το άγνωστο λεξιλόγιο του παπουλάκου

44
Το Άγνωστο Λεξιλόγιο του Παπουλάκου!... Ποιες λέξεις χρησιμοποιούσε ο άγιος της Πελοποννήσου οι οποίες στη σημερινή γενιά φαίνονται άγνωστες, ενώ τον καιρό εκείνο ήταν στην καθημερινή χρήση από ανθρώπους θυμόσοφους και βαθιά θρησκευόμενους, όπως οι Μοραΐτες, που είχαν τον δικό τους επικοινωνιακό δίαυλο με τον προφήτη του Μοριά!.. ΕΙΝΑΙ γεγονός ότι ο Παπουλάκος έκανε πολλές περιοδείες και μίλησε σε όλα σχεδόν τα χωριά και τις κωμοπόλεις του Μοριά. Άνθρωποι «λογιώ-λογιώ», που λέει κι ο λαός μας, άκουσαν με δέος και σεβασμό τα όσα έλεγε ο άγιος της Πελοποννήσου, ενώ οι γυναίκες κρέμονταν κυριολεκτικά από τα χείλη του. Μακάρι να είχαμε στη διάθεσή μας ορισμένα γραφτά του ή κάποια απ’ τα κηρύγματά του. Δυστυχώς αυτό δεν κατέστη δυνατόν, μ’ εξαίρεση ελάχιστα κείμενα, όπως μερικές επιστολές, που διασώζουν οι ιστορικοί, με αποτέλεσμα να μην έχουμε την δυνατότητα να δούμε τον τρόπο με τον οποίον έγραφε ή μιλούσε. Ο γράφων, λοιπόν, για να καλύψει όσο είναι δυνατόν, αυτό το κενό, διάβασε όσα κείμενα έχουν γραφτεί για τον Παπουλάκο και μέσα από τα κείμενα αυτά αλίευσα τις λέξεις ή τις φράσεις, που έλεγε ο Άγιος της Πελοποννήσου, αλλά που είναι δύσκολο να τις κατανοήσει σήμερα ένα ελληνόπουλο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και πολλές άλλες στο λεξιλόγιο του καιρού εκείνου. Στη συνέχεια η ταπεινότητά μου έκανε την νεοελληνική απόδοση των λέξεων αυτών ή την όποια ερμηνεία τους, έχοντας ως πολύτιμους βοηθούς τα διάφορα ελληνικά λεξικά και ιδίως το Μέγα Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας, των Εκδόσεων Παπύρου, που με βοήθησε πάρα πολύ στην διασταύρωση των ερμηνειών. Δράττομαι της ευκαιρίας να ευχαριστήσω και την αδελφή μου Γεωργία Σακκέτου – Βλαχάκη, που με βοήθησε κι αυτή στην αναζήτηση πολλών από τις λέξεις που ακολουθούν. Περιττό να πω, ότι το Λεξιλόγιο που ακολουθεί είναι μόνον η αρχή και εύχομαι κάποια στιγμή να μας βοηθήσει ο Θεός για μια καλύτερη

Transcript of το άγνωστο λεξιλόγιο του παπουλάκου

Page 1: το άγνωστο λεξιλόγιο του παπουλάκου

Το Άγνωστο Λεξιλόγιο του Παπουλάκου!...Ποιες λέξεις χρησιμοποιούσε ο άγιος της Πελοποννήσου οι οποίες στη σημερινή γενιά φαίνονται άγνωστες, ενώ τον καιρό εκείνο ήταν στην καθημερινή χρήση από ανθρώπους θυμόσοφους και βαθιά θρησκευόμενους, όπως οι Μοραΐτες, που είχαν τον δικό τους επικοινωνιακό δίαυλο με τον προφήτη του Μοριά!..

 

ΕΙΝΑΙ γεγονός ότι ο Παπουλάκος έκανε πολλές περιοδείες και μίλησε σε όλα σχεδόν τα χωριά και τις κωμοπόλεις του Μοριά. Άνθρωποι «λογιώ-λογιώ», που λέει κι ο λαός μας, άκουσαν με δέος και σεβασμό τα όσα έλεγε ο άγιος της Πελοποννήσου, ενώ οι γυναίκες κρέμονταν κυριολεκτικά από τα χείλη του.Μακάρι να είχαμε στη διάθεσή μας ορισμένα γραφτά του ή κάποια απ’ τα κηρύγματά του. Δυστυχώς αυτό δεν κατέστη δυνατόν, μ’ εξαίρεση ελάχιστα κείμενα, όπως μερικές επιστολές, που διασώζουν οι ιστορικοί, με αποτέλεσμα να μην έχουμε την δυνατότητα να δούμε τον τρόπο με τον οποίον έγραφε ή μιλούσε. Ο γράφων, λοιπόν, για να καλύψει όσο είναι δυνατόν, αυτό το κενό, διάβασε όσα κείμενα έχουν γραφτεί για τον Παπουλάκο και μέσα από τα κείμενα αυτά αλίευσα τις λέξεις ή τις φράσεις, που έλεγε ο Άγιος της Πελοποννήσου, αλλά που είναι δύσκολο να τις κατανοήσει σήμερα ένα ελληνόπουλο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και πολλές άλλες στο λεξιλόγιο του καιρού εκείνου. Στη συνέχεια η ταπεινότητά μου έκανε την νεοελληνική απόδοση των λέξεων αυτών ή την όποια ερμηνεία τους, έχοντας ως πολύτιμους βοηθούς τα διάφορα ελληνικά λεξικά και ιδίως το Μέγα Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας, των Εκδόσεων Παπύρου, που με βοήθησε πάρα πολύ στην διασταύρωση των ερμηνειών.Δράττομαι της ευκαιρίας να ευχαριστήσω και την αδελφή μου Γεωργία Σακκέτου – Βλαχάκη, που με βοήθησε κι αυτή στην αναζήτηση πολλών από τις λέξεις που ακολουθούν. Περιττό να πω, ότι το Λεξιλόγιο που ακολουθεί είναι μόνον η αρχή και εύχομαι κάποια στιγμή να μας βοηθήσει ο Θεός για μια καλύτερη και πιο διεξοδική προσπάθεια, που θα γίνει στο μέλλον, για να διασωθεί η ντοπιολαλιά των πατεράδων μας! Ας ελπίσω ότι αυτός ο κόπος δεν θα πάει χαμένος και πως οι νέες γενιές θα

Page 2: το άγνωστο λεξιλόγιο του παπουλάκου

έχουν στη διάθεσή τους το Άγνωστο Λεξιλόγιο του Παπουλάκου, έτσι ώστε όχι μόνον να είναι εις θέσιν να γνωρίζουν τι έλεγε ο προφήτης του Μοριά, αλλά και τι εννοούσε ο άγιος της Πελοποννήσου, καθώς θύμιζε συνεχώς στους πιστούς «τα θεοτικά» και όχι «τα άθεα γράμματα»:

 

αβάσταχτο = αβάστακτοαβγατισμένο = αυξημένοαβέρτα = επίρρ.) [αβέρτος]· 1. στο ύπαιθρο· 2. ανοιχτά, διάπλατα· 3. αναφανδόν, ελεύθερα, ανεμπόδιστα, απροκάλυπτα· 4. απεριόριστα, απλόχερα, σπάταλα.αγανάχτηση = αγανάκτησηαγαναχτισμένος = αγανακτισμένοςαγαρινοί = Αγαρηνοίαγγελοσκιάστηκε = ή αγγελοσκιάχτηκε, από το αγγελοσκιάζω 1. τρομάζω κάποιον· 2. αγγελοκρούομαι, τρομάζω βλέποντας τον άγγελο τού θανάτου, πνέω τα λοίσθια· 3. ταράζομαι, τρομάζω· 4. σεληνιάζομαι· 5. αγγελοκόβω.αγέρας = αέρας, άνεμος (αγέρηδες = άνεμοι)άγιασμα = αγίασμααγιοτικά = περί των αγίωναγκλαμενούρα =  είδος αχλαδιάςαγκλίτσα = γκλίτσααγκωνάρι = πέτρα διαμορφωμένη για γωνίες σπιτιών.αγλαβουτσιά = είδος δένδρουαγναντεύω = βλέπω, παρατηρώ κάτι από μακριά και συνήθως από ψηλά, ατενίζωαγνάντια = και αγνάντι (επίρρ.)· απέναντι, αντίκρυ.αγνάντιος = -α, -ο [επίρρ. αγνάντια]· 1. αυτός που βρίσκεται απέναντι, αντικρινός, αντικριστός· 2. (το ουδ. ως ουσ.) το αγνάντιο· α) θέα από μακριά, αγνάντεμα· β) ύψωμα από όπου βλέπει κανείς τη γύρω περιοχή.αγριότη = αγριότη(τα)αδικοσέρνεσαι = σύρεσαι αδίκωςαδράχνω = και αδράζω και δράχνω· 1. αρπάζω, γραπώνω, πιάνω κάτι βίαια· 2. (για φωτιά) περικαίω, καψαλίζω.αερικό = α) το κλίμα, η υγιεινή κατάσταση ενός τόπου· β) δυνατός άνεμος, ανεμοδούρα· γ) σίφουνας, ανεμοστρόβιλος· δ) κεραυνός· ε) κακοποιό πνεύμα, δαιμόνιο, που προσβάλλει τους ανθρώπους και προξενεί νευρικές ή ψυχικές παθήσεις (αλλ. στοιχειό, ξωτικό, νεράιδα).αθρώποι = άνθρωποιάθρωπος = άνθρωποςακίδα = και αγκίδα ή αγκίθα, η (Α ακίς)· 1. οξύ άκρο, αιχμή (συνήθως βελόνας, βέλους, αγκιστριού κ.ά.)· 2. μικρό αιχμηρό κομμάτι, που αποσπάται από ξύλινο αντικείμενο, σχίζα, σκλήθρα· || (νεοελλ.) μικρό μεταλλικό καρφί, που χρησιμοποιείται στη ναυπηγική· || (αρχ.) 1. αιχμηρό αντικείμενο, βελόνα· 2. βέλος, ακόντιο· 3. κέντρισμα, παρόρμηση. // Το αγκάθι του περιβλήματος του καστάνου.ακλουθάτε με = ακολουθήστε μεακλουθώντας = ακολουθώνταςακονίζω = και ακονώ -άω 1. κάνω με το ακόνι κοφτερή την κόψη μεταλλικού οργάνου, τροχίζω («ακονίζω το μαχαίρι»)ακουρασιά = χωρίς κούρασηακρορεματιά = άκρη του ρέματοςαλάκαιροι = ολάκαιροι, ολόκληροιαλάκαιρος = ολάκαιροςαλαλάξανε = φωνάξανε από χαράαλαφιάζω = 1. φοβίζω, τρομάζω κάποιον· 2. τρομάζω ο ίδιος, ξαφνιάζομαι, τά χάνω, τό βάζω στα πόδια· 3. (παθ.) καταλαμβάνομαι από ταραχή, φοβάμαι· 4.

Page 3: το άγνωστο λεξιλόγιο του παπουλάκου

(παθ. μτχ.) αλαφιασμένος, -η, -ο· α) φοβισμένος, ταραγμένος· β) λαχανιασμένος· γ) επιρρεπής στον φόβο, μη ψύχραιμος.αλαφρό = ελαφρό, ελαφρύαλαφροπατώντας = πατώντας με ελαφρά βήματααλαφρότερος = ελαφρότερος, ελαφρύτεροςαλησμόνηκα = λησμόνησα, ξέχασααλησμονώ= λησμονώ, ξεχνώάλικος = -η, -ο· = 1. αυτός που έχει βαθύ κόκκινο χρώμα, ο κατακόκκινος· 2. αυτός που έχει ανοιχτό κόκκινο χρώμα, κοκκινόχρωμος, κοκκινωπός.αλλονών = άλλων ανθρώπωναλλουνούς = άλλουςαλμπάνης, θηλυκό αλπάνισσα = 1. πεταλωτής, καλιγωτής (το θηλ. δηλώνει τη γυναίκα τού πεταλωτή)· 2. (συχνά με ονόματα δηλωτικά επαγγέλματος) αδέξιος, άπειρος· «γιατρός είναι αυτός ή αλμπάνηςαλύχτημα = το [αλυχτώ]· υλακή, γάβγισμα.αλυχτώ   = αλυχταίνω: ζεσταίνω, χορταίνω, θερμαίνωαλωνάρης = αυτός που αλωνίζειαμάντρωτο = χωρίς μάντρα, τοίχοαμασχάλη = μασχάληαμάχη = δι(αμάχη)αμαχωμένους = απόμαχουςαμείβουνται = αμείβονταιαμείλιχτοι = αμίλητοι, σιωπηλοίαμετακούνητος = αμετακίνητοςαμετάλλαγος = αμετάλλακτος, αναλλοίωτοςαμολήσω = ελευθερώσωαμπάρα = η μπάρα: 1. σιδερένιος ή ξύλινος μοχλός, που τοποθετείται πίσω από θύρα από τη μια παραστάδα μέχρι την άλλη για να εμποδίσει το άνοιγμά της, σύρτης, μάνταλο· 2. κάθε χοντρό και μικρό σε μήκος ξύλο που μοιάζει με αμπάρα.αμποδάω = εμποδίζω, δυσκολεύωαμυαλιά = χωρίς μυαλά, ανοησίαανάβαθα = χωρίς βάθοςαναβροχιά = άνευ βροχήςαναγάλλιασα = αισθάνθηκα αγαλλίαση, ψυχική ευφορίααναδεύω = αναμιγνύω, ανακατεύω, αναταράσσω· || (νεοελλ.) 1. ζυμώνω πολύ, ανακατεύω κάτι (πηλό, ζύμη κ.λπ.)· 2. κινώ, ανασκαλεύω· || 3. (αμτβ.) κινούμαι στον ίδιο τόπο, συσπειρώνομαι, ανασαλεύω (π. χ. το παιδί στην κοιλιά τής μάνας)· || (αρχ.) υγραίνω, βρέχω, εμποτίζω με υγρό.αναθεματίζω = (Α αναθεματίζω)· 1. καταριέμαι, βλασφημώ· 2. (παθ. μτχ.) αναθεματισμένος, -η, -ο· (αρχ.-μσν. ανατεθεματισμένος, -η, -ον) ο άξιος κατάρας ή αποστροφής, καταραμένος· || (Εκκλ.) παραδίδω κάποιον στο ανάθεμα, αποκηρύσσω, καταδικάζω, αφορίζω· || (αρχ.) προσφέρω ως ανάθημα, αφιερώνωαναίστητος = αναίσθητοςανακαθισμένος = καθισμένος καλύτερα και πιο αναπαυτικάανάκατα = ανακατεμέναανακατοσούρα, η = γυναίκα, που ανακατεύεται σε όλααναπάντεχα = απρόσμεναανάπαψη = ανάπαυσηανασηκώθη = ανασηκώθη(κε).ανασκουμπώνω = Ι. ανασηκώνω τα μανίκια· «ανασκούμπωσέ με»· II. (μέσ.) 1. σηκώνω τα μανίκια και απογυμνώνω τα χέρια για να μην εμποδίζομαι στην εργασία μου· 2. προετοιμάζομαι, είμαι έτοιμος να ενεργήσω.αναψαριά = χωρίς ψάριαανέμη = 1. συσκευή που με την περιστροφή της επιτρέπει το ξετύλιγμα μιας κούκλας νήματος και το ξανατύλιγμα στα μασούρια, ανεμοδούρα, ροδάνι· 2. η άτρακτος στην οποία τυλίγεται και ξετυλίγεται το σκοινί στο μαγγανοπήγαδο.ανέμυαλες = άμυαλες, ανόητες, επιπόλαιες.ανεμυαλιά = άνευ μυαλού, ανοησία.

Page 4: το άγνωστο λεξιλόγιο του παπουλάκου

ανεπρόκοπος = άνευ προκοπής, ακαμάτης.ανήμπουρους = ανήμπορος, ασθενής, ανάπηρος.ανθρώποι = άνθρωποιανόρεχτος = χωρίς όρεξη, ανορεξία.ανταμώνω = συναντώανταρτεύω = γίνομαι  αντάρτης.αντερί = χιτώνας ανατολικής προέλευσης, μακρύς και ανοιχτός μπροστά, που στην τουρκοκρατία τον φορούσαν συνήθως οι άνδρες· 2. ο εσωτερικός χιτώνας, πουκάμισο· 3. το εσωτερικό ράσο των ιερέωναντικρύ = αντίκρυ.αντιμετρηθώ = αναμετρηθώαντίς = αντί, προκειμένου να …αντισκέδιο = αντισχέδιο, ενάντιος σχεδιασμόςαντισκόβω = διακόπτω (αντίσκοψεν = διέκοψε τον συνομιλητή_αντιστήλι =  στήριγμα στήλης, αντιστήριγμααπαλάμη = παλάμη (απαλάμες = παλάμες)απάνω = επάνω, πάνωαπαράλλαχτος-η = αυτός που δεν παρουσιάζει παραλλαγές, ή διαφορές σχετικά με κάποιον άλλο, ο εντελώς όμοιος («ίδιος κι απαράλλαχτος»)· || (αρχ.-μσν.) ο αμετάβλητος.απαρατώ = παρατώ, αφήνω (απαράτησε = παράτησε)απέ = 1. (ως πρόθ.) από κάτι ή από κάπου («απέ το χέρι την κρατεί»)· 2. (επίρρ. χρον.) κατόπιν, έπειτα («τράβα τώρα κι απέ βλέπουμε»). Πρόκειται για διαλεκτική παραλλαγή της πρόθεσης από, της οποίας η χρήση επεκτάθηκε και ευρύτερα, με πιθ. επίδραση του απέκει -απέει (πρβλ. παιδάι < παιδάκι).απές = απέ (βλέπε λέξη)απήγανος = 1. είδος φαρμακευτικού και αρτυματικού φυτού, η Ρούτα η βαρύοσμος· 2. (φρ.) (ως απευχή) «ξορκισμένος με τον απήγανο»· μακριά από εδώ!απιδιά = αχλαδιάαπλάδι= 1. ανοιχτός επίπεδος τόπος· 2. απλάδενα (= μεγεθυντ. του ουσ.απλάδι).απόγιομα = απόγευμααποδιώχνω = αποδιώκω, διώχνω, διώχνω, απομακρύνω· || (νεοελλ.) 1. διώχνω με εύσχημο τρόπο, ξεφορτώνομαι· 2. εγκαταλείπω κάποιον, παύω να τον προστατεύω. (απόδιωξε = έδιωξε οριστικά)αποζητώ = επιθυμώ κάτι να βρω, θέλω (αποζητούσε = ήθελε)αποθέτω = εναποθέτω, τοποθετώ (αποθέσει = τοποθετήσει, ακουμπήσει)αποκαμωμένος = πολύ κουρασμένος, εξαντλημένοςαποκορώνω = αποκαρώνω, κάνω κάποιον να περιπέσει σε λήθαργο, αποκοιμίζω, αποβλακώνω· || (νεοελλ.) 1. θαμπώνω, καταπλήσσω κάποιον· 2. η μτχ. αποκορωμένος, -η, -ο· (με έννοια αποτροπιασμού) «αποκορωμένο νάναι το κακό», «η αποκορωμένη» (για οποιαδήποτε λοιμώδη ή ανίατη νόσο).αποκοτιά =  τόλμη, θάρρος· || (νεοελλ.) θρασύτητα (αποκοτώ, απόκοτος)αποκρίνω = απαντώ [αποκρίθη = απεκρίθη, αποκρίθη(κε)]απόκριση = απάντησηαπολησμονώ = ξεχνώ τελείως (απολησμονάτε  = ξεχνάτε τελείως)αποξεραθώ = ξεραθώ τελείως (αποξεραθεί = αποξηρανθεί, ξεράθηκαν)αποριξίμι = απόριγμα κ. απόρριμμα, το· 1. ό,τι πετιέται ως περιττό, άχρηστο υπόλειμμα, σκουπίδι· 2. πρόωρο γέννημα, έκτρωμα· 3. έκτρωση, αποβολή εμβρύου· 4. άνθρωπος (ή ζώο) ελαττωματικός, μισερός. (απόρριξε = ζώο που αποβάλλει, εκ του απορρίπτω)αποσβολώνω =  κάνω κάποιον να σωπάσει από κατάπληξη ή ντροπή· || (μσν.) μαυρίζω κάτι με ασβόλη, καπνιά.απόσκιος  = ο απόσκιος-α, -ο [σκιά]· 1. αυτός που παρέχει σκιά ή βρίσκεται σε σκιά, ο σκιερός· 2. (το ουδ. ως ουσ.) το απόσκιο ή τα απόσκια· τόπος σκιερός.αποσταίνω = κουράζομαι (απόστασα = κουράστηκα)αποσώσω =  (ό,τι σώσω, αλλά και αποτελειώσω)απόφυγα = απέφυγα

