"Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα...

157
Η ΕΛΙΑ ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

Transcript of "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα...

Page 1: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

Η ΕΛΙΑ ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΤΗ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

Η ΕΛΙΑ ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗ

Το δέντρο της ελιάς είχε και έχει ιδιαίτερη σημασία για εμάς τους Έλληνες Οι κάμποι οι πλαγιές και οι λόφοι της πατρίδας μας είναι κατάφυτοι από ελαιόδεντρα

Η ελιά έχει εμπνεύσει χιλιάδες καλλιτέχνες από τις αρχαίες τοιχογραφίες ως τους σύγχρονους πίνακες ζωγραφικής

ΜΙΝΩΙΚΗ ΚΡΗΤΗ

ΠΟΛΥΧΡΥΣΕΣ

ΜΥΚΗΝΕΣ

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ

ΠΑΝΑΘΗΝΑΪΚΟΙ ΑΜΦΟΡΕΙΣ

ΑΡΧΑΙΑ ΧΡΥΣΑ ΣΤΕΦΑΝΙΑ

ΑΡΧΑΙΑ ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ

ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΕΠΟΧΗ

ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΑ

ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ

Η ΕΛΙΑ

ΣΤΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

ΟΙ ΔΙΚΕΣ ΜΑΣ ΖΩΓΡΑΦΙΕΣ

Η ΕΛΙΑ

ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Η ελιά Κωστής ΠαλαμάςEίμαι του ήλιου η θυγατέρα

H πιο απrsquo όλες χαϊδευτή

Xρόνια η αγάπη του πατέρα

Σrsquo αυτόν τον κόσμο με κρατεί

Όσο να πέσω νεκρωμένη

Aυτόν το μάτι μου ζητεί

Eίμrsquo η ελιά η τιμημένη

Δεν είμrsquo ολόξανθη μοσχάτη

Tριανταφυλλιά ή κιτριά

Θαμπώνω της ψυχής το μάτι

Για τrsquo άλλα μάτια είμαι γριά

Δε μrsquo έχει αηδόνι ερωμένη

Mrsquo αγάπησε μία θεά

Eίμrsquo η ελιά η τιμημένη

Όπου κι αν λάχω κατοικία

Δε μrsquo απολείπουν οι καρποί

Ώς τα βαθιά μου γηρατεία

Δε βρίσκω στη δουλειά ντροπή

Μrsquo έχει ο Θεός ευλογημένη

Kι είμαι γεμάτη προκοπή

Eίμrsquo η ελιά η τιμημένη

Φρίκη ερημιά νερά και σκότη

Tη γη εθάψαν μια φορά

Πράσινη αυγή με φέρνει πρώτη

Στο Nώε η περιστερά

Όλης της γης είχα γραμμένη

Tην εμορφιά και τη χαρά

Eίμrsquo η ελιά η τιμημένη

Εδώ στον ίσκιο μου από κάτου

Ήρθrsquo ο Χριστός νrsquo αναπαυθεί

Kι ακούστηκε η γλυκιά λαλιά του

Λίγο προτού να σταυρωθεί

Το δάκρυ του δροσιά αγιασμένη

Έχει στη ρίζα μου χυθεί

Eίμrsquo η ελιά η τιμημένη

Αποσπάσματα από ποιήματα του

Ιωάννη Πολέμη

Ευλογημένο να lsquoναι ελιά το χώμα που σε τρέφει

κι ευλογημένος ο καρπός που πίνεις απrsquo τα νέφη

κι ευλογημένος τρεις φορές Αυτός που σrsquo έχει

στείλει

για το λυχνάρι του φτωχού για τrsquo άγιου το

καντήλι

Πατρίδα τα λιοτρίβια σου

δουλεύουν νύχτα μέρα

με του λαδιού τη μυρωδιά

γεμίζουν τον αέρα

Κι είνrsquo οι ελιές Πατρίδα μου

ακούραστες γριούλες

Με τον καρπό τους τρέφουνε

παιδάκια και μανούλες

Κι είνrsquo οι ελιές Πατρίδα μου

Δέντρα ευλογημένα

που στέκονται στον άνεμο

με τα κλαδιά απλωμένα

Γλυκόφυλλη η ελιά τον ίσκιο διπλώνει

το φουντωμένο κλήμα πού και πού

το ψηλαφούν οι χαμηλοί της κλώνοι

γερμένοι από το βάρος του καρπού

Αντίκρυ σκοτεινό το ερημοκλήσι

με πόθο και μrsquo αγάπη τη θεωρεί

γιατί το καντηλάκι που lsquoχει σβήσει

το φως απrsquo τον καρπό της λαχταρεί

Η ελιά Λορέντζος Μαβίλης

Στὴν κουφάλα σου ἐφώλιασε μελίσσιγέρικη ἐλιά ποὺ γέρνεις μὲ τὴ λίγηπρασινάδα ποὺ ἀκόμα σὲ τυλίγεισὰ νἄθελε νὰ σὲ νεκροστολίσει

Καὶ τὸ κάθε πουλάκι στὸ μεθύσιτῆς ἀγάπης πιπίζοντας ἀνοίγειστὸ κλαρί σου ἐρωτάρικο κυνήγιστὸ κλαρί σου ποὺ δὲ θὰ ξανανθίσει

Ὢ πόσο στὴ θανὴ θὰ σὲ γλυκάνουνμὲ τὴ μαγευτικὴ βοὴ ποὺ κάνουνὁλοζώντανης νιότης ὀμορφάδες

ποὺ σὰ θύμησες μέσα σου πληθαίνουνὢ νὰ μποροῦσαν ἔτσι νὰ πεθαίνουνκαὶ ἄλλες ψυχὲς τῆς ψυχῆς σου ἀδερφάδες

Η ελιά Πέτρος Λυγίζος

Γύρω απrsquo τον κορμό αυτόν

στροβιλίζεται ο χρόνος

Στην ελιά της μνήμης και της προσδοκίας

ακουμπώ ένα δάκρυ στο ακριανό φύλλο

Θυμάσαι όταν ανεβαίναμε στο καρτερικό κορμί της

Όταν το βήμα της νιότης μας

λοξοδρομούσε στο όνειρο

Γύρω απrsquo τον κορμό αυτόν

παίζουν ακόμη οι φίλοι μου

Στην ελιά της ζωής και της νοσταλγίας

Ψάχνω τον Αδριανό και τον Κώστα

κι εσένα

όταν σε πήρε το πρώτο χάδι μου

όταν κρύφτηκες χαμογελώντας

πίσω απrsquo τις χρυσοπράσινες φυλλωσιές

Τώρα τόσα χρόνια μετά

πηγαίνω τα δειλινά για προσκύνημα

στον ίσκιο της απαγκιάζουν οι φόβοι μου

στη μαγική σπηλιά της

τρυπώνει μυστικά το παιδικό μου όνειρο

κι εσύ πάνω στα αιωρούμενα φύλλα

σαν ιπτάμενο ξωτικό

χορεύεις ταξιδεύοντας

απrsquo το παρελθόν μέχρι το άπειροhellip

Αποσπάσματα από ποιήματα του

Οδυσσέα Ελύτη

Ε σεις στεριές και θάλασσες

τrsquo αμπέλια κι οι χρυσές ελιές

ακούστε τα χαμπέρια μου

μέσα στα μεσημέρια μου

Σrsquo όλους τους τόπους κι αν γυρνώ

μόνον ετούτο αγαπώ

Λοιπόν ευρέθηκε ο χρυσός

της λιόριζας

να έχει σταλάξει στα φύλλα

της καρδιάς του

Κι από τις τόσες φορές όπου

ξαγρύπνησε

σιμά στο κηροπήγιο

καρτερώντας

τα χαράματα μια πυράδα

παράξενη

του είχε αρπάξει τα σωθικά

Οι φωνές των πουλιών που

είχε σrsquo ώρες

μεγάλης μοναξιάς

αποστηθίσει

φαίνεται να ξεχύθηκαν όλες

μαζί

τόσο που δεν εστάθη βολετό

να προχωρήσει

σε μεγάλο βάθος το μαχαίρι

Μάλλον η πρόθεση άρκεσε

για το Κακό

Που ταrsquo αντίκρισε ndash είναι

φανερό ndash στη στάση

την τρομαχτική του αθώου

Ανοιχτά περήφανα τα μάτια

του κι όλο το

δάσος να σαλεύει ακόμη στον

ακηλίδωτον

αμφιβληστροειδή

Στον εγκέφαλο τίποτε πάρεξ

μια ηχώ

ουρανού καταστραμμένη

Έζησα τrsquo όνομα το αγαπημένο

στον ίσκιο της γιαγιάς ελιάς

στον ρόχθο της ισόβιας θάλασσας

Χάραξα τrsquo όνομα το αγαπημένο

στον ίσκιο της γιαγιάς ελιάς

στον ρόχθο της ισόβιας θάλασσας

Ω λινό καλοκαίρι συνετό

φθινόπωρο

χειμώνα ελάχιστε

η ζωή καταβάλλει τον οβολό

του φύλλου της ελιάς

και στη νύχτα μέσα των αφρόνων

μrsquo ένα μικρό τριζόνι

κατακυρώνει πάλι το νόμιμο

του Ανέλπιστου

Αποσπάσματα από ποιήματα του

Γιάννη Ρίτσου

Ετούτου το τοπίο είναι σκληρό

σαν τη σιωπή

σφίγγει στον κόρφο του

τα πυρωμένα του λιθάρια

σφίγγει στο φως

τις ορφανές ελιές του

και τrsquo αμπέλια του

σφίγγει τα δόντια

Ποιος θα σταθεί

στον ίσκιο της ελιάς

παρέα με το τζιτζίκι

μη σωπάσει το τζιτζίκι

τώρα που ο ασβέστης

του μεσημεριού

βάφει τη μάντρα

ολόγυρα του ορίζοντα

σβήνοντας τα μεγάλα

αντρίκια ονόματά τους

ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ

bullΗ ελιά κρασί δε βγάζει

bullΠέρασε της ελιάς τα φαρμάκια

bullΤου χάρισαν της ελιάς το μέσα και του αβγού το

απrsquo έξω

bullΛάδι βρέχει κάστανα χιονίζει

bullΚλήμα του χεριού σου κι ελιές απrsquo τον παππού

σου

bullΗ ελιά είναι κυρά κι όποτε θέλει κάνει

bullΞεφόρτωσέ την την ελιά να σε φορτώσει λάδι

bullΒάλε ελιά για το παιδί σου και συκιά για τη ζωή

σου

bullΑπrsquo τον θέρο ως τις ελιές δεν απολείπουν οι

δουλειές

bullΈχουμε ελιές και ελήδια έχουμε κι αγρηλίδια

bullΤου έβγαλε το λάδι

bullΜη ρίχνεις λάδι στη φωτιά

bull Αν δε σφίξεις την ελιά δε βγάζει λάδι

bull Άκουσες λάδι τρέχα άκουσες στεφάνι φεύγα

bull Όποιος έχει σιτάρι κρασί και λάδι στο πιθάρι

έχει του κόσμου τα καλά και του θεού τη χάρη

bull Ξεφόρτωσέ τη την ελιά να σε φορτώσει λάδι

bull Δεν τρώγεται ούτε με το λάδι ούτε με το ξύδι

bull Η αλήθεια πλέει σαν το λάδι στο νερό

bull Κάθε σταλαματιά νερό τ Απρίλη είναι ένα

βαρέλι λάδι

ΑΙΝΙΓΜΑΤΑ

Από κλαδάκι κρέμεται

Στην αγορά πουλιέται

Το εξωτερικό της τρώγεται

Το μέσα της πετιέται

Τι είναι Η ελιά

Μάνα και θυγατέρα

έχουν το ίδιο όνομα

Μάντεψε ποιο όνομα έχουν κι οι δυο

Ελιά

Κι όταν έρθει ο Οκτώβρης

ωριμάζω πιο πολύ

πρασινίζω και μαυρίζω

και γεμίζω το σακί

Τι είμαι Η ελιά

Δεν πεθαίνει κι αν περάσουν

Χρόνια εκατό και χίλια

Μας χορταίνει μας φροντίζει

Μας ανάβει τα καντήλια

Τι είναι

Η ελιά

Στα δέντρα πάνω κρέμεται

Στις εκκλησιές κοιμάται

Και τα χρυσά της κόκαλα

Μες στη φωτιά τα βάζω

Τι είναι

Η ελιά

Πράσινα είνrsquo τα νιάτα μου

μαύρα τα γερατειά μου

χαροποιά η θλίψη μου

θροφή τα δάκρυά μου

Τί είναι

Η ελιά

ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Το παραμύθι της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σε μια φτωχογειτονιά

ένα φτωχό μα πολύ καλόκαρδο κορίτσι που το έλεγαν

Ελιά

Κάθε μέρα η Ελιά γύριζε τη γειτονιά της έβλεπε τον

κόσμο να ζει φτωχός και δυστυχισμένος και γύριζε

στο σπίτι της πολύ στενοχωρημένη

Κάτι πρέπει να κάνω να τους βοηθήσω σκεφτόταν Κι

από την άλλη μέρα κιόλας άρχισε Βγήκε στη

γειτονιά κράτησε τα παιδιά της γειτόνισσας για να

πάει να δουλέψει και να μπορεί να φέρει στα παιδιά

της λίγο φαΐ

Μια άλλη μέρα πήγε στη γριούλα που ήταν άρρωστη της μαγείρεψε της σκούπισε το σπίτι την έπλυνε την ταΐσε Την άλλη μέρα πάλι έβγαλε τον παράλυτο γέρο με το καρότσι του βόλτα για να πάρει αέρα και ήλιο

Τα βράδια γύριζε κατάκοπη μα ευχαριστημένη που είχε καταφέρει να δώσει λίγη χαρά στους φτωχούς ανθρώπους

Οι μέρες περνούσαν κι η Ελιά όλο δούλευε όσο αδυνάτιζε Μα έβλεπε πως ότι κι αν έκανε ο κόσμος ήταν πάντα φτωχός και δυστυχισμένοςΑυτό τη στενοχωρούσε πάρα πολύ κι έτσι στενοχωρημένη κάθισε στην αυλή του σπιτιού της και συλλογιζόταν

- Τι να κάνω τι να κάνω Δεν μπορώ να βλέπω τόση δυστυχία Το σπουργίτι που την είδε τόσο στενοχωρημένη - και που την αγαπούσε γιατί κάθε μέρα του έριχνε σπόρους και ψίχουλα - δεν άντεξε και πέταξε βαθιά στο δάσος

Εκεί βρήκε την καλή νεράιδα και της είπε- Τρέξε καλή νεράιδα η Ελιά είναι πολύ στενοχωρημένη χλωμή κι αδύνατη

Η καλή νεράιδα ανήσυχη έτρεξε στην αυλή της Ελιάς και τη ρώτησε- Τι έχεις Ελιά μου κι είσαι τόσο λυπημένη- Αχ καλή μου νεράιδα Δεν μπορώ να βλέπω τόση φτώχεια και δυστυχία γύρω μου- Και τι θέλεις δηλαδή- θέλω να τους γίνω χρήσιμη θέλω να τους προσφέρω κάτι πολύτιμο που να τους δώσει ζωή και χαρά

-Το θέλεις αλήθεια τόσο πολύ

- Και βέβαια το θέλω δε βλέπεις πως έλιωσα

από τη στενοχώρια μου

- Τότε σταμάτησε να στενοχωριέσαι θα σε κάνω

αυτό που θέλεις Και τσουπ την άγγιξε με το

ραβδάκι της κι αμέσως η Ελιά έγινε ένα

μεγάλο δέντρο που έβγαλε φύλλα

λουλουδάκια άσπρα που έγιναν ελιές

πράσινες μωβ μαύρες

Έπεσαν στη γη τα κουκούτσια φύτρωσαν

έγιναν δεντράκια και σχημάτισαν ένα μεγάλο

ελαιώνα

Ήρθαν οι γείτονες μάζεψαν τις ελιές έβγαλαν

λάδι έφαγαν χόρτασαν ρόδισαν τα μαγουλά

τους ζωήρεψαν κι άρχισαν να χαμογελούν και

να ζουν ευτυχισμένοι

Για να ευχαριστήσουν την ελιά και να της

δείξουν την αγάπη τους πήραν το λάδι τους

το έβαλαν στο καντήλι για να θυμίζουν στην

Παναγιά και στο Χριστό την καλοσύνη της

ελιάς και την αγάπη της για τον κόσμο

Κι η Παναγιά με τη σειρά της την ευλόγησε Κι

ο Χριστός κάτω απ την ελιά ήρθε και

ξεκουράστηκε

Κι εκείνη καμάρωνε ευχαριστημένη στη μέση

στον ελαιώνα και φρόντιζε όταν έρχονται οι

άνθρωποι να τη μαζέψουν να ναι γεμάτη

ελιές να χορταίνουν οι φτωχοί και να

φωτίζονται απ τις καντήλες όλες οι εκκλησιές

Η μικρή ελιά

Η μικρή ελιά για πρώτη φορά γέμισε καρπό

Ο γεωργός την αγαπούσε γιατί του θύμιζε την

πρώτη του αγάπη κοντούλα και στρουμπουλή

Της είχε φτιάξει ένα περιδέραιο με

ασπρισμένες πέτρες και συχνά καθόταν και

κουβέντιαζε μαζί της τα όνειρα και τις

αναμνήσεις του Η ελιά κάθε μέρα και πιο

όμορφη

Ένα πρωί του Νοέμβρη ο γεωργός άπλωσε πανιά

κι άρχισε να την ραβδίζει Πάνε οι ελιές πάνε

τα φύλλα πάει η ομορφιά

Η ελιά μέσα στα αναφιλητά της μονολογούσε

-Μ αγαπούσε και με χάλασε Πως εννοεί ο

άνθρωπος την αγάπη Έλεγε και ξανάλεγε

Τότε ακούει μια μαργαρίτα να της λέει

-Άκουσε να σου πω Ο άνθρωπος δεν ξέρει την

αγάπη

Μην τον παρεξηγείς Κοίταξε εμένα που μια

ζωή με μαδάει για να μάθειhellip

Το καλάμι κι η ελιά

Μια φορά δίπλα σε μια ελιά είχε φυτρώσει ένα καλάμιΗ ελιά ήταν ένα μεγάλο και δυνατό δέντρο με πολλά κλαδιά πουκρατούσαν τα φύλλα τους όλη τη χρονιά και κάθε δυο χρόνιαέγερναν από το βάρος του καρπού

Το καλάμι πάλι ήτανε ψηλόλιγνο με καταπράσινα στενόμακρα φύλλα με ωραιότατα παράξενα λουλούδια που έμοιαζαν με τσαμπιά κι είχανε το σχήμα του αδραχτιού

Η ελιά καυχιόταν ολοένα

-Τι είσαι συ μπροστά μου έλεγε στο καλάμιΕγώ είμαι ένα δέντρο μεγάλο δυνατό ευλογημένο Οι άνθρωποι με λατρεύουνγιατί τους δίνω τις ελιές και το λάδι μου τους δίνω ξερόκλαδα για να ζεσταίνονταιτους δίνω ξύλα για να φτιάχνουν ακριβά έπιπλα Είμαι μεγάλη ψηλή γερήκαι συ είσαι ένα αδύναμο πραγματάκι που λυγίζεις μπροστά σrsquo όλους τους ανέμους και τους προσκυνάς Δεν μπορώ να καταλάβω πώς έχεις την τόλμη να φυτρώνεις πλάι μου

Το καημένο το καλάμι

που ήταν από φυσικού

του ντροπαλό ταrsquo

άκουγε όλα αυτά και

δεν έλεγε τίποτα κι

ούτε και θύμωνε γιατί

αυτό δεν είχε να

καυχηθεί για τίποτα

Ήρθε ένας χειμώνας όμως βαρύς κι άρχισε να

φυσάει ένας αέρας δαιμονισμένος

που χτυπούσε με μανία την ελιά ώσπου στο

τέλος την ξερίζωσε

Το καλάμι με το πρώτο φύσημα του ανέμου

έγειρε λυγερό όπως ήτανε

προς το νερό κι έτσι ο άνεμος περνούσε από

πάνω του χωρίς να το πειράξει

Κι όταν η καταιγίδα σταμάτησε κι ο άνεμος

έπαψε να φυσάει

η ελιά απόμεινε πεσμένη στο χώμα και το

καλάμι σηκώθηκε

πάλι όρθιο και λυγερό όπως και πριν

Βλέπετε το καλάμι ήξερε να υποχωρεί εκεί που

ένιωθε ότι δεν είχε δύναμη νrsquo αντισταθεί ενώ

η ελιά πλήρωσε με τη ζωή της την

υπερηφάνειά της

Ο Μανωλιός και η γέρικη ελιά

Μια φορά και έναν καιρό όταν ο ζεστός άνεμος

φυσούσε και τα δέντρα λυπημένα έγερναν τα

κουρασμένα φυλλώματά τους ένα παλικάρι

που τον έλεγαν Μανωλιό πήγαινε τα πότιζε

και τους έκανε συντροφιά Τrsquo άλλα παλικάρια

του χωριού ζήλευαν τις χάρες και την καρδιά

του Μανωλιού Ψιθύριζαν λόγια άσχημα

μεταξύ τους δίχως να καταλαβαίνουν ότι αυτό

που έκαναν δεν ήταν σωστό

Μια μέρα κάθισαν κάτω από τον ίσκιο μιας

γέρικης ελιάς για να ξαποστάσουν Ξαφνικά

άκουσαν ένα θρόισμα γύρισαν τα κεφαλάκια

τους και από το κέντρο του κορμού της ελιάς

είδανε ένα χαμογελαστό πρόσωπο που με

ανθρώπινη μιλιά τους είπε

Αυτό το δέντρο που στον ίσκιο του ήρθατε να ξεκουραστείτε ξέρετε ποιος το ποτίζει

Όχι απάντησαν εκείνοι

Ο Μανωλιός που κοροϊδεύετε αποκρίθηκε το δέντρο

Εκείνοι ντροπιασμένοι έφυγαν με σκυμμένο το κεφάλι Στο δρόμο συνάντησαν τον Μανωλιό

Καλημέρα είπαν με μία φωνή Σήμερα θα έρθουμε μαζί σου να σε βοηθήσουμε να ποτίσεις τα δέντρα

Έτσι κι έγινε Από τότε έγιναν φίλοι Κάθε

απόγευμα πότιζαν τα δέντρα κι ύστερα κάτω

από τα φυλλώματα της γέρικης ελιάς άρχιζαν

το τραγούδι που μιλούσε για χώρες

παράξενε για ζούγκλες με πολύχρωμους

παπαγάλους για ινδιάνους με κιτρινοκόκκινα

φτερά στα καπέλα τους και ιδιαίτερα

τραγουδούσαν για την συμπόνια και την

ευαίσθητη καρδιά των ανθρώπων

Μια μέρα που ο ήλιος γίνηκε πορφυρός και

κρύφτηκε πίσω από τα βουνά ο Μανωλιός

πήγε μόνος του πότισε την γέρικη ελιά

ξάπλωσε και τον πήρε ένας βαθύς ύπνος Τότε

είδε πως μέσα στην κουφάλα της γέρικης ελιάς

είχανε στήσει ένα πανέμορφο παλάτι γεμάτο

κόσμο που χόρευε και γλένταγε

Θα πάω κι εγώ είπε δειλά δειλά ο Μανωλιός

bull Όσο προχωρούσε τόσο τα φώτα

μεγάλωναν ώσπου έφτασε στο κέντρο Εκεί

ένας βασιλιάς καθόταν σrsquoένα χρυσαφένιο

θρόνο Πίσω του στεκόταν μια Σφίγγα

άγαλμα Πήρε ανθρώπινη μιλιά αρχίζοντας να

λέει καλωσορίσματα στον Μανωλιό Εκείνος

χαμογελαστός χαιρέτησεμα τι να δει Σrsquoέναν

καθρέπτη που βρέθηκε μπροστά του ο

Μανωλιός ήταν ντυμένος πρίγκιπας

bull Πω πω Τι όμορφος που είμαι Αναφώνησε

Ξαφνικά υπηρέτες έστρωσαν ένα κόκκινο

χαλί για να περάσει ο Μανωλιός και αυτοί

αριστερά και δεξιά τον προσκυνούσαν Όταν

πέρασε τον διάδρομο με το κόκκινο χαλί

στάθηκε στον βασιλιά που του είπε

Καλόκαρδο και πονόψυχο παλικάρι Εσύ πότιζες

το δέντρο κι έτσι μπόρεσε το παλάτι μου να

βρίσκεται εδώ με όλους τους ανθρώπους

μου διαφορετικά αν το άφηνες να ξεραθεί από

το ζεστό άνεμο τώρα δεν θα

υπήρχαμε Γιrsquoαυτό αξίζεις να γίνεις γιος μου

να παντρευτείς την Βασιλοπούλα και με

δικαιοσύνη αγάπη και φρόνηση να γίνεις εσύ

ο καινούριος Βασιλιάς λύνοντας έτσι τα μάγια

της κακιάς νεράιδας που μας είχε

καταδικασμένους

Έτσι κι έγινε Ο Μανωλιός έγινε βασιλιάς με

τιμές και δόξες διότι ήξερε την γλώσσα της

καρδιάς που πάντα μας διδάσκει πόσο καλό

είναι να είσαι άνθρωπος Από τότε ο

Μανωλιός έμεινε στο παλάτι και κανείς ακόμα

δεν ξέρει τι ταξίδι ακολούθησε στον χρόνο του

ύπνου του άφησε όμως πίσω του τον

πραγματικό θησαυρό της καλοσύνης και της

αγάπης

ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Ο μαγικός ελαιώνας

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα παιδάκι που

το έλεγαν Λευτέρη Κάθε χρόνο το καλοκαίρι

μόλις έκλειναν τα σχολεία πήγαινε διακοπές

στο σπίτι της γιαγιάς του

Ένα καλοκαίρι έζησε μια σπουδαία περιπέτεια

Μια μέρα που η γιαγιά του είχε πάει για ψώνια

στην κοντινή πόλη ο Λευτέρης αποφάσισε να

εξερευνήσει τη σοφίτα του σπιτιού

Ανέβηκε προσεκτικά τη στριφογυριστή ξύλινη

σκάλα και στάθηκε αναποφάσιστος μπροστά

στην κλειστή πόρτα Πήρε μια βαθιά ανάσα

και την έσπρωξε δυνατά Πόσο σκοτεινά ήταν ό-

λα εκεί μέσα Ο Λευτέρης σκόνταψε σ΄ ένα πα-

λιό μπαούλο

Το άνοιξε γεμάτος περιέργεια Και τι δε βρήκε

Ολόκληρο θησαυρό Παλιά βιβλία του παππού

φορέματα της γιαγιάς παιχνίδια της μητέρας

του όταν ήταν παιδί Κάτω κάτω ήταν

τσαλακωμένο ένα κιτρινισμένο χαρτί Το

ξετύλιξε βιαστικά και τι να δει Ένας παλιός

χάρτης με σχεδιάγραμμα Αμέσως τον άρπαξε

κι άρχισε το ταξίδι του

Περπάτησε ώρες πολλές Πέρασε την πεδιάδα

με τα κίτρινα στάχυα το γεφυράκι του μικρού

ποταμού ώσπου έφτασε στο τέλος σε έναν

κάμπο γεμάτο ελιές

Διάλεξε την πιο μεγάλη ελιά και κάθισε να

ξεκουραστεί ακουμπώντας στο γέρικο κορμό

της

Ξαφνικά άκουσε μια απαλή φωνή Έμοιαζε

με της γιαγιάς του Κοίταξε γύρω του μα δεν

είδε κανέναν Η φωνή συνέχισε να του μιλάει

τρυφερά Ο Λευτέρης γεμάτος περιέργεια

άρχισε να παρατηρεί προσεχτικά το γέρικο

κορμό τα πελώρια κλαδιά και τ΄ ασημένια

φύλλα της ελιάς Τότε κατάλαβε ποιος του

μιλούσε Έκπληκτος άγγιξε απαλά το υπέροχο

αυτό δέντρο και μοιράστηκε μαζί του όλα του

τα μυστικά

Από εκείνη την ημέρα ο Λευτέρης πήγαινε

καθημερινά στο μαγικό αυτό ελαιώνα

Καθόταν ώρες στη σκιά της αγαπημένης του

ελιάς κι άκουγε τις πιο ωραίες ιστορίες

Ο καιρός πέρασε γρήγορα κι ήρθε η μέρα που

έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι του Έτρεξε στο

μαγικό ελαιώνα κι αγκάλιασε κλαίγοντας το

αγαπημένο του δέντρο Η ελιά έγειρε τα

κλαδιά της και χάιδεψε τα μαλλιά του laquo Μη

στενοχωριέσαιraquo του ψιθύρισε laquo Κόψε ένα

κλαράκι μου και πάρ΄ το μαζί σου Φύτεψέ το

στην αυλή του σπιτιού σου κι εγώ θα είμαι

πάντα κοντά σουraquo

Έτσι κι έγινε Ένα καινούριο ολόδροσο

δεντράκι φύτρωσε στον κήπο του Λευτέρη Κι

από τότε δεν χώρισαν ποτέ

Οι μαγικοί σπόροι

Μια φορά κι έναν καιρό σ΄ ένα μακρινό

χωριουδάκι ζούσε με τη γιαγιά του ένα μικρό

κορίτσι που το έλεγαν Ελπίδα Το σπιτάκι τους

ήταν πολύ φτωχικό Δύσκολα τα έβγαζαν πέρα

Ο περασμένος χειμώνας ήταν πολύ βαρύς

Τα πρώτα χιόνια έπεσαν νωρίς κι ο κρύος

βοριάς σφύριζε μανιασμένα Κάθε πρωί η

γιαγιά με την εγγονή της πήγαιναν στο δάσος

και μάζευαν φρούτα και ξύλα για να

ζεσταθούν

Μια μέρα ο άνεμος φυσούσε άγρια κι ο ήλιος

είχε κρυφτεί πίσω από τα βαριά μαύρα

σύννεφα Η Ελπίδα άφησε τη γιαγιά της στο

κρύο σπιτάκι τους τυλίχτηκε σφιχτά με το

σάλι της και ξεκίνησε για το δάσος Τα πόδια

και τα χέρια της είχαν παγώσει Τα μαλλιά και

τα ρούχα της είχαν βραχεί από την ξαφνική

μπόρα Και το σπουδαιότερο δεν μπορούσε να

γυρίσει πίσω γιατί δεν είχε μαζέψει ακόμη

τίποτα Αποφάσισε τότε να μπει για λίγο σε

μια σπηλιά που βρήκε στο δρόμο της και να

περιμένει

Έτρεμε από το κρύο και

από το φόβο της Είχε αρ

χίσει να νυχτώνει και η

γιαγιά της σίγουρα θα

ανησυχούσε Ξαφνικά

ένα απόκοσμο φως γέμι

σε τη σπηλιά και μια πα

νέμορφη νεράιδα πα

ρουσιάστηκε μπροστά

της

Της χαμογέλασε γλυκά και της χάιδεψε απαλά τα μαλλιά Κρατούσε ένα μικρό σακουλάκι που το άφησε προσεκτικά στα χέρια της Ελπίδας laquoΌταν πας σπίτι σου να το ανοίξεις και να κάνεις ότι ακριβώς σου πει η γιαγιά σου Αυτή ξέρειraquo της είπε τρυφερά και χάθηκε στο σκοτάδι της σπηλιάς Το κορίτσι κρατώντας το γερά έτρεξε χαρούμενο στο φτωχικό του σπιτάκι Τα μάτια του έλαμπαν από ενθουσιασμό καθώς έδειχνε στη γιαγιά του το δώρο της νεράιδας

Η γιαγιά ψηλάφησε τους μεγάλους γυαλιστερούς σπόρους τους έβαλε στη χούφτα της Ελπίδας και της είπε να τους φυτέψει στην αυλή Έτσι ακριβώς έκανε το μικρό κορίτσι Τους έχωσε βαθιά στο έδαφος και τους σκέπασε με φρέσκο χώμα Την άνοιξη οι σπόροι φύτρωσαν και γρήγορα έγιναν μεγάλα δέντρα με υπέροχο σταχτοπράσινο φύλλωμα Ήταν φουντωτές ελιές που αγκάλιασαν το μικρό σπιτάκι Ήρθε το φθινόπωρο και τα κλαδιά τους γέμισαν ευλογημένο καρπό

Από τότε η Ελπίδα κι η γιαγιά της έζησαν

ευτυχισμένες βοηθώντας κάθε κουρασμένο

περαστικό

Η αξία της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό σrsquo ένα μακρινό

χωριό όλοι οι άνθρωποι ζούσαν ευτυχισμένοι

Είχαν πολλά κτήματα εκτιμήσει πλούσια

γεμάτα ελιές Ποτέ όμως δεν είχαν σωστά την

αξία τους

Κάποια μέρα καθώς έπαιζαν δυο παιδιά η

Μαρία και ο Νίκος εμφανίστηκε μπροστά

τους ένας άγνωστος άντρας Τους μίλησε για

τα ελαιόδεντρα και τη χρησιμότητά τους Τους

είπε πως πρέπει να τα φροντίζουν και να τα

αγαπούν

Μετά από αρκετές ημέρες έγινε κάτι φοβερό

Στο χωριό έπεσε μεγάλη κατάρα Όλα τα χωράφια με τα ελαιόδεντρα καταστράφηκαν

Η Μαρία και ο Νίκος αμέσως κατάλαβαν πως έπρεπε να πάνε να βρουν τον μυστήριο αυτό άντρα που τους είχε επισκεφτεί

Τους είχε πει πως ζούσε στο δάσος Αυτό όμως δεν ήταν και τόσοhellip συνηθισμένο δάσος Έλεγαν πως στις κουφάλες των δέντρων ζούσαν φαντάσματα και πως το μέγεθος των ζώων ήταν υπερφυσικό

Φοβόντουσαν πάρα πολύ Περπάτησαν

ατελείωτες ώρες στη σκιά των πελώριων

δέντρων Με τη βοήθεια ενός λιονταριού

κατάφεραν να βρουν τον πύργο του άντρα που

έψαχναν

Χτύπησαν την πόρτα

αλλά κανείς δεν τους

άνοιξε Αποφάσισαν

να περιμένουν Δεν

κατάλαβαν πόσος

χρόνος πέρασε καιhellip

η πόρτα άνοιξε μόνη

της

Τα παιδιά μπήκαν γεμάτα περιέργεια στον

πύργο Ανέβηκαν διστακτικά την παλιά

στριφογυριστή σκάλα που τα οδήγησε σrsquo έ-

να επιβλητικό δωμάτιο Εκεί εργαζόταν ο

μυστηριώδης άντρας που είχαν γνωρίσει

Αμέσως κατάλαβαν πως ήταν μάγος Τους

αποκάλυψε αμέσως το όνομά του τον έλεγαν

Άλφρεντ Άρχισαν λοιπόν να του μιλούν για

το πρόβλημά τους Ο μάγος τα άκουσε προσε-

κτικά και τους είπε τι πρέπει να κάνουν

Έπρεπε να περάσουν τρεις δοκιμασίες Μόνο

έτσι θα έφευγε η κατάρα

Στο χωριό όλοι οι κάτοικοι περνούσαν δύσκο-

λα Από πλούσιοι είχαν γίνει φτωχοί και χωρίς

την ελιά και το λάδι της δεν μπορούσαν να ζή-

σουν Κατάλαβαν έτσι την αξία της αλλά ήταν

πλέον αργά Ή μάλλον σχεδόν αργά

Όταν τα παιδιά επέστρεψαν διηγήθηκαν σε

όλους όλα όσα τους συνέβησαν Τους είπαν για

το μάγο και τις τρεις δοκιμασίες που έπρεπε να

περάσουν Το πρόβλημα όμως ήταν πως δεν

τους είχε πει ποιες ήταν αυτές οι δοκιμασίες

ποιοι θα τις περνούσαν και πότε

Οι μέρες περνούσαν

αργά και βασανιστικά

μετά από δυο μήνες στο

χωριό εμφανίστηκε ένα

μικρό κορίτσι Χτύπησε

την πόρτα ενός σπιτιού

και ζήτησε λίγο φαγητό

Η οικογένεια όμως Το έ-

διωξε Το κορίτσι ήταν

Ο μάγος Άλφρεντ μεταμορ-

φωμένος Αυτή ήταν η πρώ-

τη δοκιμασία που δυστυχώς

όμως απέτυχαν

Αφού πέρασε μια εβδομάδα περίπου ένα μι-

κρό άγνωστο αγόρι εμφανίστηκε σε μια ομάδα

παιδιών και τους ζήτησε να παίξει μαζί τους Η

Μαρία και ο Νίκος όχι μόνο το δέχτηκαν αλλά

το άφησαν να διαλέξει το παιχνίδι που θα έπαι-

ζαν

_ Εσύ Νίκο θα είσαι ο αγρότης Εγώ θα είμαι η

ελιά και Μαρία θα είναι οι καρποί μου είπε το

αγόρι

Τα παιδιά συμφώνησαν κι άρχισαν όλα μαζί να

παίζουν Ο μάγος τότε παρατήρησε τον τρόπο

που ο Νίκος περιποιόταν την ελιά και πόσο χαι-

ρόταν όταν μάζευε τους καρπούς της Αυτή ήταν

η δεύτερη δοκιμασία και τα παιδιά την πέρασαν

με επιτυχία

Πέρασε αρκετός καιρός ώσπου έφτασε η ώρα

για την τρίτη δοκιμασία Μια μέρα ήρθε στο χω-

ριό ένας πλανόδιος έμπορος Πουλούσε από σπό-

ρους μέχρι και μαγικά αντικείμενα Οι τιμές όμως

ήταν πολύ υψηλές Ο Νίκος με τον πατέρα του ζή-

τησαν να δουν τους σπόρους που είχε

_Έχω σπόρους συκιάς πορτοκαλιάς μηλιάς και

τον τελευταίο σπόρο ελιάς είπε ο άντρας

_Τον τελευταίο Ρώτησε ο Νίκος

_ Ναι Τον τελευταίο

_Δεν υπάρχει άλλος

_Όχι

_Ούτε ένας

_Τίποτα

_Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Ναι Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Είστε σίγουρος για αυτό

_Απολύτως

Ο Νίκος δεν πίστευε στ΄ αυτιά τουΤότε ζήτη-

σε αμέσως απόν τον πατέρα του να αγοράσει τον

τελευταίο σπόρο ελιάς σ΄ ολόκληρη τη γη Η τι-

μή του όμως ήταν πολύ πάρα πολύ υψηλή Εκα-

τό χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Γιε μου δεν έχουμε τόσα χρήματα Μπορούμε

όμως να πουλήσουμε τα τέσσερα κτήματά μας

_Ναι να τα δώσουμε Θα μας μείνει η αυλή του

σπιτιού Εκεί θα φυτέψουμε τον πολύτιμο σπόρο

Τότε εμφανίστηκε ο μάγος Άλφρεντ

_Δίνω διακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα είπε

ο μάγος

_Άλφρεντ δεν είναι τίμιο είπε ο Νίκος

Προλάβαμε

εμείς να αγοράσουμε αυτόν το σπόρο

_Δίνω τριακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Τότε εγώ θα δώσω και το σπίτι μου είπε ο πα-

τέρας του Νίκου

_Ναι αλλά hellip αυτά είναι λιγότερα από τα χρή-

ματα που μου δίνει ο μάγος είπε ο έμπορος

_Τότε και εγώ θα δώσω όσα χρήματα έχω στον

κουμπαρά μου είπε η Μαρία

_Κι εγώ φώναξε ο Βασίλης

_Εγώ θα δώσω το μοναδικό κτήμα που έχω είπε

ο κύριος Βαγγέλης

_Και εγώ φώναξε η κυρία Βαρβάρα

_Ναι Και εμείς θα δώσουμε ότι έχουμε στους

κουμπαράδες μας φώναξαν δυνατά όλα τα

παιδιά που ήταν μαζεμένα στην πλατεία του

χωριού

Όλοι άρχισαν να δίνουν χρήματα σπίτια

έπιπλα χωράφια και μαγαζιά μέχρι που κέρδι-

σαν το μάγο Άλφρεντ και αγόρασαν το σπόρο

της ελιάς Από τη στιγμή που τον φύτεψαν το

πρόσεχαν πάρα πολύ

Μετά από χρόνια όταν οι χωρικοί μάζεψαν

τους καρπούς αυτής της ελιάς διαπίστωσαν ότι

είχε το πιο νόστιμο λάδι Τότε ο μάγος

πείστηκε πως όλοι είχαν καταλάβει την αξία

της και γέμισε ξανά όλα τα χωράφια τους με

ελαιόδεντρα

ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α

Κουκάκη Κατερίνα

Μπογκντάνι Γκισέλα

Καρυώτης Γιώργος

Αθανασόπουλος Στέφανος

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 2: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

Η ΕΛΙΑ ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗ

Το δέντρο της ελιάς είχε και έχει ιδιαίτερη σημασία για εμάς τους Έλληνες Οι κάμποι οι πλαγιές και οι λόφοι της πατρίδας μας είναι κατάφυτοι από ελαιόδεντρα

Η ελιά έχει εμπνεύσει χιλιάδες καλλιτέχνες από τις αρχαίες τοιχογραφίες ως τους σύγχρονους πίνακες ζωγραφικής

ΜΙΝΩΙΚΗ ΚΡΗΤΗ

ΠΟΛΥΧΡΥΣΕΣ

ΜΥΚΗΝΕΣ

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ

ΠΑΝΑΘΗΝΑΪΚΟΙ ΑΜΦΟΡΕΙΣ

ΑΡΧΑΙΑ ΧΡΥΣΑ ΣΤΕΦΑΝΙΑ

ΑΡΧΑΙΑ ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ

ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΕΠΟΧΗ

ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΑ

ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ

Η ΕΛΙΑ

ΣΤΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

ΟΙ ΔΙΚΕΣ ΜΑΣ ΖΩΓΡΑΦΙΕΣ

Η ΕΛΙΑ

ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Η ελιά Κωστής ΠαλαμάςEίμαι του ήλιου η θυγατέρα

H πιο απrsquo όλες χαϊδευτή

Xρόνια η αγάπη του πατέρα

Σrsquo αυτόν τον κόσμο με κρατεί

Όσο να πέσω νεκρωμένη

Aυτόν το μάτι μου ζητεί

Eίμrsquo η ελιά η τιμημένη

Δεν είμrsquo ολόξανθη μοσχάτη

Tριανταφυλλιά ή κιτριά

Θαμπώνω της ψυχής το μάτι

Για τrsquo άλλα μάτια είμαι γριά

Δε μrsquo έχει αηδόνι ερωμένη

Mrsquo αγάπησε μία θεά

Eίμrsquo η ελιά η τιμημένη

Όπου κι αν λάχω κατοικία

Δε μrsquo απολείπουν οι καρποί

Ώς τα βαθιά μου γηρατεία

Δε βρίσκω στη δουλειά ντροπή

Μrsquo έχει ο Θεός ευλογημένη

Kι είμαι γεμάτη προκοπή

Eίμrsquo η ελιά η τιμημένη

Φρίκη ερημιά νερά και σκότη

Tη γη εθάψαν μια φορά

Πράσινη αυγή με φέρνει πρώτη

Στο Nώε η περιστερά

Όλης της γης είχα γραμμένη

Tην εμορφιά και τη χαρά

Eίμrsquo η ελιά η τιμημένη

Εδώ στον ίσκιο μου από κάτου

Ήρθrsquo ο Χριστός νrsquo αναπαυθεί

Kι ακούστηκε η γλυκιά λαλιά του

Λίγο προτού να σταυρωθεί

Το δάκρυ του δροσιά αγιασμένη

Έχει στη ρίζα μου χυθεί

Eίμrsquo η ελιά η τιμημένη

Αποσπάσματα από ποιήματα του

Ιωάννη Πολέμη

Ευλογημένο να lsquoναι ελιά το χώμα που σε τρέφει

κι ευλογημένος ο καρπός που πίνεις απrsquo τα νέφη

κι ευλογημένος τρεις φορές Αυτός που σrsquo έχει

στείλει

για το λυχνάρι του φτωχού για τrsquo άγιου το

καντήλι

Πατρίδα τα λιοτρίβια σου

δουλεύουν νύχτα μέρα

με του λαδιού τη μυρωδιά

γεμίζουν τον αέρα

Κι είνrsquo οι ελιές Πατρίδα μου

ακούραστες γριούλες

Με τον καρπό τους τρέφουνε

παιδάκια και μανούλες

Κι είνrsquo οι ελιές Πατρίδα μου

Δέντρα ευλογημένα

που στέκονται στον άνεμο

με τα κλαδιά απλωμένα

Γλυκόφυλλη η ελιά τον ίσκιο διπλώνει

το φουντωμένο κλήμα πού και πού

το ψηλαφούν οι χαμηλοί της κλώνοι

γερμένοι από το βάρος του καρπού

Αντίκρυ σκοτεινό το ερημοκλήσι

με πόθο και μrsquo αγάπη τη θεωρεί

γιατί το καντηλάκι που lsquoχει σβήσει

το φως απrsquo τον καρπό της λαχταρεί

Η ελιά Λορέντζος Μαβίλης

Στὴν κουφάλα σου ἐφώλιασε μελίσσιγέρικη ἐλιά ποὺ γέρνεις μὲ τὴ λίγηπρασινάδα ποὺ ἀκόμα σὲ τυλίγεισὰ νἄθελε νὰ σὲ νεκροστολίσει

Καὶ τὸ κάθε πουλάκι στὸ μεθύσιτῆς ἀγάπης πιπίζοντας ἀνοίγειστὸ κλαρί σου ἐρωτάρικο κυνήγιστὸ κλαρί σου ποὺ δὲ θὰ ξανανθίσει

Ὢ πόσο στὴ θανὴ θὰ σὲ γλυκάνουνμὲ τὴ μαγευτικὴ βοὴ ποὺ κάνουνὁλοζώντανης νιότης ὀμορφάδες

ποὺ σὰ θύμησες μέσα σου πληθαίνουνὢ νὰ μποροῦσαν ἔτσι νὰ πεθαίνουνκαὶ ἄλλες ψυχὲς τῆς ψυχῆς σου ἀδερφάδες

Η ελιά Πέτρος Λυγίζος

Γύρω απrsquo τον κορμό αυτόν

στροβιλίζεται ο χρόνος

Στην ελιά της μνήμης και της προσδοκίας

ακουμπώ ένα δάκρυ στο ακριανό φύλλο

Θυμάσαι όταν ανεβαίναμε στο καρτερικό κορμί της

Όταν το βήμα της νιότης μας

λοξοδρομούσε στο όνειρο

Γύρω απrsquo τον κορμό αυτόν

παίζουν ακόμη οι φίλοι μου

Στην ελιά της ζωής και της νοσταλγίας

Ψάχνω τον Αδριανό και τον Κώστα

κι εσένα

όταν σε πήρε το πρώτο χάδι μου

όταν κρύφτηκες χαμογελώντας

πίσω απrsquo τις χρυσοπράσινες φυλλωσιές

Τώρα τόσα χρόνια μετά

πηγαίνω τα δειλινά για προσκύνημα

στον ίσκιο της απαγκιάζουν οι φόβοι μου

στη μαγική σπηλιά της

τρυπώνει μυστικά το παιδικό μου όνειρο

κι εσύ πάνω στα αιωρούμενα φύλλα

σαν ιπτάμενο ξωτικό

χορεύεις ταξιδεύοντας

απrsquo το παρελθόν μέχρι το άπειροhellip

Αποσπάσματα από ποιήματα του

Οδυσσέα Ελύτη

Ε σεις στεριές και θάλασσες

τrsquo αμπέλια κι οι χρυσές ελιές

ακούστε τα χαμπέρια μου

μέσα στα μεσημέρια μου

Σrsquo όλους τους τόπους κι αν γυρνώ

μόνον ετούτο αγαπώ

Λοιπόν ευρέθηκε ο χρυσός

της λιόριζας

να έχει σταλάξει στα φύλλα

της καρδιάς του

Κι από τις τόσες φορές όπου

ξαγρύπνησε

σιμά στο κηροπήγιο

καρτερώντας

τα χαράματα μια πυράδα

παράξενη

του είχε αρπάξει τα σωθικά

Οι φωνές των πουλιών που

είχε σrsquo ώρες

μεγάλης μοναξιάς

αποστηθίσει

φαίνεται να ξεχύθηκαν όλες

μαζί

τόσο που δεν εστάθη βολετό

να προχωρήσει

σε μεγάλο βάθος το μαχαίρι

Μάλλον η πρόθεση άρκεσε

για το Κακό

Που ταrsquo αντίκρισε ndash είναι

φανερό ndash στη στάση

την τρομαχτική του αθώου

Ανοιχτά περήφανα τα μάτια

του κι όλο το

δάσος να σαλεύει ακόμη στον

ακηλίδωτον

αμφιβληστροειδή

Στον εγκέφαλο τίποτε πάρεξ

μια ηχώ

ουρανού καταστραμμένη

Έζησα τrsquo όνομα το αγαπημένο

στον ίσκιο της γιαγιάς ελιάς

στον ρόχθο της ισόβιας θάλασσας

Χάραξα τrsquo όνομα το αγαπημένο

στον ίσκιο της γιαγιάς ελιάς

στον ρόχθο της ισόβιας θάλασσας

Ω λινό καλοκαίρι συνετό

φθινόπωρο

χειμώνα ελάχιστε

η ζωή καταβάλλει τον οβολό

του φύλλου της ελιάς

και στη νύχτα μέσα των αφρόνων

μrsquo ένα μικρό τριζόνι

κατακυρώνει πάλι το νόμιμο

του Ανέλπιστου

Αποσπάσματα από ποιήματα του

Γιάννη Ρίτσου

Ετούτου το τοπίο είναι σκληρό

σαν τη σιωπή

σφίγγει στον κόρφο του

τα πυρωμένα του λιθάρια

σφίγγει στο φως

τις ορφανές ελιές του

και τrsquo αμπέλια του

σφίγγει τα δόντια

Ποιος θα σταθεί

στον ίσκιο της ελιάς

παρέα με το τζιτζίκι

μη σωπάσει το τζιτζίκι

τώρα που ο ασβέστης

του μεσημεριού

βάφει τη μάντρα

ολόγυρα του ορίζοντα

σβήνοντας τα μεγάλα

αντρίκια ονόματά τους

ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ

bullΗ ελιά κρασί δε βγάζει

bullΠέρασε της ελιάς τα φαρμάκια

bullΤου χάρισαν της ελιάς το μέσα και του αβγού το

απrsquo έξω

bullΛάδι βρέχει κάστανα χιονίζει

bullΚλήμα του χεριού σου κι ελιές απrsquo τον παππού

σου

bullΗ ελιά είναι κυρά κι όποτε θέλει κάνει

bullΞεφόρτωσέ την την ελιά να σε φορτώσει λάδι

bullΒάλε ελιά για το παιδί σου και συκιά για τη ζωή

σου

bullΑπrsquo τον θέρο ως τις ελιές δεν απολείπουν οι

δουλειές

bullΈχουμε ελιές και ελήδια έχουμε κι αγρηλίδια

bullΤου έβγαλε το λάδι

bullΜη ρίχνεις λάδι στη φωτιά

bull Αν δε σφίξεις την ελιά δε βγάζει λάδι

bull Άκουσες λάδι τρέχα άκουσες στεφάνι φεύγα

bull Όποιος έχει σιτάρι κρασί και λάδι στο πιθάρι

έχει του κόσμου τα καλά και του θεού τη χάρη

bull Ξεφόρτωσέ τη την ελιά να σε φορτώσει λάδι

bull Δεν τρώγεται ούτε με το λάδι ούτε με το ξύδι

bull Η αλήθεια πλέει σαν το λάδι στο νερό

bull Κάθε σταλαματιά νερό τ Απρίλη είναι ένα

βαρέλι λάδι

ΑΙΝΙΓΜΑΤΑ

Από κλαδάκι κρέμεται

Στην αγορά πουλιέται

Το εξωτερικό της τρώγεται

Το μέσα της πετιέται

Τι είναι Η ελιά

Μάνα και θυγατέρα

έχουν το ίδιο όνομα

Μάντεψε ποιο όνομα έχουν κι οι δυο

Ελιά

Κι όταν έρθει ο Οκτώβρης

ωριμάζω πιο πολύ

πρασινίζω και μαυρίζω

και γεμίζω το σακί

Τι είμαι Η ελιά

Δεν πεθαίνει κι αν περάσουν

Χρόνια εκατό και χίλια

Μας χορταίνει μας φροντίζει

Μας ανάβει τα καντήλια

Τι είναι

Η ελιά

Στα δέντρα πάνω κρέμεται

Στις εκκλησιές κοιμάται

Και τα χρυσά της κόκαλα

Μες στη φωτιά τα βάζω

Τι είναι

Η ελιά

Πράσινα είνrsquo τα νιάτα μου

μαύρα τα γερατειά μου

χαροποιά η θλίψη μου

θροφή τα δάκρυά μου

Τί είναι

Η ελιά

ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Το παραμύθι της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σε μια φτωχογειτονιά

ένα φτωχό μα πολύ καλόκαρδο κορίτσι που το έλεγαν

Ελιά

Κάθε μέρα η Ελιά γύριζε τη γειτονιά της έβλεπε τον

κόσμο να ζει φτωχός και δυστυχισμένος και γύριζε

στο σπίτι της πολύ στενοχωρημένη

Κάτι πρέπει να κάνω να τους βοηθήσω σκεφτόταν Κι

από την άλλη μέρα κιόλας άρχισε Βγήκε στη

γειτονιά κράτησε τα παιδιά της γειτόνισσας για να

πάει να δουλέψει και να μπορεί να φέρει στα παιδιά

της λίγο φαΐ

Μια άλλη μέρα πήγε στη γριούλα που ήταν άρρωστη της μαγείρεψε της σκούπισε το σπίτι την έπλυνε την ταΐσε Την άλλη μέρα πάλι έβγαλε τον παράλυτο γέρο με το καρότσι του βόλτα για να πάρει αέρα και ήλιο

Τα βράδια γύριζε κατάκοπη μα ευχαριστημένη που είχε καταφέρει να δώσει λίγη χαρά στους φτωχούς ανθρώπους

Οι μέρες περνούσαν κι η Ελιά όλο δούλευε όσο αδυνάτιζε Μα έβλεπε πως ότι κι αν έκανε ο κόσμος ήταν πάντα φτωχός και δυστυχισμένοςΑυτό τη στενοχωρούσε πάρα πολύ κι έτσι στενοχωρημένη κάθισε στην αυλή του σπιτιού της και συλλογιζόταν

- Τι να κάνω τι να κάνω Δεν μπορώ να βλέπω τόση δυστυχία Το σπουργίτι που την είδε τόσο στενοχωρημένη - και που την αγαπούσε γιατί κάθε μέρα του έριχνε σπόρους και ψίχουλα - δεν άντεξε και πέταξε βαθιά στο δάσος

Εκεί βρήκε την καλή νεράιδα και της είπε- Τρέξε καλή νεράιδα η Ελιά είναι πολύ στενοχωρημένη χλωμή κι αδύνατη

Η καλή νεράιδα ανήσυχη έτρεξε στην αυλή της Ελιάς και τη ρώτησε- Τι έχεις Ελιά μου κι είσαι τόσο λυπημένη- Αχ καλή μου νεράιδα Δεν μπορώ να βλέπω τόση φτώχεια και δυστυχία γύρω μου- Και τι θέλεις δηλαδή- θέλω να τους γίνω χρήσιμη θέλω να τους προσφέρω κάτι πολύτιμο που να τους δώσει ζωή και χαρά

-Το θέλεις αλήθεια τόσο πολύ

- Και βέβαια το θέλω δε βλέπεις πως έλιωσα

από τη στενοχώρια μου

- Τότε σταμάτησε να στενοχωριέσαι θα σε κάνω

αυτό που θέλεις Και τσουπ την άγγιξε με το

ραβδάκι της κι αμέσως η Ελιά έγινε ένα

μεγάλο δέντρο που έβγαλε φύλλα

λουλουδάκια άσπρα που έγιναν ελιές

πράσινες μωβ μαύρες

Έπεσαν στη γη τα κουκούτσια φύτρωσαν

έγιναν δεντράκια και σχημάτισαν ένα μεγάλο

ελαιώνα

Ήρθαν οι γείτονες μάζεψαν τις ελιές έβγαλαν

λάδι έφαγαν χόρτασαν ρόδισαν τα μαγουλά

τους ζωήρεψαν κι άρχισαν να χαμογελούν και

να ζουν ευτυχισμένοι

Για να ευχαριστήσουν την ελιά και να της

δείξουν την αγάπη τους πήραν το λάδι τους

το έβαλαν στο καντήλι για να θυμίζουν στην

Παναγιά και στο Χριστό την καλοσύνη της

ελιάς και την αγάπη της για τον κόσμο

Κι η Παναγιά με τη σειρά της την ευλόγησε Κι

ο Χριστός κάτω απ την ελιά ήρθε και

ξεκουράστηκε

Κι εκείνη καμάρωνε ευχαριστημένη στη μέση

στον ελαιώνα και φρόντιζε όταν έρχονται οι

άνθρωποι να τη μαζέψουν να ναι γεμάτη

ελιές να χορταίνουν οι φτωχοί και να

φωτίζονται απ τις καντήλες όλες οι εκκλησιές

Η μικρή ελιά

Η μικρή ελιά για πρώτη φορά γέμισε καρπό

Ο γεωργός την αγαπούσε γιατί του θύμιζε την

πρώτη του αγάπη κοντούλα και στρουμπουλή

Της είχε φτιάξει ένα περιδέραιο με

ασπρισμένες πέτρες και συχνά καθόταν και

κουβέντιαζε μαζί της τα όνειρα και τις

αναμνήσεις του Η ελιά κάθε μέρα και πιο

όμορφη

Ένα πρωί του Νοέμβρη ο γεωργός άπλωσε πανιά

κι άρχισε να την ραβδίζει Πάνε οι ελιές πάνε

τα φύλλα πάει η ομορφιά

Η ελιά μέσα στα αναφιλητά της μονολογούσε

-Μ αγαπούσε και με χάλασε Πως εννοεί ο

άνθρωπος την αγάπη Έλεγε και ξανάλεγε

Τότε ακούει μια μαργαρίτα να της λέει

-Άκουσε να σου πω Ο άνθρωπος δεν ξέρει την

αγάπη

Μην τον παρεξηγείς Κοίταξε εμένα που μια

ζωή με μαδάει για να μάθειhellip

Το καλάμι κι η ελιά

Μια φορά δίπλα σε μια ελιά είχε φυτρώσει ένα καλάμιΗ ελιά ήταν ένα μεγάλο και δυνατό δέντρο με πολλά κλαδιά πουκρατούσαν τα φύλλα τους όλη τη χρονιά και κάθε δυο χρόνιαέγερναν από το βάρος του καρπού

Το καλάμι πάλι ήτανε ψηλόλιγνο με καταπράσινα στενόμακρα φύλλα με ωραιότατα παράξενα λουλούδια που έμοιαζαν με τσαμπιά κι είχανε το σχήμα του αδραχτιού

Η ελιά καυχιόταν ολοένα

-Τι είσαι συ μπροστά μου έλεγε στο καλάμιΕγώ είμαι ένα δέντρο μεγάλο δυνατό ευλογημένο Οι άνθρωποι με λατρεύουνγιατί τους δίνω τις ελιές και το λάδι μου τους δίνω ξερόκλαδα για να ζεσταίνονταιτους δίνω ξύλα για να φτιάχνουν ακριβά έπιπλα Είμαι μεγάλη ψηλή γερήκαι συ είσαι ένα αδύναμο πραγματάκι που λυγίζεις μπροστά σrsquo όλους τους ανέμους και τους προσκυνάς Δεν μπορώ να καταλάβω πώς έχεις την τόλμη να φυτρώνεις πλάι μου

Το καημένο το καλάμι

που ήταν από φυσικού

του ντροπαλό ταrsquo

άκουγε όλα αυτά και

δεν έλεγε τίποτα κι

ούτε και θύμωνε γιατί

αυτό δεν είχε να

καυχηθεί για τίποτα

Ήρθε ένας χειμώνας όμως βαρύς κι άρχισε να

φυσάει ένας αέρας δαιμονισμένος

που χτυπούσε με μανία την ελιά ώσπου στο

τέλος την ξερίζωσε

Το καλάμι με το πρώτο φύσημα του ανέμου

έγειρε λυγερό όπως ήτανε

προς το νερό κι έτσι ο άνεμος περνούσε από

πάνω του χωρίς να το πειράξει

Κι όταν η καταιγίδα σταμάτησε κι ο άνεμος

έπαψε να φυσάει

η ελιά απόμεινε πεσμένη στο χώμα και το

καλάμι σηκώθηκε

πάλι όρθιο και λυγερό όπως και πριν

Βλέπετε το καλάμι ήξερε να υποχωρεί εκεί που

ένιωθε ότι δεν είχε δύναμη νrsquo αντισταθεί ενώ

η ελιά πλήρωσε με τη ζωή της την

υπερηφάνειά της

Ο Μανωλιός και η γέρικη ελιά

Μια φορά και έναν καιρό όταν ο ζεστός άνεμος

φυσούσε και τα δέντρα λυπημένα έγερναν τα

κουρασμένα φυλλώματά τους ένα παλικάρι

που τον έλεγαν Μανωλιό πήγαινε τα πότιζε

και τους έκανε συντροφιά Τrsquo άλλα παλικάρια

του χωριού ζήλευαν τις χάρες και την καρδιά

του Μανωλιού Ψιθύριζαν λόγια άσχημα

μεταξύ τους δίχως να καταλαβαίνουν ότι αυτό

που έκαναν δεν ήταν σωστό

Μια μέρα κάθισαν κάτω από τον ίσκιο μιας

γέρικης ελιάς για να ξαποστάσουν Ξαφνικά

άκουσαν ένα θρόισμα γύρισαν τα κεφαλάκια

τους και από το κέντρο του κορμού της ελιάς

είδανε ένα χαμογελαστό πρόσωπο που με

ανθρώπινη μιλιά τους είπε

Αυτό το δέντρο που στον ίσκιο του ήρθατε να ξεκουραστείτε ξέρετε ποιος το ποτίζει

Όχι απάντησαν εκείνοι

Ο Μανωλιός που κοροϊδεύετε αποκρίθηκε το δέντρο

Εκείνοι ντροπιασμένοι έφυγαν με σκυμμένο το κεφάλι Στο δρόμο συνάντησαν τον Μανωλιό

Καλημέρα είπαν με μία φωνή Σήμερα θα έρθουμε μαζί σου να σε βοηθήσουμε να ποτίσεις τα δέντρα

Έτσι κι έγινε Από τότε έγιναν φίλοι Κάθε

απόγευμα πότιζαν τα δέντρα κι ύστερα κάτω

από τα φυλλώματα της γέρικης ελιάς άρχιζαν

το τραγούδι που μιλούσε για χώρες

παράξενε για ζούγκλες με πολύχρωμους

παπαγάλους για ινδιάνους με κιτρινοκόκκινα

φτερά στα καπέλα τους και ιδιαίτερα

τραγουδούσαν για την συμπόνια και την

ευαίσθητη καρδιά των ανθρώπων

Μια μέρα που ο ήλιος γίνηκε πορφυρός και

κρύφτηκε πίσω από τα βουνά ο Μανωλιός

πήγε μόνος του πότισε την γέρικη ελιά

ξάπλωσε και τον πήρε ένας βαθύς ύπνος Τότε

είδε πως μέσα στην κουφάλα της γέρικης ελιάς

είχανε στήσει ένα πανέμορφο παλάτι γεμάτο

κόσμο που χόρευε και γλένταγε

Θα πάω κι εγώ είπε δειλά δειλά ο Μανωλιός

bull Όσο προχωρούσε τόσο τα φώτα

μεγάλωναν ώσπου έφτασε στο κέντρο Εκεί

ένας βασιλιάς καθόταν σrsquoένα χρυσαφένιο

θρόνο Πίσω του στεκόταν μια Σφίγγα

άγαλμα Πήρε ανθρώπινη μιλιά αρχίζοντας να

λέει καλωσορίσματα στον Μανωλιό Εκείνος

χαμογελαστός χαιρέτησεμα τι να δει Σrsquoέναν

καθρέπτη που βρέθηκε μπροστά του ο

Μανωλιός ήταν ντυμένος πρίγκιπας

bull Πω πω Τι όμορφος που είμαι Αναφώνησε

Ξαφνικά υπηρέτες έστρωσαν ένα κόκκινο

χαλί για να περάσει ο Μανωλιός και αυτοί

αριστερά και δεξιά τον προσκυνούσαν Όταν

πέρασε τον διάδρομο με το κόκκινο χαλί

στάθηκε στον βασιλιά που του είπε

Καλόκαρδο και πονόψυχο παλικάρι Εσύ πότιζες

το δέντρο κι έτσι μπόρεσε το παλάτι μου να

βρίσκεται εδώ με όλους τους ανθρώπους

μου διαφορετικά αν το άφηνες να ξεραθεί από

το ζεστό άνεμο τώρα δεν θα

υπήρχαμε Γιrsquoαυτό αξίζεις να γίνεις γιος μου

να παντρευτείς την Βασιλοπούλα και με

δικαιοσύνη αγάπη και φρόνηση να γίνεις εσύ

ο καινούριος Βασιλιάς λύνοντας έτσι τα μάγια

της κακιάς νεράιδας που μας είχε

καταδικασμένους

Έτσι κι έγινε Ο Μανωλιός έγινε βασιλιάς με

τιμές και δόξες διότι ήξερε την γλώσσα της

καρδιάς που πάντα μας διδάσκει πόσο καλό

είναι να είσαι άνθρωπος Από τότε ο

Μανωλιός έμεινε στο παλάτι και κανείς ακόμα

δεν ξέρει τι ταξίδι ακολούθησε στον χρόνο του

ύπνου του άφησε όμως πίσω του τον

πραγματικό θησαυρό της καλοσύνης και της

αγάπης

ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Ο μαγικός ελαιώνας

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα παιδάκι που

το έλεγαν Λευτέρη Κάθε χρόνο το καλοκαίρι

μόλις έκλειναν τα σχολεία πήγαινε διακοπές

στο σπίτι της γιαγιάς του

Ένα καλοκαίρι έζησε μια σπουδαία περιπέτεια

Μια μέρα που η γιαγιά του είχε πάει για ψώνια

στην κοντινή πόλη ο Λευτέρης αποφάσισε να

εξερευνήσει τη σοφίτα του σπιτιού

Ανέβηκε προσεκτικά τη στριφογυριστή ξύλινη

σκάλα και στάθηκε αναποφάσιστος μπροστά

στην κλειστή πόρτα Πήρε μια βαθιά ανάσα

και την έσπρωξε δυνατά Πόσο σκοτεινά ήταν ό-

λα εκεί μέσα Ο Λευτέρης σκόνταψε σ΄ ένα πα-

λιό μπαούλο

Το άνοιξε γεμάτος περιέργεια Και τι δε βρήκε

Ολόκληρο θησαυρό Παλιά βιβλία του παππού

φορέματα της γιαγιάς παιχνίδια της μητέρας

του όταν ήταν παιδί Κάτω κάτω ήταν

τσαλακωμένο ένα κιτρινισμένο χαρτί Το

ξετύλιξε βιαστικά και τι να δει Ένας παλιός

χάρτης με σχεδιάγραμμα Αμέσως τον άρπαξε

κι άρχισε το ταξίδι του

Περπάτησε ώρες πολλές Πέρασε την πεδιάδα

με τα κίτρινα στάχυα το γεφυράκι του μικρού

ποταμού ώσπου έφτασε στο τέλος σε έναν

κάμπο γεμάτο ελιές

Διάλεξε την πιο μεγάλη ελιά και κάθισε να

ξεκουραστεί ακουμπώντας στο γέρικο κορμό

της

Ξαφνικά άκουσε μια απαλή φωνή Έμοιαζε

με της γιαγιάς του Κοίταξε γύρω του μα δεν

είδε κανέναν Η φωνή συνέχισε να του μιλάει

τρυφερά Ο Λευτέρης γεμάτος περιέργεια

άρχισε να παρατηρεί προσεχτικά το γέρικο

κορμό τα πελώρια κλαδιά και τ΄ ασημένια

φύλλα της ελιάς Τότε κατάλαβε ποιος του

μιλούσε Έκπληκτος άγγιξε απαλά το υπέροχο

αυτό δέντρο και μοιράστηκε μαζί του όλα του

τα μυστικά

Από εκείνη την ημέρα ο Λευτέρης πήγαινε

καθημερινά στο μαγικό αυτό ελαιώνα

Καθόταν ώρες στη σκιά της αγαπημένης του

ελιάς κι άκουγε τις πιο ωραίες ιστορίες

Ο καιρός πέρασε γρήγορα κι ήρθε η μέρα που

έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι του Έτρεξε στο

μαγικό ελαιώνα κι αγκάλιασε κλαίγοντας το

αγαπημένο του δέντρο Η ελιά έγειρε τα

κλαδιά της και χάιδεψε τα μαλλιά του laquo Μη

στενοχωριέσαιraquo του ψιθύρισε laquo Κόψε ένα

κλαράκι μου και πάρ΄ το μαζί σου Φύτεψέ το

στην αυλή του σπιτιού σου κι εγώ θα είμαι

πάντα κοντά σουraquo

Έτσι κι έγινε Ένα καινούριο ολόδροσο

δεντράκι φύτρωσε στον κήπο του Λευτέρη Κι

από τότε δεν χώρισαν ποτέ

Οι μαγικοί σπόροι

Μια φορά κι έναν καιρό σ΄ ένα μακρινό

χωριουδάκι ζούσε με τη γιαγιά του ένα μικρό

κορίτσι που το έλεγαν Ελπίδα Το σπιτάκι τους

ήταν πολύ φτωχικό Δύσκολα τα έβγαζαν πέρα

Ο περασμένος χειμώνας ήταν πολύ βαρύς

Τα πρώτα χιόνια έπεσαν νωρίς κι ο κρύος

βοριάς σφύριζε μανιασμένα Κάθε πρωί η

γιαγιά με την εγγονή της πήγαιναν στο δάσος

και μάζευαν φρούτα και ξύλα για να

ζεσταθούν

Μια μέρα ο άνεμος φυσούσε άγρια κι ο ήλιος

είχε κρυφτεί πίσω από τα βαριά μαύρα

σύννεφα Η Ελπίδα άφησε τη γιαγιά της στο

κρύο σπιτάκι τους τυλίχτηκε σφιχτά με το

σάλι της και ξεκίνησε για το δάσος Τα πόδια

και τα χέρια της είχαν παγώσει Τα μαλλιά και

τα ρούχα της είχαν βραχεί από την ξαφνική

μπόρα Και το σπουδαιότερο δεν μπορούσε να

γυρίσει πίσω γιατί δεν είχε μαζέψει ακόμη

τίποτα Αποφάσισε τότε να μπει για λίγο σε

μια σπηλιά που βρήκε στο δρόμο της και να

περιμένει

Έτρεμε από το κρύο και

από το φόβο της Είχε αρ

χίσει να νυχτώνει και η

γιαγιά της σίγουρα θα

ανησυχούσε Ξαφνικά

ένα απόκοσμο φως γέμι

σε τη σπηλιά και μια πα

νέμορφη νεράιδα πα

ρουσιάστηκε μπροστά

της

Της χαμογέλασε γλυκά και της χάιδεψε απαλά τα μαλλιά Κρατούσε ένα μικρό σακουλάκι που το άφησε προσεκτικά στα χέρια της Ελπίδας laquoΌταν πας σπίτι σου να το ανοίξεις και να κάνεις ότι ακριβώς σου πει η γιαγιά σου Αυτή ξέρειraquo της είπε τρυφερά και χάθηκε στο σκοτάδι της σπηλιάς Το κορίτσι κρατώντας το γερά έτρεξε χαρούμενο στο φτωχικό του σπιτάκι Τα μάτια του έλαμπαν από ενθουσιασμό καθώς έδειχνε στη γιαγιά του το δώρο της νεράιδας

Η γιαγιά ψηλάφησε τους μεγάλους γυαλιστερούς σπόρους τους έβαλε στη χούφτα της Ελπίδας και της είπε να τους φυτέψει στην αυλή Έτσι ακριβώς έκανε το μικρό κορίτσι Τους έχωσε βαθιά στο έδαφος και τους σκέπασε με φρέσκο χώμα Την άνοιξη οι σπόροι φύτρωσαν και γρήγορα έγιναν μεγάλα δέντρα με υπέροχο σταχτοπράσινο φύλλωμα Ήταν φουντωτές ελιές που αγκάλιασαν το μικρό σπιτάκι Ήρθε το φθινόπωρο και τα κλαδιά τους γέμισαν ευλογημένο καρπό

Από τότε η Ελπίδα κι η γιαγιά της έζησαν

ευτυχισμένες βοηθώντας κάθε κουρασμένο

περαστικό

Η αξία της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό σrsquo ένα μακρινό

χωριό όλοι οι άνθρωποι ζούσαν ευτυχισμένοι

Είχαν πολλά κτήματα εκτιμήσει πλούσια

γεμάτα ελιές Ποτέ όμως δεν είχαν σωστά την

αξία τους

Κάποια μέρα καθώς έπαιζαν δυο παιδιά η

Μαρία και ο Νίκος εμφανίστηκε μπροστά

τους ένας άγνωστος άντρας Τους μίλησε για

τα ελαιόδεντρα και τη χρησιμότητά τους Τους

είπε πως πρέπει να τα φροντίζουν και να τα

αγαπούν

Μετά από αρκετές ημέρες έγινε κάτι φοβερό

Στο χωριό έπεσε μεγάλη κατάρα Όλα τα χωράφια με τα ελαιόδεντρα καταστράφηκαν

Η Μαρία και ο Νίκος αμέσως κατάλαβαν πως έπρεπε να πάνε να βρουν τον μυστήριο αυτό άντρα που τους είχε επισκεφτεί

Τους είχε πει πως ζούσε στο δάσος Αυτό όμως δεν ήταν και τόσοhellip συνηθισμένο δάσος Έλεγαν πως στις κουφάλες των δέντρων ζούσαν φαντάσματα και πως το μέγεθος των ζώων ήταν υπερφυσικό

Φοβόντουσαν πάρα πολύ Περπάτησαν

ατελείωτες ώρες στη σκιά των πελώριων

δέντρων Με τη βοήθεια ενός λιονταριού

κατάφεραν να βρουν τον πύργο του άντρα που

έψαχναν

Χτύπησαν την πόρτα

αλλά κανείς δεν τους

άνοιξε Αποφάσισαν

να περιμένουν Δεν

κατάλαβαν πόσος

χρόνος πέρασε καιhellip

η πόρτα άνοιξε μόνη

της

Τα παιδιά μπήκαν γεμάτα περιέργεια στον

πύργο Ανέβηκαν διστακτικά την παλιά

στριφογυριστή σκάλα που τα οδήγησε σrsquo έ-

να επιβλητικό δωμάτιο Εκεί εργαζόταν ο

μυστηριώδης άντρας που είχαν γνωρίσει

Αμέσως κατάλαβαν πως ήταν μάγος Τους

αποκάλυψε αμέσως το όνομά του τον έλεγαν

Άλφρεντ Άρχισαν λοιπόν να του μιλούν για

το πρόβλημά τους Ο μάγος τα άκουσε προσε-

κτικά και τους είπε τι πρέπει να κάνουν

Έπρεπε να περάσουν τρεις δοκιμασίες Μόνο

έτσι θα έφευγε η κατάρα

Στο χωριό όλοι οι κάτοικοι περνούσαν δύσκο-

λα Από πλούσιοι είχαν γίνει φτωχοί και χωρίς

την ελιά και το λάδι της δεν μπορούσαν να ζή-

σουν Κατάλαβαν έτσι την αξία της αλλά ήταν

πλέον αργά Ή μάλλον σχεδόν αργά

Όταν τα παιδιά επέστρεψαν διηγήθηκαν σε

όλους όλα όσα τους συνέβησαν Τους είπαν για

το μάγο και τις τρεις δοκιμασίες που έπρεπε να

περάσουν Το πρόβλημα όμως ήταν πως δεν

τους είχε πει ποιες ήταν αυτές οι δοκιμασίες

ποιοι θα τις περνούσαν και πότε

Οι μέρες περνούσαν

αργά και βασανιστικά

μετά από δυο μήνες στο

χωριό εμφανίστηκε ένα

μικρό κορίτσι Χτύπησε

την πόρτα ενός σπιτιού

και ζήτησε λίγο φαγητό

Η οικογένεια όμως Το έ-

διωξε Το κορίτσι ήταν

Ο μάγος Άλφρεντ μεταμορ-

φωμένος Αυτή ήταν η πρώ-

τη δοκιμασία που δυστυχώς

όμως απέτυχαν

Αφού πέρασε μια εβδομάδα περίπου ένα μι-

κρό άγνωστο αγόρι εμφανίστηκε σε μια ομάδα

παιδιών και τους ζήτησε να παίξει μαζί τους Η

Μαρία και ο Νίκος όχι μόνο το δέχτηκαν αλλά

το άφησαν να διαλέξει το παιχνίδι που θα έπαι-

ζαν

_ Εσύ Νίκο θα είσαι ο αγρότης Εγώ θα είμαι η

ελιά και Μαρία θα είναι οι καρποί μου είπε το

αγόρι

Τα παιδιά συμφώνησαν κι άρχισαν όλα μαζί να

παίζουν Ο μάγος τότε παρατήρησε τον τρόπο

που ο Νίκος περιποιόταν την ελιά και πόσο χαι-

ρόταν όταν μάζευε τους καρπούς της Αυτή ήταν

η δεύτερη δοκιμασία και τα παιδιά την πέρασαν

με επιτυχία

Πέρασε αρκετός καιρός ώσπου έφτασε η ώρα

για την τρίτη δοκιμασία Μια μέρα ήρθε στο χω-

ριό ένας πλανόδιος έμπορος Πουλούσε από σπό-

ρους μέχρι και μαγικά αντικείμενα Οι τιμές όμως

ήταν πολύ υψηλές Ο Νίκος με τον πατέρα του ζή-

τησαν να δουν τους σπόρους που είχε

_Έχω σπόρους συκιάς πορτοκαλιάς μηλιάς και

τον τελευταίο σπόρο ελιάς είπε ο άντρας

_Τον τελευταίο Ρώτησε ο Νίκος

_ Ναι Τον τελευταίο

_Δεν υπάρχει άλλος

_Όχι

_Ούτε ένας

_Τίποτα

_Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Ναι Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Είστε σίγουρος για αυτό

_Απολύτως

Ο Νίκος δεν πίστευε στ΄ αυτιά τουΤότε ζήτη-

σε αμέσως απόν τον πατέρα του να αγοράσει τον

τελευταίο σπόρο ελιάς σ΄ ολόκληρη τη γη Η τι-

μή του όμως ήταν πολύ πάρα πολύ υψηλή Εκα-

τό χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Γιε μου δεν έχουμε τόσα χρήματα Μπορούμε

όμως να πουλήσουμε τα τέσσερα κτήματά μας

_Ναι να τα δώσουμε Θα μας μείνει η αυλή του

σπιτιού Εκεί θα φυτέψουμε τον πολύτιμο σπόρο

Τότε εμφανίστηκε ο μάγος Άλφρεντ

_Δίνω διακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα είπε

ο μάγος

_Άλφρεντ δεν είναι τίμιο είπε ο Νίκος

Προλάβαμε

εμείς να αγοράσουμε αυτόν το σπόρο

_Δίνω τριακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Τότε εγώ θα δώσω και το σπίτι μου είπε ο πα-

τέρας του Νίκου

_Ναι αλλά hellip αυτά είναι λιγότερα από τα χρή-

ματα που μου δίνει ο μάγος είπε ο έμπορος

_Τότε και εγώ θα δώσω όσα χρήματα έχω στον

κουμπαρά μου είπε η Μαρία

_Κι εγώ φώναξε ο Βασίλης

_Εγώ θα δώσω το μοναδικό κτήμα που έχω είπε

ο κύριος Βαγγέλης

_Και εγώ φώναξε η κυρία Βαρβάρα

_Ναι Και εμείς θα δώσουμε ότι έχουμε στους

κουμπαράδες μας φώναξαν δυνατά όλα τα

παιδιά που ήταν μαζεμένα στην πλατεία του

χωριού

Όλοι άρχισαν να δίνουν χρήματα σπίτια

έπιπλα χωράφια και μαγαζιά μέχρι που κέρδι-

σαν το μάγο Άλφρεντ και αγόρασαν το σπόρο

της ελιάς Από τη στιγμή που τον φύτεψαν το

πρόσεχαν πάρα πολύ

Μετά από χρόνια όταν οι χωρικοί μάζεψαν

τους καρπούς αυτής της ελιάς διαπίστωσαν ότι

είχε το πιο νόστιμο λάδι Τότε ο μάγος

πείστηκε πως όλοι είχαν καταλάβει την αξία

της και γέμισε ξανά όλα τα χωράφια τους με

ελαιόδεντρα

ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α

Κουκάκη Κατερίνα

Μπογκντάνι Γκισέλα

Καρυώτης Γιώργος

Αθανασόπουλος Στέφανος

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 3: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

Το δέντρο της ελιάς είχε και έχει ιδιαίτερη σημασία για εμάς τους Έλληνες Οι κάμποι οι πλαγιές και οι λόφοι της πατρίδας μας είναι κατάφυτοι από ελαιόδεντρα

Η ελιά έχει εμπνεύσει χιλιάδες καλλιτέχνες από τις αρχαίες τοιχογραφίες ως τους σύγχρονους πίνακες ζωγραφικής

ΜΙΝΩΙΚΗ ΚΡΗΤΗ

ΠΟΛΥΧΡΥΣΕΣ

ΜΥΚΗΝΕΣ

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ

ΠΑΝΑΘΗΝΑΪΚΟΙ ΑΜΦΟΡΕΙΣ

ΑΡΧΑΙΑ ΧΡΥΣΑ ΣΤΕΦΑΝΙΑ

ΑΡΧΑΙΑ ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ

ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΕΠΟΧΗ

ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΑ

ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ

Η ΕΛΙΑ

ΣΤΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

ΟΙ ΔΙΚΕΣ ΜΑΣ ΖΩΓΡΑΦΙΕΣ

Η ΕΛΙΑ

ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Η ελιά Κωστής ΠαλαμάςEίμαι του ήλιου η θυγατέρα

H πιο απrsquo όλες χαϊδευτή

Xρόνια η αγάπη του πατέρα

Σrsquo αυτόν τον κόσμο με κρατεί

Όσο να πέσω νεκρωμένη

Aυτόν το μάτι μου ζητεί

Eίμrsquo η ελιά η τιμημένη

Δεν είμrsquo ολόξανθη μοσχάτη

Tριανταφυλλιά ή κιτριά

Θαμπώνω της ψυχής το μάτι

Για τrsquo άλλα μάτια είμαι γριά

Δε μrsquo έχει αηδόνι ερωμένη

Mrsquo αγάπησε μία θεά

Eίμrsquo η ελιά η τιμημένη

Όπου κι αν λάχω κατοικία

Δε μrsquo απολείπουν οι καρποί

Ώς τα βαθιά μου γηρατεία

Δε βρίσκω στη δουλειά ντροπή

Μrsquo έχει ο Θεός ευλογημένη

Kι είμαι γεμάτη προκοπή

Eίμrsquo η ελιά η τιμημένη

Φρίκη ερημιά νερά και σκότη

Tη γη εθάψαν μια φορά

Πράσινη αυγή με φέρνει πρώτη

Στο Nώε η περιστερά

Όλης της γης είχα γραμμένη

Tην εμορφιά και τη χαρά

Eίμrsquo η ελιά η τιμημένη

Εδώ στον ίσκιο μου από κάτου

Ήρθrsquo ο Χριστός νrsquo αναπαυθεί

Kι ακούστηκε η γλυκιά λαλιά του

Λίγο προτού να σταυρωθεί

Το δάκρυ του δροσιά αγιασμένη

Έχει στη ρίζα μου χυθεί

Eίμrsquo η ελιά η τιμημένη

Αποσπάσματα από ποιήματα του

Ιωάννη Πολέμη

Ευλογημένο να lsquoναι ελιά το χώμα που σε τρέφει

κι ευλογημένος ο καρπός που πίνεις απrsquo τα νέφη

κι ευλογημένος τρεις φορές Αυτός που σrsquo έχει

στείλει

για το λυχνάρι του φτωχού για τrsquo άγιου το

καντήλι

Πατρίδα τα λιοτρίβια σου

δουλεύουν νύχτα μέρα

με του λαδιού τη μυρωδιά

γεμίζουν τον αέρα

Κι είνrsquo οι ελιές Πατρίδα μου

ακούραστες γριούλες

Με τον καρπό τους τρέφουνε

παιδάκια και μανούλες

Κι είνrsquo οι ελιές Πατρίδα μου

Δέντρα ευλογημένα

που στέκονται στον άνεμο

με τα κλαδιά απλωμένα

Γλυκόφυλλη η ελιά τον ίσκιο διπλώνει

το φουντωμένο κλήμα πού και πού

το ψηλαφούν οι χαμηλοί της κλώνοι

γερμένοι από το βάρος του καρπού

Αντίκρυ σκοτεινό το ερημοκλήσι

με πόθο και μrsquo αγάπη τη θεωρεί

γιατί το καντηλάκι που lsquoχει σβήσει

το φως απrsquo τον καρπό της λαχταρεί

Η ελιά Λορέντζος Μαβίλης

Στὴν κουφάλα σου ἐφώλιασε μελίσσιγέρικη ἐλιά ποὺ γέρνεις μὲ τὴ λίγηπρασινάδα ποὺ ἀκόμα σὲ τυλίγεισὰ νἄθελε νὰ σὲ νεκροστολίσει

Καὶ τὸ κάθε πουλάκι στὸ μεθύσιτῆς ἀγάπης πιπίζοντας ἀνοίγειστὸ κλαρί σου ἐρωτάρικο κυνήγιστὸ κλαρί σου ποὺ δὲ θὰ ξανανθίσει

Ὢ πόσο στὴ θανὴ θὰ σὲ γλυκάνουνμὲ τὴ μαγευτικὴ βοὴ ποὺ κάνουνὁλοζώντανης νιότης ὀμορφάδες

ποὺ σὰ θύμησες μέσα σου πληθαίνουνὢ νὰ μποροῦσαν ἔτσι νὰ πεθαίνουνκαὶ ἄλλες ψυχὲς τῆς ψυχῆς σου ἀδερφάδες

Η ελιά Πέτρος Λυγίζος

Γύρω απrsquo τον κορμό αυτόν

στροβιλίζεται ο χρόνος

Στην ελιά της μνήμης και της προσδοκίας

ακουμπώ ένα δάκρυ στο ακριανό φύλλο

Θυμάσαι όταν ανεβαίναμε στο καρτερικό κορμί της

Όταν το βήμα της νιότης μας

λοξοδρομούσε στο όνειρο

Γύρω απrsquo τον κορμό αυτόν

παίζουν ακόμη οι φίλοι μου

Στην ελιά της ζωής και της νοσταλγίας

Ψάχνω τον Αδριανό και τον Κώστα

κι εσένα

όταν σε πήρε το πρώτο χάδι μου

όταν κρύφτηκες χαμογελώντας

πίσω απrsquo τις χρυσοπράσινες φυλλωσιές

Τώρα τόσα χρόνια μετά

πηγαίνω τα δειλινά για προσκύνημα

στον ίσκιο της απαγκιάζουν οι φόβοι μου

στη μαγική σπηλιά της

τρυπώνει μυστικά το παιδικό μου όνειρο

κι εσύ πάνω στα αιωρούμενα φύλλα

σαν ιπτάμενο ξωτικό

χορεύεις ταξιδεύοντας

απrsquo το παρελθόν μέχρι το άπειροhellip

Αποσπάσματα από ποιήματα του

Οδυσσέα Ελύτη

Ε σεις στεριές και θάλασσες

τrsquo αμπέλια κι οι χρυσές ελιές

ακούστε τα χαμπέρια μου

μέσα στα μεσημέρια μου

Σrsquo όλους τους τόπους κι αν γυρνώ

μόνον ετούτο αγαπώ

Λοιπόν ευρέθηκε ο χρυσός

της λιόριζας

να έχει σταλάξει στα φύλλα

της καρδιάς του

Κι από τις τόσες φορές όπου

ξαγρύπνησε

σιμά στο κηροπήγιο

καρτερώντας

τα χαράματα μια πυράδα

παράξενη

του είχε αρπάξει τα σωθικά

Οι φωνές των πουλιών που

είχε σrsquo ώρες

μεγάλης μοναξιάς

αποστηθίσει

φαίνεται να ξεχύθηκαν όλες

μαζί

τόσο που δεν εστάθη βολετό

να προχωρήσει

σε μεγάλο βάθος το μαχαίρι

Μάλλον η πρόθεση άρκεσε

για το Κακό

Που ταrsquo αντίκρισε ndash είναι

φανερό ndash στη στάση

την τρομαχτική του αθώου

Ανοιχτά περήφανα τα μάτια

του κι όλο το

δάσος να σαλεύει ακόμη στον

ακηλίδωτον

αμφιβληστροειδή

Στον εγκέφαλο τίποτε πάρεξ

μια ηχώ

ουρανού καταστραμμένη

Έζησα τrsquo όνομα το αγαπημένο

στον ίσκιο της γιαγιάς ελιάς

στον ρόχθο της ισόβιας θάλασσας

Χάραξα τrsquo όνομα το αγαπημένο

στον ίσκιο της γιαγιάς ελιάς

στον ρόχθο της ισόβιας θάλασσας

Ω λινό καλοκαίρι συνετό

φθινόπωρο

χειμώνα ελάχιστε

η ζωή καταβάλλει τον οβολό

του φύλλου της ελιάς

και στη νύχτα μέσα των αφρόνων

μrsquo ένα μικρό τριζόνι

κατακυρώνει πάλι το νόμιμο

του Ανέλπιστου

Αποσπάσματα από ποιήματα του

Γιάννη Ρίτσου

Ετούτου το τοπίο είναι σκληρό

σαν τη σιωπή

σφίγγει στον κόρφο του

τα πυρωμένα του λιθάρια

σφίγγει στο φως

τις ορφανές ελιές του

και τrsquo αμπέλια του

σφίγγει τα δόντια

Ποιος θα σταθεί

στον ίσκιο της ελιάς

παρέα με το τζιτζίκι

μη σωπάσει το τζιτζίκι

τώρα που ο ασβέστης

του μεσημεριού

βάφει τη μάντρα

ολόγυρα του ορίζοντα

σβήνοντας τα μεγάλα

αντρίκια ονόματά τους

ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ

bullΗ ελιά κρασί δε βγάζει

bullΠέρασε της ελιάς τα φαρμάκια

bullΤου χάρισαν της ελιάς το μέσα και του αβγού το

απrsquo έξω

bullΛάδι βρέχει κάστανα χιονίζει

bullΚλήμα του χεριού σου κι ελιές απrsquo τον παππού

σου

bullΗ ελιά είναι κυρά κι όποτε θέλει κάνει

bullΞεφόρτωσέ την την ελιά να σε φορτώσει λάδι

bullΒάλε ελιά για το παιδί σου και συκιά για τη ζωή

σου

bullΑπrsquo τον θέρο ως τις ελιές δεν απολείπουν οι

δουλειές

bullΈχουμε ελιές και ελήδια έχουμε κι αγρηλίδια

bullΤου έβγαλε το λάδι

bullΜη ρίχνεις λάδι στη φωτιά

bull Αν δε σφίξεις την ελιά δε βγάζει λάδι

bull Άκουσες λάδι τρέχα άκουσες στεφάνι φεύγα

bull Όποιος έχει σιτάρι κρασί και λάδι στο πιθάρι

έχει του κόσμου τα καλά και του θεού τη χάρη

bull Ξεφόρτωσέ τη την ελιά να σε φορτώσει λάδι

bull Δεν τρώγεται ούτε με το λάδι ούτε με το ξύδι

bull Η αλήθεια πλέει σαν το λάδι στο νερό

bull Κάθε σταλαματιά νερό τ Απρίλη είναι ένα

βαρέλι λάδι

ΑΙΝΙΓΜΑΤΑ

Από κλαδάκι κρέμεται

Στην αγορά πουλιέται

Το εξωτερικό της τρώγεται

Το μέσα της πετιέται

Τι είναι Η ελιά

Μάνα και θυγατέρα

έχουν το ίδιο όνομα

Μάντεψε ποιο όνομα έχουν κι οι δυο

Ελιά

Κι όταν έρθει ο Οκτώβρης

ωριμάζω πιο πολύ

πρασινίζω και μαυρίζω

και γεμίζω το σακί

Τι είμαι Η ελιά

Δεν πεθαίνει κι αν περάσουν

Χρόνια εκατό και χίλια

Μας χορταίνει μας φροντίζει

Μας ανάβει τα καντήλια

Τι είναι

Η ελιά

Στα δέντρα πάνω κρέμεται

Στις εκκλησιές κοιμάται

Και τα χρυσά της κόκαλα

Μες στη φωτιά τα βάζω

Τι είναι

Η ελιά

Πράσινα είνrsquo τα νιάτα μου

μαύρα τα γερατειά μου

χαροποιά η θλίψη μου

θροφή τα δάκρυά μου

Τί είναι

Η ελιά

ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Το παραμύθι της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σε μια φτωχογειτονιά

ένα φτωχό μα πολύ καλόκαρδο κορίτσι που το έλεγαν

Ελιά

Κάθε μέρα η Ελιά γύριζε τη γειτονιά της έβλεπε τον

κόσμο να ζει φτωχός και δυστυχισμένος και γύριζε

στο σπίτι της πολύ στενοχωρημένη

Κάτι πρέπει να κάνω να τους βοηθήσω σκεφτόταν Κι

από την άλλη μέρα κιόλας άρχισε Βγήκε στη

γειτονιά κράτησε τα παιδιά της γειτόνισσας για να

πάει να δουλέψει και να μπορεί να φέρει στα παιδιά

της λίγο φαΐ

Μια άλλη μέρα πήγε στη γριούλα που ήταν άρρωστη της μαγείρεψε της σκούπισε το σπίτι την έπλυνε την ταΐσε Την άλλη μέρα πάλι έβγαλε τον παράλυτο γέρο με το καρότσι του βόλτα για να πάρει αέρα και ήλιο

Τα βράδια γύριζε κατάκοπη μα ευχαριστημένη που είχε καταφέρει να δώσει λίγη χαρά στους φτωχούς ανθρώπους

Οι μέρες περνούσαν κι η Ελιά όλο δούλευε όσο αδυνάτιζε Μα έβλεπε πως ότι κι αν έκανε ο κόσμος ήταν πάντα φτωχός και δυστυχισμένοςΑυτό τη στενοχωρούσε πάρα πολύ κι έτσι στενοχωρημένη κάθισε στην αυλή του σπιτιού της και συλλογιζόταν

- Τι να κάνω τι να κάνω Δεν μπορώ να βλέπω τόση δυστυχία Το σπουργίτι που την είδε τόσο στενοχωρημένη - και που την αγαπούσε γιατί κάθε μέρα του έριχνε σπόρους και ψίχουλα - δεν άντεξε και πέταξε βαθιά στο δάσος

Εκεί βρήκε την καλή νεράιδα και της είπε- Τρέξε καλή νεράιδα η Ελιά είναι πολύ στενοχωρημένη χλωμή κι αδύνατη

Η καλή νεράιδα ανήσυχη έτρεξε στην αυλή της Ελιάς και τη ρώτησε- Τι έχεις Ελιά μου κι είσαι τόσο λυπημένη- Αχ καλή μου νεράιδα Δεν μπορώ να βλέπω τόση φτώχεια και δυστυχία γύρω μου- Και τι θέλεις δηλαδή- θέλω να τους γίνω χρήσιμη θέλω να τους προσφέρω κάτι πολύτιμο που να τους δώσει ζωή και χαρά

-Το θέλεις αλήθεια τόσο πολύ

- Και βέβαια το θέλω δε βλέπεις πως έλιωσα

από τη στενοχώρια μου

- Τότε σταμάτησε να στενοχωριέσαι θα σε κάνω

αυτό που θέλεις Και τσουπ την άγγιξε με το

ραβδάκι της κι αμέσως η Ελιά έγινε ένα

μεγάλο δέντρο που έβγαλε φύλλα

λουλουδάκια άσπρα που έγιναν ελιές

πράσινες μωβ μαύρες

Έπεσαν στη γη τα κουκούτσια φύτρωσαν

έγιναν δεντράκια και σχημάτισαν ένα μεγάλο

ελαιώνα

Ήρθαν οι γείτονες μάζεψαν τις ελιές έβγαλαν

λάδι έφαγαν χόρτασαν ρόδισαν τα μαγουλά

τους ζωήρεψαν κι άρχισαν να χαμογελούν και

να ζουν ευτυχισμένοι

Για να ευχαριστήσουν την ελιά και να της

δείξουν την αγάπη τους πήραν το λάδι τους

το έβαλαν στο καντήλι για να θυμίζουν στην

Παναγιά και στο Χριστό την καλοσύνη της

ελιάς και την αγάπη της για τον κόσμο

Κι η Παναγιά με τη σειρά της την ευλόγησε Κι

ο Χριστός κάτω απ την ελιά ήρθε και

ξεκουράστηκε

Κι εκείνη καμάρωνε ευχαριστημένη στη μέση

στον ελαιώνα και φρόντιζε όταν έρχονται οι

άνθρωποι να τη μαζέψουν να ναι γεμάτη

ελιές να χορταίνουν οι φτωχοί και να

φωτίζονται απ τις καντήλες όλες οι εκκλησιές

Η μικρή ελιά

Η μικρή ελιά για πρώτη φορά γέμισε καρπό

Ο γεωργός την αγαπούσε γιατί του θύμιζε την

πρώτη του αγάπη κοντούλα και στρουμπουλή

Της είχε φτιάξει ένα περιδέραιο με

ασπρισμένες πέτρες και συχνά καθόταν και

κουβέντιαζε μαζί της τα όνειρα και τις

αναμνήσεις του Η ελιά κάθε μέρα και πιο

όμορφη

Ένα πρωί του Νοέμβρη ο γεωργός άπλωσε πανιά

κι άρχισε να την ραβδίζει Πάνε οι ελιές πάνε

τα φύλλα πάει η ομορφιά

Η ελιά μέσα στα αναφιλητά της μονολογούσε

-Μ αγαπούσε και με χάλασε Πως εννοεί ο

άνθρωπος την αγάπη Έλεγε και ξανάλεγε

Τότε ακούει μια μαργαρίτα να της λέει

-Άκουσε να σου πω Ο άνθρωπος δεν ξέρει την

αγάπη

Μην τον παρεξηγείς Κοίταξε εμένα που μια

ζωή με μαδάει για να μάθειhellip

Το καλάμι κι η ελιά

Μια φορά δίπλα σε μια ελιά είχε φυτρώσει ένα καλάμιΗ ελιά ήταν ένα μεγάλο και δυνατό δέντρο με πολλά κλαδιά πουκρατούσαν τα φύλλα τους όλη τη χρονιά και κάθε δυο χρόνιαέγερναν από το βάρος του καρπού

Το καλάμι πάλι ήτανε ψηλόλιγνο με καταπράσινα στενόμακρα φύλλα με ωραιότατα παράξενα λουλούδια που έμοιαζαν με τσαμπιά κι είχανε το σχήμα του αδραχτιού

Η ελιά καυχιόταν ολοένα

-Τι είσαι συ μπροστά μου έλεγε στο καλάμιΕγώ είμαι ένα δέντρο μεγάλο δυνατό ευλογημένο Οι άνθρωποι με λατρεύουνγιατί τους δίνω τις ελιές και το λάδι μου τους δίνω ξερόκλαδα για να ζεσταίνονταιτους δίνω ξύλα για να φτιάχνουν ακριβά έπιπλα Είμαι μεγάλη ψηλή γερήκαι συ είσαι ένα αδύναμο πραγματάκι που λυγίζεις μπροστά σrsquo όλους τους ανέμους και τους προσκυνάς Δεν μπορώ να καταλάβω πώς έχεις την τόλμη να φυτρώνεις πλάι μου

Το καημένο το καλάμι

που ήταν από φυσικού

του ντροπαλό ταrsquo

άκουγε όλα αυτά και

δεν έλεγε τίποτα κι

ούτε και θύμωνε γιατί

αυτό δεν είχε να

καυχηθεί για τίποτα

Ήρθε ένας χειμώνας όμως βαρύς κι άρχισε να

φυσάει ένας αέρας δαιμονισμένος

που χτυπούσε με μανία την ελιά ώσπου στο

τέλος την ξερίζωσε

Το καλάμι με το πρώτο φύσημα του ανέμου

έγειρε λυγερό όπως ήτανε

προς το νερό κι έτσι ο άνεμος περνούσε από

πάνω του χωρίς να το πειράξει

Κι όταν η καταιγίδα σταμάτησε κι ο άνεμος

έπαψε να φυσάει

η ελιά απόμεινε πεσμένη στο χώμα και το

καλάμι σηκώθηκε

πάλι όρθιο και λυγερό όπως και πριν

Βλέπετε το καλάμι ήξερε να υποχωρεί εκεί που

ένιωθε ότι δεν είχε δύναμη νrsquo αντισταθεί ενώ

η ελιά πλήρωσε με τη ζωή της την

υπερηφάνειά της

Ο Μανωλιός και η γέρικη ελιά

Μια φορά και έναν καιρό όταν ο ζεστός άνεμος

φυσούσε και τα δέντρα λυπημένα έγερναν τα

κουρασμένα φυλλώματά τους ένα παλικάρι

που τον έλεγαν Μανωλιό πήγαινε τα πότιζε

και τους έκανε συντροφιά Τrsquo άλλα παλικάρια

του χωριού ζήλευαν τις χάρες και την καρδιά

του Μανωλιού Ψιθύριζαν λόγια άσχημα

μεταξύ τους δίχως να καταλαβαίνουν ότι αυτό

που έκαναν δεν ήταν σωστό

Μια μέρα κάθισαν κάτω από τον ίσκιο μιας

γέρικης ελιάς για να ξαποστάσουν Ξαφνικά

άκουσαν ένα θρόισμα γύρισαν τα κεφαλάκια

τους και από το κέντρο του κορμού της ελιάς

είδανε ένα χαμογελαστό πρόσωπο που με

ανθρώπινη μιλιά τους είπε

Αυτό το δέντρο που στον ίσκιο του ήρθατε να ξεκουραστείτε ξέρετε ποιος το ποτίζει

Όχι απάντησαν εκείνοι

Ο Μανωλιός που κοροϊδεύετε αποκρίθηκε το δέντρο

Εκείνοι ντροπιασμένοι έφυγαν με σκυμμένο το κεφάλι Στο δρόμο συνάντησαν τον Μανωλιό

Καλημέρα είπαν με μία φωνή Σήμερα θα έρθουμε μαζί σου να σε βοηθήσουμε να ποτίσεις τα δέντρα

Έτσι κι έγινε Από τότε έγιναν φίλοι Κάθε

απόγευμα πότιζαν τα δέντρα κι ύστερα κάτω

από τα φυλλώματα της γέρικης ελιάς άρχιζαν

το τραγούδι που μιλούσε για χώρες

παράξενε για ζούγκλες με πολύχρωμους

παπαγάλους για ινδιάνους με κιτρινοκόκκινα

φτερά στα καπέλα τους και ιδιαίτερα

τραγουδούσαν για την συμπόνια και την

ευαίσθητη καρδιά των ανθρώπων

Μια μέρα που ο ήλιος γίνηκε πορφυρός και

κρύφτηκε πίσω από τα βουνά ο Μανωλιός

πήγε μόνος του πότισε την γέρικη ελιά

ξάπλωσε και τον πήρε ένας βαθύς ύπνος Τότε

είδε πως μέσα στην κουφάλα της γέρικης ελιάς

είχανε στήσει ένα πανέμορφο παλάτι γεμάτο

κόσμο που χόρευε και γλένταγε

Θα πάω κι εγώ είπε δειλά δειλά ο Μανωλιός

bull Όσο προχωρούσε τόσο τα φώτα

μεγάλωναν ώσπου έφτασε στο κέντρο Εκεί

ένας βασιλιάς καθόταν σrsquoένα χρυσαφένιο

θρόνο Πίσω του στεκόταν μια Σφίγγα

άγαλμα Πήρε ανθρώπινη μιλιά αρχίζοντας να

λέει καλωσορίσματα στον Μανωλιό Εκείνος

χαμογελαστός χαιρέτησεμα τι να δει Σrsquoέναν

καθρέπτη που βρέθηκε μπροστά του ο

Μανωλιός ήταν ντυμένος πρίγκιπας

bull Πω πω Τι όμορφος που είμαι Αναφώνησε

Ξαφνικά υπηρέτες έστρωσαν ένα κόκκινο

χαλί για να περάσει ο Μανωλιός και αυτοί

αριστερά και δεξιά τον προσκυνούσαν Όταν

πέρασε τον διάδρομο με το κόκκινο χαλί

στάθηκε στον βασιλιά που του είπε

Καλόκαρδο και πονόψυχο παλικάρι Εσύ πότιζες

το δέντρο κι έτσι μπόρεσε το παλάτι μου να

βρίσκεται εδώ με όλους τους ανθρώπους

μου διαφορετικά αν το άφηνες να ξεραθεί από

το ζεστό άνεμο τώρα δεν θα

υπήρχαμε Γιrsquoαυτό αξίζεις να γίνεις γιος μου

να παντρευτείς την Βασιλοπούλα και με

δικαιοσύνη αγάπη και φρόνηση να γίνεις εσύ

ο καινούριος Βασιλιάς λύνοντας έτσι τα μάγια

της κακιάς νεράιδας που μας είχε

καταδικασμένους

Έτσι κι έγινε Ο Μανωλιός έγινε βασιλιάς με

τιμές και δόξες διότι ήξερε την γλώσσα της

καρδιάς που πάντα μας διδάσκει πόσο καλό

είναι να είσαι άνθρωπος Από τότε ο

Μανωλιός έμεινε στο παλάτι και κανείς ακόμα

δεν ξέρει τι ταξίδι ακολούθησε στον χρόνο του

ύπνου του άφησε όμως πίσω του τον

πραγματικό θησαυρό της καλοσύνης και της

αγάπης

ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Ο μαγικός ελαιώνας

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα παιδάκι που

το έλεγαν Λευτέρη Κάθε χρόνο το καλοκαίρι

μόλις έκλειναν τα σχολεία πήγαινε διακοπές

στο σπίτι της γιαγιάς του

Ένα καλοκαίρι έζησε μια σπουδαία περιπέτεια

Μια μέρα που η γιαγιά του είχε πάει για ψώνια

στην κοντινή πόλη ο Λευτέρης αποφάσισε να

εξερευνήσει τη σοφίτα του σπιτιού

Ανέβηκε προσεκτικά τη στριφογυριστή ξύλινη

σκάλα και στάθηκε αναποφάσιστος μπροστά

στην κλειστή πόρτα Πήρε μια βαθιά ανάσα

και την έσπρωξε δυνατά Πόσο σκοτεινά ήταν ό-

λα εκεί μέσα Ο Λευτέρης σκόνταψε σ΄ ένα πα-

λιό μπαούλο

Το άνοιξε γεμάτος περιέργεια Και τι δε βρήκε

Ολόκληρο θησαυρό Παλιά βιβλία του παππού

φορέματα της γιαγιάς παιχνίδια της μητέρας

του όταν ήταν παιδί Κάτω κάτω ήταν

τσαλακωμένο ένα κιτρινισμένο χαρτί Το

ξετύλιξε βιαστικά και τι να δει Ένας παλιός

χάρτης με σχεδιάγραμμα Αμέσως τον άρπαξε

κι άρχισε το ταξίδι του

Περπάτησε ώρες πολλές Πέρασε την πεδιάδα

με τα κίτρινα στάχυα το γεφυράκι του μικρού

ποταμού ώσπου έφτασε στο τέλος σε έναν

κάμπο γεμάτο ελιές

Διάλεξε την πιο μεγάλη ελιά και κάθισε να

ξεκουραστεί ακουμπώντας στο γέρικο κορμό

της

Ξαφνικά άκουσε μια απαλή φωνή Έμοιαζε

με της γιαγιάς του Κοίταξε γύρω του μα δεν

είδε κανέναν Η φωνή συνέχισε να του μιλάει

τρυφερά Ο Λευτέρης γεμάτος περιέργεια

άρχισε να παρατηρεί προσεχτικά το γέρικο

κορμό τα πελώρια κλαδιά και τ΄ ασημένια

φύλλα της ελιάς Τότε κατάλαβε ποιος του

μιλούσε Έκπληκτος άγγιξε απαλά το υπέροχο

αυτό δέντρο και μοιράστηκε μαζί του όλα του

τα μυστικά

Από εκείνη την ημέρα ο Λευτέρης πήγαινε

καθημερινά στο μαγικό αυτό ελαιώνα

Καθόταν ώρες στη σκιά της αγαπημένης του

ελιάς κι άκουγε τις πιο ωραίες ιστορίες

Ο καιρός πέρασε γρήγορα κι ήρθε η μέρα που

έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι του Έτρεξε στο

μαγικό ελαιώνα κι αγκάλιασε κλαίγοντας το

αγαπημένο του δέντρο Η ελιά έγειρε τα

κλαδιά της και χάιδεψε τα μαλλιά του laquo Μη

στενοχωριέσαιraquo του ψιθύρισε laquo Κόψε ένα

κλαράκι μου και πάρ΄ το μαζί σου Φύτεψέ το

στην αυλή του σπιτιού σου κι εγώ θα είμαι

πάντα κοντά σουraquo

Έτσι κι έγινε Ένα καινούριο ολόδροσο

δεντράκι φύτρωσε στον κήπο του Λευτέρη Κι

από τότε δεν χώρισαν ποτέ

Οι μαγικοί σπόροι

Μια φορά κι έναν καιρό σ΄ ένα μακρινό

χωριουδάκι ζούσε με τη γιαγιά του ένα μικρό

κορίτσι που το έλεγαν Ελπίδα Το σπιτάκι τους

ήταν πολύ φτωχικό Δύσκολα τα έβγαζαν πέρα

Ο περασμένος χειμώνας ήταν πολύ βαρύς

Τα πρώτα χιόνια έπεσαν νωρίς κι ο κρύος

βοριάς σφύριζε μανιασμένα Κάθε πρωί η

γιαγιά με την εγγονή της πήγαιναν στο δάσος

και μάζευαν φρούτα και ξύλα για να

ζεσταθούν

Μια μέρα ο άνεμος φυσούσε άγρια κι ο ήλιος

είχε κρυφτεί πίσω από τα βαριά μαύρα

σύννεφα Η Ελπίδα άφησε τη γιαγιά της στο

κρύο σπιτάκι τους τυλίχτηκε σφιχτά με το

σάλι της και ξεκίνησε για το δάσος Τα πόδια

και τα χέρια της είχαν παγώσει Τα μαλλιά και

τα ρούχα της είχαν βραχεί από την ξαφνική

μπόρα Και το σπουδαιότερο δεν μπορούσε να

γυρίσει πίσω γιατί δεν είχε μαζέψει ακόμη

τίποτα Αποφάσισε τότε να μπει για λίγο σε

μια σπηλιά που βρήκε στο δρόμο της και να

περιμένει

Έτρεμε από το κρύο και

από το φόβο της Είχε αρ

χίσει να νυχτώνει και η

γιαγιά της σίγουρα θα

ανησυχούσε Ξαφνικά

ένα απόκοσμο φως γέμι

σε τη σπηλιά και μια πα

νέμορφη νεράιδα πα

ρουσιάστηκε μπροστά

της

Της χαμογέλασε γλυκά και της χάιδεψε απαλά τα μαλλιά Κρατούσε ένα μικρό σακουλάκι που το άφησε προσεκτικά στα χέρια της Ελπίδας laquoΌταν πας σπίτι σου να το ανοίξεις και να κάνεις ότι ακριβώς σου πει η γιαγιά σου Αυτή ξέρειraquo της είπε τρυφερά και χάθηκε στο σκοτάδι της σπηλιάς Το κορίτσι κρατώντας το γερά έτρεξε χαρούμενο στο φτωχικό του σπιτάκι Τα μάτια του έλαμπαν από ενθουσιασμό καθώς έδειχνε στη γιαγιά του το δώρο της νεράιδας

Η γιαγιά ψηλάφησε τους μεγάλους γυαλιστερούς σπόρους τους έβαλε στη χούφτα της Ελπίδας και της είπε να τους φυτέψει στην αυλή Έτσι ακριβώς έκανε το μικρό κορίτσι Τους έχωσε βαθιά στο έδαφος και τους σκέπασε με φρέσκο χώμα Την άνοιξη οι σπόροι φύτρωσαν και γρήγορα έγιναν μεγάλα δέντρα με υπέροχο σταχτοπράσινο φύλλωμα Ήταν φουντωτές ελιές που αγκάλιασαν το μικρό σπιτάκι Ήρθε το φθινόπωρο και τα κλαδιά τους γέμισαν ευλογημένο καρπό

Από τότε η Ελπίδα κι η γιαγιά της έζησαν

ευτυχισμένες βοηθώντας κάθε κουρασμένο

περαστικό

Η αξία της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό σrsquo ένα μακρινό

χωριό όλοι οι άνθρωποι ζούσαν ευτυχισμένοι

Είχαν πολλά κτήματα εκτιμήσει πλούσια

γεμάτα ελιές Ποτέ όμως δεν είχαν σωστά την

αξία τους

Κάποια μέρα καθώς έπαιζαν δυο παιδιά η

Μαρία και ο Νίκος εμφανίστηκε μπροστά

τους ένας άγνωστος άντρας Τους μίλησε για

τα ελαιόδεντρα και τη χρησιμότητά τους Τους

είπε πως πρέπει να τα φροντίζουν και να τα

αγαπούν

Μετά από αρκετές ημέρες έγινε κάτι φοβερό

Στο χωριό έπεσε μεγάλη κατάρα Όλα τα χωράφια με τα ελαιόδεντρα καταστράφηκαν

Η Μαρία και ο Νίκος αμέσως κατάλαβαν πως έπρεπε να πάνε να βρουν τον μυστήριο αυτό άντρα που τους είχε επισκεφτεί

Τους είχε πει πως ζούσε στο δάσος Αυτό όμως δεν ήταν και τόσοhellip συνηθισμένο δάσος Έλεγαν πως στις κουφάλες των δέντρων ζούσαν φαντάσματα και πως το μέγεθος των ζώων ήταν υπερφυσικό

Φοβόντουσαν πάρα πολύ Περπάτησαν

ατελείωτες ώρες στη σκιά των πελώριων

δέντρων Με τη βοήθεια ενός λιονταριού

κατάφεραν να βρουν τον πύργο του άντρα που

έψαχναν

Χτύπησαν την πόρτα

αλλά κανείς δεν τους

άνοιξε Αποφάσισαν

να περιμένουν Δεν

κατάλαβαν πόσος

χρόνος πέρασε καιhellip

η πόρτα άνοιξε μόνη

της

Τα παιδιά μπήκαν γεμάτα περιέργεια στον

πύργο Ανέβηκαν διστακτικά την παλιά

στριφογυριστή σκάλα που τα οδήγησε σrsquo έ-

να επιβλητικό δωμάτιο Εκεί εργαζόταν ο

μυστηριώδης άντρας που είχαν γνωρίσει

Αμέσως κατάλαβαν πως ήταν μάγος Τους

αποκάλυψε αμέσως το όνομά του τον έλεγαν

Άλφρεντ Άρχισαν λοιπόν να του μιλούν για

το πρόβλημά τους Ο μάγος τα άκουσε προσε-

κτικά και τους είπε τι πρέπει να κάνουν

Έπρεπε να περάσουν τρεις δοκιμασίες Μόνο

έτσι θα έφευγε η κατάρα

Στο χωριό όλοι οι κάτοικοι περνούσαν δύσκο-

λα Από πλούσιοι είχαν γίνει φτωχοί και χωρίς

την ελιά και το λάδι της δεν μπορούσαν να ζή-

σουν Κατάλαβαν έτσι την αξία της αλλά ήταν

πλέον αργά Ή μάλλον σχεδόν αργά

Όταν τα παιδιά επέστρεψαν διηγήθηκαν σε

όλους όλα όσα τους συνέβησαν Τους είπαν για

το μάγο και τις τρεις δοκιμασίες που έπρεπε να

περάσουν Το πρόβλημα όμως ήταν πως δεν

τους είχε πει ποιες ήταν αυτές οι δοκιμασίες

ποιοι θα τις περνούσαν και πότε

Οι μέρες περνούσαν

αργά και βασανιστικά

μετά από δυο μήνες στο

χωριό εμφανίστηκε ένα

μικρό κορίτσι Χτύπησε

την πόρτα ενός σπιτιού

και ζήτησε λίγο φαγητό

Η οικογένεια όμως Το έ-

διωξε Το κορίτσι ήταν

Ο μάγος Άλφρεντ μεταμορ-

φωμένος Αυτή ήταν η πρώ-

τη δοκιμασία που δυστυχώς

όμως απέτυχαν

Αφού πέρασε μια εβδομάδα περίπου ένα μι-

κρό άγνωστο αγόρι εμφανίστηκε σε μια ομάδα

παιδιών και τους ζήτησε να παίξει μαζί τους Η

Μαρία και ο Νίκος όχι μόνο το δέχτηκαν αλλά

το άφησαν να διαλέξει το παιχνίδι που θα έπαι-

ζαν

_ Εσύ Νίκο θα είσαι ο αγρότης Εγώ θα είμαι η

ελιά και Μαρία θα είναι οι καρποί μου είπε το

αγόρι

Τα παιδιά συμφώνησαν κι άρχισαν όλα μαζί να

παίζουν Ο μάγος τότε παρατήρησε τον τρόπο

που ο Νίκος περιποιόταν την ελιά και πόσο χαι-

ρόταν όταν μάζευε τους καρπούς της Αυτή ήταν

η δεύτερη δοκιμασία και τα παιδιά την πέρασαν

με επιτυχία

Πέρασε αρκετός καιρός ώσπου έφτασε η ώρα

για την τρίτη δοκιμασία Μια μέρα ήρθε στο χω-

ριό ένας πλανόδιος έμπορος Πουλούσε από σπό-

ρους μέχρι και μαγικά αντικείμενα Οι τιμές όμως

ήταν πολύ υψηλές Ο Νίκος με τον πατέρα του ζή-

τησαν να δουν τους σπόρους που είχε

_Έχω σπόρους συκιάς πορτοκαλιάς μηλιάς και

τον τελευταίο σπόρο ελιάς είπε ο άντρας

_Τον τελευταίο Ρώτησε ο Νίκος

_ Ναι Τον τελευταίο

_Δεν υπάρχει άλλος

_Όχι

_Ούτε ένας

_Τίποτα

_Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Ναι Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Είστε σίγουρος για αυτό

_Απολύτως

Ο Νίκος δεν πίστευε στ΄ αυτιά τουΤότε ζήτη-

σε αμέσως απόν τον πατέρα του να αγοράσει τον

τελευταίο σπόρο ελιάς σ΄ ολόκληρη τη γη Η τι-

μή του όμως ήταν πολύ πάρα πολύ υψηλή Εκα-

τό χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Γιε μου δεν έχουμε τόσα χρήματα Μπορούμε

όμως να πουλήσουμε τα τέσσερα κτήματά μας

_Ναι να τα δώσουμε Θα μας μείνει η αυλή του

σπιτιού Εκεί θα φυτέψουμε τον πολύτιμο σπόρο

Τότε εμφανίστηκε ο μάγος Άλφρεντ

_Δίνω διακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα είπε

ο μάγος

_Άλφρεντ δεν είναι τίμιο είπε ο Νίκος

Προλάβαμε

εμείς να αγοράσουμε αυτόν το σπόρο

_Δίνω τριακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Τότε εγώ θα δώσω και το σπίτι μου είπε ο πα-

τέρας του Νίκου

_Ναι αλλά hellip αυτά είναι λιγότερα από τα χρή-

ματα που μου δίνει ο μάγος είπε ο έμπορος

_Τότε και εγώ θα δώσω όσα χρήματα έχω στον

κουμπαρά μου είπε η Μαρία

_Κι εγώ φώναξε ο Βασίλης

_Εγώ θα δώσω το μοναδικό κτήμα που έχω είπε

ο κύριος Βαγγέλης

_Και εγώ φώναξε η κυρία Βαρβάρα

_Ναι Και εμείς θα δώσουμε ότι έχουμε στους

κουμπαράδες μας φώναξαν δυνατά όλα τα

παιδιά που ήταν μαζεμένα στην πλατεία του

χωριού

Όλοι άρχισαν να δίνουν χρήματα σπίτια

έπιπλα χωράφια και μαγαζιά μέχρι που κέρδι-

σαν το μάγο Άλφρεντ και αγόρασαν το σπόρο

της ελιάς Από τη στιγμή που τον φύτεψαν το

πρόσεχαν πάρα πολύ

Μετά από χρόνια όταν οι χωρικοί μάζεψαν

τους καρπούς αυτής της ελιάς διαπίστωσαν ότι

είχε το πιο νόστιμο λάδι Τότε ο μάγος

πείστηκε πως όλοι είχαν καταλάβει την αξία

της και γέμισε ξανά όλα τα χωράφια τους με

ελαιόδεντρα

ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α

Κουκάκη Κατερίνα

Μπογκντάνι Γκισέλα

Καρυώτης Γιώργος

Αθανασόπουλος Στέφανος

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 4: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

Η ελιά έχει εμπνεύσει χιλιάδες καλλιτέχνες από τις αρχαίες τοιχογραφίες ως τους σύγχρονους πίνακες ζωγραφικής

ΜΙΝΩΙΚΗ ΚΡΗΤΗ

ΠΟΛΥΧΡΥΣΕΣ

ΜΥΚΗΝΕΣ

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ

ΠΑΝΑΘΗΝΑΪΚΟΙ ΑΜΦΟΡΕΙΣ

ΑΡΧΑΙΑ ΧΡΥΣΑ ΣΤΕΦΑΝΙΑ

ΑΡΧΑΙΑ ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ

ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΕΠΟΧΗ

ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΑ

ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ

Η ΕΛΙΑ

ΣΤΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

ΟΙ ΔΙΚΕΣ ΜΑΣ ΖΩΓΡΑΦΙΕΣ

Η ΕΛΙΑ

ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Η ελιά Κωστής ΠαλαμάςEίμαι του ήλιου η θυγατέρα

H πιο απrsquo όλες χαϊδευτή

Xρόνια η αγάπη του πατέρα

Σrsquo αυτόν τον κόσμο με κρατεί

Όσο να πέσω νεκρωμένη

Aυτόν το μάτι μου ζητεί

Eίμrsquo η ελιά η τιμημένη

Δεν είμrsquo ολόξανθη μοσχάτη

Tριανταφυλλιά ή κιτριά

Θαμπώνω της ψυχής το μάτι

Για τrsquo άλλα μάτια είμαι γριά

Δε μrsquo έχει αηδόνι ερωμένη

Mrsquo αγάπησε μία θεά

Eίμrsquo η ελιά η τιμημένη

Όπου κι αν λάχω κατοικία

Δε μrsquo απολείπουν οι καρποί

Ώς τα βαθιά μου γηρατεία

Δε βρίσκω στη δουλειά ντροπή

Μrsquo έχει ο Θεός ευλογημένη

Kι είμαι γεμάτη προκοπή

Eίμrsquo η ελιά η τιμημένη

Φρίκη ερημιά νερά και σκότη

Tη γη εθάψαν μια φορά

Πράσινη αυγή με φέρνει πρώτη

Στο Nώε η περιστερά

Όλης της γης είχα γραμμένη

Tην εμορφιά και τη χαρά

Eίμrsquo η ελιά η τιμημένη

Εδώ στον ίσκιο μου από κάτου

Ήρθrsquo ο Χριστός νrsquo αναπαυθεί

Kι ακούστηκε η γλυκιά λαλιά του

Λίγο προτού να σταυρωθεί

Το δάκρυ του δροσιά αγιασμένη

Έχει στη ρίζα μου χυθεί

Eίμrsquo η ελιά η τιμημένη

Αποσπάσματα από ποιήματα του

Ιωάννη Πολέμη

Ευλογημένο να lsquoναι ελιά το χώμα που σε τρέφει

κι ευλογημένος ο καρπός που πίνεις απrsquo τα νέφη

κι ευλογημένος τρεις φορές Αυτός που σrsquo έχει

στείλει

για το λυχνάρι του φτωχού για τrsquo άγιου το

καντήλι

Πατρίδα τα λιοτρίβια σου

δουλεύουν νύχτα μέρα

με του λαδιού τη μυρωδιά

γεμίζουν τον αέρα

Κι είνrsquo οι ελιές Πατρίδα μου

ακούραστες γριούλες

Με τον καρπό τους τρέφουνε

παιδάκια και μανούλες

Κι είνrsquo οι ελιές Πατρίδα μου

Δέντρα ευλογημένα

που στέκονται στον άνεμο

με τα κλαδιά απλωμένα

Γλυκόφυλλη η ελιά τον ίσκιο διπλώνει

το φουντωμένο κλήμα πού και πού

το ψηλαφούν οι χαμηλοί της κλώνοι

γερμένοι από το βάρος του καρπού

Αντίκρυ σκοτεινό το ερημοκλήσι

με πόθο και μrsquo αγάπη τη θεωρεί

γιατί το καντηλάκι που lsquoχει σβήσει

το φως απrsquo τον καρπό της λαχταρεί

Η ελιά Λορέντζος Μαβίλης

Στὴν κουφάλα σου ἐφώλιασε μελίσσιγέρικη ἐλιά ποὺ γέρνεις μὲ τὴ λίγηπρασινάδα ποὺ ἀκόμα σὲ τυλίγεισὰ νἄθελε νὰ σὲ νεκροστολίσει

Καὶ τὸ κάθε πουλάκι στὸ μεθύσιτῆς ἀγάπης πιπίζοντας ἀνοίγειστὸ κλαρί σου ἐρωτάρικο κυνήγιστὸ κλαρί σου ποὺ δὲ θὰ ξανανθίσει

Ὢ πόσο στὴ θανὴ θὰ σὲ γλυκάνουνμὲ τὴ μαγευτικὴ βοὴ ποὺ κάνουνὁλοζώντανης νιότης ὀμορφάδες

ποὺ σὰ θύμησες μέσα σου πληθαίνουνὢ νὰ μποροῦσαν ἔτσι νὰ πεθαίνουνκαὶ ἄλλες ψυχὲς τῆς ψυχῆς σου ἀδερφάδες

Η ελιά Πέτρος Λυγίζος

Γύρω απrsquo τον κορμό αυτόν

στροβιλίζεται ο χρόνος

Στην ελιά της μνήμης και της προσδοκίας

ακουμπώ ένα δάκρυ στο ακριανό φύλλο

Θυμάσαι όταν ανεβαίναμε στο καρτερικό κορμί της

Όταν το βήμα της νιότης μας

λοξοδρομούσε στο όνειρο

Γύρω απrsquo τον κορμό αυτόν

παίζουν ακόμη οι φίλοι μου

Στην ελιά της ζωής και της νοσταλγίας

Ψάχνω τον Αδριανό και τον Κώστα

κι εσένα

όταν σε πήρε το πρώτο χάδι μου

όταν κρύφτηκες χαμογελώντας

πίσω απrsquo τις χρυσοπράσινες φυλλωσιές

Τώρα τόσα χρόνια μετά

πηγαίνω τα δειλινά για προσκύνημα

στον ίσκιο της απαγκιάζουν οι φόβοι μου

στη μαγική σπηλιά της

τρυπώνει μυστικά το παιδικό μου όνειρο

κι εσύ πάνω στα αιωρούμενα φύλλα

σαν ιπτάμενο ξωτικό

χορεύεις ταξιδεύοντας

απrsquo το παρελθόν μέχρι το άπειροhellip

Αποσπάσματα από ποιήματα του

Οδυσσέα Ελύτη

Ε σεις στεριές και θάλασσες

τrsquo αμπέλια κι οι χρυσές ελιές

ακούστε τα χαμπέρια μου

μέσα στα μεσημέρια μου

Σrsquo όλους τους τόπους κι αν γυρνώ

μόνον ετούτο αγαπώ

Λοιπόν ευρέθηκε ο χρυσός

της λιόριζας

να έχει σταλάξει στα φύλλα

της καρδιάς του

Κι από τις τόσες φορές όπου

ξαγρύπνησε

σιμά στο κηροπήγιο

καρτερώντας

τα χαράματα μια πυράδα

παράξενη

του είχε αρπάξει τα σωθικά

Οι φωνές των πουλιών που

είχε σrsquo ώρες

μεγάλης μοναξιάς

αποστηθίσει

φαίνεται να ξεχύθηκαν όλες

μαζί

τόσο που δεν εστάθη βολετό

να προχωρήσει

σε μεγάλο βάθος το μαχαίρι

Μάλλον η πρόθεση άρκεσε

για το Κακό

Που ταrsquo αντίκρισε ndash είναι

φανερό ndash στη στάση

την τρομαχτική του αθώου

Ανοιχτά περήφανα τα μάτια

του κι όλο το

δάσος να σαλεύει ακόμη στον

ακηλίδωτον

αμφιβληστροειδή

Στον εγκέφαλο τίποτε πάρεξ

μια ηχώ

ουρανού καταστραμμένη

Έζησα τrsquo όνομα το αγαπημένο

στον ίσκιο της γιαγιάς ελιάς

στον ρόχθο της ισόβιας θάλασσας

Χάραξα τrsquo όνομα το αγαπημένο

στον ίσκιο της γιαγιάς ελιάς

στον ρόχθο της ισόβιας θάλασσας

Ω λινό καλοκαίρι συνετό

φθινόπωρο

χειμώνα ελάχιστε

η ζωή καταβάλλει τον οβολό

του φύλλου της ελιάς

και στη νύχτα μέσα των αφρόνων

μrsquo ένα μικρό τριζόνι

κατακυρώνει πάλι το νόμιμο

του Ανέλπιστου

Αποσπάσματα από ποιήματα του

Γιάννη Ρίτσου

Ετούτου το τοπίο είναι σκληρό

σαν τη σιωπή

σφίγγει στον κόρφο του

τα πυρωμένα του λιθάρια

σφίγγει στο φως

τις ορφανές ελιές του

και τrsquo αμπέλια του

σφίγγει τα δόντια

Ποιος θα σταθεί

στον ίσκιο της ελιάς

παρέα με το τζιτζίκι

μη σωπάσει το τζιτζίκι

τώρα που ο ασβέστης

του μεσημεριού

βάφει τη μάντρα

ολόγυρα του ορίζοντα

σβήνοντας τα μεγάλα

αντρίκια ονόματά τους

ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ

bullΗ ελιά κρασί δε βγάζει

bullΠέρασε της ελιάς τα φαρμάκια

bullΤου χάρισαν της ελιάς το μέσα και του αβγού το

απrsquo έξω

bullΛάδι βρέχει κάστανα χιονίζει

bullΚλήμα του χεριού σου κι ελιές απrsquo τον παππού

σου

bullΗ ελιά είναι κυρά κι όποτε θέλει κάνει

bullΞεφόρτωσέ την την ελιά να σε φορτώσει λάδι

bullΒάλε ελιά για το παιδί σου και συκιά για τη ζωή

σου

bullΑπrsquo τον θέρο ως τις ελιές δεν απολείπουν οι

δουλειές

bullΈχουμε ελιές και ελήδια έχουμε κι αγρηλίδια

bullΤου έβγαλε το λάδι

bullΜη ρίχνεις λάδι στη φωτιά

bull Αν δε σφίξεις την ελιά δε βγάζει λάδι

bull Άκουσες λάδι τρέχα άκουσες στεφάνι φεύγα

bull Όποιος έχει σιτάρι κρασί και λάδι στο πιθάρι

έχει του κόσμου τα καλά και του θεού τη χάρη

bull Ξεφόρτωσέ τη την ελιά να σε φορτώσει λάδι

bull Δεν τρώγεται ούτε με το λάδι ούτε με το ξύδι

bull Η αλήθεια πλέει σαν το λάδι στο νερό

bull Κάθε σταλαματιά νερό τ Απρίλη είναι ένα

βαρέλι λάδι

ΑΙΝΙΓΜΑΤΑ

Από κλαδάκι κρέμεται

Στην αγορά πουλιέται

Το εξωτερικό της τρώγεται

Το μέσα της πετιέται

Τι είναι Η ελιά

Μάνα και θυγατέρα

έχουν το ίδιο όνομα

Μάντεψε ποιο όνομα έχουν κι οι δυο

Ελιά

Κι όταν έρθει ο Οκτώβρης

ωριμάζω πιο πολύ

πρασινίζω και μαυρίζω

και γεμίζω το σακί

Τι είμαι Η ελιά

Δεν πεθαίνει κι αν περάσουν

Χρόνια εκατό και χίλια

Μας χορταίνει μας φροντίζει

Μας ανάβει τα καντήλια

Τι είναι

Η ελιά

Στα δέντρα πάνω κρέμεται

Στις εκκλησιές κοιμάται

Και τα χρυσά της κόκαλα

Μες στη φωτιά τα βάζω

Τι είναι

Η ελιά

Πράσινα είνrsquo τα νιάτα μου

μαύρα τα γερατειά μου

χαροποιά η θλίψη μου

θροφή τα δάκρυά μου

Τί είναι

Η ελιά

ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Το παραμύθι της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σε μια φτωχογειτονιά

ένα φτωχό μα πολύ καλόκαρδο κορίτσι που το έλεγαν

Ελιά

Κάθε μέρα η Ελιά γύριζε τη γειτονιά της έβλεπε τον

κόσμο να ζει φτωχός και δυστυχισμένος και γύριζε

στο σπίτι της πολύ στενοχωρημένη

Κάτι πρέπει να κάνω να τους βοηθήσω σκεφτόταν Κι

από την άλλη μέρα κιόλας άρχισε Βγήκε στη

γειτονιά κράτησε τα παιδιά της γειτόνισσας για να

πάει να δουλέψει και να μπορεί να φέρει στα παιδιά

της λίγο φαΐ

Μια άλλη μέρα πήγε στη γριούλα που ήταν άρρωστη της μαγείρεψε της σκούπισε το σπίτι την έπλυνε την ταΐσε Την άλλη μέρα πάλι έβγαλε τον παράλυτο γέρο με το καρότσι του βόλτα για να πάρει αέρα και ήλιο

Τα βράδια γύριζε κατάκοπη μα ευχαριστημένη που είχε καταφέρει να δώσει λίγη χαρά στους φτωχούς ανθρώπους

Οι μέρες περνούσαν κι η Ελιά όλο δούλευε όσο αδυνάτιζε Μα έβλεπε πως ότι κι αν έκανε ο κόσμος ήταν πάντα φτωχός και δυστυχισμένοςΑυτό τη στενοχωρούσε πάρα πολύ κι έτσι στενοχωρημένη κάθισε στην αυλή του σπιτιού της και συλλογιζόταν

- Τι να κάνω τι να κάνω Δεν μπορώ να βλέπω τόση δυστυχία Το σπουργίτι που την είδε τόσο στενοχωρημένη - και που την αγαπούσε γιατί κάθε μέρα του έριχνε σπόρους και ψίχουλα - δεν άντεξε και πέταξε βαθιά στο δάσος

Εκεί βρήκε την καλή νεράιδα και της είπε- Τρέξε καλή νεράιδα η Ελιά είναι πολύ στενοχωρημένη χλωμή κι αδύνατη

Η καλή νεράιδα ανήσυχη έτρεξε στην αυλή της Ελιάς και τη ρώτησε- Τι έχεις Ελιά μου κι είσαι τόσο λυπημένη- Αχ καλή μου νεράιδα Δεν μπορώ να βλέπω τόση φτώχεια και δυστυχία γύρω μου- Και τι θέλεις δηλαδή- θέλω να τους γίνω χρήσιμη θέλω να τους προσφέρω κάτι πολύτιμο που να τους δώσει ζωή και χαρά

-Το θέλεις αλήθεια τόσο πολύ

- Και βέβαια το θέλω δε βλέπεις πως έλιωσα

από τη στενοχώρια μου

- Τότε σταμάτησε να στενοχωριέσαι θα σε κάνω

αυτό που θέλεις Και τσουπ την άγγιξε με το

ραβδάκι της κι αμέσως η Ελιά έγινε ένα

μεγάλο δέντρο που έβγαλε φύλλα

λουλουδάκια άσπρα που έγιναν ελιές

πράσινες μωβ μαύρες

Έπεσαν στη γη τα κουκούτσια φύτρωσαν

έγιναν δεντράκια και σχημάτισαν ένα μεγάλο

ελαιώνα

Ήρθαν οι γείτονες μάζεψαν τις ελιές έβγαλαν

λάδι έφαγαν χόρτασαν ρόδισαν τα μαγουλά

τους ζωήρεψαν κι άρχισαν να χαμογελούν και

να ζουν ευτυχισμένοι

Για να ευχαριστήσουν την ελιά και να της

δείξουν την αγάπη τους πήραν το λάδι τους

το έβαλαν στο καντήλι για να θυμίζουν στην

Παναγιά και στο Χριστό την καλοσύνη της

ελιάς και την αγάπη της για τον κόσμο

Κι η Παναγιά με τη σειρά της την ευλόγησε Κι

ο Χριστός κάτω απ την ελιά ήρθε και

ξεκουράστηκε

Κι εκείνη καμάρωνε ευχαριστημένη στη μέση

στον ελαιώνα και φρόντιζε όταν έρχονται οι

άνθρωποι να τη μαζέψουν να ναι γεμάτη

ελιές να χορταίνουν οι φτωχοί και να

φωτίζονται απ τις καντήλες όλες οι εκκλησιές

Η μικρή ελιά

Η μικρή ελιά για πρώτη φορά γέμισε καρπό

Ο γεωργός την αγαπούσε γιατί του θύμιζε την

πρώτη του αγάπη κοντούλα και στρουμπουλή

Της είχε φτιάξει ένα περιδέραιο με

ασπρισμένες πέτρες και συχνά καθόταν και

κουβέντιαζε μαζί της τα όνειρα και τις

αναμνήσεις του Η ελιά κάθε μέρα και πιο

όμορφη

Ένα πρωί του Νοέμβρη ο γεωργός άπλωσε πανιά

κι άρχισε να την ραβδίζει Πάνε οι ελιές πάνε

τα φύλλα πάει η ομορφιά

Η ελιά μέσα στα αναφιλητά της μονολογούσε

-Μ αγαπούσε και με χάλασε Πως εννοεί ο

άνθρωπος την αγάπη Έλεγε και ξανάλεγε

Τότε ακούει μια μαργαρίτα να της λέει

-Άκουσε να σου πω Ο άνθρωπος δεν ξέρει την

αγάπη

Μην τον παρεξηγείς Κοίταξε εμένα που μια

ζωή με μαδάει για να μάθειhellip

Το καλάμι κι η ελιά

Μια φορά δίπλα σε μια ελιά είχε φυτρώσει ένα καλάμιΗ ελιά ήταν ένα μεγάλο και δυνατό δέντρο με πολλά κλαδιά πουκρατούσαν τα φύλλα τους όλη τη χρονιά και κάθε δυο χρόνιαέγερναν από το βάρος του καρπού

Το καλάμι πάλι ήτανε ψηλόλιγνο με καταπράσινα στενόμακρα φύλλα με ωραιότατα παράξενα λουλούδια που έμοιαζαν με τσαμπιά κι είχανε το σχήμα του αδραχτιού

Η ελιά καυχιόταν ολοένα

-Τι είσαι συ μπροστά μου έλεγε στο καλάμιΕγώ είμαι ένα δέντρο μεγάλο δυνατό ευλογημένο Οι άνθρωποι με λατρεύουνγιατί τους δίνω τις ελιές και το λάδι μου τους δίνω ξερόκλαδα για να ζεσταίνονταιτους δίνω ξύλα για να φτιάχνουν ακριβά έπιπλα Είμαι μεγάλη ψηλή γερήκαι συ είσαι ένα αδύναμο πραγματάκι που λυγίζεις μπροστά σrsquo όλους τους ανέμους και τους προσκυνάς Δεν μπορώ να καταλάβω πώς έχεις την τόλμη να φυτρώνεις πλάι μου

Το καημένο το καλάμι

που ήταν από φυσικού

του ντροπαλό ταrsquo

άκουγε όλα αυτά και

δεν έλεγε τίποτα κι

ούτε και θύμωνε γιατί

αυτό δεν είχε να

καυχηθεί για τίποτα

Ήρθε ένας χειμώνας όμως βαρύς κι άρχισε να

φυσάει ένας αέρας δαιμονισμένος

που χτυπούσε με μανία την ελιά ώσπου στο

τέλος την ξερίζωσε

Το καλάμι με το πρώτο φύσημα του ανέμου

έγειρε λυγερό όπως ήτανε

προς το νερό κι έτσι ο άνεμος περνούσε από

πάνω του χωρίς να το πειράξει

Κι όταν η καταιγίδα σταμάτησε κι ο άνεμος

έπαψε να φυσάει

η ελιά απόμεινε πεσμένη στο χώμα και το

καλάμι σηκώθηκε

πάλι όρθιο και λυγερό όπως και πριν

Βλέπετε το καλάμι ήξερε να υποχωρεί εκεί που

ένιωθε ότι δεν είχε δύναμη νrsquo αντισταθεί ενώ

η ελιά πλήρωσε με τη ζωή της την

υπερηφάνειά της

Ο Μανωλιός και η γέρικη ελιά

Μια φορά και έναν καιρό όταν ο ζεστός άνεμος

φυσούσε και τα δέντρα λυπημένα έγερναν τα

κουρασμένα φυλλώματά τους ένα παλικάρι

που τον έλεγαν Μανωλιό πήγαινε τα πότιζε

και τους έκανε συντροφιά Τrsquo άλλα παλικάρια

του χωριού ζήλευαν τις χάρες και την καρδιά

του Μανωλιού Ψιθύριζαν λόγια άσχημα

μεταξύ τους δίχως να καταλαβαίνουν ότι αυτό

που έκαναν δεν ήταν σωστό

Μια μέρα κάθισαν κάτω από τον ίσκιο μιας

γέρικης ελιάς για να ξαποστάσουν Ξαφνικά

άκουσαν ένα θρόισμα γύρισαν τα κεφαλάκια

τους και από το κέντρο του κορμού της ελιάς

είδανε ένα χαμογελαστό πρόσωπο που με

ανθρώπινη μιλιά τους είπε

Αυτό το δέντρο που στον ίσκιο του ήρθατε να ξεκουραστείτε ξέρετε ποιος το ποτίζει

Όχι απάντησαν εκείνοι

Ο Μανωλιός που κοροϊδεύετε αποκρίθηκε το δέντρο

Εκείνοι ντροπιασμένοι έφυγαν με σκυμμένο το κεφάλι Στο δρόμο συνάντησαν τον Μανωλιό

Καλημέρα είπαν με μία φωνή Σήμερα θα έρθουμε μαζί σου να σε βοηθήσουμε να ποτίσεις τα δέντρα

Έτσι κι έγινε Από τότε έγιναν φίλοι Κάθε

απόγευμα πότιζαν τα δέντρα κι ύστερα κάτω

από τα φυλλώματα της γέρικης ελιάς άρχιζαν

το τραγούδι που μιλούσε για χώρες

παράξενε για ζούγκλες με πολύχρωμους

παπαγάλους για ινδιάνους με κιτρινοκόκκινα

φτερά στα καπέλα τους και ιδιαίτερα

τραγουδούσαν για την συμπόνια και την

ευαίσθητη καρδιά των ανθρώπων

Μια μέρα που ο ήλιος γίνηκε πορφυρός και

κρύφτηκε πίσω από τα βουνά ο Μανωλιός

πήγε μόνος του πότισε την γέρικη ελιά

ξάπλωσε και τον πήρε ένας βαθύς ύπνος Τότε

είδε πως μέσα στην κουφάλα της γέρικης ελιάς

είχανε στήσει ένα πανέμορφο παλάτι γεμάτο

κόσμο που χόρευε και γλένταγε

Θα πάω κι εγώ είπε δειλά δειλά ο Μανωλιός

bull Όσο προχωρούσε τόσο τα φώτα

μεγάλωναν ώσπου έφτασε στο κέντρο Εκεί

ένας βασιλιάς καθόταν σrsquoένα χρυσαφένιο

θρόνο Πίσω του στεκόταν μια Σφίγγα

άγαλμα Πήρε ανθρώπινη μιλιά αρχίζοντας να

λέει καλωσορίσματα στον Μανωλιό Εκείνος

χαμογελαστός χαιρέτησεμα τι να δει Σrsquoέναν

καθρέπτη που βρέθηκε μπροστά του ο

Μανωλιός ήταν ντυμένος πρίγκιπας

bull Πω πω Τι όμορφος που είμαι Αναφώνησε

Ξαφνικά υπηρέτες έστρωσαν ένα κόκκινο

χαλί για να περάσει ο Μανωλιός και αυτοί

αριστερά και δεξιά τον προσκυνούσαν Όταν

πέρασε τον διάδρομο με το κόκκινο χαλί

στάθηκε στον βασιλιά που του είπε

Καλόκαρδο και πονόψυχο παλικάρι Εσύ πότιζες

το δέντρο κι έτσι μπόρεσε το παλάτι μου να

βρίσκεται εδώ με όλους τους ανθρώπους

μου διαφορετικά αν το άφηνες να ξεραθεί από

το ζεστό άνεμο τώρα δεν θα

υπήρχαμε Γιrsquoαυτό αξίζεις να γίνεις γιος μου

να παντρευτείς την Βασιλοπούλα και με

δικαιοσύνη αγάπη και φρόνηση να γίνεις εσύ

ο καινούριος Βασιλιάς λύνοντας έτσι τα μάγια

της κακιάς νεράιδας που μας είχε

καταδικασμένους

Έτσι κι έγινε Ο Μανωλιός έγινε βασιλιάς με

τιμές και δόξες διότι ήξερε την γλώσσα της

καρδιάς που πάντα μας διδάσκει πόσο καλό

είναι να είσαι άνθρωπος Από τότε ο

Μανωλιός έμεινε στο παλάτι και κανείς ακόμα

δεν ξέρει τι ταξίδι ακολούθησε στον χρόνο του

ύπνου του άφησε όμως πίσω του τον

πραγματικό θησαυρό της καλοσύνης και της

αγάπης

ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Ο μαγικός ελαιώνας

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα παιδάκι που

το έλεγαν Λευτέρη Κάθε χρόνο το καλοκαίρι

μόλις έκλειναν τα σχολεία πήγαινε διακοπές

στο σπίτι της γιαγιάς του

Ένα καλοκαίρι έζησε μια σπουδαία περιπέτεια

Μια μέρα που η γιαγιά του είχε πάει για ψώνια

στην κοντινή πόλη ο Λευτέρης αποφάσισε να

εξερευνήσει τη σοφίτα του σπιτιού

Ανέβηκε προσεκτικά τη στριφογυριστή ξύλινη

σκάλα και στάθηκε αναποφάσιστος μπροστά

στην κλειστή πόρτα Πήρε μια βαθιά ανάσα

και την έσπρωξε δυνατά Πόσο σκοτεινά ήταν ό-

λα εκεί μέσα Ο Λευτέρης σκόνταψε σ΄ ένα πα-

λιό μπαούλο

Το άνοιξε γεμάτος περιέργεια Και τι δε βρήκε

Ολόκληρο θησαυρό Παλιά βιβλία του παππού

φορέματα της γιαγιάς παιχνίδια της μητέρας

του όταν ήταν παιδί Κάτω κάτω ήταν

τσαλακωμένο ένα κιτρινισμένο χαρτί Το

ξετύλιξε βιαστικά και τι να δει Ένας παλιός

χάρτης με σχεδιάγραμμα Αμέσως τον άρπαξε

κι άρχισε το ταξίδι του

Περπάτησε ώρες πολλές Πέρασε την πεδιάδα

με τα κίτρινα στάχυα το γεφυράκι του μικρού

ποταμού ώσπου έφτασε στο τέλος σε έναν

κάμπο γεμάτο ελιές

Διάλεξε την πιο μεγάλη ελιά και κάθισε να

ξεκουραστεί ακουμπώντας στο γέρικο κορμό

της

Ξαφνικά άκουσε μια απαλή φωνή Έμοιαζε

με της γιαγιάς του Κοίταξε γύρω του μα δεν

είδε κανέναν Η φωνή συνέχισε να του μιλάει

τρυφερά Ο Λευτέρης γεμάτος περιέργεια

άρχισε να παρατηρεί προσεχτικά το γέρικο

κορμό τα πελώρια κλαδιά και τ΄ ασημένια

φύλλα της ελιάς Τότε κατάλαβε ποιος του

μιλούσε Έκπληκτος άγγιξε απαλά το υπέροχο

αυτό δέντρο και μοιράστηκε μαζί του όλα του

τα μυστικά

Από εκείνη την ημέρα ο Λευτέρης πήγαινε

καθημερινά στο μαγικό αυτό ελαιώνα

Καθόταν ώρες στη σκιά της αγαπημένης του

ελιάς κι άκουγε τις πιο ωραίες ιστορίες

Ο καιρός πέρασε γρήγορα κι ήρθε η μέρα που

έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι του Έτρεξε στο

μαγικό ελαιώνα κι αγκάλιασε κλαίγοντας το

αγαπημένο του δέντρο Η ελιά έγειρε τα

κλαδιά της και χάιδεψε τα μαλλιά του laquo Μη

στενοχωριέσαιraquo του ψιθύρισε laquo Κόψε ένα

κλαράκι μου και πάρ΄ το μαζί σου Φύτεψέ το

στην αυλή του σπιτιού σου κι εγώ θα είμαι

πάντα κοντά σουraquo

Έτσι κι έγινε Ένα καινούριο ολόδροσο

δεντράκι φύτρωσε στον κήπο του Λευτέρη Κι

από τότε δεν χώρισαν ποτέ

Οι μαγικοί σπόροι

Μια φορά κι έναν καιρό σ΄ ένα μακρινό

χωριουδάκι ζούσε με τη γιαγιά του ένα μικρό

κορίτσι που το έλεγαν Ελπίδα Το σπιτάκι τους

ήταν πολύ φτωχικό Δύσκολα τα έβγαζαν πέρα

Ο περασμένος χειμώνας ήταν πολύ βαρύς

Τα πρώτα χιόνια έπεσαν νωρίς κι ο κρύος

βοριάς σφύριζε μανιασμένα Κάθε πρωί η

γιαγιά με την εγγονή της πήγαιναν στο δάσος

και μάζευαν φρούτα και ξύλα για να

ζεσταθούν

Μια μέρα ο άνεμος φυσούσε άγρια κι ο ήλιος

είχε κρυφτεί πίσω από τα βαριά μαύρα

σύννεφα Η Ελπίδα άφησε τη γιαγιά της στο

κρύο σπιτάκι τους τυλίχτηκε σφιχτά με το

σάλι της και ξεκίνησε για το δάσος Τα πόδια

και τα χέρια της είχαν παγώσει Τα μαλλιά και

τα ρούχα της είχαν βραχεί από την ξαφνική

μπόρα Και το σπουδαιότερο δεν μπορούσε να

γυρίσει πίσω γιατί δεν είχε μαζέψει ακόμη

τίποτα Αποφάσισε τότε να μπει για λίγο σε

μια σπηλιά που βρήκε στο δρόμο της και να

περιμένει

Έτρεμε από το κρύο και

από το φόβο της Είχε αρ

χίσει να νυχτώνει και η

γιαγιά της σίγουρα θα

ανησυχούσε Ξαφνικά

ένα απόκοσμο φως γέμι

σε τη σπηλιά και μια πα

νέμορφη νεράιδα πα

ρουσιάστηκε μπροστά

της

Της χαμογέλασε γλυκά και της χάιδεψε απαλά τα μαλλιά Κρατούσε ένα μικρό σακουλάκι που το άφησε προσεκτικά στα χέρια της Ελπίδας laquoΌταν πας σπίτι σου να το ανοίξεις και να κάνεις ότι ακριβώς σου πει η γιαγιά σου Αυτή ξέρειraquo της είπε τρυφερά και χάθηκε στο σκοτάδι της σπηλιάς Το κορίτσι κρατώντας το γερά έτρεξε χαρούμενο στο φτωχικό του σπιτάκι Τα μάτια του έλαμπαν από ενθουσιασμό καθώς έδειχνε στη γιαγιά του το δώρο της νεράιδας

Η γιαγιά ψηλάφησε τους μεγάλους γυαλιστερούς σπόρους τους έβαλε στη χούφτα της Ελπίδας και της είπε να τους φυτέψει στην αυλή Έτσι ακριβώς έκανε το μικρό κορίτσι Τους έχωσε βαθιά στο έδαφος και τους σκέπασε με φρέσκο χώμα Την άνοιξη οι σπόροι φύτρωσαν και γρήγορα έγιναν μεγάλα δέντρα με υπέροχο σταχτοπράσινο φύλλωμα Ήταν φουντωτές ελιές που αγκάλιασαν το μικρό σπιτάκι Ήρθε το φθινόπωρο και τα κλαδιά τους γέμισαν ευλογημένο καρπό

Από τότε η Ελπίδα κι η γιαγιά της έζησαν

ευτυχισμένες βοηθώντας κάθε κουρασμένο

περαστικό

Η αξία της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό σrsquo ένα μακρινό

χωριό όλοι οι άνθρωποι ζούσαν ευτυχισμένοι

Είχαν πολλά κτήματα εκτιμήσει πλούσια

γεμάτα ελιές Ποτέ όμως δεν είχαν σωστά την

αξία τους

Κάποια μέρα καθώς έπαιζαν δυο παιδιά η

Μαρία και ο Νίκος εμφανίστηκε μπροστά

τους ένας άγνωστος άντρας Τους μίλησε για

τα ελαιόδεντρα και τη χρησιμότητά τους Τους

είπε πως πρέπει να τα φροντίζουν και να τα

αγαπούν

Μετά από αρκετές ημέρες έγινε κάτι φοβερό

Στο χωριό έπεσε μεγάλη κατάρα Όλα τα χωράφια με τα ελαιόδεντρα καταστράφηκαν

Η Μαρία και ο Νίκος αμέσως κατάλαβαν πως έπρεπε να πάνε να βρουν τον μυστήριο αυτό άντρα που τους είχε επισκεφτεί

Τους είχε πει πως ζούσε στο δάσος Αυτό όμως δεν ήταν και τόσοhellip συνηθισμένο δάσος Έλεγαν πως στις κουφάλες των δέντρων ζούσαν φαντάσματα και πως το μέγεθος των ζώων ήταν υπερφυσικό

Φοβόντουσαν πάρα πολύ Περπάτησαν

ατελείωτες ώρες στη σκιά των πελώριων

δέντρων Με τη βοήθεια ενός λιονταριού

κατάφεραν να βρουν τον πύργο του άντρα που

έψαχναν

Χτύπησαν την πόρτα

αλλά κανείς δεν τους

άνοιξε Αποφάσισαν

να περιμένουν Δεν

κατάλαβαν πόσος

χρόνος πέρασε καιhellip

η πόρτα άνοιξε μόνη

της

Τα παιδιά μπήκαν γεμάτα περιέργεια στον

πύργο Ανέβηκαν διστακτικά την παλιά

στριφογυριστή σκάλα που τα οδήγησε σrsquo έ-

να επιβλητικό δωμάτιο Εκεί εργαζόταν ο

μυστηριώδης άντρας που είχαν γνωρίσει

Αμέσως κατάλαβαν πως ήταν μάγος Τους

αποκάλυψε αμέσως το όνομά του τον έλεγαν

Άλφρεντ Άρχισαν λοιπόν να του μιλούν για

το πρόβλημά τους Ο μάγος τα άκουσε προσε-

κτικά και τους είπε τι πρέπει να κάνουν

Έπρεπε να περάσουν τρεις δοκιμασίες Μόνο

έτσι θα έφευγε η κατάρα

Στο χωριό όλοι οι κάτοικοι περνούσαν δύσκο-

λα Από πλούσιοι είχαν γίνει φτωχοί και χωρίς

την ελιά και το λάδι της δεν μπορούσαν να ζή-

σουν Κατάλαβαν έτσι την αξία της αλλά ήταν

πλέον αργά Ή μάλλον σχεδόν αργά

Όταν τα παιδιά επέστρεψαν διηγήθηκαν σε

όλους όλα όσα τους συνέβησαν Τους είπαν για

το μάγο και τις τρεις δοκιμασίες που έπρεπε να

περάσουν Το πρόβλημα όμως ήταν πως δεν

τους είχε πει ποιες ήταν αυτές οι δοκιμασίες

ποιοι θα τις περνούσαν και πότε

Οι μέρες περνούσαν

αργά και βασανιστικά

μετά από δυο μήνες στο

χωριό εμφανίστηκε ένα

μικρό κορίτσι Χτύπησε

την πόρτα ενός σπιτιού

και ζήτησε λίγο φαγητό

Η οικογένεια όμως Το έ-

διωξε Το κορίτσι ήταν

Ο μάγος Άλφρεντ μεταμορ-

φωμένος Αυτή ήταν η πρώ-

τη δοκιμασία που δυστυχώς

όμως απέτυχαν

Αφού πέρασε μια εβδομάδα περίπου ένα μι-

κρό άγνωστο αγόρι εμφανίστηκε σε μια ομάδα

παιδιών και τους ζήτησε να παίξει μαζί τους Η

Μαρία και ο Νίκος όχι μόνο το δέχτηκαν αλλά

το άφησαν να διαλέξει το παιχνίδι που θα έπαι-

ζαν

_ Εσύ Νίκο θα είσαι ο αγρότης Εγώ θα είμαι η

ελιά και Μαρία θα είναι οι καρποί μου είπε το

αγόρι

Τα παιδιά συμφώνησαν κι άρχισαν όλα μαζί να

παίζουν Ο μάγος τότε παρατήρησε τον τρόπο

που ο Νίκος περιποιόταν την ελιά και πόσο χαι-

ρόταν όταν μάζευε τους καρπούς της Αυτή ήταν

η δεύτερη δοκιμασία και τα παιδιά την πέρασαν

με επιτυχία

Πέρασε αρκετός καιρός ώσπου έφτασε η ώρα

για την τρίτη δοκιμασία Μια μέρα ήρθε στο χω-

ριό ένας πλανόδιος έμπορος Πουλούσε από σπό-

ρους μέχρι και μαγικά αντικείμενα Οι τιμές όμως

ήταν πολύ υψηλές Ο Νίκος με τον πατέρα του ζή-

τησαν να δουν τους σπόρους που είχε

_Έχω σπόρους συκιάς πορτοκαλιάς μηλιάς και

τον τελευταίο σπόρο ελιάς είπε ο άντρας

_Τον τελευταίο Ρώτησε ο Νίκος

_ Ναι Τον τελευταίο

_Δεν υπάρχει άλλος

_Όχι

_Ούτε ένας

_Τίποτα

_Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Ναι Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Είστε σίγουρος για αυτό

_Απολύτως

Ο Νίκος δεν πίστευε στ΄ αυτιά τουΤότε ζήτη-

σε αμέσως απόν τον πατέρα του να αγοράσει τον

τελευταίο σπόρο ελιάς σ΄ ολόκληρη τη γη Η τι-

μή του όμως ήταν πολύ πάρα πολύ υψηλή Εκα-

τό χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Γιε μου δεν έχουμε τόσα χρήματα Μπορούμε

όμως να πουλήσουμε τα τέσσερα κτήματά μας

_Ναι να τα δώσουμε Θα μας μείνει η αυλή του

σπιτιού Εκεί θα φυτέψουμε τον πολύτιμο σπόρο

Τότε εμφανίστηκε ο μάγος Άλφρεντ

_Δίνω διακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα είπε

ο μάγος

_Άλφρεντ δεν είναι τίμιο είπε ο Νίκος

Προλάβαμε

εμείς να αγοράσουμε αυτόν το σπόρο

_Δίνω τριακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Τότε εγώ θα δώσω και το σπίτι μου είπε ο πα-

τέρας του Νίκου

_Ναι αλλά hellip αυτά είναι λιγότερα από τα χρή-

ματα που μου δίνει ο μάγος είπε ο έμπορος

_Τότε και εγώ θα δώσω όσα χρήματα έχω στον

κουμπαρά μου είπε η Μαρία

_Κι εγώ φώναξε ο Βασίλης

_Εγώ θα δώσω το μοναδικό κτήμα που έχω είπε

ο κύριος Βαγγέλης

_Και εγώ φώναξε η κυρία Βαρβάρα

_Ναι Και εμείς θα δώσουμε ότι έχουμε στους

κουμπαράδες μας φώναξαν δυνατά όλα τα

παιδιά που ήταν μαζεμένα στην πλατεία του

χωριού

Όλοι άρχισαν να δίνουν χρήματα σπίτια

έπιπλα χωράφια και μαγαζιά μέχρι που κέρδι-

σαν το μάγο Άλφρεντ και αγόρασαν το σπόρο

της ελιάς Από τη στιγμή που τον φύτεψαν το

πρόσεχαν πάρα πολύ

Μετά από χρόνια όταν οι χωρικοί μάζεψαν

τους καρπούς αυτής της ελιάς διαπίστωσαν ότι

είχε το πιο νόστιμο λάδι Τότε ο μάγος

πείστηκε πως όλοι είχαν καταλάβει την αξία

της και γέμισε ξανά όλα τα χωράφια τους με

ελαιόδεντρα

ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α

Κουκάκη Κατερίνα

Μπογκντάνι Γκισέλα

Καρυώτης Γιώργος

Αθανασόπουλος Στέφανος

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 5: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

ΜΙΝΩΙΚΗ ΚΡΗΤΗ

ΠΟΛΥΧΡΥΣΕΣ

ΜΥΚΗΝΕΣ

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ

ΠΑΝΑΘΗΝΑΪΚΟΙ ΑΜΦΟΡΕΙΣ

ΑΡΧΑΙΑ ΧΡΥΣΑ ΣΤΕΦΑΝΙΑ

ΑΡΧΑΙΑ ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ

ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΕΠΟΧΗ

ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΑ

ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ

Η ΕΛΙΑ

ΣΤΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

ΟΙ ΔΙΚΕΣ ΜΑΣ ΖΩΓΡΑΦΙΕΣ

Η ΕΛΙΑ

ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Η ελιά Κωστής ΠαλαμάςEίμαι του ήλιου η θυγατέρα

H πιο απrsquo όλες χαϊδευτή

Xρόνια η αγάπη του πατέρα

Σrsquo αυτόν τον κόσμο με κρατεί

Όσο να πέσω νεκρωμένη

Aυτόν το μάτι μου ζητεί

Eίμrsquo η ελιά η τιμημένη

Δεν είμrsquo ολόξανθη μοσχάτη

Tριανταφυλλιά ή κιτριά

Θαμπώνω της ψυχής το μάτι

Για τrsquo άλλα μάτια είμαι γριά

Δε μrsquo έχει αηδόνι ερωμένη

Mrsquo αγάπησε μία θεά

Eίμrsquo η ελιά η τιμημένη

Όπου κι αν λάχω κατοικία

Δε μrsquo απολείπουν οι καρποί

Ώς τα βαθιά μου γηρατεία

Δε βρίσκω στη δουλειά ντροπή

Μrsquo έχει ο Θεός ευλογημένη

Kι είμαι γεμάτη προκοπή

Eίμrsquo η ελιά η τιμημένη

Φρίκη ερημιά νερά και σκότη

Tη γη εθάψαν μια φορά

Πράσινη αυγή με φέρνει πρώτη

Στο Nώε η περιστερά

Όλης της γης είχα γραμμένη

Tην εμορφιά και τη χαρά

Eίμrsquo η ελιά η τιμημένη

Εδώ στον ίσκιο μου από κάτου

Ήρθrsquo ο Χριστός νrsquo αναπαυθεί

Kι ακούστηκε η γλυκιά λαλιά του

Λίγο προτού να σταυρωθεί

Το δάκρυ του δροσιά αγιασμένη

Έχει στη ρίζα μου χυθεί

Eίμrsquo η ελιά η τιμημένη

Αποσπάσματα από ποιήματα του

Ιωάννη Πολέμη

Ευλογημένο να lsquoναι ελιά το χώμα που σε τρέφει

κι ευλογημένος ο καρπός που πίνεις απrsquo τα νέφη

κι ευλογημένος τρεις φορές Αυτός που σrsquo έχει

στείλει

για το λυχνάρι του φτωχού για τrsquo άγιου το

καντήλι

Πατρίδα τα λιοτρίβια σου

δουλεύουν νύχτα μέρα

με του λαδιού τη μυρωδιά

γεμίζουν τον αέρα

Κι είνrsquo οι ελιές Πατρίδα μου

ακούραστες γριούλες

Με τον καρπό τους τρέφουνε

παιδάκια και μανούλες

Κι είνrsquo οι ελιές Πατρίδα μου

Δέντρα ευλογημένα

που στέκονται στον άνεμο

με τα κλαδιά απλωμένα

Γλυκόφυλλη η ελιά τον ίσκιο διπλώνει

το φουντωμένο κλήμα πού και πού

το ψηλαφούν οι χαμηλοί της κλώνοι

γερμένοι από το βάρος του καρπού

Αντίκρυ σκοτεινό το ερημοκλήσι

με πόθο και μrsquo αγάπη τη θεωρεί

γιατί το καντηλάκι που lsquoχει σβήσει

το φως απrsquo τον καρπό της λαχταρεί

Η ελιά Λορέντζος Μαβίλης

Στὴν κουφάλα σου ἐφώλιασε μελίσσιγέρικη ἐλιά ποὺ γέρνεις μὲ τὴ λίγηπρασινάδα ποὺ ἀκόμα σὲ τυλίγεισὰ νἄθελε νὰ σὲ νεκροστολίσει

Καὶ τὸ κάθε πουλάκι στὸ μεθύσιτῆς ἀγάπης πιπίζοντας ἀνοίγειστὸ κλαρί σου ἐρωτάρικο κυνήγιστὸ κλαρί σου ποὺ δὲ θὰ ξανανθίσει

Ὢ πόσο στὴ θανὴ θὰ σὲ γλυκάνουνμὲ τὴ μαγευτικὴ βοὴ ποὺ κάνουνὁλοζώντανης νιότης ὀμορφάδες

ποὺ σὰ θύμησες μέσα σου πληθαίνουνὢ νὰ μποροῦσαν ἔτσι νὰ πεθαίνουνκαὶ ἄλλες ψυχὲς τῆς ψυχῆς σου ἀδερφάδες

Η ελιά Πέτρος Λυγίζος

Γύρω απrsquo τον κορμό αυτόν

στροβιλίζεται ο χρόνος

Στην ελιά της μνήμης και της προσδοκίας

ακουμπώ ένα δάκρυ στο ακριανό φύλλο

Θυμάσαι όταν ανεβαίναμε στο καρτερικό κορμί της

Όταν το βήμα της νιότης μας

λοξοδρομούσε στο όνειρο

Γύρω απrsquo τον κορμό αυτόν

παίζουν ακόμη οι φίλοι μου

Στην ελιά της ζωής και της νοσταλγίας

Ψάχνω τον Αδριανό και τον Κώστα

κι εσένα

όταν σε πήρε το πρώτο χάδι μου

όταν κρύφτηκες χαμογελώντας

πίσω απrsquo τις χρυσοπράσινες φυλλωσιές

Τώρα τόσα χρόνια μετά

πηγαίνω τα δειλινά για προσκύνημα

στον ίσκιο της απαγκιάζουν οι φόβοι μου

στη μαγική σπηλιά της

τρυπώνει μυστικά το παιδικό μου όνειρο

κι εσύ πάνω στα αιωρούμενα φύλλα

σαν ιπτάμενο ξωτικό

χορεύεις ταξιδεύοντας

απrsquo το παρελθόν μέχρι το άπειροhellip

Αποσπάσματα από ποιήματα του

Οδυσσέα Ελύτη

Ε σεις στεριές και θάλασσες

τrsquo αμπέλια κι οι χρυσές ελιές

ακούστε τα χαμπέρια μου

μέσα στα μεσημέρια μου

Σrsquo όλους τους τόπους κι αν γυρνώ

μόνον ετούτο αγαπώ

Λοιπόν ευρέθηκε ο χρυσός

της λιόριζας

να έχει σταλάξει στα φύλλα

της καρδιάς του

Κι από τις τόσες φορές όπου

ξαγρύπνησε

σιμά στο κηροπήγιο

καρτερώντας

τα χαράματα μια πυράδα

παράξενη

του είχε αρπάξει τα σωθικά

Οι φωνές των πουλιών που

είχε σrsquo ώρες

μεγάλης μοναξιάς

αποστηθίσει

φαίνεται να ξεχύθηκαν όλες

μαζί

τόσο που δεν εστάθη βολετό

να προχωρήσει

σε μεγάλο βάθος το μαχαίρι

Μάλλον η πρόθεση άρκεσε

για το Κακό

Που ταrsquo αντίκρισε ndash είναι

φανερό ndash στη στάση

την τρομαχτική του αθώου

Ανοιχτά περήφανα τα μάτια

του κι όλο το

δάσος να σαλεύει ακόμη στον

ακηλίδωτον

αμφιβληστροειδή

Στον εγκέφαλο τίποτε πάρεξ

μια ηχώ

ουρανού καταστραμμένη

Έζησα τrsquo όνομα το αγαπημένο

στον ίσκιο της γιαγιάς ελιάς

στον ρόχθο της ισόβιας θάλασσας

Χάραξα τrsquo όνομα το αγαπημένο

στον ίσκιο της γιαγιάς ελιάς

στον ρόχθο της ισόβιας θάλασσας

Ω λινό καλοκαίρι συνετό

φθινόπωρο

χειμώνα ελάχιστε

η ζωή καταβάλλει τον οβολό

του φύλλου της ελιάς

και στη νύχτα μέσα των αφρόνων

μrsquo ένα μικρό τριζόνι

κατακυρώνει πάλι το νόμιμο

του Ανέλπιστου

Αποσπάσματα από ποιήματα του

Γιάννη Ρίτσου

Ετούτου το τοπίο είναι σκληρό

σαν τη σιωπή

σφίγγει στον κόρφο του

τα πυρωμένα του λιθάρια

σφίγγει στο φως

τις ορφανές ελιές του

και τrsquo αμπέλια του

σφίγγει τα δόντια

Ποιος θα σταθεί

στον ίσκιο της ελιάς

παρέα με το τζιτζίκι

μη σωπάσει το τζιτζίκι

τώρα που ο ασβέστης

του μεσημεριού

βάφει τη μάντρα

ολόγυρα του ορίζοντα

σβήνοντας τα μεγάλα

αντρίκια ονόματά τους

ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ

bullΗ ελιά κρασί δε βγάζει

bullΠέρασε της ελιάς τα φαρμάκια

bullΤου χάρισαν της ελιάς το μέσα και του αβγού το

απrsquo έξω

bullΛάδι βρέχει κάστανα χιονίζει

bullΚλήμα του χεριού σου κι ελιές απrsquo τον παππού

σου

bullΗ ελιά είναι κυρά κι όποτε θέλει κάνει

bullΞεφόρτωσέ την την ελιά να σε φορτώσει λάδι

bullΒάλε ελιά για το παιδί σου και συκιά για τη ζωή

σου

bullΑπrsquo τον θέρο ως τις ελιές δεν απολείπουν οι

δουλειές

bullΈχουμε ελιές και ελήδια έχουμε κι αγρηλίδια

bullΤου έβγαλε το λάδι

bullΜη ρίχνεις λάδι στη φωτιά

bull Αν δε σφίξεις την ελιά δε βγάζει λάδι

bull Άκουσες λάδι τρέχα άκουσες στεφάνι φεύγα

bull Όποιος έχει σιτάρι κρασί και λάδι στο πιθάρι

έχει του κόσμου τα καλά και του θεού τη χάρη

bull Ξεφόρτωσέ τη την ελιά να σε φορτώσει λάδι

bull Δεν τρώγεται ούτε με το λάδι ούτε με το ξύδι

bull Η αλήθεια πλέει σαν το λάδι στο νερό

bull Κάθε σταλαματιά νερό τ Απρίλη είναι ένα

βαρέλι λάδι

ΑΙΝΙΓΜΑΤΑ

Από κλαδάκι κρέμεται

Στην αγορά πουλιέται

Το εξωτερικό της τρώγεται

Το μέσα της πετιέται

Τι είναι Η ελιά

Μάνα και θυγατέρα

έχουν το ίδιο όνομα

Μάντεψε ποιο όνομα έχουν κι οι δυο

Ελιά

Κι όταν έρθει ο Οκτώβρης

ωριμάζω πιο πολύ

πρασινίζω και μαυρίζω

και γεμίζω το σακί

Τι είμαι Η ελιά

Δεν πεθαίνει κι αν περάσουν

Χρόνια εκατό και χίλια

Μας χορταίνει μας φροντίζει

Μας ανάβει τα καντήλια

Τι είναι

Η ελιά

Στα δέντρα πάνω κρέμεται

Στις εκκλησιές κοιμάται

Και τα χρυσά της κόκαλα

Μες στη φωτιά τα βάζω

Τι είναι

Η ελιά

Πράσινα είνrsquo τα νιάτα μου

μαύρα τα γερατειά μου

χαροποιά η θλίψη μου

θροφή τα δάκρυά μου

Τί είναι

Η ελιά

ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Το παραμύθι της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σε μια φτωχογειτονιά

