λόρδος βύρων

26

Transcript of λόρδος βύρων

22 Ιανουαρίου 1788: Γεννιέται στο Λονδίνο, μέλος αριστοκρατικής οικογένειας, χωλός στη δεξιά κνήμη.

1798: Κληρονομεί τον τίτλο του Λόρδου σε ηλικία 10 ετών από το θείο του, Ουίλιαμ Μπάιρον («ο μοχθηρός Λόρδος»).

2 Ιουλίου 1809: ξεκινά το πρώτο μεγάλο οδοιπορικό του: Πορτογαλία – Ισπανία – Μάλτα – Ελλάδα - Τουρκία.

2 Ιανουαρίου του 1815: παντρεύεται στο Λονδίνο την Άννα Ισαβέλλα Μίλμπανκ (Ανναμπέλα), από την οποία παίρνει διαζύγιο ένα χρόνο αργότερα, έχοντας πια μια κόρη, την Αυγούστα Άντα.

1823: δεύτερο ταξίδι στην Ελλάδα, όπου μετά από σύντομη παραμονή στην Κεφαλλονιά, εγκαθίσταται στο Μεσολόγγι.

19 Απριλίου 1824 (Κυριακή ή Δευτέρα του Πάσχα): πεθαίνει πολεμώντας ηρωικά στο πολιορκημένο Μεσολόγγι.

Ήταν ένας μεγάλος αστέρας για την εποχή του, το απόλυτο sex symbol, με τρομερή απήχηση στο κοινό της Αγγλίας.

Αντικομφορμιστής και ριζοσπάστης, από αυτούς τους ανθρώπους που ζουν έντονα και πεθαίνουν γρήγορα.

Ήταν άνθρωπος που ζούσε πάντα με βάση το συναίσθημα και όχι με τη λογική.

Συνήθως έγραφε τα ποιήματά του χωρίς αμοιβή.

Όντας ακαταμάχητος και φλογερός εραστής, έκανε πολλούς παράνομους δεσμούς.

Κακολογήθηκε και επικρίθηκε όσο λίγοι για τον εκκεντρικό χαρακτήρα και την πολυτάραχη ζωή του στην πατρίδα του, πράγμα που τον ανάγκασε να την εγκαταλείψει νωρίς.

«Είτε εγώ δεν ταίριαζα στην Αγγλία, είτε η Αγγλία σε μένα. Γι’ αυτό έφυγα.»

Ο αντιφατικός χαρακτήρας του φαίνεται από το ότι, παρότι επρόκειτο περί χαρισματικού ποιητή, ήταν παράλληλα αλκοολικός, μανιοκαταθλιπτικός και φανατικός χαρτοπαίχτης.

Συνοδοιπόρος του Byron κατά τις περιηγήσεις του στην Ελλάδα, ήταν ένας συμπατριώτης του, αριστοκράτης κι αυτός, ο John Cam Hobhouse.

Ήταν δύο χρόνια μεγαλύτερος από τον Byron και πολύ πιο συντηρητικός σαν χαρακτήρας.

Η κοινή περιοδεία των δύο φίλων στον Ελληνικό χώρο (Δυτική Ελλάδα, Βόρεια Ήπειρος, Αττική, Σμύρνη, Κωνσταντινούπολη) διεκόπη στα μέσα Ιουλίου του 1810.

«Καθώς ήρθα εδώ για να υποστηρίξω όχι μία φατρία αλλά ένα έθνος, και για να συνεργαστώ με τίμιους ανθρώπους και όχι με κερδοσκόπους ή καταχραστές (κατηγορίες που ανταλλάσσονται καθημερινά ανάμεσα στους Έλληνες), θα χρειαστεί πολλή περίσκεψη για ν' αποφύγω τη μομφή ότι μεροληπτώ».

Εξαιρετικά ενδιαφέρουσες ήταν και οι δυο επιστολές που έστειλε ο Μπάιρον από την Κεφαλλονιά προς τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, τον οποίο είχε γνωρίσει στην Ιταλία.