Page 5: το άγνωστο λεξιλόγιο του παπουλάκου

αραδιάζω: 1. βάζω στην αράδα,  σειρά· 2. βάζω σε τάξη, (για στρατό) παρατάσσω· 3. προσορμίζομαι, αγκυροβολώ· || (νεοελλ.) διηγούμαι με κάθε λεπτομέρεια.αραποσίτι =  αραβόσιτος, το καλαμπόκιάραχλος =  από το άραχθος -η, -ο· δυστυχής, συφοριασμένος, κακότυχος.(«μαύρος κι άραχλος», που λέει ο λαός μας)αργαλειός = 1. ο υφαντικός ιστός, το κύριο όργανο της υφαντικής· 2. οποιοδήποτε εργαλείο· 3. το αντρικό μόριο· 4. είδος παιχνιδιού των παιδιών· 5. ο μηχανορράφος, ο ραδιούργος.αργαστήρι =  το εργαστήρι.άργητα, η  = καθυστέρηση, αργοπορίααργιολόϊ = είδος κρησάρας, όπου έβαζαν καρπούς δημητριακών για καθάρισμαάρεθε = άρεσεαριά = αραιάαρίδι = μικρό τρυπάνι    άρμη = η άλμη: 1. το θαλασσινό νερό, και ιδιαίτερα το νερό τής αλυκής, που έχει υποστεί μερική εξάτμιση· 2. λεπτό στρώμα αλατιού που απομένει στο σώμα ή το έδαφος ύστερα από την εξάτμιση τού θαλασσινού νερού· 3. νερό μέσα στο οποίο έχει διαλυθεί αλάτι, σαλαμούρα· || (αρχ.) 1. το νερό τής θάλασσας, η θάλασσα· 2. η αλμυρότητα τού εδάφους ως στοιχείο τής κακής του ποιότητας.αρχίνημα = αρχίνισμα (αρχινισμένο = έχει αρχίσει, είναι στην αρχή, ξεκινημένο)αρχόντοι = άρχοντεςαρωτώ = ερωτώ, ρωτώασθενικιά = ασθενικήασκεδίαστα = ασχεδίασταασκέρι = 1. σώμα στρατού τακτικού ή άτακτου· 2. (μτφ.) πολυμελής ομάδα ή οικογένεια.ασκημος, η, ο  = άσχημος, η, οασκητάδες = ασκητές, μοναχοίασκηταριό = το [ασκητής]· η κατοικία του ασκητή.ασουλούπωτος, η = ανοικοκύρευτος, η 1. αυτός που δεν έχει σουλούπι, δηλαδή καλή εξωτερική εμφάνιση, ο άκομψος, ο απεριποίητος· 2. (για πράγματα) ο κακοφτιαγμένοςαστενικός = ασθενικός (αστενικιά = ασθενικιά, ασθενικήαστράχα = το κενό μεταξύ κεραμιδιών και τοίχουαστροπή = αστραπήασυλλογησιά = ανοησία, απρονοησίαασυναίστητα = ασυναίσθηταατοί = εαυτοί («Να μετανοιώσετε ατοί σας…»)αυγατίζω = αυξάνω, πολλαπλασιάζωαυγινή = πρωϊνήαυτουνού = αυτού του ανθρώπουαφανίζω = εξαφανίζω (αφάνιζε = εξαφάνιζε)αφαρπάζομαι = είμαι ευερέθιστος (αφαρπάζεσαι = αρπάζεσαι, γίνεσαι νευρικός, οξύθυμος, θυμώνεις)αφιονίζω = ναρκώνωαφιονισμένος = από το αφιονίζω [αφιόνι]· 1. ναρκώνω κάποιον με αφιόνι· 2. (μτφ.) α) αποπλανώ, εξαπατώ· β) εμποτίζω κάποιον με ορισμένες ιδέες, φανατίζω.αφορκισμός = αφορισμός: 1. αξίωμα, ορισμός σύντομος και ακριβής· 2. εκκλησιαστική ποινή που σημαίνει την πρόσκαιρη ή ισόβια αποκοπή κάποιου πιστού από το σώμα της Εκκλησίας· || (αρχ.) διάκριση, ορισμός.αχαΐρευτος = 1. όποιος δεν έκανε ή δεν είναι ικανός να κάνει χαΐρι, ο ανεπρόκοπος· 2. ο άτυχος, ο κακότυχος· 3. δύστροπος, κακός· 4. (για ζώα και φυτά) καχεκτικός, αδύνατος· 5. (το ουδ. ως ουσ.) (ευφημ.) το αχαΐρευτο· το γεννητικό όργανο.αχαμνός, ή, ό = 1. πλαδαρός, μαλακός· 2. χαλαρός· 3. ασθενικός, αδύνατος· 4. αδύνατος, ισχνός· 5. άρρωστος· 6. βλαβερός· 7. (για λόγια) ασθενικός, σιγανός·

Page 6: το άγνωστο λεξιλόγιο του παπουλάκου

|| (νεοελλ.). Ι. (φρ.) «το αχαμνό μέρος»· γυναίκα ή ανύπαντρη κόρη που χρειάζεται προστασία· II. (το ουδ. ως ουσ.) 1. ατύχημα, κακό· 2. (πληθ.) α) οι όρχεις· β) η βουβωνική χώρα· III. (το ουδ. ως επίρρ.) αχαμνά· 1. χωρίς ένταση, ασθενικά· 2. χαλαρά· 3. (φρ.) «είμαι...» ή «βρίσκομαι αχαμνά»· είμαι άρρωστος.άχνα = 1. αχνός, ατμός· 2. ελαφριά πνοή, αναπνοή· 3. (φρ.) «δεν βγάζω άχνα»· δεν μιλάω καθόλου, σωπαίνω.άχνη = άχνα, μιλιάαχνός = ο όρος σημαίνει κατά βάση ισχνός και δεν έχει σχέση με την άχνα, τον αχνό. («τ’ αχνό του πρόσωπο», λέει ο Κωστής Μπαστιάς, στον «Παπουλάκο», σελ. 127).αχός = ήχος, βουητόαχρόνιαγος = αχρόνιστος και αχρόνιαστος, -η, -ο· 1. αυτός που δεν χρόνισε, που δεν συμπλήρωσε ακόμη ένα έτος· 2. (σε κατάρα) εκείνος που μακάρι να μη χρονίσει, να πεθάνει πριν περάσει ο χρόνος.άχτι = το· 1. επιθυμία για εκδίκηση· 2. σφοδρή επιθυμία, πόθος.αψηφώ = περιφρονώ, δεν λαμβάνω υπόψη βαγγέλιο = Ευαγγέλιοβαγένι = βαρέλι με κρασίβαλαντωμένος = στενοχωρημένος συνήθως από ερωτική απογοήτευσηβαλμάς = 1. αυτός που τρέφει άλογα, γαϊδούρια, βόδια, βουβάλια κ.λπ. 2. εκείνος που τρέφει άλογα και τα νοικιάζει για αλώνισμα και άλλες γεωργικές εργασίες· 3. αυτός που κατευθύνει τ' άλογα κατά το αλώνισμα· 4. ο γκιόνης.βάνω = βάζωβαρειά = βαριάη· (Μ βαρέα)· βαρύ, μεγάλο σιδερένιο σφυρί.βαρέλα = βαρέλι για νερόβαριοπούλα = μικρή βαρειάβαρυγόμια = βαρυγκόμια, δυσανασχέτηση, γογγυσμόςβαρυτόπι = ή βαρυτοτόπι: παιχνίδι που έπαιζαν με τόπι τυλιγμένο με κουρέλια. (Αρχαίο παιχνίδι, που μνημονεύει και ο Ιάκωβος Φάλκε στο έργο του: «Ελλάς»)βασκανία = μάτιασμα (βλέπε λέξη βάσκανος)βάσκανος  = (AM βάσκανος, -ον)· 1. κακός, κακεντρεχής, που έχει κακό μάτι («βάσκανος μοίρα»)· 2. (για μάτια) αυτός που φέρνει βασκανία, που ματιάζει· || (αρχ.) 1. κακολόγος, υβριστής· 2. συκοφάντης, διαβολεύς· 3. μάγος.βαφτισιμιά = βαπτιστικιά, βαπτισμένο παιδί, πνευματικό τέκνοβγάνω = βγάζω (έβγανε – έβγαζε)βελέτζα = η  βελέντζα· βαρύ μάλλινο κλινοσκέπασμα με κρόσια, φλοκάτη.βερεσέδια= χρέη [βερεσές ο· Ι. 1. αγορά με πίστωση, πίστωση· 2. (πληθ.) οι βερεσέδες ή τα βερεσέδια· χρέη που οφείλονται σε έμπορο από αγορά με πίστωση· II. (επίρρ.) βερεσέ· χωρίς πληρωμή, με πίστωση (φρ. «πήρα βερεσέ το λάδι»)· III. (μτφ.) «τ’ ακούω βερεσέ»· δεν τα λαμβάνω σοβαρά υπ’ όψιν μου.βίκος =  ο (Α βικίον, το και βικία, η)· το φυτό vicia sativa, κατάλληλο για κτηνοτροφή.βιός = περιουσίαβίτσα, η = (Μ βίτσα)· 1. λεπτή και ευλύγιστη βέργα από δέντρο ή θάμνο· 2. μαστίγιο από σκοινί δεμένο σε κοντό ξύλινο ραβδί· 3. (φρ.) α. «βίτσα που σου χρειάζεται»· ξύλο που σου χρειάζεται· β. «χλωρή γυρίζ' η βίτσα»· όσο είναι κανείς νέος έχει εύπλαστο χαρακτήρα.βλαστημιά = βλασφημίαβλαφτικό = βλαπτικόβλάφτω = βλάπτωβλογημένος, η, ο = ευλογημένος, η, ο (βλογήσει = ευλογήσει)βολά = φοράβολεί = βολεύειβόρβορος = βούρκοςβουβώνω = δεν μιλώ (βουβάσου = σταμάτα να μιλάς, μείνε άφωνος, βουβός).βούκινο = το κέρατο που χρησιμοποιείται ως σάλπιγγα· || (νεοελλ.) (φρ.) «το κάνω βούκινο» ή «το βγάζω βούκινο»· διαδίδω ευρύτατα, διαλαλώ κάποιο μυστικό.βουλοκέρι =  πλαστικό είδος σφραγίσματος επιστολών.

Page 7: το άγνωστο λεξιλόγιο του παπουλάκου

βουτσί = βαρέλι με κρασίβρίσκουμαι = βρίσκομαιβυζανιάρικο = παιδί που βυζαίνει, θηλάζειγαλέτα = η· 1. είδος ψωμιού που έχει ψηθεί δυο φορές, παξιμάδι στρογγυλό ή τετράγωνο· 2. (ναυτ.) το άκρο τού καταρτιού σε σχήμα ρόμβου.γάνωμα  = από το γανώνω : (AM γανόω, -ώ)· κασσιτερώνω, καλύπτω την εσωτερική επιφάνεια χάλκινων σκευών με ρευστό κασσίτερο.γάστρα = και γάστρη, η)· 1. η γλάστρα· 2. τα μέρη τού σκάφους που βρίσκονται κάτω από την ίσαλο γραμμή, η πλεούσα || (νεοελλ.) πήλινο ή σιδερένιο ημισφαιρικό σκεύος με το οποίο σκεπάζουν φαγητό για να ψηθεί πάνω στη θράκα· || (αρχ.) το εξογκωμένο μέρος δοχείου ή αγγείου.γδικιωθεί = εκδικηθείγειάνω = γίνομαι καλά, θεραπεύομαι (γειάνει = υγιαίνει, γίνεται καλά)γεννήματα = συγκομιδή καρπών, συνήθως σιτηρώνγερόντοι = γέροντεςγητειά = και γητιά και γηθειά και γηθιά, η και γήτεμα, το [γητεύω]· 1. μαγική επωδή, ξόρκι· 2. τα μάγια, τα αντικείμενα που χρησιμοποιούνται για τα ξόρκια· 3. θέλγητρο, γοητεία.γιάνανε = θεράπευσανγιάνω = γίνομαι καλά, θεραπεύομαι (έγιανε = έγινε καλά)γιατίς = γιατίγιδίσιο  = από γίδιγινούμενα = γινόμενα, αυτά που γίνονται ή πραγματοποιούνται (γινούμενο = πραγματοποιούμενο)γιόμα = απόγευμαγιοματάρι =  το· κρασί από βαρέλι που ανοίχτηκε πρόσφατα.γιομάτος = γεμάτος (γιόμισε = γέμισε)γιούκος =  ρούχα στιβαγμένα το ένα πάνω στ’ άλλο.γιουρούσι = 1. έφοδος, εφόρμηση· 2. κατάχρηση, σφετερισμόςγιούρτα = μακρύ φόρεμα χωρίς μανίκι.γιοφύρι = γεφύριγιωργαλίτικο = γεωργαλίτικο, γρήγορο άλογο.γκαστριά = γυναίκα σε εγκυμοσύνη(γκαστρώθη = γκαστρώθη(κε), έμεινε έγκυος).γκλαβανή = και κλαβανή και κλιβανή, η· 1. οπαίο τής στέγης που κλείνει με κινητή πλάκα ή σανίδα και χρησιμεύει για φωτισμό, αερισμό ή έξοδο στο δώμα· 2. καταπακτή τού ισόγειου πατώματος που βρίσκεται πάνω από σκάλα και χρησιμεύει για την κάθοδο στο υπόγειο.γκρεμνός = γκρεμός, κρημνόςγλέπω = βλέπω, τηρώ, παρατηρώγλήγορα = γρήγοραγλίνα = η (Μ γλίνη)· 1. λίπος που βγαίνει από τον βρασμό κρεάτων και κυρίως χοιρινών· 2. στρώμα που σχηματίζεται στην επιφάνεια κρύου λιπαρού φαγητού ή μένει στα τοιχώματα τού μαγειρικού σκεύους· 3. χοιρινό λίπος στο οποίο συντηρούνται καρυκευμένα κρέατα (σύγγλινα)· 4. λίγδα· 5. γλοιώδης ζύμη πηλού· 6. αργιλότοπος (γλιστερός λόγω υγρασίας)· 7. άνθρωπος με γλοιώδη χαρακτήρα· 8. το φυτό ροκέλλη η φύκοψις, λειχήνα.γλυκάδι = (Α γλυκάδιον, Μ γλυκάδιν)· 1. γλύκισμα· 2. (κατ’ ευφημισμό) το ξίδι· || (νεοελλ.) (πληθ.) τα γλυκάδια· 1. αδένες τού σφαχτού, κυρίως του λαιμού και τού παγκρέατος· 2. οι όρχεις.γλυκοσαλιάσματα = σαλιαρίσματαγνέμη = γνώμηγογγύλι = το (Α γογγύλη και γογγυλίς, η· Μ γογγύλιν, το) [γογγύλος]· είδος λάχανου με στρογγυλό υπόγειο βλαστό.γούβα = λακούβαγουβί = τάφος («τούφτιαξε το γουβί του»)γουρμιασμένο = και γουρμασμένο, ωριμασμένογούρμιο = ώριμο, γινωμένο.γουρνοτσάρουχο = γουρουνοτσάρουχο: υπόδημα φτιαγμένο από  δέρμα χοίρου.

Page 8: το άγνωστο λεξιλόγιο του παπουλάκου

γουρουνίτσα = παιχνίδι που μοιάζει με το γκολφγροικώ = (α)γροικάω) 1. εννοώ, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, αναγνωρίζω· 2. αισθάνομαι, νιώθω· 3. έχω την αίσθηση τής ακοής, ακούω· 4. υπακούω, πείθομαι.γυναίκειες = γυναικείεςγυναικωνίτης = συνήθως το μέρος που λειτουργούνταν οι γυναίκες στην εκκλησία.δαιμόνοι = δαίμονεςδανεικαριά = δανεικάδαυλί = δαυλόςδέση = η (AM δέσις) [δω]· 1. το δέσιμο, η σύνδεση· 2. δέσμευση· 3. συναρμογή, συγκόλληση πολύτιμου λίθου σε κόσμημα· 4. πλοκή, σύνδεση δραματικού έργου· || (μσν.-νεοελλ.) 1. το σημείο όπου το νερό τού ποταμού διοχετεύεται στο μυλαύλακο· 2. ενότητα, σύνδεσμος· || (νεοελλ.) φράγμα ποταμού· || (αρχ.) 1. βαλάντιο· 2. (για φυτά) αρμός, άρθρωση.δημοσιά = δημόσιος δρόμοςδιαβατικός = διαβάτης, στρατοκόποςδιακονιάρης =  ζητιάνοςδιάκοψε = διέκοψεδιάνεμα = και γιάνεμα, το [διανεύω]· 1. νεύμα, γνέψιμο· 2. σχήμα ή περίγραμμα αντικειμένου που κινείται· 3. φευγαλέα κίνηση, διαβατική μορφή.διαφεντεύω = διαυθεντεύω, δηφενδεύω, δεφενδεύω, δεφεντεύω, διαφεδεύγω, διαφενδεύω, διαφεντεύω, διαφεντεύγω· 1. προστατεύω, υπερασπίζω, υποστηρίζω· 2. κυβερνώ, εξουσιάζω, διαχειρίζομαι.δικριάνι = το δικράνι  ξύλινο ή σιδερένιο εργαλείο για λίχνισμα αχύρων στο αλώνι.δίμιτος = 1. (για ύφασμα) αυτό που υφαίνεται με δύο μίτους, κλωστές· 2. (φρ.) «δίμιτη περιέλιξη», «δίμιτη συνδεσμολογία»· διάταξη με δύο μεμονωμένα, παράλληλα σύρματα που διαρρέονται από διαφορετικό ρεύμα. [Από τις λέξεις: δι + μίτος  (= νήμα)].διμούτσουνος η, -ο = αυτός που έχει δύο μουτσούνες (συνήθως για πυροβόλα με δύο κάννες, όπως το δίκαννο κυνηγετικό ή η δίκαννη πιστόλα που κυρίως λέγεται διμούτσουνη.δίπατος = με δύο πάτους («δίπατο σπίτι» = σπίτι με δύο ορόφους).δισάκκι = το (AM δισάκκιον)· 1. δύο μικροί υφασμάτινοι ή δερμάτινοι σάκκοι ενωμένοι στο στόμιο τους· 2. σάκκος, ταγάρι· || (νεοελλ.) (στρ.) διπλός ατομικός σάκκος ιππέων και πυροβολητών όπου τοποθετούν τα ατομικά τους είδη.δισταχτικός = διστακτικόςδούλεψη = υπηρεσία [δουλώνεστε = (υπο)δουλώνεστε]δραγατεύω = είμαι δραγάτηςδραγάτης = ο (θηλ. δραγάτισσα, η) (Μ δραγάτης)· αγροφύλακας και κυρίως αμπελοφύλακας  (βλ. δραγατεύω].δράμι = και δράμιο, το (Μ δράμιον)· 1. μονάδα βάρους ίση με το ένα τεσσαρακοστό τής οκάς· το δράμι αντιστοιχεί σε 3,203 γραμμάρια· 2. ελάχιστη ποσότητα («δεν έχει δράμι μυαλόδράμω = βαδίζω, πηγαίνω στο δρόμο (δράμει = πάει, προχωρήσει, περπατήσει  δράμανε = πήγανε στο δρόμο)δρασκελίζω = και δρασκελώ (-άω) (Μ δρασκελίζω και δρασκελεύω και δρασκαλεύω) 1. διαβαίνω πάνω από κάτι έχοντας τα σκέλη ανοιχτά· 2. μετρώ απόσταση με διασκελισμούςδριμόνι = και δριμόνι και δρομόνι, το [δέρμα]· κόσκινο με μεγάλες τρύπες για το καθάρισμα τών δημητριακών καρπών από ξένες ουσίες, αρολόγοςδρόλαπας = και δρολάπι, το· ραγδαία βροχή με παγωμένο άνεμο, ανεμοβρόχι, θύελλα.δύνεται = δύναταιδυχατέρα = θυγατέραδώκαν = έδωσανέγνοια = έννοιαεδεκεί  = εκεί ακριβώς

Page 9: το άγνωστο λεξιλόγιο του παπουλάκου

εδώθε = προς τα εδώεδωπά = εδώ ακριβώςεδωπέρα = προς τα εδώ, στη δική μας πλευράεκείθε = προς τα εκείελόγου σου = εσύ ο ίδιοςεμπατή = και αμπατή, η· 1. είσοδος σε υπόγειο από την οροφή του, καταρράχτης· 2. υπόγειο.εμπορευάμενος = είναι έμπορος (εμπορευάμενου  = εμπορευόμενου, εμπόρου)έμπυο = πύον: υγρό, αδιαφανές, φλεγμονώδες εξίδρωμα, πλούσιο σε αλλοιωμένα πολυμορφοπύρηνα λευκοκύτταρα ύστερα από φαγοκυττάρωση στην εστία μιας φλεγμονής·εναγώνια = εν αγωνία, με αγωνία («μ’ εναγώνια έκφραση»)ενεργούμενο = πειθαρχημένοενού = ενόςέντογιας = νάτοςεξόν = εκτόςεργοχειριάστης· αυτός που κάνει χειρωνακτική εργασία.εργοχειρίζω = κάνω χειρωνακτική εργασίαέρτουν = έρθουνέρχουμαι = έρχομαιευγενεία σου = ευγένειά σου, καλοσύνη σουευκή = ευχήευτύς = ευθύςεφτάγερος = πολύ γερός και δυναμωμένος (επτά φορές γερός)εφτούνος = αυτόςεχτός= εκτόςζα = τετράποδα ζώαζαγάρι = το ζαγάριον και ζαγάριν· κυνηγετικό σκυλί· || (νεοελλ.) 1. άνθρωπος αγροίκος, ευτελής· 2. ζώο κατοικίδιο ή μικρό ζώο που ζει στο δάσος.ζαλιά, η = φορτίο από ξύλα ή φρύγανα, το οποίο βαστάζει κάποιος στους ώμους, αλλιώς:  ζαλίκι.ζαλούκα = καλλικούτσα (μεταφορά ανθρώπου στον ώμο συνανθρώπου)ζαμάνι = το· (φρ.) «χρόνια και ζαμάνια»· πολύς καιρός, μεγάλο χρονικό διάστημα.ζάφτι = και ζάπτι και ζάπι, το (Μ ζάφτι και ζάπτι)· 1. κατάληψη· 2. περιορισμός, «μέτρο», φειδώ· 3. (φρ.) «κάνω ζάφτι» ή «κάνω ζάπι»· καταβάλλω, δαμάζω, επιβάλλομαι, κάνω κάποιον υποχείριο.ζεματισμένος, η, ο = καυτός, ή, ό.ζεμένο = ζώο δεμένο (: ζωμένο) στο χωράφι. Προφανώς η λέξη είναι παραφθορά του ρήματα ζώνω (ζωσμένος > ζωμένος > ζεμένος)ζεμπερέκι = και ζουμπερέκι, το· μπετούγια πόρτας που μοιάζει με μοχλό και υψώνεται με πίεση τού αντίχειρα.ζερβός = αριστερός (ζερβά = αριστερά, ζερβί = αριστερό)ζεστοκοπηθώ =ζεσταθώ.ζευγάς: ο [ζεύγος] =  1. αυτός που έχει ζεύγος βοδιών που καλλιεργούν τη γη, ο ζευγολάτης· 2. (παροιμ.) «ή παπάς παπάς ή ζευγάς ζευγάς» ή «ή ζευγάς ζευγάς ή καθάριος μυλωνάς»· δεν πρέπει να περισπάται κάποιος σε ασυμβίβαστες ασχολίες.ζέχνω = βρωμάωζητιανιά = επαιτείαζήτουλας = ζητιάνος, διακονιάρης, επαίτηςζίλι = το· 1. ταμπούρλο· 2. κρόταλο χορευτή ή χορεύτριας· 3. (στον πληθ.) τα ζίλια· τα δύο χάλκινα στρογγυλά κρόταλα, με τον ήχο τών οποίων συνοδεύονται τα κάλαντα.ζορίζω = δυσκολεύω (ζορίσουνε = δυσκολέψουνε)ζουγράφος = ζωγράφοςζουλάπι = και ζ'λάπι, το (Μ ζουλάπι[ν])· (νεοελλ.) 1. άγριο ζώο, ιδίως ο λύκος· 2. (υβριστ. για πρόσ.) βλάκας, χαζός· || (μσν.) φαρμακευτικό αφέψημα.ζούλια = ζήλεια