ένα φτωχό μα πολύ καλόκαρδο κορίτσι που το έλεγαν

Ελιά

Κάθε μέρα η Ελιά γύριζε τη γειτονιά της έβλεπε τον

κόσμο να ζει φτωχός και δυστυχισμένος και γύριζε

στο σπίτι της πολύ στενοχωρημένη

Κάτι πρέπει να κάνω να τους βοηθήσω σκεφτόταν Κι

από την άλλη μέρα κιόλας άρχισε Βγήκε στη

γειτονιά κράτησε τα παιδιά της γειτόνισσας για να

πάει να δουλέψει και να μπορεί να φέρει στα παιδιά

της λίγο φαΐ

Μια άλλη μέρα πήγε στη γριούλα που ήταν άρρωστη της μαγείρεψε της σκούπισε το σπίτι την έπλυνε την ταΐσε Την άλλη μέρα πάλι έβγαλε τον παράλυτο γέρο με το καρότσι του βόλτα για να πάρει αέρα και ήλιο

Τα βράδια γύριζε κατάκοπη μα ευχαριστημένη που είχε καταφέρει να δώσει λίγη χαρά στους φτωχούς ανθρώπους

Οι μέρες περνούσαν κι η Ελιά όλο δούλευε όσο αδυνάτιζε Μα έβλεπε πως ότι κι αν έκανε ο κόσμος ήταν πάντα φτωχός και δυστυχισμένοςΑυτό τη στενοχωρούσε πάρα πολύ κι έτσι στενοχωρημένη κάθισε στην αυλή του σπιτιού της και συλλογιζόταν

- Τι να κάνω τι να κάνω Δεν μπορώ να βλέπω τόση δυστυχία Το σπουργίτι που την είδε τόσο στενοχωρημένη - και που την αγαπούσε γιατί κάθε μέρα του έριχνε σπόρους και ψίχουλα - δεν άντεξε και πέταξε βαθιά στο δάσος

Εκεί βρήκε την καλή νεράιδα και της είπε- Τρέξε καλή νεράιδα η Ελιά είναι πολύ στενοχωρημένη χλωμή κι αδύνατη

Η καλή νεράιδα ανήσυχη έτρεξε στην αυλή της Ελιάς και τη ρώτησε- Τι έχεις Ελιά μου κι είσαι τόσο λυπημένη- Αχ καλή μου νεράιδα Δεν μπορώ να βλέπω τόση φτώχεια και δυστυχία γύρω μου- Και τι θέλεις δηλαδή- θέλω να τους γίνω χρήσιμη θέλω να τους προσφέρω κάτι πολύτιμο που να τους δώσει ζωή και χαρά

-Το θέλεις αλήθεια τόσο πολύ

- Και βέβαια το θέλω δε βλέπεις πως έλιωσα

από τη στενοχώρια μου

- Τότε σταμάτησε να στενοχωριέσαι θα σε κάνω

αυτό που θέλεις Και τσουπ την άγγιξε με το

ραβδάκι της κι αμέσως η Ελιά έγινε ένα

μεγάλο δέντρο που έβγαλε φύλλα

λουλουδάκια άσπρα που έγιναν ελιές

πράσινες μωβ μαύρες

Έπεσαν στη γη τα κουκούτσια φύτρωσαν

έγιναν δεντράκια και σχημάτισαν ένα μεγάλο

ελαιώνα

Ήρθαν οι γείτονες μάζεψαν τις ελιές έβγαλαν

λάδι έφαγαν χόρτασαν ρόδισαν τα μαγουλά

τους ζωήρεψαν κι άρχισαν να χαμογελούν και

να ζουν ευτυχισμένοι

Για να ευχαριστήσουν την ελιά και να της

δείξουν την αγάπη τους πήραν το λάδι τους

το έβαλαν στο καντήλι για να θυμίζουν στην

Παναγιά και στο Χριστό την καλοσύνη της

ελιάς και την αγάπη της για τον κόσμο

Κι η Παναγιά με τη σειρά της την ευλόγησε Κι

ο Χριστός κάτω απ την ελιά ήρθε και

ξεκουράστηκε

Κι εκείνη καμάρωνε ευχαριστημένη στη μέση

στον ελαιώνα και φρόντιζε όταν έρχονται οι

άνθρωποι να τη μαζέψουν να ναι γεμάτη

ελιές να χορταίνουν οι φτωχοί και να

φωτίζονται απ τις καντήλες όλες οι εκκλησιές

Η μικρή ελιά

Η μικρή ελιά για πρώτη φορά γέμισε καρπό

Ο γεωργός την αγαπούσε γιατί του θύμιζε την

πρώτη του αγάπη κοντούλα και στρουμπουλή

Της είχε φτιάξει ένα περιδέραιο με

ασπρισμένες πέτρες και συχνά καθόταν και

κουβέντιαζε μαζί της τα όνειρα και τις

αναμνήσεις του Η ελιά κάθε μέρα και πιο

όμορφη

Ένα πρωί του Νοέμβρη ο γεωργός άπλωσε πανιά

κι άρχισε να την ραβδίζει Πάνε οι ελιές πάνε

τα φύλλα πάει η ομορφιά

Η ελιά μέσα στα αναφιλητά της μονολογούσε

-Μ αγαπούσε και με χάλασε Πως εννοεί ο

άνθρωπος την αγάπη Έλεγε και ξανάλεγε

Τότε ακούει μια μαργαρίτα να της λέει

-Άκουσε να σου πω Ο άνθρωπος δεν ξέρει την

αγάπη

Μην τον παρεξηγείς Κοίταξε εμένα που μια

ζωή με μαδάει για να μάθειhellip

Το καλάμι κι η ελιά

Μια φορά δίπλα σε μια ελιά είχε φυτρώσει ένα καλάμιΗ ελιά ήταν ένα μεγάλο και δυνατό δέντρο με πολλά κλαδιά πουκρατούσαν τα φύλλα τους όλη τη χρονιά και κάθε δυο χρόνιαέγερναν από το βάρος του καρπού

Το καλάμι πάλι ήτανε ψηλόλιγνο με καταπράσινα στενόμακρα φύλλα με ωραιότατα παράξενα λουλούδια που έμοιαζαν με τσαμπιά κι είχανε το σχήμα του αδραχτιού

Η ελιά καυχιόταν ολοένα

-Τι είσαι συ μπροστά μου έλεγε στο καλάμιΕγώ είμαι ένα δέντρο μεγάλο δυνατό ευλογημένο Οι άνθρωποι με λατρεύουνγιατί τους δίνω τις ελιές και το λάδι μου τους δίνω ξερόκλαδα για να ζεσταίνονταιτους δίνω ξύλα για να φτιάχνουν ακριβά έπιπλα Είμαι μεγάλη ψηλή γερήκαι συ είσαι ένα αδύναμο πραγματάκι που λυγίζεις μπροστά σrsquo όλους τους ανέμους και τους προσκυνάς Δεν μπορώ να καταλάβω πώς έχεις την τόλμη να φυτρώνεις πλάι μου

Το καημένο το καλάμι

που ήταν από φυσικού

του ντροπαλό ταrsquo

άκουγε όλα αυτά και

δεν έλεγε τίποτα κι

ούτε και θύμωνε γιατί

αυτό δεν είχε να

καυχηθεί για τίποτα

Ήρθε ένας χειμώνας όμως βαρύς κι άρχισε να

φυσάει ένας αέρας δαιμονισμένος

που χτυπούσε με μανία την ελιά ώσπου στο

τέλος την ξερίζωσε

Το καλάμι με το πρώτο φύσημα του ανέμου

έγειρε λυγερό όπως ήτανε

προς το νερό κι έτσι ο άνεμος περνούσε από

πάνω του χωρίς να το πειράξει

Κι όταν η καταιγίδα σταμάτησε κι ο άνεμος

έπαψε να φυσάει

η ελιά απόμεινε πεσμένη στο χώμα και το

καλάμι σηκώθηκε

πάλι όρθιο και λυγερό όπως και πριν

Βλέπετε το καλάμι ήξερε να υποχωρεί εκεί που

ένιωθε ότι δεν είχε δύναμη νrsquo αντισταθεί ενώ

η ελιά πλήρωσε με τη ζωή της την

υπερηφάνειά της

Ο Μανωλιός και η γέρικη ελιά

Μια φορά και έναν καιρό όταν ο ζεστός άνεμος

φυσούσε και τα δέντρα λυπημένα έγερναν τα

κουρασμένα φυλλώματά τους ένα παλικάρι

που τον έλεγαν Μανωλιό πήγαινε τα πότιζε

και τους έκανε συντροφιά Τrsquo άλλα παλικάρια

του χωριού ζήλευαν τις χάρες και την καρδιά

του Μανωλιού Ψιθύριζαν λόγια άσχημα

μεταξύ τους δίχως να καταλαβαίνουν ότι αυτό

που έκαναν δεν ήταν σωστό

Μια μέρα κάθισαν κάτω από τον ίσκιο μιας

γέρικης ελιάς για να ξαποστάσουν Ξαφνικά

άκουσαν ένα θρόισμα γύρισαν τα κεφαλάκια

τους και από το κέντρο του κορμού της ελιάς

είδανε ένα χαμογελαστό πρόσωπο που με

ανθρώπινη μιλιά τους είπε

Αυτό το δέντρο που στον ίσκιο του ήρθατε να ξεκουραστείτε ξέρετε ποιος το ποτίζει

Όχι απάντησαν εκείνοι

Ο Μανωλιός που κοροϊδεύετε αποκρίθηκε το δέντρο

Εκείνοι ντροπιασμένοι έφυγαν με σκυμμένο το κεφάλι Στο δρόμο συνάντησαν τον Μανωλιό

Καλημέρα είπαν με μία φωνή Σήμερα θα έρθουμε μαζί σου να σε βοηθήσουμε να ποτίσεις τα δέντρα

Έτσι κι έγινε Από τότε έγιναν φίλοι Κάθε

απόγευμα πότιζαν τα δέντρα κι ύστερα κάτω

από τα φυλλώματα της γέρικης ελιάς άρχιζαν

το τραγούδι που μιλούσε για χώρες

παράξενε για ζούγκλες με πολύχρωμους

παπαγάλους για ινδιάνους με κιτρινοκόκκινα

φτερά στα καπέλα τους και ιδιαίτερα

τραγουδούσαν για την συμπόνια και την

ευαίσθητη καρδιά των ανθρώπων

Μια μέρα που ο ήλιος γίνηκε πορφυρός και

κρύφτηκε πίσω από τα βουνά ο Μανωλιός

πήγε μόνος του πότισε την γέρικη ελιά

ξάπλωσε και τον πήρε ένας βαθύς ύπνος Τότε

είδε πως μέσα στην κουφάλα της γέρικης ελιάς

είχανε στήσει ένα πανέμορφο παλάτι γεμάτο

κόσμο που χόρευε και γλένταγε

Θα πάω κι εγώ είπε δειλά δειλά ο Μανωλιός

bull Όσο προχωρούσε τόσο τα φώτα

μεγάλωναν ώσπου έφτασε στο κέντρο Εκεί

ένας βασιλιάς καθόταν σrsquoένα χρυσαφένιο

θρόνο Πίσω του στεκόταν μια Σφίγγα

άγαλμα Πήρε ανθρώπινη μιλιά αρχίζοντας να

λέει καλωσορίσματα στον Μανωλιό Εκείνος

χαμογελαστός χαιρέτησεμα τι να δει Σrsquoέναν

καθρέπτη που βρέθηκε μπροστά του ο

Μανωλιός ήταν ντυμένος πρίγκιπας

bull Πω πω Τι όμορφος που είμαι Αναφώνησε

Ξαφνικά υπηρέτες έστρωσαν ένα κόκκινο

χαλί για να περάσει ο Μανωλιός και αυτοί

αριστερά και δεξιά τον προσκυνούσαν Όταν

πέρασε τον διάδρομο με το κόκκινο χαλί

στάθηκε στον βασιλιά που του είπε

Καλόκαρδο και πονόψυχο παλικάρι Εσύ πότιζες

το δέντρο κι έτσι μπόρεσε το παλάτι μου να

βρίσκεται εδώ με όλους τους ανθρώπους

μου διαφορετικά αν το άφηνες να ξεραθεί από

το ζεστό άνεμο τώρα δεν θα

υπήρχαμε Γιrsquoαυτό αξίζεις να γίνεις γιος μου

να παντρευτείς την Βασιλοπούλα και με

δικαιοσύνη αγάπη και φρόνηση να γίνεις εσύ

ο καινούριος Βασιλιάς λύνοντας έτσι τα μάγια

της κακιάς νεράιδας που μας είχε

καταδικασμένους

Έτσι κι έγινε Ο Μανωλιός έγινε βασιλιάς με

τιμές και δόξες διότι ήξερε την γλώσσα της

καρδιάς που πάντα μας διδάσκει πόσο καλό

είναι να είσαι άνθρωπος Από τότε ο

Μανωλιός έμεινε στο παλάτι και κανείς ακόμα

δεν ξέρει τι ταξίδι ακολούθησε στον χρόνο του

ύπνου του άφησε όμως πίσω του τον

πραγματικό θησαυρό της καλοσύνης και της

αγάπης

ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Ο μαγικός ελαιώνας

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα παιδάκι που

το έλεγαν Λευτέρη Κάθε χρόνο το καλοκαίρι

μόλις έκλειναν τα σχολεία πήγαινε διακοπές

στο σπίτι της γιαγιάς του

Ένα καλοκαίρι έζησε μια σπουδαία περιπέτεια

Μια μέρα που η γιαγιά του είχε πάει για ψώνια

στην κοντινή πόλη ο Λευτέρης αποφάσισε να

εξερευνήσει τη σοφίτα του σπιτιού

Ανέβηκε προσεκτικά τη στριφογυριστή ξύλινη

σκάλα και στάθηκε αναποφάσιστος μπροστά

στην κλειστή πόρτα Πήρε μια βαθιά ανάσα

και την έσπρωξε δυνατά Πόσο σκοτεινά ήταν ό-

λα εκεί μέσα Ο Λευτέρης σκόνταψε σ΄ ένα πα-

λιό μπαούλο

Το άνοιξε γεμάτος περιέργεια Και τι δε βρήκε

Ολόκληρο θησαυρό Παλιά βιβλία του παππού

φορέματα της γιαγιάς παιχνίδια της μητέρας

του όταν ήταν παιδί Κάτω κάτω ήταν

τσαλακωμένο ένα κιτρινισμένο χαρτί Το

ξετύλιξε βιαστικά και τι να δει Ένας παλιός

χάρτης με σχεδιάγραμμα Αμέσως τον άρπαξε

κι άρχισε το ταξίδι του

Περπάτησε ώρες πολλές Πέρασε την πεδιάδα

με τα κίτρινα στάχυα το γεφυράκι του μικρού

ποταμού ώσπου έφτασε στο τέλος σε έναν

κάμπο γεμάτο ελιές

Διάλεξε την πιο μεγάλη ελιά και κάθισε να

ξεκουραστεί ακουμπώντας στο γέρικο κορμό

της

Ξαφνικά άκουσε μια απαλή φωνή Έμοιαζε

με της γιαγιάς του Κοίταξε γύρω του μα δεν

είδε κανέναν Η φωνή συνέχισε να του μιλάει

τρυφερά Ο Λευτέρης γεμάτος περιέργεια

άρχισε να παρατηρεί προσεχτικά το γέρικο

κορμό τα πελώρια κλαδιά και τ΄ ασημένια

φύλλα της ελιάς Τότε κατάλαβε ποιος του

μιλούσε Έκπληκτος άγγιξε απαλά το υπέροχο

αυτό δέντρο και μοιράστηκε μαζί του όλα του

τα μυστικά

Από εκείνη την ημέρα ο Λευτέρης πήγαινε

καθημερινά στο μαγικό αυτό ελαιώνα

Καθόταν ώρες στη σκιά της αγαπημένης του

ελιάς κι άκουγε τις πιο ωραίες ιστορίες

Ο καιρός πέρασε γρήγορα κι ήρθε η μέρα που

έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι του Έτρεξε στο

μαγικό ελαιώνα κι αγκάλιασε κλαίγοντας το

αγαπημένο του δέντρο Η ελιά έγειρε τα

κλαδιά της και χάιδεψε τα μαλλιά του laquo Μη

στενοχωριέσαιraquo του ψιθύρισε laquo Κόψε ένα

κλαράκι μου και πάρ΄ το μαζί σου Φύτεψέ το

στην αυλή του σπιτιού σου κι εγώ θα είμαι

πάντα κοντά σουraquo

Έτσι κι έγινε Ένα καινούριο ολόδροσο

δεντράκι φύτρωσε στον κήπο του Λευτέρη Κι

από τότε δεν χώρισαν ποτέ

Οι μαγικοί σπόροι

Μια φορά κι έναν καιρό σ΄ ένα μακρινό

χωριουδάκι ζούσε με τη γιαγιά του ένα μικρό

κορίτσι που το έλεγαν Ελπίδα Το σπιτάκι τους

ήταν πολύ φτωχικό Δύσκολα τα έβγαζαν πέρα

Ο περασμένος χειμώνας ήταν πολύ βαρύς

Τα πρώτα χιόνια έπεσαν νωρίς κι ο κρύος

βοριάς σφύριζε μανιασμένα Κάθε πρωί η

γιαγιά με την εγγονή της πήγαιναν στο δάσος

και μάζευαν φρούτα και ξύλα για να

ζεσταθούν

Μια μέρα ο άνεμος φυσούσε άγρια κι ο ήλιος

είχε κρυφτεί πίσω από τα βαριά μαύρα

σύννεφα Η Ελπίδα άφησε τη γιαγιά της στο

κρύο σπιτάκι τους τυλίχτηκε σφιχτά με το

σάλι της και ξεκίνησε για το δάσος Τα πόδια

και τα χέρια της είχαν παγώσει Τα μαλλιά και

τα ρούχα της είχαν βραχεί από την ξαφνική

μπόρα Και το σπουδαιότερο δεν μπορούσε να

γυρίσει πίσω γιατί δεν είχε μαζέψει ακόμη

τίποτα Αποφάσισε τότε να μπει για λίγο σε

μια σπηλιά που βρήκε στο δρόμο της και να

περιμένει

Έτρεμε από το κρύο και

από το φόβο της Είχε αρ

χίσει να νυχτώνει και η

γιαγιά της σίγουρα θα

ανησυχούσε Ξαφνικά

ένα απόκοσμο φως γέμι

σε τη σπηλιά και μια πα

νέμορφη νεράιδα πα

ρουσιάστηκε μπροστά

της

Της χαμογέλασε γλυκά και της χάιδεψε απαλά τα μαλλιά Κρατούσε ένα μικρό σακουλάκι που το άφησε προσεκτικά στα χέρια της Ελπίδας laquoΌταν πας σπίτι σου να το ανοίξεις και να κάνεις ότι ακριβώς σου πει η γιαγιά σου Αυτή ξέρειraquo της είπε τρυφερά και χάθηκε στο σκοτάδι της σπηλιάς Το κορίτσι κρατώντας το γερά έτρεξε χαρούμενο στο φτωχικό του σπιτάκι Τα μάτια του έλαμπαν από ενθουσιασμό καθώς έδειχνε στη γιαγιά του το δώρο της νεράιδας

Η γιαγιά ψηλάφησε τους μεγάλους γυαλιστερούς σπόρους τους έβαλε στη χούφτα της Ελπίδας και της είπε να τους φυτέψει στην αυλή Έτσι ακριβώς έκανε το μικρό κορίτσι Τους έχωσε βαθιά στο έδαφος και τους σκέπασε με φρέσκο χώμα Την άνοιξη οι σπόροι φύτρωσαν και γρήγορα έγιναν μεγάλα δέντρα με υπέροχο σταχτοπράσινο φύλλωμα Ήταν φουντωτές ελιές που αγκάλιασαν το μικρό σπιτάκι Ήρθε το φθινόπωρο και τα κλαδιά τους γέμισαν ευλογημένο καρπό

Από τότε η Ελπίδα κι η γιαγιά της έζησαν

ευτυχισμένες βοηθώντας κάθε κουρασμένο

περαστικό

Η αξία της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό σrsquo ένα μακρινό

χωριό όλοι οι άνθρωποι ζούσαν ευτυχισμένοι

Είχαν πολλά κτήματα εκτιμήσει πλούσια

γεμάτα ελιές Ποτέ όμως δεν είχαν σωστά την

αξία τους

Κάποια μέρα καθώς έπαιζαν δυο παιδιά η

Μαρία και ο Νίκος εμφανίστηκε μπροστά

τους ένας άγνωστος άντρας Τους μίλησε για

τα ελαιόδεντρα και τη χρησιμότητά τους Τους

είπε πως πρέπει να τα φροντίζουν και να τα

αγαπούν

Μετά από αρκετές ημέρες έγινε κάτι φοβερό

Στο χωριό έπεσε μεγάλη κατάρα Όλα τα χωράφια με τα ελαιόδεντρα καταστράφηκαν

Η Μαρία και ο Νίκος αμέσως κατάλαβαν πως έπρεπε να πάνε να βρουν τον μυστήριο αυτό άντρα που τους είχε επισκεφτεί

Τους είχε πει πως ζούσε στο δάσος Αυτό όμως δεν ήταν και τόσοhellip συνηθισμένο δάσος Έλεγαν πως στις κουφάλες των δέντρων ζούσαν φαντάσματα και πως το μέγεθος των ζώων ήταν υπερφυσικό

Φοβόντουσαν πάρα πολύ Περπάτησαν

ατελείωτες ώρες στη σκιά των πελώριων

δέντρων Με τη βοήθεια ενός λιονταριού

κατάφεραν να βρουν τον πύργο του άντρα που

έψαχναν

Χτύπησαν την πόρτα

αλλά κανείς δεν τους

άνοιξε Αποφάσισαν

να περιμένουν Δεν

κατάλαβαν πόσος

χρόνος πέρασε καιhellip

η πόρτα άνοιξε μόνη

της

Τα παιδιά μπήκαν γεμάτα περιέργεια στον

πύργο Ανέβηκαν διστακτικά την παλιά

στριφογυριστή σκάλα που τα οδήγησε σrsquo έ-

να επιβλητικό δωμάτιο Εκεί εργαζόταν ο

μυστηριώδης άντρας που είχαν γνωρίσει

Αμέσως κατάλαβαν πως ήταν μάγος Τους

αποκάλυψε αμέσως το όνομά του τον έλεγαν

Άλφρεντ Άρχισαν λοιπόν να του μιλούν για

το πρόβλημά τους Ο μάγος τα άκουσε προσε-

κτικά και τους είπε τι πρέπει να κάνουν

Έπρεπε να περάσουν τρεις δοκιμασίες Μόνο

έτσι θα έφευγε η κατάρα

Στο χωριό όλοι οι κάτοικοι περνούσαν δύσκο-

λα Από πλούσιοι είχαν γίνει φτωχοί και χωρίς

την ελιά και το λάδι της δεν μπορούσαν να ζή-

σουν Κατάλαβαν έτσι την αξία της αλλά ήταν

πλέον αργά Ή μάλλον σχεδόν αργά

Όταν τα παιδιά επέστρεψαν διηγήθηκαν σε

όλους όλα όσα τους συνέβησαν Τους είπαν για

το μάγο και τις τρεις δοκιμασίες που έπρεπε να

περάσουν Το πρόβλημα όμως ήταν πως δεν

τους είχε πει ποιες ήταν αυτές οι δοκιμασίες

ποιοι θα τις περνούσαν και πότε

Οι μέρες περνούσαν

αργά και βασανιστικά

μετά από δυο μήνες στο

χωριό εμφανίστηκε ένα

μικρό κορίτσι Χτύπησε

την πόρτα ενός σπιτιού

και ζήτησε λίγο φαγητό

Η οικογένεια όμως Το έ-

διωξε Το κορίτσι ήταν

Ο μάγος Άλφρεντ μεταμορ-

φωμένος Αυτή ήταν η πρώ-

τη δοκιμασία που δυστυχώς

όμως απέτυχαν

Αφού πέρασε μια εβδομάδα περίπου ένα μι-

κρό άγνωστο αγόρι εμφανίστηκε σε μια ομάδα

παιδιών και τους ζήτησε να παίξει μαζί τους Η

Μαρία και ο Νίκος όχι μόνο το δέχτηκαν αλλά

το άφησαν να διαλέξει το παιχνίδι που θα έπαι-

ζαν

_ Εσύ Νίκο θα είσαι ο αγρότης Εγώ θα είμαι η

ελιά και Μαρία θα είναι οι καρποί μου είπε το

αγόρι

Τα παιδιά συμφώνησαν κι άρχισαν όλα μαζί να

παίζουν Ο μάγος τότε παρατήρησε τον τρόπο

που ο Νίκος περιποιόταν την ελιά και πόσο χαι-

ρόταν όταν μάζευε τους καρπούς της Αυτή ήταν

η δεύτερη δοκιμασία και τα παιδιά την πέρασαν

με επιτυχία

Πέρασε αρκετός καιρός ώσπου έφτασε η ώρα

για την τρίτη δοκιμασία Μια μέρα ήρθε στο χω-

ριό ένας πλανόδιος έμπορος Πουλούσε από σπό-

ρους μέχρι και μαγικά αντικείμενα Οι τιμές όμως

ήταν πολύ υψηλές Ο Νίκος με τον πατέρα του ζή-

τησαν να δουν τους σπόρους που είχε

_Έχω σπόρους συκιάς πορτοκαλιάς μηλιάς και

τον τελευταίο σπόρο ελιάς είπε ο άντρας

_Τον τελευταίο Ρώτησε ο Νίκος

_ Ναι Τον τελευταίο

_Δεν υπάρχει άλλος

_Όχι

_Ούτε ένας

_Τίποτα

_Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Ναι Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Είστε σίγουρος για αυτό

_Απολύτως

Ο Νίκος δεν πίστευε στ΄ αυτιά τουΤότε ζήτη-

σε αμέσως απόν τον πατέρα του να αγοράσει τον

τελευταίο σπόρο ελιάς σ΄ ολόκληρη τη γη Η τι-

μή του όμως ήταν πολύ πάρα πολύ υψηλή Εκα-

τό χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Γιε μου δεν έχουμε τόσα χρήματα Μπορούμε

όμως να πουλήσουμε τα τέσσερα κτήματά μας

_Ναι να τα δώσουμε Θα μας μείνει η αυλή του

σπιτιού Εκεί θα φυτέψουμε τον πολύτιμο σπόρο

Τότε εμφανίστηκε ο μάγος Άλφρεντ

_Δίνω διακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα είπε

ο μάγος

_Άλφρεντ δεν είναι τίμιο είπε ο Νίκος

Προλάβαμε

εμείς να αγοράσουμε αυτόν το σπόρο

_Δίνω τριακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Τότε εγώ θα δώσω και το σπίτι μου είπε ο πα-

τέρας του Νίκου

_Ναι αλλά hellip αυτά είναι λιγότερα από τα χρή-

ματα που μου δίνει ο μάγος είπε ο έμπορος

_Τότε και εγώ θα δώσω όσα χρήματα έχω στον

κουμπαρά μου είπε η Μαρία

_Κι εγώ φώναξε ο Βασίλης

_Εγώ θα δώσω το μοναδικό κτήμα που έχω είπε

ο κύριος Βαγγέλης

_Και εγώ φώναξε η κυρία Βαρβάρα

_Ναι Και εμείς θα δώσουμε ότι έχουμε στους

κουμπαράδες μας φώναξαν δυνατά όλα τα

παιδιά που ήταν μαζεμένα στην πλατεία του

χωριού

Όλοι άρχισαν να δίνουν χρήματα σπίτια

έπιπλα χωράφια και μαγαζιά μέχρι που κέρδι-

σαν το μάγο Άλφρεντ και αγόρασαν το σπόρο

της ελιάς Από τη στιγμή που τον φύτεψαν το

πρόσεχαν πάρα πολύ

Μετά από χρόνια όταν οι χωρικοί μάζεψαν

τους καρπούς αυτής της ελιάς διαπίστωσαν ότι

είχε το πιο νόστιμο λάδι Τότε ο μάγος

πείστηκε πως όλοι είχαν καταλάβει την αξία

της και γέμισε ξανά όλα τα χωράφια τους με

ελαιόδεντρα

ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α

Κουκάκη Κατερίνα

Μπογκντάνι Γκισέλα

Καρυώτης Γιώργος

Αθανασόπουλος Στέφανος

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 6: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ

ΠΑΝΑΘΗΝΑΪΚΟΙ ΑΜΦΟΡΕΙΣ

ΑΡΧΑΙΑ ΧΡΥΣΑ ΣΤΕΦΑΝΙΑ

ΑΡΧΑΙΑ ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ

ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΕΠΟΧΗ

ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΑ

ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ

Η ΕΛΙΑ

ΣΤΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

ΟΙ ΔΙΚΕΣ ΜΑΣ ΖΩΓΡΑΦΙΕΣ

Η ΕΛΙΑ

ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Η ελιά Κωστής ΠαλαμάςEίμαι του ήλιου η θυγατέρα

H πιο απrsquo όλες χαϊδευτή

Xρόνια η αγάπη του πατέρα

Σrsquo αυτόν τον κόσμο με κρατεί

Όσο να πέσω νεκρωμένη

Aυτόν το μάτι μου ζητεί

Eίμrsquo η ελιά η τιμημένη

Δεν είμrsquo ολόξανθη μοσχάτη

Tριανταφυλλιά ή κιτριά

Θαμπώνω της ψυχής το μάτι

Για τrsquo άλλα μάτια είμαι γριά

Δε μrsquo έχει αηδόνι ερωμένη

Mrsquo αγάπησε μία θεά

Eίμrsquo η ελιά η τιμημένη

Όπου κι αν λάχω κατοικία

Δε μrsquo απολείπουν οι καρποί

Ώς τα βαθιά μου γηρατεία

Δε βρίσκω στη δουλειά ντροπή

Μrsquo έχει ο Θεός ευλογημένη

Kι είμαι γεμάτη προκοπή

Eίμrsquo η ελιά η τιμημένη

Φρίκη ερημιά νερά και σκότη

Tη γη εθάψαν μια φορά

Πράσινη αυγή με φέρνει πρώτη

Στο Nώε η περιστερά

Όλης της γης είχα γραμμένη

Tην εμορφιά και τη χαρά

Eίμrsquo η ελιά η τιμημένη

Εδώ στον ίσκιο μου από κάτου

Ήρθrsquo ο Χριστός νrsquo αναπαυθεί

Kι ακούστηκε η γλυκιά λαλιά του

Λίγο προτού να σταυρωθεί

Το δάκρυ του δροσιά αγιασμένη

Έχει στη ρίζα μου χυθεί

Eίμrsquo η ελιά η τιμημένη

Αποσπάσματα από ποιήματα του

Ιωάννη Πολέμη

Ευλογημένο να lsquoναι ελιά το χώμα που σε τρέφει

κι ευλογημένος ο καρπός που πίνεις απrsquo τα νέφη

κι ευλογημένος τρεις φορές Αυτός που σrsquo έχει

στείλει

για το λυχνάρι του φτωχού για τrsquo άγιου το

καντήλι

Πατρίδα τα λιοτρίβια σου

δουλεύουν νύχτα μέρα

με του λαδιού τη μυρωδιά

γεμίζουν τον αέρα

Κι είνrsquo οι ελιές Πατρίδα μου

ακούραστες γριούλες

Με τον καρπό τους τρέφουνε

παιδάκια και μανούλες

Κι είνrsquo οι ελιές Πατρίδα μου

Δέντρα ευλογημένα

που στέκονται στον άνεμο

με τα κλαδιά απλωμένα

Γλυκόφυλλη η ελιά τον ίσκιο διπλώνει

το φουντωμένο κλήμα πού και πού

το ψηλαφούν οι χαμηλοί της κλώνοι

γερμένοι από το βάρος του καρπού

Αντίκρυ σκοτεινό το ερημοκλήσι

με πόθο και μrsquo αγάπη τη θεωρεί

γιατί το καντηλάκι που lsquoχει σβήσει

το φως απrsquo τον καρπό της λαχταρεί

Η ελιά Λορέντζος Μαβίλης

Στὴν κουφάλα σου ἐφώλιασε μελίσσιγέρικη ἐλιά ποὺ γέρνεις μὲ τὴ λίγηπρασινάδα ποὺ ἀκόμα σὲ τυλίγεισὰ νἄθελε νὰ σὲ νεκροστολίσει

Καὶ τὸ κάθε πουλάκι στὸ μεθύσιτῆς ἀγάπης πιπίζοντας ἀνοίγειστὸ κλαρί σου ἐρωτάρικο κυνήγιστὸ κλαρί σου ποὺ δὲ θὰ ξανανθίσει

Ὢ πόσο στὴ θανὴ θὰ σὲ γλυκάνουνμὲ τὴ μαγευτικὴ βοὴ ποὺ κάνουνὁλοζώντανης νιότης ὀμορφάδες

ποὺ σὰ θύμησες μέσα σου πληθαίνουνὢ νὰ μποροῦσαν ἔτσι νὰ πεθαίνουνκαὶ ἄλλες ψυχὲς τῆς ψυχῆς σου ἀδερφάδες

Η ελιά Πέτρος Λυγίζος

Γύρω απrsquo τον κορμό αυτόν

στροβιλίζεται ο χρόνος

Στην ελιά της μνήμης και της προσδοκίας

ακουμπώ ένα δάκρυ στο ακριανό φύλλο

Θυμάσαι όταν ανεβαίναμε στο καρτερικό κορμί της

Όταν το βήμα της νιότης μας

λοξοδρομούσε στο όνειρο

Γύρω απrsquo τον κορμό αυτόν

παίζουν ακόμη οι φίλοι μου

Στην ελιά της ζωής και της νοσταλγίας

Ψάχνω τον Αδριανό και τον Κώστα

κι εσένα

όταν σε πήρε το πρώτο χάδι μου

όταν κρύφτηκες χαμογελώντας

πίσω απrsquo τις χρυσοπράσινες φυλλωσιές

Τώρα τόσα χρόνια μετά

πηγαίνω τα δειλινά για προσκύνημα

στον ίσκιο της απαγκιάζουν οι φόβοι μου

στη μαγική σπηλιά της

τρυπώνει μυστικά το παιδικό μου όνειρο

κι εσύ πάνω στα αιωρούμενα φύλλα

σαν ιπτάμενο ξωτικό

χορεύεις ταξιδεύοντας

απrsquo το παρελθόν μέχρι το άπειροhellip

Αποσπάσματα από ποιήματα του

Οδυσσέα Ελύτη

Ε σεις στεριές και θάλασσες

τrsquo αμπέλια κι οι χρυσές ελιές

ακούστε τα χαμπέρια μου

μέσα στα μεσημέρια μου

Σrsquo όλους τους τόπους κι αν γυρνώ

μόνον ετούτο αγαπώ

Λοιπόν ευρέθηκε ο χρυσός

της λιόριζας

να έχει σταλάξει στα φύλλα

της καρδιάς του

Κι από τις τόσες φορές όπου

ξαγρύπνησε

σιμά στο κηροπήγιο

καρτερώντας

τα χαράματα μια πυράδα

παράξενη

του είχε αρπάξει τα σωθικά

Οι φωνές των πουλιών που

είχε σrsquo ώρες

μεγάλης μοναξιάς

αποστηθίσει

φαίνεται να ξεχύθηκαν όλες

μαζί

τόσο που δεν εστάθη βολετό

να προχωρήσει

σε μεγάλο βάθος το μαχαίρι

Μάλλον η πρόθεση άρκεσε

για το Κακό

Που ταrsquo αντίκρισε ndash είναι

φανερό ndash στη στάση

την τρομαχτική του αθώου

Ανοιχτά περήφανα τα μάτια

του κι όλο το

δάσος να σαλεύει ακόμη στον

ακηλίδωτον

αμφιβληστροειδή

Στον εγκέφαλο τίποτε πάρεξ

μια ηχώ

ουρανού καταστραμμένη

Έζησα τrsquo όνομα το αγαπημένο

στον ίσκιο της γιαγιάς ελιάς

στον ρόχθο της ισόβιας θάλασσας

Χάραξα τrsquo όνομα το αγαπημένο

στον ίσκιο της γιαγιάς ελιάς

στον ρόχθο της ισόβιας θάλασσας

Ω λινό καλοκαίρι συνετό

φθινόπωρο

χειμώνα ελάχιστε

η ζωή καταβάλλει τον οβολό

του φύλλου της ελιάς

και στη νύχτα μέσα των αφρόνων

μrsquo ένα μικρό τριζόνι

κατακυρώνει πάλι το νόμιμο

του Ανέλπιστου

Αποσπάσματα από ποιήματα του

Γιάννη Ρίτσου

Ετούτου το τοπίο είναι σκληρό

σαν τη σιωπή

σφίγγει στον κόρφο του

τα πυρωμένα του λιθάρια

σφίγγει στο φως

τις ορφανές ελιές του

και τrsquo αμπέλια του

σφίγγει τα δόντια

Ποιος θα σταθεί

στον ίσκιο της ελιάς

παρέα με το τζιτζίκι

μη σωπάσει το τζιτζίκι

τώρα που ο ασβέστης

του μεσημεριού

βάφει τη μάντρα

ολόγυρα του ορίζοντα

σβήνοντας τα μεγάλα

αντρίκια ονόματά τους

ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ

bullΗ ελιά κρασί δε βγάζει

bullΠέρασε της ελιάς τα φαρμάκια

bullΤου χάρισαν της ελιάς το μέσα και του αβγού το

απrsquo έξω

bullΛάδι βρέχει κάστανα χιονίζει

bullΚλήμα του χεριού σου κι ελιές απrsquo τον παππού

σου

bullΗ ελιά είναι κυρά κι όποτε θέλει κάνει

bullΞεφόρτωσέ την την ελιά να σε φορτώσει λάδι

bullΒάλε ελιά για το παιδί σου και συκιά για τη ζωή

σου

bullΑπrsquo τον θέρο ως τις ελιές δεν απολείπουν οι

δουλειές

bullΈχουμε ελιές και ελήδια έχουμε κι αγρηλίδια

bullΤου έβγαλε το λάδι

bullΜη ρίχνεις λάδι στη φωτιά

bull Αν δε σφίξεις την ελιά δε βγάζει λάδι

bull Άκουσες λάδι τρέχα άκουσες στεφάνι φεύγα

bull Όποιος έχει σιτάρι κρασί και λάδι στο πιθάρι

έχει του κόσμου τα καλά και του θεού τη χάρη

bull Ξεφόρτωσέ τη την ελιά να σε φορτώσει λάδι

bull Δεν τρώγεται ούτε με το λάδι ούτε με το ξύδι

bull Η αλήθεια πλέει σαν το λάδι στο νερό

bull Κάθε σταλαματιά νερό τ Απρίλη είναι ένα

βαρέλι λάδι

ΑΙΝΙΓΜΑΤΑ

Από κλαδάκι κρέμεται

Στην αγορά πουλιέται

Το εξωτερικό της τρώγεται

Το μέσα της πετιέται

Τι είναι Η ελιά

Μάνα και θυγατέρα

έχουν το ίδιο όνομα

Μάντεψε ποιο όνομα έχουν κι οι δυο

Ελιά

Κι όταν έρθει ο Οκτώβρης

ωριμάζω πιο πολύ

πρασινίζω και μαυρίζω

και γεμίζω το σακί

Τι είμαι Η ελιά

Δεν πεθαίνει κι αν περάσουν

Χρόνια εκατό και χίλια

Μας χορταίνει μας φροντίζει

Μας ανάβει τα καντήλια

Τι είναι

Η ελιά

Στα δέντρα πάνω κρέμεται

Στις εκκλησιές κοιμάται

Και τα χρυσά της κόκαλα

Μες στη φωτιά τα βάζω

Τι είναι

Η ελιά

Πράσινα είνrsquo τα νιάτα μου

μαύρα τα γερατειά μου

χαροποιά η θλίψη μου

θροφή τα δάκρυά μου

Τί είναι

Η ελιά

ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Το παραμύθι της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σε μια φτωχογειτονιά

ένα φτωχό μα πολύ καλόκαρδο κορίτσι που το έλεγαν

Ελιά

Κάθε μέρα η Ελιά γύριζε τη γειτονιά της έβλεπε τον

κόσμο να ζει φτωχός και δυστυχισμένος και γύριζε

στο σπίτι της πολύ στενοχωρημένη

Κάτι πρέπει να κάνω να τους βοηθήσω σκεφτόταν Κι

από την άλλη μέρα κιόλας άρχισε Βγήκε στη

γειτονιά κράτησε τα παιδιά της γειτόνισσας για να

πάει να δουλέψει και να μπορεί να φέρει στα παιδιά

της λίγο φαΐ

Μια άλλη μέρα πήγε στη γριούλα που ήταν άρρωστη της μαγείρεψε της σκούπισε το σπίτι την έπλυνε την ταΐσε Την άλλη μέρα πάλι έβγαλε τον παράλυτο γέρο με το καρότσι του βόλτα για να πάρει αέρα και ήλιο

Τα βράδια γύριζε κατάκοπη μα ευχαριστημένη που είχε καταφέρει να δώσει λίγη χαρά στους φτωχούς ανθρώπους

Οι μέρες περνούσαν κι η Ελιά όλο δούλευε όσο αδυνάτιζε Μα έβλεπε πως ότι κι αν έκανε ο κόσμος ήταν πάντα φτωχός και δυστυχισμένοςΑυτό τη στενοχωρούσε πάρα πολύ κι έτσι στενοχωρημένη κάθισε στην αυλή του σπιτιού της και συλλογιζόταν

- Τι να κάνω τι να κάνω Δεν μπορώ να βλέπω τόση δυστυχία Το σπουργίτι που την είδε τόσο στενοχωρημένη - και που την αγαπούσε γιατί κάθε μέρα του έριχνε σπόρους και ψίχουλα - δεν άντεξε και πέταξε βαθιά στο δάσος

Εκεί βρήκε την καλή νεράιδα και της είπε- Τρέξε καλή νεράιδα η Ελιά είναι πολύ στενοχωρημένη χλωμή κι αδύνατη

Η καλή νεράιδα ανήσυχη έτρεξε στην αυλή της Ελιάς και τη ρώτησε- Τι έχεις Ελιά μου κι είσαι τόσο λυπημένη- Αχ καλή μου νεράιδα Δεν μπορώ να βλέπω τόση φτώχεια και δυστυχία γύρω μου- Και τι θέλεις δηλαδή- θέλω να τους γίνω χρήσιμη θέλω να τους προσφέρω κάτι πολύτιμο που να τους δώσει ζωή και χαρά

-Το θέλεις αλήθεια τόσο πολύ

- Και βέβαια το θέλω δε βλέπεις πως έλιωσα

από τη στενοχώρια μου

- Τότε σταμάτησε να στενοχωριέσαι θα σε κάνω

αυτό που θέλεις Και τσουπ την άγγιξε με το

ραβδάκι της κι αμέσως η Ελιά έγινε ένα

μεγάλο δέντρο που έβγαλε φύλλα

λουλουδάκια άσπρα που έγιναν ελιές

πράσινες μωβ μαύρες

Έπεσαν στη γη τα κουκούτσια φύτρωσαν

έγιναν δεντράκια και σχημάτισαν ένα μεγάλο

ελαιώνα

Ήρθαν οι γείτονες μάζεψαν τις ελιές έβγαλαν

λάδι έφαγαν χόρτασαν ρόδισαν τα μαγουλά

τους ζωήρεψαν κι άρχισαν να χαμογελούν και

να ζουν ευτυχισμένοι

Για να ευχαριστήσουν την ελιά και να της

δείξουν την αγάπη τους πήραν το λάδι τους

το έβαλαν στο καντήλι για να θυμίζουν στην

Παναγιά και στο Χριστό την καλοσύνη της

ελιάς και την αγάπη της για τον κόσμο

Κι η Παναγιά με τη σειρά της την ευλόγησε Κι

ο Χριστός κάτω απ την ελιά ήρθε και

ξεκουράστηκε

Κι εκείνη καμάρωνε ευχαριστημένη στη μέση

στον ελαιώνα και φρόντιζε όταν έρχονται οι

άνθρωποι να τη μαζέψουν να ναι γεμάτη

ελιές να χορταίνουν οι φτωχοί και να

φωτίζονται απ τις καντήλες όλες οι εκκλησιές

Η μικρή ελιά

Η μικρή ελιά για πρώτη φορά γέμισε καρπό

Ο γεωργός την αγαπούσε γιατί του θύμιζε την

πρώτη του αγάπη κοντούλα και στρουμπουλή

Της είχε φτιάξει ένα περιδέραιο με

ασπρισμένες πέτρες και συχνά καθόταν και

κουβέντιαζε μαζί της τα όνειρα και τις

αναμνήσεις του Η ελιά κάθε μέρα και πιο

όμορφη

Ένα πρωί του Νοέμβρη ο γεωργός άπλωσε πανιά

κι άρχισε να την ραβδίζει Πάνε οι ελιές πάνε

τα φύλλα πάει η ομορφιά

Η ελιά μέσα στα αναφιλητά της μονολογούσε

-Μ αγαπούσε και με χάλασε Πως εννοεί ο

άνθρωπος την αγάπη Έλεγε και ξανάλεγε

Τότε ακούει μια μαργαρίτα να της λέει

-Άκουσε να σου πω Ο άνθρωπος δεν ξέρει την

αγάπη

Μην τον παρεξηγείς Κοίταξε εμένα που μια

ζωή με μαδάει για να μάθειhellip

Το καλάμι κι η ελιά

Μια φορά δίπλα σε μια ελιά είχε φυτρώσει ένα καλάμιΗ ελιά ήταν ένα μεγάλο και δυνατό δέντρο με πολλά κλαδιά πουκρατούσαν τα φύλλα τους όλη τη χρονιά και κάθε δυο χρόνιαέγερναν από το βάρος του καρπού

Το καλάμι πάλι ήτανε ψηλόλιγνο με καταπράσινα στενόμακρα φύλλα με ωραιότατα παράξενα λουλούδια που έμοιαζαν με τσαμπιά κι είχανε το σχήμα του αδραχτιού

Η ελιά καυχιόταν ολοένα

-Τι είσαι συ μπροστά μου έλεγε στο καλάμιΕγώ είμαι ένα δέντρο μεγάλο δυνατό ευλογημένο Οι άνθρωποι με λατρεύουνγιατί τους δίνω τις ελιές και το λάδι μου τους δίνω ξερόκλαδα για να ζεσταίνονταιτους δίνω ξύλα για να φτιάχνουν ακριβά έπιπλα Είμαι μεγάλη ψηλή γερήκαι συ είσαι ένα αδύναμο πραγματάκι που λυγίζεις μπροστά σrsquo όλους τους ανέμους και τους προσκυνάς Δεν μπορώ να καταλάβω πώς έχεις την τόλμη να φυτρώνεις πλάι μου

Το καημένο το καλάμι

που ήταν από φυσικού

του ντροπαλό ταrsquo

άκουγε όλα αυτά και

δεν έλεγε τίποτα κι

ούτε και θύμωνε γιατί

αυτό δεν είχε να

καυχηθεί για τίποτα

Ήρθε ένας χειμώνας όμως βαρύς κι άρχισε να

φυσάει ένας αέρας δαιμονισμένος

που χτυπούσε με μανία την ελιά ώσπου στο

τέλος την ξερίζωσε

Το καλάμι με το πρώτο φύσημα του ανέμου

έγειρε λυγερό όπως ήτανε

προς το νερό κι έτσι ο άνεμος περνούσε από

πάνω του χωρίς να το πειράξει

Κι όταν η καταιγίδα σταμάτησε κι ο άνεμος

έπαψε να φυσάει

η ελιά απόμεινε πεσμένη στο χώμα και το

καλάμι σηκώθηκε

πάλι όρθιο και λυγερό όπως και πριν

Βλέπετε το καλάμι ήξερε να υποχωρεί εκεί που

ένιωθε ότι δεν είχε δύναμη νrsquo αντισταθεί ενώ

η ελιά πλήρωσε με τη ζωή της την

υπερηφάνειά της

Ο Μανωλιός και η γέρικη ελιά

Μια φορά και έναν καιρό όταν ο ζεστός άνεμος

φυσούσε και τα δέντρα λυπημένα έγερναν τα

κουρασμένα φυλλώματά τους ένα παλικάρι

που τον έλεγαν Μανωλιό πήγαινε τα πότιζε

και τους έκανε συντροφιά Τrsquo άλλα παλικάρια

του χωριού ζήλευαν τις χάρες και την καρδιά

του Μανωλιού Ψιθύριζαν λόγια άσχημα

μεταξύ τους δίχως να καταλαβαίνουν ότι αυτό

που έκαναν δεν ήταν σωστό

Μια μέρα κάθισαν κάτω από τον ίσκιο μιας

γέρικης ελιάς για να ξαποστάσουν Ξαφνικά

άκουσαν ένα θρόισμα γύρισαν τα κεφαλάκια

τους και από το κέντρο του κορμού της ελιάς

είδανε ένα χαμογελαστό πρόσωπο που με

ανθρώπινη μιλιά τους είπε

Αυτό το δέντρο που στον ίσκιο του ήρθατε να ξεκουραστείτε ξέρετε ποιος το ποτίζει

Όχι απάντησαν εκείνοι

Ο Μανωλιός που κοροϊδεύετε αποκρίθηκε το δέντρο

Εκείνοι ντροπιασμένοι έφυγαν με σκυμμένο το κεφάλι Στο δρόμο συνάντησαν τον Μανωλιό

Καλημέρα είπαν με μία φωνή Σήμερα θα έρθουμε μαζί σου να σε βοηθήσουμε να ποτίσεις τα δέντρα

Έτσι κι έγινε Από τότε έγιναν φίλοι Κάθε

απόγευμα πότιζαν τα δέντρα κι ύστερα κάτω

από τα φυλλώματα της γέρικης ελιάς άρχιζαν

το τραγούδι που μιλούσε για χώρες

παράξενε για ζούγκλες με πολύχρωμους

παπαγάλους για ινδιάνους με κιτρινοκόκκινα

φτερά στα καπέλα τους και ιδιαίτερα

τραγουδούσαν για την συμπόνια και την

ευαίσθητη καρδιά των ανθρώπων

Μια μέρα που ο ήλιος γίνηκε πορφυρός και

κρύφτηκε πίσω από τα βουνά ο Μανωλιός

πήγε μόνος του πότισε την γέρικη ελιά

ξάπλωσε και τον πήρε ένας βαθύς ύπνος Τότε

είδε πως μέσα στην κουφάλα της γέρικης ελιάς

είχανε στήσει ένα πανέμορφο παλάτι γεμάτο

κόσμο που χόρευε και γλένταγε

Θα πάω κι εγώ είπε δειλά δειλά ο Μανωλιός

bull Όσο προχωρούσε τόσο τα φώτα

μεγάλωναν ώσπου έφτασε στο κέντρο Εκεί

ένας βασιλιάς καθόταν σrsquoένα χρυσαφένιο

θρόνο Πίσω του στεκόταν μια Σφίγγα

άγαλμα Πήρε ανθρώπινη μιλιά αρχίζοντας να

λέει καλωσορίσματα στον Μανωλιό Εκείνος

χαμογελαστός χαιρέτησεμα τι να δει Σrsquoέναν

καθρέπτη που βρέθηκε μπροστά του ο

Μανωλιός ήταν ντυμένος πρίγκιπας

bull Πω πω Τι όμορφος που είμαι Αναφώνησε

Ξαφνικά υπηρέτες έστρωσαν ένα κόκκινο

χαλί για να περάσει ο Μανωλιός και αυτοί

αριστερά και δεξιά τον προσκυνούσαν Όταν

πέρασε τον διάδρομο με το κόκκινο χαλί

στάθηκε στον βασιλιά που του είπε

Καλόκαρδο και πονόψυχο παλικάρι Εσύ πότιζες

το δέντρο κι έτσι μπόρεσε το παλάτι μου να

βρίσκεται εδώ με όλους τους ανθρώπους

μου διαφορετικά αν το άφηνες να ξεραθεί από

το ζεστό άνεμο τώρα δεν θα

υπήρχαμε Γιrsquoαυτό αξίζεις να γίνεις γιος μου

να παντρευτείς την Βασιλοπούλα και με

δικαιοσύνη αγάπη και φρόνηση να γίνεις εσύ

ο καινούριος Βασιλιάς λύνοντας έτσι τα μάγια

της κακιάς νεράιδας που μας είχε

καταδικασμένους

Έτσι κι έγινε Ο Μανωλιός έγινε βασιλιάς με

τιμές και δόξες διότι ήξερε την γλώσσα της

καρδιάς που πάντα μας διδάσκει πόσο καλό

είναι να είσαι άνθρωπος Από τότε ο

Μανωλιός έμεινε στο παλάτι και κανείς ακόμα

δεν ξέρει τι ταξίδι ακολούθησε στον χρόνο του

ύπνου του άφησε όμως πίσω του τον

πραγματικό θησαυρό της καλοσύνης και της

αγάπης

ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Ο μαγικός ελαιώνας

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα παιδάκι που

το έλεγαν Λευτέρη Κάθε χρόνο το καλοκαίρι

μόλις έκλειναν τα σχολεία πήγαινε διακοπές

στο σπίτι της γιαγιάς του

Ένα καλοκαίρι έζησε μια σπουδαία περιπέτεια

Μια μέρα που η γιαγιά του είχε πάει για ψώνια

στην κοντινή πόλη ο Λευτέρης αποφάσισε να

εξερευνήσει τη σοφίτα του σπιτιού

Ανέβηκε προσεκτικά τη στριφογυριστή ξύλινη

σκάλα και στάθηκε αναποφάσιστος μπροστά

στην κλειστή πόρτα Πήρε μια βαθιά ανάσα

και την έσπρωξε δυνατά Πόσο σκοτεινά ήταν ό-

λα εκεί μέσα Ο Λευτέρης σκόνταψε σ΄ ένα πα-

λιό μπαούλο

Το άνοιξε γεμάτος περιέργεια Και τι δε βρήκε

Ολόκληρο θησαυρό Παλιά βιβλία του παππού

φορέματα της γιαγιάς παιχνίδια της μητέρας

του όταν ήταν παιδί Κάτω κάτω ήταν

τσαλακωμένο ένα κιτρινισμένο χαρτί Το

ξετύλιξε βιαστικά και τι να δει Ένας παλιός

χάρτης με σχεδιάγραμμα Αμέσως τον άρπαξε

κι άρχισε το ταξίδι του

Περπάτησε ώρες πολλές Πέρασε την πεδιάδα

με τα κίτρινα στάχυα το γεφυράκι του μικρού

ποταμού ώσπου έφτασε στο τέλος σε έναν

κάμπο γεμάτο ελιές

Διάλεξε την πιο μεγάλη ελιά και κάθισε να

ξεκουραστεί ακουμπώντας στο γέρικο κορμό

της

Ξαφνικά άκουσε μια απαλή φωνή Έμοιαζε

με της γιαγιάς του Κοίταξε γύρω του μα δεν

είδε κανέναν Η φωνή συνέχισε να του μιλάει

τρυφερά Ο Λευτέρης γεμάτος περιέργεια

άρχισε να παρατηρεί προσεχτικά το γέρικο

κορμό τα πελώρια κλαδιά και τ΄ ασημένια

φύλλα της ελιάς Τότε κατάλαβε ποιος του

μιλούσε Έκπληκτος άγγιξε απαλά το υπέροχο

αυτό δέντρο και μοιράστηκε μαζί του όλα του

τα μυστικά

Από εκείνη την ημέρα ο Λευτέρης πήγαινε

καθημερινά στο μαγικό αυτό ελαιώνα

Καθόταν ώρες στη σκιά της αγαπημένης του

ελιάς κι άκουγε τις πιο ωραίες ιστορίες

Ο καιρός πέρασε γρήγορα κι ήρθε η μέρα που

έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι του Έτρεξε στο

μαγικό ελαιώνα κι αγκάλιασε κλαίγοντας το

αγαπημένο του δέντρο Η ελιά έγειρε τα

κλαδιά της και χάιδεψε τα μαλλιά του laquo Μη

στενοχωριέσαιraquo του ψιθύρισε laquo Κόψε ένα

κλαράκι μου και πάρ΄ το μαζί σου Φύτεψέ το

στην αυλή του σπιτιού σου κι εγώ θα είμαι

πάντα κοντά σουraquo

Έτσι κι έγινε Ένα καινούριο ολόδροσο

δεντράκι φύτρωσε στον κήπο του Λευτέρη Κι

από τότε δεν χώρισαν ποτέ

Οι μαγικοί σπόροι

Μια φορά κι έναν καιρό σ΄ ένα μακρινό

χωριουδάκι ζούσε με τη γιαγιά του ένα μικρό

κορίτσι που το έλεγαν Ελπίδα Το σπιτάκι τους

ήταν πολύ φτωχικό Δύσκολα τα έβγαζαν πέρα

Ο περασμένος χειμώνας ήταν πολύ βαρύς

Τα πρώτα χιόνια έπεσαν νωρίς κι ο κρύος

βοριάς σφύριζε μανιασμένα Κάθε πρωί η

γιαγιά με την εγγονή της πήγαιναν στο δάσος

και μάζευαν φρούτα και ξύλα για να

ζεσταθούν

Μια μέρα ο άνεμος φυσούσε άγρια κι ο ήλιος

είχε κρυφτεί πίσω από τα βαριά μαύρα

σύννεφα Η Ελπίδα άφησε τη γιαγιά της στο

κρύο σπιτάκι τους τυλίχτηκε σφιχτά με το

σάλι της και ξεκίνησε για το δάσος Τα πόδια

και τα χέρια της είχαν παγώσει Τα μαλλιά και

τα ρούχα της είχαν βραχεί από την ξαφνική

μπόρα Και το σπουδαιότερο δεν μπορούσε να

γυρίσει πίσω γιατί δεν είχε μαζέψει ακόμη

τίποτα Αποφάσισε τότε να μπει για λίγο σε

μια σπηλιά που βρήκε στο δρόμο της και να

περιμένει

Έτρεμε από το κρύο και

από το φόβο της Είχε αρ

χίσει να νυχτώνει και η

γιαγιά της σίγουρα θα

ανησυχούσε Ξαφνικά

ένα απόκοσμο φως γέμι

σε τη σπηλιά και μια πα

νέμορφη νεράιδα πα

ρουσιάστηκε μπροστά

της

Της χαμογέλασε γλυκά και της χάιδεψε απαλά τα μαλλιά Κρατούσε ένα μικρό σακουλάκι που το άφησε προσεκτικά στα χέρια της Ελπίδας laquoΌταν πας σπίτι σου να το ανοίξεις και να κάνεις ότι ακριβώς σου πει η γιαγιά σου Αυτή ξέρειraquo της είπε τρυφερά και χάθηκε στο σκοτάδι της σπηλιάς Το κορίτσι κρατώντας το γερά έτρεξε χαρούμενο στο φτωχικό του σπιτάκι Τα μάτια του έλαμπαν από ενθουσιασμό καθώς έδειχνε στη γιαγιά του το δώρο της νεράιδας

Η γιαγιά ψηλάφησε τους μεγάλους γυαλιστερούς σπόρους τους έβαλε στη χούφτα της Ελπίδας και της είπε να τους φυτέψει στην αυλή Έτσι ακριβώς έκανε το μικρό κορίτσι Τους έχωσε βαθιά στο έδαφος και τους σκέπασε με φρέσκο χώμα Την άνοιξη οι σπόροι φύτρωσαν και γρήγορα έγιναν μεγάλα δέντρα με υπέροχο σταχτοπράσινο φύλλωμα Ήταν φουντωτές ελιές που αγκάλιασαν το μικρό σπιτάκι Ήρθε το φθινόπωρο και τα κλαδιά τους γέμισαν ευλογημένο καρπό

Από τότε η Ελπίδα κι η γιαγιά της έζησαν

ευτυχισμένες βοηθώντας κάθε κουρασμένο

περαστικό

Η αξία της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό σrsquo ένα μακρινό

χωριό όλοι οι άνθρωποι ζούσαν ευτυχισμένοι

Είχαν πολλά κτήματα εκτιμήσει πλούσια

γεμάτα ελιές Ποτέ όμως δεν είχαν σωστά την

αξία τους

Κάποια μέρα καθώς έπαιζαν δυο παιδιά η

Μαρία και ο Νίκος εμφανίστηκε μπροστά

τους ένας άγνωστος άντρας Τους μίλησε για

τα ελαιόδεντρα και τη χρησιμότητά τους Τους

είπε πως πρέπει να τα φροντίζουν και να τα

αγαπούν

Μετά από αρκετές ημέρες έγινε κάτι φοβερό

Στο χωριό έπεσε μεγάλη κατάρα Όλα τα χωράφια με τα ελαιόδεντρα καταστράφηκαν

Η Μαρία και ο Νίκος αμέσως κατάλαβαν πως έπρεπε να πάνε να βρουν τον μυστήριο αυτό άντρα που τους είχε επισκεφτεί

Τους είχε πει πως ζούσε στο δάσος Αυτό όμως δεν ήταν και τόσοhellip συνηθισμένο δάσος Έλεγαν πως στις κουφάλες των δέντρων ζούσαν φαντάσματα και πως το μέγεθος των ζώων ήταν υπερφυσικό

Φοβόντουσαν πάρα πολύ Περπάτησαν

ατελείωτες ώρες στη σκιά των πελώριων

δέντρων Με τη βοήθεια ενός λιονταριού

κατάφεραν να βρουν τον πύργο του άντρα που

έψαχναν

Χτύπησαν την πόρτα

αλλά κανείς δεν τους

άνοιξε Αποφάσισαν

να περιμένουν Δεν

κατάλαβαν πόσος

χρόνος πέρασε καιhellip

η πόρτα άνοιξε μόνη

της

Τα παιδιά μπήκαν γεμάτα περιέργεια στον

πύργο Ανέβηκαν διστακτικά την παλιά

στριφογυριστή σκάλα που τα οδήγησε σrsquo έ-

να επιβλητικό δωμάτιο Εκεί εργαζόταν ο

μυστηριώδης άντρας που είχαν γνωρίσει

Αμέσως κατάλαβαν πως ήταν μάγος Τους

αποκάλυψε αμέσως το όνομά του τον έλεγαν

Άλφρεντ Άρχισαν λοιπόν να του μιλούν για

το πρόβλημά τους Ο μάγος τα άκουσε προσε-

κτικά και τους είπε τι πρέπει να κάνουν

Έπρεπε να περάσουν τρεις δοκιμασίες Μόνο

έτσι θα έφευγε η κατάρα

Στο χωριό όλοι οι κάτοικοι περνούσαν δύσκο-

λα Από πλούσιοι είχαν γίνει φτωχοί και χωρίς

την ελιά και το λάδι της δεν μπορούσαν να ζή-

σουν Κατάλαβαν έτσι την αξία της αλλά ήταν

πλέον αργά Ή μάλλον σχεδόν αργά

Όταν τα παιδιά επέστρεψαν διηγήθηκαν σε

όλους όλα όσα τους συνέβησαν Τους είπαν για

το μάγο και τις τρεις δοκιμασίες που έπρεπε να

περάσουν Το πρόβλημα όμως ήταν πως δεν

τους είχε πει ποιες ήταν αυτές οι δοκιμασίες

ποιοι θα τις περνούσαν και πότε

Οι μέρες περνούσαν

αργά και βασανιστικά

μετά από δυο μήνες στο

χωριό εμφανίστηκε ένα

μικρό κορίτσι Χτύπησε

την πόρτα ενός σπιτιού

και ζήτησε λίγο φαγητό

Η οικογένεια όμως Το έ-

διωξε Το κορίτσι ήταν

Ο μάγος Άλφρεντ μεταμορ-

φωμένος Αυτή ήταν η πρώ-

τη δοκιμασία που δυστυχώς

όμως απέτυχαν

Αφού πέρασε μια εβδομάδα περίπου ένα μι-

κρό άγνωστο αγόρι εμφανίστηκε σε μια ομάδα

παιδιών και τους ζήτησε να παίξει μαζί τους Η

Μαρία και ο Νίκος όχι μόνο το δέχτηκαν αλλά

το άφησαν να διαλέξει το παιχνίδι που θα έπαι-

ζαν

_ Εσύ Νίκο θα είσαι ο αγρότης Εγώ θα είμαι η

ελιά και Μαρία θα είναι οι καρποί μου είπε το

αγόρι

Τα παιδιά συμφώνησαν κι άρχισαν όλα μαζί να

παίζουν Ο μάγος τότε παρατήρησε τον τρόπο

που ο Νίκος περιποιόταν την ελιά και πόσο χαι-

ρόταν όταν μάζευε τους καρπούς της Αυτή ήταν

η δεύτερη δοκιμασία και τα παιδιά την πέρασαν

με επιτυχία

Πέρασε αρκετός καιρός ώσπου έφτασε η ώρα

για την τρίτη δοκιμασία Μια μέρα ήρθε στο χω-

ριό ένας πλανόδιος έμπορος Πουλούσε από σπό-

ρους μέχρι και μαγικά αντικείμενα Οι τιμές όμως

ήταν πολύ υψηλές Ο Νίκος με τον πατέρα του ζή-

τησαν να δουν τους σπόρους που είχε

_Έχω σπόρους συκιάς πορτοκαλιάς μηλιάς και

τον τελευταίο σπόρο ελιάς είπε ο άντρας

_Τον τελευταίο Ρώτησε ο Νίκος

_ Ναι Τον τελευταίο

_Δεν υπάρχει άλλος

_Όχι

_Ούτε ένας

_Τίποτα

_Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Ναι Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Είστε σίγουρος για αυτό

_Απολύτως

Ο Νίκος δεν πίστευε στ΄ αυτιά τουΤότε ζήτη-

σε αμέσως απόν τον πατέρα του να αγοράσει τον

τελευταίο σπόρο ελιάς σ΄ ολόκληρη τη γη Η τι-

μή του όμως ήταν πολύ πάρα πολύ υψηλή Εκα-

τό χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Γιε μου δεν έχουμε τόσα χρήματα Μπορούμε

όμως να πουλήσουμε τα τέσσερα κτήματά μας

_Ναι να τα δώσουμε Θα μας μείνει η αυλή του

σπιτιού Εκεί θα φυτέψουμε τον πολύτιμο σπόρο

Τότε εμφανίστηκε ο μάγος Άλφρεντ

_Δίνω διακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα είπε

ο μάγος

_Άλφρεντ δεν είναι τίμιο είπε ο Νίκος

Προλάβαμε

εμείς να αγοράσουμε αυτόν το σπόρο

_Δίνω τριακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Τότε εγώ θα δώσω και το σπίτι μου είπε ο πα-

τέρας του Νίκου

_Ναι αλλά hellip αυτά είναι λιγότερα από τα χρή-

ματα που μου δίνει ο μάγος είπε ο έμπορος

_Τότε και εγώ θα δώσω όσα χρήματα έχω στον

κουμπαρά μου είπε η Μαρία

_Κι εγώ φώναξε ο Βασίλης

_Εγώ θα δώσω το μοναδικό κτήμα που έχω είπε

ο κύριος Βαγγέλης

_Και εγώ φώναξε η κυρία Βαρβάρα

_Ναι Και εμείς θα δώσουμε ότι έχουμε στους

κουμπαράδες μας φώναξαν δυνατά όλα τα

παιδιά που ήταν μαζεμένα στην πλατεία του

χωριού

Όλοι άρχισαν να δίνουν χρήματα σπίτια

έπιπλα χωράφια και μαγαζιά μέχρι που κέρδι-

σαν το μάγο Άλφρεντ και αγόρασαν το σπόρο

της ελιάς Από τη στιγμή που τον φύτεψαν το

πρόσεχαν πάρα πολύ

Μετά από χρόνια όταν οι χωρικοί μάζεψαν

τους καρπούς αυτής της ελιάς διαπίστωσαν ότι

είχε το πιο νόστιμο λάδι Τότε ο μάγος

πείστηκε πως όλοι είχαν καταλάβει την αξία

της και γέμισε ξανά όλα τα χωράφια τους με

ελαιόδεντρα

ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α

Κουκάκη Κατερίνα

Μπογκντάνι Γκισέλα

Καρυώτης Γιώργος

Αθανασόπουλος Στέφανος

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 7: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

ΠΑΝΑΘΗΝΑΪΚΟΙ ΑΜΦΟΡΕΙΣ

ΑΡΧΑΙΑ ΧΡΥΣΑ ΣΤΕΦΑΝΙΑ

ΑΡΧΑΙΑ ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ

ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΕΠΟΧΗ

ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΑ

ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ

Η ΕΛΙΑ

ΣΤΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

ΟΙ ΔΙΚΕΣ ΜΑΣ ΖΩΓΡΑΦΙΕΣ

Η ΕΛΙΑ

ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Η ελιά Κωστής ΠαλαμάςEίμαι του ήλιου η θυγατέρα

H πιο απrsquo όλες χαϊδευτή

Xρόνια η αγάπη του πατέρα

Σrsquo αυτόν τον κόσμο με κρατεί

Όσο να πέσω νεκρωμένη

Aυτόν το μάτι μου ζητεί

Eίμrsquo η ελιά η τιμημένη

Δεν είμrsquo ολόξανθη μοσχάτη

Tριανταφυλλιά ή κιτριά

Θαμπώνω της ψυχής το μάτι

Για τrsquo άλλα μάτια είμαι γριά

Δε μrsquo έχει αηδόνι ερωμένη

Mrsquo αγάπησε μία θεά

Eίμrsquo η ελιά η τιμημένη

Όπου κι αν λάχω κατοικία

Δε μrsquo απολείπουν οι καρποί

Ώς τα βαθιά μου γηρατεία

Δε βρίσκω στη δουλειά ντροπή

Μrsquo έχει ο Θεός ευλογημένη

Kι είμαι γεμάτη προκοπή

Eίμrsquo η ελιά η τιμημένη

Φρίκη ερημιά νερά και σκότη

Tη γη εθάψαν μια φορά

Πράσινη αυγή με φέρνει πρώτη

Στο Nώε η περιστερά

Όλης της γης είχα γραμμένη

Tην εμορφιά και τη χαρά

Eίμrsquo η ελιά η τιμημένη

Εδώ στον ίσκιο μου από κάτου

Ήρθrsquo ο Χριστός νrsquo αναπαυθεί

Kι ακούστηκε η γλυκιά λαλιά του

Λίγο προτού να σταυρωθεί

Το δάκρυ του δροσιά αγιασμένη

Έχει στη ρίζα μου χυθεί

Eίμrsquo η ελιά η τιμημένη

Αποσπάσματα από ποιήματα του

Ιωάννη Πολέμη

Ευλογημένο να lsquoναι ελιά το χώμα που σε τρέφει

κι ευλογημένος ο καρπός που πίνεις απrsquo τα νέφη

κι ευλογημένος τρεις φορές Αυτός που σrsquo έχει

στείλει

για το λυχνάρι του φτωχού για τrsquo άγιου το

καντήλι

Πατρίδα τα λιοτρίβια σου

δουλεύουν νύχτα μέρα

με του λαδιού τη μυρωδιά

γεμίζουν τον αέρα

Κι είνrsquo οι ελιές Πατρίδα μου

ακούραστες γριούλες

Με τον καρπό τους τρέφουνε

παιδάκια και μανούλες

Κι είνrsquo οι ελιές Πατρίδα μου

Δέντρα ευλογημένα

που στέκονται στον άνεμο

με τα κλαδιά απλωμένα

Γλυκόφυλλη η ελιά τον ίσκιο διπλώνει

το φουντωμένο κλήμα πού και πού

το ψηλαφούν οι χαμηλοί της κλώνοι

γερμένοι από το βάρος του καρπού

Αντίκρυ σκοτεινό το ερημοκλήσι

με πόθο και μrsquo αγάπη τη θεωρεί

γιατί το καντηλάκι που lsquoχει σβήσει

το φως απrsquo τον καρπό της λαχταρεί

Η ελιά Λορέντζος Μαβίλης

Στὴν κουφάλα σου ἐφώλιασε μελίσσιγέρικη ἐλιά ποὺ γέρνεις μὲ τὴ λίγηπρασινάδα ποὺ ἀκόμα σὲ τυλίγεισὰ νἄθελε νὰ σὲ νεκροστολίσει

Καὶ τὸ κάθε πουλάκι στὸ μεθύσιτῆς ἀγάπης πιπίζοντας ἀνοίγειστὸ κλαρί σου ἐρωτάρικο κυνήγιστὸ κλαρί σου ποὺ δὲ θὰ ξανανθίσει

Ὢ πόσο στὴ θανὴ θὰ σὲ γλυκάνουνμὲ τὴ μαγευτικὴ βοὴ ποὺ κάνουνὁλοζώντανης νιότης ὀμορφάδες

ποὺ σὰ θύμησες μέσα σου πληθαίνουνὢ νὰ μποροῦσαν ἔτσι νὰ πεθαίνουνκαὶ ἄλλες ψυχὲς τῆς ψυχῆς σου ἀδερφάδες

Η ελιά Πέτρος Λυγίζος

Γύρω απrsquo τον κορμό αυτόν

στροβιλίζεται ο χρόνος

Στην ελιά της μνήμης και της προσδοκίας

ακουμπώ ένα δάκρυ στο ακριανό φύλλο

Θυμάσαι όταν ανεβαίναμε στο καρτερικό κορμί της

Όταν το βήμα της νιότης μας

λοξοδρομούσε στο όνειρο

Γύρω απrsquo τον κορμό αυτόν

παίζουν ακόμη οι φίλοι μου

Στην ελιά της ζωής και της νοσταλγίας

Ψάχνω τον Αδριανό και τον Κώστα

κι εσένα

όταν σε πήρε το πρώτο χάδι μου

όταν κρύφτηκες χαμογελώντας

πίσω απrsquo τις χρυσοπράσινες φυλλωσιές

Τώρα τόσα χρόνια μετά

πηγαίνω τα δειλινά για προσκύνημα

στον ίσκιο της απαγκιάζουν οι φόβοι μου

στη μαγική σπηλιά της

τρυπώνει μυστικά το παιδικό μου όνειρο

κι εσύ πάνω στα αιωρούμενα φύλλα

σαν ιπτάμενο ξωτικό

χορεύεις ταξιδεύοντας

απrsquo το παρελθόν μέχρι το άπειροhellip

Αποσπάσματα από ποιήματα του

Οδυσσέα Ελύτη

Ε σεις στεριές και θάλασσες

τrsquo αμπέλια κι οι χρυσές ελιές

ακούστε τα χαμπέρια μου

μέσα στα μεσημέρια μου

Σrsquo όλους τους τόπους κι αν γυρνώ

μόνον ετούτο αγαπώ

Λοιπόν ευρέθηκε ο χρυσός

της λιόριζας

να έχει σταλάξει στα φύλλα

της καρδιάς του

Κι από τις τόσες φορές όπου

ξαγρύπνησε

σιμά στο κηροπήγιο

καρτερώντας

τα χαράματα μια πυράδα

παράξενη

του είχε αρπάξει τα σωθικά

Οι φωνές των πουλιών που

είχε σrsquo ώρες

μεγάλης μοναξιάς

αποστηθίσει

φαίνεται να ξεχύθηκαν όλες

μαζί

τόσο που δεν εστάθη βολετό

να προχωρήσει

σε μεγάλο βάθος το μαχαίρι

Μάλλον η πρόθεση άρκεσε

για το Κακό

Που ταrsquo αντίκρισε ndash είναι

φανερό ndash στη στάση

την τρομαχτική του αθώου

Ανοιχτά περήφανα τα μάτια

του κι όλο το

δάσος να σαλεύει ακόμη στον

ακηλίδωτον

αμφιβληστροειδή

Στον εγκέφαλο τίποτε πάρεξ

μια ηχώ

ουρανού καταστραμμένη

Έζησα τrsquo όνομα το αγαπημένο

στον ίσκιο της γιαγιάς ελιάς

στον ρόχθο της ισόβιας θάλασσας

Χάραξα τrsquo όνομα το αγαπημένο

στον ίσκιο της γιαγιάς ελιάς

στον ρόχθο της ισόβιας θάλασσας

Ω λινό καλοκαίρι συνετό

φθινόπωρο

χειμώνα ελάχιστε

η ζωή καταβάλλει τον οβολό

του φύλλου της ελιάς

και στη νύχτα μέσα των αφρόνων

μrsquo ένα μικρό τριζόνι

κατακυρώνει πάλι το νόμιμο

του Ανέλπιστου

Αποσπάσματα από ποιήματα του

Γιάννη Ρίτσου

Ετούτου το τοπίο είναι σκληρό

σαν τη σιωπή

σφίγγει στον κόρφο του

τα πυρωμένα του λιθάρια

σφίγγει στο φως

τις ορφανές ελιές του

και τrsquo αμπέλια του

σφίγγει τα δόντια

Ποιος θα σταθεί

στον ίσκιο της ελιάς

παρέα με το τζιτζίκι

μη σωπάσει το τζιτζίκι

τώρα που ο ασβέστης

του μεσημεριού

βάφει τη μάντρα

ολόγυρα του ορίζοντα

σβήνοντας τα μεγάλα

αντρίκια ονόματά τους

ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ

bullΗ ελιά κρασί δε βγάζει

bullΠέρασε της ελιάς τα φαρμάκια

bullΤου χάρισαν της ελιάς το μέσα και του αβγού το

απrsquo έξω

bullΛάδι βρέχει κάστανα χιονίζει

bullΚλήμα του χεριού σου κι ελιές απrsquo τον παππού

σου

bullΗ ελιά είναι κυρά κι όποτε θέλει κάνει

bullΞεφόρτωσέ την την ελιά να σε φορτώσει λάδι

bullΒάλε ελιά για το παιδί σου και συκιά για τη ζωή

σου

bullΑπrsquo τον θέρο ως τις ελιές δεν απολείπουν οι

δουλειές

bullΈχουμε ελιές και ελήδια έχουμε κι αγρηλίδια

bullΤου έβγαλε το λάδι

bullΜη ρίχνεις λάδι στη φωτιά

bull Αν δε σφίξεις την ελιά δε βγάζει λάδι

bull Άκουσες λάδι τρέχα άκουσες στεφάνι φεύγα

bull Όποιος έχει σιτάρι κρασί και λάδι στο πιθάρι

έχει του κόσμου τα καλά και του θεού τη χάρη

bull Ξεφόρτωσέ τη την ελιά να σε φορτώσει λάδι

bull Δεν τρώγεται ούτε με το λάδι ούτε με το ξύδι

bull Η αλήθεια πλέει σαν το λάδι στο νερό

bull Κάθε σταλαματιά νερό τ Απρίλη είναι ένα

βαρέλι λάδι

ΑΙΝΙΓΜΑΤΑ

Από κλαδάκι κρέμεται

Στην αγορά πουλιέται

Το εξωτερικό της τρώγεται

Το μέσα της πετιέται

Τι είναι Η ελιά

Μάνα και θυγατέρα

έχουν το ίδιο όνομα

Μάντεψε ποιο όνομα έχουν κι οι δυο

Ελιά

Κι όταν έρθει ο Οκτώβρης

ωριμάζω πιο πολύ

πρασινίζω και μαυρίζω

και γεμίζω το σακί

Τι είμαι Η ελιά

Δεν πεθαίνει κι αν περάσουν

Χρόνια εκατό και χίλια

Μας χορταίνει μας φροντίζει

Μας ανάβει τα καντήλια

Τι είναι

Η ελιά

Στα δέντρα πάνω κρέμεται

Στις εκκλησιές κοιμάται

Και τα χρυσά της κόκαλα

Μες στη φωτιά τα βάζω

Τι είναι

Η ελιά

Πράσινα είνrsquo τα νιάτα μου

μαύρα τα γερατειά μου

χαροποιά η θλίψη μου

θροφή τα δάκρυά μου

Τί είναι

Η ελιά

ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Το παραμύθι της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σε μια φτωχογειτονιά

ένα φτωχό μα πολύ καλόκαρδο κορίτσι που το έλεγαν

Ελιά

Κάθε μέρα η Ελιά γύριζε τη γειτονιά της έβλεπε τον

κόσμο να ζει φτωχός και δυστυχισμένος και γύριζε

στο σπίτι της πολύ στενοχωρημένη

Κάτι πρέπει να κάνω να τους βοηθήσω σκεφτόταν Κι

από την άλλη μέρα κιόλας άρχισε Βγήκε στη

γειτονιά κράτησε τα παιδιά της γειτόνισσας για να

πάει να δουλέψει και να μπορεί να φέρει στα παιδιά

της λίγο φαΐ

Μια άλλη μέρα πήγε στη γριούλα που ήταν άρρωστη της μαγείρεψε της σκούπισε το σπίτι την έπλυνε την ταΐσε Την άλλη μέρα πάλι έβγαλε τον παράλυτο γέρο με το καρότσι του βόλτα για να πάρει αέρα και ήλιο

Τα βράδια γύριζε κατάκοπη μα ευχαριστημένη που είχε καταφέρει να δώσει λίγη χαρά στους φτωχούς ανθρώπους

Οι μέρες περνούσαν κι η Ελιά όλο δούλευε όσο αδυνάτιζε Μα έβλεπε πως ότι κι αν έκανε ο κόσμος ήταν πάντα φτωχός και δυστυχισμένοςΑυτό τη στενοχωρούσε πάρα πολύ κι έτσι στενοχωρημένη κάθισε στην αυλή του σπιτιού της και συλλογιζόταν

- Τι να κάνω τι να κάνω Δεν μπορώ να βλέπω τόση δυστυχία Το σπουργίτι που την είδε τόσο στενοχωρημένη - και που την αγαπούσε γιατί κάθε μέρα του έριχνε σπόρους και ψίχουλα - δεν άντεξε και πέταξε βαθιά στο δάσος

Εκεί βρήκε την καλή νεράιδα και της είπε- Τρέξε καλή νεράιδα η Ελιά είναι πολύ στενοχωρημένη χλωμή κι αδύνατη

Η καλή νεράιδα ανήσυχη έτρεξε στην αυλή της Ελιάς και τη ρώτησε- Τι έχεις Ελιά μου κι είσαι τόσο λυπημένη- Αχ καλή μου νεράιδα Δεν μπορώ να βλέπω τόση φτώχεια και δυστυχία γύρω μου- Και τι θέλεις δηλαδή- θέλω να τους γίνω χρήσιμη θέλω να τους προσφέρω κάτι πολύτιμο που να τους δώσει ζωή και χαρά

-Το θέλεις αλήθεια τόσο πολύ

- Και βέβαια το θέλω δε βλέπεις πως έλιωσα

από τη στενοχώρια μου

- Τότε σταμάτησε να στενοχωριέσαι θα σε κάνω

αυτό που θέλεις Και τσουπ την άγγιξε με το

ραβδάκι της κι αμέσως η Ελιά έγινε ένα

μεγάλο δέντρο που έβγαλε φύλλα

λουλουδάκια άσπρα που έγιναν ελιές

πράσινες μωβ μαύρες

Έπεσαν στη γη τα κουκούτσια φύτρωσαν

έγιναν δεντράκια και σχημάτισαν ένα μεγάλο

ελαιώνα

Ήρθαν οι γείτονες μάζεψαν τις ελιές έβγαλαν

λάδι έφαγαν χόρτασαν ρόδισαν τα μαγουλά

τους ζωήρεψαν κι άρχισαν να χαμογελούν και

να ζουν ευτυχισμένοι

Για να ευχαριστήσουν την ελιά και να της

δείξουν την αγάπη τους πήραν το λάδι τους

το έβαλαν στο καντήλι για να θυμίζουν στην

Παναγιά και στο Χριστό την καλοσύνη της

ελιάς και την αγάπη της για τον κόσμο

Κι η Παναγιά με τη σειρά της την ευλόγησε Κι

ο Χριστός κάτω απ την ελιά ήρθε και

ξεκουράστηκε

Κι εκείνη καμάρωνε ευχαριστημένη στη μέση

στον ελαιώνα και φρόντιζε όταν έρχονται οι

άνθρωποι να τη μαζέψουν να ναι γεμάτη

ελιές να χορταίνουν οι φτωχοί και να

φωτίζονται απ τις καντήλες όλες οι εκκλησιές

Η μικρή ελιά

Η μικρή ελιά για πρώτη φορά γέμισε καρπό

Ο γεωργός την αγαπούσε γιατί του θύμιζε την

πρώτη του αγάπη κοντούλα και στρουμπουλή

Της είχε φτιάξει ένα περιδέραιο με

ασπρισμένες πέτρες και συχνά καθόταν και

κουβέντιαζε μαζί της τα όνειρα και τις

αναμνήσεις του Η ελιά κάθε μέρα και πιο

όμορφη

Ένα πρωί του Νοέμβρη ο γεωργός άπλωσε πανιά

κι άρχισε να την ραβδίζει Πάνε οι ελιές πάνε

τα φύλλα πάει η ομορφιά

Η ελιά μέσα στα αναφιλητά της μονολογούσε

-Μ αγαπούσε και με χάλασε Πως εννοεί ο

άνθρωπος την αγάπη Έλεγε και ξανάλεγε

Τότε ακούει μια μαργαρίτα να της λέει

-Άκουσε να σου πω Ο άνθρωπος δεν ξέρει την

αγάπη

Μην τον παρεξηγείς Κοίταξε εμένα που μια

ζωή με μαδάει για να μάθειhellip

Το καλάμι κι η ελιά

Μια φορά δίπλα σε μια ελιά είχε φυτρώσει ένα καλάμιΗ ελιά ήταν ένα μεγάλο και δυνατό δέντρο με πολλά κλαδιά πουκρατούσαν τα φύλλα τους όλη τη χρονιά και κάθε δυο χρόνιαέγερναν από το βάρος του καρπού

Το καλάμι πάλι ήτανε ψηλόλιγνο με καταπράσινα στενόμακρα φύλλα με ωραιότατα παράξενα λουλούδια που έμοιαζαν με τσαμπιά κι είχανε το σχήμα του αδραχτιού

Η ελιά καυχιόταν ολοένα

-Τι είσαι συ μπροστά μου έλεγε στο καλάμιΕγώ είμαι ένα δέντρο μεγάλο δυνατό ευλογημένο Οι άνθρωποι με λατρεύουνγιατί τους δίνω τις ελιές και το λάδι μου τους δίνω ξερόκλαδα για να ζεσταίνονταιτους δίνω ξύλα για να φτιάχνουν ακριβά έπιπλα Είμαι μεγάλη ψηλή γερήκαι συ είσαι ένα αδύναμο πραγματάκι που λυγίζεις μπροστά σrsquo όλους τους ανέμους και τους προσκυνάς Δεν μπορώ να καταλάβω πώς έχεις την τόλμη να φυτρώνεις πλάι μου

Το καημένο το καλάμι

που ήταν από φυσικού

του ντροπαλό ταrsquo

άκουγε όλα αυτά και

δεν έλεγε τίποτα κι

ούτε και θύμωνε γιατί

αυτό δεν είχε να

καυχηθεί για τίποτα

Ήρθε ένας χειμώνας όμως βαρύς κι άρχισε να

φυσάει ένας αέρας δαιμονισμένος

που χτυπούσε με μανία την ελιά ώσπου στο

τέλος την ξερίζωσε

Το καλάμι με το πρώτο φύσημα του ανέμου

έγειρε λυγερό όπως ήτανε

προς το νερό κι έτσι ο άνεμος περνούσε από

πάνω του χωρίς να το πειράξει

Κι όταν η καταιγίδα σταμάτησε κι ο άνεμος

έπαψε να φυσάει

η ελιά απόμεινε πεσμένη στο χώμα και το

καλάμι σηκώθηκε

πάλι όρθιο και λυγερό όπως και πριν

Βλέπετε το καλάμι ήξερε να υποχωρεί εκεί που

ένιωθε ότι δεν είχε δύναμη νrsquo αντισταθεί ενώ

η ελιά πλήρωσε με τη ζωή της την

υπερηφάνειά της

Ο Μανωλιός και η γέρικη ελιά

Μια φορά και έναν καιρό όταν ο ζεστός άνεμος

φυσούσε και τα δέντρα λυπημένα έγερναν τα

κουρασμένα φυλλώματά τους ένα παλικάρι

που τον έλεγαν Μανωλιό πήγαινε τα πότιζε

και τους έκανε συντροφιά Τrsquo άλλα παλικάρια

του χωριού ζήλευαν τις χάρες και την καρδιά

του Μανωλιού Ψιθύριζαν λόγια άσχημα

μεταξύ τους δίχως να καταλαβαίνουν ότι αυτό

που έκαναν δεν ήταν σωστό

Μια μέρα κάθισαν κάτω από τον ίσκιο μιας

γέρικης ελιάς για να ξαποστάσουν Ξαφνικά

άκουσαν ένα θρόισμα γύρισαν τα κεφαλάκια

τους και από το κέντρο του κορμού της ελιάς

είδανε ένα χαμογελαστό πρόσωπο που με

ανθρώπινη μιλιά τους είπε

Αυτό το δέντρο που στον ίσκιο του ήρθατε να ξεκουραστείτε ξέρετε ποιος το ποτίζει

Όχι απάντησαν εκείνοι

Ο Μανωλιός που κοροϊδεύετε αποκρίθηκε το δέντρο

Εκείνοι ντροπιασμένοι έφυγαν με σκυμμένο το κεφάλι Στο δρόμο συνάντησαν τον Μανωλιό

Καλημέρα είπαν με μία φωνή Σήμερα θα έρθουμε μαζί σου να σε βοηθήσουμε να ποτίσεις τα δέντρα

Έτσι κι έγινε Από τότε έγιναν φίλοι Κάθε

απόγευμα πότιζαν τα δέντρα κι ύστερα κάτω

από τα φυλλώματα της γέρικης ελιάς άρχιζαν

το τραγούδι που μιλούσε για χώρες

παράξενε για ζούγκλες με πολύχρωμους

παπαγάλους για ινδιάνους με κιτρινοκόκκινα

φτερά στα καπέλα τους και ιδιαίτερα

τραγουδούσαν για την συμπόνια και την

ευαίσθητη καρδιά των ανθρώπων

Μια μέρα που ο ήλιος γίνηκε πορφυρός και

κρύφτηκε πίσω από τα βουνά ο Μανωλιός

πήγε μόνος του πότισε την γέρικη ελιά

ξάπλωσε και τον πήρε ένας βαθύς ύπνος Τότε

είδε πως μέσα στην κουφάλα της γέρικης ελιάς

είχανε στήσει ένα πανέμορφο παλάτι γεμάτο

κόσμο που χόρευε και γλένταγε

Θα πάω κι εγώ είπε δειλά δειλά ο Μανωλιός

bull Όσο προχωρούσε τόσο τα φώτα

μεγάλωναν ώσπου έφτασε στο κέντρο Εκεί

ένας βασιλιάς καθόταν σrsquoένα χρυσαφένιο

θρόνο Πίσω του στεκόταν μια Σφίγγα

άγαλμα Πήρε ανθρώπινη μιλιά αρχίζοντας να

λέει καλωσορίσματα στον Μανωλιό Εκείνος

χαμογελαστός χαιρέτησεμα τι να δει Σrsquoέναν

καθρέπτη που βρέθηκε μπροστά του ο

Μανωλιός ήταν ντυμένος πρίγκιπας

bull Πω πω Τι όμορφος που είμαι Αναφώνησε

Ξαφνικά υπηρέτες έστρωσαν ένα κόκκινο

χαλί για να περάσει ο Μανωλιός και αυτοί

αριστερά και δεξιά τον προσκυνούσαν Όταν

πέρασε τον διάδρομο με το κόκκινο χαλί

στάθηκε στον βασιλιά που του είπε

Καλόκαρδο και πονόψυχο παλικάρι Εσύ πότιζες

το δέντρο κι έτσι μπόρεσε το παλάτι μου να

βρίσκεται εδώ με όλους τους ανθρώπους

μου διαφορετικά αν το άφηνες να ξεραθεί από

το ζεστό άνεμο τώρα δεν θα

υπήρχαμε Γιrsquoαυτό αξίζεις να γίνεις γιος μου

να παντρευτείς την Βασιλοπούλα και με

δικαιοσύνη αγάπη και φρόνηση να γίνεις εσύ

ο καινούριος Βασιλιάς λύνοντας έτσι τα μάγια

της κακιάς νεράιδας που μας είχε

καταδικασμένους

Έτσι κι έγινε Ο Μανωλιός έγινε βασιλιάς με

τιμές και δόξες διότι ήξερε την γλώσσα της

καρδιάς που πάντα μας διδάσκει πόσο καλό

είναι να είσαι άνθρωπος Από τότε ο

Μανωλιός έμεινε στο παλάτι και κανείς ακόμα

δεν ξέρει τι ταξίδι ακολούθησε στον χρόνο του

ύπνου του άφησε όμως πίσω του τον

πραγματικό θησαυρό της καλοσύνης και της

αγάπης

ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Ο μαγικός ελαιώνας

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα παιδάκι που

το έλεγαν Λευτέρη Κάθε χρόνο το καλοκαίρι

μόλις έκλειναν τα σχολεία πήγαινε διακοπές

στο σπίτι της γιαγιάς του

Ένα καλοκαίρι έζησε μια σπουδαία περιπέτεια

Μια μέρα που η γιαγιά του είχε πάει για ψώνια

στην κοντινή πόλη ο Λευτέρης αποφάσισε να

εξερευνήσει τη σοφίτα του σπιτιού

Ανέβηκε προσεκτικά τη στριφογυριστή ξύλινη

σκάλα και στάθηκε αναποφάσιστος μπροστά

στην κλειστή πόρτα Πήρε μια βαθιά ανάσα

και την έσπρωξε δυνατά Πόσο σκοτεινά ήταν ό-

λα εκεί μέσα Ο Λευτέρης σκόνταψε σ΄ ένα πα-

λιό μπαούλο

Το άνοιξε γεμάτος περιέργεια Και τι δε βρήκε

Ολόκληρο θησαυρό Παλιά βιβλία του παππού

φορέματα της γιαγιάς παιχνίδια της μητέρας

του όταν ήταν παιδί Κάτω κάτω ήταν

τσαλακωμένο ένα κιτρινισμένο χαρτί Το

ξετύλιξε βιαστικά και τι να δει Ένας παλιός

χάρτης με σχεδιάγραμμα Αμέσως τον άρπαξε

κι άρχισε το ταξίδι του

Περπάτησε ώρες πολλές Πέρασε την πεδιάδα

με τα κίτρινα στάχυα το γεφυράκι του μικρού

ποταμού ώσπου έφτασε στο τέλος σε έναν

κάμπο γεμάτο ελιές

Διάλεξε την πιο μεγάλη ελιά και κάθισε να

ξεκουραστεί ακουμπώντας στο γέρικο κορμό

της

Ξαφνικά άκουσε μια απαλή φωνή Έμοιαζε

με της γιαγιάς του Κοίταξε γύρω του μα δεν

είδε κανέναν Η φωνή συνέχισε να του μιλάει

τρυφερά Ο Λευτέρης γεμάτος περιέργεια

άρχισε να παρατηρεί προσεχτικά το γέρικο

κορμό τα πελώρια κλαδιά και τ΄ ασημένια

φύλλα της ελιάς Τότε κατάλαβε ποιος του

μιλούσε Έκπληκτος άγγιξε απαλά το υπέροχο

αυτό δέντρο και μοιράστηκε μαζί του όλα του

τα μυστικά

Από εκείνη την ημέρα ο Λευτέρης πήγαινε

καθημερινά στο μαγικό αυτό ελαιώνα

Καθόταν ώρες στη σκιά της αγαπημένης του

ελιάς κι άκουγε τις πιο ωραίες ιστορίες

Ο καιρός πέρασε γρήγορα κι ήρθε η μέρα που

έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι του Έτρεξε στο

μαγικό ελαιώνα κι αγκάλιασε κλαίγοντας το

αγαπημένο του δέντρο Η ελιά έγειρε τα

κλαδιά της και χάιδεψε τα μαλλιά του laquo Μη

στενοχωριέσαιraquo του ψιθύρισε laquo Κόψε ένα

κλαράκι μου και πάρ΄ το μαζί σου Φύτεψέ το

στην αυλή του σπιτιού σου κι εγώ θα είμαι

πάντα κοντά σουraquo

Έτσι κι έγινε Ένα καινούριο ολόδροσο

δεντράκι φύτρωσε στον κήπο του Λευτέρη Κι

από τότε δεν χώρισαν ποτέ

Οι μαγικοί σπόροι

Μια φορά κι έναν καιρό σ΄ ένα μακρινό

χωριουδάκι ζούσε με τη γιαγιά του ένα μικρό

κορίτσι που το έλεγαν Ελπίδα Το σπιτάκι τους

ήταν πολύ φτωχικό Δύσκολα τα έβγαζαν πέρα

Ο περασμένος χειμώνας ήταν πολύ βαρύς

Τα πρώτα χιόνια έπεσαν νωρίς κι ο κρύος

βοριάς σφύριζε μανιασμένα Κάθε πρωί η

γιαγιά με την εγγονή της πήγαιναν στο δάσος

και μάζευαν φρούτα και ξύλα για να

ζεσταθούν

Μια μέρα ο άνεμος φυσούσε άγρια κι ο ήλιος

είχε κρυφτεί πίσω από τα βαριά μαύρα

σύννεφα Η Ελπίδα άφησε τη γιαγιά της στο

κρύο σπιτάκι τους τυλίχτηκε σφιχτά με το

σάλι της και ξεκίνησε για το δάσος Τα πόδια

και τα χέρια της είχαν παγώσει Τα μαλλιά και

τα ρούχα της είχαν βραχεί από την ξαφνική

μπόρα Και το σπουδαιότερο δεν μπορούσε να

γυρίσει πίσω γιατί δεν είχε μαζέψει ακόμη

τίποτα Αποφάσισε τότε να μπει για λίγο σε

μια σπηλιά που βρήκε στο δρόμο της και να

περιμένει

Έτρεμε από το κρύο και

από το φόβο της Είχε αρ

χίσει να νυχτώνει και η

γιαγιά της σίγουρα θα

ανησυχούσε Ξαφνικά

ένα απόκοσμο φως γέμι

σε τη σπηλιά και μια πα

νέμορφη νεράιδα πα

ρουσιάστηκε μπροστά

της

Της χαμογέλασε γλυκά και της χάιδεψε απαλά τα μαλλιά Κρατούσε ένα μικρό σακουλάκι που το άφησε προσεκτικά στα χέρια της Ελπίδας laquoΌταν πας σπίτι σου να το ανοίξεις και να κάνεις ότι ακριβώς σου πει η γιαγιά σου Αυτή ξέρειraquo της είπε τρυφερά και χάθηκε στο σκοτάδι της σπηλιάς Το κορίτσι κρατώντας το γερά έτρεξε χαρούμενο στο φτωχικό του σπιτάκι Τα μάτια του έλαμπαν από ενθουσιασμό καθώς έδειχνε στη γιαγιά του το δώρο της νεράιδας

Η γιαγιά ψηλάφησε τους μεγάλους γυαλιστερούς σπόρους τους έβαλε στη χούφτα της Ελπίδας και της είπε να τους φυτέψει στην αυλή Έτσι ακριβώς έκανε το μικρό κορίτσι Τους έχωσε βαθιά στο έδαφος και τους σκέπασε με φρέσκο χώμα Την άνοιξη οι σπόροι φύτρωσαν και γρήγορα έγιναν μεγάλα δέντρα με υπέροχο σταχτοπράσινο φύλλωμα Ήταν φουντωτές ελιές που αγκάλιασαν το μικρό σπιτάκι Ήρθε το φθινόπωρο και τα κλαδιά τους γέμισαν ευλογημένο καρπό

Από τότε η Ελπίδα κι η γιαγιά της έζησαν

ευτυχισμένες βοηθώντας κάθε κουρασμένο

περαστικό

Η αξία της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό σrsquo ένα μακρινό

χωριό όλοι οι άνθρωποι ζούσαν ευτυχισμένοι

Είχαν πολλά κτήματα εκτιμήσει πλούσια

γεμάτα ελιές Ποτέ όμως δεν είχαν σωστά την

αξία τους

Κάποια μέρα καθώς έπαιζαν δυο παιδιά η

Μαρία και ο Νίκος εμφανίστηκε μπροστά

τους ένας άγνωστος άντρας Τους μίλησε για

τα ελαιόδεντρα και τη χρησιμότητά τους Τους

είπε πως πρέπει να τα φροντίζουν και να τα

αγαπούν

Μετά από αρκετές ημέρες έγινε κάτι φοβερό

Στο χωριό έπεσε μεγάλη κατάρα Όλα τα χωράφια με τα ελαιόδεντρα καταστράφηκαν

Η Μαρία και ο Νίκος αμέσως κατάλαβαν πως έπρεπε να πάνε να βρουν τον μυστήριο αυτό άντρα που τους είχε επισκεφτεί

Τους είχε πει πως ζούσε στο δάσος Αυτό όμως δεν ήταν και τόσοhellip συνηθισμένο δάσος Έλεγαν πως στις κουφάλες των δέντρων ζούσαν φαντάσματα και πως το μέγεθος των ζώων ήταν υπερφυσικό

Φοβόντουσαν πάρα πολύ Περπάτησαν

ατελείωτες ώρες στη σκιά των πελώριων

δέντρων Με τη βοήθεια ενός λιονταριού

κατάφεραν να βρουν τον πύργο του άντρα που

έψαχναν

Χτύπησαν την πόρτα

αλλά κανείς δεν τους

άνοιξε Αποφάσισαν

να περιμένουν Δεν

κατάλαβαν πόσος

χρόνος πέρασε καιhellip

η πόρτα άνοιξε μόνη

της

Τα παιδιά μπήκαν γεμάτα περιέργεια στον

πύργο Ανέβηκαν διστακτικά την παλιά

στριφογυριστή σκάλα που τα οδήγησε σrsquo έ-

να επιβλητικό δωμάτιο Εκεί εργαζόταν ο

μυστηριώδης άντρας που είχαν γνωρίσει

Αμέσως κατάλαβαν πως ήταν μάγος Τους

αποκάλυψε αμέσως το όνομά του τον έλεγαν

Άλφρεντ Άρχισαν λοιπόν να του μιλούν για

το πρόβλημά τους Ο μάγος τα άκουσε προσε-

κτικά και τους είπε τι πρέπει να κάνουν

Έπρεπε να περάσουν τρεις δοκιμασίες Μόνο

έτσι θα έφευγε η κατάρα

Στο χωριό όλοι οι κάτοικοι περνούσαν δύσκο-

λα Από πλούσιοι είχαν γίνει φτωχοί και χωρίς

την ελιά και το λάδι της δεν μπορούσαν να ζή-

σουν Κατάλαβαν έτσι την αξία της αλλά ήταν

πλέον αργά Ή μάλλον σχεδόν αργά

Όταν τα παιδιά επέστρεψαν διηγήθηκαν σε

όλους όλα όσα τους συνέβησαν Τους είπαν για

το μάγο και τις τρεις δοκιμασίες που έπρεπε να

περάσουν Το πρόβλημα όμως ήταν πως δεν

τους είχε πει ποιες ήταν αυτές οι δοκιμασίες

ποιοι θα τις περνούσαν και πότε

Οι μέρες περνούσαν

αργά και βασανιστικά

μετά από δυο μήνες στο

χωριό εμφανίστηκε ένα

μικρό κορίτσι Χτύπησε

την πόρτα ενός σπιτιού

και ζήτησε λίγο φαγητό

Η οικογένεια όμως Το έ-

διωξε Το κορίτσι ήταν

Ο μάγος Άλφρεντ μεταμορ-

φωμένος Αυτή ήταν η πρώ-

τη δοκιμασία που δυστυχώς

όμως απέτυχαν

Αφού πέρασε μια εβδομάδα περίπου ένα μι-

κρό άγνωστο αγόρι εμφανίστηκε σε μια ομάδα

παιδιών και τους ζήτησε να παίξει μαζί τους Η

Μαρία και ο Νίκος όχι μόνο το δέχτηκαν αλλά

το άφησαν να διαλέξει το παιχνίδι που θα έπαι-

ζαν

_ Εσύ Νίκο θα είσαι ο αγρότης Εγώ θα είμαι η

ελιά και Μαρία θα είναι οι καρποί μου είπε το

αγόρι

Τα παιδιά συμφώνησαν κι άρχισαν όλα μαζί να

παίζουν Ο μάγος τότε παρατήρησε τον τρόπο

που ο Νίκος περιποιόταν την ελιά και πόσο χαι-

ρόταν όταν μάζευε τους καρπούς της Αυτή ήταν

η δεύτερη δοκιμασία και τα παιδιά την πέρασαν

με επιτυχία

Πέρασε αρκετός καιρός ώσπου έφτασε η ώρα

για την τρίτη δοκιμασία Μια μέρα ήρθε στο χω-

ριό ένας πλανόδιος έμπορος Πουλούσε από σπό-

ρους μέχρι και μαγικά αντικείμενα Οι τιμές όμως

ήταν πολύ υψηλές Ο Νίκος με τον πατέρα του ζή-

τησαν να δουν τους σπόρους που είχε

_Έχω σπόρους συκιάς πορτοκαλιάς μηλιάς και

τον τελευταίο σπόρο ελιάς είπε ο άντρας

_Τον τελευταίο Ρώτησε ο Νίκος

_ Ναι Τον τελευταίο

_Δεν υπάρχει άλλος

_Όχι

_Ούτε ένας

_Τίποτα

_Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Ναι Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Είστε σίγουρος για αυτό

_Απολύτως

Ο Νίκος δεν πίστευε στ΄ αυτιά τουΤότε ζήτη-

σε αμέσως απόν τον πατέρα του να αγοράσει τον

τελευταίο σπόρο ελιάς σ΄ ολόκληρη τη γη Η τι-

μή του όμως ήταν πολύ πάρα πολύ υψηλή Εκα-

τό χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Γιε μου δεν έχουμε τόσα χρήματα Μπορούμε

όμως να πουλήσουμε τα τέσσερα κτήματά μας

_Ναι να τα δώσουμε Θα μας μείνει η αυλή του

σπιτιού Εκεί θα φυτέψουμε τον πολύτιμο σπόρο

Τότε εμφανίστηκε ο μάγος Άλφρεντ

_Δίνω διακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα είπε

ο μάγος

_Άλφρεντ δεν είναι τίμιο είπε ο Νίκος

Προλάβαμε

εμείς να αγοράσουμε αυτόν το σπόρο

_Δίνω τριακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Τότε εγώ θα δώσω και το σπίτι μου είπε ο πα-

τέρας του Νίκου

_Ναι αλλά hellip αυτά είναι λιγότερα από τα χρή-

ματα που μου δίνει ο μάγος είπε ο έμπορος

_Τότε και εγώ θα δώσω όσα χρήματα έχω στον

κουμπαρά μου είπε η Μαρία

_Κι εγώ φώναξε ο Βασίλης

_Εγώ θα δώσω το μοναδικό κτήμα που έχω είπε

ο κύριος Βαγγέλης

_Και εγώ φώναξε η κυρία Βαρβάρα

_Ναι Και εμείς θα δώσουμε ότι έχουμε στους

κουμπαράδες μας φώναξαν δυνατά όλα τα

παιδιά που ήταν μαζεμένα στην πλατεία του

χωριού

Όλοι άρχισαν να δίνουν χρήματα σπίτια

έπιπλα χωράφια και μαγαζιά μέχρι που κέρδι-

σαν το μάγο Άλφρεντ και αγόρασαν το σπόρο

της ελιάς Από τη στιγμή που τον φύτεψαν το

πρόσεχαν πάρα πολύ

Μετά από χρόνια όταν οι χωρικοί μάζεψαν

τους καρπούς αυτής της ελιάς διαπίστωσαν ότι

είχε το πιο νόστιμο λάδι Τότε ο μάγος

πείστηκε πως όλοι είχαν καταλάβει την αξία

της και γέμισε ξανά όλα τα χωράφια τους με

ελαιόδεντρα

ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α

Κουκάκη Κατερίνα

Μπογκντάνι Γκισέλα

Καρυώτης Γιώργος

Αθανασόπουλος Στέφανος

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 8: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

ΑΡΧΑΙΑ ΧΡΥΣΑ ΣΤΕΦΑΝΙΑ

ΑΡΧΑΙΑ ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ

ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΕΠΟΧΗ

ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΑ

ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ

Η ΕΛΙΑ

ΣΤΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

ΟΙ ΔΙΚΕΣ ΜΑΣ ΖΩΓΡΑΦΙΕΣ

Η ΕΛΙΑ

ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Η ελιά Κωστής ΠαλαμάςEίμαι του ήλιου η θυγατέρα

H πιο απrsquo όλες χαϊδευτή

Xρόνια η αγάπη του πατέρα

Σrsquo αυτόν τον κόσμο με κρατεί

Όσο να πέσω νεκρωμένη

Aυτόν το μάτι μου ζητεί

Eίμrsquo η ελιά η τιμημένη

Δεν είμrsquo ολόξανθη μοσχάτη

Tριανταφυλλιά ή κιτριά

Θαμπώνω της ψυχής το μάτι

Για τrsquo άλλα μάτια είμαι γριά

Δε μrsquo έχει αηδόνι ερωμένη

Mrsquo αγάπησε μία θεά

Eίμrsquo η ελιά η τιμημένη

Όπου κι αν λάχω κατοικία

Δε μrsquo απολείπουν οι καρποί

Ώς τα βαθιά μου γηρατεία

Δε βρίσκω στη δουλειά ντροπή

Μrsquo έχει ο Θεός ευλογημένη

Kι είμαι γεμάτη προκοπή

Eίμrsquo η ελιά η τιμημένη

Φρίκη ερημιά νερά και σκότη

Tη γη εθάψαν μια φορά

Πράσινη αυγή με φέρνει πρώτη

Στο Nώε η περιστερά

Όλης της γης είχα γραμμένη

Tην εμορφιά και τη χαρά

Eίμrsquo η ελιά η τιμημένη

Εδώ στον ίσκιο μου από κάτου

Ήρθrsquo ο Χριστός νrsquo αναπαυθεί

Kι ακούστηκε η γλυκιά λαλιά του

Λίγο προτού να σταυρωθεί

Το δάκρυ του δροσιά αγιασμένη

Έχει στη ρίζα μου χυθεί

Eίμrsquo η ελιά η τιμημένη

Αποσπάσματα από ποιήματα του

Ιωάννη Πολέμη

Ευλογημένο να lsquoναι ελιά το χώμα που σε τρέφει

κι ευλογημένος ο καρπός που πίνεις απrsquo τα νέφη

κι ευλογημένος τρεις φορές Αυτός που σrsquo έχει

στείλει

για το λυχνάρι του φτωχού για τrsquo άγιου το

καντήλι

Πατρίδα τα λιοτρίβια σου

δουλεύουν νύχτα μέρα

με του λαδιού τη μυρωδιά

γεμίζουν τον αέρα

Κι είνrsquo οι ελιές Πατρίδα μου

ακούραστες γριούλες

Με τον καρπό τους τρέφουνε

παιδάκια και μανούλες

Κι είνrsquo οι ελιές Πατρίδα μου

Δέντρα ευλογημένα

που στέκονται στον άνεμο

με τα κλαδιά απλωμένα

Γλυκόφυλλη η ελιά τον ίσκιο διπλώνει

το φουντωμένο κλήμα πού και πού

το ψηλαφούν οι χαμηλοί της κλώνοι

γερμένοι από το βάρος του καρπού

Αντίκρυ σκοτεινό το ερημοκλήσι

με πόθο και μrsquo αγάπη τη θεωρεί

γιατί το καντηλάκι που lsquoχει σβήσει

το φως απrsquo τον καρπό της λαχταρεί

Η ελιά Λορέντζος Μαβίλης

Στὴν κουφάλα σου ἐφώλιασε μελίσσιγέρικη ἐλιά ποὺ γέρνεις μὲ τὴ λίγηπρασινάδα ποὺ ἀκόμα σὲ τυλίγεισὰ νἄθελε νὰ σὲ νεκροστολίσει

Καὶ τὸ κάθε πουλάκι στὸ μεθύσιτῆς ἀγάπης πιπίζοντας ἀνοίγειστὸ κλαρί σου ἐρωτάρικο κυνήγιστὸ κλαρί σου ποὺ δὲ θὰ ξανανθίσει

Ὢ πόσο στὴ θανὴ θὰ σὲ γλυκάνουνμὲ τὴ μαγευτικὴ βοὴ ποὺ κάνουνὁλοζώντανης νιότης ὀμορφάδες

ποὺ σὰ θύμησες μέσα σου πληθαίνουνὢ νὰ μποροῦσαν ἔτσι νὰ πεθαίνουνκαὶ ἄλλες ψυχὲς τῆς ψυχῆς σου ἀδερφάδες

Η ελιά Πέτρος Λυγίζος

Γύρω απrsquo τον κορμό αυτόν

στροβιλίζεται ο χρόνος

Στην ελιά της μνήμης και της προσδοκίας

ακουμπώ ένα δάκρυ στο ακριανό φύλλο

Θυμάσαι όταν ανεβαίναμε στο καρτερικό κορμί της

Όταν το βήμα της νιότης μας

λοξοδρομούσε στο όνειρο

Γύρω απrsquo τον κορμό αυτόν

παίζουν ακόμη οι φίλοι μου

Στην ελιά της ζωής και της νοσταλγίας

Ψάχνω τον Αδριανό και τον Κώστα

κι εσένα

όταν σε πήρε το πρώτο χάδι μου

όταν κρύφτηκες χαμογελώντας

πίσω απrsquo τις χρυσοπράσινες φυλλωσιές

Τώρα τόσα χρόνια μετά

πηγαίνω τα δειλινά για προσκύνημα

στον ίσκιο της απαγκιάζουν οι φόβοι μου

στη μαγική σπηλιά της

τρυπώνει μυστικά το παιδικό μου όνειρο

κι εσύ πάνω στα αιωρούμενα φύλλα

σαν ιπτάμενο ξωτικό

χορεύεις ταξιδεύοντας

απrsquo το παρελθόν μέχρι το άπειροhellip

Αποσπάσματα από ποιήματα του

Οδυσσέα Ελύτη

Ε σεις στεριές και θάλασσες

τrsquo αμπέλια κι οι χρυσές ελιές

ακούστε τα χαμπέρια μου

μέσα στα μεσημέρια μου

Σrsquo όλους τους τόπους κι αν γυρνώ

μόνον ετούτο αγαπώ

Λοιπόν ευρέθηκε ο χρυσός

της λιόριζας

να έχει σταλάξει στα φύλλα

της καρδιάς του

Κι από τις τόσες φορές όπου

ξαγρύπνησε

σιμά στο κηροπήγιο

καρτερώντας

τα χαράματα μια πυράδα

παράξενη

του είχε αρπάξει τα σωθικά

Οι φωνές των πουλιών που

είχε σrsquo ώρες

μεγάλης μοναξιάς

αποστηθίσει

φαίνεται να ξεχύθηκαν όλες

μαζί

τόσο που δεν εστάθη βολετό

να προχωρήσει

σε μεγάλο βάθος το μαχαίρι

Μάλλον η πρόθεση άρκεσε

για το Κακό

Που ταrsquo αντίκρισε ndash είναι

φανερό ndash στη στάση

την τρομαχτική του αθώου

Ανοιχτά περήφανα τα μάτια

του κι όλο το

δάσος να σαλεύει ακόμη στον

ακηλίδωτον

αμφιβληστροειδή

Στον εγκέφαλο τίποτε πάρεξ

μια ηχώ

ουρανού καταστραμμένη

Έζησα τrsquo όνομα το αγαπημένο

στον ίσκιο της γιαγιάς ελιάς

στον ρόχθο της ισόβιας θάλασσας

Χάραξα τrsquo όνομα το αγαπημένο

στον ίσκιο της γιαγιάς ελιάς

στον ρόχθο της ισόβιας θάλασσας

Ω λινό καλοκαίρι συνετό

φθινόπωρο

χειμώνα ελάχιστε

η ζωή καταβάλλει τον οβολό

του φύλλου της ελιάς

και στη νύχτα μέσα των αφρόνων

μrsquo ένα μικρό τριζόνι

κατακυρώνει πάλι το νόμιμο

του Ανέλπιστου

Αποσπάσματα από ποιήματα του

Γιάννη Ρίτσου

Ετούτου το τοπίο είναι σκληρό

σαν τη σιωπή

σφίγγει στον κόρφο του

τα πυρωμένα του λιθάρια

σφίγγει στο φως

τις ορφανές ελιές του

και τrsquo αμπέλια του

σφίγγει τα δόντια

Ποιος θα σταθεί

στον ίσκιο της ελιάς

παρέα με το τζιτζίκι

μη σωπάσει το τζιτζίκι

τώρα που ο ασβέστης

του μεσημεριού

βάφει τη μάντρα

ολόγυρα του ορίζοντα

σβήνοντας τα μεγάλα

αντρίκια ονόματά τους

ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ

bullΗ ελιά κρασί δε βγάζει

bullΠέρασε της ελιάς τα φαρμάκια

bullΤου χάρισαν της ελιάς το μέσα και του αβγού το

απrsquo έξω

bullΛάδι βρέχει κάστανα χιονίζει

bullΚλήμα του χεριού σου κι ελιές απrsquo τον παππού

σου

bullΗ ελιά είναι κυρά κι όποτε θέλει κάνει

bullΞεφόρτωσέ την την ελιά να σε φορτώσει λάδι

bullΒάλε ελιά για το παιδί σου και συκιά για τη ζωή

σου

bullΑπrsquo τον θέρο ως τις ελιές δεν απολείπουν οι

δουλειές

bullΈχουμε ελιές και ελήδια έχουμε κι αγρηλίδια

bullΤου έβγαλε το λάδι

bullΜη ρίχνεις λάδι στη φωτιά

bull Αν δε σφίξεις την ελιά δε βγάζει λάδι

bull Άκουσες λάδι τρέχα άκουσες στεφάνι φεύγα

bull Όποιος έχει σιτάρι κρασί και λάδι στο πιθάρι

έχει του κόσμου τα καλά και του θεού τη χάρη

bull Ξεφόρτωσέ τη την ελιά να σε φορτώσει λάδι

bull Δεν τρώγεται ούτε με το λάδι ούτε με το ξύδι

bull Η αλήθεια πλέει σαν το λάδι στο νερό

bull Κάθε σταλαματιά νερό τ Απρίλη είναι ένα

βαρέλι λάδι

ΑΙΝΙΓΜΑΤΑ

Από κλαδάκι κρέμεται

Στην αγορά πουλιέται

Το εξωτερικό της τρώγεται

Το μέσα της πετιέται

Τι είναι Η ελιά

Μάνα και θυγατέρα

έχουν το ίδιο όνομα

Μάντεψε ποιο όνομα έχουν κι οι δυο

Ελιά

Κι όταν έρθει ο Οκτώβρης

ωριμάζω πιο πολύ

πρασινίζω και μαυρίζω

και γεμίζω το σακί

Τι είμαι Η ελιά

Δεν πεθαίνει κι αν περάσουν

Χρόνια εκατό και χίλια

Μας χορταίνει μας φροντίζει

Μας ανάβει τα καντήλια

Τι είναι

Η ελιά

Στα δέντρα πάνω κρέμεται

Στις εκκλησιές κοιμάται

Και τα χρυσά της κόκαλα

Μες στη φωτιά τα βάζω

Τι είναι

Η ελιά

Πράσινα είνrsquo τα νιάτα μου

μαύρα τα γερατειά μου

χαροποιά η θλίψη μου

θροφή τα δάκρυά μου

Τί είναι

Η ελιά

ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Το παραμύθι της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σε μια φτωχογειτονιά

ένα φτωχό μα πολύ καλόκαρδο κορίτσι που το έλεγαν

Ελιά

Κάθε μέρα η Ελιά γύριζε τη γειτονιά της έβλεπε τον

κόσμο να ζει φτωχός και δυστυχισμένος και γύριζε

στο σπίτι της πολύ στενοχωρημένη

Κάτι πρέπει να κάνω να τους βοηθήσω σκεφτόταν Κι

από την άλλη μέρα κιόλας άρχισε Βγήκε στη

γειτονιά κράτησε τα παιδιά της γειτόνισσας για να

πάει να δουλέψει και να μπορεί να φέρει στα παιδιά

της λίγο φαΐ

Μια άλλη μέρα πήγε στη γριούλα που ήταν άρρωστη της μαγείρεψε της σκούπισε το σπίτι την έπλυνε την ταΐσε Την άλλη μέρα πάλι έβγαλε τον παράλυτο γέρο με το καρότσι του βόλτα για να πάρει αέρα και ήλιο

Τα βράδια γύριζε κατάκοπη μα ευχαριστημένη που είχε καταφέρει να δώσει λίγη χαρά στους φτωχούς ανθρώπους

Οι μέρες περνούσαν κι η Ελιά όλο δούλευε όσο αδυνάτιζε Μα έβλεπε πως ότι κι αν έκανε ο κόσμος ήταν πάντα φτωχός και δυστυχισμένοςΑυτό τη στενοχωρούσε πάρα πολύ κι έτσι στενοχωρημένη κάθισε στην αυλή του σπιτιού της και συλλογιζόταν

- Τι να κάνω τι να κάνω Δεν μπορώ να βλέπω τόση δυστυχία Το σπουργίτι που την είδε τόσο στενοχωρημένη - και που την αγαπούσε γιατί κάθε μέρα του έριχνε σπόρους και ψίχουλα - δεν άντεξε και πέταξε βαθιά στο δάσος

Εκεί βρήκε την καλή νεράιδα και της είπε- Τρέξε καλή νεράιδα η Ελιά είναι πολύ στενοχωρημένη χλωμή κι αδύνατη

Η καλή νεράιδα ανήσυχη έτρεξε στην αυλή της Ελιάς και τη ρώτησε- Τι έχεις Ελιά μου κι είσαι τόσο λυπημένη- Αχ καλή μου νεράιδα Δεν μπορώ να βλέπω τόση φτώχεια και δυστυχία γύρω μου- Και τι θέλεις δηλαδή- θέλω να τους γίνω χρήσιμη θέλω να τους προσφέρω κάτι πολύτιμο που να τους δώσει ζωή και χαρά

-Το θέλεις αλήθεια τόσο πολύ

- Και βέβαια το θέλω δε βλέπεις πως έλιωσα

από τη στενοχώρια μου

- Τότε σταμάτησε να στενοχωριέσαι θα σε κάνω

αυτό που θέλεις Και τσουπ την άγγιξε με το

ραβδάκι της κι αμέσως η Ελιά έγινε ένα

μεγάλο δέντρο που έβγαλε φύλλα

λουλουδάκια άσπρα που έγιναν ελιές

πράσινες μωβ μαύρες

Έπεσαν στη γη τα κουκούτσια φύτρωσαν

έγιναν δεντράκια και σχημάτισαν ένα μεγάλο

ελαιώνα

Ήρθαν οι γείτονες μάζεψαν τις ελιές έβγαλαν

λάδι έφαγαν χόρτασαν ρόδισαν τα μαγουλά

τους ζωήρεψαν κι άρχισαν να χαμογελούν και

να ζουν ευτυχισμένοι

Για να ευχαριστήσουν την ελιά και να της

δείξουν την αγάπη τους πήραν το λάδι τους

το έβαλαν στο καντήλι για να θυμίζουν στην

Παναγιά και στο Χριστό την καλοσύνη της

ελιάς και την αγάπη της για τον κόσμο

Κι η Παναγιά με τη σειρά της την ευλόγησε Κι

ο Χριστός κάτω απ την ελιά ήρθε και

ξεκουράστηκε

Κι εκείνη καμάρωνε ευχαριστημένη στη μέση

στον ελαιώνα και φρόντιζε όταν έρχονται οι

άνθρωποι να τη μαζέψουν να ναι γεμάτη

ελιές να χορταίνουν οι φτωχοί και να

φωτίζονται απ τις καντήλες όλες οι εκκλησιές

Η μικρή ελιά

Η μικρή ελιά για πρώτη φορά γέμισε καρπό

Ο γεωργός την αγαπούσε γιατί του θύμιζε την

πρώτη του αγάπη κοντούλα και στρουμπουλή

Της είχε φτιάξει ένα περιδέραιο με

ασπρισμένες πέτρες και συχνά καθόταν και

κουβέντιαζε μαζί της τα όνειρα και τις

αναμνήσεις του Η ελιά κάθε μέρα και πιο

όμορφη

Ένα πρωί του Νοέμβρη ο γεωργός άπλωσε πανιά

κι άρχισε να την ραβδίζει Πάνε οι ελιές πάνε

τα φύλλα πάει η ομορφιά

Η ελιά μέσα στα αναφιλητά της μονολογούσε

-Μ αγαπούσε και με χάλασε Πως εννοεί ο

άνθρωπος την αγάπη Έλεγε και ξανάλεγε

Τότε ακούει μια μαργαρίτα να της λέει

-Άκουσε να σου πω Ο άνθρωπος δεν ξέρει την

αγάπη

Μην τον παρεξηγείς Κοίταξε εμένα που μια

ζωή με μαδάει για να μάθειhellip

Το καλάμι κι η ελιά

Μια φορά δίπλα σε μια ελιά είχε φυτρώσει ένα καλάμιΗ ελιά ήταν ένα μεγάλο και δυνατό δέντρο με πολλά κλαδιά πουκρατούσαν τα φύλλα τους όλη τη χρονιά και κάθε δυο χρόνιαέγερναν από το βάρος του καρπού

Το καλάμι πάλι ήτανε ψηλόλιγνο με καταπράσινα στενόμακρα φύλλα με ωραιότατα παράξενα λουλούδια που έμοιαζαν με τσαμπιά κι είχανε το σχήμα του αδραχτιού

Η ελιά καυχιόταν ολοένα

-Τι είσαι συ μπροστά μου έλεγε στο καλάμιΕγώ είμαι ένα δέντρο μεγάλο δυνατό ευλογημένο Οι άνθρωποι με λατρεύουνγιατί τους δίνω τις ελιές και το λάδι μου τους δίνω ξερόκλαδα για να ζεσταίνονταιτους δίνω ξύλα για να φτιάχνουν ακριβά έπιπλα Είμαι μεγάλη ψηλή γερήκαι συ είσαι ένα αδύναμο πραγματάκι που λυγίζεις μπροστά σrsquo όλους τους ανέμους και τους προσκυνάς Δεν μπορώ να καταλάβω πώς έχεις την τόλμη να φυτρώνεις πλάι μου

Το καημένο το καλάμι

που ήταν από φυσικού

του ντροπαλό ταrsquo

άκουγε όλα αυτά και

δεν έλεγε τίποτα κι

ούτε και θύμωνε γιατί

αυτό δεν είχε να

καυχηθεί για τίποτα

Ήρθε ένας χειμώνας όμως βαρύς κι άρχισε να

φυσάει ένας αέρας δαιμονισμένος

που χτυπούσε με μανία την ελιά ώσπου στο

τέλος την ξερίζωσε

Το καλάμι με το πρώτο φύσημα του ανέμου

έγειρε λυγερό όπως ήτανε

προς το νερό κι έτσι ο άνεμος περνούσε από

πάνω του χωρίς να το πειράξει

Κι όταν η καταιγίδα σταμάτησε κι ο άνεμος

έπαψε να φυσάει

η ελιά απόμεινε πεσμένη στο χώμα και το

καλάμι σηκώθηκε

πάλι όρθιο και λυγερό όπως και πριν

Βλέπετε το καλάμι ήξερε να υποχωρεί εκεί που

ένιωθε ότι δεν είχε δύναμη νrsquo αντισταθεί ενώ

η ελιά πλήρωσε με τη ζωή της την

υπερηφάνειά της

Ο Μανωλιός και η γέρικη ελιά

Μια φορά και έναν καιρό όταν ο ζεστός άνεμος

φυσούσε και τα δέντρα λυπημένα έγερναν τα

κουρασμένα φυλλώματά τους ένα παλικάρι

που τον έλεγαν Μανωλιό πήγαινε τα πότιζε

και τους έκανε συντροφιά Τrsquo άλλα παλικάρια

του χωριού ζήλευαν τις χάρες και την καρδιά

του Μανωλιού Ψιθύριζαν λόγια άσχημα

μεταξύ τους δίχως να καταλαβαίνουν ότι αυτό

που έκαναν δεν ήταν σωστό

Μια μέρα κάθισαν κάτω από τον ίσκιο μιας

γέρικης ελιάς για να ξαποστάσουν Ξαφνικά

άκουσαν ένα θρόισμα γύρισαν τα κεφαλάκια

τους και από το κέντρο του κορμού της ελιάς

είδανε ένα χαμογελαστό πρόσωπο που με

ανθρώπινη μιλιά τους είπε

Αυτό το δέντρο που στον ίσκιο του ήρθατε να ξεκουραστείτε ξέρετε ποιος το ποτίζει

Όχι απάντησαν εκείνοι

Ο Μανωλιός που κοροϊδεύετε αποκρίθηκε το δέντρο

Εκείνοι ντροπιασμένοι έφυγαν με σκυμμένο το κεφάλι Στο δρόμο συνάντησαν τον Μανωλιό

Καλημέρα είπαν με μία φωνή Σήμερα θα έρθουμε μαζί σου να σε βοηθήσουμε να ποτίσεις τα δέντρα

Έτσι κι έγινε Από τότε έγιναν φίλοι Κάθε

απόγευμα πότιζαν τα δέντρα κι ύστερα κάτω

από τα φυλλώματα της γέρικης ελιάς άρχιζαν

το τραγούδι που μιλούσε για χώρες

παράξενε για ζούγκλες με πολύχρωμους

παπαγάλους για ινδιάνους με κιτρινοκόκκινα

φτερά στα καπέλα τους και ιδιαίτερα

τραγουδούσαν για την συμπόνια και την

ευαίσθητη καρδιά των ανθρώπων

Μια μέρα που ο ήλιος γίνηκε πορφυρός και

κρύφτηκε πίσω από τα βουνά ο Μανωλιός

πήγε μόνος του πότισε την γέρικη ελιά

ξάπλωσε και τον πήρε ένας βαθύς ύπνος Τότε

είδε πως μέσα στην κουφάλα της γέρικης ελιάς

είχανε στήσει ένα πανέμορφο παλάτι γεμάτο

κόσμο που χόρευε και γλένταγε

Θα πάω κι εγώ είπε δειλά δειλά ο Μανωλιός

bull Όσο προχωρούσε τόσο τα φώτα

μεγάλωναν ώσπου έφτασε στο κέντρο Εκεί

ένας βασιλιάς καθόταν σrsquoένα χρυσαφένιο

θρόνο Πίσω του στεκόταν μια Σφίγγα

άγαλμα Πήρε ανθρώπινη μιλιά αρχίζοντας να

λέει καλωσορίσματα στον Μανωλιό Εκείνος

χαμογελαστός χαιρέτησεμα τι να δει Σrsquoέναν

καθρέπτη που βρέθηκε μπροστά του ο

Μανωλιός ήταν ντυμένος πρίγκιπας

bull Πω πω Τι όμορφος που είμαι Αναφώνησε

Ξαφνικά υπηρέτες έστρωσαν ένα κόκκινο

χαλί για να περάσει ο Μανωλιός και αυτοί

αριστερά και δεξιά τον προσκυνούσαν Όταν

πέρασε τον διάδρομο με το κόκκινο χαλί

στάθηκε στον βασιλιά που του είπε

Καλόκαρδο και πονόψυχο παλικάρι Εσύ πότιζες

το δέντρο κι έτσι μπόρεσε το παλάτι μου να

βρίσκεται εδώ με όλους τους ανθρώπους

μου διαφορετικά αν το άφηνες να ξεραθεί από

το ζεστό άνεμο τώρα δεν θα

υπήρχαμε Γιrsquoαυτό αξίζεις να γίνεις γιος μου

να παντρευτείς την Βασιλοπούλα και με

δικαιοσύνη αγάπη και φρόνηση να γίνεις εσύ

ο καινούριος Βασιλιάς λύνοντας έτσι τα μάγια

της κακιάς νεράιδας που μας είχε

καταδικασμένους

Έτσι κι έγινε Ο Μανωλιός έγινε βασιλιάς με

τιμές και δόξες διότι ήξερε την γλώσσα της

καρδιάς που πάντα μας διδάσκει πόσο καλό

είναι να είσαι άνθρωπος Από τότε ο

Μανωλιός έμεινε στο παλάτι και κανείς ακόμα

δεν ξέρει τι ταξίδι ακολούθησε στον χρόνο του

ύπνου του άφησε όμως πίσω του τον

πραγματικό θησαυρό της καλοσύνης και της

αγάπης

ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Ο μαγικός ελαιώνας

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα παιδάκι που

το έλεγαν Λευτέρη Κάθε χρόνο το καλοκαίρι

μόλις έκλειναν τα σχολεία πήγαινε διακοπές

στο σπίτι της γιαγιάς του

Ένα καλοκαίρι έζησε μια σπουδαία περιπέτεια

Μια μέρα που η γιαγιά του είχε πάει για ψώνια

στην κοντινή πόλη ο Λευτέρης αποφάσισε να

εξερευνήσει τη σοφίτα του σπιτιού

Ανέβηκε προσεκτικά τη στριφογυριστή ξύλινη

σκάλα και στάθηκε αναποφάσιστος μπροστά

στην κλειστή πόρτα Πήρε μια βαθιά ανάσα

και την έσπρωξε δυνατά Πόσο σκοτεινά ήταν ό-

λα εκεί μέσα Ο Λευτέρης σκόνταψε σ΄ ένα πα-

λιό μπαούλο

Το άνοιξε γεμάτος περιέργεια Και τι δε βρήκε

Ολόκληρο θησαυρό Παλιά βιβλία του παππού

φορέματα της γιαγιάς παιχνίδια της μητέρας

του όταν ήταν παιδί Κάτω κάτω ήταν

τσαλακωμένο ένα κιτρινισμένο χαρτί Το

ξετύλιξε βιαστικά και τι να δει Ένας παλιός

χάρτης με σχεδιάγραμμα Αμέσως τον άρπαξε

κι άρχισε το ταξίδι του

Περπάτησε ώρες πολλές Πέρασε την πεδιάδα

με τα κίτρινα στάχυα το γεφυράκι του μικρού

ποταμού ώσπου έφτασε στο τέλος σε έναν

κάμπο γεμάτο ελιές

Διάλεξε την πιο μεγάλη ελιά και κάθισε να

ξεκουραστεί ακουμπώντας στο γέρικο κορμό

της

Ξαφνικά άκουσε μια απαλή φωνή Έμοιαζε

με της γιαγιάς του Κοίταξε γύρω του μα δεν

είδε κανέναν Η φωνή συνέχισε να του μιλάει

τρυφερά Ο Λευτέρης γεμάτος περιέργεια

άρχισε να παρατηρεί προσεχτικά το γέρικο

κορμό τα πελώρια κλαδιά και τ΄ ασημένια

φύλλα της ελιάς Τότε κατάλαβε ποιος του

μιλούσε Έκπληκτος άγγιξε απαλά το υπέροχο

αυτό δέντρο και μοιράστηκε μαζί του όλα του

τα μυστικά

Από εκείνη την ημέρα ο Λευτέρης πήγαινε

καθημερινά στο μαγικό αυτό ελαιώνα

Καθόταν ώρες στη σκιά της αγαπημένης του

ελιάς κι άκουγε τις πιο ωραίες ιστορίες

Ο καιρός πέρασε γρήγορα κι ήρθε η μέρα που

έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι του Έτρεξε στο

μαγικό ελαιώνα κι αγκάλιασε κλαίγοντας το

αγαπημένο του δέντρο Η ελιά έγειρε τα

κλαδιά της και χάιδεψε τα μαλλιά του laquo Μη

στενοχωριέσαιraquo του ψιθύρισε laquo Κόψε ένα

κλαράκι μου και πάρ΄ το μαζί σου Φύτεψέ το

στην αυλή του σπιτιού σου κι εγώ θα είμαι

πάντα κοντά σουraquo

Έτσι κι έγινε Ένα καινούριο ολόδροσο

δεντράκι φύτρωσε στον κήπο του Λευτέρη Κι

από τότε δεν χώρισαν ποτέ

Οι μαγικοί σπόροι

Μια φορά κι έναν καιρό σ΄ ένα μακρινό

χωριουδάκι ζούσε με τη γιαγιά του ένα μικρό

κορίτσι που το έλεγαν Ελπίδα Το σπιτάκι τους

ήταν πολύ φτωχικό Δύσκολα τα έβγαζαν πέρα

Ο περασμένος χειμώνας ήταν πολύ βαρύς

Τα πρώτα χιόνια έπεσαν νωρίς κι ο κρύος

βοριάς σφύριζε μανιασμένα Κάθε πρωί η

γιαγιά με την εγγονή της πήγαιναν στο δάσος

και μάζευαν φρούτα και ξύλα για να

ζεσταθούν

Μια μέρα ο άνεμος φυσούσε άγρια κι ο ήλιος

είχε κρυφτεί πίσω από τα βαριά μαύρα

σύννεφα Η Ελπίδα άφησε τη γιαγιά της στο

κρύο σπιτάκι τους τυλίχτηκε σφιχτά με το

σάλι της και ξεκίνησε για το δάσος Τα πόδια

και τα χέρια της είχαν παγώσει Τα μαλλιά και

τα ρούχα της είχαν βραχεί από την ξαφνική

μπόρα Και το σπουδαιότερο δεν μπορούσε να

γυρίσει πίσω γιατί δεν είχε μαζέψει ακόμη

τίποτα Αποφάσισε τότε να μπει για λίγο σε

μια σπηλιά που βρήκε στο δρόμο της και να

περιμένει

Έτρεμε από το κρύο και

από το φόβο της Είχε αρ

χίσει να νυχτώνει και η

γιαγιά της σίγουρα θα

ανησυχούσε Ξαφνικά

ένα απόκοσμο φως γέμι

σε τη σπηλιά και μια πα

νέμορφη νεράιδα πα

ρουσιάστηκε μπροστά

της

Της χαμογέλασε γλυκά και της χάιδεψε απαλά τα μαλλιά Κρατούσε ένα μικρό σακουλάκι που το άφησε προσεκτικά στα χέρια της Ελπίδας laquoΌταν πας σπίτι σου να το ανοίξεις και να κάνεις ότι ακριβώς σου πει η γιαγιά σου Αυτή ξέρειraquo της είπε τρυφερά και χάθηκε στο σκοτάδι της σπηλιάς Το κορίτσι κρατώντας το γερά έτρεξε χαρούμενο στο φτωχικό του σπιτάκι Τα μάτια του έλαμπαν από ενθουσιασμό καθώς έδειχνε στη γιαγιά του το δώρο της νεράιδας

Η γιαγιά ψηλάφησε τους μεγάλους γυαλιστερούς σπόρους τους έβαλε στη χούφτα της Ελπίδας και της είπε να τους φυτέψει στην αυλή Έτσι ακριβώς έκανε το μικρό κορίτσι Τους έχωσε βαθιά στο έδαφος και τους σκέπασε με φρέσκο χώμα Την άνοιξη οι σπόροι φύτρωσαν και γρήγορα έγιναν μεγάλα δέντρα με υπέροχο σταχτοπράσινο φύλλωμα Ήταν φουντωτές ελιές που αγκάλιασαν το μικρό σπιτάκι Ήρθε το φθινόπωρο και τα κλαδιά τους γέμισαν ευλογημένο καρπό

Από τότε η Ελπίδα κι η γιαγιά της έζησαν

ευτυχισμένες βοηθώντας κάθε κουρασμένο

περαστικό

Η αξία της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό σrsquo ένα μακρινό

χωριό όλοι οι άνθρωποι ζούσαν ευτυχισμένοι

Είχαν πολλά κτήματα εκτιμήσει πλούσια

γεμάτα ελιές Ποτέ όμως δεν είχαν σωστά την

αξία τους

Κάποια μέρα καθώς έπαιζαν δυο παιδιά η

Μαρία και ο Νίκος εμφανίστηκε μπροστά

τους ένας άγνωστος άντρας Τους μίλησε για

τα ελαιόδεντρα και τη χρησιμότητά τους Τους

είπε πως πρέπει να τα φροντίζουν και να τα

αγαπούν

Μετά από αρκετές ημέρες έγινε κάτι φοβερό

Στο χωριό έπεσε μεγάλη κατάρα Όλα τα χωράφια με τα ελαιόδεντρα καταστράφηκαν

Η Μαρία και ο Νίκος αμέσως κατάλαβαν πως έπρεπε να πάνε να βρουν τον μυστήριο αυτό άντρα που τους είχε επισκεφτεί

Τους είχε πει πως ζούσε στο δάσος Αυτό όμως δεν ήταν και τόσοhellip συνηθισμένο δάσος Έλεγαν πως στις κουφάλες των δέντρων ζούσαν φαντάσματα και πως το μέγεθος των ζώων ήταν υπερφυσικό

Φοβόντουσαν πάρα πολύ Περπάτησαν

ατελείωτες ώρες στη σκιά των πελώριων

δέντρων Με τη βοήθεια ενός λιονταριού

κατάφεραν να βρουν τον πύργο του άντρα που

έψαχναν

Χτύπησαν την πόρτα

αλλά κανείς δεν τους

άνοιξε Αποφάσισαν

να περιμένουν Δεν

κατάλαβαν πόσος

χρόνος πέρασε καιhellip

η πόρτα άνοιξε μόνη

της

Τα παιδιά μπήκαν γεμάτα περιέργεια στον

πύργο Ανέβηκαν διστακτικά την παλιά

στριφογυριστή σκάλα που τα οδήγησε σrsquo έ-

να επιβλητικό δωμάτιο Εκεί εργαζόταν ο

μυστηριώδης άντρας που είχαν γνωρίσει

Αμέσως κατάλαβαν πως ήταν μάγος Τους

αποκάλυψε αμέσως το όνομά του τον έλεγαν

Άλφρεντ Άρχισαν λοιπόν να του μιλούν για

το πρόβλημά τους Ο μάγος τα άκουσε προσε-

κτικά και τους είπε τι πρέπει να κάνουν

Έπρεπε να περάσουν τρεις δοκιμασίες Μόνο

έτσι θα έφευγε η κατάρα

Στο χωριό όλοι οι κάτοικοι περνούσαν δύσκο-

λα Από πλούσιοι είχαν γίνει φτωχοί και χωρίς

την ελιά και το λάδι της δεν μπορούσαν να ζή-

σουν Κατάλαβαν έτσι την αξία της αλλά ήταν

πλέον αργά Ή μάλλον σχεδόν αργά

Όταν τα παιδιά επέστρεψαν διηγήθηκαν σε

όλους όλα όσα τους συνέβησαν Τους είπαν για

το μάγο και τις τρεις δοκιμασίες που έπρεπε να

περάσουν Το πρόβλημα όμως ήταν πως δεν

τους είχε πει ποιες ήταν αυτές οι δοκιμασίες

ποιοι θα τις περνούσαν και πότε

Οι μέρες περνούσαν

αργά και βασανιστικά

μετά από δυο μήνες στο

χωριό εμφανίστηκε ένα

μικρό κορίτσι Χτύπησε

την πόρτα ενός σπιτιού

και ζήτησε λίγο φαγητό

Η οικογένεια όμως Το έ-

διωξε Το κορίτσι ήταν

Ο μάγος Άλφρεντ μεταμορ-

φωμένος Αυτή ήταν η πρώ-

τη δοκιμασία που δυστυχώς

όμως απέτυχαν

Αφού πέρασε μια εβδομάδα περίπου ένα μι-

κρό άγνωστο αγόρι εμφανίστηκε σε μια ομάδα

παιδιών και τους ζήτησε να παίξει μαζί τους Η

Μαρία και ο Νίκος όχι μόνο το δέχτηκαν αλλά

το άφησαν να διαλέξει το παιχνίδι που θα έπαι-

ζαν

_ Εσύ Νίκο θα είσαι ο αγρότης Εγώ θα είμαι η

ελιά και Μαρία θα είναι οι καρποί μου είπε το

αγόρι

Τα παιδιά συμφώνησαν κι άρχισαν όλα μαζί να

παίζουν Ο μάγος τότε παρατήρησε τον τρόπο

που ο Νίκος περιποιόταν την ελιά και πόσο χαι-

ρόταν όταν μάζευε τους καρπούς της Αυτή ήταν

η δεύτερη δοκιμασία και τα παιδιά την πέρασαν

με επιτυχία

Πέρασε αρκετός καιρός ώσπου έφτασε η ώρα

για την τρίτη δοκιμασία Μια μέρα ήρθε στο χω-

ριό ένας πλανόδιος έμπορος Πουλούσε από σπό-

ρους μέχρι και μαγικά αντικείμενα Οι τιμές όμως

ήταν πολύ υψηλές Ο Νίκος με τον πατέρα του ζή-

τησαν να δουν τους σπόρους που είχε

_Έχω σπόρους συκιάς πορτοκαλιάς μηλιάς και

τον τελευταίο σπόρο ελιάς είπε ο άντρας

_Τον τελευταίο Ρώτησε ο Νίκος

_ Ναι Τον τελευταίο

_Δεν υπάρχει άλλος

_Όχι

_Ούτε ένας

_Τίποτα

_Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Ναι Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Είστε σίγουρος για αυτό

_Απολύτως

Ο Νίκος δεν πίστευε στ΄ αυτιά τουΤότε ζήτη-

σε αμέσως απόν τον πατέρα του να αγοράσει τον

τελευταίο σπόρο ελιάς σ΄ ολόκληρη τη γη Η τι-

μή του όμως ήταν πολύ πάρα πολύ υψηλή Εκα-

τό χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Γιε μου δεν έχουμε τόσα χρήματα Μπορούμε

όμως να πουλήσουμε τα τέσσερα κτήματά μας

_Ναι να τα δώσουμε Θα μας μείνει η αυλή του

σπιτιού Εκεί θα φυτέψουμε τον πολύτιμο σπόρο

Τότε εμφανίστηκε ο μάγος Άλφρεντ

_Δίνω διακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα είπε

ο μάγος

_Άλφρεντ δεν είναι τίμιο είπε ο Νίκος

Προλάβαμε

εμείς να αγοράσουμε αυτόν το σπόρο

_Δίνω τριακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Τότε εγώ θα δώσω και το σπίτι μου είπε ο πα-

τέρας του Νίκου

_Ναι αλλά hellip αυτά είναι λιγότερα από τα χρή-

ματα που μου δίνει ο μάγος είπε ο έμπορος

_Τότε και εγώ θα δώσω όσα χρήματα έχω στον

κουμπαρά μου είπε η Μαρία

_Κι εγώ φώναξε ο Βασίλης

_Εγώ θα δώσω το μοναδικό κτήμα που έχω είπε

ο κύριος Βαγγέλης

_Και εγώ φώναξε η κυρία Βαρβάρα

_Ναι Και εμείς θα δώσουμε ότι έχουμε στους

κουμπαράδες μας φώναξαν δυνατά όλα τα

παιδιά που ήταν μαζεμένα στην πλατεία του

χωριού

Όλοι άρχισαν να δίνουν χρήματα σπίτια

έπιπλα χωράφια και μαγαζιά μέχρι που κέρδι-

σαν το μάγο Άλφρεντ και αγόρασαν το σπόρο

της ελιάς Από τη στιγμή που τον φύτεψαν το

πρόσεχαν πάρα πολύ

Μετά από χρόνια όταν οι χωρικοί μάζεψαν

τους καρπούς αυτής της ελιάς διαπίστωσαν ότι

είχε το πιο νόστιμο λάδι Τότε ο μάγος

πείστηκε πως όλοι είχαν καταλάβει την αξία

της και γέμισε ξανά όλα τα χωράφια τους με

ελαιόδεντρα

ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α

Κουκάκη Κατερίνα

Μπογκντάνι Γκισέλα

Καρυώτης Γιώργος

Αθανασόπουλος Στέφανος

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 9: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

ΑΡΧΑΙΑ ΝΟΜΙΣΜΑΤΑ

ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΕΠΟΧΗ

ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΑ

ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ

Η ΕΛΙΑ

ΣΤΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

ΟΙ ΔΙΚΕΣ ΜΑΣ ΖΩΓΡΑΦΙΕΣ

Η ΕΛΙΑ

ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Η ελιά Κωστής ΠαλαμάςEίμαι του ήλιου η θυγατέρα

H πιο απrsquo όλες χαϊδευτή

Xρόνια η αγάπη του πατέρα

Σrsquo αυτόν τον κόσμο με κρατεί

Όσο να πέσω νεκρωμένη

Aυτόν το μάτι μου ζητεί

Eίμrsquo η ελιά η τιμημένη

Δεν είμrsquo ολόξανθη μοσχάτη

Tριανταφυλλιά ή κιτριά

Θαμπώνω της ψυχής το μάτι

Για τrsquo άλλα μάτια είμαι γριά

Δε μrsquo έχει αηδόνι ερωμένη

Mrsquo αγάπησε μία θεά

Eίμrsquo η ελιά η τιμημένη

Όπου κι αν λάχω κατοικία

Δε μrsquo απολείπουν οι καρποί

Ώς τα βαθιά μου γηρατεία

Δε βρίσκω στη δουλειά ντροπή

Μrsquo έχει ο Θεός ευλογημένη

Kι είμαι γεμάτη προκοπή

Eίμrsquo η ελιά η τιμημένη

Φρίκη ερημιά νερά και σκότη

Tη γη εθάψαν μια φορά

Πράσινη αυγή με φέρνει πρώτη

Στο Nώε η περιστερά

Όλης της γης είχα γραμμένη

Tην εμορφιά και τη χαρά

Eίμrsquo η ελιά η τιμημένη

Εδώ στον ίσκιο μου από κάτου

Ήρθrsquo ο Χριστός νrsquo αναπαυθεί

Kι ακούστηκε η γλυκιά λαλιά του

Λίγο προτού να σταυρωθεί

Το δάκρυ του δροσιά αγιασμένη

Έχει στη ρίζα μου χυθεί

Eίμrsquo η ελιά η τιμημένη

Αποσπάσματα από ποιήματα του

Ιωάννη Πολέμη

Ευλογημένο να lsquoναι ελιά το χώμα που σε τρέφει

κι ευλογημένος ο καρπός που πίνεις απrsquo τα νέφη

κι ευλογημένος τρεις φορές Αυτός που σrsquo έχει

στείλει

για το λυχνάρι του φτωχού για τrsquo άγιου το

καντήλι

Πατρίδα τα λιοτρίβια σου

δουλεύουν νύχτα μέρα

με του λαδιού τη μυρωδιά

γεμίζουν τον αέρα

Κι είνrsquo οι ελιές Πατρίδα μου

ακούραστες γριούλες

Με τον καρπό τους τρέφουνε

παιδάκια και μανούλες

Κι είνrsquo οι ελιές Πατρίδα μου

Δέντρα ευλογημένα

που στέκονται στον άνεμο

με τα κλαδιά απλωμένα

Γλυκόφυλλη η ελιά τον ίσκιο διπλώνει

το φουντωμένο κλήμα πού και πού

το ψηλαφούν οι χαμηλοί της κλώνοι

γερμένοι από το βάρος του καρπού

Αντίκρυ σκοτεινό το ερημοκλήσι

με πόθο και μrsquo αγάπη τη θεωρεί

γιατί το καντηλάκι που lsquoχει σβήσει

το φως απrsquo τον καρπό της λαχταρεί

Η ελιά Λορέντζος Μαβίλης

Στὴν κουφάλα σου ἐφώλιασε μελίσσιγέρικη ἐλιά ποὺ γέρνεις μὲ τὴ λίγηπρασινάδα ποὺ ἀκόμα σὲ τυλίγεισὰ νἄθελε νὰ σὲ νεκροστολίσει

Καὶ τὸ κάθε πουλάκι στὸ μεθύσιτῆς ἀγάπης πιπίζοντας ἀνοίγειστὸ κλαρί σου ἐρωτάρικο κυνήγιστὸ κλαρί σου ποὺ δὲ θὰ ξανανθίσει

Ὢ πόσο στὴ θανὴ θὰ σὲ γλυκάνουνμὲ τὴ μαγευτικὴ βοὴ ποὺ κάνουνὁλοζώντανης νιότης ὀμορφάδες

ποὺ σὰ θύμησες μέσα σου πληθαίνουνὢ νὰ μποροῦσαν ἔτσι νὰ πεθαίνουνκαὶ ἄλλες ψυχὲς τῆς ψυχῆς σου ἀδερφάδες

Η ελιά Πέτρος Λυγίζος

Γύρω απrsquo τον κορμό αυτόν

στροβιλίζεται ο χρόνος

Στην ελιά της μνήμης και της προσδοκίας

ακουμπώ ένα δάκρυ στο ακριανό φύλλο

Θυμάσαι όταν ανεβαίναμε στο καρτερικό κορμί της

Όταν το βήμα της νιότης μας

λοξοδρομούσε στο όνειρο

Γύρω απrsquo τον κορμό αυτόν

παίζουν ακόμη οι φίλοι μου

Στην ελιά της ζωής και της νοσταλγίας

Ψάχνω τον Αδριανό και τον Κώστα

κι εσένα

όταν σε πήρε το πρώτο χάδι μου

όταν κρύφτηκες χαμογελώντας

πίσω απrsquo τις χρυσοπράσινες φυλλωσιές

Τώρα τόσα χρόνια μετά

πηγαίνω τα δειλινά για προσκύνημα

στον ίσκιο της απαγκιάζουν οι φόβοι μου

στη μαγική σπηλιά της

τρυπώνει μυστικά το παιδικό μου όνειρο

κι εσύ πάνω στα αιωρούμενα φύλλα

σαν ιπτάμενο ξωτικό

χορεύεις ταξιδεύοντας

απrsquo το παρελθόν μέχρι το άπειροhellip

Αποσπάσματα από ποιήματα του

Οδυσσέα Ελύτη

Ε σεις στεριές και θάλασσες

τrsquo αμπέλια κι οι χρυσές ελιές

ακούστε τα χαμπέρια μου

μέσα στα μεσημέρια μου

Σrsquo όλους τους τόπους κι αν γυρνώ

μόνον ετούτο αγαπώ

Λοιπόν ευρέθηκε ο χρυσός

της λιόριζας

να έχει σταλάξει στα φύλλα

της καρδιάς του

Κι από τις τόσες φορές όπου

ξαγρύπνησε

σιμά στο κηροπήγιο

καρτερώντας

τα χαράματα μια πυράδα

παράξενη

του είχε αρπάξει τα σωθικά

Οι φωνές των πουλιών που

είχε σrsquo ώρες

μεγάλης μοναξιάς

αποστηθίσει

φαίνεται να ξεχύθηκαν όλες

μαζί

τόσο που δεν εστάθη βολετό

να προχωρήσει

σε μεγάλο βάθος το μαχαίρι

Μάλλον η πρόθεση άρκεσε

για το Κακό

Που ταrsquo αντίκρισε ndash είναι

φανερό ndash στη στάση

την τρομαχτική του αθώου

Ανοιχτά περήφανα τα μάτια

του κι όλο το

δάσος να σαλεύει ακόμη στον

ακηλίδωτον

αμφιβληστροειδή

Στον εγκέφαλο τίποτε πάρεξ

μια ηχώ

ουρανού καταστραμμένη

Έζησα τrsquo όνομα το αγαπημένο

στον ίσκιο της γιαγιάς ελιάς

στον ρόχθο της ισόβιας θάλασσας

Χάραξα τrsquo όνομα το αγαπημένο

στον ίσκιο της γιαγιάς ελιάς

στον ρόχθο της ισόβιας θάλασσας

Ω λινό καλοκαίρι συνετό

φθινόπωρο

χειμώνα ελάχιστε

η ζωή καταβάλλει τον οβολό

του φύλλου της ελιάς

και στη νύχτα μέσα των αφρόνων

μrsquo ένα μικρό τριζόνι

κατακυρώνει πάλι το νόμιμο

του Ανέλπιστου

Αποσπάσματα από ποιήματα του

Γιάννη Ρίτσου

Ετούτου το τοπίο είναι σκληρό

σαν τη σιωπή

σφίγγει στον κόρφο του

τα πυρωμένα του λιθάρια

σφίγγει στο φως

τις ορφανές ελιές του

και τrsquo αμπέλια του

σφίγγει τα δόντια

Ποιος θα σταθεί

στον ίσκιο της ελιάς

παρέα με το τζιτζίκι

μη σωπάσει το τζιτζίκι

τώρα που ο ασβέστης

του μεσημεριού

βάφει τη μάντρα

ολόγυρα του ορίζοντα

σβήνοντας τα μεγάλα

αντρίκια ονόματά τους

ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ

bullΗ ελιά κρασί δε βγάζει

bullΠέρασε της ελιάς τα φαρμάκια

bullΤου χάρισαν της ελιάς το μέσα και του αβγού το

απrsquo έξω

bullΛάδι βρέχει κάστανα χιονίζει

bullΚλήμα του χεριού σου κι ελιές απrsquo τον παππού

σου

bullΗ ελιά είναι κυρά κι όποτε θέλει κάνει

bullΞεφόρτωσέ την την ελιά να σε φορτώσει λάδι

bullΒάλε ελιά για το παιδί σου και συκιά για τη ζωή

σου

bullΑπrsquo τον θέρο ως τις ελιές δεν απολείπουν οι

δουλειές

bullΈχουμε ελιές και ελήδια έχουμε κι αγρηλίδια

bullΤου έβγαλε το λάδι

bullΜη ρίχνεις λάδι στη φωτιά

bull Αν δε σφίξεις την ελιά δε βγάζει λάδι

bull Άκουσες λάδι τρέχα άκουσες στεφάνι φεύγα

bull Όποιος έχει σιτάρι κρασί και λάδι στο πιθάρι

έχει του κόσμου τα καλά και του θεού τη χάρη

bull Ξεφόρτωσέ τη την ελιά να σε φορτώσει λάδι

bull Δεν τρώγεται ούτε με το λάδι ούτε με το ξύδι

bull Η αλήθεια πλέει σαν το λάδι στο νερό

bull Κάθε σταλαματιά νερό τ Απρίλη είναι ένα

βαρέλι λάδι

ΑΙΝΙΓΜΑΤΑ

Από κλαδάκι κρέμεται

Στην αγορά πουλιέται

Το εξωτερικό της τρώγεται

Το μέσα της πετιέται

Τι είναι Η ελιά

Μάνα και θυγατέρα

έχουν το ίδιο όνομα

Μάντεψε ποιο όνομα έχουν κι οι δυο

Ελιά

Κι όταν έρθει ο Οκτώβρης

ωριμάζω πιο πολύ

πρασινίζω και μαυρίζω

και γεμίζω το σακί

Τι είμαι Η ελιά

Δεν πεθαίνει κι αν περάσουν

Χρόνια εκατό και χίλια

Μας χορταίνει μας φροντίζει

Μας ανάβει τα καντήλια

Τι είναι

Η ελιά

Στα δέντρα πάνω κρέμεται

Στις εκκλησιές κοιμάται

Και τα χρυσά της κόκαλα

Μες στη φωτιά τα βάζω

Τι είναι

Η ελιά

Πράσινα είνrsquo τα νιάτα μου

μαύρα τα γερατειά μου

χαροποιά η θλίψη μου

θροφή τα δάκρυά μου

Τί είναι

Η ελιά

ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Το παραμύθι της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σε μια φτωχογειτονιά

ένα φτωχό μα πολύ καλόκαρδο κορίτσι που το έλεγαν

Ελιά

Κάθε μέρα η Ελιά γύριζε τη γειτονιά της έβλεπε τον

κόσμο να ζει φτωχός και δυστυχισμένος και γύριζε

στο σπίτι της πολύ στενοχωρημένη

Κάτι πρέπει να κάνω να τους βοηθήσω σκεφτόταν Κι

από την άλλη μέρα κιόλας άρχισε Βγήκε στη

γειτονιά κράτησε τα παιδιά της γειτόνισσας για να

πάει να δουλέψει και να μπορεί να φέρει στα παιδιά

της λίγο φαΐ

Μια άλλη μέρα πήγε στη γριούλα που ήταν άρρωστη της μαγείρεψε της σκούπισε το σπίτι την έπλυνε την ταΐσε Την άλλη μέρα πάλι έβγαλε τον παράλυτο γέρο με το καρότσι του βόλτα για να πάρει αέρα και ήλιο

Τα βράδια γύριζε κατάκοπη μα ευχαριστημένη που είχε καταφέρει να δώσει λίγη χαρά στους φτωχούς ανθρώπους

Οι μέρες περνούσαν κι η Ελιά όλο δούλευε όσο αδυνάτιζε Μα έβλεπε πως ότι κι αν έκανε ο κόσμος ήταν πάντα φτωχός και δυστυχισμένοςΑυτό τη στενοχωρούσε πάρα πολύ κι έτσι στενοχωρημένη κάθισε στην αυλή του σπιτιού της και συλλογιζόταν

- Τι να κάνω τι να κάνω Δεν μπορώ να βλέπω τόση δυστυχία Το σπουργίτι που την είδε τόσο στενοχωρημένη - και που την αγαπούσε γιατί κάθε μέρα του έριχνε σπόρους και ψίχουλα - δεν άντεξε και πέταξε βαθιά στο δάσος

Εκεί βρήκε την καλή νεράιδα και της είπε- Τρέξε καλή νεράιδα η Ελιά είναι πολύ στενοχωρημένη χλωμή κι αδύνατη

Η καλή νεράιδα ανήσυχη έτρεξε στην αυλή της Ελιάς και τη ρώτησε- Τι έχεις Ελιά μου κι είσαι τόσο λυπημένη- Αχ καλή μου νεράιδα Δεν μπορώ να βλέπω τόση φτώχεια και δυστυχία γύρω μου- Και τι θέλεις δηλαδή- θέλω να τους γίνω χρήσιμη θέλω να τους προσφέρω κάτι πολύτιμο που να τους δώσει ζωή και χαρά

-Το θέλεις αλήθεια τόσο πολύ

- Και βέβαια το θέλω δε βλέπεις πως έλιωσα

από τη στενοχώρια μου

- Τότε σταμάτησε να στενοχωριέσαι θα σε κάνω

αυτό που θέλεις Και τσουπ την άγγιξε με το

ραβδάκι της κι αμέσως η Ελιά έγινε ένα

μεγάλο δέντρο που έβγαλε φύλλα

λουλουδάκια άσπρα που έγιναν ελιές

πράσινες μωβ μαύρες

Έπεσαν στη γη τα κουκούτσια φύτρωσαν

έγιναν δεντράκια και σχημάτισαν ένα μεγάλο

ελαιώνα

Ήρθαν οι γείτονες μάζεψαν τις ελιές έβγαλαν

λάδι έφαγαν χόρτασαν ρόδισαν τα μαγουλά

τους ζωήρεψαν κι άρχισαν να χαμογελούν και

να ζουν ευτυχισμένοι

Για να ευχαριστήσουν την ελιά και να της

δείξουν την αγάπη τους πήραν το λάδι τους

το έβαλαν στο καντήλι για να θυμίζουν στην

Παναγιά και στο Χριστό την καλοσύνη της

ελιάς και την αγάπη της για τον κόσμο

Κι η Παναγιά με τη σειρά της την ευλόγησε Κι

ο Χριστός κάτω απ την ελιά ήρθε και

ξεκουράστηκε

Κι εκείνη καμάρωνε ευχαριστημένη στη μέση

στον ελαιώνα και φρόντιζε όταν έρχονται οι

άνθρωποι να τη μαζέψουν να ναι γεμάτη

ελιές να χορταίνουν οι φτωχοί και να

φωτίζονται απ τις καντήλες όλες οι εκκλησιές

Η μικρή ελιά

Η μικρή ελιά για πρώτη φορά γέμισε καρπό

Ο γεωργός την αγαπούσε γιατί του θύμιζε την

πρώτη του αγάπη κοντούλα και στρουμπουλή

Της είχε φτιάξει ένα περιδέραιο με

ασπρισμένες πέτρες και συχνά καθόταν και

κουβέντιαζε μαζί της τα όνειρα και τις

αναμνήσεις του Η ελιά κάθε μέρα και πιο

όμορφη

Ένα πρωί του Νοέμβρη ο γεωργός άπλωσε πανιά

κι άρχισε να την ραβδίζει Πάνε οι ελιές πάνε

τα φύλλα πάει η ομορφιά

Η ελιά μέσα στα αναφιλητά της μονολογούσε

-Μ αγαπούσε και με χάλασε Πως εννοεί ο

άνθρωπος την αγάπη Έλεγε και ξανάλεγε

Τότε ακούει μια μαργαρίτα να της λέει

-Άκουσε να σου πω Ο άνθρωπος δεν ξέρει την

αγάπη

Μην τον παρεξηγείς Κοίταξε εμένα που μια

ζωή με μαδάει για να μάθειhellip

Το καλάμι κι η ελιά

Μια φορά δίπλα σε μια ελιά είχε φυτρώσει ένα καλάμιΗ ελιά ήταν ένα μεγάλο και δυνατό δέντρο με πολλά κλαδιά πουκρατούσαν τα φύλλα τους όλη τη χρονιά και κάθε δυο χρόνιαέγερναν από το βάρος του καρπού

Το καλάμι πάλι ήτανε ψηλόλιγνο με καταπράσινα στενόμακρα φύλλα με ωραιότατα παράξενα λουλούδια που έμοιαζαν με τσαμπιά κι είχανε το σχήμα του αδραχτιού

Η ελιά καυχιόταν ολοένα

-Τι είσαι συ μπροστά μου έλεγε στο καλάμιΕγώ είμαι ένα δέντρο μεγάλο δυνατό ευλογημένο Οι άνθρωποι με λατρεύουνγιατί τους δίνω τις ελιές και το λάδι μου τους δίνω ξερόκλαδα για να ζεσταίνονταιτους δίνω ξύλα για να φτιάχνουν ακριβά έπιπλα Είμαι μεγάλη ψηλή γερήκαι συ είσαι ένα αδύναμο πραγματάκι που λυγίζεις μπροστά σrsquo όλους τους ανέμους και τους προσκυνάς Δεν μπορώ να καταλάβω πώς έχεις την τόλμη να φυτρώνεις πλάι μου

Το καημένο το καλάμι

που ήταν από φυσικού

του ντροπαλό ταrsquo

άκουγε όλα αυτά και

δεν έλεγε τίποτα κι

ούτε και θύμωνε γιατί

αυτό δεν είχε να

καυχηθεί για τίποτα

Ήρθε ένας χειμώνας όμως βαρύς κι άρχισε να

φυσάει ένας αέρας δαιμονισμένος

που χτυπούσε με μανία την ελιά ώσπου στο

τέλος την ξερίζωσε

Το καλάμι με το πρώτο φύσημα του ανέμου

έγειρε λυγερό όπως ήτανε

προς το νερό κι έτσι ο άνεμος περνούσε από

πάνω του χωρίς να το πειράξει

Κι όταν η καταιγίδα σταμάτησε κι ο άνεμος

έπαψε να φυσάει

η ελιά απόμεινε πεσμένη στο χώμα και το

καλάμι σηκώθηκε

πάλι όρθιο και λυγερό όπως και πριν

Βλέπετε το καλάμι ήξερε να υποχωρεί εκεί που

ένιωθε ότι δεν είχε δύναμη νrsquo αντισταθεί ενώ

η ελιά πλήρωσε με τη ζωή της την

υπερηφάνειά της

Ο Μανωλιός και η γέρικη ελιά

Μια φορά και έναν καιρό όταν ο ζεστός άνεμος

φυσούσε και τα δέντρα λυπημένα έγερναν τα

κουρασμένα φυλλώματά τους ένα παλικάρι

που τον έλεγαν Μανωλιό πήγαινε τα πότιζε

και τους έκανε συντροφιά Τrsquo άλλα παλικάρια

του χωριού ζήλευαν τις χάρες και την καρδιά

του Μανωλιού Ψιθύριζαν λόγια άσχημα

μεταξύ τους δίχως να καταλαβαίνουν ότι αυτό

που έκαναν δεν ήταν σωστό

Μια μέρα κάθισαν κάτω από τον ίσκιο μιας

γέρικης ελιάς για να ξαποστάσουν Ξαφνικά

άκουσαν ένα θρόισμα γύρισαν τα κεφαλάκια

τους και από το κέντρο του κορμού της ελιάς

είδανε ένα χαμογελαστό πρόσωπο που με

ανθρώπινη μιλιά τους είπε

Αυτό το δέντρο που στον ίσκιο του ήρθατε να ξεκουραστείτε ξέρετε ποιος το ποτίζει

