὶ τὴν ἀλήθειαν

13 τότε ἀπεκρίθην λέγων ἀνακαινίσει ὁ κύριος πρόσταγμα ἐπὶ τῆς γῆς

καὶ τὸν αὐτὸν τρόπον τέκνον τεθέαμαι καὶ ἐσήμανά σοιmiddot ἐν γὰρ τῇ γενεᾷ

Ἰάρεδ τοῦ πατρός μου παρέβησαν τὸν λόγον κυρίου ἀπὸ τῆς διαθήκης τοῦ

οὐρανοῦ

14 καὶ ἰδοὺ ἁμαρτάνουσιν καὶ παραβαίνουσιν τὸ ἔθος καὶ μετὰ γυναικῶν

συγγίνονται καὶ μετrsquo αὐτῶν ἁμαρτάνουσιν καὶ ἔγημαν ἐξ αὐτῶν

[καὶ τίκτουσιν οὐχ ὁμοίους πνεύμασιν ἀλλὰ σαρκίνους]middot

15 καὶ ἔσται ὀργὴ μεγάλη ἐπὶ τῆς γῆς καὶ κατακλυσμός καὶ ἔσται

ἀπώλεια μεγάλη ἐπὶ ἐνιαυτὸν ἕναmiddot

16 καὶ τόδε τὸ παιδίον τὸ γεννηθὲν καταλειφθήσεται καὶ τρία αὐτοῦ

τέκνα σωθήσεται ἀποθανόντων τῶν ἐπὶ τῆς γῆςmiddot

17b καὶ πραϋνεῖ τὴν γῆν ἀπὸ τῆς οὔσης ἐν αὐτῇ φθορᾶς

18 καὶ νῦν λέγε Λάμεχ ὅτι τέκνον σού ἐστιν δικαίως καὶ ὁσίως [καὶ]

κάλεσον αὐτοῦ τὸ ὄνομα [Νῶε]middot αὐτὸς γὰρ ἔσται ὑμῶν κατάλειμμα ἐφrsquo οὗ

ἂν καταπαύσητε καὶ laquoοἱraquo υἱοὶ αὐτοῦ ἀπὸ τῆς φθορᾶς τῆς γῆς καὶ ἀπὸ

πάντων τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ ἀπὸ πασῶν τῶν συντελειῶν ἐπὶ τῆς γῆς

Four lines are lost

19 ὑπέδειξέν μοι καὶ ἐμήνυσεν καὶ ἐν ταῖς πλαξὶν τοῦ οὐρανοῦ ἀνέγνων

αὐτά

CVII

1 τότε τεθέαμαι τὰ ἐγγεγραμμένα ἐπrsquo αὐτῶν ὅτι γενεὰ γενεᾶς κακ[ίων

ἔσται] καὶ εἶδον τόδε μέχρις τοῦ ἀνας[τῆναι] γενεὰν δικαιοσύνης καὶ ἡ

κακία ἀπολεῖται καὶ ἡ ἁμαρτία ἀλλάξει ἀπὸ τῆς γῆς καὶ τὰ ἀγαθὰ ἥξει ἐπὶ

τῆς γῆς ἐπrsquo αὐτούς

2 καὶ νῦν ἀπότρεχε τέκνον καὶ σήμανον Λάμεχ τῷ υἱῷ σου ὅτι τὸ παιδίον

τοῦτο τὸ γεννηθὲν τέκνον αὐτοῦ ἐστιν δικαίως καὶ οὐ ψευδῶς

3 καὶ ὅτε ἤκουσεν Μαθουσάλεκ τοὺς λόγους Ἑνὼχ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ

μυστηριακῶς γὰρ ἐδήλωσεν αὐτῷ [ἐπέστρεψεν καὶ ἐδήλωσεν αὐτῷ] καὶ

ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτοῦ Νῶε εὐφραίνων τὴν γῆν ἀπὸ τῆς ἀπωλείας

Liber Enoch

Apocalypsis Henochi Graece

(recensio ap Syncellum)

(ed M Black)

Pseudepigrapha veteris testamenti Graece 3

Leiden Brill 1970 pp 21ndash26 29ndash30 32ndash33 37

VI

ἐκ τοῦ πρώτου βιβλίου Ἐνὼχ περὶ τῶν ἐγρηγόρων

1 καὶ ἐγένετο ὅτε ἐπληθύνθησαν οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων ἐγεννήθησαν

αὐτοῖς θυγατέρες ὡραῖαι

2 καὶ ἐπεθύμησαν αὐτὰς οἱ ἐγρήγοροι καὶ ἀπεπλανήθησαν ὀπίσω αὐτῶν

καὶ εἶπον πρὸς ἀλλήλους ἐκλεξώμεθα ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ τῶν

θυγατέρων τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς

3 καὶ εἶπε Σεμιαζᾶς ὁ ἄρχων αὐτῶν πρὸς αὐτούς φοβοῦμαι μὴ οὐ

θελήσητε (Go θελήσετε) ποιῆσαι τὸ πρᾶγμα τοῦτο καὶ ἔσομαι ἐγὼ μόνος

ὀφειλέτης ἁμαρτίας μεγάλης

4 καὶ ἀπεκρίθησαν αὐτῷ πάντες καὶ εἶπον ὀμόσωμεν ἅπαντες ὅρκῳ καὶ

ἀναθεματίσωμεν ἀλλήλους τοῦ μὴ ἀποστρέψαι τὴν γνώμην ταύτην

35

μέχρις οὗ ἀποτελέσωμεν αὐτήν

5 τότε πάντες ὤμοσαν ὁμοῦ καὶ ἀνεθεμάτισαν ἀλλήλους

6 ἦσαν δὲ οὗτοι διακόσιοι οἱ καταβάντες ἐν ταῖς ἡμέραις Ἰάρεδ εἰς τὴν

κορυφὴν τοῦ Ἑρμονιεὶμ (Go κορυφὴν Ἑρμὼν) ὄρους καὶ ἐκάλεσαν τὸ ὄρος

Ἑρμώμ καθότι ὤμοσαν (Go ομοσαν) καὶ ἀνεθεμάτισαν ἀλλήλους ἐν αὐτῷ

7 καὶ ταῦτα τὰ ὀνόματα τῶν ἀρχόντων αὐτῶν αacute Σεμιαζᾶς ὁ ἄρχων

αὐτῶν βacute Ἀταρκούφ γacute Ἀρακιήλ δacute Χωβαβιήλ εacute Ὀραμμαμή Ϛacute Ῥαμιήλ ζacute

Σαμψίχ ηacute Ζακιήλ θacute Βαλκιήλ ιacute Ἀζαλζήλ ιαacute Φαρμαρός ιβacute Ἀμαριήλ ιγacute

Ἀναγημάς ιδacute Θαυσαήλ ιεacute Σαμιήλ ιϚacute Σαρινᾶς ιζacute Εὐμιήλ (Par gr 1711 ὁ

Εὐμιήλ) ιηacute Τυριήλ ιθacute Ἰουμιήλ κacute Σαριήλ

VII

1 Οὗτοι καὶ οἱ λοιποὶ πάντες ἐν τῷ χιλιοστῷ ἑκατοστῷ ἑβδομηκοστῷ ἔτει

τοῦ κόσμου ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας καὶ ἤρξαντο μιαίνεσθαι ἐν αὐταῖς

ἕως τοῦ κατακλυσμοῦ καὶ ἔτεκον αὐτοῖς γένη τρίαmiddot πρῶτον γίγαντας

μεγάλους

2 οἱ δὲ γίγαντες ἐτέκνωσαν Ναφηλείμ καὶ τοῖς Ναφηλεὶμ ἐγεννήθησαν

Ἐλιούδ καὶ ἦσαν αὐξανόμενοι κατὰ τὴν μεγαλειότητα αὐτῶν καὶ

ἐδίδαξαν ἑαυτοὺς καὶ τὰς γυναῖκας ἑαυτῶν φαρμακείας καὶ ἐπαοιδίας

VIII

1 Πρῶτος Ἀζαὴλ ὁ δέκατος τῶν ἀρχόντων ἐδίδαξε ποιεῖν μαχαίρας καὶ

θώρακας καὶ πᾶν σκεῦος πολεμικόν καὶ τὰ μέταλλα τῆς γῆς καὶ τὸ

χρυσίον πῶς ἐργάσωνται καὶ ποιήσωσιν αὐτὰ κόσμια ταῖς γυναιξί καὶ τὸν

ἄργυρον ἔδειξε δὲ αὐτοῖς καὶ τὸ στίλβειν καὶ τὸ καλλωπίζειν καὶ τοὺς

ἐκλεκτοὺς λίθους καὶ τὰ βαφικάmiddot καὶ ἐποίησαν ἑαυτοῖς οἱ υἱοὶ τῶν

ἀνθρώπων καὶ ταῖς θυγατράσιν αὐτῶν καὶ παρέβησαν καὶ ἐπλάνησαν

τοὺς ἁγίους

2 καὶ ἐγένετο ἀσέβεια πολλὴ ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἠφάνισαν τὰς ὁδοὺς αὐτῶν

3 ἔτι δὲ καὶ ὁ πρώταρχος αὐτῶν Σεμιαζᾶς ἐδίδαξεν εἶναι ὀργὰς κατὰ τοῦ

νοός καὶ ῥίζας βοτανῶν τῆς γῆς ὁ δὲ ἑνδέκατος Φαρμαρὸς ἐδίδαξε

φαρμακείας ἐπαοιδίας σοφίας καὶ ἐπαοιδῶν λυτήριαmiddot ὁ ἔνατος ἐδίδαξεν

ἀστροσκοπίανmiddot ὁ δὲ τέταρτος ἐδίδαξεν ἀστρολογίανmiddot ὁ δὲ ὄγδοος ἐδίδαξεν

ἀεροσκοπίανmiddot ὁ δὲ τρίτος ἐδίδαξε τὰ σημεῖα τῆς γῆςmiddot ὁ δὲ ἕβδομος ἐδίδαξε

τὰ σημεῖα τοῦ ἡλίουmiddot ὁ δὲ εἰκοστὸς ἐδίδαξε τὰ σημεῖα τῆς σελήνηςmiddot πάντες

οὗτοι ἤρξαντο ἀνακαλύπτειν τὰ μυστήρια ταῖς γυναιξὶν αὐτῶν καὶ τοῖς

τέκνοις αὐτῶν μετὰ δὲ ταῦτα ἤρξαντο οἱ γίγαντες κατεσθίειν τὰς σάρκας

τῶν ἀνθρώπων

4 καὶ ἤρξαντο οἱ ἄνθρωποι ἐλαττοῦσθαι ἐπὶ τῆς γῆς

VIII col I

4 οἱ δὲ λοιποὶ ἐβόησαν εἰς τὸν οὐρανὸν περὶ τῆς κακώσεως αὐτῶν

λέγοντες εἰσενεχθῆναι τὸ μνημόσυνον αὐτῶν ἐνώπιον κυρίου

VIII col II

4 Τότε ἐβόησαν οἱ ἄνθρωποι εἰς τὸν οὐρανὸν λέγοντες Εἰσαγάγετε τὴν

κρίσιν ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον καὶ τὴν ἀπώλειαν ἡμῶν ἐνώπιον τῆς δόξης

τῆς μεγάλης ἐνώπιον τοῦ κυρίου τῶν κυρίων πάντων τῇ μεγαλωσύνῃ

IX col I

1 Καὶ ἀκούσαντες οἱ τέσσαρες μεγάλοι ἀρχάγγελοι Μιχαὴλ καὶ Οὐριὴλ

καὶ Ῥαφαὴλ καὶ Γαβριὴλ (καὶ Par gr 1711) παρέκυψαν ἐπὶ τὴν γῆν ἐκ τῶν

ἁγίων τοῦ οὐρανοῦ

2 καὶ θεασάμενοι αἷμα πολὺ ἐκκεχυμένον ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πᾶσαν ἀσέβειαν

καὶ ἀνομίαν γενομένην ἐπrsquo αὐτῆς

36

3 εἰσελθόντες εἶπον πρὸς ἀλλήλους ὅτι Τὰ πνεύματα καὶ αἱ ψυχαὶ τῶν

ἀνθρώπων στενάζουσιν ἐντυγχάνοντα καὶ λέγοντα ὅτι Εἰσαγάγετε τὴν

κρίσιν ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον καὶ τὴν ἀπώλειαν ἡμῶν ἐνώπιον τῆς δόξης

τῆς μεγαλωσύνης ἐνώπιον τοῦ κυρίου τῶν κυρίων πάντων τῇ

μεγαλωσύνῃ

4 καὶ εἶπον τῷ κυρίῳ τῶν αἰώνων Σὺ εἶ ὁ θεὸς τῶν θεῶν καὶ κύριος τῶν

κυρίων καὶ ὁ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ θεὸς τῶν αἰώνων καὶ ὁ

θρόνος τῆς δόξης σου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν αἰώνων καὶ τὸ ὄνομά σου

ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

IX col II

1 Καὶ ἀκούσαντες οἱ τέσσαρες μεγάλοι ἀρχάγγελοι Μιχαὴλ καὶ Οὐριὴλ

καὶ Ῥαφαὴλ καὶ Γαβριὴλ παρέκυψαν (= οἱ ltδgt Par gr 1711) ἐπὶ τὴν γῆν ἐκ

τῶν ἁγίων τοῦ οὐρανοῦ

2 καὶ θεασάμενοι αἷμα πολὺ ἐκκεχυμένον ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πᾶσαν ἀνομίαν

καὶ ἀσέβειαν γινομένην ἐπrsquo αὐτῆς

3 εἰσελθόντες εἶπον πρὸς ἀλλήλους ὅτι Τὰ πνεύματα καὶ αἱ ψυχαὶ τῶν

ἀνθρώπων ἐντυγχάνουσι στενάζοντα καὶ λέγοντα Εἰσαγάγετε τὴν δέησιν

ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον

4 καὶ προσελθόντες οἱ τέσσαρες ἀρχάγγελοι εἶπον τῷ κυρίῳ Σὺ εἶ ὁ θεὸς

τῶν θεῶν καὶ κύριος τῶν κυρίων καὶ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ θεὸς

τῶν ἀνθρώπων καὶ ὁ θρόνος τῆς δόξης σου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν

αἰώνων καὶ τὸ ὄνομά σου ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

καὶ τὸ ὄνομά σου ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

IX

4 add post αἰῶνας καὶ τὰ ἑξῆς τότε ὁ ὕψιστος ἐκέλευσε τοῖς ἁγίοις

ἀρχαγγέλοις καὶ ἔδησαν τοὺς ἐξάρχους αὐτῶν καὶ ἔβαλον (ἔβαλλον Par

gr 1711) αὐτοὺς εἰς τὴν ἄβυσσον ἕως τῆς κρίσεως καὶ τὰ ἑξῆς καὶ ταῦτα

μὲν ὁ Ἐνὼχ μαρτυρεῖ

5 σὺ γὰρ εἶ ὁ ποιήσας τὰ πάντα καὶ πάντων τὴν ἐξουσίαν ἔχων καὶ πάντα

ἐνώπιόν σου φανερὰ καὶ ἀκάλυπταmiddot καὶ πάντα ὁρᾷς καὶ οὐκ ἔστιν ὃ

κρυβῆναί σε δύναται

6 ὁρᾷς ὅσα ἐποίησεν Ἀζαὴλ καὶ (om Par gr 1711) ὅσα εἰσήνεγκεν (add

καὶ Par gr 1711) ὅσα ἐδίδαξεν ἀδικίας καὶ ἁμαρτίας ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πάντα

δόλον ἐπὶ τῆς ξηρᾶς ἐδίδαξε γὰρ τὰ μυστήρια καὶ ἀπεκάλυψε τῷ αἰῶνι τὰ

ἐν οὐρανῷ ἐπιτηδεύουσιν δὲ τὰ ἐπιτηδεύματα αὐτοῦ εἰδέναι τὰ μυστήρια

οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων

7 τῷ Σεμιαζᾷ τὴν ἐξουσίαν ἔδωκας ἔχειν τῶν σὺν αὐτῷ ἅμα ὄντων

8 καὶ ἐπορεύθησαν πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς καὶ

συνεκοιμήθησαν μετrsquo αὐτῶν καὶ ἐν ταῖς θηλείαις ἐμιάνθησαν καὶ

ἐδήλωσαν αὐταῖς πάσας τὰς ἁμαρτίας καὶ ἐδίδαξαν αὐτὰς μίσητρα

(μίσιτρα Par gr 1711) ποιεῖν

9 καὶ νῦν ἰδοὺ αἱ θυγατέρες τῶν ἀνθρώπων ἔτεκον ἐξ αὐτῶν υἱοὺς

γίγανταςmiddot κίβδηλα ἐπὶ τῆς (om Go) γῆς τῶν ἀνθρώπων ἐκκέχυται καὶ ὅλη

ἡ γῆ ἐπλήσθη ἀδικίας

10 καὶ νῦν ἰδοὺ τὰ πνεύματα τῶν ψυχῶν τῶν ἀποθανόντων ἀνθρώπων

ἐντυγχάνουσιν καὶ μέχρι τῶν πυλῶν τοῦ οὐρανοῦ ἀνέβη ὁ στεναγμὸς

αὐτῶν καὶ οὐ δύναται ἐξελθεῖν ἀπὸ προσώπου τῶν ἐπὶ τῆς γῆς γινομένων

ἀδικημάτων

11 καὶ σὺ αὐτὰ οἶδας πρὸ τῶν (τοῦ recte Par gr 1711) αὐτὰ γενέσθαι καὶ

ὁρᾷς αὐτοὺς καὶ ἐᾷς αὐτούς καὶ οὐδὲν λέγεις τί δεῖ ποιῆσαι αὐτοὺς (om

37

Go) περὶ τούτου

X

1 Τότε ὁ ὕψιστος εἶπε καὶ ὁ ἅγιος ὁ μέγας ἐλάλησε καὶ ἔπεμψε τὸν Οὐριὴλ

πρὸς τὸν υἱὸν (Go τοῦ) Λάμεχ λέγων

2 Πορεύου πρὸς τὸν Νῶε καὶ εἶπον αὐτῷ τῷ ἐμῷ ὀνόματι Κρύψον σεαυτόν

καὶ δήλωσον αὐτῷ τέλος ἐπερχόμενον ὅτι ἡ γῆ ἀπόλλυται πᾶσαmiddot καὶ εἶπον

αὐτῷ ὅτι κατακλυσμὸς μέλλει γίνεσθαι πάσης τῆς γῆς ἀπολέσαι πάντα

ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς

3 δίδαξον τὸν δίκαιον τί ποιήσει τὸν υἱὸν Λάμεχ καὶ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ εἰς

ζωὴν συντηρήσει καὶ ἐκφεύξεται διrsquo αἰῶνος καὶ ἐξ αὐτοῦ φυτευθήσεται

φύτευμα καὶ σταθήσεται πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

4 Καὶ τῷ Ῥαφαὴλ εἶπε Πορεύου Ῥαφαήλ καὶ δῆσον τὸν Ἀζαήλmiddot χερσὶ καὶ

ποσὶ συμπόδισον αὐτόν καὶ ἔμβαλε αὐτὸν εἰς τὸ σκότος καὶ ἄνοιξον τὴν

ἔρημον τὴν οὖσαν ἐν τῇ ἐρήμῳ Δουδαήλ καὶ ἐκεῖ πορευθεὶς βάλε αὐτόν

5 καὶ ὑπόθες αὐτῷ λίθους ὀξεῖς καὶ (om Go) λίθους τραχεῖς καὶ

ἐπικάλυψον αὐτῷ σκότος καὶ οἰκησάτω ἐκεῖ εἰς τὸν αἰῶνα καὶ τὴν ὄψιν

αὐτοῦ πώμασον καὶ φῶς μὴ θεωρείτωmiddot

6 καὶ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως ἀπαχθήσεται εἰς τὸν ἐμπυρισμὸν τοῦ

πυρός

7 καὶ ἴασαι τὴν γῆν ἣν ἠφάνισαν οἱ ἐγρήγοροι καὶ τὴν ἴασιν τῆς πληγῆς

δήλωσον ἵνα ἰάσωνται τὴν πληγὴν καὶ μὴ ἀπόλωνται πάντες οἱ υἱοὶ τῶν

ἀνθρώπων ἐν τῷ μυστηρίῳ ὃ εἶπον οἱ ἐγρήγοροι καὶ ἐδίδαξαν τοὺς υἱοὺς

τῶν ἀνθρώπων

8 καὶ ἠρημώθη πᾶσα ἡ γῆ ἐν τοῖς ἔργοις τῆς διδασκαλίας Ἀζαήλmiddot καὶ ἐπrsquo

αὐτῇ γράψον πάσας τὰς ἁμαρτίας

9 Καὶ τῷ Γαβριὴλ εἶπε Πορεύου Γαβριήλ ἐπὶ τοὺς γίγαντας ἐπὶ τοὺς

κιβδήλους ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς πορνείας καὶ ἀπόλεσαν τοὺς υἱοὺς τῶν

ἐγρηγόρων ἀπὸ τῶν υἱῶν τῶν ἀνθρώπωνmiddot πέμψον αὐτοὺς εἰς ἀλλήλους ἐξ

αὐτῶν εἰς αὐτούς ἐν πολέμῳ καὶ ἐν ἀπωλείᾳ καὶ μακρότης ἡμερῶν οὐκ

ἔσται αὐτοῖς

10 καὶ πᾶσα ἐρώτησις οὐκ ἔστι τοῖς πατράσιν αὐτῶν ὅτι ἐλπίζουσι ζῆσαι

ζωὴν αἰώνιον καὶ ὅτι ζήσεται ἕκαστος αὐτῶν ἔτη πεντακόσια

11 καὶ τῷ Μιχαὴλ εἶπε Πορεύου Μιχαήλ δῆσον Σεμιαζᾶν καὶ τοὺς ἄλλους

σὺν αὐτῷ τοὺς συμμιγέντας ταῖς θυγατράσι τῶν ἀνθρώπων τοῦ μιανθῆναι

ἐν αὐταῖς ἐν τῇ ἀκαθαρσίᾳ αὐτῶν

12 καὶ ὅταν κατασφαγῶσιν οἱ υἱοὶ αὐτῶν καὶ ἴδωσι τὴν ἀπώλειαν τῶν

ἀγαπητῶν αὐτῶν δῆσον αὐτοὺς ἐπὶ ἑβδομήκοντα γενεὰς εἰς τὰς νάπας

τῆς γῆς μέχρι ἡμέρας κρίσεως αὐτῶν μέχρι ἡμέρας τελειώσεως τελεσμοῦ

ἕως συντελεσθῇ κρίμα τοῦ αἰῶνος τῶν αἰώνων

13 τότε ἀπενεχθήσονται εἰς τὸ χάος τοῦ πυρὸς καὶ εἰς τὴν βάσανον καὶ εἰς

τὸ δεσμωτήριον τῆς συγκλείσεως τοῦ αἰῶνος

14 καὶ ὃς ἂν κατακρίθῃ καὶ ἀφανισθῇ ἀπὸ τοῦ νῦν μετrsquo αὐτῶν δεθήσεται

(δεηθήσεται recte Par gr 1711) μέχρι τελειώσεως γενεᾶς αὐτῶν

περὶ δὲ τοῦ ὄρους ἐν ᾧ ὤμοσαν καὶ ἀνεθεμέτισαν πρὸς τὸν πλησίον αὐτῶν

ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα οὐ μὴ ἀποστῇ ἀπrsquo αὐτοῦ ψῦχος καὶ χιὼν καὶ πάχνη καὶ

δρόσος οὐ μὴ καταβῇ εἰς αὐτό εἰ μὴ εἰς κατάραν καταβήσεται ἐπrsquo αὐτό

μέχρις ἡμέρας κρίσεως τῆς μεγάλης ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ κατακαυθήσεται

καὶ ταπεινωθήσεται καὶ ἔσται κατακαιόμενον καὶ τηκόμενον ὡς κηρὸς

ἀπὸ πυρός οὕτως κατακαήσεται περὶ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ καὶ νῦν

ἐγὼ λέγω ὑμῖν υἱοῖς ἀνθρώπων Ὀργὴ μεγάλη καθrsquo ὑμῶν laquoκαὶraquo κατὰ τῶν

38

υἱῶν ὑμῶν καὶ οὐ παύσεται ἡ ὀργὴ αὕτη ἀφrsquo ὑμῶν μέχρι καιροῦ σφαγῆς

τῶν υἱῶν ὑμῶν καὶ ἀπολοῦνται οἱ ἀγαπητοὶ ὑμῶν καὶ ἀποθανοῦνται οἱ

ἔντιμοι ὑμῶν ἀπὸ πάσης τῆς γῆς ὅτι πᾶσαι αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς αὐτῶν ἀπὸ

τοῦ νῦν οὐ μὴ ἔσονται πλείω τῶν ἑκατὸν εἴκοσιν ἐτῶν καὶ μὴ δόξητε ἔτι

ζῆσαι ἐπὶ πλείονα ἔτηmiddot οὐ γάρ ἐστιν ἐπrsquo αὐτοῖς πᾶσα ὁδὸς ἐκφεύξεως ἀπὸ

τοῦ νῦν διὰ τὴν ὀργὴν ἣν ὠργίσθη ὑμῖν ὁ βασιλεὺς πάντων τῶν αἰώνωνmiddot

μὴ νομίσητε ὅτι ἐκφεύξεσθε ταῦτα

XV

8 Καὶ νῦν οἱ γίγαντες οἱ γεννηθέντες ἀπὸ πνευμάτων καὶ σαρκὸς

πνεύματα πονηρὰ ἐπὶ τῆς γῆς καλέσουσιν αὐτούς ὅτι ἡ κατοίκησις αὐτῶν

ἔσται ἐπὶ τῆς γῆς

9 πνεύματα πονηρὰ ἔσονται τὰ πνεύματα ἐξεληλυθότα ἀπὸ τοῦ σώματος

τῆς σαρκὸς αὐτῶν διότι ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων ἐγένοντο καὶ ἐκ τῶν ἁγίων

τῶν ἐγρηγόρων ἡ ἀρχὴ τῆς κτίσεως αὐτῶν καὶ ἀρχὴ θεμελίουmiddot πνεύματα

πονηρὰ

10 ἐπὶ τῆς γῆς ἔσονται

11 τὰ πνεύματα τῶν γιγάντων νεμόμενα ἀδικοῦντα ἀφανίζοντα

ἐμπίπτοντα καὶ συμπαλαίοντα καὶ ῥιπτοῦντα ἐπὶ τῆς γῆς καὶ δρόμους

ποιοῦντα καὶ μηδὲν ἐσθίοντα ἀλλrsquo ἀσιτοῦντα καὶ ῥιπτοῦντα καὶ φάσματα

ποιοῦντα καὶ διψῶντα καὶ προσκόπτοντα

12 καὶ ἐξαναστήσονται τὰ πνεύματα ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων καὶ

τῶν γυναικῶν ὅτι ἐξ αὐτῶν ἐξεληλύθασι

XVI

1 Καὶ ἀπὸ ἡμέρας καιροῦ σφαγῆς καὶ ἀπωλείας καὶ θανάτου τῶν

γιγάντων ναφηλείμ οἱ ἰσχυροὶ τῆς γῆς οἱ μεγάλοι ὀνομαστοί τὰ

πνεύματα τὰ ἐκπορευόμενα ἀπὸ τῆς ψυχῆς αὐτῶν ὡς ἐκ τῆς σαρκὸς

ἔσονται ἀφανίζοντα χωρὶς κρίσεωςmiddot οὕτως ἀφανίσουσι μέχρις ἡμέρας τῆς

τελειώσεως ἕως τῆς κρίσεως τῆς μεγάλης ἐν ᾗ (ᾧ Par gr 1711) ὁ αἰὼν ὁ

μέγας τελεσθήσεται

XIX

3 ἀνθρώπων ὡς ἐγὼ εἶδον

XX

2 ὁ εἷς τῶν ἁγίων ὁ ἐπὶ τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ταρτάρου

3 Ῥαφαὴλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων τῶν ἀνθρώπων

4 Ῥαγουήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐκδικῶν τὸν κόσμον τῶν

φωστήρων

5 Μιχαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς ἐπὶ τῶν τοῦ λαοῦ ἀγαθῶν τέτακται

καὶ ἐπὶ τῷ χαῷ

6 Σαριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων οἵτινες ἐπὶ τῷ

πνεύματι ἁμαρτάνουσιν

7 Γαβριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τοῦ παραδείσου καὶ τῶν

δρακόντων καὶ χερουβίν Ῥεμειήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃν ἔταξεν ὁ

θεὸς ἐπὶ τῶν ἀνισταμένων ὀνόματα ζacute ἀρχαγγέλων

XXI

1 Καὶ ἐφώδευσα μέχρι τῆς ἀκατασκευάστου

2 καὶ ἐκεῖ ἐθεασάμην ἔργον φοβερόν ἑώρακα οὔτε οὐρανὸν ἐπάνω οὔτε

γῆν τεθεμελιωμένην ἀλλὰ τόπον ἀκατασκεύαστον καὶ φοβερόν

3 καὶ ἐκεῖ τεθέαμαι ζacute ἀστέρας τοῦ οὐρανοῦ δεδεμένους καὶ ἐριμμένους ἐν

αὐτῷ ὁμοῦ ὁμοίους ὁράσει μεγάλῃ καὶ ἐν πυρὶ καιομένους

4 τότε εἶπον Διὰ ποίαν αἰτίαν ἐπεδέθησαν καὶ διὰ ποίαν αἰτίαν ἐρίφησαν

39

ὧδε

5 καὶ εἶπέν μοι Οὐριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ μετrsquo

ἐμοῦ ὤν - καὶ

αὐτὸς αὐτῶν ἡγεῖτο - καὶ εἶπέν μοι Ἑνώχ περὶ τίνος

ἐρωτᾷς ἢ περὶ τίνος

τὴν ἀλήθειαν φιλοσπευδεῖς

6 οὗτοί εἰσιν τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ οἱ παραβάντες

τὴν ἐπιταγὴν τοῦ

κυρίου καὶ ἐδέθησαν ὧδε μέχρι πληρωθῆναι μύρια ἔτη

τὸν χρόνον τῶν

ἁμαρτημάτων αὐτῶν

7 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον τούτου

φοβερώτερον καὶ τεθέαμαι

ἔργα φοβεράmiddot πῦρ μέγα ἐκεῖ καιόμενον καὶ φλεγόμενον καὶ διακοπὴν

εἶχεν ὁ τόπος ἕως τῆς ἀβύσσου πλήρης στύλων πυρὸς μεγάλων

καταφερομένωνmiddot οὔτε μέτρον οὔτε μέγεθος ἠδυνήθην ἰδεῖν οὔτε εἰκάσαι

8 τότε εἶπον Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος οὗτος καὶ ὡς δεινὸς τῇ ὁράσει

9 τότε ἀπεκρίθη μοι καὶ εἶπεν

Incert

1 παρὰ (Par gr 1711 Go περὶ) δὲ τοῦ ὄρους ἐν ᾧ ὤμοσαν καὶ

ἀνεθεμάτισαν πρὸς τὸν πλησίον αὐτῶν ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα οὐ μὴ ἀποστῇ

ἀπrsquo αὐτοῦ ψῦχος καὶ χιὼν καὶ πάχνη καὶ δρόσος οὐ μὴ καταβῇ εἰς αὐτό εἰ

μὴ εἰς κατάραν καταβήσεται ἐπrsquo (Go εἰς) αὐτό μέχρις ἡμέρας κρίσεως τῆς

μεγάλης

2 ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ κατακαυθήσεται καὶ (Go om) ταπεινωθήσεται καὶ

ἔσται κατακαιόμενον καὶ τηκόμενον ὡς κηρὸς ἀπὸ πυρός οὕτως

κατακαήσεται περὶ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ

3 καὶ νῦν ἐγὼ λέγω ὑμῖν υἱοῖς ἀνθρώπων Ὀργὴ μεγάλη καθrsquo ὑμῶν κατὰ

τῶν υἱῶν ὑμῶνmiddot καὶ οὐ παύσεται ἡ ὀργὴ αὕτη ἀφrsquo ὑμῶν μέχρι καιροῦ

σφαγῆς τῶν υἱῶν ὑμῶν

4 καὶ ἀπολοῦνται οἱ ἀγαπητοὶ ὑμῶν καὶ ἀποθανοῦνται οἱ ἔντιμοι ὑμῶν

ἀπὸ πάσης τῆς γῆς ὅτι πᾶσαι αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς αὐτῶν ἀπὸ τοῦ νῦν οὐ μὴ

ἔσονται πλείω τῶν ἑκατὸν εἴκοσιν ἐτῶν

5 καὶ μὴ δόξητε ἔτι ζῆσαι ἐπὶ πλείονα ἔτηmiddot οὐ γάρ ἐστιν ἐπrsquo αὐτοῖς πᾶσα

ὁδὸς ἐκφεύξεως ἀπὸ τοῦ νῦν διὰ τὴν ὀργὴν ἣν ὠργίσθη ὑμῖν ὁ βασιλεὺς

πάντων τῶν αἰώνωνmiddot μὴ νομίσητε ὅτι ἐκφεύξεσθε ταῦτα

Περί των γιγάντων

καὶ ἦν νωε ἐτῶν πεντακοσίων καὶ ἐγέννησεν νωε τρεῖς υἱούς τὸν σημ τὸν χαμ τὸν

ιαφεθκαὶ ἐγένετο ἡνίκα ἤρξαντο οἱ ἄνθρωποι πολλοὶ γίνεσθαι ἐπὶ τῆς γῆς καὶ θυγατέρες

ἐγενήθησαν αὐτοῖς 2ἰδόντες δὲ οἱ υἱοὶ τοῦ θεοῦ τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων ὅτι καλαί

εἰσιν ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ πασῶν ὧν ἐξελέξαντο 3καὶ εἶπεν κύριος ὁ θεός οὐ

μὴ καταμείνῃ τὸ πνεῦμά μου ἐν τοῖς ἀνθρώποις τούτοις εἰς τὸν αἰῶνα διὰ τὸ εἶναι

αὐτοὺς σάρκας ἔσονται δὲ αἱ ἡμέραι αὐτῶν ἑκατὸν εἴκοσι ἔτη 4οἱ δὲ γίγαντες ἦσαν ἐπὶ

τῆς γῆς ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις καὶ μετ ἐκεῖνο ὡς ἂν εἰσεπορεύοντο οἱ υἱοὶ τοῦ

θεοῦ πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων καὶ ἐγεννῶσαν ἑαυτοῖς ἐκεῖνοι ἦσαν οἱ

γίγαντες οἱ ἀπ αἰῶνος οἱ ἄνθρωποι οἱ ὀνομαστοί

40

Παραθέτουμε ένα επεξηγηματικό κείμενο αναφορικά με τους γίγαντες από την

ιστοσελίδα httpwwwoodegrcom

laquoΕδώ πρόκειται για το θέμα στο οποίο αναφέρθηκε ο Ιησούς Χριστός στο

Ματθαίος κδ΄ 38 για τους προκατακλυσμιαίους ανθρώπους που ΄΄έτρωγαν και

έπιναν και παντρεύονταν΄΄ ώσπου ήρθε ο Κατακλυσμός Επ αυτών υπάρχουν

κάποιες παρατηρήσεις

1η παρατήρηση Το οριστικό άρθρο ΄΄οι΄΄ δείχνει ότι πρόκειται για κάποιους που

ήταν ήδη γνωστοί στους αναγνώστες της Γενέσεως προς τους οποίους απευθύνεται

ο Μωυσής δηλαδή προς τους Ισραηλίτες της εποχής του που λάβαιναν το Νόμο

2η παρατήρηση Το ότι ΄΄εν ταις ημέραις εκείναις ήσαν΄΄ υπονοεί 1 Είτε ότι δεν

υπήρχαν πλέον οι γίγαντες στη ΄΄γη΄΄ όταν γραφόταν η Γένεση δηλαδή κατά το 1500

πΧ 2 είτε ότι υπήρχαν και τότε

3η παρατήρηση Για ποια ΄΄γη΄΄ μιλάει 1 Είτε για τη συγκεκριμένη γη στην οποία

συνέβαιναν τα γεγονότα που αναγράφονται στα γύρω κεφάλαια (τη γη της

Μεσοποταμίας) 2 είτε γενικά για τη γύρω γη στην οποία είχαν επεκταθεί οι γίγαντες

και η φυλή Αδάμ Αυτό όμως δεν έχει σημασία καθώς η αναφορά γίνεται μόνο για

τον καιρό πρό τού Κατακλυσμού Είναι γεγονός όμως ότι στη γη Χαναάν οι

γίγαντες υπήρχαν και μετά από τον Κατακλυσμό

Αυτό φαίνεται στους Αριθμούς 13ιγ΄ 33 ΄΄και εκεί εωράκαμεν τους γίγαντας

(εβραϊκό Νεφιλείμ) και ήμεν ενώπιον αυτών ωσεί ακρίδες αλλά και ούτως ήμεν

ενώπιον αυτών΄΄

Αν αυτό φαίνεται παράξενο σε κάποιους που διδάχτηκαν ότι ο Κατακλυσμός ήταν

παγκόσμιος ας διαβάσουν τη μελέτη μας ΄΄Ήταν ο Κατακλυσμός Παγκόσμιος΄΄

Εκεί θα δουν τις Αγιογραφικές και ιστορικές αποδείξεις ότι επρόκειτο για έναν

τοπικό κατακλυσμό που έπληξε μόνο τη φυλή Αδάμ και μέλη μόνο των γύρω λαών

Επιβίωση από τον Κατακλυσμό

Το ότι οι Νεφιλείμ επεβίωσαν του Κατακλυσμού εξηγείται απλά

Είναι λογικό το ότι η φυλή των γιγάντων Νεφιλείμ δεν έμενε ολόκληρη στην

κοιλάδα της Μεσοποταμίας αλλά κάποιοι απ αυτούς διεσπάρησαν στις γύρω

περιοχές

Η Γένεση στο 7ζ΄ 20 γράφει ότι ο Κατακλυσμός είχε ύψος 15 πήχες (8- 9 μέτρα)

δηλαδή όσο χρειαζόταν για να καλύψει τις ψηλότερες περιοχές της χαμηλής

Μεσοποταμίας Όσοι όμως έμεναν στα ορεινά γύρω από την πληγείσα περιοχή

επεβίωσαν Άλλωστε ο Κατακλυσμός έγινε για τιμωρία της φυλής Αδάμ και όχι των

γύρω λαών όπως φαίνεται στη Γένεση 6ς΄ 5 - 7 όπου η λέξη που χρησιμοποιείται

στο Εβραϊκό κείμενο γι αυτούς με τους οποίους οργίστηκε ο Θεός είναι ΄΄Αδάμ΄΄

Για τους άλλους λαούς η Γένεση στο Εβραϊκό κείμενο χρησιμοποιεί άλλη λέξη

όπως φαίνεται στο Γένεσις 6ς΄ 4 [΄΄οι άνθρωποι (εβραϊκά ΄΄ενός΄΄) οι

ονομαστοί΄΄] και στο Γένεσις 13ιγ΄ 13 [΄΄οι δε άνθρωποι (εβραϊκά ΄΄ενός΄΄) οι εν

Σοδόμοις΄΄]

41

Μια τελευταία παρατήρηση ξεκινάει από το ίδιο εδάφιο της Γένεσης 6ς΄ 4 που λέει

΄΄Οι δε γίγαντες ήσαν επί τής γης εν ταις ημέραις εκείναις και μετ εκείνο ως αν

εισεπορεύοντο οι υιοί τού Θεού προς τας θυγατέρας τών ανθρώπων΄΄

Οι Νεφιλείμ λοιπόν υπήρχαν ακόμη ΄΄και μετά από εκείνο΄΄ το γεγονός που

περιγράφεται δηλαδή και μετά από την αύξηση του πληθυσμού στη

Μεσοποταμία Είναι λάθος να ταυτίζονται κατ ανάγκην οι Νεφιλείμ με τους γιους

των ισχυρών καθώς μια αβίαστη ανάγνωση του κειμένου δεν δείχνει τίποτα τέτοιο

Το μεταβατικό ΄΄δε΄΄ δείχνει ότι γίνεται λόγος για κάποιους άλλους και όχι για

τους γιούς των ισχυρών Οι γιοί των ισχυρών δεν είναι οι Νεφιλείμ αλλά οι ισχυροί

άνδρες της Μεσοποταμίας των άλλων φυλών που ζούσαν κοντά στη φυλή Αδάμ

Ίσως ο σκοπός του χωρίου είναι να δείξει ότι η φυλή των γιγάντων (η οποία

προβλημάτιζε τους Ισραηλίτες τον καιρό που ο Μωυσής έγραφε αυτά τα λόγια) ήταν

μια αρχαία φυλή σύγχρονη της επιμειξίας της φυλής Αδάμ με τους γιούς των

ισχυρών και ότι οι Νεφιλείμ επεβίωσαν ακόμη και μετά από την επιμειξία των

ισχυρών ανδρών της Μεσοποταμίας με τις ΄΄θυγατέρες Αδάμ΄΄ κατά την

προκατακλυσμιαία εποχή

Ίσως ακόμα η αναφορά αυτή να γίνεται για να δείξει ότι ο κατακλυσμός στρεφόταν

ειδικά κατά του λαού Αδάμ και όχι και των γύρω λαών εκ των οποίων

επεβίωσαν και οι Νεφιλείμ

Οι γίγαντες στην εποχή τού Ισραήλ

Σύμφωνα με την Αγία Γραφή η περιοχή στην οποία επεβίωσαν κάποιοι από τη

φυλή των γιγάντων Νεφιλείμ ήταν η Βασάν που ονομάζεται ΄΄γη γιγάντων΄΄

(Δευτερονόμιο γ΄ 13)

Πρόκειται για μία ορεινή περιοχή ανατολικά της Θάλασσας της Γαλιλαίας

κατάλληλη για επιβίωση των λαών της από τον Κατακλυσμό που έπληξε τη

Μεσοποταμία και το λαό Αδάμ (Όπως λέμε ΄΄λαός Ισραήλ΄΄)

Εκεί οι γίγαντες υπήρχαν όχι μόνο μετά από τον Κατακλυσμό αλλά και στις ημέρες

του Αβραάμ όπως φαίνεται στη Γένεση 14ιδ΄ 5 όπου λέει για τον Χοδολλογομόρ

και τους συμμάχους του ότι ΄΄κατέκοψαν τους γίγαντας τους εν Ασταρώθ

Καρναιν΄΄ στη Βασσάν

Και οι κατάσκοποι όμως των ημερών του Μωυσή βρήκαν τους Νεφιλείμ στη

Χαναάν όπως είδαμε στους Αριθμούς 13ιγ΄ 33 όπου μάλιστα ονομάζει τους

γίγαντες ΄΄Νεφιλείμ΄΄ Εκεί έχει μάλιστα και οριστικό άρθρο ΄΄τους Νεφιλείμ΄΄

πράγμα που δείχνει ότι δεν επρόκειτο για παρομοίωση αλλά για το γνωστό λαό

των Νεφιλείμ

Άλλα εδάφια όπως το Δευτερονόμιο 1α΄ 28 αναφερόμενο στο ίδιο γεγονός

ταυτίζει τους Νεφιλείμ με τους Ανακείμ που προφανώς ήταν απόγονοί τους

Με τους Ανακείμ συσχετίζει η Αγία Γραφή όλες τις φυλές γιγάντων που ζούσαν γύρω

από τη Θάλασσα της Γαλιλαίας όπως ήταν οι Ραφαείμ οι Εμμαίοι και οι

42

Ζουμζουμείμ τους οποίους εξολώθρευσαν οι απόγονοι του Λωτ (Δευτερονόμιο 2β΄

10112021)

Οι Ραφαείμ ήταν απόγονοι των Γιγάντων που επεβίωσαν από τον Κατακλυσμό και

δεν ήταν απόγονοι του Νώε καθώς δεν αναφέρονται στη Γένεση 10ι΄ όπου

αναφέρονται οι λαοί που κατάγονται από το Νώε Η σκέψη ότι ίσως να μην

αναφέρονται επειδή είναι πολύ νεώτεροι λαοί δεν ευσταθεί επειδή αναφέρονται στη

Γένεσις 14ιδ΄ 5 σαν λαός από την εποχή του Αβραάμ ακόμα και συνεπώς είναι

αρχαιότεροι λαοί από αυτούς που αναφέρονται ως απόγονοι του Νώε

Μετά από την εγκατάσταση των Ισραηλιτών στη Γη της Επαγγελίας οι υψηλόσωμες

αυτές φυλές εξολωθρεύτηκαν και δεν έμειναν Ανακείμ στο Ισραήλ Μόνο στη Γάζα

στη Γαθ και στην Άζωτο έμειναν αναμεμειγμένοι με τους Φιλισταίους (Ιησούς

Ναυή 11ια΄ 21 22)

Ένας απ αυτούς ήταν και ο Γολιάθ από τη Γαθ που σκοτώθηκε από τον Δαυίδ (Α΄

Σαμουήλ ιζ΄ 4 ΄΄Εξήλθεν Γολιάθ εκ της Γαθ΄΄)

Τον καιρό του Δαυίδ σκοτώθηκαν οι τελευταίοι γίγαντεςraquo1

1 httpwwwoodegrcomoodegenesiskatak1htm

43

Page 18: Η δημιουργία του κόσμου

18

5 σὺ γὰρ ἐποίησας τὰ πάντα καὶ πᾶσαν τὴν ἐξουσίαν ἔχων καὶ πάντα

ἐνώπιόν σου φανερὰ καὶ ἀκάλυπτα

6 καὶ πάντα σὺ ὁρᾷς ἃ ἐποίησεν Ἀζαήλ ὃς ἐδίδαξεν πάσας τὰς ἀδικίας ἐπὶ

τῆς γῆς καὶ ἐδήλωσεν τὰ μυστήρια τοῦ αἰῶνος τὰ ἐν τῷ οὐρανῷ ἃ

ἐπιτηδεύουσιν [καὶ] ἔγνωσαν ἄνθρωποι

7 καὶ Σεμιαζᾶς ᾧ τὴν ἐξουσίαν ἔδωκας ἄρχειν τῶν σὺν αὐτῷ ἅμα ὄντων

8 καὶ ἐπορεύθησαν πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς καὶ

συνεκοιμήθησαν αὐταῖς καὶ ἐμιάνθησαν καὶ ἐδήλωσαν αὐταῖς πάσας τὰς

ἁμαρτίας

9 καὶ αἱ γυναῖκες ἐγέννησαν τιτᾶνας ὑφrsquo ὧν ὅλη ἡ γῆ ἐπλήσθη αἵματος

καὶ ἀδικίας

10 καὶ νῦν ἰδοὺ βοῶσιν αἱ ψυχαὶ τῶν τετελευτηκότων καὶ ἐντυγχάνουσιν

μέχρι τῶν πυλῶν τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἀνέβη ὁ στεναγμὸς αὐτῶν καὶ οὐ

δύναται ἐξελθεῖν ἀπὸ προσώπου τῶν ἐπὶ τῆς γῆς γινομένων ἀνομημάτων

11 καὶ σὺ πάντα οἶδας πρὸ τοῦ αὐτὰ γενέσθαι καὶ σὺ ὁρᾷς ταῦτα καὶ ἐᾷς

αὐτούς καὶ οὐδὲ ἡμῖν λέγεις τί δεῖ ποιεῖν αὐτοὺς περὶ τούτων

X

1 Τότε Ὕψιστος εἶπεν περὶ τούτων ὁ μέγας Ἅγιος καὶ ἐλάλησεν καὶ εἶπεν

καὶ ἔπεμψεν Ἰστραὴλ πρὸς τὸν υἱὸν Λέμεχ

2 Εἶπον αὐτῷ ἐπὶ τῷ ἐμῷ ὀνόματι Κρύψον σεαυτόν καὶ δήλωσον αὐτῷ

τέλος ἐπερχόμενον ὅτι ἡ γῆ ἀπόλλυται πᾶσα καὶ κατακλυσμὸς μέλλει

γίνεσθαι πάσης τῆς γῆς καὶ ἀπολέσει πάντα ὅσα ἐστὶν [ἐν] αὐτῇ

3 καὶ δίδαξον αὐτὸν ὅπως ἐκφύγῃ καὶ μενεῖ τὸ σπέρμα αὐτοῦ εἰς πάσας

τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

4 Καὶ τῷ Ῥαφαὴλ εἶπεν Δῆσον τὸν Ἀζαὴλ ποσὶν καὶ χερσίν καὶ βάλε

αὐτὸν εἰς τὸ σκότος καὶ ἄνοιξον τὴν ἔρημον τὴν οὖσαν ἐν τῷ Δαδουὴλ

κἀκεῖ βάλε αὐτόν

5 καὶ ὑπόθες αὐτῷ λίθους τραχεῖς καὶ ὀξεῖς καὶ ἐπικάλυψον αὐτῷ τὸ

σκότος καὶ οἰκησάτω ἐκεῖ εἰς τοὺς αἰῶνας καὶ τὴν ὄψιν αὐτοῦ πώμασον

καὶ φῶς μὴ θεωρείτωmiddot

6 καὶ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς μεγάλης τῆς κρίσεως ἀπαχθήσεται εἰς τὸν

ἐνπυρισμόν

7 καὶ ἰαθήσεται ἡ γῆ ἣν ἠφάνισαν οἱ ἄγγελοι καὶ τὴν ἴασιν τῆς γῆς

δήλωσον ἵνα ἰάσωνται τὴν πληγήν ἵνα μὴ ἀπόλωνται πάντες οἱ υἱοὶ τῶν

ἀνθρώπων ἐν τῷ μυστηρίῳ ὅλῳ ᾧ ἐπέταξαν οἱ ἐγρήγοροι καὶ ἐδίδαξαν

τοὺς υἱοὺς αὐτῶν

8 καὶ ἠρημώθη πᾶσα ἡ γῆ ἀφανισθεῖσα ἐν τοῖς ἔργοις τῆς διδασκαλίας

Ἀζαήλmiddot καὶ ἐπrsquo αὐτῷ γράψον τὰς ἁμαρτίας πάσας

9 Καὶ τῷ Γαβριὴλ εἶπεν ὁ κύριος Πορεύου ἐπὶ τοὺς μαζηρέους ἐπὶ τοὺς

κιβδήλους καὶ τοὺς υἱοὺς τῆς πορνείας καὶ ἀπόλεσον τοὺς υἱοὺς τῶν

ἐγρηγόρων ἀπὸ τῶν ἀνθρώπωνmiddot πέμψον αὐτοὺς ἐν πολέμῳ ἀπωλείας

μακρότης γὰρ ἡμερῶν οὐκ ἔστιν αὐτῶν

10 καὶ πᾶσα ἐρώτησις [οὐκ] ἔσται τοῖς πατράσιν αὐτῶν καὶ περὶ αὐτῶν ὅτι

ἐλπίζουσιν ζῆσαι ζωὴν αἰώνιον καὶ ὅτι ζήσεται ἕκαστος αὐτῶν ἔτη

πεντακόσια

11 Καὶ εἶπεν Μιχαήλ Πορεύου καὶ δήλωσον Σεμιαζᾷ καὶ τοῖς λοιποῖς τοῖς

σὺν αὐτῷ ταῖς γυναιξὶν μιγεῖσιν μιανθῆναι ἐν αὐταῖς ἐν ἀκαθαρσίᾳ

αὐτῶνmiddot

12 καὶ ὅταν κατασφαγῶσιν οἱ υἱοὶ αὐτῶν καὶ ἴδωσιν τὴν ἀπώλειαν τῶν

ἀγαπητῶν καὶ δῆσον αὐτοὺς ἑβδομήκοντα γενεὰς εἰς τὰς νάπας τῆς γῆς

19

μέχρι ἡμέρας κρίσεως αὐτῶν καὶ συντελεσμοῦ ἕως τελεσθῇ τὸ κρίμα τοῦ

αἰῶνος τῶν αἰώνων

13 τότε ἀπαχθήσονται εἰς τὸ χάος τοῦ πυρὸς καὶ εἰς τὴν βάσανον καὶ εἰς

τὸ δεσμωτήριον συνκλείσεως αἰῶνος

14 καὶ ὃς ἂν κατακαυθῇ καὶ ἀφανισθῆ ἀπὸ τοῦ νῦν μετrsquo αὐτῶν ὁμοῦ

δεθήσονται μέχρι τελειώσεως γενεᾶς

15 ἀπόλεσον πάντα τὰ πνεύματα τῶν κιβδήλων καὶ τοὺς υἱοὺς τῶν

ἐγρηγόρων διὰ τὸ ἀδικῆσαι τοὺς ἀνθρώπους

16 καὶ ἀπόλεσον τὴν ἀδικίαν πᾶσαν ἀπὸ τῆς γῆς καὶ πᾶν ἔργον πονηρίας

ἐκλειπέτω καὶ ἀναφανήτω τὸ φυτὸν τῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς ἀληθείας εἰς

τοὺς αἰῶναςmiddot μετὰ χαρᾶς φυτευθήσεται

17 Καὶ νῦν πάντες οἱ δίκαιοι ἐκφεύξονται καὶ ἔσονται ζῶντες ἕως

γεννήσωσιν χιλιάδας καὶ πᾶσαι αἱ ἡμέραι νεότητος αὐτῶν καὶ τὰ

σάββατα αὐτῶν μετὰ εἰρήνης πληρώσουσιν

18 τότε ἐργασθήσεται πᾶσα ἡ γῆ ἐν δικαιοσύνῃ καὶ φυτευθήσεται δένδρον

ἐν αὐτῇ καὶ πλησθήσεται εὐλογίας

19 καὶ πάντα τὰ δένδρα τῆς γῆς ἀγαλλιάσονταιmiddot φυτευθήσεται καὶ

ἔσονται φυτεύοντες ἀμπέλους καὶ ἡ ἄμπελος ἣν ἂν φυτεύσωσιν

ποιήσουσιν πρόχους οἴνου χιλιάδας καὶ σπόρου ποιήσει καθrsquo ἕκαστον

μέτρον ἐλαίας ποιήσει ἀνὰ βάτους δέκα

20 καὶ σὺ καθάρισον τὴν γῆν ἀπὸ πάσης ἀκαθαρσίας καὶ ἀπὸ πάσης

ἀδικίας καὶ ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας καὶ ἀσεβείας καὶ πάσας τὰς ἀκαθαρσίας

τὰς γινομένας ἐπὶ τῆς γῆς ἐξάλειψον

21 καὶ ἔσονται πάντες λατρεύοντες οἱ λαοὶ καὶ εὐλογοῦντες πάντες ἐμοὶ

καὶ προσκυνοῦντες

22 καὶ καθαρισθήσεται πᾶσα ἡ γῆ ἀπὸ παντὸς μιάσματος καὶ ἀπὸ πάσης

ἀκαθαρσίας καὶ ὀργῆς καὶ μάστιγος καὶ οὐκέτι πέμψω ἐπrsquo αὐτοὺς εἰς

πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

XI

1 καὶ τότε ἀνοίξω τὰ ταμεῖα τῆς εὐλογίας τὰ ὄντα ἐν τῷ οὐρανῷ καὶ

κατενεγκεῖν αὐτὰ ἐπὶ τὰ ἔργα ἐπὶ τὸν κόπον τῶν υἱῶν τῶν ἀνθρώπων

2 καὶ τότε ἀλήθεια καὶ εἰρήνη κοινωνήσουσιν ὁμοῦ εἰς πάσας τὰς ἡμέρας

τοῦ αἰῶνος καὶ εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν ἀνθρώπων

XII

1 Πρὸ τούτων τῶν λόγων ἐλήμφθη Ἑνώχ καὶ οὐδεὶς τῶν ἀνθρώπων ἔγνω

ποῦ ἐλήμφθη καὶ ποῦ ἐστιν καὶ τί ἐγένετο αὐτῷ

2 καὶ τὰ ἔργα αὐτοῦ μετὰ τῶν ἐγρηγόρων καὶ μετὰ τῶν ἁγίων αἱ ἡμέραι

αὐτοῦ

3 Καὶ ἑστὼς ἤμην Ἑνὼχ εὐλογῶν τῷ κυρίῳ τῆς μεγαλωσύνης τῷ βασιλεῖ

τῶν αἰώνων καὶ ἰδοὺ οἱ ἐγρήγοροι τοῦ ἁγίου τοῦ μεγάλου ἐκάλουν μεmiddot

4 Ἑνώχ ὁ γραμματεὺς τῆς δικαιοσύνης πορεύου καὶ εἶπε τοῖς ἐγρηγόροις

τοῦ οὐρανοῦ οἵτινες ἀπολιπόντες τὸν οὐρανὸν τὸν ὑψηλόν τὸ ἁγίασμα τῆς

στάσεως τοῦ αἰῶνος μετὰ τῶν γυναικῶν ἐμιάνθησαν καὶ ὥσπερ οἱ υἱοὶ

τῆς γῆς ποιοῦσιν οὕτως καὶ αὐτοὶ ποιοῦσιν καὶ ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας

Ἀφανισμὸν μέγαν ἠφανίσατε τὴν γῆν

5 καὶ οὐκ ἔσται ὑμῖν εἰρήνη οὔτε ἄφεσις καὶ περὶ ὧν χαίρουσιν τῶν υἱῶν

αὐτῶν

6 τὸν φόνον τῶν ἀγαπητῶν αὐτῶν ὄψονται καὶ ἐπὶ τῇ ἀπωλείᾳ τῶν υἱῶν

αὐτῶν στενάξουσιν καὶ δεηθήσονται εἰς τὸν αἰῶνα καὶ οὐκ αὐτοῖς ἔσται

εἰς ἔλεον καὶ εἰρήνην

20

XIII

1 Ὁ δὲ Ἑνὼχ τῷ Ἀζαὴλ εἶπεν Πορεύουmiddot οὐκ ἔσται σοι εἰρήνη κρίμα μέγα

ἐξῆλθεν κατὰ σοῦ δῆσαί σε

2 καὶ ἀνοχὴ καὶ ἐρώτησίς σοι οὐκ ἔσται περὶ ὧν ἔδειξας ἀδικημάτων καὶ

περὶ πάντων τῶν ἔργων τῶν ἀσεβειῶν καὶ τῆς ἀδικίας καὶ τῆς ἁμαρτίας

ὅσα ὑπέδειξας τοῖς ἀνθρώποις

3 Τότε πορευθεὶς εἴρηκα πᾶσιν αὐτοῖς καὶ αὐτοὶ πάντες ἐφοβήθησαν καὶ

ἔλαβεν αὐτοὺς τρόμος καὶ φόβος

4 καὶ ἠρώτησαν ὅπως γράψω αὐτοῖς ὑπομνήματα ἐρωτήσεως ἵνα γένηται

αὐτοῖς ἄφεσις καὶ ἵνα ἐγὼ ἀναγνῶ αὐτοῖς τὸ ὑπόμνημα τῆς ἐρωτήσεως

ἐνώπιον Κυρίου τοῦ οὐρανοῦ

5 ὅτι αὐτοὶ οὐκ ἔτι δύνανται λαλῆσαι οὐδὲ ἀπᾶραι αὐτῶν τοὺς ὀφθαλμοὺς

εἰς τὸν οὐρανὸν ἀπὸ αἰσχύνης περὶ ὧν ἡμαρτήκεισαν καὶ κατεκρίθησαν

6 Τότε ἔγραψα τὸ ὑπόμνημα τῆς ἐρωτήσεως αὐτῶν καὶ τὰς δεήσεις περὶ

τῶν πνευμάτων αὐτῶν καὶ περὶ ὧν δέονται ὅπως αὐτῶν γένωνται ἄφεσις

καὶ μακρότης

7 καὶ πορευθεὶς ἐκάθισα ἐπὶ τῶν ὑδάτων Δὰν ἐν γῇ Δάν ἥτις ἐστὶν ἐκ

δεξιῶν Ἑρμωνειεὶμ δύσεωςmiddot ἀνεγίγνωσκον τὸ ὑπόμνημα τῶν δεήσεων

αὐτῶν

8 ὡς ἐκοιμήθην καὶ ἰδοὺ ὄνειροι ἐπrsquo ἐμὲ ἦλθον καὶ ὁράσεις ἐπrsquo ἐμὲ

ἐπέπιπτον καὶ ἴδον ὁράσεις ὀργῆς καὶ ἦλθεν φωνὴ λέγουσα Εἶπον τοῖς

υἱοῖς τοῦ οὐρανοῦ τοῦ ἐλέγξαι αὐτούς

9 Καὶ ἔξυπνος γενόμενος ἦλθον πρὸς αὐτούς καὶ πάντες συνηγμένοι

ἐκάθηντο πενθοῦντες ἐν Ἐβελσατά ἥτις ἐστὶν ἀνὰ μέσον τοῦ Λιβάνου καὶ

Σενισήλ περικεκαλυμμένοι τὴν ὄψιν

10 ἐνώπιον αὐτῶν καὶ ἀνήγγειλα αὐτοῖς πάσας τὰς ὁράσεις ἃς εἶδον κατὰ

τοὺς ὕπνους καὶ ἠρξάμην λαλεῖν τοὺς λόγους τῆς δικαιοσύνης ἐλέγχων

τοὺς ἐγρηγόρους τοῦ οὐρανοῦ

XIV

1 Βίβλος λόγων δικαιοσύνης καὶ ἐλέγξεως ἐγρηγόρων τῶν ἀπὸ τοῦ

αἰῶνος κατὰ τὴν ἐντολὴν τοῦ ἁγίου τοῦ μεγάλου ἐν ταύτῃ τῇ ὁράσει

2 Ἐγὼ εἶδον κατὰ τοὺς ὕπνους μου ὃ νῦν λέγω ἐν γλώσσῃ σαρκίνῃ ἐν τῷ

πνεύματι τοῦ στόματός μου ὃ ἔδωκεν ὁ μέγας τοῖς ἀνθρώποις λαλεῖν ἐν

αὐτοῖς καὶ νοήσει καρδίαςmiddot

3 ὃς ἔκτισεν καὶ ἔδωκεν ἐλέγξασθαι ἐγρηγόρους τοὺς υἱοὺς τοῦ οὐρανοῦ

4 Ἐγὼ τὴν ἐρώτησιν ὑμῶν τῶν ἀγγέλων ἔγραψα καὶ ἐν τῇ ὁράσει μου

τοῦτο ἐδείχθηmiddot καὶ οὔτε ἡ ἐρώτησις ὑμῶν παρεδέχθη

5 ἵνα μηκέτι εἰς τὸν οὐρανὸν ἀναβῆτε ἐπὶ πάντας τοὺς αἰῶνας καὶ ἐν τοῖς

δεσμοῖς τῆς γῆς ἐρρέθη δῆσαι ὑμᾶς εἰς πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

6 καὶ ἵνα περὶ τούτων ἴδητε τὴν ἀπώλειαν τῶν υἱῶν ὑμῶν τῶν ἀγαπητῶν

καὶ ὅτι οὐκ ἔσται ὑμῖν ὄνησις αὐτῶν ἀλλὰ πεσοῦνται ἐνώπιον ὑμῶν ἐν

μαχαίρᾳ

7 καὶ ἡ ἐρώτησις ὑμῶν περὶ αὐτῶν οὐκ ἔσται οὐδὲ περὶ ὑμῶνmiddot καὶ ὑμεῖς

κλαίοντες καὶ δεόμενοι καὶ μὴ λαλοῦντες πᾶν ῥῆμα ἀπὸ τῆς γραφῆς ἧς

ἔγραψα

8 Καὶ ἐμοὶ ἐφrsquo ὁράσει οὕτως ἐδείχθηmiddot ἰδοὺ νεφέλαι ἐν τῇ ὁράσει ἐκάλουν

καὶ ὁμίχλαι με ἐφώνουν καὶ διαδρομαὶ τῶν ἀστέρων καὶ διαστραπαί με

κατεσπούδαζον καὶ ἐθορύβαζόν με καὶ ἄνεμοι ἐν τῇ ὁράσει μου

ἐξεπέτασάν με

9 καὶ ἐπῆράν με ἄνω καὶ εἰσήνεγκάν με εἰς τὸν οὐρανόν καὶ εἰσῆλθον

21

μέχρις ἤγγισα τείχους οἰκοδομῆς ἐν λίθοις χαλάζης καὶ γλώσσης πυρὸς

κύκλῳ αὐτῶνmiddot καὶ ἤρξαντο ἐκφοβεῖν με

10 Καὶ εἰσῆλθον εἰς τὰς γλώσσας τοῦ πυρός καὶ ἤγγισα εἰς οἶκον μέγαν

οἰκοδομημένον ἐν λίθοις χαλάζης καὶ οἱ τοῖχοι τοῦ οἴκου ὡς λιθόπλακες

καὶ πᾶσαι ἦσαν ἐκ χιόνος καὶ ἐδάφη χιονικά

11 καὶ αἱ στέγαι ὡς διαδρομαὶ ἀστέρων καὶ ἀστραπαί καὶ μεταξὺ αὐτῶν

χερουβὶν πύρινα καὶ οὐρανὸς αὐτῶν ὕδωρ

12 καὶ πῦρ φλεγόμενον κύκλῳ τῶν τειχῶν καὶ θύραι πυρὶ καιόμεναι

13 εἰσῆλθον εἰς τὸν οἶκον ἐκεῖνον θερμὸν ὡς πῦρ καὶ ψυχρὸν ὡς χιών καὶ

πᾶσα τροφὴ ζωῆς οὐκ ἦν ἐν αὐτῷmiddot φόβος με ἐκάλυψεν καὶ τρόμος με

ἔλαβεν

14 καὶ ἤμην σειόμενος καὶ τρέμων καὶ ἔπεσον ἐθεώρουν ἐν τῇ ὁράσει

μου

15 καὶ ἰδοὺ ἄλλη θύρα ἀνεῳγμένη κατέναντί μου καὶ ὁ οἶκος μείζων

τούτου καὶ ὅλος οἰκοδομημένος ἐν γλώσσαις πυρός

16 καὶ ὅλος διαφέρων ἐν δόξῃ καὶ ἐν τιμῇ καὶ ἐν μεγαλωσύνῃ ὥστε μὴ

δύνασθαί με ἐξειπεῖν ὑμῖν περὶ τῆς δόξης καὶ περὶ τῆς μεγαλωσύνης

αὐτοῦ

17 τὸ ἔδαφος αὐτοῦ ἦν πυρός τὸ δὲ ἀνώτερον αὐτοῦ ἦσαν ἀστραπαὶ καὶ

διαδρομαὶ ἀστέρων καὶ ἡ στέγη αὐτοῦ ἦν πῦρ φλέγον

18 Ἐθεώρουν δὲ καὶ εἶδον θρόνον ὑψηλόν καὶ τὸ εἶδος αὐτοῦ ὡσεὶ

κρυστάλλινον καὶ τροχὸς ὡς ἡλίου λάμποντος καὶ ὄρος χερουβίν

19 καὶ ὑποκάτω τοῦ θρόνου ἐξεπορεύοντο ποταμοὶ πυρὸς φλεγόμενοι καὶ

οὐκ ἐδυνάσθην ἰδεῖν

20 καὶ ἡ δόξα ἡ μεγάλη ἐκάθητο ἐπrsquo αὐτῷmiddot τὸ περιβόλαιον αὐτοῦ ὡς εἶδος

ἡλίου λαμπρότερον καὶ λευκότερον πάσης χιόνος

21 καὶ οὐκ ἐδύνατο πᾶς ἄγγελος παρελθεῖν εἰς τὸν οἶκον τοῦτον καὶ ἰδεῖν

τὸ πρόσωπον αὐτοῦ διὰ τὸ ἔντιμον καὶ ἔνδοξον καὶ οὐκ ἐδύνατο πᾶσα

σὰρξ ἰδεῖν αὐτοῦ

22 τὸ πῦρ φλεγόμενον κύκλῳmiddot καὶ πῦρ μέγα παρειστήκει αὐτῷ καὶ οὐδεὶς

ἐγγίζει αὐτῷ κύκλῳ μυρίαι μυριάδες ἑστήκασιν ἐνώπιον αὐτοῦ καὶ πᾶς

λόγος αὐτοῦ ἔργον

23 καὶ οἱ ἅγιοι τῶν ἀγγέλων οἱ ἐγγίζοντες αὐτῷ οὐκ ἀποχωροῦσιν νυκτὸς

οὔτε ἀφίστανται αὐτοῦ

24 Κἀγὼ ἤμην ἕως τούτου ἐπὶ πρόσωπόν μου βεβλημένος καὶ τρέμων καὶ

ὁ κύριος τῷ στόματι αὐτοῦ ἐκάλεσέν με καὶ εἶπέν μοι Πρόσελθε ὧδε

Ἑνώχ καὶ τὸν λόγον μου ἄκουσον

25 καὶ προσελθών μοι εἷς τῶν ἁγίων ἤγειρέν με καὶ ἔστησέν με καὶ

προσήγαγέν με μέχρι τῆς θύραςmiddot ἐγὼ δὲ τὸ πρόσωπόν μου κάτω ἔκυφον

XV

1 Καὶ ἀποκριθεὶς εἶπέν μοι Ὁ ἄνθρωπος ὁ ἀληθινός ἄνθρωπος τῆς

ἀληθείας ὁ γραμματεύςmiddot καὶ τῆς φωνῆς αὐτοῦ ἤκουσαmiddot μὴ φοβηθῇς Ἑνώχ

ἄνθρωπος ἀληθινὸς καὶ γραμματεὺς τῆς ἀληθείαςmiddot πρόσελθε ὧδε καὶ τῆς

φωνῆς μου ἄκουσον

2 πορεύθητι καὶ εἶπε τοῖς πέμψασίν σε Ἐρωτῆσαι ὑμᾶς ἔδει περὶ τῶν

ἀνθρώπων καὶ μὴ τοὺς ἀνθρώπους περὶ ὑμῶν

3 διὰ τί ἀπελίπετε τὸν οὐρανὸν τὸν ὑψηλὸν τὸν ἅγιον τοῦ αἰῶνος καὶ

μετὰ τῶν γυναικῶν ἐκοιμήθητε καὶ μετὰ τῶν θυγατέρων τῶν ἀνθρώπων

ἐμιάνθητε καὶ ἐλάβετε ἑαυτοῖς γυναῖκας ὥσπερ υἱοὶ τῆς γῆς ἐποιήσατε

καὶ ἐγεννήσατε ἑαυτοῖς τέκνα υἱοὺς γίγαντας

22

4 καὶ ὑμεῖς ἦτε ἅγιοι καὶ πνεύματα ζῶντα αἰώνια ἐν τῷ αἵματι τῶν

γυναικῶν ἐμιάνθητε καὶ ἐν αἵματι σαρκὸς ἐγεννήσατε καὶ ἐν αἵματι

ἀνθρώπων ἐπεθυμήσατε καθὼς καὶ αὐτοὶ ποιοῦσιν σάρκα καὶ αἷμα

οἵτινες ἀποθνήσκουσιν καὶ ἀπόλλυνται

5 διὰ τοῦτο ἔδωκα αὐτοῖς θηλείας ἵνα σπερματίζουσιν εἰς αὐτὰς καὶ

τεκνώσουσιν ἐν αὐταῖς τέκνα οὕτως ἵνα μὴ ἐκλείπῃ αὐτοῖς πᾶν ἔργον ἐπὶ

τῆς γῆς

6 ὑμεῖς δὲ ὑπήρχετε πνεύματα ζῶντα αἰώνια καὶ οὐκ ἀποθνήσκοντα εἰς

πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

7 καὶ διὰ τοῦτο οὐκ ἐποίησα ἐν ὑμῖν θηλείαςmiddot τὰ πνεύματα τοῦ οὐρανοῦ ἐν

τῷ οὐρανῷ ἡ κατοίκησις αὐτῶν

8 καὶ νῦν οἱ γίγαντες οἱ γεννηθέντες ἀπὸ τῶν πνευμάτων καὶ σαρκὸς

πνεύματα ἰσχυρὰ ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐν τῇ γῇ ἡ κατοίκησις αὐτῶν ἔσται

9 πνεύματα πονηρὰ ἐξῆλθον ἀπὸ τοῦ σώματος αὐτῶν διότι ἀπὸ τῶν

ἀνωτέρων ἐγένοντο καὶ ἐκ τῶν ἁγίων ἐγρηγόρων ἡ ἀρχὴ τῆς κτίσεως

αὐτῶν καὶ ἀρχὴ θεμελίουmiddot πνεύματα πονηρὰ κληθήσεται

10 πνεύματα οὐρανοῦ ἐν τῷ οὐρανῷ ἡ κατοίκησις αὐτῶν ἔσται καὶ τὰ

πνεύματα ἐπὶ τῆς γῆς τὰ γεννηθέντα ἐπὶ τῆς γῆς ἡ κατοίκησις αὐτῶν

ἔσται

11 καὶ τὰ πνεύματα τῶν γιγάντων νεφέλας ἀδικοῦντα ἀφανίζοντα καὶ

ἐνπίπτοντα καὶ συνπαλαίοντα καὶ συνρίπτοντα ἐπὶ τῆς γῆς πνεύματα

σκληρὰ γιγάντων καὶ δρόμους ποιοῦντα καὶ μηδὲν ἐσθίοντα ἀλλrsquo

ἀσιτοῦντα καὶ διψῶντα καὶ προσκόπτοντα πνεύματα

12 καὶ ἐξαναστήσει ταῦτα εἰς τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν

γυναικῶν ὅτι ἐξεληλύθασιν ἀπrsquo αὐτῶν

XVI

1 ἀπὸ ἡμέρας σφαγῆς καὶ ἀπωλείας καὶ θανάτου ἀφrsquo ὧν τὰ πνεύματα

ἐκπορευόμενα ἐκ τῆς ψυχῆς τῆς σαρκὸς αὐτῶν ἔσται ἀφανίζοντα χωρὶς

κρίσεωςmiddot οὕτως ἀφανίσουσιν μέχρις ἡμέρας τελειώσεως τῆς κρίσεως τῆς

μεγάλης ἐν ᾗ ὁ αἰὼν ὁ μέγας τελεσθήσεται

2 καὶ νῦν ἐγρηγόροις τοῖς πέμψασίν σε ἐρωτῆσαι περὶ αὐτῶν οἵτινες ἐν

οὐρανῷ ἦσαν

3 Ὑμεῖς ἐν τῷ οὐρανῷ ἦτε καὶ πᾶν μυστήριον ὃ οὐκ ἀνεκαλύφθη ὑμῖν καὶ

μυστήριον τὸ ἐκ τοῦ θεοῦ γεγενημένον ἔγνωτε καὶ τοῦτο ἐμηνύσατε ταῖς

γυναιξὶν ἐν ταῖς σκληροκαρδίαις ὑμῶν καὶ ἐν τῷ μυστηρίῳ τούτῳ

πληθύνουσιν αἱ θήλειαι καὶ οἱ ἄνθρωποι τὰ κακὰ ἐπὶ τῆς γῆς

4 εἶπον οὖν αὐτοῖς Οὐκ ἔστιν εἰρήνη

XVII

1 Καὶ παραλαβόντες με εἴς τινα τόπον ἀπήγαγον ἐν ᾧ οἱ ὄντες ἐκεῖ

γίνονται ὡς πῦρ φλέγον καὶ ὅταν θέλωσιν φαίνονται ὡσεὶ ἄνθρωποι

2 Καὶ ἀπήγαγόν με εἰς ζοφώδη τόπον καὶ εἰς ὄρος οὗ ἡ κεφαλὴ ἀφικνεῖτο

εἰς τὸν οὐρανόν

3 καὶ εἶδον τόπον τῶν φωστήρων καὶ τοὺς θησαυροὺς τῶν ἀστέρων καὶ

τῶν βροντῶν καὶ εἰς τὰ ἀεροβαθῆ ὅπου τόξον πυρὸς καὶ τὰ βέλη καὶ τὰς

θήκας αὐτῶν καὶ τὰς ἀστραπὰς πάσας

4 Καὶ ἀπήγαγόν με μέχρι ὑδάτων καὶ μέχρι πυρὸς δύσεως ὅ ἐστιν καὶ

παρέχον πάσας τὰς δύσεις τοῦ ἡλίου

5 καὶ ἤλθομεν μέχρι ποταμοῦ πυρός ἐν ᾧ κατατρέχει τὸ πῦρ ὡς ὕδωρ καὶ

ῥέει εἰς θάλασσαν μεγάλην δύσεως

6 ἴδον τοὺς μεγάλους ποταμούς καὶ μέχρι τοῦ μεγάλου ποταμοῦ καὶ μέχρι

23

τοῦ μεγάλου σκότους κατήντησα καὶ ἀπῆλθον ὅπου πᾶσα σὰρξ οὐ

περιπατεῖ

7 ἴδον τοὺς ἀνέμους τῶν γνόφων τοὺς χειμερινοὺς καὶ τὴν ἔκχυσιν τῆς

ἀβύσσου πάντων ὑδάτων

8 ἴδον τὸ στόμα τῆς γῆς πάντων τῶν ποταμῶν καὶ τὸ στόμα τῆς ἀβύσσου

XVIII

1 ἴδον τοὺς θησαυροὺς τῶν ἀνέμων πάντων ἴδον ὅτι ἐν αὐτοῖς ἐκόσμησεν

πάσας τὰς κτίσεις καὶ τὸν θεμέλιον τῆς γῆς καὶ τὸν λίθον ἴδον τῆς γωνίας

τῆς γῆς

2 ἴδον τοὺς τέσσαρας ἀνέμους τὴν γῆν βαστάζοντας

3 καὶ τὸ στερέωμα τοῦ οὐρανοῦ καὶ αὐτοὶ ἱστᾶσιν μεταξὺ γῆς καὶ

οὐρανοῦ

4 ἴδον ἀνέμους τῶν οὐρανῶν στρέφοντας καὶ διανεύοντας τὸν τροχὸν τοῦ

ἡλίου καὶ πάντας τοὺς ἀστέρας

5 ἴδον τοὺς ἐπὶ τῆς γῆς ἀνέμους βαστάζοντας ἐν νεφέλῃ ἴδον πέρατα τῆς

γῆς τὸ στήριγμα τοῦ οὐρανοῦ ἐπάνω

6 Παρῆλθον καὶ ἴδον τόπον καιόμενον νυκτὸς καὶ ἡμέρας ὅπου τὰ ἑπτὰ

ὄρη ἀπὸ λίθων πολυτελῶν [τρία] εἰς ἀνατολὰς καὶ τρία εἰς νότον

βάλλοντα

7 καὶ τὰ μὲν πρὸς ἀνατολὰς ἀπὸ λίθου χρώματος τὸ δὲ ἦν ἀπὸ λίθου

μαργαρίτου καὶ τὸ ἀπὸ λίθου ταθέν τὸ δὲ κατὰ νότον ἀπὸ λίθου πυρροῦmiddot

8 τὸ δὲ μέσον αὐτῶν ἦν εἰς οὐρανόν ὥσπερ θρόνος θεοῦ ἀπὸ λίθου φουκά

καὶ ἡ κορυφὴ τοῦ θρόνου ἀπὸ λίθου σαφφείρουmiddot

9 καὶ πῦρ καιόμενον ἴδον κἀπέκεινα τῶν ὀρέων τούτων

10 τόπος ἐστὶν πέρας τῆς μεγάλης γῆςmiddot ἐκεῖ συντελεσθήσονται οἱ οὐρανοί

11 καὶ ἴδον χάσμα μέγα εἰς τοὺς στύλους τοῦ πυρὸς καταβαίνοντας καὶ

οὐκ ἦν μέτρον οὔτε εἰς βάθος οὔτε εἰς ὕψος

12 καὶ ἐπέκεινα τοῦ χάσματος τούτου ἴδον τόπον ὅπου οὐδὲ στερέωμα

οὐρανοῦ ἐπάνω οὔτε γῆ ᾖ τεθεμελιωμένη ὑποκάτω αὐτοῦ οὔτε ὕδωρ ἦν

ὑπὸ αὐτὸ οὔτε πετεινόν ἀλλὰ τόπος ἦν ἔρημος καὶ φοβερός

13 ἐκεῖ ἴδον ἑπτὰ ἀστέρας ὡς ὄρη μεγάλα καιόμενα περὶ ὧν

πυνθανομένῳ μοι

14 εἶπεν ὁ ἄγγελος Οὗτός ἐστιν ὁ τόπος τὸ τέλος τοῦ οὐρανοῦ καὶ γῆςmiddot

δεσμωτήριον τοῦτο ἐγένετο τοῖς ἄστροις καὶ ταῖς δυνάμεσιν τοῦ οὐρανοῦ

15 καὶ οἱ ἀστέρες οἱ κυλιόμενοι ἐν τῷ πυρί οὗτοί εἰσιν οἱ παραβάντες

πρόσταγμα κυρίου ἐν ἀρχῇ τῆς ἀνατολῆς αὐτῶν - ὅτι τόπος ἔξω τοῦ

οὐρανοῦ κενός ἐστιν - ὅτι οὐκ ἐξῆλθαν ἐν τοῖς καιροῖς αὐτῶν

16 καὶ ὀργίσθη αὐτοῖς καὶ ἔδησεν αὐτοὺς μέχρι καιροῦ τελειώσεως αὐτῶν

ἁμαρτίας laquoαὐτῶνraquo ἐνιαυτῶν μυρίων

XIX

1 Καὶ εἶπέν μοι Οὐριήλ Ἐνθάδε οἱ μιγέντες ἄγγελοι ταῖς γυναιξὶν

στήσονται καὶ τὰ πνεύματα αὐτῶν πολύμορφα γενόμενα λυμαίνεται τοὺς

ἀνθρώπους καὶ πλανήσει αὐτοὺς ἐπιθύειν τοῖς δαιμονίοις μέχρι τῆς

μεγάλης κρίσεως ἐν ᾗ κριθήσονται εἰς ἀποτελείωσιν

2 καὶ αἱ γυναῖκες αὐτῶν τῶν παραβάντων ἀγγέλων εἰς σειρῆνας

γενήσονται

3 κἀγὼ Ἑνὼχ ἴδον τὰ θεωρήματα μόνος τὰ πέρατα πάντων καὶ οὐ μὴ ἴδῃ

οὐδὲ εἷς ἀνθρώπων ὡς ἐγὼ ἴδον

XX

1 Ἄγγελοι τῶν δυνάμεων

24

2 Οὐριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ταρτάρου

3 Ῥαφαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων τῶν ἀνθρώπων

4 Ῥαγουήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐκδικῶν τὸν κόσμον τῶν

φωστήρων

5 Μιχαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν τοῦ λαοῦ ἀγαθῶν

τεταγμένος καὶ ἐπὶ τῷ χάῳ

6 Σαριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων οἵτινες ἐπὶ τῷ

πνεύματι ἁμαρτάνουσιν

7 Γαβριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τοῦ παραδείσου καὶ τῶν

δρακόντων καὶ χερουβείν ἀρχαγγέλων ὀνόματα ἑπτά

XXI

1 Καὶ ἐφώδευσα ἕως τῆς ἀκατασκευάστου

2 κἀκεῖ ἐθεασάμην ἔργον φοβερόνmiddot ἑώρακα οὔτε οὐρανὸν ἐπάνω οὔτε γῆν

τεθέαμαι τεθεμελιωμένην ἀλλὰ τόπον ἀκατασκεύαστον καὶ φοβερόν

3 καὶ ἐκεῖ τεθέαμαι ἑπτὰ τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ δεδεμένους καὶ

ἐρριμμένους ἐν αὐτῷ ὁμοίους ὄρεσιν μεγάλοις καὶ ἐν πυρὶ καιομένους

4 τότε εἶπον Διὰ ποίαν αἰτίαν ἐπεδέθησαν καὶ διὰ τί ὧδε ἐρίφησαν

5 τότε εἶπέν μοι Οὐριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν - καὶ

αὐτὸς ἡγεῖτο αὐτῶν - καὶ εἶπέν μοι Ἑνώχ περὶ τίνος ἐρωτᾷς ἢ περὶ τίνος

τὴν ἀλήθειαν φιλοσπευδεῖς

6 οὗτοί εἰσιν τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ οἱ παραβάντες τὴν ἐπιταγὴν τοῦ

κυρίου καὶ ἐδέθησαν ὧδε μέχρι τοῦ πληρῶσαι μύρια ἔτη τὸν χρόνον τῶν

ἁμαρτημάτων αὐτῶν

7 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον τούτου φοβερώτερον καὶ τεθέαμαι

ἔργα φοβερώτερα πῦρ μέγα ἐκεῖ καιόμενον καὶ φλεγόμενον καὶ διακοπὴν

εἶχεν ὁ τόπος ἕως τῆς ἀβύσσου πλήρης στύλων πυρὸς μεγάλου

καταφερομένωνmiddot οὔτε μέτρον οὔτε πλάτος ἠδυνήθην ἰδεῖν οὐδὲ εἰκάσαι

8 τότε εἶπον Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος καὶ ὡς δεινὸς τῇ ὁράσει

9 τότε ἀπεκρίθη μοι ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν καὶ εἶπέν

μοι Ἑνώχ διὰ τί ἐφοβήθης οὕτως καὶ ἐπτοήθης καὶ ἀπεκρίθην Περὶ

τούτου τοῦ φοβεροῦ καὶ περὶ τῆς προσόψεως τῆς δεινῆς

10 καὶ εἶπεν Οὗτος ὁ τόπος δεσμωτήριον ἀγγέλωνmiddot ὧδε συνσχεθήσονται

μέχρι αἰῶνος εἰς τὸν αἰῶνα

XXII

1 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον καὶ ἔδειξέν μοι πρὸς δυσμὰς ἄλλο

ὄρος μέγα καὶ ὑψηλόν πέτρας στερεάς

2 καὶ τέσσαρες τόποι ἐν αὐτῷ κοῖλοι βάθος ἔχοντες καὶ λίαν λεῖοι τρεῖς

αὐτῶν σκοτινοὶ καὶ εἷς φωτινός καὶ πηγὴ ὕδατος ἀνὰ μέσον αὐτοῦ καὶ

εἶπον Πῶς λεῖα τὰ κοιλώματα ταῦτα καὶ ὁλοβαθῆ καὶ σκοτινὰ τῇ ὁράσει

3 τότε ἀπεκρίθη Ῥαφαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν καὶ

εἶπέν μοι Οὗτοι οἱ τόποι οἱ κοῖλοι ἵνα ἐπισυνάγωνται εἰς αὐτοὺς τὰ

πνεύματα τῶν ψυχῶν τῶν νεκρῶν εἰς αὐτὸ τοῦτο ἐκρίθησαν ὥδε

ἐπισυνάγεσθαι πάσας τὰς ψυχὰς τῶν ἀνθρώπων

4 καὶ οὗτοι οἱ τόποι εἰς ἐπισύνσχεσιν αὐτῶν ἐποίησαν μέχρι τῆς ἡμέρας

τῆς κρίσεως αὐτῶν καὶ μέχρι τοῦ διορισμοῦ καὶ διορισμένου χρόνου ἐν ᾧ ἡ

κρίσις ἡ μεγάλη ἔσται ἐν αὐτοῖς

5 τεθέαμαι ἀνθρώπους νεκροὺς ἐντυγχάνοντας καὶ ἡ φωνὴ αὐτοῦ μέχρι

τοῦ οὐρανοῦ προέβαινεν καὶ ἐνετύγχανεν

6 καὶ ἠρώτησα Ῥαφαὴλ τὸν ἄγγελον ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν καὶ εἶπα αὐτῷ Τοῦτο

τὸ πνεῦμα τὸ ἐντυγχάνον τίνος ἐστίν διrsquo ὃ οὕτως ἡ φωνὴ αὐτοῦ προβαίνει

25

καὶ ἐντυγχάνει ἕως τοῦ οὐρανοῦ

7 καὶ ἀπεκρίθη μοι λέγων Τοῦτο τὸ πνεῦμά ἐστιν τὸ ἐξελθὸν ἀπὸ Ἄβελ ὃν

ἐφόνευσε Κάιν ὁ ἀδελφός καὶ Ἄβελ ἐντυγχάνει περὶ αὐτοῦ μέχρι τοῦ

ἀπολέσαι τὸ σπέρμα αὐτοῦ ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς καὶ ἀπὸ τοῦ

σπέρματος τῶν ἀνθρώπων ἀφανθῇ τὸ σπέρμα αὐτοῦ

8 Τότε ἠρώτησα περὶ τῶν κυκλωμάτων πάντων διὰ τί ἐχωρίσθησαν ἓν

ἀπὸ τοῦ ἑνός

9 καὶ ἀπεκρίθη μοι λέγων Οὗτοι οἱ τρεῖς ἐποιήθησαν χωρίζεσθαι τὰ

πνεύματα τῶν νεκρῶνmiddot καὶ οὕτως ἐχωρίσθη εἰς τὰ πνεύματα τῶν δικαίων

οὗ ἡ πηγὴ τοῦ ὕδατος ἐν αὐτῷ φωτινήmiddot

10 καὶ οὕτως ἐκτίσθη τῶν ἁμαρτωλῶν ὅταν ἀποθάνωσιν καὶ ταφῶσιν εἰς

τὴν γῆν καὶ κρίσις οὐκ ἐγενήθη ἐπrsquo αὐτῶν ἐν τῇ ζωῇ αὐτῶν

11 ὧδε χωρίζεται τὰ πνεύματα αὐτῶν εἰς τὴν μεγάλην βάσανον ταύτην

μέχρι τῆς μεγάλης ἡμέρας τῆς κρίσεως τῶν μαστίγων καὶ τῶν βασάνων

τῶν κατηραμένων μέχρι αἰῶνοςmiddot ἦν ἀνταπόδοσις τῶν πνευμάτωνmiddot ἐκεῖ

δήσει αὐτοὺς μέχρις αἰῶνος

12 καὶ οὕτως ἐχωρίσθη τοῖς πνεύμασιν τῶν ἐντυγχανόντων οἵτινες

ἐνφανίζουσιν περὶ τῆς ἀπωλείας ὅταν φονευθῶσιν ἐν ταῖς ἡμέραις τῶν

ἁμαρτωλῶν

13 καὶ οὕτως ἐκτίσθη τοῖς πνεύμασιν τῶν ἀνθρώπων ὅσοι οὐκ ἔσονται

ὅσιοι ἀλλὰ ἁμαρτωλοί καὶ μετὰ τῶν ἀνόμων ἔσονται μέτοχοι τὰ δὲ

πνεύματα ὅτι οἱ ἐνθάδε θλιβέντες ἔλαττον κολάζονται αὐτῶν οὐ

τιμωρηθήσονται ἐν ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως οὐδὲ μὴ μετεγερθῶσιν ἐντεῦθεν

14 Τότε ηὐλόγησα τὸν κύριον τῆς δόξης καὶ εἶπα Εὐλογητὸς εἶ Κύριε ὁ τῆς

δικαιοσύνης κυριεύων τοῦ αἰῶνος

XXIII

1 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον πρὸς δυσμὰς τῶν περάτων τῆς γῆς

2 καὶ ἐθεασάμην πῦρ διατρέχον καὶ οὐκ ἀναπαυόμενον οὐδὲ ἐλλεῖπον τοῦ

δρόμου ἡμέρας καὶ νυκτὸς ἅμα διαμένον

3 καὶ ἠρώτησα λέγων Τί ἐστιν τὸ μὴ ἔχον ἀνάπαυσιν

4 τότε ἀπεκρίθη μοι Ῥαγουήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν

Οὗτος ὁ δρόμος τοῦ πυρὸς τὸ πρὸς δυσμὰς πῦρ τὸ ἐκδιῶκόν ἐστιν πάντας

τοὺς φωστῆρας τοῦ οὐρανοῦ

XXIV

1 Καὶ ἔδειξέν μοι ὄρη πυρὸς καιόμενα νυκτός

2 καὶ ἐπέκεινα αὐτῶν ἐπορεύθην καὶ ἐθεασάμην ἑπτὰ ὄρη ἔνδοξα πάντα

ἑκάτερα τοῦ ἑκατέρου διαλλάσσοντα ὧν οἱ λίθοι ἔντιμοι τῇ καλλονῇ καὶ

πάντα ἔντιμα καὶ ἔνδοξα καὶ εὐειδῆ τρία ἐπrsquo ἀνατολὰς ἐστηριγμένα ἐν τῷ

ἑνί καὶ τρία ἐπὶ νότον ἐν τῷ ἑνὶ καὶ φάραγγες βαθεῖαι καὶ τραχεῖαι μία τῇ

μιᾷ οὐκ ἐγγίζουσαι

3 καὶ τῷ ὄρει ἕβδομον ὄρος ἀνὰ μέσον τούτων καὶ ὑπερεῖχεν τῷ ὕψει

ὅμοιον καθέδρᾳ θρόνου καὶ περιεκύκλου δένδρα αὐτῷ εὐειδῆ

4 καὶ ἦν ἐν αὐτοῖς δένδρον ὃ οὐδέποτε ὤσφρανμαι καὶ οὐδεὶς ἕτερος αὐτῷ

ηὐφράνθη καὶ οὐδὲν ἕτερον ὅμοιον αὐτῷmiddot ὀσμὴν εἶχεν εὐωδεστέραν

πάντων ἀρωμάτων καὶ τὰ φύλλα αὐτοῦ καὶ τὸ ἄνθος καὶ τὸ δένδρον οὐ

φθίνει εἰς τὸν αἰῶνα οἱ δὲ περὶ τὸν καρπὸν ὡσεὶ βότρυες φοινίκων

5 τότε εἶπον ὡς καλὸν τὸ δένδρον τοῦτό ἐστιν καὶ εὐῶδες καὶ ὡραῖα τὰ

φύλλα καὶ τὰ ἄνθη αὐτοῦ ὡραῖα τῇ ὁράσει

6 τότε ἀπεκρίθη μοι Μιχαήλ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν - καὶ

αὐτὸς αὐτῶν ἡγεῖτο ndash

26

XXV

1 καὶ εἶπέν μοι Ἑνώχ τί ἐρωτᾷς καὶ τί ἐθαύμασας ἐν τῇ ὀσμῇ τοῦ δένδρου

καὶ διὰ τί θέλεις τὴν ἀλήθειαν μαθεῖν

2 τότε ἀπεκρίθην αὐτῷ Περὶ πάντων εἰδέναι θέλω μάλιστα δὲ περὶ τοῦ

δένδρου τούτου σφόδρα

3 καὶ ἀπεκρίθη λέγων Τοῦτο τὸ ὄρος τὸ ὑψηλόν οὗ ἡ κορυφὴ ὁμοία

θρόνου θεοῦ καθέδρα ἐστὶν οὗ καθίζει ὁ μέγας κύριος ὁ ἅγιος τῆς δόξης ὁ

βασιλεὺς τοῦ αἰῶνος ὅταν καταβῇ ἐπισκέψασθαι τὴν γῆν ἐπrsquo ἀγαθῷ

4 καὶ τοῦτο τὸ δένδρον εὐωδίας καὶ οὐδεμία σὰρξ ἐξουσίαν ἔχει ἅψασθαι

αὐτοῦ μέχρι τῆς μεγάλης κρίσεως ἐν ᾗ ἐκδίκησις πάντων καὶ τελείωσις

μέχρις αἰῶνοςmiddot τότε δικαίοις καὶ ὁσίοις δοθήσεται

5 ὁ καρπὸς αὐτοῦ τοῖς ἐκλεκτοῖς εἰς ζωὴν εἰς βορρᾶν καὶ

μεταφυτευθήσεται ἐν τόπῳ ἁγίῳ παρὰ τὸν οἶκον τοῦ θεοῦ βασιλέως τοῦ

αἰῶνος

6 τότε εὐφρανθήσονται εὐφραινόμενοι καὶ χαρήσονται καὶ εἰς τὸ ἅγιον

εἰσελεύσονταιmiddot αἱ ὀσμαὶ αὐτοῦ ἐν τοῖς ὀστέοις αὐτῶν καὶ ζωὴν πλείονα

ζήσονται ἐπὶ γῆς ἣν ἔζησαν οἱ πατέρες σου καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτῶν καὶ

βάσανοι καὶ πληγαὶ καὶ μάστιγες οὐχ ἅψονται αὐτῶν

7 Τότε ηὐλόγησα τὸν θεὸν τῆς δόξης τὸν βασιλέα τοῦ αἰῶνος ὃς

ἡτοίμασεν ἀνθρώποις τὰ τοιαῦτα δικαίοις καὶ αὐτὰ ἔκτισεν καὶ εἶπεν

δοῦναι αὐτοῖς

XXVI

1 Καὶ ἐκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς τὸ μέσον τῆς γῆς καὶ ἴδον τόπον

ηὐλογημένον ἐν ᾧ δένδρα ἔχοντα παραφυάδας μενούσας καὶ βλαστούσας

τοῦ δένδρου ἐκκοπέντος

2 κἀκεῖ τεθέαμαι ὄρος ἅγιονmiddot ὑποκάτω τοῦ ὄρους ὕδωρ ἐξ ἀνατολῶν καὶ

τὴν δύσιν εἶχεν πρὸς νότον

3 καὶ ἴδον πρὸς ἀνατολὰς ἄλλο ὄρος ὑψηλότερον τούτου καὶ ἀνὰ μέσον

αὐτοῦ φάραγγα βαθεῖαν οὐκ ἔχουσαν πλάτος καὶ διrsquo αὐτῆς ὕδωρ

πορεύεται ὑποκάτω ὑπὸ τὸ ὄρος

4 καὶ πρὸς δυσμὰς τούτου ἄλλο ὄρος ταπεινότερον αὐτοῦ καὶ οὐκ ἔχον

ὕψος καὶ φάραγγα βαθεῖαν καὶ ξηρὰν ἀνὰ μέσον αὐτῶν καὶ ἄλλην

φάραγγα βαθεῖαν καὶ ξηρὰν ἐπrsquo ἄκρων τῶν τριῶν ὀρέων

5 καὶ πᾶσαι φάραγγές εἰσιν βαθεῖαι ἐκ πέτρας στερεᾶς καὶ δένδρον οὐκ

ἐφυτεύετο ἐπrsquo αὐτάς

6 καὶ ἐθαύμασα περὶ τῆς φάραγγος καὶ λίαν ἐθαύμασα

XXVII

1 καὶ εἶπον Διὰ τί ἡ γῆ αὕτη ἡ εὐλογημένη καὶ πᾶσα πλήρης δένδρων

αὐτὴ δὲ ἡ φάραγξ κεκατηραμένη ἐστίν

2 γῆ κατάρατος τοῖς κεκατηραμένοις ἐστὶν μέχρι αἰῶνος ὧδε

ἐπισυναχθήσονται πάντες οἱ κεκατηραμένοι οἵτινες ἐροῦσιν τῷ στόματι

αὐτῶν κατὰ Κυρίου φωνὴν ἀπρεπῆ καὶ περὶ τῆς δόξης αὐτοῦ σκληρὰ

λαλήσουσιν ὧδε ἐπισυναχθήσονται καὶ ὧδε ἔσται τὸ οἰκητήριον

3 ἐπrsquo ἐσχάτοις αἰῶσιν ἐν ταῖς ἡμέραις τῆς κρίσεως τῆς ἀληθινῆς ἐναντίον

τῶν δικαίων εἰς τὸν ἅπαντα χρόνον ὧδε εὐλογήσουσιν οἱ ἀσεβεῖς τὸν

κύριον τῆς δόξης τὸν βασιλέα τοῦ αἰῶνοςmiddot

4 ἐν ταῖς ἡμέραις τῆς κρίσεως αὐτῶν εὐλογήσουσιν ἐν ἐλέει ὡς ἐμέρισεν

αὐτοῖς

5 Τότε ηὐλόγησα τὸν κύριον τῆς δόξης καὶ τὴν δόξαν αὐτοῦ ἐδήλωσα καὶ

ὕμνησα μεγαλοπρεπῶς

27

XXVIII

1 Καὶ ἐκεῖθεν ἐπορεύθην εἰς τὸ μέσον Μανδοβαρά καὶ ἴδον αὐτὸ ἔρημονmiddot

καὶ αὐτὸ μόνον

2 πλήρης δένδρων καὶ ἀπὸ τῶν σπερμάτων ὕδωρ ἄνομβρον ἄνωθεν

φερόμενον

3 ὡς ὑδραγωγὸς δαψιλὴς ὡς πρὸς βορρᾶν ἐπὶ δυσμῶν πάντοθεν ἀνάγει

ὕδωρ καὶ δρόσον

XXIX

1 Ἔτι ἐκεῖθεν ἐπορεύθην εἰς ἄλλον τόπον ἐν τῷ Βαβδηρά καὶ πρὸς

ἀνατολὰς τοῦ ὄρους τούτου ᾠχόμην

2 καὶ ἴδον κρίσεως δένδρα πνέοντα ἀρωμάτων λιβάνων καὶ ζμύρνας καὶ

τὰ δένδρα αὐτῶν ὅμοια καρύαις

XXX

1 Καὶ ἐπέκεινα τούτων ᾠχόμην πρὸς ἀνατολὰς μακράν καὶ ἴδον τόπον

ἄλλον μέγαν φάραγγα ὕδατος

2 ἐν ᾧ καὶ δένδρα χρόα ἀρωμάτων ὁμοίων σχίνῳ

3 καὶ τὰ παρὰ τὰ χείλη τῶν φαράγγων τούτων ἴδον κιννάμωμον

ἀρωμάτωνmiddot καὶ ἐπέκεινα τούτων ᾠχόμην πρὸς ἀνατολάς

XXXI

1 καὶ ἴδον ἄλλα ὄρη καὶ ἐν αὐτοῖς ἄλση δένδρων καὶ ἐκπορευόμενον ἐξ

αὐτῶν νέκταρ τὸ καλούμενον σαρρὰν καὶ χαλβάνη

2 καὶ ἐπέκεινα τῶν ὀρέων τούτων ἴδον ἄλλο ὄρος πρὸς ἀνατολὰς τῶν

περάτων τῆς γῆς καὶ πάντα τὰ δένδρα πλήρη ἐξαυτῆς ἐν ὁμοιώματι

ἀμυγδάλων

3 ὅταν τριβῶσινmiddot διὸ εὐωδέστερον ὑπὲρ πάντων τῶν ἀρωμάτων

XXXII

1 εἰς βορρᾶν πρὸς ἀνατολὰς τεθέαμαι ἑπτὰ ὄρη πλήρη νάρδου χρηστοῦ

καὶ σχίνου καὶ κινναμώμου καὶ πιπέρεως

2 Καὶ ἐκεῖθεν ἐφώδευσα ἐπὶ τὰς ἀρχὰς πάντων τῶν ὀρέων τούτων

μακρὰν ἀπέχων πρὸς ἀνατολὰς τῆς γῆς καὶ διέβην ἐπάνω τῆς ἐρυθρᾶς

θαλάσσης καὶ ᾠχόμην ἐπrsquo ἄκρων καὶ ἀπὸ τούτου διέβην ἐπάνω τοῦ

Ζωτιήλ

3 καὶ ἦλθον πρὸς τὸν παράδεισον τῆς δικαιοσύνης καὶ ἴδον μακρόθεν τῶν

δένδρων τούτων δένδρα πλείονα καὶ μεγάλα δύο μὲν ἐκεῖ μεγάλα σφόδρα

καλὰ καὶ ἔνδοξα καὶ μεγαλοπρεπῆ καὶ τὸ δένδρον τῆς φρονήσεως οὗ

ἐσθίουσιν ἅγιοι τοῦ καρποῦ αὐτοῦ καὶ ἐπίστανται φρόνησιν μεγάλην

4 ὅμοιον τὸ δένδρον ἐκεῖνο στροβιλέᾳ τὸ ὕψος τὰ δὲ φύλλα αὐτοῦ κερατίᾳ

ὅμοια ὁ δὲ καρπὸς αὐτοῦ ὡσεὶ βότρυες ἀμπέλου ἱλαροὶ λίαν ἡ δὲ ὀσμὴ

αὐτοῦ διέτρεχεν πόρρω ἀπὸ τοῦ δένδρου

5 τότε εἶπον ὡς καλὸν τὸ δένδρον καὶ ὡς ἐπίχαρι τῇ ὁράσει

6 τότε ἀπεκρίθη Ῥαφαήλ ὁ ἅγιος ἄγγελος ὁ μετrsquo ἐμοῦ ὤν Τοῦτο τὸ

δένδρον φρονήσεως ἐξ οὗ ἔφαγεν ὁ πατήρ σου

LXXXIX

42 Καὶ οἱ κύνες ἤρξαντο κατεσθίειν τὰ πρόβατα καὶ οἱ ὕες καὶ οἱ ἀλώπεκες

κατήσθιον αὐτά μέχρι οὗ ἤγειρεν ὁ κύριος τῶν προβάτων κριὸν ἕνα ἐκ

τῶν προβάτων

43 καὶ ὁ κριὸς οὗτος ἤρξατο κερατίζειν καὶ ἐπιδιώκειν ἐν τοῖς κέρασιν καὶ

ἐνετίνασσεν εἰς τοὺς ἀλώπεκας καὶ μετrsquo αὐτοὺς εἰς τοὺς ὕαςmiddot καὶ

ἀπώλεσεν ὕας πολλούς καὶ μετrsquo αὐτοὺς [ἐλυμήνα]το τοὺς κύνας

44 καὶ τὰ πρόβατα ὧν οἱ ὀφθαλμοὶ ἠνοίγησαν ἐθεάσαντο τὸν κριὸν τὸν ἐν

28

τοῖς προβάτοις ἕως οὗ ἀφῆκεν τὴν ὁδὸν αὐτοῦ καὶ ἤρξατο πορεύεσθαι

ἀνοδίᾳ

45 καὶ ὁ κύριος τῶν προβάτων ἀπέστειλεν τὸν ἄρνα τοῦτον ἐπὶ ἄρνα

ἕτερον τοῦ στῆσαι αὐτὸν εἰς κριὸν ἐν ἀρχῇ τῶν προβάτων ἀντὶ τοῦ κριοῦ

τοῦ ἀφέντος τὴν ὁδὸν αὐτοῦ

46 καὶ ἐπορεύθη πρὸς αὐτὸν καὶ ἐλάλησεν αὐτῷ σιγῇ κατὰ μόνας καὶ

ἤγειρεν αὐτὸν εἰς κριὸν καὶ εἰς ἄρχοντα καὶ εἰς ἡγούμενον τῶν προβάτωνmiddot

καὶ οἱ κύνες ἐπὶ πᾶσιν τούτοις ἔθλιβον τὰ πρόβατα

47 [καὶ] ὁ κριὸς ὁ πρῶτος τὸν κριὸν τὸν δεύτερον ἐπεδίωκεν καὶ ἔφυγεν

ἀπὸ προσώπου αὐτοῦmiddot εἶτrsquo ἐθεώρουν τὸν κριὸν τὸν πρῶτον ἕως οὗ ἔπεσεν

ἔμπροσθεν τῶν κυνῶν

48 καὶ ὁ κριὸς ὁ δεύτερος ἀναπηδήσας ἀφηγήσατο τῶν προβάτων

49 καὶ τὰ πρόβατα ηὐξήθησαν καὶ ἐπληθύνθησανmiddot καὶ πάντες οἱ κύνες καὶ

οἱ ἀλώπεκες ἔφυγον ἀπrsquo αὐτοῦ καὶ ἐφοβοῦντο αὐτόν

XC

1

6 [καὶ ἀναγνωσθής]ονται [πάντες] οἱ λόγοι τῶν ἀνομιῶν ὑμῶν ἐν[ώπιον]

τοῦ μεγάλου ἁγίου κατὰ πρόσωπον ὑμῶνmiddot εἶτrsquo ἀναφελεῖ τὰ πάντα ἔργα τὰ

μετασχόντα ἐν τῇ ἀνομίᾳ

7 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἁμαρτωλοὶ [οἱ] ἐν μέσῳ τῆς θαλάσσης καὶ ἐπὶ τῆς ξηρᾶς

ὄντεςmiddot μνημόσυνον εἰς ὑμᾶς κακόν

8 οὐαὶ ὑμῖν οἱ κτώμενοι χρυσίον καὶ ἀργύριον οὐκ ἀπὸ δικαιοσύνης καὶ

ἐρεῖτε πλούτῳ πεπλουτήκαμεν καὶ τὰ ὑπάρχοντα ἐσχήκαμεν καὶ

κεκτήμεθα

9 καὶ πᾶν ὃ ἐὰν θελήσωμεν ποιήσωμεν ὅτι ἀργύριον τεθησαυρίκαμεν ἐν

τοῖς θησαυροῖς ἡμῶν καὶ ἀγαθὰ πολλὰ ἐν ταῖς οἰκίαις ἡμῶν

10 καὶ ὡς ὕδωρ ἐκχυθήσεται πεπλάνησθε ὅτι οὐ μὴ παραμείνῃ ὁ πλοῦτος

ὑμῶν ἀλλὰ ταχὺ [ἀναπτήσεται] ἀπὸ ὑμῶν ὅτι ἀδίκως πάντα κέκτησθεmiddot

καὶ ὑμεῖς εἰς κατάραν μεγάλην παραδοθήσεσθε

XCI

1 καὶ νῦν ὀμνύω ὑμῖν τοῖς φρονίμοις καὶ οὐχὶ τοῖς ἄφροσι ὅτι πολλὰς

ὄψεσθε ἐπὶ τῆς γῆς ἀνομίαςmiddot

2 ὅτι κάλλος περιθήσονται ἄνδρες ὡς γυναῖκες [καὶ] χρῶμα ὡραῖον ὑπὲρ

παρθένους ἐν βασιλείᾳ καὶ μεγαλωσύνῃ καὶ ἐν ἐξουσίᾳ ἔσονται δὲ

ἀργύριον καὶ χρυσίον [παρrsquo] αὐτοῖς εἰς βρώματα καὶ ἐν ταῖς οἰκίαις αὐτῶν

ὡς ὕδωρ ἐκχυθήσονται

3 [διὰ τὸ μ]ὴ ἐπιστήμην αὐτοὺς μηδὲ φρόνησιν μηδεμίαν [ἔχειν] οὕτω

ἀπολεῖσθε κοινῶς μετὰ πάντων [τῶν] ὑπαρχόντων ὑμῶν [καὶ τῆς] πάσης

δόξης καὶ τῆς τιμῆς [ὑμῶν καὶ] εἰς ἀτιμίαν καὶ ἐρήμωσιν [καὶ σφαγὴν]

μεγάλην τ[ὰ πνεύματα ὑμῶν εἰς τὴν κάμινον τοῦ πυρὸς ἐμβληθήσεται]

Four lines are lost

ἐπὶ τὴν [γῆν οὐκ ἀπεστάλη ἀλλrsquo αὐτὴν οἱ ἄνθρω]ποι ἀφrsquo ἑαυτῶν [ἔκτισαν

καὶ εἰς κατάραν] μεγάλην ἀφίξονται οἱ ποιοῦντες [αὐτήν]

5 καὶ δουλεία (στειρα pap) γυναικὶ οὐκ ἐδόθη ἀλλὰ διὰ τὰ ἔργα τῶν

χειρῶνmiddot ὅτι οὐχ ὡρίσθη δούλην εἶναι δούληνmiddot ἄνωθεν οὐκ ἐδόθη ἀλλὰ ἐκ

καταδυναστείας ἐγένετο ὁ[μοίως] οὐδὲ ἡ ἀνομία ἄνωθεν ἐδόθη ἀλλrsquo ἐκ

παραβάσεως ὁμοίως οὐδὲ στεῖρα γυνὴ ἐκτίσθη ἀλλrsquo ἐξ ἰδίων ἀδικημάτων

ἐπετιμήθη ἀτεκνίᾳ [καὶ] ἄτεκνος ἀποθανεῖται

6 ὀμνύω ὑμῖν ἁμαρτωλοὶ κατὰ τοῦ ἁγίου τοῦ μεγάλου ὅτι τὰ ἔργα ὑμῶν τὰ

πονηρὰ ἔσται ἀνακεκαλυμμένα ἐν τῷ οὐρανῷmiddot οὐκ ἔσται ὑμῖν ἔργον

29

ἀποκεκρυμμένον ἄδικον

7 μὴ ὑπολάβητε τῇ ψυχῇ ὑμῶν μηδὲ ὑπολάβητε τῇ καρδίᾳ ὑμῶν ὅτι οὐ

γινώσκουσιν οὐδὲ βλέπουσιν οὐδὲ τὰ ἀδικήματα ὑμῶν θεωρεῖται οὐδὲ

ἀπογράφεται αὐτὰ ἐνώπιον τοῦ ὑψίστου ἀπὸ τοῦ [νῦν] ἐπιγνῶτε ὅτι

πάντα τὰ ἀδικήματα ὑμῶν ἀπογράφονται ἡμέραν ἐξ [ἡμέρας] μέχρι τῆς

κρίσεως ὑμῶν

9 οὐαὶ ὑμῖν ἄφρονες ὅτι ἀπολεῖσθε διὰ τὴν ἀφροσύνην ὑμῶν καὶ τῶν

[φρονίμων] οὐ μὴ ἀκούσητε καὶ τὰ ἀγαθὰ οὐκ ἀπαντήσει ὑμῖν τὰ δὲ κακὰ

[περιέξει] ὑμᾶς

10 καὶ νῦν γινώσκετε ὅτ[ι ἡτοίμασται] ὑμῖν εἰς ἡμέραν ἀπωλείας [μὴ

ἐλπίζε]τε σωθῆναι ἁμαρτωλοίmiddot ἀπ[ελθόντες] ἀποθάνετε γινώσκοντε[ς ὅτι

ἡτοίμας]ται εἰς ἡμέραν κρίσεως μ[εγάλης καὶ στε]νοχωρίας μείζονος τ[οῖς

πνεύμασιν ὑμῶν]

11 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ σκληροτράχηλοι τῇ καρδίᾳ ποιοῦντες τὸ κα[κὸν καὶ

ἔσθοντες αἷμα πόθ]εν ὑμῖν ἔσο[νται ἀγαθὰ ἵνα φάγητε ] Four lines are

lost

12 [ἔργα τῆ]ς ἀδικίαςmiddot διότι ἐλπίδας κα[λὰς ἔχετε ὑμῖ]ν νῦν γνωστὸν ὑμῖν

ἔστω ὅτι εἰς [χεῖρας τ]ῶν δικαίων παραδοθήσεσθε καὶ ἀποκτενοῦσιν ὑμᾶς

καὶ οὐ μὴ φείσονται ὑμῶν

13 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἐπιχαίροντες τοῖς κακοῖς τῶν δικαίωνmiddot τάφος ὑμῶν οὐ μὴ

ὀρυγῇ

14 οὐαὶ ὑμῖν οἱ βουλόμενοι ἀκυρῶσαι τοὺς λόγους τῶν δικαίωνmiddot οὐ μὴ

γένηται ὑμῖν ἐλπὶς σωτηρίας

15 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ γράφοντες λόγους ψευδεῖς καὶ λόγους πλανήσεωςmiddot αὐτοὶ

γράφουσιν καὶ πολλοὺς ἀποπλανήσουσιν τοῖς ψεύδεσιν αὐτῶνmiddot

16 πλανᾶσθε ὑμεῖς αὐτοὶ καὶ οὐκ ἔστιν ὑμῖν χαίρειν ἀλλὰ ταχέως

ἀπολεῖσθε

XCII

1 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ ποιοῦντες πλανήματα καὶ τοῖς ἔργοις τοῖς ψευδέσιν

λαμβάνοντες τιμὴν καὶ δόξανmiddot ἀπολώλατε οὐκ ἔστιν ὑμῖν σωτηρία εἰς

ἀγαθόν

2 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἐξαλλοιοῦντες τοὺς λόγους τοὺς ἀληθινούς καὶ

διαστρέφοντες τὴν αἰώνιον διαθήκην καὶ λογιζόμενοι ἑαυτοὺς

ἀναμαρτήτουςmiddot ἐν τῇ γῇ καταποθήσονται

3 τότε ἑτοιμάζεσθε οἱ δίκαιοι καὶ προέχεσθε τὰς ἐντεύξεις ὑμῶν εἰς

μνημόσυνον δίδοτε αὐτὰς ἐν διαμαρτυρίᾳ ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων ὅπως

εἰσαγάγωσιν τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἀδίκων ἐνώπιον τοῦ ὑψίστου θεοῦ εἰς

μνημόσυνονmiddot

4 καὶ τότε συν[ταραχ]θήσονται ἐν [ἡμέρ]ᾳ ἀπωλείας τῆς ἀδικίας

5ndash6 ἐν αὐτῷ [τῷ και]ρῷ ἐκείνῳ αἱ τίκτουσαι ἐκβαλοῦσιν καὶ ἐκσπάσουσιν

καὶ ἐγκαταλείψουσιν [τὸ νήπιο]ν βρέφος καὶ αἱ ἐν γαστρὶ ἔχου[σαι

ἐκτρώσο]υσιν καὶ αἱ θηλάζουσαι ῥίψ[ουσιν τὰ τέκ]να αὐτῶν καὶ οὐ μὴ

ἐπι[στρέψου]σιν ἐπὶ τὰ νήπια αὐτῶν οὐ[δὲ ἐπὶ τὰ θηλά]ζοντα οὐδὲ μὴ

φείσονται

7 [καὶ] οἱ γλύφοντες εἰκόνα[ς ἀργυ]ρᾶς καὶ χρυσᾶς ξυλίνας τε [καὶ

λιθίνας] καὶ ὀστρακίνας καὶ λατρεύ[οντες φαν]τάσμασιν καὶ δαιμονίοι[ς

καὶ βδελύγ]μασιν καὶ πνεύμασιν πονη[ροῖς καὶ] πάσαις ταῖς πλάναις οὐ

κατrsquo ἐπι[στήμην] καὶ πᾶν βοήθημα οὐ μὴ εὕρητε [ἀπrsquo] αὐτῶν

8ndash9 καὶ πλανηθήσονται ἐν ἀφροσύνῃ τῆς καρδίας αὐτῶν καὶ τὰ ὁράματα

τῶν ἐνυπνίων καταπλανήσουσιν ὑμᾶς ὑμεῖς καὶ τὰ ἔργα ὑμῶν τὰ ψευδῆ ἃ

30

ἐποιήσατε καὶ ἐλαεργ[ήσατε] καὶ ἐπὶ μιᾶς ἀπολεῖσθε

10ndash12 καὶ τότε μακάριοι πάντες οἱ ἀκούσαντες φρονίμων λόγους καὶ

μαθήσονται αὐτούς ποιῆσαι τὰς ἐντολὰς τοῦ ὑψίστου καὶ πορεύσονται ἐν

ὁδοῖς δικαιοσύνης αὐτοῦ καὶ οὐ μὴ πλανήσουσιν μετὰ τῶν πλανώντων καὶ

σωθήσονται

13 οὐαὶ οἱ οἰκοδομοῦντες τὰς οἰκοδομὰς αὐτῶν οὐκ ἐκ κόπων ἰδίων καὶ ἐκ

λίθων καὶ ἐκ πλίνθων πᾶσαν οἰκοδομὴν ποιεῖτε οἷς οὐκ ἔστιν ὑμῖν χά[ρις]

14 οὐαὶ οἱ ἐξουθενοῦντες τὴν θεμελίωσιν καὶ τὴν κληρονομίαν τῶν

πατέρων αὐτῶν τὴν ἀπrsquo αἰῶνος [ὅτι] διώξεται ὑμᾶς πνεῦμα πλανήσεωςmiddot

οὐκ ἔστιν ὑμῖν ἀναπαῦσαι

15 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ποιοῦντες τὴν ἀ[νομίαν] καὶ ἐπιβοηθοῦντες τῇ ἀδι[κίᾳ

φονεύ]οντες τὸν πλησίον αὐτῶ[ν ἕως τῆς] ἡμέρας τῆς κρίσεως τῆς

[μεγάληςmiddot

16 ]ὅτι τότε ἐκτρίψει τὴν δόξ[αν ὑμῶν] καὶ ἐπεγερεῖ τὸν θυμὸν [αὐτοῦ

καθrsquo] ὑμῶν ἀπολεῖ πάντας ὑ[μᾶς ἐν ῥομ]φαίᾳ καὶ πάντες οἱ δί[καιοι

μνημο]νήσουσιν τὰς ἀδικίας [ὑμῶν]

XCIII

1ndash2 καὶ τότε ἐν ἑνὶ τόπῳ [ῥέῃ τὰ α]ἵμα[τα αὐτῶν καὶ ἄνθρωπο]ς οὐκ

[ἀφέξ]ει τὴν [χεῖρα αὐτοῦ ἀπ]ὸ τοῦ υἱοῦ αὐ[τοῦ οὔτrsquo ἀ]πὸ τοῦ ἀγαπητοῦ

αὐτοῦ ἀποκτεῖναι αὐτόν καὶ ὁ ἁμαρτωλὸς ἀπὸ τοῦ ἐντίμου οὔτε ἀπὸ τοῦ

ἀδελφοῦ αὐτοῦmiddot ἐξ ὄρθρων μέχρις οὗ δῦναι τὸν ἥλιον φονευθήσονται ἐπὶ

τὸ αὐτό

3 καὶ διαπορεύσεται ἵππος ἕως τοῦ στήθους αὐτοῦ διὰ τοῦ αἵματος τῶν

ἁμαρτωλῶν καὶ τὸ ἅρμα μέχρι ἀξόνων καταβήσεται

4 καὶ καταβήσονται ἄγγελοι καταδύνοντες εἰς τὰ ἀπόκρυφα ἐν ἡμέρᾳ

ἐκείνῃmiddot οἵτινες ἐβοήθουν τῇ ἀδικίᾳ καὶ συστραφήσονται εἰς ἕνα τόπον καὶ ὁ

ὕψιστος ἐγερθήσεται ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως ποιῆσαι ἐκ πάντων κρίσιν

μεγάλην

5 καὶ τάξει φυλακὴν ἐπὶ πάντας τοὺς δικαίους καὶ ἁγίους τῶν ἁγίων

ἀγγέλων καὶ τηρηθήσονται ὡς κόριον ὀφθαλμοῦ ἕως οὗ ἐκλείπῃ τὰ κακὰ

καὶ ἁμαρτία καὶ ἀπrsquo ἐκείνου ὑπνώσουσιν εὐσεβεῖς ὕπνον ἡδύν καὶ οὐκ

ἔσται οὐκέτι ὁ ἐκφοβῶν αὐτούς

6 τότε ὄψονται οἱ φρόνιμοι τῶν ἀνθρώπων καὶ κατανοήσουσιν οἱ υἱοὶ τῆς

γῆς ἐπὶ τοὺς λόγους τούτους τῆς ἐπιστολῆς ταύτης καὶ γνώσονται ὅτι οὐ

δύναται ὁ πλοῦτος αὐτῶν διασῶσαι αὐτοὺς ἐν τῇ πτώσει τῆς ἀδικίας

7 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἄδικοι ὅταν ἐκθλίβητε τοὺς δικαίους ἐν ἡμέρᾳ ἀνάγκης

στερεᾶς καὶ φυλάξητε αὐτοὺς ἐν πυρί ὅτι κομιεῖσθε κατὰ τὰ ἔργα ὑμῶν

8 οὐαὶ ὑμῖν σκληροκάρδιοι ἀγρυπνοῦντες νοῆσαι τὸ κακόνmiddot περιέχει ὑμᾶς

φόβος καὶ οὐκ ἔστιν ὁ ἀντιλαμβανόμενος ὑμῶν

9 οὐαὶ ὑμῖν πᾶσιν τοῖς ἁμαρτωλοῖς ἐπὶ τοῖς ἔργοις τοῦ στόματος ὑμῶν

οὐαὶ ὑμῖν πᾶσιν τοῖς ἁμαρτωλοῖς ἐπὶ τοῖς λόγοις τοῦ στόματος ὑμῶν καὶ

ἐπὶ τοῖς [ἔργοις] τῶν χειρῶν ὑμῶν ὅτι ἀπὸ τῶν ἁγίων ἔργων

ἀπεπλα[νήθητε]

11 πᾶσα νεφέλη καὶ ὀμίχλη καὶ δρόσος καὶ ὄμβρος ἐπὶ ταῖς ἁμαρτίαις

ὑμῶν

12 δίδοτε οὖν ὄμβρῳ δῶρα ἵνα μὴ [κωλυθῇ κα]ταβῆναι ὑμῖν καὶ δρόσῳ

κα[ὶ νεφέλῃ] καὶ ὀμίχλῃmiddot χρυσίον διαγράψα[τε ἵνα κα]ταβῶσινmiddot

13 ὅτι ἐὰν ἐπιρρίψῃ ἐφrsquo ὑμ[ᾶς χι]ὼν καὶ πάχνη καὶ ψῦχος αὐτῆς καὶ οἱ

ἄνεμοι καὶ ὁ παγετὸς αὐτῶν καὶ πᾶσαι αἱ μάστιγες αὐτῶν οὐ δύνασθε

ὑποστῆναι ἔμπροσθεν ψύχους καὶ τῶν μαστίγων αὐτῶν

31

XCIV

1 κατανοήσατε τοίνουν υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων τὰ ἔργα τοῦ ὑψίστου καὶ

φοβήθητε τοῦ ποιῆσαι τὸ πονηρὸν ἐναντίον αὐτοῦ

2 ἐὰν ἀποκλείσῃ τὰς θυρίδας τοῦ οὐρανοῦ καὶ κωλύσῃ τὴν δρόσον καὶ τὸν

ὄμβρον καταβῆναι εἵνεκα ὑμῶν τί ποιήσετε

3 ἐὰν ἀποστείληται τὸν θυμὸν αὐτοῦ ἐφrsquo ὑμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ ἔργα ὑμῶν οὐχὶ

ἔσεσθε δεόμενοι αὐτοῦ διὰ τί ὑμεῖς λαλεῖτε τῷ στόματι ὑμῶν μεγάλα καὶ

σκληρὰ ἐπὶ τῇ μεγαλωσύνῃ αὐ[τοῦ

4 ὁρᾶ]τε τοὺς ναυκλήρους τοὺς πλωιζομένους τὴν θάλασσαν ὑπὸ τοῦ

κ[λύδω]νος καὶ χειμῶνος σεσαλευμένα τὰ πλοῖα αὐτῶν

5 καὶ χειμαζόμενοι πάντες φοβοῦνται ἔξω δὲ τὰ [ἀγαθὰ πάντα] καὶ τὰ

ὑπάρχοντα αὐτῶν ἐκβάλλουσιν εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ὑποπτεύουσιν ἐν τῇ

καρδίᾳ αὐτῶν ὅτι ἡ [θάλασσα κα]ταπίεται αὐτοὺς καὶ ἐν αὐτ[ῇ

ἀπολοῦν]ται

6 οὐχὶ πᾶσα ἡ θάλασσα καὶ [πάντα τὰ] ὕδατα αὐτῆς ἔργον τοῦ ὑψ[ίστου

ἐστί] καὶ αὐτὸς συνεστήσατο τὰ π[έρατα αὐ]τῶν καὶ συνέδησεν αὐτ[ήν

καὶ περι]έφραξεν αὐτὴν ἄμμῳ

7 [καὶ ἀπὸ τῆς] ἐμβριμήσεως αὐτοῦ φ[οβοῦνται καὶ ξη]ραίνονται καὶ οἱ

ἰχθύες

8 [ γῆν] καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτοῖς καὶ τίς ἔδωκεν ἐπιστήμην πᾶσιν τοῖς

κινουμένοις ἐν τῇ θαλάσσῃ οἱ ναύκληροι τὴν θάλασσαν φοβοῦνται

XCV

1 καὶ ὅταν ἐκβάλῃ ἐφrsquo ὑμᾶς τὸν κλύδωνα τοῦ πυρὸς τῆς καύσεως ὑμῶν

ποῦ ἀποδράντες σωθήσεσθε καὶ ὅταν δῷ ἐφrsquo ὑμᾶς φωνὴν αὐτοῦ

2 ἔσεσθε συνσειόμενοι καὶ φοβούμενοι ἤχῳ μεγάλῳ laquoκαὶraquo τὴν γῆν

σύμπασαν σειομένην καὶ τρέμουσαν καὶ συνταρασσομένην

3 καὶ οἱ ἄγγελοι συντελοῦντες τὸ συνταχθὲν αὐτοῖς καὶ ὁ οὐρανὸς καὶ οἱ

φωστῆρες σειόμενοι καὶ τρέμοντεςmiddot ἅπαντες οἱ υἱοὶ τῆς γῆς καὶ ὑμεῖς

ἁμαρτωλοὶ ἐπικατάρατοι εἰς τὸν αἰῶναmiddot οὐκ ἔστιν ὑμῖν χαίρειν

4 θαρσεῖτε ψυχαὶ τῶν δικαίων τῶν ἀποθανόντων τῶν δικαίων καὶ τῶν

εὐσεβῶν

5 καὶ μὴ λυπεῖσθε ὅτι κατέβησαν αἱ ψυχαὶ ὑμῶν εἰς ᾅδου μετὰ λύπης καὶ

οὐκ ἀπηντήθη τῷ σώματι τῆς σαρκὸς ὑμῶν ἐν τῇ ζωῇ ὑμῶν κατὰ τὴν

ὁσιότητα ὑμῶν ἐπεὶ αἱ ἡμέραι ἃς ἦτε ἡμέραι ἦσαν ἁμαρτωλῶν καὶ

καταράτων ἐπὶ τῆς γῆς

6 ὅταν ἀποθάνητε τότε ἐροῦσιν οἱ ἁμαρτωλοὶ ὅτι εὐσεβεῖς κατὰ τὴν

εἱμαρμένην ἀπεθάνοσαν καὶ τί αὐτοῖς περιεγένετο ἐπὶ τοῖς ἔργοις αὐτῶν

7 καὶ αὐτοὶ ὁμοίως ἡμῖν ἀπεθάνοσαν ἴδετε οὖν ὡς ἀποθνήσκουσιν μετὰ

λύπης καὶ σκότους καὶ τί αὐτοῖς ἐγένετο περισσόν

8 ἀπὸ τοῦ νῦν ἀναστήτωσαν καὶ σωθήτωσαν καὶ ὄψονται εἰς τὸν αἰῶνα

ἡμᾶς φαγεῖν καὶ πεῖν

9 τοιγαροῦν ἁρπάσαι καὶ ἁμαρτάνειν καὶ λωποδυτεῖν καὶ ἐγκτᾶσθαι καὶ

[ἰδεῖν] ἡμέρας ἀγαθάς

10 ἴδετε οὖν οἱ δικαιοῦντες [ἑαυτ]ούς ὁποία ἐγένετο αὐτῶν ἡ καταστροφή

ὅτι πᾶσα δικαιοσύνη οὐχ εὑρέθη ἐν αὐτοῖς ἕως ἀπέθανον καὶ ἀπώλοντο

11 καὶ ἐγένοντο ὡς οὐκ ὄντες καὶ κατέβησαν αἱ ψυχαὶ αὐτῶν μετrsquo ὀδύνης

εἰς ᾅδου

XCVI

1 ἐγὼ ὀμνύω ὑμῖν Three lines are lost

2 ἐπίσταμαι τὸ μυστήριον τοῦτοmiddot ἀν[έγνων] γὰρ τὰς πλάκας τοῦ οὐρανοῦ

32

καὶ εἶδον τὴν γραφὴν ἀναγκαίανmiddot ἔγνων τὰ γ[εγραμμέ]να ἐν αὐταῖς καὶ

ἐγκεκολαμμέν[α περὶ] ὑμῶν

3 ὅτι ἀγαθὰ καὶ ἡ χαρὰ καὶ ἡ τ[ιμὴ] ἡτοίμασται καὶ ἐγγέγραπται ταῖς

ψ[υχαῖς] τῶν ἀποθανόντων εὐσεβῶνmiddot

4 καὶ χαιρήσονται καὶ οὐ μὴ ἀπόλωνται τὰ πνεύματα αὐτῶν οὐδὲ τὸ

μνημόσυνον ἀπὸ προσώπου τοῦ μεγάλου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν

αἰώνων μὴ οὖν φοβεῖσθε τοὺς ὀνειδισμοὺς αὐτῶν

5 καὶ ὑμεῖς οἱ νεκροὶ τῶν ἁμαρτωλῶν ὅταν ἀποθάνητε ἐροῦσιν ἐφrsquo ὑμῖν

μακάριοι ἁμαρτωλοὶ πάσας τὰς ἡμέρας αὐτῶν ὅσας εἴδοσαν ἐν τῇ ζωῇ

αὐτῶν καὶ ἐνδόξως

6 ἀπεθάνοσαν καὶ κρίσις οὐκ ἐγενήθη ἐν τῇ ζωῇ αὐτῶν

7 αὐτοὶ ὑμεῖς γινώσκετε ὅτι εἰς ᾅδου κατάξουσιν τὰς ψυχὰς ὑμῶν

8 καὶ ἐκεῖ ἔσονται ἐν ἀνάγκῃ μεγάλῃ καὶ ἐν σκότει καὶ ἐν παγίδι καὶ ἐν

φλογὶ καιομένῃ καὶ εἰς κρίσιν μεγάλην εἰσελεύσονται αἱ ψυχαὶ ὑμῶν ἐν

πάσαις ταῖς γενεαῖς τοῦ αἰῶνος οὐαὶ ὑμῖν οὐκ ἔστιν ὑμῖν χαίρειν

9 μὴ γὰρ εἴπητε οἱ δίκαιοι ὅσιοι ὄντες ἐν τῇ ζωῇ τῶν ἡμερῶν τῆς θλίψεως

κόπους ἐκοπιάσαμεν καὶ ἀνηλώμεθα καὶ ὀλίγοι ἐγενήθημεν καὶ

ἀντιλήμπτορα οὐχ εὑρήκαμενmiddot

10 συντετριμμένοι καὶ ἀπολώλαμεν καὶ ἀπηλπίσμεθα καὶ μηκέτι εἰδέναι

σωτηρίαν ἡμέραν ἐξ ἡμέρας

11 ἠλπίσαμεν γενέσθαι κεφαλή ἐγενήθημεν κέρ[κοςmiddot ἐκο]πιάσαμεν

ἐργαζόμενοι καὶ τῶν ὀψωνίων οὐ κεκυριεύκαμεν ἐγενήθημεν κατάβρωμα

ἁμαρτωλῶν [οἱ ἄνο]μοι ἐβάρυναν ἐφrsquo ἡμᾶς τὸν ζυγόν

12 οἳ κυριεύουσιν οἱ ἐχθροὶ ἡμῶν ἐγκεντρίζουσιν ἡμᾶς καὶ περικλείουσιν

ἡμᾶςmiddot ἐζητήσαμεν πο[ῦ φύγωμεν] ἀπrsquo αὐτῶν ὅπως ἀναψύχ[ωμεν] three

lines are lost

14 ἐκράξαμεν ἐπὶ τοὺς καταβάλλοντας καὶ βιαζομένους ἡμᾶς καὶ τὰς

ἐντεύξεις ἡμῶν οὐκ ἀπεδέξαντο οὐδὲ ἐβούλοντο ἐπακοῦσαι τῆς φωνῆς

ἡμῶν

15 καὶ οὐκ ἀντελαμβάνοντο ἡμῶν οὐχ εὑρόντες κατὰ τῶν βιαζομένων καὶ

κατεσθόντων ἡμᾶς ἀλλὰ στερεοῦσιν αὐτοὺς ἐφrsquo ἡμᾶςmiddot ἀπέκτειναν ἡμᾶς

καὶ εἰς ὀλίγους ἤγαγον καὶ οὐχ ὑποδεικνύουσιν περὶ τῶν πεφονευμένων

ἡμῶν καὶ οὐκ ἀναμιμνήσκουσιν περὶ τῶν ἁμαρτωλῶν αὐτῶν τὰς

ἁμαρτίας αὐτῶν

XCVII

1 ὀμνύω ὑμῖν ὅτι οἱ ἄγγελοι ἐν τῷ οὐρανῷ ἀναμιμνήσκουσιν [ὑμῶν] εἰς

ἀγαθὸν ἐνώπιον τῆς δόξης τοῦ μεγάλου

2 θαρσεῖτε δὴ ὅτι ἐπαλαιώθητε ἐν τοῖς κακοῖς καὶ ἐν ταῖς θλίψεσινmiddot ὡσεὶ

φωστῆρες τοῦ οὐρανοῦ ἀναλάμψετε καὶ φανεῖτε αἱ θυρίδες τοῦ οὐρανοῦ

ἀνοιχθήσονται ὑμῖν

3ndash4 καὶ ἡ κραυγὴ ὑμῶν ἀκουσθήσεται καὶ ἡ κρίσις ὑμῶν ἣν κράζετε καὶ

φανεῖται ἐφrsquo ὅσα συλλαβήσεται ὑμῖν περὶ τῆς θλίψεως ὑμῶν καὶ ἐκ

πάντων ὅστις μετέσχεν τῶν βιαζομένων καὶ κατεσθόντων ὑμᾶς

5 [μὴ φοβεῖσθε] τὰ κακὰ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως τῆς μεγάλης καὶ οὐ μὴ

εὑρεθῆτε ὡς οἱ ἁμαρτωλοί [ἀλλrsquo ὑμεῖς οἱ ἁμαρτωλοὶ] σκυλήσεσθε καὶ

κρίσις αἰώνιος ἐξ ὑμῶν ἔσται εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν αἰώνων

6 μὴ φοβεῖσθε οἱ δίκαιοι ὅταν ἴδητε τοὺς ἁμαρτωλοὺς κατισχύοντας καὶ

εὐοδουμένους καὶ μὴ μέτοχοι αὐτῶν γίνεσθε ἀλλὰ μακρὰν ἀπέχεσθε ἀπὸ

πάντων τῶν ἀδικημάτων αὐτῶν

7 μὴ γὰρ εἴπητε οἱ ἁμαρτωλοὶ [ὅτι] οὐ μὴ ἐκζητηθῶσιν αἱ ἁμαρτίαι ὑμῶν

33

[ἐξ] ἡμερῶν

8 καὶ νῦν ἀποδεικνύω ὑμῖν ὅτι φῶς καὶ σκότος ἡμέρα καὶ νὺξ

ἐποπτεύουσιν τὰς ἁμαρτίας ὑμῶν πάσας

9 μὴ πλανᾶσθε τῇ καρδίᾳ ὑμῶν μηδὲ ψεύδεσθε μηδὲ ἐξαλλοιώσητε τοὺς

λόγους τῆς ἀληθείας μηδὲ καταψεύδεσθε τῶν [λόγων τοῦ] ἁγίου καὶ μὴ

δότε ἔπαινον ταῖς [εἰκόσιν ὑ]μῶνmiddot οὐ γὰρ εἰς δικαίωμα εἰσάγ[ουσιν πάντα

τὰ ψεύδ]η καὶ πᾶσα [ἡ πλάνη] Two lines are lost

10 τῆς ἀληθείας ἐξαλλοιοῦσιν καὶ ἀντιγράφουσιν οἱ ἁμαρτωλοὶ καὶ

ἀλλάσσουσιν τοὺς πολλούς καὶ ψεύδονται καὶ πλάσσουσιν πλάσματα

μεγάλα καὶ τὰς γραφὰς ἀναγράφουσιν ἐπὶ τοῖς ὀνόμασιν αὐτῶνmiddot

11 καὶ ὄφελον πάντας τοὺς λόγους μου γράφωσιν ἐπrsquo ἀληθείας ἐπὶ τὰ

ὀνόματα αὐτῶν καὶ μήτε ἀφέλωσιν μήτε ἀλλοιώσωσιν τῶν λόγων τούτων

ἀλλὰ πάντα ἐπrsquo ἀληθείας γράφωσιν ἃ ἐγὼ διαμαρτυροῦμαι αὐτοῖς

12 καὶ πάλιν ἐγὼ γινώσκω μυστήριον δεύτερον ὅτι δικαίοις καὶ ὁσίοις καὶ

φρονίμοις δοθήσονται αἱ βίβλοι μου εἰς χαρὰν ἀληθείας

13 καὶ αὐτοὶ πιστεύσουσιν αὐταῖς καὶ ἐν αὐταῖς χαρήσονται καὶ

ἀγαλλιάσονται πάντες οἱ δίκαιοι μαθεῖν ἐξ αὐτῶν πάσας τὰς ὁδοὺς τῆς

ἀληθείας

CVI

1 μετὰ δὲ χρόνον ἔλαβεν Μαθουσάλεκ τῷ υἱῷ μου γυναῖκα καὶ ἔτεκεν

υἱὸν καὶ ἐκάλεσεν τὸ ὄνομα αὐτοῦ Λάμεχ ἐταπεινώθη ἡ δικαιοσύνη μέχρι

τῆς ἡμέρας ἐκείνης καὶ ὅτε εἰς ἡλικίαν ἐπῆλθεν ἔλαβεν αὐτῷ γυναῖκα καὶ

ἔτεκεν αὐτῷ παιδίον

2 καὶ ὅτε ἐγεννήθη τὸ παιδίον ἦν τὸ σῶμα λευκότερον χιόνος καὶ

πυρρότερον ῥόδου τὸ τρίχωμα πᾶν λευκὸν καὶ ὡς ἔρια λευκὰ καὶ οὖλον

καὶ ἔνδοξον καὶ ὅτε ἀνέῳξεν τοὺς ὀφθαλμούς ἔλαμψεν ἡ οἰκία ὡσεὶ

ἥλιος

3 καὶ ἀνέστη ἐκ τῶν χειρῶν τῆς μαίας καὶ ἀνέῳξεν τὸ στόμα καὶ

εὐλόγησεν τῷ κυρίῳmiddot

4 καὶ ἐφοβήθη Λάμεχ ἀπrsquo αὐτοῦ καὶ ἔφυγεν καὶ ἦλθεν πρὸς Μαθουσάλεκ

τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ

5 τέκνον ἐγεννήθη μου ἀλλοῖον οὐχ ὅμοιον τοῖς ἀνθρώποις ἀλλὰ τοῖς

τέκνοις τῶν ἀγγέλων τοῦ οὐρανοῦ καὶ ὁ τύπος ἀλλοιότερος οὐχ ὅμοιος

ἡμῖνmiddot τὰ ὄμματά ἐστιν ὡς ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου καὶ ἔνδοξον τὸ πρόσωπονmiddot

6 καὶ ὑπολαμβάνω ὅτι οὐκ ἔστιν ἐξ ἐμοῦ ἀλλὰ ἐξ ἀγγέλου καὶ

εὐλαβοῦμαι αὐτὸν μήποτέ τι ἔσται ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ ἐν τῇ γῇ

7 καὶ παραιτοῦμαι π[άτερ καὶ] δέομαι βάδισον πρὸς Ἑνὼ[χ τὸν πατέρα

ἡμῶν καὶ ἐρώτησον] Two lines are lost

8 [ἦλθ]εν πρὸς ἐμὲ εἰς τὰ τέρματα τῆς γῆς οὗ [εἶδ]εν τότε εἶναι με καὶ

εἶπέν μοι πάτερ [μου] ἐπάκουσον τῆς φωνῆς μου καὶ ἧκε [πρὸς] ἐμέ καὶ

ἤκουσα τὴν φωνὴν αὐτοῦ καὶ ἦλθον πρὸς αὐτὸν καὶ εἶπα ἰδοὺ πάρειμι

τέκνονmiddot διὰ τί ἐλήλυθας πρὸς ἐμέ τέκνον

9 καὶ ἀπεκρίθη λέγων διrsquo ἀνάγκην μεγάλην ἦλθον ὧδε πάτερmiddot

10 καὶ νῦν ἐγεννήθη τέκνον Λάμεχ τῷ υἱῷ μου καὶ ὁ τύπος αὐτοῦ καὶ ἡ

εἰκὼν αὐτοῦ laquoοὐχ ὅμοιος ἀνθρώποις καὶ τὸ χρῶμα αὐτοῦraquo λευκότερον

χιόνος καὶ πυρρότερον ῥόδου καὶ τὸ τρίχωμα τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ

λευκότερον ἐρίων λευκῶν καὶ τὰ ὄμματα αὐτοῦ ἀφόμοια ταῖς τοῦ ἡλίου

ἀκτῖσιν

11 καὶ ἀνέστη ἀπὸ τῶν τῆς μαίας χειρῶν καὶ ἀνοίξας τὸ στόμα εὐλόγησεν

τὸν κύριον τοῦ αἰῶνοςmiddot

34

12 καὶ ἐφοβήθη ὁ υἱός μου Λάμεχ καὶ ἔφυγεν πρὸς ἐμέ καὶ οὐ πιστεύει ὅτι

υἱὸς αὐτοῦ ἐστιν ἀλλὰ ὅτι ἐξ ἀγγέλων one or two lines omitted τὴν

ἀκρίβειαν ἣν ἔχεις () καὶ τὴν ἀλήθειαν

13 τότε ἀπεκρίθην λέγων ἀνακαινίσει ὁ κύριος πρόσταγμα ἐπὶ τῆς γῆς

καὶ τὸν αὐτὸν τρόπον τέκνον τεθέαμαι καὶ ἐσήμανά σοιmiddot ἐν γὰρ τῇ γενεᾷ

Ἰάρεδ τοῦ πατρός μου παρέβησαν τὸν λόγον κυρίου ἀπὸ τῆς διαθήκης τοῦ

οὐρανοῦ

14 καὶ ἰδοὺ ἁμαρτάνουσιν καὶ παραβαίνουσιν τὸ ἔθος καὶ μετὰ γυναικῶν

συγγίνονται καὶ μετrsquo αὐτῶν ἁμαρτάνουσιν καὶ ἔγημαν ἐξ αὐτῶν

[καὶ τίκτουσιν οὐχ ὁμοίους πνεύμασιν ἀλλὰ σαρκίνους]middot

15 καὶ ἔσται ὀργὴ μεγάλη ἐπὶ τῆς γῆς καὶ κατακλυσμός καὶ ἔσται

ἀπώλεια μεγάλη ἐπὶ ἐνιαυτὸν ἕναmiddot

16 καὶ τόδε τὸ παιδίον τὸ γεννηθὲν καταλειφθήσεται καὶ τρία αὐτοῦ

τέκνα σωθήσεται ἀποθανόντων τῶν ἐπὶ τῆς γῆςmiddot

17b καὶ πραϋνεῖ τὴν γῆν ἀπὸ τῆς οὔσης ἐν αὐτῇ φθορᾶς

18 καὶ νῦν λέγε Λάμεχ ὅτι τέκνον σού ἐστιν δικαίως καὶ ὁσίως [καὶ]

κάλεσον αὐτοῦ τὸ ὄνομα [Νῶε]middot αὐτὸς γὰρ ἔσται ὑμῶν κατάλειμμα ἐφrsquo οὗ

ἂν καταπαύσητε καὶ laquoοἱraquo υἱοὶ αὐτοῦ ἀπὸ τῆς φθορᾶς τῆς γῆς καὶ ἀπὸ

πάντων τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ ἀπὸ πασῶν τῶν συντελειῶν ἐπὶ τῆς γῆς

Four lines are lost

19 ὑπέδειξέν μοι καὶ ἐμήνυσεν καὶ ἐν ταῖς πλαξὶν τοῦ οὐρανοῦ ἀνέγνων

αὐτά

CVII

1 τότε τεθέαμαι τὰ ἐγγεγραμμένα ἐπrsquo αὐτῶν ὅτι γενεὰ γενεᾶς κακ[ίων

ἔσται] καὶ εἶδον τόδε μέχρις τοῦ ἀνας[τῆναι] γενεὰν δικαιοσύνης καὶ ἡ

κακία ἀπολεῖται καὶ ἡ ἁμαρτία ἀλλάξει ἀπὸ τῆς γῆς καὶ τὰ ἀγαθὰ ἥξει ἐπὶ

τῆς γῆς ἐπrsquo αὐτούς

2 καὶ νῦν ἀπότρεχε τέκνον καὶ σήμανον Λάμεχ τῷ υἱῷ σου ὅτι τὸ παιδίον

τοῦτο τὸ γεννηθὲν τέκνον αὐτοῦ ἐστιν δικαίως καὶ οὐ ψευδῶς

3 καὶ ὅτε ἤκουσεν Μαθουσάλεκ τοὺς λόγους Ἑνὼχ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ

μυστηριακῶς γὰρ ἐδήλωσεν αὐτῷ [ἐπέστρεψεν καὶ ἐδήλωσεν αὐτῷ] καὶ

ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτοῦ Νῶε εὐφραίνων τὴν γῆν ἀπὸ τῆς ἀπωλείας

Liber Enoch

Apocalypsis Henochi Graece

(recensio ap Syncellum)

(ed M Black)

Pseudepigrapha veteris testamenti Graece 3

Leiden Brill 1970 pp 21ndash26 29ndash30 32ndash33 37

VI

ἐκ τοῦ πρώτου βιβλίου Ἐνὼχ περὶ τῶν ἐγρηγόρων

1 καὶ ἐγένετο ὅτε ἐπληθύνθησαν οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων ἐγεννήθησαν

αὐτοῖς θυγατέρες ὡραῖαι

2 καὶ ἐπεθύμησαν αὐτὰς οἱ ἐγρήγοροι καὶ ἀπεπλανήθησαν ὀπίσω αὐτῶν

καὶ εἶπον πρὸς ἀλλήλους ἐκλεξώμεθα ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ τῶν

θυγατέρων τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς

3 καὶ εἶπε Σεμιαζᾶς ὁ ἄρχων αὐτῶν πρὸς αὐτούς φοβοῦμαι μὴ οὐ

θελήσητε (Go θελήσετε) ποιῆσαι τὸ πρᾶγμα τοῦτο καὶ ἔσομαι ἐγὼ μόνος

ὀφειλέτης ἁμαρτίας μεγάλης

4 καὶ ἀπεκρίθησαν αὐτῷ πάντες καὶ εἶπον ὀμόσωμεν ἅπαντες ὅρκῳ καὶ

ἀναθεματίσωμεν ἀλλήλους τοῦ μὴ ἀποστρέψαι τὴν γνώμην ταύτην

35

μέχρις οὗ ἀποτελέσωμεν αὐτήν

5 τότε πάντες ὤμοσαν ὁμοῦ καὶ ἀνεθεμάτισαν ἀλλήλους

6 ἦσαν δὲ οὗτοι διακόσιοι οἱ καταβάντες ἐν ταῖς ἡμέραις Ἰάρεδ εἰς τὴν

κορυφὴν τοῦ Ἑρμονιεὶμ (Go κορυφὴν Ἑρμὼν) ὄρους καὶ ἐκάλεσαν τὸ ὄρος

Ἑρμώμ καθότι ὤμοσαν (Go ομοσαν) καὶ ἀνεθεμάτισαν ἀλλήλους ἐν αὐτῷ

7 καὶ ταῦτα τὰ ὀνόματα τῶν ἀρχόντων αὐτῶν αacute Σεμιαζᾶς ὁ ἄρχων

αὐτῶν βacute Ἀταρκούφ γacute Ἀρακιήλ δacute Χωβαβιήλ εacute Ὀραμμαμή Ϛacute Ῥαμιήλ ζacute

Σαμψίχ ηacute Ζακιήλ θacute Βαλκιήλ ιacute Ἀζαλζήλ ιαacute Φαρμαρός ιβacute Ἀμαριήλ ιγacute

Ἀναγημάς ιδacute Θαυσαήλ ιεacute Σαμιήλ ιϚacute Σαρινᾶς ιζacute Εὐμιήλ (Par gr 1711 ὁ

Εὐμιήλ) ιηacute Τυριήλ ιθacute Ἰουμιήλ κacute Σαριήλ

VII

1 Οὗτοι καὶ οἱ λοιποὶ πάντες ἐν τῷ χιλιοστῷ ἑκατοστῷ ἑβδομηκοστῷ ἔτει

τοῦ κόσμου ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας καὶ ἤρξαντο μιαίνεσθαι ἐν αὐταῖς

ἕως τοῦ κατακλυσμοῦ καὶ ἔτεκον αὐτοῖς γένη τρίαmiddot πρῶτον γίγαντας

μεγάλους

2 οἱ δὲ γίγαντες ἐτέκνωσαν Ναφηλείμ καὶ τοῖς Ναφηλεὶμ ἐγεννήθησαν

Ἐλιούδ καὶ ἦσαν αὐξανόμενοι κατὰ τὴν μεγαλειότητα αὐτῶν καὶ

ἐδίδαξαν ἑαυτοὺς καὶ τὰς γυναῖκας ἑαυτῶν φαρμακείας καὶ ἐπαοιδίας

VIII

1 Πρῶτος Ἀζαὴλ ὁ δέκατος τῶν ἀρχόντων ἐδίδαξε ποιεῖν μαχαίρας καὶ

θώρακας καὶ πᾶν σκεῦος πολεμικόν καὶ τὰ μέταλλα τῆς γῆς καὶ τὸ

χρυσίον πῶς ἐργάσωνται καὶ ποιήσωσιν αὐτὰ κόσμια ταῖς γυναιξί καὶ τὸν

ἄργυρον ἔδειξε δὲ αὐτοῖς καὶ τὸ στίλβειν καὶ τὸ καλλωπίζειν καὶ τοὺς

ἐκλεκτοὺς λίθους καὶ τὰ βαφικάmiddot καὶ ἐποίησαν ἑαυτοῖς οἱ υἱοὶ τῶν

ἀνθρώπων καὶ ταῖς θυγατράσιν αὐτῶν καὶ παρέβησαν καὶ ἐπλάνησαν

τοὺς ἁγίους

2 καὶ ἐγένετο ἀσέβεια πολλὴ ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἠφάνισαν τὰς ὁδοὺς αὐτῶν

3 ἔτι δὲ καὶ ὁ πρώταρχος αὐτῶν Σεμιαζᾶς ἐδίδαξεν εἶναι ὀργὰς κατὰ τοῦ

νοός καὶ ῥίζας βοτανῶν τῆς γῆς ὁ δὲ ἑνδέκατος Φαρμαρὸς ἐδίδαξε

φαρμακείας ἐπαοιδίας σοφίας καὶ ἐπαοιδῶν λυτήριαmiddot ὁ ἔνατος ἐδίδαξεν

ἀστροσκοπίανmiddot ὁ δὲ τέταρτος ἐδίδαξεν ἀστρολογίανmiddot ὁ δὲ ὄγδοος ἐδίδαξεν

ἀεροσκοπίανmiddot ὁ δὲ τρίτος ἐδίδαξε τὰ σημεῖα τῆς γῆςmiddot ὁ δὲ ἕβδομος ἐδίδαξε

τὰ σημεῖα τοῦ ἡλίουmiddot ὁ δὲ εἰκοστὸς ἐδίδαξε τὰ σημεῖα τῆς σελήνηςmiddot πάντες

οὗτοι ἤρξαντο ἀνακαλύπτειν τὰ μυστήρια ταῖς γυναιξὶν αὐτῶν καὶ τοῖς

τέκνοις αὐτῶν μετὰ δὲ ταῦτα ἤρξαντο οἱ γίγαντες κατεσθίειν τὰς σάρκας

τῶν ἀνθρώπων

4 καὶ ἤρξαντο οἱ ἄνθρωποι ἐλαττοῦσθαι ἐπὶ τῆς γῆς

VIII col I

4 οἱ δὲ λοιποὶ ἐβόησαν εἰς τὸν οὐρανὸν περὶ τῆς κακώσεως αὐτῶν

λέγοντες εἰσενεχθῆναι τὸ μνημόσυνον αὐτῶν ἐνώπιον κυρίου

VIII col II

4 Τότε ἐβόησαν οἱ ἄνθρωποι εἰς τὸν οὐρανὸν λέγοντες Εἰσαγάγετε τὴν

κρίσιν ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον καὶ τὴν ἀπώλειαν ἡμῶν ἐνώπιον τῆς δόξης

τῆς μεγάλης ἐνώπιον τοῦ κυρίου τῶν κυρίων πάντων τῇ μεγαλωσύνῃ

IX col I

1 Καὶ ἀκούσαντες οἱ τέσσαρες μεγάλοι ἀρχάγγελοι Μιχαὴλ καὶ Οὐριὴλ

καὶ Ῥαφαὴλ καὶ Γαβριὴλ (καὶ Par gr 1711) παρέκυψαν ἐπὶ τὴν γῆν ἐκ τῶν

ἁγίων τοῦ οὐρανοῦ

2 καὶ θεασάμενοι αἷμα πολὺ ἐκκεχυμένον ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πᾶσαν ἀσέβειαν

καὶ ἀνομίαν γενομένην ἐπrsquo αὐτῆς

36

3 εἰσελθόντες εἶπον πρὸς ἀλλήλους ὅτι Τὰ πνεύματα καὶ αἱ ψυχαὶ τῶν

ἀνθρώπων στενάζουσιν ἐντυγχάνοντα καὶ λέγοντα ὅτι Εἰσαγάγετε τὴν

κρίσιν ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον καὶ τὴν ἀπώλειαν ἡμῶν ἐνώπιον τῆς δόξης

τῆς μεγαλωσύνης ἐνώπιον τοῦ κυρίου τῶν κυρίων πάντων τῇ

μεγαλωσύνῃ

4 καὶ εἶπον τῷ κυρίῳ τῶν αἰώνων Σὺ εἶ ὁ θεὸς τῶν θεῶν καὶ κύριος τῶν

κυρίων καὶ ὁ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ θεὸς τῶν αἰώνων καὶ ὁ

θρόνος τῆς δόξης σου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν αἰώνων καὶ τὸ ὄνομά σου

ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

IX col II

1 Καὶ ἀκούσαντες οἱ τέσσαρες μεγάλοι ἀρχάγγελοι Μιχαὴλ καὶ Οὐριὴλ

καὶ Ῥαφαὴλ καὶ Γαβριὴλ παρέκυψαν (= οἱ ltδgt Par gr 1711) ἐπὶ τὴν γῆν ἐκ

τῶν ἁγίων τοῦ οὐρανοῦ

2 καὶ θεασάμενοι αἷμα πολὺ ἐκκεχυμένον ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πᾶσαν ἀνομίαν

καὶ ἀσέβειαν γινομένην ἐπrsquo αὐτῆς

3 εἰσελθόντες εἶπον πρὸς ἀλλήλους ὅτι Τὰ πνεύματα καὶ αἱ ψυχαὶ τῶν

ἀνθρώπων ἐντυγχάνουσι στενάζοντα καὶ λέγοντα Εἰσαγάγετε τὴν δέησιν

ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον

4 καὶ προσελθόντες οἱ τέσσαρες ἀρχάγγελοι εἶπον τῷ κυρίῳ Σὺ εἶ ὁ θεὸς

τῶν θεῶν καὶ κύριος τῶν κυρίων καὶ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ θεὸς

τῶν ἀνθρώπων καὶ ὁ θρόνος τῆς δόξης σου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν

αἰώνων καὶ τὸ ὄνομά σου ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

καὶ τὸ ὄνομά σου ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

IX

4 add post αἰῶνας καὶ τὰ ἑξῆς τότε ὁ ὕψιστος ἐκέλευσε τοῖς ἁγίοις

ἀρχαγγέλοις καὶ ἔδησαν τοὺς ἐξάρχους αὐτῶν καὶ ἔβαλον (ἔβαλλον Par

gr 1711) αὐτοὺς εἰς τὴν ἄβυσσον ἕως τῆς κρίσεως καὶ τὰ ἑξῆς καὶ ταῦτα

μὲν ὁ Ἐνὼχ μαρτυρεῖ

5 σὺ γὰρ εἶ ὁ ποιήσας τὰ πάντα καὶ πάντων τὴν ἐξουσίαν ἔχων καὶ πάντα

ἐνώπιόν σου φανερὰ καὶ ἀκάλυπταmiddot καὶ πάντα ὁρᾷς καὶ οὐκ ἔστιν ὃ

κρυβῆναί σε δύναται

6 ὁρᾷς ὅσα ἐποίησεν Ἀζαὴλ καὶ (om Par gr 1711) ὅσα εἰσήνεγκεν (add

καὶ Par gr 1711) ὅσα ἐδίδαξεν ἀδικίας καὶ ἁμαρτίας ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πάντα

δόλον ἐπὶ τῆς ξηρᾶς ἐδίδαξε γὰρ τὰ μυστήρια καὶ ἀπεκάλυψε τῷ αἰῶνι τὰ

ἐν οὐρανῷ ἐπιτηδεύουσιν δὲ τὰ ἐπιτηδεύματα αὐτοῦ εἰδέναι τὰ μυστήρια

οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων

7 τῷ Σεμιαζᾷ τὴν ἐξουσίαν ἔδωκας ἔχειν τῶν σὺν αὐτῷ ἅμα ὄντων

8 καὶ ἐπορεύθησαν πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς καὶ

συνεκοιμήθησαν μετrsquo αὐτῶν καὶ ἐν ταῖς θηλείαις ἐμιάνθησαν καὶ

ἐδήλωσαν αὐταῖς πάσας τὰς ἁμαρτίας καὶ ἐδίδαξαν αὐτὰς μίσητρα

(μίσιτρα Par gr 1711) ποιεῖν

9 καὶ νῦν ἰδοὺ αἱ θυγατέρες τῶν ἀνθρώπων ἔτεκον ἐξ αὐτῶν υἱοὺς

γίγανταςmiddot κίβδηλα ἐπὶ τῆς (om Go) γῆς τῶν ἀνθρώπων ἐκκέχυται καὶ ὅλη

ἡ γῆ ἐπλήσθη ἀδικίας

10 καὶ νῦν ἰδοὺ τὰ πνεύματα τῶν ψυχῶν τῶν ἀποθανόντων ἀνθρώπων

ἐντυγχάνουσιν καὶ μέχρι τῶν πυλῶν τοῦ οὐρανοῦ ἀνέβη ὁ στεναγμὸς

αὐτῶν καὶ οὐ δύναται ἐξελθεῖν ἀπὸ προσώπου τῶν ἐπὶ τῆς γῆς γινομένων

ἀδικημάτων

11 καὶ σὺ αὐτὰ οἶδας πρὸ τῶν (τοῦ recte Par gr 1711) αὐτὰ γενέσθαι καὶ

ὁρᾷς αὐτοὺς καὶ ἐᾷς αὐτούς καὶ οὐδὲν λέγεις τί δεῖ ποιῆσαι αὐτοὺς (om

37

Go) περὶ τούτου

X

1 Τότε ὁ ὕψιστος εἶπε καὶ ὁ ἅγιος ὁ μέγας ἐλάλησε καὶ ἔπεμψε τὸν Οὐριὴλ

πρὸς τὸν υἱὸν (Go τοῦ) Λάμεχ λέγων

2 Πορεύου πρὸς τὸν Νῶε καὶ εἶπον αὐτῷ τῷ ἐμῷ ὀνόματι Κρύψον σεαυτόν

καὶ δήλωσον αὐτῷ τέλος ἐπερχόμενον ὅτι ἡ γῆ ἀπόλλυται πᾶσαmiddot καὶ εἶπον

αὐτῷ ὅτι κατακλυσμὸς μέλλει γίνεσθαι πάσης τῆς γῆς ἀπολέσαι πάντα

ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς

3 δίδαξον τὸν δίκαιον τί ποιήσει τὸν υἱὸν Λάμεχ καὶ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ εἰς

ζωὴν συντηρήσει καὶ ἐκφεύξεται διrsquo αἰῶνος καὶ ἐξ αὐτοῦ φυτευθήσεται

φύτευμα καὶ σταθήσεται πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

4 Καὶ τῷ Ῥαφαὴλ εἶπε Πορεύου Ῥαφαήλ καὶ δῆσον τὸν Ἀζαήλmiddot χερσὶ καὶ

ποσὶ συμπόδισον αὐτόν καὶ ἔμβαλε αὐτὸν εἰς τὸ σκότος καὶ ἄνοιξον τὴν

ἔρημον τὴν οὖσαν ἐν τῇ ἐρήμῳ Δουδαήλ καὶ ἐκεῖ πορευθεὶς βάλε αὐτόν

5 καὶ ὑπόθες αὐτῷ λίθους ὀξεῖς καὶ (om Go) λίθους τραχεῖς καὶ

ἐπικάλυψον αὐτῷ σκότος καὶ οἰκησάτω ἐκεῖ εἰς τὸν αἰῶνα καὶ τὴν ὄψιν

αὐτοῦ πώμασον καὶ φῶς μὴ θεωρείτωmiddot

6 καὶ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως ἀπαχθήσεται εἰς τὸν ἐμπυρισμὸν τοῦ

πυρός

7 καὶ ἴασαι τὴν γῆν ἣν ἠφάνισαν οἱ ἐγρήγοροι καὶ τὴν ἴασιν τῆς πληγῆς

δήλωσον ἵνα ἰάσωνται τὴν πληγὴν καὶ μὴ ἀπόλωνται πάντες οἱ υἱοὶ τῶν

ἀνθρώπων ἐν τῷ μυστηρίῳ ὃ εἶπον οἱ ἐγρήγοροι καὶ ἐδίδαξαν τοὺς υἱοὺς

τῶν ἀνθρώπων

8 καὶ ἠρημώθη πᾶσα ἡ γῆ ἐν τοῖς ἔργοις τῆς διδασκαλίας Ἀζαήλmiddot καὶ ἐπrsquo

αὐτῇ γράψον πάσας τὰς ἁμαρτίας

9 Καὶ τῷ Γαβριὴλ εἶπε Πορεύου Γαβριήλ ἐπὶ τοὺς γίγαντας ἐπὶ τοὺς

κιβδήλους ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς πορνείας καὶ ἀπόλεσαν τοὺς υἱοὺς τῶν

ἐγρηγόρων ἀπὸ τῶν υἱῶν τῶν ἀνθρώπωνmiddot πέμψον αὐτοὺς εἰς ἀλλήλους ἐξ

αὐτῶν εἰς αὐτούς ἐν πολέμῳ καὶ ἐν ἀπωλείᾳ καὶ μακρότης ἡμερῶν οὐκ

ἔσται αὐτοῖς

10 καὶ πᾶσα ἐρώτησις οὐκ ἔστι τοῖς πατράσιν αὐτῶν ὅτι ἐλπίζουσι ζῆσαι

ζωὴν αἰώνιον καὶ ὅτι ζήσεται ἕκαστος αὐτῶν ἔτη πεντακόσια

11 καὶ τῷ Μιχαὴλ εἶπε Πορεύου Μιχαήλ δῆσον Σεμιαζᾶν καὶ τοὺς ἄλλους

σὺν αὐτῷ τοὺς συμμιγέντας ταῖς θυγατράσι τῶν ἀνθρώπων τοῦ μιανθῆναι

ἐν αὐταῖς ἐν τῇ ἀκαθαρσίᾳ αὐτῶν

12 καὶ ὅταν κατασφαγῶσιν οἱ υἱοὶ αὐτῶν καὶ ἴδωσι τὴν ἀπώλειαν τῶν

ἀγαπητῶν αὐτῶν δῆσον αὐτοὺς ἐπὶ ἑβδομήκοντα γενεὰς εἰς τὰς νάπας

τῆς γῆς μέχρι ἡμέρας κρίσεως αὐτῶν μέχρι ἡμέρας τελειώσεως τελεσμοῦ

ἕως συντελεσθῇ κρίμα τοῦ αἰῶνος τῶν αἰώνων

13 τότε ἀπενεχθήσονται εἰς τὸ χάος τοῦ πυρὸς καὶ εἰς τὴν βάσανον καὶ εἰς

τὸ δεσμωτήριον τῆς συγκλείσεως τοῦ αἰῶνος

14 καὶ ὃς ἂν κατακρίθῃ καὶ ἀφανισθῇ ἀπὸ τοῦ νῦν μετrsquo αὐτῶν δεθήσεται

(δεηθήσεται recte Par gr 1711) μέχρι τελειώσεως γενεᾶς αὐτῶν

περὶ δὲ τοῦ ὄρους ἐν ᾧ ὤμοσαν καὶ ἀνεθεμέτισαν πρὸς τὸν πλησίον αὐτῶν

ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα οὐ μὴ ἀποστῇ ἀπrsquo αὐτοῦ ψῦχος καὶ χιὼν καὶ πάχνη καὶ

δρόσος οὐ μὴ καταβῇ εἰς αὐτό εἰ μὴ εἰς κατάραν καταβήσεται ἐπrsquo αὐτό

μέχρις ἡμέρας κρίσεως τῆς μεγάλης ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ κατακαυθήσεται

καὶ ταπεινωθήσεται καὶ ἔσται κατακαιόμενον καὶ τηκόμενον ὡς κηρὸς

ἀπὸ πυρός οὕτως κατακαήσεται περὶ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ καὶ νῦν

ἐγὼ λέγω ὑμῖν υἱοῖς ἀνθρώπων Ὀργὴ μεγάλη καθrsquo ὑμῶν laquoκαὶraquo κατὰ τῶν

38

υἱῶν ὑμῶν καὶ οὐ παύσεται ἡ ὀργὴ αὕτη ἀφrsquo ὑμῶν μέχρι καιροῦ σφαγῆς

τῶν υἱῶν ὑμῶν καὶ ἀπολοῦνται οἱ ἀγαπητοὶ ὑμῶν καὶ ἀποθανοῦνται οἱ

ἔντιμοι ὑμῶν ἀπὸ πάσης τῆς γῆς ὅτι πᾶσαι αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς αὐτῶν ἀπὸ

τοῦ νῦν οὐ μὴ ἔσονται πλείω τῶν ἑκατὸν εἴκοσιν ἐτῶν καὶ μὴ δόξητε ἔτι

ζῆσαι ἐπὶ πλείονα ἔτηmiddot οὐ γάρ ἐστιν ἐπrsquo αὐτοῖς πᾶσα ὁδὸς ἐκφεύξεως ἀπὸ

τοῦ νῦν διὰ τὴν ὀργὴν ἣν ὠργίσθη ὑμῖν ὁ βασιλεὺς πάντων τῶν αἰώνωνmiddot

μὴ νομίσητε ὅτι ἐκφεύξεσθε ταῦτα

XV

8 Καὶ νῦν οἱ γίγαντες οἱ γεννηθέντες ἀπὸ πνευμάτων καὶ σαρκὸς

πνεύματα πονηρὰ ἐπὶ τῆς γῆς καλέσουσιν αὐτούς ὅτι ἡ κατοίκησις αὐτῶν

ἔσται ἐπὶ τῆς γῆς

9 πνεύματα πονηρὰ ἔσονται τὰ πνεύματα ἐξεληλυθότα ἀπὸ τοῦ σώματος

τῆς σαρκὸς αὐτῶν διότι ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων ἐγένοντο καὶ ἐκ τῶν ἁγίων

τῶν ἐγρηγόρων ἡ ἀρχὴ τῆς κτίσεως αὐτῶν καὶ ἀρχὴ θεμελίουmiddot πνεύματα

πονηρὰ

10 ἐπὶ τῆς γῆς ἔσονται

11 τὰ πνεύματα τῶν γιγάντων νεμόμενα ἀδικοῦντα ἀφανίζοντα

ἐμπίπτοντα καὶ συμπαλαίοντα καὶ ῥιπτοῦντα ἐπὶ τῆς γῆς καὶ δρόμους

ποιοῦντα καὶ μηδὲν ἐσθίοντα ἀλλrsquo ἀσιτοῦντα καὶ ῥιπτοῦντα καὶ φάσματα

ποιοῦντα καὶ διψῶντα καὶ προσκόπτοντα

12 καὶ ἐξαναστήσονται τὰ πνεύματα ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων καὶ

τῶν γυναικῶν ὅτι ἐξ αὐτῶν ἐξεληλύθασι

XVI

1 Καὶ ἀπὸ ἡμέρας καιροῦ σφαγῆς καὶ ἀπωλείας καὶ θανάτου τῶν

γιγάντων ναφηλείμ οἱ ἰσχυροὶ τῆς γῆς οἱ μεγάλοι ὀνομαστοί τὰ

πνεύματα τὰ ἐκπορευόμενα ἀπὸ τῆς ψυχῆς αὐτῶν ὡς ἐκ τῆς σαρκὸς

ἔσονται ἀφανίζοντα χωρὶς κρίσεωςmiddot οὕτως ἀφανίσουσι μέχρις ἡμέρας τῆς

τελειώσεως ἕως τῆς κρίσεως τῆς μεγάλης ἐν ᾗ (ᾧ Par gr 1711) ὁ αἰὼν ὁ

μέγας τελεσθήσεται

XIX

3 ἀνθρώπων ὡς ἐγὼ εἶδον

XX

2 ὁ εἷς τῶν ἁγίων ὁ ἐπὶ τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ταρτάρου

3 Ῥαφαὴλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων τῶν ἀνθρώπων

4 Ῥαγουήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐκδικῶν τὸν κόσμον τῶν

φωστήρων

5 Μιχαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς ἐπὶ τῶν τοῦ λαοῦ ἀγαθῶν τέτακται

καὶ ἐπὶ τῷ χαῷ

6 Σαριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων οἵτινες ἐπὶ τῷ

πνεύματι ἁμαρτάνουσιν

7 Γαβριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τοῦ παραδείσου καὶ τῶν

δρακόντων καὶ χερουβίν Ῥεμειήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃν ἔταξεν ὁ

θεὸς ἐπὶ τῶν ἀνισταμένων ὀνόματα ζacute ἀρχαγγέλων

XXI

1 Καὶ ἐφώδευσα μέχρι τῆς ἀκατασκευάστου

2 καὶ ἐκεῖ ἐθεασάμην ἔργον φοβερόν ἑώρακα οὔτε οὐρανὸν ἐπάνω οὔτε

γῆν τεθεμελιωμένην ἀλλὰ τόπον ἀκατασκεύαστον καὶ φοβερόν

3 καὶ ἐκεῖ τεθέαμαι ζacute ἀστέρας τοῦ οὐρανοῦ δεδεμένους καὶ ἐριμμένους ἐν

αὐτῷ ὁμοῦ ὁμοίους ὁράσει μεγάλῃ καὶ ἐν πυρὶ καιομένους

4 τότε εἶπον Διὰ ποίαν αἰτίαν ἐπεδέθησαν καὶ διὰ ποίαν αἰτίαν ἐρίφησαν

39

ὧδε

5 καὶ εἶπέν μοι Οὐριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ μετrsquo

ἐμοῦ ὤν - καὶ

αὐτὸς αὐτῶν ἡγεῖτο - καὶ εἶπέν μοι Ἑνώχ περὶ τίνος

ἐρωτᾷς ἢ περὶ τίνος

τὴν ἀλήθειαν φιλοσπευδεῖς

6 οὗτοί εἰσιν τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ οἱ παραβάντες

τὴν ἐπιταγὴν τοῦ

κυρίου καὶ ἐδέθησαν ὧδε μέχρι πληρωθῆναι μύρια ἔτη

τὸν χρόνον τῶν

ἁμαρτημάτων αὐτῶν

7 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον τούτου

φοβερώτερον καὶ τεθέαμαι

ἔργα φοβεράmiddot πῦρ μέγα ἐκεῖ καιόμενον καὶ φλεγόμενον καὶ διακοπὴν

εἶχεν ὁ τόπος ἕως τῆς ἀβύσσου πλήρης στύλων πυρὸς μεγάλων

καταφερομένωνmiddot οὔτε μέτρον οὔτε μέγεθος ἠδυνήθην ἰδεῖν οὔτε εἰκάσαι

8 τότε εἶπον Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος οὗτος καὶ ὡς δεινὸς τῇ ὁράσει

9 τότε ἀπεκρίθη μοι καὶ εἶπεν

Incert

1 παρὰ (Par gr 1711 Go περὶ) δὲ τοῦ ὄρους ἐν ᾧ ὤμοσαν καὶ

ἀνεθεμάτισαν πρὸς τὸν πλησίον αὐτῶν ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα οὐ μὴ ἀποστῇ

ἀπrsquo αὐτοῦ ψῦχος καὶ χιὼν καὶ πάχνη καὶ δρόσος οὐ μὴ καταβῇ εἰς αὐτό εἰ

μὴ εἰς κατάραν καταβήσεται ἐπrsquo (Go εἰς) αὐτό μέχρις ἡμέρας κρίσεως τῆς

μεγάλης

2 ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ κατακαυθήσεται καὶ (Go om) ταπεινωθήσεται καὶ

ἔσται κατακαιόμενον καὶ τηκόμενον ὡς κηρὸς ἀπὸ πυρός οὕτως

κατακαήσεται περὶ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ

3 καὶ νῦν ἐγὼ λέγω ὑμῖν υἱοῖς ἀνθρώπων Ὀργὴ μεγάλη καθrsquo ὑμῶν κατὰ

τῶν υἱῶν ὑμῶνmiddot καὶ οὐ παύσεται ἡ ὀργὴ αὕτη ἀφrsquo ὑμῶν μέχρι καιροῦ

σφαγῆς τῶν υἱῶν ὑμῶν

4 καὶ ἀπολοῦνται οἱ ἀγαπητοὶ ὑμῶν καὶ ἀποθανοῦνται οἱ ἔντιμοι ὑμῶν

ἀπὸ πάσης τῆς γῆς ὅτι πᾶσαι αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς αὐτῶν ἀπὸ τοῦ νῦν οὐ μὴ

ἔσονται πλείω τῶν ἑκατὸν εἴκοσιν ἐτῶν

5 καὶ μὴ δόξητε ἔτι ζῆσαι ἐπὶ πλείονα ἔτηmiddot οὐ γάρ ἐστιν ἐπrsquo αὐτοῖς πᾶσα

ὁδὸς ἐκφεύξεως ἀπὸ τοῦ νῦν διὰ τὴν ὀργὴν ἣν ὠργίσθη ὑμῖν ὁ βασιλεὺς

πάντων τῶν αἰώνωνmiddot μὴ νομίσητε ὅτι ἐκφεύξεσθε ταῦτα

Περί των γιγάντων

καὶ ἦν νωε ἐτῶν πεντακοσίων καὶ ἐγέννησεν νωε τρεῖς υἱούς τὸν σημ τὸν χαμ τὸν

ιαφεθκαὶ ἐγένετο ἡνίκα ἤρξαντο οἱ ἄνθρωποι πολλοὶ γίνεσθαι ἐπὶ τῆς γῆς καὶ θυγατέρες

ἐγενήθησαν αὐτοῖς 2ἰδόντες δὲ οἱ υἱοὶ τοῦ θεοῦ τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων ὅτι καλαί

εἰσιν ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ πασῶν ὧν ἐξελέξαντο 3καὶ εἶπεν κύριος ὁ θεός οὐ

μὴ καταμείνῃ τὸ πνεῦμά μου ἐν τοῖς ἀνθρώποις τούτοις εἰς τὸν αἰῶνα διὰ τὸ εἶναι

αὐτοὺς σάρκας ἔσονται δὲ αἱ ἡμέραι αὐτῶν ἑκατὸν εἴκοσι ἔτη 4οἱ δὲ γίγαντες ἦσαν ἐπὶ

τῆς γῆς ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις καὶ μετ ἐκεῖνο ὡς ἂν εἰσεπορεύοντο οἱ υἱοὶ τοῦ

θεοῦ πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων καὶ ἐγεννῶσαν ἑαυτοῖς ἐκεῖνοι ἦσαν οἱ

γίγαντες οἱ ἀπ αἰῶνος οἱ ἄνθρωποι οἱ ὀνομαστοί

40

Παραθέτουμε ένα επεξηγηματικό κείμενο αναφορικά με τους γίγαντες από την

ιστοσελίδα httpwwwoodegrcom

laquoΕδώ πρόκειται για το θέμα στο οποίο αναφέρθηκε ο Ιησούς Χριστός στο

Ματθαίος κδ΄ 38 για τους προκατακλυσμιαίους ανθρώπους που ΄΄έτρωγαν και

έπιναν και παντρεύονταν΄΄ ώσπου ήρθε ο Κατακλυσμός Επ αυτών υπάρχουν

κάποιες παρατηρήσεις

1η παρατήρηση Το οριστικό άρθρο ΄΄οι΄΄ δείχνει ότι πρόκειται για κάποιους που

ήταν ήδη γνωστοί στους αναγνώστες της Γενέσεως προς τους οποίους απευθύνεται

ο Μωυσής δηλαδή προς τους Ισραηλίτες της εποχής του που λάβαιναν το Νόμο

2η παρατήρηση Το ότι ΄΄εν ταις ημέραις εκείναις ήσαν΄΄ υπονοεί 1 Είτε ότι δεν

υπήρχαν πλέον οι γίγαντες στη ΄΄γη΄΄ όταν γραφόταν η Γένεση δηλαδή κατά το 1500

πΧ 2 είτε ότι υπήρχαν και τότε

3η παρατήρηση Για ποια ΄΄γη΄΄ μιλάει 1 Είτε για τη συγκεκριμένη γη στην οποία

συνέβαιναν τα γεγονότα που αναγράφονται στα γύρω κεφάλαια (τη γη της

Μεσοποταμίας) 2 είτε γενικά για τη γύρω γη στην οποία είχαν επεκταθεί οι γίγαντες

και η φυλή Αδάμ Αυτό όμως δεν έχει σημασία καθώς η αναφορά γίνεται μόνο για

τον καιρό πρό τού Κατακλυσμού Είναι γεγονός όμως ότι στη γη Χαναάν οι

γίγαντες υπήρχαν και μετά από τον Κατακλυσμό

Αυτό φαίνεται στους Αριθμούς 13ιγ΄ 33 ΄΄και εκεί εωράκαμεν τους γίγαντας

(εβραϊκό Νεφιλείμ) και ήμεν ενώπιον αυτών ωσεί ακρίδες αλλά και ούτως ήμεν

ενώπιον αυτών΄΄

Αν αυτό φαίνεται παράξενο σε κάποιους που διδάχτηκαν ότι ο Κατακλυσμός ήταν

παγκόσμιος ας διαβάσουν τη μελέτη μας ΄΄Ήταν ο Κατακλυσμός Παγκόσμιος΄΄

Εκεί θα δουν τις Αγιογραφικές και ιστορικές αποδείξεις ότι επρόκειτο για έναν

τοπικό κατακλυσμό που έπληξε μόνο τη φυλή Αδάμ και μέλη μόνο των γύρω λαών

Επιβίωση από τον Κατακλυσμό

Το ότι οι Νεφιλείμ επεβίωσαν του Κατακλυσμού εξηγείται απλά

Είναι λογικό το ότι η φυλή των γιγάντων Νεφιλείμ δεν έμενε ολόκληρη στην

κοιλάδα της Μεσοποταμίας αλλά κάποιοι απ αυτούς διεσπάρησαν στις γύρω

περιοχές

Η Γένεση στο 7ζ΄ 20 γράφει ότι ο Κατακλυσμός είχε ύψος 15 πήχες (8- 9 μέτρα)

δηλαδή όσο χρειαζόταν για να καλύψει τις ψηλότερες περιοχές της χαμηλής

Μεσοποταμίας Όσοι όμως έμεναν στα ορεινά γύρω από την πληγείσα περιοχή

επεβίωσαν Άλλωστε ο Κατακλυσμός έγινε για τιμωρία της φυλής Αδάμ και όχι των

γύρω λαών όπως φαίνεται στη Γένεση 6ς΄ 5 - 7 όπου η λέξη που χρησιμοποιείται

στο Εβραϊκό κείμενο γι αυτούς με τους οποίους οργίστηκε ο Θεός είναι ΄΄Αδάμ΄΄

Για τους άλλους λαούς η Γένεση στο Εβραϊκό κείμενο χρησιμοποιεί άλλη λέξη

όπως φαίνεται στο Γένεσις 6ς΄ 4 [΄΄οι άνθρωποι (εβραϊκά ΄΄ενός΄΄) οι

ονομαστοί΄΄] και στο Γένεσις 13ιγ΄ 13 [΄΄οι δε άνθρωποι (εβραϊκά ΄΄ενός΄΄) οι εν

Σοδόμοις΄΄]

41

Μια τελευταία παρατήρηση ξεκινάει από το ίδιο εδάφιο της Γένεσης 6ς΄ 4 που λέει

΄΄Οι δε γίγαντες ήσαν επί τής γης εν ταις ημέραις εκείναις και μετ εκείνο ως αν

εισεπορεύοντο οι υιοί τού Θεού προς τας θυγατέρας τών ανθρώπων΄΄

Οι Νεφιλείμ λοιπόν υπήρχαν ακόμη ΄΄και μετά από εκείνο΄΄ το γεγονός που

περιγράφεται δηλαδή και μετά από την αύξηση του πληθυσμού στη

Μεσοποταμία Είναι λάθος να ταυτίζονται κατ ανάγκην οι Νεφιλείμ με τους γιους

των ισχυρών καθώς μια αβίαστη ανάγνωση του κειμένου δεν δείχνει τίποτα τέτοιο

Το μεταβατικό ΄΄δε΄΄ δείχνει ότι γίνεται λόγος για κάποιους άλλους και όχι για

τους γιούς των ισχυρών Οι γιοί των ισχυρών δεν είναι οι Νεφιλείμ αλλά οι ισχυροί

άνδρες της Μεσοποταμίας των άλλων φυλών που ζούσαν κοντά στη φυλή Αδάμ

Ίσως ο σκοπός του χωρίου είναι να δείξει ότι η φυλή των γιγάντων (η οποία

προβλημάτιζε τους Ισραηλίτες τον καιρό που ο Μωυσής έγραφε αυτά τα λόγια) ήταν

μια αρχαία φυλή σύγχρονη της επιμειξίας της φυλής Αδάμ με τους γιούς των

ισχυρών και ότι οι Νεφιλείμ επεβίωσαν ακόμη και μετά από την επιμειξία των

ισχυρών ανδρών της Μεσοποταμίας με τις ΄΄θυγατέρες Αδάμ΄΄ κατά την

προκατακλυσμιαία εποχή

Ίσως ακόμα η αναφορά αυτή να γίνεται για να δείξει ότι ο κατακλυσμός στρεφόταν

ειδικά κατά του λαού Αδάμ και όχι και των γύρω λαών εκ των οποίων

επεβίωσαν και οι Νεφιλείμ

Οι γίγαντες στην εποχή τού Ισραήλ

Σύμφωνα με την Αγία Γραφή η περιοχή στην οποία επεβίωσαν κάποιοι από τη

φυλή των γιγάντων Νεφιλείμ ήταν η Βασάν που ονομάζεται ΄΄γη γιγάντων΄΄

(Δευτερονόμιο γ΄ 13)

Πρόκειται για μία ορεινή περιοχή ανατολικά της Θάλασσας της Γαλιλαίας

κατάλληλη για επιβίωση των λαών της από τον Κατακλυσμό που έπληξε τη

Μεσοποταμία και το λαό Αδάμ (Όπως λέμε ΄΄λαός Ισραήλ΄΄)

Εκεί οι γίγαντες υπήρχαν όχι μόνο μετά από τον Κατακλυσμό αλλά και στις ημέρες

του Αβραάμ όπως φαίνεται στη Γένεση 14ιδ΄ 5 όπου λέει για τον Χοδολλογομόρ

και τους συμμάχους του ότι ΄΄κατέκοψαν τους γίγαντας τους εν Ασταρώθ

Καρναιν΄΄ στη Βασσάν

Και οι κατάσκοποι όμως των ημερών του Μωυσή βρήκαν τους Νεφιλείμ στη

Χαναάν όπως είδαμε στους Αριθμούς 13ιγ΄ 33 όπου μάλιστα ονομάζει τους

γίγαντες ΄΄Νεφιλείμ΄΄ Εκεί έχει μάλιστα και οριστικό άρθρο ΄΄τους Νεφιλείμ΄΄

πράγμα που δείχνει ότι δεν επρόκειτο για παρομοίωση αλλά για το γνωστό λαό

των Νεφιλείμ

Άλλα εδάφια όπως το Δευτερονόμιο 1α΄ 28 αναφερόμενο στο ίδιο γεγονός

ταυτίζει τους Νεφιλείμ με τους Ανακείμ που προφανώς ήταν απόγονοί τους

Με τους Ανακείμ συσχετίζει η Αγία Γραφή όλες τις φυλές γιγάντων που ζούσαν γύρω

από τη Θάλασσα της Γαλιλαίας όπως ήταν οι Ραφαείμ οι Εμμαίοι και οι

42

Ζουμζουμείμ τους οποίους εξολώθρευσαν οι απόγονοι του Λωτ (Δευτερονόμιο 2β΄

10112021)

Οι Ραφαείμ ήταν απόγονοι των Γιγάντων που επεβίωσαν από τον Κατακλυσμό και

δεν ήταν απόγονοι του Νώε καθώς δεν αναφέρονται στη Γένεση 10ι΄ όπου

αναφέρονται οι λαοί που κατάγονται από το Νώε Η σκέψη ότι ίσως να μην

αναφέρονται επειδή είναι πολύ νεώτεροι λαοί δεν ευσταθεί επειδή αναφέρονται στη

Γένεσις 14ιδ΄ 5 σαν λαός από την εποχή του Αβραάμ ακόμα και συνεπώς είναι

αρχαιότεροι λαοί από αυτούς που αναφέρονται ως απόγονοι του Νώε

Μετά από την εγκατάσταση των Ισραηλιτών στη Γη της Επαγγελίας οι υψηλόσωμες

αυτές φυλές εξολωθρεύτηκαν και δεν έμειναν Ανακείμ στο Ισραήλ Μόνο στη Γάζα

στη Γαθ και στην Άζωτο έμειναν αναμεμειγμένοι με τους Φιλισταίους (Ιησούς

Ναυή 11ια΄ 21 22)

Ένας απ αυτούς ήταν και ο Γολιάθ από τη Γαθ που σκοτώθηκε από τον Δαυίδ (Α΄

Σαμουήλ ιζ΄ 4 ΄΄Εξήλθεν Γολιάθ εκ της Γαθ΄΄)

Τον καιρό του Δαυίδ σκοτώθηκαν οι τελευταίοι γίγαντεςraquo1

1 httpwwwoodegrcomoodegenesiskatak1htm

43

Page 19: Η δημιουργία του κόσμου

19

μέχρι ἡμέρας κρίσεως αὐτῶν καὶ συντελεσμοῦ ἕως τελεσθῇ τὸ κρίμα τοῦ

αἰῶνος τῶν αἰώνων

13 τότε ἀπαχθήσονται εἰς τὸ χάος τοῦ πυρὸς καὶ εἰς τὴν βάσανον καὶ εἰς

τὸ δεσμωτήριον συνκλείσεως αἰῶνος

14 καὶ ὃς ἂν κατακαυθῇ καὶ ἀφανισθῆ ἀπὸ τοῦ νῦν μετrsquo αὐτῶν ὁμοῦ

δεθήσονται μέχρι τελειώσεως γενεᾶς

15 ἀπόλεσον πάντα τὰ πνεύματα τῶν κιβδήλων καὶ τοὺς υἱοὺς τῶν

ἐγρηγόρων διὰ τὸ ἀδικῆσαι τοὺς ἀνθρώπους

16 καὶ ἀπόλεσον τὴν ἀδικίαν πᾶσαν ἀπὸ τῆς γῆς καὶ πᾶν ἔργον πονηρίας

ἐκλειπέτω καὶ ἀναφανήτω τὸ φυτὸν τῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς ἀληθείας εἰς

τοὺς αἰῶναςmiddot μετὰ χαρᾶς φυτευθήσεται

17 Καὶ νῦν πάντες οἱ δίκαιοι ἐκφεύξονται καὶ ἔσονται ζῶντες ἕως

γεννήσωσιν χιλιάδας καὶ πᾶσαι αἱ ἡμέραι νεότητος αὐτῶν καὶ τὰ

σάββατα αὐτῶν μετὰ εἰρήνης πληρώσουσιν

18 τότε ἐργασθήσεται πᾶσα ἡ γῆ ἐν δικαιοσύνῃ καὶ φυτευθήσεται δένδρον

ἐν αὐτῇ καὶ πλησθήσεται εὐλογίας

19 καὶ πάντα τὰ δένδρα τῆς γῆς ἀγαλλιάσονταιmiddot φυτευθήσεται καὶ

ἔσονται φυτεύοντες ἀμπέλους καὶ ἡ ἄμπελος ἣν ἂν φυτεύσωσιν

ποιήσουσιν πρόχους οἴνου χιλιάδας καὶ σπόρου ποιήσει καθrsquo ἕκαστον

μέτρον ἐλαίας ποιήσει ἀνὰ βάτους δέκα

20 καὶ σὺ καθάρισον τὴν γῆν ἀπὸ πάσης ἀκαθαρσίας καὶ ἀπὸ πάσης

ἀδικίας καὶ ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας καὶ ἀσεβείας καὶ πάσας τὰς ἀκαθαρσίας

τὰς γινομένας ἐπὶ τῆς γῆς ἐξάλειψον

21 καὶ ἔσονται πάντες λατρεύοντες οἱ λαοὶ καὶ εὐλογοῦντες πάντες ἐμοὶ

καὶ προσκυνοῦντες

22 καὶ καθαρισθήσεται πᾶσα ἡ γῆ ἀπὸ παντὸς μιάσματος καὶ ἀπὸ πάσης

ἀκαθαρσίας καὶ ὀργῆς καὶ μάστιγος καὶ οὐκέτι πέμψω ἐπrsquo αὐτοὺς εἰς

πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

XI

1 καὶ τότε ἀνοίξω τὰ ταμεῖα τῆς εὐλογίας τὰ ὄντα ἐν τῷ οὐρανῷ καὶ

κατενεγκεῖν αὐτὰ ἐπὶ τὰ ἔργα ἐπὶ τὸν κόπον τῶν υἱῶν τῶν ἀνθρώπων

2 καὶ τότε ἀλήθεια καὶ εἰρήνη κοινωνήσουσιν ὁμοῦ εἰς πάσας τὰς ἡμέρας

τοῦ αἰῶνος καὶ εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν ἀνθρώπων

XII

1 Πρὸ τούτων τῶν λόγων ἐλήμφθη Ἑνώχ καὶ οὐδεὶς τῶν ἀνθρώπων ἔγνω

ποῦ ἐλήμφθη καὶ ποῦ ἐστιν καὶ τί ἐγένετο αὐτῷ

2 καὶ τὰ ἔργα αὐτοῦ μετὰ τῶν ἐγρηγόρων καὶ μετὰ τῶν ἁγίων αἱ ἡμέραι

αὐτοῦ

3 Καὶ ἑστὼς ἤμην Ἑνὼχ εὐλογῶν τῷ κυρίῳ τῆς μεγαλωσύνης τῷ βασιλεῖ

τῶν αἰώνων καὶ ἰδοὺ οἱ ἐγρήγοροι τοῦ ἁγίου τοῦ μεγάλου ἐκάλουν μεmiddot

4 Ἑνώχ ὁ γραμματεὺς τῆς δικαιοσύνης πορεύου καὶ εἶπε τοῖς ἐγρηγόροις

τοῦ οὐρανοῦ οἵτινες ἀπολιπόντες τὸν οὐρανὸν τὸν ὑψηλόν τὸ ἁγίασμα τῆς

στάσεως τοῦ αἰῶνος μετὰ τῶν γυναικῶν ἐμιάνθησαν καὶ ὥσπερ οἱ υἱοὶ

τῆς γῆς ποιοῦσιν οὕτως καὶ αὐτοὶ ποιοῦσιν καὶ ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας

Ἀφανισμὸν μέγαν ἠφανίσατε τὴν γῆν

5 καὶ οὐκ ἔσται ὑμῖν εἰρήνη οὔτε ἄφεσις καὶ περὶ ὧν χαίρουσιν τῶν υἱῶν

αὐτῶν

6 τὸν φόνον τῶν ἀγαπητῶν αὐτῶν ὄψονται καὶ ἐπὶ τῇ ἀπωλείᾳ τῶν υἱῶν

αὐτῶν στενάξουσιν καὶ δεηθήσονται εἰς τὸν αἰῶνα καὶ οὐκ αὐτοῖς ἔσται

εἰς ἔλεον καὶ εἰρήνην

20

XIII

1 Ὁ δὲ Ἑνὼχ τῷ Ἀζαὴλ εἶπεν Πορεύουmiddot οὐκ ἔσται σοι εἰρήνη κρίμα μέγα

ἐξῆλθεν κατὰ σοῦ δῆσαί σε

2 καὶ ἀνοχὴ καὶ ἐρώτησίς σοι οὐκ ἔσται περὶ ὧν ἔδειξας ἀδικημάτων καὶ

περὶ πάντων τῶν ἔργων τῶν ἀσεβειῶν καὶ τῆς ἀδικίας καὶ τῆς ἁμαρτίας

ὅσα ὑπέδειξας τοῖς ἀνθρώποις

3 Τότε πορευθεὶς εἴρηκα πᾶσιν αὐτοῖς καὶ αὐτοὶ πάντες ἐφοβήθησαν καὶ

ἔλαβεν αὐτοὺς τρόμος καὶ φόβος

4 καὶ ἠρώτησαν ὅπως γράψω αὐτοῖς ὑπομνήματα ἐρωτήσεως ἵνα γένηται

αὐτοῖς ἄφεσις καὶ ἵνα ἐγὼ ἀναγνῶ αὐτοῖς τὸ ὑπόμνημα τῆς ἐρωτήσεως

ἐνώπιον Κυρίου τοῦ οὐρανοῦ

5 ὅτι αὐτοὶ οὐκ ἔτι δύνανται λαλῆσαι οὐδὲ ἀπᾶραι αὐτῶν τοὺς ὀφθαλμοὺς

εἰς τὸν οὐρανὸν ἀπὸ αἰσχύνης περὶ ὧν ἡμαρτήκεισαν καὶ κατεκρίθησαν

6 Τότε ἔγραψα τὸ ὑπόμνημα τῆς ἐρωτήσεως αὐτῶν καὶ τὰς δεήσεις περὶ

τῶν πνευμάτων αὐτῶν καὶ περὶ ὧν δέονται ὅπως αὐτῶν γένωνται ἄφεσις

καὶ μακρότης

7 καὶ πορευθεὶς ἐκάθισα ἐπὶ τῶν ὑδάτων Δὰν ἐν γῇ Δάν ἥτις ἐστὶν ἐκ

δεξιῶν Ἑρμωνειεὶμ δύσεωςmiddot ἀνεγίγνωσκον τὸ ὑπόμνημα τῶν δεήσεων

αὐτῶν

8 ὡς ἐκοιμήθην καὶ ἰδοὺ ὄνειροι ἐπrsquo ἐμὲ ἦλθον καὶ ὁράσεις ἐπrsquo ἐμὲ

ἐπέπιπτον καὶ ἴδον ὁράσεις ὀργῆς καὶ ἦλθεν φωνὴ λέγουσα Εἶπον τοῖς

υἱοῖς τοῦ οὐρανοῦ τοῦ ἐλέγξαι αὐτούς

9 Καὶ ἔξυπνος γενόμενος ἦλθον πρὸς αὐτούς καὶ πάντες συνηγμένοι

ἐκάθηντο πενθοῦντες ἐν Ἐβελσατά ἥτις ἐστὶν ἀνὰ μέσον τοῦ Λιβάνου καὶ

Σενισήλ περικεκαλυμμένοι τὴν ὄψιν

10 ἐνώπιον αὐτῶν καὶ ἀνήγγειλα αὐτοῖς πάσας τὰς ὁράσεις ἃς εἶδον κατὰ

τοὺς ὕπνους καὶ ἠρξάμην λαλεῖν τοὺς λόγους τῆς δικαιοσύνης ἐλέγχων

τοὺς ἐγρηγόρους τοῦ οὐρανοῦ

XIV

1 Βίβλος λόγων δικαιοσύνης καὶ ἐλέγξεως ἐγρηγόρων τῶν ἀπὸ τοῦ

αἰῶνος κατὰ τὴν ἐντολὴν τοῦ ἁγίου τοῦ μεγάλου ἐν ταύτῃ τῇ ὁράσει

2 Ἐγὼ εἶδον κατὰ τοὺς ὕπνους μου ὃ νῦν λέγω ἐν γλώσσῃ σαρκίνῃ ἐν τῷ

πνεύματι τοῦ στόματός μου ὃ ἔδωκεν ὁ μέγας τοῖς ἀνθρώποις λαλεῖν ἐν

αὐτοῖς καὶ νοήσει καρδίαςmiddot

3 ὃς ἔκτισεν καὶ ἔδωκεν ἐλέγξασθαι ἐγρηγόρους τοὺς υἱοὺς τοῦ οὐρανοῦ

4 Ἐγὼ τὴν ἐρώτησιν ὑμῶν τῶν ἀγγέλων ἔγραψα καὶ ἐν τῇ ὁράσει μου

τοῦτο ἐδείχθηmiddot καὶ οὔτε ἡ ἐρώτησις ὑμῶν παρεδέχθη

5 ἵνα μηκέτι εἰς τὸν οὐρανὸν ἀναβῆτε ἐπὶ πάντας τοὺς αἰῶνας καὶ ἐν τοῖς

δεσμοῖς τῆς γῆς ἐρρέθη δῆσαι ὑμᾶς εἰς πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

6 καὶ ἵνα περὶ τούτων ἴδητε τὴν ἀπώλειαν τῶν υἱῶν ὑμῶν τῶν ἀγαπητῶν

καὶ ὅτι οὐκ ἔσται ὑμῖν ὄνησις αὐτῶν ἀλλὰ πεσοῦνται ἐνώπιον ὑμῶν ἐν

μαχαίρᾳ

7 καὶ ἡ ἐρώτησις ὑμῶν περὶ αὐτῶν οὐκ ἔσται οὐδὲ περὶ ὑμῶνmiddot καὶ ὑμεῖς

κλαίοντες καὶ δεόμενοι καὶ μὴ λαλοῦντες πᾶν ῥῆμα ἀπὸ τῆς γραφῆς ἧς

ἔγραψα

8 Καὶ ἐμοὶ ἐφrsquo ὁράσει οὕτως ἐδείχθηmiddot ἰδοὺ νεφέλαι ἐν τῇ ὁράσει ἐκάλουν

καὶ ὁμίχλαι με ἐφώνουν καὶ διαδρομαὶ τῶν ἀστέρων καὶ διαστραπαί με

κατεσπούδαζον καὶ ἐθορύβαζόν με καὶ ἄνεμοι ἐν τῇ ὁράσει μου

ἐξεπέτασάν με

9 καὶ ἐπῆράν με ἄνω καὶ εἰσήνεγκάν με εἰς τὸν οὐρανόν καὶ εἰσῆλθον

21

μέχρις ἤγγισα τείχους οἰκοδομῆς ἐν λίθοις χαλάζης καὶ γλώσσης πυρὸς

κύκλῳ αὐτῶνmiddot καὶ ἤρξαντο ἐκφοβεῖν με

10 Καὶ εἰσῆλθον εἰς τὰς γλώσσας τοῦ πυρός καὶ ἤγγισα εἰς οἶκον μέγαν

οἰκοδομημένον ἐν λίθοις χαλάζης καὶ οἱ τοῖχοι τοῦ οἴκου ὡς λιθόπλακες

καὶ πᾶσαι ἦσαν ἐκ χιόνος καὶ ἐδάφη χιονικά

11 καὶ αἱ στέγαι ὡς διαδρομαὶ ἀστέρων καὶ ἀστραπαί καὶ μεταξὺ αὐτῶν

χερουβὶν πύρινα καὶ οὐρανὸς αὐτῶν ὕδωρ

12 καὶ πῦρ φλεγόμενον κύκλῳ τῶν τειχῶν καὶ θύραι πυρὶ καιόμεναι

13 εἰσῆλθον εἰς τὸν οἶκον ἐκεῖνον θερμὸν ὡς πῦρ καὶ ψυχρὸν ὡς χιών καὶ

πᾶσα τροφὴ ζωῆς οὐκ ἦν ἐν αὐτῷmiddot φόβος με ἐκάλυψεν καὶ τρόμος με

ἔλαβεν

14 καὶ ἤμην σειόμενος καὶ τρέμων καὶ ἔπεσον ἐθεώρουν ἐν τῇ ὁράσει

μου

15 καὶ ἰδοὺ ἄλλη θύρα ἀνεῳγμένη κατέναντί μου καὶ ὁ οἶκος μείζων

τούτου καὶ ὅλος οἰκοδομημένος ἐν γλώσσαις πυρός

16 καὶ ὅλος διαφέρων ἐν δόξῃ καὶ ἐν τιμῇ καὶ ἐν μεγαλωσύνῃ ὥστε μὴ

δύνασθαί με ἐξειπεῖν ὑμῖν περὶ τῆς δόξης καὶ περὶ τῆς μεγαλωσύνης

αὐτοῦ

17 τὸ ἔδαφος αὐτοῦ ἦν πυρός τὸ δὲ ἀνώτερον αὐτοῦ ἦσαν ἀστραπαὶ καὶ

διαδρομαὶ ἀστέρων καὶ ἡ στέγη αὐτοῦ ἦν πῦρ φλέγον

18 Ἐθεώρουν δὲ καὶ εἶδον θρόνον ὑψηλόν καὶ τὸ εἶδος αὐτοῦ ὡσεὶ

κρυστάλλινον καὶ τροχὸς ὡς ἡλίου λάμποντος καὶ ὄρος χερουβίν

19 καὶ ὑποκάτω τοῦ θρόνου ἐξεπορεύοντο ποταμοὶ πυρὸς φλεγόμενοι καὶ

οὐκ ἐδυνάσθην ἰδεῖν

20 καὶ ἡ δόξα ἡ μεγάλη ἐκάθητο ἐπrsquo αὐτῷmiddot τὸ περιβόλαιον αὐτοῦ ὡς εἶδος

ἡλίου λαμπρότερον καὶ λευκότερον πάσης χιόνος

21 καὶ οὐκ ἐδύνατο πᾶς ἄγγελος παρελθεῖν εἰς τὸν οἶκον τοῦτον καὶ ἰδεῖν

τὸ πρόσωπον αὐτοῦ διὰ τὸ ἔντιμον καὶ ἔνδοξον καὶ οὐκ ἐδύνατο πᾶσα

σὰρξ ἰδεῖν αὐτοῦ

22 τὸ πῦρ φλεγόμενον κύκλῳmiddot καὶ πῦρ μέγα παρειστήκει αὐτῷ καὶ οὐδεὶς

ἐγγίζει αὐτῷ κύκλῳ μυρίαι μυριάδες ἑστήκασιν ἐνώπιον αὐτοῦ καὶ πᾶς

λόγος αὐτοῦ ἔργον

23 καὶ οἱ ἅγιοι τῶν ἀγγέλων οἱ ἐγγίζοντες αὐτῷ οὐκ ἀποχωροῦσιν νυκτὸς

οὔτε ἀφίστανται αὐτοῦ

24 Κἀγὼ ἤμην ἕως τούτου ἐπὶ πρόσωπόν μου βεβλημένος καὶ τρέμων καὶ

ὁ κύριος τῷ στόματι αὐτοῦ ἐκάλεσέν με καὶ εἶπέν μοι Πρόσελθε ὧδε

Ἑνώχ καὶ τὸν λόγον μου ἄκουσον

25 καὶ προσελθών μοι εἷς τῶν ἁγίων ἤγειρέν με καὶ ἔστησέν με καὶ

προσήγαγέν με μέχρι τῆς θύραςmiddot ἐγὼ δὲ τὸ πρόσωπόν μου κάτω ἔκυφον

XV

1 Καὶ ἀποκριθεὶς εἶπέν μοι Ὁ ἄνθρωπος ὁ ἀληθινός ἄνθρωπος τῆς

ἀληθείας ὁ γραμματεύςmiddot καὶ τῆς φωνῆς αὐτοῦ ἤκουσαmiddot μὴ φοβηθῇς Ἑνώχ

ἄνθρωπος ἀληθινὸς καὶ γραμματεὺς τῆς ἀληθείαςmiddot πρόσελθε ὧδε καὶ τῆς

φωνῆς μου ἄκουσον

2 πορεύθητι καὶ εἶπε τοῖς πέμψασίν σε Ἐρωτῆσαι ὑμᾶς ἔδει περὶ τῶν

ἀνθρώπων καὶ μὴ τοὺς ἀνθρώπους περὶ ὑμῶν

3 διὰ τί ἀπελίπετε τὸν οὐρανὸν τὸν ὑψηλὸν τὸν ἅγιον τοῦ αἰῶνος καὶ

μετὰ τῶν γυναικῶν ἐκοιμήθητε καὶ μετὰ τῶν θυγατέρων τῶν ἀνθρώπων

ἐμιάνθητε καὶ ἐλάβετε ἑαυτοῖς γυναῖκας ὥσπερ υἱοὶ τῆς γῆς ἐποιήσατε

καὶ ἐγεννήσατε ἑαυτοῖς τέκνα υἱοὺς γίγαντας

22

4 καὶ ὑμεῖς ἦτε ἅγιοι καὶ πνεύματα ζῶντα αἰώνια ἐν τῷ αἵματι τῶν

γυναικῶν ἐμιάνθητε καὶ ἐν αἵματι σαρκὸς ἐγεννήσατε καὶ ἐν αἵματι

ἀνθρώπων ἐπεθυμήσατε καθὼς καὶ αὐτοὶ ποιοῦσιν σάρκα καὶ αἷμα

οἵτινες ἀποθνήσκουσιν καὶ ἀπόλλυνται

5 διὰ τοῦτο ἔδωκα αὐτοῖς θηλείας ἵνα σπερματίζουσιν εἰς αὐτὰς καὶ

τεκνώσουσιν ἐν αὐταῖς τέκνα οὕτως ἵνα μὴ ἐκλείπῃ αὐτοῖς πᾶν ἔργον ἐπὶ

τῆς γῆς

6 ὑμεῖς δὲ ὑπήρχετε πνεύματα ζῶντα αἰώνια καὶ οὐκ ἀποθνήσκοντα εἰς

πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

7 καὶ διὰ τοῦτο οὐκ ἐποίησα ἐν ὑμῖν θηλείαςmiddot τὰ πνεύματα τοῦ οὐρανοῦ ἐν

τῷ οὐρανῷ ἡ κατοίκησις αὐτῶν

8 καὶ νῦν οἱ γίγαντες οἱ γεννηθέντες ἀπὸ τῶν πνευμάτων καὶ σαρκὸς

πνεύματα ἰσχυρὰ ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐν τῇ γῇ ἡ κατοίκησις αὐτῶν ἔσται

9 πνεύματα πονηρὰ ἐξῆλθον ἀπὸ τοῦ σώματος αὐτῶν διότι ἀπὸ τῶν

ἀνωτέρων ἐγένοντο καὶ ἐκ τῶν ἁγίων ἐγρηγόρων ἡ ἀρχὴ τῆς κτίσεως

αὐτῶν καὶ ἀρχὴ θεμελίουmiddot πνεύματα πονηρὰ κληθήσεται

10 πνεύματα οὐρανοῦ ἐν τῷ οὐρανῷ ἡ κατοίκησις αὐτῶν ἔσται καὶ τὰ

πνεύματα ἐπὶ τῆς γῆς τὰ γεννηθέντα ἐπὶ τῆς γῆς ἡ κατοίκησις αὐτῶν

ἔσται

11 καὶ τὰ πνεύματα τῶν γιγάντων νεφέλας ἀδικοῦντα ἀφανίζοντα καὶ

ἐνπίπτοντα καὶ συνπαλαίοντα καὶ συνρίπτοντα ἐπὶ τῆς γῆς πνεύματα

σκληρὰ γιγάντων καὶ δρόμους ποιοῦντα καὶ μηδὲν ἐσθίοντα ἀλλrsquo

ἀσιτοῦντα καὶ διψῶντα καὶ προσκόπτοντα πνεύματα

12 καὶ ἐξαναστήσει ταῦτα εἰς τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν

γυναικῶν ὅτι ἐξεληλύθασιν ἀπrsquo αὐτῶν

XVI

1 ἀπὸ ἡμέρας σφαγῆς καὶ ἀπωλείας καὶ θανάτου ἀφrsquo ὧν τὰ πνεύματα

ἐκπορευόμενα ἐκ τῆς ψυχῆς τῆς σαρκὸς αὐτῶν ἔσται ἀφανίζοντα χωρὶς

κρίσεωςmiddot οὕτως ἀφανίσουσιν μέχρις ἡμέρας τελειώσεως τῆς κρίσεως τῆς

μεγάλης ἐν ᾗ ὁ αἰὼν ὁ μέγας τελεσθήσεται

2 καὶ νῦν ἐγρηγόροις τοῖς πέμψασίν σε ἐρωτῆσαι περὶ αὐτῶν οἵτινες ἐν

οὐρανῷ ἦσαν

3 Ὑμεῖς ἐν τῷ οὐρανῷ ἦτε καὶ πᾶν μυστήριον ὃ οὐκ ἀνεκαλύφθη ὑμῖν καὶ

μυστήριον τὸ ἐκ τοῦ θεοῦ γεγενημένον ἔγνωτε καὶ τοῦτο ἐμηνύσατε ταῖς

γυναιξὶν ἐν ταῖς σκληροκαρδίαις ὑμῶν καὶ ἐν τῷ μυστηρίῳ τούτῳ

πληθύνουσιν αἱ θήλειαι καὶ οἱ ἄνθρωποι τὰ κακὰ ἐπὶ τῆς γῆς

4 εἶπον οὖν αὐτοῖς Οὐκ ἔστιν εἰρήνη

XVII

1 Καὶ παραλαβόντες με εἴς τινα τόπον ἀπήγαγον ἐν ᾧ οἱ ὄντες ἐκεῖ

γίνονται ὡς πῦρ φλέγον καὶ ὅταν θέλωσιν φαίνονται ὡσεὶ ἄνθρωποι

2 Καὶ ἀπήγαγόν με εἰς ζοφώδη τόπον καὶ εἰς ὄρος οὗ ἡ κεφαλὴ ἀφικνεῖτο

εἰς τὸν οὐρανόν

3 καὶ εἶδον τόπον τῶν φωστήρων καὶ τοὺς θησαυροὺς τῶν ἀστέρων καὶ

τῶν βροντῶν καὶ εἰς τὰ ἀεροβαθῆ ὅπου τόξον πυρὸς καὶ τὰ βέλη καὶ τὰς

θήκας αὐτῶν καὶ τὰς ἀστραπὰς πάσας

4 Καὶ ἀπήγαγόν με μέχρι ὑδάτων καὶ μέχρι πυρὸς δύσεως ὅ ἐστιν καὶ

παρέχον πάσας τὰς δύσεις τοῦ ἡλίου

5 καὶ ἤλθομεν μέχρι ποταμοῦ πυρός ἐν ᾧ κατατρέχει τὸ πῦρ ὡς ὕδωρ καὶ

ῥέει εἰς θάλασσαν μεγάλην δύσεως

6 ἴδον τοὺς μεγάλους ποταμούς καὶ μέχρι τοῦ μεγάλου ποταμοῦ καὶ μέχρι

23

τοῦ μεγάλου σκότους κατήντησα καὶ ἀπῆλθον ὅπου πᾶσα σὰρξ οὐ

περιπατεῖ

7 ἴδον τοὺς ἀνέμους τῶν γνόφων τοὺς χειμερινοὺς καὶ τὴν ἔκχυσιν τῆς

ἀβύσσου πάντων ὑδάτων

8 ἴδον τὸ στόμα τῆς γῆς πάντων τῶν ποταμῶν καὶ τὸ στόμα τῆς ἀβύσσου

XVIII

1 ἴδον τοὺς θησαυροὺς τῶν ἀνέμων πάντων ἴδον ὅτι ἐν αὐτοῖς ἐκόσμησεν

πάσας τὰς κτίσεις καὶ τὸν θεμέλιον τῆς γῆς καὶ τὸν λίθον ἴδον τῆς γωνίας

τῆς γῆς

2 ἴδον τοὺς τέσσαρας ἀνέμους τὴν γῆν βαστάζοντας

3 καὶ τὸ στερέωμα τοῦ οὐρανοῦ καὶ αὐτοὶ ἱστᾶσιν μεταξὺ γῆς καὶ

οὐρανοῦ

4 ἴδον ἀνέμους τῶν οὐρανῶν στρέφοντας καὶ διανεύοντας τὸν τροχὸν τοῦ

ἡλίου καὶ πάντας τοὺς ἀστέρας

5 ἴδον τοὺς ἐπὶ τῆς γῆς ἀνέμους βαστάζοντας ἐν νεφέλῃ ἴδον πέρατα τῆς

γῆς τὸ στήριγμα τοῦ οὐρανοῦ ἐπάνω

6 Παρῆλθον καὶ ἴδον τόπον καιόμενον νυκτὸς καὶ ἡμέρας ὅπου τὰ ἑπτὰ

ὄρη ἀπὸ λίθων πολυτελῶν [τρία] εἰς ἀνατολὰς καὶ τρία εἰς νότον

βάλλοντα

7 καὶ τὰ μὲν πρὸς ἀνατολὰς ἀπὸ λίθου χρώματος τὸ δὲ ἦν ἀπὸ λίθου

μαργαρίτου καὶ τὸ ἀπὸ λίθου ταθέν τὸ δὲ κατὰ νότον ἀπὸ λίθου πυρροῦmiddot

8 τὸ δὲ μέσον αὐτῶν ἦν εἰς οὐρανόν ὥσπερ θρόνος θεοῦ ἀπὸ λίθου φουκά

καὶ ἡ κορυφὴ τοῦ θρόνου ἀπὸ λίθου σαφφείρουmiddot

9 καὶ πῦρ καιόμενον ἴδον κἀπέκεινα τῶν ὀρέων τούτων

10 τόπος ἐστὶν πέρας τῆς μεγάλης γῆςmiddot ἐκεῖ συντελεσθήσονται οἱ οὐρανοί

11 καὶ ἴδον χάσμα μέγα εἰς τοὺς στύλους τοῦ πυρὸς καταβαίνοντας καὶ

οὐκ ἦν μέτρον οὔτε εἰς βάθος οὔτε εἰς ὕψος

12 καὶ ἐπέκεινα τοῦ χάσματος τούτου ἴδον τόπον ὅπου οὐδὲ στερέωμα

οὐρανοῦ ἐπάνω οὔτε γῆ ᾖ τεθεμελιωμένη ὑποκάτω αὐτοῦ οὔτε ὕδωρ ἦν

ὑπὸ αὐτὸ οὔτε πετεινόν ἀλλὰ τόπος ἦν ἔρημος καὶ φοβερός

13 ἐκεῖ ἴδον ἑπτὰ ἀστέρας ὡς ὄρη μεγάλα καιόμενα περὶ ὧν

πυνθανομένῳ μοι

14 εἶπεν ὁ ἄγγελος Οὗτός ἐστιν ὁ τόπος τὸ τέλος τοῦ οὐρανοῦ καὶ γῆςmiddot

δεσμωτήριον τοῦτο ἐγένετο τοῖς ἄστροις καὶ ταῖς δυνάμεσιν τοῦ οὐρανοῦ

15 καὶ οἱ ἀστέρες οἱ κυλιόμενοι ἐν τῷ πυρί οὗτοί εἰσιν οἱ παραβάντες

πρόσταγμα κυρίου ἐν ἀρχῇ τῆς ἀνατολῆς αὐτῶν - ὅτι τόπος ἔξω τοῦ

οὐρανοῦ κενός ἐστιν - ὅτι οὐκ ἐξῆλθαν ἐν τοῖς καιροῖς αὐτῶν

16 καὶ ὀργίσθη αὐτοῖς καὶ ἔδησεν αὐτοὺς μέχρι καιροῦ τελειώσεως αὐτῶν

ἁμαρτίας laquoαὐτῶνraquo ἐνιαυτῶν μυρίων

XIX

1 Καὶ εἶπέν μοι Οὐριήλ Ἐνθάδε οἱ μιγέντες ἄγγελοι ταῖς γυναιξὶν

στήσονται καὶ τὰ πνεύματα αὐτῶν πολύμορφα γενόμενα λυμαίνεται τοὺς

ἀνθρώπους καὶ πλανήσει αὐτοὺς ἐπιθύειν τοῖς δαιμονίοις μέχρι τῆς

μεγάλης κρίσεως ἐν ᾗ κριθήσονται εἰς ἀποτελείωσιν

2 καὶ αἱ γυναῖκες αὐτῶν τῶν παραβάντων ἀγγέλων εἰς σειρῆνας

γενήσονται

3 κἀγὼ Ἑνὼχ ἴδον τὰ θεωρήματα μόνος τὰ πέρατα πάντων καὶ οὐ μὴ ἴδῃ

οὐδὲ εἷς ἀνθρώπων ὡς ἐγὼ ἴδον

XX

1 Ἄγγελοι τῶν δυνάμεων

24

2 Οὐριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ταρτάρου

3 Ῥαφαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων τῶν ἀνθρώπων

4 Ῥαγουήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐκδικῶν τὸν κόσμον τῶν

φωστήρων

5 Μιχαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν τοῦ λαοῦ ἀγαθῶν

τεταγμένος καὶ ἐπὶ τῷ χάῳ

6 Σαριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων οἵτινες ἐπὶ τῷ

πνεύματι ἁμαρτάνουσιν

7 Γαβριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τοῦ παραδείσου καὶ τῶν

δρακόντων καὶ χερουβείν ἀρχαγγέλων ὀνόματα ἑπτά

XXI

1 Καὶ ἐφώδευσα ἕως τῆς ἀκατασκευάστου

2 κἀκεῖ ἐθεασάμην ἔργον φοβερόνmiddot ἑώρακα οὔτε οὐρανὸν ἐπάνω οὔτε γῆν

τεθέαμαι τεθεμελιωμένην ἀλλὰ τόπον ἀκατασκεύαστον καὶ φοβερόν

3 καὶ ἐκεῖ τεθέαμαι ἑπτὰ τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ δεδεμένους καὶ

ἐρριμμένους ἐν αὐτῷ ὁμοίους ὄρεσιν μεγάλοις καὶ ἐν πυρὶ καιομένους

4 τότε εἶπον Διὰ ποίαν αἰτίαν ἐπεδέθησαν καὶ διὰ τί ὧδε ἐρίφησαν

5 τότε εἶπέν μοι Οὐριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν - καὶ

αὐτὸς ἡγεῖτο αὐτῶν - καὶ εἶπέν μοι Ἑνώχ περὶ τίνος ἐρωτᾷς ἢ περὶ τίνος

τὴν ἀλήθειαν φιλοσπευδεῖς

6 οὗτοί εἰσιν τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ οἱ παραβάντες τὴν ἐπιταγὴν τοῦ

κυρίου καὶ ἐδέθησαν ὧδε μέχρι τοῦ πληρῶσαι μύρια ἔτη τὸν χρόνον τῶν

ἁμαρτημάτων αὐτῶν

7 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον τούτου φοβερώτερον καὶ τεθέαμαι

ἔργα φοβερώτερα πῦρ μέγα ἐκεῖ καιόμενον καὶ φλεγόμενον καὶ διακοπὴν

εἶχεν ὁ τόπος ἕως τῆς ἀβύσσου πλήρης στύλων πυρὸς μεγάλου

καταφερομένωνmiddot οὔτε μέτρον οὔτε πλάτος ἠδυνήθην ἰδεῖν οὐδὲ εἰκάσαι

8 τότε εἶπον Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος καὶ ὡς δεινὸς τῇ ὁράσει

9 τότε ἀπεκρίθη μοι ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν καὶ εἶπέν

μοι Ἑνώχ διὰ τί ἐφοβήθης οὕτως καὶ ἐπτοήθης καὶ ἀπεκρίθην Περὶ

τούτου τοῦ φοβεροῦ καὶ περὶ τῆς προσόψεως τῆς δεινῆς

10 καὶ εἶπεν Οὗτος ὁ τόπος δεσμωτήριον ἀγγέλωνmiddot ὧδε συνσχεθήσονται

μέχρι αἰῶνος εἰς τὸν αἰῶνα

XXII

1 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον καὶ ἔδειξέν μοι πρὸς δυσμὰς ἄλλο

ὄρος μέγα καὶ ὑψηλόν πέτρας στερεάς

2 καὶ τέσσαρες τόποι ἐν αὐτῷ κοῖλοι βάθος ἔχοντες καὶ λίαν λεῖοι τρεῖς

αὐτῶν σκοτινοὶ καὶ εἷς φωτινός καὶ πηγὴ ὕδατος ἀνὰ μέσον αὐτοῦ καὶ

εἶπον Πῶς λεῖα τὰ κοιλώματα ταῦτα καὶ ὁλοβαθῆ καὶ σκοτινὰ τῇ ὁράσει

3 τότε ἀπεκρίθη Ῥαφαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν καὶ

εἶπέν μοι Οὗτοι οἱ τόποι οἱ κοῖλοι ἵνα ἐπισυνάγωνται εἰς αὐτοὺς τὰ

πνεύματα τῶν ψυχῶν τῶν νεκρῶν εἰς αὐτὸ τοῦτο ἐκρίθησαν ὥδε

ἐπισυνάγεσθαι πάσας τὰς ψυχὰς τῶν ἀνθρώπων

4 καὶ οὗτοι οἱ τόποι εἰς ἐπισύνσχεσιν αὐτῶν ἐποίησαν μέχρι τῆς ἡμέρας

τῆς κρίσεως αὐτῶν καὶ μέχρι τοῦ διορισμοῦ καὶ διορισμένου χρόνου ἐν ᾧ ἡ

κρίσις ἡ μεγάλη ἔσται ἐν αὐτοῖς

5 τεθέαμαι ἀνθρώπους νεκροὺς ἐντυγχάνοντας καὶ ἡ φωνὴ αὐτοῦ μέχρι

τοῦ οὐρανοῦ προέβαινεν καὶ ἐνετύγχανεν

6 καὶ ἠρώτησα Ῥαφαὴλ τὸν ἄγγελον ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν καὶ εἶπα αὐτῷ Τοῦτο

τὸ πνεῦμα τὸ ἐντυγχάνον τίνος ἐστίν διrsquo ὃ οὕτως ἡ φωνὴ αὐτοῦ προβαίνει

25

καὶ ἐντυγχάνει ἕως τοῦ οὐρανοῦ

7 καὶ ἀπεκρίθη μοι λέγων Τοῦτο τὸ πνεῦμά ἐστιν τὸ ἐξελθὸν ἀπὸ Ἄβελ ὃν

ἐφόνευσε Κάιν ὁ ἀδελφός καὶ Ἄβελ ἐντυγχάνει περὶ αὐτοῦ μέχρι τοῦ

ἀπολέσαι τὸ σπέρμα αὐτοῦ ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς καὶ ἀπὸ τοῦ

σπέρματος τῶν ἀνθρώπων ἀφανθῇ τὸ σπέρμα αὐτοῦ

8 Τότε ἠρώτησα περὶ τῶν κυκλωμάτων πάντων διὰ τί ἐχωρίσθησαν ἓν

ἀπὸ τοῦ ἑνός

9 καὶ ἀπεκρίθη μοι λέγων Οὗτοι οἱ τρεῖς ἐποιήθησαν χωρίζεσθαι τὰ

πνεύματα τῶν νεκρῶνmiddot καὶ οὕτως ἐχωρίσθη εἰς τὰ πνεύματα τῶν δικαίων

οὗ ἡ πηγὴ τοῦ ὕδατος ἐν αὐτῷ φωτινήmiddot

10 καὶ οὕτως ἐκτίσθη τῶν ἁμαρτωλῶν ὅταν ἀποθάνωσιν καὶ ταφῶσιν εἰς

τὴν γῆν καὶ κρίσις οὐκ ἐγενήθη ἐπrsquo αὐτῶν ἐν τῇ ζωῇ αὐτῶν

11 ὧδε χωρίζεται τὰ πνεύματα αὐτῶν εἰς τὴν μεγάλην βάσανον ταύτην

μέχρι τῆς μεγάλης ἡμέρας τῆς κρίσεως τῶν μαστίγων καὶ τῶν βασάνων

τῶν κατηραμένων μέχρι αἰῶνοςmiddot ἦν ἀνταπόδοσις τῶν πνευμάτωνmiddot ἐκεῖ

δήσει αὐτοὺς μέχρις αἰῶνος

12 καὶ οὕτως ἐχωρίσθη τοῖς πνεύμασιν τῶν ἐντυγχανόντων οἵτινες

ἐνφανίζουσιν περὶ τῆς ἀπωλείας ὅταν φονευθῶσιν ἐν ταῖς ἡμέραις τῶν

ἁμαρτωλῶν

13 καὶ οὕτως ἐκτίσθη τοῖς πνεύμασιν τῶν ἀνθρώπων ὅσοι οὐκ ἔσονται

ὅσιοι ἀλλὰ ἁμαρτωλοί καὶ μετὰ τῶν ἀνόμων ἔσονται μέτοχοι τὰ δὲ

πνεύματα ὅτι οἱ ἐνθάδε θλιβέντες ἔλαττον κολάζονται αὐτῶν οὐ

τιμωρηθήσονται ἐν ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως οὐδὲ μὴ μετεγερθῶσιν ἐντεῦθεν