Page 10: το άγνωστο λεξιλόγιο του παπουλάκου

ζύγι = και ζύγιο, το (AM ζύγιον, Μ και ζύγιν και ζυγίν)· 1. η εξακρίβωση και ο καθορισμός με σταθμά τού βάρους ενός σώματος, ζύγισμα, ζύγιασμα, ζυγοστάθμιση· 2. (στον πληθ.) τα ζύγια ή ζυγά· τα εγκάρσια καθίσματα που ενώνουν τις απέναντι πλευρές πλοίου ή λέμβου· || (νεοελλ.) 1. ποσότητα ομοειδών πραγμάτων που ζυγίζεται μ’ ένα ζύγισμα («ένα ζύγι κάρβουνα»)· 2. (μτφ.) η θεία θέληση, η ροπή τής τύχης («αν φέρουν οι καιροί που ‘ναι στο ζύγι απάνω και τελειωθούν οι χρόνοι μου στα ξένα», Ερωτόκρ.)· 3. το μικρό βάρος που αναρτάται από το νήμα τής στάθμης, η μολυβήθρα, το βαρίδι· 4. (στον πληθ.) τα ζύγια· α) τα βάρη τών επιμέρους ζυγισμάτων ομοειδών εμπορευμάτων που καθορίζονται σε σταθμά («έχω 100 ζύγια σταφίδα»)· β) τα δύο ή τρία μικρά νήματα με τα οποία ο χαρταετός προσδένεται στο νήμα ανυψώσεως· γ) (φρ.) (για τελωνειακούς υπαλλήλους) «υπηρετεί στα ζύγια»· υπηρετεί στο τμήμα όπου γίνεται ο έλεγχος τού βάρους τών δασμολογούμενων εμπορευμάτων· || (νεοελλ.-μσν.) 1. μικρός ζυγός, πλάστιγγα, ζυγαριά («κρατεί στην χέραν της... το ζύγιν», Ερωτόκρ.)· 2. (στον πληθ.) τα ζύγια· τα σταθμά, διάφορα μέτρα βάρους («ζύγια βενέτικα», «ζύγια πολίτικα», «ζύγια εγγλέζικα»· μέτρα βάρους με βασική μονάδα, αντίστοιχα, τη βενετική, κωνσταντινουπολίτικη ή την αγγλική λίτρα.ζυγώνω = πλησιάζωζω, το= τετράποδο ζώοζωντανά, τα = ζώα (συνήθως τα γαϊδούρια, μουλάρια και άλογα)ζωσμένος = κυκλωμένος, πολιορκημένοςημεράδα = ηρεμία, νηφαλιότηταήρτες = ήρθεςθαλασσοδερνόταν =θαλασσοδέρνοντανθάμα = θαύμαθαματουργό = θαυματουργόθαμποχαράζει = γλυκοχαράζει το πρωϊνόθαρρετά = με θάρρος και παρρησίαθεληματικά = με τη θέληση, εκούσιαθέμε = θέ(λου)με.θένε = θέ(λου)νε.θεοτικό = που είναι του Θεού(«θεοτικά γράμματα» έλεγε ο Παπουλάκος σε αντίθεση με «τα άθεα γραμματα» τα οποία στηλίτευε).θεριακλής = ο, θηλ. θεριακλού και θεριακλίδισσα· 1. αυτός που κάνει χρήση θηριακής, ο οπιομανής· 2. αυτός που αγαπά με πάθος κάτι, ο μανιώδης για κάτι («θεριακλής τού καφέ»).θεριό = θηρίοθέτε = θέ(λε)τε.θημωνιά = και θημωνία και θεμωνιά (ΑΜ θημωνιά και στον Ησύχ. και θειμωνία και θημονιά) [θημών]· (νεοελλ.-μσν.) ο σωρός που σχηματίζεται από δεμάτια θερισμένων σιτηρών ή χόρτων· || (αρχ.) κάθε σωρός.θλίβουμαι = θλίβομαιθροφή = τροφήιγέ!.. =  και υγέ: επιφώνημα εκπλήξεως (ενδεχομένως η λέξη να είναι παραφθορά του όρου υγεία)ινάτι =γινάτι και γενάτι,  το· 1. πείσμα, ισχυρογνωμοσύνη· 2. αντιπάθεια που προέρχεται από πείσμα, εχθρική διάθεση, μίσος («τόν πιάσανε τα γινάτια»)· 3. (παροιμ.) «το γινάτι βγάζει μάτι»· το πείσμα οδηγεί σε απάνθρωπη συμπεριφορά ή βλάπτει τον ίδιο τον πείσμονα.ίσκα = και ήσκα και ύσκα: 1. κοινή ονομασία μύκητα που αναπτύσσεται κυρίως πάνω σε οξιές, βαλανιδιές και καρυδιές· 2. η ξεραμένη σάρκα τού ομώνυμου μύκητα η οποία χρησιμοποιείται ως προσάναμμα.ισκιερός = που έχει ίσκιο, δροσερόςιστοράει = ιστορεί, διηγείται, αφηγείταικα = κάτωκαβαλίνες = περιττώματα ζώων, ιδίωςκαβαλλαρέοι = καβαλλάρηδες, ιππείςκαδένα = η (Μ καδένα)· 1. αλυσίδα λεπτή (ρολογιού κ.λπ.) ή χοντρή (βαποριού)· 2. δεσμά, φυλακή· 3. περιδέραιο, κόσμημα· 4. αλυσίδα που κλείνει την είσοδο

Page 11: το άγνωστο λεξιλόγιο του παπουλάκου

λιμανιού· || (μσν.) δοκάρι που συνδέει τις πλευρές καραβιού στο μέγιστο πλάτος του.καζάρμα, η = στρατώνας.καζούρα η =πείραγμα, φάρσα για γελοιοποίηση κάποιου.καθάριο  = στάρινο αλεύρι.καθενού = καθενόςκάθικο = καθίκι, είδος δοχείουκάθισμα = συνήθως υπαίθριος χώρος αναπαύσεως ποιμένων στα βουνά.κάθουμαι = κάθομαι, αναπαύομαικακάβι= χωριάτικο καζάνι που καλείται και λεβέτι.κακάρισμα = το λάλημα των πετεινών // και καρκαρίζω (Μ κακαρίζω)· 1. (για κότες) κράζω κα-κα-κα· 2. (μτφ.) φλυαρώ θορυβωδώς.κακόπαθος = βασανισμένοςκακορίζικος= χωρίς καλή μοίρα, άμοιροςκακοτυχιά = κακοτυχίακαλαπόδι = σιδερένιο εργαλείο επισκευής υποδημάτω.καλιβώνω = καλιγώνω: ο καλιβωτής: αυτός που έχει ως επάγγελμα να καλιγώνει, πεταλωτής, αλλιώς  αλμπάνης.καλογερίστικο =  αυτό που ανήκει ή ταιριάζει σε μοναχόκαλοζωϊσμένος = που κάνει καλή ζωή, καλοφαγωμένοςκαλοστεκάμενος = καλοστεκούμενοςκάλπης = ο, θηλ. κάλπισσα· κίβδηλος άνθρωπος, απατεώνας, ψεύτης.καλυτέρεμα = καλλιτέρευσηκαλυτέρεψη = καλυτέρευσηκάμαρη – κάμαρα, δωμάτιοκαματερός = 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κάματο, καματάρικος, ο κατάλληλος για κοπιαστική δουλειά («άλογα καματερά»)· 2. (το θηλ. ως ουσ.) η καματερή· εργάσιμη μέρα, καθημερινή· 3. (το ουδ. ως ουσ.) το καματερό· α) βόδι κατάλληλο για όργωμα· β) οι μεταξοσκώληκες· γ) το πεύκο· || (νεοελλ.) φιλόπονος, προκομμένος, εργατικός· || (μσν.) 1. (το ουδ. ως ουσ.) τo καματερόν· γη καλλιεργήσιμη με άροτρο, χωράφι· 2. (για φορτηγά πλοία) κατάλληλος για φόρτωμα («καράβια καματερά», που λέει ο ποιητής)καμπόσοι = αρκετοίκαμωμένη = φτιαγμένη, κατασκευασμένηκαμώνεται = προσποιείται, τάχα μου, τάχα μου(καμώθηκε = προσποιήθηκε, υποκρίθηκε, καμονόνταν = προσποιούνταν)κάνιστρο = και κανίστρι, το (Α κάνιστρον και κάνιτρον και κάναστρον και κάνυστρον και κάναυστρον)· ευρύ και αβαθές καλάθι πλεγμένο από καλάμι ή λυγαριά, κανίσκι, πανέρι· || (αρχ.) πήλινο αγγείο, πινάκιο με σχήμα κανίστρου.καντηλέρι  =καντήλικαντούνι, το = καντόνιον, γωνία· || (νεοελλ.) στενό δρομάκι.κάπελας = ταβερνιάρηςκαπότα, η = είδος πανωφοριού, που έφτιαχναν από μαλλί γίδας. Την ράβανε και την ρίχνανε στη νεροτριβή.κάποτες = κάποτε (καπότες = κάποτε)καραμούτζα = η καραμούζα (και καρλαμούζα)· (νεοελλ.)· ζουρνάς· || (μσν.) γκάιντα.καραούλι = 1. φρουρά, φυλάκιο, βάρδια· 2. φρουρός, σκοπός, φύλακας· 3. (συνεκδ.) παρατηρητήριο, σκοπιά, βίγλα· 4. (φρ.) «κρατώ καραούλι» ή «φυλάω καραούλι»· α) φρουρώ, φυλάγω· β) ενεδρεύω, παραμονεύω, στήνω καρτέρι.καρδάρα = καρδάρι: δοχείο για το άρμεγμα τών ζώων, μικρή καρδάρακαρύτζαφλος = το καρύδι  του λαιμού. Στα χωριά των Καλαβρύτων, όταν έσφαζαν τα γουρούνια, το πρώτο πράγμα που έκαναν ήταν να βγάζουν το καρύδι του λαιμού του χοιρινού, που πολλοί το λένε «καρύτζαφλο» και να το ψήνουν στη φωτιά. Ακόμη και σήμερα πολλοί λένε: «θα του στρίψω το καρύδι» ή«θα σου βγάλω τον καρύτζαφλο»κασέλα, η = κιβώτιο επίμηκες και βαθύ όπου φυλάγονται κυρίως τα είδη ρουχισμού, σεντούκι, μπαούλο· || (νεοελλ.) (στα ελαιοτριβεία) δοχείο μέσα στο οποίο χύνεται από το πιεστήριο το λάδι ανάμικτο με νερό.

Page 12: το άγνωστο λεξιλόγιο του παπουλάκου

κασόνι: μέρος που τοποθετούν διάφορα είδηκαταλαγιάζω =και καταλλαγιάζω· 1. κάνω κάποιον να ησυχάσει, κατευνάζω, καταπραΰνω· 2. (αμτβ.) ησυχάζω, ηρεμώ· 3. (για πρόσ.) κατακλίνομαι, αναπαύομαι.κατάματα = κατ’ ευθείαν στα μάτιακατάπληχτος = κατάπληκτοςκαταπλούμιστος = γεμάτος στολίδια, πλουμισμένοςκαταρράχτης = συνήθως το ειδικό άνοιγμα στο ταβάνι της οικίας.κατάσπρα = κάτασπρα, ολόλευκακατάφατσα = πρόσωπο με πρόσωποκαταφέρνουνται = καταφέρονταικαταφονιαστηκε = βρυκολάκιασε ( περίπτωση νεκροφάνειας)καταφρόνια, η  =  1. καταφρόνηση, περιφρόνηση· 2. ταπείνωση, εξευτελισμόςκαταχωνιάζω = 1. χώνω βαθιά, κατακαλύπτω με χώμα, θάβω· 2. κρύβω, εξαφανίζω («πού τό καταχώνιασες πάλι το βιβλίο μου;»)· 3. καταπίνω, καταβροχθίζωκαταχωνιασμένος = ενταφιασμένοςκατεβασιά = τα ορμητικά νερά χειμάρρου ή άλλου ξεροπόταμου που έρχονται κατόπιν μεγάλης βροχής.κατζίκι = κατσίκικατηγόραε = κατηγορούσεκατηγόρια = κατηγορίακατρουλήθρα = είδος χόρτου που χρησιμοποιόταν για σκούπισμα των αλωνιώνκατσιαβός = κατσιασμένος, ισχνός.κατσικοπόδαρος = 1. αυτός που έχει πόδια κατσίκας, τραγοπόδαρος· 2. (σκωπτικός χαρακτηρισμός ανθρώπων) αυτός που έχει πολύ ισχνές κνήμες· 3. (το αρσ. ως ουσ.) ο κατσικοπόδαρος· α) ο καλικάντζαρος· β) ο διάβολος· 4. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο κατσικοπόδαρος, η κατσικοπόδαρη· άνθρωπος που φέρνει κακοτυχία, γρουσούζης.κατσιφάρα = η καταχνιά (και καταχνία και κατεκνιά)· ομίχλη, ομιχλώδης καιρός· || (νεοελλ.) 1. (μτφ.) ζάλη· 2. θλίψη, μελαγχολία· || (μσν.) σκοτούρα, φροντίδες.κατσούλα = είδος καπέλου το οποίο κάλυπτε όλο το πρόσωπο, για να προφυλάσσονται οι χωρικοί από το κρύο.κατσούλι = το γατί, μικρή γάτα, γατάκικάτσω = κάθομαι (κάτσει = καθίσει)κατώι = κατώγι: και κατώι και κατώγειο, το (Μ κατώγαιον και κατώγειον και κατώγιν)· το διαμέρισμα σπιτιού που είναι κτισμένο κάτω από την επιφάνεια τής γης, το υπόγειο που χρησιμεύει συνήθως ως αποθήκη· || (νεοελλ.) 1. (για διώροφη αγροτική κατοικία) το ισόγειο που χρησιμεύει ως αποθήκη ή ως στάβλος· 2. (παροιμ.) α) «ο Μανώλης με τα λόγια χτίζει ανώγια και κατώγια»· για ανέργους που υπεραισιοδοξούν· β) «μαντζουράνα στο κατώγι, γάιδαρος στα κεραμίδια»· για ασυνάρτητη ομιλία· γ) «το κατώι σαν αδειάσει, τα σφαλάγγια τό γιομίζουν»· όπου υπάρχει φτώχεια υπάρχουν και πολλά δεινά.κατώφλι = και κατώφλιο και κατώφιλιο, το (Μ κατώφλιον και κατώφλιν)· το ξύλινο ή λίθινο κομμάτι που συνδέει τις πλευρές θύρας ή παραθύρου στο κάτω μέρος τους || (νεοελλ.) 1. στάθμη, όριο, κρίσιμο σημείο μετά από το οποίο αρχίζει ή εκδηλώνεται κάτι (α. «το κατώφλι τών γηρατειών»· β. «κατώφλιο ακουστότητας»)· 2. (φρ.) α) «δεν έχει πατήσει το κατώφλι τού σπιτιού μου»· δεν ήλθε ποτέ στο σπίτι μου· β) (ψυχολ.) «κατώφλιο συνειδήσεως»· ο ελάχιστος βαθμός έντασης εξωτερικού ερεθισμού ο οποίος απαιτείται για να γίνει αντιληπτός ως αίσθημα. («παραστάδα τής πόρτας»).κατωχωριό = το κάτω χωριό.καφοκούτι = κουτί του καφέ.καφουρντιστήρι = ειδικό εργαλείο που έψηνε κόκκους καφέ στη φωτιά.κει = εκεί («άστο κει χάμου»: άστο εκεί κάτω)κείνος = (ε)κείνοςκεμέρι, το = 1. δερμάτινη ζώνη μέσα στην οποία οι χωρικοί φύλαγαν τα χρήματά τους· 2. (συνεκδ.) βαλάντιο, κομπόδεμα, αποταμιευμένα χρήματα.

Page 13: το άγνωστο λεξιλόγιο του παπουλάκου

κεχαγιάς = και κεαγιάς, ο (Μ κεχαγιάς)· (στην Οθωμανική Αυτοκρατορία) 1. τιτλούχος τής σουλτανικής Αυλής· 2. γραμματέας ανώτατου αξιωματούχου· 3. αξιωματικός τού οθωμανικού ιππικού· 4. οικονόμος ή φροντιστής μεγάλης οικογένειας· 5. επίτροπος, προϊστάμενος, επιτηρητής.κηρύχνω = κηρύττωκινάω = (ξε)κινάωκιντυνεύω = κινδυνεύω (κιντυνέψει = κινδυνεύσει, κινδυνέψει)κιοτεύω [κιοτής] = 1. δειλιάζω· 2. κάνω κάποιον να δειλιάσει τρομάζοντάς τον.κιτάπι, το = βιβλίο ή τετράδιο σημειώσεων («γιά να δούμε τί γράφουν τα κιτάπια»).κλαδευτήρι = το (Α κλαδευτήριον, Μ κλαδευτήρι) [κλαδεύω]· όργανο που χρησιμεύει στο κλάδεμα· || (αρχ.) στον πληθ.) τὰ κλαδευτήρια· εορτή κατά την εποχή τού κλαδέματος τών δέντρων.κλεφτουργιά = κλεφτουριά: το σύνολο τών κλεφτών, επί τουρκοκρατίας, το κλεφτικό, η κλεφτιά.κληματσίδα = και κλεμαξίδα:· κληματόβεργα, κληματίδα.κλιέβω = κλέβωκόβουνται = κόβονταικοζιά = μαλλί αιγών (γιδιών)κόζινο = ύφασμα από μαλλί αιγών (γιδιών)κοιλογύρισμα = πονόκοιλοςκοκκκιναπιδιά = αχλαδιά με κόκκινα αχλάδιακοκκολόϊ = καρποί δένδρων (συνήθως καρύδια ή κάστανα), που μαζεύονται μετά το ράβδισμά τους.κοκκότα = καρύδικολάζω = κάνω κάποιον αμαρτωλό  (κολάζομαι – αμαρτάνω)κολατσιό = πρόχειρο φαγητό (κολάτσισε = έφαγε κάτι πρόχειρο)κολέγας = βλέπε κολήγος.κόλλυβα = βρασμένο σιτάρι, ανάμικτο με ζάχαρη, σταφίδες, αλεύρι, ρόδι και άλλα αρτύματα, το οποίο, σύμφωνα με τη χριστιανική συνήθεια, φέρεται στην εκκλησία κατά την τέλεση μνημοσύνου· || (αρχ.) 1. νόμισμα μικρής αξίας, κόλλυβος· 2. (στον πληθ.) μικρές στρογγυλές πίτες. Βλέπε: σπερνά.κολόστρα = κολάστρα:  βλέπε πυτίακονάκι = το (Μ κονάκι[ν])· 1. κατάλυμα, κατοικία· 2. (φρ.) «κάνω κονάκι»· καταλύω, σταθμεύω· || (νεοελλ.) 1. το κτηριακό συγκρότημα τού ιδιοκτήτη σ’ ένα τσιφλίκι· 2. (στην Τουρκία) διοικητήριο.κονεύω μένω σε κάποιο κονάκι προσωρινά, ξενυχτώ [κονέψει = μένει (συνήθως ξενυχτά) στο κονάκι (σπίτι)]κόνισμα = εικόνισμακονοστάσι = εικονοστάσικόπανος = ο (ΑM κόπανος)· (νεοελλ.) 1. κόπανο· 2. το πίσω μέρος τού κοντακιού τών όπλων, υποκόπανος· 3. μικρό σφυρί που χρησιμοποιούν οι βαρελάδες και οι καλαφάτες, ματσόλα· 4. εργαλείο που χρησιμοποιείται για την ισοπέδωση τού εδάφους· 5. παλαιό χειρωνακτικό εργαλείο για το αλώνισμα τών δημητριακών· 6. (μτφ.) άνθρωπος ανόητος ή άξεστος· || (μσν.) είδος βάρκας· || (αρχ.) είδος ψαριού τής οικογένειας τού θύννου, αλλ. σκέπανος.κοπιάζω = έρχομαι, («κόπιασε: πλησίασε, καλώς όρισες…»)κόπιλλα = εύφλεκτα ξύλα για το άναμμα της φωτιάςκοπρίζω = από την κόπρο: Ι. ρίχνω κοπριά στα χαράφια για λίπασμα, λιπαίνω με κοπριά  2. αφοδεύω, αποπατώ· 3. (μτφ.) κατασπιλώνω, καταρρυπαίνω· || (αρχ.) (για φυτά) ενεργώ ως κοπριά.κοπρώνας = 1. τόπος όπου αποπατούν, αποχωρητήριο, αφοδευτήριο· 2. τόπος όπου συσσωρεύονται ακαθαρσίες και δύσοσμες ύλες.κορνιαχτός = κουρνιαχτός και κορνιακτός· σκόνη, κονιορτός.κόρσα =  εργαλείο κοπής θάμνωνκόρυζα = η (ΑM κόρυζα)· 1. ρινικός κατάρρους, κρυολόγημα με καταρροή, συνάχι· 2. η βλέννα τής μύτης, η μύξα.