Όχι απάντησαν εκείνοι

Ο Μανωλιός που κοροϊδεύετε αποκρίθηκε το δέντρο

Εκείνοι ντροπιασμένοι έφυγαν με σκυμμένο το κεφάλι Στο δρόμο συνάντησαν τον Μανωλιό

Καλημέρα είπαν με μία φωνή Σήμερα θα έρθουμε μαζί σου να σε βοηθήσουμε να ποτίσεις τα δέντρα

Έτσι κι έγινε Από τότε έγιναν φίλοι Κάθε

απόγευμα πότιζαν τα δέντρα κι ύστερα κάτω

από τα φυλλώματα της γέρικης ελιάς άρχιζαν

το τραγούδι που μιλούσε για χώρες

παράξενε για ζούγκλες με πολύχρωμους

παπαγάλους για ινδιάνους με κιτρινοκόκκινα

φτερά στα καπέλα τους και ιδιαίτερα

τραγουδούσαν για την συμπόνια και την

ευαίσθητη καρδιά των ανθρώπων

Μια μέρα που ο ήλιος γίνηκε πορφυρός και

κρύφτηκε πίσω από τα βουνά ο Μανωλιός

πήγε μόνος του πότισε την γέρικη ελιά

ξάπλωσε και τον πήρε ένας βαθύς ύπνος Τότε

είδε πως μέσα στην κουφάλα της γέρικης ελιάς

είχανε στήσει ένα πανέμορφο παλάτι γεμάτο

κόσμο που χόρευε και γλένταγε

Θα πάω κι εγώ είπε δειλά δειλά ο Μανωλιός

bull Όσο προχωρούσε τόσο τα φώτα

μεγάλωναν ώσπου έφτασε στο κέντρο Εκεί

ένας βασιλιάς καθόταν σrsquoένα χρυσαφένιο

θρόνο Πίσω του στεκόταν μια Σφίγγα

άγαλμα Πήρε ανθρώπινη μιλιά αρχίζοντας να

λέει καλωσορίσματα στον Μανωλιό Εκείνος

χαμογελαστός χαιρέτησεμα τι να δει Σrsquoέναν

καθρέπτη που βρέθηκε μπροστά του ο

Μανωλιός ήταν ντυμένος πρίγκιπας

bull Πω πω Τι όμορφος που είμαι Αναφώνησε

Ξαφνικά υπηρέτες έστρωσαν ένα κόκκινο

χαλί για να περάσει ο Μανωλιός και αυτοί

αριστερά και δεξιά τον προσκυνούσαν Όταν

πέρασε τον διάδρομο με το κόκκινο χαλί

στάθηκε στον βασιλιά που του είπε

Καλόκαρδο και πονόψυχο παλικάρι Εσύ πότιζες

το δέντρο κι έτσι μπόρεσε το παλάτι μου να

βρίσκεται εδώ με όλους τους ανθρώπους

μου διαφορετικά αν το άφηνες να ξεραθεί από

το ζεστό άνεμο τώρα δεν θα

υπήρχαμε Γιrsquoαυτό αξίζεις να γίνεις γιος μου

να παντρευτείς την Βασιλοπούλα και με

δικαιοσύνη αγάπη και φρόνηση να γίνεις εσύ

ο καινούριος Βασιλιάς λύνοντας έτσι τα μάγια

της κακιάς νεράιδας που μας είχε

καταδικασμένους

Έτσι κι έγινε Ο Μανωλιός έγινε βασιλιάς με

τιμές και δόξες διότι ήξερε την γλώσσα της

καρδιάς που πάντα μας διδάσκει πόσο καλό

είναι να είσαι άνθρωπος Από τότε ο

Μανωλιός έμεινε στο παλάτι και κανείς ακόμα

δεν ξέρει τι ταξίδι ακολούθησε στον χρόνο του

ύπνου του άφησε όμως πίσω του τον

πραγματικό θησαυρό της καλοσύνης και της

αγάπης

ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Ο μαγικός ελαιώνας

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα παιδάκι που

το έλεγαν Λευτέρη Κάθε χρόνο το καλοκαίρι

μόλις έκλειναν τα σχολεία πήγαινε διακοπές

στο σπίτι της γιαγιάς του

Ένα καλοκαίρι έζησε μια σπουδαία περιπέτεια

Μια μέρα που η γιαγιά του είχε πάει για ψώνια

στην κοντινή πόλη ο Λευτέρης αποφάσισε να

εξερευνήσει τη σοφίτα του σπιτιού

Ανέβηκε προσεκτικά τη στριφογυριστή ξύλινη

σκάλα και στάθηκε αναποφάσιστος μπροστά

στην κλειστή πόρτα Πήρε μια βαθιά ανάσα

και την έσπρωξε δυνατά Πόσο σκοτεινά ήταν ό-

λα εκεί μέσα Ο Λευτέρης σκόνταψε σ΄ ένα πα-

λιό μπαούλο

Το άνοιξε γεμάτος περιέργεια Και τι δε βρήκε

Ολόκληρο θησαυρό Παλιά βιβλία του παππού

φορέματα της γιαγιάς παιχνίδια της μητέρας

του όταν ήταν παιδί Κάτω κάτω ήταν

τσαλακωμένο ένα κιτρινισμένο χαρτί Το

ξετύλιξε βιαστικά και τι να δει Ένας παλιός

χάρτης με σχεδιάγραμμα Αμέσως τον άρπαξε

κι άρχισε το ταξίδι του

Περπάτησε ώρες πολλές Πέρασε την πεδιάδα

με τα κίτρινα στάχυα το γεφυράκι του μικρού

ποταμού ώσπου έφτασε στο τέλος σε έναν

κάμπο γεμάτο ελιές

Διάλεξε την πιο μεγάλη ελιά και κάθισε να

ξεκουραστεί ακουμπώντας στο γέρικο κορμό

της

Ξαφνικά άκουσε μια απαλή φωνή Έμοιαζε

με της γιαγιάς του Κοίταξε γύρω του μα δεν

είδε κανέναν Η φωνή συνέχισε να του μιλάει

τρυφερά Ο Λευτέρης γεμάτος περιέργεια

άρχισε να παρατηρεί προσεχτικά το γέρικο

κορμό τα πελώρια κλαδιά και τ΄ ασημένια

φύλλα της ελιάς Τότε κατάλαβε ποιος του

μιλούσε Έκπληκτος άγγιξε απαλά το υπέροχο

αυτό δέντρο και μοιράστηκε μαζί του όλα του

τα μυστικά

Από εκείνη την ημέρα ο Λευτέρης πήγαινε

καθημερινά στο μαγικό αυτό ελαιώνα

Καθόταν ώρες στη σκιά της αγαπημένης του

ελιάς κι άκουγε τις πιο ωραίες ιστορίες

Ο καιρός πέρασε γρήγορα κι ήρθε η μέρα που

έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι του Έτρεξε στο

μαγικό ελαιώνα κι αγκάλιασε κλαίγοντας το

αγαπημένο του δέντρο Η ελιά έγειρε τα

κλαδιά της και χάιδεψε τα μαλλιά του laquo Μη

στενοχωριέσαιraquo του ψιθύρισε laquo Κόψε ένα

κλαράκι μου και πάρ΄ το μαζί σου Φύτεψέ το

στην αυλή του σπιτιού σου κι εγώ θα είμαι

πάντα κοντά σουraquo

Έτσι κι έγινε Ένα καινούριο ολόδροσο

δεντράκι φύτρωσε στον κήπο του Λευτέρη Κι

από τότε δεν χώρισαν ποτέ

Οι μαγικοί σπόροι

Μια φορά κι έναν καιρό σ΄ ένα μακρινό

χωριουδάκι ζούσε με τη γιαγιά του ένα μικρό

κορίτσι που το έλεγαν Ελπίδα Το σπιτάκι τους

ήταν πολύ φτωχικό Δύσκολα τα έβγαζαν πέρα

Ο περασμένος χειμώνας ήταν πολύ βαρύς

Τα πρώτα χιόνια έπεσαν νωρίς κι ο κρύος

βοριάς σφύριζε μανιασμένα Κάθε πρωί η

γιαγιά με την εγγονή της πήγαιναν στο δάσος

και μάζευαν φρούτα και ξύλα για να

ζεσταθούν

Μια μέρα ο άνεμος φυσούσε άγρια κι ο ήλιος

είχε κρυφτεί πίσω από τα βαριά μαύρα

σύννεφα Η Ελπίδα άφησε τη γιαγιά της στο

κρύο σπιτάκι τους τυλίχτηκε σφιχτά με το

σάλι της και ξεκίνησε για το δάσος Τα πόδια

και τα χέρια της είχαν παγώσει Τα μαλλιά και

τα ρούχα της είχαν βραχεί από την ξαφνική

μπόρα Και το σπουδαιότερο δεν μπορούσε να

γυρίσει πίσω γιατί δεν είχε μαζέψει ακόμη

τίποτα Αποφάσισε τότε να μπει για λίγο σε

μια σπηλιά που βρήκε στο δρόμο της και να

περιμένει

Έτρεμε από το κρύο και

από το φόβο της Είχε αρ

χίσει να νυχτώνει και η

γιαγιά της σίγουρα θα

ανησυχούσε Ξαφνικά

ένα απόκοσμο φως γέμι

σε τη σπηλιά και μια πα

νέμορφη νεράιδα πα

ρουσιάστηκε μπροστά

της

Της χαμογέλασε γλυκά και της χάιδεψε απαλά τα μαλλιά Κρατούσε ένα μικρό σακουλάκι που το άφησε προσεκτικά στα χέρια της Ελπίδας laquoΌταν πας σπίτι σου να το ανοίξεις και να κάνεις ότι ακριβώς σου πει η γιαγιά σου Αυτή ξέρειraquo της είπε τρυφερά και χάθηκε στο σκοτάδι της σπηλιάς Το κορίτσι κρατώντας το γερά έτρεξε χαρούμενο στο φτωχικό του σπιτάκι Τα μάτια του έλαμπαν από ενθουσιασμό καθώς έδειχνε στη γιαγιά του το δώρο της νεράιδας

Η γιαγιά ψηλάφησε τους μεγάλους γυαλιστερούς σπόρους τους έβαλε στη χούφτα της Ελπίδας και της είπε να τους φυτέψει στην αυλή Έτσι ακριβώς έκανε το μικρό κορίτσι Τους έχωσε βαθιά στο έδαφος και τους σκέπασε με φρέσκο χώμα Την άνοιξη οι σπόροι φύτρωσαν και γρήγορα έγιναν μεγάλα δέντρα με υπέροχο σταχτοπράσινο φύλλωμα Ήταν φουντωτές ελιές που αγκάλιασαν το μικρό σπιτάκι Ήρθε το φθινόπωρο και τα κλαδιά τους γέμισαν ευλογημένο καρπό

Από τότε η Ελπίδα κι η γιαγιά της έζησαν

ευτυχισμένες βοηθώντας κάθε κουρασμένο

περαστικό

Η αξία της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό σrsquo ένα μακρινό

χωριό όλοι οι άνθρωποι ζούσαν ευτυχισμένοι

Είχαν πολλά κτήματα εκτιμήσει πλούσια

γεμάτα ελιές Ποτέ όμως δεν είχαν σωστά την

αξία τους

Κάποια μέρα καθώς έπαιζαν δυο παιδιά η

Μαρία και ο Νίκος εμφανίστηκε μπροστά

τους ένας άγνωστος άντρας Τους μίλησε για

τα ελαιόδεντρα και τη χρησιμότητά τους Τους

είπε πως πρέπει να τα φροντίζουν και να τα

αγαπούν

Μετά από αρκετές ημέρες έγινε κάτι φοβερό

Στο χωριό έπεσε μεγάλη κατάρα Όλα τα χωράφια με τα ελαιόδεντρα καταστράφηκαν

Η Μαρία και ο Νίκος αμέσως κατάλαβαν πως έπρεπε να πάνε να βρουν τον μυστήριο αυτό άντρα που τους είχε επισκεφτεί

Τους είχε πει πως ζούσε στο δάσος Αυτό όμως δεν ήταν και τόσοhellip συνηθισμένο δάσος Έλεγαν πως στις κουφάλες των δέντρων ζούσαν φαντάσματα και πως το μέγεθος των ζώων ήταν υπερφυσικό

Φοβόντουσαν πάρα πολύ Περπάτησαν

ατελείωτες ώρες στη σκιά των πελώριων

δέντρων Με τη βοήθεια ενός λιονταριού

κατάφεραν να βρουν τον πύργο του άντρα που

έψαχναν

Χτύπησαν την πόρτα

αλλά κανείς δεν τους

άνοιξε Αποφάσισαν

να περιμένουν Δεν

κατάλαβαν πόσος

χρόνος πέρασε καιhellip

η πόρτα άνοιξε μόνη

της

Τα παιδιά μπήκαν γεμάτα περιέργεια στον

πύργο Ανέβηκαν διστακτικά την παλιά

στριφογυριστή σκάλα που τα οδήγησε σrsquo έ-

να επιβλητικό δωμάτιο Εκεί εργαζόταν ο

μυστηριώδης άντρας που είχαν γνωρίσει

Αμέσως κατάλαβαν πως ήταν μάγος Τους

αποκάλυψε αμέσως το όνομά του τον έλεγαν

Άλφρεντ Άρχισαν λοιπόν να του μιλούν για

το πρόβλημά τους Ο μάγος τα άκουσε προσε-

κτικά και τους είπε τι πρέπει να κάνουν

Έπρεπε να περάσουν τρεις δοκιμασίες Μόνο

έτσι θα έφευγε η κατάρα

Στο χωριό όλοι οι κάτοικοι περνούσαν δύσκο-

λα Από πλούσιοι είχαν γίνει φτωχοί και χωρίς

την ελιά και το λάδι της δεν μπορούσαν να ζή-

σουν Κατάλαβαν έτσι την αξία της αλλά ήταν

πλέον αργά Ή μάλλον σχεδόν αργά

Όταν τα παιδιά επέστρεψαν διηγήθηκαν σε

όλους όλα όσα τους συνέβησαν Τους είπαν για

το μάγο και τις τρεις δοκιμασίες που έπρεπε να

περάσουν Το πρόβλημα όμως ήταν πως δεν

τους είχε πει ποιες ήταν αυτές οι δοκιμασίες

ποιοι θα τις περνούσαν και πότε

Οι μέρες περνούσαν

αργά και βασανιστικά

μετά από δυο μήνες στο

χωριό εμφανίστηκε ένα

μικρό κορίτσι Χτύπησε

την πόρτα ενός σπιτιού

και ζήτησε λίγο φαγητό

Η οικογένεια όμως Το έ-

διωξε Το κορίτσι ήταν

Ο μάγος Άλφρεντ μεταμορ-

φωμένος Αυτή ήταν η πρώ-

τη δοκιμασία που δυστυχώς

όμως απέτυχαν

Αφού πέρασε μια εβδομάδα περίπου ένα μι-

κρό άγνωστο αγόρι εμφανίστηκε σε μια ομάδα

παιδιών και τους ζήτησε να παίξει μαζί τους Η

Μαρία και ο Νίκος όχι μόνο το δέχτηκαν αλλά

το άφησαν να διαλέξει το παιχνίδι που θα έπαι-

ζαν

_ Εσύ Νίκο θα είσαι ο αγρότης Εγώ θα είμαι η

ελιά και Μαρία θα είναι οι καρποί μου είπε το

αγόρι

Τα παιδιά συμφώνησαν κι άρχισαν όλα μαζί να

παίζουν Ο μάγος τότε παρατήρησε τον τρόπο

που ο Νίκος περιποιόταν την ελιά και πόσο χαι-

ρόταν όταν μάζευε τους καρπούς της Αυτή ήταν

η δεύτερη δοκιμασία και τα παιδιά την πέρασαν

με επιτυχία

Πέρασε αρκετός καιρός ώσπου έφτασε η ώρα

για την τρίτη δοκιμασία Μια μέρα ήρθε στο χω-

ριό ένας πλανόδιος έμπορος Πουλούσε από σπό-

ρους μέχρι και μαγικά αντικείμενα Οι τιμές όμως

ήταν πολύ υψηλές Ο Νίκος με τον πατέρα του ζή-

τησαν να δουν τους σπόρους που είχε

_Έχω σπόρους συκιάς πορτοκαλιάς μηλιάς και

τον τελευταίο σπόρο ελιάς είπε ο άντρας

_Τον τελευταίο Ρώτησε ο Νίκος

_ Ναι Τον τελευταίο

_Δεν υπάρχει άλλος

_Όχι

_Ούτε ένας

_Τίποτα

_Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Ναι Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Είστε σίγουρος για αυτό

_Απολύτως

Ο Νίκος δεν πίστευε στ΄ αυτιά τουΤότε ζήτη-

σε αμέσως απόν τον πατέρα του να αγοράσει τον

τελευταίο σπόρο ελιάς σ΄ ολόκληρη τη γη Η τι-

μή του όμως ήταν πολύ πάρα πολύ υψηλή Εκα-

τό χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Γιε μου δεν έχουμε τόσα χρήματα Μπορούμε

όμως να πουλήσουμε τα τέσσερα κτήματά μας

_Ναι να τα δώσουμε Θα μας μείνει η αυλή του

σπιτιού Εκεί θα φυτέψουμε τον πολύτιμο σπόρο

Τότε εμφανίστηκε ο μάγος Άλφρεντ

_Δίνω διακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα είπε

ο μάγος

_Άλφρεντ δεν είναι τίμιο είπε ο Νίκος

Προλάβαμε

εμείς να αγοράσουμε αυτόν το σπόρο

_Δίνω τριακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Τότε εγώ θα δώσω και το σπίτι μου είπε ο πα-

τέρας του Νίκου

_Ναι αλλά hellip αυτά είναι λιγότερα από τα χρή-

ματα που μου δίνει ο μάγος είπε ο έμπορος

_Τότε και εγώ θα δώσω όσα χρήματα έχω στον

κουμπαρά μου είπε η Μαρία

_Κι εγώ φώναξε ο Βασίλης

_Εγώ θα δώσω το μοναδικό κτήμα που έχω είπε

ο κύριος Βαγγέλης

_Και εγώ φώναξε η κυρία Βαρβάρα

_Ναι Και εμείς θα δώσουμε ότι έχουμε στους

κουμπαράδες μας φώναξαν δυνατά όλα τα

παιδιά που ήταν μαζεμένα στην πλατεία του

χωριού

Όλοι άρχισαν να δίνουν χρήματα σπίτια

έπιπλα χωράφια και μαγαζιά μέχρι που κέρδι-

σαν το μάγο Άλφρεντ και αγόρασαν το σπόρο

της ελιάς Από τη στιγμή που τον φύτεψαν το

πρόσεχαν πάρα πολύ

Μετά από χρόνια όταν οι χωρικοί μάζεψαν

τους καρπούς αυτής της ελιάς διαπίστωσαν ότι

είχε το πιο νόστιμο λάδι Τότε ο μάγος

πείστηκε πως όλοι είχαν καταλάβει την αξία

της και γέμισε ξανά όλα τα χωράφια τους με

ελαιόδεντρα

ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α

Κουκάκη Κατερίνα

Μπογκντάνι Γκισέλα

Καρυώτης Γιώργος

Αθανασόπουλος Στέφανος

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 10: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΕΠΟΧΗ

ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΑ

ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ

Η ΕΛΙΑ

ΣΤΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

ΟΙ ΔΙΚΕΣ ΜΑΣ ΖΩΓΡΑΦΙΕΣ

Η ΕΛΙΑ

ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Η ελιά Κωστής ΠαλαμάςEίμαι του ήλιου η θυγατέρα

H πιο απrsquo όλες χαϊδευτή

Xρόνια η αγάπη του πατέρα

Σrsquo αυτόν τον κόσμο με κρατεί

Όσο να πέσω νεκρωμένη

Aυτόν το μάτι μου ζητεί

Eίμrsquo η ελιά η τιμημένη

Δεν είμrsquo ολόξανθη μοσχάτη

Tριανταφυλλιά ή κιτριά

Θαμπώνω της ψυχής το μάτι

Για τrsquo άλλα μάτια είμαι γριά

Δε μrsquo έχει αηδόνι ερωμένη

Mrsquo αγάπησε μία θεά

Eίμrsquo η ελιά η τιμημένη

Όπου κι αν λάχω κατοικία

Δε μrsquo απολείπουν οι καρποί

Ώς τα βαθιά μου γηρατεία

Δε βρίσκω στη δουλειά ντροπή

Μrsquo έχει ο Θεός ευλογημένη

Kι είμαι γεμάτη προκοπή

Eίμrsquo η ελιά η τιμημένη

Φρίκη ερημιά νερά και σκότη

Tη γη εθάψαν μια φορά

Πράσινη αυγή με φέρνει πρώτη

Στο Nώε η περιστερά

Όλης της γης είχα γραμμένη

Tην εμορφιά και τη χαρά

Eίμrsquo η ελιά η τιμημένη

Εδώ στον ίσκιο μου από κάτου

Ήρθrsquo ο Χριστός νrsquo αναπαυθεί

Kι ακούστηκε η γλυκιά λαλιά του

Λίγο προτού να σταυρωθεί

Το δάκρυ του δροσιά αγιασμένη

Έχει στη ρίζα μου χυθεί

Eίμrsquo η ελιά η τιμημένη

Αποσπάσματα από ποιήματα του

Ιωάννη Πολέμη

Ευλογημένο να lsquoναι ελιά το χώμα που σε τρέφει

κι ευλογημένος ο καρπός που πίνεις απrsquo τα νέφη

κι ευλογημένος τρεις φορές Αυτός που σrsquo έχει

στείλει

για το λυχνάρι του φτωχού για τrsquo άγιου το

καντήλι

Πατρίδα τα λιοτρίβια σου

δουλεύουν νύχτα μέρα

με του λαδιού τη μυρωδιά

γεμίζουν τον αέρα

Κι είνrsquo οι ελιές Πατρίδα μου

ακούραστες γριούλες

Με τον καρπό τους τρέφουνε

παιδάκια και μανούλες

Κι είνrsquo οι ελιές Πατρίδα μου

Δέντρα ευλογημένα

που στέκονται στον άνεμο

με τα κλαδιά απλωμένα

Γλυκόφυλλη η ελιά τον ίσκιο διπλώνει

το φουντωμένο κλήμα πού και πού

το ψηλαφούν οι χαμηλοί της κλώνοι

γερμένοι από το βάρος του καρπού

Αντίκρυ σκοτεινό το ερημοκλήσι

με πόθο και μrsquo αγάπη τη θεωρεί

γιατί το καντηλάκι που lsquoχει σβήσει

το φως απrsquo τον καρπό της λαχταρεί

Η ελιά Λορέντζος Μαβίλης

Στὴν κουφάλα σου ἐφώλιασε μελίσσιγέρικη ἐλιά ποὺ γέρνεις μὲ τὴ λίγηπρασινάδα ποὺ ἀκόμα σὲ τυλίγεισὰ νἄθελε νὰ σὲ νεκροστολίσει

Καὶ τὸ κάθε πουλάκι στὸ μεθύσιτῆς ἀγάπης πιπίζοντας ἀνοίγειστὸ κλαρί σου ἐρωτάρικο κυνήγιστὸ κλαρί σου ποὺ δὲ θὰ ξανανθίσει

Ὢ πόσο στὴ θανὴ θὰ σὲ γλυκάνουνμὲ τὴ μαγευτικὴ βοὴ ποὺ κάνουνὁλοζώντανης νιότης ὀμορφάδες

ποὺ σὰ θύμησες μέσα σου πληθαίνουνὢ νὰ μποροῦσαν ἔτσι νὰ πεθαίνουνκαὶ ἄλλες ψυχὲς τῆς ψυχῆς σου ἀδερφάδες

Η ελιά Πέτρος Λυγίζος

Γύρω απrsquo τον κορμό αυτόν

στροβιλίζεται ο χρόνος

Στην ελιά της μνήμης και της προσδοκίας

ακουμπώ ένα δάκρυ στο ακριανό φύλλο

Θυμάσαι όταν ανεβαίναμε στο καρτερικό κορμί της

Όταν το βήμα της νιότης μας

λοξοδρομούσε στο όνειρο

Γύρω απrsquo τον κορμό αυτόν

παίζουν ακόμη οι φίλοι μου

Στην ελιά της ζωής και της νοσταλγίας

Ψάχνω τον Αδριανό και τον Κώστα

κι εσένα

όταν σε πήρε το πρώτο χάδι μου

όταν κρύφτηκες χαμογελώντας

πίσω απrsquo τις χρυσοπράσινες φυλλωσιές

Τώρα τόσα χρόνια μετά

πηγαίνω τα δειλινά για προσκύνημα

στον ίσκιο της απαγκιάζουν οι φόβοι μου

στη μαγική σπηλιά της

τρυπώνει μυστικά το παιδικό μου όνειρο

κι εσύ πάνω στα αιωρούμενα φύλλα

σαν ιπτάμενο ξωτικό

χορεύεις ταξιδεύοντας

απrsquo το παρελθόν μέχρι το άπειροhellip

Αποσπάσματα από ποιήματα του

Οδυσσέα Ελύτη

Ε σεις στεριές και θάλασσες

τrsquo αμπέλια κι οι χρυσές ελιές

ακούστε τα χαμπέρια μου

μέσα στα μεσημέρια μου

Σrsquo όλους τους τόπους κι αν γυρνώ

μόνον ετούτο αγαπώ

Λοιπόν ευρέθηκε ο χρυσός

της λιόριζας

να έχει σταλάξει στα φύλλα

της καρδιάς του

Κι από τις τόσες φορές όπου

ξαγρύπνησε

σιμά στο κηροπήγιο

καρτερώντας

τα χαράματα μια πυράδα

παράξενη

του είχε αρπάξει τα σωθικά

Οι φωνές των πουλιών που

είχε σrsquo ώρες

μεγάλης μοναξιάς

αποστηθίσει

φαίνεται να ξεχύθηκαν όλες

μαζί

τόσο που δεν εστάθη βολετό

να προχωρήσει

σε μεγάλο βάθος το μαχαίρι

Μάλλον η πρόθεση άρκεσε

για το Κακό

Που ταrsquo αντίκρισε ndash είναι

φανερό ndash στη στάση

την τρομαχτική του αθώου

Ανοιχτά περήφανα τα μάτια

του κι όλο το

δάσος να σαλεύει ακόμη στον

ακηλίδωτον

αμφιβληστροειδή

Στον εγκέφαλο τίποτε πάρεξ

μια ηχώ

ουρανού καταστραμμένη

Έζησα τrsquo όνομα το αγαπημένο

στον ίσκιο της γιαγιάς ελιάς

στον ρόχθο της ισόβιας θάλασσας

Χάραξα τrsquo όνομα το αγαπημένο

στον ίσκιο της γιαγιάς ελιάς

στον ρόχθο της ισόβιας θάλασσας

Ω λινό καλοκαίρι συνετό

φθινόπωρο

χειμώνα ελάχιστε

η ζωή καταβάλλει τον οβολό

του φύλλου της ελιάς

και στη νύχτα μέσα των αφρόνων

μrsquo ένα μικρό τριζόνι

κατακυρώνει πάλι το νόμιμο

του Ανέλπιστου

Αποσπάσματα από ποιήματα του

Γιάννη Ρίτσου

Ετούτου το τοπίο είναι σκληρό

σαν τη σιωπή

σφίγγει στον κόρφο του

τα πυρωμένα του λιθάρια

σφίγγει στο φως

τις ορφανές ελιές του

και τrsquo αμπέλια του

σφίγγει τα δόντια

Ποιος θα σταθεί

στον ίσκιο της ελιάς

παρέα με το τζιτζίκι

μη σωπάσει το τζιτζίκι

τώρα που ο ασβέστης

του μεσημεριού

βάφει τη μάντρα

ολόγυρα του ορίζοντα

σβήνοντας τα μεγάλα

αντρίκια ονόματά τους

ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ

bullΗ ελιά κρασί δε βγάζει

bullΠέρασε της ελιάς τα φαρμάκια

bullΤου χάρισαν της ελιάς το μέσα και του αβγού το

απrsquo έξω

bullΛάδι βρέχει κάστανα χιονίζει

bullΚλήμα του χεριού σου κι ελιές απrsquo τον παππού

σου

bullΗ ελιά είναι κυρά κι όποτε θέλει κάνει

bullΞεφόρτωσέ την την ελιά να σε φορτώσει λάδι

bullΒάλε ελιά για το παιδί σου και συκιά για τη ζωή

σου

bullΑπrsquo τον θέρο ως τις ελιές δεν απολείπουν οι

δουλειές

bullΈχουμε ελιές και ελήδια έχουμε κι αγρηλίδια

bullΤου έβγαλε το λάδι

bullΜη ρίχνεις λάδι στη φωτιά

bull Αν δε σφίξεις την ελιά δε βγάζει λάδι

bull Άκουσες λάδι τρέχα άκουσες στεφάνι φεύγα

bull Όποιος έχει σιτάρι κρασί και λάδι στο πιθάρι

έχει του κόσμου τα καλά και του θεού τη χάρη

bull Ξεφόρτωσέ τη την ελιά να σε φορτώσει λάδι

bull Δεν τρώγεται ούτε με το λάδι ούτε με το ξύδι

bull Η αλήθεια πλέει σαν το λάδι στο νερό

bull Κάθε σταλαματιά νερό τ Απρίλη είναι ένα

βαρέλι λάδι

ΑΙΝΙΓΜΑΤΑ

Από κλαδάκι κρέμεται

Στην αγορά πουλιέται

Το εξωτερικό της τρώγεται

Το μέσα της πετιέται

Τι είναι Η ελιά

Μάνα και θυγατέρα

έχουν το ίδιο όνομα

Μάντεψε ποιο όνομα έχουν κι οι δυο

Ελιά

Κι όταν έρθει ο Οκτώβρης

ωριμάζω πιο πολύ

πρασινίζω και μαυρίζω

και γεμίζω το σακί

Τι είμαι Η ελιά

Δεν πεθαίνει κι αν περάσουν

Χρόνια εκατό και χίλια

Μας χορταίνει μας φροντίζει

Μας ανάβει τα καντήλια

Τι είναι

Η ελιά

Στα δέντρα πάνω κρέμεται

Στις εκκλησιές κοιμάται

Και τα χρυσά της κόκαλα

Μες στη φωτιά τα βάζω

Τι είναι

Η ελιά

Πράσινα είνrsquo τα νιάτα μου

μαύρα τα γερατειά μου

χαροποιά η θλίψη μου

θροφή τα δάκρυά μου

Τί είναι

Η ελιά

ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Το παραμύθι της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σε μια φτωχογειτονιά

ένα φτωχό μα πολύ καλόκαρδο κορίτσι που το έλεγαν

Ελιά

Κάθε μέρα η Ελιά γύριζε τη γειτονιά της έβλεπε τον

κόσμο να ζει φτωχός και δυστυχισμένος και γύριζε

στο σπίτι της πολύ στενοχωρημένη

Κάτι πρέπει να κάνω να τους βοηθήσω σκεφτόταν Κι

από την άλλη μέρα κιόλας άρχισε Βγήκε στη

γειτονιά κράτησε τα παιδιά της γειτόνισσας για να

πάει να δουλέψει και να μπορεί να φέρει στα παιδιά

της λίγο φαΐ

Μια άλλη μέρα πήγε στη γριούλα που ήταν άρρωστη της μαγείρεψε της σκούπισε το σπίτι την έπλυνε την ταΐσε Την άλλη μέρα πάλι έβγαλε τον παράλυτο γέρο με το καρότσι του βόλτα για να πάρει αέρα και ήλιο

Τα βράδια γύριζε κατάκοπη μα ευχαριστημένη που είχε καταφέρει να δώσει λίγη χαρά στους φτωχούς ανθρώπους

Οι μέρες περνούσαν κι η Ελιά όλο δούλευε όσο αδυνάτιζε Μα έβλεπε πως ότι κι αν έκανε ο κόσμος ήταν πάντα φτωχός και δυστυχισμένοςΑυτό τη στενοχωρούσε πάρα πολύ κι έτσι στενοχωρημένη κάθισε στην αυλή του σπιτιού της και συλλογιζόταν

- Τι να κάνω τι να κάνω Δεν μπορώ να βλέπω τόση δυστυχία Το σπουργίτι που την είδε τόσο στενοχωρημένη - και που την αγαπούσε γιατί κάθε μέρα του έριχνε σπόρους και ψίχουλα - δεν άντεξε και πέταξε βαθιά στο δάσος

Εκεί βρήκε την καλή νεράιδα και της είπε- Τρέξε καλή νεράιδα η Ελιά είναι πολύ στενοχωρημένη χλωμή κι αδύνατη

Η καλή νεράιδα ανήσυχη έτρεξε στην αυλή της Ελιάς και τη ρώτησε- Τι έχεις Ελιά μου κι είσαι τόσο λυπημένη- Αχ καλή μου νεράιδα Δεν μπορώ να βλέπω τόση φτώχεια και δυστυχία γύρω μου- Και τι θέλεις δηλαδή- θέλω να τους γίνω χρήσιμη θέλω να τους προσφέρω κάτι πολύτιμο που να τους δώσει ζωή και χαρά

-Το θέλεις αλήθεια τόσο πολύ

- Και βέβαια το θέλω δε βλέπεις πως έλιωσα

από τη στενοχώρια μου

- Τότε σταμάτησε να στενοχωριέσαι θα σε κάνω

αυτό που θέλεις Και τσουπ την άγγιξε με το

ραβδάκι της κι αμέσως η Ελιά έγινε ένα

μεγάλο δέντρο που έβγαλε φύλλα

λουλουδάκια άσπρα που έγιναν ελιές

πράσινες μωβ μαύρες

Έπεσαν στη γη τα κουκούτσια φύτρωσαν

έγιναν δεντράκια και σχημάτισαν ένα μεγάλο

ελαιώνα

Ήρθαν οι γείτονες μάζεψαν τις ελιές έβγαλαν

λάδι έφαγαν χόρτασαν ρόδισαν τα μαγουλά

τους ζωήρεψαν κι άρχισαν να χαμογελούν και

να ζουν ευτυχισμένοι

Για να ευχαριστήσουν την ελιά και να της

δείξουν την αγάπη τους πήραν το λάδι τους

το έβαλαν στο καντήλι για να θυμίζουν στην

Παναγιά και στο Χριστό την καλοσύνη της

ελιάς και την αγάπη της για τον κόσμο

Κι η Παναγιά με τη σειρά της την ευλόγησε Κι

ο Χριστός κάτω απ την ελιά ήρθε και

ξεκουράστηκε

Κι εκείνη καμάρωνε ευχαριστημένη στη μέση

στον ελαιώνα και φρόντιζε όταν έρχονται οι

άνθρωποι να τη μαζέψουν να ναι γεμάτη

ελιές να χορταίνουν οι φτωχοί και να

φωτίζονται απ τις καντήλες όλες οι εκκλησιές

Η μικρή ελιά

Η μικρή ελιά για πρώτη φορά γέμισε καρπό

Ο γεωργός την αγαπούσε γιατί του θύμιζε την

πρώτη του αγάπη κοντούλα και στρουμπουλή

Της είχε φτιάξει ένα περιδέραιο με

ασπρισμένες πέτρες και συχνά καθόταν και

κουβέντιαζε μαζί της τα όνειρα και τις

αναμνήσεις του Η ελιά κάθε μέρα και πιο

όμορφη

Ένα πρωί του Νοέμβρη ο γεωργός άπλωσε πανιά

κι άρχισε να την ραβδίζει Πάνε οι ελιές πάνε

τα φύλλα πάει η ομορφιά

Η ελιά μέσα στα αναφιλητά της μονολογούσε

-Μ αγαπούσε και με χάλασε Πως εννοεί ο

άνθρωπος την αγάπη Έλεγε και ξανάλεγε

Τότε ακούει μια μαργαρίτα να της λέει

-Άκουσε να σου πω Ο άνθρωπος δεν ξέρει την

αγάπη

Μην τον παρεξηγείς Κοίταξε εμένα που μια

ζωή με μαδάει για να μάθειhellip

Το καλάμι κι η ελιά

Μια φορά δίπλα σε μια ελιά είχε φυτρώσει ένα καλάμιΗ ελιά ήταν ένα μεγάλο και δυνατό δέντρο με πολλά κλαδιά πουκρατούσαν τα φύλλα τους όλη τη χρονιά και κάθε δυο χρόνιαέγερναν από το βάρος του καρπού

Το καλάμι πάλι ήτανε ψηλόλιγνο με καταπράσινα στενόμακρα φύλλα με ωραιότατα παράξενα λουλούδια που έμοιαζαν με τσαμπιά κι είχανε το σχήμα του αδραχτιού

Η ελιά καυχιόταν ολοένα

-Τι είσαι συ μπροστά μου έλεγε στο καλάμιΕγώ είμαι ένα δέντρο μεγάλο δυνατό ευλογημένο Οι άνθρωποι με λατρεύουνγιατί τους δίνω τις ελιές και το λάδι μου τους δίνω ξερόκλαδα για να ζεσταίνονταιτους δίνω ξύλα για να φτιάχνουν ακριβά έπιπλα Είμαι μεγάλη ψηλή γερήκαι συ είσαι ένα αδύναμο πραγματάκι που λυγίζεις μπροστά σrsquo όλους τους ανέμους και τους προσκυνάς Δεν μπορώ να καταλάβω πώς έχεις την τόλμη να φυτρώνεις πλάι μου

Το καημένο το καλάμι

που ήταν από φυσικού

του ντροπαλό ταrsquo

άκουγε όλα αυτά και

δεν έλεγε τίποτα κι

ούτε και θύμωνε γιατί

αυτό δεν είχε να

καυχηθεί για τίποτα

Ήρθε ένας χειμώνας όμως βαρύς κι άρχισε να

φυσάει ένας αέρας δαιμονισμένος

που χτυπούσε με μανία την ελιά ώσπου στο

τέλος την ξερίζωσε

Το καλάμι με το πρώτο φύσημα του ανέμου

έγειρε λυγερό όπως ήτανε

προς το νερό κι έτσι ο άνεμος περνούσε από

πάνω του χωρίς να το πειράξει

Κι όταν η καταιγίδα σταμάτησε κι ο άνεμος

έπαψε να φυσάει

η ελιά απόμεινε πεσμένη στο χώμα και το

καλάμι σηκώθηκε

πάλι όρθιο και λυγερό όπως και πριν

Βλέπετε το καλάμι ήξερε να υποχωρεί εκεί που

ένιωθε ότι δεν είχε δύναμη νrsquo αντισταθεί ενώ

η ελιά πλήρωσε με τη ζωή της την

υπερηφάνειά της

Ο Μανωλιός και η γέρικη ελιά

Μια φορά και έναν καιρό όταν ο ζεστός άνεμος

φυσούσε και τα δέντρα λυπημένα έγερναν τα

κουρασμένα φυλλώματά τους ένα παλικάρι

που τον έλεγαν Μανωλιό πήγαινε τα πότιζε

και τους έκανε συντροφιά Τrsquo άλλα παλικάρια

του χωριού ζήλευαν τις χάρες και την καρδιά

του Μανωλιού Ψιθύριζαν λόγια άσχημα

μεταξύ τους δίχως να καταλαβαίνουν ότι αυτό

που έκαναν δεν ήταν σωστό

Μια μέρα κάθισαν κάτω από τον ίσκιο μιας

γέρικης ελιάς για να ξαποστάσουν Ξαφνικά

άκουσαν ένα θρόισμα γύρισαν τα κεφαλάκια

τους και από το κέντρο του κορμού της ελιάς

είδανε ένα χαμογελαστό πρόσωπο που με

ανθρώπινη μιλιά τους είπε

Αυτό το δέντρο που στον ίσκιο του ήρθατε να ξεκουραστείτε ξέρετε ποιος το ποτίζει

Όχι απάντησαν εκείνοι

Ο Μανωλιός που κοροϊδεύετε αποκρίθηκε το δέντρο

Εκείνοι ντροπιασμένοι έφυγαν με σκυμμένο το κεφάλι Στο δρόμο συνάντησαν τον Μανωλιό

Καλημέρα είπαν με μία φωνή Σήμερα θα έρθουμε μαζί σου να σε βοηθήσουμε να ποτίσεις τα δέντρα

Έτσι κι έγινε Από τότε έγιναν φίλοι Κάθε

απόγευμα πότιζαν τα δέντρα κι ύστερα κάτω

από τα φυλλώματα της γέρικης ελιάς άρχιζαν

το τραγούδι που μιλούσε για χώρες

παράξενε για ζούγκλες με πολύχρωμους

παπαγάλους για ινδιάνους με κιτρινοκόκκινα

φτερά στα καπέλα τους και ιδιαίτερα

τραγουδούσαν για την συμπόνια και την

ευαίσθητη καρδιά των ανθρώπων

Μια μέρα που ο ήλιος γίνηκε πορφυρός και

κρύφτηκε πίσω από τα βουνά ο Μανωλιός

πήγε μόνος του πότισε την γέρικη ελιά

ξάπλωσε και τον πήρε ένας βαθύς ύπνος Τότε

είδε πως μέσα στην κουφάλα της γέρικης ελιάς

είχανε στήσει ένα πανέμορφο παλάτι γεμάτο

κόσμο που χόρευε και γλένταγε

Θα πάω κι εγώ είπε δειλά δειλά ο Μανωλιός

bull Όσο προχωρούσε τόσο τα φώτα

μεγάλωναν ώσπου έφτασε στο κέντρο Εκεί

ένας βασιλιάς καθόταν σrsquoένα χρυσαφένιο

θρόνο Πίσω του στεκόταν μια Σφίγγα

άγαλμα Πήρε ανθρώπινη μιλιά αρχίζοντας να

λέει καλωσορίσματα στον Μανωλιό Εκείνος

χαμογελαστός χαιρέτησεμα τι να δει Σrsquoέναν

καθρέπτη που βρέθηκε μπροστά του ο

Μανωλιός ήταν ντυμένος πρίγκιπας

bull Πω πω Τι όμορφος που είμαι Αναφώνησε

Ξαφνικά υπηρέτες έστρωσαν ένα κόκκινο

χαλί για να περάσει ο Μανωλιός και αυτοί

αριστερά και δεξιά τον προσκυνούσαν Όταν

πέρασε τον διάδρομο με το κόκκινο χαλί

στάθηκε στον βασιλιά που του είπε

Καλόκαρδο και πονόψυχο παλικάρι Εσύ πότιζες

το δέντρο κι έτσι μπόρεσε το παλάτι μου να

βρίσκεται εδώ με όλους τους ανθρώπους

μου διαφορετικά αν το άφηνες να ξεραθεί από

το ζεστό άνεμο τώρα δεν θα

υπήρχαμε Γιrsquoαυτό αξίζεις να γίνεις γιος μου

να παντρευτείς την Βασιλοπούλα και με

δικαιοσύνη αγάπη και φρόνηση να γίνεις εσύ

ο καινούριος Βασιλιάς λύνοντας έτσι τα μάγια

της κακιάς νεράιδας που μας είχε

καταδικασμένους

Έτσι κι έγινε Ο Μανωλιός έγινε βασιλιάς με

τιμές και δόξες διότι ήξερε την γλώσσα της

καρδιάς που πάντα μας διδάσκει πόσο καλό

είναι να είσαι άνθρωπος Από τότε ο

Μανωλιός έμεινε στο παλάτι και κανείς ακόμα

δεν ξέρει τι ταξίδι ακολούθησε στον χρόνο του

ύπνου του άφησε όμως πίσω του τον

πραγματικό θησαυρό της καλοσύνης και της

αγάπης

ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Ο μαγικός ελαιώνας

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα παιδάκι που

το έλεγαν Λευτέρη Κάθε χρόνο το καλοκαίρι

μόλις έκλειναν τα σχολεία πήγαινε διακοπές

στο σπίτι της γιαγιάς του

Ένα καλοκαίρι έζησε μια σπουδαία περιπέτεια

Μια μέρα που η γιαγιά του είχε πάει για ψώνια

στην κοντινή πόλη ο Λευτέρης αποφάσισε να

εξερευνήσει τη σοφίτα του σπιτιού

Ανέβηκε προσεκτικά τη στριφογυριστή ξύλινη

σκάλα και στάθηκε αναποφάσιστος μπροστά

στην κλειστή πόρτα Πήρε μια βαθιά ανάσα

και την έσπρωξε δυνατά Πόσο σκοτεινά ήταν ό-

λα εκεί μέσα Ο Λευτέρης σκόνταψε σ΄ ένα πα-

λιό μπαούλο

Το άνοιξε γεμάτος περιέργεια Και τι δε βρήκε

Ολόκληρο θησαυρό Παλιά βιβλία του παππού

φορέματα της γιαγιάς παιχνίδια της μητέρας

του όταν ήταν παιδί Κάτω κάτω ήταν

τσαλακωμένο ένα κιτρινισμένο χαρτί Το

ξετύλιξε βιαστικά και τι να δει Ένας παλιός

χάρτης με σχεδιάγραμμα Αμέσως τον άρπαξε

κι άρχισε το ταξίδι του

Περπάτησε ώρες πολλές Πέρασε την πεδιάδα

με τα κίτρινα στάχυα το γεφυράκι του μικρού

ποταμού ώσπου έφτασε στο τέλος σε έναν

κάμπο γεμάτο ελιές

Διάλεξε την πιο μεγάλη ελιά και κάθισε να

ξεκουραστεί ακουμπώντας στο γέρικο κορμό

της

Ξαφνικά άκουσε μια απαλή φωνή Έμοιαζε

με της γιαγιάς του Κοίταξε γύρω του μα δεν

είδε κανέναν Η φωνή συνέχισε να του μιλάει

τρυφερά Ο Λευτέρης γεμάτος περιέργεια

άρχισε να παρατηρεί προσεχτικά το γέρικο

κορμό τα πελώρια κλαδιά και τ΄ ασημένια

φύλλα της ελιάς Τότε κατάλαβε ποιος του

μιλούσε Έκπληκτος άγγιξε απαλά το υπέροχο

αυτό δέντρο και μοιράστηκε μαζί του όλα του

τα μυστικά

Από εκείνη την ημέρα ο Λευτέρης πήγαινε

καθημερινά στο μαγικό αυτό ελαιώνα

Καθόταν ώρες στη σκιά της αγαπημένης του

ελιάς κι άκουγε τις πιο ωραίες ιστορίες

Ο καιρός πέρασε γρήγορα κι ήρθε η μέρα που

έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι του Έτρεξε στο

μαγικό ελαιώνα κι αγκάλιασε κλαίγοντας το

αγαπημένο του δέντρο Η ελιά έγειρε τα

κλαδιά της και χάιδεψε τα μαλλιά του laquo Μη

στενοχωριέσαιraquo του ψιθύρισε laquo Κόψε ένα

κλαράκι μου και πάρ΄ το μαζί σου Φύτεψέ το

στην αυλή του σπιτιού σου κι εγώ θα είμαι

πάντα κοντά σουraquo

Έτσι κι έγινε Ένα καινούριο ολόδροσο

δεντράκι φύτρωσε στον κήπο του Λευτέρη Κι

από τότε δεν χώρισαν ποτέ

Οι μαγικοί σπόροι

Μια φορά κι έναν καιρό σ΄ ένα μακρινό

χωριουδάκι ζούσε με τη γιαγιά του ένα μικρό

κορίτσι που το έλεγαν Ελπίδα Το σπιτάκι τους

ήταν πολύ φτωχικό Δύσκολα τα έβγαζαν πέρα

Ο περασμένος χειμώνας ήταν πολύ βαρύς

Τα πρώτα χιόνια έπεσαν νωρίς κι ο κρύος

βοριάς σφύριζε μανιασμένα Κάθε πρωί η

γιαγιά με την εγγονή της πήγαιναν στο δάσος

και μάζευαν φρούτα και ξύλα για να

ζεσταθούν

Μια μέρα ο άνεμος φυσούσε άγρια κι ο ήλιος

είχε κρυφτεί πίσω από τα βαριά μαύρα

σύννεφα Η Ελπίδα άφησε τη γιαγιά της στο

κρύο σπιτάκι τους τυλίχτηκε σφιχτά με το

σάλι της και ξεκίνησε για το δάσος Τα πόδια

και τα χέρια της είχαν παγώσει Τα μαλλιά και

τα ρούχα της είχαν βραχεί από την ξαφνική

μπόρα Και το σπουδαιότερο δεν μπορούσε να

γυρίσει πίσω γιατί δεν είχε μαζέψει ακόμη

τίποτα Αποφάσισε τότε να μπει για λίγο σε

μια σπηλιά που βρήκε στο δρόμο της και να

περιμένει

Έτρεμε από το κρύο και

από το φόβο της Είχε αρ

χίσει να νυχτώνει και η

γιαγιά της σίγουρα θα

ανησυχούσε Ξαφνικά

ένα απόκοσμο φως γέμι

σε τη σπηλιά και μια πα

νέμορφη νεράιδα πα

ρουσιάστηκε μπροστά

της

Της χαμογέλασε γλυκά και της χάιδεψε απαλά τα μαλλιά Κρατούσε ένα μικρό σακουλάκι που το άφησε προσεκτικά στα χέρια της Ελπίδας laquoΌταν πας σπίτι σου να το ανοίξεις και να κάνεις ότι ακριβώς σου πει η γιαγιά σου Αυτή ξέρειraquo της είπε τρυφερά και χάθηκε στο σκοτάδι της σπηλιάς Το κορίτσι κρατώντας το γερά έτρεξε χαρούμενο στο φτωχικό του σπιτάκι Τα μάτια του έλαμπαν από ενθουσιασμό καθώς έδειχνε στη γιαγιά του το δώρο της νεράιδας

Η γιαγιά ψηλάφησε τους μεγάλους γυαλιστερούς σπόρους τους έβαλε στη χούφτα της Ελπίδας και της είπε να τους φυτέψει στην αυλή Έτσι ακριβώς έκανε το μικρό κορίτσι Τους έχωσε βαθιά στο έδαφος και τους σκέπασε με φρέσκο χώμα Την άνοιξη οι σπόροι φύτρωσαν και γρήγορα έγιναν μεγάλα δέντρα με υπέροχο σταχτοπράσινο φύλλωμα Ήταν φουντωτές ελιές που αγκάλιασαν το μικρό σπιτάκι Ήρθε το φθινόπωρο και τα κλαδιά τους γέμισαν ευλογημένο καρπό

Από τότε η Ελπίδα κι η γιαγιά της έζησαν

ευτυχισμένες βοηθώντας κάθε κουρασμένο

περαστικό

Η αξία της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό σrsquo ένα μακρινό

χωριό όλοι οι άνθρωποι ζούσαν ευτυχισμένοι

Είχαν πολλά κτήματα εκτιμήσει πλούσια

γεμάτα ελιές Ποτέ όμως δεν είχαν σωστά την

αξία τους

Κάποια μέρα καθώς έπαιζαν δυο παιδιά η

Μαρία και ο Νίκος εμφανίστηκε μπροστά

τους ένας άγνωστος άντρας Τους μίλησε για

τα ελαιόδεντρα και τη χρησιμότητά τους Τους

είπε πως πρέπει να τα φροντίζουν και να τα

αγαπούν

Μετά από αρκετές ημέρες έγινε κάτι φοβερό

Στο χωριό έπεσε μεγάλη κατάρα Όλα τα χωράφια με τα ελαιόδεντρα καταστράφηκαν

Η Μαρία και ο Νίκος αμέσως κατάλαβαν πως έπρεπε να πάνε να βρουν τον μυστήριο αυτό άντρα που τους είχε επισκεφτεί

Τους είχε πει πως ζούσε στο δάσος Αυτό όμως δεν ήταν και τόσοhellip συνηθισμένο δάσος Έλεγαν πως στις κουφάλες των δέντρων ζούσαν φαντάσματα και πως το μέγεθος των ζώων ήταν υπερφυσικό

Φοβόντουσαν πάρα πολύ Περπάτησαν

ατελείωτες ώρες στη σκιά των πελώριων

δέντρων Με τη βοήθεια ενός λιονταριού

κατάφεραν να βρουν τον πύργο του άντρα που

έψαχναν

Χτύπησαν την πόρτα

αλλά κανείς δεν τους

άνοιξε Αποφάσισαν

να περιμένουν Δεν

κατάλαβαν πόσος

χρόνος πέρασε καιhellip

η πόρτα άνοιξε μόνη

της

Τα παιδιά μπήκαν γεμάτα περιέργεια στον

πύργο Ανέβηκαν διστακτικά την παλιά

στριφογυριστή σκάλα που τα οδήγησε σrsquo έ-

να επιβλητικό δωμάτιο Εκεί εργαζόταν ο

μυστηριώδης άντρας που είχαν γνωρίσει

Αμέσως κατάλαβαν πως ήταν μάγος Τους

αποκάλυψε αμέσως το όνομά του τον έλεγαν

Άλφρεντ Άρχισαν λοιπόν να του μιλούν για

το πρόβλημά τους Ο μάγος τα άκουσε προσε-

κτικά και τους είπε τι πρέπει να κάνουν

Έπρεπε να περάσουν τρεις δοκιμασίες Μόνο

έτσι θα έφευγε η κατάρα

Στο χωριό όλοι οι κάτοικοι περνούσαν δύσκο-

λα Από πλούσιοι είχαν γίνει φτωχοί και χωρίς

την ελιά και το λάδι της δεν μπορούσαν να ζή-

σουν Κατάλαβαν έτσι την αξία της αλλά ήταν

πλέον αργά Ή μάλλον σχεδόν αργά

Όταν τα παιδιά επέστρεψαν διηγήθηκαν σε

όλους όλα όσα τους συνέβησαν Τους είπαν για

το μάγο και τις τρεις δοκιμασίες που έπρεπε να

περάσουν Το πρόβλημα όμως ήταν πως δεν

τους είχε πει ποιες ήταν αυτές οι δοκιμασίες

ποιοι θα τις περνούσαν και πότε

Οι μέρες περνούσαν

αργά και βασανιστικά

μετά από δυο μήνες στο

χωριό εμφανίστηκε ένα

μικρό κορίτσι Χτύπησε

την πόρτα ενός σπιτιού

και ζήτησε λίγο φαγητό

Η οικογένεια όμως Το έ-

διωξε Το κορίτσι ήταν

Ο μάγος Άλφρεντ μεταμορ-

φωμένος Αυτή ήταν η πρώ-

τη δοκιμασία που δυστυχώς

όμως απέτυχαν

Αφού πέρασε μια εβδομάδα περίπου ένα μι-

κρό άγνωστο αγόρι εμφανίστηκε σε μια ομάδα

παιδιών και τους ζήτησε να παίξει μαζί τους Η

Μαρία και ο Νίκος όχι μόνο το δέχτηκαν αλλά

το άφησαν να διαλέξει το παιχνίδι που θα έπαι-

ζαν

_ Εσύ Νίκο θα είσαι ο αγρότης Εγώ θα είμαι η

ελιά και Μαρία θα είναι οι καρποί μου είπε το

αγόρι

Τα παιδιά συμφώνησαν κι άρχισαν όλα μαζί να

παίζουν Ο μάγος τότε παρατήρησε τον τρόπο

που ο Νίκος περιποιόταν την ελιά και πόσο χαι-

ρόταν όταν μάζευε τους καρπούς της Αυτή ήταν

η δεύτερη δοκιμασία και τα παιδιά την πέρασαν

με επιτυχία

Πέρασε αρκετός καιρός ώσπου έφτασε η ώρα

για την τρίτη δοκιμασία Μια μέρα ήρθε στο χω-

ριό ένας πλανόδιος έμπορος Πουλούσε από σπό-

ρους μέχρι και μαγικά αντικείμενα Οι τιμές όμως

ήταν πολύ υψηλές Ο Νίκος με τον πατέρα του ζή-

τησαν να δουν τους σπόρους που είχε

_Έχω σπόρους συκιάς πορτοκαλιάς μηλιάς και

τον τελευταίο σπόρο ελιάς είπε ο άντρας

_Τον τελευταίο Ρώτησε ο Νίκος

_ Ναι Τον τελευταίο

_Δεν υπάρχει άλλος

_Όχι

_Ούτε ένας

_Τίποτα

_Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Ναι Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Είστε σίγουρος για αυτό

_Απολύτως

Ο Νίκος δεν πίστευε στ΄ αυτιά τουΤότε ζήτη-

σε αμέσως απόν τον πατέρα του να αγοράσει τον

τελευταίο σπόρο ελιάς σ΄ ολόκληρη τη γη Η τι-

μή του όμως ήταν πολύ πάρα πολύ υψηλή Εκα-

τό χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Γιε μου δεν έχουμε τόσα χρήματα Μπορούμε

όμως να πουλήσουμε τα τέσσερα κτήματά μας

_Ναι να τα δώσουμε Θα μας μείνει η αυλή του

σπιτιού Εκεί θα φυτέψουμε τον πολύτιμο σπόρο

Τότε εμφανίστηκε ο μάγος Άλφρεντ

_Δίνω διακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα είπε

ο μάγος

_Άλφρεντ δεν είναι τίμιο είπε ο Νίκος

Προλάβαμε

εμείς να αγοράσουμε αυτόν το σπόρο

_Δίνω τριακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Τότε εγώ θα δώσω και το σπίτι μου είπε ο πα-

τέρας του Νίκου

_Ναι αλλά hellip αυτά είναι λιγότερα από τα χρή-

ματα που μου δίνει ο μάγος είπε ο έμπορος

_Τότε και εγώ θα δώσω όσα χρήματα έχω στον

κουμπαρά μου είπε η Μαρία

_Κι εγώ φώναξε ο Βασίλης

_Εγώ θα δώσω το μοναδικό κτήμα που έχω είπε

ο κύριος Βαγγέλης

_Και εγώ φώναξε η κυρία Βαρβάρα

_Ναι Και εμείς θα δώσουμε ότι έχουμε στους

κουμπαράδες μας φώναξαν δυνατά όλα τα

παιδιά που ήταν μαζεμένα στην πλατεία του

χωριού

Όλοι άρχισαν να δίνουν χρήματα σπίτια

έπιπλα χωράφια και μαγαζιά μέχρι που κέρδι-

σαν το μάγο Άλφρεντ και αγόρασαν το σπόρο

της ελιάς Από τη στιγμή που τον φύτεψαν το

πρόσεχαν πάρα πολύ

Μετά από χρόνια όταν οι χωρικοί μάζεψαν

τους καρπούς αυτής της ελιάς διαπίστωσαν ότι

είχε το πιο νόστιμο λάδι Τότε ο μάγος

πείστηκε πως όλοι είχαν καταλάβει την αξία

της και γέμισε ξανά όλα τα χωράφια τους με

ελαιόδεντρα

ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α

Κουκάκη Κατερίνα

Μπογκντάνι Γκισέλα

Καρυώτης Γιώργος

Αθανασόπουλος Στέφανος

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 11: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΑ

ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ

Η ΕΛΙΑ

ΣΤΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

ΟΙ ΔΙΚΕΣ ΜΑΣ ΖΩΓΡΑΦΙΕΣ

Η ΕΛΙΑ

ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Η ελιά Κωστής ΠαλαμάςEίμαι του ήλιου η θυγατέρα

H πιο απrsquo όλες χαϊδευτή

Xρόνια η αγάπη του πατέρα

Σrsquo αυτόν τον κόσμο με κρατεί

Όσο να πέσω νεκρωμένη

Aυτόν το μάτι μου ζητεί

Eίμrsquo η ελιά η τιμημένη

Δεν είμrsquo ολόξανθη μοσχάτη

Tριανταφυλλιά ή κιτριά

Θαμπώνω της ψυχής το μάτι

Για τrsquo άλλα μάτια είμαι γριά

Δε μrsquo έχει αηδόνι ερωμένη

Mrsquo αγάπησε μία θεά

Eίμrsquo η ελιά η τιμημένη

Όπου κι αν λάχω κατοικία

Δε μrsquo απολείπουν οι καρποί

Ώς τα βαθιά μου γηρατεία

Δε βρίσκω στη δουλειά ντροπή

Μrsquo έχει ο Θεός ευλογημένη

Kι είμαι γεμάτη προκοπή

Eίμrsquo η ελιά η τιμημένη

Φρίκη ερημιά νερά και σκότη

Tη γη εθάψαν μια φορά

Πράσινη αυγή με φέρνει πρώτη

Στο Nώε η περιστερά

Όλης της γης είχα γραμμένη

Tην εμορφιά και τη χαρά

Eίμrsquo η ελιά η τιμημένη

Εδώ στον ίσκιο μου από κάτου

Ήρθrsquo ο Χριστός νrsquo αναπαυθεί

Kι ακούστηκε η γλυκιά λαλιά του

Λίγο προτού να σταυρωθεί

Το δάκρυ του δροσιά αγιασμένη

Έχει στη ρίζα μου χυθεί

Eίμrsquo η ελιά η τιμημένη

Αποσπάσματα από ποιήματα του

Ιωάννη Πολέμη

Ευλογημένο να lsquoναι ελιά το χώμα που σε τρέφει

κι ευλογημένος ο καρπός που πίνεις απrsquo τα νέφη

κι ευλογημένος τρεις φορές Αυτός που σrsquo έχει

στείλει

για το λυχνάρι του φτωχού για τrsquo άγιου το

καντήλι

Πατρίδα τα λιοτρίβια σου

δουλεύουν νύχτα μέρα

με του λαδιού τη μυρωδιά

γεμίζουν τον αέρα

Κι είνrsquo οι ελιές Πατρίδα μου

ακούραστες γριούλες

Με τον καρπό τους τρέφουνε

παιδάκια και μανούλες

Κι είνrsquo οι ελιές Πατρίδα μου

Δέντρα ευλογημένα

που στέκονται στον άνεμο

με τα κλαδιά απλωμένα

Γλυκόφυλλη η ελιά τον ίσκιο διπλώνει

το φουντωμένο κλήμα πού και πού

το ψηλαφούν οι χαμηλοί της κλώνοι

γερμένοι από το βάρος του καρπού

Αντίκρυ σκοτεινό το ερημοκλήσι

με πόθο και μrsquo αγάπη τη θεωρεί

γιατί το καντηλάκι που lsquoχει σβήσει

το φως απrsquo τον καρπό της λαχταρεί

Η ελιά Λορέντζος Μαβίλης

Στὴν κουφάλα σου ἐφώλιασε μελίσσιγέρικη ἐλιά ποὺ γέρνεις μὲ τὴ λίγηπρασινάδα ποὺ ἀκόμα σὲ τυλίγεισὰ νἄθελε νὰ σὲ νεκροστολίσει

Καὶ τὸ κάθε πουλάκι στὸ μεθύσιτῆς ἀγάπης πιπίζοντας ἀνοίγειστὸ κλαρί σου ἐρωτάρικο κυνήγιστὸ κλαρί σου ποὺ δὲ θὰ ξανανθίσει

Ὢ πόσο στὴ θανὴ θὰ σὲ γλυκάνουνμὲ τὴ μαγευτικὴ βοὴ ποὺ κάνουνὁλοζώντανης νιότης ὀμορφάδες

ποὺ σὰ θύμησες μέσα σου πληθαίνουνὢ νὰ μποροῦσαν ἔτσι νὰ πεθαίνουνκαὶ ἄλλες ψυχὲς τῆς ψυχῆς σου ἀδερφάδες

Η ελιά Πέτρος Λυγίζος

Γύρω απrsquo τον κορμό αυτόν

στροβιλίζεται ο χρόνος

Στην ελιά της μνήμης και της προσδοκίας

ακουμπώ ένα δάκρυ στο ακριανό φύλλο

Θυμάσαι όταν ανεβαίναμε στο καρτερικό κορμί της

Όταν το βήμα της νιότης μας

λοξοδρομούσε στο όνειρο

Γύρω απrsquo τον κορμό αυτόν

παίζουν ακόμη οι φίλοι μου

Στην ελιά της ζωής και της νοσταλγίας

Ψάχνω τον Αδριανό και τον Κώστα

κι εσένα

όταν σε πήρε το πρώτο χάδι μου

όταν κρύφτηκες χαμογελώντας

πίσω απrsquo τις χρυσοπράσινες φυλλωσιές

Τώρα τόσα χρόνια μετά

πηγαίνω τα δειλινά για προσκύνημα

στον ίσκιο της απαγκιάζουν οι φόβοι μου

στη μαγική σπηλιά της

τρυπώνει μυστικά το παιδικό μου όνειρο

κι εσύ πάνω στα αιωρούμενα φύλλα

σαν ιπτάμενο ξωτικό

χορεύεις ταξιδεύοντας

απrsquo το παρελθόν μέχρι το άπειροhellip

Αποσπάσματα από ποιήματα του

Οδυσσέα Ελύτη

Ε σεις στεριές και θάλασσες

τrsquo αμπέλια κι οι χρυσές ελιές

ακούστε τα χαμπέρια μου

μέσα στα μεσημέρια μου

Σrsquo όλους τους τόπους κι αν γυρνώ

μόνον ετούτο αγαπώ

Λοιπόν ευρέθηκε ο χρυσός

της λιόριζας

να έχει σταλάξει στα φύλλα

της καρδιάς του

Κι από τις τόσες φορές όπου

ξαγρύπνησε

σιμά στο κηροπήγιο

καρτερώντας

τα χαράματα μια πυράδα

παράξενη

του είχε αρπάξει τα σωθικά

Οι φωνές των πουλιών που

είχε σrsquo ώρες

μεγάλης μοναξιάς

αποστηθίσει

φαίνεται να ξεχύθηκαν όλες

μαζί

τόσο που δεν εστάθη βολετό

να προχωρήσει

σε μεγάλο βάθος το μαχαίρι

Μάλλον η πρόθεση άρκεσε

για το Κακό

Που ταrsquo αντίκρισε ndash είναι

φανερό ndash στη στάση

την τρομαχτική του αθώου

Ανοιχτά περήφανα τα μάτια

του κι όλο το

δάσος να σαλεύει ακόμη στον

ακηλίδωτον

αμφιβληστροειδή

Στον εγκέφαλο τίποτε πάρεξ

μια ηχώ

ουρανού καταστραμμένη

Έζησα τrsquo όνομα το αγαπημένο

στον ίσκιο της γιαγιάς ελιάς

στον ρόχθο της ισόβιας θάλασσας

Χάραξα τrsquo όνομα το αγαπημένο

στον ίσκιο της γιαγιάς ελιάς

στον ρόχθο της ισόβιας θάλασσας

Ω λινό καλοκαίρι συνετό

φθινόπωρο

χειμώνα ελάχιστε

η ζωή καταβάλλει τον οβολό

του φύλλου της ελιάς

και στη νύχτα μέσα των αφρόνων

μrsquo ένα μικρό τριζόνι

κατακυρώνει πάλι το νόμιμο

του Ανέλπιστου

Αποσπάσματα από ποιήματα του

Γιάννη Ρίτσου

Ετούτου το τοπίο είναι σκληρό

σαν τη σιωπή

σφίγγει στον κόρφο του

τα πυρωμένα του λιθάρια

σφίγγει στο φως

τις ορφανές ελιές του

και τrsquo αμπέλια του

σφίγγει τα δόντια

Ποιος θα σταθεί

στον ίσκιο της ελιάς

παρέα με το τζιτζίκι

μη σωπάσει το τζιτζίκι

τώρα που ο ασβέστης

του μεσημεριού

βάφει τη μάντρα

ολόγυρα του ορίζοντα

σβήνοντας τα μεγάλα

αντρίκια ονόματά τους

ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ

bullΗ ελιά κρασί δε βγάζει

bullΠέρασε της ελιάς τα φαρμάκια

bullΤου χάρισαν της ελιάς το μέσα και του αβγού το

απrsquo έξω

bullΛάδι βρέχει κάστανα χιονίζει

bullΚλήμα του χεριού σου κι ελιές απrsquo τον παππού

σου

bullΗ ελιά είναι κυρά κι όποτε θέλει κάνει

bullΞεφόρτωσέ την την ελιά να σε φορτώσει λάδι

bullΒάλε ελιά για το παιδί σου και συκιά για τη ζωή

σου

bullΑπrsquo τον θέρο ως τις ελιές δεν απολείπουν οι

δουλειές

bullΈχουμε ελιές και ελήδια έχουμε κι αγρηλίδια

bullΤου έβγαλε το λάδι

bullΜη ρίχνεις λάδι στη φωτιά

bull Αν δε σφίξεις την ελιά δε βγάζει λάδι

bull Άκουσες λάδι τρέχα άκουσες στεφάνι φεύγα

bull Όποιος έχει σιτάρι κρασί και λάδι στο πιθάρι

έχει του κόσμου τα καλά και του θεού τη χάρη

bull Ξεφόρτωσέ τη την ελιά να σε φορτώσει λάδι

bull Δεν τρώγεται ούτε με το λάδι ούτε με το ξύδι

bull Η αλήθεια πλέει σαν το λάδι στο νερό

bull Κάθε σταλαματιά νερό τ Απρίλη είναι ένα

βαρέλι λάδι

ΑΙΝΙΓΜΑΤΑ

Από κλαδάκι κρέμεται

Στην αγορά πουλιέται

Το εξωτερικό της τρώγεται

Το μέσα της πετιέται

Τι είναι Η ελιά

Μάνα και θυγατέρα

έχουν το ίδιο όνομα

Μάντεψε ποιο όνομα έχουν κι οι δυο

Ελιά

Κι όταν έρθει ο Οκτώβρης

ωριμάζω πιο πολύ

πρασινίζω και μαυρίζω

και γεμίζω το σακί

Τι είμαι Η ελιά

Δεν πεθαίνει κι αν περάσουν

Χρόνια εκατό και χίλια

Μας χορταίνει μας φροντίζει

Μας ανάβει τα καντήλια

Τι είναι

Η ελιά

Στα δέντρα πάνω κρέμεται

Στις εκκλησιές κοιμάται

Και τα χρυσά της κόκαλα

Μες στη φωτιά τα βάζω

Τι είναι

Η ελιά

Πράσινα είνrsquo τα νιάτα μου

μαύρα τα γερατειά μου

χαροποιά η θλίψη μου

θροφή τα δάκρυά μου

Τί είναι

Η ελιά

ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Το παραμύθι της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σε μια φτωχογειτονιά

ένα φτωχό μα πολύ καλόκαρδο κορίτσι που το έλεγαν

Ελιά

Κάθε μέρα η Ελιά γύριζε τη γειτονιά της έβλεπε τον

κόσμο να ζει φτωχός και δυστυχισμένος και γύριζε

στο σπίτι της πολύ στενοχωρημένη

Κάτι πρέπει να κάνω να τους βοηθήσω σκεφτόταν Κι

από την άλλη μέρα κιόλας άρχισε Βγήκε στη

γειτονιά κράτησε τα παιδιά της γειτόνισσας για να

πάει να δουλέψει και να μπορεί να φέρει στα παιδιά

της λίγο φαΐ

Μια άλλη μέρα πήγε στη γριούλα που ήταν άρρωστη της μαγείρεψε της σκούπισε το σπίτι την έπλυνε την ταΐσε Την άλλη μέρα πάλι έβγαλε τον παράλυτο γέρο με το καρότσι του βόλτα για να πάρει αέρα και ήλιο

Τα βράδια γύριζε κατάκοπη μα ευχαριστημένη που είχε καταφέρει να δώσει λίγη χαρά στους φτωχούς ανθρώπους

Οι μέρες περνούσαν κι η Ελιά όλο δούλευε όσο αδυνάτιζε Μα έβλεπε πως ότι κι αν έκανε ο κόσμος ήταν πάντα φτωχός και δυστυχισμένοςΑυτό τη στενοχωρούσε πάρα πολύ κι έτσι στενοχωρημένη κάθισε στην αυλή του σπιτιού της και συλλογιζόταν

- Τι να κάνω τι να κάνω Δεν μπορώ να βλέπω τόση δυστυχία Το σπουργίτι που την είδε τόσο στενοχωρημένη - και που την αγαπούσε γιατί κάθε μέρα του έριχνε σπόρους και ψίχουλα - δεν άντεξε και πέταξε βαθιά στο δάσος

Εκεί βρήκε την καλή νεράιδα και της είπε- Τρέξε καλή νεράιδα η Ελιά είναι πολύ στενοχωρημένη χλωμή κι αδύνατη

Η καλή νεράιδα ανήσυχη έτρεξε στην αυλή της Ελιάς και τη ρώτησε- Τι έχεις Ελιά μου κι είσαι τόσο λυπημένη- Αχ καλή μου νεράιδα Δεν μπορώ να βλέπω τόση φτώχεια και δυστυχία γύρω μου- Και τι θέλεις δηλαδή- θέλω να τους γίνω χρήσιμη θέλω να τους προσφέρω κάτι πολύτιμο που να τους δώσει ζωή και χαρά

-Το θέλεις αλήθεια τόσο πολύ

- Και βέβαια το θέλω δε βλέπεις πως έλιωσα

από τη στενοχώρια μου

- Τότε σταμάτησε να στενοχωριέσαι θα σε κάνω

αυτό που θέλεις Και τσουπ την άγγιξε με το

ραβδάκι της κι αμέσως η Ελιά έγινε ένα

μεγάλο δέντρο που έβγαλε φύλλα

λουλουδάκια άσπρα που έγιναν ελιές

πράσινες μωβ μαύρες

Έπεσαν στη γη τα κουκούτσια φύτρωσαν

έγιναν δεντράκια και σχημάτισαν ένα μεγάλο

ελαιώνα

Ήρθαν οι γείτονες μάζεψαν τις ελιές έβγαλαν

λάδι έφαγαν χόρτασαν ρόδισαν τα μαγουλά

τους ζωήρεψαν κι άρχισαν να χαμογελούν και

να ζουν ευτυχισμένοι

Για να ευχαριστήσουν την ελιά και να της

δείξουν την αγάπη τους πήραν το λάδι τους

το έβαλαν στο καντήλι για να θυμίζουν στην

Παναγιά και στο Χριστό την καλοσύνη της

ελιάς και την αγάπη της για τον κόσμο

Κι η Παναγιά με τη σειρά της την ευλόγησε Κι

ο Χριστός κάτω απ την ελιά ήρθε και

ξεκουράστηκε

Κι εκείνη καμάρωνε ευχαριστημένη στη μέση

στον ελαιώνα και φρόντιζε όταν έρχονται οι

άνθρωποι να τη μαζέψουν να ναι γεμάτη

ελιές να χορταίνουν οι φτωχοί και να

φωτίζονται απ τις καντήλες όλες οι εκκλησιές

Η μικρή ελιά

Η μικρή ελιά για πρώτη φορά γέμισε καρπό

Ο γεωργός την αγαπούσε γιατί του θύμιζε την

πρώτη του αγάπη κοντούλα και στρουμπουλή

Της είχε φτιάξει ένα περιδέραιο με

ασπρισμένες πέτρες και συχνά καθόταν και

κουβέντιαζε μαζί της τα όνειρα και τις

αναμνήσεις του Η ελιά κάθε μέρα και πιο

όμορφη

Ένα πρωί του Νοέμβρη ο γεωργός άπλωσε πανιά

κι άρχισε να την ραβδίζει Πάνε οι ελιές πάνε

τα φύλλα πάει η ομορφιά

Η ελιά μέσα στα αναφιλητά της μονολογούσε

-Μ αγαπούσε και με χάλασε Πως εννοεί ο

άνθρωπος την αγάπη Έλεγε και ξανάλεγε

Τότε ακούει μια μαργαρίτα να της λέει

-Άκουσε να σου πω Ο άνθρωπος δεν ξέρει την

αγάπη

Μην τον παρεξηγείς Κοίταξε εμένα που μια

ζωή με μαδάει για να μάθειhellip

Το καλάμι κι η ελιά

Μια φορά δίπλα σε μια ελιά είχε φυτρώσει ένα καλάμιΗ ελιά ήταν ένα μεγάλο και δυνατό δέντρο με πολλά κλαδιά πουκρατούσαν τα φύλλα τους όλη τη χρονιά και κάθε δυο χρόνιαέγερναν από το βάρος του καρπού

Το καλάμι πάλι ήτανε ψηλόλιγνο με καταπράσινα στενόμακρα φύλλα με ωραιότατα παράξενα λουλούδια που έμοιαζαν με τσαμπιά κι είχανε το σχήμα του αδραχτιού

Η ελιά καυχιόταν ολοένα

-Τι είσαι συ μπροστά μου έλεγε στο καλάμιΕγώ είμαι ένα δέντρο μεγάλο δυνατό ευλογημένο Οι άνθρωποι με λατρεύουνγιατί τους δίνω τις ελιές και το λάδι μου τους δίνω ξερόκλαδα για να ζεσταίνονταιτους δίνω ξύλα για να φτιάχνουν ακριβά έπιπλα Είμαι μεγάλη ψηλή γερήκαι συ είσαι ένα αδύναμο πραγματάκι που λυγίζεις μπροστά σrsquo όλους τους ανέμους και τους προσκυνάς Δεν μπορώ να καταλάβω πώς έχεις την τόλμη να φυτρώνεις πλάι μου

Το καημένο το καλάμι

που ήταν από φυσικού

του ντροπαλό ταrsquo

άκουγε όλα αυτά και

δεν έλεγε τίποτα κι

ούτε και θύμωνε γιατί

αυτό δεν είχε να

καυχηθεί για τίποτα

Ήρθε ένας χειμώνας όμως βαρύς κι άρχισε να

φυσάει ένας αέρας δαιμονισμένος

που χτυπούσε με μανία την ελιά ώσπου στο

τέλος την ξερίζωσε

Το καλάμι με το πρώτο φύσημα του ανέμου

έγειρε λυγερό όπως ήτανε

προς το νερό κι έτσι ο άνεμος περνούσε από

πάνω του χωρίς να το πειράξει

Κι όταν η καταιγίδα σταμάτησε κι ο άνεμος

έπαψε να φυσάει

η ελιά απόμεινε πεσμένη στο χώμα και το

καλάμι σηκώθηκε

πάλι όρθιο και λυγερό όπως και πριν

Βλέπετε το καλάμι ήξερε να υποχωρεί εκεί που

ένιωθε ότι δεν είχε δύναμη νrsquo αντισταθεί ενώ

η ελιά πλήρωσε με τη ζωή της την

υπερηφάνειά της

Ο Μανωλιός και η γέρικη ελιά

Μια φορά και έναν καιρό όταν ο ζεστός άνεμος

φυσούσε και τα δέντρα λυπημένα έγερναν τα

κουρασμένα φυλλώματά τους ένα παλικάρι

που τον έλεγαν Μανωλιό πήγαινε τα πότιζε

και τους έκανε συντροφιά Τrsquo άλλα παλικάρια

του χωριού ζήλευαν τις χάρες και την καρδιά

του Μανωλιού Ψιθύριζαν λόγια άσχημα

μεταξύ τους δίχως να καταλαβαίνουν ότι αυτό

που έκαναν δεν ήταν σωστό

Μια μέρα κάθισαν κάτω από τον ίσκιο μιας

γέρικης ελιάς για να ξαποστάσουν Ξαφνικά

άκουσαν ένα θρόισμα γύρισαν τα κεφαλάκια

τους και από το κέντρο του κορμού της ελιάς

είδανε ένα χαμογελαστό πρόσωπο που με

ανθρώπινη μιλιά τους είπε

Αυτό το δέντρο που στον ίσκιο του ήρθατε να ξεκουραστείτε ξέρετε ποιος το ποτίζει

Όχι απάντησαν εκείνοι

Ο Μανωλιός που κοροϊδεύετε αποκρίθηκε το δέντρο

Εκείνοι ντροπιασμένοι έφυγαν με σκυμμένο το κεφάλι Στο δρόμο συνάντησαν τον Μανωλιό

Καλημέρα είπαν με μία φωνή Σήμερα θα έρθουμε μαζί σου να σε βοηθήσουμε να ποτίσεις τα δέντρα

Έτσι κι έγινε Από τότε έγιναν φίλοι Κάθε

απόγευμα πότιζαν τα δέντρα κι ύστερα κάτω

από τα φυλλώματα της γέρικης ελιάς άρχιζαν

το τραγούδι που μιλούσε για χώρες

παράξενε για ζούγκλες με πολύχρωμους

παπαγάλους για ινδιάνους με κιτρινοκόκκινα

φτερά στα καπέλα τους και ιδιαίτερα

τραγουδούσαν για την συμπόνια και την

ευαίσθητη καρδιά των ανθρώπων

Μια μέρα που ο ήλιος γίνηκε πορφυρός και

κρύφτηκε πίσω από τα βουνά ο Μανωλιός

πήγε μόνος του πότισε την γέρικη ελιά

ξάπλωσε και τον πήρε ένας βαθύς ύπνος Τότε

είδε πως μέσα στην κουφάλα της γέρικης ελιάς

είχανε στήσει ένα πανέμορφο παλάτι γεμάτο

κόσμο που χόρευε και γλένταγε

Θα πάω κι εγώ είπε δειλά δειλά ο Μανωλιός

bull Όσο προχωρούσε τόσο τα φώτα

μεγάλωναν ώσπου έφτασε στο κέντρο Εκεί

ένας βασιλιάς καθόταν σrsquoένα χρυσαφένιο

θρόνο Πίσω του στεκόταν μια Σφίγγα

άγαλμα Πήρε ανθρώπινη μιλιά αρχίζοντας να

λέει καλωσορίσματα στον Μανωλιό Εκείνος

χαμογελαστός χαιρέτησεμα τι να δει Σrsquoέναν

καθρέπτη που βρέθηκε μπροστά του ο

Μανωλιός ήταν ντυμένος πρίγκιπας

bull Πω πω Τι όμορφος που είμαι Αναφώνησε

Ξαφνικά υπηρέτες έστρωσαν ένα κόκκινο

χαλί για να περάσει ο Μανωλιός και αυτοί

αριστερά και δεξιά τον προσκυνούσαν Όταν

πέρασε τον διάδρομο με το κόκκινο χαλί

στάθηκε στον βασιλιά που του είπε

Καλόκαρδο και πονόψυχο παλικάρι Εσύ πότιζες

το δέντρο κι έτσι μπόρεσε το παλάτι μου να

βρίσκεται εδώ με όλους τους ανθρώπους

μου διαφορετικά αν το άφηνες να ξεραθεί από

το ζεστό άνεμο τώρα δεν θα

υπήρχαμε Γιrsquoαυτό αξίζεις να γίνεις γιος μου

να παντρευτείς την Βασιλοπούλα και με

δικαιοσύνη αγάπη και φρόνηση να γίνεις εσύ

ο καινούριος Βασιλιάς λύνοντας έτσι τα μάγια

της κακιάς νεράιδας που μας είχε

καταδικασμένους

Έτσι κι έγινε Ο Μανωλιός έγινε βασιλιάς με

τιμές και δόξες διότι ήξερε την γλώσσα της

καρδιάς που πάντα μας διδάσκει πόσο καλό

είναι να είσαι άνθρωπος Από τότε ο

Μανωλιός έμεινε στο παλάτι και κανείς ακόμα

δεν ξέρει τι ταξίδι ακολούθησε στον χρόνο του

ύπνου του άφησε όμως πίσω του τον

πραγματικό θησαυρό της καλοσύνης και της

αγάπης

ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Ο μαγικός ελαιώνας

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα παιδάκι που

το έλεγαν Λευτέρη Κάθε χρόνο το καλοκαίρι

μόλις έκλειναν τα σχολεία πήγαινε διακοπές

στο σπίτι της γιαγιάς του

Ένα καλοκαίρι έζησε μια σπουδαία περιπέτεια

Μια μέρα που η γιαγιά του είχε πάει για ψώνια

στην κοντινή πόλη ο Λευτέρης αποφάσισε να

εξερευνήσει τη σοφίτα του σπιτιού

Ανέβηκε προσεκτικά τη στριφογυριστή ξύλινη

σκάλα και στάθηκε αναποφάσιστος μπροστά

στην κλειστή πόρτα Πήρε μια βαθιά ανάσα

και την έσπρωξε δυνατά Πόσο σκοτεινά ήταν ό-

λα εκεί μέσα Ο Λευτέρης σκόνταψε σ΄ ένα πα-

λιό μπαούλο

Το άνοιξε γεμάτος περιέργεια Και τι δε βρήκε

Ολόκληρο θησαυρό Παλιά βιβλία του παππού

φορέματα της γιαγιάς παιχνίδια της μητέρας

του όταν ήταν παιδί Κάτω κάτω ήταν

τσαλακωμένο ένα κιτρινισμένο χαρτί Το

ξετύλιξε βιαστικά και τι να δει Ένας παλιός

χάρτης με σχεδιάγραμμα Αμέσως τον άρπαξε

κι άρχισε το ταξίδι του

Περπάτησε ώρες πολλές Πέρασε την πεδιάδα

με τα κίτρινα στάχυα το γεφυράκι του μικρού

ποταμού ώσπου έφτασε στο τέλος σε έναν

κάμπο γεμάτο ελιές

Διάλεξε την πιο μεγάλη ελιά και κάθισε να

ξεκουραστεί ακουμπώντας στο γέρικο κορμό

της

Ξαφνικά άκουσε μια απαλή φωνή Έμοιαζε

με της γιαγιάς του Κοίταξε γύρω του μα δεν

είδε κανέναν Η φωνή συνέχισε να του μιλάει

τρυφερά Ο Λευτέρης γεμάτος περιέργεια

άρχισε να παρατηρεί προσεχτικά το γέρικο

κορμό τα πελώρια κλαδιά και τ΄ ασημένια

φύλλα της ελιάς Τότε κατάλαβε ποιος του

μιλούσε Έκπληκτος άγγιξε απαλά το υπέροχο

αυτό δέντρο και μοιράστηκε μαζί του όλα του

τα μυστικά

Από εκείνη την ημέρα ο Λευτέρης πήγαινε

καθημερινά στο μαγικό αυτό ελαιώνα

Καθόταν ώρες στη σκιά της αγαπημένης του

ελιάς κι άκουγε τις πιο ωραίες ιστορίες

Ο καιρός πέρασε γρήγορα κι ήρθε η μέρα που

έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι του Έτρεξε στο

μαγικό ελαιώνα κι αγκάλιασε κλαίγοντας το

αγαπημένο του δέντρο Η ελιά έγειρε τα

κλαδιά της και χάιδεψε τα μαλλιά του laquo Μη

στενοχωριέσαιraquo του ψιθύρισε laquo Κόψε ένα

κλαράκι μου και πάρ΄ το μαζί σου Φύτεψέ το

στην αυλή του σπιτιού σου κι εγώ θα είμαι

πάντα κοντά σουraquo

Έτσι κι έγινε Ένα καινούριο ολόδροσο

δεντράκι φύτρωσε στον κήπο του Λευτέρη Κι

από τότε δεν χώρισαν ποτέ

Οι μαγικοί σπόροι

Μια φορά κι έναν καιρό σ΄ ένα μακρινό

χωριουδάκι ζούσε με τη γιαγιά του ένα μικρό

κορίτσι που το έλεγαν Ελπίδα Το σπιτάκι τους

ήταν πολύ φτωχικό Δύσκολα τα έβγαζαν πέρα

Ο περασμένος χειμώνας ήταν πολύ βαρύς

Τα πρώτα χιόνια έπεσαν νωρίς κι ο κρύος

βοριάς σφύριζε μανιασμένα Κάθε πρωί η

γιαγιά με την εγγονή της πήγαιναν στο δάσος

και μάζευαν φρούτα και ξύλα για να

ζεσταθούν

Μια μέρα ο άνεμος φυσούσε άγρια κι ο ήλιος

είχε κρυφτεί πίσω από τα βαριά μαύρα

σύννεφα Η Ελπίδα άφησε τη γιαγιά της στο

κρύο σπιτάκι τους τυλίχτηκε σφιχτά με το

σάλι της και ξεκίνησε για το δάσος Τα πόδια

και τα χέρια της είχαν παγώσει Τα μαλλιά και

τα ρούχα της είχαν βραχεί από την ξαφνική

μπόρα Και το σπουδαιότερο δεν μπορούσε να

γυρίσει πίσω γιατί δεν είχε μαζέψει ακόμη

τίποτα Αποφάσισε τότε να μπει για λίγο σε

μια σπηλιά που βρήκε στο δρόμο της και να

περιμένει

Έτρεμε από το κρύο και

από το φόβο της Είχε αρ

χίσει να νυχτώνει και η

γιαγιά της σίγουρα θα

ανησυχούσε Ξαφνικά

ένα απόκοσμο φως γέμι

σε τη σπηλιά και μια πα

νέμορφη νεράιδα πα

ρουσιάστηκε μπροστά

της

Της χαμογέλασε γλυκά και της χάιδεψε απαλά τα μαλλιά Κρατούσε ένα μικρό σακουλάκι που το άφησε προσεκτικά στα χέρια της Ελπίδας laquoΌταν πας σπίτι σου να το ανοίξεις και να κάνεις ότι ακριβώς σου πει η γιαγιά σου Αυτή ξέρειraquo της είπε τρυφερά και χάθηκε στο σκοτάδι της σπηλιάς Το κορίτσι κρατώντας το γερά έτρεξε χαρούμενο στο φτωχικό του σπιτάκι Τα μάτια του έλαμπαν από ενθουσιασμό καθώς έδειχνε στη γιαγιά του το δώρο της νεράιδας

Η γιαγιά ψηλάφησε τους μεγάλους γυαλιστερούς σπόρους τους έβαλε στη χούφτα της Ελπίδας και της είπε να τους φυτέψει στην αυλή Έτσι ακριβώς έκανε το μικρό κορίτσι Τους έχωσε βαθιά στο έδαφος και τους σκέπασε με φρέσκο χώμα Την άνοιξη οι σπόροι φύτρωσαν και γρήγορα έγιναν μεγάλα δέντρα με υπέροχο σταχτοπράσινο φύλλωμα Ήταν φουντωτές ελιές που αγκάλιασαν το μικρό σπιτάκι Ήρθε το φθινόπωρο και τα κλαδιά τους γέμισαν ευλογημένο καρπό

Από τότε η Ελπίδα κι η γιαγιά της έζησαν

ευτυχισμένες βοηθώντας κάθε κουρασμένο

περαστικό

Η αξία της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό σrsquo ένα μακρινό

χωριό όλοι οι άνθρωποι ζούσαν ευτυχισμένοι

Είχαν πολλά κτήματα εκτιμήσει πλούσια

γεμάτα ελιές Ποτέ όμως δεν είχαν σωστά την

αξία τους

Κάποια μέρα καθώς έπαιζαν δυο παιδιά η

Μαρία και ο Νίκος εμφανίστηκε μπροστά

τους ένας άγνωστος άντρας Τους μίλησε για

τα ελαιόδεντρα και τη χρησιμότητά τους Τους

είπε πως πρέπει να τα φροντίζουν και να τα

αγαπούν

Μετά από αρκετές ημέρες έγινε κάτι φοβερό

Στο χωριό έπεσε μεγάλη κατάρα Όλα τα χωράφια με τα ελαιόδεντρα καταστράφηκαν

Η Μαρία και ο Νίκος αμέσως κατάλαβαν πως έπρεπε να πάνε να βρουν τον μυστήριο αυτό άντρα που τους είχε επισκεφτεί

Τους είχε πει πως ζούσε στο δάσος Αυτό όμως δεν ήταν και τόσοhellip συνηθισμένο δάσος Έλεγαν πως στις κουφάλες των δέντρων ζούσαν φαντάσματα και πως το μέγεθος των ζώων ήταν υπερφυσικό

Φοβόντουσαν πάρα πολύ Περπάτησαν

ατελείωτες ώρες στη σκιά των πελώριων

δέντρων Με τη βοήθεια ενός λιονταριού

κατάφεραν να βρουν τον πύργο του άντρα που

έψαχναν

Χτύπησαν την πόρτα

αλλά κανείς δεν τους

άνοιξε Αποφάσισαν

να περιμένουν Δεν

κατάλαβαν πόσος

χρόνος πέρασε καιhellip

η πόρτα άνοιξε μόνη

της

Τα παιδιά μπήκαν γεμάτα περιέργεια στον

πύργο Ανέβηκαν διστακτικά την παλιά

στριφογυριστή σκάλα που τα οδήγησε σrsquo έ-

να επιβλητικό δωμάτιο Εκεί εργαζόταν ο

μυστηριώδης άντρας που είχαν γνωρίσει

Αμέσως κατάλαβαν πως ήταν μάγος Τους

αποκάλυψε αμέσως το όνομά του τον έλεγαν

Άλφρεντ Άρχισαν λοιπόν να του μιλούν για

το πρόβλημά τους Ο μάγος τα άκουσε προσε-

κτικά και τους είπε τι πρέπει να κάνουν

Έπρεπε να περάσουν τρεις δοκιμασίες Μόνο

έτσι θα έφευγε η κατάρα

Στο χωριό όλοι οι κάτοικοι περνούσαν δύσκο-

λα Από πλούσιοι είχαν γίνει φτωχοί και χωρίς

την ελιά και το λάδι της δεν μπορούσαν να ζή-

σουν Κατάλαβαν έτσι την αξία της αλλά ήταν

πλέον αργά Ή μάλλον σχεδόν αργά

Όταν τα παιδιά επέστρεψαν διηγήθηκαν σε

όλους όλα όσα τους συνέβησαν Τους είπαν για

το μάγο και τις τρεις δοκιμασίες που έπρεπε να

περάσουν Το πρόβλημα όμως ήταν πως δεν

τους είχε πει ποιες ήταν αυτές οι δοκιμασίες

ποιοι θα τις περνούσαν και πότε

Οι μέρες περνούσαν

αργά και βασανιστικά

μετά από δυο μήνες στο

χωριό εμφανίστηκε ένα

μικρό κορίτσι Χτύπησε

την πόρτα ενός σπιτιού

και ζήτησε λίγο φαγητό

Η οικογένεια όμως Το έ-

διωξε Το κορίτσι ήταν

Ο μάγος Άλφρεντ μεταμορ-

φωμένος Αυτή ήταν η πρώ-

τη δοκιμασία που δυστυχώς

όμως απέτυχαν

Αφού πέρασε μια εβδομάδα περίπου ένα μι-

κρό άγνωστο αγόρι εμφανίστηκε σε μια ομάδα

παιδιών και τους ζήτησε να παίξει μαζί τους Η

Μαρία και ο Νίκος όχι μόνο το δέχτηκαν αλλά

το άφησαν να διαλέξει το παιχνίδι που θα έπαι-

ζαν

_ Εσύ Νίκο θα είσαι ο αγρότης Εγώ θα είμαι η

ελιά και Μαρία θα είναι οι καρποί μου είπε το

αγόρι

Τα παιδιά συμφώνησαν κι άρχισαν όλα μαζί να

παίζουν Ο μάγος τότε παρατήρησε τον τρόπο

που ο Νίκος περιποιόταν την ελιά και πόσο χαι-

ρόταν όταν μάζευε τους καρπούς της Αυτή ήταν

η δεύτερη δοκιμασία και τα παιδιά την πέρασαν

με επιτυχία

Πέρασε αρκετός καιρός ώσπου έφτασε η ώρα

για την τρίτη δοκιμασία Μια μέρα ήρθε στο χω-

ριό ένας πλανόδιος έμπορος Πουλούσε από σπό-

ρους μέχρι και μαγικά αντικείμενα Οι τιμές όμως

ήταν πολύ υψηλές Ο Νίκος με τον πατέρα του ζή-

τησαν να δουν τους σπόρους που είχε

_Έχω σπόρους συκιάς πορτοκαλιάς μηλιάς και

τον τελευταίο σπόρο ελιάς είπε ο άντρας

_Τον τελευταίο Ρώτησε ο Νίκος

_ Ναι Τον τελευταίο

_Δεν υπάρχει άλλος

_Όχι

_Ούτε ένας

_Τίποτα

_Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Ναι Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Είστε σίγουρος για αυτό

_Απολύτως

Ο Νίκος δεν πίστευε στ΄ αυτιά τουΤότε ζήτη-

σε αμέσως απόν τον πατέρα του να αγοράσει τον

τελευταίο σπόρο ελιάς σ΄ ολόκληρη τη γη Η τι-

μή του όμως ήταν πολύ πάρα πολύ υψηλή Εκα-

τό χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Γιε μου δεν έχουμε τόσα χρήματα Μπορούμε

όμως να πουλήσουμε τα τέσσερα κτήματά μας

_Ναι να τα δώσουμε Θα μας μείνει η αυλή του

σπιτιού Εκεί θα φυτέψουμε τον πολύτιμο σπόρο

Τότε εμφανίστηκε ο μάγος Άλφρεντ

_Δίνω διακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα είπε

ο μάγος

_Άλφρεντ δεν είναι τίμιο είπε ο Νίκος

Προλάβαμε

εμείς να αγοράσουμε αυτόν το σπόρο

_Δίνω τριακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Τότε εγώ θα δώσω και το σπίτι μου είπε ο πα-

τέρας του Νίκου

_Ναι αλλά hellip αυτά είναι λιγότερα από τα χρή-

ματα που μου δίνει ο μάγος είπε ο έμπορος

_Τότε και εγώ θα δώσω όσα χρήματα έχω στον

κουμπαρά μου είπε η Μαρία

_Κι εγώ φώναξε ο Βασίλης

_Εγώ θα δώσω το μοναδικό κτήμα που έχω είπε

ο κύριος Βαγγέλης

_Και εγώ φώναξε η κυρία Βαρβάρα

_Ναι Και εμείς θα δώσουμε ότι έχουμε στους

κουμπαράδες μας φώναξαν δυνατά όλα τα

παιδιά που ήταν μαζεμένα στην πλατεία του

χωριού

Όλοι άρχισαν να δίνουν χρήματα σπίτια

έπιπλα χωράφια και μαγαζιά μέχρι που κέρδι-

σαν το μάγο Άλφρεντ και αγόρασαν το σπόρο

της ελιάς Από τη στιγμή που τον φύτεψαν το

πρόσεχαν πάρα πολύ

Μετά από χρόνια όταν οι χωρικοί μάζεψαν

τους καρπούς αυτής της ελιάς διαπίστωσαν ότι

είχε το πιο νόστιμο λάδι Τότε ο μάγος

πείστηκε πως όλοι είχαν καταλάβει την αξία

της και γέμισε ξανά όλα τα χωράφια τους με

ελαιόδεντρα

ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α

Κουκάκη Κατερίνα

Μπογκντάνι Γκισέλα

Καρυώτης Γιώργος

Αθανασόπουλος Στέφανος

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 12: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

Η ΕΛΙΑ

ΣΤΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

ΟΙ ΔΙΚΕΣ ΜΑΣ ΖΩΓΡΑΦΙΕΣ

Η ΕΛΙΑ

ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Η ελιά Κωστής ΠαλαμάςEίμαι του ήλιου η θυγατέρα

H πιο απrsquo όλες χαϊδευτή

Xρόνια η αγάπη του πατέρα

Σrsquo αυτόν τον κόσμο με κρατεί

Όσο να πέσω νεκρωμένη

Aυτόν το μάτι μου ζητεί

Eίμrsquo η ελιά η τιμημένη

Δεν είμrsquo ολόξανθη μοσχάτη

Tριανταφυλλιά ή κιτριά

Θαμπώνω της ψυχής το μάτι

Για τrsquo άλλα μάτια είμαι γριά

Δε μrsquo έχει αηδόνι ερωμένη

Mrsquo αγάπησε μία θεά

Eίμrsquo η ελιά η τιμημένη

Όπου κι αν λάχω κατοικία

Δε μrsquo απολείπουν οι καρποί

Ώς τα βαθιά μου γηρατεία

Δε βρίσκω στη δουλειά ντροπή

Μrsquo έχει ο Θεός ευλογημένη

Kι είμαι γεμάτη προκοπή

Eίμrsquo η ελιά η τιμημένη

Φρίκη ερημιά νερά και σκότη

Tη γη εθάψαν μια φορά

Πράσινη αυγή με φέρνει πρώτη

Στο Nώε η περιστερά

Όλης της γης είχα γραμμένη

Tην εμορφιά και τη χαρά

Eίμrsquo η ελιά η τιμημένη

Εδώ στον ίσκιο μου από κάτου

Ήρθrsquo ο Χριστός νrsquo αναπαυθεί

Kι ακούστηκε η γλυκιά λαλιά του

Λίγο προτού να σταυρωθεί

Το δάκρυ του δροσιά αγιασμένη

Έχει στη ρίζα μου χυθεί

Eίμrsquo η ελιά η τιμημένη

Αποσπάσματα από ποιήματα του

Ιωάννη Πολέμη

Ευλογημένο να lsquoναι ελιά το χώμα που σε τρέφει

κι ευλογημένος ο καρπός που πίνεις απrsquo τα νέφη

κι ευλογημένος τρεις φορές Αυτός που σrsquo έχει

στείλει

για το λυχνάρι του φτωχού για τrsquo άγιου το

καντήλι

Πατρίδα τα λιοτρίβια σου

δουλεύουν νύχτα μέρα

με του λαδιού τη μυρωδιά

γεμίζουν τον αέρα

Κι είνrsquo οι ελιές Πατρίδα μου

ακούραστες γριούλες

Με τον καρπό τους τρέφουνε

παιδάκια και μανούλες

Κι είνrsquo οι ελιές Πατρίδα μου

Δέντρα ευλογημένα

που στέκονται στον άνεμο

με τα κλαδιά απλωμένα

Γλυκόφυλλη η ελιά τον ίσκιο διπλώνει

το φουντωμένο κλήμα πού και πού

το ψηλαφούν οι χαμηλοί της κλώνοι

γερμένοι από το βάρος του καρπού

Αντίκρυ σκοτεινό το ερημοκλήσι

με πόθο και μrsquo αγάπη τη θεωρεί

γιατί το καντηλάκι που lsquoχει σβήσει

το φως απrsquo τον καρπό της λαχταρεί

Η ελιά Λορέντζος Μαβίλης

Στὴν κουφάλα σου ἐφώλιασε μελίσσιγέρικη ἐλιά ποὺ γέρνεις μὲ τὴ λίγηπρασινάδα ποὺ ἀκόμα σὲ τυλίγεισὰ νἄθελε νὰ σὲ νεκροστολίσει

Καὶ τὸ κάθε πουλάκι στὸ μεθύσιτῆς ἀγάπης πιπίζοντας ἀνοίγειστὸ κλαρί σου ἐρωτάρικο κυνήγιστὸ κλαρί σου ποὺ δὲ θὰ ξανανθίσει

Ὢ πόσο στὴ θανὴ θὰ σὲ γλυκάνουνμὲ τὴ μαγευτικὴ βοὴ ποὺ κάνουνὁλοζώντανης νιότης ὀμορφάδες

ποὺ σὰ θύμησες μέσα σου πληθαίνουνὢ νὰ μποροῦσαν ἔτσι νὰ πεθαίνουνκαὶ ἄλλες ψυχὲς τῆς ψυχῆς σου ἀδερφάδες

Η ελιά Πέτρος Λυγίζος

Γύρω απrsquo τον κορμό αυτόν

στροβιλίζεται ο χρόνος

Στην ελιά της μνήμης και της προσδοκίας

ακουμπώ ένα δάκρυ στο ακριανό φύλλο

Θυμάσαι όταν ανεβαίναμε στο καρτερικό κορμί της

Όταν το βήμα της νιότης μας

λοξοδρομούσε στο όνειρο

Γύρω απrsquo τον κορμό αυτόν

παίζουν ακόμη οι φίλοι μου

Στην ελιά της ζωής και της νοσταλγίας

Ψάχνω τον Αδριανό και τον Κώστα

κι εσένα

όταν σε πήρε το πρώτο χάδι μου

όταν κρύφτηκες χαμογελώντας

πίσω απrsquo τις χρυσοπράσινες φυλλωσιές

Τώρα τόσα χρόνια μετά

πηγαίνω τα δειλινά για προσκύνημα

στον ίσκιο της απαγκιάζουν οι φόβοι μου

στη μαγική σπηλιά της

τρυπώνει μυστικά το παιδικό μου όνειρο

κι εσύ πάνω στα αιωρούμενα φύλλα

σαν ιπτάμενο ξωτικό

χορεύεις ταξιδεύοντας

απrsquo το παρελθόν μέχρι το άπειροhellip

Αποσπάσματα από ποιήματα του

Οδυσσέα Ελύτη

Ε σεις στεριές και θάλασσες

τrsquo αμπέλια κι οι χρυσές ελιές

ακούστε τα χαμπέρια μου

μέσα στα μεσημέρια μου

Σrsquo όλους τους τόπους κι αν γυρνώ

μόνον ετούτο αγαπώ

Λοιπόν ευρέθηκε ο χρυσός

της λιόριζας

να έχει σταλάξει στα φύλλα

της καρδιάς του

Κι από τις τόσες φορές όπου

ξαγρύπνησε

σιμά στο κηροπήγιο

καρτερώντας

τα χαράματα μια πυράδα

παράξενη

του είχε αρπάξει τα σωθικά

Οι φωνές των πουλιών που

είχε σrsquo ώρες

μεγάλης μοναξιάς

αποστηθίσει

φαίνεται να ξεχύθηκαν όλες

μαζί

τόσο που δεν εστάθη βολετό

να προχωρήσει

σε μεγάλο βάθος το μαχαίρι

Μάλλον η πρόθεση άρκεσε

για το Κακό

Που ταrsquo αντίκρισε ndash είναι

φανερό ndash στη στάση

την τρομαχτική του αθώου

Ανοιχτά περήφανα τα μάτια

του κι όλο το

δάσος να σαλεύει ακόμη στον

ακηλίδωτον

αμφιβληστροειδή

Στον εγκέφαλο τίποτε πάρεξ

μια ηχώ

ουρανού καταστραμμένη

Έζησα τrsquo όνομα το αγαπημένο

στον ίσκιο της γιαγιάς ελιάς

στον ρόχθο της ισόβιας θάλασσας

Χάραξα τrsquo όνομα το αγαπημένο

στον ίσκιο της γιαγιάς ελιάς

στον ρόχθο της ισόβιας θάλασσας

Ω λινό καλοκαίρι συνετό

φθινόπωρο

χειμώνα ελάχιστε

η ζωή καταβάλλει τον οβολό

του φύλλου της ελιάς

και στη νύχτα μέσα των αφρόνων

μrsquo ένα μικρό τριζόνι

κατακυρώνει πάλι το νόμιμο

του Ανέλπιστου

Αποσπάσματα από ποιήματα του

Γιάννη Ρίτσου

Ετούτου το τοπίο είναι σκληρό

σαν τη σιωπή

σφίγγει στον κόρφο του

τα πυρωμένα του λιθάρια

σφίγγει στο φως

τις ορφανές ελιές του

και τrsquo αμπέλια του

σφίγγει τα δόντια

Ποιος θα σταθεί

στον ίσκιο της ελιάς

παρέα με το τζιτζίκι

μη σωπάσει το τζιτζίκι

τώρα που ο ασβέστης

του μεσημεριού

βάφει τη μάντρα

ολόγυρα του ορίζοντα

σβήνοντας τα μεγάλα

αντρίκια ονόματά τους

ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ

bullΗ ελιά κρασί δε βγάζει

bullΠέρασε της ελιάς τα φαρμάκια

bullΤου χάρισαν της ελιάς το μέσα και του αβγού το

απrsquo έξω

bullΛάδι βρέχει κάστανα χιονίζει

bullΚλήμα του χεριού σου κι ελιές απrsquo τον παππού

σου

bullΗ ελιά είναι κυρά κι όποτε θέλει κάνει

bullΞεφόρτωσέ την την ελιά να σε φορτώσει λάδι

bullΒάλε ελιά για το παιδί σου και συκιά για τη ζωή

σου

bullΑπrsquo τον θέρο ως τις ελιές δεν απολείπουν οι

δουλειές

bullΈχουμε ελιές και ελήδια έχουμε κι αγρηλίδια

bullΤου έβγαλε το λάδι

bullΜη ρίχνεις λάδι στη φωτιά

bull Αν δε σφίξεις την ελιά δε βγάζει λάδι

bull Άκουσες λάδι τρέχα άκουσες στεφάνι φεύγα

bull Όποιος έχει σιτάρι κρασί και λάδι στο πιθάρι

έχει του κόσμου τα καλά και του θεού τη χάρη

bull Ξεφόρτωσέ τη την ελιά να σε φορτώσει λάδι

bull Δεν τρώγεται ούτε με το λάδι ούτε με το ξύδι

bull Η αλήθεια πλέει σαν το λάδι στο νερό

bull Κάθε σταλαματιά νερό τ Απρίλη είναι ένα

βαρέλι λάδι

ΑΙΝΙΓΜΑΤΑ

Από κλαδάκι κρέμεται

Στην αγορά πουλιέται

Το εξωτερικό της τρώγεται

Το μέσα της πετιέται

Τι είναι Η ελιά

Μάνα και θυγατέρα

έχουν το ίδιο όνομα

Μάντεψε ποιο όνομα έχουν κι οι δυο

Ελιά

Κι όταν έρθει ο Οκτώβρης

ωριμάζω πιο πολύ

πρασινίζω και μαυρίζω

και γεμίζω το σακί

Τι είμαι Η ελιά

Δεν πεθαίνει κι αν περάσουν

Χρόνια εκατό και χίλια

Μας χορταίνει μας φροντίζει

Μας ανάβει τα καντήλια

Τι είναι

Η ελιά

Στα δέντρα πάνω κρέμεται

Στις εκκλησιές κοιμάται

Και τα χρυσά της κόκαλα

Μες στη φωτιά τα βάζω

Τι είναι

Η ελιά

Πράσινα είνrsquo τα νιάτα μου

μαύρα τα γερατειά μου

χαροποιά η θλίψη μου

θροφή τα δάκρυά μου

Τί είναι

Η ελιά

ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Το παραμύθι της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σε μια φτωχογειτονιά

ένα φτωχό μα πολύ καλόκαρδο κορίτσι που το έλεγαν

Ελιά

Κάθε μέρα η Ελιά γύριζε τη γειτονιά της έβλεπε τον

κόσμο να ζει φτωχός και δυστυχισμένος και γύριζε

στο σπίτι της πολύ στενοχωρημένη

Κάτι πρέπει να κάνω να τους βοηθήσω σκεφτόταν Κι

από την άλλη μέρα κιόλας άρχισε Βγήκε στη

γειτονιά κράτησε τα παιδιά της γειτόνισσας για να

πάει να δουλέψει και να μπορεί να φέρει στα παιδιά

της λίγο φαΐ

Μια άλλη μέρα πήγε στη γριούλα που ήταν άρρωστη της μαγείρεψε της σκούπισε το σπίτι την έπλυνε την ταΐσε Την άλλη μέρα πάλι έβγαλε τον παράλυτο γέρο με το καρότσι του βόλτα για να πάρει αέρα και ήλιο

Τα βράδια γύριζε κατάκοπη μα ευχαριστημένη που είχε καταφέρει να δώσει λίγη χαρά στους φτωχούς ανθρώπους

Οι μέρες περνούσαν κι η Ελιά όλο δούλευε όσο αδυνάτιζε Μα έβλεπε πως ότι κι αν έκανε ο κόσμος ήταν πάντα φτωχός και δυστυχισμένοςΑυτό τη στενοχωρούσε πάρα πολύ κι έτσι στενοχωρημένη κάθισε στην αυλή του σπιτιού της και συλλογιζόταν

- Τι να κάνω τι να κάνω Δεν μπορώ να βλέπω τόση δυστυχία Το σπουργίτι που την είδε τόσο στενοχωρημένη - και που την αγαπούσε γιατί κάθε μέρα του έριχνε σπόρους και ψίχουλα - δεν άντεξε και πέταξε βαθιά στο δάσος

Εκεί βρήκε την καλή νεράιδα και της είπε- Τρέξε καλή νεράιδα η Ελιά είναι πολύ στενοχωρημένη χλωμή κι αδύνατη

Η καλή νεράιδα ανήσυχη έτρεξε στην αυλή της Ελιάς και τη ρώτησε- Τι έχεις Ελιά μου κι είσαι τόσο λυπημένη- Αχ καλή μου νεράιδα Δεν μπορώ να βλέπω τόση φτώχεια και δυστυχία γύρω μου- Και τι θέλεις δηλαδή- θέλω να τους γίνω χρήσιμη θέλω να τους προσφέρω κάτι πολύτιμο που να τους δώσει ζωή και χαρά

-Το θέλεις αλήθεια τόσο πολύ

- Και βέβαια το θέλω δε βλέπεις πως έλιωσα

από τη στενοχώρια μου

- Τότε σταμάτησε να στενοχωριέσαι θα σε κάνω

αυτό που θέλεις Και τσουπ την άγγιξε με το

ραβδάκι της κι αμέσως η Ελιά έγινε ένα

μεγάλο δέντρο που έβγαλε φύλλα

λουλουδάκια άσπρα που έγιναν ελιές

πράσινες μωβ μαύρες

Έπεσαν στη γη τα κουκούτσια φύτρωσαν

έγιναν δεντράκια και σχημάτισαν ένα μεγάλο

ελαιώνα

Ήρθαν οι γείτονες μάζεψαν τις ελιές έβγαλαν

λάδι έφαγαν χόρτασαν ρόδισαν τα μαγουλά

τους ζωήρεψαν κι άρχισαν να χαμογελούν και

να ζουν ευτυχισμένοι

Για να ευχαριστήσουν την ελιά και να της

δείξουν την αγάπη τους πήραν το λάδι τους

το έβαλαν στο καντήλι για να θυμίζουν στην

Παναγιά και στο Χριστό την καλοσύνη της

ελιάς και την αγάπη της για τον κόσμο

Κι η Παναγιά με τη σειρά της την ευλόγησε Κι

ο Χριστός κάτω απ την ελιά ήρθε και

ξεκουράστηκε

Κι εκείνη καμάρωνε ευχαριστημένη στη μέση

στον ελαιώνα και φρόντιζε όταν έρχονται οι

άνθρωποι να τη μαζέψουν να ναι γεμάτη

ελιές να χορταίνουν οι φτωχοί και να

φωτίζονται απ τις καντήλες όλες οι εκκλησιές

Η μικρή ελιά

Η μικρή ελιά για πρώτη φορά γέμισε καρπό

Ο γεωργός την αγαπούσε γιατί του θύμιζε την

πρώτη του αγάπη κοντούλα και στρουμπουλή

Της είχε φτιάξει ένα περιδέραιο με

ασπρισμένες πέτρες και συχνά καθόταν και

κουβέντιαζε μαζί της τα όνειρα και τις

αναμνήσεις του Η ελιά κάθε μέρα και πιο

όμορφη

Ένα πρωί του Νοέμβρη ο γεωργός άπλωσε πανιά

κι άρχισε να την ραβδίζει Πάνε οι ελιές πάνε

τα φύλλα πάει η ομορφιά

Η ελιά μέσα στα αναφιλητά της μονολογούσε

-Μ αγαπούσε και με χάλασε Πως εννοεί ο

άνθρωπος την αγάπη Έλεγε και ξανάλεγε

Τότε ακούει μια μαργαρίτα να της λέει

-Άκουσε να σου πω Ο άνθρωπος δεν ξέρει την

αγάπη

Μην τον παρεξηγείς Κοίταξε εμένα που μια

ζωή με μαδάει για να μάθειhellip

Το καλάμι κι η ελιά

Μια φορά δίπλα σε μια ελιά είχε φυτρώσει ένα καλάμιΗ ελιά ήταν ένα μεγάλο και δυνατό δέντρο με πολλά κλαδιά πουκρατούσαν τα φύλλα τους όλη τη χρονιά και κάθε δυο χρόνιαέγερναν από το βάρος του καρπού

Το καλάμι πάλι ήτανε ψηλόλιγνο με καταπράσινα στενόμακρα φύλλα με ωραιότατα παράξενα λουλούδια που έμοιαζαν με τσαμπιά κι είχανε το σχήμα του αδραχτιού

Η ελιά καυχιόταν ολοένα

-Τι είσαι συ μπροστά μου έλεγε στο καλάμιΕγώ είμαι ένα δέντρο μεγάλο δυνατό ευλογημένο Οι άνθρωποι με λατρεύουνγιατί τους δίνω τις ελιές και το λάδι μου τους δίνω ξερόκλαδα για να ζεσταίνονταιτους δίνω ξύλα για να φτιάχνουν ακριβά έπιπλα Είμαι μεγάλη ψηλή γερήκαι συ είσαι ένα αδύναμο πραγματάκι που λυγίζεις μπροστά σrsquo όλους τους ανέμους και τους προσκυνάς Δεν μπορώ να καταλάβω πώς έχεις την τόλμη να φυτρώνεις πλάι μου

Το καημένο το καλάμι

που ήταν από φυσικού

του ντροπαλό ταrsquo

άκουγε όλα αυτά και

δεν έλεγε τίποτα κι

ούτε και θύμωνε γιατί

αυτό δεν είχε να

καυχηθεί για τίποτα

Ήρθε ένας χειμώνας όμως βαρύς κι άρχισε να

φυσάει ένας αέρας δαιμονισμένος

που χτυπούσε με μανία την ελιά ώσπου στο

τέλος την ξερίζωσε

Το καλάμι με το πρώτο φύσημα του ανέμου

έγειρε λυγερό όπως ήτανε

προς το νερό κι έτσι ο άνεμος περνούσε από

πάνω του χωρίς να το πειράξει

Κι όταν η καταιγίδα σταμάτησε κι ο άνεμος

έπαψε να φυσάει

η ελιά απόμεινε πεσμένη στο χώμα και το

καλάμι σηκώθηκε

πάλι όρθιο και λυγερό όπως και πριν

Βλέπετε το καλάμι ήξερε να υποχωρεί εκεί που

ένιωθε ότι δεν είχε δύναμη νrsquo αντισταθεί ενώ

η ελιά πλήρωσε με τη ζωή της την

υπερηφάνειά της

Ο Μανωλιός και η γέρικη ελιά

Μια φορά και έναν καιρό όταν ο ζεστός άνεμος

φυσούσε και τα δέντρα λυπημένα έγερναν τα

κουρασμένα φυλλώματά τους ένα παλικάρι

που τον έλεγαν Μανωλιό πήγαινε τα πότιζε

και τους έκανε συντροφιά Τrsquo άλλα παλικάρια

του χωριού ζήλευαν τις χάρες και την καρδιά

του Μανωλιού Ψιθύριζαν λόγια άσχημα

μεταξύ τους δίχως να καταλαβαίνουν ότι αυτό

που έκαναν δεν ήταν σωστό

Μια μέρα κάθισαν κάτω από τον ίσκιο μιας

γέρικης ελιάς για να ξαποστάσουν Ξαφνικά

άκουσαν ένα θρόισμα γύρισαν τα κεφαλάκια

τους και από το κέντρο του κορμού της ελιάς

είδανε ένα χαμογελαστό πρόσωπο που με

ανθρώπινη μιλιά τους είπε

Αυτό το δέντρο που στον ίσκιο του ήρθατε να ξεκουραστείτε ξέρετε ποιος το ποτίζει

Όχι απάντησαν εκείνοι

Ο Μανωλιός που κοροϊδεύετε αποκρίθηκε το δέντρο

Εκείνοι ντροπιασμένοι έφυγαν με σκυμμένο το κεφάλι Στο δρόμο συνάντησαν τον Μανωλιό

Καλημέρα είπαν με μία φωνή Σήμερα θα έρθουμε μαζί σου να σε βοηθήσουμε να ποτίσεις τα δέντρα

Έτσι κι έγινε Από τότε έγιναν φίλοι Κάθε

απόγευμα πότιζαν τα δέντρα κι ύστερα κάτω

από τα φυλλώματα της γέρικης ελιάς άρχιζαν

το τραγούδι που μιλούσε για χώρες

παράξενε για ζούγκλες με πολύχρωμους

παπαγάλους για ινδιάνους με κιτρινοκόκκινα

φτερά στα καπέλα τους και ιδιαίτερα

τραγουδούσαν για την συμπόνια και την

ευαίσθητη καρδιά των ανθρώπων

Μια μέρα που ο ήλιος γίνηκε πορφυρός και

κρύφτηκε πίσω από τα βουνά ο Μανωλιός

πήγε μόνος του πότισε την γέρικη ελιά

ξάπλωσε και τον πήρε ένας βαθύς ύπνος Τότε

είδε πως μέσα στην κουφάλα της γέρικης ελιάς

είχανε στήσει ένα πανέμορφο παλάτι γεμάτο

κόσμο που χόρευε και γλένταγε

Θα πάω κι εγώ είπε δειλά δειλά ο Μανωλιός

bull Όσο προχωρούσε τόσο τα φώτα

μεγάλωναν ώσπου έφτασε στο κέντρο Εκεί

ένας βασιλιάς καθόταν σrsquoένα χρυσαφένιο

θρόνο Πίσω του στεκόταν μια Σφίγγα

άγαλμα Πήρε ανθρώπινη μιλιά αρχίζοντας να

λέει καλωσορίσματα στον Μανωλιό Εκείνος

χαμογελαστός χαιρέτησεμα τι να δει Σrsquoέναν

καθρέπτη που βρέθηκε μπροστά του ο

Μανωλιός ήταν ντυμένος πρίγκιπας

bull Πω πω Τι όμορφος που είμαι Αναφώνησε

Ξαφνικά υπηρέτες έστρωσαν ένα κόκκινο

χαλί για να περάσει ο Μανωλιός και αυτοί

αριστερά και δεξιά τον προσκυνούσαν Όταν

πέρασε τον διάδρομο με το κόκκινο χαλί

στάθηκε στον βασιλιά που του είπε

Καλόκαρδο και πονόψυχο παλικάρι Εσύ πότιζες

το δέντρο κι έτσι μπόρεσε το παλάτι μου να

βρίσκεται εδώ με όλους τους ανθρώπους

μου διαφορετικά αν το άφηνες να ξεραθεί από

το ζεστό άνεμο τώρα δεν θα

υπήρχαμε Γιrsquoαυτό αξίζεις να γίνεις γιος μου

να παντρευτείς την Βασιλοπούλα και με

δικαιοσύνη αγάπη και φρόνηση να γίνεις εσύ

ο καινούριος Βασιλιάς λύνοντας έτσι τα μάγια

της κακιάς νεράιδας που μας είχε

καταδικασμένους

Έτσι κι έγινε Ο Μανωλιός έγινε βασιλιάς με

τιμές και δόξες διότι ήξερε την γλώσσα της

καρδιάς που πάντα μας διδάσκει πόσο καλό

είναι να είσαι άνθρωπος Από τότε ο

Μανωλιός έμεινε στο παλάτι και κανείς ακόμα

δεν ξέρει τι ταξίδι ακολούθησε στον χρόνο του

ύπνου του άφησε όμως πίσω του τον

πραγματικό θησαυρό της καλοσύνης και της

αγάπης

ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Ο μαγικός ελαιώνας

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα παιδάκι που

το έλεγαν Λευτέρη Κάθε χρόνο το καλοκαίρι

μόλις έκλειναν τα σχολεία πήγαινε διακοπές

στο σπίτι της γιαγιάς του

Ένα καλοκαίρι έζησε μια σπουδαία περιπέτεια

Μια μέρα που η γιαγιά του είχε πάει για ψώνια

στην κοντινή πόλη ο Λευτέρης αποφάσισε να

εξερευνήσει τη σοφίτα του σπιτιού

Ανέβηκε προσεκτικά τη στριφογυριστή ξύλινη

σκάλα και στάθηκε αναποφάσιστος μπροστά

στην κλειστή πόρτα Πήρε μια βαθιά ανάσα

και την έσπρωξε δυνατά Πόσο σκοτεινά ήταν ό-

λα εκεί μέσα Ο Λευτέρης σκόνταψε σ΄ ένα πα-

λιό μπαούλο

Το άνοιξε γεμάτος περιέργεια Και τι δε βρήκε

Ολόκληρο θησαυρό Παλιά βιβλία του παππού

φορέματα της γιαγιάς παιχνίδια της μητέρας

του όταν ήταν παιδί Κάτω κάτω ήταν

τσαλακωμένο ένα κιτρινισμένο χαρτί Το

ξετύλιξε βιαστικά και τι να δει Ένας παλιός

χάρτης με σχεδιάγραμμα Αμέσως τον άρπαξε

κι άρχισε το ταξίδι του

Περπάτησε ώρες πολλές Πέρασε την πεδιάδα

με τα κίτρινα στάχυα το γεφυράκι του μικρού

ποταμού ώσπου έφτασε στο τέλος σε έναν

κάμπο γεμάτο ελιές

Διάλεξε την πιο μεγάλη ελιά και κάθισε να

ξεκουραστεί ακουμπώντας στο γέρικο κορμό

της

Ξαφνικά άκουσε μια απαλή φωνή Έμοιαζε

με της γιαγιάς του Κοίταξε γύρω του μα δεν

είδε κανέναν Η φωνή συνέχισε να του μιλάει

τρυφερά Ο Λευτέρης γεμάτος περιέργεια

άρχισε να παρατηρεί προσεχτικά το γέρικο

κορμό τα πελώρια κλαδιά και τ΄ ασημένια

φύλλα της ελιάς Τότε κατάλαβε ποιος του

μιλούσε Έκπληκτος άγγιξε απαλά το υπέροχο

αυτό δέντρο και μοιράστηκε μαζί του όλα του

τα μυστικά

Από εκείνη την ημέρα ο Λευτέρης πήγαινε

καθημερινά στο μαγικό αυτό ελαιώνα

Καθόταν ώρες στη σκιά της αγαπημένης του

ελιάς κι άκουγε τις πιο ωραίες ιστορίες

Ο καιρός πέρασε γρήγορα κι ήρθε η μέρα που

έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι του Έτρεξε στο

μαγικό ελαιώνα κι αγκάλιασε κλαίγοντας το

αγαπημένο του δέντρο Η ελιά έγειρε τα

κλαδιά της και χάιδεψε τα μαλλιά του laquo Μη

στενοχωριέσαιraquo του ψιθύρισε laquo Κόψε ένα

κλαράκι μου και πάρ΄ το μαζί σου Φύτεψέ το

στην αυλή του σπιτιού σου κι εγώ θα είμαι

πάντα κοντά σουraquo

Έτσι κι έγινε Ένα καινούριο ολόδροσο

δεντράκι φύτρωσε στον κήπο του Λευτέρη Κι

από τότε δεν χώρισαν ποτέ

Οι μαγικοί σπόροι

Μια φορά κι έναν καιρό σ΄ ένα μακρινό

χωριουδάκι ζούσε με τη γιαγιά του ένα μικρό

κορίτσι που το έλεγαν Ελπίδα Το σπιτάκι τους

ήταν πολύ φτωχικό Δύσκολα τα έβγαζαν πέρα

Ο περασμένος χειμώνας ήταν πολύ βαρύς

Τα πρώτα χιόνια έπεσαν νωρίς κι ο κρύος

βοριάς σφύριζε μανιασμένα Κάθε πρωί η

γιαγιά με την εγγονή της πήγαιναν στο δάσος

και μάζευαν φρούτα και ξύλα για να

ζεσταθούν

Μια μέρα ο άνεμος φυσούσε άγρια κι ο ήλιος

είχε κρυφτεί πίσω από τα βαριά μαύρα

σύννεφα Η Ελπίδα άφησε τη γιαγιά της στο

κρύο σπιτάκι τους τυλίχτηκε σφιχτά με το

σάλι της και ξεκίνησε για το δάσος Τα πόδια

και τα χέρια της είχαν παγώσει Τα μαλλιά και

τα ρούχα της είχαν βραχεί από την ξαφνική

μπόρα Και το σπουδαιότερο δεν μπορούσε να

γυρίσει πίσω γιατί δεν είχε μαζέψει ακόμη

τίποτα Αποφάσισε τότε να μπει για λίγο σε

μια σπηλιά που βρήκε στο δρόμο της και να

περιμένει

Έτρεμε από το κρύο και

από το φόβο της Είχε αρ

χίσει να νυχτώνει και η

γιαγιά της σίγουρα θα

ανησυχούσε Ξαφνικά

ένα απόκοσμο φως γέμι

σε τη σπηλιά και μια πα

νέμορφη νεράιδα πα

ρουσιάστηκε μπροστά

της

Της χαμογέλασε γλυκά και της χάιδεψε απαλά τα μαλλιά Κρατούσε ένα μικρό σακουλάκι που το άφησε προσεκτικά στα χέρια της Ελπίδας laquoΌταν πας σπίτι σου να το ανοίξεις και να κάνεις ότι ακριβώς σου πει η γιαγιά σου Αυτή ξέρειraquo της είπε τρυφερά και χάθηκε στο σκοτάδι της σπηλιάς Το κορίτσι κρατώντας το γερά έτρεξε χαρούμενο στο φτωχικό του σπιτάκι Τα μάτια του έλαμπαν από ενθουσιασμό καθώς έδειχνε στη γιαγιά του το δώρο της νεράιδας

Η γιαγιά ψηλάφησε τους μεγάλους γυαλιστερούς σπόρους τους έβαλε στη χούφτα της Ελπίδας και της είπε να τους φυτέψει στην αυλή Έτσι ακριβώς έκανε το μικρό κορίτσι Τους έχωσε βαθιά στο έδαφος και τους σκέπασε με φρέσκο χώμα Την άνοιξη οι σπόροι φύτρωσαν και γρήγορα έγιναν μεγάλα δέντρα με υπέροχο σταχτοπράσινο φύλλωμα Ήταν φουντωτές ελιές που αγκάλιασαν το μικρό σπιτάκι Ήρθε το φθινόπωρο και τα κλαδιά τους γέμισαν ευλογημένο καρπό

Από τότε η Ελπίδα κι η γιαγιά της έζησαν

ευτυχισμένες βοηθώντας κάθε κουρασμένο

περαστικό

Η αξία της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό σrsquo ένα μακρινό

χωριό όλοι οι άνθρωποι ζούσαν ευτυχισμένοι

Είχαν πολλά κτήματα εκτιμήσει πλούσια

γεμάτα ελιές Ποτέ όμως δεν είχαν σωστά την

αξία τους

Κάποια μέρα καθώς έπαιζαν δυο παιδιά η

Μαρία και ο Νίκος εμφανίστηκε μπροστά

τους ένας άγνωστος άντρας Τους μίλησε για

τα ελαιόδεντρα και τη χρησιμότητά τους Τους

είπε πως πρέπει να τα φροντίζουν και να τα

αγαπούν

Μετά από αρκετές ημέρες έγινε κάτι φοβερό

Στο χωριό έπεσε μεγάλη κατάρα Όλα τα χωράφια με τα ελαιόδεντρα καταστράφηκαν

Η Μαρία και ο Νίκος αμέσως κατάλαβαν πως έπρεπε να πάνε να βρουν τον μυστήριο αυτό άντρα που τους είχε επισκεφτεί

Τους είχε πει πως ζούσε στο δάσος Αυτό όμως δεν ήταν και τόσοhellip συνηθισμένο δάσος Έλεγαν πως στις κουφάλες των δέντρων ζούσαν φαντάσματα και πως το μέγεθος των ζώων ήταν υπερφυσικό

Φοβόντουσαν πάρα πολύ Περπάτησαν

ατελείωτες ώρες στη σκιά των πελώριων

δέντρων Με τη βοήθεια ενός λιονταριού

κατάφεραν να βρουν τον πύργο του άντρα που

έψαχναν

Χτύπησαν την πόρτα

αλλά κανείς δεν τους

άνοιξε Αποφάσισαν

να περιμένουν Δεν

κατάλαβαν πόσος

χρόνος πέρασε καιhellip

η πόρτα άνοιξε μόνη

της

Τα παιδιά μπήκαν γεμάτα περιέργεια στον

πύργο Ανέβηκαν διστακτικά την παλιά

στριφογυριστή σκάλα που τα οδήγησε σrsquo έ-

να επιβλητικό δωμάτιο Εκεί εργαζόταν ο

μυστηριώδης άντρας που είχαν γνωρίσει

Αμέσως κατάλαβαν πως ήταν μάγος Τους

αποκάλυψε αμέσως το όνομά του τον έλεγαν

Άλφρεντ Άρχισαν λοιπόν να του μιλούν για

το πρόβλημά τους Ο μάγος τα άκουσε προσε-

κτικά και τους είπε τι πρέπει να κάνουν

Έπρεπε να περάσουν τρεις δοκιμασίες Μόνο

έτσι θα έφευγε η κατάρα

Στο χωριό όλοι οι κάτοικοι περνούσαν δύσκο-

λα Από πλούσιοι είχαν γίνει φτωχοί και χωρίς

την ελιά και το λάδι της δεν μπορούσαν να ζή-

σουν Κατάλαβαν έτσι την αξία της αλλά ήταν

πλέον αργά Ή μάλλον σχεδόν αργά

Όταν τα παιδιά επέστρεψαν διηγήθηκαν σε

όλους όλα όσα τους συνέβησαν Τους είπαν για

το μάγο και τις τρεις δοκιμασίες που έπρεπε να

περάσουν Το πρόβλημα όμως ήταν πως δεν

τους είχε πει ποιες ήταν αυτές οι δοκιμασίες

ποιοι θα τις περνούσαν και πότε

Οι μέρες περνούσαν

αργά και βασανιστικά

μετά από δυο μήνες στο

χωριό εμφανίστηκε ένα

μικρό κορίτσι Χτύπησε

την πόρτα ενός σπιτιού

και ζήτησε λίγο φαγητό

Η οικογένεια όμως Το έ-

διωξε Το κορίτσι ήταν

Ο μάγος Άλφρεντ μεταμορ-

φωμένος Αυτή ήταν η πρώ-

τη δοκιμασία που δυστυχώς

όμως απέτυχαν

Αφού πέρασε μια εβδομάδα περίπου ένα μι-

κρό άγνωστο αγόρι εμφανίστηκε σε μια ομάδα

παιδιών και τους ζήτησε να παίξει μαζί τους Η

Μαρία και ο Νίκος όχι μόνο το δέχτηκαν αλλά

το άφησαν να διαλέξει το παιχνίδι που θα έπαι-

ζαν

_ Εσύ Νίκο θα είσαι ο αγρότης Εγώ θα είμαι η

ελιά και Μαρία θα είναι οι καρποί μου είπε το

αγόρι

Τα παιδιά συμφώνησαν κι άρχισαν όλα μαζί να

παίζουν Ο μάγος τότε παρατήρησε τον τρόπο

που ο Νίκος περιποιόταν την ελιά και πόσο χαι-

ρόταν όταν μάζευε τους καρπούς της Αυτή ήταν

η δεύτερη δοκιμασία και τα παιδιά την πέρασαν

με επιτυχία

Πέρασε αρκετός καιρός ώσπου έφτασε η ώρα

για την τρίτη δοκιμασία Μια μέρα ήρθε στο χω-

ριό ένας πλανόδιος έμπορος Πουλούσε από σπό-

ρους μέχρι και μαγικά αντικείμενα Οι τιμές όμως

ήταν πολύ υψηλές Ο Νίκος με τον πατέρα του ζή-

τησαν να δουν τους σπόρους που είχε

_Έχω σπόρους συκιάς πορτοκαλιάς μηλιάς και

τον τελευταίο σπόρο ελιάς είπε ο άντρας

_Τον τελευταίο Ρώτησε ο Νίκος

_ Ναι Τον τελευταίο

_Δεν υπάρχει άλλος

_Όχι

_Ούτε ένας

_Τίποτα

_Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Ναι Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Είστε σίγουρος για αυτό

_Απολύτως

Ο Νίκος δεν πίστευε στ΄ αυτιά τουΤότε ζήτη-

σε αμέσως απόν τον πατέρα του να αγοράσει τον

τελευταίο σπόρο ελιάς σ΄ ολόκληρη τη γη Η τι-

μή του όμως ήταν πολύ πάρα πολύ υψηλή Εκα-

τό χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Γιε μου δεν έχουμε τόσα χρήματα Μπορούμε

όμως να πουλήσουμε τα τέσσερα κτήματά μας

_Ναι να τα δώσουμε Θα μας μείνει η αυλή του

σπιτιού Εκεί θα φυτέψουμε τον πολύτιμο σπόρο

Τότε εμφανίστηκε ο μάγος Άλφρεντ

_Δίνω διακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα είπε

ο μάγος

_Άλφρεντ δεν είναι τίμιο είπε ο Νίκος

Προλάβαμε

εμείς να αγοράσουμε αυτόν το σπόρο

_Δίνω τριακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Τότε εγώ θα δώσω και το σπίτι μου είπε ο πα-

τέρας του Νίκου

_Ναι αλλά hellip αυτά είναι λιγότερα από τα χρή-

ματα που μου δίνει ο μάγος είπε ο έμπορος

_Τότε και εγώ θα δώσω όσα χρήματα έχω στον

κουμπαρά μου είπε η Μαρία

_Κι εγώ φώναξε ο Βασίλης

_Εγώ θα δώσω το μοναδικό κτήμα που έχω είπε

ο κύριος Βαγγέλης

_Και εγώ φώναξε η κυρία Βαρβάρα

_Ναι Και εμείς θα δώσουμε ότι έχουμε στους

κουμπαράδες μας φώναξαν δυνατά όλα τα

παιδιά που ήταν μαζεμένα στην πλατεία του

χωριού

Όλοι άρχισαν να δίνουν χρήματα σπίτια

έπιπλα χωράφια και μαγαζιά μέχρι που κέρδι-

σαν το μάγο Άλφρεντ και αγόρασαν το σπόρο

της ελιάς Από τη στιγμή που τον φύτεψαν το

πρόσεχαν πάρα πολύ

Μετά από χρόνια όταν οι χωρικοί μάζεψαν

τους καρπούς αυτής της ελιάς διαπίστωσαν ότι

είχε το πιο νόστιμο λάδι Τότε ο μάγος

πείστηκε πως όλοι είχαν καταλάβει την αξία

της και γέμισε ξανά όλα τα χωράφια τους με

ελαιόδεντρα

ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α

Κουκάκη Κατερίνα

Μπογκντάνι Γκισέλα

Καρυώτης Γιώργος

Αθανασόπουλος Στέφανος

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 13: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

ΟΙ ΔΙΚΕΣ ΜΑΣ ΖΩΓΡΑΦΙΕΣ

Η ΕΛΙΑ

ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Η ελιά Κωστής ΠαλαμάςEίμαι του ήλιου η θυγατέρα

H πιο απrsquo όλες χαϊδευτή

Xρόνια η αγάπη του πατέρα

Σrsquo αυτόν τον κόσμο με κρατεί

Όσο να πέσω νεκρωμένη

Aυτόν το μάτι μου ζητεί

Eίμrsquo η ελιά η τιμημένη

Δεν είμrsquo ολόξανθη μοσχάτη

Tριανταφυλλιά ή κιτριά

Θαμπώνω της ψυχής το μάτι

Για τrsquo άλλα μάτια είμαι γριά

Δε μrsquo έχει αηδόνι ερωμένη

Mrsquo αγάπησε μία θεά

Eίμrsquo η ελιά η τιμημένη

Όπου κι αν λάχω κατοικία

Δε μrsquo απολείπουν οι καρποί

Ώς τα βαθιά μου γηρατεία

Δε βρίσκω στη δουλειά ντροπή

Μrsquo έχει ο Θεός ευλογημένη

Kι είμαι γεμάτη προκοπή

Eίμrsquo η ελιά η τιμημένη

Φρίκη ερημιά νερά και σκότη

Tη γη εθάψαν μια φορά

Πράσινη αυγή με φέρνει πρώτη

Στο Nώε η περιστερά

Όλης της γης είχα γραμμένη

Tην εμορφιά και τη χαρά

Eίμrsquo η ελιά η τιμημένη

Εδώ στον ίσκιο μου από κάτου

Ήρθrsquo ο Χριστός νrsquo αναπαυθεί

Kι ακούστηκε η γλυκιά λαλιά του

Λίγο προτού να σταυρωθεί

Το δάκρυ του δροσιά αγιασμένη

Έχει στη ρίζα μου χυθεί

Eίμrsquo η ελιά η τιμημένη

Αποσπάσματα από ποιήματα του

Ιωάννη Πολέμη

Ευλογημένο να lsquoναι ελιά το χώμα που σε τρέφει

κι ευλογημένος ο καρπός που πίνεις απrsquo τα νέφη

κι ευλογημένος τρεις φορές Αυτός που σrsquo έχει

στείλει

για το λυχνάρι του φτωχού για τrsquo άγιου το

καντήλι

Πατρίδα τα λιοτρίβια σου

δουλεύουν νύχτα μέρα

με του λαδιού τη μυρωδιά

γεμίζουν τον αέρα

Κι είνrsquo οι ελιές Πατρίδα μου

ακούραστες γριούλες

Με τον καρπό τους τρέφουνε

παιδάκια και μανούλες

Κι είνrsquo οι ελιές Πατρίδα μου

Δέντρα ευλογημένα

που στέκονται στον άνεμο

με τα κλαδιά απλωμένα

Γλυκόφυλλη η ελιά τον ίσκιο διπλώνει

το φουντωμένο κλήμα πού και πού

το ψηλαφούν οι χαμηλοί της κλώνοι

γερμένοι από το βάρος του καρπού

Αντίκρυ σκοτεινό το ερημοκλήσι

με πόθο και μrsquo αγάπη τη θεωρεί

γιατί το καντηλάκι που lsquoχει σβήσει

το φως απrsquo τον καρπό της λαχταρεί

Η ελιά Λορέντζος Μαβίλης

Στὴν κουφάλα σου ἐφώλιασε μελίσσιγέρικη ἐλιά ποὺ γέρνεις μὲ τὴ λίγηπρασινάδα ποὺ ἀκόμα σὲ τυλίγεισὰ νἄθελε νὰ σὲ νεκροστολίσει

Καὶ τὸ κάθε πουλάκι στὸ μεθύσιτῆς ἀγάπης πιπίζοντας ἀνοίγειστὸ κλαρί σου ἐρωτάρικο κυνήγιστὸ κλαρί σου ποὺ δὲ θὰ ξανανθίσει

Ὢ πόσο στὴ θανὴ θὰ σὲ γλυκάνουνμὲ τὴ μαγευτικὴ βοὴ ποὺ κάνουνὁλοζώντανης νιότης ὀμορφάδες

ποὺ σὰ θύμησες μέσα σου πληθαίνουνὢ νὰ μποροῦσαν ἔτσι νὰ πεθαίνουνκαὶ ἄλλες ψυχὲς τῆς ψυχῆς σου ἀδερφάδες

Η ελιά Πέτρος Λυγίζος

Γύρω απrsquo τον κορμό αυτόν

στροβιλίζεται ο χρόνος

Στην ελιά της μνήμης και της προσδοκίας

ακουμπώ ένα δάκρυ στο ακριανό φύλλο

Θυμάσαι όταν ανεβαίναμε στο καρτερικό κορμί της

Όταν το βήμα της νιότης μας

λοξοδρομούσε στο όνειρο

Γύρω απrsquo τον κορμό αυτόν

παίζουν ακόμη οι φίλοι μου

Στην ελιά της ζωής και της νοσταλγίας

Ψάχνω τον Αδριανό και τον Κώστα

κι εσένα

όταν σε πήρε το πρώτο χάδι μου

όταν κρύφτηκες χαμογελώντας

πίσω απrsquo τις χρυσοπράσινες φυλλωσιές

Τώρα τόσα χρόνια μετά

πηγαίνω τα δειλινά για προσκύνημα

στον ίσκιο της απαγκιάζουν οι φόβοι μου

στη μαγική σπηλιά της

τρυπώνει μυστικά το παιδικό μου όνειρο

κι εσύ πάνω στα αιωρούμενα φύλλα

σαν ιπτάμενο ξωτικό

χορεύεις ταξιδεύοντας

απrsquo το παρελθόν μέχρι το άπειροhellip

Αποσπάσματα από ποιήματα του

Οδυσσέα Ελύτη

Ε σεις στεριές και θάλασσες

τrsquo αμπέλια κι οι χρυσές ελιές

ακούστε τα χαμπέρια μου

μέσα στα μεσημέρια μου

Σrsquo όλους τους τόπους κι αν γυρνώ

μόνον ετούτο αγαπώ

Λοιπόν ευρέθηκε ο χρυσός

της λιόριζας

να έχει σταλάξει στα φύλλα

της καρδιάς του

Κι από τις τόσες φορές όπου

ξαγρύπνησε

σιμά στο κηροπήγιο

καρτερώντας

τα χαράματα μια πυράδα

παράξενη

του είχε αρπάξει τα σωθικά

Οι φωνές των πουλιών που

είχε σrsquo ώρες

μεγάλης μοναξιάς

αποστηθίσει

φαίνεται να ξεχύθηκαν όλες

μαζί

τόσο που δεν εστάθη βολετό

να προχωρήσει

σε μεγάλο βάθος το μαχαίρι

Μάλλον η πρόθεση άρκεσε

για το Κακό

Που ταrsquo αντίκρισε ndash είναι

φανερό ndash στη στάση

την τρομαχτική του αθώου

Ανοιχτά περήφανα τα μάτια

του κι όλο το

δάσος να σαλεύει ακόμη στον

ακηλίδωτον

αμφιβληστροειδή

Στον εγκέφαλο τίποτε πάρεξ

μια ηχώ

ουρανού καταστραμμένη

Έζησα τrsquo όνομα το αγαπημένο

στον ίσκιο της γιαγιάς ελιάς

στον ρόχθο της ισόβιας θάλασσας

Χάραξα τrsquo όνομα το αγαπημένο

στον ίσκιο της γιαγιάς ελιάς

στον ρόχθο της ισόβιας θάλασσας

Ω λινό καλοκαίρι συνετό

φθινόπωρο

χειμώνα ελάχιστε

η ζωή καταβάλλει τον οβολό

του φύλλου της ελιάς

και στη νύχτα μέσα των αφρόνων

μrsquo ένα μικρό τριζόνι

κατακυρώνει πάλι το νόμιμο

του Ανέλπιστου

Αποσπάσματα από ποιήματα του

Γιάννη Ρίτσου

Ετούτου το τοπίο είναι σκληρό

σαν τη σιωπή

σφίγγει στον κόρφο του

τα πυρωμένα του λιθάρια

σφίγγει στο φως

τις ορφανές ελιές του

και τrsquo αμπέλια του

σφίγγει τα δόντια

Ποιος θα σταθεί

στον ίσκιο της ελιάς

παρέα με το τζιτζίκι

μη σωπάσει το τζιτζίκι

τώρα που ο ασβέστης

του μεσημεριού

βάφει τη μάντρα

ολόγυρα του ορίζοντα

σβήνοντας τα μεγάλα

αντρίκια ονόματά τους

ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ

bullΗ ελιά κρασί δε βγάζει

bullΠέρασε της ελιάς τα φαρμάκια

bullΤου χάρισαν της ελιάς το μέσα και του αβγού το

απrsquo έξω

bullΛάδι βρέχει κάστανα χιονίζει

bullΚλήμα του χεριού σου κι ελιές απrsquo τον παππού

σου

bullΗ ελιά είναι κυρά κι όποτε θέλει κάνει

bullΞεφόρτωσέ την την ελιά να σε φορτώσει λάδι

bullΒάλε ελιά για το παιδί σου και συκιά για τη ζωή

σου

bullΑπrsquo τον θέρο ως τις ελιές δεν απολείπουν οι

δουλειές

bullΈχουμε ελιές και ελήδια έχουμε κι αγρηλίδια

bullΤου έβγαλε το λάδι

bullΜη ρίχνεις λάδι στη φωτιά

bull Αν δε σφίξεις την ελιά δε βγάζει λάδι

bull Άκουσες λάδι τρέχα άκουσες στεφάνι φεύγα

bull Όποιος έχει σιτάρι κρασί και λάδι στο πιθάρι

έχει του κόσμου τα καλά και του θεού τη χάρη

bull Ξεφόρτωσέ τη την ελιά να σε φορτώσει λάδι

bull Δεν τρώγεται ούτε με το λάδι ούτε με το ξύδι

bull Η αλήθεια πλέει σαν το λάδι στο νερό

bull Κάθε σταλαματιά νερό τ Απρίλη είναι ένα

βαρέλι λάδι

ΑΙΝΙΓΜΑΤΑ

Από κλαδάκι κρέμεται

Στην αγορά πουλιέται

Το εξωτερικό της τρώγεται

Το μέσα της πετιέται

Τι είναι Η ελιά

Μάνα και θυγατέρα

έχουν το ίδιο όνομα

Μάντεψε ποιο όνομα έχουν κι οι δυο

Ελιά

Κι όταν έρθει ο Οκτώβρης

ωριμάζω πιο πολύ

πρασινίζω και μαυρίζω

και γεμίζω το σακί

Τι είμαι Η ελιά

Δεν πεθαίνει κι αν περάσουν

Χρόνια εκατό και χίλια

Μας χορταίνει μας φροντίζει

Μας ανάβει τα καντήλια

Τι είναι

Η ελιά

Στα δέντρα πάνω κρέμεται

Στις εκκλησιές κοιμάται

Και τα χρυσά της κόκαλα

Μες στη φωτιά τα βάζω

Τι είναι

Η ελιά

Πράσινα είνrsquo τα νιάτα μου

μαύρα τα γερατειά μου

χαροποιά η θλίψη μου

θροφή τα δάκρυά μου

Τί είναι

Η ελιά

ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Το παραμύθι της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σε μια φτωχογειτονιά

ένα φτωχό μα πολύ καλόκαρδο κορίτσι που το έλεγαν

Ελιά

Κάθε μέρα η Ελιά γύριζε τη γειτονιά της έβλεπε τον

κόσμο να ζει φτωχός και δυστυχισμένος και γύριζε

στο σπίτι της πολύ στενοχωρημένη

Κάτι πρέπει να κάνω να τους βοηθήσω σκεφτόταν Κι

από την άλλη μέρα κιόλας άρχισε Βγήκε στη

γειτονιά κράτησε τα παιδιά της γειτόνισσας για να

πάει να δουλέψει και να μπορεί να φέρει στα παιδιά

της λίγο φαΐ

Μια άλλη μέρα πήγε στη γριούλα που ήταν άρρωστη της μαγείρεψε της σκούπισε το σπίτι την έπλυνε την ταΐσε Την άλλη μέρα πάλι έβγαλε τον παράλυτο γέρο με το καρότσι του βόλτα για να πάρει αέρα και ήλιο

Τα βράδια γύριζε κατάκοπη μα ευχαριστημένη που είχε καταφέρει να δώσει λίγη χαρά στους φτωχούς ανθρώπους

Οι μέρες περνούσαν κι η Ελιά όλο δούλευε όσο αδυνάτιζε Μα έβλεπε πως ότι κι αν έκανε ο κόσμος ήταν πάντα φτωχός και δυστυχισμένοςΑυτό τη στενοχωρούσε πάρα πολύ κι έτσι στενοχωρημένη κάθισε στην αυλή του σπιτιού της και συλλογιζόταν

- Τι να κάνω τι να κάνω Δεν μπορώ να βλέπω τόση δυστυχία Το σπουργίτι που την είδε τόσο στενοχωρημένη - και που την αγαπούσε γιατί κάθε μέρα του έριχνε σπόρους και ψίχουλα - δεν άντεξε και πέταξε βαθιά στο δάσος

Εκεί βρήκε την καλή νεράιδα και της είπε- Τρέξε καλή νεράιδα η Ελιά είναι πολύ στενοχωρημένη χλωμή κι αδύνατη

Η καλή νεράιδα ανήσυχη έτρεξε στην αυλή της Ελιάς και τη ρώτησε- Τι έχεις Ελιά μου κι είσαι τόσο λυπημένη- Αχ καλή μου νεράιδα Δεν μπορώ να βλέπω τόση φτώχεια και δυστυχία γύρω μου- Και τι θέλεις δηλαδή- θέλω να τους γίνω χρήσιμη θέλω να τους προσφέρω κάτι πολύτιμο που να τους δώσει ζωή και χαρά

-Το θέλεις αλήθεια τόσο πολύ

- Και βέβαια το θέλω δε βλέπεις πως έλιωσα

από τη στενοχώρια μου

- Τότε σταμάτησε να στενοχωριέσαι θα σε κάνω

αυτό που θέλεις Και τσουπ την άγγιξε με το

ραβδάκι της κι αμέσως η Ελιά έγινε ένα

μεγάλο δέντρο που έβγαλε φύλλα

λουλουδάκια άσπρα που έγιναν ελιές

πράσινες μωβ μαύρες

Έπεσαν στη γη τα κουκούτσια φύτρωσαν

έγιναν δεντράκια και σχημάτισαν ένα μεγάλο

ελαιώνα

Ήρθαν οι γείτονες μάζεψαν τις ελιές έβγαλαν

λάδι έφαγαν χόρτασαν ρόδισαν τα μαγουλά

τους ζωήρεψαν κι άρχισαν να χαμογελούν και

να ζουν ευτυχισμένοι

Για να ευχαριστήσουν την ελιά και να της

δείξουν την αγάπη τους πήραν το λάδι τους

το έβαλαν στο καντήλι για να θυμίζουν στην

Παναγιά και στο Χριστό την καλοσύνη της

ελιάς και την αγάπη της για τον κόσμο

Κι η Παναγιά με τη σειρά της την ευλόγησε Κι

ο Χριστός κάτω απ την ελιά ήρθε και

ξεκουράστηκε

Κι εκείνη καμάρωνε ευχαριστημένη στη μέση

στον ελαιώνα και φρόντιζε όταν έρχονται οι

άνθρωποι να τη μαζέψουν να ναι γεμάτη

ελιές να χορταίνουν οι φτωχοί και να

φωτίζονται απ τις καντήλες όλες οι εκκλησιές

Η μικρή ελιά

Η μικρή ελιά για πρώτη φορά γέμισε καρπό

Ο γεωργός την αγαπούσε γιατί του θύμιζε την

πρώτη του αγάπη κοντούλα και στρουμπουλή

Της είχε φτιάξει ένα περιδέραιο με

ασπρισμένες πέτρες και συχνά καθόταν και

κουβέντιαζε μαζί της τα όνειρα και τις

αναμνήσεις του Η ελιά κάθε μέρα και πιο

όμορφη

Ένα πρωί του Νοέμβρη ο γεωργός άπλωσε πανιά

κι άρχισε να την ραβδίζει Πάνε οι ελιές πάνε

τα φύλλα πάει η ομορφιά

Η ελιά μέσα στα αναφιλητά της μονολογούσε

-Μ αγαπούσε και με χάλασε Πως εννοεί ο

άνθρωπος την αγάπη Έλεγε και ξανάλεγε

Τότε ακούει μια μαργαρίτα να της λέει

-Άκουσε να σου πω Ο άνθρωπος δεν ξέρει την

αγάπη

Μην τον παρεξηγείς Κοίταξε εμένα που μια

ζωή με μαδάει για να μάθειhellip

Το καλάμι κι η ελιά

Μια φορά δίπλα σε μια ελιά είχε φυτρώσει ένα καλάμιΗ ελιά ήταν ένα μεγάλο και δυνατό δέντρο με πολλά κλαδιά πουκρατούσαν τα φύλλα τους όλη τη χρονιά και κάθε δυο χρόνιαέγερναν από το βάρος του καρπού

Το καλάμι πάλι ήτανε ψηλόλιγνο με καταπράσινα στενόμακρα φύλλα με ωραιότατα παράξενα λουλούδια που έμοιαζαν με τσαμπιά κι είχανε το σχήμα του αδραχτιού

Η ελιά καυχιόταν ολοένα

-Τι είσαι συ μπροστά μου έλεγε στο καλάμιΕγώ είμαι ένα δέντρο μεγάλο δυνατό ευλογημένο Οι άνθρωποι με λατρεύουνγιατί τους δίνω τις ελιές και το λάδι μου τους δίνω ξερόκλαδα για να ζεσταίνονταιτους δίνω ξύλα για να φτιάχνουν ακριβά έπιπλα Είμαι μεγάλη ψηλή γερήκαι συ είσαι ένα αδύναμο πραγματάκι που λυγίζεις μπροστά σrsquo όλους τους ανέμους και τους προσκυνάς Δεν μπορώ να καταλάβω πώς έχεις την τόλμη να φυτρώνεις πλάι μου

Το καημένο το καλάμι

που ήταν από φυσικού

του ντροπαλό ταrsquo

άκουγε όλα αυτά και

δεν έλεγε τίποτα κι

ούτε και θύμωνε γιατί

αυτό δεν είχε να

καυχηθεί για τίποτα

Ήρθε ένας χειμώνας όμως βαρύς κι άρχισε να

φυσάει ένας αέρας δαιμονισμένος

που χτυπούσε με μανία την ελιά ώσπου στο

τέλος την ξερίζωσε

Το καλάμι με το πρώτο φύσημα του ανέμου

έγειρε λυγερό όπως ήτανε

προς το νερό κι έτσι ο άνεμος περνούσε από

πάνω του χωρίς να το πειράξει

Κι όταν η καταιγίδα σταμάτησε κι ο άνεμος

έπαψε να φυσάει

η ελιά απόμεινε πεσμένη στο χώμα και το

καλάμι σηκώθηκε

πάλι όρθιο και λυγερό όπως και πριν

Βλέπετε το καλάμι ήξερε να υποχωρεί εκεί που

ένιωθε ότι δεν είχε δύναμη νrsquo αντισταθεί ενώ

η ελιά πλήρωσε με τη ζωή της την

υπερηφάνειά της

Ο Μανωλιός και η γέρικη ελιά

Μια φορά και έναν καιρό όταν ο ζεστός άνεμος

φυσούσε και τα δέντρα λυπημένα έγερναν τα

κουρασμένα φυλλώματά τους ένα παλικάρι

που τον έλεγαν Μανωλιό πήγαινε τα πότιζε

και τους έκανε συντροφιά Τrsquo άλλα παλικάρια

του χωριού ζήλευαν τις χάρες και την καρδιά

του Μανωλιού Ψιθύριζαν λόγια άσχημα

μεταξύ τους δίχως να καταλαβαίνουν ότι αυτό

που έκαναν δεν ήταν σωστό

Μια μέρα κάθισαν κάτω από τον ίσκιο μιας

γέρικης ελιάς για να ξαποστάσουν Ξαφνικά

άκουσαν ένα θρόισμα γύρισαν τα κεφαλάκια

τους και από το κέντρο του κορμού της ελιάς

είδανε ένα χαμογελαστό πρόσωπο που με

ανθρώπινη μιλιά τους είπε

Αυτό το δέντρο που στον ίσκιο του ήρθατε να ξεκουραστείτε ξέρετε ποιος το ποτίζει

Όχι απάντησαν εκείνοι

Ο Μανωλιός που κοροϊδεύετε αποκρίθηκε το δέντρο

Εκείνοι ντροπιασμένοι έφυγαν με σκυμμένο το κεφάλι Στο δρόμο συνάντησαν τον Μανωλιό

Καλημέρα είπαν με μία φωνή Σήμερα θα έρθουμε μαζί σου να σε βοηθήσουμε να ποτίσεις τα δέντρα

Έτσι κι έγινε Από τότε έγιναν φίλοι Κάθε

απόγευμα πότιζαν τα δέντρα κι ύστερα κάτω

από τα φυλλώματα της γέρικης ελιάς άρχιζαν

το τραγούδι που μιλούσε για χώρες

παράξενε για ζούγκλες με πολύχρωμους

παπαγάλους για ινδιάνους με κιτρινοκόκκινα

φτερά στα καπέλα τους και ιδιαίτερα

τραγουδούσαν για την συμπόνια και την

ευαίσθητη καρδιά των ανθρώπων

Μια μέρα που ο ήλιος γίνηκε πορφυρός και

κρύφτηκε πίσω από τα βουνά ο Μανωλιός

πήγε μόνος του πότισε την γέρικη ελιά

ξάπλωσε και τον πήρε ένας βαθύς ύπνος Τότε

είδε πως μέσα στην κουφάλα της γέρικης ελιάς

είχανε στήσει ένα πανέμορφο παλάτι γεμάτο

κόσμο που χόρευε και γλένταγε

Θα πάω κι εγώ είπε δειλά δειλά ο Μανωλιός

bull Όσο προχωρούσε τόσο τα φώτα

μεγάλωναν ώσπου έφτασε στο κέντρο Εκεί

ένας βασιλιάς καθόταν σrsquoένα χρυσαφένιο

θρόνο Πίσω του στεκόταν μια Σφίγγα

άγαλμα Πήρε ανθρώπινη μιλιά αρχίζοντας να

λέει καλωσορίσματα στον Μανωλιό Εκείνος

χαμογελαστός χαιρέτησεμα τι να δει Σrsquoέναν

καθρέπτη που βρέθηκε μπροστά του ο

Μανωλιός ήταν ντυμένος πρίγκιπας

bull Πω πω Τι όμορφος που είμαι Αναφώνησε

Ξαφνικά υπηρέτες έστρωσαν ένα κόκκινο

χαλί για να περάσει ο Μανωλιός και αυτοί

αριστερά και δεξιά τον προσκυνούσαν Όταν

πέρασε τον διάδρομο με το κόκκινο χαλί

στάθηκε στον βασιλιά που του είπε

Καλόκαρδο και πονόψυχο παλικάρι Εσύ πότιζες

το δέντρο κι έτσι μπόρεσε το παλάτι μου να

βρίσκεται εδώ με όλους τους ανθρώπους

μου διαφορετικά αν το άφηνες να ξεραθεί από

το ζεστό άνεμο τώρα δεν θα

υπήρχαμε Γιrsquoαυτό αξίζεις να γίνεις γιος μου

να παντρευτείς την Βασιλοπούλα και με

δικαιοσύνη αγάπη και φρόνηση να γίνεις εσύ

ο καινούριος Βασιλιάς λύνοντας έτσι τα μάγια

της κακιάς νεράιδας που μας είχε

καταδικασμένους

Έτσι κι έγινε Ο Μανωλιός έγινε βασιλιάς με

τιμές και δόξες διότι ήξερε την γλώσσα της

καρδιάς που πάντα μας διδάσκει πόσο καλό

είναι να είσαι άνθρωπος Από τότε ο

Μανωλιός έμεινε στο παλάτι και κανείς ακόμα

δεν ξέρει τι ταξίδι ακολούθησε στον χρόνο του

ύπνου του άφησε όμως πίσω του τον

πραγματικό θησαυρό της καλοσύνης και της

αγάπης

ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Ο μαγικός ελαιώνας

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα παιδάκι που

το έλεγαν Λευτέρη Κάθε χρόνο το καλοκαίρι

μόλις έκλειναν τα σχολεία πήγαινε διακοπές

στο σπίτι της γιαγιάς του

Ένα καλοκαίρι έζησε μια σπουδαία περιπέτεια

Μια μέρα που η γιαγιά του είχε πάει για ψώνια

στην κοντινή πόλη ο Λευτέρης αποφάσισε να

εξερευνήσει τη σοφίτα του σπιτιού

Ανέβηκε προσεκτικά τη στριφογυριστή ξύλινη

σκάλα και στάθηκε αναποφάσιστος μπροστά

στην κλειστή πόρτα Πήρε μια βαθιά ανάσα

και την έσπρωξε δυνατά Πόσο σκοτεινά ήταν ό-

λα εκεί μέσα Ο Λευτέρης σκόνταψε σ΄ ένα πα-

λιό μπαούλο

Το άνοιξε γεμάτος περιέργεια Και τι δε βρήκε

Ολόκληρο θησαυρό Παλιά βιβλία του παππού

φορέματα της γιαγιάς παιχνίδια της μητέρας

του όταν ήταν παιδί Κάτω κάτω ήταν

τσαλακωμένο ένα κιτρινισμένο χαρτί Το

ξετύλιξε βιαστικά και τι να δει Ένας παλιός

χάρτης με σχεδιάγραμμα Αμέσως τον άρπαξε

κι άρχισε το ταξίδι του

Περπάτησε ώρες πολλές Πέρασε την πεδιάδα

με τα κίτρινα στάχυα το γεφυράκι του μικρού

ποταμού ώσπου έφτασε στο τέλος σε έναν

κάμπο γεμάτο ελιές

Διάλεξε την πιο μεγάλη ελιά και κάθισε να

ξεκουραστεί ακουμπώντας στο γέρικο κορμό

της

Ξαφνικά άκουσε μια απαλή φωνή Έμοιαζε

με της γιαγιάς του Κοίταξε γύρω του μα δεν

είδε κανέναν Η φωνή συνέχισε να του μιλάει

τρυφερά Ο Λευτέρης γεμάτος περιέργεια

άρχισε να παρατηρεί προσεχτικά το γέρικο

κορμό τα πελώρια κλαδιά και τ΄ ασημένια

φύλλα της ελιάς Τότε κατάλαβε ποιος του

μιλούσε Έκπληκτος άγγιξε απαλά το υπέροχο

αυτό δέντρο και μοιράστηκε μαζί του όλα του

τα μυστικά

Από εκείνη την ημέρα ο Λευτέρης πήγαινε

καθημερινά στο μαγικό αυτό ελαιώνα

Καθόταν ώρες στη σκιά της αγαπημένης του

ελιάς κι άκουγε τις πιο ωραίες ιστορίες

Ο καιρός πέρασε γρήγορα κι ήρθε η μέρα που

έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι του Έτρεξε στο

μαγικό ελαιώνα κι αγκάλιασε κλαίγοντας το

αγαπημένο του δέντρο Η ελιά έγειρε τα

κλαδιά της και χάιδεψε τα μαλλιά του laquo Μη

στενοχωριέσαιraquo του ψιθύρισε laquo Κόψε ένα

κλαράκι μου και πάρ΄ το μαζί σου Φύτεψέ το

στην αυλή του σπιτιού σου κι εγώ θα είμαι

πάντα κοντά σουraquo

Έτσι κι έγινε Ένα καινούριο ολόδροσο

δεντράκι φύτρωσε στον κήπο του Λευτέρη Κι

από τότε δεν χώρισαν ποτέ

Οι μαγικοί σπόροι

Μια φορά κι έναν καιρό σ΄ ένα μακρινό

χωριουδάκι ζούσε με τη γιαγιά του ένα μικρό

κορίτσι που το έλεγαν Ελπίδα Το σπιτάκι τους

ήταν πολύ φτωχικό Δύσκολα τα έβγαζαν πέρα

Ο περασμένος χειμώνας ήταν πολύ βαρύς

Τα πρώτα χιόνια έπεσαν νωρίς κι ο κρύος

βοριάς σφύριζε μανιασμένα Κάθε πρωί η

γιαγιά με την εγγονή της πήγαιναν στο δάσος

και μάζευαν φρούτα και ξύλα για να

ζεσταθούν

Μια μέρα ο άνεμος φυσούσε άγρια κι ο ήλιος

είχε κρυφτεί πίσω από τα βαριά μαύρα

σύννεφα Η Ελπίδα άφησε τη γιαγιά της στο

κρύο σπιτάκι τους τυλίχτηκε σφιχτά με το

σάλι της και ξεκίνησε για το δάσος Τα πόδια

και τα χέρια της είχαν παγώσει Τα μαλλιά και

τα ρούχα της είχαν βραχεί από την ξαφνική

μπόρα Και το σπουδαιότερο δεν μπορούσε να

γυρίσει πίσω γιατί δεν είχε μαζέψει ακόμη

τίποτα Αποφάσισε τότε να μπει για λίγο σε

μια σπηλιά που βρήκε στο δρόμο της και να

περιμένει

Έτρεμε από το κρύο και

από το φόβο της Είχε αρ

χίσει να νυχτώνει και η

γιαγιά της σίγουρα θα

ανησυχούσε Ξαφνικά

ένα απόκοσμο φως γέμι

σε τη σπηλιά και μια πα

νέμορφη νεράιδα πα

ρουσιάστηκε μπροστά

της

Της χαμογέλασε γλυκά και της χάιδεψε απαλά τα μαλλιά Κρατούσε ένα μικρό σακουλάκι που το άφησε προσεκτικά στα χέρια της Ελπίδας laquoΌταν πας σπίτι σου να το ανοίξεις και να κάνεις ότι ακριβώς σου πει η γιαγιά σου Αυτή ξέρειraquo της είπε τρυφερά και χάθηκε στο σκοτάδι της σπηλιάς Το κορίτσι κρατώντας το γερά έτρεξε χαρούμενο στο φτωχικό του σπιτάκι Τα μάτια του έλαμπαν από ενθουσιασμό καθώς έδειχνε στη γιαγιά του το δώρο της νεράιδας

Η γιαγιά ψηλάφησε τους μεγάλους γυαλιστερούς σπόρους τους έβαλε στη χούφτα της Ελπίδας και της είπε να τους φυτέψει στην αυλή Έτσι ακριβώς έκανε το μικρό κορίτσι Τους έχωσε βαθιά στο έδαφος και τους σκέπασε με φρέσκο χώμα Την άνοιξη οι σπόροι φύτρωσαν και γρήγορα έγιναν μεγάλα δέντρα με υπέροχο σταχτοπράσινο φύλλωμα Ήταν φουντωτές ελιές που αγκάλιασαν το μικρό σπιτάκι Ήρθε το φθινόπωρο και τα κλαδιά τους γέμισαν ευλογημένο καρπό

Από τότε η Ελπίδα κι η γιαγιά της έζησαν

ευτυχισμένες βοηθώντας κάθε κουρασμένο

περαστικό

Η αξία της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό σrsquo ένα μακρινό

χωριό όλοι οι άνθρωποι ζούσαν ευτυχισμένοι

Είχαν πολλά κτήματα εκτιμήσει πλούσια

γεμάτα ελιές Ποτέ όμως δεν είχαν σωστά την

αξία τους

Κάποια μέρα καθώς έπαιζαν δυο παιδιά η

Μαρία και ο Νίκος εμφανίστηκε μπροστά

τους ένας άγνωστος άντρας Τους μίλησε για

τα ελαιόδεντρα και τη χρησιμότητά τους Τους

είπε πως πρέπει να τα φροντίζουν και να τα

αγαπούν

Μετά από αρκετές ημέρες έγινε κάτι φοβερό

Στο χωριό έπεσε μεγάλη κατάρα Όλα τα χωράφια με τα ελαιόδεντρα καταστράφηκαν

Η Μαρία και ο Νίκος αμέσως κατάλαβαν πως έπρεπε να πάνε να βρουν τον μυστήριο αυτό άντρα που τους είχε επισκεφτεί

Τους είχε πει πως ζούσε στο δάσος Αυτό όμως δεν ήταν και τόσοhellip συνηθισμένο δάσος Έλεγαν πως στις κουφάλες των δέντρων ζούσαν φαντάσματα και πως το μέγεθος των ζώων ήταν υπερφυσικό