14 Τότε ηὐλόγησα τὸν κύριον τῆς δόξης καὶ εἶπα Εὐλογητὸς εἶ Κύριε ὁ τῆς

δικαιοσύνης κυριεύων τοῦ αἰῶνος

XXIII

1 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον πρὸς δυσμὰς τῶν περάτων τῆς γῆς

2 καὶ ἐθεασάμην πῦρ διατρέχον καὶ οὐκ ἀναπαυόμενον οὐδὲ ἐλλεῖπον τοῦ

δρόμου ἡμέρας καὶ νυκτὸς ἅμα διαμένον

3 καὶ ἠρώτησα λέγων Τί ἐστιν τὸ μὴ ἔχον ἀνάπαυσιν

4 τότε ἀπεκρίθη μοι Ῥαγουήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν

Οὗτος ὁ δρόμος τοῦ πυρὸς τὸ πρὸς δυσμὰς πῦρ τὸ ἐκδιῶκόν ἐστιν πάντας

τοὺς φωστῆρας τοῦ οὐρανοῦ

XXIV

1 Καὶ ἔδειξέν μοι ὄρη πυρὸς καιόμενα νυκτός

2 καὶ ἐπέκεινα αὐτῶν ἐπορεύθην καὶ ἐθεασάμην ἑπτὰ ὄρη ἔνδοξα πάντα

ἑκάτερα τοῦ ἑκατέρου διαλλάσσοντα ὧν οἱ λίθοι ἔντιμοι τῇ καλλονῇ καὶ

πάντα ἔντιμα καὶ ἔνδοξα καὶ εὐειδῆ τρία ἐπrsquo ἀνατολὰς ἐστηριγμένα ἐν τῷ

ἑνί καὶ τρία ἐπὶ νότον ἐν τῷ ἑνὶ καὶ φάραγγες βαθεῖαι καὶ τραχεῖαι μία τῇ

μιᾷ οὐκ ἐγγίζουσαι

3 καὶ τῷ ὄρει ἕβδομον ὄρος ἀνὰ μέσον τούτων καὶ ὑπερεῖχεν τῷ ὕψει

ὅμοιον καθέδρᾳ θρόνου καὶ περιεκύκλου δένδρα αὐτῷ εὐειδῆ

4 καὶ ἦν ἐν αὐτοῖς δένδρον ὃ οὐδέποτε ὤσφρανμαι καὶ οὐδεὶς ἕτερος αὐτῷ

ηὐφράνθη καὶ οὐδὲν ἕτερον ὅμοιον αὐτῷmiddot ὀσμὴν εἶχεν εὐωδεστέραν

πάντων ἀρωμάτων καὶ τὰ φύλλα αὐτοῦ καὶ τὸ ἄνθος καὶ τὸ δένδρον οὐ

φθίνει εἰς τὸν αἰῶνα οἱ δὲ περὶ τὸν καρπὸν ὡσεὶ βότρυες φοινίκων

5 τότε εἶπον ὡς καλὸν τὸ δένδρον τοῦτό ἐστιν καὶ εὐῶδες καὶ ὡραῖα τὰ

φύλλα καὶ τὰ ἄνθη αὐτοῦ ὡραῖα τῇ ὁράσει

6 τότε ἀπεκρίθη μοι Μιχαήλ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν - καὶ

αὐτὸς αὐτῶν ἡγεῖτο ndash

26

XXV

1 καὶ εἶπέν μοι Ἑνώχ τί ἐρωτᾷς καὶ τί ἐθαύμασας ἐν τῇ ὀσμῇ τοῦ δένδρου

καὶ διὰ τί θέλεις τὴν ἀλήθειαν μαθεῖν

2 τότε ἀπεκρίθην αὐτῷ Περὶ πάντων εἰδέναι θέλω μάλιστα δὲ περὶ τοῦ

δένδρου τούτου σφόδρα

3 καὶ ἀπεκρίθη λέγων Τοῦτο τὸ ὄρος τὸ ὑψηλόν οὗ ἡ κορυφὴ ὁμοία

θρόνου θεοῦ καθέδρα ἐστὶν οὗ καθίζει ὁ μέγας κύριος ὁ ἅγιος τῆς δόξης ὁ

βασιλεὺς τοῦ αἰῶνος ὅταν καταβῇ ἐπισκέψασθαι τὴν γῆν ἐπrsquo ἀγαθῷ

4 καὶ τοῦτο τὸ δένδρον εὐωδίας καὶ οὐδεμία σὰρξ ἐξουσίαν ἔχει ἅψασθαι

αὐτοῦ μέχρι τῆς μεγάλης κρίσεως ἐν ᾗ ἐκδίκησις πάντων καὶ τελείωσις

μέχρις αἰῶνοςmiddot τότε δικαίοις καὶ ὁσίοις δοθήσεται

5 ὁ καρπὸς αὐτοῦ τοῖς ἐκλεκτοῖς εἰς ζωὴν εἰς βορρᾶν καὶ

μεταφυτευθήσεται ἐν τόπῳ ἁγίῳ παρὰ τὸν οἶκον τοῦ θεοῦ βασιλέως τοῦ

αἰῶνος

6 τότε εὐφρανθήσονται εὐφραινόμενοι καὶ χαρήσονται καὶ εἰς τὸ ἅγιον

εἰσελεύσονταιmiddot αἱ ὀσμαὶ αὐτοῦ ἐν τοῖς ὀστέοις αὐτῶν καὶ ζωὴν πλείονα

ζήσονται ἐπὶ γῆς ἣν ἔζησαν οἱ πατέρες σου καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτῶν καὶ

βάσανοι καὶ πληγαὶ καὶ μάστιγες οὐχ ἅψονται αὐτῶν

7 Τότε ηὐλόγησα τὸν θεὸν τῆς δόξης τὸν βασιλέα τοῦ αἰῶνος ὃς

ἡτοίμασεν ἀνθρώποις τὰ τοιαῦτα δικαίοις καὶ αὐτὰ ἔκτισεν καὶ εἶπεν

δοῦναι αὐτοῖς

XXVI

1 Καὶ ἐκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς τὸ μέσον τῆς γῆς καὶ ἴδον τόπον

ηὐλογημένον ἐν ᾧ δένδρα ἔχοντα παραφυάδας μενούσας καὶ βλαστούσας

τοῦ δένδρου ἐκκοπέντος

2 κἀκεῖ τεθέαμαι ὄρος ἅγιονmiddot ὑποκάτω τοῦ ὄρους ὕδωρ ἐξ ἀνατολῶν καὶ

τὴν δύσιν εἶχεν πρὸς νότον

3 καὶ ἴδον πρὸς ἀνατολὰς ἄλλο ὄρος ὑψηλότερον τούτου καὶ ἀνὰ μέσον

αὐτοῦ φάραγγα βαθεῖαν οὐκ ἔχουσαν πλάτος καὶ διrsquo αὐτῆς ὕδωρ

πορεύεται ὑποκάτω ὑπὸ τὸ ὄρος

4 καὶ πρὸς δυσμὰς τούτου ἄλλο ὄρος ταπεινότερον αὐτοῦ καὶ οὐκ ἔχον

ὕψος καὶ φάραγγα βαθεῖαν καὶ ξηρὰν ἀνὰ μέσον αὐτῶν καὶ ἄλλην

φάραγγα βαθεῖαν καὶ ξηρὰν ἐπrsquo ἄκρων τῶν τριῶν ὀρέων

5 καὶ πᾶσαι φάραγγές εἰσιν βαθεῖαι ἐκ πέτρας στερεᾶς καὶ δένδρον οὐκ

ἐφυτεύετο ἐπrsquo αὐτάς

6 καὶ ἐθαύμασα περὶ τῆς φάραγγος καὶ λίαν ἐθαύμασα

XXVII

1 καὶ εἶπον Διὰ τί ἡ γῆ αὕτη ἡ εὐλογημένη καὶ πᾶσα πλήρης δένδρων

αὐτὴ δὲ ἡ φάραγξ κεκατηραμένη ἐστίν

2 γῆ κατάρατος τοῖς κεκατηραμένοις ἐστὶν μέχρι αἰῶνος ὧδε

ἐπισυναχθήσονται πάντες οἱ κεκατηραμένοι οἵτινες ἐροῦσιν τῷ στόματι

αὐτῶν κατὰ Κυρίου φωνὴν ἀπρεπῆ καὶ περὶ τῆς δόξης αὐτοῦ σκληρὰ

λαλήσουσιν ὧδε ἐπισυναχθήσονται καὶ ὧδε ἔσται τὸ οἰκητήριον

3 ἐπrsquo ἐσχάτοις αἰῶσιν ἐν ταῖς ἡμέραις τῆς κρίσεως τῆς ἀληθινῆς ἐναντίον

τῶν δικαίων εἰς τὸν ἅπαντα χρόνον ὧδε εὐλογήσουσιν οἱ ἀσεβεῖς τὸν

κύριον τῆς δόξης τὸν βασιλέα τοῦ αἰῶνοςmiddot

4 ἐν ταῖς ἡμέραις τῆς κρίσεως αὐτῶν εὐλογήσουσιν ἐν ἐλέει ὡς ἐμέρισεν

αὐτοῖς

5 Τότε ηὐλόγησα τὸν κύριον τῆς δόξης καὶ τὴν δόξαν αὐτοῦ ἐδήλωσα καὶ

ὕμνησα μεγαλοπρεπῶς

27

XXVIII

1 Καὶ ἐκεῖθεν ἐπορεύθην εἰς τὸ μέσον Μανδοβαρά καὶ ἴδον αὐτὸ ἔρημονmiddot

καὶ αὐτὸ μόνον

2 πλήρης δένδρων καὶ ἀπὸ τῶν σπερμάτων ὕδωρ ἄνομβρον ἄνωθεν

φερόμενον

3 ὡς ὑδραγωγὸς δαψιλὴς ὡς πρὸς βορρᾶν ἐπὶ δυσμῶν πάντοθεν ἀνάγει

ὕδωρ καὶ δρόσον

XXIX

1 Ἔτι ἐκεῖθεν ἐπορεύθην εἰς ἄλλον τόπον ἐν τῷ Βαβδηρά καὶ πρὸς

ἀνατολὰς τοῦ ὄρους τούτου ᾠχόμην

2 καὶ ἴδον κρίσεως δένδρα πνέοντα ἀρωμάτων λιβάνων καὶ ζμύρνας καὶ

τὰ δένδρα αὐτῶν ὅμοια καρύαις

XXX

1 Καὶ ἐπέκεινα τούτων ᾠχόμην πρὸς ἀνατολὰς μακράν καὶ ἴδον τόπον

ἄλλον μέγαν φάραγγα ὕδατος

2 ἐν ᾧ καὶ δένδρα χρόα ἀρωμάτων ὁμοίων σχίνῳ

3 καὶ τὰ παρὰ τὰ χείλη τῶν φαράγγων τούτων ἴδον κιννάμωμον

ἀρωμάτωνmiddot καὶ ἐπέκεινα τούτων ᾠχόμην πρὸς ἀνατολάς

XXXI

1 καὶ ἴδον ἄλλα ὄρη καὶ ἐν αὐτοῖς ἄλση δένδρων καὶ ἐκπορευόμενον ἐξ

αὐτῶν νέκταρ τὸ καλούμενον σαρρὰν καὶ χαλβάνη

2 καὶ ἐπέκεινα τῶν ὀρέων τούτων ἴδον ἄλλο ὄρος πρὸς ἀνατολὰς τῶν

περάτων τῆς γῆς καὶ πάντα τὰ δένδρα πλήρη ἐξαυτῆς ἐν ὁμοιώματι

ἀμυγδάλων

3 ὅταν τριβῶσινmiddot διὸ εὐωδέστερον ὑπὲρ πάντων τῶν ἀρωμάτων

XXXII

1 εἰς βορρᾶν πρὸς ἀνατολὰς τεθέαμαι ἑπτὰ ὄρη πλήρη νάρδου χρηστοῦ

καὶ σχίνου καὶ κινναμώμου καὶ πιπέρεως

2 Καὶ ἐκεῖθεν ἐφώδευσα ἐπὶ τὰς ἀρχὰς πάντων τῶν ὀρέων τούτων

μακρὰν ἀπέχων πρὸς ἀνατολὰς τῆς γῆς καὶ διέβην ἐπάνω τῆς ἐρυθρᾶς

θαλάσσης καὶ ᾠχόμην ἐπrsquo ἄκρων καὶ ἀπὸ τούτου διέβην ἐπάνω τοῦ

Ζωτιήλ

3 καὶ ἦλθον πρὸς τὸν παράδεισον τῆς δικαιοσύνης καὶ ἴδον μακρόθεν τῶν

δένδρων τούτων δένδρα πλείονα καὶ μεγάλα δύο μὲν ἐκεῖ μεγάλα σφόδρα

καλὰ καὶ ἔνδοξα καὶ μεγαλοπρεπῆ καὶ τὸ δένδρον τῆς φρονήσεως οὗ

ἐσθίουσιν ἅγιοι τοῦ καρποῦ αὐτοῦ καὶ ἐπίστανται φρόνησιν μεγάλην

4 ὅμοιον τὸ δένδρον ἐκεῖνο στροβιλέᾳ τὸ ὕψος τὰ δὲ φύλλα αὐτοῦ κερατίᾳ

ὅμοια ὁ δὲ καρπὸς αὐτοῦ ὡσεὶ βότρυες ἀμπέλου ἱλαροὶ λίαν ἡ δὲ ὀσμὴ

αὐτοῦ διέτρεχεν πόρρω ἀπὸ τοῦ δένδρου

5 τότε εἶπον ὡς καλὸν τὸ δένδρον καὶ ὡς ἐπίχαρι τῇ ὁράσει

6 τότε ἀπεκρίθη Ῥαφαήλ ὁ ἅγιος ἄγγελος ὁ μετrsquo ἐμοῦ ὤν Τοῦτο τὸ

δένδρον φρονήσεως ἐξ οὗ ἔφαγεν ὁ πατήρ σου

LXXXIX

42 Καὶ οἱ κύνες ἤρξαντο κατεσθίειν τὰ πρόβατα καὶ οἱ ὕες καὶ οἱ ἀλώπεκες

κατήσθιον αὐτά μέχρι οὗ ἤγειρεν ὁ κύριος τῶν προβάτων κριὸν ἕνα ἐκ

τῶν προβάτων

43 καὶ ὁ κριὸς οὗτος ἤρξατο κερατίζειν καὶ ἐπιδιώκειν ἐν τοῖς κέρασιν καὶ

ἐνετίνασσεν εἰς τοὺς ἀλώπεκας καὶ μετrsquo αὐτοὺς εἰς τοὺς ὕαςmiddot καὶ

ἀπώλεσεν ὕας πολλούς καὶ μετrsquo αὐτοὺς [ἐλυμήνα]το τοὺς κύνας

44 καὶ τὰ πρόβατα ὧν οἱ ὀφθαλμοὶ ἠνοίγησαν ἐθεάσαντο τὸν κριὸν τὸν ἐν

28

τοῖς προβάτοις ἕως οὗ ἀφῆκεν τὴν ὁδὸν αὐτοῦ καὶ ἤρξατο πορεύεσθαι

ἀνοδίᾳ

45 καὶ ὁ κύριος τῶν προβάτων ἀπέστειλεν τὸν ἄρνα τοῦτον ἐπὶ ἄρνα

ἕτερον τοῦ στῆσαι αὐτὸν εἰς κριὸν ἐν ἀρχῇ τῶν προβάτων ἀντὶ τοῦ κριοῦ

τοῦ ἀφέντος τὴν ὁδὸν αὐτοῦ

46 καὶ ἐπορεύθη πρὸς αὐτὸν καὶ ἐλάλησεν αὐτῷ σιγῇ κατὰ μόνας καὶ

ἤγειρεν αὐτὸν εἰς κριὸν καὶ εἰς ἄρχοντα καὶ εἰς ἡγούμενον τῶν προβάτωνmiddot

καὶ οἱ κύνες ἐπὶ πᾶσιν τούτοις ἔθλιβον τὰ πρόβατα

47 [καὶ] ὁ κριὸς ὁ πρῶτος τὸν κριὸν τὸν δεύτερον ἐπεδίωκεν καὶ ἔφυγεν

ἀπὸ προσώπου αὐτοῦmiddot εἶτrsquo ἐθεώρουν τὸν κριὸν τὸν πρῶτον ἕως οὗ ἔπεσεν

ἔμπροσθεν τῶν κυνῶν

48 καὶ ὁ κριὸς ὁ δεύτερος ἀναπηδήσας ἀφηγήσατο τῶν προβάτων

49 καὶ τὰ πρόβατα ηὐξήθησαν καὶ ἐπληθύνθησανmiddot καὶ πάντες οἱ κύνες καὶ

οἱ ἀλώπεκες ἔφυγον ἀπrsquo αὐτοῦ καὶ ἐφοβοῦντο αὐτόν

XC

1

6 [καὶ ἀναγνωσθής]ονται [πάντες] οἱ λόγοι τῶν ἀνομιῶν ὑμῶν ἐν[ώπιον]

τοῦ μεγάλου ἁγίου κατὰ πρόσωπον ὑμῶνmiddot εἶτrsquo ἀναφελεῖ τὰ πάντα ἔργα τὰ

μετασχόντα ἐν τῇ ἀνομίᾳ

7 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἁμαρτωλοὶ [οἱ] ἐν μέσῳ τῆς θαλάσσης καὶ ἐπὶ τῆς ξηρᾶς

ὄντεςmiddot μνημόσυνον εἰς ὑμᾶς κακόν

8 οὐαὶ ὑμῖν οἱ κτώμενοι χρυσίον καὶ ἀργύριον οὐκ ἀπὸ δικαιοσύνης καὶ

ἐρεῖτε πλούτῳ πεπλουτήκαμεν καὶ τὰ ὑπάρχοντα ἐσχήκαμεν καὶ

κεκτήμεθα

9 καὶ πᾶν ὃ ἐὰν θελήσωμεν ποιήσωμεν ὅτι ἀργύριον τεθησαυρίκαμεν ἐν

τοῖς θησαυροῖς ἡμῶν καὶ ἀγαθὰ πολλὰ ἐν ταῖς οἰκίαις ἡμῶν

10 καὶ ὡς ὕδωρ ἐκχυθήσεται πεπλάνησθε ὅτι οὐ μὴ παραμείνῃ ὁ πλοῦτος

ὑμῶν ἀλλὰ ταχὺ [ἀναπτήσεται] ἀπὸ ὑμῶν ὅτι ἀδίκως πάντα κέκτησθεmiddot

καὶ ὑμεῖς εἰς κατάραν μεγάλην παραδοθήσεσθε

XCI

1 καὶ νῦν ὀμνύω ὑμῖν τοῖς φρονίμοις καὶ οὐχὶ τοῖς ἄφροσι ὅτι πολλὰς

ὄψεσθε ἐπὶ τῆς γῆς ἀνομίαςmiddot

2 ὅτι κάλλος περιθήσονται ἄνδρες ὡς γυναῖκες [καὶ] χρῶμα ὡραῖον ὑπὲρ

παρθένους ἐν βασιλείᾳ καὶ μεγαλωσύνῃ καὶ ἐν ἐξουσίᾳ ἔσονται δὲ

ἀργύριον καὶ χρυσίον [παρrsquo] αὐτοῖς εἰς βρώματα καὶ ἐν ταῖς οἰκίαις αὐτῶν

ὡς ὕδωρ ἐκχυθήσονται

3 [διὰ τὸ μ]ὴ ἐπιστήμην αὐτοὺς μηδὲ φρόνησιν μηδεμίαν [ἔχειν] οὕτω

ἀπολεῖσθε κοινῶς μετὰ πάντων [τῶν] ὑπαρχόντων ὑμῶν [καὶ τῆς] πάσης

δόξης καὶ τῆς τιμῆς [ὑμῶν καὶ] εἰς ἀτιμίαν καὶ ἐρήμωσιν [καὶ σφαγὴν]

μεγάλην τ[ὰ πνεύματα ὑμῶν εἰς τὴν κάμινον τοῦ πυρὸς ἐμβληθήσεται]

Four lines are lost

ἐπὶ τὴν [γῆν οὐκ ἀπεστάλη ἀλλrsquo αὐτὴν οἱ ἄνθρω]ποι ἀφrsquo ἑαυτῶν [ἔκτισαν

καὶ εἰς κατάραν] μεγάλην ἀφίξονται οἱ ποιοῦντες [αὐτήν]

5 καὶ δουλεία (στειρα pap) γυναικὶ οὐκ ἐδόθη ἀλλὰ διὰ τὰ ἔργα τῶν

χειρῶνmiddot ὅτι οὐχ ὡρίσθη δούλην εἶναι δούληνmiddot ἄνωθεν οὐκ ἐδόθη ἀλλὰ ἐκ

καταδυναστείας ἐγένετο ὁ[μοίως] οὐδὲ ἡ ἀνομία ἄνωθεν ἐδόθη ἀλλrsquo ἐκ

παραβάσεως ὁμοίως οὐδὲ στεῖρα γυνὴ ἐκτίσθη ἀλλrsquo ἐξ ἰδίων ἀδικημάτων

ἐπετιμήθη ἀτεκνίᾳ [καὶ] ἄτεκνος ἀποθανεῖται

6 ὀμνύω ὑμῖν ἁμαρτωλοὶ κατὰ τοῦ ἁγίου τοῦ μεγάλου ὅτι τὰ ἔργα ὑμῶν τὰ

πονηρὰ ἔσται ἀνακεκαλυμμένα ἐν τῷ οὐρανῷmiddot οὐκ ἔσται ὑμῖν ἔργον

29

ἀποκεκρυμμένον ἄδικον

7 μὴ ὑπολάβητε τῇ ψυχῇ ὑμῶν μηδὲ ὑπολάβητε τῇ καρδίᾳ ὑμῶν ὅτι οὐ

γινώσκουσιν οὐδὲ βλέπουσιν οὐδὲ τὰ ἀδικήματα ὑμῶν θεωρεῖται οὐδὲ

ἀπογράφεται αὐτὰ ἐνώπιον τοῦ ὑψίστου ἀπὸ τοῦ [νῦν] ἐπιγνῶτε ὅτι

πάντα τὰ ἀδικήματα ὑμῶν ἀπογράφονται ἡμέραν ἐξ [ἡμέρας] μέχρι τῆς

κρίσεως ὑμῶν

9 οὐαὶ ὑμῖν ἄφρονες ὅτι ἀπολεῖσθε διὰ τὴν ἀφροσύνην ὑμῶν καὶ τῶν

[φρονίμων] οὐ μὴ ἀκούσητε καὶ τὰ ἀγαθὰ οὐκ ἀπαντήσει ὑμῖν τὰ δὲ κακὰ

[περιέξει] ὑμᾶς

10 καὶ νῦν γινώσκετε ὅτ[ι ἡτοίμασται] ὑμῖν εἰς ἡμέραν ἀπωλείας [μὴ

ἐλπίζε]τε σωθῆναι ἁμαρτωλοίmiddot ἀπ[ελθόντες] ἀποθάνετε γινώσκοντε[ς ὅτι

ἡτοίμας]ται εἰς ἡμέραν κρίσεως μ[εγάλης καὶ στε]νοχωρίας μείζονος τ[οῖς

πνεύμασιν ὑμῶν]

11 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ σκληροτράχηλοι τῇ καρδίᾳ ποιοῦντες τὸ κα[κὸν καὶ

ἔσθοντες αἷμα πόθ]εν ὑμῖν ἔσο[νται ἀγαθὰ ἵνα φάγητε ] Four lines are

lost

12 [ἔργα τῆ]ς ἀδικίαςmiddot διότι ἐλπίδας κα[λὰς ἔχετε ὑμῖ]ν νῦν γνωστὸν ὑμῖν

ἔστω ὅτι εἰς [χεῖρας τ]ῶν δικαίων παραδοθήσεσθε καὶ ἀποκτενοῦσιν ὑμᾶς

καὶ οὐ μὴ φείσονται ὑμῶν

13 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἐπιχαίροντες τοῖς κακοῖς τῶν δικαίωνmiddot τάφος ὑμῶν οὐ μὴ

ὀρυγῇ

14 οὐαὶ ὑμῖν οἱ βουλόμενοι ἀκυρῶσαι τοὺς λόγους τῶν δικαίωνmiddot οὐ μὴ

γένηται ὑμῖν ἐλπὶς σωτηρίας

15 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ γράφοντες λόγους ψευδεῖς καὶ λόγους πλανήσεωςmiddot αὐτοὶ

γράφουσιν καὶ πολλοὺς ἀποπλανήσουσιν τοῖς ψεύδεσιν αὐτῶνmiddot

16 πλανᾶσθε ὑμεῖς αὐτοὶ καὶ οὐκ ἔστιν ὑμῖν χαίρειν ἀλλὰ ταχέως

ἀπολεῖσθε

XCII

1 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ ποιοῦντες πλανήματα καὶ τοῖς ἔργοις τοῖς ψευδέσιν

λαμβάνοντες τιμὴν καὶ δόξανmiddot ἀπολώλατε οὐκ ἔστιν ὑμῖν σωτηρία εἰς

ἀγαθόν

2 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἐξαλλοιοῦντες τοὺς λόγους τοὺς ἀληθινούς καὶ

διαστρέφοντες τὴν αἰώνιον διαθήκην καὶ λογιζόμενοι ἑαυτοὺς

ἀναμαρτήτουςmiddot ἐν τῇ γῇ καταποθήσονται

3 τότε ἑτοιμάζεσθε οἱ δίκαιοι καὶ προέχεσθε τὰς ἐντεύξεις ὑμῶν εἰς

μνημόσυνον δίδοτε αὐτὰς ἐν διαμαρτυρίᾳ ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων ὅπως

εἰσαγάγωσιν τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἀδίκων ἐνώπιον τοῦ ὑψίστου θεοῦ εἰς

μνημόσυνονmiddot

4 καὶ τότε συν[ταραχ]θήσονται ἐν [ἡμέρ]ᾳ ἀπωλείας τῆς ἀδικίας

5ndash6 ἐν αὐτῷ [τῷ και]ρῷ ἐκείνῳ αἱ τίκτουσαι ἐκβαλοῦσιν καὶ ἐκσπάσουσιν

καὶ ἐγκαταλείψουσιν [τὸ νήπιο]ν βρέφος καὶ αἱ ἐν γαστρὶ ἔχου[σαι

ἐκτρώσο]υσιν καὶ αἱ θηλάζουσαι ῥίψ[ουσιν τὰ τέκ]να αὐτῶν καὶ οὐ μὴ

ἐπι[στρέψου]σιν ἐπὶ τὰ νήπια αὐτῶν οὐ[δὲ ἐπὶ τὰ θηλά]ζοντα οὐδὲ μὴ

φείσονται

7 [καὶ] οἱ γλύφοντες εἰκόνα[ς ἀργυ]ρᾶς καὶ χρυσᾶς ξυλίνας τε [καὶ

λιθίνας] καὶ ὀστρακίνας καὶ λατρεύ[οντες φαν]τάσμασιν καὶ δαιμονίοι[ς

καὶ βδελύγ]μασιν καὶ πνεύμασιν πονη[ροῖς καὶ] πάσαις ταῖς πλάναις οὐ

κατrsquo ἐπι[στήμην] καὶ πᾶν βοήθημα οὐ μὴ εὕρητε [ἀπrsquo] αὐτῶν

8ndash9 καὶ πλανηθήσονται ἐν ἀφροσύνῃ τῆς καρδίας αὐτῶν καὶ τὰ ὁράματα

τῶν ἐνυπνίων καταπλανήσουσιν ὑμᾶς ὑμεῖς καὶ τὰ ἔργα ὑμῶν τὰ ψευδῆ ἃ

30

ἐποιήσατε καὶ ἐλαεργ[ήσατε] καὶ ἐπὶ μιᾶς ἀπολεῖσθε

10ndash12 καὶ τότε μακάριοι πάντες οἱ ἀκούσαντες φρονίμων λόγους καὶ

μαθήσονται αὐτούς ποιῆσαι τὰς ἐντολὰς τοῦ ὑψίστου καὶ πορεύσονται ἐν

ὁδοῖς δικαιοσύνης αὐτοῦ καὶ οὐ μὴ πλανήσουσιν μετὰ τῶν πλανώντων καὶ

σωθήσονται

13 οὐαὶ οἱ οἰκοδομοῦντες τὰς οἰκοδομὰς αὐτῶν οὐκ ἐκ κόπων ἰδίων καὶ ἐκ

λίθων καὶ ἐκ πλίνθων πᾶσαν οἰκοδομὴν ποιεῖτε οἷς οὐκ ἔστιν ὑμῖν χά[ρις]

14 οὐαὶ οἱ ἐξουθενοῦντες τὴν θεμελίωσιν καὶ τὴν κληρονομίαν τῶν

πατέρων αὐτῶν τὴν ἀπrsquo αἰῶνος [ὅτι] διώξεται ὑμᾶς πνεῦμα πλανήσεωςmiddot

οὐκ ἔστιν ὑμῖν ἀναπαῦσαι

15 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ποιοῦντες τὴν ἀ[νομίαν] καὶ ἐπιβοηθοῦντες τῇ ἀδι[κίᾳ

φονεύ]οντες τὸν πλησίον αὐτῶ[ν ἕως τῆς] ἡμέρας τῆς κρίσεως τῆς

[μεγάληςmiddot

16 ]ὅτι τότε ἐκτρίψει τὴν δόξ[αν ὑμῶν] καὶ ἐπεγερεῖ τὸν θυμὸν [αὐτοῦ

καθrsquo] ὑμῶν ἀπολεῖ πάντας ὑ[μᾶς ἐν ῥομ]φαίᾳ καὶ πάντες οἱ δί[καιοι

μνημο]νήσουσιν τὰς ἀδικίας [ὑμῶν]

XCIII

1ndash2 καὶ τότε ἐν ἑνὶ τόπῳ [ῥέῃ τὰ α]ἵμα[τα αὐτῶν καὶ ἄνθρωπο]ς οὐκ

[ἀφέξ]ει τὴν [χεῖρα αὐτοῦ ἀπ]ὸ τοῦ υἱοῦ αὐ[τοῦ οὔτrsquo ἀ]πὸ τοῦ ἀγαπητοῦ

αὐτοῦ ἀποκτεῖναι αὐτόν καὶ ὁ ἁμαρτωλὸς ἀπὸ τοῦ ἐντίμου οὔτε ἀπὸ τοῦ

ἀδελφοῦ αὐτοῦmiddot ἐξ ὄρθρων μέχρις οὗ δῦναι τὸν ἥλιον φονευθήσονται ἐπὶ

τὸ αὐτό

3 καὶ διαπορεύσεται ἵππος ἕως τοῦ στήθους αὐτοῦ διὰ τοῦ αἵματος τῶν

ἁμαρτωλῶν καὶ τὸ ἅρμα μέχρι ἀξόνων καταβήσεται

4 καὶ καταβήσονται ἄγγελοι καταδύνοντες εἰς τὰ ἀπόκρυφα ἐν ἡμέρᾳ

ἐκείνῃmiddot οἵτινες ἐβοήθουν τῇ ἀδικίᾳ καὶ συστραφήσονται εἰς ἕνα τόπον καὶ ὁ

ὕψιστος ἐγερθήσεται ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως ποιῆσαι ἐκ πάντων κρίσιν

μεγάλην

5 καὶ τάξει φυλακὴν ἐπὶ πάντας τοὺς δικαίους καὶ ἁγίους τῶν ἁγίων

ἀγγέλων καὶ τηρηθήσονται ὡς κόριον ὀφθαλμοῦ ἕως οὗ ἐκλείπῃ τὰ κακὰ

καὶ ἁμαρτία καὶ ἀπrsquo ἐκείνου ὑπνώσουσιν εὐσεβεῖς ὕπνον ἡδύν καὶ οὐκ

ἔσται οὐκέτι ὁ ἐκφοβῶν αὐτούς

6 τότε ὄψονται οἱ φρόνιμοι τῶν ἀνθρώπων καὶ κατανοήσουσιν οἱ υἱοὶ τῆς

γῆς ἐπὶ τοὺς λόγους τούτους τῆς ἐπιστολῆς ταύτης καὶ γνώσονται ὅτι οὐ

δύναται ὁ πλοῦτος αὐτῶν διασῶσαι αὐτοὺς ἐν τῇ πτώσει τῆς ἀδικίας

7 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἄδικοι ὅταν ἐκθλίβητε τοὺς δικαίους ἐν ἡμέρᾳ ἀνάγκης

στερεᾶς καὶ φυλάξητε αὐτοὺς ἐν πυρί ὅτι κομιεῖσθε κατὰ τὰ ἔργα ὑμῶν

8 οὐαὶ ὑμῖν σκληροκάρδιοι ἀγρυπνοῦντες νοῆσαι τὸ κακόνmiddot περιέχει ὑμᾶς

φόβος καὶ οὐκ ἔστιν ὁ ἀντιλαμβανόμενος ὑμῶν

9 οὐαὶ ὑμῖν πᾶσιν τοῖς ἁμαρτωλοῖς ἐπὶ τοῖς ἔργοις τοῦ στόματος ὑμῶν

οὐαὶ ὑμῖν πᾶσιν τοῖς ἁμαρτωλοῖς ἐπὶ τοῖς λόγοις τοῦ στόματος ὑμῶν καὶ

ἐπὶ τοῖς [ἔργοις] τῶν χειρῶν ὑμῶν ὅτι ἀπὸ τῶν ἁγίων ἔργων

ἀπεπλα[νήθητε]

11 πᾶσα νεφέλη καὶ ὀμίχλη καὶ δρόσος καὶ ὄμβρος ἐπὶ ταῖς ἁμαρτίαις

ὑμῶν

12 δίδοτε οὖν ὄμβρῳ δῶρα ἵνα μὴ [κωλυθῇ κα]ταβῆναι ὑμῖν καὶ δρόσῳ

κα[ὶ νεφέλῃ] καὶ ὀμίχλῃmiddot χρυσίον διαγράψα[τε ἵνα κα]ταβῶσινmiddot

13 ὅτι ἐὰν ἐπιρρίψῃ ἐφrsquo ὑμ[ᾶς χι]ὼν καὶ πάχνη καὶ ψῦχος αὐτῆς καὶ οἱ

ἄνεμοι καὶ ὁ παγετὸς αὐτῶν καὶ πᾶσαι αἱ μάστιγες αὐτῶν οὐ δύνασθε

ὑποστῆναι ἔμπροσθεν ψύχους καὶ τῶν μαστίγων αὐτῶν

31

XCIV

1 κατανοήσατε τοίνουν υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων τὰ ἔργα τοῦ ὑψίστου καὶ

φοβήθητε τοῦ ποιῆσαι τὸ πονηρὸν ἐναντίον αὐτοῦ

2 ἐὰν ἀποκλείσῃ τὰς θυρίδας τοῦ οὐρανοῦ καὶ κωλύσῃ τὴν δρόσον καὶ τὸν

ὄμβρον καταβῆναι εἵνεκα ὑμῶν τί ποιήσετε

3 ἐὰν ἀποστείληται τὸν θυμὸν αὐτοῦ ἐφrsquo ὑμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ ἔργα ὑμῶν οὐχὶ

ἔσεσθε δεόμενοι αὐτοῦ διὰ τί ὑμεῖς λαλεῖτε τῷ στόματι ὑμῶν μεγάλα καὶ

σκληρὰ ἐπὶ τῇ μεγαλωσύνῃ αὐ[τοῦ

4 ὁρᾶ]τε τοὺς ναυκλήρους τοὺς πλωιζομένους τὴν θάλασσαν ὑπὸ τοῦ

κ[λύδω]νος καὶ χειμῶνος σεσαλευμένα τὰ πλοῖα αὐτῶν

5 καὶ χειμαζόμενοι πάντες φοβοῦνται ἔξω δὲ τὰ [ἀγαθὰ πάντα] καὶ τὰ

ὑπάρχοντα αὐτῶν ἐκβάλλουσιν εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ὑποπτεύουσιν ἐν τῇ

καρδίᾳ αὐτῶν ὅτι ἡ [θάλασσα κα]ταπίεται αὐτοὺς καὶ ἐν αὐτ[ῇ

ἀπολοῦν]ται

6 οὐχὶ πᾶσα ἡ θάλασσα καὶ [πάντα τὰ] ὕδατα αὐτῆς ἔργον τοῦ ὑψ[ίστου

ἐστί] καὶ αὐτὸς συνεστήσατο τὰ π[έρατα αὐ]τῶν καὶ συνέδησεν αὐτ[ήν

καὶ περι]έφραξεν αὐτὴν ἄμμῳ

7 [καὶ ἀπὸ τῆς] ἐμβριμήσεως αὐτοῦ φ[οβοῦνται καὶ ξη]ραίνονται καὶ οἱ

ἰχθύες

8 [ γῆν] καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτοῖς καὶ τίς ἔδωκεν ἐπιστήμην πᾶσιν τοῖς

κινουμένοις ἐν τῇ θαλάσσῃ οἱ ναύκληροι τὴν θάλασσαν φοβοῦνται

XCV

1 καὶ ὅταν ἐκβάλῃ ἐφrsquo ὑμᾶς τὸν κλύδωνα τοῦ πυρὸς τῆς καύσεως ὑμῶν

ποῦ ἀποδράντες σωθήσεσθε καὶ ὅταν δῷ ἐφrsquo ὑμᾶς φωνὴν αὐτοῦ

2 ἔσεσθε συνσειόμενοι καὶ φοβούμενοι ἤχῳ μεγάλῳ laquoκαὶraquo τὴν γῆν

σύμπασαν σειομένην καὶ τρέμουσαν καὶ συνταρασσομένην

3 καὶ οἱ ἄγγελοι συντελοῦντες τὸ συνταχθὲν αὐτοῖς καὶ ὁ οὐρανὸς καὶ οἱ

φωστῆρες σειόμενοι καὶ τρέμοντεςmiddot ἅπαντες οἱ υἱοὶ τῆς γῆς καὶ ὑμεῖς

ἁμαρτωλοὶ ἐπικατάρατοι εἰς τὸν αἰῶναmiddot οὐκ ἔστιν ὑμῖν χαίρειν

4 θαρσεῖτε ψυχαὶ τῶν δικαίων τῶν ἀποθανόντων τῶν δικαίων καὶ τῶν

εὐσεβῶν

5 καὶ μὴ λυπεῖσθε ὅτι κατέβησαν αἱ ψυχαὶ ὑμῶν εἰς ᾅδου μετὰ λύπης καὶ

οὐκ ἀπηντήθη τῷ σώματι τῆς σαρκὸς ὑμῶν ἐν τῇ ζωῇ ὑμῶν κατὰ τὴν

ὁσιότητα ὑμῶν ἐπεὶ αἱ ἡμέραι ἃς ἦτε ἡμέραι ἦσαν ἁμαρτωλῶν καὶ

καταράτων ἐπὶ τῆς γῆς

6 ὅταν ἀποθάνητε τότε ἐροῦσιν οἱ ἁμαρτωλοὶ ὅτι εὐσεβεῖς κατὰ τὴν

εἱμαρμένην ἀπεθάνοσαν καὶ τί αὐτοῖς περιεγένετο ἐπὶ τοῖς ἔργοις αὐτῶν

7 καὶ αὐτοὶ ὁμοίως ἡμῖν ἀπεθάνοσαν ἴδετε οὖν ὡς ἀποθνήσκουσιν μετὰ

λύπης καὶ σκότους καὶ τί αὐτοῖς ἐγένετο περισσόν

8 ἀπὸ τοῦ νῦν ἀναστήτωσαν καὶ σωθήτωσαν καὶ ὄψονται εἰς τὸν αἰῶνα

ἡμᾶς φαγεῖν καὶ πεῖν

9 τοιγαροῦν ἁρπάσαι καὶ ἁμαρτάνειν καὶ λωποδυτεῖν καὶ ἐγκτᾶσθαι καὶ

[ἰδεῖν] ἡμέρας ἀγαθάς

10 ἴδετε οὖν οἱ δικαιοῦντες [ἑαυτ]ούς ὁποία ἐγένετο αὐτῶν ἡ καταστροφή

ὅτι πᾶσα δικαιοσύνη οὐχ εὑρέθη ἐν αὐτοῖς ἕως ἀπέθανον καὶ ἀπώλοντο

11 καὶ ἐγένοντο ὡς οὐκ ὄντες καὶ κατέβησαν αἱ ψυχαὶ αὐτῶν μετrsquo ὀδύνης

εἰς ᾅδου

XCVI

1 ἐγὼ ὀμνύω ὑμῖν Three lines are lost

2 ἐπίσταμαι τὸ μυστήριον τοῦτοmiddot ἀν[έγνων] γὰρ τὰς πλάκας τοῦ οὐρανοῦ

32

καὶ εἶδον τὴν γραφὴν ἀναγκαίανmiddot ἔγνων τὰ γ[εγραμμέ]να ἐν αὐταῖς καὶ

ἐγκεκολαμμέν[α περὶ] ὑμῶν

3 ὅτι ἀγαθὰ καὶ ἡ χαρὰ καὶ ἡ τ[ιμὴ] ἡτοίμασται καὶ ἐγγέγραπται ταῖς

ψ[υχαῖς] τῶν ἀποθανόντων εὐσεβῶνmiddot

4 καὶ χαιρήσονται καὶ οὐ μὴ ἀπόλωνται τὰ πνεύματα αὐτῶν οὐδὲ τὸ

μνημόσυνον ἀπὸ προσώπου τοῦ μεγάλου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν

αἰώνων μὴ οὖν φοβεῖσθε τοὺς ὀνειδισμοὺς αὐτῶν

5 καὶ ὑμεῖς οἱ νεκροὶ τῶν ἁμαρτωλῶν ὅταν ἀποθάνητε ἐροῦσιν ἐφrsquo ὑμῖν

μακάριοι ἁμαρτωλοὶ πάσας τὰς ἡμέρας αὐτῶν ὅσας εἴδοσαν ἐν τῇ ζωῇ

αὐτῶν καὶ ἐνδόξως

6 ἀπεθάνοσαν καὶ κρίσις οὐκ ἐγενήθη ἐν τῇ ζωῇ αὐτῶν

7 αὐτοὶ ὑμεῖς γινώσκετε ὅτι εἰς ᾅδου κατάξουσιν τὰς ψυχὰς ὑμῶν

8 καὶ ἐκεῖ ἔσονται ἐν ἀνάγκῃ μεγάλῃ καὶ ἐν σκότει καὶ ἐν παγίδι καὶ ἐν

φλογὶ καιομένῃ καὶ εἰς κρίσιν μεγάλην εἰσελεύσονται αἱ ψυχαὶ ὑμῶν ἐν

πάσαις ταῖς γενεαῖς τοῦ αἰῶνος οὐαὶ ὑμῖν οὐκ ἔστιν ὑμῖν χαίρειν

9 μὴ γὰρ εἴπητε οἱ δίκαιοι ὅσιοι ὄντες ἐν τῇ ζωῇ τῶν ἡμερῶν τῆς θλίψεως

κόπους ἐκοπιάσαμεν καὶ ἀνηλώμεθα καὶ ὀλίγοι ἐγενήθημεν καὶ

ἀντιλήμπτορα οὐχ εὑρήκαμενmiddot

10 συντετριμμένοι καὶ ἀπολώλαμεν καὶ ἀπηλπίσμεθα καὶ μηκέτι εἰδέναι

σωτηρίαν ἡμέραν ἐξ ἡμέρας

11 ἠλπίσαμεν γενέσθαι κεφαλή ἐγενήθημεν κέρ[κοςmiddot ἐκο]πιάσαμεν

ἐργαζόμενοι καὶ τῶν ὀψωνίων οὐ κεκυριεύκαμεν ἐγενήθημεν κατάβρωμα

ἁμαρτωλῶν [οἱ ἄνο]μοι ἐβάρυναν ἐφrsquo ἡμᾶς τὸν ζυγόν

12 οἳ κυριεύουσιν οἱ ἐχθροὶ ἡμῶν ἐγκεντρίζουσιν ἡμᾶς καὶ περικλείουσιν

ἡμᾶςmiddot ἐζητήσαμεν πο[ῦ φύγωμεν] ἀπrsquo αὐτῶν ὅπως ἀναψύχ[ωμεν] three

lines are lost

14 ἐκράξαμεν ἐπὶ τοὺς καταβάλλοντας καὶ βιαζομένους ἡμᾶς καὶ τὰς

ἐντεύξεις ἡμῶν οὐκ ἀπεδέξαντο οὐδὲ ἐβούλοντο ἐπακοῦσαι τῆς φωνῆς

ἡμῶν

15 καὶ οὐκ ἀντελαμβάνοντο ἡμῶν οὐχ εὑρόντες κατὰ τῶν βιαζομένων καὶ

κατεσθόντων ἡμᾶς ἀλλὰ στερεοῦσιν αὐτοὺς ἐφrsquo ἡμᾶςmiddot ἀπέκτειναν ἡμᾶς

καὶ εἰς ὀλίγους ἤγαγον καὶ οὐχ ὑποδεικνύουσιν περὶ τῶν πεφονευμένων

ἡμῶν καὶ οὐκ ἀναμιμνήσκουσιν περὶ τῶν ἁμαρτωλῶν αὐτῶν τὰς

ἁμαρτίας αὐτῶν

XCVII

1 ὀμνύω ὑμῖν ὅτι οἱ ἄγγελοι ἐν τῷ οὐρανῷ ἀναμιμνήσκουσιν [ὑμῶν] εἰς

ἀγαθὸν ἐνώπιον τῆς δόξης τοῦ μεγάλου

2 θαρσεῖτε δὴ ὅτι ἐπαλαιώθητε ἐν τοῖς κακοῖς καὶ ἐν ταῖς θλίψεσινmiddot ὡσεὶ

φωστῆρες τοῦ οὐρανοῦ ἀναλάμψετε καὶ φανεῖτε αἱ θυρίδες τοῦ οὐρανοῦ

ἀνοιχθήσονται ὑμῖν

3ndash4 καὶ ἡ κραυγὴ ὑμῶν ἀκουσθήσεται καὶ ἡ κρίσις ὑμῶν ἣν κράζετε καὶ

φανεῖται ἐφrsquo ὅσα συλλαβήσεται ὑμῖν περὶ τῆς θλίψεως ὑμῶν καὶ ἐκ

πάντων ὅστις μετέσχεν τῶν βιαζομένων καὶ κατεσθόντων ὑμᾶς

5 [μὴ φοβεῖσθε] τὰ κακὰ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως τῆς μεγάλης καὶ οὐ μὴ

εὑρεθῆτε ὡς οἱ ἁμαρτωλοί [ἀλλrsquo ὑμεῖς οἱ ἁμαρτωλοὶ] σκυλήσεσθε καὶ

κρίσις αἰώνιος ἐξ ὑμῶν ἔσται εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν αἰώνων

6 μὴ φοβεῖσθε οἱ δίκαιοι ὅταν ἴδητε τοὺς ἁμαρτωλοὺς κατισχύοντας καὶ

εὐοδουμένους καὶ μὴ μέτοχοι αὐτῶν γίνεσθε ἀλλὰ μακρὰν ἀπέχεσθε ἀπὸ

πάντων τῶν ἀδικημάτων αὐτῶν

7 μὴ γὰρ εἴπητε οἱ ἁμαρτωλοὶ [ὅτι] οὐ μὴ ἐκζητηθῶσιν αἱ ἁμαρτίαι ὑμῶν

33

[ἐξ] ἡμερῶν

8 καὶ νῦν ἀποδεικνύω ὑμῖν ὅτι φῶς καὶ σκότος ἡμέρα καὶ νὺξ

ἐποπτεύουσιν τὰς ἁμαρτίας ὑμῶν πάσας

9 μὴ πλανᾶσθε τῇ καρδίᾳ ὑμῶν μηδὲ ψεύδεσθε μηδὲ ἐξαλλοιώσητε τοὺς

λόγους τῆς ἀληθείας μηδὲ καταψεύδεσθε τῶν [λόγων τοῦ] ἁγίου καὶ μὴ

δότε ἔπαινον ταῖς [εἰκόσιν ὑ]μῶνmiddot οὐ γὰρ εἰς δικαίωμα εἰσάγ[ουσιν πάντα

τὰ ψεύδ]η καὶ πᾶσα [ἡ πλάνη] Two lines are lost

10 τῆς ἀληθείας ἐξαλλοιοῦσιν καὶ ἀντιγράφουσιν οἱ ἁμαρτωλοὶ καὶ

ἀλλάσσουσιν τοὺς πολλούς καὶ ψεύδονται καὶ πλάσσουσιν πλάσματα

μεγάλα καὶ τὰς γραφὰς ἀναγράφουσιν ἐπὶ τοῖς ὀνόμασιν αὐτῶνmiddot

11 καὶ ὄφελον πάντας τοὺς λόγους μου γράφωσιν ἐπrsquo ἀληθείας ἐπὶ τὰ

ὀνόματα αὐτῶν καὶ μήτε ἀφέλωσιν μήτε ἀλλοιώσωσιν τῶν λόγων τούτων

ἀλλὰ πάντα ἐπrsquo ἀληθείας γράφωσιν ἃ ἐγὼ διαμαρτυροῦμαι αὐτοῖς

12 καὶ πάλιν ἐγὼ γινώσκω μυστήριον δεύτερον ὅτι δικαίοις καὶ ὁσίοις καὶ

φρονίμοις δοθήσονται αἱ βίβλοι μου εἰς χαρὰν ἀληθείας

13 καὶ αὐτοὶ πιστεύσουσιν αὐταῖς καὶ ἐν αὐταῖς χαρήσονται καὶ

ἀγαλλιάσονται πάντες οἱ δίκαιοι μαθεῖν ἐξ αὐτῶν πάσας τὰς ὁδοὺς τῆς

ἀληθείας

CVI

1 μετὰ δὲ χρόνον ἔλαβεν Μαθουσάλεκ τῷ υἱῷ μου γυναῖκα καὶ ἔτεκεν

υἱὸν καὶ ἐκάλεσεν τὸ ὄνομα αὐτοῦ Λάμεχ ἐταπεινώθη ἡ δικαιοσύνη μέχρι

τῆς ἡμέρας ἐκείνης καὶ ὅτε εἰς ἡλικίαν ἐπῆλθεν ἔλαβεν αὐτῷ γυναῖκα καὶ

ἔτεκεν αὐτῷ παιδίον

2 καὶ ὅτε ἐγεννήθη τὸ παιδίον ἦν τὸ σῶμα λευκότερον χιόνος καὶ

πυρρότερον ῥόδου τὸ τρίχωμα πᾶν λευκὸν καὶ ὡς ἔρια λευκὰ καὶ οὖλον

καὶ ἔνδοξον καὶ ὅτε ἀνέῳξεν τοὺς ὀφθαλμούς ἔλαμψεν ἡ οἰκία ὡσεὶ

ἥλιος

3 καὶ ἀνέστη ἐκ τῶν χειρῶν τῆς μαίας καὶ ἀνέῳξεν τὸ στόμα καὶ

εὐλόγησεν τῷ κυρίῳmiddot

4 καὶ ἐφοβήθη Λάμεχ ἀπrsquo αὐτοῦ καὶ ἔφυγεν καὶ ἦλθεν πρὸς Μαθουσάλεκ

τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ

5 τέκνον ἐγεννήθη μου ἀλλοῖον οὐχ ὅμοιον τοῖς ἀνθρώποις ἀλλὰ τοῖς

τέκνοις τῶν ἀγγέλων τοῦ οὐρανοῦ καὶ ὁ τύπος ἀλλοιότερος οὐχ ὅμοιος

ἡμῖνmiddot τὰ ὄμματά ἐστιν ὡς ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου καὶ ἔνδοξον τὸ πρόσωπονmiddot

6 καὶ ὑπολαμβάνω ὅτι οὐκ ἔστιν ἐξ ἐμοῦ ἀλλὰ ἐξ ἀγγέλου καὶ

εὐλαβοῦμαι αὐτὸν μήποτέ τι ἔσται ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ ἐν τῇ γῇ

7 καὶ παραιτοῦμαι π[άτερ καὶ] δέομαι βάδισον πρὸς Ἑνὼ[χ τὸν πατέρα

ἡμῶν καὶ ἐρώτησον] Two lines are lost

8 [ἦλθ]εν πρὸς ἐμὲ εἰς τὰ τέρματα τῆς γῆς οὗ [εἶδ]εν τότε εἶναι με καὶ

εἶπέν μοι πάτερ [μου] ἐπάκουσον τῆς φωνῆς μου καὶ ἧκε [πρὸς] ἐμέ καὶ

ἤκουσα τὴν φωνὴν αὐτοῦ καὶ ἦλθον πρὸς αὐτὸν καὶ εἶπα ἰδοὺ πάρειμι

τέκνονmiddot διὰ τί ἐλήλυθας πρὸς ἐμέ τέκνον

9 καὶ ἀπεκρίθη λέγων διrsquo ἀνάγκην μεγάλην ἦλθον ὧδε πάτερmiddot

10 καὶ νῦν ἐγεννήθη τέκνον Λάμεχ τῷ υἱῷ μου καὶ ὁ τύπος αὐτοῦ καὶ ἡ

εἰκὼν αὐτοῦ laquoοὐχ ὅμοιος ἀνθρώποις καὶ τὸ χρῶμα αὐτοῦraquo λευκότερον

χιόνος καὶ πυρρότερον ῥόδου καὶ τὸ τρίχωμα τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ

λευκότερον ἐρίων λευκῶν καὶ τὰ ὄμματα αὐτοῦ ἀφόμοια ταῖς τοῦ ἡλίου

ἀκτῖσιν

11 καὶ ἀνέστη ἀπὸ τῶν τῆς μαίας χειρῶν καὶ ἀνοίξας τὸ στόμα εὐλόγησεν

τὸν κύριον τοῦ αἰῶνοςmiddot

34

12 καὶ ἐφοβήθη ὁ υἱός μου Λάμεχ καὶ ἔφυγεν πρὸς ἐμέ καὶ οὐ πιστεύει ὅτι

υἱὸς αὐτοῦ ἐστιν ἀλλὰ ὅτι ἐξ ἀγγέλων one or two lines omitted τὴν

ἀκρίβειαν ἣν ἔχεις () καὶ τὴν ἀλήθειαν

13 τότε ἀπεκρίθην λέγων ἀνακαινίσει ὁ κύριος πρόσταγμα ἐπὶ τῆς γῆς

καὶ τὸν αὐτὸν τρόπον τέκνον τεθέαμαι καὶ ἐσήμανά σοιmiddot ἐν γὰρ τῇ γενεᾷ

Ἰάρεδ τοῦ πατρός μου παρέβησαν τὸν λόγον κυρίου ἀπὸ τῆς διαθήκης τοῦ

οὐρανοῦ

14 καὶ ἰδοὺ ἁμαρτάνουσιν καὶ παραβαίνουσιν τὸ ἔθος καὶ μετὰ γυναικῶν

συγγίνονται καὶ μετrsquo αὐτῶν ἁμαρτάνουσιν καὶ ἔγημαν ἐξ αὐτῶν

[καὶ τίκτουσιν οὐχ ὁμοίους πνεύμασιν ἀλλὰ σαρκίνους]middot

15 καὶ ἔσται ὀργὴ μεγάλη ἐπὶ τῆς γῆς καὶ κατακλυσμός καὶ ἔσται

ἀπώλεια μεγάλη ἐπὶ ἐνιαυτὸν ἕναmiddot

16 καὶ τόδε τὸ παιδίον τὸ γεννηθὲν καταλειφθήσεται καὶ τρία αὐτοῦ

τέκνα σωθήσεται ἀποθανόντων τῶν ἐπὶ τῆς γῆςmiddot

17b καὶ πραϋνεῖ τὴν γῆν ἀπὸ τῆς οὔσης ἐν αὐτῇ φθορᾶς

18 καὶ νῦν λέγε Λάμεχ ὅτι τέκνον σού ἐστιν δικαίως καὶ ὁσίως [καὶ]

κάλεσον αὐτοῦ τὸ ὄνομα [Νῶε]middot αὐτὸς γὰρ ἔσται ὑμῶν κατάλειμμα ἐφrsquo οὗ

ἂν καταπαύσητε καὶ laquoοἱraquo υἱοὶ αὐτοῦ ἀπὸ τῆς φθορᾶς τῆς γῆς καὶ ἀπὸ

πάντων τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ ἀπὸ πασῶν τῶν συντελειῶν ἐπὶ τῆς γῆς

Four lines are lost

19 ὑπέδειξέν μοι καὶ ἐμήνυσεν καὶ ἐν ταῖς πλαξὶν τοῦ οὐρανοῦ ἀνέγνων

αὐτά

CVII

1 τότε τεθέαμαι τὰ ἐγγεγραμμένα ἐπrsquo αὐτῶν ὅτι γενεὰ γενεᾶς κακ[ίων

ἔσται] καὶ εἶδον τόδε μέχρις τοῦ ἀνας[τῆναι] γενεὰν δικαιοσύνης καὶ ἡ

κακία ἀπολεῖται καὶ ἡ ἁμαρτία ἀλλάξει ἀπὸ τῆς γῆς καὶ τὰ ἀγαθὰ ἥξει ἐπὶ

τῆς γῆς ἐπrsquo αὐτούς

2 καὶ νῦν ἀπότρεχε τέκνον καὶ σήμανον Λάμεχ τῷ υἱῷ σου ὅτι τὸ παιδίον

τοῦτο τὸ γεννηθὲν τέκνον αὐτοῦ ἐστιν δικαίως καὶ οὐ ψευδῶς

3 καὶ ὅτε ἤκουσεν Μαθουσάλεκ τοὺς λόγους Ἑνὼχ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ

μυστηριακῶς γὰρ ἐδήλωσεν αὐτῷ [ἐπέστρεψεν καὶ ἐδήλωσεν αὐτῷ] καὶ

ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτοῦ Νῶε εὐφραίνων τὴν γῆν ἀπὸ τῆς ἀπωλείας

Liber Enoch

Apocalypsis Henochi Graece

(recensio ap Syncellum)

(ed M Black)

Pseudepigrapha veteris testamenti Graece 3

Leiden Brill 1970 pp 21ndash26 29ndash30 32ndash33 37

VI

ἐκ τοῦ πρώτου βιβλίου Ἐνὼχ περὶ τῶν ἐγρηγόρων

1 καὶ ἐγένετο ὅτε ἐπληθύνθησαν οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων ἐγεννήθησαν

αὐτοῖς θυγατέρες ὡραῖαι

2 καὶ ἐπεθύμησαν αὐτὰς οἱ ἐγρήγοροι καὶ ἀπεπλανήθησαν ὀπίσω αὐτῶν

καὶ εἶπον πρὸς ἀλλήλους ἐκλεξώμεθα ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ τῶν

θυγατέρων τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς

3 καὶ εἶπε Σεμιαζᾶς ὁ ἄρχων αὐτῶν πρὸς αὐτούς φοβοῦμαι μὴ οὐ

θελήσητε (Go θελήσετε) ποιῆσαι τὸ πρᾶγμα τοῦτο καὶ ἔσομαι ἐγὼ μόνος

ὀφειλέτης ἁμαρτίας μεγάλης

4 καὶ ἀπεκρίθησαν αὐτῷ πάντες καὶ εἶπον ὀμόσωμεν ἅπαντες ὅρκῳ καὶ

ἀναθεματίσωμεν ἀλλήλους τοῦ μὴ ἀποστρέψαι τὴν γνώμην ταύτην

35

μέχρις οὗ ἀποτελέσωμεν αὐτήν

5 τότε πάντες ὤμοσαν ὁμοῦ καὶ ἀνεθεμάτισαν ἀλλήλους

6 ἦσαν δὲ οὗτοι διακόσιοι οἱ καταβάντες ἐν ταῖς ἡμέραις Ἰάρεδ εἰς τὴν

κορυφὴν τοῦ Ἑρμονιεὶμ (Go κορυφὴν Ἑρμὼν) ὄρους καὶ ἐκάλεσαν τὸ ὄρος

Ἑρμώμ καθότι ὤμοσαν (Go ομοσαν) καὶ ἀνεθεμάτισαν ἀλλήλους ἐν αὐτῷ

7 καὶ ταῦτα τὰ ὀνόματα τῶν ἀρχόντων αὐτῶν αacute Σεμιαζᾶς ὁ ἄρχων

αὐτῶν βacute Ἀταρκούφ γacute Ἀρακιήλ δacute Χωβαβιήλ εacute Ὀραμμαμή Ϛacute Ῥαμιήλ ζacute

Σαμψίχ ηacute Ζακιήλ θacute Βαλκιήλ ιacute Ἀζαλζήλ ιαacute Φαρμαρός ιβacute Ἀμαριήλ ιγacute

Ἀναγημάς ιδacute Θαυσαήλ ιεacute Σαμιήλ ιϚacute Σαρινᾶς ιζacute Εὐμιήλ (Par gr 1711 ὁ

Εὐμιήλ) ιηacute Τυριήλ ιθacute Ἰουμιήλ κacute Σαριήλ

VII

1 Οὗτοι καὶ οἱ λοιποὶ πάντες ἐν τῷ χιλιοστῷ ἑκατοστῷ ἑβδομηκοστῷ ἔτει

τοῦ κόσμου ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας καὶ ἤρξαντο μιαίνεσθαι ἐν αὐταῖς

ἕως τοῦ κατακλυσμοῦ καὶ ἔτεκον αὐτοῖς γένη τρίαmiddot πρῶτον γίγαντας

μεγάλους

2 οἱ δὲ γίγαντες ἐτέκνωσαν Ναφηλείμ καὶ τοῖς Ναφηλεὶμ ἐγεννήθησαν

Ἐλιούδ καὶ ἦσαν αὐξανόμενοι κατὰ τὴν μεγαλειότητα αὐτῶν καὶ

ἐδίδαξαν ἑαυτοὺς καὶ τὰς γυναῖκας ἑαυτῶν φαρμακείας καὶ ἐπαοιδίας

VIII

1 Πρῶτος Ἀζαὴλ ὁ δέκατος τῶν ἀρχόντων ἐδίδαξε ποιεῖν μαχαίρας καὶ

θώρακας καὶ πᾶν σκεῦος πολεμικόν καὶ τὰ μέταλλα τῆς γῆς καὶ τὸ

χρυσίον πῶς ἐργάσωνται καὶ ποιήσωσιν αὐτὰ κόσμια ταῖς γυναιξί καὶ τὸν

ἄργυρον ἔδειξε δὲ αὐτοῖς καὶ τὸ στίλβειν καὶ τὸ καλλωπίζειν καὶ τοὺς

ἐκλεκτοὺς λίθους καὶ τὰ βαφικάmiddot καὶ ἐποίησαν ἑαυτοῖς οἱ υἱοὶ τῶν

ἀνθρώπων καὶ ταῖς θυγατράσιν αὐτῶν καὶ παρέβησαν καὶ ἐπλάνησαν

τοὺς ἁγίους

2 καὶ ἐγένετο ἀσέβεια πολλὴ ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἠφάνισαν τὰς ὁδοὺς αὐτῶν

3 ἔτι δὲ καὶ ὁ πρώταρχος αὐτῶν Σεμιαζᾶς ἐδίδαξεν εἶναι ὀργὰς κατὰ τοῦ

νοός καὶ ῥίζας βοτανῶν τῆς γῆς ὁ δὲ ἑνδέκατος Φαρμαρὸς ἐδίδαξε

φαρμακείας ἐπαοιδίας σοφίας καὶ ἐπαοιδῶν λυτήριαmiddot ὁ ἔνατος ἐδίδαξεν

ἀστροσκοπίανmiddot ὁ δὲ τέταρτος ἐδίδαξεν ἀστρολογίανmiddot ὁ δὲ ὄγδοος ἐδίδαξεν

ἀεροσκοπίανmiddot ὁ δὲ τρίτος ἐδίδαξε τὰ σημεῖα τῆς γῆςmiddot ὁ δὲ ἕβδομος ἐδίδαξε

τὰ σημεῖα τοῦ ἡλίουmiddot ὁ δὲ εἰκοστὸς ἐδίδαξε τὰ σημεῖα τῆς σελήνηςmiddot πάντες

οὗτοι ἤρξαντο ἀνακαλύπτειν τὰ μυστήρια ταῖς γυναιξὶν αὐτῶν καὶ τοῖς

τέκνοις αὐτῶν μετὰ δὲ ταῦτα ἤρξαντο οἱ γίγαντες κατεσθίειν τὰς σάρκας

τῶν ἀνθρώπων

4 καὶ ἤρξαντο οἱ ἄνθρωποι ἐλαττοῦσθαι ἐπὶ τῆς γῆς

VIII col I

4 οἱ δὲ λοιποὶ ἐβόησαν εἰς τὸν οὐρανὸν περὶ τῆς κακώσεως αὐτῶν

λέγοντες εἰσενεχθῆναι τὸ μνημόσυνον αὐτῶν ἐνώπιον κυρίου

VIII col II

4 Τότε ἐβόησαν οἱ ἄνθρωποι εἰς τὸν οὐρανὸν λέγοντες Εἰσαγάγετε τὴν

κρίσιν ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον καὶ τὴν ἀπώλειαν ἡμῶν ἐνώπιον τῆς δόξης

τῆς μεγάλης ἐνώπιον τοῦ κυρίου τῶν κυρίων πάντων τῇ μεγαλωσύνῃ

IX col I

1 Καὶ ἀκούσαντες οἱ τέσσαρες μεγάλοι ἀρχάγγελοι Μιχαὴλ καὶ Οὐριὴλ

καὶ Ῥαφαὴλ καὶ Γαβριὴλ (καὶ Par gr 1711) παρέκυψαν ἐπὶ τὴν γῆν ἐκ τῶν

ἁγίων τοῦ οὐρανοῦ

2 καὶ θεασάμενοι αἷμα πολὺ ἐκκεχυμένον ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πᾶσαν ἀσέβειαν

καὶ ἀνομίαν γενομένην ἐπrsquo αὐτῆς

36

3 εἰσελθόντες εἶπον πρὸς ἀλλήλους ὅτι Τὰ πνεύματα καὶ αἱ ψυχαὶ τῶν

ἀνθρώπων στενάζουσιν ἐντυγχάνοντα καὶ λέγοντα ὅτι Εἰσαγάγετε τὴν

κρίσιν ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον καὶ τὴν ἀπώλειαν ἡμῶν ἐνώπιον τῆς δόξης

τῆς μεγαλωσύνης ἐνώπιον τοῦ κυρίου τῶν κυρίων πάντων τῇ

μεγαλωσύνῃ

4 καὶ εἶπον τῷ κυρίῳ τῶν αἰώνων Σὺ εἶ ὁ θεὸς τῶν θεῶν καὶ κύριος τῶν

κυρίων καὶ ὁ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ θεὸς τῶν αἰώνων καὶ ὁ

θρόνος τῆς δόξης σου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν αἰώνων καὶ τὸ ὄνομά σου

ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

IX col II

1 Καὶ ἀκούσαντες οἱ τέσσαρες μεγάλοι ἀρχάγγελοι Μιχαὴλ καὶ Οὐριὴλ

καὶ Ῥαφαὴλ καὶ Γαβριὴλ παρέκυψαν (= οἱ ltδgt Par gr 1711) ἐπὶ τὴν γῆν ἐκ

τῶν ἁγίων τοῦ οὐρανοῦ

2 καὶ θεασάμενοι αἷμα πολὺ ἐκκεχυμένον ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πᾶσαν ἀνομίαν

καὶ ἀσέβειαν γινομένην ἐπrsquo αὐτῆς

3 εἰσελθόντες εἶπον πρὸς ἀλλήλους ὅτι Τὰ πνεύματα καὶ αἱ ψυχαὶ τῶν

ἀνθρώπων ἐντυγχάνουσι στενάζοντα καὶ λέγοντα Εἰσαγάγετε τὴν δέησιν

ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον

4 καὶ προσελθόντες οἱ τέσσαρες ἀρχάγγελοι εἶπον τῷ κυρίῳ Σὺ εἶ ὁ θεὸς

τῶν θεῶν καὶ κύριος τῶν κυρίων καὶ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ θεὸς

τῶν ἀνθρώπων καὶ ὁ θρόνος τῆς δόξης σου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν

αἰώνων καὶ τὸ ὄνομά σου ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

καὶ τὸ ὄνομά σου ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

IX

4 add post αἰῶνας καὶ τὰ ἑξῆς τότε ὁ ὕψιστος ἐκέλευσε τοῖς ἁγίοις

ἀρχαγγέλοις καὶ ἔδησαν τοὺς ἐξάρχους αὐτῶν καὶ ἔβαλον (ἔβαλλον Par

gr 1711) αὐτοὺς εἰς τὴν ἄβυσσον ἕως τῆς κρίσεως καὶ τὰ ἑξῆς καὶ ταῦτα

μὲν ὁ Ἐνὼχ μαρτυρεῖ

5 σὺ γὰρ εἶ ὁ ποιήσας τὰ πάντα καὶ πάντων τὴν ἐξουσίαν ἔχων καὶ πάντα

ἐνώπιόν σου φανερὰ καὶ ἀκάλυπταmiddot καὶ πάντα ὁρᾷς καὶ οὐκ ἔστιν ὃ

κρυβῆναί σε δύναται

6 ὁρᾷς ὅσα ἐποίησεν Ἀζαὴλ καὶ (om Par gr 1711) ὅσα εἰσήνεγκεν (add

καὶ Par gr 1711) ὅσα ἐδίδαξεν ἀδικίας καὶ ἁμαρτίας ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πάντα

δόλον ἐπὶ τῆς ξηρᾶς ἐδίδαξε γὰρ τὰ μυστήρια καὶ ἀπεκάλυψε τῷ αἰῶνι τὰ

ἐν οὐρανῷ ἐπιτηδεύουσιν δὲ τὰ ἐπιτηδεύματα αὐτοῦ εἰδέναι τὰ μυστήρια

οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων

7 τῷ Σεμιαζᾷ τὴν ἐξουσίαν ἔδωκας ἔχειν τῶν σὺν αὐτῷ ἅμα ὄντων

8 καὶ ἐπορεύθησαν πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς καὶ

συνεκοιμήθησαν μετrsquo αὐτῶν καὶ ἐν ταῖς θηλείαις ἐμιάνθησαν καὶ

ἐδήλωσαν αὐταῖς πάσας τὰς ἁμαρτίας καὶ ἐδίδαξαν αὐτὰς μίσητρα

(μίσιτρα Par gr 1711) ποιεῖν

9 καὶ νῦν ἰδοὺ αἱ θυγατέρες τῶν ἀνθρώπων ἔτεκον ἐξ αὐτῶν υἱοὺς

γίγανταςmiddot κίβδηλα ἐπὶ τῆς (om Go) γῆς τῶν ἀνθρώπων ἐκκέχυται καὶ ὅλη

ἡ γῆ ἐπλήσθη ἀδικίας

10 καὶ νῦν ἰδοὺ τὰ πνεύματα τῶν ψυχῶν τῶν ἀποθανόντων ἀνθρώπων

ἐντυγχάνουσιν καὶ μέχρι τῶν πυλῶν τοῦ οὐρανοῦ ἀνέβη ὁ στεναγμὸς

αὐτῶν καὶ οὐ δύναται ἐξελθεῖν ἀπὸ προσώπου τῶν ἐπὶ τῆς γῆς γινομένων

ἀδικημάτων

11 καὶ σὺ αὐτὰ οἶδας πρὸ τῶν (τοῦ recte Par gr 1711) αὐτὰ γενέσθαι καὶ

ὁρᾷς αὐτοὺς καὶ ἐᾷς αὐτούς καὶ οὐδὲν λέγεις τί δεῖ ποιῆσαι αὐτοὺς (om

37

Go) περὶ τούτου

X

1 Τότε ὁ ὕψιστος εἶπε καὶ ὁ ἅγιος ὁ μέγας ἐλάλησε καὶ ἔπεμψε τὸν Οὐριὴλ

πρὸς τὸν υἱὸν (Go τοῦ) Λάμεχ λέγων

2 Πορεύου πρὸς τὸν Νῶε καὶ εἶπον αὐτῷ τῷ ἐμῷ ὀνόματι Κρύψον σεαυτόν

καὶ δήλωσον αὐτῷ τέλος ἐπερχόμενον ὅτι ἡ γῆ ἀπόλλυται πᾶσαmiddot καὶ εἶπον

αὐτῷ ὅτι κατακλυσμὸς μέλλει γίνεσθαι πάσης τῆς γῆς ἀπολέσαι πάντα

ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς

3 δίδαξον τὸν δίκαιον τί ποιήσει τὸν υἱὸν Λάμεχ καὶ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ εἰς

ζωὴν συντηρήσει καὶ ἐκφεύξεται διrsquo αἰῶνος καὶ ἐξ αὐτοῦ φυτευθήσεται

φύτευμα καὶ σταθήσεται πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

4 Καὶ τῷ Ῥαφαὴλ εἶπε Πορεύου Ῥαφαήλ καὶ δῆσον τὸν Ἀζαήλmiddot χερσὶ καὶ

ποσὶ συμπόδισον αὐτόν καὶ ἔμβαλε αὐτὸν εἰς τὸ σκότος καὶ ἄνοιξον τὴν

ἔρημον τὴν οὖσαν ἐν τῇ ἐρήμῳ Δουδαήλ καὶ ἐκεῖ πορευθεὶς βάλε αὐτόν

5 καὶ ὑπόθες αὐτῷ λίθους ὀξεῖς καὶ (om Go) λίθους τραχεῖς καὶ

ἐπικάλυψον αὐτῷ σκότος καὶ οἰκησάτω ἐκεῖ εἰς τὸν αἰῶνα καὶ τὴν ὄψιν

αὐτοῦ πώμασον καὶ φῶς μὴ θεωρείτωmiddot

6 καὶ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως ἀπαχθήσεται εἰς τὸν ἐμπυρισμὸν τοῦ

πυρός

7 καὶ ἴασαι τὴν γῆν ἣν ἠφάνισαν οἱ ἐγρήγοροι καὶ τὴν ἴασιν τῆς πληγῆς

δήλωσον ἵνα ἰάσωνται τὴν πληγὴν καὶ μὴ ἀπόλωνται πάντες οἱ υἱοὶ τῶν

ἀνθρώπων ἐν τῷ μυστηρίῳ ὃ εἶπον οἱ ἐγρήγοροι καὶ ἐδίδαξαν τοὺς υἱοὺς

τῶν ἀνθρώπων

8 καὶ ἠρημώθη πᾶσα ἡ γῆ ἐν τοῖς ἔργοις τῆς διδασκαλίας Ἀζαήλmiddot καὶ ἐπrsquo

αὐτῇ γράψον πάσας τὰς ἁμαρτίας

9 Καὶ τῷ Γαβριὴλ εἶπε Πορεύου Γαβριήλ ἐπὶ τοὺς γίγαντας ἐπὶ τοὺς

κιβδήλους ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς πορνείας καὶ ἀπόλεσαν τοὺς υἱοὺς τῶν

ἐγρηγόρων ἀπὸ τῶν υἱῶν τῶν ἀνθρώπωνmiddot πέμψον αὐτοὺς εἰς ἀλλήλους ἐξ

αὐτῶν εἰς αὐτούς ἐν πολέμῳ καὶ ἐν ἀπωλείᾳ καὶ μακρότης ἡμερῶν οὐκ

ἔσται αὐτοῖς

10 καὶ πᾶσα ἐρώτησις οὐκ ἔστι τοῖς πατράσιν αὐτῶν ὅτι ἐλπίζουσι ζῆσαι

ζωὴν αἰώνιον καὶ ὅτι ζήσεται ἕκαστος αὐτῶν ἔτη πεντακόσια

11 καὶ τῷ Μιχαὴλ εἶπε Πορεύου Μιχαήλ δῆσον Σεμιαζᾶν καὶ τοὺς ἄλλους

σὺν αὐτῷ τοὺς συμμιγέντας ταῖς θυγατράσι τῶν ἀνθρώπων τοῦ μιανθῆναι

ἐν αὐταῖς ἐν τῇ ἀκαθαρσίᾳ αὐτῶν

12 καὶ ὅταν κατασφαγῶσιν οἱ υἱοὶ αὐτῶν καὶ ἴδωσι τὴν ἀπώλειαν τῶν

ἀγαπητῶν αὐτῶν δῆσον αὐτοὺς ἐπὶ ἑβδομήκοντα γενεὰς εἰς τὰς νάπας

τῆς γῆς μέχρι ἡμέρας κρίσεως αὐτῶν μέχρι ἡμέρας τελειώσεως τελεσμοῦ

ἕως συντελεσθῇ κρίμα τοῦ αἰῶνος τῶν αἰώνων

13 τότε ἀπενεχθήσονται εἰς τὸ χάος τοῦ πυρὸς καὶ εἰς τὴν βάσανον καὶ εἰς

τὸ δεσμωτήριον τῆς συγκλείσεως τοῦ αἰῶνος

14 καὶ ὃς ἂν κατακρίθῃ καὶ ἀφανισθῇ ἀπὸ τοῦ νῦν μετrsquo αὐτῶν δεθήσεται

(δεηθήσεται recte Par gr 1711) μέχρι τελειώσεως γενεᾶς αὐτῶν

περὶ δὲ τοῦ ὄρους ἐν ᾧ ὤμοσαν καὶ ἀνεθεμέτισαν πρὸς τὸν πλησίον αὐτῶν

ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα οὐ μὴ ἀποστῇ ἀπrsquo αὐτοῦ ψῦχος καὶ χιὼν καὶ πάχνη καὶ

δρόσος οὐ μὴ καταβῇ εἰς αὐτό εἰ μὴ εἰς κατάραν καταβήσεται ἐπrsquo αὐτό

μέχρις ἡμέρας κρίσεως τῆς μεγάλης ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ κατακαυθήσεται

καὶ ταπεινωθήσεται καὶ ἔσται κατακαιόμενον καὶ τηκόμενον ὡς κηρὸς

ἀπὸ πυρός οὕτως κατακαήσεται περὶ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ καὶ νῦν

ἐγὼ λέγω ὑμῖν υἱοῖς ἀνθρώπων Ὀργὴ μεγάλη καθrsquo ὑμῶν laquoκαὶraquo κατὰ τῶν

38

υἱῶν ὑμῶν καὶ οὐ παύσεται ἡ ὀργὴ αὕτη ἀφrsquo ὑμῶν μέχρι καιροῦ σφαγῆς

τῶν υἱῶν ὑμῶν καὶ ἀπολοῦνται οἱ ἀγαπητοὶ ὑμῶν καὶ ἀποθανοῦνται οἱ

ἔντιμοι ὑμῶν ἀπὸ πάσης τῆς γῆς ὅτι πᾶσαι αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς αὐτῶν ἀπὸ

τοῦ νῦν οὐ μὴ ἔσονται πλείω τῶν ἑκατὸν εἴκοσιν ἐτῶν καὶ μὴ δόξητε ἔτι

ζῆσαι ἐπὶ πλείονα ἔτηmiddot οὐ γάρ ἐστιν ἐπrsquo αὐτοῖς πᾶσα ὁδὸς ἐκφεύξεως ἀπὸ

τοῦ νῦν διὰ τὴν ὀργὴν ἣν ὠργίσθη ὑμῖν ὁ βασιλεὺς πάντων τῶν αἰώνωνmiddot

μὴ νομίσητε ὅτι ἐκφεύξεσθε ταῦτα

XV

8 Καὶ νῦν οἱ γίγαντες οἱ γεννηθέντες ἀπὸ πνευμάτων καὶ σαρκὸς

πνεύματα πονηρὰ ἐπὶ τῆς γῆς καλέσουσιν αὐτούς ὅτι ἡ κατοίκησις αὐτῶν

ἔσται ἐπὶ τῆς γῆς

9 πνεύματα πονηρὰ ἔσονται τὰ πνεύματα ἐξεληλυθότα ἀπὸ τοῦ σώματος

τῆς σαρκὸς αὐτῶν διότι ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων ἐγένοντο καὶ ἐκ τῶν ἁγίων

τῶν ἐγρηγόρων ἡ ἀρχὴ τῆς κτίσεως αὐτῶν καὶ ἀρχὴ θεμελίουmiddot πνεύματα

πονηρὰ

10 ἐπὶ τῆς γῆς ἔσονται

11 τὰ πνεύματα τῶν γιγάντων νεμόμενα ἀδικοῦντα ἀφανίζοντα

ἐμπίπτοντα καὶ συμπαλαίοντα καὶ ῥιπτοῦντα ἐπὶ τῆς γῆς καὶ δρόμους

ποιοῦντα καὶ μηδὲν ἐσθίοντα ἀλλrsquo ἀσιτοῦντα καὶ ῥιπτοῦντα καὶ φάσματα

ποιοῦντα καὶ διψῶντα καὶ προσκόπτοντα

12 καὶ ἐξαναστήσονται τὰ πνεύματα ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων καὶ

τῶν γυναικῶν ὅτι ἐξ αὐτῶν ἐξεληλύθασι

XVI

1 Καὶ ἀπὸ ἡμέρας καιροῦ σφαγῆς καὶ ἀπωλείας καὶ θανάτου τῶν

γιγάντων ναφηλείμ οἱ ἰσχυροὶ τῆς γῆς οἱ μεγάλοι ὀνομαστοί τὰ

πνεύματα τὰ ἐκπορευόμενα ἀπὸ τῆς ψυχῆς αὐτῶν ὡς ἐκ τῆς σαρκὸς

ἔσονται ἀφανίζοντα χωρὶς κρίσεωςmiddot οὕτως ἀφανίσουσι μέχρις ἡμέρας τῆς

τελειώσεως ἕως τῆς κρίσεως τῆς μεγάλης ἐν ᾗ (ᾧ Par gr 1711) ὁ αἰὼν ὁ

μέγας τελεσθήσεται

XIX

3 ἀνθρώπων ὡς ἐγὼ εἶδον

XX

2 ὁ εἷς τῶν ἁγίων ὁ ἐπὶ τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ταρτάρου

3 Ῥαφαὴλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων τῶν ἀνθρώπων

4 Ῥαγουήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐκδικῶν τὸν κόσμον τῶν

φωστήρων

5 Μιχαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς ἐπὶ τῶν τοῦ λαοῦ ἀγαθῶν τέτακται

καὶ ἐπὶ τῷ χαῷ

6 Σαριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων οἵτινες ἐπὶ τῷ

πνεύματι ἁμαρτάνουσιν

7 Γαβριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τοῦ παραδείσου καὶ τῶν

δρακόντων καὶ χερουβίν Ῥεμειήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃν ἔταξεν ὁ

θεὸς ἐπὶ τῶν ἀνισταμένων ὀνόματα ζacute ἀρχαγγέλων

XXI

1 Καὶ ἐφώδευσα μέχρι τῆς ἀκατασκευάστου

2 καὶ ἐκεῖ ἐθεασάμην ἔργον φοβερόν ἑώρακα οὔτε οὐρανὸν ἐπάνω οὔτε

γῆν τεθεμελιωμένην ἀλλὰ τόπον ἀκατασκεύαστον καὶ φοβερόν

3 καὶ ἐκεῖ τεθέαμαι ζacute ἀστέρας τοῦ οὐρανοῦ δεδεμένους καὶ ἐριμμένους ἐν

αὐτῷ ὁμοῦ ὁμοίους ὁράσει μεγάλῃ καὶ ἐν πυρὶ καιομένους

4 τότε εἶπον Διὰ ποίαν αἰτίαν ἐπεδέθησαν καὶ διὰ ποίαν αἰτίαν ἐρίφησαν

39

ὧδε

5 καὶ εἶπέν μοι Οὐριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ μετrsquo

ἐμοῦ ὤν - καὶ

αὐτὸς αὐτῶν ἡγεῖτο - καὶ εἶπέν μοι Ἑνώχ περὶ τίνος

ἐρωτᾷς ἢ περὶ τίνος

τὴν ἀλήθειαν φιλοσπευδεῖς

6 οὗτοί εἰσιν τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ οἱ παραβάντες

τὴν ἐπιταγὴν τοῦ

κυρίου καὶ ἐδέθησαν ὧδε μέχρι πληρωθῆναι μύρια ἔτη

τὸν χρόνον τῶν

ἁμαρτημάτων αὐτῶν

7 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον τούτου

φοβερώτερον καὶ τεθέαμαι

ἔργα φοβεράmiddot πῦρ μέγα ἐκεῖ καιόμενον καὶ φλεγόμενον καὶ διακοπὴν

εἶχεν ὁ τόπος ἕως τῆς ἀβύσσου πλήρης στύλων πυρὸς μεγάλων

καταφερομένωνmiddot οὔτε μέτρον οὔτε μέγεθος ἠδυνήθην ἰδεῖν οὔτε εἰκάσαι

8 τότε εἶπον Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος οὗτος καὶ ὡς δεινὸς τῇ ὁράσει

9 τότε ἀπεκρίθη μοι καὶ εἶπεν

Incert

1 παρὰ (Par gr 1711 Go περὶ) δὲ τοῦ ὄρους ἐν ᾧ ὤμοσαν καὶ

ἀνεθεμάτισαν πρὸς τὸν πλησίον αὐτῶν ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα οὐ μὴ ἀποστῇ

ἀπrsquo αὐτοῦ ψῦχος καὶ χιὼν καὶ πάχνη καὶ δρόσος οὐ μὴ καταβῇ εἰς αὐτό εἰ

μὴ εἰς κατάραν καταβήσεται ἐπrsquo (Go εἰς) αὐτό μέχρις ἡμέρας κρίσεως τῆς

μεγάλης

2 ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ κατακαυθήσεται καὶ (Go om) ταπεινωθήσεται καὶ

ἔσται κατακαιόμενον καὶ τηκόμενον ὡς κηρὸς ἀπὸ πυρός οὕτως

κατακαήσεται περὶ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ

3 καὶ νῦν ἐγὼ λέγω ὑμῖν υἱοῖς ἀνθρώπων Ὀργὴ μεγάλη καθrsquo ὑμῶν κατὰ

τῶν υἱῶν ὑμῶνmiddot καὶ οὐ παύσεται ἡ ὀργὴ αὕτη ἀφrsquo ὑμῶν μέχρι καιροῦ

σφαγῆς τῶν υἱῶν ὑμῶν

4 καὶ ἀπολοῦνται οἱ ἀγαπητοὶ ὑμῶν καὶ ἀποθανοῦνται οἱ ἔντιμοι ὑμῶν

ἀπὸ πάσης τῆς γῆς ὅτι πᾶσαι αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς αὐτῶν ἀπὸ τοῦ νῦν οὐ μὴ

ἔσονται πλείω τῶν ἑκατὸν εἴκοσιν ἐτῶν

5 καὶ μὴ δόξητε ἔτι ζῆσαι ἐπὶ πλείονα ἔτηmiddot οὐ γάρ ἐστιν ἐπrsquo αὐτοῖς πᾶσα

ὁδὸς ἐκφεύξεως ἀπὸ τοῦ νῦν διὰ τὴν ὀργὴν ἣν ὠργίσθη ὑμῖν ὁ βασιλεὺς

πάντων τῶν αἰώνωνmiddot μὴ νομίσητε ὅτι ἐκφεύξεσθε ταῦτα

Περί των γιγάντων

καὶ ἦν νωε ἐτῶν πεντακοσίων καὶ ἐγέννησεν νωε τρεῖς υἱούς τὸν σημ τὸν χαμ τὸν

ιαφεθκαὶ ἐγένετο ἡνίκα ἤρξαντο οἱ ἄνθρωποι πολλοὶ γίνεσθαι ἐπὶ τῆς γῆς καὶ θυγατέρες

ἐγενήθησαν αὐτοῖς 2ἰδόντες δὲ οἱ υἱοὶ τοῦ θεοῦ τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων ὅτι καλαί

εἰσιν ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ πασῶν ὧν ἐξελέξαντο 3καὶ εἶπεν κύριος ὁ θεός οὐ

μὴ καταμείνῃ τὸ πνεῦμά μου ἐν τοῖς ἀνθρώποις τούτοις εἰς τὸν αἰῶνα διὰ τὸ εἶναι

αὐτοὺς σάρκας ἔσονται δὲ αἱ ἡμέραι αὐτῶν ἑκατὸν εἴκοσι ἔτη 4οἱ δὲ γίγαντες ἦσαν ἐπὶ

τῆς γῆς ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις καὶ μετ ἐκεῖνο ὡς ἂν εἰσεπορεύοντο οἱ υἱοὶ τοῦ

θεοῦ πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων καὶ ἐγεννῶσαν ἑαυτοῖς ἐκεῖνοι ἦσαν οἱ

γίγαντες οἱ ἀπ αἰῶνος οἱ ἄνθρωποι οἱ ὀνομαστοί

40

Παραθέτουμε ένα επεξηγηματικό κείμενο αναφορικά με τους γίγαντες από την

ιστοσελίδα httpwwwoodegrcom

laquoΕδώ πρόκειται για το θέμα στο οποίο αναφέρθηκε ο Ιησούς Χριστός στο

Ματθαίος κδ΄ 38 για τους προκατακλυσμιαίους ανθρώπους που ΄΄έτρωγαν και

έπιναν και παντρεύονταν΄΄ ώσπου ήρθε ο Κατακλυσμός Επ αυτών υπάρχουν

κάποιες παρατηρήσεις

1η παρατήρηση Το οριστικό άρθρο ΄΄οι΄΄ δείχνει ότι πρόκειται για κάποιους που

ήταν ήδη γνωστοί στους αναγνώστες της Γενέσεως προς τους οποίους απευθύνεται

ο Μωυσής δηλαδή προς τους Ισραηλίτες της εποχής του που λάβαιναν το Νόμο

2η παρατήρηση Το ότι ΄΄εν ταις ημέραις εκείναις ήσαν΄΄ υπονοεί 1 Είτε ότι δεν

υπήρχαν πλέον οι γίγαντες στη ΄΄γη΄΄ όταν γραφόταν η Γένεση δηλαδή κατά το 1500

πΧ 2 είτε ότι υπήρχαν και τότε

3η παρατήρηση Για ποια ΄΄γη΄΄ μιλάει 1 Είτε για τη συγκεκριμένη γη στην οποία

συνέβαιναν τα γεγονότα που αναγράφονται στα γύρω κεφάλαια (τη γη της

Μεσοποταμίας) 2 είτε γενικά για τη γύρω γη στην οποία είχαν επεκταθεί οι γίγαντες

και η φυλή Αδάμ Αυτό όμως δεν έχει σημασία καθώς η αναφορά γίνεται μόνο για

τον καιρό πρό τού Κατακλυσμού Είναι γεγονός όμως ότι στη γη Χαναάν οι

γίγαντες υπήρχαν και μετά από τον Κατακλυσμό

Αυτό φαίνεται στους Αριθμούς 13ιγ΄ 33 ΄΄και εκεί εωράκαμεν τους γίγαντας

(εβραϊκό Νεφιλείμ) και ήμεν ενώπιον αυτών ωσεί ακρίδες αλλά και ούτως ήμεν

ενώπιον αυτών΄΄

Αν αυτό φαίνεται παράξενο σε κάποιους που διδάχτηκαν ότι ο Κατακλυσμός ήταν

παγκόσμιος ας διαβάσουν τη μελέτη μας ΄΄Ήταν ο Κατακλυσμός Παγκόσμιος΄΄

Εκεί θα δουν τις Αγιογραφικές και ιστορικές αποδείξεις ότι επρόκειτο για έναν

τοπικό κατακλυσμό που έπληξε μόνο τη φυλή Αδάμ και μέλη μόνο των γύρω λαών

Επιβίωση από τον Κατακλυσμό

Το ότι οι Νεφιλείμ επεβίωσαν του Κατακλυσμού εξηγείται απλά

Είναι λογικό το ότι η φυλή των γιγάντων Νεφιλείμ δεν έμενε ολόκληρη στην

κοιλάδα της Μεσοποταμίας αλλά κάποιοι απ αυτούς διεσπάρησαν στις γύρω

περιοχές

Η Γένεση στο 7ζ΄ 20 γράφει ότι ο Κατακλυσμός είχε ύψος 15 πήχες (8- 9 μέτρα)

δηλαδή όσο χρειαζόταν για να καλύψει τις ψηλότερες περιοχές της χαμηλής

Μεσοποταμίας Όσοι όμως έμεναν στα ορεινά γύρω από την πληγείσα περιοχή

επεβίωσαν Άλλωστε ο Κατακλυσμός έγινε για τιμωρία της φυλής Αδάμ και όχι των

γύρω λαών όπως φαίνεται στη Γένεση 6ς΄ 5 - 7 όπου η λέξη που χρησιμοποιείται

στο Εβραϊκό κείμενο γι αυτούς με τους οποίους οργίστηκε ο Θεός είναι ΄΄Αδάμ΄΄

Για τους άλλους λαούς η Γένεση στο Εβραϊκό κείμενο χρησιμοποιεί άλλη λέξη

όπως φαίνεται στο Γένεσις 6ς΄ 4 [΄΄οι άνθρωποι (εβραϊκά ΄΄ενός΄΄) οι

ονομαστοί΄΄] και στο Γένεσις 13ιγ΄ 13 [΄΄οι δε άνθρωποι (εβραϊκά ΄΄ενός΄΄) οι εν

Σοδόμοις΄΄]

41

Μια τελευταία παρατήρηση ξεκινάει από το ίδιο εδάφιο της Γένεσης 6ς΄ 4 που λέει

΄΄Οι δε γίγαντες ήσαν επί τής γης εν ταις ημέραις εκείναις και μετ εκείνο ως αν

εισεπορεύοντο οι υιοί τού Θεού προς τας θυγατέρας τών ανθρώπων΄΄

Οι Νεφιλείμ λοιπόν υπήρχαν ακόμη ΄΄και μετά από εκείνο΄΄ το γεγονός που

περιγράφεται δηλαδή και μετά από την αύξηση του πληθυσμού στη

Μεσοποταμία Είναι λάθος να ταυτίζονται κατ ανάγκην οι Νεφιλείμ με τους γιους

των ισχυρών καθώς μια αβίαστη ανάγνωση του κειμένου δεν δείχνει τίποτα τέτοιο

Το μεταβατικό ΄΄δε΄΄ δείχνει ότι γίνεται λόγος για κάποιους άλλους και όχι για

τους γιούς των ισχυρών Οι γιοί των ισχυρών δεν είναι οι Νεφιλείμ αλλά οι ισχυροί

άνδρες της Μεσοποταμίας των άλλων φυλών που ζούσαν κοντά στη φυλή Αδάμ

Ίσως ο σκοπός του χωρίου είναι να δείξει ότι η φυλή των γιγάντων (η οποία

προβλημάτιζε τους Ισραηλίτες τον καιρό που ο Μωυσής έγραφε αυτά τα λόγια) ήταν

μια αρχαία φυλή σύγχρονη της επιμειξίας της φυλής Αδάμ με τους γιούς των

ισχυρών και ότι οι Νεφιλείμ επεβίωσαν ακόμη και μετά από την επιμειξία των

ισχυρών ανδρών της Μεσοποταμίας με τις ΄΄θυγατέρες Αδάμ΄΄ κατά την

προκατακλυσμιαία εποχή

Ίσως ακόμα η αναφορά αυτή να γίνεται για να δείξει ότι ο κατακλυσμός στρεφόταν

ειδικά κατά του λαού Αδάμ και όχι και των γύρω λαών εκ των οποίων

επεβίωσαν και οι Νεφιλείμ

Οι γίγαντες στην εποχή τού Ισραήλ

Σύμφωνα με την Αγία Γραφή η περιοχή στην οποία επεβίωσαν κάποιοι από τη

φυλή των γιγάντων Νεφιλείμ ήταν η Βασάν που ονομάζεται ΄΄γη γιγάντων΄΄

(Δευτερονόμιο γ΄ 13)

Πρόκειται για μία ορεινή περιοχή ανατολικά της Θάλασσας της Γαλιλαίας

κατάλληλη για επιβίωση των λαών της από τον Κατακλυσμό που έπληξε τη

Μεσοποταμία και το λαό Αδάμ (Όπως λέμε ΄΄λαός Ισραήλ΄΄)

Εκεί οι γίγαντες υπήρχαν όχι μόνο μετά από τον Κατακλυσμό αλλά και στις ημέρες

του Αβραάμ όπως φαίνεται στη Γένεση 14ιδ΄ 5 όπου λέει για τον Χοδολλογομόρ

και τους συμμάχους του ότι ΄΄κατέκοψαν τους γίγαντας τους εν Ασταρώθ

Καρναιν΄΄ στη Βασσάν

Και οι κατάσκοποι όμως των ημερών του Μωυσή βρήκαν τους Νεφιλείμ στη

Χαναάν όπως είδαμε στους Αριθμούς 13ιγ΄ 33 όπου μάλιστα ονομάζει τους

γίγαντες ΄΄Νεφιλείμ΄΄ Εκεί έχει μάλιστα και οριστικό άρθρο ΄΄τους Νεφιλείμ΄΄

πράγμα που δείχνει ότι δεν επρόκειτο για παρομοίωση αλλά για το γνωστό λαό

των Νεφιλείμ

Άλλα εδάφια όπως το Δευτερονόμιο 1α΄ 28 αναφερόμενο στο ίδιο γεγονός

ταυτίζει τους Νεφιλείμ με τους Ανακείμ που προφανώς ήταν απόγονοί τους

Με τους Ανακείμ συσχετίζει η Αγία Γραφή όλες τις φυλές γιγάντων που ζούσαν γύρω

από τη Θάλασσα της Γαλιλαίας όπως ήταν οι Ραφαείμ οι Εμμαίοι και οι

42

Ζουμζουμείμ τους οποίους εξολώθρευσαν οι απόγονοι του Λωτ (Δευτερονόμιο 2β΄

10112021)

Οι Ραφαείμ ήταν απόγονοι των Γιγάντων που επεβίωσαν από τον Κατακλυσμό και

δεν ήταν απόγονοι του Νώε καθώς δεν αναφέρονται στη Γένεση 10ι΄ όπου

αναφέρονται οι λαοί που κατάγονται από το Νώε Η σκέψη ότι ίσως να μην

αναφέρονται επειδή είναι πολύ νεώτεροι λαοί δεν ευσταθεί επειδή αναφέρονται στη

Γένεσις 14ιδ΄ 5 σαν λαός από την εποχή του Αβραάμ ακόμα και συνεπώς είναι

αρχαιότεροι λαοί από αυτούς που αναφέρονται ως απόγονοι του Νώε

Μετά από την εγκατάσταση των Ισραηλιτών στη Γη της Επαγγελίας οι υψηλόσωμες

αυτές φυλές εξολωθρεύτηκαν και δεν έμειναν Ανακείμ στο Ισραήλ Μόνο στη Γάζα

στη Γαθ και στην Άζωτο έμειναν αναμεμειγμένοι με τους Φιλισταίους (Ιησούς

Ναυή 11ια΄ 21 22)

Ένας απ αυτούς ήταν και ο Γολιάθ από τη Γαθ που σκοτώθηκε από τον Δαυίδ (Α΄

Σαμουήλ ιζ΄ 4 ΄΄Εξήλθεν Γολιάθ εκ της Γαθ΄΄)

Τον καιρό του Δαυίδ σκοτώθηκαν οι τελευταίοι γίγαντεςraquo1

1 httpwwwoodegrcomoodegenesiskatak1htm

43

Page 20: Η δημιουργία του κόσμου

20

XIII

1 Ὁ δὲ Ἑνὼχ τῷ Ἀζαὴλ εἶπεν Πορεύουmiddot οὐκ ἔσται σοι εἰρήνη κρίμα μέγα

ἐξῆλθεν κατὰ σοῦ δῆσαί σε

2 καὶ ἀνοχὴ καὶ ἐρώτησίς σοι οὐκ ἔσται περὶ ὧν ἔδειξας ἀδικημάτων καὶ

περὶ πάντων τῶν ἔργων τῶν ἀσεβειῶν καὶ τῆς ἀδικίας καὶ τῆς ἁμαρτίας

ὅσα ὑπέδειξας τοῖς ἀνθρώποις

3 Τότε πορευθεὶς εἴρηκα πᾶσιν αὐτοῖς καὶ αὐτοὶ πάντες ἐφοβήθησαν καὶ

ἔλαβεν αὐτοὺς τρόμος καὶ φόβος

4 καὶ ἠρώτησαν ὅπως γράψω αὐτοῖς ὑπομνήματα ἐρωτήσεως ἵνα γένηται

αὐτοῖς ἄφεσις καὶ ἵνα ἐγὼ ἀναγνῶ αὐτοῖς τὸ ὑπόμνημα τῆς ἐρωτήσεως

ἐνώπιον Κυρίου τοῦ οὐρανοῦ

5 ὅτι αὐτοὶ οὐκ ἔτι δύνανται λαλῆσαι οὐδὲ ἀπᾶραι αὐτῶν τοὺς ὀφθαλμοὺς

εἰς τὸν οὐρανὸν ἀπὸ αἰσχύνης περὶ ὧν ἡμαρτήκεισαν καὶ κατεκρίθησαν

6 Τότε ἔγραψα τὸ ὑπόμνημα τῆς ἐρωτήσεως αὐτῶν καὶ τὰς δεήσεις περὶ

τῶν πνευμάτων αὐτῶν καὶ περὶ ὧν δέονται ὅπως αὐτῶν γένωνται ἄφεσις

καὶ μακρότης

7 καὶ πορευθεὶς ἐκάθισα ἐπὶ τῶν ὑδάτων Δὰν ἐν γῇ Δάν ἥτις ἐστὶν ἐκ

δεξιῶν Ἑρμωνειεὶμ δύσεωςmiddot ἀνεγίγνωσκον τὸ ὑπόμνημα τῶν δεήσεων

αὐτῶν

8 ὡς ἐκοιμήθην καὶ ἰδοὺ ὄνειροι ἐπrsquo ἐμὲ ἦλθον καὶ ὁράσεις ἐπrsquo ἐμὲ

ἐπέπιπτον καὶ ἴδον ὁράσεις ὀργῆς καὶ ἦλθεν φωνὴ λέγουσα Εἶπον τοῖς

υἱοῖς τοῦ οὐρανοῦ τοῦ ἐλέγξαι αὐτούς

9 Καὶ ἔξυπνος γενόμενος ἦλθον πρὸς αὐτούς καὶ πάντες συνηγμένοι

ἐκάθηντο πενθοῦντες ἐν Ἐβελσατά ἥτις ἐστὶν ἀνὰ μέσον τοῦ Λιβάνου καὶ

Σενισήλ περικεκαλυμμένοι τὴν ὄψιν

10 ἐνώπιον αὐτῶν καὶ ἀνήγγειλα αὐτοῖς πάσας τὰς ὁράσεις ἃς εἶδον κατὰ

τοὺς ὕπνους καὶ ἠρξάμην λαλεῖν τοὺς λόγους τῆς δικαιοσύνης ἐλέγχων

τοὺς ἐγρηγόρους τοῦ οὐρανοῦ

XIV

1 Βίβλος λόγων δικαιοσύνης καὶ ἐλέγξεως ἐγρηγόρων τῶν ἀπὸ τοῦ

αἰῶνος κατὰ τὴν ἐντολὴν τοῦ ἁγίου τοῦ μεγάλου ἐν ταύτῃ τῇ ὁράσει

2 Ἐγὼ εἶδον κατὰ τοὺς ὕπνους μου ὃ νῦν λέγω ἐν γλώσσῃ σαρκίνῃ ἐν τῷ

πνεύματι τοῦ στόματός μου ὃ ἔδωκεν ὁ μέγας τοῖς ἀνθρώποις λαλεῖν ἐν

αὐτοῖς καὶ νοήσει καρδίαςmiddot

3 ὃς ἔκτισεν καὶ ἔδωκεν ἐλέγξασθαι ἐγρηγόρους τοὺς υἱοὺς τοῦ οὐρανοῦ

4 Ἐγὼ τὴν ἐρώτησιν ὑμῶν τῶν ἀγγέλων ἔγραψα καὶ ἐν τῇ ὁράσει μου

τοῦτο ἐδείχθηmiddot καὶ οὔτε ἡ ἐρώτησις ὑμῶν παρεδέχθη

5 ἵνα μηκέτι εἰς τὸν οὐρανὸν ἀναβῆτε ἐπὶ πάντας τοὺς αἰῶνας καὶ ἐν τοῖς

δεσμοῖς τῆς γῆς ἐρρέθη δῆσαι ὑμᾶς εἰς πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

6 καὶ ἵνα περὶ τούτων ἴδητε τὴν ἀπώλειαν τῶν υἱῶν ὑμῶν τῶν ἀγαπητῶν

καὶ ὅτι οὐκ ἔσται ὑμῖν ὄνησις αὐτῶν ἀλλὰ πεσοῦνται ἐνώπιον ὑμῶν ἐν

μαχαίρᾳ

7 καὶ ἡ ἐρώτησις ὑμῶν περὶ αὐτῶν οὐκ ἔσται οὐδὲ περὶ ὑμῶνmiddot καὶ ὑμεῖς

κλαίοντες καὶ δεόμενοι καὶ μὴ λαλοῦντες πᾶν ῥῆμα ἀπὸ τῆς γραφῆς ἧς

ἔγραψα

8 Καὶ ἐμοὶ ἐφrsquo ὁράσει οὕτως ἐδείχθηmiddot ἰδοὺ νεφέλαι ἐν τῇ ὁράσει ἐκάλουν

καὶ ὁμίχλαι με ἐφώνουν καὶ διαδρομαὶ τῶν ἀστέρων καὶ διαστραπαί με

κατεσπούδαζον καὶ ἐθορύβαζόν με καὶ ἄνεμοι ἐν τῇ ὁράσει μου

ἐξεπέτασάν με

9 καὶ ἐπῆράν με ἄνω καὶ εἰσήνεγκάν με εἰς τὸν οὐρανόν καὶ εἰσῆλθον

21

μέχρις ἤγγισα τείχους οἰκοδομῆς ἐν λίθοις χαλάζης καὶ γλώσσης πυρὸς

κύκλῳ αὐτῶνmiddot καὶ ἤρξαντο ἐκφοβεῖν με

10 Καὶ εἰσῆλθον εἰς τὰς γλώσσας τοῦ πυρός καὶ ἤγγισα εἰς οἶκον μέγαν

οἰκοδομημένον ἐν λίθοις χαλάζης καὶ οἱ τοῖχοι τοῦ οἴκου ὡς λιθόπλακες

καὶ πᾶσαι ἦσαν ἐκ χιόνος καὶ ἐδάφη χιονικά

11 καὶ αἱ στέγαι ὡς διαδρομαὶ ἀστέρων καὶ ἀστραπαί καὶ μεταξὺ αὐτῶν

χερουβὶν πύρινα καὶ οὐρανὸς αὐτῶν ὕδωρ

12 καὶ πῦρ φλεγόμενον κύκλῳ τῶν τειχῶν καὶ θύραι πυρὶ καιόμεναι

13 εἰσῆλθον εἰς τὸν οἶκον ἐκεῖνον θερμὸν ὡς πῦρ καὶ ψυχρὸν ὡς χιών καὶ

πᾶσα τροφὴ ζωῆς οὐκ ἦν ἐν αὐτῷmiddot φόβος με ἐκάλυψεν καὶ τρόμος με

ἔλαβεν

14 καὶ ἤμην σειόμενος καὶ τρέμων καὶ ἔπεσον ἐθεώρουν ἐν τῇ ὁράσει

μου

15 καὶ ἰδοὺ ἄλλη θύρα ἀνεῳγμένη κατέναντί μου καὶ ὁ οἶκος μείζων

τούτου καὶ ὅλος οἰκοδομημένος ἐν γλώσσαις πυρός

16 καὶ ὅλος διαφέρων ἐν δόξῃ καὶ ἐν τιμῇ καὶ ἐν μεγαλωσύνῃ ὥστε μὴ

δύνασθαί με ἐξειπεῖν ὑμῖν περὶ τῆς δόξης καὶ περὶ τῆς μεγαλωσύνης

αὐτοῦ

17 τὸ ἔδαφος αὐτοῦ ἦν πυρός τὸ δὲ ἀνώτερον αὐτοῦ ἦσαν ἀστραπαὶ καὶ

διαδρομαὶ ἀστέρων καὶ ἡ στέγη αὐτοῦ ἦν πῦρ φλέγον

18 Ἐθεώρουν δὲ καὶ εἶδον θρόνον ὑψηλόν καὶ τὸ εἶδος αὐτοῦ ὡσεὶ

κρυστάλλινον καὶ τροχὸς ὡς ἡλίου λάμποντος καὶ ὄρος χερουβίν

19 καὶ ὑποκάτω τοῦ θρόνου ἐξεπορεύοντο ποταμοὶ πυρὸς φλεγόμενοι καὶ

οὐκ ἐδυνάσθην ἰδεῖν

20 καὶ ἡ δόξα ἡ μεγάλη ἐκάθητο ἐπrsquo αὐτῷmiddot τὸ περιβόλαιον αὐτοῦ ὡς εἶδος

ἡλίου λαμπρότερον καὶ λευκότερον πάσης χιόνος

21 καὶ οὐκ ἐδύνατο πᾶς ἄγγελος παρελθεῖν εἰς τὸν οἶκον τοῦτον καὶ ἰδεῖν

τὸ πρόσωπον αὐτοῦ διὰ τὸ ἔντιμον καὶ ἔνδοξον καὶ οὐκ ἐδύνατο πᾶσα

σὰρξ ἰδεῖν αὐτοῦ

22 τὸ πῦρ φλεγόμενον κύκλῳmiddot καὶ πῦρ μέγα παρειστήκει αὐτῷ καὶ οὐδεὶς

ἐγγίζει αὐτῷ κύκλῳ μυρίαι μυριάδες ἑστήκασιν ἐνώπιον αὐτοῦ καὶ πᾶς

λόγος αὐτοῦ ἔργον

23 καὶ οἱ ἅγιοι τῶν ἀγγέλων οἱ ἐγγίζοντες αὐτῷ οὐκ ἀποχωροῦσιν νυκτὸς

οὔτε ἀφίστανται αὐτοῦ

24 Κἀγὼ ἤμην ἕως τούτου ἐπὶ πρόσωπόν μου βεβλημένος καὶ τρέμων καὶ

ὁ κύριος τῷ στόματι αὐτοῦ ἐκάλεσέν με καὶ εἶπέν μοι Πρόσελθε ὧδε

Ἑνώχ καὶ τὸν λόγον μου ἄκουσον

25 καὶ προσελθών μοι εἷς τῶν ἁγίων ἤγειρέν με καὶ ἔστησέν με καὶ

προσήγαγέν με μέχρι τῆς θύραςmiddot ἐγὼ δὲ τὸ πρόσωπόν μου κάτω ἔκυφον

XV

1 Καὶ ἀποκριθεὶς εἶπέν μοι Ὁ ἄνθρωπος ὁ ἀληθινός ἄνθρωπος τῆς

ἀληθείας ὁ γραμματεύςmiddot καὶ τῆς φωνῆς αὐτοῦ ἤκουσαmiddot μὴ φοβηθῇς Ἑνώχ

ἄνθρωπος ἀληθινὸς καὶ γραμματεὺς τῆς ἀληθείαςmiddot πρόσελθε ὧδε καὶ τῆς

φωνῆς μου ἄκουσον

2 πορεύθητι καὶ εἶπε τοῖς πέμψασίν σε Ἐρωτῆσαι ὑμᾶς ἔδει περὶ τῶν

ἀνθρώπων καὶ μὴ τοὺς ἀνθρώπους περὶ ὑμῶν

3 διὰ τί ἀπελίπετε τὸν οὐρανὸν τὸν ὑψηλὸν τὸν ἅγιον τοῦ αἰῶνος καὶ

μετὰ τῶν γυναικῶν ἐκοιμήθητε καὶ μετὰ τῶν θυγατέρων τῶν ἀνθρώπων

ἐμιάνθητε καὶ ἐλάβετε ἑαυτοῖς γυναῖκας ὥσπερ υἱοὶ τῆς γῆς ἐποιήσατε

καὶ ἐγεννήσατε ἑαυτοῖς τέκνα υἱοὺς γίγαντας

22

4 καὶ ὑμεῖς ἦτε ἅγιοι καὶ πνεύματα ζῶντα αἰώνια ἐν τῷ αἵματι τῶν

γυναικῶν ἐμιάνθητε καὶ ἐν αἵματι σαρκὸς ἐγεννήσατε καὶ ἐν αἵματι

ἀνθρώπων ἐπεθυμήσατε καθὼς καὶ αὐτοὶ ποιοῦσιν σάρκα καὶ αἷμα

οἵτινες ἀποθνήσκουσιν καὶ ἀπόλλυνται

5 διὰ τοῦτο ἔδωκα αὐτοῖς θηλείας ἵνα σπερματίζουσιν εἰς αὐτὰς καὶ

τεκνώσουσιν ἐν αὐταῖς τέκνα οὕτως ἵνα μὴ ἐκλείπῃ αὐτοῖς πᾶν ἔργον ἐπὶ

τῆς γῆς

6 ὑμεῖς δὲ ὑπήρχετε πνεύματα ζῶντα αἰώνια καὶ οὐκ ἀποθνήσκοντα εἰς

πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

7 καὶ διὰ τοῦτο οὐκ ἐποίησα ἐν ὑμῖν θηλείαςmiddot τὰ πνεύματα τοῦ οὐρανοῦ ἐν

τῷ οὐρανῷ ἡ κατοίκησις αὐτῶν

8 καὶ νῦν οἱ γίγαντες οἱ γεννηθέντες ἀπὸ τῶν πνευμάτων καὶ σαρκὸς

πνεύματα ἰσχυρὰ ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐν τῇ γῇ ἡ κατοίκησις αὐτῶν ἔσται

9 πνεύματα πονηρὰ ἐξῆλθον ἀπὸ τοῦ σώματος αὐτῶν διότι ἀπὸ τῶν

ἀνωτέρων ἐγένοντο καὶ ἐκ τῶν ἁγίων ἐγρηγόρων ἡ ἀρχὴ τῆς κτίσεως

αὐτῶν καὶ ἀρχὴ θεμελίουmiddot πνεύματα πονηρὰ κληθήσεται

10 πνεύματα οὐρανοῦ ἐν τῷ οὐρανῷ ἡ κατοίκησις αὐτῶν ἔσται καὶ τὰ

πνεύματα ἐπὶ τῆς γῆς τὰ γεννηθέντα ἐπὶ τῆς γῆς ἡ κατοίκησις αὐτῶν

ἔσται

11 καὶ τὰ πνεύματα τῶν γιγάντων νεφέλας ἀδικοῦντα ἀφανίζοντα καὶ

ἐνπίπτοντα καὶ συνπαλαίοντα καὶ συνρίπτοντα ἐπὶ τῆς γῆς πνεύματα

σκληρὰ γιγάντων καὶ δρόμους ποιοῦντα καὶ μηδὲν ἐσθίοντα ἀλλrsquo

ἀσιτοῦντα καὶ διψῶντα καὶ προσκόπτοντα πνεύματα

12 καὶ ἐξαναστήσει ταῦτα εἰς τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν

γυναικῶν ὅτι ἐξεληλύθασιν ἀπrsquo αὐτῶν

XVI

1 ἀπὸ ἡμέρας σφαγῆς καὶ ἀπωλείας καὶ θανάτου ἀφrsquo ὧν τὰ πνεύματα

ἐκπορευόμενα ἐκ τῆς ψυχῆς τῆς σαρκὸς αὐτῶν ἔσται ἀφανίζοντα χωρὶς

κρίσεωςmiddot οὕτως ἀφανίσουσιν μέχρις ἡμέρας τελειώσεως τῆς κρίσεως τῆς

μεγάλης ἐν ᾗ ὁ αἰὼν ὁ μέγας τελεσθήσεται

2 καὶ νῦν ἐγρηγόροις τοῖς πέμψασίν σε ἐρωτῆσαι περὶ αὐτῶν οἵτινες ἐν

οὐρανῷ ἦσαν

3 Ὑμεῖς ἐν τῷ οὐρανῷ ἦτε καὶ πᾶν μυστήριον ὃ οὐκ ἀνεκαλύφθη ὑμῖν καὶ

μυστήριον τὸ ἐκ τοῦ θεοῦ γεγενημένον ἔγνωτε καὶ τοῦτο ἐμηνύσατε ταῖς

γυναιξὶν ἐν ταῖς σκληροκαρδίαις ὑμῶν καὶ ἐν τῷ μυστηρίῳ τούτῳ

πληθύνουσιν αἱ θήλειαι καὶ οἱ ἄνθρωποι τὰ κακὰ ἐπὶ τῆς γῆς

4 εἶπον οὖν αὐτοῖς Οὐκ ἔστιν εἰρήνη

XVII

1 Καὶ παραλαβόντες με εἴς τινα τόπον ἀπήγαγον ἐν ᾧ οἱ ὄντες ἐκεῖ

γίνονται ὡς πῦρ φλέγον καὶ ὅταν θέλωσιν φαίνονται ὡσεὶ ἄνθρωποι

2 Καὶ ἀπήγαγόν με εἰς ζοφώδη τόπον καὶ εἰς ὄρος οὗ ἡ κεφαλὴ ἀφικνεῖτο

εἰς τὸν οὐρανόν

3 καὶ εἶδον τόπον τῶν φωστήρων καὶ τοὺς θησαυροὺς τῶν ἀστέρων καὶ

τῶν βροντῶν καὶ εἰς τὰ ἀεροβαθῆ ὅπου τόξον πυρὸς καὶ τὰ βέλη καὶ τὰς

θήκας αὐτῶν καὶ τὰς ἀστραπὰς πάσας

4 Καὶ ἀπήγαγόν με μέχρι ὑδάτων καὶ μέχρι πυρὸς δύσεως ὅ ἐστιν καὶ

παρέχον πάσας τὰς δύσεις τοῦ ἡλίου

5 καὶ ἤλθομεν μέχρι ποταμοῦ πυρός ἐν ᾧ κατατρέχει τὸ πῦρ ὡς ὕδωρ καὶ

ῥέει εἰς θάλασσαν μεγάλην δύσεως

6 ἴδον τοὺς μεγάλους ποταμούς καὶ μέχρι τοῦ μεγάλου ποταμοῦ καὶ μέχρι

23

τοῦ μεγάλου σκότους κατήντησα καὶ ἀπῆλθον ὅπου πᾶσα σὰρξ οὐ

περιπατεῖ

7 ἴδον τοὺς ἀνέμους τῶν γνόφων τοὺς χειμερινοὺς καὶ τὴν ἔκχυσιν τῆς

ἀβύσσου πάντων ὑδάτων

8 ἴδον τὸ στόμα τῆς γῆς πάντων τῶν ποταμῶν καὶ τὸ στόμα τῆς ἀβύσσου

XVIII

1 ἴδον τοὺς θησαυροὺς τῶν ἀνέμων πάντων ἴδον ὅτι ἐν αὐτοῖς ἐκόσμησεν

πάσας τὰς κτίσεις καὶ τὸν θεμέλιον τῆς γῆς καὶ τὸν λίθον ἴδον τῆς γωνίας

τῆς γῆς

2 ἴδον τοὺς τέσσαρας ἀνέμους τὴν γῆν βαστάζοντας

3 καὶ τὸ στερέωμα τοῦ οὐρανοῦ καὶ αὐτοὶ ἱστᾶσιν μεταξὺ γῆς καὶ

οὐρανοῦ

4 ἴδον ἀνέμους τῶν οὐρανῶν στρέφοντας καὶ διανεύοντας τὸν τροχὸν τοῦ

ἡλίου καὶ πάντας τοὺς ἀστέρας

5 ἴδον τοὺς ἐπὶ τῆς γῆς ἀνέμους βαστάζοντας ἐν νεφέλῃ ἴδον πέρατα τῆς

γῆς τὸ στήριγμα τοῦ οὐρανοῦ ἐπάνω

6 Παρῆλθον καὶ ἴδον τόπον καιόμενον νυκτὸς καὶ ἡμέρας ὅπου τὰ ἑπτὰ

ὄρη ἀπὸ λίθων πολυτελῶν [τρία] εἰς ἀνατολὰς καὶ τρία εἰς νότον

βάλλοντα

7 καὶ τὰ μὲν πρὸς ἀνατολὰς ἀπὸ λίθου χρώματος τὸ δὲ ἦν ἀπὸ λίθου

μαργαρίτου καὶ τὸ ἀπὸ λίθου ταθέν τὸ δὲ κατὰ νότον ἀπὸ λίθου πυρροῦmiddot

8 τὸ δὲ μέσον αὐτῶν ἦν εἰς οὐρανόν ὥσπερ θρόνος θεοῦ ἀπὸ λίθου φουκά

καὶ ἡ κορυφὴ τοῦ θρόνου ἀπὸ λίθου σαφφείρουmiddot

9 καὶ πῦρ καιόμενον ἴδον κἀπέκεινα τῶν ὀρέων τούτων

10 τόπος ἐστὶν πέρας τῆς μεγάλης γῆςmiddot ἐκεῖ συντελεσθήσονται οἱ οὐρανοί

11 καὶ ἴδον χάσμα μέγα εἰς τοὺς στύλους τοῦ πυρὸς καταβαίνοντας καὶ

οὐκ ἦν μέτρον οὔτε εἰς βάθος οὔτε εἰς ὕψος

12 καὶ ἐπέκεινα τοῦ χάσματος τούτου ἴδον τόπον ὅπου οὐδὲ στερέωμα

οὐρανοῦ ἐπάνω οὔτε γῆ ᾖ τεθεμελιωμένη ὑποκάτω αὐτοῦ οὔτε ὕδωρ ἦν

ὑπὸ αὐτὸ οὔτε πετεινόν ἀλλὰ τόπος ἦν ἔρημος καὶ φοβερός

13 ἐκεῖ ἴδον ἑπτὰ ἀστέρας ὡς ὄρη μεγάλα καιόμενα περὶ ὧν

πυνθανομένῳ μοι

14 εἶπεν ὁ ἄγγελος Οὗτός ἐστιν ὁ τόπος τὸ τέλος τοῦ οὐρανοῦ καὶ γῆςmiddot

δεσμωτήριον τοῦτο ἐγένετο τοῖς ἄστροις καὶ ταῖς δυνάμεσιν τοῦ οὐρανοῦ

15 καὶ οἱ ἀστέρες οἱ κυλιόμενοι ἐν τῷ πυρί οὗτοί εἰσιν οἱ παραβάντες

πρόσταγμα κυρίου ἐν ἀρχῇ τῆς ἀνατολῆς αὐτῶν - ὅτι τόπος ἔξω τοῦ

οὐρανοῦ κενός ἐστιν - ὅτι οὐκ ἐξῆλθαν ἐν τοῖς καιροῖς αὐτῶν

16 καὶ ὀργίσθη αὐτοῖς καὶ ἔδησεν αὐτοὺς μέχρι καιροῦ τελειώσεως αὐτῶν

ἁμαρτίας laquoαὐτῶνraquo ἐνιαυτῶν μυρίων

XIX

1 Καὶ εἶπέν μοι Οὐριήλ Ἐνθάδε οἱ μιγέντες ἄγγελοι ταῖς γυναιξὶν

στήσονται καὶ τὰ πνεύματα αὐτῶν πολύμορφα γενόμενα λυμαίνεται τοὺς

ἀνθρώπους καὶ πλανήσει αὐτοὺς ἐπιθύειν τοῖς δαιμονίοις μέχρι τῆς

μεγάλης κρίσεως ἐν ᾗ κριθήσονται εἰς ἀποτελείωσιν

2 καὶ αἱ γυναῖκες αὐτῶν τῶν παραβάντων ἀγγέλων εἰς σειρῆνας

γενήσονται

3 κἀγὼ Ἑνὼχ ἴδον τὰ θεωρήματα μόνος τὰ πέρατα πάντων καὶ οὐ μὴ ἴδῃ

οὐδὲ εἷς ἀνθρώπων ὡς ἐγὼ ἴδον

XX

1 Ἄγγελοι τῶν δυνάμεων

24

2 Οὐριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ταρτάρου

3 Ῥαφαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων τῶν ἀνθρώπων

4 Ῥαγουήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐκδικῶν τὸν κόσμον τῶν

φωστήρων

5 Μιχαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν τοῦ λαοῦ ἀγαθῶν

τεταγμένος καὶ ἐπὶ τῷ χάῳ

6 Σαριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων οἵτινες ἐπὶ τῷ

πνεύματι ἁμαρτάνουσιν

7 Γαβριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τοῦ παραδείσου καὶ τῶν

δρακόντων καὶ χερουβείν ἀρχαγγέλων ὀνόματα ἑπτά

XXI

1 Καὶ ἐφώδευσα ἕως τῆς ἀκατασκευάστου

2 κἀκεῖ ἐθεασάμην ἔργον φοβερόνmiddot ἑώρακα οὔτε οὐρανὸν ἐπάνω οὔτε γῆν

τεθέαμαι τεθεμελιωμένην ἀλλὰ τόπον ἀκατασκεύαστον καὶ φοβερόν

3 καὶ ἐκεῖ τεθέαμαι ἑπτὰ τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ δεδεμένους καὶ

ἐρριμμένους ἐν αὐτῷ ὁμοίους ὄρεσιν μεγάλοις καὶ ἐν πυρὶ καιομένους

4 τότε εἶπον Διὰ ποίαν αἰτίαν ἐπεδέθησαν καὶ διὰ τί ὧδε ἐρίφησαν

5 τότε εἶπέν μοι Οὐριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν - καὶ

αὐτὸς ἡγεῖτο αὐτῶν - καὶ εἶπέν μοι Ἑνώχ περὶ τίνος ἐρωτᾷς ἢ περὶ τίνος

τὴν ἀλήθειαν φιλοσπευδεῖς

6 οὗτοί εἰσιν τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ οἱ παραβάντες τὴν ἐπιταγὴν τοῦ

κυρίου καὶ ἐδέθησαν ὧδε μέχρι τοῦ πληρῶσαι μύρια ἔτη τὸν χρόνον τῶν

ἁμαρτημάτων αὐτῶν

7 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον τούτου φοβερώτερον καὶ τεθέαμαι

ἔργα φοβερώτερα πῦρ μέγα ἐκεῖ καιόμενον καὶ φλεγόμενον καὶ διακοπὴν

εἶχεν ὁ τόπος ἕως τῆς ἀβύσσου πλήρης στύλων πυρὸς μεγάλου

καταφερομένωνmiddot οὔτε μέτρον οὔτε πλάτος ἠδυνήθην ἰδεῖν οὐδὲ εἰκάσαι

8 τότε εἶπον Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος καὶ ὡς δεινὸς τῇ ὁράσει

9 τότε ἀπεκρίθη μοι ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν καὶ εἶπέν

μοι Ἑνώχ διὰ τί ἐφοβήθης οὕτως καὶ ἐπτοήθης καὶ ἀπεκρίθην Περὶ

τούτου τοῦ φοβεροῦ καὶ περὶ τῆς προσόψεως τῆς δεινῆς

10 καὶ εἶπεν Οὗτος ὁ τόπος δεσμωτήριον ἀγγέλωνmiddot ὧδε συνσχεθήσονται

μέχρι αἰῶνος εἰς τὸν αἰῶνα

XXII

1 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον καὶ ἔδειξέν μοι πρὸς δυσμὰς ἄλλο

ὄρος μέγα καὶ ὑψηλόν πέτρας στερεάς

2 καὶ τέσσαρες τόποι ἐν αὐτῷ κοῖλοι βάθος ἔχοντες καὶ λίαν λεῖοι τρεῖς

αὐτῶν σκοτινοὶ καὶ εἷς φωτινός καὶ πηγὴ ὕδατος ἀνὰ μέσον αὐτοῦ καὶ

εἶπον Πῶς λεῖα τὰ κοιλώματα ταῦτα καὶ ὁλοβαθῆ καὶ σκοτινὰ τῇ ὁράσει

3 τότε ἀπεκρίθη Ῥαφαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν καὶ

εἶπέν μοι Οὗτοι οἱ τόποι οἱ κοῖλοι ἵνα ἐπισυνάγωνται εἰς αὐτοὺς τὰ

πνεύματα τῶν ψυχῶν τῶν νεκρῶν εἰς αὐτὸ τοῦτο ἐκρίθησαν ὥδε

ἐπισυνάγεσθαι πάσας τὰς ψυχὰς τῶν ἀνθρώπων

4 καὶ οὗτοι οἱ τόποι εἰς ἐπισύνσχεσιν αὐτῶν ἐποίησαν μέχρι τῆς ἡμέρας

τῆς κρίσεως αὐτῶν καὶ μέχρι τοῦ διορισμοῦ καὶ διορισμένου χρόνου ἐν ᾧ ἡ

κρίσις ἡ μεγάλη ἔσται ἐν αὐτοῖς

5 τεθέαμαι ἀνθρώπους νεκροὺς ἐντυγχάνοντας καὶ ἡ φωνὴ αὐτοῦ μέχρι

τοῦ οὐρανοῦ προέβαινεν καὶ ἐνετύγχανεν

6 καὶ ἠρώτησα Ῥαφαὴλ τὸν ἄγγελον ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν καὶ εἶπα αὐτῷ Τοῦτο

τὸ πνεῦμα τὸ ἐντυγχάνον τίνος ἐστίν διrsquo ὃ οὕτως ἡ φωνὴ αὐτοῦ προβαίνει

25

καὶ ἐντυγχάνει ἕως τοῦ οὐρανοῦ

7 καὶ ἀπεκρίθη μοι λέγων Τοῦτο τὸ πνεῦμά ἐστιν τὸ ἐξελθὸν ἀπὸ Ἄβελ ὃν

ἐφόνευσε Κάιν ὁ ἀδελφός καὶ Ἄβελ ἐντυγχάνει περὶ αὐτοῦ μέχρι τοῦ

ἀπολέσαι τὸ σπέρμα αὐτοῦ ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς καὶ ἀπὸ τοῦ

σπέρματος τῶν ἀνθρώπων ἀφανθῇ τὸ σπέρμα αὐτοῦ

8 Τότε ἠρώτησα περὶ τῶν κυκλωμάτων πάντων διὰ τί ἐχωρίσθησαν ἓν

ἀπὸ τοῦ ἑνός

9 καὶ ἀπεκρίθη μοι λέγων Οὗτοι οἱ τρεῖς ἐποιήθησαν χωρίζεσθαι τὰ

πνεύματα τῶν νεκρῶνmiddot καὶ οὕτως ἐχωρίσθη εἰς τὰ πνεύματα τῶν δικαίων

οὗ ἡ πηγὴ τοῦ ὕδατος ἐν αὐτῷ φωτινήmiddot

10 καὶ οὕτως ἐκτίσθη τῶν ἁμαρτωλῶν ὅταν ἀποθάνωσιν καὶ ταφῶσιν εἰς

τὴν γῆν καὶ κρίσις οὐκ ἐγενήθη ἐπrsquo αὐτῶν ἐν τῇ ζωῇ αὐτῶν

11 ὧδε χωρίζεται τὰ πνεύματα αὐτῶν εἰς τὴν μεγάλην βάσανον ταύτην

μέχρι τῆς μεγάλης ἡμέρας τῆς κρίσεως τῶν μαστίγων καὶ τῶν βασάνων

τῶν κατηραμένων μέχρι αἰῶνοςmiddot ἦν ἀνταπόδοσις τῶν πνευμάτωνmiddot ἐκεῖ

δήσει αὐτοὺς μέχρις αἰῶνος

12 καὶ οὕτως ἐχωρίσθη τοῖς πνεύμασιν τῶν ἐντυγχανόντων οἵτινες

ἐνφανίζουσιν περὶ τῆς ἀπωλείας ὅταν φονευθῶσιν ἐν ταῖς ἡμέραις τῶν

ἁμαρτωλῶν

13 καὶ οὕτως ἐκτίσθη τοῖς πνεύμασιν τῶν ἀνθρώπων ὅσοι οὐκ ἔσονται

ὅσιοι ἀλλὰ ἁμαρτωλοί καὶ μετὰ τῶν ἀνόμων ἔσονται μέτοχοι τὰ δὲ

πνεύματα ὅτι οἱ ἐνθάδε θλιβέντες ἔλαττον κολάζονται αὐτῶν οὐ

τιμωρηθήσονται ἐν ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως οὐδὲ μὴ μετεγερθῶσιν ἐντεῦθεν

14 Τότε ηὐλόγησα τὸν κύριον τῆς δόξης καὶ εἶπα Εὐλογητὸς εἶ Κύριε ὁ τῆς

δικαιοσύνης κυριεύων τοῦ αἰῶνος

XXIII

1 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον πρὸς δυσμὰς τῶν περάτων τῆς γῆς

2 καὶ ἐθεασάμην πῦρ διατρέχον καὶ οὐκ ἀναπαυόμενον οὐδὲ ἐλλεῖπον τοῦ

δρόμου ἡμέρας καὶ νυκτὸς ἅμα διαμένον

3 καὶ ἠρώτησα λέγων Τί ἐστιν τὸ μὴ ἔχον ἀνάπαυσιν

4 τότε ἀπεκρίθη μοι Ῥαγουήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν

Οὗτος ὁ δρόμος τοῦ πυρὸς τὸ πρὸς δυσμὰς πῦρ τὸ ἐκδιῶκόν ἐστιν πάντας

τοὺς φωστῆρας τοῦ οὐρανοῦ

XXIV

1 Καὶ ἔδειξέν μοι ὄρη πυρὸς καιόμενα νυκτός

2 καὶ ἐπέκεινα αὐτῶν ἐπορεύθην καὶ ἐθεασάμην ἑπτὰ ὄρη ἔνδοξα πάντα

ἑκάτερα τοῦ ἑκατέρου διαλλάσσοντα ὧν οἱ λίθοι ἔντιμοι τῇ καλλονῇ καὶ

πάντα ἔντιμα καὶ ἔνδοξα καὶ εὐειδῆ τρία ἐπrsquo ἀνατολὰς ἐστηριγμένα ἐν τῷ

ἑνί καὶ τρία ἐπὶ νότον ἐν τῷ ἑνὶ καὶ φάραγγες βαθεῖαι καὶ τραχεῖαι μία τῇ

μιᾷ οὐκ ἐγγίζουσαι

3 καὶ τῷ ὄρει ἕβδομον ὄρος ἀνὰ μέσον τούτων καὶ ὑπερεῖχεν τῷ ὕψει

ὅμοιον καθέδρᾳ θρόνου καὶ περιεκύκλου δένδρα αὐτῷ εὐειδῆ

4 καὶ ἦν ἐν αὐτοῖς δένδρον ὃ οὐδέποτε ὤσφρανμαι καὶ οὐδεὶς ἕτερος αὐτῷ

ηὐφράνθη καὶ οὐδὲν ἕτερον ὅμοιον αὐτῷmiddot ὀσμὴν εἶχεν εὐωδεστέραν

πάντων ἀρωμάτων καὶ τὰ φύλλα αὐτοῦ καὶ τὸ ἄνθος καὶ τὸ δένδρον οὐ

φθίνει εἰς τὸν αἰῶνα οἱ δὲ περὶ τὸν καρπὸν ὡσεὶ βότρυες φοινίκων

5 τότε εἶπον ὡς καλὸν τὸ δένδρον τοῦτό ἐστιν καὶ εὐῶδες καὶ ὡραῖα τὰ

φύλλα καὶ τὰ ἄνθη αὐτοῦ ὡραῖα τῇ ὁράσει

6 τότε ἀπεκρίθη μοι Μιχαήλ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν - καὶ

αὐτὸς αὐτῶν ἡγεῖτο ndash

26

XXV

1 καὶ εἶπέν μοι Ἑνώχ τί ἐρωτᾷς καὶ τί ἐθαύμασας ἐν τῇ ὀσμῇ τοῦ δένδρου

καὶ διὰ τί θέλεις τὴν ἀλήθειαν μαθεῖν

2 τότε ἀπεκρίθην αὐτῷ Περὶ πάντων εἰδέναι θέλω μάλιστα δὲ περὶ τοῦ

δένδρου τούτου σφόδρα

3 καὶ ἀπεκρίθη λέγων Τοῦτο τὸ ὄρος τὸ ὑψηλόν οὗ ἡ κορυφὴ ὁμοία

θρόνου θεοῦ καθέδρα ἐστὶν οὗ καθίζει ὁ μέγας κύριος ὁ ἅγιος τῆς δόξης ὁ

βασιλεὺς τοῦ αἰῶνος ὅταν καταβῇ ἐπισκέψασθαι τὴν γῆν ἐπrsquo ἀγαθῷ

4 καὶ τοῦτο τὸ δένδρον εὐωδίας καὶ οὐδεμία σὰρξ ἐξουσίαν ἔχει ἅψασθαι

αὐτοῦ μέχρι τῆς μεγάλης κρίσεως ἐν ᾗ ἐκδίκησις πάντων καὶ τελείωσις

μέχρις αἰῶνοςmiddot τότε δικαίοις καὶ ὁσίοις δοθήσεται

5 ὁ καρπὸς αὐτοῦ τοῖς ἐκλεκτοῖς εἰς ζωὴν εἰς βορρᾶν καὶ

μεταφυτευθήσεται ἐν τόπῳ ἁγίῳ παρὰ τὸν οἶκον τοῦ θεοῦ βασιλέως τοῦ

αἰῶνος

6 τότε εὐφρανθήσονται εὐφραινόμενοι καὶ χαρήσονται καὶ εἰς τὸ ἅγιον

εἰσελεύσονταιmiddot αἱ ὀσμαὶ αὐτοῦ ἐν τοῖς ὀστέοις αὐτῶν καὶ ζωὴν πλείονα

ζήσονται ἐπὶ γῆς ἣν ἔζησαν οἱ πατέρες σου καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτῶν καὶ

βάσανοι καὶ πληγαὶ καὶ μάστιγες οὐχ ἅψονται αὐτῶν

7 Τότε ηὐλόγησα τὸν θεὸν τῆς δόξης τὸν βασιλέα τοῦ αἰῶνος ὃς

ἡτοίμασεν ἀνθρώποις τὰ τοιαῦτα δικαίοις καὶ αὐτὰ ἔκτισεν καὶ εἶπεν

δοῦναι αὐτοῖς

XXVI

1 Καὶ ἐκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς τὸ μέσον τῆς γῆς καὶ ἴδον τόπον

ηὐλογημένον ἐν ᾧ δένδρα ἔχοντα παραφυάδας μενούσας καὶ βλαστούσας

τοῦ δένδρου ἐκκοπέντος

2 κἀκεῖ τεθέαμαι ὄρος ἅγιονmiddot ὑποκάτω τοῦ ὄρους ὕδωρ ἐξ ἀνατολῶν καὶ

τὴν δύσιν εἶχεν πρὸς νότον

3 καὶ ἴδον πρὸς ἀνατολὰς ἄλλο ὄρος ὑψηλότερον τούτου καὶ ἀνὰ μέσον

αὐτοῦ φάραγγα βαθεῖαν οὐκ ἔχουσαν πλάτος καὶ διrsquo αὐτῆς ὕδωρ

πορεύεται ὑποκάτω ὑπὸ τὸ ὄρος

4 καὶ πρὸς δυσμὰς τούτου ἄλλο ὄρος ταπεινότερον αὐτοῦ καὶ οὐκ ἔχον

ὕψος καὶ φάραγγα βαθεῖαν καὶ ξηρὰν ἀνὰ μέσον αὐτῶν καὶ ἄλλην

φάραγγα βαθεῖαν καὶ ξηρὰν ἐπrsquo ἄκρων τῶν τριῶν ὀρέων

5 καὶ πᾶσαι φάραγγές εἰσιν βαθεῖαι ἐκ πέτρας στερεᾶς καὶ δένδρον οὐκ

ἐφυτεύετο ἐπrsquo αὐτάς

6 καὶ ἐθαύμασα περὶ τῆς φάραγγος καὶ λίαν ἐθαύμασα

XXVII

1 καὶ εἶπον Διὰ τί ἡ γῆ αὕτη ἡ εὐλογημένη καὶ πᾶσα πλήρης δένδρων

αὐτὴ δὲ ἡ φάραγξ κεκατηραμένη ἐστίν

2 γῆ κατάρατος τοῖς κεκατηραμένοις ἐστὶν μέχρι αἰῶνος ὧδε

ἐπισυναχθήσονται πάντες οἱ κεκατηραμένοι οἵτινες ἐροῦσιν τῷ στόματι

αὐτῶν κατὰ Κυρίου φωνὴν ἀπρεπῆ καὶ περὶ τῆς δόξης αὐτοῦ σκληρὰ

λαλήσουσιν ὧδε ἐπισυναχθήσονται καὶ ὧδε ἔσται τὸ οἰκητήριον

3 ἐπrsquo ἐσχάτοις αἰῶσιν ἐν ταῖς ἡμέραις τῆς κρίσεως τῆς ἀληθινῆς ἐναντίον

τῶν δικαίων εἰς τὸν ἅπαντα χρόνον ὧδε εὐλογήσουσιν οἱ ἀσεβεῖς τὸν

κύριον τῆς δόξης τὸν βασιλέα τοῦ αἰῶνοςmiddot

4 ἐν ταῖς ἡμέραις τῆς κρίσεως αὐτῶν εὐλογήσουσιν ἐν ἐλέει ὡς ἐμέρισεν

αὐτοῖς

5 Τότε ηὐλόγησα τὸν κύριον τῆς δόξης καὶ τὴν δόξαν αὐτοῦ ἐδήλωσα καὶ

ὕμνησα μεγαλοπρεπῶς

27

XXVIII

1 Καὶ ἐκεῖθεν ἐπορεύθην εἰς τὸ μέσον Μανδοβαρά καὶ ἴδον αὐτὸ ἔρημονmiddot

καὶ αὐτὸ μόνον

2 πλήρης δένδρων καὶ ἀπὸ τῶν σπερμάτων ὕδωρ ἄνομβρον ἄνωθεν

φερόμενον

3 ὡς ὑδραγωγὸς δαψιλὴς ὡς πρὸς βορρᾶν ἐπὶ δυσμῶν πάντοθεν ἀνάγει

ὕδωρ καὶ δρόσον

XXIX

1 Ἔτι ἐκεῖθεν ἐπορεύθην εἰς ἄλλον τόπον ἐν τῷ Βαβδηρά καὶ πρὸς

ἀνατολὰς τοῦ ὄρους τούτου ᾠχόμην

2 καὶ ἴδον κρίσεως δένδρα πνέοντα ἀρωμάτων λιβάνων καὶ ζμύρνας καὶ

τὰ δένδρα αὐτῶν ὅμοια καρύαις

XXX

1 Καὶ ἐπέκεινα τούτων ᾠχόμην πρὸς ἀνατολὰς μακράν καὶ ἴδον τόπον

ἄλλον μέγαν φάραγγα ὕδατος

2 ἐν ᾧ καὶ δένδρα χρόα ἀρωμάτων ὁμοίων σχίνῳ

3 καὶ τὰ παρὰ τὰ χείλη τῶν φαράγγων τούτων ἴδον κιννάμωμον

ἀρωμάτωνmiddot καὶ ἐπέκεινα τούτων ᾠχόμην πρὸς ἀνατολάς

XXXI

1 καὶ ἴδον ἄλλα ὄρη καὶ ἐν αὐτοῖς ἄλση δένδρων καὶ ἐκπορευόμενον ἐξ

αὐτῶν νέκταρ τὸ καλούμενον σαρρὰν καὶ χαλβάνη

2 καὶ ἐπέκεινα τῶν ὀρέων τούτων ἴδον ἄλλο ὄρος πρὸς ἀνατολὰς τῶν

περάτων τῆς γῆς καὶ πάντα τὰ δένδρα πλήρη ἐξαυτῆς ἐν ὁμοιώματι

ἀμυγδάλων

3 ὅταν τριβῶσινmiddot διὸ εὐωδέστερον ὑπὲρ πάντων τῶν ἀρωμάτων

XXXII

1 εἰς βορρᾶν πρὸς ἀνατολὰς τεθέαμαι ἑπτὰ ὄρη πλήρη νάρδου χρηστοῦ

καὶ σχίνου καὶ κινναμώμου καὶ πιπέρεως

2 Καὶ ἐκεῖθεν ἐφώδευσα ἐπὶ τὰς ἀρχὰς πάντων τῶν ὀρέων τούτων

μακρὰν ἀπέχων πρὸς ἀνατολὰς τῆς γῆς καὶ διέβην ἐπάνω τῆς ἐρυθρᾶς

θαλάσσης καὶ ᾠχόμην ἐπrsquo ἄκρων καὶ ἀπὸ τούτου διέβην ἐπάνω τοῦ

Ζωτιήλ

3 καὶ ἦλθον πρὸς τὸν παράδεισον τῆς δικαιοσύνης καὶ ἴδον μακρόθεν τῶν

δένδρων τούτων δένδρα πλείονα καὶ μεγάλα δύο μὲν ἐκεῖ μεγάλα σφόδρα

καλὰ καὶ ἔνδοξα καὶ μεγαλοπρεπῆ καὶ τὸ δένδρον τῆς φρονήσεως οὗ

ἐσθίουσιν ἅγιοι τοῦ καρποῦ αὐτοῦ καὶ ἐπίστανται φρόνησιν μεγάλην

4 ὅμοιον τὸ δένδρον ἐκεῖνο στροβιλέᾳ τὸ ὕψος τὰ δὲ φύλλα αὐτοῦ κερατίᾳ

ὅμοια ὁ δὲ καρπὸς αὐτοῦ ὡσεὶ βότρυες ἀμπέλου ἱλαροὶ λίαν ἡ δὲ ὀσμὴ

αὐτοῦ διέτρεχεν πόρρω ἀπὸ τοῦ δένδρου

5 τότε εἶπον ὡς καλὸν τὸ δένδρον καὶ ὡς ἐπίχαρι τῇ ὁράσει

6 τότε ἀπεκρίθη Ῥαφαήλ ὁ ἅγιος ἄγγελος ὁ μετrsquo ἐμοῦ ὤν Τοῦτο τὸ

δένδρον φρονήσεως ἐξ οὗ ἔφαγεν ὁ πατήρ σου

LXXXIX

42 Καὶ οἱ κύνες ἤρξαντο κατεσθίειν τὰ πρόβατα καὶ οἱ ὕες καὶ οἱ ἀλώπεκες

κατήσθιον αὐτά μέχρι οὗ ἤγειρεν ὁ κύριος τῶν προβάτων κριὸν ἕνα ἐκ

τῶν προβάτων

43 καὶ ὁ κριὸς οὗτος ἤρξατο κερατίζειν καὶ ἐπιδιώκειν ἐν τοῖς κέρασιν καὶ

ἐνετίνασσεν εἰς τοὺς ἀλώπεκας καὶ μετrsquo αὐτοὺς εἰς τοὺς ὕαςmiddot καὶ

ἀπώλεσεν ὕας πολλούς καὶ μετrsquo αὐτοὺς [ἐλυμήνα]το τοὺς κύνας

44 καὶ τὰ πρόβατα ὧν οἱ ὀφθαλμοὶ ἠνοίγησαν ἐθεάσαντο τὸν κριὸν τὸν ἐν

28

τοῖς προβάτοις ἕως οὗ ἀφῆκεν τὴν ὁδὸν αὐτοῦ καὶ ἤρξατο πορεύεσθαι

ἀνοδίᾳ

45 καὶ ὁ κύριος τῶν προβάτων ἀπέστειλεν τὸν ἄρνα τοῦτον ἐπὶ ἄρνα

ἕτερον τοῦ στῆσαι αὐτὸν εἰς κριὸν ἐν ἀρχῇ τῶν προβάτων ἀντὶ τοῦ κριοῦ

τοῦ ἀφέντος τὴν ὁδὸν αὐτοῦ

46 καὶ ἐπορεύθη πρὸς αὐτὸν καὶ ἐλάλησεν αὐτῷ σιγῇ κατὰ μόνας καὶ

ἤγειρεν αὐτὸν εἰς κριὸν καὶ εἰς ἄρχοντα καὶ εἰς ἡγούμενον τῶν προβάτωνmiddot

καὶ οἱ κύνες ἐπὶ πᾶσιν τούτοις ἔθλιβον τὰ πρόβατα

47 [καὶ] ὁ κριὸς ὁ πρῶτος τὸν κριὸν τὸν δεύτερον ἐπεδίωκεν καὶ ἔφυγεν

ἀπὸ προσώπου αὐτοῦmiddot εἶτrsquo ἐθεώρουν τὸν κριὸν τὸν πρῶτον ἕως οὗ ἔπεσεν

ἔμπροσθεν τῶν κυνῶν

48 καὶ ὁ κριὸς ὁ δεύτερος ἀναπηδήσας ἀφηγήσατο τῶν προβάτων

49 καὶ τὰ πρόβατα ηὐξήθησαν καὶ ἐπληθύνθησανmiddot καὶ πάντες οἱ κύνες καὶ

οἱ ἀλώπεκες ἔφυγον ἀπrsquo αὐτοῦ καὶ ἐφοβοῦντο αὐτόν

XC

1

6 [καὶ ἀναγνωσθής]ονται [πάντες] οἱ λόγοι τῶν ἀνομιῶν ὑμῶν ἐν[ώπιον]

τοῦ μεγάλου ἁγίου κατὰ πρόσωπον ὑμῶνmiddot εἶτrsquo ἀναφελεῖ τὰ πάντα ἔργα τὰ

μετασχόντα ἐν τῇ ἀνομίᾳ

7 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἁμαρτωλοὶ [οἱ] ἐν μέσῳ τῆς θαλάσσης καὶ ἐπὶ τῆς ξηρᾶς

ὄντεςmiddot μνημόσυνον εἰς ὑμᾶς κακόν

8 οὐαὶ ὑμῖν οἱ κτώμενοι χρυσίον καὶ ἀργύριον οὐκ ἀπὸ δικαιοσύνης καὶ

ἐρεῖτε πλούτῳ πεπλουτήκαμεν καὶ τὰ ὑπάρχοντα ἐσχήκαμεν καὶ

κεκτήμεθα

9 καὶ πᾶν ὃ ἐὰν θελήσωμεν ποιήσωμεν ὅτι ἀργύριον τεθησαυρίκαμεν ἐν

τοῖς θησαυροῖς ἡμῶν καὶ ἀγαθὰ πολλὰ ἐν ταῖς οἰκίαις ἡμῶν

10 καὶ ὡς ὕδωρ ἐκχυθήσεται πεπλάνησθε ὅτι οὐ μὴ παραμείνῃ ὁ πλοῦτος

ὑμῶν ἀλλὰ ταχὺ [ἀναπτήσεται] ἀπὸ ὑμῶν ὅτι ἀδίκως πάντα κέκτησθεmiddot

καὶ ὑμεῖς εἰς κατάραν μεγάλην παραδοθήσεσθε

XCI

1 καὶ νῦν ὀμνύω ὑμῖν τοῖς φρονίμοις καὶ οὐχὶ τοῖς ἄφροσι ὅτι πολλὰς

ὄψεσθε ἐπὶ τῆς γῆς ἀνομίαςmiddot

2 ὅτι κάλλος περιθήσονται ἄνδρες ὡς γυναῖκες [καὶ] χρῶμα ὡραῖον ὑπὲρ

παρθένους ἐν βασιλείᾳ καὶ μεγαλωσύνῃ καὶ ἐν ἐξουσίᾳ ἔσονται δὲ

ἀργύριον καὶ χρυσίον [παρrsquo] αὐτοῖς εἰς βρώματα καὶ ἐν ταῖς οἰκίαις αὐτῶν

ὡς ὕδωρ ἐκχυθήσονται

3 [διὰ τὸ μ]ὴ ἐπιστήμην αὐτοὺς μηδὲ φρόνησιν μηδεμίαν [ἔχειν] οὕτω

ἀπολεῖσθε κοινῶς μετὰ πάντων [τῶν] ὑπαρχόντων ὑμῶν [καὶ τῆς] πάσης

δόξης καὶ τῆς τιμῆς [ὑμῶν καὶ] εἰς ἀτιμίαν καὶ ἐρήμωσιν [καὶ σφαγὴν]

μεγάλην τ[ὰ πνεύματα ὑμῶν εἰς τὴν κάμινον τοῦ πυρὸς ἐμβληθήσεται]

Four lines are lost

ἐπὶ τὴν [γῆν οὐκ ἀπεστάλη ἀλλrsquo αὐτὴν οἱ ἄνθρω]ποι ἀφrsquo ἑαυτῶν [ἔκτισαν

καὶ εἰς κατάραν] μεγάλην ἀφίξονται οἱ ποιοῦντες [αὐτήν]

5 καὶ δουλεία (στειρα pap) γυναικὶ οὐκ ἐδόθη ἀλλὰ διὰ τὰ ἔργα τῶν

χειρῶνmiddot ὅτι οὐχ ὡρίσθη δούλην εἶναι δούληνmiddot ἄνωθεν οὐκ ἐδόθη ἀλλὰ ἐκ

καταδυναστείας ἐγένετο ὁ[μοίως] οὐδὲ ἡ ἀνομία ἄνωθεν ἐδόθη ἀλλrsquo ἐκ

παραβάσεως ὁμοίως οὐδὲ στεῖρα γυνὴ ἐκτίσθη ἀλλrsquo ἐξ ἰδίων ἀδικημάτων

ἐπετιμήθη ἀτεκνίᾳ [καὶ] ἄτεκνος ἀποθανεῖται

6 ὀμνύω ὑμῖν ἁμαρτωλοὶ κατὰ τοῦ ἁγίου τοῦ μεγάλου ὅτι τὰ ἔργα ὑμῶν τὰ

πονηρὰ ἔσται ἀνακεκαλυμμένα ἐν τῷ οὐρανῷmiddot οὐκ ἔσται ὑμῖν ἔργον

29

ἀποκεκρυμμένον ἄδικον

7 μὴ ὑπολάβητε τῇ ψυχῇ ὑμῶν μηδὲ ὑπολάβητε τῇ καρδίᾳ ὑμῶν ὅτι οὐ

γινώσκουσιν οὐδὲ βλέπουσιν οὐδὲ τὰ ἀδικήματα ὑμῶν θεωρεῖται οὐδὲ

ἀπογράφεται αὐτὰ ἐνώπιον τοῦ ὑψίστου ἀπὸ τοῦ [νῦν] ἐπιγνῶτε ὅτι

πάντα τὰ ἀδικήματα ὑμῶν ἀπογράφονται ἡμέραν ἐξ [ἡμέρας] μέχρι τῆς

κρίσεως ὑμῶν

9 οὐαὶ ὑμῖν ἄφρονες ὅτι ἀπολεῖσθε διὰ τὴν ἀφροσύνην ὑμῶν καὶ τῶν

[φρονίμων] οὐ μὴ ἀκούσητε καὶ τὰ ἀγαθὰ οὐκ ἀπαντήσει ὑμῖν τὰ δὲ κακὰ

[περιέξει] ὑμᾶς

10 καὶ νῦν γινώσκετε ὅτ[ι ἡτοίμασται] ὑμῖν εἰς ἡμέραν ἀπωλείας [μὴ

ἐλπίζε]τε σωθῆναι ἁμαρτωλοίmiddot ἀπ[ελθόντες] ἀποθάνετε γινώσκοντε[ς ὅτι

ἡτοίμας]ται εἰς ἡμέραν κρίσεως μ[εγάλης καὶ στε]νοχωρίας μείζονος τ[οῖς

πνεύμασιν ὑμῶν]

11 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ σκληροτράχηλοι τῇ καρδίᾳ ποιοῦντες τὸ κα[κὸν καὶ

ἔσθοντες αἷμα πόθ]εν ὑμῖν ἔσο[νται ἀγαθὰ ἵνα φάγητε ] Four lines are

lost

12 [ἔργα τῆ]ς ἀδικίαςmiddot διότι ἐλπίδας κα[λὰς ἔχετε ὑμῖ]ν νῦν γνωστὸν ὑμῖν

ἔστω ὅτι εἰς [χεῖρας τ]ῶν δικαίων παραδοθήσεσθε καὶ ἀποκτενοῦσιν ὑμᾶς

καὶ οὐ μὴ φείσονται ὑμῶν

13 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἐπιχαίροντες τοῖς κακοῖς τῶν δικαίωνmiddot τάφος ὑμῶν οὐ μὴ

ὀρυγῇ

14 οὐαὶ ὑμῖν οἱ βουλόμενοι ἀκυρῶσαι τοὺς λόγους τῶν δικαίωνmiddot οὐ μὴ

γένηται ὑμῖν ἐλπὶς σωτηρίας

15 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ γράφοντες λόγους ψευδεῖς καὶ λόγους πλανήσεωςmiddot αὐτοὶ

γράφουσιν καὶ πολλοὺς ἀποπλανήσουσιν τοῖς ψεύδεσιν αὐτῶνmiddot

16 πλανᾶσθε ὑμεῖς αὐτοὶ καὶ οὐκ ἔστιν ὑμῖν χαίρειν ἀλλὰ ταχέως

ἀπολεῖσθε

XCII

1 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ ποιοῦντες πλανήματα καὶ τοῖς ἔργοις τοῖς ψευδέσιν

λαμβάνοντες τιμὴν καὶ δόξανmiddot ἀπολώλατε οὐκ ἔστιν ὑμῖν σωτηρία εἰς

ἀγαθόν

2 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἐξαλλοιοῦντες τοὺς λόγους τοὺς ἀληθινούς καὶ

διαστρέφοντες τὴν αἰώνιον διαθήκην καὶ λογιζόμενοι ἑαυτοὺς

ἀναμαρτήτουςmiddot ἐν τῇ γῇ καταποθήσονται

3 τότε ἑτοιμάζεσθε οἱ δίκαιοι καὶ προέχεσθε τὰς ἐντεύξεις ὑμῶν εἰς

μνημόσυνον δίδοτε αὐτὰς ἐν διαμαρτυρίᾳ ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων ὅπως

εἰσαγάγωσιν τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἀδίκων ἐνώπιον τοῦ ὑψίστου θεοῦ εἰς

μνημόσυνονmiddot

4 καὶ τότε συν[ταραχ]θήσονται ἐν [ἡμέρ]ᾳ ἀπωλείας τῆς ἀδικίας

5ndash6 ἐν αὐτῷ [τῷ και]ρῷ ἐκείνῳ αἱ τίκτουσαι ἐκβαλοῦσιν καὶ ἐκσπάσουσιν

καὶ ἐγκαταλείψουσιν [τὸ νήπιο]ν βρέφος καὶ αἱ ἐν γαστρὶ ἔχου[σαι

ἐκτρώσο]υσιν καὶ αἱ θηλάζουσαι ῥίψ[ουσιν τὰ τέκ]να αὐτῶν καὶ οὐ μὴ

ἐπι[στρέψου]σιν ἐπὶ τὰ νήπια αὐτῶν οὐ[δὲ ἐπὶ τὰ θηλά]ζοντα οὐδὲ μὴ

φείσονται

7 [καὶ] οἱ γλύφοντες εἰκόνα[ς ἀργυ]ρᾶς καὶ χρυσᾶς ξυλίνας τε [καὶ

λιθίνας] καὶ ὀστρακίνας καὶ λατρεύ[οντες φαν]τάσμασιν καὶ δαιμονίοι[ς

καὶ βδελύγ]μασιν καὶ πνεύμασιν πονη[ροῖς καὶ] πάσαις ταῖς πλάναις οὐ

κατrsquo ἐπι[στήμην] καὶ πᾶν βοήθημα οὐ μὴ εὕρητε [ἀπrsquo] αὐτῶν

8ndash9 καὶ πλανηθήσονται ἐν ἀφροσύνῃ τῆς καρδίας αὐτῶν καὶ τὰ ὁράματα

τῶν ἐνυπνίων καταπλανήσουσιν ὑμᾶς ὑμεῖς καὶ τὰ ἔργα ὑμῶν τὰ ψευδῆ ἃ

30

ἐποιήσατε καὶ ἐλαεργ[ήσατε] καὶ ἐπὶ μιᾶς ἀπολεῖσθε

10ndash12 καὶ τότε μακάριοι πάντες οἱ ἀκούσαντες φρονίμων λόγους καὶ

μαθήσονται αὐτούς ποιῆσαι τὰς ἐντολὰς τοῦ ὑψίστου καὶ πορεύσονται ἐν

ὁδοῖς δικαιοσύνης αὐτοῦ καὶ οὐ μὴ πλανήσουσιν μετὰ τῶν πλανώντων καὶ

σωθήσονται

13 οὐαὶ οἱ οἰκοδομοῦντες τὰς οἰκοδομὰς αὐτῶν οὐκ ἐκ κόπων ἰδίων καὶ ἐκ

λίθων καὶ ἐκ πλίνθων πᾶσαν οἰκοδομὴν ποιεῖτε οἷς οὐκ ἔστιν ὑμῖν χά[ρις]

14 οὐαὶ οἱ ἐξουθενοῦντες τὴν θεμελίωσιν καὶ τὴν κληρονομίαν τῶν

πατέρων αὐτῶν τὴν ἀπrsquo αἰῶνος [ὅτι] διώξεται ὑμᾶς πνεῦμα πλανήσεωςmiddot

οὐκ ἔστιν ὑμῖν ἀναπαῦσαι

15 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ποιοῦντες τὴν ἀ[νομίαν] καὶ ἐπιβοηθοῦντες τῇ ἀδι[κίᾳ

φονεύ]οντες τὸν πλησίον αὐτῶ[ν ἕως τῆς] ἡμέρας τῆς κρίσεως τῆς

[μεγάληςmiddot

16 ]ὅτι τότε ἐκτρίψει τὴν δόξ[αν ὑμῶν] καὶ ἐπεγερεῖ τὸν θυμὸν [αὐτοῦ

καθrsquo] ὑμῶν ἀπολεῖ πάντας ὑ[μᾶς ἐν ῥομ]φαίᾳ καὶ πάντες οἱ δί[καιοι

μνημο]νήσουσιν τὰς ἀδικίας [ὑμῶν]

XCIII

1ndash2 καὶ τότε ἐν ἑνὶ τόπῳ [ῥέῃ τὰ α]ἵμα[τα αὐτῶν καὶ ἄνθρωπο]ς οὐκ

[ἀφέξ]ει τὴν [χεῖρα αὐτοῦ ἀπ]ὸ τοῦ υἱοῦ αὐ[τοῦ οὔτrsquo ἀ]πὸ τοῦ ἀγαπητοῦ

αὐτοῦ ἀποκτεῖναι αὐτόν καὶ ὁ ἁμαρτωλὸς ἀπὸ τοῦ ἐντίμου οὔτε ἀπὸ τοῦ

ἀδελφοῦ αὐτοῦmiddot ἐξ ὄρθρων μέχρις οὗ δῦναι τὸν ἥλιον φονευθήσονται ἐπὶ

τὸ αὐτό

3 καὶ διαπορεύσεται ἵππος ἕως τοῦ στήθους αὐτοῦ διὰ τοῦ αἵματος τῶν

ἁμαρτωλῶν καὶ τὸ ἅρμα μέχρι ἀξόνων καταβήσεται

4 καὶ καταβήσονται ἄγγελοι καταδύνοντες εἰς τὰ ἀπόκρυφα ἐν ἡμέρᾳ

ἐκείνῃmiddot οἵτινες ἐβοήθουν τῇ ἀδικίᾳ καὶ συστραφήσονται εἰς ἕνα τόπον καὶ ὁ

ὕψιστος ἐγερθήσεται ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως ποιῆσαι ἐκ πάντων κρίσιν

μεγάλην

5 καὶ τάξει φυλακὴν ἐπὶ πάντας τοὺς δικαίους καὶ ἁγίους τῶν ἁγίων

ἀγγέλων καὶ τηρηθήσονται ὡς κόριον ὀφθαλμοῦ ἕως οὗ ἐκλείπῃ τὰ κακὰ

καὶ ἁμαρτία καὶ ἀπrsquo ἐκείνου ὑπνώσουσιν εὐσεβεῖς ὕπνον ἡδύν καὶ οὐκ

ἔσται οὐκέτι ὁ ἐκφοβῶν αὐτούς

6 τότε ὄψονται οἱ φρόνιμοι τῶν ἀνθρώπων καὶ κατανοήσουσιν οἱ υἱοὶ τῆς

γῆς ἐπὶ τοὺς λόγους τούτους τῆς ἐπιστολῆς ταύτης καὶ γνώσονται ὅτι οὐ

δύναται ὁ πλοῦτος αὐτῶν διασῶσαι αὐτοὺς ἐν τῇ πτώσει τῆς ἀδικίας

7 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἄδικοι ὅταν ἐκθλίβητε τοὺς δικαίους ἐν ἡμέρᾳ ἀνάγκης

στερεᾶς καὶ φυλάξητε αὐτοὺς ἐν πυρί ὅτι κομιεῖσθε κατὰ τὰ ἔργα ὑμῶν

8 οὐαὶ ὑμῖν σκληροκάρδιοι ἀγρυπνοῦντες νοῆσαι τὸ κακόνmiddot περιέχει ὑμᾶς

φόβος καὶ οὐκ ἔστιν ὁ ἀντιλαμβανόμενος ὑμῶν

9 οὐαὶ ὑμῖν πᾶσιν τοῖς ἁμαρτωλοῖς ἐπὶ τοῖς ἔργοις τοῦ στόματος ὑμῶν

οὐαὶ ὑμῖν πᾶσιν τοῖς ἁμαρτωλοῖς ἐπὶ τοῖς λόγοις τοῦ στόματος ὑμῶν καὶ

ἐπὶ τοῖς [ἔργοις] τῶν χειρῶν ὑμῶν ὅτι ἀπὸ τῶν ἁγίων ἔργων

ἀπεπλα[νήθητε]

11 πᾶσα νεφέλη καὶ ὀμίχλη καὶ δρόσος καὶ ὄμβρος ἐπὶ ταῖς ἁμαρτίαις

ὑμῶν

12 δίδοτε οὖν ὄμβρῳ δῶρα ἵνα μὴ [κωλυθῇ κα]ταβῆναι ὑμῖν καὶ δρόσῳ

κα[ὶ νεφέλῃ] καὶ ὀμίχλῃmiddot χρυσίον διαγράψα[τε ἵνα κα]ταβῶσινmiddot

13 ὅτι ἐὰν ἐπιρρίψῃ ἐφrsquo ὑμ[ᾶς χι]ὼν καὶ πάχνη καὶ ψῦχος αὐτῆς καὶ οἱ

ἄνεμοι καὶ ὁ παγετὸς αὐτῶν καὶ πᾶσαι αἱ μάστιγες αὐτῶν οὐ δύνασθε

ὑποστῆναι ἔμπροσθεν ψύχους καὶ τῶν μαστίγων αὐτῶν

31

XCIV

1 κατανοήσατε τοίνουν υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων τὰ ἔργα τοῦ ὑψίστου καὶ

φοβήθητε τοῦ ποιῆσαι τὸ πονηρὸν ἐναντίον αὐτοῦ

2 ἐὰν ἀποκλείσῃ τὰς θυρίδας τοῦ οὐρανοῦ καὶ κωλύσῃ τὴν δρόσον καὶ τὸν

ὄμβρον καταβῆναι εἵνεκα ὑμῶν τί ποιήσετε

3 ἐὰν ἀποστείληται τὸν θυμὸν αὐτοῦ ἐφrsquo ὑμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ ἔργα ὑμῶν οὐχὶ

ἔσεσθε δεόμενοι αὐτοῦ διὰ τί ὑμεῖς λαλεῖτε τῷ στόματι ὑμῶν μεγάλα καὶ

σκληρὰ ἐπὶ τῇ μεγαλωσύνῃ αὐ[τοῦ

4 ὁρᾶ]τε τοὺς ναυκλήρους τοὺς πλωιζομένους τὴν θάλασσαν ὑπὸ τοῦ

κ[λύδω]νος καὶ χειμῶνος σεσαλευμένα τὰ πλοῖα αὐτῶν

5 καὶ χειμαζόμενοι πάντες φοβοῦνται ἔξω δὲ τὰ [ἀγαθὰ πάντα] καὶ τὰ

ὑπάρχοντα αὐτῶν ἐκβάλλουσιν εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ὑποπτεύουσιν ἐν τῇ

καρδίᾳ αὐτῶν ὅτι ἡ [θάλασσα κα]ταπίεται αὐτοὺς καὶ ἐν αὐτ[ῇ

ἀπολοῦν]ται

6 οὐχὶ πᾶσα ἡ θάλασσα καὶ [πάντα τὰ] ὕδατα αὐτῆς ἔργον τοῦ ὑψ[ίστου

ἐστί] καὶ αὐτὸς συνεστήσατο τὰ π[έρατα αὐ]τῶν καὶ συνέδησεν αὐτ[ήν

καὶ περι]έφραξεν αὐτὴν ἄμμῳ

7 [καὶ ἀπὸ τῆς] ἐμβριμήσεως αὐτοῦ φ[οβοῦνται καὶ ξη]ραίνονται καὶ οἱ

ἰχθύες

8 [ γῆν] καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτοῖς καὶ τίς ἔδωκεν ἐπιστήμην πᾶσιν τοῖς

κινουμένοις ἐν τῇ θαλάσσῃ οἱ ναύκληροι τὴν θάλασσαν φοβοῦνται

XCV

1 καὶ ὅταν ἐκβάλῃ ἐφrsquo ὑμᾶς τὸν κλύδωνα τοῦ πυρὸς τῆς καύσεως ὑμῶν

ποῦ ἀποδράντες σωθήσεσθε καὶ ὅταν δῷ ἐφrsquo ὑμᾶς φωνὴν αὐτοῦ

2 ἔσεσθε συνσειόμενοι καὶ φοβούμενοι ἤχῳ μεγάλῳ laquoκαὶraquo τὴν γῆν

σύμπασαν σειομένην καὶ τρέμουσαν καὶ συνταρασσομένην

3 καὶ οἱ ἄγγελοι συντελοῦντες τὸ συνταχθὲν αὐτοῖς καὶ ὁ οὐρανὸς καὶ οἱ

φωστῆρες σειόμενοι καὶ τρέμοντεςmiddot ἅπαντες οἱ υἱοὶ τῆς γῆς καὶ ὑμεῖς

ἁμαρτωλοὶ ἐπικατάρατοι εἰς τὸν αἰῶναmiddot οὐκ ἔστιν ὑμῖν χαίρειν

4 θαρσεῖτε ψυχαὶ τῶν δικαίων τῶν ἀποθανόντων τῶν δικαίων καὶ τῶν

εὐσεβῶν

5 καὶ μὴ λυπεῖσθε ὅτι κατέβησαν αἱ ψυχαὶ ὑμῶν εἰς ᾅδου μετὰ λύπης καὶ

οὐκ ἀπηντήθη τῷ σώματι τῆς σαρκὸς ὑμῶν ἐν τῇ ζωῇ ὑμῶν κατὰ τὴν

ὁσιότητα ὑμῶν ἐπεὶ αἱ ἡμέραι ἃς ἦτε ἡμέραι ἦσαν ἁμαρτωλῶν καὶ

καταράτων ἐπὶ τῆς γῆς

6 ὅταν ἀποθάνητε τότε ἐροῦσιν οἱ ἁμαρτωλοὶ ὅτι εὐσεβεῖς κατὰ τὴν

εἱμαρμένην ἀπεθάνοσαν καὶ τί αὐτοῖς περιεγένετο ἐπὶ τοῖς ἔργοις αὐτῶν

7 καὶ αὐτοὶ ὁμοίως ἡμῖν ἀπεθάνοσαν ἴδετε οὖν ὡς ἀποθνήσκουσιν μετὰ

λύπης καὶ σκότους καὶ τί αὐτοῖς ἐγένετο περισσόν

8 ἀπὸ τοῦ νῦν ἀναστήτωσαν καὶ σωθήτωσαν καὶ ὄψονται εἰς τὸν αἰῶνα

ἡμᾶς φαγεῖν καὶ πεῖν

9 τοιγαροῦν ἁρπάσαι καὶ ἁμαρτάνειν καὶ λωποδυτεῖν καὶ ἐγκτᾶσθαι καὶ

[ἰδεῖν] ἡμέρας ἀγαθάς

10 ἴδετε οὖν οἱ δικαιοῦντες [ἑαυτ]ούς ὁποία ἐγένετο αὐτῶν ἡ καταστροφή

ὅτι πᾶσα δικαιοσύνη οὐχ εὑρέθη ἐν αὐτοῖς ἕως ἀπέθανον καὶ ἀπώλοντο

11 καὶ ἐγένοντο ὡς οὐκ ὄντες καὶ κατέβησαν αἱ ψυχαὶ αὐτῶν μετrsquo ὀδύνης

εἰς ᾅδου

XCVI

1 ἐγὼ ὀμνύω ὑμῖν Three lines are lost

2 ἐπίσταμαι τὸ μυστήριον τοῦτοmiddot ἀν[έγνων] γὰρ τὰς πλάκας τοῦ οὐρανοῦ

32

καὶ εἶδον τὴν γραφὴν ἀναγκαίανmiddot ἔγνων τὰ γ[εγραμμέ]να ἐν αὐταῖς καὶ

ἐγκεκολαμμέν[α περὶ] ὑμῶν

3 ὅτι ἀγαθὰ καὶ ἡ χαρὰ καὶ ἡ τ[ιμὴ] ἡτοίμασται καὶ ἐγγέγραπται ταῖς

ψ[υχαῖς] τῶν ἀποθανόντων εὐσεβῶνmiddot

4 καὶ χαιρήσονται καὶ οὐ μὴ ἀπόλωνται τὰ πνεύματα αὐτῶν οὐδὲ τὸ

μνημόσυνον ἀπὸ προσώπου τοῦ μεγάλου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν

αἰώνων μὴ οὖν φοβεῖσθε τοὺς ὀνειδισμοὺς αὐτῶν

5 καὶ ὑμεῖς οἱ νεκροὶ τῶν ἁμαρτωλῶν ὅταν ἀποθάνητε ἐροῦσιν ἐφrsquo ὑμῖν

μακάριοι ἁμαρτωλοὶ πάσας τὰς ἡμέρας αὐτῶν ὅσας εἴδοσαν ἐν τῇ ζωῇ

αὐτῶν καὶ ἐνδόξως

6 ἀπεθάνοσαν καὶ κρίσις οὐκ ἐγενήθη ἐν τῇ ζωῇ αὐτῶν

7 αὐτοὶ ὑμεῖς γινώσκετε ὅτι εἰς ᾅδου κατάξουσιν τὰς ψυχὰς ὑμῶν

8 καὶ ἐκεῖ ἔσονται ἐν ἀνάγκῃ μεγάλῃ καὶ ἐν σκότει καὶ ἐν παγίδι καὶ ἐν

φλογὶ καιομένῃ καὶ εἰς κρίσιν μεγάλην εἰσελεύσονται αἱ ψυχαὶ ὑμῶν ἐν

πάσαις ταῖς γενεαῖς τοῦ αἰῶνος οὐαὶ ὑμῖν οὐκ ἔστιν ὑμῖν χαίρειν

9 μὴ γὰρ εἴπητε οἱ δίκαιοι ὅσιοι ὄντες ἐν τῇ ζωῇ τῶν ἡμερῶν τῆς θλίψεως

κόπους ἐκοπιάσαμεν καὶ ἀνηλώμεθα καὶ ὀλίγοι ἐγενήθημεν καὶ

ἀντιλήμπτορα οὐχ εὑρήκαμενmiddot

10 συντετριμμένοι καὶ ἀπολώλαμεν καὶ ἀπηλπίσμεθα καὶ μηκέτι εἰδέναι

σωτηρίαν ἡμέραν ἐξ ἡμέρας

11 ἠλπίσαμεν γενέσθαι κεφαλή ἐγενήθημεν κέρ[κοςmiddot ἐκο]πιάσαμεν

ἐργαζόμενοι καὶ τῶν ὀψωνίων οὐ κεκυριεύκαμεν ἐγενήθημεν κατάβρωμα

ἁμαρτωλῶν [οἱ ἄνο]μοι ἐβάρυναν ἐφrsquo ἡμᾶς τὸν ζυγόν

12 οἳ κυριεύουσιν οἱ ἐχθροὶ ἡμῶν ἐγκεντρίζουσιν ἡμᾶς καὶ περικλείουσιν

ἡμᾶςmiddot ἐζητήσαμεν πο[ῦ φύγωμεν] ἀπrsquo αὐτῶν ὅπως ἀναψύχ[ωμεν] three

lines are lost

14 ἐκράξαμεν ἐπὶ τοὺς καταβάλλοντας καὶ βιαζομένους ἡμᾶς καὶ τὰς

ἐντεύξεις ἡμῶν οὐκ ἀπεδέξαντο οὐδὲ ἐβούλοντο ἐπακοῦσαι τῆς φωνῆς

ἡμῶν

15 καὶ οὐκ ἀντελαμβάνοντο ἡμῶν οὐχ εὑρόντες κατὰ τῶν βιαζομένων καὶ

κατεσθόντων ἡμᾶς ἀλλὰ στερεοῦσιν αὐτοὺς ἐφrsquo ἡμᾶςmiddot ἀπέκτειναν ἡμᾶς

καὶ εἰς ὀλίγους ἤγαγον καὶ οὐχ ὑποδεικνύουσιν περὶ τῶν πεφονευμένων

ἡμῶν καὶ οὐκ ἀναμιμνήσκουσιν περὶ τῶν ἁμαρτωλῶν αὐτῶν τὰς

ἁμαρτίας αὐτῶν

XCVII

1 ὀμνύω ὑμῖν ὅτι οἱ ἄγγελοι ἐν τῷ οὐρανῷ ἀναμιμνήσκουσιν [ὑμῶν] εἰς

ἀγαθὸν ἐνώπιον τῆς δόξης τοῦ μεγάλου

2 θαρσεῖτε δὴ ὅτι ἐπαλαιώθητε ἐν τοῖς κακοῖς καὶ ἐν ταῖς θλίψεσινmiddot ὡσεὶ

φωστῆρες τοῦ οὐρανοῦ ἀναλάμψετε καὶ φανεῖτε αἱ θυρίδες τοῦ οὐρανοῦ

ἀνοιχθήσονται ὑμῖν

3ndash4 καὶ ἡ κραυγὴ ὑμῶν ἀκουσθήσεται καὶ ἡ κρίσις ὑμῶν ἣν κράζετε καὶ

φανεῖται ἐφrsquo ὅσα συλλαβήσεται ὑμῖν περὶ τῆς θλίψεως ὑμῶν καὶ ἐκ

πάντων ὅστις μετέσχεν τῶν βιαζομένων καὶ κατεσθόντων ὑμᾶς

5 [μὴ φοβεῖσθε] τὰ κακὰ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως τῆς μεγάλης καὶ οὐ μὴ

εὑρεθῆτε ὡς οἱ ἁμαρτωλοί [ἀλλrsquo ὑμεῖς οἱ ἁμαρτωλοὶ] σκυλήσεσθε καὶ

κρίσις αἰώνιος ἐξ ὑμῶν ἔσται εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν αἰώνων

6 μὴ φοβεῖσθε οἱ δίκαιοι ὅταν ἴδητε τοὺς ἁμαρτωλοὺς κατισχύοντας καὶ

εὐοδουμένους καὶ μὴ μέτοχοι αὐτῶν γίνεσθε ἀλλὰ μακρὰν ἀπέχεσθε ἀπὸ

πάντων τῶν ἀδικημάτων αὐτῶν

7 μὴ γὰρ εἴπητε οἱ ἁμαρτωλοὶ [ὅτι] οὐ μὴ ἐκζητηθῶσιν αἱ ἁμαρτίαι ὑμῶν

33

[ἐξ] ἡμερῶν

8 καὶ νῦν ἀποδεικνύω ὑμῖν ὅτι φῶς καὶ σκότος ἡμέρα καὶ νὺξ

ἐποπτεύουσιν τὰς ἁμαρτίας ὑμῶν πάσας

9 μὴ πλανᾶσθε τῇ καρδίᾳ ὑμῶν μηδὲ ψεύδεσθε μηδὲ ἐξαλλοιώσητε τοὺς

λόγους τῆς ἀληθείας μηδὲ καταψεύδεσθε τῶν [λόγων τοῦ] ἁγίου καὶ μὴ

δότε ἔπαινον ταῖς [εἰκόσιν ὑ]μῶνmiddot οὐ γὰρ εἰς δικαίωμα εἰσάγ[ουσιν πάντα

τὰ ψεύδ]η καὶ πᾶσα [ἡ πλάνη] Two lines are lost

10 τῆς ἀληθείας ἐξαλλοιοῦσιν καὶ ἀντιγράφουσιν οἱ ἁμαρτωλοὶ καὶ

ἀλλάσσουσιν τοὺς πολλούς καὶ ψεύδονται καὶ πλάσσουσιν πλάσματα

μεγάλα καὶ τὰς γραφὰς ἀναγράφουσιν ἐπὶ τοῖς ὀνόμασιν αὐτῶνmiddot

11 καὶ ὄφελον πάντας τοὺς λόγους μου γράφωσιν ἐπrsquo ἀληθείας ἐπὶ τὰ

ὀνόματα αὐτῶν καὶ μήτε ἀφέλωσιν μήτε ἀλλοιώσωσιν τῶν λόγων τούτων

ἀλλὰ πάντα ἐπrsquo ἀληθείας γράφωσιν ἃ ἐγὼ διαμαρτυροῦμαι αὐτοῖς

12 καὶ πάλιν ἐγὼ γινώσκω μυστήριον δεύτερον ὅτι δικαίοις καὶ ὁσίοις καὶ

φρονίμοις δοθήσονται αἱ βίβλοι μου εἰς χαρὰν ἀληθείας

13 καὶ αὐτοὶ πιστεύσουσιν αὐταῖς καὶ ἐν αὐταῖς χαρήσονται καὶ

ἀγαλλιάσονται πάντες οἱ δίκαιοι μαθεῖν ἐξ αὐτῶν πάσας τὰς ὁδοὺς τῆς

ἀληθείας

CVI

1 μετὰ δὲ χρόνον ἔλαβεν Μαθουσάλεκ τῷ υἱῷ μου γυναῖκα καὶ ἔτεκεν

υἱὸν καὶ ἐκάλεσεν τὸ ὄνομα αὐτοῦ Λάμεχ ἐταπεινώθη ἡ δικαιοσύνη μέχρι

τῆς ἡμέρας ἐκείνης καὶ ὅτε εἰς ἡλικίαν ἐπῆλθεν ἔλαβεν αὐτῷ γυναῖκα καὶ

ἔτεκεν αὐτῷ παιδίον

2 καὶ ὅτε ἐγεννήθη τὸ παιδίον ἦν τὸ σῶμα λευκότερον χιόνος καὶ

πυρρότερον ῥόδου τὸ τρίχωμα πᾶν λευκὸν καὶ ὡς ἔρια λευκὰ καὶ οὖλον

καὶ ἔνδοξον καὶ ὅτε ἀνέῳξεν τοὺς ὀφθαλμούς ἔλαμψεν ἡ οἰκία ὡσεὶ

ἥλιος

3 καὶ ἀνέστη ἐκ τῶν χειρῶν τῆς μαίας καὶ ἀνέῳξεν τὸ στόμα καὶ

εὐλόγησεν τῷ κυρίῳmiddot

4 καὶ ἐφοβήθη Λάμεχ ἀπrsquo αὐτοῦ καὶ ἔφυγεν καὶ ἦλθεν πρὸς Μαθουσάλεκ

τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ

5 τέκνον ἐγεννήθη μου ἀλλοῖον οὐχ ὅμοιον τοῖς ἀνθρώποις ἀλλὰ τοῖς

τέκνοις τῶν ἀγγέλων τοῦ οὐρανοῦ καὶ ὁ τύπος ἀλλοιότερος οὐχ ὅμοιος

ἡμῖνmiddot τὰ ὄμματά ἐστιν ὡς ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου καὶ ἔνδοξον τὸ πρόσωπονmiddot

6 καὶ ὑπολαμβάνω ὅτι οὐκ ἔστιν ἐξ ἐμοῦ ἀλλὰ ἐξ ἀγγέλου καὶ

εὐλαβοῦμαι αὐτὸν μήποτέ τι ἔσται ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ ἐν τῇ γῇ

7 καὶ παραιτοῦμαι π[άτερ καὶ] δέομαι βάδισον πρὸς Ἑνὼ[χ τὸν πατέρα

ἡμῶν καὶ ἐρώτησον] Two lines are lost

8 [ἦλθ]εν πρὸς ἐμὲ εἰς τὰ τέρματα τῆς γῆς οὗ [εἶδ]εν τότε εἶναι με καὶ

εἶπέν μοι πάτερ [μου] ἐπάκουσον τῆς φωνῆς μου καὶ ἧκε [πρὸς] ἐμέ καὶ

ἤκουσα τὴν φωνὴν αὐτοῦ καὶ ἦλθον πρὸς αὐτὸν καὶ εἶπα ἰδοὺ πάρειμι

τέκνονmiddot διὰ τί ἐλήλυθας πρὸς ἐμέ τέκνον

9 καὶ ἀπεκρίθη λέγων διrsquo ἀνάγκην μεγάλην ἦλθον ὧδε πάτερmiddot

10 καὶ νῦν ἐγεννήθη τέκνον Λάμεχ τῷ υἱῷ μου καὶ ὁ τύπος αὐτοῦ καὶ ἡ

εἰκὼν αὐτοῦ laquoοὐχ ὅμοιος ἀνθρώποις καὶ τὸ χρῶμα αὐτοῦraquo λευκότερον

χιόνος καὶ πυρρότερον ῥόδου καὶ τὸ τρίχωμα τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ

λευκότερον ἐρίων λευκῶν καὶ τὰ ὄμματα αὐτοῦ ἀφόμοια ταῖς τοῦ ἡλίου

ἀκτῖσιν

11 καὶ ἀνέστη ἀπὸ τῶν τῆς μαίας χειρῶν καὶ ἀνοίξας τὸ στόμα εὐλόγησεν

τὸν κύριον τοῦ αἰῶνοςmiddot

34

12 καὶ ἐφοβήθη ὁ υἱός μου Λάμεχ καὶ ἔφυγεν πρὸς ἐμέ καὶ οὐ πιστεύει ὅτι

υἱὸς αὐτοῦ ἐστιν ἀλλὰ ὅτι ἐξ ἀγγέλων one or two lines omitted τὴν

ἀκρίβειαν ἣν ἔχεις () καὶ τὴν ἀλήθειαν

13 τότε ἀπεκρίθην λέγων ἀνακαινίσει ὁ κύριος πρόσταγμα ἐπὶ τῆς γῆς

καὶ τὸν αὐτὸν τρόπον τέκνον τεθέαμαι καὶ ἐσήμανά σοιmiddot ἐν γὰρ τῇ γενεᾷ

Ἰάρεδ τοῦ πατρός μου παρέβησαν τὸν λόγον κυρίου ἀπὸ τῆς διαθήκης τοῦ

οὐρανοῦ

14 καὶ ἰδοὺ ἁμαρτάνουσιν καὶ παραβαίνουσιν τὸ ἔθος καὶ μετὰ γυναικῶν

συγγίνονται καὶ μετrsquo αὐτῶν ἁμαρτάνουσιν καὶ ἔγημαν ἐξ αὐτῶν

[καὶ τίκτουσιν οὐχ ὁμοίους πνεύμασιν ἀλλὰ σαρκίνους]middot

15 καὶ ἔσται ὀργὴ μεγάλη ἐπὶ τῆς γῆς καὶ κατακλυσμός καὶ ἔσται

ἀπώλεια μεγάλη ἐπὶ ἐνιαυτὸν ἕναmiddot

16 καὶ τόδε τὸ παιδίον τὸ γεννηθὲν καταλειφθήσεται καὶ τρία αὐτοῦ

τέκνα σωθήσεται ἀποθανόντων τῶν ἐπὶ τῆς γῆςmiddot

17b καὶ πραϋνεῖ τὴν γῆν ἀπὸ τῆς οὔσης ἐν αὐτῇ φθορᾶς

18 καὶ νῦν λέγε Λάμεχ ὅτι τέκνον σού ἐστιν δικαίως καὶ ὁσίως [καὶ]

κάλεσον αὐτοῦ τὸ ὄνομα [Νῶε]middot αὐτὸς γὰρ ἔσται ὑμῶν κατάλειμμα ἐφrsquo οὗ

ἂν καταπαύσητε καὶ laquoοἱraquo υἱοὶ αὐτοῦ ἀπὸ τῆς φθορᾶς τῆς γῆς καὶ ἀπὸ

πάντων τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ ἀπὸ πασῶν τῶν συντελειῶν ἐπὶ τῆς γῆς

Four lines are lost

19 ὑπέδειξέν μοι καὶ ἐμήνυσεν καὶ ἐν ταῖς πλαξὶν τοῦ οὐρανοῦ ἀνέγνων

αὐτά

CVII

1 τότε τεθέαμαι τὰ ἐγγεγραμμένα ἐπrsquo αὐτῶν ὅτι γενεὰ γενεᾶς κακ[ίων

ἔσται] καὶ εἶδον τόδε μέχρις τοῦ ἀνας[τῆναι] γενεὰν δικαιοσύνης καὶ ἡ

κακία ἀπολεῖται καὶ ἡ ἁμαρτία ἀλλάξει ἀπὸ τῆς γῆς καὶ τὰ ἀγαθὰ ἥξει ἐπὶ

τῆς γῆς ἐπrsquo αὐτούς

2 καὶ νῦν ἀπότρεχε τέκνον καὶ σήμανον Λάμεχ τῷ υἱῷ σου ὅτι τὸ παιδίον

τοῦτο τὸ γεννηθὲν τέκνον αὐτοῦ ἐστιν δικαίως καὶ οὐ ψευδῶς

3 καὶ ὅτε ἤκουσεν Μαθουσάλεκ τοὺς λόγους Ἑνὼχ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ

μυστηριακῶς γὰρ ἐδήλωσεν αὐτῷ [ἐπέστρεψεν καὶ ἐδήλωσεν αὐτῷ] καὶ

ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτοῦ Νῶε εὐφραίνων τὴν γῆν ἀπὸ τῆς ἀπωλείας

Liber Enoch

Apocalypsis Henochi Graece

(recensio ap Syncellum)

(ed M Black)

Pseudepigrapha veteris testamenti Graece 3

Leiden Brill 1970 pp 21ndash26 29ndash30 32ndash33 37

VI

ἐκ τοῦ πρώτου βιβλίου Ἐνὼχ περὶ τῶν ἐγρηγόρων

1 καὶ ἐγένετο ὅτε ἐπληθύνθησαν οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων ἐγεννήθησαν

αὐτοῖς θυγατέρες ὡραῖαι

2 καὶ ἐπεθύμησαν αὐτὰς οἱ ἐγρήγοροι καὶ ἀπεπλανήθησαν ὀπίσω αὐτῶν

καὶ εἶπον πρὸς ἀλλήλους ἐκλεξώμεθα ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ τῶν

θυγατέρων τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς

3 καὶ εἶπε Σεμιαζᾶς ὁ ἄρχων αὐτῶν πρὸς αὐτούς φοβοῦμαι μὴ οὐ

θελήσητε (Go θελήσετε) ποιῆσαι τὸ πρᾶγμα τοῦτο καὶ ἔσομαι ἐγὼ μόνος

ὀφειλέτης ἁμαρτίας μεγάλης

4 καὶ ἀπεκρίθησαν αὐτῷ πάντες καὶ εἶπον ὀμόσωμεν ἅπαντες ὅρκῳ καὶ

ἀναθεματίσωμεν ἀλλήλους τοῦ μὴ ἀποστρέψαι τὴν γνώμην ταύτην

35

μέχρις οὗ ἀποτελέσωμεν αὐτήν

5 τότε πάντες ὤμοσαν ὁμοῦ καὶ ἀνεθεμάτισαν ἀλλήλους

6 ἦσαν δὲ οὗτοι διακόσιοι οἱ καταβάντες ἐν ταῖς ἡμέραις Ἰάρεδ εἰς τὴν

κορυφὴν τοῦ Ἑρμονιεὶμ (Go κορυφὴν Ἑρμὼν) ὄρους καὶ ἐκάλεσαν τὸ ὄρος

Ἑρμώμ καθότι ὤμοσαν (Go ομοσαν) καὶ ἀνεθεμάτισαν ἀλλήλους ἐν αὐτῷ

7 καὶ ταῦτα τὰ ὀνόματα τῶν ἀρχόντων αὐτῶν αacute Σεμιαζᾶς ὁ ἄρχων

αὐτῶν βacute Ἀταρκούφ γacute Ἀρακιήλ δacute Χωβαβιήλ εacute Ὀραμμαμή Ϛacute Ῥαμιήλ ζacute

Σαμψίχ ηacute Ζακιήλ θacute Βαλκιήλ ιacute Ἀζαλζήλ ιαacute Φαρμαρός ιβacute Ἀμαριήλ ιγacute

Ἀναγημάς ιδacute Θαυσαήλ ιεacute Σαμιήλ ιϚacute Σαρινᾶς ιζacute Εὐμιήλ (Par gr 1711 ὁ

Εὐμιήλ) ιηacute Τυριήλ ιθacute Ἰουμιήλ κacute Σαριήλ

VII

1 Οὗτοι καὶ οἱ λοιποὶ πάντες ἐν τῷ χιλιοστῷ ἑκατοστῷ ἑβδομηκοστῷ ἔτει

τοῦ κόσμου ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας καὶ ἤρξαντο μιαίνεσθαι ἐν αὐταῖς

ἕως τοῦ κατακλυσμοῦ καὶ ἔτεκον αὐτοῖς γένη τρίαmiddot πρῶτον γίγαντας

μεγάλους

2 οἱ δὲ γίγαντες ἐτέκνωσαν Ναφηλείμ καὶ τοῖς Ναφηλεὶμ ἐγεννήθησαν

Ἐλιούδ καὶ ἦσαν αὐξανόμενοι κατὰ τὴν μεγαλειότητα αὐτῶν καὶ

ἐδίδαξαν ἑαυτοὺς καὶ τὰς γυναῖκας ἑαυτῶν φαρμακείας καὶ ἐπαοιδίας

VIII

1 Πρῶτος Ἀζαὴλ ὁ δέκατος τῶν ἀρχόντων ἐδίδαξε ποιεῖν μαχαίρας καὶ

θώρακας καὶ πᾶν σκεῦος πολεμικόν καὶ τὰ μέταλλα τῆς γῆς καὶ τὸ

χρυσίον πῶς ἐργάσωνται καὶ ποιήσωσιν αὐτὰ κόσμια ταῖς γυναιξί καὶ τὸν

ἄργυρον ἔδειξε δὲ αὐτοῖς καὶ τὸ στίλβειν καὶ τὸ καλλωπίζειν καὶ τοὺς

ἐκλεκτοὺς λίθους καὶ τὰ βαφικάmiddot καὶ ἐποίησαν ἑαυτοῖς οἱ υἱοὶ τῶν

ἀνθρώπων καὶ ταῖς θυγατράσιν αὐτῶν καὶ παρέβησαν καὶ ἐπλάνησαν

τοὺς ἁγίους

2 καὶ ἐγένετο ἀσέβεια πολλὴ ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἠφάνισαν τὰς ὁδοὺς αὐτῶν

3 ἔτι δὲ καὶ ὁ πρώταρχος αὐτῶν Σεμιαζᾶς ἐδίδαξεν εἶναι ὀργὰς κατὰ τοῦ

νοός καὶ ῥίζας βοτανῶν τῆς γῆς ὁ δὲ ἑνδέκατος Φαρμαρὸς ἐδίδαξε

φαρμακείας ἐπαοιδίας σοφίας καὶ ἐπαοιδῶν λυτήριαmiddot ὁ ἔνατος ἐδίδαξεν

ἀστροσκοπίανmiddot ὁ δὲ τέταρτος ἐδίδαξεν ἀστρολογίανmiddot ὁ δὲ ὄγδοος ἐδίδαξεν

ἀεροσκοπίανmiddot ὁ δὲ τρίτος ἐδίδαξε τὰ σημεῖα τῆς γῆςmiddot ὁ δὲ ἕβδομος ἐδίδαξε

τὰ σημεῖα τοῦ ἡλίουmiddot ὁ δὲ εἰκοστὸς ἐδίδαξε τὰ σημεῖα τῆς σελήνηςmiddot πάντες

οὗτοι ἤρξαντο ἀνακαλύπτειν τὰ μυστήρια ταῖς γυναιξὶν αὐτῶν καὶ τοῖς

τέκνοις αὐτῶν μετὰ δὲ ταῦτα ἤρξαντο οἱ γίγαντες κατεσθίειν τὰς σάρκας

τῶν ἀνθρώπων

4 καὶ ἤρξαντο οἱ ἄνθρωποι ἐλαττοῦσθαι ἐπὶ τῆς γῆς

VIII col I

4 οἱ δὲ λοιποὶ ἐβόησαν εἰς τὸν οὐρανὸν περὶ τῆς κακώσεως αὐτῶν

λέγοντες εἰσενεχθῆναι τὸ μνημόσυνον αὐτῶν ἐνώπιον κυρίου

VIII col II

4 Τότε ἐβόησαν οἱ ἄνθρωποι εἰς τὸν οὐρανὸν λέγοντες Εἰσαγάγετε τὴν

κρίσιν ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον καὶ τὴν ἀπώλειαν ἡμῶν ἐνώπιον τῆς δόξης

τῆς μεγάλης ἐνώπιον τοῦ κυρίου τῶν κυρίων πάντων τῇ μεγαλωσύνῃ

IX col I

1 Καὶ ἀκούσαντες οἱ τέσσαρες μεγάλοι ἀρχάγγελοι Μιχαὴλ καὶ Οὐριὴλ

καὶ Ῥαφαὴλ καὶ Γαβριὴλ (καὶ Par gr 1711) παρέκυψαν ἐπὶ τὴν γῆν ἐκ τῶν

ἁγίων τοῦ οὐρανοῦ

2 καὶ θεασάμενοι αἷμα πολὺ ἐκκεχυμένον ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πᾶσαν ἀσέβειαν

καὶ ἀνομίαν γενομένην ἐπrsquo αὐτῆς

36

3 εἰσελθόντες εἶπον πρὸς ἀλλήλους ὅτι Τὰ πνεύματα καὶ αἱ ψυχαὶ τῶν

ἀνθρώπων στενάζουσιν ἐντυγχάνοντα καὶ λέγοντα ὅτι Εἰσαγάγετε τὴν

κρίσιν ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον καὶ τὴν ἀπώλειαν ἡμῶν ἐνώπιον τῆς δόξης

τῆς μεγαλωσύνης ἐνώπιον τοῦ κυρίου τῶν κυρίων πάντων τῇ

μεγαλωσύνῃ

4 καὶ εἶπον τῷ κυρίῳ τῶν αἰώνων Σὺ εἶ ὁ θεὸς τῶν θεῶν καὶ κύριος τῶν

κυρίων καὶ ὁ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ θεὸς τῶν αἰώνων καὶ ὁ

θρόνος τῆς δόξης σου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν αἰώνων καὶ τὸ ὄνομά σου

ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

IX col II

1 Καὶ ἀκούσαντες οἱ τέσσαρες μεγάλοι ἀρχάγγελοι Μιχαὴλ καὶ Οὐριὴλ

καὶ Ῥαφαὴλ καὶ Γαβριὴλ παρέκυψαν (= οἱ ltδgt Par gr 1711) ἐπὶ τὴν γῆν ἐκ

τῶν ἁγίων τοῦ οὐρανοῦ

2 καὶ θεασάμενοι αἷμα πολὺ ἐκκεχυμένον ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πᾶσαν ἀνομίαν

καὶ ἀσέβειαν γινομένην ἐπrsquo αὐτῆς

3 εἰσελθόντες εἶπον πρὸς ἀλλήλους ὅτι Τὰ πνεύματα καὶ αἱ ψυχαὶ τῶν

ἀνθρώπων ἐντυγχάνουσι στενάζοντα καὶ λέγοντα Εἰσαγάγετε τὴν δέησιν

ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον

4 καὶ προσελθόντες οἱ τέσσαρες ἀρχάγγελοι εἶπον τῷ κυρίῳ Σὺ εἶ ὁ θεὸς

τῶν θεῶν καὶ κύριος τῶν κυρίων καὶ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ θεὸς

τῶν ἀνθρώπων καὶ ὁ θρόνος τῆς δόξης σου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν

αἰώνων καὶ τὸ ὄνομά σου ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

καὶ τὸ ὄνομά σου ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

IX

4 add post αἰῶνας καὶ τὰ ἑξῆς τότε ὁ ὕψιστος ἐκέλευσε τοῖς ἁγίοις

ἀρχαγγέλοις καὶ ἔδησαν τοὺς ἐξάρχους αὐτῶν καὶ ἔβαλον (ἔβαλλον Par

gr 1711) αὐτοὺς εἰς τὴν ἄβυσσον ἕως τῆς κρίσεως καὶ τὰ ἑξῆς καὶ ταῦτα

μὲν ὁ Ἐνὼχ μαρτυρεῖ

5 σὺ γὰρ εἶ ὁ ποιήσας τὰ πάντα καὶ πάντων τὴν ἐξουσίαν ἔχων καὶ πάντα

ἐνώπιόν σου φανερὰ καὶ ἀκάλυπταmiddot καὶ πάντα ὁρᾷς καὶ οὐκ ἔστιν ὃ

κρυβῆναί σε δύναται

6 ὁρᾷς ὅσα ἐποίησεν Ἀζαὴλ καὶ (om Par gr 1711) ὅσα εἰσήνεγκεν (add

καὶ Par gr 1711) ὅσα ἐδίδαξεν ἀδικίας καὶ ἁμαρτίας ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πάντα

δόλον ἐπὶ τῆς ξηρᾶς ἐδίδαξε γὰρ τὰ μυστήρια καὶ ἀπεκάλυψε τῷ αἰῶνι τὰ

ἐν οὐρανῷ ἐπιτηδεύουσιν δὲ τὰ ἐπιτηδεύματα αὐτοῦ εἰδέναι τὰ μυστήρια

οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων

7 τῷ Σεμιαζᾷ τὴν ἐξουσίαν ἔδωκας ἔχειν τῶν σὺν αὐτῷ ἅμα ὄντων

8 καὶ ἐπορεύθησαν πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς καὶ

συνεκοιμήθησαν μετrsquo αὐτῶν καὶ ἐν ταῖς θηλείαις ἐμιάνθησαν καὶ

ἐδήλωσαν αὐταῖς πάσας τὰς ἁμαρτίας καὶ ἐδίδαξαν αὐτὰς μίσητρα

(μίσιτρα Par gr 1711) ποιεῖν

9 καὶ νῦν ἰδοὺ αἱ θυγατέρες τῶν ἀνθρώπων ἔτεκον ἐξ αὐτῶν υἱοὺς

γίγανταςmiddot κίβδηλα ἐπὶ τῆς (om Go) γῆς τῶν ἀνθρώπων ἐκκέχυται καὶ ὅλη

ἡ γῆ ἐπλήσθη ἀδικίας

10 καὶ νῦν ἰδοὺ τὰ πνεύματα τῶν ψυχῶν τῶν ἀποθανόντων ἀνθρώπων

ἐντυγχάνουσιν καὶ μέχρι τῶν πυλῶν τοῦ οὐρανοῦ ἀνέβη ὁ στεναγμὸς

αὐτῶν καὶ οὐ δύναται ἐξελθεῖν ἀπὸ προσώπου τῶν ἐπὶ τῆς γῆς γινομένων

ἀδικημάτων

11 καὶ σὺ αὐτὰ οἶδας πρὸ τῶν (τοῦ recte Par gr 1711) αὐτὰ γενέσθαι καὶ

ὁρᾷς αὐτοὺς καὶ ἐᾷς αὐτούς καὶ οὐδὲν λέγεις τί δεῖ ποιῆσαι αὐτοὺς (om

37

Go) περὶ τούτου

X

1 Τότε ὁ ὕψιστος εἶπε καὶ ὁ ἅγιος ὁ μέγας ἐλάλησε καὶ ἔπεμψε τὸν Οὐριὴλ

πρὸς τὸν υἱὸν (Go τοῦ) Λάμεχ λέγων

2 Πορεύου πρὸς τὸν Νῶε καὶ εἶπον αὐτῷ τῷ ἐμῷ ὀνόματι Κρύψον σεαυτόν

καὶ δήλωσον αὐτῷ τέλος ἐπερχόμενον ὅτι ἡ γῆ ἀπόλλυται πᾶσαmiddot καὶ εἶπον

αὐτῷ ὅτι κατακλυσμὸς μέλλει γίνεσθαι πάσης τῆς γῆς ἀπολέσαι πάντα

ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς

3 δίδαξον τὸν δίκαιον τί ποιήσει τὸν υἱὸν Λάμεχ καὶ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ εἰς

ζωὴν συντηρήσει καὶ ἐκφεύξεται διrsquo αἰῶνος καὶ ἐξ αὐτοῦ φυτευθήσεται

φύτευμα καὶ σταθήσεται πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

4 Καὶ τῷ Ῥαφαὴλ εἶπε Πορεύου Ῥαφαήλ καὶ δῆσον τὸν Ἀζαήλmiddot χερσὶ καὶ

ποσὶ συμπόδισον αὐτόν καὶ ἔμβαλε αὐτὸν εἰς τὸ σκότος καὶ ἄνοιξον τὴν

ἔρημον τὴν οὖσαν ἐν τῇ ἐρήμῳ Δουδαήλ καὶ ἐκεῖ πορευθεὶς βάλε αὐτόν

5 καὶ ὑπόθες αὐτῷ λίθους ὀξεῖς καὶ (om Go) λίθους τραχεῖς καὶ

ἐπικάλυψον αὐτῷ σκότος καὶ οἰκησάτω ἐκεῖ εἰς τὸν αἰῶνα καὶ τὴν ὄψιν

αὐτοῦ πώμασον καὶ φῶς μὴ θεωρείτωmiddot

6 καὶ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως ἀπαχθήσεται εἰς τὸν ἐμπυρισμὸν τοῦ

πυρός

7 καὶ ἴασαι τὴν γῆν ἣν ἠφάνισαν οἱ ἐγρήγοροι καὶ τὴν ἴασιν τῆς πληγῆς

δήλωσον ἵνα ἰάσωνται τὴν πληγὴν καὶ μὴ ἀπόλωνται πάντες οἱ υἱοὶ τῶν

ἀνθρώπων ἐν τῷ μυστηρίῳ ὃ εἶπον οἱ ἐγρήγοροι καὶ ἐδίδαξαν τοὺς υἱοὺς

τῶν ἀνθρώπων

8 καὶ ἠρημώθη πᾶσα ἡ γῆ ἐν τοῖς ἔργοις τῆς διδασκαλίας Ἀζαήλmiddot καὶ ἐπrsquo

αὐτῇ γράψον πάσας τὰς ἁμαρτίας

9 Καὶ τῷ Γαβριὴλ εἶπε Πορεύου Γαβριήλ ἐπὶ τοὺς γίγαντας ἐπὶ τοὺς

κιβδήλους ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς πορνείας καὶ ἀπόλεσαν τοὺς υἱοὺς τῶν

ἐγρηγόρων ἀπὸ τῶν υἱῶν τῶν ἀνθρώπωνmiddot πέμψον αὐτοὺς εἰς ἀλλήλους ἐξ

αὐτῶν εἰς αὐτούς ἐν πολέμῳ καὶ ἐν ἀπωλείᾳ καὶ μακρότης ἡμερῶν οὐκ

ἔσται αὐτοῖς

10 καὶ πᾶσα ἐρώτησις οὐκ ἔστι τοῖς πατράσιν αὐτῶν ὅτι ἐλπίζουσι ζῆσαι

ζωὴν αἰώνιον καὶ ὅτι ζήσεται ἕκαστος αὐτῶν ἔτη πεντακόσια

11 καὶ τῷ Μιχαὴλ εἶπε Πορεύου Μιχαήλ δῆσον Σεμιαζᾶν καὶ τοὺς ἄλλους

σὺν αὐτῷ τοὺς συμμιγέντας ταῖς θυγατράσι τῶν ἀνθρώπων τοῦ μιανθῆναι

ἐν αὐταῖς ἐν τῇ ἀκαθαρσίᾳ αὐτῶν

12 καὶ ὅταν κατασφαγῶσιν οἱ υἱοὶ αὐτῶν καὶ ἴδωσι τὴν ἀπώλειαν τῶν

ἀγαπητῶν αὐτῶν δῆσον αὐτοὺς ἐπὶ ἑβδομήκοντα γενεὰς εἰς τὰς νάπας

τῆς γῆς μέχρι ἡμέρας κρίσεως αὐτῶν μέχρι ἡμέρας τελειώσεως τελεσμοῦ

ἕως συντελεσθῇ κρίμα τοῦ αἰῶνος τῶν αἰώνων

13 τότε ἀπενεχθήσονται εἰς τὸ χάος τοῦ πυρὸς καὶ εἰς τὴν βάσανον καὶ εἰς

τὸ δεσμωτήριον τῆς συγκλείσεως τοῦ αἰῶνος

14 καὶ ὃς ἂν κατακρίθῃ καὶ ἀφανισθῇ ἀπὸ τοῦ νῦν μετrsquo αὐτῶν δεθήσεται

(δεηθήσεται recte Par gr 1711) μέχρι τελειώσεως γενεᾶς αὐτῶν

περὶ δὲ τοῦ ὄρους ἐν ᾧ ὤμοσαν καὶ ἀνεθεμέτισαν πρὸς τὸν πλησίον αὐτῶν

ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα οὐ μὴ ἀποστῇ ἀπrsquo αὐτοῦ ψῦχος καὶ χιὼν καὶ πάχνη καὶ

δρόσος οὐ μὴ καταβῇ εἰς αὐτό εἰ μὴ εἰς κατάραν καταβήσεται ἐπrsquo αὐτό

μέχρις ἡμέρας κρίσεως τῆς μεγάλης ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ κατακαυθήσεται

καὶ ταπεινωθήσεται καὶ ἔσται κατακαιόμενον καὶ τηκόμενον ὡς κηρὸς

ἀπὸ πυρός οὕτως κατακαήσεται περὶ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ καὶ νῦν

ἐγὼ λέγω ὑμῖν υἱοῖς ἀνθρώπων Ὀργὴ μεγάλη καθrsquo ὑμῶν laquoκαὶraquo κατὰ τῶν

38

υἱῶν ὑμῶν καὶ οὐ παύσεται ἡ ὀργὴ αὕτη ἀφrsquo ὑμῶν μέχρι καιροῦ σφαγῆς

τῶν υἱῶν ὑμῶν καὶ ἀπολοῦνται οἱ ἀγαπητοὶ ὑμῶν καὶ ἀποθανοῦνται οἱ

ἔντιμοι ὑμῶν ἀπὸ πάσης τῆς γῆς ὅτι πᾶσαι αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς αὐτῶν ἀπὸ

τοῦ νῦν οὐ μὴ ἔσονται πλείω τῶν ἑκατὸν εἴκοσιν ἐτῶν καὶ μὴ δόξητε ἔτι

ζῆσαι ἐπὶ πλείονα ἔτηmiddot οὐ γάρ ἐστιν ἐπrsquo αὐτοῖς πᾶσα ὁδὸς ἐκφεύξεως ἀπὸ

τοῦ νῦν διὰ τὴν ὀργὴν ἣν ὠργίσθη ὑμῖν ὁ βασιλεὺς πάντων τῶν αἰώνωνmiddot

μὴ νομίσητε ὅτι ἐκφεύξεσθε ταῦτα

XV

8 Καὶ νῦν οἱ γίγαντες οἱ γεννηθέντες ἀπὸ πνευμάτων καὶ σαρκὸς

πνεύματα πονηρὰ ἐπὶ τῆς γῆς καλέσουσιν αὐτούς ὅτι ἡ κατοίκησις αὐτῶν

ἔσται ἐπὶ τῆς γῆς

9 πνεύματα πονηρὰ ἔσονται τὰ πνεύματα ἐξεληλυθότα ἀπὸ τοῦ σώματος

τῆς σαρκὸς αὐτῶν διότι ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων ἐγένοντο καὶ ἐκ τῶν ἁγίων

τῶν ἐγρηγόρων ἡ ἀρχὴ τῆς κτίσεως αὐτῶν καὶ ἀρχὴ θεμελίουmiddot πνεύματα

πονηρὰ

10 ἐπὶ τῆς γῆς ἔσονται

11 τὰ πνεύματα τῶν γιγάντων νεμόμενα ἀδικοῦντα ἀφανίζοντα

ἐμπίπτοντα καὶ συμπαλαίοντα καὶ ῥιπτοῦντα ἐπὶ τῆς γῆς καὶ δρόμους

ποιοῦντα καὶ μηδὲν ἐσθίοντα ἀλλrsquo ἀσιτοῦντα καὶ ῥιπτοῦντα καὶ φάσματα

ποιοῦντα καὶ διψῶντα καὶ προσκόπτοντα

12 καὶ ἐξαναστήσονται τὰ πνεύματα ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων καὶ

τῶν γυναικῶν ὅτι ἐξ αὐτῶν ἐξεληλύθασι

XVI

1 Καὶ ἀπὸ ἡμέρας καιροῦ σφαγῆς καὶ ἀπωλείας καὶ θανάτου τῶν

γιγάντων ναφηλείμ οἱ ἰσχυροὶ τῆς γῆς οἱ μεγάλοι ὀνομαστοί τὰ

πνεύματα τὰ ἐκπορευόμενα ἀπὸ τῆς ψυχῆς αὐτῶν ὡς ἐκ τῆς σαρκὸς

ἔσονται ἀφανίζοντα χωρὶς κρίσεωςmiddot οὕτως ἀφανίσουσι μέχρις ἡμέρας τῆς

τελειώσεως ἕως τῆς κρίσεως τῆς μεγάλης ἐν ᾗ (ᾧ Par gr 1711) ὁ αἰὼν ὁ

μέγας τελεσθήσεται

XIX

3 ἀνθρώπων ὡς ἐγὼ εἶδον

XX

2 ὁ εἷς τῶν ἁγίων ὁ ἐπὶ τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ταρτάρου

3 Ῥαφαὴλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων τῶν ἀνθρώπων

4 Ῥαγουήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐκδικῶν τὸν κόσμον τῶν

φωστήρων

5 Μιχαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς ἐπὶ τῶν τοῦ λαοῦ ἀγαθῶν τέτακται

καὶ ἐπὶ τῷ χαῷ

6 Σαριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων οἵτινες ἐπὶ τῷ

πνεύματι ἁμαρτάνουσιν

7 Γαβριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τοῦ παραδείσου καὶ τῶν

δρακόντων καὶ χερουβίν Ῥεμειήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃν ἔταξεν ὁ

θεὸς ἐπὶ τῶν ἀνισταμένων ὀνόματα ζacute ἀρχαγγέλων

XXI

1 Καὶ ἐφώδευσα μέχρι τῆς ἀκατασκευάστου

2 καὶ ἐκεῖ ἐθεασάμην ἔργον φοβερόν ἑώρακα οὔτε οὐρανὸν ἐπάνω οὔτε

γῆν τεθεμελιωμένην ἀλλὰ τόπον ἀκατασκεύαστον καὶ φοβερόν

3 καὶ ἐκεῖ τεθέαμαι ζacute ἀστέρας τοῦ οὐρανοῦ δεδεμένους καὶ ἐριμμένους ἐν

αὐτῷ ὁμοῦ ὁμοίους ὁράσει μεγάλῃ καὶ ἐν πυρὶ καιομένους

4 τότε εἶπον Διὰ ποίαν αἰτίαν ἐπεδέθησαν καὶ διὰ ποίαν αἰτίαν ἐρίφησαν

39

ὧδε

5 καὶ εἶπέν μοι Οὐριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ μετrsquo

ἐμοῦ ὤν - καὶ

αὐτὸς αὐτῶν ἡγεῖτο - καὶ εἶπέν μοι Ἑνώχ περὶ τίνος

ἐρωτᾷς ἢ περὶ τίνος

τὴν ἀλήθειαν φιλοσπευδεῖς

6 οὗτοί εἰσιν τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ οἱ παραβάντες

τὴν ἐπιταγὴν τοῦ

κυρίου καὶ ἐδέθησαν ὧδε μέχρι πληρωθῆναι μύρια ἔτη

τὸν χρόνον τῶν

ἁμαρτημάτων αὐτῶν

7 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον τούτου

φοβερώτερον καὶ τεθέαμαι

ἔργα φοβεράmiddot πῦρ μέγα ἐκεῖ καιόμενον καὶ φλεγόμενον καὶ διακοπὴν

εἶχεν ὁ τόπος ἕως τῆς ἀβύσσου πλήρης στύλων πυρὸς μεγάλων

καταφερομένωνmiddot οὔτε μέτρον οὔτε μέγεθος ἠδυνήθην ἰδεῖν οὔτε εἰκάσαι

8 τότε εἶπον Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος οὗτος καὶ ὡς δεινὸς τῇ ὁράσει

9 τότε ἀπεκρίθη μοι καὶ εἶπεν

Incert

1 παρὰ (Par gr 1711 Go περὶ) δὲ τοῦ ὄρους ἐν ᾧ ὤμοσαν καὶ

ἀνεθεμάτισαν πρὸς τὸν πλησίον αὐτῶν ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα οὐ μὴ ἀποστῇ

ἀπrsquo αὐτοῦ ψῦχος καὶ χιὼν καὶ πάχνη καὶ δρόσος οὐ μὴ καταβῇ εἰς αὐτό εἰ

μὴ εἰς κατάραν καταβήσεται ἐπrsquo (Go εἰς) αὐτό μέχρις ἡμέρας κρίσεως τῆς

μεγάλης

2 ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ κατακαυθήσεται καὶ (Go om) ταπεινωθήσεται καὶ

ἔσται κατακαιόμενον καὶ τηκόμενον ὡς κηρὸς ἀπὸ πυρός οὕτως

κατακαήσεται περὶ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ

3 καὶ νῦν ἐγὼ λέγω ὑμῖν υἱοῖς ἀνθρώπων Ὀργὴ μεγάλη καθrsquo ὑμῶν κατὰ

τῶν υἱῶν ὑμῶνmiddot καὶ οὐ παύσεται ἡ ὀργὴ αὕτη ἀφrsquo ὑμῶν μέχρι καιροῦ

σφαγῆς τῶν υἱῶν ὑμῶν

4 καὶ ἀπολοῦνται οἱ ἀγαπητοὶ ὑμῶν καὶ ἀποθανοῦνται οἱ ἔντιμοι ὑμῶν

ἀπὸ πάσης τῆς γῆς ὅτι πᾶσαι αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς αὐτῶν ἀπὸ τοῦ νῦν οὐ μὴ

ἔσονται πλείω τῶν ἑκατὸν εἴκοσιν ἐτῶν

5 καὶ μὴ δόξητε ἔτι ζῆσαι ἐπὶ πλείονα ἔτηmiddot οὐ γάρ ἐστιν ἐπrsquo αὐτοῖς πᾶσα

ὁδὸς ἐκφεύξεως ἀπὸ τοῦ νῦν διὰ τὴν ὀργὴν ἣν ὠργίσθη ὑμῖν ὁ βασιλεὺς

πάντων τῶν αἰώνωνmiddot μὴ νομίσητε ὅτι ἐκφεύξεσθε ταῦτα

Περί των γιγάντων

καὶ ἦν νωε ἐτῶν πεντακοσίων καὶ ἐγέννησεν νωε τρεῖς υἱούς τὸν σημ τὸν χαμ τὸν

ιαφεθκαὶ ἐγένετο ἡνίκα ἤρξαντο οἱ ἄνθρωποι πολλοὶ γίνεσθαι ἐπὶ τῆς γῆς καὶ θυγατέρες

ἐγενήθησαν αὐτοῖς 2ἰδόντες δὲ οἱ υἱοὶ τοῦ θεοῦ τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων ὅτι καλαί

εἰσιν ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ πασῶν ὧν ἐξελέξαντο 3καὶ εἶπεν κύριος ὁ θεός οὐ

μὴ καταμείνῃ τὸ πνεῦμά μου ἐν τοῖς ἀνθρώποις τούτοις εἰς τὸν αἰῶνα διὰ τὸ εἶναι

αὐτοὺς σάρκας ἔσονται δὲ αἱ ἡμέραι αὐτῶν ἑκατὸν εἴκοσι ἔτη 4οἱ δὲ γίγαντες ἦσαν ἐπὶ

τῆς γῆς ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις καὶ μετ ἐκεῖνο ὡς ἂν εἰσεπορεύοντο οἱ υἱοὶ τοῦ

θεοῦ πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων καὶ ἐγεννῶσαν ἑαυτοῖς ἐκεῖνοι ἦσαν οἱ

γίγαντες οἱ ἀπ αἰῶνος οἱ ἄνθρωποι οἱ ὀνομαστοί

40

Παραθέτουμε ένα επεξηγηματικό κείμενο αναφορικά με τους γίγαντες από την

ιστοσελίδα httpwwwoodegrcom

laquoΕδώ πρόκειται για το θέμα στο οποίο αναφέρθηκε ο Ιησούς Χριστός στο

Ματθαίος κδ΄ 38 για τους προκατακλυσμιαίους ανθρώπους που ΄΄έτρωγαν και

έπιναν και παντρεύονταν΄΄ ώσπου ήρθε ο Κατακλυσμός Επ αυτών υπάρχουν

κάποιες παρατηρήσεις

1η παρατήρηση Το οριστικό άρθρο ΄΄οι΄΄ δείχνει ότι πρόκειται για κάποιους που

ήταν ήδη γνωστοί στους αναγνώστες της Γενέσεως προς τους οποίους απευθύνεται

ο Μωυσής δηλαδή προς τους Ισραηλίτες της εποχής του που λάβαιναν το Νόμο

2η παρατήρηση Το ότι ΄΄εν ταις ημέραις εκείναις ήσαν΄΄ υπονοεί 1 Είτε ότι δεν

υπήρχαν πλέον οι γίγαντες στη ΄΄γη΄΄ όταν γραφόταν η Γένεση δηλαδή κατά το 1500

πΧ 2 είτε ότι υπήρχαν και τότε

3η παρατήρηση Για ποια ΄΄γη΄΄ μιλάει 1 Είτε για τη συγκεκριμένη γη στην οποία

συνέβαιναν τα γεγονότα που αναγράφονται στα γύρω κεφάλαια (τη γη της

Μεσοποταμίας) 2 είτε γενικά για τη γύρω γη στην οποία είχαν επεκταθεί οι γίγαντες

και η φυλή Αδάμ Αυτό όμως δεν έχει σημασία καθώς η αναφορά γίνεται μόνο για

τον καιρό πρό τού Κατακλυσμού Είναι γεγονός όμως ότι στη γη Χαναάν οι

γίγαντες υπήρχαν και μετά από τον Κατακλυσμό

Αυτό φαίνεται στους Αριθμούς 13ιγ΄ 33 ΄΄και εκεί εωράκαμεν τους γίγαντας

(εβραϊκό Νεφιλείμ) και ήμεν ενώπιον αυτών ωσεί ακρίδες αλλά και ούτως ήμεν

ενώπιον αυτών΄΄

Αν αυτό φαίνεται παράξενο σε κάποιους που διδάχτηκαν ότι ο Κατακλυσμός ήταν

παγκόσμιος ας διαβάσουν τη μελέτη μας ΄΄Ήταν ο Κατακλυσμός Παγκόσμιος΄΄

Εκεί θα δουν τις Αγιογραφικές και ιστορικές αποδείξεις ότι επρόκειτο για έναν

τοπικό κατακλυσμό που έπληξε μόνο τη φυλή Αδάμ και μέλη μόνο των γύρω λαών

Επιβίωση από τον Κατακλυσμό

Το ότι οι Νεφιλείμ επεβίωσαν του Κατακλυσμού εξηγείται απλά

Είναι λογικό το ότι η φυλή των γιγάντων Νεφιλείμ δεν έμενε ολόκληρη στην

κοιλάδα της Μεσοποταμίας αλλά κάποιοι απ αυτούς διεσπάρησαν στις γύρω

περιοχές

Η Γένεση στο 7ζ΄ 20 γράφει ότι ο Κατακλυσμός είχε ύψος 15 πήχες (8- 9 μέτρα)

δηλαδή όσο χρειαζόταν για να καλύψει τις ψηλότερες περιοχές της χαμηλής

Μεσοποταμίας Όσοι όμως έμεναν στα ορεινά γύρω από την πληγείσα περιοχή

επεβίωσαν Άλλωστε ο Κατακλυσμός έγινε για τιμωρία της φυλής Αδάμ και όχι των

γύρω λαών όπως φαίνεται στη Γένεση 6ς΄ 5 - 7 όπου η λέξη που χρησιμοποιείται

στο Εβραϊκό κείμενο γι αυτούς με τους οποίους οργίστηκε ο Θεός είναι ΄΄Αδάμ΄΄

Για τους άλλους λαούς η Γένεση στο Εβραϊκό κείμενο χρησιμοποιεί άλλη λέξη

όπως φαίνεται στο Γένεσις 6ς΄ 4 [΄΄οι άνθρωποι (εβραϊκά ΄΄ενός΄΄) οι

ονομαστοί΄΄] και στο Γένεσις 13ιγ΄ 13 [΄΄οι δε άνθρωποι (εβραϊκά ΄΄ενός΄΄) οι εν

Σοδόμοις΄΄]

41

Μια τελευταία παρατήρηση ξεκινάει από το ίδιο εδάφιο της Γένεσης 6ς΄ 4 που λέει

΄΄Οι δε γίγαντες ήσαν επί τής γης εν ταις ημέραις εκείναις και μετ εκείνο ως αν

εισεπορεύοντο οι υιοί τού Θεού προς τας θυγατέρας τών ανθρώπων΄΄

Οι Νεφιλείμ λοιπόν υπήρχαν ακόμη ΄΄και μετά από εκείνο΄΄ το γεγονός που

περιγράφεται δηλαδή και μετά από την αύξηση του πληθυσμού στη

Μεσοποταμία Είναι λάθος να ταυτίζονται κατ ανάγκην οι Νεφιλείμ με τους γιους

των ισχυρών καθώς μια αβίαστη ανάγνωση του κειμένου δεν δείχνει τίποτα τέτοιο

Το μεταβατικό ΄΄δε΄΄ δείχνει ότι γίνεται λόγος για κάποιους άλλους και όχι για

τους γιούς των ισχυρών Οι γιοί των ισχυρών δεν είναι οι Νεφιλείμ αλλά οι ισχυροί

άνδρες της Μεσοποταμίας των άλλων φυλών που ζούσαν κοντά στη φυλή Αδάμ

Ίσως ο σκοπός του χωρίου είναι να δείξει ότι η φυλή των γιγάντων (η οποία

προβλημάτιζε τους Ισραηλίτες τον καιρό που ο Μωυσής έγραφε αυτά τα λόγια) ήταν

μια αρχαία φυλή σύγχρονη της επιμειξίας της φυλής Αδάμ με τους γιούς των

ισχυρών και ότι οι Νεφιλείμ επεβίωσαν ακόμη και μετά από την επιμειξία των

ισχυρών ανδρών της Μεσοποταμίας με τις ΄΄θυγατέρες Αδάμ΄΄ κατά την

προκατακλυσμιαία εποχή

Ίσως ακόμα η αναφορά αυτή να γίνεται για να δείξει ότι ο κατακλυσμός στρεφόταν

ειδικά κατά του λαού Αδάμ και όχι και των γύρω λαών εκ των οποίων

επεβίωσαν και οι Νεφιλείμ

Οι γίγαντες στην εποχή τού Ισραήλ

Σύμφωνα με την Αγία Γραφή η περιοχή στην οποία επεβίωσαν κάποιοι από τη

φυλή των γιγάντων Νεφιλείμ ήταν η Βασάν που ονομάζεται ΄΄γη γιγάντων΄΄

(Δευτερονόμιο γ΄ 13)

Πρόκειται για μία ορεινή περιοχή ανατολικά της Θάλασσας της Γαλιλαίας

κατάλληλη για επιβίωση των λαών της από τον Κατακλυσμό που έπληξε τη

Μεσοποταμία και το λαό Αδάμ (Όπως λέμε ΄΄λαός Ισραήλ΄΄)