Page 14: το άγνωστο λεξιλόγιο του παπουλάκου

κορύτος, ο = και κορύτα, η· ξύλινη σκάφη από σκαμμένο κορμό δένδρου η οποία χρησιμεύει για πότισμα ζώων.κόσκινο = 1. σκεύος με κυκλική ξύλινη ή μετάλλινη στεφάνη και λεπτό πλέγμα, διάτρητη πλάκα ή δέρμα, το οποίο χρησιμοποιείται για τον αποχωρισμό ξένων στοιχείων, ή κόκκων μεγαλύτερων από τις οπές τού πλέγματος, από υλικά σε μορφή σκόνης ή κόκκων.κοτάω  = τολμάωκοτούλα = μικρή όρνιθακούδα = το κάτω μέρος της φούστας, που έραβαν κατά τέτοιον τρόπο ώστε να δείχνει φουντωτό,  πεταχτό.κουζουλός -ή, -ό (Μ κουζουλός, -ή, -ό)· 1. τρελός, ζουρλός· 2. κουλός, ανάπηρος στο ένα ή και στα δύο χέριακουκί = και κουκκί, το (Μ κουκίον και κουκίν)· 1. ο καρπός τού φυτού κύαμος, τής κουκιάς· 2. κόκκος, σπυρί, κουκούτσι· || (νεοελλ.) 1. (σκωπτικά) (στον πληθ.)τα κουκιά· οι ψήφοι ή οι ψηφοφόροι· 2. (φρ.) «κουκιά μετρημένα»· λέγεται για πράγματα που μπορούν να υπολογιστούν με ακρίβεια· 3. (παροιμ.) α) «κουκιά τρως, κουκιά μαρτυράς» ή «κουκιά τρως, κουκιά μολογάς»· λέγεται για αφελή άνθρωπο που δεν εμβαθύνει στην ουσία τών πραγμάτων· β) «καλημέρα, Γιάννη! — Κουκιά σπέρνω»· λέγεται για πρόσωπα που δεν μπορούν να συνεννοηθούν και απαντούν άλλα αντ' άλλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. κουκίν (αντί κουκαί) < κοκκίον(με κώφωση τού -ο- < κόκκος].κουλλούρα αλωνιού = εργαλείο με μορφή και σχήμα μεγάλου κρίκου, που έβαζαν στο στιχερό (= κεντρικό στύλο) του αλωνιού.κουλούντρα = χοντράδικουμάσι = το (Α κουμάσιον)· ορνιθώνας, κοτέτσι· || (νεοελλ.) 1. μικρό σπιτάκι για κατοικίδιο ζώο, κυνοστάσιο ή χοιροστάσιο· 2. (για πρόσ.) ευτελής, φαύλος.κουμπάνια = 1. τα αποθηκευόμενα τρόφιμα στα πλοία για το ταξίδι· 2. εφοδιασμός με τρόφιμα, προμήθεια τών αναγκαίων.κουμπούρα = 1. βραχύκαννο πυροβόλο όπλο, πιστόλα· 2. άνθρωπος καθυστερημένος, παλαιών αντιλήψεων και αμόρφωτος, μπουμπούνας· 3. κακός μαθητής, μαθητής συνεχώς αδιάβαστος· 4. (φρ.) «τό έσκασε κουμπούρα»· α) έφυγε κρυφά· β) δεν πλήρωσε το χρέος του.κούπα =  1. είδος χαρτιών τής τράπουλας στα οποία απεικονίζεται κόκκινο καρδιόσχημο σύμβολο και, παλαιότερα, απεικονιζόταν ποτήρι· 2. είδος παιχνιδιού με τράπουλα· 3. (φρ.) «γίναμε από κούπες» ή «τά κάναμε από κούπες»· φιλονικήσαμε, μαλώσαμε· 4. το φυτό λάγυνος η κοινή· || (νεοελλ.-μσν.) 1. ποτήρι, κύπελλο· 2. βαθύ πιάτο· 3. η περιεκτικότητα ενός κυπέλλου («έβαλα στο γλυκό δύο κούπες ζάχαρη»)· || (μσν.) 1. αγγείο, μεγάλο δοχείο· 2. λύχνος, ποτήρι καντήλας· || (αρχ.) θολωτή τάφρος, τάφος. || η τύφλωση («αυτός ο άνθρωπος είναι κούπα»)κούργιαλο = κρύσταλλο χιονιούκουρελού = ύφασμα που το έφτιαχναν στον αργαλειό με κουρέλιακουρνιάζω = 1. (για όρνιθες και γεν. για πνηνά) κοιμάμαι στην κούρνια, αναπαύομαι κατά τη νύχτα· 2. (για ανθρώπους) βρίσκω κατάλυμα, διανυκτερεύω, βρίσκω καταφύγιο· 3. κοιμάμαι νωρίς.κούρος = το κούρεμα των αιγοπροβάτων.κουσελού = από το κουσελεύω [κουσέλι]· διαβάλλω, συκοφαντώ, κακολογώ, κουσκουσουρεύω κάποιον.κουτάβι = το μικρό σκυλί, σκυλάκικουτούλα = πέτριχη υποδοχή νερού πηγής ή βρύσηςκούτουλο =  συνήθως το κέρατο (από το  κούτελο = μέτωπο)κουτουράδα = ανοησίακούτσουρο = και κουτσούρι, το· 1. κορμός δένδρου κομμένος ή κλαδεμένος· 2. χοντρό ξύλο που χρησιμεύει συνήθως ως καυσόξυλο· 3. κορμός αμπελιού· 4. κομμάτι χοντρού κορμού πάνω στο οποίο ο κρεοπώλης κόβει το κρέας· 5. (μτφ.) αμόρφωτος, αγράμματος· 6. (για μαθητή) αμελής, αδιάβαστος («έμεινε στην ίδια τάξη γιατί ήταν κούτσουρο»)· 7. (παροιμ.) «το ποτάμι κάθε μέρα κούτσουρα δεν κατεβάζει»· κάθε μέρα δεν παρουσιάζονται ευκαιρίες για κέρδος.κουφάλα = ευρυχωρία κορμού δένδρου

Page 15: το άγνωστο λεξιλόγιο του παπουλάκου

κουφάρι = πτώμακραίνω =  κραιαίνω και κρααίνω (Α)· (ποιητ. ρ.) 1. φέρω εις πέρας, τελειώνω, εκτελώκρένω = και κραίνω· λέγω, μιλώ· || (νεοελλ.) απευθύνω τον λόγο προς κάποιον.κρησάρα = η (Α κρησέρα, ιων. τ. κρησέρη, ελεατ. κραάρα)· λεπτό κόσκινο με το οποίο καθαρίζεται το αλεύρι από τα πίτουρα, αλλ. σήτα.κριματισμένος = ο άνθρωπος που έχει κρίματα, αμαρτήματα. [κριματίζω: Μ. κριματίζω [κρίμα]· 1. (ενεργ.) κάνω κάποιον να αμαρτήσει, κολάζω κάποιον· 2. (μέσ.) κριματίζομαι· αμαρτάνω, πέφτω σε αμαρτία, κολάζομαι· 3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κριματισμένος, -η, -ον· αμαρτωλός].κρύβουνται = κρύβονταικυβερνημένος = ελεγχόμενος, κατευθυνόμενοςκωλοσάρα = κατηφορικό μέρος όπου τα παιδιά αρέσκονται να κατέρχονται καθισμένα άνευ υποστηριγμάτων.λαγαρός = καθαρός, ξάστερος, κρυστάλλινοςλαγοκοιμισμένος = αυτός που κοιμάται με κάθε επιφύλαξη (λαγοκοιμόταν = κοιμόταν σαν τον λαγό, με κάθε προφύλαξη)λαγούμι = και λαούμι, το· 1. υπόνομος, οχετός, βόθρος, καταβόθρα· 2. γαλαρία, στοά μεταλλείου ή υπόγειο όρυγμα που ανοίγεται για να τοποθετηθούν εκρηκτικές ύλες που προορίζονται για ανάφλεξη.λάζος  = είδος σουγιά που η λεπίδα του μαζεύεται στη λαβή.λάθεια = λάθηλαθεμένος = λανθασμένος, πεπλανημένοςλαθεύομαι = κάνω λάθοςλαιμαργιά = η λαιμαριά: το περιλαίμιο τής σαγής τών ζώων, το περιαυχένιο.λαϊνα = λαγήνι, λαγούμιλακίζω = το βάζω στα πόδια, τρέχω (λάκισε = τόβαλε στα πόδια)λάλημα = το (AM λάλημα) [λαλώ]· ομιλία, λόγος, φλυαρία· || (νεοελλ.) 1. κελάδημα ή φωνή πτηνού («τού πετεινού το λάλημα»)· 2. ήχος μουσικού οργάνου, πνευστού ή έγχορδου· 3. (στον πληθ.) τα λαλήματα· τα λαλούμενα, δηλ. τα μουσικά όργανα που απαρτίζουν μικρή λαϊκή ορχήστρα.λαλιά = μιλιάλαμπικαρίζω = γυαλίζω, καθαρίζω (λαμπικαρίστηκαν = γυαλίστηκαν, καθαρίστηκαν)λαμπόγυαλο = το γυαλί της λάμπας.λανάρι = εργαλείο με το οποίο ξαίνεται και καθαρίζεται το μαλλί πριν από το κλώσιμο. (λαναρίζω = ξαίνω μαλλί με τη λανάρα)λάτα = 17 κιλος τενεκές.λάτρα = η· 1. φροντίδα, περιποίηση, υπηρεσία· 2. καθαριότητα, καθάρισμα, συγύρισμα, μέριμνα για τις δουλειές τού σπιτιού («νερό για λάτρα»· νερό μη πόσιμο, κατάλληλο μόνο για πλύση, καθαριότητα και κάθε άλλη χρήση στο σπίτι).λαχαίνω =  λαγχάνω  και λαχάνω: περιέρχομαι σε κάποιον με κλήρο, πέφτω στον κλήρολεβέτης  =  λέβητας, καζάνιλειψός = ελλιπής, λιγοστός λεσιά = μέρος συνήθως δίπλα σε ρέμα (=ξεροπόταμο)λεφτά =  χρήματαλεφτό = λεπτό, νόμισμαλησμονάω = ξεχνώλιακωτό = και ηλιακωτό, το· χώρος τού σπιτιού εκτεθειμένος στον ήλιο είτε απευθείας είτε διά μέσου υαλοπινάκωνλιγδιάρης = γεμάτος λίγδα, χοιρινό λίπος (λιγδιάρικα = γεμάτα λίγδα)λιγοθυμώ = λιποθυμώλιοψημένος = (η)λιοψημένοςλιχνάω =  λιχνίζω: αποχωρίζω το άχυρο από το σιτάρι με το λιχνιστήρι, λικμίζωλογιάζω = λογαριάζω (λογαριαζούμενος = αυτός που λογαριάζεταιλογιώ = λογιών, ειδών

Page 16: το άγνωστο λεξιλόγιο του παπουλάκου

λουμίνι = 1. φιτίλι καντηλιού· 2. ο κάλυκας τού φυτού βαλλωτή, ο οποίος χρησιμοποιούνταν ως φιτίλι καντηλιού.λουσέρνα = είδος λυχναριού με λάδι.λυχνάρι = το (Α λυχνάριον, Μ λυχνάριν) [λύχνος]· (νεοελλ.-μσν.) λύχνος· || (μσν.) πολύτιμος λίθος, ρουμπίνι· || (αρχ.) μικρή λυχνία.λωβιασμένος = ο λωβιάρης: λεπρός || (νεοελλ.) 1. (για καρπό) κακής ποιότητας, ελαττωματικός· 2. (για πρόσ.) α) αδύνατος· β) ανάπηρος· γ) ανάξιος λόγου, ασήμαντος.μάγγανο = και μάγκανο και μαγγάνι, το και μάγγανος, ο, και μαγγάνη, η (AM μάγγανον)· 1. βαρούλκο, γερανός· 2. (στο Βυζάντιο) α) ονομασία διαφόρων πολεμικών μηχανών οι οποίες είχαν ως κοινό χαρακτηριστικό στοιχείο τον τροχό· β) η αφετηρία στον ιππόδρομο κατά την ιππάφεση· γ) (φρ.) «κουράτορες τών μαγγάνων»· οι μαγγανάριοι· || (νεοελλ.) 1. (τεχνολ.) α) χειροκίνητο κλωστικό εργαλείο που χρησιμεύει στη μεταφορά και περιτύλιξη τού νήματος σε καρούλια ή μασούρια, αλλ. ροδάνι ή σβίγα· β) το μαγγανοπήγαδο· γ) απλό μηχάνημα με το οποίο έλκεται η μεταξωτή κλωστή από τα βομβύκια και τυλίγεται σε ανέμη ή σε μασούρι· δ) ορθογώνιο ή στρογγυλό πλαίσιο στο οποίο τεντώνεται το ύφασμα για να κεντηθεί, αλλ. κεντητικός ιστός· || (αρχ.) 1. αλυσιδωτό σύστημα με κάδους για την ανέλκυση βαρών· 2. (φρ.) «τον νου σου μη σέ πιάσει ο μάγγανος»· πρόσεξε μη σέ πιάσει η καταδιωκτική δικαστική αρχή· || (νεοελλ.-μσν.) κάθε χειροκίνητο ή ζωοκίνητο συμπιεστικό μηχάνημα, πιεστήριο ελαιοτριβείου ή οινοποιείου, σφιγκτήρας, συσφιγκτήρας· 3. κυλινδρικό πιεστήριο που χρησιμοποιείται στην υφαντουργική για τη λείανση και στίλβωση υφασμάτων, κυρίως μεταξωτών· || (μσν.) δόκανο, παγίδα· || (αρχ.) 1. κάθε μέσο με το οποίο μαγεύει, θέλγει ή γοητεύει κάποιος, μαγικό φίλτρο· 2 (κατά τον Ησύχ.) «γάγγαμον», αλιευτικό δίκτυο· 3. βάλανος μοχλού θύρας, μάνδαλος, μάνταλο.μαγκάνι = ή μαγγάνι, όργανο σύσφιξης ή σύνθλιψης (μαγκανοπήγαδο ή μαγγανοπήγαδο)μαγκανίζω = μαγγανίζω 1. βάζω ή σφίγγω κάτι στο μάγγανο, περνώ κάτι από το μάγγανο· 2. συνθλίβω, συμπιέζω, συσφίγγω, μαγγώνω· 3. (μτφ.) στενοχωρώ, βασανίζωμαγκούφης = ανύμφευτος (ανύπαντρος), εργένηςμάειδε = μα είτεμαζώματα = συγκεντρωμένα πράγματαμαζώνω = συγκεντρώνω (μάζωξε = μάζεψε, συμμάζεψε μαζώχτηκαν = συγκεντρώθηκαν)μαϊνάρω = 1. αφήνω ελεύθερο το σχοινί, χαλαρώνω· 2. κοπάζω, γαληνεύω («μαϊνάρισε ο αέρας»).μαλαγανιά = κατεργαριά, πονηριάμαλακωμένος = πιο ήρεμος και νηφάλιος («Μαλακωμένος ο Βυτινιώτης τον κοίταξε και του τούπε:…»)μαλαματικό = μαλαματένιομαλλινάρισα =  συνήθως απηύδησαμανέστρα = Σε ορισμένα Καλαβρυτοχώρια, όπως το Βεσίνι, μανέστρα ονομάζουν τις χυλοπίτες, ενώ άλλοι μιλούν για ένα είδος ζυμαρικού, όπως το κριθαράκι.μανιάζομαι = καταλαμβάνομαι από μανίαμανιάζουν = καταλαμβάνονται από μανίαμανουάλια = μανάλιαμάνταλλο = και μάνδαλο, το· ο μάνταλος, η αμπάρα, ο σύρτης.μαντανία =  η μπατανία· μάλλινο κλινοσκέπασμα, κουβέρταμαντάτο = νέο, μήνυμαμαρτίνα = το μαρτίνι: 1. οικόσιτο αρνί, θρεφτάρι· 2. είδος πτηνού, νήσσαμάσια =  και  μασιά ή μασά, η· 1. εργαλείο για το σκάλισμα τής φωτιάς, τσιμπίδα· 2. είδος λαϊκού μουσικού οργάνου στη Θράκη.μάστορης = μάστορας, τεχνίτηςμάσω = μαζεύω («θα μάσεις = θα μαζέψεις»)μάτα = ξανά

Page 17: το άγνωστο λεξιλόγιο του παπουλάκου

ματαγίνω = ξαναγίνωματάδε = ξανάδε , είδε εκ νέουματαδώ = ξαναδώματακούσω = ξανακούσωματανταμώνουμε = ξανανταμώνουμε («θα μαντανταμωθούμε» =  θα ξανασυναντηθούμε)ματαπάρω = ξαναπάρωματαπιάνω= ξαναπιάνωματαράτσι = χοντρό ύφασμαματαρθώ = ξανάρθω (ματάρθω= ξανάρθω (ματάρχουμαι = ξανάρχομαι, ματάρχουνται =  ξανάρχονται)ματαρχίζω = ξαναρχίζωματασταθώ = ξαναστηθώ  (από το μετά + στήνω)μάτιασμα = βασκανία, βλαπτική επίδραση που δέχονται πρόσωπα, ζώα ή αντικείμενα από εξωτερική ενέργεια, η οποία προέρχεται από κάποιο πρόσωπο που πιστεύεται ότι έχει έμφυτη προδιάθεση γι' αυτό· || (αρχ.) κακολογία, φθόνος. Βλέπε λέξη βάσκανοςματσούκι =  1. ρόπαλο· 2. πέος.μαυλίζω = μιμούμαι φωνή (μαύλισμα = μίμηση φωνής ( «μαύλα τα γουρούνια να φάνε»), εκμαυλίζωμελίγκρα = και μελίγρα, η· (ζωολ.) κοινή ονομασία τών αφιδών, μικροσκοπικών φυτοφάγων εντόμων που προσβάλλουν κατά την άνοιξη τα φυτά απομυζώντας τους χυμούς ή το πλάσμα τών κυττάρων και επιφέρουν την πλήρη αποξήρανση ολόκληρων οργάνων.μερδικό = μερτικό, μερίδιομερεύω = ηρεμώ, γαληνεύω («θα μερέψουνε» = «θα ηρεμήσουν»)μεριάζω = [μεριά]· 1. παραμερίζω, μετακινούμαι, υποχωρώ από τον τόπο μου («μέριασε, βράχε, να διαβώ», Βαλαωρ.)· 2. μετακινώ, απομακρύνω, παραμερίζω κάτι.μερωμένος – ημερωμένος, γαληνεμένοςμεσάντρα = ξύλινο χώρισμα δωματίων.μεσιανός = μεσαίος, μεσιανή = μεσαία («μεσιανή πόρτα»)μεσιτεύω = και μεσιτεύγω και μισιτεύγω· (ΑM μεσιτεύω) [μεσίτης]· 1. ενεργώ ως μεσίτης, παρεμβαίνω ή μεσολαβώ μεταξύ δύο προσώπων ή ομάδων για να τούς συμβιβάσω, να τούς συμφιλιώσω ή για να συνάψουν συμφωνία· 2. ενεργώ για σύναψη αγοραπωλησίας, μίσθωσης ή συνοικεσίου, κάνω τον μεσάζοντα· || (νεοελλ.-μσν.) παρακαλώ για κάποιον· || (μσν.) 1. χρησιμοποιώ κάτι ως μέσο για την επιτυχία ενός σκοπού· 2. σώζω· 3. (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ό μεσιτεύων· αιρετός δικαστής· || (αρχ.) 1. ενεχυριάζω κτήμα, υποθηκεύω· 2. μεσιδιώ· 3. προσθέτω ως τρίτο συστατικό· 4. (για χρήματα) έχω κατατεθεί σε μεσιτοφύλακα· 5. βρίσκομαι στο μέσο ή κατέχω τη μεσαία θέση.μεταγυρεύω =  ξαναγυρεύωμετακουνηθώ ή ματακουνηθώ = ξανακουνηθώ απ’ την θέση μουμετάληψη = Θεία κοινωνίαμεταμπαρωθώ  ή ματαμπαρωθώ = ξαναμπαρωθώμετανίζω= κάνω μετάνιεςμετανιωμός = μετάνιωμα, μεταμέλειαμηγαρίς =  μήγαρις και μήγαρι και μηγάρις και μηγάρι και μήγαρ (Μ μήγαρι και μήγαρις και μηγάρις)· (διστακτικό μόριο) μήπως, μήπως τυχόν, μπας και, σάμπως («μήγαρις έχω τίποτε άλλο στον νου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα;», Διούσιος Σολωμός).μηδά = από το μηδέ και μηδαμά ή μηθαμά (Α)· (επίρρ.) 1. (χρόνου) ποτέ, μηδέποτε· 2. (τρόπου) με κανέναν τρόπομηνίγγια = μηλίγγια, από το  μηλίγγι και μελίγγι, το (Α μηνίγγιον)· η μήνιγγα· || (αρχ.) υποκορ. τού μήνιγξ.μηνύω = διαμηνύω, στέλνω μήνυμα (του μήνυσε = διαμήνυσε, έστειλε μήνυμα)μιανής = μίας  γυναίκας, που δεν προσδιορίζεται

Page 18: το άγνωστο λεξιλόγιο του παπουλάκου

μιλιούνια =  από το μιλιούνι και μελεούνι, το (Μ μιλιούνι και μιλούνιν)· εκατομμύριο· || (νεοελλ.) (στον πληθ.) μιλιούνια· πολυάριθμο, ανυπολόγιστο πλήθος, απροσδιόριστος αριθμός («οι μύγες ήταν μιλιούνια»).μισεμός = και μισευμός, ο (Μ μισεμός και μισσεμός και μισευμός) [μισεύω]· 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μισεύω, η αναχώρηση κάποιου από την πατρική εστία και η διαμονή του σε ξένο τόπο, η ξενιτιά, η αποδημία, ο εκπατρισμός («τού μισεμού σου κατόπι αποζήτησα κάποιο σημάδι κάπου να βάλω», Παλαμ.)· 2. (μτφ. για αστέρα) δύση· 3. (μτφ.) αναχώρηση από τη ζωή, θανάτος· 4. απόπλους πλοίου και όλες οι εργασίες και οι χειρισμοί που σχετίζονται με αυτόν («το σινιάλο τού μισευμού»).μισεύω, μισσεύω και μισεύγω (Μ μισεύω και μισσεύω και μισεύγω)· 1. (γενικά) αναχωρώ από έναν τόπο, ξενιτεύομαι  2. (ειδικά) αποδημώ, εκπατρίζομαι, ξενιτεύομαι («σαν τούς αποχαιρέτησε κι εμίσσευγε», Ερωτόκρ.)· 3. εγκαταλείπω κάποιον αβοήθητο· 4. απομακρύνομαι, φεύγω, αναχωρώ· 5. αποσύρομαι, αποχωρώ· 6. διαφεύγω, ξεφεύγω· 7. (για τον χρόνο) περνώ, τελειώνω· 8. (για οργανική βλάβη) θεραπεύομαι· 9. (για πλοίο) αποπλέω· 10. (μτφ.) α) πεθαίνω· β) εκλείπω, εξαφανίζομαι.μισογόμι = ισομερές φόρτωμα, στη μέσημισοστρατίζω = βρίσκομαι στα μισά της στράτας, του δρόμουμιστός = μισθός, αμοιβήμνέσκω = μένω (μνέσκανε = μένανε)μνημονέψω = μνημονεύσωμνημούρι = και μνημόρι, το (ΑΜ μνημόριον, Μ και μνημόρι και μνημούρι και μνημούριν)· τάφος, μνήμα, τύμβος· || (νεοελλ.) φέρετρο· || (μσν.) ταφικό μνημείο.μοβόρος = (αι)μοβόρος, αιμοδιψήςμοιρολογήστρα = γυναίκα που τραγουδάει μοιρολόγια, όπως οι Μανιάτισσες.μοίρομαι =  κλαίω τη μοίρα μου (μοίρεται – κλαίει τη μοίρα της, τα μοιρινά της)μολεύω = μολύνω (μολεύονται = μολύνονται)μολογάω = ομολογώ, αναφέρω (μολόγησε = ομολόγησε, ανέφερε)μονέδα = νόμισμα, νομισματική μονάδα· || (νεοελλ.) (φρ.) α) «κόβω μονέδα»· κερδίζω πολλά χρήματα· β) «δεν περνά η μονέδα σου»· (για ψευδολόγο ή απατεώνα) δεν ισχύει ο λόγος σου, δεν γίνεσαι πιστευτός· γ) «κάλπικη μονέδα»· απατεώνας· || (μσν.) 1. (συνεκδ.) χρήματα· 2. (φρ.)«κάμνω ή ποιώ μονέδα»· κόβω νόμισμα.μονιασμένος = που έχει ομόνοια,  αδελφωμένοςμουγγανίζω = μουγκρίζω  (μουγγανίζει = μουγκρίζει)μουγκός = βουβόςμούλαχε = μου έλαχεμούλικο = παιδί, που γεννήθηκε ως καρπός παράνομης σχέσηςμούλος = -α, -ικο· αυτός που προέρχεται από μη νόμιμο γάμο, νόθος, μπάσταρδος («και τόν ακολουθούσανε πολλοί, μούλες και μούλοι», Γρυπ.)μουρλός = τρελόςμουρχούτα = είδος πιάτου.μόχτος = μόχθος, κόποςμπαζίνα = χωριάτικο φαγητό με αλεύρι καλαμποκιού και τραχανά, που γίνεται σαν χυλός.μπακίρι = χάλκινο σκεύος(μπακίρια  = τα χάλκινα μαγειρικά σκεύη, αλλιώς  τα μπακιρικά)μπαλάσκα = δερμάτινη σάκκα.μπαλάτζα =  είδος ζυγαριάςμπαλάτζα = παλάτζα, ζυγαριάμπάλιασμα = χόρτα τα οποία έδεναν σε ειδικό κιβώτιο.μπαμπέσης· 1. η ιδιότητα τού μπαμπέση, δολιότητα, υπουλότητα· 2. πράξη η οποία γίνεται με ύπουλο και δόλιο τρόπο («τόν χτύπησε με μπαμπεσιά»).μπανταβός = ζουρλός, ανόητοςμπαούλο = ξύλινο ή μεταλλικό κιβώτιο που χρησιμοποιείται για τη φύλαξη κυρίως ενδυμάτων αλλά και, γενικά, οικιακών σκευών, σεντούκι, κασέλαμπασιά = βλέπε πορειά.