Φοβόντουσαν πάρα πολύ Περπάτησαν

ατελείωτες ώρες στη σκιά των πελώριων

δέντρων Με τη βοήθεια ενός λιονταριού

κατάφεραν να βρουν τον πύργο του άντρα που

έψαχναν

Χτύπησαν την πόρτα

αλλά κανείς δεν τους

άνοιξε Αποφάσισαν

να περιμένουν Δεν

κατάλαβαν πόσος

χρόνος πέρασε καιhellip

η πόρτα άνοιξε μόνη

της

Τα παιδιά μπήκαν γεμάτα περιέργεια στον

πύργο Ανέβηκαν διστακτικά την παλιά

στριφογυριστή σκάλα που τα οδήγησε σrsquo έ-

να επιβλητικό δωμάτιο Εκεί εργαζόταν ο

μυστηριώδης άντρας που είχαν γνωρίσει

Αμέσως κατάλαβαν πως ήταν μάγος Τους

αποκάλυψε αμέσως το όνομά του τον έλεγαν

Άλφρεντ Άρχισαν λοιπόν να του μιλούν για

το πρόβλημά τους Ο μάγος τα άκουσε προσε-

κτικά και τους είπε τι πρέπει να κάνουν

Έπρεπε να περάσουν τρεις δοκιμασίες Μόνο

έτσι θα έφευγε η κατάρα

Στο χωριό όλοι οι κάτοικοι περνούσαν δύσκο-

λα Από πλούσιοι είχαν γίνει φτωχοί και χωρίς

την ελιά και το λάδι της δεν μπορούσαν να ζή-

σουν Κατάλαβαν έτσι την αξία της αλλά ήταν

πλέον αργά Ή μάλλον σχεδόν αργά

Όταν τα παιδιά επέστρεψαν διηγήθηκαν σε

όλους όλα όσα τους συνέβησαν Τους είπαν για

το μάγο και τις τρεις δοκιμασίες που έπρεπε να

περάσουν Το πρόβλημα όμως ήταν πως δεν

τους είχε πει ποιες ήταν αυτές οι δοκιμασίες

ποιοι θα τις περνούσαν και πότε

Οι μέρες περνούσαν

αργά και βασανιστικά

μετά από δυο μήνες στο

χωριό εμφανίστηκε ένα

μικρό κορίτσι Χτύπησε

την πόρτα ενός σπιτιού

και ζήτησε λίγο φαγητό

Η οικογένεια όμως Το έ-

διωξε Το κορίτσι ήταν

Ο μάγος Άλφρεντ μεταμορ-

φωμένος Αυτή ήταν η πρώ-

τη δοκιμασία που δυστυχώς

όμως απέτυχαν

Αφού πέρασε μια εβδομάδα περίπου ένα μι-

κρό άγνωστο αγόρι εμφανίστηκε σε μια ομάδα

παιδιών και τους ζήτησε να παίξει μαζί τους Η

Μαρία και ο Νίκος όχι μόνο το δέχτηκαν αλλά

το άφησαν να διαλέξει το παιχνίδι που θα έπαι-

ζαν

_ Εσύ Νίκο θα είσαι ο αγρότης Εγώ θα είμαι η

ελιά και Μαρία θα είναι οι καρποί μου είπε το

αγόρι

Τα παιδιά συμφώνησαν κι άρχισαν όλα μαζί να

παίζουν Ο μάγος τότε παρατήρησε τον τρόπο

που ο Νίκος περιποιόταν την ελιά και πόσο χαι-

ρόταν όταν μάζευε τους καρπούς της Αυτή ήταν

η δεύτερη δοκιμασία και τα παιδιά την πέρασαν

με επιτυχία

Πέρασε αρκετός καιρός ώσπου έφτασε η ώρα

για την τρίτη δοκιμασία Μια μέρα ήρθε στο χω-

ριό ένας πλανόδιος έμπορος Πουλούσε από σπό-

ρους μέχρι και μαγικά αντικείμενα Οι τιμές όμως

ήταν πολύ υψηλές Ο Νίκος με τον πατέρα του ζή-

τησαν να δουν τους σπόρους που είχε

_Έχω σπόρους συκιάς πορτοκαλιάς μηλιάς και

τον τελευταίο σπόρο ελιάς είπε ο άντρας

_Τον τελευταίο Ρώτησε ο Νίκος

_ Ναι Τον τελευταίο

_Δεν υπάρχει άλλος

_Όχι

_Ούτε ένας

_Τίποτα

_Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Ναι Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Είστε σίγουρος για αυτό

_Απολύτως

Ο Νίκος δεν πίστευε στ΄ αυτιά τουΤότε ζήτη-

σε αμέσως απόν τον πατέρα του να αγοράσει τον

τελευταίο σπόρο ελιάς σ΄ ολόκληρη τη γη Η τι-

μή του όμως ήταν πολύ πάρα πολύ υψηλή Εκα-

τό χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Γιε μου δεν έχουμε τόσα χρήματα Μπορούμε

όμως να πουλήσουμε τα τέσσερα κτήματά μας

_Ναι να τα δώσουμε Θα μας μείνει η αυλή του

σπιτιού Εκεί θα φυτέψουμε τον πολύτιμο σπόρο

Τότε εμφανίστηκε ο μάγος Άλφρεντ

_Δίνω διακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα είπε

ο μάγος

_Άλφρεντ δεν είναι τίμιο είπε ο Νίκος

Προλάβαμε

εμείς να αγοράσουμε αυτόν το σπόρο

_Δίνω τριακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Τότε εγώ θα δώσω και το σπίτι μου είπε ο πα-

τέρας του Νίκου

_Ναι αλλά hellip αυτά είναι λιγότερα από τα χρή-

ματα που μου δίνει ο μάγος είπε ο έμπορος

_Τότε και εγώ θα δώσω όσα χρήματα έχω στον

κουμπαρά μου είπε η Μαρία

_Κι εγώ φώναξε ο Βασίλης

_Εγώ θα δώσω το μοναδικό κτήμα που έχω είπε

ο κύριος Βαγγέλης

_Και εγώ φώναξε η κυρία Βαρβάρα

_Ναι Και εμείς θα δώσουμε ότι έχουμε στους

κουμπαράδες μας φώναξαν δυνατά όλα τα

παιδιά που ήταν μαζεμένα στην πλατεία του

χωριού

Όλοι άρχισαν να δίνουν χρήματα σπίτια

έπιπλα χωράφια και μαγαζιά μέχρι που κέρδι-

σαν το μάγο Άλφρεντ και αγόρασαν το σπόρο

της ελιάς Από τη στιγμή που τον φύτεψαν το

πρόσεχαν πάρα πολύ

Μετά από χρόνια όταν οι χωρικοί μάζεψαν

τους καρπούς αυτής της ελιάς διαπίστωσαν ότι

είχε το πιο νόστιμο λάδι Τότε ο μάγος

πείστηκε πως όλοι είχαν καταλάβει την αξία

της και γέμισε ξανά όλα τα χωράφια τους με

ελαιόδεντρα

ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α

Κουκάκη Κατερίνα

Μπογκντάνι Γκισέλα

Καρυώτης Γιώργος

Αθανασόπουλος Στέφανος

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 14: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

Η ΕΛΙΑ

ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Η ελιά Κωστής ΠαλαμάςEίμαι του ήλιου η θυγατέρα

H πιο απrsquo όλες χαϊδευτή

Xρόνια η αγάπη του πατέρα

Σrsquo αυτόν τον κόσμο με κρατεί

Όσο να πέσω νεκρωμένη

Aυτόν το μάτι μου ζητεί

Eίμrsquo η ελιά η τιμημένη

Δεν είμrsquo ολόξανθη μοσχάτη

Tριανταφυλλιά ή κιτριά

Θαμπώνω της ψυχής το μάτι

Για τrsquo άλλα μάτια είμαι γριά

Δε μrsquo έχει αηδόνι ερωμένη

Mrsquo αγάπησε μία θεά

Eίμrsquo η ελιά η τιμημένη

Όπου κι αν λάχω κατοικία

Δε μrsquo απολείπουν οι καρποί

Ώς τα βαθιά μου γηρατεία

Δε βρίσκω στη δουλειά ντροπή

Μrsquo έχει ο Θεός ευλογημένη

Kι είμαι γεμάτη προκοπή

Eίμrsquo η ελιά η τιμημένη

Φρίκη ερημιά νερά και σκότη

Tη γη εθάψαν μια φορά

Πράσινη αυγή με φέρνει πρώτη

Στο Nώε η περιστερά

Όλης της γης είχα γραμμένη

Tην εμορφιά και τη χαρά

Eίμrsquo η ελιά η τιμημένη

Εδώ στον ίσκιο μου από κάτου

Ήρθrsquo ο Χριστός νrsquo αναπαυθεί

Kι ακούστηκε η γλυκιά λαλιά του

Λίγο προτού να σταυρωθεί

Το δάκρυ του δροσιά αγιασμένη

Έχει στη ρίζα μου χυθεί

Eίμrsquo η ελιά η τιμημένη

Αποσπάσματα από ποιήματα του

Ιωάννη Πολέμη

Ευλογημένο να lsquoναι ελιά το χώμα που σε τρέφει

κι ευλογημένος ο καρπός που πίνεις απrsquo τα νέφη

κι ευλογημένος τρεις φορές Αυτός που σrsquo έχει

στείλει

για το λυχνάρι του φτωχού για τrsquo άγιου το

καντήλι

Πατρίδα τα λιοτρίβια σου

δουλεύουν νύχτα μέρα

με του λαδιού τη μυρωδιά

γεμίζουν τον αέρα

Κι είνrsquo οι ελιές Πατρίδα μου

ακούραστες γριούλες

Με τον καρπό τους τρέφουνε

παιδάκια και μανούλες

Κι είνrsquo οι ελιές Πατρίδα μου

Δέντρα ευλογημένα

που στέκονται στον άνεμο

με τα κλαδιά απλωμένα

Γλυκόφυλλη η ελιά τον ίσκιο διπλώνει

το φουντωμένο κλήμα πού και πού

το ψηλαφούν οι χαμηλοί της κλώνοι

γερμένοι από το βάρος του καρπού

Αντίκρυ σκοτεινό το ερημοκλήσι

με πόθο και μrsquo αγάπη τη θεωρεί

γιατί το καντηλάκι που lsquoχει σβήσει

το φως απrsquo τον καρπό της λαχταρεί

Η ελιά Λορέντζος Μαβίλης

Στὴν κουφάλα σου ἐφώλιασε μελίσσιγέρικη ἐλιά ποὺ γέρνεις μὲ τὴ λίγηπρασινάδα ποὺ ἀκόμα σὲ τυλίγεισὰ νἄθελε νὰ σὲ νεκροστολίσει

Καὶ τὸ κάθε πουλάκι στὸ μεθύσιτῆς ἀγάπης πιπίζοντας ἀνοίγειστὸ κλαρί σου ἐρωτάρικο κυνήγιστὸ κλαρί σου ποὺ δὲ θὰ ξανανθίσει

Ὢ πόσο στὴ θανὴ θὰ σὲ γλυκάνουνμὲ τὴ μαγευτικὴ βοὴ ποὺ κάνουνὁλοζώντανης νιότης ὀμορφάδες

ποὺ σὰ θύμησες μέσα σου πληθαίνουνὢ νὰ μποροῦσαν ἔτσι νὰ πεθαίνουνκαὶ ἄλλες ψυχὲς τῆς ψυχῆς σου ἀδερφάδες

Η ελιά Πέτρος Λυγίζος

Γύρω απrsquo τον κορμό αυτόν

στροβιλίζεται ο χρόνος

Στην ελιά της μνήμης και της προσδοκίας

ακουμπώ ένα δάκρυ στο ακριανό φύλλο

Θυμάσαι όταν ανεβαίναμε στο καρτερικό κορμί της

Όταν το βήμα της νιότης μας

λοξοδρομούσε στο όνειρο

Γύρω απrsquo τον κορμό αυτόν

παίζουν ακόμη οι φίλοι μου

Στην ελιά της ζωής και της νοσταλγίας

Ψάχνω τον Αδριανό και τον Κώστα

κι εσένα

όταν σε πήρε το πρώτο χάδι μου

όταν κρύφτηκες χαμογελώντας

πίσω απrsquo τις χρυσοπράσινες φυλλωσιές

Τώρα τόσα χρόνια μετά

πηγαίνω τα δειλινά για προσκύνημα

στον ίσκιο της απαγκιάζουν οι φόβοι μου

στη μαγική σπηλιά της

τρυπώνει μυστικά το παιδικό μου όνειρο

κι εσύ πάνω στα αιωρούμενα φύλλα

σαν ιπτάμενο ξωτικό

χορεύεις ταξιδεύοντας

απrsquo το παρελθόν μέχρι το άπειροhellip

Αποσπάσματα από ποιήματα του

Οδυσσέα Ελύτη

Ε σεις στεριές και θάλασσες

τrsquo αμπέλια κι οι χρυσές ελιές

ακούστε τα χαμπέρια μου

μέσα στα μεσημέρια μου

Σrsquo όλους τους τόπους κι αν γυρνώ

μόνον ετούτο αγαπώ

Λοιπόν ευρέθηκε ο χρυσός

της λιόριζας

να έχει σταλάξει στα φύλλα

της καρδιάς του

Κι από τις τόσες φορές όπου

ξαγρύπνησε

σιμά στο κηροπήγιο

καρτερώντας

τα χαράματα μια πυράδα

παράξενη

του είχε αρπάξει τα σωθικά

Οι φωνές των πουλιών που

είχε σrsquo ώρες

μεγάλης μοναξιάς

αποστηθίσει

φαίνεται να ξεχύθηκαν όλες

μαζί

τόσο που δεν εστάθη βολετό

να προχωρήσει

σε μεγάλο βάθος το μαχαίρι

Μάλλον η πρόθεση άρκεσε

για το Κακό

Που ταrsquo αντίκρισε ndash είναι

φανερό ndash στη στάση

την τρομαχτική του αθώου

Ανοιχτά περήφανα τα μάτια

του κι όλο το

δάσος να σαλεύει ακόμη στον

ακηλίδωτον

αμφιβληστροειδή

Στον εγκέφαλο τίποτε πάρεξ

μια ηχώ

ουρανού καταστραμμένη

Έζησα τrsquo όνομα το αγαπημένο

στον ίσκιο της γιαγιάς ελιάς

στον ρόχθο της ισόβιας θάλασσας

Χάραξα τrsquo όνομα το αγαπημένο

στον ίσκιο της γιαγιάς ελιάς

στον ρόχθο της ισόβιας θάλασσας

Ω λινό καλοκαίρι συνετό

φθινόπωρο

χειμώνα ελάχιστε

η ζωή καταβάλλει τον οβολό

του φύλλου της ελιάς

και στη νύχτα μέσα των αφρόνων

μrsquo ένα μικρό τριζόνι

κατακυρώνει πάλι το νόμιμο

του Ανέλπιστου

Αποσπάσματα από ποιήματα του

Γιάννη Ρίτσου

Ετούτου το τοπίο είναι σκληρό

σαν τη σιωπή

σφίγγει στον κόρφο του

τα πυρωμένα του λιθάρια

σφίγγει στο φως

τις ορφανές ελιές του

και τrsquo αμπέλια του

σφίγγει τα δόντια

Ποιος θα σταθεί

στον ίσκιο της ελιάς

παρέα με το τζιτζίκι

μη σωπάσει το τζιτζίκι

τώρα που ο ασβέστης

του μεσημεριού

βάφει τη μάντρα

ολόγυρα του ορίζοντα

σβήνοντας τα μεγάλα

αντρίκια ονόματά τους

ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ

bullΗ ελιά κρασί δε βγάζει

bullΠέρασε της ελιάς τα φαρμάκια

bullΤου χάρισαν της ελιάς το μέσα και του αβγού το

απrsquo έξω

bullΛάδι βρέχει κάστανα χιονίζει

bullΚλήμα του χεριού σου κι ελιές απrsquo τον παππού

σου

bullΗ ελιά είναι κυρά κι όποτε θέλει κάνει

bullΞεφόρτωσέ την την ελιά να σε φορτώσει λάδι

bullΒάλε ελιά για το παιδί σου και συκιά για τη ζωή

σου

bullΑπrsquo τον θέρο ως τις ελιές δεν απολείπουν οι

δουλειές

bullΈχουμε ελιές και ελήδια έχουμε κι αγρηλίδια

bullΤου έβγαλε το λάδι

bullΜη ρίχνεις λάδι στη φωτιά

bull Αν δε σφίξεις την ελιά δε βγάζει λάδι

bull Άκουσες λάδι τρέχα άκουσες στεφάνι φεύγα

bull Όποιος έχει σιτάρι κρασί και λάδι στο πιθάρι

έχει του κόσμου τα καλά και του θεού τη χάρη

bull Ξεφόρτωσέ τη την ελιά να σε φορτώσει λάδι

bull Δεν τρώγεται ούτε με το λάδι ούτε με το ξύδι

bull Η αλήθεια πλέει σαν το λάδι στο νερό

bull Κάθε σταλαματιά νερό τ Απρίλη είναι ένα

βαρέλι λάδι

ΑΙΝΙΓΜΑΤΑ

Από κλαδάκι κρέμεται

Στην αγορά πουλιέται

Το εξωτερικό της τρώγεται

Το μέσα της πετιέται

Τι είναι Η ελιά

Μάνα και θυγατέρα

έχουν το ίδιο όνομα

Μάντεψε ποιο όνομα έχουν κι οι δυο

Ελιά

Κι όταν έρθει ο Οκτώβρης

ωριμάζω πιο πολύ

πρασινίζω και μαυρίζω

και γεμίζω το σακί

Τι είμαι Η ελιά

Δεν πεθαίνει κι αν περάσουν

Χρόνια εκατό και χίλια

Μας χορταίνει μας φροντίζει

Μας ανάβει τα καντήλια

Τι είναι

Η ελιά

Στα δέντρα πάνω κρέμεται

Στις εκκλησιές κοιμάται

Και τα χρυσά της κόκαλα

Μες στη φωτιά τα βάζω

Τι είναι

Η ελιά

Πράσινα είνrsquo τα νιάτα μου

μαύρα τα γερατειά μου

χαροποιά η θλίψη μου

θροφή τα δάκρυά μου

Τί είναι

Η ελιά

ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Το παραμύθι της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σε μια φτωχογειτονιά

ένα φτωχό μα πολύ καλόκαρδο κορίτσι που το έλεγαν

Ελιά

Κάθε μέρα η Ελιά γύριζε τη γειτονιά της έβλεπε τον

κόσμο να ζει φτωχός και δυστυχισμένος και γύριζε

στο σπίτι της πολύ στενοχωρημένη

Κάτι πρέπει να κάνω να τους βοηθήσω σκεφτόταν Κι

από την άλλη μέρα κιόλας άρχισε Βγήκε στη

γειτονιά κράτησε τα παιδιά της γειτόνισσας για να

πάει να δουλέψει και να μπορεί να φέρει στα παιδιά

της λίγο φαΐ

Μια άλλη μέρα πήγε στη γριούλα που ήταν άρρωστη της μαγείρεψε της σκούπισε το σπίτι την έπλυνε την ταΐσε Την άλλη μέρα πάλι έβγαλε τον παράλυτο γέρο με το καρότσι του βόλτα για να πάρει αέρα και ήλιο

Τα βράδια γύριζε κατάκοπη μα ευχαριστημένη που είχε καταφέρει να δώσει λίγη χαρά στους φτωχούς ανθρώπους

Οι μέρες περνούσαν κι η Ελιά όλο δούλευε όσο αδυνάτιζε Μα έβλεπε πως ότι κι αν έκανε ο κόσμος ήταν πάντα φτωχός και δυστυχισμένοςΑυτό τη στενοχωρούσε πάρα πολύ κι έτσι στενοχωρημένη κάθισε στην αυλή του σπιτιού της και συλλογιζόταν

- Τι να κάνω τι να κάνω Δεν μπορώ να βλέπω τόση δυστυχία Το σπουργίτι που την είδε τόσο στενοχωρημένη - και που την αγαπούσε γιατί κάθε μέρα του έριχνε σπόρους και ψίχουλα - δεν άντεξε και πέταξε βαθιά στο δάσος

Εκεί βρήκε την καλή νεράιδα και της είπε- Τρέξε καλή νεράιδα η Ελιά είναι πολύ στενοχωρημένη χλωμή κι αδύνατη

Η καλή νεράιδα ανήσυχη έτρεξε στην αυλή της Ελιάς και τη ρώτησε- Τι έχεις Ελιά μου κι είσαι τόσο λυπημένη- Αχ καλή μου νεράιδα Δεν μπορώ να βλέπω τόση φτώχεια και δυστυχία γύρω μου- Και τι θέλεις δηλαδή- θέλω να τους γίνω χρήσιμη θέλω να τους προσφέρω κάτι πολύτιμο που να τους δώσει ζωή και χαρά

-Το θέλεις αλήθεια τόσο πολύ

- Και βέβαια το θέλω δε βλέπεις πως έλιωσα

από τη στενοχώρια μου

- Τότε σταμάτησε να στενοχωριέσαι θα σε κάνω

αυτό που θέλεις Και τσουπ την άγγιξε με το

ραβδάκι της κι αμέσως η Ελιά έγινε ένα

μεγάλο δέντρο που έβγαλε φύλλα

λουλουδάκια άσπρα που έγιναν ελιές

πράσινες μωβ μαύρες

Έπεσαν στη γη τα κουκούτσια φύτρωσαν

έγιναν δεντράκια και σχημάτισαν ένα μεγάλο

ελαιώνα

Ήρθαν οι γείτονες μάζεψαν τις ελιές έβγαλαν

λάδι έφαγαν χόρτασαν ρόδισαν τα μαγουλά

τους ζωήρεψαν κι άρχισαν να χαμογελούν και

να ζουν ευτυχισμένοι

Για να ευχαριστήσουν την ελιά και να της

δείξουν την αγάπη τους πήραν το λάδι τους

το έβαλαν στο καντήλι για να θυμίζουν στην

Παναγιά και στο Χριστό την καλοσύνη της

ελιάς και την αγάπη της για τον κόσμο

Κι η Παναγιά με τη σειρά της την ευλόγησε Κι

ο Χριστός κάτω απ την ελιά ήρθε και

ξεκουράστηκε

Κι εκείνη καμάρωνε ευχαριστημένη στη μέση

στον ελαιώνα και φρόντιζε όταν έρχονται οι

άνθρωποι να τη μαζέψουν να ναι γεμάτη

ελιές να χορταίνουν οι φτωχοί και να

φωτίζονται απ τις καντήλες όλες οι εκκλησιές

Η μικρή ελιά

Η μικρή ελιά για πρώτη φορά γέμισε καρπό

Ο γεωργός την αγαπούσε γιατί του θύμιζε την

πρώτη του αγάπη κοντούλα και στρουμπουλή

Της είχε φτιάξει ένα περιδέραιο με

ασπρισμένες πέτρες και συχνά καθόταν και

κουβέντιαζε μαζί της τα όνειρα και τις

αναμνήσεις του Η ελιά κάθε μέρα και πιο

όμορφη

Ένα πρωί του Νοέμβρη ο γεωργός άπλωσε πανιά

κι άρχισε να την ραβδίζει Πάνε οι ελιές πάνε

τα φύλλα πάει η ομορφιά

Η ελιά μέσα στα αναφιλητά της μονολογούσε

-Μ αγαπούσε και με χάλασε Πως εννοεί ο

άνθρωπος την αγάπη Έλεγε και ξανάλεγε

Τότε ακούει μια μαργαρίτα να της λέει

-Άκουσε να σου πω Ο άνθρωπος δεν ξέρει την

αγάπη

Μην τον παρεξηγείς Κοίταξε εμένα που μια

ζωή με μαδάει για να μάθειhellip

Το καλάμι κι η ελιά

Μια φορά δίπλα σε μια ελιά είχε φυτρώσει ένα καλάμιΗ ελιά ήταν ένα μεγάλο και δυνατό δέντρο με πολλά κλαδιά πουκρατούσαν τα φύλλα τους όλη τη χρονιά και κάθε δυο χρόνιαέγερναν από το βάρος του καρπού

Το καλάμι πάλι ήτανε ψηλόλιγνο με καταπράσινα στενόμακρα φύλλα με ωραιότατα παράξενα λουλούδια που έμοιαζαν με τσαμπιά κι είχανε το σχήμα του αδραχτιού

Η ελιά καυχιόταν ολοένα

-Τι είσαι συ μπροστά μου έλεγε στο καλάμιΕγώ είμαι ένα δέντρο μεγάλο δυνατό ευλογημένο Οι άνθρωποι με λατρεύουνγιατί τους δίνω τις ελιές και το λάδι μου τους δίνω ξερόκλαδα για να ζεσταίνονταιτους δίνω ξύλα για να φτιάχνουν ακριβά έπιπλα Είμαι μεγάλη ψηλή γερήκαι συ είσαι ένα αδύναμο πραγματάκι που λυγίζεις μπροστά σrsquo όλους τους ανέμους και τους προσκυνάς Δεν μπορώ να καταλάβω πώς έχεις την τόλμη να φυτρώνεις πλάι μου

Το καημένο το καλάμι

που ήταν από φυσικού

του ντροπαλό ταrsquo

άκουγε όλα αυτά και

δεν έλεγε τίποτα κι

ούτε και θύμωνε γιατί

αυτό δεν είχε να

καυχηθεί για τίποτα

Ήρθε ένας χειμώνας όμως βαρύς κι άρχισε να

φυσάει ένας αέρας δαιμονισμένος

που χτυπούσε με μανία την ελιά ώσπου στο

τέλος την ξερίζωσε

Το καλάμι με το πρώτο φύσημα του ανέμου

έγειρε λυγερό όπως ήτανε

προς το νερό κι έτσι ο άνεμος περνούσε από

πάνω του χωρίς να το πειράξει

Κι όταν η καταιγίδα σταμάτησε κι ο άνεμος

έπαψε να φυσάει

η ελιά απόμεινε πεσμένη στο χώμα και το

καλάμι σηκώθηκε

πάλι όρθιο και λυγερό όπως και πριν

Βλέπετε το καλάμι ήξερε να υποχωρεί εκεί που

ένιωθε ότι δεν είχε δύναμη νrsquo αντισταθεί ενώ

η ελιά πλήρωσε με τη ζωή της την

υπερηφάνειά της

Ο Μανωλιός και η γέρικη ελιά

Μια φορά και έναν καιρό όταν ο ζεστός άνεμος

φυσούσε και τα δέντρα λυπημένα έγερναν τα

κουρασμένα φυλλώματά τους ένα παλικάρι

που τον έλεγαν Μανωλιό πήγαινε τα πότιζε

και τους έκανε συντροφιά Τrsquo άλλα παλικάρια

του χωριού ζήλευαν τις χάρες και την καρδιά

του Μανωλιού Ψιθύριζαν λόγια άσχημα

μεταξύ τους δίχως να καταλαβαίνουν ότι αυτό

που έκαναν δεν ήταν σωστό

Μια μέρα κάθισαν κάτω από τον ίσκιο μιας

γέρικης ελιάς για να ξαποστάσουν Ξαφνικά

άκουσαν ένα θρόισμα γύρισαν τα κεφαλάκια

τους και από το κέντρο του κορμού της ελιάς

είδανε ένα χαμογελαστό πρόσωπο που με

ανθρώπινη μιλιά τους είπε

Αυτό το δέντρο που στον ίσκιο του ήρθατε να ξεκουραστείτε ξέρετε ποιος το ποτίζει

Όχι απάντησαν εκείνοι

Ο Μανωλιός που κοροϊδεύετε αποκρίθηκε το δέντρο

Εκείνοι ντροπιασμένοι έφυγαν με σκυμμένο το κεφάλι Στο δρόμο συνάντησαν τον Μανωλιό

Καλημέρα είπαν με μία φωνή Σήμερα θα έρθουμε μαζί σου να σε βοηθήσουμε να ποτίσεις τα δέντρα

Έτσι κι έγινε Από τότε έγιναν φίλοι Κάθε

απόγευμα πότιζαν τα δέντρα κι ύστερα κάτω

από τα φυλλώματα της γέρικης ελιάς άρχιζαν

το τραγούδι που μιλούσε για χώρες

παράξενε για ζούγκλες με πολύχρωμους

παπαγάλους για ινδιάνους με κιτρινοκόκκινα

φτερά στα καπέλα τους και ιδιαίτερα

τραγουδούσαν για την συμπόνια και την

ευαίσθητη καρδιά των ανθρώπων

Μια μέρα που ο ήλιος γίνηκε πορφυρός και

κρύφτηκε πίσω από τα βουνά ο Μανωλιός

πήγε μόνος του πότισε την γέρικη ελιά

ξάπλωσε και τον πήρε ένας βαθύς ύπνος Τότε

είδε πως μέσα στην κουφάλα της γέρικης ελιάς

είχανε στήσει ένα πανέμορφο παλάτι γεμάτο

κόσμο που χόρευε και γλένταγε

Θα πάω κι εγώ είπε δειλά δειλά ο Μανωλιός

bull Όσο προχωρούσε τόσο τα φώτα

μεγάλωναν ώσπου έφτασε στο κέντρο Εκεί

ένας βασιλιάς καθόταν σrsquoένα χρυσαφένιο

θρόνο Πίσω του στεκόταν μια Σφίγγα

άγαλμα Πήρε ανθρώπινη μιλιά αρχίζοντας να

λέει καλωσορίσματα στον Μανωλιό Εκείνος

χαμογελαστός χαιρέτησεμα τι να δει Σrsquoέναν

καθρέπτη που βρέθηκε μπροστά του ο

Μανωλιός ήταν ντυμένος πρίγκιπας

bull Πω πω Τι όμορφος που είμαι Αναφώνησε

Ξαφνικά υπηρέτες έστρωσαν ένα κόκκινο

χαλί για να περάσει ο Μανωλιός και αυτοί

αριστερά και δεξιά τον προσκυνούσαν Όταν

πέρασε τον διάδρομο με το κόκκινο χαλί

στάθηκε στον βασιλιά που του είπε

Καλόκαρδο και πονόψυχο παλικάρι Εσύ πότιζες

το δέντρο κι έτσι μπόρεσε το παλάτι μου να

βρίσκεται εδώ με όλους τους ανθρώπους

μου διαφορετικά αν το άφηνες να ξεραθεί από

το ζεστό άνεμο τώρα δεν θα

υπήρχαμε Γιrsquoαυτό αξίζεις να γίνεις γιος μου

να παντρευτείς την Βασιλοπούλα και με

δικαιοσύνη αγάπη και φρόνηση να γίνεις εσύ

ο καινούριος Βασιλιάς λύνοντας έτσι τα μάγια

της κακιάς νεράιδας που μας είχε

καταδικασμένους

Έτσι κι έγινε Ο Μανωλιός έγινε βασιλιάς με

τιμές και δόξες διότι ήξερε την γλώσσα της

καρδιάς που πάντα μας διδάσκει πόσο καλό

είναι να είσαι άνθρωπος Από τότε ο

Μανωλιός έμεινε στο παλάτι και κανείς ακόμα

δεν ξέρει τι ταξίδι ακολούθησε στον χρόνο του

ύπνου του άφησε όμως πίσω του τον

πραγματικό θησαυρό της καλοσύνης και της

αγάπης

ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Ο μαγικός ελαιώνας

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα παιδάκι που

το έλεγαν Λευτέρη Κάθε χρόνο το καλοκαίρι

μόλις έκλειναν τα σχολεία πήγαινε διακοπές

στο σπίτι της γιαγιάς του

Ένα καλοκαίρι έζησε μια σπουδαία περιπέτεια

Μια μέρα που η γιαγιά του είχε πάει για ψώνια

στην κοντινή πόλη ο Λευτέρης αποφάσισε να

εξερευνήσει τη σοφίτα του σπιτιού

Ανέβηκε προσεκτικά τη στριφογυριστή ξύλινη

σκάλα και στάθηκε αναποφάσιστος μπροστά

στην κλειστή πόρτα Πήρε μια βαθιά ανάσα

και την έσπρωξε δυνατά Πόσο σκοτεινά ήταν ό-

λα εκεί μέσα Ο Λευτέρης σκόνταψε σ΄ ένα πα-

λιό μπαούλο

Το άνοιξε γεμάτος περιέργεια Και τι δε βρήκε

Ολόκληρο θησαυρό Παλιά βιβλία του παππού

φορέματα της γιαγιάς παιχνίδια της μητέρας

του όταν ήταν παιδί Κάτω κάτω ήταν

τσαλακωμένο ένα κιτρινισμένο χαρτί Το

ξετύλιξε βιαστικά και τι να δει Ένας παλιός

χάρτης με σχεδιάγραμμα Αμέσως τον άρπαξε

κι άρχισε το ταξίδι του

Περπάτησε ώρες πολλές Πέρασε την πεδιάδα

με τα κίτρινα στάχυα το γεφυράκι του μικρού

ποταμού ώσπου έφτασε στο τέλος σε έναν

κάμπο γεμάτο ελιές

Διάλεξε την πιο μεγάλη ελιά και κάθισε να

ξεκουραστεί ακουμπώντας στο γέρικο κορμό

της

Ξαφνικά άκουσε μια απαλή φωνή Έμοιαζε

με της γιαγιάς του Κοίταξε γύρω του μα δεν

είδε κανέναν Η φωνή συνέχισε να του μιλάει

τρυφερά Ο Λευτέρης γεμάτος περιέργεια

άρχισε να παρατηρεί προσεχτικά το γέρικο

κορμό τα πελώρια κλαδιά και τ΄ ασημένια

φύλλα της ελιάς Τότε κατάλαβε ποιος του

μιλούσε Έκπληκτος άγγιξε απαλά το υπέροχο

αυτό δέντρο και μοιράστηκε μαζί του όλα του

τα μυστικά

Από εκείνη την ημέρα ο Λευτέρης πήγαινε

καθημερινά στο μαγικό αυτό ελαιώνα

Καθόταν ώρες στη σκιά της αγαπημένης του

ελιάς κι άκουγε τις πιο ωραίες ιστορίες

Ο καιρός πέρασε γρήγορα κι ήρθε η μέρα που

έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι του Έτρεξε στο

μαγικό ελαιώνα κι αγκάλιασε κλαίγοντας το

αγαπημένο του δέντρο Η ελιά έγειρε τα

κλαδιά της και χάιδεψε τα μαλλιά του laquo Μη

στενοχωριέσαιraquo του ψιθύρισε laquo Κόψε ένα

κλαράκι μου και πάρ΄ το μαζί σου Φύτεψέ το

στην αυλή του σπιτιού σου κι εγώ θα είμαι

πάντα κοντά σουraquo

Έτσι κι έγινε Ένα καινούριο ολόδροσο

δεντράκι φύτρωσε στον κήπο του Λευτέρη Κι

από τότε δεν χώρισαν ποτέ

Οι μαγικοί σπόροι

Μια φορά κι έναν καιρό σ΄ ένα μακρινό

χωριουδάκι ζούσε με τη γιαγιά του ένα μικρό

κορίτσι που το έλεγαν Ελπίδα Το σπιτάκι τους

ήταν πολύ φτωχικό Δύσκολα τα έβγαζαν πέρα

Ο περασμένος χειμώνας ήταν πολύ βαρύς

Τα πρώτα χιόνια έπεσαν νωρίς κι ο κρύος

βοριάς σφύριζε μανιασμένα Κάθε πρωί η

γιαγιά με την εγγονή της πήγαιναν στο δάσος

και μάζευαν φρούτα και ξύλα για να

ζεσταθούν

Μια μέρα ο άνεμος φυσούσε άγρια κι ο ήλιος

είχε κρυφτεί πίσω από τα βαριά μαύρα

σύννεφα Η Ελπίδα άφησε τη γιαγιά της στο

κρύο σπιτάκι τους τυλίχτηκε σφιχτά με το

σάλι της και ξεκίνησε για το δάσος Τα πόδια

και τα χέρια της είχαν παγώσει Τα μαλλιά και

τα ρούχα της είχαν βραχεί από την ξαφνική

μπόρα Και το σπουδαιότερο δεν μπορούσε να

γυρίσει πίσω γιατί δεν είχε μαζέψει ακόμη

τίποτα Αποφάσισε τότε να μπει για λίγο σε

μια σπηλιά που βρήκε στο δρόμο της και να

περιμένει

Έτρεμε από το κρύο και

από το φόβο της Είχε αρ

χίσει να νυχτώνει και η

γιαγιά της σίγουρα θα

ανησυχούσε Ξαφνικά

ένα απόκοσμο φως γέμι

σε τη σπηλιά και μια πα

νέμορφη νεράιδα πα

ρουσιάστηκε μπροστά

της

Της χαμογέλασε γλυκά και της χάιδεψε απαλά τα μαλλιά Κρατούσε ένα μικρό σακουλάκι που το άφησε προσεκτικά στα χέρια της Ελπίδας laquoΌταν πας σπίτι σου να το ανοίξεις και να κάνεις ότι ακριβώς σου πει η γιαγιά σου Αυτή ξέρειraquo της είπε τρυφερά και χάθηκε στο σκοτάδι της σπηλιάς Το κορίτσι κρατώντας το γερά έτρεξε χαρούμενο στο φτωχικό του σπιτάκι Τα μάτια του έλαμπαν από ενθουσιασμό καθώς έδειχνε στη γιαγιά του το δώρο της νεράιδας

Η γιαγιά ψηλάφησε τους μεγάλους γυαλιστερούς σπόρους τους έβαλε στη χούφτα της Ελπίδας και της είπε να τους φυτέψει στην αυλή Έτσι ακριβώς έκανε το μικρό κορίτσι Τους έχωσε βαθιά στο έδαφος και τους σκέπασε με φρέσκο χώμα Την άνοιξη οι σπόροι φύτρωσαν και γρήγορα έγιναν μεγάλα δέντρα με υπέροχο σταχτοπράσινο φύλλωμα Ήταν φουντωτές ελιές που αγκάλιασαν το μικρό σπιτάκι Ήρθε το φθινόπωρο και τα κλαδιά τους γέμισαν ευλογημένο καρπό

Από τότε η Ελπίδα κι η γιαγιά της έζησαν

ευτυχισμένες βοηθώντας κάθε κουρασμένο

περαστικό

Η αξία της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό σrsquo ένα μακρινό

χωριό όλοι οι άνθρωποι ζούσαν ευτυχισμένοι

Είχαν πολλά κτήματα εκτιμήσει πλούσια

γεμάτα ελιές Ποτέ όμως δεν είχαν σωστά την

αξία τους

Κάποια μέρα καθώς έπαιζαν δυο παιδιά η

Μαρία και ο Νίκος εμφανίστηκε μπροστά

τους ένας άγνωστος άντρας Τους μίλησε για

τα ελαιόδεντρα και τη χρησιμότητά τους Τους

είπε πως πρέπει να τα φροντίζουν και να τα

αγαπούν

Μετά από αρκετές ημέρες έγινε κάτι φοβερό

Στο χωριό έπεσε μεγάλη κατάρα Όλα τα χωράφια με τα ελαιόδεντρα καταστράφηκαν

Η Μαρία και ο Νίκος αμέσως κατάλαβαν πως έπρεπε να πάνε να βρουν τον μυστήριο αυτό άντρα που τους είχε επισκεφτεί

Τους είχε πει πως ζούσε στο δάσος Αυτό όμως δεν ήταν και τόσοhellip συνηθισμένο δάσος Έλεγαν πως στις κουφάλες των δέντρων ζούσαν φαντάσματα και πως το μέγεθος των ζώων ήταν υπερφυσικό

Φοβόντουσαν πάρα πολύ Περπάτησαν

ατελείωτες ώρες στη σκιά των πελώριων

δέντρων Με τη βοήθεια ενός λιονταριού

κατάφεραν να βρουν τον πύργο του άντρα που

έψαχναν

Χτύπησαν την πόρτα

αλλά κανείς δεν τους

άνοιξε Αποφάσισαν

να περιμένουν Δεν

κατάλαβαν πόσος

χρόνος πέρασε καιhellip

η πόρτα άνοιξε μόνη

της

Τα παιδιά μπήκαν γεμάτα περιέργεια στον

πύργο Ανέβηκαν διστακτικά την παλιά

στριφογυριστή σκάλα που τα οδήγησε σrsquo έ-

να επιβλητικό δωμάτιο Εκεί εργαζόταν ο

μυστηριώδης άντρας που είχαν γνωρίσει

Αμέσως κατάλαβαν πως ήταν μάγος Τους

αποκάλυψε αμέσως το όνομά του τον έλεγαν

Άλφρεντ Άρχισαν λοιπόν να του μιλούν για

το πρόβλημά τους Ο μάγος τα άκουσε προσε-

κτικά και τους είπε τι πρέπει να κάνουν

Έπρεπε να περάσουν τρεις δοκιμασίες Μόνο

έτσι θα έφευγε η κατάρα

Στο χωριό όλοι οι κάτοικοι περνούσαν δύσκο-

λα Από πλούσιοι είχαν γίνει φτωχοί και χωρίς

την ελιά και το λάδι της δεν μπορούσαν να ζή-

σουν Κατάλαβαν έτσι την αξία της αλλά ήταν

πλέον αργά Ή μάλλον σχεδόν αργά

Όταν τα παιδιά επέστρεψαν διηγήθηκαν σε

όλους όλα όσα τους συνέβησαν Τους είπαν για

το μάγο και τις τρεις δοκιμασίες που έπρεπε να

περάσουν Το πρόβλημα όμως ήταν πως δεν

τους είχε πει ποιες ήταν αυτές οι δοκιμασίες

ποιοι θα τις περνούσαν και πότε

Οι μέρες περνούσαν

αργά και βασανιστικά

μετά από δυο μήνες στο

χωριό εμφανίστηκε ένα

μικρό κορίτσι Χτύπησε

την πόρτα ενός σπιτιού

και ζήτησε λίγο φαγητό

Η οικογένεια όμως Το έ-

διωξε Το κορίτσι ήταν

Ο μάγος Άλφρεντ μεταμορ-

φωμένος Αυτή ήταν η πρώ-

τη δοκιμασία που δυστυχώς

όμως απέτυχαν

Αφού πέρασε μια εβδομάδα περίπου ένα μι-

κρό άγνωστο αγόρι εμφανίστηκε σε μια ομάδα

παιδιών και τους ζήτησε να παίξει μαζί τους Η

Μαρία και ο Νίκος όχι μόνο το δέχτηκαν αλλά

το άφησαν να διαλέξει το παιχνίδι που θα έπαι-

ζαν

_ Εσύ Νίκο θα είσαι ο αγρότης Εγώ θα είμαι η

ελιά και Μαρία θα είναι οι καρποί μου είπε το

αγόρι

Τα παιδιά συμφώνησαν κι άρχισαν όλα μαζί να

παίζουν Ο μάγος τότε παρατήρησε τον τρόπο

που ο Νίκος περιποιόταν την ελιά και πόσο χαι-

ρόταν όταν μάζευε τους καρπούς της Αυτή ήταν

η δεύτερη δοκιμασία και τα παιδιά την πέρασαν

με επιτυχία

Πέρασε αρκετός καιρός ώσπου έφτασε η ώρα

για την τρίτη δοκιμασία Μια μέρα ήρθε στο χω-

ριό ένας πλανόδιος έμπορος Πουλούσε από σπό-

ρους μέχρι και μαγικά αντικείμενα Οι τιμές όμως

ήταν πολύ υψηλές Ο Νίκος με τον πατέρα του ζή-

τησαν να δουν τους σπόρους που είχε

_Έχω σπόρους συκιάς πορτοκαλιάς μηλιάς και

τον τελευταίο σπόρο ελιάς είπε ο άντρας

_Τον τελευταίο Ρώτησε ο Νίκος

_ Ναι Τον τελευταίο

_Δεν υπάρχει άλλος

_Όχι

_Ούτε ένας

_Τίποτα

_Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Ναι Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Είστε σίγουρος για αυτό

_Απολύτως

Ο Νίκος δεν πίστευε στ΄ αυτιά τουΤότε ζήτη-

σε αμέσως απόν τον πατέρα του να αγοράσει τον

τελευταίο σπόρο ελιάς σ΄ ολόκληρη τη γη Η τι-

μή του όμως ήταν πολύ πάρα πολύ υψηλή Εκα-

τό χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Γιε μου δεν έχουμε τόσα χρήματα Μπορούμε

όμως να πουλήσουμε τα τέσσερα κτήματά μας

_Ναι να τα δώσουμε Θα μας μείνει η αυλή του

σπιτιού Εκεί θα φυτέψουμε τον πολύτιμο σπόρο

Τότε εμφανίστηκε ο μάγος Άλφρεντ

_Δίνω διακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα είπε

ο μάγος

_Άλφρεντ δεν είναι τίμιο είπε ο Νίκος

Προλάβαμε

εμείς να αγοράσουμε αυτόν το σπόρο

_Δίνω τριακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Τότε εγώ θα δώσω και το σπίτι μου είπε ο πα-

τέρας του Νίκου

_Ναι αλλά hellip αυτά είναι λιγότερα από τα χρή-

ματα που μου δίνει ο μάγος είπε ο έμπορος

_Τότε και εγώ θα δώσω όσα χρήματα έχω στον

κουμπαρά μου είπε η Μαρία

_Κι εγώ φώναξε ο Βασίλης

_Εγώ θα δώσω το μοναδικό κτήμα που έχω είπε

ο κύριος Βαγγέλης

_Και εγώ φώναξε η κυρία Βαρβάρα

_Ναι Και εμείς θα δώσουμε ότι έχουμε στους

κουμπαράδες μας φώναξαν δυνατά όλα τα

παιδιά που ήταν μαζεμένα στην πλατεία του

χωριού

Όλοι άρχισαν να δίνουν χρήματα σπίτια

έπιπλα χωράφια και μαγαζιά μέχρι που κέρδι-

σαν το μάγο Άλφρεντ και αγόρασαν το σπόρο

της ελιάς Από τη στιγμή που τον φύτεψαν το

πρόσεχαν πάρα πολύ

Μετά από χρόνια όταν οι χωρικοί μάζεψαν

τους καρπούς αυτής της ελιάς διαπίστωσαν ότι

είχε το πιο νόστιμο λάδι Τότε ο μάγος

πείστηκε πως όλοι είχαν καταλάβει την αξία

της και γέμισε ξανά όλα τα χωράφια τους με

ελαιόδεντρα

ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α

Κουκάκη Κατερίνα

Μπογκντάνι Γκισέλα

Καρυώτης Γιώργος

Αθανασόπουλος Στέφανος

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 15: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Η ελιά Κωστής ΠαλαμάςEίμαι του ήλιου η θυγατέρα

H πιο απrsquo όλες χαϊδευτή

Xρόνια η αγάπη του πατέρα

Σrsquo αυτόν τον κόσμο με κρατεί

Όσο να πέσω νεκρωμένη

Aυτόν το μάτι μου ζητεί

Eίμrsquo η ελιά η τιμημένη

Δεν είμrsquo ολόξανθη μοσχάτη

Tριανταφυλλιά ή κιτριά

Θαμπώνω της ψυχής το μάτι

Για τrsquo άλλα μάτια είμαι γριά

Δε μrsquo έχει αηδόνι ερωμένη

Mrsquo αγάπησε μία θεά

Eίμrsquo η ελιά η τιμημένη

Όπου κι αν λάχω κατοικία

Δε μrsquo απολείπουν οι καρποί

Ώς τα βαθιά μου γηρατεία

Δε βρίσκω στη δουλειά ντροπή

Μrsquo έχει ο Θεός ευλογημένη

Kι είμαι γεμάτη προκοπή

Eίμrsquo η ελιά η τιμημένη

Φρίκη ερημιά νερά και σκότη

Tη γη εθάψαν μια φορά

Πράσινη αυγή με φέρνει πρώτη

Στο Nώε η περιστερά

Όλης της γης είχα γραμμένη

Tην εμορφιά και τη χαρά

Eίμrsquo η ελιά η τιμημένη

Εδώ στον ίσκιο μου από κάτου

Ήρθrsquo ο Χριστός νrsquo αναπαυθεί

Kι ακούστηκε η γλυκιά λαλιά του

Λίγο προτού να σταυρωθεί

Το δάκρυ του δροσιά αγιασμένη

Έχει στη ρίζα μου χυθεί

Eίμrsquo η ελιά η τιμημένη

Αποσπάσματα από ποιήματα του

Ιωάννη Πολέμη

Ευλογημένο να lsquoναι ελιά το χώμα που σε τρέφει

κι ευλογημένος ο καρπός που πίνεις απrsquo τα νέφη

κι ευλογημένος τρεις φορές Αυτός που σrsquo έχει

στείλει

για το λυχνάρι του φτωχού για τrsquo άγιου το

καντήλι

Πατρίδα τα λιοτρίβια σου

δουλεύουν νύχτα μέρα

με του λαδιού τη μυρωδιά

γεμίζουν τον αέρα

Κι είνrsquo οι ελιές Πατρίδα μου

ακούραστες γριούλες

Με τον καρπό τους τρέφουνε

παιδάκια και μανούλες

Κι είνrsquo οι ελιές Πατρίδα μου

Δέντρα ευλογημένα

που στέκονται στον άνεμο

με τα κλαδιά απλωμένα

Γλυκόφυλλη η ελιά τον ίσκιο διπλώνει

το φουντωμένο κλήμα πού και πού

το ψηλαφούν οι χαμηλοί της κλώνοι

γερμένοι από το βάρος του καρπού

Αντίκρυ σκοτεινό το ερημοκλήσι

με πόθο και μrsquo αγάπη τη θεωρεί

γιατί το καντηλάκι που lsquoχει σβήσει

το φως απrsquo τον καρπό της λαχταρεί

Η ελιά Λορέντζος Μαβίλης

Στὴν κουφάλα σου ἐφώλιασε μελίσσιγέρικη ἐλιά ποὺ γέρνεις μὲ τὴ λίγηπρασινάδα ποὺ ἀκόμα σὲ τυλίγεισὰ νἄθελε νὰ σὲ νεκροστολίσει

Καὶ τὸ κάθε πουλάκι στὸ μεθύσιτῆς ἀγάπης πιπίζοντας ἀνοίγειστὸ κλαρί σου ἐρωτάρικο κυνήγιστὸ κλαρί σου ποὺ δὲ θὰ ξανανθίσει

Ὢ πόσο στὴ θανὴ θὰ σὲ γλυκάνουνμὲ τὴ μαγευτικὴ βοὴ ποὺ κάνουνὁλοζώντανης νιότης ὀμορφάδες

ποὺ σὰ θύμησες μέσα σου πληθαίνουνὢ νὰ μποροῦσαν ἔτσι νὰ πεθαίνουνκαὶ ἄλλες ψυχὲς τῆς ψυχῆς σου ἀδερφάδες

Η ελιά Πέτρος Λυγίζος

Γύρω απrsquo τον κορμό αυτόν

στροβιλίζεται ο χρόνος

Στην ελιά της μνήμης και της προσδοκίας

ακουμπώ ένα δάκρυ στο ακριανό φύλλο

Θυμάσαι όταν ανεβαίναμε στο καρτερικό κορμί της

Όταν το βήμα της νιότης μας

λοξοδρομούσε στο όνειρο

Γύρω απrsquo τον κορμό αυτόν

παίζουν ακόμη οι φίλοι μου

Στην ελιά της ζωής και της νοσταλγίας

Ψάχνω τον Αδριανό και τον Κώστα

κι εσένα

όταν σε πήρε το πρώτο χάδι μου

όταν κρύφτηκες χαμογελώντας

πίσω απrsquo τις χρυσοπράσινες φυλλωσιές

Τώρα τόσα χρόνια μετά

πηγαίνω τα δειλινά για προσκύνημα

στον ίσκιο της απαγκιάζουν οι φόβοι μου

στη μαγική σπηλιά της

τρυπώνει μυστικά το παιδικό μου όνειρο

κι εσύ πάνω στα αιωρούμενα φύλλα

σαν ιπτάμενο ξωτικό

χορεύεις ταξιδεύοντας

απrsquo το παρελθόν μέχρι το άπειροhellip

Αποσπάσματα από ποιήματα του

Οδυσσέα Ελύτη

Ε σεις στεριές και θάλασσες

τrsquo αμπέλια κι οι χρυσές ελιές

ακούστε τα χαμπέρια μου

μέσα στα μεσημέρια μου

Σrsquo όλους τους τόπους κι αν γυρνώ

μόνον ετούτο αγαπώ

Λοιπόν ευρέθηκε ο χρυσός

της λιόριζας

να έχει σταλάξει στα φύλλα

της καρδιάς του

Κι από τις τόσες φορές όπου

ξαγρύπνησε

σιμά στο κηροπήγιο

καρτερώντας

τα χαράματα μια πυράδα

παράξενη

του είχε αρπάξει τα σωθικά

Οι φωνές των πουλιών που

είχε σrsquo ώρες

μεγάλης μοναξιάς

αποστηθίσει

φαίνεται να ξεχύθηκαν όλες

μαζί

τόσο που δεν εστάθη βολετό

να προχωρήσει

σε μεγάλο βάθος το μαχαίρι

Μάλλον η πρόθεση άρκεσε

για το Κακό

Που ταrsquo αντίκρισε ndash είναι

φανερό ndash στη στάση

την τρομαχτική του αθώου

Ανοιχτά περήφανα τα μάτια

του κι όλο το

δάσος να σαλεύει ακόμη στον

ακηλίδωτον

αμφιβληστροειδή

Στον εγκέφαλο τίποτε πάρεξ

μια ηχώ

ουρανού καταστραμμένη

Έζησα τrsquo όνομα το αγαπημένο

στον ίσκιο της γιαγιάς ελιάς

στον ρόχθο της ισόβιας θάλασσας

Χάραξα τrsquo όνομα το αγαπημένο

στον ίσκιο της γιαγιάς ελιάς

στον ρόχθο της ισόβιας θάλασσας

Ω λινό καλοκαίρι συνετό

φθινόπωρο

χειμώνα ελάχιστε

η ζωή καταβάλλει τον οβολό

του φύλλου της ελιάς

και στη νύχτα μέσα των αφρόνων

μrsquo ένα μικρό τριζόνι

κατακυρώνει πάλι το νόμιμο

του Ανέλπιστου

Αποσπάσματα από ποιήματα του

Γιάννη Ρίτσου

Ετούτου το τοπίο είναι σκληρό

σαν τη σιωπή

σφίγγει στον κόρφο του

τα πυρωμένα του λιθάρια

σφίγγει στο φως

τις ορφανές ελιές του

και τrsquo αμπέλια του

σφίγγει τα δόντια

Ποιος θα σταθεί

στον ίσκιο της ελιάς

παρέα με το τζιτζίκι

μη σωπάσει το τζιτζίκι

τώρα που ο ασβέστης

του μεσημεριού

βάφει τη μάντρα

ολόγυρα του ορίζοντα

σβήνοντας τα μεγάλα

αντρίκια ονόματά τους

ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ

bullΗ ελιά κρασί δε βγάζει

bullΠέρασε της ελιάς τα φαρμάκια

bullΤου χάρισαν της ελιάς το μέσα και του αβγού το

απrsquo έξω

bullΛάδι βρέχει κάστανα χιονίζει

bullΚλήμα του χεριού σου κι ελιές απrsquo τον παππού

σου

bullΗ ελιά είναι κυρά κι όποτε θέλει κάνει

bullΞεφόρτωσέ την την ελιά να σε φορτώσει λάδι

bullΒάλε ελιά για το παιδί σου και συκιά για τη ζωή

σου

bullΑπrsquo τον θέρο ως τις ελιές δεν απολείπουν οι

δουλειές

bullΈχουμε ελιές και ελήδια έχουμε κι αγρηλίδια

bullΤου έβγαλε το λάδι

bullΜη ρίχνεις λάδι στη φωτιά

bull Αν δε σφίξεις την ελιά δε βγάζει λάδι

bull Άκουσες λάδι τρέχα άκουσες στεφάνι φεύγα

bull Όποιος έχει σιτάρι κρασί και λάδι στο πιθάρι

έχει του κόσμου τα καλά και του θεού τη χάρη

bull Ξεφόρτωσέ τη την ελιά να σε φορτώσει λάδι

bull Δεν τρώγεται ούτε με το λάδι ούτε με το ξύδι

bull Η αλήθεια πλέει σαν το λάδι στο νερό

bull Κάθε σταλαματιά νερό τ Απρίλη είναι ένα

βαρέλι λάδι

ΑΙΝΙΓΜΑΤΑ

Από κλαδάκι κρέμεται

Στην αγορά πουλιέται

Το εξωτερικό της τρώγεται

Το μέσα της πετιέται

Τι είναι Η ελιά

Μάνα και θυγατέρα

έχουν το ίδιο όνομα

Μάντεψε ποιο όνομα έχουν κι οι δυο

Ελιά

Κι όταν έρθει ο Οκτώβρης

ωριμάζω πιο πολύ

πρασινίζω και μαυρίζω

και γεμίζω το σακί

Τι είμαι Η ελιά

Δεν πεθαίνει κι αν περάσουν

Χρόνια εκατό και χίλια

Μας χορταίνει μας φροντίζει

Μας ανάβει τα καντήλια

Τι είναι

Η ελιά

Στα δέντρα πάνω κρέμεται

Στις εκκλησιές κοιμάται

Και τα χρυσά της κόκαλα

Μες στη φωτιά τα βάζω

Τι είναι

Η ελιά

Πράσινα είνrsquo τα νιάτα μου

μαύρα τα γερατειά μου

χαροποιά η θλίψη μου

θροφή τα δάκρυά μου

Τί είναι

Η ελιά

ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Το παραμύθι της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σε μια φτωχογειτονιά

ένα φτωχό μα πολύ καλόκαρδο κορίτσι που το έλεγαν

Ελιά

Κάθε μέρα η Ελιά γύριζε τη γειτονιά της έβλεπε τον

κόσμο να ζει φτωχός και δυστυχισμένος και γύριζε

στο σπίτι της πολύ στενοχωρημένη

Κάτι πρέπει να κάνω να τους βοηθήσω σκεφτόταν Κι

από την άλλη μέρα κιόλας άρχισε Βγήκε στη

γειτονιά κράτησε τα παιδιά της γειτόνισσας για να

πάει να δουλέψει και να μπορεί να φέρει στα παιδιά

της λίγο φαΐ

Μια άλλη μέρα πήγε στη γριούλα που ήταν άρρωστη της μαγείρεψε της σκούπισε το σπίτι την έπλυνε την ταΐσε Την άλλη μέρα πάλι έβγαλε τον παράλυτο γέρο με το καρότσι του βόλτα για να πάρει αέρα και ήλιο

Τα βράδια γύριζε κατάκοπη μα ευχαριστημένη που είχε καταφέρει να δώσει λίγη χαρά στους φτωχούς ανθρώπους

Οι μέρες περνούσαν κι η Ελιά όλο δούλευε όσο αδυνάτιζε Μα έβλεπε πως ότι κι αν έκανε ο κόσμος ήταν πάντα φτωχός και δυστυχισμένοςΑυτό τη στενοχωρούσε πάρα πολύ κι έτσι στενοχωρημένη κάθισε στην αυλή του σπιτιού της και συλλογιζόταν

- Τι να κάνω τι να κάνω Δεν μπορώ να βλέπω τόση δυστυχία Το σπουργίτι που την είδε τόσο στενοχωρημένη - και που την αγαπούσε γιατί κάθε μέρα του έριχνε σπόρους και ψίχουλα - δεν άντεξε και πέταξε βαθιά στο δάσος

Εκεί βρήκε την καλή νεράιδα και της είπε- Τρέξε καλή νεράιδα η Ελιά είναι πολύ στενοχωρημένη χλωμή κι αδύνατη

Η καλή νεράιδα ανήσυχη έτρεξε στην αυλή της Ελιάς και τη ρώτησε- Τι έχεις Ελιά μου κι είσαι τόσο λυπημένη- Αχ καλή μου νεράιδα Δεν μπορώ να βλέπω τόση φτώχεια και δυστυχία γύρω μου- Και τι θέλεις δηλαδή- θέλω να τους γίνω χρήσιμη θέλω να τους προσφέρω κάτι πολύτιμο που να τους δώσει ζωή και χαρά

-Το θέλεις αλήθεια τόσο πολύ

- Και βέβαια το θέλω δε βλέπεις πως έλιωσα

από τη στενοχώρια μου

- Τότε σταμάτησε να στενοχωριέσαι θα σε κάνω

αυτό που θέλεις Και τσουπ την άγγιξε με το

ραβδάκι της κι αμέσως η Ελιά έγινε ένα

μεγάλο δέντρο που έβγαλε φύλλα

λουλουδάκια άσπρα που έγιναν ελιές

πράσινες μωβ μαύρες

Έπεσαν στη γη τα κουκούτσια φύτρωσαν

έγιναν δεντράκια και σχημάτισαν ένα μεγάλο

ελαιώνα

Ήρθαν οι γείτονες μάζεψαν τις ελιές έβγαλαν

λάδι έφαγαν χόρτασαν ρόδισαν τα μαγουλά

τους ζωήρεψαν κι άρχισαν να χαμογελούν και

να ζουν ευτυχισμένοι

Για να ευχαριστήσουν την ελιά και να της

δείξουν την αγάπη τους πήραν το λάδι τους

το έβαλαν στο καντήλι για να θυμίζουν στην

Παναγιά και στο Χριστό την καλοσύνη της

ελιάς και την αγάπη της για τον κόσμο

Κι η Παναγιά με τη σειρά της την ευλόγησε Κι

ο Χριστός κάτω απ την ελιά ήρθε και

ξεκουράστηκε

Κι εκείνη καμάρωνε ευχαριστημένη στη μέση

στον ελαιώνα και φρόντιζε όταν έρχονται οι

άνθρωποι να τη μαζέψουν να ναι γεμάτη

ελιές να χορταίνουν οι φτωχοί και να

φωτίζονται απ τις καντήλες όλες οι εκκλησιές

Η μικρή ελιά

Η μικρή ελιά για πρώτη φορά γέμισε καρπό

Ο γεωργός την αγαπούσε γιατί του θύμιζε την

πρώτη του αγάπη κοντούλα και στρουμπουλή

Της είχε φτιάξει ένα περιδέραιο με

ασπρισμένες πέτρες και συχνά καθόταν και

κουβέντιαζε μαζί της τα όνειρα και τις

αναμνήσεις του Η ελιά κάθε μέρα και πιο

όμορφη

Ένα πρωί του Νοέμβρη ο γεωργός άπλωσε πανιά

κι άρχισε να την ραβδίζει Πάνε οι ελιές πάνε

τα φύλλα πάει η ομορφιά

Η ελιά μέσα στα αναφιλητά της μονολογούσε

-Μ αγαπούσε και με χάλασε Πως εννοεί ο

άνθρωπος την αγάπη Έλεγε και ξανάλεγε

Τότε ακούει μια μαργαρίτα να της λέει

-Άκουσε να σου πω Ο άνθρωπος δεν ξέρει την

αγάπη

Μην τον παρεξηγείς Κοίταξε εμένα που μια

ζωή με μαδάει για να μάθειhellip

Το καλάμι κι η ελιά

Μια φορά δίπλα σε μια ελιά είχε φυτρώσει ένα καλάμιΗ ελιά ήταν ένα μεγάλο και δυνατό δέντρο με πολλά κλαδιά πουκρατούσαν τα φύλλα τους όλη τη χρονιά και κάθε δυο χρόνιαέγερναν από το βάρος του καρπού

Το καλάμι πάλι ήτανε ψηλόλιγνο με καταπράσινα στενόμακρα φύλλα με ωραιότατα παράξενα λουλούδια που έμοιαζαν με τσαμπιά κι είχανε το σχήμα του αδραχτιού

Η ελιά καυχιόταν ολοένα

-Τι είσαι συ μπροστά μου έλεγε στο καλάμιΕγώ είμαι ένα δέντρο μεγάλο δυνατό ευλογημένο Οι άνθρωποι με λατρεύουνγιατί τους δίνω τις ελιές και το λάδι μου τους δίνω ξερόκλαδα για να ζεσταίνονταιτους δίνω ξύλα για να φτιάχνουν ακριβά έπιπλα Είμαι μεγάλη ψηλή γερήκαι συ είσαι ένα αδύναμο πραγματάκι που λυγίζεις μπροστά σrsquo όλους τους ανέμους και τους προσκυνάς Δεν μπορώ να καταλάβω πώς έχεις την τόλμη να φυτρώνεις πλάι μου

Το καημένο το καλάμι

που ήταν από φυσικού

του ντροπαλό ταrsquo

άκουγε όλα αυτά και

δεν έλεγε τίποτα κι

ούτε και θύμωνε γιατί

αυτό δεν είχε να

καυχηθεί για τίποτα

Ήρθε ένας χειμώνας όμως βαρύς κι άρχισε να

φυσάει ένας αέρας δαιμονισμένος

που χτυπούσε με μανία την ελιά ώσπου στο

τέλος την ξερίζωσε

Το καλάμι με το πρώτο φύσημα του ανέμου

έγειρε λυγερό όπως ήτανε

προς το νερό κι έτσι ο άνεμος περνούσε από

πάνω του χωρίς να το πειράξει

Κι όταν η καταιγίδα σταμάτησε κι ο άνεμος

έπαψε να φυσάει

η ελιά απόμεινε πεσμένη στο χώμα και το

καλάμι σηκώθηκε

πάλι όρθιο και λυγερό όπως και πριν

Βλέπετε το καλάμι ήξερε να υποχωρεί εκεί που

ένιωθε ότι δεν είχε δύναμη νrsquo αντισταθεί ενώ

η ελιά πλήρωσε με τη ζωή της την

υπερηφάνειά της

Ο Μανωλιός και η γέρικη ελιά

Μια φορά και έναν καιρό όταν ο ζεστός άνεμος

φυσούσε και τα δέντρα λυπημένα έγερναν τα

κουρασμένα φυλλώματά τους ένα παλικάρι

που τον έλεγαν Μανωλιό πήγαινε τα πότιζε

και τους έκανε συντροφιά Τrsquo άλλα παλικάρια

του χωριού ζήλευαν τις χάρες και την καρδιά

του Μανωλιού Ψιθύριζαν λόγια άσχημα

μεταξύ τους δίχως να καταλαβαίνουν ότι αυτό

που έκαναν δεν ήταν σωστό

Μια μέρα κάθισαν κάτω από τον ίσκιο μιας

γέρικης ελιάς για να ξαποστάσουν Ξαφνικά

άκουσαν ένα θρόισμα γύρισαν τα κεφαλάκια

τους και από το κέντρο του κορμού της ελιάς

είδανε ένα χαμογελαστό πρόσωπο που με

ανθρώπινη μιλιά τους είπε

Αυτό το δέντρο που στον ίσκιο του ήρθατε να ξεκουραστείτε ξέρετε ποιος το ποτίζει

Όχι απάντησαν εκείνοι

Ο Μανωλιός που κοροϊδεύετε αποκρίθηκε το δέντρο

Εκείνοι ντροπιασμένοι έφυγαν με σκυμμένο το κεφάλι Στο δρόμο συνάντησαν τον Μανωλιό

Καλημέρα είπαν με μία φωνή Σήμερα θα έρθουμε μαζί σου να σε βοηθήσουμε να ποτίσεις τα δέντρα

Έτσι κι έγινε Από τότε έγιναν φίλοι Κάθε

απόγευμα πότιζαν τα δέντρα κι ύστερα κάτω

από τα φυλλώματα της γέρικης ελιάς άρχιζαν

το τραγούδι που μιλούσε για χώρες

παράξενε για ζούγκλες με πολύχρωμους

παπαγάλους για ινδιάνους με κιτρινοκόκκινα

φτερά στα καπέλα τους και ιδιαίτερα

τραγουδούσαν για την συμπόνια και την

ευαίσθητη καρδιά των ανθρώπων

Μια μέρα που ο ήλιος γίνηκε πορφυρός και

κρύφτηκε πίσω από τα βουνά ο Μανωλιός

πήγε μόνος του πότισε την γέρικη ελιά

ξάπλωσε και τον πήρε ένας βαθύς ύπνος Τότε

είδε πως μέσα στην κουφάλα της γέρικης ελιάς

είχανε στήσει ένα πανέμορφο παλάτι γεμάτο

κόσμο που χόρευε και γλένταγε

Θα πάω κι εγώ είπε δειλά δειλά ο Μανωλιός

bull Όσο προχωρούσε τόσο τα φώτα

μεγάλωναν ώσπου έφτασε στο κέντρο Εκεί

ένας βασιλιάς καθόταν σrsquoένα χρυσαφένιο

θρόνο Πίσω του στεκόταν μια Σφίγγα

άγαλμα Πήρε ανθρώπινη μιλιά αρχίζοντας να

λέει καλωσορίσματα στον Μανωλιό Εκείνος

χαμογελαστός χαιρέτησεμα τι να δει Σrsquoέναν

καθρέπτη που βρέθηκε μπροστά του ο

Μανωλιός ήταν ντυμένος πρίγκιπας

bull Πω πω Τι όμορφος που είμαι Αναφώνησε

Ξαφνικά υπηρέτες έστρωσαν ένα κόκκινο

χαλί για να περάσει ο Μανωλιός και αυτοί

αριστερά και δεξιά τον προσκυνούσαν Όταν

πέρασε τον διάδρομο με το κόκκινο χαλί

στάθηκε στον βασιλιά που του είπε

Καλόκαρδο και πονόψυχο παλικάρι Εσύ πότιζες

το δέντρο κι έτσι μπόρεσε το παλάτι μου να

βρίσκεται εδώ με όλους τους ανθρώπους

μου διαφορετικά αν το άφηνες να ξεραθεί από

το ζεστό άνεμο τώρα δεν θα

υπήρχαμε Γιrsquoαυτό αξίζεις να γίνεις γιος μου

να παντρευτείς την Βασιλοπούλα και με

δικαιοσύνη αγάπη και φρόνηση να γίνεις εσύ

ο καινούριος Βασιλιάς λύνοντας έτσι τα μάγια

της κακιάς νεράιδας που μας είχε

καταδικασμένους

Έτσι κι έγινε Ο Μανωλιός έγινε βασιλιάς με

τιμές και δόξες διότι ήξερε την γλώσσα της

καρδιάς που πάντα μας διδάσκει πόσο καλό

είναι να είσαι άνθρωπος Από τότε ο

Μανωλιός έμεινε στο παλάτι και κανείς ακόμα

δεν ξέρει τι ταξίδι ακολούθησε στον χρόνο του

ύπνου του άφησε όμως πίσω του τον

πραγματικό θησαυρό της καλοσύνης και της

αγάπης

ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Ο μαγικός ελαιώνας

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα παιδάκι που

το έλεγαν Λευτέρη Κάθε χρόνο το καλοκαίρι

μόλις έκλειναν τα σχολεία πήγαινε διακοπές

στο σπίτι της γιαγιάς του

Ένα καλοκαίρι έζησε μια σπουδαία περιπέτεια

Μια μέρα που η γιαγιά του είχε πάει για ψώνια

στην κοντινή πόλη ο Λευτέρης αποφάσισε να

εξερευνήσει τη σοφίτα του σπιτιού

Ανέβηκε προσεκτικά τη στριφογυριστή ξύλινη

σκάλα και στάθηκε αναποφάσιστος μπροστά

στην κλειστή πόρτα Πήρε μια βαθιά ανάσα

και την έσπρωξε δυνατά Πόσο σκοτεινά ήταν ό-

λα εκεί μέσα Ο Λευτέρης σκόνταψε σ΄ ένα πα-

λιό μπαούλο

Το άνοιξε γεμάτος περιέργεια Και τι δε βρήκε

Ολόκληρο θησαυρό Παλιά βιβλία του παππού

φορέματα της γιαγιάς παιχνίδια της μητέρας

του όταν ήταν παιδί Κάτω κάτω ήταν

τσαλακωμένο ένα κιτρινισμένο χαρτί Το

ξετύλιξε βιαστικά και τι να δει Ένας παλιός

χάρτης με σχεδιάγραμμα Αμέσως τον άρπαξε

κι άρχισε το ταξίδι του

Περπάτησε ώρες πολλές Πέρασε την πεδιάδα

με τα κίτρινα στάχυα το γεφυράκι του μικρού

ποταμού ώσπου έφτασε στο τέλος σε έναν

κάμπο γεμάτο ελιές

Διάλεξε την πιο μεγάλη ελιά και κάθισε να

ξεκουραστεί ακουμπώντας στο γέρικο κορμό

της

Ξαφνικά άκουσε μια απαλή φωνή Έμοιαζε

με της γιαγιάς του Κοίταξε γύρω του μα δεν

είδε κανέναν Η φωνή συνέχισε να του μιλάει

τρυφερά Ο Λευτέρης γεμάτος περιέργεια

άρχισε να παρατηρεί προσεχτικά το γέρικο

κορμό τα πελώρια κλαδιά και τ΄ ασημένια

φύλλα της ελιάς Τότε κατάλαβε ποιος του

μιλούσε Έκπληκτος άγγιξε απαλά το υπέροχο

αυτό δέντρο και μοιράστηκε μαζί του όλα του

τα μυστικά

Από εκείνη την ημέρα ο Λευτέρης πήγαινε

καθημερινά στο μαγικό αυτό ελαιώνα

Καθόταν ώρες στη σκιά της αγαπημένης του

ελιάς κι άκουγε τις πιο ωραίες ιστορίες

Ο καιρός πέρασε γρήγορα κι ήρθε η μέρα που

έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι του Έτρεξε στο

μαγικό ελαιώνα κι αγκάλιασε κλαίγοντας το

αγαπημένο του δέντρο Η ελιά έγειρε τα

κλαδιά της και χάιδεψε τα μαλλιά του laquo Μη

στενοχωριέσαιraquo του ψιθύρισε laquo Κόψε ένα

κλαράκι μου και πάρ΄ το μαζί σου Φύτεψέ το

στην αυλή του σπιτιού σου κι εγώ θα είμαι

πάντα κοντά σουraquo

Έτσι κι έγινε Ένα καινούριο ολόδροσο

δεντράκι φύτρωσε στον κήπο του Λευτέρη Κι

από τότε δεν χώρισαν ποτέ

Οι μαγικοί σπόροι

Μια φορά κι έναν καιρό σ΄ ένα μακρινό

χωριουδάκι ζούσε με τη γιαγιά του ένα μικρό

κορίτσι που το έλεγαν Ελπίδα Το σπιτάκι τους

ήταν πολύ φτωχικό Δύσκολα τα έβγαζαν πέρα

Ο περασμένος χειμώνας ήταν πολύ βαρύς

Τα πρώτα χιόνια έπεσαν νωρίς κι ο κρύος

βοριάς σφύριζε μανιασμένα Κάθε πρωί η

γιαγιά με την εγγονή της πήγαιναν στο δάσος

και μάζευαν φρούτα και ξύλα για να

ζεσταθούν

Μια μέρα ο άνεμος φυσούσε άγρια κι ο ήλιος

είχε κρυφτεί πίσω από τα βαριά μαύρα

σύννεφα Η Ελπίδα άφησε τη γιαγιά της στο

κρύο σπιτάκι τους τυλίχτηκε σφιχτά με το

σάλι της και ξεκίνησε για το δάσος Τα πόδια

και τα χέρια της είχαν παγώσει Τα μαλλιά και

τα ρούχα της είχαν βραχεί από την ξαφνική

μπόρα Και το σπουδαιότερο δεν μπορούσε να

γυρίσει πίσω γιατί δεν είχε μαζέψει ακόμη

τίποτα Αποφάσισε τότε να μπει για λίγο σε

μια σπηλιά που βρήκε στο δρόμο της και να

περιμένει

Έτρεμε από το κρύο και

από το φόβο της Είχε αρ

χίσει να νυχτώνει και η

γιαγιά της σίγουρα θα

ανησυχούσε Ξαφνικά

ένα απόκοσμο φως γέμι

σε τη σπηλιά και μια πα

νέμορφη νεράιδα πα

ρουσιάστηκε μπροστά

της

Της χαμογέλασε γλυκά και της χάιδεψε απαλά τα μαλλιά Κρατούσε ένα μικρό σακουλάκι που το άφησε προσεκτικά στα χέρια της Ελπίδας laquoΌταν πας σπίτι σου να το ανοίξεις και να κάνεις ότι ακριβώς σου πει η γιαγιά σου Αυτή ξέρειraquo της είπε τρυφερά και χάθηκε στο σκοτάδι της σπηλιάς Το κορίτσι κρατώντας το γερά έτρεξε χαρούμενο στο φτωχικό του σπιτάκι Τα μάτια του έλαμπαν από ενθουσιασμό καθώς έδειχνε στη γιαγιά του το δώρο της νεράιδας

Η γιαγιά ψηλάφησε τους μεγάλους γυαλιστερούς σπόρους τους έβαλε στη χούφτα της Ελπίδας και της είπε να τους φυτέψει στην αυλή Έτσι ακριβώς έκανε το μικρό κορίτσι Τους έχωσε βαθιά στο έδαφος και τους σκέπασε με φρέσκο χώμα Την άνοιξη οι σπόροι φύτρωσαν και γρήγορα έγιναν μεγάλα δέντρα με υπέροχο σταχτοπράσινο φύλλωμα Ήταν φουντωτές ελιές που αγκάλιασαν το μικρό σπιτάκι Ήρθε το φθινόπωρο και τα κλαδιά τους γέμισαν ευλογημένο καρπό

Από τότε η Ελπίδα κι η γιαγιά της έζησαν

ευτυχισμένες βοηθώντας κάθε κουρασμένο

περαστικό

Η αξία της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό σrsquo ένα μακρινό

χωριό όλοι οι άνθρωποι ζούσαν ευτυχισμένοι

Είχαν πολλά κτήματα εκτιμήσει πλούσια

γεμάτα ελιές Ποτέ όμως δεν είχαν σωστά την

αξία τους

Κάποια μέρα καθώς έπαιζαν δυο παιδιά η

Μαρία και ο Νίκος εμφανίστηκε μπροστά

τους ένας άγνωστος άντρας Τους μίλησε για

τα ελαιόδεντρα και τη χρησιμότητά τους Τους

είπε πως πρέπει να τα φροντίζουν και να τα

αγαπούν

Μετά από αρκετές ημέρες έγινε κάτι φοβερό

Στο χωριό έπεσε μεγάλη κατάρα Όλα τα χωράφια με τα ελαιόδεντρα καταστράφηκαν

Η Μαρία και ο Νίκος αμέσως κατάλαβαν πως έπρεπε να πάνε να βρουν τον μυστήριο αυτό άντρα που τους είχε επισκεφτεί

Τους είχε πει πως ζούσε στο δάσος Αυτό όμως δεν ήταν και τόσοhellip συνηθισμένο δάσος Έλεγαν πως στις κουφάλες των δέντρων ζούσαν φαντάσματα και πως το μέγεθος των ζώων ήταν υπερφυσικό

Φοβόντουσαν πάρα πολύ Περπάτησαν

ατελείωτες ώρες στη σκιά των πελώριων

δέντρων Με τη βοήθεια ενός λιονταριού

κατάφεραν να βρουν τον πύργο του άντρα που

έψαχναν

Χτύπησαν την πόρτα

αλλά κανείς δεν τους

άνοιξε Αποφάσισαν

να περιμένουν Δεν

κατάλαβαν πόσος

χρόνος πέρασε καιhellip

η πόρτα άνοιξε μόνη

της

Τα παιδιά μπήκαν γεμάτα περιέργεια στον

πύργο Ανέβηκαν διστακτικά την παλιά

στριφογυριστή σκάλα που τα οδήγησε σrsquo έ-

να επιβλητικό δωμάτιο Εκεί εργαζόταν ο

μυστηριώδης άντρας που είχαν γνωρίσει

Αμέσως κατάλαβαν πως ήταν μάγος Τους

αποκάλυψε αμέσως το όνομά του τον έλεγαν

Άλφρεντ Άρχισαν λοιπόν να του μιλούν για

το πρόβλημά τους Ο μάγος τα άκουσε προσε-

κτικά και τους είπε τι πρέπει να κάνουν

Έπρεπε να περάσουν τρεις δοκιμασίες Μόνο

έτσι θα έφευγε η κατάρα

Στο χωριό όλοι οι κάτοικοι περνούσαν δύσκο-

λα Από πλούσιοι είχαν γίνει φτωχοί και χωρίς

την ελιά και το λάδι της δεν μπορούσαν να ζή-

σουν Κατάλαβαν έτσι την αξία της αλλά ήταν

πλέον αργά Ή μάλλον σχεδόν αργά

Όταν τα παιδιά επέστρεψαν διηγήθηκαν σε

όλους όλα όσα τους συνέβησαν Τους είπαν για

το μάγο και τις τρεις δοκιμασίες που έπρεπε να

περάσουν Το πρόβλημα όμως ήταν πως δεν

τους είχε πει ποιες ήταν αυτές οι δοκιμασίες

ποιοι θα τις περνούσαν και πότε

Οι μέρες περνούσαν

αργά και βασανιστικά

μετά από δυο μήνες στο

χωριό εμφανίστηκε ένα

μικρό κορίτσι Χτύπησε

την πόρτα ενός σπιτιού

και ζήτησε λίγο φαγητό

Η οικογένεια όμως Το έ-

διωξε Το κορίτσι ήταν

Ο μάγος Άλφρεντ μεταμορ-

φωμένος Αυτή ήταν η πρώ-

τη δοκιμασία που δυστυχώς

όμως απέτυχαν

Αφού πέρασε μια εβδομάδα περίπου ένα μι-

κρό άγνωστο αγόρι εμφανίστηκε σε μια ομάδα

παιδιών και τους ζήτησε να παίξει μαζί τους Η

Μαρία και ο Νίκος όχι μόνο το δέχτηκαν αλλά

το άφησαν να διαλέξει το παιχνίδι που θα έπαι-

ζαν

_ Εσύ Νίκο θα είσαι ο αγρότης Εγώ θα είμαι η

ελιά και Μαρία θα είναι οι καρποί μου είπε το

αγόρι

Τα παιδιά συμφώνησαν κι άρχισαν όλα μαζί να

παίζουν Ο μάγος τότε παρατήρησε τον τρόπο

που ο Νίκος περιποιόταν την ελιά και πόσο χαι-

ρόταν όταν μάζευε τους καρπούς της Αυτή ήταν

η δεύτερη δοκιμασία και τα παιδιά την πέρασαν

με επιτυχία

Πέρασε αρκετός καιρός ώσπου έφτασε η ώρα

για την τρίτη δοκιμασία Μια μέρα ήρθε στο χω-

ριό ένας πλανόδιος έμπορος Πουλούσε από σπό-

ρους μέχρι και μαγικά αντικείμενα Οι τιμές όμως

ήταν πολύ υψηλές Ο Νίκος με τον πατέρα του ζή-

τησαν να δουν τους σπόρους που είχε

_Έχω σπόρους συκιάς πορτοκαλιάς μηλιάς και

τον τελευταίο σπόρο ελιάς είπε ο άντρας

_Τον τελευταίο Ρώτησε ο Νίκος

_ Ναι Τον τελευταίο

_Δεν υπάρχει άλλος

_Όχι

_Ούτε ένας

_Τίποτα

_Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Ναι Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Είστε σίγουρος για αυτό

_Απολύτως

Ο Νίκος δεν πίστευε στ΄ αυτιά τουΤότε ζήτη-

σε αμέσως απόν τον πατέρα του να αγοράσει τον

τελευταίο σπόρο ελιάς σ΄ ολόκληρη τη γη Η τι-

μή του όμως ήταν πολύ πάρα πολύ υψηλή Εκα-

τό χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Γιε μου δεν έχουμε τόσα χρήματα Μπορούμε

όμως να πουλήσουμε τα τέσσερα κτήματά μας

_Ναι να τα δώσουμε Θα μας μείνει η αυλή του

σπιτιού Εκεί θα φυτέψουμε τον πολύτιμο σπόρο

Τότε εμφανίστηκε ο μάγος Άλφρεντ

_Δίνω διακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα είπε

ο μάγος

_Άλφρεντ δεν είναι τίμιο είπε ο Νίκος

Προλάβαμε

εμείς να αγοράσουμε αυτόν το σπόρο

_Δίνω τριακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Τότε εγώ θα δώσω και το σπίτι μου είπε ο πα-

τέρας του Νίκου

_Ναι αλλά hellip αυτά είναι λιγότερα από τα χρή-

ματα που μου δίνει ο μάγος είπε ο έμπορος

_Τότε και εγώ θα δώσω όσα χρήματα έχω στον

κουμπαρά μου είπε η Μαρία

_Κι εγώ φώναξε ο Βασίλης

_Εγώ θα δώσω το μοναδικό κτήμα που έχω είπε

ο κύριος Βαγγέλης

_Και εγώ φώναξε η κυρία Βαρβάρα

_Ναι Και εμείς θα δώσουμε ότι έχουμε στους

κουμπαράδες μας φώναξαν δυνατά όλα τα

παιδιά που ήταν μαζεμένα στην πλατεία του

χωριού

Όλοι άρχισαν να δίνουν χρήματα σπίτια

έπιπλα χωράφια και μαγαζιά μέχρι που κέρδι-

σαν το μάγο Άλφρεντ και αγόρασαν το σπόρο

της ελιάς Από τη στιγμή που τον φύτεψαν το

πρόσεχαν πάρα πολύ

Μετά από χρόνια όταν οι χωρικοί μάζεψαν

τους καρπούς αυτής της ελιάς διαπίστωσαν ότι

είχε το πιο νόστιμο λάδι Τότε ο μάγος

πείστηκε πως όλοι είχαν καταλάβει την αξία

της και γέμισε ξανά όλα τα χωράφια τους με

ελαιόδεντρα

ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α

Κουκάκη Κατερίνα

Μπογκντάνι Γκισέλα

Καρυώτης Γιώργος

Αθανασόπουλος Στέφανος

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 16: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

Η ελιά Κωστής ΠαλαμάςEίμαι του ήλιου η θυγατέρα

H πιο απrsquo όλες χαϊδευτή

Xρόνια η αγάπη του πατέρα

Σrsquo αυτόν τον κόσμο με κρατεί

Όσο να πέσω νεκρωμένη

Aυτόν το μάτι μου ζητεί

Eίμrsquo η ελιά η τιμημένη

Δεν είμrsquo ολόξανθη μοσχάτη

Tριανταφυλλιά ή κιτριά

Θαμπώνω της ψυχής το μάτι

Για τrsquo άλλα μάτια είμαι γριά

Δε μrsquo έχει αηδόνι ερωμένη

Mrsquo αγάπησε μία θεά

Eίμrsquo η ελιά η τιμημένη

Όπου κι αν λάχω κατοικία

Δε μrsquo απολείπουν οι καρποί

Ώς τα βαθιά μου γηρατεία

Δε βρίσκω στη δουλειά ντροπή

Μrsquo έχει ο Θεός ευλογημένη

Kι είμαι γεμάτη προκοπή

Eίμrsquo η ελιά η τιμημένη

Φρίκη ερημιά νερά και σκότη

Tη γη εθάψαν μια φορά

Πράσινη αυγή με φέρνει πρώτη

Στο Nώε η περιστερά

Όλης της γης είχα γραμμένη

Tην εμορφιά και τη χαρά

Eίμrsquo η ελιά η τιμημένη

Εδώ στον ίσκιο μου από κάτου

Ήρθrsquo ο Χριστός νrsquo αναπαυθεί

Kι ακούστηκε η γλυκιά λαλιά του

Λίγο προτού να σταυρωθεί

Το δάκρυ του δροσιά αγιασμένη

Έχει στη ρίζα μου χυθεί

Eίμrsquo η ελιά η τιμημένη

Αποσπάσματα από ποιήματα του

Ιωάννη Πολέμη

Ευλογημένο να lsquoναι ελιά το χώμα που σε τρέφει

κι ευλογημένος ο καρπός που πίνεις απrsquo τα νέφη

κι ευλογημένος τρεις φορές Αυτός που σrsquo έχει

στείλει

για το λυχνάρι του φτωχού για τrsquo άγιου το

καντήλι

Πατρίδα τα λιοτρίβια σου

δουλεύουν νύχτα μέρα

με του λαδιού τη μυρωδιά

γεμίζουν τον αέρα

Κι είνrsquo οι ελιές Πατρίδα μου

ακούραστες γριούλες

Με τον καρπό τους τρέφουνε

παιδάκια και μανούλες

Κι είνrsquo οι ελιές Πατρίδα μου

Δέντρα ευλογημένα

που στέκονται στον άνεμο

με τα κλαδιά απλωμένα

Γλυκόφυλλη η ελιά τον ίσκιο διπλώνει

το φουντωμένο κλήμα πού και πού

το ψηλαφούν οι χαμηλοί της κλώνοι

γερμένοι από το βάρος του καρπού

Αντίκρυ σκοτεινό το ερημοκλήσι

με πόθο και μrsquo αγάπη τη θεωρεί

γιατί το καντηλάκι που lsquoχει σβήσει

το φως απrsquo τον καρπό της λαχταρεί

Η ελιά Λορέντζος Μαβίλης

Στὴν κουφάλα σου ἐφώλιασε μελίσσιγέρικη ἐλιά ποὺ γέρνεις μὲ τὴ λίγηπρασινάδα ποὺ ἀκόμα σὲ τυλίγεισὰ νἄθελε νὰ σὲ νεκροστολίσει

Καὶ τὸ κάθε πουλάκι στὸ μεθύσιτῆς ἀγάπης πιπίζοντας ἀνοίγειστὸ κλαρί σου ἐρωτάρικο κυνήγιστὸ κλαρί σου ποὺ δὲ θὰ ξανανθίσει

Ὢ πόσο στὴ θανὴ θὰ σὲ γλυκάνουνμὲ τὴ μαγευτικὴ βοὴ ποὺ κάνουνὁλοζώντανης νιότης ὀμορφάδες

ποὺ σὰ θύμησες μέσα σου πληθαίνουνὢ νὰ μποροῦσαν ἔτσι νὰ πεθαίνουνκαὶ ἄλλες ψυχὲς τῆς ψυχῆς σου ἀδερφάδες

Η ελιά Πέτρος Λυγίζος

Γύρω απrsquo τον κορμό αυτόν

στροβιλίζεται ο χρόνος

Στην ελιά της μνήμης και της προσδοκίας

ακουμπώ ένα δάκρυ στο ακριανό φύλλο

Θυμάσαι όταν ανεβαίναμε στο καρτερικό κορμί της

Όταν το βήμα της νιότης μας

λοξοδρομούσε στο όνειρο

Γύρω απrsquo τον κορμό αυτόν

παίζουν ακόμη οι φίλοι μου

Στην ελιά της ζωής και της νοσταλγίας

Ψάχνω τον Αδριανό και τον Κώστα

κι εσένα

όταν σε πήρε το πρώτο χάδι μου

όταν κρύφτηκες χαμογελώντας

πίσω απrsquo τις χρυσοπράσινες φυλλωσιές

Τώρα τόσα χρόνια μετά

πηγαίνω τα δειλινά για προσκύνημα

στον ίσκιο της απαγκιάζουν οι φόβοι μου

στη μαγική σπηλιά της

τρυπώνει μυστικά το παιδικό μου όνειρο

κι εσύ πάνω στα αιωρούμενα φύλλα

σαν ιπτάμενο ξωτικό

χορεύεις ταξιδεύοντας

απrsquo το παρελθόν μέχρι το άπειροhellip

Αποσπάσματα από ποιήματα του

Οδυσσέα Ελύτη

Ε σεις στεριές και θάλασσες

τrsquo αμπέλια κι οι χρυσές ελιές

ακούστε τα χαμπέρια μου

μέσα στα μεσημέρια μου

Σrsquo όλους τους τόπους κι αν γυρνώ

μόνον ετούτο αγαπώ

Λοιπόν ευρέθηκε ο χρυσός

της λιόριζας

να έχει σταλάξει στα φύλλα

της καρδιάς του

Κι από τις τόσες φορές όπου

ξαγρύπνησε

σιμά στο κηροπήγιο

καρτερώντας

τα χαράματα μια πυράδα

παράξενη

του είχε αρπάξει τα σωθικά

Οι φωνές των πουλιών που

είχε σrsquo ώρες

μεγάλης μοναξιάς

αποστηθίσει

φαίνεται να ξεχύθηκαν όλες

μαζί

τόσο που δεν εστάθη βολετό

να προχωρήσει

σε μεγάλο βάθος το μαχαίρι

Μάλλον η πρόθεση άρκεσε

για το Κακό

Που ταrsquo αντίκρισε ndash είναι

φανερό ndash στη στάση

την τρομαχτική του αθώου

Ανοιχτά περήφανα τα μάτια

του κι όλο το

δάσος να σαλεύει ακόμη στον

ακηλίδωτον

αμφιβληστροειδή

Στον εγκέφαλο τίποτε πάρεξ

μια ηχώ

ουρανού καταστραμμένη

Έζησα τrsquo όνομα το αγαπημένο

στον ίσκιο της γιαγιάς ελιάς

στον ρόχθο της ισόβιας θάλασσας

Χάραξα τrsquo όνομα το αγαπημένο

στον ίσκιο της γιαγιάς ελιάς

στον ρόχθο της ισόβιας θάλασσας

Ω λινό καλοκαίρι συνετό

φθινόπωρο

χειμώνα ελάχιστε

η ζωή καταβάλλει τον οβολό

του φύλλου της ελιάς

και στη νύχτα μέσα των αφρόνων

μrsquo ένα μικρό τριζόνι

κατακυρώνει πάλι το νόμιμο

του Ανέλπιστου

Αποσπάσματα από ποιήματα του

Γιάννη Ρίτσου

Ετούτου το τοπίο είναι σκληρό

σαν τη σιωπή

σφίγγει στον κόρφο του

τα πυρωμένα του λιθάρια

σφίγγει στο φως

τις ορφανές ελιές του

και τrsquo αμπέλια του

σφίγγει τα δόντια

Ποιος θα σταθεί

στον ίσκιο της ελιάς

παρέα με το τζιτζίκι

μη σωπάσει το τζιτζίκι

τώρα που ο ασβέστης

του μεσημεριού

βάφει τη μάντρα

ολόγυρα του ορίζοντα

σβήνοντας τα μεγάλα

αντρίκια ονόματά τους

ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ

bullΗ ελιά κρασί δε βγάζει

bullΠέρασε της ελιάς τα φαρμάκια

bullΤου χάρισαν της ελιάς το μέσα και του αβγού το

απrsquo έξω

bullΛάδι βρέχει κάστανα χιονίζει

bullΚλήμα του χεριού σου κι ελιές απrsquo τον παππού

σου

bullΗ ελιά είναι κυρά κι όποτε θέλει κάνει

bullΞεφόρτωσέ την την ελιά να σε φορτώσει λάδι

bullΒάλε ελιά για το παιδί σου και συκιά για τη ζωή

σου

bullΑπrsquo τον θέρο ως τις ελιές δεν απολείπουν οι

δουλειές

bullΈχουμε ελιές και ελήδια έχουμε κι αγρηλίδια

bullΤου έβγαλε το λάδι

bullΜη ρίχνεις λάδι στη φωτιά

bull Αν δε σφίξεις την ελιά δε βγάζει λάδι

bull Άκουσες λάδι τρέχα άκουσες στεφάνι φεύγα

bull Όποιος έχει σιτάρι κρασί και λάδι στο πιθάρι

έχει του κόσμου τα καλά και του θεού τη χάρη

bull Ξεφόρτωσέ τη την ελιά να σε φορτώσει λάδι

bull Δεν τρώγεται ούτε με το λάδι ούτε με το ξύδι

bull Η αλήθεια πλέει σαν το λάδι στο νερό

bull Κάθε σταλαματιά νερό τ Απρίλη είναι ένα

βαρέλι λάδι

ΑΙΝΙΓΜΑΤΑ

Από κλαδάκι κρέμεται

Στην αγορά πουλιέται

Το εξωτερικό της τρώγεται

Το μέσα της πετιέται

Τι είναι Η ελιά

Μάνα και θυγατέρα

έχουν το ίδιο όνομα

Μάντεψε ποιο όνομα έχουν κι οι δυο

Ελιά

Κι όταν έρθει ο Οκτώβρης

ωριμάζω πιο πολύ

πρασινίζω και μαυρίζω

και γεμίζω το σακί

Τι είμαι Η ελιά

Δεν πεθαίνει κι αν περάσουν

Χρόνια εκατό και χίλια

Μας χορταίνει μας φροντίζει

Μας ανάβει τα καντήλια

Τι είναι

Η ελιά

Στα δέντρα πάνω κρέμεται

Στις εκκλησιές κοιμάται

Και τα χρυσά της κόκαλα

Μες στη φωτιά τα βάζω

Τι είναι

Η ελιά

Πράσινα είνrsquo τα νιάτα μου

μαύρα τα γερατειά μου

χαροποιά η θλίψη μου

θροφή τα δάκρυά μου

Τί είναι

Η ελιά

ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Το παραμύθι της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σε μια φτωχογειτονιά

ένα φτωχό μα πολύ καλόκαρδο κορίτσι που το έλεγαν

Ελιά

Κάθε μέρα η Ελιά γύριζε τη γειτονιά της έβλεπε τον

κόσμο να ζει φτωχός και δυστυχισμένος και γύριζε

στο σπίτι της πολύ στενοχωρημένη

Κάτι πρέπει να κάνω να τους βοηθήσω σκεφτόταν Κι

από την άλλη μέρα κιόλας άρχισε Βγήκε στη

γειτονιά κράτησε τα παιδιά της γειτόνισσας για να

πάει να δουλέψει και να μπορεί να φέρει στα παιδιά

της λίγο φαΐ

Μια άλλη μέρα πήγε στη γριούλα που ήταν άρρωστη της μαγείρεψε της σκούπισε το σπίτι την έπλυνε την ταΐσε Την άλλη μέρα πάλι έβγαλε τον παράλυτο γέρο με το καρότσι του βόλτα για να πάρει αέρα και ήλιο

Τα βράδια γύριζε κατάκοπη μα ευχαριστημένη που είχε καταφέρει να δώσει λίγη χαρά στους φτωχούς ανθρώπους

Οι μέρες περνούσαν κι η Ελιά όλο δούλευε όσο αδυνάτιζε Μα έβλεπε πως ότι κι αν έκανε ο κόσμος ήταν πάντα φτωχός και δυστυχισμένοςΑυτό τη στενοχωρούσε πάρα πολύ κι έτσι στενοχωρημένη κάθισε στην αυλή του σπιτιού της και συλλογιζόταν

- Τι να κάνω τι να κάνω Δεν μπορώ να βλέπω τόση δυστυχία Το σπουργίτι που την είδε τόσο στενοχωρημένη - και που την αγαπούσε γιατί κάθε μέρα του έριχνε σπόρους και ψίχουλα - δεν άντεξε και πέταξε βαθιά στο δάσος

Εκεί βρήκε την καλή νεράιδα και της είπε- Τρέξε καλή νεράιδα η Ελιά είναι πολύ στενοχωρημένη χλωμή κι αδύνατη

Η καλή νεράιδα ανήσυχη έτρεξε στην αυλή της Ελιάς και τη ρώτησε- Τι έχεις Ελιά μου κι είσαι τόσο λυπημένη- Αχ καλή μου νεράιδα Δεν μπορώ να βλέπω τόση φτώχεια και δυστυχία γύρω μου- Και τι θέλεις δηλαδή- θέλω να τους γίνω χρήσιμη θέλω να τους προσφέρω κάτι πολύτιμο που να τους δώσει ζωή και χαρά

-Το θέλεις αλήθεια τόσο πολύ

- Και βέβαια το θέλω δε βλέπεις πως έλιωσα

από τη στενοχώρια μου

- Τότε σταμάτησε να στενοχωριέσαι θα σε κάνω

αυτό που θέλεις Και τσουπ την άγγιξε με το

ραβδάκι της κι αμέσως η Ελιά έγινε ένα

μεγάλο δέντρο που έβγαλε φύλλα

λουλουδάκια άσπρα που έγιναν ελιές

πράσινες μωβ μαύρες

Έπεσαν στη γη τα κουκούτσια φύτρωσαν

έγιναν δεντράκια και σχημάτισαν ένα μεγάλο

ελαιώνα

Ήρθαν οι γείτονες μάζεψαν τις ελιές έβγαλαν

λάδι έφαγαν χόρτασαν ρόδισαν τα μαγουλά

τους ζωήρεψαν κι άρχισαν να χαμογελούν και

να ζουν ευτυχισμένοι

Για να ευχαριστήσουν την ελιά και να της

δείξουν την αγάπη τους πήραν το λάδι τους

το έβαλαν στο καντήλι για να θυμίζουν στην

Παναγιά και στο Χριστό την καλοσύνη της

ελιάς και την αγάπη της για τον κόσμο

Κι η Παναγιά με τη σειρά της την ευλόγησε Κι

ο Χριστός κάτω απ την ελιά ήρθε και

ξεκουράστηκε

Κι εκείνη καμάρωνε ευχαριστημένη στη μέση

στον ελαιώνα και φρόντιζε όταν έρχονται οι

άνθρωποι να τη μαζέψουν να ναι γεμάτη

ελιές να χορταίνουν οι φτωχοί και να

φωτίζονται απ τις καντήλες όλες οι εκκλησιές

Η μικρή ελιά

Η μικρή ελιά για πρώτη φορά γέμισε καρπό

Ο γεωργός την αγαπούσε γιατί του θύμιζε την

πρώτη του αγάπη κοντούλα και στρουμπουλή

Της είχε φτιάξει ένα περιδέραιο με

ασπρισμένες πέτρες και συχνά καθόταν και

κουβέντιαζε μαζί της τα όνειρα και τις

αναμνήσεις του Η ελιά κάθε μέρα και πιο

όμορφη

Ένα πρωί του Νοέμβρη ο γεωργός άπλωσε πανιά

κι άρχισε να την ραβδίζει Πάνε οι ελιές πάνε

τα φύλλα πάει η ομορφιά

Η ελιά μέσα στα αναφιλητά της μονολογούσε

-Μ αγαπούσε και με χάλασε Πως εννοεί ο

άνθρωπος την αγάπη Έλεγε και ξανάλεγε

Τότε ακούει μια μαργαρίτα να της λέει

-Άκουσε να σου πω Ο άνθρωπος δεν ξέρει την

αγάπη

Μην τον παρεξηγείς Κοίταξε εμένα που μια

ζωή με μαδάει για να μάθειhellip

Το καλάμι κι η ελιά

Μια φορά δίπλα σε μια ελιά είχε φυτρώσει ένα καλάμιΗ ελιά ήταν ένα μεγάλο και δυνατό δέντρο με πολλά κλαδιά πουκρατούσαν τα φύλλα τους όλη τη χρονιά και κάθε δυο χρόνιαέγερναν από το βάρος του καρπού

Το καλάμι πάλι ήτανε ψηλόλιγνο με καταπράσινα στενόμακρα φύλλα με ωραιότατα παράξενα λουλούδια που έμοιαζαν με τσαμπιά κι είχανε το σχήμα του αδραχτιού

Η ελιά καυχιόταν ολοένα

-Τι είσαι συ μπροστά μου έλεγε στο καλάμιΕγώ είμαι ένα δέντρο μεγάλο δυνατό ευλογημένο Οι άνθρωποι με λατρεύουνγιατί τους δίνω τις ελιές και το λάδι μου τους δίνω ξερόκλαδα για να ζεσταίνονταιτους δίνω ξύλα για να φτιάχνουν ακριβά έπιπλα Είμαι μεγάλη ψηλή γερήκαι συ είσαι ένα αδύναμο πραγματάκι που λυγίζεις μπροστά σrsquo όλους τους ανέμους και τους προσκυνάς Δεν μπορώ να καταλάβω πώς έχεις την τόλμη να φυτρώνεις πλάι μου

Το καημένο το καλάμι

που ήταν από φυσικού

του ντροπαλό ταrsquo

άκουγε όλα αυτά και

δεν έλεγε τίποτα κι

ούτε και θύμωνε γιατί

αυτό δεν είχε να

καυχηθεί για τίποτα

Ήρθε ένας χειμώνας όμως βαρύς κι άρχισε να

φυσάει ένας αέρας δαιμονισμένος

που χτυπούσε με μανία την ελιά ώσπου στο

τέλος την ξερίζωσε

Το καλάμι με το πρώτο φύσημα του ανέμου

έγειρε λυγερό όπως ήτανε

προς το νερό κι έτσι ο άνεμος περνούσε από

πάνω του χωρίς να το πειράξει

Κι όταν η καταιγίδα σταμάτησε κι ο άνεμος

έπαψε να φυσάει

η ελιά απόμεινε πεσμένη στο χώμα και το

καλάμι σηκώθηκε

πάλι όρθιο και λυγερό όπως και πριν

Βλέπετε το καλάμι ήξερε να υποχωρεί εκεί που

ένιωθε ότι δεν είχε δύναμη νrsquo αντισταθεί ενώ

η ελιά πλήρωσε με τη ζωή της την

υπερηφάνειά της

Ο Μανωλιός και η γέρικη ελιά

Μια φορά και έναν καιρό όταν ο ζεστός άνεμος

φυσούσε και τα δέντρα λυπημένα έγερναν τα

κουρασμένα φυλλώματά τους ένα παλικάρι

που τον έλεγαν Μανωλιό πήγαινε τα πότιζε

και τους έκανε συντροφιά Τrsquo άλλα παλικάρια

του χωριού ζήλευαν τις χάρες και την καρδιά

του Μανωλιού Ψιθύριζαν λόγια άσχημα

μεταξύ τους δίχως να καταλαβαίνουν ότι αυτό

που έκαναν δεν ήταν σωστό

Μια μέρα κάθισαν κάτω από τον ίσκιο μιας

γέρικης ελιάς για να ξαποστάσουν Ξαφνικά

άκουσαν ένα θρόισμα γύρισαν τα κεφαλάκια

τους και από το κέντρο του κορμού της ελιάς

είδανε ένα χαμογελαστό πρόσωπο που με

ανθρώπινη μιλιά τους είπε

Αυτό το δέντρο που στον ίσκιο του ήρθατε να ξεκουραστείτε ξέρετε ποιος το ποτίζει

Όχι απάντησαν εκείνοι

Ο Μανωλιός που κοροϊδεύετε αποκρίθηκε το δέντρο

Εκείνοι ντροπιασμένοι έφυγαν με σκυμμένο το κεφάλι Στο δρόμο συνάντησαν τον Μανωλιό

Καλημέρα είπαν με μία φωνή Σήμερα θα έρθουμε μαζί σου να σε βοηθήσουμε να ποτίσεις τα δέντρα

Έτσι κι έγινε Από τότε έγιναν φίλοι Κάθε

απόγευμα πότιζαν τα δέντρα κι ύστερα κάτω

από τα φυλλώματα της γέρικης ελιάς άρχιζαν

το τραγούδι που μιλούσε για χώρες

παράξενε για ζούγκλες με πολύχρωμους

παπαγάλους για ινδιάνους με κιτρινοκόκκινα

φτερά στα καπέλα τους και ιδιαίτερα

τραγουδούσαν για την συμπόνια και την

ευαίσθητη καρδιά των ανθρώπων

Μια μέρα που ο ήλιος γίνηκε πορφυρός και

κρύφτηκε πίσω από τα βουνά ο Μανωλιός

πήγε μόνος του πότισε την γέρικη ελιά

ξάπλωσε και τον πήρε ένας βαθύς ύπνος Τότε

είδε πως μέσα στην κουφάλα της γέρικης ελιάς

είχανε στήσει ένα πανέμορφο παλάτι γεμάτο

κόσμο που χόρευε και γλένταγε

Θα πάω κι εγώ είπε δειλά δειλά ο Μανωλιός

bull Όσο προχωρούσε τόσο τα φώτα

μεγάλωναν ώσπου έφτασε στο κέντρο Εκεί

ένας βασιλιάς καθόταν σrsquoένα χρυσαφένιο

θρόνο Πίσω του στεκόταν μια Σφίγγα

άγαλμα Πήρε ανθρώπινη μιλιά αρχίζοντας να

λέει καλωσορίσματα στον Μανωλιό Εκείνος

χαμογελαστός χαιρέτησεμα τι να δει Σrsquoέναν

καθρέπτη που βρέθηκε μπροστά του ο

Μανωλιός ήταν ντυμένος πρίγκιπας

bull Πω πω Τι όμορφος που είμαι Αναφώνησε

Ξαφνικά υπηρέτες έστρωσαν ένα κόκκινο

χαλί για να περάσει ο Μανωλιός και αυτοί

αριστερά και δεξιά τον προσκυνούσαν Όταν

πέρασε τον διάδρομο με το κόκκινο χαλί

στάθηκε στον βασιλιά που του είπε

Καλόκαρδο και πονόψυχο παλικάρι Εσύ πότιζες

το δέντρο κι έτσι μπόρεσε το παλάτι μου να

βρίσκεται εδώ με όλους τους ανθρώπους

μου διαφορετικά αν το άφηνες να ξεραθεί από

το ζεστό άνεμο τώρα δεν θα

υπήρχαμε Γιrsquoαυτό αξίζεις να γίνεις γιος μου

να παντρευτείς την Βασιλοπούλα και με

δικαιοσύνη αγάπη και φρόνηση να γίνεις εσύ

ο καινούριος Βασιλιάς λύνοντας έτσι τα μάγια

της κακιάς νεράιδας που μας είχε

καταδικασμένους

Έτσι κι έγινε Ο Μανωλιός έγινε βασιλιάς με

τιμές και δόξες διότι ήξερε την γλώσσα της

καρδιάς που πάντα μας διδάσκει πόσο καλό

είναι να είσαι άνθρωπος Από τότε ο

Μανωλιός έμεινε στο παλάτι και κανείς ακόμα

δεν ξέρει τι ταξίδι ακολούθησε στον χρόνο του

ύπνου του άφησε όμως πίσω του τον

πραγματικό θησαυρό της καλοσύνης και της

αγάπης

ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Ο μαγικός ελαιώνας

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα παιδάκι που

το έλεγαν Λευτέρη Κάθε χρόνο το καλοκαίρι

μόλις έκλειναν τα σχολεία πήγαινε διακοπές

στο σπίτι της γιαγιάς του

Ένα καλοκαίρι έζησε μια σπουδαία περιπέτεια

Μια μέρα που η γιαγιά του είχε πάει για ψώνια

στην κοντινή πόλη ο Λευτέρης αποφάσισε να

εξερευνήσει τη σοφίτα του σπιτιού

Ανέβηκε προσεκτικά τη στριφογυριστή ξύλινη

σκάλα και στάθηκε αναποφάσιστος μπροστά

στην κλειστή πόρτα Πήρε μια βαθιά ανάσα

και την έσπρωξε δυνατά Πόσο σκοτεινά ήταν ό-

λα εκεί μέσα Ο Λευτέρης σκόνταψε σ΄ ένα πα-

λιό μπαούλο

Το άνοιξε γεμάτος περιέργεια Και τι δε βρήκε

Ολόκληρο θησαυρό Παλιά βιβλία του παππού

φορέματα της γιαγιάς παιχνίδια της μητέρας

του όταν ήταν παιδί Κάτω κάτω ήταν

τσαλακωμένο ένα κιτρινισμένο χαρτί Το

ξετύλιξε βιαστικά και τι να δει Ένας παλιός

χάρτης με σχεδιάγραμμα Αμέσως τον άρπαξε

κι άρχισε το ταξίδι του

Περπάτησε ώρες πολλές Πέρασε την πεδιάδα

με τα κίτρινα στάχυα το γεφυράκι του μικρού

ποταμού ώσπου έφτασε στο τέλος σε έναν

κάμπο γεμάτο ελιές

Διάλεξε την πιο μεγάλη ελιά και κάθισε να

ξεκουραστεί ακουμπώντας στο γέρικο κορμό

της

Ξαφνικά άκουσε μια απαλή φωνή Έμοιαζε

με της γιαγιάς του Κοίταξε γύρω του μα δεν

είδε κανέναν Η φωνή συνέχισε να του μιλάει

τρυφερά Ο Λευτέρης γεμάτος περιέργεια

άρχισε να παρατηρεί προσεχτικά το γέρικο

κορμό τα πελώρια κλαδιά και τ΄ ασημένια

φύλλα της ελιάς Τότε κατάλαβε ποιος του

μιλούσε Έκπληκτος άγγιξε απαλά το υπέροχο

αυτό δέντρο και μοιράστηκε μαζί του όλα του

τα μυστικά

Από εκείνη την ημέρα ο Λευτέρης πήγαινε

καθημερινά στο μαγικό αυτό ελαιώνα

Καθόταν ώρες στη σκιά της αγαπημένης του

ελιάς κι άκουγε τις πιο ωραίες ιστορίες

Ο καιρός πέρασε γρήγορα κι ήρθε η μέρα που

έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι του Έτρεξε στο

μαγικό ελαιώνα κι αγκάλιασε κλαίγοντας το

αγαπημένο του δέντρο Η ελιά έγειρε τα

κλαδιά της και χάιδεψε τα μαλλιά του laquo Μη

στενοχωριέσαιraquo του ψιθύρισε laquo Κόψε ένα

κλαράκι μου και πάρ΄ το μαζί σου Φύτεψέ το

στην αυλή του σπιτιού σου κι εγώ θα είμαι

πάντα κοντά σουraquo

Έτσι κι έγινε Ένα καινούριο ολόδροσο

δεντράκι φύτρωσε στον κήπο του Λευτέρη Κι

από τότε δεν χώρισαν ποτέ

Οι μαγικοί σπόροι

Μια φορά κι έναν καιρό σ΄ ένα μακρινό

χωριουδάκι ζούσε με τη γιαγιά του ένα μικρό

κορίτσι που το έλεγαν Ελπίδα Το σπιτάκι τους

ήταν πολύ φτωχικό Δύσκολα τα έβγαζαν πέρα

Ο περασμένος χειμώνας ήταν πολύ βαρύς

Τα πρώτα χιόνια έπεσαν νωρίς κι ο κρύος

βοριάς σφύριζε μανιασμένα Κάθε πρωί η

γιαγιά με την εγγονή της πήγαιναν στο δάσος

και μάζευαν φρούτα και ξύλα για να

ζεσταθούν

Μια μέρα ο άνεμος φυσούσε άγρια κι ο ήλιος

είχε κρυφτεί πίσω από τα βαριά μαύρα

σύννεφα Η Ελπίδα άφησε τη γιαγιά της στο

κρύο σπιτάκι τους τυλίχτηκε σφιχτά με το

σάλι της και ξεκίνησε για το δάσος Τα πόδια

και τα χέρια της είχαν παγώσει Τα μαλλιά και

τα ρούχα της είχαν βραχεί από την ξαφνική

μπόρα Και το σπουδαιότερο δεν μπορούσε να

γυρίσει πίσω γιατί δεν είχε μαζέψει ακόμη

τίποτα Αποφάσισε τότε να μπει για λίγο σε

μια σπηλιά που βρήκε στο δρόμο της και να

περιμένει

Έτρεμε από το κρύο και

από το φόβο της Είχε αρ

χίσει να νυχτώνει και η

γιαγιά της σίγουρα θα

ανησυχούσε Ξαφνικά

ένα απόκοσμο φως γέμι

σε τη σπηλιά και μια πα

νέμορφη νεράιδα πα

ρουσιάστηκε μπροστά

της

Της χαμογέλασε γλυκά και της χάιδεψε απαλά τα μαλλιά Κρατούσε ένα μικρό σακουλάκι που το άφησε προσεκτικά στα χέρια της Ελπίδας laquoΌταν πας σπίτι σου να το ανοίξεις και να κάνεις ότι ακριβώς σου πει η γιαγιά σου Αυτή ξέρειraquo της είπε τρυφερά και χάθηκε στο σκοτάδι της σπηλιάς Το κορίτσι κρατώντας το γερά έτρεξε χαρούμενο στο φτωχικό του σπιτάκι Τα μάτια του έλαμπαν από ενθουσιασμό καθώς έδειχνε στη γιαγιά του το δώρο της νεράιδας

Η γιαγιά ψηλάφησε τους μεγάλους γυαλιστερούς σπόρους τους έβαλε στη χούφτα της Ελπίδας και της είπε να τους φυτέψει στην αυλή Έτσι ακριβώς έκανε το μικρό κορίτσι Τους έχωσε βαθιά στο έδαφος και τους σκέπασε με φρέσκο χώμα Την άνοιξη οι σπόροι φύτρωσαν και γρήγορα έγιναν μεγάλα δέντρα με υπέροχο σταχτοπράσινο φύλλωμα Ήταν φουντωτές ελιές που αγκάλιασαν το μικρό σπιτάκι Ήρθε το φθινόπωρο και τα κλαδιά τους γέμισαν ευλογημένο καρπό

Από τότε η Ελπίδα κι η γιαγιά της έζησαν

ευτυχισμένες βοηθώντας κάθε κουρασμένο

περαστικό

Η αξία της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό σrsquo ένα μακρινό

χωριό όλοι οι άνθρωποι ζούσαν ευτυχισμένοι

Είχαν πολλά κτήματα εκτιμήσει πλούσια

γεμάτα ελιές Ποτέ όμως δεν είχαν σωστά την

αξία τους

Κάποια μέρα καθώς έπαιζαν δυο παιδιά η

Μαρία και ο Νίκος εμφανίστηκε μπροστά

τους ένας άγνωστος άντρας Τους μίλησε για

τα ελαιόδεντρα και τη χρησιμότητά τους Τους

είπε πως πρέπει να τα φροντίζουν και να τα

αγαπούν

Μετά από αρκετές ημέρες έγινε κάτι φοβερό

Στο χωριό έπεσε μεγάλη κατάρα Όλα τα χωράφια με τα ελαιόδεντρα καταστράφηκαν

Η Μαρία και ο Νίκος αμέσως κατάλαβαν πως έπρεπε να πάνε να βρουν τον μυστήριο αυτό άντρα που τους είχε επισκεφτεί

Τους είχε πει πως ζούσε στο δάσος Αυτό όμως δεν ήταν και τόσοhellip συνηθισμένο δάσος Έλεγαν πως στις κουφάλες των δέντρων ζούσαν φαντάσματα και πως το μέγεθος των ζώων ήταν υπερφυσικό

Φοβόντουσαν πάρα πολύ Περπάτησαν

ατελείωτες ώρες στη σκιά των πελώριων

δέντρων Με τη βοήθεια ενός λιονταριού

κατάφεραν να βρουν τον πύργο του άντρα που

έψαχναν

Χτύπησαν την πόρτα

αλλά κανείς δεν τους

άνοιξε Αποφάσισαν

να περιμένουν Δεν

κατάλαβαν πόσος

χρόνος πέρασε καιhellip

η πόρτα άνοιξε μόνη

της

Τα παιδιά μπήκαν γεμάτα περιέργεια στον

πύργο Ανέβηκαν διστακτικά την παλιά

στριφογυριστή σκάλα που τα οδήγησε σrsquo έ-

να επιβλητικό δωμάτιο Εκεί εργαζόταν ο

μυστηριώδης άντρας που είχαν γνωρίσει

Αμέσως κατάλαβαν πως ήταν μάγος Τους

αποκάλυψε αμέσως το όνομά του τον έλεγαν

Άλφρεντ Άρχισαν λοιπόν να του μιλούν για

το πρόβλημά τους Ο μάγος τα άκουσε προσε-

κτικά και τους είπε τι πρέπει να κάνουν

Έπρεπε να περάσουν τρεις δοκιμασίες Μόνο

έτσι θα έφευγε η κατάρα

Στο χωριό όλοι οι κάτοικοι περνούσαν δύσκο-

λα Από πλούσιοι είχαν γίνει φτωχοί και χωρίς

την ελιά και το λάδι της δεν μπορούσαν να ζή-

σουν Κατάλαβαν έτσι την αξία της αλλά ήταν

πλέον αργά Ή μάλλον σχεδόν αργά

Όταν τα παιδιά επέστρεψαν διηγήθηκαν σε

όλους όλα όσα τους συνέβησαν Τους είπαν για

το μάγο και τις τρεις δοκιμασίες που έπρεπε να

περάσουν Το πρόβλημα όμως ήταν πως δεν

τους είχε πει ποιες ήταν αυτές οι δοκιμασίες

ποιοι θα τις περνούσαν και πότε

Οι μέρες περνούσαν

αργά και βασανιστικά

μετά από δυο μήνες στο

χωριό εμφανίστηκε ένα

μικρό κορίτσι Χτύπησε

την πόρτα ενός σπιτιού

και ζήτησε λίγο φαγητό

Η οικογένεια όμως Το έ-

διωξε Το κορίτσι ήταν

Ο μάγος Άλφρεντ μεταμορ-

φωμένος Αυτή ήταν η πρώ-

τη δοκιμασία που δυστυχώς

όμως απέτυχαν

Αφού πέρασε μια εβδομάδα περίπου ένα μι-

κρό άγνωστο αγόρι εμφανίστηκε σε μια ομάδα

παιδιών και τους ζήτησε να παίξει μαζί τους Η

Μαρία και ο Νίκος όχι μόνο το δέχτηκαν αλλά

το άφησαν να διαλέξει το παιχνίδι που θα έπαι-

ζαν

_ Εσύ Νίκο θα είσαι ο αγρότης Εγώ θα είμαι η

ελιά και Μαρία θα είναι οι καρποί μου είπε το

αγόρι

Τα παιδιά συμφώνησαν κι άρχισαν όλα μαζί να

παίζουν Ο μάγος τότε παρατήρησε τον τρόπο

που ο Νίκος περιποιόταν την ελιά και πόσο χαι-

ρόταν όταν μάζευε τους καρπούς της Αυτή ήταν

η δεύτερη δοκιμασία και τα παιδιά την πέρασαν

με επιτυχία

Πέρασε αρκετός καιρός ώσπου έφτασε η ώρα

για την τρίτη δοκιμασία Μια μέρα ήρθε στο χω-

ριό ένας πλανόδιος έμπορος Πουλούσε από σπό-

ρους μέχρι και μαγικά αντικείμενα Οι τιμές όμως

ήταν πολύ υψηλές Ο Νίκος με τον πατέρα του ζή-

τησαν να δουν τους σπόρους που είχε

_Έχω σπόρους συκιάς πορτοκαλιάς μηλιάς και

τον τελευταίο σπόρο ελιάς είπε ο άντρας

_Τον τελευταίο Ρώτησε ο Νίκος

_ Ναι Τον τελευταίο

_Δεν υπάρχει άλλος

_Όχι

_Ούτε ένας

_Τίποτα

_Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Ναι Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Είστε σίγουρος για αυτό

_Απολύτως

Ο Νίκος δεν πίστευε στ΄ αυτιά τουΤότε ζήτη-

σε αμέσως απόν τον πατέρα του να αγοράσει τον

τελευταίο σπόρο ελιάς σ΄ ολόκληρη τη γη Η τι-

μή του όμως ήταν πολύ πάρα πολύ υψηλή Εκα-

τό χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Γιε μου δεν έχουμε τόσα χρήματα Μπορούμε

όμως να πουλήσουμε τα τέσσερα κτήματά μας

_Ναι να τα δώσουμε Θα μας μείνει η αυλή του

σπιτιού Εκεί θα φυτέψουμε τον πολύτιμο σπόρο

Τότε εμφανίστηκε ο μάγος Άλφρεντ

_Δίνω διακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα είπε

ο μάγος

_Άλφρεντ δεν είναι τίμιο είπε ο Νίκος

Προλάβαμε

εμείς να αγοράσουμε αυτόν το σπόρο

_Δίνω τριακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Τότε εγώ θα δώσω και το σπίτι μου είπε ο πα-

τέρας του Νίκου

_Ναι αλλά hellip αυτά είναι λιγότερα από τα χρή-

ματα που μου δίνει ο μάγος είπε ο έμπορος

_Τότε και εγώ θα δώσω όσα χρήματα έχω στον

κουμπαρά μου είπε η Μαρία

_Κι εγώ φώναξε ο Βασίλης

_Εγώ θα δώσω το μοναδικό κτήμα που έχω είπε

ο κύριος Βαγγέλης

_Και εγώ φώναξε η κυρία Βαρβάρα

_Ναι Και εμείς θα δώσουμε ότι έχουμε στους

κουμπαράδες μας φώναξαν δυνατά όλα τα

παιδιά που ήταν μαζεμένα στην πλατεία του

χωριού

Όλοι άρχισαν να δίνουν χρήματα σπίτια

έπιπλα χωράφια και μαγαζιά μέχρι που κέρδι-

σαν το μάγο Άλφρεντ και αγόρασαν το σπόρο

της ελιάς Από τη στιγμή που τον φύτεψαν το

πρόσεχαν πάρα πολύ

Μετά από χρόνια όταν οι χωρικοί μάζεψαν

τους καρπούς αυτής της ελιάς διαπίστωσαν ότι

είχε το πιο νόστιμο λάδι Τότε ο μάγος

πείστηκε πως όλοι είχαν καταλάβει την αξία

της και γέμισε ξανά όλα τα χωράφια τους με

ελαιόδεντρα

ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α

Κουκάκη Κατερίνα

Μπογκντάνι Γκισέλα

Καρυώτης Γιώργος

Αθανασόπουλος Στέφανος

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 17: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

Αποσπάσματα από ποιήματα του

Ιωάννη Πολέμη

Ευλογημένο να lsquoναι ελιά το χώμα που σε τρέφει

κι ευλογημένος ο καρπός που πίνεις απrsquo τα νέφη

κι ευλογημένος τρεις φορές Αυτός που σrsquo έχει

στείλει

για το λυχνάρι του φτωχού για τrsquo άγιου το

καντήλι

Πατρίδα τα λιοτρίβια σου

δουλεύουν νύχτα μέρα

με του λαδιού τη μυρωδιά

γεμίζουν τον αέρα

Κι είνrsquo οι ελιές Πατρίδα μου

ακούραστες γριούλες

Με τον καρπό τους τρέφουνε

παιδάκια και μανούλες

Κι είνrsquo οι ελιές Πατρίδα μου

Δέντρα ευλογημένα

που στέκονται στον άνεμο

με τα κλαδιά απλωμένα

Γλυκόφυλλη η ελιά τον ίσκιο διπλώνει

το φουντωμένο κλήμα πού και πού

το ψηλαφούν οι χαμηλοί της κλώνοι

γερμένοι από το βάρος του καρπού

Αντίκρυ σκοτεινό το ερημοκλήσι

με πόθο και μrsquo αγάπη τη θεωρεί

γιατί το καντηλάκι που lsquoχει σβήσει

το φως απrsquo τον καρπό της λαχταρεί

Η ελιά Λορέντζος Μαβίλης

Στὴν κουφάλα σου ἐφώλιασε μελίσσιγέρικη ἐλιά ποὺ γέρνεις μὲ τὴ λίγηπρασινάδα ποὺ ἀκόμα σὲ τυλίγεισὰ νἄθελε νὰ σὲ νεκροστολίσει

Καὶ τὸ κάθε πουλάκι στὸ μεθύσιτῆς ἀγάπης πιπίζοντας ἀνοίγειστὸ κλαρί σου ἐρωτάρικο κυνήγιστὸ κλαρί σου ποὺ δὲ θὰ ξανανθίσει

Ὢ πόσο στὴ θανὴ θὰ σὲ γλυκάνουνμὲ τὴ μαγευτικὴ βοὴ ποὺ κάνουνὁλοζώντανης νιότης ὀμορφάδες

ποὺ σὰ θύμησες μέσα σου πληθαίνουνὢ νὰ μποροῦσαν ἔτσι νὰ πεθαίνουνκαὶ ἄλλες ψυχὲς τῆς ψυχῆς σου ἀδερφάδες

Η ελιά Πέτρος Λυγίζος

Γύρω απrsquo τον κορμό αυτόν

στροβιλίζεται ο χρόνος

Στην ελιά της μνήμης και της προσδοκίας

ακουμπώ ένα δάκρυ στο ακριανό φύλλο

Θυμάσαι όταν ανεβαίναμε στο καρτερικό κορμί της

Όταν το βήμα της νιότης μας

λοξοδρομούσε στο όνειρο

Γύρω απrsquo τον κορμό αυτόν

παίζουν ακόμη οι φίλοι μου

Στην ελιά της ζωής και της νοσταλγίας

Ψάχνω τον Αδριανό και τον Κώστα

κι εσένα

όταν σε πήρε το πρώτο χάδι μου

όταν κρύφτηκες χαμογελώντας

πίσω απrsquo τις χρυσοπράσινες φυλλωσιές

Τώρα τόσα χρόνια μετά

πηγαίνω τα δειλινά για προσκύνημα

στον ίσκιο της απαγκιάζουν οι φόβοι μου

στη μαγική σπηλιά της

τρυπώνει μυστικά το παιδικό μου όνειρο

κι εσύ πάνω στα αιωρούμενα φύλλα

σαν ιπτάμενο ξωτικό

χορεύεις ταξιδεύοντας

απrsquo το παρελθόν μέχρι το άπειροhellip

Αποσπάσματα από ποιήματα του

Οδυσσέα Ελύτη

Ε σεις στεριές και θάλασσες

τrsquo αμπέλια κι οι χρυσές ελιές

ακούστε τα χαμπέρια μου

μέσα στα μεσημέρια μου

Σrsquo όλους τους τόπους κι αν γυρνώ

μόνον ετούτο αγαπώ

Λοιπόν ευρέθηκε ο χρυσός

της λιόριζας

να έχει σταλάξει στα φύλλα

της καρδιάς του

Κι από τις τόσες φορές όπου

ξαγρύπνησε

σιμά στο κηροπήγιο

καρτερώντας

τα χαράματα μια πυράδα

παράξενη

του είχε αρπάξει τα σωθικά

Οι φωνές των πουλιών που

είχε σrsquo ώρες

μεγάλης μοναξιάς

αποστηθίσει

φαίνεται να ξεχύθηκαν όλες

μαζί

τόσο που δεν εστάθη βολετό

να προχωρήσει

σε μεγάλο βάθος το μαχαίρι

Μάλλον η πρόθεση άρκεσε

για το Κακό

Που ταrsquo αντίκρισε ndash είναι

φανερό ndash στη στάση

την τρομαχτική του αθώου

Ανοιχτά περήφανα τα μάτια

του κι όλο το

δάσος να σαλεύει ακόμη στον

ακηλίδωτον

αμφιβληστροειδή

Στον εγκέφαλο τίποτε πάρεξ

μια ηχώ

ουρανού καταστραμμένη

Έζησα τrsquo όνομα το αγαπημένο

στον ίσκιο της γιαγιάς ελιάς

στον ρόχθο της ισόβιας θάλασσας

Χάραξα τrsquo όνομα το αγαπημένο

στον ίσκιο της γιαγιάς ελιάς

στον ρόχθο της ισόβιας θάλασσας

Ω λινό καλοκαίρι συνετό

φθινόπωρο

χειμώνα ελάχιστε

η ζωή καταβάλλει τον οβολό

του φύλλου της ελιάς

και στη νύχτα μέσα των αφρόνων

μrsquo ένα μικρό τριζόνι

κατακυρώνει πάλι το νόμιμο

του Ανέλπιστου

Αποσπάσματα από ποιήματα του

Γιάννη Ρίτσου

Ετούτου το τοπίο είναι σκληρό

σαν τη σιωπή

σφίγγει στον κόρφο του

τα πυρωμένα του λιθάρια

σφίγγει στο φως

τις ορφανές ελιές του

και τrsquo αμπέλια του

σφίγγει τα δόντια

Ποιος θα σταθεί

στον ίσκιο της ελιάς

παρέα με το τζιτζίκι

μη σωπάσει το τζιτζίκι

τώρα που ο ασβέστης

του μεσημεριού

βάφει τη μάντρα

ολόγυρα του ορίζοντα

σβήνοντας τα μεγάλα

αντρίκια ονόματά τους

ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ

bullΗ ελιά κρασί δε βγάζει

bullΠέρασε της ελιάς τα φαρμάκια

bullΤου χάρισαν της ελιάς το μέσα και του αβγού το

απrsquo έξω

bullΛάδι βρέχει κάστανα χιονίζει

bullΚλήμα του χεριού σου κι ελιές απrsquo τον παππού

σου

bullΗ ελιά είναι κυρά κι όποτε θέλει κάνει

bullΞεφόρτωσέ την την ελιά να σε φορτώσει λάδι

bullΒάλε ελιά για το παιδί σου και συκιά για τη ζωή

σου

bullΑπrsquo τον θέρο ως τις ελιές δεν απολείπουν οι

δουλειές

bullΈχουμε ελιές και ελήδια έχουμε κι αγρηλίδια

bullΤου έβγαλε το λάδι

bullΜη ρίχνεις λάδι στη φωτιά

bull Αν δε σφίξεις την ελιά δε βγάζει λάδι

bull Άκουσες λάδι τρέχα άκουσες στεφάνι φεύγα

bull Όποιος έχει σιτάρι κρασί και λάδι στο πιθάρι

έχει του κόσμου τα καλά και του θεού τη χάρη

bull Ξεφόρτωσέ τη την ελιά να σε φορτώσει λάδι

bull Δεν τρώγεται ούτε με το λάδι ούτε με το ξύδι

bull Η αλήθεια πλέει σαν το λάδι στο νερό

bull Κάθε σταλαματιά νερό τ Απρίλη είναι ένα

βαρέλι λάδι

ΑΙΝΙΓΜΑΤΑ

Από κλαδάκι κρέμεται

Στην αγορά πουλιέται

Το εξωτερικό της τρώγεται

Το μέσα της πετιέται

Τι είναι Η ελιά

Μάνα και θυγατέρα

έχουν το ίδιο όνομα

Μάντεψε ποιο όνομα έχουν κι οι δυο

Ελιά

Κι όταν έρθει ο Οκτώβρης

ωριμάζω πιο πολύ

πρασινίζω και μαυρίζω

και γεμίζω το σακί

Τι είμαι Η ελιά

Δεν πεθαίνει κι αν περάσουν

Χρόνια εκατό και χίλια

Μας χορταίνει μας φροντίζει

Μας ανάβει τα καντήλια

Τι είναι

Η ελιά

Στα δέντρα πάνω κρέμεται

Στις εκκλησιές κοιμάται

Και τα χρυσά της κόκαλα

Μες στη φωτιά τα βάζω

Τι είναι

Η ελιά

Πράσινα είνrsquo τα νιάτα μου

μαύρα τα γερατειά μου

χαροποιά η θλίψη μου

θροφή τα δάκρυά μου

Τί είναι

Η ελιά

ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Το παραμύθι της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σε μια φτωχογειτονιά

ένα φτωχό μα πολύ καλόκαρδο κορίτσι που το έλεγαν

Ελιά

Κάθε μέρα η Ελιά γύριζε τη γειτονιά της έβλεπε τον

κόσμο να ζει φτωχός και δυστυχισμένος και γύριζε

στο σπίτι της πολύ στενοχωρημένη

Κάτι πρέπει να κάνω να τους βοηθήσω σκεφτόταν Κι

από την άλλη μέρα κιόλας άρχισε Βγήκε στη

γειτονιά κράτησε τα παιδιά της γειτόνισσας για να

πάει να δουλέψει και να μπορεί να φέρει στα παιδιά

της λίγο φαΐ

Μια άλλη μέρα πήγε στη γριούλα που ήταν άρρωστη της μαγείρεψε της σκούπισε το σπίτι την έπλυνε την ταΐσε Την άλλη μέρα πάλι έβγαλε τον παράλυτο γέρο με το καρότσι του βόλτα για να πάρει αέρα και ήλιο

Τα βράδια γύριζε κατάκοπη μα ευχαριστημένη που είχε καταφέρει να δώσει λίγη χαρά στους φτωχούς ανθρώπους

Οι μέρες περνούσαν κι η Ελιά όλο δούλευε όσο αδυνάτιζε Μα έβλεπε πως ότι κι αν έκανε ο κόσμος ήταν πάντα φτωχός και δυστυχισμένοςΑυτό τη στενοχωρούσε πάρα πολύ κι έτσι στενοχωρημένη κάθισε στην αυλή του σπιτιού της και συλλογιζόταν

- Τι να κάνω τι να κάνω Δεν μπορώ να βλέπω τόση δυστυχία Το σπουργίτι που την είδε τόσο στενοχωρημένη - και που την αγαπούσε γιατί κάθε μέρα του έριχνε σπόρους και ψίχουλα - δεν άντεξε και πέταξε βαθιά στο δάσος

Εκεί βρήκε την καλή νεράιδα και της είπε- Τρέξε καλή νεράιδα η Ελιά είναι πολύ στενοχωρημένη χλωμή κι αδύνατη

Η καλή νεράιδα ανήσυχη έτρεξε στην αυλή της Ελιάς και τη ρώτησε- Τι έχεις Ελιά μου κι είσαι τόσο λυπημένη- Αχ καλή μου νεράιδα Δεν μπορώ να βλέπω τόση φτώχεια και δυστυχία γύρω μου- Και τι θέλεις δηλαδή- θέλω να τους γίνω χρήσιμη θέλω να τους προσφέρω κάτι πολύτιμο που να τους δώσει ζωή και χαρά

-Το θέλεις αλήθεια τόσο πολύ

- Και βέβαια το θέλω δε βλέπεις πως έλιωσα

από τη στενοχώρια μου

- Τότε σταμάτησε να στενοχωριέσαι θα σε κάνω

αυτό που θέλεις Και τσουπ την άγγιξε με το

ραβδάκι της κι αμέσως η Ελιά έγινε ένα

μεγάλο δέντρο που έβγαλε φύλλα

λουλουδάκια άσπρα που έγιναν ελιές

πράσινες μωβ μαύρες

Έπεσαν στη γη τα κουκούτσια φύτρωσαν

έγιναν δεντράκια και σχημάτισαν ένα μεγάλο

ελαιώνα

Ήρθαν οι γείτονες μάζεψαν τις ελιές έβγαλαν

λάδι έφαγαν χόρτασαν ρόδισαν τα μαγουλά

τους ζωήρεψαν κι άρχισαν να χαμογελούν και

να ζουν ευτυχισμένοι

Για να ευχαριστήσουν την ελιά και να της

δείξουν την αγάπη τους πήραν το λάδι τους

το έβαλαν στο καντήλι για να θυμίζουν στην

Παναγιά και στο Χριστό την καλοσύνη της

ελιάς και την αγάπη της για τον κόσμο

Κι η Παναγιά με τη σειρά της την ευλόγησε Κι

ο Χριστός κάτω απ την ελιά ήρθε και

ξεκουράστηκε

Κι εκείνη καμάρωνε ευχαριστημένη στη μέση

στον ελαιώνα και φρόντιζε όταν έρχονται οι

άνθρωποι να τη μαζέψουν να ναι γεμάτη

ελιές να χορταίνουν οι φτωχοί και να

φωτίζονται απ τις καντήλες όλες οι εκκλησιές

Η μικρή ελιά

Η μικρή ελιά για πρώτη φορά γέμισε καρπό

Ο γεωργός την αγαπούσε γιατί του θύμιζε την

πρώτη του αγάπη κοντούλα και στρουμπουλή

Της είχε φτιάξει ένα περιδέραιο με

ασπρισμένες πέτρες και συχνά καθόταν και

κουβέντιαζε μαζί της τα όνειρα και τις

αναμνήσεις του Η ελιά κάθε μέρα και πιο

όμορφη

Ένα πρωί του Νοέμβρη ο γεωργός άπλωσε πανιά

κι άρχισε να την ραβδίζει Πάνε οι ελιές πάνε

τα φύλλα πάει η ομορφιά

Η ελιά μέσα στα αναφιλητά της μονολογούσε

-Μ αγαπούσε και με χάλασε Πως εννοεί ο

άνθρωπος την αγάπη Έλεγε και ξανάλεγε

Τότε ακούει μια μαργαρίτα να της λέει

-Άκουσε να σου πω Ο άνθρωπος δεν ξέρει την

αγάπη

Μην τον παρεξηγείς Κοίταξε εμένα που μια

ζωή με μαδάει για να μάθειhellip

Το καλάμι κι η ελιά

Μια φορά δίπλα σε μια ελιά είχε φυτρώσει ένα καλάμιΗ ελιά ήταν ένα μεγάλο και δυνατό δέντρο με πολλά κλαδιά πουκρατούσαν τα φύλλα τους όλη τη χρονιά και κάθε δυο χρόνιαέγερναν από το βάρος του καρπού

Το καλάμι πάλι ήτανε ψηλόλιγνο με καταπράσινα στενόμακρα φύλλα με ωραιότατα παράξενα λουλούδια που έμοιαζαν με τσαμπιά κι είχανε το σχήμα του αδραχτιού

Η ελιά καυχιόταν ολοένα

-Τι είσαι συ μπροστά μου έλεγε στο καλάμιΕγώ είμαι ένα δέντρο μεγάλο δυνατό ευλογημένο Οι άνθρωποι με λατρεύουνγιατί τους δίνω τις ελιές και το λάδι μου τους δίνω ξερόκλαδα για να ζεσταίνονταιτους δίνω ξύλα για να φτιάχνουν ακριβά έπιπλα Είμαι μεγάλη ψηλή γερήκαι συ είσαι ένα αδύναμο πραγματάκι που λυγίζεις μπροστά σrsquo όλους τους ανέμους και τους προσκυνάς Δεν μπορώ να καταλάβω πώς έχεις την τόλμη να φυτρώνεις πλάι μου

Το καημένο το καλάμι

που ήταν από φυσικού

του ντροπαλό ταrsquo

άκουγε όλα αυτά και

δεν έλεγε τίποτα κι

ούτε και θύμωνε γιατί

αυτό δεν είχε να

καυχηθεί για τίποτα

Ήρθε ένας χειμώνας όμως βαρύς κι άρχισε να

φυσάει ένας αέρας δαιμονισμένος

που χτυπούσε με μανία την ελιά ώσπου στο

τέλος την ξερίζωσε

Το καλάμι με το πρώτο φύσημα του ανέμου

έγειρε λυγερό όπως ήτανε

προς το νερό κι έτσι ο άνεμος περνούσε από

πάνω του χωρίς να το πειράξει

Κι όταν η καταιγίδα σταμάτησε κι ο άνεμος

έπαψε να φυσάει

η ελιά απόμεινε πεσμένη στο χώμα και το

καλάμι σηκώθηκε

πάλι όρθιο και λυγερό όπως και πριν

Βλέπετε το καλάμι ήξερε να υποχωρεί εκεί που

ένιωθε ότι δεν είχε δύναμη νrsquo αντισταθεί ενώ

η ελιά πλήρωσε με τη ζωή της την

υπερηφάνειά της

Ο Μανωλιός και η γέρικη ελιά

Μια φορά και έναν καιρό όταν ο ζεστός άνεμος

φυσούσε και τα δέντρα λυπημένα έγερναν τα

κουρασμένα φυλλώματά τους ένα παλικάρι

που τον έλεγαν Μανωλιό πήγαινε τα πότιζε

και τους έκανε συντροφιά Τrsquo άλλα παλικάρια

του χωριού ζήλευαν τις χάρες και την καρδιά

του Μανωλιού Ψιθύριζαν λόγια άσχημα

μεταξύ τους δίχως να καταλαβαίνουν ότι αυτό

που έκαναν δεν ήταν σωστό

Μια μέρα κάθισαν κάτω από τον ίσκιο μιας

γέρικης ελιάς για να ξαποστάσουν Ξαφνικά

άκουσαν ένα θρόισμα γύρισαν τα κεφαλάκια

τους και από το κέντρο του κορμού της ελιάς

είδανε ένα χαμογελαστό πρόσωπο που με

ανθρώπινη μιλιά τους είπε

Αυτό το δέντρο που στον ίσκιο του ήρθατε να ξεκουραστείτε ξέρετε ποιος το ποτίζει

Όχι απάντησαν εκείνοι

Ο Μανωλιός που κοροϊδεύετε αποκρίθηκε το δέντρο

Εκείνοι ντροπιασμένοι έφυγαν με σκυμμένο το κεφάλι Στο δρόμο συνάντησαν τον Μανωλιό

Καλημέρα είπαν με μία φωνή Σήμερα θα έρθουμε μαζί σου να σε βοηθήσουμε να ποτίσεις τα δέντρα

Έτσι κι έγινε Από τότε έγιναν φίλοι Κάθε

απόγευμα πότιζαν τα δέντρα κι ύστερα κάτω

από τα φυλλώματα της γέρικης ελιάς άρχιζαν

το τραγούδι που μιλούσε για χώρες

παράξενε για ζούγκλες με πολύχρωμους

παπαγάλους για ινδιάνους με κιτρινοκόκκινα

φτερά στα καπέλα τους και ιδιαίτερα

τραγουδούσαν για την συμπόνια και την

ευαίσθητη καρδιά των ανθρώπων

Μια μέρα που ο ήλιος γίνηκε πορφυρός και

κρύφτηκε πίσω από τα βουνά ο Μανωλιός

πήγε μόνος του πότισε την γέρικη ελιά

ξάπλωσε και τον πήρε ένας βαθύς ύπνος Τότε

είδε πως μέσα στην κουφάλα της γέρικης ελιάς

είχανε στήσει ένα πανέμορφο παλάτι γεμάτο

κόσμο που χόρευε και γλένταγε

Θα πάω κι εγώ είπε δειλά δειλά ο Μανωλιός

bull Όσο προχωρούσε τόσο τα φώτα

μεγάλωναν ώσπου έφτασε στο κέντρο Εκεί

ένας βασιλιάς καθόταν σrsquoένα χρυσαφένιο

θρόνο Πίσω του στεκόταν μια Σφίγγα

άγαλμα Πήρε ανθρώπινη μιλιά αρχίζοντας να

λέει καλωσορίσματα στον Μανωλιό Εκείνος

χαμογελαστός χαιρέτησεμα τι να δει Σrsquoέναν

καθρέπτη που βρέθηκε μπροστά του ο

Μανωλιός ήταν ντυμένος πρίγκιπας

bull Πω πω Τι όμορφος που είμαι Αναφώνησε

Ξαφνικά υπηρέτες έστρωσαν ένα κόκκινο

χαλί για να περάσει ο Μανωλιός και αυτοί

αριστερά και δεξιά τον προσκυνούσαν Όταν

πέρασε τον διάδρομο με το κόκκινο χαλί

στάθηκε στον βασιλιά που του είπε

Καλόκαρδο και πονόψυχο παλικάρι Εσύ πότιζες

το δέντρο κι έτσι μπόρεσε το παλάτι μου να

βρίσκεται εδώ με όλους τους ανθρώπους

μου διαφορετικά αν το άφηνες να ξεραθεί από

το ζεστό άνεμο τώρα δεν θα

υπήρχαμε Γιrsquoαυτό αξίζεις να γίνεις γιος μου

να παντρευτείς την Βασιλοπούλα και με

δικαιοσύνη αγάπη και φρόνηση να γίνεις εσύ

ο καινούριος Βασιλιάς λύνοντας έτσι τα μάγια

της κακιάς νεράιδας που μας είχε

καταδικασμένους

Έτσι κι έγινε Ο Μανωλιός έγινε βασιλιάς με

τιμές και δόξες διότι ήξερε την γλώσσα της

καρδιάς που πάντα μας διδάσκει πόσο καλό

είναι να είσαι άνθρωπος Από τότε ο

Μανωλιός έμεινε στο παλάτι και κανείς ακόμα

δεν ξέρει τι ταξίδι ακολούθησε στον χρόνο του

ύπνου του άφησε όμως πίσω του τον

πραγματικό θησαυρό της καλοσύνης και της

αγάπης

ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Ο μαγικός ελαιώνας

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα παιδάκι που

το έλεγαν Λευτέρη Κάθε χρόνο το καλοκαίρι

μόλις έκλειναν τα σχολεία πήγαινε διακοπές

στο σπίτι της γιαγιάς του

Ένα καλοκαίρι έζησε μια σπουδαία περιπέτεια

Μια μέρα που η γιαγιά του είχε πάει για ψώνια

στην κοντινή πόλη ο Λευτέρης αποφάσισε να

εξερευνήσει τη σοφίτα του σπιτιού

Ανέβηκε προσεκτικά τη στριφογυριστή ξύλινη

σκάλα και στάθηκε αναποφάσιστος μπροστά

στην κλειστή πόρτα Πήρε μια βαθιά ανάσα

και την έσπρωξε δυνατά Πόσο σκοτεινά ήταν ό-

λα εκεί μέσα Ο Λευτέρης σκόνταψε σ΄ ένα πα-

λιό μπαούλο

Το άνοιξε γεμάτος περιέργεια Και τι δε βρήκε

Ολόκληρο θησαυρό Παλιά βιβλία του παππού

φορέματα της γιαγιάς παιχνίδια της μητέρας

του όταν ήταν παιδί Κάτω κάτω ήταν

τσαλακωμένο ένα κιτρινισμένο χαρτί Το

ξετύλιξε βιαστικά και τι να δει Ένας παλιός

χάρτης με σχεδιάγραμμα Αμέσως τον άρπαξε

κι άρχισε το ταξίδι του

Περπάτησε ώρες πολλές Πέρασε την πεδιάδα

με τα κίτρινα στάχυα το γεφυράκι του μικρού

ποταμού ώσπου έφτασε στο τέλος σε έναν

κάμπο γεμάτο ελιές

Διάλεξε την πιο μεγάλη ελιά και κάθισε να

ξεκουραστεί ακουμπώντας στο γέρικο κορμό

της

Ξαφνικά άκουσε μια απαλή φωνή Έμοιαζε

με της γιαγιάς του Κοίταξε γύρω του μα δεν

είδε κανέναν Η φωνή συνέχισε να του μιλάει

τρυφερά Ο Λευτέρης γεμάτος περιέργεια

άρχισε να παρατηρεί προσεχτικά το γέρικο

κορμό τα πελώρια κλαδιά και τ΄ ασημένια

φύλλα της ελιάς Τότε κατάλαβε ποιος του

μιλούσε Έκπληκτος άγγιξε απαλά το υπέροχο

αυτό δέντρο και μοιράστηκε μαζί του όλα του

τα μυστικά

Από εκείνη την ημέρα ο Λευτέρης πήγαινε

καθημερινά στο μαγικό αυτό ελαιώνα

Καθόταν ώρες στη σκιά της αγαπημένης του

ελιάς κι άκουγε τις πιο ωραίες ιστορίες

Ο καιρός πέρασε γρήγορα κι ήρθε η μέρα που

έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι του Έτρεξε στο

μαγικό ελαιώνα κι αγκάλιασε κλαίγοντας το

αγαπημένο του δέντρο Η ελιά έγειρε τα

κλαδιά της και χάιδεψε τα μαλλιά του laquo Μη

στενοχωριέσαιraquo του ψιθύρισε laquo Κόψε ένα

κλαράκι μου και πάρ΄ το μαζί σου Φύτεψέ το

στην αυλή του σπιτιού σου κι εγώ θα είμαι

πάντα κοντά σουraquo

Έτσι κι έγινε Ένα καινούριο ολόδροσο

δεντράκι φύτρωσε στον κήπο του Λευτέρη Κι

από τότε δεν χώρισαν ποτέ

Οι μαγικοί σπόροι

Μια φορά κι έναν καιρό σ΄ ένα μακρινό

χωριουδάκι ζούσε με τη γιαγιά του ένα μικρό

κορίτσι που το έλεγαν Ελπίδα Το σπιτάκι τους

ήταν πολύ φτωχικό Δύσκολα τα έβγαζαν πέρα

Ο περασμένος χειμώνας ήταν πολύ βαρύς

Τα πρώτα χιόνια έπεσαν νωρίς κι ο κρύος

βοριάς σφύριζε μανιασμένα Κάθε πρωί η

γιαγιά με την εγγονή της πήγαιναν στο δάσος

και μάζευαν φρούτα και ξύλα για να

ζεσταθούν

Μια μέρα ο άνεμος φυσούσε άγρια κι ο ήλιος

είχε κρυφτεί πίσω από τα βαριά μαύρα

σύννεφα Η Ελπίδα άφησε τη γιαγιά της στο

κρύο σπιτάκι τους τυλίχτηκε σφιχτά με το

σάλι της και ξεκίνησε για το δάσος Τα πόδια

και τα χέρια της είχαν παγώσει Τα μαλλιά και

τα ρούχα της είχαν βραχεί από την ξαφνική

μπόρα Και το σπουδαιότερο δεν μπορούσε να

γυρίσει πίσω γιατί δεν είχε μαζέψει ακόμη

τίποτα Αποφάσισε τότε να μπει για λίγο σε

μια σπηλιά που βρήκε στο δρόμο της και να

περιμένει

Έτρεμε από το κρύο και

από το φόβο της Είχε αρ

χίσει να νυχτώνει και η

γιαγιά της σίγουρα θα

ανησυχούσε Ξαφνικά

ένα απόκοσμο φως γέμι

σε τη σπηλιά και μια πα

νέμορφη νεράιδα πα

ρουσιάστηκε μπροστά

της

Της χαμογέλασε γλυκά και της χάιδεψε απαλά τα μαλλιά Κρατούσε ένα μικρό σακουλάκι που το άφησε προσεκτικά στα χέρια της Ελπίδας laquoΌταν πας σπίτι σου να το ανοίξεις και να κάνεις ότι ακριβώς σου πει η γιαγιά σου Αυτή ξέρειraquo της είπε τρυφερά και χάθηκε στο σκοτάδι της σπηλιάς Το κορίτσι κρατώντας το γερά έτρεξε χαρούμενο στο φτωχικό του σπιτάκι Τα μάτια του έλαμπαν από ενθουσιασμό καθώς έδειχνε στη γιαγιά του το δώρο της νεράιδας

Η γιαγιά ψηλάφησε τους μεγάλους γυαλιστερούς σπόρους τους έβαλε στη χούφτα της Ελπίδας και της είπε να τους φυτέψει στην αυλή Έτσι ακριβώς έκανε το μικρό κορίτσι Τους έχωσε βαθιά στο έδαφος και τους σκέπασε με φρέσκο χώμα Την άνοιξη οι σπόροι φύτρωσαν και γρήγορα έγιναν μεγάλα δέντρα με υπέροχο σταχτοπράσινο φύλλωμα Ήταν φουντωτές ελιές που αγκάλιασαν το μικρό σπιτάκι Ήρθε το φθινόπωρο και τα κλαδιά τους γέμισαν ευλογημένο καρπό

Από τότε η Ελπίδα κι η γιαγιά της έζησαν

ευτυχισμένες βοηθώντας κάθε κουρασμένο

περαστικό

Η αξία της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό σrsquo ένα μακρινό

χωριό όλοι οι άνθρωποι ζούσαν ευτυχισμένοι

Είχαν πολλά κτήματα εκτιμήσει πλούσια

γεμάτα ελιές Ποτέ όμως δεν είχαν σωστά την

αξία τους

Κάποια μέρα καθώς έπαιζαν δυο παιδιά η

Μαρία και ο Νίκος εμφανίστηκε μπροστά

τους ένας άγνωστος άντρας Τους μίλησε για

τα ελαιόδεντρα και τη χρησιμότητά τους Τους

είπε πως πρέπει να τα φροντίζουν και να τα

αγαπούν

Μετά από αρκετές ημέρες έγινε κάτι φοβερό

Στο χωριό έπεσε μεγάλη κατάρα Όλα τα χωράφια με τα ελαιόδεντρα καταστράφηκαν

Η Μαρία και ο Νίκος αμέσως κατάλαβαν πως έπρεπε να πάνε να βρουν τον μυστήριο αυτό άντρα που τους είχε επισκεφτεί

Τους είχε πει πως ζούσε στο δάσος Αυτό όμως δεν ήταν και τόσοhellip συνηθισμένο δάσος Έλεγαν πως στις κουφάλες των δέντρων ζούσαν φαντάσματα και πως το μέγεθος των ζώων ήταν υπερφυσικό

Φοβόντουσαν πάρα πολύ Περπάτησαν

ατελείωτες ώρες στη σκιά των πελώριων

δέντρων Με τη βοήθεια ενός λιονταριού

κατάφεραν να βρουν τον πύργο του άντρα που

έψαχναν

Χτύπησαν την πόρτα

αλλά κανείς δεν τους

άνοιξε Αποφάσισαν

να περιμένουν Δεν

κατάλαβαν πόσος

χρόνος πέρασε καιhellip

η πόρτα άνοιξε μόνη

της

Τα παιδιά μπήκαν γεμάτα περιέργεια στον

πύργο Ανέβηκαν διστακτικά την παλιά

στριφογυριστή σκάλα που τα οδήγησε σrsquo έ-

να επιβλητικό δωμάτιο Εκεί εργαζόταν ο

μυστηριώδης άντρας που είχαν γνωρίσει

Αμέσως κατάλαβαν πως ήταν μάγος Τους

αποκάλυψε αμέσως το όνομά του τον έλεγαν

Άλφρεντ Άρχισαν λοιπόν να του μιλούν για

το πρόβλημά τους Ο μάγος τα άκουσε προσε-

κτικά και τους είπε τι πρέπει να κάνουν

Έπρεπε να περάσουν τρεις δοκιμασίες Μόνο

έτσι θα έφευγε η κατάρα

Στο χωριό όλοι οι κάτοικοι περνούσαν δύσκο-

λα Από πλούσιοι είχαν γίνει φτωχοί και χωρίς

την ελιά και το λάδι της δεν μπορούσαν να ζή-

σουν Κατάλαβαν έτσι την αξία της αλλά ήταν

πλέον αργά Ή μάλλον σχεδόν αργά

Όταν τα παιδιά επέστρεψαν διηγήθηκαν σε

όλους όλα όσα τους συνέβησαν Τους είπαν για

το μάγο και τις τρεις δοκιμασίες που έπρεπε να

περάσουν Το πρόβλημα όμως ήταν πως δεν

τους είχε πει ποιες ήταν αυτές οι δοκιμασίες

ποιοι θα τις περνούσαν και πότε

Οι μέρες περνούσαν

αργά και βασανιστικά

μετά από δυο μήνες στο

χωριό εμφανίστηκε ένα

μικρό κορίτσι Χτύπησε

την πόρτα ενός σπιτιού

και ζήτησε λίγο φαγητό

Η οικογένεια όμως Το έ-

διωξε Το κορίτσι ήταν

Ο μάγος Άλφρεντ μεταμορ-

φωμένος Αυτή ήταν η πρώ-

τη δοκιμασία που δυστυχώς

όμως απέτυχαν

Αφού πέρασε μια εβδομάδα περίπου ένα μι-

κρό άγνωστο αγόρι εμφανίστηκε σε μια ομάδα

παιδιών και τους ζήτησε να παίξει μαζί τους Η

Μαρία και ο Νίκος όχι μόνο το δέχτηκαν αλλά

το άφησαν να διαλέξει το παιχνίδι που θα έπαι-

ζαν

_ Εσύ Νίκο θα είσαι ο αγρότης Εγώ θα είμαι η

ελιά και Μαρία θα είναι οι καρποί μου είπε το

αγόρι

Τα παιδιά συμφώνησαν κι άρχισαν όλα μαζί να

παίζουν Ο μάγος τότε παρατήρησε τον τρόπο

που ο Νίκος περιποιόταν την ελιά και πόσο χαι-

ρόταν όταν μάζευε τους καρπούς της Αυτή ήταν

η δεύτερη δοκιμασία και τα παιδιά την πέρασαν

με επιτυχία

Πέρασε αρκετός καιρός ώσπου έφτασε η ώρα

για την τρίτη δοκιμασία Μια μέρα ήρθε στο χω-

ριό ένας πλανόδιος έμπορος Πουλούσε από σπό-

ρους μέχρι και μαγικά αντικείμενα Οι τιμές όμως

ήταν πολύ υψηλές Ο Νίκος με τον πατέρα του ζή-

τησαν να δουν τους σπόρους που είχε

_Έχω σπόρους συκιάς πορτοκαλιάς μηλιάς και

τον τελευταίο σπόρο ελιάς είπε ο άντρας

_Τον τελευταίο Ρώτησε ο Νίκος

_ Ναι Τον τελευταίο

_Δεν υπάρχει άλλος

_Όχι

_Ούτε ένας

_Τίποτα

_Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Ναι Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Είστε σίγουρος για αυτό

_Απολύτως

Ο Νίκος δεν πίστευε στ΄ αυτιά τουΤότε ζήτη-

σε αμέσως απόν τον πατέρα του να αγοράσει τον

τελευταίο σπόρο ελιάς σ΄ ολόκληρη τη γη Η τι-

μή του όμως ήταν πολύ πάρα πολύ υψηλή Εκα-

τό χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Γιε μου δεν έχουμε τόσα χρήματα Μπορούμε

όμως να πουλήσουμε τα τέσσερα κτήματά μας

_Ναι να τα δώσουμε Θα μας μείνει η αυλή του

σπιτιού Εκεί θα φυτέψουμε τον πολύτιμο σπόρο

Τότε εμφανίστηκε ο μάγος Άλφρεντ

_Δίνω διακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα είπε

ο μάγος

_Άλφρεντ δεν είναι τίμιο είπε ο Νίκος

Προλάβαμε

εμείς να αγοράσουμε αυτόν το σπόρο

_Δίνω τριακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Τότε εγώ θα δώσω και το σπίτι μου είπε ο πα-

τέρας του Νίκου

_Ναι αλλά hellip αυτά είναι λιγότερα από τα χρή-

ματα που μου δίνει ο μάγος είπε ο έμπορος

_Τότε και εγώ θα δώσω όσα χρήματα έχω στον

κουμπαρά μου είπε η Μαρία

_Κι εγώ φώναξε ο Βασίλης

_Εγώ θα δώσω το μοναδικό κτήμα που έχω είπε

ο κύριος Βαγγέλης

_Και εγώ φώναξε η κυρία Βαρβάρα

_Ναι Και εμείς θα δώσουμε ότι έχουμε στους

κουμπαράδες μας φώναξαν δυνατά όλα τα

παιδιά που ήταν μαζεμένα στην πλατεία του

χωριού

Όλοι άρχισαν να δίνουν χρήματα σπίτια

έπιπλα χωράφια και μαγαζιά μέχρι που κέρδι-

σαν το μάγο Άλφρεντ και αγόρασαν το σπόρο

της ελιάς Από τη στιγμή που τον φύτεψαν το

πρόσεχαν πάρα πολύ

Μετά από χρόνια όταν οι χωρικοί μάζεψαν

τους καρπούς αυτής της ελιάς διαπίστωσαν ότι

είχε το πιο νόστιμο λάδι Τότε ο μάγος

πείστηκε πως όλοι είχαν καταλάβει την αξία

της και γέμισε ξανά όλα τα χωράφια τους με

ελαιόδεντρα

ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α

Κουκάκη Κατερίνα

Μπογκντάνι Γκισέλα

Καρυώτης Γιώργος

Αθανασόπουλος Στέφανος

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 18: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

Πατρίδα τα λιοτρίβια σου

δουλεύουν νύχτα μέρα

με του λαδιού τη μυρωδιά

γεμίζουν τον αέρα

Κι είνrsquo οι ελιές Πατρίδα μου

ακούραστες γριούλες

Με τον καρπό τους τρέφουνε

παιδάκια και μανούλες

Κι είνrsquo οι ελιές Πατρίδα μου

Δέντρα ευλογημένα

που στέκονται στον άνεμο

με τα κλαδιά απλωμένα

Γλυκόφυλλη η ελιά τον ίσκιο διπλώνει

το φουντωμένο κλήμα πού και πού

το ψηλαφούν οι χαμηλοί της κλώνοι

γερμένοι από το βάρος του καρπού

Αντίκρυ σκοτεινό το ερημοκλήσι

με πόθο και μrsquo αγάπη τη θεωρεί

γιατί το καντηλάκι που lsquoχει σβήσει

το φως απrsquo τον καρπό της λαχταρεί

Η ελιά Λορέντζος Μαβίλης

Στὴν κουφάλα σου ἐφώλιασε μελίσσιγέρικη ἐλιά ποὺ γέρνεις μὲ τὴ λίγηπρασινάδα ποὺ ἀκόμα σὲ τυλίγεισὰ νἄθελε νὰ σὲ νεκροστολίσει

Καὶ τὸ κάθε πουλάκι στὸ μεθύσιτῆς ἀγάπης πιπίζοντας ἀνοίγειστὸ κλαρί σου ἐρωτάρικο κυνήγιστὸ κλαρί σου ποὺ δὲ θὰ ξανανθίσει

Ὢ πόσο στὴ θανὴ θὰ σὲ γλυκάνουνμὲ τὴ μαγευτικὴ βοὴ ποὺ κάνουνὁλοζώντανης νιότης ὀμορφάδες

ποὺ σὰ θύμησες μέσα σου πληθαίνουνὢ νὰ μποροῦσαν ἔτσι νὰ πεθαίνουνκαὶ ἄλλες ψυχὲς τῆς ψυχῆς σου ἀδερφάδες

Η ελιά Πέτρος Λυγίζος

Γύρω απrsquo τον κορμό αυτόν

στροβιλίζεται ο χρόνος

Στην ελιά της μνήμης και της προσδοκίας

ακουμπώ ένα δάκρυ στο ακριανό φύλλο

Θυμάσαι όταν ανεβαίναμε στο καρτερικό κορμί της

Όταν το βήμα της νιότης μας

λοξοδρομούσε στο όνειρο

Γύρω απrsquo τον κορμό αυτόν

παίζουν ακόμη οι φίλοι μου

Στην ελιά της ζωής και της νοσταλγίας

Ψάχνω τον Αδριανό και τον Κώστα

κι εσένα

όταν σε πήρε το πρώτο χάδι μου

όταν κρύφτηκες χαμογελώντας

πίσω απrsquo τις χρυσοπράσινες φυλλωσιές

Τώρα τόσα χρόνια μετά

πηγαίνω τα δειλινά για προσκύνημα

στον ίσκιο της απαγκιάζουν οι φόβοι μου

στη μαγική σπηλιά της

τρυπώνει μυστικά το παιδικό μου όνειρο

κι εσύ πάνω στα αιωρούμενα φύλλα

σαν ιπτάμενο ξωτικό

χορεύεις ταξιδεύοντας

απrsquo το παρελθόν μέχρι το άπειροhellip

Αποσπάσματα από ποιήματα του

Οδυσσέα Ελύτη

Ε σεις στεριές και θάλασσες

τrsquo αμπέλια κι οι χρυσές ελιές

ακούστε τα χαμπέρια μου

μέσα στα μεσημέρια μου

Σrsquo όλους τους τόπους κι αν γυρνώ

μόνον ετούτο αγαπώ

Λοιπόν ευρέθηκε ο χρυσός

της λιόριζας

να έχει σταλάξει στα φύλλα

της καρδιάς του

Κι από τις τόσες φορές όπου

ξαγρύπνησε

σιμά στο κηροπήγιο

καρτερώντας

τα χαράματα μια πυράδα

παράξενη

του είχε αρπάξει τα σωθικά

Οι φωνές των πουλιών που

είχε σrsquo ώρες

μεγάλης μοναξιάς

αποστηθίσει

φαίνεται να ξεχύθηκαν όλες

μαζί

τόσο που δεν εστάθη βολετό

να προχωρήσει

σε μεγάλο βάθος το μαχαίρι

Μάλλον η πρόθεση άρκεσε

για το Κακό

Που ταrsquo αντίκρισε ndash είναι

φανερό ndash στη στάση

την τρομαχτική του αθώου

Ανοιχτά περήφανα τα μάτια

του κι όλο το

δάσος να σαλεύει ακόμη στον

ακηλίδωτον

αμφιβληστροειδή

Στον εγκέφαλο τίποτε πάρεξ

μια ηχώ

ουρανού καταστραμμένη

Έζησα τrsquo όνομα το αγαπημένο

στον ίσκιο της γιαγιάς ελιάς

στον ρόχθο της ισόβιας θάλασσας

Χάραξα τrsquo όνομα το αγαπημένο

στον ίσκιο της γιαγιάς ελιάς

στον ρόχθο της ισόβιας θάλασσας

Ω λινό καλοκαίρι συνετό

φθινόπωρο

χειμώνα ελάχιστε

η ζωή καταβάλλει τον οβολό

του φύλλου της ελιάς

και στη νύχτα μέσα των αφρόνων

μrsquo ένα μικρό τριζόνι

κατακυρώνει πάλι το νόμιμο

του Ανέλπιστου

Αποσπάσματα από ποιήματα του

Γιάννη Ρίτσου

Ετούτου το τοπίο είναι σκληρό

σαν τη σιωπή

σφίγγει στον κόρφο του

τα πυρωμένα του λιθάρια

σφίγγει στο φως

τις ορφανές ελιές του

και τrsquo αμπέλια του

σφίγγει τα δόντια

Ποιος θα σταθεί

στον ίσκιο της ελιάς

παρέα με το τζιτζίκι

μη σωπάσει το τζιτζίκι

τώρα που ο ασβέστης

του μεσημεριού

βάφει τη μάντρα

ολόγυρα του ορίζοντα

σβήνοντας τα μεγάλα

αντρίκια ονόματά τους

ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ

bullΗ ελιά κρασί δε βγάζει

bullΠέρασε της ελιάς τα φαρμάκια

bullΤου χάρισαν της ελιάς το μέσα και του αβγού το

απrsquo έξω

bullΛάδι βρέχει κάστανα χιονίζει

bullΚλήμα του χεριού σου κι ελιές απrsquo τον παππού

σου

bullΗ ελιά είναι κυρά κι όποτε θέλει κάνει

bullΞεφόρτωσέ την την ελιά να σε φορτώσει λάδι

bullΒάλε ελιά για το παιδί σου και συκιά για τη ζωή

σου

bullΑπrsquo τον θέρο ως τις ελιές δεν απολείπουν οι

δουλειές

bullΈχουμε ελιές και ελήδια έχουμε κι αγρηλίδια

bullΤου έβγαλε το λάδι

bullΜη ρίχνεις λάδι στη φωτιά

bull Αν δε σφίξεις την ελιά δε βγάζει λάδι

bull Άκουσες λάδι τρέχα άκουσες στεφάνι φεύγα

bull Όποιος έχει σιτάρι κρασί και λάδι στο πιθάρι

έχει του κόσμου τα καλά και του θεού τη χάρη

bull Ξεφόρτωσέ τη την ελιά να σε φορτώσει λάδι

bull Δεν τρώγεται ούτε με το λάδι ούτε με το ξύδι

bull Η αλήθεια πλέει σαν το λάδι στο νερό

bull Κάθε σταλαματιά νερό τ Απρίλη είναι ένα

βαρέλι λάδι

ΑΙΝΙΓΜΑΤΑ

Από κλαδάκι κρέμεται

Στην αγορά πουλιέται

Το εξωτερικό της τρώγεται

Το μέσα της πετιέται

Τι είναι Η ελιά

Μάνα και θυγατέρα

έχουν το ίδιο όνομα

Μάντεψε ποιο όνομα έχουν κι οι δυο

Ελιά

Κι όταν έρθει ο Οκτώβρης

ωριμάζω πιο πολύ

πρασινίζω και μαυρίζω

και γεμίζω το σακί

Τι είμαι Η ελιά

Δεν πεθαίνει κι αν περάσουν

Χρόνια εκατό και χίλια

Μας χορταίνει μας φροντίζει

Μας ανάβει τα καντήλια

Τι είναι

Η ελιά

Στα δέντρα πάνω κρέμεται

Στις εκκλησιές κοιμάται

Και τα χρυσά της κόκαλα

Μες στη φωτιά τα βάζω

Τι είναι

Η ελιά

Πράσινα είνrsquo τα νιάτα μου

μαύρα τα γερατειά μου

χαροποιά η θλίψη μου

θροφή τα δάκρυά μου

Τί είναι

Η ελιά

ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Το παραμύθι της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σε μια φτωχογειτονιά