Εκεί οι γίγαντες υπήρχαν όχι μόνο μετά από τον Κατακλυσμό αλλά και στις ημέρες

του Αβραάμ όπως φαίνεται στη Γένεση 14ιδ΄ 5 όπου λέει για τον Χοδολλογομόρ

και τους συμμάχους του ότι ΄΄κατέκοψαν τους γίγαντας τους εν Ασταρώθ

Καρναιν΄΄ στη Βασσάν

Και οι κατάσκοποι όμως των ημερών του Μωυσή βρήκαν τους Νεφιλείμ στη

Χαναάν όπως είδαμε στους Αριθμούς 13ιγ΄ 33 όπου μάλιστα ονομάζει τους

γίγαντες ΄΄Νεφιλείμ΄΄ Εκεί έχει μάλιστα και οριστικό άρθρο ΄΄τους Νεφιλείμ΄΄

πράγμα που δείχνει ότι δεν επρόκειτο για παρομοίωση αλλά για το γνωστό λαό

των Νεφιλείμ

Άλλα εδάφια όπως το Δευτερονόμιο 1α΄ 28 αναφερόμενο στο ίδιο γεγονός

ταυτίζει τους Νεφιλείμ με τους Ανακείμ που προφανώς ήταν απόγονοί τους

Με τους Ανακείμ συσχετίζει η Αγία Γραφή όλες τις φυλές γιγάντων που ζούσαν γύρω

από τη Θάλασσα της Γαλιλαίας όπως ήταν οι Ραφαείμ οι Εμμαίοι και οι

42

Ζουμζουμείμ τους οποίους εξολώθρευσαν οι απόγονοι του Λωτ (Δευτερονόμιο 2β΄

10112021)

Οι Ραφαείμ ήταν απόγονοι των Γιγάντων που επεβίωσαν από τον Κατακλυσμό και

δεν ήταν απόγονοι του Νώε καθώς δεν αναφέρονται στη Γένεση 10ι΄ όπου

αναφέρονται οι λαοί που κατάγονται από το Νώε Η σκέψη ότι ίσως να μην

αναφέρονται επειδή είναι πολύ νεώτεροι λαοί δεν ευσταθεί επειδή αναφέρονται στη

Γένεσις 14ιδ΄ 5 σαν λαός από την εποχή του Αβραάμ ακόμα και συνεπώς είναι

αρχαιότεροι λαοί από αυτούς που αναφέρονται ως απόγονοι του Νώε

Μετά από την εγκατάσταση των Ισραηλιτών στη Γη της Επαγγελίας οι υψηλόσωμες

αυτές φυλές εξολωθρεύτηκαν και δεν έμειναν Ανακείμ στο Ισραήλ Μόνο στη Γάζα

στη Γαθ και στην Άζωτο έμειναν αναμεμειγμένοι με τους Φιλισταίους (Ιησούς

Ναυή 11ια΄ 21 22)

Ένας απ αυτούς ήταν και ο Γολιάθ από τη Γαθ που σκοτώθηκε από τον Δαυίδ (Α΄

Σαμουήλ ιζ΄ 4 ΄΄Εξήλθεν Γολιάθ εκ της Γαθ΄΄)

Τον καιρό του Δαυίδ σκοτώθηκαν οι τελευταίοι γίγαντεςraquo1

1 httpwwwoodegrcomoodegenesiskatak1htm

43

Page 21: Η δημιουργία του κόσμου

21

μέχρις ἤγγισα τείχους οἰκοδομῆς ἐν λίθοις χαλάζης καὶ γλώσσης πυρὸς

κύκλῳ αὐτῶνmiddot καὶ ἤρξαντο ἐκφοβεῖν με

10 Καὶ εἰσῆλθον εἰς τὰς γλώσσας τοῦ πυρός καὶ ἤγγισα εἰς οἶκον μέγαν

οἰκοδομημένον ἐν λίθοις χαλάζης καὶ οἱ τοῖχοι τοῦ οἴκου ὡς λιθόπλακες

καὶ πᾶσαι ἦσαν ἐκ χιόνος καὶ ἐδάφη χιονικά

11 καὶ αἱ στέγαι ὡς διαδρομαὶ ἀστέρων καὶ ἀστραπαί καὶ μεταξὺ αὐτῶν

χερουβὶν πύρινα καὶ οὐρανὸς αὐτῶν ὕδωρ

12 καὶ πῦρ φλεγόμενον κύκλῳ τῶν τειχῶν καὶ θύραι πυρὶ καιόμεναι

13 εἰσῆλθον εἰς τὸν οἶκον ἐκεῖνον θερμὸν ὡς πῦρ καὶ ψυχρὸν ὡς χιών καὶ

πᾶσα τροφὴ ζωῆς οὐκ ἦν ἐν αὐτῷmiddot φόβος με ἐκάλυψεν καὶ τρόμος με

ἔλαβεν

14 καὶ ἤμην σειόμενος καὶ τρέμων καὶ ἔπεσον ἐθεώρουν ἐν τῇ ὁράσει

μου

15 καὶ ἰδοὺ ἄλλη θύρα ἀνεῳγμένη κατέναντί μου καὶ ὁ οἶκος μείζων

τούτου καὶ ὅλος οἰκοδομημένος ἐν γλώσσαις πυρός

16 καὶ ὅλος διαφέρων ἐν δόξῃ καὶ ἐν τιμῇ καὶ ἐν μεγαλωσύνῃ ὥστε μὴ

δύνασθαί με ἐξειπεῖν ὑμῖν περὶ τῆς δόξης καὶ περὶ τῆς μεγαλωσύνης

αὐτοῦ

17 τὸ ἔδαφος αὐτοῦ ἦν πυρός τὸ δὲ ἀνώτερον αὐτοῦ ἦσαν ἀστραπαὶ καὶ

διαδρομαὶ ἀστέρων καὶ ἡ στέγη αὐτοῦ ἦν πῦρ φλέγον

18 Ἐθεώρουν δὲ καὶ εἶδον θρόνον ὑψηλόν καὶ τὸ εἶδος αὐτοῦ ὡσεὶ

κρυστάλλινον καὶ τροχὸς ὡς ἡλίου λάμποντος καὶ ὄρος χερουβίν

19 καὶ ὑποκάτω τοῦ θρόνου ἐξεπορεύοντο ποταμοὶ πυρὸς φλεγόμενοι καὶ

οὐκ ἐδυνάσθην ἰδεῖν

20 καὶ ἡ δόξα ἡ μεγάλη ἐκάθητο ἐπrsquo αὐτῷmiddot τὸ περιβόλαιον αὐτοῦ ὡς εἶδος

ἡλίου λαμπρότερον καὶ λευκότερον πάσης χιόνος

21 καὶ οὐκ ἐδύνατο πᾶς ἄγγελος παρελθεῖν εἰς τὸν οἶκον τοῦτον καὶ ἰδεῖν

τὸ πρόσωπον αὐτοῦ διὰ τὸ ἔντιμον καὶ ἔνδοξον καὶ οὐκ ἐδύνατο πᾶσα

σὰρξ ἰδεῖν αὐτοῦ

22 τὸ πῦρ φλεγόμενον κύκλῳmiddot καὶ πῦρ μέγα παρειστήκει αὐτῷ καὶ οὐδεὶς

ἐγγίζει αὐτῷ κύκλῳ μυρίαι μυριάδες ἑστήκασιν ἐνώπιον αὐτοῦ καὶ πᾶς

λόγος αὐτοῦ ἔργον

23 καὶ οἱ ἅγιοι τῶν ἀγγέλων οἱ ἐγγίζοντες αὐτῷ οὐκ ἀποχωροῦσιν νυκτὸς

οὔτε ἀφίστανται αὐτοῦ

24 Κἀγὼ ἤμην ἕως τούτου ἐπὶ πρόσωπόν μου βεβλημένος καὶ τρέμων καὶ

ὁ κύριος τῷ στόματι αὐτοῦ ἐκάλεσέν με καὶ εἶπέν μοι Πρόσελθε ὧδε

Ἑνώχ καὶ τὸν λόγον μου ἄκουσον

25 καὶ προσελθών μοι εἷς τῶν ἁγίων ἤγειρέν με καὶ ἔστησέν με καὶ

προσήγαγέν με μέχρι τῆς θύραςmiddot ἐγὼ δὲ τὸ πρόσωπόν μου κάτω ἔκυφον

XV

1 Καὶ ἀποκριθεὶς εἶπέν μοι Ὁ ἄνθρωπος ὁ ἀληθινός ἄνθρωπος τῆς

ἀληθείας ὁ γραμματεύςmiddot καὶ τῆς φωνῆς αὐτοῦ ἤκουσαmiddot μὴ φοβηθῇς Ἑνώχ

ἄνθρωπος ἀληθινὸς καὶ γραμματεὺς τῆς ἀληθείαςmiddot πρόσελθε ὧδε καὶ τῆς

φωνῆς μου ἄκουσον

2 πορεύθητι καὶ εἶπε τοῖς πέμψασίν σε Ἐρωτῆσαι ὑμᾶς ἔδει περὶ τῶν

ἀνθρώπων καὶ μὴ τοὺς ἀνθρώπους περὶ ὑμῶν

3 διὰ τί ἀπελίπετε τὸν οὐρανὸν τὸν ὑψηλὸν τὸν ἅγιον τοῦ αἰῶνος καὶ

μετὰ τῶν γυναικῶν ἐκοιμήθητε καὶ μετὰ τῶν θυγατέρων τῶν ἀνθρώπων

ἐμιάνθητε καὶ ἐλάβετε ἑαυτοῖς γυναῖκας ὥσπερ υἱοὶ τῆς γῆς ἐποιήσατε

καὶ ἐγεννήσατε ἑαυτοῖς τέκνα υἱοὺς γίγαντας

22

4 καὶ ὑμεῖς ἦτε ἅγιοι καὶ πνεύματα ζῶντα αἰώνια ἐν τῷ αἵματι τῶν

γυναικῶν ἐμιάνθητε καὶ ἐν αἵματι σαρκὸς ἐγεννήσατε καὶ ἐν αἵματι

ἀνθρώπων ἐπεθυμήσατε καθὼς καὶ αὐτοὶ ποιοῦσιν σάρκα καὶ αἷμα

οἵτινες ἀποθνήσκουσιν καὶ ἀπόλλυνται

5 διὰ τοῦτο ἔδωκα αὐτοῖς θηλείας ἵνα σπερματίζουσιν εἰς αὐτὰς καὶ

τεκνώσουσιν ἐν αὐταῖς τέκνα οὕτως ἵνα μὴ ἐκλείπῃ αὐτοῖς πᾶν ἔργον ἐπὶ

τῆς γῆς

6 ὑμεῖς δὲ ὑπήρχετε πνεύματα ζῶντα αἰώνια καὶ οὐκ ἀποθνήσκοντα εἰς

πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

7 καὶ διὰ τοῦτο οὐκ ἐποίησα ἐν ὑμῖν θηλείαςmiddot τὰ πνεύματα τοῦ οὐρανοῦ ἐν

τῷ οὐρανῷ ἡ κατοίκησις αὐτῶν

8 καὶ νῦν οἱ γίγαντες οἱ γεννηθέντες ἀπὸ τῶν πνευμάτων καὶ σαρκὸς

πνεύματα ἰσχυρὰ ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐν τῇ γῇ ἡ κατοίκησις αὐτῶν ἔσται

9 πνεύματα πονηρὰ ἐξῆλθον ἀπὸ τοῦ σώματος αὐτῶν διότι ἀπὸ τῶν

ἀνωτέρων ἐγένοντο καὶ ἐκ τῶν ἁγίων ἐγρηγόρων ἡ ἀρχὴ τῆς κτίσεως

αὐτῶν καὶ ἀρχὴ θεμελίουmiddot πνεύματα πονηρὰ κληθήσεται

10 πνεύματα οὐρανοῦ ἐν τῷ οὐρανῷ ἡ κατοίκησις αὐτῶν ἔσται καὶ τὰ

πνεύματα ἐπὶ τῆς γῆς τὰ γεννηθέντα ἐπὶ τῆς γῆς ἡ κατοίκησις αὐτῶν

ἔσται

11 καὶ τὰ πνεύματα τῶν γιγάντων νεφέλας ἀδικοῦντα ἀφανίζοντα καὶ

ἐνπίπτοντα καὶ συνπαλαίοντα καὶ συνρίπτοντα ἐπὶ τῆς γῆς πνεύματα

σκληρὰ γιγάντων καὶ δρόμους ποιοῦντα καὶ μηδὲν ἐσθίοντα ἀλλrsquo

ἀσιτοῦντα καὶ διψῶντα καὶ προσκόπτοντα πνεύματα

12 καὶ ἐξαναστήσει ταῦτα εἰς τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν

γυναικῶν ὅτι ἐξεληλύθασιν ἀπrsquo αὐτῶν

XVI

1 ἀπὸ ἡμέρας σφαγῆς καὶ ἀπωλείας καὶ θανάτου ἀφrsquo ὧν τὰ πνεύματα

ἐκπορευόμενα ἐκ τῆς ψυχῆς τῆς σαρκὸς αὐτῶν ἔσται ἀφανίζοντα χωρὶς

κρίσεωςmiddot οὕτως ἀφανίσουσιν μέχρις ἡμέρας τελειώσεως τῆς κρίσεως τῆς

μεγάλης ἐν ᾗ ὁ αἰὼν ὁ μέγας τελεσθήσεται

2 καὶ νῦν ἐγρηγόροις τοῖς πέμψασίν σε ἐρωτῆσαι περὶ αὐτῶν οἵτινες ἐν

οὐρανῷ ἦσαν

3 Ὑμεῖς ἐν τῷ οὐρανῷ ἦτε καὶ πᾶν μυστήριον ὃ οὐκ ἀνεκαλύφθη ὑμῖν καὶ

μυστήριον τὸ ἐκ τοῦ θεοῦ γεγενημένον ἔγνωτε καὶ τοῦτο ἐμηνύσατε ταῖς

γυναιξὶν ἐν ταῖς σκληροκαρδίαις ὑμῶν καὶ ἐν τῷ μυστηρίῳ τούτῳ

πληθύνουσιν αἱ θήλειαι καὶ οἱ ἄνθρωποι τὰ κακὰ ἐπὶ τῆς γῆς

4 εἶπον οὖν αὐτοῖς Οὐκ ἔστιν εἰρήνη

XVII

1 Καὶ παραλαβόντες με εἴς τινα τόπον ἀπήγαγον ἐν ᾧ οἱ ὄντες ἐκεῖ

γίνονται ὡς πῦρ φλέγον καὶ ὅταν θέλωσιν φαίνονται ὡσεὶ ἄνθρωποι

2 Καὶ ἀπήγαγόν με εἰς ζοφώδη τόπον καὶ εἰς ὄρος οὗ ἡ κεφαλὴ ἀφικνεῖτο

εἰς τὸν οὐρανόν

3 καὶ εἶδον τόπον τῶν φωστήρων καὶ τοὺς θησαυροὺς τῶν ἀστέρων καὶ

τῶν βροντῶν καὶ εἰς τὰ ἀεροβαθῆ ὅπου τόξον πυρὸς καὶ τὰ βέλη καὶ τὰς

θήκας αὐτῶν καὶ τὰς ἀστραπὰς πάσας

4 Καὶ ἀπήγαγόν με μέχρι ὑδάτων καὶ μέχρι πυρὸς δύσεως ὅ ἐστιν καὶ

παρέχον πάσας τὰς δύσεις τοῦ ἡλίου

5 καὶ ἤλθομεν μέχρι ποταμοῦ πυρός ἐν ᾧ κατατρέχει τὸ πῦρ ὡς ὕδωρ καὶ

ῥέει εἰς θάλασσαν μεγάλην δύσεως

6 ἴδον τοὺς μεγάλους ποταμούς καὶ μέχρι τοῦ μεγάλου ποταμοῦ καὶ μέχρι

23

τοῦ μεγάλου σκότους κατήντησα καὶ ἀπῆλθον ὅπου πᾶσα σὰρξ οὐ

περιπατεῖ

7 ἴδον τοὺς ἀνέμους τῶν γνόφων τοὺς χειμερινοὺς καὶ τὴν ἔκχυσιν τῆς

ἀβύσσου πάντων ὑδάτων

8 ἴδον τὸ στόμα τῆς γῆς πάντων τῶν ποταμῶν καὶ τὸ στόμα τῆς ἀβύσσου

XVIII

1 ἴδον τοὺς θησαυροὺς τῶν ἀνέμων πάντων ἴδον ὅτι ἐν αὐτοῖς ἐκόσμησεν

πάσας τὰς κτίσεις καὶ τὸν θεμέλιον τῆς γῆς καὶ τὸν λίθον ἴδον τῆς γωνίας

τῆς γῆς

2 ἴδον τοὺς τέσσαρας ἀνέμους τὴν γῆν βαστάζοντας

3 καὶ τὸ στερέωμα τοῦ οὐρανοῦ καὶ αὐτοὶ ἱστᾶσιν μεταξὺ γῆς καὶ

οὐρανοῦ

4 ἴδον ἀνέμους τῶν οὐρανῶν στρέφοντας καὶ διανεύοντας τὸν τροχὸν τοῦ

ἡλίου καὶ πάντας τοὺς ἀστέρας

5 ἴδον τοὺς ἐπὶ τῆς γῆς ἀνέμους βαστάζοντας ἐν νεφέλῃ ἴδον πέρατα τῆς

γῆς τὸ στήριγμα τοῦ οὐρανοῦ ἐπάνω

6 Παρῆλθον καὶ ἴδον τόπον καιόμενον νυκτὸς καὶ ἡμέρας ὅπου τὰ ἑπτὰ

ὄρη ἀπὸ λίθων πολυτελῶν [τρία] εἰς ἀνατολὰς καὶ τρία εἰς νότον

βάλλοντα

7 καὶ τὰ μὲν πρὸς ἀνατολὰς ἀπὸ λίθου χρώματος τὸ δὲ ἦν ἀπὸ λίθου

μαργαρίτου καὶ τὸ ἀπὸ λίθου ταθέν τὸ δὲ κατὰ νότον ἀπὸ λίθου πυρροῦmiddot

8 τὸ δὲ μέσον αὐτῶν ἦν εἰς οὐρανόν ὥσπερ θρόνος θεοῦ ἀπὸ λίθου φουκά

καὶ ἡ κορυφὴ τοῦ θρόνου ἀπὸ λίθου σαφφείρουmiddot

9 καὶ πῦρ καιόμενον ἴδον κἀπέκεινα τῶν ὀρέων τούτων

10 τόπος ἐστὶν πέρας τῆς μεγάλης γῆςmiddot ἐκεῖ συντελεσθήσονται οἱ οὐρανοί

11 καὶ ἴδον χάσμα μέγα εἰς τοὺς στύλους τοῦ πυρὸς καταβαίνοντας καὶ

οὐκ ἦν μέτρον οὔτε εἰς βάθος οὔτε εἰς ὕψος

12 καὶ ἐπέκεινα τοῦ χάσματος τούτου ἴδον τόπον ὅπου οὐδὲ στερέωμα

οὐρανοῦ ἐπάνω οὔτε γῆ ᾖ τεθεμελιωμένη ὑποκάτω αὐτοῦ οὔτε ὕδωρ ἦν

ὑπὸ αὐτὸ οὔτε πετεινόν ἀλλὰ τόπος ἦν ἔρημος καὶ φοβερός

13 ἐκεῖ ἴδον ἑπτὰ ἀστέρας ὡς ὄρη μεγάλα καιόμενα περὶ ὧν

πυνθανομένῳ μοι

14 εἶπεν ὁ ἄγγελος Οὗτός ἐστιν ὁ τόπος τὸ τέλος τοῦ οὐρανοῦ καὶ γῆςmiddot

δεσμωτήριον τοῦτο ἐγένετο τοῖς ἄστροις καὶ ταῖς δυνάμεσιν τοῦ οὐρανοῦ

15 καὶ οἱ ἀστέρες οἱ κυλιόμενοι ἐν τῷ πυρί οὗτοί εἰσιν οἱ παραβάντες

πρόσταγμα κυρίου ἐν ἀρχῇ τῆς ἀνατολῆς αὐτῶν - ὅτι τόπος ἔξω τοῦ

οὐρανοῦ κενός ἐστιν - ὅτι οὐκ ἐξῆλθαν ἐν τοῖς καιροῖς αὐτῶν

16 καὶ ὀργίσθη αὐτοῖς καὶ ἔδησεν αὐτοὺς μέχρι καιροῦ τελειώσεως αὐτῶν

ἁμαρτίας laquoαὐτῶνraquo ἐνιαυτῶν μυρίων

XIX

1 Καὶ εἶπέν μοι Οὐριήλ Ἐνθάδε οἱ μιγέντες ἄγγελοι ταῖς γυναιξὶν

στήσονται καὶ τὰ πνεύματα αὐτῶν πολύμορφα γενόμενα λυμαίνεται τοὺς

ἀνθρώπους καὶ πλανήσει αὐτοὺς ἐπιθύειν τοῖς δαιμονίοις μέχρι τῆς

μεγάλης κρίσεως ἐν ᾗ κριθήσονται εἰς ἀποτελείωσιν

2 καὶ αἱ γυναῖκες αὐτῶν τῶν παραβάντων ἀγγέλων εἰς σειρῆνας

γενήσονται

3 κἀγὼ Ἑνὼχ ἴδον τὰ θεωρήματα μόνος τὰ πέρατα πάντων καὶ οὐ μὴ ἴδῃ

οὐδὲ εἷς ἀνθρώπων ὡς ἐγὼ ἴδον

XX

1 Ἄγγελοι τῶν δυνάμεων

24

2 Οὐριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ταρτάρου

3 Ῥαφαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων τῶν ἀνθρώπων

4 Ῥαγουήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐκδικῶν τὸν κόσμον τῶν

φωστήρων

5 Μιχαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν τοῦ λαοῦ ἀγαθῶν

τεταγμένος καὶ ἐπὶ τῷ χάῳ

6 Σαριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων οἵτινες ἐπὶ τῷ

πνεύματι ἁμαρτάνουσιν

7 Γαβριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τοῦ παραδείσου καὶ τῶν

δρακόντων καὶ χερουβείν ἀρχαγγέλων ὀνόματα ἑπτά

XXI

1 Καὶ ἐφώδευσα ἕως τῆς ἀκατασκευάστου

2 κἀκεῖ ἐθεασάμην ἔργον φοβερόνmiddot ἑώρακα οὔτε οὐρανὸν ἐπάνω οὔτε γῆν

τεθέαμαι τεθεμελιωμένην ἀλλὰ τόπον ἀκατασκεύαστον καὶ φοβερόν

3 καὶ ἐκεῖ τεθέαμαι ἑπτὰ τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ δεδεμένους καὶ

ἐρριμμένους ἐν αὐτῷ ὁμοίους ὄρεσιν μεγάλοις καὶ ἐν πυρὶ καιομένους

4 τότε εἶπον Διὰ ποίαν αἰτίαν ἐπεδέθησαν καὶ διὰ τί ὧδε ἐρίφησαν

5 τότε εἶπέν μοι Οὐριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν - καὶ

αὐτὸς ἡγεῖτο αὐτῶν - καὶ εἶπέν μοι Ἑνώχ περὶ τίνος ἐρωτᾷς ἢ περὶ τίνος

τὴν ἀλήθειαν φιλοσπευδεῖς

6 οὗτοί εἰσιν τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ οἱ παραβάντες τὴν ἐπιταγὴν τοῦ

κυρίου καὶ ἐδέθησαν ὧδε μέχρι τοῦ πληρῶσαι μύρια ἔτη τὸν χρόνον τῶν

ἁμαρτημάτων αὐτῶν

7 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον τούτου φοβερώτερον καὶ τεθέαμαι

ἔργα φοβερώτερα πῦρ μέγα ἐκεῖ καιόμενον καὶ φλεγόμενον καὶ διακοπὴν

εἶχεν ὁ τόπος ἕως τῆς ἀβύσσου πλήρης στύλων πυρὸς μεγάλου

καταφερομένωνmiddot οὔτε μέτρον οὔτε πλάτος ἠδυνήθην ἰδεῖν οὐδὲ εἰκάσαι

8 τότε εἶπον Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος καὶ ὡς δεινὸς τῇ ὁράσει

9 τότε ἀπεκρίθη μοι ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν καὶ εἶπέν

μοι Ἑνώχ διὰ τί ἐφοβήθης οὕτως καὶ ἐπτοήθης καὶ ἀπεκρίθην Περὶ

τούτου τοῦ φοβεροῦ καὶ περὶ τῆς προσόψεως τῆς δεινῆς

10 καὶ εἶπεν Οὗτος ὁ τόπος δεσμωτήριον ἀγγέλωνmiddot ὧδε συνσχεθήσονται

μέχρι αἰῶνος εἰς τὸν αἰῶνα

XXII

1 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον καὶ ἔδειξέν μοι πρὸς δυσμὰς ἄλλο

ὄρος μέγα καὶ ὑψηλόν πέτρας στερεάς

2 καὶ τέσσαρες τόποι ἐν αὐτῷ κοῖλοι βάθος ἔχοντες καὶ λίαν λεῖοι τρεῖς

αὐτῶν σκοτινοὶ καὶ εἷς φωτινός καὶ πηγὴ ὕδατος ἀνὰ μέσον αὐτοῦ καὶ

εἶπον Πῶς λεῖα τὰ κοιλώματα ταῦτα καὶ ὁλοβαθῆ καὶ σκοτινὰ τῇ ὁράσει

3 τότε ἀπεκρίθη Ῥαφαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν καὶ

εἶπέν μοι Οὗτοι οἱ τόποι οἱ κοῖλοι ἵνα ἐπισυνάγωνται εἰς αὐτοὺς τὰ

πνεύματα τῶν ψυχῶν τῶν νεκρῶν εἰς αὐτὸ τοῦτο ἐκρίθησαν ὥδε

ἐπισυνάγεσθαι πάσας τὰς ψυχὰς τῶν ἀνθρώπων

4 καὶ οὗτοι οἱ τόποι εἰς ἐπισύνσχεσιν αὐτῶν ἐποίησαν μέχρι τῆς ἡμέρας

τῆς κρίσεως αὐτῶν καὶ μέχρι τοῦ διορισμοῦ καὶ διορισμένου χρόνου ἐν ᾧ ἡ

κρίσις ἡ μεγάλη ἔσται ἐν αὐτοῖς

5 τεθέαμαι ἀνθρώπους νεκροὺς ἐντυγχάνοντας καὶ ἡ φωνὴ αὐτοῦ μέχρι

τοῦ οὐρανοῦ προέβαινεν καὶ ἐνετύγχανεν

6 καὶ ἠρώτησα Ῥαφαὴλ τὸν ἄγγελον ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν καὶ εἶπα αὐτῷ Τοῦτο

τὸ πνεῦμα τὸ ἐντυγχάνον τίνος ἐστίν διrsquo ὃ οὕτως ἡ φωνὴ αὐτοῦ προβαίνει

25

καὶ ἐντυγχάνει ἕως τοῦ οὐρανοῦ

7 καὶ ἀπεκρίθη μοι λέγων Τοῦτο τὸ πνεῦμά ἐστιν τὸ ἐξελθὸν ἀπὸ Ἄβελ ὃν

ἐφόνευσε Κάιν ὁ ἀδελφός καὶ Ἄβελ ἐντυγχάνει περὶ αὐτοῦ μέχρι τοῦ

ἀπολέσαι τὸ σπέρμα αὐτοῦ ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς καὶ ἀπὸ τοῦ

σπέρματος τῶν ἀνθρώπων ἀφανθῇ τὸ σπέρμα αὐτοῦ

8 Τότε ἠρώτησα περὶ τῶν κυκλωμάτων πάντων διὰ τί ἐχωρίσθησαν ἓν

ἀπὸ τοῦ ἑνός

9 καὶ ἀπεκρίθη μοι λέγων Οὗτοι οἱ τρεῖς ἐποιήθησαν χωρίζεσθαι τὰ

πνεύματα τῶν νεκρῶνmiddot καὶ οὕτως ἐχωρίσθη εἰς τὰ πνεύματα τῶν δικαίων

οὗ ἡ πηγὴ τοῦ ὕδατος ἐν αὐτῷ φωτινήmiddot

10 καὶ οὕτως ἐκτίσθη τῶν ἁμαρτωλῶν ὅταν ἀποθάνωσιν καὶ ταφῶσιν εἰς

τὴν γῆν καὶ κρίσις οὐκ ἐγενήθη ἐπrsquo αὐτῶν ἐν τῇ ζωῇ αὐτῶν

11 ὧδε χωρίζεται τὰ πνεύματα αὐτῶν εἰς τὴν μεγάλην βάσανον ταύτην

μέχρι τῆς μεγάλης ἡμέρας τῆς κρίσεως τῶν μαστίγων καὶ τῶν βασάνων

τῶν κατηραμένων μέχρι αἰῶνοςmiddot ἦν ἀνταπόδοσις τῶν πνευμάτωνmiddot ἐκεῖ

δήσει αὐτοὺς μέχρις αἰῶνος

12 καὶ οὕτως ἐχωρίσθη τοῖς πνεύμασιν τῶν ἐντυγχανόντων οἵτινες

ἐνφανίζουσιν περὶ τῆς ἀπωλείας ὅταν φονευθῶσιν ἐν ταῖς ἡμέραις τῶν

ἁμαρτωλῶν

13 καὶ οὕτως ἐκτίσθη τοῖς πνεύμασιν τῶν ἀνθρώπων ὅσοι οὐκ ἔσονται

ὅσιοι ἀλλὰ ἁμαρτωλοί καὶ μετὰ τῶν ἀνόμων ἔσονται μέτοχοι τὰ δὲ

πνεύματα ὅτι οἱ ἐνθάδε θλιβέντες ἔλαττον κολάζονται αὐτῶν οὐ

τιμωρηθήσονται ἐν ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως οὐδὲ μὴ μετεγερθῶσιν ἐντεῦθεν

14 Τότε ηὐλόγησα τὸν κύριον τῆς δόξης καὶ εἶπα Εὐλογητὸς εἶ Κύριε ὁ τῆς

δικαιοσύνης κυριεύων τοῦ αἰῶνος

XXIII

1 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον πρὸς δυσμὰς τῶν περάτων τῆς γῆς

2 καὶ ἐθεασάμην πῦρ διατρέχον καὶ οὐκ ἀναπαυόμενον οὐδὲ ἐλλεῖπον τοῦ

δρόμου ἡμέρας καὶ νυκτὸς ἅμα διαμένον

3 καὶ ἠρώτησα λέγων Τί ἐστιν τὸ μὴ ἔχον ἀνάπαυσιν

4 τότε ἀπεκρίθη μοι Ῥαγουήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν

Οὗτος ὁ δρόμος τοῦ πυρὸς τὸ πρὸς δυσμὰς πῦρ τὸ ἐκδιῶκόν ἐστιν πάντας

τοὺς φωστῆρας τοῦ οὐρανοῦ

XXIV

1 Καὶ ἔδειξέν μοι ὄρη πυρὸς καιόμενα νυκτός

2 καὶ ἐπέκεινα αὐτῶν ἐπορεύθην καὶ ἐθεασάμην ἑπτὰ ὄρη ἔνδοξα πάντα

ἑκάτερα τοῦ ἑκατέρου διαλλάσσοντα ὧν οἱ λίθοι ἔντιμοι τῇ καλλονῇ καὶ

πάντα ἔντιμα καὶ ἔνδοξα καὶ εὐειδῆ τρία ἐπrsquo ἀνατολὰς ἐστηριγμένα ἐν τῷ

ἑνί καὶ τρία ἐπὶ νότον ἐν τῷ ἑνὶ καὶ φάραγγες βαθεῖαι καὶ τραχεῖαι μία τῇ

μιᾷ οὐκ ἐγγίζουσαι

3 καὶ τῷ ὄρει ἕβδομον ὄρος ἀνὰ μέσον τούτων καὶ ὑπερεῖχεν τῷ ὕψει

ὅμοιον καθέδρᾳ θρόνου καὶ περιεκύκλου δένδρα αὐτῷ εὐειδῆ

4 καὶ ἦν ἐν αὐτοῖς δένδρον ὃ οὐδέποτε ὤσφρανμαι καὶ οὐδεὶς ἕτερος αὐτῷ

ηὐφράνθη καὶ οὐδὲν ἕτερον ὅμοιον αὐτῷmiddot ὀσμὴν εἶχεν εὐωδεστέραν

πάντων ἀρωμάτων καὶ τὰ φύλλα αὐτοῦ καὶ τὸ ἄνθος καὶ τὸ δένδρον οὐ

φθίνει εἰς τὸν αἰῶνα οἱ δὲ περὶ τὸν καρπὸν ὡσεὶ βότρυες φοινίκων

5 τότε εἶπον ὡς καλὸν τὸ δένδρον τοῦτό ἐστιν καὶ εὐῶδες καὶ ὡραῖα τὰ

φύλλα καὶ τὰ ἄνθη αὐτοῦ ὡραῖα τῇ ὁράσει

6 τότε ἀπεκρίθη μοι Μιχαήλ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν - καὶ

αὐτὸς αὐτῶν ἡγεῖτο ndash

26

XXV

1 καὶ εἶπέν μοι Ἑνώχ τί ἐρωτᾷς καὶ τί ἐθαύμασας ἐν τῇ ὀσμῇ τοῦ δένδρου

καὶ διὰ τί θέλεις τὴν ἀλήθειαν μαθεῖν

2 τότε ἀπεκρίθην αὐτῷ Περὶ πάντων εἰδέναι θέλω μάλιστα δὲ περὶ τοῦ

δένδρου τούτου σφόδρα

3 καὶ ἀπεκρίθη λέγων Τοῦτο τὸ ὄρος τὸ ὑψηλόν οὗ ἡ κορυφὴ ὁμοία

θρόνου θεοῦ καθέδρα ἐστὶν οὗ καθίζει ὁ μέγας κύριος ὁ ἅγιος τῆς δόξης ὁ

βασιλεὺς τοῦ αἰῶνος ὅταν καταβῇ ἐπισκέψασθαι τὴν γῆν ἐπrsquo ἀγαθῷ

4 καὶ τοῦτο τὸ δένδρον εὐωδίας καὶ οὐδεμία σὰρξ ἐξουσίαν ἔχει ἅψασθαι

αὐτοῦ μέχρι τῆς μεγάλης κρίσεως ἐν ᾗ ἐκδίκησις πάντων καὶ τελείωσις

μέχρις αἰῶνοςmiddot τότε δικαίοις καὶ ὁσίοις δοθήσεται

5 ὁ καρπὸς αὐτοῦ τοῖς ἐκλεκτοῖς εἰς ζωὴν εἰς βορρᾶν καὶ

μεταφυτευθήσεται ἐν τόπῳ ἁγίῳ παρὰ τὸν οἶκον τοῦ θεοῦ βασιλέως τοῦ

αἰῶνος

6 τότε εὐφρανθήσονται εὐφραινόμενοι καὶ χαρήσονται καὶ εἰς τὸ ἅγιον

εἰσελεύσονταιmiddot αἱ ὀσμαὶ αὐτοῦ ἐν τοῖς ὀστέοις αὐτῶν καὶ ζωὴν πλείονα

ζήσονται ἐπὶ γῆς ἣν ἔζησαν οἱ πατέρες σου καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτῶν καὶ

βάσανοι καὶ πληγαὶ καὶ μάστιγες οὐχ ἅψονται αὐτῶν

7 Τότε ηὐλόγησα τὸν θεὸν τῆς δόξης τὸν βασιλέα τοῦ αἰῶνος ὃς

ἡτοίμασεν ἀνθρώποις τὰ τοιαῦτα δικαίοις καὶ αὐτὰ ἔκτισεν καὶ εἶπεν

δοῦναι αὐτοῖς

XXVI

1 Καὶ ἐκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς τὸ μέσον τῆς γῆς καὶ ἴδον τόπον

ηὐλογημένον ἐν ᾧ δένδρα ἔχοντα παραφυάδας μενούσας καὶ βλαστούσας

τοῦ δένδρου ἐκκοπέντος

2 κἀκεῖ τεθέαμαι ὄρος ἅγιονmiddot ὑποκάτω τοῦ ὄρους ὕδωρ ἐξ ἀνατολῶν καὶ

τὴν δύσιν εἶχεν πρὸς νότον

3 καὶ ἴδον πρὸς ἀνατολὰς ἄλλο ὄρος ὑψηλότερον τούτου καὶ ἀνὰ μέσον

αὐτοῦ φάραγγα βαθεῖαν οὐκ ἔχουσαν πλάτος καὶ διrsquo αὐτῆς ὕδωρ

πορεύεται ὑποκάτω ὑπὸ τὸ ὄρος

4 καὶ πρὸς δυσμὰς τούτου ἄλλο ὄρος ταπεινότερον αὐτοῦ καὶ οὐκ ἔχον

ὕψος καὶ φάραγγα βαθεῖαν καὶ ξηρὰν ἀνὰ μέσον αὐτῶν καὶ ἄλλην

φάραγγα βαθεῖαν καὶ ξηρὰν ἐπrsquo ἄκρων τῶν τριῶν ὀρέων

5 καὶ πᾶσαι φάραγγές εἰσιν βαθεῖαι ἐκ πέτρας στερεᾶς καὶ δένδρον οὐκ

ἐφυτεύετο ἐπrsquo αὐτάς

6 καὶ ἐθαύμασα περὶ τῆς φάραγγος καὶ λίαν ἐθαύμασα

XXVII

1 καὶ εἶπον Διὰ τί ἡ γῆ αὕτη ἡ εὐλογημένη καὶ πᾶσα πλήρης δένδρων

αὐτὴ δὲ ἡ φάραγξ κεκατηραμένη ἐστίν

2 γῆ κατάρατος τοῖς κεκατηραμένοις ἐστὶν μέχρι αἰῶνος ὧδε

ἐπισυναχθήσονται πάντες οἱ κεκατηραμένοι οἵτινες ἐροῦσιν τῷ στόματι

αὐτῶν κατὰ Κυρίου φωνὴν ἀπρεπῆ καὶ περὶ τῆς δόξης αὐτοῦ σκληρὰ

λαλήσουσιν ὧδε ἐπισυναχθήσονται καὶ ὧδε ἔσται τὸ οἰκητήριον

3 ἐπrsquo ἐσχάτοις αἰῶσιν ἐν ταῖς ἡμέραις τῆς κρίσεως τῆς ἀληθινῆς ἐναντίον

τῶν δικαίων εἰς τὸν ἅπαντα χρόνον ὧδε εὐλογήσουσιν οἱ ἀσεβεῖς τὸν

κύριον τῆς δόξης τὸν βασιλέα τοῦ αἰῶνοςmiddot

4 ἐν ταῖς ἡμέραις τῆς κρίσεως αὐτῶν εὐλογήσουσιν ἐν ἐλέει ὡς ἐμέρισεν

αὐτοῖς

5 Τότε ηὐλόγησα τὸν κύριον τῆς δόξης καὶ τὴν δόξαν αὐτοῦ ἐδήλωσα καὶ

ὕμνησα μεγαλοπρεπῶς

27

XXVIII

1 Καὶ ἐκεῖθεν ἐπορεύθην εἰς τὸ μέσον Μανδοβαρά καὶ ἴδον αὐτὸ ἔρημονmiddot

καὶ αὐτὸ μόνον

2 πλήρης δένδρων καὶ ἀπὸ τῶν σπερμάτων ὕδωρ ἄνομβρον ἄνωθεν

φερόμενον

3 ὡς ὑδραγωγὸς δαψιλὴς ὡς πρὸς βορρᾶν ἐπὶ δυσμῶν πάντοθεν ἀνάγει

ὕδωρ καὶ δρόσον

XXIX

1 Ἔτι ἐκεῖθεν ἐπορεύθην εἰς ἄλλον τόπον ἐν τῷ Βαβδηρά καὶ πρὸς

ἀνατολὰς τοῦ ὄρους τούτου ᾠχόμην

2 καὶ ἴδον κρίσεως δένδρα πνέοντα ἀρωμάτων λιβάνων καὶ ζμύρνας καὶ

τὰ δένδρα αὐτῶν ὅμοια καρύαις

XXX

1 Καὶ ἐπέκεινα τούτων ᾠχόμην πρὸς ἀνατολὰς μακράν καὶ ἴδον τόπον

ἄλλον μέγαν φάραγγα ὕδατος

2 ἐν ᾧ καὶ δένδρα χρόα ἀρωμάτων ὁμοίων σχίνῳ

3 καὶ τὰ παρὰ τὰ χείλη τῶν φαράγγων τούτων ἴδον κιννάμωμον

ἀρωμάτωνmiddot καὶ ἐπέκεινα τούτων ᾠχόμην πρὸς ἀνατολάς

XXXI

1 καὶ ἴδον ἄλλα ὄρη καὶ ἐν αὐτοῖς ἄλση δένδρων καὶ ἐκπορευόμενον ἐξ

αὐτῶν νέκταρ τὸ καλούμενον σαρρὰν καὶ χαλβάνη

2 καὶ ἐπέκεινα τῶν ὀρέων τούτων ἴδον ἄλλο ὄρος πρὸς ἀνατολὰς τῶν

περάτων τῆς γῆς καὶ πάντα τὰ δένδρα πλήρη ἐξαυτῆς ἐν ὁμοιώματι

ἀμυγδάλων

3 ὅταν τριβῶσινmiddot διὸ εὐωδέστερον ὑπὲρ πάντων τῶν ἀρωμάτων

XXXII

1 εἰς βορρᾶν πρὸς ἀνατολὰς τεθέαμαι ἑπτὰ ὄρη πλήρη νάρδου χρηστοῦ

καὶ σχίνου καὶ κινναμώμου καὶ πιπέρεως

2 Καὶ ἐκεῖθεν ἐφώδευσα ἐπὶ τὰς ἀρχὰς πάντων τῶν ὀρέων τούτων

μακρὰν ἀπέχων πρὸς ἀνατολὰς τῆς γῆς καὶ διέβην ἐπάνω τῆς ἐρυθρᾶς

θαλάσσης καὶ ᾠχόμην ἐπrsquo ἄκρων καὶ ἀπὸ τούτου διέβην ἐπάνω τοῦ

Ζωτιήλ

3 καὶ ἦλθον πρὸς τὸν παράδεισον τῆς δικαιοσύνης καὶ ἴδον μακρόθεν τῶν

δένδρων τούτων δένδρα πλείονα καὶ μεγάλα δύο μὲν ἐκεῖ μεγάλα σφόδρα

καλὰ καὶ ἔνδοξα καὶ μεγαλοπρεπῆ καὶ τὸ δένδρον τῆς φρονήσεως οὗ

ἐσθίουσιν ἅγιοι τοῦ καρποῦ αὐτοῦ καὶ ἐπίστανται φρόνησιν μεγάλην

4 ὅμοιον τὸ δένδρον ἐκεῖνο στροβιλέᾳ τὸ ὕψος τὰ δὲ φύλλα αὐτοῦ κερατίᾳ

ὅμοια ὁ δὲ καρπὸς αὐτοῦ ὡσεὶ βότρυες ἀμπέλου ἱλαροὶ λίαν ἡ δὲ ὀσμὴ

αὐτοῦ διέτρεχεν πόρρω ἀπὸ τοῦ δένδρου

5 τότε εἶπον ὡς καλὸν τὸ δένδρον καὶ ὡς ἐπίχαρι τῇ ὁράσει

6 τότε ἀπεκρίθη Ῥαφαήλ ὁ ἅγιος ἄγγελος ὁ μετrsquo ἐμοῦ ὤν Τοῦτο τὸ

δένδρον φρονήσεως ἐξ οὗ ἔφαγεν ὁ πατήρ σου

LXXXIX

42 Καὶ οἱ κύνες ἤρξαντο κατεσθίειν τὰ πρόβατα καὶ οἱ ὕες καὶ οἱ ἀλώπεκες

κατήσθιον αὐτά μέχρι οὗ ἤγειρεν ὁ κύριος τῶν προβάτων κριὸν ἕνα ἐκ

τῶν προβάτων

43 καὶ ὁ κριὸς οὗτος ἤρξατο κερατίζειν καὶ ἐπιδιώκειν ἐν τοῖς κέρασιν καὶ

ἐνετίνασσεν εἰς τοὺς ἀλώπεκας καὶ μετrsquo αὐτοὺς εἰς τοὺς ὕαςmiddot καὶ

ἀπώλεσεν ὕας πολλούς καὶ μετrsquo αὐτοὺς [ἐλυμήνα]το τοὺς κύνας

44 καὶ τὰ πρόβατα ὧν οἱ ὀφθαλμοὶ ἠνοίγησαν ἐθεάσαντο τὸν κριὸν τὸν ἐν

28

τοῖς προβάτοις ἕως οὗ ἀφῆκεν τὴν ὁδὸν αὐτοῦ καὶ ἤρξατο πορεύεσθαι

ἀνοδίᾳ

45 καὶ ὁ κύριος τῶν προβάτων ἀπέστειλεν τὸν ἄρνα τοῦτον ἐπὶ ἄρνα

ἕτερον τοῦ στῆσαι αὐτὸν εἰς κριὸν ἐν ἀρχῇ τῶν προβάτων ἀντὶ τοῦ κριοῦ

τοῦ ἀφέντος τὴν ὁδὸν αὐτοῦ

46 καὶ ἐπορεύθη πρὸς αὐτὸν καὶ ἐλάλησεν αὐτῷ σιγῇ κατὰ μόνας καὶ

ἤγειρεν αὐτὸν εἰς κριὸν καὶ εἰς ἄρχοντα καὶ εἰς ἡγούμενον τῶν προβάτωνmiddot

καὶ οἱ κύνες ἐπὶ πᾶσιν τούτοις ἔθλιβον τὰ πρόβατα

47 [καὶ] ὁ κριὸς ὁ πρῶτος τὸν κριὸν τὸν δεύτερον ἐπεδίωκεν καὶ ἔφυγεν

ἀπὸ προσώπου αὐτοῦmiddot εἶτrsquo ἐθεώρουν τὸν κριὸν τὸν πρῶτον ἕως οὗ ἔπεσεν

ἔμπροσθεν τῶν κυνῶν

48 καὶ ὁ κριὸς ὁ δεύτερος ἀναπηδήσας ἀφηγήσατο τῶν προβάτων

49 καὶ τὰ πρόβατα ηὐξήθησαν καὶ ἐπληθύνθησανmiddot καὶ πάντες οἱ κύνες καὶ

οἱ ἀλώπεκες ἔφυγον ἀπrsquo αὐτοῦ καὶ ἐφοβοῦντο αὐτόν

XC

1

6 [καὶ ἀναγνωσθής]ονται [πάντες] οἱ λόγοι τῶν ἀνομιῶν ὑμῶν ἐν[ώπιον]

τοῦ μεγάλου ἁγίου κατὰ πρόσωπον ὑμῶνmiddot εἶτrsquo ἀναφελεῖ τὰ πάντα ἔργα τὰ

μετασχόντα ἐν τῇ ἀνομίᾳ

7 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἁμαρτωλοὶ [οἱ] ἐν μέσῳ τῆς θαλάσσης καὶ ἐπὶ τῆς ξηρᾶς

ὄντεςmiddot μνημόσυνον εἰς ὑμᾶς κακόν

8 οὐαὶ ὑμῖν οἱ κτώμενοι χρυσίον καὶ ἀργύριον οὐκ ἀπὸ δικαιοσύνης καὶ

ἐρεῖτε πλούτῳ πεπλουτήκαμεν καὶ τὰ ὑπάρχοντα ἐσχήκαμεν καὶ

κεκτήμεθα

9 καὶ πᾶν ὃ ἐὰν θελήσωμεν ποιήσωμεν ὅτι ἀργύριον τεθησαυρίκαμεν ἐν

τοῖς θησαυροῖς ἡμῶν καὶ ἀγαθὰ πολλὰ ἐν ταῖς οἰκίαις ἡμῶν

10 καὶ ὡς ὕδωρ ἐκχυθήσεται πεπλάνησθε ὅτι οὐ μὴ παραμείνῃ ὁ πλοῦτος

ὑμῶν ἀλλὰ ταχὺ [ἀναπτήσεται] ἀπὸ ὑμῶν ὅτι ἀδίκως πάντα κέκτησθεmiddot

καὶ ὑμεῖς εἰς κατάραν μεγάλην παραδοθήσεσθε

XCI

1 καὶ νῦν ὀμνύω ὑμῖν τοῖς φρονίμοις καὶ οὐχὶ τοῖς ἄφροσι ὅτι πολλὰς

ὄψεσθε ἐπὶ τῆς γῆς ἀνομίαςmiddot

2 ὅτι κάλλος περιθήσονται ἄνδρες ὡς γυναῖκες [καὶ] χρῶμα ὡραῖον ὑπὲρ

παρθένους ἐν βασιλείᾳ καὶ μεγαλωσύνῃ καὶ ἐν ἐξουσίᾳ ἔσονται δὲ

ἀργύριον καὶ χρυσίον [παρrsquo] αὐτοῖς εἰς βρώματα καὶ ἐν ταῖς οἰκίαις αὐτῶν

ὡς ὕδωρ ἐκχυθήσονται

3 [διὰ τὸ μ]ὴ ἐπιστήμην αὐτοὺς μηδὲ φρόνησιν μηδεμίαν [ἔχειν] οὕτω

ἀπολεῖσθε κοινῶς μετὰ πάντων [τῶν] ὑπαρχόντων ὑμῶν [καὶ τῆς] πάσης

δόξης καὶ τῆς τιμῆς [ὑμῶν καὶ] εἰς ἀτιμίαν καὶ ἐρήμωσιν [καὶ σφαγὴν]

μεγάλην τ[ὰ πνεύματα ὑμῶν εἰς τὴν κάμινον τοῦ πυρὸς ἐμβληθήσεται]

Four lines are lost

ἐπὶ τὴν [γῆν οὐκ ἀπεστάλη ἀλλrsquo αὐτὴν οἱ ἄνθρω]ποι ἀφrsquo ἑαυτῶν [ἔκτισαν

καὶ εἰς κατάραν] μεγάλην ἀφίξονται οἱ ποιοῦντες [αὐτήν]

5 καὶ δουλεία (στειρα pap) γυναικὶ οὐκ ἐδόθη ἀλλὰ διὰ τὰ ἔργα τῶν

χειρῶνmiddot ὅτι οὐχ ὡρίσθη δούλην εἶναι δούληνmiddot ἄνωθεν οὐκ ἐδόθη ἀλλὰ ἐκ

καταδυναστείας ἐγένετο ὁ[μοίως] οὐδὲ ἡ ἀνομία ἄνωθεν ἐδόθη ἀλλrsquo ἐκ

παραβάσεως ὁμοίως οὐδὲ στεῖρα γυνὴ ἐκτίσθη ἀλλrsquo ἐξ ἰδίων ἀδικημάτων

ἐπετιμήθη ἀτεκνίᾳ [καὶ] ἄτεκνος ἀποθανεῖται

6 ὀμνύω ὑμῖν ἁμαρτωλοὶ κατὰ τοῦ ἁγίου τοῦ μεγάλου ὅτι τὰ ἔργα ὑμῶν τὰ

πονηρὰ ἔσται ἀνακεκαλυμμένα ἐν τῷ οὐρανῷmiddot οὐκ ἔσται ὑμῖν ἔργον

29

ἀποκεκρυμμένον ἄδικον

7 μὴ ὑπολάβητε τῇ ψυχῇ ὑμῶν μηδὲ ὑπολάβητε τῇ καρδίᾳ ὑμῶν ὅτι οὐ

γινώσκουσιν οὐδὲ βλέπουσιν οὐδὲ τὰ ἀδικήματα ὑμῶν θεωρεῖται οὐδὲ

ἀπογράφεται αὐτὰ ἐνώπιον τοῦ ὑψίστου ἀπὸ τοῦ [νῦν] ἐπιγνῶτε ὅτι

πάντα τὰ ἀδικήματα ὑμῶν ἀπογράφονται ἡμέραν ἐξ [ἡμέρας] μέχρι τῆς

κρίσεως ὑμῶν

9 οὐαὶ ὑμῖν ἄφρονες ὅτι ἀπολεῖσθε διὰ τὴν ἀφροσύνην ὑμῶν καὶ τῶν

[φρονίμων] οὐ μὴ ἀκούσητε καὶ τὰ ἀγαθὰ οὐκ ἀπαντήσει ὑμῖν τὰ δὲ κακὰ

[περιέξει] ὑμᾶς

10 καὶ νῦν γινώσκετε ὅτ[ι ἡτοίμασται] ὑμῖν εἰς ἡμέραν ἀπωλείας [μὴ

ἐλπίζε]τε σωθῆναι ἁμαρτωλοίmiddot ἀπ[ελθόντες] ἀποθάνετε γινώσκοντε[ς ὅτι

ἡτοίμας]ται εἰς ἡμέραν κρίσεως μ[εγάλης καὶ στε]νοχωρίας μείζονος τ[οῖς

πνεύμασιν ὑμῶν]

11 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ σκληροτράχηλοι τῇ καρδίᾳ ποιοῦντες τὸ κα[κὸν καὶ

ἔσθοντες αἷμα πόθ]εν ὑμῖν ἔσο[νται ἀγαθὰ ἵνα φάγητε ] Four lines are

lost

12 [ἔργα τῆ]ς ἀδικίαςmiddot διότι ἐλπίδας κα[λὰς ἔχετε ὑμῖ]ν νῦν γνωστὸν ὑμῖν

ἔστω ὅτι εἰς [χεῖρας τ]ῶν δικαίων παραδοθήσεσθε καὶ ἀποκτενοῦσιν ὑμᾶς

καὶ οὐ μὴ φείσονται ὑμῶν

13 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἐπιχαίροντες τοῖς κακοῖς τῶν δικαίωνmiddot τάφος ὑμῶν οὐ μὴ

ὀρυγῇ

14 οὐαὶ ὑμῖν οἱ βουλόμενοι ἀκυρῶσαι τοὺς λόγους τῶν δικαίωνmiddot οὐ μὴ

γένηται ὑμῖν ἐλπὶς σωτηρίας

15 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ γράφοντες λόγους ψευδεῖς καὶ λόγους πλανήσεωςmiddot αὐτοὶ

γράφουσιν καὶ πολλοὺς ἀποπλανήσουσιν τοῖς ψεύδεσιν αὐτῶνmiddot

16 πλανᾶσθε ὑμεῖς αὐτοὶ καὶ οὐκ ἔστιν ὑμῖν χαίρειν ἀλλὰ ταχέως

ἀπολεῖσθε

XCII

1 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ ποιοῦντες πλανήματα καὶ τοῖς ἔργοις τοῖς ψευδέσιν

λαμβάνοντες τιμὴν καὶ δόξανmiddot ἀπολώλατε οὐκ ἔστιν ὑμῖν σωτηρία εἰς

ἀγαθόν

2 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἐξαλλοιοῦντες τοὺς λόγους τοὺς ἀληθινούς καὶ

διαστρέφοντες τὴν αἰώνιον διαθήκην καὶ λογιζόμενοι ἑαυτοὺς

ἀναμαρτήτουςmiddot ἐν τῇ γῇ καταποθήσονται

3 τότε ἑτοιμάζεσθε οἱ δίκαιοι καὶ προέχεσθε τὰς ἐντεύξεις ὑμῶν εἰς

μνημόσυνον δίδοτε αὐτὰς ἐν διαμαρτυρίᾳ ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων ὅπως

εἰσαγάγωσιν τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἀδίκων ἐνώπιον τοῦ ὑψίστου θεοῦ εἰς

μνημόσυνονmiddot

4 καὶ τότε συν[ταραχ]θήσονται ἐν [ἡμέρ]ᾳ ἀπωλείας τῆς ἀδικίας

5ndash6 ἐν αὐτῷ [τῷ και]ρῷ ἐκείνῳ αἱ τίκτουσαι ἐκβαλοῦσιν καὶ ἐκσπάσουσιν

καὶ ἐγκαταλείψουσιν [τὸ νήπιο]ν βρέφος καὶ αἱ ἐν γαστρὶ ἔχου[σαι

ἐκτρώσο]υσιν καὶ αἱ θηλάζουσαι ῥίψ[ουσιν τὰ τέκ]να αὐτῶν καὶ οὐ μὴ

ἐπι[στρέψου]σιν ἐπὶ τὰ νήπια αὐτῶν οὐ[δὲ ἐπὶ τὰ θηλά]ζοντα οὐδὲ μὴ

φείσονται

7 [καὶ] οἱ γλύφοντες εἰκόνα[ς ἀργυ]ρᾶς καὶ χρυσᾶς ξυλίνας τε [καὶ

λιθίνας] καὶ ὀστρακίνας καὶ λατρεύ[οντες φαν]τάσμασιν καὶ δαιμονίοι[ς

καὶ βδελύγ]μασιν καὶ πνεύμασιν πονη[ροῖς καὶ] πάσαις ταῖς πλάναις οὐ

κατrsquo ἐπι[στήμην] καὶ πᾶν βοήθημα οὐ μὴ εὕρητε [ἀπrsquo] αὐτῶν

8ndash9 καὶ πλανηθήσονται ἐν ἀφροσύνῃ τῆς καρδίας αὐτῶν καὶ τὰ ὁράματα

τῶν ἐνυπνίων καταπλανήσουσιν ὑμᾶς ὑμεῖς καὶ τὰ ἔργα ὑμῶν τὰ ψευδῆ ἃ

30

ἐποιήσατε καὶ ἐλαεργ[ήσατε] καὶ ἐπὶ μιᾶς ἀπολεῖσθε

10ndash12 καὶ τότε μακάριοι πάντες οἱ ἀκούσαντες φρονίμων λόγους καὶ

μαθήσονται αὐτούς ποιῆσαι τὰς ἐντολὰς τοῦ ὑψίστου καὶ πορεύσονται ἐν

ὁδοῖς δικαιοσύνης αὐτοῦ καὶ οὐ μὴ πλανήσουσιν μετὰ τῶν πλανώντων καὶ

σωθήσονται

13 οὐαὶ οἱ οἰκοδομοῦντες τὰς οἰκοδομὰς αὐτῶν οὐκ ἐκ κόπων ἰδίων καὶ ἐκ

λίθων καὶ ἐκ πλίνθων πᾶσαν οἰκοδομὴν ποιεῖτε οἷς οὐκ ἔστιν ὑμῖν χά[ρις]

14 οὐαὶ οἱ ἐξουθενοῦντες τὴν θεμελίωσιν καὶ τὴν κληρονομίαν τῶν

πατέρων αὐτῶν τὴν ἀπrsquo αἰῶνος [ὅτι] διώξεται ὑμᾶς πνεῦμα πλανήσεωςmiddot

οὐκ ἔστιν ὑμῖν ἀναπαῦσαι

15 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ποιοῦντες τὴν ἀ[νομίαν] καὶ ἐπιβοηθοῦντες τῇ ἀδι[κίᾳ

φονεύ]οντες τὸν πλησίον αὐτῶ[ν ἕως τῆς] ἡμέρας τῆς κρίσεως τῆς

[μεγάληςmiddot

16 ]ὅτι τότε ἐκτρίψει τὴν δόξ[αν ὑμῶν] καὶ ἐπεγερεῖ τὸν θυμὸν [αὐτοῦ

καθrsquo] ὑμῶν ἀπολεῖ πάντας ὑ[μᾶς ἐν ῥομ]φαίᾳ καὶ πάντες οἱ δί[καιοι

μνημο]νήσουσιν τὰς ἀδικίας [ὑμῶν]

XCIII

1ndash2 καὶ τότε ἐν ἑνὶ τόπῳ [ῥέῃ τὰ α]ἵμα[τα αὐτῶν καὶ ἄνθρωπο]ς οὐκ

[ἀφέξ]ει τὴν [χεῖρα αὐτοῦ ἀπ]ὸ τοῦ υἱοῦ αὐ[τοῦ οὔτrsquo ἀ]πὸ τοῦ ἀγαπητοῦ

αὐτοῦ ἀποκτεῖναι αὐτόν καὶ ὁ ἁμαρτωλὸς ἀπὸ τοῦ ἐντίμου οὔτε ἀπὸ τοῦ

ἀδελφοῦ αὐτοῦmiddot ἐξ ὄρθρων μέχρις οὗ δῦναι τὸν ἥλιον φονευθήσονται ἐπὶ

τὸ αὐτό

3 καὶ διαπορεύσεται ἵππος ἕως τοῦ στήθους αὐτοῦ διὰ τοῦ αἵματος τῶν

ἁμαρτωλῶν καὶ τὸ ἅρμα μέχρι ἀξόνων καταβήσεται

4 καὶ καταβήσονται ἄγγελοι καταδύνοντες εἰς τὰ ἀπόκρυφα ἐν ἡμέρᾳ

ἐκείνῃmiddot οἵτινες ἐβοήθουν τῇ ἀδικίᾳ καὶ συστραφήσονται εἰς ἕνα τόπον καὶ ὁ

ὕψιστος ἐγερθήσεται ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως ποιῆσαι ἐκ πάντων κρίσιν

μεγάλην

5 καὶ τάξει φυλακὴν ἐπὶ πάντας τοὺς δικαίους καὶ ἁγίους τῶν ἁγίων

ἀγγέλων καὶ τηρηθήσονται ὡς κόριον ὀφθαλμοῦ ἕως οὗ ἐκλείπῃ τὰ κακὰ

καὶ ἁμαρτία καὶ ἀπrsquo ἐκείνου ὑπνώσουσιν εὐσεβεῖς ὕπνον ἡδύν καὶ οὐκ

ἔσται οὐκέτι ὁ ἐκφοβῶν αὐτούς

6 τότε ὄψονται οἱ φρόνιμοι τῶν ἀνθρώπων καὶ κατανοήσουσιν οἱ υἱοὶ τῆς

γῆς ἐπὶ τοὺς λόγους τούτους τῆς ἐπιστολῆς ταύτης καὶ γνώσονται ὅτι οὐ

δύναται ὁ πλοῦτος αὐτῶν διασῶσαι αὐτοὺς ἐν τῇ πτώσει τῆς ἀδικίας

7 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἄδικοι ὅταν ἐκθλίβητε τοὺς δικαίους ἐν ἡμέρᾳ ἀνάγκης

στερεᾶς καὶ φυλάξητε αὐτοὺς ἐν πυρί ὅτι κομιεῖσθε κατὰ τὰ ἔργα ὑμῶν

8 οὐαὶ ὑμῖν σκληροκάρδιοι ἀγρυπνοῦντες νοῆσαι τὸ κακόνmiddot περιέχει ὑμᾶς

φόβος καὶ οὐκ ἔστιν ὁ ἀντιλαμβανόμενος ὑμῶν

9 οὐαὶ ὑμῖν πᾶσιν τοῖς ἁμαρτωλοῖς ἐπὶ τοῖς ἔργοις τοῦ στόματος ὑμῶν

οὐαὶ ὑμῖν πᾶσιν τοῖς ἁμαρτωλοῖς ἐπὶ τοῖς λόγοις τοῦ στόματος ὑμῶν καὶ

ἐπὶ τοῖς [ἔργοις] τῶν χειρῶν ὑμῶν ὅτι ἀπὸ τῶν ἁγίων ἔργων

ἀπεπλα[νήθητε]

11 πᾶσα νεφέλη καὶ ὀμίχλη καὶ δρόσος καὶ ὄμβρος ἐπὶ ταῖς ἁμαρτίαις

ὑμῶν

12 δίδοτε οὖν ὄμβρῳ δῶρα ἵνα μὴ [κωλυθῇ κα]ταβῆναι ὑμῖν καὶ δρόσῳ

κα[ὶ νεφέλῃ] καὶ ὀμίχλῃmiddot χρυσίον διαγράψα[τε ἵνα κα]ταβῶσινmiddot

13 ὅτι ἐὰν ἐπιρρίψῃ ἐφrsquo ὑμ[ᾶς χι]ὼν καὶ πάχνη καὶ ψῦχος αὐτῆς καὶ οἱ

ἄνεμοι καὶ ὁ παγετὸς αὐτῶν καὶ πᾶσαι αἱ μάστιγες αὐτῶν οὐ δύνασθε

ὑποστῆναι ἔμπροσθεν ψύχους καὶ τῶν μαστίγων αὐτῶν

31

XCIV

1 κατανοήσατε τοίνουν υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων τὰ ἔργα τοῦ ὑψίστου καὶ

φοβήθητε τοῦ ποιῆσαι τὸ πονηρὸν ἐναντίον αὐτοῦ

2 ἐὰν ἀποκλείσῃ τὰς θυρίδας τοῦ οὐρανοῦ καὶ κωλύσῃ τὴν δρόσον καὶ τὸν

ὄμβρον καταβῆναι εἵνεκα ὑμῶν τί ποιήσετε

3 ἐὰν ἀποστείληται τὸν θυμὸν αὐτοῦ ἐφrsquo ὑμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ ἔργα ὑμῶν οὐχὶ

ἔσεσθε δεόμενοι αὐτοῦ διὰ τί ὑμεῖς λαλεῖτε τῷ στόματι ὑμῶν μεγάλα καὶ

σκληρὰ ἐπὶ τῇ μεγαλωσύνῃ αὐ[τοῦ

4 ὁρᾶ]τε τοὺς ναυκλήρους τοὺς πλωιζομένους τὴν θάλασσαν ὑπὸ τοῦ

κ[λύδω]νος καὶ χειμῶνος σεσαλευμένα τὰ πλοῖα αὐτῶν

5 καὶ χειμαζόμενοι πάντες φοβοῦνται ἔξω δὲ τὰ [ἀγαθὰ πάντα] καὶ τὰ

ὑπάρχοντα αὐτῶν ἐκβάλλουσιν εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ὑποπτεύουσιν ἐν τῇ

καρδίᾳ αὐτῶν ὅτι ἡ [θάλασσα κα]ταπίεται αὐτοὺς καὶ ἐν αὐτ[ῇ

ἀπολοῦν]ται

6 οὐχὶ πᾶσα ἡ θάλασσα καὶ [πάντα τὰ] ὕδατα αὐτῆς ἔργον τοῦ ὑψ[ίστου

ἐστί] καὶ αὐτὸς συνεστήσατο τὰ π[έρατα αὐ]τῶν καὶ συνέδησεν αὐτ[ήν

καὶ περι]έφραξεν αὐτὴν ἄμμῳ

7 [καὶ ἀπὸ τῆς] ἐμβριμήσεως αὐτοῦ φ[οβοῦνται καὶ ξη]ραίνονται καὶ οἱ

ἰχθύες

8 [ γῆν] καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτοῖς καὶ τίς ἔδωκεν ἐπιστήμην πᾶσιν τοῖς

κινουμένοις ἐν τῇ θαλάσσῃ οἱ ναύκληροι τὴν θάλασσαν φοβοῦνται

XCV

1 καὶ ὅταν ἐκβάλῃ ἐφrsquo ὑμᾶς τὸν κλύδωνα τοῦ πυρὸς τῆς καύσεως ὑμῶν

ποῦ ἀποδράντες σωθήσεσθε καὶ ὅταν δῷ ἐφrsquo ὑμᾶς φωνὴν αὐτοῦ

2 ἔσεσθε συνσειόμενοι καὶ φοβούμενοι ἤχῳ μεγάλῳ laquoκαὶraquo τὴν γῆν

σύμπασαν σειομένην καὶ τρέμουσαν καὶ συνταρασσομένην

3 καὶ οἱ ἄγγελοι συντελοῦντες τὸ συνταχθὲν αὐτοῖς καὶ ὁ οὐρανὸς καὶ οἱ

φωστῆρες σειόμενοι καὶ τρέμοντεςmiddot ἅπαντες οἱ υἱοὶ τῆς γῆς καὶ ὑμεῖς

ἁμαρτωλοὶ ἐπικατάρατοι εἰς τὸν αἰῶναmiddot οὐκ ἔστιν ὑμῖν χαίρειν

4 θαρσεῖτε ψυχαὶ τῶν δικαίων τῶν ἀποθανόντων τῶν δικαίων καὶ τῶν

εὐσεβῶν

5 καὶ μὴ λυπεῖσθε ὅτι κατέβησαν αἱ ψυχαὶ ὑμῶν εἰς ᾅδου μετὰ λύπης καὶ

οὐκ ἀπηντήθη τῷ σώματι τῆς σαρκὸς ὑμῶν ἐν τῇ ζωῇ ὑμῶν κατὰ τὴν

ὁσιότητα ὑμῶν ἐπεὶ αἱ ἡμέραι ἃς ἦτε ἡμέραι ἦσαν ἁμαρτωλῶν καὶ

καταράτων ἐπὶ τῆς γῆς

6 ὅταν ἀποθάνητε τότε ἐροῦσιν οἱ ἁμαρτωλοὶ ὅτι εὐσεβεῖς κατὰ τὴν

εἱμαρμένην ἀπεθάνοσαν καὶ τί αὐτοῖς περιεγένετο ἐπὶ τοῖς ἔργοις αὐτῶν

7 καὶ αὐτοὶ ὁμοίως ἡμῖν ἀπεθάνοσαν ἴδετε οὖν ὡς ἀποθνήσκουσιν μετὰ

λύπης καὶ σκότους καὶ τί αὐτοῖς ἐγένετο περισσόν

8 ἀπὸ τοῦ νῦν ἀναστήτωσαν καὶ σωθήτωσαν καὶ ὄψονται εἰς τὸν αἰῶνα

ἡμᾶς φαγεῖν καὶ πεῖν

9 τοιγαροῦν ἁρπάσαι καὶ ἁμαρτάνειν καὶ λωποδυτεῖν καὶ ἐγκτᾶσθαι καὶ

[ἰδεῖν] ἡμέρας ἀγαθάς

10 ἴδετε οὖν οἱ δικαιοῦντες [ἑαυτ]ούς ὁποία ἐγένετο αὐτῶν ἡ καταστροφή

ὅτι πᾶσα δικαιοσύνη οὐχ εὑρέθη ἐν αὐτοῖς ἕως ἀπέθανον καὶ ἀπώλοντο

11 καὶ ἐγένοντο ὡς οὐκ ὄντες καὶ κατέβησαν αἱ ψυχαὶ αὐτῶν μετrsquo ὀδύνης

εἰς ᾅδου

XCVI

1 ἐγὼ ὀμνύω ὑμῖν Three lines are lost

2 ἐπίσταμαι τὸ μυστήριον τοῦτοmiddot ἀν[έγνων] γὰρ τὰς πλάκας τοῦ οὐρανοῦ

32

καὶ εἶδον τὴν γραφὴν ἀναγκαίανmiddot ἔγνων τὰ γ[εγραμμέ]να ἐν αὐταῖς καὶ

ἐγκεκολαμμέν[α περὶ] ὑμῶν

3 ὅτι ἀγαθὰ καὶ ἡ χαρὰ καὶ ἡ τ[ιμὴ] ἡτοίμασται καὶ ἐγγέγραπται ταῖς

ψ[υχαῖς] τῶν ἀποθανόντων εὐσεβῶνmiddot

4 καὶ χαιρήσονται καὶ οὐ μὴ ἀπόλωνται τὰ πνεύματα αὐτῶν οὐδὲ τὸ

μνημόσυνον ἀπὸ προσώπου τοῦ μεγάλου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν

αἰώνων μὴ οὖν φοβεῖσθε τοὺς ὀνειδισμοὺς αὐτῶν

5 καὶ ὑμεῖς οἱ νεκροὶ τῶν ἁμαρτωλῶν ὅταν ἀποθάνητε ἐροῦσιν ἐφrsquo ὑμῖν

μακάριοι ἁμαρτωλοὶ πάσας τὰς ἡμέρας αὐτῶν ὅσας εἴδοσαν ἐν τῇ ζωῇ

αὐτῶν καὶ ἐνδόξως

6 ἀπεθάνοσαν καὶ κρίσις οὐκ ἐγενήθη ἐν τῇ ζωῇ αὐτῶν

7 αὐτοὶ ὑμεῖς γινώσκετε ὅτι εἰς ᾅδου κατάξουσιν τὰς ψυχὰς ὑμῶν

8 καὶ ἐκεῖ ἔσονται ἐν ἀνάγκῃ μεγάλῃ καὶ ἐν σκότει καὶ ἐν παγίδι καὶ ἐν

φλογὶ καιομένῃ καὶ εἰς κρίσιν μεγάλην εἰσελεύσονται αἱ ψυχαὶ ὑμῶν ἐν

πάσαις ταῖς γενεαῖς τοῦ αἰῶνος οὐαὶ ὑμῖν οὐκ ἔστιν ὑμῖν χαίρειν

9 μὴ γὰρ εἴπητε οἱ δίκαιοι ὅσιοι ὄντες ἐν τῇ ζωῇ τῶν ἡμερῶν τῆς θλίψεως

κόπους ἐκοπιάσαμεν καὶ ἀνηλώμεθα καὶ ὀλίγοι ἐγενήθημεν καὶ

ἀντιλήμπτορα οὐχ εὑρήκαμενmiddot

10 συντετριμμένοι καὶ ἀπολώλαμεν καὶ ἀπηλπίσμεθα καὶ μηκέτι εἰδέναι

σωτηρίαν ἡμέραν ἐξ ἡμέρας

11 ἠλπίσαμεν γενέσθαι κεφαλή ἐγενήθημεν κέρ[κοςmiddot ἐκο]πιάσαμεν

ἐργαζόμενοι καὶ τῶν ὀψωνίων οὐ κεκυριεύκαμεν ἐγενήθημεν κατάβρωμα

ἁμαρτωλῶν [οἱ ἄνο]μοι ἐβάρυναν ἐφrsquo ἡμᾶς τὸν ζυγόν

12 οἳ κυριεύουσιν οἱ ἐχθροὶ ἡμῶν ἐγκεντρίζουσιν ἡμᾶς καὶ περικλείουσιν

ἡμᾶςmiddot ἐζητήσαμεν πο[ῦ φύγωμεν] ἀπrsquo αὐτῶν ὅπως ἀναψύχ[ωμεν] three

lines are lost

14 ἐκράξαμεν ἐπὶ τοὺς καταβάλλοντας καὶ βιαζομένους ἡμᾶς καὶ τὰς

ἐντεύξεις ἡμῶν οὐκ ἀπεδέξαντο οὐδὲ ἐβούλοντο ἐπακοῦσαι τῆς φωνῆς

ἡμῶν

15 καὶ οὐκ ἀντελαμβάνοντο ἡμῶν οὐχ εὑρόντες κατὰ τῶν βιαζομένων καὶ

κατεσθόντων ἡμᾶς ἀλλὰ στερεοῦσιν αὐτοὺς ἐφrsquo ἡμᾶςmiddot ἀπέκτειναν ἡμᾶς

καὶ εἰς ὀλίγους ἤγαγον καὶ οὐχ ὑποδεικνύουσιν περὶ τῶν πεφονευμένων

ἡμῶν καὶ οὐκ ἀναμιμνήσκουσιν περὶ τῶν ἁμαρτωλῶν αὐτῶν τὰς

ἁμαρτίας αὐτῶν

XCVII

1 ὀμνύω ὑμῖν ὅτι οἱ ἄγγελοι ἐν τῷ οὐρανῷ ἀναμιμνήσκουσιν [ὑμῶν] εἰς

ἀγαθὸν ἐνώπιον τῆς δόξης τοῦ μεγάλου

2 θαρσεῖτε δὴ ὅτι ἐπαλαιώθητε ἐν τοῖς κακοῖς καὶ ἐν ταῖς θλίψεσινmiddot ὡσεὶ

φωστῆρες τοῦ οὐρανοῦ ἀναλάμψετε καὶ φανεῖτε αἱ θυρίδες τοῦ οὐρανοῦ

ἀνοιχθήσονται ὑμῖν

3ndash4 καὶ ἡ κραυγὴ ὑμῶν ἀκουσθήσεται καὶ ἡ κρίσις ὑμῶν ἣν κράζετε καὶ

φανεῖται ἐφrsquo ὅσα συλλαβήσεται ὑμῖν περὶ τῆς θλίψεως ὑμῶν καὶ ἐκ

πάντων ὅστις μετέσχεν τῶν βιαζομένων καὶ κατεσθόντων ὑμᾶς

5 [μὴ φοβεῖσθε] τὰ κακὰ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως τῆς μεγάλης καὶ οὐ μὴ

εὑρεθῆτε ὡς οἱ ἁμαρτωλοί [ἀλλrsquo ὑμεῖς οἱ ἁμαρτωλοὶ] σκυλήσεσθε καὶ

κρίσις αἰώνιος ἐξ ὑμῶν ἔσται εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν αἰώνων

6 μὴ φοβεῖσθε οἱ δίκαιοι ὅταν ἴδητε τοὺς ἁμαρτωλοὺς κατισχύοντας καὶ

εὐοδουμένους καὶ μὴ μέτοχοι αὐτῶν γίνεσθε ἀλλὰ μακρὰν ἀπέχεσθε ἀπὸ

πάντων τῶν ἀδικημάτων αὐτῶν

7 μὴ γὰρ εἴπητε οἱ ἁμαρτωλοὶ [ὅτι] οὐ μὴ ἐκζητηθῶσιν αἱ ἁμαρτίαι ὑμῶν

33

[ἐξ] ἡμερῶν

8 καὶ νῦν ἀποδεικνύω ὑμῖν ὅτι φῶς καὶ σκότος ἡμέρα καὶ νὺξ

ἐποπτεύουσιν τὰς ἁμαρτίας ὑμῶν πάσας

9 μὴ πλανᾶσθε τῇ καρδίᾳ ὑμῶν μηδὲ ψεύδεσθε μηδὲ ἐξαλλοιώσητε τοὺς

λόγους τῆς ἀληθείας μηδὲ καταψεύδεσθε τῶν [λόγων τοῦ] ἁγίου καὶ μὴ

δότε ἔπαινον ταῖς [εἰκόσιν ὑ]μῶνmiddot οὐ γὰρ εἰς δικαίωμα εἰσάγ[ουσιν πάντα

τὰ ψεύδ]η καὶ πᾶσα [ἡ πλάνη] Two lines are lost

10 τῆς ἀληθείας ἐξαλλοιοῦσιν καὶ ἀντιγράφουσιν οἱ ἁμαρτωλοὶ καὶ

ἀλλάσσουσιν τοὺς πολλούς καὶ ψεύδονται καὶ πλάσσουσιν πλάσματα

μεγάλα καὶ τὰς γραφὰς ἀναγράφουσιν ἐπὶ τοῖς ὀνόμασιν αὐτῶνmiddot

11 καὶ ὄφελον πάντας τοὺς λόγους μου γράφωσιν ἐπrsquo ἀληθείας ἐπὶ τὰ

ὀνόματα αὐτῶν καὶ μήτε ἀφέλωσιν μήτε ἀλλοιώσωσιν τῶν λόγων τούτων

ἀλλὰ πάντα ἐπrsquo ἀληθείας γράφωσιν ἃ ἐγὼ διαμαρτυροῦμαι αὐτοῖς

12 καὶ πάλιν ἐγὼ γινώσκω μυστήριον δεύτερον ὅτι δικαίοις καὶ ὁσίοις καὶ

φρονίμοις δοθήσονται αἱ βίβλοι μου εἰς χαρὰν ἀληθείας

13 καὶ αὐτοὶ πιστεύσουσιν αὐταῖς καὶ ἐν αὐταῖς χαρήσονται καὶ

ἀγαλλιάσονται πάντες οἱ δίκαιοι μαθεῖν ἐξ αὐτῶν πάσας τὰς ὁδοὺς τῆς

ἀληθείας

CVI

1 μετὰ δὲ χρόνον ἔλαβεν Μαθουσάλεκ τῷ υἱῷ μου γυναῖκα καὶ ἔτεκεν

υἱὸν καὶ ἐκάλεσεν τὸ ὄνομα αὐτοῦ Λάμεχ ἐταπεινώθη ἡ δικαιοσύνη μέχρι

τῆς ἡμέρας ἐκείνης καὶ ὅτε εἰς ἡλικίαν ἐπῆλθεν ἔλαβεν αὐτῷ γυναῖκα καὶ

ἔτεκεν αὐτῷ παιδίον

2 καὶ ὅτε ἐγεννήθη τὸ παιδίον ἦν τὸ σῶμα λευκότερον χιόνος καὶ

πυρρότερον ῥόδου τὸ τρίχωμα πᾶν λευκὸν καὶ ὡς ἔρια λευκὰ καὶ οὖλον

καὶ ἔνδοξον καὶ ὅτε ἀνέῳξεν τοὺς ὀφθαλμούς ἔλαμψεν ἡ οἰκία ὡσεὶ

ἥλιος

3 καὶ ἀνέστη ἐκ τῶν χειρῶν τῆς μαίας καὶ ἀνέῳξεν τὸ στόμα καὶ

εὐλόγησεν τῷ κυρίῳmiddot

4 καὶ ἐφοβήθη Λάμεχ ἀπrsquo αὐτοῦ καὶ ἔφυγεν καὶ ἦλθεν πρὸς Μαθουσάλεκ

τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ

5 τέκνον ἐγεννήθη μου ἀλλοῖον οὐχ ὅμοιον τοῖς ἀνθρώποις ἀλλὰ τοῖς

τέκνοις τῶν ἀγγέλων τοῦ οὐρανοῦ καὶ ὁ τύπος ἀλλοιότερος οὐχ ὅμοιος

ἡμῖνmiddot τὰ ὄμματά ἐστιν ὡς ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου καὶ ἔνδοξον τὸ πρόσωπονmiddot

6 καὶ ὑπολαμβάνω ὅτι οὐκ ἔστιν ἐξ ἐμοῦ ἀλλὰ ἐξ ἀγγέλου καὶ

εὐλαβοῦμαι αὐτὸν μήποτέ τι ἔσται ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ ἐν τῇ γῇ

7 καὶ παραιτοῦμαι π[άτερ καὶ] δέομαι βάδισον πρὸς Ἑνὼ[χ τὸν πατέρα

ἡμῶν καὶ ἐρώτησον] Two lines are lost

8 [ἦλθ]εν πρὸς ἐμὲ εἰς τὰ τέρματα τῆς γῆς οὗ [εἶδ]εν τότε εἶναι με καὶ

εἶπέν μοι πάτερ [μου] ἐπάκουσον τῆς φωνῆς μου καὶ ἧκε [πρὸς] ἐμέ καὶ

ἤκουσα τὴν φωνὴν αὐτοῦ καὶ ἦλθον πρὸς αὐτὸν καὶ εἶπα ἰδοὺ πάρειμι

τέκνονmiddot διὰ τί ἐλήλυθας πρὸς ἐμέ τέκνον

9 καὶ ἀπεκρίθη λέγων διrsquo ἀνάγκην μεγάλην ἦλθον ὧδε πάτερmiddot

10 καὶ νῦν ἐγεννήθη τέκνον Λάμεχ τῷ υἱῷ μου καὶ ὁ τύπος αὐτοῦ καὶ ἡ

εἰκὼν αὐτοῦ laquoοὐχ ὅμοιος ἀνθρώποις καὶ τὸ χρῶμα αὐτοῦraquo λευκότερον

χιόνος καὶ πυρρότερον ῥόδου καὶ τὸ τρίχωμα τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ

λευκότερον ἐρίων λευκῶν καὶ τὰ ὄμματα αὐτοῦ ἀφόμοια ταῖς τοῦ ἡλίου

ἀκτῖσιν

11 καὶ ἀνέστη ἀπὸ τῶν τῆς μαίας χειρῶν καὶ ἀνοίξας τὸ στόμα εὐλόγησεν

τὸν κύριον τοῦ αἰῶνοςmiddot

34

12 καὶ ἐφοβήθη ὁ υἱός μου Λάμεχ καὶ ἔφυγεν πρὸς ἐμέ καὶ οὐ πιστεύει ὅτι

υἱὸς αὐτοῦ ἐστιν ἀλλὰ ὅτι ἐξ ἀγγέλων one or two lines omitted τὴν

ἀκρίβειαν ἣν ἔχεις () καὶ τὴν ἀλήθειαν

13 τότε ἀπεκρίθην λέγων ἀνακαινίσει ὁ κύριος πρόσταγμα ἐπὶ τῆς γῆς

καὶ τὸν αὐτὸν τρόπον τέκνον τεθέαμαι καὶ ἐσήμανά σοιmiddot ἐν γὰρ τῇ γενεᾷ

Ἰάρεδ τοῦ πατρός μου παρέβησαν τὸν λόγον κυρίου ἀπὸ τῆς διαθήκης τοῦ

οὐρανοῦ

14 καὶ ἰδοὺ ἁμαρτάνουσιν καὶ παραβαίνουσιν τὸ ἔθος καὶ μετὰ γυναικῶν

συγγίνονται καὶ μετrsquo αὐτῶν ἁμαρτάνουσιν καὶ ἔγημαν ἐξ αὐτῶν

[καὶ τίκτουσιν οὐχ ὁμοίους πνεύμασιν ἀλλὰ σαρκίνους]middot

15 καὶ ἔσται ὀργὴ μεγάλη ἐπὶ τῆς γῆς καὶ κατακλυσμός καὶ ἔσται

ἀπώλεια μεγάλη ἐπὶ ἐνιαυτὸν ἕναmiddot

16 καὶ τόδε τὸ παιδίον τὸ γεννηθὲν καταλειφθήσεται καὶ τρία αὐτοῦ

τέκνα σωθήσεται ἀποθανόντων τῶν ἐπὶ τῆς γῆςmiddot

17b καὶ πραϋνεῖ τὴν γῆν ἀπὸ τῆς οὔσης ἐν αὐτῇ φθορᾶς

18 καὶ νῦν λέγε Λάμεχ ὅτι τέκνον σού ἐστιν δικαίως καὶ ὁσίως [καὶ]

κάλεσον αὐτοῦ τὸ ὄνομα [Νῶε]middot αὐτὸς γὰρ ἔσται ὑμῶν κατάλειμμα ἐφrsquo οὗ

ἂν καταπαύσητε καὶ laquoοἱraquo υἱοὶ αὐτοῦ ἀπὸ τῆς φθορᾶς τῆς γῆς καὶ ἀπὸ

πάντων τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ ἀπὸ πασῶν τῶν συντελειῶν ἐπὶ τῆς γῆς

Four lines are lost

19 ὑπέδειξέν μοι καὶ ἐμήνυσεν καὶ ἐν ταῖς πλαξὶν τοῦ οὐρανοῦ ἀνέγνων

αὐτά

CVII

1 τότε τεθέαμαι τὰ ἐγγεγραμμένα ἐπrsquo αὐτῶν ὅτι γενεὰ γενεᾶς κακ[ίων

ἔσται] καὶ εἶδον τόδε μέχρις τοῦ ἀνας[τῆναι] γενεὰν δικαιοσύνης καὶ ἡ

κακία ἀπολεῖται καὶ ἡ ἁμαρτία ἀλλάξει ἀπὸ τῆς γῆς καὶ τὰ ἀγαθὰ ἥξει ἐπὶ

τῆς γῆς ἐπrsquo αὐτούς

2 καὶ νῦν ἀπότρεχε τέκνον καὶ σήμανον Λάμεχ τῷ υἱῷ σου ὅτι τὸ παιδίον

τοῦτο τὸ γεννηθὲν τέκνον αὐτοῦ ἐστιν δικαίως καὶ οὐ ψευδῶς

3 καὶ ὅτε ἤκουσεν Μαθουσάλεκ τοὺς λόγους Ἑνὼχ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ

μυστηριακῶς γὰρ ἐδήλωσεν αὐτῷ [ἐπέστρεψεν καὶ ἐδήλωσεν αὐτῷ] καὶ

ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτοῦ Νῶε εὐφραίνων τὴν γῆν ἀπὸ τῆς ἀπωλείας

Liber Enoch

Apocalypsis Henochi Graece

(recensio ap Syncellum)

(ed M Black)

Pseudepigrapha veteris testamenti Graece 3

Leiden Brill 1970 pp 21ndash26 29ndash30 32ndash33 37

VI

ἐκ τοῦ πρώτου βιβλίου Ἐνὼχ περὶ τῶν ἐγρηγόρων

1 καὶ ἐγένετο ὅτε ἐπληθύνθησαν οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων ἐγεννήθησαν

αὐτοῖς θυγατέρες ὡραῖαι

2 καὶ ἐπεθύμησαν αὐτὰς οἱ ἐγρήγοροι καὶ ἀπεπλανήθησαν ὀπίσω αὐτῶν

καὶ εἶπον πρὸς ἀλλήλους ἐκλεξώμεθα ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ τῶν

θυγατέρων τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς

3 καὶ εἶπε Σεμιαζᾶς ὁ ἄρχων αὐτῶν πρὸς αὐτούς φοβοῦμαι μὴ οὐ

θελήσητε (Go θελήσετε) ποιῆσαι τὸ πρᾶγμα τοῦτο καὶ ἔσομαι ἐγὼ μόνος

ὀφειλέτης ἁμαρτίας μεγάλης

4 καὶ ἀπεκρίθησαν αὐτῷ πάντες καὶ εἶπον ὀμόσωμεν ἅπαντες ὅρκῳ καὶ

ἀναθεματίσωμεν ἀλλήλους τοῦ μὴ ἀποστρέψαι τὴν γνώμην ταύτην

35

μέχρις οὗ ἀποτελέσωμεν αὐτήν

5 τότε πάντες ὤμοσαν ὁμοῦ καὶ ἀνεθεμάτισαν ἀλλήλους

6 ἦσαν δὲ οὗτοι διακόσιοι οἱ καταβάντες ἐν ταῖς ἡμέραις Ἰάρεδ εἰς τὴν

κορυφὴν τοῦ Ἑρμονιεὶμ (Go κορυφὴν Ἑρμὼν) ὄρους καὶ ἐκάλεσαν τὸ ὄρος

Ἑρμώμ καθότι ὤμοσαν (Go ομοσαν) καὶ ἀνεθεμάτισαν ἀλλήλους ἐν αὐτῷ

7 καὶ ταῦτα τὰ ὀνόματα τῶν ἀρχόντων αὐτῶν αacute Σεμιαζᾶς ὁ ἄρχων

αὐτῶν βacute Ἀταρκούφ γacute Ἀρακιήλ δacute Χωβαβιήλ εacute Ὀραμμαμή Ϛacute Ῥαμιήλ ζacute

Σαμψίχ ηacute Ζακιήλ θacute Βαλκιήλ ιacute Ἀζαλζήλ ιαacute Φαρμαρός ιβacute Ἀμαριήλ ιγacute

Ἀναγημάς ιδacute Θαυσαήλ ιεacute Σαμιήλ ιϚacute Σαρινᾶς ιζacute Εὐμιήλ (Par gr 1711 ὁ

Εὐμιήλ) ιηacute Τυριήλ ιθacute Ἰουμιήλ κacute Σαριήλ

VII

1 Οὗτοι καὶ οἱ λοιποὶ πάντες ἐν τῷ χιλιοστῷ ἑκατοστῷ ἑβδομηκοστῷ ἔτει

τοῦ κόσμου ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας καὶ ἤρξαντο μιαίνεσθαι ἐν αὐταῖς

ἕως τοῦ κατακλυσμοῦ καὶ ἔτεκον αὐτοῖς γένη τρίαmiddot πρῶτον γίγαντας

μεγάλους

2 οἱ δὲ γίγαντες ἐτέκνωσαν Ναφηλείμ καὶ τοῖς Ναφηλεὶμ ἐγεννήθησαν

Ἐλιούδ καὶ ἦσαν αὐξανόμενοι κατὰ τὴν μεγαλειότητα αὐτῶν καὶ

ἐδίδαξαν ἑαυτοὺς καὶ τὰς γυναῖκας ἑαυτῶν φαρμακείας καὶ ἐπαοιδίας

VIII

1 Πρῶτος Ἀζαὴλ ὁ δέκατος τῶν ἀρχόντων ἐδίδαξε ποιεῖν μαχαίρας καὶ

θώρακας καὶ πᾶν σκεῦος πολεμικόν καὶ τὰ μέταλλα τῆς γῆς καὶ τὸ

χρυσίον πῶς ἐργάσωνται καὶ ποιήσωσιν αὐτὰ κόσμια ταῖς γυναιξί καὶ τὸν

ἄργυρον ἔδειξε δὲ αὐτοῖς καὶ τὸ στίλβειν καὶ τὸ καλλωπίζειν καὶ τοὺς

ἐκλεκτοὺς λίθους καὶ τὰ βαφικάmiddot καὶ ἐποίησαν ἑαυτοῖς οἱ υἱοὶ τῶν

ἀνθρώπων καὶ ταῖς θυγατράσιν αὐτῶν καὶ παρέβησαν καὶ ἐπλάνησαν

τοὺς ἁγίους

2 καὶ ἐγένετο ἀσέβεια πολλὴ ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἠφάνισαν τὰς ὁδοὺς αὐτῶν

3 ἔτι δὲ καὶ ὁ πρώταρχος αὐτῶν Σεμιαζᾶς ἐδίδαξεν εἶναι ὀργὰς κατὰ τοῦ

νοός καὶ ῥίζας βοτανῶν τῆς γῆς ὁ δὲ ἑνδέκατος Φαρμαρὸς ἐδίδαξε

φαρμακείας ἐπαοιδίας σοφίας καὶ ἐπαοιδῶν λυτήριαmiddot ὁ ἔνατος ἐδίδαξεν

ἀστροσκοπίανmiddot ὁ δὲ τέταρτος ἐδίδαξεν ἀστρολογίανmiddot ὁ δὲ ὄγδοος ἐδίδαξεν

ἀεροσκοπίανmiddot ὁ δὲ τρίτος ἐδίδαξε τὰ σημεῖα τῆς γῆςmiddot ὁ δὲ ἕβδομος ἐδίδαξε

τὰ σημεῖα τοῦ ἡλίουmiddot ὁ δὲ εἰκοστὸς ἐδίδαξε τὰ σημεῖα τῆς σελήνηςmiddot πάντες

οὗτοι ἤρξαντο ἀνακαλύπτειν τὰ μυστήρια ταῖς γυναιξὶν αὐτῶν καὶ τοῖς

τέκνοις αὐτῶν μετὰ δὲ ταῦτα ἤρξαντο οἱ γίγαντες κατεσθίειν τὰς σάρκας

τῶν ἀνθρώπων

4 καὶ ἤρξαντο οἱ ἄνθρωποι ἐλαττοῦσθαι ἐπὶ τῆς γῆς

VIII col I

4 οἱ δὲ λοιποὶ ἐβόησαν εἰς τὸν οὐρανὸν περὶ τῆς κακώσεως αὐτῶν

λέγοντες εἰσενεχθῆναι τὸ μνημόσυνον αὐτῶν ἐνώπιον κυρίου

VIII col II

4 Τότε ἐβόησαν οἱ ἄνθρωποι εἰς τὸν οὐρανὸν λέγοντες Εἰσαγάγετε τὴν

κρίσιν ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον καὶ τὴν ἀπώλειαν ἡμῶν ἐνώπιον τῆς δόξης

τῆς μεγάλης ἐνώπιον τοῦ κυρίου τῶν κυρίων πάντων τῇ μεγαλωσύνῃ

IX col I

1 Καὶ ἀκούσαντες οἱ τέσσαρες μεγάλοι ἀρχάγγελοι Μιχαὴλ καὶ Οὐριὴλ

καὶ Ῥαφαὴλ καὶ Γαβριὴλ (καὶ Par gr 1711) παρέκυψαν ἐπὶ τὴν γῆν ἐκ τῶν

ἁγίων τοῦ οὐρανοῦ

2 καὶ θεασάμενοι αἷμα πολὺ ἐκκεχυμένον ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πᾶσαν ἀσέβειαν

καὶ ἀνομίαν γενομένην ἐπrsquo αὐτῆς

36

3 εἰσελθόντες εἶπον πρὸς ἀλλήλους ὅτι Τὰ πνεύματα καὶ αἱ ψυχαὶ τῶν

ἀνθρώπων στενάζουσιν ἐντυγχάνοντα καὶ λέγοντα ὅτι Εἰσαγάγετε τὴν

κρίσιν ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον καὶ τὴν ἀπώλειαν ἡμῶν ἐνώπιον τῆς δόξης

τῆς μεγαλωσύνης ἐνώπιον τοῦ κυρίου τῶν κυρίων πάντων τῇ

μεγαλωσύνῃ

4 καὶ εἶπον τῷ κυρίῳ τῶν αἰώνων Σὺ εἶ ὁ θεὸς τῶν θεῶν καὶ κύριος τῶν

κυρίων καὶ ὁ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ θεὸς τῶν αἰώνων καὶ ὁ

θρόνος τῆς δόξης σου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν αἰώνων καὶ τὸ ὄνομά σου

ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

IX col II

1 Καὶ ἀκούσαντες οἱ τέσσαρες μεγάλοι ἀρχάγγελοι Μιχαὴλ καὶ Οὐριὴλ

καὶ Ῥαφαὴλ καὶ Γαβριὴλ παρέκυψαν (= οἱ ltδgt Par gr 1711) ἐπὶ τὴν γῆν ἐκ

τῶν ἁγίων τοῦ οὐρανοῦ

2 καὶ θεασάμενοι αἷμα πολὺ ἐκκεχυμένον ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πᾶσαν ἀνομίαν

καὶ ἀσέβειαν γινομένην ἐπrsquo αὐτῆς

3 εἰσελθόντες εἶπον πρὸς ἀλλήλους ὅτι Τὰ πνεύματα καὶ αἱ ψυχαὶ τῶν

ἀνθρώπων ἐντυγχάνουσι στενάζοντα καὶ λέγοντα Εἰσαγάγετε τὴν δέησιν

ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον

4 καὶ προσελθόντες οἱ τέσσαρες ἀρχάγγελοι εἶπον τῷ κυρίῳ Σὺ εἶ ὁ θεὸς

τῶν θεῶν καὶ κύριος τῶν κυρίων καὶ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ θεὸς

τῶν ἀνθρώπων καὶ ὁ θρόνος τῆς δόξης σου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν

αἰώνων καὶ τὸ ὄνομά σου ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

καὶ τὸ ὄνομά σου ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

IX

4 add post αἰῶνας καὶ τὰ ἑξῆς τότε ὁ ὕψιστος ἐκέλευσε τοῖς ἁγίοις

ἀρχαγγέλοις καὶ ἔδησαν τοὺς ἐξάρχους αὐτῶν καὶ ἔβαλον (ἔβαλλον Par

gr 1711) αὐτοὺς εἰς τὴν ἄβυσσον ἕως τῆς κρίσεως καὶ τὰ ἑξῆς καὶ ταῦτα

μὲν ὁ Ἐνὼχ μαρτυρεῖ

5 σὺ γὰρ εἶ ὁ ποιήσας τὰ πάντα καὶ πάντων τὴν ἐξουσίαν ἔχων καὶ πάντα

ἐνώπιόν σου φανερὰ καὶ ἀκάλυπταmiddot καὶ πάντα ὁρᾷς καὶ οὐκ ἔστιν ὃ

κρυβῆναί σε δύναται

6 ὁρᾷς ὅσα ἐποίησεν Ἀζαὴλ καὶ (om Par gr 1711) ὅσα εἰσήνεγκεν (add

καὶ Par gr 1711) ὅσα ἐδίδαξεν ἀδικίας καὶ ἁμαρτίας ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πάντα

δόλον ἐπὶ τῆς ξηρᾶς ἐδίδαξε γὰρ τὰ μυστήρια καὶ ἀπεκάλυψε τῷ αἰῶνι τὰ

ἐν οὐρανῷ ἐπιτηδεύουσιν δὲ τὰ ἐπιτηδεύματα αὐτοῦ εἰδέναι τὰ μυστήρια

οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων

7 τῷ Σεμιαζᾷ τὴν ἐξουσίαν ἔδωκας ἔχειν τῶν σὺν αὐτῷ ἅμα ὄντων

8 καὶ ἐπορεύθησαν πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς καὶ

συνεκοιμήθησαν μετrsquo αὐτῶν καὶ ἐν ταῖς θηλείαις ἐμιάνθησαν καὶ

ἐδήλωσαν αὐταῖς πάσας τὰς ἁμαρτίας καὶ ἐδίδαξαν αὐτὰς μίσητρα

(μίσιτρα Par gr 1711) ποιεῖν

9 καὶ νῦν ἰδοὺ αἱ θυγατέρες τῶν ἀνθρώπων ἔτεκον ἐξ αὐτῶν υἱοὺς

γίγανταςmiddot κίβδηλα ἐπὶ τῆς (om Go) γῆς τῶν ἀνθρώπων ἐκκέχυται καὶ ὅλη

ἡ γῆ ἐπλήσθη ἀδικίας

10 καὶ νῦν ἰδοὺ τὰ πνεύματα τῶν ψυχῶν τῶν ἀποθανόντων ἀνθρώπων

ἐντυγχάνουσιν καὶ μέχρι τῶν πυλῶν τοῦ οὐρανοῦ ἀνέβη ὁ στεναγμὸς

αὐτῶν καὶ οὐ δύναται ἐξελθεῖν ἀπὸ προσώπου τῶν ἐπὶ τῆς γῆς γινομένων

ἀδικημάτων

11 καὶ σὺ αὐτὰ οἶδας πρὸ τῶν (τοῦ recte Par gr 1711) αὐτὰ γενέσθαι καὶ

ὁρᾷς αὐτοὺς καὶ ἐᾷς αὐτούς καὶ οὐδὲν λέγεις τί δεῖ ποιῆσαι αὐτοὺς (om

37

Go) περὶ τούτου

X

1 Τότε ὁ ὕψιστος εἶπε καὶ ὁ ἅγιος ὁ μέγας ἐλάλησε καὶ ἔπεμψε τὸν Οὐριὴλ

πρὸς τὸν υἱὸν (Go τοῦ) Λάμεχ λέγων

2 Πορεύου πρὸς τὸν Νῶε καὶ εἶπον αὐτῷ τῷ ἐμῷ ὀνόματι Κρύψον σεαυτόν

καὶ δήλωσον αὐτῷ τέλος ἐπερχόμενον ὅτι ἡ γῆ ἀπόλλυται πᾶσαmiddot καὶ εἶπον

αὐτῷ ὅτι κατακλυσμὸς μέλλει γίνεσθαι πάσης τῆς γῆς ἀπολέσαι πάντα

ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς

3 δίδαξον τὸν δίκαιον τί ποιήσει τὸν υἱὸν Λάμεχ καὶ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ εἰς

ζωὴν συντηρήσει καὶ ἐκφεύξεται διrsquo αἰῶνος καὶ ἐξ αὐτοῦ φυτευθήσεται

φύτευμα καὶ σταθήσεται πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

4 Καὶ τῷ Ῥαφαὴλ εἶπε Πορεύου Ῥαφαήλ καὶ δῆσον τὸν Ἀζαήλmiddot χερσὶ καὶ

ποσὶ συμπόδισον αὐτόν καὶ ἔμβαλε αὐτὸν εἰς τὸ σκότος καὶ ἄνοιξον τὴν

ἔρημον τὴν οὖσαν ἐν τῇ ἐρήμῳ Δουδαήλ καὶ ἐκεῖ πορευθεὶς βάλε αὐτόν

5 καὶ ὑπόθες αὐτῷ λίθους ὀξεῖς καὶ (om Go) λίθους τραχεῖς καὶ

ἐπικάλυψον αὐτῷ σκότος καὶ οἰκησάτω ἐκεῖ εἰς τὸν αἰῶνα καὶ τὴν ὄψιν

αὐτοῦ πώμασον καὶ φῶς μὴ θεωρείτωmiddot

6 καὶ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως ἀπαχθήσεται εἰς τὸν ἐμπυρισμὸν τοῦ

πυρός

7 καὶ ἴασαι τὴν γῆν ἣν ἠφάνισαν οἱ ἐγρήγοροι καὶ τὴν ἴασιν τῆς πληγῆς

δήλωσον ἵνα ἰάσωνται τὴν πληγὴν καὶ μὴ ἀπόλωνται πάντες οἱ υἱοὶ τῶν

ἀνθρώπων ἐν τῷ μυστηρίῳ ὃ εἶπον οἱ ἐγρήγοροι καὶ ἐδίδαξαν τοὺς υἱοὺς

τῶν ἀνθρώπων

8 καὶ ἠρημώθη πᾶσα ἡ γῆ ἐν τοῖς ἔργοις τῆς διδασκαλίας Ἀζαήλmiddot καὶ ἐπrsquo

αὐτῇ γράψον πάσας τὰς ἁμαρτίας

9 Καὶ τῷ Γαβριὴλ εἶπε Πορεύου Γαβριήλ ἐπὶ τοὺς γίγαντας ἐπὶ τοὺς

κιβδήλους ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς πορνείας καὶ ἀπόλεσαν τοὺς υἱοὺς τῶν

ἐγρηγόρων ἀπὸ τῶν υἱῶν τῶν ἀνθρώπωνmiddot πέμψον αὐτοὺς εἰς ἀλλήλους ἐξ

αὐτῶν εἰς αὐτούς ἐν πολέμῳ καὶ ἐν ἀπωλείᾳ καὶ μακρότης ἡμερῶν οὐκ

ἔσται αὐτοῖς

10 καὶ πᾶσα ἐρώτησις οὐκ ἔστι τοῖς πατράσιν αὐτῶν ὅτι ἐλπίζουσι ζῆσαι

ζωὴν αἰώνιον καὶ ὅτι ζήσεται ἕκαστος αὐτῶν ἔτη πεντακόσια

11 καὶ τῷ Μιχαὴλ εἶπε Πορεύου Μιχαήλ δῆσον Σεμιαζᾶν καὶ τοὺς ἄλλους

σὺν αὐτῷ τοὺς συμμιγέντας ταῖς θυγατράσι τῶν ἀνθρώπων τοῦ μιανθῆναι

ἐν αὐταῖς ἐν τῇ ἀκαθαρσίᾳ αὐτῶν

12 καὶ ὅταν κατασφαγῶσιν οἱ υἱοὶ αὐτῶν καὶ ἴδωσι τὴν ἀπώλειαν τῶν

ἀγαπητῶν αὐτῶν δῆσον αὐτοὺς ἐπὶ ἑβδομήκοντα γενεὰς εἰς τὰς νάπας

τῆς γῆς μέχρι ἡμέρας κρίσεως αὐτῶν μέχρι ἡμέρας τελειώσεως τελεσμοῦ

ἕως συντελεσθῇ κρίμα τοῦ αἰῶνος τῶν αἰώνων

13 τότε ἀπενεχθήσονται εἰς τὸ χάος τοῦ πυρὸς καὶ εἰς τὴν βάσανον καὶ εἰς

τὸ δεσμωτήριον τῆς συγκλείσεως τοῦ αἰῶνος

14 καὶ ὃς ἂν κατακρίθῃ καὶ ἀφανισθῇ ἀπὸ τοῦ νῦν μετrsquo αὐτῶν δεθήσεται

(δεηθήσεται recte Par gr 1711) μέχρι τελειώσεως γενεᾶς αὐτῶν

περὶ δὲ τοῦ ὄρους ἐν ᾧ ὤμοσαν καὶ ἀνεθεμέτισαν πρὸς τὸν πλησίον αὐτῶν

ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα οὐ μὴ ἀποστῇ ἀπrsquo αὐτοῦ ψῦχος καὶ χιὼν καὶ πάχνη καὶ

δρόσος οὐ μὴ καταβῇ εἰς αὐτό εἰ μὴ εἰς κατάραν καταβήσεται ἐπrsquo αὐτό

μέχρις ἡμέρας κρίσεως τῆς μεγάλης ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ κατακαυθήσεται

καὶ ταπεινωθήσεται καὶ ἔσται κατακαιόμενον καὶ τηκόμενον ὡς κηρὸς

ἀπὸ πυρός οὕτως κατακαήσεται περὶ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ καὶ νῦν

ἐγὼ λέγω ὑμῖν υἱοῖς ἀνθρώπων Ὀργὴ μεγάλη καθrsquo ὑμῶν laquoκαὶraquo κατὰ τῶν

38

υἱῶν ὑμῶν καὶ οὐ παύσεται ἡ ὀργὴ αὕτη ἀφrsquo ὑμῶν μέχρι καιροῦ σφαγῆς

τῶν υἱῶν ὑμῶν καὶ ἀπολοῦνται οἱ ἀγαπητοὶ ὑμῶν καὶ ἀποθανοῦνται οἱ

ἔντιμοι ὑμῶν ἀπὸ πάσης τῆς γῆς ὅτι πᾶσαι αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς αὐτῶν ἀπὸ

τοῦ νῦν οὐ μὴ ἔσονται πλείω τῶν ἑκατὸν εἴκοσιν ἐτῶν καὶ μὴ δόξητε ἔτι

ζῆσαι ἐπὶ πλείονα ἔτηmiddot οὐ γάρ ἐστιν ἐπrsquo αὐτοῖς πᾶσα ὁδὸς ἐκφεύξεως ἀπὸ

τοῦ νῦν διὰ τὴν ὀργὴν ἣν ὠργίσθη ὑμῖν ὁ βασιλεὺς πάντων τῶν αἰώνωνmiddot

μὴ νομίσητε ὅτι ἐκφεύξεσθε ταῦτα

XV

8 Καὶ νῦν οἱ γίγαντες οἱ γεννηθέντες ἀπὸ πνευμάτων καὶ σαρκὸς

πνεύματα πονηρὰ ἐπὶ τῆς γῆς καλέσουσιν αὐτούς ὅτι ἡ κατοίκησις αὐτῶν

ἔσται ἐπὶ τῆς γῆς

9 πνεύματα πονηρὰ ἔσονται τὰ πνεύματα ἐξεληλυθότα ἀπὸ τοῦ σώματος

τῆς σαρκὸς αὐτῶν διότι ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων ἐγένοντο καὶ ἐκ τῶν ἁγίων

τῶν ἐγρηγόρων ἡ ἀρχὴ τῆς κτίσεως αὐτῶν καὶ ἀρχὴ θεμελίουmiddot πνεύματα

πονηρὰ

10 ἐπὶ τῆς γῆς ἔσονται

11 τὰ πνεύματα τῶν γιγάντων νεμόμενα ἀδικοῦντα ἀφανίζοντα

ἐμπίπτοντα καὶ συμπαλαίοντα καὶ ῥιπτοῦντα ἐπὶ τῆς γῆς καὶ δρόμους

ποιοῦντα καὶ μηδὲν ἐσθίοντα ἀλλrsquo ἀσιτοῦντα καὶ ῥιπτοῦντα καὶ φάσματα

ποιοῦντα καὶ διψῶντα καὶ προσκόπτοντα

12 καὶ ἐξαναστήσονται τὰ πνεύματα ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων καὶ

τῶν γυναικῶν ὅτι ἐξ αὐτῶν ἐξεληλύθασι

XVI

1 Καὶ ἀπὸ ἡμέρας καιροῦ σφαγῆς καὶ ἀπωλείας καὶ θανάτου τῶν

γιγάντων ναφηλείμ οἱ ἰσχυροὶ τῆς γῆς οἱ μεγάλοι ὀνομαστοί τὰ

πνεύματα τὰ ἐκπορευόμενα ἀπὸ τῆς ψυχῆς αὐτῶν ὡς ἐκ τῆς σαρκὸς

ἔσονται ἀφανίζοντα χωρὶς κρίσεωςmiddot οὕτως ἀφανίσουσι μέχρις ἡμέρας τῆς

τελειώσεως ἕως τῆς κρίσεως τῆς μεγάλης ἐν ᾗ (ᾧ Par gr 1711) ὁ αἰὼν ὁ

μέγας τελεσθήσεται

XIX

3 ἀνθρώπων ὡς ἐγὼ εἶδον

XX

2 ὁ εἷς τῶν ἁγίων ὁ ἐπὶ τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ταρτάρου

3 Ῥαφαὴλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων τῶν ἀνθρώπων

4 Ῥαγουήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐκδικῶν τὸν κόσμον τῶν

φωστήρων

5 Μιχαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς ἐπὶ τῶν τοῦ λαοῦ ἀγαθῶν τέτακται

καὶ ἐπὶ τῷ χαῷ

6 Σαριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων οἵτινες ἐπὶ τῷ

πνεύματι ἁμαρτάνουσιν

7 Γαβριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τοῦ παραδείσου καὶ τῶν

δρακόντων καὶ χερουβίν Ῥεμειήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃν ἔταξεν ὁ

θεὸς ἐπὶ τῶν ἀνισταμένων ὀνόματα ζacute ἀρχαγγέλων

XXI

1 Καὶ ἐφώδευσα μέχρι τῆς ἀκατασκευάστου

2 καὶ ἐκεῖ ἐθεασάμην ἔργον φοβερόν ἑώρακα οὔτε οὐρανὸν ἐπάνω οὔτε

γῆν τεθεμελιωμένην ἀλλὰ τόπον ἀκατασκεύαστον καὶ φοβερόν

3 καὶ ἐκεῖ τεθέαμαι ζacute ἀστέρας τοῦ οὐρανοῦ δεδεμένους καὶ ἐριμμένους ἐν

αὐτῷ ὁμοῦ ὁμοίους ὁράσει μεγάλῃ καὶ ἐν πυρὶ καιομένους

4 τότε εἶπον Διὰ ποίαν αἰτίαν ἐπεδέθησαν καὶ διὰ ποίαν αἰτίαν ἐρίφησαν

39

ὧδε

5 καὶ εἶπέν μοι Οὐριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ μετrsquo

ἐμοῦ ὤν - καὶ

αὐτὸς αὐτῶν ἡγεῖτο - καὶ εἶπέν μοι Ἑνώχ περὶ τίνος

ἐρωτᾷς ἢ περὶ τίνος

τὴν ἀλήθειαν φιλοσπευδεῖς

6 οὗτοί εἰσιν τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ οἱ παραβάντες

τὴν ἐπιταγὴν τοῦ

κυρίου καὶ ἐδέθησαν ὧδε μέχρι πληρωθῆναι μύρια ἔτη

τὸν χρόνον τῶν

ἁμαρτημάτων αὐτῶν

7 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον τούτου

φοβερώτερον καὶ τεθέαμαι

ἔργα φοβεράmiddot πῦρ μέγα ἐκεῖ καιόμενον καὶ φλεγόμενον καὶ διακοπὴν

εἶχεν ὁ τόπος ἕως τῆς ἀβύσσου πλήρης στύλων πυρὸς μεγάλων

καταφερομένωνmiddot οὔτε μέτρον οὔτε μέγεθος ἠδυνήθην ἰδεῖν οὔτε εἰκάσαι

8 τότε εἶπον Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος οὗτος καὶ ὡς δεινὸς τῇ ὁράσει

9 τότε ἀπεκρίθη μοι καὶ εἶπεν

Incert

1 παρὰ (Par gr 1711 Go περὶ) δὲ τοῦ ὄρους ἐν ᾧ ὤμοσαν καὶ

ἀνεθεμάτισαν πρὸς τὸν πλησίον αὐτῶν ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα οὐ μὴ ἀποστῇ

ἀπrsquo αὐτοῦ ψῦχος καὶ χιὼν καὶ πάχνη καὶ δρόσος οὐ μὴ καταβῇ εἰς αὐτό εἰ

μὴ εἰς κατάραν καταβήσεται ἐπrsquo (Go εἰς) αὐτό μέχρις ἡμέρας κρίσεως τῆς

μεγάλης

2 ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ κατακαυθήσεται καὶ (Go om) ταπεινωθήσεται καὶ

ἔσται κατακαιόμενον καὶ τηκόμενον ὡς κηρὸς ἀπὸ πυρός οὕτως

κατακαήσεται περὶ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ

3 καὶ νῦν ἐγὼ λέγω ὑμῖν υἱοῖς ἀνθρώπων Ὀργὴ μεγάλη καθrsquo ὑμῶν κατὰ

τῶν υἱῶν ὑμῶνmiddot καὶ οὐ παύσεται ἡ ὀργὴ αὕτη ἀφrsquo ὑμῶν μέχρι καιροῦ

σφαγῆς τῶν υἱῶν ὑμῶν

4 καὶ ἀπολοῦνται οἱ ἀγαπητοὶ ὑμῶν καὶ ἀποθανοῦνται οἱ ἔντιμοι ὑμῶν

ἀπὸ πάσης τῆς γῆς ὅτι πᾶσαι αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς αὐτῶν ἀπὸ τοῦ νῦν οὐ μὴ

ἔσονται πλείω τῶν ἑκατὸν εἴκοσιν ἐτῶν

5 καὶ μὴ δόξητε ἔτι ζῆσαι ἐπὶ πλείονα ἔτηmiddot οὐ γάρ ἐστιν ἐπrsquo αὐτοῖς πᾶσα

ὁδὸς ἐκφεύξεως ἀπὸ τοῦ νῦν διὰ τὴν ὀργὴν ἣν ὠργίσθη ὑμῖν ὁ βασιλεὺς

πάντων τῶν αἰώνωνmiddot μὴ νομίσητε ὅτι ἐκφεύξεσθε ταῦτα

Περί των γιγάντων

καὶ ἦν νωε ἐτῶν πεντακοσίων καὶ ἐγέννησεν νωε τρεῖς υἱούς τὸν σημ τὸν χαμ τὸν

ιαφεθκαὶ ἐγένετο ἡνίκα ἤρξαντο οἱ ἄνθρωποι πολλοὶ γίνεσθαι ἐπὶ τῆς γῆς καὶ θυγατέρες

ἐγενήθησαν αὐτοῖς 2ἰδόντες δὲ οἱ υἱοὶ τοῦ θεοῦ τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων ὅτι καλαί

εἰσιν ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ πασῶν ὧν ἐξελέξαντο 3καὶ εἶπεν κύριος ὁ θεός οὐ

μὴ καταμείνῃ τὸ πνεῦμά μου ἐν τοῖς ἀνθρώποις τούτοις εἰς τὸν αἰῶνα διὰ τὸ εἶναι

αὐτοὺς σάρκας ἔσονται δὲ αἱ ἡμέραι αὐτῶν ἑκατὸν εἴκοσι ἔτη 4οἱ δὲ γίγαντες ἦσαν ἐπὶ

τῆς γῆς ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις καὶ μετ ἐκεῖνο ὡς ἂν εἰσεπορεύοντο οἱ υἱοὶ τοῦ

θεοῦ πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων καὶ ἐγεννῶσαν ἑαυτοῖς ἐκεῖνοι ἦσαν οἱ

γίγαντες οἱ ἀπ αἰῶνος οἱ ἄνθρωποι οἱ ὀνομαστοί

40

Παραθέτουμε ένα επεξηγηματικό κείμενο αναφορικά με τους γίγαντες από την

ιστοσελίδα httpwwwoodegrcom

laquoΕδώ πρόκειται για το θέμα στο οποίο αναφέρθηκε ο Ιησούς Χριστός στο

Ματθαίος κδ΄ 38 για τους προκατακλυσμιαίους ανθρώπους που ΄΄έτρωγαν και

έπιναν και παντρεύονταν΄΄ ώσπου ήρθε ο Κατακλυσμός Επ αυτών υπάρχουν

κάποιες παρατηρήσεις

1η παρατήρηση Το οριστικό άρθρο ΄΄οι΄΄ δείχνει ότι πρόκειται για κάποιους που

ήταν ήδη γνωστοί στους αναγνώστες της Γενέσεως προς τους οποίους απευθύνεται

ο Μωυσής δηλαδή προς τους Ισραηλίτες της εποχής του που λάβαιναν το Νόμο

2η παρατήρηση Το ότι ΄΄εν ταις ημέραις εκείναις ήσαν΄΄ υπονοεί 1 Είτε ότι δεν

υπήρχαν πλέον οι γίγαντες στη ΄΄γη΄΄ όταν γραφόταν η Γένεση δηλαδή κατά το 1500

πΧ 2 είτε ότι υπήρχαν και τότε

3η παρατήρηση Για ποια ΄΄γη΄΄ μιλάει 1 Είτε για τη συγκεκριμένη γη στην οποία

συνέβαιναν τα γεγονότα που αναγράφονται στα γύρω κεφάλαια (τη γη της

Μεσοποταμίας) 2 είτε γενικά για τη γύρω γη στην οποία είχαν επεκταθεί οι γίγαντες

και η φυλή Αδάμ Αυτό όμως δεν έχει σημασία καθώς η αναφορά γίνεται μόνο για

τον καιρό πρό τού Κατακλυσμού Είναι γεγονός όμως ότι στη γη Χαναάν οι

γίγαντες υπήρχαν και μετά από τον Κατακλυσμό

Αυτό φαίνεται στους Αριθμούς 13ιγ΄ 33 ΄΄και εκεί εωράκαμεν τους γίγαντας

(εβραϊκό Νεφιλείμ) και ήμεν ενώπιον αυτών ωσεί ακρίδες αλλά και ούτως ήμεν

ενώπιον αυτών΄΄

Αν αυτό φαίνεται παράξενο σε κάποιους που διδάχτηκαν ότι ο Κατακλυσμός ήταν

παγκόσμιος ας διαβάσουν τη μελέτη μας ΄΄Ήταν ο Κατακλυσμός Παγκόσμιος΄΄

Εκεί θα δουν τις Αγιογραφικές και ιστορικές αποδείξεις ότι επρόκειτο για έναν

τοπικό κατακλυσμό που έπληξε μόνο τη φυλή Αδάμ και μέλη μόνο των γύρω λαών

Επιβίωση από τον Κατακλυσμό

Το ότι οι Νεφιλείμ επεβίωσαν του Κατακλυσμού εξηγείται απλά

Είναι λογικό το ότι η φυλή των γιγάντων Νεφιλείμ δεν έμενε ολόκληρη στην

κοιλάδα της Μεσοποταμίας αλλά κάποιοι απ αυτούς διεσπάρησαν στις γύρω

περιοχές

Η Γένεση στο 7ζ΄ 20 γράφει ότι ο Κατακλυσμός είχε ύψος 15 πήχες (8- 9 μέτρα)

δηλαδή όσο χρειαζόταν για να καλύψει τις ψηλότερες περιοχές της χαμηλής

Μεσοποταμίας Όσοι όμως έμεναν στα ορεινά γύρω από την πληγείσα περιοχή

επεβίωσαν Άλλωστε ο Κατακλυσμός έγινε για τιμωρία της φυλής Αδάμ και όχι των

γύρω λαών όπως φαίνεται στη Γένεση 6ς΄ 5 - 7 όπου η λέξη που χρησιμοποιείται

στο Εβραϊκό κείμενο γι αυτούς με τους οποίους οργίστηκε ο Θεός είναι ΄΄Αδάμ΄΄

Για τους άλλους λαούς η Γένεση στο Εβραϊκό κείμενο χρησιμοποιεί άλλη λέξη

όπως φαίνεται στο Γένεσις 6ς΄ 4 [΄΄οι άνθρωποι (εβραϊκά ΄΄ενός΄΄) οι

ονομαστοί΄΄] και στο Γένεσις 13ιγ΄ 13 [΄΄οι δε άνθρωποι (εβραϊκά ΄΄ενός΄΄) οι εν

Σοδόμοις΄΄]

41

Μια τελευταία παρατήρηση ξεκινάει από το ίδιο εδάφιο της Γένεσης 6ς΄ 4 που λέει

΄΄Οι δε γίγαντες ήσαν επί τής γης εν ταις ημέραις εκείναις και μετ εκείνο ως αν

εισεπορεύοντο οι υιοί τού Θεού προς τας θυγατέρας τών ανθρώπων΄΄

Οι Νεφιλείμ λοιπόν υπήρχαν ακόμη ΄΄και μετά από εκείνο΄΄ το γεγονός που

περιγράφεται δηλαδή και μετά από την αύξηση του πληθυσμού στη

Μεσοποταμία Είναι λάθος να ταυτίζονται κατ ανάγκην οι Νεφιλείμ με τους γιους

των ισχυρών καθώς μια αβίαστη ανάγνωση του κειμένου δεν δείχνει τίποτα τέτοιο

Το μεταβατικό ΄΄δε΄΄ δείχνει ότι γίνεται λόγος για κάποιους άλλους και όχι για

τους γιούς των ισχυρών Οι γιοί των ισχυρών δεν είναι οι Νεφιλείμ αλλά οι ισχυροί

άνδρες της Μεσοποταμίας των άλλων φυλών που ζούσαν κοντά στη φυλή Αδάμ

Ίσως ο σκοπός του χωρίου είναι να δείξει ότι η φυλή των γιγάντων (η οποία

προβλημάτιζε τους Ισραηλίτες τον καιρό που ο Μωυσής έγραφε αυτά τα λόγια) ήταν

μια αρχαία φυλή σύγχρονη της επιμειξίας της φυλής Αδάμ με τους γιούς των

ισχυρών και ότι οι Νεφιλείμ επεβίωσαν ακόμη και μετά από την επιμειξία των

ισχυρών ανδρών της Μεσοποταμίας με τις ΄΄θυγατέρες Αδάμ΄΄ κατά την

προκατακλυσμιαία εποχή

Ίσως ακόμα η αναφορά αυτή να γίνεται για να δείξει ότι ο κατακλυσμός στρεφόταν

ειδικά κατά του λαού Αδάμ και όχι και των γύρω λαών εκ των οποίων

επεβίωσαν και οι Νεφιλείμ

Οι γίγαντες στην εποχή τού Ισραήλ

Σύμφωνα με την Αγία Γραφή η περιοχή στην οποία επεβίωσαν κάποιοι από τη

φυλή των γιγάντων Νεφιλείμ ήταν η Βασάν που ονομάζεται ΄΄γη γιγάντων΄΄

(Δευτερονόμιο γ΄ 13)

Πρόκειται για μία ορεινή περιοχή ανατολικά της Θάλασσας της Γαλιλαίας

κατάλληλη για επιβίωση των λαών της από τον Κατακλυσμό που έπληξε τη

Μεσοποταμία και το λαό Αδάμ (Όπως λέμε ΄΄λαός Ισραήλ΄΄)

Εκεί οι γίγαντες υπήρχαν όχι μόνο μετά από τον Κατακλυσμό αλλά και στις ημέρες

του Αβραάμ όπως φαίνεται στη Γένεση 14ιδ΄ 5 όπου λέει για τον Χοδολλογομόρ

και τους συμμάχους του ότι ΄΄κατέκοψαν τους γίγαντας τους εν Ασταρώθ

Καρναιν΄΄ στη Βασσάν

Και οι κατάσκοποι όμως των ημερών του Μωυσή βρήκαν τους Νεφιλείμ στη

Χαναάν όπως είδαμε στους Αριθμούς 13ιγ΄ 33 όπου μάλιστα ονομάζει τους

γίγαντες ΄΄Νεφιλείμ΄΄ Εκεί έχει μάλιστα και οριστικό άρθρο ΄΄τους Νεφιλείμ΄΄

πράγμα που δείχνει ότι δεν επρόκειτο για παρομοίωση αλλά για το γνωστό λαό

των Νεφιλείμ

Άλλα εδάφια όπως το Δευτερονόμιο 1α΄ 28 αναφερόμενο στο ίδιο γεγονός

ταυτίζει τους Νεφιλείμ με τους Ανακείμ που προφανώς ήταν απόγονοί τους

Με τους Ανακείμ συσχετίζει η Αγία Γραφή όλες τις φυλές γιγάντων που ζούσαν γύρω

από τη Θάλασσα της Γαλιλαίας όπως ήταν οι Ραφαείμ οι Εμμαίοι και οι

42

Ζουμζουμείμ τους οποίους εξολώθρευσαν οι απόγονοι του Λωτ (Δευτερονόμιο 2β΄

10112021)

Οι Ραφαείμ ήταν απόγονοι των Γιγάντων που επεβίωσαν από τον Κατακλυσμό και

δεν ήταν απόγονοι του Νώε καθώς δεν αναφέρονται στη Γένεση 10ι΄ όπου

αναφέρονται οι λαοί που κατάγονται από το Νώε Η σκέψη ότι ίσως να μην

αναφέρονται επειδή είναι πολύ νεώτεροι λαοί δεν ευσταθεί επειδή αναφέρονται στη

Γένεσις 14ιδ΄ 5 σαν λαός από την εποχή του Αβραάμ ακόμα και συνεπώς είναι

αρχαιότεροι λαοί από αυτούς που αναφέρονται ως απόγονοι του Νώε

Μετά από την εγκατάσταση των Ισραηλιτών στη Γη της Επαγγελίας οι υψηλόσωμες

αυτές φυλές εξολωθρεύτηκαν και δεν έμειναν Ανακείμ στο Ισραήλ Μόνο στη Γάζα

στη Γαθ και στην Άζωτο έμειναν αναμεμειγμένοι με τους Φιλισταίους (Ιησούς

Ναυή 11ια΄ 21 22)

Ένας απ αυτούς ήταν και ο Γολιάθ από τη Γαθ που σκοτώθηκε από τον Δαυίδ (Α΄

Σαμουήλ ιζ΄ 4 ΄΄Εξήλθεν Γολιάθ εκ της Γαθ΄΄)

Τον καιρό του Δαυίδ σκοτώθηκαν οι τελευταίοι γίγαντεςraquo1

1 httpwwwoodegrcomoodegenesiskatak1htm

43

Page 22: Η δημιουργία του κόσμου

22

4 καὶ ὑμεῖς ἦτε ἅγιοι καὶ πνεύματα ζῶντα αἰώνια ἐν τῷ αἵματι τῶν

γυναικῶν ἐμιάνθητε καὶ ἐν αἵματι σαρκὸς ἐγεννήσατε καὶ ἐν αἵματι

ἀνθρώπων ἐπεθυμήσατε καθὼς καὶ αὐτοὶ ποιοῦσιν σάρκα καὶ αἷμα

οἵτινες ἀποθνήσκουσιν καὶ ἀπόλλυνται

5 διὰ τοῦτο ἔδωκα αὐτοῖς θηλείας ἵνα σπερματίζουσιν εἰς αὐτὰς καὶ

τεκνώσουσιν ἐν αὐταῖς τέκνα οὕτως ἵνα μὴ ἐκλείπῃ αὐτοῖς πᾶν ἔργον ἐπὶ

τῆς γῆς

6 ὑμεῖς δὲ ὑπήρχετε πνεύματα ζῶντα αἰώνια καὶ οὐκ ἀποθνήσκοντα εἰς

πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

7 καὶ διὰ τοῦτο οὐκ ἐποίησα ἐν ὑμῖν θηλείαςmiddot τὰ πνεύματα τοῦ οὐρανοῦ ἐν

τῷ οὐρανῷ ἡ κατοίκησις αὐτῶν

8 καὶ νῦν οἱ γίγαντες οἱ γεννηθέντες ἀπὸ τῶν πνευμάτων καὶ σαρκὸς

πνεύματα ἰσχυρὰ ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐν τῇ γῇ ἡ κατοίκησις αὐτῶν ἔσται

9 πνεύματα πονηρὰ ἐξῆλθον ἀπὸ τοῦ σώματος αὐτῶν διότι ἀπὸ τῶν

ἀνωτέρων ἐγένοντο καὶ ἐκ τῶν ἁγίων ἐγρηγόρων ἡ ἀρχὴ τῆς κτίσεως

αὐτῶν καὶ ἀρχὴ θεμελίουmiddot πνεύματα πονηρὰ κληθήσεται

10 πνεύματα οὐρανοῦ ἐν τῷ οὐρανῷ ἡ κατοίκησις αὐτῶν ἔσται καὶ τὰ

πνεύματα ἐπὶ τῆς γῆς τὰ γεννηθέντα ἐπὶ τῆς γῆς ἡ κατοίκησις αὐτῶν

ἔσται

11 καὶ τὰ πνεύματα τῶν γιγάντων νεφέλας ἀδικοῦντα ἀφανίζοντα καὶ

ἐνπίπτοντα καὶ συνπαλαίοντα καὶ συνρίπτοντα ἐπὶ τῆς γῆς πνεύματα

σκληρὰ γιγάντων καὶ δρόμους ποιοῦντα καὶ μηδὲν ἐσθίοντα ἀλλrsquo

ἀσιτοῦντα καὶ διψῶντα καὶ προσκόπτοντα πνεύματα

12 καὶ ἐξαναστήσει ταῦτα εἰς τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν

γυναικῶν ὅτι ἐξεληλύθασιν ἀπrsquo αὐτῶν

XVI

1 ἀπὸ ἡμέρας σφαγῆς καὶ ἀπωλείας καὶ θανάτου ἀφrsquo ὧν τὰ πνεύματα

ἐκπορευόμενα ἐκ τῆς ψυχῆς τῆς σαρκὸς αὐτῶν ἔσται ἀφανίζοντα χωρὶς

κρίσεωςmiddot οὕτως ἀφανίσουσιν μέχρις ἡμέρας τελειώσεως τῆς κρίσεως τῆς

μεγάλης ἐν ᾗ ὁ αἰὼν ὁ μέγας τελεσθήσεται

2 καὶ νῦν ἐγρηγόροις τοῖς πέμψασίν σε ἐρωτῆσαι περὶ αὐτῶν οἵτινες ἐν

οὐρανῷ ἦσαν

3 Ὑμεῖς ἐν τῷ οὐρανῷ ἦτε καὶ πᾶν μυστήριον ὃ οὐκ ἀνεκαλύφθη ὑμῖν καὶ

μυστήριον τὸ ἐκ τοῦ θεοῦ γεγενημένον ἔγνωτε καὶ τοῦτο ἐμηνύσατε ταῖς

γυναιξὶν ἐν ταῖς σκληροκαρδίαις ὑμῶν καὶ ἐν τῷ μυστηρίῳ τούτῳ

πληθύνουσιν αἱ θήλειαι καὶ οἱ ἄνθρωποι τὰ κακὰ ἐπὶ τῆς γῆς

4 εἶπον οὖν αὐτοῖς Οὐκ ἔστιν εἰρήνη

XVII

1 Καὶ παραλαβόντες με εἴς τινα τόπον ἀπήγαγον ἐν ᾧ οἱ ὄντες ἐκεῖ

γίνονται ὡς πῦρ φλέγον καὶ ὅταν θέλωσιν φαίνονται ὡσεὶ ἄνθρωποι

2 Καὶ ἀπήγαγόν με εἰς ζοφώδη τόπον καὶ εἰς ὄρος οὗ ἡ κεφαλὴ ἀφικνεῖτο

εἰς τὸν οὐρανόν

3 καὶ εἶδον τόπον τῶν φωστήρων καὶ τοὺς θησαυροὺς τῶν ἀστέρων καὶ

τῶν βροντῶν καὶ εἰς τὰ ἀεροβαθῆ ὅπου τόξον πυρὸς καὶ τὰ βέλη καὶ τὰς

θήκας αὐτῶν καὶ τὰς ἀστραπὰς πάσας

4 Καὶ ἀπήγαγόν με μέχρι ὑδάτων καὶ μέχρι πυρὸς δύσεως ὅ ἐστιν καὶ

παρέχον πάσας τὰς δύσεις τοῦ ἡλίου

5 καὶ ἤλθομεν μέχρι ποταμοῦ πυρός ἐν ᾧ κατατρέχει τὸ πῦρ ὡς ὕδωρ καὶ

ῥέει εἰς θάλασσαν μεγάλην δύσεως

6 ἴδον τοὺς μεγάλους ποταμούς καὶ μέχρι τοῦ μεγάλου ποταμοῦ καὶ μέχρι

23

τοῦ μεγάλου σκότους κατήντησα καὶ ἀπῆλθον ὅπου πᾶσα σὰρξ οὐ

περιπατεῖ

7 ἴδον τοὺς ἀνέμους τῶν γνόφων τοὺς χειμερινοὺς καὶ τὴν ἔκχυσιν τῆς

ἀβύσσου πάντων ὑδάτων

8 ἴδον τὸ στόμα τῆς γῆς πάντων τῶν ποταμῶν καὶ τὸ στόμα τῆς ἀβύσσου

XVIII

1 ἴδον τοὺς θησαυροὺς τῶν ἀνέμων πάντων ἴδον ὅτι ἐν αὐτοῖς ἐκόσμησεν

πάσας τὰς κτίσεις καὶ τὸν θεμέλιον τῆς γῆς καὶ τὸν λίθον ἴδον τῆς γωνίας

τῆς γῆς

2 ἴδον τοὺς τέσσαρας ἀνέμους τὴν γῆν βαστάζοντας

3 καὶ τὸ στερέωμα τοῦ οὐρανοῦ καὶ αὐτοὶ ἱστᾶσιν μεταξὺ γῆς καὶ

οὐρανοῦ

4 ἴδον ἀνέμους τῶν οὐρανῶν στρέφοντας καὶ διανεύοντας τὸν τροχὸν τοῦ

ἡλίου καὶ πάντας τοὺς ἀστέρας

5 ἴδον τοὺς ἐπὶ τῆς γῆς ἀνέμους βαστάζοντας ἐν νεφέλῃ ἴδον πέρατα τῆς

γῆς τὸ στήριγμα τοῦ οὐρανοῦ ἐπάνω

6 Παρῆλθον καὶ ἴδον τόπον καιόμενον νυκτὸς καὶ ἡμέρας ὅπου τὰ ἑπτὰ

ὄρη ἀπὸ λίθων πολυτελῶν [τρία] εἰς ἀνατολὰς καὶ τρία εἰς νότον

βάλλοντα

7 καὶ τὰ μὲν πρὸς ἀνατολὰς ἀπὸ λίθου χρώματος τὸ δὲ ἦν ἀπὸ λίθου

μαργαρίτου καὶ τὸ ἀπὸ λίθου ταθέν τὸ δὲ κατὰ νότον ἀπὸ λίθου πυρροῦmiddot

8 τὸ δὲ μέσον αὐτῶν ἦν εἰς οὐρανόν ὥσπερ θρόνος θεοῦ ἀπὸ λίθου φουκά

καὶ ἡ κορυφὴ τοῦ θρόνου ἀπὸ λίθου σαφφείρουmiddot

9 καὶ πῦρ καιόμενον ἴδον κἀπέκεινα τῶν ὀρέων τούτων

10 τόπος ἐστὶν πέρας τῆς μεγάλης γῆςmiddot ἐκεῖ συντελεσθήσονται οἱ οὐρανοί

11 καὶ ἴδον χάσμα μέγα εἰς τοὺς στύλους τοῦ πυρὸς καταβαίνοντας καὶ

οὐκ ἦν μέτρον οὔτε εἰς βάθος οὔτε εἰς ὕψος

12 καὶ ἐπέκεινα τοῦ χάσματος τούτου ἴδον τόπον ὅπου οὐδὲ στερέωμα

οὐρανοῦ ἐπάνω οὔτε γῆ ᾖ τεθεμελιωμένη ὑποκάτω αὐτοῦ οὔτε ὕδωρ ἦν

ὑπὸ αὐτὸ οὔτε πετεινόν ἀλλὰ τόπος ἦν ἔρημος καὶ φοβερός

13 ἐκεῖ ἴδον ἑπτὰ ἀστέρας ὡς ὄρη μεγάλα καιόμενα περὶ ὧν

πυνθανομένῳ μοι

14 εἶπεν ὁ ἄγγελος Οὗτός ἐστιν ὁ τόπος τὸ τέλος τοῦ οὐρανοῦ καὶ γῆςmiddot

δεσμωτήριον τοῦτο ἐγένετο τοῖς ἄστροις καὶ ταῖς δυνάμεσιν τοῦ οὐρανοῦ

15 καὶ οἱ ἀστέρες οἱ κυλιόμενοι ἐν τῷ πυρί οὗτοί εἰσιν οἱ παραβάντες

πρόσταγμα κυρίου ἐν ἀρχῇ τῆς ἀνατολῆς αὐτῶν - ὅτι τόπος ἔξω τοῦ

οὐρανοῦ κενός ἐστιν - ὅτι οὐκ ἐξῆλθαν ἐν τοῖς καιροῖς αὐτῶν

16 καὶ ὀργίσθη αὐτοῖς καὶ ἔδησεν αὐτοὺς μέχρι καιροῦ τελειώσεως αὐτῶν

ἁμαρτίας laquoαὐτῶνraquo ἐνιαυτῶν μυρίων

XIX

1 Καὶ εἶπέν μοι Οὐριήλ Ἐνθάδε οἱ μιγέντες ἄγγελοι ταῖς γυναιξὶν

στήσονται καὶ τὰ πνεύματα αὐτῶν πολύμορφα γενόμενα λυμαίνεται τοὺς

ἀνθρώπους καὶ πλανήσει αὐτοὺς ἐπιθύειν τοῖς δαιμονίοις μέχρι τῆς

μεγάλης κρίσεως ἐν ᾗ κριθήσονται εἰς ἀποτελείωσιν

2 καὶ αἱ γυναῖκες αὐτῶν τῶν παραβάντων ἀγγέλων εἰς σειρῆνας

γενήσονται

3 κἀγὼ Ἑνὼχ ἴδον τὰ θεωρήματα μόνος τὰ πέρατα πάντων καὶ οὐ μὴ ἴδῃ

οὐδὲ εἷς ἀνθρώπων ὡς ἐγὼ ἴδον

XX

1 Ἄγγελοι τῶν δυνάμεων

24

2 Οὐριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ταρτάρου

3 Ῥαφαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων τῶν ἀνθρώπων

4 Ῥαγουήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐκδικῶν τὸν κόσμον τῶν

φωστήρων

5 Μιχαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν τοῦ λαοῦ ἀγαθῶν

τεταγμένος καὶ ἐπὶ τῷ χάῳ

6 Σαριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων οἵτινες ἐπὶ τῷ

πνεύματι ἁμαρτάνουσιν

7 Γαβριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τοῦ παραδείσου καὶ τῶν

δρακόντων καὶ χερουβείν ἀρχαγγέλων ὀνόματα ἑπτά

XXI

1 Καὶ ἐφώδευσα ἕως τῆς ἀκατασκευάστου

2 κἀκεῖ ἐθεασάμην ἔργον φοβερόνmiddot ἑώρακα οὔτε οὐρανὸν ἐπάνω οὔτε γῆν

τεθέαμαι τεθεμελιωμένην ἀλλὰ τόπον ἀκατασκεύαστον καὶ φοβερόν

3 καὶ ἐκεῖ τεθέαμαι ἑπτὰ τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ δεδεμένους καὶ

ἐρριμμένους ἐν αὐτῷ ὁμοίους ὄρεσιν μεγάλοις καὶ ἐν πυρὶ καιομένους

4 τότε εἶπον Διὰ ποίαν αἰτίαν ἐπεδέθησαν καὶ διὰ τί ὧδε ἐρίφησαν

5 τότε εἶπέν μοι Οὐριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν - καὶ

αὐτὸς ἡγεῖτο αὐτῶν - καὶ εἶπέν μοι Ἑνώχ περὶ τίνος ἐρωτᾷς ἢ περὶ τίνος

τὴν ἀλήθειαν φιλοσπευδεῖς

6 οὗτοί εἰσιν τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ οἱ παραβάντες τὴν ἐπιταγὴν τοῦ

κυρίου καὶ ἐδέθησαν ὧδε μέχρι τοῦ πληρῶσαι μύρια ἔτη τὸν χρόνον τῶν

ἁμαρτημάτων αὐτῶν

7 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον τούτου φοβερώτερον καὶ τεθέαμαι

ἔργα φοβερώτερα πῦρ μέγα ἐκεῖ καιόμενον καὶ φλεγόμενον καὶ διακοπὴν

εἶχεν ὁ τόπος ἕως τῆς ἀβύσσου πλήρης στύλων πυρὸς μεγάλου

καταφερομένωνmiddot οὔτε μέτρον οὔτε πλάτος ἠδυνήθην ἰδεῖν οὐδὲ εἰκάσαι

8 τότε εἶπον Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος καὶ ὡς δεινὸς τῇ ὁράσει

9 τότε ἀπεκρίθη μοι ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν καὶ εἶπέν

μοι Ἑνώχ διὰ τί ἐφοβήθης οὕτως καὶ ἐπτοήθης καὶ ἀπεκρίθην Περὶ

τούτου τοῦ φοβεροῦ καὶ περὶ τῆς προσόψεως τῆς δεινῆς

10 καὶ εἶπεν Οὗτος ὁ τόπος δεσμωτήριον ἀγγέλωνmiddot ὧδε συνσχεθήσονται

μέχρι αἰῶνος εἰς τὸν αἰῶνα

XXII

1 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον καὶ ἔδειξέν μοι πρὸς δυσμὰς ἄλλο

ὄρος μέγα καὶ ὑψηλόν πέτρας στερεάς

2 καὶ τέσσαρες τόποι ἐν αὐτῷ κοῖλοι βάθος ἔχοντες καὶ λίαν λεῖοι τρεῖς

αὐτῶν σκοτινοὶ καὶ εἷς φωτινός καὶ πηγὴ ὕδατος ἀνὰ μέσον αὐτοῦ καὶ

εἶπον Πῶς λεῖα τὰ κοιλώματα ταῦτα καὶ ὁλοβαθῆ καὶ σκοτινὰ τῇ ὁράσει

3 τότε ἀπεκρίθη Ῥαφαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν καὶ

εἶπέν μοι Οὗτοι οἱ τόποι οἱ κοῖλοι ἵνα ἐπισυνάγωνται εἰς αὐτοὺς τὰ

πνεύματα τῶν ψυχῶν τῶν νεκρῶν εἰς αὐτὸ τοῦτο ἐκρίθησαν ὥδε

ἐπισυνάγεσθαι πάσας τὰς ψυχὰς τῶν ἀνθρώπων

4 καὶ οὗτοι οἱ τόποι εἰς ἐπισύνσχεσιν αὐτῶν ἐποίησαν μέχρι τῆς ἡμέρας

τῆς κρίσεως αὐτῶν καὶ μέχρι τοῦ διορισμοῦ καὶ διορισμένου χρόνου ἐν ᾧ ἡ

κρίσις ἡ μεγάλη ἔσται ἐν αὐτοῖς

5 τεθέαμαι ἀνθρώπους νεκροὺς ἐντυγχάνοντας καὶ ἡ φωνὴ αὐτοῦ μέχρι

τοῦ οὐρανοῦ προέβαινεν καὶ ἐνετύγχανεν

6 καὶ ἠρώτησα Ῥαφαὴλ τὸν ἄγγελον ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν καὶ εἶπα αὐτῷ Τοῦτο

τὸ πνεῦμα τὸ ἐντυγχάνον τίνος ἐστίν διrsquo ὃ οὕτως ἡ φωνὴ αὐτοῦ προβαίνει

25

καὶ ἐντυγχάνει ἕως τοῦ οὐρανοῦ

7 καὶ ἀπεκρίθη μοι λέγων Τοῦτο τὸ πνεῦμά ἐστιν τὸ ἐξελθὸν ἀπὸ Ἄβελ ὃν

ἐφόνευσε Κάιν ὁ ἀδελφός καὶ Ἄβελ ἐντυγχάνει περὶ αὐτοῦ μέχρι τοῦ

ἀπολέσαι τὸ σπέρμα αὐτοῦ ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς καὶ ἀπὸ τοῦ

σπέρματος τῶν ἀνθρώπων ἀφανθῇ τὸ σπέρμα αὐτοῦ

8 Τότε ἠρώτησα περὶ τῶν κυκλωμάτων πάντων διὰ τί ἐχωρίσθησαν ἓν

ἀπὸ τοῦ ἑνός

9 καὶ ἀπεκρίθη μοι λέγων Οὗτοι οἱ τρεῖς ἐποιήθησαν χωρίζεσθαι τὰ

πνεύματα τῶν νεκρῶνmiddot καὶ οὕτως ἐχωρίσθη εἰς τὰ πνεύματα τῶν δικαίων

οὗ ἡ πηγὴ τοῦ ὕδατος ἐν αὐτῷ φωτινήmiddot

10 καὶ οὕτως ἐκτίσθη τῶν ἁμαρτωλῶν ὅταν ἀποθάνωσιν καὶ ταφῶσιν εἰς

τὴν γῆν καὶ κρίσις οὐκ ἐγενήθη ἐπrsquo αὐτῶν ἐν τῇ ζωῇ αὐτῶν

11 ὧδε χωρίζεται τὰ πνεύματα αὐτῶν εἰς τὴν μεγάλην βάσανον ταύτην

μέχρι τῆς μεγάλης ἡμέρας τῆς κρίσεως τῶν μαστίγων καὶ τῶν βασάνων

τῶν κατηραμένων μέχρι αἰῶνοςmiddot ἦν ἀνταπόδοσις τῶν πνευμάτωνmiddot ἐκεῖ

δήσει αὐτοὺς μέχρις αἰῶνος

12 καὶ οὕτως ἐχωρίσθη τοῖς πνεύμασιν τῶν ἐντυγχανόντων οἵτινες

ἐνφανίζουσιν περὶ τῆς ἀπωλείας ὅταν φονευθῶσιν ἐν ταῖς ἡμέραις τῶν

ἁμαρτωλῶν

13 καὶ οὕτως ἐκτίσθη τοῖς πνεύμασιν τῶν ἀνθρώπων ὅσοι οὐκ ἔσονται

ὅσιοι ἀλλὰ ἁμαρτωλοί καὶ μετὰ τῶν ἀνόμων ἔσονται μέτοχοι τὰ δὲ

πνεύματα ὅτι οἱ ἐνθάδε θλιβέντες ἔλαττον κολάζονται αὐτῶν οὐ

τιμωρηθήσονται ἐν ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως οὐδὲ μὴ μετεγερθῶσιν ἐντεῦθεν

14 Τότε ηὐλόγησα τὸν κύριον τῆς δόξης καὶ εἶπα Εὐλογητὸς εἶ Κύριε ὁ τῆς

δικαιοσύνης κυριεύων τοῦ αἰῶνος

XXIII

1 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον πρὸς δυσμὰς τῶν περάτων τῆς γῆς

2 καὶ ἐθεασάμην πῦρ διατρέχον καὶ οὐκ ἀναπαυόμενον οὐδὲ ἐλλεῖπον τοῦ

δρόμου ἡμέρας καὶ νυκτὸς ἅμα διαμένον

3 καὶ ἠρώτησα λέγων Τί ἐστιν τὸ μὴ ἔχον ἀνάπαυσιν

4 τότε ἀπεκρίθη μοι Ῥαγουήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν

Οὗτος ὁ δρόμος τοῦ πυρὸς τὸ πρὸς δυσμὰς πῦρ τὸ ἐκδιῶκόν ἐστιν πάντας

τοὺς φωστῆρας τοῦ οὐρανοῦ

XXIV

1 Καὶ ἔδειξέν μοι ὄρη πυρὸς καιόμενα νυκτός

2 καὶ ἐπέκεινα αὐτῶν ἐπορεύθην καὶ ἐθεασάμην ἑπτὰ ὄρη ἔνδοξα πάντα

ἑκάτερα τοῦ ἑκατέρου διαλλάσσοντα ὧν οἱ λίθοι ἔντιμοι τῇ καλλονῇ καὶ

πάντα ἔντιμα καὶ ἔνδοξα καὶ εὐειδῆ τρία ἐπrsquo ἀνατολὰς ἐστηριγμένα ἐν τῷ

ἑνί καὶ τρία ἐπὶ νότον ἐν τῷ ἑνὶ καὶ φάραγγες βαθεῖαι καὶ τραχεῖαι μία τῇ

μιᾷ οὐκ ἐγγίζουσαι

3 καὶ τῷ ὄρει ἕβδομον ὄρος ἀνὰ μέσον τούτων καὶ ὑπερεῖχεν τῷ ὕψει

ὅμοιον καθέδρᾳ θρόνου καὶ περιεκύκλου δένδρα αὐτῷ εὐειδῆ

4 καὶ ἦν ἐν αὐτοῖς δένδρον ὃ οὐδέποτε ὤσφρανμαι καὶ οὐδεὶς ἕτερος αὐτῷ

ηὐφράνθη καὶ οὐδὲν ἕτερον ὅμοιον αὐτῷmiddot ὀσμὴν εἶχεν εὐωδεστέραν

πάντων ἀρωμάτων καὶ τὰ φύλλα αὐτοῦ καὶ τὸ ἄνθος καὶ τὸ δένδρον οὐ

φθίνει εἰς τὸν αἰῶνα οἱ δὲ περὶ τὸν καρπὸν ὡσεὶ βότρυες φοινίκων

5 τότε εἶπον ὡς καλὸν τὸ δένδρον τοῦτό ἐστιν καὶ εὐῶδες καὶ ὡραῖα τὰ

φύλλα καὶ τὰ ἄνθη αὐτοῦ ὡραῖα τῇ ὁράσει

6 τότε ἀπεκρίθη μοι Μιχαήλ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν - καὶ

αὐτὸς αὐτῶν ἡγεῖτο ndash

26

XXV

1 καὶ εἶπέν μοι Ἑνώχ τί ἐρωτᾷς καὶ τί ἐθαύμασας ἐν τῇ ὀσμῇ τοῦ δένδρου

καὶ διὰ τί θέλεις τὴν ἀλήθειαν μαθεῖν

2 τότε ἀπεκρίθην αὐτῷ Περὶ πάντων εἰδέναι θέλω μάλιστα δὲ περὶ τοῦ

δένδρου τούτου σφόδρα

3 καὶ ἀπεκρίθη λέγων Τοῦτο τὸ ὄρος τὸ ὑψηλόν οὗ ἡ κορυφὴ ὁμοία

θρόνου θεοῦ καθέδρα ἐστὶν οὗ καθίζει ὁ μέγας κύριος ὁ ἅγιος τῆς δόξης ὁ

βασιλεὺς τοῦ αἰῶνος ὅταν καταβῇ ἐπισκέψασθαι τὴν γῆν ἐπrsquo ἀγαθῷ

4 καὶ τοῦτο τὸ δένδρον εὐωδίας καὶ οὐδεμία σὰρξ ἐξουσίαν ἔχει ἅψασθαι

αὐτοῦ μέχρι τῆς μεγάλης κρίσεως ἐν ᾗ ἐκδίκησις πάντων καὶ τελείωσις

μέχρις αἰῶνοςmiddot τότε δικαίοις καὶ ὁσίοις δοθήσεται

5 ὁ καρπὸς αὐτοῦ τοῖς ἐκλεκτοῖς εἰς ζωὴν εἰς βορρᾶν καὶ

μεταφυτευθήσεται ἐν τόπῳ ἁγίῳ παρὰ τὸν οἶκον τοῦ θεοῦ βασιλέως τοῦ

αἰῶνος

6 τότε εὐφρανθήσονται εὐφραινόμενοι καὶ χαρήσονται καὶ εἰς τὸ ἅγιον

εἰσελεύσονταιmiddot αἱ ὀσμαὶ αὐτοῦ ἐν τοῖς ὀστέοις αὐτῶν καὶ ζωὴν πλείονα

ζήσονται ἐπὶ γῆς ἣν ἔζησαν οἱ πατέρες σου καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτῶν καὶ

βάσανοι καὶ πληγαὶ καὶ μάστιγες οὐχ ἅψονται αὐτῶν

7 Τότε ηὐλόγησα τὸν θεὸν τῆς δόξης τὸν βασιλέα τοῦ αἰῶνος ὃς

ἡτοίμασεν ἀνθρώποις τὰ τοιαῦτα δικαίοις καὶ αὐτὰ ἔκτισεν καὶ εἶπεν

δοῦναι αὐτοῖς

XXVI

1 Καὶ ἐκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς τὸ μέσον τῆς γῆς καὶ ἴδον τόπον

ηὐλογημένον ἐν ᾧ δένδρα ἔχοντα παραφυάδας μενούσας καὶ βλαστούσας

τοῦ δένδρου ἐκκοπέντος

2 κἀκεῖ τεθέαμαι ὄρος ἅγιονmiddot ὑποκάτω τοῦ ὄρους ὕδωρ ἐξ ἀνατολῶν καὶ

τὴν δύσιν εἶχεν πρὸς νότον

3 καὶ ἴδον πρὸς ἀνατολὰς ἄλλο ὄρος ὑψηλότερον τούτου καὶ ἀνὰ μέσον

αὐτοῦ φάραγγα βαθεῖαν οὐκ ἔχουσαν πλάτος καὶ διrsquo αὐτῆς ὕδωρ

πορεύεται ὑποκάτω ὑπὸ τὸ ὄρος

4 καὶ πρὸς δυσμὰς τούτου ἄλλο ὄρος ταπεινότερον αὐτοῦ καὶ οὐκ ἔχον

ὕψος καὶ φάραγγα βαθεῖαν καὶ ξηρὰν ἀνὰ μέσον αὐτῶν καὶ ἄλλην

φάραγγα βαθεῖαν καὶ ξηρὰν ἐπrsquo ἄκρων τῶν τριῶν ὀρέων

5 καὶ πᾶσαι φάραγγές εἰσιν βαθεῖαι ἐκ πέτρας στερεᾶς καὶ δένδρον οὐκ

ἐφυτεύετο ἐπrsquo αὐτάς

6 καὶ ἐθαύμασα περὶ τῆς φάραγγος καὶ λίαν ἐθαύμασα

XXVII

1 καὶ εἶπον Διὰ τί ἡ γῆ αὕτη ἡ εὐλογημένη καὶ πᾶσα πλήρης δένδρων

αὐτὴ δὲ ἡ φάραγξ κεκατηραμένη ἐστίν

2 γῆ κατάρατος τοῖς κεκατηραμένοις ἐστὶν μέχρι αἰῶνος ὧδε

ἐπισυναχθήσονται πάντες οἱ κεκατηραμένοι οἵτινες ἐροῦσιν τῷ στόματι

αὐτῶν κατὰ Κυρίου φωνὴν ἀπρεπῆ καὶ περὶ τῆς δόξης αὐτοῦ σκληρὰ

λαλήσουσιν ὧδε ἐπισυναχθήσονται καὶ ὧδε ἔσται τὸ οἰκητήριον

3 ἐπrsquo ἐσχάτοις αἰῶσιν ἐν ταῖς ἡμέραις τῆς κρίσεως τῆς ἀληθινῆς ἐναντίον

τῶν δικαίων εἰς τὸν ἅπαντα χρόνον ὧδε εὐλογήσουσιν οἱ ἀσεβεῖς τὸν

κύριον τῆς δόξης τὸν βασιλέα τοῦ αἰῶνοςmiddot

4 ἐν ταῖς ἡμέραις τῆς κρίσεως αὐτῶν εὐλογήσουσιν ἐν ἐλέει ὡς ἐμέρισεν

αὐτοῖς

5 Τότε ηὐλόγησα τὸν κύριον τῆς δόξης καὶ τὴν δόξαν αὐτοῦ ἐδήλωσα καὶ

ὕμνησα μεγαλοπρεπῶς

27

XXVIII

1 Καὶ ἐκεῖθεν ἐπορεύθην εἰς τὸ μέσον Μανδοβαρά καὶ ἴδον αὐτὸ ἔρημονmiddot

καὶ αὐτὸ μόνον

2 πλήρης δένδρων καὶ ἀπὸ τῶν σπερμάτων ὕδωρ ἄνομβρον ἄνωθεν

φερόμενον

3 ὡς ὑδραγωγὸς δαψιλὴς ὡς πρὸς βορρᾶν ἐπὶ δυσμῶν πάντοθεν ἀνάγει

ὕδωρ καὶ δρόσον

XXIX

1 Ἔτι ἐκεῖθεν ἐπορεύθην εἰς ἄλλον τόπον ἐν τῷ Βαβδηρά καὶ πρὸς

ἀνατολὰς τοῦ ὄρους τούτου ᾠχόμην

2 καὶ ἴδον κρίσεως δένδρα πνέοντα ἀρωμάτων λιβάνων καὶ ζμύρνας καὶ

τὰ δένδρα αὐτῶν ὅμοια καρύαις

XXX

1 Καὶ ἐπέκεινα τούτων ᾠχόμην πρὸς ἀνατολὰς μακράν καὶ ἴδον τόπον

ἄλλον μέγαν φάραγγα ὕδατος

2 ἐν ᾧ καὶ δένδρα χρόα ἀρωμάτων ὁμοίων σχίνῳ

3 καὶ τὰ παρὰ τὰ χείλη τῶν φαράγγων τούτων ἴδον κιννάμωμον

ἀρωμάτωνmiddot καὶ ἐπέκεινα τούτων ᾠχόμην πρὸς ἀνατολάς

XXXI

1 καὶ ἴδον ἄλλα ὄρη καὶ ἐν αὐτοῖς ἄλση δένδρων καὶ ἐκπορευόμενον ἐξ

αὐτῶν νέκταρ τὸ καλούμενον σαρρὰν καὶ χαλβάνη

2 καὶ ἐπέκεινα τῶν ὀρέων τούτων ἴδον ἄλλο ὄρος πρὸς ἀνατολὰς τῶν

περάτων τῆς γῆς καὶ πάντα τὰ δένδρα πλήρη ἐξαυτῆς ἐν ὁμοιώματι

ἀμυγδάλων

3 ὅταν τριβῶσινmiddot διὸ εὐωδέστερον ὑπὲρ πάντων τῶν ἀρωμάτων

XXXII

1 εἰς βορρᾶν πρὸς ἀνατολὰς τεθέαμαι ἑπτὰ ὄρη πλήρη νάρδου χρηστοῦ

καὶ σχίνου καὶ κινναμώμου καὶ πιπέρεως

2 Καὶ ἐκεῖθεν ἐφώδευσα ἐπὶ τὰς ἀρχὰς πάντων τῶν ὀρέων τούτων

μακρὰν ἀπέχων πρὸς ἀνατολὰς τῆς γῆς καὶ διέβην ἐπάνω τῆς ἐρυθρᾶς

θαλάσσης καὶ ᾠχόμην ἐπrsquo ἄκρων καὶ ἀπὸ τούτου διέβην ἐπάνω τοῦ

Ζωτιήλ

3 καὶ ἦλθον πρὸς τὸν παράδεισον τῆς δικαιοσύνης καὶ ἴδον μακρόθεν τῶν

δένδρων τούτων δένδρα πλείονα καὶ μεγάλα δύο μὲν ἐκεῖ μεγάλα σφόδρα

καλὰ καὶ ἔνδοξα καὶ μεγαλοπρεπῆ καὶ τὸ δένδρον τῆς φρονήσεως οὗ

ἐσθίουσιν ἅγιοι τοῦ καρποῦ αὐτοῦ καὶ ἐπίστανται φρόνησιν μεγάλην

4 ὅμοιον τὸ δένδρον ἐκεῖνο στροβιλέᾳ τὸ ὕψος τὰ δὲ φύλλα αὐτοῦ κερατίᾳ

ὅμοια ὁ δὲ καρπὸς αὐτοῦ ὡσεὶ βότρυες ἀμπέλου ἱλαροὶ λίαν ἡ δὲ ὀσμὴ

αὐτοῦ διέτρεχεν πόρρω ἀπὸ τοῦ δένδρου

5 τότε εἶπον ὡς καλὸν τὸ δένδρον καὶ ὡς ἐπίχαρι τῇ ὁράσει

6 τότε ἀπεκρίθη Ῥαφαήλ ὁ ἅγιος ἄγγελος ὁ μετrsquo ἐμοῦ ὤν Τοῦτο τὸ

δένδρον φρονήσεως ἐξ οὗ ἔφαγεν ὁ πατήρ σου

LXXXIX

42 Καὶ οἱ κύνες ἤρξαντο κατεσθίειν τὰ πρόβατα καὶ οἱ ὕες καὶ οἱ ἀλώπεκες

κατήσθιον αὐτά μέχρι οὗ ἤγειρεν ὁ κύριος τῶν προβάτων κριὸν ἕνα ἐκ

τῶν προβάτων

43 καὶ ὁ κριὸς οὗτος ἤρξατο κερατίζειν καὶ ἐπιδιώκειν ἐν τοῖς κέρασιν καὶ

ἐνετίνασσεν εἰς τοὺς ἀλώπεκας καὶ μετrsquo αὐτοὺς εἰς τοὺς ὕαςmiddot καὶ

ἀπώλεσεν ὕας πολλούς καὶ μετrsquo αὐτοὺς [ἐλυμήνα]το τοὺς κύνας

44 καὶ τὰ πρόβατα ὧν οἱ ὀφθαλμοὶ ἠνοίγησαν ἐθεάσαντο τὸν κριὸν τὸν ἐν

28

τοῖς προβάτοις ἕως οὗ ἀφῆκεν τὴν ὁδὸν αὐτοῦ καὶ ἤρξατο πορεύεσθαι

ἀνοδίᾳ

45 καὶ ὁ κύριος τῶν προβάτων ἀπέστειλεν τὸν ἄρνα τοῦτον ἐπὶ ἄρνα

ἕτερον τοῦ στῆσαι αὐτὸν εἰς κριὸν ἐν ἀρχῇ τῶν προβάτων ἀντὶ τοῦ κριοῦ

τοῦ ἀφέντος τὴν ὁδὸν αὐτοῦ

46 καὶ ἐπορεύθη πρὸς αὐτὸν καὶ ἐλάλησεν αὐτῷ σιγῇ κατὰ μόνας καὶ

ἤγειρεν αὐτὸν εἰς κριὸν καὶ εἰς ἄρχοντα καὶ εἰς ἡγούμενον τῶν προβάτωνmiddot

καὶ οἱ κύνες ἐπὶ πᾶσιν τούτοις ἔθλιβον τὰ πρόβατα

47 [καὶ] ὁ κριὸς ὁ πρῶτος τὸν κριὸν τὸν δεύτερον ἐπεδίωκεν καὶ ἔφυγεν

ἀπὸ προσώπου αὐτοῦmiddot εἶτrsquo ἐθεώρουν τὸν κριὸν τὸν πρῶτον ἕως οὗ ἔπεσεν

ἔμπροσθεν τῶν κυνῶν

48 καὶ ὁ κριὸς ὁ δεύτερος ἀναπηδήσας ἀφηγήσατο τῶν προβάτων

49 καὶ τὰ πρόβατα ηὐξήθησαν καὶ ἐπληθύνθησανmiddot καὶ πάντες οἱ κύνες καὶ

οἱ ἀλώπεκες ἔφυγον ἀπrsquo αὐτοῦ καὶ ἐφοβοῦντο αὐτόν

XC

1

6 [καὶ ἀναγνωσθής]ονται [πάντες] οἱ λόγοι τῶν ἀνομιῶν ὑμῶν ἐν[ώπιον]

τοῦ μεγάλου ἁγίου κατὰ πρόσωπον ὑμῶνmiddot εἶτrsquo ἀναφελεῖ τὰ πάντα ἔργα τὰ

μετασχόντα ἐν τῇ ἀνομίᾳ

7 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἁμαρτωλοὶ [οἱ] ἐν μέσῳ τῆς θαλάσσης καὶ ἐπὶ τῆς ξηρᾶς

ὄντεςmiddot μνημόσυνον εἰς ὑμᾶς κακόν

8 οὐαὶ ὑμῖν οἱ κτώμενοι χρυσίον καὶ ἀργύριον οὐκ ἀπὸ δικαιοσύνης καὶ

ἐρεῖτε πλούτῳ πεπλουτήκαμεν καὶ τὰ ὑπάρχοντα ἐσχήκαμεν καὶ

κεκτήμεθα

9 καὶ πᾶν ὃ ἐὰν θελήσωμεν ποιήσωμεν ὅτι ἀργύριον τεθησαυρίκαμεν ἐν

τοῖς θησαυροῖς ἡμῶν καὶ ἀγαθὰ πολλὰ ἐν ταῖς οἰκίαις ἡμῶν

10 καὶ ὡς ὕδωρ ἐκχυθήσεται πεπλάνησθε ὅτι οὐ μὴ παραμείνῃ ὁ πλοῦτος

ὑμῶν ἀλλὰ ταχὺ [ἀναπτήσεται] ἀπὸ ὑμῶν ὅτι ἀδίκως πάντα κέκτησθεmiddot

καὶ ὑμεῖς εἰς κατάραν μεγάλην παραδοθήσεσθε

XCI

1 καὶ νῦν ὀμνύω ὑμῖν τοῖς φρονίμοις καὶ οὐχὶ τοῖς ἄφροσι ὅτι πολλὰς

ὄψεσθε ἐπὶ τῆς γῆς ἀνομίαςmiddot

2 ὅτι κάλλος περιθήσονται ἄνδρες ὡς γυναῖκες [καὶ] χρῶμα ὡραῖον ὑπὲρ

παρθένους ἐν βασιλείᾳ καὶ μεγαλωσύνῃ καὶ ἐν ἐξουσίᾳ ἔσονται δὲ

ἀργύριον καὶ χρυσίον [παρrsquo] αὐτοῖς εἰς βρώματα καὶ ἐν ταῖς οἰκίαις αὐτῶν

ὡς ὕδωρ ἐκχυθήσονται

3 [διὰ τὸ μ]ὴ ἐπιστήμην αὐτοὺς μηδὲ φρόνησιν μηδεμίαν [ἔχειν] οὕτω

ἀπολεῖσθε κοινῶς μετὰ πάντων [τῶν] ὑπαρχόντων ὑμῶν [καὶ τῆς] πάσης

δόξης καὶ τῆς τιμῆς [ὑμῶν καὶ] εἰς ἀτιμίαν καὶ ἐρήμωσιν [καὶ σφαγὴν]

μεγάλην τ[ὰ πνεύματα ὑμῶν εἰς τὴν κάμινον τοῦ πυρὸς ἐμβληθήσεται]

Four lines are lost

ἐπὶ τὴν [γῆν οὐκ ἀπεστάλη ἀλλrsquo αὐτὴν οἱ ἄνθρω]ποι ἀφrsquo ἑαυτῶν [ἔκτισαν

καὶ εἰς κατάραν] μεγάλην ἀφίξονται οἱ ποιοῦντες [αὐτήν]

5 καὶ δουλεία (στειρα pap) γυναικὶ οὐκ ἐδόθη ἀλλὰ διὰ τὰ ἔργα τῶν

χειρῶνmiddot ὅτι οὐχ ὡρίσθη δούλην εἶναι δούληνmiddot ἄνωθεν οὐκ ἐδόθη ἀλλὰ ἐκ

καταδυναστείας ἐγένετο ὁ[μοίως] οὐδὲ ἡ ἀνομία ἄνωθεν ἐδόθη ἀλλrsquo ἐκ

παραβάσεως ὁμοίως οὐδὲ στεῖρα γυνὴ ἐκτίσθη ἀλλrsquo ἐξ ἰδίων ἀδικημάτων

ἐπετιμήθη ἀτεκνίᾳ [καὶ] ἄτεκνος ἀποθανεῖται

6 ὀμνύω ὑμῖν ἁμαρτωλοὶ κατὰ τοῦ ἁγίου τοῦ μεγάλου ὅτι τὰ ἔργα ὑμῶν τὰ

πονηρὰ ἔσται ἀνακεκαλυμμένα ἐν τῷ οὐρανῷmiddot οὐκ ἔσται ὑμῖν ἔργον

29

ἀποκεκρυμμένον ἄδικον

7 μὴ ὑπολάβητε τῇ ψυχῇ ὑμῶν μηδὲ ὑπολάβητε τῇ καρδίᾳ ὑμῶν ὅτι οὐ

γινώσκουσιν οὐδὲ βλέπουσιν οὐδὲ τὰ ἀδικήματα ὑμῶν θεωρεῖται οὐδὲ

ἀπογράφεται αὐτὰ ἐνώπιον τοῦ ὑψίστου ἀπὸ τοῦ [νῦν] ἐπιγνῶτε ὅτι

πάντα τὰ ἀδικήματα ὑμῶν ἀπογράφονται ἡμέραν ἐξ [ἡμέρας] μέχρι τῆς

κρίσεως ὑμῶν

9 οὐαὶ ὑμῖν ἄφρονες ὅτι ἀπολεῖσθε διὰ τὴν ἀφροσύνην ὑμῶν καὶ τῶν

[φρονίμων] οὐ μὴ ἀκούσητε καὶ τὰ ἀγαθὰ οὐκ ἀπαντήσει ὑμῖν τὰ δὲ κακὰ

[περιέξει] ὑμᾶς

10 καὶ νῦν γινώσκετε ὅτ[ι ἡτοίμασται] ὑμῖν εἰς ἡμέραν ἀπωλείας [μὴ

ἐλπίζε]τε σωθῆναι ἁμαρτωλοίmiddot ἀπ[ελθόντες] ἀποθάνετε γινώσκοντε[ς ὅτι

ἡτοίμας]ται εἰς ἡμέραν κρίσεως μ[εγάλης καὶ στε]νοχωρίας μείζονος τ[οῖς

πνεύμασιν ὑμῶν]

11 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ σκληροτράχηλοι τῇ καρδίᾳ ποιοῦντες τὸ κα[κὸν καὶ

ἔσθοντες αἷμα πόθ]εν ὑμῖν ἔσο[νται ἀγαθὰ ἵνα φάγητε ] Four lines are

lost

12 [ἔργα τῆ]ς ἀδικίαςmiddot διότι ἐλπίδας κα[λὰς ἔχετε ὑμῖ]ν νῦν γνωστὸν ὑμῖν

ἔστω ὅτι εἰς [χεῖρας τ]ῶν δικαίων παραδοθήσεσθε καὶ ἀποκτενοῦσιν ὑμᾶς

καὶ οὐ μὴ φείσονται ὑμῶν

13 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἐπιχαίροντες τοῖς κακοῖς τῶν δικαίωνmiddot τάφος ὑμῶν οὐ μὴ

ὀρυγῇ

14 οὐαὶ ὑμῖν οἱ βουλόμενοι ἀκυρῶσαι τοὺς λόγους τῶν δικαίωνmiddot οὐ μὴ

γένηται ὑμῖν ἐλπὶς σωτηρίας

15 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ γράφοντες λόγους ψευδεῖς καὶ λόγους πλανήσεωςmiddot αὐτοὶ

γράφουσιν καὶ πολλοὺς ἀποπλανήσουσιν τοῖς ψεύδεσιν αὐτῶνmiddot

16 πλανᾶσθε ὑμεῖς αὐτοὶ καὶ οὐκ ἔστιν ὑμῖν χαίρειν ἀλλὰ ταχέως

ἀπολεῖσθε

XCII

1 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ ποιοῦντες πλανήματα καὶ τοῖς ἔργοις τοῖς ψευδέσιν

λαμβάνοντες τιμὴν καὶ δόξανmiddot ἀπολώλατε οὐκ ἔστιν ὑμῖν σωτηρία εἰς

ἀγαθόν

2 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἐξαλλοιοῦντες τοὺς λόγους τοὺς ἀληθινούς καὶ

διαστρέφοντες τὴν αἰώνιον διαθήκην καὶ λογιζόμενοι ἑαυτοὺς

ἀναμαρτήτουςmiddot ἐν τῇ γῇ καταποθήσονται

3 τότε ἑτοιμάζεσθε οἱ δίκαιοι καὶ προέχεσθε τὰς ἐντεύξεις ὑμῶν εἰς

μνημόσυνον δίδοτε αὐτὰς ἐν διαμαρτυρίᾳ ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων ὅπως

εἰσαγάγωσιν τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἀδίκων ἐνώπιον τοῦ ὑψίστου θεοῦ εἰς

μνημόσυνονmiddot

4 καὶ τότε συν[ταραχ]θήσονται ἐν [ἡμέρ]ᾳ ἀπωλείας τῆς ἀδικίας

5ndash6 ἐν αὐτῷ [τῷ και]ρῷ ἐκείνῳ αἱ τίκτουσαι ἐκβαλοῦσιν καὶ ἐκσπάσουσιν

καὶ ἐγκαταλείψουσιν [τὸ νήπιο]ν βρέφος καὶ αἱ ἐν γαστρὶ ἔχου[σαι

ἐκτρώσο]υσιν καὶ αἱ θηλάζουσαι ῥίψ[ουσιν τὰ τέκ]να αὐτῶν καὶ οὐ μὴ

ἐπι[στρέψου]σιν ἐπὶ τὰ νήπια αὐτῶν οὐ[δὲ ἐπὶ τὰ θηλά]ζοντα οὐδὲ μὴ

φείσονται

7 [καὶ] οἱ γλύφοντες εἰκόνα[ς ἀργυ]ρᾶς καὶ χρυσᾶς ξυλίνας τε [καὶ

λιθίνας] καὶ ὀστρακίνας καὶ λατρεύ[οντες φαν]τάσμασιν καὶ δαιμονίοι[ς

καὶ βδελύγ]μασιν καὶ πνεύμασιν πονη[ροῖς καὶ] πάσαις ταῖς πλάναις οὐ

κατrsquo ἐπι[στήμην] καὶ πᾶν βοήθημα οὐ μὴ εὕρητε [ἀπrsquo] αὐτῶν

8ndash9 καὶ πλανηθήσονται ἐν ἀφροσύνῃ τῆς καρδίας αὐτῶν καὶ τὰ ὁράματα

τῶν ἐνυπνίων καταπλανήσουσιν ὑμᾶς ὑμεῖς καὶ τὰ ἔργα ὑμῶν τὰ ψευδῆ ἃ

30

ἐποιήσατε καὶ ἐλαεργ[ήσατε] καὶ ἐπὶ μιᾶς ἀπολεῖσθε

10ndash12 καὶ τότε μακάριοι πάντες οἱ ἀκούσαντες φρονίμων λόγους καὶ

μαθήσονται αὐτούς ποιῆσαι τὰς ἐντολὰς τοῦ ὑψίστου καὶ πορεύσονται ἐν

ὁδοῖς δικαιοσύνης αὐτοῦ καὶ οὐ μὴ πλανήσουσιν μετὰ τῶν πλανώντων καὶ

σωθήσονται

13 οὐαὶ οἱ οἰκοδομοῦντες τὰς οἰκοδομὰς αὐτῶν οὐκ ἐκ κόπων ἰδίων καὶ ἐκ

λίθων καὶ ἐκ πλίνθων πᾶσαν οἰκοδομὴν ποιεῖτε οἷς οὐκ ἔστιν ὑμῖν χά[ρις]

14 οὐαὶ οἱ ἐξουθενοῦντες τὴν θεμελίωσιν καὶ τὴν κληρονομίαν τῶν

πατέρων αὐτῶν τὴν ἀπrsquo αἰῶνος [ὅτι] διώξεται ὑμᾶς πνεῦμα πλανήσεωςmiddot

οὐκ ἔστιν ὑμῖν ἀναπαῦσαι

15 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ποιοῦντες τὴν ἀ[νομίαν] καὶ ἐπιβοηθοῦντες τῇ ἀδι[κίᾳ

φονεύ]οντες τὸν πλησίον αὐτῶ[ν ἕως τῆς] ἡμέρας τῆς κρίσεως τῆς

[μεγάληςmiddot

16 ]ὅτι τότε ἐκτρίψει τὴν δόξ[αν ὑμῶν] καὶ ἐπεγερεῖ τὸν θυμὸν [αὐτοῦ

καθrsquo] ὑμῶν ἀπολεῖ πάντας ὑ[μᾶς ἐν ῥομ]φαίᾳ καὶ πάντες οἱ δί[καιοι

μνημο]νήσουσιν τὰς ἀδικίας [ὑμῶν]

XCIII

1ndash2 καὶ τότε ἐν ἑνὶ τόπῳ [ῥέῃ τὰ α]ἵμα[τα αὐτῶν καὶ ἄνθρωπο]ς οὐκ

[ἀφέξ]ει τὴν [χεῖρα αὐτοῦ ἀπ]ὸ τοῦ υἱοῦ αὐ[τοῦ οὔτrsquo ἀ]πὸ τοῦ ἀγαπητοῦ

αὐτοῦ ἀποκτεῖναι αὐτόν καὶ ὁ ἁμαρτωλὸς ἀπὸ τοῦ ἐντίμου οὔτε ἀπὸ τοῦ

ἀδελφοῦ αὐτοῦmiddot ἐξ ὄρθρων μέχρις οὗ δῦναι τὸν ἥλιον φονευθήσονται ἐπὶ

τὸ αὐτό

3 καὶ διαπορεύσεται ἵππος ἕως τοῦ στήθους αὐτοῦ διὰ τοῦ αἵματος τῶν

ἁμαρτωλῶν καὶ τὸ ἅρμα μέχρι ἀξόνων καταβήσεται

4 καὶ καταβήσονται ἄγγελοι καταδύνοντες εἰς τὰ ἀπόκρυφα ἐν ἡμέρᾳ

ἐκείνῃmiddot οἵτινες ἐβοήθουν τῇ ἀδικίᾳ καὶ συστραφήσονται εἰς ἕνα τόπον καὶ ὁ

ὕψιστος ἐγερθήσεται ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως ποιῆσαι ἐκ πάντων κρίσιν

μεγάλην

5 καὶ τάξει φυλακὴν ἐπὶ πάντας τοὺς δικαίους καὶ ἁγίους τῶν ἁγίων

ἀγγέλων καὶ τηρηθήσονται ὡς κόριον ὀφθαλμοῦ ἕως οὗ ἐκλείπῃ τὰ κακὰ

καὶ ἁμαρτία καὶ ἀπrsquo ἐκείνου ὑπνώσουσιν εὐσεβεῖς ὕπνον ἡδύν καὶ οὐκ

ἔσται οὐκέτι ὁ ἐκφοβῶν αὐτούς

6 τότε ὄψονται οἱ φρόνιμοι τῶν ἀνθρώπων καὶ κατανοήσουσιν οἱ υἱοὶ τῆς

γῆς ἐπὶ τοὺς λόγους τούτους τῆς ἐπιστολῆς ταύτης καὶ γνώσονται ὅτι οὐ

δύναται ὁ πλοῦτος αὐτῶν διασῶσαι αὐτοὺς ἐν τῇ πτώσει τῆς ἀδικίας

7 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἄδικοι ὅταν ἐκθλίβητε τοὺς δικαίους ἐν ἡμέρᾳ ἀνάγκης

στερεᾶς καὶ φυλάξητε αὐτοὺς ἐν πυρί ὅτι κομιεῖσθε κατὰ τὰ ἔργα ὑμῶν

8 οὐαὶ ὑμῖν σκληροκάρδιοι ἀγρυπνοῦντες νοῆσαι τὸ κακόνmiddot περιέχει ὑμᾶς

φόβος καὶ οὐκ ἔστιν ὁ ἀντιλαμβανόμενος ὑμῶν

9 οὐαὶ ὑμῖν πᾶσιν τοῖς ἁμαρτωλοῖς ἐπὶ τοῖς ἔργοις τοῦ στόματος ὑμῶν

οὐαὶ ὑμῖν πᾶσιν τοῖς ἁμαρτωλοῖς ἐπὶ τοῖς λόγοις τοῦ στόματος ὑμῶν καὶ

ἐπὶ τοῖς [ἔργοις] τῶν χειρῶν ὑμῶν ὅτι ἀπὸ τῶν ἁγίων ἔργων

ἀπεπλα[νήθητε]

11 πᾶσα νεφέλη καὶ ὀμίχλη καὶ δρόσος καὶ ὄμβρος ἐπὶ ταῖς ἁμαρτίαις

ὑμῶν

12 δίδοτε οὖν ὄμβρῳ δῶρα ἵνα μὴ [κωλυθῇ κα]ταβῆναι ὑμῖν καὶ δρόσῳ

κα[ὶ νεφέλῃ] καὶ ὀμίχλῃmiddot χρυσίον διαγράψα[τε ἵνα κα]ταβῶσινmiddot

13 ὅτι ἐὰν ἐπιρρίψῃ ἐφrsquo ὑμ[ᾶς χι]ὼν καὶ πάχνη καὶ ψῦχος αὐτῆς καὶ οἱ

ἄνεμοι καὶ ὁ παγετὸς αὐτῶν καὶ πᾶσαι αἱ μάστιγες αὐτῶν οὐ δύνασθε

ὑποστῆναι ἔμπροσθεν ψύχους καὶ τῶν μαστίγων αὐτῶν

31

XCIV

1 κατανοήσατε τοίνουν υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων τὰ ἔργα τοῦ ὑψίστου καὶ

φοβήθητε τοῦ ποιῆσαι τὸ πονηρὸν ἐναντίον αὐτοῦ

2 ἐὰν ἀποκλείσῃ τὰς θυρίδας τοῦ οὐρανοῦ καὶ κωλύσῃ τὴν δρόσον καὶ τὸν

ὄμβρον καταβῆναι εἵνεκα ὑμῶν τί ποιήσετε

3 ἐὰν ἀποστείληται τὸν θυμὸν αὐτοῦ ἐφrsquo ὑμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ ἔργα ὑμῶν οὐχὶ

ἔσεσθε δεόμενοι αὐτοῦ διὰ τί ὑμεῖς λαλεῖτε τῷ στόματι ὑμῶν μεγάλα καὶ

σκληρὰ ἐπὶ τῇ μεγαλωσύνῃ αὐ[τοῦ

4 ὁρᾶ]τε τοὺς ναυκλήρους τοὺς πλωιζομένους τὴν θάλασσαν ὑπὸ τοῦ

κ[λύδω]νος καὶ χειμῶνος σεσαλευμένα τὰ πλοῖα αὐτῶν

5 καὶ χειμαζόμενοι πάντες φοβοῦνται ἔξω δὲ τὰ [ἀγαθὰ πάντα] καὶ τὰ

ὑπάρχοντα αὐτῶν ἐκβάλλουσιν εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ὑποπτεύουσιν ἐν τῇ

καρδίᾳ αὐτῶν ὅτι ἡ [θάλασσα κα]ταπίεται αὐτοὺς καὶ ἐν αὐτ[ῇ

ἀπολοῦν]ται

6 οὐχὶ πᾶσα ἡ θάλασσα καὶ [πάντα τὰ] ὕδατα αὐτῆς ἔργον τοῦ ὑψ[ίστου

ἐστί] καὶ αὐτὸς συνεστήσατο τὰ π[έρατα αὐ]τῶν καὶ συνέδησεν αὐτ[ήν

καὶ περι]έφραξεν αὐτὴν ἄμμῳ

7 [καὶ ἀπὸ τῆς] ἐμβριμήσεως αὐτοῦ φ[οβοῦνται καὶ ξη]ραίνονται καὶ οἱ

ἰχθύες

8 [ γῆν] καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτοῖς καὶ τίς ἔδωκεν ἐπιστήμην πᾶσιν τοῖς

κινουμένοις ἐν τῇ θαλάσσῃ οἱ ναύκληροι τὴν θάλασσαν φοβοῦνται

XCV

1 καὶ ὅταν ἐκβάλῃ ἐφrsquo ὑμᾶς τὸν κλύδωνα τοῦ πυρὸς τῆς καύσεως ὑμῶν

ποῦ ἀποδράντες σωθήσεσθε καὶ ὅταν δῷ ἐφrsquo ὑμᾶς φωνὴν αὐτοῦ

2 ἔσεσθε συνσειόμενοι καὶ φοβούμενοι ἤχῳ μεγάλῳ laquoκαὶraquo τὴν γῆν

σύμπασαν σειομένην καὶ τρέμουσαν καὶ συνταρασσομένην

3 καὶ οἱ ἄγγελοι συντελοῦντες τὸ συνταχθὲν αὐτοῖς καὶ ὁ οὐρανὸς καὶ οἱ

φωστῆρες σειόμενοι καὶ τρέμοντεςmiddot ἅπαντες οἱ υἱοὶ τῆς γῆς καὶ ὑμεῖς

ἁμαρτωλοὶ ἐπικατάρατοι εἰς τὸν αἰῶναmiddot οὐκ ἔστιν ὑμῖν χαίρειν

4 θαρσεῖτε ψυχαὶ τῶν δικαίων τῶν ἀποθανόντων τῶν δικαίων καὶ τῶν

εὐσεβῶν

5 καὶ μὴ λυπεῖσθε ὅτι κατέβησαν αἱ ψυχαὶ ὑμῶν εἰς ᾅδου μετὰ λύπης καὶ

οὐκ ἀπηντήθη τῷ σώματι τῆς σαρκὸς ὑμῶν ἐν τῇ ζωῇ ὑμῶν κατὰ τὴν

ὁσιότητα ὑμῶν ἐπεὶ αἱ ἡμέραι ἃς ἦτε ἡμέραι ἦσαν ἁμαρτωλῶν καὶ

καταράτων ἐπὶ τῆς γῆς

6 ὅταν ἀποθάνητε τότε ἐροῦσιν οἱ ἁμαρτωλοὶ ὅτι εὐσεβεῖς κατὰ τὴν

εἱμαρμένην ἀπεθάνοσαν καὶ τί αὐτοῖς περιεγένετο ἐπὶ τοῖς ἔργοις αὐτῶν

7 καὶ αὐτοὶ ὁμοίως ἡμῖν ἀπεθάνοσαν ἴδετε οὖν ὡς ἀποθνήσκουσιν μετὰ

λύπης καὶ σκότους καὶ τί αὐτοῖς ἐγένετο περισσόν

8 ἀπὸ τοῦ νῦν ἀναστήτωσαν καὶ σωθήτωσαν καὶ ὄψονται εἰς τὸν αἰῶνα

ἡμᾶς φαγεῖν καὶ πεῖν

9 τοιγαροῦν ἁρπάσαι καὶ ἁμαρτάνειν καὶ λωποδυτεῖν καὶ ἐγκτᾶσθαι καὶ

[ἰδεῖν] ἡμέρας ἀγαθάς

10 ἴδετε οὖν οἱ δικαιοῦντες [ἑαυτ]ούς ὁποία ἐγένετο αὐτῶν ἡ καταστροφή

ὅτι πᾶσα δικαιοσύνη οὐχ εὑρέθη ἐν αὐτοῖς ἕως ἀπέθανον καὶ ἀπώλοντο

11 καὶ ἐγένοντο ὡς οὐκ ὄντες καὶ κατέβησαν αἱ ψυχαὶ αὐτῶν μετrsquo ὀδύνης

εἰς ᾅδου

XCVI

1 ἐγὼ ὀμνύω ὑμῖν Three lines are lost

2 ἐπίσταμαι τὸ μυστήριον τοῦτοmiddot ἀν[έγνων] γὰρ τὰς πλάκας τοῦ οὐρανοῦ

32

καὶ εἶδον τὴν γραφὴν ἀναγκαίανmiddot ἔγνων τὰ γ[εγραμμέ]να ἐν αὐταῖς καὶ

ἐγκεκολαμμέν[α περὶ] ὑμῶν

3 ὅτι ἀγαθὰ καὶ ἡ χαρὰ καὶ ἡ τ[ιμὴ] ἡτοίμασται καὶ ἐγγέγραπται ταῖς

ψ[υχαῖς] τῶν ἀποθανόντων εὐσεβῶνmiddot

4 καὶ χαιρήσονται καὶ οὐ μὴ ἀπόλωνται τὰ πνεύματα αὐτῶν οὐδὲ τὸ

μνημόσυνον ἀπὸ προσώπου τοῦ μεγάλου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν

αἰώνων μὴ οὖν φοβεῖσθε τοὺς ὀνειδισμοὺς αὐτῶν

5 καὶ ὑμεῖς οἱ νεκροὶ τῶν ἁμαρτωλῶν ὅταν ἀποθάνητε ἐροῦσιν ἐφrsquo ὑμῖν

μακάριοι ἁμαρτωλοὶ πάσας τὰς ἡμέρας αὐτῶν ὅσας εἴδοσαν ἐν τῇ ζωῇ

αὐτῶν καὶ ἐνδόξως

6 ἀπεθάνοσαν καὶ κρίσις οὐκ ἐγενήθη ἐν τῇ ζωῇ αὐτῶν

7 αὐτοὶ ὑμεῖς γινώσκετε ὅτι εἰς ᾅδου κατάξουσιν τὰς ψυχὰς ὑμῶν

8 καὶ ἐκεῖ ἔσονται ἐν ἀνάγκῃ μεγάλῃ καὶ ἐν σκότει καὶ ἐν παγίδι καὶ ἐν

φλογὶ καιομένῃ καὶ εἰς κρίσιν μεγάλην εἰσελεύσονται αἱ ψυχαὶ ὑμῶν ἐν

πάσαις ταῖς γενεαῖς τοῦ αἰῶνος οὐαὶ ὑμῖν οὐκ ἔστιν ὑμῖν χαίρειν

9 μὴ γὰρ εἴπητε οἱ δίκαιοι ὅσιοι ὄντες ἐν τῇ ζωῇ τῶν ἡμερῶν τῆς θλίψεως

κόπους ἐκοπιάσαμεν καὶ ἀνηλώμεθα καὶ ὀλίγοι ἐγενήθημεν καὶ

ἀντιλήμπτορα οὐχ εὑρήκαμενmiddot

10 συντετριμμένοι καὶ ἀπολώλαμεν καὶ ἀπηλπίσμεθα καὶ μηκέτι εἰδέναι

σωτηρίαν ἡμέραν ἐξ ἡμέρας

11 ἠλπίσαμεν γενέσθαι κεφαλή ἐγενήθημεν κέρ[κοςmiddot ἐκο]πιάσαμεν

ἐργαζόμενοι καὶ τῶν ὀψωνίων οὐ κεκυριεύκαμεν ἐγενήθημεν κατάβρωμα

ἁμαρτωλῶν [οἱ ἄνο]μοι ἐβάρυναν ἐφrsquo ἡμᾶς τὸν ζυγόν

12 οἳ κυριεύουσιν οἱ ἐχθροὶ ἡμῶν ἐγκεντρίζουσιν ἡμᾶς καὶ περικλείουσιν

ἡμᾶςmiddot ἐζητήσαμεν πο[ῦ φύγωμεν] ἀπrsquo αὐτῶν ὅπως ἀναψύχ[ωμεν] three

lines are lost

14 ἐκράξαμεν ἐπὶ τοὺς καταβάλλοντας καὶ βιαζομένους ἡμᾶς καὶ τὰς

ἐντεύξεις ἡμῶν οὐκ ἀπεδέξαντο οὐδὲ ἐβούλοντο ἐπακοῦσαι τῆς φωνῆς

ἡμῶν

15 καὶ οὐκ ἀντελαμβάνοντο ἡμῶν οὐχ εὑρόντες κατὰ τῶν βιαζομένων καὶ

κατεσθόντων ἡμᾶς ἀλλὰ στερεοῦσιν αὐτοὺς ἐφrsquo ἡμᾶςmiddot ἀπέκτειναν ἡμᾶς

καὶ εἰς ὀλίγους ἤγαγον καὶ οὐχ ὑποδεικνύουσιν περὶ τῶν πεφονευμένων

ἡμῶν καὶ οὐκ ἀναμιμνήσκουσιν περὶ τῶν ἁμαρτωλῶν αὐτῶν τὰς

ἁμαρτίας αὐτῶν

XCVII

1 ὀμνύω ὑμῖν ὅτι οἱ ἄγγελοι ἐν τῷ οὐρανῷ ἀναμιμνήσκουσιν [ὑμῶν] εἰς

ἀγαθὸν ἐνώπιον τῆς δόξης τοῦ μεγάλου

2 θαρσεῖτε δὴ ὅτι ἐπαλαιώθητε ἐν τοῖς κακοῖς καὶ ἐν ταῖς θλίψεσινmiddot ὡσεὶ

φωστῆρες τοῦ οὐρανοῦ ἀναλάμψετε καὶ φανεῖτε αἱ θυρίδες τοῦ οὐρανοῦ

ἀνοιχθήσονται ὑμῖν

3ndash4 καὶ ἡ κραυγὴ ὑμῶν ἀκουσθήσεται καὶ ἡ κρίσις ὑμῶν ἣν κράζετε καὶ

φανεῖται ἐφrsquo ὅσα συλλαβήσεται ὑμῖν περὶ τῆς θλίψεως ὑμῶν καὶ ἐκ

πάντων ὅστις μετέσχεν τῶν βιαζομένων καὶ κατεσθόντων ὑμᾶς

5 [μὴ φοβεῖσθε] τὰ κακὰ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως τῆς μεγάλης καὶ οὐ μὴ

εὑρεθῆτε ὡς οἱ ἁμαρτωλοί [ἀλλrsquo ὑμεῖς οἱ ἁμαρτωλοὶ] σκυλήσεσθε καὶ

κρίσις αἰώνιος ἐξ ὑμῶν ἔσται εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν αἰώνων

6 μὴ φοβεῖσθε οἱ δίκαιοι ὅταν ἴδητε τοὺς ἁμαρτωλοὺς κατισχύοντας καὶ

εὐοδουμένους καὶ μὴ μέτοχοι αὐτῶν γίνεσθε ἀλλὰ μακρὰν ἀπέχεσθε ἀπὸ

πάντων τῶν ἀδικημάτων αὐτῶν

7 μὴ γὰρ εἴπητε οἱ ἁμαρτωλοὶ [ὅτι] οὐ μὴ ἐκζητηθῶσιν αἱ ἁμαρτίαι ὑμῶν

33

[ἐξ] ἡμερῶν

8 καὶ νῦν ἀποδεικνύω ὑμῖν ὅτι φῶς καὶ σκότος ἡμέρα καὶ νὺξ

ἐποπτεύουσιν τὰς ἁμαρτίας ὑμῶν πάσας

9 μὴ πλανᾶσθε τῇ καρδίᾳ ὑμῶν μηδὲ ψεύδεσθε μηδὲ ἐξαλλοιώσητε τοὺς

λόγους τῆς ἀληθείας μηδὲ καταψεύδεσθε τῶν [λόγων τοῦ] ἁγίου καὶ μὴ

δότε ἔπαινον ταῖς [εἰκόσιν ὑ]μῶνmiddot οὐ γὰρ εἰς δικαίωμα εἰσάγ[ουσιν πάντα

τὰ ψεύδ]η καὶ πᾶσα [ἡ πλάνη] Two lines are lost

10 τῆς ἀληθείας ἐξαλλοιοῦσιν καὶ ἀντιγράφουσιν οἱ ἁμαρτωλοὶ καὶ

ἀλλάσσουσιν τοὺς πολλούς καὶ ψεύδονται καὶ πλάσσουσιν πλάσματα

μεγάλα καὶ τὰς γραφὰς ἀναγράφουσιν ἐπὶ τοῖς ὀνόμασιν αὐτῶνmiddot

11 καὶ ὄφελον πάντας τοὺς λόγους μου γράφωσιν ἐπrsquo ἀληθείας ἐπὶ τὰ

ὀνόματα αὐτῶν καὶ μήτε ἀφέλωσιν μήτε ἀλλοιώσωσιν τῶν λόγων τούτων

ἀλλὰ πάντα ἐπrsquo ἀληθείας γράφωσιν ἃ ἐγὼ διαμαρτυροῦμαι αὐτοῖς

12 καὶ πάλιν ἐγὼ γινώσκω μυστήριον δεύτερον ὅτι δικαίοις καὶ ὁσίοις καὶ

φρονίμοις δοθήσονται αἱ βίβλοι μου εἰς χαρὰν ἀληθείας

13 καὶ αὐτοὶ πιστεύσουσιν αὐταῖς καὶ ἐν αὐταῖς χαρήσονται καὶ

ἀγαλλιάσονται πάντες οἱ δίκαιοι μαθεῖν ἐξ αὐτῶν πάσας τὰς ὁδοὺς τῆς

ἀληθείας

CVI

1 μετὰ δὲ χρόνον ἔλαβεν Μαθουσάλεκ τῷ υἱῷ μου γυναῖκα καὶ ἔτεκεν

υἱὸν καὶ ἐκάλεσεν τὸ ὄνομα αὐτοῦ Λάμεχ ἐταπεινώθη ἡ δικαιοσύνη μέχρι

τῆς ἡμέρας ἐκείνης καὶ ὅτε εἰς ἡλικίαν ἐπῆλθεν ἔλαβεν αὐτῷ γυναῖκα καὶ

ἔτεκεν αὐτῷ παιδίον

2 καὶ ὅτε ἐγεννήθη τὸ παιδίον ἦν τὸ σῶμα λευκότερον χιόνος καὶ

πυρρότερον ῥόδου τὸ τρίχωμα πᾶν λευκὸν καὶ ὡς ἔρια λευκὰ καὶ οὖλον

καὶ ἔνδοξον καὶ ὅτε ἀνέῳξεν τοὺς ὀφθαλμούς ἔλαμψεν ἡ οἰκία ὡσεὶ

ἥλιος

3 καὶ ἀνέστη ἐκ τῶν χειρῶν τῆς μαίας καὶ ἀνέῳξεν τὸ στόμα καὶ

εὐλόγησεν τῷ κυρίῳmiddot

4 καὶ ἐφοβήθη Λάμεχ ἀπrsquo αὐτοῦ καὶ ἔφυγεν καὶ ἦλθεν πρὸς Μαθουσάλεκ

τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ

5 τέκνον ἐγεννήθη μου ἀλλοῖον οὐχ ὅμοιον τοῖς ἀνθρώποις ἀλλὰ τοῖς

τέκνοις τῶν ἀγγέλων τοῦ οὐρανοῦ καὶ ὁ τύπος ἀλλοιότερος οὐχ ὅμοιος

ἡμῖνmiddot τὰ ὄμματά ἐστιν ὡς ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου καὶ ἔνδοξον τὸ πρόσωπονmiddot

6 καὶ ὑπολαμβάνω ὅτι οὐκ ἔστιν ἐξ ἐμοῦ ἀλλὰ ἐξ ἀγγέλου καὶ

εὐλαβοῦμαι αὐτὸν μήποτέ τι ἔσται ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ ἐν τῇ γῇ

7 καὶ παραιτοῦμαι π[άτερ καὶ] δέομαι βάδισον πρὸς Ἑνὼ[χ τὸν πατέρα

ἡμῶν καὶ ἐρώτησον] Two lines are lost

8 [ἦλθ]εν πρὸς ἐμὲ εἰς τὰ τέρματα τῆς γῆς οὗ [εἶδ]εν τότε εἶναι με καὶ

εἶπέν μοι πάτερ [μου] ἐπάκουσον τῆς φωνῆς μου καὶ ἧκε [πρὸς] ἐμέ καὶ

ἤκουσα τὴν φωνὴν αὐτοῦ καὶ ἦλθον πρὸς αὐτὸν καὶ εἶπα ἰδοὺ πάρειμι

τέκνονmiddot διὰ τί ἐλήλυθας πρὸς ἐμέ τέκνον

9 καὶ ἀπεκρίθη λέγων διrsquo ἀνάγκην μεγάλην ἦλθον ὧδε πάτερmiddot

10 καὶ νῦν ἐγεννήθη τέκνον Λάμεχ τῷ υἱῷ μου καὶ ὁ τύπος αὐτοῦ καὶ ἡ

εἰκὼν αὐτοῦ laquoοὐχ ὅμοιος ἀνθρώποις καὶ τὸ χρῶμα αὐτοῦraquo λευκότερον

χιόνος καὶ πυρρότερον ῥόδου καὶ τὸ τρίχωμα τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ

λευκότερον ἐρίων λευκῶν καὶ τὰ ὄμματα αὐτοῦ ἀφόμοια ταῖς τοῦ ἡλίου

ἀκτῖσιν

11 καὶ ἀνέστη ἀπὸ τῶν τῆς μαίας χειρῶν καὶ ἀνοίξας τὸ στόμα εὐλόγησεν

τὸν κύριον τοῦ αἰῶνοςmiddot

34

12 καὶ ἐφοβήθη ὁ υἱός μου Λάμεχ καὶ ἔφυγεν πρὸς ἐμέ καὶ οὐ πιστεύει ὅτι

υἱὸς αὐτοῦ ἐστιν ἀλλὰ ὅτι ἐξ ἀγγέλων one or two lines omitted τὴν

ἀκρίβειαν ἣν ἔχεις () καὶ τὴν ἀλήθειαν

13 τότε ἀπεκρίθην λέγων ἀνακαινίσει ὁ κύριος πρόσταγμα ἐπὶ τῆς γῆς

καὶ τὸν αὐτὸν τρόπον τέκνον τεθέαμαι καὶ ἐσήμανά σοιmiddot ἐν γὰρ τῇ γενεᾷ

Ἰάρεδ τοῦ πατρός μου παρέβησαν τὸν λόγον κυρίου ἀπὸ τῆς διαθήκης τοῦ

οὐρανοῦ

14 καὶ ἰδοὺ ἁμαρτάνουσιν καὶ παραβαίνουσιν τὸ ἔθος καὶ μετὰ γυναικῶν

συγγίνονται καὶ μετrsquo αὐτῶν ἁμαρτάνουσιν καὶ ἔγημαν ἐξ αὐτῶν

[καὶ τίκτουσιν οὐχ ὁμοίους πνεύμασιν ἀλλὰ σαρκίνους]middot

15 καὶ ἔσται ὀργὴ μεγάλη ἐπὶ τῆς γῆς καὶ κατακλυσμός καὶ ἔσται

ἀπώλεια μεγάλη ἐπὶ ἐνιαυτὸν ἕναmiddot

16 καὶ τόδε τὸ παιδίον τὸ γεννηθὲν καταλειφθήσεται καὶ τρία αὐτοῦ

τέκνα σωθήσεται ἀποθανόντων τῶν ἐπὶ τῆς γῆςmiddot

17b καὶ πραϋνεῖ τὴν γῆν ἀπὸ τῆς οὔσης ἐν αὐτῇ φθορᾶς

18 καὶ νῦν λέγε Λάμεχ ὅτι τέκνον σού ἐστιν δικαίως καὶ ὁσίως [καὶ]

κάλεσον αὐτοῦ τὸ ὄνομα [Νῶε]middot αὐτὸς γὰρ ἔσται ὑμῶν κατάλειμμα ἐφrsquo οὗ

ἂν καταπαύσητε καὶ laquoοἱraquo υἱοὶ αὐτοῦ ἀπὸ τῆς φθορᾶς τῆς γῆς καὶ ἀπὸ

πάντων τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ ἀπὸ πασῶν τῶν συντελειῶν ἐπὶ τῆς γῆς

Four lines are lost

19 ὑπέδειξέν μοι καὶ ἐμήνυσεν καὶ ἐν ταῖς πλαξὶν τοῦ οὐρανοῦ ἀνέγνων

αὐτά

CVII

1 τότε τεθέαμαι τὰ ἐγγεγραμμένα ἐπrsquo αὐτῶν ὅτι γενεὰ γενεᾶς κακ[ίων

ἔσται] καὶ εἶδον τόδε μέχρις τοῦ ἀνας[τῆναι] γενεὰν δικαιοσύνης καὶ ἡ

κακία ἀπολεῖται καὶ ἡ ἁμαρτία ἀλλάξει ἀπὸ τῆς γῆς καὶ τὰ ἀγαθὰ ἥξει ἐπὶ

τῆς γῆς ἐπrsquo αὐτούς

2 καὶ νῦν ἀπότρεχε τέκνον καὶ σήμανον Λάμεχ τῷ υἱῷ σου ὅτι τὸ παιδίον

τοῦτο τὸ γεννηθὲν τέκνον αὐτοῦ ἐστιν δικαίως καὶ οὐ ψευδῶς

3 καὶ ὅτε ἤκουσεν Μαθουσάλεκ τοὺς λόγους Ἑνὼχ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ

μυστηριακῶς γὰρ ἐδήλωσεν αὐτῷ [ἐπέστρεψεν καὶ ἐδήλωσεν αὐτῷ] καὶ

ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτοῦ Νῶε εὐφραίνων τὴν γῆν ἀπὸ τῆς ἀπωλείας

Liber Enoch

Apocalypsis Henochi Graece

(recensio ap Syncellum)

(ed M Black)

Pseudepigrapha veteris testamenti Graece 3

Leiden Brill 1970 pp 21ndash26 29ndash30 32ndash33 37

VI

ἐκ τοῦ πρώτου βιβλίου Ἐνὼχ περὶ τῶν ἐγρηγόρων

1 καὶ ἐγένετο ὅτε ἐπληθύνθησαν οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων ἐγεννήθησαν

αὐτοῖς θυγατέρες ὡραῖαι

2 καὶ ἐπεθύμησαν αὐτὰς οἱ ἐγρήγοροι καὶ ἀπεπλανήθησαν ὀπίσω αὐτῶν

καὶ εἶπον πρὸς ἀλλήλους ἐκλεξώμεθα ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ τῶν

θυγατέρων τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς

3 καὶ εἶπε Σεμιαζᾶς ὁ ἄρχων αὐτῶν πρὸς αὐτούς φοβοῦμαι μὴ οὐ

θελήσητε (Go θελήσετε) ποιῆσαι τὸ πρᾶγμα τοῦτο καὶ ἔσομαι ἐγὼ μόνος

ὀφειλέτης ἁμαρτίας μεγάλης

4 καὶ ἀπεκρίθησαν αὐτῷ πάντες καὶ εἶπον ὀμόσωμεν ἅπαντες ὅρκῳ καὶ

ἀναθεματίσωμεν ἀλλήλους τοῦ μὴ ἀποστρέψαι τὴν γνώμην ταύτην

35

μέχρις οὗ ἀποτελέσωμεν αὐτήν

5 τότε πάντες ὤμοσαν ὁμοῦ καὶ ἀνεθεμάτισαν ἀλλήλους

6 ἦσαν δὲ οὗτοι διακόσιοι οἱ καταβάντες ἐν ταῖς ἡμέραις Ἰάρεδ εἰς τὴν

κορυφὴν τοῦ Ἑρμονιεὶμ (Go κορυφὴν Ἑρμὼν) ὄρους καὶ ἐκάλεσαν τὸ ὄρος

Ἑρμώμ καθότι ὤμοσαν (Go ομοσαν) καὶ ἀνεθεμάτισαν ἀλλήλους ἐν αὐτῷ

7 καὶ ταῦτα τὰ ὀνόματα τῶν ἀρχόντων αὐτῶν αacute Σεμιαζᾶς ὁ ἄρχων

αὐτῶν βacute Ἀταρκούφ γacute Ἀρακιήλ δacute Χωβαβιήλ εacute Ὀραμμαμή Ϛacute Ῥαμιήλ ζacute

Σαμψίχ ηacute Ζακιήλ θacute Βαλκιήλ ιacute Ἀζαλζήλ ιαacute Φαρμαρός ιβacute Ἀμαριήλ ιγacute

Ἀναγημάς ιδacute Θαυσαήλ ιεacute Σαμιήλ ιϚacute Σαρινᾶς ιζacute Εὐμιήλ (Par gr 1711 ὁ

Εὐμιήλ) ιηacute Τυριήλ ιθacute Ἰουμιήλ κacute Σαριήλ

VII

1 Οὗτοι καὶ οἱ λοιποὶ πάντες ἐν τῷ χιλιοστῷ ἑκατοστῷ ἑβδομηκοστῷ ἔτει

τοῦ κόσμου ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας καὶ ἤρξαντο μιαίνεσθαι ἐν αὐταῖς

ἕως τοῦ κατακλυσμοῦ καὶ ἔτεκον αὐτοῖς γένη τρίαmiddot πρῶτον γίγαντας

μεγάλους

2 οἱ δὲ γίγαντες ἐτέκνωσαν Ναφηλείμ καὶ τοῖς Ναφηλεὶμ ἐγεννήθησαν

Ἐλιούδ καὶ ἦσαν αὐξανόμενοι κατὰ τὴν μεγαλειότητα αὐτῶν καὶ

ἐδίδαξαν ἑαυτοὺς καὶ τὰς γυναῖκας ἑαυτῶν φαρμακείας καὶ ἐπαοιδίας

VIII

1 Πρῶτος Ἀζαὴλ ὁ δέκατος τῶν ἀρχόντων ἐδίδαξε ποιεῖν μαχαίρας καὶ

θώρακας καὶ πᾶν σκεῦος πολεμικόν καὶ τὰ μέταλλα τῆς γῆς καὶ τὸ

χρυσίον πῶς ἐργάσωνται καὶ ποιήσωσιν αὐτὰ κόσμια ταῖς γυναιξί καὶ τὸν

ἄργυρον ἔδειξε δὲ αὐτοῖς καὶ τὸ στίλβειν καὶ τὸ καλλωπίζειν καὶ τοὺς

ἐκλεκτοὺς λίθους καὶ τὰ βαφικάmiddot καὶ ἐποίησαν ἑαυτοῖς οἱ υἱοὶ τῶν

ἀνθρώπων καὶ ταῖς θυγατράσιν αὐτῶν καὶ παρέβησαν καὶ ἐπλάνησαν

τοὺς ἁγίους

2 καὶ ἐγένετο ἀσέβεια πολλὴ ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἠφάνισαν τὰς ὁδοὺς αὐτῶν

3 ἔτι δὲ καὶ ὁ πρώταρχος αὐτῶν Σεμιαζᾶς ἐδίδαξεν εἶναι ὀργὰς κατὰ τοῦ

νοός καὶ ῥίζας βοτανῶν τῆς γῆς ὁ δὲ ἑνδέκατος Φαρμαρὸς ἐδίδαξε

φαρμακείας ἐπαοιδίας σοφίας καὶ ἐπαοιδῶν λυτήριαmiddot ὁ ἔνατος ἐδίδαξεν

ἀστροσκοπίανmiddot ὁ δὲ τέταρτος ἐδίδαξεν ἀστρολογίανmiddot ὁ δὲ ὄγδοος ἐδίδαξεν

ἀεροσκοπίανmiddot ὁ δὲ τρίτος ἐδίδαξε τὰ σημεῖα τῆς γῆςmiddot ὁ δὲ ἕβδομος ἐδίδαξε

τὰ σημεῖα τοῦ ἡλίουmiddot ὁ δὲ εἰκοστὸς ἐδίδαξε τὰ σημεῖα τῆς σελήνηςmiddot πάντες

οὗτοι ἤρξαντο ἀνακαλύπτειν τὰ μυστήρια ταῖς γυναιξὶν αὐτῶν καὶ τοῖς

τέκνοις αὐτῶν μετὰ δὲ ταῦτα ἤρξαντο οἱ γίγαντες κατεσθίειν τὰς σάρκας

τῶν ἀνθρώπων

4 καὶ ἤρξαντο οἱ ἄνθρωποι ἐλαττοῦσθαι ἐπὶ τῆς γῆς

VIII col I

4 οἱ δὲ λοιποὶ ἐβόησαν εἰς τὸν οὐρανὸν περὶ τῆς κακώσεως αὐτῶν

λέγοντες εἰσενεχθῆναι τὸ μνημόσυνον αὐτῶν ἐνώπιον κυρίου

VIII col II

4 Τότε ἐβόησαν οἱ ἄνθρωποι εἰς τὸν οὐρανὸν λέγοντες Εἰσαγάγετε τὴν

κρίσιν ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον καὶ τὴν ἀπώλειαν ἡμῶν ἐνώπιον τῆς δόξης

τῆς μεγάλης ἐνώπιον τοῦ κυρίου τῶν κυρίων πάντων τῇ μεγαλωσύνῃ

IX col I

1 Καὶ ἀκούσαντες οἱ τέσσαρες μεγάλοι ἀρχάγγελοι Μιχαὴλ καὶ Οὐριὴλ

καὶ Ῥαφαὴλ καὶ Γαβριὴλ (καὶ Par gr 1711) παρέκυψαν ἐπὶ τὴν γῆν ἐκ τῶν

ἁγίων τοῦ οὐρανοῦ

2 καὶ θεασάμενοι αἷμα πολὺ ἐκκεχυμένον ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πᾶσαν ἀσέβειαν

καὶ ἀνομίαν γενομένην ἐπrsquo αὐτῆς

36

3 εἰσελθόντες εἶπον πρὸς ἀλλήλους ὅτι Τὰ πνεύματα καὶ αἱ ψυχαὶ τῶν

ἀνθρώπων στενάζουσιν ἐντυγχάνοντα καὶ λέγοντα ὅτι Εἰσαγάγετε τὴν

κρίσιν ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον καὶ τὴν ἀπώλειαν ἡμῶν ἐνώπιον τῆς δόξης

τῆς μεγαλωσύνης ἐνώπιον τοῦ κυρίου τῶν κυρίων πάντων τῇ

μεγαλωσύνῃ

4 καὶ εἶπον τῷ κυρίῳ τῶν αἰώνων Σὺ εἶ ὁ θεὸς τῶν θεῶν καὶ κύριος τῶν

κυρίων καὶ ὁ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ θεὸς τῶν αἰώνων καὶ ὁ

θρόνος τῆς δόξης σου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν αἰώνων καὶ τὸ ὄνομά σου

ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

IX col II

1 Καὶ ἀκούσαντες οἱ τέσσαρες μεγάλοι ἀρχάγγελοι Μιχαὴλ καὶ Οὐριὴλ

καὶ Ῥαφαὴλ καὶ Γαβριὴλ παρέκυψαν (= οἱ ltδgt Par gr 1711) ἐπὶ τὴν γῆν ἐκ

τῶν ἁγίων τοῦ οὐρανοῦ

2 καὶ θεασάμενοι αἷμα πολὺ ἐκκεχυμένον ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πᾶσαν ἀνομίαν

καὶ ἀσέβειαν γινομένην ἐπrsquo αὐτῆς

3 εἰσελθόντες εἶπον πρὸς ἀλλήλους ὅτι Τὰ πνεύματα καὶ αἱ ψυχαὶ τῶν

ἀνθρώπων ἐντυγχάνουσι στενάζοντα καὶ λέγοντα Εἰσαγάγετε τὴν δέησιν

ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον

4 καὶ προσελθόντες οἱ τέσσαρες ἀρχάγγελοι εἶπον τῷ κυρίῳ Σὺ εἶ ὁ θεὸς

τῶν θεῶν καὶ κύριος τῶν κυρίων καὶ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ θεὸς

τῶν ἀνθρώπων καὶ ὁ θρόνος τῆς δόξης σου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν

αἰώνων καὶ τὸ ὄνομά σου ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

καὶ τὸ ὄνομά σου ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

IX

4 add post αἰῶνας καὶ τὰ ἑξῆς τότε ὁ ὕψιστος ἐκέλευσε τοῖς ἁγίοις

ἀρχαγγέλοις καὶ ἔδησαν τοὺς ἐξάρχους αὐτῶν καὶ ἔβαλον (ἔβαλλον Par

gr 1711) αὐτοὺς εἰς τὴν ἄβυσσον ἕως τῆς κρίσεως καὶ τὰ ἑξῆς καὶ ταῦτα

μὲν ὁ Ἐνὼχ μαρτυρεῖ

5 σὺ γὰρ εἶ ὁ ποιήσας τὰ πάντα καὶ πάντων τὴν ἐξουσίαν ἔχων καὶ πάντα

ἐνώπιόν σου φανερὰ καὶ ἀκάλυπταmiddot καὶ πάντα ὁρᾷς καὶ οὐκ ἔστιν ὃ

κρυβῆναί σε δύναται

6 ὁρᾷς ὅσα ἐποίησεν Ἀζαὴλ καὶ (om Par gr 1711) ὅσα εἰσήνεγκεν (add

καὶ Par gr 1711) ὅσα ἐδίδαξεν ἀδικίας καὶ ἁμαρτίας ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πάντα

δόλον ἐπὶ τῆς ξηρᾶς ἐδίδαξε γὰρ τὰ μυστήρια καὶ ἀπεκάλυψε τῷ αἰῶνι τὰ

ἐν οὐρανῷ ἐπιτηδεύουσιν δὲ τὰ ἐπιτηδεύματα αὐτοῦ εἰδέναι τὰ μυστήρια

οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων

7 τῷ Σεμιαζᾷ τὴν ἐξουσίαν ἔδωκας ἔχειν τῶν σὺν αὐτῷ ἅμα ὄντων

8 καὶ ἐπορεύθησαν πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς καὶ

συνεκοιμήθησαν μετrsquo αὐτῶν καὶ ἐν ταῖς θηλείαις ἐμιάνθησαν καὶ

ἐδήλωσαν αὐταῖς πάσας τὰς ἁμαρτίας καὶ ἐδίδαξαν αὐτὰς μίσητρα

(μίσιτρα Par gr 1711) ποιεῖν

9 καὶ νῦν ἰδοὺ αἱ θυγατέρες τῶν ἀνθρώπων ἔτεκον ἐξ αὐτῶν υἱοὺς

γίγανταςmiddot κίβδηλα ἐπὶ τῆς (om Go) γῆς τῶν ἀνθρώπων ἐκκέχυται καὶ ὅλη

ἡ γῆ ἐπλήσθη ἀδικίας

10 καὶ νῦν ἰδοὺ τὰ πνεύματα τῶν ψυχῶν τῶν ἀποθανόντων ἀνθρώπων

ἐντυγχάνουσιν καὶ μέχρι τῶν πυλῶν τοῦ οὐρανοῦ ἀνέβη ὁ στεναγμὸς

αὐτῶν καὶ οὐ δύναται ἐξελθεῖν ἀπὸ προσώπου τῶν ἐπὶ τῆς γῆς γινομένων

ἀδικημάτων

11 καὶ σὺ αὐτὰ οἶδας πρὸ τῶν (τοῦ recte Par gr 1711) αὐτὰ γενέσθαι καὶ

ὁρᾷς αὐτοὺς καὶ ἐᾷς αὐτούς καὶ οὐδὲν λέγεις τί δεῖ ποιῆσαι αὐτοὺς (om

37

Go) περὶ τούτου

X

1 Τότε ὁ ὕψιστος εἶπε καὶ ὁ ἅγιος ὁ μέγας ἐλάλησε καὶ ἔπεμψε τὸν Οὐριὴλ

πρὸς τὸν υἱὸν (Go τοῦ) Λάμεχ λέγων

2 Πορεύου πρὸς τὸν Νῶε καὶ εἶπον αὐτῷ τῷ ἐμῷ ὀνόματι Κρύψον σεαυτόν

καὶ δήλωσον αὐτῷ τέλος ἐπερχόμενον ὅτι ἡ γῆ ἀπόλλυται πᾶσαmiddot καὶ εἶπον

αὐτῷ ὅτι κατακλυσμὸς μέλλει γίνεσθαι πάσης τῆς γῆς ἀπολέσαι πάντα

ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς

3 δίδαξον τὸν δίκαιον τί ποιήσει τὸν υἱὸν Λάμεχ καὶ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ εἰς

ζωὴν συντηρήσει καὶ ἐκφεύξεται διrsquo αἰῶνος καὶ ἐξ αὐτοῦ φυτευθήσεται

φύτευμα καὶ σταθήσεται πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

4 Καὶ τῷ Ῥαφαὴλ εἶπε Πορεύου Ῥαφαήλ καὶ δῆσον τὸν Ἀζαήλmiddot χερσὶ καὶ

ποσὶ συμπόδισον αὐτόν καὶ ἔμβαλε αὐτὸν εἰς τὸ σκότος καὶ ἄνοιξον τὴν

ἔρημον τὴν οὖσαν ἐν τῇ ἐρήμῳ Δουδαήλ καὶ ἐκεῖ πορευθεὶς βάλε αὐτόν

5 καὶ ὑπόθες αὐτῷ λίθους ὀξεῖς καὶ (om Go) λίθους τραχεῖς καὶ

ἐπικάλυψον αὐτῷ σκότος καὶ οἰκησάτω ἐκεῖ εἰς τὸν αἰῶνα καὶ τὴν ὄψιν

αὐτοῦ πώμασον καὶ φῶς μὴ θεωρείτωmiddot

6 καὶ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως ἀπαχθήσεται εἰς τὸν ἐμπυρισμὸν τοῦ

πυρός

7 καὶ ἴασαι τὴν γῆν ἣν ἠφάνισαν οἱ ἐγρήγοροι καὶ τὴν ἴασιν τῆς πληγῆς

δήλωσον ἵνα ἰάσωνται τὴν πληγὴν καὶ μὴ ἀπόλωνται πάντες οἱ υἱοὶ τῶν

ἀνθρώπων ἐν τῷ μυστηρίῳ ὃ εἶπον οἱ ἐγρήγοροι καὶ ἐδίδαξαν τοὺς υἱοὺς

τῶν ἀνθρώπων

8 καὶ ἠρημώθη πᾶσα ἡ γῆ ἐν τοῖς ἔργοις τῆς διδασκαλίας Ἀζαήλmiddot καὶ ἐπrsquo

αὐτῇ γράψον πάσας τὰς ἁμαρτίας

9 Καὶ τῷ Γαβριὴλ εἶπε Πορεύου Γαβριήλ ἐπὶ τοὺς γίγαντας ἐπὶ τοὺς

κιβδήλους ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς πορνείας καὶ ἀπόλεσαν τοὺς υἱοὺς τῶν

ἐγρηγόρων ἀπὸ τῶν υἱῶν τῶν ἀνθρώπωνmiddot πέμψον αὐτοὺς εἰς ἀλλήλους ἐξ

αὐτῶν εἰς αὐτούς ἐν πολέμῳ καὶ ἐν ἀπωλείᾳ καὶ μακρότης ἡμερῶν οὐκ

ἔσται αὐτοῖς

10 καὶ πᾶσα ἐρώτησις οὐκ ἔστι τοῖς πατράσιν αὐτῶν ὅτι ἐλπίζουσι ζῆσαι

ζωὴν αἰώνιον καὶ ὅτι ζήσεται ἕκαστος αὐτῶν ἔτη πεντακόσια

11 καὶ τῷ Μιχαὴλ εἶπε Πορεύου Μιχαήλ δῆσον Σεμιαζᾶν καὶ τοὺς ἄλλους

σὺν αὐτῷ τοὺς συμμιγέντας ταῖς θυγατράσι τῶν ἀνθρώπων τοῦ μιανθῆναι

ἐν αὐταῖς ἐν τῇ ἀκαθαρσίᾳ αὐτῶν

12 καὶ ὅταν κατασφαγῶσιν οἱ υἱοὶ αὐτῶν καὶ ἴδωσι τὴν ἀπώλειαν τῶν

ἀγαπητῶν αὐτῶν δῆσον αὐτοὺς ἐπὶ ἑβδομήκοντα γενεὰς εἰς τὰς νάπας

τῆς γῆς μέχρι ἡμέρας κρίσεως αὐτῶν μέχρι ἡμέρας τελειώσεως τελεσμοῦ

ἕως συντελεσθῇ κρίμα τοῦ αἰῶνος τῶν αἰώνων

13 τότε ἀπενεχθήσονται εἰς τὸ χάος τοῦ πυρὸς καὶ εἰς τὴν βάσανον καὶ εἰς

τὸ δεσμωτήριον τῆς συγκλείσεως τοῦ αἰῶνος

14 καὶ ὃς ἂν κατακρίθῃ καὶ ἀφανισθῇ ἀπὸ τοῦ νῦν μετrsquo αὐτῶν δεθήσεται

(δεηθήσεται recte Par gr 1711) μέχρι τελειώσεως γενεᾶς αὐτῶν

περὶ δὲ τοῦ ὄρους ἐν ᾧ ὤμοσαν καὶ ἀνεθεμέτισαν πρὸς τὸν πλησίον αὐτῶν

ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα οὐ μὴ ἀποστῇ ἀπrsquo αὐτοῦ ψῦχος καὶ χιὼν καὶ πάχνη καὶ

δρόσος οὐ μὴ καταβῇ εἰς αὐτό εἰ μὴ εἰς κατάραν καταβήσεται ἐπrsquo αὐτό

μέχρις ἡμέρας κρίσεως τῆς μεγάλης ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ κατακαυθήσεται

καὶ ταπεινωθήσεται καὶ ἔσται κατακαιόμενον καὶ τηκόμενον ὡς κηρὸς

ἀπὸ πυρός οὕτως κατακαήσεται περὶ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ καὶ νῦν

ἐγὼ λέγω ὑμῖν υἱοῖς ἀνθρώπων Ὀργὴ μεγάλη καθrsquo ὑμῶν laquoκαὶraquo κατὰ τῶν

38

υἱῶν ὑμῶν καὶ οὐ παύσεται ἡ ὀργὴ αὕτη ἀφrsquo ὑμῶν μέχρι καιροῦ σφαγῆς

τῶν υἱῶν ὑμῶν καὶ ἀπολοῦνται οἱ ἀγαπητοὶ ὑμῶν καὶ ἀποθανοῦνται οἱ

ἔντιμοι ὑμῶν ἀπὸ πάσης τῆς γῆς ὅτι πᾶσαι αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς αὐτῶν ἀπὸ