Στην πρώτη εξ αυτών (1 Οκτωβρίου 1823) εξέφραζε την κατανόησή του για τις συγκρούσεις των Ελλήνων, γράφοντας: «Δεν είναι παράδοξο, βεβαίως, ότι αφυπνίζονται αντιθέσεις σε μια επαναστατημένη χώρα που μόλις απαλλάχτηκε από τόσο μακροχρόνια και βάρβαρη τυραννία».

Πιο κάτω, επισήμαινε «τις συνέπειες που μπορεί να φέρει αυτή η διχόνοια, τα πλεονεκτήματα και τις ευκαιρίες που μπορεί να προσφέρει στους βάρβαρους δυνάστες σας, την ψύχρανση που θα προκαλέσει σε όλους όσους ενδιαφέρονται για τον Αγώνα σας, δηλαδή σε όλους τους φίλους του Διαφωτισμού και της Ανθρωπότητας...».

Στη δεύτερη επιστολή (2 Δεκεμβρίου 1823) έγραφε μεταξύ άλλων: «Θλίβομαι βαθύτατα ακούγοντας ότι οι εσωτερικές έριδες της Ελλάδας συνεχίζονται - και αυτό σε μια στιγμή που η πατρίδα σας θα μπορούσε να θριαμβεύσει παντού.

Η Ελλάδα είναι τώρα αντιμέτωπη με τρεις λύσεις: να κατακτήσει την ελευθερία της ή να γίνει κτήση των ηγεμόνων της Ευρώπης ή τουρκική επαρχία.

Αν όμως θέλει να γίνει για πάντα ελεύθερη, αληθινή και ανεξάρτητη, καλά θα κάνει ν' αποφασίσει τώρα, αλλιώς δεν θα έχει ποτέ πια αυτή την ευκαιρία. Πιστέψτε στην απεριόριστη εκτίμηση και στον σεβασμό μου».

Στα Ιωάννινα τον είχε φιλοξενήσει ο διαβόητος Αλή Πασάς, «ο εύσωμος αλλά κομψός κυβερνήτης, που συντηρούσε 200 όμορφες γυναίκες και άλλα τόσα πανέμορφα αγόρια».

Στις επιστολές του ο Βύρων μοιάζει να ζηλεύει τον Τουρκαλβανό ηγεμόνα για τα χαρέμια και την πολυτάραχη ζωή του.

Κατά την είσοδο του στα Γιάννενα είδε να βασανίζεται ένας Έλληνας με απάνθρωπο τρόπο.

Κατά τις περιπλανήσεις του στη Νότια Ευρώπη ο ποιητής πέρασε και από την Αθήνα, όπου εγκαταστάθηκε στο σπίτι της σινιόρας Βιτάλη. Εκεί συνάντησε και ερωτεύτηκε την κόρη του Άγγλου πρόξενου Θεόδωρου Μακρή, Θηρεσία (Τερέζα), στην οποία αφιέρωσε και το ποίημά του «Κόρη των Αθηνών» (1809).

Ακόμα, στην Αθήνα γνώρισε πολλούς σημαντικούς Έλληνες και ξένους: τον Γάλλο έμπορο Roque, τον Μαρμαροτούρη, τον Γάλλο πρόξενο Fauvel, τον Άγγλο περιηγητή Cockerell , τον Ιταλό Lusieri κα.

Ο Λόρδος Βύρων, σαν ρομαντικός ποιητής, δεν ήταν ψυχρός αρχαιολόγος, αλλά ένα βαθιά συναισθηματικό άτομο που παρακολούθησε με αηδία τον ανταγωνισμό Γάλλων και Άγγλων πρακτόρων στο κυνήγι των αρχαιοτήτων.

Ήταν αδυσώπητος κατήγορος του Έλγιν, δημιουργώντας ένα πελώριο ηθικό θέμα, όπου στιγμάτισε αιώνια τον συλητή του Παρθενώνα.