ένα φτωχό μα πολύ καλόκαρδο κορίτσι που το έλεγαν

Ελιά

Κάθε μέρα η Ελιά γύριζε τη γειτονιά της έβλεπε τον

κόσμο να ζει φτωχός και δυστυχισμένος και γύριζε

στο σπίτι της πολύ στενοχωρημένη

Κάτι πρέπει να κάνω να τους βοηθήσω σκεφτόταν Κι

από την άλλη μέρα κιόλας άρχισε Βγήκε στη

γειτονιά κράτησε τα παιδιά της γειτόνισσας για να

πάει να δουλέψει και να μπορεί να φέρει στα παιδιά

της λίγο φαΐ

Μια άλλη μέρα πήγε στη γριούλα που ήταν άρρωστη της μαγείρεψε της σκούπισε το σπίτι την έπλυνε την ταΐσε Την άλλη μέρα πάλι έβγαλε τον παράλυτο γέρο με το καρότσι του βόλτα για να πάρει αέρα και ήλιο

Τα βράδια γύριζε κατάκοπη μα ευχαριστημένη που είχε καταφέρει να δώσει λίγη χαρά στους φτωχούς ανθρώπους

Οι μέρες περνούσαν κι η Ελιά όλο δούλευε όσο αδυνάτιζε Μα έβλεπε πως ότι κι αν έκανε ο κόσμος ήταν πάντα φτωχός και δυστυχισμένοςΑυτό τη στενοχωρούσε πάρα πολύ κι έτσι στενοχωρημένη κάθισε στην αυλή του σπιτιού της και συλλογιζόταν

- Τι να κάνω τι να κάνω Δεν μπορώ να βλέπω τόση δυστυχία Το σπουργίτι που την είδε τόσο στενοχωρημένη - και που την αγαπούσε γιατί κάθε μέρα του έριχνε σπόρους και ψίχουλα - δεν άντεξε και πέταξε βαθιά στο δάσος

Εκεί βρήκε την καλή νεράιδα και της είπε- Τρέξε καλή νεράιδα η Ελιά είναι πολύ στενοχωρημένη χλωμή κι αδύνατη

Η καλή νεράιδα ανήσυχη έτρεξε στην αυλή της Ελιάς και τη ρώτησε- Τι έχεις Ελιά μου κι είσαι τόσο λυπημένη- Αχ καλή μου νεράιδα Δεν μπορώ να βλέπω τόση φτώχεια και δυστυχία γύρω μου- Και τι θέλεις δηλαδή- θέλω να τους γίνω χρήσιμη θέλω να τους προσφέρω κάτι πολύτιμο που να τους δώσει ζωή και χαρά

-Το θέλεις αλήθεια τόσο πολύ

- Και βέβαια το θέλω δε βλέπεις πως έλιωσα

από τη στενοχώρια μου

- Τότε σταμάτησε να στενοχωριέσαι θα σε κάνω

αυτό που θέλεις Και τσουπ την άγγιξε με το

ραβδάκι της κι αμέσως η Ελιά έγινε ένα

μεγάλο δέντρο που έβγαλε φύλλα

λουλουδάκια άσπρα που έγιναν ελιές

πράσινες μωβ μαύρες

Έπεσαν στη γη τα κουκούτσια φύτρωσαν

έγιναν δεντράκια και σχημάτισαν ένα μεγάλο

ελαιώνα

Ήρθαν οι γείτονες μάζεψαν τις ελιές έβγαλαν

λάδι έφαγαν χόρτασαν ρόδισαν τα μαγουλά

τους ζωήρεψαν κι άρχισαν να χαμογελούν και

να ζουν ευτυχισμένοι

Για να ευχαριστήσουν την ελιά και να της

δείξουν την αγάπη τους πήραν το λάδι τους

το έβαλαν στο καντήλι για να θυμίζουν στην

Παναγιά και στο Χριστό την καλοσύνη της

ελιάς και την αγάπη της για τον κόσμο

Κι η Παναγιά με τη σειρά της την ευλόγησε Κι

ο Χριστός κάτω απ την ελιά ήρθε και

ξεκουράστηκε

Κι εκείνη καμάρωνε ευχαριστημένη στη μέση

στον ελαιώνα και φρόντιζε όταν έρχονται οι

άνθρωποι να τη μαζέψουν να ναι γεμάτη

ελιές να χορταίνουν οι φτωχοί και να

φωτίζονται απ τις καντήλες όλες οι εκκλησιές

Η μικρή ελιά

Η μικρή ελιά για πρώτη φορά γέμισε καρπό

Ο γεωργός την αγαπούσε γιατί του θύμιζε την

πρώτη του αγάπη κοντούλα και στρουμπουλή

Της είχε φτιάξει ένα περιδέραιο με

ασπρισμένες πέτρες και συχνά καθόταν και

κουβέντιαζε μαζί της τα όνειρα και τις

αναμνήσεις του Η ελιά κάθε μέρα και πιο

όμορφη

Ένα πρωί του Νοέμβρη ο γεωργός άπλωσε πανιά

κι άρχισε να την ραβδίζει Πάνε οι ελιές πάνε

τα φύλλα πάει η ομορφιά

Η ελιά μέσα στα αναφιλητά της μονολογούσε

-Μ αγαπούσε και με χάλασε Πως εννοεί ο

άνθρωπος την αγάπη Έλεγε και ξανάλεγε

Τότε ακούει μια μαργαρίτα να της λέει

-Άκουσε να σου πω Ο άνθρωπος δεν ξέρει την

αγάπη

Μην τον παρεξηγείς Κοίταξε εμένα που μια

ζωή με μαδάει για να μάθειhellip

Το καλάμι κι η ελιά

Μια φορά δίπλα σε μια ελιά είχε φυτρώσει ένα καλάμιΗ ελιά ήταν ένα μεγάλο και δυνατό δέντρο με πολλά κλαδιά πουκρατούσαν τα φύλλα τους όλη τη χρονιά και κάθε δυο χρόνιαέγερναν από το βάρος του καρπού

Το καλάμι πάλι ήτανε ψηλόλιγνο με καταπράσινα στενόμακρα φύλλα με ωραιότατα παράξενα λουλούδια που έμοιαζαν με τσαμπιά κι είχανε το σχήμα του αδραχτιού

Η ελιά καυχιόταν ολοένα

-Τι είσαι συ μπροστά μου έλεγε στο καλάμιΕγώ είμαι ένα δέντρο μεγάλο δυνατό ευλογημένο Οι άνθρωποι με λατρεύουνγιατί τους δίνω τις ελιές και το λάδι μου τους δίνω ξερόκλαδα για να ζεσταίνονταιτους δίνω ξύλα για να φτιάχνουν ακριβά έπιπλα Είμαι μεγάλη ψηλή γερήκαι συ είσαι ένα αδύναμο πραγματάκι που λυγίζεις μπροστά σrsquo όλους τους ανέμους και τους προσκυνάς Δεν μπορώ να καταλάβω πώς έχεις την τόλμη να φυτρώνεις πλάι μου

Το καημένο το καλάμι

που ήταν από φυσικού

του ντροπαλό ταrsquo

άκουγε όλα αυτά και

δεν έλεγε τίποτα κι

ούτε και θύμωνε γιατί

αυτό δεν είχε να

καυχηθεί για τίποτα

Ήρθε ένας χειμώνας όμως βαρύς κι άρχισε να

φυσάει ένας αέρας δαιμονισμένος

που χτυπούσε με μανία την ελιά ώσπου στο

τέλος την ξερίζωσε

Το καλάμι με το πρώτο φύσημα του ανέμου

έγειρε λυγερό όπως ήτανε

προς το νερό κι έτσι ο άνεμος περνούσε από

πάνω του χωρίς να το πειράξει

Κι όταν η καταιγίδα σταμάτησε κι ο άνεμος

έπαψε να φυσάει

η ελιά απόμεινε πεσμένη στο χώμα και το

καλάμι σηκώθηκε

πάλι όρθιο και λυγερό όπως και πριν

Βλέπετε το καλάμι ήξερε να υποχωρεί εκεί που

ένιωθε ότι δεν είχε δύναμη νrsquo αντισταθεί ενώ

η ελιά πλήρωσε με τη ζωή της την

υπερηφάνειά της

Ο Μανωλιός και η γέρικη ελιά

Μια φορά και έναν καιρό όταν ο ζεστός άνεμος

φυσούσε και τα δέντρα λυπημένα έγερναν τα

κουρασμένα φυλλώματά τους ένα παλικάρι

που τον έλεγαν Μανωλιό πήγαινε τα πότιζε

και τους έκανε συντροφιά Τrsquo άλλα παλικάρια

του χωριού ζήλευαν τις χάρες και την καρδιά

του Μανωλιού Ψιθύριζαν λόγια άσχημα

μεταξύ τους δίχως να καταλαβαίνουν ότι αυτό

που έκαναν δεν ήταν σωστό

Μια μέρα κάθισαν κάτω από τον ίσκιο μιας

γέρικης ελιάς για να ξαποστάσουν Ξαφνικά

άκουσαν ένα θρόισμα γύρισαν τα κεφαλάκια

τους και από το κέντρο του κορμού της ελιάς

είδανε ένα χαμογελαστό πρόσωπο που με

ανθρώπινη μιλιά τους είπε

Αυτό το δέντρο που στον ίσκιο του ήρθατε να ξεκουραστείτε ξέρετε ποιος το ποτίζει

Όχι απάντησαν εκείνοι

Ο Μανωλιός που κοροϊδεύετε αποκρίθηκε το δέντρο

Εκείνοι ντροπιασμένοι έφυγαν με σκυμμένο το κεφάλι Στο δρόμο συνάντησαν τον Μανωλιό

Καλημέρα είπαν με μία φωνή Σήμερα θα έρθουμε μαζί σου να σε βοηθήσουμε να ποτίσεις τα δέντρα

Έτσι κι έγινε Από τότε έγιναν φίλοι Κάθε

απόγευμα πότιζαν τα δέντρα κι ύστερα κάτω

από τα φυλλώματα της γέρικης ελιάς άρχιζαν

το τραγούδι που μιλούσε για χώρες

παράξενε για ζούγκλες με πολύχρωμους

παπαγάλους για ινδιάνους με κιτρινοκόκκινα

φτερά στα καπέλα τους και ιδιαίτερα

τραγουδούσαν για την συμπόνια και την

ευαίσθητη καρδιά των ανθρώπων

Μια μέρα που ο ήλιος γίνηκε πορφυρός και

κρύφτηκε πίσω από τα βουνά ο Μανωλιός

πήγε μόνος του πότισε την γέρικη ελιά

ξάπλωσε και τον πήρε ένας βαθύς ύπνος Τότε

είδε πως μέσα στην κουφάλα της γέρικης ελιάς

είχανε στήσει ένα πανέμορφο παλάτι γεμάτο

κόσμο που χόρευε και γλένταγε

Θα πάω κι εγώ είπε δειλά δειλά ο Μανωλιός

bull Όσο προχωρούσε τόσο τα φώτα

μεγάλωναν ώσπου έφτασε στο κέντρο Εκεί

ένας βασιλιάς καθόταν σrsquoένα χρυσαφένιο

θρόνο Πίσω του στεκόταν μια Σφίγγα

άγαλμα Πήρε ανθρώπινη μιλιά αρχίζοντας να

λέει καλωσορίσματα στον Μανωλιό Εκείνος

χαμογελαστός χαιρέτησεμα τι να δει Σrsquoέναν

καθρέπτη που βρέθηκε μπροστά του ο

Μανωλιός ήταν ντυμένος πρίγκιπας

bull Πω πω Τι όμορφος που είμαι Αναφώνησε

Ξαφνικά υπηρέτες έστρωσαν ένα κόκκινο

χαλί για να περάσει ο Μανωλιός και αυτοί

αριστερά και δεξιά τον προσκυνούσαν Όταν

πέρασε τον διάδρομο με το κόκκινο χαλί

στάθηκε στον βασιλιά που του είπε

Καλόκαρδο και πονόψυχο παλικάρι Εσύ πότιζες

το δέντρο κι έτσι μπόρεσε το παλάτι μου να

βρίσκεται εδώ με όλους τους ανθρώπους

μου διαφορετικά αν το άφηνες να ξεραθεί από

το ζεστό άνεμο τώρα δεν θα

υπήρχαμε Γιrsquoαυτό αξίζεις να γίνεις γιος μου

να παντρευτείς την Βασιλοπούλα και με

δικαιοσύνη αγάπη και φρόνηση να γίνεις εσύ

ο καινούριος Βασιλιάς λύνοντας έτσι τα μάγια

της κακιάς νεράιδας που μας είχε

καταδικασμένους

Έτσι κι έγινε Ο Μανωλιός έγινε βασιλιάς με

τιμές και δόξες διότι ήξερε την γλώσσα της

καρδιάς που πάντα μας διδάσκει πόσο καλό

είναι να είσαι άνθρωπος Από τότε ο

Μανωλιός έμεινε στο παλάτι και κανείς ακόμα

δεν ξέρει τι ταξίδι ακολούθησε στον χρόνο του

ύπνου του άφησε όμως πίσω του τον

πραγματικό θησαυρό της καλοσύνης και της

αγάπης

ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Ο μαγικός ελαιώνας

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα παιδάκι που

το έλεγαν Λευτέρη Κάθε χρόνο το καλοκαίρι

μόλις έκλειναν τα σχολεία πήγαινε διακοπές

στο σπίτι της γιαγιάς του

Ένα καλοκαίρι έζησε μια σπουδαία περιπέτεια

Μια μέρα που η γιαγιά του είχε πάει για ψώνια

στην κοντινή πόλη ο Λευτέρης αποφάσισε να

εξερευνήσει τη σοφίτα του σπιτιού

Ανέβηκε προσεκτικά τη στριφογυριστή ξύλινη

σκάλα και στάθηκε αναποφάσιστος μπροστά

στην κλειστή πόρτα Πήρε μια βαθιά ανάσα

και την έσπρωξε δυνατά Πόσο σκοτεινά ήταν ό-

λα εκεί μέσα Ο Λευτέρης σκόνταψε σ΄ ένα πα-

λιό μπαούλο

Το άνοιξε γεμάτος περιέργεια Και τι δε βρήκε

Ολόκληρο θησαυρό Παλιά βιβλία του παππού

φορέματα της γιαγιάς παιχνίδια της μητέρας

του όταν ήταν παιδί Κάτω κάτω ήταν

τσαλακωμένο ένα κιτρινισμένο χαρτί Το

ξετύλιξε βιαστικά και τι να δει Ένας παλιός

χάρτης με σχεδιάγραμμα Αμέσως τον άρπαξε

κι άρχισε το ταξίδι του

Περπάτησε ώρες πολλές Πέρασε την πεδιάδα

με τα κίτρινα στάχυα το γεφυράκι του μικρού

ποταμού ώσπου έφτασε στο τέλος σε έναν

κάμπο γεμάτο ελιές

Διάλεξε την πιο μεγάλη ελιά και κάθισε να

ξεκουραστεί ακουμπώντας στο γέρικο κορμό

της

Ξαφνικά άκουσε μια απαλή φωνή Έμοιαζε

με της γιαγιάς του Κοίταξε γύρω του μα δεν

είδε κανέναν Η φωνή συνέχισε να του μιλάει

τρυφερά Ο Λευτέρης γεμάτος περιέργεια

άρχισε να παρατηρεί προσεχτικά το γέρικο

κορμό τα πελώρια κλαδιά και τ΄ ασημένια

φύλλα της ελιάς Τότε κατάλαβε ποιος του

μιλούσε Έκπληκτος άγγιξε απαλά το υπέροχο

αυτό δέντρο και μοιράστηκε μαζί του όλα του

τα μυστικά

Από εκείνη την ημέρα ο Λευτέρης πήγαινε

καθημερινά στο μαγικό αυτό ελαιώνα

Καθόταν ώρες στη σκιά της αγαπημένης του

ελιάς κι άκουγε τις πιο ωραίες ιστορίες

Ο καιρός πέρασε γρήγορα κι ήρθε η μέρα που

έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι του Έτρεξε στο

μαγικό ελαιώνα κι αγκάλιασε κλαίγοντας το

αγαπημένο του δέντρο Η ελιά έγειρε τα

κλαδιά της και χάιδεψε τα μαλλιά του laquo Μη

στενοχωριέσαιraquo του ψιθύρισε laquo Κόψε ένα

κλαράκι μου και πάρ΄ το μαζί σου Φύτεψέ το

στην αυλή του σπιτιού σου κι εγώ θα είμαι

πάντα κοντά σουraquo

Έτσι κι έγινε Ένα καινούριο ολόδροσο

δεντράκι φύτρωσε στον κήπο του Λευτέρη Κι

από τότε δεν χώρισαν ποτέ

Οι μαγικοί σπόροι

Μια φορά κι έναν καιρό σ΄ ένα μακρινό

χωριουδάκι ζούσε με τη γιαγιά του ένα μικρό

κορίτσι που το έλεγαν Ελπίδα Το σπιτάκι τους

ήταν πολύ φτωχικό Δύσκολα τα έβγαζαν πέρα

Ο περασμένος χειμώνας ήταν πολύ βαρύς

Τα πρώτα χιόνια έπεσαν νωρίς κι ο κρύος

βοριάς σφύριζε μανιασμένα Κάθε πρωί η

γιαγιά με την εγγονή της πήγαιναν στο δάσος

και μάζευαν φρούτα και ξύλα για να

ζεσταθούν

Μια μέρα ο άνεμος φυσούσε άγρια κι ο ήλιος

είχε κρυφτεί πίσω από τα βαριά μαύρα

σύννεφα Η Ελπίδα άφησε τη γιαγιά της στο

κρύο σπιτάκι τους τυλίχτηκε σφιχτά με το

σάλι της και ξεκίνησε για το δάσος Τα πόδια

και τα χέρια της είχαν παγώσει Τα μαλλιά και

τα ρούχα της είχαν βραχεί από την ξαφνική

μπόρα Και το σπουδαιότερο δεν μπορούσε να

γυρίσει πίσω γιατί δεν είχε μαζέψει ακόμη

τίποτα Αποφάσισε τότε να μπει για λίγο σε

μια σπηλιά που βρήκε στο δρόμο της και να

περιμένει

Έτρεμε από το κρύο και

από το φόβο της Είχε αρ

χίσει να νυχτώνει και η

γιαγιά της σίγουρα θα

ανησυχούσε Ξαφνικά

ένα απόκοσμο φως γέμι

σε τη σπηλιά και μια πα

νέμορφη νεράιδα πα

ρουσιάστηκε μπροστά

της

Της χαμογέλασε γλυκά και της χάιδεψε απαλά τα μαλλιά Κρατούσε ένα μικρό σακουλάκι που το άφησε προσεκτικά στα χέρια της Ελπίδας laquoΌταν πας σπίτι σου να το ανοίξεις και να κάνεις ότι ακριβώς σου πει η γιαγιά σου Αυτή ξέρειraquo της είπε τρυφερά και χάθηκε στο σκοτάδι της σπηλιάς Το κορίτσι κρατώντας το γερά έτρεξε χαρούμενο στο φτωχικό του σπιτάκι Τα μάτια του έλαμπαν από ενθουσιασμό καθώς έδειχνε στη γιαγιά του το δώρο της νεράιδας

Η γιαγιά ψηλάφησε τους μεγάλους γυαλιστερούς σπόρους τους έβαλε στη χούφτα της Ελπίδας και της είπε να τους φυτέψει στην αυλή Έτσι ακριβώς έκανε το μικρό κορίτσι Τους έχωσε βαθιά στο έδαφος και τους σκέπασε με φρέσκο χώμα Την άνοιξη οι σπόροι φύτρωσαν και γρήγορα έγιναν μεγάλα δέντρα με υπέροχο σταχτοπράσινο φύλλωμα Ήταν φουντωτές ελιές που αγκάλιασαν το μικρό σπιτάκι Ήρθε το φθινόπωρο και τα κλαδιά τους γέμισαν ευλογημένο καρπό

Από τότε η Ελπίδα κι η γιαγιά της έζησαν

ευτυχισμένες βοηθώντας κάθε κουρασμένο

περαστικό

Η αξία της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό σrsquo ένα μακρινό

χωριό όλοι οι άνθρωποι ζούσαν ευτυχισμένοι

Είχαν πολλά κτήματα εκτιμήσει πλούσια

γεμάτα ελιές Ποτέ όμως δεν είχαν σωστά την

αξία τους

Κάποια μέρα καθώς έπαιζαν δυο παιδιά η

Μαρία και ο Νίκος εμφανίστηκε μπροστά

τους ένας άγνωστος άντρας Τους μίλησε για

τα ελαιόδεντρα και τη χρησιμότητά τους Τους

είπε πως πρέπει να τα φροντίζουν και να τα

αγαπούν

Μετά από αρκετές ημέρες έγινε κάτι φοβερό

Στο χωριό έπεσε μεγάλη κατάρα Όλα τα χωράφια με τα ελαιόδεντρα καταστράφηκαν

Η Μαρία και ο Νίκος αμέσως κατάλαβαν πως έπρεπε να πάνε να βρουν τον μυστήριο αυτό άντρα που τους είχε επισκεφτεί

Τους είχε πει πως ζούσε στο δάσος Αυτό όμως δεν ήταν και τόσοhellip συνηθισμένο δάσος Έλεγαν πως στις κουφάλες των δέντρων ζούσαν φαντάσματα και πως το μέγεθος των ζώων ήταν υπερφυσικό

Φοβόντουσαν πάρα πολύ Περπάτησαν

ατελείωτες ώρες στη σκιά των πελώριων

δέντρων Με τη βοήθεια ενός λιονταριού

κατάφεραν να βρουν τον πύργο του άντρα που

έψαχναν

Χτύπησαν την πόρτα

αλλά κανείς δεν τους

άνοιξε Αποφάσισαν

να περιμένουν Δεν

κατάλαβαν πόσος

χρόνος πέρασε καιhellip

η πόρτα άνοιξε μόνη

της

Τα παιδιά μπήκαν γεμάτα περιέργεια στον

πύργο Ανέβηκαν διστακτικά την παλιά

στριφογυριστή σκάλα που τα οδήγησε σrsquo έ-

να επιβλητικό δωμάτιο Εκεί εργαζόταν ο

μυστηριώδης άντρας που είχαν γνωρίσει

Αμέσως κατάλαβαν πως ήταν μάγος Τους

αποκάλυψε αμέσως το όνομά του τον έλεγαν

Άλφρεντ Άρχισαν λοιπόν να του μιλούν για

το πρόβλημά τους Ο μάγος τα άκουσε προσε-

κτικά και τους είπε τι πρέπει να κάνουν

Έπρεπε να περάσουν τρεις δοκιμασίες Μόνο

έτσι θα έφευγε η κατάρα

Στο χωριό όλοι οι κάτοικοι περνούσαν δύσκο-

λα Από πλούσιοι είχαν γίνει φτωχοί και χωρίς

την ελιά και το λάδι της δεν μπορούσαν να ζή-

σουν Κατάλαβαν έτσι την αξία της αλλά ήταν

πλέον αργά Ή μάλλον σχεδόν αργά

Όταν τα παιδιά επέστρεψαν διηγήθηκαν σε

όλους όλα όσα τους συνέβησαν Τους είπαν για

το μάγο και τις τρεις δοκιμασίες που έπρεπε να

περάσουν Το πρόβλημα όμως ήταν πως δεν

τους είχε πει ποιες ήταν αυτές οι δοκιμασίες

ποιοι θα τις περνούσαν και πότε

Οι μέρες περνούσαν

αργά και βασανιστικά

μετά από δυο μήνες στο

χωριό εμφανίστηκε ένα

μικρό κορίτσι Χτύπησε

την πόρτα ενός σπιτιού

και ζήτησε λίγο φαγητό

Η οικογένεια όμως Το έ-

διωξε Το κορίτσι ήταν

Ο μάγος Άλφρεντ μεταμορ-

φωμένος Αυτή ήταν η πρώ-

τη δοκιμασία που δυστυχώς

όμως απέτυχαν

Αφού πέρασε μια εβδομάδα περίπου ένα μι-

κρό άγνωστο αγόρι εμφανίστηκε σε μια ομάδα

παιδιών και τους ζήτησε να παίξει μαζί τους Η

Μαρία και ο Νίκος όχι μόνο το δέχτηκαν αλλά

το άφησαν να διαλέξει το παιχνίδι που θα έπαι-

ζαν

_ Εσύ Νίκο θα είσαι ο αγρότης Εγώ θα είμαι η

ελιά και Μαρία θα είναι οι καρποί μου είπε το

αγόρι

Τα παιδιά συμφώνησαν κι άρχισαν όλα μαζί να

παίζουν Ο μάγος τότε παρατήρησε τον τρόπο

που ο Νίκος περιποιόταν την ελιά και πόσο χαι-

ρόταν όταν μάζευε τους καρπούς της Αυτή ήταν

η δεύτερη δοκιμασία και τα παιδιά την πέρασαν

με επιτυχία

Πέρασε αρκετός καιρός ώσπου έφτασε η ώρα

για την τρίτη δοκιμασία Μια μέρα ήρθε στο χω-

ριό ένας πλανόδιος έμπορος Πουλούσε από σπό-

ρους μέχρι και μαγικά αντικείμενα Οι τιμές όμως

ήταν πολύ υψηλές Ο Νίκος με τον πατέρα του ζή-

τησαν να δουν τους σπόρους που είχε

_Έχω σπόρους συκιάς πορτοκαλιάς μηλιάς και

τον τελευταίο σπόρο ελιάς είπε ο άντρας

_Τον τελευταίο Ρώτησε ο Νίκος

_ Ναι Τον τελευταίο

_Δεν υπάρχει άλλος

_Όχι

_Ούτε ένας

_Τίποτα

_Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Ναι Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Είστε σίγουρος για αυτό

_Απολύτως

Ο Νίκος δεν πίστευε στ΄ αυτιά τουΤότε ζήτη-

σε αμέσως απόν τον πατέρα του να αγοράσει τον

τελευταίο σπόρο ελιάς σ΄ ολόκληρη τη γη Η τι-

μή του όμως ήταν πολύ πάρα πολύ υψηλή Εκα-

τό χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Γιε μου δεν έχουμε τόσα χρήματα Μπορούμε

όμως να πουλήσουμε τα τέσσερα κτήματά μας

_Ναι να τα δώσουμε Θα μας μείνει η αυλή του

σπιτιού Εκεί θα φυτέψουμε τον πολύτιμο σπόρο

Τότε εμφανίστηκε ο μάγος Άλφρεντ

_Δίνω διακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα είπε

ο μάγος

_Άλφρεντ δεν είναι τίμιο είπε ο Νίκος

Προλάβαμε

εμείς να αγοράσουμε αυτόν το σπόρο

_Δίνω τριακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Τότε εγώ θα δώσω και το σπίτι μου είπε ο πα-

τέρας του Νίκου

_Ναι αλλά hellip αυτά είναι λιγότερα από τα χρή-

ματα που μου δίνει ο μάγος είπε ο έμπορος

_Τότε και εγώ θα δώσω όσα χρήματα έχω στον

κουμπαρά μου είπε η Μαρία

_Κι εγώ φώναξε ο Βασίλης

_Εγώ θα δώσω το μοναδικό κτήμα που έχω είπε

ο κύριος Βαγγέλης

_Και εγώ φώναξε η κυρία Βαρβάρα

_Ναι Και εμείς θα δώσουμε ότι έχουμε στους

κουμπαράδες μας φώναξαν δυνατά όλα τα

παιδιά που ήταν μαζεμένα στην πλατεία του

χωριού

Όλοι άρχισαν να δίνουν χρήματα σπίτια

έπιπλα χωράφια και μαγαζιά μέχρι που κέρδι-

σαν το μάγο Άλφρεντ και αγόρασαν το σπόρο

της ελιάς Από τη στιγμή που τον φύτεψαν το

πρόσεχαν πάρα πολύ

Μετά από χρόνια όταν οι χωρικοί μάζεψαν

τους καρπούς αυτής της ελιάς διαπίστωσαν ότι

είχε το πιο νόστιμο λάδι Τότε ο μάγος

πείστηκε πως όλοι είχαν καταλάβει την αξία

της και γέμισε ξανά όλα τα χωράφια τους με

ελαιόδεντρα

ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α

Κουκάκη Κατερίνα

Μπογκντάνι Γκισέλα

Καρυώτης Γιώργος

Αθανασόπουλος Στέφανος

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 19: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

Γλυκόφυλλη η ελιά τον ίσκιο διπλώνει

το φουντωμένο κλήμα πού και πού

το ψηλαφούν οι χαμηλοί της κλώνοι

γερμένοι από το βάρος του καρπού

Αντίκρυ σκοτεινό το ερημοκλήσι

με πόθο και μrsquo αγάπη τη θεωρεί

γιατί το καντηλάκι που lsquoχει σβήσει

το φως απrsquo τον καρπό της λαχταρεί

Η ελιά Λορέντζος Μαβίλης

Στὴν κουφάλα σου ἐφώλιασε μελίσσιγέρικη ἐλιά ποὺ γέρνεις μὲ τὴ λίγηπρασινάδα ποὺ ἀκόμα σὲ τυλίγεισὰ νἄθελε νὰ σὲ νεκροστολίσει

Καὶ τὸ κάθε πουλάκι στὸ μεθύσιτῆς ἀγάπης πιπίζοντας ἀνοίγειστὸ κλαρί σου ἐρωτάρικο κυνήγιστὸ κλαρί σου ποὺ δὲ θὰ ξανανθίσει

Ὢ πόσο στὴ θανὴ θὰ σὲ γλυκάνουνμὲ τὴ μαγευτικὴ βοὴ ποὺ κάνουνὁλοζώντανης νιότης ὀμορφάδες

ποὺ σὰ θύμησες μέσα σου πληθαίνουνὢ νὰ μποροῦσαν ἔτσι νὰ πεθαίνουνκαὶ ἄλλες ψυχὲς τῆς ψυχῆς σου ἀδερφάδες

Η ελιά Πέτρος Λυγίζος

Γύρω απrsquo τον κορμό αυτόν

στροβιλίζεται ο χρόνος

Στην ελιά της μνήμης και της προσδοκίας

ακουμπώ ένα δάκρυ στο ακριανό φύλλο

Θυμάσαι όταν ανεβαίναμε στο καρτερικό κορμί της

Όταν το βήμα της νιότης μας

λοξοδρομούσε στο όνειρο

Γύρω απrsquo τον κορμό αυτόν

παίζουν ακόμη οι φίλοι μου

Στην ελιά της ζωής και της νοσταλγίας

Ψάχνω τον Αδριανό και τον Κώστα

κι εσένα

όταν σε πήρε το πρώτο χάδι μου

όταν κρύφτηκες χαμογελώντας

πίσω απrsquo τις χρυσοπράσινες φυλλωσιές

Τώρα τόσα χρόνια μετά

πηγαίνω τα δειλινά για προσκύνημα

στον ίσκιο της απαγκιάζουν οι φόβοι μου

στη μαγική σπηλιά της

τρυπώνει μυστικά το παιδικό μου όνειρο

κι εσύ πάνω στα αιωρούμενα φύλλα

σαν ιπτάμενο ξωτικό

χορεύεις ταξιδεύοντας

απrsquo το παρελθόν μέχρι το άπειροhellip

Αποσπάσματα από ποιήματα του

Οδυσσέα Ελύτη

Ε σεις στεριές και θάλασσες

τrsquo αμπέλια κι οι χρυσές ελιές

ακούστε τα χαμπέρια μου

μέσα στα μεσημέρια μου

Σrsquo όλους τους τόπους κι αν γυρνώ

μόνον ετούτο αγαπώ

Λοιπόν ευρέθηκε ο χρυσός

της λιόριζας

να έχει σταλάξει στα φύλλα

της καρδιάς του

Κι από τις τόσες φορές όπου

ξαγρύπνησε

σιμά στο κηροπήγιο

καρτερώντας

τα χαράματα μια πυράδα

παράξενη

του είχε αρπάξει τα σωθικά

Οι φωνές των πουλιών που

είχε σrsquo ώρες

μεγάλης μοναξιάς

αποστηθίσει

φαίνεται να ξεχύθηκαν όλες

μαζί

τόσο που δεν εστάθη βολετό

να προχωρήσει

σε μεγάλο βάθος το μαχαίρι

Μάλλον η πρόθεση άρκεσε

για το Κακό

Που ταrsquo αντίκρισε ndash είναι

φανερό ndash στη στάση

την τρομαχτική του αθώου

Ανοιχτά περήφανα τα μάτια

του κι όλο το

δάσος να σαλεύει ακόμη στον

ακηλίδωτον

αμφιβληστροειδή

Στον εγκέφαλο τίποτε πάρεξ

μια ηχώ

ουρανού καταστραμμένη

Έζησα τrsquo όνομα το αγαπημένο

στον ίσκιο της γιαγιάς ελιάς

στον ρόχθο της ισόβιας θάλασσας

Χάραξα τrsquo όνομα το αγαπημένο

στον ίσκιο της γιαγιάς ελιάς

στον ρόχθο της ισόβιας θάλασσας

Ω λινό καλοκαίρι συνετό

φθινόπωρο

χειμώνα ελάχιστε

η ζωή καταβάλλει τον οβολό

του φύλλου της ελιάς

και στη νύχτα μέσα των αφρόνων

μrsquo ένα μικρό τριζόνι

κατακυρώνει πάλι το νόμιμο

του Ανέλπιστου

Αποσπάσματα από ποιήματα του

Γιάννη Ρίτσου

Ετούτου το τοπίο είναι σκληρό

σαν τη σιωπή

σφίγγει στον κόρφο του

τα πυρωμένα του λιθάρια

σφίγγει στο φως

τις ορφανές ελιές του

και τrsquo αμπέλια του

σφίγγει τα δόντια

Ποιος θα σταθεί

στον ίσκιο της ελιάς

παρέα με το τζιτζίκι

μη σωπάσει το τζιτζίκι

τώρα που ο ασβέστης

του μεσημεριού

βάφει τη μάντρα

ολόγυρα του ορίζοντα

σβήνοντας τα μεγάλα

αντρίκια ονόματά τους

ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ

bullΗ ελιά κρασί δε βγάζει

bullΠέρασε της ελιάς τα φαρμάκια

bullΤου χάρισαν της ελιάς το μέσα και του αβγού το

απrsquo έξω

bullΛάδι βρέχει κάστανα χιονίζει

bullΚλήμα του χεριού σου κι ελιές απrsquo τον παππού

σου

bullΗ ελιά είναι κυρά κι όποτε θέλει κάνει

bullΞεφόρτωσέ την την ελιά να σε φορτώσει λάδι

bullΒάλε ελιά για το παιδί σου και συκιά για τη ζωή

σου

bullΑπrsquo τον θέρο ως τις ελιές δεν απολείπουν οι

δουλειές

bullΈχουμε ελιές και ελήδια έχουμε κι αγρηλίδια

bullΤου έβγαλε το λάδι

bullΜη ρίχνεις λάδι στη φωτιά

bull Αν δε σφίξεις την ελιά δε βγάζει λάδι

bull Άκουσες λάδι τρέχα άκουσες στεφάνι φεύγα

bull Όποιος έχει σιτάρι κρασί και λάδι στο πιθάρι

έχει του κόσμου τα καλά και του θεού τη χάρη

bull Ξεφόρτωσέ τη την ελιά να σε φορτώσει λάδι

bull Δεν τρώγεται ούτε με το λάδι ούτε με το ξύδι

bull Η αλήθεια πλέει σαν το λάδι στο νερό

bull Κάθε σταλαματιά νερό τ Απρίλη είναι ένα

βαρέλι λάδι

ΑΙΝΙΓΜΑΤΑ

Από κλαδάκι κρέμεται

Στην αγορά πουλιέται

Το εξωτερικό της τρώγεται

Το μέσα της πετιέται

Τι είναι Η ελιά

Μάνα και θυγατέρα

έχουν το ίδιο όνομα

Μάντεψε ποιο όνομα έχουν κι οι δυο

Ελιά

Κι όταν έρθει ο Οκτώβρης

ωριμάζω πιο πολύ

πρασινίζω και μαυρίζω

και γεμίζω το σακί

Τι είμαι Η ελιά

Δεν πεθαίνει κι αν περάσουν

Χρόνια εκατό και χίλια

Μας χορταίνει μας φροντίζει

Μας ανάβει τα καντήλια

Τι είναι

Η ελιά

Στα δέντρα πάνω κρέμεται

Στις εκκλησιές κοιμάται

Και τα χρυσά της κόκαλα

Μες στη φωτιά τα βάζω

Τι είναι

Η ελιά

Πράσινα είνrsquo τα νιάτα μου

μαύρα τα γερατειά μου

χαροποιά η θλίψη μου

θροφή τα δάκρυά μου

Τί είναι

Η ελιά

ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Το παραμύθι της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σε μια φτωχογειτονιά

ένα φτωχό μα πολύ καλόκαρδο κορίτσι που το έλεγαν

Ελιά

Κάθε μέρα η Ελιά γύριζε τη γειτονιά της έβλεπε τον

κόσμο να ζει φτωχός και δυστυχισμένος και γύριζε

στο σπίτι της πολύ στενοχωρημένη

Κάτι πρέπει να κάνω να τους βοηθήσω σκεφτόταν Κι

από την άλλη μέρα κιόλας άρχισε Βγήκε στη

γειτονιά κράτησε τα παιδιά της γειτόνισσας για να

πάει να δουλέψει και να μπορεί να φέρει στα παιδιά

της λίγο φαΐ

Μια άλλη μέρα πήγε στη γριούλα που ήταν άρρωστη της μαγείρεψε της σκούπισε το σπίτι την έπλυνε την ταΐσε Την άλλη μέρα πάλι έβγαλε τον παράλυτο γέρο με το καρότσι του βόλτα για να πάρει αέρα και ήλιο

Τα βράδια γύριζε κατάκοπη μα ευχαριστημένη που είχε καταφέρει να δώσει λίγη χαρά στους φτωχούς ανθρώπους

Οι μέρες περνούσαν κι η Ελιά όλο δούλευε όσο αδυνάτιζε Μα έβλεπε πως ότι κι αν έκανε ο κόσμος ήταν πάντα φτωχός και δυστυχισμένοςΑυτό τη στενοχωρούσε πάρα πολύ κι έτσι στενοχωρημένη κάθισε στην αυλή του σπιτιού της και συλλογιζόταν

- Τι να κάνω τι να κάνω Δεν μπορώ να βλέπω τόση δυστυχία Το σπουργίτι που την είδε τόσο στενοχωρημένη - και που την αγαπούσε γιατί κάθε μέρα του έριχνε σπόρους και ψίχουλα - δεν άντεξε και πέταξε βαθιά στο δάσος

Εκεί βρήκε την καλή νεράιδα και της είπε- Τρέξε καλή νεράιδα η Ελιά είναι πολύ στενοχωρημένη χλωμή κι αδύνατη

Η καλή νεράιδα ανήσυχη έτρεξε στην αυλή της Ελιάς και τη ρώτησε- Τι έχεις Ελιά μου κι είσαι τόσο λυπημένη- Αχ καλή μου νεράιδα Δεν μπορώ να βλέπω τόση φτώχεια και δυστυχία γύρω μου- Και τι θέλεις δηλαδή- θέλω να τους γίνω χρήσιμη θέλω να τους προσφέρω κάτι πολύτιμο που να τους δώσει ζωή και χαρά

-Το θέλεις αλήθεια τόσο πολύ

- Και βέβαια το θέλω δε βλέπεις πως έλιωσα

από τη στενοχώρια μου

- Τότε σταμάτησε να στενοχωριέσαι θα σε κάνω

αυτό που θέλεις Και τσουπ την άγγιξε με το

ραβδάκι της κι αμέσως η Ελιά έγινε ένα

μεγάλο δέντρο που έβγαλε φύλλα

λουλουδάκια άσπρα που έγιναν ελιές

πράσινες μωβ μαύρες

Έπεσαν στη γη τα κουκούτσια φύτρωσαν

έγιναν δεντράκια και σχημάτισαν ένα μεγάλο

ελαιώνα

Ήρθαν οι γείτονες μάζεψαν τις ελιές έβγαλαν

λάδι έφαγαν χόρτασαν ρόδισαν τα μαγουλά

τους ζωήρεψαν κι άρχισαν να χαμογελούν και

να ζουν ευτυχισμένοι

Για να ευχαριστήσουν την ελιά και να της

δείξουν την αγάπη τους πήραν το λάδι τους

το έβαλαν στο καντήλι για να θυμίζουν στην

Παναγιά και στο Χριστό την καλοσύνη της

ελιάς και την αγάπη της για τον κόσμο

Κι η Παναγιά με τη σειρά της την ευλόγησε Κι

ο Χριστός κάτω απ την ελιά ήρθε και

ξεκουράστηκε

Κι εκείνη καμάρωνε ευχαριστημένη στη μέση

στον ελαιώνα και φρόντιζε όταν έρχονται οι

άνθρωποι να τη μαζέψουν να ναι γεμάτη

ελιές να χορταίνουν οι φτωχοί και να

φωτίζονται απ τις καντήλες όλες οι εκκλησιές

Η μικρή ελιά

Η μικρή ελιά για πρώτη φορά γέμισε καρπό

Ο γεωργός την αγαπούσε γιατί του θύμιζε την

πρώτη του αγάπη κοντούλα και στρουμπουλή

Της είχε φτιάξει ένα περιδέραιο με

ασπρισμένες πέτρες και συχνά καθόταν και

κουβέντιαζε μαζί της τα όνειρα και τις

αναμνήσεις του Η ελιά κάθε μέρα και πιο

όμορφη

Ένα πρωί του Νοέμβρη ο γεωργός άπλωσε πανιά

κι άρχισε να την ραβδίζει Πάνε οι ελιές πάνε

τα φύλλα πάει η ομορφιά

Η ελιά μέσα στα αναφιλητά της μονολογούσε

-Μ αγαπούσε και με χάλασε Πως εννοεί ο

άνθρωπος την αγάπη Έλεγε και ξανάλεγε

Τότε ακούει μια μαργαρίτα να της λέει

-Άκουσε να σου πω Ο άνθρωπος δεν ξέρει την

αγάπη

Μην τον παρεξηγείς Κοίταξε εμένα που μια

ζωή με μαδάει για να μάθειhellip

Το καλάμι κι η ελιά

Μια φορά δίπλα σε μια ελιά είχε φυτρώσει ένα καλάμιΗ ελιά ήταν ένα μεγάλο και δυνατό δέντρο με πολλά κλαδιά πουκρατούσαν τα φύλλα τους όλη τη χρονιά και κάθε δυο χρόνιαέγερναν από το βάρος του καρπού

Το καλάμι πάλι ήτανε ψηλόλιγνο με καταπράσινα στενόμακρα φύλλα με ωραιότατα παράξενα λουλούδια που έμοιαζαν με τσαμπιά κι είχανε το σχήμα του αδραχτιού

Η ελιά καυχιόταν ολοένα

-Τι είσαι συ μπροστά μου έλεγε στο καλάμιΕγώ είμαι ένα δέντρο μεγάλο δυνατό ευλογημένο Οι άνθρωποι με λατρεύουνγιατί τους δίνω τις ελιές και το λάδι μου τους δίνω ξερόκλαδα για να ζεσταίνονταιτους δίνω ξύλα για να φτιάχνουν ακριβά έπιπλα Είμαι μεγάλη ψηλή γερήκαι συ είσαι ένα αδύναμο πραγματάκι που λυγίζεις μπροστά σrsquo όλους τους ανέμους και τους προσκυνάς Δεν μπορώ να καταλάβω πώς έχεις την τόλμη να φυτρώνεις πλάι μου

Το καημένο το καλάμι

που ήταν από φυσικού

του ντροπαλό ταrsquo

άκουγε όλα αυτά και

δεν έλεγε τίποτα κι

ούτε και θύμωνε γιατί

αυτό δεν είχε να

καυχηθεί για τίποτα

Ήρθε ένας χειμώνας όμως βαρύς κι άρχισε να

φυσάει ένας αέρας δαιμονισμένος

που χτυπούσε με μανία την ελιά ώσπου στο

τέλος την ξερίζωσε

Το καλάμι με το πρώτο φύσημα του ανέμου

έγειρε λυγερό όπως ήτανε

προς το νερό κι έτσι ο άνεμος περνούσε από

πάνω του χωρίς να το πειράξει

Κι όταν η καταιγίδα σταμάτησε κι ο άνεμος

έπαψε να φυσάει

η ελιά απόμεινε πεσμένη στο χώμα και το

καλάμι σηκώθηκε

πάλι όρθιο και λυγερό όπως και πριν

Βλέπετε το καλάμι ήξερε να υποχωρεί εκεί που

ένιωθε ότι δεν είχε δύναμη νrsquo αντισταθεί ενώ

η ελιά πλήρωσε με τη ζωή της την

υπερηφάνειά της

Ο Μανωλιός και η γέρικη ελιά

Μια φορά και έναν καιρό όταν ο ζεστός άνεμος

φυσούσε και τα δέντρα λυπημένα έγερναν τα

κουρασμένα φυλλώματά τους ένα παλικάρι

που τον έλεγαν Μανωλιό πήγαινε τα πότιζε

και τους έκανε συντροφιά Τrsquo άλλα παλικάρια

του χωριού ζήλευαν τις χάρες και την καρδιά

του Μανωλιού Ψιθύριζαν λόγια άσχημα

μεταξύ τους δίχως να καταλαβαίνουν ότι αυτό

που έκαναν δεν ήταν σωστό

Μια μέρα κάθισαν κάτω από τον ίσκιο μιας

γέρικης ελιάς για να ξαποστάσουν Ξαφνικά

άκουσαν ένα θρόισμα γύρισαν τα κεφαλάκια

τους και από το κέντρο του κορμού της ελιάς

είδανε ένα χαμογελαστό πρόσωπο που με

ανθρώπινη μιλιά τους είπε

Αυτό το δέντρο που στον ίσκιο του ήρθατε να ξεκουραστείτε ξέρετε ποιος το ποτίζει

Όχι απάντησαν εκείνοι

Ο Μανωλιός που κοροϊδεύετε αποκρίθηκε το δέντρο

Εκείνοι ντροπιασμένοι έφυγαν με σκυμμένο το κεφάλι Στο δρόμο συνάντησαν τον Μανωλιό

Καλημέρα είπαν με μία φωνή Σήμερα θα έρθουμε μαζί σου να σε βοηθήσουμε να ποτίσεις τα δέντρα

Έτσι κι έγινε Από τότε έγιναν φίλοι Κάθε

απόγευμα πότιζαν τα δέντρα κι ύστερα κάτω

από τα φυλλώματα της γέρικης ελιάς άρχιζαν

το τραγούδι που μιλούσε για χώρες

παράξενε για ζούγκλες με πολύχρωμους

παπαγάλους για ινδιάνους με κιτρινοκόκκινα

φτερά στα καπέλα τους και ιδιαίτερα

τραγουδούσαν για την συμπόνια και την

ευαίσθητη καρδιά των ανθρώπων

Μια μέρα που ο ήλιος γίνηκε πορφυρός και

κρύφτηκε πίσω από τα βουνά ο Μανωλιός

πήγε μόνος του πότισε την γέρικη ελιά

ξάπλωσε και τον πήρε ένας βαθύς ύπνος Τότε

είδε πως μέσα στην κουφάλα της γέρικης ελιάς

είχανε στήσει ένα πανέμορφο παλάτι γεμάτο

κόσμο που χόρευε και γλένταγε

Θα πάω κι εγώ είπε δειλά δειλά ο Μανωλιός

bull Όσο προχωρούσε τόσο τα φώτα

μεγάλωναν ώσπου έφτασε στο κέντρο Εκεί

ένας βασιλιάς καθόταν σrsquoένα χρυσαφένιο

θρόνο Πίσω του στεκόταν μια Σφίγγα

άγαλμα Πήρε ανθρώπινη μιλιά αρχίζοντας να

λέει καλωσορίσματα στον Μανωλιό Εκείνος

χαμογελαστός χαιρέτησεμα τι να δει Σrsquoέναν

καθρέπτη που βρέθηκε μπροστά του ο

Μανωλιός ήταν ντυμένος πρίγκιπας

bull Πω πω Τι όμορφος που είμαι Αναφώνησε

Ξαφνικά υπηρέτες έστρωσαν ένα κόκκινο

χαλί για να περάσει ο Μανωλιός και αυτοί

αριστερά και δεξιά τον προσκυνούσαν Όταν

πέρασε τον διάδρομο με το κόκκινο χαλί

στάθηκε στον βασιλιά που του είπε

Καλόκαρδο και πονόψυχο παλικάρι Εσύ πότιζες

το δέντρο κι έτσι μπόρεσε το παλάτι μου να

βρίσκεται εδώ με όλους τους ανθρώπους

μου διαφορετικά αν το άφηνες να ξεραθεί από

το ζεστό άνεμο τώρα δεν θα

υπήρχαμε Γιrsquoαυτό αξίζεις να γίνεις γιος μου

να παντρευτείς την Βασιλοπούλα και με

δικαιοσύνη αγάπη και φρόνηση να γίνεις εσύ

ο καινούριος Βασιλιάς λύνοντας έτσι τα μάγια

της κακιάς νεράιδας που μας είχε

καταδικασμένους

Έτσι κι έγινε Ο Μανωλιός έγινε βασιλιάς με

τιμές και δόξες διότι ήξερε την γλώσσα της

καρδιάς που πάντα μας διδάσκει πόσο καλό

είναι να είσαι άνθρωπος Από τότε ο

Μανωλιός έμεινε στο παλάτι και κανείς ακόμα

δεν ξέρει τι ταξίδι ακολούθησε στον χρόνο του

ύπνου του άφησε όμως πίσω του τον

πραγματικό θησαυρό της καλοσύνης και της

αγάπης

ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Ο μαγικός ελαιώνας

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα παιδάκι που

το έλεγαν Λευτέρη Κάθε χρόνο το καλοκαίρι

μόλις έκλειναν τα σχολεία πήγαινε διακοπές

στο σπίτι της γιαγιάς του

Ένα καλοκαίρι έζησε μια σπουδαία περιπέτεια

Μια μέρα που η γιαγιά του είχε πάει για ψώνια

στην κοντινή πόλη ο Λευτέρης αποφάσισε να

εξερευνήσει τη σοφίτα του σπιτιού

Ανέβηκε προσεκτικά τη στριφογυριστή ξύλινη

σκάλα και στάθηκε αναποφάσιστος μπροστά

στην κλειστή πόρτα Πήρε μια βαθιά ανάσα

και την έσπρωξε δυνατά Πόσο σκοτεινά ήταν ό-

λα εκεί μέσα Ο Λευτέρης σκόνταψε σ΄ ένα πα-

λιό μπαούλο

Το άνοιξε γεμάτος περιέργεια Και τι δε βρήκε

Ολόκληρο θησαυρό Παλιά βιβλία του παππού

φορέματα της γιαγιάς παιχνίδια της μητέρας

του όταν ήταν παιδί Κάτω κάτω ήταν

τσαλακωμένο ένα κιτρινισμένο χαρτί Το

ξετύλιξε βιαστικά και τι να δει Ένας παλιός

χάρτης με σχεδιάγραμμα Αμέσως τον άρπαξε

κι άρχισε το ταξίδι του

Περπάτησε ώρες πολλές Πέρασε την πεδιάδα

με τα κίτρινα στάχυα το γεφυράκι του μικρού

ποταμού ώσπου έφτασε στο τέλος σε έναν

κάμπο γεμάτο ελιές

Διάλεξε την πιο μεγάλη ελιά και κάθισε να

ξεκουραστεί ακουμπώντας στο γέρικο κορμό

της

Ξαφνικά άκουσε μια απαλή φωνή Έμοιαζε

με της γιαγιάς του Κοίταξε γύρω του μα δεν

είδε κανέναν Η φωνή συνέχισε να του μιλάει

τρυφερά Ο Λευτέρης γεμάτος περιέργεια

άρχισε να παρατηρεί προσεχτικά το γέρικο

κορμό τα πελώρια κλαδιά και τ΄ ασημένια

φύλλα της ελιάς Τότε κατάλαβε ποιος του

μιλούσε Έκπληκτος άγγιξε απαλά το υπέροχο

αυτό δέντρο και μοιράστηκε μαζί του όλα του

τα μυστικά

Από εκείνη την ημέρα ο Λευτέρης πήγαινε

καθημερινά στο μαγικό αυτό ελαιώνα

Καθόταν ώρες στη σκιά της αγαπημένης του

ελιάς κι άκουγε τις πιο ωραίες ιστορίες

Ο καιρός πέρασε γρήγορα κι ήρθε η μέρα που

έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι του Έτρεξε στο

μαγικό ελαιώνα κι αγκάλιασε κλαίγοντας το

αγαπημένο του δέντρο Η ελιά έγειρε τα

κλαδιά της και χάιδεψε τα μαλλιά του laquo Μη

στενοχωριέσαιraquo του ψιθύρισε laquo Κόψε ένα

κλαράκι μου και πάρ΄ το μαζί σου Φύτεψέ το

στην αυλή του σπιτιού σου κι εγώ θα είμαι

πάντα κοντά σουraquo

Έτσι κι έγινε Ένα καινούριο ολόδροσο

δεντράκι φύτρωσε στον κήπο του Λευτέρη Κι

από τότε δεν χώρισαν ποτέ

Οι μαγικοί σπόροι

Μια φορά κι έναν καιρό σ΄ ένα μακρινό

χωριουδάκι ζούσε με τη γιαγιά του ένα μικρό

κορίτσι που το έλεγαν Ελπίδα Το σπιτάκι τους

ήταν πολύ φτωχικό Δύσκολα τα έβγαζαν πέρα

Ο περασμένος χειμώνας ήταν πολύ βαρύς

Τα πρώτα χιόνια έπεσαν νωρίς κι ο κρύος

βοριάς σφύριζε μανιασμένα Κάθε πρωί η

γιαγιά με την εγγονή της πήγαιναν στο δάσος

και μάζευαν φρούτα και ξύλα για να

ζεσταθούν

Μια μέρα ο άνεμος φυσούσε άγρια κι ο ήλιος

είχε κρυφτεί πίσω από τα βαριά μαύρα

σύννεφα Η Ελπίδα άφησε τη γιαγιά της στο

κρύο σπιτάκι τους τυλίχτηκε σφιχτά με το

σάλι της και ξεκίνησε για το δάσος Τα πόδια

και τα χέρια της είχαν παγώσει Τα μαλλιά και

τα ρούχα της είχαν βραχεί από την ξαφνική

μπόρα Και το σπουδαιότερο δεν μπορούσε να

γυρίσει πίσω γιατί δεν είχε μαζέψει ακόμη

τίποτα Αποφάσισε τότε να μπει για λίγο σε

μια σπηλιά που βρήκε στο δρόμο της και να

περιμένει

Έτρεμε από το κρύο και

από το φόβο της Είχε αρ

χίσει να νυχτώνει και η

γιαγιά της σίγουρα θα

ανησυχούσε Ξαφνικά

ένα απόκοσμο φως γέμι

σε τη σπηλιά και μια πα

νέμορφη νεράιδα πα

ρουσιάστηκε μπροστά

της

Της χαμογέλασε γλυκά και της χάιδεψε απαλά τα μαλλιά Κρατούσε ένα μικρό σακουλάκι που το άφησε προσεκτικά στα χέρια της Ελπίδας laquoΌταν πας σπίτι σου να το ανοίξεις και να κάνεις ότι ακριβώς σου πει η γιαγιά σου Αυτή ξέρειraquo της είπε τρυφερά και χάθηκε στο σκοτάδι της σπηλιάς Το κορίτσι κρατώντας το γερά έτρεξε χαρούμενο στο φτωχικό του σπιτάκι Τα μάτια του έλαμπαν από ενθουσιασμό καθώς έδειχνε στη γιαγιά του το δώρο της νεράιδας

Η γιαγιά ψηλάφησε τους μεγάλους γυαλιστερούς σπόρους τους έβαλε στη χούφτα της Ελπίδας και της είπε να τους φυτέψει στην αυλή Έτσι ακριβώς έκανε το μικρό κορίτσι Τους έχωσε βαθιά στο έδαφος και τους σκέπασε με φρέσκο χώμα Την άνοιξη οι σπόροι φύτρωσαν και γρήγορα έγιναν μεγάλα δέντρα με υπέροχο σταχτοπράσινο φύλλωμα Ήταν φουντωτές ελιές που αγκάλιασαν το μικρό σπιτάκι Ήρθε το φθινόπωρο και τα κλαδιά τους γέμισαν ευλογημένο καρπό

Από τότε η Ελπίδα κι η γιαγιά της έζησαν

ευτυχισμένες βοηθώντας κάθε κουρασμένο

περαστικό

Η αξία της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό σrsquo ένα μακρινό

χωριό όλοι οι άνθρωποι ζούσαν ευτυχισμένοι

Είχαν πολλά κτήματα εκτιμήσει πλούσια

γεμάτα ελιές Ποτέ όμως δεν είχαν σωστά την

αξία τους

Κάποια μέρα καθώς έπαιζαν δυο παιδιά η

Μαρία και ο Νίκος εμφανίστηκε μπροστά

τους ένας άγνωστος άντρας Τους μίλησε για

τα ελαιόδεντρα και τη χρησιμότητά τους Τους

είπε πως πρέπει να τα φροντίζουν και να τα

αγαπούν

Μετά από αρκετές ημέρες έγινε κάτι φοβερό

Στο χωριό έπεσε μεγάλη κατάρα Όλα τα χωράφια με τα ελαιόδεντρα καταστράφηκαν

Η Μαρία και ο Νίκος αμέσως κατάλαβαν πως έπρεπε να πάνε να βρουν τον μυστήριο αυτό άντρα που τους είχε επισκεφτεί

Τους είχε πει πως ζούσε στο δάσος Αυτό όμως δεν ήταν και τόσοhellip συνηθισμένο δάσος Έλεγαν πως στις κουφάλες των δέντρων ζούσαν φαντάσματα και πως το μέγεθος των ζώων ήταν υπερφυσικό

Φοβόντουσαν πάρα πολύ Περπάτησαν

ατελείωτες ώρες στη σκιά των πελώριων

δέντρων Με τη βοήθεια ενός λιονταριού

κατάφεραν να βρουν τον πύργο του άντρα που

έψαχναν

Χτύπησαν την πόρτα

αλλά κανείς δεν τους

άνοιξε Αποφάσισαν

να περιμένουν Δεν

κατάλαβαν πόσος

χρόνος πέρασε καιhellip

η πόρτα άνοιξε μόνη

της

Τα παιδιά μπήκαν γεμάτα περιέργεια στον

πύργο Ανέβηκαν διστακτικά την παλιά

στριφογυριστή σκάλα που τα οδήγησε σrsquo έ-

να επιβλητικό δωμάτιο Εκεί εργαζόταν ο

μυστηριώδης άντρας που είχαν γνωρίσει

Αμέσως κατάλαβαν πως ήταν μάγος Τους

αποκάλυψε αμέσως το όνομά του τον έλεγαν

Άλφρεντ Άρχισαν λοιπόν να του μιλούν για

το πρόβλημά τους Ο μάγος τα άκουσε προσε-

κτικά και τους είπε τι πρέπει να κάνουν

Έπρεπε να περάσουν τρεις δοκιμασίες Μόνο

έτσι θα έφευγε η κατάρα

Στο χωριό όλοι οι κάτοικοι περνούσαν δύσκο-

λα Από πλούσιοι είχαν γίνει φτωχοί και χωρίς

την ελιά και το λάδι της δεν μπορούσαν να ζή-

σουν Κατάλαβαν έτσι την αξία της αλλά ήταν

πλέον αργά Ή μάλλον σχεδόν αργά

Όταν τα παιδιά επέστρεψαν διηγήθηκαν σε

όλους όλα όσα τους συνέβησαν Τους είπαν για

το μάγο και τις τρεις δοκιμασίες που έπρεπε να

περάσουν Το πρόβλημα όμως ήταν πως δεν

τους είχε πει ποιες ήταν αυτές οι δοκιμασίες

ποιοι θα τις περνούσαν και πότε

Οι μέρες περνούσαν

αργά και βασανιστικά

μετά από δυο μήνες στο

χωριό εμφανίστηκε ένα

μικρό κορίτσι Χτύπησε

την πόρτα ενός σπιτιού

και ζήτησε λίγο φαγητό

Η οικογένεια όμως Το έ-

διωξε Το κορίτσι ήταν

Ο μάγος Άλφρεντ μεταμορ-

φωμένος Αυτή ήταν η πρώ-

τη δοκιμασία που δυστυχώς

όμως απέτυχαν

Αφού πέρασε μια εβδομάδα περίπου ένα μι-

κρό άγνωστο αγόρι εμφανίστηκε σε μια ομάδα

παιδιών και τους ζήτησε να παίξει μαζί τους Η

Μαρία και ο Νίκος όχι μόνο το δέχτηκαν αλλά

το άφησαν να διαλέξει το παιχνίδι που θα έπαι-

ζαν

_ Εσύ Νίκο θα είσαι ο αγρότης Εγώ θα είμαι η

ελιά και Μαρία θα είναι οι καρποί μου είπε το

αγόρι

Τα παιδιά συμφώνησαν κι άρχισαν όλα μαζί να

παίζουν Ο μάγος τότε παρατήρησε τον τρόπο

που ο Νίκος περιποιόταν την ελιά και πόσο χαι-

ρόταν όταν μάζευε τους καρπούς της Αυτή ήταν

η δεύτερη δοκιμασία και τα παιδιά την πέρασαν

με επιτυχία

Πέρασε αρκετός καιρός ώσπου έφτασε η ώρα

για την τρίτη δοκιμασία Μια μέρα ήρθε στο χω-

ριό ένας πλανόδιος έμπορος Πουλούσε από σπό-

ρους μέχρι και μαγικά αντικείμενα Οι τιμές όμως

ήταν πολύ υψηλές Ο Νίκος με τον πατέρα του ζή-

τησαν να δουν τους σπόρους που είχε

_Έχω σπόρους συκιάς πορτοκαλιάς μηλιάς και

τον τελευταίο σπόρο ελιάς είπε ο άντρας

_Τον τελευταίο Ρώτησε ο Νίκος

_ Ναι Τον τελευταίο

_Δεν υπάρχει άλλος

_Όχι

_Ούτε ένας

_Τίποτα

_Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Ναι Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Είστε σίγουρος για αυτό

_Απολύτως

Ο Νίκος δεν πίστευε στ΄ αυτιά τουΤότε ζήτη-

σε αμέσως απόν τον πατέρα του να αγοράσει τον

τελευταίο σπόρο ελιάς σ΄ ολόκληρη τη γη Η τι-

μή του όμως ήταν πολύ πάρα πολύ υψηλή Εκα-

τό χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Γιε μου δεν έχουμε τόσα χρήματα Μπορούμε

όμως να πουλήσουμε τα τέσσερα κτήματά μας

_Ναι να τα δώσουμε Θα μας μείνει η αυλή του

σπιτιού Εκεί θα φυτέψουμε τον πολύτιμο σπόρο

Τότε εμφανίστηκε ο μάγος Άλφρεντ

_Δίνω διακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα είπε

ο μάγος

_Άλφρεντ δεν είναι τίμιο είπε ο Νίκος

Προλάβαμε

εμείς να αγοράσουμε αυτόν το σπόρο

_Δίνω τριακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Τότε εγώ θα δώσω και το σπίτι μου είπε ο πα-

τέρας του Νίκου

_Ναι αλλά hellip αυτά είναι λιγότερα από τα χρή-

ματα που μου δίνει ο μάγος είπε ο έμπορος

_Τότε και εγώ θα δώσω όσα χρήματα έχω στον

κουμπαρά μου είπε η Μαρία

_Κι εγώ φώναξε ο Βασίλης

_Εγώ θα δώσω το μοναδικό κτήμα που έχω είπε

ο κύριος Βαγγέλης

_Και εγώ φώναξε η κυρία Βαρβάρα

_Ναι Και εμείς θα δώσουμε ότι έχουμε στους

κουμπαράδες μας φώναξαν δυνατά όλα τα

παιδιά που ήταν μαζεμένα στην πλατεία του

χωριού

Όλοι άρχισαν να δίνουν χρήματα σπίτια

έπιπλα χωράφια και μαγαζιά μέχρι που κέρδι-

σαν το μάγο Άλφρεντ και αγόρασαν το σπόρο

της ελιάς Από τη στιγμή που τον φύτεψαν το

πρόσεχαν πάρα πολύ

Μετά από χρόνια όταν οι χωρικοί μάζεψαν

τους καρπούς αυτής της ελιάς διαπίστωσαν ότι

είχε το πιο νόστιμο λάδι Τότε ο μάγος

πείστηκε πως όλοι είχαν καταλάβει την αξία

της και γέμισε ξανά όλα τα χωράφια τους με

ελαιόδεντρα

ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α

Κουκάκη Κατερίνα

Μπογκντάνι Γκισέλα

Καρυώτης Γιώργος

Αθανασόπουλος Στέφανος

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 20: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

Η ελιά Λορέντζος Μαβίλης

Στὴν κουφάλα σου ἐφώλιασε μελίσσιγέρικη ἐλιά ποὺ γέρνεις μὲ τὴ λίγηπρασινάδα ποὺ ἀκόμα σὲ τυλίγεισὰ νἄθελε νὰ σὲ νεκροστολίσει

Καὶ τὸ κάθε πουλάκι στὸ μεθύσιτῆς ἀγάπης πιπίζοντας ἀνοίγειστὸ κλαρί σου ἐρωτάρικο κυνήγιστὸ κλαρί σου ποὺ δὲ θὰ ξανανθίσει

Ὢ πόσο στὴ θανὴ θὰ σὲ γλυκάνουνμὲ τὴ μαγευτικὴ βοὴ ποὺ κάνουνὁλοζώντανης νιότης ὀμορφάδες

ποὺ σὰ θύμησες μέσα σου πληθαίνουνὢ νὰ μποροῦσαν ἔτσι νὰ πεθαίνουνκαὶ ἄλλες ψυχὲς τῆς ψυχῆς σου ἀδερφάδες

Η ελιά Πέτρος Λυγίζος

Γύρω απrsquo τον κορμό αυτόν

στροβιλίζεται ο χρόνος

Στην ελιά της μνήμης και της προσδοκίας

ακουμπώ ένα δάκρυ στο ακριανό φύλλο

Θυμάσαι όταν ανεβαίναμε στο καρτερικό κορμί της

Όταν το βήμα της νιότης μας

λοξοδρομούσε στο όνειρο

Γύρω απrsquo τον κορμό αυτόν

παίζουν ακόμη οι φίλοι μου

Στην ελιά της ζωής και της νοσταλγίας

Ψάχνω τον Αδριανό και τον Κώστα

κι εσένα

όταν σε πήρε το πρώτο χάδι μου

όταν κρύφτηκες χαμογελώντας

πίσω απrsquo τις χρυσοπράσινες φυλλωσιές

Τώρα τόσα χρόνια μετά

πηγαίνω τα δειλινά για προσκύνημα

στον ίσκιο της απαγκιάζουν οι φόβοι μου

στη μαγική σπηλιά της

τρυπώνει μυστικά το παιδικό μου όνειρο

κι εσύ πάνω στα αιωρούμενα φύλλα

σαν ιπτάμενο ξωτικό

χορεύεις ταξιδεύοντας

απrsquo το παρελθόν μέχρι το άπειροhellip

Αποσπάσματα από ποιήματα του

Οδυσσέα Ελύτη

Ε σεις στεριές και θάλασσες

τrsquo αμπέλια κι οι χρυσές ελιές

ακούστε τα χαμπέρια μου

μέσα στα μεσημέρια μου

Σrsquo όλους τους τόπους κι αν γυρνώ

μόνον ετούτο αγαπώ

Λοιπόν ευρέθηκε ο χρυσός

της λιόριζας

να έχει σταλάξει στα φύλλα

της καρδιάς του

Κι από τις τόσες φορές όπου

ξαγρύπνησε

σιμά στο κηροπήγιο

καρτερώντας

τα χαράματα μια πυράδα

παράξενη

του είχε αρπάξει τα σωθικά

Οι φωνές των πουλιών που

είχε σrsquo ώρες

μεγάλης μοναξιάς

αποστηθίσει

φαίνεται να ξεχύθηκαν όλες

μαζί

τόσο που δεν εστάθη βολετό

να προχωρήσει

σε μεγάλο βάθος το μαχαίρι

Μάλλον η πρόθεση άρκεσε

για το Κακό

Που ταrsquo αντίκρισε ndash είναι

φανερό ndash στη στάση

την τρομαχτική του αθώου

Ανοιχτά περήφανα τα μάτια

του κι όλο το

δάσος να σαλεύει ακόμη στον

ακηλίδωτον

αμφιβληστροειδή

Στον εγκέφαλο τίποτε πάρεξ

μια ηχώ

ουρανού καταστραμμένη

Έζησα τrsquo όνομα το αγαπημένο

στον ίσκιο της γιαγιάς ελιάς

στον ρόχθο της ισόβιας θάλασσας

Χάραξα τrsquo όνομα το αγαπημένο

στον ίσκιο της γιαγιάς ελιάς

στον ρόχθο της ισόβιας θάλασσας

Ω λινό καλοκαίρι συνετό

φθινόπωρο

χειμώνα ελάχιστε

η ζωή καταβάλλει τον οβολό

του φύλλου της ελιάς

και στη νύχτα μέσα των αφρόνων

μrsquo ένα μικρό τριζόνι

κατακυρώνει πάλι το νόμιμο

του Ανέλπιστου

Αποσπάσματα από ποιήματα του

Γιάννη Ρίτσου

Ετούτου το τοπίο είναι σκληρό

σαν τη σιωπή

σφίγγει στον κόρφο του

τα πυρωμένα του λιθάρια

σφίγγει στο φως

τις ορφανές ελιές του

και τrsquo αμπέλια του

σφίγγει τα δόντια

Ποιος θα σταθεί

στον ίσκιο της ελιάς

παρέα με το τζιτζίκι

μη σωπάσει το τζιτζίκι

τώρα που ο ασβέστης

του μεσημεριού

βάφει τη μάντρα

ολόγυρα του ορίζοντα

σβήνοντας τα μεγάλα

αντρίκια ονόματά τους

ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ

bullΗ ελιά κρασί δε βγάζει

bullΠέρασε της ελιάς τα φαρμάκια

bullΤου χάρισαν της ελιάς το μέσα και του αβγού το

απrsquo έξω

bullΛάδι βρέχει κάστανα χιονίζει

bullΚλήμα του χεριού σου κι ελιές απrsquo τον παππού

σου

bullΗ ελιά είναι κυρά κι όποτε θέλει κάνει

bullΞεφόρτωσέ την την ελιά να σε φορτώσει λάδι

bullΒάλε ελιά για το παιδί σου και συκιά για τη ζωή

σου

bullΑπrsquo τον θέρο ως τις ελιές δεν απολείπουν οι

δουλειές

bullΈχουμε ελιές και ελήδια έχουμε κι αγρηλίδια

bullΤου έβγαλε το λάδι

bullΜη ρίχνεις λάδι στη φωτιά

bull Αν δε σφίξεις την ελιά δε βγάζει λάδι

bull Άκουσες λάδι τρέχα άκουσες στεφάνι φεύγα

bull Όποιος έχει σιτάρι κρασί και λάδι στο πιθάρι

έχει του κόσμου τα καλά και του θεού τη χάρη

bull Ξεφόρτωσέ τη την ελιά να σε φορτώσει λάδι

bull Δεν τρώγεται ούτε με το λάδι ούτε με το ξύδι

bull Η αλήθεια πλέει σαν το λάδι στο νερό

bull Κάθε σταλαματιά νερό τ Απρίλη είναι ένα

βαρέλι λάδι

ΑΙΝΙΓΜΑΤΑ

Από κλαδάκι κρέμεται

Στην αγορά πουλιέται

Το εξωτερικό της τρώγεται

Το μέσα της πετιέται

Τι είναι Η ελιά

Μάνα και θυγατέρα

έχουν το ίδιο όνομα

Μάντεψε ποιο όνομα έχουν κι οι δυο

Ελιά

Κι όταν έρθει ο Οκτώβρης

ωριμάζω πιο πολύ

πρασινίζω και μαυρίζω

και γεμίζω το σακί

Τι είμαι Η ελιά

Δεν πεθαίνει κι αν περάσουν

Χρόνια εκατό και χίλια

Μας χορταίνει μας φροντίζει

Μας ανάβει τα καντήλια

Τι είναι

Η ελιά

Στα δέντρα πάνω κρέμεται

Στις εκκλησιές κοιμάται

Και τα χρυσά της κόκαλα

Μες στη φωτιά τα βάζω

Τι είναι

Η ελιά

Πράσινα είνrsquo τα νιάτα μου

μαύρα τα γερατειά μου

χαροποιά η θλίψη μου

θροφή τα δάκρυά μου

Τί είναι

Η ελιά

ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Το παραμύθι της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σε μια φτωχογειτονιά

ένα φτωχό μα πολύ καλόκαρδο κορίτσι που το έλεγαν

Ελιά

Κάθε μέρα η Ελιά γύριζε τη γειτονιά της έβλεπε τον

κόσμο να ζει φτωχός και δυστυχισμένος και γύριζε

στο σπίτι της πολύ στενοχωρημένη

Κάτι πρέπει να κάνω να τους βοηθήσω σκεφτόταν Κι

από την άλλη μέρα κιόλας άρχισε Βγήκε στη

γειτονιά κράτησε τα παιδιά της γειτόνισσας για να

πάει να δουλέψει και να μπορεί να φέρει στα παιδιά

της λίγο φαΐ

Μια άλλη μέρα πήγε στη γριούλα που ήταν άρρωστη της μαγείρεψε της σκούπισε το σπίτι την έπλυνε την ταΐσε Την άλλη μέρα πάλι έβγαλε τον παράλυτο γέρο με το καρότσι του βόλτα για να πάρει αέρα και ήλιο

Τα βράδια γύριζε κατάκοπη μα ευχαριστημένη που είχε καταφέρει να δώσει λίγη χαρά στους φτωχούς ανθρώπους

Οι μέρες περνούσαν κι η Ελιά όλο δούλευε όσο αδυνάτιζε Μα έβλεπε πως ότι κι αν έκανε ο κόσμος ήταν πάντα φτωχός και δυστυχισμένοςΑυτό τη στενοχωρούσε πάρα πολύ κι έτσι στενοχωρημένη κάθισε στην αυλή του σπιτιού της και συλλογιζόταν

- Τι να κάνω τι να κάνω Δεν μπορώ να βλέπω τόση δυστυχία Το σπουργίτι που την είδε τόσο στενοχωρημένη - και που την αγαπούσε γιατί κάθε μέρα του έριχνε σπόρους και ψίχουλα - δεν άντεξε και πέταξε βαθιά στο δάσος

Εκεί βρήκε την καλή νεράιδα και της είπε- Τρέξε καλή νεράιδα η Ελιά είναι πολύ στενοχωρημένη χλωμή κι αδύνατη

Η καλή νεράιδα ανήσυχη έτρεξε στην αυλή της Ελιάς και τη ρώτησε- Τι έχεις Ελιά μου κι είσαι τόσο λυπημένη- Αχ καλή μου νεράιδα Δεν μπορώ να βλέπω τόση φτώχεια και δυστυχία γύρω μου- Και τι θέλεις δηλαδή- θέλω να τους γίνω χρήσιμη θέλω να τους προσφέρω κάτι πολύτιμο που να τους δώσει ζωή και χαρά

-Το θέλεις αλήθεια τόσο πολύ

- Και βέβαια το θέλω δε βλέπεις πως έλιωσα

από τη στενοχώρια μου

- Τότε σταμάτησε να στενοχωριέσαι θα σε κάνω

αυτό που θέλεις Και τσουπ την άγγιξε με το

ραβδάκι της κι αμέσως η Ελιά έγινε ένα

μεγάλο δέντρο που έβγαλε φύλλα

λουλουδάκια άσπρα που έγιναν ελιές

πράσινες μωβ μαύρες

Έπεσαν στη γη τα κουκούτσια φύτρωσαν

έγιναν δεντράκια και σχημάτισαν ένα μεγάλο

ελαιώνα

Ήρθαν οι γείτονες μάζεψαν τις ελιές έβγαλαν

λάδι έφαγαν χόρτασαν ρόδισαν τα μαγουλά

τους ζωήρεψαν κι άρχισαν να χαμογελούν και

να ζουν ευτυχισμένοι

Για να ευχαριστήσουν την ελιά και να της

δείξουν την αγάπη τους πήραν το λάδι τους

το έβαλαν στο καντήλι για να θυμίζουν στην

Παναγιά και στο Χριστό την καλοσύνη της

ελιάς και την αγάπη της για τον κόσμο

Κι η Παναγιά με τη σειρά της την ευλόγησε Κι

ο Χριστός κάτω απ την ελιά ήρθε και

ξεκουράστηκε

Κι εκείνη καμάρωνε ευχαριστημένη στη μέση

στον ελαιώνα και φρόντιζε όταν έρχονται οι

άνθρωποι να τη μαζέψουν να ναι γεμάτη

ελιές να χορταίνουν οι φτωχοί και να

φωτίζονται απ τις καντήλες όλες οι εκκλησιές

Η μικρή ελιά

Η μικρή ελιά για πρώτη φορά γέμισε καρπό

Ο γεωργός την αγαπούσε γιατί του θύμιζε την

πρώτη του αγάπη κοντούλα και στρουμπουλή

Της είχε φτιάξει ένα περιδέραιο με

ασπρισμένες πέτρες και συχνά καθόταν και

κουβέντιαζε μαζί της τα όνειρα και τις

αναμνήσεις του Η ελιά κάθε μέρα και πιο

όμορφη

Ένα πρωί του Νοέμβρη ο γεωργός άπλωσε πανιά

κι άρχισε να την ραβδίζει Πάνε οι ελιές πάνε

τα φύλλα πάει η ομορφιά

Η ελιά μέσα στα αναφιλητά της μονολογούσε

-Μ αγαπούσε και με χάλασε Πως εννοεί ο

άνθρωπος την αγάπη Έλεγε και ξανάλεγε

Τότε ακούει μια μαργαρίτα να της λέει

-Άκουσε να σου πω Ο άνθρωπος δεν ξέρει την

αγάπη

Μην τον παρεξηγείς Κοίταξε εμένα που μια

ζωή με μαδάει για να μάθειhellip

Το καλάμι κι η ελιά

Μια φορά δίπλα σε μια ελιά είχε φυτρώσει ένα καλάμιΗ ελιά ήταν ένα μεγάλο και δυνατό δέντρο με πολλά κλαδιά πουκρατούσαν τα φύλλα τους όλη τη χρονιά και κάθε δυο χρόνιαέγερναν από το βάρος του καρπού

Το καλάμι πάλι ήτανε ψηλόλιγνο με καταπράσινα στενόμακρα φύλλα με ωραιότατα παράξενα λουλούδια που έμοιαζαν με τσαμπιά κι είχανε το σχήμα του αδραχτιού

Η ελιά καυχιόταν ολοένα

-Τι είσαι συ μπροστά μου έλεγε στο καλάμιΕγώ είμαι ένα δέντρο μεγάλο δυνατό ευλογημένο Οι άνθρωποι με λατρεύουνγιατί τους δίνω τις ελιές και το λάδι μου τους δίνω ξερόκλαδα για να ζεσταίνονταιτους δίνω ξύλα για να φτιάχνουν ακριβά έπιπλα Είμαι μεγάλη ψηλή γερήκαι συ είσαι ένα αδύναμο πραγματάκι που λυγίζεις μπροστά σrsquo όλους τους ανέμους και τους προσκυνάς Δεν μπορώ να καταλάβω πώς έχεις την τόλμη να φυτρώνεις πλάι μου

Το καημένο το καλάμι

που ήταν από φυσικού

του ντροπαλό ταrsquo

άκουγε όλα αυτά και

δεν έλεγε τίποτα κι

ούτε και θύμωνε γιατί

αυτό δεν είχε να

καυχηθεί για τίποτα

Ήρθε ένας χειμώνας όμως βαρύς κι άρχισε να

φυσάει ένας αέρας δαιμονισμένος

που χτυπούσε με μανία την ελιά ώσπου στο

τέλος την ξερίζωσε

Το καλάμι με το πρώτο φύσημα του ανέμου

έγειρε λυγερό όπως ήτανε

προς το νερό κι έτσι ο άνεμος περνούσε από

πάνω του χωρίς να το πειράξει

Κι όταν η καταιγίδα σταμάτησε κι ο άνεμος

έπαψε να φυσάει

η ελιά απόμεινε πεσμένη στο χώμα και το

καλάμι σηκώθηκε

πάλι όρθιο και λυγερό όπως και πριν

Βλέπετε το καλάμι ήξερε να υποχωρεί εκεί που

ένιωθε ότι δεν είχε δύναμη νrsquo αντισταθεί ενώ

η ελιά πλήρωσε με τη ζωή της την

υπερηφάνειά της

Ο Μανωλιός και η γέρικη ελιά

Μια φορά και έναν καιρό όταν ο ζεστός άνεμος

φυσούσε και τα δέντρα λυπημένα έγερναν τα

κουρασμένα φυλλώματά τους ένα παλικάρι

που τον έλεγαν Μανωλιό πήγαινε τα πότιζε

και τους έκανε συντροφιά Τrsquo άλλα παλικάρια

του χωριού ζήλευαν τις χάρες και την καρδιά

του Μανωλιού Ψιθύριζαν λόγια άσχημα

μεταξύ τους δίχως να καταλαβαίνουν ότι αυτό

που έκαναν δεν ήταν σωστό

Μια μέρα κάθισαν κάτω από τον ίσκιο μιας

γέρικης ελιάς για να ξαποστάσουν Ξαφνικά

άκουσαν ένα θρόισμα γύρισαν τα κεφαλάκια

τους και από το κέντρο του κορμού της ελιάς

είδανε ένα χαμογελαστό πρόσωπο που με

ανθρώπινη μιλιά τους είπε

Αυτό το δέντρο που στον ίσκιο του ήρθατε να ξεκουραστείτε ξέρετε ποιος το ποτίζει

Όχι απάντησαν εκείνοι

Ο Μανωλιός που κοροϊδεύετε αποκρίθηκε το δέντρο

Εκείνοι ντροπιασμένοι έφυγαν με σκυμμένο το κεφάλι Στο δρόμο συνάντησαν τον Μανωλιό

Καλημέρα είπαν με μία φωνή Σήμερα θα έρθουμε μαζί σου να σε βοηθήσουμε να ποτίσεις τα δέντρα

Έτσι κι έγινε Από τότε έγιναν φίλοι Κάθε

απόγευμα πότιζαν τα δέντρα κι ύστερα κάτω

από τα φυλλώματα της γέρικης ελιάς άρχιζαν

το τραγούδι που μιλούσε για χώρες

παράξενε για ζούγκλες με πολύχρωμους

παπαγάλους για ινδιάνους με κιτρινοκόκκινα

φτερά στα καπέλα τους και ιδιαίτερα

τραγουδούσαν για την συμπόνια και την

ευαίσθητη καρδιά των ανθρώπων

Μια μέρα που ο ήλιος γίνηκε πορφυρός και

κρύφτηκε πίσω από τα βουνά ο Μανωλιός

πήγε μόνος του πότισε την γέρικη ελιά

ξάπλωσε και τον πήρε ένας βαθύς ύπνος Τότε

είδε πως μέσα στην κουφάλα της γέρικης ελιάς

είχανε στήσει ένα πανέμορφο παλάτι γεμάτο

κόσμο που χόρευε και γλένταγε

Θα πάω κι εγώ είπε δειλά δειλά ο Μανωλιός

bull Όσο προχωρούσε τόσο τα φώτα

μεγάλωναν ώσπου έφτασε στο κέντρο Εκεί

ένας βασιλιάς καθόταν σrsquoένα χρυσαφένιο

θρόνο Πίσω του στεκόταν μια Σφίγγα

άγαλμα Πήρε ανθρώπινη μιλιά αρχίζοντας να

λέει καλωσορίσματα στον Μανωλιό Εκείνος

χαμογελαστός χαιρέτησεμα τι να δει Σrsquoέναν

καθρέπτη που βρέθηκε μπροστά του ο

Μανωλιός ήταν ντυμένος πρίγκιπας

bull Πω πω Τι όμορφος που είμαι Αναφώνησε

Ξαφνικά υπηρέτες έστρωσαν ένα κόκκινο

χαλί για να περάσει ο Μανωλιός και αυτοί

αριστερά και δεξιά τον προσκυνούσαν Όταν

πέρασε τον διάδρομο με το κόκκινο χαλί

στάθηκε στον βασιλιά που του είπε

Καλόκαρδο και πονόψυχο παλικάρι Εσύ πότιζες

το δέντρο κι έτσι μπόρεσε το παλάτι μου να

βρίσκεται εδώ με όλους τους ανθρώπους

μου διαφορετικά αν το άφηνες να ξεραθεί από

το ζεστό άνεμο τώρα δεν θα

υπήρχαμε Γιrsquoαυτό αξίζεις να γίνεις γιος μου

να παντρευτείς την Βασιλοπούλα και με

δικαιοσύνη αγάπη και φρόνηση να γίνεις εσύ

ο καινούριος Βασιλιάς λύνοντας έτσι τα μάγια

της κακιάς νεράιδας που μας είχε

καταδικασμένους

Έτσι κι έγινε Ο Μανωλιός έγινε βασιλιάς με

τιμές και δόξες διότι ήξερε την γλώσσα της

καρδιάς που πάντα μας διδάσκει πόσο καλό

είναι να είσαι άνθρωπος Από τότε ο

Μανωλιός έμεινε στο παλάτι και κανείς ακόμα

δεν ξέρει τι ταξίδι ακολούθησε στον χρόνο του

ύπνου του άφησε όμως πίσω του τον

πραγματικό θησαυρό της καλοσύνης και της

αγάπης

ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Ο μαγικός ελαιώνας

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα παιδάκι που

το έλεγαν Λευτέρη Κάθε χρόνο το καλοκαίρι

μόλις έκλειναν τα σχολεία πήγαινε διακοπές

στο σπίτι της γιαγιάς του

Ένα καλοκαίρι έζησε μια σπουδαία περιπέτεια

Μια μέρα που η γιαγιά του είχε πάει για ψώνια

στην κοντινή πόλη ο Λευτέρης αποφάσισε να

εξερευνήσει τη σοφίτα του σπιτιού

Ανέβηκε προσεκτικά τη στριφογυριστή ξύλινη

σκάλα και στάθηκε αναποφάσιστος μπροστά

στην κλειστή πόρτα Πήρε μια βαθιά ανάσα

και την έσπρωξε δυνατά Πόσο σκοτεινά ήταν ό-

λα εκεί μέσα Ο Λευτέρης σκόνταψε σ΄ ένα πα-

λιό μπαούλο

Το άνοιξε γεμάτος περιέργεια Και τι δε βρήκε

Ολόκληρο θησαυρό Παλιά βιβλία του παππού

φορέματα της γιαγιάς παιχνίδια της μητέρας

του όταν ήταν παιδί Κάτω κάτω ήταν

τσαλακωμένο ένα κιτρινισμένο χαρτί Το

ξετύλιξε βιαστικά και τι να δει Ένας παλιός

χάρτης με σχεδιάγραμμα Αμέσως τον άρπαξε

κι άρχισε το ταξίδι του

Περπάτησε ώρες πολλές Πέρασε την πεδιάδα

με τα κίτρινα στάχυα το γεφυράκι του μικρού

ποταμού ώσπου έφτασε στο τέλος σε έναν

κάμπο γεμάτο ελιές

Διάλεξε την πιο μεγάλη ελιά και κάθισε να

ξεκουραστεί ακουμπώντας στο γέρικο κορμό

της

Ξαφνικά άκουσε μια απαλή φωνή Έμοιαζε

με της γιαγιάς του Κοίταξε γύρω του μα δεν

είδε κανέναν Η φωνή συνέχισε να του μιλάει

τρυφερά Ο Λευτέρης γεμάτος περιέργεια

άρχισε να παρατηρεί προσεχτικά το γέρικο

κορμό τα πελώρια κλαδιά και τ΄ ασημένια

φύλλα της ελιάς Τότε κατάλαβε ποιος του

μιλούσε Έκπληκτος άγγιξε απαλά το υπέροχο

αυτό δέντρο και μοιράστηκε μαζί του όλα του

τα μυστικά

Από εκείνη την ημέρα ο Λευτέρης πήγαινε

καθημερινά στο μαγικό αυτό ελαιώνα

Καθόταν ώρες στη σκιά της αγαπημένης του

ελιάς κι άκουγε τις πιο ωραίες ιστορίες

Ο καιρός πέρασε γρήγορα κι ήρθε η μέρα που

έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι του Έτρεξε στο

μαγικό ελαιώνα κι αγκάλιασε κλαίγοντας το

αγαπημένο του δέντρο Η ελιά έγειρε τα

κλαδιά της και χάιδεψε τα μαλλιά του laquo Μη

στενοχωριέσαιraquo του ψιθύρισε laquo Κόψε ένα

κλαράκι μου και πάρ΄ το μαζί σου Φύτεψέ το

στην αυλή του σπιτιού σου κι εγώ θα είμαι

πάντα κοντά σουraquo

Έτσι κι έγινε Ένα καινούριο ολόδροσο

δεντράκι φύτρωσε στον κήπο του Λευτέρη Κι

από τότε δεν χώρισαν ποτέ

Οι μαγικοί σπόροι

Μια φορά κι έναν καιρό σ΄ ένα μακρινό

χωριουδάκι ζούσε με τη γιαγιά του ένα μικρό

κορίτσι που το έλεγαν Ελπίδα Το σπιτάκι τους

ήταν πολύ φτωχικό Δύσκολα τα έβγαζαν πέρα

Ο περασμένος χειμώνας ήταν πολύ βαρύς

Τα πρώτα χιόνια έπεσαν νωρίς κι ο κρύος

βοριάς σφύριζε μανιασμένα Κάθε πρωί η

γιαγιά με την εγγονή της πήγαιναν στο δάσος

και μάζευαν φρούτα και ξύλα για να

ζεσταθούν

Μια μέρα ο άνεμος φυσούσε άγρια κι ο ήλιος

είχε κρυφτεί πίσω από τα βαριά μαύρα

σύννεφα Η Ελπίδα άφησε τη γιαγιά της στο

κρύο σπιτάκι τους τυλίχτηκε σφιχτά με το

σάλι της και ξεκίνησε για το δάσος Τα πόδια

και τα χέρια της είχαν παγώσει Τα μαλλιά και

τα ρούχα της είχαν βραχεί από την ξαφνική

μπόρα Και το σπουδαιότερο δεν μπορούσε να

γυρίσει πίσω γιατί δεν είχε μαζέψει ακόμη

τίποτα Αποφάσισε τότε να μπει για λίγο σε

μια σπηλιά που βρήκε στο δρόμο της και να

περιμένει

Έτρεμε από το κρύο και

από το φόβο της Είχε αρ

χίσει να νυχτώνει και η

γιαγιά της σίγουρα θα

ανησυχούσε Ξαφνικά

ένα απόκοσμο φως γέμι

σε τη σπηλιά και μια πα

νέμορφη νεράιδα πα

ρουσιάστηκε μπροστά

της

Της χαμογέλασε γλυκά και της χάιδεψε απαλά τα μαλλιά Κρατούσε ένα μικρό σακουλάκι που το άφησε προσεκτικά στα χέρια της Ελπίδας laquoΌταν πας σπίτι σου να το ανοίξεις και να κάνεις ότι ακριβώς σου πει η γιαγιά σου Αυτή ξέρειraquo της είπε τρυφερά και χάθηκε στο σκοτάδι της σπηλιάς Το κορίτσι κρατώντας το γερά έτρεξε χαρούμενο στο φτωχικό του σπιτάκι Τα μάτια του έλαμπαν από ενθουσιασμό καθώς έδειχνε στη γιαγιά του το δώρο της νεράιδας

Η γιαγιά ψηλάφησε τους μεγάλους γυαλιστερούς σπόρους τους έβαλε στη χούφτα της Ελπίδας και της είπε να τους φυτέψει στην αυλή Έτσι ακριβώς έκανε το μικρό κορίτσι Τους έχωσε βαθιά στο έδαφος και τους σκέπασε με φρέσκο χώμα Την άνοιξη οι σπόροι φύτρωσαν και γρήγορα έγιναν μεγάλα δέντρα με υπέροχο σταχτοπράσινο φύλλωμα Ήταν φουντωτές ελιές που αγκάλιασαν το μικρό σπιτάκι Ήρθε το φθινόπωρο και τα κλαδιά τους γέμισαν ευλογημένο καρπό

Από τότε η Ελπίδα κι η γιαγιά της έζησαν

ευτυχισμένες βοηθώντας κάθε κουρασμένο

περαστικό

Η αξία της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό σrsquo ένα μακρινό

χωριό όλοι οι άνθρωποι ζούσαν ευτυχισμένοι

Είχαν πολλά κτήματα εκτιμήσει πλούσια

γεμάτα ελιές Ποτέ όμως δεν είχαν σωστά την

αξία τους

Κάποια μέρα καθώς έπαιζαν δυο παιδιά η

Μαρία και ο Νίκος εμφανίστηκε μπροστά

τους ένας άγνωστος άντρας Τους μίλησε για

τα ελαιόδεντρα και τη χρησιμότητά τους Τους

είπε πως πρέπει να τα φροντίζουν και να τα

αγαπούν

Μετά από αρκετές ημέρες έγινε κάτι φοβερό

Στο χωριό έπεσε μεγάλη κατάρα Όλα τα χωράφια με τα ελαιόδεντρα καταστράφηκαν

Η Μαρία και ο Νίκος αμέσως κατάλαβαν πως έπρεπε να πάνε να βρουν τον μυστήριο αυτό άντρα που τους είχε επισκεφτεί

Τους είχε πει πως ζούσε στο δάσος Αυτό όμως δεν ήταν και τόσοhellip συνηθισμένο δάσος Έλεγαν πως στις κουφάλες των δέντρων ζούσαν φαντάσματα και πως το μέγεθος των ζώων ήταν υπερφυσικό

Φοβόντουσαν πάρα πολύ Περπάτησαν

ατελείωτες ώρες στη σκιά των πελώριων

δέντρων Με τη βοήθεια ενός λιονταριού

κατάφεραν να βρουν τον πύργο του άντρα που

έψαχναν

Χτύπησαν την πόρτα

αλλά κανείς δεν τους

άνοιξε Αποφάσισαν

να περιμένουν Δεν

κατάλαβαν πόσος

χρόνος πέρασε καιhellip

η πόρτα άνοιξε μόνη

της

Τα παιδιά μπήκαν γεμάτα περιέργεια στον

πύργο Ανέβηκαν διστακτικά την παλιά

στριφογυριστή σκάλα που τα οδήγησε σrsquo έ-

να επιβλητικό δωμάτιο Εκεί εργαζόταν ο

μυστηριώδης άντρας που είχαν γνωρίσει

Αμέσως κατάλαβαν πως ήταν μάγος Τους

αποκάλυψε αμέσως το όνομά του τον έλεγαν

Άλφρεντ Άρχισαν λοιπόν να του μιλούν για

το πρόβλημά τους Ο μάγος τα άκουσε προσε-

κτικά και τους είπε τι πρέπει να κάνουν

Έπρεπε να περάσουν τρεις δοκιμασίες Μόνο

έτσι θα έφευγε η κατάρα

Στο χωριό όλοι οι κάτοικοι περνούσαν δύσκο-

λα Από πλούσιοι είχαν γίνει φτωχοί και χωρίς

την ελιά και το λάδι της δεν μπορούσαν να ζή-

σουν Κατάλαβαν έτσι την αξία της αλλά ήταν

πλέον αργά Ή μάλλον σχεδόν αργά

Όταν τα παιδιά επέστρεψαν διηγήθηκαν σε

όλους όλα όσα τους συνέβησαν Τους είπαν για

το μάγο και τις τρεις δοκιμασίες που έπρεπε να

περάσουν Το πρόβλημα όμως ήταν πως δεν

τους είχε πει ποιες ήταν αυτές οι δοκιμασίες

ποιοι θα τις περνούσαν και πότε

Οι μέρες περνούσαν

αργά και βασανιστικά

μετά από δυο μήνες στο

χωριό εμφανίστηκε ένα

μικρό κορίτσι Χτύπησε

την πόρτα ενός σπιτιού

και ζήτησε λίγο φαγητό

Η οικογένεια όμως Το έ-

διωξε Το κορίτσι ήταν

Ο μάγος Άλφρεντ μεταμορ-

φωμένος Αυτή ήταν η πρώ-

τη δοκιμασία που δυστυχώς

όμως απέτυχαν

Αφού πέρασε μια εβδομάδα περίπου ένα μι-

κρό άγνωστο αγόρι εμφανίστηκε σε μια ομάδα

παιδιών και τους ζήτησε να παίξει μαζί τους Η

Μαρία και ο Νίκος όχι μόνο το δέχτηκαν αλλά

το άφησαν να διαλέξει το παιχνίδι που θα έπαι-

ζαν

_ Εσύ Νίκο θα είσαι ο αγρότης Εγώ θα είμαι η

ελιά και Μαρία θα είναι οι καρποί μου είπε το

αγόρι

Τα παιδιά συμφώνησαν κι άρχισαν όλα μαζί να

παίζουν Ο μάγος τότε παρατήρησε τον τρόπο

που ο Νίκος περιποιόταν την ελιά και πόσο χαι-

ρόταν όταν μάζευε τους καρπούς της Αυτή ήταν

η δεύτερη δοκιμασία και τα παιδιά την πέρασαν

με επιτυχία

Πέρασε αρκετός καιρός ώσπου έφτασε η ώρα

για την τρίτη δοκιμασία Μια μέρα ήρθε στο χω-

ριό ένας πλανόδιος έμπορος Πουλούσε από σπό-

ρους μέχρι και μαγικά αντικείμενα Οι τιμές όμως

ήταν πολύ υψηλές Ο Νίκος με τον πατέρα του ζή-

τησαν να δουν τους σπόρους που είχε

_Έχω σπόρους συκιάς πορτοκαλιάς μηλιάς και

τον τελευταίο σπόρο ελιάς είπε ο άντρας

_Τον τελευταίο Ρώτησε ο Νίκος

_ Ναι Τον τελευταίο

_Δεν υπάρχει άλλος

_Όχι

_Ούτε ένας

_Τίποτα

_Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Ναι Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Είστε σίγουρος για αυτό

_Απολύτως

Ο Νίκος δεν πίστευε στ΄ αυτιά τουΤότε ζήτη-

σε αμέσως απόν τον πατέρα του να αγοράσει τον

τελευταίο σπόρο ελιάς σ΄ ολόκληρη τη γη Η τι-

μή του όμως ήταν πολύ πάρα πολύ υψηλή Εκα-

τό χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Γιε μου δεν έχουμε τόσα χρήματα Μπορούμε

όμως να πουλήσουμε τα τέσσερα κτήματά μας

_Ναι να τα δώσουμε Θα μας μείνει η αυλή του

σπιτιού Εκεί θα φυτέψουμε τον πολύτιμο σπόρο

Τότε εμφανίστηκε ο μάγος Άλφρεντ

_Δίνω διακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα είπε

ο μάγος

_Άλφρεντ δεν είναι τίμιο είπε ο Νίκος

Προλάβαμε

εμείς να αγοράσουμε αυτόν το σπόρο

_Δίνω τριακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Τότε εγώ θα δώσω και το σπίτι μου είπε ο πα-

τέρας του Νίκου

_Ναι αλλά hellip αυτά είναι λιγότερα από τα χρή-

ματα που μου δίνει ο μάγος είπε ο έμπορος

_Τότε και εγώ θα δώσω όσα χρήματα έχω στον

κουμπαρά μου είπε η Μαρία

_Κι εγώ φώναξε ο Βασίλης

_Εγώ θα δώσω το μοναδικό κτήμα που έχω είπε

ο κύριος Βαγγέλης

_Και εγώ φώναξε η κυρία Βαρβάρα

_Ναι Και εμείς θα δώσουμε ότι έχουμε στους

κουμπαράδες μας φώναξαν δυνατά όλα τα

παιδιά που ήταν μαζεμένα στην πλατεία του

χωριού

Όλοι άρχισαν να δίνουν χρήματα σπίτια

έπιπλα χωράφια και μαγαζιά μέχρι που κέρδι-

σαν το μάγο Άλφρεντ και αγόρασαν το σπόρο

της ελιάς Από τη στιγμή που τον φύτεψαν το

πρόσεχαν πάρα πολύ

Μετά από χρόνια όταν οι χωρικοί μάζεψαν

τους καρπούς αυτής της ελιάς διαπίστωσαν ότι

είχε το πιο νόστιμο λάδι Τότε ο μάγος

πείστηκε πως όλοι είχαν καταλάβει την αξία

της και γέμισε ξανά όλα τα χωράφια τους με

ελαιόδεντρα

ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α

Κουκάκη Κατερίνα

Μπογκντάνι Γκισέλα

Καρυώτης Γιώργος

Αθανασόπουλος Στέφανος

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 21: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

Η ελιά Πέτρος Λυγίζος

Γύρω απrsquo τον κορμό αυτόν

στροβιλίζεται ο χρόνος

Στην ελιά της μνήμης και της προσδοκίας

ακουμπώ ένα δάκρυ στο ακριανό φύλλο

Θυμάσαι όταν ανεβαίναμε στο καρτερικό κορμί της

Όταν το βήμα της νιότης μας

λοξοδρομούσε στο όνειρο

Γύρω απrsquo τον κορμό αυτόν

παίζουν ακόμη οι φίλοι μου

Στην ελιά της ζωής και της νοσταλγίας

Ψάχνω τον Αδριανό και τον Κώστα

κι εσένα

όταν σε πήρε το πρώτο χάδι μου

όταν κρύφτηκες χαμογελώντας

πίσω απrsquo τις χρυσοπράσινες φυλλωσιές

Τώρα τόσα χρόνια μετά

πηγαίνω τα δειλινά για προσκύνημα

στον ίσκιο της απαγκιάζουν οι φόβοι μου

στη μαγική σπηλιά της

τρυπώνει μυστικά το παιδικό μου όνειρο

κι εσύ πάνω στα αιωρούμενα φύλλα

σαν ιπτάμενο ξωτικό

χορεύεις ταξιδεύοντας

απrsquo το παρελθόν μέχρι το άπειροhellip

Αποσπάσματα από ποιήματα του

Οδυσσέα Ελύτη

Ε σεις στεριές και θάλασσες

τrsquo αμπέλια κι οι χρυσές ελιές

ακούστε τα χαμπέρια μου

μέσα στα μεσημέρια μου

Σrsquo όλους τους τόπους κι αν γυρνώ

μόνον ετούτο αγαπώ

Λοιπόν ευρέθηκε ο χρυσός

της λιόριζας

να έχει σταλάξει στα φύλλα

της καρδιάς του

Κι από τις τόσες φορές όπου

ξαγρύπνησε

σιμά στο κηροπήγιο

καρτερώντας

τα χαράματα μια πυράδα

παράξενη

του είχε αρπάξει τα σωθικά

Οι φωνές των πουλιών που

είχε σrsquo ώρες

μεγάλης μοναξιάς

αποστηθίσει

φαίνεται να ξεχύθηκαν όλες

μαζί

τόσο που δεν εστάθη βολετό

να προχωρήσει

σε μεγάλο βάθος το μαχαίρι

Μάλλον η πρόθεση άρκεσε

για το Κακό

Που ταrsquo αντίκρισε ndash είναι

φανερό ndash στη στάση

την τρομαχτική του αθώου

Ανοιχτά περήφανα τα μάτια

του κι όλο το

δάσος να σαλεύει ακόμη στον

ακηλίδωτον

αμφιβληστροειδή

Στον εγκέφαλο τίποτε πάρεξ

μια ηχώ

ουρανού καταστραμμένη

Έζησα τrsquo όνομα το αγαπημένο

στον ίσκιο της γιαγιάς ελιάς

στον ρόχθο της ισόβιας θάλασσας

Χάραξα τrsquo όνομα το αγαπημένο

στον ίσκιο της γιαγιάς ελιάς

στον ρόχθο της ισόβιας θάλασσας

Ω λινό καλοκαίρι συνετό

φθινόπωρο

χειμώνα ελάχιστε

η ζωή καταβάλλει τον οβολό

του φύλλου της ελιάς

και στη νύχτα μέσα των αφρόνων

μrsquo ένα μικρό τριζόνι

κατακυρώνει πάλι το νόμιμο

του Ανέλπιστου

Αποσπάσματα από ποιήματα του

Γιάννη Ρίτσου

Ετούτου το τοπίο είναι σκληρό

σαν τη σιωπή

σφίγγει στον κόρφο του

τα πυρωμένα του λιθάρια

σφίγγει στο φως

τις ορφανές ελιές του

και τrsquo αμπέλια του

σφίγγει τα δόντια

Ποιος θα σταθεί

στον ίσκιο της ελιάς

παρέα με το τζιτζίκι

μη σωπάσει το τζιτζίκι

τώρα που ο ασβέστης

του μεσημεριού

βάφει τη μάντρα

ολόγυρα του ορίζοντα

σβήνοντας τα μεγάλα

αντρίκια ονόματά τους

ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ

bullΗ ελιά κρασί δε βγάζει

bullΠέρασε της ελιάς τα φαρμάκια

bullΤου χάρισαν της ελιάς το μέσα και του αβγού το

απrsquo έξω

bullΛάδι βρέχει κάστανα χιονίζει

bullΚλήμα του χεριού σου κι ελιές απrsquo τον παππού

σου

bullΗ ελιά είναι κυρά κι όποτε θέλει κάνει

bullΞεφόρτωσέ την την ελιά να σε φορτώσει λάδι

bullΒάλε ελιά για το παιδί σου και συκιά για τη ζωή

σου

bullΑπrsquo τον θέρο ως τις ελιές δεν απολείπουν οι

δουλειές

bullΈχουμε ελιές και ελήδια έχουμε κι αγρηλίδια

bullΤου έβγαλε το λάδι

bullΜη ρίχνεις λάδι στη φωτιά

bull Αν δε σφίξεις την ελιά δε βγάζει λάδι

bull Άκουσες λάδι τρέχα άκουσες στεφάνι φεύγα

bull Όποιος έχει σιτάρι κρασί και λάδι στο πιθάρι

έχει του κόσμου τα καλά και του θεού τη χάρη

bull Ξεφόρτωσέ τη την ελιά να σε φορτώσει λάδι

bull Δεν τρώγεται ούτε με το λάδι ούτε με το ξύδι

bull Η αλήθεια πλέει σαν το λάδι στο νερό

bull Κάθε σταλαματιά νερό τ Απρίλη είναι ένα

βαρέλι λάδι

ΑΙΝΙΓΜΑΤΑ

Από κλαδάκι κρέμεται

Στην αγορά πουλιέται

Το εξωτερικό της τρώγεται

Το μέσα της πετιέται

Τι είναι Η ελιά

Μάνα και θυγατέρα

έχουν το ίδιο όνομα

Μάντεψε ποιο όνομα έχουν κι οι δυο

Ελιά

Κι όταν έρθει ο Οκτώβρης

ωριμάζω πιο πολύ

πρασινίζω και μαυρίζω

και γεμίζω το σακί

Τι είμαι Η ελιά

Δεν πεθαίνει κι αν περάσουν

Χρόνια εκατό και χίλια

Μας χορταίνει μας φροντίζει

Μας ανάβει τα καντήλια

Τι είναι

Η ελιά

Στα δέντρα πάνω κρέμεται

Στις εκκλησιές κοιμάται

Και τα χρυσά της κόκαλα

Μες στη φωτιά τα βάζω

Τι είναι

Η ελιά

Πράσινα είνrsquo τα νιάτα μου

μαύρα τα γερατειά μου

χαροποιά η θλίψη μου

θροφή τα δάκρυά μου

Τί είναι

Η ελιά

ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Το παραμύθι της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σε μια φτωχογειτονιά

ένα φτωχό μα πολύ καλόκαρδο κορίτσι που το έλεγαν

Ελιά

Κάθε μέρα η Ελιά γύριζε τη γειτονιά της έβλεπε τον

κόσμο να ζει φτωχός και δυστυχισμένος και γύριζε

στο σπίτι της πολύ στενοχωρημένη

Κάτι πρέπει να κάνω να τους βοηθήσω σκεφτόταν Κι

από την άλλη μέρα κιόλας άρχισε Βγήκε στη

γειτονιά κράτησε τα παιδιά της γειτόνισσας για να

πάει να δουλέψει και να μπορεί να φέρει στα παιδιά

της λίγο φαΐ

Μια άλλη μέρα πήγε στη γριούλα που ήταν άρρωστη της μαγείρεψε της σκούπισε το σπίτι την έπλυνε την ταΐσε Την άλλη μέρα πάλι έβγαλε τον παράλυτο γέρο με το καρότσι του βόλτα για να πάρει αέρα και ήλιο

Τα βράδια γύριζε κατάκοπη μα ευχαριστημένη που είχε καταφέρει να δώσει λίγη χαρά στους φτωχούς ανθρώπους

Οι μέρες περνούσαν κι η Ελιά όλο δούλευε όσο αδυνάτιζε Μα έβλεπε πως ότι κι αν έκανε ο κόσμος ήταν πάντα φτωχός και δυστυχισμένοςΑυτό τη στενοχωρούσε πάρα πολύ κι έτσι στενοχωρημένη κάθισε στην αυλή του σπιτιού της και συλλογιζόταν

- Τι να κάνω τι να κάνω Δεν μπορώ να βλέπω τόση δυστυχία Το σπουργίτι που την είδε τόσο στενοχωρημένη - και που την αγαπούσε γιατί κάθε μέρα του έριχνε σπόρους και ψίχουλα - δεν άντεξε και πέταξε βαθιά στο δάσος

Εκεί βρήκε την καλή νεράιδα και της είπε- Τρέξε καλή νεράιδα η Ελιά είναι πολύ στενοχωρημένη χλωμή κι αδύνατη

Η καλή νεράιδα ανήσυχη έτρεξε στην αυλή της Ελιάς και τη ρώτησε- Τι έχεις Ελιά μου κι είσαι τόσο λυπημένη- Αχ καλή μου νεράιδα Δεν μπορώ να βλέπω τόση φτώχεια και δυστυχία γύρω μου- Και τι θέλεις δηλαδή- θέλω να τους γίνω χρήσιμη θέλω να τους προσφέρω κάτι πολύτιμο που να τους δώσει ζωή και χαρά

-Το θέλεις αλήθεια τόσο πολύ

- Και βέβαια το θέλω δε βλέπεις πως έλιωσα

από τη στενοχώρια μου

- Τότε σταμάτησε να στενοχωριέσαι θα σε κάνω

αυτό που θέλεις Και τσουπ την άγγιξε με το

ραβδάκι της κι αμέσως η Ελιά έγινε ένα

μεγάλο δέντρο που έβγαλε φύλλα

λουλουδάκια άσπρα που έγιναν ελιές

πράσινες μωβ μαύρες

Έπεσαν στη γη τα κουκούτσια φύτρωσαν

έγιναν δεντράκια και σχημάτισαν ένα μεγάλο

ελαιώνα

Ήρθαν οι γείτονες μάζεψαν τις ελιές έβγαλαν

λάδι έφαγαν χόρτασαν ρόδισαν τα μαγουλά

τους ζωήρεψαν κι άρχισαν να χαμογελούν και

να ζουν ευτυχισμένοι

Για να ευχαριστήσουν την ελιά και να της

δείξουν την αγάπη τους πήραν το λάδι τους

το έβαλαν στο καντήλι για να θυμίζουν στην

Παναγιά και στο Χριστό την καλοσύνη της

ελιάς και την αγάπη της για τον κόσμο

Κι η Παναγιά με τη σειρά της την ευλόγησε Κι

ο Χριστός κάτω απ την ελιά ήρθε και

ξεκουράστηκε

Κι εκείνη καμάρωνε ευχαριστημένη στη μέση

στον ελαιώνα και φρόντιζε όταν έρχονται οι

άνθρωποι να τη μαζέψουν να ναι γεμάτη

ελιές να χορταίνουν οι φτωχοί και να

φωτίζονται απ τις καντήλες όλες οι εκκλησιές

Η μικρή ελιά

Η μικρή ελιά για πρώτη φορά γέμισε καρπό

Ο γεωργός την αγαπούσε γιατί του θύμιζε την

πρώτη του αγάπη κοντούλα και στρουμπουλή

Της είχε φτιάξει ένα περιδέραιο με

ασπρισμένες πέτρες και συχνά καθόταν και

κουβέντιαζε μαζί της τα όνειρα και τις

αναμνήσεις του Η ελιά κάθε μέρα και πιο

όμορφη

Ένα πρωί του Νοέμβρη ο γεωργός άπλωσε πανιά

κι άρχισε να την ραβδίζει Πάνε οι ελιές πάνε

τα φύλλα πάει η ομορφιά

Η ελιά μέσα στα αναφιλητά της μονολογούσε

-Μ αγαπούσε και με χάλασε Πως εννοεί ο

άνθρωπος την αγάπη Έλεγε και ξανάλεγε

Τότε ακούει μια μαργαρίτα να της λέει

-Άκουσε να σου πω Ο άνθρωπος δεν ξέρει την

αγάπη

Μην τον παρεξηγείς Κοίταξε εμένα που μια

ζωή με μαδάει για να μάθειhellip

Το καλάμι κι η ελιά

Μια φορά δίπλα σε μια ελιά είχε φυτρώσει ένα καλάμιΗ ελιά ήταν ένα μεγάλο και δυνατό δέντρο με πολλά κλαδιά πουκρατούσαν τα φύλλα τους όλη τη χρονιά και κάθε δυο χρόνιαέγερναν από το βάρος του καρπού

Το καλάμι πάλι ήτανε ψηλόλιγνο με καταπράσινα στενόμακρα φύλλα με ωραιότατα παράξενα λουλούδια που έμοιαζαν με τσαμπιά κι είχανε το σχήμα του αδραχτιού

Η ελιά καυχιόταν ολοένα

-Τι είσαι συ μπροστά μου έλεγε στο καλάμιΕγώ είμαι ένα δέντρο μεγάλο δυνατό ευλογημένο Οι άνθρωποι με λατρεύουνγιατί τους δίνω τις ελιές και το λάδι μου τους δίνω ξερόκλαδα για να ζεσταίνονταιτους δίνω ξύλα για να φτιάχνουν ακριβά έπιπλα Είμαι μεγάλη ψηλή γερήκαι συ είσαι ένα αδύναμο πραγματάκι που λυγίζεις μπροστά σrsquo όλους τους ανέμους και τους προσκυνάς Δεν μπορώ να καταλάβω πώς έχεις την τόλμη να φυτρώνεις πλάι μου

Το καημένο το καλάμι

που ήταν από φυσικού

του ντροπαλό ταrsquo

άκουγε όλα αυτά και

δεν έλεγε τίποτα κι

ούτε και θύμωνε γιατί

αυτό δεν είχε να

καυχηθεί για τίποτα

Ήρθε ένας χειμώνας όμως βαρύς κι άρχισε να

φυσάει ένας αέρας δαιμονισμένος

που χτυπούσε με μανία την ελιά ώσπου στο

τέλος την ξερίζωσε

Το καλάμι με το πρώτο φύσημα του ανέμου

έγειρε λυγερό όπως ήτανε

προς το νερό κι έτσι ο άνεμος περνούσε από

πάνω του χωρίς να το πειράξει

Κι όταν η καταιγίδα σταμάτησε κι ο άνεμος

έπαψε να φυσάει

η ελιά απόμεινε πεσμένη στο χώμα και το

καλάμι σηκώθηκε

πάλι όρθιο και λυγερό όπως και πριν

Βλέπετε το καλάμι ήξερε να υποχωρεί εκεί που

ένιωθε ότι δεν είχε δύναμη νrsquo αντισταθεί ενώ

η ελιά πλήρωσε με τη ζωή της την

υπερηφάνειά της

Ο Μανωλιός και η γέρικη ελιά

Μια φορά και έναν καιρό όταν ο ζεστός άνεμος

φυσούσε και τα δέντρα λυπημένα έγερναν τα

κουρασμένα φυλλώματά τους ένα παλικάρι

που τον έλεγαν Μανωλιό πήγαινε τα πότιζε

και τους έκανε συντροφιά Τrsquo άλλα παλικάρια

του χωριού ζήλευαν τις χάρες και την καρδιά

του Μανωλιού Ψιθύριζαν λόγια άσχημα

μεταξύ τους δίχως να καταλαβαίνουν ότι αυτό

που έκαναν δεν ήταν σωστό

Μια μέρα κάθισαν κάτω από τον ίσκιο μιας

γέρικης ελιάς για να ξαποστάσουν Ξαφνικά

άκουσαν ένα θρόισμα γύρισαν τα κεφαλάκια

τους και από το κέντρο του κορμού της ελιάς

είδανε ένα χαμογελαστό πρόσωπο που με

ανθρώπινη μιλιά τους είπε

Αυτό το δέντρο που στον ίσκιο του ήρθατε να ξεκουραστείτε ξέρετε ποιος το ποτίζει

Όχι απάντησαν εκείνοι

Ο Μανωλιός που κοροϊδεύετε αποκρίθηκε το δέντρο

Εκείνοι ντροπιασμένοι έφυγαν με σκυμμένο το κεφάλι Στο δρόμο συνάντησαν τον Μανωλιό

Καλημέρα είπαν με μία φωνή Σήμερα θα έρθουμε μαζί σου να σε βοηθήσουμε να ποτίσεις τα δέντρα

Έτσι κι έγινε Από τότε έγιναν φίλοι Κάθε

απόγευμα πότιζαν τα δέντρα κι ύστερα κάτω

από τα φυλλώματα της γέρικης ελιάς άρχιζαν

το τραγούδι που μιλούσε για χώρες

παράξενε για ζούγκλες με πολύχρωμους

παπαγάλους για ινδιάνους με κιτρινοκόκκινα

φτερά στα καπέλα τους και ιδιαίτερα

τραγουδούσαν για την συμπόνια και την

ευαίσθητη καρδιά των ανθρώπων

Μια μέρα που ο ήλιος γίνηκε πορφυρός και

κρύφτηκε πίσω από τα βουνά ο Μανωλιός

πήγε μόνος του πότισε την γέρικη ελιά

ξάπλωσε και τον πήρε ένας βαθύς ύπνος Τότε

είδε πως μέσα στην κουφάλα της γέρικης ελιάς

είχανε στήσει ένα πανέμορφο παλάτι γεμάτο

κόσμο που χόρευε και γλένταγε

Θα πάω κι εγώ είπε δειλά δειλά ο Μανωλιός

bull Όσο προχωρούσε τόσο τα φώτα

μεγάλωναν ώσπου έφτασε στο κέντρο Εκεί

ένας βασιλιάς καθόταν σrsquoένα χρυσαφένιο

θρόνο Πίσω του στεκόταν μια Σφίγγα

άγαλμα Πήρε ανθρώπινη μιλιά αρχίζοντας να

λέει καλωσορίσματα στον Μανωλιό Εκείνος

χαμογελαστός χαιρέτησεμα τι να δει Σrsquoέναν

καθρέπτη που βρέθηκε μπροστά του ο

Μανωλιός ήταν ντυμένος πρίγκιπας

bull Πω πω Τι όμορφος που είμαι Αναφώνησε

Ξαφνικά υπηρέτες έστρωσαν ένα κόκκινο

χαλί για να περάσει ο Μανωλιός και αυτοί

αριστερά και δεξιά τον προσκυνούσαν Όταν

πέρασε τον διάδρομο με το κόκκινο χαλί

στάθηκε στον βασιλιά που του είπε

Καλόκαρδο και πονόψυχο παλικάρι Εσύ πότιζες

το δέντρο κι έτσι μπόρεσε το παλάτι μου να

βρίσκεται εδώ με όλους τους ανθρώπους

μου διαφορετικά αν το άφηνες να ξεραθεί από

το ζεστό άνεμο τώρα δεν θα

υπήρχαμε Γιrsquoαυτό αξίζεις να γίνεις γιος μου

να παντρευτείς την Βασιλοπούλα και με

δικαιοσύνη αγάπη και φρόνηση να γίνεις εσύ

ο καινούριος Βασιλιάς λύνοντας έτσι τα μάγια

της κακιάς νεράιδας που μας είχε

καταδικασμένους

Έτσι κι έγινε Ο Μανωλιός έγινε βασιλιάς με

τιμές και δόξες διότι ήξερε την γλώσσα της

καρδιάς που πάντα μας διδάσκει πόσο καλό

είναι να είσαι άνθρωπος Από τότε ο

Μανωλιός έμεινε στο παλάτι και κανείς ακόμα

δεν ξέρει τι ταξίδι ακολούθησε στον χρόνο του

ύπνου του άφησε όμως πίσω του τον

πραγματικό θησαυρό της καλοσύνης και της

αγάπης

ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Ο μαγικός ελαιώνας

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα παιδάκι που

το έλεγαν Λευτέρη Κάθε χρόνο το καλοκαίρι

μόλις έκλειναν τα σχολεία πήγαινε διακοπές

στο σπίτι της γιαγιάς του

Ένα καλοκαίρι έζησε μια σπουδαία περιπέτεια

Μια μέρα που η γιαγιά του είχε πάει για ψώνια

στην κοντινή πόλη ο Λευτέρης αποφάσισε να

εξερευνήσει τη σοφίτα του σπιτιού

Ανέβηκε προσεκτικά τη στριφογυριστή ξύλινη

σκάλα και στάθηκε αναποφάσιστος μπροστά

στην κλειστή πόρτα Πήρε μια βαθιά ανάσα

και την έσπρωξε δυνατά Πόσο σκοτεινά ήταν ό-

λα εκεί μέσα Ο Λευτέρης σκόνταψε σ΄ ένα πα-

λιό μπαούλο

Το άνοιξε γεμάτος περιέργεια Και τι δε βρήκε

Ολόκληρο θησαυρό Παλιά βιβλία του παππού

φορέματα της γιαγιάς παιχνίδια της μητέρας

του όταν ήταν παιδί Κάτω κάτω ήταν

τσαλακωμένο ένα κιτρινισμένο χαρτί Το

ξετύλιξε βιαστικά και τι να δει Ένας παλιός

χάρτης με σχεδιάγραμμα Αμέσως τον άρπαξε

κι άρχισε το ταξίδι του

Περπάτησε ώρες πολλές Πέρασε την πεδιάδα

με τα κίτρινα στάχυα το γεφυράκι του μικρού

ποταμού ώσπου έφτασε στο τέλος σε έναν

κάμπο γεμάτο ελιές

Διάλεξε την πιο μεγάλη ελιά και κάθισε να

ξεκουραστεί ακουμπώντας στο γέρικο κορμό

της

Ξαφνικά άκουσε μια απαλή φωνή Έμοιαζε

με της γιαγιάς του Κοίταξε γύρω του μα δεν

είδε κανέναν Η φωνή συνέχισε να του μιλάει

τρυφερά Ο Λευτέρης γεμάτος περιέργεια

άρχισε να παρατηρεί προσεχτικά το γέρικο

κορμό τα πελώρια κλαδιά και τ΄ ασημένια

φύλλα της ελιάς Τότε κατάλαβε ποιος του

μιλούσε Έκπληκτος άγγιξε απαλά το υπέροχο

αυτό δέντρο και μοιράστηκε μαζί του όλα του

τα μυστικά

Από εκείνη την ημέρα ο Λευτέρης πήγαινε

καθημερινά στο μαγικό αυτό ελαιώνα

Καθόταν ώρες στη σκιά της αγαπημένης του

ελιάς κι άκουγε τις πιο ωραίες ιστορίες

Ο καιρός πέρασε γρήγορα κι ήρθε η μέρα που

έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι του Έτρεξε στο

μαγικό ελαιώνα κι αγκάλιασε κλαίγοντας το

αγαπημένο του δέντρο Η ελιά έγειρε τα

κλαδιά της και χάιδεψε τα μαλλιά του laquo Μη

στενοχωριέσαιraquo του ψιθύρισε laquo Κόψε ένα

κλαράκι μου και πάρ΄ το μαζί σου Φύτεψέ το

στην αυλή του σπιτιού σου κι εγώ θα είμαι

πάντα κοντά σουraquo

Έτσι κι έγινε Ένα καινούριο ολόδροσο

δεντράκι φύτρωσε στον κήπο του Λευτέρη Κι

από τότε δεν χώρισαν ποτέ

Οι μαγικοί σπόροι

Μια φορά κι έναν καιρό σ΄ ένα μακρινό

χωριουδάκι ζούσε με τη γιαγιά του ένα μικρό

κορίτσι που το έλεγαν Ελπίδα Το σπιτάκι τους

ήταν πολύ φτωχικό Δύσκολα τα έβγαζαν πέρα

Ο περασμένος χειμώνας ήταν πολύ βαρύς

Τα πρώτα χιόνια έπεσαν νωρίς κι ο κρύος

βοριάς σφύριζε μανιασμένα Κάθε πρωί η

γιαγιά με την εγγονή της πήγαιναν στο δάσος

και μάζευαν φρούτα και ξύλα για να

ζεσταθούν

Μια μέρα ο άνεμος φυσούσε άγρια κι ο ήλιος

είχε κρυφτεί πίσω από τα βαριά μαύρα

σύννεφα Η Ελπίδα άφησε τη γιαγιά της στο

κρύο σπιτάκι τους τυλίχτηκε σφιχτά με το

σάλι της και ξεκίνησε για το δάσος Τα πόδια

και τα χέρια της είχαν παγώσει Τα μαλλιά και

τα ρούχα της είχαν βραχεί από την ξαφνική

μπόρα Και το σπουδαιότερο δεν μπορούσε να

γυρίσει πίσω γιατί δεν είχε μαζέψει ακόμη

τίποτα Αποφάσισε τότε να μπει για λίγο σε

μια σπηλιά που βρήκε στο δρόμο της και να

περιμένει

Έτρεμε από το κρύο και

από το φόβο της Είχε αρ

χίσει να νυχτώνει και η

γιαγιά της σίγουρα θα

ανησυχούσε Ξαφνικά

ένα απόκοσμο φως γέμι

σε τη σπηλιά και μια πα

νέμορφη νεράιδα πα

ρουσιάστηκε μπροστά

της

Της χαμογέλασε γλυκά και της χάιδεψε απαλά τα μαλλιά Κρατούσε ένα μικρό σακουλάκι που το άφησε προσεκτικά στα χέρια της Ελπίδας laquoΌταν πας σπίτι σου να το ανοίξεις και να κάνεις ότι ακριβώς σου πει η γιαγιά σου Αυτή ξέρειraquo της είπε τρυφερά και χάθηκε στο σκοτάδι της σπηλιάς Το κορίτσι κρατώντας το γερά έτρεξε χαρούμενο στο φτωχικό του σπιτάκι Τα μάτια του έλαμπαν από ενθουσιασμό καθώς έδειχνε στη γιαγιά του το δώρο της νεράιδας

Η γιαγιά ψηλάφησε τους μεγάλους γυαλιστερούς σπόρους τους έβαλε στη χούφτα της Ελπίδας και της είπε να τους φυτέψει στην αυλή Έτσι ακριβώς έκανε το μικρό κορίτσι Τους έχωσε βαθιά στο έδαφος και τους σκέπασε με φρέσκο χώμα Την άνοιξη οι σπόροι φύτρωσαν και γρήγορα έγιναν μεγάλα δέντρα με υπέροχο σταχτοπράσινο φύλλωμα Ήταν φουντωτές ελιές που αγκάλιασαν το μικρό σπιτάκι Ήρθε το φθινόπωρο και τα κλαδιά τους γέμισαν ευλογημένο καρπό

Από τότε η Ελπίδα κι η γιαγιά της έζησαν

ευτυχισμένες βοηθώντας κάθε κουρασμένο

περαστικό

Η αξία της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό σrsquo ένα μακρινό

χωριό όλοι οι άνθρωποι ζούσαν ευτυχισμένοι

Είχαν πολλά κτήματα εκτιμήσει πλούσια

γεμάτα ελιές Ποτέ όμως δεν είχαν σωστά την

αξία τους

Κάποια μέρα καθώς έπαιζαν δυο παιδιά η

Μαρία και ο Νίκος εμφανίστηκε μπροστά

τους ένας άγνωστος άντρας Τους μίλησε για

τα ελαιόδεντρα και τη χρησιμότητά τους Τους

είπε πως πρέπει να τα φροντίζουν και να τα

αγαπούν

Μετά από αρκετές ημέρες έγινε κάτι φοβερό

Στο χωριό έπεσε μεγάλη κατάρα Όλα τα χωράφια με τα ελαιόδεντρα καταστράφηκαν

Η Μαρία και ο Νίκος αμέσως κατάλαβαν πως έπρεπε να πάνε να βρουν τον μυστήριο αυτό άντρα που τους είχε επισκεφτεί

Τους είχε πει πως ζούσε στο δάσος Αυτό όμως δεν ήταν και τόσοhellip συνηθισμένο δάσος Έλεγαν πως στις κουφάλες των δέντρων ζούσαν φαντάσματα και πως το μέγεθος των ζώων ήταν υπερφυσικό

Φοβόντουσαν πάρα πολύ Περπάτησαν

ατελείωτες ώρες στη σκιά των πελώριων

δέντρων Με τη βοήθεια ενός λιονταριού

κατάφεραν να βρουν τον πύργο του άντρα που

έψαχναν

Χτύπησαν την πόρτα

αλλά κανείς δεν τους

άνοιξε Αποφάσισαν

να περιμένουν Δεν

κατάλαβαν πόσος

χρόνος πέρασε καιhellip

η πόρτα άνοιξε μόνη

της

Τα παιδιά μπήκαν γεμάτα περιέργεια στον

πύργο Ανέβηκαν διστακτικά την παλιά

στριφογυριστή σκάλα που τα οδήγησε σrsquo έ-

να επιβλητικό δωμάτιο Εκεί εργαζόταν ο

μυστηριώδης άντρας που είχαν γνωρίσει

Αμέσως κατάλαβαν πως ήταν μάγος Τους

αποκάλυψε αμέσως το όνομά του τον έλεγαν

Άλφρεντ Άρχισαν λοιπόν να του μιλούν για

το πρόβλημά τους Ο μάγος τα άκουσε προσε-

κτικά και τους είπε τι πρέπει να κάνουν

Έπρεπε να περάσουν τρεις δοκιμασίες Μόνο

έτσι θα έφευγε η κατάρα

Στο χωριό όλοι οι κάτοικοι περνούσαν δύσκο-

λα Από πλούσιοι είχαν γίνει φτωχοί και χωρίς

την ελιά και το λάδι της δεν μπορούσαν να ζή-

σουν Κατάλαβαν έτσι την αξία της αλλά ήταν

πλέον αργά Ή μάλλον σχεδόν αργά

Όταν τα παιδιά επέστρεψαν διηγήθηκαν σε

όλους όλα όσα τους συνέβησαν Τους είπαν για

το μάγο και τις τρεις δοκιμασίες που έπρεπε να

περάσουν Το πρόβλημα όμως ήταν πως δεν

τους είχε πει ποιες ήταν αυτές οι δοκιμασίες

ποιοι θα τις περνούσαν και πότε

Οι μέρες περνούσαν

αργά και βασανιστικά

μετά από δυο μήνες στο

χωριό εμφανίστηκε ένα

μικρό κορίτσι Χτύπησε

την πόρτα ενός σπιτιού

και ζήτησε λίγο φαγητό

Η οικογένεια όμως Το έ-

διωξε Το κορίτσι ήταν

Ο μάγος Άλφρεντ μεταμορ-

φωμένος Αυτή ήταν η πρώ-

τη δοκιμασία που δυστυχώς

όμως απέτυχαν

Αφού πέρασε μια εβδομάδα περίπου ένα μι-

κρό άγνωστο αγόρι εμφανίστηκε σε μια ομάδα

παιδιών και τους ζήτησε να παίξει μαζί τους Η

Μαρία και ο Νίκος όχι μόνο το δέχτηκαν αλλά

το άφησαν να διαλέξει το παιχνίδι που θα έπαι-

ζαν

_ Εσύ Νίκο θα είσαι ο αγρότης Εγώ θα είμαι η

ελιά και Μαρία θα είναι οι καρποί μου είπε το

αγόρι

Τα παιδιά συμφώνησαν κι άρχισαν όλα μαζί να

παίζουν Ο μάγος τότε παρατήρησε τον τρόπο

που ο Νίκος περιποιόταν την ελιά και πόσο χαι-

ρόταν όταν μάζευε τους καρπούς της Αυτή ήταν

η δεύτερη δοκιμασία και τα παιδιά την πέρασαν

με επιτυχία

Πέρασε αρκετός καιρός ώσπου έφτασε η ώρα

για την τρίτη δοκιμασία Μια μέρα ήρθε στο χω-

ριό ένας πλανόδιος έμπορος Πουλούσε από σπό-

ρους μέχρι και μαγικά αντικείμενα Οι τιμές όμως

ήταν πολύ υψηλές Ο Νίκος με τον πατέρα του ζή-

τησαν να δουν τους σπόρους που είχε

_Έχω σπόρους συκιάς πορτοκαλιάς μηλιάς και

τον τελευταίο σπόρο ελιάς είπε ο άντρας

_Τον τελευταίο Ρώτησε ο Νίκος

_ Ναι Τον τελευταίο

_Δεν υπάρχει άλλος

_Όχι

_Ούτε ένας

_Τίποτα

_Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Ναι Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Είστε σίγουρος για αυτό

_Απολύτως

Ο Νίκος δεν πίστευε στ΄ αυτιά τουΤότε ζήτη-

σε αμέσως απόν τον πατέρα του να αγοράσει τον

τελευταίο σπόρο ελιάς σ΄ ολόκληρη τη γη Η τι-

μή του όμως ήταν πολύ πάρα πολύ υψηλή Εκα-

τό χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Γιε μου δεν έχουμε τόσα χρήματα Μπορούμε

όμως να πουλήσουμε τα τέσσερα κτήματά μας

_Ναι να τα δώσουμε Θα μας μείνει η αυλή του

σπιτιού Εκεί θα φυτέψουμε τον πολύτιμο σπόρο

Τότε εμφανίστηκε ο μάγος Άλφρεντ

_Δίνω διακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα είπε

ο μάγος

_Άλφρεντ δεν είναι τίμιο είπε ο Νίκος

Προλάβαμε

εμείς να αγοράσουμε αυτόν το σπόρο

_Δίνω τριακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Τότε εγώ θα δώσω και το σπίτι μου είπε ο πα-

τέρας του Νίκου

_Ναι αλλά hellip αυτά είναι λιγότερα από τα χρή-

ματα που μου δίνει ο μάγος είπε ο έμπορος

_Τότε και εγώ θα δώσω όσα χρήματα έχω στον

κουμπαρά μου είπε η Μαρία

_Κι εγώ φώναξε ο Βασίλης

_Εγώ θα δώσω το μοναδικό κτήμα που έχω είπε

ο κύριος Βαγγέλης

_Και εγώ φώναξε η κυρία Βαρβάρα

_Ναι Και εμείς θα δώσουμε ότι έχουμε στους

κουμπαράδες μας φώναξαν δυνατά όλα τα

παιδιά που ήταν μαζεμένα στην πλατεία του

χωριού

Όλοι άρχισαν να δίνουν χρήματα σπίτια

έπιπλα χωράφια και μαγαζιά μέχρι που κέρδι-

σαν το μάγο Άλφρεντ και αγόρασαν το σπόρο

της ελιάς Από τη στιγμή που τον φύτεψαν το

πρόσεχαν πάρα πολύ

Μετά από χρόνια όταν οι χωρικοί μάζεψαν

τους καρπούς αυτής της ελιάς διαπίστωσαν ότι

είχε το πιο νόστιμο λάδι Τότε ο μάγος

πείστηκε πως όλοι είχαν καταλάβει την αξία

της και γέμισε ξανά όλα τα χωράφια τους με

ελαιόδεντρα

ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α

Κουκάκη Κατερίνα

Μπογκντάνι Γκισέλα

Καρυώτης Γιώργος

Αθανασόπουλος Στέφανος

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 22: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

κι εσένα

όταν σε πήρε το πρώτο χάδι μου

όταν κρύφτηκες χαμογελώντας

πίσω απrsquo τις χρυσοπράσινες φυλλωσιές

Τώρα τόσα χρόνια μετά

πηγαίνω τα δειλινά για προσκύνημα

στον ίσκιο της απαγκιάζουν οι φόβοι μου

στη μαγική σπηλιά της

τρυπώνει μυστικά το παιδικό μου όνειρο

κι εσύ πάνω στα αιωρούμενα φύλλα

σαν ιπτάμενο ξωτικό

χορεύεις ταξιδεύοντας

απrsquo το παρελθόν μέχρι το άπειροhellip

Αποσπάσματα από ποιήματα του

Οδυσσέα Ελύτη

Ε σεις στεριές και θάλασσες

τrsquo αμπέλια κι οι χρυσές ελιές

ακούστε τα χαμπέρια μου

μέσα στα μεσημέρια μου

Σrsquo όλους τους τόπους κι αν γυρνώ

μόνον ετούτο αγαπώ

Λοιπόν ευρέθηκε ο χρυσός

της λιόριζας

να έχει σταλάξει στα φύλλα

της καρδιάς του

Κι από τις τόσες φορές όπου

ξαγρύπνησε

σιμά στο κηροπήγιο

καρτερώντας

τα χαράματα μια πυράδα

παράξενη

του είχε αρπάξει τα σωθικά

Οι φωνές των πουλιών που

είχε σrsquo ώρες

μεγάλης μοναξιάς

αποστηθίσει

φαίνεται να ξεχύθηκαν όλες

μαζί

τόσο που δεν εστάθη βολετό

να προχωρήσει

σε μεγάλο βάθος το μαχαίρι

Μάλλον η πρόθεση άρκεσε

για το Κακό

Που ταrsquo αντίκρισε ndash είναι

φανερό ndash στη στάση

την τρομαχτική του αθώου

Ανοιχτά περήφανα τα μάτια

του κι όλο το

δάσος να σαλεύει ακόμη στον

ακηλίδωτον

αμφιβληστροειδή

Στον εγκέφαλο τίποτε πάρεξ

μια ηχώ

ουρανού καταστραμμένη

Έζησα τrsquo όνομα το αγαπημένο

στον ίσκιο της γιαγιάς ελιάς

στον ρόχθο της ισόβιας θάλασσας

Χάραξα τrsquo όνομα το αγαπημένο

στον ίσκιο της γιαγιάς ελιάς

στον ρόχθο της ισόβιας θάλασσας

Ω λινό καλοκαίρι συνετό

φθινόπωρο

χειμώνα ελάχιστε

η ζωή καταβάλλει τον οβολό

του φύλλου της ελιάς

και στη νύχτα μέσα των αφρόνων

μrsquo ένα μικρό τριζόνι

κατακυρώνει πάλι το νόμιμο

του Ανέλπιστου

Αποσπάσματα από ποιήματα του

Γιάννη Ρίτσου

Ετούτου το τοπίο είναι σκληρό

σαν τη σιωπή

σφίγγει στον κόρφο του

τα πυρωμένα του λιθάρια

σφίγγει στο φως

τις ορφανές ελιές του

και τrsquo αμπέλια του

σφίγγει τα δόντια

Ποιος θα σταθεί

στον ίσκιο της ελιάς

παρέα με το τζιτζίκι

μη σωπάσει το τζιτζίκι

τώρα που ο ασβέστης

του μεσημεριού

βάφει τη μάντρα

ολόγυρα του ορίζοντα

σβήνοντας τα μεγάλα

αντρίκια ονόματά τους

ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ

bullΗ ελιά κρασί δε βγάζει

bullΠέρασε της ελιάς τα φαρμάκια

bullΤου χάρισαν της ελιάς το μέσα και του αβγού το

απrsquo έξω

bullΛάδι βρέχει κάστανα χιονίζει

bullΚλήμα του χεριού σου κι ελιές απrsquo τον παππού

σου

bullΗ ελιά είναι κυρά κι όποτε θέλει κάνει

bullΞεφόρτωσέ την την ελιά να σε φορτώσει λάδι

bullΒάλε ελιά για το παιδί σου και συκιά για τη ζωή

σου

bullΑπrsquo τον θέρο ως τις ελιές δεν απολείπουν οι

δουλειές

bullΈχουμε ελιές και ελήδια έχουμε κι αγρηλίδια

bullΤου έβγαλε το λάδι

bullΜη ρίχνεις λάδι στη φωτιά

bull Αν δε σφίξεις την ελιά δε βγάζει λάδι

bull Άκουσες λάδι τρέχα άκουσες στεφάνι φεύγα

bull Όποιος έχει σιτάρι κρασί και λάδι στο πιθάρι

έχει του κόσμου τα καλά και του θεού τη χάρη

bull Ξεφόρτωσέ τη την ελιά να σε φορτώσει λάδι

bull Δεν τρώγεται ούτε με το λάδι ούτε με το ξύδι

bull Η αλήθεια πλέει σαν το λάδι στο νερό

bull Κάθε σταλαματιά νερό τ Απρίλη είναι ένα

βαρέλι λάδι

ΑΙΝΙΓΜΑΤΑ

Από κλαδάκι κρέμεται

Στην αγορά πουλιέται

Το εξωτερικό της τρώγεται

Το μέσα της πετιέται

Τι είναι Η ελιά

Μάνα και θυγατέρα

έχουν το ίδιο όνομα

Μάντεψε ποιο όνομα έχουν κι οι δυο

Ελιά

Κι όταν έρθει ο Οκτώβρης

ωριμάζω πιο πολύ

πρασινίζω και μαυρίζω

και γεμίζω το σακί

Τι είμαι Η ελιά

Δεν πεθαίνει κι αν περάσουν

Χρόνια εκατό και χίλια

Μας χορταίνει μας φροντίζει

Μας ανάβει τα καντήλια

Τι είναι

Η ελιά

Στα δέντρα πάνω κρέμεται

Στις εκκλησιές κοιμάται

Και τα χρυσά της κόκαλα

Μες στη φωτιά τα βάζω

Τι είναι

Η ελιά

Πράσινα είνrsquo τα νιάτα μου

μαύρα τα γερατειά μου

χαροποιά η θλίψη μου

θροφή τα δάκρυά μου

Τί είναι

Η ελιά

ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Το παραμύθι της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σε μια φτωχογειτονιά

ένα φτωχό μα πολύ καλόκαρδο κορίτσι που το έλεγαν

Ελιά

Κάθε μέρα η Ελιά γύριζε τη γειτονιά της έβλεπε τον

κόσμο να ζει φτωχός και δυστυχισμένος και γύριζε

στο σπίτι της πολύ στενοχωρημένη

Κάτι πρέπει να κάνω να τους βοηθήσω σκεφτόταν Κι

από την άλλη μέρα κιόλας άρχισε Βγήκε στη

γειτονιά κράτησε τα παιδιά της γειτόνισσας για να

πάει να δουλέψει και να μπορεί να φέρει στα παιδιά

της λίγο φαΐ

Μια άλλη μέρα πήγε στη γριούλα που ήταν άρρωστη της μαγείρεψε της σκούπισε το σπίτι την έπλυνε την ταΐσε Την άλλη μέρα πάλι έβγαλε τον παράλυτο γέρο με το καρότσι του βόλτα για να πάρει αέρα και ήλιο

Τα βράδια γύριζε κατάκοπη μα ευχαριστημένη που είχε καταφέρει να δώσει λίγη χαρά στους φτωχούς ανθρώπους

Οι μέρες περνούσαν κι η Ελιά όλο δούλευε όσο αδυνάτιζε Μα έβλεπε πως ότι κι αν έκανε ο κόσμος ήταν πάντα φτωχός και δυστυχισμένοςΑυτό τη στενοχωρούσε πάρα πολύ κι έτσι στενοχωρημένη κάθισε στην αυλή του σπιτιού της και συλλογιζόταν

- Τι να κάνω τι να κάνω Δεν μπορώ να βλέπω τόση δυστυχία Το σπουργίτι που την είδε τόσο στενοχωρημένη - και που την αγαπούσε γιατί κάθε μέρα του έριχνε σπόρους και ψίχουλα - δεν άντεξε και πέταξε βαθιά στο δάσος

Εκεί βρήκε την καλή νεράιδα και της είπε- Τρέξε καλή νεράιδα η Ελιά είναι πολύ στενοχωρημένη χλωμή κι αδύνατη

Η καλή νεράιδα ανήσυχη έτρεξε στην αυλή της Ελιάς και τη ρώτησε- Τι έχεις Ελιά μου κι είσαι τόσο λυπημένη- Αχ καλή μου νεράιδα Δεν μπορώ να βλέπω τόση φτώχεια και δυστυχία γύρω μου- Και τι θέλεις δηλαδή- θέλω να τους γίνω χρήσιμη θέλω να τους προσφέρω κάτι πολύτιμο που να τους δώσει ζωή και χαρά

-Το θέλεις αλήθεια τόσο πολύ

- Και βέβαια το θέλω δε βλέπεις πως έλιωσα

από τη στενοχώρια μου

- Τότε σταμάτησε να στενοχωριέσαι θα σε κάνω

αυτό που θέλεις Και τσουπ την άγγιξε με το

ραβδάκι της κι αμέσως η Ελιά έγινε ένα

μεγάλο δέντρο που έβγαλε φύλλα

λουλουδάκια άσπρα που έγιναν ελιές

πράσινες μωβ μαύρες

Έπεσαν στη γη τα κουκούτσια φύτρωσαν

έγιναν δεντράκια και σχημάτισαν ένα μεγάλο

ελαιώνα

Ήρθαν οι γείτονες μάζεψαν τις ελιές έβγαλαν

λάδι έφαγαν χόρτασαν ρόδισαν τα μαγουλά

τους ζωήρεψαν κι άρχισαν να χαμογελούν και

να ζουν ευτυχισμένοι

Για να ευχαριστήσουν την ελιά και να της

δείξουν την αγάπη τους πήραν το λάδι τους

το έβαλαν στο καντήλι για να θυμίζουν στην

Παναγιά και στο Χριστό την καλοσύνη της

ελιάς και την αγάπη της για τον κόσμο

Κι η Παναγιά με τη σειρά της την ευλόγησε Κι

ο Χριστός κάτω απ την ελιά ήρθε και

ξεκουράστηκε

Κι εκείνη καμάρωνε ευχαριστημένη στη μέση

στον ελαιώνα και φρόντιζε όταν έρχονται οι

άνθρωποι να τη μαζέψουν να ναι γεμάτη

ελιές να χορταίνουν οι φτωχοί και να

φωτίζονται απ τις καντήλες όλες οι εκκλησιές

Η μικρή ελιά

Η μικρή ελιά για πρώτη φορά γέμισε καρπό

Ο γεωργός την αγαπούσε γιατί του θύμιζε την

πρώτη του αγάπη κοντούλα και στρουμπουλή

Της είχε φτιάξει ένα περιδέραιο με

ασπρισμένες πέτρες και συχνά καθόταν και

κουβέντιαζε μαζί της τα όνειρα και τις

αναμνήσεις του Η ελιά κάθε μέρα και πιο

όμορφη

Ένα πρωί του Νοέμβρη ο γεωργός άπλωσε πανιά

κι άρχισε να την ραβδίζει Πάνε οι ελιές πάνε

τα φύλλα πάει η ομορφιά

Η ελιά μέσα στα αναφιλητά της μονολογούσε

-Μ αγαπούσε και με χάλασε Πως εννοεί ο

άνθρωπος την αγάπη Έλεγε και ξανάλεγε

Τότε ακούει μια μαργαρίτα να της λέει

-Άκουσε να σου πω Ο άνθρωπος δεν ξέρει την

αγάπη

Μην τον παρεξηγείς Κοίταξε εμένα που μια

ζωή με μαδάει για να μάθειhellip

Το καλάμι κι η ελιά

Μια φορά δίπλα σε μια ελιά είχε φυτρώσει ένα καλάμιΗ ελιά ήταν ένα μεγάλο και δυνατό δέντρο με πολλά κλαδιά πουκρατούσαν τα φύλλα τους όλη τη χρονιά και κάθε δυο χρόνιαέγερναν από το βάρος του καρπού

Το καλάμι πάλι ήτανε ψηλόλιγνο με καταπράσινα στενόμακρα φύλλα με ωραιότατα παράξενα λουλούδια που έμοιαζαν με τσαμπιά κι είχανε το σχήμα του αδραχτιού

Η ελιά καυχιόταν ολοένα

-Τι είσαι συ μπροστά μου έλεγε στο καλάμιΕγώ είμαι ένα δέντρο μεγάλο δυνατό ευλογημένο Οι άνθρωποι με λατρεύουνγιατί τους δίνω τις ελιές και το λάδι μου τους δίνω ξερόκλαδα για να ζεσταίνονταιτους δίνω ξύλα για να φτιάχνουν ακριβά έπιπλα Είμαι μεγάλη ψηλή γερήκαι συ είσαι ένα αδύναμο πραγματάκι που λυγίζεις μπροστά σrsquo όλους τους ανέμους και τους προσκυνάς Δεν μπορώ να καταλάβω πώς έχεις την τόλμη να φυτρώνεις πλάι μου

Το καημένο το καλάμι

που ήταν από φυσικού

του ντροπαλό ταrsquo

άκουγε όλα αυτά και

δεν έλεγε τίποτα κι

ούτε και θύμωνε γιατί

αυτό δεν είχε να

καυχηθεί για τίποτα

Ήρθε ένας χειμώνας όμως βαρύς κι άρχισε να

φυσάει ένας αέρας δαιμονισμένος

που χτυπούσε με μανία την ελιά ώσπου στο

τέλος την ξερίζωσε

Το καλάμι με το πρώτο φύσημα του ανέμου

έγειρε λυγερό όπως ήτανε

προς το νερό κι έτσι ο άνεμος περνούσε από

πάνω του χωρίς να το πειράξει

Κι όταν η καταιγίδα σταμάτησε κι ο άνεμος

έπαψε να φυσάει

η ελιά απόμεινε πεσμένη στο χώμα και το

καλάμι σηκώθηκε

πάλι όρθιο και λυγερό όπως και πριν

Βλέπετε το καλάμι ήξερε να υποχωρεί εκεί που

ένιωθε ότι δεν είχε δύναμη νrsquo αντισταθεί ενώ

η ελιά πλήρωσε με τη ζωή της την

υπερηφάνειά της

Ο Μανωλιός και η γέρικη ελιά

Μια φορά και έναν καιρό όταν ο ζεστός άνεμος

φυσούσε και τα δέντρα λυπημένα έγερναν τα

κουρασμένα φυλλώματά τους ένα παλικάρι

που τον έλεγαν Μανωλιό πήγαινε τα πότιζε

και τους έκανε συντροφιά Τrsquo άλλα παλικάρια

του χωριού ζήλευαν τις χάρες και την καρδιά

του Μανωλιού Ψιθύριζαν λόγια άσχημα

μεταξύ τους δίχως να καταλαβαίνουν ότι αυτό

που έκαναν δεν ήταν σωστό

Μια μέρα κάθισαν κάτω από τον ίσκιο μιας

γέρικης ελιάς για να ξαποστάσουν Ξαφνικά

άκουσαν ένα θρόισμα γύρισαν τα κεφαλάκια

τους και από το κέντρο του κορμού της ελιάς

είδανε ένα χαμογελαστό πρόσωπο που με

ανθρώπινη μιλιά τους είπε

Αυτό το δέντρο που στον ίσκιο του ήρθατε να ξεκουραστείτε ξέρετε ποιος το ποτίζει

Όχι απάντησαν εκείνοι

Ο Μανωλιός που κοροϊδεύετε αποκρίθηκε το δέντρο

Εκείνοι ντροπιασμένοι έφυγαν με σκυμμένο το κεφάλι Στο δρόμο συνάντησαν τον Μανωλιό

Καλημέρα είπαν με μία φωνή Σήμερα θα έρθουμε μαζί σου να σε βοηθήσουμε να ποτίσεις τα δέντρα

Έτσι κι έγινε Από τότε έγιναν φίλοι Κάθε

απόγευμα πότιζαν τα δέντρα κι ύστερα κάτω

από τα φυλλώματα της γέρικης ελιάς άρχιζαν

το τραγούδι που μιλούσε για χώρες

παράξενε για ζούγκλες με πολύχρωμους

παπαγάλους για ινδιάνους με κιτρινοκόκκινα

φτερά στα καπέλα τους και ιδιαίτερα

τραγουδούσαν για την συμπόνια και την

ευαίσθητη καρδιά των ανθρώπων

Μια μέρα που ο ήλιος γίνηκε πορφυρός και

κρύφτηκε πίσω από τα βουνά ο Μανωλιός

πήγε μόνος του πότισε την γέρικη ελιά

ξάπλωσε και τον πήρε ένας βαθύς ύπνος Τότε

είδε πως μέσα στην κουφάλα της γέρικης ελιάς

είχανε στήσει ένα πανέμορφο παλάτι γεμάτο

κόσμο που χόρευε και γλένταγε

Θα πάω κι εγώ είπε δειλά δειλά ο Μανωλιός

bull Όσο προχωρούσε τόσο τα φώτα

μεγάλωναν ώσπου έφτασε στο κέντρο Εκεί

ένας βασιλιάς καθόταν σrsquoένα χρυσαφένιο

θρόνο Πίσω του στεκόταν μια Σφίγγα

άγαλμα Πήρε ανθρώπινη μιλιά αρχίζοντας να

λέει καλωσορίσματα στον Μανωλιό Εκείνος

χαμογελαστός χαιρέτησεμα τι να δει Σrsquoέναν

καθρέπτη που βρέθηκε μπροστά του ο

Μανωλιός ήταν ντυμένος πρίγκιπας

bull Πω πω Τι όμορφος που είμαι Αναφώνησε

Ξαφνικά υπηρέτες έστρωσαν ένα κόκκινο

χαλί για να περάσει ο Μανωλιός και αυτοί

αριστερά και δεξιά τον προσκυνούσαν Όταν

πέρασε τον διάδρομο με το κόκκινο χαλί

στάθηκε στον βασιλιά που του είπε

Καλόκαρδο και πονόψυχο παλικάρι Εσύ πότιζες

το δέντρο κι έτσι μπόρεσε το παλάτι μου να

βρίσκεται εδώ με όλους τους ανθρώπους

μου διαφορετικά αν το άφηνες να ξεραθεί από

το ζεστό άνεμο τώρα δεν θα

υπήρχαμε Γιrsquoαυτό αξίζεις να γίνεις γιος μου

να παντρευτείς την Βασιλοπούλα και με

δικαιοσύνη αγάπη και φρόνηση να γίνεις εσύ

ο καινούριος Βασιλιάς λύνοντας έτσι τα μάγια

της κακιάς νεράιδας που μας είχε

καταδικασμένους

Έτσι κι έγινε Ο Μανωλιός έγινε βασιλιάς με

τιμές και δόξες διότι ήξερε την γλώσσα της

καρδιάς που πάντα μας διδάσκει πόσο καλό

είναι να είσαι άνθρωπος Από τότε ο

Μανωλιός έμεινε στο παλάτι και κανείς ακόμα

δεν ξέρει τι ταξίδι ακολούθησε στον χρόνο του

ύπνου του άφησε όμως πίσω του τον

πραγματικό θησαυρό της καλοσύνης και της

αγάπης

ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Ο μαγικός ελαιώνας

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα παιδάκι που

το έλεγαν Λευτέρη Κάθε χρόνο το καλοκαίρι

μόλις έκλειναν τα σχολεία πήγαινε διακοπές

στο σπίτι της γιαγιάς του

Ένα καλοκαίρι έζησε μια σπουδαία περιπέτεια

Μια μέρα που η γιαγιά του είχε πάει για ψώνια

στην κοντινή πόλη ο Λευτέρης αποφάσισε να

εξερευνήσει τη σοφίτα του σπιτιού

Ανέβηκε προσεκτικά τη στριφογυριστή ξύλινη

σκάλα και στάθηκε αναποφάσιστος μπροστά

στην κλειστή πόρτα Πήρε μια βαθιά ανάσα

και την έσπρωξε δυνατά Πόσο σκοτεινά ήταν ό-

λα εκεί μέσα Ο Λευτέρης σκόνταψε σ΄ ένα πα-

λιό μπαούλο

Το άνοιξε γεμάτος περιέργεια Και τι δε βρήκε

Ολόκληρο θησαυρό Παλιά βιβλία του παππού

φορέματα της γιαγιάς παιχνίδια της μητέρας

του όταν ήταν παιδί Κάτω κάτω ήταν

τσαλακωμένο ένα κιτρινισμένο χαρτί Το

ξετύλιξε βιαστικά και τι να δει Ένας παλιός

χάρτης με σχεδιάγραμμα Αμέσως τον άρπαξε

κι άρχισε το ταξίδι του

Περπάτησε ώρες πολλές Πέρασε την πεδιάδα

με τα κίτρινα στάχυα το γεφυράκι του μικρού

ποταμού ώσπου έφτασε στο τέλος σε έναν

κάμπο γεμάτο ελιές

Διάλεξε την πιο μεγάλη ελιά και κάθισε να

ξεκουραστεί ακουμπώντας στο γέρικο κορμό

της

Ξαφνικά άκουσε μια απαλή φωνή Έμοιαζε

με της γιαγιάς του Κοίταξε γύρω του μα δεν

είδε κανέναν Η φωνή συνέχισε να του μιλάει

τρυφερά Ο Λευτέρης γεμάτος περιέργεια

άρχισε να παρατηρεί προσεχτικά το γέρικο

κορμό τα πελώρια κλαδιά και τ΄ ασημένια

φύλλα της ελιάς Τότε κατάλαβε ποιος του

μιλούσε Έκπληκτος άγγιξε απαλά το υπέροχο

αυτό δέντρο και μοιράστηκε μαζί του όλα του

τα μυστικά

Από εκείνη την ημέρα ο Λευτέρης πήγαινε

καθημερινά στο μαγικό αυτό ελαιώνα

Καθόταν ώρες στη σκιά της αγαπημένης του

ελιάς κι άκουγε τις πιο ωραίες ιστορίες

Ο καιρός πέρασε γρήγορα κι ήρθε η μέρα που

έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι του Έτρεξε στο

μαγικό ελαιώνα κι αγκάλιασε κλαίγοντας το

αγαπημένο του δέντρο Η ελιά έγειρε τα

κλαδιά της και χάιδεψε τα μαλλιά του laquo Μη

στενοχωριέσαιraquo του ψιθύρισε laquo Κόψε ένα

κλαράκι μου και πάρ΄ το μαζί σου Φύτεψέ το

στην αυλή του σπιτιού σου κι εγώ θα είμαι

πάντα κοντά σουraquo

Έτσι κι έγινε Ένα καινούριο ολόδροσο

δεντράκι φύτρωσε στον κήπο του Λευτέρη Κι

από τότε δεν χώρισαν ποτέ

Οι μαγικοί σπόροι

Μια φορά κι έναν καιρό σ΄ ένα μακρινό

χωριουδάκι ζούσε με τη γιαγιά του ένα μικρό

κορίτσι που το έλεγαν Ελπίδα Το σπιτάκι τους

ήταν πολύ φτωχικό Δύσκολα τα έβγαζαν πέρα

Ο περασμένος χειμώνας ήταν πολύ βαρύς

Τα πρώτα χιόνια έπεσαν νωρίς κι ο κρύος

βοριάς σφύριζε μανιασμένα Κάθε πρωί η

γιαγιά με την εγγονή της πήγαιναν στο δάσος

και μάζευαν φρούτα και ξύλα για να

ζεσταθούν

Μια μέρα ο άνεμος φυσούσε άγρια κι ο ήλιος

είχε κρυφτεί πίσω από τα βαριά μαύρα

σύννεφα Η Ελπίδα άφησε τη γιαγιά της στο

κρύο σπιτάκι τους τυλίχτηκε σφιχτά με το

σάλι της και ξεκίνησε για το δάσος Τα πόδια

και τα χέρια της είχαν παγώσει Τα μαλλιά και

τα ρούχα της είχαν βραχεί από την ξαφνική

μπόρα Και το σπουδαιότερο δεν μπορούσε να

γυρίσει πίσω γιατί δεν είχε μαζέψει ακόμη

τίποτα Αποφάσισε τότε να μπει για λίγο σε

μια σπηλιά που βρήκε στο δρόμο της και να

περιμένει

Έτρεμε από το κρύο και

από το φόβο της Είχε αρ

χίσει να νυχτώνει και η

γιαγιά της σίγουρα θα

ανησυχούσε Ξαφνικά

ένα απόκοσμο φως γέμι

σε τη σπηλιά και μια πα

νέμορφη νεράιδα πα

ρουσιάστηκε μπροστά

της

Της χαμογέλασε γλυκά και της χάιδεψε απαλά τα μαλλιά Κρατούσε ένα μικρό σακουλάκι που το άφησε προσεκτικά στα χέρια της Ελπίδας laquoΌταν πας σπίτι σου να το ανοίξεις και να κάνεις ότι ακριβώς σου πει η γιαγιά σου Αυτή ξέρειraquo της είπε τρυφερά και χάθηκε στο σκοτάδι της σπηλιάς Το κορίτσι κρατώντας το γερά έτρεξε χαρούμενο στο φτωχικό του σπιτάκι Τα μάτια του έλαμπαν από ενθουσιασμό καθώς έδειχνε στη γιαγιά του το δώρο της νεράιδας

Η γιαγιά ψηλάφησε τους μεγάλους γυαλιστερούς σπόρους τους έβαλε στη χούφτα της Ελπίδας και της είπε να τους φυτέψει στην αυλή Έτσι ακριβώς έκανε το μικρό κορίτσι Τους έχωσε βαθιά στο έδαφος και τους σκέπασε με φρέσκο χώμα Την άνοιξη οι σπόροι φύτρωσαν και γρήγορα έγιναν μεγάλα δέντρα με υπέροχο σταχτοπράσινο φύλλωμα Ήταν φουντωτές ελιές που αγκάλιασαν το μικρό σπιτάκι Ήρθε το φθινόπωρο και τα κλαδιά τους γέμισαν ευλογημένο καρπό

Από τότε η Ελπίδα κι η γιαγιά της έζησαν

ευτυχισμένες βοηθώντας κάθε κουρασμένο

περαστικό

Η αξία της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό σrsquo ένα μακρινό

χωριό όλοι οι άνθρωποι ζούσαν ευτυχισμένοι

Είχαν πολλά κτήματα εκτιμήσει πλούσια

γεμάτα ελιές Ποτέ όμως δεν είχαν σωστά την

αξία τους

Κάποια μέρα καθώς έπαιζαν δυο παιδιά η

Μαρία και ο Νίκος εμφανίστηκε μπροστά

τους ένας άγνωστος άντρας Τους μίλησε για

τα ελαιόδεντρα και τη χρησιμότητά τους Τους

είπε πως πρέπει να τα φροντίζουν και να τα

αγαπούν

Μετά από αρκετές ημέρες έγινε κάτι φοβερό

Στο χωριό έπεσε μεγάλη κατάρα Όλα τα χωράφια με τα ελαιόδεντρα καταστράφηκαν

Η Μαρία και ο Νίκος αμέσως κατάλαβαν πως έπρεπε να πάνε να βρουν τον μυστήριο αυτό άντρα που τους είχε επισκεφτεί

Τους είχε πει πως ζούσε στο δάσος Αυτό όμως δεν ήταν και τόσοhellip συνηθισμένο δάσος Έλεγαν πως στις κουφάλες των δέντρων ζούσαν φαντάσματα και πως το μέγεθος των ζώων ήταν υπερφυσικό

Φοβόντουσαν πάρα πολύ Περπάτησαν

ατελείωτες ώρες στη σκιά των πελώριων

δέντρων Με τη βοήθεια ενός λιονταριού

κατάφεραν να βρουν τον πύργο του άντρα που

έψαχναν

Χτύπησαν την πόρτα

αλλά κανείς δεν τους

άνοιξε Αποφάσισαν

να περιμένουν Δεν

κατάλαβαν πόσος

χρόνος πέρασε καιhellip

η πόρτα άνοιξε μόνη

της

Τα παιδιά μπήκαν γεμάτα περιέργεια στον

πύργο Ανέβηκαν διστακτικά την παλιά

στριφογυριστή σκάλα που τα οδήγησε σrsquo έ-

να επιβλητικό δωμάτιο Εκεί εργαζόταν ο

μυστηριώδης άντρας που είχαν γνωρίσει

Αμέσως κατάλαβαν πως ήταν μάγος Τους

αποκάλυψε αμέσως το όνομά του τον έλεγαν

Άλφρεντ Άρχισαν λοιπόν να του μιλούν για

το πρόβλημά τους Ο μάγος τα άκουσε προσε-

κτικά και τους είπε τι πρέπει να κάνουν

Έπρεπε να περάσουν τρεις δοκιμασίες Μόνο

έτσι θα έφευγε η κατάρα

Στο χωριό όλοι οι κάτοικοι περνούσαν δύσκο-

λα Από πλούσιοι είχαν γίνει φτωχοί και χωρίς

την ελιά και το λάδι της δεν μπορούσαν να ζή-

σουν Κατάλαβαν έτσι την αξία της αλλά ήταν

πλέον αργά Ή μάλλον σχεδόν αργά

Όταν τα παιδιά επέστρεψαν διηγήθηκαν σε

όλους όλα όσα τους συνέβησαν Τους είπαν για

το μάγο και τις τρεις δοκιμασίες που έπρεπε να

περάσουν Το πρόβλημα όμως ήταν πως δεν

τους είχε πει ποιες ήταν αυτές οι δοκιμασίες

ποιοι θα τις περνούσαν και πότε

Οι μέρες περνούσαν

αργά και βασανιστικά

μετά από δυο μήνες στο

χωριό εμφανίστηκε ένα

μικρό κορίτσι Χτύπησε

την πόρτα ενός σπιτιού

και ζήτησε λίγο φαγητό

Η οικογένεια όμως Το έ-

διωξε Το κορίτσι ήταν

Ο μάγος Άλφρεντ μεταμορ-

φωμένος Αυτή ήταν η πρώ-

τη δοκιμασία που δυστυχώς

όμως απέτυχαν

Αφού πέρασε μια εβδομάδα περίπου ένα μι-

κρό άγνωστο αγόρι εμφανίστηκε σε μια ομάδα

παιδιών και τους ζήτησε να παίξει μαζί τους Η

Μαρία και ο Νίκος όχι μόνο το δέχτηκαν αλλά

το άφησαν να διαλέξει το παιχνίδι που θα έπαι-

ζαν

_ Εσύ Νίκο θα είσαι ο αγρότης Εγώ θα είμαι η

ελιά και Μαρία θα είναι οι καρποί μου είπε το

αγόρι

Τα παιδιά συμφώνησαν κι άρχισαν όλα μαζί να

παίζουν Ο μάγος τότε παρατήρησε τον τρόπο

που ο Νίκος περιποιόταν την ελιά και πόσο χαι-

ρόταν όταν μάζευε τους καρπούς της Αυτή ήταν

η δεύτερη δοκιμασία και τα παιδιά την πέρασαν

με επιτυχία

Πέρασε αρκετός καιρός ώσπου έφτασε η ώρα

για την τρίτη δοκιμασία Μια μέρα ήρθε στο χω-

ριό ένας πλανόδιος έμπορος Πουλούσε από σπό-

ρους μέχρι και μαγικά αντικείμενα Οι τιμές όμως

ήταν πολύ υψηλές Ο Νίκος με τον πατέρα του ζή-

τησαν να δουν τους σπόρους που είχε

_Έχω σπόρους συκιάς πορτοκαλιάς μηλιάς και

τον τελευταίο σπόρο ελιάς είπε ο άντρας

_Τον τελευταίο Ρώτησε ο Νίκος

_ Ναι Τον τελευταίο

_Δεν υπάρχει άλλος

_Όχι

_Ούτε ένας

_Τίποτα

_Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Ναι Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Είστε σίγουρος για αυτό

_Απολύτως

Ο Νίκος δεν πίστευε στ΄ αυτιά τουΤότε ζήτη-

σε αμέσως απόν τον πατέρα του να αγοράσει τον

τελευταίο σπόρο ελιάς σ΄ ολόκληρη τη γη Η τι-

μή του όμως ήταν πολύ πάρα πολύ υψηλή Εκα-

τό χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Γιε μου δεν έχουμε τόσα χρήματα Μπορούμε

όμως να πουλήσουμε τα τέσσερα κτήματά μας

_Ναι να τα δώσουμε Θα μας μείνει η αυλή του

σπιτιού Εκεί θα φυτέψουμε τον πολύτιμο σπόρο

Τότε εμφανίστηκε ο μάγος Άλφρεντ

_Δίνω διακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα είπε

ο μάγος

_Άλφρεντ δεν είναι τίμιο είπε ο Νίκος

Προλάβαμε

εμείς να αγοράσουμε αυτόν το σπόρο

_Δίνω τριακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Τότε εγώ θα δώσω και το σπίτι μου είπε ο πα-

τέρας του Νίκου

_Ναι αλλά hellip αυτά είναι λιγότερα από τα χρή-

ματα που μου δίνει ο μάγος είπε ο έμπορος

_Τότε και εγώ θα δώσω όσα χρήματα έχω στον

κουμπαρά μου είπε η Μαρία

_Κι εγώ φώναξε ο Βασίλης

_Εγώ θα δώσω το μοναδικό κτήμα που έχω είπε

ο κύριος Βαγγέλης

_Και εγώ φώναξε η κυρία Βαρβάρα

_Ναι Και εμείς θα δώσουμε ότι έχουμε στους

κουμπαράδες μας φώναξαν δυνατά όλα τα

παιδιά που ήταν μαζεμένα στην πλατεία του

χωριού

Όλοι άρχισαν να δίνουν χρήματα σπίτια

έπιπλα χωράφια και μαγαζιά μέχρι που κέρδι-

σαν το μάγο Άλφρεντ και αγόρασαν το σπόρο

της ελιάς Από τη στιγμή που τον φύτεψαν το

πρόσεχαν πάρα πολύ

Μετά από χρόνια όταν οι χωρικοί μάζεψαν

τους καρπούς αυτής της ελιάς διαπίστωσαν ότι

είχε το πιο νόστιμο λάδι Τότε ο μάγος

πείστηκε πως όλοι είχαν καταλάβει την αξία

της και γέμισε ξανά όλα τα χωράφια τους με

ελαιόδεντρα

ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α

Κουκάκη Κατερίνα

Μπογκντάνι Γκισέλα

Καρυώτης Γιώργος

Αθανασόπουλος Στέφανος

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 23: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