τοῦ νῦν οὐ μὴ ἔσονται πλείω τῶν ἑκατὸν εἴκοσιν ἐτῶν καὶ μὴ δόξητε ἔτι

ζῆσαι ἐπὶ πλείονα ἔτηmiddot οὐ γάρ ἐστιν ἐπrsquo αὐτοῖς πᾶσα ὁδὸς ἐκφεύξεως ἀπὸ

τοῦ νῦν διὰ τὴν ὀργὴν ἣν ὠργίσθη ὑμῖν ὁ βασιλεὺς πάντων τῶν αἰώνωνmiddot

μὴ νομίσητε ὅτι ἐκφεύξεσθε ταῦτα

XV

8 Καὶ νῦν οἱ γίγαντες οἱ γεννηθέντες ἀπὸ πνευμάτων καὶ σαρκὸς

πνεύματα πονηρὰ ἐπὶ τῆς γῆς καλέσουσιν αὐτούς ὅτι ἡ κατοίκησις αὐτῶν

ἔσται ἐπὶ τῆς γῆς

9 πνεύματα πονηρὰ ἔσονται τὰ πνεύματα ἐξεληλυθότα ἀπὸ τοῦ σώματος

τῆς σαρκὸς αὐτῶν διότι ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων ἐγένοντο καὶ ἐκ τῶν ἁγίων

τῶν ἐγρηγόρων ἡ ἀρχὴ τῆς κτίσεως αὐτῶν καὶ ἀρχὴ θεμελίουmiddot πνεύματα

πονηρὰ

10 ἐπὶ τῆς γῆς ἔσονται

11 τὰ πνεύματα τῶν γιγάντων νεμόμενα ἀδικοῦντα ἀφανίζοντα

ἐμπίπτοντα καὶ συμπαλαίοντα καὶ ῥιπτοῦντα ἐπὶ τῆς γῆς καὶ δρόμους

ποιοῦντα καὶ μηδὲν ἐσθίοντα ἀλλrsquo ἀσιτοῦντα καὶ ῥιπτοῦντα καὶ φάσματα

ποιοῦντα καὶ διψῶντα καὶ προσκόπτοντα

12 καὶ ἐξαναστήσονται τὰ πνεύματα ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων καὶ

τῶν γυναικῶν ὅτι ἐξ αὐτῶν ἐξεληλύθασι

XVI

1 Καὶ ἀπὸ ἡμέρας καιροῦ σφαγῆς καὶ ἀπωλείας καὶ θανάτου τῶν

γιγάντων ναφηλείμ οἱ ἰσχυροὶ τῆς γῆς οἱ μεγάλοι ὀνομαστοί τὰ

πνεύματα τὰ ἐκπορευόμενα ἀπὸ τῆς ψυχῆς αὐτῶν ὡς ἐκ τῆς σαρκὸς

ἔσονται ἀφανίζοντα χωρὶς κρίσεωςmiddot οὕτως ἀφανίσουσι μέχρις ἡμέρας τῆς

τελειώσεως ἕως τῆς κρίσεως τῆς μεγάλης ἐν ᾗ (ᾧ Par gr 1711) ὁ αἰὼν ὁ

μέγας τελεσθήσεται

XIX

3 ἀνθρώπων ὡς ἐγὼ εἶδον

XX

2 ὁ εἷς τῶν ἁγίων ὁ ἐπὶ τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ταρτάρου

3 Ῥαφαὴλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων τῶν ἀνθρώπων

4 Ῥαγουήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐκδικῶν τὸν κόσμον τῶν

φωστήρων

5 Μιχαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς ἐπὶ τῶν τοῦ λαοῦ ἀγαθῶν τέτακται

καὶ ἐπὶ τῷ χαῷ

6 Σαριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων οἵτινες ἐπὶ τῷ

πνεύματι ἁμαρτάνουσιν

7 Γαβριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τοῦ παραδείσου καὶ τῶν

δρακόντων καὶ χερουβίν Ῥεμειήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃν ἔταξεν ὁ

θεὸς ἐπὶ τῶν ἀνισταμένων ὀνόματα ζacute ἀρχαγγέλων

XXI

1 Καὶ ἐφώδευσα μέχρι τῆς ἀκατασκευάστου

2 καὶ ἐκεῖ ἐθεασάμην ἔργον φοβερόν ἑώρακα οὔτε οὐρανὸν ἐπάνω οὔτε

γῆν τεθεμελιωμένην ἀλλὰ τόπον ἀκατασκεύαστον καὶ φοβερόν

3 καὶ ἐκεῖ τεθέαμαι ζacute ἀστέρας τοῦ οὐρανοῦ δεδεμένους καὶ ἐριμμένους ἐν

αὐτῷ ὁμοῦ ὁμοίους ὁράσει μεγάλῃ καὶ ἐν πυρὶ καιομένους

4 τότε εἶπον Διὰ ποίαν αἰτίαν ἐπεδέθησαν καὶ διὰ ποίαν αἰτίαν ἐρίφησαν

39

ὧδε

5 καὶ εἶπέν μοι Οὐριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ μετrsquo

ἐμοῦ ὤν - καὶ

αὐτὸς αὐτῶν ἡγεῖτο - καὶ εἶπέν μοι Ἑνώχ περὶ τίνος

ἐρωτᾷς ἢ περὶ τίνος

τὴν ἀλήθειαν φιλοσπευδεῖς

6 οὗτοί εἰσιν τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ οἱ παραβάντες

τὴν ἐπιταγὴν τοῦ

κυρίου καὶ ἐδέθησαν ὧδε μέχρι πληρωθῆναι μύρια ἔτη

τὸν χρόνον τῶν

ἁμαρτημάτων αὐτῶν

7 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον τούτου

φοβερώτερον καὶ τεθέαμαι

ἔργα φοβεράmiddot πῦρ μέγα ἐκεῖ καιόμενον καὶ φλεγόμενον καὶ διακοπὴν

εἶχεν ὁ τόπος ἕως τῆς ἀβύσσου πλήρης στύλων πυρὸς μεγάλων

καταφερομένωνmiddot οὔτε μέτρον οὔτε μέγεθος ἠδυνήθην ἰδεῖν οὔτε εἰκάσαι

8 τότε εἶπον Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος οὗτος καὶ ὡς δεινὸς τῇ ὁράσει

9 τότε ἀπεκρίθη μοι καὶ εἶπεν

Incert

1 παρὰ (Par gr 1711 Go περὶ) δὲ τοῦ ὄρους ἐν ᾧ ὤμοσαν καὶ

ἀνεθεμάτισαν πρὸς τὸν πλησίον αὐτῶν ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα οὐ μὴ ἀποστῇ

ἀπrsquo αὐτοῦ ψῦχος καὶ χιὼν καὶ πάχνη καὶ δρόσος οὐ μὴ καταβῇ εἰς αὐτό εἰ

μὴ εἰς κατάραν καταβήσεται ἐπrsquo (Go εἰς) αὐτό μέχρις ἡμέρας κρίσεως τῆς

μεγάλης

2 ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ κατακαυθήσεται καὶ (Go om) ταπεινωθήσεται καὶ

ἔσται κατακαιόμενον καὶ τηκόμενον ὡς κηρὸς ἀπὸ πυρός οὕτως

κατακαήσεται περὶ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ

3 καὶ νῦν ἐγὼ λέγω ὑμῖν υἱοῖς ἀνθρώπων Ὀργὴ μεγάλη καθrsquo ὑμῶν κατὰ

τῶν υἱῶν ὑμῶνmiddot καὶ οὐ παύσεται ἡ ὀργὴ αὕτη ἀφrsquo ὑμῶν μέχρι καιροῦ

σφαγῆς τῶν υἱῶν ὑμῶν

4 καὶ ἀπολοῦνται οἱ ἀγαπητοὶ ὑμῶν καὶ ἀποθανοῦνται οἱ ἔντιμοι ὑμῶν

ἀπὸ πάσης τῆς γῆς ὅτι πᾶσαι αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς αὐτῶν ἀπὸ τοῦ νῦν οὐ μὴ

ἔσονται πλείω τῶν ἑκατὸν εἴκοσιν ἐτῶν

5 καὶ μὴ δόξητε ἔτι ζῆσαι ἐπὶ πλείονα ἔτηmiddot οὐ γάρ ἐστιν ἐπrsquo αὐτοῖς πᾶσα

ὁδὸς ἐκφεύξεως ἀπὸ τοῦ νῦν διὰ τὴν ὀργὴν ἣν ὠργίσθη ὑμῖν ὁ βασιλεὺς

πάντων τῶν αἰώνωνmiddot μὴ νομίσητε ὅτι ἐκφεύξεσθε ταῦτα

Περί των γιγάντων

καὶ ἦν νωε ἐτῶν πεντακοσίων καὶ ἐγέννησεν νωε τρεῖς υἱούς τὸν σημ τὸν χαμ τὸν

ιαφεθκαὶ ἐγένετο ἡνίκα ἤρξαντο οἱ ἄνθρωποι πολλοὶ γίνεσθαι ἐπὶ τῆς γῆς καὶ θυγατέρες

ἐγενήθησαν αὐτοῖς 2ἰδόντες δὲ οἱ υἱοὶ τοῦ θεοῦ τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων ὅτι καλαί

εἰσιν ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ πασῶν ὧν ἐξελέξαντο 3καὶ εἶπεν κύριος ὁ θεός οὐ

μὴ καταμείνῃ τὸ πνεῦμά μου ἐν τοῖς ἀνθρώποις τούτοις εἰς τὸν αἰῶνα διὰ τὸ εἶναι

αὐτοὺς σάρκας ἔσονται δὲ αἱ ἡμέραι αὐτῶν ἑκατὸν εἴκοσι ἔτη 4οἱ δὲ γίγαντες ἦσαν ἐπὶ

τῆς γῆς ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις καὶ μετ ἐκεῖνο ὡς ἂν εἰσεπορεύοντο οἱ υἱοὶ τοῦ

θεοῦ πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων καὶ ἐγεννῶσαν ἑαυτοῖς ἐκεῖνοι ἦσαν οἱ

γίγαντες οἱ ἀπ αἰῶνος οἱ ἄνθρωποι οἱ ὀνομαστοί

40

Παραθέτουμε ένα επεξηγηματικό κείμενο αναφορικά με τους γίγαντες από την

ιστοσελίδα httpwwwoodegrcom

laquoΕδώ πρόκειται για το θέμα στο οποίο αναφέρθηκε ο Ιησούς Χριστός στο

Ματθαίος κδ΄ 38 για τους προκατακλυσμιαίους ανθρώπους που ΄΄έτρωγαν και

έπιναν και παντρεύονταν΄΄ ώσπου ήρθε ο Κατακλυσμός Επ αυτών υπάρχουν

κάποιες παρατηρήσεις

1η παρατήρηση Το οριστικό άρθρο ΄΄οι΄΄ δείχνει ότι πρόκειται για κάποιους που

ήταν ήδη γνωστοί στους αναγνώστες της Γενέσεως προς τους οποίους απευθύνεται

ο Μωυσής δηλαδή προς τους Ισραηλίτες της εποχής του που λάβαιναν το Νόμο

2η παρατήρηση Το ότι ΄΄εν ταις ημέραις εκείναις ήσαν΄΄ υπονοεί 1 Είτε ότι δεν

υπήρχαν πλέον οι γίγαντες στη ΄΄γη΄΄ όταν γραφόταν η Γένεση δηλαδή κατά το 1500

πΧ 2 είτε ότι υπήρχαν και τότε

3η παρατήρηση Για ποια ΄΄γη΄΄ μιλάει 1 Είτε για τη συγκεκριμένη γη στην οποία

συνέβαιναν τα γεγονότα που αναγράφονται στα γύρω κεφάλαια (τη γη της

Μεσοποταμίας) 2 είτε γενικά για τη γύρω γη στην οποία είχαν επεκταθεί οι γίγαντες

και η φυλή Αδάμ Αυτό όμως δεν έχει σημασία καθώς η αναφορά γίνεται μόνο για

τον καιρό πρό τού Κατακλυσμού Είναι γεγονός όμως ότι στη γη Χαναάν οι

γίγαντες υπήρχαν και μετά από τον Κατακλυσμό

Αυτό φαίνεται στους Αριθμούς 13ιγ΄ 33 ΄΄και εκεί εωράκαμεν τους γίγαντας

(εβραϊκό Νεφιλείμ) και ήμεν ενώπιον αυτών ωσεί ακρίδες αλλά και ούτως ήμεν

ενώπιον αυτών΄΄

Αν αυτό φαίνεται παράξενο σε κάποιους που διδάχτηκαν ότι ο Κατακλυσμός ήταν

παγκόσμιος ας διαβάσουν τη μελέτη μας ΄΄Ήταν ο Κατακλυσμός Παγκόσμιος΄΄

Εκεί θα δουν τις Αγιογραφικές και ιστορικές αποδείξεις ότι επρόκειτο για έναν

τοπικό κατακλυσμό που έπληξε μόνο τη φυλή Αδάμ και μέλη μόνο των γύρω λαών

Επιβίωση από τον Κατακλυσμό

Το ότι οι Νεφιλείμ επεβίωσαν του Κατακλυσμού εξηγείται απλά

Είναι λογικό το ότι η φυλή των γιγάντων Νεφιλείμ δεν έμενε ολόκληρη στην

κοιλάδα της Μεσοποταμίας αλλά κάποιοι απ αυτούς διεσπάρησαν στις γύρω

περιοχές

Η Γένεση στο 7ζ΄ 20 γράφει ότι ο Κατακλυσμός είχε ύψος 15 πήχες (8- 9 μέτρα)

δηλαδή όσο χρειαζόταν για να καλύψει τις ψηλότερες περιοχές της χαμηλής

Μεσοποταμίας Όσοι όμως έμεναν στα ορεινά γύρω από την πληγείσα περιοχή

επεβίωσαν Άλλωστε ο Κατακλυσμός έγινε για τιμωρία της φυλής Αδάμ και όχι των

γύρω λαών όπως φαίνεται στη Γένεση 6ς΄ 5 - 7 όπου η λέξη που χρησιμοποιείται

στο Εβραϊκό κείμενο γι αυτούς με τους οποίους οργίστηκε ο Θεός είναι ΄΄Αδάμ΄΄

Για τους άλλους λαούς η Γένεση στο Εβραϊκό κείμενο χρησιμοποιεί άλλη λέξη

όπως φαίνεται στο Γένεσις 6ς΄ 4 [΄΄οι άνθρωποι (εβραϊκά ΄΄ενός΄΄) οι

ονομαστοί΄΄] και στο Γένεσις 13ιγ΄ 13 [΄΄οι δε άνθρωποι (εβραϊκά ΄΄ενός΄΄) οι εν

Σοδόμοις΄΄]

41

Μια τελευταία παρατήρηση ξεκινάει από το ίδιο εδάφιο της Γένεσης 6ς΄ 4 που λέει

΄΄Οι δε γίγαντες ήσαν επί τής γης εν ταις ημέραις εκείναις και μετ εκείνο ως αν

εισεπορεύοντο οι υιοί τού Θεού προς τας θυγατέρας τών ανθρώπων΄΄

Οι Νεφιλείμ λοιπόν υπήρχαν ακόμη ΄΄και μετά από εκείνο΄΄ το γεγονός που

περιγράφεται δηλαδή και μετά από την αύξηση του πληθυσμού στη

Μεσοποταμία Είναι λάθος να ταυτίζονται κατ ανάγκην οι Νεφιλείμ με τους γιους

των ισχυρών καθώς μια αβίαστη ανάγνωση του κειμένου δεν δείχνει τίποτα τέτοιο

Το μεταβατικό ΄΄δε΄΄ δείχνει ότι γίνεται λόγος για κάποιους άλλους και όχι για

τους γιούς των ισχυρών Οι γιοί των ισχυρών δεν είναι οι Νεφιλείμ αλλά οι ισχυροί

άνδρες της Μεσοποταμίας των άλλων φυλών που ζούσαν κοντά στη φυλή Αδάμ

Ίσως ο σκοπός του χωρίου είναι να δείξει ότι η φυλή των γιγάντων (η οποία

προβλημάτιζε τους Ισραηλίτες τον καιρό που ο Μωυσής έγραφε αυτά τα λόγια) ήταν

μια αρχαία φυλή σύγχρονη της επιμειξίας της φυλής Αδάμ με τους γιούς των

ισχυρών και ότι οι Νεφιλείμ επεβίωσαν ακόμη και μετά από την επιμειξία των

ισχυρών ανδρών της Μεσοποταμίας με τις ΄΄θυγατέρες Αδάμ΄΄ κατά την

προκατακλυσμιαία εποχή

Ίσως ακόμα η αναφορά αυτή να γίνεται για να δείξει ότι ο κατακλυσμός στρεφόταν

ειδικά κατά του λαού Αδάμ και όχι και των γύρω λαών εκ των οποίων

επεβίωσαν και οι Νεφιλείμ

Οι γίγαντες στην εποχή τού Ισραήλ

Σύμφωνα με την Αγία Γραφή η περιοχή στην οποία επεβίωσαν κάποιοι από τη

φυλή των γιγάντων Νεφιλείμ ήταν η Βασάν που ονομάζεται ΄΄γη γιγάντων΄΄

(Δευτερονόμιο γ΄ 13)

Πρόκειται για μία ορεινή περιοχή ανατολικά της Θάλασσας της Γαλιλαίας

κατάλληλη για επιβίωση των λαών της από τον Κατακλυσμό που έπληξε τη

Μεσοποταμία και το λαό Αδάμ (Όπως λέμε ΄΄λαός Ισραήλ΄΄)

Εκεί οι γίγαντες υπήρχαν όχι μόνο μετά από τον Κατακλυσμό αλλά και στις ημέρες

του Αβραάμ όπως φαίνεται στη Γένεση 14ιδ΄ 5 όπου λέει για τον Χοδολλογομόρ

και τους συμμάχους του ότι ΄΄κατέκοψαν τους γίγαντας τους εν Ασταρώθ

Καρναιν΄΄ στη Βασσάν

Και οι κατάσκοποι όμως των ημερών του Μωυσή βρήκαν τους Νεφιλείμ στη

Χαναάν όπως είδαμε στους Αριθμούς 13ιγ΄ 33 όπου μάλιστα ονομάζει τους

γίγαντες ΄΄Νεφιλείμ΄΄ Εκεί έχει μάλιστα και οριστικό άρθρο ΄΄τους Νεφιλείμ΄΄

πράγμα που δείχνει ότι δεν επρόκειτο για παρομοίωση αλλά για το γνωστό λαό

των Νεφιλείμ

Άλλα εδάφια όπως το Δευτερονόμιο 1α΄ 28 αναφερόμενο στο ίδιο γεγονός

ταυτίζει τους Νεφιλείμ με τους Ανακείμ που προφανώς ήταν απόγονοί τους

Με τους Ανακείμ συσχετίζει η Αγία Γραφή όλες τις φυλές γιγάντων που ζούσαν γύρω

από τη Θάλασσα της Γαλιλαίας όπως ήταν οι Ραφαείμ οι Εμμαίοι και οι

42

Ζουμζουμείμ τους οποίους εξολώθρευσαν οι απόγονοι του Λωτ (Δευτερονόμιο 2β΄

10112021)

Οι Ραφαείμ ήταν απόγονοι των Γιγάντων που επεβίωσαν από τον Κατακλυσμό και

δεν ήταν απόγονοι του Νώε καθώς δεν αναφέρονται στη Γένεση 10ι΄ όπου

αναφέρονται οι λαοί που κατάγονται από το Νώε Η σκέψη ότι ίσως να μην

αναφέρονται επειδή είναι πολύ νεώτεροι λαοί δεν ευσταθεί επειδή αναφέρονται στη

Γένεσις 14ιδ΄ 5 σαν λαός από την εποχή του Αβραάμ ακόμα και συνεπώς είναι

αρχαιότεροι λαοί από αυτούς που αναφέρονται ως απόγονοι του Νώε

Μετά από την εγκατάσταση των Ισραηλιτών στη Γη της Επαγγελίας οι υψηλόσωμες

αυτές φυλές εξολωθρεύτηκαν και δεν έμειναν Ανακείμ στο Ισραήλ Μόνο στη Γάζα

στη Γαθ και στην Άζωτο έμειναν αναμεμειγμένοι με τους Φιλισταίους (Ιησούς

Ναυή 11ια΄ 21 22)

Ένας απ αυτούς ήταν και ο Γολιάθ από τη Γαθ που σκοτώθηκε από τον Δαυίδ (Α΄

Σαμουήλ ιζ΄ 4 ΄΄Εξήλθεν Γολιάθ εκ της Γαθ΄΄)

Τον καιρό του Δαυίδ σκοτώθηκαν οι τελευταίοι γίγαντεςraquo1

1 httpwwwoodegrcomoodegenesiskatak1htm

43

Page 23: Η δημιουργία του κόσμου

23

τοῦ μεγάλου σκότους κατήντησα καὶ ἀπῆλθον ὅπου πᾶσα σὰρξ οὐ

περιπατεῖ

7 ἴδον τοὺς ἀνέμους τῶν γνόφων τοὺς χειμερινοὺς καὶ τὴν ἔκχυσιν τῆς

ἀβύσσου πάντων ὑδάτων

8 ἴδον τὸ στόμα τῆς γῆς πάντων τῶν ποταμῶν καὶ τὸ στόμα τῆς ἀβύσσου

XVIII

1 ἴδον τοὺς θησαυροὺς τῶν ἀνέμων πάντων ἴδον ὅτι ἐν αὐτοῖς ἐκόσμησεν

πάσας τὰς κτίσεις καὶ τὸν θεμέλιον τῆς γῆς καὶ τὸν λίθον ἴδον τῆς γωνίας

τῆς γῆς

2 ἴδον τοὺς τέσσαρας ἀνέμους τὴν γῆν βαστάζοντας

3 καὶ τὸ στερέωμα τοῦ οὐρανοῦ καὶ αὐτοὶ ἱστᾶσιν μεταξὺ γῆς καὶ

οὐρανοῦ

4 ἴδον ἀνέμους τῶν οὐρανῶν στρέφοντας καὶ διανεύοντας τὸν τροχὸν τοῦ

ἡλίου καὶ πάντας τοὺς ἀστέρας

5 ἴδον τοὺς ἐπὶ τῆς γῆς ἀνέμους βαστάζοντας ἐν νεφέλῃ ἴδον πέρατα τῆς

γῆς τὸ στήριγμα τοῦ οὐρανοῦ ἐπάνω

6 Παρῆλθον καὶ ἴδον τόπον καιόμενον νυκτὸς καὶ ἡμέρας ὅπου τὰ ἑπτὰ

ὄρη ἀπὸ λίθων πολυτελῶν [τρία] εἰς ἀνατολὰς καὶ τρία εἰς νότον

βάλλοντα

7 καὶ τὰ μὲν πρὸς ἀνατολὰς ἀπὸ λίθου χρώματος τὸ δὲ ἦν ἀπὸ λίθου

μαργαρίτου καὶ τὸ ἀπὸ λίθου ταθέν τὸ δὲ κατὰ νότον ἀπὸ λίθου πυρροῦmiddot

8 τὸ δὲ μέσον αὐτῶν ἦν εἰς οὐρανόν ὥσπερ θρόνος θεοῦ ἀπὸ λίθου φουκά

καὶ ἡ κορυφὴ τοῦ θρόνου ἀπὸ λίθου σαφφείρουmiddot

9 καὶ πῦρ καιόμενον ἴδον κἀπέκεινα τῶν ὀρέων τούτων

10 τόπος ἐστὶν πέρας τῆς μεγάλης γῆςmiddot ἐκεῖ συντελεσθήσονται οἱ οὐρανοί

11 καὶ ἴδον χάσμα μέγα εἰς τοὺς στύλους τοῦ πυρὸς καταβαίνοντας καὶ

οὐκ ἦν μέτρον οὔτε εἰς βάθος οὔτε εἰς ὕψος

12 καὶ ἐπέκεινα τοῦ χάσματος τούτου ἴδον τόπον ὅπου οὐδὲ στερέωμα

οὐρανοῦ ἐπάνω οὔτε γῆ ᾖ τεθεμελιωμένη ὑποκάτω αὐτοῦ οὔτε ὕδωρ ἦν

ὑπὸ αὐτὸ οὔτε πετεινόν ἀλλὰ τόπος ἦν ἔρημος καὶ φοβερός

13 ἐκεῖ ἴδον ἑπτὰ ἀστέρας ὡς ὄρη μεγάλα καιόμενα περὶ ὧν

πυνθανομένῳ μοι

14 εἶπεν ὁ ἄγγελος Οὗτός ἐστιν ὁ τόπος τὸ τέλος τοῦ οὐρανοῦ καὶ γῆςmiddot

δεσμωτήριον τοῦτο ἐγένετο τοῖς ἄστροις καὶ ταῖς δυνάμεσιν τοῦ οὐρανοῦ

15 καὶ οἱ ἀστέρες οἱ κυλιόμενοι ἐν τῷ πυρί οὗτοί εἰσιν οἱ παραβάντες

πρόσταγμα κυρίου ἐν ἀρχῇ τῆς ἀνατολῆς αὐτῶν - ὅτι τόπος ἔξω τοῦ

οὐρανοῦ κενός ἐστιν - ὅτι οὐκ ἐξῆλθαν ἐν τοῖς καιροῖς αὐτῶν

16 καὶ ὀργίσθη αὐτοῖς καὶ ἔδησεν αὐτοὺς μέχρι καιροῦ τελειώσεως αὐτῶν

ἁμαρτίας laquoαὐτῶνraquo ἐνιαυτῶν μυρίων

XIX

1 Καὶ εἶπέν μοι Οὐριήλ Ἐνθάδε οἱ μιγέντες ἄγγελοι ταῖς γυναιξὶν

στήσονται καὶ τὰ πνεύματα αὐτῶν πολύμορφα γενόμενα λυμαίνεται τοὺς

ἀνθρώπους καὶ πλανήσει αὐτοὺς ἐπιθύειν τοῖς δαιμονίοις μέχρι τῆς

μεγάλης κρίσεως ἐν ᾗ κριθήσονται εἰς ἀποτελείωσιν

2 καὶ αἱ γυναῖκες αὐτῶν τῶν παραβάντων ἀγγέλων εἰς σειρῆνας

γενήσονται

3 κἀγὼ Ἑνὼχ ἴδον τὰ θεωρήματα μόνος τὰ πέρατα πάντων καὶ οὐ μὴ ἴδῃ

οὐδὲ εἷς ἀνθρώπων ὡς ἐγὼ ἴδον

XX

1 Ἄγγελοι τῶν δυνάμεων

24

2 Οὐριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ταρτάρου

3 Ῥαφαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων τῶν ἀνθρώπων

4 Ῥαγουήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐκδικῶν τὸν κόσμον τῶν

φωστήρων

5 Μιχαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν τοῦ λαοῦ ἀγαθῶν

τεταγμένος καὶ ἐπὶ τῷ χάῳ

6 Σαριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων οἵτινες ἐπὶ τῷ

πνεύματι ἁμαρτάνουσιν

7 Γαβριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τοῦ παραδείσου καὶ τῶν

δρακόντων καὶ χερουβείν ἀρχαγγέλων ὀνόματα ἑπτά

XXI

1 Καὶ ἐφώδευσα ἕως τῆς ἀκατασκευάστου

2 κἀκεῖ ἐθεασάμην ἔργον φοβερόνmiddot ἑώρακα οὔτε οὐρανὸν ἐπάνω οὔτε γῆν

τεθέαμαι τεθεμελιωμένην ἀλλὰ τόπον ἀκατασκεύαστον καὶ φοβερόν

3 καὶ ἐκεῖ τεθέαμαι ἑπτὰ τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ δεδεμένους καὶ

ἐρριμμένους ἐν αὐτῷ ὁμοίους ὄρεσιν μεγάλοις καὶ ἐν πυρὶ καιομένους

4 τότε εἶπον Διὰ ποίαν αἰτίαν ἐπεδέθησαν καὶ διὰ τί ὧδε ἐρίφησαν

5 τότε εἶπέν μοι Οὐριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν - καὶ

αὐτὸς ἡγεῖτο αὐτῶν - καὶ εἶπέν μοι Ἑνώχ περὶ τίνος ἐρωτᾷς ἢ περὶ τίνος

τὴν ἀλήθειαν φιλοσπευδεῖς

6 οὗτοί εἰσιν τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ οἱ παραβάντες τὴν ἐπιταγὴν τοῦ

κυρίου καὶ ἐδέθησαν ὧδε μέχρι τοῦ πληρῶσαι μύρια ἔτη τὸν χρόνον τῶν

ἁμαρτημάτων αὐτῶν

7 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον τούτου φοβερώτερον καὶ τεθέαμαι

ἔργα φοβερώτερα πῦρ μέγα ἐκεῖ καιόμενον καὶ φλεγόμενον καὶ διακοπὴν

εἶχεν ὁ τόπος ἕως τῆς ἀβύσσου πλήρης στύλων πυρὸς μεγάλου

καταφερομένωνmiddot οὔτε μέτρον οὔτε πλάτος ἠδυνήθην ἰδεῖν οὐδὲ εἰκάσαι

8 τότε εἶπον Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος καὶ ὡς δεινὸς τῇ ὁράσει

9 τότε ἀπεκρίθη μοι ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν καὶ εἶπέν

μοι Ἑνώχ διὰ τί ἐφοβήθης οὕτως καὶ ἐπτοήθης καὶ ἀπεκρίθην Περὶ

τούτου τοῦ φοβεροῦ καὶ περὶ τῆς προσόψεως τῆς δεινῆς

10 καὶ εἶπεν Οὗτος ὁ τόπος δεσμωτήριον ἀγγέλωνmiddot ὧδε συνσχεθήσονται

μέχρι αἰῶνος εἰς τὸν αἰῶνα

XXII

1 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον καὶ ἔδειξέν μοι πρὸς δυσμὰς ἄλλο

ὄρος μέγα καὶ ὑψηλόν πέτρας στερεάς

2 καὶ τέσσαρες τόποι ἐν αὐτῷ κοῖλοι βάθος ἔχοντες καὶ λίαν λεῖοι τρεῖς

αὐτῶν σκοτινοὶ καὶ εἷς φωτινός καὶ πηγὴ ὕδατος ἀνὰ μέσον αὐτοῦ καὶ

εἶπον Πῶς λεῖα τὰ κοιλώματα ταῦτα καὶ ὁλοβαθῆ καὶ σκοτινὰ τῇ ὁράσει

3 τότε ἀπεκρίθη Ῥαφαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν καὶ

εἶπέν μοι Οὗτοι οἱ τόποι οἱ κοῖλοι ἵνα ἐπισυνάγωνται εἰς αὐτοὺς τὰ

πνεύματα τῶν ψυχῶν τῶν νεκρῶν εἰς αὐτὸ τοῦτο ἐκρίθησαν ὥδε

ἐπισυνάγεσθαι πάσας τὰς ψυχὰς τῶν ἀνθρώπων

4 καὶ οὗτοι οἱ τόποι εἰς ἐπισύνσχεσιν αὐτῶν ἐποίησαν μέχρι τῆς ἡμέρας

τῆς κρίσεως αὐτῶν καὶ μέχρι τοῦ διορισμοῦ καὶ διορισμένου χρόνου ἐν ᾧ ἡ

κρίσις ἡ μεγάλη ἔσται ἐν αὐτοῖς

5 τεθέαμαι ἀνθρώπους νεκροὺς ἐντυγχάνοντας καὶ ἡ φωνὴ αὐτοῦ μέχρι

τοῦ οὐρανοῦ προέβαινεν καὶ ἐνετύγχανεν

6 καὶ ἠρώτησα Ῥαφαὴλ τὸν ἄγγελον ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν καὶ εἶπα αὐτῷ Τοῦτο

τὸ πνεῦμα τὸ ἐντυγχάνον τίνος ἐστίν διrsquo ὃ οὕτως ἡ φωνὴ αὐτοῦ προβαίνει

25

καὶ ἐντυγχάνει ἕως τοῦ οὐρανοῦ

7 καὶ ἀπεκρίθη μοι λέγων Τοῦτο τὸ πνεῦμά ἐστιν τὸ ἐξελθὸν ἀπὸ Ἄβελ ὃν

ἐφόνευσε Κάιν ὁ ἀδελφός καὶ Ἄβελ ἐντυγχάνει περὶ αὐτοῦ μέχρι τοῦ

ἀπολέσαι τὸ σπέρμα αὐτοῦ ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς καὶ ἀπὸ τοῦ

σπέρματος τῶν ἀνθρώπων ἀφανθῇ τὸ σπέρμα αὐτοῦ

8 Τότε ἠρώτησα περὶ τῶν κυκλωμάτων πάντων διὰ τί ἐχωρίσθησαν ἓν

ἀπὸ τοῦ ἑνός

9 καὶ ἀπεκρίθη μοι λέγων Οὗτοι οἱ τρεῖς ἐποιήθησαν χωρίζεσθαι τὰ

πνεύματα τῶν νεκρῶνmiddot καὶ οὕτως ἐχωρίσθη εἰς τὰ πνεύματα τῶν δικαίων

οὗ ἡ πηγὴ τοῦ ὕδατος ἐν αὐτῷ φωτινήmiddot

10 καὶ οὕτως ἐκτίσθη τῶν ἁμαρτωλῶν ὅταν ἀποθάνωσιν καὶ ταφῶσιν εἰς

τὴν γῆν καὶ κρίσις οὐκ ἐγενήθη ἐπrsquo αὐτῶν ἐν τῇ ζωῇ αὐτῶν

11 ὧδε χωρίζεται τὰ πνεύματα αὐτῶν εἰς τὴν μεγάλην βάσανον ταύτην

μέχρι τῆς μεγάλης ἡμέρας τῆς κρίσεως τῶν μαστίγων καὶ τῶν βασάνων

τῶν κατηραμένων μέχρι αἰῶνοςmiddot ἦν ἀνταπόδοσις τῶν πνευμάτωνmiddot ἐκεῖ

δήσει αὐτοὺς μέχρις αἰῶνος

12 καὶ οὕτως ἐχωρίσθη τοῖς πνεύμασιν τῶν ἐντυγχανόντων οἵτινες

ἐνφανίζουσιν περὶ τῆς ἀπωλείας ὅταν φονευθῶσιν ἐν ταῖς ἡμέραις τῶν

ἁμαρτωλῶν

13 καὶ οὕτως ἐκτίσθη τοῖς πνεύμασιν τῶν ἀνθρώπων ὅσοι οὐκ ἔσονται

ὅσιοι ἀλλὰ ἁμαρτωλοί καὶ μετὰ τῶν ἀνόμων ἔσονται μέτοχοι τὰ δὲ

πνεύματα ὅτι οἱ ἐνθάδε θλιβέντες ἔλαττον κολάζονται αὐτῶν οὐ

τιμωρηθήσονται ἐν ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως οὐδὲ μὴ μετεγερθῶσιν ἐντεῦθεν

14 Τότε ηὐλόγησα τὸν κύριον τῆς δόξης καὶ εἶπα Εὐλογητὸς εἶ Κύριε ὁ τῆς

δικαιοσύνης κυριεύων τοῦ αἰῶνος

XXIII

1 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον πρὸς δυσμὰς τῶν περάτων τῆς γῆς

2 καὶ ἐθεασάμην πῦρ διατρέχον καὶ οὐκ ἀναπαυόμενον οὐδὲ ἐλλεῖπον τοῦ

δρόμου ἡμέρας καὶ νυκτὸς ἅμα διαμένον

3 καὶ ἠρώτησα λέγων Τί ἐστιν τὸ μὴ ἔχον ἀνάπαυσιν

4 τότε ἀπεκρίθη μοι Ῥαγουήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν

Οὗτος ὁ δρόμος τοῦ πυρὸς τὸ πρὸς δυσμὰς πῦρ τὸ ἐκδιῶκόν ἐστιν πάντας

τοὺς φωστῆρας τοῦ οὐρανοῦ

XXIV

1 Καὶ ἔδειξέν μοι ὄρη πυρὸς καιόμενα νυκτός

2 καὶ ἐπέκεινα αὐτῶν ἐπορεύθην καὶ ἐθεασάμην ἑπτὰ ὄρη ἔνδοξα πάντα

ἑκάτερα τοῦ ἑκατέρου διαλλάσσοντα ὧν οἱ λίθοι ἔντιμοι τῇ καλλονῇ καὶ

πάντα ἔντιμα καὶ ἔνδοξα καὶ εὐειδῆ τρία ἐπrsquo ἀνατολὰς ἐστηριγμένα ἐν τῷ

ἑνί καὶ τρία ἐπὶ νότον ἐν τῷ ἑνὶ καὶ φάραγγες βαθεῖαι καὶ τραχεῖαι μία τῇ

μιᾷ οὐκ ἐγγίζουσαι

3 καὶ τῷ ὄρει ἕβδομον ὄρος ἀνὰ μέσον τούτων καὶ ὑπερεῖχεν τῷ ὕψει

ὅμοιον καθέδρᾳ θρόνου καὶ περιεκύκλου δένδρα αὐτῷ εὐειδῆ

4 καὶ ἦν ἐν αὐτοῖς δένδρον ὃ οὐδέποτε ὤσφρανμαι καὶ οὐδεὶς ἕτερος αὐτῷ

ηὐφράνθη καὶ οὐδὲν ἕτερον ὅμοιον αὐτῷmiddot ὀσμὴν εἶχεν εὐωδεστέραν

πάντων ἀρωμάτων καὶ τὰ φύλλα αὐτοῦ καὶ τὸ ἄνθος καὶ τὸ δένδρον οὐ

φθίνει εἰς τὸν αἰῶνα οἱ δὲ περὶ τὸν καρπὸν ὡσεὶ βότρυες φοινίκων

5 τότε εἶπον ὡς καλὸν τὸ δένδρον τοῦτό ἐστιν καὶ εὐῶδες καὶ ὡραῖα τὰ

φύλλα καὶ τὰ ἄνθη αὐτοῦ ὡραῖα τῇ ὁράσει

6 τότε ἀπεκρίθη μοι Μιχαήλ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν - καὶ

αὐτὸς αὐτῶν ἡγεῖτο ndash

26

XXV

1 καὶ εἶπέν μοι Ἑνώχ τί ἐρωτᾷς καὶ τί ἐθαύμασας ἐν τῇ ὀσμῇ τοῦ δένδρου

καὶ διὰ τί θέλεις τὴν ἀλήθειαν μαθεῖν

2 τότε ἀπεκρίθην αὐτῷ Περὶ πάντων εἰδέναι θέλω μάλιστα δὲ περὶ τοῦ

δένδρου τούτου σφόδρα

3 καὶ ἀπεκρίθη λέγων Τοῦτο τὸ ὄρος τὸ ὑψηλόν οὗ ἡ κορυφὴ ὁμοία

θρόνου θεοῦ καθέδρα ἐστὶν οὗ καθίζει ὁ μέγας κύριος ὁ ἅγιος τῆς δόξης ὁ

βασιλεὺς τοῦ αἰῶνος ὅταν καταβῇ ἐπισκέψασθαι τὴν γῆν ἐπrsquo ἀγαθῷ

4 καὶ τοῦτο τὸ δένδρον εὐωδίας καὶ οὐδεμία σὰρξ ἐξουσίαν ἔχει ἅψασθαι

αὐτοῦ μέχρι τῆς μεγάλης κρίσεως ἐν ᾗ ἐκδίκησις πάντων καὶ τελείωσις

μέχρις αἰῶνοςmiddot τότε δικαίοις καὶ ὁσίοις δοθήσεται

5 ὁ καρπὸς αὐτοῦ τοῖς ἐκλεκτοῖς εἰς ζωὴν εἰς βορρᾶν καὶ

μεταφυτευθήσεται ἐν τόπῳ ἁγίῳ παρὰ τὸν οἶκον τοῦ θεοῦ βασιλέως τοῦ

αἰῶνος

6 τότε εὐφρανθήσονται εὐφραινόμενοι καὶ χαρήσονται καὶ εἰς τὸ ἅγιον

εἰσελεύσονταιmiddot αἱ ὀσμαὶ αὐτοῦ ἐν τοῖς ὀστέοις αὐτῶν καὶ ζωὴν πλείονα

ζήσονται ἐπὶ γῆς ἣν ἔζησαν οἱ πατέρες σου καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτῶν καὶ

βάσανοι καὶ πληγαὶ καὶ μάστιγες οὐχ ἅψονται αὐτῶν

7 Τότε ηὐλόγησα τὸν θεὸν τῆς δόξης τὸν βασιλέα τοῦ αἰῶνος ὃς

ἡτοίμασεν ἀνθρώποις τὰ τοιαῦτα δικαίοις καὶ αὐτὰ ἔκτισεν καὶ εἶπεν

δοῦναι αὐτοῖς

XXVI

1 Καὶ ἐκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς τὸ μέσον τῆς γῆς καὶ ἴδον τόπον

ηὐλογημένον ἐν ᾧ δένδρα ἔχοντα παραφυάδας μενούσας καὶ βλαστούσας

τοῦ δένδρου ἐκκοπέντος

2 κἀκεῖ τεθέαμαι ὄρος ἅγιονmiddot ὑποκάτω τοῦ ὄρους ὕδωρ ἐξ ἀνατολῶν καὶ

τὴν δύσιν εἶχεν πρὸς νότον

3 καὶ ἴδον πρὸς ἀνατολὰς ἄλλο ὄρος ὑψηλότερον τούτου καὶ ἀνὰ μέσον

αὐτοῦ φάραγγα βαθεῖαν οὐκ ἔχουσαν πλάτος καὶ διrsquo αὐτῆς ὕδωρ

πορεύεται ὑποκάτω ὑπὸ τὸ ὄρος

4 καὶ πρὸς δυσμὰς τούτου ἄλλο ὄρος ταπεινότερον αὐτοῦ καὶ οὐκ ἔχον

ὕψος καὶ φάραγγα βαθεῖαν καὶ ξηρὰν ἀνὰ μέσον αὐτῶν καὶ ἄλλην

φάραγγα βαθεῖαν καὶ ξηρὰν ἐπrsquo ἄκρων τῶν τριῶν ὀρέων

5 καὶ πᾶσαι φάραγγές εἰσιν βαθεῖαι ἐκ πέτρας στερεᾶς καὶ δένδρον οὐκ

ἐφυτεύετο ἐπrsquo αὐτάς

6 καὶ ἐθαύμασα περὶ τῆς φάραγγος καὶ λίαν ἐθαύμασα

XXVII

1 καὶ εἶπον Διὰ τί ἡ γῆ αὕτη ἡ εὐλογημένη καὶ πᾶσα πλήρης δένδρων

αὐτὴ δὲ ἡ φάραγξ κεκατηραμένη ἐστίν

2 γῆ κατάρατος τοῖς κεκατηραμένοις ἐστὶν μέχρι αἰῶνος ὧδε

ἐπισυναχθήσονται πάντες οἱ κεκατηραμένοι οἵτινες ἐροῦσιν τῷ στόματι

αὐτῶν κατὰ Κυρίου φωνὴν ἀπρεπῆ καὶ περὶ τῆς δόξης αὐτοῦ σκληρὰ

λαλήσουσιν ὧδε ἐπισυναχθήσονται καὶ ὧδε ἔσται τὸ οἰκητήριον

3 ἐπrsquo ἐσχάτοις αἰῶσιν ἐν ταῖς ἡμέραις τῆς κρίσεως τῆς ἀληθινῆς ἐναντίον

τῶν δικαίων εἰς τὸν ἅπαντα χρόνον ὧδε εὐλογήσουσιν οἱ ἀσεβεῖς τὸν

κύριον τῆς δόξης τὸν βασιλέα τοῦ αἰῶνοςmiddot

4 ἐν ταῖς ἡμέραις τῆς κρίσεως αὐτῶν εὐλογήσουσιν ἐν ἐλέει ὡς ἐμέρισεν

αὐτοῖς

5 Τότε ηὐλόγησα τὸν κύριον τῆς δόξης καὶ τὴν δόξαν αὐτοῦ ἐδήλωσα καὶ

ὕμνησα μεγαλοπρεπῶς

27

XXVIII

1 Καὶ ἐκεῖθεν ἐπορεύθην εἰς τὸ μέσον Μανδοβαρά καὶ ἴδον αὐτὸ ἔρημονmiddot

καὶ αὐτὸ μόνον

2 πλήρης δένδρων καὶ ἀπὸ τῶν σπερμάτων ὕδωρ ἄνομβρον ἄνωθεν

φερόμενον

3 ὡς ὑδραγωγὸς δαψιλὴς ὡς πρὸς βορρᾶν ἐπὶ δυσμῶν πάντοθεν ἀνάγει

ὕδωρ καὶ δρόσον

XXIX

1 Ἔτι ἐκεῖθεν ἐπορεύθην εἰς ἄλλον τόπον ἐν τῷ Βαβδηρά καὶ πρὸς

ἀνατολὰς τοῦ ὄρους τούτου ᾠχόμην

2 καὶ ἴδον κρίσεως δένδρα πνέοντα ἀρωμάτων λιβάνων καὶ ζμύρνας καὶ

τὰ δένδρα αὐτῶν ὅμοια καρύαις

XXX

1 Καὶ ἐπέκεινα τούτων ᾠχόμην πρὸς ἀνατολὰς μακράν καὶ ἴδον τόπον

ἄλλον μέγαν φάραγγα ὕδατος

2 ἐν ᾧ καὶ δένδρα χρόα ἀρωμάτων ὁμοίων σχίνῳ

3 καὶ τὰ παρὰ τὰ χείλη τῶν φαράγγων τούτων ἴδον κιννάμωμον

ἀρωμάτωνmiddot καὶ ἐπέκεινα τούτων ᾠχόμην πρὸς ἀνατολάς

XXXI

1 καὶ ἴδον ἄλλα ὄρη καὶ ἐν αὐτοῖς ἄλση δένδρων καὶ ἐκπορευόμενον ἐξ

αὐτῶν νέκταρ τὸ καλούμενον σαρρὰν καὶ χαλβάνη

2 καὶ ἐπέκεινα τῶν ὀρέων τούτων ἴδον ἄλλο ὄρος πρὸς ἀνατολὰς τῶν

περάτων τῆς γῆς καὶ πάντα τὰ δένδρα πλήρη ἐξαυτῆς ἐν ὁμοιώματι

ἀμυγδάλων

3 ὅταν τριβῶσινmiddot διὸ εὐωδέστερον ὑπὲρ πάντων τῶν ἀρωμάτων

XXXII

1 εἰς βορρᾶν πρὸς ἀνατολὰς τεθέαμαι ἑπτὰ ὄρη πλήρη νάρδου χρηστοῦ

καὶ σχίνου καὶ κινναμώμου καὶ πιπέρεως

2 Καὶ ἐκεῖθεν ἐφώδευσα ἐπὶ τὰς ἀρχὰς πάντων τῶν ὀρέων τούτων

μακρὰν ἀπέχων πρὸς ἀνατολὰς τῆς γῆς καὶ διέβην ἐπάνω τῆς ἐρυθρᾶς

θαλάσσης καὶ ᾠχόμην ἐπrsquo ἄκρων καὶ ἀπὸ τούτου διέβην ἐπάνω τοῦ

Ζωτιήλ

3 καὶ ἦλθον πρὸς τὸν παράδεισον τῆς δικαιοσύνης καὶ ἴδον μακρόθεν τῶν

δένδρων τούτων δένδρα πλείονα καὶ μεγάλα δύο μὲν ἐκεῖ μεγάλα σφόδρα

καλὰ καὶ ἔνδοξα καὶ μεγαλοπρεπῆ καὶ τὸ δένδρον τῆς φρονήσεως οὗ

ἐσθίουσιν ἅγιοι τοῦ καρποῦ αὐτοῦ καὶ ἐπίστανται φρόνησιν μεγάλην

4 ὅμοιον τὸ δένδρον ἐκεῖνο στροβιλέᾳ τὸ ὕψος τὰ δὲ φύλλα αὐτοῦ κερατίᾳ

ὅμοια ὁ δὲ καρπὸς αὐτοῦ ὡσεὶ βότρυες ἀμπέλου ἱλαροὶ λίαν ἡ δὲ ὀσμὴ

αὐτοῦ διέτρεχεν πόρρω ἀπὸ τοῦ δένδρου

5 τότε εἶπον ὡς καλὸν τὸ δένδρον καὶ ὡς ἐπίχαρι τῇ ὁράσει

6 τότε ἀπεκρίθη Ῥαφαήλ ὁ ἅγιος ἄγγελος ὁ μετrsquo ἐμοῦ ὤν Τοῦτο τὸ

δένδρον φρονήσεως ἐξ οὗ ἔφαγεν ὁ πατήρ σου

LXXXIX

42 Καὶ οἱ κύνες ἤρξαντο κατεσθίειν τὰ πρόβατα καὶ οἱ ὕες καὶ οἱ ἀλώπεκες

κατήσθιον αὐτά μέχρι οὗ ἤγειρεν ὁ κύριος τῶν προβάτων κριὸν ἕνα ἐκ

τῶν προβάτων

43 καὶ ὁ κριὸς οὗτος ἤρξατο κερατίζειν καὶ ἐπιδιώκειν ἐν τοῖς κέρασιν καὶ

ἐνετίνασσεν εἰς τοὺς ἀλώπεκας καὶ μετrsquo αὐτοὺς εἰς τοὺς ὕαςmiddot καὶ

ἀπώλεσεν ὕας πολλούς καὶ μετrsquo αὐτοὺς [ἐλυμήνα]το τοὺς κύνας

44 καὶ τὰ πρόβατα ὧν οἱ ὀφθαλμοὶ ἠνοίγησαν ἐθεάσαντο τὸν κριὸν τὸν ἐν

28

τοῖς προβάτοις ἕως οὗ ἀφῆκεν τὴν ὁδὸν αὐτοῦ καὶ ἤρξατο πορεύεσθαι

ἀνοδίᾳ

45 καὶ ὁ κύριος τῶν προβάτων ἀπέστειλεν τὸν ἄρνα τοῦτον ἐπὶ ἄρνα

ἕτερον τοῦ στῆσαι αὐτὸν εἰς κριὸν ἐν ἀρχῇ τῶν προβάτων ἀντὶ τοῦ κριοῦ

τοῦ ἀφέντος τὴν ὁδὸν αὐτοῦ

46 καὶ ἐπορεύθη πρὸς αὐτὸν καὶ ἐλάλησεν αὐτῷ σιγῇ κατὰ μόνας καὶ

ἤγειρεν αὐτὸν εἰς κριὸν καὶ εἰς ἄρχοντα καὶ εἰς ἡγούμενον τῶν προβάτωνmiddot

καὶ οἱ κύνες ἐπὶ πᾶσιν τούτοις ἔθλιβον τὰ πρόβατα

47 [καὶ] ὁ κριὸς ὁ πρῶτος τὸν κριὸν τὸν δεύτερον ἐπεδίωκεν καὶ ἔφυγεν

ἀπὸ προσώπου αὐτοῦmiddot εἶτrsquo ἐθεώρουν τὸν κριὸν τὸν πρῶτον ἕως οὗ ἔπεσεν

ἔμπροσθεν τῶν κυνῶν

48 καὶ ὁ κριὸς ὁ δεύτερος ἀναπηδήσας ἀφηγήσατο τῶν προβάτων

49 καὶ τὰ πρόβατα ηὐξήθησαν καὶ ἐπληθύνθησανmiddot καὶ πάντες οἱ κύνες καὶ

οἱ ἀλώπεκες ἔφυγον ἀπrsquo αὐτοῦ καὶ ἐφοβοῦντο αὐτόν

XC

1

6 [καὶ ἀναγνωσθής]ονται [πάντες] οἱ λόγοι τῶν ἀνομιῶν ὑμῶν ἐν[ώπιον]

τοῦ μεγάλου ἁγίου κατὰ πρόσωπον ὑμῶνmiddot εἶτrsquo ἀναφελεῖ τὰ πάντα ἔργα τὰ

μετασχόντα ἐν τῇ ἀνομίᾳ

7 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἁμαρτωλοὶ [οἱ] ἐν μέσῳ τῆς θαλάσσης καὶ ἐπὶ τῆς ξηρᾶς

ὄντεςmiddot μνημόσυνον εἰς ὑμᾶς κακόν

8 οὐαὶ ὑμῖν οἱ κτώμενοι χρυσίον καὶ ἀργύριον οὐκ ἀπὸ δικαιοσύνης καὶ

ἐρεῖτε πλούτῳ πεπλουτήκαμεν καὶ τὰ ὑπάρχοντα ἐσχήκαμεν καὶ

κεκτήμεθα

9 καὶ πᾶν ὃ ἐὰν θελήσωμεν ποιήσωμεν ὅτι ἀργύριον τεθησαυρίκαμεν ἐν

τοῖς θησαυροῖς ἡμῶν καὶ ἀγαθὰ πολλὰ ἐν ταῖς οἰκίαις ἡμῶν

10 καὶ ὡς ὕδωρ ἐκχυθήσεται πεπλάνησθε ὅτι οὐ μὴ παραμείνῃ ὁ πλοῦτος

ὑμῶν ἀλλὰ ταχὺ [ἀναπτήσεται] ἀπὸ ὑμῶν ὅτι ἀδίκως πάντα κέκτησθεmiddot

καὶ ὑμεῖς εἰς κατάραν μεγάλην παραδοθήσεσθε

XCI

1 καὶ νῦν ὀμνύω ὑμῖν τοῖς φρονίμοις καὶ οὐχὶ τοῖς ἄφροσι ὅτι πολλὰς

ὄψεσθε ἐπὶ τῆς γῆς ἀνομίαςmiddot

2 ὅτι κάλλος περιθήσονται ἄνδρες ὡς γυναῖκες [καὶ] χρῶμα ὡραῖον ὑπὲρ

παρθένους ἐν βασιλείᾳ καὶ μεγαλωσύνῃ καὶ ἐν ἐξουσίᾳ ἔσονται δὲ

ἀργύριον καὶ χρυσίον [παρrsquo] αὐτοῖς εἰς βρώματα καὶ ἐν ταῖς οἰκίαις αὐτῶν

ὡς ὕδωρ ἐκχυθήσονται

3 [διὰ τὸ μ]ὴ ἐπιστήμην αὐτοὺς μηδὲ φρόνησιν μηδεμίαν [ἔχειν] οὕτω

ἀπολεῖσθε κοινῶς μετὰ πάντων [τῶν] ὑπαρχόντων ὑμῶν [καὶ τῆς] πάσης

δόξης καὶ τῆς τιμῆς [ὑμῶν καὶ] εἰς ἀτιμίαν καὶ ἐρήμωσιν [καὶ σφαγὴν]

μεγάλην τ[ὰ πνεύματα ὑμῶν εἰς τὴν κάμινον τοῦ πυρὸς ἐμβληθήσεται]

Four lines are lost

ἐπὶ τὴν [γῆν οὐκ ἀπεστάλη ἀλλrsquo αὐτὴν οἱ ἄνθρω]ποι ἀφrsquo ἑαυτῶν [ἔκτισαν

καὶ εἰς κατάραν] μεγάλην ἀφίξονται οἱ ποιοῦντες [αὐτήν]

5 καὶ δουλεία (στειρα pap) γυναικὶ οὐκ ἐδόθη ἀλλὰ διὰ τὰ ἔργα τῶν

χειρῶνmiddot ὅτι οὐχ ὡρίσθη δούλην εἶναι δούληνmiddot ἄνωθεν οὐκ ἐδόθη ἀλλὰ ἐκ

καταδυναστείας ἐγένετο ὁ[μοίως] οὐδὲ ἡ ἀνομία ἄνωθεν ἐδόθη ἀλλrsquo ἐκ

παραβάσεως ὁμοίως οὐδὲ στεῖρα γυνὴ ἐκτίσθη ἀλλrsquo ἐξ ἰδίων ἀδικημάτων

ἐπετιμήθη ἀτεκνίᾳ [καὶ] ἄτεκνος ἀποθανεῖται

6 ὀμνύω ὑμῖν ἁμαρτωλοὶ κατὰ τοῦ ἁγίου τοῦ μεγάλου ὅτι τὰ ἔργα ὑμῶν τὰ

πονηρὰ ἔσται ἀνακεκαλυμμένα ἐν τῷ οὐρανῷmiddot οὐκ ἔσται ὑμῖν ἔργον

29

ἀποκεκρυμμένον ἄδικον

7 μὴ ὑπολάβητε τῇ ψυχῇ ὑμῶν μηδὲ ὑπολάβητε τῇ καρδίᾳ ὑμῶν ὅτι οὐ

γινώσκουσιν οὐδὲ βλέπουσιν οὐδὲ τὰ ἀδικήματα ὑμῶν θεωρεῖται οὐδὲ

ἀπογράφεται αὐτὰ ἐνώπιον τοῦ ὑψίστου ἀπὸ τοῦ [νῦν] ἐπιγνῶτε ὅτι

πάντα τὰ ἀδικήματα ὑμῶν ἀπογράφονται ἡμέραν ἐξ [ἡμέρας] μέχρι τῆς

κρίσεως ὑμῶν

9 οὐαὶ ὑμῖν ἄφρονες ὅτι ἀπολεῖσθε διὰ τὴν ἀφροσύνην ὑμῶν καὶ τῶν

[φρονίμων] οὐ μὴ ἀκούσητε καὶ τὰ ἀγαθὰ οὐκ ἀπαντήσει ὑμῖν τὰ δὲ κακὰ

[περιέξει] ὑμᾶς

10 καὶ νῦν γινώσκετε ὅτ[ι ἡτοίμασται] ὑμῖν εἰς ἡμέραν ἀπωλείας [μὴ

ἐλπίζε]τε σωθῆναι ἁμαρτωλοίmiddot ἀπ[ελθόντες] ἀποθάνετε γινώσκοντε[ς ὅτι

ἡτοίμας]ται εἰς ἡμέραν κρίσεως μ[εγάλης καὶ στε]νοχωρίας μείζονος τ[οῖς

πνεύμασιν ὑμῶν]

11 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ σκληροτράχηλοι τῇ καρδίᾳ ποιοῦντες τὸ κα[κὸν καὶ

ἔσθοντες αἷμα πόθ]εν ὑμῖν ἔσο[νται ἀγαθὰ ἵνα φάγητε ] Four lines are

lost

12 [ἔργα τῆ]ς ἀδικίαςmiddot διότι ἐλπίδας κα[λὰς ἔχετε ὑμῖ]ν νῦν γνωστὸν ὑμῖν

ἔστω ὅτι εἰς [χεῖρας τ]ῶν δικαίων παραδοθήσεσθε καὶ ἀποκτενοῦσιν ὑμᾶς

καὶ οὐ μὴ φείσονται ὑμῶν

13 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἐπιχαίροντες τοῖς κακοῖς τῶν δικαίωνmiddot τάφος ὑμῶν οὐ μὴ

ὀρυγῇ

14 οὐαὶ ὑμῖν οἱ βουλόμενοι ἀκυρῶσαι τοὺς λόγους τῶν δικαίωνmiddot οὐ μὴ

γένηται ὑμῖν ἐλπὶς σωτηρίας

15 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ γράφοντες λόγους ψευδεῖς καὶ λόγους πλανήσεωςmiddot αὐτοὶ

γράφουσιν καὶ πολλοὺς ἀποπλανήσουσιν τοῖς ψεύδεσιν αὐτῶνmiddot

16 πλανᾶσθε ὑμεῖς αὐτοὶ καὶ οὐκ ἔστιν ὑμῖν χαίρειν ἀλλὰ ταχέως

ἀπολεῖσθε

XCII

1 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ ποιοῦντες πλανήματα καὶ τοῖς ἔργοις τοῖς ψευδέσιν

λαμβάνοντες τιμὴν καὶ δόξανmiddot ἀπολώλατε οὐκ ἔστιν ὑμῖν σωτηρία εἰς

ἀγαθόν

2 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἐξαλλοιοῦντες τοὺς λόγους τοὺς ἀληθινούς καὶ

διαστρέφοντες τὴν αἰώνιον διαθήκην καὶ λογιζόμενοι ἑαυτοὺς

ἀναμαρτήτουςmiddot ἐν τῇ γῇ καταποθήσονται

3 τότε ἑτοιμάζεσθε οἱ δίκαιοι καὶ προέχεσθε τὰς ἐντεύξεις ὑμῶν εἰς

μνημόσυνον δίδοτε αὐτὰς ἐν διαμαρτυρίᾳ ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων ὅπως

εἰσαγάγωσιν τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἀδίκων ἐνώπιον τοῦ ὑψίστου θεοῦ εἰς

μνημόσυνονmiddot

4 καὶ τότε συν[ταραχ]θήσονται ἐν [ἡμέρ]ᾳ ἀπωλείας τῆς ἀδικίας

5ndash6 ἐν αὐτῷ [τῷ και]ρῷ ἐκείνῳ αἱ τίκτουσαι ἐκβαλοῦσιν καὶ ἐκσπάσουσιν

καὶ ἐγκαταλείψουσιν [τὸ νήπιο]ν βρέφος καὶ αἱ ἐν γαστρὶ ἔχου[σαι

ἐκτρώσο]υσιν καὶ αἱ θηλάζουσαι ῥίψ[ουσιν τὰ τέκ]να αὐτῶν καὶ οὐ μὴ

ἐπι[στρέψου]σιν ἐπὶ τὰ νήπια αὐτῶν οὐ[δὲ ἐπὶ τὰ θηλά]ζοντα οὐδὲ μὴ

φείσονται

7 [καὶ] οἱ γλύφοντες εἰκόνα[ς ἀργυ]ρᾶς καὶ χρυσᾶς ξυλίνας τε [καὶ

λιθίνας] καὶ ὀστρακίνας καὶ λατρεύ[οντες φαν]τάσμασιν καὶ δαιμονίοι[ς

καὶ βδελύγ]μασιν καὶ πνεύμασιν πονη[ροῖς καὶ] πάσαις ταῖς πλάναις οὐ

κατrsquo ἐπι[στήμην] καὶ πᾶν βοήθημα οὐ μὴ εὕρητε [ἀπrsquo] αὐτῶν

8ndash9 καὶ πλανηθήσονται ἐν ἀφροσύνῃ τῆς καρδίας αὐτῶν καὶ τὰ ὁράματα

τῶν ἐνυπνίων καταπλανήσουσιν ὑμᾶς ὑμεῖς καὶ τὰ ἔργα ὑμῶν τὰ ψευδῆ ἃ

30

ἐποιήσατε καὶ ἐλαεργ[ήσατε] καὶ ἐπὶ μιᾶς ἀπολεῖσθε

10ndash12 καὶ τότε μακάριοι πάντες οἱ ἀκούσαντες φρονίμων λόγους καὶ

μαθήσονται αὐτούς ποιῆσαι τὰς ἐντολὰς τοῦ ὑψίστου καὶ πορεύσονται ἐν

ὁδοῖς δικαιοσύνης αὐτοῦ καὶ οὐ μὴ πλανήσουσιν μετὰ τῶν πλανώντων καὶ

σωθήσονται

13 οὐαὶ οἱ οἰκοδομοῦντες τὰς οἰκοδομὰς αὐτῶν οὐκ ἐκ κόπων ἰδίων καὶ ἐκ

λίθων καὶ ἐκ πλίνθων πᾶσαν οἰκοδομὴν ποιεῖτε οἷς οὐκ ἔστιν ὑμῖν χά[ρις]

14 οὐαὶ οἱ ἐξουθενοῦντες τὴν θεμελίωσιν καὶ τὴν κληρονομίαν τῶν

πατέρων αὐτῶν τὴν ἀπrsquo αἰῶνος [ὅτι] διώξεται ὑμᾶς πνεῦμα πλανήσεωςmiddot

οὐκ ἔστιν ὑμῖν ἀναπαῦσαι

15 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ποιοῦντες τὴν ἀ[νομίαν] καὶ ἐπιβοηθοῦντες τῇ ἀδι[κίᾳ

φονεύ]οντες τὸν πλησίον αὐτῶ[ν ἕως τῆς] ἡμέρας τῆς κρίσεως τῆς

[μεγάληςmiddot

16 ]ὅτι τότε ἐκτρίψει τὴν δόξ[αν ὑμῶν] καὶ ἐπεγερεῖ τὸν θυμὸν [αὐτοῦ

καθrsquo] ὑμῶν ἀπολεῖ πάντας ὑ[μᾶς ἐν ῥομ]φαίᾳ καὶ πάντες οἱ δί[καιοι

μνημο]νήσουσιν τὰς ἀδικίας [ὑμῶν]

XCIII

1ndash2 καὶ τότε ἐν ἑνὶ τόπῳ [ῥέῃ τὰ α]ἵμα[τα αὐτῶν καὶ ἄνθρωπο]ς οὐκ

[ἀφέξ]ει τὴν [χεῖρα αὐτοῦ ἀπ]ὸ τοῦ υἱοῦ αὐ[τοῦ οὔτrsquo ἀ]πὸ τοῦ ἀγαπητοῦ

αὐτοῦ ἀποκτεῖναι αὐτόν καὶ ὁ ἁμαρτωλὸς ἀπὸ τοῦ ἐντίμου οὔτε ἀπὸ τοῦ

ἀδελφοῦ αὐτοῦmiddot ἐξ ὄρθρων μέχρις οὗ δῦναι τὸν ἥλιον φονευθήσονται ἐπὶ

τὸ αὐτό

3 καὶ διαπορεύσεται ἵππος ἕως τοῦ στήθους αὐτοῦ διὰ τοῦ αἵματος τῶν

ἁμαρτωλῶν καὶ τὸ ἅρμα μέχρι ἀξόνων καταβήσεται

4 καὶ καταβήσονται ἄγγελοι καταδύνοντες εἰς τὰ ἀπόκρυφα ἐν ἡμέρᾳ

ἐκείνῃmiddot οἵτινες ἐβοήθουν τῇ ἀδικίᾳ καὶ συστραφήσονται εἰς ἕνα τόπον καὶ ὁ

ὕψιστος ἐγερθήσεται ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως ποιῆσαι ἐκ πάντων κρίσιν

μεγάλην

5 καὶ τάξει φυλακὴν ἐπὶ πάντας τοὺς δικαίους καὶ ἁγίους τῶν ἁγίων

ἀγγέλων καὶ τηρηθήσονται ὡς κόριον ὀφθαλμοῦ ἕως οὗ ἐκλείπῃ τὰ κακὰ

καὶ ἁμαρτία καὶ ἀπrsquo ἐκείνου ὑπνώσουσιν εὐσεβεῖς ὕπνον ἡδύν καὶ οὐκ

ἔσται οὐκέτι ὁ ἐκφοβῶν αὐτούς

6 τότε ὄψονται οἱ φρόνιμοι τῶν ἀνθρώπων καὶ κατανοήσουσιν οἱ υἱοὶ τῆς

γῆς ἐπὶ τοὺς λόγους τούτους τῆς ἐπιστολῆς ταύτης καὶ γνώσονται ὅτι οὐ

δύναται ὁ πλοῦτος αὐτῶν διασῶσαι αὐτοὺς ἐν τῇ πτώσει τῆς ἀδικίας

7 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἄδικοι ὅταν ἐκθλίβητε τοὺς δικαίους ἐν ἡμέρᾳ ἀνάγκης

στερεᾶς καὶ φυλάξητε αὐτοὺς ἐν πυρί ὅτι κομιεῖσθε κατὰ τὰ ἔργα ὑμῶν

8 οὐαὶ ὑμῖν σκληροκάρδιοι ἀγρυπνοῦντες νοῆσαι τὸ κακόνmiddot περιέχει ὑμᾶς

φόβος καὶ οὐκ ἔστιν ὁ ἀντιλαμβανόμενος ὑμῶν

9 οὐαὶ ὑμῖν πᾶσιν τοῖς ἁμαρτωλοῖς ἐπὶ τοῖς ἔργοις τοῦ στόματος ὑμῶν

οὐαὶ ὑμῖν πᾶσιν τοῖς ἁμαρτωλοῖς ἐπὶ τοῖς λόγοις τοῦ στόματος ὑμῶν καὶ

ἐπὶ τοῖς [ἔργοις] τῶν χειρῶν ὑμῶν ὅτι ἀπὸ τῶν ἁγίων ἔργων

ἀπεπλα[νήθητε]

11 πᾶσα νεφέλη καὶ ὀμίχλη καὶ δρόσος καὶ ὄμβρος ἐπὶ ταῖς ἁμαρτίαις

ὑμῶν

12 δίδοτε οὖν ὄμβρῳ δῶρα ἵνα μὴ [κωλυθῇ κα]ταβῆναι ὑμῖν καὶ δρόσῳ

κα[ὶ νεφέλῃ] καὶ ὀμίχλῃmiddot χρυσίον διαγράψα[τε ἵνα κα]ταβῶσινmiddot

13 ὅτι ἐὰν ἐπιρρίψῃ ἐφrsquo ὑμ[ᾶς χι]ὼν καὶ πάχνη καὶ ψῦχος αὐτῆς καὶ οἱ

ἄνεμοι καὶ ὁ παγετὸς αὐτῶν καὶ πᾶσαι αἱ μάστιγες αὐτῶν οὐ δύνασθε

ὑποστῆναι ἔμπροσθεν ψύχους καὶ τῶν μαστίγων αὐτῶν

31

XCIV

1 κατανοήσατε τοίνουν υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων τὰ ἔργα τοῦ ὑψίστου καὶ

φοβήθητε τοῦ ποιῆσαι τὸ πονηρὸν ἐναντίον αὐτοῦ

2 ἐὰν ἀποκλείσῃ τὰς θυρίδας τοῦ οὐρανοῦ καὶ κωλύσῃ τὴν δρόσον καὶ τὸν

ὄμβρον καταβῆναι εἵνεκα ὑμῶν τί ποιήσετε

3 ἐὰν ἀποστείληται τὸν θυμὸν αὐτοῦ ἐφrsquo ὑμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ ἔργα ὑμῶν οὐχὶ

ἔσεσθε δεόμενοι αὐτοῦ διὰ τί ὑμεῖς λαλεῖτε τῷ στόματι ὑμῶν μεγάλα καὶ

σκληρὰ ἐπὶ τῇ μεγαλωσύνῃ αὐ[τοῦ

4 ὁρᾶ]τε τοὺς ναυκλήρους τοὺς πλωιζομένους τὴν θάλασσαν ὑπὸ τοῦ

κ[λύδω]νος καὶ χειμῶνος σεσαλευμένα τὰ πλοῖα αὐτῶν

5 καὶ χειμαζόμενοι πάντες φοβοῦνται ἔξω δὲ τὰ [ἀγαθὰ πάντα] καὶ τὰ

ὑπάρχοντα αὐτῶν ἐκβάλλουσιν εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ὑποπτεύουσιν ἐν τῇ

καρδίᾳ αὐτῶν ὅτι ἡ [θάλασσα κα]ταπίεται αὐτοὺς καὶ ἐν αὐτ[ῇ

ἀπολοῦν]ται

6 οὐχὶ πᾶσα ἡ θάλασσα καὶ [πάντα τὰ] ὕδατα αὐτῆς ἔργον τοῦ ὑψ[ίστου

ἐστί] καὶ αὐτὸς συνεστήσατο τὰ π[έρατα αὐ]τῶν καὶ συνέδησεν αὐτ[ήν

καὶ περι]έφραξεν αὐτὴν ἄμμῳ

7 [καὶ ἀπὸ τῆς] ἐμβριμήσεως αὐτοῦ φ[οβοῦνται καὶ ξη]ραίνονται καὶ οἱ

ἰχθύες

8 [ γῆν] καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτοῖς καὶ τίς ἔδωκεν ἐπιστήμην πᾶσιν τοῖς

κινουμένοις ἐν τῇ θαλάσσῃ οἱ ναύκληροι τὴν θάλασσαν φοβοῦνται

XCV

1 καὶ ὅταν ἐκβάλῃ ἐφrsquo ὑμᾶς τὸν κλύδωνα τοῦ πυρὸς τῆς καύσεως ὑμῶν

ποῦ ἀποδράντες σωθήσεσθε καὶ ὅταν δῷ ἐφrsquo ὑμᾶς φωνὴν αὐτοῦ

2 ἔσεσθε συνσειόμενοι καὶ φοβούμενοι ἤχῳ μεγάλῳ laquoκαὶraquo τὴν γῆν

σύμπασαν σειομένην καὶ τρέμουσαν καὶ συνταρασσομένην

3 καὶ οἱ ἄγγελοι συντελοῦντες τὸ συνταχθὲν αὐτοῖς καὶ ὁ οὐρανὸς καὶ οἱ

φωστῆρες σειόμενοι καὶ τρέμοντεςmiddot ἅπαντες οἱ υἱοὶ τῆς γῆς καὶ ὑμεῖς

ἁμαρτωλοὶ ἐπικατάρατοι εἰς τὸν αἰῶναmiddot οὐκ ἔστιν ὑμῖν χαίρειν

4 θαρσεῖτε ψυχαὶ τῶν δικαίων τῶν ἀποθανόντων τῶν δικαίων καὶ τῶν

εὐσεβῶν

5 καὶ μὴ λυπεῖσθε ὅτι κατέβησαν αἱ ψυχαὶ ὑμῶν εἰς ᾅδου μετὰ λύπης καὶ

οὐκ ἀπηντήθη τῷ σώματι τῆς σαρκὸς ὑμῶν ἐν τῇ ζωῇ ὑμῶν κατὰ τὴν

ὁσιότητα ὑμῶν ἐπεὶ αἱ ἡμέραι ἃς ἦτε ἡμέραι ἦσαν ἁμαρτωλῶν καὶ

καταράτων ἐπὶ τῆς γῆς

6 ὅταν ἀποθάνητε τότε ἐροῦσιν οἱ ἁμαρτωλοὶ ὅτι εὐσεβεῖς κατὰ τὴν

εἱμαρμένην ἀπεθάνοσαν καὶ τί αὐτοῖς περιεγένετο ἐπὶ τοῖς ἔργοις αὐτῶν

7 καὶ αὐτοὶ ὁμοίως ἡμῖν ἀπεθάνοσαν ἴδετε οὖν ὡς ἀποθνήσκουσιν μετὰ

λύπης καὶ σκότους καὶ τί αὐτοῖς ἐγένετο περισσόν

8 ἀπὸ τοῦ νῦν ἀναστήτωσαν καὶ σωθήτωσαν καὶ ὄψονται εἰς τὸν αἰῶνα

ἡμᾶς φαγεῖν καὶ πεῖν

9 τοιγαροῦν ἁρπάσαι καὶ ἁμαρτάνειν καὶ λωποδυτεῖν καὶ ἐγκτᾶσθαι καὶ

[ἰδεῖν] ἡμέρας ἀγαθάς

10 ἴδετε οὖν οἱ δικαιοῦντες [ἑαυτ]ούς ὁποία ἐγένετο αὐτῶν ἡ καταστροφή

ὅτι πᾶσα δικαιοσύνη οὐχ εὑρέθη ἐν αὐτοῖς ἕως ἀπέθανον καὶ ἀπώλοντο

11 καὶ ἐγένοντο ὡς οὐκ ὄντες καὶ κατέβησαν αἱ ψυχαὶ αὐτῶν μετrsquo ὀδύνης

εἰς ᾅδου

XCVI

1 ἐγὼ ὀμνύω ὑμῖν Three lines are lost

2 ἐπίσταμαι τὸ μυστήριον τοῦτοmiddot ἀν[έγνων] γὰρ τὰς πλάκας τοῦ οὐρανοῦ

32

καὶ εἶδον τὴν γραφὴν ἀναγκαίανmiddot ἔγνων τὰ γ[εγραμμέ]να ἐν αὐταῖς καὶ

ἐγκεκολαμμέν[α περὶ] ὑμῶν

3 ὅτι ἀγαθὰ καὶ ἡ χαρὰ καὶ ἡ τ[ιμὴ] ἡτοίμασται καὶ ἐγγέγραπται ταῖς

ψ[υχαῖς] τῶν ἀποθανόντων εὐσεβῶνmiddot

4 καὶ χαιρήσονται καὶ οὐ μὴ ἀπόλωνται τὰ πνεύματα αὐτῶν οὐδὲ τὸ

μνημόσυνον ἀπὸ προσώπου τοῦ μεγάλου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν

αἰώνων μὴ οὖν φοβεῖσθε τοὺς ὀνειδισμοὺς αὐτῶν

5 καὶ ὑμεῖς οἱ νεκροὶ τῶν ἁμαρτωλῶν ὅταν ἀποθάνητε ἐροῦσιν ἐφrsquo ὑμῖν

μακάριοι ἁμαρτωλοὶ πάσας τὰς ἡμέρας αὐτῶν ὅσας εἴδοσαν ἐν τῇ ζωῇ

αὐτῶν καὶ ἐνδόξως

6 ἀπεθάνοσαν καὶ κρίσις οὐκ ἐγενήθη ἐν τῇ ζωῇ αὐτῶν

7 αὐτοὶ ὑμεῖς γινώσκετε ὅτι εἰς ᾅδου κατάξουσιν τὰς ψυχὰς ὑμῶν

8 καὶ ἐκεῖ ἔσονται ἐν ἀνάγκῃ μεγάλῃ καὶ ἐν σκότει καὶ ἐν παγίδι καὶ ἐν

φλογὶ καιομένῃ καὶ εἰς κρίσιν μεγάλην εἰσελεύσονται αἱ ψυχαὶ ὑμῶν ἐν

πάσαις ταῖς γενεαῖς τοῦ αἰῶνος οὐαὶ ὑμῖν οὐκ ἔστιν ὑμῖν χαίρειν

9 μὴ γὰρ εἴπητε οἱ δίκαιοι ὅσιοι ὄντες ἐν τῇ ζωῇ τῶν ἡμερῶν τῆς θλίψεως

κόπους ἐκοπιάσαμεν καὶ ἀνηλώμεθα καὶ ὀλίγοι ἐγενήθημεν καὶ

ἀντιλήμπτορα οὐχ εὑρήκαμενmiddot

10 συντετριμμένοι καὶ ἀπολώλαμεν καὶ ἀπηλπίσμεθα καὶ μηκέτι εἰδέναι

σωτηρίαν ἡμέραν ἐξ ἡμέρας

11 ἠλπίσαμεν γενέσθαι κεφαλή ἐγενήθημεν κέρ[κοςmiddot ἐκο]πιάσαμεν

ἐργαζόμενοι καὶ τῶν ὀψωνίων οὐ κεκυριεύκαμεν ἐγενήθημεν κατάβρωμα

ἁμαρτωλῶν [οἱ ἄνο]μοι ἐβάρυναν ἐφrsquo ἡμᾶς τὸν ζυγόν

12 οἳ κυριεύουσιν οἱ ἐχθροὶ ἡμῶν ἐγκεντρίζουσιν ἡμᾶς καὶ περικλείουσιν

ἡμᾶςmiddot ἐζητήσαμεν πο[ῦ φύγωμεν] ἀπrsquo αὐτῶν ὅπως ἀναψύχ[ωμεν] three

lines are lost

14 ἐκράξαμεν ἐπὶ τοὺς καταβάλλοντας καὶ βιαζομένους ἡμᾶς καὶ τὰς

ἐντεύξεις ἡμῶν οὐκ ἀπεδέξαντο οὐδὲ ἐβούλοντο ἐπακοῦσαι τῆς φωνῆς

ἡμῶν

15 καὶ οὐκ ἀντελαμβάνοντο ἡμῶν οὐχ εὑρόντες κατὰ τῶν βιαζομένων καὶ

κατεσθόντων ἡμᾶς ἀλλὰ στερεοῦσιν αὐτοὺς ἐφrsquo ἡμᾶςmiddot ἀπέκτειναν ἡμᾶς

καὶ εἰς ὀλίγους ἤγαγον καὶ οὐχ ὑποδεικνύουσιν περὶ τῶν πεφονευμένων

ἡμῶν καὶ οὐκ ἀναμιμνήσκουσιν περὶ τῶν ἁμαρτωλῶν αὐτῶν τὰς

ἁμαρτίας αὐτῶν

XCVII

1 ὀμνύω ὑμῖν ὅτι οἱ ἄγγελοι ἐν τῷ οὐρανῷ ἀναμιμνήσκουσιν [ὑμῶν] εἰς

ἀγαθὸν ἐνώπιον τῆς δόξης τοῦ μεγάλου

2 θαρσεῖτε δὴ ὅτι ἐπαλαιώθητε ἐν τοῖς κακοῖς καὶ ἐν ταῖς θλίψεσινmiddot ὡσεὶ

φωστῆρες τοῦ οὐρανοῦ ἀναλάμψετε καὶ φανεῖτε αἱ θυρίδες τοῦ οὐρανοῦ

ἀνοιχθήσονται ὑμῖν

3ndash4 καὶ ἡ κραυγὴ ὑμῶν ἀκουσθήσεται καὶ ἡ κρίσις ὑμῶν ἣν κράζετε καὶ

φανεῖται ἐφrsquo ὅσα συλλαβήσεται ὑμῖν περὶ τῆς θλίψεως ὑμῶν καὶ ἐκ

πάντων ὅστις μετέσχεν τῶν βιαζομένων καὶ κατεσθόντων ὑμᾶς

5 [μὴ φοβεῖσθε] τὰ κακὰ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως τῆς μεγάλης καὶ οὐ μὴ

εὑρεθῆτε ὡς οἱ ἁμαρτωλοί [ἀλλrsquo ὑμεῖς οἱ ἁμαρτωλοὶ] σκυλήσεσθε καὶ

κρίσις αἰώνιος ἐξ ὑμῶν ἔσται εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν αἰώνων

6 μὴ φοβεῖσθε οἱ δίκαιοι ὅταν ἴδητε τοὺς ἁμαρτωλοὺς κατισχύοντας καὶ

εὐοδουμένους καὶ μὴ μέτοχοι αὐτῶν γίνεσθε ἀλλὰ μακρὰν ἀπέχεσθε ἀπὸ

πάντων τῶν ἀδικημάτων αὐτῶν

7 μὴ γὰρ εἴπητε οἱ ἁμαρτωλοὶ [ὅτι] οὐ μὴ ἐκζητηθῶσιν αἱ ἁμαρτίαι ὑμῶν

33

[ἐξ] ἡμερῶν

8 καὶ νῦν ἀποδεικνύω ὑμῖν ὅτι φῶς καὶ σκότος ἡμέρα καὶ νὺξ

ἐποπτεύουσιν τὰς ἁμαρτίας ὑμῶν πάσας

9 μὴ πλανᾶσθε τῇ καρδίᾳ ὑμῶν μηδὲ ψεύδεσθε μηδὲ ἐξαλλοιώσητε τοὺς

λόγους τῆς ἀληθείας μηδὲ καταψεύδεσθε τῶν [λόγων τοῦ] ἁγίου καὶ μὴ

δότε ἔπαινον ταῖς [εἰκόσιν ὑ]μῶνmiddot οὐ γὰρ εἰς δικαίωμα εἰσάγ[ουσιν πάντα

τὰ ψεύδ]η καὶ πᾶσα [ἡ πλάνη] Two lines are lost

10 τῆς ἀληθείας ἐξαλλοιοῦσιν καὶ ἀντιγράφουσιν οἱ ἁμαρτωλοὶ καὶ

ἀλλάσσουσιν τοὺς πολλούς καὶ ψεύδονται καὶ πλάσσουσιν πλάσματα

μεγάλα καὶ τὰς γραφὰς ἀναγράφουσιν ἐπὶ τοῖς ὀνόμασιν αὐτῶνmiddot

11 καὶ ὄφελον πάντας τοὺς λόγους μου γράφωσιν ἐπrsquo ἀληθείας ἐπὶ τὰ

ὀνόματα αὐτῶν καὶ μήτε ἀφέλωσιν μήτε ἀλλοιώσωσιν τῶν λόγων τούτων

ἀλλὰ πάντα ἐπrsquo ἀληθείας γράφωσιν ἃ ἐγὼ διαμαρτυροῦμαι αὐτοῖς

12 καὶ πάλιν ἐγὼ γινώσκω μυστήριον δεύτερον ὅτι δικαίοις καὶ ὁσίοις καὶ

φρονίμοις δοθήσονται αἱ βίβλοι μου εἰς χαρὰν ἀληθείας

13 καὶ αὐτοὶ πιστεύσουσιν αὐταῖς καὶ ἐν αὐταῖς χαρήσονται καὶ

ἀγαλλιάσονται πάντες οἱ δίκαιοι μαθεῖν ἐξ αὐτῶν πάσας τὰς ὁδοὺς τῆς

ἀληθείας

CVI

1 μετὰ δὲ χρόνον ἔλαβεν Μαθουσάλεκ τῷ υἱῷ μου γυναῖκα καὶ ἔτεκεν

υἱὸν καὶ ἐκάλεσεν τὸ ὄνομα αὐτοῦ Λάμεχ ἐταπεινώθη ἡ δικαιοσύνη μέχρι

τῆς ἡμέρας ἐκείνης καὶ ὅτε εἰς ἡλικίαν ἐπῆλθεν ἔλαβεν αὐτῷ γυναῖκα καὶ

ἔτεκεν αὐτῷ παιδίον

2 καὶ ὅτε ἐγεννήθη τὸ παιδίον ἦν τὸ σῶμα λευκότερον χιόνος καὶ

πυρρότερον ῥόδου τὸ τρίχωμα πᾶν λευκὸν καὶ ὡς ἔρια λευκὰ καὶ οὖλον

καὶ ἔνδοξον καὶ ὅτε ἀνέῳξεν τοὺς ὀφθαλμούς ἔλαμψεν ἡ οἰκία ὡσεὶ

ἥλιος

3 καὶ ἀνέστη ἐκ τῶν χειρῶν τῆς μαίας καὶ ἀνέῳξεν τὸ στόμα καὶ

εὐλόγησεν τῷ κυρίῳmiddot

4 καὶ ἐφοβήθη Λάμεχ ἀπrsquo αὐτοῦ καὶ ἔφυγεν καὶ ἦλθεν πρὸς Μαθουσάλεκ

τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ

5 τέκνον ἐγεννήθη μου ἀλλοῖον οὐχ ὅμοιον τοῖς ἀνθρώποις ἀλλὰ τοῖς

τέκνοις τῶν ἀγγέλων τοῦ οὐρανοῦ καὶ ὁ τύπος ἀλλοιότερος οὐχ ὅμοιος

ἡμῖνmiddot τὰ ὄμματά ἐστιν ὡς ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου καὶ ἔνδοξον τὸ πρόσωπονmiddot

6 καὶ ὑπολαμβάνω ὅτι οὐκ ἔστιν ἐξ ἐμοῦ ἀλλὰ ἐξ ἀγγέλου καὶ

εὐλαβοῦμαι αὐτὸν μήποτέ τι ἔσται ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ ἐν τῇ γῇ

7 καὶ παραιτοῦμαι π[άτερ καὶ] δέομαι βάδισον πρὸς Ἑνὼ[χ τὸν πατέρα

ἡμῶν καὶ ἐρώτησον] Two lines are lost

8 [ἦλθ]εν πρὸς ἐμὲ εἰς τὰ τέρματα τῆς γῆς οὗ [εἶδ]εν τότε εἶναι με καὶ

εἶπέν μοι πάτερ [μου] ἐπάκουσον τῆς φωνῆς μου καὶ ἧκε [πρὸς] ἐμέ καὶ

ἤκουσα τὴν φωνὴν αὐτοῦ καὶ ἦλθον πρὸς αὐτὸν καὶ εἶπα ἰδοὺ πάρειμι

τέκνονmiddot διὰ τί ἐλήλυθας πρὸς ἐμέ τέκνον

9 καὶ ἀπεκρίθη λέγων διrsquo ἀνάγκην μεγάλην ἦλθον ὧδε πάτερmiddot

10 καὶ νῦν ἐγεννήθη τέκνον Λάμεχ τῷ υἱῷ μου καὶ ὁ τύπος αὐτοῦ καὶ ἡ

εἰκὼν αὐτοῦ laquoοὐχ ὅμοιος ἀνθρώποις καὶ τὸ χρῶμα αὐτοῦraquo λευκότερον

χιόνος καὶ πυρρότερον ῥόδου καὶ τὸ τρίχωμα τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ

λευκότερον ἐρίων λευκῶν καὶ τὰ ὄμματα αὐτοῦ ἀφόμοια ταῖς τοῦ ἡλίου

ἀκτῖσιν

11 καὶ ἀνέστη ἀπὸ τῶν τῆς μαίας χειρῶν καὶ ἀνοίξας τὸ στόμα εὐλόγησεν

τὸν κύριον τοῦ αἰῶνοςmiddot

34

12 καὶ ἐφοβήθη ὁ υἱός μου Λάμεχ καὶ ἔφυγεν πρὸς ἐμέ καὶ οὐ πιστεύει ὅτι

υἱὸς αὐτοῦ ἐστιν ἀλλὰ ὅτι ἐξ ἀγγέλων one or two lines omitted τὴν

ἀκρίβειαν ἣν ἔχεις () καὶ τὴν ἀλήθειαν

13 τότε ἀπεκρίθην λέγων ἀνακαινίσει ὁ κύριος πρόσταγμα ἐπὶ τῆς γῆς

καὶ τὸν αὐτὸν τρόπον τέκνον τεθέαμαι καὶ ἐσήμανά σοιmiddot ἐν γὰρ τῇ γενεᾷ

Ἰάρεδ τοῦ πατρός μου παρέβησαν τὸν λόγον κυρίου ἀπὸ τῆς διαθήκης τοῦ

οὐρανοῦ

14 καὶ ἰδοὺ ἁμαρτάνουσιν καὶ παραβαίνουσιν τὸ ἔθος καὶ μετὰ γυναικῶν

συγγίνονται καὶ μετrsquo αὐτῶν ἁμαρτάνουσιν καὶ ἔγημαν ἐξ αὐτῶν

[καὶ τίκτουσιν οὐχ ὁμοίους πνεύμασιν ἀλλὰ σαρκίνους]middot

15 καὶ ἔσται ὀργὴ μεγάλη ἐπὶ τῆς γῆς καὶ κατακλυσμός καὶ ἔσται

ἀπώλεια μεγάλη ἐπὶ ἐνιαυτὸν ἕναmiddot

16 καὶ τόδε τὸ παιδίον τὸ γεννηθὲν καταλειφθήσεται καὶ τρία αὐτοῦ

τέκνα σωθήσεται ἀποθανόντων τῶν ἐπὶ τῆς γῆςmiddot

17b καὶ πραϋνεῖ τὴν γῆν ἀπὸ τῆς οὔσης ἐν αὐτῇ φθορᾶς

18 καὶ νῦν λέγε Λάμεχ ὅτι τέκνον σού ἐστιν δικαίως καὶ ὁσίως [καὶ]

κάλεσον αὐτοῦ τὸ ὄνομα [Νῶε]middot αὐτὸς γὰρ ἔσται ὑμῶν κατάλειμμα ἐφrsquo οὗ

ἂν καταπαύσητε καὶ laquoοἱraquo υἱοὶ αὐτοῦ ἀπὸ τῆς φθορᾶς τῆς γῆς καὶ ἀπὸ

πάντων τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ ἀπὸ πασῶν τῶν συντελειῶν ἐπὶ τῆς γῆς

Four lines are lost

19 ὑπέδειξέν μοι καὶ ἐμήνυσεν καὶ ἐν ταῖς πλαξὶν τοῦ οὐρανοῦ ἀνέγνων

αὐτά

CVII

1 τότε τεθέαμαι τὰ ἐγγεγραμμένα ἐπrsquo αὐτῶν ὅτι γενεὰ γενεᾶς κακ[ίων

ἔσται] καὶ εἶδον τόδε μέχρις τοῦ ἀνας[τῆναι] γενεὰν δικαιοσύνης καὶ ἡ

κακία ἀπολεῖται καὶ ἡ ἁμαρτία ἀλλάξει ἀπὸ τῆς γῆς καὶ τὰ ἀγαθὰ ἥξει ἐπὶ

τῆς γῆς ἐπrsquo αὐτούς

2 καὶ νῦν ἀπότρεχε τέκνον καὶ σήμανον Λάμεχ τῷ υἱῷ σου ὅτι τὸ παιδίον

τοῦτο τὸ γεννηθὲν τέκνον αὐτοῦ ἐστιν δικαίως καὶ οὐ ψευδῶς

3 καὶ ὅτε ἤκουσεν Μαθουσάλεκ τοὺς λόγους Ἑνὼχ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ

μυστηριακῶς γὰρ ἐδήλωσεν αὐτῷ [ἐπέστρεψεν καὶ ἐδήλωσεν αὐτῷ] καὶ

ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτοῦ Νῶε εὐφραίνων τὴν γῆν ἀπὸ τῆς ἀπωλείας

Liber Enoch

Apocalypsis Henochi Graece

(recensio ap Syncellum)

(ed M Black)

Pseudepigrapha veteris testamenti Graece 3

Leiden Brill 1970 pp 21ndash26 29ndash30 32ndash33 37

VI

ἐκ τοῦ πρώτου βιβλίου Ἐνὼχ περὶ τῶν ἐγρηγόρων

1 καὶ ἐγένετο ὅτε ἐπληθύνθησαν οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων ἐγεννήθησαν

αὐτοῖς θυγατέρες ὡραῖαι

2 καὶ ἐπεθύμησαν αὐτὰς οἱ ἐγρήγοροι καὶ ἀπεπλανήθησαν ὀπίσω αὐτῶν

καὶ εἶπον πρὸς ἀλλήλους ἐκλεξώμεθα ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ τῶν

θυγατέρων τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς

3 καὶ εἶπε Σεμιαζᾶς ὁ ἄρχων αὐτῶν πρὸς αὐτούς φοβοῦμαι μὴ οὐ

θελήσητε (Go θελήσετε) ποιῆσαι τὸ πρᾶγμα τοῦτο καὶ ἔσομαι ἐγὼ μόνος

ὀφειλέτης ἁμαρτίας μεγάλης

4 καὶ ἀπεκρίθησαν αὐτῷ πάντες καὶ εἶπον ὀμόσωμεν ἅπαντες ὅρκῳ καὶ

ἀναθεματίσωμεν ἀλλήλους τοῦ μὴ ἀποστρέψαι τὴν γνώμην ταύτην

35

μέχρις οὗ ἀποτελέσωμεν αὐτήν

5 τότε πάντες ὤμοσαν ὁμοῦ καὶ ἀνεθεμάτισαν ἀλλήλους

6 ἦσαν δὲ οὗτοι διακόσιοι οἱ καταβάντες ἐν ταῖς ἡμέραις Ἰάρεδ εἰς τὴν

κορυφὴν τοῦ Ἑρμονιεὶμ (Go κορυφὴν Ἑρμὼν) ὄρους καὶ ἐκάλεσαν τὸ ὄρος

Ἑρμώμ καθότι ὤμοσαν (Go ομοσαν) καὶ ἀνεθεμάτισαν ἀλλήλους ἐν αὐτῷ

7 καὶ ταῦτα τὰ ὀνόματα τῶν ἀρχόντων αὐτῶν αacute Σεμιαζᾶς ὁ ἄρχων

αὐτῶν βacute Ἀταρκούφ γacute Ἀρακιήλ δacute Χωβαβιήλ εacute Ὀραμμαμή Ϛacute Ῥαμιήλ ζacute

Σαμψίχ ηacute Ζακιήλ θacute Βαλκιήλ ιacute Ἀζαλζήλ ιαacute Φαρμαρός ιβacute Ἀμαριήλ ιγacute

Ἀναγημάς ιδacute Θαυσαήλ ιεacute Σαμιήλ ιϚacute Σαρινᾶς ιζacute Εὐμιήλ (Par gr 1711 ὁ

Εὐμιήλ) ιηacute Τυριήλ ιθacute Ἰουμιήλ κacute Σαριήλ

VII

1 Οὗτοι καὶ οἱ λοιποὶ πάντες ἐν τῷ χιλιοστῷ ἑκατοστῷ ἑβδομηκοστῷ ἔτει

τοῦ κόσμου ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας καὶ ἤρξαντο μιαίνεσθαι ἐν αὐταῖς

ἕως τοῦ κατακλυσμοῦ καὶ ἔτεκον αὐτοῖς γένη τρίαmiddot πρῶτον γίγαντας

μεγάλους

2 οἱ δὲ γίγαντες ἐτέκνωσαν Ναφηλείμ καὶ τοῖς Ναφηλεὶμ ἐγεννήθησαν

Ἐλιούδ καὶ ἦσαν αὐξανόμενοι κατὰ τὴν μεγαλειότητα αὐτῶν καὶ

ἐδίδαξαν ἑαυτοὺς καὶ τὰς γυναῖκας ἑαυτῶν φαρμακείας καὶ ἐπαοιδίας

VIII

1 Πρῶτος Ἀζαὴλ ὁ δέκατος τῶν ἀρχόντων ἐδίδαξε ποιεῖν μαχαίρας καὶ

θώρακας καὶ πᾶν σκεῦος πολεμικόν καὶ τὰ μέταλλα τῆς γῆς καὶ τὸ

χρυσίον πῶς ἐργάσωνται καὶ ποιήσωσιν αὐτὰ κόσμια ταῖς γυναιξί καὶ τὸν

ἄργυρον ἔδειξε δὲ αὐτοῖς καὶ τὸ στίλβειν καὶ τὸ καλλωπίζειν καὶ τοὺς

ἐκλεκτοὺς λίθους καὶ τὰ βαφικάmiddot καὶ ἐποίησαν ἑαυτοῖς οἱ υἱοὶ τῶν

ἀνθρώπων καὶ ταῖς θυγατράσιν αὐτῶν καὶ παρέβησαν καὶ ἐπλάνησαν

τοὺς ἁγίους

2 καὶ ἐγένετο ἀσέβεια πολλὴ ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἠφάνισαν τὰς ὁδοὺς αὐτῶν

3 ἔτι δὲ καὶ ὁ πρώταρχος αὐτῶν Σεμιαζᾶς ἐδίδαξεν εἶναι ὀργὰς κατὰ τοῦ

νοός καὶ ῥίζας βοτανῶν τῆς γῆς ὁ δὲ ἑνδέκατος Φαρμαρὸς ἐδίδαξε

φαρμακείας ἐπαοιδίας σοφίας καὶ ἐπαοιδῶν λυτήριαmiddot ὁ ἔνατος ἐδίδαξεν

ἀστροσκοπίανmiddot ὁ δὲ τέταρτος ἐδίδαξεν ἀστρολογίανmiddot ὁ δὲ ὄγδοος ἐδίδαξεν

ἀεροσκοπίανmiddot ὁ δὲ τρίτος ἐδίδαξε τὰ σημεῖα τῆς γῆςmiddot ὁ δὲ ἕβδομος ἐδίδαξε

τὰ σημεῖα τοῦ ἡλίουmiddot ὁ δὲ εἰκοστὸς ἐδίδαξε τὰ σημεῖα τῆς σελήνηςmiddot πάντες

οὗτοι ἤρξαντο ἀνακαλύπτειν τὰ μυστήρια ταῖς γυναιξὶν αὐτῶν καὶ τοῖς

τέκνοις αὐτῶν μετὰ δὲ ταῦτα ἤρξαντο οἱ γίγαντες κατεσθίειν τὰς σάρκας

τῶν ἀνθρώπων

4 καὶ ἤρξαντο οἱ ἄνθρωποι ἐλαττοῦσθαι ἐπὶ τῆς γῆς

VIII col I

4 οἱ δὲ λοιποὶ ἐβόησαν εἰς τὸν οὐρανὸν περὶ τῆς κακώσεως αὐτῶν

λέγοντες εἰσενεχθῆναι τὸ μνημόσυνον αὐτῶν ἐνώπιον κυρίου

VIII col II

4 Τότε ἐβόησαν οἱ ἄνθρωποι εἰς τὸν οὐρανὸν λέγοντες Εἰσαγάγετε τὴν

κρίσιν ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον καὶ τὴν ἀπώλειαν ἡμῶν ἐνώπιον τῆς δόξης

τῆς μεγάλης ἐνώπιον τοῦ κυρίου τῶν κυρίων πάντων τῇ μεγαλωσύνῃ

IX col I

1 Καὶ ἀκούσαντες οἱ τέσσαρες μεγάλοι ἀρχάγγελοι Μιχαὴλ καὶ Οὐριὴλ

καὶ Ῥαφαὴλ καὶ Γαβριὴλ (καὶ Par gr 1711) παρέκυψαν ἐπὶ τὴν γῆν ἐκ τῶν

ἁγίων τοῦ οὐρανοῦ

2 καὶ θεασάμενοι αἷμα πολὺ ἐκκεχυμένον ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πᾶσαν ἀσέβειαν

καὶ ἀνομίαν γενομένην ἐπrsquo αὐτῆς

36

3 εἰσελθόντες εἶπον πρὸς ἀλλήλους ὅτι Τὰ πνεύματα καὶ αἱ ψυχαὶ τῶν

ἀνθρώπων στενάζουσιν ἐντυγχάνοντα καὶ λέγοντα ὅτι Εἰσαγάγετε τὴν

κρίσιν ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον καὶ τὴν ἀπώλειαν ἡμῶν ἐνώπιον τῆς δόξης

τῆς μεγαλωσύνης ἐνώπιον τοῦ κυρίου τῶν κυρίων πάντων τῇ

μεγαλωσύνῃ

4 καὶ εἶπον τῷ κυρίῳ τῶν αἰώνων Σὺ εἶ ὁ θεὸς τῶν θεῶν καὶ κύριος τῶν

κυρίων καὶ ὁ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ θεὸς τῶν αἰώνων καὶ ὁ

θρόνος τῆς δόξης σου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν αἰώνων καὶ τὸ ὄνομά σου

ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

IX col II

1 Καὶ ἀκούσαντες οἱ τέσσαρες μεγάλοι ἀρχάγγελοι Μιχαὴλ καὶ Οὐριὴλ

καὶ Ῥαφαὴλ καὶ Γαβριὴλ παρέκυψαν (= οἱ ltδgt Par gr 1711) ἐπὶ τὴν γῆν ἐκ

τῶν ἁγίων τοῦ οὐρανοῦ

2 καὶ θεασάμενοι αἷμα πολὺ ἐκκεχυμένον ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πᾶσαν ἀνομίαν

καὶ ἀσέβειαν γινομένην ἐπrsquo αὐτῆς

3 εἰσελθόντες εἶπον πρὸς ἀλλήλους ὅτι Τὰ πνεύματα καὶ αἱ ψυχαὶ τῶν

ἀνθρώπων ἐντυγχάνουσι στενάζοντα καὶ λέγοντα Εἰσαγάγετε τὴν δέησιν

ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον

4 καὶ προσελθόντες οἱ τέσσαρες ἀρχάγγελοι εἶπον τῷ κυρίῳ Σὺ εἶ ὁ θεὸς

τῶν θεῶν καὶ κύριος τῶν κυρίων καὶ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ θεὸς

τῶν ἀνθρώπων καὶ ὁ θρόνος τῆς δόξης σου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν

αἰώνων καὶ τὸ ὄνομά σου ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

καὶ τὸ ὄνομά σου ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

IX

4 add post αἰῶνας καὶ τὰ ἑξῆς τότε ὁ ὕψιστος ἐκέλευσε τοῖς ἁγίοις

ἀρχαγγέλοις καὶ ἔδησαν τοὺς ἐξάρχους αὐτῶν καὶ ἔβαλον (ἔβαλλον Par

gr 1711) αὐτοὺς εἰς τὴν ἄβυσσον ἕως τῆς κρίσεως καὶ τὰ ἑξῆς καὶ ταῦτα

μὲν ὁ Ἐνὼχ μαρτυρεῖ

5 σὺ γὰρ εἶ ὁ ποιήσας τὰ πάντα καὶ πάντων τὴν ἐξουσίαν ἔχων καὶ πάντα

ἐνώπιόν σου φανερὰ καὶ ἀκάλυπταmiddot καὶ πάντα ὁρᾷς καὶ οὐκ ἔστιν ὃ

κρυβῆναί σε δύναται

6 ὁρᾷς ὅσα ἐποίησεν Ἀζαὴλ καὶ (om Par gr 1711) ὅσα εἰσήνεγκεν (add

καὶ Par gr 1711) ὅσα ἐδίδαξεν ἀδικίας καὶ ἁμαρτίας ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πάντα

δόλον ἐπὶ τῆς ξηρᾶς ἐδίδαξε γὰρ τὰ μυστήρια καὶ ἀπεκάλυψε τῷ αἰῶνι τὰ

ἐν οὐρανῷ ἐπιτηδεύουσιν δὲ τὰ ἐπιτηδεύματα αὐτοῦ εἰδέναι τὰ μυστήρια

οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων

7 τῷ Σεμιαζᾷ τὴν ἐξουσίαν ἔδωκας ἔχειν τῶν σὺν αὐτῷ ἅμα ὄντων

8 καὶ ἐπορεύθησαν πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς καὶ

συνεκοιμήθησαν μετrsquo αὐτῶν καὶ ἐν ταῖς θηλείαις ἐμιάνθησαν καὶ

ἐδήλωσαν αὐταῖς πάσας τὰς ἁμαρτίας καὶ ἐδίδαξαν αὐτὰς μίσητρα

(μίσιτρα Par gr 1711) ποιεῖν

9 καὶ νῦν ἰδοὺ αἱ θυγατέρες τῶν ἀνθρώπων ἔτεκον ἐξ αὐτῶν υἱοὺς

γίγανταςmiddot κίβδηλα ἐπὶ τῆς (om Go) γῆς τῶν ἀνθρώπων ἐκκέχυται καὶ ὅλη

ἡ γῆ ἐπλήσθη ἀδικίας

10 καὶ νῦν ἰδοὺ τὰ πνεύματα τῶν ψυχῶν τῶν ἀποθανόντων ἀνθρώπων

ἐντυγχάνουσιν καὶ μέχρι τῶν πυλῶν τοῦ οὐρανοῦ ἀνέβη ὁ στεναγμὸς

αὐτῶν καὶ οὐ δύναται ἐξελθεῖν ἀπὸ προσώπου τῶν ἐπὶ τῆς γῆς γινομένων

ἀδικημάτων

11 καὶ σὺ αὐτὰ οἶδας πρὸ τῶν (τοῦ recte Par gr 1711) αὐτὰ γενέσθαι καὶ

ὁρᾷς αὐτοὺς καὶ ἐᾷς αὐτούς καὶ οὐδὲν λέγεις τί δεῖ ποιῆσαι αὐτοὺς (om

37

Go) περὶ τούτου

X

1 Τότε ὁ ὕψιστος εἶπε καὶ ὁ ἅγιος ὁ μέγας ἐλάλησε καὶ ἔπεμψε τὸν Οὐριὴλ

πρὸς τὸν υἱὸν (Go τοῦ) Λάμεχ λέγων

2 Πορεύου πρὸς τὸν Νῶε καὶ εἶπον αὐτῷ τῷ ἐμῷ ὀνόματι Κρύψον σεαυτόν

καὶ δήλωσον αὐτῷ τέλος ἐπερχόμενον ὅτι ἡ γῆ ἀπόλλυται πᾶσαmiddot καὶ εἶπον

αὐτῷ ὅτι κατακλυσμὸς μέλλει γίνεσθαι πάσης τῆς γῆς ἀπολέσαι πάντα

ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς

3 δίδαξον τὸν δίκαιον τί ποιήσει τὸν υἱὸν Λάμεχ καὶ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ εἰς

ζωὴν συντηρήσει καὶ ἐκφεύξεται διrsquo αἰῶνος καὶ ἐξ αὐτοῦ φυτευθήσεται

φύτευμα καὶ σταθήσεται πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

4 Καὶ τῷ Ῥαφαὴλ εἶπε Πορεύου Ῥαφαήλ καὶ δῆσον τὸν Ἀζαήλmiddot χερσὶ καὶ

ποσὶ συμπόδισον αὐτόν καὶ ἔμβαλε αὐτὸν εἰς τὸ σκότος καὶ ἄνοιξον τὴν

ἔρημον τὴν οὖσαν ἐν τῇ ἐρήμῳ Δουδαήλ καὶ ἐκεῖ πορευθεὶς βάλε αὐτόν

5 καὶ ὑπόθες αὐτῷ λίθους ὀξεῖς καὶ (om Go) λίθους τραχεῖς καὶ

ἐπικάλυψον αὐτῷ σκότος καὶ οἰκησάτω ἐκεῖ εἰς τὸν αἰῶνα καὶ τὴν ὄψιν

αὐτοῦ πώμασον καὶ φῶς μὴ θεωρείτωmiddot

6 καὶ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως ἀπαχθήσεται εἰς τὸν ἐμπυρισμὸν τοῦ

πυρός

7 καὶ ἴασαι τὴν γῆν ἣν ἠφάνισαν οἱ ἐγρήγοροι καὶ τὴν ἴασιν τῆς πληγῆς

δήλωσον ἵνα ἰάσωνται τὴν πληγὴν καὶ μὴ ἀπόλωνται πάντες οἱ υἱοὶ τῶν

ἀνθρώπων ἐν τῷ μυστηρίῳ ὃ εἶπον οἱ ἐγρήγοροι καὶ ἐδίδαξαν τοὺς υἱοὺς

τῶν ἀνθρώπων

8 καὶ ἠρημώθη πᾶσα ἡ γῆ ἐν τοῖς ἔργοις τῆς διδασκαλίας Ἀζαήλmiddot καὶ ἐπrsquo

αὐτῇ γράψον πάσας τὰς ἁμαρτίας

9 Καὶ τῷ Γαβριὴλ εἶπε Πορεύου Γαβριήλ ἐπὶ τοὺς γίγαντας ἐπὶ τοὺς

κιβδήλους ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς πορνείας καὶ ἀπόλεσαν τοὺς υἱοὺς τῶν

ἐγρηγόρων ἀπὸ τῶν υἱῶν τῶν ἀνθρώπωνmiddot πέμψον αὐτοὺς εἰς ἀλλήλους ἐξ

αὐτῶν εἰς αὐτούς ἐν πολέμῳ καὶ ἐν ἀπωλείᾳ καὶ μακρότης ἡμερῶν οὐκ

ἔσται αὐτοῖς

10 καὶ πᾶσα ἐρώτησις οὐκ ἔστι τοῖς πατράσιν αὐτῶν ὅτι ἐλπίζουσι ζῆσαι

ζωὴν αἰώνιον καὶ ὅτι ζήσεται ἕκαστος αὐτῶν ἔτη πεντακόσια

11 καὶ τῷ Μιχαὴλ εἶπε Πορεύου Μιχαήλ δῆσον Σεμιαζᾶν καὶ τοὺς ἄλλους

σὺν αὐτῷ τοὺς συμμιγέντας ταῖς θυγατράσι τῶν ἀνθρώπων τοῦ μιανθῆναι

ἐν αὐταῖς ἐν τῇ ἀκαθαρσίᾳ αὐτῶν

12 καὶ ὅταν κατασφαγῶσιν οἱ υἱοὶ αὐτῶν καὶ ἴδωσι τὴν ἀπώλειαν τῶν

ἀγαπητῶν αὐτῶν δῆσον αὐτοὺς ἐπὶ ἑβδομήκοντα γενεὰς εἰς τὰς νάπας

τῆς γῆς μέχρι ἡμέρας κρίσεως αὐτῶν μέχρι ἡμέρας τελειώσεως τελεσμοῦ

ἕως συντελεσθῇ κρίμα τοῦ αἰῶνος τῶν αἰώνων

13 τότε ἀπενεχθήσονται εἰς τὸ χάος τοῦ πυρὸς καὶ εἰς τὴν βάσανον καὶ εἰς

τὸ δεσμωτήριον τῆς συγκλείσεως τοῦ αἰῶνος

14 καὶ ὃς ἂν κατακρίθῃ καὶ ἀφανισθῇ ἀπὸ τοῦ νῦν μετrsquo αὐτῶν δεθήσεται

(δεηθήσεται recte Par gr 1711) μέχρι τελειώσεως γενεᾶς αὐτῶν

περὶ δὲ τοῦ ὄρους ἐν ᾧ ὤμοσαν καὶ ἀνεθεμέτισαν πρὸς τὸν πλησίον αὐτῶν

ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα οὐ μὴ ἀποστῇ ἀπrsquo αὐτοῦ ψῦχος καὶ χιὼν καὶ πάχνη καὶ

δρόσος οὐ μὴ καταβῇ εἰς αὐτό εἰ μὴ εἰς κατάραν καταβήσεται ἐπrsquo αὐτό

μέχρις ἡμέρας κρίσεως τῆς μεγάλης ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ κατακαυθήσεται

καὶ ταπεινωθήσεται καὶ ἔσται κατακαιόμενον καὶ τηκόμενον ὡς κηρὸς

ἀπὸ πυρός οὕτως κατακαήσεται περὶ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ καὶ νῦν

ἐγὼ λέγω ὑμῖν υἱοῖς ἀνθρώπων Ὀργὴ μεγάλη καθrsquo ὑμῶν laquoκαὶraquo κατὰ τῶν

38

υἱῶν ὑμῶν καὶ οὐ παύσεται ἡ ὀργὴ αὕτη ἀφrsquo ὑμῶν μέχρι καιροῦ σφαγῆς

τῶν υἱῶν ὑμῶν καὶ ἀπολοῦνται οἱ ἀγαπητοὶ ὑμῶν καὶ ἀποθανοῦνται οἱ

ἔντιμοι ὑμῶν ἀπὸ πάσης τῆς γῆς ὅτι πᾶσαι αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς αὐτῶν ἀπὸ

τοῦ νῦν οὐ μὴ ἔσονται πλείω τῶν ἑκατὸν εἴκοσιν ἐτῶν καὶ μὴ δόξητε ἔτι

ζῆσαι ἐπὶ πλείονα ἔτηmiddot οὐ γάρ ἐστιν ἐπrsquo αὐτοῖς πᾶσα ὁδὸς ἐκφεύξεως ἀπὸ

τοῦ νῦν διὰ τὴν ὀργὴν ἣν ὠργίσθη ὑμῖν ὁ βασιλεὺς πάντων τῶν αἰώνωνmiddot

μὴ νομίσητε ὅτι ἐκφεύξεσθε ταῦτα

XV

8 Καὶ νῦν οἱ γίγαντες οἱ γεννηθέντες ἀπὸ πνευμάτων καὶ σαρκὸς

πνεύματα πονηρὰ ἐπὶ τῆς γῆς καλέσουσιν αὐτούς ὅτι ἡ κατοίκησις αὐτῶν

ἔσται ἐπὶ τῆς γῆς

9 πνεύματα πονηρὰ ἔσονται τὰ πνεύματα ἐξεληλυθότα ἀπὸ τοῦ σώματος

τῆς σαρκὸς αὐτῶν διότι ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων ἐγένοντο καὶ ἐκ τῶν ἁγίων

τῶν ἐγρηγόρων ἡ ἀρχὴ τῆς κτίσεως αὐτῶν καὶ ἀρχὴ θεμελίουmiddot πνεύματα

πονηρὰ

10 ἐπὶ τῆς γῆς ἔσονται

11 τὰ πνεύματα τῶν γιγάντων νεμόμενα ἀδικοῦντα ἀφανίζοντα

ἐμπίπτοντα καὶ συμπαλαίοντα καὶ ῥιπτοῦντα ἐπὶ τῆς γῆς καὶ δρόμους

ποιοῦντα καὶ μηδὲν ἐσθίοντα ἀλλrsquo ἀσιτοῦντα καὶ ῥιπτοῦντα καὶ φάσματα

ποιοῦντα καὶ διψῶντα καὶ προσκόπτοντα

12 καὶ ἐξαναστήσονται τὰ πνεύματα ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων καὶ

τῶν γυναικῶν ὅτι ἐξ αὐτῶν ἐξεληλύθασι

XVI

1 Καὶ ἀπὸ ἡμέρας καιροῦ σφαγῆς καὶ ἀπωλείας καὶ θανάτου τῶν

γιγάντων ναφηλείμ οἱ ἰσχυροὶ τῆς γῆς οἱ μεγάλοι ὀνομαστοί τὰ

πνεύματα τὰ ἐκπορευόμενα ἀπὸ τῆς ψυχῆς αὐτῶν ὡς ἐκ τῆς σαρκὸς

ἔσονται ἀφανίζοντα χωρὶς κρίσεωςmiddot οὕτως ἀφανίσουσι μέχρις ἡμέρας τῆς

τελειώσεως ἕως τῆς κρίσεως τῆς μεγάλης ἐν ᾗ (ᾧ Par gr 1711) ὁ αἰὼν ὁ

μέγας τελεσθήσεται

XIX

3 ἀνθρώπων ὡς ἐγὼ εἶδον

XX

2 ὁ εἷς τῶν ἁγίων ὁ ἐπὶ τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ταρτάρου

3 Ῥαφαὴλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων τῶν ἀνθρώπων

4 Ῥαγουήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐκδικῶν τὸν κόσμον τῶν

φωστήρων

5 Μιχαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς ἐπὶ τῶν τοῦ λαοῦ ἀγαθῶν τέτακται

καὶ ἐπὶ τῷ χαῷ

6 Σαριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων οἵτινες ἐπὶ τῷ

πνεύματι ἁμαρτάνουσιν

7 Γαβριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τοῦ παραδείσου καὶ τῶν

δρακόντων καὶ χερουβίν Ῥεμειήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃν ἔταξεν ὁ

θεὸς ἐπὶ τῶν ἀνισταμένων ὀνόματα ζacute ἀρχαγγέλων

XXI

1 Καὶ ἐφώδευσα μέχρι τῆς ἀκατασκευάστου

2 καὶ ἐκεῖ ἐθεασάμην ἔργον φοβερόν ἑώρακα οὔτε οὐρανὸν ἐπάνω οὔτε

γῆν τεθεμελιωμένην ἀλλὰ τόπον ἀκατασκεύαστον καὶ φοβερόν

3 καὶ ἐκεῖ τεθέαμαι ζacute ἀστέρας τοῦ οὐρανοῦ δεδεμένους καὶ ἐριμμένους ἐν

αὐτῷ ὁμοῦ ὁμοίους ὁράσει μεγάλῃ καὶ ἐν πυρὶ καιομένους

4 τότε εἶπον Διὰ ποίαν αἰτίαν ἐπεδέθησαν καὶ διὰ ποίαν αἰτίαν ἐρίφησαν

39

ὧδε

5 καὶ εἶπέν μοι Οὐριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ μετrsquo

ἐμοῦ ὤν - καὶ

αὐτὸς αὐτῶν ἡγεῖτο - καὶ εἶπέν μοι Ἑνώχ περὶ τίνος

ἐρωτᾷς ἢ περὶ τίνος

τὴν ἀλήθειαν φιλοσπευδεῖς

6 οὗτοί εἰσιν τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ οἱ παραβάντες

τὴν ἐπιταγὴν τοῦ

κυρίου καὶ ἐδέθησαν ὧδε μέχρι πληρωθῆναι μύρια ἔτη

τὸν χρόνον τῶν

ἁμαρτημάτων αὐτῶν

7 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον τούτου

φοβερώτερον καὶ τεθέαμαι

ἔργα φοβεράmiddot πῦρ μέγα ἐκεῖ καιόμενον καὶ φλεγόμενον καὶ διακοπὴν

εἶχεν ὁ τόπος ἕως τῆς ἀβύσσου πλήρης στύλων πυρὸς μεγάλων

καταφερομένωνmiddot οὔτε μέτρον οὔτε μέγεθος ἠδυνήθην ἰδεῖν οὔτε εἰκάσαι

8 τότε εἶπον Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος οὗτος καὶ ὡς δεινὸς τῇ ὁράσει

9 τότε ἀπεκρίθη μοι καὶ εἶπεν

Incert

1 παρὰ (Par gr 1711 Go περὶ) δὲ τοῦ ὄρους ἐν ᾧ ὤμοσαν καὶ

ἀνεθεμάτισαν πρὸς τὸν πλησίον αὐτῶν ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα οὐ μὴ ἀποστῇ

ἀπrsquo αὐτοῦ ψῦχος καὶ χιὼν καὶ πάχνη καὶ δρόσος οὐ μὴ καταβῇ εἰς αὐτό εἰ

μὴ εἰς κατάραν καταβήσεται ἐπrsquo (Go εἰς) αὐτό μέχρις ἡμέρας κρίσεως τῆς

μεγάλης

2 ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ κατακαυθήσεται καὶ (Go om) ταπεινωθήσεται καὶ

ἔσται κατακαιόμενον καὶ τηκόμενον ὡς κηρὸς ἀπὸ πυρός οὕτως

κατακαήσεται περὶ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ

3 καὶ νῦν ἐγὼ λέγω ὑμῖν υἱοῖς ἀνθρώπων Ὀργὴ μεγάλη καθrsquo ὑμῶν κατὰ

τῶν υἱῶν ὑμῶνmiddot καὶ οὐ παύσεται ἡ ὀργὴ αὕτη ἀφrsquo ὑμῶν μέχρι καιροῦ

σφαγῆς τῶν υἱῶν ὑμῶν

4 καὶ ἀπολοῦνται οἱ ἀγαπητοὶ ὑμῶν καὶ ἀποθανοῦνται οἱ ἔντιμοι ὑμῶν

ἀπὸ πάσης τῆς γῆς ὅτι πᾶσαι αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς αὐτῶν ἀπὸ τοῦ νῦν οὐ μὴ

ἔσονται πλείω τῶν ἑκατὸν εἴκοσιν ἐτῶν

5 καὶ μὴ δόξητε ἔτι ζῆσαι ἐπὶ πλείονα ἔτηmiddot οὐ γάρ ἐστιν ἐπrsquo αὐτοῖς πᾶσα

ὁδὸς ἐκφεύξεως ἀπὸ τοῦ νῦν διὰ τὴν ὀργὴν ἣν ὠργίσθη ὑμῖν ὁ βασιλεὺς

πάντων τῶν αἰώνωνmiddot μὴ νομίσητε ὅτι ἐκφεύξεσθε ταῦτα

Περί των γιγάντων

καὶ ἦν νωε ἐτῶν πεντακοσίων καὶ ἐγέννησεν νωε τρεῖς υἱούς τὸν σημ τὸν χαμ τὸν

ιαφεθκαὶ ἐγένετο ἡνίκα ἤρξαντο οἱ ἄνθρωποι πολλοὶ γίνεσθαι ἐπὶ τῆς γῆς καὶ θυγατέρες

ἐγενήθησαν αὐτοῖς 2ἰδόντες δὲ οἱ υἱοὶ τοῦ θεοῦ τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων ὅτι καλαί

εἰσιν ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ πασῶν ὧν ἐξελέξαντο 3καὶ εἶπεν κύριος ὁ θεός οὐ

μὴ καταμείνῃ τὸ πνεῦμά μου ἐν τοῖς ἀνθρώποις τούτοις εἰς τὸν αἰῶνα διὰ τὸ εἶναι

αὐτοὺς σάρκας ἔσονται δὲ αἱ ἡμέραι αὐτῶν ἑκατὸν εἴκοσι ἔτη 4οἱ δὲ γίγαντες ἦσαν ἐπὶ

τῆς γῆς ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις καὶ μετ ἐκεῖνο ὡς ἂν εἰσεπορεύοντο οἱ υἱοὶ τοῦ

θεοῦ πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων καὶ ἐγεννῶσαν ἑαυτοῖς ἐκεῖνοι ἦσαν οἱ

γίγαντες οἱ ἀπ αἰῶνος οἱ ἄνθρωποι οἱ ὀνομαστοί

40

Παραθέτουμε ένα επεξηγηματικό κείμενο αναφορικά με τους γίγαντες από την

ιστοσελίδα httpwwwoodegrcom

laquoΕδώ πρόκειται για το θέμα στο οποίο αναφέρθηκε ο Ιησούς Χριστός στο

Ματθαίος κδ΄ 38 για τους προκατακλυσμιαίους ανθρώπους που ΄΄έτρωγαν και

έπιναν και παντρεύονταν΄΄ ώσπου ήρθε ο Κατακλυσμός Επ αυτών υπάρχουν

κάποιες παρατηρήσεις

1η παρατήρηση Το οριστικό άρθρο ΄΄οι΄΄ δείχνει ότι πρόκειται για κάποιους που

ήταν ήδη γνωστοί στους αναγνώστες της Γενέσεως προς τους οποίους απευθύνεται

ο Μωυσής δηλαδή προς τους Ισραηλίτες της εποχής του που λάβαιναν το Νόμο

2η παρατήρηση Το ότι ΄΄εν ταις ημέραις εκείναις ήσαν΄΄ υπονοεί 1 Είτε ότι δεν

υπήρχαν πλέον οι γίγαντες στη ΄΄γη΄΄ όταν γραφόταν η Γένεση δηλαδή κατά το 1500

πΧ 2 είτε ότι υπήρχαν και τότε

3η παρατήρηση Για ποια ΄΄γη΄΄ μιλάει 1 Είτε για τη συγκεκριμένη γη στην οποία

συνέβαιναν τα γεγονότα που αναγράφονται στα γύρω κεφάλαια (τη γη της

Μεσοποταμίας) 2 είτε γενικά για τη γύρω γη στην οποία είχαν επεκταθεί οι γίγαντες

και η φυλή Αδάμ Αυτό όμως δεν έχει σημασία καθώς η αναφορά γίνεται μόνο για

τον καιρό πρό τού Κατακλυσμού Είναι γεγονός όμως ότι στη γη Χαναάν οι

γίγαντες υπήρχαν και μετά από τον Κατακλυσμό

Αυτό φαίνεται στους Αριθμούς 13ιγ΄ 33 ΄΄και εκεί εωράκαμεν τους γίγαντας

(εβραϊκό Νεφιλείμ) και ήμεν ενώπιον αυτών ωσεί ακρίδες αλλά και ούτως ήμεν

ενώπιον αυτών΄΄

Αν αυτό φαίνεται παράξενο σε κάποιους που διδάχτηκαν ότι ο Κατακλυσμός ήταν

παγκόσμιος ας διαβάσουν τη μελέτη μας ΄΄Ήταν ο Κατακλυσμός Παγκόσμιος΄΄

Εκεί θα δουν τις Αγιογραφικές και ιστορικές αποδείξεις ότι επρόκειτο για έναν

τοπικό κατακλυσμό που έπληξε μόνο τη φυλή Αδάμ και μέλη μόνο των γύρω λαών

Επιβίωση από τον Κατακλυσμό

Το ότι οι Νεφιλείμ επεβίωσαν του Κατακλυσμού εξηγείται απλά

Είναι λογικό το ότι η φυλή των γιγάντων Νεφιλείμ δεν έμενε ολόκληρη στην

κοιλάδα της Μεσοποταμίας αλλά κάποιοι απ αυτούς διεσπάρησαν στις γύρω

περιοχές

Η Γένεση στο 7ζ΄ 20 γράφει ότι ο Κατακλυσμός είχε ύψος 15 πήχες (8- 9 μέτρα)

δηλαδή όσο χρειαζόταν για να καλύψει τις ψηλότερες περιοχές της χαμηλής

Μεσοποταμίας Όσοι όμως έμεναν στα ορεινά γύρω από την πληγείσα περιοχή

επεβίωσαν Άλλωστε ο Κατακλυσμός έγινε για τιμωρία της φυλής Αδάμ και όχι των

γύρω λαών όπως φαίνεται στη Γένεση 6ς΄ 5 - 7 όπου η λέξη που χρησιμοποιείται

στο Εβραϊκό κείμενο γι αυτούς με τους οποίους οργίστηκε ο Θεός είναι ΄΄Αδάμ΄΄

Για τους άλλους λαούς η Γένεση στο Εβραϊκό κείμενο χρησιμοποιεί άλλη λέξη

όπως φαίνεται στο Γένεσις 6ς΄ 4 [΄΄οι άνθρωποι (εβραϊκά ΄΄ενός΄΄) οι

ονομαστοί΄΄] και στο Γένεσις 13ιγ΄ 13 [΄΄οι δε άνθρωποι (εβραϊκά ΄΄ενός΄΄) οι εν

Σοδόμοις΄΄]

41

Μια τελευταία παρατήρηση ξεκινάει από το ίδιο εδάφιο της Γένεσης 6ς΄ 4 που λέει

΄΄Οι δε γίγαντες ήσαν επί τής γης εν ταις ημέραις εκείναις και μετ εκείνο ως αν

εισεπορεύοντο οι υιοί τού Θεού προς τας θυγατέρας τών ανθρώπων΄΄

Οι Νεφιλείμ λοιπόν υπήρχαν ακόμη ΄΄και μετά από εκείνο΄΄ το γεγονός που

περιγράφεται δηλαδή και μετά από την αύξηση του πληθυσμού στη

Μεσοποταμία Είναι λάθος να ταυτίζονται κατ ανάγκην οι Νεφιλείμ με τους γιους

των ισχυρών καθώς μια αβίαστη ανάγνωση του κειμένου δεν δείχνει τίποτα τέτοιο

Το μεταβατικό ΄΄δε΄΄ δείχνει ότι γίνεται λόγος για κάποιους άλλους και όχι για

τους γιούς των ισχυρών Οι γιοί των ισχυρών δεν είναι οι Νεφιλείμ αλλά οι ισχυροί

άνδρες της Μεσοποταμίας των άλλων φυλών που ζούσαν κοντά στη φυλή Αδάμ

Ίσως ο σκοπός του χωρίου είναι να δείξει ότι η φυλή των γιγάντων (η οποία

προβλημάτιζε τους Ισραηλίτες τον καιρό που ο Μωυσής έγραφε αυτά τα λόγια) ήταν

μια αρχαία φυλή σύγχρονη της επιμειξίας της φυλής Αδάμ με τους γιούς των

ισχυρών και ότι οι Νεφιλείμ επεβίωσαν ακόμη και μετά από την επιμειξία των

ισχυρών ανδρών της Μεσοποταμίας με τις ΄΄θυγατέρες Αδάμ΄΄ κατά την

προκατακλυσμιαία εποχή

Ίσως ακόμα η αναφορά αυτή να γίνεται για να δείξει ότι ο κατακλυσμός στρεφόταν

ειδικά κατά του λαού Αδάμ και όχι και των γύρω λαών εκ των οποίων

επεβίωσαν και οι Νεφιλείμ

Οι γίγαντες στην εποχή τού Ισραήλ

Σύμφωνα με την Αγία Γραφή η περιοχή στην οποία επεβίωσαν κάποιοι από τη

φυλή των γιγάντων Νεφιλείμ ήταν η Βασάν που ονομάζεται ΄΄γη γιγάντων΄΄

(Δευτερονόμιο γ΄ 13)

Πρόκειται για μία ορεινή περιοχή ανατολικά της Θάλασσας της Γαλιλαίας

κατάλληλη για επιβίωση των λαών της από τον Κατακλυσμό που έπληξε τη

Μεσοποταμία και το λαό Αδάμ (Όπως λέμε ΄΄λαός Ισραήλ΄΄)

Εκεί οι γίγαντες υπήρχαν όχι μόνο μετά από τον Κατακλυσμό αλλά και στις ημέρες

του Αβραάμ όπως φαίνεται στη Γένεση 14ιδ΄ 5 όπου λέει για τον Χοδολλογομόρ

και τους συμμάχους του ότι ΄΄κατέκοψαν τους γίγαντας τους εν Ασταρώθ

Καρναιν΄΄ στη Βασσάν

Και οι κατάσκοποι όμως των ημερών του Μωυσή βρήκαν τους Νεφιλείμ στη

Χαναάν όπως είδαμε στους Αριθμούς 13ιγ΄ 33 όπου μάλιστα ονομάζει τους

γίγαντες ΄΄Νεφιλείμ΄΄ Εκεί έχει μάλιστα και οριστικό άρθρο ΄΄τους Νεφιλείμ΄΄

πράγμα που δείχνει ότι δεν επρόκειτο για παρομοίωση αλλά για το γνωστό λαό

των Νεφιλείμ

Άλλα εδάφια όπως το Δευτερονόμιο 1α΄ 28 αναφερόμενο στο ίδιο γεγονός

ταυτίζει τους Νεφιλείμ με τους Ανακείμ που προφανώς ήταν απόγονοί τους

Με τους Ανακείμ συσχετίζει η Αγία Γραφή όλες τις φυλές γιγάντων που ζούσαν γύρω

από τη Θάλασσα της Γαλιλαίας όπως ήταν οι Ραφαείμ οι Εμμαίοι και οι

42

Ζουμζουμείμ τους οποίους εξολώθρευσαν οι απόγονοι του Λωτ (Δευτερονόμιο 2β΄

10112021)

Οι Ραφαείμ ήταν απόγονοι των Γιγάντων που επεβίωσαν από τον Κατακλυσμό και

δεν ήταν απόγονοι του Νώε καθώς δεν αναφέρονται στη Γένεση 10ι΄ όπου

αναφέρονται οι λαοί που κατάγονται από το Νώε Η σκέψη ότι ίσως να μην

αναφέρονται επειδή είναι πολύ νεώτεροι λαοί δεν ευσταθεί επειδή αναφέρονται στη

Γένεσις 14ιδ΄ 5 σαν λαός από την εποχή του Αβραάμ ακόμα και συνεπώς είναι

αρχαιότεροι λαοί από αυτούς που αναφέρονται ως απόγονοι του Νώε

Μετά από την εγκατάσταση των Ισραηλιτών στη Γη της Επαγγελίας οι υψηλόσωμες

αυτές φυλές εξολωθρεύτηκαν και δεν έμειναν Ανακείμ στο Ισραήλ Μόνο στη Γάζα

στη Γαθ και στην Άζωτο έμειναν αναμεμειγμένοι με τους Φιλισταίους (Ιησούς

Ναυή 11ια΄ 21 22)

Ένας απ αυτούς ήταν και ο Γολιάθ από τη Γαθ που σκοτώθηκε από τον Δαυίδ (Α΄

Σαμουήλ ιζ΄ 4 ΄΄Εξήλθεν Γολιάθ εκ της Γαθ΄΄)

Τον καιρό του Δαυίδ σκοτώθηκαν οι τελευταίοι γίγαντεςraquo1

1 httpwwwoodegrcomoodegenesiskatak1htm

43

Page 24: Η δημιουργία του κόσμου

24

2 Οὐριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ταρτάρου

3 Ῥαφαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων τῶν ἀνθρώπων

4 Ῥαγουήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐκδικῶν τὸν κόσμον τῶν

φωστήρων

5 Μιχαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν τοῦ λαοῦ ἀγαθῶν

τεταγμένος καὶ ἐπὶ τῷ χάῳ

6 Σαριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων οἵτινες ἐπὶ τῷ

πνεύματι ἁμαρτάνουσιν

7 Γαβριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τοῦ παραδείσου καὶ τῶν

δρακόντων καὶ χερουβείν ἀρχαγγέλων ὀνόματα ἑπτά

XXI

1 Καὶ ἐφώδευσα ἕως τῆς ἀκατασκευάστου

2 κἀκεῖ ἐθεασάμην ἔργον φοβερόνmiddot ἑώρακα οὔτε οὐρανὸν ἐπάνω οὔτε γῆν

τεθέαμαι τεθεμελιωμένην ἀλλὰ τόπον ἀκατασκεύαστον καὶ φοβερόν

3 καὶ ἐκεῖ τεθέαμαι ἑπτὰ τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ δεδεμένους καὶ

ἐρριμμένους ἐν αὐτῷ ὁμοίους ὄρεσιν μεγάλοις καὶ ἐν πυρὶ καιομένους

4 τότε εἶπον Διὰ ποίαν αἰτίαν ἐπεδέθησαν καὶ διὰ τί ὧδε ἐρίφησαν

5 τότε εἶπέν μοι Οὐριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν - καὶ

αὐτὸς ἡγεῖτο αὐτῶν - καὶ εἶπέν μοι Ἑνώχ περὶ τίνος ἐρωτᾷς ἢ περὶ τίνος

τὴν ἀλήθειαν φιλοσπευδεῖς

6 οὗτοί εἰσιν τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ οἱ παραβάντες τὴν ἐπιταγὴν τοῦ

κυρίου καὶ ἐδέθησαν ὧδε μέχρι τοῦ πληρῶσαι μύρια ἔτη τὸν χρόνον τῶν

ἁμαρτημάτων αὐτῶν

7 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον τούτου φοβερώτερον καὶ τεθέαμαι

ἔργα φοβερώτερα πῦρ μέγα ἐκεῖ καιόμενον καὶ φλεγόμενον καὶ διακοπὴν

εἶχεν ὁ τόπος ἕως τῆς ἀβύσσου πλήρης στύλων πυρὸς μεγάλου

καταφερομένωνmiddot οὔτε μέτρον οὔτε πλάτος ἠδυνήθην ἰδεῖν οὐδὲ εἰκάσαι

8 τότε εἶπον Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος καὶ ὡς δεινὸς τῇ ὁράσει

9 τότε ἀπεκρίθη μοι ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν καὶ εἶπέν

μοι Ἑνώχ διὰ τί ἐφοβήθης οὕτως καὶ ἐπτοήθης καὶ ἀπεκρίθην Περὶ

τούτου τοῦ φοβεροῦ καὶ περὶ τῆς προσόψεως τῆς δεινῆς

10 καὶ εἶπεν Οὗτος ὁ τόπος δεσμωτήριον ἀγγέλωνmiddot ὧδε συνσχεθήσονται

μέχρι αἰῶνος εἰς τὸν αἰῶνα

XXII

1 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον καὶ ἔδειξέν μοι πρὸς δυσμὰς ἄλλο

ὄρος μέγα καὶ ὑψηλόν πέτρας στερεάς

2 καὶ τέσσαρες τόποι ἐν αὐτῷ κοῖλοι βάθος ἔχοντες καὶ λίαν λεῖοι τρεῖς

αὐτῶν σκοτινοὶ καὶ εἷς φωτινός καὶ πηγὴ ὕδατος ἀνὰ μέσον αὐτοῦ καὶ

εἶπον Πῶς λεῖα τὰ κοιλώματα ταῦτα καὶ ὁλοβαθῆ καὶ σκοτινὰ τῇ ὁράσει

3 τότε ἀπεκρίθη Ῥαφαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν καὶ

εἶπέν μοι Οὗτοι οἱ τόποι οἱ κοῖλοι ἵνα ἐπισυνάγωνται εἰς αὐτοὺς τὰ

πνεύματα τῶν ψυχῶν τῶν νεκρῶν εἰς αὐτὸ τοῦτο ἐκρίθησαν ὥδε

ἐπισυνάγεσθαι πάσας τὰς ψυχὰς τῶν ἀνθρώπων

4 καὶ οὗτοι οἱ τόποι εἰς ἐπισύνσχεσιν αὐτῶν ἐποίησαν μέχρι τῆς ἡμέρας

τῆς κρίσεως αὐτῶν καὶ μέχρι τοῦ διορισμοῦ καὶ διορισμένου χρόνου ἐν ᾧ ἡ

κρίσις ἡ μεγάλη ἔσται ἐν αὐτοῖς

5 τεθέαμαι ἀνθρώπους νεκροὺς ἐντυγχάνοντας καὶ ἡ φωνὴ αὐτοῦ μέχρι

τοῦ οὐρανοῦ προέβαινεν καὶ ἐνετύγχανεν

6 καὶ ἠρώτησα Ῥαφαὴλ τὸν ἄγγελον ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν καὶ εἶπα αὐτῷ Τοῦτο

τὸ πνεῦμα τὸ ἐντυγχάνον τίνος ἐστίν διrsquo ὃ οὕτως ἡ φωνὴ αὐτοῦ προβαίνει

25

καὶ ἐντυγχάνει ἕως τοῦ οὐρανοῦ

7 καὶ ἀπεκρίθη μοι λέγων Τοῦτο τὸ πνεῦμά ἐστιν τὸ ἐξελθὸν ἀπὸ Ἄβελ ὃν

ἐφόνευσε Κάιν ὁ ἀδελφός καὶ Ἄβελ ἐντυγχάνει περὶ αὐτοῦ μέχρι τοῦ

ἀπολέσαι τὸ σπέρμα αὐτοῦ ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς καὶ ἀπὸ τοῦ

σπέρματος τῶν ἀνθρώπων ἀφανθῇ τὸ σπέρμα αὐτοῦ

8 Τότε ἠρώτησα περὶ τῶν κυκλωμάτων πάντων διὰ τί ἐχωρίσθησαν ἓν

ἀπὸ τοῦ ἑνός

9 καὶ ἀπεκρίθη μοι λέγων Οὗτοι οἱ τρεῖς ἐποιήθησαν χωρίζεσθαι τὰ

πνεύματα τῶν νεκρῶνmiddot καὶ οὕτως ἐχωρίσθη εἰς τὰ πνεύματα τῶν δικαίων

οὗ ἡ πηγὴ τοῦ ὕδατος ἐν αὐτῷ φωτινήmiddot

10 καὶ οὕτως ἐκτίσθη τῶν ἁμαρτωλῶν ὅταν ἀποθάνωσιν καὶ ταφῶσιν εἰς

τὴν γῆν καὶ κρίσις οὐκ ἐγενήθη ἐπrsquo αὐτῶν ἐν τῇ ζωῇ αὐτῶν

11 ὧδε χωρίζεται τὰ πνεύματα αὐτῶν εἰς τὴν μεγάλην βάσανον ταύτην

μέχρι τῆς μεγάλης ἡμέρας τῆς κρίσεως τῶν μαστίγων καὶ τῶν βασάνων

τῶν κατηραμένων μέχρι αἰῶνοςmiddot ἦν ἀνταπόδοσις τῶν πνευμάτωνmiddot ἐκεῖ

δήσει αὐτοὺς μέχρις αἰῶνος

12 καὶ οὕτως ἐχωρίσθη τοῖς πνεύμασιν τῶν ἐντυγχανόντων οἵτινες

ἐνφανίζουσιν περὶ τῆς ἀπωλείας ὅταν φονευθῶσιν ἐν ταῖς ἡμέραις τῶν

ἁμαρτωλῶν

13 καὶ οὕτως ἐκτίσθη τοῖς πνεύμασιν τῶν ἀνθρώπων ὅσοι οὐκ ἔσονται

ὅσιοι ἀλλὰ ἁμαρτωλοί καὶ μετὰ τῶν ἀνόμων ἔσονται μέτοχοι τὰ δὲ

πνεύματα ὅτι οἱ ἐνθάδε θλιβέντες ἔλαττον κολάζονται αὐτῶν οὐ

τιμωρηθήσονται ἐν ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως οὐδὲ μὴ μετεγερθῶσιν ἐντεῦθεν

14 Τότε ηὐλόγησα τὸν κύριον τῆς δόξης καὶ εἶπα Εὐλογητὸς εἶ Κύριε ὁ τῆς

δικαιοσύνης κυριεύων τοῦ αἰῶνος

XXIII

1 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον πρὸς δυσμὰς τῶν περάτων τῆς γῆς

2 καὶ ἐθεασάμην πῦρ διατρέχον καὶ οὐκ ἀναπαυόμενον οὐδὲ ἐλλεῖπον τοῦ

δρόμου ἡμέρας καὶ νυκτὸς ἅμα διαμένον

3 καὶ ἠρώτησα λέγων Τί ἐστιν τὸ μὴ ἔχον ἀνάπαυσιν

4 τότε ἀπεκρίθη μοι Ῥαγουήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν

Οὗτος ὁ δρόμος τοῦ πυρὸς τὸ πρὸς δυσμὰς πῦρ τὸ ἐκδιῶκόν ἐστιν πάντας

τοὺς φωστῆρας τοῦ οὐρανοῦ

XXIV

1 Καὶ ἔδειξέν μοι ὄρη πυρὸς καιόμενα νυκτός

2 καὶ ἐπέκεινα αὐτῶν ἐπορεύθην καὶ ἐθεασάμην ἑπτὰ ὄρη ἔνδοξα πάντα

ἑκάτερα τοῦ ἑκατέρου διαλλάσσοντα ὧν οἱ λίθοι ἔντιμοι τῇ καλλονῇ καὶ

πάντα ἔντιμα καὶ ἔνδοξα καὶ εὐειδῆ τρία ἐπrsquo ἀνατολὰς ἐστηριγμένα ἐν τῷ

ἑνί καὶ τρία ἐπὶ νότον ἐν τῷ ἑνὶ καὶ φάραγγες βαθεῖαι καὶ τραχεῖαι μία τῇ

μιᾷ οὐκ ἐγγίζουσαι

3 καὶ τῷ ὄρει ἕβδομον ὄρος ἀνὰ μέσον τούτων καὶ ὑπερεῖχεν τῷ ὕψει

ὅμοιον καθέδρᾳ θρόνου καὶ περιεκύκλου δένδρα αὐτῷ εὐειδῆ

4 καὶ ἦν ἐν αὐτοῖς δένδρον ὃ οὐδέποτε ὤσφρανμαι καὶ οὐδεὶς ἕτερος αὐτῷ

ηὐφράνθη καὶ οὐδὲν ἕτερον ὅμοιον αὐτῷmiddot ὀσμὴν εἶχεν εὐωδεστέραν

πάντων ἀρωμάτων καὶ τὰ φύλλα αὐτοῦ καὶ τὸ ἄνθος καὶ τὸ δένδρον οὐ

φθίνει εἰς τὸν αἰῶνα οἱ δὲ περὶ τὸν καρπὸν ὡσεὶ βότρυες φοινίκων

5 τότε εἶπον ὡς καλὸν τὸ δένδρον τοῦτό ἐστιν καὶ εὐῶδες καὶ ὡραῖα τὰ

φύλλα καὶ τὰ ἄνθη αὐτοῦ ὡραῖα τῇ ὁράσει

6 τότε ἀπεκρίθη μοι Μιχαήλ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν - καὶ

αὐτὸς αὐτῶν ἡγεῖτο ndash

26

XXV

1 καὶ εἶπέν μοι Ἑνώχ τί ἐρωτᾷς καὶ τί ἐθαύμασας ἐν τῇ ὀσμῇ τοῦ δένδρου

καὶ διὰ τί θέλεις τὴν ἀλήθειαν μαθεῖν

2 τότε ἀπεκρίθην αὐτῷ Περὶ πάντων εἰδέναι θέλω μάλιστα δὲ περὶ τοῦ

δένδρου τούτου σφόδρα

3 καὶ ἀπεκρίθη λέγων Τοῦτο τὸ ὄρος τὸ ὑψηλόν οὗ ἡ κορυφὴ ὁμοία

θρόνου θεοῦ καθέδρα ἐστὶν οὗ καθίζει ὁ μέγας κύριος ὁ ἅγιος τῆς δόξης ὁ

βασιλεὺς τοῦ αἰῶνος ὅταν καταβῇ ἐπισκέψασθαι τὴν γῆν ἐπrsquo ἀγαθῷ

4 καὶ τοῦτο τὸ δένδρον εὐωδίας καὶ οὐδεμία σὰρξ ἐξουσίαν ἔχει ἅψασθαι

αὐτοῦ μέχρι τῆς μεγάλης κρίσεως ἐν ᾗ ἐκδίκησις πάντων καὶ τελείωσις

μέχρις αἰῶνοςmiddot τότε δικαίοις καὶ ὁσίοις δοθήσεται

5 ὁ καρπὸς αὐτοῦ τοῖς ἐκλεκτοῖς εἰς ζωὴν εἰς βορρᾶν καὶ

μεταφυτευθήσεται ἐν τόπῳ ἁγίῳ παρὰ τὸν οἶκον τοῦ θεοῦ βασιλέως τοῦ

αἰῶνος

6 τότε εὐφρανθήσονται εὐφραινόμενοι καὶ χαρήσονται καὶ εἰς τὸ ἅγιον

εἰσελεύσονταιmiddot αἱ ὀσμαὶ αὐτοῦ ἐν τοῖς ὀστέοις αὐτῶν καὶ ζωὴν πλείονα

ζήσονται ἐπὶ γῆς ἣν ἔζησαν οἱ πατέρες σου καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτῶν καὶ

βάσανοι καὶ πληγαὶ καὶ μάστιγες οὐχ ἅψονται αὐτῶν

7 Τότε ηὐλόγησα τὸν θεὸν τῆς δόξης τὸν βασιλέα τοῦ αἰῶνος ὃς

ἡτοίμασεν ἀνθρώποις τὰ τοιαῦτα δικαίοις καὶ αὐτὰ ἔκτισεν καὶ εἶπεν

δοῦναι αὐτοῖς

XXVI

1 Καὶ ἐκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς τὸ μέσον τῆς γῆς καὶ ἴδον τόπον

ηὐλογημένον ἐν ᾧ δένδρα ἔχοντα παραφυάδας μενούσας καὶ βλαστούσας

τοῦ δένδρου ἐκκοπέντος

2 κἀκεῖ τεθέαμαι ὄρος ἅγιονmiddot ὑποκάτω τοῦ ὄρους ὕδωρ ἐξ ἀνατολῶν καὶ

τὴν δύσιν εἶχεν πρὸς νότον

3 καὶ ἴδον πρὸς ἀνατολὰς ἄλλο ὄρος ὑψηλότερον τούτου καὶ ἀνὰ μέσον

αὐτοῦ φάραγγα βαθεῖαν οὐκ ἔχουσαν πλάτος καὶ διrsquo αὐτῆς ὕδωρ

πορεύεται ὑποκάτω ὑπὸ τὸ ὄρος

4 καὶ πρὸς δυσμὰς τούτου ἄλλο ὄρος ταπεινότερον αὐτοῦ καὶ οὐκ ἔχον

ὕψος καὶ φάραγγα βαθεῖαν καὶ ξηρὰν ἀνὰ μέσον αὐτῶν καὶ ἄλλην

φάραγγα βαθεῖαν καὶ ξηρὰν ἐπrsquo ἄκρων τῶν τριῶν ὀρέων

5 καὶ πᾶσαι φάραγγές εἰσιν βαθεῖαι ἐκ πέτρας στερεᾶς καὶ δένδρον οὐκ

ἐφυτεύετο ἐπrsquo αὐτάς

6 καὶ ἐθαύμασα περὶ τῆς φάραγγος καὶ λίαν ἐθαύμασα

XXVII

1 καὶ εἶπον Διὰ τί ἡ γῆ αὕτη ἡ εὐλογημένη καὶ πᾶσα πλήρης δένδρων

αὐτὴ δὲ ἡ φάραγξ κεκατηραμένη ἐστίν

2 γῆ κατάρατος τοῖς κεκατηραμένοις ἐστὶν μέχρι αἰῶνος ὧδε

ἐπισυναχθήσονται πάντες οἱ κεκατηραμένοι οἵτινες ἐροῦσιν τῷ στόματι

αὐτῶν κατὰ Κυρίου φωνὴν ἀπρεπῆ καὶ περὶ τῆς δόξης αὐτοῦ σκληρὰ

λαλήσουσιν ὧδε ἐπισυναχθήσονται καὶ ὧδε ἔσται τὸ οἰκητήριον

3 ἐπrsquo ἐσχάτοις αἰῶσιν ἐν ταῖς ἡμέραις τῆς κρίσεως τῆς ἀληθινῆς ἐναντίον

τῶν δικαίων εἰς τὸν ἅπαντα χρόνον ὧδε εὐλογήσουσιν οἱ ἀσεβεῖς τὸν

κύριον τῆς δόξης τὸν βασιλέα τοῦ αἰῶνοςmiddot

4 ἐν ταῖς ἡμέραις τῆς κρίσεως αὐτῶν εὐλογήσουσιν ἐν ἐλέει ὡς ἐμέρισεν

αὐτοῖς

5 Τότε ηὐλόγησα τὸν κύριον τῆς δόξης καὶ τὴν δόξαν αὐτοῦ ἐδήλωσα καὶ

ὕμνησα μεγαλοπρεπῶς

27

XXVIII

1 Καὶ ἐκεῖθεν ἐπορεύθην εἰς τὸ μέσον Μανδοβαρά καὶ ἴδον αὐτὸ ἔρημονmiddot

καὶ αὐτὸ μόνον

2 πλήρης δένδρων καὶ ἀπὸ τῶν σπερμάτων ὕδωρ ἄνομβρον ἄνωθεν

φερόμενον

3 ὡς ὑδραγωγὸς δαψιλὴς ὡς πρὸς βορρᾶν ἐπὶ δυσμῶν πάντοθεν ἀνάγει

ὕδωρ καὶ δρόσον

XXIX

1 Ἔτι ἐκεῖθεν ἐπορεύθην εἰς ἄλλον τόπον ἐν τῷ Βαβδηρά καὶ πρὸς

ἀνατολὰς τοῦ ὄρους τούτου ᾠχόμην

2 καὶ ἴδον κρίσεως δένδρα πνέοντα ἀρωμάτων λιβάνων καὶ ζμύρνας καὶ

τὰ δένδρα αὐτῶν ὅμοια καρύαις

XXX

1 Καὶ ἐπέκεινα τούτων ᾠχόμην πρὸς ἀνατολὰς μακράν καὶ ἴδον τόπον

ἄλλον μέγαν φάραγγα ὕδατος

2 ἐν ᾧ καὶ δένδρα χρόα ἀρωμάτων ὁμοίων σχίνῳ

3 καὶ τὰ παρὰ τὰ χείλη τῶν φαράγγων τούτων ἴδον κιννάμωμον

ἀρωμάτωνmiddot καὶ ἐπέκεινα τούτων ᾠχόμην πρὸς ἀνατολάς

XXXI

1 καὶ ἴδον ἄλλα ὄρη καὶ ἐν αὐτοῖς ἄλση δένδρων καὶ ἐκπορευόμενον ἐξ

αὐτῶν νέκταρ τὸ καλούμενον σαρρὰν καὶ χαλβάνη

2 καὶ ἐπέκεινα τῶν ὀρέων τούτων ἴδον ἄλλο ὄρος πρὸς ἀνατολὰς τῶν

περάτων τῆς γῆς καὶ πάντα τὰ δένδρα πλήρη ἐξαυτῆς ἐν ὁμοιώματι

ἀμυγδάλων

3 ὅταν τριβῶσινmiddot διὸ εὐωδέστερον ὑπὲρ πάντων τῶν ἀρωμάτων

XXXII

1 εἰς βορρᾶν πρὸς ἀνατολὰς τεθέαμαι ἑπτὰ ὄρη πλήρη νάρδου χρηστοῦ

καὶ σχίνου καὶ κινναμώμου καὶ πιπέρεως

2 Καὶ ἐκεῖθεν ἐφώδευσα ἐπὶ τὰς ἀρχὰς πάντων τῶν ὀρέων τούτων

μακρὰν ἀπέχων πρὸς ἀνατολὰς τῆς γῆς καὶ διέβην ἐπάνω τῆς ἐρυθρᾶς

θαλάσσης καὶ ᾠχόμην ἐπrsquo ἄκρων καὶ ἀπὸ τούτου διέβην ἐπάνω τοῦ

Ζωτιήλ

3 καὶ ἦλθον πρὸς τὸν παράδεισον τῆς δικαιοσύνης καὶ ἴδον μακρόθεν τῶν

δένδρων τούτων δένδρα πλείονα καὶ μεγάλα δύο μὲν ἐκεῖ μεγάλα σφόδρα

καλὰ καὶ ἔνδοξα καὶ μεγαλοπρεπῆ καὶ τὸ δένδρον τῆς φρονήσεως οὗ

ἐσθίουσιν ἅγιοι τοῦ καρποῦ αὐτοῦ καὶ ἐπίστανται φρόνησιν μεγάλην

4 ὅμοιον τὸ δένδρον ἐκεῖνο στροβιλέᾳ τὸ ὕψος τὰ δὲ φύλλα αὐτοῦ κερατίᾳ

ὅμοια ὁ δὲ καρπὸς αὐτοῦ ὡσεὶ βότρυες ἀμπέλου ἱλαροὶ λίαν ἡ δὲ ὀσμὴ

αὐτοῦ διέτρεχεν πόρρω ἀπὸ τοῦ δένδρου

5 τότε εἶπον ὡς καλὸν τὸ δένδρον καὶ ὡς ἐπίχαρι τῇ ὁράσει

6 τότε ἀπεκρίθη Ῥαφαήλ ὁ ἅγιος ἄγγελος ὁ μετrsquo ἐμοῦ ὤν Τοῦτο τὸ

δένδρον φρονήσεως ἐξ οὗ ἔφαγεν ὁ πατήρ σου

LXXXIX

42 Καὶ οἱ κύνες ἤρξαντο κατεσθίειν τὰ πρόβατα καὶ οἱ ὕες καὶ οἱ ἀλώπεκες

κατήσθιον αὐτά μέχρι οὗ ἤγειρεν ὁ κύριος τῶν προβάτων κριὸν ἕνα ἐκ

τῶν προβάτων

43 καὶ ὁ κριὸς οὗτος ἤρξατο κερατίζειν καὶ ἐπιδιώκειν ἐν τοῖς κέρασιν καὶ

ἐνετίνασσεν εἰς τοὺς ἀλώπεκας καὶ μετrsquo αὐτοὺς εἰς τοὺς ὕαςmiddot καὶ

ἀπώλεσεν ὕας πολλούς καὶ μετrsquo αὐτοὺς [ἐλυμήνα]το τοὺς κύνας

44 καὶ τὰ πρόβατα ὧν οἱ ὀφθαλμοὶ ἠνοίγησαν ἐθεάσαντο τὸν κριὸν τὸν ἐν

28

τοῖς προβάτοις ἕως οὗ ἀφῆκεν τὴν ὁδὸν αὐτοῦ καὶ ἤρξατο πορεύεσθαι

ἀνοδίᾳ

45 καὶ ὁ κύριος τῶν προβάτων ἀπέστειλεν τὸν ἄρνα τοῦτον ἐπὶ ἄρνα

ἕτερον τοῦ στῆσαι αὐτὸν εἰς κριὸν ἐν ἀρχῇ τῶν προβάτων ἀντὶ τοῦ κριοῦ

τοῦ ἀφέντος τὴν ὁδὸν αὐτοῦ

46 καὶ ἐπορεύθη πρὸς αὐτὸν καὶ ἐλάλησεν αὐτῷ σιγῇ κατὰ μόνας καὶ

ἤγειρεν αὐτὸν εἰς κριὸν καὶ εἰς ἄρχοντα καὶ εἰς ἡγούμενον τῶν προβάτωνmiddot

καὶ οἱ κύνες ἐπὶ πᾶσιν τούτοις ἔθλιβον τὰ πρόβατα

47 [καὶ] ὁ κριὸς ὁ πρῶτος τὸν κριὸν τὸν δεύτερον ἐπεδίωκεν καὶ ἔφυγεν

ἀπὸ προσώπου αὐτοῦmiddot εἶτrsquo ἐθεώρουν τὸν κριὸν τὸν πρῶτον ἕως οὗ ἔπεσεν

ἔμπροσθεν τῶν κυνῶν

48 καὶ ὁ κριὸς ὁ δεύτερος ἀναπηδήσας ἀφηγήσατο τῶν προβάτων

49 καὶ τὰ πρόβατα ηὐξήθησαν καὶ ἐπληθύνθησανmiddot καὶ πάντες οἱ κύνες καὶ

οἱ ἀλώπεκες ἔφυγον ἀπrsquo αὐτοῦ καὶ ἐφοβοῦντο αὐτόν

XC

1

6 [καὶ ἀναγνωσθής]ονται [πάντες] οἱ λόγοι τῶν ἀνομιῶν ὑμῶν ἐν[ώπιον]

τοῦ μεγάλου ἁγίου κατὰ πρόσωπον ὑμῶνmiddot εἶτrsquo ἀναφελεῖ τὰ πάντα ἔργα τὰ

μετασχόντα ἐν τῇ ἀνομίᾳ

7 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἁμαρτωλοὶ [οἱ] ἐν μέσῳ τῆς θαλάσσης καὶ ἐπὶ τῆς ξηρᾶς

ὄντεςmiddot μνημόσυνον εἰς ὑμᾶς κακόν

8 οὐαὶ ὑμῖν οἱ κτώμενοι χρυσίον καὶ ἀργύριον οὐκ ἀπὸ δικαιοσύνης καὶ

ἐρεῖτε πλούτῳ πεπλουτήκαμεν καὶ τὰ ὑπάρχοντα ἐσχήκαμεν καὶ

κεκτήμεθα

9 καὶ πᾶν ὃ ἐὰν θελήσωμεν ποιήσωμεν ὅτι ἀργύριον τεθησαυρίκαμεν ἐν

τοῖς θησαυροῖς ἡμῶν καὶ ἀγαθὰ πολλὰ ἐν ταῖς οἰκίαις ἡμῶν

10 καὶ ὡς ὕδωρ ἐκχυθήσεται πεπλάνησθε ὅτι οὐ μὴ παραμείνῃ ὁ πλοῦτος

ὑμῶν ἀλλὰ ταχὺ [ἀναπτήσεται] ἀπὸ ὑμῶν ὅτι ἀδίκως πάντα κέκτησθεmiddot

καὶ ὑμεῖς εἰς κατάραν μεγάλην παραδοθήσεσθε

XCI

1 καὶ νῦν ὀμνύω ὑμῖν τοῖς φρονίμοις καὶ οὐχὶ τοῖς ἄφροσι ὅτι πολλὰς

ὄψεσθε ἐπὶ τῆς γῆς ἀνομίαςmiddot

2 ὅτι κάλλος περιθήσονται ἄνδρες ὡς γυναῖκες [καὶ] χρῶμα ὡραῖον ὑπὲρ

παρθένους ἐν βασιλείᾳ καὶ μεγαλωσύνῃ καὶ ἐν ἐξουσίᾳ ἔσονται δὲ

ἀργύριον καὶ χρυσίον [παρrsquo] αὐτοῖς εἰς βρώματα καὶ ἐν ταῖς οἰκίαις αὐτῶν

ὡς ὕδωρ ἐκχυθήσονται

3 [διὰ τὸ μ]ὴ ἐπιστήμην αὐτοὺς μηδὲ φρόνησιν μηδεμίαν [ἔχειν] οὕτω

ἀπολεῖσθε κοινῶς μετὰ πάντων [τῶν] ὑπαρχόντων ὑμῶν [καὶ τῆς] πάσης

δόξης καὶ τῆς τιμῆς [ὑμῶν καὶ] εἰς ἀτιμίαν καὶ ἐρήμωσιν [καὶ σφαγὴν]

μεγάλην τ[ὰ πνεύματα ὑμῶν εἰς τὴν κάμινον τοῦ πυρὸς ἐμβληθήσεται]

Four lines are lost

ἐπὶ τὴν [γῆν οὐκ ἀπεστάλη ἀλλrsquo αὐτὴν οἱ ἄνθρω]ποι ἀφrsquo ἑαυτῶν [ἔκτισαν

καὶ εἰς κατάραν] μεγάλην ἀφίξονται οἱ ποιοῦντες [αὐτήν]

5 καὶ δουλεία (στειρα pap) γυναικὶ οὐκ ἐδόθη ἀλλὰ διὰ τὰ ἔργα τῶν

χειρῶνmiddot ὅτι οὐχ ὡρίσθη δούλην εἶναι δούληνmiddot ἄνωθεν οὐκ ἐδόθη ἀλλὰ ἐκ

καταδυναστείας ἐγένετο ὁ[μοίως] οὐδὲ ἡ ἀνομία ἄνωθεν ἐδόθη ἀλλrsquo ἐκ

παραβάσεως ὁμοίως οὐδὲ στεῖρα γυνὴ ἐκτίσθη ἀλλrsquo ἐξ ἰδίων ἀδικημάτων

ἐπετιμήθη ἀτεκνίᾳ [καὶ] ἄτεκνος ἀποθανεῖται

6 ὀμνύω ὑμῖν ἁμαρτωλοὶ κατὰ τοῦ ἁγίου τοῦ μεγάλου ὅτι τὰ ἔργα ὑμῶν τὰ

πονηρὰ ἔσται ἀνακεκαλυμμένα ἐν τῷ οὐρανῷmiddot οὐκ ἔσται ὑμῖν ἔργον

29

ἀποκεκρυμμένον ἄδικον

7 μὴ ὑπολάβητε τῇ ψυχῇ ὑμῶν μηδὲ ὑπολάβητε τῇ καρδίᾳ ὑμῶν ὅτι οὐ

γινώσκουσιν οὐδὲ βλέπουσιν οὐδὲ τὰ ἀδικήματα ὑμῶν θεωρεῖται οὐδὲ

ἀπογράφεται αὐτὰ ἐνώπιον τοῦ ὑψίστου ἀπὸ τοῦ [νῦν] ἐπιγνῶτε ὅτι

πάντα τὰ ἀδικήματα ὑμῶν ἀπογράφονται ἡμέραν ἐξ [ἡμέρας] μέχρι τῆς

κρίσεως ὑμῶν

9 οὐαὶ ὑμῖν ἄφρονες ὅτι ἀπολεῖσθε διὰ τὴν ἀφροσύνην ὑμῶν καὶ τῶν

[φρονίμων] οὐ μὴ ἀκούσητε καὶ τὰ ἀγαθὰ οὐκ ἀπαντήσει ὑμῖν τὰ δὲ κακὰ

[περιέξει] ὑμᾶς

10 καὶ νῦν γινώσκετε ὅτ[ι ἡτοίμασται] ὑμῖν εἰς ἡμέραν ἀπωλείας [μὴ

ἐλπίζε]τε σωθῆναι ἁμαρτωλοίmiddot ἀπ[ελθόντες] ἀποθάνετε γινώσκοντε[ς ὅτι

ἡτοίμας]ται εἰς ἡμέραν κρίσεως μ[εγάλης καὶ στε]νοχωρίας μείζονος τ[οῖς

πνεύμασιν ὑμῶν]

11 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ σκληροτράχηλοι τῇ καρδίᾳ ποιοῦντες τὸ κα[κὸν καὶ

ἔσθοντες αἷμα πόθ]εν ὑμῖν ἔσο[νται ἀγαθὰ ἵνα φάγητε ] Four lines are

lost

12 [ἔργα τῆ]ς ἀδικίαςmiddot διότι ἐλπίδας κα[λὰς ἔχετε ὑμῖ]ν νῦν γνωστὸν ὑμῖν

ἔστω ὅτι εἰς [χεῖρας τ]ῶν δικαίων παραδοθήσεσθε καὶ ἀποκτενοῦσιν ὑμᾶς

καὶ οὐ μὴ φείσονται ὑμῶν

13 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἐπιχαίροντες τοῖς κακοῖς τῶν δικαίωνmiddot τάφος ὑμῶν οὐ μὴ

ὀρυγῇ

14 οὐαὶ ὑμῖν οἱ βουλόμενοι ἀκυρῶσαι τοὺς λόγους τῶν δικαίωνmiddot οὐ μὴ

γένηται ὑμῖν ἐλπὶς σωτηρίας

15 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ γράφοντες λόγους ψευδεῖς καὶ λόγους πλανήσεωςmiddot αὐτοὶ

γράφουσιν καὶ πολλοὺς ἀποπλανήσουσιν τοῖς ψεύδεσιν αὐτῶνmiddot

16 πλανᾶσθε ὑμεῖς αὐτοὶ καὶ οὐκ ἔστιν ὑμῖν χαίρειν ἀλλὰ ταχέως

ἀπολεῖσθε

XCII

1 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ ποιοῦντες πλανήματα καὶ τοῖς ἔργοις τοῖς ψευδέσιν

λαμβάνοντες τιμὴν καὶ δόξανmiddot ἀπολώλατε οὐκ ἔστιν ὑμῖν σωτηρία εἰς

ἀγαθόν

2 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἐξαλλοιοῦντες τοὺς λόγους τοὺς ἀληθινούς καὶ

διαστρέφοντες τὴν αἰώνιον διαθήκην καὶ λογιζόμενοι ἑαυτοὺς

ἀναμαρτήτουςmiddot ἐν τῇ γῇ καταποθήσονται

3 τότε ἑτοιμάζεσθε οἱ δίκαιοι καὶ προέχεσθε τὰς ἐντεύξεις ὑμῶν εἰς

μνημόσυνον δίδοτε αὐτὰς ἐν διαμαρτυρίᾳ ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων ὅπως

εἰσαγάγωσιν τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἀδίκων ἐνώπιον τοῦ ὑψίστου θεοῦ εἰς

μνημόσυνονmiddot

4 καὶ τότε συν[ταραχ]θήσονται ἐν [ἡμέρ]ᾳ ἀπωλείας τῆς ἀδικίας

5ndash6 ἐν αὐτῷ [τῷ και]ρῷ ἐκείνῳ αἱ τίκτουσαι ἐκβαλοῦσιν καὶ ἐκσπάσουσιν

καὶ ἐγκαταλείψουσιν [τὸ νήπιο]ν βρέφος καὶ αἱ ἐν γαστρὶ ἔχου[σαι

ἐκτρώσο]υσιν καὶ αἱ θηλάζουσαι ῥίψ[ουσιν τὰ τέκ]να αὐτῶν καὶ οὐ μὴ

ἐπι[στρέψου]σιν ἐπὶ τὰ νήπια αὐτῶν οὐ[δὲ ἐπὶ τὰ θηλά]ζοντα οὐδὲ μὴ

φείσονται

7 [καὶ] οἱ γλύφοντες εἰκόνα[ς ἀργυ]ρᾶς καὶ χρυσᾶς ξυλίνας τε [καὶ

λιθίνας] καὶ ὀστρακίνας καὶ λατρεύ[οντες φαν]τάσμασιν καὶ δαιμονίοι[ς

καὶ βδελύγ]μασιν καὶ πνεύμασιν πονη[ροῖς καὶ] πάσαις ταῖς πλάναις οὐ

κατrsquo ἐπι[στήμην] καὶ πᾶν βοήθημα οὐ μὴ εὕρητε [ἀπrsquo] αὐτῶν

8ndash9 καὶ πλανηθήσονται ἐν ἀφροσύνῃ τῆς καρδίας αὐτῶν καὶ τὰ ὁράματα

τῶν ἐνυπνίων καταπλανήσουσιν ὑμᾶς ὑμεῖς καὶ τὰ ἔργα ὑμῶν τὰ ψευδῆ ἃ

30

ἐποιήσατε καὶ ἐλαεργ[ήσατε] καὶ ἐπὶ μιᾶς ἀπολεῖσθε

10ndash12 καὶ τότε μακάριοι πάντες οἱ ἀκούσαντες φρονίμων λόγους καὶ

μαθήσονται αὐτούς ποιῆσαι τὰς ἐντολὰς τοῦ ὑψίστου καὶ πορεύσονται ἐν

ὁδοῖς δικαιοσύνης αὐτοῦ καὶ οὐ μὴ πλανήσουσιν μετὰ τῶν πλανώντων καὶ

σωθήσονται

13 οὐαὶ οἱ οἰκοδομοῦντες τὰς οἰκοδομὰς αὐτῶν οὐκ ἐκ κόπων ἰδίων καὶ ἐκ

λίθων καὶ ἐκ πλίνθων πᾶσαν οἰκοδομὴν ποιεῖτε οἷς οὐκ ἔστιν ὑμῖν χά[ρις]

14 οὐαὶ οἱ ἐξουθενοῦντες τὴν θεμελίωσιν καὶ τὴν κληρονομίαν τῶν

πατέρων αὐτῶν τὴν ἀπrsquo αἰῶνος [ὅτι] διώξεται ὑμᾶς πνεῦμα πλανήσεωςmiddot

οὐκ ἔστιν ὑμῖν ἀναπαῦσαι

15 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ποιοῦντες τὴν ἀ[νομίαν] καὶ ἐπιβοηθοῦντες τῇ ἀδι[κίᾳ

φονεύ]οντες τὸν πλησίον αὐτῶ[ν ἕως τῆς] ἡμέρας τῆς κρίσεως τῆς

[μεγάληςmiddot

16 ]ὅτι τότε ἐκτρίψει τὴν δόξ[αν ὑμῶν] καὶ ἐπεγερεῖ τὸν θυμὸν [αὐτοῦ

καθrsquo] ὑμῶν ἀπολεῖ πάντας ὑ[μᾶς ἐν ῥομ]φαίᾳ καὶ πάντες οἱ δί[καιοι

μνημο]νήσουσιν τὰς ἀδικίας [ὑμῶν]

XCIII

1ndash2 καὶ τότε ἐν ἑνὶ τόπῳ [ῥέῃ τὰ α]ἵμα[τα αὐτῶν καὶ ἄνθρωπο]ς οὐκ

[ἀφέξ]ει τὴν [χεῖρα αὐτοῦ ἀπ]ὸ τοῦ υἱοῦ αὐ[τοῦ οὔτrsquo ἀ]πὸ τοῦ ἀγαπητοῦ

αὐτοῦ ἀποκτεῖναι αὐτόν καὶ ὁ ἁμαρτωλὸς ἀπὸ τοῦ ἐντίμου οὔτε ἀπὸ τοῦ

ἀδελφοῦ αὐτοῦmiddot ἐξ ὄρθρων μέχρις οὗ δῦναι τὸν ἥλιον φονευθήσονται ἐπὶ

τὸ αὐτό

3 καὶ διαπορεύσεται ἵππος ἕως τοῦ στήθους αὐτοῦ διὰ τοῦ αἵματος τῶν

ἁμαρτωλῶν καὶ τὸ ἅρμα μέχρι ἀξόνων καταβήσεται

4 καὶ καταβήσονται ἄγγελοι καταδύνοντες εἰς τὰ ἀπόκρυφα ἐν ἡμέρᾳ

ἐκείνῃmiddot οἵτινες ἐβοήθουν τῇ ἀδικίᾳ καὶ συστραφήσονται εἰς ἕνα τόπον καὶ ὁ

ὕψιστος ἐγερθήσεται ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως ποιῆσαι ἐκ πάντων κρίσιν

μεγάλην

5 καὶ τάξει φυλακὴν ἐπὶ πάντας τοὺς δικαίους καὶ ἁγίους τῶν ἁγίων

ἀγγέλων καὶ τηρηθήσονται ὡς κόριον ὀφθαλμοῦ ἕως οὗ ἐκλείπῃ τὰ κακὰ

καὶ ἁμαρτία καὶ ἀπrsquo ἐκείνου ὑπνώσουσιν εὐσεβεῖς ὕπνον ἡδύν καὶ οὐκ

ἔσται οὐκέτι ὁ ἐκφοβῶν αὐτούς

6 τότε ὄψονται οἱ φρόνιμοι τῶν ἀνθρώπων καὶ κατανοήσουσιν οἱ υἱοὶ τῆς

γῆς ἐπὶ τοὺς λόγους τούτους τῆς ἐπιστολῆς ταύτης καὶ γνώσονται ὅτι οὐ

δύναται ὁ πλοῦτος αὐτῶν διασῶσαι αὐτοὺς ἐν τῇ πτώσει τῆς ἀδικίας

7 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἄδικοι ὅταν ἐκθλίβητε τοὺς δικαίους ἐν ἡμέρᾳ ἀνάγκης

στερεᾶς καὶ φυλάξητε αὐτοὺς ἐν πυρί ὅτι κομιεῖσθε κατὰ τὰ ἔργα ὑμῶν

8 οὐαὶ ὑμῖν σκληροκάρδιοι ἀγρυπνοῦντες νοῆσαι τὸ κακόνmiddot περιέχει ὑμᾶς

φόβος καὶ οὐκ ἔστιν ὁ ἀντιλαμβανόμενος ὑμῶν

9 οὐαὶ ὑμῖν πᾶσιν τοῖς ἁμαρτωλοῖς ἐπὶ τοῖς ἔργοις τοῦ στόματος ὑμῶν

οὐαὶ ὑμῖν πᾶσιν τοῖς ἁμαρτωλοῖς ἐπὶ τοῖς λόγοις τοῦ στόματος ὑμῶν καὶ

ἐπὶ τοῖς [ἔργοις] τῶν χειρῶν ὑμῶν ὅτι ἀπὸ τῶν ἁγίων ἔργων

ἀπεπλα[νήθητε]

11 πᾶσα νεφέλη καὶ ὀμίχλη καὶ δρόσος καὶ ὄμβρος ἐπὶ ταῖς ἁμαρτίαις

ὑμῶν

12 δίδοτε οὖν ὄμβρῳ δῶρα ἵνα μὴ [κωλυθῇ κα]ταβῆναι ὑμῖν καὶ δρόσῳ

κα[ὶ νεφέλῃ] καὶ ὀμίχλῃmiddot χρυσίον διαγράψα[τε ἵνα κα]ταβῶσινmiddot

13 ὅτι ἐὰν ἐπιρρίψῃ ἐφrsquo ὑμ[ᾶς χι]ὼν καὶ πάχνη καὶ ψῦχος αὐτῆς καὶ οἱ

ἄνεμοι καὶ ὁ παγετὸς αὐτῶν καὶ πᾶσαι αἱ μάστιγες αὐτῶν οὐ δύνασθε

ὑποστῆναι ἔμπροσθεν ψύχους καὶ τῶν μαστίγων αὐτῶν

31

XCIV

1 κατανοήσατε τοίνουν υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων τὰ ἔργα τοῦ ὑψίστου καὶ

φοβήθητε τοῦ ποιῆσαι τὸ πονηρὸν ἐναντίον αὐτοῦ

2 ἐὰν ἀποκλείσῃ τὰς θυρίδας τοῦ οὐρανοῦ καὶ κωλύσῃ τὴν δρόσον καὶ τὸν

ὄμβρον καταβῆναι εἵνεκα ὑμῶν τί ποιήσετε

3 ἐὰν ἀποστείληται τὸν θυμὸν αὐτοῦ ἐφrsquo ὑμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ ἔργα ὑμῶν οὐχὶ

ἔσεσθε δεόμενοι αὐτοῦ διὰ τί ὑμεῖς λαλεῖτε τῷ στόματι ὑμῶν μεγάλα καὶ

σκληρὰ ἐπὶ τῇ μεγαλωσύνῃ αὐ[τοῦ

4 ὁρᾶ]τε τοὺς ναυκλήρους τοὺς πλωιζομένους τὴν θάλασσαν ὑπὸ τοῦ

κ[λύδω]νος καὶ χειμῶνος σεσαλευμένα τὰ πλοῖα αὐτῶν

5 καὶ χειμαζόμενοι πάντες φοβοῦνται ἔξω δὲ τὰ [ἀγαθὰ πάντα] καὶ τὰ

ὑπάρχοντα αὐτῶν ἐκβάλλουσιν εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ὑποπτεύουσιν ἐν τῇ

καρδίᾳ αὐτῶν ὅτι ἡ [θάλασσα κα]ταπίεται αὐτοὺς καὶ ἐν αὐτ[ῇ

ἀπολοῦν]ται

6 οὐχὶ πᾶσα ἡ θάλασσα καὶ [πάντα τὰ] ὕδατα αὐτῆς ἔργον τοῦ ὑψ[ίστου

ἐστί] καὶ αὐτὸς συνεστήσατο τὰ π[έρατα αὐ]τῶν καὶ συνέδησεν αὐτ[ήν

καὶ περι]έφραξεν αὐτὴν ἄμμῳ

7 [καὶ ἀπὸ τῆς] ἐμβριμήσεως αὐτοῦ φ[οβοῦνται καὶ ξη]ραίνονται καὶ οἱ

ἰχθύες

8 [ γῆν] καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτοῖς καὶ τίς ἔδωκεν ἐπιστήμην πᾶσιν τοῖς

κινουμένοις ἐν τῇ θαλάσσῃ οἱ ναύκληροι τὴν θάλασσαν φοβοῦνται

XCV

1 καὶ ὅταν ἐκβάλῃ ἐφrsquo ὑμᾶς τὸν κλύδωνα τοῦ πυρὸς τῆς καύσεως ὑμῶν

ποῦ ἀποδράντες σωθήσεσθε καὶ ὅταν δῷ ἐφrsquo ὑμᾶς φωνὴν αὐτοῦ

2 ἔσεσθε συνσειόμενοι καὶ φοβούμενοι ἤχῳ μεγάλῳ laquoκαὶraquo τὴν γῆν

σύμπασαν σειομένην καὶ τρέμουσαν καὶ συνταρασσομένην

3 καὶ οἱ ἄγγελοι συντελοῦντες τὸ συνταχθὲν αὐτοῖς καὶ ὁ οὐρανὸς καὶ οἱ

φωστῆρες σειόμενοι καὶ τρέμοντεςmiddot ἅπαντες οἱ υἱοὶ τῆς γῆς καὶ ὑμεῖς

ἁμαρτωλοὶ ἐπικατάρατοι εἰς τὸν αἰῶναmiddot οὐκ ἔστιν ὑμῖν χαίρειν

4 θαρσεῖτε ψυχαὶ τῶν δικαίων τῶν ἀποθανόντων τῶν δικαίων καὶ τῶν

εὐσεβῶν

5 καὶ μὴ λυπεῖσθε ὅτι κατέβησαν αἱ ψυχαὶ ὑμῶν εἰς ᾅδου μετὰ λύπης καὶ

οὐκ ἀπηντήθη τῷ σώματι τῆς σαρκὸς ὑμῶν ἐν τῇ ζωῇ ὑμῶν κατὰ τὴν

ὁσιότητα ὑμῶν ἐπεὶ αἱ ἡμέραι ἃς ἦτε ἡμέραι ἦσαν ἁμαρτωλῶν καὶ

καταράτων ἐπὶ τῆς γῆς

6 ὅταν ἀποθάνητε τότε ἐροῦσιν οἱ ἁμαρτωλοὶ ὅτι εὐσεβεῖς κατὰ τὴν

εἱμαρμένην ἀπεθάνοσαν καὶ τί αὐτοῖς περιεγένετο ἐπὶ τοῖς ἔργοις αὐτῶν

7 καὶ αὐτοὶ ὁμοίως ἡμῖν ἀπεθάνοσαν ἴδετε οὖν ὡς ἀποθνήσκουσιν μετὰ

λύπης καὶ σκότους καὶ τί αὐτοῖς ἐγένετο περισσόν

8 ἀπὸ τοῦ νῦν ἀναστήτωσαν καὶ σωθήτωσαν καὶ ὄψονται εἰς τὸν αἰῶνα

ἡμᾶς φαγεῖν καὶ πεῖν

9 τοιγαροῦν ἁρπάσαι καὶ ἁμαρτάνειν καὶ λωποδυτεῖν καὶ ἐγκτᾶσθαι καὶ

[ἰδεῖν] ἡμέρας ἀγαθάς

10 ἴδετε οὖν οἱ δικαιοῦντες [ἑαυτ]ούς ὁποία ἐγένετο αὐτῶν ἡ καταστροφή

ὅτι πᾶσα δικαιοσύνη οὐχ εὑρέθη ἐν αὐτοῖς ἕως ἀπέθανον καὶ ἀπώλοντο

11 καὶ ἐγένοντο ὡς οὐκ ὄντες καὶ κατέβησαν αἱ ψυχαὶ αὐτῶν μετrsquo ὀδύνης

εἰς ᾅδου

XCVI

1 ἐγὼ ὀμνύω ὑμῖν Three lines are lost

2 ἐπίσταμαι τὸ μυστήριον τοῦτοmiddot ἀν[έγνων] γὰρ τὰς πλάκας τοῦ οὐρανοῦ

32

καὶ εἶδον τὴν γραφὴν ἀναγκαίανmiddot ἔγνων τὰ γ[εγραμμέ]να ἐν αὐταῖς καὶ

ἐγκεκολαμμέν[α περὶ] ὑμῶν

3 ὅτι ἀγαθὰ καὶ ἡ χαρὰ καὶ ἡ τ[ιμὴ] ἡτοίμασται καὶ ἐγγέγραπται ταῖς

ψ[υχαῖς] τῶν ἀποθανόντων εὐσεβῶνmiddot

4 καὶ χαιρήσονται καὶ οὐ μὴ ἀπόλωνται τὰ πνεύματα αὐτῶν οὐδὲ τὸ

μνημόσυνον ἀπὸ προσώπου τοῦ μεγάλου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν

αἰώνων μὴ οὖν φοβεῖσθε τοὺς ὀνειδισμοὺς αὐτῶν

5 καὶ ὑμεῖς οἱ νεκροὶ τῶν ἁμαρτωλῶν ὅταν ἀποθάνητε ἐροῦσιν ἐφrsquo ὑμῖν

μακάριοι ἁμαρτωλοὶ πάσας τὰς ἡμέρας αὐτῶν ὅσας εἴδοσαν ἐν τῇ ζωῇ

αὐτῶν καὶ ἐνδόξως

6 ἀπεθάνοσαν καὶ κρίσις οὐκ ἐγενήθη ἐν τῇ ζωῇ αὐτῶν

7 αὐτοὶ ὑμεῖς γινώσκετε ὅτι εἰς ᾅδου κατάξουσιν τὰς ψυχὰς ὑμῶν

8 καὶ ἐκεῖ ἔσονται ἐν ἀνάγκῃ μεγάλῃ καὶ ἐν σκότει καὶ ἐν παγίδι καὶ ἐν

φλογὶ καιομένῃ καὶ εἰς κρίσιν μεγάλην εἰσελεύσονται αἱ ψυχαὶ ὑμῶν ἐν

πάσαις ταῖς γενεαῖς τοῦ αἰῶνος οὐαὶ ὑμῖν οὐκ ἔστιν ὑμῖν χαίρειν

9 μὴ γὰρ εἴπητε οἱ δίκαιοι ὅσιοι ὄντες ἐν τῇ ζωῇ τῶν ἡμερῶν τῆς θλίψεως

κόπους ἐκοπιάσαμεν καὶ ἀνηλώμεθα καὶ ὀλίγοι ἐγενήθημεν καὶ

ἀντιλήμπτορα οὐχ εὑρήκαμενmiddot

10 συντετριμμένοι καὶ ἀπολώλαμεν καὶ ἀπηλπίσμεθα καὶ μηκέτι εἰδέναι

σωτηρίαν ἡμέραν ἐξ ἡμέρας

11 ἠλπίσαμεν γενέσθαι κεφαλή ἐγενήθημεν κέρ[κοςmiddot ἐκο]πιάσαμεν

ἐργαζόμενοι καὶ τῶν ὀψωνίων οὐ κεκυριεύκαμεν ἐγενήθημεν κατάβρωμα

ἁμαρτωλῶν [οἱ ἄνο]μοι ἐβάρυναν ἐφrsquo ἡμᾶς τὸν ζυγόν

12 οἳ κυριεύουσιν οἱ ἐχθροὶ ἡμῶν ἐγκεντρίζουσιν ἡμᾶς καὶ περικλείουσιν

ἡμᾶςmiddot ἐζητήσαμεν πο[ῦ φύγωμεν] ἀπrsquo αὐτῶν ὅπως ἀναψύχ[ωμεν] three

lines are lost

14 ἐκράξαμεν ἐπὶ τοὺς καταβάλλοντας καὶ βιαζομένους ἡμᾶς καὶ τὰς

ἐντεύξεις ἡμῶν οὐκ ἀπεδέξαντο οὐδὲ ἐβούλοντο ἐπακοῦσαι τῆς φωνῆς

ἡμῶν

15 καὶ οὐκ ἀντελαμβάνοντο ἡμῶν οὐχ εὑρόντες κατὰ τῶν βιαζομένων καὶ

κατεσθόντων ἡμᾶς ἀλλὰ στερεοῦσιν αὐτοὺς ἐφrsquo ἡμᾶςmiddot ἀπέκτειναν ἡμᾶς

καὶ εἰς ὀλίγους ἤγαγον καὶ οὐχ ὑποδεικνύουσιν περὶ τῶν πεφονευμένων

ἡμῶν καὶ οὐκ ἀναμιμνήσκουσιν περὶ τῶν ἁμαρτωλῶν αὐτῶν τὰς

ἁμαρτίας αὐτῶν

XCVII

1 ὀμνύω ὑμῖν ὅτι οἱ ἄγγελοι ἐν τῷ οὐρανῷ ἀναμιμνήσκουσιν [ὑμῶν] εἰς

ἀγαθὸν ἐνώπιον τῆς δόξης τοῦ μεγάλου

2 θαρσεῖτε δὴ ὅτι ἐπαλαιώθητε ἐν τοῖς κακοῖς καὶ ἐν ταῖς θλίψεσινmiddot ὡσεὶ

φωστῆρες τοῦ οὐρανοῦ ἀναλάμψετε καὶ φανεῖτε αἱ θυρίδες τοῦ οὐρανοῦ

ἀνοιχθήσονται ὑμῖν

3ndash4 καὶ ἡ κραυγὴ ὑμῶν ἀκουσθήσεται καὶ ἡ κρίσις ὑμῶν ἣν κράζετε καὶ

φανεῖται ἐφrsquo ὅσα συλλαβήσεται ὑμῖν περὶ τῆς θλίψεως ὑμῶν καὶ ἐκ

πάντων ὅστις μετέσχεν τῶν βιαζομένων καὶ κατεσθόντων ὑμᾶς

5 [μὴ φοβεῖσθε] τὰ κακὰ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως τῆς μεγάλης καὶ οὐ μὴ

εὑρεθῆτε ὡς οἱ ἁμαρτωλοί [ἀλλrsquo ὑμεῖς οἱ ἁμαρτωλοὶ] σκυλήσεσθε καὶ

κρίσις αἰώνιος ἐξ ὑμῶν ἔσται εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν αἰώνων

6 μὴ φοβεῖσθε οἱ δίκαιοι ὅταν ἴδητε τοὺς ἁμαρτωλοὺς κατισχύοντας καὶ

εὐοδουμένους καὶ μὴ μέτοχοι αὐτῶν γίνεσθε ἀλλὰ μακρὰν ἀπέχεσθε ἀπὸ

πάντων τῶν ἀδικημάτων αὐτῶν

7 μὴ γὰρ εἴπητε οἱ ἁμαρτωλοὶ [ὅτι] οὐ μὴ ἐκζητηθῶσιν αἱ ἁμαρτίαι ὑμῶν

33

[ἐξ] ἡμερῶν

8 καὶ νῦν ἀποδεικνύω ὑμῖν ὅτι φῶς καὶ σκότος ἡμέρα καὶ νὺξ

ἐποπτεύουσιν τὰς ἁμαρτίας ὑμῶν πάσας

9 μὴ πλανᾶσθε τῇ καρδίᾳ ὑμῶν μηδὲ ψεύδεσθε μηδὲ ἐξαλλοιώσητε τοὺς

λόγους τῆς ἀληθείας μηδὲ καταψεύδεσθε τῶν [λόγων τοῦ] ἁγίου καὶ μὴ

δότε ἔπαινον ταῖς [εἰκόσιν ὑ]μῶνmiddot οὐ γὰρ εἰς δικαίωμα εἰσάγ[ουσιν πάντα

τὰ ψεύδ]η καὶ πᾶσα [ἡ πλάνη] Two lines are lost

10 τῆς ἀληθείας ἐξαλλοιοῦσιν καὶ ἀντιγράφουσιν οἱ ἁμαρτωλοὶ καὶ

ἀλλάσσουσιν τοὺς πολλούς καὶ ψεύδονται καὶ πλάσσουσιν πλάσματα

μεγάλα καὶ τὰς γραφὰς ἀναγράφουσιν ἐπὶ τοῖς ὀνόμασιν αὐτῶνmiddot

11 καὶ ὄφελον πάντας τοὺς λόγους μου γράφωσιν ἐπrsquo ἀληθείας ἐπὶ τὰ

ὀνόματα αὐτῶν καὶ μήτε ἀφέλωσιν μήτε ἀλλοιώσωσιν τῶν λόγων τούτων

ἀλλὰ πάντα ἐπrsquo ἀληθείας γράφωσιν ἃ ἐγὼ διαμαρτυροῦμαι αὐτοῖς

12 καὶ πάλιν ἐγὼ γινώσκω μυστήριον δεύτερον ὅτι δικαίοις καὶ ὁσίοις καὶ

φρονίμοις δοθήσονται αἱ βίβλοι μου εἰς χαρὰν ἀληθείας

13 καὶ αὐτοὶ πιστεύσουσιν αὐταῖς καὶ ἐν αὐταῖς χαρήσονται καὶ

ἀγαλλιάσονται πάντες οἱ δίκαιοι μαθεῖν ἐξ αὐτῶν πάσας τὰς ὁδοὺς τῆς

ἀληθείας

CVI

1 μετὰ δὲ χρόνον ἔλαβεν Μαθουσάλεκ τῷ υἱῷ μου γυναῖκα καὶ ἔτεκεν

υἱὸν καὶ ἐκάλεσεν τὸ ὄνομα αὐτοῦ Λάμεχ ἐταπεινώθη ἡ δικαιοσύνη μέχρι

τῆς ἡμέρας ἐκείνης καὶ ὅτε εἰς ἡλικίαν ἐπῆλθεν ἔλαβεν αὐτῷ γυναῖκα καὶ

ἔτεκεν αὐτῷ παιδίον

2 καὶ ὅτε ἐγεννήθη τὸ παιδίον ἦν τὸ σῶμα λευκότερον χιόνος καὶ

πυρρότερον ῥόδου τὸ τρίχωμα πᾶν λευκὸν καὶ ὡς ἔρια λευκὰ καὶ οὖλον

καὶ ἔνδοξον καὶ ὅτε ἀνέῳξεν τοὺς ὀφθαλμούς ἔλαμψεν ἡ οἰκία ὡσεὶ

ἥλιος

3 καὶ ἀνέστη ἐκ τῶν χειρῶν τῆς μαίας καὶ ἀνέῳξεν τὸ στόμα καὶ

εὐλόγησεν τῷ κυρίῳmiddot

4 καὶ ἐφοβήθη Λάμεχ ἀπrsquo αὐτοῦ καὶ ἔφυγεν καὶ ἦλθεν πρὸς Μαθουσάλεκ

τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ

5 τέκνον ἐγεννήθη μου ἀλλοῖον οὐχ ὅμοιον τοῖς ἀνθρώποις ἀλλὰ τοῖς

τέκνοις τῶν ἀγγέλων τοῦ οὐρανοῦ καὶ ὁ τύπος ἀλλοιότερος οὐχ ὅμοιος

ἡμῖνmiddot τὰ ὄμματά ἐστιν ὡς ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου καὶ ἔνδοξον τὸ πρόσωπονmiddot

6 καὶ ὑπολαμβάνω ὅτι οὐκ ἔστιν ἐξ ἐμοῦ ἀλλὰ ἐξ ἀγγέλου καὶ

εὐλαβοῦμαι αὐτὸν μήποτέ τι ἔσται ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ ἐν τῇ γῇ

7 καὶ παραιτοῦμαι π[άτερ καὶ] δέομαι βάδισον πρὸς Ἑνὼ[χ τὸν πατέρα

ἡμῶν καὶ ἐρώτησον] Two lines are lost

8 [ἦλθ]εν πρὸς ἐμὲ εἰς τὰ τέρματα τῆς γῆς οὗ [εἶδ]εν τότε εἶναι με καὶ

εἶπέν μοι πάτερ [μου] ἐπάκουσον τῆς φωνῆς μου καὶ ἧκε [πρὸς] ἐμέ καὶ

ἤκουσα τὴν φωνὴν αὐτοῦ καὶ ἦλθον πρὸς αὐτὸν καὶ εἶπα ἰδοὺ πάρειμι

τέκνονmiddot διὰ τί ἐλήλυθας πρὸς ἐμέ τέκνον

9 καὶ ἀπεκρίθη λέγων διrsquo ἀνάγκην μεγάλην ἦλθον ὧδε πάτερmiddot

10 καὶ νῦν ἐγεννήθη τέκνον Λάμεχ τῷ υἱῷ μου καὶ ὁ τύπος αὐτοῦ καὶ ἡ

εἰκὼν αὐτοῦ laquoοὐχ ὅμοιος ἀνθρώποις καὶ τὸ χρῶμα αὐτοῦraquo λευκότερον

χιόνος καὶ πυρρότερον ῥόδου καὶ τὸ τρίχωμα τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ

λευκότερον ἐρίων λευκῶν καὶ τὰ ὄμματα αὐτοῦ ἀφόμοια ταῖς τοῦ ἡλίου

ἀκτῖσιν

11 καὶ ἀνέστη ἀπὸ τῶν τῆς μαίας χειρῶν καὶ ἀνοίξας τὸ στόμα εὐλόγησεν

τὸν κύριον τοῦ αἰῶνοςmiddot

34

12 καὶ ἐφοβήθη ὁ υἱός μου Λάμεχ καὶ ἔφυγεν πρὸς ἐμέ καὶ οὐ πιστεύει ὅτι

υἱὸς αὐτοῦ ἐστιν ἀλλὰ ὅτι ἐξ ἀγγέλων one or two lines omitted τὴν

ἀκρίβειαν ἣν ἔχεις () καὶ τὴν ἀλήθειαν

13 τότε ἀπεκρίθην λέγων ἀνακαινίσει ὁ κύριος πρόσταγμα ἐπὶ τῆς γῆς

καὶ τὸν αὐτὸν τρόπον τέκνον τεθέαμαι καὶ ἐσήμανά σοιmiddot ἐν γὰρ τῇ γενεᾷ

Ἰάρεδ τοῦ πατρός μου παρέβησαν τὸν λόγον κυρίου ἀπὸ τῆς διαθήκης τοῦ

οὐρανοῦ

14 καὶ ἰδοὺ ἁμαρτάνουσιν καὶ παραβαίνουσιν τὸ ἔθος καὶ μετὰ γυναικῶν

συγγίνονται καὶ μετrsquo αὐτῶν ἁμαρτάνουσιν καὶ ἔγημαν ἐξ αὐτῶν

[καὶ τίκτουσιν οὐχ ὁμοίους πνεύμασιν ἀλλὰ σαρκίνους]middot

15 καὶ ἔσται ὀργὴ μεγάλη ἐπὶ τῆς γῆς καὶ κατακλυσμός καὶ ἔσται

ἀπώλεια μεγάλη ἐπὶ ἐνιαυτὸν ἕναmiddot

16 καὶ τόδε τὸ παιδίον τὸ γεννηθὲν καταλειφθήσεται καὶ τρία αὐτοῦ

τέκνα σωθήσεται ἀποθανόντων τῶν ἐπὶ τῆς γῆςmiddot

17b καὶ πραϋνεῖ τὴν γῆν ἀπὸ τῆς οὔσης ἐν αὐτῇ φθορᾶς

18 καὶ νῦν λέγε Λάμεχ ὅτι τέκνον σού ἐστιν δικαίως καὶ ὁσίως [καὶ]

κάλεσον αὐτοῦ τὸ ὄνομα [Νῶε]middot αὐτὸς γὰρ ἔσται ὑμῶν κατάλειμμα ἐφrsquo οὗ

ἂν καταπαύσητε καὶ laquoοἱraquo υἱοὶ αὐτοῦ ἀπὸ τῆς φθορᾶς τῆς γῆς καὶ ἀπὸ

πάντων τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ ἀπὸ πασῶν τῶν συντελειῶν ἐπὶ τῆς γῆς

Four lines are lost

19 ὑπέδειξέν μοι καὶ ἐμήνυσεν καὶ ἐν ταῖς πλαξὶν τοῦ οὐρανοῦ ἀνέγνων

αὐτά

CVII

1 τότε τεθέαμαι τὰ ἐγγεγραμμένα ἐπrsquo αὐτῶν ὅτι γενεὰ γενεᾶς κακ[ίων

ἔσται] καὶ εἶδον τόδε μέχρις τοῦ ἀνας[τῆναι] γενεὰν δικαιοσύνης καὶ ἡ

κακία ἀπολεῖται καὶ ἡ ἁμαρτία ἀλλάξει ἀπὸ τῆς γῆς καὶ τὰ ἀγαθὰ ἥξει ἐπὶ

τῆς γῆς ἐπrsquo αὐτούς

2 καὶ νῦν ἀπότρεχε τέκνον καὶ σήμανον Λάμεχ τῷ υἱῷ σου ὅτι τὸ παιδίον

τοῦτο τὸ γεννηθὲν τέκνον αὐτοῦ ἐστιν δικαίως καὶ οὐ ψευδῶς

3 καὶ ὅτε ἤκουσεν Μαθουσάλεκ τοὺς λόγους Ἑνὼχ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ

μυστηριακῶς γὰρ ἐδήλωσεν αὐτῷ [ἐπέστρεψεν καὶ ἐδήλωσεν αὐτῷ] καὶ

ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτοῦ Νῶε εὐφραίνων τὴν γῆν ἀπὸ τῆς ἀπωλείας

Liber Enoch

Apocalypsis Henochi Graece

(recensio ap Syncellum)

(ed M Black)

Pseudepigrapha veteris testamenti Graece 3

Leiden Brill 1970 pp 21ndash26 29ndash30 32ndash33 37

VI

ἐκ τοῦ πρώτου βιβλίου Ἐνὼχ περὶ τῶν ἐγρηγόρων

1 καὶ ἐγένετο ὅτε ἐπληθύνθησαν οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων ἐγεννήθησαν

αὐτοῖς θυγατέρες ὡραῖαι

2 καὶ ἐπεθύμησαν αὐτὰς οἱ ἐγρήγοροι καὶ ἀπεπλανήθησαν ὀπίσω αὐτῶν

καὶ εἶπον πρὸς ἀλλήλους ἐκλεξώμεθα ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ τῶν

θυγατέρων τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς

3 καὶ εἶπε Σεμιαζᾶς ὁ ἄρχων αὐτῶν πρὸς αὐτούς φοβοῦμαι μὴ οὐ

θελήσητε (Go θελήσετε) ποιῆσαι τὸ πρᾶγμα τοῦτο καὶ ἔσομαι ἐγὼ μόνος

ὀφειλέτης ἁμαρτίας μεγάλης

4 καὶ ἀπεκρίθησαν αὐτῷ πάντες καὶ εἶπον ὀμόσωμεν ἅπαντες ὅρκῳ καὶ

ἀναθεματίσωμεν ἀλλήλους τοῦ μὴ ἀποστρέψαι τὴν γνώμην ταύτην

35

μέχρις οὗ ἀποτελέσωμεν αὐτήν

5 τότε πάντες ὤμοσαν ὁμοῦ καὶ ἀνεθεμάτισαν ἀλλήλους

6 ἦσαν δὲ οὗτοι διακόσιοι οἱ καταβάντες ἐν ταῖς ἡμέραις Ἰάρεδ εἰς τὴν

κορυφὴν τοῦ Ἑρμονιεὶμ (Go κορυφὴν Ἑρμὼν) ὄρους καὶ ἐκάλεσαν τὸ ὄρος

Ἑρμώμ καθότι ὤμοσαν (Go ομοσαν) καὶ ἀνεθεμάτισαν ἀλλήλους ἐν αὐτῷ

7 καὶ ταῦτα τὰ ὀνόματα τῶν ἀρχόντων αὐτῶν αacute Σεμιαζᾶς ὁ ἄρχων

αὐτῶν βacute Ἀταρκούφ γacute Ἀρακιήλ δacute Χωβαβιήλ εacute Ὀραμμαμή Ϛacute Ῥαμιήλ ζacute

Σαμψίχ ηacute Ζακιήλ θacute Βαλκιήλ ιacute Ἀζαλζήλ ιαacute Φαρμαρός ιβacute Ἀμαριήλ ιγacute

Ἀναγημάς ιδacute Θαυσαήλ ιεacute Σαμιήλ ιϚacute Σαρινᾶς ιζacute Εὐμιήλ (Par gr 1711 ὁ

Εὐμιήλ) ιηacute Τυριήλ ιθacute Ἰουμιήλ κacute Σαριήλ

VII

1 Οὗτοι καὶ οἱ λοιποὶ πάντες ἐν τῷ χιλιοστῷ ἑκατοστῷ ἑβδομηκοστῷ ἔτει

τοῦ κόσμου ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας καὶ ἤρξαντο μιαίνεσθαι ἐν αὐταῖς

ἕως τοῦ κατακλυσμοῦ καὶ ἔτεκον αὐτοῖς γένη τρίαmiddot πρῶτον γίγαντας

μεγάλους

2 οἱ δὲ γίγαντες ἐτέκνωσαν Ναφηλείμ καὶ τοῖς Ναφηλεὶμ ἐγεννήθησαν

Ἐλιούδ καὶ ἦσαν αὐξανόμενοι κατὰ τὴν μεγαλειότητα αὐτῶν καὶ

ἐδίδαξαν ἑαυτοὺς καὶ τὰς γυναῖκας ἑαυτῶν φαρμακείας καὶ ἐπαοιδίας

VIII

1 Πρῶτος Ἀζαὴλ ὁ δέκατος τῶν ἀρχόντων ἐδίδαξε ποιεῖν μαχαίρας καὶ

θώρακας καὶ πᾶν σκεῦος πολεμικόν καὶ τὰ μέταλλα τῆς γῆς καὶ τὸ

χρυσίον πῶς ἐργάσωνται καὶ ποιήσωσιν αὐτὰ κόσμια ταῖς γυναιξί καὶ τὸν

ἄργυρον ἔδειξε δὲ αὐτοῖς καὶ τὸ στίλβειν καὶ τὸ καλλωπίζειν καὶ τοὺς

ἐκλεκτοὺς λίθους καὶ τὰ βαφικάmiddot καὶ ἐποίησαν ἑαυτοῖς οἱ υἱοὶ τῶν

ἀνθρώπων καὶ ταῖς θυγατράσιν αὐτῶν καὶ παρέβησαν καὶ ἐπλάνησαν

τοὺς ἁγίους

2 καὶ ἐγένετο ἀσέβεια πολλὴ ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἠφάνισαν τὰς ὁδοὺς αὐτῶν

3 ἔτι δὲ καὶ ὁ πρώταρχος αὐτῶν Σεμιαζᾶς ἐδίδαξεν εἶναι ὀργὰς κατὰ τοῦ

νοός καὶ ῥίζας βοτανῶν τῆς γῆς ὁ δὲ ἑνδέκατος Φαρμαρὸς ἐδίδαξε

φαρμακείας ἐπαοιδίας σοφίας καὶ ἐπαοιδῶν λυτήριαmiddot ὁ ἔνατος ἐδίδαξεν

ἀστροσκοπίανmiddot ὁ δὲ τέταρτος ἐδίδαξεν ἀστρολογίανmiddot ὁ δὲ ὄγδοος ἐδίδαξεν

ἀεροσκοπίανmiddot ὁ δὲ τρίτος ἐδίδαξε τὰ σημεῖα τῆς γῆςmiddot ὁ δὲ ἕβδομος ἐδίδαξε

τὰ σημεῖα τοῦ ἡλίουmiddot ὁ δὲ εἰκοστὸς ἐδίδαξε τὰ σημεῖα τῆς σελήνηςmiddot πάντες

οὗτοι ἤρξαντο ἀνακαλύπτειν τὰ μυστήρια ταῖς γυναιξὶν αὐτῶν καὶ τοῖς

τέκνοις αὐτῶν μετὰ δὲ ταῦτα ἤρξαντο οἱ γίγαντες κατεσθίειν τὰς σάρκας

τῶν ἀνθρώπων

4 καὶ ἤρξαντο οἱ ἄνθρωποι ἐλαττοῦσθαι ἐπὶ τῆς γῆς

VIII col I

4 οἱ δὲ λοιποὶ ἐβόησαν εἰς τὸν οὐρανὸν περὶ τῆς κακώσεως αὐτῶν

λέγοντες εἰσενεχθῆναι τὸ μνημόσυνον αὐτῶν ἐνώπιον κυρίου

VIII col II

4 Τότε ἐβόησαν οἱ ἄνθρωποι εἰς τὸν οὐρανὸν λέγοντες Εἰσαγάγετε τὴν

κρίσιν ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον καὶ τὴν ἀπώλειαν ἡμῶν ἐνώπιον τῆς δόξης

τῆς μεγάλης ἐνώπιον τοῦ κυρίου τῶν κυρίων πάντων τῇ μεγαλωσύνῃ

IX col I

1 Καὶ ἀκούσαντες οἱ τέσσαρες μεγάλοι ἀρχάγγελοι Μιχαὴλ καὶ Οὐριὴλ

καὶ Ῥαφαὴλ καὶ Γαβριὴλ (καὶ Par gr 1711) παρέκυψαν ἐπὶ τὴν γῆν ἐκ τῶν

ἁγίων τοῦ οὐρανοῦ

2 καὶ θεασάμενοι αἷμα πολὺ ἐκκεχυμένον ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πᾶσαν ἀσέβειαν

καὶ ἀνομίαν γενομένην ἐπrsquo αὐτῆς

36

3 εἰσελθόντες εἶπον πρὸς ἀλλήλους ὅτι Τὰ πνεύματα καὶ αἱ ψυχαὶ τῶν

ἀνθρώπων στενάζουσιν ἐντυγχάνοντα καὶ λέγοντα ὅτι Εἰσαγάγετε τὴν

κρίσιν ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον καὶ τὴν ἀπώλειαν ἡμῶν ἐνώπιον τῆς δόξης

τῆς μεγαλωσύνης ἐνώπιον τοῦ κυρίου τῶν κυρίων πάντων τῇ

μεγαλωσύνῃ

4 καὶ εἶπον τῷ κυρίῳ τῶν αἰώνων Σὺ εἶ ὁ θεὸς τῶν θεῶν καὶ κύριος τῶν

κυρίων καὶ ὁ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ θεὸς τῶν αἰώνων καὶ ὁ

θρόνος τῆς δόξης σου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν αἰώνων καὶ τὸ ὄνομά σου

ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

IX col II

1 Καὶ ἀκούσαντες οἱ τέσσαρες μεγάλοι ἀρχάγγελοι Μιχαὴλ καὶ Οὐριὴλ

καὶ Ῥαφαὴλ καὶ Γαβριὴλ παρέκυψαν (= οἱ ltδgt Par gr 1711) ἐπὶ τὴν γῆν ἐκ

τῶν ἁγίων τοῦ οὐρανοῦ

2 καὶ θεασάμενοι αἷμα πολὺ ἐκκεχυμένον ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πᾶσαν ἀνομίαν

καὶ ἀσέβειαν γινομένην ἐπrsquo αὐτῆς

3 εἰσελθόντες εἶπον πρὸς ἀλλήλους ὅτι Τὰ πνεύματα καὶ αἱ ψυχαὶ τῶν

ἀνθρώπων ἐντυγχάνουσι στενάζοντα καὶ λέγοντα Εἰσαγάγετε τὴν δέησιν

ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον

4 καὶ προσελθόντες οἱ τέσσαρες ἀρχάγγελοι εἶπον τῷ κυρίῳ Σὺ εἶ ὁ θεὸς

τῶν θεῶν καὶ κύριος τῶν κυρίων καὶ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ θεὸς

τῶν ἀνθρώπων καὶ ὁ θρόνος τῆς δόξης σου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν

αἰώνων καὶ τὸ ὄνομά σου ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

καὶ τὸ ὄνομά σου ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

IX

4 add post αἰῶνας καὶ τὰ ἑξῆς τότε ὁ ὕψιστος ἐκέλευσε τοῖς ἁγίοις

ἀρχαγγέλοις καὶ ἔδησαν τοὺς ἐξάρχους αὐτῶν καὶ ἔβαλον (ἔβαλλον Par

gr 1711) αὐτοὺς εἰς τὴν ἄβυσσον ἕως τῆς κρίσεως καὶ τὰ ἑξῆς καὶ ταῦτα

μὲν ὁ Ἐνὼχ μαρτυρεῖ

5 σὺ γὰρ εἶ ὁ ποιήσας τὰ πάντα καὶ πάντων τὴν ἐξουσίαν ἔχων καὶ πάντα

ἐνώπιόν σου φανερὰ καὶ ἀκάλυπταmiddot καὶ πάντα ὁρᾷς καὶ οὐκ ἔστιν ὃ

κρυβῆναί σε δύναται

6 ὁρᾷς ὅσα ἐποίησεν Ἀζαὴλ καὶ (om Par gr 1711) ὅσα εἰσήνεγκεν (add

καὶ Par gr 1711) ὅσα ἐδίδαξεν ἀδικίας καὶ ἁμαρτίας ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πάντα

δόλον ἐπὶ τῆς ξηρᾶς ἐδίδαξε γὰρ τὰ μυστήρια καὶ ἀπεκάλυψε τῷ αἰῶνι τὰ

ἐν οὐρανῷ ἐπιτηδεύουσιν δὲ τὰ ἐπιτηδεύματα αὐτοῦ εἰδέναι τὰ μυστήρια

οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων

7 τῷ Σεμιαζᾷ τὴν ἐξουσίαν ἔδωκας ἔχειν τῶν σὺν αὐτῷ ἅμα ὄντων

8 καὶ ἐπορεύθησαν πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς καὶ

συνεκοιμήθησαν μετrsquo αὐτῶν καὶ ἐν ταῖς θηλείαις ἐμιάνθησαν καὶ

ἐδήλωσαν αὐταῖς πάσας τὰς ἁμαρτίας καὶ ἐδίδαξαν αὐτὰς μίσητρα

(μίσιτρα Par gr 1711) ποιεῖν

9 καὶ νῦν ἰδοὺ αἱ θυγατέρες τῶν ἀνθρώπων ἔτεκον ἐξ αὐτῶν υἱοὺς

γίγανταςmiddot κίβδηλα ἐπὶ τῆς (om Go) γῆς τῶν ἀνθρώπων ἐκκέχυται καὶ ὅλη

ἡ γῆ ἐπλήσθη ἀδικίας

10 καὶ νῦν ἰδοὺ τὰ πνεύματα τῶν ψυχῶν τῶν ἀποθανόντων ἀνθρώπων

ἐντυγχάνουσιν καὶ μέχρι τῶν πυλῶν τοῦ οὐρανοῦ ἀνέβη ὁ στεναγμὸς

αὐτῶν καὶ οὐ δύναται ἐξελθεῖν ἀπὸ προσώπου τῶν ἐπὶ τῆς γῆς γινομένων

ἀδικημάτων

11 καὶ σὺ αὐτὰ οἶδας πρὸ τῶν (τοῦ recte Par gr 1711) αὐτὰ γενέσθαι καὶ

ὁρᾷς αὐτοὺς καὶ ἐᾷς αὐτούς καὶ οὐδὲν λέγεις τί δεῖ ποιῆσαι αὐτοὺς (om

37

Go) περὶ τούτου

X

1 Τότε ὁ ὕψιστος εἶπε καὶ ὁ ἅγιος ὁ μέγας ἐλάλησε καὶ ἔπεμψε τὸν Οὐριὴλ

πρὸς τὸν υἱὸν (Go τοῦ) Λάμεχ λέγων

2 Πορεύου πρὸς τὸν Νῶε καὶ εἶπον αὐτῷ τῷ ἐμῷ ὀνόματι Κρύψον σεαυτόν

καὶ δήλωσον αὐτῷ τέλος ἐπερχόμενον ὅτι ἡ γῆ ἀπόλλυται πᾶσαmiddot καὶ εἶπον

αὐτῷ ὅτι κατακλυσμὸς μέλλει γίνεσθαι πάσης τῆς γῆς ἀπολέσαι πάντα

ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς

3 δίδαξον τὸν δίκαιον τί ποιήσει τὸν υἱὸν Λάμεχ καὶ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ εἰς

ζωὴν συντηρήσει καὶ ἐκφεύξεται διrsquo αἰῶνος καὶ ἐξ αὐτοῦ φυτευθήσεται

φύτευμα καὶ σταθήσεται πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

4 Καὶ τῷ Ῥαφαὴλ εἶπε Πορεύου Ῥαφαήλ καὶ δῆσον τὸν Ἀζαήλmiddot χερσὶ καὶ

ποσὶ συμπόδισον αὐτόν καὶ ἔμβαλε αὐτὸν εἰς τὸ σκότος καὶ ἄνοιξον τὴν

ἔρημον τὴν οὖσαν ἐν τῇ ἐρήμῳ Δουδαήλ καὶ ἐκεῖ πορευθεὶς βάλε αὐτόν

5 καὶ ὑπόθες αὐτῷ λίθους ὀξεῖς καὶ (om Go) λίθους τραχεῖς καὶ

ἐπικάλυψον αὐτῷ σκότος καὶ οἰκησάτω ἐκεῖ εἰς τὸν αἰῶνα καὶ τὴν ὄψιν

αὐτοῦ πώμασον καὶ φῶς μὴ θεωρείτωmiddot

6 καὶ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως ἀπαχθήσεται εἰς τὸν ἐμπυρισμὸν τοῦ

πυρός

7 καὶ ἴασαι τὴν γῆν ἣν ἠφάνισαν οἱ ἐγρήγοροι καὶ τὴν ἴασιν τῆς πληγῆς

δήλωσον ἵνα ἰάσωνται τὴν πληγὴν καὶ μὴ ἀπόλωνται πάντες οἱ υἱοὶ τῶν

ἀνθρώπων ἐν τῷ μυστηρίῳ ὃ εἶπον οἱ ἐγρήγοροι καὶ ἐδίδαξαν τοὺς υἱοὺς

τῶν ἀνθρώπων

8 καὶ ἠρημώθη πᾶσα ἡ γῆ ἐν τοῖς ἔργοις τῆς διδασκαλίας Ἀζαήλmiddot καὶ ἐπrsquo

αὐτῇ γράψον πάσας τὰς ἁμαρτίας

9 Καὶ τῷ Γαβριὴλ εἶπε Πορεύου Γαβριήλ ἐπὶ τοὺς γίγαντας ἐπὶ τοὺς

κιβδήλους ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς πορνείας καὶ ἀπόλεσαν τοὺς υἱοὺς τῶν

ἐγρηγόρων ἀπὸ τῶν υἱῶν τῶν ἀνθρώπωνmiddot πέμψον αὐτοὺς εἰς ἀλλήλους ἐξ

αὐτῶν εἰς αὐτούς ἐν πολέμῳ καὶ ἐν ἀπωλείᾳ καὶ μακρότης ἡμερῶν οὐκ

ἔσται αὐτοῖς

10 καὶ πᾶσα ἐρώτησις οὐκ ἔστι τοῖς πατράσιν αὐτῶν ὅτι ἐλπίζουσι ζῆσαι

ζωὴν αἰώνιον καὶ ὅτι ζήσεται ἕκαστος αὐτῶν ἔτη πεντακόσια

11 καὶ τῷ Μιχαὴλ εἶπε Πορεύου Μιχαήλ δῆσον Σεμιαζᾶν καὶ τοὺς ἄλλους

σὺν αὐτῷ τοὺς συμμιγέντας ταῖς θυγατράσι τῶν ἀνθρώπων τοῦ μιανθῆναι

ἐν αὐταῖς ἐν τῇ ἀκαθαρσίᾳ αὐτῶν

12 καὶ ὅταν κατασφαγῶσιν οἱ υἱοὶ αὐτῶν καὶ ἴδωσι τὴν ἀπώλειαν τῶν

ἀγαπητῶν αὐτῶν δῆσον αὐτοὺς ἐπὶ ἑβδομήκοντα γενεὰς εἰς τὰς νάπας

τῆς γῆς μέχρι ἡμέρας κρίσεως αὐτῶν μέχρι ἡμέρας τελειώσεως τελεσμοῦ

ἕως συντελεσθῇ κρίμα τοῦ αἰῶνος τῶν αἰώνων

13 τότε ἀπενεχθήσονται εἰς τὸ χάος τοῦ πυρὸς καὶ εἰς τὴν βάσανον καὶ εἰς

τὸ δεσμωτήριον τῆς συγκλείσεως τοῦ αἰῶνος

14 καὶ ὃς ἂν κατακρίθῃ καὶ ἀφανισθῇ ἀπὸ τοῦ νῦν μετrsquo αὐτῶν δεθήσεται

(δεηθήσεται recte Par gr 1711) μέχρι τελειώσεως γενεᾶς αὐτῶν

περὶ δὲ τοῦ ὄρους ἐν ᾧ ὤμοσαν καὶ ἀνεθεμέτισαν πρὸς τὸν πλησίον αὐτῶν

ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα οὐ μὴ ἀποστῇ ἀπrsquo αὐτοῦ ψῦχος καὶ χιὼν καὶ πάχνη καὶ

δρόσος οὐ μὴ καταβῇ εἰς αὐτό εἰ μὴ εἰς κατάραν καταβήσεται ἐπrsquo αὐτό

μέχρις ἡμέρας κρίσεως τῆς μεγάλης ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ κατακαυθήσεται

καὶ ταπεινωθήσεται καὶ ἔσται κατακαιόμενον καὶ τηκόμενον ὡς κηρὸς

ἀπὸ πυρός οὕτως κατακαήσεται περὶ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ καὶ νῦν

ἐγὼ λέγω ὑμῖν υἱοῖς ἀνθρώπων Ὀργὴ μεγάλη καθrsquo ὑμῶν laquoκαὶraquo κατὰ τῶν

38

υἱῶν ὑμῶν καὶ οὐ παύσεται ἡ ὀργὴ αὕτη ἀφrsquo ὑμῶν μέχρι καιροῦ σφαγῆς

τῶν υἱῶν ὑμῶν καὶ ἀπολοῦνται οἱ ἀγαπητοὶ ὑμῶν καὶ ἀποθανοῦνται οἱ

ἔντιμοι ὑμῶν ἀπὸ πάσης τῆς γῆς ὅτι πᾶσαι αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς αὐτῶν ἀπὸ

τοῦ νῦν οὐ μὴ ἔσονται πλείω τῶν ἑκατὸν εἴκοσιν ἐτῶν καὶ μὴ δόξητε ἔτι

ζῆσαι ἐπὶ πλείονα ἔτηmiddot οὐ γάρ ἐστιν ἐπrsquo αὐτοῖς πᾶσα ὁδὸς ἐκφεύξεως ἀπὸ

τοῦ νῦν διὰ τὴν ὀργὴν ἣν ὠργίσθη ὑμῖν ὁ βασιλεὺς πάντων τῶν αἰώνωνmiddot

μὴ νομίσητε ὅτι ἐκφεύξεσθε ταῦτα

XV

8 Καὶ νῦν οἱ γίγαντες οἱ γεννηθέντες ἀπὸ πνευμάτων καὶ σαρκὸς

πνεύματα πονηρὰ ἐπὶ τῆς γῆς καλέσουσιν αὐτούς ὅτι ἡ κατοίκησις αὐτῶν

ἔσται ἐπὶ τῆς γῆς

9 πνεύματα πονηρὰ ἔσονται τὰ πνεύματα ἐξεληλυθότα ἀπὸ τοῦ σώματος

τῆς σαρκὸς αὐτῶν διότι ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων ἐγένοντο καὶ ἐκ τῶν ἁγίων

τῶν ἐγρηγόρων ἡ ἀρχὴ τῆς κτίσεως αὐτῶν καὶ ἀρχὴ θεμελίουmiddot πνεύματα

πονηρὰ

10 ἐπὶ τῆς γῆς ἔσονται

11 τὰ πνεύματα τῶν γιγάντων νεμόμενα ἀδικοῦντα ἀφανίζοντα

ἐμπίπτοντα καὶ συμπαλαίοντα καὶ ῥιπτοῦντα ἐπὶ τῆς γῆς καὶ δρόμους

ποιοῦντα καὶ μηδὲν ἐσθίοντα ἀλλrsquo ἀσιτοῦντα καὶ ῥιπτοῦντα καὶ φάσματα

ποιοῦντα καὶ διψῶντα καὶ προσκόπτοντα

12 καὶ ἐξαναστήσονται τὰ πνεύματα ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων καὶ

τῶν γυναικῶν ὅτι ἐξ αὐτῶν ἐξεληλύθασι

XVI

1 Καὶ ἀπὸ ἡμέρας καιροῦ σφαγῆς καὶ ἀπωλείας καὶ θανάτου τῶν

γιγάντων ναφηλείμ οἱ ἰσχυροὶ τῆς γῆς οἱ μεγάλοι ὀνομαστοί τὰ

πνεύματα τὰ ἐκπορευόμενα ἀπὸ τῆς ψυχῆς αὐτῶν ὡς ἐκ τῆς σαρκὸς

ἔσονται ἀφανίζοντα χωρὶς κρίσεωςmiddot οὕτως ἀφανίσουσι μέχρις ἡμέρας τῆς

τελειώσεως ἕως τῆς κρίσεως τῆς μεγάλης ἐν ᾗ (ᾧ Par gr 1711) ὁ αἰὼν ὁ

μέγας τελεσθήσεται

XIX

3 ἀνθρώπων ὡς ἐγὼ εἶδον

XX

2 ὁ εἷς τῶν ἁγίων ὁ ἐπὶ τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ταρτάρου

3 Ῥαφαὴλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων τῶν ἀνθρώπων

4 Ῥαγουήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐκδικῶν τὸν κόσμον τῶν

φωστήρων

5 Μιχαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς ἐπὶ τῶν τοῦ λαοῦ ἀγαθῶν τέτακται

καὶ ἐπὶ τῷ χαῷ

6 Σαριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων οἵτινες ἐπὶ τῷ

πνεύματι ἁμαρτάνουσιν

7 Γαβριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τοῦ παραδείσου καὶ τῶν

δρακόντων καὶ χερουβίν Ῥεμειήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃν ἔταξεν ὁ

θεὸς ἐπὶ τῶν ἀνισταμένων ὀνόματα ζacute ἀρχαγγέλων

XXI

1 Καὶ ἐφώδευσα μέχρι τῆς ἀκατασκευάστου

2 καὶ ἐκεῖ ἐθεασάμην ἔργον φοβερόν ἑώρακα οὔτε οὐρανὸν ἐπάνω οὔτε

γῆν τεθεμελιωμένην ἀλλὰ τόπον ἀκατασκεύαστον καὶ φοβερόν

3 καὶ ἐκεῖ τεθέαμαι ζacute ἀστέρας τοῦ οὐρανοῦ δεδεμένους καὶ ἐριμμένους ἐν

αὐτῷ ὁμοῦ ὁμοίους ὁράσει μεγάλῃ καὶ ἐν πυρὶ καιομένους

4 τότε εἶπον Διὰ ποίαν αἰτίαν ἐπεδέθησαν καὶ διὰ ποίαν αἰτίαν ἐρίφησαν

39

ὧδε

5 καὶ εἶπέν μοι Οὐριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ μετrsquo

ἐμοῦ ὤν - καὶ

αὐτὸς αὐτῶν ἡγεῖτο - καὶ εἶπέν μοι Ἑνώχ περὶ τίνος

ἐρωτᾷς ἢ περὶ τίνος

τὴν ἀλήθειαν φιλοσπευδεῖς

6 οὗτοί εἰσιν τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ οἱ παραβάντες

τὴν ἐπιταγὴν τοῦ

κυρίου καὶ ἐδέθησαν ὧδε μέχρι πληρωθῆναι μύρια ἔτη

τὸν χρόνον τῶν

ἁμαρτημάτων αὐτῶν

7 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον τούτου

φοβερώτερον καὶ τεθέαμαι

ἔργα φοβεράmiddot πῦρ μέγα ἐκεῖ καιόμενον καὶ φλεγόμενον καὶ διακοπὴν

εἶχεν ὁ τόπος ἕως τῆς ἀβύσσου πλήρης στύλων πυρὸς μεγάλων

καταφερομένωνmiddot οὔτε μέτρον οὔτε μέγεθος ἠδυνήθην ἰδεῖν οὔτε εἰκάσαι

8 τότε εἶπον Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος οὗτος καὶ ὡς δεινὸς τῇ ὁράσει

9 τότε ἀπεκρίθη μοι καὶ εἶπεν

Incert

1 παρὰ (Par gr 1711 Go περὶ) δὲ τοῦ ὄρους ἐν ᾧ ὤμοσαν καὶ

ἀνεθεμάτισαν πρὸς τὸν πλησίον αὐτῶν ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα οὐ μὴ ἀποστῇ

ἀπrsquo αὐτοῦ ψῦχος καὶ χιὼν καὶ πάχνη καὶ δρόσος οὐ μὴ καταβῇ εἰς αὐτό εἰ

μὴ εἰς κατάραν καταβήσεται ἐπrsquo (Go εἰς) αὐτό μέχρις ἡμέρας κρίσεως τῆς

μεγάλης

2 ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ κατακαυθήσεται καὶ (Go om) ταπεινωθήσεται καὶ

ἔσται κατακαιόμενον καὶ τηκόμενον ὡς κηρὸς ἀπὸ πυρός οὕτως

κατακαήσεται περὶ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ

3 καὶ νῦν ἐγὼ λέγω ὑμῖν υἱοῖς ἀνθρώπων Ὀργὴ μεγάλη καθrsquo ὑμῶν κατὰ

τῶν υἱῶν ὑμῶνmiddot καὶ οὐ παύσεται ἡ ὀργὴ αὕτη ἀφrsquo ὑμῶν μέχρι καιροῦ

σφαγῆς τῶν υἱῶν ὑμῶν

4 καὶ ἀπολοῦνται οἱ ἀγαπητοὶ ὑμῶν καὶ ἀποθανοῦνται οἱ ἔντιμοι ὑμῶν

ἀπὸ πάσης τῆς γῆς ὅτι πᾶσαι αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς αὐτῶν ἀπὸ τοῦ νῦν οὐ μὴ