Page 19: το άγνωστο λεξιλόγιο του παπουλάκου

μπάσταρδος = ο, θηλ. και μπαστάρδα και μπαστάρδισσα (Μ μπάσταρδος και μπαστάρδος και πάσταρδος και παστάρδος, θηλ. μπαστάρδα και παστάρδα)· αυτός που προέρχεται από μη νόμιμα παντρεμένους γονείς, ο νόθος· || (νεοελλ.) (μτφ.) τετραπέρατος («τά κατάφερε πάλι ο μπάσταρδος»).μπάτσος = σκαμπίλι, χτύπημα δια της παλάμης στο μάγουλομπεζαχτάς = ο· 1. πρόχειρο τραπέζι που χρησίμευε ως ταμείο σε παντοπωλείο ή οινοπωλείο· 2. συρτάρι όπου φύλαγε ο παντοπώλης τα κέρδη του, πρόχειρο χρηματοκιβώτιο.μπελερίνα = πλεχτό ρούχο.μπερκέτι = από το μπερεκέτι, μπερικέτι και μπερκέτι· αφθονία αγαθών, μεγάλος πλούτος.μπέσα = λόγος ευθύς, ειλικρινής  κι όχι μπαμπέσικοςμπεσαλής = αυτός που σέβεται το λόγο του, έχει μπέσαμπεσίκι = κούνια μωρούμπέσικος = χασομέρης, ελεύθεροςμπιστευμένος = (ε)μπιστευμένος, μπιστικός («αυτός με έχει μπιστευτεί»)μπληγούρι = και μπλιγούρι. Βλέπε πλιγούριμπλοκάρισμα το· 1. αποκλεισμός τής εξόδου, περικύκλωση, πολιορκία· 3. δέσμευση χρημάτων («έγινε μπλοκάρισμα τού λογαριασμού του στην τράπεζα»)· 4. δυσλειτουργία συσκευής λόγω παρεμβολής ή παύση λειτουργίας μηχανήματος λόγω εμπλοκής.μπλοκαρισμένος = αποκλεισμένοςμπόγης = σκληρόκαρδος υπάλληλος(βλέπε μπόγιας)μπόγιας = 1. δήμιος· 2. (υβριστ.) υπάλληλος σκληρόκαρδος που καταδιώκει συστηματικά τους κατωτέρους του και κάνει κακό στους συνανθρώπους του· || (νεοελλ.) αστυνομικός ή δημοτικός υπάλληλος που περισυλλέγει από τους δρόμους τα αδέσποτα σκυλιά.μπόγος =  δέμα από ρούχα ή άλλα πράγματα τυλιγμένα μαζί σε κομμάτι υφάσματος· 2. (συνεκδ.) το τετράγωνο κομμάτι υφάσματος με το οποίο τυλίγεται το δέμα αυτό· 3. είδος ιστιοφόρου, μικρού βυθίσματος τής εποχής τού 1821· 4. (μτφ.) (ειρων.) άνθρωπος παχύς και κοντός.μποδίζω = (ε)μποδίζωμπόδιο = (ε)μπόδιομπολιάζω 1. κάνω εμβόλιο σε κάποιον, εμβολιάζω· 2. εγκεντρίζω δένδρο· 3. μεταδίδω μολυσματική νόσο σε κάποιον· 4. (μτφ.) μεταφέρω και ενσωματώνω ένα στοιχείο σε άλλο.μπόλκα = είδος ζακέτας κοντής.μπομπότα = ψωμί ζυμωμένο με αλεύρι από καλαμπόκιμπόρεση = δυνατότητα (από το ρήμα μπορώ, δύναμαι)μπότσα =η (Μ μπότσα και μπότζα)· (νεοελλ.) μέτρο χωρητικότητας υγρών, ιδίως τού μούστου, ίσο με δύο οκάδες, δηλ. δυόμισυ περίπου χιλιόγραμμα· || (μσν.) εξόγκωμα, προεξοχή σε μια επιφάνεια.μπουγάτζα = μπουγάτσα (συνήθως την έφτιαχναν με αλεύρι και γλυκίσματα)μπουγέλο =δοχείο (συνήθως με νερό)μπούγιο = το· 1. μεγάλος όγκος· 2. (μτφ.) μεγάλη εντύπωση, δυσανάλογη όμως με την αξία («δεν ήταν πολλοί, αλλά με τις φωνές έκαναν μπούγιο»)· 3. (φρ.) «έχω μπούγιο» ή «κάνω μπούγιο»· α) καταλαμβάνω πολύ χώρο· β) προκαλώ εντύπωση.μπούλα = 1. γυναίκα με σκεπασμένο το πρόσωπο· 2. Τουρκάλα/ Η ετυμολογία της λέξεως εμφανίζει και τον όρο μπαμπούλα με ανομοιωτική αποβολή. Κατ’ άλλους η λέξη συνδέεται με το μπόλια/ Στα Καλαβρυτοχώρια όταν είχαμε Αποκριές πολλοί μασκαρευόντουσαν και τους αποκαλούσαμε: μπούλες, ενώ αυτός που φορούσε προσωπείο (μάσκα) τον φωνάζεμε: μπούλα.μπουλούκι = το· 1. (επί τουρκοκρατίας) μικρό στρατιωτικό σώμα, αποτελούμενο ιδίως από ατάκτους· 2. ασύντακτο πλήθος ανθρώπων, συρφετός, στίφος· 3. περιπλανώμενος θεατρικός θίασοςμπουνταλοσύνη = από τη λέξη μπουνταλάς, θηλ. μπουνταλού· 1. ανόητος, κουτός· 2. χοντρός· 3. αδέξιος· 4. νωθρός, οκνηρός· 5. αγαθούλης, αφελής.μπούσι = δαιμόνιο, ξωτικό

Page 20: το άγνωστο λεξιλόγιο του παπουλάκου

μπουσουλάω, ώ = περπατώ με τα τέσσερα, όπως το μωρό.μπόχα = αποπνικτική δυσοσμίαμπρός = εμπρόςμπρούσκο = -α, -ο· (για κρασί) δριμύς στη γεύση, στυφός.μυλαύλακο = το νερό του αυλακιού που οδηγείται στο νερόμυλομυρίζουμαι = μυρίζομαιμυρώνια = είδος χόρτου που τρώγεται στο χωριό.να τόνε = να τονναίσκε = ναι,  βεβαίωςναπολεόνι(ο) το = παλαιότερο χρυσό γαλλικό εικοσόφραγκο που κόπηκε για πρώτη φορά το 1805 και ονομαζόταν επίσης λουδοβίκειο, κν. λουίζι.νέμα = και γνέμα: το νήμα // το γνέψιμονεροσυρμή= 1. φυσικό αυλάκι που σχηματίζεται από τα νερά τής βροχής τα οποία κατεβαίνουν από την πλαγιά όρους ή λόφου· 2. ορμητικό ρεύμα ποταμού.( πρβλ. ανεμο-συρμή).νήστεια = νηστείανιόφερτος = νεοφερμένοςνιτερέσιο = νιτερέσο το· το συμφέρον, το οικονομικό ενδιαφέρον.νογάω = εννοώ, καταλαβαίνω (νογούσε = εννοούσε, καταλάβαινε_νοματαίοι = άτομα (συνήθως με κάποια επιφάνεια)νομάτοι = άτομανοτίζω = υγραίνω, νοτίσει = υγράνει («δάκρυ δεν είχε ποτές νοτίσει το μάτι του»)νταής = 1. άνθρωπος γενναίος και ικανός για θαρραλέες πράξεις, παλικαράς· 2. (συν. με ειρωνική σημ.) άτομο που παριστάνει τον γενναίο, ψευτοπαλικαράς.νταϊλίκια =  ψευτοπαλικαριέςντελάλης = τελάληςντηριέται = (συν)τηριέται // διστάζει, επιφυλλάσσεται.ντιπ = τελείως(«αυτός είναι ντιπ για ντιπ παλαβός»)ντόμπρος = α, -ο· 1. ειλικρινής, απροσποίητος, ανυπόκριτος· 2. σαφής, ευθύς, χωρίς διφορούμενα, κατηγορηματικός· 3. (το θηλ. ως ουσ.) η ντόμπρα· παλιό μουσικό όργανο στη Ρωσία από το οποίο προήλθε η μπαλαλάικα. Επίρρ.ντόμπρα· με ειλικρίνεια, με θάρρος.ντρίτσα = ψάθινο καπέλλονυχτέρι = νυχτερινή εργασία, ξενύχτινωματαρχαίοι = ενωματάρχεςξαγκιστρώνω = .βγάζω το αγκίστρι από κάτι, απαγκιστρώνω· 2. (σχετικά με άγκυρα) ανασπώ, σηκώνω, ξεγαντζώνω· 3. (μτφ.) (ενεργ. και μέσ.) γλιτώνω, ξεφεύγω από δύσκολη και περίπλοκη κατάσταση.ξαγναντεύω = παρατηρώ από ψηλά και μακριά, επισκοπώ από μακριά και αντίκρυ, αγναντεύω.ξάγναντο = το· υψηλός τόπος απ' όπου μπορεί κάποιος να επισκοπεί τα γύρω, να κοιτάζει μακριά, περίοπτο μέρος.ξαγορεύω = εξαγορεύω· 1. αποκαλύπτω μυστικό, εκμυστηρεύομαι υπό εχεμύθεια· 2. (για πνευματικό) εξομολογώ· 3. λέω φανερά, αποκαλύπτω με σαφήνεια· 4. αποκαλύπτω κάτι μελλοντικό· 5. (μέσ.) εξαγορεύομαι· εξομολογούμαι τις αμαρτίες μου· || (μσν.) υπαγορεύω τη διαθήκη μουξαδιάντροπος = ξεδιάντροπος, χωρίς ίχνος ντροπήςξακολουθώ = (ε)ξακολουθώξαλάφρωση = χωρίς βάρος, απαλλαγμένος από ενοχές ή τύψειςξαμολώ = ελευθερώνω, αφήνω  (ξαμολύθηκαν = έτρεξαν γρήγορα ξαμολύσαν = ξαμόλυσαν, λευτέρωσαν)ξαναμμένος = φουντωμένοςξανεμίζω = (ε) ξανεμίζω  [ξανεμιστούν =(ε)ξανεμιστούν ξανεμίστηκαν = εξανεμίστηκαν)ξαπλώθη = (ε)ξαπλώθη,  ξαπλώθη(κε)ξαποδώ = ο Εξαποδώ,  διάβολοςξαποσταίνω = ξεκουράζομαι, αναπαύομαι («θα ξαποστάσει» = θα ξεκουραστεί, θα αναπαυθεί)

Page 21: το άγνωστο λεξιλόγιο του παπουλάκου

ξαστόχησα = απέτυχα στο στόχοξαφανίζομαι = (ε)ξαφανίζομαι [ξαφανίστηκα = (ε)ξαφανίστηκα]ξαφτέρυγο = εξαπτέρυγοξεθάρρεμα [ξεθαρρεύω] =  1. το αποτέλεσμα τού ξεθαρρεύω, ανάκτηση θάρρους, αναθάρρηση· 2. αποθράσυνση. (ξέθαρρες = γυναίκες με θάρρος)ξεθεμελιωτικός = καταστροφικός από τα θεμέλια (σύριζα)ξεκοκκισμένος = χωρίς κόκκουςξεκολνώ = ξεκολλάω ( «αυτός δεν ξεκολνούσε από το τόπο του»)ξεκουμπίζω - 1. διώχνω κάποιον με βάναυσο τρόπο· 2. (συν. το μέσ.)ξεκουμπίζομαι· παύω να ενοχλώ κάποιον με την παρουσία μου, απομακρύνομαι («ξεκουμπίσου γρήγορα από μπροστά μουξεμάτιασμα = απαλλαγή από «το μάτι» ( = βασκανία. Βλέπε λέξη).ξεμοναχιάζω = 1. απομονώνω, παίρνω κάποιον κατά μέρος («περίμενε να τήν ξεμοναχιάσει για να τής αποκαλύψει τα αισθήματά του»)· 2. απομονώνομαι («τ' αγέρι εθόλωσε, ξεμοναχιάζει», Βαλαωρίτης).ξεπεταλονίδι =νεοσσόςξεπιτούτου = επί τούτουξεπλανεύω = αποπλανώ, διαφθείρω.ξεπορτίζω = 1. εξαναγκάζω ή αφήνω κάποιον να φύγει από το σπίτι· 2. φεύγω από το σπίτι μου, ιδίως κρυφά. (ξεπόρτισε = βγήκε έξω από την πόρτα)ξεπροβοδίζω =συνοδεύω μέχρι την πόρτα  (ξεπροβόδισε = συνόδευσε)ξερακιανός = και ξεραγκιανός και ξηραγκιανός, -ή, -ό· (για πρόσ.) πολύ ψηλός και λιγνός, λιπόσαρκος.ξεροκόματο = ξερό κομμάτι ψωμίξερολιθιά η [ξερολίθι] = τοίχος που χτίζεται με λίθους χωρίς συνδετικό κονίαμα, χωρίς λάσπη, ξηρολιθοδομή.ξεσαμαρώνω = απαλλάσσω το ζώο από το σαμάρι του (ξεσαμάρωμα)ξεστραβώνω 1. καθιστώ ίσιο ένα στραβό αντικείμενο, ισιάζω· 2. βοηθώ κάποιον να ανακτήσει την όρασή του· 3. (μτφ.) παρέχω σε κάποιον τη δυνατότητα να μορφωθεί, να αντιλαμβάνεται και να κρίνει με ορθό τρόπο, μορφώνω· 4. (παθ.)ξεστραβώνομαι· απαλλάσσομαι από την πλάνη ή την αμάθεια.ξεστρατίζω = παίρνω άλλο δρόμο, όχι τον σωστόξεστρατισμένος = παραστρατημένοςξεσυνερίζομαι = 1. βρίσκομαι σε άμιλλα με κάποιον, συναγωνίζομαι κάποιον· 2. δυσφορώ, ερεθίζομαι, συγχύζομαι με τα λεγόμενα ή με τις πράξεις κάποιου, τόν παίρνω στα σοβαρά, τόν λαμβάνω υπ’ όψιν («μην τόν ξεσυνερίζεσαι, δεν ξέρει τί λέει»)· 3. τρέφω κακία για κάποιον, μνησικακία εναντίον κάποιου, αντιδικώ με κάποιον· 4. αποδίδω εριστική πρόθεση στα λόγια κάποιου («μην τά ξεσυνερίζεσαι τα λόγια του»).ξετάζω = (ε)ξετάζωξεφαντώνω = γλεντοκοπώ, παίρνω μέρος σε μεγάλο γλέντι, ιδίως με χορούς και τραγούδια.ξεφαντωτής = γλεντοκόποςξεχειλώνω = ξεχειλίζω (ξεχειλούσε =ξεχείλιζε)ξηγιέμαι = εξηγούμαι [ξηγήσει = (ε)ξηγήσει, ξηγώντας = (ε)ξηγώντας]ξιάλα = κοφτερό εργαλείο για ξύλαξιαλίζω = πελεκώξινόγαλα = γάλα ξινόξόδι =  1. εκφορά νεκρού, κηδεία· 2. θρήνος, οδυρμός, ολοφυρμός για τον θάνατο προσφιλούς προσώπου.ξοδιάζω = ξοδεύω (ξοδιάζουνε = ξοδεύουν)ξολοθρεμός = εξολόθρευσηξύγκι = χοιρινό λίποςξυλιάζω [ξύλο] = 1. γίνομαι σκληρός και άκαμπτος σαν το ξύλο («ξύλιασαν τα πόδια μου από το κρύο»)· 2. καθιστώ κάποιον ή κάτι σκληρό και άκαμπτο όπως το ξύλο («το ξεροβόρι μού ξύλιασε τη μύτη»)· 3. ξυλοκοπώ, δέρνω.ξυλίκι = το· 1. κοινή ονομασία τού φυτού λύκιον· 2. είδος παιδικού παιχνιδιού που παίζεται με δύο ξύλα, το τσιλίκι.

Page 22: το άγνωστο λεξιλόγιο του παπουλάκου

ξυπάζω = και ξυπώ· 1. φοβίζω, τρομάζω κάποιον, κάνω κάποιον να τρομάξει· 2. (ενεργ· και μέσ.) φοβίζομαι, τρομάζω, σκιάζομαι· 3. (μτφ.) ξαφνιάζω, εκπλήσσω· 4. (μέσ.) ξυπάζομαι· υπερηφανεύομαι, επαίρομαι, κομπάζω («πώς συνεννοείσαι με αυτόν τον ξυπασμένο;»)ξυπνάδα = (ε)ξυπνάδαξυπνός = ξύπνιοςξυπνός, ή, ό = ξύπνιος, α, ο («πιο ξυπνά» = πιο ξύπνια ή: «οι ψυχές ήταν πιο κοιμισμένες και τα πάθεια πιο ξυπνά»)ξώθυρο = εξώθυροξωπίσω = από πίσωξώρασο = έξω από το ράσοξωτικό = δαιμονικόοβρηοί = Οβραίοι (Εβραίοι)ογλήγορα = γρήγοραόγοιος = όποιος («όγοιος κι όγοιος είν’ αυτός;»)ογρός = υγρός, νοτισμένος, βρεγμένοςολάκερος = ολόκληροςολόγιομα =  όλο γεμάτοολονυχτία = ολονύκτια εκκλησιαστική ακολουθία.ολονών = σε όλουςολότελα = εντελώςολούθε = από παντούολόφτυστος = ολόϊδιος, ίδιος κι απαράλλακτοςολόχαρος = όλος χαράολπίδα = ελπίδαοματιά = είδος φαγητού στο φούρνο με εντόσθια χοίρου, στάρι, σταφίδες, πορτοκάλι κλπ.όξω = έξωοριά = οργιά και οργυιά· μονάδα μήκους ίση με την απόσταση τεντωμένων χεριών από το ένα άκρο μέχρι το άλλο και η οποία είναι 6 περίπου πόδια· || (νεοελλ.) αγγλικό μέτρο μήκους ίσο με δύο γιάρδες, δηλ. 1,83 μέτρα·ορμήνεια =συμβουλή (ορμηνεύω = συμβουλεύω)ορμηνεύω = συμβουλεύωόσοι θέτε = όσοι θέ(λε)τεούλος = όλος, ολόκληρος, ολάκεροςοχλοβουή = οχλοβοή, βοή του όχλου, φωνή του πλήθουςοχτρεύεστε = εχθρεύεσθεοχτρός = εχθρόςπαγαίνω = πηγαίνω («πάγαινε  από δω»). πάθια = πάθηπαιδεμός = ταλαιπωρίαπαίνεμα =  επαίνεμα:  επαινετικός λόγος, έπαινος.παλαβομάρα = ανοησία, ηλιθιότηταπαλαβός = 1. ανισόρροπος, τρελός· 2. ανόητος, ασύνετος· 3. παράτολμος, ριψοκίνδυνος· 4. παράφορα ερωτευμένος. Επίρρ. παλαβά· με παλαβό τρόπο.παλαιϊκά = παλαιάπαλλακίδα = η (ΑΜ παλλακίς, -ίδος)· γυναίκα που συμβιώνει με άνδρα χωρίς επίσημο γάμο, σε αντιδιαστολή και προς τη νόμιμη σύζυγο και προς την εταίρα .πανθέρα = άγνωστη λέξη. Ίσως προέρχεται από τον όρο πανθερός, πενθερός, πεθερός, θηλ. πανθέρα. Ίσως κάποιο ζώο ή δηλητηριώδες ερπετό «Η πανθέρα πνίγηκε στο αίμα των χριστιανών που είχε ρουφήξει…» )πάνωθε = από πάνωπανωκαμήλαυκο = πάνω καμηλαύχιπαπαδικό = του παπάπαπούτζι = παπούτσι, υπόδημαπαραγιός = θετός γιος, ψυχοπαίδι· 2. νεαρός μαθητευόμενος ή βοηθός τεχνίτη· 3. νεαρός υπηρέτης.παραδέρνω  = παραδέρω 1. δέρνω πάρα πολύ· 2. (κυρίως για πλοίο) χτυπιέμαι από τα κύματα, κλυδωνίζομαι («βαρκούλα μέσ’ στις θάλασσες παράδερνε