Φορτώνει προσωπικά την ευθύνη στον Έλγιν για την απογύμνωση των μνημείων και απαλλάσσει τους εμπνευστές και τους πατρόνες του.

Επιπλέον έγραφε: "Η αλήθεια είναι, πως δεν είμαι ειδικός σε ότι αφορά τις αρχαιότητες. Το μόνο που θέλω είναι να θυσιάσω τον Έλγιν στην Αθηνά και στη Νέμεση".

Στιγματίζει την αρχαιοθηρική δραστηριότητα του Aberdeen, με την ίδια σκληρότητα που επιστρατεύει για τον Έλγιν και τον γραμματικό του Hamilton. Είναι όλοι "κλέφτες περιωπής".

Το ξέσπασμα της «ιερής αγανάκτησης» του Λονδρέζου Βύρωνα στο σχετικό ποίημα (η «κατάρα της Αθηνάς») πήρε τη μορφή οράματος που βλέπει ο ποιητής, καθώς έχει ανεβεί στην Ακρόπολη ένα ωραίο αττικό σούρουπο.

Στο όραμα παρουσιάζεται η θεά Αθηνά με πλήρη πανοπλία, αλλά σε κακό χάλι – μια παρωδία της δύναμης και του κάλλους που είχε στην αρχαιότητα.

Η θεά κατηγορεί τον ποιητή ως συμπατριώτη του ανίερου συλητή του ερειπωμένου ναού της, αλλά ο Βύρων αμύνεται της αγγλικής τιμής, εξηγώντας ότι ο Έλγιν είναι Σκώτος και όχι Άγγλος, όπως αυτός, η δε Σκωτία για την εποχή του είναι ό,τι ήταν η Βοιωτία για τους αρχαίους Αθηναίους – δηλαδή χυδαία και απολίτιστη.

Οπωσδήποτε το περιεχόμενο της σάτιρας «Η Κατάρα της Αθηνάς» δυσαρέστησε πολλούς Βρετανούς, υπερήφανους πατριώτες.

Ο Βύρων άρχισε να χάνει αναγνώστες λόγω του Έλγιν.

Ο Gropius ήταν ένα από τα πειθήνια όργανα του Λόρδου Έλγιν που πρωταγωνίστησε στη σύληση του Παρθενώνα.

Τιμωρήθηκε σκληρά από τον Byron σε μια συνεστίαση όπου παραβρέθηκαν και οι δυο τους. Ο Byron, την ώρα του δείπνου, ειρωνεύτηκε τον Αυστριακό πράκτορα του Έλγιν για το όνομά του (παρετυμολογώντας το: grope= πασπατεύω, σουφρώνω) και μουρμούρισε κάτι για ικανοποίηση. Ο Gropius γέλασε, αλλά ύστερα του κόπηκε η όρεξη.

Από τα Μεταξάτα είχε κάνει ενέργειες να συναντήσει τον Μάρκο Μπότσαρη:

«Λίγο μετά την άφιξή μου, έβαλα κάποιον να γράψει στον Μάρκο Μπότσαρη στην Ακαρνανία και έστειλα το γράμμα με ένα μικρό καΐκι που διέσπασε τον αποκλεισμό. Μου απάντησε εκφράζοντας την επιθυμία του να περάσω απέναντι και δηλώνοντας ότι σκόπευε να δώσει μάχη με τους Τούρκους την άλλη μέρα, πράγμα που έκανε και σκοτώθηκε, αλλά η παράταξή του νίκησε και ο ίδιος σύμφωνα με όλες τις πληροφορίες έδειξε εξαιρετική γενναιότητα ώσπου τραυματίστηκε θανάσιμα».

Οργάνωσε ένα στρατιωτικό σώμα από 60 έμπιστους Σουλιώτες, του οποίου τη συντήρηση ανέλαβε ο ίδιος ενώ στήριξε οικονομικά και την έκδοση της εφημερίδας «Ελληνικά Χρονικά» με διευθυντή τον Eλβετό Μeyer.