ἔσονται πλείω τῶν ἑκατὸν εἴκοσιν ἐτῶν

5 καὶ μὴ δόξητε ἔτι ζῆσαι ἐπὶ πλείονα ἔτηmiddot οὐ γάρ ἐστιν ἐπrsquo αὐτοῖς πᾶσα

ὁδὸς ἐκφεύξεως ἀπὸ τοῦ νῦν διὰ τὴν ὀργὴν ἣν ὠργίσθη ὑμῖν ὁ βασιλεὺς

πάντων τῶν αἰώνωνmiddot μὴ νομίσητε ὅτι ἐκφεύξεσθε ταῦτα

Περί των γιγάντων

καὶ ἦν νωε ἐτῶν πεντακοσίων καὶ ἐγέννησεν νωε τρεῖς υἱούς τὸν σημ τὸν χαμ τὸν

ιαφεθκαὶ ἐγένετο ἡνίκα ἤρξαντο οἱ ἄνθρωποι πολλοὶ γίνεσθαι ἐπὶ τῆς γῆς καὶ θυγατέρες

ἐγενήθησαν αὐτοῖς 2ἰδόντες δὲ οἱ υἱοὶ τοῦ θεοῦ τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων ὅτι καλαί

εἰσιν ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ πασῶν ὧν ἐξελέξαντο 3καὶ εἶπεν κύριος ὁ θεός οὐ

μὴ καταμείνῃ τὸ πνεῦμά μου ἐν τοῖς ἀνθρώποις τούτοις εἰς τὸν αἰῶνα διὰ τὸ εἶναι

αὐτοὺς σάρκας ἔσονται δὲ αἱ ἡμέραι αὐτῶν ἑκατὸν εἴκοσι ἔτη 4οἱ δὲ γίγαντες ἦσαν ἐπὶ

τῆς γῆς ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις καὶ μετ ἐκεῖνο ὡς ἂν εἰσεπορεύοντο οἱ υἱοὶ τοῦ

θεοῦ πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων καὶ ἐγεννῶσαν ἑαυτοῖς ἐκεῖνοι ἦσαν οἱ

γίγαντες οἱ ἀπ αἰῶνος οἱ ἄνθρωποι οἱ ὀνομαστοί

40

Παραθέτουμε ένα επεξηγηματικό κείμενο αναφορικά με τους γίγαντες από την

ιστοσελίδα httpwwwoodegrcom

laquoΕδώ πρόκειται για το θέμα στο οποίο αναφέρθηκε ο Ιησούς Χριστός στο

Ματθαίος κδ΄ 38 για τους προκατακλυσμιαίους ανθρώπους που ΄΄έτρωγαν και

έπιναν και παντρεύονταν΄΄ ώσπου ήρθε ο Κατακλυσμός Επ αυτών υπάρχουν

κάποιες παρατηρήσεις

1η παρατήρηση Το οριστικό άρθρο ΄΄οι΄΄ δείχνει ότι πρόκειται για κάποιους που

ήταν ήδη γνωστοί στους αναγνώστες της Γενέσεως προς τους οποίους απευθύνεται

ο Μωυσής δηλαδή προς τους Ισραηλίτες της εποχής του που λάβαιναν το Νόμο

2η παρατήρηση Το ότι ΄΄εν ταις ημέραις εκείναις ήσαν΄΄ υπονοεί 1 Είτε ότι δεν

υπήρχαν πλέον οι γίγαντες στη ΄΄γη΄΄ όταν γραφόταν η Γένεση δηλαδή κατά το 1500

πΧ 2 είτε ότι υπήρχαν και τότε

3η παρατήρηση Για ποια ΄΄γη΄΄ μιλάει 1 Είτε για τη συγκεκριμένη γη στην οποία

συνέβαιναν τα γεγονότα που αναγράφονται στα γύρω κεφάλαια (τη γη της

Μεσοποταμίας) 2 είτε γενικά για τη γύρω γη στην οποία είχαν επεκταθεί οι γίγαντες

και η φυλή Αδάμ Αυτό όμως δεν έχει σημασία καθώς η αναφορά γίνεται μόνο για

τον καιρό πρό τού Κατακλυσμού Είναι γεγονός όμως ότι στη γη Χαναάν οι

γίγαντες υπήρχαν και μετά από τον Κατακλυσμό

Αυτό φαίνεται στους Αριθμούς 13ιγ΄ 33 ΄΄και εκεί εωράκαμεν τους γίγαντας

(εβραϊκό Νεφιλείμ) και ήμεν ενώπιον αυτών ωσεί ακρίδες αλλά και ούτως ήμεν

ενώπιον αυτών΄΄

Αν αυτό φαίνεται παράξενο σε κάποιους που διδάχτηκαν ότι ο Κατακλυσμός ήταν

παγκόσμιος ας διαβάσουν τη μελέτη μας ΄΄Ήταν ο Κατακλυσμός Παγκόσμιος΄΄

Εκεί θα δουν τις Αγιογραφικές και ιστορικές αποδείξεις ότι επρόκειτο για έναν

τοπικό κατακλυσμό που έπληξε μόνο τη φυλή Αδάμ και μέλη μόνο των γύρω λαών

Επιβίωση από τον Κατακλυσμό

Το ότι οι Νεφιλείμ επεβίωσαν του Κατακλυσμού εξηγείται απλά

Είναι λογικό το ότι η φυλή των γιγάντων Νεφιλείμ δεν έμενε ολόκληρη στην

κοιλάδα της Μεσοποταμίας αλλά κάποιοι απ αυτούς διεσπάρησαν στις γύρω

περιοχές

Η Γένεση στο 7ζ΄ 20 γράφει ότι ο Κατακλυσμός είχε ύψος 15 πήχες (8- 9 μέτρα)

δηλαδή όσο χρειαζόταν για να καλύψει τις ψηλότερες περιοχές της χαμηλής

Μεσοποταμίας Όσοι όμως έμεναν στα ορεινά γύρω από την πληγείσα περιοχή

επεβίωσαν Άλλωστε ο Κατακλυσμός έγινε για τιμωρία της φυλής Αδάμ και όχι των

γύρω λαών όπως φαίνεται στη Γένεση 6ς΄ 5 - 7 όπου η λέξη που χρησιμοποιείται

στο Εβραϊκό κείμενο γι αυτούς με τους οποίους οργίστηκε ο Θεός είναι ΄΄Αδάμ΄΄

Για τους άλλους λαούς η Γένεση στο Εβραϊκό κείμενο χρησιμοποιεί άλλη λέξη

όπως φαίνεται στο Γένεσις 6ς΄ 4 [΄΄οι άνθρωποι (εβραϊκά ΄΄ενός΄΄) οι

ονομαστοί΄΄] και στο Γένεσις 13ιγ΄ 13 [΄΄οι δε άνθρωποι (εβραϊκά ΄΄ενός΄΄) οι εν

Σοδόμοις΄΄]

41

Μια τελευταία παρατήρηση ξεκινάει από το ίδιο εδάφιο της Γένεσης 6ς΄ 4 που λέει

΄΄Οι δε γίγαντες ήσαν επί τής γης εν ταις ημέραις εκείναις και μετ εκείνο ως αν

εισεπορεύοντο οι υιοί τού Θεού προς τας θυγατέρας τών ανθρώπων΄΄

Οι Νεφιλείμ λοιπόν υπήρχαν ακόμη ΄΄και μετά από εκείνο΄΄ το γεγονός που

περιγράφεται δηλαδή και μετά από την αύξηση του πληθυσμού στη

Μεσοποταμία Είναι λάθος να ταυτίζονται κατ ανάγκην οι Νεφιλείμ με τους γιους

των ισχυρών καθώς μια αβίαστη ανάγνωση του κειμένου δεν δείχνει τίποτα τέτοιο

Το μεταβατικό ΄΄δε΄΄ δείχνει ότι γίνεται λόγος για κάποιους άλλους και όχι για

τους γιούς των ισχυρών Οι γιοί των ισχυρών δεν είναι οι Νεφιλείμ αλλά οι ισχυροί

άνδρες της Μεσοποταμίας των άλλων φυλών που ζούσαν κοντά στη φυλή Αδάμ

Ίσως ο σκοπός του χωρίου είναι να δείξει ότι η φυλή των γιγάντων (η οποία

προβλημάτιζε τους Ισραηλίτες τον καιρό που ο Μωυσής έγραφε αυτά τα λόγια) ήταν

μια αρχαία φυλή σύγχρονη της επιμειξίας της φυλής Αδάμ με τους γιούς των

ισχυρών και ότι οι Νεφιλείμ επεβίωσαν ακόμη και μετά από την επιμειξία των

ισχυρών ανδρών της Μεσοποταμίας με τις ΄΄θυγατέρες Αδάμ΄΄ κατά την

προκατακλυσμιαία εποχή

Ίσως ακόμα η αναφορά αυτή να γίνεται για να δείξει ότι ο κατακλυσμός στρεφόταν

ειδικά κατά του λαού Αδάμ και όχι και των γύρω λαών εκ των οποίων

επεβίωσαν και οι Νεφιλείμ

Οι γίγαντες στην εποχή τού Ισραήλ

Σύμφωνα με την Αγία Γραφή η περιοχή στην οποία επεβίωσαν κάποιοι από τη

φυλή των γιγάντων Νεφιλείμ ήταν η Βασάν που ονομάζεται ΄΄γη γιγάντων΄΄

(Δευτερονόμιο γ΄ 13)

Πρόκειται για μία ορεινή περιοχή ανατολικά της Θάλασσας της Γαλιλαίας

κατάλληλη για επιβίωση των λαών της από τον Κατακλυσμό που έπληξε τη

Μεσοποταμία και το λαό Αδάμ (Όπως λέμε ΄΄λαός Ισραήλ΄΄)

Εκεί οι γίγαντες υπήρχαν όχι μόνο μετά από τον Κατακλυσμό αλλά και στις ημέρες

του Αβραάμ όπως φαίνεται στη Γένεση 14ιδ΄ 5 όπου λέει για τον Χοδολλογομόρ

και τους συμμάχους του ότι ΄΄κατέκοψαν τους γίγαντας τους εν Ασταρώθ

Καρναιν΄΄ στη Βασσάν

Και οι κατάσκοποι όμως των ημερών του Μωυσή βρήκαν τους Νεφιλείμ στη

Χαναάν όπως είδαμε στους Αριθμούς 13ιγ΄ 33 όπου μάλιστα ονομάζει τους

γίγαντες ΄΄Νεφιλείμ΄΄ Εκεί έχει μάλιστα και οριστικό άρθρο ΄΄τους Νεφιλείμ΄΄

πράγμα που δείχνει ότι δεν επρόκειτο για παρομοίωση αλλά για το γνωστό λαό

των Νεφιλείμ

Άλλα εδάφια όπως το Δευτερονόμιο 1α΄ 28 αναφερόμενο στο ίδιο γεγονός

ταυτίζει τους Νεφιλείμ με τους Ανακείμ που προφανώς ήταν απόγονοί τους

Με τους Ανακείμ συσχετίζει η Αγία Γραφή όλες τις φυλές γιγάντων που ζούσαν γύρω

από τη Θάλασσα της Γαλιλαίας όπως ήταν οι Ραφαείμ οι Εμμαίοι και οι

42

Ζουμζουμείμ τους οποίους εξολώθρευσαν οι απόγονοι του Λωτ (Δευτερονόμιο 2β΄

10112021)

Οι Ραφαείμ ήταν απόγονοι των Γιγάντων που επεβίωσαν από τον Κατακλυσμό και

δεν ήταν απόγονοι του Νώε καθώς δεν αναφέρονται στη Γένεση 10ι΄ όπου

αναφέρονται οι λαοί που κατάγονται από το Νώε Η σκέψη ότι ίσως να μην

αναφέρονται επειδή είναι πολύ νεώτεροι λαοί δεν ευσταθεί επειδή αναφέρονται στη

Γένεσις 14ιδ΄ 5 σαν λαός από την εποχή του Αβραάμ ακόμα και συνεπώς είναι

αρχαιότεροι λαοί από αυτούς που αναφέρονται ως απόγονοι του Νώε

Μετά από την εγκατάσταση των Ισραηλιτών στη Γη της Επαγγελίας οι υψηλόσωμες

αυτές φυλές εξολωθρεύτηκαν και δεν έμειναν Ανακείμ στο Ισραήλ Μόνο στη Γάζα

στη Γαθ και στην Άζωτο έμειναν αναμεμειγμένοι με τους Φιλισταίους (Ιησούς

Ναυή 11ια΄ 21 22)

Ένας απ αυτούς ήταν και ο Γολιάθ από τη Γαθ που σκοτώθηκε από τον Δαυίδ (Α΄

Σαμουήλ ιζ΄ 4 ΄΄Εξήλθεν Γολιάθ εκ της Γαθ΄΄)

Τον καιρό του Δαυίδ σκοτώθηκαν οι τελευταίοι γίγαντεςraquo1

1 httpwwwoodegrcomoodegenesiskatak1htm

43

Page 25: Η δημιουργία του κόσμου

25

καὶ ἐντυγχάνει ἕως τοῦ οὐρανοῦ

7 καὶ ἀπεκρίθη μοι λέγων Τοῦτο τὸ πνεῦμά ἐστιν τὸ ἐξελθὸν ἀπὸ Ἄβελ ὃν

ἐφόνευσε Κάιν ὁ ἀδελφός καὶ Ἄβελ ἐντυγχάνει περὶ αὐτοῦ μέχρι τοῦ

ἀπολέσαι τὸ σπέρμα αὐτοῦ ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς καὶ ἀπὸ τοῦ

σπέρματος τῶν ἀνθρώπων ἀφανθῇ τὸ σπέρμα αὐτοῦ

8 Τότε ἠρώτησα περὶ τῶν κυκλωμάτων πάντων διὰ τί ἐχωρίσθησαν ἓν

ἀπὸ τοῦ ἑνός

9 καὶ ἀπεκρίθη μοι λέγων Οὗτοι οἱ τρεῖς ἐποιήθησαν χωρίζεσθαι τὰ

πνεύματα τῶν νεκρῶνmiddot καὶ οὕτως ἐχωρίσθη εἰς τὰ πνεύματα τῶν δικαίων

οὗ ἡ πηγὴ τοῦ ὕδατος ἐν αὐτῷ φωτινήmiddot

10 καὶ οὕτως ἐκτίσθη τῶν ἁμαρτωλῶν ὅταν ἀποθάνωσιν καὶ ταφῶσιν εἰς

τὴν γῆν καὶ κρίσις οὐκ ἐγενήθη ἐπrsquo αὐτῶν ἐν τῇ ζωῇ αὐτῶν

11 ὧδε χωρίζεται τὰ πνεύματα αὐτῶν εἰς τὴν μεγάλην βάσανον ταύτην

μέχρι τῆς μεγάλης ἡμέρας τῆς κρίσεως τῶν μαστίγων καὶ τῶν βασάνων

τῶν κατηραμένων μέχρι αἰῶνοςmiddot ἦν ἀνταπόδοσις τῶν πνευμάτωνmiddot ἐκεῖ

δήσει αὐτοὺς μέχρις αἰῶνος

12 καὶ οὕτως ἐχωρίσθη τοῖς πνεύμασιν τῶν ἐντυγχανόντων οἵτινες

ἐνφανίζουσιν περὶ τῆς ἀπωλείας ὅταν φονευθῶσιν ἐν ταῖς ἡμέραις τῶν

ἁμαρτωλῶν

13 καὶ οὕτως ἐκτίσθη τοῖς πνεύμασιν τῶν ἀνθρώπων ὅσοι οὐκ ἔσονται

ὅσιοι ἀλλὰ ἁμαρτωλοί καὶ μετὰ τῶν ἀνόμων ἔσονται μέτοχοι τὰ δὲ

πνεύματα ὅτι οἱ ἐνθάδε θλιβέντες ἔλαττον κολάζονται αὐτῶν οὐ

τιμωρηθήσονται ἐν ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως οὐδὲ μὴ μετεγερθῶσιν ἐντεῦθεν

14 Τότε ηὐλόγησα τὸν κύριον τῆς δόξης καὶ εἶπα Εὐλογητὸς εἶ Κύριε ὁ τῆς

δικαιοσύνης κυριεύων τοῦ αἰῶνος

XXIII

1 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον πρὸς δυσμὰς τῶν περάτων τῆς γῆς

2 καὶ ἐθεασάμην πῦρ διατρέχον καὶ οὐκ ἀναπαυόμενον οὐδὲ ἐλλεῖπον τοῦ

δρόμου ἡμέρας καὶ νυκτὸς ἅμα διαμένον

3 καὶ ἠρώτησα λέγων Τί ἐστιν τὸ μὴ ἔχον ἀνάπαυσιν

4 τότε ἀπεκρίθη μοι Ῥαγουήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν

Οὗτος ὁ δρόμος τοῦ πυρὸς τὸ πρὸς δυσμὰς πῦρ τὸ ἐκδιῶκόν ἐστιν πάντας

τοὺς φωστῆρας τοῦ οὐρανοῦ

XXIV

1 Καὶ ἔδειξέν μοι ὄρη πυρὸς καιόμενα νυκτός

2 καὶ ἐπέκεινα αὐτῶν ἐπορεύθην καὶ ἐθεασάμην ἑπτὰ ὄρη ἔνδοξα πάντα

ἑκάτερα τοῦ ἑκατέρου διαλλάσσοντα ὧν οἱ λίθοι ἔντιμοι τῇ καλλονῇ καὶ

πάντα ἔντιμα καὶ ἔνδοξα καὶ εὐειδῆ τρία ἐπrsquo ἀνατολὰς ἐστηριγμένα ἐν τῷ

ἑνί καὶ τρία ἐπὶ νότον ἐν τῷ ἑνὶ καὶ φάραγγες βαθεῖαι καὶ τραχεῖαι μία τῇ

μιᾷ οὐκ ἐγγίζουσαι

3 καὶ τῷ ὄρει ἕβδομον ὄρος ἀνὰ μέσον τούτων καὶ ὑπερεῖχεν τῷ ὕψει

ὅμοιον καθέδρᾳ θρόνου καὶ περιεκύκλου δένδρα αὐτῷ εὐειδῆ

4 καὶ ἦν ἐν αὐτοῖς δένδρον ὃ οὐδέποτε ὤσφρανμαι καὶ οὐδεὶς ἕτερος αὐτῷ

ηὐφράνθη καὶ οὐδὲν ἕτερον ὅμοιον αὐτῷmiddot ὀσμὴν εἶχεν εὐωδεστέραν

πάντων ἀρωμάτων καὶ τὰ φύλλα αὐτοῦ καὶ τὸ ἄνθος καὶ τὸ δένδρον οὐ

φθίνει εἰς τὸν αἰῶνα οἱ δὲ περὶ τὸν καρπὸν ὡσεὶ βότρυες φοινίκων

5 τότε εἶπον ὡς καλὸν τὸ δένδρον τοῦτό ἐστιν καὶ εὐῶδες καὶ ὡραῖα τὰ

φύλλα καὶ τὰ ἄνθη αὐτοῦ ὡραῖα τῇ ὁράσει

6 τότε ἀπεκρίθη μοι Μιχαήλ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς μετrsquo ἐμοῦ ἦν - καὶ

αὐτὸς αὐτῶν ἡγεῖτο ndash

26

XXV

1 καὶ εἶπέν μοι Ἑνώχ τί ἐρωτᾷς καὶ τί ἐθαύμασας ἐν τῇ ὀσμῇ τοῦ δένδρου

καὶ διὰ τί θέλεις τὴν ἀλήθειαν μαθεῖν

2 τότε ἀπεκρίθην αὐτῷ Περὶ πάντων εἰδέναι θέλω μάλιστα δὲ περὶ τοῦ

δένδρου τούτου σφόδρα

3 καὶ ἀπεκρίθη λέγων Τοῦτο τὸ ὄρος τὸ ὑψηλόν οὗ ἡ κορυφὴ ὁμοία

θρόνου θεοῦ καθέδρα ἐστὶν οὗ καθίζει ὁ μέγας κύριος ὁ ἅγιος τῆς δόξης ὁ

βασιλεὺς τοῦ αἰῶνος ὅταν καταβῇ ἐπισκέψασθαι τὴν γῆν ἐπrsquo ἀγαθῷ

4 καὶ τοῦτο τὸ δένδρον εὐωδίας καὶ οὐδεμία σὰρξ ἐξουσίαν ἔχει ἅψασθαι

αὐτοῦ μέχρι τῆς μεγάλης κρίσεως ἐν ᾗ ἐκδίκησις πάντων καὶ τελείωσις

μέχρις αἰῶνοςmiddot τότε δικαίοις καὶ ὁσίοις δοθήσεται

5 ὁ καρπὸς αὐτοῦ τοῖς ἐκλεκτοῖς εἰς ζωὴν εἰς βορρᾶν καὶ

μεταφυτευθήσεται ἐν τόπῳ ἁγίῳ παρὰ τὸν οἶκον τοῦ θεοῦ βασιλέως τοῦ

αἰῶνος

6 τότε εὐφρανθήσονται εὐφραινόμενοι καὶ χαρήσονται καὶ εἰς τὸ ἅγιον

εἰσελεύσονταιmiddot αἱ ὀσμαὶ αὐτοῦ ἐν τοῖς ὀστέοις αὐτῶν καὶ ζωὴν πλείονα

ζήσονται ἐπὶ γῆς ἣν ἔζησαν οἱ πατέρες σου καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτῶν καὶ

βάσανοι καὶ πληγαὶ καὶ μάστιγες οὐχ ἅψονται αὐτῶν

7 Τότε ηὐλόγησα τὸν θεὸν τῆς δόξης τὸν βασιλέα τοῦ αἰῶνος ὃς

ἡτοίμασεν ἀνθρώποις τὰ τοιαῦτα δικαίοις καὶ αὐτὰ ἔκτισεν καὶ εἶπεν

δοῦναι αὐτοῖς

XXVI

1 Καὶ ἐκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς τὸ μέσον τῆς γῆς καὶ ἴδον τόπον

ηὐλογημένον ἐν ᾧ δένδρα ἔχοντα παραφυάδας μενούσας καὶ βλαστούσας

τοῦ δένδρου ἐκκοπέντος

2 κἀκεῖ τεθέαμαι ὄρος ἅγιονmiddot ὑποκάτω τοῦ ὄρους ὕδωρ ἐξ ἀνατολῶν καὶ

τὴν δύσιν εἶχεν πρὸς νότον

3 καὶ ἴδον πρὸς ἀνατολὰς ἄλλο ὄρος ὑψηλότερον τούτου καὶ ἀνὰ μέσον

αὐτοῦ φάραγγα βαθεῖαν οὐκ ἔχουσαν πλάτος καὶ διrsquo αὐτῆς ὕδωρ

πορεύεται ὑποκάτω ὑπὸ τὸ ὄρος

4 καὶ πρὸς δυσμὰς τούτου ἄλλο ὄρος ταπεινότερον αὐτοῦ καὶ οὐκ ἔχον

ὕψος καὶ φάραγγα βαθεῖαν καὶ ξηρὰν ἀνὰ μέσον αὐτῶν καὶ ἄλλην

φάραγγα βαθεῖαν καὶ ξηρὰν ἐπrsquo ἄκρων τῶν τριῶν ὀρέων

5 καὶ πᾶσαι φάραγγές εἰσιν βαθεῖαι ἐκ πέτρας στερεᾶς καὶ δένδρον οὐκ

ἐφυτεύετο ἐπrsquo αὐτάς

6 καὶ ἐθαύμασα περὶ τῆς φάραγγος καὶ λίαν ἐθαύμασα

XXVII

1 καὶ εἶπον Διὰ τί ἡ γῆ αὕτη ἡ εὐλογημένη καὶ πᾶσα πλήρης δένδρων

αὐτὴ δὲ ἡ φάραγξ κεκατηραμένη ἐστίν

2 γῆ κατάρατος τοῖς κεκατηραμένοις ἐστὶν μέχρι αἰῶνος ὧδε

ἐπισυναχθήσονται πάντες οἱ κεκατηραμένοι οἵτινες ἐροῦσιν τῷ στόματι

αὐτῶν κατὰ Κυρίου φωνὴν ἀπρεπῆ καὶ περὶ τῆς δόξης αὐτοῦ σκληρὰ

λαλήσουσιν ὧδε ἐπισυναχθήσονται καὶ ὧδε ἔσται τὸ οἰκητήριον

3 ἐπrsquo ἐσχάτοις αἰῶσιν ἐν ταῖς ἡμέραις τῆς κρίσεως τῆς ἀληθινῆς ἐναντίον

τῶν δικαίων εἰς τὸν ἅπαντα χρόνον ὧδε εὐλογήσουσιν οἱ ἀσεβεῖς τὸν

κύριον τῆς δόξης τὸν βασιλέα τοῦ αἰῶνοςmiddot

4 ἐν ταῖς ἡμέραις τῆς κρίσεως αὐτῶν εὐλογήσουσιν ἐν ἐλέει ὡς ἐμέρισεν

αὐτοῖς

5 Τότε ηὐλόγησα τὸν κύριον τῆς δόξης καὶ τὴν δόξαν αὐτοῦ ἐδήλωσα καὶ

ὕμνησα μεγαλοπρεπῶς

27

XXVIII

1 Καὶ ἐκεῖθεν ἐπορεύθην εἰς τὸ μέσον Μανδοβαρά καὶ ἴδον αὐτὸ ἔρημονmiddot

καὶ αὐτὸ μόνον

2 πλήρης δένδρων καὶ ἀπὸ τῶν σπερμάτων ὕδωρ ἄνομβρον ἄνωθεν

φερόμενον

3 ὡς ὑδραγωγὸς δαψιλὴς ὡς πρὸς βορρᾶν ἐπὶ δυσμῶν πάντοθεν ἀνάγει

ὕδωρ καὶ δρόσον

XXIX

1 Ἔτι ἐκεῖθεν ἐπορεύθην εἰς ἄλλον τόπον ἐν τῷ Βαβδηρά καὶ πρὸς

ἀνατολὰς τοῦ ὄρους τούτου ᾠχόμην

2 καὶ ἴδον κρίσεως δένδρα πνέοντα ἀρωμάτων λιβάνων καὶ ζμύρνας καὶ

τὰ δένδρα αὐτῶν ὅμοια καρύαις

XXX

1 Καὶ ἐπέκεινα τούτων ᾠχόμην πρὸς ἀνατολὰς μακράν καὶ ἴδον τόπον

ἄλλον μέγαν φάραγγα ὕδατος

2 ἐν ᾧ καὶ δένδρα χρόα ἀρωμάτων ὁμοίων σχίνῳ

3 καὶ τὰ παρὰ τὰ χείλη τῶν φαράγγων τούτων ἴδον κιννάμωμον

ἀρωμάτωνmiddot καὶ ἐπέκεινα τούτων ᾠχόμην πρὸς ἀνατολάς

XXXI

1 καὶ ἴδον ἄλλα ὄρη καὶ ἐν αὐτοῖς ἄλση δένδρων καὶ ἐκπορευόμενον ἐξ

αὐτῶν νέκταρ τὸ καλούμενον σαρρὰν καὶ χαλβάνη

2 καὶ ἐπέκεινα τῶν ὀρέων τούτων ἴδον ἄλλο ὄρος πρὸς ἀνατολὰς τῶν

περάτων τῆς γῆς καὶ πάντα τὰ δένδρα πλήρη ἐξαυτῆς ἐν ὁμοιώματι

ἀμυγδάλων

3 ὅταν τριβῶσινmiddot διὸ εὐωδέστερον ὑπὲρ πάντων τῶν ἀρωμάτων

XXXII

1 εἰς βορρᾶν πρὸς ἀνατολὰς τεθέαμαι ἑπτὰ ὄρη πλήρη νάρδου χρηστοῦ

καὶ σχίνου καὶ κινναμώμου καὶ πιπέρεως

2 Καὶ ἐκεῖθεν ἐφώδευσα ἐπὶ τὰς ἀρχὰς πάντων τῶν ὀρέων τούτων

μακρὰν ἀπέχων πρὸς ἀνατολὰς τῆς γῆς καὶ διέβην ἐπάνω τῆς ἐρυθρᾶς

θαλάσσης καὶ ᾠχόμην ἐπrsquo ἄκρων καὶ ἀπὸ τούτου διέβην ἐπάνω τοῦ

Ζωτιήλ

3 καὶ ἦλθον πρὸς τὸν παράδεισον τῆς δικαιοσύνης καὶ ἴδον μακρόθεν τῶν

δένδρων τούτων δένδρα πλείονα καὶ μεγάλα δύο μὲν ἐκεῖ μεγάλα σφόδρα

καλὰ καὶ ἔνδοξα καὶ μεγαλοπρεπῆ καὶ τὸ δένδρον τῆς φρονήσεως οὗ

ἐσθίουσιν ἅγιοι τοῦ καρποῦ αὐτοῦ καὶ ἐπίστανται φρόνησιν μεγάλην

4 ὅμοιον τὸ δένδρον ἐκεῖνο στροβιλέᾳ τὸ ὕψος τὰ δὲ φύλλα αὐτοῦ κερατίᾳ

ὅμοια ὁ δὲ καρπὸς αὐτοῦ ὡσεὶ βότρυες ἀμπέλου ἱλαροὶ λίαν ἡ δὲ ὀσμὴ

αὐτοῦ διέτρεχεν πόρρω ἀπὸ τοῦ δένδρου

5 τότε εἶπον ὡς καλὸν τὸ δένδρον καὶ ὡς ἐπίχαρι τῇ ὁράσει

6 τότε ἀπεκρίθη Ῥαφαήλ ὁ ἅγιος ἄγγελος ὁ μετrsquo ἐμοῦ ὤν Τοῦτο τὸ

δένδρον φρονήσεως ἐξ οὗ ἔφαγεν ὁ πατήρ σου

LXXXIX

42 Καὶ οἱ κύνες ἤρξαντο κατεσθίειν τὰ πρόβατα καὶ οἱ ὕες καὶ οἱ ἀλώπεκες

κατήσθιον αὐτά μέχρι οὗ ἤγειρεν ὁ κύριος τῶν προβάτων κριὸν ἕνα ἐκ

τῶν προβάτων

43 καὶ ὁ κριὸς οὗτος ἤρξατο κερατίζειν καὶ ἐπιδιώκειν ἐν τοῖς κέρασιν καὶ

ἐνετίνασσεν εἰς τοὺς ἀλώπεκας καὶ μετrsquo αὐτοὺς εἰς τοὺς ὕαςmiddot καὶ

ἀπώλεσεν ὕας πολλούς καὶ μετrsquo αὐτοὺς [ἐλυμήνα]το τοὺς κύνας

44 καὶ τὰ πρόβατα ὧν οἱ ὀφθαλμοὶ ἠνοίγησαν ἐθεάσαντο τὸν κριὸν τὸν ἐν

28

τοῖς προβάτοις ἕως οὗ ἀφῆκεν τὴν ὁδὸν αὐτοῦ καὶ ἤρξατο πορεύεσθαι

ἀνοδίᾳ

45 καὶ ὁ κύριος τῶν προβάτων ἀπέστειλεν τὸν ἄρνα τοῦτον ἐπὶ ἄρνα

ἕτερον τοῦ στῆσαι αὐτὸν εἰς κριὸν ἐν ἀρχῇ τῶν προβάτων ἀντὶ τοῦ κριοῦ

τοῦ ἀφέντος τὴν ὁδὸν αὐτοῦ

46 καὶ ἐπορεύθη πρὸς αὐτὸν καὶ ἐλάλησεν αὐτῷ σιγῇ κατὰ μόνας καὶ

ἤγειρεν αὐτὸν εἰς κριὸν καὶ εἰς ἄρχοντα καὶ εἰς ἡγούμενον τῶν προβάτωνmiddot

καὶ οἱ κύνες ἐπὶ πᾶσιν τούτοις ἔθλιβον τὰ πρόβατα

47 [καὶ] ὁ κριὸς ὁ πρῶτος τὸν κριὸν τὸν δεύτερον ἐπεδίωκεν καὶ ἔφυγεν

ἀπὸ προσώπου αὐτοῦmiddot εἶτrsquo ἐθεώρουν τὸν κριὸν τὸν πρῶτον ἕως οὗ ἔπεσεν

ἔμπροσθεν τῶν κυνῶν

48 καὶ ὁ κριὸς ὁ δεύτερος ἀναπηδήσας ἀφηγήσατο τῶν προβάτων

49 καὶ τὰ πρόβατα ηὐξήθησαν καὶ ἐπληθύνθησανmiddot καὶ πάντες οἱ κύνες καὶ

οἱ ἀλώπεκες ἔφυγον ἀπrsquo αὐτοῦ καὶ ἐφοβοῦντο αὐτόν

XC

1

6 [καὶ ἀναγνωσθής]ονται [πάντες] οἱ λόγοι τῶν ἀνομιῶν ὑμῶν ἐν[ώπιον]

τοῦ μεγάλου ἁγίου κατὰ πρόσωπον ὑμῶνmiddot εἶτrsquo ἀναφελεῖ τὰ πάντα ἔργα τὰ

μετασχόντα ἐν τῇ ἀνομίᾳ

7 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἁμαρτωλοὶ [οἱ] ἐν μέσῳ τῆς θαλάσσης καὶ ἐπὶ τῆς ξηρᾶς

ὄντεςmiddot μνημόσυνον εἰς ὑμᾶς κακόν

8 οὐαὶ ὑμῖν οἱ κτώμενοι χρυσίον καὶ ἀργύριον οὐκ ἀπὸ δικαιοσύνης καὶ

ἐρεῖτε πλούτῳ πεπλουτήκαμεν καὶ τὰ ὑπάρχοντα ἐσχήκαμεν καὶ

κεκτήμεθα

9 καὶ πᾶν ὃ ἐὰν θελήσωμεν ποιήσωμεν ὅτι ἀργύριον τεθησαυρίκαμεν ἐν

τοῖς θησαυροῖς ἡμῶν καὶ ἀγαθὰ πολλὰ ἐν ταῖς οἰκίαις ἡμῶν

10 καὶ ὡς ὕδωρ ἐκχυθήσεται πεπλάνησθε ὅτι οὐ μὴ παραμείνῃ ὁ πλοῦτος

ὑμῶν ἀλλὰ ταχὺ [ἀναπτήσεται] ἀπὸ ὑμῶν ὅτι ἀδίκως πάντα κέκτησθεmiddot

καὶ ὑμεῖς εἰς κατάραν μεγάλην παραδοθήσεσθε

XCI

1 καὶ νῦν ὀμνύω ὑμῖν τοῖς φρονίμοις καὶ οὐχὶ τοῖς ἄφροσι ὅτι πολλὰς

ὄψεσθε ἐπὶ τῆς γῆς ἀνομίαςmiddot

2 ὅτι κάλλος περιθήσονται ἄνδρες ὡς γυναῖκες [καὶ] χρῶμα ὡραῖον ὑπὲρ

παρθένους ἐν βασιλείᾳ καὶ μεγαλωσύνῃ καὶ ἐν ἐξουσίᾳ ἔσονται δὲ

ἀργύριον καὶ χρυσίον [παρrsquo] αὐτοῖς εἰς βρώματα καὶ ἐν ταῖς οἰκίαις αὐτῶν

ὡς ὕδωρ ἐκχυθήσονται

3 [διὰ τὸ μ]ὴ ἐπιστήμην αὐτοὺς μηδὲ φρόνησιν μηδεμίαν [ἔχειν] οὕτω

ἀπολεῖσθε κοινῶς μετὰ πάντων [τῶν] ὑπαρχόντων ὑμῶν [καὶ τῆς] πάσης

δόξης καὶ τῆς τιμῆς [ὑμῶν καὶ] εἰς ἀτιμίαν καὶ ἐρήμωσιν [καὶ σφαγὴν]

μεγάλην τ[ὰ πνεύματα ὑμῶν εἰς τὴν κάμινον τοῦ πυρὸς ἐμβληθήσεται]

Four lines are lost

ἐπὶ τὴν [γῆν οὐκ ἀπεστάλη ἀλλrsquo αὐτὴν οἱ ἄνθρω]ποι ἀφrsquo ἑαυτῶν [ἔκτισαν

καὶ εἰς κατάραν] μεγάλην ἀφίξονται οἱ ποιοῦντες [αὐτήν]

5 καὶ δουλεία (στειρα pap) γυναικὶ οὐκ ἐδόθη ἀλλὰ διὰ τὰ ἔργα τῶν

χειρῶνmiddot ὅτι οὐχ ὡρίσθη δούλην εἶναι δούληνmiddot ἄνωθεν οὐκ ἐδόθη ἀλλὰ ἐκ

καταδυναστείας ἐγένετο ὁ[μοίως] οὐδὲ ἡ ἀνομία ἄνωθεν ἐδόθη ἀλλrsquo ἐκ

παραβάσεως ὁμοίως οὐδὲ στεῖρα γυνὴ ἐκτίσθη ἀλλrsquo ἐξ ἰδίων ἀδικημάτων

ἐπετιμήθη ἀτεκνίᾳ [καὶ] ἄτεκνος ἀποθανεῖται

6 ὀμνύω ὑμῖν ἁμαρτωλοὶ κατὰ τοῦ ἁγίου τοῦ μεγάλου ὅτι τὰ ἔργα ὑμῶν τὰ

πονηρὰ ἔσται ἀνακεκαλυμμένα ἐν τῷ οὐρανῷmiddot οὐκ ἔσται ὑμῖν ἔργον

29

ἀποκεκρυμμένον ἄδικον

7 μὴ ὑπολάβητε τῇ ψυχῇ ὑμῶν μηδὲ ὑπολάβητε τῇ καρδίᾳ ὑμῶν ὅτι οὐ

γινώσκουσιν οὐδὲ βλέπουσιν οὐδὲ τὰ ἀδικήματα ὑμῶν θεωρεῖται οὐδὲ

ἀπογράφεται αὐτὰ ἐνώπιον τοῦ ὑψίστου ἀπὸ τοῦ [νῦν] ἐπιγνῶτε ὅτι

πάντα τὰ ἀδικήματα ὑμῶν ἀπογράφονται ἡμέραν ἐξ [ἡμέρας] μέχρι τῆς

κρίσεως ὑμῶν

9 οὐαὶ ὑμῖν ἄφρονες ὅτι ἀπολεῖσθε διὰ τὴν ἀφροσύνην ὑμῶν καὶ τῶν

[φρονίμων] οὐ μὴ ἀκούσητε καὶ τὰ ἀγαθὰ οὐκ ἀπαντήσει ὑμῖν τὰ δὲ κακὰ

[περιέξει] ὑμᾶς

10 καὶ νῦν γινώσκετε ὅτ[ι ἡτοίμασται] ὑμῖν εἰς ἡμέραν ἀπωλείας [μὴ

ἐλπίζε]τε σωθῆναι ἁμαρτωλοίmiddot ἀπ[ελθόντες] ἀποθάνετε γινώσκοντε[ς ὅτι

ἡτοίμας]ται εἰς ἡμέραν κρίσεως μ[εγάλης καὶ στε]νοχωρίας μείζονος τ[οῖς

πνεύμασιν ὑμῶν]

11 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ σκληροτράχηλοι τῇ καρδίᾳ ποιοῦντες τὸ κα[κὸν καὶ

ἔσθοντες αἷμα πόθ]εν ὑμῖν ἔσο[νται ἀγαθὰ ἵνα φάγητε ] Four lines are

lost

12 [ἔργα τῆ]ς ἀδικίαςmiddot διότι ἐλπίδας κα[λὰς ἔχετε ὑμῖ]ν νῦν γνωστὸν ὑμῖν

ἔστω ὅτι εἰς [χεῖρας τ]ῶν δικαίων παραδοθήσεσθε καὶ ἀποκτενοῦσιν ὑμᾶς

καὶ οὐ μὴ φείσονται ὑμῶν

13 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἐπιχαίροντες τοῖς κακοῖς τῶν δικαίωνmiddot τάφος ὑμῶν οὐ μὴ

ὀρυγῇ

14 οὐαὶ ὑμῖν οἱ βουλόμενοι ἀκυρῶσαι τοὺς λόγους τῶν δικαίωνmiddot οὐ μὴ

γένηται ὑμῖν ἐλπὶς σωτηρίας

15 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ γράφοντες λόγους ψευδεῖς καὶ λόγους πλανήσεωςmiddot αὐτοὶ

γράφουσιν καὶ πολλοὺς ἀποπλανήσουσιν τοῖς ψεύδεσιν αὐτῶνmiddot

16 πλανᾶσθε ὑμεῖς αὐτοὶ καὶ οὐκ ἔστιν ὑμῖν χαίρειν ἀλλὰ ταχέως

ἀπολεῖσθε

XCII

1 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ ποιοῦντες πλανήματα καὶ τοῖς ἔργοις τοῖς ψευδέσιν

λαμβάνοντες τιμὴν καὶ δόξανmiddot ἀπολώλατε οὐκ ἔστιν ὑμῖν σωτηρία εἰς

ἀγαθόν

2 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἐξαλλοιοῦντες τοὺς λόγους τοὺς ἀληθινούς καὶ

διαστρέφοντες τὴν αἰώνιον διαθήκην καὶ λογιζόμενοι ἑαυτοὺς

ἀναμαρτήτουςmiddot ἐν τῇ γῇ καταποθήσονται

3 τότε ἑτοιμάζεσθε οἱ δίκαιοι καὶ προέχεσθε τὰς ἐντεύξεις ὑμῶν εἰς

μνημόσυνον δίδοτε αὐτὰς ἐν διαμαρτυρίᾳ ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων ὅπως

εἰσαγάγωσιν τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἀδίκων ἐνώπιον τοῦ ὑψίστου θεοῦ εἰς

μνημόσυνονmiddot

4 καὶ τότε συν[ταραχ]θήσονται ἐν [ἡμέρ]ᾳ ἀπωλείας τῆς ἀδικίας

5ndash6 ἐν αὐτῷ [τῷ και]ρῷ ἐκείνῳ αἱ τίκτουσαι ἐκβαλοῦσιν καὶ ἐκσπάσουσιν

καὶ ἐγκαταλείψουσιν [τὸ νήπιο]ν βρέφος καὶ αἱ ἐν γαστρὶ ἔχου[σαι

ἐκτρώσο]υσιν καὶ αἱ θηλάζουσαι ῥίψ[ουσιν τὰ τέκ]να αὐτῶν καὶ οὐ μὴ

ἐπι[στρέψου]σιν ἐπὶ τὰ νήπια αὐτῶν οὐ[δὲ ἐπὶ τὰ θηλά]ζοντα οὐδὲ μὴ

φείσονται

7 [καὶ] οἱ γλύφοντες εἰκόνα[ς ἀργυ]ρᾶς καὶ χρυσᾶς ξυλίνας τε [καὶ

λιθίνας] καὶ ὀστρακίνας καὶ λατρεύ[οντες φαν]τάσμασιν καὶ δαιμονίοι[ς

καὶ βδελύγ]μασιν καὶ πνεύμασιν πονη[ροῖς καὶ] πάσαις ταῖς πλάναις οὐ

κατrsquo ἐπι[στήμην] καὶ πᾶν βοήθημα οὐ μὴ εὕρητε [ἀπrsquo] αὐτῶν

8ndash9 καὶ πλανηθήσονται ἐν ἀφροσύνῃ τῆς καρδίας αὐτῶν καὶ τὰ ὁράματα

τῶν ἐνυπνίων καταπλανήσουσιν ὑμᾶς ὑμεῖς καὶ τὰ ἔργα ὑμῶν τὰ ψευδῆ ἃ

30

ἐποιήσατε καὶ ἐλαεργ[ήσατε] καὶ ἐπὶ μιᾶς ἀπολεῖσθε

10ndash12 καὶ τότε μακάριοι πάντες οἱ ἀκούσαντες φρονίμων λόγους καὶ

μαθήσονται αὐτούς ποιῆσαι τὰς ἐντολὰς τοῦ ὑψίστου καὶ πορεύσονται ἐν

ὁδοῖς δικαιοσύνης αὐτοῦ καὶ οὐ μὴ πλανήσουσιν μετὰ τῶν πλανώντων καὶ

σωθήσονται

13 οὐαὶ οἱ οἰκοδομοῦντες τὰς οἰκοδομὰς αὐτῶν οὐκ ἐκ κόπων ἰδίων καὶ ἐκ

λίθων καὶ ἐκ πλίνθων πᾶσαν οἰκοδομὴν ποιεῖτε οἷς οὐκ ἔστιν ὑμῖν χά[ρις]

14 οὐαὶ οἱ ἐξουθενοῦντες τὴν θεμελίωσιν καὶ τὴν κληρονομίαν τῶν

πατέρων αὐτῶν τὴν ἀπrsquo αἰῶνος [ὅτι] διώξεται ὑμᾶς πνεῦμα πλανήσεωςmiddot

οὐκ ἔστιν ὑμῖν ἀναπαῦσαι

15 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ποιοῦντες τὴν ἀ[νομίαν] καὶ ἐπιβοηθοῦντες τῇ ἀδι[κίᾳ

φονεύ]οντες τὸν πλησίον αὐτῶ[ν ἕως τῆς] ἡμέρας τῆς κρίσεως τῆς

[μεγάληςmiddot

16 ]ὅτι τότε ἐκτρίψει τὴν δόξ[αν ὑμῶν] καὶ ἐπεγερεῖ τὸν θυμὸν [αὐτοῦ

καθrsquo] ὑμῶν ἀπολεῖ πάντας ὑ[μᾶς ἐν ῥομ]φαίᾳ καὶ πάντες οἱ δί[καιοι

μνημο]νήσουσιν τὰς ἀδικίας [ὑμῶν]

XCIII

1ndash2 καὶ τότε ἐν ἑνὶ τόπῳ [ῥέῃ τὰ α]ἵμα[τα αὐτῶν καὶ ἄνθρωπο]ς οὐκ

[ἀφέξ]ει τὴν [χεῖρα αὐτοῦ ἀπ]ὸ τοῦ υἱοῦ αὐ[τοῦ οὔτrsquo ἀ]πὸ τοῦ ἀγαπητοῦ

αὐτοῦ ἀποκτεῖναι αὐτόν καὶ ὁ ἁμαρτωλὸς ἀπὸ τοῦ ἐντίμου οὔτε ἀπὸ τοῦ

ἀδελφοῦ αὐτοῦmiddot ἐξ ὄρθρων μέχρις οὗ δῦναι τὸν ἥλιον φονευθήσονται ἐπὶ

τὸ αὐτό

3 καὶ διαπορεύσεται ἵππος ἕως τοῦ στήθους αὐτοῦ διὰ τοῦ αἵματος τῶν

ἁμαρτωλῶν καὶ τὸ ἅρμα μέχρι ἀξόνων καταβήσεται

4 καὶ καταβήσονται ἄγγελοι καταδύνοντες εἰς τὰ ἀπόκρυφα ἐν ἡμέρᾳ

ἐκείνῃmiddot οἵτινες ἐβοήθουν τῇ ἀδικίᾳ καὶ συστραφήσονται εἰς ἕνα τόπον καὶ ὁ

ὕψιστος ἐγερθήσεται ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως ποιῆσαι ἐκ πάντων κρίσιν

μεγάλην

5 καὶ τάξει φυλακὴν ἐπὶ πάντας τοὺς δικαίους καὶ ἁγίους τῶν ἁγίων

ἀγγέλων καὶ τηρηθήσονται ὡς κόριον ὀφθαλμοῦ ἕως οὗ ἐκλείπῃ τὰ κακὰ

καὶ ἁμαρτία καὶ ἀπrsquo ἐκείνου ὑπνώσουσιν εὐσεβεῖς ὕπνον ἡδύν καὶ οὐκ

ἔσται οὐκέτι ὁ ἐκφοβῶν αὐτούς

6 τότε ὄψονται οἱ φρόνιμοι τῶν ἀνθρώπων καὶ κατανοήσουσιν οἱ υἱοὶ τῆς

γῆς ἐπὶ τοὺς λόγους τούτους τῆς ἐπιστολῆς ταύτης καὶ γνώσονται ὅτι οὐ

δύναται ὁ πλοῦτος αὐτῶν διασῶσαι αὐτοὺς ἐν τῇ πτώσει τῆς ἀδικίας

7 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἄδικοι ὅταν ἐκθλίβητε τοὺς δικαίους ἐν ἡμέρᾳ ἀνάγκης

στερεᾶς καὶ φυλάξητε αὐτοὺς ἐν πυρί ὅτι κομιεῖσθε κατὰ τὰ ἔργα ὑμῶν

8 οὐαὶ ὑμῖν σκληροκάρδιοι ἀγρυπνοῦντες νοῆσαι τὸ κακόνmiddot περιέχει ὑμᾶς

φόβος καὶ οὐκ ἔστιν ὁ ἀντιλαμβανόμενος ὑμῶν

9 οὐαὶ ὑμῖν πᾶσιν τοῖς ἁμαρτωλοῖς ἐπὶ τοῖς ἔργοις τοῦ στόματος ὑμῶν

οὐαὶ ὑμῖν πᾶσιν τοῖς ἁμαρτωλοῖς ἐπὶ τοῖς λόγοις τοῦ στόματος ὑμῶν καὶ

ἐπὶ τοῖς [ἔργοις] τῶν χειρῶν ὑμῶν ὅτι ἀπὸ τῶν ἁγίων ἔργων

ἀπεπλα[νήθητε]

11 πᾶσα νεφέλη καὶ ὀμίχλη καὶ δρόσος καὶ ὄμβρος ἐπὶ ταῖς ἁμαρτίαις

ὑμῶν

12 δίδοτε οὖν ὄμβρῳ δῶρα ἵνα μὴ [κωλυθῇ κα]ταβῆναι ὑμῖν καὶ δρόσῳ

κα[ὶ νεφέλῃ] καὶ ὀμίχλῃmiddot χρυσίον διαγράψα[τε ἵνα κα]ταβῶσινmiddot

13 ὅτι ἐὰν ἐπιρρίψῃ ἐφrsquo ὑμ[ᾶς χι]ὼν καὶ πάχνη καὶ ψῦχος αὐτῆς καὶ οἱ

ἄνεμοι καὶ ὁ παγετὸς αὐτῶν καὶ πᾶσαι αἱ μάστιγες αὐτῶν οὐ δύνασθε

ὑποστῆναι ἔμπροσθεν ψύχους καὶ τῶν μαστίγων αὐτῶν

31

XCIV

1 κατανοήσατε τοίνουν υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων τὰ ἔργα τοῦ ὑψίστου καὶ

φοβήθητε τοῦ ποιῆσαι τὸ πονηρὸν ἐναντίον αὐτοῦ

2 ἐὰν ἀποκλείσῃ τὰς θυρίδας τοῦ οὐρανοῦ καὶ κωλύσῃ τὴν δρόσον καὶ τὸν

ὄμβρον καταβῆναι εἵνεκα ὑμῶν τί ποιήσετε

3 ἐὰν ἀποστείληται τὸν θυμὸν αὐτοῦ ἐφrsquo ὑμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ ἔργα ὑμῶν οὐχὶ

ἔσεσθε δεόμενοι αὐτοῦ διὰ τί ὑμεῖς λαλεῖτε τῷ στόματι ὑμῶν μεγάλα καὶ

σκληρὰ ἐπὶ τῇ μεγαλωσύνῃ αὐ[τοῦ

4 ὁρᾶ]τε τοὺς ναυκλήρους τοὺς πλωιζομένους τὴν θάλασσαν ὑπὸ τοῦ

κ[λύδω]νος καὶ χειμῶνος σεσαλευμένα τὰ πλοῖα αὐτῶν

5 καὶ χειμαζόμενοι πάντες φοβοῦνται ἔξω δὲ τὰ [ἀγαθὰ πάντα] καὶ τὰ

ὑπάρχοντα αὐτῶν ἐκβάλλουσιν εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ὑποπτεύουσιν ἐν τῇ

καρδίᾳ αὐτῶν ὅτι ἡ [θάλασσα κα]ταπίεται αὐτοὺς καὶ ἐν αὐτ[ῇ

ἀπολοῦν]ται

6 οὐχὶ πᾶσα ἡ θάλασσα καὶ [πάντα τὰ] ὕδατα αὐτῆς ἔργον τοῦ ὑψ[ίστου

ἐστί] καὶ αὐτὸς συνεστήσατο τὰ π[έρατα αὐ]τῶν καὶ συνέδησεν αὐτ[ήν

καὶ περι]έφραξεν αὐτὴν ἄμμῳ

7 [καὶ ἀπὸ τῆς] ἐμβριμήσεως αὐτοῦ φ[οβοῦνται καὶ ξη]ραίνονται καὶ οἱ

ἰχθύες

8 [ γῆν] καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτοῖς καὶ τίς ἔδωκεν ἐπιστήμην πᾶσιν τοῖς

κινουμένοις ἐν τῇ θαλάσσῃ οἱ ναύκληροι τὴν θάλασσαν φοβοῦνται

XCV

1 καὶ ὅταν ἐκβάλῃ ἐφrsquo ὑμᾶς τὸν κλύδωνα τοῦ πυρὸς τῆς καύσεως ὑμῶν

ποῦ ἀποδράντες σωθήσεσθε καὶ ὅταν δῷ ἐφrsquo ὑμᾶς φωνὴν αὐτοῦ

2 ἔσεσθε συνσειόμενοι καὶ φοβούμενοι ἤχῳ μεγάλῳ laquoκαὶraquo τὴν γῆν

σύμπασαν σειομένην καὶ τρέμουσαν καὶ συνταρασσομένην

3 καὶ οἱ ἄγγελοι συντελοῦντες τὸ συνταχθὲν αὐτοῖς καὶ ὁ οὐρανὸς καὶ οἱ

φωστῆρες σειόμενοι καὶ τρέμοντεςmiddot ἅπαντες οἱ υἱοὶ τῆς γῆς καὶ ὑμεῖς

ἁμαρτωλοὶ ἐπικατάρατοι εἰς τὸν αἰῶναmiddot οὐκ ἔστιν ὑμῖν χαίρειν

4 θαρσεῖτε ψυχαὶ τῶν δικαίων τῶν ἀποθανόντων τῶν δικαίων καὶ τῶν

εὐσεβῶν

5 καὶ μὴ λυπεῖσθε ὅτι κατέβησαν αἱ ψυχαὶ ὑμῶν εἰς ᾅδου μετὰ λύπης καὶ

οὐκ ἀπηντήθη τῷ σώματι τῆς σαρκὸς ὑμῶν ἐν τῇ ζωῇ ὑμῶν κατὰ τὴν

ὁσιότητα ὑμῶν ἐπεὶ αἱ ἡμέραι ἃς ἦτε ἡμέραι ἦσαν ἁμαρτωλῶν καὶ

καταράτων ἐπὶ τῆς γῆς

6 ὅταν ἀποθάνητε τότε ἐροῦσιν οἱ ἁμαρτωλοὶ ὅτι εὐσεβεῖς κατὰ τὴν

εἱμαρμένην ἀπεθάνοσαν καὶ τί αὐτοῖς περιεγένετο ἐπὶ τοῖς ἔργοις αὐτῶν

7 καὶ αὐτοὶ ὁμοίως ἡμῖν ἀπεθάνοσαν ἴδετε οὖν ὡς ἀποθνήσκουσιν μετὰ

λύπης καὶ σκότους καὶ τί αὐτοῖς ἐγένετο περισσόν

8 ἀπὸ τοῦ νῦν ἀναστήτωσαν καὶ σωθήτωσαν καὶ ὄψονται εἰς τὸν αἰῶνα

ἡμᾶς φαγεῖν καὶ πεῖν

9 τοιγαροῦν ἁρπάσαι καὶ ἁμαρτάνειν καὶ λωποδυτεῖν καὶ ἐγκτᾶσθαι καὶ

[ἰδεῖν] ἡμέρας ἀγαθάς

10 ἴδετε οὖν οἱ δικαιοῦντες [ἑαυτ]ούς ὁποία ἐγένετο αὐτῶν ἡ καταστροφή

ὅτι πᾶσα δικαιοσύνη οὐχ εὑρέθη ἐν αὐτοῖς ἕως ἀπέθανον καὶ ἀπώλοντο

11 καὶ ἐγένοντο ὡς οὐκ ὄντες καὶ κατέβησαν αἱ ψυχαὶ αὐτῶν μετrsquo ὀδύνης

εἰς ᾅδου

XCVI

1 ἐγὼ ὀμνύω ὑμῖν Three lines are lost

2 ἐπίσταμαι τὸ μυστήριον τοῦτοmiddot ἀν[έγνων] γὰρ τὰς πλάκας τοῦ οὐρανοῦ

32

καὶ εἶδον τὴν γραφὴν ἀναγκαίανmiddot ἔγνων τὰ γ[εγραμμέ]να ἐν αὐταῖς καὶ

ἐγκεκολαμμέν[α περὶ] ὑμῶν

3 ὅτι ἀγαθὰ καὶ ἡ χαρὰ καὶ ἡ τ[ιμὴ] ἡτοίμασται καὶ ἐγγέγραπται ταῖς

ψ[υχαῖς] τῶν ἀποθανόντων εὐσεβῶνmiddot

4 καὶ χαιρήσονται καὶ οὐ μὴ ἀπόλωνται τὰ πνεύματα αὐτῶν οὐδὲ τὸ

μνημόσυνον ἀπὸ προσώπου τοῦ μεγάλου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν

αἰώνων μὴ οὖν φοβεῖσθε τοὺς ὀνειδισμοὺς αὐτῶν

5 καὶ ὑμεῖς οἱ νεκροὶ τῶν ἁμαρτωλῶν ὅταν ἀποθάνητε ἐροῦσιν ἐφrsquo ὑμῖν

μακάριοι ἁμαρτωλοὶ πάσας τὰς ἡμέρας αὐτῶν ὅσας εἴδοσαν ἐν τῇ ζωῇ

αὐτῶν καὶ ἐνδόξως

6 ἀπεθάνοσαν καὶ κρίσις οὐκ ἐγενήθη ἐν τῇ ζωῇ αὐτῶν

7 αὐτοὶ ὑμεῖς γινώσκετε ὅτι εἰς ᾅδου κατάξουσιν τὰς ψυχὰς ὑμῶν

8 καὶ ἐκεῖ ἔσονται ἐν ἀνάγκῃ μεγάλῃ καὶ ἐν σκότει καὶ ἐν παγίδι καὶ ἐν

φλογὶ καιομένῃ καὶ εἰς κρίσιν μεγάλην εἰσελεύσονται αἱ ψυχαὶ ὑμῶν ἐν

πάσαις ταῖς γενεαῖς τοῦ αἰῶνος οὐαὶ ὑμῖν οὐκ ἔστιν ὑμῖν χαίρειν

9 μὴ γὰρ εἴπητε οἱ δίκαιοι ὅσιοι ὄντες ἐν τῇ ζωῇ τῶν ἡμερῶν τῆς θλίψεως

κόπους ἐκοπιάσαμεν καὶ ἀνηλώμεθα καὶ ὀλίγοι ἐγενήθημεν καὶ

ἀντιλήμπτορα οὐχ εὑρήκαμενmiddot

10 συντετριμμένοι καὶ ἀπολώλαμεν καὶ ἀπηλπίσμεθα καὶ μηκέτι εἰδέναι

σωτηρίαν ἡμέραν ἐξ ἡμέρας

11 ἠλπίσαμεν γενέσθαι κεφαλή ἐγενήθημεν κέρ[κοςmiddot ἐκο]πιάσαμεν

ἐργαζόμενοι καὶ τῶν ὀψωνίων οὐ κεκυριεύκαμεν ἐγενήθημεν κατάβρωμα

ἁμαρτωλῶν [οἱ ἄνο]μοι ἐβάρυναν ἐφrsquo ἡμᾶς τὸν ζυγόν

12 οἳ κυριεύουσιν οἱ ἐχθροὶ ἡμῶν ἐγκεντρίζουσιν ἡμᾶς καὶ περικλείουσιν

ἡμᾶςmiddot ἐζητήσαμεν πο[ῦ φύγωμεν] ἀπrsquo αὐτῶν ὅπως ἀναψύχ[ωμεν] three

lines are lost

14 ἐκράξαμεν ἐπὶ τοὺς καταβάλλοντας καὶ βιαζομένους ἡμᾶς καὶ τὰς

ἐντεύξεις ἡμῶν οὐκ ἀπεδέξαντο οὐδὲ ἐβούλοντο ἐπακοῦσαι τῆς φωνῆς

ἡμῶν

15 καὶ οὐκ ἀντελαμβάνοντο ἡμῶν οὐχ εὑρόντες κατὰ τῶν βιαζομένων καὶ

κατεσθόντων ἡμᾶς ἀλλὰ στερεοῦσιν αὐτοὺς ἐφrsquo ἡμᾶςmiddot ἀπέκτειναν ἡμᾶς

καὶ εἰς ὀλίγους ἤγαγον καὶ οὐχ ὑποδεικνύουσιν περὶ τῶν πεφονευμένων

ἡμῶν καὶ οὐκ ἀναμιμνήσκουσιν περὶ τῶν ἁμαρτωλῶν αὐτῶν τὰς

ἁμαρτίας αὐτῶν

XCVII

1 ὀμνύω ὑμῖν ὅτι οἱ ἄγγελοι ἐν τῷ οὐρανῷ ἀναμιμνήσκουσιν [ὑμῶν] εἰς

ἀγαθὸν ἐνώπιον τῆς δόξης τοῦ μεγάλου

2 θαρσεῖτε δὴ ὅτι ἐπαλαιώθητε ἐν τοῖς κακοῖς καὶ ἐν ταῖς θλίψεσινmiddot ὡσεὶ

φωστῆρες τοῦ οὐρανοῦ ἀναλάμψετε καὶ φανεῖτε αἱ θυρίδες τοῦ οὐρανοῦ

ἀνοιχθήσονται ὑμῖν

3ndash4 καὶ ἡ κραυγὴ ὑμῶν ἀκουσθήσεται καὶ ἡ κρίσις ὑμῶν ἣν κράζετε καὶ

φανεῖται ἐφrsquo ὅσα συλλαβήσεται ὑμῖν περὶ τῆς θλίψεως ὑμῶν καὶ ἐκ

πάντων ὅστις μετέσχεν τῶν βιαζομένων καὶ κατεσθόντων ὑμᾶς

5 [μὴ φοβεῖσθε] τὰ κακὰ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως τῆς μεγάλης καὶ οὐ μὴ

εὑρεθῆτε ὡς οἱ ἁμαρτωλοί [ἀλλrsquo ὑμεῖς οἱ ἁμαρτωλοὶ] σκυλήσεσθε καὶ

κρίσις αἰώνιος ἐξ ὑμῶν ἔσται εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν αἰώνων

6 μὴ φοβεῖσθε οἱ δίκαιοι ὅταν ἴδητε τοὺς ἁμαρτωλοὺς κατισχύοντας καὶ

εὐοδουμένους καὶ μὴ μέτοχοι αὐτῶν γίνεσθε ἀλλὰ μακρὰν ἀπέχεσθε ἀπὸ

πάντων τῶν ἀδικημάτων αὐτῶν

7 μὴ γὰρ εἴπητε οἱ ἁμαρτωλοὶ [ὅτι] οὐ μὴ ἐκζητηθῶσιν αἱ ἁμαρτίαι ὑμῶν

33

[ἐξ] ἡμερῶν

8 καὶ νῦν ἀποδεικνύω ὑμῖν ὅτι φῶς καὶ σκότος ἡμέρα καὶ νὺξ

ἐποπτεύουσιν τὰς ἁμαρτίας ὑμῶν πάσας

9 μὴ πλανᾶσθε τῇ καρδίᾳ ὑμῶν μηδὲ ψεύδεσθε μηδὲ ἐξαλλοιώσητε τοὺς

λόγους τῆς ἀληθείας μηδὲ καταψεύδεσθε τῶν [λόγων τοῦ] ἁγίου καὶ μὴ

δότε ἔπαινον ταῖς [εἰκόσιν ὑ]μῶνmiddot οὐ γὰρ εἰς δικαίωμα εἰσάγ[ουσιν πάντα

τὰ ψεύδ]η καὶ πᾶσα [ἡ πλάνη] Two lines are lost

10 τῆς ἀληθείας ἐξαλλοιοῦσιν καὶ ἀντιγράφουσιν οἱ ἁμαρτωλοὶ καὶ

ἀλλάσσουσιν τοὺς πολλούς καὶ ψεύδονται καὶ πλάσσουσιν πλάσματα

μεγάλα καὶ τὰς γραφὰς ἀναγράφουσιν ἐπὶ τοῖς ὀνόμασιν αὐτῶνmiddot

11 καὶ ὄφελον πάντας τοὺς λόγους μου γράφωσιν ἐπrsquo ἀληθείας ἐπὶ τὰ

ὀνόματα αὐτῶν καὶ μήτε ἀφέλωσιν μήτε ἀλλοιώσωσιν τῶν λόγων τούτων

ἀλλὰ πάντα ἐπrsquo ἀληθείας γράφωσιν ἃ ἐγὼ διαμαρτυροῦμαι αὐτοῖς

12 καὶ πάλιν ἐγὼ γινώσκω μυστήριον δεύτερον ὅτι δικαίοις καὶ ὁσίοις καὶ

φρονίμοις δοθήσονται αἱ βίβλοι μου εἰς χαρὰν ἀληθείας

13 καὶ αὐτοὶ πιστεύσουσιν αὐταῖς καὶ ἐν αὐταῖς χαρήσονται καὶ

ἀγαλλιάσονται πάντες οἱ δίκαιοι μαθεῖν ἐξ αὐτῶν πάσας τὰς ὁδοὺς τῆς

ἀληθείας

CVI

1 μετὰ δὲ χρόνον ἔλαβεν Μαθουσάλεκ τῷ υἱῷ μου γυναῖκα καὶ ἔτεκεν

υἱὸν καὶ ἐκάλεσεν τὸ ὄνομα αὐτοῦ Λάμεχ ἐταπεινώθη ἡ δικαιοσύνη μέχρι

τῆς ἡμέρας ἐκείνης καὶ ὅτε εἰς ἡλικίαν ἐπῆλθεν ἔλαβεν αὐτῷ γυναῖκα καὶ

ἔτεκεν αὐτῷ παιδίον

2 καὶ ὅτε ἐγεννήθη τὸ παιδίον ἦν τὸ σῶμα λευκότερον χιόνος καὶ

πυρρότερον ῥόδου τὸ τρίχωμα πᾶν λευκὸν καὶ ὡς ἔρια λευκὰ καὶ οὖλον

καὶ ἔνδοξον καὶ ὅτε ἀνέῳξεν τοὺς ὀφθαλμούς ἔλαμψεν ἡ οἰκία ὡσεὶ

ἥλιος

3 καὶ ἀνέστη ἐκ τῶν χειρῶν τῆς μαίας καὶ ἀνέῳξεν τὸ στόμα καὶ

εὐλόγησεν τῷ κυρίῳmiddot

4 καὶ ἐφοβήθη Λάμεχ ἀπrsquo αὐτοῦ καὶ ἔφυγεν καὶ ἦλθεν πρὸς Μαθουσάλεκ

τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ

5 τέκνον ἐγεννήθη μου ἀλλοῖον οὐχ ὅμοιον τοῖς ἀνθρώποις ἀλλὰ τοῖς

τέκνοις τῶν ἀγγέλων τοῦ οὐρανοῦ καὶ ὁ τύπος ἀλλοιότερος οὐχ ὅμοιος

ἡμῖνmiddot τὰ ὄμματά ἐστιν ὡς ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου καὶ ἔνδοξον τὸ πρόσωπονmiddot

6 καὶ ὑπολαμβάνω ὅτι οὐκ ἔστιν ἐξ ἐμοῦ ἀλλὰ ἐξ ἀγγέλου καὶ

εὐλαβοῦμαι αὐτὸν μήποτέ τι ἔσται ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ ἐν τῇ γῇ

7 καὶ παραιτοῦμαι π[άτερ καὶ] δέομαι βάδισον πρὸς Ἑνὼ[χ τὸν πατέρα

ἡμῶν καὶ ἐρώτησον] Two lines are lost

8 [ἦλθ]εν πρὸς ἐμὲ εἰς τὰ τέρματα τῆς γῆς οὗ [εἶδ]εν τότε εἶναι με καὶ

εἶπέν μοι πάτερ [μου] ἐπάκουσον τῆς φωνῆς μου καὶ ἧκε [πρὸς] ἐμέ καὶ

ἤκουσα τὴν φωνὴν αὐτοῦ καὶ ἦλθον πρὸς αὐτὸν καὶ εἶπα ἰδοὺ πάρειμι

τέκνονmiddot διὰ τί ἐλήλυθας πρὸς ἐμέ τέκνον

9 καὶ ἀπεκρίθη λέγων διrsquo ἀνάγκην μεγάλην ἦλθον ὧδε πάτερmiddot

10 καὶ νῦν ἐγεννήθη τέκνον Λάμεχ τῷ υἱῷ μου καὶ ὁ τύπος αὐτοῦ καὶ ἡ

εἰκὼν αὐτοῦ laquoοὐχ ὅμοιος ἀνθρώποις καὶ τὸ χρῶμα αὐτοῦraquo λευκότερον

χιόνος καὶ πυρρότερον ῥόδου καὶ τὸ τρίχωμα τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ

λευκότερον ἐρίων λευκῶν καὶ τὰ ὄμματα αὐτοῦ ἀφόμοια ταῖς τοῦ ἡλίου

ἀκτῖσιν

11 καὶ ἀνέστη ἀπὸ τῶν τῆς μαίας χειρῶν καὶ ἀνοίξας τὸ στόμα εὐλόγησεν

τὸν κύριον τοῦ αἰῶνοςmiddot

34

12 καὶ ἐφοβήθη ὁ υἱός μου Λάμεχ καὶ ἔφυγεν πρὸς ἐμέ καὶ οὐ πιστεύει ὅτι

υἱὸς αὐτοῦ ἐστιν ἀλλὰ ὅτι ἐξ ἀγγέλων one or two lines omitted τὴν

ἀκρίβειαν ἣν ἔχεις () καὶ τὴν ἀλήθειαν

13 τότε ἀπεκρίθην λέγων ἀνακαινίσει ὁ κύριος πρόσταγμα ἐπὶ τῆς γῆς

καὶ τὸν αὐτὸν τρόπον τέκνον τεθέαμαι καὶ ἐσήμανά σοιmiddot ἐν γὰρ τῇ γενεᾷ

Ἰάρεδ τοῦ πατρός μου παρέβησαν τὸν λόγον κυρίου ἀπὸ τῆς διαθήκης τοῦ

οὐρανοῦ

14 καὶ ἰδοὺ ἁμαρτάνουσιν καὶ παραβαίνουσιν τὸ ἔθος καὶ μετὰ γυναικῶν

συγγίνονται καὶ μετrsquo αὐτῶν ἁμαρτάνουσιν καὶ ἔγημαν ἐξ αὐτῶν

[καὶ τίκτουσιν οὐχ ὁμοίους πνεύμασιν ἀλλὰ σαρκίνους]middot

15 καὶ ἔσται ὀργὴ μεγάλη ἐπὶ τῆς γῆς καὶ κατακλυσμός καὶ ἔσται

ἀπώλεια μεγάλη ἐπὶ ἐνιαυτὸν ἕναmiddot

16 καὶ τόδε τὸ παιδίον τὸ γεννηθὲν καταλειφθήσεται καὶ τρία αὐτοῦ

τέκνα σωθήσεται ἀποθανόντων τῶν ἐπὶ τῆς γῆςmiddot

17b καὶ πραϋνεῖ τὴν γῆν ἀπὸ τῆς οὔσης ἐν αὐτῇ φθορᾶς

18 καὶ νῦν λέγε Λάμεχ ὅτι τέκνον σού ἐστιν δικαίως καὶ ὁσίως [καὶ]

κάλεσον αὐτοῦ τὸ ὄνομα [Νῶε]middot αὐτὸς γὰρ ἔσται ὑμῶν κατάλειμμα ἐφrsquo οὗ

ἂν καταπαύσητε καὶ laquoοἱraquo υἱοὶ αὐτοῦ ἀπὸ τῆς φθορᾶς τῆς γῆς καὶ ἀπὸ

πάντων τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ ἀπὸ πασῶν τῶν συντελειῶν ἐπὶ τῆς γῆς

Four lines are lost

19 ὑπέδειξέν μοι καὶ ἐμήνυσεν καὶ ἐν ταῖς πλαξὶν τοῦ οὐρανοῦ ἀνέγνων

αὐτά

CVII

1 τότε τεθέαμαι τὰ ἐγγεγραμμένα ἐπrsquo αὐτῶν ὅτι γενεὰ γενεᾶς κακ[ίων

ἔσται] καὶ εἶδον τόδε μέχρις τοῦ ἀνας[τῆναι] γενεὰν δικαιοσύνης καὶ ἡ

κακία ἀπολεῖται καὶ ἡ ἁμαρτία ἀλλάξει ἀπὸ τῆς γῆς καὶ τὰ ἀγαθὰ ἥξει ἐπὶ

τῆς γῆς ἐπrsquo αὐτούς

2 καὶ νῦν ἀπότρεχε τέκνον καὶ σήμανον Λάμεχ τῷ υἱῷ σου ὅτι τὸ παιδίον

τοῦτο τὸ γεννηθὲν τέκνον αὐτοῦ ἐστιν δικαίως καὶ οὐ ψευδῶς

3 καὶ ὅτε ἤκουσεν Μαθουσάλεκ τοὺς λόγους Ἑνὼχ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ

μυστηριακῶς γὰρ ἐδήλωσεν αὐτῷ [ἐπέστρεψεν καὶ ἐδήλωσεν αὐτῷ] καὶ

ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτοῦ Νῶε εὐφραίνων τὴν γῆν ἀπὸ τῆς ἀπωλείας

Liber Enoch

Apocalypsis Henochi Graece

(recensio ap Syncellum)

(ed M Black)

Pseudepigrapha veteris testamenti Graece 3

Leiden Brill 1970 pp 21ndash26 29ndash30 32ndash33 37

VI

ἐκ τοῦ πρώτου βιβλίου Ἐνὼχ περὶ τῶν ἐγρηγόρων

1 καὶ ἐγένετο ὅτε ἐπληθύνθησαν οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων ἐγεννήθησαν

αὐτοῖς θυγατέρες ὡραῖαι

2 καὶ ἐπεθύμησαν αὐτὰς οἱ ἐγρήγοροι καὶ ἀπεπλανήθησαν ὀπίσω αὐτῶν

καὶ εἶπον πρὸς ἀλλήλους ἐκλεξώμεθα ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ τῶν

θυγατέρων τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς

3 καὶ εἶπε Σεμιαζᾶς ὁ ἄρχων αὐτῶν πρὸς αὐτούς φοβοῦμαι μὴ οὐ

θελήσητε (Go θελήσετε) ποιῆσαι τὸ πρᾶγμα τοῦτο καὶ ἔσομαι ἐγὼ μόνος

ὀφειλέτης ἁμαρτίας μεγάλης

4 καὶ ἀπεκρίθησαν αὐτῷ πάντες καὶ εἶπον ὀμόσωμεν ἅπαντες ὅρκῳ καὶ

ἀναθεματίσωμεν ἀλλήλους τοῦ μὴ ἀποστρέψαι τὴν γνώμην ταύτην

35

μέχρις οὗ ἀποτελέσωμεν αὐτήν

5 τότε πάντες ὤμοσαν ὁμοῦ καὶ ἀνεθεμάτισαν ἀλλήλους

6 ἦσαν δὲ οὗτοι διακόσιοι οἱ καταβάντες ἐν ταῖς ἡμέραις Ἰάρεδ εἰς τὴν

κορυφὴν τοῦ Ἑρμονιεὶμ (Go κορυφὴν Ἑρμὼν) ὄρους καὶ ἐκάλεσαν τὸ ὄρος

Ἑρμώμ καθότι ὤμοσαν (Go ομοσαν) καὶ ἀνεθεμάτισαν ἀλλήλους ἐν αὐτῷ

7 καὶ ταῦτα τὰ ὀνόματα τῶν ἀρχόντων αὐτῶν αacute Σεμιαζᾶς ὁ ἄρχων

αὐτῶν βacute Ἀταρκούφ γacute Ἀρακιήλ δacute Χωβαβιήλ εacute Ὀραμμαμή Ϛacute Ῥαμιήλ ζacute

Σαμψίχ ηacute Ζακιήλ θacute Βαλκιήλ ιacute Ἀζαλζήλ ιαacute Φαρμαρός ιβacute Ἀμαριήλ ιγacute

Ἀναγημάς ιδacute Θαυσαήλ ιεacute Σαμιήλ ιϚacute Σαρινᾶς ιζacute Εὐμιήλ (Par gr 1711 ὁ

Εὐμιήλ) ιηacute Τυριήλ ιθacute Ἰουμιήλ κacute Σαριήλ

VII

1 Οὗτοι καὶ οἱ λοιποὶ πάντες ἐν τῷ χιλιοστῷ ἑκατοστῷ ἑβδομηκοστῷ ἔτει

τοῦ κόσμου ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας καὶ ἤρξαντο μιαίνεσθαι ἐν αὐταῖς

ἕως τοῦ κατακλυσμοῦ καὶ ἔτεκον αὐτοῖς γένη τρίαmiddot πρῶτον γίγαντας

μεγάλους

2 οἱ δὲ γίγαντες ἐτέκνωσαν Ναφηλείμ καὶ τοῖς Ναφηλεὶμ ἐγεννήθησαν

Ἐλιούδ καὶ ἦσαν αὐξανόμενοι κατὰ τὴν μεγαλειότητα αὐτῶν καὶ

ἐδίδαξαν ἑαυτοὺς καὶ τὰς γυναῖκας ἑαυτῶν φαρμακείας καὶ ἐπαοιδίας

VIII

1 Πρῶτος Ἀζαὴλ ὁ δέκατος τῶν ἀρχόντων ἐδίδαξε ποιεῖν μαχαίρας καὶ

θώρακας καὶ πᾶν σκεῦος πολεμικόν καὶ τὰ μέταλλα τῆς γῆς καὶ τὸ

χρυσίον πῶς ἐργάσωνται καὶ ποιήσωσιν αὐτὰ κόσμια ταῖς γυναιξί καὶ τὸν

ἄργυρον ἔδειξε δὲ αὐτοῖς καὶ τὸ στίλβειν καὶ τὸ καλλωπίζειν καὶ τοὺς

ἐκλεκτοὺς λίθους καὶ τὰ βαφικάmiddot καὶ ἐποίησαν ἑαυτοῖς οἱ υἱοὶ τῶν

ἀνθρώπων καὶ ταῖς θυγατράσιν αὐτῶν καὶ παρέβησαν καὶ ἐπλάνησαν

τοὺς ἁγίους

2 καὶ ἐγένετο ἀσέβεια πολλὴ ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἠφάνισαν τὰς ὁδοὺς αὐτῶν

3 ἔτι δὲ καὶ ὁ πρώταρχος αὐτῶν Σεμιαζᾶς ἐδίδαξεν εἶναι ὀργὰς κατὰ τοῦ

νοός καὶ ῥίζας βοτανῶν τῆς γῆς ὁ δὲ ἑνδέκατος Φαρμαρὸς ἐδίδαξε

φαρμακείας ἐπαοιδίας σοφίας καὶ ἐπαοιδῶν λυτήριαmiddot ὁ ἔνατος ἐδίδαξεν

ἀστροσκοπίανmiddot ὁ δὲ τέταρτος ἐδίδαξεν ἀστρολογίανmiddot ὁ δὲ ὄγδοος ἐδίδαξεν

ἀεροσκοπίανmiddot ὁ δὲ τρίτος ἐδίδαξε τὰ σημεῖα τῆς γῆςmiddot ὁ δὲ ἕβδομος ἐδίδαξε

τὰ σημεῖα τοῦ ἡλίουmiddot ὁ δὲ εἰκοστὸς ἐδίδαξε τὰ σημεῖα τῆς σελήνηςmiddot πάντες

οὗτοι ἤρξαντο ἀνακαλύπτειν τὰ μυστήρια ταῖς γυναιξὶν αὐτῶν καὶ τοῖς

τέκνοις αὐτῶν μετὰ δὲ ταῦτα ἤρξαντο οἱ γίγαντες κατεσθίειν τὰς σάρκας

τῶν ἀνθρώπων

4 καὶ ἤρξαντο οἱ ἄνθρωποι ἐλαττοῦσθαι ἐπὶ τῆς γῆς

VIII col I

4 οἱ δὲ λοιποὶ ἐβόησαν εἰς τὸν οὐρανὸν περὶ τῆς κακώσεως αὐτῶν

λέγοντες εἰσενεχθῆναι τὸ μνημόσυνον αὐτῶν ἐνώπιον κυρίου

VIII col II

4 Τότε ἐβόησαν οἱ ἄνθρωποι εἰς τὸν οὐρανὸν λέγοντες Εἰσαγάγετε τὴν

κρίσιν ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον καὶ τὴν ἀπώλειαν ἡμῶν ἐνώπιον τῆς δόξης

τῆς μεγάλης ἐνώπιον τοῦ κυρίου τῶν κυρίων πάντων τῇ μεγαλωσύνῃ

IX col I

1 Καὶ ἀκούσαντες οἱ τέσσαρες μεγάλοι ἀρχάγγελοι Μιχαὴλ καὶ Οὐριὴλ

καὶ Ῥαφαὴλ καὶ Γαβριὴλ (καὶ Par gr 1711) παρέκυψαν ἐπὶ τὴν γῆν ἐκ τῶν

ἁγίων τοῦ οὐρανοῦ

2 καὶ θεασάμενοι αἷμα πολὺ ἐκκεχυμένον ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πᾶσαν ἀσέβειαν

καὶ ἀνομίαν γενομένην ἐπrsquo αὐτῆς

36

3 εἰσελθόντες εἶπον πρὸς ἀλλήλους ὅτι Τὰ πνεύματα καὶ αἱ ψυχαὶ τῶν

ἀνθρώπων στενάζουσιν ἐντυγχάνοντα καὶ λέγοντα ὅτι Εἰσαγάγετε τὴν

κρίσιν ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον καὶ τὴν ἀπώλειαν ἡμῶν ἐνώπιον τῆς δόξης

τῆς μεγαλωσύνης ἐνώπιον τοῦ κυρίου τῶν κυρίων πάντων τῇ

μεγαλωσύνῃ

4 καὶ εἶπον τῷ κυρίῳ τῶν αἰώνων Σὺ εἶ ὁ θεὸς τῶν θεῶν καὶ κύριος τῶν

κυρίων καὶ ὁ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ θεὸς τῶν αἰώνων καὶ ὁ

θρόνος τῆς δόξης σου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν αἰώνων καὶ τὸ ὄνομά σου

ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

IX col II

1 Καὶ ἀκούσαντες οἱ τέσσαρες μεγάλοι ἀρχάγγελοι Μιχαὴλ καὶ Οὐριὴλ

καὶ Ῥαφαὴλ καὶ Γαβριὴλ παρέκυψαν (= οἱ ltδgt Par gr 1711) ἐπὶ τὴν γῆν ἐκ

τῶν ἁγίων τοῦ οὐρανοῦ

2 καὶ θεασάμενοι αἷμα πολὺ ἐκκεχυμένον ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πᾶσαν ἀνομίαν

καὶ ἀσέβειαν γινομένην ἐπrsquo αὐτῆς

3 εἰσελθόντες εἶπον πρὸς ἀλλήλους ὅτι Τὰ πνεύματα καὶ αἱ ψυχαὶ τῶν

ἀνθρώπων ἐντυγχάνουσι στενάζοντα καὶ λέγοντα Εἰσαγάγετε τὴν δέησιν

ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον

4 καὶ προσελθόντες οἱ τέσσαρες ἀρχάγγελοι εἶπον τῷ κυρίῳ Σὺ εἶ ὁ θεὸς

τῶν θεῶν καὶ κύριος τῶν κυρίων καὶ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ θεὸς

τῶν ἀνθρώπων καὶ ὁ θρόνος τῆς δόξης σου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν

αἰώνων καὶ τὸ ὄνομά σου ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

καὶ τὸ ὄνομά σου ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

IX

4 add post αἰῶνας καὶ τὰ ἑξῆς τότε ὁ ὕψιστος ἐκέλευσε τοῖς ἁγίοις

ἀρχαγγέλοις καὶ ἔδησαν τοὺς ἐξάρχους αὐτῶν καὶ ἔβαλον (ἔβαλλον Par

gr 1711) αὐτοὺς εἰς τὴν ἄβυσσον ἕως τῆς κρίσεως καὶ τὰ ἑξῆς καὶ ταῦτα

μὲν ὁ Ἐνὼχ μαρτυρεῖ

5 σὺ γὰρ εἶ ὁ ποιήσας τὰ πάντα καὶ πάντων τὴν ἐξουσίαν ἔχων καὶ πάντα

ἐνώπιόν σου φανερὰ καὶ ἀκάλυπταmiddot καὶ πάντα ὁρᾷς καὶ οὐκ ἔστιν ὃ

κρυβῆναί σε δύναται

6 ὁρᾷς ὅσα ἐποίησεν Ἀζαὴλ καὶ (om Par gr 1711) ὅσα εἰσήνεγκεν (add

καὶ Par gr 1711) ὅσα ἐδίδαξεν ἀδικίας καὶ ἁμαρτίας ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πάντα

δόλον ἐπὶ τῆς ξηρᾶς ἐδίδαξε γὰρ τὰ μυστήρια καὶ ἀπεκάλυψε τῷ αἰῶνι τὰ

ἐν οὐρανῷ ἐπιτηδεύουσιν δὲ τὰ ἐπιτηδεύματα αὐτοῦ εἰδέναι τὰ μυστήρια

οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων

7 τῷ Σεμιαζᾷ τὴν ἐξουσίαν ἔδωκας ἔχειν τῶν σὺν αὐτῷ ἅμα ὄντων

8 καὶ ἐπορεύθησαν πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς καὶ

συνεκοιμήθησαν μετrsquo αὐτῶν καὶ ἐν ταῖς θηλείαις ἐμιάνθησαν καὶ

ἐδήλωσαν αὐταῖς πάσας τὰς ἁμαρτίας καὶ ἐδίδαξαν αὐτὰς μίσητρα

(μίσιτρα Par gr 1711) ποιεῖν

9 καὶ νῦν ἰδοὺ αἱ θυγατέρες τῶν ἀνθρώπων ἔτεκον ἐξ αὐτῶν υἱοὺς

γίγανταςmiddot κίβδηλα ἐπὶ τῆς (om Go) γῆς τῶν ἀνθρώπων ἐκκέχυται καὶ ὅλη

ἡ γῆ ἐπλήσθη ἀδικίας

10 καὶ νῦν ἰδοὺ τὰ πνεύματα τῶν ψυχῶν τῶν ἀποθανόντων ἀνθρώπων

ἐντυγχάνουσιν καὶ μέχρι τῶν πυλῶν τοῦ οὐρανοῦ ἀνέβη ὁ στεναγμὸς

αὐτῶν καὶ οὐ δύναται ἐξελθεῖν ἀπὸ προσώπου τῶν ἐπὶ τῆς γῆς γινομένων

ἀδικημάτων

11 καὶ σὺ αὐτὰ οἶδας πρὸ τῶν (τοῦ recte Par gr 1711) αὐτὰ γενέσθαι καὶ

ὁρᾷς αὐτοὺς καὶ ἐᾷς αὐτούς καὶ οὐδὲν λέγεις τί δεῖ ποιῆσαι αὐτοὺς (om

37

Go) περὶ τούτου

X

1 Τότε ὁ ὕψιστος εἶπε καὶ ὁ ἅγιος ὁ μέγας ἐλάλησε καὶ ἔπεμψε τὸν Οὐριὴλ

πρὸς τὸν υἱὸν (Go τοῦ) Λάμεχ λέγων

2 Πορεύου πρὸς τὸν Νῶε καὶ εἶπον αὐτῷ τῷ ἐμῷ ὀνόματι Κρύψον σεαυτόν

καὶ δήλωσον αὐτῷ τέλος ἐπερχόμενον ὅτι ἡ γῆ ἀπόλλυται πᾶσαmiddot καὶ εἶπον

αὐτῷ ὅτι κατακλυσμὸς μέλλει γίνεσθαι πάσης τῆς γῆς ἀπολέσαι πάντα

ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς

3 δίδαξον τὸν δίκαιον τί ποιήσει τὸν υἱὸν Λάμεχ καὶ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ εἰς

ζωὴν συντηρήσει καὶ ἐκφεύξεται διrsquo αἰῶνος καὶ ἐξ αὐτοῦ φυτευθήσεται

φύτευμα καὶ σταθήσεται πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

4 Καὶ τῷ Ῥαφαὴλ εἶπε Πορεύου Ῥαφαήλ καὶ δῆσον τὸν Ἀζαήλmiddot χερσὶ καὶ

ποσὶ συμπόδισον αὐτόν καὶ ἔμβαλε αὐτὸν εἰς τὸ σκότος καὶ ἄνοιξον τὴν

ἔρημον τὴν οὖσαν ἐν τῇ ἐρήμῳ Δουδαήλ καὶ ἐκεῖ πορευθεὶς βάλε αὐτόν

5 καὶ ὑπόθες αὐτῷ λίθους ὀξεῖς καὶ (om Go) λίθους τραχεῖς καὶ

ἐπικάλυψον αὐτῷ σκότος καὶ οἰκησάτω ἐκεῖ εἰς τὸν αἰῶνα καὶ τὴν ὄψιν

αὐτοῦ πώμασον καὶ φῶς μὴ θεωρείτωmiddot

6 καὶ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως ἀπαχθήσεται εἰς τὸν ἐμπυρισμὸν τοῦ

πυρός

7 καὶ ἴασαι τὴν γῆν ἣν ἠφάνισαν οἱ ἐγρήγοροι καὶ τὴν ἴασιν τῆς πληγῆς

δήλωσον ἵνα ἰάσωνται τὴν πληγὴν καὶ μὴ ἀπόλωνται πάντες οἱ υἱοὶ τῶν

ἀνθρώπων ἐν τῷ μυστηρίῳ ὃ εἶπον οἱ ἐγρήγοροι καὶ ἐδίδαξαν τοὺς υἱοὺς

τῶν ἀνθρώπων

8 καὶ ἠρημώθη πᾶσα ἡ γῆ ἐν τοῖς ἔργοις τῆς διδασκαλίας Ἀζαήλmiddot καὶ ἐπrsquo

αὐτῇ γράψον πάσας τὰς ἁμαρτίας

9 Καὶ τῷ Γαβριὴλ εἶπε Πορεύου Γαβριήλ ἐπὶ τοὺς γίγαντας ἐπὶ τοὺς

κιβδήλους ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς πορνείας καὶ ἀπόλεσαν τοὺς υἱοὺς τῶν

ἐγρηγόρων ἀπὸ τῶν υἱῶν τῶν ἀνθρώπωνmiddot πέμψον αὐτοὺς εἰς ἀλλήλους ἐξ

αὐτῶν εἰς αὐτούς ἐν πολέμῳ καὶ ἐν ἀπωλείᾳ καὶ μακρότης ἡμερῶν οὐκ

ἔσται αὐτοῖς

10 καὶ πᾶσα ἐρώτησις οὐκ ἔστι τοῖς πατράσιν αὐτῶν ὅτι ἐλπίζουσι ζῆσαι

ζωὴν αἰώνιον καὶ ὅτι ζήσεται ἕκαστος αὐτῶν ἔτη πεντακόσια

11 καὶ τῷ Μιχαὴλ εἶπε Πορεύου Μιχαήλ δῆσον Σεμιαζᾶν καὶ τοὺς ἄλλους

σὺν αὐτῷ τοὺς συμμιγέντας ταῖς θυγατράσι τῶν ἀνθρώπων τοῦ μιανθῆναι

ἐν αὐταῖς ἐν τῇ ἀκαθαρσίᾳ αὐτῶν

12 καὶ ὅταν κατασφαγῶσιν οἱ υἱοὶ αὐτῶν καὶ ἴδωσι τὴν ἀπώλειαν τῶν

ἀγαπητῶν αὐτῶν δῆσον αὐτοὺς ἐπὶ ἑβδομήκοντα γενεὰς εἰς τὰς νάπας

τῆς γῆς μέχρι ἡμέρας κρίσεως αὐτῶν μέχρι ἡμέρας τελειώσεως τελεσμοῦ

ἕως συντελεσθῇ κρίμα τοῦ αἰῶνος τῶν αἰώνων

13 τότε ἀπενεχθήσονται εἰς τὸ χάος τοῦ πυρὸς καὶ εἰς τὴν βάσανον καὶ εἰς

τὸ δεσμωτήριον τῆς συγκλείσεως τοῦ αἰῶνος

14 καὶ ὃς ἂν κατακρίθῃ καὶ ἀφανισθῇ ἀπὸ τοῦ νῦν μετrsquo αὐτῶν δεθήσεται

(δεηθήσεται recte Par gr 1711) μέχρι τελειώσεως γενεᾶς αὐτῶν

περὶ δὲ τοῦ ὄρους ἐν ᾧ ὤμοσαν καὶ ἀνεθεμέτισαν πρὸς τὸν πλησίον αὐτῶν

ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα οὐ μὴ ἀποστῇ ἀπrsquo αὐτοῦ ψῦχος καὶ χιὼν καὶ πάχνη καὶ

δρόσος οὐ μὴ καταβῇ εἰς αὐτό εἰ μὴ εἰς κατάραν καταβήσεται ἐπrsquo αὐτό

μέχρις ἡμέρας κρίσεως τῆς μεγάλης ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ κατακαυθήσεται

καὶ ταπεινωθήσεται καὶ ἔσται κατακαιόμενον καὶ τηκόμενον ὡς κηρὸς

ἀπὸ πυρός οὕτως κατακαήσεται περὶ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ καὶ νῦν

ἐγὼ λέγω ὑμῖν υἱοῖς ἀνθρώπων Ὀργὴ μεγάλη καθrsquo ὑμῶν laquoκαὶraquo κατὰ τῶν

38

υἱῶν ὑμῶν καὶ οὐ παύσεται ἡ ὀργὴ αὕτη ἀφrsquo ὑμῶν μέχρι καιροῦ σφαγῆς

τῶν υἱῶν ὑμῶν καὶ ἀπολοῦνται οἱ ἀγαπητοὶ ὑμῶν καὶ ἀποθανοῦνται οἱ

ἔντιμοι ὑμῶν ἀπὸ πάσης τῆς γῆς ὅτι πᾶσαι αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς αὐτῶν ἀπὸ

τοῦ νῦν οὐ μὴ ἔσονται πλείω τῶν ἑκατὸν εἴκοσιν ἐτῶν καὶ μὴ δόξητε ἔτι

ζῆσαι ἐπὶ πλείονα ἔτηmiddot οὐ γάρ ἐστιν ἐπrsquo αὐτοῖς πᾶσα ὁδὸς ἐκφεύξεως ἀπὸ

τοῦ νῦν διὰ τὴν ὀργὴν ἣν ὠργίσθη ὑμῖν ὁ βασιλεὺς πάντων τῶν αἰώνωνmiddot

μὴ νομίσητε ὅτι ἐκφεύξεσθε ταῦτα

XV

8 Καὶ νῦν οἱ γίγαντες οἱ γεννηθέντες ἀπὸ πνευμάτων καὶ σαρκὸς

πνεύματα πονηρὰ ἐπὶ τῆς γῆς καλέσουσιν αὐτούς ὅτι ἡ κατοίκησις αὐτῶν

ἔσται ἐπὶ τῆς γῆς

9 πνεύματα πονηρὰ ἔσονται τὰ πνεύματα ἐξεληλυθότα ἀπὸ τοῦ σώματος

τῆς σαρκὸς αὐτῶν διότι ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων ἐγένοντο καὶ ἐκ τῶν ἁγίων

τῶν ἐγρηγόρων ἡ ἀρχὴ τῆς κτίσεως αὐτῶν καὶ ἀρχὴ θεμελίουmiddot πνεύματα

πονηρὰ

10 ἐπὶ τῆς γῆς ἔσονται

11 τὰ πνεύματα τῶν γιγάντων νεμόμενα ἀδικοῦντα ἀφανίζοντα

ἐμπίπτοντα καὶ συμπαλαίοντα καὶ ῥιπτοῦντα ἐπὶ τῆς γῆς καὶ δρόμους

ποιοῦντα καὶ μηδὲν ἐσθίοντα ἀλλrsquo ἀσιτοῦντα καὶ ῥιπτοῦντα καὶ φάσματα

ποιοῦντα καὶ διψῶντα καὶ προσκόπτοντα

12 καὶ ἐξαναστήσονται τὰ πνεύματα ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων καὶ

τῶν γυναικῶν ὅτι ἐξ αὐτῶν ἐξεληλύθασι

XVI

1 Καὶ ἀπὸ ἡμέρας καιροῦ σφαγῆς καὶ ἀπωλείας καὶ θανάτου τῶν

γιγάντων ναφηλείμ οἱ ἰσχυροὶ τῆς γῆς οἱ μεγάλοι ὀνομαστοί τὰ

πνεύματα τὰ ἐκπορευόμενα ἀπὸ τῆς ψυχῆς αὐτῶν ὡς ἐκ τῆς σαρκὸς

ἔσονται ἀφανίζοντα χωρὶς κρίσεωςmiddot οὕτως ἀφανίσουσι μέχρις ἡμέρας τῆς

τελειώσεως ἕως τῆς κρίσεως τῆς μεγάλης ἐν ᾗ (ᾧ Par gr 1711) ὁ αἰὼν ὁ

μέγας τελεσθήσεται

XIX

3 ἀνθρώπων ὡς ἐγὼ εἶδον

XX

2 ὁ εἷς τῶν ἁγίων ὁ ἐπὶ τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ταρτάρου

3 Ῥαφαὴλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων τῶν ἀνθρώπων

4 Ῥαγουήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐκδικῶν τὸν κόσμον τῶν

φωστήρων

5 Μιχαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς ἐπὶ τῶν τοῦ λαοῦ ἀγαθῶν τέτακται

καὶ ἐπὶ τῷ χαῷ

6 Σαριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων οἵτινες ἐπὶ τῷ

πνεύματι ἁμαρτάνουσιν

7 Γαβριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τοῦ παραδείσου καὶ τῶν

δρακόντων καὶ χερουβίν Ῥεμειήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃν ἔταξεν ὁ

θεὸς ἐπὶ τῶν ἀνισταμένων ὀνόματα ζacute ἀρχαγγέλων

XXI

1 Καὶ ἐφώδευσα μέχρι τῆς ἀκατασκευάστου

2 καὶ ἐκεῖ ἐθεασάμην ἔργον φοβερόν ἑώρακα οὔτε οὐρανὸν ἐπάνω οὔτε

γῆν τεθεμελιωμένην ἀλλὰ τόπον ἀκατασκεύαστον καὶ φοβερόν

3 καὶ ἐκεῖ τεθέαμαι ζacute ἀστέρας τοῦ οὐρανοῦ δεδεμένους καὶ ἐριμμένους ἐν

αὐτῷ ὁμοῦ ὁμοίους ὁράσει μεγάλῃ καὶ ἐν πυρὶ καιομένους

4 τότε εἶπον Διὰ ποίαν αἰτίαν ἐπεδέθησαν καὶ διὰ ποίαν αἰτίαν ἐρίφησαν

39

ὧδε

5 καὶ εἶπέν μοι Οὐριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ μετrsquo

ἐμοῦ ὤν - καὶ

αὐτὸς αὐτῶν ἡγεῖτο - καὶ εἶπέν μοι Ἑνώχ περὶ τίνος

ἐρωτᾷς ἢ περὶ τίνος

τὴν ἀλήθειαν φιλοσπευδεῖς

6 οὗτοί εἰσιν τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ οἱ παραβάντες

τὴν ἐπιταγὴν τοῦ

κυρίου καὶ ἐδέθησαν ὧδε μέχρι πληρωθῆναι μύρια ἔτη

τὸν χρόνον τῶν

ἁμαρτημάτων αὐτῶν

7 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον τούτου

φοβερώτερον καὶ τεθέαμαι

ἔργα φοβεράmiddot πῦρ μέγα ἐκεῖ καιόμενον καὶ φλεγόμενον καὶ διακοπὴν

εἶχεν ὁ τόπος ἕως τῆς ἀβύσσου πλήρης στύλων πυρὸς μεγάλων

καταφερομένωνmiddot οὔτε μέτρον οὔτε μέγεθος ἠδυνήθην ἰδεῖν οὔτε εἰκάσαι

8 τότε εἶπον Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος οὗτος καὶ ὡς δεινὸς τῇ ὁράσει

9 τότε ἀπεκρίθη μοι καὶ εἶπεν

Incert

1 παρὰ (Par gr 1711 Go περὶ) δὲ τοῦ ὄρους ἐν ᾧ ὤμοσαν καὶ

ἀνεθεμάτισαν πρὸς τὸν πλησίον αὐτῶν ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα οὐ μὴ ἀποστῇ

ἀπrsquo αὐτοῦ ψῦχος καὶ χιὼν καὶ πάχνη καὶ δρόσος οὐ μὴ καταβῇ εἰς αὐτό εἰ

μὴ εἰς κατάραν καταβήσεται ἐπrsquo (Go εἰς) αὐτό μέχρις ἡμέρας κρίσεως τῆς

μεγάλης

2 ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ κατακαυθήσεται καὶ (Go om) ταπεινωθήσεται καὶ

ἔσται κατακαιόμενον καὶ τηκόμενον ὡς κηρὸς ἀπὸ πυρός οὕτως

κατακαήσεται περὶ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ

3 καὶ νῦν ἐγὼ λέγω ὑμῖν υἱοῖς ἀνθρώπων Ὀργὴ μεγάλη καθrsquo ὑμῶν κατὰ

τῶν υἱῶν ὑμῶνmiddot καὶ οὐ παύσεται ἡ ὀργὴ αὕτη ἀφrsquo ὑμῶν μέχρι καιροῦ

σφαγῆς τῶν υἱῶν ὑμῶν

4 καὶ ἀπολοῦνται οἱ ἀγαπητοὶ ὑμῶν καὶ ἀποθανοῦνται οἱ ἔντιμοι ὑμῶν

ἀπὸ πάσης τῆς γῆς ὅτι πᾶσαι αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς αὐτῶν ἀπὸ τοῦ νῦν οὐ μὴ

ἔσονται πλείω τῶν ἑκατὸν εἴκοσιν ἐτῶν

5 καὶ μὴ δόξητε ἔτι ζῆσαι ἐπὶ πλείονα ἔτηmiddot οὐ γάρ ἐστιν ἐπrsquo αὐτοῖς πᾶσα

ὁδὸς ἐκφεύξεως ἀπὸ τοῦ νῦν διὰ τὴν ὀργὴν ἣν ὠργίσθη ὑμῖν ὁ βασιλεὺς

πάντων τῶν αἰώνωνmiddot μὴ νομίσητε ὅτι ἐκφεύξεσθε ταῦτα

Περί των γιγάντων

καὶ ἦν νωε ἐτῶν πεντακοσίων καὶ ἐγέννησεν νωε τρεῖς υἱούς τὸν σημ τὸν χαμ τὸν

ιαφεθκαὶ ἐγένετο ἡνίκα ἤρξαντο οἱ ἄνθρωποι πολλοὶ γίνεσθαι ἐπὶ τῆς γῆς καὶ θυγατέρες

ἐγενήθησαν αὐτοῖς 2ἰδόντες δὲ οἱ υἱοὶ τοῦ θεοῦ τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων ὅτι καλαί

εἰσιν ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ πασῶν ὧν ἐξελέξαντο 3καὶ εἶπεν κύριος ὁ θεός οὐ

μὴ καταμείνῃ τὸ πνεῦμά μου ἐν τοῖς ἀνθρώποις τούτοις εἰς τὸν αἰῶνα διὰ τὸ εἶναι

αὐτοὺς σάρκας ἔσονται δὲ αἱ ἡμέραι αὐτῶν ἑκατὸν εἴκοσι ἔτη 4οἱ δὲ γίγαντες ἦσαν ἐπὶ

τῆς γῆς ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις καὶ μετ ἐκεῖνο ὡς ἂν εἰσεπορεύοντο οἱ υἱοὶ τοῦ

θεοῦ πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων καὶ ἐγεννῶσαν ἑαυτοῖς ἐκεῖνοι ἦσαν οἱ

γίγαντες οἱ ἀπ αἰῶνος οἱ ἄνθρωποι οἱ ὀνομαστοί

40

Παραθέτουμε ένα επεξηγηματικό κείμενο αναφορικά με τους γίγαντες από την

ιστοσελίδα httpwwwoodegrcom

laquoΕδώ πρόκειται για το θέμα στο οποίο αναφέρθηκε ο Ιησούς Χριστός στο

Ματθαίος κδ΄ 38 για τους προκατακλυσμιαίους ανθρώπους που ΄΄έτρωγαν και

έπιναν και παντρεύονταν΄΄ ώσπου ήρθε ο Κατακλυσμός Επ αυτών υπάρχουν

κάποιες παρατηρήσεις

1η παρατήρηση Το οριστικό άρθρο ΄΄οι΄΄ δείχνει ότι πρόκειται για κάποιους που

ήταν ήδη γνωστοί στους αναγνώστες της Γενέσεως προς τους οποίους απευθύνεται

ο Μωυσής δηλαδή προς τους Ισραηλίτες της εποχής του που λάβαιναν το Νόμο

2η παρατήρηση Το ότι ΄΄εν ταις ημέραις εκείναις ήσαν΄΄ υπονοεί 1 Είτε ότι δεν

υπήρχαν πλέον οι γίγαντες στη ΄΄γη΄΄ όταν γραφόταν η Γένεση δηλαδή κατά το 1500

πΧ 2 είτε ότι υπήρχαν και τότε

3η παρατήρηση Για ποια ΄΄γη΄΄ μιλάει 1 Είτε για τη συγκεκριμένη γη στην οποία

συνέβαιναν τα γεγονότα που αναγράφονται στα γύρω κεφάλαια (τη γη της

Μεσοποταμίας) 2 είτε γενικά για τη γύρω γη στην οποία είχαν επεκταθεί οι γίγαντες

και η φυλή Αδάμ Αυτό όμως δεν έχει σημασία καθώς η αναφορά γίνεται μόνο για

τον καιρό πρό τού Κατακλυσμού Είναι γεγονός όμως ότι στη γη Χαναάν οι

γίγαντες υπήρχαν και μετά από τον Κατακλυσμό

Αυτό φαίνεται στους Αριθμούς 13ιγ΄ 33 ΄΄και εκεί εωράκαμεν τους γίγαντας

(εβραϊκό Νεφιλείμ) και ήμεν ενώπιον αυτών ωσεί ακρίδες αλλά και ούτως ήμεν

ενώπιον αυτών΄΄

Αν αυτό φαίνεται παράξενο σε κάποιους που διδάχτηκαν ότι ο Κατακλυσμός ήταν

παγκόσμιος ας διαβάσουν τη μελέτη μας ΄΄Ήταν ο Κατακλυσμός Παγκόσμιος΄΄

Εκεί θα δουν τις Αγιογραφικές και ιστορικές αποδείξεις ότι επρόκειτο για έναν

τοπικό κατακλυσμό που έπληξε μόνο τη φυλή Αδάμ και μέλη μόνο των γύρω λαών

Επιβίωση από τον Κατακλυσμό

Το ότι οι Νεφιλείμ επεβίωσαν του Κατακλυσμού εξηγείται απλά

Είναι λογικό το ότι η φυλή των γιγάντων Νεφιλείμ δεν έμενε ολόκληρη στην

κοιλάδα της Μεσοποταμίας αλλά κάποιοι απ αυτούς διεσπάρησαν στις γύρω

περιοχές

Η Γένεση στο 7ζ΄ 20 γράφει ότι ο Κατακλυσμός είχε ύψος 15 πήχες (8- 9 μέτρα)

δηλαδή όσο χρειαζόταν για να καλύψει τις ψηλότερες περιοχές της χαμηλής

Μεσοποταμίας Όσοι όμως έμεναν στα ορεινά γύρω από την πληγείσα περιοχή

επεβίωσαν Άλλωστε ο Κατακλυσμός έγινε για τιμωρία της φυλής Αδάμ και όχι των

γύρω λαών όπως φαίνεται στη Γένεση 6ς΄ 5 - 7 όπου η λέξη που χρησιμοποιείται

στο Εβραϊκό κείμενο γι αυτούς με τους οποίους οργίστηκε ο Θεός είναι ΄΄Αδάμ΄΄

Για τους άλλους λαούς η Γένεση στο Εβραϊκό κείμενο χρησιμοποιεί άλλη λέξη

όπως φαίνεται στο Γένεσις 6ς΄ 4 [΄΄οι άνθρωποι (εβραϊκά ΄΄ενός΄΄) οι

ονομαστοί΄΄] και στο Γένεσις 13ιγ΄ 13 [΄΄οι δε άνθρωποι (εβραϊκά ΄΄ενός΄΄) οι εν

Σοδόμοις΄΄]

41

Μια τελευταία παρατήρηση ξεκινάει από το ίδιο εδάφιο της Γένεσης 6ς΄ 4 που λέει

΄΄Οι δε γίγαντες ήσαν επί τής γης εν ταις ημέραις εκείναις και μετ εκείνο ως αν

εισεπορεύοντο οι υιοί τού Θεού προς τας θυγατέρας τών ανθρώπων΄΄

Οι Νεφιλείμ λοιπόν υπήρχαν ακόμη ΄΄και μετά από εκείνο΄΄ το γεγονός που

περιγράφεται δηλαδή και μετά από την αύξηση του πληθυσμού στη

Μεσοποταμία Είναι λάθος να ταυτίζονται κατ ανάγκην οι Νεφιλείμ με τους γιους

των ισχυρών καθώς μια αβίαστη ανάγνωση του κειμένου δεν δείχνει τίποτα τέτοιο

Το μεταβατικό ΄΄δε΄΄ δείχνει ότι γίνεται λόγος για κάποιους άλλους και όχι για

τους γιούς των ισχυρών Οι γιοί των ισχυρών δεν είναι οι Νεφιλείμ αλλά οι ισχυροί

άνδρες της Μεσοποταμίας των άλλων φυλών που ζούσαν κοντά στη φυλή Αδάμ

Ίσως ο σκοπός του χωρίου είναι να δείξει ότι η φυλή των γιγάντων (η οποία

προβλημάτιζε τους Ισραηλίτες τον καιρό που ο Μωυσής έγραφε αυτά τα λόγια) ήταν

μια αρχαία φυλή σύγχρονη της επιμειξίας της φυλής Αδάμ με τους γιούς των

ισχυρών και ότι οι Νεφιλείμ επεβίωσαν ακόμη και μετά από την επιμειξία των

ισχυρών ανδρών της Μεσοποταμίας με τις ΄΄θυγατέρες Αδάμ΄΄ κατά την

προκατακλυσμιαία εποχή

Ίσως ακόμα η αναφορά αυτή να γίνεται για να δείξει ότι ο κατακλυσμός στρεφόταν

ειδικά κατά του λαού Αδάμ και όχι και των γύρω λαών εκ των οποίων

επεβίωσαν και οι Νεφιλείμ

Οι γίγαντες στην εποχή τού Ισραήλ

Σύμφωνα με την Αγία Γραφή η περιοχή στην οποία επεβίωσαν κάποιοι από τη

φυλή των γιγάντων Νεφιλείμ ήταν η Βασάν που ονομάζεται ΄΄γη γιγάντων΄΄

(Δευτερονόμιο γ΄ 13)

Πρόκειται για μία ορεινή περιοχή ανατολικά της Θάλασσας της Γαλιλαίας

κατάλληλη για επιβίωση των λαών της από τον Κατακλυσμό που έπληξε τη

Μεσοποταμία και το λαό Αδάμ (Όπως λέμε ΄΄λαός Ισραήλ΄΄)

Εκεί οι γίγαντες υπήρχαν όχι μόνο μετά από τον Κατακλυσμό αλλά και στις ημέρες

του Αβραάμ όπως φαίνεται στη Γένεση 14ιδ΄ 5 όπου λέει για τον Χοδολλογομόρ

και τους συμμάχους του ότι ΄΄κατέκοψαν τους γίγαντας τους εν Ασταρώθ

Καρναιν΄΄ στη Βασσάν

Και οι κατάσκοποι όμως των ημερών του Μωυσή βρήκαν τους Νεφιλείμ στη

Χαναάν όπως είδαμε στους Αριθμούς 13ιγ΄ 33 όπου μάλιστα ονομάζει τους

γίγαντες ΄΄Νεφιλείμ΄΄ Εκεί έχει μάλιστα και οριστικό άρθρο ΄΄τους Νεφιλείμ΄΄

πράγμα που δείχνει ότι δεν επρόκειτο για παρομοίωση αλλά για το γνωστό λαό

των Νεφιλείμ

Άλλα εδάφια όπως το Δευτερονόμιο 1α΄ 28 αναφερόμενο στο ίδιο γεγονός

ταυτίζει τους Νεφιλείμ με τους Ανακείμ που προφανώς ήταν απόγονοί τους

Με τους Ανακείμ συσχετίζει η Αγία Γραφή όλες τις φυλές γιγάντων που ζούσαν γύρω

από τη Θάλασσα της Γαλιλαίας όπως ήταν οι Ραφαείμ οι Εμμαίοι και οι

42

Ζουμζουμείμ τους οποίους εξολώθρευσαν οι απόγονοι του Λωτ (Δευτερονόμιο 2β΄

10112021)

Οι Ραφαείμ ήταν απόγονοι των Γιγάντων που επεβίωσαν από τον Κατακλυσμό και

δεν ήταν απόγονοι του Νώε καθώς δεν αναφέρονται στη Γένεση 10ι΄ όπου

αναφέρονται οι λαοί που κατάγονται από το Νώε Η σκέψη ότι ίσως να μην

αναφέρονται επειδή είναι πολύ νεώτεροι λαοί δεν ευσταθεί επειδή αναφέρονται στη

Γένεσις 14ιδ΄ 5 σαν λαός από την εποχή του Αβραάμ ακόμα και συνεπώς είναι

αρχαιότεροι λαοί από αυτούς που αναφέρονται ως απόγονοι του Νώε

Μετά από την εγκατάσταση των Ισραηλιτών στη Γη της Επαγγελίας οι υψηλόσωμες

αυτές φυλές εξολωθρεύτηκαν και δεν έμειναν Ανακείμ στο Ισραήλ Μόνο στη Γάζα

στη Γαθ και στην Άζωτο έμειναν αναμεμειγμένοι με τους Φιλισταίους (Ιησούς

Ναυή 11ια΄ 21 22)

Ένας απ αυτούς ήταν και ο Γολιάθ από τη Γαθ που σκοτώθηκε από τον Δαυίδ (Α΄

Σαμουήλ ιζ΄ 4 ΄΄Εξήλθεν Γολιάθ εκ της Γαθ΄΄)

Τον καιρό του Δαυίδ σκοτώθηκαν οι τελευταίοι γίγαντεςraquo1

1 httpwwwoodegrcomoodegenesiskatak1htm

43

Page 26: Η δημιουργία του κόσμου

26

XXV

1 καὶ εἶπέν μοι Ἑνώχ τί ἐρωτᾷς καὶ τί ἐθαύμασας ἐν τῇ ὀσμῇ τοῦ δένδρου

καὶ διὰ τί θέλεις τὴν ἀλήθειαν μαθεῖν

2 τότε ἀπεκρίθην αὐτῷ Περὶ πάντων εἰδέναι θέλω μάλιστα δὲ περὶ τοῦ

δένδρου τούτου σφόδρα

3 καὶ ἀπεκρίθη λέγων Τοῦτο τὸ ὄρος τὸ ὑψηλόν οὗ ἡ κορυφὴ ὁμοία

θρόνου θεοῦ καθέδρα ἐστὶν οὗ καθίζει ὁ μέγας κύριος ὁ ἅγιος τῆς δόξης ὁ

βασιλεὺς τοῦ αἰῶνος ὅταν καταβῇ ἐπισκέψασθαι τὴν γῆν ἐπrsquo ἀγαθῷ

4 καὶ τοῦτο τὸ δένδρον εὐωδίας καὶ οὐδεμία σὰρξ ἐξουσίαν ἔχει ἅψασθαι

αὐτοῦ μέχρι τῆς μεγάλης κρίσεως ἐν ᾗ ἐκδίκησις πάντων καὶ τελείωσις

μέχρις αἰῶνοςmiddot τότε δικαίοις καὶ ὁσίοις δοθήσεται

5 ὁ καρπὸς αὐτοῦ τοῖς ἐκλεκτοῖς εἰς ζωὴν εἰς βορρᾶν καὶ

μεταφυτευθήσεται ἐν τόπῳ ἁγίῳ παρὰ τὸν οἶκον τοῦ θεοῦ βασιλέως τοῦ

αἰῶνος

6 τότε εὐφρανθήσονται εὐφραινόμενοι καὶ χαρήσονται καὶ εἰς τὸ ἅγιον

εἰσελεύσονταιmiddot αἱ ὀσμαὶ αὐτοῦ ἐν τοῖς ὀστέοις αὐτῶν καὶ ζωὴν πλείονα

ζήσονται ἐπὶ γῆς ἣν ἔζησαν οἱ πατέρες σου καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτῶν καὶ

βάσανοι καὶ πληγαὶ καὶ μάστιγες οὐχ ἅψονται αὐτῶν

7 Τότε ηὐλόγησα τὸν θεὸν τῆς δόξης τὸν βασιλέα τοῦ αἰῶνος ὃς

ἡτοίμασεν ἀνθρώποις τὰ τοιαῦτα δικαίοις καὶ αὐτὰ ἔκτισεν καὶ εἶπεν

δοῦναι αὐτοῖς

XXVI

1 Καὶ ἐκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς τὸ μέσον τῆς γῆς καὶ ἴδον τόπον

ηὐλογημένον ἐν ᾧ δένδρα ἔχοντα παραφυάδας μενούσας καὶ βλαστούσας

τοῦ δένδρου ἐκκοπέντος

2 κἀκεῖ τεθέαμαι ὄρος ἅγιονmiddot ὑποκάτω τοῦ ὄρους ὕδωρ ἐξ ἀνατολῶν καὶ

τὴν δύσιν εἶχεν πρὸς νότον

3 καὶ ἴδον πρὸς ἀνατολὰς ἄλλο ὄρος ὑψηλότερον τούτου καὶ ἀνὰ μέσον

αὐτοῦ φάραγγα βαθεῖαν οὐκ ἔχουσαν πλάτος καὶ διrsquo αὐτῆς ὕδωρ

πορεύεται ὑποκάτω ὑπὸ τὸ ὄρος

4 καὶ πρὸς δυσμὰς τούτου ἄλλο ὄρος ταπεινότερον αὐτοῦ καὶ οὐκ ἔχον

ὕψος καὶ φάραγγα βαθεῖαν καὶ ξηρὰν ἀνὰ μέσον αὐτῶν καὶ ἄλλην

φάραγγα βαθεῖαν καὶ ξηρὰν ἐπrsquo ἄκρων τῶν τριῶν ὀρέων

5 καὶ πᾶσαι φάραγγές εἰσιν βαθεῖαι ἐκ πέτρας στερεᾶς καὶ δένδρον οὐκ

ἐφυτεύετο ἐπrsquo αὐτάς

6 καὶ ἐθαύμασα περὶ τῆς φάραγγος καὶ λίαν ἐθαύμασα

XXVII

1 καὶ εἶπον Διὰ τί ἡ γῆ αὕτη ἡ εὐλογημένη καὶ πᾶσα πλήρης δένδρων

αὐτὴ δὲ ἡ φάραγξ κεκατηραμένη ἐστίν

2 γῆ κατάρατος τοῖς κεκατηραμένοις ἐστὶν μέχρι αἰῶνος ὧδε

ἐπισυναχθήσονται πάντες οἱ κεκατηραμένοι οἵτινες ἐροῦσιν τῷ στόματι

αὐτῶν κατὰ Κυρίου φωνὴν ἀπρεπῆ καὶ περὶ τῆς δόξης αὐτοῦ σκληρὰ

λαλήσουσιν ὧδε ἐπισυναχθήσονται καὶ ὧδε ἔσται τὸ οἰκητήριον

3 ἐπrsquo ἐσχάτοις αἰῶσιν ἐν ταῖς ἡμέραις τῆς κρίσεως τῆς ἀληθινῆς ἐναντίον

τῶν δικαίων εἰς τὸν ἅπαντα χρόνον ὧδε εὐλογήσουσιν οἱ ἀσεβεῖς τὸν

κύριον τῆς δόξης τὸν βασιλέα τοῦ αἰῶνοςmiddot

4 ἐν ταῖς ἡμέραις τῆς κρίσεως αὐτῶν εὐλογήσουσιν ἐν ἐλέει ὡς ἐμέρισεν

αὐτοῖς

5 Τότε ηὐλόγησα τὸν κύριον τῆς δόξης καὶ τὴν δόξαν αὐτοῦ ἐδήλωσα καὶ

ὕμνησα μεγαλοπρεπῶς

27

XXVIII

1 Καὶ ἐκεῖθεν ἐπορεύθην εἰς τὸ μέσον Μανδοβαρά καὶ ἴδον αὐτὸ ἔρημονmiddot

καὶ αὐτὸ μόνον

2 πλήρης δένδρων καὶ ἀπὸ τῶν σπερμάτων ὕδωρ ἄνομβρον ἄνωθεν

φερόμενον

3 ὡς ὑδραγωγὸς δαψιλὴς ὡς πρὸς βορρᾶν ἐπὶ δυσμῶν πάντοθεν ἀνάγει

ὕδωρ καὶ δρόσον

XXIX

1 Ἔτι ἐκεῖθεν ἐπορεύθην εἰς ἄλλον τόπον ἐν τῷ Βαβδηρά καὶ πρὸς

ἀνατολὰς τοῦ ὄρους τούτου ᾠχόμην

2 καὶ ἴδον κρίσεως δένδρα πνέοντα ἀρωμάτων λιβάνων καὶ ζμύρνας καὶ

τὰ δένδρα αὐτῶν ὅμοια καρύαις

XXX

1 Καὶ ἐπέκεινα τούτων ᾠχόμην πρὸς ἀνατολὰς μακράν καὶ ἴδον τόπον

ἄλλον μέγαν φάραγγα ὕδατος

2 ἐν ᾧ καὶ δένδρα χρόα ἀρωμάτων ὁμοίων σχίνῳ

3 καὶ τὰ παρὰ τὰ χείλη τῶν φαράγγων τούτων ἴδον κιννάμωμον

ἀρωμάτωνmiddot καὶ ἐπέκεινα τούτων ᾠχόμην πρὸς ἀνατολάς

XXXI

1 καὶ ἴδον ἄλλα ὄρη καὶ ἐν αὐτοῖς ἄλση δένδρων καὶ ἐκπορευόμενον ἐξ

αὐτῶν νέκταρ τὸ καλούμενον σαρρὰν καὶ χαλβάνη

2 καὶ ἐπέκεινα τῶν ὀρέων τούτων ἴδον ἄλλο ὄρος πρὸς ἀνατολὰς τῶν

περάτων τῆς γῆς καὶ πάντα τὰ δένδρα πλήρη ἐξαυτῆς ἐν ὁμοιώματι

ἀμυγδάλων

3 ὅταν τριβῶσινmiddot διὸ εὐωδέστερον ὑπὲρ πάντων τῶν ἀρωμάτων

XXXII

1 εἰς βορρᾶν πρὸς ἀνατολὰς τεθέαμαι ἑπτὰ ὄρη πλήρη νάρδου χρηστοῦ

καὶ σχίνου καὶ κινναμώμου καὶ πιπέρεως

2 Καὶ ἐκεῖθεν ἐφώδευσα ἐπὶ τὰς ἀρχὰς πάντων τῶν ὀρέων τούτων

μακρὰν ἀπέχων πρὸς ἀνατολὰς τῆς γῆς καὶ διέβην ἐπάνω τῆς ἐρυθρᾶς

θαλάσσης καὶ ᾠχόμην ἐπrsquo ἄκρων καὶ ἀπὸ τούτου διέβην ἐπάνω τοῦ

Ζωτιήλ

3 καὶ ἦλθον πρὸς τὸν παράδεισον τῆς δικαιοσύνης καὶ ἴδον μακρόθεν τῶν

δένδρων τούτων δένδρα πλείονα καὶ μεγάλα δύο μὲν ἐκεῖ μεγάλα σφόδρα

καλὰ καὶ ἔνδοξα καὶ μεγαλοπρεπῆ καὶ τὸ δένδρον τῆς φρονήσεως οὗ

ἐσθίουσιν ἅγιοι τοῦ καρποῦ αὐτοῦ καὶ ἐπίστανται φρόνησιν μεγάλην

4 ὅμοιον τὸ δένδρον ἐκεῖνο στροβιλέᾳ τὸ ὕψος τὰ δὲ φύλλα αὐτοῦ κερατίᾳ

ὅμοια ὁ δὲ καρπὸς αὐτοῦ ὡσεὶ βότρυες ἀμπέλου ἱλαροὶ λίαν ἡ δὲ ὀσμὴ

αὐτοῦ διέτρεχεν πόρρω ἀπὸ τοῦ δένδρου

5 τότε εἶπον ὡς καλὸν τὸ δένδρον καὶ ὡς ἐπίχαρι τῇ ὁράσει

6 τότε ἀπεκρίθη Ῥαφαήλ ὁ ἅγιος ἄγγελος ὁ μετrsquo ἐμοῦ ὤν Τοῦτο τὸ

δένδρον φρονήσεως ἐξ οὗ ἔφαγεν ὁ πατήρ σου

LXXXIX

42 Καὶ οἱ κύνες ἤρξαντο κατεσθίειν τὰ πρόβατα καὶ οἱ ὕες καὶ οἱ ἀλώπεκες

κατήσθιον αὐτά μέχρι οὗ ἤγειρεν ὁ κύριος τῶν προβάτων κριὸν ἕνα ἐκ

τῶν προβάτων

43 καὶ ὁ κριὸς οὗτος ἤρξατο κερατίζειν καὶ ἐπιδιώκειν ἐν τοῖς κέρασιν καὶ

ἐνετίνασσεν εἰς τοὺς ἀλώπεκας καὶ μετrsquo αὐτοὺς εἰς τοὺς ὕαςmiddot καὶ

ἀπώλεσεν ὕας πολλούς καὶ μετrsquo αὐτοὺς [ἐλυμήνα]το τοὺς κύνας

44 καὶ τὰ πρόβατα ὧν οἱ ὀφθαλμοὶ ἠνοίγησαν ἐθεάσαντο τὸν κριὸν τὸν ἐν

28

τοῖς προβάτοις ἕως οὗ ἀφῆκεν τὴν ὁδὸν αὐτοῦ καὶ ἤρξατο πορεύεσθαι

ἀνοδίᾳ

45 καὶ ὁ κύριος τῶν προβάτων ἀπέστειλεν τὸν ἄρνα τοῦτον ἐπὶ ἄρνα

ἕτερον τοῦ στῆσαι αὐτὸν εἰς κριὸν ἐν ἀρχῇ τῶν προβάτων ἀντὶ τοῦ κριοῦ

τοῦ ἀφέντος τὴν ὁδὸν αὐτοῦ

46 καὶ ἐπορεύθη πρὸς αὐτὸν καὶ ἐλάλησεν αὐτῷ σιγῇ κατὰ μόνας καὶ

ἤγειρεν αὐτὸν εἰς κριὸν καὶ εἰς ἄρχοντα καὶ εἰς ἡγούμενον τῶν προβάτωνmiddot

καὶ οἱ κύνες ἐπὶ πᾶσιν τούτοις ἔθλιβον τὰ πρόβατα

47 [καὶ] ὁ κριὸς ὁ πρῶτος τὸν κριὸν τὸν δεύτερον ἐπεδίωκεν καὶ ἔφυγεν

ἀπὸ προσώπου αὐτοῦmiddot εἶτrsquo ἐθεώρουν τὸν κριὸν τὸν πρῶτον ἕως οὗ ἔπεσεν

ἔμπροσθεν τῶν κυνῶν

48 καὶ ὁ κριὸς ὁ δεύτερος ἀναπηδήσας ἀφηγήσατο τῶν προβάτων

49 καὶ τὰ πρόβατα ηὐξήθησαν καὶ ἐπληθύνθησανmiddot καὶ πάντες οἱ κύνες καὶ

οἱ ἀλώπεκες ἔφυγον ἀπrsquo αὐτοῦ καὶ ἐφοβοῦντο αὐτόν

XC

1

6 [καὶ ἀναγνωσθής]ονται [πάντες] οἱ λόγοι τῶν ἀνομιῶν ὑμῶν ἐν[ώπιον]

τοῦ μεγάλου ἁγίου κατὰ πρόσωπον ὑμῶνmiddot εἶτrsquo ἀναφελεῖ τὰ πάντα ἔργα τὰ

μετασχόντα ἐν τῇ ἀνομίᾳ

7 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἁμαρτωλοὶ [οἱ] ἐν μέσῳ τῆς θαλάσσης καὶ ἐπὶ τῆς ξηρᾶς

ὄντεςmiddot μνημόσυνον εἰς ὑμᾶς κακόν

8 οὐαὶ ὑμῖν οἱ κτώμενοι χρυσίον καὶ ἀργύριον οὐκ ἀπὸ δικαιοσύνης καὶ

ἐρεῖτε πλούτῳ πεπλουτήκαμεν καὶ τὰ ὑπάρχοντα ἐσχήκαμεν καὶ

κεκτήμεθα

9 καὶ πᾶν ὃ ἐὰν θελήσωμεν ποιήσωμεν ὅτι ἀργύριον τεθησαυρίκαμεν ἐν

τοῖς θησαυροῖς ἡμῶν καὶ ἀγαθὰ πολλὰ ἐν ταῖς οἰκίαις ἡμῶν

10 καὶ ὡς ὕδωρ ἐκχυθήσεται πεπλάνησθε ὅτι οὐ μὴ παραμείνῃ ὁ πλοῦτος

ὑμῶν ἀλλὰ ταχὺ [ἀναπτήσεται] ἀπὸ ὑμῶν ὅτι ἀδίκως πάντα κέκτησθεmiddot

καὶ ὑμεῖς εἰς κατάραν μεγάλην παραδοθήσεσθε

XCI

1 καὶ νῦν ὀμνύω ὑμῖν τοῖς φρονίμοις καὶ οὐχὶ τοῖς ἄφροσι ὅτι πολλὰς

ὄψεσθε ἐπὶ τῆς γῆς ἀνομίαςmiddot

2 ὅτι κάλλος περιθήσονται ἄνδρες ὡς γυναῖκες [καὶ] χρῶμα ὡραῖον ὑπὲρ

παρθένους ἐν βασιλείᾳ καὶ μεγαλωσύνῃ καὶ ἐν ἐξουσίᾳ ἔσονται δὲ

ἀργύριον καὶ χρυσίον [παρrsquo] αὐτοῖς εἰς βρώματα καὶ ἐν ταῖς οἰκίαις αὐτῶν

ὡς ὕδωρ ἐκχυθήσονται

3 [διὰ τὸ μ]ὴ ἐπιστήμην αὐτοὺς μηδὲ φρόνησιν μηδεμίαν [ἔχειν] οὕτω

ἀπολεῖσθε κοινῶς μετὰ πάντων [τῶν] ὑπαρχόντων ὑμῶν [καὶ τῆς] πάσης

δόξης καὶ τῆς τιμῆς [ὑμῶν καὶ] εἰς ἀτιμίαν καὶ ἐρήμωσιν [καὶ σφαγὴν]

μεγάλην τ[ὰ πνεύματα ὑμῶν εἰς τὴν κάμινον τοῦ πυρὸς ἐμβληθήσεται]

Four lines are lost

ἐπὶ τὴν [γῆν οὐκ ἀπεστάλη ἀλλrsquo αὐτὴν οἱ ἄνθρω]ποι ἀφrsquo ἑαυτῶν [ἔκτισαν

καὶ εἰς κατάραν] μεγάλην ἀφίξονται οἱ ποιοῦντες [αὐτήν]

5 καὶ δουλεία (στειρα pap) γυναικὶ οὐκ ἐδόθη ἀλλὰ διὰ τὰ ἔργα τῶν

χειρῶνmiddot ὅτι οὐχ ὡρίσθη δούλην εἶναι δούληνmiddot ἄνωθεν οὐκ ἐδόθη ἀλλὰ ἐκ

καταδυναστείας ἐγένετο ὁ[μοίως] οὐδὲ ἡ ἀνομία ἄνωθεν ἐδόθη ἀλλrsquo ἐκ

παραβάσεως ὁμοίως οὐδὲ στεῖρα γυνὴ ἐκτίσθη ἀλλrsquo ἐξ ἰδίων ἀδικημάτων

ἐπετιμήθη ἀτεκνίᾳ [καὶ] ἄτεκνος ἀποθανεῖται

6 ὀμνύω ὑμῖν ἁμαρτωλοὶ κατὰ τοῦ ἁγίου τοῦ μεγάλου ὅτι τὰ ἔργα ὑμῶν τὰ

πονηρὰ ἔσται ἀνακεκαλυμμένα ἐν τῷ οὐρανῷmiddot οὐκ ἔσται ὑμῖν ἔργον

29

ἀποκεκρυμμένον ἄδικον

7 μὴ ὑπολάβητε τῇ ψυχῇ ὑμῶν μηδὲ ὑπολάβητε τῇ καρδίᾳ ὑμῶν ὅτι οὐ

γινώσκουσιν οὐδὲ βλέπουσιν οὐδὲ τὰ ἀδικήματα ὑμῶν θεωρεῖται οὐδὲ

ἀπογράφεται αὐτὰ ἐνώπιον τοῦ ὑψίστου ἀπὸ τοῦ [νῦν] ἐπιγνῶτε ὅτι

πάντα τὰ ἀδικήματα ὑμῶν ἀπογράφονται ἡμέραν ἐξ [ἡμέρας] μέχρι τῆς

κρίσεως ὑμῶν

9 οὐαὶ ὑμῖν ἄφρονες ὅτι ἀπολεῖσθε διὰ τὴν ἀφροσύνην ὑμῶν καὶ τῶν

[φρονίμων] οὐ μὴ ἀκούσητε καὶ τὰ ἀγαθὰ οὐκ ἀπαντήσει ὑμῖν τὰ δὲ κακὰ

[περιέξει] ὑμᾶς

10 καὶ νῦν γινώσκετε ὅτ[ι ἡτοίμασται] ὑμῖν εἰς ἡμέραν ἀπωλείας [μὴ

ἐλπίζε]τε σωθῆναι ἁμαρτωλοίmiddot ἀπ[ελθόντες] ἀποθάνετε γινώσκοντε[ς ὅτι

ἡτοίμας]ται εἰς ἡμέραν κρίσεως μ[εγάλης καὶ στε]νοχωρίας μείζονος τ[οῖς

πνεύμασιν ὑμῶν]

11 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ σκληροτράχηλοι τῇ καρδίᾳ ποιοῦντες τὸ κα[κὸν καὶ

ἔσθοντες αἷμα πόθ]εν ὑμῖν ἔσο[νται ἀγαθὰ ἵνα φάγητε ] Four lines are

lost

12 [ἔργα τῆ]ς ἀδικίαςmiddot διότι ἐλπίδας κα[λὰς ἔχετε ὑμῖ]ν νῦν γνωστὸν ὑμῖν

ἔστω ὅτι εἰς [χεῖρας τ]ῶν δικαίων παραδοθήσεσθε καὶ ἀποκτενοῦσιν ὑμᾶς

καὶ οὐ μὴ φείσονται ὑμῶν

13 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἐπιχαίροντες τοῖς κακοῖς τῶν δικαίωνmiddot τάφος ὑμῶν οὐ μὴ

ὀρυγῇ

14 οὐαὶ ὑμῖν οἱ βουλόμενοι ἀκυρῶσαι τοὺς λόγους τῶν δικαίωνmiddot οὐ μὴ

γένηται ὑμῖν ἐλπὶς σωτηρίας

15 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ γράφοντες λόγους ψευδεῖς καὶ λόγους πλανήσεωςmiddot αὐτοὶ

γράφουσιν καὶ πολλοὺς ἀποπλανήσουσιν τοῖς ψεύδεσιν αὐτῶνmiddot

16 πλανᾶσθε ὑμεῖς αὐτοὶ καὶ οὐκ ἔστιν ὑμῖν χαίρειν ἀλλὰ ταχέως

ἀπολεῖσθε

XCII

1 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ ποιοῦντες πλανήματα καὶ τοῖς ἔργοις τοῖς ψευδέσιν

λαμβάνοντες τιμὴν καὶ δόξανmiddot ἀπολώλατε οὐκ ἔστιν ὑμῖν σωτηρία εἰς

ἀγαθόν

2 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἐξαλλοιοῦντες τοὺς λόγους τοὺς ἀληθινούς καὶ

διαστρέφοντες τὴν αἰώνιον διαθήκην καὶ λογιζόμενοι ἑαυτοὺς

ἀναμαρτήτουςmiddot ἐν τῇ γῇ καταποθήσονται

3 τότε ἑτοιμάζεσθε οἱ δίκαιοι καὶ προέχεσθε τὰς ἐντεύξεις ὑμῶν εἰς

μνημόσυνον δίδοτε αὐτὰς ἐν διαμαρτυρίᾳ ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων ὅπως

εἰσαγάγωσιν τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἀδίκων ἐνώπιον τοῦ ὑψίστου θεοῦ εἰς

μνημόσυνονmiddot

4 καὶ τότε συν[ταραχ]θήσονται ἐν [ἡμέρ]ᾳ ἀπωλείας τῆς ἀδικίας

5ndash6 ἐν αὐτῷ [τῷ και]ρῷ ἐκείνῳ αἱ τίκτουσαι ἐκβαλοῦσιν καὶ ἐκσπάσουσιν

καὶ ἐγκαταλείψουσιν [τὸ νήπιο]ν βρέφος καὶ αἱ ἐν γαστρὶ ἔχου[σαι

ἐκτρώσο]υσιν καὶ αἱ θηλάζουσαι ῥίψ[ουσιν τὰ τέκ]να αὐτῶν καὶ οὐ μὴ

ἐπι[στρέψου]σιν ἐπὶ τὰ νήπια αὐτῶν οὐ[δὲ ἐπὶ τὰ θηλά]ζοντα οὐδὲ μὴ

φείσονται

7 [καὶ] οἱ γλύφοντες εἰκόνα[ς ἀργυ]ρᾶς καὶ χρυσᾶς ξυλίνας τε [καὶ

λιθίνας] καὶ ὀστρακίνας καὶ λατρεύ[οντες φαν]τάσμασιν καὶ δαιμονίοι[ς

καὶ βδελύγ]μασιν καὶ πνεύμασιν πονη[ροῖς καὶ] πάσαις ταῖς πλάναις οὐ

κατrsquo ἐπι[στήμην] καὶ πᾶν βοήθημα οὐ μὴ εὕρητε [ἀπrsquo] αὐτῶν

8ndash9 καὶ πλανηθήσονται ἐν ἀφροσύνῃ τῆς καρδίας αὐτῶν καὶ τὰ ὁράματα

τῶν ἐνυπνίων καταπλανήσουσιν ὑμᾶς ὑμεῖς καὶ τὰ ἔργα ὑμῶν τὰ ψευδῆ ἃ

30

ἐποιήσατε καὶ ἐλαεργ[ήσατε] καὶ ἐπὶ μιᾶς ἀπολεῖσθε

10ndash12 καὶ τότε μακάριοι πάντες οἱ ἀκούσαντες φρονίμων λόγους καὶ

μαθήσονται αὐτούς ποιῆσαι τὰς ἐντολὰς τοῦ ὑψίστου καὶ πορεύσονται ἐν

ὁδοῖς δικαιοσύνης αὐτοῦ καὶ οὐ μὴ πλανήσουσιν μετὰ τῶν πλανώντων καὶ

σωθήσονται

13 οὐαὶ οἱ οἰκοδομοῦντες τὰς οἰκοδομὰς αὐτῶν οὐκ ἐκ κόπων ἰδίων καὶ ἐκ

λίθων καὶ ἐκ πλίνθων πᾶσαν οἰκοδομὴν ποιεῖτε οἷς οὐκ ἔστιν ὑμῖν χά[ρις]

14 οὐαὶ οἱ ἐξουθενοῦντες τὴν θεμελίωσιν καὶ τὴν κληρονομίαν τῶν

πατέρων αὐτῶν τὴν ἀπrsquo αἰῶνος [ὅτι] διώξεται ὑμᾶς πνεῦμα πλανήσεωςmiddot

οὐκ ἔστιν ὑμῖν ἀναπαῦσαι

15 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ποιοῦντες τὴν ἀ[νομίαν] καὶ ἐπιβοηθοῦντες τῇ ἀδι[κίᾳ

φονεύ]οντες τὸν πλησίον αὐτῶ[ν ἕως τῆς] ἡμέρας τῆς κρίσεως τῆς

[μεγάληςmiddot

16 ]ὅτι τότε ἐκτρίψει τὴν δόξ[αν ὑμῶν] καὶ ἐπεγερεῖ τὸν θυμὸν [αὐτοῦ

καθrsquo] ὑμῶν ἀπολεῖ πάντας ὑ[μᾶς ἐν ῥομ]φαίᾳ καὶ πάντες οἱ δί[καιοι

μνημο]νήσουσιν τὰς ἀδικίας [ὑμῶν]

XCIII

1ndash2 καὶ τότε ἐν ἑνὶ τόπῳ [ῥέῃ τὰ α]ἵμα[τα αὐτῶν καὶ ἄνθρωπο]ς οὐκ

[ἀφέξ]ει τὴν [χεῖρα αὐτοῦ ἀπ]ὸ τοῦ υἱοῦ αὐ[τοῦ οὔτrsquo ἀ]πὸ τοῦ ἀγαπητοῦ

αὐτοῦ ἀποκτεῖναι αὐτόν καὶ ὁ ἁμαρτωλὸς ἀπὸ τοῦ ἐντίμου οὔτε ἀπὸ τοῦ

ἀδελφοῦ αὐτοῦmiddot ἐξ ὄρθρων μέχρις οὗ δῦναι τὸν ἥλιον φονευθήσονται ἐπὶ

τὸ αὐτό

3 καὶ διαπορεύσεται ἵππος ἕως τοῦ στήθους αὐτοῦ διὰ τοῦ αἵματος τῶν

ἁμαρτωλῶν καὶ τὸ ἅρμα μέχρι ἀξόνων καταβήσεται

4 καὶ καταβήσονται ἄγγελοι καταδύνοντες εἰς τὰ ἀπόκρυφα ἐν ἡμέρᾳ

ἐκείνῃmiddot οἵτινες ἐβοήθουν τῇ ἀδικίᾳ καὶ συστραφήσονται εἰς ἕνα τόπον καὶ ὁ

ὕψιστος ἐγερθήσεται ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως ποιῆσαι ἐκ πάντων κρίσιν

μεγάλην

5 καὶ τάξει φυλακὴν ἐπὶ πάντας τοὺς δικαίους καὶ ἁγίους τῶν ἁγίων

ἀγγέλων καὶ τηρηθήσονται ὡς κόριον ὀφθαλμοῦ ἕως οὗ ἐκλείπῃ τὰ κακὰ

καὶ ἁμαρτία καὶ ἀπrsquo ἐκείνου ὑπνώσουσιν εὐσεβεῖς ὕπνον ἡδύν καὶ οὐκ

ἔσται οὐκέτι ὁ ἐκφοβῶν αὐτούς

6 τότε ὄψονται οἱ φρόνιμοι τῶν ἀνθρώπων καὶ κατανοήσουσιν οἱ υἱοὶ τῆς

γῆς ἐπὶ τοὺς λόγους τούτους τῆς ἐπιστολῆς ταύτης καὶ γνώσονται ὅτι οὐ

δύναται ὁ πλοῦτος αὐτῶν διασῶσαι αὐτοὺς ἐν τῇ πτώσει τῆς ἀδικίας

7 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἄδικοι ὅταν ἐκθλίβητε τοὺς δικαίους ἐν ἡμέρᾳ ἀνάγκης

στερεᾶς καὶ φυλάξητε αὐτοὺς ἐν πυρί ὅτι κομιεῖσθε κατὰ τὰ ἔργα ὑμῶν

8 οὐαὶ ὑμῖν σκληροκάρδιοι ἀγρυπνοῦντες νοῆσαι τὸ κακόνmiddot περιέχει ὑμᾶς

φόβος καὶ οὐκ ἔστιν ὁ ἀντιλαμβανόμενος ὑμῶν

9 οὐαὶ ὑμῖν πᾶσιν τοῖς ἁμαρτωλοῖς ἐπὶ τοῖς ἔργοις τοῦ στόματος ὑμῶν

οὐαὶ ὑμῖν πᾶσιν τοῖς ἁμαρτωλοῖς ἐπὶ τοῖς λόγοις τοῦ στόματος ὑμῶν καὶ

ἐπὶ τοῖς [ἔργοις] τῶν χειρῶν ὑμῶν ὅτι ἀπὸ τῶν ἁγίων ἔργων

ἀπεπλα[νήθητε]

11 πᾶσα νεφέλη καὶ ὀμίχλη καὶ δρόσος καὶ ὄμβρος ἐπὶ ταῖς ἁμαρτίαις

ὑμῶν

12 δίδοτε οὖν ὄμβρῳ δῶρα ἵνα μὴ [κωλυθῇ κα]ταβῆναι ὑμῖν καὶ δρόσῳ

κα[ὶ νεφέλῃ] καὶ ὀμίχλῃmiddot χρυσίον διαγράψα[τε ἵνα κα]ταβῶσινmiddot

13 ὅτι ἐὰν ἐπιρρίψῃ ἐφrsquo ὑμ[ᾶς χι]ὼν καὶ πάχνη καὶ ψῦχος αὐτῆς καὶ οἱ

ἄνεμοι καὶ ὁ παγετὸς αὐτῶν καὶ πᾶσαι αἱ μάστιγες αὐτῶν οὐ δύνασθε

ὑποστῆναι ἔμπροσθεν ψύχους καὶ τῶν μαστίγων αὐτῶν

31

XCIV

1 κατανοήσατε τοίνουν υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων τὰ ἔργα τοῦ ὑψίστου καὶ

φοβήθητε τοῦ ποιῆσαι τὸ πονηρὸν ἐναντίον αὐτοῦ

2 ἐὰν ἀποκλείσῃ τὰς θυρίδας τοῦ οὐρανοῦ καὶ κωλύσῃ τὴν δρόσον καὶ τὸν

ὄμβρον καταβῆναι εἵνεκα ὑμῶν τί ποιήσετε

3 ἐὰν ἀποστείληται τὸν θυμὸν αὐτοῦ ἐφrsquo ὑμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ ἔργα ὑμῶν οὐχὶ

ἔσεσθε δεόμενοι αὐτοῦ διὰ τί ὑμεῖς λαλεῖτε τῷ στόματι ὑμῶν μεγάλα καὶ

σκληρὰ ἐπὶ τῇ μεγαλωσύνῃ αὐ[τοῦ

4 ὁρᾶ]τε τοὺς ναυκλήρους τοὺς πλωιζομένους τὴν θάλασσαν ὑπὸ τοῦ

κ[λύδω]νος καὶ χειμῶνος σεσαλευμένα τὰ πλοῖα αὐτῶν

5 καὶ χειμαζόμενοι πάντες φοβοῦνται ἔξω δὲ τὰ [ἀγαθὰ πάντα] καὶ τὰ

ὑπάρχοντα αὐτῶν ἐκβάλλουσιν εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ὑποπτεύουσιν ἐν τῇ

καρδίᾳ αὐτῶν ὅτι ἡ [θάλασσα κα]ταπίεται αὐτοὺς καὶ ἐν αὐτ[ῇ

ἀπολοῦν]ται

6 οὐχὶ πᾶσα ἡ θάλασσα καὶ [πάντα τὰ] ὕδατα αὐτῆς ἔργον τοῦ ὑψ[ίστου

ἐστί] καὶ αὐτὸς συνεστήσατο τὰ π[έρατα αὐ]τῶν καὶ συνέδησεν αὐτ[ήν

καὶ περι]έφραξεν αὐτὴν ἄμμῳ

7 [καὶ ἀπὸ τῆς] ἐμβριμήσεως αὐτοῦ φ[οβοῦνται καὶ ξη]ραίνονται καὶ οἱ

ἰχθύες

8 [ γῆν] καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτοῖς καὶ τίς ἔδωκεν ἐπιστήμην πᾶσιν τοῖς

κινουμένοις ἐν τῇ θαλάσσῃ οἱ ναύκληροι τὴν θάλασσαν φοβοῦνται

XCV

1 καὶ ὅταν ἐκβάλῃ ἐφrsquo ὑμᾶς τὸν κλύδωνα τοῦ πυρὸς τῆς καύσεως ὑμῶν

ποῦ ἀποδράντες σωθήσεσθε καὶ ὅταν δῷ ἐφrsquo ὑμᾶς φωνὴν αὐτοῦ

2 ἔσεσθε συνσειόμενοι καὶ φοβούμενοι ἤχῳ μεγάλῳ laquoκαὶraquo τὴν γῆν

σύμπασαν σειομένην καὶ τρέμουσαν καὶ συνταρασσομένην

3 καὶ οἱ ἄγγελοι συντελοῦντες τὸ συνταχθὲν αὐτοῖς καὶ ὁ οὐρανὸς καὶ οἱ

φωστῆρες σειόμενοι καὶ τρέμοντεςmiddot ἅπαντες οἱ υἱοὶ τῆς γῆς καὶ ὑμεῖς

ἁμαρτωλοὶ ἐπικατάρατοι εἰς τὸν αἰῶναmiddot οὐκ ἔστιν ὑμῖν χαίρειν

4 θαρσεῖτε ψυχαὶ τῶν δικαίων τῶν ἀποθανόντων τῶν δικαίων καὶ τῶν

εὐσεβῶν

5 καὶ μὴ λυπεῖσθε ὅτι κατέβησαν αἱ ψυχαὶ ὑμῶν εἰς ᾅδου μετὰ λύπης καὶ

οὐκ ἀπηντήθη τῷ σώματι τῆς σαρκὸς ὑμῶν ἐν τῇ ζωῇ ὑμῶν κατὰ τὴν

ὁσιότητα ὑμῶν ἐπεὶ αἱ ἡμέραι ἃς ἦτε ἡμέραι ἦσαν ἁμαρτωλῶν καὶ

καταράτων ἐπὶ τῆς γῆς

6 ὅταν ἀποθάνητε τότε ἐροῦσιν οἱ ἁμαρτωλοὶ ὅτι εὐσεβεῖς κατὰ τὴν

εἱμαρμένην ἀπεθάνοσαν καὶ τί αὐτοῖς περιεγένετο ἐπὶ τοῖς ἔργοις αὐτῶν

7 καὶ αὐτοὶ ὁμοίως ἡμῖν ἀπεθάνοσαν ἴδετε οὖν ὡς ἀποθνήσκουσιν μετὰ

λύπης καὶ σκότους καὶ τί αὐτοῖς ἐγένετο περισσόν

8 ἀπὸ τοῦ νῦν ἀναστήτωσαν καὶ σωθήτωσαν καὶ ὄψονται εἰς τὸν αἰῶνα

ἡμᾶς φαγεῖν καὶ πεῖν

9 τοιγαροῦν ἁρπάσαι καὶ ἁμαρτάνειν καὶ λωποδυτεῖν καὶ ἐγκτᾶσθαι καὶ

[ἰδεῖν] ἡμέρας ἀγαθάς

10 ἴδετε οὖν οἱ δικαιοῦντες [ἑαυτ]ούς ὁποία ἐγένετο αὐτῶν ἡ καταστροφή

ὅτι πᾶσα δικαιοσύνη οὐχ εὑρέθη ἐν αὐτοῖς ἕως ἀπέθανον καὶ ἀπώλοντο

11 καὶ ἐγένοντο ὡς οὐκ ὄντες καὶ κατέβησαν αἱ ψυχαὶ αὐτῶν μετrsquo ὀδύνης

εἰς ᾅδου

XCVI

1 ἐγὼ ὀμνύω ὑμῖν Three lines are lost

2 ἐπίσταμαι τὸ μυστήριον τοῦτοmiddot ἀν[έγνων] γὰρ τὰς πλάκας τοῦ οὐρανοῦ

32

καὶ εἶδον τὴν γραφὴν ἀναγκαίανmiddot ἔγνων τὰ γ[εγραμμέ]να ἐν αὐταῖς καὶ

ἐγκεκολαμμέν[α περὶ] ὑμῶν

3 ὅτι ἀγαθὰ καὶ ἡ χαρὰ καὶ ἡ τ[ιμὴ] ἡτοίμασται καὶ ἐγγέγραπται ταῖς

ψ[υχαῖς] τῶν ἀποθανόντων εὐσεβῶνmiddot

4 καὶ χαιρήσονται καὶ οὐ μὴ ἀπόλωνται τὰ πνεύματα αὐτῶν οὐδὲ τὸ

μνημόσυνον ἀπὸ προσώπου τοῦ μεγάλου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν

αἰώνων μὴ οὖν φοβεῖσθε τοὺς ὀνειδισμοὺς αὐτῶν

5 καὶ ὑμεῖς οἱ νεκροὶ τῶν ἁμαρτωλῶν ὅταν ἀποθάνητε ἐροῦσιν ἐφrsquo ὑμῖν

μακάριοι ἁμαρτωλοὶ πάσας τὰς ἡμέρας αὐτῶν ὅσας εἴδοσαν ἐν τῇ ζωῇ

αὐτῶν καὶ ἐνδόξως

6 ἀπεθάνοσαν καὶ κρίσις οὐκ ἐγενήθη ἐν τῇ ζωῇ αὐτῶν

7 αὐτοὶ ὑμεῖς γινώσκετε ὅτι εἰς ᾅδου κατάξουσιν τὰς ψυχὰς ὑμῶν

8 καὶ ἐκεῖ ἔσονται ἐν ἀνάγκῃ μεγάλῃ καὶ ἐν σκότει καὶ ἐν παγίδι καὶ ἐν

φλογὶ καιομένῃ καὶ εἰς κρίσιν μεγάλην εἰσελεύσονται αἱ ψυχαὶ ὑμῶν ἐν

πάσαις ταῖς γενεαῖς τοῦ αἰῶνος οὐαὶ ὑμῖν οὐκ ἔστιν ὑμῖν χαίρειν

9 μὴ γὰρ εἴπητε οἱ δίκαιοι ὅσιοι ὄντες ἐν τῇ ζωῇ τῶν ἡμερῶν τῆς θλίψεως

κόπους ἐκοπιάσαμεν καὶ ἀνηλώμεθα καὶ ὀλίγοι ἐγενήθημεν καὶ

ἀντιλήμπτορα οὐχ εὑρήκαμενmiddot

10 συντετριμμένοι καὶ ἀπολώλαμεν καὶ ἀπηλπίσμεθα καὶ μηκέτι εἰδέναι

σωτηρίαν ἡμέραν ἐξ ἡμέρας

11 ἠλπίσαμεν γενέσθαι κεφαλή ἐγενήθημεν κέρ[κοςmiddot ἐκο]πιάσαμεν

ἐργαζόμενοι καὶ τῶν ὀψωνίων οὐ κεκυριεύκαμεν ἐγενήθημεν κατάβρωμα

ἁμαρτωλῶν [οἱ ἄνο]μοι ἐβάρυναν ἐφrsquo ἡμᾶς τὸν ζυγόν

12 οἳ κυριεύουσιν οἱ ἐχθροὶ ἡμῶν ἐγκεντρίζουσιν ἡμᾶς καὶ περικλείουσιν

ἡμᾶςmiddot ἐζητήσαμεν πο[ῦ φύγωμεν] ἀπrsquo αὐτῶν ὅπως ἀναψύχ[ωμεν] three

lines are lost

14 ἐκράξαμεν ἐπὶ τοὺς καταβάλλοντας καὶ βιαζομένους ἡμᾶς καὶ τὰς

ἐντεύξεις ἡμῶν οὐκ ἀπεδέξαντο οὐδὲ ἐβούλοντο ἐπακοῦσαι τῆς φωνῆς

ἡμῶν

15 καὶ οὐκ ἀντελαμβάνοντο ἡμῶν οὐχ εὑρόντες κατὰ τῶν βιαζομένων καὶ

κατεσθόντων ἡμᾶς ἀλλὰ στερεοῦσιν αὐτοὺς ἐφrsquo ἡμᾶςmiddot ἀπέκτειναν ἡμᾶς

καὶ εἰς ὀλίγους ἤγαγον καὶ οὐχ ὑποδεικνύουσιν περὶ τῶν πεφονευμένων

ἡμῶν καὶ οὐκ ἀναμιμνήσκουσιν περὶ τῶν ἁμαρτωλῶν αὐτῶν τὰς

ἁμαρτίας αὐτῶν

XCVII

1 ὀμνύω ὑμῖν ὅτι οἱ ἄγγελοι ἐν τῷ οὐρανῷ ἀναμιμνήσκουσιν [ὑμῶν] εἰς

ἀγαθὸν ἐνώπιον τῆς δόξης τοῦ μεγάλου

2 θαρσεῖτε δὴ ὅτι ἐπαλαιώθητε ἐν τοῖς κακοῖς καὶ ἐν ταῖς θλίψεσινmiddot ὡσεὶ

φωστῆρες τοῦ οὐρανοῦ ἀναλάμψετε καὶ φανεῖτε αἱ θυρίδες τοῦ οὐρανοῦ

ἀνοιχθήσονται ὑμῖν

3ndash4 καὶ ἡ κραυγὴ ὑμῶν ἀκουσθήσεται καὶ ἡ κρίσις ὑμῶν ἣν κράζετε καὶ

φανεῖται ἐφrsquo ὅσα συλλαβήσεται ὑμῖν περὶ τῆς θλίψεως ὑμῶν καὶ ἐκ

πάντων ὅστις μετέσχεν τῶν βιαζομένων καὶ κατεσθόντων ὑμᾶς

5 [μὴ φοβεῖσθε] τὰ κακὰ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως τῆς μεγάλης καὶ οὐ μὴ

εὑρεθῆτε ὡς οἱ ἁμαρτωλοί [ἀλλrsquo ὑμεῖς οἱ ἁμαρτωλοὶ] σκυλήσεσθε καὶ

κρίσις αἰώνιος ἐξ ὑμῶν ἔσται εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν αἰώνων

6 μὴ φοβεῖσθε οἱ δίκαιοι ὅταν ἴδητε τοὺς ἁμαρτωλοὺς κατισχύοντας καὶ

εὐοδουμένους καὶ μὴ μέτοχοι αὐτῶν γίνεσθε ἀλλὰ μακρὰν ἀπέχεσθε ἀπὸ

πάντων τῶν ἀδικημάτων αὐτῶν

7 μὴ γὰρ εἴπητε οἱ ἁμαρτωλοὶ [ὅτι] οὐ μὴ ἐκζητηθῶσιν αἱ ἁμαρτίαι ὑμῶν

33

[ἐξ] ἡμερῶν

8 καὶ νῦν ἀποδεικνύω ὑμῖν ὅτι φῶς καὶ σκότος ἡμέρα καὶ νὺξ

ἐποπτεύουσιν τὰς ἁμαρτίας ὑμῶν πάσας

9 μὴ πλανᾶσθε τῇ καρδίᾳ ὑμῶν μηδὲ ψεύδεσθε μηδὲ ἐξαλλοιώσητε τοὺς

λόγους τῆς ἀληθείας μηδὲ καταψεύδεσθε τῶν [λόγων τοῦ] ἁγίου καὶ μὴ

δότε ἔπαινον ταῖς [εἰκόσιν ὑ]μῶνmiddot οὐ γὰρ εἰς δικαίωμα εἰσάγ[ουσιν πάντα

τὰ ψεύδ]η καὶ πᾶσα [ἡ πλάνη] Two lines are lost

10 τῆς ἀληθείας ἐξαλλοιοῦσιν καὶ ἀντιγράφουσιν οἱ ἁμαρτωλοὶ καὶ

ἀλλάσσουσιν τοὺς πολλούς καὶ ψεύδονται καὶ πλάσσουσιν πλάσματα

μεγάλα καὶ τὰς γραφὰς ἀναγράφουσιν ἐπὶ τοῖς ὀνόμασιν αὐτῶνmiddot

11 καὶ ὄφελον πάντας τοὺς λόγους μου γράφωσιν ἐπrsquo ἀληθείας ἐπὶ τὰ

ὀνόματα αὐτῶν καὶ μήτε ἀφέλωσιν μήτε ἀλλοιώσωσιν τῶν λόγων τούτων

ἀλλὰ πάντα ἐπrsquo ἀληθείας γράφωσιν ἃ ἐγὼ διαμαρτυροῦμαι αὐτοῖς

12 καὶ πάλιν ἐγὼ γινώσκω μυστήριον δεύτερον ὅτι δικαίοις καὶ ὁσίοις καὶ

φρονίμοις δοθήσονται αἱ βίβλοι μου εἰς χαρὰν ἀληθείας

13 καὶ αὐτοὶ πιστεύσουσιν αὐταῖς καὶ ἐν αὐταῖς χαρήσονται καὶ

ἀγαλλιάσονται πάντες οἱ δίκαιοι μαθεῖν ἐξ αὐτῶν πάσας τὰς ὁδοὺς τῆς

ἀληθείας

CVI

1 μετὰ δὲ χρόνον ἔλαβεν Μαθουσάλεκ τῷ υἱῷ μου γυναῖκα καὶ ἔτεκεν

υἱὸν καὶ ἐκάλεσεν τὸ ὄνομα αὐτοῦ Λάμεχ ἐταπεινώθη ἡ δικαιοσύνη μέχρι

τῆς ἡμέρας ἐκείνης καὶ ὅτε εἰς ἡλικίαν ἐπῆλθεν ἔλαβεν αὐτῷ γυναῖκα καὶ

ἔτεκεν αὐτῷ παιδίον

2 καὶ ὅτε ἐγεννήθη τὸ παιδίον ἦν τὸ σῶμα λευκότερον χιόνος καὶ

πυρρότερον ῥόδου τὸ τρίχωμα πᾶν λευκὸν καὶ ὡς ἔρια λευκὰ καὶ οὖλον

καὶ ἔνδοξον καὶ ὅτε ἀνέῳξεν τοὺς ὀφθαλμούς ἔλαμψεν ἡ οἰκία ὡσεὶ

ἥλιος

3 καὶ ἀνέστη ἐκ τῶν χειρῶν τῆς μαίας καὶ ἀνέῳξεν τὸ στόμα καὶ

εὐλόγησεν τῷ κυρίῳmiddot

4 καὶ ἐφοβήθη Λάμεχ ἀπrsquo αὐτοῦ καὶ ἔφυγεν καὶ ἦλθεν πρὸς Μαθουσάλεκ

τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ

5 τέκνον ἐγεννήθη μου ἀλλοῖον οὐχ ὅμοιον τοῖς ἀνθρώποις ἀλλὰ τοῖς

τέκνοις τῶν ἀγγέλων τοῦ οὐρανοῦ καὶ ὁ τύπος ἀλλοιότερος οὐχ ὅμοιος

ἡμῖνmiddot τὰ ὄμματά ἐστιν ὡς ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου καὶ ἔνδοξον τὸ πρόσωπονmiddot

6 καὶ ὑπολαμβάνω ὅτι οὐκ ἔστιν ἐξ ἐμοῦ ἀλλὰ ἐξ ἀγγέλου καὶ

εὐλαβοῦμαι αὐτὸν μήποτέ τι ἔσται ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ ἐν τῇ γῇ

7 καὶ παραιτοῦμαι π[άτερ καὶ] δέομαι βάδισον πρὸς Ἑνὼ[χ τὸν πατέρα

ἡμῶν καὶ ἐρώτησον] Two lines are lost

8 [ἦλθ]εν πρὸς ἐμὲ εἰς τὰ τέρματα τῆς γῆς οὗ [εἶδ]εν τότε εἶναι με καὶ

εἶπέν μοι πάτερ [μου] ἐπάκουσον τῆς φωνῆς μου καὶ ἧκε [πρὸς] ἐμέ καὶ

ἤκουσα τὴν φωνὴν αὐτοῦ καὶ ἦλθον πρὸς αὐτὸν καὶ εἶπα ἰδοὺ πάρειμι

τέκνονmiddot διὰ τί ἐλήλυθας πρὸς ἐμέ τέκνον

9 καὶ ἀπεκρίθη λέγων διrsquo ἀνάγκην μεγάλην ἦλθον ὧδε πάτερmiddot

10 καὶ νῦν ἐγεννήθη τέκνον Λάμεχ τῷ υἱῷ μου καὶ ὁ τύπος αὐτοῦ καὶ ἡ

εἰκὼν αὐτοῦ laquoοὐχ ὅμοιος ἀνθρώποις καὶ τὸ χρῶμα αὐτοῦraquo λευκότερον

χιόνος καὶ πυρρότερον ῥόδου καὶ τὸ τρίχωμα τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ

λευκότερον ἐρίων λευκῶν καὶ τὰ ὄμματα αὐτοῦ ἀφόμοια ταῖς τοῦ ἡλίου

ἀκτῖσιν

11 καὶ ἀνέστη ἀπὸ τῶν τῆς μαίας χειρῶν καὶ ἀνοίξας τὸ στόμα εὐλόγησεν

τὸν κύριον τοῦ αἰῶνοςmiddot

34

12 καὶ ἐφοβήθη ὁ υἱός μου Λάμεχ καὶ ἔφυγεν πρὸς ἐμέ καὶ οὐ πιστεύει ὅτι

υἱὸς αὐτοῦ ἐστιν ἀλλὰ ὅτι ἐξ ἀγγέλων one or two lines omitted τὴν

ἀκρίβειαν ἣν ἔχεις () καὶ τὴν ἀλήθειαν

13 τότε ἀπεκρίθην λέγων ἀνακαινίσει ὁ κύριος πρόσταγμα ἐπὶ τῆς γῆς

καὶ τὸν αὐτὸν τρόπον τέκνον τεθέαμαι καὶ ἐσήμανά σοιmiddot ἐν γὰρ τῇ γενεᾷ

Ἰάρεδ τοῦ πατρός μου παρέβησαν τὸν λόγον κυρίου ἀπὸ τῆς διαθήκης τοῦ

οὐρανοῦ

14 καὶ ἰδοὺ ἁμαρτάνουσιν καὶ παραβαίνουσιν τὸ ἔθος καὶ μετὰ γυναικῶν

συγγίνονται καὶ μετrsquo αὐτῶν ἁμαρτάνουσιν καὶ ἔγημαν ἐξ αὐτῶν

[καὶ τίκτουσιν οὐχ ὁμοίους πνεύμασιν ἀλλὰ σαρκίνους]middot

15 καὶ ἔσται ὀργὴ μεγάλη ἐπὶ τῆς γῆς καὶ κατακλυσμός καὶ ἔσται

ἀπώλεια μεγάλη ἐπὶ ἐνιαυτὸν ἕναmiddot

16 καὶ τόδε τὸ παιδίον τὸ γεννηθὲν καταλειφθήσεται καὶ τρία αὐτοῦ

τέκνα σωθήσεται ἀποθανόντων τῶν ἐπὶ τῆς γῆςmiddot

17b καὶ πραϋνεῖ τὴν γῆν ἀπὸ τῆς οὔσης ἐν αὐτῇ φθορᾶς

18 καὶ νῦν λέγε Λάμεχ ὅτι τέκνον σού ἐστιν δικαίως καὶ ὁσίως [καὶ]

κάλεσον αὐτοῦ τὸ ὄνομα [Νῶε]middot αὐτὸς γὰρ ἔσται ὑμῶν κατάλειμμα ἐφrsquo οὗ

ἂν καταπαύσητε καὶ laquoοἱraquo υἱοὶ αὐτοῦ ἀπὸ τῆς φθορᾶς τῆς γῆς καὶ ἀπὸ

πάντων τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ ἀπὸ πασῶν τῶν συντελειῶν ἐπὶ τῆς γῆς

Four lines are lost

19 ὑπέδειξέν μοι καὶ ἐμήνυσεν καὶ ἐν ταῖς πλαξὶν τοῦ οὐρανοῦ ἀνέγνων

αὐτά

CVII

1 τότε τεθέαμαι τὰ ἐγγεγραμμένα ἐπrsquo αὐτῶν ὅτι γενεὰ γενεᾶς κακ[ίων

ἔσται] καὶ εἶδον τόδε μέχρις τοῦ ἀνας[τῆναι] γενεὰν δικαιοσύνης καὶ ἡ

κακία ἀπολεῖται καὶ ἡ ἁμαρτία ἀλλάξει ἀπὸ τῆς γῆς καὶ τὰ ἀγαθὰ ἥξει ἐπὶ

τῆς γῆς ἐπrsquo αὐτούς

2 καὶ νῦν ἀπότρεχε τέκνον καὶ σήμανον Λάμεχ τῷ υἱῷ σου ὅτι τὸ παιδίον

τοῦτο τὸ γεννηθὲν τέκνον αὐτοῦ ἐστιν δικαίως καὶ οὐ ψευδῶς

3 καὶ ὅτε ἤκουσεν Μαθουσάλεκ τοὺς λόγους Ἑνὼχ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ

μυστηριακῶς γὰρ ἐδήλωσεν αὐτῷ [ἐπέστρεψεν καὶ ἐδήλωσεν αὐτῷ] καὶ

ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτοῦ Νῶε εὐφραίνων τὴν γῆν ἀπὸ τῆς ἀπωλείας

Liber Enoch

Apocalypsis Henochi Graece

(recensio ap Syncellum)

(ed M Black)

Pseudepigrapha veteris testamenti Graece 3

Leiden Brill 1970 pp 21ndash26 29ndash30 32ndash33 37

VI

ἐκ τοῦ πρώτου βιβλίου Ἐνὼχ περὶ τῶν ἐγρηγόρων

1 καὶ ἐγένετο ὅτε ἐπληθύνθησαν οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων ἐγεννήθησαν

αὐτοῖς θυγατέρες ὡραῖαι

2 καὶ ἐπεθύμησαν αὐτὰς οἱ ἐγρήγοροι καὶ ἀπεπλανήθησαν ὀπίσω αὐτῶν

καὶ εἶπον πρὸς ἀλλήλους ἐκλεξώμεθα ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ τῶν

θυγατέρων τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς

3 καὶ εἶπε Σεμιαζᾶς ὁ ἄρχων αὐτῶν πρὸς αὐτούς φοβοῦμαι μὴ οὐ

θελήσητε (Go θελήσετε) ποιῆσαι τὸ πρᾶγμα τοῦτο καὶ ἔσομαι ἐγὼ μόνος

ὀφειλέτης ἁμαρτίας μεγάλης

4 καὶ ἀπεκρίθησαν αὐτῷ πάντες καὶ εἶπον ὀμόσωμεν ἅπαντες ὅρκῳ καὶ

ἀναθεματίσωμεν ἀλλήλους τοῦ μὴ ἀποστρέψαι τὴν γνώμην ταύτην

35

μέχρις οὗ ἀποτελέσωμεν αὐτήν

5 τότε πάντες ὤμοσαν ὁμοῦ καὶ ἀνεθεμάτισαν ἀλλήλους

6 ἦσαν δὲ οὗτοι διακόσιοι οἱ καταβάντες ἐν ταῖς ἡμέραις Ἰάρεδ εἰς τὴν

κορυφὴν τοῦ Ἑρμονιεὶμ (Go κορυφὴν Ἑρμὼν) ὄρους καὶ ἐκάλεσαν τὸ ὄρος

Ἑρμώμ καθότι ὤμοσαν (Go ομοσαν) καὶ ἀνεθεμάτισαν ἀλλήλους ἐν αὐτῷ

7 καὶ ταῦτα τὰ ὀνόματα τῶν ἀρχόντων αὐτῶν αacute Σεμιαζᾶς ὁ ἄρχων

αὐτῶν βacute Ἀταρκούφ γacute Ἀρακιήλ δacute Χωβαβιήλ εacute Ὀραμμαμή Ϛacute Ῥαμιήλ ζacute

Σαμψίχ ηacute Ζακιήλ θacute Βαλκιήλ ιacute Ἀζαλζήλ ιαacute Φαρμαρός ιβacute Ἀμαριήλ ιγacute

Ἀναγημάς ιδacute Θαυσαήλ ιεacute Σαμιήλ ιϚacute Σαρινᾶς ιζacute Εὐμιήλ (Par gr 1711 ὁ

Εὐμιήλ) ιηacute Τυριήλ ιθacute Ἰουμιήλ κacute Σαριήλ

VII

1 Οὗτοι καὶ οἱ λοιποὶ πάντες ἐν τῷ χιλιοστῷ ἑκατοστῷ ἑβδομηκοστῷ ἔτει

τοῦ κόσμου ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας καὶ ἤρξαντο μιαίνεσθαι ἐν αὐταῖς

ἕως τοῦ κατακλυσμοῦ καὶ ἔτεκον αὐτοῖς γένη τρίαmiddot πρῶτον γίγαντας

μεγάλους

2 οἱ δὲ γίγαντες ἐτέκνωσαν Ναφηλείμ καὶ τοῖς Ναφηλεὶμ ἐγεννήθησαν

Ἐλιούδ καὶ ἦσαν αὐξανόμενοι κατὰ τὴν μεγαλειότητα αὐτῶν καὶ

ἐδίδαξαν ἑαυτοὺς καὶ τὰς γυναῖκας ἑαυτῶν φαρμακείας καὶ ἐπαοιδίας

VIII

1 Πρῶτος Ἀζαὴλ ὁ δέκατος τῶν ἀρχόντων ἐδίδαξε ποιεῖν μαχαίρας καὶ

θώρακας καὶ πᾶν σκεῦος πολεμικόν καὶ τὰ μέταλλα τῆς γῆς καὶ τὸ

χρυσίον πῶς ἐργάσωνται καὶ ποιήσωσιν αὐτὰ κόσμια ταῖς γυναιξί καὶ τὸν

ἄργυρον ἔδειξε δὲ αὐτοῖς καὶ τὸ στίλβειν καὶ τὸ καλλωπίζειν καὶ τοὺς

ἐκλεκτοὺς λίθους καὶ τὰ βαφικάmiddot καὶ ἐποίησαν ἑαυτοῖς οἱ υἱοὶ τῶν

ἀνθρώπων καὶ ταῖς θυγατράσιν αὐτῶν καὶ παρέβησαν καὶ ἐπλάνησαν

τοὺς ἁγίους

2 καὶ ἐγένετο ἀσέβεια πολλὴ ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἠφάνισαν τὰς ὁδοὺς αὐτῶν

3 ἔτι δὲ καὶ ὁ πρώταρχος αὐτῶν Σεμιαζᾶς ἐδίδαξεν εἶναι ὀργὰς κατὰ τοῦ

νοός καὶ ῥίζας βοτανῶν τῆς γῆς ὁ δὲ ἑνδέκατος Φαρμαρὸς ἐδίδαξε

φαρμακείας ἐπαοιδίας σοφίας καὶ ἐπαοιδῶν λυτήριαmiddot ὁ ἔνατος ἐδίδαξεν

ἀστροσκοπίανmiddot ὁ δὲ τέταρτος ἐδίδαξεν ἀστρολογίανmiddot ὁ δὲ ὄγδοος ἐδίδαξεν

ἀεροσκοπίανmiddot ὁ δὲ τρίτος ἐδίδαξε τὰ σημεῖα τῆς γῆςmiddot ὁ δὲ ἕβδομος ἐδίδαξε

τὰ σημεῖα τοῦ ἡλίουmiddot ὁ δὲ εἰκοστὸς ἐδίδαξε τὰ σημεῖα τῆς σελήνηςmiddot πάντες

οὗτοι ἤρξαντο ἀνακαλύπτειν τὰ μυστήρια ταῖς γυναιξὶν αὐτῶν καὶ τοῖς

τέκνοις αὐτῶν μετὰ δὲ ταῦτα ἤρξαντο οἱ γίγαντες κατεσθίειν τὰς σάρκας

τῶν ἀνθρώπων

4 καὶ ἤρξαντο οἱ ἄνθρωποι ἐλαττοῦσθαι ἐπὶ τῆς γῆς

VIII col I

4 οἱ δὲ λοιποὶ ἐβόησαν εἰς τὸν οὐρανὸν περὶ τῆς κακώσεως αὐτῶν

λέγοντες εἰσενεχθῆναι τὸ μνημόσυνον αὐτῶν ἐνώπιον κυρίου

VIII col II

4 Τότε ἐβόησαν οἱ ἄνθρωποι εἰς τὸν οὐρανὸν λέγοντες Εἰσαγάγετε τὴν

κρίσιν ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον καὶ τὴν ἀπώλειαν ἡμῶν ἐνώπιον τῆς δόξης

τῆς μεγάλης ἐνώπιον τοῦ κυρίου τῶν κυρίων πάντων τῇ μεγαλωσύνῃ

IX col I

1 Καὶ ἀκούσαντες οἱ τέσσαρες μεγάλοι ἀρχάγγελοι Μιχαὴλ καὶ Οὐριὴλ

καὶ Ῥαφαὴλ καὶ Γαβριὴλ (καὶ Par gr 1711) παρέκυψαν ἐπὶ τὴν γῆν ἐκ τῶν

ἁγίων τοῦ οὐρανοῦ

2 καὶ θεασάμενοι αἷμα πολὺ ἐκκεχυμένον ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πᾶσαν ἀσέβειαν

καὶ ἀνομίαν γενομένην ἐπrsquo αὐτῆς

36

3 εἰσελθόντες εἶπον πρὸς ἀλλήλους ὅτι Τὰ πνεύματα καὶ αἱ ψυχαὶ τῶν

ἀνθρώπων στενάζουσιν ἐντυγχάνοντα καὶ λέγοντα ὅτι Εἰσαγάγετε τὴν

κρίσιν ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον καὶ τὴν ἀπώλειαν ἡμῶν ἐνώπιον τῆς δόξης

τῆς μεγαλωσύνης ἐνώπιον τοῦ κυρίου τῶν κυρίων πάντων τῇ

μεγαλωσύνῃ

4 καὶ εἶπον τῷ κυρίῳ τῶν αἰώνων Σὺ εἶ ὁ θεὸς τῶν θεῶν καὶ κύριος τῶν

κυρίων καὶ ὁ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ θεὸς τῶν αἰώνων καὶ ὁ

θρόνος τῆς δόξης σου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν αἰώνων καὶ τὸ ὄνομά σου

ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

IX col II

1 Καὶ ἀκούσαντες οἱ τέσσαρες μεγάλοι ἀρχάγγελοι Μιχαὴλ καὶ Οὐριὴλ

καὶ Ῥαφαὴλ καὶ Γαβριὴλ παρέκυψαν (= οἱ ltδgt Par gr 1711) ἐπὶ τὴν γῆν ἐκ

τῶν ἁγίων τοῦ οὐρανοῦ

2 καὶ θεασάμενοι αἷμα πολὺ ἐκκεχυμένον ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πᾶσαν ἀνομίαν

καὶ ἀσέβειαν γινομένην ἐπrsquo αὐτῆς

3 εἰσελθόντες εἶπον πρὸς ἀλλήλους ὅτι Τὰ πνεύματα καὶ αἱ ψυχαὶ τῶν

ἀνθρώπων ἐντυγχάνουσι στενάζοντα καὶ λέγοντα Εἰσαγάγετε τὴν δέησιν

ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον

4 καὶ προσελθόντες οἱ τέσσαρες ἀρχάγγελοι εἶπον τῷ κυρίῳ Σὺ εἶ ὁ θεὸς

τῶν θεῶν καὶ κύριος τῶν κυρίων καὶ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ θεὸς

τῶν ἀνθρώπων καὶ ὁ θρόνος τῆς δόξης σου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν

αἰώνων καὶ τὸ ὄνομά σου ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

καὶ τὸ ὄνομά σου ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

IX

4 add post αἰῶνας καὶ τὰ ἑξῆς τότε ὁ ὕψιστος ἐκέλευσε τοῖς ἁγίοις

ἀρχαγγέλοις καὶ ἔδησαν τοὺς ἐξάρχους αὐτῶν καὶ ἔβαλον (ἔβαλλον Par

gr 1711) αὐτοὺς εἰς τὴν ἄβυσσον ἕως τῆς κρίσεως καὶ τὰ ἑξῆς καὶ ταῦτα

μὲν ὁ Ἐνὼχ μαρτυρεῖ

5 σὺ γὰρ εἶ ὁ ποιήσας τὰ πάντα καὶ πάντων τὴν ἐξουσίαν ἔχων καὶ πάντα

ἐνώπιόν σου φανερὰ καὶ ἀκάλυπταmiddot καὶ πάντα ὁρᾷς καὶ οὐκ ἔστιν ὃ

κρυβῆναί σε δύναται

6 ὁρᾷς ὅσα ἐποίησεν Ἀζαὴλ καὶ (om Par gr 1711) ὅσα εἰσήνεγκεν (add

καὶ Par gr 1711) ὅσα ἐδίδαξεν ἀδικίας καὶ ἁμαρτίας ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πάντα

δόλον ἐπὶ τῆς ξηρᾶς ἐδίδαξε γὰρ τὰ μυστήρια καὶ ἀπεκάλυψε τῷ αἰῶνι τὰ

ἐν οὐρανῷ ἐπιτηδεύουσιν δὲ τὰ ἐπιτηδεύματα αὐτοῦ εἰδέναι τὰ μυστήρια

οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων

7 τῷ Σεμιαζᾷ τὴν ἐξουσίαν ἔδωκας ἔχειν τῶν σὺν αὐτῷ ἅμα ὄντων

8 καὶ ἐπορεύθησαν πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς καὶ

συνεκοιμήθησαν μετrsquo αὐτῶν καὶ ἐν ταῖς θηλείαις ἐμιάνθησαν καὶ

ἐδήλωσαν αὐταῖς πάσας τὰς ἁμαρτίας καὶ ἐδίδαξαν αὐτὰς μίσητρα

(μίσιτρα Par gr 1711) ποιεῖν

9 καὶ νῦν ἰδοὺ αἱ θυγατέρες τῶν ἀνθρώπων ἔτεκον ἐξ αὐτῶν υἱοὺς

γίγανταςmiddot κίβδηλα ἐπὶ τῆς (om Go) γῆς τῶν ἀνθρώπων ἐκκέχυται καὶ ὅλη

ἡ γῆ ἐπλήσθη ἀδικίας

10 καὶ νῦν ἰδοὺ τὰ πνεύματα τῶν ψυχῶν τῶν ἀποθανόντων ἀνθρώπων

ἐντυγχάνουσιν καὶ μέχρι τῶν πυλῶν τοῦ οὐρανοῦ ἀνέβη ὁ στεναγμὸς

αὐτῶν καὶ οὐ δύναται ἐξελθεῖν ἀπὸ προσώπου τῶν ἐπὶ τῆς γῆς γινομένων

ἀδικημάτων

11 καὶ σὺ αὐτὰ οἶδας πρὸ τῶν (τοῦ recte Par gr 1711) αὐτὰ γενέσθαι καὶ

ὁρᾷς αὐτοὺς καὶ ἐᾷς αὐτούς καὶ οὐδὲν λέγεις τί δεῖ ποιῆσαι αὐτοὺς (om

37

Go) περὶ τούτου

X

1 Τότε ὁ ὕψιστος εἶπε καὶ ὁ ἅγιος ὁ μέγας ἐλάλησε καὶ ἔπεμψε τὸν Οὐριὴλ

πρὸς τὸν υἱὸν (Go τοῦ) Λάμεχ λέγων

2 Πορεύου πρὸς τὸν Νῶε καὶ εἶπον αὐτῷ τῷ ἐμῷ ὀνόματι Κρύψον σεαυτόν

καὶ δήλωσον αὐτῷ τέλος ἐπερχόμενον ὅτι ἡ γῆ ἀπόλλυται πᾶσαmiddot καὶ εἶπον

αὐτῷ ὅτι κατακλυσμὸς μέλλει γίνεσθαι πάσης τῆς γῆς ἀπολέσαι πάντα

ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς

3 δίδαξον τὸν δίκαιον τί ποιήσει τὸν υἱὸν Λάμεχ καὶ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ εἰς

ζωὴν συντηρήσει καὶ ἐκφεύξεται διrsquo αἰῶνος καὶ ἐξ αὐτοῦ φυτευθήσεται

φύτευμα καὶ σταθήσεται πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

4 Καὶ τῷ Ῥαφαὴλ εἶπε Πορεύου Ῥαφαήλ καὶ δῆσον τὸν Ἀζαήλmiddot χερσὶ καὶ

ποσὶ συμπόδισον αὐτόν καὶ ἔμβαλε αὐτὸν εἰς τὸ σκότος καὶ ἄνοιξον τὴν

ἔρημον τὴν οὖσαν ἐν τῇ ἐρήμῳ Δουδαήλ καὶ ἐκεῖ πορευθεὶς βάλε αὐτόν

5 καὶ ὑπόθες αὐτῷ λίθους ὀξεῖς καὶ (om Go) λίθους τραχεῖς καὶ

ἐπικάλυψον αὐτῷ σκότος καὶ οἰκησάτω ἐκεῖ εἰς τὸν αἰῶνα καὶ τὴν ὄψιν

αὐτοῦ πώμασον καὶ φῶς μὴ θεωρείτωmiddot

6 καὶ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως ἀπαχθήσεται εἰς τὸν ἐμπυρισμὸν τοῦ

πυρός

7 καὶ ἴασαι τὴν γῆν ἣν ἠφάνισαν οἱ ἐγρήγοροι καὶ τὴν ἴασιν τῆς πληγῆς

δήλωσον ἵνα ἰάσωνται τὴν πληγὴν καὶ μὴ ἀπόλωνται πάντες οἱ υἱοὶ τῶν

ἀνθρώπων ἐν τῷ μυστηρίῳ ὃ εἶπον οἱ ἐγρήγοροι καὶ ἐδίδαξαν τοὺς υἱοὺς

τῶν ἀνθρώπων

8 καὶ ἠρημώθη πᾶσα ἡ γῆ ἐν τοῖς ἔργοις τῆς διδασκαλίας Ἀζαήλmiddot καὶ ἐπrsquo

αὐτῇ γράψον πάσας τὰς ἁμαρτίας

9 Καὶ τῷ Γαβριὴλ εἶπε Πορεύου Γαβριήλ ἐπὶ τοὺς γίγαντας ἐπὶ τοὺς

κιβδήλους ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς πορνείας καὶ ἀπόλεσαν τοὺς υἱοὺς τῶν

ἐγρηγόρων ἀπὸ τῶν υἱῶν τῶν ἀνθρώπωνmiddot πέμψον αὐτοὺς εἰς ἀλλήλους ἐξ

αὐτῶν εἰς αὐτούς ἐν πολέμῳ καὶ ἐν ἀπωλείᾳ καὶ μακρότης ἡμερῶν οὐκ

ἔσται αὐτοῖς

10 καὶ πᾶσα ἐρώτησις οὐκ ἔστι τοῖς πατράσιν αὐτῶν ὅτι ἐλπίζουσι ζῆσαι

ζωὴν αἰώνιον καὶ ὅτι ζήσεται ἕκαστος αὐτῶν ἔτη πεντακόσια

11 καὶ τῷ Μιχαὴλ εἶπε Πορεύου Μιχαήλ δῆσον Σεμιαζᾶν καὶ τοὺς ἄλλους

σὺν αὐτῷ τοὺς συμμιγέντας ταῖς θυγατράσι τῶν ἀνθρώπων τοῦ μιανθῆναι

ἐν αὐταῖς ἐν τῇ ἀκαθαρσίᾳ αὐτῶν

12 καὶ ὅταν κατασφαγῶσιν οἱ υἱοὶ αὐτῶν καὶ ἴδωσι τὴν ἀπώλειαν τῶν

ἀγαπητῶν αὐτῶν δῆσον αὐτοὺς ἐπὶ ἑβδομήκοντα γενεὰς εἰς τὰς νάπας

τῆς γῆς μέχρι ἡμέρας κρίσεως αὐτῶν μέχρι ἡμέρας τελειώσεως τελεσμοῦ

ἕως συντελεσθῇ κρίμα τοῦ αἰῶνος τῶν αἰώνων

13 τότε ἀπενεχθήσονται εἰς τὸ χάος τοῦ πυρὸς καὶ εἰς τὴν βάσανον καὶ εἰς

τὸ δεσμωτήριον τῆς συγκλείσεως τοῦ αἰῶνος

14 καὶ ὃς ἂν κατακρίθῃ καὶ ἀφανισθῇ ἀπὸ τοῦ νῦν μετrsquo αὐτῶν δεθήσεται

(δεηθήσεται recte Par gr 1711) μέχρι τελειώσεως γενεᾶς αὐτῶν

περὶ δὲ τοῦ ὄρους ἐν ᾧ ὤμοσαν καὶ ἀνεθεμέτισαν πρὸς τὸν πλησίον αὐτῶν

ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα οὐ μὴ ἀποστῇ ἀπrsquo αὐτοῦ ψῦχος καὶ χιὼν καὶ πάχνη καὶ

δρόσος οὐ μὴ καταβῇ εἰς αὐτό εἰ μὴ εἰς κατάραν καταβήσεται ἐπrsquo αὐτό

μέχρις ἡμέρας κρίσεως τῆς μεγάλης ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ κατακαυθήσεται

καὶ ταπεινωθήσεται καὶ ἔσται κατακαιόμενον καὶ τηκόμενον ὡς κηρὸς

ἀπὸ πυρός οὕτως κατακαήσεται περὶ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ καὶ νῦν

ἐγὼ λέγω ὑμῖν υἱοῖς ἀνθρώπων Ὀργὴ μεγάλη καθrsquo ὑμῶν laquoκαὶraquo κατὰ τῶν

38

υἱῶν ὑμῶν καὶ οὐ παύσεται ἡ ὀργὴ αὕτη ἀφrsquo ὑμῶν μέχρι καιροῦ σφαγῆς

τῶν υἱῶν ὑμῶν καὶ ἀπολοῦνται οἱ ἀγαπητοὶ ὑμῶν καὶ ἀποθανοῦνται οἱ

ἔντιμοι ὑμῶν ἀπὸ πάσης τῆς γῆς ὅτι πᾶσαι αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς αὐτῶν ἀπὸ

τοῦ νῦν οὐ μὴ ἔσονται πλείω τῶν ἑκατὸν εἴκοσιν ἐτῶν καὶ μὴ δόξητε ἔτι

ζῆσαι ἐπὶ πλείονα ἔτηmiddot οὐ γάρ ἐστιν ἐπrsquo αὐτοῖς πᾶσα ὁδὸς ἐκφεύξεως ἀπὸ

τοῦ νῦν διὰ τὴν ὀργὴν ἣν ὠργίσθη ὑμῖν ὁ βασιλεὺς πάντων τῶν αἰώνωνmiddot

μὴ νομίσητε ὅτι ἐκφεύξεσθε ταῦτα

XV

8 Καὶ νῦν οἱ γίγαντες οἱ γεννηθέντες ἀπὸ πνευμάτων καὶ σαρκὸς

πνεύματα πονηρὰ ἐπὶ τῆς γῆς καλέσουσιν αὐτούς ὅτι ἡ κατοίκησις αὐτῶν

ἔσται ἐπὶ τῆς γῆς

9 πνεύματα πονηρὰ ἔσονται τὰ πνεύματα ἐξεληλυθότα ἀπὸ τοῦ σώματος

τῆς σαρκὸς αὐτῶν διότι ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων ἐγένοντο καὶ ἐκ τῶν ἁγίων

τῶν ἐγρηγόρων ἡ ἀρχὴ τῆς κτίσεως αὐτῶν καὶ ἀρχὴ θεμελίουmiddot πνεύματα

πονηρὰ

10 ἐπὶ τῆς γῆς ἔσονται

11 τὰ πνεύματα τῶν γιγάντων νεμόμενα ἀδικοῦντα ἀφανίζοντα

ἐμπίπτοντα καὶ συμπαλαίοντα καὶ ῥιπτοῦντα ἐπὶ τῆς γῆς καὶ δρόμους

ποιοῦντα καὶ μηδὲν ἐσθίοντα ἀλλrsquo ἀσιτοῦντα καὶ ῥιπτοῦντα καὶ φάσματα

ποιοῦντα καὶ διψῶντα καὶ προσκόπτοντα

12 καὶ ἐξαναστήσονται τὰ πνεύματα ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων καὶ

τῶν γυναικῶν ὅτι ἐξ αὐτῶν ἐξεληλύθασι

XVI

1 Καὶ ἀπὸ ἡμέρας καιροῦ σφαγῆς καὶ ἀπωλείας καὶ θανάτου τῶν

γιγάντων ναφηλείμ οἱ ἰσχυροὶ τῆς γῆς οἱ μεγάλοι ὀνομαστοί τὰ

πνεύματα τὰ ἐκπορευόμενα ἀπὸ τῆς ψυχῆς αὐτῶν ὡς ἐκ τῆς σαρκὸς

ἔσονται ἀφανίζοντα χωρὶς κρίσεωςmiddot οὕτως ἀφανίσουσι μέχρις ἡμέρας τῆς

τελειώσεως ἕως τῆς κρίσεως τῆς μεγάλης ἐν ᾗ (ᾧ Par gr 1711) ὁ αἰὼν ὁ

μέγας τελεσθήσεται

XIX

3 ἀνθρώπων ὡς ἐγὼ εἶδον

XX

2 ὁ εἷς τῶν ἁγίων ὁ ἐπὶ τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ταρτάρου

3 Ῥαφαὴλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων τῶν ἀνθρώπων

4 Ῥαγουήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐκδικῶν τὸν κόσμον τῶν

φωστήρων

5 Μιχαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς ἐπὶ τῶν τοῦ λαοῦ ἀγαθῶν τέτακται

καὶ ἐπὶ τῷ χαῷ

6 Σαριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων οἵτινες ἐπὶ τῷ

πνεύματι ἁμαρτάνουσιν

7 Γαβριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τοῦ παραδείσου καὶ τῶν

δρακόντων καὶ χερουβίν Ῥεμειήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃν ἔταξεν ὁ

θεὸς ἐπὶ τῶν ἀνισταμένων ὀνόματα ζacute ἀρχαγγέλων

XXI

1 Καὶ ἐφώδευσα μέχρι τῆς ἀκατασκευάστου

2 καὶ ἐκεῖ ἐθεασάμην ἔργον φοβερόν ἑώρακα οὔτε οὐρανὸν ἐπάνω οὔτε

γῆν τεθεμελιωμένην ἀλλὰ τόπον ἀκατασκεύαστον καὶ φοβερόν

3 καὶ ἐκεῖ τεθέαμαι ζacute ἀστέρας τοῦ οὐρανοῦ δεδεμένους καὶ ἐριμμένους ἐν

αὐτῷ ὁμοῦ ὁμοίους ὁράσει μεγάλῃ καὶ ἐν πυρὶ καιομένους

4 τότε εἶπον Διὰ ποίαν αἰτίαν ἐπεδέθησαν καὶ διὰ ποίαν αἰτίαν ἐρίφησαν

39

ὧδε

5 καὶ εἶπέν μοι Οὐριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ μετrsquo

ἐμοῦ ὤν - καὶ

αὐτὸς αὐτῶν ἡγεῖτο - καὶ εἶπέν μοι Ἑνώχ περὶ τίνος

ἐρωτᾷς ἢ περὶ τίνος

τὴν ἀλήθειαν φιλοσπευδεῖς

6 οὗτοί εἰσιν τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ οἱ παραβάντες

τὴν ἐπιταγὴν τοῦ

κυρίου καὶ ἐδέθησαν ὧδε μέχρι πληρωθῆναι μύρια ἔτη

τὸν χρόνον τῶν

ἁμαρτημάτων αὐτῶν

7 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον τούτου

φοβερώτερον καὶ τεθέαμαι

ἔργα φοβεράmiddot πῦρ μέγα ἐκεῖ καιόμενον καὶ φλεγόμενον καὶ διακοπὴν

εἶχεν ὁ τόπος ἕως τῆς ἀβύσσου πλήρης στύλων πυρὸς μεγάλων

καταφερομένωνmiddot οὔτε μέτρον οὔτε μέγεθος ἠδυνήθην ἰδεῖν οὔτε εἰκάσαι

8 τότε εἶπον Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος οὗτος καὶ ὡς δεινὸς τῇ ὁράσει

9 τότε ἀπεκρίθη μοι καὶ εἶπεν

Incert

1 παρὰ (Par gr 1711 Go περὶ) δὲ τοῦ ὄρους ἐν ᾧ ὤμοσαν καὶ

ἀνεθεμάτισαν πρὸς τὸν πλησίον αὐτῶν ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα οὐ μὴ ἀποστῇ

ἀπrsquo αὐτοῦ ψῦχος καὶ χιὼν καὶ πάχνη καὶ δρόσος οὐ μὴ καταβῇ εἰς αὐτό εἰ

μὴ εἰς κατάραν καταβήσεται ἐπrsquo (Go εἰς) αὐτό μέχρις ἡμέρας κρίσεως τῆς

μεγάλης

2 ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ κατακαυθήσεται καὶ (Go om) ταπεινωθήσεται καὶ

ἔσται κατακαιόμενον καὶ τηκόμενον ὡς κηρὸς ἀπὸ πυρός οὕτως

κατακαήσεται περὶ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ

3 καὶ νῦν ἐγὼ λέγω ὑμῖν υἱοῖς ἀνθρώπων Ὀργὴ μεγάλη καθrsquo ὑμῶν κατὰ

τῶν υἱῶν ὑμῶνmiddot καὶ οὐ παύσεται ἡ ὀργὴ αὕτη ἀφrsquo ὑμῶν μέχρι καιροῦ

σφαγῆς τῶν υἱῶν ὑμῶν

4 καὶ ἀπολοῦνται οἱ ἀγαπητοὶ ὑμῶν καὶ ἀποθανοῦνται οἱ ἔντιμοι ὑμῶν

ἀπὸ πάσης τῆς γῆς ὅτι πᾶσαι αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς αὐτῶν ἀπὸ τοῦ νῦν οὐ μὴ

ἔσονται πλείω τῶν ἑκατὸν εἴκοσιν ἐτῶν

5 καὶ μὴ δόξητε ἔτι ζῆσαι ἐπὶ πλείονα ἔτηmiddot οὐ γάρ ἐστιν ἐπrsquo αὐτοῖς πᾶσα

ὁδὸς ἐκφεύξεως ἀπὸ τοῦ νῦν διὰ τὴν ὀργὴν ἣν ὠργίσθη ὑμῖν ὁ βασιλεὺς

πάντων τῶν αἰώνωνmiddot μὴ νομίσητε ὅτι ἐκφεύξεσθε ταῦτα

Περί των γιγάντων

καὶ ἦν νωε ἐτῶν πεντακοσίων καὶ ἐγέννησεν νωε τρεῖς υἱούς τὸν σημ τὸν χαμ τὸν

ιαφεθκαὶ ἐγένετο ἡνίκα ἤρξαντο οἱ ἄνθρωποι πολλοὶ γίνεσθαι ἐπὶ τῆς γῆς καὶ θυγατέρες

ἐγενήθησαν αὐτοῖς 2ἰδόντες δὲ οἱ υἱοὶ τοῦ θεοῦ τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων ὅτι καλαί

εἰσιν ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ πασῶν ὧν ἐξελέξαντο 3καὶ εἶπεν κύριος ὁ θεός οὐ

μὴ καταμείνῃ τὸ πνεῦμά μου ἐν τοῖς ἀνθρώποις τούτοις εἰς τὸν αἰῶνα διὰ τὸ εἶναι

αὐτοὺς σάρκας ἔσονται δὲ αἱ ἡμέραι αὐτῶν ἑκατὸν εἴκοσι ἔτη 4οἱ δὲ γίγαντες ἦσαν ἐπὶ

τῆς γῆς ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις καὶ μετ ἐκεῖνο ὡς ἂν εἰσεπορεύοντο οἱ υἱοὶ τοῦ

θεοῦ πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων καὶ ἐγεννῶσαν ἑαυτοῖς ἐκεῖνοι ἦσαν οἱ

γίγαντες οἱ ἀπ αἰῶνος οἱ ἄνθρωποι οἱ ὀνομαστοί

40

Παραθέτουμε ένα επεξηγηματικό κείμενο αναφορικά με τους γίγαντες από την

ιστοσελίδα httpwwwoodegrcom

laquoΕδώ πρόκειται για το θέμα στο οποίο αναφέρθηκε ο Ιησούς Χριστός στο

Ματθαίος κδ΄ 38 για τους προκατακλυσμιαίους ανθρώπους που ΄΄έτρωγαν και

έπιναν και παντρεύονταν΄΄ ώσπου ήρθε ο Κατακλυσμός Επ αυτών υπάρχουν

κάποιες παρατηρήσεις

1η παρατήρηση Το οριστικό άρθρο ΄΄οι΄΄ δείχνει ότι πρόκειται για κάποιους που

ήταν ήδη γνωστοί στους αναγνώστες της Γενέσεως προς τους οποίους απευθύνεται

ο Μωυσής δηλαδή προς τους Ισραηλίτες της εποχής του που λάβαιναν το Νόμο

2η παρατήρηση Το ότι ΄΄εν ταις ημέραις εκείναις ήσαν΄΄ υπονοεί 1 Είτε ότι δεν

υπήρχαν πλέον οι γίγαντες στη ΄΄γη΄΄ όταν γραφόταν η Γένεση δηλαδή κατά το 1500

πΧ 2 είτε ότι υπήρχαν και τότε

3η παρατήρηση Για ποια ΄΄γη΄΄ μιλάει 1 Είτε για τη συγκεκριμένη γη στην οποία

συνέβαιναν τα γεγονότα που αναγράφονται στα γύρω κεφάλαια (τη γη της

Μεσοποταμίας) 2 είτε γενικά για τη γύρω γη στην οποία είχαν επεκταθεί οι γίγαντες

και η φυλή Αδάμ Αυτό όμως δεν έχει σημασία καθώς η αναφορά γίνεται μόνο για

τον καιρό πρό τού Κατακλυσμού Είναι γεγονός όμως ότι στη γη Χαναάν οι

γίγαντες υπήρχαν και μετά από τον Κατακλυσμό

Αυτό φαίνεται στους Αριθμούς 13ιγ΄ 33 ΄΄και εκεί εωράκαμεν τους γίγαντας

(εβραϊκό Νεφιλείμ) και ήμεν ενώπιον αυτών ωσεί ακρίδες αλλά και ούτως ήμεν

ενώπιον αυτών΄΄

Αν αυτό φαίνεται παράξενο σε κάποιους που διδάχτηκαν ότι ο Κατακλυσμός ήταν

παγκόσμιος ας διαβάσουν τη μελέτη μας ΄΄Ήταν ο Κατακλυσμός Παγκόσμιος΄΄

Εκεί θα δουν τις Αγιογραφικές και ιστορικές αποδείξεις ότι επρόκειτο για έναν

τοπικό κατακλυσμό που έπληξε μόνο τη φυλή Αδάμ και μέλη μόνο των γύρω λαών

Επιβίωση από τον Κατακλυσμό

Το ότι οι Νεφιλείμ επεβίωσαν του Κατακλυσμού εξηγείται απλά

Είναι λογικό το ότι η φυλή των γιγάντων Νεφιλείμ δεν έμενε ολόκληρη στην

κοιλάδα της Μεσοποταμίας αλλά κάποιοι απ αυτούς διεσπάρησαν στις γύρω

περιοχές

Η Γένεση στο 7ζ΄ 20 γράφει ότι ο Κατακλυσμός είχε ύψος 15 πήχες (8- 9 μέτρα)

δηλαδή όσο χρειαζόταν για να καλύψει τις ψηλότερες περιοχές της χαμηλής

Μεσοποταμίας Όσοι όμως έμεναν στα ορεινά γύρω από την πληγείσα περιοχή

επεβίωσαν Άλλωστε ο Κατακλυσμός έγινε για τιμωρία της φυλής Αδάμ και όχι των

γύρω λαών όπως φαίνεται στη Γένεση 6ς΄ 5 - 7 όπου η λέξη που χρησιμοποιείται

στο Εβραϊκό κείμενο γι αυτούς με τους οποίους οργίστηκε ο Θεός είναι ΄΄Αδάμ΄΄

Για τους άλλους λαούς η Γένεση στο Εβραϊκό κείμενο χρησιμοποιεί άλλη λέξη

όπως φαίνεται στο Γένεσις 6ς΄ 4 [΄΄οι άνθρωποι (εβραϊκά ΄΄ενός΄΄) οι

ονομαστοί΄΄] και στο Γένεσις 13ιγ΄ 13 [΄΄οι δε άνθρωποι (εβραϊκά ΄΄ενός΄΄) οι εν

Σοδόμοις΄΄]

41

Μια τελευταία παρατήρηση ξεκινάει από το ίδιο εδάφιο της Γένεσης 6ς΄ 4 που λέει

΄΄Οι δε γίγαντες ήσαν επί τής γης εν ταις ημέραις εκείναις και μετ εκείνο ως αν

εισεπορεύοντο οι υιοί τού Θεού προς τας θυγατέρας τών ανθρώπων΄΄

Οι Νεφιλείμ λοιπόν υπήρχαν ακόμη ΄΄και μετά από εκείνο΄΄ το γεγονός που

περιγράφεται δηλαδή και μετά από την αύξηση του πληθυσμού στη

Μεσοποταμία Είναι λάθος να ταυτίζονται κατ ανάγκην οι Νεφιλείμ με τους γιους

των ισχυρών καθώς μια αβίαστη ανάγνωση του κειμένου δεν δείχνει τίποτα τέτοιο

Το μεταβατικό ΄΄δε΄΄ δείχνει ότι γίνεται λόγος για κάποιους άλλους και όχι για

τους γιούς των ισχυρών Οι γιοί των ισχυρών δεν είναι οι Νεφιλείμ αλλά οι ισχυροί

άνδρες της Μεσοποταμίας των άλλων φυλών που ζούσαν κοντά στη φυλή Αδάμ

Ίσως ο σκοπός του χωρίου είναι να δείξει ότι η φυλή των γιγάντων (η οποία

προβλημάτιζε τους Ισραηλίτες τον καιρό που ο Μωυσής έγραφε αυτά τα λόγια) ήταν

μια αρχαία φυλή σύγχρονη της επιμειξίας της φυλής Αδάμ με τους γιούς των

ισχυρών και ότι οι Νεφιλείμ επεβίωσαν ακόμη και μετά από την επιμειξία των

ισχυρών ανδρών της Μεσοποταμίας με τις ΄΄θυγατέρες Αδάμ΄΄ κατά την

προκατακλυσμιαία εποχή

Ίσως ακόμα η αναφορά αυτή να γίνεται για να δείξει ότι ο κατακλυσμός στρεφόταν

ειδικά κατά του λαού Αδάμ και όχι και των γύρω λαών εκ των οποίων

επεβίωσαν και οι Νεφιλείμ

Οι γίγαντες στην εποχή τού Ισραήλ

Σύμφωνα με την Αγία Γραφή η περιοχή στην οποία επεβίωσαν κάποιοι από τη

φυλή των γιγάντων Νεφιλείμ ήταν η Βασάν που ονομάζεται ΄΄γη γιγάντων΄΄

(Δευτερονόμιο γ΄ 13)

Πρόκειται για μία ορεινή περιοχή ανατολικά της Θάλασσας της Γαλιλαίας

κατάλληλη για επιβίωση των λαών της από τον Κατακλυσμό που έπληξε τη

Μεσοποταμία και το λαό Αδάμ (Όπως λέμε ΄΄λαός Ισραήλ΄΄)

Εκεί οι γίγαντες υπήρχαν όχι μόνο μετά από τον Κατακλυσμό αλλά και στις ημέρες

του Αβραάμ όπως φαίνεται στη Γένεση 14ιδ΄ 5 όπου λέει για τον Χοδολλογομόρ

και τους συμμάχους του ότι ΄΄κατέκοψαν τους γίγαντας τους εν Ασταρώθ

Καρναιν΄΄ στη Βασσάν

Και οι κατάσκοποι όμως των ημερών του Μωυσή βρήκαν τους Νεφιλείμ στη

Χαναάν όπως είδαμε στους Αριθμούς 13ιγ΄ 33 όπου μάλιστα ονομάζει τους

γίγαντες ΄΄Νεφιλείμ΄΄ Εκεί έχει μάλιστα και οριστικό άρθρο ΄΄τους Νεφιλείμ΄΄

πράγμα που δείχνει ότι δεν επρόκειτο για παρομοίωση αλλά για το γνωστό λαό

των Νεφιλείμ

Άλλα εδάφια όπως το Δευτερονόμιο 1α΄ 28 αναφερόμενο στο ίδιο γεγονός

ταυτίζει τους Νεφιλείμ με τους Ανακείμ που προφανώς ήταν απόγονοί τους

Με τους Ανακείμ συσχετίζει η Αγία Γραφή όλες τις φυλές γιγάντων που ζούσαν γύρω

από τη Θάλασσα της Γαλιλαίας όπως ήταν οι Ραφαείμ οι Εμμαίοι και οι

42

Ζουμζουμείμ τους οποίους εξολώθρευσαν οι απόγονοι του Λωτ (Δευτερονόμιο 2β΄

10112021)

Οι Ραφαείμ ήταν απόγονοι των Γιγάντων που επεβίωσαν από τον Κατακλυσμό και

δεν ήταν απόγονοι του Νώε καθώς δεν αναφέρονται στη Γένεση 10ι΄ όπου

αναφέρονται οι λαοί που κατάγονται από το Νώε Η σκέψη ότι ίσως να μην

αναφέρονται επειδή είναι πολύ νεώτεροι λαοί δεν ευσταθεί επειδή αναφέρονται στη

Γένεσις 14ιδ΄ 5 σαν λαός από την εποχή του Αβραάμ ακόμα και συνεπώς είναι

αρχαιότεροι λαοί από αυτούς που αναφέρονται ως απόγονοι του Νώε

Μετά από την εγκατάσταση των Ισραηλιτών στη Γη της Επαγγελίας οι υψηλόσωμες

αυτές φυλές εξολωθρεύτηκαν και δεν έμειναν Ανακείμ στο Ισραήλ Μόνο στη Γάζα

στη Γαθ και στην Άζωτο έμειναν αναμεμειγμένοι με τους Φιλισταίους (Ιησούς

Ναυή 11ια΄ 21 22)

Ένας απ αυτούς ήταν και ο Γολιάθ από τη Γαθ που σκοτώθηκε από τον Δαυίδ (Α΄

Σαμουήλ ιζ΄ 4 ΄΄Εξήλθεν Γολιάθ εκ της Γαθ΄΄)

Τον καιρό του Δαυίδ σκοτώθηκαν οι τελευταίοι γίγαντεςraquo1

1 httpwwwoodegrcomoodegenesiskatak1htm

43

Page 27: Η δημιουργία του κόσμου

27

XXVIII

1 Καὶ ἐκεῖθεν ἐπορεύθην εἰς τὸ μέσον Μανδοβαρά καὶ ἴδον αὐτὸ ἔρημονmiddot

καὶ αὐτὸ μόνον

2 πλήρης δένδρων καὶ ἀπὸ τῶν σπερμάτων ὕδωρ ἄνομβρον ἄνωθεν

φερόμενον

3 ὡς ὑδραγωγὸς δαψιλὴς ὡς πρὸς βορρᾶν ἐπὶ δυσμῶν πάντοθεν ἀνάγει

ὕδωρ καὶ δρόσον

XXIX

1 Ἔτι ἐκεῖθεν ἐπορεύθην εἰς ἄλλον τόπον ἐν τῷ Βαβδηρά καὶ πρὸς

ἀνατολὰς τοῦ ὄρους τούτου ᾠχόμην

2 καὶ ἴδον κρίσεως δένδρα πνέοντα ἀρωμάτων λιβάνων καὶ ζμύρνας καὶ

τὰ δένδρα αὐτῶν ὅμοια καρύαις

XXX

1 Καὶ ἐπέκεινα τούτων ᾠχόμην πρὸς ἀνατολὰς μακράν καὶ ἴδον τόπον

ἄλλον μέγαν φάραγγα ὕδατος

2 ἐν ᾧ καὶ δένδρα χρόα ἀρωμάτων ὁμοίων σχίνῳ

3 καὶ τὰ παρὰ τὰ χείλη τῶν φαράγγων τούτων ἴδον κιννάμωμον

ἀρωμάτωνmiddot καὶ ἐπέκεινα τούτων ᾠχόμην πρὸς ἀνατολάς

XXXI

1 καὶ ἴδον ἄλλα ὄρη καὶ ἐν αὐτοῖς ἄλση δένδρων καὶ ἐκπορευόμενον ἐξ

αὐτῶν νέκταρ τὸ καλούμενον σαρρὰν καὶ χαλβάνη

2 καὶ ἐπέκεινα τῶν ὀρέων τούτων ἴδον ἄλλο ὄρος πρὸς ἀνατολὰς τῶν

περάτων τῆς γῆς καὶ πάντα τὰ δένδρα πλήρη ἐξαυτῆς ἐν ὁμοιώματι

ἀμυγδάλων

3 ὅταν τριβῶσινmiddot διὸ εὐωδέστερον ὑπὲρ πάντων τῶν ἀρωμάτων

XXXII

1 εἰς βορρᾶν πρὸς ἀνατολὰς τεθέαμαι ἑπτὰ ὄρη πλήρη νάρδου χρηστοῦ

καὶ σχίνου καὶ κινναμώμου καὶ πιπέρεως

2 Καὶ ἐκεῖθεν ἐφώδευσα ἐπὶ τὰς ἀρχὰς πάντων τῶν ὀρέων τούτων

μακρὰν ἀπέχων πρὸς ἀνατολὰς τῆς γῆς καὶ διέβην ἐπάνω τῆς ἐρυθρᾶς

θαλάσσης καὶ ᾠχόμην ἐπrsquo ἄκρων καὶ ἀπὸ τούτου διέβην ἐπάνω τοῦ

Ζωτιήλ

3 καὶ ἦλθον πρὸς τὸν παράδεισον τῆς δικαιοσύνης καὶ ἴδον μακρόθεν τῶν

δένδρων τούτων δένδρα πλείονα καὶ μεγάλα δύο μὲν ἐκεῖ μεγάλα σφόδρα

καλὰ καὶ ἔνδοξα καὶ μεγαλοπρεπῆ καὶ τὸ δένδρον τῆς φρονήσεως οὗ

ἐσθίουσιν ἅγιοι τοῦ καρποῦ αὐτοῦ καὶ ἐπίστανται φρόνησιν μεγάλην

4 ὅμοιον τὸ δένδρον ἐκεῖνο στροβιλέᾳ τὸ ὕψος τὰ δὲ φύλλα αὐτοῦ κερατίᾳ

ὅμοια ὁ δὲ καρπὸς αὐτοῦ ὡσεὶ βότρυες ἀμπέλου ἱλαροὶ λίαν ἡ δὲ ὀσμὴ

αὐτοῦ διέτρεχεν πόρρω ἀπὸ τοῦ δένδρου

5 τότε εἶπον ὡς καλὸν τὸ δένδρον καὶ ὡς ἐπίχαρι τῇ ὁράσει

6 τότε ἀπεκρίθη Ῥαφαήλ ὁ ἅγιος ἄγγελος ὁ μετrsquo ἐμοῦ ὤν Τοῦτο τὸ

δένδρον φρονήσεως ἐξ οὗ ἔφαγεν ὁ πατήρ σου

LXXXIX

42 Καὶ οἱ κύνες ἤρξαντο κατεσθίειν τὰ πρόβατα καὶ οἱ ὕες καὶ οἱ ἀλώπεκες

κατήσθιον αὐτά μέχρι οὗ ἤγειρεν ὁ κύριος τῶν προβάτων κριὸν ἕνα ἐκ

τῶν προβάτων

43 καὶ ὁ κριὸς οὗτος ἤρξατο κερατίζειν καὶ ἐπιδιώκειν ἐν τοῖς κέρασιν καὶ

ἐνετίνασσεν εἰς τοὺς ἀλώπεκας καὶ μετrsquo αὐτοὺς εἰς τοὺς ὕαςmiddot καὶ

ἀπώλεσεν ὕας πολλούς καὶ μετrsquo αὐτοὺς [ἐλυμήνα]το τοὺς κύνας

44 καὶ τὰ πρόβατα ὧν οἱ ὀφθαλμοὶ ἠνοίγησαν ἐθεάσαντο τὸν κριὸν τὸν ἐν

28

τοῖς προβάτοις ἕως οὗ ἀφῆκεν τὴν ὁδὸν αὐτοῦ καὶ ἤρξατο πορεύεσθαι

ἀνοδίᾳ

45 καὶ ὁ κύριος τῶν προβάτων ἀπέστειλεν τὸν ἄρνα τοῦτον ἐπὶ ἄρνα

ἕτερον τοῦ στῆσαι αὐτὸν εἰς κριὸν ἐν ἀρχῇ τῶν προβάτων ἀντὶ τοῦ κριοῦ

τοῦ ἀφέντος τὴν ὁδὸν αὐτοῦ

46 καὶ ἐπορεύθη πρὸς αὐτὸν καὶ ἐλάλησεν αὐτῷ σιγῇ κατὰ μόνας καὶ

ἤγειρεν αὐτὸν εἰς κριὸν καὶ εἰς ἄρχοντα καὶ εἰς ἡγούμενον τῶν προβάτωνmiddot

καὶ οἱ κύνες ἐπὶ πᾶσιν τούτοις ἔθλιβον τὰ πρόβατα

47 [καὶ] ὁ κριὸς ὁ πρῶτος τὸν κριὸν τὸν δεύτερον ἐπεδίωκεν καὶ ἔφυγεν

ἀπὸ προσώπου αὐτοῦmiddot εἶτrsquo ἐθεώρουν τὸν κριὸν τὸν πρῶτον ἕως οὗ ἔπεσεν

ἔμπροσθεν τῶν κυνῶν

48 καὶ ὁ κριὸς ὁ δεύτερος ἀναπηδήσας ἀφηγήσατο τῶν προβάτων

49 καὶ τὰ πρόβατα ηὐξήθησαν καὶ ἐπληθύνθησανmiddot καὶ πάντες οἱ κύνες καὶ

οἱ ἀλώπεκες ἔφυγον ἀπrsquo αὐτοῦ καὶ ἐφοβοῦντο αὐτόν

XC

1

6 [καὶ ἀναγνωσθής]ονται [πάντες] οἱ λόγοι τῶν ἀνομιῶν ὑμῶν ἐν[ώπιον]

τοῦ μεγάλου ἁγίου κατὰ πρόσωπον ὑμῶνmiddot εἶτrsquo ἀναφελεῖ τὰ πάντα ἔργα τὰ

μετασχόντα ἐν τῇ ἀνομίᾳ

7 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἁμαρτωλοὶ [οἱ] ἐν μέσῳ τῆς θαλάσσης καὶ ἐπὶ τῆς ξηρᾶς

ὄντεςmiddot μνημόσυνον εἰς ὑμᾶς κακόν

8 οὐαὶ ὑμῖν οἱ κτώμενοι χρυσίον καὶ ἀργύριον οὐκ ἀπὸ δικαιοσύνης καὶ

ἐρεῖτε πλούτῳ πεπλουτήκαμεν καὶ τὰ ὑπάρχοντα ἐσχήκαμεν καὶ

κεκτήμεθα

9 καὶ πᾶν ὃ ἐὰν θελήσωμεν ποιήσωμεν ὅτι ἀργύριον τεθησαυρίκαμεν ἐν

τοῖς θησαυροῖς ἡμῶν καὶ ἀγαθὰ πολλὰ ἐν ταῖς οἰκίαις ἡμῶν

10 καὶ ὡς ὕδωρ ἐκχυθήσεται πεπλάνησθε ὅτι οὐ μὴ παραμείνῃ ὁ πλοῦτος

ὑμῶν ἀλλὰ ταχὺ [ἀναπτήσεται] ἀπὸ ὑμῶν ὅτι ἀδίκως πάντα κέκτησθεmiddot

καὶ ὑμεῖς εἰς κατάραν μεγάλην παραδοθήσεσθε

XCI

1 καὶ νῦν ὀμνύω ὑμῖν τοῖς φρονίμοις καὶ οὐχὶ τοῖς ἄφροσι ὅτι πολλὰς

ὄψεσθε ἐπὶ τῆς γῆς ἀνομίαςmiddot

2 ὅτι κάλλος περιθήσονται ἄνδρες ὡς γυναῖκες [καὶ] χρῶμα ὡραῖον ὑπὲρ

παρθένους ἐν βασιλείᾳ καὶ μεγαλωσύνῃ καὶ ἐν ἐξουσίᾳ ἔσονται δὲ

ἀργύριον καὶ χρυσίον [παρrsquo] αὐτοῖς εἰς βρώματα καὶ ἐν ταῖς οἰκίαις αὐτῶν

ὡς ὕδωρ ἐκχυθήσονται

3 [διὰ τὸ μ]ὴ ἐπιστήμην αὐτοὺς μηδὲ φρόνησιν μηδεμίαν [ἔχειν] οὕτω

ἀπολεῖσθε κοινῶς μετὰ πάντων [τῶν] ὑπαρχόντων ὑμῶν [καὶ τῆς] πάσης

δόξης καὶ τῆς τιμῆς [ὑμῶν καὶ] εἰς ἀτιμίαν καὶ ἐρήμωσιν [καὶ σφαγὴν]

μεγάλην τ[ὰ πνεύματα ὑμῶν εἰς τὴν κάμινον τοῦ πυρὸς ἐμβληθήσεται]

Four lines are lost

ἐπὶ τὴν [γῆν οὐκ ἀπεστάλη ἀλλrsquo αὐτὴν οἱ ἄνθρω]ποι ἀφrsquo ἑαυτῶν [ἔκτισαν

καὶ εἰς κατάραν] μεγάλην ἀφίξονται οἱ ποιοῦντες [αὐτήν]

5 καὶ δουλεία (στειρα pap) γυναικὶ οὐκ ἐδόθη ἀλλὰ διὰ τὰ ἔργα τῶν

χειρῶνmiddot ὅτι οὐχ ὡρίσθη δούλην εἶναι δούληνmiddot ἄνωθεν οὐκ ἐδόθη ἀλλὰ ἐκ

καταδυναστείας ἐγένετο ὁ[μοίως] οὐδὲ ἡ ἀνομία ἄνωθεν ἐδόθη ἀλλrsquo ἐκ

παραβάσεως ὁμοίως οὐδὲ στεῖρα γυνὴ ἐκτίσθη ἀλλrsquo ἐξ ἰδίων ἀδικημάτων

ἐπετιμήθη ἀτεκνίᾳ [καὶ] ἄτεκνος ἀποθανεῖται

6 ὀμνύω ὑμῖν ἁμαρτωλοὶ κατὰ τοῦ ἁγίου τοῦ μεγάλου ὅτι τὰ ἔργα ὑμῶν τὰ

πονηρὰ ἔσται ἀνακεκαλυμμένα ἐν τῷ οὐρανῷmiddot οὐκ ἔσται ὑμῖν ἔργον

29

ἀποκεκρυμμένον ἄδικον

7 μὴ ὑπολάβητε τῇ ψυχῇ ὑμῶν μηδὲ ὑπολάβητε τῇ καρδίᾳ ὑμῶν ὅτι οὐ

γινώσκουσιν οὐδὲ βλέπουσιν οὐδὲ τὰ ἀδικήματα ὑμῶν θεωρεῖται οὐδὲ

ἀπογράφεται αὐτὰ ἐνώπιον τοῦ ὑψίστου ἀπὸ τοῦ [νῦν] ἐπιγνῶτε ὅτι

πάντα τὰ ἀδικήματα ὑμῶν ἀπογράφονται ἡμέραν ἐξ [ἡμέρας] μέχρι τῆς

κρίσεως ὑμῶν

9 οὐαὶ ὑμῖν ἄφρονες ὅτι ἀπολεῖσθε διὰ τὴν ἀφροσύνην ὑμῶν καὶ τῶν

[φρονίμων] οὐ μὴ ἀκούσητε καὶ τὰ ἀγαθὰ οὐκ ἀπαντήσει ὑμῖν τὰ δὲ κακὰ

[περιέξει] ὑμᾶς

10 καὶ νῦν γινώσκετε ὅτ[ι ἡτοίμασται] ὑμῖν εἰς ἡμέραν ἀπωλείας [μὴ

ἐλπίζε]τε σωθῆναι ἁμαρτωλοίmiddot ἀπ[ελθόντες] ἀποθάνετε γινώσκοντε[ς ὅτι

ἡτοίμας]ται εἰς ἡμέραν κρίσεως μ[εγάλης καὶ στε]νοχωρίας μείζονος τ[οῖς

πνεύμασιν ὑμῶν]

11 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ σκληροτράχηλοι τῇ καρδίᾳ ποιοῦντες τὸ κα[κὸν καὶ

ἔσθοντες αἷμα πόθ]εν ὑμῖν ἔσο[νται ἀγαθὰ ἵνα φάγητε ] Four lines are

lost

12 [ἔργα τῆ]ς ἀδικίαςmiddot διότι ἐλπίδας κα[λὰς ἔχετε ὑμῖ]ν νῦν γνωστὸν ὑμῖν

ἔστω ὅτι εἰς [χεῖρας τ]ῶν δικαίων παραδοθήσεσθε καὶ ἀποκτενοῦσιν ὑμᾶς

καὶ οὐ μὴ φείσονται ὑμῶν

13 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἐπιχαίροντες τοῖς κακοῖς τῶν δικαίωνmiddot τάφος ὑμῶν οὐ μὴ

ὀρυγῇ

14 οὐαὶ ὑμῖν οἱ βουλόμενοι ἀκυρῶσαι τοὺς λόγους τῶν δικαίωνmiddot οὐ μὴ

γένηται ὑμῖν ἐλπὶς σωτηρίας

15 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ γράφοντες λόγους ψευδεῖς καὶ λόγους πλανήσεωςmiddot αὐτοὶ

γράφουσιν καὶ πολλοὺς ἀποπλανήσουσιν τοῖς ψεύδεσιν αὐτῶνmiddot

16 πλανᾶσθε ὑμεῖς αὐτοὶ καὶ οὐκ ἔστιν ὑμῖν χαίρειν ἀλλὰ ταχέως

ἀπολεῖσθε

XCII

1 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ ποιοῦντες πλανήματα καὶ τοῖς ἔργοις τοῖς ψευδέσιν

λαμβάνοντες τιμὴν καὶ δόξανmiddot ἀπολώλατε οὐκ ἔστιν ὑμῖν σωτηρία εἰς

ἀγαθόν

2 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἐξαλλοιοῦντες τοὺς λόγους τοὺς ἀληθινούς καὶ

διαστρέφοντες τὴν αἰώνιον διαθήκην καὶ λογιζόμενοι ἑαυτοὺς

ἀναμαρτήτουςmiddot ἐν τῇ γῇ καταποθήσονται

3 τότε ἑτοιμάζεσθε οἱ δίκαιοι καὶ προέχεσθε τὰς ἐντεύξεις ὑμῶν εἰς

μνημόσυνον δίδοτε αὐτὰς ἐν διαμαρτυρίᾳ ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων ὅπως

εἰσαγάγωσιν τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἀδίκων ἐνώπιον τοῦ ὑψίστου θεοῦ εἰς