κι εσύ πάνω στα αιωρούμενα φύλλα

σαν ιπτάμενο ξωτικό

χορεύεις ταξιδεύοντας

απrsquo το παρελθόν μέχρι το άπειροhellip

Αποσπάσματα από ποιήματα του

Οδυσσέα Ελύτη

Ε σεις στεριές και θάλασσες

τrsquo αμπέλια κι οι χρυσές ελιές

ακούστε τα χαμπέρια μου

μέσα στα μεσημέρια μου

Σrsquo όλους τους τόπους κι αν γυρνώ

μόνον ετούτο αγαπώ

Λοιπόν ευρέθηκε ο χρυσός

της λιόριζας

να έχει σταλάξει στα φύλλα

της καρδιάς του

Κι από τις τόσες φορές όπου

ξαγρύπνησε

σιμά στο κηροπήγιο

καρτερώντας

τα χαράματα μια πυράδα

παράξενη

του είχε αρπάξει τα σωθικά

Οι φωνές των πουλιών που

είχε σrsquo ώρες

μεγάλης μοναξιάς

αποστηθίσει

φαίνεται να ξεχύθηκαν όλες

μαζί

τόσο που δεν εστάθη βολετό

να προχωρήσει

σε μεγάλο βάθος το μαχαίρι

Μάλλον η πρόθεση άρκεσε

για το Κακό

Που ταrsquo αντίκρισε ndash είναι

φανερό ndash στη στάση

την τρομαχτική του αθώου

Ανοιχτά περήφανα τα μάτια

του κι όλο το

δάσος να σαλεύει ακόμη στον

ακηλίδωτον

αμφιβληστροειδή

Στον εγκέφαλο τίποτε πάρεξ

μια ηχώ

ουρανού καταστραμμένη

Έζησα τrsquo όνομα το αγαπημένο

στον ίσκιο της γιαγιάς ελιάς

στον ρόχθο της ισόβιας θάλασσας

Χάραξα τrsquo όνομα το αγαπημένο

στον ίσκιο της γιαγιάς ελιάς

στον ρόχθο της ισόβιας θάλασσας

Ω λινό καλοκαίρι συνετό

φθινόπωρο

χειμώνα ελάχιστε

η ζωή καταβάλλει τον οβολό

του φύλλου της ελιάς

και στη νύχτα μέσα των αφρόνων

μrsquo ένα μικρό τριζόνι

κατακυρώνει πάλι το νόμιμο

του Ανέλπιστου

Αποσπάσματα από ποιήματα του

Γιάννη Ρίτσου

Ετούτου το τοπίο είναι σκληρό

σαν τη σιωπή

σφίγγει στον κόρφο του

τα πυρωμένα του λιθάρια

σφίγγει στο φως

τις ορφανές ελιές του

και τrsquo αμπέλια του

σφίγγει τα δόντια

Ποιος θα σταθεί

στον ίσκιο της ελιάς

παρέα με το τζιτζίκι

μη σωπάσει το τζιτζίκι

τώρα που ο ασβέστης

του μεσημεριού

βάφει τη μάντρα

ολόγυρα του ορίζοντα

σβήνοντας τα μεγάλα

αντρίκια ονόματά τους

ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ

bullΗ ελιά κρασί δε βγάζει

bullΠέρασε της ελιάς τα φαρμάκια

bullΤου χάρισαν της ελιάς το μέσα και του αβγού το

απrsquo έξω

bullΛάδι βρέχει κάστανα χιονίζει

bullΚλήμα του χεριού σου κι ελιές απrsquo τον παππού

σου

bullΗ ελιά είναι κυρά κι όποτε θέλει κάνει

bullΞεφόρτωσέ την την ελιά να σε φορτώσει λάδι

bullΒάλε ελιά για το παιδί σου και συκιά για τη ζωή

σου

bullΑπrsquo τον θέρο ως τις ελιές δεν απολείπουν οι

δουλειές

bullΈχουμε ελιές και ελήδια έχουμε κι αγρηλίδια

bullΤου έβγαλε το λάδι

bullΜη ρίχνεις λάδι στη φωτιά

bull Αν δε σφίξεις την ελιά δε βγάζει λάδι

bull Άκουσες λάδι τρέχα άκουσες στεφάνι φεύγα

bull Όποιος έχει σιτάρι κρασί και λάδι στο πιθάρι

έχει του κόσμου τα καλά και του θεού τη χάρη

bull Ξεφόρτωσέ τη την ελιά να σε φορτώσει λάδι

bull Δεν τρώγεται ούτε με το λάδι ούτε με το ξύδι

bull Η αλήθεια πλέει σαν το λάδι στο νερό

bull Κάθε σταλαματιά νερό τ Απρίλη είναι ένα

βαρέλι λάδι

ΑΙΝΙΓΜΑΤΑ

Από κλαδάκι κρέμεται

Στην αγορά πουλιέται

Το εξωτερικό της τρώγεται

Το μέσα της πετιέται

Τι είναι Η ελιά

Μάνα και θυγατέρα

έχουν το ίδιο όνομα

Μάντεψε ποιο όνομα έχουν κι οι δυο

Ελιά

Κι όταν έρθει ο Οκτώβρης

ωριμάζω πιο πολύ

πρασινίζω και μαυρίζω

και γεμίζω το σακί

Τι είμαι Η ελιά

Δεν πεθαίνει κι αν περάσουν

Χρόνια εκατό και χίλια

Μας χορταίνει μας φροντίζει

Μας ανάβει τα καντήλια

Τι είναι

Η ελιά

Στα δέντρα πάνω κρέμεται

Στις εκκλησιές κοιμάται

Και τα χρυσά της κόκαλα

Μες στη φωτιά τα βάζω

Τι είναι

Η ελιά

Πράσινα είνrsquo τα νιάτα μου

μαύρα τα γερατειά μου

χαροποιά η θλίψη μου

θροφή τα δάκρυά μου

Τί είναι

Η ελιά

ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Το παραμύθι της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σε μια φτωχογειτονιά

ένα φτωχό μα πολύ καλόκαρδο κορίτσι που το έλεγαν

Ελιά

Κάθε μέρα η Ελιά γύριζε τη γειτονιά της έβλεπε τον

κόσμο να ζει φτωχός και δυστυχισμένος και γύριζε

στο σπίτι της πολύ στενοχωρημένη

Κάτι πρέπει να κάνω να τους βοηθήσω σκεφτόταν Κι

από την άλλη μέρα κιόλας άρχισε Βγήκε στη

γειτονιά κράτησε τα παιδιά της γειτόνισσας για να

πάει να δουλέψει και να μπορεί να φέρει στα παιδιά

της λίγο φαΐ

Μια άλλη μέρα πήγε στη γριούλα που ήταν άρρωστη της μαγείρεψε της σκούπισε το σπίτι την έπλυνε την ταΐσε Την άλλη μέρα πάλι έβγαλε τον παράλυτο γέρο με το καρότσι του βόλτα για να πάρει αέρα και ήλιο

Τα βράδια γύριζε κατάκοπη μα ευχαριστημένη που είχε καταφέρει να δώσει λίγη χαρά στους φτωχούς ανθρώπους

Οι μέρες περνούσαν κι η Ελιά όλο δούλευε όσο αδυνάτιζε Μα έβλεπε πως ότι κι αν έκανε ο κόσμος ήταν πάντα φτωχός και δυστυχισμένοςΑυτό τη στενοχωρούσε πάρα πολύ κι έτσι στενοχωρημένη κάθισε στην αυλή του σπιτιού της και συλλογιζόταν

- Τι να κάνω τι να κάνω Δεν μπορώ να βλέπω τόση δυστυχία Το σπουργίτι που την είδε τόσο στενοχωρημένη - και που την αγαπούσε γιατί κάθε μέρα του έριχνε σπόρους και ψίχουλα - δεν άντεξε και πέταξε βαθιά στο δάσος

Εκεί βρήκε την καλή νεράιδα και της είπε- Τρέξε καλή νεράιδα η Ελιά είναι πολύ στενοχωρημένη χλωμή κι αδύνατη

Η καλή νεράιδα ανήσυχη έτρεξε στην αυλή της Ελιάς και τη ρώτησε- Τι έχεις Ελιά μου κι είσαι τόσο λυπημένη- Αχ καλή μου νεράιδα Δεν μπορώ να βλέπω τόση φτώχεια και δυστυχία γύρω μου- Και τι θέλεις δηλαδή- θέλω να τους γίνω χρήσιμη θέλω να τους προσφέρω κάτι πολύτιμο που να τους δώσει ζωή και χαρά

-Το θέλεις αλήθεια τόσο πολύ

- Και βέβαια το θέλω δε βλέπεις πως έλιωσα

από τη στενοχώρια μου

- Τότε σταμάτησε να στενοχωριέσαι θα σε κάνω

αυτό που θέλεις Και τσουπ την άγγιξε με το

ραβδάκι της κι αμέσως η Ελιά έγινε ένα

μεγάλο δέντρο που έβγαλε φύλλα

λουλουδάκια άσπρα που έγιναν ελιές

πράσινες μωβ μαύρες

Έπεσαν στη γη τα κουκούτσια φύτρωσαν

έγιναν δεντράκια και σχημάτισαν ένα μεγάλο

ελαιώνα

Ήρθαν οι γείτονες μάζεψαν τις ελιές έβγαλαν

λάδι έφαγαν χόρτασαν ρόδισαν τα μαγουλά

τους ζωήρεψαν κι άρχισαν να χαμογελούν και

να ζουν ευτυχισμένοι

Για να ευχαριστήσουν την ελιά και να της

δείξουν την αγάπη τους πήραν το λάδι τους

το έβαλαν στο καντήλι για να θυμίζουν στην

Παναγιά και στο Χριστό την καλοσύνη της

ελιάς και την αγάπη της για τον κόσμο

Κι η Παναγιά με τη σειρά της την ευλόγησε Κι

ο Χριστός κάτω απ την ελιά ήρθε και

ξεκουράστηκε

Κι εκείνη καμάρωνε ευχαριστημένη στη μέση

στον ελαιώνα και φρόντιζε όταν έρχονται οι

άνθρωποι να τη μαζέψουν να ναι γεμάτη

ελιές να χορταίνουν οι φτωχοί και να

φωτίζονται απ τις καντήλες όλες οι εκκλησιές

Η μικρή ελιά

Η μικρή ελιά για πρώτη φορά γέμισε καρπό

Ο γεωργός την αγαπούσε γιατί του θύμιζε την

πρώτη του αγάπη κοντούλα και στρουμπουλή

Της είχε φτιάξει ένα περιδέραιο με

ασπρισμένες πέτρες και συχνά καθόταν και

κουβέντιαζε μαζί της τα όνειρα και τις

αναμνήσεις του Η ελιά κάθε μέρα και πιο

όμορφη

Ένα πρωί του Νοέμβρη ο γεωργός άπλωσε πανιά

κι άρχισε να την ραβδίζει Πάνε οι ελιές πάνε

τα φύλλα πάει η ομορφιά

Η ελιά μέσα στα αναφιλητά της μονολογούσε

-Μ αγαπούσε και με χάλασε Πως εννοεί ο

άνθρωπος την αγάπη Έλεγε και ξανάλεγε

Τότε ακούει μια μαργαρίτα να της λέει

-Άκουσε να σου πω Ο άνθρωπος δεν ξέρει την

αγάπη

Μην τον παρεξηγείς Κοίταξε εμένα που μια

ζωή με μαδάει για να μάθειhellip

Το καλάμι κι η ελιά

Μια φορά δίπλα σε μια ελιά είχε φυτρώσει ένα καλάμιΗ ελιά ήταν ένα μεγάλο και δυνατό δέντρο με πολλά κλαδιά πουκρατούσαν τα φύλλα τους όλη τη χρονιά και κάθε δυο χρόνιαέγερναν από το βάρος του καρπού

Το καλάμι πάλι ήτανε ψηλόλιγνο με καταπράσινα στενόμακρα φύλλα με ωραιότατα παράξενα λουλούδια που έμοιαζαν με τσαμπιά κι είχανε το σχήμα του αδραχτιού

Η ελιά καυχιόταν ολοένα

-Τι είσαι συ μπροστά μου έλεγε στο καλάμιΕγώ είμαι ένα δέντρο μεγάλο δυνατό ευλογημένο Οι άνθρωποι με λατρεύουνγιατί τους δίνω τις ελιές και το λάδι μου τους δίνω ξερόκλαδα για να ζεσταίνονταιτους δίνω ξύλα για να φτιάχνουν ακριβά έπιπλα Είμαι μεγάλη ψηλή γερήκαι συ είσαι ένα αδύναμο πραγματάκι που λυγίζεις μπροστά σrsquo όλους τους ανέμους και τους προσκυνάς Δεν μπορώ να καταλάβω πώς έχεις την τόλμη να φυτρώνεις πλάι μου

Το καημένο το καλάμι

που ήταν από φυσικού

του ντροπαλό ταrsquo

άκουγε όλα αυτά και

δεν έλεγε τίποτα κι

ούτε και θύμωνε γιατί

αυτό δεν είχε να

καυχηθεί για τίποτα

Ήρθε ένας χειμώνας όμως βαρύς κι άρχισε να

φυσάει ένας αέρας δαιμονισμένος

που χτυπούσε με μανία την ελιά ώσπου στο

τέλος την ξερίζωσε

Το καλάμι με το πρώτο φύσημα του ανέμου

έγειρε λυγερό όπως ήτανε

προς το νερό κι έτσι ο άνεμος περνούσε από

πάνω του χωρίς να το πειράξει

Κι όταν η καταιγίδα σταμάτησε κι ο άνεμος

έπαψε να φυσάει

η ελιά απόμεινε πεσμένη στο χώμα και το

καλάμι σηκώθηκε

πάλι όρθιο και λυγερό όπως και πριν

Βλέπετε το καλάμι ήξερε να υποχωρεί εκεί που

ένιωθε ότι δεν είχε δύναμη νrsquo αντισταθεί ενώ

η ελιά πλήρωσε με τη ζωή της την

υπερηφάνειά της

Ο Μανωλιός και η γέρικη ελιά

Μια φορά και έναν καιρό όταν ο ζεστός άνεμος

φυσούσε και τα δέντρα λυπημένα έγερναν τα

κουρασμένα φυλλώματά τους ένα παλικάρι

που τον έλεγαν Μανωλιό πήγαινε τα πότιζε

και τους έκανε συντροφιά Τrsquo άλλα παλικάρια

του χωριού ζήλευαν τις χάρες και την καρδιά

του Μανωλιού Ψιθύριζαν λόγια άσχημα

μεταξύ τους δίχως να καταλαβαίνουν ότι αυτό

που έκαναν δεν ήταν σωστό

Μια μέρα κάθισαν κάτω από τον ίσκιο μιας

γέρικης ελιάς για να ξαποστάσουν Ξαφνικά

άκουσαν ένα θρόισμα γύρισαν τα κεφαλάκια

τους και από το κέντρο του κορμού της ελιάς

είδανε ένα χαμογελαστό πρόσωπο που με

ανθρώπινη μιλιά τους είπε

Αυτό το δέντρο που στον ίσκιο του ήρθατε να ξεκουραστείτε ξέρετε ποιος το ποτίζει

Όχι απάντησαν εκείνοι

Ο Μανωλιός που κοροϊδεύετε αποκρίθηκε το δέντρο

Εκείνοι ντροπιασμένοι έφυγαν με σκυμμένο το κεφάλι Στο δρόμο συνάντησαν τον Μανωλιό

Καλημέρα είπαν με μία φωνή Σήμερα θα έρθουμε μαζί σου να σε βοηθήσουμε να ποτίσεις τα δέντρα

Έτσι κι έγινε Από τότε έγιναν φίλοι Κάθε

απόγευμα πότιζαν τα δέντρα κι ύστερα κάτω

από τα φυλλώματα της γέρικης ελιάς άρχιζαν

το τραγούδι που μιλούσε για χώρες

παράξενε για ζούγκλες με πολύχρωμους

παπαγάλους για ινδιάνους με κιτρινοκόκκινα

φτερά στα καπέλα τους και ιδιαίτερα

τραγουδούσαν για την συμπόνια και την

ευαίσθητη καρδιά των ανθρώπων

Μια μέρα που ο ήλιος γίνηκε πορφυρός και

κρύφτηκε πίσω από τα βουνά ο Μανωλιός

πήγε μόνος του πότισε την γέρικη ελιά

ξάπλωσε και τον πήρε ένας βαθύς ύπνος Τότε

είδε πως μέσα στην κουφάλα της γέρικης ελιάς

είχανε στήσει ένα πανέμορφο παλάτι γεμάτο

κόσμο που χόρευε και γλένταγε

Θα πάω κι εγώ είπε δειλά δειλά ο Μανωλιός

bull Όσο προχωρούσε τόσο τα φώτα

μεγάλωναν ώσπου έφτασε στο κέντρο Εκεί

ένας βασιλιάς καθόταν σrsquoένα χρυσαφένιο

θρόνο Πίσω του στεκόταν μια Σφίγγα

άγαλμα Πήρε ανθρώπινη μιλιά αρχίζοντας να

λέει καλωσορίσματα στον Μανωλιό Εκείνος

χαμογελαστός χαιρέτησεμα τι να δει Σrsquoέναν

καθρέπτη που βρέθηκε μπροστά του ο

Μανωλιός ήταν ντυμένος πρίγκιπας

bull Πω πω Τι όμορφος που είμαι Αναφώνησε

Ξαφνικά υπηρέτες έστρωσαν ένα κόκκινο

χαλί για να περάσει ο Μανωλιός και αυτοί

αριστερά και δεξιά τον προσκυνούσαν Όταν

πέρασε τον διάδρομο με το κόκκινο χαλί

στάθηκε στον βασιλιά που του είπε

Καλόκαρδο και πονόψυχο παλικάρι Εσύ πότιζες

το δέντρο κι έτσι μπόρεσε το παλάτι μου να

βρίσκεται εδώ με όλους τους ανθρώπους

μου διαφορετικά αν το άφηνες να ξεραθεί από

το ζεστό άνεμο τώρα δεν θα

υπήρχαμε Γιrsquoαυτό αξίζεις να γίνεις γιος μου

να παντρευτείς την Βασιλοπούλα και με

δικαιοσύνη αγάπη και φρόνηση να γίνεις εσύ

ο καινούριος Βασιλιάς λύνοντας έτσι τα μάγια

της κακιάς νεράιδας που μας είχε

καταδικασμένους

Έτσι κι έγινε Ο Μανωλιός έγινε βασιλιάς με

τιμές και δόξες διότι ήξερε την γλώσσα της

καρδιάς που πάντα μας διδάσκει πόσο καλό

είναι να είσαι άνθρωπος Από τότε ο

Μανωλιός έμεινε στο παλάτι και κανείς ακόμα

δεν ξέρει τι ταξίδι ακολούθησε στον χρόνο του

ύπνου του άφησε όμως πίσω του τον

πραγματικό θησαυρό της καλοσύνης και της

αγάπης

ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Ο μαγικός ελαιώνας

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα παιδάκι που

το έλεγαν Λευτέρη Κάθε χρόνο το καλοκαίρι

μόλις έκλειναν τα σχολεία πήγαινε διακοπές

στο σπίτι της γιαγιάς του

Ένα καλοκαίρι έζησε μια σπουδαία περιπέτεια

Μια μέρα που η γιαγιά του είχε πάει για ψώνια

στην κοντινή πόλη ο Λευτέρης αποφάσισε να

εξερευνήσει τη σοφίτα του σπιτιού

Ανέβηκε προσεκτικά τη στριφογυριστή ξύλινη

σκάλα και στάθηκε αναποφάσιστος μπροστά

στην κλειστή πόρτα Πήρε μια βαθιά ανάσα

και την έσπρωξε δυνατά Πόσο σκοτεινά ήταν ό-

λα εκεί μέσα Ο Λευτέρης σκόνταψε σ΄ ένα πα-

λιό μπαούλο

Το άνοιξε γεμάτος περιέργεια Και τι δε βρήκε

Ολόκληρο θησαυρό Παλιά βιβλία του παππού

φορέματα της γιαγιάς παιχνίδια της μητέρας

του όταν ήταν παιδί Κάτω κάτω ήταν

τσαλακωμένο ένα κιτρινισμένο χαρτί Το

ξετύλιξε βιαστικά και τι να δει Ένας παλιός

χάρτης με σχεδιάγραμμα Αμέσως τον άρπαξε

κι άρχισε το ταξίδι του

Περπάτησε ώρες πολλές Πέρασε την πεδιάδα

με τα κίτρινα στάχυα το γεφυράκι του μικρού

ποταμού ώσπου έφτασε στο τέλος σε έναν

κάμπο γεμάτο ελιές

Διάλεξε την πιο μεγάλη ελιά και κάθισε να

ξεκουραστεί ακουμπώντας στο γέρικο κορμό

της

Ξαφνικά άκουσε μια απαλή φωνή Έμοιαζε

με της γιαγιάς του Κοίταξε γύρω του μα δεν

είδε κανέναν Η φωνή συνέχισε να του μιλάει

τρυφερά Ο Λευτέρης γεμάτος περιέργεια

άρχισε να παρατηρεί προσεχτικά το γέρικο

κορμό τα πελώρια κλαδιά και τ΄ ασημένια

φύλλα της ελιάς Τότε κατάλαβε ποιος του

μιλούσε Έκπληκτος άγγιξε απαλά το υπέροχο

αυτό δέντρο και μοιράστηκε μαζί του όλα του

τα μυστικά

Από εκείνη την ημέρα ο Λευτέρης πήγαινε

καθημερινά στο μαγικό αυτό ελαιώνα

Καθόταν ώρες στη σκιά της αγαπημένης του

ελιάς κι άκουγε τις πιο ωραίες ιστορίες

Ο καιρός πέρασε γρήγορα κι ήρθε η μέρα που

έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι του Έτρεξε στο

μαγικό ελαιώνα κι αγκάλιασε κλαίγοντας το

αγαπημένο του δέντρο Η ελιά έγειρε τα

κλαδιά της και χάιδεψε τα μαλλιά του laquo Μη

στενοχωριέσαιraquo του ψιθύρισε laquo Κόψε ένα

κλαράκι μου και πάρ΄ το μαζί σου Φύτεψέ το

στην αυλή του σπιτιού σου κι εγώ θα είμαι

πάντα κοντά σουraquo

Έτσι κι έγινε Ένα καινούριο ολόδροσο

δεντράκι φύτρωσε στον κήπο του Λευτέρη Κι

από τότε δεν χώρισαν ποτέ

Οι μαγικοί σπόροι

Μια φορά κι έναν καιρό σ΄ ένα μακρινό

χωριουδάκι ζούσε με τη γιαγιά του ένα μικρό

κορίτσι που το έλεγαν Ελπίδα Το σπιτάκι τους

ήταν πολύ φτωχικό Δύσκολα τα έβγαζαν πέρα

Ο περασμένος χειμώνας ήταν πολύ βαρύς

Τα πρώτα χιόνια έπεσαν νωρίς κι ο κρύος

βοριάς σφύριζε μανιασμένα Κάθε πρωί η

γιαγιά με την εγγονή της πήγαιναν στο δάσος

και μάζευαν φρούτα και ξύλα για να

ζεσταθούν

Μια μέρα ο άνεμος φυσούσε άγρια κι ο ήλιος

είχε κρυφτεί πίσω από τα βαριά μαύρα

σύννεφα Η Ελπίδα άφησε τη γιαγιά της στο

κρύο σπιτάκι τους τυλίχτηκε σφιχτά με το

σάλι της και ξεκίνησε για το δάσος Τα πόδια

και τα χέρια της είχαν παγώσει Τα μαλλιά και

τα ρούχα της είχαν βραχεί από την ξαφνική

μπόρα Και το σπουδαιότερο δεν μπορούσε να

γυρίσει πίσω γιατί δεν είχε μαζέψει ακόμη

τίποτα Αποφάσισε τότε να μπει για λίγο σε

μια σπηλιά που βρήκε στο δρόμο της και να

περιμένει

Έτρεμε από το κρύο και

από το φόβο της Είχε αρ

χίσει να νυχτώνει και η

γιαγιά της σίγουρα θα

ανησυχούσε Ξαφνικά

ένα απόκοσμο φως γέμι

σε τη σπηλιά και μια πα

νέμορφη νεράιδα πα

ρουσιάστηκε μπροστά

της

Της χαμογέλασε γλυκά και της χάιδεψε απαλά τα μαλλιά Κρατούσε ένα μικρό σακουλάκι που το άφησε προσεκτικά στα χέρια της Ελπίδας laquoΌταν πας σπίτι σου να το ανοίξεις και να κάνεις ότι ακριβώς σου πει η γιαγιά σου Αυτή ξέρειraquo της είπε τρυφερά και χάθηκε στο σκοτάδι της σπηλιάς Το κορίτσι κρατώντας το γερά έτρεξε χαρούμενο στο φτωχικό του σπιτάκι Τα μάτια του έλαμπαν από ενθουσιασμό καθώς έδειχνε στη γιαγιά του το δώρο της νεράιδας

Η γιαγιά ψηλάφησε τους μεγάλους γυαλιστερούς σπόρους τους έβαλε στη χούφτα της Ελπίδας και της είπε να τους φυτέψει στην αυλή Έτσι ακριβώς έκανε το μικρό κορίτσι Τους έχωσε βαθιά στο έδαφος και τους σκέπασε με φρέσκο χώμα Την άνοιξη οι σπόροι φύτρωσαν και γρήγορα έγιναν μεγάλα δέντρα με υπέροχο σταχτοπράσινο φύλλωμα Ήταν φουντωτές ελιές που αγκάλιασαν το μικρό σπιτάκι Ήρθε το φθινόπωρο και τα κλαδιά τους γέμισαν ευλογημένο καρπό

Από τότε η Ελπίδα κι η γιαγιά της έζησαν

ευτυχισμένες βοηθώντας κάθε κουρασμένο

περαστικό

Η αξία της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό σrsquo ένα μακρινό

χωριό όλοι οι άνθρωποι ζούσαν ευτυχισμένοι

Είχαν πολλά κτήματα εκτιμήσει πλούσια

γεμάτα ελιές Ποτέ όμως δεν είχαν σωστά την

αξία τους

Κάποια μέρα καθώς έπαιζαν δυο παιδιά η

Μαρία και ο Νίκος εμφανίστηκε μπροστά

τους ένας άγνωστος άντρας Τους μίλησε για

τα ελαιόδεντρα και τη χρησιμότητά τους Τους

είπε πως πρέπει να τα φροντίζουν και να τα

αγαπούν

Μετά από αρκετές ημέρες έγινε κάτι φοβερό

Στο χωριό έπεσε μεγάλη κατάρα Όλα τα χωράφια με τα ελαιόδεντρα καταστράφηκαν

Η Μαρία και ο Νίκος αμέσως κατάλαβαν πως έπρεπε να πάνε να βρουν τον μυστήριο αυτό άντρα που τους είχε επισκεφτεί

Τους είχε πει πως ζούσε στο δάσος Αυτό όμως δεν ήταν και τόσοhellip συνηθισμένο δάσος Έλεγαν πως στις κουφάλες των δέντρων ζούσαν φαντάσματα και πως το μέγεθος των ζώων ήταν υπερφυσικό

Φοβόντουσαν πάρα πολύ Περπάτησαν

ατελείωτες ώρες στη σκιά των πελώριων

δέντρων Με τη βοήθεια ενός λιονταριού

κατάφεραν να βρουν τον πύργο του άντρα που

έψαχναν

Χτύπησαν την πόρτα

αλλά κανείς δεν τους

άνοιξε Αποφάσισαν

να περιμένουν Δεν

κατάλαβαν πόσος

χρόνος πέρασε καιhellip

η πόρτα άνοιξε μόνη

της

Τα παιδιά μπήκαν γεμάτα περιέργεια στον

πύργο Ανέβηκαν διστακτικά την παλιά

στριφογυριστή σκάλα που τα οδήγησε σrsquo έ-

να επιβλητικό δωμάτιο Εκεί εργαζόταν ο

μυστηριώδης άντρας που είχαν γνωρίσει

Αμέσως κατάλαβαν πως ήταν μάγος Τους

αποκάλυψε αμέσως το όνομά του τον έλεγαν

Άλφρεντ Άρχισαν λοιπόν να του μιλούν για

το πρόβλημά τους Ο μάγος τα άκουσε προσε-

κτικά και τους είπε τι πρέπει να κάνουν

Έπρεπε να περάσουν τρεις δοκιμασίες Μόνο

έτσι θα έφευγε η κατάρα

Στο χωριό όλοι οι κάτοικοι περνούσαν δύσκο-

λα Από πλούσιοι είχαν γίνει φτωχοί και χωρίς

την ελιά και το λάδι της δεν μπορούσαν να ζή-

σουν Κατάλαβαν έτσι την αξία της αλλά ήταν

πλέον αργά Ή μάλλον σχεδόν αργά

Όταν τα παιδιά επέστρεψαν διηγήθηκαν σε

όλους όλα όσα τους συνέβησαν Τους είπαν για

το μάγο και τις τρεις δοκιμασίες που έπρεπε να

περάσουν Το πρόβλημα όμως ήταν πως δεν

τους είχε πει ποιες ήταν αυτές οι δοκιμασίες

ποιοι θα τις περνούσαν και πότε

Οι μέρες περνούσαν

αργά και βασανιστικά

μετά από δυο μήνες στο

χωριό εμφανίστηκε ένα

μικρό κορίτσι Χτύπησε

την πόρτα ενός σπιτιού

και ζήτησε λίγο φαγητό

Η οικογένεια όμως Το έ-

διωξε Το κορίτσι ήταν

Ο μάγος Άλφρεντ μεταμορ-

φωμένος Αυτή ήταν η πρώ-

τη δοκιμασία που δυστυχώς

όμως απέτυχαν

Αφού πέρασε μια εβδομάδα περίπου ένα μι-

κρό άγνωστο αγόρι εμφανίστηκε σε μια ομάδα

παιδιών και τους ζήτησε να παίξει μαζί τους Η

Μαρία και ο Νίκος όχι μόνο το δέχτηκαν αλλά

το άφησαν να διαλέξει το παιχνίδι που θα έπαι-

ζαν

_ Εσύ Νίκο θα είσαι ο αγρότης Εγώ θα είμαι η

ελιά και Μαρία θα είναι οι καρποί μου είπε το

αγόρι

Τα παιδιά συμφώνησαν κι άρχισαν όλα μαζί να

παίζουν Ο μάγος τότε παρατήρησε τον τρόπο

που ο Νίκος περιποιόταν την ελιά και πόσο χαι-

ρόταν όταν μάζευε τους καρπούς της Αυτή ήταν

η δεύτερη δοκιμασία και τα παιδιά την πέρασαν

με επιτυχία

Πέρασε αρκετός καιρός ώσπου έφτασε η ώρα

για την τρίτη δοκιμασία Μια μέρα ήρθε στο χω-

ριό ένας πλανόδιος έμπορος Πουλούσε από σπό-

ρους μέχρι και μαγικά αντικείμενα Οι τιμές όμως

ήταν πολύ υψηλές Ο Νίκος με τον πατέρα του ζή-

τησαν να δουν τους σπόρους που είχε

_Έχω σπόρους συκιάς πορτοκαλιάς μηλιάς και

τον τελευταίο σπόρο ελιάς είπε ο άντρας

_Τον τελευταίο Ρώτησε ο Νίκος

_ Ναι Τον τελευταίο

_Δεν υπάρχει άλλος

_Όχι

_Ούτε ένας

_Τίποτα

_Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Ναι Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Είστε σίγουρος για αυτό

_Απολύτως

Ο Νίκος δεν πίστευε στ΄ αυτιά τουΤότε ζήτη-

σε αμέσως απόν τον πατέρα του να αγοράσει τον

τελευταίο σπόρο ελιάς σ΄ ολόκληρη τη γη Η τι-

μή του όμως ήταν πολύ πάρα πολύ υψηλή Εκα-

τό χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Γιε μου δεν έχουμε τόσα χρήματα Μπορούμε

όμως να πουλήσουμε τα τέσσερα κτήματά μας

_Ναι να τα δώσουμε Θα μας μείνει η αυλή του

σπιτιού Εκεί θα φυτέψουμε τον πολύτιμο σπόρο

Τότε εμφανίστηκε ο μάγος Άλφρεντ

_Δίνω διακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα είπε

ο μάγος

_Άλφρεντ δεν είναι τίμιο είπε ο Νίκος

Προλάβαμε

εμείς να αγοράσουμε αυτόν το σπόρο

_Δίνω τριακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Τότε εγώ θα δώσω και το σπίτι μου είπε ο πα-

τέρας του Νίκου

_Ναι αλλά hellip αυτά είναι λιγότερα από τα χρή-

ματα που μου δίνει ο μάγος είπε ο έμπορος

_Τότε και εγώ θα δώσω όσα χρήματα έχω στον

κουμπαρά μου είπε η Μαρία

_Κι εγώ φώναξε ο Βασίλης

_Εγώ θα δώσω το μοναδικό κτήμα που έχω είπε

ο κύριος Βαγγέλης

_Και εγώ φώναξε η κυρία Βαρβάρα

_Ναι Και εμείς θα δώσουμε ότι έχουμε στους

κουμπαράδες μας φώναξαν δυνατά όλα τα

παιδιά που ήταν μαζεμένα στην πλατεία του

χωριού

Όλοι άρχισαν να δίνουν χρήματα σπίτια

έπιπλα χωράφια και μαγαζιά μέχρι που κέρδι-

σαν το μάγο Άλφρεντ και αγόρασαν το σπόρο

της ελιάς Από τη στιγμή που τον φύτεψαν το

πρόσεχαν πάρα πολύ

Μετά από χρόνια όταν οι χωρικοί μάζεψαν

τους καρπούς αυτής της ελιάς διαπίστωσαν ότι

είχε το πιο νόστιμο λάδι Τότε ο μάγος

πείστηκε πως όλοι είχαν καταλάβει την αξία

της και γέμισε ξανά όλα τα χωράφια τους με

ελαιόδεντρα

ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α

Κουκάκη Κατερίνα

Μπογκντάνι Γκισέλα

Καρυώτης Γιώργος

Αθανασόπουλος Στέφανος

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 24: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

Αποσπάσματα από ποιήματα του

Οδυσσέα Ελύτη

Ε σεις στεριές και θάλασσες

τrsquo αμπέλια κι οι χρυσές ελιές

ακούστε τα χαμπέρια μου

μέσα στα μεσημέρια μου

Σrsquo όλους τους τόπους κι αν γυρνώ

μόνον ετούτο αγαπώ

Λοιπόν ευρέθηκε ο χρυσός

της λιόριζας

να έχει σταλάξει στα φύλλα

της καρδιάς του

Κι από τις τόσες φορές όπου

ξαγρύπνησε

σιμά στο κηροπήγιο

καρτερώντας

τα χαράματα μια πυράδα

παράξενη

του είχε αρπάξει τα σωθικά

Οι φωνές των πουλιών που

είχε σrsquo ώρες

μεγάλης μοναξιάς

αποστηθίσει

φαίνεται να ξεχύθηκαν όλες

μαζί

τόσο που δεν εστάθη βολετό

να προχωρήσει

σε μεγάλο βάθος το μαχαίρι

Μάλλον η πρόθεση άρκεσε

για το Κακό

Που ταrsquo αντίκρισε ndash είναι

φανερό ndash στη στάση

την τρομαχτική του αθώου

Ανοιχτά περήφανα τα μάτια

του κι όλο το

δάσος να σαλεύει ακόμη στον

ακηλίδωτον

αμφιβληστροειδή

Στον εγκέφαλο τίποτε πάρεξ

μια ηχώ

ουρανού καταστραμμένη

Έζησα τrsquo όνομα το αγαπημένο

στον ίσκιο της γιαγιάς ελιάς

στον ρόχθο της ισόβιας θάλασσας

Χάραξα τrsquo όνομα το αγαπημένο

στον ίσκιο της γιαγιάς ελιάς

στον ρόχθο της ισόβιας θάλασσας

Ω λινό καλοκαίρι συνετό

φθινόπωρο

χειμώνα ελάχιστε

η ζωή καταβάλλει τον οβολό

του φύλλου της ελιάς

και στη νύχτα μέσα των αφρόνων

μrsquo ένα μικρό τριζόνι

κατακυρώνει πάλι το νόμιμο

του Ανέλπιστου

Αποσπάσματα από ποιήματα του

Γιάννη Ρίτσου

Ετούτου το τοπίο είναι σκληρό

σαν τη σιωπή

σφίγγει στον κόρφο του

τα πυρωμένα του λιθάρια

σφίγγει στο φως

τις ορφανές ελιές του

και τrsquo αμπέλια του

σφίγγει τα δόντια

Ποιος θα σταθεί

στον ίσκιο της ελιάς

παρέα με το τζιτζίκι

μη σωπάσει το τζιτζίκι

τώρα που ο ασβέστης

του μεσημεριού

βάφει τη μάντρα

ολόγυρα του ορίζοντα

σβήνοντας τα μεγάλα

αντρίκια ονόματά τους

ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ

bullΗ ελιά κρασί δε βγάζει

bullΠέρασε της ελιάς τα φαρμάκια

bullΤου χάρισαν της ελιάς το μέσα και του αβγού το

απrsquo έξω

bullΛάδι βρέχει κάστανα χιονίζει

bullΚλήμα του χεριού σου κι ελιές απrsquo τον παππού

σου

bullΗ ελιά είναι κυρά κι όποτε θέλει κάνει

bullΞεφόρτωσέ την την ελιά να σε φορτώσει λάδι

bullΒάλε ελιά για το παιδί σου και συκιά για τη ζωή

σου

bullΑπrsquo τον θέρο ως τις ελιές δεν απολείπουν οι

δουλειές

bullΈχουμε ελιές και ελήδια έχουμε κι αγρηλίδια

bullΤου έβγαλε το λάδι

bullΜη ρίχνεις λάδι στη φωτιά

bull Αν δε σφίξεις την ελιά δε βγάζει λάδι

bull Άκουσες λάδι τρέχα άκουσες στεφάνι φεύγα

bull Όποιος έχει σιτάρι κρασί και λάδι στο πιθάρι

έχει του κόσμου τα καλά και του θεού τη χάρη

bull Ξεφόρτωσέ τη την ελιά να σε φορτώσει λάδι

bull Δεν τρώγεται ούτε με το λάδι ούτε με το ξύδι

bull Η αλήθεια πλέει σαν το λάδι στο νερό

bull Κάθε σταλαματιά νερό τ Απρίλη είναι ένα

βαρέλι λάδι

ΑΙΝΙΓΜΑΤΑ

Από κλαδάκι κρέμεται

Στην αγορά πουλιέται

Το εξωτερικό της τρώγεται

Το μέσα της πετιέται

Τι είναι Η ελιά

Μάνα και θυγατέρα

έχουν το ίδιο όνομα

Μάντεψε ποιο όνομα έχουν κι οι δυο

Ελιά

Κι όταν έρθει ο Οκτώβρης

ωριμάζω πιο πολύ

πρασινίζω και μαυρίζω

και γεμίζω το σακί

Τι είμαι Η ελιά

Δεν πεθαίνει κι αν περάσουν

Χρόνια εκατό και χίλια

Μας χορταίνει μας φροντίζει

Μας ανάβει τα καντήλια

Τι είναι

Η ελιά

Στα δέντρα πάνω κρέμεται

Στις εκκλησιές κοιμάται

Και τα χρυσά της κόκαλα

Μες στη φωτιά τα βάζω

Τι είναι

Η ελιά

Πράσινα είνrsquo τα νιάτα μου

μαύρα τα γερατειά μου

χαροποιά η θλίψη μου

θροφή τα δάκρυά μου

Τί είναι

Η ελιά

ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Το παραμύθι της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σε μια φτωχογειτονιά

ένα φτωχό μα πολύ καλόκαρδο κορίτσι που το έλεγαν

Ελιά

Κάθε μέρα η Ελιά γύριζε τη γειτονιά της έβλεπε τον

κόσμο να ζει φτωχός και δυστυχισμένος και γύριζε

στο σπίτι της πολύ στενοχωρημένη

Κάτι πρέπει να κάνω να τους βοηθήσω σκεφτόταν Κι

από την άλλη μέρα κιόλας άρχισε Βγήκε στη

γειτονιά κράτησε τα παιδιά της γειτόνισσας για να

πάει να δουλέψει και να μπορεί να φέρει στα παιδιά

της λίγο φαΐ

Μια άλλη μέρα πήγε στη γριούλα που ήταν άρρωστη της μαγείρεψε της σκούπισε το σπίτι την έπλυνε την ταΐσε Την άλλη μέρα πάλι έβγαλε τον παράλυτο γέρο με το καρότσι του βόλτα για να πάρει αέρα και ήλιο

Τα βράδια γύριζε κατάκοπη μα ευχαριστημένη που είχε καταφέρει να δώσει λίγη χαρά στους φτωχούς ανθρώπους

Οι μέρες περνούσαν κι η Ελιά όλο δούλευε όσο αδυνάτιζε Μα έβλεπε πως ότι κι αν έκανε ο κόσμος ήταν πάντα φτωχός και δυστυχισμένοςΑυτό τη στενοχωρούσε πάρα πολύ κι έτσι στενοχωρημένη κάθισε στην αυλή του σπιτιού της και συλλογιζόταν

- Τι να κάνω τι να κάνω Δεν μπορώ να βλέπω τόση δυστυχία Το σπουργίτι που την είδε τόσο στενοχωρημένη - και που την αγαπούσε γιατί κάθε μέρα του έριχνε σπόρους και ψίχουλα - δεν άντεξε και πέταξε βαθιά στο δάσος

Εκεί βρήκε την καλή νεράιδα και της είπε- Τρέξε καλή νεράιδα η Ελιά είναι πολύ στενοχωρημένη χλωμή κι αδύνατη

Η καλή νεράιδα ανήσυχη έτρεξε στην αυλή της Ελιάς και τη ρώτησε- Τι έχεις Ελιά μου κι είσαι τόσο λυπημένη- Αχ καλή μου νεράιδα Δεν μπορώ να βλέπω τόση φτώχεια και δυστυχία γύρω μου- Και τι θέλεις δηλαδή- θέλω να τους γίνω χρήσιμη θέλω να τους προσφέρω κάτι πολύτιμο που να τους δώσει ζωή και χαρά

-Το θέλεις αλήθεια τόσο πολύ

- Και βέβαια το θέλω δε βλέπεις πως έλιωσα

από τη στενοχώρια μου

- Τότε σταμάτησε να στενοχωριέσαι θα σε κάνω

αυτό που θέλεις Και τσουπ την άγγιξε με το

ραβδάκι της κι αμέσως η Ελιά έγινε ένα

μεγάλο δέντρο που έβγαλε φύλλα

λουλουδάκια άσπρα που έγιναν ελιές

πράσινες μωβ μαύρες

Έπεσαν στη γη τα κουκούτσια φύτρωσαν

έγιναν δεντράκια και σχημάτισαν ένα μεγάλο

ελαιώνα

Ήρθαν οι γείτονες μάζεψαν τις ελιές έβγαλαν

λάδι έφαγαν χόρτασαν ρόδισαν τα μαγουλά

τους ζωήρεψαν κι άρχισαν να χαμογελούν και

να ζουν ευτυχισμένοι

Για να ευχαριστήσουν την ελιά και να της

δείξουν την αγάπη τους πήραν το λάδι τους

το έβαλαν στο καντήλι για να θυμίζουν στην

Παναγιά και στο Χριστό την καλοσύνη της

ελιάς και την αγάπη της για τον κόσμο

Κι η Παναγιά με τη σειρά της την ευλόγησε Κι

ο Χριστός κάτω απ την ελιά ήρθε και

ξεκουράστηκε

Κι εκείνη καμάρωνε ευχαριστημένη στη μέση

στον ελαιώνα και φρόντιζε όταν έρχονται οι

άνθρωποι να τη μαζέψουν να ναι γεμάτη

ελιές να χορταίνουν οι φτωχοί και να

φωτίζονται απ τις καντήλες όλες οι εκκλησιές

Η μικρή ελιά

Η μικρή ελιά για πρώτη φορά γέμισε καρπό

Ο γεωργός την αγαπούσε γιατί του θύμιζε την

πρώτη του αγάπη κοντούλα και στρουμπουλή

Της είχε φτιάξει ένα περιδέραιο με

ασπρισμένες πέτρες και συχνά καθόταν και

κουβέντιαζε μαζί της τα όνειρα και τις

αναμνήσεις του Η ελιά κάθε μέρα και πιο

όμορφη

Ένα πρωί του Νοέμβρη ο γεωργός άπλωσε πανιά

κι άρχισε να την ραβδίζει Πάνε οι ελιές πάνε

τα φύλλα πάει η ομορφιά

Η ελιά μέσα στα αναφιλητά της μονολογούσε

-Μ αγαπούσε και με χάλασε Πως εννοεί ο

άνθρωπος την αγάπη Έλεγε και ξανάλεγε

Τότε ακούει μια μαργαρίτα να της λέει

-Άκουσε να σου πω Ο άνθρωπος δεν ξέρει την

αγάπη

Μην τον παρεξηγείς Κοίταξε εμένα που μια

ζωή με μαδάει για να μάθειhellip

Το καλάμι κι η ελιά

Μια φορά δίπλα σε μια ελιά είχε φυτρώσει ένα καλάμιΗ ελιά ήταν ένα μεγάλο και δυνατό δέντρο με πολλά κλαδιά πουκρατούσαν τα φύλλα τους όλη τη χρονιά και κάθε δυο χρόνιαέγερναν από το βάρος του καρπού

Το καλάμι πάλι ήτανε ψηλόλιγνο με καταπράσινα στενόμακρα φύλλα με ωραιότατα παράξενα λουλούδια που έμοιαζαν με τσαμπιά κι είχανε το σχήμα του αδραχτιού

Η ελιά καυχιόταν ολοένα

-Τι είσαι συ μπροστά μου έλεγε στο καλάμιΕγώ είμαι ένα δέντρο μεγάλο δυνατό ευλογημένο Οι άνθρωποι με λατρεύουνγιατί τους δίνω τις ελιές και το λάδι μου τους δίνω ξερόκλαδα για να ζεσταίνονταιτους δίνω ξύλα για να φτιάχνουν ακριβά έπιπλα Είμαι μεγάλη ψηλή γερήκαι συ είσαι ένα αδύναμο πραγματάκι που λυγίζεις μπροστά σrsquo όλους τους ανέμους και τους προσκυνάς Δεν μπορώ να καταλάβω πώς έχεις την τόλμη να φυτρώνεις πλάι μου

Το καημένο το καλάμι

που ήταν από φυσικού

του ντροπαλό ταrsquo

άκουγε όλα αυτά και

δεν έλεγε τίποτα κι

ούτε και θύμωνε γιατί

αυτό δεν είχε να

καυχηθεί για τίποτα

Ήρθε ένας χειμώνας όμως βαρύς κι άρχισε να

φυσάει ένας αέρας δαιμονισμένος

που χτυπούσε με μανία την ελιά ώσπου στο

τέλος την ξερίζωσε

Το καλάμι με το πρώτο φύσημα του ανέμου

έγειρε λυγερό όπως ήτανε

προς το νερό κι έτσι ο άνεμος περνούσε από

πάνω του χωρίς να το πειράξει

Κι όταν η καταιγίδα σταμάτησε κι ο άνεμος

έπαψε να φυσάει

η ελιά απόμεινε πεσμένη στο χώμα και το

καλάμι σηκώθηκε

πάλι όρθιο και λυγερό όπως και πριν

Βλέπετε το καλάμι ήξερε να υποχωρεί εκεί που

ένιωθε ότι δεν είχε δύναμη νrsquo αντισταθεί ενώ

η ελιά πλήρωσε με τη ζωή της την

υπερηφάνειά της

Ο Μανωλιός και η γέρικη ελιά

Μια φορά και έναν καιρό όταν ο ζεστός άνεμος

φυσούσε και τα δέντρα λυπημένα έγερναν τα

κουρασμένα φυλλώματά τους ένα παλικάρι

που τον έλεγαν Μανωλιό πήγαινε τα πότιζε

και τους έκανε συντροφιά Τrsquo άλλα παλικάρια

του χωριού ζήλευαν τις χάρες και την καρδιά

του Μανωλιού Ψιθύριζαν λόγια άσχημα

μεταξύ τους δίχως να καταλαβαίνουν ότι αυτό

που έκαναν δεν ήταν σωστό

Μια μέρα κάθισαν κάτω από τον ίσκιο μιας

γέρικης ελιάς για να ξαποστάσουν Ξαφνικά

άκουσαν ένα θρόισμα γύρισαν τα κεφαλάκια

τους και από το κέντρο του κορμού της ελιάς

είδανε ένα χαμογελαστό πρόσωπο που με

ανθρώπινη μιλιά τους είπε

Αυτό το δέντρο που στον ίσκιο του ήρθατε να ξεκουραστείτε ξέρετε ποιος το ποτίζει

Όχι απάντησαν εκείνοι

Ο Μανωλιός που κοροϊδεύετε αποκρίθηκε το δέντρο

Εκείνοι ντροπιασμένοι έφυγαν με σκυμμένο το κεφάλι Στο δρόμο συνάντησαν τον Μανωλιό

Καλημέρα είπαν με μία φωνή Σήμερα θα έρθουμε μαζί σου να σε βοηθήσουμε να ποτίσεις τα δέντρα

Έτσι κι έγινε Από τότε έγιναν φίλοι Κάθε

απόγευμα πότιζαν τα δέντρα κι ύστερα κάτω

από τα φυλλώματα της γέρικης ελιάς άρχιζαν

το τραγούδι που μιλούσε για χώρες

παράξενε για ζούγκλες με πολύχρωμους

παπαγάλους για ινδιάνους με κιτρινοκόκκινα

φτερά στα καπέλα τους και ιδιαίτερα

τραγουδούσαν για την συμπόνια και την

ευαίσθητη καρδιά των ανθρώπων

Μια μέρα που ο ήλιος γίνηκε πορφυρός και

κρύφτηκε πίσω από τα βουνά ο Μανωλιός

πήγε μόνος του πότισε την γέρικη ελιά

ξάπλωσε και τον πήρε ένας βαθύς ύπνος Τότε

είδε πως μέσα στην κουφάλα της γέρικης ελιάς

είχανε στήσει ένα πανέμορφο παλάτι γεμάτο

κόσμο που χόρευε και γλένταγε

Θα πάω κι εγώ είπε δειλά δειλά ο Μανωλιός

bull Όσο προχωρούσε τόσο τα φώτα

μεγάλωναν ώσπου έφτασε στο κέντρο Εκεί

ένας βασιλιάς καθόταν σrsquoένα χρυσαφένιο

θρόνο Πίσω του στεκόταν μια Σφίγγα

άγαλμα Πήρε ανθρώπινη μιλιά αρχίζοντας να

λέει καλωσορίσματα στον Μανωλιό Εκείνος

χαμογελαστός χαιρέτησεμα τι να δει Σrsquoέναν

καθρέπτη που βρέθηκε μπροστά του ο

Μανωλιός ήταν ντυμένος πρίγκιπας

bull Πω πω Τι όμορφος που είμαι Αναφώνησε

Ξαφνικά υπηρέτες έστρωσαν ένα κόκκινο

χαλί για να περάσει ο Μανωλιός και αυτοί

αριστερά και δεξιά τον προσκυνούσαν Όταν

πέρασε τον διάδρομο με το κόκκινο χαλί

στάθηκε στον βασιλιά που του είπε

Καλόκαρδο και πονόψυχο παλικάρι Εσύ πότιζες

το δέντρο κι έτσι μπόρεσε το παλάτι μου να

βρίσκεται εδώ με όλους τους ανθρώπους

μου διαφορετικά αν το άφηνες να ξεραθεί από

το ζεστό άνεμο τώρα δεν θα

υπήρχαμε Γιrsquoαυτό αξίζεις να γίνεις γιος μου

να παντρευτείς την Βασιλοπούλα και με

δικαιοσύνη αγάπη και φρόνηση να γίνεις εσύ

ο καινούριος Βασιλιάς λύνοντας έτσι τα μάγια

της κακιάς νεράιδας που μας είχε

καταδικασμένους

Έτσι κι έγινε Ο Μανωλιός έγινε βασιλιάς με

τιμές και δόξες διότι ήξερε την γλώσσα της

καρδιάς που πάντα μας διδάσκει πόσο καλό

είναι να είσαι άνθρωπος Από τότε ο

Μανωλιός έμεινε στο παλάτι και κανείς ακόμα

δεν ξέρει τι ταξίδι ακολούθησε στον χρόνο του

ύπνου του άφησε όμως πίσω του τον

πραγματικό θησαυρό της καλοσύνης και της

αγάπης

ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Ο μαγικός ελαιώνας

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα παιδάκι που

το έλεγαν Λευτέρη Κάθε χρόνο το καλοκαίρι

μόλις έκλειναν τα σχολεία πήγαινε διακοπές

στο σπίτι της γιαγιάς του

Ένα καλοκαίρι έζησε μια σπουδαία περιπέτεια

Μια μέρα που η γιαγιά του είχε πάει για ψώνια

στην κοντινή πόλη ο Λευτέρης αποφάσισε να

εξερευνήσει τη σοφίτα του σπιτιού

Ανέβηκε προσεκτικά τη στριφογυριστή ξύλινη

σκάλα και στάθηκε αναποφάσιστος μπροστά

στην κλειστή πόρτα Πήρε μια βαθιά ανάσα

και την έσπρωξε δυνατά Πόσο σκοτεινά ήταν ό-

λα εκεί μέσα Ο Λευτέρης σκόνταψε σ΄ ένα πα-

λιό μπαούλο

Το άνοιξε γεμάτος περιέργεια Και τι δε βρήκε

Ολόκληρο θησαυρό Παλιά βιβλία του παππού

φορέματα της γιαγιάς παιχνίδια της μητέρας

του όταν ήταν παιδί Κάτω κάτω ήταν

τσαλακωμένο ένα κιτρινισμένο χαρτί Το

ξετύλιξε βιαστικά και τι να δει Ένας παλιός

χάρτης με σχεδιάγραμμα Αμέσως τον άρπαξε

κι άρχισε το ταξίδι του

Περπάτησε ώρες πολλές Πέρασε την πεδιάδα

με τα κίτρινα στάχυα το γεφυράκι του μικρού

ποταμού ώσπου έφτασε στο τέλος σε έναν

κάμπο γεμάτο ελιές

Διάλεξε την πιο μεγάλη ελιά και κάθισε να

ξεκουραστεί ακουμπώντας στο γέρικο κορμό

της

Ξαφνικά άκουσε μια απαλή φωνή Έμοιαζε

με της γιαγιάς του Κοίταξε γύρω του μα δεν

είδε κανέναν Η φωνή συνέχισε να του μιλάει

τρυφερά Ο Λευτέρης γεμάτος περιέργεια

άρχισε να παρατηρεί προσεχτικά το γέρικο

κορμό τα πελώρια κλαδιά και τ΄ ασημένια

φύλλα της ελιάς Τότε κατάλαβε ποιος του

μιλούσε Έκπληκτος άγγιξε απαλά το υπέροχο

αυτό δέντρο και μοιράστηκε μαζί του όλα του

τα μυστικά

Από εκείνη την ημέρα ο Λευτέρης πήγαινε

καθημερινά στο μαγικό αυτό ελαιώνα

Καθόταν ώρες στη σκιά της αγαπημένης του

ελιάς κι άκουγε τις πιο ωραίες ιστορίες

Ο καιρός πέρασε γρήγορα κι ήρθε η μέρα που

έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι του Έτρεξε στο

μαγικό ελαιώνα κι αγκάλιασε κλαίγοντας το

αγαπημένο του δέντρο Η ελιά έγειρε τα

κλαδιά της και χάιδεψε τα μαλλιά του laquo Μη

στενοχωριέσαιraquo του ψιθύρισε laquo Κόψε ένα

κλαράκι μου και πάρ΄ το μαζί σου Φύτεψέ το

στην αυλή του σπιτιού σου κι εγώ θα είμαι

πάντα κοντά σουraquo

Έτσι κι έγινε Ένα καινούριο ολόδροσο

δεντράκι φύτρωσε στον κήπο του Λευτέρη Κι

από τότε δεν χώρισαν ποτέ

Οι μαγικοί σπόροι

Μια φορά κι έναν καιρό σ΄ ένα μακρινό

χωριουδάκι ζούσε με τη γιαγιά του ένα μικρό

κορίτσι που το έλεγαν Ελπίδα Το σπιτάκι τους

ήταν πολύ φτωχικό Δύσκολα τα έβγαζαν πέρα

Ο περασμένος χειμώνας ήταν πολύ βαρύς

Τα πρώτα χιόνια έπεσαν νωρίς κι ο κρύος

βοριάς σφύριζε μανιασμένα Κάθε πρωί η

γιαγιά με την εγγονή της πήγαιναν στο δάσος

και μάζευαν φρούτα και ξύλα για να

ζεσταθούν

Μια μέρα ο άνεμος φυσούσε άγρια κι ο ήλιος

είχε κρυφτεί πίσω από τα βαριά μαύρα

σύννεφα Η Ελπίδα άφησε τη γιαγιά της στο

κρύο σπιτάκι τους τυλίχτηκε σφιχτά με το

σάλι της και ξεκίνησε για το δάσος Τα πόδια

και τα χέρια της είχαν παγώσει Τα μαλλιά και

τα ρούχα της είχαν βραχεί από την ξαφνική

μπόρα Και το σπουδαιότερο δεν μπορούσε να

γυρίσει πίσω γιατί δεν είχε μαζέψει ακόμη

τίποτα Αποφάσισε τότε να μπει για λίγο σε

μια σπηλιά που βρήκε στο δρόμο της και να

περιμένει

Έτρεμε από το κρύο και

από το φόβο της Είχε αρ

χίσει να νυχτώνει και η

γιαγιά της σίγουρα θα

ανησυχούσε Ξαφνικά

ένα απόκοσμο φως γέμι

σε τη σπηλιά και μια πα

νέμορφη νεράιδα πα

ρουσιάστηκε μπροστά

της

Της χαμογέλασε γλυκά και της χάιδεψε απαλά τα μαλλιά Κρατούσε ένα μικρό σακουλάκι που το άφησε προσεκτικά στα χέρια της Ελπίδας laquoΌταν πας σπίτι σου να το ανοίξεις και να κάνεις ότι ακριβώς σου πει η γιαγιά σου Αυτή ξέρειraquo της είπε τρυφερά και χάθηκε στο σκοτάδι της σπηλιάς Το κορίτσι κρατώντας το γερά έτρεξε χαρούμενο στο φτωχικό του σπιτάκι Τα μάτια του έλαμπαν από ενθουσιασμό καθώς έδειχνε στη γιαγιά του το δώρο της νεράιδας

Η γιαγιά ψηλάφησε τους μεγάλους γυαλιστερούς σπόρους τους έβαλε στη χούφτα της Ελπίδας και της είπε να τους φυτέψει στην αυλή Έτσι ακριβώς έκανε το μικρό κορίτσι Τους έχωσε βαθιά στο έδαφος και τους σκέπασε με φρέσκο χώμα Την άνοιξη οι σπόροι φύτρωσαν και γρήγορα έγιναν μεγάλα δέντρα με υπέροχο σταχτοπράσινο φύλλωμα Ήταν φουντωτές ελιές που αγκάλιασαν το μικρό σπιτάκι Ήρθε το φθινόπωρο και τα κλαδιά τους γέμισαν ευλογημένο καρπό

Από τότε η Ελπίδα κι η γιαγιά της έζησαν

ευτυχισμένες βοηθώντας κάθε κουρασμένο

περαστικό

Η αξία της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό σrsquo ένα μακρινό

χωριό όλοι οι άνθρωποι ζούσαν ευτυχισμένοι

Είχαν πολλά κτήματα εκτιμήσει πλούσια

γεμάτα ελιές Ποτέ όμως δεν είχαν σωστά την

αξία τους

Κάποια μέρα καθώς έπαιζαν δυο παιδιά η

Μαρία και ο Νίκος εμφανίστηκε μπροστά

τους ένας άγνωστος άντρας Τους μίλησε για

τα ελαιόδεντρα και τη χρησιμότητά τους Τους

είπε πως πρέπει να τα φροντίζουν και να τα

αγαπούν

Μετά από αρκετές ημέρες έγινε κάτι φοβερό

Στο χωριό έπεσε μεγάλη κατάρα Όλα τα χωράφια με τα ελαιόδεντρα καταστράφηκαν

Η Μαρία και ο Νίκος αμέσως κατάλαβαν πως έπρεπε να πάνε να βρουν τον μυστήριο αυτό άντρα που τους είχε επισκεφτεί

Τους είχε πει πως ζούσε στο δάσος Αυτό όμως δεν ήταν και τόσοhellip συνηθισμένο δάσος Έλεγαν πως στις κουφάλες των δέντρων ζούσαν φαντάσματα και πως το μέγεθος των ζώων ήταν υπερφυσικό

Φοβόντουσαν πάρα πολύ Περπάτησαν

ατελείωτες ώρες στη σκιά των πελώριων

δέντρων Με τη βοήθεια ενός λιονταριού

κατάφεραν να βρουν τον πύργο του άντρα που

έψαχναν

Χτύπησαν την πόρτα

αλλά κανείς δεν τους

άνοιξε Αποφάσισαν

να περιμένουν Δεν

κατάλαβαν πόσος

χρόνος πέρασε καιhellip

η πόρτα άνοιξε μόνη

της

Τα παιδιά μπήκαν γεμάτα περιέργεια στον

πύργο Ανέβηκαν διστακτικά την παλιά

στριφογυριστή σκάλα που τα οδήγησε σrsquo έ-

να επιβλητικό δωμάτιο Εκεί εργαζόταν ο

μυστηριώδης άντρας που είχαν γνωρίσει

Αμέσως κατάλαβαν πως ήταν μάγος Τους

αποκάλυψε αμέσως το όνομά του τον έλεγαν

Άλφρεντ Άρχισαν λοιπόν να του μιλούν για

το πρόβλημά τους Ο μάγος τα άκουσε προσε-

κτικά και τους είπε τι πρέπει να κάνουν

Έπρεπε να περάσουν τρεις δοκιμασίες Μόνο

έτσι θα έφευγε η κατάρα

Στο χωριό όλοι οι κάτοικοι περνούσαν δύσκο-

λα Από πλούσιοι είχαν γίνει φτωχοί και χωρίς

την ελιά και το λάδι της δεν μπορούσαν να ζή-

σουν Κατάλαβαν έτσι την αξία της αλλά ήταν

πλέον αργά Ή μάλλον σχεδόν αργά

Όταν τα παιδιά επέστρεψαν διηγήθηκαν σε

όλους όλα όσα τους συνέβησαν Τους είπαν για

το μάγο και τις τρεις δοκιμασίες που έπρεπε να

περάσουν Το πρόβλημα όμως ήταν πως δεν

τους είχε πει ποιες ήταν αυτές οι δοκιμασίες

ποιοι θα τις περνούσαν και πότε

Οι μέρες περνούσαν

αργά και βασανιστικά

μετά από δυο μήνες στο

χωριό εμφανίστηκε ένα

μικρό κορίτσι Χτύπησε

την πόρτα ενός σπιτιού

και ζήτησε λίγο φαγητό

Η οικογένεια όμως Το έ-

διωξε Το κορίτσι ήταν

Ο μάγος Άλφρεντ μεταμορ-

φωμένος Αυτή ήταν η πρώ-

τη δοκιμασία που δυστυχώς

όμως απέτυχαν

Αφού πέρασε μια εβδομάδα περίπου ένα μι-

κρό άγνωστο αγόρι εμφανίστηκε σε μια ομάδα

παιδιών και τους ζήτησε να παίξει μαζί τους Η

Μαρία και ο Νίκος όχι μόνο το δέχτηκαν αλλά

το άφησαν να διαλέξει το παιχνίδι που θα έπαι-

ζαν

_ Εσύ Νίκο θα είσαι ο αγρότης Εγώ θα είμαι η

ελιά και Μαρία θα είναι οι καρποί μου είπε το

αγόρι

Τα παιδιά συμφώνησαν κι άρχισαν όλα μαζί να

παίζουν Ο μάγος τότε παρατήρησε τον τρόπο

που ο Νίκος περιποιόταν την ελιά και πόσο χαι-

ρόταν όταν μάζευε τους καρπούς της Αυτή ήταν

η δεύτερη δοκιμασία και τα παιδιά την πέρασαν

με επιτυχία

Πέρασε αρκετός καιρός ώσπου έφτασε η ώρα

για την τρίτη δοκιμασία Μια μέρα ήρθε στο χω-

ριό ένας πλανόδιος έμπορος Πουλούσε από σπό-

ρους μέχρι και μαγικά αντικείμενα Οι τιμές όμως

ήταν πολύ υψηλές Ο Νίκος με τον πατέρα του ζή-

τησαν να δουν τους σπόρους που είχε

_Έχω σπόρους συκιάς πορτοκαλιάς μηλιάς και

τον τελευταίο σπόρο ελιάς είπε ο άντρας

_Τον τελευταίο Ρώτησε ο Νίκος

_ Ναι Τον τελευταίο

_Δεν υπάρχει άλλος

_Όχι

_Ούτε ένας

_Τίποτα

_Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Ναι Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Είστε σίγουρος για αυτό

_Απολύτως

Ο Νίκος δεν πίστευε στ΄ αυτιά τουΤότε ζήτη-

σε αμέσως απόν τον πατέρα του να αγοράσει τον

τελευταίο σπόρο ελιάς σ΄ ολόκληρη τη γη Η τι-

μή του όμως ήταν πολύ πάρα πολύ υψηλή Εκα-

τό χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Γιε μου δεν έχουμε τόσα χρήματα Μπορούμε

όμως να πουλήσουμε τα τέσσερα κτήματά μας

_Ναι να τα δώσουμε Θα μας μείνει η αυλή του

σπιτιού Εκεί θα φυτέψουμε τον πολύτιμο σπόρο

Τότε εμφανίστηκε ο μάγος Άλφρεντ

_Δίνω διακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα είπε

ο μάγος

_Άλφρεντ δεν είναι τίμιο είπε ο Νίκος

Προλάβαμε

εμείς να αγοράσουμε αυτόν το σπόρο

_Δίνω τριακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Τότε εγώ θα δώσω και το σπίτι μου είπε ο πα-

τέρας του Νίκου

_Ναι αλλά hellip αυτά είναι λιγότερα από τα χρή-

ματα που μου δίνει ο μάγος είπε ο έμπορος

_Τότε και εγώ θα δώσω όσα χρήματα έχω στον

κουμπαρά μου είπε η Μαρία

_Κι εγώ φώναξε ο Βασίλης

_Εγώ θα δώσω το μοναδικό κτήμα που έχω είπε

ο κύριος Βαγγέλης

_Και εγώ φώναξε η κυρία Βαρβάρα

_Ναι Και εμείς θα δώσουμε ότι έχουμε στους

κουμπαράδες μας φώναξαν δυνατά όλα τα

παιδιά που ήταν μαζεμένα στην πλατεία του

χωριού

Όλοι άρχισαν να δίνουν χρήματα σπίτια

έπιπλα χωράφια και μαγαζιά μέχρι που κέρδι-

σαν το μάγο Άλφρεντ και αγόρασαν το σπόρο

της ελιάς Από τη στιγμή που τον φύτεψαν το

πρόσεχαν πάρα πολύ

Μετά από χρόνια όταν οι χωρικοί μάζεψαν

τους καρπούς αυτής της ελιάς διαπίστωσαν ότι

είχε το πιο νόστιμο λάδι Τότε ο μάγος

πείστηκε πως όλοι είχαν καταλάβει την αξία

της και γέμισε ξανά όλα τα χωράφια τους με

ελαιόδεντρα

ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α

Κουκάκη Κατερίνα

Μπογκντάνι Γκισέλα

Καρυώτης Γιώργος

Αθανασόπουλος Στέφανος

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 25: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

Λοιπόν ευρέθηκε ο χρυσός

της λιόριζας

να έχει σταλάξει στα φύλλα

της καρδιάς του

Κι από τις τόσες φορές όπου

ξαγρύπνησε

σιμά στο κηροπήγιο

καρτερώντας

τα χαράματα μια πυράδα

παράξενη

του είχε αρπάξει τα σωθικά

Οι φωνές των πουλιών που

είχε σrsquo ώρες

μεγάλης μοναξιάς

αποστηθίσει

φαίνεται να ξεχύθηκαν όλες

μαζί

τόσο που δεν εστάθη βολετό

να προχωρήσει

σε μεγάλο βάθος το μαχαίρι

Μάλλον η πρόθεση άρκεσε

για το Κακό

Που ταrsquo αντίκρισε ndash είναι

φανερό ndash στη στάση

την τρομαχτική του αθώου

Ανοιχτά περήφανα τα μάτια

του κι όλο το

δάσος να σαλεύει ακόμη στον

ακηλίδωτον

αμφιβληστροειδή

Στον εγκέφαλο τίποτε πάρεξ

μια ηχώ

ουρανού καταστραμμένη

Έζησα τrsquo όνομα το αγαπημένο

στον ίσκιο της γιαγιάς ελιάς

στον ρόχθο της ισόβιας θάλασσας

Χάραξα τrsquo όνομα το αγαπημένο

στον ίσκιο της γιαγιάς ελιάς

στον ρόχθο της ισόβιας θάλασσας

Ω λινό καλοκαίρι συνετό

φθινόπωρο

χειμώνα ελάχιστε

η ζωή καταβάλλει τον οβολό

του φύλλου της ελιάς

και στη νύχτα μέσα των αφρόνων

μrsquo ένα μικρό τριζόνι

κατακυρώνει πάλι το νόμιμο

του Ανέλπιστου

Αποσπάσματα από ποιήματα του

Γιάννη Ρίτσου

Ετούτου το τοπίο είναι σκληρό

σαν τη σιωπή

σφίγγει στον κόρφο του

τα πυρωμένα του λιθάρια

σφίγγει στο φως

τις ορφανές ελιές του

και τrsquo αμπέλια του

σφίγγει τα δόντια

Ποιος θα σταθεί

στον ίσκιο της ελιάς

παρέα με το τζιτζίκι

μη σωπάσει το τζιτζίκι

τώρα που ο ασβέστης

του μεσημεριού

βάφει τη μάντρα

ολόγυρα του ορίζοντα

σβήνοντας τα μεγάλα

αντρίκια ονόματά τους

ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ

bullΗ ελιά κρασί δε βγάζει

bullΠέρασε της ελιάς τα φαρμάκια

bullΤου χάρισαν της ελιάς το μέσα και του αβγού το

απrsquo έξω

bullΛάδι βρέχει κάστανα χιονίζει

bullΚλήμα του χεριού σου κι ελιές απrsquo τον παππού

σου

bullΗ ελιά είναι κυρά κι όποτε θέλει κάνει

bullΞεφόρτωσέ την την ελιά να σε φορτώσει λάδι

bullΒάλε ελιά για το παιδί σου και συκιά για τη ζωή

σου

bullΑπrsquo τον θέρο ως τις ελιές δεν απολείπουν οι

δουλειές

bullΈχουμε ελιές και ελήδια έχουμε κι αγρηλίδια

bullΤου έβγαλε το λάδι

bullΜη ρίχνεις λάδι στη φωτιά

bull Αν δε σφίξεις την ελιά δε βγάζει λάδι

bull Άκουσες λάδι τρέχα άκουσες στεφάνι φεύγα

bull Όποιος έχει σιτάρι κρασί και λάδι στο πιθάρι

έχει του κόσμου τα καλά και του θεού τη χάρη

bull Ξεφόρτωσέ τη την ελιά να σε φορτώσει λάδι

bull Δεν τρώγεται ούτε με το λάδι ούτε με το ξύδι

bull Η αλήθεια πλέει σαν το λάδι στο νερό

bull Κάθε σταλαματιά νερό τ Απρίλη είναι ένα

βαρέλι λάδι

ΑΙΝΙΓΜΑΤΑ

Από κλαδάκι κρέμεται

Στην αγορά πουλιέται

Το εξωτερικό της τρώγεται

Το μέσα της πετιέται

Τι είναι Η ελιά

Μάνα και θυγατέρα

έχουν το ίδιο όνομα

Μάντεψε ποιο όνομα έχουν κι οι δυο

Ελιά

Κι όταν έρθει ο Οκτώβρης

ωριμάζω πιο πολύ

πρασινίζω και μαυρίζω

και γεμίζω το σακί

Τι είμαι Η ελιά

Δεν πεθαίνει κι αν περάσουν

Χρόνια εκατό και χίλια

Μας χορταίνει μας φροντίζει

Μας ανάβει τα καντήλια

Τι είναι

Η ελιά

Στα δέντρα πάνω κρέμεται

Στις εκκλησιές κοιμάται

Και τα χρυσά της κόκαλα

Μες στη φωτιά τα βάζω

Τι είναι

Η ελιά

Πράσινα είνrsquo τα νιάτα μου

μαύρα τα γερατειά μου

χαροποιά η θλίψη μου

θροφή τα δάκρυά μου

Τί είναι

Η ελιά

ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Το παραμύθι της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σε μια φτωχογειτονιά

ένα φτωχό μα πολύ καλόκαρδο κορίτσι που το έλεγαν

Ελιά

Κάθε μέρα η Ελιά γύριζε τη γειτονιά της έβλεπε τον

κόσμο να ζει φτωχός και δυστυχισμένος και γύριζε

στο σπίτι της πολύ στενοχωρημένη

Κάτι πρέπει να κάνω να τους βοηθήσω σκεφτόταν Κι

από την άλλη μέρα κιόλας άρχισε Βγήκε στη

γειτονιά κράτησε τα παιδιά της γειτόνισσας για να

πάει να δουλέψει και να μπορεί να φέρει στα παιδιά

της λίγο φαΐ

Μια άλλη μέρα πήγε στη γριούλα που ήταν άρρωστη της μαγείρεψε της σκούπισε το σπίτι την έπλυνε την ταΐσε Την άλλη μέρα πάλι έβγαλε τον παράλυτο γέρο με το καρότσι του βόλτα για να πάρει αέρα και ήλιο

Τα βράδια γύριζε κατάκοπη μα ευχαριστημένη που είχε καταφέρει να δώσει λίγη χαρά στους φτωχούς ανθρώπους

Οι μέρες περνούσαν κι η Ελιά όλο δούλευε όσο αδυνάτιζε Μα έβλεπε πως ότι κι αν έκανε ο κόσμος ήταν πάντα φτωχός και δυστυχισμένοςΑυτό τη στενοχωρούσε πάρα πολύ κι έτσι στενοχωρημένη κάθισε στην αυλή του σπιτιού της και συλλογιζόταν

- Τι να κάνω τι να κάνω Δεν μπορώ να βλέπω τόση δυστυχία Το σπουργίτι που την είδε τόσο στενοχωρημένη - και που την αγαπούσε γιατί κάθε μέρα του έριχνε σπόρους και ψίχουλα - δεν άντεξε και πέταξε βαθιά στο δάσος

Εκεί βρήκε την καλή νεράιδα και της είπε- Τρέξε καλή νεράιδα η Ελιά είναι πολύ στενοχωρημένη χλωμή κι αδύνατη

Η καλή νεράιδα ανήσυχη έτρεξε στην αυλή της Ελιάς και τη ρώτησε- Τι έχεις Ελιά μου κι είσαι τόσο λυπημένη- Αχ καλή μου νεράιδα Δεν μπορώ να βλέπω τόση φτώχεια και δυστυχία γύρω μου- Και τι θέλεις δηλαδή- θέλω να τους γίνω χρήσιμη θέλω να τους προσφέρω κάτι πολύτιμο που να τους δώσει ζωή και χαρά

-Το θέλεις αλήθεια τόσο πολύ

- Και βέβαια το θέλω δε βλέπεις πως έλιωσα

από τη στενοχώρια μου

- Τότε σταμάτησε να στενοχωριέσαι θα σε κάνω

αυτό που θέλεις Και τσουπ την άγγιξε με το

ραβδάκι της κι αμέσως η Ελιά έγινε ένα

μεγάλο δέντρο που έβγαλε φύλλα

λουλουδάκια άσπρα που έγιναν ελιές

πράσινες μωβ μαύρες

Έπεσαν στη γη τα κουκούτσια φύτρωσαν

έγιναν δεντράκια και σχημάτισαν ένα μεγάλο

ελαιώνα

Ήρθαν οι γείτονες μάζεψαν τις ελιές έβγαλαν

λάδι έφαγαν χόρτασαν ρόδισαν τα μαγουλά

τους ζωήρεψαν κι άρχισαν να χαμογελούν και

να ζουν ευτυχισμένοι

Για να ευχαριστήσουν την ελιά και να της

δείξουν την αγάπη τους πήραν το λάδι τους

το έβαλαν στο καντήλι για να θυμίζουν στην

Παναγιά και στο Χριστό την καλοσύνη της

ελιάς και την αγάπη της για τον κόσμο

Κι η Παναγιά με τη σειρά της την ευλόγησε Κι

ο Χριστός κάτω απ την ελιά ήρθε και

ξεκουράστηκε

Κι εκείνη καμάρωνε ευχαριστημένη στη μέση

στον ελαιώνα και φρόντιζε όταν έρχονται οι

άνθρωποι να τη μαζέψουν να ναι γεμάτη

ελιές να χορταίνουν οι φτωχοί και να

φωτίζονται απ τις καντήλες όλες οι εκκλησιές

Η μικρή ελιά

Η μικρή ελιά για πρώτη φορά γέμισε καρπό

Ο γεωργός την αγαπούσε γιατί του θύμιζε την

πρώτη του αγάπη κοντούλα και στρουμπουλή

Της είχε φτιάξει ένα περιδέραιο με

ασπρισμένες πέτρες και συχνά καθόταν και

κουβέντιαζε μαζί της τα όνειρα και τις

αναμνήσεις του Η ελιά κάθε μέρα και πιο

όμορφη

Ένα πρωί του Νοέμβρη ο γεωργός άπλωσε πανιά

κι άρχισε να την ραβδίζει Πάνε οι ελιές πάνε

τα φύλλα πάει η ομορφιά

Η ελιά μέσα στα αναφιλητά της μονολογούσε

-Μ αγαπούσε και με χάλασε Πως εννοεί ο

άνθρωπος την αγάπη Έλεγε και ξανάλεγε

Τότε ακούει μια μαργαρίτα να της λέει

-Άκουσε να σου πω Ο άνθρωπος δεν ξέρει την

αγάπη

Μην τον παρεξηγείς Κοίταξε εμένα που μια

ζωή με μαδάει για να μάθειhellip

Το καλάμι κι η ελιά

Μια φορά δίπλα σε μια ελιά είχε φυτρώσει ένα καλάμιΗ ελιά ήταν ένα μεγάλο και δυνατό δέντρο με πολλά κλαδιά πουκρατούσαν τα φύλλα τους όλη τη χρονιά και κάθε δυο χρόνιαέγερναν από το βάρος του καρπού

Το καλάμι πάλι ήτανε ψηλόλιγνο με καταπράσινα στενόμακρα φύλλα με ωραιότατα παράξενα λουλούδια που έμοιαζαν με τσαμπιά κι είχανε το σχήμα του αδραχτιού

Η ελιά καυχιόταν ολοένα

-Τι είσαι συ μπροστά μου έλεγε στο καλάμιΕγώ είμαι ένα δέντρο μεγάλο δυνατό ευλογημένο Οι άνθρωποι με λατρεύουνγιατί τους δίνω τις ελιές και το λάδι μου τους δίνω ξερόκλαδα για να ζεσταίνονταιτους δίνω ξύλα για να φτιάχνουν ακριβά έπιπλα Είμαι μεγάλη ψηλή γερήκαι συ είσαι ένα αδύναμο πραγματάκι που λυγίζεις μπροστά σrsquo όλους τους ανέμους και τους προσκυνάς Δεν μπορώ να καταλάβω πώς έχεις την τόλμη να φυτρώνεις πλάι μου

Το καημένο το καλάμι

που ήταν από φυσικού

του ντροπαλό ταrsquo

άκουγε όλα αυτά και

δεν έλεγε τίποτα κι

ούτε και θύμωνε γιατί

αυτό δεν είχε να

καυχηθεί για τίποτα

Ήρθε ένας χειμώνας όμως βαρύς κι άρχισε να

φυσάει ένας αέρας δαιμονισμένος

που χτυπούσε με μανία την ελιά ώσπου στο

τέλος την ξερίζωσε

Το καλάμι με το πρώτο φύσημα του ανέμου

έγειρε λυγερό όπως ήτανε

προς το νερό κι έτσι ο άνεμος περνούσε από

πάνω του χωρίς να το πειράξει

Κι όταν η καταιγίδα σταμάτησε κι ο άνεμος

έπαψε να φυσάει

η ελιά απόμεινε πεσμένη στο χώμα και το

καλάμι σηκώθηκε

πάλι όρθιο και λυγερό όπως και πριν

Βλέπετε το καλάμι ήξερε να υποχωρεί εκεί που

ένιωθε ότι δεν είχε δύναμη νrsquo αντισταθεί ενώ

η ελιά πλήρωσε με τη ζωή της την

υπερηφάνειά της

Ο Μανωλιός και η γέρικη ελιά

Μια φορά και έναν καιρό όταν ο ζεστός άνεμος

φυσούσε και τα δέντρα λυπημένα έγερναν τα

κουρασμένα φυλλώματά τους ένα παλικάρι

που τον έλεγαν Μανωλιό πήγαινε τα πότιζε

και τους έκανε συντροφιά Τrsquo άλλα παλικάρια

του χωριού ζήλευαν τις χάρες και την καρδιά

του Μανωλιού Ψιθύριζαν λόγια άσχημα

μεταξύ τους δίχως να καταλαβαίνουν ότι αυτό

που έκαναν δεν ήταν σωστό

Μια μέρα κάθισαν κάτω από τον ίσκιο μιας

γέρικης ελιάς για να ξαποστάσουν Ξαφνικά

άκουσαν ένα θρόισμα γύρισαν τα κεφαλάκια

τους και από το κέντρο του κορμού της ελιάς

είδανε ένα χαμογελαστό πρόσωπο που με

ανθρώπινη μιλιά τους είπε

Αυτό το δέντρο που στον ίσκιο του ήρθατε να ξεκουραστείτε ξέρετε ποιος το ποτίζει

Όχι απάντησαν εκείνοι

Ο Μανωλιός που κοροϊδεύετε αποκρίθηκε το δέντρο

Εκείνοι ντροπιασμένοι έφυγαν με σκυμμένο το κεφάλι Στο δρόμο συνάντησαν τον Μανωλιό

Καλημέρα είπαν με μία φωνή Σήμερα θα έρθουμε μαζί σου να σε βοηθήσουμε να ποτίσεις τα δέντρα

Έτσι κι έγινε Από τότε έγιναν φίλοι Κάθε

απόγευμα πότιζαν τα δέντρα κι ύστερα κάτω

από τα φυλλώματα της γέρικης ελιάς άρχιζαν

το τραγούδι που μιλούσε για χώρες

παράξενε για ζούγκλες με πολύχρωμους

παπαγάλους για ινδιάνους με κιτρινοκόκκινα

φτερά στα καπέλα τους και ιδιαίτερα

τραγουδούσαν για την συμπόνια και την

ευαίσθητη καρδιά των ανθρώπων

Μια μέρα που ο ήλιος γίνηκε πορφυρός και

κρύφτηκε πίσω από τα βουνά ο Μανωλιός

πήγε μόνος του πότισε την γέρικη ελιά

ξάπλωσε και τον πήρε ένας βαθύς ύπνος Τότε

είδε πως μέσα στην κουφάλα της γέρικης ελιάς

είχανε στήσει ένα πανέμορφο παλάτι γεμάτο

κόσμο που χόρευε και γλένταγε

Θα πάω κι εγώ είπε δειλά δειλά ο Μανωλιός

bull Όσο προχωρούσε τόσο τα φώτα

μεγάλωναν ώσπου έφτασε στο κέντρο Εκεί

ένας βασιλιάς καθόταν σrsquoένα χρυσαφένιο

θρόνο Πίσω του στεκόταν μια Σφίγγα

άγαλμα Πήρε ανθρώπινη μιλιά αρχίζοντας να

λέει καλωσορίσματα στον Μανωλιό Εκείνος

χαμογελαστός χαιρέτησεμα τι να δει Σrsquoέναν

καθρέπτη που βρέθηκε μπροστά του ο

Μανωλιός ήταν ντυμένος πρίγκιπας

bull Πω πω Τι όμορφος που είμαι Αναφώνησε

Ξαφνικά υπηρέτες έστρωσαν ένα κόκκινο

χαλί για να περάσει ο Μανωλιός και αυτοί

αριστερά και δεξιά τον προσκυνούσαν Όταν

πέρασε τον διάδρομο με το κόκκινο χαλί

στάθηκε στον βασιλιά που του είπε

Καλόκαρδο και πονόψυχο παλικάρι Εσύ πότιζες

το δέντρο κι έτσι μπόρεσε το παλάτι μου να

βρίσκεται εδώ με όλους τους ανθρώπους

μου διαφορετικά αν το άφηνες να ξεραθεί από

το ζεστό άνεμο τώρα δεν θα

υπήρχαμε Γιrsquoαυτό αξίζεις να γίνεις γιος μου

να παντρευτείς την Βασιλοπούλα και με

δικαιοσύνη αγάπη και φρόνηση να γίνεις εσύ

ο καινούριος Βασιλιάς λύνοντας έτσι τα μάγια

της κακιάς νεράιδας που μας είχε

καταδικασμένους

Έτσι κι έγινε Ο Μανωλιός έγινε βασιλιάς με

τιμές και δόξες διότι ήξερε την γλώσσα της

καρδιάς που πάντα μας διδάσκει πόσο καλό

είναι να είσαι άνθρωπος Από τότε ο

Μανωλιός έμεινε στο παλάτι και κανείς ακόμα

δεν ξέρει τι ταξίδι ακολούθησε στον χρόνο του

ύπνου του άφησε όμως πίσω του τον

πραγματικό θησαυρό της καλοσύνης και της

αγάπης

ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Ο μαγικός ελαιώνας

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα παιδάκι που

το έλεγαν Λευτέρη Κάθε χρόνο το καλοκαίρι

μόλις έκλειναν τα σχολεία πήγαινε διακοπές

στο σπίτι της γιαγιάς του

Ένα καλοκαίρι έζησε μια σπουδαία περιπέτεια

Μια μέρα που η γιαγιά του είχε πάει για ψώνια

στην κοντινή πόλη ο Λευτέρης αποφάσισε να

εξερευνήσει τη σοφίτα του σπιτιού

Ανέβηκε προσεκτικά τη στριφογυριστή ξύλινη

σκάλα και στάθηκε αναποφάσιστος μπροστά

στην κλειστή πόρτα Πήρε μια βαθιά ανάσα

και την έσπρωξε δυνατά Πόσο σκοτεινά ήταν ό-

λα εκεί μέσα Ο Λευτέρης σκόνταψε σ΄ ένα πα-

λιό μπαούλο

Το άνοιξε γεμάτος περιέργεια Και τι δε βρήκε

Ολόκληρο θησαυρό Παλιά βιβλία του παππού

φορέματα της γιαγιάς παιχνίδια της μητέρας

του όταν ήταν παιδί Κάτω κάτω ήταν

τσαλακωμένο ένα κιτρινισμένο χαρτί Το

ξετύλιξε βιαστικά και τι να δει Ένας παλιός

χάρτης με σχεδιάγραμμα Αμέσως τον άρπαξε

κι άρχισε το ταξίδι του

Περπάτησε ώρες πολλές Πέρασε την πεδιάδα

με τα κίτρινα στάχυα το γεφυράκι του μικρού

ποταμού ώσπου έφτασε στο τέλος σε έναν

κάμπο γεμάτο ελιές

Διάλεξε την πιο μεγάλη ελιά και κάθισε να

ξεκουραστεί ακουμπώντας στο γέρικο κορμό

της

Ξαφνικά άκουσε μια απαλή φωνή Έμοιαζε

με της γιαγιάς του Κοίταξε γύρω του μα δεν

είδε κανέναν Η φωνή συνέχισε να του μιλάει

τρυφερά Ο Λευτέρης γεμάτος περιέργεια

άρχισε να παρατηρεί προσεχτικά το γέρικο

κορμό τα πελώρια κλαδιά και τ΄ ασημένια

φύλλα της ελιάς Τότε κατάλαβε ποιος του

μιλούσε Έκπληκτος άγγιξε απαλά το υπέροχο

αυτό δέντρο και μοιράστηκε μαζί του όλα του

τα μυστικά

Από εκείνη την ημέρα ο Λευτέρης πήγαινε

καθημερινά στο μαγικό αυτό ελαιώνα

Καθόταν ώρες στη σκιά της αγαπημένης του

ελιάς κι άκουγε τις πιο ωραίες ιστορίες

Ο καιρός πέρασε γρήγορα κι ήρθε η μέρα που

έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι του Έτρεξε στο

μαγικό ελαιώνα κι αγκάλιασε κλαίγοντας το

αγαπημένο του δέντρο Η ελιά έγειρε τα

κλαδιά της και χάιδεψε τα μαλλιά του laquo Μη

στενοχωριέσαιraquo του ψιθύρισε laquo Κόψε ένα

κλαράκι μου και πάρ΄ το μαζί σου Φύτεψέ το

στην αυλή του σπιτιού σου κι εγώ θα είμαι

πάντα κοντά σουraquo

Έτσι κι έγινε Ένα καινούριο ολόδροσο

δεντράκι φύτρωσε στον κήπο του Λευτέρη Κι

από τότε δεν χώρισαν ποτέ

Οι μαγικοί σπόροι

Μια φορά κι έναν καιρό σ΄ ένα μακρινό

χωριουδάκι ζούσε με τη γιαγιά του ένα μικρό

κορίτσι που το έλεγαν Ελπίδα Το σπιτάκι τους

ήταν πολύ φτωχικό Δύσκολα τα έβγαζαν πέρα

Ο περασμένος χειμώνας ήταν πολύ βαρύς

Τα πρώτα χιόνια έπεσαν νωρίς κι ο κρύος

βοριάς σφύριζε μανιασμένα Κάθε πρωί η

γιαγιά με την εγγονή της πήγαιναν στο δάσος

και μάζευαν φρούτα και ξύλα για να

ζεσταθούν

Μια μέρα ο άνεμος φυσούσε άγρια κι ο ήλιος

είχε κρυφτεί πίσω από τα βαριά μαύρα

σύννεφα Η Ελπίδα άφησε τη γιαγιά της στο

κρύο σπιτάκι τους τυλίχτηκε σφιχτά με το

σάλι της και ξεκίνησε για το δάσος Τα πόδια

και τα χέρια της είχαν παγώσει Τα μαλλιά και

τα ρούχα της είχαν βραχεί από την ξαφνική

μπόρα Και το σπουδαιότερο δεν μπορούσε να

γυρίσει πίσω γιατί δεν είχε μαζέψει ακόμη

τίποτα Αποφάσισε τότε να μπει για λίγο σε

μια σπηλιά που βρήκε στο δρόμο της και να

περιμένει

Έτρεμε από το κρύο και

από το φόβο της Είχε αρ

χίσει να νυχτώνει και η

γιαγιά της σίγουρα θα

ανησυχούσε Ξαφνικά

ένα απόκοσμο φως γέμι

σε τη σπηλιά και μια πα

νέμορφη νεράιδα πα

ρουσιάστηκε μπροστά

της

Της χαμογέλασε γλυκά και της χάιδεψε απαλά τα μαλλιά Κρατούσε ένα μικρό σακουλάκι που το άφησε προσεκτικά στα χέρια της Ελπίδας laquoΌταν πας σπίτι σου να το ανοίξεις και να κάνεις ότι ακριβώς σου πει η γιαγιά σου Αυτή ξέρειraquo της είπε τρυφερά και χάθηκε στο σκοτάδι της σπηλιάς Το κορίτσι κρατώντας το γερά έτρεξε χαρούμενο στο φτωχικό του σπιτάκι Τα μάτια του έλαμπαν από ενθουσιασμό καθώς έδειχνε στη γιαγιά του το δώρο της νεράιδας

Η γιαγιά ψηλάφησε τους μεγάλους γυαλιστερούς σπόρους τους έβαλε στη χούφτα της Ελπίδας και της είπε να τους φυτέψει στην αυλή Έτσι ακριβώς έκανε το μικρό κορίτσι Τους έχωσε βαθιά στο έδαφος και τους σκέπασε με φρέσκο χώμα Την άνοιξη οι σπόροι φύτρωσαν και γρήγορα έγιναν μεγάλα δέντρα με υπέροχο σταχτοπράσινο φύλλωμα Ήταν φουντωτές ελιές που αγκάλιασαν το μικρό σπιτάκι Ήρθε το φθινόπωρο και τα κλαδιά τους γέμισαν ευλογημένο καρπό

Από τότε η Ελπίδα κι η γιαγιά της έζησαν

ευτυχισμένες βοηθώντας κάθε κουρασμένο

περαστικό

Η αξία της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό σrsquo ένα μακρινό

χωριό όλοι οι άνθρωποι ζούσαν ευτυχισμένοι

Είχαν πολλά κτήματα εκτιμήσει πλούσια

γεμάτα ελιές Ποτέ όμως δεν είχαν σωστά την

αξία τους

Κάποια μέρα καθώς έπαιζαν δυο παιδιά η

Μαρία και ο Νίκος εμφανίστηκε μπροστά

τους ένας άγνωστος άντρας Τους μίλησε για

τα ελαιόδεντρα και τη χρησιμότητά τους Τους

είπε πως πρέπει να τα φροντίζουν και να τα

αγαπούν

Μετά από αρκετές ημέρες έγινε κάτι φοβερό

Στο χωριό έπεσε μεγάλη κατάρα Όλα τα χωράφια με τα ελαιόδεντρα καταστράφηκαν

Η Μαρία και ο Νίκος αμέσως κατάλαβαν πως έπρεπε να πάνε να βρουν τον μυστήριο αυτό άντρα που τους είχε επισκεφτεί

Τους είχε πει πως ζούσε στο δάσος Αυτό όμως δεν ήταν και τόσοhellip συνηθισμένο δάσος Έλεγαν πως στις κουφάλες των δέντρων ζούσαν φαντάσματα και πως το μέγεθος των ζώων ήταν υπερφυσικό

Φοβόντουσαν πάρα πολύ Περπάτησαν

ατελείωτες ώρες στη σκιά των πελώριων

δέντρων Με τη βοήθεια ενός λιονταριού

κατάφεραν να βρουν τον πύργο του άντρα που

έψαχναν

Χτύπησαν την πόρτα

αλλά κανείς δεν τους

άνοιξε Αποφάσισαν

να περιμένουν Δεν

κατάλαβαν πόσος

χρόνος πέρασε καιhellip

η πόρτα άνοιξε μόνη

της

Τα παιδιά μπήκαν γεμάτα περιέργεια στον

πύργο Ανέβηκαν διστακτικά την παλιά

στριφογυριστή σκάλα που τα οδήγησε σrsquo έ-

να επιβλητικό δωμάτιο Εκεί εργαζόταν ο

μυστηριώδης άντρας που είχαν γνωρίσει

Αμέσως κατάλαβαν πως ήταν μάγος Τους

αποκάλυψε αμέσως το όνομά του τον έλεγαν

Άλφρεντ Άρχισαν λοιπόν να του μιλούν για

το πρόβλημά τους Ο μάγος τα άκουσε προσε-

κτικά και τους είπε τι πρέπει να κάνουν

Έπρεπε να περάσουν τρεις δοκιμασίες Μόνο

έτσι θα έφευγε η κατάρα

Στο χωριό όλοι οι κάτοικοι περνούσαν δύσκο-

λα Από πλούσιοι είχαν γίνει φτωχοί και χωρίς

την ελιά και το λάδι της δεν μπορούσαν να ζή-

σουν Κατάλαβαν έτσι την αξία της αλλά ήταν

πλέον αργά Ή μάλλον σχεδόν αργά

Όταν τα παιδιά επέστρεψαν διηγήθηκαν σε

όλους όλα όσα τους συνέβησαν Τους είπαν για

το μάγο και τις τρεις δοκιμασίες που έπρεπε να

περάσουν Το πρόβλημα όμως ήταν πως δεν

τους είχε πει ποιες ήταν αυτές οι δοκιμασίες

ποιοι θα τις περνούσαν και πότε

Οι μέρες περνούσαν

αργά και βασανιστικά

μετά από δυο μήνες στο

χωριό εμφανίστηκε ένα

μικρό κορίτσι Χτύπησε

την πόρτα ενός σπιτιού

και ζήτησε λίγο φαγητό

Η οικογένεια όμως Το έ-

διωξε Το κορίτσι ήταν

Ο μάγος Άλφρεντ μεταμορ-

φωμένος Αυτή ήταν η πρώ-

τη δοκιμασία που δυστυχώς

όμως απέτυχαν

Αφού πέρασε μια εβδομάδα περίπου ένα μι-

κρό άγνωστο αγόρι εμφανίστηκε σε μια ομάδα

παιδιών και τους ζήτησε να παίξει μαζί τους Η

Μαρία και ο Νίκος όχι μόνο το δέχτηκαν αλλά

το άφησαν να διαλέξει το παιχνίδι που θα έπαι-

ζαν

_ Εσύ Νίκο θα είσαι ο αγρότης Εγώ θα είμαι η

ελιά και Μαρία θα είναι οι καρποί μου είπε το

αγόρι

Τα παιδιά συμφώνησαν κι άρχισαν όλα μαζί να

παίζουν Ο μάγος τότε παρατήρησε τον τρόπο

που ο Νίκος περιποιόταν την ελιά και πόσο χαι-

ρόταν όταν μάζευε τους καρπούς της Αυτή ήταν

η δεύτερη δοκιμασία και τα παιδιά την πέρασαν

με επιτυχία

Πέρασε αρκετός καιρός ώσπου έφτασε η ώρα

για την τρίτη δοκιμασία Μια μέρα ήρθε στο χω-

ριό ένας πλανόδιος έμπορος Πουλούσε από σπό-

ρους μέχρι και μαγικά αντικείμενα Οι τιμές όμως

ήταν πολύ υψηλές Ο Νίκος με τον πατέρα του ζή-

τησαν να δουν τους σπόρους που είχε

_Έχω σπόρους συκιάς πορτοκαλιάς μηλιάς και

τον τελευταίο σπόρο ελιάς είπε ο άντρας

_Τον τελευταίο Ρώτησε ο Νίκος

_ Ναι Τον τελευταίο

_Δεν υπάρχει άλλος

_Όχι

_Ούτε ένας

_Τίποτα

_Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Ναι Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Είστε σίγουρος για αυτό

_Απολύτως

Ο Νίκος δεν πίστευε στ΄ αυτιά τουΤότε ζήτη-

σε αμέσως απόν τον πατέρα του να αγοράσει τον

τελευταίο σπόρο ελιάς σ΄ ολόκληρη τη γη Η τι-

μή του όμως ήταν πολύ πάρα πολύ υψηλή Εκα-

τό χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Γιε μου δεν έχουμε τόσα χρήματα Μπορούμε

όμως να πουλήσουμε τα τέσσερα κτήματά μας

_Ναι να τα δώσουμε Θα μας μείνει η αυλή του

σπιτιού Εκεί θα φυτέψουμε τον πολύτιμο σπόρο

Τότε εμφανίστηκε ο μάγος Άλφρεντ

_Δίνω διακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα είπε

ο μάγος

_Άλφρεντ δεν είναι τίμιο είπε ο Νίκος

Προλάβαμε

εμείς να αγοράσουμε αυτόν το σπόρο

_Δίνω τριακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Τότε εγώ θα δώσω και το σπίτι μου είπε ο πα-

τέρας του Νίκου

_Ναι αλλά hellip αυτά είναι λιγότερα από τα χρή-

ματα που μου δίνει ο μάγος είπε ο έμπορος

_Τότε και εγώ θα δώσω όσα χρήματα έχω στον

κουμπαρά μου είπε η Μαρία

_Κι εγώ φώναξε ο Βασίλης

_Εγώ θα δώσω το μοναδικό κτήμα που έχω είπε

ο κύριος Βαγγέλης

_Και εγώ φώναξε η κυρία Βαρβάρα

_Ναι Και εμείς θα δώσουμε ότι έχουμε στους

κουμπαράδες μας φώναξαν δυνατά όλα τα

παιδιά που ήταν μαζεμένα στην πλατεία του

χωριού

Όλοι άρχισαν να δίνουν χρήματα σπίτια

έπιπλα χωράφια και μαγαζιά μέχρι που κέρδι-

σαν το μάγο Άλφρεντ και αγόρασαν το σπόρο

της ελιάς Από τη στιγμή που τον φύτεψαν το

πρόσεχαν πάρα πολύ

Μετά από χρόνια όταν οι χωρικοί μάζεψαν

τους καρπούς αυτής της ελιάς διαπίστωσαν ότι

είχε το πιο νόστιμο λάδι Τότε ο μάγος

πείστηκε πως όλοι είχαν καταλάβει την αξία

της και γέμισε ξανά όλα τα χωράφια τους με

ελαιόδεντρα

ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α

Κουκάκη Κατερίνα

Μπογκντάνι Γκισέλα

Καρυώτης Γιώργος

Αθανασόπουλος Στέφανος

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 26: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

Έζησα τrsquo όνομα το αγαπημένο

στον ίσκιο της γιαγιάς ελιάς

στον ρόχθο της ισόβιας θάλασσας

Χάραξα τrsquo όνομα το αγαπημένο

στον ίσκιο της γιαγιάς ελιάς

στον ρόχθο της ισόβιας θάλασσας

Ω λινό καλοκαίρι συνετό

φθινόπωρο

χειμώνα ελάχιστε

η ζωή καταβάλλει τον οβολό

του φύλλου της ελιάς

και στη νύχτα μέσα των αφρόνων

μrsquo ένα μικρό τριζόνι

κατακυρώνει πάλι το νόμιμο

του Ανέλπιστου

Αποσπάσματα από ποιήματα του

Γιάννη Ρίτσου

Ετούτου το τοπίο είναι σκληρό

σαν τη σιωπή

σφίγγει στον κόρφο του

τα πυρωμένα του λιθάρια

σφίγγει στο φως

τις ορφανές ελιές του

και τrsquo αμπέλια του

σφίγγει τα δόντια

Ποιος θα σταθεί

στον ίσκιο της ελιάς

παρέα με το τζιτζίκι

μη σωπάσει το τζιτζίκι

τώρα που ο ασβέστης

του μεσημεριού

βάφει τη μάντρα

ολόγυρα του ορίζοντα

σβήνοντας τα μεγάλα

αντρίκια ονόματά τους

ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ

bullΗ ελιά κρασί δε βγάζει

bullΠέρασε της ελιάς τα φαρμάκια

bullΤου χάρισαν της ελιάς το μέσα και του αβγού το

απrsquo έξω

bullΛάδι βρέχει κάστανα χιονίζει

bullΚλήμα του χεριού σου κι ελιές απrsquo τον παππού

σου

bullΗ ελιά είναι κυρά κι όποτε θέλει κάνει

bullΞεφόρτωσέ την την ελιά να σε φορτώσει λάδι

bullΒάλε ελιά για το παιδί σου και συκιά για τη ζωή

σου

bullΑπrsquo τον θέρο ως τις ελιές δεν απολείπουν οι

δουλειές

bullΈχουμε ελιές και ελήδια έχουμε κι αγρηλίδια

bullΤου έβγαλε το λάδι

bullΜη ρίχνεις λάδι στη φωτιά

bull Αν δε σφίξεις την ελιά δε βγάζει λάδι

bull Άκουσες λάδι τρέχα άκουσες στεφάνι φεύγα

bull Όποιος έχει σιτάρι κρασί και λάδι στο πιθάρι

έχει του κόσμου τα καλά και του θεού τη χάρη

bull Ξεφόρτωσέ τη την ελιά να σε φορτώσει λάδι

bull Δεν τρώγεται ούτε με το λάδι ούτε με το ξύδι

bull Η αλήθεια πλέει σαν το λάδι στο νερό

bull Κάθε σταλαματιά νερό τ Απρίλη είναι ένα

βαρέλι λάδι

ΑΙΝΙΓΜΑΤΑ

Από κλαδάκι κρέμεται

Στην αγορά πουλιέται

Το εξωτερικό της τρώγεται

Το μέσα της πετιέται

Τι είναι Η ελιά

Μάνα και θυγατέρα

έχουν το ίδιο όνομα

Μάντεψε ποιο όνομα έχουν κι οι δυο

Ελιά

Κι όταν έρθει ο Οκτώβρης

ωριμάζω πιο πολύ

πρασινίζω και μαυρίζω

και γεμίζω το σακί

Τι είμαι Η ελιά

Δεν πεθαίνει κι αν περάσουν

Χρόνια εκατό και χίλια

Μας χορταίνει μας φροντίζει

Μας ανάβει τα καντήλια

Τι είναι

Η ελιά

Στα δέντρα πάνω κρέμεται

Στις εκκλησιές κοιμάται

Και τα χρυσά της κόκαλα

Μες στη φωτιά τα βάζω

Τι είναι

Η ελιά

Πράσινα είνrsquo τα νιάτα μου

μαύρα τα γερατειά μου

χαροποιά η θλίψη μου

θροφή τα δάκρυά μου

Τί είναι

Η ελιά

ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Το παραμύθι της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σε μια φτωχογειτονιά

ένα φτωχό μα πολύ καλόκαρδο κορίτσι που το έλεγαν

Ελιά

Κάθε μέρα η Ελιά γύριζε τη γειτονιά της έβλεπε τον

κόσμο να ζει φτωχός και δυστυχισμένος και γύριζε

στο σπίτι της πολύ στενοχωρημένη

Κάτι πρέπει να κάνω να τους βοηθήσω σκεφτόταν Κι

από την άλλη μέρα κιόλας άρχισε Βγήκε στη

γειτονιά κράτησε τα παιδιά της γειτόνισσας για να

πάει να δουλέψει και να μπορεί να φέρει στα παιδιά

της λίγο φαΐ

Μια άλλη μέρα πήγε στη γριούλα που ήταν άρρωστη της μαγείρεψε της σκούπισε το σπίτι την έπλυνε την ταΐσε Την άλλη μέρα πάλι έβγαλε τον παράλυτο γέρο με το καρότσι του βόλτα για να πάρει αέρα και ήλιο

Τα βράδια γύριζε κατάκοπη μα ευχαριστημένη που είχε καταφέρει να δώσει λίγη χαρά στους φτωχούς ανθρώπους

Οι μέρες περνούσαν κι η Ελιά όλο δούλευε όσο αδυνάτιζε Μα έβλεπε πως ότι κι αν έκανε ο κόσμος ήταν πάντα φτωχός και δυστυχισμένοςΑυτό τη στενοχωρούσε πάρα πολύ κι έτσι στενοχωρημένη κάθισε στην αυλή του σπιτιού της και συλλογιζόταν

- Τι να κάνω τι να κάνω Δεν μπορώ να βλέπω τόση δυστυχία Το σπουργίτι που την είδε τόσο στενοχωρημένη - και που την αγαπούσε γιατί κάθε μέρα του έριχνε σπόρους και ψίχουλα - δεν άντεξε και πέταξε βαθιά στο δάσος

Εκεί βρήκε την καλή νεράιδα και της είπε- Τρέξε καλή νεράιδα η Ελιά είναι πολύ στενοχωρημένη χλωμή κι αδύνατη

Η καλή νεράιδα ανήσυχη έτρεξε στην αυλή της Ελιάς και τη ρώτησε- Τι έχεις Ελιά μου κι είσαι τόσο λυπημένη- Αχ καλή μου νεράιδα Δεν μπορώ να βλέπω τόση φτώχεια και δυστυχία γύρω μου- Και τι θέλεις δηλαδή- θέλω να τους γίνω χρήσιμη θέλω να τους προσφέρω κάτι πολύτιμο που να τους δώσει ζωή και χαρά

-Το θέλεις αλήθεια τόσο πολύ

- Και βέβαια το θέλω δε βλέπεις πως έλιωσα

από τη στενοχώρια μου

- Τότε σταμάτησε να στενοχωριέσαι θα σε κάνω

αυτό που θέλεις Και τσουπ την άγγιξε με το

ραβδάκι της κι αμέσως η Ελιά έγινε ένα

μεγάλο δέντρο που έβγαλε φύλλα

λουλουδάκια άσπρα που έγιναν ελιές

πράσινες μωβ μαύρες

Έπεσαν στη γη τα κουκούτσια φύτρωσαν

έγιναν δεντράκια και σχημάτισαν ένα μεγάλο

ελαιώνα

Ήρθαν οι γείτονες μάζεψαν τις ελιές έβγαλαν

λάδι έφαγαν χόρτασαν ρόδισαν τα μαγουλά

τους ζωήρεψαν κι άρχισαν να χαμογελούν και

να ζουν ευτυχισμένοι

Για να ευχαριστήσουν την ελιά και να της

δείξουν την αγάπη τους πήραν το λάδι τους

το έβαλαν στο καντήλι για να θυμίζουν στην

Παναγιά και στο Χριστό την καλοσύνη της

ελιάς και την αγάπη της για τον κόσμο

Κι η Παναγιά με τη σειρά της την ευλόγησε Κι

ο Χριστός κάτω απ την ελιά ήρθε και

ξεκουράστηκε

Κι εκείνη καμάρωνε ευχαριστημένη στη μέση

στον ελαιώνα και φρόντιζε όταν έρχονται οι

άνθρωποι να τη μαζέψουν να ναι γεμάτη

ελιές να χορταίνουν οι φτωχοί και να

φωτίζονται απ τις καντήλες όλες οι εκκλησιές

Η μικρή ελιά

Η μικρή ελιά για πρώτη φορά γέμισε καρπό

Ο γεωργός την αγαπούσε γιατί του θύμιζε την

πρώτη του αγάπη κοντούλα και στρουμπουλή

Της είχε φτιάξει ένα περιδέραιο με

ασπρισμένες πέτρες και συχνά καθόταν και

κουβέντιαζε μαζί της τα όνειρα και τις

αναμνήσεις του Η ελιά κάθε μέρα και πιο

όμορφη

Ένα πρωί του Νοέμβρη ο γεωργός άπλωσε πανιά

κι άρχισε να την ραβδίζει Πάνε οι ελιές πάνε

τα φύλλα πάει η ομορφιά

Η ελιά μέσα στα αναφιλητά της μονολογούσε

-Μ αγαπούσε και με χάλασε Πως εννοεί ο

άνθρωπος την αγάπη Έλεγε και ξανάλεγε

Τότε ακούει μια μαργαρίτα να της λέει

-Άκουσε να σου πω Ο άνθρωπος δεν ξέρει την

αγάπη

Μην τον παρεξηγείς Κοίταξε εμένα που μια

ζωή με μαδάει για να μάθειhellip

Το καλάμι κι η ελιά

Μια φορά δίπλα σε μια ελιά είχε φυτρώσει ένα καλάμιΗ ελιά ήταν ένα μεγάλο και δυνατό δέντρο με πολλά κλαδιά πουκρατούσαν τα φύλλα τους όλη τη χρονιά και κάθε δυο χρόνιαέγερναν από το βάρος του καρπού

Το καλάμι πάλι ήτανε ψηλόλιγνο με καταπράσινα στενόμακρα φύλλα με ωραιότατα παράξενα λουλούδια που έμοιαζαν με τσαμπιά κι είχανε το σχήμα του αδραχτιού

Η ελιά καυχιόταν ολοένα

-Τι είσαι συ μπροστά μου έλεγε στο καλάμιΕγώ είμαι ένα δέντρο μεγάλο δυνατό ευλογημένο Οι άνθρωποι με λατρεύουνγιατί τους δίνω τις ελιές και το λάδι μου τους δίνω ξερόκλαδα για να ζεσταίνονταιτους δίνω ξύλα για να φτιάχνουν ακριβά έπιπλα Είμαι μεγάλη ψηλή γερήκαι συ είσαι ένα αδύναμο πραγματάκι που λυγίζεις μπροστά σrsquo όλους τους ανέμους και τους προσκυνάς Δεν μπορώ να καταλάβω πώς έχεις την τόλμη να φυτρώνεις πλάι μου

Το καημένο το καλάμι

που ήταν από φυσικού

του ντροπαλό ταrsquo

άκουγε όλα αυτά και

δεν έλεγε τίποτα κι

ούτε και θύμωνε γιατί

αυτό δεν είχε να

καυχηθεί για τίποτα

Ήρθε ένας χειμώνας όμως βαρύς κι άρχισε να

φυσάει ένας αέρας δαιμονισμένος

που χτυπούσε με μανία την ελιά ώσπου στο

τέλος την ξερίζωσε

Το καλάμι με το πρώτο φύσημα του ανέμου

έγειρε λυγερό όπως ήτανε

προς το νερό κι έτσι ο άνεμος περνούσε από

πάνω του χωρίς να το πειράξει

Κι όταν η καταιγίδα σταμάτησε κι ο άνεμος

έπαψε να φυσάει

η ελιά απόμεινε πεσμένη στο χώμα και το

καλάμι σηκώθηκε

πάλι όρθιο και λυγερό όπως και πριν

Βλέπετε το καλάμι ήξερε να υποχωρεί εκεί που

ένιωθε ότι δεν είχε δύναμη νrsquo αντισταθεί ενώ

η ελιά πλήρωσε με τη ζωή της την

υπερηφάνειά της

Ο Μανωλιός και η γέρικη ελιά

Μια φορά και έναν καιρό όταν ο ζεστός άνεμος

φυσούσε και τα δέντρα λυπημένα έγερναν τα

κουρασμένα φυλλώματά τους ένα παλικάρι

που τον έλεγαν Μανωλιό πήγαινε τα πότιζε

και τους έκανε συντροφιά Τrsquo άλλα παλικάρια

του χωριού ζήλευαν τις χάρες και την καρδιά

του Μανωλιού Ψιθύριζαν λόγια άσχημα

μεταξύ τους δίχως να καταλαβαίνουν ότι αυτό

που έκαναν δεν ήταν σωστό

Μια μέρα κάθισαν κάτω από τον ίσκιο μιας

γέρικης ελιάς για να ξαποστάσουν Ξαφνικά

άκουσαν ένα θρόισμα γύρισαν τα κεφαλάκια

τους και από το κέντρο του κορμού της ελιάς

είδανε ένα χαμογελαστό πρόσωπο που με

ανθρώπινη μιλιά τους είπε

Αυτό το δέντρο που στον ίσκιο του ήρθατε να ξεκουραστείτε ξέρετε ποιος το ποτίζει

Όχι απάντησαν εκείνοι

Ο Μανωλιός που κοροϊδεύετε αποκρίθηκε το δέντρο

Εκείνοι ντροπιασμένοι έφυγαν με σκυμμένο το κεφάλι Στο δρόμο συνάντησαν τον Μανωλιό

Καλημέρα είπαν με μία φωνή Σήμερα θα έρθουμε μαζί σου να σε βοηθήσουμε να ποτίσεις τα δέντρα

Έτσι κι έγινε Από τότε έγιναν φίλοι Κάθε

απόγευμα πότιζαν τα δέντρα κι ύστερα κάτω

από τα φυλλώματα της γέρικης ελιάς άρχιζαν

το τραγούδι που μιλούσε για χώρες

παράξενε για ζούγκλες με πολύχρωμους

παπαγάλους για ινδιάνους με κιτρινοκόκκινα

φτερά στα καπέλα τους και ιδιαίτερα

τραγουδούσαν για την συμπόνια και την

ευαίσθητη καρδιά των ανθρώπων

Μια μέρα που ο ήλιος γίνηκε πορφυρός και

κρύφτηκε πίσω από τα βουνά ο Μανωλιός

πήγε μόνος του πότισε την γέρικη ελιά

ξάπλωσε και τον πήρε ένας βαθύς ύπνος Τότε

είδε πως μέσα στην κουφάλα της γέρικης ελιάς

είχανε στήσει ένα πανέμορφο παλάτι γεμάτο

κόσμο που χόρευε και γλένταγε

Θα πάω κι εγώ είπε δειλά δειλά ο Μανωλιός

bull Όσο προχωρούσε τόσο τα φώτα

μεγάλωναν ώσπου έφτασε στο κέντρο Εκεί

ένας βασιλιάς καθόταν σrsquoένα χρυσαφένιο

θρόνο Πίσω του στεκόταν μια Σφίγγα

άγαλμα Πήρε ανθρώπινη μιλιά αρχίζοντας να

λέει καλωσορίσματα στον Μανωλιό Εκείνος

χαμογελαστός χαιρέτησεμα τι να δει Σrsquoέναν

καθρέπτη που βρέθηκε μπροστά του ο

Μανωλιός ήταν ντυμένος πρίγκιπας

bull Πω πω Τι όμορφος που είμαι Αναφώνησε

Ξαφνικά υπηρέτες έστρωσαν ένα κόκκινο

χαλί για να περάσει ο Μανωλιός και αυτοί

αριστερά και δεξιά τον προσκυνούσαν Όταν

πέρασε τον διάδρομο με το κόκκινο χαλί

στάθηκε στον βασιλιά που του είπε

Καλόκαρδο και πονόψυχο παλικάρι Εσύ πότιζες

το δέντρο κι έτσι μπόρεσε το παλάτι μου να

βρίσκεται εδώ με όλους τους ανθρώπους

μου διαφορετικά αν το άφηνες να ξεραθεί από

το ζεστό άνεμο τώρα δεν θα

υπήρχαμε Γιrsquoαυτό αξίζεις να γίνεις γιος μου

να παντρευτείς την Βασιλοπούλα και με

δικαιοσύνη αγάπη και φρόνηση να γίνεις εσύ

ο καινούριος Βασιλιάς λύνοντας έτσι τα μάγια

της κακιάς νεράιδας που μας είχε

καταδικασμένους

Έτσι κι έγινε Ο Μανωλιός έγινε βασιλιάς με

τιμές και δόξες διότι ήξερε την γλώσσα της

καρδιάς που πάντα μας διδάσκει πόσο καλό

είναι να είσαι άνθρωπος Από τότε ο

Μανωλιός έμεινε στο παλάτι και κανείς ακόμα

δεν ξέρει τι ταξίδι ακολούθησε στον χρόνο του

ύπνου του άφησε όμως πίσω του τον

πραγματικό θησαυρό της καλοσύνης και της

αγάπης

ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Ο μαγικός ελαιώνας

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα παιδάκι που

το έλεγαν Λευτέρη Κάθε χρόνο το καλοκαίρι

μόλις έκλειναν τα σχολεία πήγαινε διακοπές

στο σπίτι της γιαγιάς του

Ένα καλοκαίρι έζησε μια σπουδαία περιπέτεια

Μια μέρα που η γιαγιά του είχε πάει για ψώνια

στην κοντινή πόλη ο Λευτέρης αποφάσισε να

εξερευνήσει τη σοφίτα του σπιτιού

Ανέβηκε προσεκτικά τη στριφογυριστή ξύλινη

σκάλα και στάθηκε αναποφάσιστος μπροστά

στην κλειστή πόρτα Πήρε μια βαθιά ανάσα

και την έσπρωξε δυνατά Πόσο σκοτεινά ήταν ό-

λα εκεί μέσα Ο Λευτέρης σκόνταψε σ΄ ένα πα-

λιό μπαούλο

Το άνοιξε γεμάτος περιέργεια Και τι δε βρήκε

Ολόκληρο θησαυρό Παλιά βιβλία του παππού

φορέματα της γιαγιάς παιχνίδια της μητέρας

του όταν ήταν παιδί Κάτω κάτω ήταν

τσαλακωμένο ένα κιτρινισμένο χαρτί Το

ξετύλιξε βιαστικά και τι να δει Ένας παλιός

χάρτης με σχεδιάγραμμα Αμέσως τον άρπαξε

κι άρχισε το ταξίδι του

Περπάτησε ώρες πολλές Πέρασε την πεδιάδα

με τα κίτρινα στάχυα το γεφυράκι του μικρού

ποταμού ώσπου έφτασε στο τέλος σε έναν

κάμπο γεμάτο ελιές

Διάλεξε την πιο μεγάλη ελιά και κάθισε να

ξεκουραστεί ακουμπώντας στο γέρικο κορμό

της

Ξαφνικά άκουσε μια απαλή φωνή Έμοιαζε

με της γιαγιάς του Κοίταξε γύρω του μα δεν

είδε κανέναν Η φωνή συνέχισε να του μιλάει

τρυφερά Ο Λευτέρης γεμάτος περιέργεια

άρχισε να παρατηρεί προσεχτικά το γέρικο

κορμό τα πελώρια κλαδιά και τ΄ ασημένια

φύλλα της ελιάς Τότε κατάλαβε ποιος του

μιλούσε Έκπληκτος άγγιξε απαλά το υπέροχο

αυτό δέντρο και μοιράστηκε μαζί του όλα του

τα μυστικά

Από εκείνη την ημέρα ο Λευτέρης πήγαινε

καθημερινά στο μαγικό αυτό ελαιώνα

Καθόταν ώρες στη σκιά της αγαπημένης του

ελιάς κι άκουγε τις πιο ωραίες ιστορίες

Ο καιρός πέρασε γρήγορα κι ήρθε η μέρα που

έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι του Έτρεξε στο

μαγικό ελαιώνα κι αγκάλιασε κλαίγοντας το

αγαπημένο του δέντρο Η ελιά έγειρε τα

κλαδιά της και χάιδεψε τα μαλλιά του laquo Μη

στενοχωριέσαιraquo του ψιθύρισε laquo Κόψε ένα

κλαράκι μου και πάρ΄ το μαζί σου Φύτεψέ το

στην αυλή του σπιτιού σου κι εγώ θα είμαι

πάντα κοντά σουraquo

Έτσι κι έγινε Ένα καινούριο ολόδροσο

δεντράκι φύτρωσε στον κήπο του Λευτέρη Κι

από τότε δεν χώρισαν ποτέ

Οι μαγικοί σπόροι

Μια φορά κι έναν καιρό σ΄ ένα μακρινό

χωριουδάκι ζούσε με τη γιαγιά του ένα μικρό

κορίτσι που το έλεγαν Ελπίδα Το σπιτάκι τους

ήταν πολύ φτωχικό Δύσκολα τα έβγαζαν πέρα

Ο περασμένος χειμώνας ήταν πολύ βαρύς

Τα πρώτα χιόνια έπεσαν νωρίς κι ο κρύος

βοριάς σφύριζε μανιασμένα Κάθε πρωί η

γιαγιά με την εγγονή της πήγαιναν στο δάσος

και μάζευαν φρούτα και ξύλα για να

ζεσταθούν

Μια μέρα ο άνεμος φυσούσε άγρια κι ο ήλιος

είχε κρυφτεί πίσω από τα βαριά μαύρα

σύννεφα Η Ελπίδα άφησε τη γιαγιά της στο

κρύο σπιτάκι τους τυλίχτηκε σφιχτά με το

σάλι της και ξεκίνησε για το δάσος Τα πόδια

και τα χέρια της είχαν παγώσει Τα μαλλιά και

τα ρούχα της είχαν βραχεί από την ξαφνική

μπόρα Και το σπουδαιότερο δεν μπορούσε να

γυρίσει πίσω γιατί δεν είχε μαζέψει ακόμη

τίποτα Αποφάσισε τότε να μπει για λίγο σε

μια σπηλιά που βρήκε στο δρόμο της και να

περιμένει

Έτρεμε από το κρύο και

από το φόβο της Είχε αρ

χίσει να νυχτώνει και η

γιαγιά της σίγουρα θα

ανησυχούσε Ξαφνικά

ένα απόκοσμο φως γέμι

σε τη σπηλιά και μια πα

νέμορφη νεράιδα πα

ρουσιάστηκε μπροστά

της

Της χαμογέλασε γλυκά και της χάιδεψε απαλά τα μαλλιά Κρατούσε ένα μικρό σακουλάκι που το άφησε προσεκτικά στα χέρια της Ελπίδας laquoΌταν πας σπίτι σου να το ανοίξεις και να κάνεις ότι ακριβώς σου πει η γιαγιά σου Αυτή ξέρειraquo της είπε τρυφερά και χάθηκε στο σκοτάδι της σπηλιάς Το κορίτσι κρατώντας το γερά έτρεξε χαρούμενο στο φτωχικό του σπιτάκι Τα μάτια του έλαμπαν από ενθουσιασμό καθώς έδειχνε στη γιαγιά του το δώρο της νεράιδας

Η γιαγιά ψηλάφησε τους μεγάλους γυαλιστερούς σπόρους τους έβαλε στη χούφτα της Ελπίδας και της είπε να τους φυτέψει στην αυλή Έτσι ακριβώς έκανε το μικρό κορίτσι Τους έχωσε βαθιά στο έδαφος και τους σκέπασε με φρέσκο χώμα Την άνοιξη οι σπόροι φύτρωσαν και γρήγορα έγιναν μεγάλα δέντρα με υπέροχο σταχτοπράσινο φύλλωμα Ήταν φουντωτές ελιές που αγκάλιασαν το μικρό σπιτάκι Ήρθε το φθινόπωρο και τα κλαδιά τους γέμισαν ευλογημένο καρπό

Από τότε η Ελπίδα κι η γιαγιά της έζησαν

ευτυχισμένες βοηθώντας κάθε κουρασμένο

περαστικό

Η αξία της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό σrsquo ένα μακρινό

χωριό όλοι οι άνθρωποι ζούσαν ευτυχισμένοι

Είχαν πολλά κτήματα εκτιμήσει πλούσια

γεμάτα ελιές Ποτέ όμως δεν είχαν σωστά την

αξία τους

Κάποια μέρα καθώς έπαιζαν δυο παιδιά η

Μαρία και ο Νίκος εμφανίστηκε μπροστά

τους ένας άγνωστος άντρας Τους μίλησε για

τα ελαιόδεντρα και τη χρησιμότητά τους Τους

είπε πως πρέπει να τα φροντίζουν και να τα

αγαπούν

Μετά από αρκετές ημέρες έγινε κάτι φοβερό

Στο χωριό έπεσε μεγάλη κατάρα Όλα τα χωράφια με τα ελαιόδεντρα καταστράφηκαν

Η Μαρία και ο Νίκος αμέσως κατάλαβαν πως έπρεπε να πάνε να βρουν τον μυστήριο αυτό άντρα που τους είχε επισκεφτεί

Τους είχε πει πως ζούσε στο δάσος Αυτό όμως δεν ήταν και τόσοhellip συνηθισμένο δάσος Έλεγαν πως στις κουφάλες των δέντρων ζούσαν φαντάσματα και πως το μέγεθος των ζώων ήταν υπερφυσικό

Φοβόντουσαν πάρα πολύ Περπάτησαν

ατελείωτες ώρες στη σκιά των πελώριων

δέντρων Με τη βοήθεια ενός λιονταριού

κατάφεραν να βρουν τον πύργο του άντρα που

έψαχναν

Χτύπησαν την πόρτα

αλλά κανείς δεν τους

άνοιξε Αποφάσισαν

να περιμένουν Δεν

κατάλαβαν πόσος

χρόνος πέρασε καιhellip

η πόρτα άνοιξε μόνη

της

Τα παιδιά μπήκαν γεμάτα περιέργεια στον

πύργο Ανέβηκαν διστακτικά την παλιά

στριφογυριστή σκάλα που τα οδήγησε σrsquo έ-

να επιβλητικό δωμάτιο Εκεί εργαζόταν ο

μυστηριώδης άντρας που είχαν γνωρίσει

Αμέσως κατάλαβαν πως ήταν μάγος Τους

αποκάλυψε αμέσως το όνομά του τον έλεγαν

Άλφρεντ Άρχισαν λοιπόν να του μιλούν για

το πρόβλημά τους Ο μάγος τα άκουσε προσε-

κτικά και τους είπε τι πρέπει να κάνουν

Έπρεπε να περάσουν τρεις δοκιμασίες Μόνο

έτσι θα έφευγε η κατάρα

Στο χωριό όλοι οι κάτοικοι περνούσαν δύσκο-

λα Από πλούσιοι είχαν γίνει φτωχοί και χωρίς

την ελιά και το λάδι της δεν μπορούσαν να ζή-

σουν Κατάλαβαν έτσι την αξία της αλλά ήταν

πλέον αργά Ή μάλλον σχεδόν αργά

Όταν τα παιδιά επέστρεψαν διηγήθηκαν σε

όλους όλα όσα τους συνέβησαν Τους είπαν για

το μάγο και τις τρεις δοκιμασίες που έπρεπε να

περάσουν Το πρόβλημα όμως ήταν πως δεν

τους είχε πει ποιες ήταν αυτές οι δοκιμασίες

ποιοι θα τις περνούσαν και πότε

Οι μέρες περνούσαν

αργά και βασανιστικά

μετά από δυο μήνες στο

χωριό εμφανίστηκε ένα

μικρό κορίτσι Χτύπησε

την πόρτα ενός σπιτιού

και ζήτησε λίγο φαγητό

Η οικογένεια όμως Το έ-

διωξε Το κορίτσι ήταν

Ο μάγος Άλφρεντ μεταμορ-

φωμένος Αυτή ήταν η πρώ-

τη δοκιμασία που δυστυχώς

όμως απέτυχαν

Αφού πέρασε μια εβδομάδα περίπου ένα μι-

κρό άγνωστο αγόρι εμφανίστηκε σε μια ομάδα

παιδιών και τους ζήτησε να παίξει μαζί τους Η

Μαρία και ο Νίκος όχι μόνο το δέχτηκαν αλλά

το άφησαν να διαλέξει το παιχνίδι που θα έπαι-

ζαν

_ Εσύ Νίκο θα είσαι ο αγρότης Εγώ θα είμαι η

ελιά και Μαρία θα είναι οι καρποί μου είπε το

αγόρι

Τα παιδιά συμφώνησαν κι άρχισαν όλα μαζί να

παίζουν Ο μάγος τότε παρατήρησε τον τρόπο

που ο Νίκος περιποιόταν την ελιά και πόσο χαι-

ρόταν όταν μάζευε τους καρπούς της Αυτή ήταν

η δεύτερη δοκιμασία και τα παιδιά την πέρασαν

με επιτυχία

Πέρασε αρκετός καιρός ώσπου έφτασε η ώρα

για την τρίτη δοκιμασία Μια μέρα ήρθε στο χω-

ριό ένας πλανόδιος έμπορος Πουλούσε από σπό-

ρους μέχρι και μαγικά αντικείμενα Οι τιμές όμως

ήταν πολύ υψηλές Ο Νίκος με τον πατέρα του ζή-

τησαν να δουν τους σπόρους που είχε

_Έχω σπόρους συκιάς πορτοκαλιάς μηλιάς και

τον τελευταίο σπόρο ελιάς είπε ο άντρας

_Τον τελευταίο Ρώτησε ο Νίκος

_ Ναι Τον τελευταίο

_Δεν υπάρχει άλλος

_Όχι

_Ούτε ένας

_Τίποτα

_Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Ναι Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Είστε σίγουρος για αυτό

_Απολύτως

Ο Νίκος δεν πίστευε στ΄ αυτιά τουΤότε ζήτη-

σε αμέσως απόν τον πατέρα του να αγοράσει τον

τελευταίο σπόρο ελιάς σ΄ ολόκληρη τη γη Η τι-

μή του όμως ήταν πολύ πάρα πολύ υψηλή Εκα-

τό χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Γιε μου δεν έχουμε τόσα χρήματα Μπορούμε

όμως να πουλήσουμε τα τέσσερα κτήματά μας

_Ναι να τα δώσουμε Θα μας μείνει η αυλή του

σπιτιού Εκεί θα φυτέψουμε τον πολύτιμο σπόρο

Τότε εμφανίστηκε ο μάγος Άλφρεντ

_Δίνω διακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα είπε

ο μάγος

_Άλφρεντ δεν είναι τίμιο είπε ο Νίκος

Προλάβαμε

εμείς να αγοράσουμε αυτόν το σπόρο

_Δίνω τριακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Τότε εγώ θα δώσω και το σπίτι μου είπε ο πα-

τέρας του Νίκου

_Ναι αλλά hellip αυτά είναι λιγότερα από τα χρή-

ματα που μου δίνει ο μάγος είπε ο έμπορος

_Τότε και εγώ θα δώσω όσα χρήματα έχω στον

κουμπαρά μου είπε η Μαρία

_Κι εγώ φώναξε ο Βασίλης

_Εγώ θα δώσω το μοναδικό κτήμα που έχω είπε

ο κύριος Βαγγέλης

_Και εγώ φώναξε η κυρία Βαρβάρα

_Ναι Και εμείς θα δώσουμε ότι έχουμε στους

κουμπαράδες μας φώναξαν δυνατά όλα τα

παιδιά που ήταν μαζεμένα στην πλατεία του

χωριού

Όλοι άρχισαν να δίνουν χρήματα σπίτια

έπιπλα χωράφια και μαγαζιά μέχρι που κέρδι-

σαν το μάγο Άλφρεντ και αγόρασαν το σπόρο

της ελιάς Από τη στιγμή που τον φύτεψαν το

πρόσεχαν πάρα πολύ

Μετά από χρόνια όταν οι χωρικοί μάζεψαν

τους καρπούς αυτής της ελιάς διαπίστωσαν ότι

είχε το πιο νόστιμο λάδι Τότε ο μάγος

πείστηκε πως όλοι είχαν καταλάβει την αξία

της και γέμισε ξανά όλα τα χωράφια τους με

ελαιόδεντρα

ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α

Κουκάκη Κατερίνα

Μπογκντάνι Γκισέλα

Καρυώτης Γιώργος

Αθανασόπουλος Στέφανος

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 27: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

Ω λινό καλοκαίρι συνετό

φθινόπωρο

χειμώνα ελάχιστε

η ζωή καταβάλλει τον οβολό

του φύλλου της ελιάς

και στη νύχτα μέσα των αφρόνων

μrsquo ένα μικρό τριζόνι

κατακυρώνει πάλι το νόμιμο

του Ανέλπιστου

Αποσπάσματα από ποιήματα του

Γιάννη Ρίτσου

Ετούτου το τοπίο είναι σκληρό

σαν τη σιωπή

σφίγγει στον κόρφο του

τα πυρωμένα του λιθάρια

σφίγγει στο φως

τις ορφανές ελιές του

και τrsquo αμπέλια του

σφίγγει τα δόντια

Ποιος θα σταθεί

στον ίσκιο της ελιάς

παρέα με το τζιτζίκι

μη σωπάσει το τζιτζίκι

τώρα που ο ασβέστης

του μεσημεριού

βάφει τη μάντρα

ολόγυρα του ορίζοντα

σβήνοντας τα μεγάλα

αντρίκια ονόματά τους

ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ

bullΗ ελιά κρασί δε βγάζει

bullΠέρασε της ελιάς τα φαρμάκια

bullΤου χάρισαν της ελιάς το μέσα και του αβγού το

απrsquo έξω

bullΛάδι βρέχει κάστανα χιονίζει

bullΚλήμα του χεριού σου κι ελιές απrsquo τον παππού

σου

bullΗ ελιά είναι κυρά κι όποτε θέλει κάνει

bullΞεφόρτωσέ την την ελιά να σε φορτώσει λάδι

bullΒάλε ελιά για το παιδί σου και συκιά για τη ζωή

σου

bullΑπrsquo τον θέρο ως τις ελιές δεν απολείπουν οι

δουλειές

bullΈχουμε ελιές και ελήδια έχουμε κι αγρηλίδια

bullΤου έβγαλε το λάδι

bullΜη ρίχνεις λάδι στη φωτιά

bull Αν δε σφίξεις την ελιά δε βγάζει λάδι

bull Άκουσες λάδι τρέχα άκουσες στεφάνι φεύγα

bull Όποιος έχει σιτάρι κρασί και λάδι στο πιθάρι

έχει του κόσμου τα καλά και του θεού τη χάρη

bull Ξεφόρτωσέ τη την ελιά να σε φορτώσει λάδι

bull Δεν τρώγεται ούτε με το λάδι ούτε με το ξύδι

bull Η αλήθεια πλέει σαν το λάδι στο νερό

bull Κάθε σταλαματιά νερό τ Απρίλη είναι ένα

βαρέλι λάδι

ΑΙΝΙΓΜΑΤΑ

Από κλαδάκι κρέμεται

Στην αγορά πουλιέται

Το εξωτερικό της τρώγεται

Το μέσα της πετιέται

Τι είναι Η ελιά

Μάνα και θυγατέρα

έχουν το ίδιο όνομα

Μάντεψε ποιο όνομα έχουν κι οι δυο

Ελιά

Κι όταν έρθει ο Οκτώβρης

ωριμάζω πιο πολύ

πρασινίζω και μαυρίζω

και γεμίζω το σακί

Τι είμαι Η ελιά

Δεν πεθαίνει κι αν περάσουν

Χρόνια εκατό και χίλια

Μας χορταίνει μας φροντίζει

Μας ανάβει τα καντήλια

Τι είναι

Η ελιά

Στα δέντρα πάνω κρέμεται

Στις εκκλησιές κοιμάται

Και τα χρυσά της κόκαλα

Μες στη φωτιά τα βάζω

Τι είναι

Η ελιά

Πράσινα είνrsquo τα νιάτα μου

μαύρα τα γερατειά μου

χαροποιά η θλίψη μου

θροφή τα δάκρυά μου

Τί είναι

Η ελιά

ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Το παραμύθι της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σε μια φτωχογειτονιά

ένα φτωχό μα πολύ καλόκαρδο κορίτσι που το έλεγαν

Ελιά

Κάθε μέρα η Ελιά γύριζε τη γειτονιά της έβλεπε τον

κόσμο να ζει φτωχός και δυστυχισμένος και γύριζε

στο σπίτι της πολύ στενοχωρημένη

Κάτι πρέπει να κάνω να τους βοηθήσω σκεφτόταν Κι

από την άλλη μέρα κιόλας άρχισε Βγήκε στη

γειτονιά κράτησε τα παιδιά της γειτόνισσας για να

πάει να δουλέψει και να μπορεί να φέρει στα παιδιά

της λίγο φαΐ

Μια άλλη μέρα πήγε στη γριούλα που ήταν άρρωστη της μαγείρεψε της σκούπισε το σπίτι την έπλυνε την ταΐσε Την άλλη μέρα πάλι έβγαλε τον παράλυτο γέρο με το καρότσι του βόλτα για να πάρει αέρα και ήλιο

Τα βράδια γύριζε κατάκοπη μα ευχαριστημένη που είχε καταφέρει να δώσει λίγη χαρά στους φτωχούς ανθρώπους

Οι μέρες περνούσαν κι η Ελιά όλο δούλευε όσο αδυνάτιζε Μα έβλεπε πως ότι κι αν έκανε ο κόσμος ήταν πάντα φτωχός και δυστυχισμένοςΑυτό τη στενοχωρούσε πάρα πολύ κι έτσι στενοχωρημένη κάθισε στην αυλή του σπιτιού της και συλλογιζόταν

- Τι να κάνω τι να κάνω Δεν μπορώ να βλέπω τόση δυστυχία Το σπουργίτι που την είδε τόσο στενοχωρημένη - και που την αγαπούσε γιατί κάθε μέρα του έριχνε σπόρους και ψίχουλα - δεν άντεξε και πέταξε βαθιά στο δάσος

Εκεί βρήκε την καλή νεράιδα και της είπε- Τρέξε καλή νεράιδα η Ελιά είναι πολύ στενοχωρημένη χλωμή κι αδύνατη

Η καλή νεράιδα ανήσυχη έτρεξε στην αυλή της Ελιάς και τη ρώτησε- Τι έχεις Ελιά μου κι είσαι τόσο λυπημένη- Αχ καλή μου νεράιδα Δεν μπορώ να βλέπω τόση φτώχεια και δυστυχία γύρω μου- Και τι θέλεις δηλαδή- θέλω να τους γίνω χρήσιμη θέλω να τους προσφέρω κάτι πολύτιμο που να τους δώσει ζωή και χαρά

-Το θέλεις αλήθεια τόσο πολύ

- Και βέβαια το θέλω δε βλέπεις πως έλιωσα

από τη στενοχώρια μου

- Τότε σταμάτησε να στενοχωριέσαι θα σε κάνω

αυτό που θέλεις Και τσουπ την άγγιξε με το

ραβδάκι της κι αμέσως η Ελιά έγινε ένα

μεγάλο δέντρο που έβγαλε φύλλα

λουλουδάκια άσπρα που έγιναν ελιές

πράσινες μωβ μαύρες

Έπεσαν στη γη τα κουκούτσια φύτρωσαν

έγιναν δεντράκια και σχημάτισαν ένα μεγάλο

ελαιώνα

Ήρθαν οι γείτονες μάζεψαν τις ελιές έβγαλαν

λάδι έφαγαν χόρτασαν ρόδισαν τα μαγουλά

τους ζωήρεψαν κι άρχισαν να χαμογελούν και

να ζουν ευτυχισμένοι

Για να ευχαριστήσουν την ελιά και να της

δείξουν την αγάπη τους πήραν το λάδι τους

το έβαλαν στο καντήλι για να θυμίζουν στην

Παναγιά και στο Χριστό την καλοσύνη της

ελιάς και την αγάπη της για τον κόσμο

Κι η Παναγιά με τη σειρά της την ευλόγησε Κι

ο Χριστός κάτω απ την ελιά ήρθε και

ξεκουράστηκε

Κι εκείνη καμάρωνε ευχαριστημένη στη μέση

στον ελαιώνα και φρόντιζε όταν έρχονται οι

άνθρωποι να τη μαζέψουν να ναι γεμάτη

ελιές να χορταίνουν οι φτωχοί και να

φωτίζονται απ τις καντήλες όλες οι εκκλησιές

Η μικρή ελιά

Η μικρή ελιά για πρώτη φορά γέμισε καρπό

Ο γεωργός την αγαπούσε γιατί του θύμιζε την

πρώτη του αγάπη κοντούλα και στρουμπουλή

Της είχε φτιάξει ένα περιδέραιο με

ασπρισμένες πέτρες και συχνά καθόταν και

κουβέντιαζε μαζί της τα όνειρα και τις

αναμνήσεις του Η ελιά κάθε μέρα και πιο

όμορφη

Ένα πρωί του Νοέμβρη ο γεωργός άπλωσε πανιά

κι άρχισε να την ραβδίζει Πάνε οι ελιές πάνε

τα φύλλα πάει η ομορφιά

Η ελιά μέσα στα αναφιλητά της μονολογούσε

-Μ αγαπούσε και με χάλασε Πως εννοεί ο

άνθρωπος την αγάπη Έλεγε και ξανάλεγε

Τότε ακούει μια μαργαρίτα να της λέει

-Άκουσε να σου πω Ο άνθρωπος δεν ξέρει την

αγάπη

Μην τον παρεξηγείς Κοίταξε εμένα που μια

ζωή με μαδάει για να μάθειhellip

Το καλάμι κι η ελιά

Μια φορά δίπλα σε μια ελιά είχε φυτρώσει ένα καλάμιΗ ελιά ήταν ένα μεγάλο και δυνατό δέντρο με πολλά κλαδιά πουκρατούσαν τα φύλλα τους όλη τη χρονιά και κάθε δυο χρόνιαέγερναν από το βάρος του καρπού

Το καλάμι πάλι ήτανε ψηλόλιγνο με καταπράσινα στενόμακρα φύλλα με ωραιότατα παράξενα λουλούδια που έμοιαζαν με τσαμπιά κι είχανε το σχήμα του αδραχτιού

Η ελιά καυχιόταν ολοένα

-Τι είσαι συ μπροστά μου έλεγε στο καλάμιΕγώ είμαι ένα δέντρο μεγάλο δυνατό ευλογημένο Οι άνθρωποι με λατρεύουνγιατί τους δίνω τις ελιές και το λάδι μου τους δίνω ξερόκλαδα για να ζεσταίνονταιτους δίνω ξύλα για να φτιάχνουν ακριβά έπιπλα Είμαι μεγάλη ψηλή γερήκαι συ είσαι ένα αδύναμο πραγματάκι που λυγίζεις μπροστά σrsquo όλους τους ανέμους και τους προσκυνάς Δεν μπορώ να καταλάβω πώς έχεις την τόλμη να φυτρώνεις πλάι μου

Το καημένο το καλάμι

που ήταν από φυσικού

του ντροπαλό ταrsquo

άκουγε όλα αυτά και

δεν έλεγε τίποτα κι

ούτε και θύμωνε γιατί

αυτό δεν είχε να

καυχηθεί για τίποτα

Ήρθε ένας χειμώνας όμως βαρύς κι άρχισε να

φυσάει ένας αέρας δαιμονισμένος

που χτυπούσε με μανία την ελιά ώσπου στο

τέλος την ξερίζωσε

Το καλάμι με το πρώτο φύσημα του ανέμου

έγειρε λυγερό όπως ήτανε

προς το νερό κι έτσι ο άνεμος περνούσε από

πάνω του χωρίς να το πειράξει

Κι όταν η καταιγίδα σταμάτησε κι ο άνεμος

έπαψε να φυσάει

η ελιά απόμεινε πεσμένη στο χώμα και το

καλάμι σηκώθηκε

πάλι όρθιο και λυγερό όπως και πριν

Βλέπετε το καλάμι ήξερε να υποχωρεί εκεί που

ένιωθε ότι δεν είχε δύναμη νrsquo αντισταθεί ενώ

η ελιά πλήρωσε με τη ζωή της την

υπερηφάνειά της

Ο Μανωλιός και η γέρικη ελιά

Μια φορά και έναν καιρό όταν ο ζεστός άνεμος

φυσούσε και τα δέντρα λυπημένα έγερναν τα

κουρασμένα φυλλώματά τους ένα παλικάρι

που τον έλεγαν Μανωλιό πήγαινε τα πότιζε

και τους έκανε συντροφιά Τrsquo άλλα παλικάρια

του χωριού ζήλευαν τις χάρες και την καρδιά

του Μανωλιού Ψιθύριζαν λόγια άσχημα

μεταξύ τους δίχως να καταλαβαίνουν ότι αυτό

που έκαναν δεν ήταν σωστό

Μια μέρα κάθισαν κάτω από τον ίσκιο μιας

γέρικης ελιάς για να ξαποστάσουν Ξαφνικά

άκουσαν ένα θρόισμα γύρισαν τα κεφαλάκια

τους και από το κέντρο του κορμού της ελιάς

είδανε ένα χαμογελαστό πρόσωπο που με

ανθρώπινη μιλιά τους είπε

Αυτό το δέντρο που στον ίσκιο του ήρθατε να ξεκουραστείτε ξέρετε ποιος το ποτίζει

Όχι απάντησαν εκείνοι

Ο Μανωλιός που κοροϊδεύετε αποκρίθηκε το δέντρο

Εκείνοι ντροπιασμένοι έφυγαν με σκυμμένο το κεφάλι Στο δρόμο συνάντησαν τον Μανωλιό

Καλημέρα είπαν με μία φωνή Σήμερα θα έρθουμε μαζί σου να σε βοηθήσουμε να ποτίσεις τα δέντρα

Έτσι κι έγινε Από τότε έγιναν φίλοι Κάθε

απόγευμα πότιζαν τα δέντρα κι ύστερα κάτω

από τα φυλλώματα της γέρικης ελιάς άρχιζαν

το τραγούδι που μιλούσε για χώρες

παράξενε για ζούγκλες με πολύχρωμους

παπαγάλους για ινδιάνους με κιτρινοκόκκινα

φτερά στα καπέλα τους και ιδιαίτερα

τραγουδούσαν για την συμπόνια και την

ευαίσθητη καρδιά των ανθρώπων

Μια μέρα που ο ήλιος γίνηκε πορφυρός και

κρύφτηκε πίσω από τα βουνά ο Μανωλιός

πήγε μόνος του πότισε την γέρικη ελιά

ξάπλωσε και τον πήρε ένας βαθύς ύπνος Τότε

είδε πως μέσα στην κουφάλα της γέρικης ελιάς

είχανε στήσει ένα πανέμορφο παλάτι γεμάτο

κόσμο που χόρευε και γλένταγε

Θα πάω κι εγώ είπε δειλά δειλά ο Μανωλιός

bull Όσο προχωρούσε τόσο τα φώτα

μεγάλωναν ώσπου έφτασε στο κέντρο Εκεί

ένας βασιλιάς καθόταν σrsquoένα χρυσαφένιο

θρόνο Πίσω του στεκόταν μια Σφίγγα

άγαλμα Πήρε ανθρώπινη μιλιά αρχίζοντας να

λέει καλωσορίσματα στον Μανωλιό Εκείνος

χαμογελαστός χαιρέτησεμα τι να δει Σrsquoέναν

καθρέπτη που βρέθηκε μπροστά του ο

Μανωλιός ήταν ντυμένος πρίγκιπας

bull Πω πω Τι όμορφος που είμαι Αναφώνησε

Ξαφνικά υπηρέτες έστρωσαν ένα κόκκινο

χαλί για να περάσει ο Μανωλιός και αυτοί

αριστερά και δεξιά τον προσκυνούσαν Όταν

πέρασε τον διάδρομο με το κόκκινο χαλί

στάθηκε στον βασιλιά που του είπε

Καλόκαρδο και πονόψυχο παλικάρι Εσύ πότιζες

το δέντρο κι έτσι μπόρεσε το παλάτι μου να

βρίσκεται εδώ με όλους τους ανθρώπους

μου διαφορετικά αν το άφηνες να ξεραθεί από

το ζεστό άνεμο τώρα δεν θα

υπήρχαμε Γιrsquoαυτό αξίζεις να γίνεις γιος μου

να παντρευτείς την Βασιλοπούλα και με

δικαιοσύνη αγάπη και φρόνηση να γίνεις εσύ

ο καινούριος Βασιλιάς λύνοντας έτσι τα μάγια

της κακιάς νεράιδας που μας είχε

καταδικασμένους

Έτσι κι έγινε Ο Μανωλιός έγινε βασιλιάς με

τιμές και δόξες διότι ήξερε την γλώσσα της

καρδιάς που πάντα μας διδάσκει πόσο καλό

είναι να είσαι άνθρωπος Από τότε ο

Μανωλιός έμεινε στο παλάτι και κανείς ακόμα

δεν ξέρει τι ταξίδι ακολούθησε στον χρόνο του

ύπνου του άφησε όμως πίσω του τον

πραγματικό θησαυρό της καλοσύνης και της

αγάπης

ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Ο μαγικός ελαιώνας

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα παιδάκι που

το έλεγαν Λευτέρη Κάθε χρόνο το καλοκαίρι

μόλις έκλειναν τα σχολεία πήγαινε διακοπές

στο σπίτι της γιαγιάς του

Ένα καλοκαίρι έζησε μια σπουδαία περιπέτεια

Μια μέρα που η γιαγιά του είχε πάει για ψώνια

στην κοντινή πόλη ο Λευτέρης αποφάσισε να

εξερευνήσει τη σοφίτα του σπιτιού

Ανέβηκε προσεκτικά τη στριφογυριστή ξύλινη

σκάλα και στάθηκε αναποφάσιστος μπροστά

στην κλειστή πόρτα Πήρε μια βαθιά ανάσα

και την έσπρωξε δυνατά Πόσο σκοτεινά ήταν ό-

λα εκεί μέσα Ο Λευτέρης σκόνταψε σ΄ ένα πα-

λιό μπαούλο

Το άνοιξε γεμάτος περιέργεια Και τι δε βρήκε

Ολόκληρο θησαυρό Παλιά βιβλία του παππού

φορέματα της γιαγιάς παιχνίδια της μητέρας

του όταν ήταν παιδί Κάτω κάτω ήταν

τσαλακωμένο ένα κιτρινισμένο χαρτί Το

ξετύλιξε βιαστικά και τι να δει Ένας παλιός

χάρτης με σχεδιάγραμμα Αμέσως τον άρπαξε

κι άρχισε το ταξίδι του

Περπάτησε ώρες πολλές Πέρασε την πεδιάδα

με τα κίτρινα στάχυα το γεφυράκι του μικρού

ποταμού ώσπου έφτασε στο τέλος σε έναν

κάμπο γεμάτο ελιές

Διάλεξε την πιο μεγάλη ελιά και κάθισε να

ξεκουραστεί ακουμπώντας στο γέρικο κορμό

της

Ξαφνικά άκουσε μια απαλή φωνή Έμοιαζε

με της γιαγιάς του Κοίταξε γύρω του μα δεν

είδε κανέναν Η φωνή συνέχισε να του μιλάει

τρυφερά Ο Λευτέρης γεμάτος περιέργεια

άρχισε να παρατηρεί προσεχτικά το γέρικο

κορμό τα πελώρια κλαδιά και τ΄ ασημένια

φύλλα της ελιάς Τότε κατάλαβε ποιος του

μιλούσε Έκπληκτος άγγιξε απαλά το υπέροχο

αυτό δέντρο και μοιράστηκε μαζί του όλα του

τα μυστικά

Από εκείνη την ημέρα ο Λευτέρης πήγαινε

καθημερινά στο μαγικό αυτό ελαιώνα

Καθόταν ώρες στη σκιά της αγαπημένης του

ελιάς κι άκουγε τις πιο ωραίες ιστορίες

Ο καιρός πέρασε γρήγορα κι ήρθε η μέρα που

έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι του Έτρεξε στο

μαγικό ελαιώνα κι αγκάλιασε κλαίγοντας το

αγαπημένο του δέντρο Η ελιά έγειρε τα

κλαδιά της και χάιδεψε τα μαλλιά του laquo Μη

στενοχωριέσαιraquo του ψιθύρισε laquo Κόψε ένα

κλαράκι μου και πάρ΄ το μαζί σου Φύτεψέ το

στην αυλή του σπιτιού σου κι εγώ θα είμαι

πάντα κοντά σουraquo

Έτσι κι έγινε Ένα καινούριο ολόδροσο

δεντράκι φύτρωσε στον κήπο του Λευτέρη Κι

από τότε δεν χώρισαν ποτέ

Οι μαγικοί σπόροι

Μια φορά κι έναν καιρό σ΄ ένα μακρινό

χωριουδάκι ζούσε με τη γιαγιά του ένα μικρό

κορίτσι που το έλεγαν Ελπίδα Το σπιτάκι τους

ήταν πολύ φτωχικό Δύσκολα τα έβγαζαν πέρα

Ο περασμένος χειμώνας ήταν πολύ βαρύς

Τα πρώτα χιόνια έπεσαν νωρίς κι ο κρύος

βοριάς σφύριζε μανιασμένα Κάθε πρωί η

γιαγιά με την εγγονή της πήγαιναν στο δάσος

και μάζευαν φρούτα και ξύλα για να

ζεσταθούν

Μια μέρα ο άνεμος φυσούσε άγρια κι ο ήλιος

είχε κρυφτεί πίσω από τα βαριά μαύρα

σύννεφα Η Ελπίδα άφησε τη γιαγιά της στο

κρύο σπιτάκι τους τυλίχτηκε σφιχτά με το

σάλι της και ξεκίνησε για το δάσος Τα πόδια

και τα χέρια της είχαν παγώσει Τα μαλλιά και

τα ρούχα της είχαν βραχεί από την ξαφνική

μπόρα Και το σπουδαιότερο δεν μπορούσε να

γυρίσει πίσω γιατί δεν είχε μαζέψει ακόμη

τίποτα Αποφάσισε τότε να μπει για λίγο σε

μια σπηλιά που βρήκε στο δρόμο της και να

περιμένει

Έτρεμε από το κρύο και

από το φόβο της Είχε αρ

χίσει να νυχτώνει και η

γιαγιά της σίγουρα θα

ανησυχούσε Ξαφνικά

ένα απόκοσμο φως γέμι

σε τη σπηλιά και μια πα

νέμορφη νεράιδα πα

ρουσιάστηκε μπροστά

της

Της χαμογέλασε γλυκά και της χάιδεψε απαλά τα μαλλιά Κρατούσε ένα μικρό σακουλάκι που το άφησε προσεκτικά στα χέρια της Ελπίδας laquoΌταν πας σπίτι σου να το ανοίξεις και να κάνεις ότι ακριβώς σου πει η γιαγιά σου Αυτή ξέρειraquo της είπε τρυφερά και χάθηκε στο σκοτάδι της σπηλιάς Το κορίτσι κρατώντας το γερά έτρεξε χαρούμενο στο φτωχικό του σπιτάκι Τα μάτια του έλαμπαν από ενθουσιασμό καθώς έδειχνε στη γιαγιά του το δώρο της νεράιδας

Η γιαγιά ψηλάφησε τους μεγάλους γυαλιστερούς σπόρους τους έβαλε στη χούφτα της Ελπίδας και της είπε να τους φυτέψει στην αυλή Έτσι ακριβώς έκανε το μικρό κορίτσι Τους έχωσε βαθιά στο έδαφος και τους σκέπασε με φρέσκο χώμα Την άνοιξη οι σπόροι φύτρωσαν και γρήγορα έγιναν μεγάλα δέντρα με υπέροχο σταχτοπράσινο φύλλωμα Ήταν φουντωτές ελιές που αγκάλιασαν το μικρό σπιτάκι Ήρθε το φθινόπωρο και τα κλαδιά τους γέμισαν ευλογημένο καρπό

Από τότε η Ελπίδα κι η γιαγιά της έζησαν

ευτυχισμένες βοηθώντας κάθε κουρασμένο

περαστικό

Η αξία της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό σrsquo ένα μακρινό

χωριό όλοι οι άνθρωποι ζούσαν ευτυχισμένοι

Είχαν πολλά κτήματα εκτιμήσει πλούσια

γεμάτα ελιές Ποτέ όμως δεν είχαν σωστά την

αξία τους

Κάποια μέρα καθώς έπαιζαν δυο παιδιά η

Μαρία και ο Νίκος εμφανίστηκε μπροστά

τους ένας άγνωστος άντρας Τους μίλησε για

τα ελαιόδεντρα και τη χρησιμότητά τους Τους

είπε πως πρέπει να τα φροντίζουν και να τα

αγαπούν

Μετά από αρκετές ημέρες έγινε κάτι φοβερό

Στο χωριό έπεσε μεγάλη κατάρα Όλα τα χωράφια με τα ελαιόδεντρα καταστράφηκαν

Η Μαρία και ο Νίκος αμέσως κατάλαβαν πως έπρεπε να πάνε να βρουν τον μυστήριο αυτό άντρα που τους είχε επισκεφτεί

Τους είχε πει πως ζούσε στο δάσος Αυτό όμως δεν ήταν και τόσοhellip συνηθισμένο δάσος Έλεγαν πως στις κουφάλες των δέντρων ζούσαν φαντάσματα και πως το μέγεθος των ζώων ήταν υπερφυσικό

Φοβόντουσαν πάρα πολύ Περπάτησαν

ατελείωτες ώρες στη σκιά των πελώριων

δέντρων Με τη βοήθεια ενός λιονταριού

κατάφεραν να βρουν τον πύργο του άντρα που

έψαχναν

Χτύπησαν την πόρτα

αλλά κανείς δεν τους

άνοιξε Αποφάσισαν

να περιμένουν Δεν

κατάλαβαν πόσος

χρόνος πέρασε καιhellip

η πόρτα άνοιξε μόνη

της

Τα παιδιά μπήκαν γεμάτα περιέργεια στον

πύργο Ανέβηκαν διστακτικά την παλιά

στριφογυριστή σκάλα που τα οδήγησε σrsquo έ-

να επιβλητικό δωμάτιο Εκεί εργαζόταν ο

μυστηριώδης άντρας που είχαν γνωρίσει

Αμέσως κατάλαβαν πως ήταν μάγος Τους

αποκάλυψε αμέσως το όνομά του τον έλεγαν

Άλφρεντ Άρχισαν λοιπόν να του μιλούν για

το πρόβλημά τους Ο μάγος τα άκουσε προσε-

κτικά και τους είπε τι πρέπει να κάνουν

Έπρεπε να περάσουν τρεις δοκιμασίες Μόνο

έτσι θα έφευγε η κατάρα

Στο χωριό όλοι οι κάτοικοι περνούσαν δύσκο-

λα Από πλούσιοι είχαν γίνει φτωχοί και χωρίς

την ελιά και το λάδι της δεν μπορούσαν να ζή-

σουν Κατάλαβαν έτσι την αξία της αλλά ήταν

πλέον αργά Ή μάλλον σχεδόν αργά

Όταν τα παιδιά επέστρεψαν διηγήθηκαν σε

όλους όλα όσα τους συνέβησαν Τους είπαν για

το μάγο και τις τρεις δοκιμασίες που έπρεπε να

περάσουν Το πρόβλημα όμως ήταν πως δεν

τους είχε πει ποιες ήταν αυτές οι δοκιμασίες

ποιοι θα τις περνούσαν και πότε

Οι μέρες περνούσαν

αργά και βασανιστικά

μετά από δυο μήνες στο

χωριό εμφανίστηκε ένα

μικρό κορίτσι Χτύπησε

την πόρτα ενός σπιτιού

και ζήτησε λίγο φαγητό

Η οικογένεια όμως Το έ-

διωξε Το κορίτσι ήταν

Ο μάγος Άλφρεντ μεταμορ-

φωμένος Αυτή ήταν η πρώ-

τη δοκιμασία που δυστυχώς

όμως απέτυχαν

Αφού πέρασε μια εβδομάδα περίπου ένα μι-

κρό άγνωστο αγόρι εμφανίστηκε σε μια ομάδα

παιδιών και τους ζήτησε να παίξει μαζί τους Η

Μαρία και ο Νίκος όχι μόνο το δέχτηκαν αλλά

το άφησαν να διαλέξει το παιχνίδι που θα έπαι-

ζαν

_ Εσύ Νίκο θα είσαι ο αγρότης Εγώ θα είμαι η

ελιά και Μαρία θα είναι οι καρποί μου είπε το

αγόρι

Τα παιδιά συμφώνησαν κι άρχισαν όλα μαζί να

παίζουν Ο μάγος τότε παρατήρησε τον τρόπο

που ο Νίκος περιποιόταν την ελιά και πόσο χαι-

ρόταν όταν μάζευε τους καρπούς της Αυτή ήταν

η δεύτερη δοκιμασία και τα παιδιά την πέρασαν

με επιτυχία

Πέρασε αρκετός καιρός ώσπου έφτασε η ώρα

για την τρίτη δοκιμασία Μια μέρα ήρθε στο χω-

ριό ένας πλανόδιος έμπορος Πουλούσε από σπό-

ρους μέχρι και μαγικά αντικείμενα Οι τιμές όμως

ήταν πολύ υψηλές Ο Νίκος με τον πατέρα του ζή-

τησαν να δουν τους σπόρους που είχε

_Έχω σπόρους συκιάς πορτοκαλιάς μηλιάς και

τον τελευταίο σπόρο ελιάς είπε ο άντρας

_Τον τελευταίο Ρώτησε ο Νίκος

_ Ναι Τον τελευταίο

_Δεν υπάρχει άλλος

_Όχι

_Ούτε ένας

_Τίποτα

_Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Ναι Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Είστε σίγουρος για αυτό

_Απολύτως

Ο Νίκος δεν πίστευε στ΄ αυτιά τουΤότε ζήτη-

σε αμέσως απόν τον πατέρα του να αγοράσει τον

τελευταίο σπόρο ελιάς σ΄ ολόκληρη τη γη Η τι-

μή του όμως ήταν πολύ πάρα πολύ υψηλή Εκα-

τό χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Γιε μου δεν έχουμε τόσα χρήματα Μπορούμε

όμως να πουλήσουμε τα τέσσερα κτήματά μας

_Ναι να τα δώσουμε Θα μας μείνει η αυλή του

σπιτιού Εκεί θα φυτέψουμε τον πολύτιμο σπόρο

Τότε εμφανίστηκε ο μάγος Άλφρεντ

_Δίνω διακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα είπε

ο μάγος

_Άλφρεντ δεν είναι τίμιο είπε ο Νίκος

Προλάβαμε

εμείς να αγοράσουμε αυτόν το σπόρο

_Δίνω τριακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Τότε εγώ θα δώσω και το σπίτι μου είπε ο πα-

τέρας του Νίκου

_Ναι αλλά hellip αυτά είναι λιγότερα από τα χρή-

ματα που μου δίνει ο μάγος είπε ο έμπορος

_Τότε και εγώ θα δώσω όσα χρήματα έχω στον

κουμπαρά μου είπε η Μαρία

_Κι εγώ φώναξε ο Βασίλης

_Εγώ θα δώσω το μοναδικό κτήμα που έχω είπε

ο κύριος Βαγγέλης

_Και εγώ φώναξε η κυρία Βαρβάρα

_Ναι Και εμείς θα δώσουμε ότι έχουμε στους

κουμπαράδες μας φώναξαν δυνατά όλα τα

παιδιά που ήταν μαζεμένα στην πλατεία του

χωριού

Όλοι άρχισαν να δίνουν χρήματα σπίτια

έπιπλα χωράφια και μαγαζιά μέχρι που κέρδι-

σαν το μάγο Άλφρεντ και αγόρασαν το σπόρο

της ελιάς Από τη στιγμή που τον φύτεψαν το

πρόσεχαν πάρα πολύ

Μετά από χρόνια όταν οι χωρικοί μάζεψαν

τους καρπούς αυτής της ελιάς διαπίστωσαν ότι

είχε το πιο νόστιμο λάδι Τότε ο μάγος

πείστηκε πως όλοι είχαν καταλάβει την αξία

της και γέμισε ξανά όλα τα χωράφια τους με

ελαιόδεντρα

ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α

Κουκάκη Κατερίνα

Μπογκντάνι Γκισέλα

Καρυώτης Γιώργος

Αθανασόπουλος Στέφανος

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 28: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

Αποσπάσματα από ποιήματα του

Γιάννη Ρίτσου

Ετούτου το τοπίο είναι σκληρό

σαν τη σιωπή

σφίγγει στον κόρφο του

τα πυρωμένα του λιθάρια

σφίγγει στο φως

τις ορφανές ελιές του

και τrsquo αμπέλια του

σφίγγει τα δόντια

Ποιος θα σταθεί

στον ίσκιο της ελιάς

παρέα με το τζιτζίκι

μη σωπάσει το τζιτζίκι

τώρα που ο ασβέστης

του μεσημεριού

βάφει τη μάντρα

ολόγυρα του ορίζοντα

σβήνοντας τα μεγάλα

αντρίκια ονόματά τους

ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ

bullΗ ελιά κρασί δε βγάζει

bullΠέρασε της ελιάς τα φαρμάκια

bullΤου χάρισαν της ελιάς το μέσα και του αβγού το

απrsquo έξω

bullΛάδι βρέχει κάστανα χιονίζει

bullΚλήμα του χεριού σου κι ελιές απrsquo τον παππού

σου

bullΗ ελιά είναι κυρά κι όποτε θέλει κάνει

bullΞεφόρτωσέ την την ελιά να σε φορτώσει λάδι

bullΒάλε ελιά για το παιδί σου και συκιά για τη ζωή

σου

bullΑπrsquo τον θέρο ως τις ελιές δεν απολείπουν οι

δουλειές

bullΈχουμε ελιές και ελήδια έχουμε κι αγρηλίδια

bullΤου έβγαλε το λάδι

bullΜη ρίχνεις λάδι στη φωτιά

bull Αν δε σφίξεις την ελιά δε βγάζει λάδι

bull Άκουσες λάδι τρέχα άκουσες στεφάνι φεύγα

bull Όποιος έχει σιτάρι κρασί και λάδι στο πιθάρι

έχει του κόσμου τα καλά και του θεού τη χάρη

bull Ξεφόρτωσέ τη την ελιά να σε φορτώσει λάδι

bull Δεν τρώγεται ούτε με το λάδι ούτε με το ξύδι

bull Η αλήθεια πλέει σαν το λάδι στο νερό

bull Κάθε σταλαματιά νερό τ Απρίλη είναι ένα

βαρέλι λάδι

ΑΙΝΙΓΜΑΤΑ

Από κλαδάκι κρέμεται

Στην αγορά πουλιέται

Το εξωτερικό της τρώγεται

Το μέσα της πετιέται

Τι είναι Η ελιά

Μάνα και θυγατέρα

έχουν το ίδιο όνομα

Μάντεψε ποιο όνομα έχουν κι οι δυο

Ελιά

Κι όταν έρθει ο Οκτώβρης

ωριμάζω πιο πολύ

πρασινίζω και μαυρίζω

και γεμίζω το σακί

Τι είμαι Η ελιά

Δεν πεθαίνει κι αν περάσουν

Χρόνια εκατό και χίλια

Μας χορταίνει μας φροντίζει

Μας ανάβει τα καντήλια

Τι είναι

Η ελιά

Στα δέντρα πάνω κρέμεται

Στις εκκλησιές κοιμάται

Και τα χρυσά της κόκαλα

Μες στη φωτιά τα βάζω

Τι είναι

Η ελιά

Πράσινα είνrsquo τα νιάτα μου

μαύρα τα γερατειά μου

χαροποιά η θλίψη μου

θροφή τα δάκρυά μου

Τί είναι

Η ελιά

ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Το παραμύθι της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σε μια φτωχογειτονιά

ένα φτωχό μα πολύ καλόκαρδο κορίτσι που το έλεγαν

Ελιά

Κάθε μέρα η Ελιά γύριζε τη γειτονιά της έβλεπε τον

κόσμο να ζει φτωχός και δυστυχισμένος και γύριζε

στο σπίτι της πολύ στενοχωρημένη

Κάτι πρέπει να κάνω να τους βοηθήσω σκεφτόταν Κι

από την άλλη μέρα κιόλας άρχισε Βγήκε στη

γειτονιά κράτησε τα παιδιά της γειτόνισσας για να

πάει να δουλέψει και να μπορεί να φέρει στα παιδιά

της λίγο φαΐ

Μια άλλη μέρα πήγε στη γριούλα που ήταν άρρωστη της μαγείρεψε της σκούπισε το σπίτι την έπλυνε την ταΐσε Την άλλη μέρα πάλι έβγαλε τον παράλυτο γέρο με το καρότσι του βόλτα για να πάρει αέρα και ήλιο

Τα βράδια γύριζε κατάκοπη μα ευχαριστημένη που είχε καταφέρει να δώσει λίγη χαρά στους φτωχούς ανθρώπους

Οι μέρες περνούσαν κι η Ελιά όλο δούλευε όσο αδυνάτιζε Μα έβλεπε πως ότι κι αν έκανε ο κόσμος ήταν πάντα φτωχός και δυστυχισμένοςΑυτό τη στενοχωρούσε πάρα πολύ κι έτσι στενοχωρημένη κάθισε στην αυλή του σπιτιού της και συλλογιζόταν