Page 23: το άγνωστο λεξιλόγιο του παπουλάκου

μονάχη», Βιζυην.)· 3. κινούμαι πέρα δώθε· 4. (μτφ.) παλεύω με αντίξοες περιστάσεις, βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι, δεινοπαθώ, κατατυραννιέμαι· 5. (συν. η μτχ. παθ. παρακμ.) παραδαρμένος, -η, -ο· πολύπαθης, ταλαίπωρος· 6. (το θηλ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ο υ σ.) η παραδαρμένη· (σκωπτικά) η κοιλιά· 7. (φρ.) «παραδέρνει το μυαλό του»· δεν έχει σταθερές γνώμες ή ιδέες, αμφιταλαντεύεται· || (μσν.) ταλαιπωρώ· || (αρχ.) γδέρνω.παρακαλεστικός = παρακλητικός, γεμάτος παράκλησηπαρακατιανός = και παρακατινός, -ή, -ό· 1. αυτός που βρίσκεται σε χαμηλότερη θέση· 2. ο κατώτερος ως προς την αξία, ικανότητα ή ποιότητα· 3. (για πρόσ. με υποτιμ. σημ.) αυτός που ανήκει στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα· 4. (μτφ.) φτηνός, ταπεινός, ασήμαντος.παράκλησες = παρακλήσειςπαραλυμένος = παράλυτος, εξαθλιωμένοςπαράς = χρήμαπαραστάθηκε = συμπαραστάθηκεπαρασταίνω = παρίσταμαι, υποκρίνομαι («αυτός του παράστησε…»)παραστέκω = συμπαραστέκομαι («αυτός του παραστέκει»)παρατσούκλι = ειρωνικό ή σκωπτικό παρωνύμιο, παρανόμι, παράνομα, παρωνυμία ή απλός χαρακτηρισμός ενός προσώπου χωρίς σκωπτική σημασία.παράχω = παραέχω («έχει και παράχει»)πασκάζω = πασχάζω (από το Πάσχα)· εορτάζω το Πάσχα· || (νεοελλ.) 1. σταματώ να νηστεύω, τρώγω πασχαλινά φαγητά· 2. (παροιμ.) «πάσχασ' ο καλόγερος πάλι κουκιά μαγείρευε»· λέγεται για τους φτωχούς οι οποίοι ακόμη και τις πασχαλινές ημέρες τρώνε νηστήσιμα φαγητά.πασκίζω = πασχίζω  («πάσκιζαν συνέχεια να τον βρουν…»)παστό = παστός, -ή, -όν, ΝΜΑ [πάσσω]·. πασπαλισμένος με αλάτι, αλατισμένος· 2. αυτός που διατηρείται στο αλάτι ή σε άλμη, αλίπαστος, παστωμένος (α. «αντζούγιες παστές»· β. «παστός ιχθύς», Διοκλητ.)· || (νεοελλ.) 1. (το ουδ. ως ουσ.) το παστό· κάθε εδώδιμο που διατηρείται σε άλμη ή στο αλάτι· 2. (φρ.) «τόν έκανε παστό στο ξύλο»· τόν έδειρε ανηλεώς· || (αρχ.) 1. αυτός που πασπαλίζεται· 2. (το ουδ. ως ουσ.) καθετί τριμμένο ή κοπανισμένο ώστε να γίνει λεπτή σκόνη, άχνη· 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα παστά· είδος πολτώδους μαγειρικού παρασκευάσματος από άλφιτα/ Συνήθως με τον όρο παστό στα Καλαβρυτοχώρια εννοούμε το διατηρηθέν χοιρινό κρέας.παστρικός = 1. ο χωρίς βρομιές, καθαρός· 2. (μτφ.) αγνός, άσπιλος, άψογος («έχει το μέτωπο παστρικό»)· 3. (μτφ. ειρωνικά) κακοήθης, φαύλος («παστρικό υποκείμενο»)· 4. (το θηλ. ως ουσ.) η παστρική· πόρνη που δεν πάσχει από αφροδίσιο νόσημα· 5. (το θηλ. ως ουσ.) η παστρικιά· γυναίκα ελευθέριων ηθών.πατερίτζα = πατερίτσα, μαγκούραπάτερο = ή πατερό: δοκός σπιτιού (συνήθως από καστανιά ή κυπαρίσσι).πατητήρι = το πατητήριον, ΝΑ· ο ληνός, κατασκευή ξύλινη ή κτιστή όπου πατιούνται τα σταφύλια.πατικώνω = συμπιέζω προς τα κάτω, στον πάτοπατρογονικός  = κληρονομικόςπατσιάς = πατσάς, ο, και πατσά, η· (και υποκορ. το πατσαδάκι και η πατσίτσα)· 1. το στομάχι, η κοιλιά και τα ποδαράκια τών ζώων που σφάζονται· 2. (συνεκδ.) το φαγητό που παρασκευάζεται από αυτά και στο οποίο συνήθως προσθέτουν και το κεφάλι· 3. (μτφ.) (για γυναίκα) πλαδαρή, άσχημη, ρυτιδωμένη.πάψανε = παύσανεπεδούκλι = αντικείμενο δεσίματος των ποδώνν των τετραπόδων στα χωράφια, για να μη φύγουν // παλούκι.πεζεύω = πεζεύγω και πεζέφνω Ν [πεζός]· (νεοελλ.-μσν.) κατεβαίνω από το άλογο, αφιππεύω, ξεκαβαλικεύω· || (νεοελλ.-αρχ.) 1. βαδίζω πεζός, οδοιπορώ· 2. ταξιδεύω διά ξηράς· || (μσν.-αρχ.) (κυρίως για τον Ξέρξη όταν πέρασε τη γέφυρα στον Ελλήσποντο) περνώ πεζός τη θάλασσα σαν να είναι ξηρά· || (αρχ.) 1. (για πτηνά) κατεβαίνω στο έδαφος και περπατώ πεζούλα = τεμάχιο χωραφιού

Page 24: το άγνωστο λεξιλόγιο του παπουλάκου

πεζούλι = 1. λίθινο τοιχίο στο προαύλιο ενός οικοδομήματος που χρησιμοποιείται κυρίως ως κάθισμα, αλλά και ως σημείο ίππευσης και αφίππευσης· 2. μικρός τοίχος που συγκρατεί το χώμα σε κατωφερές έδαφος, ανάλημμα, αναβαθμίδα.περβάζι = και πρεβάζι, το· 1. πλαίσιο θύρας ή παραθύρου από ξύλο ή μέταλλο· 2. το κάτω τμήμα τού πλαισίου ενός παραθύρου.περικαλιέμαι = παρακαλούμαι // κάνω δεήσεις στο Θεό, προσεύχομαι.περιπαίζω = περιγελώ, κοροϊδεύω («αυτός την περίπαιζε την γυναίκα του»)περίχαρης = περιχαρήςπερονιάζω = Ν [περόνη]· 1. τρυπάω, καρφώνω έδεσμα με το πιρούνι· 2. (για κρύο ή υγρασία) διαπερνώ («μέ περόνιασε το κρύο απόψε»)· 3. θίγω βαθύτατα κάποιον, τόν κάνω να λυπηθεί πολύ («τα λόγια μου τόν περονιάζουν»).περσευούμενο = περισσευόμενοπερσεύω = περισσεύω (πέρσευε = περίσσευε)περσότερο = περισσότεροπεσκέσι = το, Ν· 1. δώρο σε τρόφιμα ή ποτά· 2. (φρ.) α) «τού ήρθε πεσκέσι»· πήρε, απροσδόκητα, κάτι καλό ή, ειρωνικά, τού συνέβη απροσδόκητα κάτι κακό· β) «διαόλου πεσκέσι» ή «για το διάολο πεσκέσι»· πονηρός και δόλιος άνθρωπος.πετιμέζι = και πετμέζι, το, Ν· 1. το σταφιδόμελι, το γλυκό παχύρρευστο υγρό που παράγεται από τον μούστο με παρατεταμένο βράσιμο σε σιγανή φωτιά· 2. (μτφ.) καθετί που είναι πάρα πολύ γλυκό.πετούμενο = πουλί που πετά στον ουρανόπιθυμάω = επιθυμώπιθυμία = (ε)πιθυμία (πιθυμιά = επιθυμία, πόθος)πιλάλα = τρεχάλαπινακωτή = 1. σανίδα με χωρίσματα ὁπου τοποθετείται το ψωμί για να μεταφερθεί στον φούρνο· 2. ονομασία παιδικού παιχνιδιού με επανάληψη τής φράσης πινακωτή πινακωτή, απ’ τ’ άλλο μου τ’ αφτί γιατί ‘ναι η μάννα μου κουφή.πιότερο = περισσότεροπίπιζα = αερόφωνο λαϊκό μουσικό όργανο, είδος πρωτόγονου όμποε που κατασκευάζεται από σκληρό και στεγνό ξύλο, συνήθως καρυδιάς ή οξιάς, αλλ. ζουρνάς.πιστάγκωνα = οπισθάγκωνα 1. με τους αγκώνες προς τα πίσω· 2. (φρ.) «δένω κάποιον πισθάγκωνα»· δένω τα χέρια κάποιου με τους καρπούς και τους αγκώνες ενωμένους πίσω από τον κορμό του.πιστολή = (ε)πιστολήπιστρόφια = (εκ του ρ. επιστρέφω):  το έθμο της επιστροφήςτων νεονύμφων στο πατρικό σπίτι της νύφης μετά τον γάμο.πίσωθε = από πίσωπιτήδειος = επιτήδειοςπιτσούνι το, = θηλ. πιτσούνα, Ν· 1. μικρό περιστέρι, νεοσσός περιστεριού· 2. (το θηλ.) η πιτσούνα· (ως θωπευτική προσφώνηση) α) όμορφο κοριτσόπουλο ή παχουλό κορίτσι· β) θηλυκό μωρό· 3. (στον πληθ.) τα πιτσούνια· είδος παιδικού παιχνιδιού· το πέταγμα πεταλίδων στην επιφάνεια τής θάλασσας ή λίμνης με τρόπο ώστε μόλις τήν αγγίζουν να αναπηδούν μία ή και περισσότερες φορές.πιχειρώ = (ε)πιχειρώ (πιχείρησα = (ε)πιχείρησα)πλάκες = συνήθως οι σχιστόλιθοι («το σπίτι αυτό είναι με πλάκες»).πλανέματα = μαγέματαπλανταγμένος = καταστενοχωρημένοςπλαντάζω =και πλαντώ / πλαντῶ, -άω, ΝΜ· αισθάνομαι μεγάλη στενοχώρια, οργή, αγανάκτηση, ταραχή, σκάω από το κακό μου («σκάσε καρδιά μου, πλάνταξε, γίνου χίλια κομμάτια», δημ. τραγούδι)· || (νεοελλ.) 1. προκαλώ μεγάλη στενοχώρια· 2. (φρ.) α) «επλάνταξε η φωτιά»· κοντεύει να σβήσει ή έσβησε η φωτιά εξαιτίας τής έλλειψης αέρα· β) «να σκάσεις και να πλαντάξεις»· λέγεται ως κατάρα.πλεμάτι = το, Ν· καθετί που έχει πλεχθεί, πλέγμα, δίχτυ («στο κρεμαστό μεσόκλωνο, πλεμάτι τής αράχνης», Γρυπ.)· 2. (ειδικά) α) αλιευτικό δίχτυ· β) δικτυωτός σάκος.

Page 25: το άγνωστο λεξιλόγιο του παπουλάκου

πλεμόνι = πνευμόνιπλερώνω = πληρώνω («αυτός έχει πλερώσει πολλά κρίματα»)πλήθεια = πλήθηπλιάτσικο = λαφυραγωγία, διαρπαγήπλιγούρι = και μπληγούρι και μπλιγούρι και μπλογούρι και πλουγούρι και μπλουγούρι και μπουλγούρι και πνιγούρι, το, Ν· 1. χονδροαλεσμένο ή χονδροκοπανισμένο σιτάρι που χρησιμοποιείται για την παρασκευή σούπας ή άλλων φαγητών· 2. το φαγητό που παρασκευάζεται από χονδροαλεσμένο ή χονδροκοπανισμένο σιτάρι.πλύμα -ατος, = το πλύσμα, ΝΑ [πλύνω]· 1. νερό μέσα στο οποίο έχει πλυθεί κάτι, απόπλυμα· 2. (μτφ.) άνοστο και νερόβραστο φαγητό· | (νεοελλ.) βρόμικο νερό που προέρχεται συνήθως από πλύσιμο μαγειρικών σκευών· 2. νερό μαζί με πίτυρα που δίνεται ως τροφή στους χοίρους· || (αρχ.) 1. νερό ανακατεμένο με αλεύρι, χυλός, κουρκούτι· 2. προϊόν παράγωγο τού κινναβάρεως· 3. (μτφ.) πόρνη.πνέμα = πνεύμαπνεματικός = πνευματικός, εξομολόγοςποδάρι = πόδιποδένω = Ν· 1. φορώ σε κάποιον τα υποδήματα του· 2. προμηθεύω σε κάποιον υποδήματα, τού αγοράζω υποδήματα· 3. (μέσ.) ποδένομαι· φορώ τα παπούτσια μου.πόμπεμα = διαπόμπευση (εκ της πομπής) («αυτή τη γυναίκα την έχει πομπέψει»)πορειά = και ποριά, η, Ν· 1. διάβαση, πέρασμα («στης Νερομάννας την ποριά ομορφονιά διαβαίνει», Κρυστ.)· 2. το μέρος από το οποίο εισέρχεται κάποιος σε κήπο, αμπελώνα, κ.λπ., η μπασιά· 3. (παροιμ.) «άνοιξες πορειά; πες πως άνοιξες δρόμο»· αυτός που πρώτος επιχειρεί κάτι ακολουθείται από άλλους πολλούς. // Στα χωριά μας πορειά λέγαμε την αυλόπορταπορεύουμαι = προχωρώ (πορεύουνται = πορεύονται, προχωρούν).πορπατησιές = περπατησιέςπορπατώ = περπατώ (πορπατάτε = περπατάτε).πορτόνι = η αυλόπορτα.ποτές = ποτέπουγγί = το πουγγίον και πουγγίν, ΝΜ· 1. είδος πορτοφολιού, σακούλι («και τον πατριάρχην χάριν δέκα πουγγία απέστειλε», Καισάρ.)· 2. (συνεκδ.) χρηματικό απόθεμα, κομπόδεμα.πούθε – από πούπουλακίδα = μικρή κότταπουλάρι = μικρό μουλάριπούναι = που είναιπουντιάζω = κρυώνω (πούντα =κρύωμα) (πούντιασμα= κρυολόγημα, πλευρίτιδα).πουρί = το, Ν· (άκλ.) 1. πορώδες ασβεστολιθικό πέτρωμα, πωρόλιθος· 2. ασβεστούχο υπόλειμμα που επικάθεται ως επίστρωμα σε δόντια, σε δοχεία βρασμού ή σε σωλήνες, ίζημα.πουριασμένο = γεμάτο πουρί πουρνειά = πορνείαπουρνό = 1. πρωί, πρωινό· 2. (φρ.) «πουρνό πουρνό»· (με επιρρμ. σημ.) πολύ νωρίς το πρωί.πούσι = 1. ομίχλη, καταχνιά· 2. θολούρα, σκοτεινιά· 3. στρώμα από ξερά φύλλα πεύκου ή καλαμποκιού. Συνήθως οι παλιοί χωρικοί γέμιζαν με πούσια τα στρώματά τους λόγω ελλείψεως μαλλιών αιγοπροβάτωνπούταν = που ήτανπραματευτής = έμπορος (συνήθως γύριζε στα χωριά κουβαλώντας το εμπόρευμά του πάνω σε ζώα).πρεπούμενο = το πρέπον, το ορθό.πριχού = και πρίχου Ν· (επίρρ.) (κυρίως στον Ερωτόκρ.) (με χρον. σημ.) πριν, προτού («να τσι ξεράνει το δενδρό, πρίχου να τό φυτέψει», Ερωτόκρ.). (Κωστής Μπαστιάς: «Παπουλάκος»: «Η μυρωδιά του φτάνει πριχού φτάσει ο ίδιος» σελ. 130)

Page 26: το άγνωστο λεξιλόγιο του παπουλάκου

προαίστημα = προαίσθημαπροκάμω = προκάνω, προλάβωπροκήρυξες = προκηρύξειςπροκόβω = κάνω προκοπήπρομηνώ = προβλέπω, προλέγωπροσάναμμα = εύφλεκτο υλικό για άναμμα φωτιάςπροσβάλνω = προσβάλλω (πρόσβελναν = προσέβαλαν)προσήλιο = μέρος που το βλέπει ο ήλιοςπροσκυνητάρι =  το προσκυνητάριον· βιβλίο το οποίο περιέχει περιγραφές ιερών προσκυνημάτων («το προσκυνητάρι τού Αγίου Τάφου»)· || (νεοελλ.) 1. (εκκλ.) έπιπλο ορθόδοξου ναού σε σχήμα αναλογίου, μαρμάρινο, ξυλόγλυπτο ή μεταλλικό, με ή χωρίς κιβώριο, μπροστά στο τέμπλο ή δίπλα στην είσοδο, πάνω στο οποίο τοποθετείται για προσκύνηση το Ευαγγέλιο ή εικόνα τής εορτής ή τών εορταζόμενων αγίων ή τού αγίου προς τιμήν τού οποίου ιδρύθηκε ο ναός· 2. έπιπλο τών καθολικών εκκλησιών στο οποίο γονατίζουν οι πιστοί κατά την προσευχή τους· 3. τόπος όπου γίνεται η προσκύνηση, προσκυνητήριο· 4. μικρό κτίσμα από πέτρα ή τούβλα στο πλάι τού δρόμου, στο οποίο τοποθετείται η εικόνα αγίου τού οποίου η εκκλησία βρίσκεται εκεί κοντά.προστατεμένος = προστατευμένος (προστατεμένη = προστατευμένη προστάτεψε = προστάτευσε)προσταχτικά = προστακτικάπρόστεσε = πρόσθεσε (προστέσει = προσθέσει)προσυνάματα =  προσανάμματα, υποδαυλίσεις)προσφάϊ = το προσφάγι ή  προσφάγιον και προσφάι· καθετί που τρώγεται με ψωμί ως συμπλήρωμά του.προσφέρνω =προσφέρωπρόσφορο = ο άρτος που προσφέρεται στην Εκκλησία για την Θεία Ευχαριστία.προφτάξω = προγθάσω (προφτάξανε = προφθάσανε)πρωτάγια = εορτή παραμονής των Φώτων, με αγιασμό οικιών και χωραφιών.πρωτερνός =  πρωτερινός, προηγούμενοςπυροστιά = η, Ν· 1. είδος τριγωνικού ή κυκλικού μεταλλικού τρίποδα κατάλληλου να υποβαστάζει χύτρα ή λέβητα πάνω σε φωτιά, αλλ. πυροστάτης· 2. κάμινος με πυροστάτη· 3. (ως κύριο όν.) η Πυροστιά· ονομασία τού αστερισμού τού Ηνιόχου/ Κατά μία άποψη, η λ. πυροστιά προέρχεται από το αρχ. πυρεστία, ενώ κατ' άλλους, από συμφυρμό τών πυροστάτης και παρεστία // βλέπε  και λ. σιδεροστιά.πυτιά = πυτία η, ΝΜΑ, και πυτιά Ν, και πυετία και δ. γρφ. πιτύα Α· ένζυμο τού γαστρικού υγρού που επιτρέπει την πήξη τού γάλακτος με καθίζηση τής καζεΐνης· || (νεοελλ.) ό,τι απομένει στις αλυκές μετά την αποβολή τού αλατιού· || (αρχ.) 1. το πρώτο μετά τον τοκετό γάλα τών ζώων, κολάστρα· 2. είδος γλυκύσματος.ρεγάλα = από το ρεγκάλ Ν· (μουσ.) μικρό φορητό υδραυλικό όργανο που έχει, συνήθως, μία μόνο σειρά από αυλούς.ρεγάλο = και ριγάλο, το, Ν· φιλοδώρημα, δώρο.ρέμα = ξεροπόταμος, Ν· 1. το ρεύμα, η κοίτη χειμάρρου· 2. χαράδρα, ρεματιά· 3. (φρ.) α) «τον πήρε το ρέμα»· καταστράφηκε οικονομικά ή ηθικά· β) «μπρός γκρεμός και πίσω ρέμα»· υπάρχει αδιέξοδο και οι δύο επιλογές είναι δυσάρεστες.ρετσίνα = 1. η ρητίνη· 2. (συνεκδ.) ελληνικό κρασί που παρασκευάζεται αποκλειστικά στην Ελλάδα από γλεύκος διαφόρων σταφυλιών στο οποίο προστίθεται κατά την έναρξη τής ζύμωσης 2%-3% ρετσίνι πεύκων για τη δημιουργία τής ιδιαίτερης γεύσης του («ρετσίνα μου αγνή, αγάπη μου ξανθιά, κεχριμπαρένια»).ρημάζω = μένω έρημος, ερημώνω (ρημάζει = ερημώνει,  γίνεται ρημαδιό)ριζό = ριζά, ρίζα («στο ριζό ενός πλατάνου»)ρόκα,  η =  1. εργαλείο για το γνέσιμο τού μαλλιού, ραβδί με ειδικά διαμορφωμένη άκρη ώστε να στερεώνεται το μαλλί ή το βαμβάκι που προορίζεται για γνέσιμο· 2. (φρ.) «κάνε ρόκα σου» ή «η ρόκα σου να γνέθει»· κοίτα τη δουλειά σου, μην ανακατεύεσαι σε ξένες υποθέσεις.

Page 27: το άγνωστο λεξιλόγιο του παπουλάκου

ρότα = 1. η πορεία τού πλοίου· 2. μεσαιωνικό έγχορδο όργανο.ρουμάνι =έκταση με πυκνή θαμνώδη βλάστηση. Στα Καλαβρυτοχώρια ρούμανα λέμε τα  χορτάρια που μοιάζουν με χαμομήλι.σαβανότρα = η γυναίκα που σαβανώνει τον νεκρό.σαλάγη = και σαλαγή, η, Α· (κατά τον Ησύχ.) θόρυβος, κραυγή, βοή. («σαλάγα τα πρόβατα»).σαλάγιασμα = από το σαλαγιάζω  = 1. α) ησυχάζω, καταλαγιάζω· β) (ιδίως για υγρή έκταση) ηρεμώ· 2. (μτβ.) κάνω κάποιον να ησυχάσει.σαλαχοουρά = (σελάχι + ουρά): δερμάτινη ζώνη με πτυχές στο μπροστινό μέρος, η οποία χρησίμευε ως θήκη για φορητά όπλα.σαλεύω = κινούμαι, αναδεύομαι (σαλεύει = κινείται, αναδεύει)σαματάς = φασαρίασαράφης = ο, θηλ. σαράφισσα, Ν· αργυραμοιβός.σάσμα = κλινοσκέπασμα φτιαγμέο από μαλλί γίδας.σβώλος = βώλοςσγόρτσα = το δέρμα του χοίρου, που το έβραζαν αφαιρώντας τις τρίχες του.σειέμαι = σείομαι, κουνιέμαι, σειέται = σείεται («σειόταν και λυγιόταν»). σεκλέτι και σικλέτι, το, Ν· στενοχώρια, βάσανο, μαράζι, ιδίως από έρωτα («τόν έφαγε το σεκλέτι»).σεκλετίζομαι = έχω στενοχώρια, βάσανο, μαράζι, ιδίως από έρωτα («με έφαγε το σεκλέτι»).σελάχι = 1. δερμάτινη ζώνη με πτυχές στο μπροστινό μέρος, η οποία χρησίμευε ως θήκη για φορητά όπλα.σέμπρος = ο επίμορτος καλλιεργητής, αυτός που καλλιεργεί ξένα κτήματα ή εκτρέφει ξένα ζώα με σύμβαση που τού εξασφαλίζει μερίδιο από τα εισοδήματα, κολήγος.σεντούκι = το σεντούκιν, ΝΜ· κιβώτιο για φύλαξη ενδυμάτων, ιδίως ασπρόρουχων, αλλ. μπαούλο, κασέλα.σεντούκι = το σεντούκιν, ΝΜ· κιβώτιο για φύλαξη ενδυμάτων, ιδίως ασπρόρουχων, αλλ. μπαούλο, κασέλα.σεργιάνι = και σεριάνι και σιργιάνι και σιριάνι, το, Ν· περίπατος, βόλτα («πρώτ· η Φροσύνη τό 'βαλε και βγήκε στο σιργιάνι», δημ. τραγούδι).σεργιανίζω = σιργιανίζω, σεργιανώ,  σεριανώ, -άω και σιργιανώ, -άω, Ν [σεργιάνι / σιργιάνι]· 1. κάνω βόλτα, κάνω περίπατο· 2. (μτβ.) βγάζω κάποιον για σεργιάνι, τόν πηγαίνω περίπατο. («σεργιάνισες, σεργιάνισες και ύστερα μ’ απαράτησες»)σερνάμενος  = συρόμενος κατά γηςσερνικό = αρσενικό.σηκώθη = (ε)σηκώθη, σηκώθη(κε)σήντα = όταν («σήντα πας πουρνό-πουρνό για το μύλο»)σήτα = βλέπε κρησάρα.σιαδώ = ίσια εδώ, προς τα εδώσιακεί = ίσια εκείσιαπέρα = ίσια πέρα, προς τα πέρασιατέρι = στατέρι, στατήρας: όργανο ζύγισης.σιγουρεμένος = σίγουρος,  βεβαιωμένοςσιδεροστιά = σιδερένια τσιμπίδα με τα οποία συνδαύλιζαν τα κάρβουνα Η λέξη προφανώς είναι σύνθετη (σίδερο + εστία).σιμώνω = πλησιάζω (σιμώνει =έρχεται σιμά, κοντά, πλησίον)σιουρίχτρα = σφυρίχτρασκαλτσούνι = κάλτσα (σκαλτσούνια = κάλτσες)σκαμνομουριά = δένδρο μορέας (μουριάς), που κάνει μεγάλες μαύρες  μούρες.σκανταλίζω = σκανδαλίζωσκάνταλο = σκάνδαλοσκαπετίζω και σκαπετώ Ν· =  1. γίνομαι άφαντος τρέχοντας, δραπετεύω, τό σκάω· 2. εξαφανίζομαι περνώντας την κορυφή υψώματος· 3. (γενικά) διαφεύγω κίνδυνο, ξεφεύγω, γλυτώνωσκαπέτισμα το, Ν [σκαπετίζω]· = 1. διαφυγή, δραπέτευση· 2. εξαφάνιση κάποιου πίσω από ύψωμα καθώς αυτός φεύγει· 3. αποφυγή κινδύνου, διάσωση.