Κάλεσε στο Μεσολόγγι τον Βρετανό πυροτεχνουργό Γουίλιαμ Πάρεϊ, ο οποίος επιμελήθηκε μέρος της οχύρωσης και έστησε μηχανουργείο.

Καταπιανόταν και με ανθρωπιστικές υποθέσεις, όπως η απελευθέρωση αιχμαλώτων και η σίτιση των αμάχων.

Το κλίμα του Μεσολογγίου και οι έγνοιες του είχαν αρνητικές επιπτώσεις και στην υγεία του.

Αρρώστησε βαριά, έπεσε στο κρεβάτι, αρνήθηκε τις συμβουλές των γιατρών του να φύγει για θεραπεία στην Αγγλία, για να μην εγκαταλείψει το μετερίζι του Αγώνα.

Πέθανε -στην ουσία θυσιάστηκε- ανήμερα το Πάσχα, 19 Απριλίου 1824, πυροδοτώντας με τον θάνατό του νέο κύμα φιλελληνισμού σε όλη την Ευρώπη και ευρύτερα.

«Το Προσκύνημα του Τσάιλντ Χάρολντ» (Childe Harold's Pilgrimage)

«Δον Ζουάν» (Don Juan), ημιτελές λόγω του θανάτου του, το 1824

«Μάνφρεντ» (Manfred)

Οι περιπέτειες του Λόρδου Βύρωνα ενέπνευσαν ένα πλήθος από ξένους περιηγητές που θέλησαν ύστερα να μιμηθούν το ταξίδι του.

Ιδιαίτερα οι στίχοι του Childe Harold υπήρξαν δημιουργικό ερέθισμα για τον Edward Everett, απόφοιτο του πανεπιστημίου του Χάρβαρντ και μεγάλο φιλέλληνα, οποίος επισκέφθηκε την Ελλάδα το 1810, σε ηλικία 25 χρονών.

Ο ίδιος εξομολογείται ότι η απόφασή του να επισκεφθεί την Ελλάδα ξεκίνησε κυρίως από τις παραπομπές και τις σημειώσεις του Byron στον Childe Harold.

Είπε για τον δικό του υπηρέτη, ότι ήταν ανίκανος να μάθει έστω και πέντε λέξεις από μία ξένη γλώσσα.

Σατιρίζει τις αρχαιολογικές περιπλανήσεις πολλών δυτικών περιηγητών – αρχαιοκαπήλων στην Ελλάδα.

Αποκαλούσε την Βενετία «ένα από τα πιο κατάφυτα νησιά της φαντασίας μου».

Παρότι ενεργός πολιτικός και μέλος της Βουλής των Λόρδων, δήλωνε παντελή αδιαφορία για την πολιτική.

«Η κακοτυχία είναι το πρώτο μονοπάτι της αλήθειας.»

«Οι άνθρωποι είναι παιχνίδια των συνθηκών, όταν νομίζουν ότι αυτές είναι παιχνίδια δικά τους.»

«Το κρασί παρηγορεί τους λυπημένους, αναζωογονεί τους γέροντες, εμπνέει τους νέους, κάνει τον κουρασμένο να ξεχνάει τον μόχθο του.»

«Χίλια χρόνια χρειάζονται για να φτιάξεις ένα κράτος και μια ώρα για να το γκρεμίσεις.»

Είναι ευκολότερο να πεθάνεις για μια γυναίκα παρά να ζήσεις μαζί της.

Ποτέ δεν αποτυχαίνουν αυτοί που πεθαίνουν για ένα μεγάλο σκοπό.

Η ανάμνηση της ευτυχίας δεν είναι πια ευτυχία. Η ανάμνηση της θλίψης είναι ακόμα θλίψη.

Τώρα θα πάω να κοιμηθώ. Καληνύχτα. (Τα τελευταία του λόγια, στο Μεσολόγγι.)