- Τι να κάνω τι να κάνω Δεν μπορώ να βλέπω τόση δυστυχία Το σπουργίτι που την είδε τόσο στενοχωρημένη - και που την αγαπούσε γιατί κάθε μέρα του έριχνε σπόρους και ψίχουλα - δεν άντεξε και πέταξε βαθιά στο δάσος

Εκεί βρήκε την καλή νεράιδα και της είπε- Τρέξε καλή νεράιδα η Ελιά είναι πολύ στενοχωρημένη χλωμή κι αδύνατη

Η καλή νεράιδα ανήσυχη έτρεξε στην αυλή της Ελιάς και τη ρώτησε- Τι έχεις Ελιά μου κι είσαι τόσο λυπημένη- Αχ καλή μου νεράιδα Δεν μπορώ να βλέπω τόση φτώχεια και δυστυχία γύρω μου- Και τι θέλεις δηλαδή- θέλω να τους γίνω χρήσιμη θέλω να τους προσφέρω κάτι πολύτιμο που να τους δώσει ζωή και χαρά

-Το θέλεις αλήθεια τόσο πολύ

- Και βέβαια το θέλω δε βλέπεις πως έλιωσα

από τη στενοχώρια μου

- Τότε σταμάτησε να στενοχωριέσαι θα σε κάνω

αυτό που θέλεις Και τσουπ την άγγιξε με το

ραβδάκι της κι αμέσως η Ελιά έγινε ένα

μεγάλο δέντρο που έβγαλε φύλλα

λουλουδάκια άσπρα που έγιναν ελιές

πράσινες μωβ μαύρες

Έπεσαν στη γη τα κουκούτσια φύτρωσαν

έγιναν δεντράκια και σχημάτισαν ένα μεγάλο

ελαιώνα

Ήρθαν οι γείτονες μάζεψαν τις ελιές έβγαλαν

λάδι έφαγαν χόρτασαν ρόδισαν τα μαγουλά

τους ζωήρεψαν κι άρχισαν να χαμογελούν και

να ζουν ευτυχισμένοι

Για να ευχαριστήσουν την ελιά και να της

δείξουν την αγάπη τους πήραν το λάδι τους

το έβαλαν στο καντήλι για να θυμίζουν στην

Παναγιά και στο Χριστό την καλοσύνη της

ελιάς και την αγάπη της για τον κόσμο

Κι η Παναγιά με τη σειρά της την ευλόγησε Κι

ο Χριστός κάτω απ την ελιά ήρθε και

ξεκουράστηκε

Κι εκείνη καμάρωνε ευχαριστημένη στη μέση

στον ελαιώνα και φρόντιζε όταν έρχονται οι

άνθρωποι να τη μαζέψουν να ναι γεμάτη

ελιές να χορταίνουν οι φτωχοί και να

φωτίζονται απ τις καντήλες όλες οι εκκλησιές

Η μικρή ελιά

Η μικρή ελιά για πρώτη φορά γέμισε καρπό

Ο γεωργός την αγαπούσε γιατί του θύμιζε την

πρώτη του αγάπη κοντούλα και στρουμπουλή

Της είχε φτιάξει ένα περιδέραιο με

ασπρισμένες πέτρες και συχνά καθόταν και

κουβέντιαζε μαζί της τα όνειρα και τις

αναμνήσεις του Η ελιά κάθε μέρα και πιο

όμορφη

Ένα πρωί του Νοέμβρη ο γεωργός άπλωσε πανιά

κι άρχισε να την ραβδίζει Πάνε οι ελιές πάνε

τα φύλλα πάει η ομορφιά

Η ελιά μέσα στα αναφιλητά της μονολογούσε

-Μ αγαπούσε και με χάλασε Πως εννοεί ο

άνθρωπος την αγάπη Έλεγε και ξανάλεγε

Τότε ακούει μια μαργαρίτα να της λέει

-Άκουσε να σου πω Ο άνθρωπος δεν ξέρει την

αγάπη

Μην τον παρεξηγείς Κοίταξε εμένα που μια

ζωή με μαδάει για να μάθειhellip

Το καλάμι κι η ελιά

Μια φορά δίπλα σε μια ελιά είχε φυτρώσει ένα καλάμιΗ ελιά ήταν ένα μεγάλο και δυνατό δέντρο με πολλά κλαδιά πουκρατούσαν τα φύλλα τους όλη τη χρονιά και κάθε δυο χρόνιαέγερναν από το βάρος του καρπού

Το καλάμι πάλι ήτανε ψηλόλιγνο με καταπράσινα στενόμακρα φύλλα με ωραιότατα παράξενα λουλούδια που έμοιαζαν με τσαμπιά κι είχανε το σχήμα του αδραχτιού

Η ελιά καυχιόταν ολοένα

-Τι είσαι συ μπροστά μου έλεγε στο καλάμιΕγώ είμαι ένα δέντρο μεγάλο δυνατό ευλογημένο Οι άνθρωποι με λατρεύουνγιατί τους δίνω τις ελιές και το λάδι μου τους δίνω ξερόκλαδα για να ζεσταίνονταιτους δίνω ξύλα για να φτιάχνουν ακριβά έπιπλα Είμαι μεγάλη ψηλή γερήκαι συ είσαι ένα αδύναμο πραγματάκι που λυγίζεις μπροστά σrsquo όλους τους ανέμους και τους προσκυνάς Δεν μπορώ να καταλάβω πώς έχεις την τόλμη να φυτρώνεις πλάι μου

Το καημένο το καλάμι

που ήταν από φυσικού

του ντροπαλό ταrsquo

άκουγε όλα αυτά και

δεν έλεγε τίποτα κι

ούτε και θύμωνε γιατί

αυτό δεν είχε να

καυχηθεί για τίποτα

Ήρθε ένας χειμώνας όμως βαρύς κι άρχισε να

φυσάει ένας αέρας δαιμονισμένος

που χτυπούσε με μανία την ελιά ώσπου στο

τέλος την ξερίζωσε

Το καλάμι με το πρώτο φύσημα του ανέμου

έγειρε λυγερό όπως ήτανε

προς το νερό κι έτσι ο άνεμος περνούσε από

πάνω του χωρίς να το πειράξει

Κι όταν η καταιγίδα σταμάτησε κι ο άνεμος

έπαψε να φυσάει

η ελιά απόμεινε πεσμένη στο χώμα και το

καλάμι σηκώθηκε

πάλι όρθιο και λυγερό όπως και πριν

Βλέπετε το καλάμι ήξερε να υποχωρεί εκεί που

ένιωθε ότι δεν είχε δύναμη νrsquo αντισταθεί ενώ

η ελιά πλήρωσε με τη ζωή της την

υπερηφάνειά της

Ο Μανωλιός και η γέρικη ελιά

Μια φορά και έναν καιρό όταν ο ζεστός άνεμος

φυσούσε και τα δέντρα λυπημένα έγερναν τα

κουρασμένα φυλλώματά τους ένα παλικάρι

που τον έλεγαν Μανωλιό πήγαινε τα πότιζε

και τους έκανε συντροφιά Τrsquo άλλα παλικάρια

του χωριού ζήλευαν τις χάρες και την καρδιά

του Μανωλιού Ψιθύριζαν λόγια άσχημα

μεταξύ τους δίχως να καταλαβαίνουν ότι αυτό

που έκαναν δεν ήταν σωστό

Μια μέρα κάθισαν κάτω από τον ίσκιο μιας

γέρικης ελιάς για να ξαποστάσουν Ξαφνικά

άκουσαν ένα θρόισμα γύρισαν τα κεφαλάκια

τους και από το κέντρο του κορμού της ελιάς

είδανε ένα χαμογελαστό πρόσωπο που με

ανθρώπινη μιλιά τους είπε

Αυτό το δέντρο που στον ίσκιο του ήρθατε να ξεκουραστείτε ξέρετε ποιος το ποτίζει

Όχι απάντησαν εκείνοι

Ο Μανωλιός που κοροϊδεύετε αποκρίθηκε το δέντρο

Εκείνοι ντροπιασμένοι έφυγαν με σκυμμένο το κεφάλι Στο δρόμο συνάντησαν τον Μανωλιό

Καλημέρα είπαν με μία φωνή Σήμερα θα έρθουμε μαζί σου να σε βοηθήσουμε να ποτίσεις τα δέντρα

Έτσι κι έγινε Από τότε έγιναν φίλοι Κάθε

απόγευμα πότιζαν τα δέντρα κι ύστερα κάτω

από τα φυλλώματα της γέρικης ελιάς άρχιζαν

το τραγούδι που μιλούσε για χώρες

παράξενε για ζούγκλες με πολύχρωμους

παπαγάλους για ινδιάνους με κιτρινοκόκκινα

φτερά στα καπέλα τους και ιδιαίτερα

τραγουδούσαν για την συμπόνια και την

ευαίσθητη καρδιά των ανθρώπων

Μια μέρα που ο ήλιος γίνηκε πορφυρός και

κρύφτηκε πίσω από τα βουνά ο Μανωλιός

πήγε μόνος του πότισε την γέρικη ελιά

ξάπλωσε και τον πήρε ένας βαθύς ύπνος Τότε

είδε πως μέσα στην κουφάλα της γέρικης ελιάς

είχανε στήσει ένα πανέμορφο παλάτι γεμάτο

κόσμο που χόρευε και γλένταγε

Θα πάω κι εγώ είπε δειλά δειλά ο Μανωλιός

bull Όσο προχωρούσε τόσο τα φώτα

μεγάλωναν ώσπου έφτασε στο κέντρο Εκεί

ένας βασιλιάς καθόταν σrsquoένα χρυσαφένιο

θρόνο Πίσω του στεκόταν μια Σφίγγα

άγαλμα Πήρε ανθρώπινη μιλιά αρχίζοντας να

λέει καλωσορίσματα στον Μανωλιό Εκείνος

χαμογελαστός χαιρέτησεμα τι να δει Σrsquoέναν

καθρέπτη που βρέθηκε μπροστά του ο

Μανωλιός ήταν ντυμένος πρίγκιπας

bull Πω πω Τι όμορφος που είμαι Αναφώνησε

Ξαφνικά υπηρέτες έστρωσαν ένα κόκκινο

χαλί για να περάσει ο Μανωλιός και αυτοί

αριστερά και δεξιά τον προσκυνούσαν Όταν

πέρασε τον διάδρομο με το κόκκινο χαλί

στάθηκε στον βασιλιά που του είπε

Καλόκαρδο και πονόψυχο παλικάρι Εσύ πότιζες

το δέντρο κι έτσι μπόρεσε το παλάτι μου να

βρίσκεται εδώ με όλους τους ανθρώπους

μου διαφορετικά αν το άφηνες να ξεραθεί από

το ζεστό άνεμο τώρα δεν θα

υπήρχαμε Γιrsquoαυτό αξίζεις να γίνεις γιος μου

να παντρευτείς την Βασιλοπούλα και με

δικαιοσύνη αγάπη και φρόνηση να γίνεις εσύ

ο καινούριος Βασιλιάς λύνοντας έτσι τα μάγια

της κακιάς νεράιδας που μας είχε

καταδικασμένους

Έτσι κι έγινε Ο Μανωλιός έγινε βασιλιάς με

τιμές και δόξες διότι ήξερε την γλώσσα της

καρδιάς που πάντα μας διδάσκει πόσο καλό

είναι να είσαι άνθρωπος Από τότε ο

Μανωλιός έμεινε στο παλάτι και κανείς ακόμα

δεν ξέρει τι ταξίδι ακολούθησε στον χρόνο του

ύπνου του άφησε όμως πίσω του τον

πραγματικό θησαυρό της καλοσύνης και της

αγάπης

ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Ο μαγικός ελαιώνας

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα παιδάκι που

το έλεγαν Λευτέρη Κάθε χρόνο το καλοκαίρι

μόλις έκλειναν τα σχολεία πήγαινε διακοπές

στο σπίτι της γιαγιάς του

Ένα καλοκαίρι έζησε μια σπουδαία περιπέτεια

Μια μέρα που η γιαγιά του είχε πάει για ψώνια

στην κοντινή πόλη ο Λευτέρης αποφάσισε να

εξερευνήσει τη σοφίτα του σπιτιού

Ανέβηκε προσεκτικά τη στριφογυριστή ξύλινη

σκάλα και στάθηκε αναποφάσιστος μπροστά

στην κλειστή πόρτα Πήρε μια βαθιά ανάσα

και την έσπρωξε δυνατά Πόσο σκοτεινά ήταν ό-

λα εκεί μέσα Ο Λευτέρης σκόνταψε σ΄ ένα πα-

λιό μπαούλο

Το άνοιξε γεμάτος περιέργεια Και τι δε βρήκε

Ολόκληρο θησαυρό Παλιά βιβλία του παππού

φορέματα της γιαγιάς παιχνίδια της μητέρας

του όταν ήταν παιδί Κάτω κάτω ήταν

τσαλακωμένο ένα κιτρινισμένο χαρτί Το

ξετύλιξε βιαστικά και τι να δει Ένας παλιός

χάρτης με σχεδιάγραμμα Αμέσως τον άρπαξε

κι άρχισε το ταξίδι του

Περπάτησε ώρες πολλές Πέρασε την πεδιάδα

με τα κίτρινα στάχυα το γεφυράκι του μικρού

ποταμού ώσπου έφτασε στο τέλος σε έναν

κάμπο γεμάτο ελιές

Διάλεξε την πιο μεγάλη ελιά και κάθισε να

ξεκουραστεί ακουμπώντας στο γέρικο κορμό

της

Ξαφνικά άκουσε μια απαλή φωνή Έμοιαζε

με της γιαγιάς του Κοίταξε γύρω του μα δεν

είδε κανέναν Η φωνή συνέχισε να του μιλάει

τρυφερά Ο Λευτέρης γεμάτος περιέργεια

άρχισε να παρατηρεί προσεχτικά το γέρικο

κορμό τα πελώρια κλαδιά και τ΄ ασημένια

φύλλα της ελιάς Τότε κατάλαβε ποιος του

μιλούσε Έκπληκτος άγγιξε απαλά το υπέροχο

αυτό δέντρο και μοιράστηκε μαζί του όλα του

τα μυστικά

Από εκείνη την ημέρα ο Λευτέρης πήγαινε

καθημερινά στο μαγικό αυτό ελαιώνα

Καθόταν ώρες στη σκιά της αγαπημένης του

ελιάς κι άκουγε τις πιο ωραίες ιστορίες

Ο καιρός πέρασε γρήγορα κι ήρθε η μέρα που

έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι του Έτρεξε στο

μαγικό ελαιώνα κι αγκάλιασε κλαίγοντας το

αγαπημένο του δέντρο Η ελιά έγειρε τα

κλαδιά της και χάιδεψε τα μαλλιά του laquo Μη

στενοχωριέσαιraquo του ψιθύρισε laquo Κόψε ένα

κλαράκι μου και πάρ΄ το μαζί σου Φύτεψέ το

στην αυλή του σπιτιού σου κι εγώ θα είμαι

πάντα κοντά σουraquo

Έτσι κι έγινε Ένα καινούριο ολόδροσο

δεντράκι φύτρωσε στον κήπο του Λευτέρη Κι

από τότε δεν χώρισαν ποτέ

Οι μαγικοί σπόροι

Μια φορά κι έναν καιρό σ΄ ένα μακρινό

χωριουδάκι ζούσε με τη γιαγιά του ένα μικρό

κορίτσι που το έλεγαν Ελπίδα Το σπιτάκι τους

ήταν πολύ φτωχικό Δύσκολα τα έβγαζαν πέρα

Ο περασμένος χειμώνας ήταν πολύ βαρύς

Τα πρώτα χιόνια έπεσαν νωρίς κι ο κρύος

βοριάς σφύριζε μανιασμένα Κάθε πρωί η

γιαγιά με την εγγονή της πήγαιναν στο δάσος

και μάζευαν φρούτα και ξύλα για να

ζεσταθούν

Μια μέρα ο άνεμος φυσούσε άγρια κι ο ήλιος

είχε κρυφτεί πίσω από τα βαριά μαύρα

σύννεφα Η Ελπίδα άφησε τη γιαγιά της στο

κρύο σπιτάκι τους τυλίχτηκε σφιχτά με το

σάλι της και ξεκίνησε για το δάσος Τα πόδια

και τα χέρια της είχαν παγώσει Τα μαλλιά και

τα ρούχα της είχαν βραχεί από την ξαφνική

μπόρα Και το σπουδαιότερο δεν μπορούσε να

γυρίσει πίσω γιατί δεν είχε μαζέψει ακόμη

τίποτα Αποφάσισε τότε να μπει για λίγο σε

μια σπηλιά που βρήκε στο δρόμο της και να

περιμένει

Έτρεμε από το κρύο και

από το φόβο της Είχε αρ

χίσει να νυχτώνει και η

γιαγιά της σίγουρα θα

ανησυχούσε Ξαφνικά

ένα απόκοσμο φως γέμι

σε τη σπηλιά και μια πα

νέμορφη νεράιδα πα

ρουσιάστηκε μπροστά

της

Της χαμογέλασε γλυκά και της χάιδεψε απαλά τα μαλλιά Κρατούσε ένα μικρό σακουλάκι που το άφησε προσεκτικά στα χέρια της Ελπίδας laquoΌταν πας σπίτι σου να το ανοίξεις και να κάνεις ότι ακριβώς σου πει η γιαγιά σου Αυτή ξέρειraquo της είπε τρυφερά και χάθηκε στο σκοτάδι της σπηλιάς Το κορίτσι κρατώντας το γερά έτρεξε χαρούμενο στο φτωχικό του σπιτάκι Τα μάτια του έλαμπαν από ενθουσιασμό καθώς έδειχνε στη γιαγιά του το δώρο της νεράιδας

Η γιαγιά ψηλάφησε τους μεγάλους γυαλιστερούς σπόρους τους έβαλε στη χούφτα της Ελπίδας και της είπε να τους φυτέψει στην αυλή Έτσι ακριβώς έκανε το μικρό κορίτσι Τους έχωσε βαθιά στο έδαφος και τους σκέπασε με φρέσκο χώμα Την άνοιξη οι σπόροι φύτρωσαν και γρήγορα έγιναν μεγάλα δέντρα με υπέροχο σταχτοπράσινο φύλλωμα Ήταν φουντωτές ελιές που αγκάλιασαν το μικρό σπιτάκι Ήρθε το φθινόπωρο και τα κλαδιά τους γέμισαν ευλογημένο καρπό

Από τότε η Ελπίδα κι η γιαγιά της έζησαν

ευτυχισμένες βοηθώντας κάθε κουρασμένο

περαστικό

Η αξία της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό σrsquo ένα μακρινό

χωριό όλοι οι άνθρωποι ζούσαν ευτυχισμένοι

Είχαν πολλά κτήματα εκτιμήσει πλούσια

γεμάτα ελιές Ποτέ όμως δεν είχαν σωστά την

αξία τους

Κάποια μέρα καθώς έπαιζαν δυο παιδιά η

Μαρία και ο Νίκος εμφανίστηκε μπροστά

τους ένας άγνωστος άντρας Τους μίλησε για

τα ελαιόδεντρα και τη χρησιμότητά τους Τους

είπε πως πρέπει να τα φροντίζουν και να τα

αγαπούν

Μετά από αρκετές ημέρες έγινε κάτι φοβερό

Στο χωριό έπεσε μεγάλη κατάρα Όλα τα χωράφια με τα ελαιόδεντρα καταστράφηκαν

Η Μαρία και ο Νίκος αμέσως κατάλαβαν πως έπρεπε να πάνε να βρουν τον μυστήριο αυτό άντρα που τους είχε επισκεφτεί

Τους είχε πει πως ζούσε στο δάσος Αυτό όμως δεν ήταν και τόσοhellip συνηθισμένο δάσος Έλεγαν πως στις κουφάλες των δέντρων ζούσαν φαντάσματα και πως το μέγεθος των ζώων ήταν υπερφυσικό

Φοβόντουσαν πάρα πολύ Περπάτησαν

ατελείωτες ώρες στη σκιά των πελώριων

δέντρων Με τη βοήθεια ενός λιονταριού

κατάφεραν να βρουν τον πύργο του άντρα που

έψαχναν

Χτύπησαν την πόρτα

αλλά κανείς δεν τους

άνοιξε Αποφάσισαν

να περιμένουν Δεν

κατάλαβαν πόσος

χρόνος πέρασε καιhellip

η πόρτα άνοιξε μόνη

της

Τα παιδιά μπήκαν γεμάτα περιέργεια στον

πύργο Ανέβηκαν διστακτικά την παλιά

στριφογυριστή σκάλα που τα οδήγησε σrsquo έ-

να επιβλητικό δωμάτιο Εκεί εργαζόταν ο

μυστηριώδης άντρας που είχαν γνωρίσει

Αμέσως κατάλαβαν πως ήταν μάγος Τους

αποκάλυψε αμέσως το όνομά του τον έλεγαν

Άλφρεντ Άρχισαν λοιπόν να του μιλούν για

το πρόβλημά τους Ο μάγος τα άκουσε προσε-

κτικά και τους είπε τι πρέπει να κάνουν

Έπρεπε να περάσουν τρεις δοκιμασίες Μόνο

έτσι θα έφευγε η κατάρα

Στο χωριό όλοι οι κάτοικοι περνούσαν δύσκο-

λα Από πλούσιοι είχαν γίνει φτωχοί και χωρίς

την ελιά και το λάδι της δεν μπορούσαν να ζή-

σουν Κατάλαβαν έτσι την αξία της αλλά ήταν

πλέον αργά Ή μάλλον σχεδόν αργά

Όταν τα παιδιά επέστρεψαν διηγήθηκαν σε

όλους όλα όσα τους συνέβησαν Τους είπαν για

το μάγο και τις τρεις δοκιμασίες που έπρεπε να

περάσουν Το πρόβλημα όμως ήταν πως δεν

τους είχε πει ποιες ήταν αυτές οι δοκιμασίες

ποιοι θα τις περνούσαν και πότε

Οι μέρες περνούσαν

αργά και βασανιστικά

μετά από δυο μήνες στο

χωριό εμφανίστηκε ένα

μικρό κορίτσι Χτύπησε

την πόρτα ενός σπιτιού

και ζήτησε λίγο φαγητό

Η οικογένεια όμως Το έ-

διωξε Το κορίτσι ήταν

Ο μάγος Άλφρεντ μεταμορ-

φωμένος Αυτή ήταν η πρώ-

τη δοκιμασία που δυστυχώς

όμως απέτυχαν

Αφού πέρασε μια εβδομάδα περίπου ένα μι-

κρό άγνωστο αγόρι εμφανίστηκε σε μια ομάδα

παιδιών και τους ζήτησε να παίξει μαζί τους Η

Μαρία και ο Νίκος όχι μόνο το δέχτηκαν αλλά

το άφησαν να διαλέξει το παιχνίδι που θα έπαι-

ζαν

_ Εσύ Νίκο θα είσαι ο αγρότης Εγώ θα είμαι η

ελιά και Μαρία θα είναι οι καρποί μου είπε το

αγόρι

Τα παιδιά συμφώνησαν κι άρχισαν όλα μαζί να

παίζουν Ο μάγος τότε παρατήρησε τον τρόπο

που ο Νίκος περιποιόταν την ελιά και πόσο χαι-

ρόταν όταν μάζευε τους καρπούς της Αυτή ήταν

η δεύτερη δοκιμασία και τα παιδιά την πέρασαν

με επιτυχία

Πέρασε αρκετός καιρός ώσπου έφτασε η ώρα

για την τρίτη δοκιμασία Μια μέρα ήρθε στο χω-

ριό ένας πλανόδιος έμπορος Πουλούσε από σπό-

ρους μέχρι και μαγικά αντικείμενα Οι τιμές όμως

ήταν πολύ υψηλές Ο Νίκος με τον πατέρα του ζή-

τησαν να δουν τους σπόρους που είχε

_Έχω σπόρους συκιάς πορτοκαλιάς μηλιάς και

τον τελευταίο σπόρο ελιάς είπε ο άντρας

_Τον τελευταίο Ρώτησε ο Νίκος

_ Ναι Τον τελευταίο

_Δεν υπάρχει άλλος

_Όχι

_Ούτε ένας

_Τίποτα

_Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Ναι Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Είστε σίγουρος για αυτό

_Απολύτως

Ο Νίκος δεν πίστευε στ΄ αυτιά τουΤότε ζήτη-

σε αμέσως απόν τον πατέρα του να αγοράσει τον

τελευταίο σπόρο ελιάς σ΄ ολόκληρη τη γη Η τι-

μή του όμως ήταν πολύ πάρα πολύ υψηλή Εκα-

τό χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Γιε μου δεν έχουμε τόσα χρήματα Μπορούμε

όμως να πουλήσουμε τα τέσσερα κτήματά μας

_Ναι να τα δώσουμε Θα μας μείνει η αυλή του

σπιτιού Εκεί θα φυτέψουμε τον πολύτιμο σπόρο

Τότε εμφανίστηκε ο μάγος Άλφρεντ

_Δίνω διακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα είπε

ο μάγος

_Άλφρεντ δεν είναι τίμιο είπε ο Νίκος

Προλάβαμε

εμείς να αγοράσουμε αυτόν το σπόρο

_Δίνω τριακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Τότε εγώ θα δώσω και το σπίτι μου είπε ο πα-

τέρας του Νίκου

_Ναι αλλά hellip αυτά είναι λιγότερα από τα χρή-

ματα που μου δίνει ο μάγος είπε ο έμπορος

_Τότε και εγώ θα δώσω όσα χρήματα έχω στον

κουμπαρά μου είπε η Μαρία

_Κι εγώ φώναξε ο Βασίλης

_Εγώ θα δώσω το μοναδικό κτήμα που έχω είπε

ο κύριος Βαγγέλης

_Και εγώ φώναξε η κυρία Βαρβάρα

_Ναι Και εμείς θα δώσουμε ότι έχουμε στους

κουμπαράδες μας φώναξαν δυνατά όλα τα

παιδιά που ήταν μαζεμένα στην πλατεία του

χωριού

Όλοι άρχισαν να δίνουν χρήματα σπίτια

έπιπλα χωράφια και μαγαζιά μέχρι που κέρδι-

σαν το μάγο Άλφρεντ και αγόρασαν το σπόρο

της ελιάς Από τη στιγμή που τον φύτεψαν το

πρόσεχαν πάρα πολύ

Μετά από χρόνια όταν οι χωρικοί μάζεψαν

τους καρπούς αυτής της ελιάς διαπίστωσαν ότι

είχε το πιο νόστιμο λάδι Τότε ο μάγος

πείστηκε πως όλοι είχαν καταλάβει την αξία

της και γέμισε ξανά όλα τα χωράφια τους με

ελαιόδεντρα

ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α

Κουκάκη Κατερίνα

Μπογκντάνι Γκισέλα

Καρυώτης Γιώργος

Αθανασόπουλος Στέφανος

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 29: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

Ποιος θα σταθεί

στον ίσκιο της ελιάς

παρέα με το τζιτζίκι

μη σωπάσει το τζιτζίκι

τώρα που ο ασβέστης

του μεσημεριού

βάφει τη μάντρα

ολόγυρα του ορίζοντα

σβήνοντας τα μεγάλα

αντρίκια ονόματά τους

ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ

bullΗ ελιά κρασί δε βγάζει

bullΠέρασε της ελιάς τα φαρμάκια

bullΤου χάρισαν της ελιάς το μέσα και του αβγού το

απrsquo έξω

bullΛάδι βρέχει κάστανα χιονίζει

bullΚλήμα του χεριού σου κι ελιές απrsquo τον παππού

σου

bullΗ ελιά είναι κυρά κι όποτε θέλει κάνει

bullΞεφόρτωσέ την την ελιά να σε φορτώσει λάδι

bullΒάλε ελιά για το παιδί σου και συκιά για τη ζωή

σου

bullΑπrsquo τον θέρο ως τις ελιές δεν απολείπουν οι

δουλειές

bullΈχουμε ελιές και ελήδια έχουμε κι αγρηλίδια

bullΤου έβγαλε το λάδι

bullΜη ρίχνεις λάδι στη φωτιά

bull Αν δε σφίξεις την ελιά δε βγάζει λάδι

bull Άκουσες λάδι τρέχα άκουσες στεφάνι φεύγα

bull Όποιος έχει σιτάρι κρασί και λάδι στο πιθάρι

έχει του κόσμου τα καλά και του θεού τη χάρη

bull Ξεφόρτωσέ τη την ελιά να σε φορτώσει λάδι

bull Δεν τρώγεται ούτε με το λάδι ούτε με το ξύδι

bull Η αλήθεια πλέει σαν το λάδι στο νερό

bull Κάθε σταλαματιά νερό τ Απρίλη είναι ένα

βαρέλι λάδι

ΑΙΝΙΓΜΑΤΑ

Από κλαδάκι κρέμεται

Στην αγορά πουλιέται

Το εξωτερικό της τρώγεται

Το μέσα της πετιέται

Τι είναι Η ελιά

Μάνα και θυγατέρα

έχουν το ίδιο όνομα

Μάντεψε ποιο όνομα έχουν κι οι δυο

Ελιά

Κι όταν έρθει ο Οκτώβρης

ωριμάζω πιο πολύ

πρασινίζω και μαυρίζω

και γεμίζω το σακί

Τι είμαι Η ελιά

Δεν πεθαίνει κι αν περάσουν

Χρόνια εκατό και χίλια

Μας χορταίνει μας φροντίζει

Μας ανάβει τα καντήλια

Τι είναι

Η ελιά

Στα δέντρα πάνω κρέμεται

Στις εκκλησιές κοιμάται

Και τα χρυσά της κόκαλα

Μες στη φωτιά τα βάζω

Τι είναι

Η ελιά

Πράσινα είνrsquo τα νιάτα μου

μαύρα τα γερατειά μου

χαροποιά η θλίψη μου

θροφή τα δάκρυά μου

Τί είναι

Η ελιά

ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Το παραμύθι της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σε μια φτωχογειτονιά

ένα φτωχό μα πολύ καλόκαρδο κορίτσι που το έλεγαν

Ελιά

Κάθε μέρα η Ελιά γύριζε τη γειτονιά της έβλεπε τον

κόσμο να ζει φτωχός και δυστυχισμένος και γύριζε

στο σπίτι της πολύ στενοχωρημένη

Κάτι πρέπει να κάνω να τους βοηθήσω σκεφτόταν Κι

από την άλλη μέρα κιόλας άρχισε Βγήκε στη

γειτονιά κράτησε τα παιδιά της γειτόνισσας για να

πάει να δουλέψει και να μπορεί να φέρει στα παιδιά

της λίγο φαΐ

Μια άλλη μέρα πήγε στη γριούλα που ήταν άρρωστη της μαγείρεψε της σκούπισε το σπίτι την έπλυνε την ταΐσε Την άλλη μέρα πάλι έβγαλε τον παράλυτο γέρο με το καρότσι του βόλτα για να πάρει αέρα και ήλιο

Τα βράδια γύριζε κατάκοπη μα ευχαριστημένη που είχε καταφέρει να δώσει λίγη χαρά στους φτωχούς ανθρώπους

Οι μέρες περνούσαν κι η Ελιά όλο δούλευε όσο αδυνάτιζε Μα έβλεπε πως ότι κι αν έκανε ο κόσμος ήταν πάντα φτωχός και δυστυχισμένοςΑυτό τη στενοχωρούσε πάρα πολύ κι έτσι στενοχωρημένη κάθισε στην αυλή του σπιτιού της και συλλογιζόταν

- Τι να κάνω τι να κάνω Δεν μπορώ να βλέπω τόση δυστυχία Το σπουργίτι που την είδε τόσο στενοχωρημένη - και που την αγαπούσε γιατί κάθε μέρα του έριχνε σπόρους και ψίχουλα - δεν άντεξε και πέταξε βαθιά στο δάσος

Εκεί βρήκε την καλή νεράιδα και της είπε- Τρέξε καλή νεράιδα η Ελιά είναι πολύ στενοχωρημένη χλωμή κι αδύνατη

Η καλή νεράιδα ανήσυχη έτρεξε στην αυλή της Ελιάς και τη ρώτησε- Τι έχεις Ελιά μου κι είσαι τόσο λυπημένη- Αχ καλή μου νεράιδα Δεν μπορώ να βλέπω τόση φτώχεια και δυστυχία γύρω μου- Και τι θέλεις δηλαδή- θέλω να τους γίνω χρήσιμη θέλω να τους προσφέρω κάτι πολύτιμο που να τους δώσει ζωή και χαρά

-Το θέλεις αλήθεια τόσο πολύ

- Και βέβαια το θέλω δε βλέπεις πως έλιωσα

από τη στενοχώρια μου

- Τότε σταμάτησε να στενοχωριέσαι θα σε κάνω

αυτό που θέλεις Και τσουπ την άγγιξε με το

ραβδάκι της κι αμέσως η Ελιά έγινε ένα

μεγάλο δέντρο που έβγαλε φύλλα

λουλουδάκια άσπρα που έγιναν ελιές

πράσινες μωβ μαύρες

Έπεσαν στη γη τα κουκούτσια φύτρωσαν

έγιναν δεντράκια και σχημάτισαν ένα μεγάλο

ελαιώνα

Ήρθαν οι γείτονες μάζεψαν τις ελιές έβγαλαν

λάδι έφαγαν χόρτασαν ρόδισαν τα μαγουλά

τους ζωήρεψαν κι άρχισαν να χαμογελούν και

να ζουν ευτυχισμένοι

Για να ευχαριστήσουν την ελιά και να της

δείξουν την αγάπη τους πήραν το λάδι τους

το έβαλαν στο καντήλι για να θυμίζουν στην

Παναγιά και στο Χριστό την καλοσύνη της

ελιάς και την αγάπη της για τον κόσμο

Κι η Παναγιά με τη σειρά της την ευλόγησε Κι

ο Χριστός κάτω απ την ελιά ήρθε και

ξεκουράστηκε

Κι εκείνη καμάρωνε ευχαριστημένη στη μέση

στον ελαιώνα και φρόντιζε όταν έρχονται οι

άνθρωποι να τη μαζέψουν να ναι γεμάτη

ελιές να χορταίνουν οι φτωχοί και να

φωτίζονται απ τις καντήλες όλες οι εκκλησιές

Η μικρή ελιά

Η μικρή ελιά για πρώτη φορά γέμισε καρπό

Ο γεωργός την αγαπούσε γιατί του θύμιζε την

πρώτη του αγάπη κοντούλα και στρουμπουλή

Της είχε φτιάξει ένα περιδέραιο με

ασπρισμένες πέτρες και συχνά καθόταν και

κουβέντιαζε μαζί της τα όνειρα και τις

αναμνήσεις του Η ελιά κάθε μέρα και πιο

όμορφη

Ένα πρωί του Νοέμβρη ο γεωργός άπλωσε πανιά

κι άρχισε να την ραβδίζει Πάνε οι ελιές πάνε

τα φύλλα πάει η ομορφιά

Η ελιά μέσα στα αναφιλητά της μονολογούσε

-Μ αγαπούσε και με χάλασε Πως εννοεί ο

άνθρωπος την αγάπη Έλεγε και ξανάλεγε

Τότε ακούει μια μαργαρίτα να της λέει

-Άκουσε να σου πω Ο άνθρωπος δεν ξέρει την

αγάπη

Μην τον παρεξηγείς Κοίταξε εμένα που μια

ζωή με μαδάει για να μάθειhellip

Το καλάμι κι η ελιά

Μια φορά δίπλα σε μια ελιά είχε φυτρώσει ένα καλάμιΗ ελιά ήταν ένα μεγάλο και δυνατό δέντρο με πολλά κλαδιά πουκρατούσαν τα φύλλα τους όλη τη χρονιά και κάθε δυο χρόνιαέγερναν από το βάρος του καρπού

Το καλάμι πάλι ήτανε ψηλόλιγνο με καταπράσινα στενόμακρα φύλλα με ωραιότατα παράξενα λουλούδια που έμοιαζαν με τσαμπιά κι είχανε το σχήμα του αδραχτιού

Η ελιά καυχιόταν ολοένα

-Τι είσαι συ μπροστά μου έλεγε στο καλάμιΕγώ είμαι ένα δέντρο μεγάλο δυνατό ευλογημένο Οι άνθρωποι με λατρεύουνγιατί τους δίνω τις ελιές και το λάδι μου τους δίνω ξερόκλαδα για να ζεσταίνονταιτους δίνω ξύλα για να φτιάχνουν ακριβά έπιπλα Είμαι μεγάλη ψηλή γερήκαι συ είσαι ένα αδύναμο πραγματάκι που λυγίζεις μπροστά σrsquo όλους τους ανέμους και τους προσκυνάς Δεν μπορώ να καταλάβω πώς έχεις την τόλμη να φυτρώνεις πλάι μου

Το καημένο το καλάμι

που ήταν από φυσικού

του ντροπαλό ταrsquo

άκουγε όλα αυτά και

δεν έλεγε τίποτα κι

ούτε και θύμωνε γιατί

αυτό δεν είχε να

καυχηθεί για τίποτα

Ήρθε ένας χειμώνας όμως βαρύς κι άρχισε να

φυσάει ένας αέρας δαιμονισμένος

που χτυπούσε με μανία την ελιά ώσπου στο

τέλος την ξερίζωσε

Το καλάμι με το πρώτο φύσημα του ανέμου

έγειρε λυγερό όπως ήτανε

προς το νερό κι έτσι ο άνεμος περνούσε από

πάνω του χωρίς να το πειράξει

Κι όταν η καταιγίδα σταμάτησε κι ο άνεμος

έπαψε να φυσάει

η ελιά απόμεινε πεσμένη στο χώμα και το

καλάμι σηκώθηκε

πάλι όρθιο και λυγερό όπως και πριν

Βλέπετε το καλάμι ήξερε να υποχωρεί εκεί που

ένιωθε ότι δεν είχε δύναμη νrsquo αντισταθεί ενώ

η ελιά πλήρωσε με τη ζωή της την

υπερηφάνειά της

Ο Μανωλιός και η γέρικη ελιά

Μια φορά και έναν καιρό όταν ο ζεστός άνεμος

φυσούσε και τα δέντρα λυπημένα έγερναν τα

κουρασμένα φυλλώματά τους ένα παλικάρι

που τον έλεγαν Μανωλιό πήγαινε τα πότιζε

και τους έκανε συντροφιά Τrsquo άλλα παλικάρια

του χωριού ζήλευαν τις χάρες και την καρδιά

του Μανωλιού Ψιθύριζαν λόγια άσχημα

μεταξύ τους δίχως να καταλαβαίνουν ότι αυτό

που έκαναν δεν ήταν σωστό

Μια μέρα κάθισαν κάτω από τον ίσκιο μιας

γέρικης ελιάς για να ξαποστάσουν Ξαφνικά

άκουσαν ένα θρόισμα γύρισαν τα κεφαλάκια

τους και από το κέντρο του κορμού της ελιάς

είδανε ένα χαμογελαστό πρόσωπο που με

ανθρώπινη μιλιά τους είπε

Αυτό το δέντρο που στον ίσκιο του ήρθατε να ξεκουραστείτε ξέρετε ποιος το ποτίζει

Όχι απάντησαν εκείνοι

Ο Μανωλιός που κοροϊδεύετε αποκρίθηκε το δέντρο

Εκείνοι ντροπιασμένοι έφυγαν με σκυμμένο το κεφάλι Στο δρόμο συνάντησαν τον Μανωλιό

Καλημέρα είπαν με μία φωνή Σήμερα θα έρθουμε μαζί σου να σε βοηθήσουμε να ποτίσεις τα δέντρα

Έτσι κι έγινε Από τότε έγιναν φίλοι Κάθε

απόγευμα πότιζαν τα δέντρα κι ύστερα κάτω

από τα φυλλώματα της γέρικης ελιάς άρχιζαν

το τραγούδι που μιλούσε για χώρες

παράξενε για ζούγκλες με πολύχρωμους

παπαγάλους για ινδιάνους με κιτρινοκόκκινα

φτερά στα καπέλα τους και ιδιαίτερα

τραγουδούσαν για την συμπόνια και την

ευαίσθητη καρδιά των ανθρώπων

Μια μέρα που ο ήλιος γίνηκε πορφυρός και

κρύφτηκε πίσω από τα βουνά ο Μανωλιός

πήγε μόνος του πότισε την γέρικη ελιά

ξάπλωσε και τον πήρε ένας βαθύς ύπνος Τότε

είδε πως μέσα στην κουφάλα της γέρικης ελιάς

είχανε στήσει ένα πανέμορφο παλάτι γεμάτο

κόσμο που χόρευε και γλένταγε

Θα πάω κι εγώ είπε δειλά δειλά ο Μανωλιός

bull Όσο προχωρούσε τόσο τα φώτα

μεγάλωναν ώσπου έφτασε στο κέντρο Εκεί

ένας βασιλιάς καθόταν σrsquoένα χρυσαφένιο

θρόνο Πίσω του στεκόταν μια Σφίγγα

άγαλμα Πήρε ανθρώπινη μιλιά αρχίζοντας να

λέει καλωσορίσματα στον Μανωλιό Εκείνος

χαμογελαστός χαιρέτησεμα τι να δει Σrsquoέναν

καθρέπτη που βρέθηκε μπροστά του ο

Μανωλιός ήταν ντυμένος πρίγκιπας

bull Πω πω Τι όμορφος που είμαι Αναφώνησε

Ξαφνικά υπηρέτες έστρωσαν ένα κόκκινο

χαλί για να περάσει ο Μανωλιός και αυτοί

αριστερά και δεξιά τον προσκυνούσαν Όταν

πέρασε τον διάδρομο με το κόκκινο χαλί

στάθηκε στον βασιλιά που του είπε

Καλόκαρδο και πονόψυχο παλικάρι Εσύ πότιζες

το δέντρο κι έτσι μπόρεσε το παλάτι μου να

βρίσκεται εδώ με όλους τους ανθρώπους

μου διαφορετικά αν το άφηνες να ξεραθεί από

το ζεστό άνεμο τώρα δεν θα

υπήρχαμε Γιrsquoαυτό αξίζεις να γίνεις γιος μου

να παντρευτείς την Βασιλοπούλα και με

δικαιοσύνη αγάπη και φρόνηση να γίνεις εσύ

ο καινούριος Βασιλιάς λύνοντας έτσι τα μάγια

της κακιάς νεράιδας που μας είχε

καταδικασμένους

Έτσι κι έγινε Ο Μανωλιός έγινε βασιλιάς με

τιμές και δόξες διότι ήξερε την γλώσσα της

καρδιάς που πάντα μας διδάσκει πόσο καλό

είναι να είσαι άνθρωπος Από τότε ο

Μανωλιός έμεινε στο παλάτι και κανείς ακόμα

δεν ξέρει τι ταξίδι ακολούθησε στον χρόνο του

ύπνου του άφησε όμως πίσω του τον

πραγματικό θησαυρό της καλοσύνης και της

αγάπης

ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Ο μαγικός ελαιώνας

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα παιδάκι που

το έλεγαν Λευτέρη Κάθε χρόνο το καλοκαίρι

μόλις έκλειναν τα σχολεία πήγαινε διακοπές

στο σπίτι της γιαγιάς του

Ένα καλοκαίρι έζησε μια σπουδαία περιπέτεια

Μια μέρα που η γιαγιά του είχε πάει για ψώνια

στην κοντινή πόλη ο Λευτέρης αποφάσισε να

εξερευνήσει τη σοφίτα του σπιτιού

Ανέβηκε προσεκτικά τη στριφογυριστή ξύλινη

σκάλα και στάθηκε αναποφάσιστος μπροστά

στην κλειστή πόρτα Πήρε μια βαθιά ανάσα

και την έσπρωξε δυνατά Πόσο σκοτεινά ήταν ό-

λα εκεί μέσα Ο Λευτέρης σκόνταψε σ΄ ένα πα-

λιό μπαούλο

Το άνοιξε γεμάτος περιέργεια Και τι δε βρήκε

Ολόκληρο θησαυρό Παλιά βιβλία του παππού

φορέματα της γιαγιάς παιχνίδια της μητέρας

του όταν ήταν παιδί Κάτω κάτω ήταν

τσαλακωμένο ένα κιτρινισμένο χαρτί Το

ξετύλιξε βιαστικά και τι να δει Ένας παλιός

χάρτης με σχεδιάγραμμα Αμέσως τον άρπαξε

κι άρχισε το ταξίδι του

Περπάτησε ώρες πολλές Πέρασε την πεδιάδα

με τα κίτρινα στάχυα το γεφυράκι του μικρού

ποταμού ώσπου έφτασε στο τέλος σε έναν

κάμπο γεμάτο ελιές

Διάλεξε την πιο μεγάλη ελιά και κάθισε να

ξεκουραστεί ακουμπώντας στο γέρικο κορμό

της

Ξαφνικά άκουσε μια απαλή φωνή Έμοιαζε

με της γιαγιάς του Κοίταξε γύρω του μα δεν

είδε κανέναν Η φωνή συνέχισε να του μιλάει

τρυφερά Ο Λευτέρης γεμάτος περιέργεια

άρχισε να παρατηρεί προσεχτικά το γέρικο

κορμό τα πελώρια κλαδιά και τ΄ ασημένια

φύλλα της ελιάς Τότε κατάλαβε ποιος του

μιλούσε Έκπληκτος άγγιξε απαλά το υπέροχο

αυτό δέντρο και μοιράστηκε μαζί του όλα του

τα μυστικά

Από εκείνη την ημέρα ο Λευτέρης πήγαινε

καθημερινά στο μαγικό αυτό ελαιώνα

Καθόταν ώρες στη σκιά της αγαπημένης του

ελιάς κι άκουγε τις πιο ωραίες ιστορίες

Ο καιρός πέρασε γρήγορα κι ήρθε η μέρα που

έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι του Έτρεξε στο

μαγικό ελαιώνα κι αγκάλιασε κλαίγοντας το

αγαπημένο του δέντρο Η ελιά έγειρε τα

κλαδιά της και χάιδεψε τα μαλλιά του laquo Μη

στενοχωριέσαιraquo του ψιθύρισε laquo Κόψε ένα

κλαράκι μου και πάρ΄ το μαζί σου Φύτεψέ το

στην αυλή του σπιτιού σου κι εγώ θα είμαι

πάντα κοντά σουraquo

Έτσι κι έγινε Ένα καινούριο ολόδροσο

δεντράκι φύτρωσε στον κήπο του Λευτέρη Κι

από τότε δεν χώρισαν ποτέ

Οι μαγικοί σπόροι

Μια φορά κι έναν καιρό σ΄ ένα μακρινό

χωριουδάκι ζούσε με τη γιαγιά του ένα μικρό

κορίτσι που το έλεγαν Ελπίδα Το σπιτάκι τους

ήταν πολύ φτωχικό Δύσκολα τα έβγαζαν πέρα

Ο περασμένος χειμώνας ήταν πολύ βαρύς

Τα πρώτα χιόνια έπεσαν νωρίς κι ο κρύος

βοριάς σφύριζε μανιασμένα Κάθε πρωί η

γιαγιά με την εγγονή της πήγαιναν στο δάσος

και μάζευαν φρούτα και ξύλα για να

ζεσταθούν

Μια μέρα ο άνεμος φυσούσε άγρια κι ο ήλιος

είχε κρυφτεί πίσω από τα βαριά μαύρα

σύννεφα Η Ελπίδα άφησε τη γιαγιά της στο

κρύο σπιτάκι τους τυλίχτηκε σφιχτά με το

σάλι της και ξεκίνησε για το δάσος Τα πόδια

και τα χέρια της είχαν παγώσει Τα μαλλιά και

τα ρούχα της είχαν βραχεί από την ξαφνική

μπόρα Και το σπουδαιότερο δεν μπορούσε να

γυρίσει πίσω γιατί δεν είχε μαζέψει ακόμη

τίποτα Αποφάσισε τότε να μπει για λίγο σε

μια σπηλιά που βρήκε στο δρόμο της και να

περιμένει

Έτρεμε από το κρύο και

από το φόβο της Είχε αρ

χίσει να νυχτώνει και η

γιαγιά της σίγουρα θα

ανησυχούσε Ξαφνικά

ένα απόκοσμο φως γέμι

σε τη σπηλιά και μια πα

νέμορφη νεράιδα πα

ρουσιάστηκε μπροστά

της

Της χαμογέλασε γλυκά και της χάιδεψε απαλά τα μαλλιά Κρατούσε ένα μικρό σακουλάκι που το άφησε προσεκτικά στα χέρια της Ελπίδας laquoΌταν πας σπίτι σου να το ανοίξεις και να κάνεις ότι ακριβώς σου πει η γιαγιά σου Αυτή ξέρειraquo της είπε τρυφερά και χάθηκε στο σκοτάδι της σπηλιάς Το κορίτσι κρατώντας το γερά έτρεξε χαρούμενο στο φτωχικό του σπιτάκι Τα μάτια του έλαμπαν από ενθουσιασμό καθώς έδειχνε στη γιαγιά του το δώρο της νεράιδας

Η γιαγιά ψηλάφησε τους μεγάλους γυαλιστερούς σπόρους τους έβαλε στη χούφτα της Ελπίδας και της είπε να τους φυτέψει στην αυλή Έτσι ακριβώς έκανε το μικρό κορίτσι Τους έχωσε βαθιά στο έδαφος και τους σκέπασε με φρέσκο χώμα Την άνοιξη οι σπόροι φύτρωσαν και γρήγορα έγιναν μεγάλα δέντρα με υπέροχο σταχτοπράσινο φύλλωμα Ήταν φουντωτές ελιές που αγκάλιασαν το μικρό σπιτάκι Ήρθε το φθινόπωρο και τα κλαδιά τους γέμισαν ευλογημένο καρπό

Από τότε η Ελπίδα κι η γιαγιά της έζησαν

ευτυχισμένες βοηθώντας κάθε κουρασμένο

περαστικό

Η αξία της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό σrsquo ένα μακρινό

χωριό όλοι οι άνθρωποι ζούσαν ευτυχισμένοι

Είχαν πολλά κτήματα εκτιμήσει πλούσια

γεμάτα ελιές Ποτέ όμως δεν είχαν σωστά την

αξία τους

Κάποια μέρα καθώς έπαιζαν δυο παιδιά η

Μαρία και ο Νίκος εμφανίστηκε μπροστά

τους ένας άγνωστος άντρας Τους μίλησε για

τα ελαιόδεντρα και τη χρησιμότητά τους Τους

είπε πως πρέπει να τα φροντίζουν και να τα

αγαπούν

Μετά από αρκετές ημέρες έγινε κάτι φοβερό

Στο χωριό έπεσε μεγάλη κατάρα Όλα τα χωράφια με τα ελαιόδεντρα καταστράφηκαν

Η Μαρία και ο Νίκος αμέσως κατάλαβαν πως έπρεπε να πάνε να βρουν τον μυστήριο αυτό άντρα που τους είχε επισκεφτεί

Τους είχε πει πως ζούσε στο δάσος Αυτό όμως δεν ήταν και τόσοhellip συνηθισμένο δάσος Έλεγαν πως στις κουφάλες των δέντρων ζούσαν φαντάσματα και πως το μέγεθος των ζώων ήταν υπερφυσικό

Φοβόντουσαν πάρα πολύ Περπάτησαν

ατελείωτες ώρες στη σκιά των πελώριων

δέντρων Με τη βοήθεια ενός λιονταριού

κατάφεραν να βρουν τον πύργο του άντρα που

έψαχναν

Χτύπησαν την πόρτα

αλλά κανείς δεν τους

άνοιξε Αποφάσισαν

να περιμένουν Δεν

κατάλαβαν πόσος

χρόνος πέρασε καιhellip

η πόρτα άνοιξε μόνη

της

Τα παιδιά μπήκαν γεμάτα περιέργεια στον

πύργο Ανέβηκαν διστακτικά την παλιά

στριφογυριστή σκάλα που τα οδήγησε σrsquo έ-

να επιβλητικό δωμάτιο Εκεί εργαζόταν ο

μυστηριώδης άντρας που είχαν γνωρίσει

Αμέσως κατάλαβαν πως ήταν μάγος Τους

αποκάλυψε αμέσως το όνομά του τον έλεγαν

Άλφρεντ Άρχισαν λοιπόν να του μιλούν για

το πρόβλημά τους Ο μάγος τα άκουσε προσε-

κτικά και τους είπε τι πρέπει να κάνουν

Έπρεπε να περάσουν τρεις δοκιμασίες Μόνο

έτσι θα έφευγε η κατάρα

Στο χωριό όλοι οι κάτοικοι περνούσαν δύσκο-

λα Από πλούσιοι είχαν γίνει φτωχοί και χωρίς

την ελιά και το λάδι της δεν μπορούσαν να ζή-

σουν Κατάλαβαν έτσι την αξία της αλλά ήταν

πλέον αργά Ή μάλλον σχεδόν αργά

Όταν τα παιδιά επέστρεψαν διηγήθηκαν σε

όλους όλα όσα τους συνέβησαν Τους είπαν για

το μάγο και τις τρεις δοκιμασίες που έπρεπε να

περάσουν Το πρόβλημα όμως ήταν πως δεν

τους είχε πει ποιες ήταν αυτές οι δοκιμασίες

ποιοι θα τις περνούσαν και πότε

Οι μέρες περνούσαν

αργά και βασανιστικά

μετά από δυο μήνες στο

χωριό εμφανίστηκε ένα

μικρό κορίτσι Χτύπησε

την πόρτα ενός σπιτιού

και ζήτησε λίγο φαγητό

Η οικογένεια όμως Το έ-

διωξε Το κορίτσι ήταν

Ο μάγος Άλφρεντ μεταμορ-

φωμένος Αυτή ήταν η πρώ-

τη δοκιμασία που δυστυχώς

όμως απέτυχαν

Αφού πέρασε μια εβδομάδα περίπου ένα μι-

κρό άγνωστο αγόρι εμφανίστηκε σε μια ομάδα

παιδιών και τους ζήτησε να παίξει μαζί τους Η

Μαρία και ο Νίκος όχι μόνο το δέχτηκαν αλλά

το άφησαν να διαλέξει το παιχνίδι που θα έπαι-

ζαν

_ Εσύ Νίκο θα είσαι ο αγρότης Εγώ θα είμαι η

ελιά και Μαρία θα είναι οι καρποί μου είπε το

αγόρι

Τα παιδιά συμφώνησαν κι άρχισαν όλα μαζί να

παίζουν Ο μάγος τότε παρατήρησε τον τρόπο

που ο Νίκος περιποιόταν την ελιά και πόσο χαι-

ρόταν όταν μάζευε τους καρπούς της Αυτή ήταν

η δεύτερη δοκιμασία και τα παιδιά την πέρασαν

με επιτυχία

Πέρασε αρκετός καιρός ώσπου έφτασε η ώρα

για την τρίτη δοκιμασία Μια μέρα ήρθε στο χω-

ριό ένας πλανόδιος έμπορος Πουλούσε από σπό-

ρους μέχρι και μαγικά αντικείμενα Οι τιμές όμως

ήταν πολύ υψηλές Ο Νίκος με τον πατέρα του ζή-

τησαν να δουν τους σπόρους που είχε

_Έχω σπόρους συκιάς πορτοκαλιάς μηλιάς και

τον τελευταίο σπόρο ελιάς είπε ο άντρας

_Τον τελευταίο Ρώτησε ο Νίκος

_ Ναι Τον τελευταίο

_Δεν υπάρχει άλλος

_Όχι

_Ούτε ένας

_Τίποτα

_Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Ναι Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Είστε σίγουρος για αυτό

_Απολύτως

Ο Νίκος δεν πίστευε στ΄ αυτιά τουΤότε ζήτη-

σε αμέσως απόν τον πατέρα του να αγοράσει τον

τελευταίο σπόρο ελιάς σ΄ ολόκληρη τη γη Η τι-

μή του όμως ήταν πολύ πάρα πολύ υψηλή Εκα-

τό χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Γιε μου δεν έχουμε τόσα χρήματα Μπορούμε

όμως να πουλήσουμε τα τέσσερα κτήματά μας

_Ναι να τα δώσουμε Θα μας μείνει η αυλή του

σπιτιού Εκεί θα φυτέψουμε τον πολύτιμο σπόρο

Τότε εμφανίστηκε ο μάγος Άλφρεντ

_Δίνω διακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα είπε

ο μάγος

_Άλφρεντ δεν είναι τίμιο είπε ο Νίκος

Προλάβαμε

εμείς να αγοράσουμε αυτόν το σπόρο

_Δίνω τριακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Τότε εγώ θα δώσω και το σπίτι μου είπε ο πα-

τέρας του Νίκου

_Ναι αλλά hellip αυτά είναι λιγότερα από τα χρή-

ματα που μου δίνει ο μάγος είπε ο έμπορος

_Τότε και εγώ θα δώσω όσα χρήματα έχω στον

κουμπαρά μου είπε η Μαρία

_Κι εγώ φώναξε ο Βασίλης

_Εγώ θα δώσω το μοναδικό κτήμα που έχω είπε

ο κύριος Βαγγέλης

_Και εγώ φώναξε η κυρία Βαρβάρα

_Ναι Και εμείς θα δώσουμε ότι έχουμε στους

κουμπαράδες μας φώναξαν δυνατά όλα τα

παιδιά που ήταν μαζεμένα στην πλατεία του

χωριού

Όλοι άρχισαν να δίνουν χρήματα σπίτια

έπιπλα χωράφια και μαγαζιά μέχρι που κέρδι-

σαν το μάγο Άλφρεντ και αγόρασαν το σπόρο

της ελιάς Από τη στιγμή που τον φύτεψαν το

πρόσεχαν πάρα πολύ

Μετά από χρόνια όταν οι χωρικοί μάζεψαν

τους καρπούς αυτής της ελιάς διαπίστωσαν ότι

είχε το πιο νόστιμο λάδι Τότε ο μάγος

πείστηκε πως όλοι είχαν καταλάβει την αξία

της και γέμισε ξανά όλα τα χωράφια τους με

ελαιόδεντρα

ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α

Κουκάκη Κατερίνα

Μπογκντάνι Γκισέλα

Καρυώτης Γιώργος

Αθανασόπουλος Στέφανος

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 30: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ

bullΗ ελιά κρασί δε βγάζει

bullΠέρασε της ελιάς τα φαρμάκια

bullΤου χάρισαν της ελιάς το μέσα και του αβγού το

απrsquo έξω

bullΛάδι βρέχει κάστανα χιονίζει

bullΚλήμα του χεριού σου κι ελιές απrsquo τον παππού

σου

bullΗ ελιά είναι κυρά κι όποτε θέλει κάνει

bullΞεφόρτωσέ την την ελιά να σε φορτώσει λάδι

bullΒάλε ελιά για το παιδί σου και συκιά για τη ζωή

σου

bullΑπrsquo τον θέρο ως τις ελιές δεν απολείπουν οι

δουλειές

bullΈχουμε ελιές και ελήδια έχουμε κι αγρηλίδια

bullΤου έβγαλε το λάδι

bullΜη ρίχνεις λάδι στη φωτιά

bull Αν δε σφίξεις την ελιά δε βγάζει λάδι

bull Άκουσες λάδι τρέχα άκουσες στεφάνι φεύγα

bull Όποιος έχει σιτάρι κρασί και λάδι στο πιθάρι

έχει του κόσμου τα καλά και του θεού τη χάρη

bull Ξεφόρτωσέ τη την ελιά να σε φορτώσει λάδι

bull Δεν τρώγεται ούτε με το λάδι ούτε με το ξύδι

bull Η αλήθεια πλέει σαν το λάδι στο νερό

bull Κάθε σταλαματιά νερό τ Απρίλη είναι ένα

βαρέλι λάδι

ΑΙΝΙΓΜΑΤΑ

Από κλαδάκι κρέμεται

Στην αγορά πουλιέται

Το εξωτερικό της τρώγεται

Το μέσα της πετιέται

Τι είναι Η ελιά

Μάνα και θυγατέρα

έχουν το ίδιο όνομα

Μάντεψε ποιο όνομα έχουν κι οι δυο

Ελιά

Κι όταν έρθει ο Οκτώβρης

ωριμάζω πιο πολύ

πρασινίζω και μαυρίζω

και γεμίζω το σακί

Τι είμαι Η ελιά

Δεν πεθαίνει κι αν περάσουν

Χρόνια εκατό και χίλια

Μας χορταίνει μας φροντίζει

Μας ανάβει τα καντήλια

Τι είναι

Η ελιά

Στα δέντρα πάνω κρέμεται

Στις εκκλησιές κοιμάται

Και τα χρυσά της κόκαλα

Μες στη φωτιά τα βάζω

Τι είναι

Η ελιά

Πράσινα είνrsquo τα νιάτα μου

μαύρα τα γερατειά μου

χαροποιά η θλίψη μου

θροφή τα δάκρυά μου

Τί είναι

Η ελιά

ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Το παραμύθι της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σε μια φτωχογειτονιά

ένα φτωχό μα πολύ καλόκαρδο κορίτσι που το έλεγαν

Ελιά

Κάθε μέρα η Ελιά γύριζε τη γειτονιά της έβλεπε τον

κόσμο να ζει φτωχός και δυστυχισμένος και γύριζε

στο σπίτι της πολύ στενοχωρημένη

Κάτι πρέπει να κάνω να τους βοηθήσω σκεφτόταν Κι

από την άλλη μέρα κιόλας άρχισε Βγήκε στη

γειτονιά κράτησε τα παιδιά της γειτόνισσας για να

πάει να δουλέψει και να μπορεί να φέρει στα παιδιά

της λίγο φαΐ

Μια άλλη μέρα πήγε στη γριούλα που ήταν άρρωστη της μαγείρεψε της σκούπισε το σπίτι την έπλυνε την ταΐσε Την άλλη μέρα πάλι έβγαλε τον παράλυτο γέρο με το καρότσι του βόλτα για να πάρει αέρα και ήλιο

Τα βράδια γύριζε κατάκοπη μα ευχαριστημένη που είχε καταφέρει να δώσει λίγη χαρά στους φτωχούς ανθρώπους

Οι μέρες περνούσαν κι η Ελιά όλο δούλευε όσο αδυνάτιζε Μα έβλεπε πως ότι κι αν έκανε ο κόσμος ήταν πάντα φτωχός και δυστυχισμένοςΑυτό τη στενοχωρούσε πάρα πολύ κι έτσι στενοχωρημένη κάθισε στην αυλή του σπιτιού της και συλλογιζόταν

- Τι να κάνω τι να κάνω Δεν μπορώ να βλέπω τόση δυστυχία Το σπουργίτι που την είδε τόσο στενοχωρημένη - και που την αγαπούσε γιατί κάθε μέρα του έριχνε σπόρους και ψίχουλα - δεν άντεξε και πέταξε βαθιά στο δάσος

Εκεί βρήκε την καλή νεράιδα και της είπε- Τρέξε καλή νεράιδα η Ελιά είναι πολύ στενοχωρημένη χλωμή κι αδύνατη

Η καλή νεράιδα ανήσυχη έτρεξε στην αυλή της Ελιάς και τη ρώτησε- Τι έχεις Ελιά μου κι είσαι τόσο λυπημένη- Αχ καλή μου νεράιδα Δεν μπορώ να βλέπω τόση φτώχεια και δυστυχία γύρω μου- Και τι θέλεις δηλαδή- θέλω να τους γίνω χρήσιμη θέλω να τους προσφέρω κάτι πολύτιμο που να τους δώσει ζωή και χαρά

-Το θέλεις αλήθεια τόσο πολύ

- Και βέβαια το θέλω δε βλέπεις πως έλιωσα

από τη στενοχώρια μου

- Τότε σταμάτησε να στενοχωριέσαι θα σε κάνω

αυτό που θέλεις Και τσουπ την άγγιξε με το

ραβδάκι της κι αμέσως η Ελιά έγινε ένα

μεγάλο δέντρο που έβγαλε φύλλα

λουλουδάκια άσπρα που έγιναν ελιές

πράσινες μωβ μαύρες

Έπεσαν στη γη τα κουκούτσια φύτρωσαν

έγιναν δεντράκια και σχημάτισαν ένα μεγάλο

ελαιώνα

Ήρθαν οι γείτονες μάζεψαν τις ελιές έβγαλαν

λάδι έφαγαν χόρτασαν ρόδισαν τα μαγουλά

τους ζωήρεψαν κι άρχισαν να χαμογελούν και

να ζουν ευτυχισμένοι

Για να ευχαριστήσουν την ελιά και να της

δείξουν την αγάπη τους πήραν το λάδι τους

το έβαλαν στο καντήλι για να θυμίζουν στην

Παναγιά και στο Χριστό την καλοσύνη της

ελιάς και την αγάπη της για τον κόσμο

Κι η Παναγιά με τη σειρά της την ευλόγησε Κι

ο Χριστός κάτω απ την ελιά ήρθε και

ξεκουράστηκε

Κι εκείνη καμάρωνε ευχαριστημένη στη μέση

στον ελαιώνα και φρόντιζε όταν έρχονται οι

άνθρωποι να τη μαζέψουν να ναι γεμάτη

ελιές να χορταίνουν οι φτωχοί και να

φωτίζονται απ τις καντήλες όλες οι εκκλησιές

Η μικρή ελιά

Η μικρή ελιά για πρώτη φορά γέμισε καρπό

Ο γεωργός την αγαπούσε γιατί του θύμιζε την

πρώτη του αγάπη κοντούλα και στρουμπουλή

Της είχε φτιάξει ένα περιδέραιο με

ασπρισμένες πέτρες και συχνά καθόταν και

κουβέντιαζε μαζί της τα όνειρα και τις

αναμνήσεις του Η ελιά κάθε μέρα και πιο

όμορφη

Ένα πρωί του Νοέμβρη ο γεωργός άπλωσε πανιά

κι άρχισε να την ραβδίζει Πάνε οι ελιές πάνε

τα φύλλα πάει η ομορφιά

Η ελιά μέσα στα αναφιλητά της μονολογούσε

-Μ αγαπούσε και με χάλασε Πως εννοεί ο

άνθρωπος την αγάπη Έλεγε και ξανάλεγε

Τότε ακούει μια μαργαρίτα να της λέει

-Άκουσε να σου πω Ο άνθρωπος δεν ξέρει την

αγάπη

Μην τον παρεξηγείς Κοίταξε εμένα που μια

ζωή με μαδάει για να μάθειhellip

Το καλάμι κι η ελιά

Μια φορά δίπλα σε μια ελιά είχε φυτρώσει ένα καλάμιΗ ελιά ήταν ένα μεγάλο και δυνατό δέντρο με πολλά κλαδιά πουκρατούσαν τα φύλλα τους όλη τη χρονιά και κάθε δυο χρόνιαέγερναν από το βάρος του καρπού

Το καλάμι πάλι ήτανε ψηλόλιγνο με καταπράσινα στενόμακρα φύλλα με ωραιότατα παράξενα λουλούδια που έμοιαζαν με τσαμπιά κι είχανε το σχήμα του αδραχτιού

Η ελιά καυχιόταν ολοένα

-Τι είσαι συ μπροστά μου έλεγε στο καλάμιΕγώ είμαι ένα δέντρο μεγάλο δυνατό ευλογημένο Οι άνθρωποι με λατρεύουνγιατί τους δίνω τις ελιές και το λάδι μου τους δίνω ξερόκλαδα για να ζεσταίνονταιτους δίνω ξύλα για να φτιάχνουν ακριβά έπιπλα Είμαι μεγάλη ψηλή γερήκαι συ είσαι ένα αδύναμο πραγματάκι που λυγίζεις μπροστά σrsquo όλους τους ανέμους και τους προσκυνάς Δεν μπορώ να καταλάβω πώς έχεις την τόλμη να φυτρώνεις πλάι μου

Το καημένο το καλάμι

που ήταν από φυσικού

του ντροπαλό ταrsquo

άκουγε όλα αυτά και

δεν έλεγε τίποτα κι

ούτε και θύμωνε γιατί

αυτό δεν είχε να

καυχηθεί για τίποτα

Ήρθε ένας χειμώνας όμως βαρύς κι άρχισε να

φυσάει ένας αέρας δαιμονισμένος

που χτυπούσε με μανία την ελιά ώσπου στο

τέλος την ξερίζωσε

Το καλάμι με το πρώτο φύσημα του ανέμου

έγειρε λυγερό όπως ήτανε

προς το νερό κι έτσι ο άνεμος περνούσε από

πάνω του χωρίς να το πειράξει

Κι όταν η καταιγίδα σταμάτησε κι ο άνεμος

έπαψε να φυσάει

η ελιά απόμεινε πεσμένη στο χώμα και το

καλάμι σηκώθηκε

πάλι όρθιο και λυγερό όπως και πριν

Βλέπετε το καλάμι ήξερε να υποχωρεί εκεί που

ένιωθε ότι δεν είχε δύναμη νrsquo αντισταθεί ενώ

η ελιά πλήρωσε με τη ζωή της την

υπερηφάνειά της

Ο Μανωλιός και η γέρικη ελιά

Μια φορά και έναν καιρό όταν ο ζεστός άνεμος

φυσούσε και τα δέντρα λυπημένα έγερναν τα

κουρασμένα φυλλώματά τους ένα παλικάρι

που τον έλεγαν Μανωλιό πήγαινε τα πότιζε

και τους έκανε συντροφιά Τrsquo άλλα παλικάρια

του χωριού ζήλευαν τις χάρες και την καρδιά

του Μανωλιού Ψιθύριζαν λόγια άσχημα

μεταξύ τους δίχως να καταλαβαίνουν ότι αυτό

που έκαναν δεν ήταν σωστό

Μια μέρα κάθισαν κάτω από τον ίσκιο μιας

γέρικης ελιάς για να ξαποστάσουν Ξαφνικά

άκουσαν ένα θρόισμα γύρισαν τα κεφαλάκια

τους και από το κέντρο του κορμού της ελιάς

είδανε ένα χαμογελαστό πρόσωπο που με

ανθρώπινη μιλιά τους είπε

Αυτό το δέντρο που στον ίσκιο του ήρθατε να ξεκουραστείτε ξέρετε ποιος το ποτίζει

Όχι απάντησαν εκείνοι

Ο Μανωλιός που κοροϊδεύετε αποκρίθηκε το δέντρο

Εκείνοι ντροπιασμένοι έφυγαν με σκυμμένο το κεφάλι Στο δρόμο συνάντησαν τον Μανωλιό

Καλημέρα είπαν με μία φωνή Σήμερα θα έρθουμε μαζί σου να σε βοηθήσουμε να ποτίσεις τα δέντρα

Έτσι κι έγινε Από τότε έγιναν φίλοι Κάθε

απόγευμα πότιζαν τα δέντρα κι ύστερα κάτω

από τα φυλλώματα της γέρικης ελιάς άρχιζαν

το τραγούδι που μιλούσε για χώρες

παράξενε για ζούγκλες με πολύχρωμους

παπαγάλους για ινδιάνους με κιτρινοκόκκινα

φτερά στα καπέλα τους και ιδιαίτερα

τραγουδούσαν για την συμπόνια και την

ευαίσθητη καρδιά των ανθρώπων

Μια μέρα που ο ήλιος γίνηκε πορφυρός και

κρύφτηκε πίσω από τα βουνά ο Μανωλιός

πήγε μόνος του πότισε την γέρικη ελιά

ξάπλωσε και τον πήρε ένας βαθύς ύπνος Τότε

είδε πως μέσα στην κουφάλα της γέρικης ελιάς

είχανε στήσει ένα πανέμορφο παλάτι γεμάτο

κόσμο που χόρευε και γλένταγε

Θα πάω κι εγώ είπε δειλά δειλά ο Μανωλιός

bull Όσο προχωρούσε τόσο τα φώτα

μεγάλωναν ώσπου έφτασε στο κέντρο Εκεί

ένας βασιλιάς καθόταν σrsquoένα χρυσαφένιο

θρόνο Πίσω του στεκόταν μια Σφίγγα

άγαλμα Πήρε ανθρώπινη μιλιά αρχίζοντας να

λέει καλωσορίσματα στον Μανωλιό Εκείνος

χαμογελαστός χαιρέτησεμα τι να δει Σrsquoέναν

καθρέπτη που βρέθηκε μπροστά του ο

Μανωλιός ήταν ντυμένος πρίγκιπας

bull Πω πω Τι όμορφος που είμαι Αναφώνησε

Ξαφνικά υπηρέτες έστρωσαν ένα κόκκινο

χαλί για να περάσει ο Μανωλιός και αυτοί

αριστερά και δεξιά τον προσκυνούσαν Όταν

πέρασε τον διάδρομο με το κόκκινο χαλί

στάθηκε στον βασιλιά που του είπε

Καλόκαρδο και πονόψυχο παλικάρι Εσύ πότιζες

το δέντρο κι έτσι μπόρεσε το παλάτι μου να

βρίσκεται εδώ με όλους τους ανθρώπους

μου διαφορετικά αν το άφηνες να ξεραθεί από

το ζεστό άνεμο τώρα δεν θα

υπήρχαμε Γιrsquoαυτό αξίζεις να γίνεις γιος μου

να παντρευτείς την Βασιλοπούλα και με

δικαιοσύνη αγάπη και φρόνηση να γίνεις εσύ

ο καινούριος Βασιλιάς λύνοντας έτσι τα μάγια

της κακιάς νεράιδας που μας είχε

καταδικασμένους

Έτσι κι έγινε Ο Μανωλιός έγινε βασιλιάς με

τιμές και δόξες διότι ήξερε την γλώσσα της

καρδιάς που πάντα μας διδάσκει πόσο καλό

είναι να είσαι άνθρωπος Από τότε ο

Μανωλιός έμεινε στο παλάτι και κανείς ακόμα

δεν ξέρει τι ταξίδι ακολούθησε στον χρόνο του

ύπνου του άφησε όμως πίσω του τον

πραγματικό θησαυρό της καλοσύνης και της

αγάπης

ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Ο μαγικός ελαιώνας

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα παιδάκι που

το έλεγαν Λευτέρη Κάθε χρόνο το καλοκαίρι

μόλις έκλειναν τα σχολεία πήγαινε διακοπές

στο σπίτι της γιαγιάς του

Ένα καλοκαίρι έζησε μια σπουδαία περιπέτεια

Μια μέρα που η γιαγιά του είχε πάει για ψώνια

στην κοντινή πόλη ο Λευτέρης αποφάσισε να

εξερευνήσει τη σοφίτα του σπιτιού

Ανέβηκε προσεκτικά τη στριφογυριστή ξύλινη

σκάλα και στάθηκε αναποφάσιστος μπροστά

στην κλειστή πόρτα Πήρε μια βαθιά ανάσα

και την έσπρωξε δυνατά Πόσο σκοτεινά ήταν ό-

λα εκεί μέσα Ο Λευτέρης σκόνταψε σ΄ ένα πα-

λιό μπαούλο

Το άνοιξε γεμάτος περιέργεια Και τι δε βρήκε

Ολόκληρο θησαυρό Παλιά βιβλία του παππού

φορέματα της γιαγιάς παιχνίδια της μητέρας

του όταν ήταν παιδί Κάτω κάτω ήταν

τσαλακωμένο ένα κιτρινισμένο χαρτί Το

ξετύλιξε βιαστικά και τι να δει Ένας παλιός

χάρτης με σχεδιάγραμμα Αμέσως τον άρπαξε

κι άρχισε το ταξίδι του

Περπάτησε ώρες πολλές Πέρασε την πεδιάδα

με τα κίτρινα στάχυα το γεφυράκι του μικρού

ποταμού ώσπου έφτασε στο τέλος σε έναν

κάμπο γεμάτο ελιές

Διάλεξε την πιο μεγάλη ελιά και κάθισε να

ξεκουραστεί ακουμπώντας στο γέρικο κορμό

της

Ξαφνικά άκουσε μια απαλή φωνή Έμοιαζε

με της γιαγιάς του Κοίταξε γύρω του μα δεν

είδε κανέναν Η φωνή συνέχισε να του μιλάει

τρυφερά Ο Λευτέρης γεμάτος περιέργεια

άρχισε να παρατηρεί προσεχτικά το γέρικο

κορμό τα πελώρια κλαδιά και τ΄ ασημένια

φύλλα της ελιάς Τότε κατάλαβε ποιος του

μιλούσε Έκπληκτος άγγιξε απαλά το υπέροχο

αυτό δέντρο και μοιράστηκε μαζί του όλα του

τα μυστικά

Από εκείνη την ημέρα ο Λευτέρης πήγαινε

καθημερινά στο μαγικό αυτό ελαιώνα

Καθόταν ώρες στη σκιά της αγαπημένης του

ελιάς κι άκουγε τις πιο ωραίες ιστορίες

Ο καιρός πέρασε γρήγορα κι ήρθε η μέρα που

έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι του Έτρεξε στο

μαγικό ελαιώνα κι αγκάλιασε κλαίγοντας το

αγαπημένο του δέντρο Η ελιά έγειρε τα

κλαδιά της και χάιδεψε τα μαλλιά του laquo Μη

στενοχωριέσαιraquo του ψιθύρισε laquo Κόψε ένα

κλαράκι μου και πάρ΄ το μαζί σου Φύτεψέ το

στην αυλή του σπιτιού σου κι εγώ θα είμαι

πάντα κοντά σουraquo

Έτσι κι έγινε Ένα καινούριο ολόδροσο

δεντράκι φύτρωσε στον κήπο του Λευτέρη Κι

από τότε δεν χώρισαν ποτέ

Οι μαγικοί σπόροι

Μια φορά κι έναν καιρό σ΄ ένα μακρινό

χωριουδάκι ζούσε με τη γιαγιά του ένα μικρό

κορίτσι που το έλεγαν Ελπίδα Το σπιτάκι τους

ήταν πολύ φτωχικό Δύσκολα τα έβγαζαν πέρα

Ο περασμένος χειμώνας ήταν πολύ βαρύς

Τα πρώτα χιόνια έπεσαν νωρίς κι ο κρύος

βοριάς σφύριζε μανιασμένα Κάθε πρωί η

γιαγιά με την εγγονή της πήγαιναν στο δάσος

και μάζευαν φρούτα και ξύλα για να

ζεσταθούν

Μια μέρα ο άνεμος φυσούσε άγρια κι ο ήλιος

είχε κρυφτεί πίσω από τα βαριά μαύρα

σύννεφα Η Ελπίδα άφησε τη γιαγιά της στο

κρύο σπιτάκι τους τυλίχτηκε σφιχτά με το

σάλι της και ξεκίνησε για το δάσος Τα πόδια

και τα χέρια της είχαν παγώσει Τα μαλλιά και

τα ρούχα της είχαν βραχεί από την ξαφνική

μπόρα Και το σπουδαιότερο δεν μπορούσε να

γυρίσει πίσω γιατί δεν είχε μαζέψει ακόμη

τίποτα Αποφάσισε τότε να μπει για λίγο σε

μια σπηλιά που βρήκε στο δρόμο της και να

περιμένει

Έτρεμε από το κρύο και

από το φόβο της Είχε αρ

χίσει να νυχτώνει και η

γιαγιά της σίγουρα θα

ανησυχούσε Ξαφνικά

ένα απόκοσμο φως γέμι

σε τη σπηλιά και μια πα

νέμορφη νεράιδα πα

ρουσιάστηκε μπροστά

της

Της χαμογέλασε γλυκά και της χάιδεψε απαλά τα μαλλιά Κρατούσε ένα μικρό σακουλάκι που το άφησε προσεκτικά στα χέρια της Ελπίδας laquoΌταν πας σπίτι σου να το ανοίξεις και να κάνεις ότι ακριβώς σου πει η γιαγιά σου Αυτή ξέρειraquo της είπε τρυφερά και χάθηκε στο σκοτάδι της σπηλιάς Το κορίτσι κρατώντας το γερά έτρεξε χαρούμενο στο φτωχικό του σπιτάκι Τα μάτια του έλαμπαν από ενθουσιασμό καθώς έδειχνε στη γιαγιά του το δώρο της νεράιδας

Η γιαγιά ψηλάφησε τους μεγάλους γυαλιστερούς σπόρους τους έβαλε στη χούφτα της Ελπίδας και της είπε να τους φυτέψει στην αυλή Έτσι ακριβώς έκανε το μικρό κορίτσι Τους έχωσε βαθιά στο έδαφος και τους σκέπασε με φρέσκο χώμα Την άνοιξη οι σπόροι φύτρωσαν και γρήγορα έγιναν μεγάλα δέντρα με υπέροχο σταχτοπράσινο φύλλωμα Ήταν φουντωτές ελιές που αγκάλιασαν το μικρό σπιτάκι Ήρθε το φθινόπωρο και τα κλαδιά τους γέμισαν ευλογημένο καρπό

Από τότε η Ελπίδα κι η γιαγιά της έζησαν

ευτυχισμένες βοηθώντας κάθε κουρασμένο

περαστικό

Η αξία της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό σrsquo ένα μακρινό

χωριό όλοι οι άνθρωποι ζούσαν ευτυχισμένοι

Είχαν πολλά κτήματα εκτιμήσει πλούσια

γεμάτα ελιές Ποτέ όμως δεν είχαν σωστά την

αξία τους

Κάποια μέρα καθώς έπαιζαν δυο παιδιά η

Μαρία και ο Νίκος εμφανίστηκε μπροστά

τους ένας άγνωστος άντρας Τους μίλησε για

τα ελαιόδεντρα και τη χρησιμότητά τους Τους

είπε πως πρέπει να τα φροντίζουν και να τα

αγαπούν

Μετά από αρκετές ημέρες έγινε κάτι φοβερό

Στο χωριό έπεσε μεγάλη κατάρα Όλα τα χωράφια με τα ελαιόδεντρα καταστράφηκαν

Η Μαρία και ο Νίκος αμέσως κατάλαβαν πως έπρεπε να πάνε να βρουν τον μυστήριο αυτό άντρα που τους είχε επισκεφτεί

Τους είχε πει πως ζούσε στο δάσος Αυτό όμως δεν ήταν και τόσοhellip συνηθισμένο δάσος Έλεγαν πως στις κουφάλες των δέντρων ζούσαν φαντάσματα και πως το μέγεθος των ζώων ήταν υπερφυσικό

Φοβόντουσαν πάρα πολύ Περπάτησαν

ατελείωτες ώρες στη σκιά των πελώριων

δέντρων Με τη βοήθεια ενός λιονταριού

κατάφεραν να βρουν τον πύργο του άντρα που

έψαχναν

Χτύπησαν την πόρτα

αλλά κανείς δεν τους

άνοιξε Αποφάσισαν

να περιμένουν Δεν

κατάλαβαν πόσος

χρόνος πέρασε καιhellip

η πόρτα άνοιξε μόνη

της

Τα παιδιά μπήκαν γεμάτα περιέργεια στον

πύργο Ανέβηκαν διστακτικά την παλιά

στριφογυριστή σκάλα που τα οδήγησε σrsquo έ-

να επιβλητικό δωμάτιο Εκεί εργαζόταν ο

μυστηριώδης άντρας που είχαν γνωρίσει

Αμέσως κατάλαβαν πως ήταν μάγος Τους

αποκάλυψε αμέσως το όνομά του τον έλεγαν

Άλφρεντ Άρχισαν λοιπόν να του μιλούν για

το πρόβλημά τους Ο μάγος τα άκουσε προσε-

κτικά και τους είπε τι πρέπει να κάνουν

Έπρεπε να περάσουν τρεις δοκιμασίες Μόνο

έτσι θα έφευγε η κατάρα

Στο χωριό όλοι οι κάτοικοι περνούσαν δύσκο-

λα Από πλούσιοι είχαν γίνει φτωχοί και χωρίς

την ελιά και το λάδι της δεν μπορούσαν να ζή-

σουν Κατάλαβαν έτσι την αξία της αλλά ήταν

πλέον αργά Ή μάλλον σχεδόν αργά

Όταν τα παιδιά επέστρεψαν διηγήθηκαν σε

όλους όλα όσα τους συνέβησαν Τους είπαν για

το μάγο και τις τρεις δοκιμασίες που έπρεπε να

περάσουν Το πρόβλημα όμως ήταν πως δεν

τους είχε πει ποιες ήταν αυτές οι δοκιμασίες

ποιοι θα τις περνούσαν και πότε

Οι μέρες περνούσαν

αργά και βασανιστικά

μετά από δυο μήνες στο

χωριό εμφανίστηκε ένα

μικρό κορίτσι Χτύπησε

την πόρτα ενός σπιτιού

και ζήτησε λίγο φαγητό

Η οικογένεια όμως Το έ-

διωξε Το κορίτσι ήταν

Ο μάγος Άλφρεντ μεταμορ-

φωμένος Αυτή ήταν η πρώ-

τη δοκιμασία που δυστυχώς

όμως απέτυχαν

Αφού πέρασε μια εβδομάδα περίπου ένα μι-

κρό άγνωστο αγόρι εμφανίστηκε σε μια ομάδα

παιδιών και τους ζήτησε να παίξει μαζί τους Η

Μαρία και ο Νίκος όχι μόνο το δέχτηκαν αλλά

το άφησαν να διαλέξει το παιχνίδι που θα έπαι-

ζαν

_ Εσύ Νίκο θα είσαι ο αγρότης Εγώ θα είμαι η

ελιά και Μαρία θα είναι οι καρποί μου είπε το

αγόρι

Τα παιδιά συμφώνησαν κι άρχισαν όλα μαζί να

παίζουν Ο μάγος τότε παρατήρησε τον τρόπο

που ο Νίκος περιποιόταν την ελιά και πόσο χαι-

ρόταν όταν μάζευε τους καρπούς της Αυτή ήταν

η δεύτερη δοκιμασία και τα παιδιά την πέρασαν

με επιτυχία

Πέρασε αρκετός καιρός ώσπου έφτασε η ώρα

για την τρίτη δοκιμασία Μια μέρα ήρθε στο χω-

ριό ένας πλανόδιος έμπορος Πουλούσε από σπό-

ρους μέχρι και μαγικά αντικείμενα Οι τιμές όμως

ήταν πολύ υψηλές Ο Νίκος με τον πατέρα του ζή-

τησαν να δουν τους σπόρους που είχε

_Έχω σπόρους συκιάς πορτοκαλιάς μηλιάς και

τον τελευταίο σπόρο ελιάς είπε ο άντρας

_Τον τελευταίο Ρώτησε ο Νίκος

_ Ναι Τον τελευταίο

_Δεν υπάρχει άλλος

_Όχι

_Ούτε ένας

_Τίποτα

_Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Ναι Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Είστε σίγουρος για αυτό

_Απολύτως

Ο Νίκος δεν πίστευε στ΄ αυτιά τουΤότε ζήτη-

σε αμέσως απόν τον πατέρα του να αγοράσει τον

τελευταίο σπόρο ελιάς σ΄ ολόκληρη τη γη Η τι-

μή του όμως ήταν πολύ πάρα πολύ υψηλή Εκα-

τό χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Γιε μου δεν έχουμε τόσα χρήματα Μπορούμε

όμως να πουλήσουμε τα τέσσερα κτήματά μας

_Ναι να τα δώσουμε Θα μας μείνει η αυλή του

σπιτιού Εκεί θα φυτέψουμε τον πολύτιμο σπόρο

Τότε εμφανίστηκε ο μάγος Άλφρεντ

_Δίνω διακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα είπε

ο μάγος

_Άλφρεντ δεν είναι τίμιο είπε ο Νίκος

Προλάβαμε

εμείς να αγοράσουμε αυτόν το σπόρο

_Δίνω τριακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Τότε εγώ θα δώσω και το σπίτι μου είπε ο πα-

τέρας του Νίκου

_Ναι αλλά hellip αυτά είναι λιγότερα από τα χρή-

ματα που μου δίνει ο μάγος είπε ο έμπορος

_Τότε και εγώ θα δώσω όσα χρήματα έχω στον

κουμπαρά μου είπε η Μαρία

_Κι εγώ φώναξε ο Βασίλης

_Εγώ θα δώσω το μοναδικό κτήμα που έχω είπε

ο κύριος Βαγγέλης

_Και εγώ φώναξε η κυρία Βαρβάρα

_Ναι Και εμείς θα δώσουμε ότι έχουμε στους

κουμπαράδες μας φώναξαν δυνατά όλα τα

παιδιά που ήταν μαζεμένα στην πλατεία του

χωριού

Όλοι άρχισαν να δίνουν χρήματα σπίτια

έπιπλα χωράφια και μαγαζιά μέχρι που κέρδι-

σαν το μάγο Άλφρεντ και αγόρασαν το σπόρο

της ελιάς Από τη στιγμή που τον φύτεψαν το

πρόσεχαν πάρα πολύ

Μετά από χρόνια όταν οι χωρικοί μάζεψαν

τους καρπούς αυτής της ελιάς διαπίστωσαν ότι

είχε το πιο νόστιμο λάδι Τότε ο μάγος

πείστηκε πως όλοι είχαν καταλάβει την αξία

της και γέμισε ξανά όλα τα χωράφια τους με

ελαιόδεντρα

ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α

Κουκάκη Κατερίνα

Μπογκντάνι Γκισέλα

Καρυώτης Γιώργος

Αθανασόπουλος Στέφανος

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 31: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

bullΗ ελιά κρασί δε βγάζει

bullΠέρασε της ελιάς τα φαρμάκια

bullΤου χάρισαν της ελιάς το μέσα και του αβγού το

απrsquo έξω

bullΛάδι βρέχει κάστανα χιονίζει

bullΚλήμα του χεριού σου κι ελιές απrsquo τον παππού

σου

bullΗ ελιά είναι κυρά κι όποτε θέλει κάνει

bullΞεφόρτωσέ την την ελιά να σε φορτώσει λάδι

bullΒάλε ελιά για το παιδί σου και συκιά για τη ζωή

σου

bullΑπrsquo τον θέρο ως τις ελιές δεν απολείπουν οι

δουλειές

bullΈχουμε ελιές και ελήδια έχουμε κι αγρηλίδια

bullΤου έβγαλε το λάδι

bullΜη ρίχνεις λάδι στη φωτιά

bull Αν δε σφίξεις την ελιά δε βγάζει λάδι

bull Άκουσες λάδι τρέχα άκουσες στεφάνι φεύγα

bull Όποιος έχει σιτάρι κρασί και λάδι στο πιθάρι

έχει του κόσμου τα καλά και του θεού τη χάρη

bull Ξεφόρτωσέ τη την ελιά να σε φορτώσει λάδι

bull Δεν τρώγεται ούτε με το λάδι ούτε με το ξύδι

bull Η αλήθεια πλέει σαν το λάδι στο νερό

bull Κάθε σταλαματιά νερό τ Απρίλη είναι ένα

βαρέλι λάδι

ΑΙΝΙΓΜΑΤΑ

Από κλαδάκι κρέμεται

Στην αγορά πουλιέται

Το εξωτερικό της τρώγεται

Το μέσα της πετιέται

Τι είναι Η ελιά

Μάνα και θυγατέρα

έχουν το ίδιο όνομα

Μάντεψε ποιο όνομα έχουν κι οι δυο

Ελιά

Κι όταν έρθει ο Οκτώβρης

ωριμάζω πιο πολύ

πρασινίζω και μαυρίζω

και γεμίζω το σακί

Τι είμαι Η ελιά

Δεν πεθαίνει κι αν περάσουν

Χρόνια εκατό και χίλια

Μας χορταίνει μας φροντίζει

Μας ανάβει τα καντήλια

Τι είναι

Η ελιά

Στα δέντρα πάνω κρέμεται

Στις εκκλησιές κοιμάται

Και τα χρυσά της κόκαλα

Μες στη φωτιά τα βάζω

Τι είναι

Η ελιά

Πράσινα είνrsquo τα νιάτα μου

μαύρα τα γερατειά μου

χαροποιά η θλίψη μου

θροφή τα δάκρυά μου

Τί είναι

Η ελιά

ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Το παραμύθι της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σε μια φτωχογειτονιά

ένα φτωχό μα πολύ καλόκαρδο κορίτσι που το έλεγαν

Ελιά

Κάθε μέρα η Ελιά γύριζε τη γειτονιά της έβλεπε τον

κόσμο να ζει φτωχός και δυστυχισμένος και γύριζε

στο σπίτι της πολύ στενοχωρημένη

Κάτι πρέπει να κάνω να τους βοηθήσω σκεφτόταν Κι

από την άλλη μέρα κιόλας άρχισε Βγήκε στη

γειτονιά κράτησε τα παιδιά της γειτόνισσας για να

πάει να δουλέψει και να μπορεί να φέρει στα παιδιά

της λίγο φαΐ

Μια άλλη μέρα πήγε στη γριούλα που ήταν άρρωστη της μαγείρεψε της σκούπισε το σπίτι την έπλυνε την ταΐσε Την άλλη μέρα πάλι έβγαλε τον παράλυτο γέρο με το καρότσι του βόλτα για να πάρει αέρα και ήλιο

Τα βράδια γύριζε κατάκοπη μα ευχαριστημένη που είχε καταφέρει να δώσει λίγη χαρά στους φτωχούς ανθρώπους

Οι μέρες περνούσαν κι η Ελιά όλο δούλευε όσο αδυνάτιζε Μα έβλεπε πως ότι κι αν έκανε ο κόσμος ήταν πάντα φτωχός και δυστυχισμένοςΑυτό τη στενοχωρούσε πάρα πολύ κι έτσι στενοχωρημένη κάθισε στην αυλή του σπιτιού της και συλλογιζόταν

- Τι να κάνω τι να κάνω Δεν μπορώ να βλέπω τόση δυστυχία Το σπουργίτι που την είδε τόσο στενοχωρημένη - και που την αγαπούσε γιατί κάθε μέρα του έριχνε σπόρους και ψίχουλα - δεν άντεξε και πέταξε βαθιά στο δάσος

Εκεί βρήκε την καλή νεράιδα και της είπε- Τρέξε καλή νεράιδα η Ελιά είναι πολύ στενοχωρημένη χλωμή κι αδύνατη

Η καλή νεράιδα ανήσυχη έτρεξε στην αυλή της Ελιάς και τη ρώτησε- Τι έχεις Ελιά μου κι είσαι τόσο λυπημένη- Αχ καλή μου νεράιδα Δεν μπορώ να βλέπω τόση φτώχεια και δυστυχία γύρω μου- Και τι θέλεις δηλαδή- θέλω να τους γίνω χρήσιμη θέλω να τους προσφέρω κάτι πολύτιμο που να τους δώσει ζωή και χαρά

-Το θέλεις αλήθεια τόσο πολύ

- Και βέβαια το θέλω δε βλέπεις πως έλιωσα

από τη στενοχώρια μου

- Τότε σταμάτησε να στενοχωριέσαι θα σε κάνω

αυτό που θέλεις Και τσουπ την άγγιξε με το

ραβδάκι της κι αμέσως η Ελιά έγινε ένα

μεγάλο δέντρο που έβγαλε φύλλα

λουλουδάκια άσπρα που έγιναν ελιές

πράσινες μωβ μαύρες

Έπεσαν στη γη τα κουκούτσια φύτρωσαν

έγιναν δεντράκια και σχημάτισαν ένα μεγάλο

ελαιώνα

Ήρθαν οι γείτονες μάζεψαν τις ελιές έβγαλαν

λάδι έφαγαν χόρτασαν ρόδισαν τα μαγουλά

τους ζωήρεψαν κι άρχισαν να χαμογελούν και

να ζουν ευτυχισμένοι

Για να ευχαριστήσουν την ελιά και να της

δείξουν την αγάπη τους πήραν το λάδι τους

το έβαλαν στο καντήλι για να θυμίζουν στην

Παναγιά και στο Χριστό την καλοσύνη της

ελιάς και την αγάπη της για τον κόσμο

Κι η Παναγιά με τη σειρά της την ευλόγησε Κι

ο Χριστός κάτω απ την ελιά ήρθε και

ξεκουράστηκε

Κι εκείνη καμάρωνε ευχαριστημένη στη μέση

στον ελαιώνα και φρόντιζε όταν έρχονται οι

άνθρωποι να τη μαζέψουν να ναι γεμάτη

ελιές να χορταίνουν οι φτωχοί και να

φωτίζονται απ τις καντήλες όλες οι εκκλησιές

Η μικρή ελιά

Η μικρή ελιά για πρώτη φορά γέμισε καρπό

Ο γεωργός την αγαπούσε γιατί του θύμιζε την

πρώτη του αγάπη κοντούλα και στρουμπουλή

Της είχε φτιάξει ένα περιδέραιο με

ασπρισμένες πέτρες και συχνά καθόταν και

κουβέντιαζε μαζί της τα όνειρα και τις

αναμνήσεις του Η ελιά κάθε μέρα και πιο

όμορφη

Ένα πρωί του Νοέμβρη ο γεωργός άπλωσε πανιά

κι άρχισε να την ραβδίζει Πάνε οι ελιές πάνε

τα φύλλα πάει η ομορφιά

Η ελιά μέσα στα αναφιλητά της μονολογούσε

-Μ αγαπούσε και με χάλασε Πως εννοεί ο

άνθρωπος την αγάπη Έλεγε και ξανάλεγε

Τότε ακούει μια μαργαρίτα να της λέει

-Άκουσε να σου πω Ο άνθρωπος δεν ξέρει την

αγάπη

Μην τον παρεξηγείς Κοίταξε εμένα που μια

ζωή με μαδάει για να μάθειhellip

Το καλάμι κι η ελιά

Μια φορά δίπλα σε μια ελιά είχε φυτρώσει ένα καλάμιΗ ελιά ήταν ένα μεγάλο και δυνατό δέντρο με πολλά κλαδιά πουκρατούσαν τα φύλλα τους όλη τη χρονιά και κάθε δυο χρόνιαέγερναν από το βάρος του καρπού

Το καλάμι πάλι ήτανε ψηλόλιγνο με καταπράσινα στενόμακρα φύλλα με ωραιότατα παράξενα λουλούδια που έμοιαζαν με τσαμπιά κι είχανε το σχήμα του αδραχτιού

Η ελιά καυχιόταν ολοένα

-Τι είσαι συ μπροστά μου έλεγε στο καλάμιΕγώ είμαι ένα δέντρο μεγάλο δυνατό ευλογημένο Οι άνθρωποι με λατρεύουνγιατί τους δίνω τις ελιές και το λάδι μου τους δίνω ξερόκλαδα για να ζεσταίνονταιτους δίνω ξύλα για να φτιάχνουν ακριβά έπιπλα Είμαι μεγάλη ψηλή γερήκαι συ είσαι ένα αδύναμο πραγματάκι που λυγίζεις μπροστά σrsquo όλους τους ανέμους και τους προσκυνάς Δεν μπορώ να καταλάβω πώς έχεις την τόλμη να φυτρώνεις πλάι μου

Το καημένο το καλάμι

που ήταν από φυσικού

του ντροπαλό ταrsquo

άκουγε όλα αυτά και

δεν έλεγε τίποτα κι

ούτε και θύμωνε γιατί

αυτό δεν είχε να

καυχηθεί για τίποτα

Ήρθε ένας χειμώνας όμως βαρύς κι άρχισε να

φυσάει ένας αέρας δαιμονισμένος

που χτυπούσε με μανία την ελιά ώσπου στο

τέλος την ξερίζωσε

Το καλάμι με το πρώτο φύσημα του ανέμου

έγειρε λυγερό όπως ήτανε

προς το νερό κι έτσι ο άνεμος περνούσε από

πάνω του χωρίς να το πειράξει

Κι όταν η καταιγίδα σταμάτησε κι ο άνεμος

έπαψε να φυσάει

η ελιά απόμεινε πεσμένη στο χώμα και το

καλάμι σηκώθηκε

πάλι όρθιο και λυγερό όπως και πριν

Βλέπετε το καλάμι ήξερε να υποχωρεί εκεί που

ένιωθε ότι δεν είχε δύναμη νrsquo αντισταθεί ενώ

η ελιά πλήρωσε με τη ζωή της την

υπερηφάνειά της

Ο Μανωλιός και η γέρικη ελιά

Μια φορά και έναν καιρό όταν ο ζεστός άνεμος

φυσούσε και τα δέντρα λυπημένα έγερναν τα

κουρασμένα φυλλώματά τους ένα παλικάρι

που τον έλεγαν Μανωλιό πήγαινε τα πότιζε

και τους έκανε συντροφιά Τrsquo άλλα παλικάρια

του χωριού ζήλευαν τις χάρες και την καρδιά

του Μανωλιού Ψιθύριζαν λόγια άσχημα

μεταξύ τους δίχως να καταλαβαίνουν ότι αυτό

που έκαναν δεν ήταν σωστό

Μια μέρα κάθισαν κάτω από τον ίσκιο μιας

γέρικης ελιάς για να ξαποστάσουν Ξαφνικά

άκουσαν ένα θρόισμα γύρισαν τα κεφαλάκια

τους και από το κέντρο του κορμού της ελιάς

είδανε ένα χαμογελαστό πρόσωπο που με

ανθρώπινη μιλιά τους είπε

Αυτό το δέντρο που στον ίσκιο του ήρθατε να ξεκουραστείτε ξέρετε ποιος το ποτίζει

Όχι απάντησαν εκείνοι

Ο Μανωλιός που κοροϊδεύετε αποκρίθηκε το δέντρο

Εκείνοι ντροπιασμένοι έφυγαν με σκυμμένο το κεφάλι Στο δρόμο συνάντησαν τον Μανωλιό

Καλημέρα είπαν με μία φωνή Σήμερα θα έρθουμε μαζί σου να σε βοηθήσουμε να ποτίσεις τα δέντρα

Έτσι κι έγινε Από τότε έγιναν φίλοι Κάθε

απόγευμα πότιζαν τα δέντρα κι ύστερα κάτω

από τα φυλλώματα της γέρικης ελιάς άρχιζαν

το τραγούδι που μιλούσε για χώρες

παράξενε για ζούγκλες με πολύχρωμους

παπαγάλους για ινδιάνους με κιτρινοκόκκινα

φτερά στα καπέλα τους και ιδιαίτερα

τραγουδούσαν για την συμπόνια και την

ευαίσθητη καρδιά των ανθρώπων

Μια μέρα που ο ήλιος γίνηκε πορφυρός και

κρύφτηκε πίσω από τα βουνά ο Μανωλιός

πήγε μόνος του πότισε την γέρικη ελιά

ξάπλωσε και τον πήρε ένας βαθύς ύπνος Τότε

είδε πως μέσα στην κουφάλα της γέρικης ελιάς

είχανε στήσει ένα πανέμορφο παλάτι γεμάτο

κόσμο που χόρευε και γλένταγε

Θα πάω κι εγώ είπε δειλά δειλά ο Μανωλιός

bull Όσο προχωρούσε τόσο τα φώτα

μεγάλωναν ώσπου έφτασε στο κέντρο Εκεί

ένας βασιλιάς καθόταν σrsquoένα χρυσαφένιο

θρόνο Πίσω του στεκόταν μια Σφίγγα

άγαλμα Πήρε ανθρώπινη μιλιά αρχίζοντας να

λέει καλωσορίσματα στον Μανωλιό Εκείνος

χαμογελαστός χαιρέτησεμα τι να δει Σrsquoέναν

καθρέπτη που βρέθηκε μπροστά του ο

Μανωλιός ήταν ντυμένος πρίγκιπας

bull Πω πω Τι όμορφος που είμαι Αναφώνησε

Ξαφνικά υπηρέτες έστρωσαν ένα κόκκινο

χαλί για να περάσει ο Μανωλιός και αυτοί

αριστερά και δεξιά τον προσκυνούσαν Όταν

πέρασε τον διάδρομο με το κόκκινο χαλί

στάθηκε στον βασιλιά που του είπε

Καλόκαρδο και πονόψυχο παλικάρι Εσύ πότιζες

το δέντρο κι έτσι μπόρεσε το παλάτι μου να

βρίσκεται εδώ με όλους τους ανθρώπους

μου διαφορετικά αν το άφηνες να ξεραθεί από

το ζεστό άνεμο τώρα δεν θα

υπήρχαμε Γιrsquoαυτό αξίζεις να γίνεις γιος μου

να παντρευτείς την Βασιλοπούλα και με

δικαιοσύνη αγάπη και φρόνηση να γίνεις εσύ

ο καινούριος Βασιλιάς λύνοντας έτσι τα μάγια

της κακιάς νεράιδας που μας είχε

καταδικασμένους

Έτσι κι έγινε Ο Μανωλιός έγινε βασιλιάς με

τιμές και δόξες διότι ήξερε την γλώσσα της

καρδιάς που πάντα μας διδάσκει πόσο καλό

είναι να είσαι άνθρωπος Από τότε ο

Μανωλιός έμεινε στο παλάτι και κανείς ακόμα

δεν ξέρει τι ταξίδι ακολούθησε στον χρόνο του

ύπνου του άφησε όμως πίσω του τον

πραγματικό θησαυρό της καλοσύνης και της

αγάπης

ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Ο μαγικός ελαιώνας

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα παιδάκι που

το έλεγαν Λευτέρη Κάθε χρόνο το καλοκαίρι

μόλις έκλειναν τα σχολεία πήγαινε διακοπές

στο σπίτι της γιαγιάς του

Ένα καλοκαίρι έζησε μια σπουδαία περιπέτεια

Μια μέρα που η γιαγιά του είχε πάει για ψώνια

στην κοντινή πόλη ο Λευτέρης αποφάσισε να

εξερευνήσει τη σοφίτα του σπιτιού

Ανέβηκε προσεκτικά τη στριφογυριστή ξύλινη

σκάλα και στάθηκε αναποφάσιστος μπροστά

στην κλειστή πόρτα Πήρε μια βαθιά ανάσα

και την έσπρωξε δυνατά Πόσο σκοτεινά ήταν ό-

λα εκεί μέσα Ο Λευτέρης σκόνταψε σ΄ ένα πα-

λιό μπαούλο

Το άνοιξε γεμάτος περιέργεια Και τι δε βρήκε

Ολόκληρο θησαυρό Παλιά βιβλία του παππού

φορέματα της γιαγιάς παιχνίδια της μητέρας

του όταν ήταν παιδί Κάτω κάτω ήταν

τσαλακωμένο ένα κιτρινισμένο χαρτί Το

ξετύλιξε βιαστικά και τι να δει Ένας παλιός

χάρτης με σχεδιάγραμμα Αμέσως τον άρπαξε

κι άρχισε το ταξίδι του

Περπάτησε ώρες πολλές Πέρασε την πεδιάδα

με τα κίτρινα στάχυα το γεφυράκι του μικρού

ποταμού ώσπου έφτασε στο τέλος σε έναν

κάμπο γεμάτο ελιές

Διάλεξε την πιο μεγάλη ελιά και κάθισε να

ξεκουραστεί ακουμπώντας στο γέρικο κορμό

της

Ξαφνικά άκουσε μια απαλή φωνή Έμοιαζε

με της γιαγιάς του Κοίταξε γύρω του μα δεν

είδε κανέναν Η φωνή συνέχισε να του μιλάει

τρυφερά Ο Λευτέρης γεμάτος περιέργεια

άρχισε να παρατηρεί προσεχτικά το γέρικο

κορμό τα πελώρια κλαδιά και τ΄ ασημένια

φύλλα της ελιάς Τότε κατάλαβε ποιος του

μιλούσε Έκπληκτος άγγιξε απαλά το υπέροχο

αυτό δέντρο και μοιράστηκε μαζί του όλα του

τα μυστικά

Από εκείνη την ημέρα ο Λευτέρης πήγαινε

καθημερινά στο μαγικό αυτό ελαιώνα

Καθόταν ώρες στη σκιά της αγαπημένης του

ελιάς κι άκουγε τις πιο ωραίες ιστορίες

Ο καιρός πέρασε γρήγορα κι ήρθε η μέρα που

έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι του Έτρεξε στο

μαγικό ελαιώνα κι αγκάλιασε κλαίγοντας το

αγαπημένο του δέντρο Η ελιά έγειρε τα

κλαδιά της και χάιδεψε τα μαλλιά του laquo Μη

στενοχωριέσαιraquo του ψιθύρισε laquo Κόψε ένα

κλαράκι μου και πάρ΄ το μαζί σου Φύτεψέ το

στην αυλή του σπιτιού σου κι εγώ θα είμαι

πάντα κοντά σουraquo

Έτσι κι έγινε Ένα καινούριο ολόδροσο

δεντράκι φύτρωσε στον κήπο του Λευτέρη Κι

από τότε δεν χώρισαν ποτέ

Οι μαγικοί σπόροι

Μια φορά κι έναν καιρό σ΄ ένα μακρινό

χωριουδάκι ζούσε με τη γιαγιά του ένα μικρό

κορίτσι που το έλεγαν Ελπίδα Το σπιτάκι τους

ήταν πολύ φτωχικό Δύσκολα τα έβγαζαν πέρα

Ο περασμένος χειμώνας ήταν πολύ βαρύς

Τα πρώτα χιόνια έπεσαν νωρίς κι ο κρύος

βοριάς σφύριζε μανιασμένα Κάθε πρωί η

γιαγιά με την εγγονή της πήγαιναν στο δάσος

και μάζευαν φρούτα και ξύλα για να

ζεσταθούν

Μια μέρα ο άνεμος φυσούσε άγρια κι ο ήλιος

είχε κρυφτεί πίσω από τα βαριά μαύρα

σύννεφα Η Ελπίδα άφησε τη γιαγιά της στο

κρύο σπιτάκι τους τυλίχτηκε σφιχτά με το

σάλι της και ξεκίνησε για το δάσος Τα πόδια

και τα χέρια της είχαν παγώσει Τα μαλλιά και

τα ρούχα της είχαν βραχεί από την ξαφνική

μπόρα Και το σπουδαιότερο δεν μπορούσε να

γυρίσει πίσω γιατί δεν είχε μαζέψει ακόμη

τίποτα Αποφάσισε τότε να μπει για λίγο σε

μια σπηλιά που βρήκε στο δρόμο της και να

περιμένει

Έτρεμε από το κρύο και

από το φόβο της Είχε αρ

χίσει να νυχτώνει και η

γιαγιά της σίγουρα θα

ανησυχούσε Ξαφνικά

ένα απόκοσμο φως γέμι

σε τη σπηλιά και μια πα

νέμορφη νεράιδα πα

ρουσιάστηκε μπροστά

της

Της χαμογέλασε γλυκά και της χάιδεψε απαλά τα μαλλιά Κρατούσε ένα μικρό σακουλάκι που το άφησε προσεκτικά στα χέρια της Ελπίδας laquoΌταν πας σπίτι σου να το ανοίξεις και να κάνεις ότι ακριβώς σου πει η γιαγιά σου Αυτή ξέρειraquo της είπε τρυφερά και χάθηκε στο σκοτάδι της σπηλιάς Το κορίτσι κρατώντας το γερά έτρεξε χαρούμενο στο φτωχικό του σπιτάκι Τα μάτια του έλαμπαν από ενθουσιασμό καθώς έδειχνε στη γιαγιά του το δώρο της νεράιδας

Η γιαγιά ψηλάφησε τους μεγάλους γυαλιστερούς σπόρους τους έβαλε στη χούφτα της Ελπίδας και της είπε να τους φυτέψει στην αυλή Έτσι ακριβώς έκανε το μικρό κορίτσι Τους έχωσε βαθιά στο έδαφος και τους σκέπασε με φρέσκο χώμα Την άνοιξη οι σπόροι φύτρωσαν και γρήγορα έγιναν μεγάλα δέντρα με υπέροχο σταχτοπράσινο φύλλωμα Ήταν φουντωτές ελιές που αγκάλιασαν το μικρό σπιτάκι Ήρθε το φθινόπωρο και τα κλαδιά τους γέμισαν ευλογημένο καρπό

Από τότε η Ελπίδα κι η γιαγιά της έζησαν

ευτυχισμένες βοηθώντας κάθε κουρασμένο

περαστικό

Η αξία της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό σrsquo ένα μακρινό

χωριό όλοι οι άνθρωποι ζούσαν ευτυχισμένοι

Είχαν πολλά κτήματα εκτιμήσει πλούσια

γεμάτα ελιές Ποτέ όμως δεν είχαν σωστά την

αξία τους

Κάποια μέρα καθώς έπαιζαν δυο παιδιά η

Μαρία και ο Νίκος εμφανίστηκε μπροστά

τους ένας άγνωστος άντρας Τους μίλησε για

τα ελαιόδεντρα και τη χρησιμότητά τους Τους

είπε πως πρέπει να τα φροντίζουν και να τα

αγαπούν

Μετά από αρκετές ημέρες έγινε κάτι φοβερό

Στο χωριό έπεσε μεγάλη κατάρα Όλα τα χωράφια με τα ελαιόδεντρα καταστράφηκαν

Η Μαρία και ο Νίκος αμέσως κατάλαβαν πως έπρεπε να πάνε να βρουν τον μυστήριο αυτό άντρα που τους είχε επισκεφτεί

Τους είχε πει πως ζούσε στο δάσος Αυτό όμως δεν ήταν και τόσοhellip συνηθισμένο δάσος Έλεγαν πως στις κουφάλες των δέντρων ζούσαν φαντάσματα και πως το μέγεθος των ζώων ήταν υπερφυσικό

Φοβόντουσαν πάρα πολύ Περπάτησαν

ατελείωτες ώρες στη σκιά των πελώριων

δέντρων Με τη βοήθεια ενός λιονταριού

κατάφεραν να βρουν τον πύργο του άντρα που

έψαχναν

Χτύπησαν την πόρτα

αλλά κανείς δεν τους

άνοιξε Αποφάσισαν

να περιμένουν Δεν

κατάλαβαν πόσος

χρόνος πέρασε καιhellip

η πόρτα άνοιξε μόνη

της

Τα παιδιά μπήκαν γεμάτα περιέργεια στον

πύργο Ανέβηκαν διστακτικά την παλιά

στριφογυριστή σκάλα που τα οδήγησε σrsquo έ-

να επιβλητικό δωμάτιο Εκεί εργαζόταν ο

μυστηριώδης άντρας που είχαν γνωρίσει

Αμέσως κατάλαβαν πως ήταν μάγος Τους

αποκάλυψε αμέσως το όνομά του τον έλεγαν

Άλφρεντ Άρχισαν λοιπόν να του μιλούν για

το πρόβλημά τους Ο μάγος τα άκουσε προσε-

κτικά και τους είπε τι πρέπει να κάνουν

Έπρεπε να περάσουν τρεις δοκιμασίες Μόνο

έτσι θα έφευγε η κατάρα

Στο χωριό όλοι οι κάτοικοι περνούσαν δύσκο-

λα Από πλούσιοι είχαν γίνει φτωχοί και χωρίς

την ελιά και το λάδι της δεν μπορούσαν να ζή-

σουν Κατάλαβαν έτσι την αξία της αλλά ήταν

πλέον αργά Ή μάλλον σχεδόν αργά

Όταν τα παιδιά επέστρεψαν διηγήθηκαν σε

όλους όλα όσα τους συνέβησαν Τους είπαν για

το μάγο και τις τρεις δοκιμασίες που έπρεπε να

περάσουν Το πρόβλημα όμως ήταν πως δεν

τους είχε πει ποιες ήταν αυτές οι δοκιμασίες

ποιοι θα τις περνούσαν και πότε

Οι μέρες περνούσαν

αργά και βασανιστικά

μετά από δυο μήνες στο

χωριό εμφανίστηκε ένα

μικρό κορίτσι Χτύπησε

την πόρτα ενός σπιτιού

και ζήτησε λίγο φαγητό

Η οικογένεια όμως Το έ-

διωξε Το κορίτσι ήταν

Ο μάγος Άλφρεντ μεταμορ-

φωμένος Αυτή ήταν η πρώ-

τη δοκιμασία που δυστυχώς

όμως απέτυχαν

Αφού πέρασε μια εβδομάδα περίπου ένα μι-

κρό άγνωστο αγόρι εμφανίστηκε σε μια ομάδα

παιδιών και τους ζήτησε να παίξει μαζί τους Η

Μαρία και ο Νίκος όχι μόνο το δέχτηκαν αλλά

το άφησαν να διαλέξει το παιχνίδι που θα έπαι-

ζαν

_ Εσύ Νίκο θα είσαι ο αγρότης Εγώ θα είμαι η

ελιά και Μαρία θα είναι οι καρποί μου είπε το

αγόρι

Τα παιδιά συμφώνησαν κι άρχισαν όλα μαζί να

παίζουν Ο μάγος τότε παρατήρησε τον τρόπο

που ο Νίκος περιποιόταν την ελιά και πόσο χαι-

ρόταν όταν μάζευε τους καρπούς της Αυτή ήταν

η δεύτερη δοκιμασία και τα παιδιά την πέρασαν

με επιτυχία

Πέρασε αρκετός καιρός ώσπου έφτασε η ώρα

για την τρίτη δοκιμασία Μια μέρα ήρθε στο χω-

ριό ένας πλανόδιος έμπορος Πουλούσε από σπό-

ρους μέχρι και μαγικά αντικείμενα Οι τιμές όμως

ήταν πολύ υψηλές Ο Νίκος με τον πατέρα του ζή-

τησαν να δουν τους σπόρους που είχε

_Έχω σπόρους συκιάς πορτοκαλιάς μηλιάς και

τον τελευταίο σπόρο ελιάς είπε ο άντρας

_Τον τελευταίο Ρώτησε ο Νίκος

_ Ναι Τον τελευταίο

_Δεν υπάρχει άλλος

_Όχι

_Ούτε ένας

_Τίποτα

_Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Ναι Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Είστε σίγουρος για αυτό

_Απολύτως

Ο Νίκος δεν πίστευε στ΄ αυτιά τουΤότε ζήτη-

σε αμέσως απόν τον πατέρα του να αγοράσει τον

τελευταίο σπόρο ελιάς σ΄ ολόκληρη τη γη Η τι-

μή του όμως ήταν πολύ πάρα πολύ υψηλή Εκα-

τό χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Γιε μου δεν έχουμε τόσα χρήματα Μπορούμε

όμως να πουλήσουμε τα τέσσερα κτήματά μας

_Ναι να τα δώσουμε Θα μας μείνει η αυλή του

σπιτιού Εκεί θα φυτέψουμε τον πολύτιμο σπόρο

Τότε εμφανίστηκε ο μάγος Άλφρεντ

_Δίνω διακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα είπε

ο μάγος

_Άλφρεντ δεν είναι τίμιο είπε ο Νίκος

Προλάβαμε

εμείς να αγοράσουμε αυτόν το σπόρο

_Δίνω τριακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Τότε εγώ θα δώσω και το σπίτι μου είπε ο πα-

τέρας του Νίκου

_Ναι αλλά hellip αυτά είναι λιγότερα από τα χρή-

ματα που μου δίνει ο μάγος είπε ο έμπορος

_Τότε και εγώ θα δώσω όσα χρήματα έχω στον

κουμπαρά μου είπε η Μαρία

_Κι εγώ φώναξε ο Βασίλης

_Εγώ θα δώσω το μοναδικό κτήμα που έχω είπε

ο κύριος Βαγγέλης

_Και εγώ φώναξε η κυρία Βαρβάρα

_Ναι Και εμείς θα δώσουμε ότι έχουμε στους

κουμπαράδες μας φώναξαν δυνατά όλα τα

παιδιά που ήταν μαζεμένα στην πλατεία του

χωριού

Όλοι άρχισαν να δίνουν χρήματα σπίτια

έπιπλα χωράφια και μαγαζιά μέχρι που κέρδι-

σαν το μάγο Άλφρεντ και αγόρασαν το σπόρο

της ελιάς Από τη στιγμή που τον φύτεψαν το

πρόσεχαν πάρα πολύ

Μετά από χρόνια όταν οι χωρικοί μάζεψαν

τους καρπούς αυτής της ελιάς διαπίστωσαν ότι

είχε το πιο νόστιμο λάδι Τότε ο μάγος

πείστηκε πως όλοι είχαν καταλάβει την αξία

της και γέμισε ξανά όλα τα χωράφια τους με

ελαιόδεντρα

ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α

Κουκάκη Κατερίνα

Μπογκντάνι Γκισέλα

Καρυώτης Γιώργος

Αθανασόπουλος Στέφανος

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 32: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

bullΞεφόρτωσέ την την ελιά να σε φορτώσει λάδι

bullΒάλε ελιά για το παιδί σου και συκιά για τη ζωή

σου

bullΑπrsquo τον θέρο ως τις ελιές δεν απολείπουν οι

δουλειές

bullΈχουμε ελιές και ελήδια έχουμε κι αγρηλίδια

bullΤου έβγαλε το λάδι

bullΜη ρίχνεις λάδι στη φωτιά

bull Αν δε σφίξεις την ελιά δε βγάζει λάδι

bull Άκουσες λάδι τρέχα άκουσες στεφάνι φεύγα

bull Όποιος έχει σιτάρι κρασί και λάδι στο πιθάρι

έχει του κόσμου τα καλά και του θεού τη χάρη

bull Ξεφόρτωσέ τη την ελιά να σε φορτώσει λάδι

bull Δεν τρώγεται ούτε με το λάδι ούτε με το ξύδι

bull Η αλήθεια πλέει σαν το λάδι στο νερό

bull Κάθε σταλαματιά νερό τ Απρίλη είναι ένα

βαρέλι λάδι

ΑΙΝΙΓΜΑΤΑ

Από κλαδάκι κρέμεται

Στην αγορά πουλιέται

Το εξωτερικό της τρώγεται

Το μέσα της πετιέται

Τι είναι Η ελιά

Μάνα και θυγατέρα

έχουν το ίδιο όνομα

Μάντεψε ποιο όνομα έχουν κι οι δυο

Ελιά

Κι όταν έρθει ο Οκτώβρης

ωριμάζω πιο πολύ

πρασινίζω και μαυρίζω

και γεμίζω το σακί

Τι είμαι Η ελιά

Δεν πεθαίνει κι αν περάσουν

Χρόνια εκατό και χίλια

Μας χορταίνει μας φροντίζει

Μας ανάβει τα καντήλια

Τι είναι

Η ελιά

Στα δέντρα πάνω κρέμεται

Στις εκκλησιές κοιμάται

Και τα χρυσά της κόκαλα

Μες στη φωτιά τα βάζω

Τι είναι

Η ελιά

Πράσινα είνrsquo τα νιάτα μου

μαύρα τα γερατειά μου

χαροποιά η θλίψη μου

θροφή τα δάκρυά μου

Τί είναι

Η ελιά

ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Το παραμύθι της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σε μια φτωχογειτονιά

ένα φτωχό μα πολύ καλόκαρδο κορίτσι που το έλεγαν

Ελιά

Κάθε μέρα η Ελιά γύριζε τη γειτονιά της έβλεπε τον

κόσμο να ζει φτωχός και δυστυχισμένος και γύριζε

στο σπίτι της πολύ στενοχωρημένη

Κάτι πρέπει να κάνω να τους βοηθήσω σκεφτόταν Κι

από την άλλη μέρα κιόλας άρχισε Βγήκε στη

γειτονιά κράτησε τα παιδιά της γειτόνισσας για να

πάει να δουλέψει και να μπορεί να φέρει στα παιδιά

της λίγο φαΐ

Μια άλλη μέρα πήγε στη γριούλα που ήταν άρρωστη της μαγείρεψε της σκούπισε το σπίτι την έπλυνε την ταΐσε Την άλλη μέρα πάλι έβγαλε τον παράλυτο γέρο με το καρότσι του βόλτα για να πάρει αέρα και ήλιο

Τα βράδια γύριζε κατάκοπη μα ευχαριστημένη που είχε καταφέρει να δώσει λίγη χαρά στους φτωχούς ανθρώπους

Οι μέρες περνούσαν κι η Ελιά όλο δούλευε όσο αδυνάτιζε Μα έβλεπε πως ότι κι αν έκανε ο κόσμος ήταν πάντα φτωχός και δυστυχισμένοςΑυτό τη στενοχωρούσε πάρα πολύ κι έτσι στενοχωρημένη κάθισε στην αυλή του σπιτιού της και συλλογιζόταν

- Τι να κάνω τι να κάνω Δεν μπορώ να βλέπω τόση δυστυχία Το σπουργίτι που την είδε τόσο στενοχωρημένη - και που την αγαπούσε γιατί κάθε μέρα του έριχνε σπόρους και ψίχουλα - δεν άντεξε και πέταξε βαθιά στο δάσος

Εκεί βρήκε την καλή νεράιδα και της είπε- Τρέξε καλή νεράιδα η Ελιά είναι πολύ στενοχωρημένη χλωμή κι αδύνατη

Η καλή νεράιδα ανήσυχη έτρεξε στην αυλή της Ελιάς και τη ρώτησε- Τι έχεις Ελιά μου κι είσαι τόσο λυπημένη- Αχ καλή μου νεράιδα Δεν μπορώ να βλέπω τόση φτώχεια και δυστυχία γύρω μου- Και τι θέλεις δηλαδή- θέλω να τους γίνω χρήσιμη θέλω να τους προσφέρω κάτι πολύτιμο που να τους δώσει ζωή και χαρά

-Το θέλεις αλήθεια τόσο πολύ

- Και βέβαια το θέλω δε βλέπεις πως έλιωσα

από τη στενοχώρια μου

- Τότε σταμάτησε να στενοχωριέσαι θα σε κάνω

αυτό που θέλεις Και τσουπ την άγγιξε με το

ραβδάκι της κι αμέσως η Ελιά έγινε ένα

μεγάλο δέντρο που έβγαλε φύλλα

λουλουδάκια άσπρα που έγιναν ελιές

πράσινες μωβ μαύρες

Έπεσαν στη γη τα κουκούτσια φύτρωσαν

έγιναν δεντράκια και σχημάτισαν ένα μεγάλο

ελαιώνα

Ήρθαν οι γείτονες μάζεψαν τις ελιές έβγαλαν

λάδι έφαγαν χόρτασαν ρόδισαν τα μαγουλά

τους ζωήρεψαν κι άρχισαν να χαμογελούν και

να ζουν ευτυχισμένοι

Για να ευχαριστήσουν την ελιά και να της

δείξουν την αγάπη τους πήραν το λάδι τους

το έβαλαν στο καντήλι για να θυμίζουν στην

Παναγιά και στο Χριστό την καλοσύνη της

ελιάς και την αγάπη της για τον κόσμο

Κι η Παναγιά με τη σειρά της την ευλόγησε Κι

ο Χριστός κάτω απ την ελιά ήρθε και

ξεκουράστηκε

Κι εκείνη καμάρωνε ευχαριστημένη στη μέση

στον ελαιώνα και φρόντιζε όταν έρχονται οι

άνθρωποι να τη μαζέψουν να ναι γεμάτη

ελιές να χορταίνουν οι φτωχοί και να

φωτίζονται απ τις καντήλες όλες οι εκκλησιές

Η μικρή ελιά

Η μικρή ελιά για πρώτη φορά γέμισε καρπό

Ο γεωργός την αγαπούσε γιατί του θύμιζε την

πρώτη του αγάπη κοντούλα και στρουμπουλή

Της είχε φτιάξει ένα περιδέραιο με

ασπρισμένες πέτρες και συχνά καθόταν και

κουβέντιαζε μαζί της τα όνειρα και τις

αναμνήσεις του Η ελιά κάθε μέρα και πιο

όμορφη

Ένα πρωί του Νοέμβρη ο γεωργός άπλωσε πανιά

κι άρχισε να την ραβδίζει Πάνε οι ελιές πάνε

τα φύλλα πάει η ομορφιά

Η ελιά μέσα στα αναφιλητά της μονολογούσε

-Μ αγαπούσε και με χάλασε Πως εννοεί ο

άνθρωπος την αγάπη Έλεγε και ξανάλεγε

Τότε ακούει μια μαργαρίτα να της λέει

-Άκουσε να σου πω Ο άνθρωπος δεν ξέρει την

αγάπη

Μην τον παρεξηγείς Κοίταξε εμένα που μια

ζωή με μαδάει για να μάθειhellip

Το καλάμι κι η ελιά

Μια φορά δίπλα σε μια ελιά είχε φυτρώσει ένα καλάμιΗ ελιά ήταν ένα μεγάλο και δυνατό δέντρο με πολλά κλαδιά πουκρατούσαν τα φύλλα τους όλη τη χρονιά και κάθε δυο χρόνιαέγερναν από το βάρος του καρπού

Το καλάμι πάλι ήτανε ψηλόλιγνο με καταπράσινα στενόμακρα φύλλα με ωραιότατα παράξενα λουλούδια που έμοιαζαν με τσαμπιά κι είχανε το σχήμα του αδραχτιού

Η ελιά καυχιόταν ολοένα

-Τι είσαι συ μπροστά μου έλεγε στο καλάμιΕγώ είμαι ένα δέντρο μεγάλο δυνατό ευλογημένο Οι άνθρωποι με λατρεύουνγιατί τους δίνω τις ελιές και το λάδι μου τους δίνω ξερόκλαδα για να ζεσταίνονταιτους δίνω ξύλα για να φτιάχνουν ακριβά έπιπλα Είμαι μεγάλη ψηλή γερήκαι συ είσαι ένα αδύναμο πραγματάκι που λυγίζεις μπροστά σrsquo όλους τους ανέμους και τους προσκυνάς Δεν μπορώ να καταλάβω πώς έχεις την τόλμη να φυτρώνεις πλάι μου

Το καημένο το καλάμι

που ήταν από φυσικού

του ντροπαλό ταrsquo

άκουγε όλα αυτά και

δεν έλεγε τίποτα κι

ούτε και θύμωνε γιατί

αυτό δεν είχε να

καυχηθεί για τίποτα

Ήρθε ένας χειμώνας όμως βαρύς κι άρχισε να

φυσάει ένας αέρας δαιμονισμένος

που χτυπούσε με μανία την ελιά ώσπου στο

τέλος την ξερίζωσε

Το καλάμι με το πρώτο φύσημα του ανέμου

έγειρε λυγερό όπως ήτανε

προς το νερό κι έτσι ο άνεμος περνούσε από

πάνω του χωρίς να το πειράξει

Κι όταν η καταιγίδα σταμάτησε κι ο άνεμος

έπαψε να φυσάει

η ελιά απόμεινε πεσμένη στο χώμα και το

καλάμι σηκώθηκε

πάλι όρθιο και λυγερό όπως και πριν

Βλέπετε το καλάμι ήξερε να υποχωρεί εκεί που

ένιωθε ότι δεν είχε δύναμη νrsquo αντισταθεί ενώ

η ελιά πλήρωσε με τη ζωή της την

υπερηφάνειά της

Ο Μανωλιός και η γέρικη ελιά

Μια φορά και έναν καιρό όταν ο ζεστός άνεμος

φυσούσε και τα δέντρα λυπημένα έγερναν τα

κουρασμένα φυλλώματά τους ένα παλικάρι

που τον έλεγαν Μανωλιό πήγαινε τα πότιζε

και τους έκανε συντροφιά Τrsquo άλλα παλικάρια

του χωριού ζήλευαν τις χάρες και την καρδιά

του Μανωλιού Ψιθύριζαν λόγια άσχημα

μεταξύ τους δίχως να καταλαβαίνουν ότι αυτό

που έκαναν δεν ήταν σωστό

Μια μέρα κάθισαν κάτω από τον ίσκιο μιας

γέρικης ελιάς για να ξαποστάσουν Ξαφνικά

άκουσαν ένα θρόισμα γύρισαν τα κεφαλάκια

τους και από το κέντρο του κορμού της ελιάς

είδανε ένα χαμογελαστό πρόσωπο που με

ανθρώπινη μιλιά τους είπε

Αυτό το δέντρο που στον ίσκιο του ήρθατε να ξεκουραστείτε ξέρετε ποιος το ποτίζει

Όχι απάντησαν εκείνοι

Ο Μανωλιός που κοροϊδεύετε αποκρίθηκε το δέντρο

Εκείνοι ντροπιασμένοι έφυγαν με σκυμμένο το κεφάλι Στο δρόμο συνάντησαν τον Μανωλιό

Καλημέρα είπαν με μία φωνή Σήμερα θα έρθουμε μαζί σου να σε βοηθήσουμε να ποτίσεις τα δέντρα

Έτσι κι έγινε Από τότε έγιναν φίλοι Κάθε

απόγευμα πότιζαν τα δέντρα κι ύστερα κάτω

από τα φυλλώματα της γέρικης ελιάς άρχιζαν

το τραγούδι που μιλούσε για χώρες

παράξενε για ζούγκλες με πολύχρωμους

παπαγάλους για ινδιάνους με κιτρινοκόκκινα

φτερά στα καπέλα τους και ιδιαίτερα

τραγουδούσαν για την συμπόνια και την

ευαίσθητη καρδιά των ανθρώπων

Μια μέρα που ο ήλιος γίνηκε πορφυρός και

κρύφτηκε πίσω από τα βουνά ο Μανωλιός

πήγε μόνος του πότισε την γέρικη ελιά

ξάπλωσε και τον πήρε ένας βαθύς ύπνος Τότε

είδε πως μέσα στην κουφάλα της γέρικης ελιάς

είχανε στήσει ένα πανέμορφο παλάτι γεμάτο

κόσμο που χόρευε και γλένταγε

Θα πάω κι εγώ είπε δειλά δειλά ο Μανωλιός

bull Όσο προχωρούσε τόσο τα φώτα

μεγάλωναν ώσπου έφτασε στο κέντρο Εκεί

ένας βασιλιάς καθόταν σrsquoένα χρυσαφένιο

θρόνο Πίσω του στεκόταν μια Σφίγγα

άγαλμα Πήρε ανθρώπινη μιλιά αρχίζοντας να

λέει καλωσορίσματα στον Μανωλιό Εκείνος

χαμογελαστός χαιρέτησεμα τι να δει Σrsquoέναν

καθρέπτη που βρέθηκε μπροστά του ο

Μανωλιός ήταν ντυμένος πρίγκιπας

bull Πω πω Τι όμορφος που είμαι Αναφώνησε

Ξαφνικά υπηρέτες έστρωσαν ένα κόκκινο

χαλί για να περάσει ο Μανωλιός και αυτοί

αριστερά και δεξιά τον προσκυνούσαν Όταν

πέρασε τον διάδρομο με το κόκκινο χαλί

στάθηκε στον βασιλιά που του είπε

Καλόκαρδο και πονόψυχο παλικάρι Εσύ πότιζες

το δέντρο κι έτσι μπόρεσε το παλάτι μου να

βρίσκεται εδώ με όλους τους ανθρώπους

μου διαφορετικά αν το άφηνες να ξεραθεί από

το ζεστό άνεμο τώρα δεν θα

υπήρχαμε Γιrsquoαυτό αξίζεις να γίνεις γιος μου

να παντρευτείς την Βασιλοπούλα και με

δικαιοσύνη αγάπη και φρόνηση να γίνεις εσύ

ο καινούριος Βασιλιάς λύνοντας έτσι τα μάγια

της κακιάς νεράιδας που μας είχε

καταδικασμένους

Έτσι κι έγινε Ο Μανωλιός έγινε βασιλιάς με

τιμές και δόξες διότι ήξερε την γλώσσα της

καρδιάς που πάντα μας διδάσκει πόσο καλό

είναι να είσαι άνθρωπος Από τότε ο

Μανωλιός έμεινε στο παλάτι και κανείς ακόμα

δεν ξέρει τι ταξίδι ακολούθησε στον χρόνο του

ύπνου του άφησε όμως πίσω του τον

πραγματικό θησαυρό της καλοσύνης και της

αγάπης

ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Ο μαγικός ελαιώνας

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα παιδάκι που

το έλεγαν Λευτέρη Κάθε χρόνο το καλοκαίρι

μόλις έκλειναν τα σχολεία πήγαινε διακοπές

στο σπίτι της γιαγιάς του

Ένα καλοκαίρι έζησε μια σπουδαία περιπέτεια

Μια μέρα που η γιαγιά του είχε πάει για ψώνια

στην κοντινή πόλη ο Λευτέρης αποφάσισε να

εξερευνήσει τη σοφίτα του σπιτιού

Ανέβηκε προσεκτικά τη στριφογυριστή ξύλινη

σκάλα και στάθηκε αναποφάσιστος μπροστά

στην κλειστή πόρτα Πήρε μια βαθιά ανάσα

και την έσπρωξε δυνατά Πόσο σκοτεινά ήταν ό-

λα εκεί μέσα Ο Λευτέρης σκόνταψε σ΄ ένα πα-

λιό μπαούλο

Το άνοιξε γεμάτος περιέργεια Και τι δε βρήκε

Ολόκληρο θησαυρό Παλιά βιβλία του παππού

φορέματα της γιαγιάς παιχνίδια της μητέρας

του όταν ήταν παιδί Κάτω κάτω ήταν

τσαλακωμένο ένα κιτρινισμένο χαρτί Το

ξετύλιξε βιαστικά και τι να δει Ένας παλιός

χάρτης με σχεδιάγραμμα Αμέσως τον άρπαξε

κι άρχισε το ταξίδι του

Περπάτησε ώρες πολλές Πέρασε την πεδιάδα

με τα κίτρινα στάχυα το γεφυράκι του μικρού

ποταμού ώσπου έφτασε στο τέλος σε έναν

κάμπο γεμάτο ελιές

Διάλεξε την πιο μεγάλη ελιά και κάθισε να

ξεκουραστεί ακουμπώντας στο γέρικο κορμό

της

Ξαφνικά άκουσε μια απαλή φωνή Έμοιαζε

με της γιαγιάς του Κοίταξε γύρω του μα δεν

είδε κανέναν Η φωνή συνέχισε να του μιλάει

τρυφερά Ο Λευτέρης γεμάτος περιέργεια

άρχισε να παρατηρεί προσεχτικά το γέρικο

κορμό τα πελώρια κλαδιά και τ΄ ασημένια

φύλλα της ελιάς Τότε κατάλαβε ποιος του

μιλούσε Έκπληκτος άγγιξε απαλά το υπέροχο

αυτό δέντρο και μοιράστηκε μαζί του όλα του

τα μυστικά

Από εκείνη την ημέρα ο Λευτέρης πήγαινε

καθημερινά στο μαγικό αυτό ελαιώνα

Καθόταν ώρες στη σκιά της αγαπημένης του

ελιάς κι άκουγε τις πιο ωραίες ιστορίες

Ο καιρός πέρασε γρήγορα κι ήρθε η μέρα που

έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι του Έτρεξε στο

μαγικό ελαιώνα κι αγκάλιασε κλαίγοντας το

αγαπημένο του δέντρο Η ελιά έγειρε τα

κλαδιά της και χάιδεψε τα μαλλιά του laquo Μη

στενοχωριέσαιraquo του ψιθύρισε laquo Κόψε ένα

κλαράκι μου και πάρ΄ το μαζί σου Φύτεψέ το

στην αυλή του σπιτιού σου κι εγώ θα είμαι

πάντα κοντά σουraquo

Έτσι κι έγινε Ένα καινούριο ολόδροσο

δεντράκι φύτρωσε στον κήπο του Λευτέρη Κι

από τότε δεν χώρισαν ποτέ

Οι μαγικοί σπόροι

Μια φορά κι έναν καιρό σ΄ ένα μακρινό

χωριουδάκι ζούσε με τη γιαγιά του ένα μικρό

κορίτσι που το έλεγαν Ελπίδα Το σπιτάκι τους

ήταν πολύ φτωχικό Δύσκολα τα έβγαζαν πέρα

Ο περασμένος χειμώνας ήταν πολύ βαρύς

Τα πρώτα χιόνια έπεσαν νωρίς κι ο κρύος

βοριάς σφύριζε μανιασμένα Κάθε πρωί η

γιαγιά με την εγγονή της πήγαιναν στο δάσος

και μάζευαν φρούτα και ξύλα για να

ζεσταθούν

Μια μέρα ο άνεμος φυσούσε άγρια κι ο ήλιος

είχε κρυφτεί πίσω από τα βαριά μαύρα

σύννεφα Η Ελπίδα άφησε τη γιαγιά της στο

κρύο σπιτάκι τους τυλίχτηκε σφιχτά με το

σάλι της και ξεκίνησε για το δάσος Τα πόδια

και τα χέρια της είχαν παγώσει Τα μαλλιά και

τα ρούχα της είχαν βραχεί από την ξαφνική

μπόρα Και το σπουδαιότερο δεν μπορούσε να

γυρίσει πίσω γιατί δεν είχε μαζέψει ακόμη

τίποτα Αποφάσισε τότε να μπει για λίγο σε

μια σπηλιά που βρήκε στο δρόμο της και να

περιμένει

Έτρεμε από το κρύο και

από το φόβο της Είχε αρ

χίσει να νυχτώνει και η

γιαγιά της σίγουρα θα

ανησυχούσε Ξαφνικά

ένα απόκοσμο φως γέμι

σε τη σπηλιά και μια πα

νέμορφη νεράιδα πα

ρουσιάστηκε μπροστά

της

Της χαμογέλασε γλυκά και της χάιδεψε απαλά τα μαλλιά Κρατούσε ένα μικρό σακουλάκι που το άφησε προσεκτικά στα χέρια της Ελπίδας laquoΌταν πας σπίτι σου να το ανοίξεις και να κάνεις ότι ακριβώς σου πει η γιαγιά σου Αυτή ξέρειraquo της είπε τρυφερά και χάθηκε στο σκοτάδι της σπηλιάς Το κορίτσι κρατώντας το γερά έτρεξε χαρούμενο στο φτωχικό του σπιτάκι Τα μάτια του έλαμπαν από ενθουσιασμό καθώς έδειχνε στη γιαγιά του το δώρο της νεράιδας

Η γιαγιά ψηλάφησε τους μεγάλους γυαλιστερούς σπόρους τους έβαλε στη χούφτα της Ελπίδας και της είπε να τους φυτέψει στην αυλή Έτσι ακριβώς έκανε το μικρό κορίτσι Τους έχωσε βαθιά στο έδαφος και τους σκέπασε με φρέσκο χώμα Την άνοιξη οι σπόροι φύτρωσαν και γρήγορα έγιναν μεγάλα δέντρα με υπέροχο σταχτοπράσινο φύλλωμα Ήταν φουντωτές ελιές που αγκάλιασαν το μικρό σπιτάκι Ήρθε το φθινόπωρο και τα κλαδιά τους γέμισαν ευλογημένο καρπό

Από τότε η Ελπίδα κι η γιαγιά της έζησαν

ευτυχισμένες βοηθώντας κάθε κουρασμένο

περαστικό

Η αξία της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό σrsquo ένα μακρινό

χωριό όλοι οι άνθρωποι ζούσαν ευτυχισμένοι

Είχαν πολλά κτήματα εκτιμήσει πλούσια

γεμάτα ελιές Ποτέ όμως δεν είχαν σωστά την

αξία τους

Κάποια μέρα καθώς έπαιζαν δυο παιδιά η

Μαρία και ο Νίκος εμφανίστηκε μπροστά

τους ένας άγνωστος άντρας Τους μίλησε για

τα ελαιόδεντρα και τη χρησιμότητά τους Τους

είπε πως πρέπει να τα φροντίζουν και να τα

αγαπούν

Μετά από αρκετές ημέρες έγινε κάτι φοβερό

Στο χωριό έπεσε μεγάλη κατάρα Όλα τα χωράφια με τα ελαιόδεντρα καταστράφηκαν

Η Μαρία και ο Νίκος αμέσως κατάλαβαν πως έπρεπε να πάνε να βρουν τον μυστήριο αυτό άντρα που τους είχε επισκεφτεί

Τους είχε πει πως ζούσε στο δάσος Αυτό όμως δεν ήταν και τόσοhellip συνηθισμένο δάσος Έλεγαν πως στις κουφάλες των δέντρων ζούσαν φαντάσματα και πως το μέγεθος των ζώων ήταν υπερφυσικό

Φοβόντουσαν πάρα πολύ Περπάτησαν

ατελείωτες ώρες στη σκιά των πελώριων

δέντρων Με τη βοήθεια ενός λιονταριού

κατάφεραν να βρουν τον πύργο του άντρα που

έψαχναν

Χτύπησαν την πόρτα

αλλά κανείς δεν τους

άνοιξε Αποφάσισαν

να περιμένουν Δεν

κατάλαβαν πόσος

χρόνος πέρασε καιhellip

η πόρτα άνοιξε μόνη

της

Τα παιδιά μπήκαν γεμάτα περιέργεια στον

πύργο Ανέβηκαν διστακτικά την παλιά

στριφογυριστή σκάλα που τα οδήγησε σrsquo έ-

να επιβλητικό δωμάτιο Εκεί εργαζόταν ο

μυστηριώδης άντρας που είχαν γνωρίσει

Αμέσως κατάλαβαν πως ήταν μάγος Τους

αποκάλυψε αμέσως το όνομά του τον έλεγαν

Άλφρεντ Άρχισαν λοιπόν να του μιλούν για

το πρόβλημά τους Ο μάγος τα άκουσε προσε-

κτικά και τους είπε τι πρέπει να κάνουν

Έπρεπε να περάσουν τρεις δοκιμασίες Μόνο

έτσι θα έφευγε η κατάρα

Στο χωριό όλοι οι κάτοικοι περνούσαν δύσκο-

λα Από πλούσιοι είχαν γίνει φτωχοί και χωρίς

την ελιά και το λάδι της δεν μπορούσαν να ζή-

σουν Κατάλαβαν έτσι την αξία της αλλά ήταν

πλέον αργά Ή μάλλον σχεδόν αργά

Όταν τα παιδιά επέστρεψαν διηγήθηκαν σε

όλους όλα όσα τους συνέβησαν Τους είπαν για

το μάγο και τις τρεις δοκιμασίες που έπρεπε να

περάσουν Το πρόβλημα όμως ήταν πως δεν

τους είχε πει ποιες ήταν αυτές οι δοκιμασίες

ποιοι θα τις περνούσαν και πότε

Οι μέρες περνούσαν

αργά και βασανιστικά

μετά από δυο μήνες στο

χωριό εμφανίστηκε ένα

μικρό κορίτσι Χτύπησε

την πόρτα ενός σπιτιού

και ζήτησε λίγο φαγητό

Η οικογένεια όμως Το έ-

διωξε Το κορίτσι ήταν

Ο μάγος Άλφρεντ μεταμορ-

φωμένος Αυτή ήταν η πρώ-

τη δοκιμασία που δυστυχώς

όμως απέτυχαν

Αφού πέρασε μια εβδομάδα περίπου ένα μι-

κρό άγνωστο αγόρι εμφανίστηκε σε μια ομάδα

παιδιών και τους ζήτησε να παίξει μαζί τους Η

Μαρία και ο Νίκος όχι μόνο το δέχτηκαν αλλά

το άφησαν να διαλέξει το παιχνίδι που θα έπαι-

ζαν

_ Εσύ Νίκο θα είσαι ο αγρότης Εγώ θα είμαι η

ελιά και Μαρία θα είναι οι καρποί μου είπε το

αγόρι

Τα παιδιά συμφώνησαν κι άρχισαν όλα μαζί να

παίζουν Ο μάγος τότε παρατήρησε τον τρόπο

που ο Νίκος περιποιόταν την ελιά και πόσο χαι-

ρόταν όταν μάζευε τους καρπούς της Αυτή ήταν

η δεύτερη δοκιμασία και τα παιδιά την πέρασαν

με επιτυχία

Πέρασε αρκετός καιρός ώσπου έφτασε η ώρα

για την τρίτη δοκιμασία Μια μέρα ήρθε στο χω-

ριό ένας πλανόδιος έμπορος Πουλούσε από σπό-

ρους μέχρι και μαγικά αντικείμενα Οι τιμές όμως

ήταν πολύ υψηλές Ο Νίκος με τον πατέρα του ζή-

τησαν να δουν τους σπόρους που είχε

_Έχω σπόρους συκιάς πορτοκαλιάς μηλιάς και

τον τελευταίο σπόρο ελιάς είπε ο άντρας

_Τον τελευταίο Ρώτησε ο Νίκος

_ Ναι Τον τελευταίο

_Δεν υπάρχει άλλος

_Όχι

_Ούτε ένας

_Τίποτα

_Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Ναι Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Είστε σίγουρος για αυτό

_Απολύτως

Ο Νίκος δεν πίστευε στ΄ αυτιά τουΤότε ζήτη-

σε αμέσως απόν τον πατέρα του να αγοράσει τον

τελευταίο σπόρο ελιάς σ΄ ολόκληρη τη γη Η τι-

μή του όμως ήταν πολύ πάρα πολύ υψηλή Εκα-

τό χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Γιε μου δεν έχουμε τόσα χρήματα Μπορούμε

όμως να πουλήσουμε τα τέσσερα κτήματά μας

_Ναι να τα δώσουμε Θα μας μείνει η αυλή του

σπιτιού Εκεί θα φυτέψουμε τον πολύτιμο σπόρο

Τότε εμφανίστηκε ο μάγος Άλφρεντ

_Δίνω διακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα είπε

ο μάγος

_Άλφρεντ δεν είναι τίμιο είπε ο Νίκος

Προλάβαμε

εμείς να αγοράσουμε αυτόν το σπόρο

_Δίνω τριακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Τότε εγώ θα δώσω και το σπίτι μου είπε ο πα-

τέρας του Νίκου

_Ναι αλλά hellip αυτά είναι λιγότερα από τα χρή-

ματα που μου δίνει ο μάγος είπε ο έμπορος

_Τότε και εγώ θα δώσω όσα χρήματα έχω στον

κουμπαρά μου είπε η Μαρία

_Κι εγώ φώναξε ο Βασίλης

_Εγώ θα δώσω το μοναδικό κτήμα που έχω είπε

ο κύριος Βαγγέλης

_Και εγώ φώναξε η κυρία Βαρβάρα

_Ναι Και εμείς θα δώσουμε ότι έχουμε στους

κουμπαράδες μας φώναξαν δυνατά όλα τα

παιδιά που ήταν μαζεμένα στην πλατεία του

χωριού

Όλοι άρχισαν να δίνουν χρήματα σπίτια

έπιπλα χωράφια και μαγαζιά μέχρι που κέρδι-

σαν το μάγο Άλφρεντ και αγόρασαν το σπόρο

της ελιάς Από τη στιγμή που τον φύτεψαν το

πρόσεχαν πάρα πολύ

Μετά από χρόνια όταν οι χωρικοί μάζεψαν

τους καρπούς αυτής της ελιάς διαπίστωσαν ότι

είχε το πιο νόστιμο λάδι Τότε ο μάγος

πείστηκε πως όλοι είχαν καταλάβει την αξία

της και γέμισε ξανά όλα τα χωράφια τους με

ελαιόδεντρα

ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α

Κουκάκη Κατερίνα

Μπογκντάνι Γκισέλα

Καρυώτης Γιώργος

Αθανασόπουλος Στέφανος

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 33: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

bull Αν δε σφίξεις την ελιά δε βγάζει λάδι

bull Άκουσες λάδι τρέχα άκουσες στεφάνι φεύγα

bull Όποιος έχει σιτάρι κρασί και λάδι στο πιθάρι

έχει του κόσμου τα καλά και του θεού τη χάρη

bull Ξεφόρτωσέ τη την ελιά να σε φορτώσει λάδι

bull Δεν τρώγεται ούτε με το λάδι ούτε με το ξύδι

bull Η αλήθεια πλέει σαν το λάδι στο νερό

bull Κάθε σταλαματιά νερό τ Απρίλη είναι ένα

βαρέλι λάδι

ΑΙΝΙΓΜΑΤΑ

Από κλαδάκι κρέμεται

Στην αγορά πουλιέται

Το εξωτερικό της τρώγεται

Το μέσα της πετιέται

Τι είναι Η ελιά

Μάνα και θυγατέρα

έχουν το ίδιο όνομα

Μάντεψε ποιο όνομα έχουν κι οι δυο

Ελιά

Κι όταν έρθει ο Οκτώβρης

ωριμάζω πιο πολύ

πρασινίζω και μαυρίζω

και γεμίζω το σακί

Τι είμαι Η ελιά

Δεν πεθαίνει κι αν περάσουν

Χρόνια εκατό και χίλια

Μας χορταίνει μας φροντίζει

Μας ανάβει τα καντήλια

Τι είναι

Η ελιά

Στα δέντρα πάνω κρέμεται

Στις εκκλησιές κοιμάται

Και τα χρυσά της κόκαλα

Μες στη φωτιά τα βάζω

Τι είναι

Η ελιά

Πράσινα είνrsquo τα νιάτα μου

μαύρα τα γερατειά μου

χαροποιά η θλίψη μου

θροφή τα δάκρυά μου

Τί είναι

Η ελιά

ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Το παραμύθι της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σε μια φτωχογειτονιά

ένα φτωχό μα πολύ καλόκαρδο κορίτσι που το έλεγαν

Ελιά

Κάθε μέρα η Ελιά γύριζε τη γειτονιά της έβλεπε τον

κόσμο να ζει φτωχός και δυστυχισμένος και γύριζε

στο σπίτι της πολύ στενοχωρημένη

Κάτι πρέπει να κάνω να τους βοηθήσω σκεφτόταν Κι

από την άλλη μέρα κιόλας άρχισε Βγήκε στη

γειτονιά κράτησε τα παιδιά της γειτόνισσας για να

πάει να δουλέψει και να μπορεί να φέρει στα παιδιά

της λίγο φαΐ

Μια άλλη μέρα πήγε στη γριούλα που ήταν άρρωστη της μαγείρεψε της σκούπισε το σπίτι την έπλυνε την ταΐσε Την άλλη μέρα πάλι έβγαλε τον παράλυτο γέρο με το καρότσι του βόλτα για να πάρει αέρα και ήλιο

Τα βράδια γύριζε κατάκοπη μα ευχαριστημένη που είχε καταφέρει να δώσει λίγη χαρά στους φτωχούς ανθρώπους

Οι μέρες περνούσαν κι η Ελιά όλο δούλευε όσο αδυνάτιζε Μα έβλεπε πως ότι κι αν έκανε ο κόσμος ήταν πάντα φτωχός και δυστυχισμένοςΑυτό τη στενοχωρούσε πάρα πολύ κι έτσι στενοχωρημένη κάθισε στην αυλή του σπιτιού της και συλλογιζόταν

- Τι να κάνω τι να κάνω Δεν μπορώ να βλέπω τόση δυστυχία Το σπουργίτι που την είδε τόσο στενοχωρημένη - και που την αγαπούσε γιατί κάθε μέρα του έριχνε σπόρους και ψίχουλα - δεν άντεξε και πέταξε βαθιά στο δάσος

Εκεί βρήκε την καλή νεράιδα και της είπε- Τρέξε καλή νεράιδα η Ελιά είναι πολύ στενοχωρημένη χλωμή κι αδύνατη

Η καλή νεράιδα ανήσυχη έτρεξε στην αυλή της Ελιάς και τη ρώτησε- Τι έχεις Ελιά μου κι είσαι τόσο λυπημένη- Αχ καλή μου νεράιδα Δεν μπορώ να βλέπω τόση φτώχεια και δυστυχία γύρω μου- Και τι θέλεις δηλαδή- θέλω να τους γίνω χρήσιμη θέλω να τους προσφέρω κάτι πολύτιμο που να τους δώσει ζωή και χαρά

-Το θέλεις αλήθεια τόσο πολύ

- Και βέβαια το θέλω δε βλέπεις πως έλιωσα

από τη στενοχώρια μου

- Τότε σταμάτησε να στενοχωριέσαι θα σε κάνω

αυτό που θέλεις Και τσουπ την άγγιξε με το

ραβδάκι της κι αμέσως η Ελιά έγινε ένα

μεγάλο δέντρο που έβγαλε φύλλα

λουλουδάκια άσπρα που έγιναν ελιές

πράσινες μωβ μαύρες

Έπεσαν στη γη τα κουκούτσια φύτρωσαν

έγιναν δεντράκια και σχημάτισαν ένα μεγάλο

ελαιώνα

Ήρθαν οι γείτονες μάζεψαν τις ελιές έβγαλαν

λάδι έφαγαν χόρτασαν ρόδισαν τα μαγουλά

τους ζωήρεψαν κι άρχισαν να χαμογελούν και

να ζουν ευτυχισμένοι

Για να ευχαριστήσουν την ελιά και να της

δείξουν την αγάπη τους πήραν το λάδι τους

το έβαλαν στο καντήλι για να θυμίζουν στην

Παναγιά και στο Χριστό την καλοσύνη της

ελιάς και την αγάπη της για τον κόσμο

Κι η Παναγιά με τη σειρά της την ευλόγησε Κι

ο Χριστός κάτω απ την ελιά ήρθε και

ξεκουράστηκε

Κι εκείνη καμάρωνε ευχαριστημένη στη μέση

στον ελαιώνα και φρόντιζε όταν έρχονται οι

άνθρωποι να τη μαζέψουν να ναι γεμάτη

ελιές να χορταίνουν οι φτωχοί και να

φωτίζονται απ τις καντήλες όλες οι εκκλησιές

Η μικρή ελιά

Η μικρή ελιά για πρώτη φορά γέμισε καρπό

Ο γεωργός την αγαπούσε γιατί του θύμιζε την

πρώτη του αγάπη κοντούλα και στρουμπουλή

Της είχε φτιάξει ένα περιδέραιο με

ασπρισμένες πέτρες και συχνά καθόταν και

κουβέντιαζε μαζί της τα όνειρα και τις

αναμνήσεις του Η ελιά κάθε μέρα και πιο

όμορφη

Ένα πρωί του Νοέμβρη ο γεωργός άπλωσε πανιά

κι άρχισε να την ραβδίζει Πάνε οι ελιές πάνε

τα φύλλα πάει η ομορφιά

Η ελιά μέσα στα αναφιλητά της μονολογούσε

-Μ αγαπούσε και με χάλασε Πως εννοεί ο

άνθρωπος την αγάπη Έλεγε και ξανάλεγε

Τότε ακούει μια μαργαρίτα να της λέει

-Άκουσε να σου πω Ο άνθρωπος δεν ξέρει την

αγάπη

Μην τον παρεξηγείς Κοίταξε εμένα που μια

ζωή με μαδάει για να μάθειhellip

Το καλάμι κι η ελιά

Μια φορά δίπλα σε μια ελιά είχε φυτρώσει ένα καλάμιΗ ελιά ήταν ένα μεγάλο και δυνατό δέντρο με πολλά κλαδιά πουκρατούσαν τα φύλλα τους όλη τη χρονιά και κάθε δυο χρόνιαέγερναν από το βάρος του καρπού

Το καλάμι πάλι ήτανε ψηλόλιγνο με καταπράσινα στενόμακρα φύλλα με ωραιότατα παράξενα λουλούδια που έμοιαζαν με τσαμπιά κι είχανε το σχήμα του αδραχτιού

Η ελιά καυχιόταν ολοένα

-Τι είσαι συ μπροστά μου έλεγε στο καλάμιΕγώ είμαι ένα δέντρο μεγάλο δυνατό ευλογημένο Οι άνθρωποι με λατρεύουνγιατί τους δίνω τις ελιές και το λάδι μου τους δίνω ξερόκλαδα για να ζεσταίνονταιτους δίνω ξύλα για να φτιάχνουν ακριβά έπιπλα Είμαι μεγάλη ψηλή γερήκαι συ είσαι ένα αδύναμο πραγματάκι που λυγίζεις μπροστά σrsquo όλους τους ανέμους και τους προσκυνάς Δεν μπορώ να καταλάβω πώς έχεις την τόλμη να φυτρώνεις πλάι μου

Το καημένο το καλάμι

που ήταν από φυσικού

του ντροπαλό ταrsquo

άκουγε όλα αυτά και

δεν έλεγε τίποτα κι

ούτε και θύμωνε γιατί

αυτό δεν είχε να

καυχηθεί για τίποτα

Ήρθε ένας χειμώνας όμως βαρύς κι άρχισε να

φυσάει ένας αέρας δαιμονισμένος

που χτυπούσε με μανία την ελιά ώσπου στο

τέλος την ξερίζωσε

Το καλάμι με το πρώτο φύσημα του ανέμου

έγειρε λυγερό όπως ήτανε

προς το νερό κι έτσι ο άνεμος περνούσε από

πάνω του χωρίς να το πειράξει

Κι όταν η καταιγίδα σταμάτησε κι ο άνεμος

έπαψε να φυσάει

η ελιά απόμεινε πεσμένη στο χώμα και το

καλάμι σηκώθηκε

πάλι όρθιο και λυγερό όπως και πριν

Βλέπετε το καλάμι ήξερε να υποχωρεί εκεί που

ένιωθε ότι δεν είχε δύναμη νrsquo αντισταθεί ενώ

η ελιά πλήρωσε με τη ζωή της την

υπερηφάνειά της

Ο Μανωλιός και η γέρικη ελιά

Μια φορά και έναν καιρό όταν ο ζεστός άνεμος

φυσούσε και τα δέντρα λυπημένα έγερναν τα

κουρασμένα φυλλώματά τους ένα παλικάρι

που τον έλεγαν Μανωλιό πήγαινε τα πότιζε

και τους έκανε συντροφιά Τrsquo άλλα παλικάρια

του χωριού ζήλευαν τις χάρες και την καρδιά

του Μανωλιού Ψιθύριζαν λόγια άσχημα

μεταξύ τους δίχως να καταλαβαίνουν ότι αυτό

που έκαναν δεν ήταν σωστό

Μια μέρα κάθισαν κάτω από τον ίσκιο μιας

γέρικης ελιάς για να ξαποστάσουν Ξαφνικά

άκουσαν ένα θρόισμα γύρισαν τα κεφαλάκια

τους και από το κέντρο του κορμού της ελιάς

είδανε ένα χαμογελαστό πρόσωπο που με

ανθρώπινη μιλιά τους είπε

Αυτό το δέντρο που στον ίσκιο του ήρθατε να ξεκουραστείτε ξέρετε ποιος το ποτίζει

Όχι απάντησαν εκείνοι

Ο Μανωλιός που κοροϊδεύετε αποκρίθηκε το δέντρο

Εκείνοι ντροπιασμένοι έφυγαν με σκυμμένο το κεφάλι Στο δρόμο συνάντησαν τον Μανωλιό

Καλημέρα είπαν με μία φωνή Σήμερα θα έρθουμε μαζί σου να σε βοηθήσουμε να ποτίσεις τα δέντρα

Έτσι κι έγινε Από τότε έγιναν φίλοι Κάθε

απόγευμα πότιζαν τα δέντρα κι ύστερα κάτω

από τα φυλλώματα της γέρικης ελιάς άρχιζαν

το τραγούδι που μιλούσε για χώρες

παράξενε για ζούγκλες με πολύχρωμους

παπαγάλους για ινδιάνους με κιτρινοκόκκινα

φτερά στα καπέλα τους και ιδιαίτερα

τραγουδούσαν για την συμπόνια και την

ευαίσθητη καρδιά των ανθρώπων

Μια μέρα που ο ήλιος γίνηκε πορφυρός και

κρύφτηκε πίσω από τα βουνά ο Μανωλιός

πήγε μόνος του πότισε την γέρικη ελιά

ξάπλωσε και τον πήρε ένας βαθύς ύπνος Τότε

είδε πως μέσα στην κουφάλα της γέρικης ελιάς

είχανε στήσει ένα πανέμορφο παλάτι γεμάτο

κόσμο που χόρευε και γλένταγε

Θα πάω κι εγώ είπε δειλά δειλά ο Μανωλιός

bull Όσο προχωρούσε τόσο τα φώτα

μεγάλωναν ώσπου έφτασε στο κέντρο Εκεί

ένας βασιλιάς καθόταν σrsquoένα χρυσαφένιο

θρόνο Πίσω του στεκόταν μια Σφίγγα

άγαλμα Πήρε ανθρώπινη μιλιά αρχίζοντας να

λέει καλωσορίσματα στον Μανωλιό Εκείνος

χαμογελαστός χαιρέτησεμα τι να δει Σrsquoέναν

καθρέπτη που βρέθηκε μπροστά του ο

Μανωλιός ήταν ντυμένος πρίγκιπας

bull Πω πω Τι όμορφος που είμαι Αναφώνησε

Ξαφνικά υπηρέτες έστρωσαν ένα κόκκινο

χαλί για να περάσει ο Μανωλιός και αυτοί

αριστερά και δεξιά τον προσκυνούσαν Όταν

πέρασε τον διάδρομο με το κόκκινο χαλί

στάθηκε στον βασιλιά που του είπε

Καλόκαρδο και πονόψυχο παλικάρι Εσύ πότιζες

το δέντρο κι έτσι μπόρεσε το παλάτι μου να

βρίσκεται εδώ με όλους τους ανθρώπους

μου διαφορετικά αν το άφηνες να ξεραθεί από

το ζεστό άνεμο τώρα δεν θα

υπήρχαμε Γιrsquoαυτό αξίζεις να γίνεις γιος μου

να παντρευτείς την Βασιλοπούλα και με

δικαιοσύνη αγάπη και φρόνηση να γίνεις εσύ

ο καινούριος Βασιλιάς λύνοντας έτσι τα μάγια

της κακιάς νεράιδας που μας είχε

καταδικασμένους

Έτσι κι έγινε Ο Μανωλιός έγινε βασιλιάς με

τιμές και δόξες διότι ήξερε την γλώσσα της

καρδιάς που πάντα μας διδάσκει πόσο καλό

είναι να είσαι άνθρωπος Από τότε ο

Μανωλιός έμεινε στο παλάτι και κανείς ακόμα

δεν ξέρει τι ταξίδι ακολούθησε στον χρόνο του

ύπνου του άφησε όμως πίσω του τον

πραγματικό θησαυρό της καλοσύνης και της

αγάπης

ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Ο μαγικός ελαιώνας

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα παιδάκι που

το έλεγαν Λευτέρη Κάθε χρόνο το καλοκαίρι

μόλις έκλειναν τα σχολεία πήγαινε διακοπές

στο σπίτι της γιαγιάς του

Ένα καλοκαίρι έζησε μια σπουδαία περιπέτεια

Μια μέρα που η γιαγιά του είχε πάει για ψώνια

στην κοντινή πόλη ο Λευτέρης αποφάσισε να

εξερευνήσει τη σοφίτα του σπιτιού

Ανέβηκε προσεκτικά τη στριφογυριστή ξύλινη

σκάλα και στάθηκε αναποφάσιστος μπροστά

στην κλειστή πόρτα Πήρε μια βαθιά ανάσα

και την έσπρωξε δυνατά Πόσο σκοτεινά ήταν ό-

λα εκεί μέσα Ο Λευτέρης σκόνταψε σ΄ ένα πα-

λιό μπαούλο

Το άνοιξε γεμάτος περιέργεια Και τι δε βρήκε

Ολόκληρο θησαυρό Παλιά βιβλία του παππού

φορέματα της γιαγιάς παιχνίδια της μητέρας

του όταν ήταν παιδί Κάτω κάτω ήταν

τσαλακωμένο ένα κιτρινισμένο χαρτί Το

ξετύλιξε βιαστικά και τι να δει Ένας παλιός

χάρτης με σχεδιάγραμμα Αμέσως τον άρπαξε

κι άρχισε το ταξίδι του

Περπάτησε ώρες πολλές Πέρασε την πεδιάδα

με τα κίτρινα στάχυα το γεφυράκι του μικρού

ποταμού ώσπου έφτασε στο τέλος σε έναν

κάμπο γεμάτο ελιές

Διάλεξε την πιο μεγάλη ελιά και κάθισε να

ξεκουραστεί ακουμπώντας στο γέρικο κορμό

της

Ξαφνικά άκουσε μια απαλή φωνή Έμοιαζε

με της γιαγιάς του Κοίταξε γύρω του μα δεν

είδε κανέναν Η φωνή συνέχισε να του μιλάει

τρυφερά Ο Λευτέρης γεμάτος περιέργεια

άρχισε να παρατηρεί προσεχτικά το γέρικο

κορμό τα πελώρια κλαδιά και τ΄ ασημένια

φύλλα της ελιάς Τότε κατάλαβε ποιος του

μιλούσε Έκπληκτος άγγιξε απαλά το υπέροχο

αυτό δέντρο και μοιράστηκε μαζί του όλα του

τα μυστικά

Από εκείνη την ημέρα ο Λευτέρης πήγαινε

καθημερινά στο μαγικό αυτό ελαιώνα

Καθόταν ώρες στη σκιά της αγαπημένης του

ελιάς κι άκουγε τις πιο ωραίες ιστορίες

Ο καιρός πέρασε γρήγορα κι ήρθε η μέρα που

έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι του Έτρεξε στο

μαγικό ελαιώνα κι αγκάλιασε κλαίγοντας το

αγαπημένο του δέντρο Η ελιά έγειρε τα

κλαδιά της και χάιδεψε τα μαλλιά του laquo Μη

στενοχωριέσαιraquo του ψιθύρισε laquo Κόψε ένα

κλαράκι μου και πάρ΄ το μαζί σου Φύτεψέ το

στην αυλή του σπιτιού σου κι εγώ θα είμαι

πάντα κοντά σουraquo

Έτσι κι έγινε Ένα καινούριο ολόδροσο

δεντράκι φύτρωσε στον κήπο του Λευτέρη Κι

από τότε δεν χώρισαν ποτέ

Οι μαγικοί σπόροι

Μια φορά κι έναν καιρό σ΄ ένα μακρινό

χωριουδάκι ζούσε με τη γιαγιά του ένα μικρό

κορίτσι που το έλεγαν Ελπίδα Το σπιτάκι τους

ήταν πολύ φτωχικό Δύσκολα τα έβγαζαν πέρα

Ο περασμένος χειμώνας ήταν πολύ βαρύς

Τα πρώτα χιόνια έπεσαν νωρίς κι ο κρύος

βοριάς σφύριζε μανιασμένα Κάθε πρωί η

γιαγιά με την εγγονή της πήγαιναν στο δάσος

και μάζευαν φρούτα και ξύλα για να

ζεσταθούν

Μια μέρα ο άνεμος φυσούσε άγρια κι ο ήλιος

είχε κρυφτεί πίσω από τα βαριά μαύρα

σύννεφα Η Ελπίδα άφησε τη γιαγιά της στο

κρύο σπιτάκι τους τυλίχτηκε σφιχτά με το

σάλι της και ξεκίνησε για το δάσος Τα πόδια

και τα χέρια της είχαν παγώσει Τα μαλλιά και

τα ρούχα της είχαν βραχεί από την ξαφνική

μπόρα Και το σπουδαιότερο δεν μπορούσε να

γυρίσει πίσω γιατί δεν είχε μαζέψει ακόμη

τίποτα Αποφάσισε τότε να μπει για λίγο σε

μια σπηλιά που βρήκε στο δρόμο της και να

περιμένει

Έτρεμε από το κρύο και

από το φόβο της Είχε αρ

χίσει να νυχτώνει και η

γιαγιά της σίγουρα θα

ανησυχούσε Ξαφνικά

ένα απόκοσμο φως γέμι

σε τη σπηλιά και μια πα

νέμορφη νεράιδα πα

ρουσιάστηκε μπροστά

της

Της χαμογέλασε γλυκά και της χάιδεψε απαλά τα μαλλιά Κρατούσε ένα μικρό σακουλάκι που το άφησε προσεκτικά στα χέρια της Ελπίδας laquoΌταν πας σπίτι σου να το ανοίξεις και να κάνεις ότι ακριβώς σου πει η γιαγιά σου Αυτή ξέρειraquo της είπε τρυφερά και χάθηκε στο σκοτάδι της σπηλιάς Το κορίτσι κρατώντας το γερά έτρεξε χαρούμενο στο φτωχικό του σπιτάκι Τα μάτια του έλαμπαν από ενθουσιασμό καθώς έδειχνε στη γιαγιά του το δώρο της νεράιδας