μνημόσυνονmiddot

4 καὶ τότε συν[ταραχ]θήσονται ἐν [ἡμέρ]ᾳ ἀπωλείας τῆς ἀδικίας

5ndash6 ἐν αὐτῷ [τῷ και]ρῷ ἐκείνῳ αἱ τίκτουσαι ἐκβαλοῦσιν καὶ ἐκσπάσουσιν

καὶ ἐγκαταλείψουσιν [τὸ νήπιο]ν βρέφος καὶ αἱ ἐν γαστρὶ ἔχου[σαι

ἐκτρώσο]υσιν καὶ αἱ θηλάζουσαι ῥίψ[ουσιν τὰ τέκ]να αὐτῶν καὶ οὐ μὴ

ἐπι[στρέψου]σιν ἐπὶ τὰ νήπια αὐτῶν οὐ[δὲ ἐπὶ τὰ θηλά]ζοντα οὐδὲ μὴ

φείσονται

7 [καὶ] οἱ γλύφοντες εἰκόνα[ς ἀργυ]ρᾶς καὶ χρυσᾶς ξυλίνας τε [καὶ

λιθίνας] καὶ ὀστρακίνας καὶ λατρεύ[οντες φαν]τάσμασιν καὶ δαιμονίοι[ς

καὶ βδελύγ]μασιν καὶ πνεύμασιν πονη[ροῖς καὶ] πάσαις ταῖς πλάναις οὐ

κατrsquo ἐπι[στήμην] καὶ πᾶν βοήθημα οὐ μὴ εὕρητε [ἀπrsquo] αὐτῶν

8ndash9 καὶ πλανηθήσονται ἐν ἀφροσύνῃ τῆς καρδίας αὐτῶν καὶ τὰ ὁράματα

τῶν ἐνυπνίων καταπλανήσουσιν ὑμᾶς ὑμεῖς καὶ τὰ ἔργα ὑμῶν τὰ ψευδῆ ἃ

30

ἐποιήσατε καὶ ἐλαεργ[ήσατε] καὶ ἐπὶ μιᾶς ἀπολεῖσθε

10ndash12 καὶ τότε μακάριοι πάντες οἱ ἀκούσαντες φρονίμων λόγους καὶ

μαθήσονται αὐτούς ποιῆσαι τὰς ἐντολὰς τοῦ ὑψίστου καὶ πορεύσονται ἐν

ὁδοῖς δικαιοσύνης αὐτοῦ καὶ οὐ μὴ πλανήσουσιν μετὰ τῶν πλανώντων καὶ

σωθήσονται

13 οὐαὶ οἱ οἰκοδομοῦντες τὰς οἰκοδομὰς αὐτῶν οὐκ ἐκ κόπων ἰδίων καὶ ἐκ

λίθων καὶ ἐκ πλίνθων πᾶσαν οἰκοδομὴν ποιεῖτε οἷς οὐκ ἔστιν ὑμῖν χά[ρις]

14 οὐαὶ οἱ ἐξουθενοῦντες τὴν θεμελίωσιν καὶ τὴν κληρονομίαν τῶν

πατέρων αὐτῶν τὴν ἀπrsquo αἰῶνος [ὅτι] διώξεται ὑμᾶς πνεῦμα πλανήσεωςmiddot

οὐκ ἔστιν ὑμῖν ἀναπαῦσαι

15 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ποιοῦντες τὴν ἀ[νομίαν] καὶ ἐπιβοηθοῦντες τῇ ἀδι[κίᾳ

φονεύ]οντες τὸν πλησίον αὐτῶ[ν ἕως τῆς] ἡμέρας τῆς κρίσεως τῆς

[μεγάληςmiddot

16 ]ὅτι τότε ἐκτρίψει τὴν δόξ[αν ὑμῶν] καὶ ἐπεγερεῖ τὸν θυμὸν [αὐτοῦ

καθrsquo] ὑμῶν ἀπολεῖ πάντας ὑ[μᾶς ἐν ῥομ]φαίᾳ καὶ πάντες οἱ δί[καιοι

μνημο]νήσουσιν τὰς ἀδικίας [ὑμῶν]

XCIII

1ndash2 καὶ τότε ἐν ἑνὶ τόπῳ [ῥέῃ τὰ α]ἵμα[τα αὐτῶν καὶ ἄνθρωπο]ς οὐκ

[ἀφέξ]ει τὴν [χεῖρα αὐτοῦ ἀπ]ὸ τοῦ υἱοῦ αὐ[τοῦ οὔτrsquo ἀ]πὸ τοῦ ἀγαπητοῦ

αὐτοῦ ἀποκτεῖναι αὐτόν καὶ ὁ ἁμαρτωλὸς ἀπὸ τοῦ ἐντίμου οὔτε ἀπὸ τοῦ

ἀδελφοῦ αὐτοῦmiddot ἐξ ὄρθρων μέχρις οὗ δῦναι τὸν ἥλιον φονευθήσονται ἐπὶ

τὸ αὐτό

3 καὶ διαπορεύσεται ἵππος ἕως τοῦ στήθους αὐτοῦ διὰ τοῦ αἵματος τῶν

ἁμαρτωλῶν καὶ τὸ ἅρμα μέχρι ἀξόνων καταβήσεται

4 καὶ καταβήσονται ἄγγελοι καταδύνοντες εἰς τὰ ἀπόκρυφα ἐν ἡμέρᾳ

ἐκείνῃmiddot οἵτινες ἐβοήθουν τῇ ἀδικίᾳ καὶ συστραφήσονται εἰς ἕνα τόπον καὶ ὁ

ὕψιστος ἐγερθήσεται ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως ποιῆσαι ἐκ πάντων κρίσιν

μεγάλην

5 καὶ τάξει φυλακὴν ἐπὶ πάντας τοὺς δικαίους καὶ ἁγίους τῶν ἁγίων

ἀγγέλων καὶ τηρηθήσονται ὡς κόριον ὀφθαλμοῦ ἕως οὗ ἐκλείπῃ τὰ κακὰ

καὶ ἁμαρτία καὶ ἀπrsquo ἐκείνου ὑπνώσουσιν εὐσεβεῖς ὕπνον ἡδύν καὶ οὐκ

ἔσται οὐκέτι ὁ ἐκφοβῶν αὐτούς

6 τότε ὄψονται οἱ φρόνιμοι τῶν ἀνθρώπων καὶ κατανοήσουσιν οἱ υἱοὶ τῆς

γῆς ἐπὶ τοὺς λόγους τούτους τῆς ἐπιστολῆς ταύτης καὶ γνώσονται ὅτι οὐ

δύναται ὁ πλοῦτος αὐτῶν διασῶσαι αὐτοὺς ἐν τῇ πτώσει τῆς ἀδικίας

7 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἄδικοι ὅταν ἐκθλίβητε τοὺς δικαίους ἐν ἡμέρᾳ ἀνάγκης

στερεᾶς καὶ φυλάξητε αὐτοὺς ἐν πυρί ὅτι κομιεῖσθε κατὰ τὰ ἔργα ὑμῶν

8 οὐαὶ ὑμῖν σκληροκάρδιοι ἀγρυπνοῦντες νοῆσαι τὸ κακόνmiddot περιέχει ὑμᾶς

φόβος καὶ οὐκ ἔστιν ὁ ἀντιλαμβανόμενος ὑμῶν

9 οὐαὶ ὑμῖν πᾶσιν τοῖς ἁμαρτωλοῖς ἐπὶ τοῖς ἔργοις τοῦ στόματος ὑμῶν

οὐαὶ ὑμῖν πᾶσιν τοῖς ἁμαρτωλοῖς ἐπὶ τοῖς λόγοις τοῦ στόματος ὑμῶν καὶ

ἐπὶ τοῖς [ἔργοις] τῶν χειρῶν ὑμῶν ὅτι ἀπὸ τῶν ἁγίων ἔργων

ἀπεπλα[νήθητε]

11 πᾶσα νεφέλη καὶ ὀμίχλη καὶ δρόσος καὶ ὄμβρος ἐπὶ ταῖς ἁμαρτίαις

ὑμῶν

12 δίδοτε οὖν ὄμβρῳ δῶρα ἵνα μὴ [κωλυθῇ κα]ταβῆναι ὑμῖν καὶ δρόσῳ

κα[ὶ νεφέλῃ] καὶ ὀμίχλῃmiddot χρυσίον διαγράψα[τε ἵνα κα]ταβῶσινmiddot

13 ὅτι ἐὰν ἐπιρρίψῃ ἐφrsquo ὑμ[ᾶς χι]ὼν καὶ πάχνη καὶ ψῦχος αὐτῆς καὶ οἱ

ἄνεμοι καὶ ὁ παγετὸς αὐτῶν καὶ πᾶσαι αἱ μάστιγες αὐτῶν οὐ δύνασθε

ὑποστῆναι ἔμπροσθεν ψύχους καὶ τῶν μαστίγων αὐτῶν

31

XCIV

1 κατανοήσατε τοίνουν υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων τὰ ἔργα τοῦ ὑψίστου καὶ

φοβήθητε τοῦ ποιῆσαι τὸ πονηρὸν ἐναντίον αὐτοῦ

2 ἐὰν ἀποκλείσῃ τὰς θυρίδας τοῦ οὐρανοῦ καὶ κωλύσῃ τὴν δρόσον καὶ τὸν

ὄμβρον καταβῆναι εἵνεκα ὑμῶν τί ποιήσετε

3 ἐὰν ἀποστείληται τὸν θυμὸν αὐτοῦ ἐφrsquo ὑμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ ἔργα ὑμῶν οὐχὶ

ἔσεσθε δεόμενοι αὐτοῦ διὰ τί ὑμεῖς λαλεῖτε τῷ στόματι ὑμῶν μεγάλα καὶ

σκληρὰ ἐπὶ τῇ μεγαλωσύνῃ αὐ[τοῦ

4 ὁρᾶ]τε τοὺς ναυκλήρους τοὺς πλωιζομένους τὴν θάλασσαν ὑπὸ τοῦ

κ[λύδω]νος καὶ χειμῶνος σεσαλευμένα τὰ πλοῖα αὐτῶν

5 καὶ χειμαζόμενοι πάντες φοβοῦνται ἔξω δὲ τὰ [ἀγαθὰ πάντα] καὶ τὰ

ὑπάρχοντα αὐτῶν ἐκβάλλουσιν εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ὑποπτεύουσιν ἐν τῇ

καρδίᾳ αὐτῶν ὅτι ἡ [θάλασσα κα]ταπίεται αὐτοὺς καὶ ἐν αὐτ[ῇ

ἀπολοῦν]ται

6 οὐχὶ πᾶσα ἡ θάλασσα καὶ [πάντα τὰ] ὕδατα αὐτῆς ἔργον τοῦ ὑψ[ίστου

ἐστί] καὶ αὐτὸς συνεστήσατο τὰ π[έρατα αὐ]τῶν καὶ συνέδησεν αὐτ[ήν

καὶ περι]έφραξεν αὐτὴν ἄμμῳ

7 [καὶ ἀπὸ τῆς] ἐμβριμήσεως αὐτοῦ φ[οβοῦνται καὶ ξη]ραίνονται καὶ οἱ

ἰχθύες

8 [ γῆν] καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτοῖς καὶ τίς ἔδωκεν ἐπιστήμην πᾶσιν τοῖς

κινουμένοις ἐν τῇ θαλάσσῃ οἱ ναύκληροι τὴν θάλασσαν φοβοῦνται

XCV

1 καὶ ὅταν ἐκβάλῃ ἐφrsquo ὑμᾶς τὸν κλύδωνα τοῦ πυρὸς τῆς καύσεως ὑμῶν

ποῦ ἀποδράντες σωθήσεσθε καὶ ὅταν δῷ ἐφrsquo ὑμᾶς φωνὴν αὐτοῦ

2 ἔσεσθε συνσειόμενοι καὶ φοβούμενοι ἤχῳ μεγάλῳ laquoκαὶraquo τὴν γῆν

σύμπασαν σειομένην καὶ τρέμουσαν καὶ συνταρασσομένην

3 καὶ οἱ ἄγγελοι συντελοῦντες τὸ συνταχθὲν αὐτοῖς καὶ ὁ οὐρανὸς καὶ οἱ

φωστῆρες σειόμενοι καὶ τρέμοντεςmiddot ἅπαντες οἱ υἱοὶ τῆς γῆς καὶ ὑμεῖς

ἁμαρτωλοὶ ἐπικατάρατοι εἰς τὸν αἰῶναmiddot οὐκ ἔστιν ὑμῖν χαίρειν

4 θαρσεῖτε ψυχαὶ τῶν δικαίων τῶν ἀποθανόντων τῶν δικαίων καὶ τῶν

εὐσεβῶν

5 καὶ μὴ λυπεῖσθε ὅτι κατέβησαν αἱ ψυχαὶ ὑμῶν εἰς ᾅδου μετὰ λύπης καὶ

οὐκ ἀπηντήθη τῷ σώματι τῆς σαρκὸς ὑμῶν ἐν τῇ ζωῇ ὑμῶν κατὰ τὴν

ὁσιότητα ὑμῶν ἐπεὶ αἱ ἡμέραι ἃς ἦτε ἡμέραι ἦσαν ἁμαρτωλῶν καὶ

καταράτων ἐπὶ τῆς γῆς

6 ὅταν ἀποθάνητε τότε ἐροῦσιν οἱ ἁμαρτωλοὶ ὅτι εὐσεβεῖς κατὰ τὴν

εἱμαρμένην ἀπεθάνοσαν καὶ τί αὐτοῖς περιεγένετο ἐπὶ τοῖς ἔργοις αὐτῶν

7 καὶ αὐτοὶ ὁμοίως ἡμῖν ἀπεθάνοσαν ἴδετε οὖν ὡς ἀποθνήσκουσιν μετὰ

λύπης καὶ σκότους καὶ τί αὐτοῖς ἐγένετο περισσόν

8 ἀπὸ τοῦ νῦν ἀναστήτωσαν καὶ σωθήτωσαν καὶ ὄψονται εἰς τὸν αἰῶνα

ἡμᾶς φαγεῖν καὶ πεῖν

9 τοιγαροῦν ἁρπάσαι καὶ ἁμαρτάνειν καὶ λωποδυτεῖν καὶ ἐγκτᾶσθαι καὶ

[ἰδεῖν] ἡμέρας ἀγαθάς

10 ἴδετε οὖν οἱ δικαιοῦντες [ἑαυτ]ούς ὁποία ἐγένετο αὐτῶν ἡ καταστροφή

ὅτι πᾶσα δικαιοσύνη οὐχ εὑρέθη ἐν αὐτοῖς ἕως ἀπέθανον καὶ ἀπώλοντο

11 καὶ ἐγένοντο ὡς οὐκ ὄντες καὶ κατέβησαν αἱ ψυχαὶ αὐτῶν μετrsquo ὀδύνης

εἰς ᾅδου

XCVI

1 ἐγὼ ὀμνύω ὑμῖν Three lines are lost

2 ἐπίσταμαι τὸ μυστήριον τοῦτοmiddot ἀν[έγνων] γὰρ τὰς πλάκας τοῦ οὐρανοῦ

32

καὶ εἶδον τὴν γραφὴν ἀναγκαίανmiddot ἔγνων τὰ γ[εγραμμέ]να ἐν αὐταῖς καὶ

ἐγκεκολαμμέν[α περὶ] ὑμῶν

3 ὅτι ἀγαθὰ καὶ ἡ χαρὰ καὶ ἡ τ[ιμὴ] ἡτοίμασται καὶ ἐγγέγραπται ταῖς

ψ[υχαῖς] τῶν ἀποθανόντων εὐσεβῶνmiddot

4 καὶ χαιρήσονται καὶ οὐ μὴ ἀπόλωνται τὰ πνεύματα αὐτῶν οὐδὲ τὸ

μνημόσυνον ἀπὸ προσώπου τοῦ μεγάλου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν

αἰώνων μὴ οὖν φοβεῖσθε τοὺς ὀνειδισμοὺς αὐτῶν

5 καὶ ὑμεῖς οἱ νεκροὶ τῶν ἁμαρτωλῶν ὅταν ἀποθάνητε ἐροῦσιν ἐφrsquo ὑμῖν

μακάριοι ἁμαρτωλοὶ πάσας τὰς ἡμέρας αὐτῶν ὅσας εἴδοσαν ἐν τῇ ζωῇ

αὐτῶν καὶ ἐνδόξως

6 ἀπεθάνοσαν καὶ κρίσις οὐκ ἐγενήθη ἐν τῇ ζωῇ αὐτῶν

7 αὐτοὶ ὑμεῖς γινώσκετε ὅτι εἰς ᾅδου κατάξουσιν τὰς ψυχὰς ὑμῶν

8 καὶ ἐκεῖ ἔσονται ἐν ἀνάγκῃ μεγάλῃ καὶ ἐν σκότει καὶ ἐν παγίδι καὶ ἐν

φλογὶ καιομένῃ καὶ εἰς κρίσιν μεγάλην εἰσελεύσονται αἱ ψυχαὶ ὑμῶν ἐν

πάσαις ταῖς γενεαῖς τοῦ αἰῶνος οὐαὶ ὑμῖν οὐκ ἔστιν ὑμῖν χαίρειν

9 μὴ γὰρ εἴπητε οἱ δίκαιοι ὅσιοι ὄντες ἐν τῇ ζωῇ τῶν ἡμερῶν τῆς θλίψεως

κόπους ἐκοπιάσαμεν καὶ ἀνηλώμεθα καὶ ὀλίγοι ἐγενήθημεν καὶ

ἀντιλήμπτορα οὐχ εὑρήκαμενmiddot

10 συντετριμμένοι καὶ ἀπολώλαμεν καὶ ἀπηλπίσμεθα καὶ μηκέτι εἰδέναι

σωτηρίαν ἡμέραν ἐξ ἡμέρας

11 ἠλπίσαμεν γενέσθαι κεφαλή ἐγενήθημεν κέρ[κοςmiddot ἐκο]πιάσαμεν

ἐργαζόμενοι καὶ τῶν ὀψωνίων οὐ κεκυριεύκαμεν ἐγενήθημεν κατάβρωμα

ἁμαρτωλῶν [οἱ ἄνο]μοι ἐβάρυναν ἐφrsquo ἡμᾶς τὸν ζυγόν

12 οἳ κυριεύουσιν οἱ ἐχθροὶ ἡμῶν ἐγκεντρίζουσιν ἡμᾶς καὶ περικλείουσιν

ἡμᾶςmiddot ἐζητήσαμεν πο[ῦ φύγωμεν] ἀπrsquo αὐτῶν ὅπως ἀναψύχ[ωμεν] three

lines are lost

14 ἐκράξαμεν ἐπὶ τοὺς καταβάλλοντας καὶ βιαζομένους ἡμᾶς καὶ τὰς

ἐντεύξεις ἡμῶν οὐκ ἀπεδέξαντο οὐδὲ ἐβούλοντο ἐπακοῦσαι τῆς φωνῆς

ἡμῶν

15 καὶ οὐκ ἀντελαμβάνοντο ἡμῶν οὐχ εὑρόντες κατὰ τῶν βιαζομένων καὶ

κατεσθόντων ἡμᾶς ἀλλὰ στερεοῦσιν αὐτοὺς ἐφrsquo ἡμᾶςmiddot ἀπέκτειναν ἡμᾶς

καὶ εἰς ὀλίγους ἤγαγον καὶ οὐχ ὑποδεικνύουσιν περὶ τῶν πεφονευμένων

ἡμῶν καὶ οὐκ ἀναμιμνήσκουσιν περὶ τῶν ἁμαρτωλῶν αὐτῶν τὰς

ἁμαρτίας αὐτῶν

XCVII

1 ὀμνύω ὑμῖν ὅτι οἱ ἄγγελοι ἐν τῷ οὐρανῷ ἀναμιμνήσκουσιν [ὑμῶν] εἰς

ἀγαθὸν ἐνώπιον τῆς δόξης τοῦ μεγάλου

2 θαρσεῖτε δὴ ὅτι ἐπαλαιώθητε ἐν τοῖς κακοῖς καὶ ἐν ταῖς θλίψεσινmiddot ὡσεὶ

φωστῆρες τοῦ οὐρανοῦ ἀναλάμψετε καὶ φανεῖτε αἱ θυρίδες τοῦ οὐρανοῦ

ἀνοιχθήσονται ὑμῖν

3ndash4 καὶ ἡ κραυγὴ ὑμῶν ἀκουσθήσεται καὶ ἡ κρίσις ὑμῶν ἣν κράζετε καὶ

φανεῖται ἐφrsquo ὅσα συλλαβήσεται ὑμῖν περὶ τῆς θλίψεως ὑμῶν καὶ ἐκ

πάντων ὅστις μετέσχεν τῶν βιαζομένων καὶ κατεσθόντων ὑμᾶς

5 [μὴ φοβεῖσθε] τὰ κακὰ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως τῆς μεγάλης καὶ οὐ μὴ

εὑρεθῆτε ὡς οἱ ἁμαρτωλοί [ἀλλrsquo ὑμεῖς οἱ ἁμαρτωλοὶ] σκυλήσεσθε καὶ

κρίσις αἰώνιος ἐξ ὑμῶν ἔσται εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν αἰώνων

6 μὴ φοβεῖσθε οἱ δίκαιοι ὅταν ἴδητε τοὺς ἁμαρτωλοὺς κατισχύοντας καὶ

εὐοδουμένους καὶ μὴ μέτοχοι αὐτῶν γίνεσθε ἀλλὰ μακρὰν ἀπέχεσθε ἀπὸ

πάντων τῶν ἀδικημάτων αὐτῶν

7 μὴ γὰρ εἴπητε οἱ ἁμαρτωλοὶ [ὅτι] οὐ μὴ ἐκζητηθῶσιν αἱ ἁμαρτίαι ὑμῶν

33

[ἐξ] ἡμερῶν

8 καὶ νῦν ἀποδεικνύω ὑμῖν ὅτι φῶς καὶ σκότος ἡμέρα καὶ νὺξ

ἐποπτεύουσιν τὰς ἁμαρτίας ὑμῶν πάσας

9 μὴ πλανᾶσθε τῇ καρδίᾳ ὑμῶν μηδὲ ψεύδεσθε μηδὲ ἐξαλλοιώσητε τοὺς

λόγους τῆς ἀληθείας μηδὲ καταψεύδεσθε τῶν [λόγων τοῦ] ἁγίου καὶ μὴ

δότε ἔπαινον ταῖς [εἰκόσιν ὑ]μῶνmiddot οὐ γὰρ εἰς δικαίωμα εἰσάγ[ουσιν πάντα

τὰ ψεύδ]η καὶ πᾶσα [ἡ πλάνη] Two lines are lost

10 τῆς ἀληθείας ἐξαλλοιοῦσιν καὶ ἀντιγράφουσιν οἱ ἁμαρτωλοὶ καὶ

ἀλλάσσουσιν τοὺς πολλούς καὶ ψεύδονται καὶ πλάσσουσιν πλάσματα

μεγάλα καὶ τὰς γραφὰς ἀναγράφουσιν ἐπὶ τοῖς ὀνόμασιν αὐτῶνmiddot

11 καὶ ὄφελον πάντας τοὺς λόγους μου γράφωσιν ἐπrsquo ἀληθείας ἐπὶ τὰ

ὀνόματα αὐτῶν καὶ μήτε ἀφέλωσιν μήτε ἀλλοιώσωσιν τῶν λόγων τούτων

ἀλλὰ πάντα ἐπrsquo ἀληθείας γράφωσιν ἃ ἐγὼ διαμαρτυροῦμαι αὐτοῖς

12 καὶ πάλιν ἐγὼ γινώσκω μυστήριον δεύτερον ὅτι δικαίοις καὶ ὁσίοις καὶ

φρονίμοις δοθήσονται αἱ βίβλοι μου εἰς χαρὰν ἀληθείας

13 καὶ αὐτοὶ πιστεύσουσιν αὐταῖς καὶ ἐν αὐταῖς χαρήσονται καὶ

ἀγαλλιάσονται πάντες οἱ δίκαιοι μαθεῖν ἐξ αὐτῶν πάσας τὰς ὁδοὺς τῆς

ἀληθείας

CVI

1 μετὰ δὲ χρόνον ἔλαβεν Μαθουσάλεκ τῷ υἱῷ μου γυναῖκα καὶ ἔτεκεν

υἱὸν καὶ ἐκάλεσεν τὸ ὄνομα αὐτοῦ Λάμεχ ἐταπεινώθη ἡ δικαιοσύνη μέχρι

τῆς ἡμέρας ἐκείνης καὶ ὅτε εἰς ἡλικίαν ἐπῆλθεν ἔλαβεν αὐτῷ γυναῖκα καὶ

ἔτεκεν αὐτῷ παιδίον

2 καὶ ὅτε ἐγεννήθη τὸ παιδίον ἦν τὸ σῶμα λευκότερον χιόνος καὶ

πυρρότερον ῥόδου τὸ τρίχωμα πᾶν λευκὸν καὶ ὡς ἔρια λευκὰ καὶ οὖλον

καὶ ἔνδοξον καὶ ὅτε ἀνέῳξεν τοὺς ὀφθαλμούς ἔλαμψεν ἡ οἰκία ὡσεὶ

ἥλιος

3 καὶ ἀνέστη ἐκ τῶν χειρῶν τῆς μαίας καὶ ἀνέῳξεν τὸ στόμα καὶ

εὐλόγησεν τῷ κυρίῳmiddot

4 καὶ ἐφοβήθη Λάμεχ ἀπrsquo αὐτοῦ καὶ ἔφυγεν καὶ ἦλθεν πρὸς Μαθουσάλεκ

τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ

5 τέκνον ἐγεννήθη μου ἀλλοῖον οὐχ ὅμοιον τοῖς ἀνθρώποις ἀλλὰ τοῖς

τέκνοις τῶν ἀγγέλων τοῦ οὐρανοῦ καὶ ὁ τύπος ἀλλοιότερος οὐχ ὅμοιος

ἡμῖνmiddot τὰ ὄμματά ἐστιν ὡς ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου καὶ ἔνδοξον τὸ πρόσωπονmiddot

6 καὶ ὑπολαμβάνω ὅτι οὐκ ἔστιν ἐξ ἐμοῦ ἀλλὰ ἐξ ἀγγέλου καὶ

εὐλαβοῦμαι αὐτὸν μήποτέ τι ἔσται ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ ἐν τῇ γῇ

7 καὶ παραιτοῦμαι π[άτερ καὶ] δέομαι βάδισον πρὸς Ἑνὼ[χ τὸν πατέρα

ἡμῶν καὶ ἐρώτησον] Two lines are lost

8 [ἦλθ]εν πρὸς ἐμὲ εἰς τὰ τέρματα τῆς γῆς οὗ [εἶδ]εν τότε εἶναι με καὶ

εἶπέν μοι πάτερ [μου] ἐπάκουσον τῆς φωνῆς μου καὶ ἧκε [πρὸς] ἐμέ καὶ

ἤκουσα τὴν φωνὴν αὐτοῦ καὶ ἦλθον πρὸς αὐτὸν καὶ εἶπα ἰδοὺ πάρειμι

τέκνονmiddot διὰ τί ἐλήλυθας πρὸς ἐμέ τέκνον

9 καὶ ἀπεκρίθη λέγων διrsquo ἀνάγκην μεγάλην ἦλθον ὧδε πάτερmiddot

10 καὶ νῦν ἐγεννήθη τέκνον Λάμεχ τῷ υἱῷ μου καὶ ὁ τύπος αὐτοῦ καὶ ἡ

εἰκὼν αὐτοῦ laquoοὐχ ὅμοιος ἀνθρώποις καὶ τὸ χρῶμα αὐτοῦraquo λευκότερον

χιόνος καὶ πυρρότερον ῥόδου καὶ τὸ τρίχωμα τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ

λευκότερον ἐρίων λευκῶν καὶ τὰ ὄμματα αὐτοῦ ἀφόμοια ταῖς τοῦ ἡλίου

ἀκτῖσιν

11 καὶ ἀνέστη ἀπὸ τῶν τῆς μαίας χειρῶν καὶ ἀνοίξας τὸ στόμα εὐλόγησεν

τὸν κύριον τοῦ αἰῶνοςmiddot

34

12 καὶ ἐφοβήθη ὁ υἱός μου Λάμεχ καὶ ἔφυγεν πρὸς ἐμέ καὶ οὐ πιστεύει ὅτι

υἱὸς αὐτοῦ ἐστιν ἀλλὰ ὅτι ἐξ ἀγγέλων one or two lines omitted τὴν

ἀκρίβειαν ἣν ἔχεις () καὶ τὴν ἀλήθειαν

13 τότε ἀπεκρίθην λέγων ἀνακαινίσει ὁ κύριος πρόσταγμα ἐπὶ τῆς γῆς

καὶ τὸν αὐτὸν τρόπον τέκνον τεθέαμαι καὶ ἐσήμανά σοιmiddot ἐν γὰρ τῇ γενεᾷ

Ἰάρεδ τοῦ πατρός μου παρέβησαν τὸν λόγον κυρίου ἀπὸ τῆς διαθήκης τοῦ

οὐρανοῦ

14 καὶ ἰδοὺ ἁμαρτάνουσιν καὶ παραβαίνουσιν τὸ ἔθος καὶ μετὰ γυναικῶν

συγγίνονται καὶ μετrsquo αὐτῶν ἁμαρτάνουσιν καὶ ἔγημαν ἐξ αὐτῶν

[καὶ τίκτουσιν οὐχ ὁμοίους πνεύμασιν ἀλλὰ σαρκίνους]middot

15 καὶ ἔσται ὀργὴ μεγάλη ἐπὶ τῆς γῆς καὶ κατακλυσμός καὶ ἔσται

ἀπώλεια μεγάλη ἐπὶ ἐνιαυτὸν ἕναmiddot

16 καὶ τόδε τὸ παιδίον τὸ γεννηθὲν καταλειφθήσεται καὶ τρία αὐτοῦ

τέκνα σωθήσεται ἀποθανόντων τῶν ἐπὶ τῆς γῆςmiddot

17b καὶ πραϋνεῖ τὴν γῆν ἀπὸ τῆς οὔσης ἐν αὐτῇ φθορᾶς

18 καὶ νῦν λέγε Λάμεχ ὅτι τέκνον σού ἐστιν δικαίως καὶ ὁσίως [καὶ]

κάλεσον αὐτοῦ τὸ ὄνομα [Νῶε]middot αὐτὸς γὰρ ἔσται ὑμῶν κατάλειμμα ἐφrsquo οὗ

ἂν καταπαύσητε καὶ laquoοἱraquo υἱοὶ αὐτοῦ ἀπὸ τῆς φθορᾶς τῆς γῆς καὶ ἀπὸ

πάντων τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ ἀπὸ πασῶν τῶν συντελειῶν ἐπὶ τῆς γῆς

Four lines are lost

19 ὑπέδειξέν μοι καὶ ἐμήνυσεν καὶ ἐν ταῖς πλαξὶν τοῦ οὐρανοῦ ἀνέγνων

αὐτά

CVII

1 τότε τεθέαμαι τὰ ἐγγεγραμμένα ἐπrsquo αὐτῶν ὅτι γενεὰ γενεᾶς κακ[ίων

ἔσται] καὶ εἶδον τόδε μέχρις τοῦ ἀνας[τῆναι] γενεὰν δικαιοσύνης καὶ ἡ

κακία ἀπολεῖται καὶ ἡ ἁμαρτία ἀλλάξει ἀπὸ τῆς γῆς καὶ τὰ ἀγαθὰ ἥξει ἐπὶ

τῆς γῆς ἐπrsquo αὐτούς

2 καὶ νῦν ἀπότρεχε τέκνον καὶ σήμανον Λάμεχ τῷ υἱῷ σου ὅτι τὸ παιδίον

τοῦτο τὸ γεννηθὲν τέκνον αὐτοῦ ἐστιν δικαίως καὶ οὐ ψευδῶς

3 καὶ ὅτε ἤκουσεν Μαθουσάλεκ τοὺς λόγους Ἑνὼχ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ

μυστηριακῶς γὰρ ἐδήλωσεν αὐτῷ [ἐπέστρεψεν καὶ ἐδήλωσεν αὐτῷ] καὶ

ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτοῦ Νῶε εὐφραίνων τὴν γῆν ἀπὸ τῆς ἀπωλείας

Liber Enoch

Apocalypsis Henochi Graece

(recensio ap Syncellum)

(ed M Black)

Pseudepigrapha veteris testamenti Graece 3

Leiden Brill 1970 pp 21ndash26 29ndash30 32ndash33 37

VI

ἐκ τοῦ πρώτου βιβλίου Ἐνὼχ περὶ τῶν ἐγρηγόρων

1 καὶ ἐγένετο ὅτε ἐπληθύνθησαν οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων ἐγεννήθησαν

αὐτοῖς θυγατέρες ὡραῖαι

2 καὶ ἐπεθύμησαν αὐτὰς οἱ ἐγρήγοροι καὶ ἀπεπλανήθησαν ὀπίσω αὐτῶν

καὶ εἶπον πρὸς ἀλλήλους ἐκλεξώμεθα ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ τῶν

θυγατέρων τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς

3 καὶ εἶπε Σεμιαζᾶς ὁ ἄρχων αὐτῶν πρὸς αὐτούς φοβοῦμαι μὴ οὐ

θελήσητε (Go θελήσετε) ποιῆσαι τὸ πρᾶγμα τοῦτο καὶ ἔσομαι ἐγὼ μόνος

ὀφειλέτης ἁμαρτίας μεγάλης

4 καὶ ἀπεκρίθησαν αὐτῷ πάντες καὶ εἶπον ὀμόσωμεν ἅπαντες ὅρκῳ καὶ

ἀναθεματίσωμεν ἀλλήλους τοῦ μὴ ἀποστρέψαι τὴν γνώμην ταύτην

35

μέχρις οὗ ἀποτελέσωμεν αὐτήν

5 τότε πάντες ὤμοσαν ὁμοῦ καὶ ἀνεθεμάτισαν ἀλλήλους

6 ἦσαν δὲ οὗτοι διακόσιοι οἱ καταβάντες ἐν ταῖς ἡμέραις Ἰάρεδ εἰς τὴν

κορυφὴν τοῦ Ἑρμονιεὶμ (Go κορυφὴν Ἑρμὼν) ὄρους καὶ ἐκάλεσαν τὸ ὄρος

Ἑρμώμ καθότι ὤμοσαν (Go ομοσαν) καὶ ἀνεθεμάτισαν ἀλλήλους ἐν αὐτῷ

7 καὶ ταῦτα τὰ ὀνόματα τῶν ἀρχόντων αὐτῶν αacute Σεμιαζᾶς ὁ ἄρχων

αὐτῶν βacute Ἀταρκούφ γacute Ἀρακιήλ δacute Χωβαβιήλ εacute Ὀραμμαμή Ϛacute Ῥαμιήλ ζacute

Σαμψίχ ηacute Ζακιήλ θacute Βαλκιήλ ιacute Ἀζαλζήλ ιαacute Φαρμαρός ιβacute Ἀμαριήλ ιγacute

Ἀναγημάς ιδacute Θαυσαήλ ιεacute Σαμιήλ ιϚacute Σαρινᾶς ιζacute Εὐμιήλ (Par gr 1711 ὁ

Εὐμιήλ) ιηacute Τυριήλ ιθacute Ἰουμιήλ κacute Σαριήλ

VII

1 Οὗτοι καὶ οἱ λοιποὶ πάντες ἐν τῷ χιλιοστῷ ἑκατοστῷ ἑβδομηκοστῷ ἔτει

τοῦ κόσμου ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας καὶ ἤρξαντο μιαίνεσθαι ἐν αὐταῖς

ἕως τοῦ κατακλυσμοῦ καὶ ἔτεκον αὐτοῖς γένη τρίαmiddot πρῶτον γίγαντας

μεγάλους

2 οἱ δὲ γίγαντες ἐτέκνωσαν Ναφηλείμ καὶ τοῖς Ναφηλεὶμ ἐγεννήθησαν

Ἐλιούδ καὶ ἦσαν αὐξανόμενοι κατὰ τὴν μεγαλειότητα αὐτῶν καὶ

ἐδίδαξαν ἑαυτοὺς καὶ τὰς γυναῖκας ἑαυτῶν φαρμακείας καὶ ἐπαοιδίας

VIII

1 Πρῶτος Ἀζαὴλ ὁ δέκατος τῶν ἀρχόντων ἐδίδαξε ποιεῖν μαχαίρας καὶ

θώρακας καὶ πᾶν σκεῦος πολεμικόν καὶ τὰ μέταλλα τῆς γῆς καὶ τὸ

χρυσίον πῶς ἐργάσωνται καὶ ποιήσωσιν αὐτὰ κόσμια ταῖς γυναιξί καὶ τὸν

ἄργυρον ἔδειξε δὲ αὐτοῖς καὶ τὸ στίλβειν καὶ τὸ καλλωπίζειν καὶ τοὺς

ἐκλεκτοὺς λίθους καὶ τὰ βαφικάmiddot καὶ ἐποίησαν ἑαυτοῖς οἱ υἱοὶ τῶν

ἀνθρώπων καὶ ταῖς θυγατράσιν αὐτῶν καὶ παρέβησαν καὶ ἐπλάνησαν

τοὺς ἁγίους

2 καὶ ἐγένετο ἀσέβεια πολλὴ ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἠφάνισαν τὰς ὁδοὺς αὐτῶν

3 ἔτι δὲ καὶ ὁ πρώταρχος αὐτῶν Σεμιαζᾶς ἐδίδαξεν εἶναι ὀργὰς κατὰ τοῦ

νοός καὶ ῥίζας βοτανῶν τῆς γῆς ὁ δὲ ἑνδέκατος Φαρμαρὸς ἐδίδαξε

φαρμακείας ἐπαοιδίας σοφίας καὶ ἐπαοιδῶν λυτήριαmiddot ὁ ἔνατος ἐδίδαξεν

ἀστροσκοπίανmiddot ὁ δὲ τέταρτος ἐδίδαξεν ἀστρολογίανmiddot ὁ δὲ ὄγδοος ἐδίδαξεν

ἀεροσκοπίανmiddot ὁ δὲ τρίτος ἐδίδαξε τὰ σημεῖα τῆς γῆςmiddot ὁ δὲ ἕβδομος ἐδίδαξε

τὰ σημεῖα τοῦ ἡλίουmiddot ὁ δὲ εἰκοστὸς ἐδίδαξε τὰ σημεῖα τῆς σελήνηςmiddot πάντες

οὗτοι ἤρξαντο ἀνακαλύπτειν τὰ μυστήρια ταῖς γυναιξὶν αὐτῶν καὶ τοῖς

τέκνοις αὐτῶν μετὰ δὲ ταῦτα ἤρξαντο οἱ γίγαντες κατεσθίειν τὰς σάρκας

τῶν ἀνθρώπων

4 καὶ ἤρξαντο οἱ ἄνθρωποι ἐλαττοῦσθαι ἐπὶ τῆς γῆς

VIII col I

4 οἱ δὲ λοιποὶ ἐβόησαν εἰς τὸν οὐρανὸν περὶ τῆς κακώσεως αὐτῶν

λέγοντες εἰσενεχθῆναι τὸ μνημόσυνον αὐτῶν ἐνώπιον κυρίου

VIII col II

4 Τότε ἐβόησαν οἱ ἄνθρωποι εἰς τὸν οὐρανὸν λέγοντες Εἰσαγάγετε τὴν

κρίσιν ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον καὶ τὴν ἀπώλειαν ἡμῶν ἐνώπιον τῆς δόξης

τῆς μεγάλης ἐνώπιον τοῦ κυρίου τῶν κυρίων πάντων τῇ μεγαλωσύνῃ

IX col I

1 Καὶ ἀκούσαντες οἱ τέσσαρες μεγάλοι ἀρχάγγελοι Μιχαὴλ καὶ Οὐριὴλ

καὶ Ῥαφαὴλ καὶ Γαβριὴλ (καὶ Par gr 1711) παρέκυψαν ἐπὶ τὴν γῆν ἐκ τῶν

ἁγίων τοῦ οὐρανοῦ

2 καὶ θεασάμενοι αἷμα πολὺ ἐκκεχυμένον ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πᾶσαν ἀσέβειαν

καὶ ἀνομίαν γενομένην ἐπrsquo αὐτῆς

36

3 εἰσελθόντες εἶπον πρὸς ἀλλήλους ὅτι Τὰ πνεύματα καὶ αἱ ψυχαὶ τῶν

ἀνθρώπων στενάζουσιν ἐντυγχάνοντα καὶ λέγοντα ὅτι Εἰσαγάγετε τὴν

κρίσιν ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον καὶ τὴν ἀπώλειαν ἡμῶν ἐνώπιον τῆς δόξης

τῆς μεγαλωσύνης ἐνώπιον τοῦ κυρίου τῶν κυρίων πάντων τῇ

μεγαλωσύνῃ

4 καὶ εἶπον τῷ κυρίῳ τῶν αἰώνων Σὺ εἶ ὁ θεὸς τῶν θεῶν καὶ κύριος τῶν

κυρίων καὶ ὁ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ θεὸς τῶν αἰώνων καὶ ὁ

θρόνος τῆς δόξης σου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν αἰώνων καὶ τὸ ὄνομά σου

ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

IX col II

1 Καὶ ἀκούσαντες οἱ τέσσαρες μεγάλοι ἀρχάγγελοι Μιχαὴλ καὶ Οὐριὴλ

καὶ Ῥαφαὴλ καὶ Γαβριὴλ παρέκυψαν (= οἱ ltδgt Par gr 1711) ἐπὶ τὴν γῆν ἐκ

τῶν ἁγίων τοῦ οὐρανοῦ

2 καὶ θεασάμενοι αἷμα πολὺ ἐκκεχυμένον ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πᾶσαν ἀνομίαν

καὶ ἀσέβειαν γινομένην ἐπrsquo αὐτῆς

3 εἰσελθόντες εἶπον πρὸς ἀλλήλους ὅτι Τὰ πνεύματα καὶ αἱ ψυχαὶ τῶν

ἀνθρώπων ἐντυγχάνουσι στενάζοντα καὶ λέγοντα Εἰσαγάγετε τὴν δέησιν

ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον

4 καὶ προσελθόντες οἱ τέσσαρες ἀρχάγγελοι εἶπον τῷ κυρίῳ Σὺ εἶ ὁ θεὸς

τῶν θεῶν καὶ κύριος τῶν κυρίων καὶ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ θεὸς

τῶν ἀνθρώπων καὶ ὁ θρόνος τῆς δόξης σου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν

αἰώνων καὶ τὸ ὄνομά σου ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

καὶ τὸ ὄνομά σου ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

IX

4 add post αἰῶνας καὶ τὰ ἑξῆς τότε ὁ ὕψιστος ἐκέλευσε τοῖς ἁγίοις

ἀρχαγγέλοις καὶ ἔδησαν τοὺς ἐξάρχους αὐτῶν καὶ ἔβαλον (ἔβαλλον Par

gr 1711) αὐτοὺς εἰς τὴν ἄβυσσον ἕως τῆς κρίσεως καὶ τὰ ἑξῆς καὶ ταῦτα

μὲν ὁ Ἐνὼχ μαρτυρεῖ

5 σὺ γὰρ εἶ ὁ ποιήσας τὰ πάντα καὶ πάντων τὴν ἐξουσίαν ἔχων καὶ πάντα

ἐνώπιόν σου φανερὰ καὶ ἀκάλυπταmiddot καὶ πάντα ὁρᾷς καὶ οὐκ ἔστιν ὃ

κρυβῆναί σε δύναται

6 ὁρᾷς ὅσα ἐποίησεν Ἀζαὴλ καὶ (om Par gr 1711) ὅσα εἰσήνεγκεν (add

καὶ Par gr 1711) ὅσα ἐδίδαξεν ἀδικίας καὶ ἁμαρτίας ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πάντα

δόλον ἐπὶ τῆς ξηρᾶς ἐδίδαξε γὰρ τὰ μυστήρια καὶ ἀπεκάλυψε τῷ αἰῶνι τὰ

ἐν οὐρανῷ ἐπιτηδεύουσιν δὲ τὰ ἐπιτηδεύματα αὐτοῦ εἰδέναι τὰ μυστήρια

οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων

7 τῷ Σεμιαζᾷ τὴν ἐξουσίαν ἔδωκας ἔχειν τῶν σὺν αὐτῷ ἅμα ὄντων

8 καὶ ἐπορεύθησαν πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς καὶ

συνεκοιμήθησαν μετrsquo αὐτῶν καὶ ἐν ταῖς θηλείαις ἐμιάνθησαν καὶ

ἐδήλωσαν αὐταῖς πάσας τὰς ἁμαρτίας καὶ ἐδίδαξαν αὐτὰς μίσητρα

(μίσιτρα Par gr 1711) ποιεῖν

9 καὶ νῦν ἰδοὺ αἱ θυγατέρες τῶν ἀνθρώπων ἔτεκον ἐξ αὐτῶν υἱοὺς

γίγανταςmiddot κίβδηλα ἐπὶ τῆς (om Go) γῆς τῶν ἀνθρώπων ἐκκέχυται καὶ ὅλη

ἡ γῆ ἐπλήσθη ἀδικίας

10 καὶ νῦν ἰδοὺ τὰ πνεύματα τῶν ψυχῶν τῶν ἀποθανόντων ἀνθρώπων

ἐντυγχάνουσιν καὶ μέχρι τῶν πυλῶν τοῦ οὐρανοῦ ἀνέβη ὁ στεναγμὸς

αὐτῶν καὶ οὐ δύναται ἐξελθεῖν ἀπὸ προσώπου τῶν ἐπὶ τῆς γῆς γινομένων

ἀδικημάτων

11 καὶ σὺ αὐτὰ οἶδας πρὸ τῶν (τοῦ recte Par gr 1711) αὐτὰ γενέσθαι καὶ

ὁρᾷς αὐτοὺς καὶ ἐᾷς αὐτούς καὶ οὐδὲν λέγεις τί δεῖ ποιῆσαι αὐτοὺς (om

37

Go) περὶ τούτου

X

1 Τότε ὁ ὕψιστος εἶπε καὶ ὁ ἅγιος ὁ μέγας ἐλάλησε καὶ ἔπεμψε τὸν Οὐριὴλ

πρὸς τὸν υἱὸν (Go τοῦ) Λάμεχ λέγων

2 Πορεύου πρὸς τὸν Νῶε καὶ εἶπον αὐτῷ τῷ ἐμῷ ὀνόματι Κρύψον σεαυτόν

καὶ δήλωσον αὐτῷ τέλος ἐπερχόμενον ὅτι ἡ γῆ ἀπόλλυται πᾶσαmiddot καὶ εἶπον

αὐτῷ ὅτι κατακλυσμὸς μέλλει γίνεσθαι πάσης τῆς γῆς ἀπολέσαι πάντα

ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς

3 δίδαξον τὸν δίκαιον τί ποιήσει τὸν υἱὸν Λάμεχ καὶ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ εἰς

ζωὴν συντηρήσει καὶ ἐκφεύξεται διrsquo αἰῶνος καὶ ἐξ αὐτοῦ φυτευθήσεται

φύτευμα καὶ σταθήσεται πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

4 Καὶ τῷ Ῥαφαὴλ εἶπε Πορεύου Ῥαφαήλ καὶ δῆσον τὸν Ἀζαήλmiddot χερσὶ καὶ

ποσὶ συμπόδισον αὐτόν καὶ ἔμβαλε αὐτὸν εἰς τὸ σκότος καὶ ἄνοιξον τὴν

ἔρημον τὴν οὖσαν ἐν τῇ ἐρήμῳ Δουδαήλ καὶ ἐκεῖ πορευθεὶς βάλε αὐτόν

5 καὶ ὑπόθες αὐτῷ λίθους ὀξεῖς καὶ (om Go) λίθους τραχεῖς καὶ

ἐπικάλυψον αὐτῷ σκότος καὶ οἰκησάτω ἐκεῖ εἰς τὸν αἰῶνα καὶ τὴν ὄψιν

αὐτοῦ πώμασον καὶ φῶς μὴ θεωρείτωmiddot

6 καὶ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως ἀπαχθήσεται εἰς τὸν ἐμπυρισμὸν τοῦ

πυρός

7 καὶ ἴασαι τὴν γῆν ἣν ἠφάνισαν οἱ ἐγρήγοροι καὶ τὴν ἴασιν τῆς πληγῆς

δήλωσον ἵνα ἰάσωνται τὴν πληγὴν καὶ μὴ ἀπόλωνται πάντες οἱ υἱοὶ τῶν

ἀνθρώπων ἐν τῷ μυστηρίῳ ὃ εἶπον οἱ ἐγρήγοροι καὶ ἐδίδαξαν τοὺς υἱοὺς

τῶν ἀνθρώπων

8 καὶ ἠρημώθη πᾶσα ἡ γῆ ἐν τοῖς ἔργοις τῆς διδασκαλίας Ἀζαήλmiddot καὶ ἐπrsquo

αὐτῇ γράψον πάσας τὰς ἁμαρτίας

9 Καὶ τῷ Γαβριὴλ εἶπε Πορεύου Γαβριήλ ἐπὶ τοὺς γίγαντας ἐπὶ τοὺς

κιβδήλους ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς πορνείας καὶ ἀπόλεσαν τοὺς υἱοὺς τῶν

ἐγρηγόρων ἀπὸ τῶν υἱῶν τῶν ἀνθρώπωνmiddot πέμψον αὐτοὺς εἰς ἀλλήλους ἐξ

αὐτῶν εἰς αὐτούς ἐν πολέμῳ καὶ ἐν ἀπωλείᾳ καὶ μακρότης ἡμερῶν οὐκ

ἔσται αὐτοῖς

10 καὶ πᾶσα ἐρώτησις οὐκ ἔστι τοῖς πατράσιν αὐτῶν ὅτι ἐλπίζουσι ζῆσαι

ζωὴν αἰώνιον καὶ ὅτι ζήσεται ἕκαστος αὐτῶν ἔτη πεντακόσια

11 καὶ τῷ Μιχαὴλ εἶπε Πορεύου Μιχαήλ δῆσον Σεμιαζᾶν καὶ τοὺς ἄλλους

σὺν αὐτῷ τοὺς συμμιγέντας ταῖς θυγατράσι τῶν ἀνθρώπων τοῦ μιανθῆναι

ἐν αὐταῖς ἐν τῇ ἀκαθαρσίᾳ αὐτῶν

12 καὶ ὅταν κατασφαγῶσιν οἱ υἱοὶ αὐτῶν καὶ ἴδωσι τὴν ἀπώλειαν τῶν

ἀγαπητῶν αὐτῶν δῆσον αὐτοὺς ἐπὶ ἑβδομήκοντα γενεὰς εἰς τὰς νάπας

τῆς γῆς μέχρι ἡμέρας κρίσεως αὐτῶν μέχρι ἡμέρας τελειώσεως τελεσμοῦ

ἕως συντελεσθῇ κρίμα τοῦ αἰῶνος τῶν αἰώνων

13 τότε ἀπενεχθήσονται εἰς τὸ χάος τοῦ πυρὸς καὶ εἰς τὴν βάσανον καὶ εἰς

τὸ δεσμωτήριον τῆς συγκλείσεως τοῦ αἰῶνος

14 καὶ ὃς ἂν κατακρίθῃ καὶ ἀφανισθῇ ἀπὸ τοῦ νῦν μετrsquo αὐτῶν δεθήσεται

(δεηθήσεται recte Par gr 1711) μέχρι τελειώσεως γενεᾶς αὐτῶν

περὶ δὲ τοῦ ὄρους ἐν ᾧ ὤμοσαν καὶ ἀνεθεμέτισαν πρὸς τὸν πλησίον αὐτῶν

ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα οὐ μὴ ἀποστῇ ἀπrsquo αὐτοῦ ψῦχος καὶ χιὼν καὶ πάχνη καὶ

δρόσος οὐ μὴ καταβῇ εἰς αὐτό εἰ μὴ εἰς κατάραν καταβήσεται ἐπrsquo αὐτό

μέχρις ἡμέρας κρίσεως τῆς μεγάλης ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ κατακαυθήσεται

καὶ ταπεινωθήσεται καὶ ἔσται κατακαιόμενον καὶ τηκόμενον ὡς κηρὸς

ἀπὸ πυρός οὕτως κατακαήσεται περὶ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ καὶ νῦν

ἐγὼ λέγω ὑμῖν υἱοῖς ἀνθρώπων Ὀργὴ μεγάλη καθrsquo ὑμῶν laquoκαὶraquo κατὰ τῶν

38

υἱῶν ὑμῶν καὶ οὐ παύσεται ἡ ὀργὴ αὕτη ἀφrsquo ὑμῶν μέχρι καιροῦ σφαγῆς

τῶν υἱῶν ὑμῶν καὶ ἀπολοῦνται οἱ ἀγαπητοὶ ὑμῶν καὶ ἀποθανοῦνται οἱ

ἔντιμοι ὑμῶν ἀπὸ πάσης τῆς γῆς ὅτι πᾶσαι αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς αὐτῶν ἀπὸ

τοῦ νῦν οὐ μὴ ἔσονται πλείω τῶν ἑκατὸν εἴκοσιν ἐτῶν καὶ μὴ δόξητε ἔτι

ζῆσαι ἐπὶ πλείονα ἔτηmiddot οὐ γάρ ἐστιν ἐπrsquo αὐτοῖς πᾶσα ὁδὸς ἐκφεύξεως ἀπὸ

τοῦ νῦν διὰ τὴν ὀργὴν ἣν ὠργίσθη ὑμῖν ὁ βασιλεὺς πάντων τῶν αἰώνωνmiddot

μὴ νομίσητε ὅτι ἐκφεύξεσθε ταῦτα

XV

8 Καὶ νῦν οἱ γίγαντες οἱ γεννηθέντες ἀπὸ πνευμάτων καὶ σαρκὸς

πνεύματα πονηρὰ ἐπὶ τῆς γῆς καλέσουσιν αὐτούς ὅτι ἡ κατοίκησις αὐτῶν

ἔσται ἐπὶ τῆς γῆς

9 πνεύματα πονηρὰ ἔσονται τὰ πνεύματα ἐξεληλυθότα ἀπὸ τοῦ σώματος

τῆς σαρκὸς αὐτῶν διότι ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων ἐγένοντο καὶ ἐκ τῶν ἁγίων

τῶν ἐγρηγόρων ἡ ἀρχὴ τῆς κτίσεως αὐτῶν καὶ ἀρχὴ θεμελίουmiddot πνεύματα

πονηρὰ

10 ἐπὶ τῆς γῆς ἔσονται

11 τὰ πνεύματα τῶν γιγάντων νεμόμενα ἀδικοῦντα ἀφανίζοντα

ἐμπίπτοντα καὶ συμπαλαίοντα καὶ ῥιπτοῦντα ἐπὶ τῆς γῆς καὶ δρόμους

ποιοῦντα καὶ μηδὲν ἐσθίοντα ἀλλrsquo ἀσιτοῦντα καὶ ῥιπτοῦντα καὶ φάσματα

ποιοῦντα καὶ διψῶντα καὶ προσκόπτοντα

12 καὶ ἐξαναστήσονται τὰ πνεύματα ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων καὶ

τῶν γυναικῶν ὅτι ἐξ αὐτῶν ἐξεληλύθασι

XVI

1 Καὶ ἀπὸ ἡμέρας καιροῦ σφαγῆς καὶ ἀπωλείας καὶ θανάτου τῶν

γιγάντων ναφηλείμ οἱ ἰσχυροὶ τῆς γῆς οἱ μεγάλοι ὀνομαστοί τὰ

πνεύματα τὰ ἐκπορευόμενα ἀπὸ τῆς ψυχῆς αὐτῶν ὡς ἐκ τῆς σαρκὸς

ἔσονται ἀφανίζοντα χωρὶς κρίσεωςmiddot οὕτως ἀφανίσουσι μέχρις ἡμέρας τῆς

τελειώσεως ἕως τῆς κρίσεως τῆς μεγάλης ἐν ᾗ (ᾧ Par gr 1711) ὁ αἰὼν ὁ

μέγας τελεσθήσεται

XIX

3 ἀνθρώπων ὡς ἐγὼ εἶδον

XX

2 ὁ εἷς τῶν ἁγίων ὁ ἐπὶ τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ταρτάρου

3 Ῥαφαὴλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων τῶν ἀνθρώπων

4 Ῥαγουήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐκδικῶν τὸν κόσμον τῶν

φωστήρων

5 Μιχαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς ἐπὶ τῶν τοῦ λαοῦ ἀγαθῶν τέτακται

καὶ ἐπὶ τῷ χαῷ

6 Σαριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων οἵτινες ἐπὶ τῷ

πνεύματι ἁμαρτάνουσιν

7 Γαβριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τοῦ παραδείσου καὶ τῶν

δρακόντων καὶ χερουβίν Ῥεμειήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃν ἔταξεν ὁ

θεὸς ἐπὶ τῶν ἀνισταμένων ὀνόματα ζacute ἀρχαγγέλων

XXI

1 Καὶ ἐφώδευσα μέχρι τῆς ἀκατασκευάστου

2 καὶ ἐκεῖ ἐθεασάμην ἔργον φοβερόν ἑώρακα οὔτε οὐρανὸν ἐπάνω οὔτε

γῆν τεθεμελιωμένην ἀλλὰ τόπον ἀκατασκεύαστον καὶ φοβερόν

3 καὶ ἐκεῖ τεθέαμαι ζacute ἀστέρας τοῦ οὐρανοῦ δεδεμένους καὶ ἐριμμένους ἐν

αὐτῷ ὁμοῦ ὁμοίους ὁράσει μεγάλῃ καὶ ἐν πυρὶ καιομένους

4 τότε εἶπον Διὰ ποίαν αἰτίαν ἐπεδέθησαν καὶ διὰ ποίαν αἰτίαν ἐρίφησαν

39

ὧδε

5 καὶ εἶπέν μοι Οὐριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ μετrsquo

ἐμοῦ ὤν - καὶ

αὐτὸς αὐτῶν ἡγεῖτο - καὶ εἶπέν μοι Ἑνώχ περὶ τίνος

ἐρωτᾷς ἢ περὶ τίνος

τὴν ἀλήθειαν φιλοσπευδεῖς

6 οὗτοί εἰσιν τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ οἱ παραβάντες

τὴν ἐπιταγὴν τοῦ

κυρίου καὶ ἐδέθησαν ὧδε μέχρι πληρωθῆναι μύρια ἔτη

τὸν χρόνον τῶν

ἁμαρτημάτων αὐτῶν

7 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον τούτου

φοβερώτερον καὶ τεθέαμαι

ἔργα φοβεράmiddot πῦρ μέγα ἐκεῖ καιόμενον καὶ φλεγόμενον καὶ διακοπὴν

εἶχεν ὁ τόπος ἕως τῆς ἀβύσσου πλήρης στύλων πυρὸς μεγάλων

καταφερομένωνmiddot οὔτε μέτρον οὔτε μέγεθος ἠδυνήθην ἰδεῖν οὔτε εἰκάσαι

8 τότε εἶπον Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος οὗτος καὶ ὡς δεινὸς τῇ ὁράσει

9 τότε ἀπεκρίθη μοι καὶ εἶπεν

Incert

1 παρὰ (Par gr 1711 Go περὶ) δὲ τοῦ ὄρους ἐν ᾧ ὤμοσαν καὶ

ἀνεθεμάτισαν πρὸς τὸν πλησίον αὐτῶν ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα οὐ μὴ ἀποστῇ

ἀπrsquo αὐτοῦ ψῦχος καὶ χιὼν καὶ πάχνη καὶ δρόσος οὐ μὴ καταβῇ εἰς αὐτό εἰ

μὴ εἰς κατάραν καταβήσεται ἐπrsquo (Go εἰς) αὐτό μέχρις ἡμέρας κρίσεως τῆς

μεγάλης

2 ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ κατακαυθήσεται καὶ (Go om) ταπεινωθήσεται καὶ

ἔσται κατακαιόμενον καὶ τηκόμενον ὡς κηρὸς ἀπὸ πυρός οὕτως

κατακαήσεται περὶ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ

3 καὶ νῦν ἐγὼ λέγω ὑμῖν υἱοῖς ἀνθρώπων Ὀργὴ μεγάλη καθrsquo ὑμῶν κατὰ

τῶν υἱῶν ὑμῶνmiddot καὶ οὐ παύσεται ἡ ὀργὴ αὕτη ἀφrsquo ὑμῶν μέχρι καιροῦ

σφαγῆς τῶν υἱῶν ὑμῶν

4 καὶ ἀπολοῦνται οἱ ἀγαπητοὶ ὑμῶν καὶ ἀποθανοῦνται οἱ ἔντιμοι ὑμῶν

ἀπὸ πάσης τῆς γῆς ὅτι πᾶσαι αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς αὐτῶν ἀπὸ τοῦ νῦν οὐ μὴ

ἔσονται πλείω τῶν ἑκατὸν εἴκοσιν ἐτῶν

5 καὶ μὴ δόξητε ἔτι ζῆσαι ἐπὶ πλείονα ἔτηmiddot οὐ γάρ ἐστιν ἐπrsquo αὐτοῖς πᾶσα

ὁδὸς ἐκφεύξεως ἀπὸ τοῦ νῦν διὰ τὴν ὀργὴν ἣν ὠργίσθη ὑμῖν ὁ βασιλεὺς

πάντων τῶν αἰώνωνmiddot μὴ νομίσητε ὅτι ἐκφεύξεσθε ταῦτα

Περί των γιγάντων

καὶ ἦν νωε ἐτῶν πεντακοσίων καὶ ἐγέννησεν νωε τρεῖς υἱούς τὸν σημ τὸν χαμ τὸν

ιαφεθκαὶ ἐγένετο ἡνίκα ἤρξαντο οἱ ἄνθρωποι πολλοὶ γίνεσθαι ἐπὶ τῆς γῆς καὶ θυγατέρες

ἐγενήθησαν αὐτοῖς 2ἰδόντες δὲ οἱ υἱοὶ τοῦ θεοῦ τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων ὅτι καλαί

εἰσιν ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ πασῶν ὧν ἐξελέξαντο 3καὶ εἶπεν κύριος ὁ θεός οὐ

μὴ καταμείνῃ τὸ πνεῦμά μου ἐν τοῖς ἀνθρώποις τούτοις εἰς τὸν αἰῶνα διὰ τὸ εἶναι

αὐτοὺς σάρκας ἔσονται δὲ αἱ ἡμέραι αὐτῶν ἑκατὸν εἴκοσι ἔτη 4οἱ δὲ γίγαντες ἦσαν ἐπὶ

τῆς γῆς ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις καὶ μετ ἐκεῖνο ὡς ἂν εἰσεπορεύοντο οἱ υἱοὶ τοῦ

θεοῦ πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων καὶ ἐγεννῶσαν ἑαυτοῖς ἐκεῖνοι ἦσαν οἱ

γίγαντες οἱ ἀπ αἰῶνος οἱ ἄνθρωποι οἱ ὀνομαστοί

40

Παραθέτουμε ένα επεξηγηματικό κείμενο αναφορικά με τους γίγαντες από την

ιστοσελίδα httpwwwoodegrcom

laquoΕδώ πρόκειται για το θέμα στο οποίο αναφέρθηκε ο Ιησούς Χριστός στο

Ματθαίος κδ΄ 38 για τους προκατακλυσμιαίους ανθρώπους που ΄΄έτρωγαν και

έπιναν και παντρεύονταν΄΄ ώσπου ήρθε ο Κατακλυσμός Επ αυτών υπάρχουν

κάποιες παρατηρήσεις

1η παρατήρηση Το οριστικό άρθρο ΄΄οι΄΄ δείχνει ότι πρόκειται για κάποιους που

ήταν ήδη γνωστοί στους αναγνώστες της Γενέσεως προς τους οποίους απευθύνεται

ο Μωυσής δηλαδή προς τους Ισραηλίτες της εποχής του που λάβαιναν το Νόμο

2η παρατήρηση Το ότι ΄΄εν ταις ημέραις εκείναις ήσαν΄΄ υπονοεί 1 Είτε ότι δεν

υπήρχαν πλέον οι γίγαντες στη ΄΄γη΄΄ όταν γραφόταν η Γένεση δηλαδή κατά το 1500

πΧ 2 είτε ότι υπήρχαν και τότε

3η παρατήρηση Για ποια ΄΄γη΄΄ μιλάει 1 Είτε για τη συγκεκριμένη γη στην οποία

συνέβαιναν τα γεγονότα που αναγράφονται στα γύρω κεφάλαια (τη γη της

Μεσοποταμίας) 2 είτε γενικά για τη γύρω γη στην οποία είχαν επεκταθεί οι γίγαντες

και η φυλή Αδάμ Αυτό όμως δεν έχει σημασία καθώς η αναφορά γίνεται μόνο για

τον καιρό πρό τού Κατακλυσμού Είναι γεγονός όμως ότι στη γη Χαναάν οι

γίγαντες υπήρχαν και μετά από τον Κατακλυσμό

Αυτό φαίνεται στους Αριθμούς 13ιγ΄ 33 ΄΄και εκεί εωράκαμεν τους γίγαντας

(εβραϊκό Νεφιλείμ) και ήμεν ενώπιον αυτών ωσεί ακρίδες αλλά και ούτως ήμεν

ενώπιον αυτών΄΄

Αν αυτό φαίνεται παράξενο σε κάποιους που διδάχτηκαν ότι ο Κατακλυσμός ήταν

παγκόσμιος ας διαβάσουν τη μελέτη μας ΄΄Ήταν ο Κατακλυσμός Παγκόσμιος΄΄

Εκεί θα δουν τις Αγιογραφικές και ιστορικές αποδείξεις ότι επρόκειτο για έναν

τοπικό κατακλυσμό που έπληξε μόνο τη φυλή Αδάμ και μέλη μόνο των γύρω λαών

Επιβίωση από τον Κατακλυσμό

Το ότι οι Νεφιλείμ επεβίωσαν του Κατακλυσμού εξηγείται απλά

Είναι λογικό το ότι η φυλή των γιγάντων Νεφιλείμ δεν έμενε ολόκληρη στην

κοιλάδα της Μεσοποταμίας αλλά κάποιοι απ αυτούς διεσπάρησαν στις γύρω

περιοχές

Η Γένεση στο 7ζ΄ 20 γράφει ότι ο Κατακλυσμός είχε ύψος 15 πήχες (8- 9 μέτρα)

δηλαδή όσο χρειαζόταν για να καλύψει τις ψηλότερες περιοχές της χαμηλής

Μεσοποταμίας Όσοι όμως έμεναν στα ορεινά γύρω από την πληγείσα περιοχή

επεβίωσαν Άλλωστε ο Κατακλυσμός έγινε για τιμωρία της φυλής Αδάμ και όχι των

γύρω λαών όπως φαίνεται στη Γένεση 6ς΄ 5 - 7 όπου η λέξη που χρησιμοποιείται

στο Εβραϊκό κείμενο γι αυτούς με τους οποίους οργίστηκε ο Θεός είναι ΄΄Αδάμ΄΄

Για τους άλλους λαούς η Γένεση στο Εβραϊκό κείμενο χρησιμοποιεί άλλη λέξη

όπως φαίνεται στο Γένεσις 6ς΄ 4 [΄΄οι άνθρωποι (εβραϊκά ΄΄ενός΄΄) οι

ονομαστοί΄΄] και στο Γένεσις 13ιγ΄ 13 [΄΄οι δε άνθρωποι (εβραϊκά ΄΄ενός΄΄) οι εν

Σοδόμοις΄΄]

41

Μια τελευταία παρατήρηση ξεκινάει από το ίδιο εδάφιο της Γένεσης 6ς΄ 4 που λέει

΄΄Οι δε γίγαντες ήσαν επί τής γης εν ταις ημέραις εκείναις και μετ εκείνο ως αν

εισεπορεύοντο οι υιοί τού Θεού προς τας θυγατέρας τών ανθρώπων΄΄

Οι Νεφιλείμ λοιπόν υπήρχαν ακόμη ΄΄και μετά από εκείνο΄΄ το γεγονός που

περιγράφεται δηλαδή και μετά από την αύξηση του πληθυσμού στη

Μεσοποταμία Είναι λάθος να ταυτίζονται κατ ανάγκην οι Νεφιλείμ με τους γιους

των ισχυρών καθώς μια αβίαστη ανάγνωση του κειμένου δεν δείχνει τίποτα τέτοιο

Το μεταβατικό ΄΄δε΄΄ δείχνει ότι γίνεται λόγος για κάποιους άλλους και όχι για

τους γιούς των ισχυρών Οι γιοί των ισχυρών δεν είναι οι Νεφιλείμ αλλά οι ισχυροί

άνδρες της Μεσοποταμίας των άλλων φυλών που ζούσαν κοντά στη φυλή Αδάμ

Ίσως ο σκοπός του χωρίου είναι να δείξει ότι η φυλή των γιγάντων (η οποία

προβλημάτιζε τους Ισραηλίτες τον καιρό που ο Μωυσής έγραφε αυτά τα λόγια) ήταν

μια αρχαία φυλή σύγχρονη της επιμειξίας της φυλής Αδάμ με τους γιούς των

ισχυρών και ότι οι Νεφιλείμ επεβίωσαν ακόμη και μετά από την επιμειξία των

ισχυρών ανδρών της Μεσοποταμίας με τις ΄΄θυγατέρες Αδάμ΄΄ κατά την

προκατακλυσμιαία εποχή

Ίσως ακόμα η αναφορά αυτή να γίνεται για να δείξει ότι ο κατακλυσμός στρεφόταν

ειδικά κατά του λαού Αδάμ και όχι και των γύρω λαών εκ των οποίων

επεβίωσαν και οι Νεφιλείμ

Οι γίγαντες στην εποχή τού Ισραήλ

Σύμφωνα με την Αγία Γραφή η περιοχή στην οποία επεβίωσαν κάποιοι από τη

φυλή των γιγάντων Νεφιλείμ ήταν η Βασάν που ονομάζεται ΄΄γη γιγάντων΄΄

(Δευτερονόμιο γ΄ 13)

Πρόκειται για μία ορεινή περιοχή ανατολικά της Θάλασσας της Γαλιλαίας

κατάλληλη για επιβίωση των λαών της από τον Κατακλυσμό που έπληξε τη

Μεσοποταμία και το λαό Αδάμ (Όπως λέμε ΄΄λαός Ισραήλ΄΄)

Εκεί οι γίγαντες υπήρχαν όχι μόνο μετά από τον Κατακλυσμό αλλά και στις ημέρες

του Αβραάμ όπως φαίνεται στη Γένεση 14ιδ΄ 5 όπου λέει για τον Χοδολλογομόρ

και τους συμμάχους του ότι ΄΄κατέκοψαν τους γίγαντας τους εν Ασταρώθ

Καρναιν΄΄ στη Βασσάν

Και οι κατάσκοποι όμως των ημερών του Μωυσή βρήκαν τους Νεφιλείμ στη

Χαναάν όπως είδαμε στους Αριθμούς 13ιγ΄ 33 όπου μάλιστα ονομάζει τους

γίγαντες ΄΄Νεφιλείμ΄΄ Εκεί έχει μάλιστα και οριστικό άρθρο ΄΄τους Νεφιλείμ΄΄

πράγμα που δείχνει ότι δεν επρόκειτο για παρομοίωση αλλά για το γνωστό λαό

των Νεφιλείμ

Άλλα εδάφια όπως το Δευτερονόμιο 1α΄ 28 αναφερόμενο στο ίδιο γεγονός

ταυτίζει τους Νεφιλείμ με τους Ανακείμ που προφανώς ήταν απόγονοί τους

Με τους Ανακείμ συσχετίζει η Αγία Γραφή όλες τις φυλές γιγάντων που ζούσαν γύρω

από τη Θάλασσα της Γαλιλαίας όπως ήταν οι Ραφαείμ οι Εμμαίοι και οι

42

Ζουμζουμείμ τους οποίους εξολώθρευσαν οι απόγονοι του Λωτ (Δευτερονόμιο 2β΄

10112021)

Οι Ραφαείμ ήταν απόγονοι των Γιγάντων που επεβίωσαν από τον Κατακλυσμό και

δεν ήταν απόγονοι του Νώε καθώς δεν αναφέρονται στη Γένεση 10ι΄ όπου

αναφέρονται οι λαοί που κατάγονται από το Νώε Η σκέψη ότι ίσως να μην

αναφέρονται επειδή είναι πολύ νεώτεροι λαοί δεν ευσταθεί επειδή αναφέρονται στη

Γένεσις 14ιδ΄ 5 σαν λαός από την εποχή του Αβραάμ ακόμα και συνεπώς είναι

αρχαιότεροι λαοί από αυτούς που αναφέρονται ως απόγονοι του Νώε

Μετά από την εγκατάσταση των Ισραηλιτών στη Γη της Επαγγελίας οι υψηλόσωμες

αυτές φυλές εξολωθρεύτηκαν και δεν έμειναν Ανακείμ στο Ισραήλ Μόνο στη Γάζα

στη Γαθ και στην Άζωτο έμειναν αναμεμειγμένοι με τους Φιλισταίους (Ιησούς

Ναυή 11ια΄ 21 22)

Ένας απ αυτούς ήταν και ο Γολιάθ από τη Γαθ που σκοτώθηκε από τον Δαυίδ (Α΄

Σαμουήλ ιζ΄ 4 ΄΄Εξήλθεν Γολιάθ εκ της Γαθ΄΄)

Τον καιρό του Δαυίδ σκοτώθηκαν οι τελευταίοι γίγαντεςraquo1

1 httpwwwoodegrcomoodegenesiskatak1htm

43

Page 28: Η δημιουργία του κόσμου

28

τοῖς προβάτοις ἕως οὗ ἀφῆκεν τὴν ὁδὸν αὐτοῦ καὶ ἤρξατο πορεύεσθαι

ἀνοδίᾳ

45 καὶ ὁ κύριος τῶν προβάτων ἀπέστειλεν τὸν ἄρνα τοῦτον ἐπὶ ἄρνα

ἕτερον τοῦ στῆσαι αὐτὸν εἰς κριὸν ἐν ἀρχῇ τῶν προβάτων ἀντὶ τοῦ κριοῦ

τοῦ ἀφέντος τὴν ὁδὸν αὐτοῦ

46 καὶ ἐπορεύθη πρὸς αὐτὸν καὶ ἐλάλησεν αὐτῷ σιγῇ κατὰ μόνας καὶ

ἤγειρεν αὐτὸν εἰς κριὸν καὶ εἰς ἄρχοντα καὶ εἰς ἡγούμενον τῶν προβάτωνmiddot

καὶ οἱ κύνες ἐπὶ πᾶσιν τούτοις ἔθλιβον τὰ πρόβατα

47 [καὶ] ὁ κριὸς ὁ πρῶτος τὸν κριὸν τὸν δεύτερον ἐπεδίωκεν καὶ ἔφυγεν

ἀπὸ προσώπου αὐτοῦmiddot εἶτrsquo ἐθεώρουν τὸν κριὸν τὸν πρῶτον ἕως οὗ ἔπεσεν

ἔμπροσθεν τῶν κυνῶν

48 καὶ ὁ κριὸς ὁ δεύτερος ἀναπηδήσας ἀφηγήσατο τῶν προβάτων

49 καὶ τὰ πρόβατα ηὐξήθησαν καὶ ἐπληθύνθησανmiddot καὶ πάντες οἱ κύνες καὶ

οἱ ἀλώπεκες ἔφυγον ἀπrsquo αὐτοῦ καὶ ἐφοβοῦντο αὐτόν

XC

1

6 [καὶ ἀναγνωσθής]ονται [πάντες] οἱ λόγοι τῶν ἀνομιῶν ὑμῶν ἐν[ώπιον]

τοῦ μεγάλου ἁγίου κατὰ πρόσωπον ὑμῶνmiddot εἶτrsquo ἀναφελεῖ τὰ πάντα ἔργα τὰ

μετασχόντα ἐν τῇ ἀνομίᾳ

7 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἁμαρτωλοὶ [οἱ] ἐν μέσῳ τῆς θαλάσσης καὶ ἐπὶ τῆς ξηρᾶς

ὄντεςmiddot μνημόσυνον εἰς ὑμᾶς κακόν

8 οὐαὶ ὑμῖν οἱ κτώμενοι χρυσίον καὶ ἀργύριον οὐκ ἀπὸ δικαιοσύνης καὶ

ἐρεῖτε πλούτῳ πεπλουτήκαμεν καὶ τὰ ὑπάρχοντα ἐσχήκαμεν καὶ

κεκτήμεθα

9 καὶ πᾶν ὃ ἐὰν θελήσωμεν ποιήσωμεν ὅτι ἀργύριον τεθησαυρίκαμεν ἐν

τοῖς θησαυροῖς ἡμῶν καὶ ἀγαθὰ πολλὰ ἐν ταῖς οἰκίαις ἡμῶν

10 καὶ ὡς ὕδωρ ἐκχυθήσεται πεπλάνησθε ὅτι οὐ μὴ παραμείνῃ ὁ πλοῦτος

ὑμῶν ἀλλὰ ταχὺ [ἀναπτήσεται] ἀπὸ ὑμῶν ὅτι ἀδίκως πάντα κέκτησθεmiddot

καὶ ὑμεῖς εἰς κατάραν μεγάλην παραδοθήσεσθε

XCI

1 καὶ νῦν ὀμνύω ὑμῖν τοῖς φρονίμοις καὶ οὐχὶ τοῖς ἄφροσι ὅτι πολλὰς

ὄψεσθε ἐπὶ τῆς γῆς ἀνομίαςmiddot

2 ὅτι κάλλος περιθήσονται ἄνδρες ὡς γυναῖκες [καὶ] χρῶμα ὡραῖον ὑπὲρ

παρθένους ἐν βασιλείᾳ καὶ μεγαλωσύνῃ καὶ ἐν ἐξουσίᾳ ἔσονται δὲ

ἀργύριον καὶ χρυσίον [παρrsquo] αὐτοῖς εἰς βρώματα καὶ ἐν ταῖς οἰκίαις αὐτῶν

ὡς ὕδωρ ἐκχυθήσονται

3 [διὰ τὸ μ]ὴ ἐπιστήμην αὐτοὺς μηδὲ φρόνησιν μηδεμίαν [ἔχειν] οὕτω

ἀπολεῖσθε κοινῶς μετὰ πάντων [τῶν] ὑπαρχόντων ὑμῶν [καὶ τῆς] πάσης

δόξης καὶ τῆς τιμῆς [ὑμῶν καὶ] εἰς ἀτιμίαν καὶ ἐρήμωσιν [καὶ σφαγὴν]

μεγάλην τ[ὰ πνεύματα ὑμῶν εἰς τὴν κάμινον τοῦ πυρὸς ἐμβληθήσεται]

Four lines are lost

ἐπὶ τὴν [γῆν οὐκ ἀπεστάλη ἀλλrsquo αὐτὴν οἱ ἄνθρω]ποι ἀφrsquo ἑαυτῶν [ἔκτισαν

καὶ εἰς κατάραν] μεγάλην ἀφίξονται οἱ ποιοῦντες [αὐτήν]

5 καὶ δουλεία (στειρα pap) γυναικὶ οὐκ ἐδόθη ἀλλὰ διὰ τὰ ἔργα τῶν

χειρῶνmiddot ὅτι οὐχ ὡρίσθη δούλην εἶναι δούληνmiddot ἄνωθεν οὐκ ἐδόθη ἀλλὰ ἐκ

καταδυναστείας ἐγένετο ὁ[μοίως] οὐδὲ ἡ ἀνομία ἄνωθεν ἐδόθη ἀλλrsquo ἐκ

παραβάσεως ὁμοίως οὐδὲ στεῖρα γυνὴ ἐκτίσθη ἀλλrsquo ἐξ ἰδίων ἀδικημάτων

ἐπετιμήθη ἀτεκνίᾳ [καὶ] ἄτεκνος ἀποθανεῖται

6 ὀμνύω ὑμῖν ἁμαρτωλοὶ κατὰ τοῦ ἁγίου τοῦ μεγάλου ὅτι τὰ ἔργα ὑμῶν τὰ

πονηρὰ ἔσται ἀνακεκαλυμμένα ἐν τῷ οὐρανῷmiddot οὐκ ἔσται ὑμῖν ἔργον

29

ἀποκεκρυμμένον ἄδικον

7 μὴ ὑπολάβητε τῇ ψυχῇ ὑμῶν μηδὲ ὑπολάβητε τῇ καρδίᾳ ὑμῶν ὅτι οὐ

γινώσκουσιν οὐδὲ βλέπουσιν οὐδὲ τὰ ἀδικήματα ὑμῶν θεωρεῖται οὐδὲ

ἀπογράφεται αὐτὰ ἐνώπιον τοῦ ὑψίστου ἀπὸ τοῦ [νῦν] ἐπιγνῶτε ὅτι

πάντα τὰ ἀδικήματα ὑμῶν ἀπογράφονται ἡμέραν ἐξ [ἡμέρας] μέχρι τῆς

κρίσεως ὑμῶν

9 οὐαὶ ὑμῖν ἄφρονες ὅτι ἀπολεῖσθε διὰ τὴν ἀφροσύνην ὑμῶν καὶ τῶν

[φρονίμων] οὐ μὴ ἀκούσητε καὶ τὰ ἀγαθὰ οὐκ ἀπαντήσει ὑμῖν τὰ δὲ κακὰ

[περιέξει] ὑμᾶς

10 καὶ νῦν γινώσκετε ὅτ[ι ἡτοίμασται] ὑμῖν εἰς ἡμέραν ἀπωλείας [μὴ

ἐλπίζε]τε σωθῆναι ἁμαρτωλοίmiddot ἀπ[ελθόντες] ἀποθάνετε γινώσκοντε[ς ὅτι

ἡτοίμας]ται εἰς ἡμέραν κρίσεως μ[εγάλης καὶ στε]νοχωρίας μείζονος τ[οῖς

πνεύμασιν ὑμῶν]

11 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ σκληροτράχηλοι τῇ καρδίᾳ ποιοῦντες τὸ κα[κὸν καὶ

ἔσθοντες αἷμα πόθ]εν ὑμῖν ἔσο[νται ἀγαθὰ ἵνα φάγητε ] Four lines are

lost

12 [ἔργα τῆ]ς ἀδικίαςmiddot διότι ἐλπίδας κα[λὰς ἔχετε ὑμῖ]ν νῦν γνωστὸν ὑμῖν

ἔστω ὅτι εἰς [χεῖρας τ]ῶν δικαίων παραδοθήσεσθε καὶ ἀποκτενοῦσιν ὑμᾶς

καὶ οὐ μὴ φείσονται ὑμῶν

13 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἐπιχαίροντες τοῖς κακοῖς τῶν δικαίωνmiddot τάφος ὑμῶν οὐ μὴ

ὀρυγῇ

14 οὐαὶ ὑμῖν οἱ βουλόμενοι ἀκυρῶσαι τοὺς λόγους τῶν δικαίωνmiddot οὐ μὴ

γένηται ὑμῖν ἐλπὶς σωτηρίας

15 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ γράφοντες λόγους ψευδεῖς καὶ λόγους πλανήσεωςmiddot αὐτοὶ

γράφουσιν καὶ πολλοὺς ἀποπλανήσουσιν τοῖς ψεύδεσιν αὐτῶνmiddot

16 πλανᾶσθε ὑμεῖς αὐτοὶ καὶ οὐκ ἔστιν ὑμῖν χαίρειν ἀλλὰ ταχέως

ἀπολεῖσθε

XCII

1 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ ποιοῦντες πλανήματα καὶ τοῖς ἔργοις τοῖς ψευδέσιν

λαμβάνοντες τιμὴν καὶ δόξανmiddot ἀπολώλατε οὐκ ἔστιν ὑμῖν σωτηρία εἰς

ἀγαθόν

2 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἐξαλλοιοῦντες τοὺς λόγους τοὺς ἀληθινούς καὶ

διαστρέφοντες τὴν αἰώνιον διαθήκην καὶ λογιζόμενοι ἑαυτοὺς

ἀναμαρτήτουςmiddot ἐν τῇ γῇ καταποθήσονται

3 τότε ἑτοιμάζεσθε οἱ δίκαιοι καὶ προέχεσθε τὰς ἐντεύξεις ὑμῶν εἰς

μνημόσυνον δίδοτε αὐτὰς ἐν διαμαρτυρίᾳ ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων ὅπως

εἰσαγάγωσιν τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἀδίκων ἐνώπιον τοῦ ὑψίστου θεοῦ εἰς

μνημόσυνονmiddot

4 καὶ τότε συν[ταραχ]θήσονται ἐν [ἡμέρ]ᾳ ἀπωλείας τῆς ἀδικίας

5ndash6 ἐν αὐτῷ [τῷ και]ρῷ ἐκείνῳ αἱ τίκτουσαι ἐκβαλοῦσιν καὶ ἐκσπάσουσιν

καὶ ἐγκαταλείψουσιν [τὸ νήπιο]ν βρέφος καὶ αἱ ἐν γαστρὶ ἔχου[σαι

ἐκτρώσο]υσιν καὶ αἱ θηλάζουσαι ῥίψ[ουσιν τὰ τέκ]να αὐτῶν καὶ οὐ μὴ

ἐπι[στρέψου]σιν ἐπὶ τὰ νήπια αὐτῶν οὐ[δὲ ἐπὶ τὰ θηλά]ζοντα οὐδὲ μὴ

φείσονται

7 [καὶ] οἱ γλύφοντες εἰκόνα[ς ἀργυ]ρᾶς καὶ χρυσᾶς ξυλίνας τε [καὶ

λιθίνας] καὶ ὀστρακίνας καὶ λατρεύ[οντες φαν]τάσμασιν καὶ δαιμονίοι[ς

καὶ βδελύγ]μασιν καὶ πνεύμασιν πονη[ροῖς καὶ] πάσαις ταῖς πλάναις οὐ

κατrsquo ἐπι[στήμην] καὶ πᾶν βοήθημα οὐ μὴ εὕρητε [ἀπrsquo] αὐτῶν

8ndash9 καὶ πλανηθήσονται ἐν ἀφροσύνῃ τῆς καρδίας αὐτῶν καὶ τὰ ὁράματα

τῶν ἐνυπνίων καταπλανήσουσιν ὑμᾶς ὑμεῖς καὶ τὰ ἔργα ὑμῶν τὰ ψευδῆ ἃ

30

ἐποιήσατε καὶ ἐλαεργ[ήσατε] καὶ ἐπὶ μιᾶς ἀπολεῖσθε

10ndash12 καὶ τότε μακάριοι πάντες οἱ ἀκούσαντες φρονίμων λόγους καὶ

μαθήσονται αὐτούς ποιῆσαι τὰς ἐντολὰς τοῦ ὑψίστου καὶ πορεύσονται ἐν

ὁδοῖς δικαιοσύνης αὐτοῦ καὶ οὐ μὴ πλανήσουσιν μετὰ τῶν πλανώντων καὶ

σωθήσονται

13 οὐαὶ οἱ οἰκοδομοῦντες τὰς οἰκοδομὰς αὐτῶν οὐκ ἐκ κόπων ἰδίων καὶ ἐκ

λίθων καὶ ἐκ πλίνθων πᾶσαν οἰκοδομὴν ποιεῖτε οἷς οὐκ ἔστιν ὑμῖν χά[ρις]

14 οὐαὶ οἱ ἐξουθενοῦντες τὴν θεμελίωσιν καὶ τὴν κληρονομίαν τῶν

πατέρων αὐτῶν τὴν ἀπrsquo αἰῶνος [ὅτι] διώξεται ὑμᾶς πνεῦμα πλανήσεωςmiddot

οὐκ ἔστιν ὑμῖν ἀναπαῦσαι

15 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ποιοῦντες τὴν ἀ[νομίαν] καὶ ἐπιβοηθοῦντες τῇ ἀδι[κίᾳ

φονεύ]οντες τὸν πλησίον αὐτῶ[ν ἕως τῆς] ἡμέρας τῆς κρίσεως τῆς

[μεγάληςmiddot

16 ]ὅτι τότε ἐκτρίψει τὴν δόξ[αν ὑμῶν] καὶ ἐπεγερεῖ τὸν θυμὸν [αὐτοῦ

καθrsquo] ὑμῶν ἀπολεῖ πάντας ὑ[μᾶς ἐν ῥομ]φαίᾳ καὶ πάντες οἱ δί[καιοι

μνημο]νήσουσιν τὰς ἀδικίας [ὑμῶν]

XCIII

1ndash2 καὶ τότε ἐν ἑνὶ τόπῳ [ῥέῃ τὰ α]ἵμα[τα αὐτῶν καὶ ἄνθρωπο]ς οὐκ

[ἀφέξ]ει τὴν [χεῖρα αὐτοῦ ἀπ]ὸ τοῦ υἱοῦ αὐ[τοῦ οὔτrsquo ἀ]πὸ τοῦ ἀγαπητοῦ

αὐτοῦ ἀποκτεῖναι αὐτόν καὶ ὁ ἁμαρτωλὸς ἀπὸ τοῦ ἐντίμου οὔτε ἀπὸ τοῦ

ἀδελφοῦ αὐτοῦmiddot ἐξ ὄρθρων μέχρις οὗ δῦναι τὸν ἥλιον φονευθήσονται ἐπὶ

τὸ αὐτό

3 καὶ διαπορεύσεται ἵππος ἕως τοῦ στήθους αὐτοῦ διὰ τοῦ αἵματος τῶν

ἁμαρτωλῶν καὶ τὸ ἅρμα μέχρι ἀξόνων καταβήσεται

4 καὶ καταβήσονται ἄγγελοι καταδύνοντες εἰς τὰ ἀπόκρυφα ἐν ἡμέρᾳ

ἐκείνῃmiddot οἵτινες ἐβοήθουν τῇ ἀδικίᾳ καὶ συστραφήσονται εἰς ἕνα τόπον καὶ ὁ

ὕψιστος ἐγερθήσεται ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως ποιῆσαι ἐκ πάντων κρίσιν

μεγάλην

5 καὶ τάξει φυλακὴν ἐπὶ πάντας τοὺς δικαίους καὶ ἁγίους τῶν ἁγίων

ἀγγέλων καὶ τηρηθήσονται ὡς κόριον ὀφθαλμοῦ ἕως οὗ ἐκλείπῃ τὰ κακὰ

καὶ ἁμαρτία καὶ ἀπrsquo ἐκείνου ὑπνώσουσιν εὐσεβεῖς ὕπνον ἡδύν καὶ οὐκ

ἔσται οὐκέτι ὁ ἐκφοβῶν αὐτούς

6 τότε ὄψονται οἱ φρόνιμοι τῶν ἀνθρώπων καὶ κατανοήσουσιν οἱ υἱοὶ τῆς

γῆς ἐπὶ τοὺς λόγους τούτους τῆς ἐπιστολῆς ταύτης καὶ γνώσονται ὅτι οὐ

δύναται ὁ πλοῦτος αὐτῶν διασῶσαι αὐτοὺς ἐν τῇ πτώσει τῆς ἀδικίας

7 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἄδικοι ὅταν ἐκθλίβητε τοὺς δικαίους ἐν ἡμέρᾳ ἀνάγκης

στερεᾶς καὶ φυλάξητε αὐτοὺς ἐν πυρί ὅτι κομιεῖσθε κατὰ τὰ ἔργα ὑμῶν

8 οὐαὶ ὑμῖν σκληροκάρδιοι ἀγρυπνοῦντες νοῆσαι τὸ κακόνmiddot περιέχει ὑμᾶς

φόβος καὶ οὐκ ἔστιν ὁ ἀντιλαμβανόμενος ὑμῶν

9 οὐαὶ ὑμῖν πᾶσιν τοῖς ἁμαρτωλοῖς ἐπὶ τοῖς ἔργοις τοῦ στόματος ὑμῶν

οὐαὶ ὑμῖν πᾶσιν τοῖς ἁμαρτωλοῖς ἐπὶ τοῖς λόγοις τοῦ στόματος ὑμῶν καὶ

ἐπὶ τοῖς [ἔργοις] τῶν χειρῶν ὑμῶν ὅτι ἀπὸ τῶν ἁγίων ἔργων

ἀπεπλα[νήθητε]

11 πᾶσα νεφέλη καὶ ὀμίχλη καὶ δρόσος καὶ ὄμβρος ἐπὶ ταῖς ἁμαρτίαις

ὑμῶν

12 δίδοτε οὖν ὄμβρῳ δῶρα ἵνα μὴ [κωλυθῇ κα]ταβῆναι ὑμῖν καὶ δρόσῳ

κα[ὶ νεφέλῃ] καὶ ὀμίχλῃmiddot χρυσίον διαγράψα[τε ἵνα κα]ταβῶσινmiddot

13 ὅτι ἐὰν ἐπιρρίψῃ ἐφrsquo ὑμ[ᾶς χι]ὼν καὶ πάχνη καὶ ψῦχος αὐτῆς καὶ οἱ

ἄνεμοι καὶ ὁ παγετὸς αὐτῶν καὶ πᾶσαι αἱ μάστιγες αὐτῶν οὐ δύνασθε

ὑποστῆναι ἔμπροσθεν ψύχους καὶ τῶν μαστίγων αὐτῶν

31

XCIV

1 κατανοήσατε τοίνουν υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων τὰ ἔργα τοῦ ὑψίστου καὶ

φοβήθητε τοῦ ποιῆσαι τὸ πονηρὸν ἐναντίον αὐτοῦ

2 ἐὰν ἀποκλείσῃ τὰς θυρίδας τοῦ οὐρανοῦ καὶ κωλύσῃ τὴν δρόσον καὶ τὸν

ὄμβρον καταβῆναι εἵνεκα ὑμῶν τί ποιήσετε

3 ἐὰν ἀποστείληται τὸν θυμὸν αὐτοῦ ἐφrsquo ὑμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ ἔργα ὑμῶν οὐχὶ

ἔσεσθε δεόμενοι αὐτοῦ διὰ τί ὑμεῖς λαλεῖτε τῷ στόματι ὑμῶν μεγάλα καὶ

σκληρὰ ἐπὶ τῇ μεγαλωσύνῃ αὐ[τοῦ

4 ὁρᾶ]τε τοὺς ναυκλήρους τοὺς πλωιζομένους τὴν θάλασσαν ὑπὸ τοῦ

κ[λύδω]νος καὶ χειμῶνος σεσαλευμένα τὰ πλοῖα αὐτῶν

5 καὶ χειμαζόμενοι πάντες φοβοῦνται ἔξω δὲ τὰ [ἀγαθὰ πάντα] καὶ τὰ

ὑπάρχοντα αὐτῶν ἐκβάλλουσιν εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ὑποπτεύουσιν ἐν τῇ

καρδίᾳ αὐτῶν ὅτι ἡ [θάλασσα κα]ταπίεται αὐτοὺς καὶ ἐν αὐτ[ῇ

ἀπολοῦν]ται

6 οὐχὶ πᾶσα ἡ θάλασσα καὶ [πάντα τὰ] ὕδατα αὐτῆς ἔργον τοῦ ὑψ[ίστου

ἐστί] καὶ αὐτὸς συνεστήσατο τὰ π[έρατα αὐ]τῶν καὶ συνέδησεν αὐτ[ήν

καὶ περι]έφραξεν αὐτὴν ἄμμῳ

7 [καὶ ἀπὸ τῆς] ἐμβριμήσεως αὐτοῦ φ[οβοῦνται καὶ ξη]ραίνονται καὶ οἱ

ἰχθύες

8 [ γῆν] καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτοῖς καὶ τίς ἔδωκεν ἐπιστήμην πᾶσιν τοῖς

κινουμένοις ἐν τῇ θαλάσσῃ οἱ ναύκληροι τὴν θάλασσαν φοβοῦνται

XCV

1 καὶ ὅταν ἐκβάλῃ ἐφrsquo ὑμᾶς τὸν κλύδωνα τοῦ πυρὸς τῆς καύσεως ὑμῶν

ποῦ ἀποδράντες σωθήσεσθε καὶ ὅταν δῷ ἐφrsquo ὑμᾶς φωνὴν αὐτοῦ

2 ἔσεσθε συνσειόμενοι καὶ φοβούμενοι ἤχῳ μεγάλῳ laquoκαὶraquo τὴν γῆν

σύμπασαν σειομένην καὶ τρέμουσαν καὶ συνταρασσομένην

3 καὶ οἱ ἄγγελοι συντελοῦντες τὸ συνταχθὲν αὐτοῖς καὶ ὁ οὐρανὸς καὶ οἱ

φωστῆρες σειόμενοι καὶ τρέμοντεςmiddot ἅπαντες οἱ υἱοὶ τῆς γῆς καὶ ὑμεῖς

ἁμαρτωλοὶ ἐπικατάρατοι εἰς τὸν αἰῶναmiddot οὐκ ἔστιν ὑμῖν χαίρειν

4 θαρσεῖτε ψυχαὶ τῶν δικαίων τῶν ἀποθανόντων τῶν δικαίων καὶ τῶν

εὐσεβῶν

5 καὶ μὴ λυπεῖσθε ὅτι κατέβησαν αἱ ψυχαὶ ὑμῶν εἰς ᾅδου μετὰ λύπης καὶ

οὐκ ἀπηντήθη τῷ σώματι τῆς σαρκὸς ὑμῶν ἐν τῇ ζωῇ ὑμῶν κατὰ τὴν

ὁσιότητα ὑμῶν ἐπεὶ αἱ ἡμέραι ἃς ἦτε ἡμέραι ἦσαν ἁμαρτωλῶν καὶ

καταράτων ἐπὶ τῆς γῆς

6 ὅταν ἀποθάνητε τότε ἐροῦσιν οἱ ἁμαρτωλοὶ ὅτι εὐσεβεῖς κατὰ τὴν

εἱμαρμένην ἀπεθάνοσαν καὶ τί αὐτοῖς περιεγένετο ἐπὶ τοῖς ἔργοις αὐτῶν

7 καὶ αὐτοὶ ὁμοίως ἡμῖν ἀπεθάνοσαν ἴδετε οὖν ὡς ἀποθνήσκουσιν μετὰ

λύπης καὶ σκότους καὶ τί αὐτοῖς ἐγένετο περισσόν

8 ἀπὸ τοῦ νῦν ἀναστήτωσαν καὶ σωθήτωσαν καὶ ὄψονται εἰς τὸν αἰῶνα

ἡμᾶς φαγεῖν καὶ πεῖν

9 τοιγαροῦν ἁρπάσαι καὶ ἁμαρτάνειν καὶ λωποδυτεῖν καὶ ἐγκτᾶσθαι καὶ

[ἰδεῖν] ἡμέρας ἀγαθάς

10 ἴδετε οὖν οἱ δικαιοῦντες [ἑαυτ]ούς ὁποία ἐγένετο αὐτῶν ἡ καταστροφή

ὅτι πᾶσα δικαιοσύνη οὐχ εὑρέθη ἐν αὐτοῖς ἕως ἀπέθανον καὶ ἀπώλοντο

11 καὶ ἐγένοντο ὡς οὐκ ὄντες καὶ κατέβησαν αἱ ψυχαὶ αὐτῶν μετrsquo ὀδύνης

εἰς ᾅδου

XCVI

1 ἐγὼ ὀμνύω ὑμῖν Three lines are lost

2 ἐπίσταμαι τὸ μυστήριον τοῦτοmiddot ἀν[έγνων] γὰρ τὰς πλάκας τοῦ οὐρανοῦ

32

καὶ εἶδον τὴν γραφὴν ἀναγκαίανmiddot ἔγνων τὰ γ[εγραμμέ]να ἐν αὐταῖς καὶ

ἐγκεκολαμμέν[α περὶ] ὑμῶν

3 ὅτι ἀγαθὰ καὶ ἡ χαρὰ καὶ ἡ τ[ιμὴ] ἡτοίμασται καὶ ἐγγέγραπται ταῖς

ψ[υχαῖς] τῶν ἀποθανόντων εὐσεβῶνmiddot

4 καὶ χαιρήσονται καὶ οὐ μὴ ἀπόλωνται τὰ πνεύματα αὐτῶν οὐδὲ τὸ

μνημόσυνον ἀπὸ προσώπου τοῦ μεγάλου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν

αἰώνων μὴ οὖν φοβεῖσθε τοὺς ὀνειδισμοὺς αὐτῶν

5 καὶ ὑμεῖς οἱ νεκροὶ τῶν ἁμαρτωλῶν ὅταν ἀποθάνητε ἐροῦσιν ἐφrsquo ὑμῖν

μακάριοι ἁμαρτωλοὶ πάσας τὰς ἡμέρας αὐτῶν ὅσας εἴδοσαν ἐν τῇ ζωῇ

αὐτῶν καὶ ἐνδόξως

6 ἀπεθάνοσαν καὶ κρίσις οὐκ ἐγενήθη ἐν τῇ ζωῇ αὐτῶν

7 αὐτοὶ ὑμεῖς γινώσκετε ὅτι εἰς ᾅδου κατάξουσιν τὰς ψυχὰς ὑμῶν

8 καὶ ἐκεῖ ἔσονται ἐν ἀνάγκῃ μεγάλῃ καὶ ἐν σκότει καὶ ἐν παγίδι καὶ ἐν

φλογὶ καιομένῃ καὶ εἰς κρίσιν μεγάλην εἰσελεύσονται αἱ ψυχαὶ ὑμῶν ἐν

πάσαις ταῖς γενεαῖς τοῦ αἰῶνος οὐαὶ ὑμῖν οὐκ ἔστιν ὑμῖν χαίρειν

9 μὴ γὰρ εἴπητε οἱ δίκαιοι ὅσιοι ὄντες ἐν τῇ ζωῇ τῶν ἡμερῶν τῆς θλίψεως

κόπους ἐκοπιάσαμεν καὶ ἀνηλώμεθα καὶ ὀλίγοι ἐγενήθημεν καὶ

ἀντιλήμπτορα οὐχ εὑρήκαμενmiddot

10 συντετριμμένοι καὶ ἀπολώλαμεν καὶ ἀπηλπίσμεθα καὶ μηκέτι εἰδέναι

σωτηρίαν ἡμέραν ἐξ ἡμέρας

11 ἠλπίσαμεν γενέσθαι κεφαλή ἐγενήθημεν κέρ[κοςmiddot ἐκο]πιάσαμεν

ἐργαζόμενοι καὶ τῶν ὀψωνίων οὐ κεκυριεύκαμεν ἐγενήθημεν κατάβρωμα

ἁμαρτωλῶν [οἱ ἄνο]μοι ἐβάρυναν ἐφrsquo ἡμᾶς τὸν ζυγόν

12 οἳ κυριεύουσιν οἱ ἐχθροὶ ἡμῶν ἐγκεντρίζουσιν ἡμᾶς καὶ περικλείουσιν

ἡμᾶςmiddot ἐζητήσαμεν πο[ῦ φύγωμεν] ἀπrsquo αὐτῶν ὅπως ἀναψύχ[ωμεν] three

lines are lost

14 ἐκράξαμεν ἐπὶ τοὺς καταβάλλοντας καὶ βιαζομένους ἡμᾶς καὶ τὰς

ἐντεύξεις ἡμῶν οὐκ ἀπεδέξαντο οὐδὲ ἐβούλοντο ἐπακοῦσαι τῆς φωνῆς

ἡμῶν

15 καὶ οὐκ ἀντελαμβάνοντο ἡμῶν οὐχ εὑρόντες κατὰ τῶν βιαζομένων καὶ

κατεσθόντων ἡμᾶς ἀλλὰ στερεοῦσιν αὐτοὺς ἐφrsquo ἡμᾶςmiddot ἀπέκτειναν ἡμᾶς

καὶ εἰς ὀλίγους ἤγαγον καὶ οὐχ ὑποδεικνύουσιν περὶ τῶν πεφονευμένων

ἡμῶν καὶ οὐκ ἀναμιμνήσκουσιν περὶ τῶν ἁμαρτωλῶν αὐτῶν τὰς

ἁμαρτίας αὐτῶν

XCVII

1 ὀμνύω ὑμῖν ὅτι οἱ ἄγγελοι ἐν τῷ οὐρανῷ ἀναμιμνήσκουσιν [ὑμῶν] εἰς

ἀγαθὸν ἐνώπιον τῆς δόξης τοῦ μεγάλου

2 θαρσεῖτε δὴ ὅτι ἐπαλαιώθητε ἐν τοῖς κακοῖς καὶ ἐν ταῖς θλίψεσινmiddot ὡσεὶ

φωστῆρες τοῦ οὐρανοῦ ἀναλάμψετε καὶ φανεῖτε αἱ θυρίδες τοῦ οὐρανοῦ

ἀνοιχθήσονται ὑμῖν

3ndash4 καὶ ἡ κραυγὴ ὑμῶν ἀκουσθήσεται καὶ ἡ κρίσις ὑμῶν ἣν κράζετε καὶ

φανεῖται ἐφrsquo ὅσα συλλαβήσεται ὑμῖν περὶ τῆς θλίψεως ὑμῶν καὶ ἐκ

πάντων ὅστις μετέσχεν τῶν βιαζομένων καὶ κατεσθόντων ὑμᾶς

5 [μὴ φοβεῖσθε] τὰ κακὰ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως τῆς μεγάλης καὶ οὐ μὴ

εὑρεθῆτε ὡς οἱ ἁμαρτωλοί [ἀλλrsquo ὑμεῖς οἱ ἁμαρτωλοὶ] σκυλήσεσθε καὶ

κρίσις αἰώνιος ἐξ ὑμῶν ἔσται εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν αἰώνων

6 μὴ φοβεῖσθε οἱ δίκαιοι ὅταν ἴδητε τοὺς ἁμαρτωλοὺς κατισχύοντας καὶ

εὐοδουμένους καὶ μὴ μέτοχοι αὐτῶν γίνεσθε ἀλλὰ μακρὰν ἀπέχεσθε ἀπὸ

πάντων τῶν ἀδικημάτων αὐτῶν

7 μὴ γὰρ εἴπητε οἱ ἁμαρτωλοὶ [ὅτι] οὐ μὴ ἐκζητηθῶσιν αἱ ἁμαρτίαι ὑμῶν

33

[ἐξ] ἡμερῶν

8 καὶ νῦν ἀποδεικνύω ὑμῖν ὅτι φῶς καὶ σκότος ἡμέρα καὶ νὺξ

ἐποπτεύουσιν τὰς ἁμαρτίας ὑμῶν πάσας

9 μὴ πλανᾶσθε τῇ καρδίᾳ ὑμῶν μηδὲ ψεύδεσθε μηδὲ ἐξαλλοιώσητε τοὺς

λόγους τῆς ἀληθείας μηδὲ καταψεύδεσθε τῶν [λόγων τοῦ] ἁγίου καὶ μὴ

δότε ἔπαινον ταῖς [εἰκόσιν ὑ]μῶνmiddot οὐ γὰρ εἰς δικαίωμα εἰσάγ[ουσιν πάντα

τὰ ψεύδ]η καὶ πᾶσα [ἡ πλάνη] Two lines are lost

10 τῆς ἀληθείας ἐξαλλοιοῦσιν καὶ ἀντιγράφουσιν οἱ ἁμαρτωλοὶ καὶ

ἀλλάσσουσιν τοὺς πολλούς καὶ ψεύδονται καὶ πλάσσουσιν πλάσματα

μεγάλα καὶ τὰς γραφὰς ἀναγράφουσιν ἐπὶ τοῖς ὀνόμασιν αὐτῶνmiddot

11 καὶ ὄφελον πάντας τοὺς λόγους μου γράφωσιν ἐπrsquo ἀληθείας ἐπὶ τὰ

ὀνόματα αὐτῶν καὶ μήτε ἀφέλωσιν μήτε ἀλλοιώσωσιν τῶν λόγων τούτων

ἀλλὰ πάντα ἐπrsquo ἀληθείας γράφωσιν ἃ ἐγὼ διαμαρτυροῦμαι αὐτοῖς

12 καὶ πάλιν ἐγὼ γινώσκω μυστήριον δεύτερον ὅτι δικαίοις καὶ ὁσίοις καὶ

φρονίμοις δοθήσονται αἱ βίβλοι μου εἰς χαρὰν ἀληθείας

13 καὶ αὐτοὶ πιστεύσουσιν αὐταῖς καὶ ἐν αὐταῖς χαρήσονται καὶ

ἀγαλλιάσονται πάντες οἱ δίκαιοι μαθεῖν ἐξ αὐτῶν πάσας τὰς ὁδοὺς τῆς

ἀληθείας

CVI

1 μετὰ δὲ χρόνον ἔλαβεν Μαθουσάλεκ τῷ υἱῷ μου γυναῖκα καὶ ἔτεκεν

υἱὸν καὶ ἐκάλεσεν τὸ ὄνομα αὐτοῦ Λάμεχ ἐταπεινώθη ἡ δικαιοσύνη μέχρι

τῆς ἡμέρας ἐκείνης καὶ ὅτε εἰς ἡλικίαν ἐπῆλθεν ἔλαβεν αὐτῷ γυναῖκα καὶ

ἔτεκεν αὐτῷ παιδίον

2 καὶ ὅτε ἐγεννήθη τὸ παιδίον ἦν τὸ σῶμα λευκότερον χιόνος καὶ

πυρρότερον ῥόδου τὸ τρίχωμα πᾶν λευκὸν καὶ ὡς ἔρια λευκὰ καὶ οὖλον

καὶ ἔνδοξον καὶ ὅτε ἀνέῳξεν τοὺς ὀφθαλμούς ἔλαμψεν ἡ οἰκία ὡσεὶ

ἥλιος

3 καὶ ἀνέστη ἐκ τῶν χειρῶν τῆς μαίας καὶ ἀνέῳξεν τὸ στόμα καὶ

εὐλόγησεν τῷ κυρίῳmiddot

4 καὶ ἐφοβήθη Λάμεχ ἀπrsquo αὐτοῦ καὶ ἔφυγεν καὶ ἦλθεν πρὸς Μαθουσάλεκ

τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ

5 τέκνον ἐγεννήθη μου ἀλλοῖον οὐχ ὅμοιον τοῖς ἀνθρώποις ἀλλὰ τοῖς

τέκνοις τῶν ἀγγέλων τοῦ οὐρανοῦ καὶ ὁ τύπος ἀλλοιότερος οὐχ ὅμοιος

ἡμῖνmiddot τὰ ὄμματά ἐστιν ὡς ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου καὶ ἔνδοξον τὸ πρόσωπονmiddot

6 καὶ ὑπολαμβάνω ὅτι οὐκ ἔστιν ἐξ ἐμοῦ ἀλλὰ ἐξ ἀγγέλου καὶ

εὐλαβοῦμαι αὐτὸν μήποτέ τι ἔσται ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ ἐν τῇ γῇ

7 καὶ παραιτοῦμαι π[άτερ καὶ] δέομαι βάδισον πρὸς Ἑνὼ[χ τὸν πατέρα

ἡμῶν καὶ ἐρώτησον] Two lines are lost

8 [ἦλθ]εν πρὸς ἐμὲ εἰς τὰ τέρματα τῆς γῆς οὗ [εἶδ]εν τότε εἶναι με καὶ

εἶπέν μοι πάτερ [μου] ἐπάκουσον τῆς φωνῆς μου καὶ ἧκε [πρὸς] ἐμέ καὶ

ἤκουσα τὴν φωνὴν αὐτοῦ καὶ ἦλθον πρὸς αὐτὸν καὶ εἶπα ἰδοὺ πάρειμι

τέκνονmiddot διὰ τί ἐλήλυθας πρὸς ἐμέ τέκνον

9 καὶ ἀπεκρίθη λέγων διrsquo ἀνάγκην μεγάλην ἦλθον ὧδε πάτερmiddot

10 καὶ νῦν ἐγεννήθη τέκνον Λάμεχ τῷ υἱῷ μου καὶ ὁ τύπος αὐτοῦ καὶ ἡ

εἰκὼν αὐτοῦ laquoοὐχ ὅμοιος ἀνθρώποις καὶ τὸ χρῶμα αὐτοῦraquo λευκότερον

χιόνος καὶ πυρρότερον ῥόδου καὶ τὸ τρίχωμα τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ

λευκότερον ἐρίων λευκῶν καὶ τὰ ὄμματα αὐτοῦ ἀφόμοια ταῖς τοῦ ἡλίου

ἀκτῖσιν

11 καὶ ἀνέστη ἀπὸ τῶν τῆς μαίας χειρῶν καὶ ἀνοίξας τὸ στόμα εὐλόγησεν

τὸν κύριον τοῦ αἰῶνοςmiddot

34

12 καὶ ἐφοβήθη ὁ υἱός μου Λάμεχ καὶ ἔφυγεν πρὸς ἐμέ καὶ οὐ πιστεύει ὅτι

υἱὸς αὐτοῦ ἐστιν ἀλλὰ ὅτι ἐξ ἀγγέλων one or two lines omitted τὴν

ἀκρίβειαν ἣν ἔχεις () καὶ τὴν ἀλήθειαν

13 τότε ἀπεκρίθην λέγων ἀνακαινίσει ὁ κύριος πρόσταγμα ἐπὶ τῆς γῆς

καὶ τὸν αὐτὸν τρόπον τέκνον τεθέαμαι καὶ ἐσήμανά σοιmiddot ἐν γὰρ τῇ γενεᾷ

Ἰάρεδ τοῦ πατρός μου παρέβησαν τὸν λόγον κυρίου ἀπὸ τῆς διαθήκης τοῦ

οὐρανοῦ

14 καὶ ἰδοὺ ἁμαρτάνουσιν καὶ παραβαίνουσιν τὸ ἔθος καὶ μετὰ γυναικῶν

συγγίνονται καὶ μετrsquo αὐτῶν ἁμαρτάνουσιν καὶ ἔγημαν ἐξ αὐτῶν

[καὶ τίκτουσιν οὐχ ὁμοίους πνεύμασιν ἀλλὰ σαρκίνους]middot

15 καὶ ἔσται ὀργὴ μεγάλη ἐπὶ τῆς γῆς καὶ κατακλυσμός καὶ ἔσται

ἀπώλεια μεγάλη ἐπὶ ἐνιαυτὸν ἕναmiddot

16 καὶ τόδε τὸ παιδίον τὸ γεννηθὲν καταλειφθήσεται καὶ τρία αὐτοῦ

τέκνα σωθήσεται ἀποθανόντων τῶν ἐπὶ τῆς γῆςmiddot

17b καὶ πραϋνεῖ τὴν γῆν ἀπὸ τῆς οὔσης ἐν αὐτῇ φθορᾶς

18 καὶ νῦν λέγε Λάμεχ ὅτι τέκνον σού ἐστιν δικαίως καὶ ὁσίως [καὶ]

κάλεσον αὐτοῦ τὸ ὄνομα [Νῶε]middot αὐτὸς γὰρ ἔσται ὑμῶν κατάλειμμα ἐφrsquo οὗ

ἂν καταπαύσητε καὶ laquoοἱraquo υἱοὶ αὐτοῦ ἀπὸ τῆς φθορᾶς τῆς γῆς καὶ ἀπὸ

πάντων τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ ἀπὸ πασῶν τῶν συντελειῶν ἐπὶ τῆς γῆς

Four lines are lost

19 ὑπέδειξέν μοι καὶ ἐμήνυσεν καὶ ἐν ταῖς πλαξὶν τοῦ οὐρανοῦ ἀνέγνων

αὐτά

CVII

1 τότε τεθέαμαι τὰ ἐγγεγραμμένα ἐπrsquo αὐτῶν ὅτι γενεὰ γενεᾶς κακ[ίων

ἔσται] καὶ εἶδον τόδε μέχρις τοῦ ἀνας[τῆναι] γενεὰν δικαιοσύνης καὶ ἡ

κακία ἀπολεῖται καὶ ἡ ἁμαρτία ἀλλάξει ἀπὸ τῆς γῆς καὶ τὰ ἀγαθὰ ἥξει ἐπὶ

τῆς γῆς ἐπrsquo αὐτούς

2 καὶ νῦν ἀπότρεχε τέκνον καὶ σήμανον Λάμεχ τῷ υἱῷ σου ὅτι τὸ παιδίον

τοῦτο τὸ γεννηθὲν τέκνον αὐτοῦ ἐστιν δικαίως καὶ οὐ ψευδῶς

3 καὶ ὅτε ἤκουσεν Μαθουσάλεκ τοὺς λόγους Ἑνὼχ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ

μυστηριακῶς γὰρ ἐδήλωσεν αὐτῷ [ἐπέστρεψεν καὶ ἐδήλωσεν αὐτῷ] καὶ

ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτοῦ Νῶε εὐφραίνων τὴν γῆν ἀπὸ τῆς ἀπωλείας

Liber Enoch

Apocalypsis Henochi Graece

(recensio ap Syncellum)

(ed M Black)

Pseudepigrapha veteris testamenti Graece 3

Leiden Brill 1970 pp 21ndash26 29ndash30 32ndash33 37

VI

ἐκ τοῦ πρώτου βιβλίου Ἐνὼχ περὶ τῶν ἐγρηγόρων

1 καὶ ἐγένετο ὅτε ἐπληθύνθησαν οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων ἐγεννήθησαν

αὐτοῖς θυγατέρες ὡραῖαι

2 καὶ ἐπεθύμησαν αὐτὰς οἱ ἐγρήγοροι καὶ ἀπεπλανήθησαν ὀπίσω αὐτῶν

καὶ εἶπον πρὸς ἀλλήλους ἐκλεξώμεθα ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ τῶν

θυγατέρων τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς

3 καὶ εἶπε Σεμιαζᾶς ὁ ἄρχων αὐτῶν πρὸς αὐτούς φοβοῦμαι μὴ οὐ

θελήσητε (Go θελήσετε) ποιῆσαι τὸ πρᾶγμα τοῦτο καὶ ἔσομαι ἐγὼ μόνος

ὀφειλέτης ἁμαρτίας μεγάλης

4 καὶ ἀπεκρίθησαν αὐτῷ πάντες καὶ εἶπον ὀμόσωμεν ἅπαντες ὅρκῳ καὶ

ἀναθεματίσωμεν ἀλλήλους τοῦ μὴ ἀποστρέψαι τὴν γνώμην ταύτην

35

μέχρις οὗ ἀποτελέσωμεν αὐτήν

5 τότε πάντες ὤμοσαν ὁμοῦ καὶ ἀνεθεμάτισαν ἀλλήλους

6 ἦσαν δὲ οὗτοι διακόσιοι οἱ καταβάντες ἐν ταῖς ἡμέραις Ἰάρεδ εἰς τὴν

κορυφὴν τοῦ Ἑρμονιεὶμ (Go κορυφὴν Ἑρμὼν) ὄρους καὶ ἐκάλεσαν τὸ ὄρος

Ἑρμώμ καθότι ὤμοσαν (Go ομοσαν) καὶ ἀνεθεμάτισαν ἀλλήλους ἐν αὐτῷ

7 καὶ ταῦτα τὰ ὀνόματα τῶν ἀρχόντων αὐτῶν αacute Σεμιαζᾶς ὁ ἄρχων

αὐτῶν βacute Ἀταρκούφ γacute Ἀρακιήλ δacute Χωβαβιήλ εacute Ὀραμμαμή Ϛacute Ῥαμιήλ ζacute

Σαμψίχ ηacute Ζακιήλ θacute Βαλκιήλ ιacute Ἀζαλζήλ ιαacute Φαρμαρός ιβacute Ἀμαριήλ ιγacute

Ἀναγημάς ιδacute Θαυσαήλ ιεacute Σαμιήλ ιϚacute Σαρινᾶς ιζacute Εὐμιήλ (Par gr 1711 ὁ

Εὐμιήλ) ιηacute Τυριήλ ιθacute Ἰουμιήλ κacute Σαριήλ

VII

1 Οὗτοι καὶ οἱ λοιποὶ πάντες ἐν τῷ χιλιοστῷ ἑκατοστῷ ἑβδομηκοστῷ ἔτει

τοῦ κόσμου ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας καὶ ἤρξαντο μιαίνεσθαι ἐν αὐταῖς

ἕως τοῦ κατακλυσμοῦ καὶ ἔτεκον αὐτοῖς γένη τρίαmiddot πρῶτον γίγαντας

μεγάλους

2 οἱ δὲ γίγαντες ἐτέκνωσαν Ναφηλείμ καὶ τοῖς Ναφηλεὶμ ἐγεννήθησαν

Ἐλιούδ καὶ ἦσαν αὐξανόμενοι κατὰ τὴν μεγαλειότητα αὐτῶν καὶ

ἐδίδαξαν ἑαυτοὺς καὶ τὰς γυναῖκας ἑαυτῶν φαρμακείας καὶ ἐπαοιδίας

VIII

1 Πρῶτος Ἀζαὴλ ὁ δέκατος τῶν ἀρχόντων ἐδίδαξε ποιεῖν μαχαίρας καὶ

θώρακας καὶ πᾶν σκεῦος πολεμικόν καὶ τὰ μέταλλα τῆς γῆς καὶ τὸ

χρυσίον πῶς ἐργάσωνται καὶ ποιήσωσιν αὐτὰ κόσμια ταῖς γυναιξί καὶ τὸν

ἄργυρον ἔδειξε δὲ αὐτοῖς καὶ τὸ στίλβειν καὶ τὸ καλλωπίζειν καὶ τοὺς

ἐκλεκτοὺς λίθους καὶ τὰ βαφικάmiddot καὶ ἐποίησαν ἑαυτοῖς οἱ υἱοὶ τῶν

ἀνθρώπων καὶ ταῖς θυγατράσιν αὐτῶν καὶ παρέβησαν καὶ ἐπλάνησαν

τοὺς ἁγίους

2 καὶ ἐγένετο ἀσέβεια πολλὴ ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἠφάνισαν τὰς ὁδοὺς αὐτῶν

3 ἔτι δὲ καὶ ὁ πρώταρχος αὐτῶν Σεμιαζᾶς ἐδίδαξεν εἶναι ὀργὰς κατὰ τοῦ

νοός καὶ ῥίζας βοτανῶν τῆς γῆς ὁ δὲ ἑνδέκατος Φαρμαρὸς ἐδίδαξε

φαρμακείας ἐπαοιδίας σοφίας καὶ ἐπαοιδῶν λυτήριαmiddot ὁ ἔνατος ἐδίδαξεν

ἀστροσκοπίανmiddot ὁ δὲ τέταρτος ἐδίδαξεν ἀστρολογίανmiddot ὁ δὲ ὄγδοος ἐδίδαξεν

ἀεροσκοπίανmiddot ὁ δὲ τρίτος ἐδίδαξε τὰ σημεῖα τῆς γῆςmiddot ὁ δὲ ἕβδομος ἐδίδαξε

τὰ σημεῖα τοῦ ἡλίουmiddot ὁ δὲ εἰκοστὸς ἐδίδαξε τὰ σημεῖα τῆς σελήνηςmiddot πάντες

οὗτοι ἤρξαντο ἀνακαλύπτειν τὰ μυστήρια ταῖς γυναιξὶν αὐτῶν καὶ τοῖς

τέκνοις αὐτῶν μετὰ δὲ ταῦτα ἤρξαντο οἱ γίγαντες κατεσθίειν τὰς σάρκας

τῶν ἀνθρώπων

4 καὶ ἤρξαντο οἱ ἄνθρωποι ἐλαττοῦσθαι ἐπὶ τῆς γῆς

VIII col I

4 οἱ δὲ λοιποὶ ἐβόησαν εἰς τὸν οὐρανὸν περὶ τῆς κακώσεως αὐτῶν

λέγοντες εἰσενεχθῆναι τὸ μνημόσυνον αὐτῶν ἐνώπιον κυρίου

VIII col II

4 Τότε ἐβόησαν οἱ ἄνθρωποι εἰς τὸν οὐρανὸν λέγοντες Εἰσαγάγετε τὴν

κρίσιν ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον καὶ τὴν ἀπώλειαν ἡμῶν ἐνώπιον τῆς δόξης

τῆς μεγάλης ἐνώπιον τοῦ κυρίου τῶν κυρίων πάντων τῇ μεγαλωσύνῃ

IX col I

1 Καὶ ἀκούσαντες οἱ τέσσαρες μεγάλοι ἀρχάγγελοι Μιχαὴλ καὶ Οὐριὴλ

καὶ Ῥαφαὴλ καὶ Γαβριὴλ (καὶ Par gr 1711) παρέκυψαν ἐπὶ τὴν γῆν ἐκ τῶν

ἁγίων τοῦ οὐρανοῦ

2 καὶ θεασάμενοι αἷμα πολὺ ἐκκεχυμένον ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πᾶσαν ἀσέβειαν

καὶ ἀνομίαν γενομένην ἐπrsquo αὐτῆς

36

3 εἰσελθόντες εἶπον πρὸς ἀλλήλους ὅτι Τὰ πνεύματα καὶ αἱ ψυχαὶ τῶν

ἀνθρώπων στενάζουσιν ἐντυγχάνοντα καὶ λέγοντα ὅτι Εἰσαγάγετε τὴν

κρίσιν ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον καὶ τὴν ἀπώλειαν ἡμῶν ἐνώπιον τῆς δόξης

τῆς μεγαλωσύνης ἐνώπιον τοῦ κυρίου τῶν κυρίων πάντων τῇ

μεγαλωσύνῃ

4 καὶ εἶπον τῷ κυρίῳ τῶν αἰώνων Σὺ εἶ ὁ θεὸς τῶν θεῶν καὶ κύριος τῶν

κυρίων καὶ ὁ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ θεὸς τῶν αἰώνων καὶ ὁ

θρόνος τῆς δόξης σου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν αἰώνων καὶ τὸ ὄνομά σου

ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

IX col II

1 Καὶ ἀκούσαντες οἱ τέσσαρες μεγάλοι ἀρχάγγελοι Μιχαὴλ καὶ Οὐριὴλ

καὶ Ῥαφαὴλ καὶ Γαβριὴλ παρέκυψαν (= οἱ ltδgt Par gr 1711) ἐπὶ τὴν γῆν ἐκ

τῶν ἁγίων τοῦ οὐρανοῦ

2 καὶ θεασάμενοι αἷμα πολὺ ἐκκεχυμένον ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πᾶσαν ἀνομίαν

καὶ ἀσέβειαν γινομένην ἐπrsquo αὐτῆς

3 εἰσελθόντες εἶπον πρὸς ἀλλήλους ὅτι Τὰ πνεύματα καὶ αἱ ψυχαὶ τῶν

ἀνθρώπων ἐντυγχάνουσι στενάζοντα καὶ λέγοντα Εἰσαγάγετε τὴν δέησιν

ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον

4 καὶ προσελθόντες οἱ τέσσαρες ἀρχάγγελοι εἶπον τῷ κυρίῳ Σὺ εἶ ὁ θεὸς

τῶν θεῶν καὶ κύριος τῶν κυρίων καὶ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ θεὸς

τῶν ἀνθρώπων καὶ ὁ θρόνος τῆς δόξης σου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν

αἰώνων καὶ τὸ ὄνομά σου ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

καὶ τὸ ὄνομά σου ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

IX

4 add post αἰῶνας καὶ τὰ ἑξῆς τότε ὁ ὕψιστος ἐκέλευσε τοῖς ἁγίοις

ἀρχαγγέλοις καὶ ἔδησαν τοὺς ἐξάρχους αὐτῶν καὶ ἔβαλον (ἔβαλλον Par

gr 1711) αὐτοὺς εἰς τὴν ἄβυσσον ἕως τῆς κρίσεως καὶ τὰ ἑξῆς καὶ ταῦτα

μὲν ὁ Ἐνὼχ μαρτυρεῖ

5 σὺ γὰρ εἶ ὁ ποιήσας τὰ πάντα καὶ πάντων τὴν ἐξουσίαν ἔχων καὶ πάντα

ἐνώπιόν σου φανερὰ καὶ ἀκάλυπταmiddot καὶ πάντα ὁρᾷς καὶ οὐκ ἔστιν ὃ

κρυβῆναί σε δύναται

6 ὁρᾷς ὅσα ἐποίησεν Ἀζαὴλ καὶ (om Par gr 1711) ὅσα εἰσήνεγκεν (add

καὶ Par gr 1711) ὅσα ἐδίδαξεν ἀδικίας καὶ ἁμαρτίας ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πάντα

δόλον ἐπὶ τῆς ξηρᾶς ἐδίδαξε γὰρ τὰ μυστήρια καὶ ἀπεκάλυψε τῷ αἰῶνι τὰ

ἐν οὐρανῷ ἐπιτηδεύουσιν δὲ τὰ ἐπιτηδεύματα αὐτοῦ εἰδέναι τὰ μυστήρια

οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων

7 τῷ Σεμιαζᾷ τὴν ἐξουσίαν ἔδωκας ἔχειν τῶν σὺν αὐτῷ ἅμα ὄντων

8 καὶ ἐπορεύθησαν πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς καὶ

συνεκοιμήθησαν μετrsquo αὐτῶν καὶ ἐν ταῖς θηλείαις ἐμιάνθησαν καὶ

ἐδήλωσαν αὐταῖς πάσας τὰς ἁμαρτίας καὶ ἐδίδαξαν αὐτὰς μίσητρα

(μίσιτρα Par gr 1711) ποιεῖν

9 καὶ νῦν ἰδοὺ αἱ θυγατέρες τῶν ἀνθρώπων ἔτεκον ἐξ αὐτῶν υἱοὺς

γίγανταςmiddot κίβδηλα ἐπὶ τῆς (om Go) γῆς τῶν ἀνθρώπων ἐκκέχυται καὶ ὅλη

ἡ γῆ ἐπλήσθη ἀδικίας

10 καὶ νῦν ἰδοὺ τὰ πνεύματα τῶν ψυχῶν τῶν ἀποθανόντων ἀνθρώπων

ἐντυγχάνουσιν καὶ μέχρι τῶν πυλῶν τοῦ οὐρανοῦ ἀνέβη ὁ στεναγμὸς

αὐτῶν καὶ οὐ δύναται ἐξελθεῖν ἀπὸ προσώπου τῶν ἐπὶ τῆς γῆς γινομένων

ἀδικημάτων

11 καὶ σὺ αὐτὰ οἶδας πρὸ τῶν (τοῦ recte Par gr 1711) αὐτὰ γενέσθαι καὶ

ὁρᾷς αὐτοὺς καὶ ἐᾷς αὐτούς καὶ οὐδὲν λέγεις τί δεῖ ποιῆσαι αὐτοὺς (om

37

Go) περὶ τούτου

X

1 Τότε ὁ ὕψιστος εἶπε καὶ ὁ ἅγιος ὁ μέγας ἐλάλησε καὶ ἔπεμψε τὸν Οὐριὴλ

πρὸς τὸν υἱὸν (Go τοῦ) Λάμεχ λέγων

2 Πορεύου πρὸς τὸν Νῶε καὶ εἶπον αὐτῷ τῷ ἐμῷ ὀνόματι Κρύψον σεαυτόν

καὶ δήλωσον αὐτῷ τέλος ἐπερχόμενον ὅτι ἡ γῆ ἀπόλλυται πᾶσαmiddot καὶ εἶπον

αὐτῷ ὅτι κατακλυσμὸς μέλλει γίνεσθαι πάσης τῆς γῆς ἀπολέσαι πάντα

ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς

3 δίδαξον τὸν δίκαιον τί ποιήσει τὸν υἱὸν Λάμεχ καὶ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ εἰς

ζωὴν συντηρήσει καὶ ἐκφεύξεται διrsquo αἰῶνος καὶ ἐξ αὐτοῦ φυτευθήσεται

φύτευμα καὶ σταθήσεται πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

4 Καὶ τῷ Ῥαφαὴλ εἶπε Πορεύου Ῥαφαήλ καὶ δῆσον τὸν Ἀζαήλmiddot χερσὶ καὶ

ποσὶ συμπόδισον αὐτόν καὶ ἔμβαλε αὐτὸν εἰς τὸ σκότος καὶ ἄνοιξον τὴν

ἔρημον τὴν οὖσαν ἐν τῇ ἐρήμῳ Δουδαήλ καὶ ἐκεῖ πορευθεὶς βάλε αὐτόν

5 καὶ ὑπόθες αὐτῷ λίθους ὀξεῖς καὶ (om Go) λίθους τραχεῖς καὶ

ἐπικάλυψον αὐτῷ σκότος καὶ οἰκησάτω ἐκεῖ εἰς τὸν αἰῶνα καὶ τὴν ὄψιν

αὐτοῦ πώμασον καὶ φῶς μὴ θεωρείτωmiddot

6 καὶ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως ἀπαχθήσεται εἰς τὸν ἐμπυρισμὸν τοῦ

πυρός

7 καὶ ἴασαι τὴν γῆν ἣν ἠφάνισαν οἱ ἐγρήγοροι καὶ τὴν ἴασιν τῆς πληγῆς

δήλωσον ἵνα ἰάσωνται τὴν πληγὴν καὶ μὴ ἀπόλωνται πάντες οἱ υἱοὶ τῶν

ἀνθρώπων ἐν τῷ μυστηρίῳ ὃ εἶπον οἱ ἐγρήγοροι καὶ ἐδίδαξαν τοὺς υἱοὺς

τῶν ἀνθρώπων

8 καὶ ἠρημώθη πᾶσα ἡ γῆ ἐν τοῖς ἔργοις τῆς διδασκαλίας Ἀζαήλmiddot καὶ ἐπrsquo

αὐτῇ γράψον πάσας τὰς ἁμαρτίας

9 Καὶ τῷ Γαβριὴλ εἶπε Πορεύου Γαβριήλ ἐπὶ τοὺς γίγαντας ἐπὶ τοὺς

κιβδήλους ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς πορνείας καὶ ἀπόλεσαν τοὺς υἱοὺς τῶν

ἐγρηγόρων ἀπὸ τῶν υἱῶν τῶν ἀνθρώπωνmiddot πέμψον αὐτοὺς εἰς ἀλλήλους ἐξ

αὐτῶν εἰς αὐτούς ἐν πολέμῳ καὶ ἐν ἀπωλείᾳ καὶ μακρότης ἡμερῶν οὐκ

ἔσται αὐτοῖς

10 καὶ πᾶσα ἐρώτησις οὐκ ἔστι τοῖς πατράσιν αὐτῶν ὅτι ἐλπίζουσι ζῆσαι

ζωὴν αἰώνιον καὶ ὅτι ζήσεται ἕκαστος αὐτῶν ἔτη πεντακόσια

11 καὶ τῷ Μιχαὴλ εἶπε Πορεύου Μιχαήλ δῆσον Σεμιαζᾶν καὶ τοὺς ἄλλους

σὺν αὐτῷ τοὺς συμμιγέντας ταῖς θυγατράσι τῶν ἀνθρώπων τοῦ μιανθῆναι

ἐν αὐταῖς ἐν τῇ ἀκαθαρσίᾳ αὐτῶν

12 καὶ ὅταν κατασφαγῶσιν οἱ υἱοὶ αὐτῶν καὶ ἴδωσι τὴν ἀπώλειαν τῶν

ἀγαπητῶν αὐτῶν δῆσον αὐτοὺς ἐπὶ ἑβδομήκοντα γενεὰς εἰς τὰς νάπας

τῆς γῆς μέχρι ἡμέρας κρίσεως αὐτῶν μέχρι ἡμέρας τελειώσεως τελεσμοῦ

ἕως συντελεσθῇ κρίμα τοῦ αἰῶνος τῶν αἰώνων

13 τότε ἀπενεχθήσονται εἰς τὸ χάος τοῦ πυρὸς καὶ εἰς τὴν βάσανον καὶ εἰς

τὸ δεσμωτήριον τῆς συγκλείσεως τοῦ αἰῶνος

14 καὶ ὃς ἂν κατακρίθῃ καὶ ἀφανισθῇ ἀπὸ τοῦ νῦν μετrsquo αὐτῶν δεθήσεται

(δεηθήσεται recte Par gr 1711) μέχρι τελειώσεως γενεᾶς αὐτῶν

περὶ δὲ τοῦ ὄρους ἐν ᾧ ὤμοσαν καὶ ἀνεθεμέτισαν πρὸς τὸν πλησίον αὐτῶν

ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα οὐ μὴ ἀποστῇ ἀπrsquo αὐτοῦ ψῦχος καὶ χιὼν καὶ πάχνη καὶ

δρόσος οὐ μὴ καταβῇ εἰς αὐτό εἰ μὴ εἰς κατάραν καταβήσεται ἐπrsquo αὐτό

μέχρις ἡμέρας κρίσεως τῆς μεγάλης ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ κατακαυθήσεται

καὶ ταπεινωθήσεται καὶ ἔσται κατακαιόμενον καὶ τηκόμενον ὡς κηρὸς

ἀπὸ πυρός οὕτως κατακαήσεται περὶ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ καὶ νῦν

ἐγὼ λέγω ὑμῖν υἱοῖς ἀνθρώπων Ὀργὴ μεγάλη καθrsquo ὑμῶν laquoκαὶraquo κατὰ τῶν

38

υἱῶν ὑμῶν καὶ οὐ παύσεται ἡ ὀργὴ αὕτη ἀφrsquo ὑμῶν μέχρι καιροῦ σφαγῆς

τῶν υἱῶν ὑμῶν καὶ ἀπολοῦνται οἱ ἀγαπητοὶ ὑμῶν καὶ ἀποθανοῦνται οἱ

ἔντιμοι ὑμῶν ἀπὸ πάσης τῆς γῆς ὅτι πᾶσαι αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς αὐτῶν ἀπὸ

τοῦ νῦν οὐ μὴ ἔσονται πλείω τῶν ἑκατὸν εἴκοσιν ἐτῶν καὶ μὴ δόξητε ἔτι

ζῆσαι ἐπὶ πλείονα ἔτηmiddot οὐ γάρ ἐστιν ἐπrsquo αὐτοῖς πᾶσα ὁδὸς ἐκφεύξεως ἀπὸ

τοῦ νῦν διὰ τὴν ὀργὴν ἣν ὠργίσθη ὑμῖν ὁ βασιλεὺς πάντων τῶν αἰώνωνmiddot

μὴ νομίσητε ὅτι ἐκφεύξεσθε ταῦτα

XV

8 Καὶ νῦν οἱ γίγαντες οἱ γεννηθέντες ἀπὸ πνευμάτων καὶ σαρκὸς

πνεύματα πονηρὰ ἐπὶ τῆς γῆς καλέσουσιν αὐτούς ὅτι ἡ κατοίκησις αὐτῶν

ἔσται ἐπὶ τῆς γῆς

9 πνεύματα πονηρὰ ἔσονται τὰ πνεύματα ἐξεληλυθότα ἀπὸ τοῦ σώματος

τῆς σαρκὸς αὐτῶν διότι ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων ἐγένοντο καὶ ἐκ τῶν ἁγίων

τῶν ἐγρηγόρων ἡ ἀρχὴ τῆς κτίσεως αὐτῶν καὶ ἀρχὴ θεμελίουmiddot πνεύματα

πονηρὰ

10 ἐπὶ τῆς γῆς ἔσονται

11 τὰ πνεύματα τῶν γιγάντων νεμόμενα ἀδικοῦντα ἀφανίζοντα

ἐμπίπτοντα καὶ συμπαλαίοντα καὶ ῥιπτοῦντα ἐπὶ τῆς γῆς καὶ δρόμους

ποιοῦντα καὶ μηδὲν ἐσθίοντα ἀλλrsquo ἀσιτοῦντα καὶ ῥιπτοῦντα καὶ φάσματα

ποιοῦντα καὶ διψῶντα καὶ προσκόπτοντα

12 καὶ ἐξαναστήσονται τὰ πνεύματα ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων καὶ

τῶν γυναικῶν ὅτι ἐξ αὐτῶν ἐξεληλύθασι

XVI

1 Καὶ ἀπὸ ἡμέρας καιροῦ σφαγῆς καὶ ἀπωλείας καὶ θανάτου τῶν

γιγάντων ναφηλείμ οἱ ἰσχυροὶ τῆς γῆς οἱ μεγάλοι ὀνομαστοί τὰ

πνεύματα τὰ ἐκπορευόμενα ἀπὸ τῆς ψυχῆς αὐτῶν ὡς ἐκ τῆς σαρκὸς

ἔσονται ἀφανίζοντα χωρὶς κρίσεωςmiddot οὕτως ἀφανίσουσι μέχρις ἡμέρας τῆς

τελειώσεως ἕως τῆς κρίσεως τῆς μεγάλης ἐν ᾗ (ᾧ Par gr 1711) ὁ αἰὼν ὁ

μέγας τελεσθήσεται

XIX

3 ἀνθρώπων ὡς ἐγὼ εἶδον

XX

2 ὁ εἷς τῶν ἁγίων ὁ ἐπὶ τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ταρτάρου

3 Ῥαφαὴλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων τῶν ἀνθρώπων

4 Ῥαγουήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐκδικῶν τὸν κόσμον τῶν

φωστήρων

5 Μιχαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς ἐπὶ τῶν τοῦ λαοῦ ἀγαθῶν τέτακται

καὶ ἐπὶ τῷ χαῷ

6 Σαριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων οἵτινες ἐπὶ τῷ

πνεύματι ἁμαρτάνουσιν

7 Γαβριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τοῦ παραδείσου καὶ τῶν

δρακόντων καὶ χερουβίν Ῥεμειήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃν ἔταξεν ὁ

θεὸς ἐπὶ τῶν ἀνισταμένων ὀνόματα ζacute ἀρχαγγέλων

XXI

1 Καὶ ἐφώδευσα μέχρι τῆς ἀκατασκευάστου

2 καὶ ἐκεῖ ἐθεασάμην ἔργον φοβερόν ἑώρακα οὔτε οὐρανὸν ἐπάνω οὔτε

γῆν τεθεμελιωμένην ἀλλὰ τόπον ἀκατασκεύαστον καὶ φοβερόν

3 καὶ ἐκεῖ τεθέαμαι ζacute ἀστέρας τοῦ οὐρανοῦ δεδεμένους καὶ ἐριμμένους ἐν

αὐτῷ ὁμοῦ ὁμοίους ὁράσει μεγάλῃ καὶ ἐν πυρὶ καιομένους

4 τότε εἶπον Διὰ ποίαν αἰτίαν ἐπεδέθησαν καὶ διὰ ποίαν αἰτίαν ἐρίφησαν

39

ὧδε

5 καὶ εἶπέν μοι Οὐριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ μετrsquo

ἐμοῦ ὤν - καὶ

αὐτὸς αὐτῶν ἡγεῖτο - καὶ εἶπέν μοι Ἑνώχ περὶ τίνος

ἐρωτᾷς ἢ περὶ τίνος

τὴν ἀλήθειαν φιλοσπευδεῖς

6 οὗτοί εἰσιν τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ οἱ παραβάντες

τὴν ἐπιταγὴν τοῦ

κυρίου καὶ ἐδέθησαν ὧδε μέχρι πληρωθῆναι μύρια ἔτη

τὸν χρόνον τῶν

ἁμαρτημάτων αὐτῶν

7 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον τούτου

φοβερώτερον καὶ τεθέαμαι

ἔργα φοβεράmiddot πῦρ μέγα ἐκεῖ καιόμενον καὶ φλεγόμενον καὶ διακοπὴν

εἶχεν ὁ τόπος ἕως τῆς ἀβύσσου πλήρης στύλων πυρὸς μεγάλων

καταφερομένωνmiddot οὔτε μέτρον οὔτε μέγεθος ἠδυνήθην ἰδεῖν οὔτε εἰκάσαι

8 τότε εἶπον Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος οὗτος καὶ ὡς δεινὸς τῇ ὁράσει

9 τότε ἀπεκρίθη μοι καὶ εἶπεν

Incert

1 παρὰ (Par gr 1711 Go περὶ) δὲ τοῦ ὄρους ἐν ᾧ ὤμοσαν καὶ

ἀνεθεμάτισαν πρὸς τὸν πλησίον αὐτῶν ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα οὐ μὴ ἀποστῇ

ἀπrsquo αὐτοῦ ψῦχος καὶ χιὼν καὶ πάχνη καὶ δρόσος οὐ μὴ καταβῇ εἰς αὐτό εἰ

μὴ εἰς κατάραν καταβήσεται ἐπrsquo (Go εἰς) αὐτό μέχρις ἡμέρας κρίσεως τῆς

μεγάλης

2 ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ κατακαυθήσεται καὶ (Go om) ταπεινωθήσεται καὶ

ἔσται κατακαιόμενον καὶ τηκόμενον ὡς κηρὸς ἀπὸ πυρός οὕτως

κατακαήσεται περὶ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ

3 καὶ νῦν ἐγὼ λέγω ὑμῖν υἱοῖς ἀνθρώπων Ὀργὴ μεγάλη καθrsquo ὑμῶν κατὰ

τῶν υἱῶν ὑμῶνmiddot καὶ οὐ παύσεται ἡ ὀργὴ αὕτη ἀφrsquo ὑμῶν μέχρι καιροῦ

σφαγῆς τῶν υἱῶν ὑμῶν

4 καὶ ἀπολοῦνται οἱ ἀγαπητοὶ ὑμῶν καὶ ἀποθανοῦνται οἱ ἔντιμοι ὑμῶν

ἀπὸ πάσης τῆς γῆς ὅτι πᾶσαι αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς αὐτῶν ἀπὸ τοῦ νῦν οὐ μὴ

ἔσονται πλείω τῶν ἑκατὸν εἴκοσιν ἐτῶν

5 καὶ μὴ δόξητε ἔτι ζῆσαι ἐπὶ πλείονα ἔτηmiddot οὐ γάρ ἐστιν ἐπrsquo αὐτοῖς πᾶσα

ὁδὸς ἐκφεύξεως ἀπὸ τοῦ νῦν διὰ τὴν ὀργὴν ἣν ὠργίσθη ὑμῖν ὁ βασιλεὺς

πάντων τῶν αἰώνωνmiddot μὴ νομίσητε ὅτι ἐκφεύξεσθε ταῦτα

Περί των γιγάντων

καὶ ἦν νωε ἐτῶν πεντακοσίων καὶ ἐγέννησεν νωε τρεῖς υἱούς τὸν σημ τὸν χαμ τὸν

ιαφεθκαὶ ἐγένετο ἡνίκα ἤρξαντο οἱ ἄνθρωποι πολλοὶ γίνεσθαι ἐπὶ τῆς γῆς καὶ θυγατέρες

ἐγενήθησαν αὐτοῖς 2ἰδόντες δὲ οἱ υἱοὶ τοῦ θεοῦ τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων ὅτι καλαί

εἰσιν ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ πασῶν ὧν ἐξελέξαντο 3καὶ εἶπεν κύριος ὁ θεός οὐ

μὴ καταμείνῃ τὸ πνεῦμά μου ἐν τοῖς ἀνθρώποις τούτοις εἰς τὸν αἰῶνα διὰ τὸ εἶναι

αὐτοὺς σάρκας ἔσονται δὲ αἱ ἡμέραι αὐτῶν ἑκατὸν εἴκοσι ἔτη 4οἱ δὲ γίγαντες ἦσαν ἐπὶ

τῆς γῆς ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις καὶ μετ ἐκεῖνο ὡς ἂν εἰσεπορεύοντο οἱ υἱοὶ τοῦ

θεοῦ πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων καὶ ἐγεννῶσαν ἑαυτοῖς ἐκεῖνοι ἦσαν οἱ

γίγαντες οἱ ἀπ αἰῶνος οἱ ἄνθρωποι οἱ ὀνομαστοί

40

Παραθέτουμε ένα επεξηγηματικό κείμενο αναφορικά με τους γίγαντες από την

ιστοσελίδα httpwwwoodegrcom

laquoΕδώ πρόκειται για το θέμα στο οποίο αναφέρθηκε ο Ιησούς Χριστός στο

Ματθαίος κδ΄ 38 για τους προκατακλυσμιαίους ανθρώπους που ΄΄έτρωγαν και

έπιναν και παντρεύονταν΄΄ ώσπου ήρθε ο Κατακλυσμός Επ αυτών υπάρχουν

κάποιες παρατηρήσεις

1η παρατήρηση Το οριστικό άρθρο ΄΄οι΄΄ δείχνει ότι πρόκειται για κάποιους που

ήταν ήδη γνωστοί στους αναγνώστες της Γενέσεως προς τους οποίους απευθύνεται

ο Μωυσής δηλαδή προς τους Ισραηλίτες της εποχής του που λάβαιναν το Νόμο

2η παρατήρηση Το ότι ΄΄εν ταις ημέραις εκείναις ήσαν΄΄ υπονοεί 1 Είτε ότι δεν

υπήρχαν πλέον οι γίγαντες στη ΄΄γη΄΄ όταν γραφόταν η Γένεση δηλαδή κατά το 1500

πΧ 2 είτε ότι υπήρχαν και τότε

3η παρατήρηση Για ποια ΄΄γη΄΄ μιλάει 1 Είτε για τη συγκεκριμένη γη στην οποία

συνέβαιναν τα γεγονότα που αναγράφονται στα γύρω κεφάλαια (τη γη της

Μεσοποταμίας) 2 είτε γενικά για τη γύρω γη στην οποία είχαν επεκταθεί οι γίγαντες

και η φυλή Αδάμ Αυτό όμως δεν έχει σημασία καθώς η αναφορά γίνεται μόνο για

τον καιρό πρό τού Κατακλυσμού Είναι γεγονός όμως ότι στη γη Χαναάν οι

γίγαντες υπήρχαν και μετά από τον Κατακλυσμό

Αυτό φαίνεται στους Αριθμούς 13ιγ΄ 33 ΄΄και εκεί εωράκαμεν τους γίγαντας

(εβραϊκό Νεφιλείμ) και ήμεν ενώπιον αυτών ωσεί ακρίδες αλλά και ούτως ήμεν

ενώπιον αυτών΄΄

Αν αυτό φαίνεται παράξενο σε κάποιους που διδάχτηκαν ότι ο Κατακλυσμός ήταν

παγκόσμιος ας διαβάσουν τη μελέτη μας ΄΄Ήταν ο Κατακλυσμός Παγκόσμιος΄΄

Εκεί θα δουν τις Αγιογραφικές και ιστορικές αποδείξεις ότι επρόκειτο για έναν

τοπικό κατακλυσμό που έπληξε μόνο τη φυλή Αδάμ και μέλη μόνο των γύρω λαών

Επιβίωση από τον Κατακλυσμό

Το ότι οι Νεφιλείμ επεβίωσαν του Κατακλυσμού εξηγείται απλά

Είναι λογικό το ότι η φυλή των γιγάντων Νεφιλείμ δεν έμενε ολόκληρη στην

κοιλάδα της Μεσοποταμίας αλλά κάποιοι απ αυτούς διεσπάρησαν στις γύρω

περιοχές

Η Γένεση στο 7ζ΄ 20 γράφει ότι ο Κατακλυσμός είχε ύψος 15 πήχες (8- 9 μέτρα)

δηλαδή όσο χρειαζόταν για να καλύψει τις ψηλότερες περιοχές της χαμηλής

Μεσοποταμίας Όσοι όμως έμεναν στα ορεινά γύρω από την πληγείσα περιοχή

επεβίωσαν Άλλωστε ο Κατακλυσμός έγινε για τιμωρία της φυλής Αδάμ και όχι των

γύρω λαών όπως φαίνεται στη Γένεση 6ς΄ 5 - 7 όπου η λέξη που χρησιμοποιείται

στο Εβραϊκό κείμενο γι αυτούς με τους οποίους οργίστηκε ο Θεός είναι ΄΄Αδάμ΄΄

Για τους άλλους λαούς η Γένεση στο Εβραϊκό κείμενο χρησιμοποιεί άλλη λέξη

όπως φαίνεται στο Γένεσις 6ς΄ 4 [΄΄οι άνθρωποι (εβραϊκά ΄΄ενός΄΄) οι

ονομαστοί΄΄] και στο Γένεσις 13ιγ΄ 13 [΄΄οι δε άνθρωποι (εβραϊκά ΄΄ενός΄΄) οι εν

Σοδόμοις΄΄]

41

Μια τελευταία παρατήρηση ξεκινάει από το ίδιο εδάφιο της Γένεσης 6ς΄ 4 που λέει

΄΄Οι δε γίγαντες ήσαν επί τής γης εν ταις ημέραις εκείναις και μετ εκείνο ως αν

εισεπορεύοντο οι υιοί τού Θεού προς τας θυγατέρας τών ανθρώπων΄΄

Οι Νεφιλείμ λοιπόν υπήρχαν ακόμη ΄΄και μετά από εκείνο΄΄ το γεγονός που

περιγράφεται δηλαδή και μετά από την αύξηση του πληθυσμού στη

Μεσοποταμία Είναι λάθος να ταυτίζονται κατ ανάγκην οι Νεφιλείμ με τους γιους

των ισχυρών καθώς μια αβίαστη ανάγνωση του κειμένου δεν δείχνει τίποτα τέτοιο

Το μεταβατικό ΄΄δε΄΄ δείχνει ότι γίνεται λόγος για κάποιους άλλους και όχι για

τους γιούς των ισχυρών Οι γιοί των ισχυρών δεν είναι οι Νεφιλείμ αλλά οι ισχυροί

άνδρες της Μεσοποταμίας των άλλων φυλών που ζούσαν κοντά στη φυλή Αδάμ

Ίσως ο σκοπός του χωρίου είναι να δείξει ότι η φυλή των γιγάντων (η οποία

προβλημάτιζε τους Ισραηλίτες τον καιρό που ο Μωυσής έγραφε αυτά τα λόγια) ήταν

μια αρχαία φυλή σύγχρονη της επιμειξίας της φυλής Αδάμ με τους γιούς των

ισχυρών και ότι οι Νεφιλείμ επεβίωσαν ακόμη και μετά από την επιμειξία των

ισχυρών ανδρών της Μεσοποταμίας με τις ΄΄θυγατέρες Αδάμ΄΄ κατά την

προκατακλυσμιαία εποχή

Ίσως ακόμα η αναφορά αυτή να γίνεται για να δείξει ότι ο κατακλυσμός στρεφόταν

ειδικά κατά του λαού Αδάμ και όχι και των γύρω λαών εκ των οποίων

επεβίωσαν και οι Νεφιλείμ

Οι γίγαντες στην εποχή τού Ισραήλ

Σύμφωνα με την Αγία Γραφή η περιοχή στην οποία επεβίωσαν κάποιοι από τη

φυλή των γιγάντων Νεφιλείμ ήταν η Βασάν που ονομάζεται ΄΄γη γιγάντων΄΄

(Δευτερονόμιο γ΄ 13)

Πρόκειται για μία ορεινή περιοχή ανατολικά της Θάλασσας της Γαλιλαίας

κατάλληλη για επιβίωση των λαών της από τον Κατακλυσμό που έπληξε τη

Μεσοποταμία και το λαό Αδάμ (Όπως λέμε ΄΄λαός Ισραήλ΄΄)

Εκεί οι γίγαντες υπήρχαν όχι μόνο μετά από τον Κατακλυσμό αλλά και στις ημέρες

του Αβραάμ όπως φαίνεται στη Γένεση 14ιδ΄ 5 όπου λέει για τον Χοδολλογομόρ

και τους συμμάχους του ότι ΄΄κατέκοψαν τους γίγαντας τους εν Ασταρώθ

Καρναιν΄΄ στη Βασσάν

Και οι κατάσκοποι όμως των ημερών του Μωυσή βρήκαν τους Νεφιλείμ στη

Χαναάν όπως είδαμε στους Αριθμούς 13ιγ΄ 33 όπου μάλιστα ονομάζει τους

γίγαντες ΄΄Νεφιλείμ΄΄ Εκεί έχει μάλιστα και οριστικό άρθρο ΄΄τους Νεφιλείμ΄΄

πράγμα που δείχνει ότι δεν επρόκειτο για παρομοίωση αλλά για το γνωστό λαό

των Νεφιλείμ

Άλλα εδάφια όπως το Δευτερονόμιο 1α΄ 28 αναφερόμενο στο ίδιο γεγονός

ταυτίζει τους Νεφιλείμ με τους Ανακείμ που προφανώς ήταν απόγονοί τους

Με τους Ανακείμ συσχετίζει η Αγία Γραφή όλες τις φυλές γιγάντων που ζούσαν γύρω

από τη Θάλασσα της Γαλιλαίας όπως ήταν οι Ραφαείμ οι Εμμαίοι και οι

42

Ζουμζουμείμ τους οποίους εξολώθρευσαν οι απόγονοι του Λωτ (Δευτερονόμιο 2β΄

10112021)

Οι Ραφαείμ ήταν απόγονοι των Γιγάντων που επεβίωσαν από τον Κατακλυσμό και

δεν ήταν απόγονοι του Νώε καθώς δεν αναφέρονται στη Γένεση 10ι΄ όπου

αναφέρονται οι λαοί που κατάγονται από το Νώε Η σκέψη ότι ίσως να μην

αναφέρονται επειδή είναι πολύ νεώτεροι λαοί δεν ευσταθεί επειδή αναφέρονται στη

Γένεσις 14ιδ΄ 5 σαν λαός από την εποχή του Αβραάμ ακόμα και συνεπώς είναι

αρχαιότεροι λαοί από αυτούς που αναφέρονται ως απόγονοι του Νώε

Μετά από την εγκατάσταση των Ισραηλιτών στη Γη της Επαγγελίας οι υψηλόσωμες

αυτές φυλές εξολωθρεύτηκαν και δεν έμειναν Ανακείμ στο Ισραήλ Μόνο στη Γάζα

στη Γαθ και στην Άζωτο έμειναν αναμεμειγμένοι με τους Φιλισταίους (Ιησούς

Ναυή 11ια΄ 21 22)

Ένας απ αυτούς ήταν και ο Γολιάθ από τη Γαθ που σκοτώθηκε από τον Δαυίδ (Α΄

Σαμουήλ ιζ΄ 4 ΄΄Εξήλθεν Γολιάθ εκ της Γαθ΄΄)

Τον καιρό του Δαυίδ σκοτώθηκαν οι τελευταίοι γίγαντεςraquo1

1 httpwwwoodegrcomoodegenesiskatak1htm

43

Page 29: Η δημιουργία του κόσμου

29

ἀποκεκρυμμένον ἄδικον

7 μὴ ὑπολάβητε τῇ ψυχῇ ὑμῶν μηδὲ ὑπολάβητε τῇ καρδίᾳ ὑμῶν ὅτι οὐ

γινώσκουσιν οὐδὲ βλέπουσιν οὐδὲ τὰ ἀδικήματα ὑμῶν θεωρεῖται οὐδὲ

ἀπογράφεται αὐτὰ ἐνώπιον τοῦ ὑψίστου ἀπὸ τοῦ [νῦν] ἐπιγνῶτε ὅτι

πάντα τὰ ἀδικήματα ὑμῶν ἀπογράφονται ἡμέραν ἐξ [ἡμέρας] μέχρι τῆς

κρίσεως ὑμῶν

9 οὐαὶ ὑμῖν ἄφρονες ὅτι ἀπολεῖσθε διὰ τὴν ἀφροσύνην ὑμῶν καὶ τῶν

[φρονίμων] οὐ μὴ ἀκούσητε καὶ τὰ ἀγαθὰ οὐκ ἀπαντήσει ὑμῖν τὰ δὲ κακὰ

[περιέξει] ὑμᾶς

10 καὶ νῦν γινώσκετε ὅτ[ι ἡτοίμασται] ὑμῖν εἰς ἡμέραν ἀπωλείας [μὴ

ἐλπίζε]τε σωθῆναι ἁμαρτωλοίmiddot ἀπ[ελθόντες] ἀποθάνετε γινώσκοντε[ς ὅτι

ἡτοίμας]ται εἰς ἡμέραν κρίσεως μ[εγάλης καὶ στε]νοχωρίας μείζονος τ[οῖς

πνεύμασιν ὑμῶν]

11 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ σκληροτράχηλοι τῇ καρδίᾳ ποιοῦντες τὸ κα[κὸν καὶ

ἔσθοντες αἷμα πόθ]εν ὑμῖν ἔσο[νται ἀγαθὰ ἵνα φάγητε ] Four lines are

lost

12 [ἔργα τῆ]ς ἀδικίαςmiddot διότι ἐλπίδας κα[λὰς ἔχετε ὑμῖ]ν νῦν γνωστὸν ὑμῖν

ἔστω ὅτι εἰς [χεῖρας τ]ῶν δικαίων παραδοθήσεσθε καὶ ἀποκτενοῦσιν ὑμᾶς

καὶ οὐ μὴ φείσονται ὑμῶν

13 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἐπιχαίροντες τοῖς κακοῖς τῶν δικαίωνmiddot τάφος ὑμῶν οὐ μὴ

ὀρυγῇ

14 οὐαὶ ὑμῖν οἱ βουλόμενοι ἀκυρῶσαι τοὺς λόγους τῶν δικαίωνmiddot οὐ μὴ

γένηται ὑμῖν ἐλπὶς σωτηρίας

15 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ γράφοντες λόγους ψευδεῖς καὶ λόγους πλανήσεωςmiddot αὐτοὶ

γράφουσιν καὶ πολλοὺς ἀποπλανήσουσιν τοῖς ψεύδεσιν αὐτῶνmiddot

16 πλανᾶσθε ὑμεῖς αὐτοὶ καὶ οὐκ ἔστιν ὑμῖν χαίρειν ἀλλὰ ταχέως

ἀπολεῖσθε

XCII

1 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ ποιοῦντες πλανήματα καὶ τοῖς ἔργοις τοῖς ψευδέσιν

λαμβάνοντες τιμὴν καὶ δόξανmiddot ἀπολώλατε οὐκ ἔστιν ὑμῖν σωτηρία εἰς

ἀγαθόν

2 Οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἐξαλλοιοῦντες τοὺς λόγους τοὺς ἀληθινούς καὶ

διαστρέφοντες τὴν αἰώνιον διαθήκην καὶ λογιζόμενοι ἑαυτοὺς

ἀναμαρτήτουςmiddot ἐν τῇ γῇ καταποθήσονται

3 τότε ἑτοιμάζεσθε οἱ δίκαιοι καὶ προέχεσθε τὰς ἐντεύξεις ὑμῶν εἰς

μνημόσυνον δίδοτε αὐτὰς ἐν διαμαρτυρίᾳ ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων ὅπως

εἰσαγάγωσιν τὰ ἁμαρτήματα τῶν ἀδίκων ἐνώπιον τοῦ ὑψίστου θεοῦ εἰς

μνημόσυνονmiddot

4 καὶ τότε συν[ταραχ]θήσονται ἐν [ἡμέρ]ᾳ ἀπωλείας τῆς ἀδικίας

5ndash6 ἐν αὐτῷ [τῷ και]ρῷ ἐκείνῳ αἱ τίκτουσαι ἐκβαλοῦσιν καὶ ἐκσπάσουσιν

καὶ ἐγκαταλείψουσιν [τὸ νήπιο]ν βρέφος καὶ αἱ ἐν γαστρὶ ἔχου[σαι

ἐκτρώσο]υσιν καὶ αἱ θηλάζουσαι ῥίψ[ουσιν τὰ τέκ]να αὐτῶν καὶ οὐ μὴ

ἐπι[στρέψου]σιν ἐπὶ τὰ νήπια αὐτῶν οὐ[δὲ ἐπὶ τὰ θηλά]ζοντα οὐδὲ μὴ

φείσονται

7 [καὶ] οἱ γλύφοντες εἰκόνα[ς ἀργυ]ρᾶς καὶ χρυσᾶς ξυλίνας τε [καὶ

λιθίνας] καὶ ὀστρακίνας καὶ λατρεύ[οντες φαν]τάσμασιν καὶ δαιμονίοι[ς

καὶ βδελύγ]μασιν καὶ πνεύμασιν πονη[ροῖς καὶ] πάσαις ταῖς πλάναις οὐ

κατrsquo ἐπι[στήμην] καὶ πᾶν βοήθημα οὐ μὴ εὕρητε [ἀπrsquo] αὐτῶν

8ndash9 καὶ πλανηθήσονται ἐν ἀφροσύνῃ τῆς καρδίας αὐτῶν καὶ τὰ ὁράματα

τῶν ἐνυπνίων καταπλανήσουσιν ὑμᾶς ὑμεῖς καὶ τὰ ἔργα ὑμῶν τὰ ψευδῆ ἃ

30

ἐποιήσατε καὶ ἐλαεργ[ήσατε] καὶ ἐπὶ μιᾶς ἀπολεῖσθε

10ndash12 καὶ τότε μακάριοι πάντες οἱ ἀκούσαντες φρονίμων λόγους καὶ

μαθήσονται αὐτούς ποιῆσαι τὰς ἐντολὰς τοῦ ὑψίστου καὶ πορεύσονται ἐν

ὁδοῖς δικαιοσύνης αὐτοῦ καὶ οὐ μὴ πλανήσουσιν μετὰ τῶν πλανώντων καὶ

σωθήσονται

13 οὐαὶ οἱ οἰκοδομοῦντες τὰς οἰκοδομὰς αὐτῶν οὐκ ἐκ κόπων ἰδίων καὶ ἐκ

λίθων καὶ ἐκ πλίνθων πᾶσαν οἰκοδομὴν ποιεῖτε οἷς οὐκ ἔστιν ὑμῖν χά[ρις]

14 οὐαὶ οἱ ἐξουθενοῦντες τὴν θεμελίωσιν καὶ τὴν κληρονομίαν τῶν

πατέρων αὐτῶν τὴν ἀπrsquo αἰῶνος [ὅτι] διώξεται ὑμᾶς πνεῦμα πλανήσεωςmiddot

οὐκ ἔστιν ὑμῖν ἀναπαῦσαι

15 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ποιοῦντες τὴν ἀ[νομίαν] καὶ ἐπιβοηθοῦντες τῇ ἀδι[κίᾳ

φονεύ]οντες τὸν πλησίον αὐτῶ[ν ἕως τῆς] ἡμέρας τῆς κρίσεως τῆς

[μεγάληςmiddot

16 ]ὅτι τότε ἐκτρίψει τὴν δόξ[αν ὑμῶν] καὶ ἐπεγερεῖ τὸν θυμὸν [αὐτοῦ

καθrsquo] ὑμῶν ἀπολεῖ πάντας ὑ[μᾶς ἐν ῥομ]φαίᾳ καὶ πάντες οἱ δί[καιοι

μνημο]νήσουσιν τὰς ἀδικίας [ὑμῶν]

XCIII

1ndash2 καὶ τότε ἐν ἑνὶ τόπῳ [ῥέῃ τὰ α]ἵμα[τα αὐτῶν καὶ ἄνθρωπο]ς οὐκ

[ἀφέξ]ει τὴν [χεῖρα αὐτοῦ ἀπ]ὸ τοῦ υἱοῦ αὐ[τοῦ οὔτrsquo ἀ]πὸ τοῦ ἀγαπητοῦ

αὐτοῦ ἀποκτεῖναι αὐτόν καὶ ὁ ἁμαρτωλὸς ἀπὸ τοῦ ἐντίμου οὔτε ἀπὸ τοῦ

ἀδελφοῦ αὐτοῦmiddot ἐξ ὄρθρων μέχρις οὗ δῦναι τὸν ἥλιον φονευθήσονται ἐπὶ

τὸ αὐτό

3 καὶ διαπορεύσεται ἵππος ἕως τοῦ στήθους αὐτοῦ διὰ τοῦ αἵματος τῶν

ἁμαρτωλῶν καὶ τὸ ἅρμα μέχρι ἀξόνων καταβήσεται

4 καὶ καταβήσονται ἄγγελοι καταδύνοντες εἰς τὰ ἀπόκρυφα ἐν ἡμέρᾳ

ἐκείνῃmiddot οἵτινες ἐβοήθουν τῇ ἀδικίᾳ καὶ συστραφήσονται εἰς ἕνα τόπον καὶ ὁ

ὕψιστος ἐγερθήσεται ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως ποιῆσαι ἐκ πάντων κρίσιν

μεγάλην

5 καὶ τάξει φυλακὴν ἐπὶ πάντας τοὺς δικαίους καὶ ἁγίους τῶν ἁγίων

ἀγγέλων καὶ τηρηθήσονται ὡς κόριον ὀφθαλμοῦ ἕως οὗ ἐκλείπῃ τὰ κακὰ

καὶ ἁμαρτία καὶ ἀπrsquo ἐκείνου ὑπνώσουσιν εὐσεβεῖς ὕπνον ἡδύν καὶ οὐκ

ἔσται οὐκέτι ὁ ἐκφοβῶν αὐτούς

6 τότε ὄψονται οἱ φρόνιμοι τῶν ἀνθρώπων καὶ κατανοήσουσιν οἱ υἱοὶ τῆς

γῆς ἐπὶ τοὺς λόγους τούτους τῆς ἐπιστολῆς ταύτης καὶ γνώσονται ὅτι οὐ

δύναται ὁ πλοῦτος αὐτῶν διασῶσαι αὐτοὺς ἐν τῇ πτώσει τῆς ἀδικίας

7 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἄδικοι ὅταν ἐκθλίβητε τοὺς δικαίους ἐν ἡμέρᾳ ἀνάγκης

στερεᾶς καὶ φυλάξητε αὐτοὺς ἐν πυρί ὅτι κομιεῖσθε κατὰ τὰ ἔργα ὑμῶν

8 οὐαὶ ὑμῖν σκληροκάρδιοι ἀγρυπνοῦντες νοῆσαι τὸ κακόνmiddot περιέχει ὑμᾶς

φόβος καὶ οὐκ ἔστιν ὁ ἀντιλαμβανόμενος ὑμῶν

9 οὐαὶ ὑμῖν πᾶσιν τοῖς ἁμαρτωλοῖς ἐπὶ τοῖς ἔργοις τοῦ στόματος ὑμῶν

οὐαὶ ὑμῖν πᾶσιν τοῖς ἁμαρτωλοῖς ἐπὶ τοῖς λόγοις τοῦ στόματος ὑμῶν καὶ

ἐπὶ τοῖς [ἔργοις] τῶν χειρῶν ὑμῶν ὅτι ἀπὸ τῶν ἁγίων ἔργων

ἀπεπλα[νήθητε]

11 πᾶσα νεφέλη καὶ ὀμίχλη καὶ δρόσος καὶ ὄμβρος ἐπὶ ταῖς ἁμαρτίαις

ὑμῶν

12 δίδοτε οὖν ὄμβρῳ δῶρα ἵνα μὴ [κωλυθῇ κα]ταβῆναι ὑμῖν καὶ δρόσῳ

κα[ὶ νεφέλῃ] καὶ ὀμίχλῃmiddot χρυσίον διαγράψα[τε ἵνα κα]ταβῶσινmiddot

13 ὅτι ἐὰν ἐπιρρίψῃ ἐφrsquo ὑμ[ᾶς χι]ὼν καὶ πάχνη καὶ ψῦχος αὐτῆς καὶ οἱ

ἄνεμοι καὶ ὁ παγετὸς αὐτῶν καὶ πᾶσαι αἱ μάστιγες αὐτῶν οὐ δύνασθε

ὑποστῆναι ἔμπροσθεν ψύχους καὶ τῶν μαστίγων αὐτῶν

31

XCIV

1 κατανοήσατε τοίνουν υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων τὰ ἔργα τοῦ ὑψίστου καὶ

φοβήθητε τοῦ ποιῆσαι τὸ πονηρὸν ἐναντίον αὐτοῦ

2 ἐὰν ἀποκλείσῃ τὰς θυρίδας τοῦ οὐρανοῦ καὶ κωλύσῃ τὴν δρόσον καὶ τὸν

ὄμβρον καταβῆναι εἵνεκα ὑμῶν τί ποιήσετε

3 ἐὰν ἀποστείληται τὸν θυμὸν αὐτοῦ ἐφrsquo ὑμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ ἔργα ὑμῶν οὐχὶ

ἔσεσθε δεόμενοι αὐτοῦ διὰ τί ὑμεῖς λαλεῖτε τῷ στόματι ὑμῶν μεγάλα καὶ

σκληρὰ ἐπὶ τῇ μεγαλωσύνῃ αὐ[τοῦ

4 ὁρᾶ]τε τοὺς ναυκλήρους τοὺς πλωιζομένους τὴν θάλασσαν ὑπὸ τοῦ

κ[λύδω]νος καὶ χειμῶνος σεσαλευμένα τὰ πλοῖα αὐτῶν

5 καὶ χειμαζόμενοι πάντες φοβοῦνται ἔξω δὲ τὰ [ἀγαθὰ πάντα] καὶ τὰ

ὑπάρχοντα αὐτῶν ἐκβάλλουσιν εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ὑποπτεύουσιν ἐν τῇ

καρδίᾳ αὐτῶν ὅτι ἡ [θάλασσα κα]ταπίεται αὐτοὺς καὶ ἐν αὐτ[ῇ

ἀπολοῦν]ται

6 οὐχὶ πᾶσα ἡ θάλασσα καὶ [πάντα τὰ] ὕδατα αὐτῆς ἔργον τοῦ ὑψ[ίστου

ἐστί] καὶ αὐτὸς συνεστήσατο τὰ π[έρατα αὐ]τῶν καὶ συνέδησεν αὐτ[ήν

καὶ περι]έφραξεν αὐτὴν ἄμμῳ

7 [καὶ ἀπὸ τῆς] ἐμβριμήσεως αὐτοῦ φ[οβοῦνται καὶ ξη]ραίνονται καὶ οἱ

ἰχθύες

8 [ γῆν] καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτοῖς καὶ τίς ἔδωκεν ἐπιστήμην πᾶσιν τοῖς

κινουμένοις ἐν τῇ θαλάσσῃ οἱ ναύκληροι τὴν θάλασσαν φοβοῦνται

XCV

1 καὶ ὅταν ἐκβάλῃ ἐφrsquo ὑμᾶς τὸν κλύδωνα τοῦ πυρὸς τῆς καύσεως ὑμῶν

ποῦ ἀποδράντες σωθήσεσθε καὶ ὅταν δῷ ἐφrsquo ὑμᾶς φωνὴν αὐτοῦ

2 ἔσεσθε συνσειόμενοι καὶ φοβούμενοι ἤχῳ μεγάλῳ laquoκαὶraquo τὴν γῆν

σύμπασαν σειομένην καὶ τρέμουσαν καὶ συνταρασσομένην

3 καὶ οἱ ἄγγελοι συντελοῦντες τὸ συνταχθὲν αὐτοῖς καὶ ὁ οὐρανὸς καὶ οἱ

φωστῆρες σειόμενοι καὶ τρέμοντεςmiddot ἅπαντες οἱ υἱοὶ τῆς γῆς καὶ ὑμεῖς

ἁμαρτωλοὶ ἐπικατάρατοι εἰς τὸν αἰῶναmiddot οὐκ ἔστιν ὑμῖν χαίρειν

4 θαρσεῖτε ψυχαὶ τῶν δικαίων τῶν ἀποθανόντων τῶν δικαίων καὶ τῶν

εὐσεβῶν

5 καὶ μὴ λυπεῖσθε ὅτι κατέβησαν αἱ ψυχαὶ ὑμῶν εἰς ᾅδου μετὰ λύπης καὶ

οὐκ ἀπηντήθη τῷ σώματι τῆς σαρκὸς ὑμῶν ἐν τῇ ζωῇ ὑμῶν κατὰ τὴν

ὁσιότητα ὑμῶν ἐπεὶ αἱ ἡμέραι ἃς ἦτε ἡμέραι ἦσαν ἁμαρτωλῶν καὶ

καταράτων ἐπὶ τῆς γῆς

6 ὅταν ἀποθάνητε τότε ἐροῦσιν οἱ ἁμαρτωλοὶ ὅτι εὐσεβεῖς κατὰ τὴν

εἱμαρμένην ἀπεθάνοσαν καὶ τί αὐτοῖς περιεγένετο ἐπὶ τοῖς ἔργοις αὐτῶν

7 καὶ αὐτοὶ ὁμοίως ἡμῖν ἀπεθάνοσαν ἴδετε οὖν ὡς ἀποθνήσκουσιν μετὰ

λύπης καὶ σκότους καὶ τί αὐτοῖς ἐγένετο περισσόν

8 ἀπὸ τοῦ νῦν ἀναστήτωσαν καὶ σωθήτωσαν καὶ ὄψονται εἰς τὸν αἰῶνα

ἡμᾶς φαγεῖν καὶ πεῖν

9 τοιγαροῦν ἁρπάσαι καὶ ἁμαρτάνειν καὶ λωποδυτεῖν καὶ ἐγκτᾶσθαι καὶ

[ἰδεῖν] ἡμέρας ἀγαθάς

10 ἴδετε οὖν οἱ δικαιοῦντες [ἑαυτ]ούς ὁποία ἐγένετο αὐτῶν ἡ καταστροφή

ὅτι πᾶσα δικαιοσύνη οὐχ εὑρέθη ἐν αὐτοῖς ἕως ἀπέθανον καὶ ἀπώλοντο

11 καὶ ἐγένοντο ὡς οὐκ ὄντες καὶ κατέβησαν αἱ ψυχαὶ αὐτῶν μετrsquo ὀδύνης

εἰς ᾅδου

XCVI

1 ἐγὼ ὀμνύω ὑμῖν Three lines are lost

2 ἐπίσταμαι τὸ μυστήριον τοῦτοmiddot ἀν[έγνων] γὰρ τὰς πλάκας τοῦ οὐρανοῦ

32

καὶ εἶδον τὴν γραφὴν ἀναγκαίανmiddot ἔγνων τὰ γ[εγραμμέ]να ἐν αὐταῖς καὶ

ἐγκεκολαμμέν[α περὶ] ὑμῶν

3 ὅτι ἀγαθὰ καὶ ἡ χαρὰ καὶ ἡ τ[ιμὴ] ἡτοίμασται καὶ ἐγγέγραπται ταῖς

ψ[υχαῖς] τῶν ἀποθανόντων εὐσεβῶνmiddot

4 καὶ χαιρήσονται καὶ οὐ μὴ ἀπόλωνται τὰ πνεύματα αὐτῶν οὐδὲ τὸ

μνημόσυνον ἀπὸ προσώπου τοῦ μεγάλου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν

αἰώνων μὴ οὖν φοβεῖσθε τοὺς ὀνειδισμοὺς αὐτῶν

5 καὶ ὑμεῖς οἱ νεκροὶ τῶν ἁμαρτωλῶν ὅταν ἀποθάνητε ἐροῦσιν ἐφrsquo ὑμῖν

μακάριοι ἁμαρτωλοὶ πάσας τὰς ἡμέρας αὐτῶν ὅσας εἴδοσαν ἐν τῇ ζωῇ

αὐτῶν καὶ ἐνδόξως

6 ἀπεθάνοσαν καὶ κρίσις οὐκ ἐγενήθη ἐν τῇ ζωῇ αὐτῶν

7 αὐτοὶ ὑμεῖς γινώσκετε ὅτι εἰς ᾅδου κατάξουσιν τὰς ψυχὰς ὑμῶν

8 καὶ ἐκεῖ ἔσονται ἐν ἀνάγκῃ μεγάλῃ καὶ ἐν σκότει καὶ ἐν παγίδι καὶ ἐν

φλογὶ καιομένῃ καὶ εἰς κρίσιν μεγάλην εἰσελεύσονται αἱ ψυχαὶ ὑμῶν ἐν

πάσαις ταῖς γενεαῖς τοῦ αἰῶνος οὐαὶ ὑμῖν οὐκ ἔστιν ὑμῖν χαίρειν

9 μὴ γὰρ εἴπητε οἱ δίκαιοι ὅσιοι ὄντες ἐν τῇ ζωῇ τῶν ἡμερῶν τῆς θλίψεως

κόπους ἐκοπιάσαμεν καὶ ἀνηλώμεθα καὶ ὀλίγοι ἐγενήθημεν καὶ

ἀντιλήμπτορα οὐχ εὑρήκαμενmiddot

10 συντετριμμένοι καὶ ἀπολώλαμεν καὶ ἀπηλπίσμεθα καὶ μηκέτι εἰδέναι

σωτηρίαν ἡμέραν ἐξ ἡμέρας

11 ἠλπίσαμεν γενέσθαι κεφαλή ἐγενήθημεν κέρ[κοςmiddot ἐκο]πιάσαμεν

ἐργαζόμενοι καὶ τῶν ὀψωνίων οὐ κεκυριεύκαμεν ἐγενήθημεν κατάβρωμα

ἁμαρτωλῶν [οἱ ἄνο]μοι ἐβάρυναν ἐφrsquo ἡμᾶς τὸν ζυγόν

12 οἳ κυριεύουσιν οἱ ἐχθροὶ ἡμῶν ἐγκεντρίζουσιν ἡμᾶς καὶ περικλείουσιν

ἡμᾶςmiddot ἐζητήσαμεν πο[ῦ φύγωμεν] ἀπrsquo αὐτῶν ὅπως ἀναψύχ[ωμεν] three

lines are lost

14 ἐκράξαμεν ἐπὶ τοὺς καταβάλλοντας καὶ βιαζομένους ἡμᾶς καὶ τὰς

ἐντεύξεις ἡμῶν οὐκ ἀπεδέξαντο οὐδὲ ἐβούλοντο ἐπακοῦσαι τῆς φωνῆς

ἡμῶν

15 καὶ οὐκ ἀντελαμβάνοντο ἡμῶν οὐχ εὑρόντες κατὰ τῶν βιαζομένων καὶ

κατεσθόντων ἡμᾶς ἀλλὰ στερεοῦσιν αὐτοὺς ἐφrsquo ἡμᾶςmiddot ἀπέκτειναν ἡμᾶς

καὶ εἰς ὀλίγους ἤγαγον καὶ οὐχ ὑποδεικνύουσιν περὶ τῶν πεφονευμένων

ἡμῶν καὶ οὐκ ἀναμιμνήσκουσιν περὶ τῶν ἁμαρτωλῶν αὐτῶν τὰς

ἁμαρτίας αὐτῶν

XCVII

1 ὀμνύω ὑμῖν ὅτι οἱ ἄγγελοι ἐν τῷ οὐρανῷ ἀναμιμνήσκουσιν [ὑμῶν] εἰς

ἀγαθὸν ἐνώπιον τῆς δόξης τοῦ μεγάλου

2 θαρσεῖτε δὴ ὅτι ἐπαλαιώθητε ἐν τοῖς κακοῖς καὶ ἐν ταῖς θλίψεσινmiddot ὡσεὶ

φωστῆρες τοῦ οὐρανοῦ ἀναλάμψετε καὶ φανεῖτε αἱ θυρίδες τοῦ οὐρανοῦ

ἀνοιχθήσονται ὑμῖν

3ndash4 καὶ ἡ κραυγὴ ὑμῶν ἀκουσθήσεται καὶ ἡ κρίσις ὑμῶν ἣν κράζετε καὶ

φανεῖται ἐφrsquo ὅσα συλλαβήσεται ὑμῖν περὶ τῆς θλίψεως ὑμῶν καὶ ἐκ

πάντων ὅστις μετέσχεν τῶν βιαζομένων καὶ κατεσθόντων ὑμᾶς

5 [μὴ φοβεῖσθε] τὰ κακὰ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως τῆς μεγάλης καὶ οὐ μὴ

εὑρεθῆτε ὡς οἱ ἁμαρτωλοί [ἀλλrsquo ὑμεῖς οἱ ἁμαρτωλοὶ] σκυλήσεσθε καὶ

κρίσις αἰώνιος ἐξ ὑμῶν ἔσται εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν αἰώνων

6 μὴ φοβεῖσθε οἱ δίκαιοι ὅταν ἴδητε τοὺς ἁμαρτωλοὺς κατισχύοντας καὶ

εὐοδουμένους καὶ μὴ μέτοχοι αὐτῶν γίνεσθε ἀλλὰ μακρὰν ἀπέχεσθε ἀπὸ

πάντων τῶν ἀδικημάτων αὐτῶν

7 μὴ γὰρ εἴπητε οἱ ἁμαρτωλοὶ [ὅτι] οὐ μὴ ἐκζητηθῶσιν αἱ ἁμαρτίαι ὑμῶν

33

[ἐξ] ἡμερῶν

8 καὶ νῦν ἀποδεικνύω ὑμῖν ὅτι φῶς καὶ σκότος ἡμέρα καὶ νὺξ

ἐποπτεύουσιν τὰς ἁμαρτίας ὑμῶν πάσας

9 μὴ πλανᾶσθε τῇ καρδίᾳ ὑμῶν μηδὲ ψεύδεσθε μηδὲ ἐξαλλοιώσητε τοὺς

λόγους τῆς ἀληθείας μηδὲ καταψεύδεσθε τῶν [λόγων τοῦ] ἁγίου καὶ μὴ

δότε ἔπαινον ταῖς [εἰκόσιν ὑ]μῶνmiddot οὐ γὰρ εἰς δικαίωμα εἰσάγ[ουσιν πάντα

τὰ ψεύδ]η καὶ πᾶσα [ἡ πλάνη] Two lines are lost

10 τῆς ἀληθείας ἐξαλλοιοῦσιν καὶ ἀντιγράφουσιν οἱ ἁμαρτωλοὶ καὶ

ἀλλάσσουσιν τοὺς πολλούς καὶ ψεύδονται καὶ πλάσσουσιν πλάσματα

μεγάλα καὶ τὰς γραφὰς ἀναγράφουσιν ἐπὶ τοῖς ὀνόμασιν αὐτῶνmiddot

11 καὶ ὄφελον πάντας τοὺς λόγους μου γράφωσιν ἐπrsquo ἀληθείας ἐπὶ τὰ

ὀνόματα αὐτῶν καὶ μήτε ἀφέλωσιν μήτε ἀλλοιώσωσιν τῶν λόγων τούτων

ἀλλὰ πάντα ἐπrsquo ἀληθείας γράφωσιν ἃ ἐγὼ διαμαρτυροῦμαι αὐτοῖς

12 καὶ πάλιν ἐγὼ γινώσκω μυστήριον δεύτερον ὅτι δικαίοις καὶ ὁσίοις καὶ

φρονίμοις δοθήσονται αἱ βίβλοι μου εἰς χαρὰν ἀληθείας

13 καὶ αὐτοὶ πιστεύσουσιν αὐταῖς καὶ ἐν αὐταῖς χαρήσονται καὶ

ἀγαλλιάσονται πάντες οἱ δίκαιοι μαθεῖν ἐξ αὐτῶν πάσας τὰς ὁδοὺς τῆς

ἀληθείας

CVI

1 μετὰ δὲ χρόνον ἔλαβεν Μαθουσάλεκ τῷ υἱῷ μου γυναῖκα καὶ ἔτεκεν

υἱὸν καὶ ἐκάλεσεν τὸ ὄνομα αὐτοῦ Λάμεχ ἐταπεινώθη ἡ δικαιοσύνη μέχρι

τῆς ἡμέρας ἐκείνης καὶ ὅτε εἰς ἡλικίαν ἐπῆλθεν ἔλαβεν αὐτῷ γυναῖκα καὶ

ἔτεκεν αὐτῷ παιδίον

2 καὶ ὅτε ἐγεννήθη τὸ παιδίον ἦν τὸ σῶμα λευκότερον χιόνος καὶ

πυρρότερον ῥόδου τὸ τρίχωμα πᾶν λευκὸν καὶ ὡς ἔρια λευκὰ καὶ οὖλον

καὶ ἔνδοξον καὶ ὅτε ἀνέῳξεν τοὺς ὀφθαλμούς ἔλαμψεν ἡ οἰκία ὡσεὶ

ἥλιος

3 καὶ ἀνέστη ἐκ τῶν χειρῶν τῆς μαίας καὶ ἀνέῳξεν τὸ στόμα καὶ

εὐλόγησεν τῷ κυρίῳmiddot

4 καὶ ἐφοβήθη Λάμεχ ἀπrsquo αὐτοῦ καὶ ἔφυγεν καὶ ἦλθεν πρὸς Μαθουσάλεκ

τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ

5 τέκνον ἐγεννήθη μου ἀλλοῖον οὐχ ὅμοιον τοῖς ἀνθρώποις ἀλλὰ τοῖς

τέκνοις τῶν ἀγγέλων τοῦ οὐρανοῦ καὶ ὁ τύπος ἀλλοιότερος οὐχ ὅμοιος

ἡμῖνmiddot τὰ ὄμματά ἐστιν ὡς ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου καὶ ἔνδοξον τὸ πρόσωπονmiddot

6 καὶ ὑπολαμβάνω ὅτι οὐκ ἔστιν ἐξ ἐμοῦ ἀλλὰ ἐξ ἀγγέλου καὶ

εὐλαβοῦμαι αὐτὸν μήποτέ τι ἔσται ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ ἐν τῇ γῇ

7 καὶ παραιτοῦμαι π[άτερ καὶ] δέομαι βάδισον πρὸς Ἑνὼ[χ τὸν πατέρα

ἡμῶν καὶ ἐρώτησον] Two lines are lost

8 [ἦλθ]εν πρὸς ἐμὲ εἰς τὰ τέρματα τῆς γῆς οὗ [εἶδ]εν τότε εἶναι με καὶ

εἶπέν μοι πάτερ [μου] ἐπάκουσον τῆς φωνῆς μου καὶ ἧκε [πρὸς] ἐμέ καὶ

ἤκουσα τὴν φωνὴν αὐτοῦ καὶ ἦλθον πρὸς αὐτὸν καὶ εἶπα ἰδοὺ πάρειμι

τέκνονmiddot διὰ τί ἐλήλυθας πρὸς ἐμέ τέκνον

9 καὶ ἀπεκρίθη λέγων διrsquo ἀνάγκην μεγάλην ἦλθον ὧδε πάτερmiddot

10 καὶ νῦν ἐγεννήθη τέκνον Λάμεχ τῷ υἱῷ μου καὶ ὁ τύπος αὐτοῦ καὶ ἡ

εἰκὼν αὐτοῦ laquoοὐχ ὅμοιος ἀνθρώποις καὶ τὸ χρῶμα αὐτοῦraquo λευκότερον

χιόνος καὶ πυρρότερον ῥόδου καὶ τὸ τρίχωμα τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ

λευκότερον ἐρίων λευκῶν καὶ τὰ ὄμματα αὐτοῦ ἀφόμοια ταῖς τοῦ ἡλίου

ἀκτῖσιν

11 καὶ ἀνέστη ἀπὸ τῶν τῆς μαίας χειρῶν καὶ ἀνοίξας τὸ στόμα εὐλόγησεν

τὸν κύριον τοῦ αἰῶνοςmiddot

34

12 καὶ ἐφοβήθη ὁ υἱός μου Λάμεχ καὶ ἔφυγεν πρὸς ἐμέ καὶ οὐ πιστεύει ὅτι

υἱὸς αὐτοῦ ἐστιν ἀλλὰ ὅτι ἐξ ἀγγέλων one or two lines omitted τὴν

ἀκρίβειαν ἣν ἔχεις () καὶ τὴν ἀλήθειαν

13 τότε ἀπεκρίθην λέγων ἀνακαινίσει ὁ κύριος πρόσταγμα ἐπὶ τῆς γῆς

καὶ τὸν αὐτὸν τρόπον τέκνον τεθέαμαι καὶ ἐσήμανά σοιmiddot ἐν γὰρ τῇ γενεᾷ

Ἰάρεδ τοῦ πατρός μου παρέβησαν τὸν λόγον κυρίου ἀπὸ τῆς διαθήκης τοῦ

οὐρανοῦ

14 καὶ ἰδοὺ ἁμαρτάνουσιν καὶ παραβαίνουσιν τὸ ἔθος καὶ μετὰ γυναικῶν

συγγίνονται καὶ μετrsquo αὐτῶν ἁμαρτάνουσιν καὶ ἔγημαν ἐξ αὐτῶν

[καὶ τίκτουσιν οὐχ ὁμοίους πνεύμασιν ἀλλὰ σαρκίνους]middot

15 καὶ ἔσται ὀργὴ μεγάλη ἐπὶ τῆς γῆς καὶ κατακλυσμός καὶ ἔσται

ἀπώλεια μεγάλη ἐπὶ ἐνιαυτὸν ἕναmiddot

16 καὶ τόδε τὸ παιδίον τὸ γεννηθὲν καταλειφθήσεται καὶ τρία αὐτοῦ

τέκνα σωθήσεται ἀποθανόντων τῶν ἐπὶ τῆς γῆςmiddot

17b καὶ πραϋνεῖ τὴν γῆν ἀπὸ τῆς οὔσης ἐν αὐτῇ φθορᾶς

18 καὶ νῦν λέγε Λάμεχ ὅτι τέκνον σού ἐστιν δικαίως καὶ ὁσίως [καὶ]

κάλεσον αὐτοῦ τὸ ὄνομα [Νῶε]middot αὐτὸς γὰρ ἔσται ὑμῶν κατάλειμμα ἐφrsquo οὗ

ἂν καταπαύσητε καὶ laquoοἱraquo υἱοὶ αὐτοῦ ἀπὸ τῆς φθορᾶς τῆς γῆς καὶ ἀπὸ

πάντων τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ ἀπὸ πασῶν τῶν συντελειῶν ἐπὶ τῆς γῆς

Four lines are lost

19 ὑπέδειξέν μοι καὶ ἐμήνυσεν καὶ ἐν ταῖς πλαξὶν τοῦ οὐρανοῦ ἀνέγνων

αὐτά

CVII

1 τότε τεθέαμαι τὰ ἐγγεγραμμένα ἐπrsquo αὐτῶν ὅτι γενεὰ γενεᾶς κακ[ίων

ἔσται] καὶ εἶδον τόδε μέχρις τοῦ ἀνας[τῆναι] γενεὰν δικαιοσύνης καὶ ἡ

κακία ἀπολεῖται καὶ ἡ ἁμαρτία ἀλλάξει ἀπὸ τῆς γῆς καὶ τὰ ἀγαθὰ ἥξει ἐπὶ

τῆς γῆς ἐπrsquo αὐτούς

2 καὶ νῦν ἀπότρεχε τέκνον καὶ σήμανον Λάμεχ τῷ υἱῷ σου ὅτι τὸ παιδίον

τοῦτο τὸ γεννηθὲν τέκνον αὐτοῦ ἐστιν δικαίως καὶ οὐ ψευδῶς

3 καὶ ὅτε ἤκουσεν Μαθουσάλεκ τοὺς λόγους Ἑνὼχ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ

μυστηριακῶς γὰρ ἐδήλωσεν αὐτῷ [ἐπέστρεψεν καὶ ἐδήλωσεν αὐτῷ] καὶ

ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτοῦ Νῶε εὐφραίνων τὴν γῆν ἀπὸ τῆς ἀπωλείας

Liber Enoch

Apocalypsis Henochi Graece

(recensio ap Syncellum)

(ed M Black)

Pseudepigrapha veteris testamenti Graece 3

Leiden Brill 1970 pp 21ndash26 29ndash30 32ndash33 37

VI

ἐκ τοῦ πρώτου βιβλίου Ἐνὼχ περὶ τῶν ἐγρηγόρων

1 καὶ ἐγένετο ὅτε ἐπληθύνθησαν οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων ἐγεννήθησαν

αὐτοῖς θυγατέρες ὡραῖαι

2 καὶ ἐπεθύμησαν αὐτὰς οἱ ἐγρήγοροι καὶ ἀπεπλανήθησαν ὀπίσω αὐτῶν

καὶ εἶπον πρὸς ἀλλήλους ἐκλεξώμεθα ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ τῶν

θυγατέρων τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς

3 καὶ εἶπε Σεμιαζᾶς ὁ ἄρχων αὐτῶν πρὸς αὐτούς φοβοῦμαι μὴ οὐ

θελήσητε (Go θελήσετε) ποιῆσαι τὸ πρᾶγμα τοῦτο καὶ ἔσομαι ἐγὼ μόνος

ὀφειλέτης ἁμαρτίας μεγάλης

4 καὶ ἀπεκρίθησαν αὐτῷ πάντες καὶ εἶπον ὀμόσωμεν ἅπαντες ὅρκῳ καὶ

ἀναθεματίσωμεν ἀλλήλους τοῦ μὴ ἀποστρέψαι τὴν γνώμην ταύτην

35

μέχρις οὗ ἀποτελέσωμεν αὐτήν

5 τότε πάντες ὤμοσαν ὁμοῦ καὶ ἀνεθεμάτισαν ἀλλήλους

6 ἦσαν δὲ οὗτοι διακόσιοι οἱ καταβάντες ἐν ταῖς ἡμέραις Ἰάρεδ εἰς τὴν

κορυφὴν τοῦ Ἑρμονιεὶμ (Go κορυφὴν Ἑρμὼν) ὄρους καὶ ἐκάλεσαν τὸ ὄρος

Ἑρμώμ καθότι ὤμοσαν (Go ομοσαν) καὶ ἀνεθεμάτισαν ἀλλήλους ἐν αὐτῷ

7 καὶ ταῦτα τὰ ὀνόματα τῶν ἀρχόντων αὐτῶν αacute Σεμιαζᾶς ὁ ἄρχων

αὐτῶν βacute Ἀταρκούφ γacute Ἀρακιήλ δacute Χωβαβιήλ εacute Ὀραμμαμή Ϛacute Ῥαμιήλ ζacute

Σαμψίχ ηacute Ζακιήλ θacute Βαλκιήλ ιacute Ἀζαλζήλ ιαacute Φαρμαρός ιβacute Ἀμαριήλ ιγacute

Ἀναγημάς ιδacute Θαυσαήλ ιεacute Σαμιήλ ιϚacute Σαρινᾶς ιζacute Εὐμιήλ (Par gr 1711 ὁ

Εὐμιήλ) ιηacute Τυριήλ ιθacute Ἰουμιήλ κacute Σαριήλ

VII

1 Οὗτοι καὶ οἱ λοιποὶ πάντες ἐν τῷ χιλιοστῷ ἑκατοστῷ ἑβδομηκοστῷ ἔτει

τοῦ κόσμου ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας καὶ ἤρξαντο μιαίνεσθαι ἐν αὐταῖς

ἕως τοῦ κατακλυσμοῦ καὶ ἔτεκον αὐτοῖς γένη τρίαmiddot πρῶτον γίγαντας

μεγάλους

2 οἱ δὲ γίγαντες ἐτέκνωσαν Ναφηλείμ καὶ τοῖς Ναφηλεὶμ ἐγεννήθησαν

Ἐλιούδ καὶ ἦσαν αὐξανόμενοι κατὰ τὴν μεγαλειότητα αὐτῶν καὶ

ἐδίδαξαν ἑαυτοὺς καὶ τὰς γυναῖκας ἑαυτῶν φαρμακείας καὶ ἐπαοιδίας

VIII

1 Πρῶτος Ἀζαὴλ ὁ δέκατος τῶν ἀρχόντων ἐδίδαξε ποιεῖν μαχαίρας καὶ

θώρακας καὶ πᾶν σκεῦος πολεμικόν καὶ τὰ μέταλλα τῆς γῆς καὶ τὸ

χρυσίον πῶς ἐργάσωνται καὶ ποιήσωσιν αὐτὰ κόσμια ταῖς γυναιξί καὶ τὸν

ἄργυρον ἔδειξε δὲ αὐτοῖς καὶ τὸ στίλβειν καὶ τὸ καλλωπίζειν καὶ τοὺς

ἐκλεκτοὺς λίθους καὶ τὰ βαφικάmiddot καὶ ἐποίησαν ἑαυτοῖς οἱ υἱοὶ τῶν

ἀνθρώπων καὶ ταῖς θυγατράσιν αὐτῶν καὶ παρέβησαν καὶ ἐπλάνησαν

τοὺς ἁγίους

2 καὶ ἐγένετο ἀσέβεια πολλὴ ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἠφάνισαν τὰς ὁδοὺς αὐτῶν

3 ἔτι δὲ καὶ ὁ πρώταρχος αὐτῶν Σεμιαζᾶς ἐδίδαξεν εἶναι ὀργὰς κατὰ τοῦ

νοός καὶ ῥίζας βοτανῶν τῆς γῆς ὁ δὲ ἑνδέκατος Φαρμαρὸς ἐδίδαξε

φαρμακείας ἐπαοιδίας σοφίας καὶ ἐπαοιδῶν λυτήριαmiddot ὁ ἔνατος ἐδίδαξεν

ἀστροσκοπίανmiddot ὁ δὲ τέταρτος ἐδίδαξεν ἀστρολογίανmiddot ὁ δὲ ὄγδοος ἐδίδαξεν

ἀεροσκοπίανmiddot ὁ δὲ τρίτος ἐδίδαξε τὰ σημεῖα τῆς γῆςmiddot ὁ δὲ ἕβδομος ἐδίδαξε

τὰ σημεῖα τοῦ ἡλίουmiddot ὁ δὲ εἰκοστὸς ἐδίδαξε τὰ σημεῖα τῆς σελήνηςmiddot πάντες

οὗτοι ἤρξαντο ἀνακαλύπτειν τὰ μυστήρια ταῖς γυναιξὶν αὐτῶν καὶ τοῖς

τέκνοις αὐτῶν μετὰ δὲ ταῦτα ἤρξαντο οἱ γίγαντες κατεσθίειν τὰς σάρκας

τῶν ἀνθρώπων

4 καὶ ἤρξαντο οἱ ἄνθρωποι ἐλαττοῦσθαι ἐπὶ τῆς γῆς

VIII col I

4 οἱ δὲ λοιποὶ ἐβόησαν εἰς τὸν οὐρανὸν περὶ τῆς κακώσεως αὐτῶν

λέγοντες εἰσενεχθῆναι τὸ μνημόσυνον αὐτῶν ἐνώπιον κυρίου

VIII col II

4 Τότε ἐβόησαν οἱ ἄνθρωποι εἰς τὸν οὐρανὸν λέγοντες Εἰσαγάγετε τὴν

κρίσιν ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον καὶ τὴν ἀπώλειαν ἡμῶν ἐνώπιον τῆς δόξης

τῆς μεγάλης ἐνώπιον τοῦ κυρίου τῶν κυρίων πάντων τῇ μεγαλωσύνῃ

IX col I

1 Καὶ ἀκούσαντες οἱ τέσσαρες μεγάλοι ἀρχάγγελοι Μιχαὴλ καὶ Οὐριὴλ

καὶ Ῥαφαὴλ καὶ Γαβριὴλ (καὶ Par gr 1711) παρέκυψαν ἐπὶ τὴν γῆν ἐκ τῶν

ἁγίων τοῦ οὐρανοῦ

2 καὶ θεασάμενοι αἷμα πολὺ ἐκκεχυμένον ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πᾶσαν ἀσέβειαν

καὶ ἀνομίαν γενομένην ἐπrsquo αὐτῆς

36

3 εἰσελθόντες εἶπον πρὸς ἀλλήλους ὅτι Τὰ πνεύματα καὶ αἱ ψυχαὶ τῶν

ἀνθρώπων στενάζουσιν ἐντυγχάνοντα καὶ λέγοντα ὅτι Εἰσαγάγετε τὴν

κρίσιν ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον καὶ τὴν ἀπώλειαν ἡμῶν ἐνώπιον τῆς δόξης

τῆς μεγαλωσύνης ἐνώπιον τοῦ κυρίου τῶν κυρίων πάντων τῇ

μεγαλωσύνῃ

4 καὶ εἶπον τῷ κυρίῳ τῶν αἰώνων Σὺ εἶ ὁ θεὸς τῶν θεῶν καὶ κύριος τῶν

κυρίων καὶ ὁ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ θεὸς τῶν αἰώνων καὶ ὁ

θρόνος τῆς δόξης σου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν αἰώνων καὶ τὸ ὄνομά σου

ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

IX col II

1 Καὶ ἀκούσαντες οἱ τέσσαρες μεγάλοι ἀρχάγγελοι Μιχαὴλ καὶ Οὐριὴλ

καὶ Ῥαφαὴλ καὶ Γαβριὴλ παρέκυψαν (= οἱ ltδgt Par gr 1711) ἐπὶ τὴν γῆν ἐκ

τῶν ἁγίων τοῦ οὐρανοῦ

2 καὶ θεασάμενοι αἷμα πολὺ ἐκκεχυμένον ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πᾶσαν ἀνομίαν

καὶ ἀσέβειαν γινομένην ἐπrsquo αὐτῆς

3 εἰσελθόντες εἶπον πρὸς ἀλλήλους ὅτι Τὰ πνεύματα καὶ αἱ ψυχαὶ τῶν

ἀνθρώπων ἐντυγχάνουσι στενάζοντα καὶ λέγοντα Εἰσαγάγετε τὴν δέησιν

ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον

4 καὶ προσελθόντες οἱ τέσσαρες ἀρχάγγελοι εἶπον τῷ κυρίῳ Σὺ εἶ ὁ θεὸς

τῶν θεῶν καὶ κύριος τῶν κυρίων καὶ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ θεὸς

τῶν ἀνθρώπων καὶ ὁ θρόνος τῆς δόξης σου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν

αἰώνων καὶ τὸ ὄνομά σου ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

καὶ τὸ ὄνομά σου ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

IX

4 add post αἰῶνας καὶ τὰ ἑξῆς τότε ὁ ὕψιστος ἐκέλευσε τοῖς ἁγίοις

ἀρχαγγέλοις καὶ ἔδησαν τοὺς ἐξάρχους αὐτῶν καὶ ἔβαλον (ἔβαλλον Par

gr 1711) αὐτοὺς εἰς τὴν ἄβυσσον ἕως τῆς κρίσεως καὶ τὰ ἑξῆς καὶ ταῦτα

μὲν ὁ Ἐνὼχ μαρτυρεῖ

5 σὺ γὰρ εἶ ὁ ποιήσας τὰ πάντα καὶ πάντων τὴν ἐξουσίαν ἔχων καὶ πάντα

ἐνώπιόν σου φανερὰ καὶ ἀκάλυπταmiddot καὶ πάντα ὁρᾷς καὶ οὐκ ἔστιν ὃ

κρυβῆναί σε δύναται

6 ὁρᾷς ὅσα ἐποίησεν Ἀζαὴλ καὶ (om Par gr 1711) ὅσα εἰσήνεγκεν (add

καὶ Par gr 1711) ὅσα ἐδίδαξεν ἀδικίας καὶ ἁμαρτίας ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πάντα

δόλον ἐπὶ τῆς ξηρᾶς ἐδίδαξε γὰρ τὰ μυστήρια καὶ ἀπεκάλυψε τῷ αἰῶνι τὰ

ἐν οὐρανῷ ἐπιτηδεύουσιν δὲ τὰ ἐπιτηδεύματα αὐτοῦ εἰδέναι τὰ μυστήρια

οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων

7 τῷ Σεμιαζᾷ τὴν ἐξουσίαν ἔδωκας ἔχειν τῶν σὺν αὐτῷ ἅμα ὄντων

8 καὶ ἐπορεύθησαν πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς καὶ

συνεκοιμήθησαν μετrsquo αὐτῶν καὶ ἐν ταῖς θηλείαις ἐμιάνθησαν καὶ

ἐδήλωσαν αὐταῖς πάσας τὰς ἁμαρτίας καὶ ἐδίδαξαν αὐτὰς μίσητρα

(μίσιτρα Par gr 1711) ποιεῖν

9 καὶ νῦν ἰδοὺ αἱ θυγατέρες τῶν ἀνθρώπων ἔτεκον ἐξ αὐτῶν υἱοὺς

γίγανταςmiddot κίβδηλα ἐπὶ τῆς (om Go) γῆς τῶν ἀνθρώπων ἐκκέχυται καὶ ὅλη

ἡ γῆ ἐπλήσθη ἀδικίας

10 καὶ νῦν ἰδοὺ τὰ πνεύματα τῶν ψυχῶν τῶν ἀποθανόντων ἀνθρώπων

ἐντυγχάνουσιν καὶ μέχρι τῶν πυλῶν τοῦ οὐρανοῦ ἀνέβη ὁ στεναγμὸς

αὐτῶν καὶ οὐ δύναται ἐξελθεῖν ἀπὸ προσώπου τῶν ἐπὶ τῆς γῆς γινομένων

ἀδικημάτων

11 καὶ σὺ αὐτὰ οἶδας πρὸ τῶν (τοῦ recte Par gr 1711) αὐτὰ γενέσθαι καὶ

ὁρᾷς αὐτοὺς καὶ ἐᾷς αὐτούς καὶ οὐδὲν λέγεις τί δεῖ ποιῆσαι αὐτοὺς (om

37

Go) περὶ τούτου

X

1 Τότε ὁ ὕψιστος εἶπε καὶ ὁ ἅγιος ὁ μέγας ἐλάλησε καὶ ἔπεμψε τὸν Οὐριὴλ

πρὸς τὸν υἱὸν (Go τοῦ) Λάμεχ λέγων

2 Πορεύου πρὸς τὸν Νῶε καὶ εἶπον αὐτῷ τῷ ἐμῷ ὀνόματι Κρύψον σεαυτόν

καὶ δήλωσον αὐτῷ τέλος ἐπερχόμενον ὅτι ἡ γῆ ἀπόλλυται πᾶσαmiddot καὶ εἶπον

αὐτῷ ὅτι κατακλυσμὸς μέλλει γίνεσθαι πάσης τῆς γῆς ἀπολέσαι πάντα

ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς

3 δίδαξον τὸν δίκαιον τί ποιήσει τὸν υἱὸν Λάμεχ καὶ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ εἰς

ζωὴν συντηρήσει καὶ ἐκφεύξεται διrsquo αἰῶνος καὶ ἐξ αὐτοῦ φυτευθήσεται

φύτευμα καὶ σταθήσεται πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

4 Καὶ τῷ Ῥαφαὴλ εἶπε Πορεύου Ῥαφαήλ καὶ δῆσον τὸν Ἀζαήλmiddot χερσὶ καὶ

ποσὶ συμπόδισον αὐτόν καὶ ἔμβαλε αὐτὸν εἰς τὸ σκότος καὶ ἄνοιξον τὴν

ἔρημον τὴν οὖσαν ἐν τῇ ἐρήμῳ Δουδαήλ καὶ ἐκεῖ πορευθεὶς βάλε αὐτόν

5 καὶ ὑπόθες αὐτῷ λίθους ὀξεῖς καὶ (om Go) λίθους τραχεῖς καὶ

ἐπικάλυψον αὐτῷ σκότος καὶ οἰκησάτω ἐκεῖ εἰς τὸν αἰῶνα καὶ τὴν ὄψιν

αὐτοῦ πώμασον καὶ φῶς μὴ θεωρείτωmiddot

6 καὶ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως ἀπαχθήσεται εἰς τὸν ἐμπυρισμὸν τοῦ

πυρός

7 καὶ ἴασαι τὴν γῆν ἣν ἠφάνισαν οἱ ἐγρήγοροι καὶ τὴν ἴασιν τῆς πληγῆς

δήλωσον ἵνα ἰάσωνται τὴν πληγὴν καὶ μὴ ἀπόλωνται πάντες οἱ υἱοὶ τῶν

ἀνθρώπων ἐν τῷ μυστηρίῳ ὃ εἶπον οἱ ἐγρήγοροι καὶ ἐδίδαξαν τοὺς υἱοὺς

τῶν ἀνθρώπων

8 καὶ ἠρημώθη πᾶσα ἡ γῆ ἐν τοῖς ἔργοις τῆς διδασκαλίας Ἀζαήλmiddot καὶ ἐπrsquo

αὐτῇ γράψον πάσας τὰς ἁμαρτίας

9 Καὶ τῷ Γαβριὴλ εἶπε Πορεύου Γαβριήλ ἐπὶ τοὺς γίγαντας ἐπὶ τοὺς

κιβδήλους ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς πορνείας καὶ ἀπόλεσαν τοὺς υἱοὺς τῶν

ἐγρηγόρων ἀπὸ τῶν υἱῶν τῶν ἀνθρώπωνmiddot πέμψον αὐτοὺς εἰς ἀλλήλους ἐξ

αὐτῶν εἰς αὐτούς ἐν πολέμῳ καὶ ἐν ἀπωλείᾳ καὶ μακρότης ἡμερῶν οὐκ

ἔσται αὐτοῖς

10 καὶ πᾶσα ἐρώτησις οὐκ ἔστι τοῖς πατράσιν αὐτῶν ὅτι ἐλπίζουσι ζῆσαι

ζωὴν αἰώνιον καὶ ὅτι ζήσεται ἕκαστος αὐτῶν ἔτη πεντακόσια

11 καὶ τῷ Μιχαὴλ εἶπε Πορεύου Μιχαήλ δῆσον Σεμιαζᾶν καὶ τοὺς ἄλλους

σὺν αὐτῷ τοὺς συμμιγέντας ταῖς θυγατράσι τῶν ἀνθρώπων τοῦ μιανθῆναι

ἐν αὐταῖς ἐν τῇ ἀκαθαρσίᾳ αὐτῶν

12 καὶ ὅταν κατασφαγῶσιν οἱ υἱοὶ αὐτῶν καὶ ἴδωσι τὴν ἀπώλειαν τῶν

ἀγαπητῶν αὐτῶν δῆσον αὐτοὺς ἐπὶ ἑβδομήκοντα γενεὰς εἰς τὰς νάπας

τῆς γῆς μέχρι ἡμέρας κρίσεως αὐτῶν μέχρι ἡμέρας τελειώσεως τελεσμοῦ

ἕως συντελεσθῇ κρίμα τοῦ αἰῶνος τῶν αἰώνων

13 τότε ἀπενεχθήσονται εἰς τὸ χάος τοῦ πυρὸς καὶ εἰς τὴν βάσανον καὶ εἰς

τὸ δεσμωτήριον τῆς συγκλείσεως τοῦ αἰῶνος

14 καὶ ὃς ἂν κατακρίθῃ καὶ ἀφανισθῇ ἀπὸ τοῦ νῦν μετrsquo αὐτῶν δεθήσεται

(δεηθήσεται recte Par gr 1711) μέχρι τελειώσεως γενεᾶς αὐτῶν

περὶ δὲ τοῦ ὄρους ἐν ᾧ ὤμοσαν καὶ ἀνεθεμέτισαν πρὸς τὸν πλησίον αὐτῶν

ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα οὐ μὴ ἀποστῇ ἀπrsquo αὐτοῦ ψῦχος καὶ χιὼν καὶ πάχνη καὶ

δρόσος οὐ μὴ καταβῇ εἰς αὐτό εἰ μὴ εἰς κατάραν καταβήσεται ἐπrsquo αὐτό

μέχρις ἡμέρας κρίσεως τῆς μεγάλης ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ κατακαυθήσεται

καὶ ταπεινωθήσεται καὶ ἔσται κατακαιόμενον καὶ τηκόμενον ὡς κηρὸς

ἀπὸ πυρός οὕτως κατακαήσεται περὶ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ καὶ νῦν

ἐγὼ λέγω ὑμῖν υἱοῖς ἀνθρώπων Ὀργὴ μεγάλη καθrsquo ὑμῶν laquoκαὶraquo κατὰ τῶν

38

υἱῶν ὑμῶν καὶ οὐ παύσεται ἡ ὀργὴ αὕτη ἀφrsquo ὑμῶν μέχρι καιροῦ σφαγῆς

τῶν υἱῶν ὑμῶν καὶ ἀπολοῦνται οἱ ἀγαπητοὶ ὑμῶν καὶ ἀποθανοῦνται οἱ

ἔντιμοι ὑμῶν ἀπὸ πάσης τῆς γῆς ὅτι πᾶσαι αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς αὐτῶν ἀπὸ

τοῦ νῦν οὐ μὴ ἔσονται πλείω τῶν ἑκατὸν εἴκοσιν ἐτῶν καὶ μὴ δόξητε ἔτι

ζῆσαι ἐπὶ πλείονα ἔτηmiddot οὐ γάρ ἐστιν ἐπrsquo αὐτοῖς πᾶσα ὁδὸς ἐκφεύξεως ἀπὸ

τοῦ νῦν διὰ τὴν ὀργὴν ἣν ὠργίσθη ὑμῖν ὁ βασιλεὺς πάντων τῶν αἰώνωνmiddot

μὴ νομίσητε ὅτι ἐκφεύξεσθε ταῦτα

XV

8 Καὶ νῦν οἱ γίγαντες οἱ γεννηθέντες ἀπὸ πνευμάτων καὶ σαρκὸς

πνεύματα πονηρὰ ἐπὶ τῆς γῆς καλέσουσιν αὐτούς ὅτι ἡ κατοίκησις αὐτῶν

ἔσται ἐπὶ τῆς γῆς

9 πνεύματα πονηρὰ ἔσονται τὰ πνεύματα ἐξεληλυθότα ἀπὸ τοῦ σώματος

τῆς σαρκὸς αὐτῶν διότι ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων ἐγένοντο καὶ ἐκ τῶν ἁγίων

τῶν ἐγρηγόρων ἡ ἀρχὴ τῆς κτίσεως αὐτῶν καὶ ἀρχὴ θεμελίουmiddot πνεύματα

πονηρὰ

10 ἐπὶ τῆς γῆς ἔσονται

11 τὰ πνεύματα τῶν γιγάντων νεμόμενα ἀδικοῦντα ἀφανίζοντα

ἐμπίπτοντα καὶ συμπαλαίοντα καὶ ῥιπτοῦντα ἐπὶ τῆς γῆς καὶ δρόμους

ποιοῦντα καὶ μηδὲν ἐσθίοντα ἀλλrsquo ἀσιτοῦντα καὶ ῥιπτοῦντα καὶ φάσματα

ποιοῦντα καὶ διψῶντα καὶ προσκόπτοντα

12 καὶ ἐξαναστήσονται τὰ πνεύματα ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων καὶ

τῶν γυναικῶν ὅτι ἐξ αὐτῶν ἐξεληλύθασι

XVI

1 Καὶ ἀπὸ ἡμέρας καιροῦ σφαγῆς καὶ ἀπωλείας καὶ θανάτου τῶν

γιγάντων ναφηλείμ οἱ ἰσχυροὶ τῆς γῆς οἱ μεγάλοι ὀνομαστοί τὰ

πνεύματα τὰ ἐκπορευόμενα ἀπὸ τῆς ψυχῆς αὐτῶν ὡς ἐκ τῆς σαρκὸς

ἔσονται ἀφανίζοντα χωρὶς κρίσεωςmiddot οὕτως ἀφανίσουσι μέχρις ἡμέρας τῆς

τελειώσεως ἕως τῆς κρίσεως τῆς μεγάλης ἐν ᾗ (ᾧ Par gr 1711) ὁ αἰὼν ὁ

μέγας τελεσθήσεται

XIX

3 ἀνθρώπων ὡς ἐγὼ εἶδον

XX

2 ὁ εἷς τῶν ἁγίων ὁ ἐπὶ τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ταρτάρου

3 Ῥαφαὴλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων τῶν ἀνθρώπων

4 Ῥαγουήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐκδικῶν τὸν κόσμον τῶν

φωστήρων

5 Μιχαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς ἐπὶ τῶν τοῦ λαοῦ ἀγαθῶν τέτακται

καὶ ἐπὶ τῷ χαῷ

6 Σαριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων οἵτινες ἐπὶ τῷ

πνεύματι ἁμαρτάνουσιν

7 Γαβριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τοῦ παραδείσου καὶ τῶν

δρακόντων καὶ χερουβίν Ῥεμειήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃν ἔταξεν ὁ

θεὸς ἐπὶ τῶν ἀνισταμένων ὀνόματα ζacute ἀρχαγγέλων

XXI

1 Καὶ ἐφώδευσα μέχρι τῆς ἀκατασκευάστου

2 καὶ ἐκεῖ ἐθεασάμην ἔργον φοβερόν ἑώρακα οὔτε οὐρανὸν ἐπάνω οὔτε

γῆν τεθεμελιωμένην ἀλλὰ τόπον ἀκατασκεύαστον καὶ φοβερόν

3 καὶ ἐκεῖ τεθέαμαι ζacute ἀστέρας τοῦ οὐρανοῦ δεδεμένους καὶ ἐριμμένους ἐν

αὐτῷ ὁμοῦ ὁμοίους ὁράσει μεγάλῃ καὶ ἐν πυρὶ καιομένους

4 τότε εἶπον Διὰ ποίαν αἰτίαν ἐπεδέθησαν καὶ διὰ ποίαν αἰτίαν ἐρίφησαν

39

ὧδε

5 καὶ εἶπέν μοι Οὐριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ μετrsquo

ἐμοῦ ὤν - καὶ

αὐτὸς αὐτῶν ἡγεῖτο - καὶ εἶπέν μοι Ἑνώχ περὶ τίνος

ἐρωτᾷς ἢ περὶ τίνος

τὴν ἀλήθειαν φιλοσπευδεῖς

6 οὗτοί εἰσιν τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ οἱ παραβάντες

τὴν ἐπιταγὴν τοῦ

κυρίου καὶ ἐδέθησαν ὧδε μέχρι πληρωθῆναι μύρια ἔτη

τὸν χρόνον τῶν

ἁμαρτημάτων αὐτῶν

7 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον τούτου

φοβερώτερον καὶ τεθέαμαι

ἔργα φοβεράmiddot πῦρ μέγα ἐκεῖ καιόμενον καὶ φλεγόμενον καὶ διακοπὴν

εἶχεν ὁ τόπος ἕως τῆς ἀβύσσου πλήρης στύλων πυρὸς μεγάλων

καταφερομένωνmiddot οὔτε μέτρον οὔτε μέγεθος ἠδυνήθην ἰδεῖν οὔτε εἰκάσαι

8 τότε εἶπον Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος οὗτος καὶ ὡς δεινὸς τῇ ὁράσει

9 τότε ἀπεκρίθη μοι καὶ εἶπεν

Incert

1 παρὰ (Par gr 1711 Go περὶ) δὲ τοῦ ὄρους ἐν ᾧ ὤμοσαν καὶ

ἀνεθεμάτισαν πρὸς τὸν πλησίον αὐτῶν ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα οὐ μὴ ἀποστῇ

ἀπrsquo αὐτοῦ ψῦχος καὶ χιὼν καὶ πάχνη καὶ δρόσος οὐ μὴ καταβῇ εἰς αὐτό εἰ

μὴ εἰς κατάραν καταβήσεται ἐπrsquo (Go εἰς) αὐτό μέχρις ἡμέρας κρίσεως τῆς

μεγάλης

2 ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ κατακαυθήσεται καὶ (Go om) ταπεινωθήσεται καὶ

ἔσται κατακαιόμενον καὶ τηκόμενον ὡς κηρὸς ἀπὸ πυρός οὕτως

κατακαήσεται περὶ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ

3 καὶ νῦν ἐγὼ λέγω ὑμῖν υἱοῖς ἀνθρώπων Ὀργὴ μεγάλη καθrsquo ὑμῶν κατὰ

τῶν υἱῶν ὑμῶνmiddot καὶ οὐ παύσεται ἡ ὀργὴ αὕτη ἀφrsquo ὑμῶν μέχρι καιροῦ

σφαγῆς τῶν υἱῶν ὑμῶν

4 καὶ ἀπολοῦνται οἱ ἀγαπητοὶ ὑμῶν καὶ ἀποθανοῦνται οἱ ἔντιμοι ὑμῶν

ἀπὸ πάσης τῆς γῆς ὅτι πᾶσαι αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς αὐτῶν ἀπὸ τοῦ νῦν οὐ μὴ

ἔσονται πλείω τῶν ἑκατὸν εἴκοσιν ἐτῶν

5 καὶ μὴ δόξητε ἔτι ζῆσαι ἐπὶ πλείονα ἔτηmiddot οὐ γάρ ἐστιν ἐπrsquo αὐτοῖς πᾶσα

ὁδὸς ἐκφεύξεως ἀπὸ τοῦ νῦν διὰ τὴν ὀργὴν ἣν ὠργίσθη ὑμῖν ὁ βασιλεὺς

πάντων τῶν αἰώνωνmiddot μὴ νομίσητε ὅτι ἐκφεύξεσθε ταῦτα

Περί των γιγάντων

καὶ ἦν νωε ἐτῶν πεντακοσίων καὶ ἐγέννησεν νωε τρεῖς υἱούς τὸν σημ τὸν χαμ τὸν

ιαφεθκαὶ ἐγένετο ἡνίκα ἤρξαντο οἱ ἄνθρωποι πολλοὶ γίνεσθαι ἐπὶ τῆς γῆς καὶ θυγατέρες

ἐγενήθησαν αὐτοῖς 2ἰδόντες δὲ οἱ υἱοὶ τοῦ θεοῦ τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων ὅτι καλαί

εἰσιν ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ πασῶν ὧν ἐξελέξαντο 3καὶ εἶπεν κύριος ὁ θεός οὐ

μὴ καταμείνῃ τὸ πνεῦμά μου ἐν τοῖς ἀνθρώποις τούτοις εἰς τὸν αἰῶνα διὰ τὸ εἶναι

αὐτοὺς σάρκας ἔσονται δὲ αἱ ἡμέραι αὐτῶν ἑκατὸν εἴκοσι ἔτη 4οἱ δὲ γίγαντες ἦσαν ἐπὶ

τῆς γῆς ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις καὶ μετ ἐκεῖνο ὡς ἂν εἰσεπορεύοντο οἱ υἱοὶ τοῦ

θεοῦ πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων καὶ ἐγεννῶσαν ἑαυτοῖς ἐκεῖνοι ἦσαν οἱ

γίγαντες οἱ ἀπ αἰῶνος οἱ ἄνθρωποι οἱ ὀνομαστοί

40

Παραθέτουμε ένα επεξηγηματικό κείμενο αναφορικά με τους γίγαντες από την

ιστοσελίδα httpwwwoodegrcom

laquoΕδώ πρόκειται για το θέμα στο οποίο αναφέρθηκε ο Ιησούς Χριστός στο

Ματθαίος κδ΄ 38 για τους προκατακλυσμιαίους ανθρώπους που ΄΄έτρωγαν και

έπιναν και παντρεύονταν΄΄ ώσπου ήρθε ο Κατακλυσμός Επ αυτών υπάρχουν

κάποιες παρατηρήσεις

1η παρατήρηση Το οριστικό άρθρο ΄΄οι΄΄ δείχνει ότι πρόκειται για κάποιους που

ήταν ήδη γνωστοί στους αναγνώστες της Γενέσεως προς τους οποίους απευθύνεται

ο Μωυσής δηλαδή προς τους Ισραηλίτες της εποχής του που λάβαιναν το Νόμο

2η παρατήρηση Το ότι ΄΄εν ταις ημέραις εκείναις ήσαν΄΄ υπονοεί 1 Είτε ότι δεν

υπήρχαν πλέον οι γίγαντες στη ΄΄γη΄΄ όταν γραφόταν η Γένεση δηλαδή κατά το 1500

πΧ 2 είτε ότι υπήρχαν και τότε

3η παρατήρηση Για ποια ΄΄γη΄΄ μιλάει 1 Είτε για τη συγκεκριμένη γη στην οποία

συνέβαιναν τα γεγονότα που αναγράφονται στα γύρω κεφάλαια (τη γη της

Μεσοποταμίας) 2 είτε γενικά για τη γύρω γη στην οποία είχαν επεκταθεί οι γίγαντες

και η φυλή Αδάμ Αυτό όμως δεν έχει σημασία καθώς η αναφορά γίνεται μόνο για

τον καιρό πρό τού Κατακλυσμού Είναι γεγονός όμως ότι στη γη Χαναάν οι

γίγαντες υπήρχαν και μετά από τον Κατακλυσμό

Αυτό φαίνεται στους Αριθμούς 13ιγ΄ 33 ΄΄και εκεί εωράκαμεν τους γίγαντας

(εβραϊκό Νεφιλείμ) και ήμεν ενώπιον αυτών ωσεί ακρίδες αλλά και ούτως ήμεν

ενώπιον αυτών΄΄

Αν αυτό φαίνεται παράξενο σε κάποιους που διδάχτηκαν ότι ο Κατακλυσμός ήταν

παγκόσμιος ας διαβάσουν τη μελέτη μας ΄΄Ήταν ο Κατακλυσμός Παγκόσμιος΄΄

Εκεί θα δουν τις Αγιογραφικές και ιστορικές αποδείξεις ότι επρόκειτο για έναν

τοπικό κατακλυσμό που έπληξε μόνο τη φυλή Αδάμ και μέλη μόνο των γύρω λαών

Επιβίωση από τον Κατακλυσμό

Το ότι οι Νεφιλείμ επεβίωσαν του Κατακλυσμού εξηγείται απλά

Είναι λογικό το ότι η φυλή των γιγάντων Νεφιλείμ δεν έμενε ολόκληρη στην

κοιλάδα της Μεσοποταμίας αλλά κάποιοι απ αυτούς διεσπάρησαν στις γύρω

περιοχές

Η Γένεση στο 7ζ΄ 20 γράφει ότι ο Κατακλυσμός είχε ύψος 15 πήχες (8- 9 μέτρα)

δηλαδή όσο χρειαζόταν για να καλύψει τις ψηλότερες περιοχές της χαμηλής

Μεσοποταμίας Όσοι όμως έμεναν στα ορεινά γύρω από την πληγείσα περιοχή

επεβίωσαν Άλλωστε ο Κατακλυσμός έγινε για τιμωρία της φυλής Αδάμ και όχι των

γύρω λαών όπως φαίνεται στη Γένεση 6ς΄ 5 - 7 όπου η λέξη που χρησιμοποιείται

στο Εβραϊκό κείμενο γι αυτούς με τους οποίους οργίστηκε ο Θεός είναι ΄΄Αδάμ΄΄

Για τους άλλους λαούς η Γένεση στο Εβραϊκό κείμενο χρησιμοποιεί άλλη λέξη

όπως φαίνεται στο Γένεσις 6ς΄ 4 [΄΄οι άνθρωποι (εβραϊκά ΄΄ενός΄΄) οι

ονομαστοί΄΄] και στο Γένεσις 13ιγ΄ 13 [΄΄οι δε άνθρωποι (εβραϊκά ΄΄ενός΄΄) οι εν

Σοδόμοις΄΄]