Page 28: το άγνωστο λεξιλόγιο του παπουλάκου

σκαρπίνι = το, Ν· είδος χαμηλού υποδήματος που αφήνει ακάλυπτους τους αστραγάλους, σε αντιδιαστολή με το άρβυλο ή την μπότα.σκαρώνω = φτιάχνω, δημιουργώσκατογένης = ο  άνθρωπος που έχει λερωμένα τα γένεια του (συνήθως για τον Διάβολο).σκαφίδι = ξύλινη σκάφη, που κατασκευαζόταν ενιαία από κορμό δένδρου.σκεδιάζω = σχεδιάζωσκέδιο = σχέδιοσκερπάνι = σκεπάρνισκηταριό = (α)σκηταριό, σκήτησκισμή = σχισμήσκλήθρα = Ν· 1. το σκλήθρο· 2. πελεκούδι.σκολειό = σχολείο (σκολνούσε = σχολούσε, τελείωνε την εργασία του)σκολνάω = σχολάωσκοτίζομαι = ο όρος έχει διάφορες έννοιες: 1. σκοτίζομαι· α) ενδιαφέρομαι, νοιάζομαι για κάτι· β) συγχύζομαι, ζαλίζομαι, πονοκεφαλιάζω («τί κάθεσαι και σκοτίζεσαι γι' αυτό το παλιόπαιδο;»)· γ) αγωνιώ, ανησυχώ· 3. (φρ.) α) «μη μέ σκοτίζεις»· μη μέ ενοχλείς· β) «σκοτίστηκα!» ή «πολύ που σκοτίστηκα» ή «δεν σκοτίζομαι»· αδιαφορώ εντελώς, δεν μέ νοιάζει· || (αρχ.) (παθ.) 2. σκοτίζομαι· α) γίνομαι σκοτεινός· β) σκυθρωπάζω· γ) τυφλώνομαι· δ) ζαλίζομαι, παθαίνω σκοτοδίνη.σκούζω = φωνάζω (σκουξίματα = φωνές οδυρμού)σκούνα, η = κοινή ονομασία τών ιστιοφόρων πλοίων που είναι γνωστά ως πάρωνες, κν. μπρίκια, ή μυοπάρωνες, κν. γολετόμπρικα.σκουντάω = σκουντώ, ακουμπώ, ενοχλώ (συνήθως γίνεται σε άνθρωπο που λαγοκοιμάται ή που είναι ανυποψίαστος)σκουτέλ(λ)ι  = το  σκουτέλλιον, ΝΜΑ, και σκούτλιον και σκουτλίον, Α· πιάτο, πινάκι, μικρή γαβάθα.σκουτί = ρούχο (σκουτιά = ρούχα)σκύβαλο = 1. απόβλημα, απομεινάρι, σκουπίδι 2. (μτφ.) άνθρωπος χωρίς καμιά αξία, χαμηλού ποιού, τιποτένιος (α. «αυτός έχει καταντήσει σκύβαλο»· 3. κάθε άχρηστο πράγμα· 2. (στον πληθ.) τα σκύβαλα· αποκοσκινίδια δημητριακών και ιδίως τού σιταριού· || (αρχ.) περίττωμα, κοπριά.σκυθρωπάζω = είμαι σκυθρωπός, βλοσυρός (σκυθρώπαζαν = σκυθρώπιαζανσουβαντίζω = σοβατίζω και σοβαντίζω και σουβατίζω και σουβαντίζω και σουβαδίζω Ν· επιχρίω επιφάνεια τοίχου με σοβά.σούμελλε = σου έμελλεσούρανε = έσυρανσουραύλι = λαϊκό πνευστό όργανο, συγγενικό με τη φλογέρα.σούρει = σύρεισουρνάμενος = συρόμενος κάτω στο χώμασούρνεται = σύρεται κάτω στο χώμασούρνω = σέρνω, σύρω (σούρνανε = τον έσερναν)σούρουπο = το λυκόφως, η μετά την δύση τού ηλίου και πριν από την νύχτα ώρα, σουρούπωμα, σύθαμπο, μούχρωμα («ρόδινο σούρουπο, ώρα μυροφόρα», Μαβίλ.).σουρούπωσε = νύχτωσε σούσουρο = 1. ψίθυρος· 2. υπόκωφος θόρυβος· 3. (μτφ.) α) δυσφήμιση, διασυρμός· β) σκάνδαλο («έγινε μεγάλο σούσουρο γύρω από το όνομά της»).σούστειλε = σου έστειλεσπαρτά = σπαρμένα χωράφιασπερνά = βρασμένο στάρι με ρόδα και ζαχαρωτά, που τα πηγαίνουν οι γυναίκες στον εσπερινό, ιδίως τα ψυχοσάββατα . Ο όρος σπερνά  προφανώς είναι παραφθορά της λέξεως εσπερινά.σπιγούνος = ο σπιούνος, θηλ. σπιούνα, Ν· 1. αυτός που παρακολουθεί τις ενέργειες κάποιου και τόν καταδίδει, καταδότης, χαφιές, ρουφιάνος· 2. αυτός που διαβάλλει κάποιον, ραδιούργος.σπιτικό = του σπιτιού, της οικογένειας  («αυτός έχει καλό σπιτικό», είναι από οικογένεια)

Page 29: το άγνωστο λεξιλόγιο του παπουλάκου

σταλάζω = αφήνω υγρό να στάξει, να πέσει κάτω σταγόνα σταγόνα (α. «τού στάλαξε φαρμάκι στο κρασί του»στάλισμα = σταλίζω: Ν [στάλος / σταλός]· 1. (μτβ.) οδηγώ το κοπάδι σε σκιερό μέρος το μεσημέρι για ανάπαυση· 2. (αμτβ.) (για ζώα) αναπαύομαι, σταλιάζω· 3. (συνεκδ.) (μτφ.) παραμένω κάπου.στανικά = με το στανιόστανιό = 1. (ως επίθ.) ακούσιος, αυτός που γίνεται παρά τη θέληση κάποιου («στανιό στεφάνι»· γάμος ακούσιος, με εξαναγκασμό)· 2. εξαναγκασμός, καταναγκασμός, ζόρι· 3. (φρ.) «με το στανιό»· ακούσια, με τη βία, καταναγκαστικά.στανοτόπι = τόπος της  στάνηςστάρι = σιτάρι («να καθαρίσουμε  την ήρα από το στάρι»)σταυροκοπήθη = (ε)σταυροκοπήθη, σταυροκοπήθη(κε)σταυρωτής = 1. αυτός που σταυρώνει, που προσηλώνει κάποιον σε σταυρό· 2. (μτφ.) α) βασανιστής, υπερβολικά ενοχλητικός· β) (ιδίως στον πληθ.) οι σταυρωτήδες· παλαιά χλευαστική προσωνυμία για τους χωροφύλακες («τόν έπιασαν οι σταυρωτήδες και τόν κατέβασαν στην πόλη»).σταχτοφούρνι = χώρος τζακιού ή φούρνου για τη στάχτη.στέκουνται = στέκονταιστέρνα =  1. κτιστή δεξαμενή νερού που είναι κατασκευασμένη με τη βάση της στο έδαφος· 2. (ζωολ.) γένος λαρόμορφων πτηνών.στερνό = τελευταίο.στηλώνω=  κρατώ κάτι κατακόρυφα σαν στήλη («μα η Ροδόπη ξέφωτη στηλώνει την κορφή της / μεσουρανίς», Ι. Γρυπάρης).στηλωτικός = από το στηλώνω (βλέπε στηλώνω)στημόνι = το / στημόνιον, ΝΑ [στήμων, -ονος]· (νεοελλ.) 1.(υφαντ.) το κατά μήκος τού αργαλειού εκτεινόμενο νήμα που διαπλέκεται με το υφάδι για τη δημιουργία τού υφάσματος, ο στήμονας· 2. (φρ.) α) «πού φάδια, πού στημόνια»· δηλώνει ότι δεν μπορεί να συγκριθούν δύο πράγματα που διαφέρουν ολοφάνερα· β) «τά 'φερε ίσια υφάδι ίσια στημόνι»· λέγεται για εκείνους που σπατάλησαν μεγάλα ποσά ή και την περιουσία τους για έναν σκοπό· 3. (παροιμ.) «ολά 'ναι φάδια τής κοιλιάς και το ψωμί στημόνι, / και το καημένο το κρασί στύλος κι αντιστυλώνει»· δηλώνει ότι το ψωμί είναι μια από τις βασικότερες τροφές, ενώ το κρασί είναι απαραίτητο τονωτικό συμπλήρωμα.στια = εστία (στα Καλαβρυτοχώρια στια ή σιδηροστιά λέγαμε την σιδερένια τριγωνική βάση, πάνω στην οποία τοποθετούσαμε την κατσαρόλα και μαγειρεύαμε το φαγητό πάνω στη φωτιά)στο έμπα = μπαίνοντας στην αρχήστοιχειό = το δαιμόνιο, που  προέρχεται από λαογραφικές δοξασίες για την ύπαρξη πονηρών πνευμάτων μεταξύ ουρανού και γης που ζητούν λόγο από τις ψυχές τών νεκρών και συνάπτουν έριδες με τους αγγέλους που συνοδεύουν τις ψυχές.στοιχερός = κεντρικός στύλος αλωνιούστόνομα = στο όνομαστόπα = στο είπα, (στόπε = στο είπε)στόχα = στο είχαστραπάτσο = το, Ν· 1. (σχετικά με πράγμ.) ζημιά, φθορά, κακοποίηση· 2. (σχετικά με πρόσ.) προπηλακισμός, εξευτελισμός («έπαθε μεγάλο στραπάτσο»)στράτα =  ηστρωμένη οδός, δρόμος· || (νεοελλ.) 1. πορεία, διαδρομή, («καλή στράτα»· ευχή σε εκείνους που ξεκινούν για ταξίδι)· 2. (μτφ.) τρόπος («με πόσες στράτες μάς γελά [ενν. ο έρωτας]», Ερωτόκρ.)· 3. στρατούλα, περπατούρα· 4. (φρ.) α) «κάνω στράτα ή στράτες»· (για νήπιο) κάνω τα πρώτα μου βήματα· β) «κακή στράτα»· (με μτφ. σημ.) δρόμος έξω από τους κανόνες τής ηθικής· γ) «στράτα-στράτα» και «στράτα στρατούλα»· ενθαρρυντική φράση για νήπια που κάνουν τα πρώτα τους βήματα· || (μσν.) (φρ.) «κατά στράταν»· κατά τη διάρκεια τού ταξιδιού (πάπ.)· || (αρχ.) (φρ.) α) «κατά στράταν»· καθ’ οδόν (πάπ.)· β) «δια στράτας»· ανυπερθέτως.στρατί = μονοπάτιστριγκλίζω =φωνάζω υστερικά (στρίγκλισε = φώναξε υστερικά)

Page 30: το άγνωστο λεξιλόγιο του παπουλάκου

στριμώνεται = στριμώχνεται (στριμωνόταν = βρισκόταν σε δύσκολη θέση (από το στριμώνω)στριφτό = παιχνίδι με νομίσματα που έστριβαν στον αέρα.στρογγυλοκάθουμαι = κάθομαι αναπαυτικά («στρογγυλοκάθισε κι ήπιε τον αργιλέ του»)στρωσίδια = διάφορα υφάσματα που στρώνονται στο σπίτισυγενικό = συγγενικό. Λέγεται σαν κατάρα: «συγενικό να σε πιάσει», επειδή το μίσος των συγγενών είθισται να είναι πιο μεγάλο από των άλλων ανθρώπων.συγκάθια = είδος φαγητού,  που είχε ως κύρια βάση το αλεύρι από καλαμπόκι και την κρέμα βουτύρου.συγκαλά = σύγκαλα, τα, Ν· (άκλ.) 1. καλή φυσιολογική κατάσταση και, ιδίως, διανοητική ισορροπία («δεν είναι στα σύγκαλά του»)· 2. (φρ.) «έλα στα σύγκαλά σου»· σκέψου λογικά.σύγνεφο = σύννεφοσυγνοφιά = συννεφιάσυγυρίζω = τακτοποιώ (συγύρισα – τακτοποίησα, νοικοκύρεψα)συθέμελα = συνθέμελα, από τη βάσησυναγείρω  = συνεγείρωσυναγμένο = μαζεμένο, συγκεντρωμένοσυνάζονται = μαζεύονται (συνάχτηκε = μαζεύτηκε, συναθροίστηκε)συνάζω = μαζεύω, συγκεντρώνωσύναξη = μάζωξησυναπάντημα = συνάντηση πολλών ανθρώπων σε ένα σημείοσυνοδεμένος = συνοδευμένοςσυνταιριάζω = συνδυάζω, σμίγωσυντριμμένος = συντετριμμένοςσυντύχω = συμπέσω (συντύχανε = συμπέσανε, συνέπεσαν)συφορά = συμφοράσυφοριαμένοι = οι έχοντες υποστεί συμφορά, συνήθως οι «διαολεμένοι»συχαρίκια =  τα συγχαρίκια, ΝΜ, και συγχαρίκεια Μ· = 1. δώρο σε αυτόν που φέρνει ευχάριστα νέα· || (νεοελλ.) 1. (κατ’ επέκτ.) ευχάριστα νέα, ευχάριστες ειδήσεις· 2. συγχαρητήρια· 3. (φρ.) «πάρ’ τη σκούφια μου συχαρίκια» ή «βγάλε το σκουλαρίκι σου και δώσ’ το για τα συχαρίκια»· (ειρων.) λέγεται για ασήμαντη ή εντελώς αδιάφορη είδηση.συχάσει = (η)συχάσεισυχνοπατιέται = συχνοπερπατιέταισυχώρεση = συγχώρησησφαλερή = με σφάλματασφάλιξε = σφάλισεσφαλίστε = εξα(σφαλίστε)σφάντζικια = σφάντζικα η, Ν· παλαιό αυστριακό νόμισμα που κυκλοφορούσε στην Ελλάδα επί Καποδίστρια και ισοδυναμούσε με 95 χρυσά λεπτά.σφαχτάρι = 1. σφάγιο, σφαχτό· 2. είδος φτυαριού χρησιμοποιούμενο για ανακίνηση τών ξύλων που καίγονται στον κλίβανο.σφοντύλι = το σφονδύλιον, ΝΜΑ, και σπονδύλιον ΜΑ, και σφονδύλειον Α· (νεοελλ.) 1. είδος πτηνού· 2. (φρ.) «τού ‘ρθε [ή τού φάνηκε] ο ουρανός σφοντύλι»· ζαλίστηκε τόσο από δυνατό χτύπημα ή αναπάντεχο πάθημα που νόμισε ότι ο ουρανός γυρίζει σαν το σφοντύλι στο αδράχτι· || (νεοελλ.-μσν.) βαρύ στρογγυλό εξάρτημα που προσαρμόζεται στην άκρη τού αδραχτιού και ρυθμίζει την περιστροφική του κίνηση, αλλ. σφόνδυλος ή σπόνδυλος·σφουράω = σφυρίζω («σφούραγε στα πανηγύρια»).σχεδιαζούμενο = σχεδιαζόμενοσχώρα με = συγχώρησέ μεσχώρα με = συχώρεσέ με, συγχώρησέ μεσχωρεμένος = συγχωρεμένος, αυτός που συγχωρήθηκεσχώριο = συχώριο, συγχώρησησχωρνώ = συγχωρώ, σχωρνάς – συγχωρείςσώνομαι = σώζομαι // αδυνατίζω πολύ.σωσμός = σώσιμο, διάσωση, σωτηρία

Page 31: το άγνωστο λεξιλόγιο του παπουλάκου

σωστικό = σωτήριο(σωστικά = σωτήρια)τ’ αποθαμένα = τα πεθαμένατάβλα = σανίδαταβούλι = και νταβούλι, και ταούλι, το (Μ νταούλι και ταβούλι)· 1. (μουσ.) είδος παραδοσιακού οργάνου με χαρακτηριστικό βροντερό ήχο, το οποίο μοιάζει με τύμπανο αλλά είναι μεγαλύτερων διαστάσεων, αποτελείται από έναν ξύλινο κύλινδρο καλυμμένο στις δύο παράλληλες βάσεις του με δέρμα τεντωμένο με σχοινί και παίζεται με δύο ειδικά φτειαγμένα ξύλινα πλήκτρα· 2. (φρ.) «έγινα νταούλι»· (μτφ.) πρήστηκα.ταγάρι = υφασμάτινο σακίδιοταιριασμένα = φτιαγμένα, συμφωνημένα («τάχες ταιριασμένα μαζί τους για να ρουφάς το αίμα των χριστιανών»)τάμπαζε = τα έβαζεταμπάκαλη = είδος βραστού φαγητού με πατάτες και λάχανα.τάπατε = τα είπατετάχε = τα είχεταχιά = αύριο πρωί, στο άμεσο μέλλον.ταχτικό = τακτικόταχτοποιώ = τακτοποιώ.τέζα = Ν·(άκλ. επίθ. και για τα τρία γένη ή σε επιρρμ. χρήση) 1. τεντωμένος, αλύγιστος (α. «έδεσε τέζα το σχοινί»· β. «το σχοινί είναι τέζα»)· 2. ο τελείως γεμάτος, ο υπερπλήρης (α. «γέμισες τέζα το σακί»· β. «το λεωφορείο ήταν τέζα»)· 3. (φρ.) α) «έπεσε τέζα» ή «έμεινε τέζα»· λιποθύμησε ή έπεσε νεκρός· β) «τήν έκανα τέζα»· (ενν. την κοιλιά) παράφαγα, φούσκωσα· γ) «είναι [ή έγινε] τέζα στο μεθύσι»· ήπιε πολύ, μέθυσε ώσπου έχασε τις αισθήσεις του.τειάφισμα = θειαφίζωκαι θειαφώνω [τειάφι = θειάφι]· 1. ρίχνω θειάφι στα φύλλα φυτού· 2. εκθέτω κάτι, για απολύμανση, στον καπνό θειαφιού που καίγεται («θειαφίζω τα βαρέλια μου»).τελέγραφος = ο τηλέγραφος (ενδεχομένως να ήταν γνωστός την εποχή του Παπουλάκου, αφού ο πρώτος τηλέγραφος με χειριστήριο, που δόθηκε σε κοινή χρήση και κατέκτησε τον κόσμο, ήταν αυτός που εφευρέθηκε από τον Αμερικανό Σάμουελ Μορς το 1837 και τελειοποιήθηκε από τον ίδιο το 1843).τελεύω = τελειώνω (τελέψω =τελειώσω, τελέψει = τελειώσει, τέλευε = τελείωνε)τελώνιο =  το τελώνιον, ΝΜΑ· (νεοελλ.-μσν.) δαιμόνιο, στοιχειό, αερικό, πονηρό πνεύμα (α. «σαν το τελώνιο το παμπόνηρο τού μύθου», Ζερβ.· β. «αναφερόμενοι ευρίσκουσι τελώνια φυλάττοντα... την άνοδον», Αμάρτ. Γ.)· || (νεοελλ.) (στον πληθ.) τα τελώνια· (ναυτ.) τα φώτα τών Διοσκούρων, δηλαδή φωσφορίζον πυρ που εμφανίζεται σε περίπτωση θύελλας στα άκρα τών ιστών και τών κεραιών· || (αρχ.) 1. ο τόπος όπου πληρώνονται τα τέλη, τελωνείο· 2. ο τελωνειακός δασμός.τερτίπι 1. τέχνασμα για παραπλάνηση, κόλπο· 2. (κυρίως στον πληθ.) τα τερτίπια· επιτηδευμένη συμπεριφορά, καμώματα, νάζια.τέσα=  χάλκινο δοχείο που βάζουνε μέσα συνήθως το γάλα.τέτζερης =  και τέντζερης: Ν· 1. χάλκινη χύτρα· 2. (στον πληθ.) οι τεντζερέδεςκαι τα τζεντζερέδια και τεντζέρια· το σύνολο τών μαγειρικών σκευών ενός σπιτιού· 3. (παροιμ. φρ.) «κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι»· (με αρνητική σημ. και με ειρωνική χροιά) λέγεται για ανθρώπους με τον ίδιο χαρακτήρα ή το ίδιο ποιόν οι οποίοι συνδέονται στενά μεταξύ τους.τετραβάγγελο = και τετραβάγγελο και τετραβγάγγελο: βιβλίο που περιέχει ολόκληρα τα τέσσερα ευαγγέλιατετράποδο = οικόσιτο ζώοτεψί = ταψίτζακόπανο = τα πανί γύρω από το τζάκιτζαναμπέτης = ο, θηλ. τζαναμπέτισσα, Ν· 1. άτομο δύστροπο, κακότροπο· 2. (κολακευτ.) πονηρούλης.τζολεύω = ενοχλώτηγανίδα = τηγανίτα («του έδωσαν να φάει τηγανίδες»)τηράω, τηρώ = κοιτάω, βλέπω, αντικρίζω («τήραξε μακριά και τον είδε»)

