ΟΜΟΡΡΙΖΑ ΠΟΛΗ

1
Λέξη: πόλη ( άτονα: πολη ) Αρχική - Ριζική λέξη : πόλη < αρχ. πόλις |πολ| Ετυμολογία: [<αρχ. πόλις] πολίχνη πολίτης πολιτικός πολιτική πολιτικάντης πολιτικάντικος πολιτικαντισμός πολιτισμός πολιτισμένος πολιτισμικός πολιτιστικός πολιτεία πολιτειακός πολίτευμα πολιτεύομαι πολιτευτής γεωπολιτικός κωμόπολη<μτγν. κωμόπολις<κώμη + πόλις μητροπολίτης μητροπολιτικός μικροπολιτικός πολεοδόμος<πόλις + δέμω πολεοδόμηση πολεοδομία πολεοδομικός πολεοδομώ πολιορκώ<αρχ.<πολί- ορκος<πόλις + -ορκος, ετεροιωμ. βαθμ του ἕρκος "φράχτης, εμπόδιο" πολιορκία πολιορκητής πολιορκητικός εκπολιορκώ εκπολιόρκηση πολιούχος<αρχ.<πόλις + ἔχω πολιτάρχης πολιτικολόγος<πολιτικός + - λόγος<λέγω πολιτικολογώ πολιτικολογία πολιτικομανία πολιτικοποίηση πολιτικοποιώ αποπολιτικοποίηση αποπολιτικοποιώ πολιτογράφηση πολιτογραφώ απολιτογράφητος πολιτοφύλακας πολιτοφυλακή πολιτισμολογία ισοπολιτεία πολιτειολογία πολιτειολόγος Απ λά ομόρριζα Σύνθετα με π ροθέσεις,αχώ ριστα μόρια κτλ. Σύνθετα με ουσιαστικά,επ ίθετα,ρήματα κτλ.

Transcript of ΟΜΟΡΡΙΖΑ ΠΟΛΗ

Page 1: ΟΜΟΡΡΙΖΑ ΠΟΛΗ

Λέξη: πόλη ( άτονα: πολη )Αρχική - Ριζική λέξη : πόλη < αρχ. πόλις |πολ|

Ετυμολογία: [<αρχ. πόλις]πολίχνηπολίτηςπολιτικόςπολιτικήπολιτικάντηςπολιτικάντικοςπολιτικαντισμόςπολιτισμόςπολιτισμένοςπολιτισμικόςπολιτιστικόςπολιτείαπολιτειακόςπολίτευμαπολιτεύομαιπολιτευτήςγεωπολιτικόςκωμόπολη<μτγν. κωμόπολις<κώμη + πόλιςμητροπολίτηςμητροπολιτικόςμικροπολιτικόςπολεοδόμος<πόλις + δέμωπολεοδόμησηπολεοδομίαπολεοδομικόςπολεοδομώπολιορκώ<αρχ.<πολί-ορκος<πόλις + -ορκος, ετεροιωμ. βαθμ του ἕρκος "φράχτης, εμπόδιο"πολιορκίαπολιορκητήςπολιορκητικόςεκπολιορκώεκπολιόρκησηπολιούχος<αρχ.<πόλις + ἔχωπολιτάρχηςπολιτικολόγος<πολιτικός + -λόγος<λέγωπολιτικολογώπολιτικολογίαπολιτικομανίαπολιτικοποίησηπολιτικοποιώαποπολιτικοποίηση

αποπολιτικοποιώπολιτογράφησηπολιτογραφώαπολιτογράφητοςπολιτοφύλακαςπολιτοφυλακήπολιτισμολογίαισοπολιτείαπολιτειολογίαπολιτειολόγος

Απλά ομόρριζαΣύνθετα με προθέσεις, αχώριστα μόρια κτλ.Σύνθετα με ουσιαστικά, επ ίθετα, ρήματα κτλ.