41

Μια τελευταία παρατήρηση ξεκινάει από το ίδιο εδάφιο της Γένεσης 6ς΄ 4 που λέει

΄΄Οι δε γίγαντες ήσαν επί τής γης εν ταις ημέραις εκείναις και μετ εκείνο ως αν

εισεπορεύοντο οι υιοί τού Θεού προς τας θυγατέρας τών ανθρώπων΄΄

Οι Νεφιλείμ λοιπόν υπήρχαν ακόμη ΄΄και μετά από εκείνο΄΄ το γεγονός που

περιγράφεται δηλαδή και μετά από την αύξηση του πληθυσμού στη

Μεσοποταμία Είναι λάθος να ταυτίζονται κατ ανάγκην οι Νεφιλείμ με τους γιους

των ισχυρών καθώς μια αβίαστη ανάγνωση του κειμένου δεν δείχνει τίποτα τέτοιο

Το μεταβατικό ΄΄δε΄΄ δείχνει ότι γίνεται λόγος για κάποιους άλλους και όχι για

τους γιούς των ισχυρών Οι γιοί των ισχυρών δεν είναι οι Νεφιλείμ αλλά οι ισχυροί

άνδρες της Μεσοποταμίας των άλλων φυλών που ζούσαν κοντά στη φυλή Αδάμ

Ίσως ο σκοπός του χωρίου είναι να δείξει ότι η φυλή των γιγάντων (η οποία

προβλημάτιζε τους Ισραηλίτες τον καιρό που ο Μωυσής έγραφε αυτά τα λόγια) ήταν

μια αρχαία φυλή σύγχρονη της επιμειξίας της φυλής Αδάμ με τους γιούς των

ισχυρών και ότι οι Νεφιλείμ επεβίωσαν ακόμη και μετά από την επιμειξία των

ισχυρών ανδρών της Μεσοποταμίας με τις ΄΄θυγατέρες Αδάμ΄΄ κατά την

προκατακλυσμιαία εποχή

Ίσως ακόμα η αναφορά αυτή να γίνεται για να δείξει ότι ο κατακλυσμός στρεφόταν

ειδικά κατά του λαού Αδάμ και όχι και των γύρω λαών εκ των οποίων

επεβίωσαν και οι Νεφιλείμ

Οι γίγαντες στην εποχή τού Ισραήλ

Σύμφωνα με την Αγία Γραφή η περιοχή στην οποία επεβίωσαν κάποιοι από τη

φυλή των γιγάντων Νεφιλείμ ήταν η Βασάν που ονομάζεται ΄΄γη γιγάντων΄΄

(Δευτερονόμιο γ΄ 13)

Πρόκειται για μία ορεινή περιοχή ανατολικά της Θάλασσας της Γαλιλαίας

κατάλληλη για επιβίωση των λαών της από τον Κατακλυσμό που έπληξε τη

Μεσοποταμία και το λαό Αδάμ (Όπως λέμε ΄΄λαός Ισραήλ΄΄)

Εκεί οι γίγαντες υπήρχαν όχι μόνο μετά από τον Κατακλυσμό αλλά και στις ημέρες

του Αβραάμ όπως φαίνεται στη Γένεση 14ιδ΄ 5 όπου λέει για τον Χοδολλογομόρ

και τους συμμάχους του ότι ΄΄κατέκοψαν τους γίγαντας τους εν Ασταρώθ

Καρναιν΄΄ στη Βασσάν

Και οι κατάσκοποι όμως των ημερών του Μωυσή βρήκαν τους Νεφιλείμ στη

Χαναάν όπως είδαμε στους Αριθμούς 13ιγ΄ 33 όπου μάλιστα ονομάζει τους

γίγαντες ΄΄Νεφιλείμ΄΄ Εκεί έχει μάλιστα και οριστικό άρθρο ΄΄τους Νεφιλείμ΄΄

πράγμα που δείχνει ότι δεν επρόκειτο για παρομοίωση αλλά για το γνωστό λαό

των Νεφιλείμ

Άλλα εδάφια όπως το Δευτερονόμιο 1α΄ 28 αναφερόμενο στο ίδιο γεγονός

ταυτίζει τους Νεφιλείμ με τους Ανακείμ που προφανώς ήταν απόγονοί τους

Με τους Ανακείμ συσχετίζει η Αγία Γραφή όλες τις φυλές γιγάντων που ζούσαν γύρω

από τη Θάλασσα της Γαλιλαίας όπως ήταν οι Ραφαείμ οι Εμμαίοι και οι

42

Ζουμζουμείμ τους οποίους εξολώθρευσαν οι απόγονοι του Λωτ (Δευτερονόμιο 2β΄

10112021)

Οι Ραφαείμ ήταν απόγονοι των Γιγάντων που επεβίωσαν από τον Κατακλυσμό και

δεν ήταν απόγονοι του Νώε καθώς δεν αναφέρονται στη Γένεση 10ι΄ όπου

αναφέρονται οι λαοί που κατάγονται από το Νώε Η σκέψη ότι ίσως να μην

αναφέρονται επειδή είναι πολύ νεώτεροι λαοί δεν ευσταθεί επειδή αναφέρονται στη

Γένεσις 14ιδ΄ 5 σαν λαός από την εποχή του Αβραάμ ακόμα και συνεπώς είναι

αρχαιότεροι λαοί από αυτούς που αναφέρονται ως απόγονοι του Νώε

Μετά από την εγκατάσταση των Ισραηλιτών στη Γη της Επαγγελίας οι υψηλόσωμες

αυτές φυλές εξολωθρεύτηκαν και δεν έμειναν Ανακείμ στο Ισραήλ Μόνο στη Γάζα

στη Γαθ και στην Άζωτο έμειναν αναμεμειγμένοι με τους Φιλισταίους (Ιησούς

Ναυή 11ια΄ 21 22)

Ένας απ αυτούς ήταν και ο Γολιάθ από τη Γαθ που σκοτώθηκε από τον Δαυίδ (Α΄

Σαμουήλ ιζ΄ 4 ΄΄Εξήλθεν Γολιάθ εκ της Γαθ΄΄)

Τον καιρό του Δαυίδ σκοτώθηκαν οι τελευταίοι γίγαντεςraquo1

1 httpwwwoodegrcomoodegenesiskatak1htm

43

Page 30: Η δημιουργία του κόσμου

30

ἐποιήσατε καὶ ἐλαεργ[ήσατε] καὶ ἐπὶ μιᾶς ἀπολεῖσθε

10ndash12 καὶ τότε μακάριοι πάντες οἱ ἀκούσαντες φρονίμων λόγους καὶ

μαθήσονται αὐτούς ποιῆσαι τὰς ἐντολὰς τοῦ ὑψίστου καὶ πορεύσονται ἐν

ὁδοῖς δικαιοσύνης αὐτοῦ καὶ οὐ μὴ πλανήσουσιν μετὰ τῶν πλανώντων καὶ

σωθήσονται

13 οὐαὶ οἱ οἰκοδομοῦντες τὰς οἰκοδομὰς αὐτῶν οὐκ ἐκ κόπων ἰδίων καὶ ἐκ

λίθων καὶ ἐκ πλίνθων πᾶσαν οἰκοδομὴν ποιεῖτε οἷς οὐκ ἔστιν ὑμῖν χά[ρις]

14 οὐαὶ οἱ ἐξουθενοῦντες τὴν θεμελίωσιν καὶ τὴν κληρονομίαν τῶν

πατέρων αὐτῶν τὴν ἀπrsquo αἰῶνος [ὅτι] διώξεται ὑμᾶς πνεῦμα πλανήσεωςmiddot

οὐκ ἔστιν ὑμῖν ἀναπαῦσαι

15 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ποιοῦντες τὴν ἀ[νομίαν] καὶ ἐπιβοηθοῦντες τῇ ἀδι[κίᾳ

φονεύ]οντες τὸν πλησίον αὐτῶ[ν ἕως τῆς] ἡμέρας τῆς κρίσεως τῆς

[μεγάληςmiddot

16 ]ὅτι τότε ἐκτρίψει τὴν δόξ[αν ὑμῶν] καὶ ἐπεγερεῖ τὸν θυμὸν [αὐτοῦ

καθrsquo] ὑμῶν ἀπολεῖ πάντας ὑ[μᾶς ἐν ῥομ]φαίᾳ καὶ πάντες οἱ δί[καιοι

μνημο]νήσουσιν τὰς ἀδικίας [ὑμῶν]

XCIII

1ndash2 καὶ τότε ἐν ἑνὶ τόπῳ [ῥέῃ τὰ α]ἵμα[τα αὐτῶν καὶ ἄνθρωπο]ς οὐκ

[ἀφέξ]ει τὴν [χεῖρα αὐτοῦ ἀπ]ὸ τοῦ υἱοῦ αὐ[τοῦ οὔτrsquo ἀ]πὸ τοῦ ἀγαπητοῦ

αὐτοῦ ἀποκτεῖναι αὐτόν καὶ ὁ ἁμαρτωλὸς ἀπὸ τοῦ ἐντίμου οὔτε ἀπὸ τοῦ

ἀδελφοῦ αὐτοῦmiddot ἐξ ὄρθρων μέχρις οὗ δῦναι τὸν ἥλιον φονευθήσονται ἐπὶ

τὸ αὐτό

3 καὶ διαπορεύσεται ἵππος ἕως τοῦ στήθους αὐτοῦ διὰ τοῦ αἵματος τῶν

ἁμαρτωλῶν καὶ τὸ ἅρμα μέχρι ἀξόνων καταβήσεται

4 καὶ καταβήσονται ἄγγελοι καταδύνοντες εἰς τὰ ἀπόκρυφα ἐν ἡμέρᾳ

ἐκείνῃmiddot οἵτινες ἐβοήθουν τῇ ἀδικίᾳ καὶ συστραφήσονται εἰς ἕνα τόπον καὶ ὁ

ὕψιστος ἐγερθήσεται ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως ποιῆσαι ἐκ πάντων κρίσιν

μεγάλην

5 καὶ τάξει φυλακὴν ἐπὶ πάντας τοὺς δικαίους καὶ ἁγίους τῶν ἁγίων

ἀγγέλων καὶ τηρηθήσονται ὡς κόριον ὀφθαλμοῦ ἕως οὗ ἐκλείπῃ τὰ κακὰ

καὶ ἁμαρτία καὶ ἀπrsquo ἐκείνου ὑπνώσουσιν εὐσεβεῖς ὕπνον ἡδύν καὶ οὐκ

ἔσται οὐκέτι ὁ ἐκφοβῶν αὐτούς

6 τότε ὄψονται οἱ φρόνιμοι τῶν ἀνθρώπων καὶ κατανοήσουσιν οἱ υἱοὶ τῆς

γῆς ἐπὶ τοὺς λόγους τούτους τῆς ἐπιστολῆς ταύτης καὶ γνώσονται ὅτι οὐ

δύναται ὁ πλοῦτος αὐτῶν διασῶσαι αὐτοὺς ἐν τῇ πτώσει τῆς ἀδικίας

7 οὐαὶ ὑμῖν οἱ ἄδικοι ὅταν ἐκθλίβητε τοὺς δικαίους ἐν ἡμέρᾳ ἀνάγκης

στερεᾶς καὶ φυλάξητε αὐτοὺς ἐν πυρί ὅτι κομιεῖσθε κατὰ τὰ ἔργα ὑμῶν

8 οὐαὶ ὑμῖν σκληροκάρδιοι ἀγρυπνοῦντες νοῆσαι τὸ κακόνmiddot περιέχει ὑμᾶς

φόβος καὶ οὐκ ἔστιν ὁ ἀντιλαμβανόμενος ὑμῶν

9 οὐαὶ ὑμῖν πᾶσιν τοῖς ἁμαρτωλοῖς ἐπὶ τοῖς ἔργοις τοῦ στόματος ὑμῶν

οὐαὶ ὑμῖν πᾶσιν τοῖς ἁμαρτωλοῖς ἐπὶ τοῖς λόγοις τοῦ στόματος ὑμῶν καὶ

ἐπὶ τοῖς [ἔργοις] τῶν χειρῶν ὑμῶν ὅτι ἀπὸ τῶν ἁγίων ἔργων

ἀπεπλα[νήθητε]

11 πᾶσα νεφέλη καὶ ὀμίχλη καὶ δρόσος καὶ ὄμβρος ἐπὶ ταῖς ἁμαρτίαις

ὑμῶν

12 δίδοτε οὖν ὄμβρῳ δῶρα ἵνα μὴ [κωλυθῇ κα]ταβῆναι ὑμῖν καὶ δρόσῳ

κα[ὶ νεφέλῃ] καὶ ὀμίχλῃmiddot χρυσίον διαγράψα[τε ἵνα κα]ταβῶσινmiddot

13 ὅτι ἐὰν ἐπιρρίψῃ ἐφrsquo ὑμ[ᾶς χι]ὼν καὶ πάχνη καὶ ψῦχος αὐτῆς καὶ οἱ

ἄνεμοι καὶ ὁ παγετὸς αὐτῶν καὶ πᾶσαι αἱ μάστιγες αὐτῶν οὐ δύνασθε

ὑποστῆναι ἔμπροσθεν ψύχους καὶ τῶν μαστίγων αὐτῶν

31

XCIV

1 κατανοήσατε τοίνουν υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων τὰ ἔργα τοῦ ὑψίστου καὶ

φοβήθητε τοῦ ποιῆσαι τὸ πονηρὸν ἐναντίον αὐτοῦ

2 ἐὰν ἀποκλείσῃ τὰς θυρίδας τοῦ οὐρανοῦ καὶ κωλύσῃ τὴν δρόσον καὶ τὸν

ὄμβρον καταβῆναι εἵνεκα ὑμῶν τί ποιήσετε

3 ἐὰν ἀποστείληται τὸν θυμὸν αὐτοῦ ἐφrsquo ὑμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ ἔργα ὑμῶν οὐχὶ

ἔσεσθε δεόμενοι αὐτοῦ διὰ τί ὑμεῖς λαλεῖτε τῷ στόματι ὑμῶν μεγάλα καὶ

σκληρὰ ἐπὶ τῇ μεγαλωσύνῃ αὐ[τοῦ

4 ὁρᾶ]τε τοὺς ναυκλήρους τοὺς πλωιζομένους τὴν θάλασσαν ὑπὸ τοῦ

κ[λύδω]νος καὶ χειμῶνος σεσαλευμένα τὰ πλοῖα αὐτῶν

5 καὶ χειμαζόμενοι πάντες φοβοῦνται ἔξω δὲ τὰ [ἀγαθὰ πάντα] καὶ τὰ

ὑπάρχοντα αὐτῶν ἐκβάλλουσιν εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ὑποπτεύουσιν ἐν τῇ

καρδίᾳ αὐτῶν ὅτι ἡ [θάλασσα κα]ταπίεται αὐτοὺς καὶ ἐν αὐτ[ῇ

ἀπολοῦν]ται

6 οὐχὶ πᾶσα ἡ θάλασσα καὶ [πάντα τὰ] ὕδατα αὐτῆς ἔργον τοῦ ὑψ[ίστου

ἐστί] καὶ αὐτὸς συνεστήσατο τὰ π[έρατα αὐ]τῶν καὶ συνέδησεν αὐτ[ήν

καὶ περι]έφραξεν αὐτὴν ἄμμῳ

7 [καὶ ἀπὸ τῆς] ἐμβριμήσεως αὐτοῦ φ[οβοῦνται καὶ ξη]ραίνονται καὶ οἱ

ἰχθύες

8 [ γῆν] καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτοῖς καὶ τίς ἔδωκεν ἐπιστήμην πᾶσιν τοῖς

κινουμένοις ἐν τῇ θαλάσσῃ οἱ ναύκληροι τὴν θάλασσαν φοβοῦνται

XCV

1 καὶ ὅταν ἐκβάλῃ ἐφrsquo ὑμᾶς τὸν κλύδωνα τοῦ πυρὸς τῆς καύσεως ὑμῶν

ποῦ ἀποδράντες σωθήσεσθε καὶ ὅταν δῷ ἐφrsquo ὑμᾶς φωνὴν αὐτοῦ

2 ἔσεσθε συνσειόμενοι καὶ φοβούμενοι ἤχῳ μεγάλῳ laquoκαὶraquo τὴν γῆν

σύμπασαν σειομένην καὶ τρέμουσαν καὶ συνταρασσομένην

3 καὶ οἱ ἄγγελοι συντελοῦντες τὸ συνταχθὲν αὐτοῖς καὶ ὁ οὐρανὸς καὶ οἱ

φωστῆρες σειόμενοι καὶ τρέμοντεςmiddot ἅπαντες οἱ υἱοὶ τῆς γῆς καὶ ὑμεῖς

ἁμαρτωλοὶ ἐπικατάρατοι εἰς τὸν αἰῶναmiddot οὐκ ἔστιν ὑμῖν χαίρειν

4 θαρσεῖτε ψυχαὶ τῶν δικαίων τῶν ἀποθανόντων τῶν δικαίων καὶ τῶν

εὐσεβῶν

5 καὶ μὴ λυπεῖσθε ὅτι κατέβησαν αἱ ψυχαὶ ὑμῶν εἰς ᾅδου μετὰ λύπης καὶ

οὐκ ἀπηντήθη τῷ σώματι τῆς σαρκὸς ὑμῶν ἐν τῇ ζωῇ ὑμῶν κατὰ τὴν

ὁσιότητα ὑμῶν ἐπεὶ αἱ ἡμέραι ἃς ἦτε ἡμέραι ἦσαν ἁμαρτωλῶν καὶ

καταράτων ἐπὶ τῆς γῆς

6 ὅταν ἀποθάνητε τότε ἐροῦσιν οἱ ἁμαρτωλοὶ ὅτι εὐσεβεῖς κατὰ τὴν

εἱμαρμένην ἀπεθάνοσαν καὶ τί αὐτοῖς περιεγένετο ἐπὶ τοῖς ἔργοις αὐτῶν

7 καὶ αὐτοὶ ὁμοίως ἡμῖν ἀπεθάνοσαν ἴδετε οὖν ὡς ἀποθνήσκουσιν μετὰ

λύπης καὶ σκότους καὶ τί αὐτοῖς ἐγένετο περισσόν

8 ἀπὸ τοῦ νῦν ἀναστήτωσαν καὶ σωθήτωσαν καὶ ὄψονται εἰς τὸν αἰῶνα

ἡμᾶς φαγεῖν καὶ πεῖν

9 τοιγαροῦν ἁρπάσαι καὶ ἁμαρτάνειν καὶ λωποδυτεῖν καὶ ἐγκτᾶσθαι καὶ

[ἰδεῖν] ἡμέρας ἀγαθάς

10 ἴδετε οὖν οἱ δικαιοῦντες [ἑαυτ]ούς ὁποία ἐγένετο αὐτῶν ἡ καταστροφή

ὅτι πᾶσα δικαιοσύνη οὐχ εὑρέθη ἐν αὐτοῖς ἕως ἀπέθανον καὶ ἀπώλοντο

11 καὶ ἐγένοντο ὡς οὐκ ὄντες καὶ κατέβησαν αἱ ψυχαὶ αὐτῶν μετrsquo ὀδύνης

εἰς ᾅδου

XCVI

1 ἐγὼ ὀμνύω ὑμῖν Three lines are lost

2 ἐπίσταμαι τὸ μυστήριον τοῦτοmiddot ἀν[έγνων] γὰρ τὰς πλάκας τοῦ οὐρανοῦ

32

καὶ εἶδον τὴν γραφὴν ἀναγκαίανmiddot ἔγνων τὰ γ[εγραμμέ]να ἐν αὐταῖς καὶ

ἐγκεκολαμμέν[α περὶ] ὑμῶν

3 ὅτι ἀγαθὰ καὶ ἡ χαρὰ καὶ ἡ τ[ιμὴ] ἡτοίμασται καὶ ἐγγέγραπται ταῖς

ψ[υχαῖς] τῶν ἀποθανόντων εὐσεβῶνmiddot

4 καὶ χαιρήσονται καὶ οὐ μὴ ἀπόλωνται τὰ πνεύματα αὐτῶν οὐδὲ τὸ

μνημόσυνον ἀπὸ προσώπου τοῦ μεγάλου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν

αἰώνων μὴ οὖν φοβεῖσθε τοὺς ὀνειδισμοὺς αὐτῶν

5 καὶ ὑμεῖς οἱ νεκροὶ τῶν ἁμαρτωλῶν ὅταν ἀποθάνητε ἐροῦσιν ἐφrsquo ὑμῖν

μακάριοι ἁμαρτωλοὶ πάσας τὰς ἡμέρας αὐτῶν ὅσας εἴδοσαν ἐν τῇ ζωῇ

αὐτῶν καὶ ἐνδόξως

6 ἀπεθάνοσαν καὶ κρίσις οὐκ ἐγενήθη ἐν τῇ ζωῇ αὐτῶν

7 αὐτοὶ ὑμεῖς γινώσκετε ὅτι εἰς ᾅδου κατάξουσιν τὰς ψυχὰς ὑμῶν

8 καὶ ἐκεῖ ἔσονται ἐν ἀνάγκῃ μεγάλῃ καὶ ἐν σκότει καὶ ἐν παγίδι καὶ ἐν

φλογὶ καιομένῃ καὶ εἰς κρίσιν μεγάλην εἰσελεύσονται αἱ ψυχαὶ ὑμῶν ἐν

πάσαις ταῖς γενεαῖς τοῦ αἰῶνος οὐαὶ ὑμῖν οὐκ ἔστιν ὑμῖν χαίρειν

9 μὴ γὰρ εἴπητε οἱ δίκαιοι ὅσιοι ὄντες ἐν τῇ ζωῇ τῶν ἡμερῶν τῆς θλίψεως

κόπους ἐκοπιάσαμεν καὶ ἀνηλώμεθα καὶ ὀλίγοι ἐγενήθημεν καὶ

ἀντιλήμπτορα οὐχ εὑρήκαμενmiddot

10 συντετριμμένοι καὶ ἀπολώλαμεν καὶ ἀπηλπίσμεθα καὶ μηκέτι εἰδέναι

σωτηρίαν ἡμέραν ἐξ ἡμέρας

11 ἠλπίσαμεν γενέσθαι κεφαλή ἐγενήθημεν κέρ[κοςmiddot ἐκο]πιάσαμεν

ἐργαζόμενοι καὶ τῶν ὀψωνίων οὐ κεκυριεύκαμεν ἐγενήθημεν κατάβρωμα

ἁμαρτωλῶν [οἱ ἄνο]μοι ἐβάρυναν ἐφrsquo ἡμᾶς τὸν ζυγόν

12 οἳ κυριεύουσιν οἱ ἐχθροὶ ἡμῶν ἐγκεντρίζουσιν ἡμᾶς καὶ περικλείουσιν

ἡμᾶςmiddot ἐζητήσαμεν πο[ῦ φύγωμεν] ἀπrsquo αὐτῶν ὅπως ἀναψύχ[ωμεν] three

lines are lost

14 ἐκράξαμεν ἐπὶ τοὺς καταβάλλοντας καὶ βιαζομένους ἡμᾶς καὶ τὰς

ἐντεύξεις ἡμῶν οὐκ ἀπεδέξαντο οὐδὲ ἐβούλοντο ἐπακοῦσαι τῆς φωνῆς

ἡμῶν

15 καὶ οὐκ ἀντελαμβάνοντο ἡμῶν οὐχ εὑρόντες κατὰ τῶν βιαζομένων καὶ

κατεσθόντων ἡμᾶς ἀλλὰ στερεοῦσιν αὐτοὺς ἐφrsquo ἡμᾶςmiddot ἀπέκτειναν ἡμᾶς

καὶ εἰς ὀλίγους ἤγαγον καὶ οὐχ ὑποδεικνύουσιν περὶ τῶν πεφονευμένων

ἡμῶν καὶ οὐκ ἀναμιμνήσκουσιν περὶ τῶν ἁμαρτωλῶν αὐτῶν τὰς

ἁμαρτίας αὐτῶν

XCVII

1 ὀμνύω ὑμῖν ὅτι οἱ ἄγγελοι ἐν τῷ οὐρανῷ ἀναμιμνήσκουσιν [ὑμῶν] εἰς

ἀγαθὸν ἐνώπιον τῆς δόξης τοῦ μεγάλου

2 θαρσεῖτε δὴ ὅτι ἐπαλαιώθητε ἐν τοῖς κακοῖς καὶ ἐν ταῖς θλίψεσινmiddot ὡσεὶ

φωστῆρες τοῦ οὐρανοῦ ἀναλάμψετε καὶ φανεῖτε αἱ θυρίδες τοῦ οὐρανοῦ

ἀνοιχθήσονται ὑμῖν

3ndash4 καὶ ἡ κραυγὴ ὑμῶν ἀκουσθήσεται καὶ ἡ κρίσις ὑμῶν ἣν κράζετε καὶ

φανεῖται ἐφrsquo ὅσα συλλαβήσεται ὑμῖν περὶ τῆς θλίψεως ὑμῶν καὶ ἐκ

πάντων ὅστις μετέσχεν τῶν βιαζομένων καὶ κατεσθόντων ὑμᾶς

5 [μὴ φοβεῖσθε] τὰ κακὰ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως τῆς μεγάλης καὶ οὐ μὴ

εὑρεθῆτε ὡς οἱ ἁμαρτωλοί [ἀλλrsquo ὑμεῖς οἱ ἁμαρτωλοὶ] σκυλήσεσθε καὶ

κρίσις αἰώνιος ἐξ ὑμῶν ἔσται εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν αἰώνων

6 μὴ φοβεῖσθε οἱ δίκαιοι ὅταν ἴδητε τοὺς ἁμαρτωλοὺς κατισχύοντας καὶ

εὐοδουμένους καὶ μὴ μέτοχοι αὐτῶν γίνεσθε ἀλλὰ μακρὰν ἀπέχεσθε ἀπὸ

πάντων τῶν ἀδικημάτων αὐτῶν

7 μὴ γὰρ εἴπητε οἱ ἁμαρτωλοὶ [ὅτι] οὐ μὴ ἐκζητηθῶσιν αἱ ἁμαρτίαι ὑμῶν

33

[ἐξ] ἡμερῶν

8 καὶ νῦν ἀποδεικνύω ὑμῖν ὅτι φῶς καὶ σκότος ἡμέρα καὶ νὺξ

ἐποπτεύουσιν τὰς ἁμαρτίας ὑμῶν πάσας

9 μὴ πλανᾶσθε τῇ καρδίᾳ ὑμῶν μηδὲ ψεύδεσθε μηδὲ ἐξαλλοιώσητε τοὺς

λόγους τῆς ἀληθείας μηδὲ καταψεύδεσθε τῶν [λόγων τοῦ] ἁγίου καὶ μὴ

δότε ἔπαινον ταῖς [εἰκόσιν ὑ]μῶνmiddot οὐ γὰρ εἰς δικαίωμα εἰσάγ[ουσιν πάντα

τὰ ψεύδ]η καὶ πᾶσα [ἡ πλάνη] Two lines are lost

10 τῆς ἀληθείας ἐξαλλοιοῦσιν καὶ ἀντιγράφουσιν οἱ ἁμαρτωλοὶ καὶ

ἀλλάσσουσιν τοὺς πολλούς καὶ ψεύδονται καὶ πλάσσουσιν πλάσματα

μεγάλα καὶ τὰς γραφὰς ἀναγράφουσιν ἐπὶ τοῖς ὀνόμασιν αὐτῶνmiddot

11 καὶ ὄφελον πάντας τοὺς λόγους μου γράφωσιν ἐπrsquo ἀληθείας ἐπὶ τὰ

ὀνόματα αὐτῶν καὶ μήτε ἀφέλωσιν μήτε ἀλλοιώσωσιν τῶν λόγων τούτων

ἀλλὰ πάντα ἐπrsquo ἀληθείας γράφωσιν ἃ ἐγὼ διαμαρτυροῦμαι αὐτοῖς

12 καὶ πάλιν ἐγὼ γινώσκω μυστήριον δεύτερον ὅτι δικαίοις καὶ ὁσίοις καὶ

φρονίμοις δοθήσονται αἱ βίβλοι μου εἰς χαρὰν ἀληθείας

13 καὶ αὐτοὶ πιστεύσουσιν αὐταῖς καὶ ἐν αὐταῖς χαρήσονται καὶ

ἀγαλλιάσονται πάντες οἱ δίκαιοι μαθεῖν ἐξ αὐτῶν πάσας τὰς ὁδοὺς τῆς

ἀληθείας

CVI

1 μετὰ δὲ χρόνον ἔλαβεν Μαθουσάλεκ τῷ υἱῷ μου γυναῖκα καὶ ἔτεκεν

υἱὸν καὶ ἐκάλεσεν τὸ ὄνομα αὐτοῦ Λάμεχ ἐταπεινώθη ἡ δικαιοσύνη μέχρι

τῆς ἡμέρας ἐκείνης καὶ ὅτε εἰς ἡλικίαν ἐπῆλθεν ἔλαβεν αὐτῷ γυναῖκα καὶ

ἔτεκεν αὐτῷ παιδίον

2 καὶ ὅτε ἐγεννήθη τὸ παιδίον ἦν τὸ σῶμα λευκότερον χιόνος καὶ

πυρρότερον ῥόδου τὸ τρίχωμα πᾶν λευκὸν καὶ ὡς ἔρια λευκὰ καὶ οὖλον

καὶ ἔνδοξον καὶ ὅτε ἀνέῳξεν τοὺς ὀφθαλμούς ἔλαμψεν ἡ οἰκία ὡσεὶ

ἥλιος

3 καὶ ἀνέστη ἐκ τῶν χειρῶν τῆς μαίας καὶ ἀνέῳξεν τὸ στόμα καὶ

εὐλόγησεν τῷ κυρίῳmiddot

4 καὶ ἐφοβήθη Λάμεχ ἀπrsquo αὐτοῦ καὶ ἔφυγεν καὶ ἦλθεν πρὸς Μαθουσάλεκ

τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ

5 τέκνον ἐγεννήθη μου ἀλλοῖον οὐχ ὅμοιον τοῖς ἀνθρώποις ἀλλὰ τοῖς

τέκνοις τῶν ἀγγέλων τοῦ οὐρανοῦ καὶ ὁ τύπος ἀλλοιότερος οὐχ ὅμοιος

ἡμῖνmiddot τὰ ὄμματά ἐστιν ὡς ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου καὶ ἔνδοξον τὸ πρόσωπονmiddot

6 καὶ ὑπολαμβάνω ὅτι οὐκ ἔστιν ἐξ ἐμοῦ ἀλλὰ ἐξ ἀγγέλου καὶ

εὐλαβοῦμαι αὐτὸν μήποτέ τι ἔσται ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ ἐν τῇ γῇ

7 καὶ παραιτοῦμαι π[άτερ καὶ] δέομαι βάδισον πρὸς Ἑνὼ[χ τὸν πατέρα

ἡμῶν καὶ ἐρώτησον] Two lines are lost

8 [ἦλθ]εν πρὸς ἐμὲ εἰς τὰ τέρματα τῆς γῆς οὗ [εἶδ]εν τότε εἶναι με καὶ

εἶπέν μοι πάτερ [μου] ἐπάκουσον τῆς φωνῆς μου καὶ ἧκε [πρὸς] ἐμέ καὶ

ἤκουσα τὴν φωνὴν αὐτοῦ καὶ ἦλθον πρὸς αὐτὸν καὶ εἶπα ἰδοὺ πάρειμι

τέκνονmiddot διὰ τί ἐλήλυθας πρὸς ἐμέ τέκνον

9 καὶ ἀπεκρίθη λέγων διrsquo ἀνάγκην μεγάλην ἦλθον ὧδε πάτερmiddot

10 καὶ νῦν ἐγεννήθη τέκνον Λάμεχ τῷ υἱῷ μου καὶ ὁ τύπος αὐτοῦ καὶ ἡ

εἰκὼν αὐτοῦ laquoοὐχ ὅμοιος ἀνθρώποις καὶ τὸ χρῶμα αὐτοῦraquo λευκότερον

χιόνος καὶ πυρρότερον ῥόδου καὶ τὸ τρίχωμα τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ

λευκότερον ἐρίων λευκῶν καὶ τὰ ὄμματα αὐτοῦ ἀφόμοια ταῖς τοῦ ἡλίου

ἀκτῖσιν

11 καὶ ἀνέστη ἀπὸ τῶν τῆς μαίας χειρῶν καὶ ἀνοίξας τὸ στόμα εὐλόγησεν

τὸν κύριον τοῦ αἰῶνοςmiddot

34

12 καὶ ἐφοβήθη ὁ υἱός μου Λάμεχ καὶ ἔφυγεν πρὸς ἐμέ καὶ οὐ πιστεύει ὅτι

υἱὸς αὐτοῦ ἐστιν ἀλλὰ ὅτι ἐξ ἀγγέλων one or two lines omitted τὴν

ἀκρίβειαν ἣν ἔχεις () καὶ τὴν ἀλήθειαν

13 τότε ἀπεκρίθην λέγων ἀνακαινίσει ὁ κύριος πρόσταγμα ἐπὶ τῆς γῆς

καὶ τὸν αὐτὸν τρόπον τέκνον τεθέαμαι καὶ ἐσήμανά σοιmiddot ἐν γὰρ τῇ γενεᾷ

Ἰάρεδ τοῦ πατρός μου παρέβησαν τὸν λόγον κυρίου ἀπὸ τῆς διαθήκης τοῦ

οὐρανοῦ

14 καὶ ἰδοὺ ἁμαρτάνουσιν καὶ παραβαίνουσιν τὸ ἔθος καὶ μετὰ γυναικῶν

συγγίνονται καὶ μετrsquo αὐτῶν ἁμαρτάνουσιν καὶ ἔγημαν ἐξ αὐτῶν

[καὶ τίκτουσιν οὐχ ὁμοίους πνεύμασιν ἀλλὰ σαρκίνους]middot

15 καὶ ἔσται ὀργὴ μεγάλη ἐπὶ τῆς γῆς καὶ κατακλυσμός καὶ ἔσται

ἀπώλεια μεγάλη ἐπὶ ἐνιαυτὸν ἕναmiddot

16 καὶ τόδε τὸ παιδίον τὸ γεννηθὲν καταλειφθήσεται καὶ τρία αὐτοῦ

τέκνα σωθήσεται ἀποθανόντων τῶν ἐπὶ τῆς γῆςmiddot

17b καὶ πραϋνεῖ τὴν γῆν ἀπὸ τῆς οὔσης ἐν αὐτῇ φθορᾶς

18 καὶ νῦν λέγε Λάμεχ ὅτι τέκνον σού ἐστιν δικαίως καὶ ὁσίως [καὶ]

κάλεσον αὐτοῦ τὸ ὄνομα [Νῶε]middot αὐτὸς γὰρ ἔσται ὑμῶν κατάλειμμα ἐφrsquo οὗ

ἂν καταπαύσητε καὶ laquoοἱraquo υἱοὶ αὐτοῦ ἀπὸ τῆς φθορᾶς τῆς γῆς καὶ ἀπὸ

πάντων τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ ἀπὸ πασῶν τῶν συντελειῶν ἐπὶ τῆς γῆς

Four lines are lost

19 ὑπέδειξέν μοι καὶ ἐμήνυσεν καὶ ἐν ταῖς πλαξὶν τοῦ οὐρανοῦ ἀνέγνων

αὐτά

CVII

1 τότε τεθέαμαι τὰ ἐγγεγραμμένα ἐπrsquo αὐτῶν ὅτι γενεὰ γενεᾶς κακ[ίων

ἔσται] καὶ εἶδον τόδε μέχρις τοῦ ἀνας[τῆναι] γενεὰν δικαιοσύνης καὶ ἡ

κακία ἀπολεῖται καὶ ἡ ἁμαρτία ἀλλάξει ἀπὸ τῆς γῆς καὶ τὰ ἀγαθὰ ἥξει ἐπὶ

τῆς γῆς ἐπrsquo αὐτούς

2 καὶ νῦν ἀπότρεχε τέκνον καὶ σήμανον Λάμεχ τῷ υἱῷ σου ὅτι τὸ παιδίον

τοῦτο τὸ γεννηθὲν τέκνον αὐτοῦ ἐστιν δικαίως καὶ οὐ ψευδῶς

3 καὶ ὅτε ἤκουσεν Μαθουσάλεκ τοὺς λόγους Ἑνὼχ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ

μυστηριακῶς γὰρ ἐδήλωσεν αὐτῷ [ἐπέστρεψεν καὶ ἐδήλωσεν αὐτῷ] καὶ

ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτοῦ Νῶε εὐφραίνων τὴν γῆν ἀπὸ τῆς ἀπωλείας

Liber Enoch

Apocalypsis Henochi Graece

(recensio ap Syncellum)

(ed M Black)

Pseudepigrapha veteris testamenti Graece 3

Leiden Brill 1970 pp 21ndash26 29ndash30 32ndash33 37

VI

ἐκ τοῦ πρώτου βιβλίου Ἐνὼχ περὶ τῶν ἐγρηγόρων

1 καὶ ἐγένετο ὅτε ἐπληθύνθησαν οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων ἐγεννήθησαν

αὐτοῖς θυγατέρες ὡραῖαι

2 καὶ ἐπεθύμησαν αὐτὰς οἱ ἐγρήγοροι καὶ ἀπεπλανήθησαν ὀπίσω αὐτῶν

καὶ εἶπον πρὸς ἀλλήλους ἐκλεξώμεθα ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ τῶν

θυγατέρων τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς

3 καὶ εἶπε Σεμιαζᾶς ὁ ἄρχων αὐτῶν πρὸς αὐτούς φοβοῦμαι μὴ οὐ

θελήσητε (Go θελήσετε) ποιῆσαι τὸ πρᾶγμα τοῦτο καὶ ἔσομαι ἐγὼ μόνος

ὀφειλέτης ἁμαρτίας μεγάλης

4 καὶ ἀπεκρίθησαν αὐτῷ πάντες καὶ εἶπον ὀμόσωμεν ἅπαντες ὅρκῳ καὶ

ἀναθεματίσωμεν ἀλλήλους τοῦ μὴ ἀποστρέψαι τὴν γνώμην ταύτην

35

μέχρις οὗ ἀποτελέσωμεν αὐτήν

5 τότε πάντες ὤμοσαν ὁμοῦ καὶ ἀνεθεμάτισαν ἀλλήλους

6 ἦσαν δὲ οὗτοι διακόσιοι οἱ καταβάντες ἐν ταῖς ἡμέραις Ἰάρεδ εἰς τὴν

κορυφὴν τοῦ Ἑρμονιεὶμ (Go κορυφὴν Ἑρμὼν) ὄρους καὶ ἐκάλεσαν τὸ ὄρος

Ἑρμώμ καθότι ὤμοσαν (Go ομοσαν) καὶ ἀνεθεμάτισαν ἀλλήλους ἐν αὐτῷ

7 καὶ ταῦτα τὰ ὀνόματα τῶν ἀρχόντων αὐτῶν αacute Σεμιαζᾶς ὁ ἄρχων

αὐτῶν βacute Ἀταρκούφ γacute Ἀρακιήλ δacute Χωβαβιήλ εacute Ὀραμμαμή Ϛacute Ῥαμιήλ ζacute

Σαμψίχ ηacute Ζακιήλ θacute Βαλκιήλ ιacute Ἀζαλζήλ ιαacute Φαρμαρός ιβacute Ἀμαριήλ ιγacute

Ἀναγημάς ιδacute Θαυσαήλ ιεacute Σαμιήλ ιϚacute Σαρινᾶς ιζacute Εὐμιήλ (Par gr 1711 ὁ

Εὐμιήλ) ιηacute Τυριήλ ιθacute Ἰουμιήλ κacute Σαριήλ

VII

1 Οὗτοι καὶ οἱ λοιποὶ πάντες ἐν τῷ χιλιοστῷ ἑκατοστῷ ἑβδομηκοστῷ ἔτει

τοῦ κόσμου ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας καὶ ἤρξαντο μιαίνεσθαι ἐν αὐταῖς

ἕως τοῦ κατακλυσμοῦ καὶ ἔτεκον αὐτοῖς γένη τρίαmiddot πρῶτον γίγαντας

μεγάλους

2 οἱ δὲ γίγαντες ἐτέκνωσαν Ναφηλείμ καὶ τοῖς Ναφηλεὶμ ἐγεννήθησαν

Ἐλιούδ καὶ ἦσαν αὐξανόμενοι κατὰ τὴν μεγαλειότητα αὐτῶν καὶ

ἐδίδαξαν ἑαυτοὺς καὶ τὰς γυναῖκας ἑαυτῶν φαρμακείας καὶ ἐπαοιδίας

VIII

1 Πρῶτος Ἀζαὴλ ὁ δέκατος τῶν ἀρχόντων ἐδίδαξε ποιεῖν μαχαίρας καὶ

θώρακας καὶ πᾶν σκεῦος πολεμικόν καὶ τὰ μέταλλα τῆς γῆς καὶ τὸ

χρυσίον πῶς ἐργάσωνται καὶ ποιήσωσιν αὐτὰ κόσμια ταῖς γυναιξί καὶ τὸν

ἄργυρον ἔδειξε δὲ αὐτοῖς καὶ τὸ στίλβειν καὶ τὸ καλλωπίζειν καὶ τοὺς

ἐκλεκτοὺς λίθους καὶ τὰ βαφικάmiddot καὶ ἐποίησαν ἑαυτοῖς οἱ υἱοὶ τῶν

ἀνθρώπων καὶ ταῖς θυγατράσιν αὐτῶν καὶ παρέβησαν καὶ ἐπλάνησαν

τοὺς ἁγίους

2 καὶ ἐγένετο ἀσέβεια πολλὴ ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἠφάνισαν τὰς ὁδοὺς αὐτῶν

3 ἔτι δὲ καὶ ὁ πρώταρχος αὐτῶν Σεμιαζᾶς ἐδίδαξεν εἶναι ὀργὰς κατὰ τοῦ

νοός καὶ ῥίζας βοτανῶν τῆς γῆς ὁ δὲ ἑνδέκατος Φαρμαρὸς ἐδίδαξε

φαρμακείας ἐπαοιδίας σοφίας καὶ ἐπαοιδῶν λυτήριαmiddot ὁ ἔνατος ἐδίδαξεν

ἀστροσκοπίανmiddot ὁ δὲ τέταρτος ἐδίδαξεν ἀστρολογίανmiddot ὁ δὲ ὄγδοος ἐδίδαξεν

ἀεροσκοπίανmiddot ὁ δὲ τρίτος ἐδίδαξε τὰ σημεῖα τῆς γῆςmiddot ὁ δὲ ἕβδομος ἐδίδαξε

τὰ σημεῖα τοῦ ἡλίουmiddot ὁ δὲ εἰκοστὸς ἐδίδαξε τὰ σημεῖα τῆς σελήνηςmiddot πάντες

οὗτοι ἤρξαντο ἀνακαλύπτειν τὰ μυστήρια ταῖς γυναιξὶν αὐτῶν καὶ τοῖς

τέκνοις αὐτῶν μετὰ δὲ ταῦτα ἤρξαντο οἱ γίγαντες κατεσθίειν τὰς σάρκας

τῶν ἀνθρώπων

4 καὶ ἤρξαντο οἱ ἄνθρωποι ἐλαττοῦσθαι ἐπὶ τῆς γῆς

VIII col I

4 οἱ δὲ λοιποὶ ἐβόησαν εἰς τὸν οὐρανὸν περὶ τῆς κακώσεως αὐτῶν

λέγοντες εἰσενεχθῆναι τὸ μνημόσυνον αὐτῶν ἐνώπιον κυρίου

VIII col II

4 Τότε ἐβόησαν οἱ ἄνθρωποι εἰς τὸν οὐρανὸν λέγοντες Εἰσαγάγετε τὴν

κρίσιν ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον καὶ τὴν ἀπώλειαν ἡμῶν ἐνώπιον τῆς δόξης

τῆς μεγάλης ἐνώπιον τοῦ κυρίου τῶν κυρίων πάντων τῇ μεγαλωσύνῃ

IX col I

1 Καὶ ἀκούσαντες οἱ τέσσαρες μεγάλοι ἀρχάγγελοι Μιχαὴλ καὶ Οὐριὴλ

καὶ Ῥαφαὴλ καὶ Γαβριὴλ (καὶ Par gr 1711) παρέκυψαν ἐπὶ τὴν γῆν ἐκ τῶν

ἁγίων τοῦ οὐρανοῦ

2 καὶ θεασάμενοι αἷμα πολὺ ἐκκεχυμένον ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πᾶσαν ἀσέβειαν

καὶ ἀνομίαν γενομένην ἐπrsquo αὐτῆς

36

3 εἰσελθόντες εἶπον πρὸς ἀλλήλους ὅτι Τὰ πνεύματα καὶ αἱ ψυχαὶ τῶν

ἀνθρώπων στενάζουσιν ἐντυγχάνοντα καὶ λέγοντα ὅτι Εἰσαγάγετε τὴν

κρίσιν ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον καὶ τὴν ἀπώλειαν ἡμῶν ἐνώπιον τῆς δόξης

τῆς μεγαλωσύνης ἐνώπιον τοῦ κυρίου τῶν κυρίων πάντων τῇ

μεγαλωσύνῃ

4 καὶ εἶπον τῷ κυρίῳ τῶν αἰώνων Σὺ εἶ ὁ θεὸς τῶν θεῶν καὶ κύριος τῶν

κυρίων καὶ ὁ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ θεὸς τῶν αἰώνων καὶ ὁ

θρόνος τῆς δόξης σου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν αἰώνων καὶ τὸ ὄνομά σου

ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

IX col II

1 Καὶ ἀκούσαντες οἱ τέσσαρες μεγάλοι ἀρχάγγελοι Μιχαὴλ καὶ Οὐριὴλ

καὶ Ῥαφαὴλ καὶ Γαβριὴλ παρέκυψαν (= οἱ ltδgt Par gr 1711) ἐπὶ τὴν γῆν ἐκ

τῶν ἁγίων τοῦ οὐρανοῦ

2 καὶ θεασάμενοι αἷμα πολὺ ἐκκεχυμένον ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πᾶσαν ἀνομίαν

καὶ ἀσέβειαν γινομένην ἐπrsquo αὐτῆς

3 εἰσελθόντες εἶπον πρὸς ἀλλήλους ὅτι Τὰ πνεύματα καὶ αἱ ψυχαὶ τῶν

ἀνθρώπων ἐντυγχάνουσι στενάζοντα καὶ λέγοντα Εἰσαγάγετε τὴν δέησιν

ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον

4 καὶ προσελθόντες οἱ τέσσαρες ἀρχάγγελοι εἶπον τῷ κυρίῳ Σὺ εἶ ὁ θεὸς

τῶν θεῶν καὶ κύριος τῶν κυρίων καὶ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ θεὸς

τῶν ἀνθρώπων καὶ ὁ θρόνος τῆς δόξης σου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν

αἰώνων καὶ τὸ ὄνομά σου ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

καὶ τὸ ὄνομά σου ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

IX

4 add post αἰῶνας καὶ τὰ ἑξῆς τότε ὁ ὕψιστος ἐκέλευσε τοῖς ἁγίοις

ἀρχαγγέλοις καὶ ἔδησαν τοὺς ἐξάρχους αὐτῶν καὶ ἔβαλον (ἔβαλλον Par

gr 1711) αὐτοὺς εἰς τὴν ἄβυσσον ἕως τῆς κρίσεως καὶ τὰ ἑξῆς καὶ ταῦτα

μὲν ὁ Ἐνὼχ μαρτυρεῖ

5 σὺ γὰρ εἶ ὁ ποιήσας τὰ πάντα καὶ πάντων τὴν ἐξουσίαν ἔχων καὶ πάντα

ἐνώπιόν σου φανερὰ καὶ ἀκάλυπταmiddot καὶ πάντα ὁρᾷς καὶ οὐκ ἔστιν ὃ

κρυβῆναί σε δύναται

6 ὁρᾷς ὅσα ἐποίησεν Ἀζαὴλ καὶ (om Par gr 1711) ὅσα εἰσήνεγκεν (add

καὶ Par gr 1711) ὅσα ἐδίδαξεν ἀδικίας καὶ ἁμαρτίας ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πάντα

δόλον ἐπὶ τῆς ξηρᾶς ἐδίδαξε γὰρ τὰ μυστήρια καὶ ἀπεκάλυψε τῷ αἰῶνι τὰ

ἐν οὐρανῷ ἐπιτηδεύουσιν δὲ τὰ ἐπιτηδεύματα αὐτοῦ εἰδέναι τὰ μυστήρια

οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων

7 τῷ Σεμιαζᾷ τὴν ἐξουσίαν ἔδωκας ἔχειν τῶν σὺν αὐτῷ ἅμα ὄντων

8 καὶ ἐπορεύθησαν πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς καὶ

συνεκοιμήθησαν μετrsquo αὐτῶν καὶ ἐν ταῖς θηλείαις ἐμιάνθησαν καὶ

ἐδήλωσαν αὐταῖς πάσας τὰς ἁμαρτίας καὶ ἐδίδαξαν αὐτὰς μίσητρα

(μίσιτρα Par gr 1711) ποιεῖν

9 καὶ νῦν ἰδοὺ αἱ θυγατέρες τῶν ἀνθρώπων ἔτεκον ἐξ αὐτῶν υἱοὺς

γίγανταςmiddot κίβδηλα ἐπὶ τῆς (om Go) γῆς τῶν ἀνθρώπων ἐκκέχυται καὶ ὅλη

ἡ γῆ ἐπλήσθη ἀδικίας

10 καὶ νῦν ἰδοὺ τὰ πνεύματα τῶν ψυχῶν τῶν ἀποθανόντων ἀνθρώπων

ἐντυγχάνουσιν καὶ μέχρι τῶν πυλῶν τοῦ οὐρανοῦ ἀνέβη ὁ στεναγμὸς

αὐτῶν καὶ οὐ δύναται ἐξελθεῖν ἀπὸ προσώπου τῶν ἐπὶ τῆς γῆς γινομένων

ἀδικημάτων

11 καὶ σὺ αὐτὰ οἶδας πρὸ τῶν (τοῦ recte Par gr 1711) αὐτὰ γενέσθαι καὶ

ὁρᾷς αὐτοὺς καὶ ἐᾷς αὐτούς καὶ οὐδὲν λέγεις τί δεῖ ποιῆσαι αὐτοὺς (om

37

Go) περὶ τούτου

X

1 Τότε ὁ ὕψιστος εἶπε καὶ ὁ ἅγιος ὁ μέγας ἐλάλησε καὶ ἔπεμψε τὸν Οὐριὴλ

πρὸς τὸν υἱὸν (Go τοῦ) Λάμεχ λέγων

2 Πορεύου πρὸς τὸν Νῶε καὶ εἶπον αὐτῷ τῷ ἐμῷ ὀνόματι Κρύψον σεαυτόν

καὶ δήλωσον αὐτῷ τέλος ἐπερχόμενον ὅτι ἡ γῆ ἀπόλλυται πᾶσαmiddot καὶ εἶπον

αὐτῷ ὅτι κατακλυσμὸς μέλλει γίνεσθαι πάσης τῆς γῆς ἀπολέσαι πάντα

ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς

3 δίδαξον τὸν δίκαιον τί ποιήσει τὸν υἱὸν Λάμεχ καὶ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ εἰς

ζωὴν συντηρήσει καὶ ἐκφεύξεται διrsquo αἰῶνος καὶ ἐξ αὐτοῦ φυτευθήσεται

φύτευμα καὶ σταθήσεται πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

4 Καὶ τῷ Ῥαφαὴλ εἶπε Πορεύου Ῥαφαήλ καὶ δῆσον τὸν Ἀζαήλmiddot χερσὶ καὶ

ποσὶ συμπόδισον αὐτόν καὶ ἔμβαλε αὐτὸν εἰς τὸ σκότος καὶ ἄνοιξον τὴν

ἔρημον τὴν οὖσαν ἐν τῇ ἐρήμῳ Δουδαήλ καὶ ἐκεῖ πορευθεὶς βάλε αὐτόν

5 καὶ ὑπόθες αὐτῷ λίθους ὀξεῖς καὶ (om Go) λίθους τραχεῖς καὶ

ἐπικάλυψον αὐτῷ σκότος καὶ οἰκησάτω ἐκεῖ εἰς τὸν αἰῶνα καὶ τὴν ὄψιν

αὐτοῦ πώμασον καὶ φῶς μὴ θεωρείτωmiddot

6 καὶ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως ἀπαχθήσεται εἰς τὸν ἐμπυρισμὸν τοῦ

πυρός

7 καὶ ἴασαι τὴν γῆν ἣν ἠφάνισαν οἱ ἐγρήγοροι καὶ τὴν ἴασιν τῆς πληγῆς

δήλωσον ἵνα ἰάσωνται τὴν πληγὴν καὶ μὴ ἀπόλωνται πάντες οἱ υἱοὶ τῶν

ἀνθρώπων ἐν τῷ μυστηρίῳ ὃ εἶπον οἱ ἐγρήγοροι καὶ ἐδίδαξαν τοὺς υἱοὺς

τῶν ἀνθρώπων

8 καὶ ἠρημώθη πᾶσα ἡ γῆ ἐν τοῖς ἔργοις τῆς διδασκαλίας Ἀζαήλmiddot καὶ ἐπrsquo

αὐτῇ γράψον πάσας τὰς ἁμαρτίας

9 Καὶ τῷ Γαβριὴλ εἶπε Πορεύου Γαβριήλ ἐπὶ τοὺς γίγαντας ἐπὶ τοὺς

κιβδήλους ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς πορνείας καὶ ἀπόλεσαν τοὺς υἱοὺς τῶν

ἐγρηγόρων ἀπὸ τῶν υἱῶν τῶν ἀνθρώπωνmiddot πέμψον αὐτοὺς εἰς ἀλλήλους ἐξ

αὐτῶν εἰς αὐτούς ἐν πολέμῳ καὶ ἐν ἀπωλείᾳ καὶ μακρότης ἡμερῶν οὐκ

ἔσται αὐτοῖς

10 καὶ πᾶσα ἐρώτησις οὐκ ἔστι τοῖς πατράσιν αὐτῶν ὅτι ἐλπίζουσι ζῆσαι

ζωὴν αἰώνιον καὶ ὅτι ζήσεται ἕκαστος αὐτῶν ἔτη πεντακόσια

11 καὶ τῷ Μιχαὴλ εἶπε Πορεύου Μιχαήλ δῆσον Σεμιαζᾶν καὶ τοὺς ἄλλους

σὺν αὐτῷ τοὺς συμμιγέντας ταῖς θυγατράσι τῶν ἀνθρώπων τοῦ μιανθῆναι

ἐν αὐταῖς ἐν τῇ ἀκαθαρσίᾳ αὐτῶν

12 καὶ ὅταν κατασφαγῶσιν οἱ υἱοὶ αὐτῶν καὶ ἴδωσι τὴν ἀπώλειαν τῶν

ἀγαπητῶν αὐτῶν δῆσον αὐτοὺς ἐπὶ ἑβδομήκοντα γενεὰς εἰς τὰς νάπας

τῆς γῆς μέχρι ἡμέρας κρίσεως αὐτῶν μέχρι ἡμέρας τελειώσεως τελεσμοῦ

ἕως συντελεσθῇ κρίμα τοῦ αἰῶνος τῶν αἰώνων

13 τότε ἀπενεχθήσονται εἰς τὸ χάος τοῦ πυρὸς καὶ εἰς τὴν βάσανον καὶ εἰς

τὸ δεσμωτήριον τῆς συγκλείσεως τοῦ αἰῶνος

14 καὶ ὃς ἂν κατακρίθῃ καὶ ἀφανισθῇ ἀπὸ τοῦ νῦν μετrsquo αὐτῶν δεθήσεται

(δεηθήσεται recte Par gr 1711) μέχρι τελειώσεως γενεᾶς αὐτῶν

περὶ δὲ τοῦ ὄρους ἐν ᾧ ὤμοσαν καὶ ἀνεθεμέτισαν πρὸς τὸν πλησίον αὐτῶν

ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα οὐ μὴ ἀποστῇ ἀπrsquo αὐτοῦ ψῦχος καὶ χιὼν καὶ πάχνη καὶ

δρόσος οὐ μὴ καταβῇ εἰς αὐτό εἰ μὴ εἰς κατάραν καταβήσεται ἐπrsquo αὐτό

μέχρις ἡμέρας κρίσεως τῆς μεγάλης ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ κατακαυθήσεται

καὶ ταπεινωθήσεται καὶ ἔσται κατακαιόμενον καὶ τηκόμενον ὡς κηρὸς

ἀπὸ πυρός οὕτως κατακαήσεται περὶ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ καὶ νῦν

ἐγὼ λέγω ὑμῖν υἱοῖς ἀνθρώπων Ὀργὴ μεγάλη καθrsquo ὑμῶν laquoκαὶraquo κατὰ τῶν

38

υἱῶν ὑμῶν καὶ οὐ παύσεται ἡ ὀργὴ αὕτη ἀφrsquo ὑμῶν μέχρι καιροῦ σφαγῆς

τῶν υἱῶν ὑμῶν καὶ ἀπολοῦνται οἱ ἀγαπητοὶ ὑμῶν καὶ ἀποθανοῦνται οἱ

ἔντιμοι ὑμῶν ἀπὸ πάσης τῆς γῆς ὅτι πᾶσαι αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς αὐτῶν ἀπὸ

τοῦ νῦν οὐ μὴ ἔσονται πλείω τῶν ἑκατὸν εἴκοσιν ἐτῶν καὶ μὴ δόξητε ἔτι

ζῆσαι ἐπὶ πλείονα ἔτηmiddot οὐ γάρ ἐστιν ἐπrsquo αὐτοῖς πᾶσα ὁδὸς ἐκφεύξεως ἀπὸ

τοῦ νῦν διὰ τὴν ὀργὴν ἣν ὠργίσθη ὑμῖν ὁ βασιλεὺς πάντων τῶν αἰώνωνmiddot

μὴ νομίσητε ὅτι ἐκφεύξεσθε ταῦτα

XV

8 Καὶ νῦν οἱ γίγαντες οἱ γεννηθέντες ἀπὸ πνευμάτων καὶ σαρκὸς

πνεύματα πονηρὰ ἐπὶ τῆς γῆς καλέσουσιν αὐτούς ὅτι ἡ κατοίκησις αὐτῶν

ἔσται ἐπὶ τῆς γῆς

9 πνεύματα πονηρὰ ἔσονται τὰ πνεύματα ἐξεληλυθότα ἀπὸ τοῦ σώματος

τῆς σαρκὸς αὐτῶν διότι ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων ἐγένοντο καὶ ἐκ τῶν ἁγίων

τῶν ἐγρηγόρων ἡ ἀρχὴ τῆς κτίσεως αὐτῶν καὶ ἀρχὴ θεμελίουmiddot πνεύματα

πονηρὰ

10 ἐπὶ τῆς γῆς ἔσονται

11 τὰ πνεύματα τῶν γιγάντων νεμόμενα ἀδικοῦντα ἀφανίζοντα

ἐμπίπτοντα καὶ συμπαλαίοντα καὶ ῥιπτοῦντα ἐπὶ τῆς γῆς καὶ δρόμους

ποιοῦντα καὶ μηδὲν ἐσθίοντα ἀλλrsquo ἀσιτοῦντα καὶ ῥιπτοῦντα καὶ φάσματα

ποιοῦντα καὶ διψῶντα καὶ προσκόπτοντα

12 καὶ ἐξαναστήσονται τὰ πνεύματα ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων καὶ

τῶν γυναικῶν ὅτι ἐξ αὐτῶν ἐξεληλύθασι

XVI

1 Καὶ ἀπὸ ἡμέρας καιροῦ σφαγῆς καὶ ἀπωλείας καὶ θανάτου τῶν

γιγάντων ναφηλείμ οἱ ἰσχυροὶ τῆς γῆς οἱ μεγάλοι ὀνομαστοί τὰ

πνεύματα τὰ ἐκπορευόμενα ἀπὸ τῆς ψυχῆς αὐτῶν ὡς ἐκ τῆς σαρκὸς

ἔσονται ἀφανίζοντα χωρὶς κρίσεωςmiddot οὕτως ἀφανίσουσι μέχρις ἡμέρας τῆς

τελειώσεως ἕως τῆς κρίσεως τῆς μεγάλης ἐν ᾗ (ᾧ Par gr 1711) ὁ αἰὼν ὁ

μέγας τελεσθήσεται

XIX

3 ἀνθρώπων ὡς ἐγὼ εἶδον

XX

2 ὁ εἷς τῶν ἁγίων ὁ ἐπὶ τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ταρτάρου

3 Ῥαφαὴλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων τῶν ἀνθρώπων

4 Ῥαγουήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐκδικῶν τὸν κόσμον τῶν

φωστήρων

5 Μιχαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς ἐπὶ τῶν τοῦ λαοῦ ἀγαθῶν τέτακται

καὶ ἐπὶ τῷ χαῷ

6 Σαριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων οἵτινες ἐπὶ τῷ

πνεύματι ἁμαρτάνουσιν

7 Γαβριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τοῦ παραδείσου καὶ τῶν

δρακόντων καὶ χερουβίν Ῥεμειήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃν ἔταξεν ὁ

θεὸς ἐπὶ τῶν ἀνισταμένων ὀνόματα ζacute ἀρχαγγέλων

XXI

1 Καὶ ἐφώδευσα μέχρι τῆς ἀκατασκευάστου

2 καὶ ἐκεῖ ἐθεασάμην ἔργον φοβερόν ἑώρακα οὔτε οὐρανὸν ἐπάνω οὔτε

γῆν τεθεμελιωμένην ἀλλὰ τόπον ἀκατασκεύαστον καὶ φοβερόν

3 καὶ ἐκεῖ τεθέαμαι ζacute ἀστέρας τοῦ οὐρανοῦ δεδεμένους καὶ ἐριμμένους ἐν

αὐτῷ ὁμοῦ ὁμοίους ὁράσει μεγάλῃ καὶ ἐν πυρὶ καιομένους

4 τότε εἶπον Διὰ ποίαν αἰτίαν ἐπεδέθησαν καὶ διὰ ποίαν αἰτίαν ἐρίφησαν

39

ὧδε

5 καὶ εἶπέν μοι Οὐριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ μετrsquo

ἐμοῦ ὤν - καὶ

αὐτὸς αὐτῶν ἡγεῖτο - καὶ εἶπέν μοι Ἑνώχ περὶ τίνος

ἐρωτᾷς ἢ περὶ τίνος

τὴν ἀλήθειαν φιλοσπευδεῖς

6 οὗτοί εἰσιν τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ οἱ παραβάντες

τὴν ἐπιταγὴν τοῦ

κυρίου καὶ ἐδέθησαν ὧδε μέχρι πληρωθῆναι μύρια ἔτη

τὸν χρόνον τῶν

ἁμαρτημάτων αὐτῶν

7 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον τούτου

φοβερώτερον καὶ τεθέαμαι

ἔργα φοβεράmiddot πῦρ μέγα ἐκεῖ καιόμενον καὶ φλεγόμενον καὶ διακοπὴν

εἶχεν ὁ τόπος ἕως τῆς ἀβύσσου πλήρης στύλων πυρὸς μεγάλων

καταφερομένωνmiddot οὔτε μέτρον οὔτε μέγεθος ἠδυνήθην ἰδεῖν οὔτε εἰκάσαι

8 τότε εἶπον Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος οὗτος καὶ ὡς δεινὸς τῇ ὁράσει

9 τότε ἀπεκρίθη μοι καὶ εἶπεν

Incert

1 παρὰ (Par gr 1711 Go περὶ) δὲ τοῦ ὄρους ἐν ᾧ ὤμοσαν καὶ

ἀνεθεμάτισαν πρὸς τὸν πλησίον αὐτῶν ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα οὐ μὴ ἀποστῇ

ἀπrsquo αὐτοῦ ψῦχος καὶ χιὼν καὶ πάχνη καὶ δρόσος οὐ μὴ καταβῇ εἰς αὐτό εἰ

μὴ εἰς κατάραν καταβήσεται ἐπrsquo (Go εἰς) αὐτό μέχρις ἡμέρας κρίσεως τῆς

μεγάλης

2 ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ κατακαυθήσεται καὶ (Go om) ταπεινωθήσεται καὶ

ἔσται κατακαιόμενον καὶ τηκόμενον ὡς κηρὸς ἀπὸ πυρός οὕτως

κατακαήσεται περὶ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ

3 καὶ νῦν ἐγὼ λέγω ὑμῖν υἱοῖς ἀνθρώπων Ὀργὴ μεγάλη καθrsquo ὑμῶν κατὰ

τῶν υἱῶν ὑμῶνmiddot καὶ οὐ παύσεται ἡ ὀργὴ αὕτη ἀφrsquo ὑμῶν μέχρι καιροῦ

σφαγῆς τῶν υἱῶν ὑμῶν

4 καὶ ἀπολοῦνται οἱ ἀγαπητοὶ ὑμῶν καὶ ἀποθανοῦνται οἱ ἔντιμοι ὑμῶν

ἀπὸ πάσης τῆς γῆς ὅτι πᾶσαι αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς αὐτῶν ἀπὸ τοῦ νῦν οὐ μὴ

ἔσονται πλείω τῶν ἑκατὸν εἴκοσιν ἐτῶν

5 καὶ μὴ δόξητε ἔτι ζῆσαι ἐπὶ πλείονα ἔτηmiddot οὐ γάρ ἐστιν ἐπrsquo αὐτοῖς πᾶσα

ὁδὸς ἐκφεύξεως ἀπὸ τοῦ νῦν διὰ τὴν ὀργὴν ἣν ὠργίσθη ὑμῖν ὁ βασιλεὺς

πάντων τῶν αἰώνωνmiddot μὴ νομίσητε ὅτι ἐκφεύξεσθε ταῦτα

Περί των γιγάντων

καὶ ἦν νωε ἐτῶν πεντακοσίων καὶ ἐγέννησεν νωε τρεῖς υἱούς τὸν σημ τὸν χαμ τὸν

ιαφεθκαὶ ἐγένετο ἡνίκα ἤρξαντο οἱ ἄνθρωποι πολλοὶ γίνεσθαι ἐπὶ τῆς γῆς καὶ θυγατέρες

ἐγενήθησαν αὐτοῖς 2ἰδόντες δὲ οἱ υἱοὶ τοῦ θεοῦ τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων ὅτι καλαί

εἰσιν ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ πασῶν ὧν ἐξελέξαντο 3καὶ εἶπεν κύριος ὁ θεός οὐ

μὴ καταμείνῃ τὸ πνεῦμά μου ἐν τοῖς ἀνθρώποις τούτοις εἰς τὸν αἰῶνα διὰ τὸ εἶναι

αὐτοὺς σάρκας ἔσονται δὲ αἱ ἡμέραι αὐτῶν ἑκατὸν εἴκοσι ἔτη 4οἱ δὲ γίγαντες ἦσαν ἐπὶ

τῆς γῆς ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις καὶ μετ ἐκεῖνο ὡς ἂν εἰσεπορεύοντο οἱ υἱοὶ τοῦ

θεοῦ πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων καὶ ἐγεννῶσαν ἑαυτοῖς ἐκεῖνοι ἦσαν οἱ

γίγαντες οἱ ἀπ αἰῶνος οἱ ἄνθρωποι οἱ ὀνομαστοί

40

Παραθέτουμε ένα επεξηγηματικό κείμενο αναφορικά με τους γίγαντες από την

ιστοσελίδα httpwwwoodegrcom

laquoΕδώ πρόκειται για το θέμα στο οποίο αναφέρθηκε ο Ιησούς Χριστός στο

Ματθαίος κδ΄ 38 για τους προκατακλυσμιαίους ανθρώπους που ΄΄έτρωγαν και

έπιναν και παντρεύονταν΄΄ ώσπου ήρθε ο Κατακλυσμός Επ αυτών υπάρχουν

κάποιες παρατηρήσεις

1η παρατήρηση Το οριστικό άρθρο ΄΄οι΄΄ δείχνει ότι πρόκειται για κάποιους που

ήταν ήδη γνωστοί στους αναγνώστες της Γενέσεως προς τους οποίους απευθύνεται

ο Μωυσής δηλαδή προς τους Ισραηλίτες της εποχής του που λάβαιναν το Νόμο

2η παρατήρηση Το ότι ΄΄εν ταις ημέραις εκείναις ήσαν΄΄ υπονοεί 1 Είτε ότι δεν

υπήρχαν πλέον οι γίγαντες στη ΄΄γη΄΄ όταν γραφόταν η Γένεση δηλαδή κατά το 1500

πΧ 2 είτε ότι υπήρχαν και τότε

3η παρατήρηση Για ποια ΄΄γη΄΄ μιλάει 1 Είτε για τη συγκεκριμένη γη στην οποία

συνέβαιναν τα γεγονότα που αναγράφονται στα γύρω κεφάλαια (τη γη της

Μεσοποταμίας) 2 είτε γενικά για τη γύρω γη στην οποία είχαν επεκταθεί οι γίγαντες

και η φυλή Αδάμ Αυτό όμως δεν έχει σημασία καθώς η αναφορά γίνεται μόνο για

τον καιρό πρό τού Κατακλυσμού Είναι γεγονός όμως ότι στη γη Χαναάν οι

γίγαντες υπήρχαν και μετά από τον Κατακλυσμό

Αυτό φαίνεται στους Αριθμούς 13ιγ΄ 33 ΄΄και εκεί εωράκαμεν τους γίγαντας

(εβραϊκό Νεφιλείμ) και ήμεν ενώπιον αυτών ωσεί ακρίδες αλλά και ούτως ήμεν

ενώπιον αυτών΄΄

Αν αυτό φαίνεται παράξενο σε κάποιους που διδάχτηκαν ότι ο Κατακλυσμός ήταν

παγκόσμιος ας διαβάσουν τη μελέτη μας ΄΄Ήταν ο Κατακλυσμός Παγκόσμιος΄΄

Εκεί θα δουν τις Αγιογραφικές και ιστορικές αποδείξεις ότι επρόκειτο για έναν

τοπικό κατακλυσμό που έπληξε μόνο τη φυλή Αδάμ και μέλη μόνο των γύρω λαών

Επιβίωση από τον Κατακλυσμό

Το ότι οι Νεφιλείμ επεβίωσαν του Κατακλυσμού εξηγείται απλά

Είναι λογικό το ότι η φυλή των γιγάντων Νεφιλείμ δεν έμενε ολόκληρη στην

κοιλάδα της Μεσοποταμίας αλλά κάποιοι απ αυτούς διεσπάρησαν στις γύρω

περιοχές

Η Γένεση στο 7ζ΄ 20 γράφει ότι ο Κατακλυσμός είχε ύψος 15 πήχες (8- 9 μέτρα)

δηλαδή όσο χρειαζόταν για να καλύψει τις ψηλότερες περιοχές της χαμηλής

Μεσοποταμίας Όσοι όμως έμεναν στα ορεινά γύρω από την πληγείσα περιοχή

επεβίωσαν Άλλωστε ο Κατακλυσμός έγινε για τιμωρία της φυλής Αδάμ και όχι των

γύρω λαών όπως φαίνεται στη Γένεση 6ς΄ 5 - 7 όπου η λέξη που χρησιμοποιείται

στο Εβραϊκό κείμενο γι αυτούς με τους οποίους οργίστηκε ο Θεός είναι ΄΄Αδάμ΄΄

Για τους άλλους λαούς η Γένεση στο Εβραϊκό κείμενο χρησιμοποιεί άλλη λέξη

όπως φαίνεται στο Γένεσις 6ς΄ 4 [΄΄οι άνθρωποι (εβραϊκά ΄΄ενός΄΄) οι

ονομαστοί΄΄] και στο Γένεσις 13ιγ΄ 13 [΄΄οι δε άνθρωποι (εβραϊκά ΄΄ενός΄΄) οι εν

Σοδόμοις΄΄]

41

Μια τελευταία παρατήρηση ξεκινάει από το ίδιο εδάφιο της Γένεσης 6ς΄ 4 που λέει

΄΄Οι δε γίγαντες ήσαν επί τής γης εν ταις ημέραις εκείναις και μετ εκείνο ως αν

εισεπορεύοντο οι υιοί τού Θεού προς τας θυγατέρας τών ανθρώπων΄΄

Οι Νεφιλείμ λοιπόν υπήρχαν ακόμη ΄΄και μετά από εκείνο΄΄ το γεγονός που

περιγράφεται δηλαδή και μετά από την αύξηση του πληθυσμού στη

Μεσοποταμία Είναι λάθος να ταυτίζονται κατ ανάγκην οι Νεφιλείμ με τους γιους

των ισχυρών καθώς μια αβίαστη ανάγνωση του κειμένου δεν δείχνει τίποτα τέτοιο

Το μεταβατικό ΄΄δε΄΄ δείχνει ότι γίνεται λόγος για κάποιους άλλους και όχι για

τους γιούς των ισχυρών Οι γιοί των ισχυρών δεν είναι οι Νεφιλείμ αλλά οι ισχυροί

άνδρες της Μεσοποταμίας των άλλων φυλών που ζούσαν κοντά στη φυλή Αδάμ

Ίσως ο σκοπός του χωρίου είναι να δείξει ότι η φυλή των γιγάντων (η οποία

προβλημάτιζε τους Ισραηλίτες τον καιρό που ο Μωυσής έγραφε αυτά τα λόγια) ήταν

μια αρχαία φυλή σύγχρονη της επιμειξίας της φυλής Αδάμ με τους γιούς των

ισχυρών και ότι οι Νεφιλείμ επεβίωσαν ακόμη και μετά από την επιμειξία των

ισχυρών ανδρών της Μεσοποταμίας με τις ΄΄θυγατέρες Αδάμ΄΄ κατά την

προκατακλυσμιαία εποχή

Ίσως ακόμα η αναφορά αυτή να γίνεται για να δείξει ότι ο κατακλυσμός στρεφόταν

ειδικά κατά του λαού Αδάμ και όχι και των γύρω λαών εκ των οποίων

επεβίωσαν και οι Νεφιλείμ

Οι γίγαντες στην εποχή τού Ισραήλ

Σύμφωνα με την Αγία Γραφή η περιοχή στην οποία επεβίωσαν κάποιοι από τη

φυλή των γιγάντων Νεφιλείμ ήταν η Βασάν που ονομάζεται ΄΄γη γιγάντων΄΄

(Δευτερονόμιο γ΄ 13)

Πρόκειται για μία ορεινή περιοχή ανατολικά της Θάλασσας της Γαλιλαίας

κατάλληλη για επιβίωση των λαών της από τον Κατακλυσμό που έπληξε τη

Μεσοποταμία και το λαό Αδάμ (Όπως λέμε ΄΄λαός Ισραήλ΄΄)

Εκεί οι γίγαντες υπήρχαν όχι μόνο μετά από τον Κατακλυσμό αλλά και στις ημέρες

του Αβραάμ όπως φαίνεται στη Γένεση 14ιδ΄ 5 όπου λέει για τον Χοδολλογομόρ

και τους συμμάχους του ότι ΄΄κατέκοψαν τους γίγαντας τους εν Ασταρώθ

Καρναιν΄΄ στη Βασσάν

Και οι κατάσκοποι όμως των ημερών του Μωυσή βρήκαν τους Νεφιλείμ στη

Χαναάν όπως είδαμε στους Αριθμούς 13ιγ΄ 33 όπου μάλιστα ονομάζει τους

γίγαντες ΄΄Νεφιλείμ΄΄ Εκεί έχει μάλιστα και οριστικό άρθρο ΄΄τους Νεφιλείμ΄΄

πράγμα που δείχνει ότι δεν επρόκειτο για παρομοίωση αλλά για το γνωστό λαό

των Νεφιλείμ

Άλλα εδάφια όπως το Δευτερονόμιο 1α΄ 28 αναφερόμενο στο ίδιο γεγονός

ταυτίζει τους Νεφιλείμ με τους Ανακείμ που προφανώς ήταν απόγονοί τους

Με τους Ανακείμ συσχετίζει η Αγία Γραφή όλες τις φυλές γιγάντων που ζούσαν γύρω

από τη Θάλασσα της Γαλιλαίας όπως ήταν οι Ραφαείμ οι Εμμαίοι και οι

42

Ζουμζουμείμ τους οποίους εξολώθρευσαν οι απόγονοι του Λωτ (Δευτερονόμιο 2β΄

10112021)

Οι Ραφαείμ ήταν απόγονοι των Γιγάντων που επεβίωσαν από τον Κατακλυσμό και

δεν ήταν απόγονοι του Νώε καθώς δεν αναφέρονται στη Γένεση 10ι΄ όπου

αναφέρονται οι λαοί που κατάγονται από το Νώε Η σκέψη ότι ίσως να μην

αναφέρονται επειδή είναι πολύ νεώτεροι λαοί δεν ευσταθεί επειδή αναφέρονται στη

Γένεσις 14ιδ΄ 5 σαν λαός από την εποχή του Αβραάμ ακόμα και συνεπώς είναι

αρχαιότεροι λαοί από αυτούς που αναφέρονται ως απόγονοι του Νώε

Μετά από την εγκατάσταση των Ισραηλιτών στη Γη της Επαγγελίας οι υψηλόσωμες

αυτές φυλές εξολωθρεύτηκαν και δεν έμειναν Ανακείμ στο Ισραήλ Μόνο στη Γάζα

στη Γαθ και στην Άζωτο έμειναν αναμεμειγμένοι με τους Φιλισταίους (Ιησούς

Ναυή 11ια΄ 21 22)

Ένας απ αυτούς ήταν και ο Γολιάθ από τη Γαθ που σκοτώθηκε από τον Δαυίδ (Α΄

Σαμουήλ ιζ΄ 4 ΄΄Εξήλθεν Γολιάθ εκ της Γαθ΄΄)

Τον καιρό του Δαυίδ σκοτώθηκαν οι τελευταίοι γίγαντεςraquo1

1 httpwwwoodegrcomoodegenesiskatak1htm

43

Page 31: Η δημιουργία του κόσμου

31

XCIV

1 κατανοήσατε τοίνουν υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων τὰ ἔργα τοῦ ὑψίστου καὶ

φοβήθητε τοῦ ποιῆσαι τὸ πονηρὸν ἐναντίον αὐτοῦ

2 ἐὰν ἀποκλείσῃ τὰς θυρίδας τοῦ οὐρανοῦ καὶ κωλύσῃ τὴν δρόσον καὶ τὸν

ὄμβρον καταβῆναι εἵνεκα ὑμῶν τί ποιήσετε

3 ἐὰν ἀποστείληται τὸν θυμὸν αὐτοῦ ἐφrsquo ὑμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ ἔργα ὑμῶν οὐχὶ

ἔσεσθε δεόμενοι αὐτοῦ διὰ τί ὑμεῖς λαλεῖτε τῷ στόματι ὑμῶν μεγάλα καὶ

σκληρὰ ἐπὶ τῇ μεγαλωσύνῃ αὐ[τοῦ

4 ὁρᾶ]τε τοὺς ναυκλήρους τοὺς πλωιζομένους τὴν θάλασσαν ὑπὸ τοῦ

κ[λύδω]νος καὶ χειμῶνος σεσαλευμένα τὰ πλοῖα αὐτῶν

5 καὶ χειμαζόμενοι πάντες φοβοῦνται ἔξω δὲ τὰ [ἀγαθὰ πάντα] καὶ τὰ

ὑπάρχοντα αὐτῶν ἐκβάλλουσιν εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ὑποπτεύουσιν ἐν τῇ

καρδίᾳ αὐτῶν ὅτι ἡ [θάλασσα κα]ταπίεται αὐτοὺς καὶ ἐν αὐτ[ῇ

ἀπολοῦν]ται

6 οὐχὶ πᾶσα ἡ θάλασσα καὶ [πάντα τὰ] ὕδατα αὐτῆς ἔργον τοῦ ὑψ[ίστου

ἐστί] καὶ αὐτὸς συνεστήσατο τὰ π[έρατα αὐ]τῶν καὶ συνέδησεν αὐτ[ήν

καὶ περι]έφραξεν αὐτὴν ἄμμῳ

7 [καὶ ἀπὸ τῆς] ἐμβριμήσεως αὐτοῦ φ[οβοῦνται καὶ ξη]ραίνονται καὶ οἱ

ἰχθύες

8 [ γῆν] καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτοῖς καὶ τίς ἔδωκεν ἐπιστήμην πᾶσιν τοῖς

κινουμένοις ἐν τῇ θαλάσσῃ οἱ ναύκληροι τὴν θάλασσαν φοβοῦνται

XCV

1 καὶ ὅταν ἐκβάλῃ ἐφrsquo ὑμᾶς τὸν κλύδωνα τοῦ πυρὸς τῆς καύσεως ὑμῶν

ποῦ ἀποδράντες σωθήσεσθε καὶ ὅταν δῷ ἐφrsquo ὑμᾶς φωνὴν αὐτοῦ

2 ἔσεσθε συνσειόμενοι καὶ φοβούμενοι ἤχῳ μεγάλῳ laquoκαὶraquo τὴν γῆν

σύμπασαν σειομένην καὶ τρέμουσαν καὶ συνταρασσομένην

3 καὶ οἱ ἄγγελοι συντελοῦντες τὸ συνταχθὲν αὐτοῖς καὶ ὁ οὐρανὸς καὶ οἱ

φωστῆρες σειόμενοι καὶ τρέμοντεςmiddot ἅπαντες οἱ υἱοὶ τῆς γῆς καὶ ὑμεῖς

ἁμαρτωλοὶ ἐπικατάρατοι εἰς τὸν αἰῶναmiddot οὐκ ἔστιν ὑμῖν χαίρειν

4 θαρσεῖτε ψυχαὶ τῶν δικαίων τῶν ἀποθανόντων τῶν δικαίων καὶ τῶν

εὐσεβῶν

5 καὶ μὴ λυπεῖσθε ὅτι κατέβησαν αἱ ψυχαὶ ὑμῶν εἰς ᾅδου μετὰ λύπης καὶ

οὐκ ἀπηντήθη τῷ σώματι τῆς σαρκὸς ὑμῶν ἐν τῇ ζωῇ ὑμῶν κατὰ τὴν

ὁσιότητα ὑμῶν ἐπεὶ αἱ ἡμέραι ἃς ἦτε ἡμέραι ἦσαν ἁμαρτωλῶν καὶ

καταράτων ἐπὶ τῆς γῆς

6 ὅταν ἀποθάνητε τότε ἐροῦσιν οἱ ἁμαρτωλοὶ ὅτι εὐσεβεῖς κατὰ τὴν

εἱμαρμένην ἀπεθάνοσαν καὶ τί αὐτοῖς περιεγένετο ἐπὶ τοῖς ἔργοις αὐτῶν

7 καὶ αὐτοὶ ὁμοίως ἡμῖν ἀπεθάνοσαν ἴδετε οὖν ὡς ἀποθνήσκουσιν μετὰ

λύπης καὶ σκότους καὶ τί αὐτοῖς ἐγένετο περισσόν

8 ἀπὸ τοῦ νῦν ἀναστήτωσαν καὶ σωθήτωσαν καὶ ὄψονται εἰς τὸν αἰῶνα

ἡμᾶς φαγεῖν καὶ πεῖν

9 τοιγαροῦν ἁρπάσαι καὶ ἁμαρτάνειν καὶ λωποδυτεῖν καὶ ἐγκτᾶσθαι καὶ

[ἰδεῖν] ἡμέρας ἀγαθάς

10 ἴδετε οὖν οἱ δικαιοῦντες [ἑαυτ]ούς ὁποία ἐγένετο αὐτῶν ἡ καταστροφή

ὅτι πᾶσα δικαιοσύνη οὐχ εὑρέθη ἐν αὐτοῖς ἕως ἀπέθανον καὶ ἀπώλοντο

11 καὶ ἐγένοντο ὡς οὐκ ὄντες καὶ κατέβησαν αἱ ψυχαὶ αὐτῶν μετrsquo ὀδύνης

εἰς ᾅδου

XCVI

1 ἐγὼ ὀμνύω ὑμῖν Three lines are lost

2 ἐπίσταμαι τὸ μυστήριον τοῦτοmiddot ἀν[έγνων] γὰρ τὰς πλάκας τοῦ οὐρανοῦ

32

καὶ εἶδον τὴν γραφὴν ἀναγκαίανmiddot ἔγνων τὰ γ[εγραμμέ]να ἐν αὐταῖς καὶ

ἐγκεκολαμμέν[α περὶ] ὑμῶν

3 ὅτι ἀγαθὰ καὶ ἡ χαρὰ καὶ ἡ τ[ιμὴ] ἡτοίμασται καὶ ἐγγέγραπται ταῖς

ψ[υχαῖς] τῶν ἀποθανόντων εὐσεβῶνmiddot

4 καὶ χαιρήσονται καὶ οὐ μὴ ἀπόλωνται τὰ πνεύματα αὐτῶν οὐδὲ τὸ

μνημόσυνον ἀπὸ προσώπου τοῦ μεγάλου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν

αἰώνων μὴ οὖν φοβεῖσθε τοὺς ὀνειδισμοὺς αὐτῶν

5 καὶ ὑμεῖς οἱ νεκροὶ τῶν ἁμαρτωλῶν ὅταν ἀποθάνητε ἐροῦσιν ἐφrsquo ὑμῖν

μακάριοι ἁμαρτωλοὶ πάσας τὰς ἡμέρας αὐτῶν ὅσας εἴδοσαν ἐν τῇ ζωῇ

αὐτῶν καὶ ἐνδόξως

6 ἀπεθάνοσαν καὶ κρίσις οὐκ ἐγενήθη ἐν τῇ ζωῇ αὐτῶν

7 αὐτοὶ ὑμεῖς γινώσκετε ὅτι εἰς ᾅδου κατάξουσιν τὰς ψυχὰς ὑμῶν

8 καὶ ἐκεῖ ἔσονται ἐν ἀνάγκῃ μεγάλῃ καὶ ἐν σκότει καὶ ἐν παγίδι καὶ ἐν

φλογὶ καιομένῃ καὶ εἰς κρίσιν μεγάλην εἰσελεύσονται αἱ ψυχαὶ ὑμῶν ἐν

πάσαις ταῖς γενεαῖς τοῦ αἰῶνος οὐαὶ ὑμῖν οὐκ ἔστιν ὑμῖν χαίρειν

9 μὴ γὰρ εἴπητε οἱ δίκαιοι ὅσιοι ὄντες ἐν τῇ ζωῇ τῶν ἡμερῶν τῆς θλίψεως

κόπους ἐκοπιάσαμεν καὶ ἀνηλώμεθα καὶ ὀλίγοι ἐγενήθημεν καὶ

ἀντιλήμπτορα οὐχ εὑρήκαμενmiddot

10 συντετριμμένοι καὶ ἀπολώλαμεν καὶ ἀπηλπίσμεθα καὶ μηκέτι εἰδέναι

σωτηρίαν ἡμέραν ἐξ ἡμέρας

11 ἠλπίσαμεν γενέσθαι κεφαλή ἐγενήθημεν κέρ[κοςmiddot ἐκο]πιάσαμεν

ἐργαζόμενοι καὶ τῶν ὀψωνίων οὐ κεκυριεύκαμεν ἐγενήθημεν κατάβρωμα

ἁμαρτωλῶν [οἱ ἄνο]μοι ἐβάρυναν ἐφrsquo ἡμᾶς τὸν ζυγόν

12 οἳ κυριεύουσιν οἱ ἐχθροὶ ἡμῶν ἐγκεντρίζουσιν ἡμᾶς καὶ περικλείουσιν

ἡμᾶςmiddot ἐζητήσαμεν πο[ῦ φύγωμεν] ἀπrsquo αὐτῶν ὅπως ἀναψύχ[ωμεν] three

lines are lost

14 ἐκράξαμεν ἐπὶ τοὺς καταβάλλοντας καὶ βιαζομένους ἡμᾶς καὶ τὰς

ἐντεύξεις ἡμῶν οὐκ ἀπεδέξαντο οὐδὲ ἐβούλοντο ἐπακοῦσαι τῆς φωνῆς

ἡμῶν

15 καὶ οὐκ ἀντελαμβάνοντο ἡμῶν οὐχ εὑρόντες κατὰ τῶν βιαζομένων καὶ

κατεσθόντων ἡμᾶς ἀλλὰ στερεοῦσιν αὐτοὺς ἐφrsquo ἡμᾶςmiddot ἀπέκτειναν ἡμᾶς

καὶ εἰς ὀλίγους ἤγαγον καὶ οὐχ ὑποδεικνύουσιν περὶ τῶν πεφονευμένων

ἡμῶν καὶ οὐκ ἀναμιμνήσκουσιν περὶ τῶν ἁμαρτωλῶν αὐτῶν τὰς

ἁμαρτίας αὐτῶν

XCVII

1 ὀμνύω ὑμῖν ὅτι οἱ ἄγγελοι ἐν τῷ οὐρανῷ ἀναμιμνήσκουσιν [ὑμῶν] εἰς

ἀγαθὸν ἐνώπιον τῆς δόξης τοῦ μεγάλου

2 θαρσεῖτε δὴ ὅτι ἐπαλαιώθητε ἐν τοῖς κακοῖς καὶ ἐν ταῖς θλίψεσινmiddot ὡσεὶ

φωστῆρες τοῦ οὐρανοῦ ἀναλάμψετε καὶ φανεῖτε αἱ θυρίδες τοῦ οὐρανοῦ

ἀνοιχθήσονται ὑμῖν

3ndash4 καὶ ἡ κραυγὴ ὑμῶν ἀκουσθήσεται καὶ ἡ κρίσις ὑμῶν ἣν κράζετε καὶ

φανεῖται ἐφrsquo ὅσα συλλαβήσεται ὑμῖν περὶ τῆς θλίψεως ὑμῶν καὶ ἐκ

πάντων ὅστις μετέσχεν τῶν βιαζομένων καὶ κατεσθόντων ὑμᾶς

5 [μὴ φοβεῖσθε] τὰ κακὰ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως τῆς μεγάλης καὶ οὐ μὴ

εὑρεθῆτε ὡς οἱ ἁμαρτωλοί [ἀλλrsquo ὑμεῖς οἱ ἁμαρτωλοὶ] σκυλήσεσθε καὶ

κρίσις αἰώνιος ἐξ ὑμῶν ἔσται εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν αἰώνων

6 μὴ φοβεῖσθε οἱ δίκαιοι ὅταν ἴδητε τοὺς ἁμαρτωλοὺς κατισχύοντας καὶ

εὐοδουμένους καὶ μὴ μέτοχοι αὐτῶν γίνεσθε ἀλλὰ μακρὰν ἀπέχεσθε ἀπὸ

πάντων τῶν ἀδικημάτων αὐτῶν

7 μὴ γὰρ εἴπητε οἱ ἁμαρτωλοὶ [ὅτι] οὐ μὴ ἐκζητηθῶσιν αἱ ἁμαρτίαι ὑμῶν

33

[ἐξ] ἡμερῶν

8 καὶ νῦν ἀποδεικνύω ὑμῖν ὅτι φῶς καὶ σκότος ἡμέρα καὶ νὺξ

ἐποπτεύουσιν τὰς ἁμαρτίας ὑμῶν πάσας

9 μὴ πλανᾶσθε τῇ καρδίᾳ ὑμῶν μηδὲ ψεύδεσθε μηδὲ ἐξαλλοιώσητε τοὺς

λόγους τῆς ἀληθείας μηδὲ καταψεύδεσθε τῶν [λόγων τοῦ] ἁγίου καὶ μὴ

δότε ἔπαινον ταῖς [εἰκόσιν ὑ]μῶνmiddot οὐ γὰρ εἰς δικαίωμα εἰσάγ[ουσιν πάντα

τὰ ψεύδ]η καὶ πᾶσα [ἡ πλάνη] Two lines are lost

10 τῆς ἀληθείας ἐξαλλοιοῦσιν καὶ ἀντιγράφουσιν οἱ ἁμαρτωλοὶ καὶ

ἀλλάσσουσιν τοὺς πολλούς καὶ ψεύδονται καὶ πλάσσουσιν πλάσματα

μεγάλα καὶ τὰς γραφὰς ἀναγράφουσιν ἐπὶ τοῖς ὀνόμασιν αὐτῶνmiddot

11 καὶ ὄφελον πάντας τοὺς λόγους μου γράφωσιν ἐπrsquo ἀληθείας ἐπὶ τὰ

ὀνόματα αὐτῶν καὶ μήτε ἀφέλωσιν μήτε ἀλλοιώσωσιν τῶν λόγων τούτων

ἀλλὰ πάντα ἐπrsquo ἀληθείας γράφωσιν ἃ ἐγὼ διαμαρτυροῦμαι αὐτοῖς

12 καὶ πάλιν ἐγὼ γινώσκω μυστήριον δεύτερον ὅτι δικαίοις καὶ ὁσίοις καὶ

φρονίμοις δοθήσονται αἱ βίβλοι μου εἰς χαρὰν ἀληθείας

13 καὶ αὐτοὶ πιστεύσουσιν αὐταῖς καὶ ἐν αὐταῖς χαρήσονται καὶ

ἀγαλλιάσονται πάντες οἱ δίκαιοι μαθεῖν ἐξ αὐτῶν πάσας τὰς ὁδοὺς τῆς

ἀληθείας

CVI

1 μετὰ δὲ χρόνον ἔλαβεν Μαθουσάλεκ τῷ υἱῷ μου γυναῖκα καὶ ἔτεκεν

υἱὸν καὶ ἐκάλεσεν τὸ ὄνομα αὐτοῦ Λάμεχ ἐταπεινώθη ἡ δικαιοσύνη μέχρι

τῆς ἡμέρας ἐκείνης καὶ ὅτε εἰς ἡλικίαν ἐπῆλθεν ἔλαβεν αὐτῷ γυναῖκα καὶ

ἔτεκεν αὐτῷ παιδίον

2 καὶ ὅτε ἐγεννήθη τὸ παιδίον ἦν τὸ σῶμα λευκότερον χιόνος καὶ

πυρρότερον ῥόδου τὸ τρίχωμα πᾶν λευκὸν καὶ ὡς ἔρια λευκὰ καὶ οὖλον

καὶ ἔνδοξον καὶ ὅτε ἀνέῳξεν τοὺς ὀφθαλμούς ἔλαμψεν ἡ οἰκία ὡσεὶ

ἥλιος

3 καὶ ἀνέστη ἐκ τῶν χειρῶν τῆς μαίας καὶ ἀνέῳξεν τὸ στόμα καὶ

εὐλόγησεν τῷ κυρίῳmiddot

4 καὶ ἐφοβήθη Λάμεχ ἀπrsquo αὐτοῦ καὶ ἔφυγεν καὶ ἦλθεν πρὸς Μαθουσάλεκ

τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ

5 τέκνον ἐγεννήθη μου ἀλλοῖον οὐχ ὅμοιον τοῖς ἀνθρώποις ἀλλὰ τοῖς

τέκνοις τῶν ἀγγέλων τοῦ οὐρανοῦ καὶ ὁ τύπος ἀλλοιότερος οὐχ ὅμοιος

ἡμῖνmiddot τὰ ὄμματά ἐστιν ὡς ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου καὶ ἔνδοξον τὸ πρόσωπονmiddot

6 καὶ ὑπολαμβάνω ὅτι οὐκ ἔστιν ἐξ ἐμοῦ ἀλλὰ ἐξ ἀγγέλου καὶ

εὐλαβοῦμαι αὐτὸν μήποτέ τι ἔσται ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ ἐν τῇ γῇ

7 καὶ παραιτοῦμαι π[άτερ καὶ] δέομαι βάδισον πρὸς Ἑνὼ[χ τὸν πατέρα

ἡμῶν καὶ ἐρώτησον] Two lines are lost

8 [ἦλθ]εν πρὸς ἐμὲ εἰς τὰ τέρματα τῆς γῆς οὗ [εἶδ]εν τότε εἶναι με καὶ

εἶπέν μοι πάτερ [μου] ἐπάκουσον τῆς φωνῆς μου καὶ ἧκε [πρὸς] ἐμέ καὶ

ἤκουσα τὴν φωνὴν αὐτοῦ καὶ ἦλθον πρὸς αὐτὸν καὶ εἶπα ἰδοὺ πάρειμι

τέκνονmiddot διὰ τί ἐλήλυθας πρὸς ἐμέ τέκνον

9 καὶ ἀπεκρίθη λέγων διrsquo ἀνάγκην μεγάλην ἦλθον ὧδε πάτερmiddot

10 καὶ νῦν ἐγεννήθη τέκνον Λάμεχ τῷ υἱῷ μου καὶ ὁ τύπος αὐτοῦ καὶ ἡ

εἰκὼν αὐτοῦ laquoοὐχ ὅμοιος ἀνθρώποις καὶ τὸ χρῶμα αὐτοῦraquo λευκότερον

χιόνος καὶ πυρρότερον ῥόδου καὶ τὸ τρίχωμα τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ

λευκότερον ἐρίων λευκῶν καὶ τὰ ὄμματα αὐτοῦ ἀφόμοια ταῖς τοῦ ἡλίου

ἀκτῖσιν

11 καὶ ἀνέστη ἀπὸ τῶν τῆς μαίας χειρῶν καὶ ἀνοίξας τὸ στόμα εὐλόγησεν

τὸν κύριον τοῦ αἰῶνοςmiddot

34

12 καὶ ἐφοβήθη ὁ υἱός μου Λάμεχ καὶ ἔφυγεν πρὸς ἐμέ καὶ οὐ πιστεύει ὅτι

υἱὸς αὐτοῦ ἐστιν ἀλλὰ ὅτι ἐξ ἀγγέλων one or two lines omitted τὴν

ἀκρίβειαν ἣν ἔχεις () καὶ τὴν ἀλήθειαν

13 τότε ἀπεκρίθην λέγων ἀνακαινίσει ὁ κύριος πρόσταγμα ἐπὶ τῆς γῆς

καὶ τὸν αὐτὸν τρόπον τέκνον τεθέαμαι καὶ ἐσήμανά σοιmiddot ἐν γὰρ τῇ γενεᾷ

Ἰάρεδ τοῦ πατρός μου παρέβησαν τὸν λόγον κυρίου ἀπὸ τῆς διαθήκης τοῦ

οὐρανοῦ

14 καὶ ἰδοὺ ἁμαρτάνουσιν καὶ παραβαίνουσιν τὸ ἔθος καὶ μετὰ γυναικῶν

συγγίνονται καὶ μετrsquo αὐτῶν ἁμαρτάνουσιν καὶ ἔγημαν ἐξ αὐτῶν

[καὶ τίκτουσιν οὐχ ὁμοίους πνεύμασιν ἀλλὰ σαρκίνους]middot

15 καὶ ἔσται ὀργὴ μεγάλη ἐπὶ τῆς γῆς καὶ κατακλυσμός καὶ ἔσται

ἀπώλεια μεγάλη ἐπὶ ἐνιαυτὸν ἕναmiddot

16 καὶ τόδε τὸ παιδίον τὸ γεννηθὲν καταλειφθήσεται καὶ τρία αὐτοῦ

τέκνα σωθήσεται ἀποθανόντων τῶν ἐπὶ τῆς γῆςmiddot

17b καὶ πραϋνεῖ τὴν γῆν ἀπὸ τῆς οὔσης ἐν αὐτῇ φθορᾶς

18 καὶ νῦν λέγε Λάμεχ ὅτι τέκνον σού ἐστιν δικαίως καὶ ὁσίως [καὶ]

κάλεσον αὐτοῦ τὸ ὄνομα [Νῶε]middot αὐτὸς γὰρ ἔσται ὑμῶν κατάλειμμα ἐφrsquo οὗ

ἂν καταπαύσητε καὶ laquoοἱraquo υἱοὶ αὐτοῦ ἀπὸ τῆς φθορᾶς τῆς γῆς καὶ ἀπὸ

πάντων τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ ἀπὸ πασῶν τῶν συντελειῶν ἐπὶ τῆς γῆς

Four lines are lost

19 ὑπέδειξέν μοι καὶ ἐμήνυσεν καὶ ἐν ταῖς πλαξὶν τοῦ οὐρανοῦ ἀνέγνων

αὐτά

CVII

1 τότε τεθέαμαι τὰ ἐγγεγραμμένα ἐπrsquo αὐτῶν ὅτι γενεὰ γενεᾶς κακ[ίων

ἔσται] καὶ εἶδον τόδε μέχρις τοῦ ἀνας[τῆναι] γενεὰν δικαιοσύνης καὶ ἡ

κακία ἀπολεῖται καὶ ἡ ἁμαρτία ἀλλάξει ἀπὸ τῆς γῆς καὶ τὰ ἀγαθὰ ἥξει ἐπὶ

τῆς γῆς ἐπrsquo αὐτούς

2 καὶ νῦν ἀπότρεχε τέκνον καὶ σήμανον Λάμεχ τῷ υἱῷ σου ὅτι τὸ παιδίον

τοῦτο τὸ γεννηθὲν τέκνον αὐτοῦ ἐστιν δικαίως καὶ οὐ ψευδῶς

3 καὶ ὅτε ἤκουσεν Μαθουσάλεκ τοὺς λόγους Ἑνὼχ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ

μυστηριακῶς γὰρ ἐδήλωσεν αὐτῷ [ἐπέστρεψεν καὶ ἐδήλωσεν αὐτῷ] καὶ

ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτοῦ Νῶε εὐφραίνων τὴν γῆν ἀπὸ τῆς ἀπωλείας

Liber Enoch

Apocalypsis Henochi Graece

(recensio ap Syncellum)

(ed M Black)

Pseudepigrapha veteris testamenti Graece 3

Leiden Brill 1970 pp 21ndash26 29ndash30 32ndash33 37

VI

ἐκ τοῦ πρώτου βιβλίου Ἐνὼχ περὶ τῶν ἐγρηγόρων

1 καὶ ἐγένετο ὅτε ἐπληθύνθησαν οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων ἐγεννήθησαν

αὐτοῖς θυγατέρες ὡραῖαι

2 καὶ ἐπεθύμησαν αὐτὰς οἱ ἐγρήγοροι καὶ ἀπεπλανήθησαν ὀπίσω αὐτῶν

καὶ εἶπον πρὸς ἀλλήλους ἐκλεξώμεθα ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ τῶν

θυγατέρων τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς

3 καὶ εἶπε Σεμιαζᾶς ὁ ἄρχων αὐτῶν πρὸς αὐτούς φοβοῦμαι μὴ οὐ

θελήσητε (Go θελήσετε) ποιῆσαι τὸ πρᾶγμα τοῦτο καὶ ἔσομαι ἐγὼ μόνος

ὀφειλέτης ἁμαρτίας μεγάλης

4 καὶ ἀπεκρίθησαν αὐτῷ πάντες καὶ εἶπον ὀμόσωμεν ἅπαντες ὅρκῳ καὶ

ἀναθεματίσωμεν ἀλλήλους τοῦ μὴ ἀποστρέψαι τὴν γνώμην ταύτην

35

μέχρις οὗ ἀποτελέσωμεν αὐτήν

5 τότε πάντες ὤμοσαν ὁμοῦ καὶ ἀνεθεμάτισαν ἀλλήλους

6 ἦσαν δὲ οὗτοι διακόσιοι οἱ καταβάντες ἐν ταῖς ἡμέραις Ἰάρεδ εἰς τὴν

κορυφὴν τοῦ Ἑρμονιεὶμ (Go κορυφὴν Ἑρμὼν) ὄρους καὶ ἐκάλεσαν τὸ ὄρος

Ἑρμώμ καθότι ὤμοσαν (Go ομοσαν) καὶ ἀνεθεμάτισαν ἀλλήλους ἐν αὐτῷ

7 καὶ ταῦτα τὰ ὀνόματα τῶν ἀρχόντων αὐτῶν αacute Σεμιαζᾶς ὁ ἄρχων

αὐτῶν βacute Ἀταρκούφ γacute Ἀρακιήλ δacute Χωβαβιήλ εacute Ὀραμμαμή Ϛacute Ῥαμιήλ ζacute

Σαμψίχ ηacute Ζακιήλ θacute Βαλκιήλ ιacute Ἀζαλζήλ ιαacute Φαρμαρός ιβacute Ἀμαριήλ ιγacute

Ἀναγημάς ιδacute Θαυσαήλ ιεacute Σαμιήλ ιϚacute Σαρινᾶς ιζacute Εὐμιήλ (Par gr 1711 ὁ

Εὐμιήλ) ιηacute Τυριήλ ιθacute Ἰουμιήλ κacute Σαριήλ

VII

1 Οὗτοι καὶ οἱ λοιποὶ πάντες ἐν τῷ χιλιοστῷ ἑκατοστῷ ἑβδομηκοστῷ ἔτει

τοῦ κόσμου ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας καὶ ἤρξαντο μιαίνεσθαι ἐν αὐταῖς

ἕως τοῦ κατακλυσμοῦ καὶ ἔτεκον αὐτοῖς γένη τρίαmiddot πρῶτον γίγαντας

μεγάλους

2 οἱ δὲ γίγαντες ἐτέκνωσαν Ναφηλείμ καὶ τοῖς Ναφηλεὶμ ἐγεννήθησαν

Ἐλιούδ καὶ ἦσαν αὐξανόμενοι κατὰ τὴν μεγαλειότητα αὐτῶν καὶ

ἐδίδαξαν ἑαυτοὺς καὶ τὰς γυναῖκας ἑαυτῶν φαρμακείας καὶ ἐπαοιδίας

VIII

1 Πρῶτος Ἀζαὴλ ὁ δέκατος τῶν ἀρχόντων ἐδίδαξε ποιεῖν μαχαίρας καὶ

θώρακας καὶ πᾶν σκεῦος πολεμικόν καὶ τὰ μέταλλα τῆς γῆς καὶ τὸ

χρυσίον πῶς ἐργάσωνται καὶ ποιήσωσιν αὐτὰ κόσμια ταῖς γυναιξί καὶ τὸν

ἄργυρον ἔδειξε δὲ αὐτοῖς καὶ τὸ στίλβειν καὶ τὸ καλλωπίζειν καὶ τοὺς

ἐκλεκτοὺς λίθους καὶ τὰ βαφικάmiddot καὶ ἐποίησαν ἑαυτοῖς οἱ υἱοὶ τῶν

ἀνθρώπων καὶ ταῖς θυγατράσιν αὐτῶν καὶ παρέβησαν καὶ ἐπλάνησαν

τοὺς ἁγίους

2 καὶ ἐγένετο ἀσέβεια πολλὴ ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἠφάνισαν τὰς ὁδοὺς αὐτῶν

3 ἔτι δὲ καὶ ὁ πρώταρχος αὐτῶν Σεμιαζᾶς ἐδίδαξεν εἶναι ὀργὰς κατὰ τοῦ

νοός καὶ ῥίζας βοτανῶν τῆς γῆς ὁ δὲ ἑνδέκατος Φαρμαρὸς ἐδίδαξε

φαρμακείας ἐπαοιδίας σοφίας καὶ ἐπαοιδῶν λυτήριαmiddot ὁ ἔνατος ἐδίδαξεν

ἀστροσκοπίανmiddot ὁ δὲ τέταρτος ἐδίδαξεν ἀστρολογίανmiddot ὁ δὲ ὄγδοος ἐδίδαξεν

ἀεροσκοπίανmiddot ὁ δὲ τρίτος ἐδίδαξε τὰ σημεῖα τῆς γῆςmiddot ὁ δὲ ἕβδομος ἐδίδαξε

τὰ σημεῖα τοῦ ἡλίουmiddot ὁ δὲ εἰκοστὸς ἐδίδαξε τὰ σημεῖα τῆς σελήνηςmiddot πάντες

οὗτοι ἤρξαντο ἀνακαλύπτειν τὰ μυστήρια ταῖς γυναιξὶν αὐτῶν καὶ τοῖς

τέκνοις αὐτῶν μετὰ δὲ ταῦτα ἤρξαντο οἱ γίγαντες κατεσθίειν τὰς σάρκας

τῶν ἀνθρώπων

4 καὶ ἤρξαντο οἱ ἄνθρωποι ἐλαττοῦσθαι ἐπὶ τῆς γῆς

VIII col I

4 οἱ δὲ λοιποὶ ἐβόησαν εἰς τὸν οὐρανὸν περὶ τῆς κακώσεως αὐτῶν

λέγοντες εἰσενεχθῆναι τὸ μνημόσυνον αὐτῶν ἐνώπιον κυρίου

VIII col II

4 Τότε ἐβόησαν οἱ ἄνθρωποι εἰς τὸν οὐρανὸν λέγοντες Εἰσαγάγετε τὴν

κρίσιν ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον καὶ τὴν ἀπώλειαν ἡμῶν ἐνώπιον τῆς δόξης

τῆς μεγάλης ἐνώπιον τοῦ κυρίου τῶν κυρίων πάντων τῇ μεγαλωσύνῃ

IX col I

1 Καὶ ἀκούσαντες οἱ τέσσαρες μεγάλοι ἀρχάγγελοι Μιχαὴλ καὶ Οὐριὴλ

καὶ Ῥαφαὴλ καὶ Γαβριὴλ (καὶ Par gr 1711) παρέκυψαν ἐπὶ τὴν γῆν ἐκ τῶν

ἁγίων τοῦ οὐρανοῦ

2 καὶ θεασάμενοι αἷμα πολὺ ἐκκεχυμένον ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πᾶσαν ἀσέβειαν

καὶ ἀνομίαν γενομένην ἐπrsquo αὐτῆς

36

3 εἰσελθόντες εἶπον πρὸς ἀλλήλους ὅτι Τὰ πνεύματα καὶ αἱ ψυχαὶ τῶν

ἀνθρώπων στενάζουσιν ἐντυγχάνοντα καὶ λέγοντα ὅτι Εἰσαγάγετε τὴν

κρίσιν ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον καὶ τὴν ἀπώλειαν ἡμῶν ἐνώπιον τῆς δόξης

τῆς μεγαλωσύνης ἐνώπιον τοῦ κυρίου τῶν κυρίων πάντων τῇ

μεγαλωσύνῃ

4 καὶ εἶπον τῷ κυρίῳ τῶν αἰώνων Σὺ εἶ ὁ θεὸς τῶν θεῶν καὶ κύριος τῶν

κυρίων καὶ ὁ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ θεὸς τῶν αἰώνων καὶ ὁ

θρόνος τῆς δόξης σου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν αἰώνων καὶ τὸ ὄνομά σου

ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

IX col II

1 Καὶ ἀκούσαντες οἱ τέσσαρες μεγάλοι ἀρχάγγελοι Μιχαὴλ καὶ Οὐριὴλ

καὶ Ῥαφαὴλ καὶ Γαβριὴλ παρέκυψαν (= οἱ ltδgt Par gr 1711) ἐπὶ τὴν γῆν ἐκ

τῶν ἁγίων τοῦ οὐρανοῦ

2 καὶ θεασάμενοι αἷμα πολὺ ἐκκεχυμένον ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πᾶσαν ἀνομίαν

καὶ ἀσέβειαν γινομένην ἐπrsquo αὐτῆς

3 εἰσελθόντες εἶπον πρὸς ἀλλήλους ὅτι Τὰ πνεύματα καὶ αἱ ψυχαὶ τῶν

ἀνθρώπων ἐντυγχάνουσι στενάζοντα καὶ λέγοντα Εἰσαγάγετε τὴν δέησιν

ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον

4 καὶ προσελθόντες οἱ τέσσαρες ἀρχάγγελοι εἶπον τῷ κυρίῳ Σὺ εἶ ὁ θεὸς

τῶν θεῶν καὶ κύριος τῶν κυρίων καὶ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ θεὸς

τῶν ἀνθρώπων καὶ ὁ θρόνος τῆς δόξης σου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν

αἰώνων καὶ τὸ ὄνομά σου ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

καὶ τὸ ὄνομά σου ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

IX

4 add post αἰῶνας καὶ τὰ ἑξῆς τότε ὁ ὕψιστος ἐκέλευσε τοῖς ἁγίοις

ἀρχαγγέλοις καὶ ἔδησαν τοὺς ἐξάρχους αὐτῶν καὶ ἔβαλον (ἔβαλλον Par

gr 1711) αὐτοὺς εἰς τὴν ἄβυσσον ἕως τῆς κρίσεως καὶ τὰ ἑξῆς καὶ ταῦτα

μὲν ὁ Ἐνὼχ μαρτυρεῖ

5 σὺ γὰρ εἶ ὁ ποιήσας τὰ πάντα καὶ πάντων τὴν ἐξουσίαν ἔχων καὶ πάντα

ἐνώπιόν σου φανερὰ καὶ ἀκάλυπταmiddot καὶ πάντα ὁρᾷς καὶ οὐκ ἔστιν ὃ

κρυβῆναί σε δύναται

6 ὁρᾷς ὅσα ἐποίησεν Ἀζαὴλ καὶ (om Par gr 1711) ὅσα εἰσήνεγκεν (add

καὶ Par gr 1711) ὅσα ἐδίδαξεν ἀδικίας καὶ ἁμαρτίας ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πάντα

δόλον ἐπὶ τῆς ξηρᾶς ἐδίδαξε γὰρ τὰ μυστήρια καὶ ἀπεκάλυψε τῷ αἰῶνι τὰ

ἐν οὐρανῷ ἐπιτηδεύουσιν δὲ τὰ ἐπιτηδεύματα αὐτοῦ εἰδέναι τὰ μυστήρια

οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων

7 τῷ Σεμιαζᾷ τὴν ἐξουσίαν ἔδωκας ἔχειν τῶν σὺν αὐτῷ ἅμα ὄντων

8 καὶ ἐπορεύθησαν πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς καὶ

συνεκοιμήθησαν μετrsquo αὐτῶν καὶ ἐν ταῖς θηλείαις ἐμιάνθησαν καὶ

ἐδήλωσαν αὐταῖς πάσας τὰς ἁμαρτίας καὶ ἐδίδαξαν αὐτὰς μίσητρα

(μίσιτρα Par gr 1711) ποιεῖν

9 καὶ νῦν ἰδοὺ αἱ θυγατέρες τῶν ἀνθρώπων ἔτεκον ἐξ αὐτῶν υἱοὺς

γίγανταςmiddot κίβδηλα ἐπὶ τῆς (om Go) γῆς τῶν ἀνθρώπων ἐκκέχυται καὶ ὅλη

ἡ γῆ ἐπλήσθη ἀδικίας

10 καὶ νῦν ἰδοὺ τὰ πνεύματα τῶν ψυχῶν τῶν ἀποθανόντων ἀνθρώπων

ἐντυγχάνουσιν καὶ μέχρι τῶν πυλῶν τοῦ οὐρανοῦ ἀνέβη ὁ στεναγμὸς

αὐτῶν καὶ οὐ δύναται ἐξελθεῖν ἀπὸ προσώπου τῶν ἐπὶ τῆς γῆς γινομένων

ἀδικημάτων

11 καὶ σὺ αὐτὰ οἶδας πρὸ τῶν (τοῦ recte Par gr 1711) αὐτὰ γενέσθαι καὶ

ὁρᾷς αὐτοὺς καὶ ἐᾷς αὐτούς καὶ οὐδὲν λέγεις τί δεῖ ποιῆσαι αὐτοὺς (om

37

Go) περὶ τούτου

X

1 Τότε ὁ ὕψιστος εἶπε καὶ ὁ ἅγιος ὁ μέγας ἐλάλησε καὶ ἔπεμψε τὸν Οὐριὴλ

πρὸς τὸν υἱὸν (Go τοῦ) Λάμεχ λέγων

2 Πορεύου πρὸς τὸν Νῶε καὶ εἶπον αὐτῷ τῷ ἐμῷ ὀνόματι Κρύψον σεαυτόν

καὶ δήλωσον αὐτῷ τέλος ἐπερχόμενον ὅτι ἡ γῆ ἀπόλλυται πᾶσαmiddot καὶ εἶπον

αὐτῷ ὅτι κατακλυσμὸς μέλλει γίνεσθαι πάσης τῆς γῆς ἀπολέσαι πάντα

ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς

3 δίδαξον τὸν δίκαιον τί ποιήσει τὸν υἱὸν Λάμεχ καὶ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ εἰς

ζωὴν συντηρήσει καὶ ἐκφεύξεται διrsquo αἰῶνος καὶ ἐξ αὐτοῦ φυτευθήσεται

φύτευμα καὶ σταθήσεται πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

4 Καὶ τῷ Ῥαφαὴλ εἶπε Πορεύου Ῥαφαήλ καὶ δῆσον τὸν Ἀζαήλmiddot χερσὶ καὶ

ποσὶ συμπόδισον αὐτόν καὶ ἔμβαλε αὐτὸν εἰς τὸ σκότος καὶ ἄνοιξον τὴν

ἔρημον τὴν οὖσαν ἐν τῇ ἐρήμῳ Δουδαήλ καὶ ἐκεῖ πορευθεὶς βάλε αὐτόν

5 καὶ ὑπόθες αὐτῷ λίθους ὀξεῖς καὶ (om Go) λίθους τραχεῖς καὶ

ἐπικάλυψον αὐτῷ σκότος καὶ οἰκησάτω ἐκεῖ εἰς τὸν αἰῶνα καὶ τὴν ὄψιν

αὐτοῦ πώμασον καὶ φῶς μὴ θεωρείτωmiddot

6 καὶ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως ἀπαχθήσεται εἰς τὸν ἐμπυρισμὸν τοῦ

πυρός

7 καὶ ἴασαι τὴν γῆν ἣν ἠφάνισαν οἱ ἐγρήγοροι καὶ τὴν ἴασιν τῆς πληγῆς

δήλωσον ἵνα ἰάσωνται τὴν πληγὴν καὶ μὴ ἀπόλωνται πάντες οἱ υἱοὶ τῶν

ἀνθρώπων ἐν τῷ μυστηρίῳ ὃ εἶπον οἱ ἐγρήγοροι καὶ ἐδίδαξαν τοὺς υἱοὺς

τῶν ἀνθρώπων

8 καὶ ἠρημώθη πᾶσα ἡ γῆ ἐν τοῖς ἔργοις τῆς διδασκαλίας Ἀζαήλmiddot καὶ ἐπrsquo

αὐτῇ γράψον πάσας τὰς ἁμαρτίας

9 Καὶ τῷ Γαβριὴλ εἶπε Πορεύου Γαβριήλ ἐπὶ τοὺς γίγαντας ἐπὶ τοὺς

κιβδήλους ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς πορνείας καὶ ἀπόλεσαν τοὺς υἱοὺς τῶν

ἐγρηγόρων ἀπὸ τῶν υἱῶν τῶν ἀνθρώπωνmiddot πέμψον αὐτοὺς εἰς ἀλλήλους ἐξ

αὐτῶν εἰς αὐτούς ἐν πολέμῳ καὶ ἐν ἀπωλείᾳ καὶ μακρότης ἡμερῶν οὐκ

ἔσται αὐτοῖς

10 καὶ πᾶσα ἐρώτησις οὐκ ἔστι τοῖς πατράσιν αὐτῶν ὅτι ἐλπίζουσι ζῆσαι

ζωὴν αἰώνιον καὶ ὅτι ζήσεται ἕκαστος αὐτῶν ἔτη πεντακόσια

11 καὶ τῷ Μιχαὴλ εἶπε Πορεύου Μιχαήλ δῆσον Σεμιαζᾶν καὶ τοὺς ἄλλους

σὺν αὐτῷ τοὺς συμμιγέντας ταῖς θυγατράσι τῶν ἀνθρώπων τοῦ μιανθῆναι

ἐν αὐταῖς ἐν τῇ ἀκαθαρσίᾳ αὐτῶν

12 καὶ ὅταν κατασφαγῶσιν οἱ υἱοὶ αὐτῶν καὶ ἴδωσι τὴν ἀπώλειαν τῶν

ἀγαπητῶν αὐτῶν δῆσον αὐτοὺς ἐπὶ ἑβδομήκοντα γενεὰς εἰς τὰς νάπας

τῆς γῆς μέχρι ἡμέρας κρίσεως αὐτῶν μέχρι ἡμέρας τελειώσεως τελεσμοῦ

ἕως συντελεσθῇ κρίμα τοῦ αἰῶνος τῶν αἰώνων

13 τότε ἀπενεχθήσονται εἰς τὸ χάος τοῦ πυρὸς καὶ εἰς τὴν βάσανον καὶ εἰς

τὸ δεσμωτήριον τῆς συγκλείσεως τοῦ αἰῶνος

14 καὶ ὃς ἂν κατακρίθῃ καὶ ἀφανισθῇ ἀπὸ τοῦ νῦν μετrsquo αὐτῶν δεθήσεται

(δεηθήσεται recte Par gr 1711) μέχρι τελειώσεως γενεᾶς αὐτῶν

περὶ δὲ τοῦ ὄρους ἐν ᾧ ὤμοσαν καὶ ἀνεθεμέτισαν πρὸς τὸν πλησίον αὐτῶν

ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα οὐ μὴ ἀποστῇ ἀπrsquo αὐτοῦ ψῦχος καὶ χιὼν καὶ πάχνη καὶ

δρόσος οὐ μὴ καταβῇ εἰς αὐτό εἰ μὴ εἰς κατάραν καταβήσεται ἐπrsquo αὐτό

μέχρις ἡμέρας κρίσεως τῆς μεγάλης ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ κατακαυθήσεται

καὶ ταπεινωθήσεται καὶ ἔσται κατακαιόμενον καὶ τηκόμενον ὡς κηρὸς

ἀπὸ πυρός οὕτως κατακαήσεται περὶ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ καὶ νῦν

ἐγὼ λέγω ὑμῖν υἱοῖς ἀνθρώπων Ὀργὴ μεγάλη καθrsquo ὑμῶν laquoκαὶraquo κατὰ τῶν

38

υἱῶν ὑμῶν καὶ οὐ παύσεται ἡ ὀργὴ αὕτη ἀφrsquo ὑμῶν μέχρι καιροῦ σφαγῆς

τῶν υἱῶν ὑμῶν καὶ ἀπολοῦνται οἱ ἀγαπητοὶ ὑμῶν καὶ ἀποθανοῦνται οἱ

ἔντιμοι ὑμῶν ἀπὸ πάσης τῆς γῆς ὅτι πᾶσαι αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς αὐτῶν ἀπὸ

τοῦ νῦν οὐ μὴ ἔσονται πλείω τῶν ἑκατὸν εἴκοσιν ἐτῶν καὶ μὴ δόξητε ἔτι

ζῆσαι ἐπὶ πλείονα ἔτηmiddot οὐ γάρ ἐστιν ἐπrsquo αὐτοῖς πᾶσα ὁδὸς ἐκφεύξεως ἀπὸ

τοῦ νῦν διὰ τὴν ὀργὴν ἣν ὠργίσθη ὑμῖν ὁ βασιλεὺς πάντων τῶν αἰώνωνmiddot

μὴ νομίσητε ὅτι ἐκφεύξεσθε ταῦτα

XV

8 Καὶ νῦν οἱ γίγαντες οἱ γεννηθέντες ἀπὸ πνευμάτων καὶ σαρκὸς

πνεύματα πονηρὰ ἐπὶ τῆς γῆς καλέσουσιν αὐτούς ὅτι ἡ κατοίκησις αὐτῶν

ἔσται ἐπὶ τῆς γῆς

9 πνεύματα πονηρὰ ἔσονται τὰ πνεύματα ἐξεληλυθότα ἀπὸ τοῦ σώματος

τῆς σαρκὸς αὐτῶν διότι ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων ἐγένοντο καὶ ἐκ τῶν ἁγίων

τῶν ἐγρηγόρων ἡ ἀρχὴ τῆς κτίσεως αὐτῶν καὶ ἀρχὴ θεμελίουmiddot πνεύματα

πονηρὰ

10 ἐπὶ τῆς γῆς ἔσονται

11 τὰ πνεύματα τῶν γιγάντων νεμόμενα ἀδικοῦντα ἀφανίζοντα

ἐμπίπτοντα καὶ συμπαλαίοντα καὶ ῥιπτοῦντα ἐπὶ τῆς γῆς καὶ δρόμους

ποιοῦντα καὶ μηδὲν ἐσθίοντα ἀλλrsquo ἀσιτοῦντα καὶ ῥιπτοῦντα καὶ φάσματα

ποιοῦντα καὶ διψῶντα καὶ προσκόπτοντα

12 καὶ ἐξαναστήσονται τὰ πνεύματα ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων καὶ

τῶν γυναικῶν ὅτι ἐξ αὐτῶν ἐξεληλύθασι

XVI

1 Καὶ ἀπὸ ἡμέρας καιροῦ σφαγῆς καὶ ἀπωλείας καὶ θανάτου τῶν

γιγάντων ναφηλείμ οἱ ἰσχυροὶ τῆς γῆς οἱ μεγάλοι ὀνομαστοί τὰ

πνεύματα τὰ ἐκπορευόμενα ἀπὸ τῆς ψυχῆς αὐτῶν ὡς ἐκ τῆς σαρκὸς

ἔσονται ἀφανίζοντα χωρὶς κρίσεωςmiddot οὕτως ἀφανίσουσι μέχρις ἡμέρας τῆς

τελειώσεως ἕως τῆς κρίσεως τῆς μεγάλης ἐν ᾗ (ᾧ Par gr 1711) ὁ αἰὼν ὁ

μέγας τελεσθήσεται

XIX

3 ἀνθρώπων ὡς ἐγὼ εἶδον

XX

2 ὁ εἷς τῶν ἁγίων ὁ ἐπὶ τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ταρτάρου

3 Ῥαφαὴλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων τῶν ἀνθρώπων

4 Ῥαγουήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐκδικῶν τὸν κόσμον τῶν

φωστήρων

5 Μιχαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς ἐπὶ τῶν τοῦ λαοῦ ἀγαθῶν τέτακται

καὶ ἐπὶ τῷ χαῷ

6 Σαριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων οἵτινες ἐπὶ τῷ

πνεύματι ἁμαρτάνουσιν

7 Γαβριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τοῦ παραδείσου καὶ τῶν

δρακόντων καὶ χερουβίν Ῥεμειήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃν ἔταξεν ὁ

θεὸς ἐπὶ τῶν ἀνισταμένων ὀνόματα ζacute ἀρχαγγέλων

XXI

1 Καὶ ἐφώδευσα μέχρι τῆς ἀκατασκευάστου

2 καὶ ἐκεῖ ἐθεασάμην ἔργον φοβερόν ἑώρακα οὔτε οὐρανὸν ἐπάνω οὔτε

γῆν τεθεμελιωμένην ἀλλὰ τόπον ἀκατασκεύαστον καὶ φοβερόν

3 καὶ ἐκεῖ τεθέαμαι ζacute ἀστέρας τοῦ οὐρανοῦ δεδεμένους καὶ ἐριμμένους ἐν

αὐτῷ ὁμοῦ ὁμοίους ὁράσει μεγάλῃ καὶ ἐν πυρὶ καιομένους

4 τότε εἶπον Διὰ ποίαν αἰτίαν ἐπεδέθησαν καὶ διὰ ποίαν αἰτίαν ἐρίφησαν

39

ὧδε

5 καὶ εἶπέν μοι Οὐριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ μετrsquo

ἐμοῦ ὤν - καὶ

αὐτὸς αὐτῶν ἡγεῖτο - καὶ εἶπέν μοι Ἑνώχ περὶ τίνος

ἐρωτᾷς ἢ περὶ τίνος

τὴν ἀλήθειαν φιλοσπευδεῖς

6 οὗτοί εἰσιν τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ οἱ παραβάντες

τὴν ἐπιταγὴν τοῦ

κυρίου καὶ ἐδέθησαν ὧδε μέχρι πληρωθῆναι μύρια ἔτη

τὸν χρόνον τῶν

ἁμαρτημάτων αὐτῶν

7 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον τούτου

φοβερώτερον καὶ τεθέαμαι

ἔργα φοβεράmiddot πῦρ μέγα ἐκεῖ καιόμενον καὶ φλεγόμενον καὶ διακοπὴν

εἶχεν ὁ τόπος ἕως τῆς ἀβύσσου πλήρης στύλων πυρὸς μεγάλων

καταφερομένωνmiddot οὔτε μέτρον οὔτε μέγεθος ἠδυνήθην ἰδεῖν οὔτε εἰκάσαι

8 τότε εἶπον Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος οὗτος καὶ ὡς δεινὸς τῇ ὁράσει

9 τότε ἀπεκρίθη μοι καὶ εἶπεν

Incert

1 παρὰ (Par gr 1711 Go περὶ) δὲ τοῦ ὄρους ἐν ᾧ ὤμοσαν καὶ

ἀνεθεμάτισαν πρὸς τὸν πλησίον αὐτῶν ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα οὐ μὴ ἀποστῇ

ἀπrsquo αὐτοῦ ψῦχος καὶ χιὼν καὶ πάχνη καὶ δρόσος οὐ μὴ καταβῇ εἰς αὐτό εἰ

μὴ εἰς κατάραν καταβήσεται ἐπrsquo (Go εἰς) αὐτό μέχρις ἡμέρας κρίσεως τῆς

μεγάλης

2 ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ κατακαυθήσεται καὶ (Go om) ταπεινωθήσεται καὶ

ἔσται κατακαιόμενον καὶ τηκόμενον ὡς κηρὸς ἀπὸ πυρός οὕτως

κατακαήσεται περὶ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ

3 καὶ νῦν ἐγὼ λέγω ὑμῖν υἱοῖς ἀνθρώπων Ὀργὴ μεγάλη καθrsquo ὑμῶν κατὰ

τῶν υἱῶν ὑμῶνmiddot καὶ οὐ παύσεται ἡ ὀργὴ αὕτη ἀφrsquo ὑμῶν μέχρι καιροῦ

σφαγῆς τῶν υἱῶν ὑμῶν

4 καὶ ἀπολοῦνται οἱ ἀγαπητοὶ ὑμῶν καὶ ἀποθανοῦνται οἱ ἔντιμοι ὑμῶν

ἀπὸ πάσης τῆς γῆς ὅτι πᾶσαι αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς αὐτῶν ἀπὸ τοῦ νῦν οὐ μὴ

ἔσονται πλείω τῶν ἑκατὸν εἴκοσιν ἐτῶν

5 καὶ μὴ δόξητε ἔτι ζῆσαι ἐπὶ πλείονα ἔτηmiddot οὐ γάρ ἐστιν ἐπrsquo αὐτοῖς πᾶσα

ὁδὸς ἐκφεύξεως ἀπὸ τοῦ νῦν διὰ τὴν ὀργὴν ἣν ὠργίσθη ὑμῖν ὁ βασιλεὺς

πάντων τῶν αἰώνωνmiddot μὴ νομίσητε ὅτι ἐκφεύξεσθε ταῦτα

Περί των γιγάντων

καὶ ἦν νωε ἐτῶν πεντακοσίων καὶ ἐγέννησεν νωε τρεῖς υἱούς τὸν σημ τὸν χαμ τὸν

ιαφεθκαὶ ἐγένετο ἡνίκα ἤρξαντο οἱ ἄνθρωποι πολλοὶ γίνεσθαι ἐπὶ τῆς γῆς καὶ θυγατέρες

ἐγενήθησαν αὐτοῖς 2ἰδόντες δὲ οἱ υἱοὶ τοῦ θεοῦ τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων ὅτι καλαί

εἰσιν ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ πασῶν ὧν ἐξελέξαντο 3καὶ εἶπεν κύριος ὁ θεός οὐ

μὴ καταμείνῃ τὸ πνεῦμά μου ἐν τοῖς ἀνθρώποις τούτοις εἰς τὸν αἰῶνα διὰ τὸ εἶναι

αὐτοὺς σάρκας ἔσονται δὲ αἱ ἡμέραι αὐτῶν ἑκατὸν εἴκοσι ἔτη 4οἱ δὲ γίγαντες ἦσαν ἐπὶ

τῆς γῆς ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις καὶ μετ ἐκεῖνο ὡς ἂν εἰσεπορεύοντο οἱ υἱοὶ τοῦ

θεοῦ πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων καὶ ἐγεννῶσαν ἑαυτοῖς ἐκεῖνοι ἦσαν οἱ

γίγαντες οἱ ἀπ αἰῶνος οἱ ἄνθρωποι οἱ ὀνομαστοί

40

Παραθέτουμε ένα επεξηγηματικό κείμενο αναφορικά με τους γίγαντες από την

ιστοσελίδα httpwwwoodegrcom

laquoΕδώ πρόκειται για το θέμα στο οποίο αναφέρθηκε ο Ιησούς Χριστός στο

Ματθαίος κδ΄ 38 για τους προκατακλυσμιαίους ανθρώπους που ΄΄έτρωγαν και

έπιναν και παντρεύονταν΄΄ ώσπου ήρθε ο Κατακλυσμός Επ αυτών υπάρχουν

κάποιες παρατηρήσεις

1η παρατήρηση Το οριστικό άρθρο ΄΄οι΄΄ δείχνει ότι πρόκειται για κάποιους που

ήταν ήδη γνωστοί στους αναγνώστες της Γενέσεως προς τους οποίους απευθύνεται

ο Μωυσής δηλαδή προς τους Ισραηλίτες της εποχής του που λάβαιναν το Νόμο

2η παρατήρηση Το ότι ΄΄εν ταις ημέραις εκείναις ήσαν΄΄ υπονοεί 1 Είτε ότι δεν

υπήρχαν πλέον οι γίγαντες στη ΄΄γη΄΄ όταν γραφόταν η Γένεση δηλαδή κατά το 1500

πΧ 2 είτε ότι υπήρχαν και τότε

3η παρατήρηση Για ποια ΄΄γη΄΄ μιλάει 1 Είτε για τη συγκεκριμένη γη στην οποία

συνέβαιναν τα γεγονότα που αναγράφονται στα γύρω κεφάλαια (τη γη της

Μεσοποταμίας) 2 είτε γενικά για τη γύρω γη στην οποία είχαν επεκταθεί οι γίγαντες

και η φυλή Αδάμ Αυτό όμως δεν έχει σημασία καθώς η αναφορά γίνεται μόνο για

τον καιρό πρό τού Κατακλυσμού Είναι γεγονός όμως ότι στη γη Χαναάν οι

γίγαντες υπήρχαν και μετά από τον Κατακλυσμό

Αυτό φαίνεται στους Αριθμούς 13ιγ΄ 33 ΄΄και εκεί εωράκαμεν τους γίγαντας

(εβραϊκό Νεφιλείμ) και ήμεν ενώπιον αυτών ωσεί ακρίδες αλλά και ούτως ήμεν

ενώπιον αυτών΄΄

Αν αυτό φαίνεται παράξενο σε κάποιους που διδάχτηκαν ότι ο Κατακλυσμός ήταν

παγκόσμιος ας διαβάσουν τη μελέτη μας ΄΄Ήταν ο Κατακλυσμός Παγκόσμιος΄΄

Εκεί θα δουν τις Αγιογραφικές και ιστορικές αποδείξεις ότι επρόκειτο για έναν

τοπικό κατακλυσμό που έπληξε μόνο τη φυλή Αδάμ και μέλη μόνο των γύρω λαών

Επιβίωση από τον Κατακλυσμό

Το ότι οι Νεφιλείμ επεβίωσαν του Κατακλυσμού εξηγείται απλά

Είναι λογικό το ότι η φυλή των γιγάντων Νεφιλείμ δεν έμενε ολόκληρη στην

κοιλάδα της Μεσοποταμίας αλλά κάποιοι απ αυτούς διεσπάρησαν στις γύρω

περιοχές

Η Γένεση στο 7ζ΄ 20 γράφει ότι ο Κατακλυσμός είχε ύψος 15 πήχες (8- 9 μέτρα)

δηλαδή όσο χρειαζόταν για να καλύψει τις ψηλότερες περιοχές της χαμηλής

Μεσοποταμίας Όσοι όμως έμεναν στα ορεινά γύρω από την πληγείσα περιοχή

επεβίωσαν Άλλωστε ο Κατακλυσμός έγινε για τιμωρία της φυλής Αδάμ και όχι των

γύρω λαών όπως φαίνεται στη Γένεση 6ς΄ 5 - 7 όπου η λέξη που χρησιμοποιείται

στο Εβραϊκό κείμενο γι αυτούς με τους οποίους οργίστηκε ο Θεός είναι ΄΄Αδάμ΄΄

Για τους άλλους λαούς η Γένεση στο Εβραϊκό κείμενο χρησιμοποιεί άλλη λέξη

όπως φαίνεται στο Γένεσις 6ς΄ 4 [΄΄οι άνθρωποι (εβραϊκά ΄΄ενός΄΄) οι

ονομαστοί΄΄] και στο Γένεσις 13ιγ΄ 13 [΄΄οι δε άνθρωποι (εβραϊκά ΄΄ενός΄΄) οι εν

Σοδόμοις΄΄]

41

Μια τελευταία παρατήρηση ξεκινάει από το ίδιο εδάφιο της Γένεσης 6ς΄ 4 που λέει

΄΄Οι δε γίγαντες ήσαν επί τής γης εν ταις ημέραις εκείναις και μετ εκείνο ως αν

εισεπορεύοντο οι υιοί τού Θεού προς τας θυγατέρας τών ανθρώπων΄΄

Οι Νεφιλείμ λοιπόν υπήρχαν ακόμη ΄΄και μετά από εκείνο΄΄ το γεγονός που

περιγράφεται δηλαδή και μετά από την αύξηση του πληθυσμού στη

Μεσοποταμία Είναι λάθος να ταυτίζονται κατ ανάγκην οι Νεφιλείμ με τους γιους

των ισχυρών καθώς μια αβίαστη ανάγνωση του κειμένου δεν δείχνει τίποτα τέτοιο

Το μεταβατικό ΄΄δε΄΄ δείχνει ότι γίνεται λόγος για κάποιους άλλους και όχι για

τους γιούς των ισχυρών Οι γιοί των ισχυρών δεν είναι οι Νεφιλείμ αλλά οι ισχυροί

άνδρες της Μεσοποταμίας των άλλων φυλών που ζούσαν κοντά στη φυλή Αδάμ

Ίσως ο σκοπός του χωρίου είναι να δείξει ότι η φυλή των γιγάντων (η οποία

προβλημάτιζε τους Ισραηλίτες τον καιρό που ο Μωυσής έγραφε αυτά τα λόγια) ήταν

μια αρχαία φυλή σύγχρονη της επιμειξίας της φυλής Αδάμ με τους γιούς των

ισχυρών και ότι οι Νεφιλείμ επεβίωσαν ακόμη και μετά από την επιμειξία των

ισχυρών ανδρών της Μεσοποταμίας με τις ΄΄θυγατέρες Αδάμ΄΄ κατά την

προκατακλυσμιαία εποχή

Ίσως ακόμα η αναφορά αυτή να γίνεται για να δείξει ότι ο κατακλυσμός στρεφόταν

ειδικά κατά του λαού Αδάμ και όχι και των γύρω λαών εκ των οποίων

επεβίωσαν και οι Νεφιλείμ

Οι γίγαντες στην εποχή τού Ισραήλ

Σύμφωνα με την Αγία Γραφή η περιοχή στην οποία επεβίωσαν κάποιοι από τη

φυλή των γιγάντων Νεφιλείμ ήταν η Βασάν που ονομάζεται ΄΄γη γιγάντων΄΄

(Δευτερονόμιο γ΄ 13)

Πρόκειται για μία ορεινή περιοχή ανατολικά της Θάλασσας της Γαλιλαίας

κατάλληλη για επιβίωση των λαών της από τον Κατακλυσμό που έπληξε τη

Μεσοποταμία και το λαό Αδάμ (Όπως λέμε ΄΄λαός Ισραήλ΄΄)

Εκεί οι γίγαντες υπήρχαν όχι μόνο μετά από τον Κατακλυσμό αλλά και στις ημέρες

του Αβραάμ όπως φαίνεται στη Γένεση 14ιδ΄ 5 όπου λέει για τον Χοδολλογομόρ

και τους συμμάχους του ότι ΄΄κατέκοψαν τους γίγαντας τους εν Ασταρώθ

Καρναιν΄΄ στη Βασσάν

Και οι κατάσκοποι όμως των ημερών του Μωυσή βρήκαν τους Νεφιλείμ στη

Χαναάν όπως είδαμε στους Αριθμούς 13ιγ΄ 33 όπου μάλιστα ονομάζει τους

γίγαντες ΄΄Νεφιλείμ΄΄ Εκεί έχει μάλιστα και οριστικό άρθρο ΄΄τους Νεφιλείμ΄΄

πράγμα που δείχνει ότι δεν επρόκειτο για παρομοίωση αλλά για το γνωστό λαό

των Νεφιλείμ

Άλλα εδάφια όπως το Δευτερονόμιο 1α΄ 28 αναφερόμενο στο ίδιο γεγονός

ταυτίζει τους Νεφιλείμ με τους Ανακείμ που προφανώς ήταν απόγονοί τους

Με τους Ανακείμ συσχετίζει η Αγία Γραφή όλες τις φυλές γιγάντων που ζούσαν γύρω

από τη Θάλασσα της Γαλιλαίας όπως ήταν οι Ραφαείμ οι Εμμαίοι και οι

42

Ζουμζουμείμ τους οποίους εξολώθρευσαν οι απόγονοι του Λωτ (Δευτερονόμιο 2β΄

10112021)

Οι Ραφαείμ ήταν απόγονοι των Γιγάντων που επεβίωσαν από τον Κατακλυσμό και

δεν ήταν απόγονοι του Νώε καθώς δεν αναφέρονται στη Γένεση 10ι΄ όπου

αναφέρονται οι λαοί που κατάγονται από το Νώε Η σκέψη ότι ίσως να μην

αναφέρονται επειδή είναι πολύ νεώτεροι λαοί δεν ευσταθεί επειδή αναφέρονται στη

Γένεσις 14ιδ΄ 5 σαν λαός από την εποχή του Αβραάμ ακόμα και συνεπώς είναι

αρχαιότεροι λαοί από αυτούς που αναφέρονται ως απόγονοι του Νώε

Μετά από την εγκατάσταση των Ισραηλιτών στη Γη της Επαγγελίας οι υψηλόσωμες

αυτές φυλές εξολωθρεύτηκαν και δεν έμειναν Ανακείμ στο Ισραήλ Μόνο στη Γάζα

στη Γαθ και στην Άζωτο έμειναν αναμεμειγμένοι με τους Φιλισταίους (Ιησούς

Ναυή 11ια΄ 21 22)

Ένας απ αυτούς ήταν και ο Γολιάθ από τη Γαθ που σκοτώθηκε από τον Δαυίδ (Α΄

Σαμουήλ ιζ΄ 4 ΄΄Εξήλθεν Γολιάθ εκ της Γαθ΄΄)

Τον καιρό του Δαυίδ σκοτώθηκαν οι τελευταίοι γίγαντεςraquo1

1 httpwwwoodegrcomoodegenesiskatak1htm

43

Page 32: Η δημιουργία του κόσμου

32

καὶ εἶδον τὴν γραφὴν ἀναγκαίανmiddot ἔγνων τὰ γ[εγραμμέ]να ἐν αὐταῖς καὶ

ἐγκεκολαμμέν[α περὶ] ὑμῶν

3 ὅτι ἀγαθὰ καὶ ἡ χαρὰ καὶ ἡ τ[ιμὴ] ἡτοίμασται καὶ ἐγγέγραπται ταῖς

ψ[υχαῖς] τῶν ἀποθανόντων εὐσεβῶνmiddot

4 καὶ χαιρήσονται καὶ οὐ μὴ ἀπόλωνται τὰ πνεύματα αὐτῶν οὐδὲ τὸ

μνημόσυνον ἀπὸ προσώπου τοῦ μεγάλου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν

αἰώνων μὴ οὖν φοβεῖσθε τοὺς ὀνειδισμοὺς αὐτῶν

5 καὶ ὑμεῖς οἱ νεκροὶ τῶν ἁμαρτωλῶν ὅταν ἀποθάνητε ἐροῦσιν ἐφrsquo ὑμῖν

μακάριοι ἁμαρτωλοὶ πάσας τὰς ἡμέρας αὐτῶν ὅσας εἴδοσαν ἐν τῇ ζωῇ

αὐτῶν καὶ ἐνδόξως

6 ἀπεθάνοσαν καὶ κρίσις οὐκ ἐγενήθη ἐν τῇ ζωῇ αὐτῶν

7 αὐτοὶ ὑμεῖς γινώσκετε ὅτι εἰς ᾅδου κατάξουσιν τὰς ψυχὰς ὑμῶν

8 καὶ ἐκεῖ ἔσονται ἐν ἀνάγκῃ μεγάλῃ καὶ ἐν σκότει καὶ ἐν παγίδι καὶ ἐν

φλογὶ καιομένῃ καὶ εἰς κρίσιν μεγάλην εἰσελεύσονται αἱ ψυχαὶ ὑμῶν ἐν

πάσαις ταῖς γενεαῖς τοῦ αἰῶνος οὐαὶ ὑμῖν οὐκ ἔστιν ὑμῖν χαίρειν

9 μὴ γὰρ εἴπητε οἱ δίκαιοι ὅσιοι ὄντες ἐν τῇ ζωῇ τῶν ἡμερῶν τῆς θλίψεως

κόπους ἐκοπιάσαμεν καὶ ἀνηλώμεθα καὶ ὀλίγοι ἐγενήθημεν καὶ

ἀντιλήμπτορα οὐχ εὑρήκαμενmiddot

10 συντετριμμένοι καὶ ἀπολώλαμεν καὶ ἀπηλπίσμεθα καὶ μηκέτι εἰδέναι

σωτηρίαν ἡμέραν ἐξ ἡμέρας

11 ἠλπίσαμεν γενέσθαι κεφαλή ἐγενήθημεν κέρ[κοςmiddot ἐκο]πιάσαμεν

ἐργαζόμενοι καὶ τῶν ὀψωνίων οὐ κεκυριεύκαμεν ἐγενήθημεν κατάβρωμα

ἁμαρτωλῶν [οἱ ἄνο]μοι ἐβάρυναν ἐφrsquo ἡμᾶς τὸν ζυγόν

12 οἳ κυριεύουσιν οἱ ἐχθροὶ ἡμῶν ἐγκεντρίζουσιν ἡμᾶς καὶ περικλείουσιν

ἡμᾶςmiddot ἐζητήσαμεν πο[ῦ φύγωμεν] ἀπrsquo αὐτῶν ὅπως ἀναψύχ[ωμεν] three

lines are lost

14 ἐκράξαμεν ἐπὶ τοὺς καταβάλλοντας καὶ βιαζομένους ἡμᾶς καὶ τὰς

ἐντεύξεις ἡμῶν οὐκ ἀπεδέξαντο οὐδὲ ἐβούλοντο ἐπακοῦσαι τῆς φωνῆς

ἡμῶν

15 καὶ οὐκ ἀντελαμβάνοντο ἡμῶν οὐχ εὑρόντες κατὰ τῶν βιαζομένων καὶ

κατεσθόντων ἡμᾶς ἀλλὰ στερεοῦσιν αὐτοὺς ἐφrsquo ἡμᾶςmiddot ἀπέκτειναν ἡμᾶς

καὶ εἰς ὀλίγους ἤγαγον καὶ οὐχ ὑποδεικνύουσιν περὶ τῶν πεφονευμένων

ἡμῶν καὶ οὐκ ἀναμιμνήσκουσιν περὶ τῶν ἁμαρτωλῶν αὐτῶν τὰς

ἁμαρτίας αὐτῶν

XCVII

1 ὀμνύω ὑμῖν ὅτι οἱ ἄγγελοι ἐν τῷ οὐρανῷ ἀναμιμνήσκουσιν [ὑμῶν] εἰς

ἀγαθὸν ἐνώπιον τῆς δόξης τοῦ μεγάλου

2 θαρσεῖτε δὴ ὅτι ἐπαλαιώθητε ἐν τοῖς κακοῖς καὶ ἐν ταῖς θλίψεσινmiddot ὡσεὶ

φωστῆρες τοῦ οὐρανοῦ ἀναλάμψετε καὶ φανεῖτε αἱ θυρίδες τοῦ οὐρανοῦ

ἀνοιχθήσονται ὑμῖν

3ndash4 καὶ ἡ κραυγὴ ὑμῶν ἀκουσθήσεται καὶ ἡ κρίσις ὑμῶν ἣν κράζετε καὶ

φανεῖται ἐφrsquo ὅσα συλλαβήσεται ὑμῖν περὶ τῆς θλίψεως ὑμῶν καὶ ἐκ

πάντων ὅστις μετέσχεν τῶν βιαζομένων καὶ κατεσθόντων ὑμᾶς

5 [μὴ φοβεῖσθε] τὰ κακὰ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως τῆς μεγάλης καὶ οὐ μὴ

εὑρεθῆτε ὡς οἱ ἁμαρτωλοί [ἀλλrsquo ὑμεῖς οἱ ἁμαρτωλοὶ] σκυλήσεσθε καὶ

κρίσις αἰώνιος ἐξ ὑμῶν ἔσται εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν αἰώνων

6 μὴ φοβεῖσθε οἱ δίκαιοι ὅταν ἴδητε τοὺς ἁμαρτωλοὺς κατισχύοντας καὶ

εὐοδουμένους καὶ μὴ μέτοχοι αὐτῶν γίνεσθε ἀλλὰ μακρὰν ἀπέχεσθε ἀπὸ

πάντων τῶν ἀδικημάτων αὐτῶν

7 μὴ γὰρ εἴπητε οἱ ἁμαρτωλοὶ [ὅτι] οὐ μὴ ἐκζητηθῶσιν αἱ ἁμαρτίαι ὑμῶν

33

[ἐξ] ἡμερῶν

8 καὶ νῦν ἀποδεικνύω ὑμῖν ὅτι φῶς καὶ σκότος ἡμέρα καὶ νὺξ

ἐποπτεύουσιν τὰς ἁμαρτίας ὑμῶν πάσας

9 μὴ πλανᾶσθε τῇ καρδίᾳ ὑμῶν μηδὲ ψεύδεσθε μηδὲ ἐξαλλοιώσητε τοὺς

λόγους τῆς ἀληθείας μηδὲ καταψεύδεσθε τῶν [λόγων τοῦ] ἁγίου καὶ μὴ

δότε ἔπαινον ταῖς [εἰκόσιν ὑ]μῶνmiddot οὐ γὰρ εἰς δικαίωμα εἰσάγ[ουσιν πάντα

τὰ ψεύδ]η καὶ πᾶσα [ἡ πλάνη] Two lines are lost

10 τῆς ἀληθείας ἐξαλλοιοῦσιν καὶ ἀντιγράφουσιν οἱ ἁμαρτωλοὶ καὶ

ἀλλάσσουσιν τοὺς πολλούς καὶ ψεύδονται καὶ πλάσσουσιν πλάσματα

μεγάλα καὶ τὰς γραφὰς ἀναγράφουσιν ἐπὶ τοῖς ὀνόμασιν αὐτῶνmiddot

11 καὶ ὄφελον πάντας τοὺς λόγους μου γράφωσιν ἐπrsquo ἀληθείας ἐπὶ τὰ

ὀνόματα αὐτῶν καὶ μήτε ἀφέλωσιν μήτε ἀλλοιώσωσιν τῶν λόγων τούτων

ἀλλὰ πάντα ἐπrsquo ἀληθείας γράφωσιν ἃ ἐγὼ διαμαρτυροῦμαι αὐτοῖς

12 καὶ πάλιν ἐγὼ γινώσκω μυστήριον δεύτερον ὅτι δικαίοις καὶ ὁσίοις καὶ

φρονίμοις δοθήσονται αἱ βίβλοι μου εἰς χαρὰν ἀληθείας

13 καὶ αὐτοὶ πιστεύσουσιν αὐταῖς καὶ ἐν αὐταῖς χαρήσονται καὶ

ἀγαλλιάσονται πάντες οἱ δίκαιοι μαθεῖν ἐξ αὐτῶν πάσας τὰς ὁδοὺς τῆς

ἀληθείας

CVI

1 μετὰ δὲ χρόνον ἔλαβεν Μαθουσάλεκ τῷ υἱῷ μου γυναῖκα καὶ ἔτεκεν

υἱὸν καὶ ἐκάλεσεν τὸ ὄνομα αὐτοῦ Λάμεχ ἐταπεινώθη ἡ δικαιοσύνη μέχρι

τῆς ἡμέρας ἐκείνης καὶ ὅτε εἰς ἡλικίαν ἐπῆλθεν ἔλαβεν αὐτῷ γυναῖκα καὶ

ἔτεκεν αὐτῷ παιδίον

2 καὶ ὅτε ἐγεννήθη τὸ παιδίον ἦν τὸ σῶμα λευκότερον χιόνος καὶ

πυρρότερον ῥόδου τὸ τρίχωμα πᾶν λευκὸν καὶ ὡς ἔρια λευκὰ καὶ οὖλον

καὶ ἔνδοξον καὶ ὅτε ἀνέῳξεν τοὺς ὀφθαλμούς ἔλαμψεν ἡ οἰκία ὡσεὶ

ἥλιος

3 καὶ ἀνέστη ἐκ τῶν χειρῶν τῆς μαίας καὶ ἀνέῳξεν τὸ στόμα καὶ

εὐλόγησεν τῷ κυρίῳmiddot

4 καὶ ἐφοβήθη Λάμεχ ἀπrsquo αὐτοῦ καὶ ἔφυγεν καὶ ἦλθεν πρὸς Μαθουσάλεκ

τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ

5 τέκνον ἐγεννήθη μου ἀλλοῖον οὐχ ὅμοιον τοῖς ἀνθρώποις ἀλλὰ τοῖς

τέκνοις τῶν ἀγγέλων τοῦ οὐρανοῦ καὶ ὁ τύπος ἀλλοιότερος οὐχ ὅμοιος

ἡμῖνmiddot τὰ ὄμματά ἐστιν ὡς ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου καὶ ἔνδοξον τὸ πρόσωπονmiddot

6 καὶ ὑπολαμβάνω ὅτι οὐκ ἔστιν ἐξ ἐμοῦ ἀλλὰ ἐξ ἀγγέλου καὶ

εὐλαβοῦμαι αὐτὸν μήποτέ τι ἔσται ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ ἐν τῇ γῇ

7 καὶ παραιτοῦμαι π[άτερ καὶ] δέομαι βάδισον πρὸς Ἑνὼ[χ τὸν πατέρα

ἡμῶν καὶ ἐρώτησον] Two lines are lost

8 [ἦλθ]εν πρὸς ἐμὲ εἰς τὰ τέρματα τῆς γῆς οὗ [εἶδ]εν τότε εἶναι με καὶ

εἶπέν μοι πάτερ [μου] ἐπάκουσον τῆς φωνῆς μου καὶ ἧκε [πρὸς] ἐμέ καὶ

ἤκουσα τὴν φωνὴν αὐτοῦ καὶ ἦλθον πρὸς αὐτὸν καὶ εἶπα ἰδοὺ πάρειμι

τέκνονmiddot διὰ τί ἐλήλυθας πρὸς ἐμέ τέκνον

9 καὶ ἀπεκρίθη λέγων διrsquo ἀνάγκην μεγάλην ἦλθον ὧδε πάτερmiddot

10 καὶ νῦν ἐγεννήθη τέκνον Λάμεχ τῷ υἱῷ μου καὶ ὁ τύπος αὐτοῦ καὶ ἡ

εἰκὼν αὐτοῦ laquoοὐχ ὅμοιος ἀνθρώποις καὶ τὸ χρῶμα αὐτοῦraquo λευκότερον

χιόνος καὶ πυρρότερον ῥόδου καὶ τὸ τρίχωμα τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ

λευκότερον ἐρίων λευκῶν καὶ τὰ ὄμματα αὐτοῦ ἀφόμοια ταῖς τοῦ ἡλίου

ἀκτῖσιν

11 καὶ ἀνέστη ἀπὸ τῶν τῆς μαίας χειρῶν καὶ ἀνοίξας τὸ στόμα εὐλόγησεν

τὸν κύριον τοῦ αἰῶνοςmiddot

34

12 καὶ ἐφοβήθη ὁ υἱός μου Λάμεχ καὶ ἔφυγεν πρὸς ἐμέ καὶ οὐ πιστεύει ὅτι

υἱὸς αὐτοῦ ἐστιν ἀλλὰ ὅτι ἐξ ἀγγέλων one or two lines omitted τὴν

ἀκρίβειαν ἣν ἔχεις () καὶ τὴν ἀλήθειαν

13 τότε ἀπεκρίθην λέγων ἀνακαινίσει ὁ κύριος πρόσταγμα ἐπὶ τῆς γῆς

καὶ τὸν αὐτὸν τρόπον τέκνον τεθέαμαι καὶ ἐσήμανά σοιmiddot ἐν γὰρ τῇ γενεᾷ

Ἰάρεδ τοῦ πατρός μου παρέβησαν τὸν λόγον κυρίου ἀπὸ τῆς διαθήκης τοῦ

οὐρανοῦ

14 καὶ ἰδοὺ ἁμαρτάνουσιν καὶ παραβαίνουσιν τὸ ἔθος καὶ μετὰ γυναικῶν

συγγίνονται καὶ μετrsquo αὐτῶν ἁμαρτάνουσιν καὶ ἔγημαν ἐξ αὐτῶν

[καὶ τίκτουσιν οὐχ ὁμοίους πνεύμασιν ἀλλὰ σαρκίνους]middot

15 καὶ ἔσται ὀργὴ μεγάλη ἐπὶ τῆς γῆς καὶ κατακλυσμός καὶ ἔσται

ἀπώλεια μεγάλη ἐπὶ ἐνιαυτὸν ἕναmiddot

16 καὶ τόδε τὸ παιδίον τὸ γεννηθὲν καταλειφθήσεται καὶ τρία αὐτοῦ

τέκνα σωθήσεται ἀποθανόντων τῶν ἐπὶ τῆς γῆςmiddot

17b καὶ πραϋνεῖ τὴν γῆν ἀπὸ τῆς οὔσης ἐν αὐτῇ φθορᾶς

18 καὶ νῦν λέγε Λάμεχ ὅτι τέκνον σού ἐστιν δικαίως καὶ ὁσίως [καὶ]

κάλεσον αὐτοῦ τὸ ὄνομα [Νῶε]middot αὐτὸς γὰρ ἔσται ὑμῶν κατάλειμμα ἐφrsquo οὗ

ἂν καταπαύσητε καὶ laquoοἱraquo υἱοὶ αὐτοῦ ἀπὸ τῆς φθορᾶς τῆς γῆς καὶ ἀπὸ

πάντων τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ ἀπὸ πασῶν τῶν συντελειῶν ἐπὶ τῆς γῆς

Four lines are lost

19 ὑπέδειξέν μοι καὶ ἐμήνυσεν καὶ ἐν ταῖς πλαξὶν τοῦ οὐρανοῦ ἀνέγνων

αὐτά

CVII

1 τότε τεθέαμαι τὰ ἐγγεγραμμένα ἐπrsquo αὐτῶν ὅτι γενεὰ γενεᾶς κακ[ίων

ἔσται] καὶ εἶδον τόδε μέχρις τοῦ ἀνας[τῆναι] γενεὰν δικαιοσύνης καὶ ἡ

κακία ἀπολεῖται καὶ ἡ ἁμαρτία ἀλλάξει ἀπὸ τῆς γῆς καὶ τὰ ἀγαθὰ ἥξει ἐπὶ

τῆς γῆς ἐπrsquo αὐτούς

2 καὶ νῦν ἀπότρεχε τέκνον καὶ σήμανον Λάμεχ τῷ υἱῷ σου ὅτι τὸ παιδίον

τοῦτο τὸ γεννηθὲν τέκνον αὐτοῦ ἐστιν δικαίως καὶ οὐ ψευδῶς

3 καὶ ὅτε ἤκουσεν Μαθουσάλεκ τοὺς λόγους Ἑνὼχ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ

μυστηριακῶς γὰρ ἐδήλωσεν αὐτῷ [ἐπέστρεψεν καὶ ἐδήλωσεν αὐτῷ] καὶ

ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτοῦ Νῶε εὐφραίνων τὴν γῆν ἀπὸ τῆς ἀπωλείας

Liber Enoch

Apocalypsis Henochi Graece

(recensio ap Syncellum)

(ed M Black)

Pseudepigrapha veteris testamenti Graece 3

Leiden Brill 1970 pp 21ndash26 29ndash30 32ndash33 37

VI

ἐκ τοῦ πρώτου βιβλίου Ἐνὼχ περὶ τῶν ἐγρηγόρων

1 καὶ ἐγένετο ὅτε ἐπληθύνθησαν οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων ἐγεννήθησαν

αὐτοῖς θυγατέρες ὡραῖαι

2 καὶ ἐπεθύμησαν αὐτὰς οἱ ἐγρήγοροι καὶ ἀπεπλανήθησαν ὀπίσω αὐτῶν

καὶ εἶπον πρὸς ἀλλήλους ἐκλεξώμεθα ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ τῶν

θυγατέρων τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς

3 καὶ εἶπε Σεμιαζᾶς ὁ ἄρχων αὐτῶν πρὸς αὐτούς φοβοῦμαι μὴ οὐ

θελήσητε (Go θελήσετε) ποιῆσαι τὸ πρᾶγμα τοῦτο καὶ ἔσομαι ἐγὼ μόνος

ὀφειλέτης ἁμαρτίας μεγάλης

4 καὶ ἀπεκρίθησαν αὐτῷ πάντες καὶ εἶπον ὀμόσωμεν ἅπαντες ὅρκῳ καὶ

ἀναθεματίσωμεν ἀλλήλους τοῦ μὴ ἀποστρέψαι τὴν γνώμην ταύτην

35

μέχρις οὗ ἀποτελέσωμεν αὐτήν

5 τότε πάντες ὤμοσαν ὁμοῦ καὶ ἀνεθεμάτισαν ἀλλήλους

6 ἦσαν δὲ οὗτοι διακόσιοι οἱ καταβάντες ἐν ταῖς ἡμέραις Ἰάρεδ εἰς τὴν

κορυφὴν τοῦ Ἑρμονιεὶμ (Go κορυφὴν Ἑρμὼν) ὄρους καὶ ἐκάλεσαν τὸ ὄρος

Ἑρμώμ καθότι ὤμοσαν (Go ομοσαν) καὶ ἀνεθεμάτισαν ἀλλήλους ἐν αὐτῷ

7 καὶ ταῦτα τὰ ὀνόματα τῶν ἀρχόντων αὐτῶν αacute Σεμιαζᾶς ὁ ἄρχων

αὐτῶν βacute Ἀταρκούφ γacute Ἀρακιήλ δacute Χωβαβιήλ εacute Ὀραμμαμή Ϛacute Ῥαμιήλ ζacute

Σαμψίχ ηacute Ζακιήλ θacute Βαλκιήλ ιacute Ἀζαλζήλ ιαacute Φαρμαρός ιβacute Ἀμαριήλ ιγacute

Ἀναγημάς ιδacute Θαυσαήλ ιεacute Σαμιήλ ιϚacute Σαρινᾶς ιζacute Εὐμιήλ (Par gr 1711 ὁ

Εὐμιήλ) ιηacute Τυριήλ ιθacute Ἰουμιήλ κacute Σαριήλ

VII

1 Οὗτοι καὶ οἱ λοιποὶ πάντες ἐν τῷ χιλιοστῷ ἑκατοστῷ ἑβδομηκοστῷ ἔτει

τοῦ κόσμου ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας καὶ ἤρξαντο μιαίνεσθαι ἐν αὐταῖς

ἕως τοῦ κατακλυσμοῦ καὶ ἔτεκον αὐτοῖς γένη τρίαmiddot πρῶτον γίγαντας

μεγάλους

2 οἱ δὲ γίγαντες ἐτέκνωσαν Ναφηλείμ καὶ τοῖς Ναφηλεὶμ ἐγεννήθησαν

Ἐλιούδ καὶ ἦσαν αὐξανόμενοι κατὰ τὴν μεγαλειότητα αὐτῶν καὶ

ἐδίδαξαν ἑαυτοὺς καὶ τὰς γυναῖκας ἑαυτῶν φαρμακείας καὶ ἐπαοιδίας

VIII

1 Πρῶτος Ἀζαὴλ ὁ δέκατος τῶν ἀρχόντων ἐδίδαξε ποιεῖν μαχαίρας καὶ

θώρακας καὶ πᾶν σκεῦος πολεμικόν καὶ τὰ μέταλλα τῆς γῆς καὶ τὸ

χρυσίον πῶς ἐργάσωνται καὶ ποιήσωσιν αὐτὰ κόσμια ταῖς γυναιξί καὶ τὸν

ἄργυρον ἔδειξε δὲ αὐτοῖς καὶ τὸ στίλβειν καὶ τὸ καλλωπίζειν καὶ τοὺς

ἐκλεκτοὺς λίθους καὶ τὰ βαφικάmiddot καὶ ἐποίησαν ἑαυτοῖς οἱ υἱοὶ τῶν

ἀνθρώπων καὶ ταῖς θυγατράσιν αὐτῶν καὶ παρέβησαν καὶ ἐπλάνησαν

τοὺς ἁγίους

2 καὶ ἐγένετο ἀσέβεια πολλὴ ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἠφάνισαν τὰς ὁδοὺς αὐτῶν

3 ἔτι δὲ καὶ ὁ πρώταρχος αὐτῶν Σεμιαζᾶς ἐδίδαξεν εἶναι ὀργὰς κατὰ τοῦ

νοός καὶ ῥίζας βοτανῶν τῆς γῆς ὁ δὲ ἑνδέκατος Φαρμαρὸς ἐδίδαξε

φαρμακείας ἐπαοιδίας σοφίας καὶ ἐπαοιδῶν λυτήριαmiddot ὁ ἔνατος ἐδίδαξεν

ἀστροσκοπίανmiddot ὁ δὲ τέταρτος ἐδίδαξεν ἀστρολογίανmiddot ὁ δὲ ὄγδοος ἐδίδαξεν

ἀεροσκοπίανmiddot ὁ δὲ τρίτος ἐδίδαξε τὰ σημεῖα τῆς γῆςmiddot ὁ δὲ ἕβδομος ἐδίδαξε

τὰ σημεῖα τοῦ ἡλίουmiddot ὁ δὲ εἰκοστὸς ἐδίδαξε τὰ σημεῖα τῆς σελήνηςmiddot πάντες

οὗτοι ἤρξαντο ἀνακαλύπτειν τὰ μυστήρια ταῖς γυναιξὶν αὐτῶν καὶ τοῖς

τέκνοις αὐτῶν μετὰ δὲ ταῦτα ἤρξαντο οἱ γίγαντες κατεσθίειν τὰς σάρκας

τῶν ἀνθρώπων

4 καὶ ἤρξαντο οἱ ἄνθρωποι ἐλαττοῦσθαι ἐπὶ τῆς γῆς

VIII col I

4 οἱ δὲ λοιποὶ ἐβόησαν εἰς τὸν οὐρανὸν περὶ τῆς κακώσεως αὐτῶν

λέγοντες εἰσενεχθῆναι τὸ μνημόσυνον αὐτῶν ἐνώπιον κυρίου

VIII col II

4 Τότε ἐβόησαν οἱ ἄνθρωποι εἰς τὸν οὐρανὸν λέγοντες Εἰσαγάγετε τὴν

κρίσιν ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον καὶ τὴν ἀπώλειαν ἡμῶν ἐνώπιον τῆς δόξης

τῆς μεγάλης ἐνώπιον τοῦ κυρίου τῶν κυρίων πάντων τῇ μεγαλωσύνῃ

IX col I

1 Καὶ ἀκούσαντες οἱ τέσσαρες μεγάλοι ἀρχάγγελοι Μιχαὴλ καὶ Οὐριὴλ

καὶ Ῥαφαὴλ καὶ Γαβριὴλ (καὶ Par gr 1711) παρέκυψαν ἐπὶ τὴν γῆν ἐκ τῶν

ἁγίων τοῦ οὐρανοῦ

2 καὶ θεασάμενοι αἷμα πολὺ ἐκκεχυμένον ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πᾶσαν ἀσέβειαν

καὶ ἀνομίαν γενομένην ἐπrsquo αὐτῆς

36

3 εἰσελθόντες εἶπον πρὸς ἀλλήλους ὅτι Τὰ πνεύματα καὶ αἱ ψυχαὶ τῶν

ἀνθρώπων στενάζουσιν ἐντυγχάνοντα καὶ λέγοντα ὅτι Εἰσαγάγετε τὴν

κρίσιν ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον καὶ τὴν ἀπώλειαν ἡμῶν ἐνώπιον τῆς δόξης

τῆς μεγαλωσύνης ἐνώπιον τοῦ κυρίου τῶν κυρίων πάντων τῇ

μεγαλωσύνῃ

4 καὶ εἶπον τῷ κυρίῳ τῶν αἰώνων Σὺ εἶ ὁ θεὸς τῶν θεῶν καὶ κύριος τῶν

κυρίων καὶ ὁ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ θεὸς τῶν αἰώνων καὶ ὁ

θρόνος τῆς δόξης σου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν αἰώνων καὶ τὸ ὄνομά σου

ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

IX col II

1 Καὶ ἀκούσαντες οἱ τέσσαρες μεγάλοι ἀρχάγγελοι Μιχαὴλ καὶ Οὐριὴλ

καὶ Ῥαφαὴλ καὶ Γαβριὴλ παρέκυψαν (= οἱ ltδgt Par gr 1711) ἐπὶ τὴν γῆν ἐκ

τῶν ἁγίων τοῦ οὐρανοῦ

2 καὶ θεασάμενοι αἷμα πολὺ ἐκκεχυμένον ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πᾶσαν ἀνομίαν

καὶ ἀσέβειαν γινομένην ἐπrsquo αὐτῆς

3 εἰσελθόντες εἶπον πρὸς ἀλλήλους ὅτι Τὰ πνεύματα καὶ αἱ ψυχαὶ τῶν

ἀνθρώπων ἐντυγχάνουσι στενάζοντα καὶ λέγοντα Εἰσαγάγετε τὴν δέησιν

ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον

4 καὶ προσελθόντες οἱ τέσσαρες ἀρχάγγελοι εἶπον τῷ κυρίῳ Σὺ εἶ ὁ θεὸς

τῶν θεῶν καὶ κύριος τῶν κυρίων καὶ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ θεὸς

τῶν ἀνθρώπων καὶ ὁ θρόνος τῆς δόξης σου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν

αἰώνων καὶ τὸ ὄνομά σου ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

καὶ τὸ ὄνομά σου ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

IX

4 add post αἰῶνας καὶ τὰ ἑξῆς τότε ὁ ὕψιστος ἐκέλευσε τοῖς ἁγίοις

ἀρχαγγέλοις καὶ ἔδησαν τοὺς ἐξάρχους αὐτῶν καὶ ἔβαλον (ἔβαλλον Par

gr 1711) αὐτοὺς εἰς τὴν ἄβυσσον ἕως τῆς κρίσεως καὶ τὰ ἑξῆς καὶ ταῦτα

μὲν ὁ Ἐνὼχ μαρτυρεῖ

5 σὺ γὰρ εἶ ὁ ποιήσας τὰ πάντα καὶ πάντων τὴν ἐξουσίαν ἔχων καὶ πάντα

ἐνώπιόν σου φανερὰ καὶ ἀκάλυπταmiddot καὶ πάντα ὁρᾷς καὶ οὐκ ἔστιν ὃ

κρυβῆναί σε δύναται

6 ὁρᾷς ὅσα ἐποίησεν Ἀζαὴλ καὶ (om Par gr 1711) ὅσα εἰσήνεγκεν (add

καὶ Par gr 1711) ὅσα ἐδίδαξεν ἀδικίας καὶ ἁμαρτίας ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πάντα

δόλον ἐπὶ τῆς ξηρᾶς ἐδίδαξε γὰρ τὰ μυστήρια καὶ ἀπεκάλυψε τῷ αἰῶνι τὰ

ἐν οὐρανῷ ἐπιτηδεύουσιν δὲ τὰ ἐπιτηδεύματα αὐτοῦ εἰδέναι τὰ μυστήρια

οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων

7 τῷ Σεμιαζᾷ τὴν ἐξουσίαν ἔδωκας ἔχειν τῶν σὺν αὐτῷ ἅμα ὄντων

8 καὶ ἐπορεύθησαν πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς καὶ

συνεκοιμήθησαν μετrsquo αὐτῶν καὶ ἐν ταῖς θηλείαις ἐμιάνθησαν καὶ

ἐδήλωσαν αὐταῖς πάσας τὰς ἁμαρτίας καὶ ἐδίδαξαν αὐτὰς μίσητρα

(μίσιτρα Par gr 1711) ποιεῖν

9 καὶ νῦν ἰδοὺ αἱ θυγατέρες τῶν ἀνθρώπων ἔτεκον ἐξ αὐτῶν υἱοὺς

γίγανταςmiddot κίβδηλα ἐπὶ τῆς (om Go) γῆς τῶν ἀνθρώπων ἐκκέχυται καὶ ὅλη

ἡ γῆ ἐπλήσθη ἀδικίας

10 καὶ νῦν ἰδοὺ τὰ πνεύματα τῶν ψυχῶν τῶν ἀποθανόντων ἀνθρώπων

ἐντυγχάνουσιν καὶ μέχρι τῶν πυλῶν τοῦ οὐρανοῦ ἀνέβη ὁ στεναγμὸς

αὐτῶν καὶ οὐ δύναται ἐξελθεῖν ἀπὸ προσώπου τῶν ἐπὶ τῆς γῆς γινομένων

ἀδικημάτων

11 καὶ σὺ αὐτὰ οἶδας πρὸ τῶν (τοῦ recte Par gr 1711) αὐτὰ γενέσθαι καὶ

ὁρᾷς αὐτοὺς καὶ ἐᾷς αὐτούς καὶ οὐδὲν λέγεις τί δεῖ ποιῆσαι αὐτοὺς (om

37

Go) περὶ τούτου

X

1 Τότε ὁ ὕψιστος εἶπε καὶ ὁ ἅγιος ὁ μέγας ἐλάλησε καὶ ἔπεμψε τὸν Οὐριὴλ

πρὸς τὸν υἱὸν (Go τοῦ) Λάμεχ λέγων

2 Πορεύου πρὸς τὸν Νῶε καὶ εἶπον αὐτῷ τῷ ἐμῷ ὀνόματι Κρύψον σεαυτόν

καὶ δήλωσον αὐτῷ τέλος ἐπερχόμενον ὅτι ἡ γῆ ἀπόλλυται πᾶσαmiddot καὶ εἶπον

αὐτῷ ὅτι κατακλυσμὸς μέλλει γίνεσθαι πάσης τῆς γῆς ἀπολέσαι πάντα

ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς

3 δίδαξον τὸν δίκαιον τί ποιήσει τὸν υἱὸν Λάμεχ καὶ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ εἰς

ζωὴν συντηρήσει καὶ ἐκφεύξεται διrsquo αἰῶνος καὶ ἐξ αὐτοῦ φυτευθήσεται

φύτευμα καὶ σταθήσεται πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

4 Καὶ τῷ Ῥαφαὴλ εἶπε Πορεύου Ῥαφαήλ καὶ δῆσον τὸν Ἀζαήλmiddot χερσὶ καὶ

ποσὶ συμπόδισον αὐτόν καὶ ἔμβαλε αὐτὸν εἰς τὸ σκότος καὶ ἄνοιξον τὴν

ἔρημον τὴν οὖσαν ἐν τῇ ἐρήμῳ Δουδαήλ καὶ ἐκεῖ πορευθεὶς βάλε αὐτόν

5 καὶ ὑπόθες αὐτῷ λίθους ὀξεῖς καὶ (om Go) λίθους τραχεῖς καὶ

ἐπικάλυψον αὐτῷ σκότος καὶ οἰκησάτω ἐκεῖ εἰς τὸν αἰῶνα καὶ τὴν ὄψιν

αὐτοῦ πώμασον καὶ φῶς μὴ θεωρείτωmiddot

6 καὶ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως ἀπαχθήσεται εἰς τὸν ἐμπυρισμὸν τοῦ

πυρός

7 καὶ ἴασαι τὴν γῆν ἣν ἠφάνισαν οἱ ἐγρήγοροι καὶ τὴν ἴασιν τῆς πληγῆς

δήλωσον ἵνα ἰάσωνται τὴν πληγὴν καὶ μὴ ἀπόλωνται πάντες οἱ υἱοὶ τῶν

ἀνθρώπων ἐν τῷ μυστηρίῳ ὃ εἶπον οἱ ἐγρήγοροι καὶ ἐδίδαξαν τοὺς υἱοὺς

τῶν ἀνθρώπων

8 καὶ ἠρημώθη πᾶσα ἡ γῆ ἐν τοῖς ἔργοις τῆς διδασκαλίας Ἀζαήλmiddot καὶ ἐπrsquo

αὐτῇ γράψον πάσας τὰς ἁμαρτίας

9 Καὶ τῷ Γαβριὴλ εἶπε Πορεύου Γαβριήλ ἐπὶ τοὺς γίγαντας ἐπὶ τοὺς

κιβδήλους ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς πορνείας καὶ ἀπόλεσαν τοὺς υἱοὺς τῶν

ἐγρηγόρων ἀπὸ τῶν υἱῶν τῶν ἀνθρώπωνmiddot πέμψον αὐτοὺς εἰς ἀλλήλους ἐξ

αὐτῶν εἰς αὐτούς ἐν πολέμῳ καὶ ἐν ἀπωλείᾳ καὶ μακρότης ἡμερῶν οὐκ

ἔσται αὐτοῖς

10 καὶ πᾶσα ἐρώτησις οὐκ ἔστι τοῖς πατράσιν αὐτῶν ὅτι ἐλπίζουσι ζῆσαι

ζωὴν αἰώνιον καὶ ὅτι ζήσεται ἕκαστος αὐτῶν ἔτη πεντακόσια

11 καὶ τῷ Μιχαὴλ εἶπε Πορεύου Μιχαήλ δῆσον Σεμιαζᾶν καὶ τοὺς ἄλλους

σὺν αὐτῷ τοὺς συμμιγέντας ταῖς θυγατράσι τῶν ἀνθρώπων τοῦ μιανθῆναι

ἐν αὐταῖς ἐν τῇ ἀκαθαρσίᾳ αὐτῶν

12 καὶ ὅταν κατασφαγῶσιν οἱ υἱοὶ αὐτῶν καὶ ἴδωσι τὴν ἀπώλειαν τῶν

ἀγαπητῶν αὐτῶν δῆσον αὐτοὺς ἐπὶ ἑβδομήκοντα γενεὰς εἰς τὰς νάπας

τῆς γῆς μέχρι ἡμέρας κρίσεως αὐτῶν μέχρι ἡμέρας τελειώσεως τελεσμοῦ

ἕως συντελεσθῇ κρίμα τοῦ αἰῶνος τῶν αἰώνων

13 τότε ἀπενεχθήσονται εἰς τὸ χάος τοῦ πυρὸς καὶ εἰς τὴν βάσανον καὶ εἰς

τὸ δεσμωτήριον τῆς συγκλείσεως τοῦ αἰῶνος

14 καὶ ὃς ἂν κατακρίθῃ καὶ ἀφανισθῇ ἀπὸ τοῦ νῦν μετrsquo αὐτῶν δεθήσεται

(δεηθήσεται recte Par gr 1711) μέχρι τελειώσεως γενεᾶς αὐτῶν

περὶ δὲ τοῦ ὄρους ἐν ᾧ ὤμοσαν καὶ ἀνεθεμέτισαν πρὸς τὸν πλησίον αὐτῶν

ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα οὐ μὴ ἀποστῇ ἀπrsquo αὐτοῦ ψῦχος καὶ χιὼν καὶ πάχνη καὶ

δρόσος οὐ μὴ καταβῇ εἰς αὐτό εἰ μὴ εἰς κατάραν καταβήσεται ἐπrsquo αὐτό

μέχρις ἡμέρας κρίσεως τῆς μεγάλης ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ κατακαυθήσεται

καὶ ταπεινωθήσεται καὶ ἔσται κατακαιόμενον καὶ τηκόμενον ὡς κηρὸς

ἀπὸ πυρός οὕτως κατακαήσεται περὶ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ καὶ νῦν

ἐγὼ λέγω ὑμῖν υἱοῖς ἀνθρώπων Ὀργὴ μεγάλη καθrsquo ὑμῶν laquoκαὶraquo κατὰ τῶν

38

υἱῶν ὑμῶν καὶ οὐ παύσεται ἡ ὀργὴ αὕτη ἀφrsquo ὑμῶν μέχρι καιροῦ σφαγῆς

τῶν υἱῶν ὑμῶν καὶ ἀπολοῦνται οἱ ἀγαπητοὶ ὑμῶν καὶ ἀποθανοῦνται οἱ

ἔντιμοι ὑμῶν ἀπὸ πάσης τῆς γῆς ὅτι πᾶσαι αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς αὐτῶν ἀπὸ

τοῦ νῦν οὐ μὴ ἔσονται πλείω τῶν ἑκατὸν εἴκοσιν ἐτῶν καὶ μὴ δόξητε ἔτι

ζῆσαι ἐπὶ πλείονα ἔτηmiddot οὐ γάρ ἐστιν ἐπrsquo αὐτοῖς πᾶσα ὁδὸς ἐκφεύξεως ἀπὸ

τοῦ νῦν διὰ τὴν ὀργὴν ἣν ὠργίσθη ὑμῖν ὁ βασιλεὺς πάντων τῶν αἰώνωνmiddot

μὴ νομίσητε ὅτι ἐκφεύξεσθε ταῦτα

XV

8 Καὶ νῦν οἱ γίγαντες οἱ γεννηθέντες ἀπὸ πνευμάτων καὶ σαρκὸς

πνεύματα πονηρὰ ἐπὶ τῆς γῆς καλέσουσιν αὐτούς ὅτι ἡ κατοίκησις αὐτῶν

ἔσται ἐπὶ τῆς γῆς

9 πνεύματα πονηρὰ ἔσονται τὰ πνεύματα ἐξεληλυθότα ἀπὸ τοῦ σώματος

τῆς σαρκὸς αὐτῶν διότι ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων ἐγένοντο καὶ ἐκ τῶν ἁγίων

τῶν ἐγρηγόρων ἡ ἀρχὴ τῆς κτίσεως αὐτῶν καὶ ἀρχὴ θεμελίουmiddot πνεύματα

πονηρὰ

10 ἐπὶ τῆς γῆς ἔσονται

11 τὰ πνεύματα τῶν γιγάντων νεμόμενα ἀδικοῦντα ἀφανίζοντα

ἐμπίπτοντα καὶ συμπαλαίοντα καὶ ῥιπτοῦντα ἐπὶ τῆς γῆς καὶ δρόμους

ποιοῦντα καὶ μηδὲν ἐσθίοντα ἀλλrsquo ἀσιτοῦντα καὶ ῥιπτοῦντα καὶ φάσματα

ποιοῦντα καὶ διψῶντα καὶ προσκόπτοντα

12 καὶ ἐξαναστήσονται τὰ πνεύματα ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων καὶ

τῶν γυναικῶν ὅτι ἐξ αὐτῶν ἐξεληλύθασι

XVI

1 Καὶ ἀπὸ ἡμέρας καιροῦ σφαγῆς καὶ ἀπωλείας καὶ θανάτου τῶν

γιγάντων ναφηλείμ οἱ ἰσχυροὶ τῆς γῆς οἱ μεγάλοι ὀνομαστοί τὰ

πνεύματα τὰ ἐκπορευόμενα ἀπὸ τῆς ψυχῆς αὐτῶν ὡς ἐκ τῆς σαρκὸς

ἔσονται ἀφανίζοντα χωρὶς κρίσεωςmiddot οὕτως ἀφανίσουσι μέχρις ἡμέρας τῆς

τελειώσεως ἕως τῆς κρίσεως τῆς μεγάλης ἐν ᾗ (ᾧ Par gr 1711) ὁ αἰὼν ὁ

μέγας τελεσθήσεται

XIX

3 ἀνθρώπων ὡς ἐγὼ εἶδον

XX

2 ὁ εἷς τῶν ἁγίων ὁ ἐπὶ τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ταρτάρου

3 Ῥαφαὴλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων τῶν ἀνθρώπων

4 Ῥαγουήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐκδικῶν τὸν κόσμον τῶν

φωστήρων

5 Μιχαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς ἐπὶ τῶν τοῦ λαοῦ ἀγαθῶν τέτακται

καὶ ἐπὶ τῷ χαῷ

6 Σαριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων οἵτινες ἐπὶ τῷ

πνεύματι ἁμαρτάνουσιν

7 Γαβριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τοῦ παραδείσου καὶ τῶν

δρακόντων καὶ χερουβίν Ῥεμειήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃν ἔταξεν ὁ

θεὸς ἐπὶ τῶν ἀνισταμένων ὀνόματα ζacute ἀρχαγγέλων

XXI

1 Καὶ ἐφώδευσα μέχρι τῆς ἀκατασκευάστου

2 καὶ ἐκεῖ ἐθεασάμην ἔργον φοβερόν ἑώρακα οὔτε οὐρανὸν ἐπάνω οὔτε

γῆν τεθεμελιωμένην ἀλλὰ τόπον ἀκατασκεύαστον καὶ φοβερόν

3 καὶ ἐκεῖ τεθέαμαι ζacute ἀστέρας τοῦ οὐρανοῦ δεδεμένους καὶ ἐριμμένους ἐν

αὐτῷ ὁμοῦ ὁμοίους ὁράσει μεγάλῃ καὶ ἐν πυρὶ καιομένους

4 τότε εἶπον Διὰ ποίαν αἰτίαν ἐπεδέθησαν καὶ διὰ ποίαν αἰτίαν ἐρίφησαν

39

ὧδε

5 καὶ εἶπέν μοι Οὐριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ μετrsquo

ἐμοῦ ὤν - καὶ

αὐτὸς αὐτῶν ἡγεῖτο - καὶ εἶπέν μοι Ἑνώχ περὶ τίνος

ἐρωτᾷς ἢ περὶ τίνος

τὴν ἀλήθειαν φιλοσπευδεῖς

6 οὗτοί εἰσιν τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ οἱ παραβάντες

τὴν ἐπιταγὴν τοῦ

κυρίου καὶ ἐδέθησαν ὧδε μέχρι πληρωθῆναι μύρια ἔτη

τὸν χρόνον τῶν

ἁμαρτημάτων αὐτῶν

7 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον τούτου

φοβερώτερον καὶ τεθέαμαι

ἔργα φοβεράmiddot πῦρ μέγα ἐκεῖ καιόμενον καὶ φλεγόμενον καὶ διακοπὴν

εἶχεν ὁ τόπος ἕως τῆς ἀβύσσου πλήρης στύλων πυρὸς μεγάλων

καταφερομένωνmiddot οὔτε μέτρον οὔτε μέγεθος ἠδυνήθην ἰδεῖν οὔτε εἰκάσαι

8 τότε εἶπον Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος οὗτος καὶ ὡς δεινὸς τῇ ὁράσει

9 τότε ἀπεκρίθη μοι καὶ εἶπεν

Incert

1 παρὰ (Par gr 1711 Go περὶ) δὲ τοῦ ὄρους ἐν ᾧ ὤμοσαν καὶ

ἀνεθεμάτισαν πρὸς τὸν πλησίον αὐτῶν ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα οὐ μὴ ἀποστῇ

ἀπrsquo αὐτοῦ ψῦχος καὶ χιὼν καὶ πάχνη καὶ δρόσος οὐ μὴ καταβῇ εἰς αὐτό εἰ

μὴ εἰς κατάραν καταβήσεται ἐπrsquo (Go εἰς) αὐτό μέχρις ἡμέρας κρίσεως τῆς

μεγάλης

2 ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ κατακαυθήσεται καὶ (Go om) ταπεινωθήσεται καὶ

ἔσται κατακαιόμενον καὶ τηκόμενον ὡς κηρὸς ἀπὸ πυρός οὕτως

κατακαήσεται περὶ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ

3 καὶ νῦν ἐγὼ λέγω ὑμῖν υἱοῖς ἀνθρώπων Ὀργὴ μεγάλη καθrsquo ὑμῶν κατὰ

τῶν υἱῶν ὑμῶνmiddot καὶ οὐ παύσεται ἡ ὀργὴ αὕτη ἀφrsquo ὑμῶν μέχρι καιροῦ

σφαγῆς τῶν υἱῶν ὑμῶν

4 καὶ ἀπολοῦνται οἱ ἀγαπητοὶ ὑμῶν καὶ ἀποθανοῦνται οἱ ἔντιμοι ὑμῶν

ἀπὸ πάσης τῆς γῆς ὅτι πᾶσαι αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς αὐτῶν ἀπὸ τοῦ νῦν οὐ μὴ

ἔσονται πλείω τῶν ἑκατὸν εἴκοσιν ἐτῶν

5 καὶ μὴ δόξητε ἔτι ζῆσαι ἐπὶ πλείονα ἔτηmiddot οὐ γάρ ἐστιν ἐπrsquo αὐτοῖς πᾶσα

ὁδὸς ἐκφεύξεως ἀπὸ τοῦ νῦν διὰ τὴν ὀργὴν ἣν ὠργίσθη ὑμῖν ὁ βασιλεὺς

πάντων τῶν αἰώνωνmiddot μὴ νομίσητε ὅτι ἐκφεύξεσθε ταῦτα

Περί των γιγάντων

καὶ ἦν νωε ἐτῶν πεντακοσίων καὶ ἐγέννησεν νωε τρεῖς υἱούς τὸν σημ τὸν χαμ τὸν

ιαφεθκαὶ ἐγένετο ἡνίκα ἤρξαντο οἱ ἄνθρωποι πολλοὶ γίνεσθαι ἐπὶ τῆς γῆς καὶ θυγατέρες

ἐγενήθησαν αὐτοῖς 2ἰδόντες δὲ οἱ υἱοὶ τοῦ θεοῦ τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων ὅτι καλαί

εἰσιν ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ πασῶν ὧν ἐξελέξαντο 3καὶ εἶπεν κύριος ὁ θεός οὐ

μὴ καταμείνῃ τὸ πνεῦμά μου ἐν τοῖς ἀνθρώποις τούτοις εἰς τὸν αἰῶνα διὰ τὸ εἶναι

αὐτοὺς σάρκας ἔσονται δὲ αἱ ἡμέραι αὐτῶν ἑκατὸν εἴκοσι ἔτη 4οἱ δὲ γίγαντες ἦσαν ἐπὶ

τῆς γῆς ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις καὶ μετ ἐκεῖνο ὡς ἂν εἰσεπορεύοντο οἱ υἱοὶ τοῦ

θεοῦ πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων καὶ ἐγεννῶσαν ἑαυτοῖς ἐκεῖνοι ἦσαν οἱ

γίγαντες οἱ ἀπ αἰῶνος οἱ ἄνθρωποι οἱ ὀνομαστοί

40

Παραθέτουμε ένα επεξηγηματικό κείμενο αναφορικά με τους γίγαντες από την

ιστοσελίδα httpwwwoodegrcom

laquoΕδώ πρόκειται για το θέμα στο οποίο αναφέρθηκε ο Ιησούς Χριστός στο

Ματθαίος κδ΄ 38 για τους προκατακλυσμιαίους ανθρώπους που ΄΄έτρωγαν και

έπιναν και παντρεύονταν΄΄ ώσπου ήρθε ο Κατακλυσμός Επ αυτών υπάρχουν

κάποιες παρατηρήσεις

1η παρατήρηση Το οριστικό άρθρο ΄΄οι΄΄ δείχνει ότι πρόκειται για κάποιους που

ήταν ήδη γνωστοί στους αναγνώστες της Γενέσεως προς τους οποίους απευθύνεται

ο Μωυσής δηλαδή προς τους Ισραηλίτες της εποχής του που λάβαιναν το Νόμο

2η παρατήρηση Το ότι ΄΄εν ταις ημέραις εκείναις ήσαν΄΄ υπονοεί 1 Είτε ότι δεν

υπήρχαν πλέον οι γίγαντες στη ΄΄γη΄΄ όταν γραφόταν η Γένεση δηλαδή κατά το 1500

πΧ 2 είτε ότι υπήρχαν και τότε

3η παρατήρηση Για ποια ΄΄γη΄΄ μιλάει 1 Είτε για τη συγκεκριμένη γη στην οποία

συνέβαιναν τα γεγονότα που αναγράφονται στα γύρω κεφάλαια (τη γη της

Μεσοποταμίας) 2 είτε γενικά για τη γύρω γη στην οποία είχαν επεκταθεί οι γίγαντες

και η φυλή Αδάμ Αυτό όμως δεν έχει σημασία καθώς η αναφορά γίνεται μόνο για

τον καιρό πρό τού Κατακλυσμού Είναι γεγονός όμως ότι στη γη Χαναάν οι

γίγαντες υπήρχαν και μετά από τον Κατακλυσμό

Αυτό φαίνεται στους Αριθμούς 13ιγ΄ 33 ΄΄και εκεί εωράκαμεν τους γίγαντας

(εβραϊκό Νεφιλείμ) και ήμεν ενώπιον αυτών ωσεί ακρίδες αλλά και ούτως ήμεν

ενώπιον αυτών΄΄

Αν αυτό φαίνεται παράξενο σε κάποιους που διδάχτηκαν ότι ο Κατακλυσμός ήταν

παγκόσμιος ας διαβάσουν τη μελέτη μας ΄΄Ήταν ο Κατακλυσμός Παγκόσμιος΄΄

Εκεί θα δουν τις Αγιογραφικές και ιστορικές αποδείξεις ότι επρόκειτο για έναν

τοπικό κατακλυσμό που έπληξε μόνο τη φυλή Αδάμ και μέλη μόνο των γύρω λαών

Επιβίωση από τον Κατακλυσμό

Το ότι οι Νεφιλείμ επεβίωσαν του Κατακλυσμού εξηγείται απλά

Είναι λογικό το ότι η φυλή των γιγάντων Νεφιλείμ δεν έμενε ολόκληρη στην

κοιλάδα της Μεσοποταμίας αλλά κάποιοι απ αυτούς διεσπάρησαν στις γύρω

περιοχές

Η Γένεση στο 7ζ΄ 20 γράφει ότι ο Κατακλυσμός είχε ύψος 15 πήχες (8- 9 μέτρα)

δηλαδή όσο χρειαζόταν για να καλύψει τις ψηλότερες περιοχές της χαμηλής

Μεσοποταμίας Όσοι όμως έμεναν στα ορεινά γύρω από την πληγείσα περιοχή

επεβίωσαν Άλλωστε ο Κατακλυσμός έγινε για τιμωρία της φυλής Αδάμ και όχι των

γύρω λαών όπως φαίνεται στη Γένεση 6ς΄ 5 - 7 όπου η λέξη που χρησιμοποιείται

στο Εβραϊκό κείμενο γι αυτούς με τους οποίους οργίστηκε ο Θεός είναι ΄΄Αδάμ΄΄

Για τους άλλους λαούς η Γένεση στο Εβραϊκό κείμενο χρησιμοποιεί άλλη λέξη

όπως φαίνεται στο Γένεσις 6ς΄ 4 [΄΄οι άνθρωποι (εβραϊκά ΄΄ενός΄΄) οι

ονομαστοί΄΄] και στο Γένεσις 13ιγ΄ 13 [΄΄οι δε άνθρωποι (εβραϊκά ΄΄ενός΄΄) οι εν

Σοδόμοις΄΄]

41

Μια τελευταία παρατήρηση ξεκινάει από το ίδιο εδάφιο της Γένεσης 6ς΄ 4 που λέει

΄΄Οι δε γίγαντες ήσαν επί τής γης εν ταις ημέραις εκείναις και μετ εκείνο ως αν

εισεπορεύοντο οι υιοί τού Θεού προς τας θυγατέρας τών ανθρώπων΄΄

Οι Νεφιλείμ λοιπόν υπήρχαν ακόμη ΄΄και μετά από εκείνο΄΄ το γεγονός που

περιγράφεται δηλαδή και μετά από την αύξηση του πληθυσμού στη

Μεσοποταμία Είναι λάθος να ταυτίζονται κατ ανάγκην οι Νεφιλείμ με τους γιους

των ισχυρών καθώς μια αβίαστη ανάγνωση του κειμένου δεν δείχνει τίποτα τέτοιο

Το μεταβατικό ΄΄δε΄΄ δείχνει ότι γίνεται λόγος για κάποιους άλλους και όχι για

τους γιούς των ισχυρών Οι γιοί των ισχυρών δεν είναι οι Νεφιλείμ αλλά οι ισχυροί

άνδρες της Μεσοποταμίας των άλλων φυλών που ζούσαν κοντά στη φυλή Αδάμ

Ίσως ο σκοπός του χωρίου είναι να δείξει ότι η φυλή των γιγάντων (η οποία

προβλημάτιζε τους Ισραηλίτες τον καιρό που ο Μωυσής έγραφε αυτά τα λόγια) ήταν

μια αρχαία φυλή σύγχρονη της επιμειξίας της φυλής Αδάμ με τους γιούς των

ισχυρών και ότι οι Νεφιλείμ επεβίωσαν ακόμη και μετά από την επιμειξία των

ισχυρών ανδρών της Μεσοποταμίας με τις ΄΄θυγατέρες Αδάμ΄΄ κατά την

προκατακλυσμιαία εποχή

Ίσως ακόμα η αναφορά αυτή να γίνεται για να δείξει ότι ο κατακλυσμός στρεφόταν

ειδικά κατά του λαού Αδάμ και όχι και των γύρω λαών εκ των οποίων

επεβίωσαν και οι Νεφιλείμ

Οι γίγαντες στην εποχή τού Ισραήλ

Σύμφωνα με την Αγία Γραφή η περιοχή στην οποία επεβίωσαν κάποιοι από τη

φυλή των γιγάντων Νεφιλείμ ήταν η Βασάν που ονομάζεται ΄΄γη γιγάντων΄΄

(Δευτερονόμιο γ΄ 13)

Πρόκειται για μία ορεινή περιοχή ανατολικά της Θάλασσας της Γαλιλαίας

κατάλληλη για επιβίωση των λαών της από τον Κατακλυσμό που έπληξε τη

Μεσοποταμία και το λαό Αδάμ (Όπως λέμε ΄΄λαός Ισραήλ΄΄)

Εκεί οι γίγαντες υπήρχαν όχι μόνο μετά από τον Κατακλυσμό αλλά και στις ημέρες

του Αβραάμ όπως φαίνεται στη Γένεση 14ιδ΄ 5 όπου λέει για τον Χοδολλογομόρ

και τους συμμάχους του ότι ΄΄κατέκοψαν τους γίγαντας τους εν Ασταρώθ

Καρναιν΄΄ στη Βασσάν

Και οι κατάσκοποι όμως των ημερών του Μωυσή βρήκαν τους Νεφιλείμ στη

Χαναάν όπως είδαμε στους Αριθμούς 13ιγ΄ 33 όπου μάλιστα ονομάζει τους

γίγαντες ΄΄Νεφιλείμ΄΄ Εκεί έχει μάλιστα και οριστικό άρθρο ΄΄τους Νεφιλείμ΄΄

πράγμα που δείχνει ότι δεν επρόκειτο για παρομοίωση αλλά για το γνωστό λαό

των Νεφιλείμ

Άλλα εδάφια όπως το Δευτερονόμιο 1α΄ 28 αναφερόμενο στο ίδιο γεγονός

ταυτίζει τους Νεφιλείμ με τους Ανακείμ που προφανώς ήταν απόγονοί τους

Με τους Ανακείμ συσχετίζει η Αγία Γραφή όλες τις φυλές γιγάντων που ζούσαν γύρω

από τη Θάλασσα της Γαλιλαίας όπως ήταν οι Ραφαείμ οι Εμμαίοι και οι

42

Ζουμζουμείμ τους οποίους εξολώθρευσαν οι απόγονοι του Λωτ (Δευτερονόμιο 2β΄

10112021)

Οι Ραφαείμ ήταν απόγονοι των Γιγάντων που επεβίωσαν από τον Κατακλυσμό και

δεν ήταν απόγονοι του Νώε καθώς δεν αναφέρονται στη Γένεση 10ι΄ όπου

αναφέρονται οι λαοί που κατάγονται από το Νώε Η σκέψη ότι ίσως να μην

αναφέρονται επειδή είναι πολύ νεώτεροι λαοί δεν ευσταθεί επειδή αναφέρονται στη

Γένεσις 14ιδ΄ 5 σαν λαός από την εποχή του Αβραάμ ακόμα και συνεπώς είναι

αρχαιότεροι λαοί από αυτούς που αναφέρονται ως απόγονοι του Νώε

Μετά από την εγκατάσταση των Ισραηλιτών στη Γη της Επαγγελίας οι υψηλόσωμες

αυτές φυλές εξολωθρεύτηκαν και δεν έμειναν Ανακείμ στο Ισραήλ Μόνο στη Γάζα

στη Γαθ και στην Άζωτο έμειναν αναμεμειγμένοι με τους Φιλισταίους (Ιησούς

Ναυή 11ια΄ 21 22)

Ένας απ αυτούς ήταν και ο Γολιάθ από τη Γαθ που σκοτώθηκε από τον Δαυίδ (Α΄

Σαμουήλ ιζ΄ 4 ΄΄Εξήλθεν Γολιάθ εκ της Γαθ΄΄)

Τον καιρό του Δαυίδ σκοτώθηκαν οι τελευταίοι γίγαντεςraquo1

1 httpwwwoodegrcomoodegenesiskatak1htm

43

Page 33: Η δημιουργία του κόσμου

33

[ἐξ] ἡμερῶν

8 καὶ νῦν ἀποδεικνύω ὑμῖν ὅτι φῶς καὶ σκότος ἡμέρα καὶ νὺξ

ἐποπτεύουσιν τὰς ἁμαρτίας ὑμῶν πάσας

9 μὴ πλανᾶσθε τῇ καρδίᾳ ὑμῶν μηδὲ ψεύδεσθε μηδὲ ἐξαλλοιώσητε τοὺς

λόγους τῆς ἀληθείας μηδὲ καταψεύδεσθε τῶν [λόγων τοῦ] ἁγίου καὶ μὴ

δότε ἔπαινον ταῖς [εἰκόσιν ὑ]μῶνmiddot οὐ γὰρ εἰς δικαίωμα εἰσάγ[ουσιν πάντα

τὰ ψεύδ]η καὶ πᾶσα [ἡ πλάνη] Two lines are lost

10 τῆς ἀληθείας ἐξαλλοιοῦσιν καὶ ἀντιγράφουσιν οἱ ἁμαρτωλοὶ καὶ

ἀλλάσσουσιν τοὺς πολλούς καὶ ψεύδονται καὶ πλάσσουσιν πλάσματα

μεγάλα καὶ τὰς γραφὰς ἀναγράφουσιν ἐπὶ τοῖς ὀνόμασιν αὐτῶνmiddot

11 καὶ ὄφελον πάντας τοὺς λόγους μου γράφωσιν ἐπrsquo ἀληθείας ἐπὶ τὰ

ὀνόματα αὐτῶν καὶ μήτε ἀφέλωσιν μήτε ἀλλοιώσωσιν τῶν λόγων τούτων

ἀλλὰ πάντα ἐπrsquo ἀληθείας γράφωσιν ἃ ἐγὼ διαμαρτυροῦμαι αὐτοῖς

12 καὶ πάλιν ἐγὼ γινώσκω μυστήριον δεύτερον ὅτι δικαίοις καὶ ὁσίοις καὶ

φρονίμοις δοθήσονται αἱ βίβλοι μου εἰς χαρὰν ἀληθείας

13 καὶ αὐτοὶ πιστεύσουσιν αὐταῖς καὶ ἐν αὐταῖς χαρήσονται καὶ

ἀγαλλιάσονται πάντες οἱ δίκαιοι μαθεῖν ἐξ αὐτῶν πάσας τὰς ὁδοὺς τῆς

ἀληθείας

CVI

1 μετὰ δὲ χρόνον ἔλαβεν Μαθουσάλεκ τῷ υἱῷ μου γυναῖκα καὶ ἔτεκεν

υἱὸν καὶ ἐκάλεσεν τὸ ὄνομα αὐτοῦ Λάμεχ ἐταπεινώθη ἡ δικαιοσύνη μέχρι

τῆς ἡμέρας ἐκείνης καὶ ὅτε εἰς ἡλικίαν ἐπῆλθεν ἔλαβεν αὐτῷ γυναῖκα καὶ

ἔτεκεν αὐτῷ παιδίον

2 καὶ ὅτε ἐγεννήθη τὸ παιδίον ἦν τὸ σῶμα λευκότερον χιόνος καὶ

πυρρότερον ῥόδου τὸ τρίχωμα πᾶν λευκὸν καὶ ὡς ἔρια λευκὰ καὶ οὖλον

καὶ ἔνδοξον καὶ ὅτε ἀνέῳξεν τοὺς ὀφθαλμούς ἔλαμψεν ἡ οἰκία ὡσεὶ

ἥλιος

3 καὶ ἀνέστη ἐκ τῶν χειρῶν τῆς μαίας καὶ ἀνέῳξεν τὸ στόμα καὶ

εὐλόγησεν τῷ κυρίῳmiddot

4 καὶ ἐφοβήθη Λάμεχ ἀπrsquo αὐτοῦ καὶ ἔφυγεν καὶ ἦλθεν πρὸς Μαθουσάλεκ

τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ

5 τέκνον ἐγεννήθη μου ἀλλοῖον οὐχ ὅμοιον τοῖς ἀνθρώποις ἀλλὰ τοῖς

τέκνοις τῶν ἀγγέλων τοῦ οὐρανοῦ καὶ ὁ τύπος ἀλλοιότερος οὐχ ὅμοιος

ἡμῖνmiddot τὰ ὄμματά ἐστιν ὡς ἀκτῖνες τοῦ ἡλίου καὶ ἔνδοξον τὸ πρόσωπονmiddot

6 καὶ ὑπολαμβάνω ὅτι οὐκ ἔστιν ἐξ ἐμοῦ ἀλλὰ ἐξ ἀγγέλου καὶ

εὐλαβοῦμαι αὐτὸν μήποτέ τι ἔσται ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ ἐν τῇ γῇ

7 καὶ παραιτοῦμαι π[άτερ καὶ] δέομαι βάδισον πρὸς Ἑνὼ[χ τὸν πατέρα

ἡμῶν καὶ ἐρώτησον] Two lines are lost

8 [ἦλθ]εν πρὸς ἐμὲ εἰς τὰ τέρματα τῆς γῆς οὗ [εἶδ]εν τότε εἶναι με καὶ

εἶπέν μοι πάτερ [μου] ἐπάκουσον τῆς φωνῆς μου καὶ ἧκε [πρὸς] ἐμέ καὶ

ἤκουσα τὴν φωνὴν αὐτοῦ καὶ ἦλθον πρὸς αὐτὸν καὶ εἶπα ἰδοὺ πάρειμι

τέκνονmiddot διὰ τί ἐλήλυθας πρὸς ἐμέ τέκνον

9 καὶ ἀπεκρίθη λέγων διrsquo ἀνάγκην μεγάλην ἦλθον ὧδε πάτερmiddot

10 καὶ νῦν ἐγεννήθη τέκνον Λάμεχ τῷ υἱῷ μου καὶ ὁ τύπος αὐτοῦ καὶ ἡ

εἰκὼν αὐτοῦ laquoοὐχ ὅμοιος ἀνθρώποις καὶ τὸ χρῶμα αὐτοῦraquo λευκότερον

χιόνος καὶ πυρρότερον ῥόδου καὶ τὸ τρίχωμα τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ

λευκότερον ἐρίων λευκῶν καὶ τὰ ὄμματα αὐτοῦ ἀφόμοια ταῖς τοῦ ἡλίου

ἀκτῖσιν

11 καὶ ἀνέστη ἀπὸ τῶν τῆς μαίας χειρῶν καὶ ἀνοίξας τὸ στόμα εὐλόγησεν

τὸν κύριον τοῦ αἰῶνοςmiddot

34

12 καὶ ἐφοβήθη ὁ υἱός μου Λάμεχ καὶ ἔφυγεν πρὸς ἐμέ καὶ οὐ πιστεύει ὅτι

υἱὸς αὐτοῦ ἐστιν ἀλλὰ ὅτι ἐξ ἀγγέλων one or two lines omitted τὴν

ἀκρίβειαν ἣν ἔχεις () καὶ τὴν ἀλήθειαν

13 τότε ἀπεκρίθην λέγων ἀνακαινίσει ὁ κύριος πρόσταγμα ἐπὶ τῆς γῆς

καὶ τὸν αὐτὸν τρόπον τέκνον τεθέαμαι καὶ ἐσήμανά σοιmiddot ἐν γὰρ τῇ γενεᾷ

Ἰάρεδ τοῦ πατρός μου παρέβησαν τὸν λόγον κυρίου ἀπὸ τῆς διαθήκης τοῦ

οὐρανοῦ

14 καὶ ἰδοὺ ἁμαρτάνουσιν καὶ παραβαίνουσιν τὸ ἔθος καὶ μετὰ γυναικῶν

συγγίνονται καὶ μετrsquo αὐτῶν ἁμαρτάνουσιν καὶ ἔγημαν ἐξ αὐτῶν

[καὶ τίκτουσιν οὐχ ὁμοίους πνεύμασιν ἀλλὰ σαρκίνους]middot

15 καὶ ἔσται ὀργὴ μεγάλη ἐπὶ τῆς γῆς καὶ κατακλυσμός καὶ ἔσται

ἀπώλεια μεγάλη ἐπὶ ἐνιαυτὸν ἕναmiddot

16 καὶ τόδε τὸ παιδίον τὸ γεννηθὲν καταλειφθήσεται καὶ τρία αὐτοῦ

τέκνα σωθήσεται ἀποθανόντων τῶν ἐπὶ τῆς γῆςmiddot

17b καὶ πραϋνεῖ τὴν γῆν ἀπὸ τῆς οὔσης ἐν αὐτῇ φθορᾶς

18 καὶ νῦν λέγε Λάμεχ ὅτι τέκνον σού ἐστιν δικαίως καὶ ὁσίως [καὶ]

κάλεσον αὐτοῦ τὸ ὄνομα [Νῶε]middot αὐτὸς γὰρ ἔσται ὑμῶν κατάλειμμα ἐφrsquo οὗ

ἂν καταπαύσητε καὶ laquoοἱraquo υἱοὶ αὐτοῦ ἀπὸ τῆς φθορᾶς τῆς γῆς καὶ ἀπὸ

πάντων τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ ἀπὸ πασῶν τῶν συντελειῶν ἐπὶ τῆς γῆς

Four lines are lost

19 ὑπέδειξέν μοι καὶ ἐμήνυσεν καὶ ἐν ταῖς πλαξὶν τοῦ οὐρανοῦ ἀνέγνων

αὐτά

CVII

1 τότε τεθέαμαι τὰ ἐγγεγραμμένα ἐπrsquo αὐτῶν ὅτι γενεὰ γενεᾶς κακ[ίων

ἔσται] καὶ εἶδον τόδε μέχρις τοῦ ἀνας[τῆναι] γενεὰν δικαιοσύνης καὶ ἡ

κακία ἀπολεῖται καὶ ἡ ἁμαρτία ἀλλάξει ἀπὸ τῆς γῆς καὶ τὰ ἀγαθὰ ἥξει ἐπὶ

τῆς γῆς ἐπrsquo αὐτούς

2 καὶ νῦν ἀπότρεχε τέκνον καὶ σήμανον Λάμεχ τῷ υἱῷ σου ὅτι τὸ παιδίον

τοῦτο τὸ γεννηθὲν τέκνον αὐτοῦ ἐστιν δικαίως καὶ οὐ ψευδῶς

3 καὶ ὅτε ἤκουσεν Μαθουσάλεκ τοὺς λόγους Ἑνὼχ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ

μυστηριακῶς γὰρ ἐδήλωσεν αὐτῷ [ἐπέστρεψεν καὶ ἐδήλωσεν αὐτῷ] καὶ

ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτοῦ Νῶε εὐφραίνων τὴν γῆν ἀπὸ τῆς ἀπωλείας

Liber Enoch

Apocalypsis Henochi Graece

(recensio ap Syncellum)

(ed M Black)

Pseudepigrapha veteris testamenti Graece 3

Leiden Brill 1970 pp 21ndash26 29ndash30 32ndash33 37

VI

ἐκ τοῦ πρώτου βιβλίου Ἐνὼχ περὶ τῶν ἐγρηγόρων

1 καὶ ἐγένετο ὅτε ἐπληθύνθησαν οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων ἐγεννήθησαν

αὐτοῖς θυγατέρες ὡραῖαι

2 καὶ ἐπεθύμησαν αὐτὰς οἱ ἐγρήγοροι καὶ ἀπεπλανήθησαν ὀπίσω αὐτῶν

καὶ εἶπον πρὸς ἀλλήλους ἐκλεξώμεθα ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ τῶν

θυγατέρων τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς

3 καὶ εἶπε Σεμιαζᾶς ὁ ἄρχων αὐτῶν πρὸς αὐτούς φοβοῦμαι μὴ οὐ

θελήσητε (Go θελήσετε) ποιῆσαι τὸ πρᾶγμα τοῦτο καὶ ἔσομαι ἐγὼ μόνος

ὀφειλέτης ἁμαρτίας μεγάλης

4 καὶ ἀπεκρίθησαν αὐτῷ πάντες καὶ εἶπον ὀμόσωμεν ἅπαντες ὅρκῳ καὶ

ἀναθεματίσωμεν ἀλλήλους τοῦ μὴ ἀποστρέψαι τὴν γνώμην ταύτην

35

μέχρις οὗ ἀποτελέσωμεν αὐτήν

5 τότε πάντες ὤμοσαν ὁμοῦ καὶ ἀνεθεμάτισαν ἀλλήλους

6 ἦσαν δὲ οὗτοι διακόσιοι οἱ καταβάντες ἐν ταῖς ἡμέραις Ἰάρεδ εἰς τὴν

κορυφὴν τοῦ Ἑρμονιεὶμ (Go κορυφὴν Ἑρμὼν) ὄρους καὶ ἐκάλεσαν τὸ ὄρος

Ἑρμώμ καθότι ὤμοσαν (Go ομοσαν) καὶ ἀνεθεμάτισαν ἀλλήλους ἐν αὐτῷ

7 καὶ ταῦτα τὰ ὀνόματα τῶν ἀρχόντων αὐτῶν αacute Σεμιαζᾶς ὁ ἄρχων

αὐτῶν βacute Ἀταρκούφ γacute Ἀρακιήλ δacute Χωβαβιήλ εacute Ὀραμμαμή Ϛacute Ῥαμιήλ ζacute

Σαμψίχ ηacute Ζακιήλ θacute Βαλκιήλ ιacute Ἀζαλζήλ ιαacute Φαρμαρός ιβacute Ἀμαριήλ ιγacute

Ἀναγημάς ιδacute Θαυσαήλ ιεacute Σαμιήλ ιϚacute Σαρινᾶς ιζacute Εὐμιήλ (Par gr 1711 ὁ

Εὐμιήλ) ιηacute Τυριήλ ιθacute Ἰουμιήλ κacute Σαριήλ

VII

1 Οὗτοι καὶ οἱ λοιποὶ πάντες ἐν τῷ χιλιοστῷ ἑκατοστῷ ἑβδομηκοστῷ ἔτει

τοῦ κόσμου ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας καὶ ἤρξαντο μιαίνεσθαι ἐν αὐταῖς

ἕως τοῦ κατακλυσμοῦ καὶ ἔτεκον αὐτοῖς γένη τρίαmiddot πρῶτον γίγαντας

μεγάλους

2 οἱ δὲ γίγαντες ἐτέκνωσαν Ναφηλείμ καὶ τοῖς Ναφηλεὶμ ἐγεννήθησαν

Ἐλιούδ καὶ ἦσαν αὐξανόμενοι κατὰ τὴν μεγαλειότητα αὐτῶν καὶ

ἐδίδαξαν ἑαυτοὺς καὶ τὰς γυναῖκας ἑαυτῶν φαρμακείας καὶ ἐπαοιδίας

VIII

1 Πρῶτος Ἀζαὴλ ὁ δέκατος τῶν ἀρχόντων ἐδίδαξε ποιεῖν μαχαίρας καὶ

θώρακας καὶ πᾶν σκεῦος πολεμικόν καὶ τὰ μέταλλα τῆς γῆς καὶ τὸ

χρυσίον πῶς ἐργάσωνται καὶ ποιήσωσιν αὐτὰ κόσμια ταῖς γυναιξί καὶ τὸν

ἄργυρον ἔδειξε δὲ αὐτοῖς καὶ τὸ στίλβειν καὶ τὸ καλλωπίζειν καὶ τοὺς

ἐκλεκτοὺς λίθους καὶ τὰ βαφικάmiddot καὶ ἐποίησαν ἑαυτοῖς οἱ υἱοὶ τῶν

ἀνθρώπων καὶ ταῖς θυγατράσιν αὐτῶν καὶ παρέβησαν καὶ ἐπλάνησαν

τοὺς ἁγίους

2 καὶ ἐγένετο ἀσέβεια πολλὴ ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἠφάνισαν τὰς ὁδοὺς αὐτῶν

3 ἔτι δὲ καὶ ὁ πρώταρχος αὐτῶν Σεμιαζᾶς ἐδίδαξεν εἶναι ὀργὰς κατὰ τοῦ

νοός καὶ ῥίζας βοτανῶν τῆς γῆς ὁ δὲ ἑνδέκατος Φαρμαρὸς ἐδίδαξε

φαρμακείας ἐπαοιδίας σοφίας καὶ ἐπαοιδῶν λυτήριαmiddot ὁ ἔνατος ἐδίδαξεν

ἀστροσκοπίανmiddot ὁ δὲ τέταρτος ἐδίδαξεν ἀστρολογίανmiddot ὁ δὲ ὄγδοος ἐδίδαξεν

ἀεροσκοπίανmiddot ὁ δὲ τρίτος ἐδίδαξε τὰ σημεῖα τῆς γῆςmiddot ὁ δὲ ἕβδομος ἐδίδαξε

τὰ σημεῖα τοῦ ἡλίουmiddot ὁ δὲ εἰκοστὸς ἐδίδαξε τὰ σημεῖα τῆς σελήνηςmiddot πάντες

οὗτοι ἤρξαντο ἀνακαλύπτειν τὰ μυστήρια ταῖς γυναιξὶν αὐτῶν καὶ τοῖς

τέκνοις αὐτῶν μετὰ δὲ ταῦτα ἤρξαντο οἱ γίγαντες κατεσθίειν τὰς σάρκας

τῶν ἀνθρώπων

4 καὶ ἤρξαντο οἱ ἄνθρωποι ἐλαττοῦσθαι ἐπὶ τῆς γῆς

VIII col I

4 οἱ δὲ λοιποὶ ἐβόησαν εἰς τὸν οὐρανὸν περὶ τῆς κακώσεως αὐτῶν

λέγοντες εἰσενεχθῆναι τὸ μνημόσυνον αὐτῶν ἐνώπιον κυρίου

VIII col II

4 Τότε ἐβόησαν οἱ ἄνθρωποι εἰς τὸν οὐρανὸν λέγοντες Εἰσαγάγετε τὴν

κρίσιν ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον καὶ τὴν ἀπώλειαν ἡμῶν ἐνώπιον τῆς δόξης

τῆς μεγάλης ἐνώπιον τοῦ κυρίου τῶν κυρίων πάντων τῇ μεγαλωσύνῃ

IX col I

1 Καὶ ἀκούσαντες οἱ τέσσαρες μεγάλοι ἀρχάγγελοι Μιχαὴλ καὶ Οὐριὴλ

καὶ Ῥαφαὴλ καὶ Γαβριὴλ (καὶ Par gr 1711) παρέκυψαν ἐπὶ τὴν γῆν ἐκ τῶν

ἁγίων τοῦ οὐρανοῦ

2 καὶ θεασάμενοι αἷμα πολὺ ἐκκεχυμένον ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πᾶσαν ἀσέβειαν

καὶ ἀνομίαν γενομένην ἐπrsquo αὐτῆς

36

3 εἰσελθόντες εἶπον πρὸς ἀλλήλους ὅτι Τὰ πνεύματα καὶ αἱ ψυχαὶ τῶν

ἀνθρώπων στενάζουσιν ἐντυγχάνοντα καὶ λέγοντα ὅτι Εἰσαγάγετε τὴν

κρίσιν ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον καὶ τὴν ἀπώλειαν ἡμῶν ἐνώπιον τῆς δόξης

τῆς μεγαλωσύνης ἐνώπιον τοῦ κυρίου τῶν κυρίων πάντων τῇ

μεγαλωσύνῃ

4 καὶ εἶπον τῷ κυρίῳ τῶν αἰώνων Σὺ εἶ ὁ θεὸς τῶν θεῶν καὶ κύριος τῶν

κυρίων καὶ ὁ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ θεὸς τῶν αἰώνων καὶ ὁ

θρόνος τῆς δόξης σου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν αἰώνων καὶ τὸ ὄνομά σου

ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

IX col II

1 Καὶ ἀκούσαντες οἱ τέσσαρες μεγάλοι ἀρχάγγελοι Μιχαὴλ καὶ Οὐριὴλ

καὶ Ῥαφαὴλ καὶ Γαβριὴλ παρέκυψαν (= οἱ ltδgt Par gr 1711) ἐπὶ τὴν γῆν ἐκ

τῶν ἁγίων τοῦ οὐρανοῦ

2 καὶ θεασάμενοι αἷμα πολὺ ἐκκεχυμένον ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πᾶσαν ἀνομίαν

καὶ ἀσέβειαν γινομένην ἐπrsquo αὐτῆς

3 εἰσελθόντες εἶπον πρὸς ἀλλήλους ὅτι Τὰ πνεύματα καὶ αἱ ψυχαὶ τῶν

ἀνθρώπων ἐντυγχάνουσι στενάζοντα καὶ λέγοντα Εἰσαγάγετε τὴν δέησιν

ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον

4 καὶ προσελθόντες οἱ τέσσαρες ἀρχάγγελοι εἶπον τῷ κυρίῳ Σὺ εἶ ὁ θεὸς

τῶν θεῶν καὶ κύριος τῶν κυρίων καὶ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ θεὸς

τῶν ἀνθρώπων καὶ ὁ θρόνος τῆς δόξης σου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν

αἰώνων καὶ τὸ ὄνομά σου ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

καὶ τὸ ὄνομά σου ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

IX

4 add post αἰῶνας καὶ τὰ ἑξῆς τότε ὁ ὕψιστος ἐκέλευσε τοῖς ἁγίοις

ἀρχαγγέλοις καὶ ἔδησαν τοὺς ἐξάρχους αὐτῶν καὶ ἔβαλον (ἔβαλλον Par

gr 1711) αὐτοὺς εἰς τὴν ἄβυσσον ἕως τῆς κρίσεως καὶ τὰ ἑξῆς καὶ ταῦτα

μὲν ὁ Ἐνὼχ μαρτυρεῖ

5 σὺ γὰρ εἶ ὁ ποιήσας τὰ πάντα καὶ πάντων τὴν ἐξουσίαν ἔχων καὶ πάντα

ἐνώπιόν σου φανερὰ καὶ ἀκάλυπταmiddot καὶ πάντα ὁρᾷς καὶ οὐκ ἔστιν ὃ

κρυβῆναί σε δύναται

6 ὁρᾷς ὅσα ἐποίησεν Ἀζαὴλ καὶ (om Par gr 1711) ὅσα εἰσήνεγκεν (add

καὶ Par gr 1711) ὅσα ἐδίδαξεν ἀδικίας καὶ ἁμαρτίας ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πάντα

δόλον ἐπὶ τῆς ξηρᾶς ἐδίδαξε γὰρ τὰ μυστήρια καὶ ἀπεκάλυψε τῷ αἰῶνι τὰ

ἐν οὐρανῷ ἐπιτηδεύουσιν δὲ τὰ ἐπιτηδεύματα αὐτοῦ εἰδέναι τὰ μυστήρια

οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων

7 τῷ Σεμιαζᾷ τὴν ἐξουσίαν ἔδωκας ἔχειν τῶν σὺν αὐτῷ ἅμα ὄντων

8 καὶ ἐπορεύθησαν πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς καὶ

συνεκοιμήθησαν μετrsquo αὐτῶν καὶ ἐν ταῖς θηλείαις ἐμιάνθησαν καὶ

ἐδήλωσαν αὐταῖς πάσας τὰς ἁμαρτίας καὶ ἐδίδαξαν αὐτὰς μίσητρα

(μίσιτρα Par gr 1711) ποιεῖν

9 καὶ νῦν ἰδοὺ αἱ θυγατέρες τῶν ἀνθρώπων ἔτεκον ἐξ αὐτῶν υἱοὺς

γίγανταςmiddot κίβδηλα ἐπὶ τῆς (om Go) γῆς τῶν ἀνθρώπων ἐκκέχυται καὶ ὅλη

ἡ γῆ ἐπλήσθη ἀδικίας

10 καὶ νῦν ἰδοὺ τὰ πνεύματα τῶν ψυχῶν τῶν ἀποθανόντων ἀνθρώπων

ἐντυγχάνουσιν καὶ μέχρι τῶν πυλῶν τοῦ οὐρανοῦ ἀνέβη ὁ στεναγμὸς

αὐτῶν καὶ οὐ δύναται ἐξελθεῖν ἀπὸ προσώπου τῶν ἐπὶ τῆς γῆς γινομένων

ἀδικημάτων

11 καὶ σὺ αὐτὰ οἶδας πρὸ τῶν (τοῦ recte Par gr 1711) αὐτὰ γενέσθαι καὶ

ὁρᾷς αὐτοὺς καὶ ἐᾷς αὐτούς καὶ οὐδὲν λέγεις τί δεῖ ποιῆσαι αὐτοὺς (om

37

Go) περὶ τούτου

X

1 Τότε ὁ ὕψιστος εἶπε καὶ ὁ ἅγιος ὁ μέγας ἐλάλησε καὶ ἔπεμψε τὸν Οὐριὴλ

πρὸς τὸν υἱὸν (Go τοῦ) Λάμεχ λέγων

2 Πορεύου πρὸς τὸν Νῶε καὶ εἶπον αὐτῷ τῷ ἐμῷ ὀνόματι Κρύψον σεαυτόν

καὶ δήλωσον αὐτῷ τέλος ἐπερχόμενον ὅτι ἡ γῆ ἀπόλλυται πᾶσαmiddot καὶ εἶπον

αὐτῷ ὅτι κατακλυσμὸς μέλλει γίνεσθαι πάσης τῆς γῆς ἀπολέσαι πάντα

ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς

3 δίδαξον τὸν δίκαιον τί ποιήσει τὸν υἱὸν Λάμεχ καὶ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ εἰς

ζωὴν συντηρήσει καὶ ἐκφεύξεται διrsquo αἰῶνος καὶ ἐξ αὐτοῦ φυτευθήσεται

φύτευμα καὶ σταθήσεται πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

4 Καὶ τῷ Ῥαφαὴλ εἶπε Πορεύου Ῥαφαήλ καὶ δῆσον τὸν Ἀζαήλmiddot χερσὶ καὶ

ποσὶ συμπόδισον αὐτόν καὶ ἔμβαλε αὐτὸν εἰς τὸ σκότος καὶ ἄνοιξον τὴν

ἔρημον τὴν οὖσαν ἐν τῇ ἐρήμῳ Δουδαήλ καὶ ἐκεῖ πορευθεὶς βάλε αὐτόν

5 καὶ ὑπόθες αὐτῷ λίθους ὀξεῖς καὶ (om Go) λίθους τραχεῖς καὶ

ἐπικάλυψον αὐτῷ σκότος καὶ οἰκησάτω ἐκεῖ εἰς τὸν αἰῶνα καὶ τὴν ὄψιν

αὐτοῦ πώμασον καὶ φῶς μὴ θεωρείτωmiddot

6 καὶ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως ἀπαχθήσεται εἰς τὸν ἐμπυρισμὸν τοῦ