Page 32: το άγνωστο λεξιλόγιο του παπουλάκου

της άμμος = της άμμουτοιμάζω = (ε)τοιμάζωτορνίθι = το (Α ορνίθιον) [όρνις, -ιθος]· μικρή όρνιθα, κοτόπουλο· || (νεοελλ.) (σκωπτικά) (για πρόσωπο) αφελής άνθρωπος, αντικείμενο εκμετάλλευσης από τους άλλους, κουτορνίθι· || (αρχ.) μικρό πτηνό.τόσπειρα = το έσπειρατότες = τότετουλούπα = το μαλλί της ρόκαςτούμπανο = τύμπανο («Ο κόσμος τόχει τούμπανο κι εμείς κρυφό καμάρι»)τούπε = του είπετούχε = του είχετραβήχτη = τραβήχτη(κε)τράμπα = η, Ν· 1. ανταλλαγή, αντιπραγματισμός («έκανε τράμπα πέντε κιλά κρασί με πέντε κιλά λάδι»)· 2. (συνεκδ.) αντάλλαγμα· 3. (φρ.) «με σκατά τράμπα δεν γίνεται»· δηλώνει ότι το αντάλλαγμα πρέπει να είναι ανάλογο με το προσφερόμενο είδος ή πράγμα.τρανεύω = μεγαλώνω («αυτό το τσουπί τράνεψε»)τρανός, ή, ό = μεγάλοςτράστο = είδος ταγαριού, που γίνεται στον αργαλειότραχανομανέστρα = φαγητό με τραχανά και χυλοπίτες, που το βράζουν ακόμη και στο … τηγάνι, για να γίνει πιο νόστιμο!..τραχανός = τραχανάςτριβελίζουν = στροβιλίζουντριβόλι = το / τριβόλιον, ΝΜ, και τριβόλιο και τριβούλι και τρίβουλο Ν [τρίβολος]· είδος παλαιού αλωνιστικού οργάνου, που αποτελούνταν από χοντρές συνενωμένες σανίδες οι οποίες είχαν στο κάτω μέρος μπηγμένους αιχμηρούς πυριτολίθους και συρόταν από υποζύγια πάνω στα απλωμένα στο αλώνι σιτηρά, αλλ. δοκάνη και δοκάνα ή ντοκάνα· || (νεοελλ.) 1. το ζιζάνιο φυτό τρίβολος, αλλ. κολλητσίδα· 2. γένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας tenebrionidae, τα οποία προκαλούν καταστροφές στα σιτηρά.τριγυρνός = από τους  τριγύρω.τριφτιάδες = φαγητό με τριμμένα ζυμαρικά.τρομπόνι = και τρουμπόνι, το, Ν· 1. (στρ.) παλαιό φορητό βραχύκαννο εμπροσθογεμές πυροβόλο όπλο τού οποίου η κάννη είχε σχήμα χοάνης ή σάλπιγγας και το οποίο έβαλλε πολλά σφαιρίδια· 2. (μουσ.) χάλκινο πνευστό μουσικό όργανο· 3. (συνεκδ.) μουσικός που παίζει το παραπάνω όργανο, τρομπονίστας.τσαμπίδι = μικρό τσαμπί:  1. βότρυς σταφυλιού («το κλήμα είχε πολλά τσαμπιά»)· 2. (συνεκδ.) κάθε καρπός που μοιάζει με βότρυ. // Στα χωριά μας τσαμπίδια εννοούσαμε τα απομεινάρια σταφυλιών μετά τον τρύγοτσαμπουνώ = 1. παίζω την τσαμπούνα· 2. (μτφ.) α) κλαψουρίζω· β) μωρολογώ, φλυαρώ.τσανάκι = το, Ν· 1. πήλινο πιάτο, γαβάθα· 2. άνθρωπος ανήθικος, αχρείος και κόλακας («ξέρεις τί τσανάκι είναι αυτός;»)· 3. (στην Ύδρα και σε άλλα νησιά) κοινή ονομασία τής νόσου λεϊσμανίαση· 4. (φρ.) «χωρίζω τα τσανάκια μου»· α) διαμοιράζω τα υπάρχοντα που έχω κοινά με κάποιον και, γενικά, αποσαφηνίζω τις σχέσεις μου μαζί του· β) παίρνω διαζύγιο.τσαντήλα = πολύ λεπτό ύφασμα που βάζουν το γιαούρτι.τσαπέλα = αρμαθιά ξηρών σύκων // τσαπέλες: ώριμα (συνήθως μαύρα)  σύκα, που τα έβαζαν να ξεραθούν από τον ήλιο στις στέγες των σπιτιών και τα διατηρούσαν σε λαγούμια με πετιμέζι.τσαρούχι = 1. είδος ελαφρού και χαμηλού υποδήματος, από ακατέργαστο ή ημικατεργασμένο δέρμα, το οποίο φορούσαν παλαιότερα οι χωρικοί· 2. το ειδικό υπόδημα τών ευζώνων, με κύριο χαρακτηριστικό την κόκκινη φούντα που φέρει στο πρόσθιο άνω μέρος.τσέλιγκας = και τσέλιγγας, ο, Ν· ιδιοκτήτης τσελιγκάτου, ιδιοκτήτης μεγάλου κοπαδιού («εγώ είμαι κόρη τού βουνού και τσέλιγκα κοπέλλα», Κρυστ.). τσελιγκόσπιτα = σπίτια τσελιγκάδωντσεμπέρι = και τσιμπέρι, το, Ν· μαντίλι για το κεφάλι, κεφαλόδεσμος, φακιόλι.

Page 33: το άγνωστο λεξιλόγιο του παπουλάκου

τσιγαρίδες = κομμάτια χοιρινού κρέατος, που το διατηρούν και το φτιάχνουν συνήθως με αυγά στο τηγάνι.τσιγκέλι = και τσιγγέλι και τσεγγέλι, το, Ν· 1. σιδερένιο άγκιστρο, ιδίως για το κρέμασμα κρεάτων σε κρεοπωλείο· 2. σιδερένιο εργαλείο με πολλά αγκίστρια για την ανέλκυση αντικειμένων που έχουν πέσει σε πηγάδι ή σε μεγάλο βάθος νερού· 3. (φρ.) «με το τσιγκέλι τού παίρνεις την κουβέντα [ή τού τά βγάζεις]»· λέγεται για άνθρωπο που είναι υπερβολικά ολιγόλογος ή που αρνείται πεισματικά να μιλήσει για κάτι.τσιμπίδα  = η μάσια (βλέπε λέξη)τσιμπλόλαμπα =  δοχείο φωτισμού με πετρέλαιοτσιράκι = 1. μαθητευόμενος τεχνίτης· 2. βοηθός τεχνίτη· 3. (συνεκδ.) αρχάριος· 4. (μτφ.) α) αυτός που ακολουθεί, που μιμείται την συμπεριφορά ή τις μεθόδους κάποιου, πιστός οπαδός· β) (συνεκδ.) υπηρέτης· 5. (φρ.) «τόν έβγαλε τσιράκι του»· τόν έκανε όμοιό τουτσοπαναρέοι  = τσοπάνηδες.τσότρα = και τσιότρα, η, Ν· ξύλινο δοχείο κρασιού ή νερού, αλλ. τσίτσα.τσουκάλι = 1. πήλινη ή και μεταλλική χύτρα· 2. ουροδοχείο.τσουκαλόκαφτο = βρασμένο κρασί με ζάχαρι στο τσουκάλι.τσούπα = κοπέλλατσούπρα = κορίτσιτυλώνω  = από το τυλώ, -όω, ΝΜΑ [τύλη/τύλος]· (νεοελλ.) γεμίζω κάτι έως επάνω, υπερπληρώνω («τήν τύλωσε»· [ενν. την κοιλιά] έφαγε μέχρι σκασμού)· 2. (μτφ.) καθιστώ μια γυναίκα έγκυο, γκαστρώνω· || (μσν.-αρχ.) καθιστώ κάτι τυλώδες, τό γεμίζω με τύλους, σκληρύνω («τυλοί το στόμα ο χαλινός», Ξεν.)· || (αρχ.) κάνω σε κάτι, κυρίως σε ράβδο ή σε ρόπαλο, κόμπους ή μεγάλα εξογκώματα.τυραγνάω = τυραννώ, βασανίζω, ταλαιπωρώ, καταδυναστεύω («αυτός την τυραγνούσε νύχτα και  μέρα»_τυροκομειό = τυροκομείο το, ΝΑ [τυροκομῶ]· (νεοελλ.) το εργαστήριο τού τυροκόμου· || (αρχ.) αγγείο ή μικρό καλάθι για τη φύλαξη τού νωπού τυριού.υποτάζομαι = υπακούω, πειθαρχώ.υποταχτικός = υποτακτικός, υπηρέτης.υστερνά = στερνά, τελευταία (συνήθως για ετοιμοθάνατους).υφάδι = το υφάδιον, ΝΜΑ, και φάδι ΝΜ· το σύνολο νημάτων ενός υφάσματος που είναι κάθετα προς την ούγια του και προς τα νήματα τού στημονιού, αλλ. κρόκη.φάγνα = τροφή ζώωνφαμελιά = οικογένειαφαμελίτης = οικογενειάρχης (φαμελιά, φαμίλια = οικογένεια)φαράσι = είδος μικρού μεταλλικού φτυαριού για τα σκουπίδια (σήμερα υπάρχει και πλαστικό φαράσι)φεγγαρονυχτιά = νύχτα με φεγγάριφέγω = φεύγωφελάω = ωφελώ (φελάνε = ωφελούν)φελέκι = συνήθως υβριστική λέξη («γ…ώ το φελέκι σου»)φευγατίζω = διώχνω (φευγατίσανε = κάνανε φευγάτο, διώξανε)φευγάτισμα = γρήγορη αποχώρησηφευγάτος = έτοιμος να φύγειφιλεύω Ν [φίλος]=  1. προσφέρω ποτό ή φαγώσιμο, κερνώ, τρατάρω («μέ φίλεψε ένα γλυκό»)· 2. δίνω μικρό φιλοδώρημα· 3. (για γαμπρό ή παράνυμφο) δίνω δώρο στην νύφη.φιλήσαν = φίλησανφιλιώνω = συμφιλιώνω, γίνομαι φίλος, αγαπώ (φίλιωση = συμφιλίωση, φιλιωθήκανε = συμφιλιωθήκανε)φίμωτρο = το φίμωτρον, ΝΜΑ, και φίμετρον Α· (νεοελλ.) πλέγμα με το οποίο περιβάλλεται το ρύγχος τών ζώων για να μην μπορούν να δαγκώνουν ή να τρώνε· || (μσν.-αρχ.) (γενικά) όργανο με το οποίο φράζεται ή κρατείται κλειστό κάτι.φκιάνω = φτιάχνω.

Page 34: το άγνωστο λεξιλόγιο του παπουλάκου

φκιασίδι = φτιασίδι, στόλισμα.φλάμπουρο = 1. φλάμμουλο· 2. (γενικά) πολεμική σημαία.φλέμα = φλέγμαφλουσκούνι = το φλησκούνι και φλισκούνι και φλυσκούνι και φλασκούνι και φλουσκούνι, το, Ν· (βοτ.) κοινή ονομασία τών ελληνικών ειδών τού γένους μίνθη ή μέντα τής οικογένειας τών χειλανθών και ιδίως τού είδους Μentha pulegium.φόρτωμα = συνήθως το φόρτωμα που γινόταν στα ζώαφουμάρω = καπνίζωφούμος ο, και φούμο, το, Ν· 1. καπνιά· 2. είδος μαύρης μπογιάς· 3. (φρ.) «τού 'ριξα φούμο»· (μτφ.) τόν καταψήφισα.φουντάρω = Ν· 1. βυθίζω πλοίο· 2. βυθίζομαι, καταποντίζομαι· 3. ρίχνω άγκυρα, αγκυροβολώ· 4. (μτφ.) αποτυγχάνω πλήρως, καταστρέφομαι. φούρκα = 1. διχαλωτός πάσσαλος, δικράνι· 2. αγχόνη, κρεμάλα· || (νεοελλ.) 1. οργή, θυμός που δεν έχει εκδηλωθεί έμπρακτα, μνησικακία («η φούρκα του δεν περιγράφεται»)· 2. (φρ.) α) «τόν έχω φούρκα»· τόν έχω μανία, είμαι εξοργισμένος εναντίον του· β) «μέ πιάνει φούρκα»· εξοργίζομαι, θυμώνω· 3. (παροιμ.) «όπου φούρκα και παλούκι και τού σκοτωμένου η μάννα»· λέγεται για συμμορία τυχοδιωκτών και αλητώνφουρκίζω = πνίγω κάποιον με φούρκαφουσάτο = το φουσσάτον, ΝΜ, και φόσσατον και φο(σ)άτον και φώσατον και φωσάτον και φώσσατον Μ· στράτευμα («είχε φουσσάτα δυνατά», Ερωτόκρ.)· || (μσν.) 1. χαράκωμα· 2. περιχαρακωμένο στρατόπεδο.φουχτιάζω = φουχτώνειφταμηνίτικο = επταμηνίτικο παιδί, με πρόωρο τοκετό.φτιαστό = φτιαχτό, κατασκευασμένοφτονερός = φθονερόςφτόνος = φθόνοςφτώμα = πτώμαφυλάγουμαι = φυλάγομαιφυλάκους = φύλακεςφυλακώνω = φυλακίζω (φυλακώσανε = φυλακίσανε)φυραίνω =1. ελαττώνομαι σε βάρος ή σε όγκο· 2. μαζεύω, ζαρώνω· 3. (φρ.) «φύρανε το μυαλό του»· (μτφ.) έχει χάσει τις πνευματικές του ικανότητες.φυσούνα η, = φυσερό με το οποίο θειάφιζαν.φχαριστημένος = ευχαριστημένος, ικανοποιημένοςφχαριστώ = ευχαριστώ (φχαρίστησε = ευχαρίστησε)φώλος =  το φώλι [φωλιά]· 1. γνήσιο ή τεχνητό αβγό το οποίο τοποθετούν μέσα στη φωλιά κότας για να προσελκύεται και να γεννά αβγά, ψεύτικο αυγό για να γεγελιέται η κόττα και να γεννάει αυγά.χαγιάτι == το, Ν· (άκλ.) 1. μακρόστενος εξωτερικός σκεπασμένος εξώστης λαϊκής κατοικίας· 2. προθάλαμος αγροτικού σπιτιού.χαϊμαλί, το = 1. φυλαχτό, περίαπτο· 2. (στον πληθ.) τα χαϊμαλια· (ειρων.) πολλά και άκομψα κοσμήματα («τί μού φόρεσες αυτά τα χαϊμαλιά;»).χαΐρι = 1. προκοπή, ευδοκίμηση («δεν θα κάνει χαΐρι αυτό το παιδί»)· 2. νοικοκυροσύνη· 3. (φρ.) «χαΐρι και προκοπή να μη δεις»· (ως κατάρα) να δυστυχήσεις στη ζωή σου· 4. (παροιμ.) «στραβά πας, κάβουρα, μα δες και το χαΐρι σου»· δηλώνει ότι οι στρεψόδικοι δεν πετυχαίνουν αυτά που θέλουν. χαίρουμαι =χαίρομαιχαλινός = χαλινάριχαμοκέλα, η  = το χαμόσπιτο. Στα χωριά μας συνηθίζαμε να αποθηκεύουμε κυρίως τα άχυρα χάμου = χάμω, κάτω . Εκ της λέξεως αυτής και ο όρος «χαμουτζής»χανατζής = ιδιοκτήτης χανιού, ξενώνα, ξενοδοχείουχάραμα =  το φως της αυγήςχαραμίζομαι = πάω χαράμι, χάνομαιχαραμίζω = από το χαράμι: 1. ξοδεύω ή καταναλώνω κάτι ανώφελα, χωρίς αποτέλεσμα ή εκτελώ κάτι ζημιώνοντας κάποιον άλλο· 2. πουλώ κάτι σε πολύ χαμηλή τιμή· 3. (μέσ.) χαραμίζομαι· δεν χρησιμοποιούμαι αξιοκρατικά, ανάλογα με τις ικανότητες και με τα προσόντα μου, αδικούμαι.

Page 35: το άγνωστο λεξιλόγιο του παπουλάκου

χαρόνια = φασόλια, μικρά στο μέγεθος.χασκογελώ και χασκογελάω Ν· 1. γελώ με το στόμα ανοιχτό κάνοντας πολύ θόρυβο· 2. γελώ χωρίς να υπάρχει σημαντικός λόγος, χαχανίζω.χασομέρι = το, Ν· 1. το να περνά κανείς τον καιρό του χωρίς να εργάζεται· 2. (ειδικότερα) απώλεια εργάσιμου χρόνου· 3. χρονοτριβή, καθυστέρηση.χασομερώ -= χάνω τη μέρα μου, χάνω το χρόνο μουχάφτω = και  χάβω:καταπίνω λαίμαργα την τροφή («αυτός κάθεται και χάφτει μύγες») // πιστεύω εύκολα ό,τι μου λένε.χάψη = η φυλακή.χειμωνιάτικο =  δωμάτιο με τζάκι για το χειμώναχειμωνικός = -ή, -ό / χειμωνικός, -ή, -όν, ΝΑ [χειμών, -ώνος]· (νεοελλ.) αυτός που γίνεται κατά τη διάρκεια τού χειμώνα· 2. (το ουδ. ως ουσ.) το χειμωνικό· το καρπούζι· 3. (παροιμ.) α) «δύο χειμωνικά σε μια μασχάλη»· λέγεται για όσους καταπιάνονται συγχρόνως με δύο δυσχερή έργα· β) «στο χειμωνικό χερούλι δεν κολλάει»· i) δηλώνει ότι δεν στέφονται με επιτυχία οι προσπάθειες που αντιβαίνουν στη φύση· ii) δηλώνει ότι δεν γίνονται πιστευτές συκοφαντίες που στρέφονται εναντίον ευυπόληπτου προσώπου· γ) «γυναίκα και χείμωνικό η τύχη τά διαλέγει»· δηλώνει ότι πολλά πράγματα στη ζωή είναι ζήτημα τύχης· || (αρχ.) 1. (για ενδύματα) κατάλληλος για τον χειμώνα· 2. σφοδρός, θυελλώδηςχειρόγραμμα = γράμμα γραμμένο στο χέρι, χειρόγραφο.χεριάζω = περνώ από χέριχερικό = με το χέρι,  εργόχειρο.χερόβολο = το χειρόβολον και χερόβολον, ΝΜ· δέσμη από σιτηρά ή από στελέχη άλλων φυτών, όσα μπορεί να κρατήσει η χούφτα· || (νεοελλ.) (παροιμ.) «εσύ κακό χερόβολο και εγώ κακό δεμάτι»· λέγεται για ανταπόδοση κακού, για εκδίκηση.χεροδικάω = χειροδικώ (χεροδικήσει = χειροδικήσει)χερόμυλος = εργαλείο που ΄΄αλεθε στα χέρια τους ψημμένους κόκκους καφέ. χέρσο = χωράφι ακαλλιέργητοχηρευάμενος = χήρος, χωρίς γυναίκαχινόπωρο = φθινόπωροχλίψη = θλίψη (χλίβομαι = θλίβομαι)χνάρι =  αχνάριχόβολη = θερμή τέφρα φωτιάς, ζεστή στάχτη.χοιρομέρι = κρέας χοιρινούχολωμένος = στενοχωρημένος, μελαγχολικόςχορτάτος = χορτασμένοςχουγιάζω = φωνάζω δυνατά, ιδίως από απόσταση («χούγιαξε τα πρόβατα να φύγουν από τον δρόμο»)· 2. (μτφ.) επιπλήττω κάποιον μεγαλόφωνα («τόν χούγιαξε και τόν τρόμαξε»).χουγιατό = μεγάλη φωνήχουζούρι = το, Ν· 1. ανάπαυση, ραχάτι· 2. (συνεκδ.) νωθρότητα, τεμπελιά· 3. απόλαυση.χουλιάρι το, = 1. κουτάλι (συνήθως ξύλινο)· 2. (μτφ.) πρόσωπο που αναμιγνύεται σε ξένες υποθέσεις με κακή διάθεση ή άνθρωπος κουτσομπόλης και συκοφάντης (χουλιάρα = μεγάλο κουτάλι, κουτάλα  χουλιαριά = η ποσότητα που χωρεί σε ένα χουλιάρι, κουταλιά).χουνέρι = το, Ν· απρόοπτο και δυσάρεστο πάθημα, κάζο.χράμι = και χρέμι και χιράμι, το, Ν· 1. χοντρό μάλλινο ύφασμα που κατασκευάζεται στον αργαλειό· 2. μάλλινο κροσσωτό κλινοσκέπασμα ή στρωσίδι.χρέγια = χρέηχρεία = ανάγκηχρειαζούμενος = χρήσιμοςχρονώ = χρόνων, ετών («πόσο χρονώ είσαι;»)χτες = εχθέςχτήματα = κτήματα, περιουσίεςχτηματικές = κτηματικές

Page 36: το άγνωστο λεξιλόγιο του παπουλάκου

χτικιό = 1. η φυματίωση· 2. (μτφ.) βάσανο, ταλαιπωρία («είναι χτικιό να πλένεις αυτές τις βρομιές»).χτιστάδες = κτίστεςχτοήχι = ή οχταήχι : Οκτάηχος ή Οκτώηχος 1. αυτός που αποτελείται από οκτώ ήχους ή που ψάλλεται κατά οκτώ ήχους· 2. (το θηλ. ως κύριο όν.) η Οκτώηχος· (εκκλ.) λειτουργικό βιβλίο τής Ορθόδοξης Εκκλησίας, το οποίο περιέχει οκτώ πλήρεις αναστάσιμες ακολουθίες Κυριακών και τροπάρια σύμφωνα με το ισχύον μοναχικό τυπικό· || (μσν.) (το αρσ. ως ουσ.) Η Οκτώηχος· είδος βασιλικού παιχνιδιού.χυλοπίτες =μακαρωνοτάχωρατό = το, Ν· 1. αστείο, αστεϊσμός· 2. άκακο πείραγμα· 3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) χωρατά· στ’ αστεία («μήν τό παίρνεις σοβαρά, χωρατά τό’πα»).χωροφυλάκους = χωροφύλακεςψαχουλεύουν = ψάχνουνψες =  ε(ψές), εχθές το βράδυψεύστης = ψεύτηςψευτογραμματισμένοι = ψευτοδιανοούμενοι, ψευτοκουλτουριάρηδεςψευτομαμή = γυναίκα που εκτελούσε και χρέη μαμής, χωρίς δίπλωμαψηφιά = ψηφία (συνήθως τα 24 γράμματα της ελληνικής αλφαβήτου)ψιλολογάω= λεπτολογάω  ψουνίζω = ψωνίζωψοφίμι = συνήθως νεκρό ζώο ή πτηνόψυχογιός =  θετός γιος, υιοθετημένοςψυχοκόρη = θετή κόρη, υιοθετημένη