πυρός

7 καὶ ἴασαι τὴν γῆν ἣν ἠφάνισαν οἱ ἐγρήγοροι καὶ τὴν ἴασιν τῆς πληγῆς

δήλωσον ἵνα ἰάσωνται τὴν πληγὴν καὶ μὴ ἀπόλωνται πάντες οἱ υἱοὶ τῶν

ἀνθρώπων ἐν τῷ μυστηρίῳ ὃ εἶπον οἱ ἐγρήγοροι καὶ ἐδίδαξαν τοὺς υἱοὺς

τῶν ἀνθρώπων

8 καὶ ἠρημώθη πᾶσα ἡ γῆ ἐν τοῖς ἔργοις τῆς διδασκαλίας Ἀζαήλmiddot καὶ ἐπrsquo

αὐτῇ γράψον πάσας τὰς ἁμαρτίας

9 Καὶ τῷ Γαβριὴλ εἶπε Πορεύου Γαβριήλ ἐπὶ τοὺς γίγαντας ἐπὶ τοὺς

κιβδήλους ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς πορνείας καὶ ἀπόλεσαν τοὺς υἱοὺς τῶν

ἐγρηγόρων ἀπὸ τῶν υἱῶν τῶν ἀνθρώπωνmiddot πέμψον αὐτοὺς εἰς ἀλλήλους ἐξ

αὐτῶν εἰς αὐτούς ἐν πολέμῳ καὶ ἐν ἀπωλείᾳ καὶ μακρότης ἡμερῶν οὐκ

ἔσται αὐτοῖς

10 καὶ πᾶσα ἐρώτησις οὐκ ἔστι τοῖς πατράσιν αὐτῶν ὅτι ἐλπίζουσι ζῆσαι

ζωὴν αἰώνιον καὶ ὅτι ζήσεται ἕκαστος αὐτῶν ἔτη πεντακόσια

11 καὶ τῷ Μιχαὴλ εἶπε Πορεύου Μιχαήλ δῆσον Σεμιαζᾶν καὶ τοὺς ἄλλους

σὺν αὐτῷ τοὺς συμμιγέντας ταῖς θυγατράσι τῶν ἀνθρώπων τοῦ μιανθῆναι

ἐν αὐταῖς ἐν τῇ ἀκαθαρσίᾳ αὐτῶν

12 καὶ ὅταν κατασφαγῶσιν οἱ υἱοὶ αὐτῶν καὶ ἴδωσι τὴν ἀπώλειαν τῶν

ἀγαπητῶν αὐτῶν δῆσον αὐτοὺς ἐπὶ ἑβδομήκοντα γενεὰς εἰς τὰς νάπας

τῆς γῆς μέχρι ἡμέρας κρίσεως αὐτῶν μέχρι ἡμέρας τελειώσεως τελεσμοῦ

ἕως συντελεσθῇ κρίμα τοῦ αἰῶνος τῶν αἰώνων

13 τότε ἀπενεχθήσονται εἰς τὸ χάος τοῦ πυρὸς καὶ εἰς τὴν βάσανον καὶ εἰς

τὸ δεσμωτήριον τῆς συγκλείσεως τοῦ αἰῶνος

14 καὶ ὃς ἂν κατακρίθῃ καὶ ἀφανισθῇ ἀπὸ τοῦ νῦν μετrsquo αὐτῶν δεθήσεται

(δεηθήσεται recte Par gr 1711) μέχρι τελειώσεως γενεᾶς αὐτῶν

περὶ δὲ τοῦ ὄρους ἐν ᾧ ὤμοσαν καὶ ἀνεθεμέτισαν πρὸς τὸν πλησίον αὐτῶν

ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα οὐ μὴ ἀποστῇ ἀπrsquo αὐτοῦ ψῦχος καὶ χιὼν καὶ πάχνη καὶ

δρόσος οὐ μὴ καταβῇ εἰς αὐτό εἰ μὴ εἰς κατάραν καταβήσεται ἐπrsquo αὐτό

μέχρις ἡμέρας κρίσεως τῆς μεγάλης ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ κατακαυθήσεται

καὶ ταπεινωθήσεται καὶ ἔσται κατακαιόμενον καὶ τηκόμενον ὡς κηρὸς

ἀπὸ πυρός οὕτως κατακαήσεται περὶ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ καὶ νῦν

ἐγὼ λέγω ὑμῖν υἱοῖς ἀνθρώπων Ὀργὴ μεγάλη καθrsquo ὑμῶν laquoκαὶraquo κατὰ τῶν

38

υἱῶν ὑμῶν καὶ οὐ παύσεται ἡ ὀργὴ αὕτη ἀφrsquo ὑμῶν μέχρι καιροῦ σφαγῆς

τῶν υἱῶν ὑμῶν καὶ ἀπολοῦνται οἱ ἀγαπητοὶ ὑμῶν καὶ ἀποθανοῦνται οἱ

ἔντιμοι ὑμῶν ἀπὸ πάσης τῆς γῆς ὅτι πᾶσαι αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς αὐτῶν ἀπὸ

τοῦ νῦν οὐ μὴ ἔσονται πλείω τῶν ἑκατὸν εἴκοσιν ἐτῶν καὶ μὴ δόξητε ἔτι

ζῆσαι ἐπὶ πλείονα ἔτηmiddot οὐ γάρ ἐστιν ἐπrsquo αὐτοῖς πᾶσα ὁδὸς ἐκφεύξεως ἀπὸ

τοῦ νῦν διὰ τὴν ὀργὴν ἣν ὠργίσθη ὑμῖν ὁ βασιλεὺς πάντων τῶν αἰώνωνmiddot

μὴ νομίσητε ὅτι ἐκφεύξεσθε ταῦτα

XV

8 Καὶ νῦν οἱ γίγαντες οἱ γεννηθέντες ἀπὸ πνευμάτων καὶ σαρκὸς

πνεύματα πονηρὰ ἐπὶ τῆς γῆς καλέσουσιν αὐτούς ὅτι ἡ κατοίκησις αὐτῶν

ἔσται ἐπὶ τῆς γῆς

9 πνεύματα πονηρὰ ἔσονται τὰ πνεύματα ἐξεληλυθότα ἀπὸ τοῦ σώματος

τῆς σαρκὸς αὐτῶν διότι ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων ἐγένοντο καὶ ἐκ τῶν ἁγίων

τῶν ἐγρηγόρων ἡ ἀρχὴ τῆς κτίσεως αὐτῶν καὶ ἀρχὴ θεμελίουmiddot πνεύματα

πονηρὰ

10 ἐπὶ τῆς γῆς ἔσονται

11 τὰ πνεύματα τῶν γιγάντων νεμόμενα ἀδικοῦντα ἀφανίζοντα

ἐμπίπτοντα καὶ συμπαλαίοντα καὶ ῥιπτοῦντα ἐπὶ τῆς γῆς καὶ δρόμους

ποιοῦντα καὶ μηδὲν ἐσθίοντα ἀλλrsquo ἀσιτοῦντα καὶ ῥιπτοῦντα καὶ φάσματα

ποιοῦντα καὶ διψῶντα καὶ προσκόπτοντα

12 καὶ ἐξαναστήσονται τὰ πνεύματα ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων καὶ

τῶν γυναικῶν ὅτι ἐξ αὐτῶν ἐξεληλύθασι

XVI

1 Καὶ ἀπὸ ἡμέρας καιροῦ σφαγῆς καὶ ἀπωλείας καὶ θανάτου τῶν

γιγάντων ναφηλείμ οἱ ἰσχυροὶ τῆς γῆς οἱ μεγάλοι ὀνομαστοί τὰ

πνεύματα τὰ ἐκπορευόμενα ἀπὸ τῆς ψυχῆς αὐτῶν ὡς ἐκ τῆς σαρκὸς

ἔσονται ἀφανίζοντα χωρὶς κρίσεωςmiddot οὕτως ἀφανίσουσι μέχρις ἡμέρας τῆς

τελειώσεως ἕως τῆς κρίσεως τῆς μεγάλης ἐν ᾗ (ᾧ Par gr 1711) ὁ αἰὼν ὁ

μέγας τελεσθήσεται

XIX

3 ἀνθρώπων ὡς ἐγὼ εἶδον

XX

2 ὁ εἷς τῶν ἁγίων ὁ ἐπὶ τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ταρτάρου

3 Ῥαφαὴλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων τῶν ἀνθρώπων

4 Ῥαγουήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐκδικῶν τὸν κόσμον τῶν

φωστήρων

5 Μιχαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς ἐπὶ τῶν τοῦ λαοῦ ἀγαθῶν τέτακται

καὶ ἐπὶ τῷ χαῷ

6 Σαριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων οἵτινες ἐπὶ τῷ

πνεύματι ἁμαρτάνουσιν

7 Γαβριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τοῦ παραδείσου καὶ τῶν

δρακόντων καὶ χερουβίν Ῥεμειήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃν ἔταξεν ὁ

θεὸς ἐπὶ τῶν ἀνισταμένων ὀνόματα ζacute ἀρχαγγέλων

XXI

1 Καὶ ἐφώδευσα μέχρι τῆς ἀκατασκευάστου

2 καὶ ἐκεῖ ἐθεασάμην ἔργον φοβερόν ἑώρακα οὔτε οὐρανὸν ἐπάνω οὔτε

γῆν τεθεμελιωμένην ἀλλὰ τόπον ἀκατασκεύαστον καὶ φοβερόν

3 καὶ ἐκεῖ τεθέαμαι ζacute ἀστέρας τοῦ οὐρανοῦ δεδεμένους καὶ ἐριμμένους ἐν

αὐτῷ ὁμοῦ ὁμοίους ὁράσει μεγάλῃ καὶ ἐν πυρὶ καιομένους

4 τότε εἶπον Διὰ ποίαν αἰτίαν ἐπεδέθησαν καὶ διὰ ποίαν αἰτίαν ἐρίφησαν

39

ὧδε

5 καὶ εἶπέν μοι Οὐριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ μετrsquo

ἐμοῦ ὤν - καὶ

αὐτὸς αὐτῶν ἡγεῖτο - καὶ εἶπέν μοι Ἑνώχ περὶ τίνος

ἐρωτᾷς ἢ περὶ τίνος

τὴν ἀλήθειαν φιλοσπευδεῖς

6 οὗτοί εἰσιν τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ οἱ παραβάντες

τὴν ἐπιταγὴν τοῦ

κυρίου καὶ ἐδέθησαν ὧδε μέχρι πληρωθῆναι μύρια ἔτη

τὸν χρόνον τῶν

ἁμαρτημάτων αὐτῶν

7 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον τούτου

φοβερώτερον καὶ τεθέαμαι

ἔργα φοβεράmiddot πῦρ μέγα ἐκεῖ καιόμενον καὶ φλεγόμενον καὶ διακοπὴν

εἶχεν ὁ τόπος ἕως τῆς ἀβύσσου πλήρης στύλων πυρὸς μεγάλων

καταφερομένωνmiddot οὔτε μέτρον οὔτε μέγεθος ἠδυνήθην ἰδεῖν οὔτε εἰκάσαι

8 τότε εἶπον Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος οὗτος καὶ ὡς δεινὸς τῇ ὁράσει

9 τότε ἀπεκρίθη μοι καὶ εἶπεν

Incert

1 παρὰ (Par gr 1711 Go περὶ) δὲ τοῦ ὄρους ἐν ᾧ ὤμοσαν καὶ

ἀνεθεμάτισαν πρὸς τὸν πλησίον αὐτῶν ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα οὐ μὴ ἀποστῇ

ἀπrsquo αὐτοῦ ψῦχος καὶ χιὼν καὶ πάχνη καὶ δρόσος οὐ μὴ καταβῇ εἰς αὐτό εἰ

μὴ εἰς κατάραν καταβήσεται ἐπrsquo (Go εἰς) αὐτό μέχρις ἡμέρας κρίσεως τῆς

μεγάλης

2 ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ κατακαυθήσεται καὶ (Go om) ταπεινωθήσεται καὶ

ἔσται κατακαιόμενον καὶ τηκόμενον ὡς κηρὸς ἀπὸ πυρός οὕτως

κατακαήσεται περὶ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ

3 καὶ νῦν ἐγὼ λέγω ὑμῖν υἱοῖς ἀνθρώπων Ὀργὴ μεγάλη καθrsquo ὑμῶν κατὰ

τῶν υἱῶν ὑμῶνmiddot καὶ οὐ παύσεται ἡ ὀργὴ αὕτη ἀφrsquo ὑμῶν μέχρι καιροῦ

σφαγῆς τῶν υἱῶν ὑμῶν

4 καὶ ἀπολοῦνται οἱ ἀγαπητοὶ ὑμῶν καὶ ἀποθανοῦνται οἱ ἔντιμοι ὑμῶν

ἀπὸ πάσης τῆς γῆς ὅτι πᾶσαι αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς αὐτῶν ἀπὸ τοῦ νῦν οὐ μὴ

ἔσονται πλείω τῶν ἑκατὸν εἴκοσιν ἐτῶν

5 καὶ μὴ δόξητε ἔτι ζῆσαι ἐπὶ πλείονα ἔτηmiddot οὐ γάρ ἐστιν ἐπrsquo αὐτοῖς πᾶσα

ὁδὸς ἐκφεύξεως ἀπὸ τοῦ νῦν διὰ τὴν ὀργὴν ἣν ὠργίσθη ὑμῖν ὁ βασιλεὺς

πάντων τῶν αἰώνωνmiddot μὴ νομίσητε ὅτι ἐκφεύξεσθε ταῦτα

Περί των γιγάντων

καὶ ἦν νωε ἐτῶν πεντακοσίων καὶ ἐγέννησεν νωε τρεῖς υἱούς τὸν σημ τὸν χαμ τὸν

ιαφεθκαὶ ἐγένετο ἡνίκα ἤρξαντο οἱ ἄνθρωποι πολλοὶ γίνεσθαι ἐπὶ τῆς γῆς καὶ θυγατέρες

ἐγενήθησαν αὐτοῖς 2ἰδόντες δὲ οἱ υἱοὶ τοῦ θεοῦ τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων ὅτι καλαί

εἰσιν ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ πασῶν ὧν ἐξελέξαντο 3καὶ εἶπεν κύριος ὁ θεός οὐ

μὴ καταμείνῃ τὸ πνεῦμά μου ἐν τοῖς ἀνθρώποις τούτοις εἰς τὸν αἰῶνα διὰ τὸ εἶναι

αὐτοὺς σάρκας ἔσονται δὲ αἱ ἡμέραι αὐτῶν ἑκατὸν εἴκοσι ἔτη 4οἱ δὲ γίγαντες ἦσαν ἐπὶ

τῆς γῆς ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις καὶ μετ ἐκεῖνο ὡς ἂν εἰσεπορεύοντο οἱ υἱοὶ τοῦ

θεοῦ πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων καὶ ἐγεννῶσαν ἑαυτοῖς ἐκεῖνοι ἦσαν οἱ

γίγαντες οἱ ἀπ αἰῶνος οἱ ἄνθρωποι οἱ ὀνομαστοί

40

Παραθέτουμε ένα επεξηγηματικό κείμενο αναφορικά με τους γίγαντες από την

ιστοσελίδα httpwwwoodegrcom

laquoΕδώ πρόκειται για το θέμα στο οποίο αναφέρθηκε ο Ιησούς Χριστός στο

Ματθαίος κδ΄ 38 για τους προκατακλυσμιαίους ανθρώπους που ΄΄έτρωγαν και

έπιναν και παντρεύονταν΄΄ ώσπου ήρθε ο Κατακλυσμός Επ αυτών υπάρχουν

κάποιες παρατηρήσεις

1η παρατήρηση Το οριστικό άρθρο ΄΄οι΄΄ δείχνει ότι πρόκειται για κάποιους που

ήταν ήδη γνωστοί στους αναγνώστες της Γενέσεως προς τους οποίους απευθύνεται

ο Μωυσής δηλαδή προς τους Ισραηλίτες της εποχής του που λάβαιναν το Νόμο

2η παρατήρηση Το ότι ΄΄εν ταις ημέραις εκείναις ήσαν΄΄ υπονοεί 1 Είτε ότι δεν

υπήρχαν πλέον οι γίγαντες στη ΄΄γη΄΄ όταν γραφόταν η Γένεση δηλαδή κατά το 1500

πΧ 2 είτε ότι υπήρχαν και τότε

3η παρατήρηση Για ποια ΄΄γη΄΄ μιλάει 1 Είτε για τη συγκεκριμένη γη στην οποία

συνέβαιναν τα γεγονότα που αναγράφονται στα γύρω κεφάλαια (τη γη της

Μεσοποταμίας) 2 είτε γενικά για τη γύρω γη στην οποία είχαν επεκταθεί οι γίγαντες

και η φυλή Αδάμ Αυτό όμως δεν έχει σημασία καθώς η αναφορά γίνεται μόνο για

τον καιρό πρό τού Κατακλυσμού Είναι γεγονός όμως ότι στη γη Χαναάν οι

γίγαντες υπήρχαν και μετά από τον Κατακλυσμό

Αυτό φαίνεται στους Αριθμούς 13ιγ΄ 33 ΄΄και εκεί εωράκαμεν τους γίγαντας

(εβραϊκό Νεφιλείμ) και ήμεν ενώπιον αυτών ωσεί ακρίδες αλλά και ούτως ήμεν

ενώπιον αυτών΄΄

Αν αυτό φαίνεται παράξενο σε κάποιους που διδάχτηκαν ότι ο Κατακλυσμός ήταν

παγκόσμιος ας διαβάσουν τη μελέτη μας ΄΄Ήταν ο Κατακλυσμός Παγκόσμιος΄΄

Εκεί θα δουν τις Αγιογραφικές και ιστορικές αποδείξεις ότι επρόκειτο για έναν

τοπικό κατακλυσμό που έπληξε μόνο τη φυλή Αδάμ και μέλη μόνο των γύρω λαών

Επιβίωση από τον Κατακλυσμό

Το ότι οι Νεφιλείμ επεβίωσαν του Κατακλυσμού εξηγείται απλά

Είναι λογικό το ότι η φυλή των γιγάντων Νεφιλείμ δεν έμενε ολόκληρη στην

κοιλάδα της Μεσοποταμίας αλλά κάποιοι απ αυτούς διεσπάρησαν στις γύρω

περιοχές

Η Γένεση στο 7ζ΄ 20 γράφει ότι ο Κατακλυσμός είχε ύψος 15 πήχες (8- 9 μέτρα)

δηλαδή όσο χρειαζόταν για να καλύψει τις ψηλότερες περιοχές της χαμηλής

Μεσοποταμίας Όσοι όμως έμεναν στα ορεινά γύρω από την πληγείσα περιοχή

επεβίωσαν Άλλωστε ο Κατακλυσμός έγινε για τιμωρία της φυλής Αδάμ και όχι των

γύρω λαών όπως φαίνεται στη Γένεση 6ς΄ 5 - 7 όπου η λέξη που χρησιμοποιείται

στο Εβραϊκό κείμενο γι αυτούς με τους οποίους οργίστηκε ο Θεός είναι ΄΄Αδάμ΄΄

Για τους άλλους λαούς η Γένεση στο Εβραϊκό κείμενο χρησιμοποιεί άλλη λέξη

όπως φαίνεται στο Γένεσις 6ς΄ 4 [΄΄οι άνθρωποι (εβραϊκά ΄΄ενός΄΄) οι

ονομαστοί΄΄] και στο Γένεσις 13ιγ΄ 13 [΄΄οι δε άνθρωποι (εβραϊκά ΄΄ενός΄΄) οι εν

Σοδόμοις΄΄]

41

Μια τελευταία παρατήρηση ξεκινάει από το ίδιο εδάφιο της Γένεσης 6ς΄ 4 που λέει

΄΄Οι δε γίγαντες ήσαν επί τής γης εν ταις ημέραις εκείναις και μετ εκείνο ως αν

εισεπορεύοντο οι υιοί τού Θεού προς τας θυγατέρας τών ανθρώπων΄΄

Οι Νεφιλείμ λοιπόν υπήρχαν ακόμη ΄΄και μετά από εκείνο΄΄ το γεγονός που

περιγράφεται δηλαδή και μετά από την αύξηση του πληθυσμού στη

Μεσοποταμία Είναι λάθος να ταυτίζονται κατ ανάγκην οι Νεφιλείμ με τους γιους

των ισχυρών καθώς μια αβίαστη ανάγνωση του κειμένου δεν δείχνει τίποτα τέτοιο

Το μεταβατικό ΄΄δε΄΄ δείχνει ότι γίνεται λόγος για κάποιους άλλους και όχι για

τους γιούς των ισχυρών Οι γιοί των ισχυρών δεν είναι οι Νεφιλείμ αλλά οι ισχυροί

άνδρες της Μεσοποταμίας των άλλων φυλών που ζούσαν κοντά στη φυλή Αδάμ

Ίσως ο σκοπός του χωρίου είναι να δείξει ότι η φυλή των γιγάντων (η οποία

προβλημάτιζε τους Ισραηλίτες τον καιρό που ο Μωυσής έγραφε αυτά τα λόγια) ήταν

μια αρχαία φυλή σύγχρονη της επιμειξίας της φυλής Αδάμ με τους γιούς των

ισχυρών και ότι οι Νεφιλείμ επεβίωσαν ακόμη και μετά από την επιμειξία των

ισχυρών ανδρών της Μεσοποταμίας με τις ΄΄θυγατέρες Αδάμ΄΄ κατά την

προκατακλυσμιαία εποχή

Ίσως ακόμα η αναφορά αυτή να γίνεται για να δείξει ότι ο κατακλυσμός στρεφόταν

ειδικά κατά του λαού Αδάμ και όχι και των γύρω λαών εκ των οποίων

επεβίωσαν και οι Νεφιλείμ

Οι γίγαντες στην εποχή τού Ισραήλ

Σύμφωνα με την Αγία Γραφή η περιοχή στην οποία επεβίωσαν κάποιοι από τη

φυλή των γιγάντων Νεφιλείμ ήταν η Βασάν που ονομάζεται ΄΄γη γιγάντων΄΄

(Δευτερονόμιο γ΄ 13)

Πρόκειται για μία ορεινή περιοχή ανατολικά της Θάλασσας της Γαλιλαίας

κατάλληλη για επιβίωση των λαών της από τον Κατακλυσμό που έπληξε τη

Μεσοποταμία και το λαό Αδάμ (Όπως λέμε ΄΄λαός Ισραήλ΄΄)

Εκεί οι γίγαντες υπήρχαν όχι μόνο μετά από τον Κατακλυσμό αλλά και στις ημέρες

του Αβραάμ όπως φαίνεται στη Γένεση 14ιδ΄ 5 όπου λέει για τον Χοδολλογομόρ

και τους συμμάχους του ότι ΄΄κατέκοψαν τους γίγαντας τους εν Ασταρώθ

Καρναιν΄΄ στη Βασσάν

Και οι κατάσκοποι όμως των ημερών του Μωυσή βρήκαν τους Νεφιλείμ στη

Χαναάν όπως είδαμε στους Αριθμούς 13ιγ΄ 33 όπου μάλιστα ονομάζει τους

γίγαντες ΄΄Νεφιλείμ΄΄ Εκεί έχει μάλιστα και οριστικό άρθρο ΄΄τους Νεφιλείμ΄΄

πράγμα που δείχνει ότι δεν επρόκειτο για παρομοίωση αλλά για το γνωστό λαό

των Νεφιλείμ

Άλλα εδάφια όπως το Δευτερονόμιο 1α΄ 28 αναφερόμενο στο ίδιο γεγονός

ταυτίζει τους Νεφιλείμ με τους Ανακείμ που προφανώς ήταν απόγονοί τους

Με τους Ανακείμ συσχετίζει η Αγία Γραφή όλες τις φυλές γιγάντων που ζούσαν γύρω

από τη Θάλασσα της Γαλιλαίας όπως ήταν οι Ραφαείμ οι Εμμαίοι και οι

42

Ζουμζουμείμ τους οποίους εξολώθρευσαν οι απόγονοι του Λωτ (Δευτερονόμιο 2β΄

10112021)

Οι Ραφαείμ ήταν απόγονοι των Γιγάντων που επεβίωσαν από τον Κατακλυσμό και

δεν ήταν απόγονοι του Νώε καθώς δεν αναφέρονται στη Γένεση 10ι΄ όπου

αναφέρονται οι λαοί που κατάγονται από το Νώε Η σκέψη ότι ίσως να μην

αναφέρονται επειδή είναι πολύ νεώτεροι λαοί δεν ευσταθεί επειδή αναφέρονται στη

Γένεσις 14ιδ΄ 5 σαν λαός από την εποχή του Αβραάμ ακόμα και συνεπώς είναι

αρχαιότεροι λαοί από αυτούς που αναφέρονται ως απόγονοι του Νώε

Μετά από την εγκατάσταση των Ισραηλιτών στη Γη της Επαγγελίας οι υψηλόσωμες

αυτές φυλές εξολωθρεύτηκαν και δεν έμειναν Ανακείμ στο Ισραήλ Μόνο στη Γάζα

στη Γαθ και στην Άζωτο έμειναν αναμεμειγμένοι με τους Φιλισταίους (Ιησούς

Ναυή 11ια΄ 21 22)

Ένας απ αυτούς ήταν και ο Γολιάθ από τη Γαθ που σκοτώθηκε από τον Δαυίδ (Α΄

Σαμουήλ ιζ΄ 4 ΄΄Εξήλθεν Γολιάθ εκ της Γαθ΄΄)

Τον καιρό του Δαυίδ σκοτώθηκαν οι τελευταίοι γίγαντεςraquo1

1 httpwwwoodegrcomoodegenesiskatak1htm

43

Page 34: Η δημιουργία του κόσμου

34

12 καὶ ἐφοβήθη ὁ υἱός μου Λάμεχ καὶ ἔφυγεν πρὸς ἐμέ καὶ οὐ πιστεύει ὅτι

υἱὸς αὐτοῦ ἐστιν ἀλλὰ ὅτι ἐξ ἀγγέλων one or two lines omitted τὴν

ἀκρίβειαν ἣν ἔχεις () καὶ τὴν ἀλήθειαν

13 τότε ἀπεκρίθην λέγων ἀνακαινίσει ὁ κύριος πρόσταγμα ἐπὶ τῆς γῆς

καὶ τὸν αὐτὸν τρόπον τέκνον τεθέαμαι καὶ ἐσήμανά σοιmiddot ἐν γὰρ τῇ γενεᾷ

Ἰάρεδ τοῦ πατρός μου παρέβησαν τὸν λόγον κυρίου ἀπὸ τῆς διαθήκης τοῦ

οὐρανοῦ

14 καὶ ἰδοὺ ἁμαρτάνουσιν καὶ παραβαίνουσιν τὸ ἔθος καὶ μετὰ γυναικῶν

συγγίνονται καὶ μετrsquo αὐτῶν ἁμαρτάνουσιν καὶ ἔγημαν ἐξ αὐτῶν

[καὶ τίκτουσιν οὐχ ὁμοίους πνεύμασιν ἀλλὰ σαρκίνους]middot

15 καὶ ἔσται ὀργὴ μεγάλη ἐπὶ τῆς γῆς καὶ κατακλυσμός καὶ ἔσται

ἀπώλεια μεγάλη ἐπὶ ἐνιαυτὸν ἕναmiddot

16 καὶ τόδε τὸ παιδίον τὸ γεννηθὲν καταλειφθήσεται καὶ τρία αὐτοῦ

τέκνα σωθήσεται ἀποθανόντων τῶν ἐπὶ τῆς γῆςmiddot

17b καὶ πραϋνεῖ τὴν γῆν ἀπὸ τῆς οὔσης ἐν αὐτῇ φθορᾶς

18 καὶ νῦν λέγε Λάμεχ ὅτι τέκνον σού ἐστιν δικαίως καὶ ὁσίως [καὶ]

κάλεσον αὐτοῦ τὸ ὄνομα [Νῶε]middot αὐτὸς γὰρ ἔσται ὑμῶν κατάλειμμα ἐφrsquo οὗ

ἂν καταπαύσητε καὶ laquoοἱraquo υἱοὶ αὐτοῦ ἀπὸ τῆς φθορᾶς τῆς γῆς καὶ ἀπὸ

πάντων τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ ἀπὸ πασῶν τῶν συντελειῶν ἐπὶ τῆς γῆς

Four lines are lost

19 ὑπέδειξέν μοι καὶ ἐμήνυσεν καὶ ἐν ταῖς πλαξὶν τοῦ οὐρανοῦ ἀνέγνων

αὐτά

CVII

1 τότε τεθέαμαι τὰ ἐγγεγραμμένα ἐπrsquo αὐτῶν ὅτι γενεὰ γενεᾶς κακ[ίων

ἔσται] καὶ εἶδον τόδε μέχρις τοῦ ἀνας[τῆναι] γενεὰν δικαιοσύνης καὶ ἡ

κακία ἀπολεῖται καὶ ἡ ἁμαρτία ἀλλάξει ἀπὸ τῆς γῆς καὶ τὰ ἀγαθὰ ἥξει ἐπὶ

τῆς γῆς ἐπrsquo αὐτούς

2 καὶ νῦν ἀπότρεχε τέκνον καὶ σήμανον Λάμεχ τῷ υἱῷ σου ὅτι τὸ παιδίον

τοῦτο τὸ γεννηθὲν τέκνον αὐτοῦ ἐστιν δικαίως καὶ οὐ ψευδῶς

3 καὶ ὅτε ἤκουσεν Μαθουσάλεκ τοὺς λόγους Ἑνὼχ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ

μυστηριακῶς γὰρ ἐδήλωσεν αὐτῷ [ἐπέστρεψεν καὶ ἐδήλωσεν αὐτῷ] καὶ

ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτοῦ Νῶε εὐφραίνων τὴν γῆν ἀπὸ τῆς ἀπωλείας

Liber Enoch

Apocalypsis Henochi Graece

(recensio ap Syncellum)

(ed M Black)

Pseudepigrapha veteris testamenti Graece 3

Leiden Brill 1970 pp 21ndash26 29ndash30 32ndash33 37

VI

ἐκ τοῦ πρώτου βιβλίου Ἐνὼχ περὶ τῶν ἐγρηγόρων

1 καὶ ἐγένετο ὅτε ἐπληθύνθησαν οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων ἐγεννήθησαν

αὐτοῖς θυγατέρες ὡραῖαι

2 καὶ ἐπεθύμησαν αὐτὰς οἱ ἐγρήγοροι καὶ ἀπεπλανήθησαν ὀπίσω αὐτῶν

καὶ εἶπον πρὸς ἀλλήλους ἐκλεξώμεθα ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ τῶν

θυγατέρων τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς

3 καὶ εἶπε Σεμιαζᾶς ὁ ἄρχων αὐτῶν πρὸς αὐτούς φοβοῦμαι μὴ οὐ

θελήσητε (Go θελήσετε) ποιῆσαι τὸ πρᾶγμα τοῦτο καὶ ἔσομαι ἐγὼ μόνος

ὀφειλέτης ἁμαρτίας μεγάλης

4 καὶ ἀπεκρίθησαν αὐτῷ πάντες καὶ εἶπον ὀμόσωμεν ἅπαντες ὅρκῳ καὶ

ἀναθεματίσωμεν ἀλλήλους τοῦ μὴ ἀποστρέψαι τὴν γνώμην ταύτην

35

μέχρις οὗ ἀποτελέσωμεν αὐτήν

5 τότε πάντες ὤμοσαν ὁμοῦ καὶ ἀνεθεμάτισαν ἀλλήλους

6 ἦσαν δὲ οὗτοι διακόσιοι οἱ καταβάντες ἐν ταῖς ἡμέραις Ἰάρεδ εἰς τὴν

κορυφὴν τοῦ Ἑρμονιεὶμ (Go κορυφὴν Ἑρμὼν) ὄρους καὶ ἐκάλεσαν τὸ ὄρος

Ἑρμώμ καθότι ὤμοσαν (Go ομοσαν) καὶ ἀνεθεμάτισαν ἀλλήλους ἐν αὐτῷ

7 καὶ ταῦτα τὰ ὀνόματα τῶν ἀρχόντων αὐτῶν αacute Σεμιαζᾶς ὁ ἄρχων

αὐτῶν βacute Ἀταρκούφ γacute Ἀρακιήλ δacute Χωβαβιήλ εacute Ὀραμμαμή Ϛacute Ῥαμιήλ ζacute

Σαμψίχ ηacute Ζακιήλ θacute Βαλκιήλ ιacute Ἀζαλζήλ ιαacute Φαρμαρός ιβacute Ἀμαριήλ ιγacute

Ἀναγημάς ιδacute Θαυσαήλ ιεacute Σαμιήλ ιϚacute Σαρινᾶς ιζacute Εὐμιήλ (Par gr 1711 ὁ

Εὐμιήλ) ιηacute Τυριήλ ιθacute Ἰουμιήλ κacute Σαριήλ

VII

1 Οὗτοι καὶ οἱ λοιποὶ πάντες ἐν τῷ χιλιοστῷ ἑκατοστῷ ἑβδομηκοστῷ ἔτει

τοῦ κόσμου ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας καὶ ἤρξαντο μιαίνεσθαι ἐν αὐταῖς

ἕως τοῦ κατακλυσμοῦ καὶ ἔτεκον αὐτοῖς γένη τρίαmiddot πρῶτον γίγαντας

μεγάλους

2 οἱ δὲ γίγαντες ἐτέκνωσαν Ναφηλείμ καὶ τοῖς Ναφηλεὶμ ἐγεννήθησαν

Ἐλιούδ καὶ ἦσαν αὐξανόμενοι κατὰ τὴν μεγαλειότητα αὐτῶν καὶ

ἐδίδαξαν ἑαυτοὺς καὶ τὰς γυναῖκας ἑαυτῶν φαρμακείας καὶ ἐπαοιδίας

VIII

1 Πρῶτος Ἀζαὴλ ὁ δέκατος τῶν ἀρχόντων ἐδίδαξε ποιεῖν μαχαίρας καὶ

θώρακας καὶ πᾶν σκεῦος πολεμικόν καὶ τὰ μέταλλα τῆς γῆς καὶ τὸ

χρυσίον πῶς ἐργάσωνται καὶ ποιήσωσιν αὐτὰ κόσμια ταῖς γυναιξί καὶ τὸν

ἄργυρον ἔδειξε δὲ αὐτοῖς καὶ τὸ στίλβειν καὶ τὸ καλλωπίζειν καὶ τοὺς

ἐκλεκτοὺς λίθους καὶ τὰ βαφικάmiddot καὶ ἐποίησαν ἑαυτοῖς οἱ υἱοὶ τῶν

ἀνθρώπων καὶ ταῖς θυγατράσιν αὐτῶν καὶ παρέβησαν καὶ ἐπλάνησαν

τοὺς ἁγίους

2 καὶ ἐγένετο ἀσέβεια πολλὴ ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἠφάνισαν τὰς ὁδοὺς αὐτῶν

3 ἔτι δὲ καὶ ὁ πρώταρχος αὐτῶν Σεμιαζᾶς ἐδίδαξεν εἶναι ὀργὰς κατὰ τοῦ

νοός καὶ ῥίζας βοτανῶν τῆς γῆς ὁ δὲ ἑνδέκατος Φαρμαρὸς ἐδίδαξε

φαρμακείας ἐπαοιδίας σοφίας καὶ ἐπαοιδῶν λυτήριαmiddot ὁ ἔνατος ἐδίδαξεν

ἀστροσκοπίανmiddot ὁ δὲ τέταρτος ἐδίδαξεν ἀστρολογίανmiddot ὁ δὲ ὄγδοος ἐδίδαξεν

ἀεροσκοπίανmiddot ὁ δὲ τρίτος ἐδίδαξε τὰ σημεῖα τῆς γῆςmiddot ὁ δὲ ἕβδομος ἐδίδαξε

τὰ σημεῖα τοῦ ἡλίουmiddot ὁ δὲ εἰκοστὸς ἐδίδαξε τὰ σημεῖα τῆς σελήνηςmiddot πάντες

οὗτοι ἤρξαντο ἀνακαλύπτειν τὰ μυστήρια ταῖς γυναιξὶν αὐτῶν καὶ τοῖς

τέκνοις αὐτῶν μετὰ δὲ ταῦτα ἤρξαντο οἱ γίγαντες κατεσθίειν τὰς σάρκας

τῶν ἀνθρώπων

4 καὶ ἤρξαντο οἱ ἄνθρωποι ἐλαττοῦσθαι ἐπὶ τῆς γῆς

VIII col I

4 οἱ δὲ λοιποὶ ἐβόησαν εἰς τὸν οὐρανὸν περὶ τῆς κακώσεως αὐτῶν

λέγοντες εἰσενεχθῆναι τὸ μνημόσυνον αὐτῶν ἐνώπιον κυρίου

VIII col II

4 Τότε ἐβόησαν οἱ ἄνθρωποι εἰς τὸν οὐρανὸν λέγοντες Εἰσαγάγετε τὴν

κρίσιν ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον καὶ τὴν ἀπώλειαν ἡμῶν ἐνώπιον τῆς δόξης

τῆς μεγάλης ἐνώπιον τοῦ κυρίου τῶν κυρίων πάντων τῇ μεγαλωσύνῃ

IX col I

1 Καὶ ἀκούσαντες οἱ τέσσαρες μεγάλοι ἀρχάγγελοι Μιχαὴλ καὶ Οὐριὴλ

καὶ Ῥαφαὴλ καὶ Γαβριὴλ (καὶ Par gr 1711) παρέκυψαν ἐπὶ τὴν γῆν ἐκ τῶν

ἁγίων τοῦ οὐρανοῦ

2 καὶ θεασάμενοι αἷμα πολὺ ἐκκεχυμένον ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πᾶσαν ἀσέβειαν

καὶ ἀνομίαν γενομένην ἐπrsquo αὐτῆς

36

3 εἰσελθόντες εἶπον πρὸς ἀλλήλους ὅτι Τὰ πνεύματα καὶ αἱ ψυχαὶ τῶν

ἀνθρώπων στενάζουσιν ἐντυγχάνοντα καὶ λέγοντα ὅτι Εἰσαγάγετε τὴν

κρίσιν ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον καὶ τὴν ἀπώλειαν ἡμῶν ἐνώπιον τῆς δόξης

τῆς μεγαλωσύνης ἐνώπιον τοῦ κυρίου τῶν κυρίων πάντων τῇ

μεγαλωσύνῃ

4 καὶ εἶπον τῷ κυρίῳ τῶν αἰώνων Σὺ εἶ ὁ θεὸς τῶν θεῶν καὶ κύριος τῶν

κυρίων καὶ ὁ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ θεὸς τῶν αἰώνων καὶ ὁ

θρόνος τῆς δόξης σου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν αἰώνων καὶ τὸ ὄνομά σου

ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

IX col II

1 Καὶ ἀκούσαντες οἱ τέσσαρες μεγάλοι ἀρχάγγελοι Μιχαὴλ καὶ Οὐριὴλ

καὶ Ῥαφαὴλ καὶ Γαβριὴλ παρέκυψαν (= οἱ ltδgt Par gr 1711) ἐπὶ τὴν γῆν ἐκ

τῶν ἁγίων τοῦ οὐρανοῦ

2 καὶ θεασάμενοι αἷμα πολὺ ἐκκεχυμένον ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πᾶσαν ἀνομίαν

καὶ ἀσέβειαν γινομένην ἐπrsquo αὐτῆς

3 εἰσελθόντες εἶπον πρὸς ἀλλήλους ὅτι Τὰ πνεύματα καὶ αἱ ψυχαὶ τῶν

ἀνθρώπων ἐντυγχάνουσι στενάζοντα καὶ λέγοντα Εἰσαγάγετε τὴν δέησιν

ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον

4 καὶ προσελθόντες οἱ τέσσαρες ἀρχάγγελοι εἶπον τῷ κυρίῳ Σὺ εἶ ὁ θεὸς

τῶν θεῶν καὶ κύριος τῶν κυρίων καὶ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ θεὸς

τῶν ἀνθρώπων καὶ ὁ θρόνος τῆς δόξης σου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν

αἰώνων καὶ τὸ ὄνομά σου ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

καὶ τὸ ὄνομά σου ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

IX

4 add post αἰῶνας καὶ τὰ ἑξῆς τότε ὁ ὕψιστος ἐκέλευσε τοῖς ἁγίοις

ἀρχαγγέλοις καὶ ἔδησαν τοὺς ἐξάρχους αὐτῶν καὶ ἔβαλον (ἔβαλλον Par

gr 1711) αὐτοὺς εἰς τὴν ἄβυσσον ἕως τῆς κρίσεως καὶ τὰ ἑξῆς καὶ ταῦτα

μὲν ὁ Ἐνὼχ μαρτυρεῖ

5 σὺ γὰρ εἶ ὁ ποιήσας τὰ πάντα καὶ πάντων τὴν ἐξουσίαν ἔχων καὶ πάντα

ἐνώπιόν σου φανερὰ καὶ ἀκάλυπταmiddot καὶ πάντα ὁρᾷς καὶ οὐκ ἔστιν ὃ

κρυβῆναί σε δύναται

6 ὁρᾷς ὅσα ἐποίησεν Ἀζαὴλ καὶ (om Par gr 1711) ὅσα εἰσήνεγκεν (add

καὶ Par gr 1711) ὅσα ἐδίδαξεν ἀδικίας καὶ ἁμαρτίας ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πάντα

δόλον ἐπὶ τῆς ξηρᾶς ἐδίδαξε γὰρ τὰ μυστήρια καὶ ἀπεκάλυψε τῷ αἰῶνι τὰ

ἐν οὐρανῷ ἐπιτηδεύουσιν δὲ τὰ ἐπιτηδεύματα αὐτοῦ εἰδέναι τὰ μυστήρια

οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων

7 τῷ Σεμιαζᾷ τὴν ἐξουσίαν ἔδωκας ἔχειν τῶν σὺν αὐτῷ ἅμα ὄντων

8 καὶ ἐπορεύθησαν πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς καὶ

συνεκοιμήθησαν μετrsquo αὐτῶν καὶ ἐν ταῖς θηλείαις ἐμιάνθησαν καὶ

ἐδήλωσαν αὐταῖς πάσας τὰς ἁμαρτίας καὶ ἐδίδαξαν αὐτὰς μίσητρα

(μίσιτρα Par gr 1711) ποιεῖν

9 καὶ νῦν ἰδοὺ αἱ θυγατέρες τῶν ἀνθρώπων ἔτεκον ἐξ αὐτῶν υἱοὺς

γίγανταςmiddot κίβδηλα ἐπὶ τῆς (om Go) γῆς τῶν ἀνθρώπων ἐκκέχυται καὶ ὅλη

ἡ γῆ ἐπλήσθη ἀδικίας

10 καὶ νῦν ἰδοὺ τὰ πνεύματα τῶν ψυχῶν τῶν ἀποθανόντων ἀνθρώπων

ἐντυγχάνουσιν καὶ μέχρι τῶν πυλῶν τοῦ οὐρανοῦ ἀνέβη ὁ στεναγμὸς

αὐτῶν καὶ οὐ δύναται ἐξελθεῖν ἀπὸ προσώπου τῶν ἐπὶ τῆς γῆς γινομένων

ἀδικημάτων

11 καὶ σὺ αὐτὰ οἶδας πρὸ τῶν (τοῦ recte Par gr 1711) αὐτὰ γενέσθαι καὶ

ὁρᾷς αὐτοὺς καὶ ἐᾷς αὐτούς καὶ οὐδὲν λέγεις τί δεῖ ποιῆσαι αὐτοὺς (om

37

Go) περὶ τούτου

X

1 Τότε ὁ ὕψιστος εἶπε καὶ ὁ ἅγιος ὁ μέγας ἐλάλησε καὶ ἔπεμψε τὸν Οὐριὴλ

πρὸς τὸν υἱὸν (Go τοῦ) Λάμεχ λέγων

2 Πορεύου πρὸς τὸν Νῶε καὶ εἶπον αὐτῷ τῷ ἐμῷ ὀνόματι Κρύψον σεαυτόν

καὶ δήλωσον αὐτῷ τέλος ἐπερχόμενον ὅτι ἡ γῆ ἀπόλλυται πᾶσαmiddot καὶ εἶπον

αὐτῷ ὅτι κατακλυσμὸς μέλλει γίνεσθαι πάσης τῆς γῆς ἀπολέσαι πάντα

ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς

3 δίδαξον τὸν δίκαιον τί ποιήσει τὸν υἱὸν Λάμεχ καὶ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ εἰς

ζωὴν συντηρήσει καὶ ἐκφεύξεται διrsquo αἰῶνος καὶ ἐξ αὐτοῦ φυτευθήσεται

φύτευμα καὶ σταθήσεται πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

4 Καὶ τῷ Ῥαφαὴλ εἶπε Πορεύου Ῥαφαήλ καὶ δῆσον τὸν Ἀζαήλmiddot χερσὶ καὶ

ποσὶ συμπόδισον αὐτόν καὶ ἔμβαλε αὐτὸν εἰς τὸ σκότος καὶ ἄνοιξον τὴν

ἔρημον τὴν οὖσαν ἐν τῇ ἐρήμῳ Δουδαήλ καὶ ἐκεῖ πορευθεὶς βάλε αὐτόν

5 καὶ ὑπόθες αὐτῷ λίθους ὀξεῖς καὶ (om Go) λίθους τραχεῖς καὶ

ἐπικάλυψον αὐτῷ σκότος καὶ οἰκησάτω ἐκεῖ εἰς τὸν αἰῶνα καὶ τὴν ὄψιν

αὐτοῦ πώμασον καὶ φῶς μὴ θεωρείτωmiddot

6 καὶ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως ἀπαχθήσεται εἰς τὸν ἐμπυρισμὸν τοῦ

πυρός

7 καὶ ἴασαι τὴν γῆν ἣν ἠφάνισαν οἱ ἐγρήγοροι καὶ τὴν ἴασιν τῆς πληγῆς

δήλωσον ἵνα ἰάσωνται τὴν πληγὴν καὶ μὴ ἀπόλωνται πάντες οἱ υἱοὶ τῶν

ἀνθρώπων ἐν τῷ μυστηρίῳ ὃ εἶπον οἱ ἐγρήγοροι καὶ ἐδίδαξαν τοὺς υἱοὺς

τῶν ἀνθρώπων

8 καὶ ἠρημώθη πᾶσα ἡ γῆ ἐν τοῖς ἔργοις τῆς διδασκαλίας Ἀζαήλmiddot καὶ ἐπrsquo

αὐτῇ γράψον πάσας τὰς ἁμαρτίας

9 Καὶ τῷ Γαβριὴλ εἶπε Πορεύου Γαβριήλ ἐπὶ τοὺς γίγαντας ἐπὶ τοὺς

κιβδήλους ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς πορνείας καὶ ἀπόλεσαν τοὺς υἱοὺς τῶν

ἐγρηγόρων ἀπὸ τῶν υἱῶν τῶν ἀνθρώπωνmiddot πέμψον αὐτοὺς εἰς ἀλλήλους ἐξ

αὐτῶν εἰς αὐτούς ἐν πολέμῳ καὶ ἐν ἀπωλείᾳ καὶ μακρότης ἡμερῶν οὐκ

ἔσται αὐτοῖς

10 καὶ πᾶσα ἐρώτησις οὐκ ἔστι τοῖς πατράσιν αὐτῶν ὅτι ἐλπίζουσι ζῆσαι

ζωὴν αἰώνιον καὶ ὅτι ζήσεται ἕκαστος αὐτῶν ἔτη πεντακόσια

11 καὶ τῷ Μιχαὴλ εἶπε Πορεύου Μιχαήλ δῆσον Σεμιαζᾶν καὶ τοὺς ἄλλους

σὺν αὐτῷ τοὺς συμμιγέντας ταῖς θυγατράσι τῶν ἀνθρώπων τοῦ μιανθῆναι

ἐν αὐταῖς ἐν τῇ ἀκαθαρσίᾳ αὐτῶν

12 καὶ ὅταν κατασφαγῶσιν οἱ υἱοὶ αὐτῶν καὶ ἴδωσι τὴν ἀπώλειαν τῶν

ἀγαπητῶν αὐτῶν δῆσον αὐτοὺς ἐπὶ ἑβδομήκοντα γενεὰς εἰς τὰς νάπας

τῆς γῆς μέχρι ἡμέρας κρίσεως αὐτῶν μέχρι ἡμέρας τελειώσεως τελεσμοῦ

ἕως συντελεσθῇ κρίμα τοῦ αἰῶνος τῶν αἰώνων

13 τότε ἀπενεχθήσονται εἰς τὸ χάος τοῦ πυρὸς καὶ εἰς τὴν βάσανον καὶ εἰς

τὸ δεσμωτήριον τῆς συγκλείσεως τοῦ αἰῶνος

14 καὶ ὃς ἂν κατακρίθῃ καὶ ἀφανισθῇ ἀπὸ τοῦ νῦν μετrsquo αὐτῶν δεθήσεται

(δεηθήσεται recte Par gr 1711) μέχρι τελειώσεως γενεᾶς αὐτῶν

περὶ δὲ τοῦ ὄρους ἐν ᾧ ὤμοσαν καὶ ἀνεθεμέτισαν πρὸς τὸν πλησίον αὐτῶν

ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα οὐ μὴ ἀποστῇ ἀπrsquo αὐτοῦ ψῦχος καὶ χιὼν καὶ πάχνη καὶ

δρόσος οὐ μὴ καταβῇ εἰς αὐτό εἰ μὴ εἰς κατάραν καταβήσεται ἐπrsquo αὐτό

μέχρις ἡμέρας κρίσεως τῆς μεγάλης ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ κατακαυθήσεται

καὶ ταπεινωθήσεται καὶ ἔσται κατακαιόμενον καὶ τηκόμενον ὡς κηρὸς

ἀπὸ πυρός οὕτως κατακαήσεται περὶ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ καὶ νῦν

ἐγὼ λέγω ὑμῖν υἱοῖς ἀνθρώπων Ὀργὴ μεγάλη καθrsquo ὑμῶν laquoκαὶraquo κατὰ τῶν

38

υἱῶν ὑμῶν καὶ οὐ παύσεται ἡ ὀργὴ αὕτη ἀφrsquo ὑμῶν μέχρι καιροῦ σφαγῆς

τῶν υἱῶν ὑμῶν καὶ ἀπολοῦνται οἱ ἀγαπητοὶ ὑμῶν καὶ ἀποθανοῦνται οἱ

ἔντιμοι ὑμῶν ἀπὸ πάσης τῆς γῆς ὅτι πᾶσαι αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς αὐτῶν ἀπὸ

τοῦ νῦν οὐ μὴ ἔσονται πλείω τῶν ἑκατὸν εἴκοσιν ἐτῶν καὶ μὴ δόξητε ἔτι

ζῆσαι ἐπὶ πλείονα ἔτηmiddot οὐ γάρ ἐστιν ἐπrsquo αὐτοῖς πᾶσα ὁδὸς ἐκφεύξεως ἀπὸ

τοῦ νῦν διὰ τὴν ὀργὴν ἣν ὠργίσθη ὑμῖν ὁ βασιλεὺς πάντων τῶν αἰώνωνmiddot

μὴ νομίσητε ὅτι ἐκφεύξεσθε ταῦτα

XV

8 Καὶ νῦν οἱ γίγαντες οἱ γεννηθέντες ἀπὸ πνευμάτων καὶ σαρκὸς

πνεύματα πονηρὰ ἐπὶ τῆς γῆς καλέσουσιν αὐτούς ὅτι ἡ κατοίκησις αὐτῶν

ἔσται ἐπὶ τῆς γῆς

9 πνεύματα πονηρὰ ἔσονται τὰ πνεύματα ἐξεληλυθότα ἀπὸ τοῦ σώματος

τῆς σαρκὸς αὐτῶν διότι ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων ἐγένοντο καὶ ἐκ τῶν ἁγίων

τῶν ἐγρηγόρων ἡ ἀρχὴ τῆς κτίσεως αὐτῶν καὶ ἀρχὴ θεμελίουmiddot πνεύματα

πονηρὰ

10 ἐπὶ τῆς γῆς ἔσονται

11 τὰ πνεύματα τῶν γιγάντων νεμόμενα ἀδικοῦντα ἀφανίζοντα

ἐμπίπτοντα καὶ συμπαλαίοντα καὶ ῥιπτοῦντα ἐπὶ τῆς γῆς καὶ δρόμους

ποιοῦντα καὶ μηδὲν ἐσθίοντα ἀλλrsquo ἀσιτοῦντα καὶ ῥιπτοῦντα καὶ φάσματα

ποιοῦντα καὶ διψῶντα καὶ προσκόπτοντα

12 καὶ ἐξαναστήσονται τὰ πνεύματα ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων καὶ

τῶν γυναικῶν ὅτι ἐξ αὐτῶν ἐξεληλύθασι

XVI

1 Καὶ ἀπὸ ἡμέρας καιροῦ σφαγῆς καὶ ἀπωλείας καὶ θανάτου τῶν

γιγάντων ναφηλείμ οἱ ἰσχυροὶ τῆς γῆς οἱ μεγάλοι ὀνομαστοί τὰ

πνεύματα τὰ ἐκπορευόμενα ἀπὸ τῆς ψυχῆς αὐτῶν ὡς ἐκ τῆς σαρκὸς

ἔσονται ἀφανίζοντα χωρὶς κρίσεωςmiddot οὕτως ἀφανίσουσι μέχρις ἡμέρας τῆς

τελειώσεως ἕως τῆς κρίσεως τῆς μεγάλης ἐν ᾗ (ᾧ Par gr 1711) ὁ αἰὼν ὁ

μέγας τελεσθήσεται

XIX

3 ἀνθρώπων ὡς ἐγὼ εἶδον

XX

2 ὁ εἷς τῶν ἁγίων ὁ ἐπὶ τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ταρτάρου

3 Ῥαφαὴλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων τῶν ἀνθρώπων

4 Ῥαγουήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐκδικῶν τὸν κόσμον τῶν

φωστήρων

5 Μιχαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς ἐπὶ τῶν τοῦ λαοῦ ἀγαθῶν τέτακται

καὶ ἐπὶ τῷ χαῷ

6 Σαριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων οἵτινες ἐπὶ τῷ

πνεύματι ἁμαρτάνουσιν

7 Γαβριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τοῦ παραδείσου καὶ τῶν

δρακόντων καὶ χερουβίν Ῥεμειήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃν ἔταξεν ὁ

θεὸς ἐπὶ τῶν ἀνισταμένων ὀνόματα ζacute ἀρχαγγέλων

XXI

1 Καὶ ἐφώδευσα μέχρι τῆς ἀκατασκευάστου

2 καὶ ἐκεῖ ἐθεασάμην ἔργον φοβερόν ἑώρακα οὔτε οὐρανὸν ἐπάνω οὔτε

γῆν τεθεμελιωμένην ἀλλὰ τόπον ἀκατασκεύαστον καὶ φοβερόν

3 καὶ ἐκεῖ τεθέαμαι ζacute ἀστέρας τοῦ οὐρανοῦ δεδεμένους καὶ ἐριμμένους ἐν

αὐτῷ ὁμοῦ ὁμοίους ὁράσει μεγάλῃ καὶ ἐν πυρὶ καιομένους

4 τότε εἶπον Διὰ ποίαν αἰτίαν ἐπεδέθησαν καὶ διὰ ποίαν αἰτίαν ἐρίφησαν

39

ὧδε

5 καὶ εἶπέν μοι Οὐριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ μετrsquo

ἐμοῦ ὤν - καὶ

αὐτὸς αὐτῶν ἡγεῖτο - καὶ εἶπέν μοι Ἑνώχ περὶ τίνος

ἐρωτᾷς ἢ περὶ τίνος

τὴν ἀλήθειαν φιλοσπευδεῖς

6 οὗτοί εἰσιν τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ οἱ παραβάντες

τὴν ἐπιταγὴν τοῦ

κυρίου καὶ ἐδέθησαν ὧδε μέχρι πληρωθῆναι μύρια ἔτη

τὸν χρόνον τῶν

ἁμαρτημάτων αὐτῶν

7 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον τούτου

φοβερώτερον καὶ τεθέαμαι

ἔργα φοβεράmiddot πῦρ μέγα ἐκεῖ καιόμενον καὶ φλεγόμενον καὶ διακοπὴν

εἶχεν ὁ τόπος ἕως τῆς ἀβύσσου πλήρης στύλων πυρὸς μεγάλων

καταφερομένωνmiddot οὔτε μέτρον οὔτε μέγεθος ἠδυνήθην ἰδεῖν οὔτε εἰκάσαι

8 τότε εἶπον Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος οὗτος καὶ ὡς δεινὸς τῇ ὁράσει

9 τότε ἀπεκρίθη μοι καὶ εἶπεν

Incert

1 παρὰ (Par gr 1711 Go περὶ) δὲ τοῦ ὄρους ἐν ᾧ ὤμοσαν καὶ

ἀνεθεμάτισαν πρὸς τὸν πλησίον αὐτῶν ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα οὐ μὴ ἀποστῇ

ἀπrsquo αὐτοῦ ψῦχος καὶ χιὼν καὶ πάχνη καὶ δρόσος οὐ μὴ καταβῇ εἰς αὐτό εἰ

μὴ εἰς κατάραν καταβήσεται ἐπrsquo (Go εἰς) αὐτό μέχρις ἡμέρας κρίσεως τῆς

μεγάλης

2 ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ κατακαυθήσεται καὶ (Go om) ταπεινωθήσεται καὶ

ἔσται κατακαιόμενον καὶ τηκόμενον ὡς κηρὸς ἀπὸ πυρός οὕτως

κατακαήσεται περὶ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ

3 καὶ νῦν ἐγὼ λέγω ὑμῖν υἱοῖς ἀνθρώπων Ὀργὴ μεγάλη καθrsquo ὑμῶν κατὰ

τῶν υἱῶν ὑμῶνmiddot καὶ οὐ παύσεται ἡ ὀργὴ αὕτη ἀφrsquo ὑμῶν μέχρι καιροῦ

σφαγῆς τῶν υἱῶν ὑμῶν

4 καὶ ἀπολοῦνται οἱ ἀγαπητοὶ ὑμῶν καὶ ἀποθανοῦνται οἱ ἔντιμοι ὑμῶν

ἀπὸ πάσης τῆς γῆς ὅτι πᾶσαι αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς αὐτῶν ἀπὸ τοῦ νῦν οὐ μὴ

ἔσονται πλείω τῶν ἑκατὸν εἴκοσιν ἐτῶν

5 καὶ μὴ δόξητε ἔτι ζῆσαι ἐπὶ πλείονα ἔτηmiddot οὐ γάρ ἐστιν ἐπrsquo αὐτοῖς πᾶσα

ὁδὸς ἐκφεύξεως ἀπὸ τοῦ νῦν διὰ τὴν ὀργὴν ἣν ὠργίσθη ὑμῖν ὁ βασιλεὺς

πάντων τῶν αἰώνωνmiddot μὴ νομίσητε ὅτι ἐκφεύξεσθε ταῦτα

Περί των γιγάντων

καὶ ἦν νωε ἐτῶν πεντακοσίων καὶ ἐγέννησεν νωε τρεῖς υἱούς τὸν σημ τὸν χαμ τὸν

ιαφεθκαὶ ἐγένετο ἡνίκα ἤρξαντο οἱ ἄνθρωποι πολλοὶ γίνεσθαι ἐπὶ τῆς γῆς καὶ θυγατέρες

ἐγενήθησαν αὐτοῖς 2ἰδόντες δὲ οἱ υἱοὶ τοῦ θεοῦ τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων ὅτι καλαί

εἰσιν ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ πασῶν ὧν ἐξελέξαντο 3καὶ εἶπεν κύριος ὁ θεός οὐ

μὴ καταμείνῃ τὸ πνεῦμά μου ἐν τοῖς ἀνθρώποις τούτοις εἰς τὸν αἰῶνα διὰ τὸ εἶναι

αὐτοὺς σάρκας ἔσονται δὲ αἱ ἡμέραι αὐτῶν ἑκατὸν εἴκοσι ἔτη 4οἱ δὲ γίγαντες ἦσαν ἐπὶ

τῆς γῆς ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις καὶ μετ ἐκεῖνο ὡς ἂν εἰσεπορεύοντο οἱ υἱοὶ τοῦ

θεοῦ πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων καὶ ἐγεννῶσαν ἑαυτοῖς ἐκεῖνοι ἦσαν οἱ

γίγαντες οἱ ἀπ αἰῶνος οἱ ἄνθρωποι οἱ ὀνομαστοί

40

Παραθέτουμε ένα επεξηγηματικό κείμενο αναφορικά με τους γίγαντες από την

ιστοσελίδα httpwwwoodegrcom

laquoΕδώ πρόκειται για το θέμα στο οποίο αναφέρθηκε ο Ιησούς Χριστός στο

Ματθαίος κδ΄ 38 για τους προκατακλυσμιαίους ανθρώπους που ΄΄έτρωγαν και

έπιναν και παντρεύονταν΄΄ ώσπου ήρθε ο Κατακλυσμός Επ αυτών υπάρχουν

κάποιες παρατηρήσεις

1η παρατήρηση Το οριστικό άρθρο ΄΄οι΄΄ δείχνει ότι πρόκειται για κάποιους που

ήταν ήδη γνωστοί στους αναγνώστες της Γενέσεως προς τους οποίους απευθύνεται

ο Μωυσής δηλαδή προς τους Ισραηλίτες της εποχής του που λάβαιναν το Νόμο

2η παρατήρηση Το ότι ΄΄εν ταις ημέραις εκείναις ήσαν΄΄ υπονοεί 1 Είτε ότι δεν

υπήρχαν πλέον οι γίγαντες στη ΄΄γη΄΄ όταν γραφόταν η Γένεση δηλαδή κατά το 1500

πΧ 2 είτε ότι υπήρχαν και τότε

3η παρατήρηση Για ποια ΄΄γη΄΄ μιλάει 1 Είτε για τη συγκεκριμένη γη στην οποία

συνέβαιναν τα γεγονότα που αναγράφονται στα γύρω κεφάλαια (τη γη της

Μεσοποταμίας) 2 είτε γενικά για τη γύρω γη στην οποία είχαν επεκταθεί οι γίγαντες

και η φυλή Αδάμ Αυτό όμως δεν έχει σημασία καθώς η αναφορά γίνεται μόνο για

τον καιρό πρό τού Κατακλυσμού Είναι γεγονός όμως ότι στη γη Χαναάν οι

γίγαντες υπήρχαν και μετά από τον Κατακλυσμό

Αυτό φαίνεται στους Αριθμούς 13ιγ΄ 33 ΄΄και εκεί εωράκαμεν τους γίγαντας

(εβραϊκό Νεφιλείμ) και ήμεν ενώπιον αυτών ωσεί ακρίδες αλλά και ούτως ήμεν

ενώπιον αυτών΄΄

Αν αυτό φαίνεται παράξενο σε κάποιους που διδάχτηκαν ότι ο Κατακλυσμός ήταν

παγκόσμιος ας διαβάσουν τη μελέτη μας ΄΄Ήταν ο Κατακλυσμός Παγκόσμιος΄΄

Εκεί θα δουν τις Αγιογραφικές και ιστορικές αποδείξεις ότι επρόκειτο για έναν

τοπικό κατακλυσμό που έπληξε μόνο τη φυλή Αδάμ και μέλη μόνο των γύρω λαών

Επιβίωση από τον Κατακλυσμό

Το ότι οι Νεφιλείμ επεβίωσαν του Κατακλυσμού εξηγείται απλά

Είναι λογικό το ότι η φυλή των γιγάντων Νεφιλείμ δεν έμενε ολόκληρη στην

κοιλάδα της Μεσοποταμίας αλλά κάποιοι απ αυτούς διεσπάρησαν στις γύρω

περιοχές

Η Γένεση στο 7ζ΄ 20 γράφει ότι ο Κατακλυσμός είχε ύψος 15 πήχες (8- 9 μέτρα)

δηλαδή όσο χρειαζόταν για να καλύψει τις ψηλότερες περιοχές της χαμηλής

Μεσοποταμίας Όσοι όμως έμεναν στα ορεινά γύρω από την πληγείσα περιοχή

επεβίωσαν Άλλωστε ο Κατακλυσμός έγινε για τιμωρία της φυλής Αδάμ και όχι των

γύρω λαών όπως φαίνεται στη Γένεση 6ς΄ 5 - 7 όπου η λέξη που χρησιμοποιείται

στο Εβραϊκό κείμενο γι αυτούς με τους οποίους οργίστηκε ο Θεός είναι ΄΄Αδάμ΄΄

Για τους άλλους λαούς η Γένεση στο Εβραϊκό κείμενο χρησιμοποιεί άλλη λέξη

όπως φαίνεται στο Γένεσις 6ς΄ 4 [΄΄οι άνθρωποι (εβραϊκά ΄΄ενός΄΄) οι

ονομαστοί΄΄] και στο Γένεσις 13ιγ΄ 13 [΄΄οι δε άνθρωποι (εβραϊκά ΄΄ενός΄΄) οι εν

Σοδόμοις΄΄]

41

Μια τελευταία παρατήρηση ξεκινάει από το ίδιο εδάφιο της Γένεσης 6ς΄ 4 που λέει

΄΄Οι δε γίγαντες ήσαν επί τής γης εν ταις ημέραις εκείναις και μετ εκείνο ως αν

εισεπορεύοντο οι υιοί τού Θεού προς τας θυγατέρας τών ανθρώπων΄΄

Οι Νεφιλείμ λοιπόν υπήρχαν ακόμη ΄΄και μετά από εκείνο΄΄ το γεγονός που

περιγράφεται δηλαδή και μετά από την αύξηση του πληθυσμού στη

Μεσοποταμία Είναι λάθος να ταυτίζονται κατ ανάγκην οι Νεφιλείμ με τους γιους

των ισχυρών καθώς μια αβίαστη ανάγνωση του κειμένου δεν δείχνει τίποτα τέτοιο

Το μεταβατικό ΄΄δε΄΄ δείχνει ότι γίνεται λόγος για κάποιους άλλους και όχι για

τους γιούς των ισχυρών Οι γιοί των ισχυρών δεν είναι οι Νεφιλείμ αλλά οι ισχυροί

άνδρες της Μεσοποταμίας των άλλων φυλών που ζούσαν κοντά στη φυλή Αδάμ

Ίσως ο σκοπός του χωρίου είναι να δείξει ότι η φυλή των γιγάντων (η οποία

προβλημάτιζε τους Ισραηλίτες τον καιρό που ο Μωυσής έγραφε αυτά τα λόγια) ήταν

μια αρχαία φυλή σύγχρονη της επιμειξίας της φυλής Αδάμ με τους γιούς των

ισχυρών και ότι οι Νεφιλείμ επεβίωσαν ακόμη και μετά από την επιμειξία των

ισχυρών ανδρών της Μεσοποταμίας με τις ΄΄θυγατέρες Αδάμ΄΄ κατά την

προκατακλυσμιαία εποχή

Ίσως ακόμα η αναφορά αυτή να γίνεται για να δείξει ότι ο κατακλυσμός στρεφόταν

ειδικά κατά του λαού Αδάμ και όχι και των γύρω λαών εκ των οποίων

επεβίωσαν και οι Νεφιλείμ

Οι γίγαντες στην εποχή τού Ισραήλ

Σύμφωνα με την Αγία Γραφή η περιοχή στην οποία επεβίωσαν κάποιοι από τη

φυλή των γιγάντων Νεφιλείμ ήταν η Βασάν που ονομάζεται ΄΄γη γιγάντων΄΄

(Δευτερονόμιο γ΄ 13)

Πρόκειται για μία ορεινή περιοχή ανατολικά της Θάλασσας της Γαλιλαίας

κατάλληλη για επιβίωση των λαών της από τον Κατακλυσμό που έπληξε τη

Μεσοποταμία και το λαό Αδάμ (Όπως λέμε ΄΄λαός Ισραήλ΄΄)

Εκεί οι γίγαντες υπήρχαν όχι μόνο μετά από τον Κατακλυσμό αλλά και στις ημέρες

του Αβραάμ όπως φαίνεται στη Γένεση 14ιδ΄ 5 όπου λέει για τον Χοδολλογομόρ

και τους συμμάχους του ότι ΄΄κατέκοψαν τους γίγαντας τους εν Ασταρώθ

Καρναιν΄΄ στη Βασσάν

Και οι κατάσκοποι όμως των ημερών του Μωυσή βρήκαν τους Νεφιλείμ στη

Χαναάν όπως είδαμε στους Αριθμούς 13ιγ΄ 33 όπου μάλιστα ονομάζει τους

γίγαντες ΄΄Νεφιλείμ΄΄ Εκεί έχει μάλιστα και οριστικό άρθρο ΄΄τους Νεφιλείμ΄΄

πράγμα που δείχνει ότι δεν επρόκειτο για παρομοίωση αλλά για το γνωστό λαό

των Νεφιλείμ

Άλλα εδάφια όπως το Δευτερονόμιο 1α΄ 28 αναφερόμενο στο ίδιο γεγονός

ταυτίζει τους Νεφιλείμ με τους Ανακείμ που προφανώς ήταν απόγονοί τους

Με τους Ανακείμ συσχετίζει η Αγία Γραφή όλες τις φυλές γιγάντων που ζούσαν γύρω

από τη Θάλασσα της Γαλιλαίας όπως ήταν οι Ραφαείμ οι Εμμαίοι και οι

42

Ζουμζουμείμ τους οποίους εξολώθρευσαν οι απόγονοι του Λωτ (Δευτερονόμιο 2β΄

10112021)

Οι Ραφαείμ ήταν απόγονοι των Γιγάντων που επεβίωσαν από τον Κατακλυσμό και

δεν ήταν απόγονοι του Νώε καθώς δεν αναφέρονται στη Γένεση 10ι΄ όπου

αναφέρονται οι λαοί που κατάγονται από το Νώε Η σκέψη ότι ίσως να μην

αναφέρονται επειδή είναι πολύ νεώτεροι λαοί δεν ευσταθεί επειδή αναφέρονται στη

Γένεσις 14ιδ΄ 5 σαν λαός από την εποχή του Αβραάμ ακόμα και συνεπώς είναι

αρχαιότεροι λαοί από αυτούς που αναφέρονται ως απόγονοι του Νώε

Μετά από την εγκατάσταση των Ισραηλιτών στη Γη της Επαγγελίας οι υψηλόσωμες

αυτές φυλές εξολωθρεύτηκαν και δεν έμειναν Ανακείμ στο Ισραήλ Μόνο στη Γάζα

στη Γαθ και στην Άζωτο έμειναν αναμεμειγμένοι με τους Φιλισταίους (Ιησούς

Ναυή 11ια΄ 21 22)

Ένας απ αυτούς ήταν και ο Γολιάθ από τη Γαθ που σκοτώθηκε από τον Δαυίδ (Α΄

Σαμουήλ ιζ΄ 4 ΄΄Εξήλθεν Γολιάθ εκ της Γαθ΄΄)

Τον καιρό του Δαυίδ σκοτώθηκαν οι τελευταίοι γίγαντεςraquo1

1 httpwwwoodegrcomoodegenesiskatak1htm

43

Page 35: Η δημιουργία του κόσμου

35

μέχρις οὗ ἀποτελέσωμεν αὐτήν

5 τότε πάντες ὤμοσαν ὁμοῦ καὶ ἀνεθεμάτισαν ἀλλήλους

6 ἦσαν δὲ οὗτοι διακόσιοι οἱ καταβάντες ἐν ταῖς ἡμέραις Ἰάρεδ εἰς τὴν

κορυφὴν τοῦ Ἑρμονιεὶμ (Go κορυφὴν Ἑρμὼν) ὄρους καὶ ἐκάλεσαν τὸ ὄρος

Ἑρμώμ καθότι ὤμοσαν (Go ομοσαν) καὶ ἀνεθεμάτισαν ἀλλήλους ἐν αὐτῷ

7 καὶ ταῦτα τὰ ὀνόματα τῶν ἀρχόντων αὐτῶν αacute Σεμιαζᾶς ὁ ἄρχων

αὐτῶν βacute Ἀταρκούφ γacute Ἀρακιήλ δacute Χωβαβιήλ εacute Ὀραμμαμή Ϛacute Ῥαμιήλ ζacute

Σαμψίχ ηacute Ζακιήλ θacute Βαλκιήλ ιacute Ἀζαλζήλ ιαacute Φαρμαρός ιβacute Ἀμαριήλ ιγacute

Ἀναγημάς ιδacute Θαυσαήλ ιεacute Σαμιήλ ιϚacute Σαρινᾶς ιζacute Εὐμιήλ (Par gr 1711 ὁ

Εὐμιήλ) ιηacute Τυριήλ ιθacute Ἰουμιήλ κacute Σαριήλ

VII

1 Οὗτοι καὶ οἱ λοιποὶ πάντες ἐν τῷ χιλιοστῷ ἑκατοστῷ ἑβδομηκοστῷ ἔτει

τοῦ κόσμου ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας καὶ ἤρξαντο μιαίνεσθαι ἐν αὐταῖς

ἕως τοῦ κατακλυσμοῦ καὶ ἔτεκον αὐτοῖς γένη τρίαmiddot πρῶτον γίγαντας

μεγάλους

2 οἱ δὲ γίγαντες ἐτέκνωσαν Ναφηλείμ καὶ τοῖς Ναφηλεὶμ ἐγεννήθησαν

Ἐλιούδ καὶ ἦσαν αὐξανόμενοι κατὰ τὴν μεγαλειότητα αὐτῶν καὶ

ἐδίδαξαν ἑαυτοὺς καὶ τὰς γυναῖκας ἑαυτῶν φαρμακείας καὶ ἐπαοιδίας

VIII

1 Πρῶτος Ἀζαὴλ ὁ δέκατος τῶν ἀρχόντων ἐδίδαξε ποιεῖν μαχαίρας καὶ

θώρακας καὶ πᾶν σκεῦος πολεμικόν καὶ τὰ μέταλλα τῆς γῆς καὶ τὸ

χρυσίον πῶς ἐργάσωνται καὶ ποιήσωσιν αὐτὰ κόσμια ταῖς γυναιξί καὶ τὸν

ἄργυρον ἔδειξε δὲ αὐτοῖς καὶ τὸ στίλβειν καὶ τὸ καλλωπίζειν καὶ τοὺς

ἐκλεκτοὺς λίθους καὶ τὰ βαφικάmiddot καὶ ἐποίησαν ἑαυτοῖς οἱ υἱοὶ τῶν

ἀνθρώπων καὶ ταῖς θυγατράσιν αὐτῶν καὶ παρέβησαν καὶ ἐπλάνησαν

τοὺς ἁγίους

2 καὶ ἐγένετο ἀσέβεια πολλὴ ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἠφάνισαν τὰς ὁδοὺς αὐτῶν

3 ἔτι δὲ καὶ ὁ πρώταρχος αὐτῶν Σεμιαζᾶς ἐδίδαξεν εἶναι ὀργὰς κατὰ τοῦ

νοός καὶ ῥίζας βοτανῶν τῆς γῆς ὁ δὲ ἑνδέκατος Φαρμαρὸς ἐδίδαξε

φαρμακείας ἐπαοιδίας σοφίας καὶ ἐπαοιδῶν λυτήριαmiddot ὁ ἔνατος ἐδίδαξεν

ἀστροσκοπίανmiddot ὁ δὲ τέταρτος ἐδίδαξεν ἀστρολογίανmiddot ὁ δὲ ὄγδοος ἐδίδαξεν

ἀεροσκοπίανmiddot ὁ δὲ τρίτος ἐδίδαξε τὰ σημεῖα τῆς γῆςmiddot ὁ δὲ ἕβδομος ἐδίδαξε

τὰ σημεῖα τοῦ ἡλίουmiddot ὁ δὲ εἰκοστὸς ἐδίδαξε τὰ σημεῖα τῆς σελήνηςmiddot πάντες

οὗτοι ἤρξαντο ἀνακαλύπτειν τὰ μυστήρια ταῖς γυναιξὶν αὐτῶν καὶ τοῖς

τέκνοις αὐτῶν μετὰ δὲ ταῦτα ἤρξαντο οἱ γίγαντες κατεσθίειν τὰς σάρκας

τῶν ἀνθρώπων

4 καὶ ἤρξαντο οἱ ἄνθρωποι ἐλαττοῦσθαι ἐπὶ τῆς γῆς

VIII col I

4 οἱ δὲ λοιποὶ ἐβόησαν εἰς τὸν οὐρανὸν περὶ τῆς κακώσεως αὐτῶν

λέγοντες εἰσενεχθῆναι τὸ μνημόσυνον αὐτῶν ἐνώπιον κυρίου

VIII col II

4 Τότε ἐβόησαν οἱ ἄνθρωποι εἰς τὸν οὐρανὸν λέγοντες Εἰσαγάγετε τὴν

κρίσιν ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον καὶ τὴν ἀπώλειαν ἡμῶν ἐνώπιον τῆς δόξης

τῆς μεγάλης ἐνώπιον τοῦ κυρίου τῶν κυρίων πάντων τῇ μεγαλωσύνῃ

IX col I

1 Καὶ ἀκούσαντες οἱ τέσσαρες μεγάλοι ἀρχάγγελοι Μιχαὴλ καὶ Οὐριὴλ

καὶ Ῥαφαὴλ καὶ Γαβριὴλ (καὶ Par gr 1711) παρέκυψαν ἐπὶ τὴν γῆν ἐκ τῶν

ἁγίων τοῦ οὐρανοῦ

2 καὶ θεασάμενοι αἷμα πολὺ ἐκκεχυμένον ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πᾶσαν ἀσέβειαν

καὶ ἀνομίαν γενομένην ἐπrsquo αὐτῆς

36

3 εἰσελθόντες εἶπον πρὸς ἀλλήλους ὅτι Τὰ πνεύματα καὶ αἱ ψυχαὶ τῶν

ἀνθρώπων στενάζουσιν ἐντυγχάνοντα καὶ λέγοντα ὅτι Εἰσαγάγετε τὴν

κρίσιν ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον καὶ τὴν ἀπώλειαν ἡμῶν ἐνώπιον τῆς δόξης

τῆς μεγαλωσύνης ἐνώπιον τοῦ κυρίου τῶν κυρίων πάντων τῇ

μεγαλωσύνῃ

4 καὶ εἶπον τῷ κυρίῳ τῶν αἰώνων Σὺ εἶ ὁ θεὸς τῶν θεῶν καὶ κύριος τῶν

κυρίων καὶ ὁ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ θεὸς τῶν αἰώνων καὶ ὁ

θρόνος τῆς δόξης σου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν αἰώνων καὶ τὸ ὄνομά σου

ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

IX col II

1 Καὶ ἀκούσαντες οἱ τέσσαρες μεγάλοι ἀρχάγγελοι Μιχαὴλ καὶ Οὐριὴλ

καὶ Ῥαφαὴλ καὶ Γαβριὴλ παρέκυψαν (= οἱ ltδgt Par gr 1711) ἐπὶ τὴν γῆν ἐκ

τῶν ἁγίων τοῦ οὐρανοῦ

2 καὶ θεασάμενοι αἷμα πολὺ ἐκκεχυμένον ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πᾶσαν ἀνομίαν

καὶ ἀσέβειαν γινομένην ἐπrsquo αὐτῆς

3 εἰσελθόντες εἶπον πρὸς ἀλλήλους ὅτι Τὰ πνεύματα καὶ αἱ ψυχαὶ τῶν

ἀνθρώπων ἐντυγχάνουσι στενάζοντα καὶ λέγοντα Εἰσαγάγετε τὴν δέησιν

ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον

4 καὶ προσελθόντες οἱ τέσσαρες ἀρχάγγελοι εἶπον τῷ κυρίῳ Σὺ εἶ ὁ θεὸς

τῶν θεῶν καὶ κύριος τῶν κυρίων καὶ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ θεὸς

τῶν ἀνθρώπων καὶ ὁ θρόνος τῆς δόξης σου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν

αἰώνων καὶ τὸ ὄνομά σου ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

καὶ τὸ ὄνομά σου ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

IX

4 add post αἰῶνας καὶ τὰ ἑξῆς τότε ὁ ὕψιστος ἐκέλευσε τοῖς ἁγίοις

ἀρχαγγέλοις καὶ ἔδησαν τοὺς ἐξάρχους αὐτῶν καὶ ἔβαλον (ἔβαλλον Par

gr 1711) αὐτοὺς εἰς τὴν ἄβυσσον ἕως τῆς κρίσεως καὶ τὰ ἑξῆς καὶ ταῦτα

μὲν ὁ Ἐνὼχ μαρτυρεῖ

5 σὺ γὰρ εἶ ὁ ποιήσας τὰ πάντα καὶ πάντων τὴν ἐξουσίαν ἔχων καὶ πάντα

ἐνώπιόν σου φανερὰ καὶ ἀκάλυπταmiddot καὶ πάντα ὁρᾷς καὶ οὐκ ἔστιν ὃ

κρυβῆναί σε δύναται

6 ὁρᾷς ὅσα ἐποίησεν Ἀζαὴλ καὶ (om Par gr 1711) ὅσα εἰσήνεγκεν (add

καὶ Par gr 1711) ὅσα ἐδίδαξεν ἀδικίας καὶ ἁμαρτίας ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πάντα

δόλον ἐπὶ τῆς ξηρᾶς ἐδίδαξε γὰρ τὰ μυστήρια καὶ ἀπεκάλυψε τῷ αἰῶνι τὰ

ἐν οὐρανῷ ἐπιτηδεύουσιν δὲ τὰ ἐπιτηδεύματα αὐτοῦ εἰδέναι τὰ μυστήρια

οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων

7 τῷ Σεμιαζᾷ τὴν ἐξουσίαν ἔδωκας ἔχειν τῶν σὺν αὐτῷ ἅμα ὄντων

8 καὶ ἐπορεύθησαν πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς καὶ

συνεκοιμήθησαν μετrsquo αὐτῶν καὶ ἐν ταῖς θηλείαις ἐμιάνθησαν καὶ

ἐδήλωσαν αὐταῖς πάσας τὰς ἁμαρτίας καὶ ἐδίδαξαν αὐτὰς μίσητρα

(μίσιτρα Par gr 1711) ποιεῖν

9 καὶ νῦν ἰδοὺ αἱ θυγατέρες τῶν ἀνθρώπων ἔτεκον ἐξ αὐτῶν υἱοὺς

γίγανταςmiddot κίβδηλα ἐπὶ τῆς (om Go) γῆς τῶν ἀνθρώπων ἐκκέχυται καὶ ὅλη

ἡ γῆ ἐπλήσθη ἀδικίας

10 καὶ νῦν ἰδοὺ τὰ πνεύματα τῶν ψυχῶν τῶν ἀποθανόντων ἀνθρώπων

ἐντυγχάνουσιν καὶ μέχρι τῶν πυλῶν τοῦ οὐρανοῦ ἀνέβη ὁ στεναγμὸς

αὐτῶν καὶ οὐ δύναται ἐξελθεῖν ἀπὸ προσώπου τῶν ἐπὶ τῆς γῆς γινομένων

ἀδικημάτων

11 καὶ σὺ αὐτὰ οἶδας πρὸ τῶν (τοῦ recte Par gr 1711) αὐτὰ γενέσθαι καὶ

ὁρᾷς αὐτοὺς καὶ ἐᾷς αὐτούς καὶ οὐδὲν λέγεις τί δεῖ ποιῆσαι αὐτοὺς (om

37

Go) περὶ τούτου

X

1 Τότε ὁ ὕψιστος εἶπε καὶ ὁ ἅγιος ὁ μέγας ἐλάλησε καὶ ἔπεμψε τὸν Οὐριὴλ

πρὸς τὸν υἱὸν (Go τοῦ) Λάμεχ λέγων

2 Πορεύου πρὸς τὸν Νῶε καὶ εἶπον αὐτῷ τῷ ἐμῷ ὀνόματι Κρύψον σεαυτόν

καὶ δήλωσον αὐτῷ τέλος ἐπερχόμενον ὅτι ἡ γῆ ἀπόλλυται πᾶσαmiddot καὶ εἶπον

αὐτῷ ὅτι κατακλυσμὸς μέλλει γίνεσθαι πάσης τῆς γῆς ἀπολέσαι πάντα

ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς

3 δίδαξον τὸν δίκαιον τί ποιήσει τὸν υἱὸν Λάμεχ καὶ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ εἰς

ζωὴν συντηρήσει καὶ ἐκφεύξεται διrsquo αἰῶνος καὶ ἐξ αὐτοῦ φυτευθήσεται

φύτευμα καὶ σταθήσεται πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

4 Καὶ τῷ Ῥαφαὴλ εἶπε Πορεύου Ῥαφαήλ καὶ δῆσον τὸν Ἀζαήλmiddot χερσὶ καὶ

ποσὶ συμπόδισον αὐτόν καὶ ἔμβαλε αὐτὸν εἰς τὸ σκότος καὶ ἄνοιξον τὴν

ἔρημον τὴν οὖσαν ἐν τῇ ἐρήμῳ Δουδαήλ καὶ ἐκεῖ πορευθεὶς βάλε αὐτόν

5 καὶ ὑπόθες αὐτῷ λίθους ὀξεῖς καὶ (om Go) λίθους τραχεῖς καὶ

ἐπικάλυψον αὐτῷ σκότος καὶ οἰκησάτω ἐκεῖ εἰς τὸν αἰῶνα καὶ τὴν ὄψιν

αὐτοῦ πώμασον καὶ φῶς μὴ θεωρείτωmiddot

6 καὶ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως ἀπαχθήσεται εἰς τὸν ἐμπυρισμὸν τοῦ

πυρός

7 καὶ ἴασαι τὴν γῆν ἣν ἠφάνισαν οἱ ἐγρήγοροι καὶ τὴν ἴασιν τῆς πληγῆς

δήλωσον ἵνα ἰάσωνται τὴν πληγὴν καὶ μὴ ἀπόλωνται πάντες οἱ υἱοὶ τῶν

ἀνθρώπων ἐν τῷ μυστηρίῳ ὃ εἶπον οἱ ἐγρήγοροι καὶ ἐδίδαξαν τοὺς υἱοὺς

τῶν ἀνθρώπων

8 καὶ ἠρημώθη πᾶσα ἡ γῆ ἐν τοῖς ἔργοις τῆς διδασκαλίας Ἀζαήλmiddot καὶ ἐπrsquo

αὐτῇ γράψον πάσας τὰς ἁμαρτίας

9 Καὶ τῷ Γαβριὴλ εἶπε Πορεύου Γαβριήλ ἐπὶ τοὺς γίγαντας ἐπὶ τοὺς

κιβδήλους ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς πορνείας καὶ ἀπόλεσαν τοὺς υἱοὺς τῶν

ἐγρηγόρων ἀπὸ τῶν υἱῶν τῶν ἀνθρώπωνmiddot πέμψον αὐτοὺς εἰς ἀλλήλους ἐξ

αὐτῶν εἰς αὐτούς ἐν πολέμῳ καὶ ἐν ἀπωλείᾳ καὶ μακρότης ἡμερῶν οὐκ

ἔσται αὐτοῖς

10 καὶ πᾶσα ἐρώτησις οὐκ ἔστι τοῖς πατράσιν αὐτῶν ὅτι ἐλπίζουσι ζῆσαι

ζωὴν αἰώνιον καὶ ὅτι ζήσεται ἕκαστος αὐτῶν ἔτη πεντακόσια

11 καὶ τῷ Μιχαὴλ εἶπε Πορεύου Μιχαήλ δῆσον Σεμιαζᾶν καὶ τοὺς ἄλλους

σὺν αὐτῷ τοὺς συμμιγέντας ταῖς θυγατράσι τῶν ἀνθρώπων τοῦ μιανθῆναι

ἐν αὐταῖς ἐν τῇ ἀκαθαρσίᾳ αὐτῶν

12 καὶ ὅταν κατασφαγῶσιν οἱ υἱοὶ αὐτῶν καὶ ἴδωσι τὴν ἀπώλειαν τῶν

ἀγαπητῶν αὐτῶν δῆσον αὐτοὺς ἐπὶ ἑβδομήκοντα γενεὰς εἰς τὰς νάπας

τῆς γῆς μέχρι ἡμέρας κρίσεως αὐτῶν μέχρι ἡμέρας τελειώσεως τελεσμοῦ

ἕως συντελεσθῇ κρίμα τοῦ αἰῶνος τῶν αἰώνων

13 τότε ἀπενεχθήσονται εἰς τὸ χάος τοῦ πυρὸς καὶ εἰς τὴν βάσανον καὶ εἰς

τὸ δεσμωτήριον τῆς συγκλείσεως τοῦ αἰῶνος

14 καὶ ὃς ἂν κατακρίθῃ καὶ ἀφανισθῇ ἀπὸ τοῦ νῦν μετrsquo αὐτῶν δεθήσεται

(δεηθήσεται recte Par gr 1711) μέχρι τελειώσεως γενεᾶς αὐτῶν

περὶ δὲ τοῦ ὄρους ἐν ᾧ ὤμοσαν καὶ ἀνεθεμέτισαν πρὸς τὸν πλησίον αὐτῶν

ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα οὐ μὴ ἀποστῇ ἀπrsquo αὐτοῦ ψῦχος καὶ χιὼν καὶ πάχνη καὶ

δρόσος οὐ μὴ καταβῇ εἰς αὐτό εἰ μὴ εἰς κατάραν καταβήσεται ἐπrsquo αὐτό

μέχρις ἡμέρας κρίσεως τῆς μεγάλης ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ κατακαυθήσεται

καὶ ταπεινωθήσεται καὶ ἔσται κατακαιόμενον καὶ τηκόμενον ὡς κηρὸς

ἀπὸ πυρός οὕτως κατακαήσεται περὶ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ καὶ νῦν

ἐγὼ λέγω ὑμῖν υἱοῖς ἀνθρώπων Ὀργὴ μεγάλη καθrsquo ὑμῶν laquoκαὶraquo κατὰ τῶν

38

υἱῶν ὑμῶν καὶ οὐ παύσεται ἡ ὀργὴ αὕτη ἀφrsquo ὑμῶν μέχρι καιροῦ σφαγῆς

τῶν υἱῶν ὑμῶν καὶ ἀπολοῦνται οἱ ἀγαπητοὶ ὑμῶν καὶ ἀποθανοῦνται οἱ

ἔντιμοι ὑμῶν ἀπὸ πάσης τῆς γῆς ὅτι πᾶσαι αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς αὐτῶν ἀπὸ

τοῦ νῦν οὐ μὴ ἔσονται πλείω τῶν ἑκατὸν εἴκοσιν ἐτῶν καὶ μὴ δόξητε ἔτι

ζῆσαι ἐπὶ πλείονα ἔτηmiddot οὐ γάρ ἐστιν ἐπrsquo αὐτοῖς πᾶσα ὁδὸς ἐκφεύξεως ἀπὸ

τοῦ νῦν διὰ τὴν ὀργὴν ἣν ὠργίσθη ὑμῖν ὁ βασιλεὺς πάντων τῶν αἰώνωνmiddot

μὴ νομίσητε ὅτι ἐκφεύξεσθε ταῦτα

XV

8 Καὶ νῦν οἱ γίγαντες οἱ γεννηθέντες ἀπὸ πνευμάτων καὶ σαρκὸς

πνεύματα πονηρὰ ἐπὶ τῆς γῆς καλέσουσιν αὐτούς ὅτι ἡ κατοίκησις αὐτῶν

ἔσται ἐπὶ τῆς γῆς

9 πνεύματα πονηρὰ ἔσονται τὰ πνεύματα ἐξεληλυθότα ἀπὸ τοῦ σώματος

τῆς σαρκὸς αὐτῶν διότι ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων ἐγένοντο καὶ ἐκ τῶν ἁγίων

τῶν ἐγρηγόρων ἡ ἀρχὴ τῆς κτίσεως αὐτῶν καὶ ἀρχὴ θεμελίουmiddot πνεύματα

πονηρὰ

10 ἐπὶ τῆς γῆς ἔσονται

11 τὰ πνεύματα τῶν γιγάντων νεμόμενα ἀδικοῦντα ἀφανίζοντα

ἐμπίπτοντα καὶ συμπαλαίοντα καὶ ῥιπτοῦντα ἐπὶ τῆς γῆς καὶ δρόμους

ποιοῦντα καὶ μηδὲν ἐσθίοντα ἀλλrsquo ἀσιτοῦντα καὶ ῥιπτοῦντα καὶ φάσματα

ποιοῦντα καὶ διψῶντα καὶ προσκόπτοντα

12 καὶ ἐξαναστήσονται τὰ πνεύματα ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων καὶ

τῶν γυναικῶν ὅτι ἐξ αὐτῶν ἐξεληλύθασι

XVI

1 Καὶ ἀπὸ ἡμέρας καιροῦ σφαγῆς καὶ ἀπωλείας καὶ θανάτου τῶν

γιγάντων ναφηλείμ οἱ ἰσχυροὶ τῆς γῆς οἱ μεγάλοι ὀνομαστοί τὰ

πνεύματα τὰ ἐκπορευόμενα ἀπὸ τῆς ψυχῆς αὐτῶν ὡς ἐκ τῆς σαρκὸς

ἔσονται ἀφανίζοντα χωρὶς κρίσεωςmiddot οὕτως ἀφανίσουσι μέχρις ἡμέρας τῆς

τελειώσεως ἕως τῆς κρίσεως τῆς μεγάλης ἐν ᾗ (ᾧ Par gr 1711) ὁ αἰὼν ὁ

μέγας τελεσθήσεται

XIX

3 ἀνθρώπων ὡς ἐγὼ εἶδον

XX

2 ὁ εἷς τῶν ἁγίων ὁ ἐπὶ τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ταρτάρου

3 Ῥαφαὴλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων τῶν ἀνθρώπων

4 Ῥαγουήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐκδικῶν τὸν κόσμον τῶν

φωστήρων

5 Μιχαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς ἐπὶ τῶν τοῦ λαοῦ ἀγαθῶν τέτακται

καὶ ἐπὶ τῷ χαῷ

6 Σαριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων οἵτινες ἐπὶ τῷ

πνεύματι ἁμαρτάνουσιν

7 Γαβριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τοῦ παραδείσου καὶ τῶν

δρακόντων καὶ χερουβίν Ῥεμειήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃν ἔταξεν ὁ

θεὸς ἐπὶ τῶν ἀνισταμένων ὀνόματα ζacute ἀρχαγγέλων

XXI

1 Καὶ ἐφώδευσα μέχρι τῆς ἀκατασκευάστου

2 καὶ ἐκεῖ ἐθεασάμην ἔργον φοβερόν ἑώρακα οὔτε οὐρανὸν ἐπάνω οὔτε

γῆν τεθεμελιωμένην ἀλλὰ τόπον ἀκατασκεύαστον καὶ φοβερόν

3 καὶ ἐκεῖ τεθέαμαι ζacute ἀστέρας τοῦ οὐρανοῦ δεδεμένους καὶ ἐριμμένους ἐν

αὐτῷ ὁμοῦ ὁμοίους ὁράσει μεγάλῃ καὶ ἐν πυρὶ καιομένους

4 τότε εἶπον Διὰ ποίαν αἰτίαν ἐπεδέθησαν καὶ διὰ ποίαν αἰτίαν ἐρίφησαν

39

ὧδε

5 καὶ εἶπέν μοι Οὐριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ μετrsquo

ἐμοῦ ὤν - καὶ

αὐτὸς αὐτῶν ἡγεῖτο - καὶ εἶπέν μοι Ἑνώχ περὶ τίνος

ἐρωτᾷς ἢ περὶ τίνος

τὴν ἀλήθειαν φιλοσπευδεῖς

6 οὗτοί εἰσιν τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ οἱ παραβάντες

τὴν ἐπιταγὴν τοῦ

κυρίου καὶ ἐδέθησαν ὧδε μέχρι πληρωθῆναι μύρια ἔτη

τὸν χρόνον τῶν

ἁμαρτημάτων αὐτῶν

7 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον τούτου

φοβερώτερον καὶ τεθέαμαι

ἔργα φοβεράmiddot πῦρ μέγα ἐκεῖ καιόμενον καὶ φλεγόμενον καὶ διακοπὴν

εἶχεν ὁ τόπος ἕως τῆς ἀβύσσου πλήρης στύλων πυρὸς μεγάλων

καταφερομένωνmiddot οὔτε μέτρον οὔτε μέγεθος ἠδυνήθην ἰδεῖν οὔτε εἰκάσαι

8 τότε εἶπον Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος οὗτος καὶ ὡς δεινὸς τῇ ὁράσει

9 τότε ἀπεκρίθη μοι καὶ εἶπεν

Incert

1 παρὰ (Par gr 1711 Go περὶ) δὲ τοῦ ὄρους ἐν ᾧ ὤμοσαν καὶ

ἀνεθεμάτισαν πρὸς τὸν πλησίον αὐτῶν ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα οὐ μὴ ἀποστῇ

ἀπrsquo αὐτοῦ ψῦχος καὶ χιὼν καὶ πάχνη καὶ δρόσος οὐ μὴ καταβῇ εἰς αὐτό εἰ

μὴ εἰς κατάραν καταβήσεται ἐπrsquo (Go εἰς) αὐτό μέχρις ἡμέρας κρίσεως τῆς

μεγάλης

2 ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ κατακαυθήσεται καὶ (Go om) ταπεινωθήσεται καὶ

ἔσται κατακαιόμενον καὶ τηκόμενον ὡς κηρὸς ἀπὸ πυρός οὕτως

κατακαήσεται περὶ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ

3 καὶ νῦν ἐγὼ λέγω ὑμῖν υἱοῖς ἀνθρώπων Ὀργὴ μεγάλη καθrsquo ὑμῶν κατὰ

τῶν υἱῶν ὑμῶνmiddot καὶ οὐ παύσεται ἡ ὀργὴ αὕτη ἀφrsquo ὑμῶν μέχρι καιροῦ

σφαγῆς τῶν υἱῶν ὑμῶν

4 καὶ ἀπολοῦνται οἱ ἀγαπητοὶ ὑμῶν καὶ ἀποθανοῦνται οἱ ἔντιμοι ὑμῶν

ἀπὸ πάσης τῆς γῆς ὅτι πᾶσαι αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς αὐτῶν ἀπὸ τοῦ νῦν οὐ μὴ

ἔσονται πλείω τῶν ἑκατὸν εἴκοσιν ἐτῶν

5 καὶ μὴ δόξητε ἔτι ζῆσαι ἐπὶ πλείονα ἔτηmiddot οὐ γάρ ἐστιν ἐπrsquo αὐτοῖς πᾶσα

ὁδὸς ἐκφεύξεως ἀπὸ τοῦ νῦν διὰ τὴν ὀργὴν ἣν ὠργίσθη ὑμῖν ὁ βασιλεὺς

πάντων τῶν αἰώνωνmiddot μὴ νομίσητε ὅτι ἐκφεύξεσθε ταῦτα

Περί των γιγάντων

καὶ ἦν νωε ἐτῶν πεντακοσίων καὶ ἐγέννησεν νωε τρεῖς υἱούς τὸν σημ τὸν χαμ τὸν

ιαφεθκαὶ ἐγένετο ἡνίκα ἤρξαντο οἱ ἄνθρωποι πολλοὶ γίνεσθαι ἐπὶ τῆς γῆς καὶ θυγατέρες

ἐγενήθησαν αὐτοῖς 2ἰδόντες δὲ οἱ υἱοὶ τοῦ θεοῦ τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων ὅτι καλαί

εἰσιν ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ πασῶν ὧν ἐξελέξαντο 3καὶ εἶπεν κύριος ὁ θεός οὐ

μὴ καταμείνῃ τὸ πνεῦμά μου ἐν τοῖς ἀνθρώποις τούτοις εἰς τὸν αἰῶνα διὰ τὸ εἶναι

αὐτοὺς σάρκας ἔσονται δὲ αἱ ἡμέραι αὐτῶν ἑκατὸν εἴκοσι ἔτη 4οἱ δὲ γίγαντες ἦσαν ἐπὶ

τῆς γῆς ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις καὶ μετ ἐκεῖνο ὡς ἂν εἰσεπορεύοντο οἱ υἱοὶ τοῦ

θεοῦ πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων καὶ ἐγεννῶσαν ἑαυτοῖς ἐκεῖνοι ἦσαν οἱ

γίγαντες οἱ ἀπ αἰῶνος οἱ ἄνθρωποι οἱ ὀνομαστοί

40

Παραθέτουμε ένα επεξηγηματικό κείμενο αναφορικά με τους γίγαντες από την

ιστοσελίδα httpwwwoodegrcom

laquoΕδώ πρόκειται για το θέμα στο οποίο αναφέρθηκε ο Ιησούς Χριστός στο

Ματθαίος κδ΄ 38 για τους προκατακλυσμιαίους ανθρώπους που ΄΄έτρωγαν και

έπιναν και παντρεύονταν΄΄ ώσπου ήρθε ο Κατακλυσμός Επ αυτών υπάρχουν

κάποιες παρατηρήσεις

1η παρατήρηση Το οριστικό άρθρο ΄΄οι΄΄ δείχνει ότι πρόκειται για κάποιους που

ήταν ήδη γνωστοί στους αναγνώστες της Γενέσεως προς τους οποίους απευθύνεται

ο Μωυσής δηλαδή προς τους Ισραηλίτες της εποχής του που λάβαιναν το Νόμο

2η παρατήρηση Το ότι ΄΄εν ταις ημέραις εκείναις ήσαν΄΄ υπονοεί 1 Είτε ότι δεν

υπήρχαν πλέον οι γίγαντες στη ΄΄γη΄΄ όταν γραφόταν η Γένεση δηλαδή κατά το 1500

πΧ 2 είτε ότι υπήρχαν και τότε

3η παρατήρηση Για ποια ΄΄γη΄΄ μιλάει 1 Είτε για τη συγκεκριμένη γη στην οποία

συνέβαιναν τα γεγονότα που αναγράφονται στα γύρω κεφάλαια (τη γη της

Μεσοποταμίας) 2 είτε γενικά για τη γύρω γη στην οποία είχαν επεκταθεί οι γίγαντες

και η φυλή Αδάμ Αυτό όμως δεν έχει σημασία καθώς η αναφορά γίνεται μόνο για

τον καιρό πρό τού Κατακλυσμού Είναι γεγονός όμως ότι στη γη Χαναάν οι

γίγαντες υπήρχαν και μετά από τον Κατακλυσμό

Αυτό φαίνεται στους Αριθμούς 13ιγ΄ 33 ΄΄και εκεί εωράκαμεν τους γίγαντας

(εβραϊκό Νεφιλείμ) και ήμεν ενώπιον αυτών ωσεί ακρίδες αλλά και ούτως ήμεν

ενώπιον αυτών΄΄

Αν αυτό φαίνεται παράξενο σε κάποιους που διδάχτηκαν ότι ο Κατακλυσμός ήταν

παγκόσμιος ας διαβάσουν τη μελέτη μας ΄΄Ήταν ο Κατακλυσμός Παγκόσμιος΄΄

Εκεί θα δουν τις Αγιογραφικές και ιστορικές αποδείξεις ότι επρόκειτο για έναν

τοπικό κατακλυσμό που έπληξε μόνο τη φυλή Αδάμ και μέλη μόνο των γύρω λαών

Επιβίωση από τον Κατακλυσμό

Το ότι οι Νεφιλείμ επεβίωσαν του Κατακλυσμού εξηγείται απλά

Είναι λογικό το ότι η φυλή των γιγάντων Νεφιλείμ δεν έμενε ολόκληρη στην

κοιλάδα της Μεσοποταμίας αλλά κάποιοι απ αυτούς διεσπάρησαν στις γύρω

περιοχές

Η Γένεση στο 7ζ΄ 20 γράφει ότι ο Κατακλυσμός είχε ύψος 15 πήχες (8- 9 μέτρα)

δηλαδή όσο χρειαζόταν για να καλύψει τις ψηλότερες περιοχές της χαμηλής

Μεσοποταμίας Όσοι όμως έμεναν στα ορεινά γύρω από την πληγείσα περιοχή

επεβίωσαν Άλλωστε ο Κατακλυσμός έγινε για τιμωρία της φυλής Αδάμ και όχι των

γύρω λαών όπως φαίνεται στη Γένεση 6ς΄ 5 - 7 όπου η λέξη που χρησιμοποιείται

στο Εβραϊκό κείμενο γι αυτούς με τους οποίους οργίστηκε ο Θεός είναι ΄΄Αδάμ΄΄

Για τους άλλους λαούς η Γένεση στο Εβραϊκό κείμενο χρησιμοποιεί άλλη λέξη

όπως φαίνεται στο Γένεσις 6ς΄ 4 [΄΄οι άνθρωποι (εβραϊκά ΄΄ενός΄΄) οι

ονομαστοί΄΄] και στο Γένεσις 13ιγ΄ 13 [΄΄οι δε άνθρωποι (εβραϊκά ΄΄ενός΄΄) οι εν

Σοδόμοις΄΄]

41

Μια τελευταία παρατήρηση ξεκινάει από το ίδιο εδάφιο της Γένεσης 6ς΄ 4 που λέει

΄΄Οι δε γίγαντες ήσαν επί τής γης εν ταις ημέραις εκείναις και μετ εκείνο ως αν

εισεπορεύοντο οι υιοί τού Θεού προς τας θυγατέρας τών ανθρώπων΄΄

Οι Νεφιλείμ λοιπόν υπήρχαν ακόμη ΄΄και μετά από εκείνο΄΄ το γεγονός που

περιγράφεται δηλαδή και μετά από την αύξηση του πληθυσμού στη

Μεσοποταμία Είναι λάθος να ταυτίζονται κατ ανάγκην οι Νεφιλείμ με τους γιους

των ισχυρών καθώς μια αβίαστη ανάγνωση του κειμένου δεν δείχνει τίποτα τέτοιο

Το μεταβατικό ΄΄δε΄΄ δείχνει ότι γίνεται λόγος για κάποιους άλλους και όχι για

τους γιούς των ισχυρών Οι γιοί των ισχυρών δεν είναι οι Νεφιλείμ αλλά οι ισχυροί

άνδρες της Μεσοποταμίας των άλλων φυλών που ζούσαν κοντά στη φυλή Αδάμ

Ίσως ο σκοπός του χωρίου είναι να δείξει ότι η φυλή των γιγάντων (η οποία

προβλημάτιζε τους Ισραηλίτες τον καιρό που ο Μωυσής έγραφε αυτά τα λόγια) ήταν

μια αρχαία φυλή σύγχρονη της επιμειξίας της φυλής Αδάμ με τους γιούς των

ισχυρών και ότι οι Νεφιλείμ επεβίωσαν ακόμη και μετά από την επιμειξία των

ισχυρών ανδρών της Μεσοποταμίας με τις ΄΄θυγατέρες Αδάμ΄΄ κατά την

προκατακλυσμιαία εποχή

Ίσως ακόμα η αναφορά αυτή να γίνεται για να δείξει ότι ο κατακλυσμός στρεφόταν

ειδικά κατά του λαού Αδάμ και όχι και των γύρω λαών εκ των οποίων

επεβίωσαν και οι Νεφιλείμ

Οι γίγαντες στην εποχή τού Ισραήλ

Σύμφωνα με την Αγία Γραφή η περιοχή στην οποία επεβίωσαν κάποιοι από τη

φυλή των γιγάντων Νεφιλείμ ήταν η Βασάν που ονομάζεται ΄΄γη γιγάντων΄΄

(Δευτερονόμιο γ΄ 13)

Πρόκειται για μία ορεινή περιοχή ανατολικά της Θάλασσας της Γαλιλαίας

κατάλληλη για επιβίωση των λαών της από τον Κατακλυσμό που έπληξε τη

Μεσοποταμία και το λαό Αδάμ (Όπως λέμε ΄΄λαός Ισραήλ΄΄)

Εκεί οι γίγαντες υπήρχαν όχι μόνο μετά από τον Κατακλυσμό αλλά και στις ημέρες

του Αβραάμ όπως φαίνεται στη Γένεση 14ιδ΄ 5 όπου λέει για τον Χοδολλογομόρ

και τους συμμάχους του ότι ΄΄κατέκοψαν τους γίγαντας τους εν Ασταρώθ

Καρναιν΄΄ στη Βασσάν

Και οι κατάσκοποι όμως των ημερών του Μωυσή βρήκαν τους Νεφιλείμ στη

Χαναάν όπως είδαμε στους Αριθμούς 13ιγ΄ 33 όπου μάλιστα ονομάζει τους

γίγαντες ΄΄Νεφιλείμ΄΄ Εκεί έχει μάλιστα και οριστικό άρθρο ΄΄τους Νεφιλείμ΄΄

πράγμα που δείχνει ότι δεν επρόκειτο για παρομοίωση αλλά για το γνωστό λαό

των Νεφιλείμ

Άλλα εδάφια όπως το Δευτερονόμιο 1α΄ 28 αναφερόμενο στο ίδιο γεγονός

ταυτίζει τους Νεφιλείμ με τους Ανακείμ που προφανώς ήταν απόγονοί τους

Με τους Ανακείμ συσχετίζει η Αγία Γραφή όλες τις φυλές γιγάντων που ζούσαν γύρω

από τη Θάλασσα της Γαλιλαίας όπως ήταν οι Ραφαείμ οι Εμμαίοι και οι

42

Ζουμζουμείμ τους οποίους εξολώθρευσαν οι απόγονοι του Λωτ (Δευτερονόμιο 2β΄

10112021)

Οι Ραφαείμ ήταν απόγονοι των Γιγάντων που επεβίωσαν από τον Κατακλυσμό και

δεν ήταν απόγονοι του Νώε καθώς δεν αναφέρονται στη Γένεση 10ι΄ όπου

αναφέρονται οι λαοί που κατάγονται από το Νώε Η σκέψη ότι ίσως να μην

αναφέρονται επειδή είναι πολύ νεώτεροι λαοί δεν ευσταθεί επειδή αναφέρονται στη

Γένεσις 14ιδ΄ 5 σαν λαός από την εποχή του Αβραάμ ακόμα και συνεπώς είναι

αρχαιότεροι λαοί από αυτούς που αναφέρονται ως απόγονοι του Νώε

Μετά από την εγκατάσταση των Ισραηλιτών στη Γη της Επαγγελίας οι υψηλόσωμες

αυτές φυλές εξολωθρεύτηκαν και δεν έμειναν Ανακείμ στο Ισραήλ Μόνο στη Γάζα

στη Γαθ και στην Άζωτο έμειναν αναμεμειγμένοι με τους Φιλισταίους (Ιησούς

Ναυή 11ια΄ 21 22)

Ένας απ αυτούς ήταν και ο Γολιάθ από τη Γαθ που σκοτώθηκε από τον Δαυίδ (Α΄

Σαμουήλ ιζ΄ 4 ΄΄Εξήλθεν Γολιάθ εκ της Γαθ΄΄)

Τον καιρό του Δαυίδ σκοτώθηκαν οι τελευταίοι γίγαντεςraquo1

1 httpwwwoodegrcomoodegenesiskatak1htm

43

Page 36: Η δημιουργία του κόσμου

36

3 εἰσελθόντες εἶπον πρὸς ἀλλήλους ὅτι Τὰ πνεύματα καὶ αἱ ψυχαὶ τῶν

ἀνθρώπων στενάζουσιν ἐντυγχάνοντα καὶ λέγοντα ὅτι Εἰσαγάγετε τὴν

κρίσιν ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον καὶ τὴν ἀπώλειαν ἡμῶν ἐνώπιον τῆς δόξης

τῆς μεγαλωσύνης ἐνώπιον τοῦ κυρίου τῶν κυρίων πάντων τῇ

μεγαλωσύνῃ

4 καὶ εἶπον τῷ κυρίῳ τῶν αἰώνων Σὺ εἶ ὁ θεὸς τῶν θεῶν καὶ κύριος τῶν

κυρίων καὶ ὁ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ θεὸς τῶν αἰώνων καὶ ὁ

θρόνος τῆς δόξης σου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν αἰώνων καὶ τὸ ὄνομά σου

ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

IX col II

1 Καὶ ἀκούσαντες οἱ τέσσαρες μεγάλοι ἀρχάγγελοι Μιχαὴλ καὶ Οὐριὴλ

καὶ Ῥαφαὴλ καὶ Γαβριὴλ παρέκυψαν (= οἱ ltδgt Par gr 1711) ἐπὶ τὴν γῆν ἐκ

τῶν ἁγίων τοῦ οὐρανοῦ

2 καὶ θεασάμενοι αἷμα πολὺ ἐκκεχυμένον ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πᾶσαν ἀνομίαν

καὶ ἀσέβειαν γινομένην ἐπrsquo αὐτῆς

3 εἰσελθόντες εἶπον πρὸς ἀλλήλους ὅτι Τὰ πνεύματα καὶ αἱ ψυχαὶ τῶν

ἀνθρώπων ἐντυγχάνουσι στενάζοντα καὶ λέγοντα Εἰσαγάγετε τὴν δέησιν

ἡμῶν πρὸς τὸν ὕψιστον

4 καὶ προσελθόντες οἱ τέσσαρες ἀρχάγγελοι εἶπον τῷ κυρίῳ Σὺ εἶ ὁ θεὸς

τῶν θεῶν καὶ κύριος τῶν κυρίων καὶ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ θεὸς

τῶν ἀνθρώπων καὶ ὁ θρόνος τῆς δόξης σου εἰς πάσας τὰς γενεὰς τῶν

αἰώνων καὶ τὸ ὄνομά σου ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

καὶ τὸ ὄνομά σου ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας

IX

4 add post αἰῶνας καὶ τὰ ἑξῆς τότε ὁ ὕψιστος ἐκέλευσε τοῖς ἁγίοις

ἀρχαγγέλοις καὶ ἔδησαν τοὺς ἐξάρχους αὐτῶν καὶ ἔβαλον (ἔβαλλον Par

gr 1711) αὐτοὺς εἰς τὴν ἄβυσσον ἕως τῆς κρίσεως καὶ τὰ ἑξῆς καὶ ταῦτα

μὲν ὁ Ἐνὼχ μαρτυρεῖ

5 σὺ γὰρ εἶ ὁ ποιήσας τὰ πάντα καὶ πάντων τὴν ἐξουσίαν ἔχων καὶ πάντα

ἐνώπιόν σου φανερὰ καὶ ἀκάλυπταmiddot καὶ πάντα ὁρᾷς καὶ οὐκ ἔστιν ὃ

κρυβῆναί σε δύναται

6 ὁρᾷς ὅσα ἐποίησεν Ἀζαὴλ καὶ (om Par gr 1711) ὅσα εἰσήνεγκεν (add

καὶ Par gr 1711) ὅσα ἐδίδαξεν ἀδικίας καὶ ἁμαρτίας ἐπὶ τῆς γῆς καὶ πάντα

δόλον ἐπὶ τῆς ξηρᾶς ἐδίδαξε γὰρ τὰ μυστήρια καὶ ἀπεκάλυψε τῷ αἰῶνι τὰ

ἐν οὐρανῷ ἐπιτηδεύουσιν δὲ τὰ ἐπιτηδεύματα αὐτοῦ εἰδέναι τὰ μυστήρια

οἱ υἱοὶ τῶν ἀνθρώπων

7 τῷ Σεμιαζᾷ τὴν ἐξουσίαν ἔδωκας ἔχειν τῶν σὺν αὐτῷ ἅμα ὄντων

8 καὶ ἐπορεύθησαν πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς καὶ

συνεκοιμήθησαν μετrsquo αὐτῶν καὶ ἐν ταῖς θηλείαις ἐμιάνθησαν καὶ

ἐδήλωσαν αὐταῖς πάσας τὰς ἁμαρτίας καὶ ἐδίδαξαν αὐτὰς μίσητρα

(μίσιτρα Par gr 1711) ποιεῖν

9 καὶ νῦν ἰδοὺ αἱ θυγατέρες τῶν ἀνθρώπων ἔτεκον ἐξ αὐτῶν υἱοὺς

γίγανταςmiddot κίβδηλα ἐπὶ τῆς (om Go) γῆς τῶν ἀνθρώπων ἐκκέχυται καὶ ὅλη

ἡ γῆ ἐπλήσθη ἀδικίας

10 καὶ νῦν ἰδοὺ τὰ πνεύματα τῶν ψυχῶν τῶν ἀποθανόντων ἀνθρώπων

ἐντυγχάνουσιν καὶ μέχρι τῶν πυλῶν τοῦ οὐρανοῦ ἀνέβη ὁ στεναγμὸς

αὐτῶν καὶ οὐ δύναται ἐξελθεῖν ἀπὸ προσώπου τῶν ἐπὶ τῆς γῆς γινομένων

ἀδικημάτων

11 καὶ σὺ αὐτὰ οἶδας πρὸ τῶν (τοῦ recte Par gr 1711) αὐτὰ γενέσθαι καὶ

ὁρᾷς αὐτοὺς καὶ ἐᾷς αὐτούς καὶ οὐδὲν λέγεις τί δεῖ ποιῆσαι αὐτοὺς (om

37

Go) περὶ τούτου

X

1 Τότε ὁ ὕψιστος εἶπε καὶ ὁ ἅγιος ὁ μέγας ἐλάλησε καὶ ἔπεμψε τὸν Οὐριὴλ

πρὸς τὸν υἱὸν (Go τοῦ) Λάμεχ λέγων

2 Πορεύου πρὸς τὸν Νῶε καὶ εἶπον αὐτῷ τῷ ἐμῷ ὀνόματι Κρύψον σεαυτόν

καὶ δήλωσον αὐτῷ τέλος ἐπερχόμενον ὅτι ἡ γῆ ἀπόλλυται πᾶσαmiddot καὶ εἶπον

αὐτῷ ὅτι κατακλυσμὸς μέλλει γίνεσθαι πάσης τῆς γῆς ἀπολέσαι πάντα

ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς

3 δίδαξον τὸν δίκαιον τί ποιήσει τὸν υἱὸν Λάμεχ καὶ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ εἰς

ζωὴν συντηρήσει καὶ ἐκφεύξεται διrsquo αἰῶνος καὶ ἐξ αὐτοῦ φυτευθήσεται

φύτευμα καὶ σταθήσεται πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

4 Καὶ τῷ Ῥαφαὴλ εἶπε Πορεύου Ῥαφαήλ καὶ δῆσον τὸν Ἀζαήλmiddot χερσὶ καὶ

ποσὶ συμπόδισον αὐτόν καὶ ἔμβαλε αὐτὸν εἰς τὸ σκότος καὶ ἄνοιξον τὴν

ἔρημον τὴν οὖσαν ἐν τῇ ἐρήμῳ Δουδαήλ καὶ ἐκεῖ πορευθεὶς βάλε αὐτόν

5 καὶ ὑπόθες αὐτῷ λίθους ὀξεῖς καὶ (om Go) λίθους τραχεῖς καὶ

ἐπικάλυψον αὐτῷ σκότος καὶ οἰκησάτω ἐκεῖ εἰς τὸν αἰῶνα καὶ τὴν ὄψιν

αὐτοῦ πώμασον καὶ φῶς μὴ θεωρείτωmiddot

6 καὶ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως ἀπαχθήσεται εἰς τὸν ἐμπυρισμὸν τοῦ

πυρός

7 καὶ ἴασαι τὴν γῆν ἣν ἠφάνισαν οἱ ἐγρήγοροι καὶ τὴν ἴασιν τῆς πληγῆς

δήλωσον ἵνα ἰάσωνται τὴν πληγὴν καὶ μὴ ἀπόλωνται πάντες οἱ υἱοὶ τῶν

ἀνθρώπων ἐν τῷ μυστηρίῳ ὃ εἶπον οἱ ἐγρήγοροι καὶ ἐδίδαξαν τοὺς υἱοὺς

τῶν ἀνθρώπων

8 καὶ ἠρημώθη πᾶσα ἡ γῆ ἐν τοῖς ἔργοις τῆς διδασκαλίας Ἀζαήλmiddot καὶ ἐπrsquo

αὐτῇ γράψον πάσας τὰς ἁμαρτίας

9 Καὶ τῷ Γαβριὴλ εἶπε Πορεύου Γαβριήλ ἐπὶ τοὺς γίγαντας ἐπὶ τοὺς

κιβδήλους ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς πορνείας καὶ ἀπόλεσαν τοὺς υἱοὺς τῶν

ἐγρηγόρων ἀπὸ τῶν υἱῶν τῶν ἀνθρώπωνmiddot πέμψον αὐτοὺς εἰς ἀλλήλους ἐξ

αὐτῶν εἰς αὐτούς ἐν πολέμῳ καὶ ἐν ἀπωλείᾳ καὶ μακρότης ἡμερῶν οὐκ

ἔσται αὐτοῖς

10 καὶ πᾶσα ἐρώτησις οὐκ ἔστι τοῖς πατράσιν αὐτῶν ὅτι ἐλπίζουσι ζῆσαι

ζωὴν αἰώνιον καὶ ὅτι ζήσεται ἕκαστος αὐτῶν ἔτη πεντακόσια

11 καὶ τῷ Μιχαὴλ εἶπε Πορεύου Μιχαήλ δῆσον Σεμιαζᾶν καὶ τοὺς ἄλλους

σὺν αὐτῷ τοὺς συμμιγέντας ταῖς θυγατράσι τῶν ἀνθρώπων τοῦ μιανθῆναι

ἐν αὐταῖς ἐν τῇ ἀκαθαρσίᾳ αὐτῶν

12 καὶ ὅταν κατασφαγῶσιν οἱ υἱοὶ αὐτῶν καὶ ἴδωσι τὴν ἀπώλειαν τῶν

ἀγαπητῶν αὐτῶν δῆσον αὐτοὺς ἐπὶ ἑβδομήκοντα γενεὰς εἰς τὰς νάπας

τῆς γῆς μέχρι ἡμέρας κρίσεως αὐτῶν μέχρι ἡμέρας τελειώσεως τελεσμοῦ

ἕως συντελεσθῇ κρίμα τοῦ αἰῶνος τῶν αἰώνων

13 τότε ἀπενεχθήσονται εἰς τὸ χάος τοῦ πυρὸς καὶ εἰς τὴν βάσανον καὶ εἰς

τὸ δεσμωτήριον τῆς συγκλείσεως τοῦ αἰῶνος

14 καὶ ὃς ἂν κατακρίθῃ καὶ ἀφανισθῇ ἀπὸ τοῦ νῦν μετrsquo αὐτῶν δεθήσεται

(δεηθήσεται recte Par gr 1711) μέχρι τελειώσεως γενεᾶς αὐτῶν

περὶ δὲ τοῦ ὄρους ἐν ᾧ ὤμοσαν καὶ ἀνεθεμέτισαν πρὸς τὸν πλησίον αὐτῶν

ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα οὐ μὴ ἀποστῇ ἀπrsquo αὐτοῦ ψῦχος καὶ χιὼν καὶ πάχνη καὶ

δρόσος οὐ μὴ καταβῇ εἰς αὐτό εἰ μὴ εἰς κατάραν καταβήσεται ἐπrsquo αὐτό

μέχρις ἡμέρας κρίσεως τῆς μεγάλης ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ κατακαυθήσεται

καὶ ταπεινωθήσεται καὶ ἔσται κατακαιόμενον καὶ τηκόμενον ὡς κηρὸς

ἀπὸ πυρός οὕτως κατακαήσεται περὶ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ καὶ νῦν

ἐγὼ λέγω ὑμῖν υἱοῖς ἀνθρώπων Ὀργὴ μεγάλη καθrsquo ὑμῶν laquoκαὶraquo κατὰ τῶν

38

υἱῶν ὑμῶν καὶ οὐ παύσεται ἡ ὀργὴ αὕτη ἀφrsquo ὑμῶν μέχρι καιροῦ σφαγῆς

τῶν υἱῶν ὑμῶν καὶ ἀπολοῦνται οἱ ἀγαπητοὶ ὑμῶν καὶ ἀποθανοῦνται οἱ

ἔντιμοι ὑμῶν ἀπὸ πάσης τῆς γῆς ὅτι πᾶσαι αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς αὐτῶν ἀπὸ

τοῦ νῦν οὐ μὴ ἔσονται πλείω τῶν ἑκατὸν εἴκοσιν ἐτῶν καὶ μὴ δόξητε ἔτι

ζῆσαι ἐπὶ πλείονα ἔτηmiddot οὐ γάρ ἐστιν ἐπrsquo αὐτοῖς πᾶσα ὁδὸς ἐκφεύξεως ἀπὸ

τοῦ νῦν διὰ τὴν ὀργὴν ἣν ὠργίσθη ὑμῖν ὁ βασιλεὺς πάντων τῶν αἰώνωνmiddot

μὴ νομίσητε ὅτι ἐκφεύξεσθε ταῦτα

XV

8 Καὶ νῦν οἱ γίγαντες οἱ γεννηθέντες ἀπὸ πνευμάτων καὶ σαρκὸς

πνεύματα πονηρὰ ἐπὶ τῆς γῆς καλέσουσιν αὐτούς ὅτι ἡ κατοίκησις αὐτῶν

ἔσται ἐπὶ τῆς γῆς

9 πνεύματα πονηρὰ ἔσονται τὰ πνεύματα ἐξεληλυθότα ἀπὸ τοῦ σώματος

τῆς σαρκὸς αὐτῶν διότι ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων ἐγένοντο καὶ ἐκ τῶν ἁγίων

τῶν ἐγρηγόρων ἡ ἀρχὴ τῆς κτίσεως αὐτῶν καὶ ἀρχὴ θεμελίουmiddot πνεύματα

πονηρὰ

10 ἐπὶ τῆς γῆς ἔσονται

11 τὰ πνεύματα τῶν γιγάντων νεμόμενα ἀδικοῦντα ἀφανίζοντα

ἐμπίπτοντα καὶ συμπαλαίοντα καὶ ῥιπτοῦντα ἐπὶ τῆς γῆς καὶ δρόμους

ποιοῦντα καὶ μηδὲν ἐσθίοντα ἀλλrsquo ἀσιτοῦντα καὶ ῥιπτοῦντα καὶ φάσματα

ποιοῦντα καὶ διψῶντα καὶ προσκόπτοντα

12 καὶ ἐξαναστήσονται τὰ πνεύματα ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων καὶ

τῶν γυναικῶν ὅτι ἐξ αὐτῶν ἐξεληλύθασι

XVI

1 Καὶ ἀπὸ ἡμέρας καιροῦ σφαγῆς καὶ ἀπωλείας καὶ θανάτου τῶν

γιγάντων ναφηλείμ οἱ ἰσχυροὶ τῆς γῆς οἱ μεγάλοι ὀνομαστοί τὰ

πνεύματα τὰ ἐκπορευόμενα ἀπὸ τῆς ψυχῆς αὐτῶν ὡς ἐκ τῆς σαρκὸς

ἔσονται ἀφανίζοντα χωρὶς κρίσεωςmiddot οὕτως ἀφανίσουσι μέχρις ἡμέρας τῆς

τελειώσεως ἕως τῆς κρίσεως τῆς μεγάλης ἐν ᾗ (ᾧ Par gr 1711) ὁ αἰὼν ὁ

μέγας τελεσθήσεται

XIX

3 ἀνθρώπων ὡς ἐγὼ εἶδον

XX

2 ὁ εἷς τῶν ἁγίων ὁ ἐπὶ τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ταρτάρου

3 Ῥαφαὴλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων τῶν ἀνθρώπων

4 Ῥαγουήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐκδικῶν τὸν κόσμον τῶν

φωστήρων

5 Μιχαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς ἐπὶ τῶν τοῦ λαοῦ ἀγαθῶν τέτακται

καὶ ἐπὶ τῷ χαῷ

6 Σαριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων οἵτινες ἐπὶ τῷ

πνεύματι ἁμαρτάνουσιν

7 Γαβριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τοῦ παραδείσου καὶ τῶν

δρακόντων καὶ χερουβίν Ῥεμειήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃν ἔταξεν ὁ

θεὸς ἐπὶ τῶν ἀνισταμένων ὀνόματα ζacute ἀρχαγγέλων

XXI

1 Καὶ ἐφώδευσα μέχρι τῆς ἀκατασκευάστου

2 καὶ ἐκεῖ ἐθεασάμην ἔργον φοβερόν ἑώρακα οὔτε οὐρανὸν ἐπάνω οὔτε

γῆν τεθεμελιωμένην ἀλλὰ τόπον ἀκατασκεύαστον καὶ φοβερόν

3 καὶ ἐκεῖ τεθέαμαι ζacute ἀστέρας τοῦ οὐρανοῦ δεδεμένους καὶ ἐριμμένους ἐν

αὐτῷ ὁμοῦ ὁμοίους ὁράσει μεγάλῃ καὶ ἐν πυρὶ καιομένους

4 τότε εἶπον Διὰ ποίαν αἰτίαν ἐπεδέθησαν καὶ διὰ ποίαν αἰτίαν ἐρίφησαν

39

ὧδε

5 καὶ εἶπέν μοι Οὐριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ μετrsquo

ἐμοῦ ὤν - καὶ

αὐτὸς αὐτῶν ἡγεῖτο - καὶ εἶπέν μοι Ἑνώχ περὶ τίνος

ἐρωτᾷς ἢ περὶ τίνος

τὴν ἀλήθειαν φιλοσπευδεῖς

6 οὗτοί εἰσιν τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ οἱ παραβάντες

τὴν ἐπιταγὴν τοῦ

κυρίου καὶ ἐδέθησαν ὧδε μέχρι πληρωθῆναι μύρια ἔτη

τὸν χρόνον τῶν

ἁμαρτημάτων αὐτῶν

7 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον τούτου

φοβερώτερον καὶ τεθέαμαι

ἔργα φοβεράmiddot πῦρ μέγα ἐκεῖ καιόμενον καὶ φλεγόμενον καὶ διακοπὴν

εἶχεν ὁ τόπος ἕως τῆς ἀβύσσου πλήρης στύλων πυρὸς μεγάλων

καταφερομένωνmiddot οὔτε μέτρον οὔτε μέγεθος ἠδυνήθην ἰδεῖν οὔτε εἰκάσαι

8 τότε εἶπον Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος οὗτος καὶ ὡς δεινὸς τῇ ὁράσει

9 τότε ἀπεκρίθη μοι καὶ εἶπεν

Incert

1 παρὰ (Par gr 1711 Go περὶ) δὲ τοῦ ὄρους ἐν ᾧ ὤμοσαν καὶ

ἀνεθεμάτισαν πρὸς τὸν πλησίον αὐτῶν ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα οὐ μὴ ἀποστῇ

ἀπrsquo αὐτοῦ ψῦχος καὶ χιὼν καὶ πάχνη καὶ δρόσος οὐ μὴ καταβῇ εἰς αὐτό εἰ

μὴ εἰς κατάραν καταβήσεται ἐπrsquo (Go εἰς) αὐτό μέχρις ἡμέρας κρίσεως τῆς

μεγάλης

2 ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ κατακαυθήσεται καὶ (Go om) ταπεινωθήσεται καὶ

ἔσται κατακαιόμενον καὶ τηκόμενον ὡς κηρὸς ἀπὸ πυρός οὕτως

κατακαήσεται περὶ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ

3 καὶ νῦν ἐγὼ λέγω ὑμῖν υἱοῖς ἀνθρώπων Ὀργὴ μεγάλη καθrsquo ὑμῶν κατὰ

τῶν υἱῶν ὑμῶνmiddot καὶ οὐ παύσεται ἡ ὀργὴ αὕτη ἀφrsquo ὑμῶν μέχρι καιροῦ

σφαγῆς τῶν υἱῶν ὑμῶν

4 καὶ ἀπολοῦνται οἱ ἀγαπητοὶ ὑμῶν καὶ ἀποθανοῦνται οἱ ἔντιμοι ὑμῶν

ἀπὸ πάσης τῆς γῆς ὅτι πᾶσαι αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς αὐτῶν ἀπὸ τοῦ νῦν οὐ μὴ

ἔσονται πλείω τῶν ἑκατὸν εἴκοσιν ἐτῶν

5 καὶ μὴ δόξητε ἔτι ζῆσαι ἐπὶ πλείονα ἔτηmiddot οὐ γάρ ἐστιν ἐπrsquo αὐτοῖς πᾶσα

ὁδὸς ἐκφεύξεως ἀπὸ τοῦ νῦν διὰ τὴν ὀργὴν ἣν ὠργίσθη ὑμῖν ὁ βασιλεὺς

πάντων τῶν αἰώνωνmiddot μὴ νομίσητε ὅτι ἐκφεύξεσθε ταῦτα

Περί των γιγάντων

καὶ ἦν νωε ἐτῶν πεντακοσίων καὶ ἐγέννησεν νωε τρεῖς υἱούς τὸν σημ τὸν χαμ τὸν

ιαφεθκαὶ ἐγένετο ἡνίκα ἤρξαντο οἱ ἄνθρωποι πολλοὶ γίνεσθαι ἐπὶ τῆς γῆς καὶ θυγατέρες

ἐγενήθησαν αὐτοῖς 2ἰδόντες δὲ οἱ υἱοὶ τοῦ θεοῦ τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων ὅτι καλαί

εἰσιν ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ πασῶν ὧν ἐξελέξαντο 3καὶ εἶπεν κύριος ὁ θεός οὐ

μὴ καταμείνῃ τὸ πνεῦμά μου ἐν τοῖς ἀνθρώποις τούτοις εἰς τὸν αἰῶνα διὰ τὸ εἶναι

αὐτοὺς σάρκας ἔσονται δὲ αἱ ἡμέραι αὐτῶν ἑκατὸν εἴκοσι ἔτη 4οἱ δὲ γίγαντες ἦσαν ἐπὶ

τῆς γῆς ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις καὶ μετ ἐκεῖνο ὡς ἂν εἰσεπορεύοντο οἱ υἱοὶ τοῦ

θεοῦ πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων καὶ ἐγεννῶσαν ἑαυτοῖς ἐκεῖνοι ἦσαν οἱ

γίγαντες οἱ ἀπ αἰῶνος οἱ ἄνθρωποι οἱ ὀνομαστοί

40

Παραθέτουμε ένα επεξηγηματικό κείμενο αναφορικά με τους γίγαντες από την

ιστοσελίδα httpwwwoodegrcom

laquoΕδώ πρόκειται για το θέμα στο οποίο αναφέρθηκε ο Ιησούς Χριστός στο

Ματθαίος κδ΄ 38 για τους προκατακλυσμιαίους ανθρώπους που ΄΄έτρωγαν και

έπιναν και παντρεύονταν΄΄ ώσπου ήρθε ο Κατακλυσμός Επ αυτών υπάρχουν

κάποιες παρατηρήσεις

1η παρατήρηση Το οριστικό άρθρο ΄΄οι΄΄ δείχνει ότι πρόκειται για κάποιους που

ήταν ήδη γνωστοί στους αναγνώστες της Γενέσεως προς τους οποίους απευθύνεται

ο Μωυσής δηλαδή προς τους Ισραηλίτες της εποχής του που λάβαιναν το Νόμο

2η παρατήρηση Το ότι ΄΄εν ταις ημέραις εκείναις ήσαν΄΄ υπονοεί 1 Είτε ότι δεν

υπήρχαν πλέον οι γίγαντες στη ΄΄γη΄΄ όταν γραφόταν η Γένεση δηλαδή κατά το 1500

πΧ 2 είτε ότι υπήρχαν και τότε

3η παρατήρηση Για ποια ΄΄γη΄΄ μιλάει 1 Είτε για τη συγκεκριμένη γη στην οποία

συνέβαιναν τα γεγονότα που αναγράφονται στα γύρω κεφάλαια (τη γη της

Μεσοποταμίας) 2 είτε γενικά για τη γύρω γη στην οποία είχαν επεκταθεί οι γίγαντες

και η φυλή Αδάμ Αυτό όμως δεν έχει σημασία καθώς η αναφορά γίνεται μόνο για

τον καιρό πρό τού Κατακλυσμού Είναι γεγονός όμως ότι στη γη Χαναάν οι

γίγαντες υπήρχαν και μετά από τον Κατακλυσμό

Αυτό φαίνεται στους Αριθμούς 13ιγ΄ 33 ΄΄και εκεί εωράκαμεν τους γίγαντας

(εβραϊκό Νεφιλείμ) και ήμεν ενώπιον αυτών ωσεί ακρίδες αλλά και ούτως ήμεν

ενώπιον αυτών΄΄

Αν αυτό φαίνεται παράξενο σε κάποιους που διδάχτηκαν ότι ο Κατακλυσμός ήταν

παγκόσμιος ας διαβάσουν τη μελέτη μας ΄΄Ήταν ο Κατακλυσμός Παγκόσμιος΄΄

Εκεί θα δουν τις Αγιογραφικές και ιστορικές αποδείξεις ότι επρόκειτο για έναν

τοπικό κατακλυσμό που έπληξε μόνο τη φυλή Αδάμ και μέλη μόνο των γύρω λαών

Επιβίωση από τον Κατακλυσμό

Το ότι οι Νεφιλείμ επεβίωσαν του Κατακλυσμού εξηγείται απλά

Είναι λογικό το ότι η φυλή των γιγάντων Νεφιλείμ δεν έμενε ολόκληρη στην

κοιλάδα της Μεσοποταμίας αλλά κάποιοι απ αυτούς διεσπάρησαν στις γύρω

περιοχές

Η Γένεση στο 7ζ΄ 20 γράφει ότι ο Κατακλυσμός είχε ύψος 15 πήχες (8- 9 μέτρα)

δηλαδή όσο χρειαζόταν για να καλύψει τις ψηλότερες περιοχές της χαμηλής

Μεσοποταμίας Όσοι όμως έμεναν στα ορεινά γύρω από την πληγείσα περιοχή

επεβίωσαν Άλλωστε ο Κατακλυσμός έγινε για τιμωρία της φυλής Αδάμ και όχι των

γύρω λαών όπως φαίνεται στη Γένεση 6ς΄ 5 - 7 όπου η λέξη που χρησιμοποιείται

στο Εβραϊκό κείμενο γι αυτούς με τους οποίους οργίστηκε ο Θεός είναι ΄΄Αδάμ΄΄

Για τους άλλους λαούς η Γένεση στο Εβραϊκό κείμενο χρησιμοποιεί άλλη λέξη

όπως φαίνεται στο Γένεσις 6ς΄ 4 [΄΄οι άνθρωποι (εβραϊκά ΄΄ενός΄΄) οι

ονομαστοί΄΄] και στο Γένεσις 13ιγ΄ 13 [΄΄οι δε άνθρωποι (εβραϊκά ΄΄ενός΄΄) οι εν

Σοδόμοις΄΄]

41

Μια τελευταία παρατήρηση ξεκινάει από το ίδιο εδάφιο της Γένεσης 6ς΄ 4 που λέει

΄΄Οι δε γίγαντες ήσαν επί τής γης εν ταις ημέραις εκείναις και μετ εκείνο ως αν

εισεπορεύοντο οι υιοί τού Θεού προς τας θυγατέρας τών ανθρώπων΄΄

Οι Νεφιλείμ λοιπόν υπήρχαν ακόμη ΄΄και μετά από εκείνο΄΄ το γεγονός που

περιγράφεται δηλαδή και μετά από την αύξηση του πληθυσμού στη

Μεσοποταμία Είναι λάθος να ταυτίζονται κατ ανάγκην οι Νεφιλείμ με τους γιους

των ισχυρών καθώς μια αβίαστη ανάγνωση του κειμένου δεν δείχνει τίποτα τέτοιο

Το μεταβατικό ΄΄δε΄΄ δείχνει ότι γίνεται λόγος για κάποιους άλλους και όχι για

τους γιούς των ισχυρών Οι γιοί των ισχυρών δεν είναι οι Νεφιλείμ αλλά οι ισχυροί

άνδρες της Μεσοποταμίας των άλλων φυλών που ζούσαν κοντά στη φυλή Αδάμ

Ίσως ο σκοπός του χωρίου είναι να δείξει ότι η φυλή των γιγάντων (η οποία

προβλημάτιζε τους Ισραηλίτες τον καιρό που ο Μωυσής έγραφε αυτά τα λόγια) ήταν

μια αρχαία φυλή σύγχρονη της επιμειξίας της φυλής Αδάμ με τους γιούς των

ισχυρών και ότι οι Νεφιλείμ επεβίωσαν ακόμη και μετά από την επιμειξία των

ισχυρών ανδρών της Μεσοποταμίας με τις ΄΄θυγατέρες Αδάμ΄΄ κατά την

προκατακλυσμιαία εποχή

Ίσως ακόμα η αναφορά αυτή να γίνεται για να δείξει ότι ο κατακλυσμός στρεφόταν

ειδικά κατά του λαού Αδάμ και όχι και των γύρω λαών εκ των οποίων

επεβίωσαν και οι Νεφιλείμ

Οι γίγαντες στην εποχή τού Ισραήλ

Σύμφωνα με την Αγία Γραφή η περιοχή στην οποία επεβίωσαν κάποιοι από τη

φυλή των γιγάντων Νεφιλείμ ήταν η Βασάν που ονομάζεται ΄΄γη γιγάντων΄΄

(Δευτερονόμιο γ΄ 13)

Πρόκειται για μία ορεινή περιοχή ανατολικά της Θάλασσας της Γαλιλαίας

κατάλληλη για επιβίωση των λαών της από τον Κατακλυσμό που έπληξε τη

Μεσοποταμία και το λαό Αδάμ (Όπως λέμε ΄΄λαός Ισραήλ΄΄)

Εκεί οι γίγαντες υπήρχαν όχι μόνο μετά από τον Κατακλυσμό αλλά και στις ημέρες

του Αβραάμ όπως φαίνεται στη Γένεση 14ιδ΄ 5 όπου λέει για τον Χοδολλογομόρ

και τους συμμάχους του ότι ΄΄κατέκοψαν τους γίγαντας τους εν Ασταρώθ

Καρναιν΄΄ στη Βασσάν

Και οι κατάσκοποι όμως των ημερών του Μωυσή βρήκαν τους Νεφιλείμ στη

Χαναάν όπως είδαμε στους Αριθμούς 13ιγ΄ 33 όπου μάλιστα ονομάζει τους

γίγαντες ΄΄Νεφιλείμ΄΄ Εκεί έχει μάλιστα και οριστικό άρθρο ΄΄τους Νεφιλείμ΄΄

πράγμα που δείχνει ότι δεν επρόκειτο για παρομοίωση αλλά για το γνωστό λαό

των Νεφιλείμ

Άλλα εδάφια όπως το Δευτερονόμιο 1α΄ 28 αναφερόμενο στο ίδιο γεγονός

ταυτίζει τους Νεφιλείμ με τους Ανακείμ που προφανώς ήταν απόγονοί τους

Με τους Ανακείμ συσχετίζει η Αγία Γραφή όλες τις φυλές γιγάντων που ζούσαν γύρω

από τη Θάλασσα της Γαλιλαίας όπως ήταν οι Ραφαείμ οι Εμμαίοι και οι

42

Ζουμζουμείμ τους οποίους εξολώθρευσαν οι απόγονοι του Λωτ (Δευτερονόμιο 2β΄

10112021)

Οι Ραφαείμ ήταν απόγονοι των Γιγάντων που επεβίωσαν από τον Κατακλυσμό και

δεν ήταν απόγονοι του Νώε καθώς δεν αναφέρονται στη Γένεση 10ι΄ όπου

αναφέρονται οι λαοί που κατάγονται από το Νώε Η σκέψη ότι ίσως να μην

αναφέρονται επειδή είναι πολύ νεώτεροι λαοί δεν ευσταθεί επειδή αναφέρονται στη

Γένεσις 14ιδ΄ 5 σαν λαός από την εποχή του Αβραάμ ακόμα και συνεπώς είναι

αρχαιότεροι λαοί από αυτούς που αναφέρονται ως απόγονοι του Νώε

Μετά από την εγκατάσταση των Ισραηλιτών στη Γη της Επαγγελίας οι υψηλόσωμες

αυτές φυλές εξολωθρεύτηκαν και δεν έμειναν Ανακείμ στο Ισραήλ Μόνο στη Γάζα

στη Γαθ και στην Άζωτο έμειναν αναμεμειγμένοι με τους Φιλισταίους (Ιησούς

Ναυή 11ια΄ 21 22)

Ένας απ αυτούς ήταν και ο Γολιάθ από τη Γαθ που σκοτώθηκε από τον Δαυίδ (Α΄

Σαμουήλ ιζ΄ 4 ΄΄Εξήλθεν Γολιάθ εκ της Γαθ΄΄)

Τον καιρό του Δαυίδ σκοτώθηκαν οι τελευταίοι γίγαντεςraquo1

1 httpwwwoodegrcomoodegenesiskatak1htm

43

Page 37: Η δημιουργία του κόσμου

37

Go) περὶ τούτου

X

1 Τότε ὁ ὕψιστος εἶπε καὶ ὁ ἅγιος ὁ μέγας ἐλάλησε καὶ ἔπεμψε τὸν Οὐριὴλ

πρὸς τὸν υἱὸν (Go τοῦ) Λάμεχ λέγων

2 Πορεύου πρὸς τὸν Νῶε καὶ εἶπον αὐτῷ τῷ ἐμῷ ὀνόματι Κρύψον σεαυτόν

καὶ δήλωσον αὐτῷ τέλος ἐπερχόμενον ὅτι ἡ γῆ ἀπόλλυται πᾶσαmiddot καὶ εἶπον

αὐτῷ ὅτι κατακλυσμὸς μέλλει γίνεσθαι πάσης τῆς γῆς ἀπολέσαι πάντα

ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς

3 δίδαξον τὸν δίκαιον τί ποιήσει τὸν υἱὸν Λάμεχ καὶ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ εἰς

ζωὴν συντηρήσει καὶ ἐκφεύξεται διrsquo αἰῶνος καὶ ἐξ αὐτοῦ φυτευθήσεται

φύτευμα καὶ σταθήσεται πάσας τὰς γενεὰς τοῦ αἰῶνος

4 Καὶ τῷ Ῥαφαὴλ εἶπε Πορεύου Ῥαφαήλ καὶ δῆσον τὸν Ἀζαήλmiddot χερσὶ καὶ

ποσὶ συμπόδισον αὐτόν καὶ ἔμβαλε αὐτὸν εἰς τὸ σκότος καὶ ἄνοιξον τὴν

ἔρημον τὴν οὖσαν ἐν τῇ ἐρήμῳ Δουδαήλ καὶ ἐκεῖ πορευθεὶς βάλε αὐτόν

5 καὶ ὑπόθες αὐτῷ λίθους ὀξεῖς καὶ (om Go) λίθους τραχεῖς καὶ

ἐπικάλυψον αὐτῷ σκότος καὶ οἰκησάτω ἐκεῖ εἰς τὸν αἰῶνα καὶ τὴν ὄψιν

αὐτοῦ πώμασον καὶ φῶς μὴ θεωρείτωmiddot

6 καὶ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως ἀπαχθήσεται εἰς τὸν ἐμπυρισμὸν τοῦ

πυρός

7 καὶ ἴασαι τὴν γῆν ἣν ἠφάνισαν οἱ ἐγρήγοροι καὶ τὴν ἴασιν τῆς πληγῆς

δήλωσον ἵνα ἰάσωνται τὴν πληγὴν καὶ μὴ ἀπόλωνται πάντες οἱ υἱοὶ τῶν

ἀνθρώπων ἐν τῷ μυστηρίῳ ὃ εἶπον οἱ ἐγρήγοροι καὶ ἐδίδαξαν τοὺς υἱοὺς

τῶν ἀνθρώπων

8 καὶ ἠρημώθη πᾶσα ἡ γῆ ἐν τοῖς ἔργοις τῆς διδασκαλίας Ἀζαήλmiddot καὶ ἐπrsquo

αὐτῇ γράψον πάσας τὰς ἁμαρτίας

9 Καὶ τῷ Γαβριὴλ εἶπε Πορεύου Γαβριήλ ἐπὶ τοὺς γίγαντας ἐπὶ τοὺς

κιβδήλους ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῆς πορνείας καὶ ἀπόλεσαν τοὺς υἱοὺς τῶν

ἐγρηγόρων ἀπὸ τῶν υἱῶν τῶν ἀνθρώπωνmiddot πέμψον αὐτοὺς εἰς ἀλλήλους ἐξ

αὐτῶν εἰς αὐτούς ἐν πολέμῳ καὶ ἐν ἀπωλείᾳ καὶ μακρότης ἡμερῶν οὐκ

ἔσται αὐτοῖς

10 καὶ πᾶσα ἐρώτησις οὐκ ἔστι τοῖς πατράσιν αὐτῶν ὅτι ἐλπίζουσι ζῆσαι

ζωὴν αἰώνιον καὶ ὅτι ζήσεται ἕκαστος αὐτῶν ἔτη πεντακόσια

11 καὶ τῷ Μιχαὴλ εἶπε Πορεύου Μιχαήλ δῆσον Σεμιαζᾶν καὶ τοὺς ἄλλους

σὺν αὐτῷ τοὺς συμμιγέντας ταῖς θυγατράσι τῶν ἀνθρώπων τοῦ μιανθῆναι

ἐν αὐταῖς ἐν τῇ ἀκαθαρσίᾳ αὐτῶν

12 καὶ ὅταν κατασφαγῶσιν οἱ υἱοὶ αὐτῶν καὶ ἴδωσι τὴν ἀπώλειαν τῶν

ἀγαπητῶν αὐτῶν δῆσον αὐτοὺς ἐπὶ ἑβδομήκοντα γενεὰς εἰς τὰς νάπας

τῆς γῆς μέχρι ἡμέρας κρίσεως αὐτῶν μέχρι ἡμέρας τελειώσεως τελεσμοῦ

ἕως συντελεσθῇ κρίμα τοῦ αἰῶνος τῶν αἰώνων

13 τότε ἀπενεχθήσονται εἰς τὸ χάος τοῦ πυρὸς καὶ εἰς τὴν βάσανον καὶ εἰς

τὸ δεσμωτήριον τῆς συγκλείσεως τοῦ αἰῶνος

14 καὶ ὃς ἂν κατακρίθῃ καὶ ἀφανισθῇ ἀπὸ τοῦ νῦν μετrsquo αὐτῶν δεθήσεται

(δεηθήσεται recte Par gr 1711) μέχρι τελειώσεως γενεᾶς αὐτῶν

περὶ δὲ τοῦ ὄρους ἐν ᾧ ὤμοσαν καὶ ἀνεθεμέτισαν πρὸς τὸν πλησίον αὐτῶν

ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα οὐ μὴ ἀποστῇ ἀπrsquo αὐτοῦ ψῦχος καὶ χιὼν καὶ πάχνη καὶ

δρόσος οὐ μὴ καταβῇ εἰς αὐτό εἰ μὴ εἰς κατάραν καταβήσεται ἐπrsquo αὐτό

μέχρις ἡμέρας κρίσεως τῆς μεγάλης ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ κατακαυθήσεται

καὶ ταπεινωθήσεται καὶ ἔσται κατακαιόμενον καὶ τηκόμενον ὡς κηρὸς

ἀπὸ πυρός οὕτως κατακαήσεται περὶ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ καὶ νῦν

ἐγὼ λέγω ὑμῖν υἱοῖς ἀνθρώπων Ὀργὴ μεγάλη καθrsquo ὑμῶν laquoκαὶraquo κατὰ τῶν

38

υἱῶν ὑμῶν καὶ οὐ παύσεται ἡ ὀργὴ αὕτη ἀφrsquo ὑμῶν μέχρι καιροῦ σφαγῆς

τῶν υἱῶν ὑμῶν καὶ ἀπολοῦνται οἱ ἀγαπητοὶ ὑμῶν καὶ ἀποθανοῦνται οἱ

ἔντιμοι ὑμῶν ἀπὸ πάσης τῆς γῆς ὅτι πᾶσαι αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς αὐτῶν ἀπὸ

τοῦ νῦν οὐ μὴ ἔσονται πλείω τῶν ἑκατὸν εἴκοσιν ἐτῶν καὶ μὴ δόξητε ἔτι

ζῆσαι ἐπὶ πλείονα ἔτηmiddot οὐ γάρ ἐστιν ἐπrsquo αὐτοῖς πᾶσα ὁδὸς ἐκφεύξεως ἀπὸ

τοῦ νῦν διὰ τὴν ὀργὴν ἣν ὠργίσθη ὑμῖν ὁ βασιλεὺς πάντων τῶν αἰώνωνmiddot

μὴ νομίσητε ὅτι ἐκφεύξεσθε ταῦτα

XV

8 Καὶ νῦν οἱ γίγαντες οἱ γεννηθέντες ἀπὸ πνευμάτων καὶ σαρκὸς

πνεύματα πονηρὰ ἐπὶ τῆς γῆς καλέσουσιν αὐτούς ὅτι ἡ κατοίκησις αὐτῶν

ἔσται ἐπὶ τῆς γῆς

9 πνεύματα πονηρὰ ἔσονται τὰ πνεύματα ἐξεληλυθότα ἀπὸ τοῦ σώματος

τῆς σαρκὸς αὐτῶν διότι ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων ἐγένοντο καὶ ἐκ τῶν ἁγίων

τῶν ἐγρηγόρων ἡ ἀρχὴ τῆς κτίσεως αὐτῶν καὶ ἀρχὴ θεμελίουmiddot πνεύματα

πονηρὰ

10 ἐπὶ τῆς γῆς ἔσονται

11 τὰ πνεύματα τῶν γιγάντων νεμόμενα ἀδικοῦντα ἀφανίζοντα

ἐμπίπτοντα καὶ συμπαλαίοντα καὶ ῥιπτοῦντα ἐπὶ τῆς γῆς καὶ δρόμους

ποιοῦντα καὶ μηδὲν ἐσθίοντα ἀλλrsquo ἀσιτοῦντα καὶ ῥιπτοῦντα καὶ φάσματα

ποιοῦντα καὶ διψῶντα καὶ προσκόπτοντα

12 καὶ ἐξαναστήσονται τὰ πνεύματα ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων καὶ

τῶν γυναικῶν ὅτι ἐξ αὐτῶν ἐξεληλύθασι

XVI

1 Καὶ ἀπὸ ἡμέρας καιροῦ σφαγῆς καὶ ἀπωλείας καὶ θανάτου τῶν

γιγάντων ναφηλείμ οἱ ἰσχυροὶ τῆς γῆς οἱ μεγάλοι ὀνομαστοί τὰ

πνεύματα τὰ ἐκπορευόμενα ἀπὸ τῆς ψυχῆς αὐτῶν ὡς ἐκ τῆς σαρκὸς

ἔσονται ἀφανίζοντα χωρὶς κρίσεωςmiddot οὕτως ἀφανίσουσι μέχρις ἡμέρας τῆς

τελειώσεως ἕως τῆς κρίσεως τῆς μεγάλης ἐν ᾗ (ᾧ Par gr 1711) ὁ αἰὼν ὁ

μέγας τελεσθήσεται

XIX

3 ἀνθρώπων ὡς ἐγὼ εἶδον

XX

2 ὁ εἷς τῶν ἁγίων ὁ ἐπὶ τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ταρτάρου

3 Ῥαφαὴλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων τῶν ἀνθρώπων

4 Ῥαγουήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐκδικῶν τὸν κόσμον τῶν

φωστήρων

5 Μιχαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς ἐπὶ τῶν τοῦ λαοῦ ἀγαθῶν τέτακται

καὶ ἐπὶ τῷ χαῷ

6 Σαριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων οἵτινες ἐπὶ τῷ

πνεύματι ἁμαρτάνουσιν

7 Γαβριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τοῦ παραδείσου καὶ τῶν

δρακόντων καὶ χερουβίν Ῥεμειήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃν ἔταξεν ὁ

θεὸς ἐπὶ τῶν ἀνισταμένων ὀνόματα ζacute ἀρχαγγέλων

XXI

1 Καὶ ἐφώδευσα μέχρι τῆς ἀκατασκευάστου

2 καὶ ἐκεῖ ἐθεασάμην ἔργον φοβερόν ἑώρακα οὔτε οὐρανὸν ἐπάνω οὔτε

γῆν τεθεμελιωμένην ἀλλὰ τόπον ἀκατασκεύαστον καὶ φοβερόν

3 καὶ ἐκεῖ τεθέαμαι ζacute ἀστέρας τοῦ οὐρανοῦ δεδεμένους καὶ ἐριμμένους ἐν

αὐτῷ ὁμοῦ ὁμοίους ὁράσει μεγάλῃ καὶ ἐν πυρὶ καιομένους

4 τότε εἶπον Διὰ ποίαν αἰτίαν ἐπεδέθησαν καὶ διὰ ποίαν αἰτίαν ἐρίφησαν

39

ὧδε

5 καὶ εἶπέν μοι Οὐριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ μετrsquo

ἐμοῦ ὤν - καὶ

αὐτὸς αὐτῶν ἡγεῖτο - καὶ εἶπέν μοι Ἑνώχ περὶ τίνος

ἐρωτᾷς ἢ περὶ τίνος

τὴν ἀλήθειαν φιλοσπευδεῖς

6 οὗτοί εἰσιν τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ οἱ παραβάντες

τὴν ἐπιταγὴν τοῦ

κυρίου καὶ ἐδέθησαν ὧδε μέχρι πληρωθῆναι μύρια ἔτη

τὸν χρόνον τῶν

ἁμαρτημάτων αὐτῶν

7 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον τούτου

φοβερώτερον καὶ τεθέαμαι

ἔργα φοβεράmiddot πῦρ μέγα ἐκεῖ καιόμενον καὶ φλεγόμενον καὶ διακοπὴν

εἶχεν ὁ τόπος ἕως τῆς ἀβύσσου πλήρης στύλων πυρὸς μεγάλων

καταφερομένωνmiddot οὔτε μέτρον οὔτε μέγεθος ἠδυνήθην ἰδεῖν οὔτε εἰκάσαι

8 τότε εἶπον Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος οὗτος καὶ ὡς δεινὸς τῇ ὁράσει

9 τότε ἀπεκρίθη μοι καὶ εἶπεν

Incert

1 παρὰ (Par gr 1711 Go περὶ) δὲ τοῦ ὄρους ἐν ᾧ ὤμοσαν καὶ

ἀνεθεμάτισαν πρὸς τὸν πλησίον αὐτῶν ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα οὐ μὴ ἀποστῇ

ἀπrsquo αὐτοῦ ψῦχος καὶ χιὼν καὶ πάχνη καὶ δρόσος οὐ μὴ καταβῇ εἰς αὐτό εἰ

μὴ εἰς κατάραν καταβήσεται ἐπrsquo (Go εἰς) αὐτό μέχρις ἡμέρας κρίσεως τῆς

μεγάλης

2 ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ κατακαυθήσεται καὶ (Go om) ταπεινωθήσεται καὶ

ἔσται κατακαιόμενον καὶ τηκόμενον ὡς κηρὸς ἀπὸ πυρός οὕτως

κατακαήσεται περὶ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ

3 καὶ νῦν ἐγὼ λέγω ὑμῖν υἱοῖς ἀνθρώπων Ὀργὴ μεγάλη καθrsquo ὑμῶν κατὰ

τῶν υἱῶν ὑμῶνmiddot καὶ οὐ παύσεται ἡ ὀργὴ αὕτη ἀφrsquo ὑμῶν μέχρι καιροῦ

σφαγῆς τῶν υἱῶν ὑμῶν

4 καὶ ἀπολοῦνται οἱ ἀγαπητοὶ ὑμῶν καὶ ἀποθανοῦνται οἱ ἔντιμοι ὑμῶν

ἀπὸ πάσης τῆς γῆς ὅτι πᾶσαι αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς αὐτῶν ἀπὸ τοῦ νῦν οὐ μὴ

ἔσονται πλείω τῶν ἑκατὸν εἴκοσιν ἐτῶν

5 καὶ μὴ δόξητε ἔτι ζῆσαι ἐπὶ πλείονα ἔτηmiddot οὐ γάρ ἐστιν ἐπrsquo αὐτοῖς πᾶσα

ὁδὸς ἐκφεύξεως ἀπὸ τοῦ νῦν διὰ τὴν ὀργὴν ἣν ὠργίσθη ὑμῖν ὁ βασιλεὺς

πάντων τῶν αἰώνωνmiddot μὴ νομίσητε ὅτι ἐκφεύξεσθε ταῦτα

Περί των γιγάντων

καὶ ἦν νωε ἐτῶν πεντακοσίων καὶ ἐγέννησεν νωε τρεῖς υἱούς τὸν σημ τὸν χαμ τὸν

ιαφεθκαὶ ἐγένετο ἡνίκα ἤρξαντο οἱ ἄνθρωποι πολλοὶ γίνεσθαι ἐπὶ τῆς γῆς καὶ θυγατέρες

ἐγενήθησαν αὐτοῖς 2ἰδόντες δὲ οἱ υἱοὶ τοῦ θεοῦ τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων ὅτι καλαί

εἰσιν ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ πασῶν ὧν ἐξελέξαντο 3καὶ εἶπεν κύριος ὁ θεός οὐ

μὴ καταμείνῃ τὸ πνεῦμά μου ἐν τοῖς ἀνθρώποις τούτοις εἰς τὸν αἰῶνα διὰ τὸ εἶναι

αὐτοὺς σάρκας ἔσονται δὲ αἱ ἡμέραι αὐτῶν ἑκατὸν εἴκοσι ἔτη 4οἱ δὲ γίγαντες ἦσαν ἐπὶ

τῆς γῆς ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις καὶ μετ ἐκεῖνο ὡς ἂν εἰσεπορεύοντο οἱ υἱοὶ τοῦ

θεοῦ πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων καὶ ἐγεννῶσαν ἑαυτοῖς ἐκεῖνοι ἦσαν οἱ

γίγαντες οἱ ἀπ αἰῶνος οἱ ἄνθρωποι οἱ ὀνομαστοί

40

Παραθέτουμε ένα επεξηγηματικό κείμενο αναφορικά με τους γίγαντες από την

ιστοσελίδα httpwwwoodegrcom

laquoΕδώ πρόκειται για το θέμα στο οποίο αναφέρθηκε ο Ιησούς Χριστός στο

Ματθαίος κδ΄ 38 για τους προκατακλυσμιαίους ανθρώπους που ΄΄έτρωγαν και

έπιναν και παντρεύονταν΄΄ ώσπου ήρθε ο Κατακλυσμός Επ αυτών υπάρχουν

κάποιες παρατηρήσεις

1η παρατήρηση Το οριστικό άρθρο ΄΄οι΄΄ δείχνει ότι πρόκειται για κάποιους που

ήταν ήδη γνωστοί στους αναγνώστες της Γενέσεως προς τους οποίους απευθύνεται

ο Μωυσής δηλαδή προς τους Ισραηλίτες της εποχής του που λάβαιναν το Νόμο

2η παρατήρηση Το ότι ΄΄εν ταις ημέραις εκείναις ήσαν΄΄ υπονοεί 1 Είτε ότι δεν

υπήρχαν πλέον οι γίγαντες στη ΄΄γη΄΄ όταν γραφόταν η Γένεση δηλαδή κατά το 1500

πΧ 2 είτε ότι υπήρχαν και τότε

3η παρατήρηση Για ποια ΄΄γη΄΄ μιλάει 1 Είτε για τη συγκεκριμένη γη στην οποία

συνέβαιναν τα γεγονότα που αναγράφονται στα γύρω κεφάλαια (τη γη της

Μεσοποταμίας) 2 είτε γενικά για τη γύρω γη στην οποία είχαν επεκταθεί οι γίγαντες

και η φυλή Αδάμ Αυτό όμως δεν έχει σημασία καθώς η αναφορά γίνεται μόνο για

τον καιρό πρό τού Κατακλυσμού Είναι γεγονός όμως ότι στη γη Χαναάν οι

γίγαντες υπήρχαν και μετά από τον Κατακλυσμό

Αυτό φαίνεται στους Αριθμούς 13ιγ΄ 33 ΄΄και εκεί εωράκαμεν τους γίγαντας

(εβραϊκό Νεφιλείμ) και ήμεν ενώπιον αυτών ωσεί ακρίδες αλλά και ούτως ήμεν

ενώπιον αυτών΄΄

Αν αυτό φαίνεται παράξενο σε κάποιους που διδάχτηκαν ότι ο Κατακλυσμός ήταν

παγκόσμιος ας διαβάσουν τη μελέτη μας ΄΄Ήταν ο Κατακλυσμός Παγκόσμιος΄΄

Εκεί θα δουν τις Αγιογραφικές και ιστορικές αποδείξεις ότι επρόκειτο για έναν

τοπικό κατακλυσμό που έπληξε μόνο τη φυλή Αδάμ και μέλη μόνο των γύρω λαών

Επιβίωση από τον Κατακλυσμό

Το ότι οι Νεφιλείμ επεβίωσαν του Κατακλυσμού εξηγείται απλά

Είναι λογικό το ότι η φυλή των γιγάντων Νεφιλείμ δεν έμενε ολόκληρη στην

κοιλάδα της Μεσοποταμίας αλλά κάποιοι απ αυτούς διεσπάρησαν στις γύρω

περιοχές

Η Γένεση στο 7ζ΄ 20 γράφει ότι ο Κατακλυσμός είχε ύψος 15 πήχες (8- 9 μέτρα)

δηλαδή όσο χρειαζόταν για να καλύψει τις ψηλότερες περιοχές της χαμηλής

Μεσοποταμίας Όσοι όμως έμεναν στα ορεινά γύρω από την πληγείσα περιοχή

επεβίωσαν Άλλωστε ο Κατακλυσμός έγινε για τιμωρία της φυλής Αδάμ και όχι των

γύρω λαών όπως φαίνεται στη Γένεση 6ς΄ 5 - 7 όπου η λέξη που χρησιμοποιείται

στο Εβραϊκό κείμενο γι αυτούς με τους οποίους οργίστηκε ο Θεός είναι ΄΄Αδάμ΄΄

Για τους άλλους λαούς η Γένεση στο Εβραϊκό κείμενο χρησιμοποιεί άλλη λέξη

όπως φαίνεται στο Γένεσις 6ς΄ 4 [΄΄οι άνθρωποι (εβραϊκά ΄΄ενός΄΄) οι

ονομαστοί΄΄] και στο Γένεσις 13ιγ΄ 13 [΄΄οι δε άνθρωποι (εβραϊκά ΄΄ενός΄΄) οι εν

Σοδόμοις΄΄]

41

Μια τελευταία παρατήρηση ξεκινάει από το ίδιο εδάφιο της Γένεσης 6ς΄ 4 που λέει

΄΄Οι δε γίγαντες ήσαν επί τής γης εν ταις ημέραις εκείναις και μετ εκείνο ως αν

εισεπορεύοντο οι υιοί τού Θεού προς τας θυγατέρας τών ανθρώπων΄΄

Οι Νεφιλείμ λοιπόν υπήρχαν ακόμη ΄΄και μετά από εκείνο΄΄ το γεγονός που

περιγράφεται δηλαδή και μετά από την αύξηση του πληθυσμού στη

Μεσοποταμία Είναι λάθος να ταυτίζονται κατ ανάγκην οι Νεφιλείμ με τους γιους

των ισχυρών καθώς μια αβίαστη ανάγνωση του κειμένου δεν δείχνει τίποτα τέτοιο

Το μεταβατικό ΄΄δε΄΄ δείχνει ότι γίνεται λόγος για κάποιους άλλους και όχι για

τους γιούς των ισχυρών Οι γιοί των ισχυρών δεν είναι οι Νεφιλείμ αλλά οι ισχυροί

άνδρες της Μεσοποταμίας των άλλων φυλών που ζούσαν κοντά στη φυλή Αδάμ

Ίσως ο σκοπός του χωρίου είναι να δείξει ότι η φυλή των γιγάντων (η οποία

προβλημάτιζε τους Ισραηλίτες τον καιρό που ο Μωυσής έγραφε αυτά τα λόγια) ήταν

μια αρχαία φυλή σύγχρονη της επιμειξίας της φυλής Αδάμ με τους γιούς των

ισχυρών και ότι οι Νεφιλείμ επεβίωσαν ακόμη και μετά από την επιμειξία των

ισχυρών ανδρών της Μεσοποταμίας με τις ΄΄θυγατέρες Αδάμ΄΄ κατά την

προκατακλυσμιαία εποχή

Ίσως ακόμα η αναφορά αυτή να γίνεται για να δείξει ότι ο κατακλυσμός στρεφόταν

ειδικά κατά του λαού Αδάμ και όχι και των γύρω λαών εκ των οποίων

επεβίωσαν και οι Νεφιλείμ

Οι γίγαντες στην εποχή τού Ισραήλ

Σύμφωνα με την Αγία Γραφή η περιοχή στην οποία επεβίωσαν κάποιοι από τη

φυλή των γιγάντων Νεφιλείμ ήταν η Βασάν που ονομάζεται ΄΄γη γιγάντων΄΄

(Δευτερονόμιο γ΄ 13)

Πρόκειται για μία ορεινή περιοχή ανατολικά της Θάλασσας της Γαλιλαίας

κατάλληλη για επιβίωση των λαών της από τον Κατακλυσμό που έπληξε τη

Μεσοποταμία και το λαό Αδάμ (Όπως λέμε ΄΄λαός Ισραήλ΄΄)

Εκεί οι γίγαντες υπήρχαν όχι μόνο μετά από τον Κατακλυσμό αλλά και στις ημέρες

του Αβραάμ όπως φαίνεται στη Γένεση 14ιδ΄ 5 όπου λέει για τον Χοδολλογομόρ

και τους συμμάχους του ότι ΄΄κατέκοψαν τους γίγαντας τους εν Ασταρώθ

Καρναιν΄΄ στη Βασσάν

Και οι κατάσκοποι όμως των ημερών του Μωυσή βρήκαν τους Νεφιλείμ στη

Χαναάν όπως είδαμε στους Αριθμούς 13ιγ΄ 33 όπου μάλιστα ονομάζει τους

γίγαντες ΄΄Νεφιλείμ΄΄ Εκεί έχει μάλιστα και οριστικό άρθρο ΄΄τους Νεφιλείμ΄΄

πράγμα που δείχνει ότι δεν επρόκειτο για παρομοίωση αλλά για το γνωστό λαό

των Νεφιλείμ

Άλλα εδάφια όπως το Δευτερονόμιο 1α΄ 28 αναφερόμενο στο ίδιο γεγονός

ταυτίζει τους Νεφιλείμ με τους Ανακείμ που προφανώς ήταν απόγονοί τους

Με τους Ανακείμ συσχετίζει η Αγία Γραφή όλες τις φυλές γιγάντων που ζούσαν γύρω

από τη Θάλασσα της Γαλιλαίας όπως ήταν οι Ραφαείμ οι Εμμαίοι και οι

42

Ζουμζουμείμ τους οποίους εξολώθρευσαν οι απόγονοι του Λωτ (Δευτερονόμιο 2β΄

10112021)

Οι Ραφαείμ ήταν απόγονοι των Γιγάντων που επεβίωσαν από τον Κατακλυσμό και

δεν ήταν απόγονοι του Νώε καθώς δεν αναφέρονται στη Γένεση 10ι΄ όπου

αναφέρονται οι λαοί που κατάγονται από το Νώε Η σκέψη ότι ίσως να μην

αναφέρονται επειδή είναι πολύ νεώτεροι λαοί δεν ευσταθεί επειδή αναφέρονται στη

Γένεσις 14ιδ΄ 5 σαν λαός από την εποχή του Αβραάμ ακόμα και συνεπώς είναι

αρχαιότεροι λαοί από αυτούς που αναφέρονται ως απόγονοι του Νώε

Μετά από την εγκατάσταση των Ισραηλιτών στη Γη της Επαγγελίας οι υψηλόσωμες

αυτές φυλές εξολωθρεύτηκαν και δεν έμειναν Ανακείμ στο Ισραήλ Μόνο στη Γάζα

στη Γαθ και στην Άζωτο έμειναν αναμεμειγμένοι με τους Φιλισταίους (Ιησούς

Ναυή 11ια΄ 21 22)

Ένας απ αυτούς ήταν και ο Γολιάθ από τη Γαθ που σκοτώθηκε από τον Δαυίδ (Α΄

Σαμουήλ ιζ΄ 4 ΄΄Εξήλθεν Γολιάθ εκ της Γαθ΄΄)

Τον καιρό του Δαυίδ σκοτώθηκαν οι τελευταίοι γίγαντεςraquo1

1 httpwwwoodegrcomoodegenesiskatak1htm

43

Page 38: Η δημιουργία του κόσμου

38

υἱῶν ὑμῶν καὶ οὐ παύσεται ἡ ὀργὴ αὕτη ἀφrsquo ὑμῶν μέχρι καιροῦ σφαγῆς

τῶν υἱῶν ὑμῶν καὶ ἀπολοῦνται οἱ ἀγαπητοὶ ὑμῶν καὶ ἀποθανοῦνται οἱ

ἔντιμοι ὑμῶν ἀπὸ πάσης τῆς γῆς ὅτι πᾶσαι αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς αὐτῶν ἀπὸ

τοῦ νῦν οὐ μὴ ἔσονται πλείω τῶν ἑκατὸν εἴκοσιν ἐτῶν καὶ μὴ δόξητε ἔτι

ζῆσαι ἐπὶ πλείονα ἔτηmiddot οὐ γάρ ἐστιν ἐπrsquo αὐτοῖς πᾶσα ὁδὸς ἐκφεύξεως ἀπὸ

τοῦ νῦν διὰ τὴν ὀργὴν ἣν ὠργίσθη ὑμῖν ὁ βασιλεὺς πάντων τῶν αἰώνωνmiddot

μὴ νομίσητε ὅτι ἐκφεύξεσθε ταῦτα

XV

8 Καὶ νῦν οἱ γίγαντες οἱ γεννηθέντες ἀπὸ πνευμάτων καὶ σαρκὸς

πνεύματα πονηρὰ ἐπὶ τῆς γῆς καλέσουσιν αὐτούς ὅτι ἡ κατοίκησις αὐτῶν

ἔσται ἐπὶ τῆς γῆς

9 πνεύματα πονηρὰ ἔσονται τὰ πνεύματα ἐξεληλυθότα ἀπὸ τοῦ σώματος

τῆς σαρκὸς αὐτῶν διότι ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων ἐγένοντο καὶ ἐκ τῶν ἁγίων

τῶν ἐγρηγόρων ἡ ἀρχὴ τῆς κτίσεως αὐτῶν καὶ ἀρχὴ θεμελίουmiddot πνεύματα

πονηρὰ

10 ἐπὶ τῆς γῆς ἔσονται

11 τὰ πνεύματα τῶν γιγάντων νεμόμενα ἀδικοῦντα ἀφανίζοντα

ἐμπίπτοντα καὶ συμπαλαίοντα καὶ ῥιπτοῦντα ἐπὶ τῆς γῆς καὶ δρόμους

ποιοῦντα καὶ μηδὲν ἐσθίοντα ἀλλrsquo ἀσιτοῦντα καὶ ῥιπτοῦντα καὶ φάσματα

ποιοῦντα καὶ διψῶντα καὶ προσκόπτοντα

12 καὶ ἐξαναστήσονται τὰ πνεύματα ἐπὶ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων καὶ

τῶν γυναικῶν ὅτι ἐξ αὐτῶν ἐξεληλύθασι

XVI

1 Καὶ ἀπὸ ἡμέρας καιροῦ σφαγῆς καὶ ἀπωλείας καὶ θανάτου τῶν

γιγάντων ναφηλείμ οἱ ἰσχυροὶ τῆς γῆς οἱ μεγάλοι ὀνομαστοί τὰ

πνεύματα τὰ ἐκπορευόμενα ἀπὸ τῆς ψυχῆς αὐτῶν ὡς ἐκ τῆς σαρκὸς

ἔσονται ἀφανίζοντα χωρὶς κρίσεωςmiddot οὕτως ἀφανίσουσι μέχρις ἡμέρας τῆς

τελειώσεως ἕως τῆς κρίσεως τῆς μεγάλης ἐν ᾗ (ᾧ Par gr 1711) ὁ αἰὼν ὁ

μέγας τελεσθήσεται

XIX

3 ἀνθρώπων ὡς ἐγὼ εἶδον

XX

2 ὁ εἷς τῶν ἁγίων ὁ ἐπὶ τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ταρτάρου

3 Ῥαφαὴλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων τῶν ἀνθρώπων

4 Ῥαγουήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐκδικῶν τὸν κόσμον τῶν

φωστήρων

5 Μιχαήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃς ἐπὶ τῶν τοῦ λαοῦ ἀγαθῶν τέτακται

καὶ ἐπὶ τῷ χαῷ

6 Σαριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τῶν πνευμάτων οἵτινες ἐπὶ τῷ

πνεύματι ἁμαρτάνουσιν

7 Γαβριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ ἐπὶ τοῦ παραδείσου καὶ τῶν

δρακόντων καὶ χερουβίν Ῥεμειήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὃν ἔταξεν ὁ

θεὸς ἐπὶ τῶν ἀνισταμένων ὀνόματα ζacute ἀρχαγγέλων

XXI

1 Καὶ ἐφώδευσα μέχρι τῆς ἀκατασκευάστου

2 καὶ ἐκεῖ ἐθεασάμην ἔργον φοβερόν ἑώρακα οὔτε οὐρανὸν ἐπάνω οὔτε

γῆν τεθεμελιωμένην ἀλλὰ τόπον ἀκατασκεύαστον καὶ φοβερόν

3 καὶ ἐκεῖ τεθέαμαι ζacute ἀστέρας τοῦ οὐρανοῦ δεδεμένους καὶ ἐριμμένους ἐν

αὐτῷ ὁμοῦ ὁμοίους ὁράσει μεγάλῃ καὶ ἐν πυρὶ καιομένους

4 τότε εἶπον Διὰ ποίαν αἰτίαν ἐπεδέθησαν καὶ διὰ ποίαν αἰτίαν ἐρίφησαν

39

ὧδε

5 καὶ εἶπέν μοι Οὐριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ μετrsquo

ἐμοῦ ὤν - καὶ

αὐτὸς αὐτῶν ἡγεῖτο - καὶ εἶπέν μοι Ἑνώχ περὶ τίνος

ἐρωτᾷς ἢ περὶ τίνος

τὴν ἀλήθειαν φιλοσπευδεῖς

6 οὗτοί εἰσιν τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ οἱ παραβάντες

τὴν ἐπιταγὴν τοῦ

κυρίου καὶ ἐδέθησαν ὧδε μέχρι πληρωθῆναι μύρια ἔτη

τὸν χρόνον τῶν

ἁμαρτημάτων αὐτῶν

7 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον τούτου

φοβερώτερον καὶ τεθέαμαι

ἔργα φοβεράmiddot πῦρ μέγα ἐκεῖ καιόμενον καὶ φλεγόμενον καὶ διακοπὴν

εἶχεν ὁ τόπος ἕως τῆς ἀβύσσου πλήρης στύλων πυρὸς μεγάλων

καταφερομένωνmiddot οὔτε μέτρον οὔτε μέγεθος ἠδυνήθην ἰδεῖν οὔτε εἰκάσαι

8 τότε εἶπον Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος οὗτος καὶ ὡς δεινὸς τῇ ὁράσει

9 τότε ἀπεκρίθη μοι καὶ εἶπεν

Incert

1 παρὰ (Par gr 1711 Go περὶ) δὲ τοῦ ὄρους ἐν ᾧ ὤμοσαν καὶ

ἀνεθεμάτισαν πρὸς τὸν πλησίον αὐτῶν ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα οὐ μὴ ἀποστῇ

ἀπrsquo αὐτοῦ ψῦχος καὶ χιὼν καὶ πάχνη καὶ δρόσος οὐ μὴ καταβῇ εἰς αὐτό εἰ

μὴ εἰς κατάραν καταβήσεται ἐπrsquo (Go εἰς) αὐτό μέχρις ἡμέρας κρίσεως τῆς

μεγάλης

2 ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ κατακαυθήσεται καὶ (Go om) ταπεινωθήσεται καὶ

ἔσται κατακαιόμενον καὶ τηκόμενον ὡς κηρὸς ἀπὸ πυρός οὕτως

κατακαήσεται περὶ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ

3 καὶ νῦν ἐγὼ λέγω ὑμῖν υἱοῖς ἀνθρώπων Ὀργὴ μεγάλη καθrsquo ὑμῶν κατὰ

τῶν υἱῶν ὑμῶνmiddot καὶ οὐ παύσεται ἡ ὀργὴ αὕτη ἀφrsquo ὑμῶν μέχρι καιροῦ

σφαγῆς τῶν υἱῶν ὑμῶν

4 καὶ ἀπολοῦνται οἱ ἀγαπητοὶ ὑμῶν καὶ ἀποθανοῦνται οἱ ἔντιμοι ὑμῶν

ἀπὸ πάσης τῆς γῆς ὅτι πᾶσαι αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς αὐτῶν ἀπὸ τοῦ νῦν οὐ μὴ

ἔσονται πλείω τῶν ἑκατὸν εἴκοσιν ἐτῶν

5 καὶ μὴ δόξητε ἔτι ζῆσαι ἐπὶ πλείονα ἔτηmiddot οὐ γάρ ἐστιν ἐπrsquo αὐτοῖς πᾶσα

ὁδὸς ἐκφεύξεως ἀπὸ τοῦ νῦν διὰ τὴν ὀργὴν ἣν ὠργίσθη ὑμῖν ὁ βασιλεὺς

πάντων τῶν αἰώνωνmiddot μὴ νομίσητε ὅτι ἐκφεύξεσθε ταῦτα

Περί των γιγάντων

καὶ ἦν νωε ἐτῶν πεντακοσίων καὶ ἐγέννησεν νωε τρεῖς υἱούς τὸν σημ τὸν χαμ τὸν

ιαφεθκαὶ ἐγένετο ἡνίκα ἤρξαντο οἱ ἄνθρωποι πολλοὶ γίνεσθαι ἐπὶ τῆς γῆς καὶ θυγατέρες

ἐγενήθησαν αὐτοῖς 2ἰδόντες δὲ οἱ υἱοὶ τοῦ θεοῦ τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων ὅτι καλαί

εἰσιν ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ πασῶν ὧν ἐξελέξαντο 3καὶ εἶπεν κύριος ὁ θεός οὐ

μὴ καταμείνῃ τὸ πνεῦμά μου ἐν τοῖς ἀνθρώποις τούτοις εἰς τὸν αἰῶνα διὰ τὸ εἶναι

αὐτοὺς σάρκας ἔσονται δὲ αἱ ἡμέραι αὐτῶν ἑκατὸν εἴκοσι ἔτη 4οἱ δὲ γίγαντες ἦσαν ἐπὶ

τῆς γῆς ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις καὶ μετ ἐκεῖνο ὡς ἂν εἰσεπορεύοντο οἱ υἱοὶ τοῦ

θεοῦ πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων καὶ ἐγεννῶσαν ἑαυτοῖς ἐκεῖνοι ἦσαν οἱ

γίγαντες οἱ ἀπ αἰῶνος οἱ ἄνθρωποι οἱ ὀνομαστοί

40

Παραθέτουμε ένα επεξηγηματικό κείμενο αναφορικά με τους γίγαντες από την

ιστοσελίδα httpwwwoodegrcom

laquoΕδώ πρόκειται για το θέμα στο οποίο αναφέρθηκε ο Ιησούς Χριστός στο

Ματθαίος κδ΄ 38 για τους προκατακλυσμιαίους ανθρώπους που ΄΄έτρωγαν και

έπιναν και παντρεύονταν΄΄ ώσπου ήρθε ο Κατακλυσμός Επ αυτών υπάρχουν

κάποιες παρατηρήσεις

1η παρατήρηση Το οριστικό άρθρο ΄΄οι΄΄ δείχνει ότι πρόκειται για κάποιους που

ήταν ήδη γνωστοί στους αναγνώστες της Γενέσεως προς τους οποίους απευθύνεται

ο Μωυσής δηλαδή προς τους Ισραηλίτες της εποχής του που λάβαιναν το Νόμο

2η παρατήρηση Το ότι ΄΄εν ταις ημέραις εκείναις ήσαν΄΄ υπονοεί 1 Είτε ότι δεν

υπήρχαν πλέον οι γίγαντες στη ΄΄γη΄΄ όταν γραφόταν η Γένεση δηλαδή κατά το 1500

πΧ 2 είτε ότι υπήρχαν και τότε

3η παρατήρηση Για ποια ΄΄γη΄΄ μιλάει 1 Είτε για τη συγκεκριμένη γη στην οποία

συνέβαιναν τα γεγονότα που αναγράφονται στα γύρω κεφάλαια (τη γη της

Μεσοποταμίας) 2 είτε γενικά για τη γύρω γη στην οποία είχαν επεκταθεί οι γίγαντες

και η φυλή Αδάμ Αυτό όμως δεν έχει σημασία καθώς η αναφορά γίνεται μόνο για

τον καιρό πρό τού Κατακλυσμού Είναι γεγονός όμως ότι στη γη Χαναάν οι

γίγαντες υπήρχαν και μετά από τον Κατακλυσμό

Αυτό φαίνεται στους Αριθμούς 13ιγ΄ 33 ΄΄και εκεί εωράκαμεν τους γίγαντας

(εβραϊκό Νεφιλείμ) και ήμεν ενώπιον αυτών ωσεί ακρίδες αλλά και ούτως ήμεν

ενώπιον αυτών΄΄

Αν αυτό φαίνεται παράξενο σε κάποιους που διδάχτηκαν ότι ο Κατακλυσμός ήταν

παγκόσμιος ας διαβάσουν τη μελέτη μας ΄΄Ήταν ο Κατακλυσμός Παγκόσμιος΄΄

Εκεί θα δουν τις Αγιογραφικές και ιστορικές αποδείξεις ότι επρόκειτο για έναν

τοπικό κατακλυσμό που έπληξε μόνο τη φυλή Αδάμ και μέλη μόνο των γύρω λαών

Επιβίωση από τον Κατακλυσμό

Το ότι οι Νεφιλείμ επεβίωσαν του Κατακλυσμού εξηγείται απλά

Είναι λογικό το ότι η φυλή των γιγάντων Νεφιλείμ δεν έμενε ολόκληρη στην

κοιλάδα της Μεσοποταμίας αλλά κάποιοι απ αυτούς διεσπάρησαν στις γύρω

περιοχές

Η Γένεση στο 7ζ΄ 20 γράφει ότι ο Κατακλυσμός είχε ύψος 15 πήχες (8- 9 μέτρα)

δηλαδή όσο χρειαζόταν για να καλύψει τις ψηλότερες περιοχές της χαμηλής

Μεσοποταμίας Όσοι όμως έμεναν στα ορεινά γύρω από την πληγείσα περιοχή

επεβίωσαν Άλλωστε ο Κατακλυσμός έγινε για τιμωρία της φυλής Αδάμ και όχι των

γύρω λαών όπως φαίνεται στη Γένεση 6ς΄ 5 - 7 όπου η λέξη που χρησιμοποιείται

στο Εβραϊκό κείμενο γι αυτούς με τους οποίους οργίστηκε ο Θεός είναι ΄΄Αδάμ΄΄

Για τους άλλους λαούς η Γένεση στο Εβραϊκό κείμενο χρησιμοποιεί άλλη λέξη

όπως φαίνεται στο Γένεσις 6ς΄ 4 [΄΄οι άνθρωποι (εβραϊκά ΄΄ενός΄΄) οι

ονομαστοί΄΄] και στο Γένεσις 13ιγ΄ 13 [΄΄οι δε άνθρωποι (εβραϊκά ΄΄ενός΄΄) οι εν

Σοδόμοις΄΄]

41

Μια τελευταία παρατήρηση ξεκινάει από το ίδιο εδάφιο της Γένεσης 6ς΄ 4 που λέει

΄΄Οι δε γίγαντες ήσαν επί τής γης εν ταις ημέραις εκείναις και μετ εκείνο ως αν

εισεπορεύοντο οι υιοί τού Θεού προς τας θυγατέρας τών ανθρώπων΄΄

Οι Νεφιλείμ λοιπόν υπήρχαν ακόμη ΄΄και μετά από εκείνο΄΄ το γεγονός που

περιγράφεται δηλαδή και μετά από την αύξηση του πληθυσμού στη

Μεσοποταμία Είναι λάθος να ταυτίζονται κατ ανάγκην οι Νεφιλείμ με τους γιους

των ισχυρών καθώς μια αβίαστη ανάγνωση του κειμένου δεν δείχνει τίποτα τέτοιο

Το μεταβατικό ΄΄δε΄΄ δείχνει ότι γίνεται λόγος για κάποιους άλλους και όχι για

τους γιούς των ισχυρών Οι γιοί των ισχυρών δεν είναι οι Νεφιλείμ αλλά οι ισχυροί

άνδρες της Μεσοποταμίας των άλλων φυλών που ζούσαν κοντά στη φυλή Αδάμ

Ίσως ο σκοπός του χωρίου είναι να δείξει ότι η φυλή των γιγάντων (η οποία

προβλημάτιζε τους Ισραηλίτες τον καιρό που ο Μωυσής έγραφε αυτά τα λόγια) ήταν

μια αρχαία φυλή σύγχρονη της επιμειξίας της φυλής Αδάμ με τους γιούς των

ισχυρών και ότι οι Νεφιλείμ επεβίωσαν ακόμη και μετά από την επιμειξία των

ισχυρών ανδρών της Μεσοποταμίας με τις ΄΄θυγατέρες Αδάμ΄΄ κατά την

προκατακλυσμιαία εποχή

Ίσως ακόμα η αναφορά αυτή να γίνεται για να δείξει ότι ο κατακλυσμός στρεφόταν

ειδικά κατά του λαού Αδάμ και όχι και των γύρω λαών εκ των οποίων

επεβίωσαν και οι Νεφιλείμ

Οι γίγαντες στην εποχή τού Ισραήλ

Σύμφωνα με την Αγία Γραφή η περιοχή στην οποία επεβίωσαν κάποιοι από τη

φυλή των γιγάντων Νεφιλείμ ήταν η Βασάν που ονομάζεται ΄΄γη γιγάντων΄΄

(Δευτερονόμιο γ΄ 13)

Πρόκειται για μία ορεινή περιοχή ανατολικά της Θάλασσας της Γαλιλαίας

κατάλληλη για επιβίωση των λαών της από τον Κατακλυσμό που έπληξε τη

Μεσοποταμία και το λαό Αδάμ (Όπως λέμε ΄΄λαός Ισραήλ΄΄)

Εκεί οι γίγαντες υπήρχαν όχι μόνο μετά από τον Κατακλυσμό αλλά και στις ημέρες

του Αβραάμ όπως φαίνεται στη Γένεση 14ιδ΄ 5 όπου λέει για τον Χοδολλογομόρ

και τους συμμάχους του ότι ΄΄κατέκοψαν τους γίγαντας τους εν Ασταρώθ

Καρναιν΄΄ στη Βασσάν

Και οι κατάσκοποι όμως των ημερών του Μωυσή βρήκαν τους Νεφιλείμ στη

Χαναάν όπως είδαμε στους Αριθμούς 13ιγ΄ 33 όπου μάλιστα ονομάζει τους

γίγαντες ΄΄Νεφιλείμ΄΄ Εκεί έχει μάλιστα και οριστικό άρθρο ΄΄τους Νεφιλείμ΄΄

πράγμα που δείχνει ότι δεν επρόκειτο για παρομοίωση αλλά για το γνωστό λαό

των Νεφιλείμ

Άλλα εδάφια όπως το Δευτερονόμιο 1α΄ 28 αναφερόμενο στο ίδιο γεγονός

ταυτίζει τους Νεφιλείμ με τους Ανακείμ που προφανώς ήταν απόγονοί τους

Με τους Ανακείμ συσχετίζει η Αγία Γραφή όλες τις φυλές γιγάντων που ζούσαν γύρω

από τη Θάλασσα της Γαλιλαίας όπως ήταν οι Ραφαείμ οι Εμμαίοι και οι

42

Ζουμζουμείμ τους οποίους εξολώθρευσαν οι απόγονοι του Λωτ (Δευτερονόμιο 2β΄

10112021)

Οι Ραφαείμ ήταν απόγονοι των Γιγάντων που επεβίωσαν από τον Κατακλυσμό και

δεν ήταν απόγονοι του Νώε καθώς δεν αναφέρονται στη Γένεση 10ι΄ όπου

αναφέρονται οι λαοί που κατάγονται από το Νώε Η σκέψη ότι ίσως να μην

αναφέρονται επειδή είναι πολύ νεώτεροι λαοί δεν ευσταθεί επειδή αναφέρονται στη

Γένεσις 14ιδ΄ 5 σαν λαός από την εποχή του Αβραάμ ακόμα και συνεπώς είναι

αρχαιότεροι λαοί από αυτούς που αναφέρονται ως απόγονοι του Νώε

Μετά από την εγκατάσταση των Ισραηλιτών στη Γη της Επαγγελίας οι υψηλόσωμες

αυτές φυλές εξολωθρεύτηκαν και δεν έμειναν Ανακείμ στο Ισραήλ Μόνο στη Γάζα

στη Γαθ και στην Άζωτο έμειναν αναμεμειγμένοι με τους Φιλισταίους (Ιησούς

Ναυή 11ια΄ 21 22)

Ένας απ αυτούς ήταν και ο Γολιάθ από τη Γαθ που σκοτώθηκε από τον Δαυίδ (Α΄

Σαμουήλ ιζ΄ 4 ΄΄Εξήλθεν Γολιάθ εκ της Γαθ΄΄)

Τον καιρό του Δαυίδ σκοτώθηκαν οι τελευταίοι γίγαντεςraquo1

1 httpwwwoodegrcomoodegenesiskatak1htm

43

Page 39: Η δημιουργία του κόσμου

39

ὧδε

5 καὶ εἶπέν μοι Οὐριήλ ὁ εἷς τῶν ἁγίων ἀγγέλων ὁ μετrsquo

ἐμοῦ ὤν - καὶ

αὐτὸς αὐτῶν ἡγεῖτο - καὶ εἶπέν μοι Ἑνώχ περὶ τίνος

ἐρωτᾷς ἢ περὶ τίνος

τὴν ἀλήθειαν φιλοσπευδεῖς

6 οὗτοί εἰσιν τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ οἱ παραβάντες

τὴν ἐπιταγὴν τοῦ

κυρίου καὶ ἐδέθησαν ὧδε μέχρι πληρωθῆναι μύρια ἔτη

τὸν χρόνον τῶν

ἁμαρτημάτων αὐτῶν

7 Κἀκεῖθεν ἐφώδευσα εἰς ἄλλον τόπον τούτου

φοβερώτερον καὶ τεθέαμαι

ἔργα φοβεράmiddot πῦρ μέγα ἐκεῖ καιόμενον καὶ φλεγόμενον καὶ διακοπὴν

εἶχεν ὁ τόπος ἕως τῆς ἀβύσσου πλήρης στύλων πυρὸς μεγάλων

καταφερομένωνmiddot οὔτε μέτρον οὔτε μέγεθος ἠδυνήθην ἰδεῖν οὔτε εἰκάσαι

8 τότε εἶπον Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος οὗτος καὶ ὡς δεινὸς τῇ ὁράσει

9 τότε ἀπεκρίθη μοι καὶ εἶπεν

Incert

1 παρὰ (Par gr 1711 Go περὶ) δὲ τοῦ ὄρους ἐν ᾧ ὤμοσαν καὶ

ἀνεθεμάτισαν πρὸς τὸν πλησίον αὐτῶν ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα οὐ μὴ ἀποστῇ

ἀπrsquo αὐτοῦ ψῦχος καὶ χιὼν καὶ πάχνη καὶ δρόσος οὐ μὴ καταβῇ εἰς αὐτό εἰ

μὴ εἰς κατάραν καταβήσεται ἐπrsquo (Go εἰς) αὐτό μέχρις ἡμέρας κρίσεως τῆς

μεγάλης

2 ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ κατακαυθήσεται καὶ (Go om) ταπεινωθήσεται καὶ

ἔσται κατακαιόμενον καὶ τηκόμενον ὡς κηρὸς ἀπὸ πυρός οὕτως

κατακαήσεται περὶ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ

3 καὶ νῦν ἐγὼ λέγω ὑμῖν υἱοῖς ἀνθρώπων Ὀργὴ μεγάλη καθrsquo ὑμῶν κατὰ

τῶν υἱῶν ὑμῶνmiddot καὶ οὐ παύσεται ἡ ὀργὴ αὕτη ἀφrsquo ὑμῶν μέχρι καιροῦ

σφαγῆς τῶν υἱῶν ὑμῶν

4 καὶ ἀπολοῦνται οἱ ἀγαπητοὶ ὑμῶν καὶ ἀποθανοῦνται οἱ ἔντιμοι ὑμῶν

ἀπὸ πάσης τῆς γῆς ὅτι πᾶσαι αἱ ἡμέραι τῆς ζωῆς αὐτῶν ἀπὸ τοῦ νῦν οὐ μὴ

ἔσονται πλείω τῶν ἑκατὸν εἴκοσιν ἐτῶν

5 καὶ μὴ δόξητε ἔτι ζῆσαι ἐπὶ πλείονα ἔτηmiddot οὐ γάρ ἐστιν ἐπrsquo αὐτοῖς πᾶσα

ὁδὸς ἐκφεύξεως ἀπὸ τοῦ νῦν διὰ τὴν ὀργὴν ἣν ὠργίσθη ὑμῖν ὁ βασιλεὺς

πάντων τῶν αἰώνωνmiddot μὴ νομίσητε ὅτι ἐκφεύξεσθε ταῦτα

Περί των γιγάντων

καὶ ἦν νωε ἐτῶν πεντακοσίων καὶ ἐγέννησεν νωε τρεῖς υἱούς τὸν σημ τὸν χαμ τὸν

ιαφεθκαὶ ἐγένετο ἡνίκα ἤρξαντο οἱ ἄνθρωποι πολλοὶ γίνεσθαι ἐπὶ τῆς γῆς καὶ θυγατέρες

ἐγενήθησαν αὐτοῖς 2ἰδόντες δὲ οἱ υἱοὶ τοῦ θεοῦ τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων ὅτι καλαί

εἰσιν ἔλαβον ἑαυτοῖς γυναῖκας ἀπὸ πασῶν ὧν ἐξελέξαντο 3καὶ εἶπεν κύριος ὁ θεός οὐ

μὴ καταμείνῃ τὸ πνεῦμά μου ἐν τοῖς ἀνθρώποις τούτοις εἰς τὸν αἰῶνα διὰ τὸ εἶναι

αὐτοὺς σάρκας ἔσονται δὲ αἱ ἡμέραι αὐτῶν ἑκατὸν εἴκοσι ἔτη 4οἱ δὲ γίγαντες ἦσαν ἐπὶ

τῆς γῆς ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις καὶ μετ ἐκεῖνο ὡς ἂν εἰσεπορεύοντο οἱ υἱοὶ τοῦ

θεοῦ πρὸς τὰς θυγατέρας τῶν ἀνθρώπων καὶ ἐγεννῶσαν ἑαυτοῖς ἐκεῖνοι ἦσαν οἱ

γίγαντες οἱ ἀπ αἰῶνος οἱ ἄνθρωποι οἱ ὀνομαστοί

40

Παραθέτουμε ένα επεξηγηματικό κείμενο αναφορικά με τους γίγαντες από την

ιστοσελίδα httpwwwoodegrcom

laquoΕδώ πρόκειται για το θέμα στο οποίο αναφέρθηκε ο Ιησούς Χριστός στο

Ματθαίος κδ΄ 38 για τους προκατακλυσμιαίους ανθρώπους που ΄΄έτρωγαν και

έπιναν και παντρεύονταν΄΄ ώσπου ήρθε ο Κατακλυσμός Επ αυτών υπάρχουν

κάποιες παρατηρήσεις

1η παρατήρηση Το οριστικό άρθρο ΄΄οι΄΄ δείχνει ότι πρόκειται για κάποιους που

ήταν ήδη γνωστοί στους αναγνώστες της Γενέσεως προς τους οποίους απευθύνεται

ο Μωυσής δηλαδή προς τους Ισραηλίτες της εποχής του που λάβαιναν το Νόμο

2η παρατήρηση Το ότι ΄΄εν ταις ημέραις εκείναις ήσαν΄΄ υπονοεί 1 Είτε ότι δεν

υπήρχαν πλέον οι γίγαντες στη ΄΄γη΄΄ όταν γραφόταν η Γένεση δηλαδή κατά το 1500

πΧ 2 είτε ότι υπήρχαν και τότε

3η παρατήρηση Για ποια ΄΄γη΄΄ μιλάει 1 Είτε για τη συγκεκριμένη γη στην οποία

συνέβαιναν τα γεγονότα που αναγράφονται στα γύρω κεφάλαια (τη γη της

Μεσοποταμίας) 2 είτε γενικά για τη γύρω γη στην οποία είχαν επεκταθεί οι γίγαντες

και η φυλή Αδάμ Αυτό όμως δεν έχει σημασία καθώς η αναφορά γίνεται μόνο για

τον καιρό πρό τού Κατακλυσμού Είναι γεγονός όμως ότι στη γη Χαναάν οι

γίγαντες υπήρχαν και μετά από τον Κατακλυσμό

Αυτό φαίνεται στους Αριθμούς 13ιγ΄ 33 ΄΄και εκεί εωράκαμεν τους γίγαντας

(εβραϊκό Νεφιλείμ) και ήμεν ενώπιον αυτών ωσεί ακρίδες αλλά και ούτως ήμεν

ενώπιον αυτών΄΄

Αν αυτό φαίνεται παράξενο σε κάποιους που διδάχτηκαν ότι ο Κατακλυσμός ήταν

παγκόσμιος ας διαβάσουν τη μελέτη μας ΄΄Ήταν ο Κατακλυσμός Παγκόσμιος΄΄

Εκεί θα δουν τις Αγιογραφικές και ιστορικές αποδείξεις ότι επρόκειτο για έναν

τοπικό κατακλυσμό που έπληξε μόνο τη φυλή Αδάμ και μέλη μόνο των γύρω λαών

Επιβίωση από τον Κατακλυσμό

Το ότι οι Νεφιλείμ επεβίωσαν του Κατακλυσμού εξηγείται απλά

Είναι λογικό το ότι η φυλή των γιγάντων Νεφιλείμ δεν έμενε ολόκληρη στην

κοιλάδα της Μεσοποταμίας αλλά κάποιοι απ αυτούς διεσπάρησαν στις γύρω

περιοχές

Η Γένεση στο 7ζ΄ 20 γράφει ότι ο Κατακλυσμός είχε ύψος 15 πήχες (8- 9 μέτρα)

δηλαδή όσο χρειαζόταν για να καλύψει τις ψηλότερες περιοχές της χαμηλής

Μεσοποταμίας Όσοι όμως έμεναν στα ορεινά γύρω από την πληγείσα περιοχή

επεβίωσαν Άλλωστε ο Κατακλυσμός έγινε για τιμωρία της φυλής Αδάμ και όχι των

γύρω λαών όπως φαίνεται στη Γένεση 6ς΄ 5 - 7 όπου η λέξη που χρησιμοποιείται

στο Εβραϊκό κείμενο γι αυτούς με τους οποίους οργίστηκε ο Θεός είναι ΄΄Αδάμ΄΄

Για τους άλλους λαούς η Γένεση στο Εβραϊκό κείμενο χρησιμοποιεί άλλη λέξη

όπως φαίνεται στο Γένεσις 6ς΄ 4 [΄΄οι άνθρωποι (εβραϊκά ΄΄ενός΄΄) οι

ονομαστοί΄΄] και στο Γένεσις 13ιγ΄ 13 [΄΄οι δε άνθρωποι (εβραϊκά ΄΄ενός΄΄) οι εν

Σοδόμοις΄΄]

41

Μια τελευταία παρατήρηση ξεκινάει από το ίδιο εδάφιο της Γένεσης 6ς΄ 4 που λέει

΄΄Οι δε γίγαντες ήσαν επί τής γης εν ταις ημέραις εκείναις και μετ εκείνο ως αν

εισεπορεύοντο οι υιοί τού Θεού προς τας θυγατέρας τών ανθρώπων΄΄

Οι Νεφιλείμ λοιπόν υπήρχαν ακόμη ΄΄και μετά από εκείνο΄΄ το γεγονός που

περιγράφεται δηλαδή και μετά από την αύξηση του πληθυσμού στη

Μεσοποταμία Είναι λάθος να ταυτίζονται κατ ανάγκην οι Νεφιλείμ με τους γιους

των ισχυρών καθώς μια αβίαστη ανάγνωση του κειμένου δεν δείχνει τίποτα τέτοιο

Το μεταβατικό ΄΄δε΄΄ δείχνει ότι γίνεται λόγος για κάποιους άλλους και όχι για

τους γιούς των ισχυρών Οι γιοί των ισχυρών δεν είναι οι Νεφιλείμ αλλά οι ισχυροί

άνδρες της Μεσοποταμίας των άλλων φυλών που ζούσαν κοντά στη φυλή Αδάμ

Ίσως ο σκοπός του χωρίου είναι να δείξει ότι η φυλή των γιγάντων (η οποία

προβλημάτιζε τους Ισραηλίτες τον καιρό που ο Μωυσής έγραφε αυτά τα λόγια) ήταν

μια αρχαία φυλή σύγχρονη της επιμειξίας της φυλής Αδάμ με τους γιούς των

ισχυρών και ότι οι Νεφιλείμ επεβίωσαν ακόμη και μετά από την επιμειξία των

ισχυρών ανδρών της Μεσοποταμίας με τις ΄΄θυγατέρες Αδάμ΄΄ κατά την

προκατακλυσμιαία εποχή

Ίσως ακόμα η αναφορά αυτή να γίνεται για να δείξει ότι ο κατακλυσμός στρεφόταν

ειδικά κατά του λαού Αδάμ και όχι και των γύρω λαών εκ των οποίων

επεβίωσαν και οι Νεφιλείμ

Οι γίγαντες στην εποχή τού Ισραήλ

Σύμφωνα με την Αγία Γραφή η περιοχή στην οποία επεβίωσαν κάποιοι από τη

φυλή των γιγάντων Νεφιλείμ ήταν η Βασάν που ονομάζεται ΄΄γη γιγάντων΄΄

(Δευτερονόμιο γ΄ 13)

Πρόκειται για μία ορεινή περιοχή ανατολικά της Θάλασσας της Γαλιλαίας

κατάλληλη για επιβίωση των λαών της από τον Κατακλυσμό που έπληξε τη

Μεσοποταμία και το λαό Αδάμ (Όπως λέμε ΄΄λαός Ισραήλ΄΄)

Εκεί οι γίγαντες υπήρχαν όχι μόνο μετά από τον Κατακλυσμό αλλά και στις ημέρες

του Αβραάμ όπως φαίνεται στη Γένεση 14ιδ΄ 5 όπου λέει για τον Χοδολλογομόρ

και τους συμμάχους του ότι ΄΄κατέκοψαν τους γίγαντας τους εν Ασταρώθ

Καρναιν΄΄ στη Βασσάν

Και οι κατάσκοποι όμως των ημερών του Μωυσή βρήκαν τους Νεφιλείμ στη

Χαναάν όπως είδαμε στους Αριθμούς 13ιγ΄ 33 όπου μάλιστα ονομάζει τους

γίγαντες ΄΄Νεφιλείμ΄΄ Εκεί έχει μάλιστα και οριστικό άρθρο ΄΄τους Νεφιλείμ΄΄

πράγμα που δείχνει ότι δεν επρόκειτο για παρομοίωση αλλά για το γνωστό λαό

των Νεφιλείμ

Άλλα εδάφια όπως το Δευτερονόμιο 1α΄ 28 αναφερόμενο στο ίδιο γεγονός

ταυτίζει τους Νεφιλείμ με τους Ανακείμ που προφανώς ήταν απόγονοί τους

Με τους Ανακείμ συσχετίζει η Αγία Γραφή όλες τις φυλές γιγάντων που ζούσαν γύρω

από τη Θάλασσα της Γαλιλαίας όπως ήταν οι Ραφαείμ οι Εμμαίοι και οι

42

Ζουμζουμείμ τους οποίους εξολώθρευσαν οι απόγονοι του Λωτ (Δευτερονόμιο 2β΄

10112021)

Οι Ραφαείμ ήταν απόγονοι των Γιγάντων που επεβίωσαν από τον Κατακλυσμό και

δεν ήταν απόγονοι του Νώε καθώς δεν αναφέρονται στη Γένεση 10ι΄ όπου

αναφέρονται οι λαοί που κατάγονται από το Νώε Η σκέψη ότι ίσως να μην

αναφέρονται επειδή είναι πολύ νεώτεροι λαοί δεν ευσταθεί επειδή αναφέρονται στη

Γένεσις 14ιδ΄ 5 σαν λαός από την εποχή του Αβραάμ ακόμα και συνεπώς είναι

αρχαιότεροι λαοί από αυτούς που αναφέρονται ως απόγονοι του Νώε

Μετά από την εγκατάσταση των Ισραηλιτών στη Γη της Επαγγελίας οι υψηλόσωμες

αυτές φυλές εξολωθρεύτηκαν και δεν έμειναν Ανακείμ στο Ισραήλ Μόνο στη Γάζα

στη Γαθ και στην Άζωτο έμειναν αναμεμειγμένοι με τους Φιλισταίους (Ιησούς

Ναυή 11ια΄ 21 22)

Ένας απ αυτούς ήταν και ο Γολιάθ από τη Γαθ που σκοτώθηκε από τον Δαυίδ (Α΄

Σαμουήλ ιζ΄ 4 ΄΄Εξήλθεν Γολιάθ εκ της Γαθ΄΄)

Τον καιρό του Δαυίδ σκοτώθηκαν οι τελευταίοι γίγαντεςraquo1

1 httpwwwoodegrcomoodegenesiskatak1htm

43

Page 40: Η δημιουργία του κόσμου

40

Παραθέτουμε ένα επεξηγηματικό κείμενο αναφορικά με τους γίγαντες από την

ιστοσελίδα httpwwwoodegrcom

laquoΕδώ πρόκειται για το θέμα στο οποίο αναφέρθηκε ο Ιησούς Χριστός στο

Ματθαίος κδ΄ 38 για τους προκατακλυσμιαίους ανθρώπους που ΄΄έτρωγαν και

έπιναν και παντρεύονταν΄΄ ώσπου ήρθε ο Κατακλυσμός Επ αυτών υπάρχουν

κάποιες παρατηρήσεις

1η παρατήρηση Το οριστικό άρθρο ΄΄οι΄΄ δείχνει ότι πρόκειται για κάποιους που

ήταν ήδη γνωστοί στους αναγνώστες της Γενέσεως προς τους οποίους απευθύνεται

ο Μωυσής δηλαδή προς τους Ισραηλίτες της εποχής του που λάβαιναν το Νόμο

2η παρατήρηση Το ότι ΄΄εν ταις ημέραις εκείναις ήσαν΄΄ υπονοεί 1 Είτε ότι δεν

υπήρχαν πλέον οι γίγαντες στη ΄΄γη΄΄ όταν γραφόταν η Γένεση δηλαδή κατά το 1500

πΧ 2 είτε ότι υπήρχαν και τότε

3η παρατήρηση Για ποια ΄΄γη΄΄ μιλάει 1 Είτε για τη συγκεκριμένη γη στην οποία

συνέβαιναν τα γεγονότα που αναγράφονται στα γύρω κεφάλαια (τη γη της

Μεσοποταμίας) 2 είτε γενικά για τη γύρω γη στην οποία είχαν επεκταθεί οι γίγαντες

και η φυλή Αδάμ Αυτό όμως δεν έχει σημασία καθώς η αναφορά γίνεται μόνο για

τον καιρό πρό τού Κατακλυσμού Είναι γεγονός όμως ότι στη γη Χαναάν οι

γίγαντες υπήρχαν και μετά από τον Κατακλυσμό

Αυτό φαίνεται στους Αριθμούς 13ιγ΄ 33 ΄΄και εκεί εωράκαμεν τους γίγαντας

(εβραϊκό Νεφιλείμ) και ήμεν ενώπιον αυτών ωσεί ακρίδες αλλά και ούτως ήμεν

ενώπιον αυτών΄΄

Αν αυτό φαίνεται παράξενο σε κάποιους που διδάχτηκαν ότι ο Κατακλυσμός ήταν

παγκόσμιος ας διαβάσουν τη μελέτη μας ΄΄Ήταν ο Κατακλυσμός Παγκόσμιος΄΄

Εκεί θα δουν τις Αγιογραφικές και ιστορικές αποδείξεις ότι επρόκειτο για έναν

τοπικό κατακλυσμό που έπληξε μόνο τη φυλή Αδάμ και μέλη μόνο των γύρω λαών

Επιβίωση από τον Κατακλυσμό

Το ότι οι Νεφιλείμ επεβίωσαν του Κατακλυσμού εξηγείται απλά

Είναι λογικό το ότι η φυλή των γιγάντων Νεφιλείμ δεν έμενε ολόκληρη στην

κοιλάδα της Μεσοποταμίας αλλά κάποιοι απ αυτούς διεσπάρησαν στις γύρω

περιοχές

Η Γένεση στο 7ζ΄ 20 γράφει ότι ο Κατακλυσμός είχε ύψος 15 πήχες (8- 9 μέτρα)

δηλαδή όσο χρειαζόταν για να καλύψει τις ψηλότερες περιοχές της χαμηλής

Μεσοποταμίας Όσοι όμως έμεναν στα ορεινά γύρω από την πληγείσα περιοχή

επεβίωσαν Άλλωστε ο Κατακλυσμός έγινε για τιμωρία της φυλής Αδάμ και όχι των

γύρω λαών όπως φαίνεται στη Γένεση 6ς΄ 5 - 7 όπου η λέξη που χρησιμοποιείται

στο Εβραϊκό κείμενο γι αυτούς με τους οποίους οργίστηκε ο Θεός είναι ΄΄Αδάμ΄΄

Για τους άλλους λαούς η Γένεση στο Εβραϊκό κείμενο χρησιμοποιεί άλλη λέξη

όπως φαίνεται στο Γένεσις 6ς΄ 4 [΄΄οι άνθρωποι (εβραϊκά ΄΄ενός΄΄) οι

ονομαστοί΄΄] και στο Γένεσις 13ιγ΄ 13 [΄΄οι δε άνθρωποι (εβραϊκά ΄΄ενός΄΄) οι εν

Σοδόμοις΄΄]

41

Μια τελευταία παρατήρηση ξεκινάει από το ίδιο εδάφιο της Γένεσης 6ς΄ 4 που λέει

΄΄Οι δε γίγαντες ήσαν επί τής γης εν ταις ημέραις εκείναις και μετ εκείνο ως αν

εισεπορεύοντο οι υιοί τού Θεού προς τας θυγατέρας τών ανθρώπων΄΄

Οι Νεφιλείμ λοιπόν υπήρχαν ακόμη ΄΄και μετά από εκείνο΄΄ το γεγονός που

περιγράφεται δηλαδή και μετά από την αύξηση του πληθυσμού στη

Μεσοποταμία Είναι λάθος να ταυτίζονται κατ ανάγκην οι Νεφιλείμ με τους γιους

των ισχυρών καθώς μια αβίαστη ανάγνωση του κειμένου δεν δείχνει τίποτα τέτοιο

Το μεταβατικό ΄΄δε΄΄ δείχνει ότι γίνεται λόγος για κάποιους άλλους και όχι για

τους γιούς των ισχυρών Οι γιοί των ισχυρών δεν είναι οι Νεφιλείμ αλλά οι ισχυροί

άνδρες της Μεσοποταμίας των άλλων φυλών που ζούσαν κοντά στη φυλή Αδάμ

Ίσως ο σκοπός του χωρίου είναι να δείξει ότι η φυλή των γιγάντων (η οποία

προβλημάτιζε τους Ισραηλίτες τον καιρό που ο Μωυσής έγραφε αυτά τα λόγια) ήταν

μια αρχαία φυλή σύγχρονη της επιμειξίας της φυλής Αδάμ με τους γιούς των

ισχυρών και ότι οι Νεφιλείμ επεβίωσαν ακόμη και μετά από την επιμειξία των

ισχυρών ανδρών της Μεσοποταμίας με τις ΄΄θυγατέρες Αδάμ΄΄ κατά την

προκατακλυσμιαία εποχή

Ίσως ακόμα η αναφορά αυτή να γίνεται για να δείξει ότι ο κατακλυσμός στρεφόταν

ειδικά κατά του λαού Αδάμ και όχι και των γύρω λαών εκ των οποίων

επεβίωσαν και οι Νεφιλείμ

Οι γίγαντες στην εποχή τού Ισραήλ

Σύμφωνα με την Αγία Γραφή η περιοχή στην οποία επεβίωσαν κάποιοι από τη

φυλή των γιγάντων Νεφιλείμ ήταν η Βασάν που ονομάζεται ΄΄γη γιγάντων΄΄

(Δευτερονόμιο γ΄ 13)

Πρόκειται για μία ορεινή περιοχή ανατολικά της Θάλασσας της Γαλιλαίας

κατάλληλη για επιβίωση των λαών της από τον Κατακλυσμό που έπληξε τη

Μεσοποταμία και το λαό Αδάμ (Όπως λέμε ΄΄λαός Ισραήλ΄΄)

Εκεί οι γίγαντες υπήρχαν όχι μόνο μετά από τον Κατακλυσμό αλλά και στις ημέρες

του Αβραάμ όπως φαίνεται στη Γένεση 14ιδ΄ 5 όπου λέει για τον Χοδολλογομόρ

και τους συμμάχους του ότι ΄΄κατέκοψαν τους γίγαντας τους εν Ασταρώθ

Καρναιν΄΄ στη Βασσάν

Και οι κατάσκοποι όμως των ημερών του Μωυσή βρήκαν τους Νεφιλείμ στη

Χαναάν όπως είδαμε στους Αριθμούς 13ιγ΄ 33 όπου μάλιστα ονομάζει τους

γίγαντες ΄΄Νεφιλείμ΄΄ Εκεί έχει μάλιστα και οριστικό άρθρο ΄΄τους Νεφιλείμ΄΄

πράγμα που δείχνει ότι δεν επρόκειτο για παρομοίωση αλλά για το γνωστό λαό

των Νεφιλείμ

Άλλα εδάφια όπως το Δευτερονόμιο 1α΄ 28 αναφερόμενο στο ίδιο γεγονός

ταυτίζει τους Νεφιλείμ με τους Ανακείμ που προφανώς ήταν απόγονοί τους

Με τους Ανακείμ συσχετίζει η Αγία Γραφή όλες τις φυλές γιγάντων που ζούσαν γύρω

από τη Θάλασσα της Γαλιλαίας όπως ήταν οι Ραφαείμ οι Εμμαίοι και οι

42

Ζουμζουμείμ τους οποίους εξολώθρευσαν οι απόγονοι του Λωτ (Δευτερονόμιο 2β΄

10112021)

Οι Ραφαείμ ήταν απόγονοι των Γιγάντων που επεβίωσαν από τον Κατακλυσμό και

δεν ήταν απόγονοι του Νώε καθώς δεν αναφέρονται στη Γένεση 10ι΄ όπου

αναφέρονται οι λαοί που κατάγονται από το Νώε Η σκέψη ότι ίσως να μην

αναφέρονται επειδή είναι πολύ νεώτεροι λαοί δεν ευσταθεί επειδή αναφέρονται στη

Γένεσις 14ιδ΄ 5 σαν λαός από την εποχή του Αβραάμ ακόμα και συνεπώς είναι

αρχαιότεροι λαοί από αυτούς που αναφέρονται ως απόγονοι του Νώε

Μετά από την εγκατάσταση των Ισραηλιτών στη Γη της Επαγγελίας οι υψηλόσωμες

αυτές φυλές εξολωθρεύτηκαν και δεν έμειναν Ανακείμ στο Ισραήλ Μόνο στη Γάζα

στη Γαθ και στην Άζωτο έμειναν αναμεμειγμένοι με τους Φιλισταίους (Ιησούς

Ναυή 11ια΄ 21 22)

Ένας απ αυτούς ήταν και ο Γολιάθ από τη Γαθ που σκοτώθηκε από τον Δαυίδ (Α΄

Σαμουήλ ιζ΄ 4 ΄΄Εξήλθεν Γολιάθ εκ της Γαθ΄΄)

Τον καιρό του Δαυίδ σκοτώθηκαν οι τελευταίοι γίγαντεςraquo1

1 httpwwwoodegrcomoodegenesiskatak1htm

43

Page 41: Η δημιουργία του κόσμου

41

Μια τελευταία παρατήρηση ξεκινάει από το ίδιο εδάφιο της Γένεσης 6ς΄ 4 που λέει

΄΄Οι δε γίγαντες ήσαν επί τής γης εν ταις ημέραις εκείναις και μετ εκείνο ως αν

εισεπορεύοντο οι υιοί τού Θεού προς τας θυγατέρας τών ανθρώπων΄΄

Οι Νεφιλείμ λοιπόν υπήρχαν ακόμη ΄΄και μετά από εκείνο΄΄ το γεγονός που

περιγράφεται δηλαδή και μετά από την αύξηση του πληθυσμού στη

Μεσοποταμία Είναι λάθος να ταυτίζονται κατ ανάγκην οι Νεφιλείμ με τους γιους

των ισχυρών καθώς μια αβίαστη ανάγνωση του κειμένου δεν δείχνει τίποτα τέτοιο

Το μεταβατικό ΄΄δε΄΄ δείχνει ότι γίνεται λόγος για κάποιους άλλους και όχι για

τους γιούς των ισχυρών Οι γιοί των ισχυρών δεν είναι οι Νεφιλείμ αλλά οι ισχυροί

άνδρες της Μεσοποταμίας των άλλων φυλών που ζούσαν κοντά στη φυλή Αδάμ

Ίσως ο σκοπός του χωρίου είναι να δείξει ότι η φυλή των γιγάντων (η οποία

προβλημάτιζε τους Ισραηλίτες τον καιρό που ο Μωυσής έγραφε αυτά τα λόγια) ήταν

μια αρχαία φυλή σύγχρονη της επιμειξίας της φυλής Αδάμ με τους γιούς των

ισχυρών και ότι οι Νεφιλείμ επεβίωσαν ακόμη και μετά από την επιμειξία των

ισχυρών ανδρών της Μεσοποταμίας με τις ΄΄θυγατέρες Αδάμ΄΄ κατά την

προκατακλυσμιαία εποχή

Ίσως ακόμα η αναφορά αυτή να γίνεται για να δείξει ότι ο κατακλυσμός στρεφόταν

ειδικά κατά του λαού Αδάμ και όχι και των γύρω λαών εκ των οποίων

επεβίωσαν και οι Νεφιλείμ

Οι γίγαντες στην εποχή τού Ισραήλ

Σύμφωνα με την Αγία Γραφή η περιοχή στην οποία επεβίωσαν κάποιοι από τη

φυλή των γιγάντων Νεφιλείμ ήταν η Βασάν που ονομάζεται ΄΄γη γιγάντων΄΄

(Δευτερονόμιο γ΄ 13)

Πρόκειται για μία ορεινή περιοχή ανατολικά της Θάλασσας της Γαλιλαίας

κατάλληλη για επιβίωση των λαών της από τον Κατακλυσμό που έπληξε τη

Μεσοποταμία και το λαό Αδάμ (Όπως λέμε ΄΄λαός Ισραήλ΄΄)

Εκεί οι γίγαντες υπήρχαν όχι μόνο μετά από τον Κατακλυσμό αλλά και στις ημέρες

του Αβραάμ όπως φαίνεται στη Γένεση 14ιδ΄ 5 όπου λέει για τον Χοδολλογομόρ

και τους συμμάχους του ότι ΄΄κατέκοψαν τους γίγαντας τους εν Ασταρώθ

Καρναιν΄΄ στη Βασσάν

Και οι κατάσκοποι όμως των ημερών του Μωυσή βρήκαν τους Νεφιλείμ στη

Χαναάν όπως είδαμε στους Αριθμούς 13ιγ΄ 33 όπου μάλιστα ονομάζει τους

γίγαντες ΄΄Νεφιλείμ΄΄ Εκεί έχει μάλιστα και οριστικό άρθρο ΄΄τους Νεφιλείμ΄΄

πράγμα που δείχνει ότι δεν επρόκειτο για παρομοίωση αλλά για το γνωστό λαό

των Νεφιλείμ

Άλλα εδάφια όπως το Δευτερονόμιο 1α΄ 28 αναφερόμενο στο ίδιο γεγονός

ταυτίζει τους Νεφιλείμ με τους Ανακείμ που προφανώς ήταν απόγονοί τους

Με τους Ανακείμ συσχετίζει η Αγία Γραφή όλες τις φυλές γιγάντων που ζούσαν γύρω

από τη Θάλασσα της Γαλιλαίας όπως ήταν οι Ραφαείμ οι Εμμαίοι και οι

42

Ζουμζουμείμ τους οποίους εξολώθρευσαν οι απόγονοι του Λωτ (Δευτερονόμιο 2β΄

10112021)

Οι Ραφαείμ ήταν απόγονοι των Γιγάντων που επεβίωσαν από τον Κατακλυσμό και

δεν ήταν απόγονοι του Νώε καθώς δεν αναφέρονται στη Γένεση 10ι΄ όπου

αναφέρονται οι λαοί που κατάγονται από το Νώε Η σκέψη ότι ίσως να μην

αναφέρονται επειδή είναι πολύ νεώτεροι λαοί δεν ευσταθεί επειδή αναφέρονται στη

Γένεσις 14ιδ΄ 5 σαν λαός από την εποχή του Αβραάμ ακόμα και συνεπώς είναι

αρχαιότεροι λαοί από αυτούς που αναφέρονται ως απόγονοι του Νώε

Μετά από την εγκατάσταση των Ισραηλιτών στη Γη της Επαγγελίας οι υψηλόσωμες

αυτές φυλές εξολωθρεύτηκαν και δεν έμειναν Ανακείμ στο Ισραήλ Μόνο στη Γάζα

στη Γαθ και στην Άζωτο έμειναν αναμεμειγμένοι με τους Φιλισταίους (Ιησούς

Ναυή 11ια΄ 21 22)

Ένας απ αυτούς ήταν και ο Γολιάθ από τη Γαθ που σκοτώθηκε από τον Δαυίδ (Α΄

Σαμουήλ ιζ΄ 4 ΄΄Εξήλθεν Γολιάθ εκ της Γαθ΄΄)

Τον καιρό του Δαυίδ σκοτώθηκαν οι τελευταίοι γίγαντεςraquo1

1 httpwwwoodegrcomoodegenesiskatak1htm

43

Page 42: Η δημιουργία του κόσμου

42

Ζουμζουμείμ τους οποίους εξολώθρευσαν οι απόγονοι του Λωτ (Δευτερονόμιο 2β΄

10112021)

Οι Ραφαείμ ήταν απόγονοι των Γιγάντων που επεβίωσαν από τον Κατακλυσμό και

δεν ήταν απόγονοι του Νώε καθώς δεν αναφέρονται στη Γένεση 10ι΄ όπου

αναφέρονται οι λαοί που κατάγονται από το Νώε Η σκέψη ότι ίσως να μην

αναφέρονται επειδή είναι πολύ νεώτεροι λαοί δεν ευσταθεί επειδή αναφέρονται στη

Γένεσις 14ιδ΄ 5 σαν λαός από την εποχή του Αβραάμ ακόμα και συνεπώς είναι

αρχαιότεροι λαοί από αυτούς που αναφέρονται ως απόγονοι του Νώε

Μετά από την εγκατάσταση των Ισραηλιτών στη Γη της Επαγγελίας οι υψηλόσωμες

αυτές φυλές εξολωθρεύτηκαν και δεν έμειναν Ανακείμ στο Ισραήλ Μόνο στη Γάζα

στη Γαθ και στην Άζωτο έμειναν αναμεμειγμένοι με τους Φιλισταίους (Ιησούς

Ναυή 11ια΄ 21 22)

Ένας απ αυτούς ήταν και ο Γολιάθ από τη Γαθ που σκοτώθηκε από τον Δαυίδ (Α΄

Σαμουήλ ιζ΄ 4 ΄΄Εξήλθεν Γολιάθ εκ της Γαθ΄΄)

Τον καιρό του Δαυίδ σκοτώθηκαν οι τελευταίοι γίγαντεςraquo1

1 httpwwwoodegrcomoodegenesiskatak1htm

43

Page 43: Η δημιουργία του κόσμου

43