Η γιαγιά ψηλάφησε τους μεγάλους γυαλιστερούς σπόρους τους έβαλε στη χούφτα της Ελπίδας και της είπε να τους φυτέψει στην αυλή Έτσι ακριβώς έκανε το μικρό κορίτσι Τους έχωσε βαθιά στο έδαφος και τους σκέπασε με φρέσκο χώμα Την άνοιξη οι σπόροι φύτρωσαν και γρήγορα έγιναν μεγάλα δέντρα με υπέροχο σταχτοπράσινο φύλλωμα Ήταν φουντωτές ελιές που αγκάλιασαν το μικρό σπιτάκι Ήρθε το φθινόπωρο και τα κλαδιά τους γέμισαν ευλογημένο καρπό

Από τότε η Ελπίδα κι η γιαγιά της έζησαν

ευτυχισμένες βοηθώντας κάθε κουρασμένο

περαστικό

Η αξία της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό σrsquo ένα μακρινό

χωριό όλοι οι άνθρωποι ζούσαν ευτυχισμένοι

Είχαν πολλά κτήματα εκτιμήσει πλούσια

γεμάτα ελιές Ποτέ όμως δεν είχαν σωστά την

αξία τους

Κάποια μέρα καθώς έπαιζαν δυο παιδιά η

Μαρία και ο Νίκος εμφανίστηκε μπροστά

τους ένας άγνωστος άντρας Τους μίλησε για

τα ελαιόδεντρα και τη χρησιμότητά τους Τους

είπε πως πρέπει να τα φροντίζουν και να τα

αγαπούν

Μετά από αρκετές ημέρες έγινε κάτι φοβερό

Στο χωριό έπεσε μεγάλη κατάρα Όλα τα χωράφια με τα ελαιόδεντρα καταστράφηκαν

Η Μαρία και ο Νίκος αμέσως κατάλαβαν πως έπρεπε να πάνε να βρουν τον μυστήριο αυτό άντρα που τους είχε επισκεφτεί

Τους είχε πει πως ζούσε στο δάσος Αυτό όμως δεν ήταν και τόσοhellip συνηθισμένο δάσος Έλεγαν πως στις κουφάλες των δέντρων ζούσαν φαντάσματα και πως το μέγεθος των ζώων ήταν υπερφυσικό

Φοβόντουσαν πάρα πολύ Περπάτησαν

ατελείωτες ώρες στη σκιά των πελώριων

δέντρων Με τη βοήθεια ενός λιονταριού

κατάφεραν να βρουν τον πύργο του άντρα που

έψαχναν

Χτύπησαν την πόρτα

αλλά κανείς δεν τους

άνοιξε Αποφάσισαν

να περιμένουν Δεν

κατάλαβαν πόσος

χρόνος πέρασε καιhellip

η πόρτα άνοιξε μόνη

της

Τα παιδιά μπήκαν γεμάτα περιέργεια στον

πύργο Ανέβηκαν διστακτικά την παλιά

στριφογυριστή σκάλα που τα οδήγησε σrsquo έ-

να επιβλητικό δωμάτιο Εκεί εργαζόταν ο

μυστηριώδης άντρας που είχαν γνωρίσει

Αμέσως κατάλαβαν πως ήταν μάγος Τους

αποκάλυψε αμέσως το όνομά του τον έλεγαν

Άλφρεντ Άρχισαν λοιπόν να του μιλούν για

το πρόβλημά τους Ο μάγος τα άκουσε προσε-

κτικά και τους είπε τι πρέπει να κάνουν

Έπρεπε να περάσουν τρεις δοκιμασίες Μόνο

έτσι θα έφευγε η κατάρα

Στο χωριό όλοι οι κάτοικοι περνούσαν δύσκο-

λα Από πλούσιοι είχαν γίνει φτωχοί και χωρίς

την ελιά και το λάδι της δεν μπορούσαν να ζή-

σουν Κατάλαβαν έτσι την αξία της αλλά ήταν

πλέον αργά Ή μάλλον σχεδόν αργά

Όταν τα παιδιά επέστρεψαν διηγήθηκαν σε

όλους όλα όσα τους συνέβησαν Τους είπαν για

το μάγο και τις τρεις δοκιμασίες που έπρεπε να

περάσουν Το πρόβλημα όμως ήταν πως δεν

τους είχε πει ποιες ήταν αυτές οι δοκιμασίες

ποιοι θα τις περνούσαν και πότε

Οι μέρες περνούσαν

αργά και βασανιστικά

μετά από δυο μήνες στο

χωριό εμφανίστηκε ένα

μικρό κορίτσι Χτύπησε

την πόρτα ενός σπιτιού

και ζήτησε λίγο φαγητό

Η οικογένεια όμως Το έ-

διωξε Το κορίτσι ήταν

Ο μάγος Άλφρεντ μεταμορ-

φωμένος Αυτή ήταν η πρώ-

τη δοκιμασία που δυστυχώς

όμως απέτυχαν

Αφού πέρασε μια εβδομάδα περίπου ένα μι-

κρό άγνωστο αγόρι εμφανίστηκε σε μια ομάδα

παιδιών και τους ζήτησε να παίξει μαζί τους Η

Μαρία και ο Νίκος όχι μόνο το δέχτηκαν αλλά

το άφησαν να διαλέξει το παιχνίδι που θα έπαι-

ζαν

_ Εσύ Νίκο θα είσαι ο αγρότης Εγώ θα είμαι η

ελιά και Μαρία θα είναι οι καρποί μου είπε το

αγόρι

Τα παιδιά συμφώνησαν κι άρχισαν όλα μαζί να

παίζουν Ο μάγος τότε παρατήρησε τον τρόπο

που ο Νίκος περιποιόταν την ελιά και πόσο χαι-

ρόταν όταν μάζευε τους καρπούς της Αυτή ήταν

η δεύτερη δοκιμασία και τα παιδιά την πέρασαν

με επιτυχία

Πέρασε αρκετός καιρός ώσπου έφτασε η ώρα

για την τρίτη δοκιμασία Μια μέρα ήρθε στο χω-

ριό ένας πλανόδιος έμπορος Πουλούσε από σπό-

ρους μέχρι και μαγικά αντικείμενα Οι τιμές όμως

ήταν πολύ υψηλές Ο Νίκος με τον πατέρα του ζή-

τησαν να δουν τους σπόρους που είχε

_Έχω σπόρους συκιάς πορτοκαλιάς μηλιάς και

τον τελευταίο σπόρο ελιάς είπε ο άντρας

_Τον τελευταίο Ρώτησε ο Νίκος

_ Ναι Τον τελευταίο

_Δεν υπάρχει άλλος

_Όχι

_Ούτε ένας

_Τίποτα

_Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Ναι Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Είστε σίγουρος για αυτό

_Απολύτως

Ο Νίκος δεν πίστευε στ΄ αυτιά τουΤότε ζήτη-

σε αμέσως απόν τον πατέρα του να αγοράσει τον

τελευταίο σπόρο ελιάς σ΄ ολόκληρη τη γη Η τι-

μή του όμως ήταν πολύ πάρα πολύ υψηλή Εκα-

τό χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Γιε μου δεν έχουμε τόσα χρήματα Μπορούμε

όμως να πουλήσουμε τα τέσσερα κτήματά μας

_Ναι να τα δώσουμε Θα μας μείνει η αυλή του

σπιτιού Εκεί θα φυτέψουμε τον πολύτιμο σπόρο

Τότε εμφανίστηκε ο μάγος Άλφρεντ

_Δίνω διακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα είπε

ο μάγος

_Άλφρεντ δεν είναι τίμιο είπε ο Νίκος

Προλάβαμε

εμείς να αγοράσουμε αυτόν το σπόρο

_Δίνω τριακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Τότε εγώ θα δώσω και το σπίτι μου είπε ο πα-

τέρας του Νίκου

_Ναι αλλά hellip αυτά είναι λιγότερα από τα χρή-

ματα που μου δίνει ο μάγος είπε ο έμπορος

_Τότε και εγώ θα δώσω όσα χρήματα έχω στον

κουμπαρά μου είπε η Μαρία

_Κι εγώ φώναξε ο Βασίλης

_Εγώ θα δώσω το μοναδικό κτήμα που έχω είπε

ο κύριος Βαγγέλης

_Και εγώ φώναξε η κυρία Βαρβάρα

_Ναι Και εμείς θα δώσουμε ότι έχουμε στους

κουμπαράδες μας φώναξαν δυνατά όλα τα

παιδιά που ήταν μαζεμένα στην πλατεία του

χωριού

Όλοι άρχισαν να δίνουν χρήματα σπίτια

έπιπλα χωράφια και μαγαζιά μέχρι που κέρδι-

σαν το μάγο Άλφρεντ και αγόρασαν το σπόρο

της ελιάς Από τη στιγμή που τον φύτεψαν το

πρόσεχαν πάρα πολύ

Μετά από χρόνια όταν οι χωρικοί μάζεψαν

τους καρπούς αυτής της ελιάς διαπίστωσαν ότι

είχε το πιο νόστιμο λάδι Τότε ο μάγος

πείστηκε πως όλοι είχαν καταλάβει την αξία

της και γέμισε ξανά όλα τα χωράφια τους με

ελαιόδεντρα

ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α

Κουκάκη Κατερίνα

Μπογκντάνι Γκισέλα

Καρυώτης Γιώργος

Αθανασόπουλος Στέφανος

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 34: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

ΑΙΝΙΓΜΑΤΑ

Από κλαδάκι κρέμεται

Στην αγορά πουλιέται

Το εξωτερικό της τρώγεται

Το μέσα της πετιέται

Τι είναι Η ελιά

Μάνα και θυγατέρα

έχουν το ίδιο όνομα

Μάντεψε ποιο όνομα έχουν κι οι δυο

Ελιά

Κι όταν έρθει ο Οκτώβρης

ωριμάζω πιο πολύ

πρασινίζω και μαυρίζω

και γεμίζω το σακί

Τι είμαι Η ελιά

Δεν πεθαίνει κι αν περάσουν

Χρόνια εκατό και χίλια

Μας χορταίνει μας φροντίζει

Μας ανάβει τα καντήλια

Τι είναι

Η ελιά

Στα δέντρα πάνω κρέμεται

Στις εκκλησιές κοιμάται

Και τα χρυσά της κόκαλα

Μες στη φωτιά τα βάζω

Τι είναι

Η ελιά

Πράσινα είνrsquo τα νιάτα μου

μαύρα τα γερατειά μου

χαροποιά η θλίψη μου

θροφή τα δάκρυά μου

Τί είναι

Η ελιά

ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Το παραμύθι της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σε μια φτωχογειτονιά

ένα φτωχό μα πολύ καλόκαρδο κορίτσι που το έλεγαν

Ελιά

Κάθε μέρα η Ελιά γύριζε τη γειτονιά της έβλεπε τον

κόσμο να ζει φτωχός και δυστυχισμένος και γύριζε

στο σπίτι της πολύ στενοχωρημένη

Κάτι πρέπει να κάνω να τους βοηθήσω σκεφτόταν Κι

από την άλλη μέρα κιόλας άρχισε Βγήκε στη

γειτονιά κράτησε τα παιδιά της γειτόνισσας για να

πάει να δουλέψει και να μπορεί να φέρει στα παιδιά

της λίγο φαΐ

Μια άλλη μέρα πήγε στη γριούλα που ήταν άρρωστη της μαγείρεψε της σκούπισε το σπίτι την έπλυνε την ταΐσε Την άλλη μέρα πάλι έβγαλε τον παράλυτο γέρο με το καρότσι του βόλτα για να πάρει αέρα και ήλιο

Τα βράδια γύριζε κατάκοπη μα ευχαριστημένη που είχε καταφέρει να δώσει λίγη χαρά στους φτωχούς ανθρώπους

Οι μέρες περνούσαν κι η Ελιά όλο δούλευε όσο αδυνάτιζε Μα έβλεπε πως ότι κι αν έκανε ο κόσμος ήταν πάντα φτωχός και δυστυχισμένοςΑυτό τη στενοχωρούσε πάρα πολύ κι έτσι στενοχωρημένη κάθισε στην αυλή του σπιτιού της και συλλογιζόταν

- Τι να κάνω τι να κάνω Δεν μπορώ να βλέπω τόση δυστυχία Το σπουργίτι που την είδε τόσο στενοχωρημένη - και που την αγαπούσε γιατί κάθε μέρα του έριχνε σπόρους και ψίχουλα - δεν άντεξε και πέταξε βαθιά στο δάσος

Εκεί βρήκε την καλή νεράιδα και της είπε- Τρέξε καλή νεράιδα η Ελιά είναι πολύ στενοχωρημένη χλωμή κι αδύνατη

Η καλή νεράιδα ανήσυχη έτρεξε στην αυλή της Ελιάς και τη ρώτησε- Τι έχεις Ελιά μου κι είσαι τόσο λυπημένη- Αχ καλή μου νεράιδα Δεν μπορώ να βλέπω τόση φτώχεια και δυστυχία γύρω μου- Και τι θέλεις δηλαδή- θέλω να τους γίνω χρήσιμη θέλω να τους προσφέρω κάτι πολύτιμο που να τους δώσει ζωή και χαρά

-Το θέλεις αλήθεια τόσο πολύ

- Και βέβαια το θέλω δε βλέπεις πως έλιωσα

από τη στενοχώρια μου

- Τότε σταμάτησε να στενοχωριέσαι θα σε κάνω

αυτό που θέλεις Και τσουπ την άγγιξε με το

ραβδάκι της κι αμέσως η Ελιά έγινε ένα

μεγάλο δέντρο που έβγαλε φύλλα

λουλουδάκια άσπρα που έγιναν ελιές

πράσινες μωβ μαύρες

Έπεσαν στη γη τα κουκούτσια φύτρωσαν

έγιναν δεντράκια και σχημάτισαν ένα μεγάλο

ελαιώνα

Ήρθαν οι γείτονες μάζεψαν τις ελιές έβγαλαν

λάδι έφαγαν χόρτασαν ρόδισαν τα μαγουλά

τους ζωήρεψαν κι άρχισαν να χαμογελούν και

να ζουν ευτυχισμένοι

Για να ευχαριστήσουν την ελιά και να της

δείξουν την αγάπη τους πήραν το λάδι τους

το έβαλαν στο καντήλι για να θυμίζουν στην

Παναγιά και στο Χριστό την καλοσύνη της

ελιάς και την αγάπη της για τον κόσμο

Κι η Παναγιά με τη σειρά της την ευλόγησε Κι

ο Χριστός κάτω απ την ελιά ήρθε και

ξεκουράστηκε

Κι εκείνη καμάρωνε ευχαριστημένη στη μέση

στον ελαιώνα και φρόντιζε όταν έρχονται οι

άνθρωποι να τη μαζέψουν να ναι γεμάτη

ελιές να χορταίνουν οι φτωχοί και να

φωτίζονται απ τις καντήλες όλες οι εκκλησιές

Η μικρή ελιά

Η μικρή ελιά για πρώτη φορά γέμισε καρπό

Ο γεωργός την αγαπούσε γιατί του θύμιζε την

πρώτη του αγάπη κοντούλα και στρουμπουλή

Της είχε φτιάξει ένα περιδέραιο με

ασπρισμένες πέτρες και συχνά καθόταν και

κουβέντιαζε μαζί της τα όνειρα και τις

αναμνήσεις του Η ελιά κάθε μέρα και πιο

όμορφη

Ένα πρωί του Νοέμβρη ο γεωργός άπλωσε πανιά

κι άρχισε να την ραβδίζει Πάνε οι ελιές πάνε

τα φύλλα πάει η ομορφιά

Η ελιά μέσα στα αναφιλητά της μονολογούσε

-Μ αγαπούσε και με χάλασε Πως εννοεί ο

άνθρωπος την αγάπη Έλεγε και ξανάλεγε

Τότε ακούει μια μαργαρίτα να της λέει

-Άκουσε να σου πω Ο άνθρωπος δεν ξέρει την

αγάπη

Μην τον παρεξηγείς Κοίταξε εμένα που μια

ζωή με μαδάει για να μάθειhellip

Το καλάμι κι η ελιά

Μια φορά δίπλα σε μια ελιά είχε φυτρώσει ένα καλάμιΗ ελιά ήταν ένα μεγάλο και δυνατό δέντρο με πολλά κλαδιά πουκρατούσαν τα φύλλα τους όλη τη χρονιά και κάθε δυο χρόνιαέγερναν από το βάρος του καρπού

Το καλάμι πάλι ήτανε ψηλόλιγνο με καταπράσινα στενόμακρα φύλλα με ωραιότατα παράξενα λουλούδια που έμοιαζαν με τσαμπιά κι είχανε το σχήμα του αδραχτιού

Η ελιά καυχιόταν ολοένα

-Τι είσαι συ μπροστά μου έλεγε στο καλάμιΕγώ είμαι ένα δέντρο μεγάλο δυνατό ευλογημένο Οι άνθρωποι με λατρεύουνγιατί τους δίνω τις ελιές και το λάδι μου τους δίνω ξερόκλαδα για να ζεσταίνονταιτους δίνω ξύλα για να φτιάχνουν ακριβά έπιπλα Είμαι μεγάλη ψηλή γερήκαι συ είσαι ένα αδύναμο πραγματάκι που λυγίζεις μπροστά σrsquo όλους τους ανέμους και τους προσκυνάς Δεν μπορώ να καταλάβω πώς έχεις την τόλμη να φυτρώνεις πλάι μου

Το καημένο το καλάμι

που ήταν από φυσικού

του ντροπαλό ταrsquo

άκουγε όλα αυτά και

δεν έλεγε τίποτα κι

ούτε και θύμωνε γιατί

αυτό δεν είχε να

καυχηθεί για τίποτα

Ήρθε ένας χειμώνας όμως βαρύς κι άρχισε να

φυσάει ένας αέρας δαιμονισμένος

που χτυπούσε με μανία την ελιά ώσπου στο

τέλος την ξερίζωσε

Το καλάμι με το πρώτο φύσημα του ανέμου

έγειρε λυγερό όπως ήτανε

προς το νερό κι έτσι ο άνεμος περνούσε από

πάνω του χωρίς να το πειράξει

Κι όταν η καταιγίδα σταμάτησε κι ο άνεμος

έπαψε να φυσάει

η ελιά απόμεινε πεσμένη στο χώμα και το

καλάμι σηκώθηκε

πάλι όρθιο και λυγερό όπως και πριν

Βλέπετε το καλάμι ήξερε να υποχωρεί εκεί που

ένιωθε ότι δεν είχε δύναμη νrsquo αντισταθεί ενώ

η ελιά πλήρωσε με τη ζωή της την

υπερηφάνειά της

Ο Μανωλιός και η γέρικη ελιά

Μια φορά και έναν καιρό όταν ο ζεστός άνεμος

φυσούσε και τα δέντρα λυπημένα έγερναν τα

κουρασμένα φυλλώματά τους ένα παλικάρι

που τον έλεγαν Μανωλιό πήγαινε τα πότιζε

και τους έκανε συντροφιά Τrsquo άλλα παλικάρια

του χωριού ζήλευαν τις χάρες και την καρδιά

του Μανωλιού Ψιθύριζαν λόγια άσχημα

μεταξύ τους δίχως να καταλαβαίνουν ότι αυτό

που έκαναν δεν ήταν σωστό

Μια μέρα κάθισαν κάτω από τον ίσκιο μιας

γέρικης ελιάς για να ξαποστάσουν Ξαφνικά

άκουσαν ένα θρόισμα γύρισαν τα κεφαλάκια

τους και από το κέντρο του κορμού της ελιάς

είδανε ένα χαμογελαστό πρόσωπο που με

ανθρώπινη μιλιά τους είπε

Αυτό το δέντρο που στον ίσκιο του ήρθατε να ξεκουραστείτε ξέρετε ποιος το ποτίζει

Όχι απάντησαν εκείνοι

Ο Μανωλιός που κοροϊδεύετε αποκρίθηκε το δέντρο

Εκείνοι ντροπιασμένοι έφυγαν με σκυμμένο το κεφάλι Στο δρόμο συνάντησαν τον Μανωλιό

Καλημέρα είπαν με μία φωνή Σήμερα θα έρθουμε μαζί σου να σε βοηθήσουμε να ποτίσεις τα δέντρα

Έτσι κι έγινε Από τότε έγιναν φίλοι Κάθε

απόγευμα πότιζαν τα δέντρα κι ύστερα κάτω

από τα φυλλώματα της γέρικης ελιάς άρχιζαν

το τραγούδι που μιλούσε για χώρες

παράξενε για ζούγκλες με πολύχρωμους

παπαγάλους για ινδιάνους με κιτρινοκόκκινα

φτερά στα καπέλα τους και ιδιαίτερα

τραγουδούσαν για την συμπόνια και την

ευαίσθητη καρδιά των ανθρώπων

Μια μέρα που ο ήλιος γίνηκε πορφυρός και

κρύφτηκε πίσω από τα βουνά ο Μανωλιός

πήγε μόνος του πότισε την γέρικη ελιά

ξάπλωσε και τον πήρε ένας βαθύς ύπνος Τότε

είδε πως μέσα στην κουφάλα της γέρικης ελιάς

είχανε στήσει ένα πανέμορφο παλάτι γεμάτο

κόσμο που χόρευε και γλένταγε

Θα πάω κι εγώ είπε δειλά δειλά ο Μανωλιός

bull Όσο προχωρούσε τόσο τα φώτα

μεγάλωναν ώσπου έφτασε στο κέντρο Εκεί

ένας βασιλιάς καθόταν σrsquoένα χρυσαφένιο

θρόνο Πίσω του στεκόταν μια Σφίγγα

άγαλμα Πήρε ανθρώπινη μιλιά αρχίζοντας να

λέει καλωσορίσματα στον Μανωλιό Εκείνος

χαμογελαστός χαιρέτησεμα τι να δει Σrsquoέναν

καθρέπτη που βρέθηκε μπροστά του ο

Μανωλιός ήταν ντυμένος πρίγκιπας

bull Πω πω Τι όμορφος που είμαι Αναφώνησε

Ξαφνικά υπηρέτες έστρωσαν ένα κόκκινο

χαλί για να περάσει ο Μανωλιός και αυτοί

αριστερά και δεξιά τον προσκυνούσαν Όταν

πέρασε τον διάδρομο με το κόκκινο χαλί

στάθηκε στον βασιλιά που του είπε

Καλόκαρδο και πονόψυχο παλικάρι Εσύ πότιζες

το δέντρο κι έτσι μπόρεσε το παλάτι μου να

βρίσκεται εδώ με όλους τους ανθρώπους

μου διαφορετικά αν το άφηνες να ξεραθεί από

το ζεστό άνεμο τώρα δεν θα

υπήρχαμε Γιrsquoαυτό αξίζεις να γίνεις γιος μου

να παντρευτείς την Βασιλοπούλα και με

δικαιοσύνη αγάπη και φρόνηση να γίνεις εσύ

ο καινούριος Βασιλιάς λύνοντας έτσι τα μάγια

της κακιάς νεράιδας που μας είχε

καταδικασμένους

Έτσι κι έγινε Ο Μανωλιός έγινε βασιλιάς με

τιμές και δόξες διότι ήξερε την γλώσσα της

καρδιάς που πάντα μας διδάσκει πόσο καλό

είναι να είσαι άνθρωπος Από τότε ο

Μανωλιός έμεινε στο παλάτι και κανείς ακόμα

δεν ξέρει τι ταξίδι ακολούθησε στον χρόνο του

ύπνου του άφησε όμως πίσω του τον

πραγματικό θησαυρό της καλοσύνης και της

αγάπης

ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Ο μαγικός ελαιώνας

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα παιδάκι που

το έλεγαν Λευτέρη Κάθε χρόνο το καλοκαίρι

μόλις έκλειναν τα σχολεία πήγαινε διακοπές

στο σπίτι της γιαγιάς του

Ένα καλοκαίρι έζησε μια σπουδαία περιπέτεια

Μια μέρα που η γιαγιά του είχε πάει για ψώνια

στην κοντινή πόλη ο Λευτέρης αποφάσισε να

εξερευνήσει τη σοφίτα του σπιτιού

Ανέβηκε προσεκτικά τη στριφογυριστή ξύλινη

σκάλα και στάθηκε αναποφάσιστος μπροστά

στην κλειστή πόρτα Πήρε μια βαθιά ανάσα

και την έσπρωξε δυνατά Πόσο σκοτεινά ήταν ό-

λα εκεί μέσα Ο Λευτέρης σκόνταψε σ΄ ένα πα-

λιό μπαούλο

Το άνοιξε γεμάτος περιέργεια Και τι δε βρήκε

Ολόκληρο θησαυρό Παλιά βιβλία του παππού

φορέματα της γιαγιάς παιχνίδια της μητέρας

του όταν ήταν παιδί Κάτω κάτω ήταν

τσαλακωμένο ένα κιτρινισμένο χαρτί Το

ξετύλιξε βιαστικά και τι να δει Ένας παλιός

χάρτης με σχεδιάγραμμα Αμέσως τον άρπαξε

κι άρχισε το ταξίδι του

Περπάτησε ώρες πολλές Πέρασε την πεδιάδα

με τα κίτρινα στάχυα το γεφυράκι του μικρού

ποταμού ώσπου έφτασε στο τέλος σε έναν

κάμπο γεμάτο ελιές

Διάλεξε την πιο μεγάλη ελιά και κάθισε να

ξεκουραστεί ακουμπώντας στο γέρικο κορμό

της

Ξαφνικά άκουσε μια απαλή φωνή Έμοιαζε

με της γιαγιάς του Κοίταξε γύρω του μα δεν

είδε κανέναν Η φωνή συνέχισε να του μιλάει

τρυφερά Ο Λευτέρης γεμάτος περιέργεια

άρχισε να παρατηρεί προσεχτικά το γέρικο

κορμό τα πελώρια κλαδιά και τ΄ ασημένια

φύλλα της ελιάς Τότε κατάλαβε ποιος του

μιλούσε Έκπληκτος άγγιξε απαλά το υπέροχο

αυτό δέντρο και μοιράστηκε μαζί του όλα του

τα μυστικά

Από εκείνη την ημέρα ο Λευτέρης πήγαινε

καθημερινά στο μαγικό αυτό ελαιώνα

Καθόταν ώρες στη σκιά της αγαπημένης του

ελιάς κι άκουγε τις πιο ωραίες ιστορίες

Ο καιρός πέρασε γρήγορα κι ήρθε η μέρα που

έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι του Έτρεξε στο

μαγικό ελαιώνα κι αγκάλιασε κλαίγοντας το

αγαπημένο του δέντρο Η ελιά έγειρε τα

κλαδιά της και χάιδεψε τα μαλλιά του laquo Μη

στενοχωριέσαιraquo του ψιθύρισε laquo Κόψε ένα

κλαράκι μου και πάρ΄ το μαζί σου Φύτεψέ το

στην αυλή του σπιτιού σου κι εγώ θα είμαι

πάντα κοντά σουraquo

Έτσι κι έγινε Ένα καινούριο ολόδροσο

δεντράκι φύτρωσε στον κήπο του Λευτέρη Κι

από τότε δεν χώρισαν ποτέ

Οι μαγικοί σπόροι

Μια φορά κι έναν καιρό σ΄ ένα μακρινό

χωριουδάκι ζούσε με τη γιαγιά του ένα μικρό

κορίτσι που το έλεγαν Ελπίδα Το σπιτάκι τους

ήταν πολύ φτωχικό Δύσκολα τα έβγαζαν πέρα

Ο περασμένος χειμώνας ήταν πολύ βαρύς

Τα πρώτα χιόνια έπεσαν νωρίς κι ο κρύος

βοριάς σφύριζε μανιασμένα Κάθε πρωί η

γιαγιά με την εγγονή της πήγαιναν στο δάσος

και μάζευαν φρούτα και ξύλα για να

ζεσταθούν

Μια μέρα ο άνεμος φυσούσε άγρια κι ο ήλιος

είχε κρυφτεί πίσω από τα βαριά μαύρα

σύννεφα Η Ελπίδα άφησε τη γιαγιά της στο

κρύο σπιτάκι τους τυλίχτηκε σφιχτά με το

σάλι της και ξεκίνησε για το δάσος Τα πόδια

και τα χέρια της είχαν παγώσει Τα μαλλιά και

τα ρούχα της είχαν βραχεί από την ξαφνική

μπόρα Και το σπουδαιότερο δεν μπορούσε να

γυρίσει πίσω γιατί δεν είχε μαζέψει ακόμη

τίποτα Αποφάσισε τότε να μπει για λίγο σε

μια σπηλιά που βρήκε στο δρόμο της και να

περιμένει

Έτρεμε από το κρύο και

από το φόβο της Είχε αρ

χίσει να νυχτώνει και η

γιαγιά της σίγουρα θα

ανησυχούσε Ξαφνικά

ένα απόκοσμο φως γέμι

σε τη σπηλιά και μια πα

νέμορφη νεράιδα πα

ρουσιάστηκε μπροστά

της

Της χαμογέλασε γλυκά και της χάιδεψε απαλά τα μαλλιά Κρατούσε ένα μικρό σακουλάκι που το άφησε προσεκτικά στα χέρια της Ελπίδας laquoΌταν πας σπίτι σου να το ανοίξεις και να κάνεις ότι ακριβώς σου πει η γιαγιά σου Αυτή ξέρειraquo της είπε τρυφερά και χάθηκε στο σκοτάδι της σπηλιάς Το κορίτσι κρατώντας το γερά έτρεξε χαρούμενο στο φτωχικό του σπιτάκι Τα μάτια του έλαμπαν από ενθουσιασμό καθώς έδειχνε στη γιαγιά του το δώρο της νεράιδας

Η γιαγιά ψηλάφησε τους μεγάλους γυαλιστερούς σπόρους τους έβαλε στη χούφτα της Ελπίδας και της είπε να τους φυτέψει στην αυλή Έτσι ακριβώς έκανε το μικρό κορίτσι Τους έχωσε βαθιά στο έδαφος και τους σκέπασε με φρέσκο χώμα Την άνοιξη οι σπόροι φύτρωσαν και γρήγορα έγιναν μεγάλα δέντρα με υπέροχο σταχτοπράσινο φύλλωμα Ήταν φουντωτές ελιές που αγκάλιασαν το μικρό σπιτάκι Ήρθε το φθινόπωρο και τα κλαδιά τους γέμισαν ευλογημένο καρπό

Από τότε η Ελπίδα κι η γιαγιά της έζησαν

ευτυχισμένες βοηθώντας κάθε κουρασμένο

περαστικό

Η αξία της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό σrsquo ένα μακρινό

χωριό όλοι οι άνθρωποι ζούσαν ευτυχισμένοι

Είχαν πολλά κτήματα εκτιμήσει πλούσια

γεμάτα ελιές Ποτέ όμως δεν είχαν σωστά την

αξία τους

Κάποια μέρα καθώς έπαιζαν δυο παιδιά η

Μαρία και ο Νίκος εμφανίστηκε μπροστά

τους ένας άγνωστος άντρας Τους μίλησε για

τα ελαιόδεντρα και τη χρησιμότητά τους Τους

είπε πως πρέπει να τα φροντίζουν και να τα

αγαπούν

Μετά από αρκετές ημέρες έγινε κάτι φοβερό

Στο χωριό έπεσε μεγάλη κατάρα Όλα τα χωράφια με τα ελαιόδεντρα καταστράφηκαν

Η Μαρία και ο Νίκος αμέσως κατάλαβαν πως έπρεπε να πάνε να βρουν τον μυστήριο αυτό άντρα που τους είχε επισκεφτεί

Τους είχε πει πως ζούσε στο δάσος Αυτό όμως δεν ήταν και τόσοhellip συνηθισμένο δάσος Έλεγαν πως στις κουφάλες των δέντρων ζούσαν φαντάσματα και πως το μέγεθος των ζώων ήταν υπερφυσικό

Φοβόντουσαν πάρα πολύ Περπάτησαν

ατελείωτες ώρες στη σκιά των πελώριων

δέντρων Με τη βοήθεια ενός λιονταριού

κατάφεραν να βρουν τον πύργο του άντρα που

έψαχναν

Χτύπησαν την πόρτα

αλλά κανείς δεν τους

άνοιξε Αποφάσισαν

να περιμένουν Δεν

κατάλαβαν πόσος

χρόνος πέρασε καιhellip

η πόρτα άνοιξε μόνη

της

Τα παιδιά μπήκαν γεμάτα περιέργεια στον

πύργο Ανέβηκαν διστακτικά την παλιά

στριφογυριστή σκάλα που τα οδήγησε σrsquo έ-

να επιβλητικό δωμάτιο Εκεί εργαζόταν ο

μυστηριώδης άντρας που είχαν γνωρίσει

Αμέσως κατάλαβαν πως ήταν μάγος Τους

αποκάλυψε αμέσως το όνομά του τον έλεγαν

Άλφρεντ Άρχισαν λοιπόν να του μιλούν για

το πρόβλημά τους Ο μάγος τα άκουσε προσε-

κτικά και τους είπε τι πρέπει να κάνουν

Έπρεπε να περάσουν τρεις δοκιμασίες Μόνο

έτσι θα έφευγε η κατάρα

Στο χωριό όλοι οι κάτοικοι περνούσαν δύσκο-

λα Από πλούσιοι είχαν γίνει φτωχοί και χωρίς

την ελιά και το λάδι της δεν μπορούσαν να ζή-

σουν Κατάλαβαν έτσι την αξία της αλλά ήταν

πλέον αργά Ή μάλλον σχεδόν αργά

Όταν τα παιδιά επέστρεψαν διηγήθηκαν σε

όλους όλα όσα τους συνέβησαν Τους είπαν για

το μάγο και τις τρεις δοκιμασίες που έπρεπε να

περάσουν Το πρόβλημα όμως ήταν πως δεν

τους είχε πει ποιες ήταν αυτές οι δοκιμασίες

ποιοι θα τις περνούσαν και πότε

Οι μέρες περνούσαν

αργά και βασανιστικά

μετά από δυο μήνες στο

χωριό εμφανίστηκε ένα

μικρό κορίτσι Χτύπησε

την πόρτα ενός σπιτιού

και ζήτησε λίγο φαγητό

Η οικογένεια όμως Το έ-

διωξε Το κορίτσι ήταν

Ο μάγος Άλφρεντ μεταμορ-

φωμένος Αυτή ήταν η πρώ-

τη δοκιμασία που δυστυχώς

όμως απέτυχαν

Αφού πέρασε μια εβδομάδα περίπου ένα μι-

κρό άγνωστο αγόρι εμφανίστηκε σε μια ομάδα

παιδιών και τους ζήτησε να παίξει μαζί τους Η

Μαρία και ο Νίκος όχι μόνο το δέχτηκαν αλλά

το άφησαν να διαλέξει το παιχνίδι που θα έπαι-

ζαν

_ Εσύ Νίκο θα είσαι ο αγρότης Εγώ θα είμαι η

ελιά και Μαρία θα είναι οι καρποί μου είπε το

αγόρι

Τα παιδιά συμφώνησαν κι άρχισαν όλα μαζί να

παίζουν Ο μάγος τότε παρατήρησε τον τρόπο

που ο Νίκος περιποιόταν την ελιά και πόσο χαι-

ρόταν όταν μάζευε τους καρπούς της Αυτή ήταν

η δεύτερη δοκιμασία και τα παιδιά την πέρασαν

με επιτυχία

Πέρασε αρκετός καιρός ώσπου έφτασε η ώρα

για την τρίτη δοκιμασία Μια μέρα ήρθε στο χω-

ριό ένας πλανόδιος έμπορος Πουλούσε από σπό-

ρους μέχρι και μαγικά αντικείμενα Οι τιμές όμως

ήταν πολύ υψηλές Ο Νίκος με τον πατέρα του ζή-

τησαν να δουν τους σπόρους που είχε

_Έχω σπόρους συκιάς πορτοκαλιάς μηλιάς και

τον τελευταίο σπόρο ελιάς είπε ο άντρας

_Τον τελευταίο Ρώτησε ο Νίκος

_ Ναι Τον τελευταίο

_Δεν υπάρχει άλλος

_Όχι

_Ούτε ένας

_Τίποτα

_Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Ναι Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Είστε σίγουρος για αυτό

_Απολύτως

Ο Νίκος δεν πίστευε στ΄ αυτιά τουΤότε ζήτη-

σε αμέσως απόν τον πατέρα του να αγοράσει τον

τελευταίο σπόρο ελιάς σ΄ ολόκληρη τη γη Η τι-

μή του όμως ήταν πολύ πάρα πολύ υψηλή Εκα-

τό χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Γιε μου δεν έχουμε τόσα χρήματα Μπορούμε

όμως να πουλήσουμε τα τέσσερα κτήματά μας

_Ναι να τα δώσουμε Θα μας μείνει η αυλή του

σπιτιού Εκεί θα φυτέψουμε τον πολύτιμο σπόρο

Τότε εμφανίστηκε ο μάγος Άλφρεντ

_Δίνω διακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα είπε

ο μάγος

_Άλφρεντ δεν είναι τίμιο είπε ο Νίκος

Προλάβαμε

εμείς να αγοράσουμε αυτόν το σπόρο

_Δίνω τριακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Τότε εγώ θα δώσω και το σπίτι μου είπε ο πα-

τέρας του Νίκου

_Ναι αλλά hellip αυτά είναι λιγότερα από τα χρή-

ματα που μου δίνει ο μάγος είπε ο έμπορος

_Τότε και εγώ θα δώσω όσα χρήματα έχω στον

κουμπαρά μου είπε η Μαρία

_Κι εγώ φώναξε ο Βασίλης

_Εγώ θα δώσω το μοναδικό κτήμα που έχω είπε

ο κύριος Βαγγέλης

_Και εγώ φώναξε η κυρία Βαρβάρα

_Ναι Και εμείς θα δώσουμε ότι έχουμε στους

κουμπαράδες μας φώναξαν δυνατά όλα τα

παιδιά που ήταν μαζεμένα στην πλατεία του

χωριού

Όλοι άρχισαν να δίνουν χρήματα σπίτια

έπιπλα χωράφια και μαγαζιά μέχρι που κέρδι-

σαν το μάγο Άλφρεντ και αγόρασαν το σπόρο

της ελιάς Από τη στιγμή που τον φύτεψαν το

πρόσεχαν πάρα πολύ

Μετά από χρόνια όταν οι χωρικοί μάζεψαν

τους καρπούς αυτής της ελιάς διαπίστωσαν ότι

είχε το πιο νόστιμο λάδι Τότε ο μάγος

πείστηκε πως όλοι είχαν καταλάβει την αξία

της και γέμισε ξανά όλα τα χωράφια τους με

ελαιόδεντρα

ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α

Κουκάκη Κατερίνα

Μπογκντάνι Γκισέλα

Καρυώτης Γιώργος

Αθανασόπουλος Στέφανος

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 35: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

Από κλαδάκι κρέμεται

Στην αγορά πουλιέται

Το εξωτερικό της τρώγεται

Το μέσα της πετιέται

Τι είναι Η ελιά

Μάνα και θυγατέρα

έχουν το ίδιο όνομα

Μάντεψε ποιο όνομα έχουν κι οι δυο

Ελιά

Κι όταν έρθει ο Οκτώβρης

ωριμάζω πιο πολύ

πρασινίζω και μαυρίζω

και γεμίζω το σακί

Τι είμαι Η ελιά

Δεν πεθαίνει κι αν περάσουν

Χρόνια εκατό και χίλια

Μας χορταίνει μας φροντίζει

Μας ανάβει τα καντήλια

Τι είναι

Η ελιά

Στα δέντρα πάνω κρέμεται

Στις εκκλησιές κοιμάται

Και τα χρυσά της κόκαλα

Μες στη φωτιά τα βάζω

Τι είναι

Η ελιά

Πράσινα είνrsquo τα νιάτα μου

μαύρα τα γερατειά μου

χαροποιά η θλίψη μου

θροφή τα δάκρυά μου

Τί είναι

Η ελιά

ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Το παραμύθι της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σε μια φτωχογειτονιά

ένα φτωχό μα πολύ καλόκαρδο κορίτσι που το έλεγαν

Ελιά

Κάθε μέρα η Ελιά γύριζε τη γειτονιά της έβλεπε τον

κόσμο να ζει φτωχός και δυστυχισμένος και γύριζε

στο σπίτι της πολύ στενοχωρημένη

Κάτι πρέπει να κάνω να τους βοηθήσω σκεφτόταν Κι

από την άλλη μέρα κιόλας άρχισε Βγήκε στη

γειτονιά κράτησε τα παιδιά της γειτόνισσας για να

πάει να δουλέψει και να μπορεί να φέρει στα παιδιά

της λίγο φαΐ

Μια άλλη μέρα πήγε στη γριούλα που ήταν άρρωστη της μαγείρεψε της σκούπισε το σπίτι την έπλυνε την ταΐσε Την άλλη μέρα πάλι έβγαλε τον παράλυτο γέρο με το καρότσι του βόλτα για να πάρει αέρα και ήλιο

Τα βράδια γύριζε κατάκοπη μα ευχαριστημένη που είχε καταφέρει να δώσει λίγη χαρά στους φτωχούς ανθρώπους

Οι μέρες περνούσαν κι η Ελιά όλο δούλευε όσο αδυνάτιζε Μα έβλεπε πως ότι κι αν έκανε ο κόσμος ήταν πάντα φτωχός και δυστυχισμένοςΑυτό τη στενοχωρούσε πάρα πολύ κι έτσι στενοχωρημένη κάθισε στην αυλή του σπιτιού της και συλλογιζόταν

- Τι να κάνω τι να κάνω Δεν μπορώ να βλέπω τόση δυστυχία Το σπουργίτι που την είδε τόσο στενοχωρημένη - και που την αγαπούσε γιατί κάθε μέρα του έριχνε σπόρους και ψίχουλα - δεν άντεξε και πέταξε βαθιά στο δάσος

Εκεί βρήκε την καλή νεράιδα και της είπε- Τρέξε καλή νεράιδα η Ελιά είναι πολύ στενοχωρημένη χλωμή κι αδύνατη

Η καλή νεράιδα ανήσυχη έτρεξε στην αυλή της Ελιάς και τη ρώτησε- Τι έχεις Ελιά μου κι είσαι τόσο λυπημένη- Αχ καλή μου νεράιδα Δεν μπορώ να βλέπω τόση φτώχεια και δυστυχία γύρω μου- Και τι θέλεις δηλαδή- θέλω να τους γίνω χρήσιμη θέλω να τους προσφέρω κάτι πολύτιμο που να τους δώσει ζωή και χαρά

-Το θέλεις αλήθεια τόσο πολύ

- Και βέβαια το θέλω δε βλέπεις πως έλιωσα

από τη στενοχώρια μου

- Τότε σταμάτησε να στενοχωριέσαι θα σε κάνω

αυτό που θέλεις Και τσουπ την άγγιξε με το

ραβδάκι της κι αμέσως η Ελιά έγινε ένα

μεγάλο δέντρο που έβγαλε φύλλα

λουλουδάκια άσπρα που έγιναν ελιές

πράσινες μωβ μαύρες

Έπεσαν στη γη τα κουκούτσια φύτρωσαν

έγιναν δεντράκια και σχημάτισαν ένα μεγάλο

ελαιώνα

Ήρθαν οι γείτονες μάζεψαν τις ελιές έβγαλαν

λάδι έφαγαν χόρτασαν ρόδισαν τα μαγουλά

τους ζωήρεψαν κι άρχισαν να χαμογελούν και

να ζουν ευτυχισμένοι

Για να ευχαριστήσουν την ελιά και να της

δείξουν την αγάπη τους πήραν το λάδι τους

το έβαλαν στο καντήλι για να θυμίζουν στην

Παναγιά και στο Χριστό την καλοσύνη της

ελιάς και την αγάπη της για τον κόσμο

Κι η Παναγιά με τη σειρά της την ευλόγησε Κι

ο Χριστός κάτω απ την ελιά ήρθε και

ξεκουράστηκε

Κι εκείνη καμάρωνε ευχαριστημένη στη μέση

στον ελαιώνα και φρόντιζε όταν έρχονται οι

άνθρωποι να τη μαζέψουν να ναι γεμάτη

ελιές να χορταίνουν οι φτωχοί και να

φωτίζονται απ τις καντήλες όλες οι εκκλησιές

Η μικρή ελιά

Η μικρή ελιά για πρώτη φορά γέμισε καρπό

Ο γεωργός την αγαπούσε γιατί του θύμιζε την

πρώτη του αγάπη κοντούλα και στρουμπουλή

Της είχε φτιάξει ένα περιδέραιο με

ασπρισμένες πέτρες και συχνά καθόταν και

κουβέντιαζε μαζί της τα όνειρα και τις

αναμνήσεις του Η ελιά κάθε μέρα και πιο

όμορφη

Ένα πρωί του Νοέμβρη ο γεωργός άπλωσε πανιά

κι άρχισε να την ραβδίζει Πάνε οι ελιές πάνε

τα φύλλα πάει η ομορφιά

Η ελιά μέσα στα αναφιλητά της μονολογούσε

-Μ αγαπούσε και με χάλασε Πως εννοεί ο

άνθρωπος την αγάπη Έλεγε και ξανάλεγε

Τότε ακούει μια μαργαρίτα να της λέει

-Άκουσε να σου πω Ο άνθρωπος δεν ξέρει την

αγάπη

Μην τον παρεξηγείς Κοίταξε εμένα που μια

ζωή με μαδάει για να μάθειhellip

Το καλάμι κι η ελιά

Μια φορά δίπλα σε μια ελιά είχε φυτρώσει ένα καλάμιΗ ελιά ήταν ένα μεγάλο και δυνατό δέντρο με πολλά κλαδιά πουκρατούσαν τα φύλλα τους όλη τη χρονιά και κάθε δυο χρόνιαέγερναν από το βάρος του καρπού

Το καλάμι πάλι ήτανε ψηλόλιγνο με καταπράσινα στενόμακρα φύλλα με ωραιότατα παράξενα λουλούδια που έμοιαζαν με τσαμπιά κι είχανε το σχήμα του αδραχτιού

Η ελιά καυχιόταν ολοένα

-Τι είσαι συ μπροστά μου έλεγε στο καλάμιΕγώ είμαι ένα δέντρο μεγάλο δυνατό ευλογημένο Οι άνθρωποι με λατρεύουνγιατί τους δίνω τις ελιές και το λάδι μου τους δίνω ξερόκλαδα για να ζεσταίνονταιτους δίνω ξύλα για να φτιάχνουν ακριβά έπιπλα Είμαι μεγάλη ψηλή γερήκαι συ είσαι ένα αδύναμο πραγματάκι που λυγίζεις μπροστά σrsquo όλους τους ανέμους και τους προσκυνάς Δεν μπορώ να καταλάβω πώς έχεις την τόλμη να φυτρώνεις πλάι μου

Το καημένο το καλάμι

που ήταν από φυσικού

του ντροπαλό ταrsquo

άκουγε όλα αυτά και

δεν έλεγε τίποτα κι

ούτε και θύμωνε γιατί

αυτό δεν είχε να

καυχηθεί για τίποτα

Ήρθε ένας χειμώνας όμως βαρύς κι άρχισε να

φυσάει ένας αέρας δαιμονισμένος

που χτυπούσε με μανία την ελιά ώσπου στο

τέλος την ξερίζωσε

Το καλάμι με το πρώτο φύσημα του ανέμου

έγειρε λυγερό όπως ήτανε

προς το νερό κι έτσι ο άνεμος περνούσε από

πάνω του χωρίς να το πειράξει

Κι όταν η καταιγίδα σταμάτησε κι ο άνεμος

έπαψε να φυσάει

η ελιά απόμεινε πεσμένη στο χώμα και το

καλάμι σηκώθηκε

πάλι όρθιο και λυγερό όπως και πριν

Βλέπετε το καλάμι ήξερε να υποχωρεί εκεί που

ένιωθε ότι δεν είχε δύναμη νrsquo αντισταθεί ενώ

η ελιά πλήρωσε με τη ζωή της την

υπερηφάνειά της

Ο Μανωλιός και η γέρικη ελιά

Μια φορά και έναν καιρό όταν ο ζεστός άνεμος

φυσούσε και τα δέντρα λυπημένα έγερναν τα

κουρασμένα φυλλώματά τους ένα παλικάρι

που τον έλεγαν Μανωλιό πήγαινε τα πότιζε

και τους έκανε συντροφιά Τrsquo άλλα παλικάρια

του χωριού ζήλευαν τις χάρες και την καρδιά

του Μανωλιού Ψιθύριζαν λόγια άσχημα

μεταξύ τους δίχως να καταλαβαίνουν ότι αυτό

που έκαναν δεν ήταν σωστό

Μια μέρα κάθισαν κάτω από τον ίσκιο μιας

γέρικης ελιάς για να ξαποστάσουν Ξαφνικά

άκουσαν ένα θρόισμα γύρισαν τα κεφαλάκια

τους και από το κέντρο του κορμού της ελιάς

είδανε ένα χαμογελαστό πρόσωπο που με

ανθρώπινη μιλιά τους είπε

Αυτό το δέντρο που στον ίσκιο του ήρθατε να ξεκουραστείτε ξέρετε ποιος το ποτίζει

Όχι απάντησαν εκείνοι

Ο Μανωλιός που κοροϊδεύετε αποκρίθηκε το δέντρο

Εκείνοι ντροπιασμένοι έφυγαν με σκυμμένο το κεφάλι Στο δρόμο συνάντησαν τον Μανωλιό

Καλημέρα είπαν με μία φωνή Σήμερα θα έρθουμε μαζί σου να σε βοηθήσουμε να ποτίσεις τα δέντρα

Έτσι κι έγινε Από τότε έγιναν φίλοι Κάθε

απόγευμα πότιζαν τα δέντρα κι ύστερα κάτω

από τα φυλλώματα της γέρικης ελιάς άρχιζαν

το τραγούδι που μιλούσε για χώρες

παράξενε για ζούγκλες με πολύχρωμους

παπαγάλους για ινδιάνους με κιτρινοκόκκινα

φτερά στα καπέλα τους και ιδιαίτερα

τραγουδούσαν για την συμπόνια και την

ευαίσθητη καρδιά των ανθρώπων

Μια μέρα που ο ήλιος γίνηκε πορφυρός και

κρύφτηκε πίσω από τα βουνά ο Μανωλιός

πήγε μόνος του πότισε την γέρικη ελιά

ξάπλωσε και τον πήρε ένας βαθύς ύπνος Τότε

είδε πως μέσα στην κουφάλα της γέρικης ελιάς

είχανε στήσει ένα πανέμορφο παλάτι γεμάτο

κόσμο που χόρευε και γλένταγε

Θα πάω κι εγώ είπε δειλά δειλά ο Μανωλιός

bull Όσο προχωρούσε τόσο τα φώτα

μεγάλωναν ώσπου έφτασε στο κέντρο Εκεί

ένας βασιλιάς καθόταν σrsquoένα χρυσαφένιο

θρόνο Πίσω του στεκόταν μια Σφίγγα

άγαλμα Πήρε ανθρώπινη μιλιά αρχίζοντας να

λέει καλωσορίσματα στον Μανωλιό Εκείνος

χαμογελαστός χαιρέτησεμα τι να δει Σrsquoέναν

καθρέπτη που βρέθηκε μπροστά του ο

Μανωλιός ήταν ντυμένος πρίγκιπας

bull Πω πω Τι όμορφος που είμαι Αναφώνησε

Ξαφνικά υπηρέτες έστρωσαν ένα κόκκινο

χαλί για να περάσει ο Μανωλιός και αυτοί

αριστερά και δεξιά τον προσκυνούσαν Όταν

πέρασε τον διάδρομο με το κόκκινο χαλί

στάθηκε στον βασιλιά που του είπε

Καλόκαρδο και πονόψυχο παλικάρι Εσύ πότιζες

το δέντρο κι έτσι μπόρεσε το παλάτι μου να

βρίσκεται εδώ με όλους τους ανθρώπους

μου διαφορετικά αν το άφηνες να ξεραθεί από

το ζεστό άνεμο τώρα δεν θα

υπήρχαμε Γιrsquoαυτό αξίζεις να γίνεις γιος μου

να παντρευτείς την Βασιλοπούλα και με

δικαιοσύνη αγάπη και φρόνηση να γίνεις εσύ

ο καινούριος Βασιλιάς λύνοντας έτσι τα μάγια

της κακιάς νεράιδας που μας είχε

καταδικασμένους

Έτσι κι έγινε Ο Μανωλιός έγινε βασιλιάς με

τιμές και δόξες διότι ήξερε την γλώσσα της

καρδιάς που πάντα μας διδάσκει πόσο καλό

είναι να είσαι άνθρωπος Από τότε ο

Μανωλιός έμεινε στο παλάτι και κανείς ακόμα

δεν ξέρει τι ταξίδι ακολούθησε στον χρόνο του

ύπνου του άφησε όμως πίσω του τον

πραγματικό θησαυρό της καλοσύνης και της

αγάπης

ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Ο μαγικός ελαιώνας

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα παιδάκι που

το έλεγαν Λευτέρη Κάθε χρόνο το καλοκαίρι

μόλις έκλειναν τα σχολεία πήγαινε διακοπές

στο σπίτι της γιαγιάς του

Ένα καλοκαίρι έζησε μια σπουδαία περιπέτεια

Μια μέρα που η γιαγιά του είχε πάει για ψώνια

στην κοντινή πόλη ο Λευτέρης αποφάσισε να

εξερευνήσει τη σοφίτα του σπιτιού

Ανέβηκε προσεκτικά τη στριφογυριστή ξύλινη

σκάλα και στάθηκε αναποφάσιστος μπροστά

στην κλειστή πόρτα Πήρε μια βαθιά ανάσα

και την έσπρωξε δυνατά Πόσο σκοτεινά ήταν ό-

λα εκεί μέσα Ο Λευτέρης σκόνταψε σ΄ ένα πα-

λιό μπαούλο

Το άνοιξε γεμάτος περιέργεια Και τι δε βρήκε

Ολόκληρο θησαυρό Παλιά βιβλία του παππού

φορέματα της γιαγιάς παιχνίδια της μητέρας

του όταν ήταν παιδί Κάτω κάτω ήταν

τσαλακωμένο ένα κιτρινισμένο χαρτί Το

ξετύλιξε βιαστικά και τι να δει Ένας παλιός

χάρτης με σχεδιάγραμμα Αμέσως τον άρπαξε

κι άρχισε το ταξίδι του

Περπάτησε ώρες πολλές Πέρασε την πεδιάδα

με τα κίτρινα στάχυα το γεφυράκι του μικρού

ποταμού ώσπου έφτασε στο τέλος σε έναν

κάμπο γεμάτο ελιές

Διάλεξε την πιο μεγάλη ελιά και κάθισε να

ξεκουραστεί ακουμπώντας στο γέρικο κορμό

της

Ξαφνικά άκουσε μια απαλή φωνή Έμοιαζε

με της γιαγιάς του Κοίταξε γύρω του μα δεν

είδε κανέναν Η φωνή συνέχισε να του μιλάει

τρυφερά Ο Λευτέρης γεμάτος περιέργεια

άρχισε να παρατηρεί προσεχτικά το γέρικο

κορμό τα πελώρια κλαδιά και τ΄ ασημένια

φύλλα της ελιάς Τότε κατάλαβε ποιος του

μιλούσε Έκπληκτος άγγιξε απαλά το υπέροχο

αυτό δέντρο και μοιράστηκε μαζί του όλα του

τα μυστικά

Από εκείνη την ημέρα ο Λευτέρης πήγαινε

καθημερινά στο μαγικό αυτό ελαιώνα

Καθόταν ώρες στη σκιά της αγαπημένης του

ελιάς κι άκουγε τις πιο ωραίες ιστορίες

Ο καιρός πέρασε γρήγορα κι ήρθε η μέρα που

έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι του Έτρεξε στο

μαγικό ελαιώνα κι αγκάλιασε κλαίγοντας το

αγαπημένο του δέντρο Η ελιά έγειρε τα

κλαδιά της και χάιδεψε τα μαλλιά του laquo Μη

στενοχωριέσαιraquo του ψιθύρισε laquo Κόψε ένα

κλαράκι μου και πάρ΄ το μαζί σου Φύτεψέ το

στην αυλή του σπιτιού σου κι εγώ θα είμαι

πάντα κοντά σουraquo

Έτσι κι έγινε Ένα καινούριο ολόδροσο

δεντράκι φύτρωσε στον κήπο του Λευτέρη Κι

από τότε δεν χώρισαν ποτέ

Οι μαγικοί σπόροι

Μια φορά κι έναν καιρό σ΄ ένα μακρινό

χωριουδάκι ζούσε με τη γιαγιά του ένα μικρό

κορίτσι που το έλεγαν Ελπίδα Το σπιτάκι τους

ήταν πολύ φτωχικό Δύσκολα τα έβγαζαν πέρα

Ο περασμένος χειμώνας ήταν πολύ βαρύς

Τα πρώτα χιόνια έπεσαν νωρίς κι ο κρύος

βοριάς σφύριζε μανιασμένα Κάθε πρωί η

γιαγιά με την εγγονή της πήγαιναν στο δάσος

και μάζευαν φρούτα και ξύλα για να

ζεσταθούν

Μια μέρα ο άνεμος φυσούσε άγρια κι ο ήλιος

είχε κρυφτεί πίσω από τα βαριά μαύρα

σύννεφα Η Ελπίδα άφησε τη γιαγιά της στο

κρύο σπιτάκι τους τυλίχτηκε σφιχτά με το

σάλι της και ξεκίνησε για το δάσος Τα πόδια

και τα χέρια της είχαν παγώσει Τα μαλλιά και

τα ρούχα της είχαν βραχεί από την ξαφνική

μπόρα Και το σπουδαιότερο δεν μπορούσε να

γυρίσει πίσω γιατί δεν είχε μαζέψει ακόμη

τίποτα Αποφάσισε τότε να μπει για λίγο σε

μια σπηλιά που βρήκε στο δρόμο της και να

περιμένει

Έτρεμε από το κρύο και

από το φόβο της Είχε αρ

χίσει να νυχτώνει και η

γιαγιά της σίγουρα θα

ανησυχούσε Ξαφνικά

ένα απόκοσμο φως γέμι

σε τη σπηλιά και μια πα

νέμορφη νεράιδα πα

ρουσιάστηκε μπροστά

της

Της χαμογέλασε γλυκά και της χάιδεψε απαλά τα μαλλιά Κρατούσε ένα μικρό σακουλάκι που το άφησε προσεκτικά στα χέρια της Ελπίδας laquoΌταν πας σπίτι σου να το ανοίξεις και να κάνεις ότι ακριβώς σου πει η γιαγιά σου Αυτή ξέρειraquo της είπε τρυφερά και χάθηκε στο σκοτάδι της σπηλιάς Το κορίτσι κρατώντας το γερά έτρεξε χαρούμενο στο φτωχικό του σπιτάκι Τα μάτια του έλαμπαν από ενθουσιασμό καθώς έδειχνε στη γιαγιά του το δώρο της νεράιδας

Η γιαγιά ψηλάφησε τους μεγάλους γυαλιστερούς σπόρους τους έβαλε στη χούφτα της Ελπίδας και της είπε να τους φυτέψει στην αυλή Έτσι ακριβώς έκανε το μικρό κορίτσι Τους έχωσε βαθιά στο έδαφος και τους σκέπασε με φρέσκο χώμα Την άνοιξη οι σπόροι φύτρωσαν και γρήγορα έγιναν μεγάλα δέντρα με υπέροχο σταχτοπράσινο φύλλωμα Ήταν φουντωτές ελιές που αγκάλιασαν το μικρό σπιτάκι Ήρθε το φθινόπωρο και τα κλαδιά τους γέμισαν ευλογημένο καρπό

Από τότε η Ελπίδα κι η γιαγιά της έζησαν

ευτυχισμένες βοηθώντας κάθε κουρασμένο

περαστικό

Η αξία της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό σrsquo ένα μακρινό

χωριό όλοι οι άνθρωποι ζούσαν ευτυχισμένοι

Είχαν πολλά κτήματα εκτιμήσει πλούσια

γεμάτα ελιές Ποτέ όμως δεν είχαν σωστά την

αξία τους

Κάποια μέρα καθώς έπαιζαν δυο παιδιά η

Μαρία και ο Νίκος εμφανίστηκε μπροστά

τους ένας άγνωστος άντρας Τους μίλησε για

τα ελαιόδεντρα και τη χρησιμότητά τους Τους

είπε πως πρέπει να τα φροντίζουν και να τα

αγαπούν

Μετά από αρκετές ημέρες έγινε κάτι φοβερό

Στο χωριό έπεσε μεγάλη κατάρα Όλα τα χωράφια με τα ελαιόδεντρα καταστράφηκαν

Η Μαρία και ο Νίκος αμέσως κατάλαβαν πως έπρεπε να πάνε να βρουν τον μυστήριο αυτό άντρα που τους είχε επισκεφτεί

Τους είχε πει πως ζούσε στο δάσος Αυτό όμως δεν ήταν και τόσοhellip συνηθισμένο δάσος Έλεγαν πως στις κουφάλες των δέντρων ζούσαν φαντάσματα και πως το μέγεθος των ζώων ήταν υπερφυσικό

Φοβόντουσαν πάρα πολύ Περπάτησαν

ατελείωτες ώρες στη σκιά των πελώριων

δέντρων Με τη βοήθεια ενός λιονταριού

κατάφεραν να βρουν τον πύργο του άντρα που

έψαχναν

Χτύπησαν την πόρτα

αλλά κανείς δεν τους

άνοιξε Αποφάσισαν

να περιμένουν Δεν

κατάλαβαν πόσος

χρόνος πέρασε καιhellip

η πόρτα άνοιξε μόνη

της

Τα παιδιά μπήκαν γεμάτα περιέργεια στον

πύργο Ανέβηκαν διστακτικά την παλιά

στριφογυριστή σκάλα που τα οδήγησε σrsquo έ-

να επιβλητικό δωμάτιο Εκεί εργαζόταν ο

μυστηριώδης άντρας που είχαν γνωρίσει

Αμέσως κατάλαβαν πως ήταν μάγος Τους

αποκάλυψε αμέσως το όνομά του τον έλεγαν

Άλφρεντ Άρχισαν λοιπόν να του μιλούν για

το πρόβλημά τους Ο μάγος τα άκουσε προσε-

κτικά και τους είπε τι πρέπει να κάνουν

Έπρεπε να περάσουν τρεις δοκιμασίες Μόνο

έτσι θα έφευγε η κατάρα

Στο χωριό όλοι οι κάτοικοι περνούσαν δύσκο-

λα Από πλούσιοι είχαν γίνει φτωχοί και χωρίς

την ελιά και το λάδι της δεν μπορούσαν να ζή-

σουν Κατάλαβαν έτσι την αξία της αλλά ήταν

πλέον αργά Ή μάλλον σχεδόν αργά

Όταν τα παιδιά επέστρεψαν διηγήθηκαν σε

όλους όλα όσα τους συνέβησαν Τους είπαν για

το μάγο και τις τρεις δοκιμασίες που έπρεπε να

περάσουν Το πρόβλημα όμως ήταν πως δεν

τους είχε πει ποιες ήταν αυτές οι δοκιμασίες

ποιοι θα τις περνούσαν και πότε

Οι μέρες περνούσαν

αργά και βασανιστικά

μετά από δυο μήνες στο

χωριό εμφανίστηκε ένα

μικρό κορίτσι Χτύπησε

την πόρτα ενός σπιτιού

και ζήτησε λίγο φαγητό

Η οικογένεια όμως Το έ-

διωξε Το κορίτσι ήταν

Ο μάγος Άλφρεντ μεταμορ-

φωμένος Αυτή ήταν η πρώ-

τη δοκιμασία που δυστυχώς

όμως απέτυχαν

Αφού πέρασε μια εβδομάδα περίπου ένα μι-

κρό άγνωστο αγόρι εμφανίστηκε σε μια ομάδα

παιδιών και τους ζήτησε να παίξει μαζί τους Η

Μαρία και ο Νίκος όχι μόνο το δέχτηκαν αλλά

το άφησαν να διαλέξει το παιχνίδι που θα έπαι-

ζαν

_ Εσύ Νίκο θα είσαι ο αγρότης Εγώ θα είμαι η

ελιά και Μαρία θα είναι οι καρποί μου είπε το

αγόρι

Τα παιδιά συμφώνησαν κι άρχισαν όλα μαζί να

παίζουν Ο μάγος τότε παρατήρησε τον τρόπο

που ο Νίκος περιποιόταν την ελιά και πόσο χαι-

ρόταν όταν μάζευε τους καρπούς της Αυτή ήταν

η δεύτερη δοκιμασία και τα παιδιά την πέρασαν

με επιτυχία

Πέρασε αρκετός καιρός ώσπου έφτασε η ώρα

για την τρίτη δοκιμασία Μια μέρα ήρθε στο χω-

ριό ένας πλανόδιος έμπορος Πουλούσε από σπό-

ρους μέχρι και μαγικά αντικείμενα Οι τιμές όμως

ήταν πολύ υψηλές Ο Νίκος με τον πατέρα του ζή-

τησαν να δουν τους σπόρους που είχε

_Έχω σπόρους συκιάς πορτοκαλιάς μηλιάς και

τον τελευταίο σπόρο ελιάς είπε ο άντρας

_Τον τελευταίο Ρώτησε ο Νίκος

_ Ναι Τον τελευταίο

_Δεν υπάρχει άλλος

_Όχι

_Ούτε ένας

_Τίποτα

_Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Ναι Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Είστε σίγουρος για αυτό

_Απολύτως

Ο Νίκος δεν πίστευε στ΄ αυτιά τουΤότε ζήτη-

σε αμέσως απόν τον πατέρα του να αγοράσει τον

τελευταίο σπόρο ελιάς σ΄ ολόκληρη τη γη Η τι-

μή του όμως ήταν πολύ πάρα πολύ υψηλή Εκα-

τό χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Γιε μου δεν έχουμε τόσα χρήματα Μπορούμε

όμως να πουλήσουμε τα τέσσερα κτήματά μας

_Ναι να τα δώσουμε Θα μας μείνει η αυλή του

σπιτιού Εκεί θα φυτέψουμε τον πολύτιμο σπόρο

Τότε εμφανίστηκε ο μάγος Άλφρεντ

_Δίνω διακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα είπε

ο μάγος

_Άλφρεντ δεν είναι τίμιο είπε ο Νίκος

Προλάβαμε

εμείς να αγοράσουμε αυτόν το σπόρο

_Δίνω τριακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Τότε εγώ θα δώσω και το σπίτι μου είπε ο πα-

τέρας του Νίκου

_Ναι αλλά hellip αυτά είναι λιγότερα από τα χρή-

ματα που μου δίνει ο μάγος είπε ο έμπορος

_Τότε και εγώ θα δώσω όσα χρήματα έχω στον

κουμπαρά μου είπε η Μαρία

_Κι εγώ φώναξε ο Βασίλης

_Εγώ θα δώσω το μοναδικό κτήμα που έχω είπε

ο κύριος Βαγγέλης

_Και εγώ φώναξε η κυρία Βαρβάρα

_Ναι Και εμείς θα δώσουμε ότι έχουμε στους

κουμπαράδες μας φώναξαν δυνατά όλα τα

παιδιά που ήταν μαζεμένα στην πλατεία του

χωριού

Όλοι άρχισαν να δίνουν χρήματα σπίτια

έπιπλα χωράφια και μαγαζιά μέχρι που κέρδι-

σαν το μάγο Άλφρεντ και αγόρασαν το σπόρο

της ελιάς Από τη στιγμή που τον φύτεψαν το

πρόσεχαν πάρα πολύ

Μετά από χρόνια όταν οι χωρικοί μάζεψαν

τους καρπούς αυτής της ελιάς διαπίστωσαν ότι

είχε το πιο νόστιμο λάδι Τότε ο μάγος

πείστηκε πως όλοι είχαν καταλάβει την αξία

της και γέμισε ξανά όλα τα χωράφια τους με

ελαιόδεντρα

ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α

Κουκάκη Κατερίνα

Μπογκντάνι Γκισέλα

Καρυώτης Γιώργος

Αθανασόπουλος Στέφανος

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 36: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

Μάνα και θυγατέρα

έχουν το ίδιο όνομα

Μάντεψε ποιο όνομα έχουν κι οι δυο

Ελιά

Κι όταν έρθει ο Οκτώβρης

ωριμάζω πιο πολύ

πρασινίζω και μαυρίζω

και γεμίζω το σακί

Τι είμαι Η ελιά

Δεν πεθαίνει κι αν περάσουν

Χρόνια εκατό και χίλια

Μας χορταίνει μας φροντίζει

Μας ανάβει τα καντήλια

Τι είναι

Η ελιά

Στα δέντρα πάνω κρέμεται

Στις εκκλησιές κοιμάται

Και τα χρυσά της κόκαλα

Μες στη φωτιά τα βάζω

Τι είναι

Η ελιά

Πράσινα είνrsquo τα νιάτα μου

μαύρα τα γερατειά μου

χαροποιά η θλίψη μου

θροφή τα δάκρυά μου

Τί είναι

Η ελιά

ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Το παραμύθι της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σε μια φτωχογειτονιά

ένα φτωχό μα πολύ καλόκαρδο κορίτσι που το έλεγαν

Ελιά

Κάθε μέρα η Ελιά γύριζε τη γειτονιά της έβλεπε τον

κόσμο να ζει φτωχός και δυστυχισμένος και γύριζε

στο σπίτι της πολύ στενοχωρημένη

Κάτι πρέπει να κάνω να τους βοηθήσω σκεφτόταν Κι

από την άλλη μέρα κιόλας άρχισε Βγήκε στη

γειτονιά κράτησε τα παιδιά της γειτόνισσας για να

πάει να δουλέψει και να μπορεί να φέρει στα παιδιά

της λίγο φαΐ

Μια άλλη μέρα πήγε στη γριούλα που ήταν άρρωστη της μαγείρεψε της σκούπισε το σπίτι την έπλυνε την ταΐσε Την άλλη μέρα πάλι έβγαλε τον παράλυτο γέρο με το καρότσι του βόλτα για να πάρει αέρα και ήλιο

Τα βράδια γύριζε κατάκοπη μα ευχαριστημένη που είχε καταφέρει να δώσει λίγη χαρά στους φτωχούς ανθρώπους

Οι μέρες περνούσαν κι η Ελιά όλο δούλευε όσο αδυνάτιζε Μα έβλεπε πως ότι κι αν έκανε ο κόσμος ήταν πάντα φτωχός και δυστυχισμένοςΑυτό τη στενοχωρούσε πάρα πολύ κι έτσι στενοχωρημένη κάθισε στην αυλή του σπιτιού της και συλλογιζόταν

- Τι να κάνω τι να κάνω Δεν μπορώ να βλέπω τόση δυστυχία Το σπουργίτι που την είδε τόσο στενοχωρημένη - και που την αγαπούσε γιατί κάθε μέρα του έριχνε σπόρους και ψίχουλα - δεν άντεξε και πέταξε βαθιά στο δάσος

Εκεί βρήκε την καλή νεράιδα και της είπε- Τρέξε καλή νεράιδα η Ελιά είναι πολύ στενοχωρημένη χλωμή κι αδύνατη

Η καλή νεράιδα ανήσυχη έτρεξε στην αυλή της Ελιάς και τη ρώτησε- Τι έχεις Ελιά μου κι είσαι τόσο λυπημένη- Αχ καλή μου νεράιδα Δεν μπορώ να βλέπω τόση φτώχεια και δυστυχία γύρω μου- Και τι θέλεις δηλαδή- θέλω να τους γίνω χρήσιμη θέλω να τους προσφέρω κάτι πολύτιμο που να τους δώσει ζωή και χαρά

-Το θέλεις αλήθεια τόσο πολύ

- Και βέβαια το θέλω δε βλέπεις πως έλιωσα

από τη στενοχώρια μου

- Τότε σταμάτησε να στενοχωριέσαι θα σε κάνω

αυτό που θέλεις Και τσουπ την άγγιξε με το

ραβδάκι της κι αμέσως η Ελιά έγινε ένα

μεγάλο δέντρο που έβγαλε φύλλα

λουλουδάκια άσπρα που έγιναν ελιές

πράσινες μωβ μαύρες

Έπεσαν στη γη τα κουκούτσια φύτρωσαν

έγιναν δεντράκια και σχημάτισαν ένα μεγάλο

ελαιώνα

Ήρθαν οι γείτονες μάζεψαν τις ελιές έβγαλαν

λάδι έφαγαν χόρτασαν ρόδισαν τα μαγουλά

τους ζωήρεψαν κι άρχισαν να χαμογελούν και

να ζουν ευτυχισμένοι

Για να ευχαριστήσουν την ελιά και να της

δείξουν την αγάπη τους πήραν το λάδι τους

το έβαλαν στο καντήλι για να θυμίζουν στην

Παναγιά και στο Χριστό την καλοσύνη της

ελιάς και την αγάπη της για τον κόσμο

Κι η Παναγιά με τη σειρά της την ευλόγησε Κι

ο Χριστός κάτω απ την ελιά ήρθε και

ξεκουράστηκε

Κι εκείνη καμάρωνε ευχαριστημένη στη μέση

στον ελαιώνα και φρόντιζε όταν έρχονται οι

άνθρωποι να τη μαζέψουν να ναι γεμάτη

ελιές να χορταίνουν οι φτωχοί και να

φωτίζονται απ τις καντήλες όλες οι εκκλησιές

Η μικρή ελιά

Η μικρή ελιά για πρώτη φορά γέμισε καρπό

Ο γεωργός την αγαπούσε γιατί του θύμιζε την

πρώτη του αγάπη κοντούλα και στρουμπουλή

Της είχε φτιάξει ένα περιδέραιο με

ασπρισμένες πέτρες και συχνά καθόταν και

κουβέντιαζε μαζί της τα όνειρα και τις

αναμνήσεις του Η ελιά κάθε μέρα και πιο

όμορφη

Ένα πρωί του Νοέμβρη ο γεωργός άπλωσε πανιά

κι άρχισε να την ραβδίζει Πάνε οι ελιές πάνε

τα φύλλα πάει η ομορφιά

Η ελιά μέσα στα αναφιλητά της μονολογούσε

-Μ αγαπούσε και με χάλασε Πως εννοεί ο

άνθρωπος την αγάπη Έλεγε και ξανάλεγε

Τότε ακούει μια μαργαρίτα να της λέει

-Άκουσε να σου πω Ο άνθρωπος δεν ξέρει την

αγάπη

Μην τον παρεξηγείς Κοίταξε εμένα που μια

ζωή με μαδάει για να μάθειhellip

Το καλάμι κι η ελιά

Μια φορά δίπλα σε μια ελιά είχε φυτρώσει ένα καλάμιΗ ελιά ήταν ένα μεγάλο και δυνατό δέντρο με πολλά κλαδιά πουκρατούσαν τα φύλλα τους όλη τη χρονιά και κάθε δυο χρόνιαέγερναν από το βάρος του καρπού

Το καλάμι πάλι ήτανε ψηλόλιγνο με καταπράσινα στενόμακρα φύλλα με ωραιότατα παράξενα λουλούδια που έμοιαζαν με τσαμπιά κι είχανε το σχήμα του αδραχτιού

Η ελιά καυχιόταν ολοένα

-Τι είσαι συ μπροστά μου έλεγε στο καλάμιΕγώ είμαι ένα δέντρο μεγάλο δυνατό ευλογημένο Οι άνθρωποι με λατρεύουνγιατί τους δίνω τις ελιές και το λάδι μου τους δίνω ξερόκλαδα για να ζεσταίνονταιτους δίνω ξύλα για να φτιάχνουν ακριβά έπιπλα Είμαι μεγάλη ψηλή γερήκαι συ είσαι ένα αδύναμο πραγματάκι που λυγίζεις μπροστά σrsquo όλους τους ανέμους και τους προσκυνάς Δεν μπορώ να καταλάβω πώς έχεις την τόλμη να φυτρώνεις πλάι μου

Το καημένο το καλάμι

που ήταν από φυσικού

του ντροπαλό ταrsquo

άκουγε όλα αυτά και

δεν έλεγε τίποτα κι

ούτε και θύμωνε γιατί

αυτό δεν είχε να

καυχηθεί για τίποτα

Ήρθε ένας χειμώνας όμως βαρύς κι άρχισε να

φυσάει ένας αέρας δαιμονισμένος

που χτυπούσε με μανία την ελιά ώσπου στο

τέλος την ξερίζωσε

Το καλάμι με το πρώτο φύσημα του ανέμου

έγειρε λυγερό όπως ήτανε

προς το νερό κι έτσι ο άνεμος περνούσε από

πάνω του χωρίς να το πειράξει

Κι όταν η καταιγίδα σταμάτησε κι ο άνεμος

έπαψε να φυσάει

η ελιά απόμεινε πεσμένη στο χώμα και το

καλάμι σηκώθηκε

πάλι όρθιο και λυγερό όπως και πριν

Βλέπετε το καλάμι ήξερε να υποχωρεί εκεί που

ένιωθε ότι δεν είχε δύναμη νrsquo αντισταθεί ενώ

η ελιά πλήρωσε με τη ζωή της την

υπερηφάνειά της

Ο Μανωλιός και η γέρικη ελιά

Μια φορά και έναν καιρό όταν ο ζεστός άνεμος

φυσούσε και τα δέντρα λυπημένα έγερναν τα

κουρασμένα φυλλώματά τους ένα παλικάρι

που τον έλεγαν Μανωλιό πήγαινε τα πότιζε

και τους έκανε συντροφιά Τrsquo άλλα παλικάρια

του χωριού ζήλευαν τις χάρες και την καρδιά

του Μανωλιού Ψιθύριζαν λόγια άσχημα

μεταξύ τους δίχως να καταλαβαίνουν ότι αυτό

που έκαναν δεν ήταν σωστό

Μια μέρα κάθισαν κάτω από τον ίσκιο μιας

γέρικης ελιάς για να ξαποστάσουν Ξαφνικά

άκουσαν ένα θρόισμα γύρισαν τα κεφαλάκια

τους και από το κέντρο του κορμού της ελιάς

είδανε ένα χαμογελαστό πρόσωπο που με

ανθρώπινη μιλιά τους είπε

Αυτό το δέντρο που στον ίσκιο του ήρθατε να ξεκουραστείτε ξέρετε ποιος το ποτίζει

Όχι απάντησαν εκείνοι

Ο Μανωλιός που κοροϊδεύετε αποκρίθηκε το δέντρο

Εκείνοι ντροπιασμένοι έφυγαν με σκυμμένο το κεφάλι Στο δρόμο συνάντησαν τον Μανωλιό

Καλημέρα είπαν με μία φωνή Σήμερα θα έρθουμε μαζί σου να σε βοηθήσουμε να ποτίσεις τα δέντρα

Έτσι κι έγινε Από τότε έγιναν φίλοι Κάθε

απόγευμα πότιζαν τα δέντρα κι ύστερα κάτω

από τα φυλλώματα της γέρικης ελιάς άρχιζαν

το τραγούδι που μιλούσε για χώρες

παράξενε για ζούγκλες με πολύχρωμους

παπαγάλους για ινδιάνους με κιτρινοκόκκινα

φτερά στα καπέλα τους και ιδιαίτερα

τραγουδούσαν για την συμπόνια και την

ευαίσθητη καρδιά των ανθρώπων

Μια μέρα που ο ήλιος γίνηκε πορφυρός και

κρύφτηκε πίσω από τα βουνά ο Μανωλιός

πήγε μόνος του πότισε την γέρικη ελιά

ξάπλωσε και τον πήρε ένας βαθύς ύπνος Τότε

είδε πως μέσα στην κουφάλα της γέρικης ελιάς

είχανε στήσει ένα πανέμορφο παλάτι γεμάτο

κόσμο που χόρευε και γλένταγε

Θα πάω κι εγώ είπε δειλά δειλά ο Μανωλιός

bull Όσο προχωρούσε τόσο τα φώτα

μεγάλωναν ώσπου έφτασε στο κέντρο Εκεί

ένας βασιλιάς καθόταν σrsquoένα χρυσαφένιο

θρόνο Πίσω του στεκόταν μια Σφίγγα

άγαλμα Πήρε ανθρώπινη μιλιά αρχίζοντας να

λέει καλωσορίσματα στον Μανωλιό Εκείνος

χαμογελαστός χαιρέτησεμα τι να δει Σrsquoέναν

καθρέπτη που βρέθηκε μπροστά του ο

Μανωλιός ήταν ντυμένος πρίγκιπας

bull Πω πω Τι όμορφος που είμαι Αναφώνησε

Ξαφνικά υπηρέτες έστρωσαν ένα κόκκινο

χαλί για να περάσει ο Μανωλιός και αυτοί

αριστερά και δεξιά τον προσκυνούσαν Όταν

πέρασε τον διάδρομο με το κόκκινο χαλί

στάθηκε στον βασιλιά που του είπε

Καλόκαρδο και πονόψυχο παλικάρι Εσύ πότιζες

το δέντρο κι έτσι μπόρεσε το παλάτι μου να

βρίσκεται εδώ με όλους τους ανθρώπους

μου διαφορετικά αν το άφηνες να ξεραθεί από

το ζεστό άνεμο τώρα δεν θα

υπήρχαμε Γιrsquoαυτό αξίζεις να γίνεις γιος μου

να παντρευτείς την Βασιλοπούλα και με

δικαιοσύνη αγάπη και φρόνηση να γίνεις εσύ

ο καινούριος Βασιλιάς λύνοντας έτσι τα μάγια

της κακιάς νεράιδας που μας είχε

καταδικασμένους

Έτσι κι έγινε Ο Μανωλιός έγινε βασιλιάς με

τιμές και δόξες διότι ήξερε την γλώσσα της

καρδιάς που πάντα μας διδάσκει πόσο καλό

είναι να είσαι άνθρωπος Από τότε ο

Μανωλιός έμεινε στο παλάτι και κανείς ακόμα

δεν ξέρει τι ταξίδι ακολούθησε στον χρόνο του

ύπνου του άφησε όμως πίσω του τον

πραγματικό θησαυρό της καλοσύνης και της

αγάπης

ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Ο μαγικός ελαιώνας

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα παιδάκι που

το έλεγαν Λευτέρη Κάθε χρόνο το καλοκαίρι

μόλις έκλειναν τα σχολεία πήγαινε διακοπές

στο σπίτι της γιαγιάς του

Ένα καλοκαίρι έζησε μια σπουδαία περιπέτεια

Μια μέρα που η γιαγιά του είχε πάει για ψώνια

στην κοντινή πόλη ο Λευτέρης αποφάσισε να

εξερευνήσει τη σοφίτα του σπιτιού

Ανέβηκε προσεκτικά τη στριφογυριστή ξύλινη

σκάλα και στάθηκε αναποφάσιστος μπροστά

στην κλειστή πόρτα Πήρε μια βαθιά ανάσα

και την έσπρωξε δυνατά Πόσο σκοτεινά ήταν ό-

λα εκεί μέσα Ο Λευτέρης σκόνταψε σ΄ ένα πα-

λιό μπαούλο

Το άνοιξε γεμάτος περιέργεια Και τι δε βρήκε

Ολόκληρο θησαυρό Παλιά βιβλία του παππού

φορέματα της γιαγιάς παιχνίδια της μητέρας

του όταν ήταν παιδί Κάτω κάτω ήταν

τσαλακωμένο ένα κιτρινισμένο χαρτί Το

ξετύλιξε βιαστικά και τι να δει Ένας παλιός

χάρτης με σχεδιάγραμμα Αμέσως τον άρπαξε

κι άρχισε το ταξίδι του

Περπάτησε ώρες πολλές Πέρασε την πεδιάδα

με τα κίτρινα στάχυα το γεφυράκι του μικρού

ποταμού ώσπου έφτασε στο τέλος σε έναν

κάμπο γεμάτο ελιές

Διάλεξε την πιο μεγάλη ελιά και κάθισε να

ξεκουραστεί ακουμπώντας στο γέρικο κορμό

της

Ξαφνικά άκουσε μια απαλή φωνή Έμοιαζε

με της γιαγιάς του Κοίταξε γύρω του μα δεν

είδε κανέναν Η φωνή συνέχισε να του μιλάει

τρυφερά Ο Λευτέρης γεμάτος περιέργεια

άρχισε να παρατηρεί προσεχτικά το γέρικο

κορμό τα πελώρια κλαδιά και τ΄ ασημένια

φύλλα της ελιάς Τότε κατάλαβε ποιος του

μιλούσε Έκπληκτος άγγιξε απαλά το υπέροχο

αυτό δέντρο και μοιράστηκε μαζί του όλα του

τα μυστικά

Από εκείνη την ημέρα ο Λευτέρης πήγαινε

καθημερινά στο μαγικό αυτό ελαιώνα

Καθόταν ώρες στη σκιά της αγαπημένης του

ελιάς κι άκουγε τις πιο ωραίες ιστορίες

Ο καιρός πέρασε γρήγορα κι ήρθε η μέρα που

έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι του Έτρεξε στο

μαγικό ελαιώνα κι αγκάλιασε κλαίγοντας το

αγαπημένο του δέντρο Η ελιά έγειρε τα

κλαδιά της και χάιδεψε τα μαλλιά του laquo Μη

στενοχωριέσαιraquo του ψιθύρισε laquo Κόψε ένα

κλαράκι μου και πάρ΄ το μαζί σου Φύτεψέ το

στην αυλή του σπιτιού σου κι εγώ θα είμαι

πάντα κοντά σουraquo

Έτσι κι έγινε Ένα καινούριο ολόδροσο

δεντράκι φύτρωσε στον κήπο του Λευτέρη Κι

από τότε δεν χώρισαν ποτέ

Οι μαγικοί σπόροι

Μια φορά κι έναν καιρό σ΄ ένα μακρινό

χωριουδάκι ζούσε με τη γιαγιά του ένα μικρό

κορίτσι που το έλεγαν Ελπίδα Το σπιτάκι τους

ήταν πολύ φτωχικό Δύσκολα τα έβγαζαν πέρα

Ο περασμένος χειμώνας ήταν πολύ βαρύς

Τα πρώτα χιόνια έπεσαν νωρίς κι ο κρύος

βοριάς σφύριζε μανιασμένα Κάθε πρωί η

γιαγιά με την εγγονή της πήγαιναν στο δάσος

και μάζευαν φρούτα και ξύλα για να

ζεσταθούν

Μια μέρα ο άνεμος φυσούσε άγρια κι ο ήλιος

είχε κρυφτεί πίσω από τα βαριά μαύρα

σύννεφα Η Ελπίδα άφησε τη γιαγιά της στο

κρύο σπιτάκι τους τυλίχτηκε σφιχτά με το

σάλι της και ξεκίνησε για το δάσος Τα πόδια

και τα χέρια της είχαν παγώσει Τα μαλλιά και

τα ρούχα της είχαν βραχεί από την ξαφνική

μπόρα Και το σπουδαιότερο δεν μπορούσε να

γυρίσει πίσω γιατί δεν είχε μαζέψει ακόμη

τίποτα Αποφάσισε τότε να μπει για λίγο σε

μια σπηλιά που βρήκε στο δρόμο της και να

περιμένει

Έτρεμε από το κρύο και

από το φόβο της Είχε αρ

χίσει να νυχτώνει και η

γιαγιά της σίγουρα θα

ανησυχούσε Ξαφνικά

ένα απόκοσμο φως γέμι

σε τη σπηλιά και μια πα

νέμορφη νεράιδα πα

ρουσιάστηκε μπροστά

της

Της χαμογέλασε γλυκά και της χάιδεψε απαλά τα μαλλιά Κρατούσε ένα μικρό σακουλάκι που το άφησε προσεκτικά στα χέρια της Ελπίδας laquoΌταν πας σπίτι σου να το ανοίξεις και να κάνεις ότι ακριβώς σου πει η γιαγιά σου Αυτή ξέρειraquo της είπε τρυφερά και χάθηκε στο σκοτάδι της σπηλιάς Το κορίτσι κρατώντας το γερά έτρεξε χαρούμενο στο φτωχικό του σπιτάκι Τα μάτια του έλαμπαν από ενθουσιασμό καθώς έδειχνε στη γιαγιά του το δώρο της νεράιδας

Η γιαγιά ψηλάφησε τους μεγάλους γυαλιστερούς σπόρους τους έβαλε στη χούφτα της Ελπίδας και της είπε να τους φυτέψει στην αυλή Έτσι ακριβώς έκανε το μικρό κορίτσι Τους έχωσε βαθιά στο έδαφος και τους σκέπασε με φρέσκο χώμα Την άνοιξη οι σπόροι φύτρωσαν και γρήγορα έγιναν μεγάλα δέντρα με υπέροχο σταχτοπράσινο φύλλωμα Ήταν φουντωτές ελιές που αγκάλιασαν το μικρό σπιτάκι Ήρθε το φθινόπωρο και τα κλαδιά τους γέμισαν ευλογημένο καρπό

Από τότε η Ελπίδα κι η γιαγιά της έζησαν

ευτυχισμένες βοηθώντας κάθε κουρασμένο

περαστικό

Η αξία της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό σrsquo ένα μακρινό

χωριό όλοι οι άνθρωποι ζούσαν ευτυχισμένοι

Είχαν πολλά κτήματα εκτιμήσει πλούσια

γεμάτα ελιές Ποτέ όμως δεν είχαν σωστά την

αξία τους

Κάποια μέρα καθώς έπαιζαν δυο παιδιά η

Μαρία και ο Νίκος εμφανίστηκε μπροστά

τους ένας άγνωστος άντρας Τους μίλησε για

τα ελαιόδεντρα και τη χρησιμότητά τους Τους

είπε πως πρέπει να τα φροντίζουν και να τα

αγαπούν

Μετά από αρκετές ημέρες έγινε κάτι φοβερό

Στο χωριό έπεσε μεγάλη κατάρα Όλα τα χωράφια με τα ελαιόδεντρα καταστράφηκαν

Η Μαρία και ο Νίκος αμέσως κατάλαβαν πως έπρεπε να πάνε να βρουν τον μυστήριο αυτό άντρα που τους είχε επισκεφτεί

Τους είχε πει πως ζούσε στο δάσος Αυτό όμως δεν ήταν και τόσοhellip συνηθισμένο δάσος Έλεγαν πως στις κουφάλες των δέντρων ζούσαν φαντάσματα και πως το μέγεθος των ζώων ήταν υπερφυσικό

Φοβόντουσαν πάρα πολύ Περπάτησαν

ατελείωτες ώρες στη σκιά των πελώριων

δέντρων Με τη βοήθεια ενός λιονταριού

κατάφεραν να βρουν τον πύργο του άντρα που

έψαχναν

Χτύπησαν την πόρτα

αλλά κανείς δεν τους

άνοιξε Αποφάσισαν

να περιμένουν Δεν

κατάλαβαν πόσος

χρόνος πέρασε καιhellip

η πόρτα άνοιξε μόνη

της

Τα παιδιά μπήκαν γεμάτα περιέργεια στον

πύργο Ανέβηκαν διστακτικά την παλιά

στριφογυριστή σκάλα που τα οδήγησε σrsquo έ-

να επιβλητικό δωμάτιο Εκεί εργαζόταν ο

μυστηριώδης άντρας που είχαν γνωρίσει

Αμέσως κατάλαβαν πως ήταν μάγος Τους

αποκάλυψε αμέσως το όνομά του τον έλεγαν

Άλφρεντ Άρχισαν λοιπόν να του μιλούν για

το πρόβλημά τους Ο μάγος τα άκουσε προσε-

κτικά και τους είπε τι πρέπει να κάνουν

Έπρεπε να περάσουν τρεις δοκιμασίες Μόνο

έτσι θα έφευγε η κατάρα

Στο χωριό όλοι οι κάτοικοι περνούσαν δύσκο-

λα Από πλούσιοι είχαν γίνει φτωχοί και χωρίς

την ελιά και το λάδι της δεν μπορούσαν να ζή-

σουν Κατάλαβαν έτσι την αξία της αλλά ήταν

πλέον αργά Ή μάλλον σχεδόν αργά

Όταν τα παιδιά επέστρεψαν διηγήθηκαν σε

όλους όλα όσα τους συνέβησαν Τους είπαν για

το μάγο και τις τρεις δοκιμασίες που έπρεπε να

περάσουν Το πρόβλημα όμως ήταν πως δεν

τους είχε πει ποιες ήταν αυτές οι δοκιμασίες

ποιοι θα τις περνούσαν και πότε

Οι μέρες περνούσαν

αργά και βασανιστικά

μετά από δυο μήνες στο

χωριό εμφανίστηκε ένα

μικρό κορίτσι Χτύπησε

την πόρτα ενός σπιτιού

και ζήτησε λίγο φαγητό

Η οικογένεια όμως Το έ-

διωξε Το κορίτσι ήταν

Ο μάγος Άλφρεντ μεταμορ-

φωμένος Αυτή ήταν η πρώ-

τη δοκιμασία που δυστυχώς

όμως απέτυχαν

Αφού πέρασε μια εβδομάδα περίπου ένα μι-

κρό άγνωστο αγόρι εμφανίστηκε σε μια ομάδα

παιδιών και τους ζήτησε να παίξει μαζί τους Η

Μαρία και ο Νίκος όχι μόνο το δέχτηκαν αλλά

το άφησαν να διαλέξει το παιχνίδι που θα έπαι-

ζαν

_ Εσύ Νίκο θα είσαι ο αγρότης Εγώ θα είμαι η

ελιά και Μαρία θα είναι οι καρποί μου είπε το

αγόρι

Τα παιδιά συμφώνησαν κι άρχισαν όλα μαζί να

παίζουν Ο μάγος τότε παρατήρησε τον τρόπο

που ο Νίκος περιποιόταν την ελιά και πόσο χαι-

ρόταν όταν μάζευε τους καρπούς της Αυτή ήταν

η δεύτερη δοκιμασία και τα παιδιά την πέρασαν

με επιτυχία

Πέρασε αρκετός καιρός ώσπου έφτασε η ώρα

για την τρίτη δοκιμασία Μια μέρα ήρθε στο χω-

ριό ένας πλανόδιος έμπορος Πουλούσε από σπό-

ρους μέχρι και μαγικά αντικείμενα Οι τιμές όμως

ήταν πολύ υψηλές Ο Νίκος με τον πατέρα του ζή-

τησαν να δουν τους σπόρους που είχε

_Έχω σπόρους συκιάς πορτοκαλιάς μηλιάς και

τον τελευταίο σπόρο ελιάς είπε ο άντρας

_Τον τελευταίο Ρώτησε ο Νίκος

_ Ναι Τον τελευταίο

_Δεν υπάρχει άλλος

_Όχι

_Ούτε ένας

_Τίποτα

_Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Ναι Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Είστε σίγουρος για αυτό

_Απολύτως

Ο Νίκος δεν πίστευε στ΄ αυτιά τουΤότε ζήτη-

σε αμέσως απόν τον πατέρα του να αγοράσει τον

τελευταίο σπόρο ελιάς σ΄ ολόκληρη τη γη Η τι-

μή του όμως ήταν πολύ πάρα πολύ υψηλή Εκα-

τό χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Γιε μου δεν έχουμε τόσα χρήματα Μπορούμε

όμως να πουλήσουμε τα τέσσερα κτήματά μας

_Ναι να τα δώσουμε Θα μας μείνει η αυλή του

σπιτιού Εκεί θα φυτέψουμε τον πολύτιμο σπόρο

Τότε εμφανίστηκε ο μάγος Άλφρεντ

_Δίνω διακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα είπε

ο μάγος

_Άλφρεντ δεν είναι τίμιο είπε ο Νίκος

Προλάβαμε

εμείς να αγοράσουμε αυτόν το σπόρο

_Δίνω τριακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Τότε εγώ θα δώσω και το σπίτι μου είπε ο πα-

τέρας του Νίκου

_Ναι αλλά hellip αυτά είναι λιγότερα από τα χρή-

ματα που μου δίνει ο μάγος είπε ο έμπορος

_Τότε και εγώ θα δώσω όσα χρήματα έχω στον

κουμπαρά μου είπε η Μαρία

_Κι εγώ φώναξε ο Βασίλης

_Εγώ θα δώσω το μοναδικό κτήμα που έχω είπε

ο κύριος Βαγγέλης

_Και εγώ φώναξε η κυρία Βαρβάρα

_Ναι Και εμείς θα δώσουμε ότι έχουμε στους

κουμπαράδες μας φώναξαν δυνατά όλα τα

παιδιά που ήταν μαζεμένα στην πλατεία του

χωριού

Όλοι άρχισαν να δίνουν χρήματα σπίτια

έπιπλα χωράφια και μαγαζιά μέχρι που κέρδι-

σαν το μάγο Άλφρεντ και αγόρασαν το σπόρο

της ελιάς Από τη στιγμή που τον φύτεψαν το

πρόσεχαν πάρα πολύ

Μετά από χρόνια όταν οι χωρικοί μάζεψαν

τους καρπούς αυτής της ελιάς διαπίστωσαν ότι

είχε το πιο νόστιμο λάδι Τότε ο μάγος

πείστηκε πως όλοι είχαν καταλάβει την αξία

της και γέμισε ξανά όλα τα χωράφια τους με

ελαιόδεντρα

ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α

Κουκάκη Κατερίνα

Μπογκντάνι Γκισέλα

Καρυώτης Γιώργος

Αθανασόπουλος Στέφανος

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 37: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

Κι όταν έρθει ο Οκτώβρης

ωριμάζω πιο πολύ

πρασινίζω και μαυρίζω

και γεμίζω το σακί

Τι είμαι Η ελιά

Δεν πεθαίνει κι αν περάσουν

Χρόνια εκατό και χίλια

Μας χορταίνει μας φροντίζει

Μας ανάβει τα καντήλια

Τι είναι

Η ελιά

Στα δέντρα πάνω κρέμεται

Στις εκκλησιές κοιμάται

Και τα χρυσά της κόκαλα

Μες στη φωτιά τα βάζω

Τι είναι

Η ελιά

Πράσινα είνrsquo τα νιάτα μου

μαύρα τα γερατειά μου

χαροποιά η θλίψη μου

θροφή τα δάκρυά μου

Τί είναι

Η ελιά

ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Το παραμύθι της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σε μια φτωχογειτονιά

ένα φτωχό μα πολύ καλόκαρδο κορίτσι που το έλεγαν

Ελιά

Κάθε μέρα η Ελιά γύριζε τη γειτονιά της έβλεπε τον

κόσμο να ζει φτωχός και δυστυχισμένος και γύριζε

στο σπίτι της πολύ στενοχωρημένη

Κάτι πρέπει να κάνω να τους βοηθήσω σκεφτόταν Κι

από την άλλη μέρα κιόλας άρχισε Βγήκε στη

γειτονιά κράτησε τα παιδιά της γειτόνισσας για να

πάει να δουλέψει και να μπορεί να φέρει στα παιδιά

της λίγο φαΐ

Μια άλλη μέρα πήγε στη γριούλα που ήταν άρρωστη της μαγείρεψε της σκούπισε το σπίτι την έπλυνε την ταΐσε Την άλλη μέρα πάλι έβγαλε τον παράλυτο γέρο με το καρότσι του βόλτα για να πάρει αέρα και ήλιο

Τα βράδια γύριζε κατάκοπη μα ευχαριστημένη που είχε καταφέρει να δώσει λίγη χαρά στους φτωχούς ανθρώπους

Οι μέρες περνούσαν κι η Ελιά όλο δούλευε όσο αδυνάτιζε Μα έβλεπε πως ότι κι αν έκανε ο κόσμος ήταν πάντα φτωχός και δυστυχισμένοςΑυτό τη στενοχωρούσε πάρα πολύ κι έτσι στενοχωρημένη κάθισε στην αυλή του σπιτιού της και συλλογιζόταν

- Τι να κάνω τι να κάνω Δεν μπορώ να βλέπω τόση δυστυχία Το σπουργίτι που την είδε τόσο στενοχωρημένη - και που την αγαπούσε γιατί κάθε μέρα του έριχνε σπόρους και ψίχουλα - δεν άντεξε και πέταξε βαθιά στο δάσος

Εκεί βρήκε την καλή νεράιδα και της είπε- Τρέξε καλή νεράιδα η Ελιά είναι πολύ στενοχωρημένη χλωμή κι αδύνατη

Η καλή νεράιδα ανήσυχη έτρεξε στην αυλή της Ελιάς και τη ρώτησε- Τι έχεις Ελιά μου κι είσαι τόσο λυπημένη- Αχ καλή μου νεράιδα Δεν μπορώ να βλέπω τόση φτώχεια και δυστυχία γύρω μου- Και τι θέλεις δηλαδή- θέλω να τους γίνω χρήσιμη θέλω να τους προσφέρω κάτι πολύτιμο που να τους δώσει ζωή και χαρά

-Το θέλεις αλήθεια τόσο πολύ

- Και βέβαια το θέλω δε βλέπεις πως έλιωσα

από τη στενοχώρια μου

- Τότε σταμάτησε να στενοχωριέσαι θα σε κάνω

αυτό που θέλεις Και τσουπ την άγγιξε με το

ραβδάκι της κι αμέσως η Ελιά έγινε ένα

μεγάλο δέντρο που έβγαλε φύλλα

λουλουδάκια άσπρα που έγιναν ελιές

πράσινες μωβ μαύρες

Έπεσαν στη γη τα κουκούτσια φύτρωσαν

έγιναν δεντράκια και σχημάτισαν ένα μεγάλο

ελαιώνα

Ήρθαν οι γείτονες μάζεψαν τις ελιές έβγαλαν

λάδι έφαγαν χόρτασαν ρόδισαν τα μαγουλά

τους ζωήρεψαν κι άρχισαν να χαμογελούν και

να ζουν ευτυχισμένοι

Για να ευχαριστήσουν την ελιά και να της

δείξουν την αγάπη τους πήραν το λάδι τους

το έβαλαν στο καντήλι για να θυμίζουν στην

Παναγιά και στο Χριστό την καλοσύνη της

ελιάς και την αγάπη της για τον κόσμο

Κι η Παναγιά με τη σειρά της την ευλόγησε Κι

ο Χριστός κάτω απ την ελιά ήρθε και

ξεκουράστηκε

Κι εκείνη καμάρωνε ευχαριστημένη στη μέση

στον ελαιώνα και φρόντιζε όταν έρχονται οι

άνθρωποι να τη μαζέψουν να ναι γεμάτη

ελιές να χορταίνουν οι φτωχοί και να

φωτίζονται απ τις καντήλες όλες οι εκκλησιές

Η μικρή ελιά

Η μικρή ελιά για πρώτη φορά γέμισε καρπό

Ο γεωργός την αγαπούσε γιατί του θύμιζε την

πρώτη του αγάπη κοντούλα και στρουμπουλή

Της είχε φτιάξει ένα περιδέραιο με

ασπρισμένες πέτρες και συχνά καθόταν και

κουβέντιαζε μαζί της τα όνειρα και τις

αναμνήσεις του Η ελιά κάθε μέρα και πιο

όμορφη

Ένα πρωί του Νοέμβρη ο γεωργός άπλωσε πανιά

κι άρχισε να την ραβδίζει Πάνε οι ελιές πάνε

τα φύλλα πάει η ομορφιά

Η ελιά μέσα στα αναφιλητά της μονολογούσε

-Μ αγαπούσε και με χάλασε Πως εννοεί ο

άνθρωπος την αγάπη Έλεγε και ξανάλεγε

Τότε ακούει μια μαργαρίτα να της λέει

-Άκουσε να σου πω Ο άνθρωπος δεν ξέρει την

αγάπη

Μην τον παρεξηγείς Κοίταξε εμένα που μια

ζωή με μαδάει για να μάθειhellip

Το καλάμι κι η ελιά

Μια φορά δίπλα σε μια ελιά είχε φυτρώσει ένα καλάμιΗ ελιά ήταν ένα μεγάλο και δυνατό δέντρο με πολλά κλαδιά πουκρατούσαν τα φύλλα τους όλη τη χρονιά και κάθε δυο χρόνιαέγερναν από το βάρος του καρπού

Το καλάμι πάλι ήτανε ψηλόλιγνο με καταπράσινα στενόμακρα φύλλα με ωραιότατα παράξενα λουλούδια που έμοιαζαν με τσαμπιά κι είχανε το σχήμα του αδραχτιού

Η ελιά καυχιόταν ολοένα

-Τι είσαι συ μπροστά μου έλεγε στο καλάμιΕγώ είμαι ένα δέντρο μεγάλο δυνατό ευλογημένο Οι άνθρωποι με λατρεύουνγιατί τους δίνω τις ελιές και το λάδι μου τους δίνω ξερόκλαδα για να ζεσταίνονταιτους δίνω ξύλα για να φτιάχνουν ακριβά έπιπλα Είμαι μεγάλη ψηλή γερήκαι συ είσαι ένα αδύναμο πραγματάκι που λυγίζεις μπροστά σrsquo όλους τους ανέμους και τους προσκυνάς Δεν μπορώ να καταλάβω πώς έχεις την τόλμη να φυτρώνεις πλάι μου

Το καημένο το καλάμι

που ήταν από φυσικού

του ντροπαλό ταrsquo

άκουγε όλα αυτά και

δεν έλεγε τίποτα κι

ούτε και θύμωνε γιατί

αυτό δεν είχε να

καυχηθεί για τίποτα

Ήρθε ένας χειμώνας όμως βαρύς κι άρχισε να

φυσάει ένας αέρας δαιμονισμένος

που χτυπούσε με μανία την ελιά ώσπου στο

τέλος την ξερίζωσε

Το καλάμι με το πρώτο φύσημα του ανέμου

έγειρε λυγερό όπως ήτανε

προς το νερό κι έτσι ο άνεμος περνούσε από

πάνω του χωρίς να το πειράξει

Κι όταν η καταιγίδα σταμάτησε κι ο άνεμος

έπαψε να φυσάει

η ελιά απόμεινε πεσμένη στο χώμα και το

καλάμι σηκώθηκε

πάλι όρθιο και λυγερό όπως και πριν

Βλέπετε το καλάμι ήξερε να υποχωρεί εκεί που

ένιωθε ότι δεν είχε δύναμη νrsquo αντισταθεί ενώ

η ελιά πλήρωσε με τη ζωή της την

υπερηφάνειά της

Ο Μανωλιός και η γέρικη ελιά

Μια φορά και έναν καιρό όταν ο ζεστός άνεμος

φυσούσε και τα δέντρα λυπημένα έγερναν τα

κουρασμένα φυλλώματά τους ένα παλικάρι

που τον έλεγαν Μανωλιό πήγαινε τα πότιζε

και τους έκανε συντροφιά Τrsquo άλλα παλικάρια

του χωριού ζήλευαν τις χάρες και την καρδιά

του Μανωλιού Ψιθύριζαν λόγια άσχημα

μεταξύ τους δίχως να καταλαβαίνουν ότι αυτό

που έκαναν δεν ήταν σωστό

Μια μέρα κάθισαν κάτω από τον ίσκιο μιας

γέρικης ελιάς για να ξαποστάσουν Ξαφνικά

άκουσαν ένα θρόισμα γύρισαν τα κεφαλάκια

τους και από το κέντρο του κορμού της ελιάς

είδανε ένα χαμογελαστό πρόσωπο που με

ανθρώπινη μιλιά τους είπε

Αυτό το δέντρο που στον ίσκιο του ήρθατε να ξεκουραστείτε ξέρετε ποιος το ποτίζει

Όχι απάντησαν εκείνοι

Ο Μανωλιός που κοροϊδεύετε αποκρίθηκε το δέντρο

Εκείνοι ντροπιασμένοι έφυγαν με σκυμμένο το κεφάλι Στο δρόμο συνάντησαν τον Μανωλιό

Καλημέρα είπαν με μία φωνή Σήμερα θα έρθουμε μαζί σου να σε βοηθήσουμε να ποτίσεις τα δέντρα

Έτσι κι έγινε Από τότε έγιναν φίλοι Κάθε

απόγευμα πότιζαν τα δέντρα κι ύστερα κάτω

από τα φυλλώματα της γέρικης ελιάς άρχιζαν

το τραγούδι που μιλούσε για χώρες

παράξενε για ζούγκλες με πολύχρωμους

παπαγάλους για ινδιάνους με κιτρινοκόκκινα

φτερά στα καπέλα τους και ιδιαίτερα

τραγουδούσαν για την συμπόνια και την

ευαίσθητη καρδιά των ανθρώπων

Μια μέρα που ο ήλιος γίνηκε πορφυρός και

κρύφτηκε πίσω από τα βουνά ο Μανωλιός

πήγε μόνος του πότισε την γέρικη ελιά

ξάπλωσε και τον πήρε ένας βαθύς ύπνος Τότε

είδε πως μέσα στην κουφάλα της γέρικης ελιάς

είχανε στήσει ένα πανέμορφο παλάτι γεμάτο

κόσμο που χόρευε και γλένταγε

Θα πάω κι εγώ είπε δειλά δειλά ο Μανωλιός

bull Όσο προχωρούσε τόσο τα φώτα

μεγάλωναν ώσπου έφτασε στο κέντρο Εκεί

ένας βασιλιάς καθόταν σrsquoένα χρυσαφένιο

θρόνο Πίσω του στεκόταν μια Σφίγγα

άγαλμα Πήρε ανθρώπινη μιλιά αρχίζοντας να

λέει καλωσορίσματα στον Μανωλιό Εκείνος

χαμογελαστός χαιρέτησεμα τι να δει Σrsquoέναν

καθρέπτη που βρέθηκε μπροστά του ο

Μανωλιός ήταν ντυμένος πρίγκιπας

bull Πω πω Τι όμορφος που είμαι Αναφώνησε

Ξαφνικά υπηρέτες έστρωσαν ένα κόκκινο

χαλί για να περάσει ο Μανωλιός και αυτοί

αριστερά και δεξιά τον προσκυνούσαν Όταν

πέρασε τον διάδρομο με το κόκκινο χαλί

στάθηκε στον βασιλιά που του είπε

Καλόκαρδο και πονόψυχο παλικάρι Εσύ πότιζες

το δέντρο κι έτσι μπόρεσε το παλάτι μου να

βρίσκεται εδώ με όλους τους ανθρώπους

μου διαφορετικά αν το άφηνες να ξεραθεί από

το ζεστό άνεμο τώρα δεν θα

υπήρχαμε Γιrsquoαυτό αξίζεις να γίνεις γιος μου

να παντρευτείς την Βασιλοπούλα και με

δικαιοσύνη αγάπη και φρόνηση να γίνεις εσύ

ο καινούριος Βασιλιάς λύνοντας έτσι τα μάγια

της κακιάς νεράιδας που μας είχε

καταδικασμένους

Έτσι κι έγινε Ο Μανωλιός έγινε βασιλιάς με

τιμές και δόξες διότι ήξερε την γλώσσα της

καρδιάς που πάντα μας διδάσκει πόσο καλό

είναι να είσαι άνθρωπος Από τότε ο

Μανωλιός έμεινε στο παλάτι και κανείς ακόμα

δεν ξέρει τι ταξίδι ακολούθησε στον χρόνο του

ύπνου του άφησε όμως πίσω του τον

πραγματικό θησαυρό της καλοσύνης και της

αγάπης

ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Ο μαγικός ελαιώνας

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα παιδάκι που

το έλεγαν Λευτέρη Κάθε χρόνο το καλοκαίρι

μόλις έκλειναν τα σχολεία πήγαινε διακοπές

στο σπίτι της γιαγιάς του

Ένα καλοκαίρι έζησε μια σπουδαία περιπέτεια

Μια μέρα που η γιαγιά του είχε πάει για ψώνια

στην κοντινή πόλη ο Λευτέρης αποφάσισε να

εξερευνήσει τη σοφίτα του σπιτιού

Ανέβηκε προσεκτικά τη στριφογυριστή ξύλινη

σκάλα και στάθηκε αναποφάσιστος μπροστά

στην κλειστή πόρτα Πήρε μια βαθιά ανάσα

και την έσπρωξε δυνατά Πόσο σκοτεινά ήταν ό-

λα εκεί μέσα Ο Λευτέρης σκόνταψε σ΄ ένα πα-

λιό μπαούλο

Το άνοιξε γεμάτος περιέργεια Και τι δε βρήκε

Ολόκληρο θησαυρό Παλιά βιβλία του παππού

φορέματα της γιαγιάς παιχνίδια της μητέρας

του όταν ήταν παιδί Κάτω κάτω ήταν

τσαλακωμένο ένα κιτρινισμένο χαρτί Το

ξετύλιξε βιαστικά και τι να δει Ένας παλιός

χάρτης με σχεδιάγραμμα Αμέσως τον άρπαξε

κι άρχισε το ταξίδι του

Περπάτησε ώρες πολλές Πέρασε την πεδιάδα

με τα κίτρινα στάχυα το γεφυράκι του μικρού

ποταμού ώσπου έφτασε στο τέλος σε έναν

κάμπο γεμάτο ελιές

Διάλεξε την πιο μεγάλη ελιά και κάθισε να

ξεκουραστεί ακουμπώντας στο γέρικο κορμό

της

Ξαφνικά άκουσε μια απαλή φωνή Έμοιαζε

με της γιαγιάς του Κοίταξε γύρω του μα δεν

είδε κανέναν Η φωνή συνέχισε να του μιλάει

τρυφερά Ο Λευτέρης γεμάτος περιέργεια

άρχισε να παρατηρεί προσεχτικά το γέρικο

κορμό τα πελώρια κλαδιά και τ΄ ασημένια

φύλλα της ελιάς Τότε κατάλαβε ποιος του

μιλούσε Έκπληκτος άγγιξε απαλά το υπέροχο

αυτό δέντρο και μοιράστηκε μαζί του όλα του

τα μυστικά

Από εκείνη την ημέρα ο Λευτέρης πήγαινε

καθημερινά στο μαγικό αυτό ελαιώνα

Καθόταν ώρες στη σκιά της αγαπημένης του

ελιάς κι άκουγε τις πιο ωραίες ιστορίες

Ο καιρός πέρασε γρήγορα κι ήρθε η μέρα που

έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι του Έτρεξε στο

μαγικό ελαιώνα κι αγκάλιασε κλαίγοντας το

αγαπημένο του δέντρο Η ελιά έγειρε τα

κλαδιά της και χάιδεψε τα μαλλιά του laquo Μη

στενοχωριέσαιraquo του ψιθύρισε laquo Κόψε ένα

κλαράκι μου και πάρ΄ το μαζί σου Φύτεψέ το

στην αυλή του σπιτιού σου κι εγώ θα είμαι

πάντα κοντά σουraquo

Έτσι κι έγινε Ένα καινούριο ολόδροσο

δεντράκι φύτρωσε στον κήπο του Λευτέρη Κι

από τότε δεν χώρισαν ποτέ

Οι μαγικοί σπόροι

Μια φορά κι έναν καιρό σ΄ ένα μακρινό

χωριουδάκι ζούσε με τη γιαγιά του ένα μικρό

κορίτσι που το έλεγαν Ελπίδα Το σπιτάκι τους

ήταν πολύ φτωχικό Δύσκολα τα έβγαζαν πέρα

Ο περασμένος χειμώνας ήταν πολύ βαρύς

Τα πρώτα χιόνια έπεσαν νωρίς κι ο κρύος

βοριάς σφύριζε μανιασμένα Κάθε πρωί η

γιαγιά με την εγγονή της πήγαιναν στο δάσος

και μάζευαν φρούτα και ξύλα για να

ζεσταθούν

Μια μέρα ο άνεμος φυσούσε άγρια κι ο ήλιος

είχε κρυφτεί πίσω από τα βαριά μαύρα

σύννεφα Η Ελπίδα άφησε τη γιαγιά της στο

κρύο σπιτάκι τους τυλίχτηκε σφιχτά με το

σάλι της και ξεκίνησε για το δάσος Τα πόδια

και τα χέρια της είχαν παγώσει Τα μαλλιά και

τα ρούχα της είχαν βραχεί από την ξαφνική

μπόρα Και το σπουδαιότερο δεν μπορούσε να

γυρίσει πίσω γιατί δεν είχε μαζέψει ακόμη

τίποτα Αποφάσισε τότε να μπει για λίγο σε

μια σπηλιά που βρήκε στο δρόμο της και να

περιμένει

Έτρεμε από το κρύο και

από το φόβο της Είχε αρ

χίσει να νυχτώνει και η

γιαγιά της σίγουρα θα

ανησυχούσε Ξαφνικά

ένα απόκοσμο φως γέμι

σε τη σπηλιά και μια πα

νέμορφη νεράιδα πα

ρουσιάστηκε μπροστά

της

Της χαμογέλασε γλυκά και της χάιδεψε απαλά τα μαλλιά Κρατούσε ένα μικρό σακουλάκι που το άφησε προσεκτικά στα χέρια της Ελπίδας laquoΌταν πας σπίτι σου να το ανοίξεις και να κάνεις ότι ακριβώς σου πει η γιαγιά σου Αυτή ξέρειraquo της είπε τρυφερά και χάθηκε στο σκοτάδι της σπηλιάς Το κορίτσι κρατώντας το γερά έτρεξε χαρούμενο στο φτωχικό του σπιτάκι Τα μάτια του έλαμπαν από ενθουσιασμό καθώς έδειχνε στη γιαγιά του το δώρο της νεράιδας

Η γιαγιά ψηλάφησε τους μεγάλους γυαλιστερούς σπόρους τους έβαλε στη χούφτα της Ελπίδας και της είπε να τους φυτέψει στην αυλή Έτσι ακριβώς έκανε το μικρό κορίτσι Τους έχωσε βαθιά στο έδαφος και τους σκέπασε με φρέσκο χώμα Την άνοιξη οι σπόροι φύτρωσαν και γρήγορα έγιναν μεγάλα δέντρα με υπέροχο σταχτοπράσινο φύλλωμα Ήταν φουντωτές ελιές που αγκάλιασαν το μικρό σπιτάκι Ήρθε το φθινόπωρο και τα κλαδιά τους γέμισαν ευλογημένο καρπό

Από τότε η Ελπίδα κι η γιαγιά της έζησαν

ευτυχισμένες βοηθώντας κάθε κουρασμένο

περαστικό

Η αξία της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό σrsquo ένα μακρινό

χωριό όλοι οι άνθρωποι ζούσαν ευτυχισμένοι

Είχαν πολλά κτήματα εκτιμήσει πλούσια

γεμάτα ελιές Ποτέ όμως δεν είχαν σωστά την

αξία τους

Κάποια μέρα καθώς έπαιζαν δυο παιδιά η

Μαρία και ο Νίκος εμφανίστηκε μπροστά

τους ένας άγνωστος άντρας Τους μίλησε για

τα ελαιόδεντρα και τη χρησιμότητά τους Τους

είπε πως πρέπει να τα φροντίζουν και να τα

αγαπούν

Μετά από αρκετές ημέρες έγινε κάτι φοβερό

Στο χωριό έπεσε μεγάλη κατάρα Όλα τα χωράφια με τα ελαιόδεντρα καταστράφηκαν

Η Μαρία και ο Νίκος αμέσως κατάλαβαν πως έπρεπε να πάνε να βρουν τον μυστήριο αυτό άντρα που τους είχε επισκεφτεί

Τους είχε πει πως ζούσε στο δάσος Αυτό όμως δεν ήταν και τόσοhellip συνηθισμένο δάσος Έλεγαν πως στις κουφάλες των δέντρων ζούσαν φαντάσματα και πως το μέγεθος των ζώων ήταν υπερφυσικό

Φοβόντουσαν πάρα πολύ Περπάτησαν

ατελείωτες ώρες στη σκιά των πελώριων

δέντρων Με τη βοήθεια ενός λιονταριού

κατάφεραν να βρουν τον πύργο του άντρα που

έψαχναν

Χτύπησαν την πόρτα

αλλά κανείς δεν τους

άνοιξε Αποφάσισαν

να περιμένουν Δεν

κατάλαβαν πόσος

χρόνος πέρασε καιhellip

η πόρτα άνοιξε μόνη

της

Τα παιδιά μπήκαν γεμάτα περιέργεια στον

πύργο Ανέβηκαν διστακτικά την παλιά

στριφογυριστή σκάλα που τα οδήγησε σrsquo έ-

να επιβλητικό δωμάτιο Εκεί εργαζόταν ο

μυστηριώδης άντρας που είχαν γνωρίσει

Αμέσως κατάλαβαν πως ήταν μάγος Τους

αποκάλυψε αμέσως το όνομά του τον έλεγαν

Άλφρεντ Άρχισαν λοιπόν να του μιλούν για

το πρόβλημά τους Ο μάγος τα άκουσε προσε-

κτικά και τους είπε τι πρέπει να κάνουν

Έπρεπε να περάσουν τρεις δοκιμασίες Μόνο

έτσι θα έφευγε η κατάρα

Στο χωριό όλοι οι κάτοικοι περνούσαν δύσκο-

λα Από πλούσιοι είχαν γίνει φτωχοί και χωρίς

την ελιά και το λάδι της δεν μπορούσαν να ζή-

σουν Κατάλαβαν έτσι την αξία της αλλά ήταν

πλέον αργά Ή μάλλον σχεδόν αργά

Όταν τα παιδιά επέστρεψαν διηγήθηκαν σε

όλους όλα όσα τους συνέβησαν Τους είπαν για

το μάγο και τις τρεις δοκιμασίες που έπρεπε να

περάσουν Το πρόβλημα όμως ήταν πως δεν

τους είχε πει ποιες ήταν αυτές οι δοκιμασίες

ποιοι θα τις περνούσαν και πότε

Οι μέρες περνούσαν

αργά και βασανιστικά

μετά από δυο μήνες στο

χωριό εμφανίστηκε ένα

μικρό κορίτσι Χτύπησε

την πόρτα ενός σπιτιού

και ζήτησε λίγο φαγητό

Η οικογένεια όμως Το έ-

διωξε Το κορίτσι ήταν

Ο μάγος Άλφρεντ μεταμορ-

φωμένος Αυτή ήταν η πρώ-

τη δοκιμασία που δυστυχώς

όμως απέτυχαν

Αφού πέρασε μια εβδομάδα περίπου ένα μι-

κρό άγνωστο αγόρι εμφανίστηκε σε μια ομάδα

παιδιών και τους ζήτησε να παίξει μαζί τους Η

Μαρία και ο Νίκος όχι μόνο το δέχτηκαν αλλά

το άφησαν να διαλέξει το παιχνίδι που θα έπαι-

ζαν

_ Εσύ Νίκο θα είσαι ο αγρότης Εγώ θα είμαι η

ελιά και Μαρία θα είναι οι καρποί μου είπε το

αγόρι

Τα παιδιά συμφώνησαν κι άρχισαν όλα μαζί να

παίζουν Ο μάγος τότε παρατήρησε τον τρόπο

που ο Νίκος περιποιόταν την ελιά και πόσο χαι-

ρόταν όταν μάζευε τους καρπούς της Αυτή ήταν

η δεύτερη δοκιμασία και τα παιδιά την πέρασαν

με επιτυχία

Πέρασε αρκετός καιρός ώσπου έφτασε η ώρα

για την τρίτη δοκιμασία Μια μέρα ήρθε στο χω-

ριό ένας πλανόδιος έμπορος Πουλούσε από σπό-

ρους μέχρι και μαγικά αντικείμενα Οι τιμές όμως

ήταν πολύ υψηλές Ο Νίκος με τον πατέρα του ζή-

τησαν να δουν τους σπόρους που είχε

_Έχω σπόρους συκιάς πορτοκαλιάς μηλιάς και

τον τελευταίο σπόρο ελιάς είπε ο άντρας

_Τον τελευταίο Ρώτησε ο Νίκος

_ Ναι Τον τελευταίο

_Δεν υπάρχει άλλος

_Όχι

_Ούτε ένας

_Τίποτα

_Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Ναι Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Είστε σίγουρος για αυτό

_Απολύτως

Ο Νίκος δεν πίστευε στ΄ αυτιά τουΤότε ζήτη-

σε αμέσως απόν τον πατέρα του να αγοράσει τον

τελευταίο σπόρο ελιάς σ΄ ολόκληρη τη γη Η τι-

μή του όμως ήταν πολύ πάρα πολύ υψηλή Εκα-

τό χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Γιε μου δεν έχουμε τόσα χρήματα Μπορούμε

όμως να πουλήσουμε τα τέσσερα κτήματά μας

_Ναι να τα δώσουμε Θα μας μείνει η αυλή του

σπιτιού Εκεί θα φυτέψουμε τον πολύτιμο σπόρο

Τότε εμφανίστηκε ο μάγος Άλφρεντ

_Δίνω διακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα είπε

ο μάγος

_Άλφρεντ δεν είναι τίμιο είπε ο Νίκος

Προλάβαμε

εμείς να αγοράσουμε αυτόν το σπόρο

_Δίνω τριακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Τότε εγώ θα δώσω και το σπίτι μου είπε ο πα-

τέρας του Νίκου

_Ναι αλλά hellip αυτά είναι λιγότερα από τα χρή-

ματα που μου δίνει ο μάγος είπε ο έμπορος

_Τότε και εγώ θα δώσω όσα χρήματα έχω στον

κουμπαρά μου είπε η Μαρία

_Κι εγώ φώναξε ο Βασίλης

_Εγώ θα δώσω το μοναδικό κτήμα που έχω είπε

ο κύριος Βαγγέλης

_Και εγώ φώναξε η κυρία Βαρβάρα

_Ναι Και εμείς θα δώσουμε ότι έχουμε στους

κουμπαράδες μας φώναξαν δυνατά όλα τα

παιδιά που ήταν μαζεμένα στην πλατεία του

χωριού

Όλοι άρχισαν να δίνουν χρήματα σπίτια

έπιπλα χωράφια και μαγαζιά μέχρι που κέρδι-

σαν το μάγο Άλφρεντ και αγόρασαν το σπόρο

της ελιάς Από τη στιγμή που τον φύτεψαν το

πρόσεχαν πάρα πολύ

Μετά από χρόνια όταν οι χωρικοί μάζεψαν

τους καρπούς αυτής της ελιάς διαπίστωσαν ότι

είχε το πιο νόστιμο λάδι Τότε ο μάγος

πείστηκε πως όλοι είχαν καταλάβει την αξία

της και γέμισε ξανά όλα τα χωράφια τους με

ελαιόδεντρα

ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α

Κουκάκη Κατερίνα

Μπογκντάνι Γκισέλα

Καρυώτης Γιώργος

Αθανασόπουλος Στέφανος

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 38: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

Δεν πεθαίνει κι αν περάσουν

Χρόνια εκατό και χίλια

Μας χορταίνει μας φροντίζει

Μας ανάβει τα καντήλια

Τι είναι

Η ελιά

Στα δέντρα πάνω κρέμεται

Στις εκκλησιές κοιμάται

Και τα χρυσά της κόκαλα

Μες στη φωτιά τα βάζω

Τι είναι

Η ελιά

Πράσινα είνrsquo τα νιάτα μου

μαύρα τα γερατειά μου

χαροποιά η θλίψη μου

θροφή τα δάκρυά μου

Τί είναι

Η ελιά

ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Το παραμύθι της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σε μια φτωχογειτονιά

ένα φτωχό μα πολύ καλόκαρδο κορίτσι που το έλεγαν

Ελιά

Κάθε μέρα η Ελιά γύριζε τη γειτονιά της έβλεπε τον

κόσμο να ζει φτωχός και δυστυχισμένος και γύριζε

στο σπίτι της πολύ στενοχωρημένη

Κάτι πρέπει να κάνω να τους βοηθήσω σκεφτόταν Κι

από την άλλη μέρα κιόλας άρχισε Βγήκε στη

γειτονιά κράτησε τα παιδιά της γειτόνισσας για να

πάει να δουλέψει και να μπορεί να φέρει στα παιδιά

της λίγο φαΐ

Μια άλλη μέρα πήγε στη γριούλα που ήταν άρρωστη της μαγείρεψε της σκούπισε το σπίτι την έπλυνε την ταΐσε Την άλλη μέρα πάλι έβγαλε τον παράλυτο γέρο με το καρότσι του βόλτα για να πάρει αέρα και ήλιο

Τα βράδια γύριζε κατάκοπη μα ευχαριστημένη που είχε καταφέρει να δώσει λίγη χαρά στους φτωχούς ανθρώπους

Οι μέρες περνούσαν κι η Ελιά όλο δούλευε όσο αδυνάτιζε Μα έβλεπε πως ότι κι αν έκανε ο κόσμος ήταν πάντα φτωχός και δυστυχισμένοςΑυτό τη στενοχωρούσε πάρα πολύ κι έτσι στενοχωρημένη κάθισε στην αυλή του σπιτιού της και συλλογιζόταν

- Τι να κάνω τι να κάνω Δεν μπορώ να βλέπω τόση δυστυχία Το σπουργίτι που την είδε τόσο στενοχωρημένη - και που την αγαπούσε γιατί κάθε μέρα του έριχνε σπόρους και ψίχουλα - δεν άντεξε και πέταξε βαθιά στο δάσος

Εκεί βρήκε την καλή νεράιδα και της είπε- Τρέξε καλή νεράιδα η Ελιά είναι πολύ στενοχωρημένη χλωμή κι αδύνατη

Η καλή νεράιδα ανήσυχη έτρεξε στην αυλή της Ελιάς και τη ρώτησε- Τι έχεις Ελιά μου κι είσαι τόσο λυπημένη- Αχ καλή μου νεράιδα Δεν μπορώ να βλέπω τόση φτώχεια και δυστυχία γύρω μου- Και τι θέλεις δηλαδή- θέλω να τους γίνω χρήσιμη θέλω να τους προσφέρω κάτι πολύτιμο που να τους δώσει ζωή και χαρά

-Το θέλεις αλήθεια τόσο πολύ

- Και βέβαια το θέλω δε βλέπεις πως έλιωσα

από τη στενοχώρια μου

- Τότε σταμάτησε να στενοχωριέσαι θα σε κάνω

αυτό που θέλεις Και τσουπ την άγγιξε με το

ραβδάκι της κι αμέσως η Ελιά έγινε ένα

μεγάλο δέντρο που έβγαλε φύλλα

λουλουδάκια άσπρα που έγιναν ελιές

πράσινες μωβ μαύρες

Έπεσαν στη γη τα κουκούτσια φύτρωσαν

έγιναν δεντράκια και σχημάτισαν ένα μεγάλο

ελαιώνα

Ήρθαν οι γείτονες μάζεψαν τις ελιές έβγαλαν

λάδι έφαγαν χόρτασαν ρόδισαν τα μαγουλά

τους ζωήρεψαν κι άρχισαν να χαμογελούν και

να ζουν ευτυχισμένοι

Για να ευχαριστήσουν την ελιά και να της

δείξουν την αγάπη τους πήραν το λάδι τους

το έβαλαν στο καντήλι για να θυμίζουν στην

Παναγιά και στο Χριστό την καλοσύνη της

ελιάς και την αγάπη της για τον κόσμο

Κι η Παναγιά με τη σειρά της την ευλόγησε Κι

ο Χριστός κάτω απ την ελιά ήρθε και

ξεκουράστηκε

Κι εκείνη καμάρωνε ευχαριστημένη στη μέση

στον ελαιώνα και φρόντιζε όταν έρχονται οι

άνθρωποι να τη μαζέψουν να ναι γεμάτη

ελιές να χορταίνουν οι φτωχοί και να

φωτίζονται απ τις καντήλες όλες οι εκκλησιές

Η μικρή ελιά

Η μικρή ελιά για πρώτη φορά γέμισε καρπό

Ο γεωργός την αγαπούσε γιατί του θύμιζε την

πρώτη του αγάπη κοντούλα και στρουμπουλή

Της είχε φτιάξει ένα περιδέραιο με

ασπρισμένες πέτρες και συχνά καθόταν και

κουβέντιαζε μαζί της τα όνειρα και τις

αναμνήσεις του Η ελιά κάθε μέρα και πιο

όμορφη

Ένα πρωί του Νοέμβρη ο γεωργός άπλωσε πανιά

κι άρχισε να την ραβδίζει Πάνε οι ελιές πάνε

τα φύλλα πάει η ομορφιά

Η ελιά μέσα στα αναφιλητά της μονολογούσε

-Μ αγαπούσε και με χάλασε Πως εννοεί ο

άνθρωπος την αγάπη Έλεγε και ξανάλεγε

Τότε ακούει μια μαργαρίτα να της λέει

-Άκουσε να σου πω Ο άνθρωπος δεν ξέρει την

αγάπη

Μην τον παρεξηγείς Κοίταξε εμένα που μια

ζωή με μαδάει για να μάθειhellip

Το καλάμι κι η ελιά

Μια φορά δίπλα σε μια ελιά είχε φυτρώσει ένα καλάμιΗ ελιά ήταν ένα μεγάλο και δυνατό δέντρο με πολλά κλαδιά πουκρατούσαν τα φύλλα τους όλη τη χρονιά και κάθε δυο χρόνιαέγερναν από το βάρος του καρπού

Το καλάμι πάλι ήτανε ψηλόλιγνο με καταπράσινα στενόμακρα φύλλα με ωραιότατα παράξενα λουλούδια που έμοιαζαν με τσαμπιά κι είχανε το σχήμα του αδραχτιού

Η ελιά καυχιόταν ολοένα

-Τι είσαι συ μπροστά μου έλεγε στο καλάμιΕγώ είμαι ένα δέντρο μεγάλο δυνατό ευλογημένο Οι άνθρωποι με λατρεύουνγιατί τους δίνω τις ελιές και το λάδι μου τους δίνω ξερόκλαδα για να ζεσταίνονταιτους δίνω ξύλα για να φτιάχνουν ακριβά έπιπλα Είμαι μεγάλη ψηλή γερήκαι συ είσαι ένα αδύναμο πραγματάκι που λυγίζεις μπροστά σrsquo όλους τους ανέμους και τους προσκυνάς Δεν μπορώ να καταλάβω πώς έχεις την τόλμη να φυτρώνεις πλάι μου

Το καημένο το καλάμι

που ήταν από φυσικού

του ντροπαλό ταrsquo

άκουγε όλα αυτά και

δεν έλεγε τίποτα κι

ούτε και θύμωνε γιατί

αυτό δεν είχε να

καυχηθεί για τίποτα

Ήρθε ένας χειμώνας όμως βαρύς κι άρχισε να

φυσάει ένας αέρας δαιμονισμένος

που χτυπούσε με μανία την ελιά ώσπου στο

τέλος την ξερίζωσε

Το καλάμι με το πρώτο φύσημα του ανέμου

έγειρε λυγερό όπως ήτανε

προς το νερό κι έτσι ο άνεμος περνούσε από

πάνω του χωρίς να το πειράξει

Κι όταν η καταιγίδα σταμάτησε κι ο άνεμος

έπαψε να φυσάει

η ελιά απόμεινε πεσμένη στο χώμα και το

καλάμι σηκώθηκε

πάλι όρθιο και λυγερό όπως και πριν

Βλέπετε το καλάμι ήξερε να υποχωρεί εκεί που

ένιωθε ότι δεν είχε δύναμη νrsquo αντισταθεί ενώ

η ελιά πλήρωσε με τη ζωή της την

υπερηφάνειά της

Ο Μανωλιός και η γέρικη ελιά

Μια φορά και έναν καιρό όταν ο ζεστός άνεμος

φυσούσε και τα δέντρα λυπημένα έγερναν τα

κουρασμένα φυλλώματά τους ένα παλικάρι

που τον έλεγαν Μανωλιό πήγαινε τα πότιζε

και τους έκανε συντροφιά Τrsquo άλλα παλικάρια

του χωριού ζήλευαν τις χάρες και την καρδιά

του Μανωλιού Ψιθύριζαν λόγια άσχημα

μεταξύ τους δίχως να καταλαβαίνουν ότι αυτό

που έκαναν δεν ήταν σωστό

Μια μέρα κάθισαν κάτω από τον ίσκιο μιας

γέρικης ελιάς για να ξαποστάσουν Ξαφνικά

άκουσαν ένα θρόισμα γύρισαν τα κεφαλάκια

τους και από το κέντρο του κορμού της ελιάς

είδανε ένα χαμογελαστό πρόσωπο που με

ανθρώπινη μιλιά τους είπε

Αυτό το δέντρο που στον ίσκιο του ήρθατε να ξεκουραστείτε ξέρετε ποιος το ποτίζει

Όχι απάντησαν εκείνοι

Ο Μανωλιός που κοροϊδεύετε αποκρίθηκε το δέντρο

Εκείνοι ντροπιασμένοι έφυγαν με σκυμμένο το κεφάλι Στο δρόμο συνάντησαν τον Μανωλιό

Καλημέρα είπαν με μία φωνή Σήμερα θα έρθουμε μαζί σου να σε βοηθήσουμε να ποτίσεις τα δέντρα

Έτσι κι έγινε Από τότε έγιναν φίλοι Κάθε

απόγευμα πότιζαν τα δέντρα κι ύστερα κάτω

από τα φυλλώματα της γέρικης ελιάς άρχιζαν

το τραγούδι που μιλούσε για χώρες

παράξενε για ζούγκλες με πολύχρωμους

παπαγάλους για ινδιάνους με κιτρινοκόκκινα

φτερά στα καπέλα τους και ιδιαίτερα

τραγουδούσαν για την συμπόνια και την

ευαίσθητη καρδιά των ανθρώπων

Μια μέρα που ο ήλιος γίνηκε πορφυρός και

κρύφτηκε πίσω από τα βουνά ο Μανωλιός

πήγε μόνος του πότισε την γέρικη ελιά

ξάπλωσε και τον πήρε ένας βαθύς ύπνος Τότε

είδε πως μέσα στην κουφάλα της γέρικης ελιάς

είχανε στήσει ένα πανέμορφο παλάτι γεμάτο

κόσμο που χόρευε και γλένταγε

Θα πάω κι εγώ είπε δειλά δειλά ο Μανωλιός

bull Όσο προχωρούσε τόσο τα φώτα

μεγάλωναν ώσπου έφτασε στο κέντρο Εκεί

ένας βασιλιάς καθόταν σrsquoένα χρυσαφένιο

θρόνο Πίσω του στεκόταν μια Σφίγγα

άγαλμα Πήρε ανθρώπινη μιλιά αρχίζοντας να

λέει καλωσορίσματα στον Μανωλιό Εκείνος

χαμογελαστός χαιρέτησεμα τι να δει Σrsquoέναν

καθρέπτη που βρέθηκε μπροστά του ο

Μανωλιός ήταν ντυμένος πρίγκιπας

bull Πω πω Τι όμορφος που είμαι Αναφώνησε

Ξαφνικά υπηρέτες έστρωσαν ένα κόκκινο

χαλί για να περάσει ο Μανωλιός και αυτοί

αριστερά και δεξιά τον προσκυνούσαν Όταν

πέρασε τον διάδρομο με το κόκκινο χαλί

στάθηκε στον βασιλιά που του είπε

Καλόκαρδο και πονόψυχο παλικάρι Εσύ πότιζες

το δέντρο κι έτσι μπόρεσε το παλάτι μου να

βρίσκεται εδώ με όλους τους ανθρώπους

μου διαφορετικά αν το άφηνες να ξεραθεί από

το ζεστό άνεμο τώρα δεν θα

υπήρχαμε Γιrsquoαυτό αξίζεις να γίνεις γιος μου

να παντρευτείς την Βασιλοπούλα και με

δικαιοσύνη αγάπη και φρόνηση να γίνεις εσύ

ο καινούριος Βασιλιάς λύνοντας έτσι τα μάγια

της κακιάς νεράιδας που μας είχε

καταδικασμένους

Έτσι κι έγινε Ο Μανωλιός έγινε βασιλιάς με

τιμές και δόξες διότι ήξερε την γλώσσα της

καρδιάς που πάντα μας διδάσκει πόσο καλό

είναι να είσαι άνθρωπος Από τότε ο

Μανωλιός έμεινε στο παλάτι και κανείς ακόμα

δεν ξέρει τι ταξίδι ακολούθησε στον χρόνο του

ύπνου του άφησε όμως πίσω του τον

πραγματικό θησαυρό της καλοσύνης και της

αγάπης

ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Ο μαγικός ελαιώνας

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα παιδάκι που

το έλεγαν Λευτέρη Κάθε χρόνο το καλοκαίρι

μόλις έκλειναν τα σχολεία πήγαινε διακοπές

στο σπίτι της γιαγιάς του

Ένα καλοκαίρι έζησε μια σπουδαία περιπέτεια

Μια μέρα που η γιαγιά του είχε πάει για ψώνια

στην κοντινή πόλη ο Λευτέρης αποφάσισε να

εξερευνήσει τη σοφίτα του σπιτιού

Ανέβηκε προσεκτικά τη στριφογυριστή ξύλινη

σκάλα και στάθηκε αναποφάσιστος μπροστά

στην κλειστή πόρτα Πήρε μια βαθιά ανάσα

και την έσπρωξε δυνατά Πόσο σκοτεινά ήταν ό-

λα εκεί μέσα Ο Λευτέρης σκόνταψε σ΄ ένα πα-

λιό μπαούλο

Το άνοιξε γεμάτος περιέργεια Και τι δε βρήκε

Ολόκληρο θησαυρό Παλιά βιβλία του παππού

φορέματα της γιαγιάς παιχνίδια της μητέρας

του όταν ήταν παιδί Κάτω κάτω ήταν

τσαλακωμένο ένα κιτρινισμένο χαρτί Το

ξετύλιξε βιαστικά και τι να δει Ένας παλιός

χάρτης με σχεδιάγραμμα Αμέσως τον άρπαξε

κι άρχισε το ταξίδι του

Περπάτησε ώρες πολλές Πέρασε την πεδιάδα

με τα κίτρινα στάχυα το γεφυράκι του μικρού

ποταμού ώσπου έφτασε στο τέλος σε έναν

κάμπο γεμάτο ελιές

Διάλεξε την πιο μεγάλη ελιά και κάθισε να

ξεκουραστεί ακουμπώντας στο γέρικο κορμό

της

Ξαφνικά άκουσε μια απαλή φωνή Έμοιαζε

με της γιαγιάς του Κοίταξε γύρω του μα δεν

είδε κανέναν Η φωνή συνέχισε να του μιλάει

τρυφερά Ο Λευτέρης γεμάτος περιέργεια

άρχισε να παρατηρεί προσεχτικά το γέρικο

κορμό τα πελώρια κλαδιά και τ΄ ασημένια

φύλλα της ελιάς Τότε κατάλαβε ποιος του

μιλούσε Έκπληκτος άγγιξε απαλά το υπέροχο

αυτό δέντρο και μοιράστηκε μαζί του όλα του

τα μυστικά

Από εκείνη την ημέρα ο Λευτέρης πήγαινε

καθημερινά στο μαγικό αυτό ελαιώνα

Καθόταν ώρες στη σκιά της αγαπημένης του

ελιάς κι άκουγε τις πιο ωραίες ιστορίες

Ο καιρός πέρασε γρήγορα κι ήρθε η μέρα που

έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι του Έτρεξε στο

μαγικό ελαιώνα κι αγκάλιασε κλαίγοντας το

αγαπημένο του δέντρο Η ελιά έγειρε τα

κλαδιά της και χάιδεψε τα μαλλιά του laquo Μη

στενοχωριέσαιraquo του ψιθύρισε laquo Κόψε ένα

κλαράκι μου και πάρ΄ το μαζί σου Φύτεψέ το

στην αυλή του σπιτιού σου κι εγώ θα είμαι

πάντα κοντά σουraquo

Έτσι κι έγινε Ένα καινούριο ολόδροσο

δεντράκι φύτρωσε στον κήπο του Λευτέρη Κι

από τότε δεν χώρισαν ποτέ

Οι μαγικοί σπόροι

Μια φορά κι έναν καιρό σ΄ ένα μακρινό

χωριουδάκι ζούσε με τη γιαγιά του ένα μικρό

κορίτσι που το έλεγαν Ελπίδα Το σπιτάκι τους

ήταν πολύ φτωχικό Δύσκολα τα έβγαζαν πέρα

Ο περασμένος χειμώνας ήταν πολύ βαρύς

Τα πρώτα χιόνια έπεσαν νωρίς κι ο κρύος

βοριάς σφύριζε μανιασμένα Κάθε πρωί η

γιαγιά με την εγγονή της πήγαιναν στο δάσος

και μάζευαν φρούτα και ξύλα για να

ζεσταθούν

Μια μέρα ο άνεμος φυσούσε άγρια κι ο ήλιος

είχε κρυφτεί πίσω από τα βαριά μαύρα

σύννεφα Η Ελπίδα άφησε τη γιαγιά της στο

κρύο σπιτάκι τους τυλίχτηκε σφιχτά με το

σάλι της και ξεκίνησε για το δάσος Τα πόδια

και τα χέρια της είχαν παγώσει Τα μαλλιά και

τα ρούχα της είχαν βραχεί από την ξαφνική

μπόρα Και το σπουδαιότερο δεν μπορούσε να

γυρίσει πίσω γιατί δεν είχε μαζέψει ακόμη

τίποτα Αποφάσισε τότε να μπει για λίγο σε

μια σπηλιά που βρήκε στο δρόμο της και να

περιμένει

Έτρεμε από το κρύο και

από το φόβο της Είχε αρ

χίσει να νυχτώνει και η

γιαγιά της σίγουρα θα

ανησυχούσε Ξαφνικά

ένα απόκοσμο φως γέμι

σε τη σπηλιά και μια πα

νέμορφη νεράιδα πα

ρουσιάστηκε μπροστά

της

Της χαμογέλασε γλυκά και της χάιδεψε απαλά τα μαλλιά Κρατούσε ένα μικρό σακουλάκι που το άφησε προσεκτικά στα χέρια της Ελπίδας laquoΌταν πας σπίτι σου να το ανοίξεις και να κάνεις ότι ακριβώς σου πει η γιαγιά σου Αυτή ξέρειraquo της είπε τρυφερά και χάθηκε στο σκοτάδι της σπηλιάς Το κορίτσι κρατώντας το γερά έτρεξε χαρούμενο στο φτωχικό του σπιτάκι Τα μάτια του έλαμπαν από ενθουσιασμό καθώς έδειχνε στη γιαγιά του το δώρο της νεράιδας

Η γιαγιά ψηλάφησε τους μεγάλους γυαλιστερούς σπόρους τους έβαλε στη χούφτα της Ελπίδας και της είπε να τους φυτέψει στην αυλή Έτσι ακριβώς έκανε το μικρό κορίτσι Τους έχωσε βαθιά στο έδαφος και τους σκέπασε με φρέσκο χώμα Την άνοιξη οι σπόροι φύτρωσαν και γρήγορα έγιναν μεγάλα δέντρα με υπέροχο σταχτοπράσινο φύλλωμα Ήταν φουντωτές ελιές που αγκάλιασαν το μικρό σπιτάκι Ήρθε το φθινόπωρο και τα κλαδιά τους γέμισαν ευλογημένο καρπό

Από τότε η Ελπίδα κι η γιαγιά της έζησαν

ευτυχισμένες βοηθώντας κάθε κουρασμένο

περαστικό

Η αξία της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό σrsquo ένα μακρινό

χωριό όλοι οι άνθρωποι ζούσαν ευτυχισμένοι

Είχαν πολλά κτήματα εκτιμήσει πλούσια

γεμάτα ελιές Ποτέ όμως δεν είχαν σωστά την

αξία τους

Κάποια μέρα καθώς έπαιζαν δυο παιδιά η

Μαρία και ο Νίκος εμφανίστηκε μπροστά

τους ένας άγνωστος άντρας Τους μίλησε για

τα ελαιόδεντρα και τη χρησιμότητά τους Τους

είπε πως πρέπει να τα φροντίζουν και να τα

αγαπούν

Μετά από αρκετές ημέρες έγινε κάτι φοβερό

Στο χωριό έπεσε μεγάλη κατάρα Όλα τα χωράφια με τα ελαιόδεντρα καταστράφηκαν

Η Μαρία και ο Νίκος αμέσως κατάλαβαν πως έπρεπε να πάνε να βρουν τον μυστήριο αυτό άντρα που τους είχε επισκεφτεί

Τους είχε πει πως ζούσε στο δάσος Αυτό όμως δεν ήταν και τόσοhellip συνηθισμένο δάσος Έλεγαν πως στις κουφάλες των δέντρων ζούσαν φαντάσματα και πως το μέγεθος των ζώων ήταν υπερφυσικό

Φοβόντουσαν πάρα πολύ Περπάτησαν

ατελείωτες ώρες στη σκιά των πελώριων

δέντρων Με τη βοήθεια ενός λιονταριού

κατάφεραν να βρουν τον πύργο του άντρα που

έψαχναν

Χτύπησαν την πόρτα

αλλά κανείς δεν τους

άνοιξε Αποφάσισαν

να περιμένουν Δεν

κατάλαβαν πόσος

χρόνος πέρασε καιhellip

η πόρτα άνοιξε μόνη

της

Τα παιδιά μπήκαν γεμάτα περιέργεια στον

πύργο Ανέβηκαν διστακτικά την παλιά

στριφογυριστή σκάλα που τα οδήγησε σrsquo έ-

να επιβλητικό δωμάτιο Εκεί εργαζόταν ο

μυστηριώδης άντρας που είχαν γνωρίσει

Αμέσως κατάλαβαν πως ήταν μάγος Τους

αποκάλυψε αμέσως το όνομά του τον έλεγαν

Άλφρεντ Άρχισαν λοιπόν να του μιλούν για

το πρόβλημά τους Ο μάγος τα άκουσε προσε-

κτικά και τους είπε τι πρέπει να κάνουν

Έπρεπε να περάσουν τρεις δοκιμασίες Μόνο

έτσι θα έφευγε η κατάρα

Στο χωριό όλοι οι κάτοικοι περνούσαν δύσκο-

λα Από πλούσιοι είχαν γίνει φτωχοί και χωρίς

την ελιά και το λάδι της δεν μπορούσαν να ζή-

σουν Κατάλαβαν έτσι την αξία της αλλά ήταν

πλέον αργά Ή μάλλον σχεδόν αργά

Όταν τα παιδιά επέστρεψαν διηγήθηκαν σε

όλους όλα όσα τους συνέβησαν Τους είπαν για

το μάγο και τις τρεις δοκιμασίες που έπρεπε να

περάσουν Το πρόβλημα όμως ήταν πως δεν

τους είχε πει ποιες ήταν αυτές οι δοκιμασίες

ποιοι θα τις περνούσαν και πότε

Οι μέρες περνούσαν

αργά και βασανιστικά

μετά από δυο μήνες στο

χωριό εμφανίστηκε ένα

μικρό κορίτσι Χτύπησε

την πόρτα ενός σπιτιού

και ζήτησε λίγο φαγητό

Η οικογένεια όμως Το έ-

διωξε Το κορίτσι ήταν

Ο μάγος Άλφρεντ μεταμορ-

φωμένος Αυτή ήταν η πρώ-

τη δοκιμασία που δυστυχώς

όμως απέτυχαν

Αφού πέρασε μια εβδομάδα περίπου ένα μι-

κρό άγνωστο αγόρι εμφανίστηκε σε μια ομάδα

παιδιών και τους ζήτησε να παίξει μαζί τους Η

Μαρία και ο Νίκος όχι μόνο το δέχτηκαν αλλά

το άφησαν να διαλέξει το παιχνίδι που θα έπαι-

ζαν

_ Εσύ Νίκο θα είσαι ο αγρότης Εγώ θα είμαι η

ελιά και Μαρία θα είναι οι καρποί μου είπε το

αγόρι

Τα παιδιά συμφώνησαν κι άρχισαν όλα μαζί να

παίζουν Ο μάγος τότε παρατήρησε τον τρόπο

που ο Νίκος περιποιόταν την ελιά και πόσο χαι-

ρόταν όταν μάζευε τους καρπούς της Αυτή ήταν

η δεύτερη δοκιμασία και τα παιδιά την πέρασαν

με επιτυχία

Πέρασε αρκετός καιρός ώσπου έφτασε η ώρα

για την τρίτη δοκιμασία Μια μέρα ήρθε στο χω-

ριό ένας πλανόδιος έμπορος Πουλούσε από σπό-

ρους μέχρι και μαγικά αντικείμενα Οι τιμές όμως

ήταν πολύ υψηλές Ο Νίκος με τον πατέρα του ζή-

τησαν να δουν τους σπόρους που είχε

_Έχω σπόρους συκιάς πορτοκαλιάς μηλιάς και

τον τελευταίο σπόρο ελιάς είπε ο άντρας

_Τον τελευταίο Ρώτησε ο Νίκος

_ Ναι Τον τελευταίο

_Δεν υπάρχει άλλος

_Όχι

_Ούτε ένας

_Τίποτα

_Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Ναι Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Είστε σίγουρος για αυτό

_Απολύτως

Ο Νίκος δεν πίστευε στ΄ αυτιά τουΤότε ζήτη-

σε αμέσως απόν τον πατέρα του να αγοράσει τον

τελευταίο σπόρο ελιάς σ΄ ολόκληρη τη γη Η τι-

μή του όμως ήταν πολύ πάρα πολύ υψηλή Εκα-

τό χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Γιε μου δεν έχουμε τόσα χρήματα Μπορούμε

όμως να πουλήσουμε τα τέσσερα κτήματά μας

_Ναι να τα δώσουμε Θα μας μείνει η αυλή του

σπιτιού Εκεί θα φυτέψουμε τον πολύτιμο σπόρο

Τότε εμφανίστηκε ο μάγος Άλφρεντ

_Δίνω διακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα είπε

ο μάγος

_Άλφρεντ δεν είναι τίμιο είπε ο Νίκος

Προλάβαμε

εμείς να αγοράσουμε αυτόν το σπόρο

_Δίνω τριακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Τότε εγώ θα δώσω και το σπίτι μου είπε ο πα-

τέρας του Νίκου

_Ναι αλλά hellip αυτά είναι λιγότερα από τα χρή-

ματα που μου δίνει ο μάγος είπε ο έμπορος

_Τότε και εγώ θα δώσω όσα χρήματα έχω στον

κουμπαρά μου είπε η Μαρία

_Κι εγώ φώναξε ο Βασίλης

_Εγώ θα δώσω το μοναδικό κτήμα που έχω είπε

ο κύριος Βαγγέλης

_Και εγώ φώναξε η κυρία Βαρβάρα

_Ναι Και εμείς θα δώσουμε ότι έχουμε στους

κουμπαράδες μας φώναξαν δυνατά όλα τα

παιδιά που ήταν μαζεμένα στην πλατεία του

χωριού

Όλοι άρχισαν να δίνουν χρήματα σπίτια

έπιπλα χωράφια και μαγαζιά μέχρι που κέρδι-

σαν το μάγο Άλφρεντ και αγόρασαν το σπόρο

της ελιάς Από τη στιγμή που τον φύτεψαν το

πρόσεχαν πάρα πολύ

Μετά από χρόνια όταν οι χωρικοί μάζεψαν

τους καρπούς αυτής της ελιάς διαπίστωσαν ότι

είχε το πιο νόστιμο λάδι Τότε ο μάγος

πείστηκε πως όλοι είχαν καταλάβει την αξία

της και γέμισε ξανά όλα τα χωράφια τους με

ελαιόδεντρα

ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α

Κουκάκη Κατερίνα

Μπογκντάνι Γκισέλα

Καρυώτης Γιώργος

Αθανασόπουλος Στέφανος

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 39: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

Στα δέντρα πάνω κρέμεται

Στις εκκλησιές κοιμάται

Και τα χρυσά της κόκαλα

Μες στη φωτιά τα βάζω

Τι είναι

Η ελιά

Πράσινα είνrsquo τα νιάτα μου

μαύρα τα γερατειά μου

χαροποιά η θλίψη μου

θροφή τα δάκρυά μου

Τί είναι

Η ελιά

ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Το παραμύθι της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σε μια φτωχογειτονιά

ένα φτωχό μα πολύ καλόκαρδο κορίτσι που το έλεγαν

Ελιά

Κάθε μέρα η Ελιά γύριζε τη γειτονιά της έβλεπε τον

κόσμο να ζει φτωχός και δυστυχισμένος και γύριζε

στο σπίτι της πολύ στενοχωρημένη

Κάτι πρέπει να κάνω να τους βοηθήσω σκεφτόταν Κι

από την άλλη μέρα κιόλας άρχισε Βγήκε στη

γειτονιά κράτησε τα παιδιά της γειτόνισσας για να

πάει να δουλέψει και να μπορεί να φέρει στα παιδιά

της λίγο φαΐ

Μια άλλη μέρα πήγε στη γριούλα που ήταν άρρωστη της μαγείρεψε της σκούπισε το σπίτι την έπλυνε την ταΐσε Την άλλη μέρα πάλι έβγαλε τον παράλυτο γέρο με το καρότσι του βόλτα για να πάρει αέρα και ήλιο

Τα βράδια γύριζε κατάκοπη μα ευχαριστημένη που είχε καταφέρει να δώσει λίγη χαρά στους φτωχούς ανθρώπους

Οι μέρες περνούσαν κι η Ελιά όλο δούλευε όσο αδυνάτιζε Μα έβλεπε πως ότι κι αν έκανε ο κόσμος ήταν πάντα φτωχός και δυστυχισμένοςΑυτό τη στενοχωρούσε πάρα πολύ κι έτσι στενοχωρημένη κάθισε στην αυλή του σπιτιού της και συλλογιζόταν

- Τι να κάνω τι να κάνω Δεν μπορώ να βλέπω τόση δυστυχία Το σπουργίτι που την είδε τόσο στενοχωρημένη - και που την αγαπούσε γιατί κάθε μέρα του έριχνε σπόρους και ψίχουλα - δεν άντεξε και πέταξε βαθιά στο δάσος

Εκεί βρήκε την καλή νεράιδα και της είπε- Τρέξε καλή νεράιδα η Ελιά είναι πολύ στενοχωρημένη χλωμή κι αδύνατη

Η καλή νεράιδα ανήσυχη έτρεξε στην αυλή της Ελιάς και τη ρώτησε- Τι έχεις Ελιά μου κι είσαι τόσο λυπημένη- Αχ καλή μου νεράιδα Δεν μπορώ να βλέπω τόση φτώχεια και δυστυχία γύρω μου- Και τι θέλεις δηλαδή- θέλω να τους γίνω χρήσιμη θέλω να τους προσφέρω κάτι πολύτιμο που να τους δώσει ζωή και χαρά

-Το θέλεις αλήθεια τόσο πολύ

- Και βέβαια το θέλω δε βλέπεις πως έλιωσα

από τη στενοχώρια μου

- Τότε σταμάτησε να στενοχωριέσαι θα σε κάνω

αυτό που θέλεις Και τσουπ την άγγιξε με το

ραβδάκι της κι αμέσως η Ελιά έγινε ένα

μεγάλο δέντρο που έβγαλε φύλλα

λουλουδάκια άσπρα που έγιναν ελιές

πράσινες μωβ μαύρες

Έπεσαν στη γη τα κουκούτσια φύτρωσαν

έγιναν δεντράκια και σχημάτισαν ένα μεγάλο

ελαιώνα

Ήρθαν οι γείτονες μάζεψαν τις ελιές έβγαλαν

λάδι έφαγαν χόρτασαν ρόδισαν τα μαγουλά

τους ζωήρεψαν κι άρχισαν να χαμογελούν και

να ζουν ευτυχισμένοι

Για να ευχαριστήσουν την ελιά και να της

δείξουν την αγάπη τους πήραν το λάδι τους

το έβαλαν στο καντήλι για να θυμίζουν στην

Παναγιά και στο Χριστό την καλοσύνη της

ελιάς και την αγάπη της για τον κόσμο

Κι η Παναγιά με τη σειρά της την ευλόγησε Κι

ο Χριστός κάτω απ την ελιά ήρθε και

ξεκουράστηκε

Κι εκείνη καμάρωνε ευχαριστημένη στη μέση

στον ελαιώνα και φρόντιζε όταν έρχονται οι

άνθρωποι να τη μαζέψουν να ναι γεμάτη

ελιές να χορταίνουν οι φτωχοί και να

φωτίζονται απ τις καντήλες όλες οι εκκλησιές

Η μικρή ελιά

Η μικρή ελιά για πρώτη φορά γέμισε καρπό

Ο γεωργός την αγαπούσε γιατί του θύμιζε την

πρώτη του αγάπη κοντούλα και στρουμπουλή

Της είχε φτιάξει ένα περιδέραιο με

ασπρισμένες πέτρες και συχνά καθόταν και

κουβέντιαζε μαζί της τα όνειρα και τις

αναμνήσεις του Η ελιά κάθε μέρα και πιο

όμορφη

Ένα πρωί του Νοέμβρη ο γεωργός άπλωσε πανιά

κι άρχισε να την ραβδίζει Πάνε οι ελιές πάνε

τα φύλλα πάει η ομορφιά

Η ελιά μέσα στα αναφιλητά της μονολογούσε

-Μ αγαπούσε και με χάλασε Πως εννοεί ο

άνθρωπος την αγάπη Έλεγε και ξανάλεγε

Τότε ακούει μια μαργαρίτα να της λέει

-Άκουσε να σου πω Ο άνθρωπος δεν ξέρει την

αγάπη

Μην τον παρεξηγείς Κοίταξε εμένα που μια

ζωή με μαδάει για να μάθειhellip

Το καλάμι κι η ελιά

Μια φορά δίπλα σε μια ελιά είχε φυτρώσει ένα καλάμιΗ ελιά ήταν ένα μεγάλο και δυνατό δέντρο με πολλά κλαδιά πουκρατούσαν τα φύλλα τους όλη τη χρονιά και κάθε δυο χρόνιαέγερναν από το βάρος του καρπού

Το καλάμι πάλι ήτανε ψηλόλιγνο με καταπράσινα στενόμακρα φύλλα με ωραιότατα παράξενα λουλούδια που έμοιαζαν με τσαμπιά κι είχανε το σχήμα του αδραχτιού

Η ελιά καυχιόταν ολοένα

-Τι είσαι συ μπροστά μου έλεγε στο καλάμιΕγώ είμαι ένα δέντρο μεγάλο δυνατό ευλογημένο Οι άνθρωποι με λατρεύουνγιατί τους δίνω τις ελιές και το λάδι μου τους δίνω ξερόκλαδα για να ζεσταίνονταιτους δίνω ξύλα για να φτιάχνουν ακριβά έπιπλα Είμαι μεγάλη ψηλή γερήκαι συ είσαι ένα αδύναμο πραγματάκι που λυγίζεις μπροστά σrsquo όλους τους ανέμους και τους προσκυνάς Δεν μπορώ να καταλάβω πώς έχεις την τόλμη να φυτρώνεις πλάι μου

Το καημένο το καλάμι

που ήταν από φυσικού

του ντροπαλό ταrsquo

άκουγε όλα αυτά και

δεν έλεγε τίποτα κι

ούτε και θύμωνε γιατί

αυτό δεν είχε να

καυχηθεί για τίποτα

Ήρθε ένας χειμώνας όμως βαρύς κι άρχισε να

φυσάει ένας αέρας δαιμονισμένος

που χτυπούσε με μανία την ελιά ώσπου στο

τέλος την ξερίζωσε

Το καλάμι με το πρώτο φύσημα του ανέμου

έγειρε λυγερό όπως ήτανε

προς το νερό κι έτσι ο άνεμος περνούσε από

πάνω του χωρίς να το πειράξει

Κι όταν η καταιγίδα σταμάτησε κι ο άνεμος

έπαψε να φυσάει

η ελιά απόμεινε πεσμένη στο χώμα και το

καλάμι σηκώθηκε

πάλι όρθιο και λυγερό όπως και πριν

Βλέπετε το καλάμι ήξερε να υποχωρεί εκεί που

ένιωθε ότι δεν είχε δύναμη νrsquo αντισταθεί ενώ

η ελιά πλήρωσε με τη ζωή της την

υπερηφάνειά της

Ο Μανωλιός και η γέρικη ελιά

Μια φορά και έναν καιρό όταν ο ζεστός άνεμος

φυσούσε και τα δέντρα λυπημένα έγερναν τα

κουρασμένα φυλλώματά τους ένα παλικάρι

που τον έλεγαν Μανωλιό πήγαινε τα πότιζε

και τους έκανε συντροφιά Τrsquo άλλα παλικάρια

του χωριού ζήλευαν τις χάρες και την καρδιά

του Μανωλιού Ψιθύριζαν λόγια άσχημα

μεταξύ τους δίχως να καταλαβαίνουν ότι αυτό

που έκαναν δεν ήταν σωστό

Μια μέρα κάθισαν κάτω από τον ίσκιο μιας

γέρικης ελιάς για να ξαποστάσουν Ξαφνικά

άκουσαν ένα θρόισμα γύρισαν τα κεφαλάκια

τους και από το κέντρο του κορμού της ελιάς

είδανε ένα χαμογελαστό πρόσωπο που με

ανθρώπινη μιλιά τους είπε

Αυτό το δέντρο που στον ίσκιο του ήρθατε να ξεκουραστείτε ξέρετε ποιος το ποτίζει

Όχι απάντησαν εκείνοι

Ο Μανωλιός που κοροϊδεύετε αποκρίθηκε το δέντρο

Εκείνοι ντροπιασμένοι έφυγαν με σκυμμένο το κεφάλι Στο δρόμο συνάντησαν τον Μανωλιό

Καλημέρα είπαν με μία φωνή Σήμερα θα έρθουμε μαζί σου να σε βοηθήσουμε να ποτίσεις τα δέντρα

Έτσι κι έγινε Από τότε έγιναν φίλοι Κάθε

απόγευμα πότιζαν τα δέντρα κι ύστερα κάτω

από τα φυλλώματα της γέρικης ελιάς άρχιζαν

το τραγούδι που μιλούσε για χώρες

παράξενε για ζούγκλες με πολύχρωμους

παπαγάλους για ινδιάνους με κιτρινοκόκκινα

φτερά στα καπέλα τους και ιδιαίτερα

τραγουδούσαν για την συμπόνια και την

ευαίσθητη καρδιά των ανθρώπων

Μια μέρα που ο ήλιος γίνηκε πορφυρός και

κρύφτηκε πίσω από τα βουνά ο Μανωλιός

πήγε μόνος του πότισε την γέρικη ελιά

ξάπλωσε και τον πήρε ένας βαθύς ύπνος Τότε

είδε πως μέσα στην κουφάλα της γέρικης ελιάς

είχανε στήσει ένα πανέμορφο παλάτι γεμάτο

κόσμο που χόρευε και γλένταγε

Θα πάω κι εγώ είπε δειλά δειλά ο Μανωλιός

bull Όσο προχωρούσε τόσο τα φώτα

μεγάλωναν ώσπου έφτασε στο κέντρο Εκεί

ένας βασιλιάς καθόταν σrsquoένα χρυσαφένιο

θρόνο Πίσω του στεκόταν μια Σφίγγα

άγαλμα Πήρε ανθρώπινη μιλιά αρχίζοντας να

λέει καλωσορίσματα στον Μανωλιό Εκείνος

χαμογελαστός χαιρέτησεμα τι να δει Σrsquoέναν

καθρέπτη που βρέθηκε μπροστά του ο

Μανωλιός ήταν ντυμένος πρίγκιπας

bull Πω πω Τι όμορφος που είμαι Αναφώνησε

Ξαφνικά υπηρέτες έστρωσαν ένα κόκκινο

χαλί για να περάσει ο Μανωλιός και αυτοί

αριστερά και δεξιά τον προσκυνούσαν Όταν

πέρασε τον διάδρομο με το κόκκινο χαλί

στάθηκε στον βασιλιά που του είπε

Καλόκαρδο και πονόψυχο παλικάρι Εσύ πότιζες

το δέντρο κι έτσι μπόρεσε το παλάτι μου να

βρίσκεται εδώ με όλους τους ανθρώπους

μου διαφορετικά αν το άφηνες να ξεραθεί από

το ζεστό άνεμο τώρα δεν θα

υπήρχαμε Γιrsquoαυτό αξίζεις να γίνεις γιος μου

να παντρευτείς την Βασιλοπούλα και με

δικαιοσύνη αγάπη και φρόνηση να γίνεις εσύ

ο καινούριος Βασιλιάς λύνοντας έτσι τα μάγια

της κακιάς νεράιδας που μας είχε

καταδικασμένους

Έτσι κι έγινε Ο Μανωλιός έγινε βασιλιάς με

τιμές και δόξες διότι ήξερε την γλώσσα της

καρδιάς που πάντα μας διδάσκει πόσο καλό

είναι να είσαι άνθρωπος Από τότε ο

Μανωλιός έμεινε στο παλάτι και κανείς ακόμα

δεν ξέρει τι ταξίδι ακολούθησε στον χρόνο του

ύπνου του άφησε όμως πίσω του τον

πραγματικό θησαυρό της καλοσύνης και της

αγάπης

ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Ο μαγικός ελαιώνας

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα παιδάκι που

το έλεγαν Λευτέρη Κάθε χρόνο το καλοκαίρι

μόλις έκλειναν τα σχολεία πήγαινε διακοπές

στο σπίτι της γιαγιάς του

Ένα καλοκαίρι έζησε μια σπουδαία περιπέτεια

Μια μέρα που η γιαγιά του είχε πάει για ψώνια

στην κοντινή πόλη ο Λευτέρης αποφάσισε να

εξερευνήσει τη σοφίτα του σπιτιού

Ανέβηκε προσεκτικά τη στριφογυριστή ξύλινη

σκάλα και στάθηκε αναποφάσιστος μπροστά

στην κλειστή πόρτα Πήρε μια βαθιά ανάσα

και την έσπρωξε δυνατά Πόσο σκοτεινά ήταν ό-

λα εκεί μέσα Ο Λευτέρης σκόνταψε σ΄ ένα πα-

λιό μπαούλο

Το άνοιξε γεμάτος περιέργεια Και τι δε βρήκε

Ολόκληρο θησαυρό Παλιά βιβλία του παππού

φορέματα της γιαγιάς παιχνίδια της μητέρας

του όταν ήταν παιδί Κάτω κάτω ήταν

τσαλακωμένο ένα κιτρινισμένο χαρτί Το

ξετύλιξε βιαστικά και τι να δει Ένας παλιός

χάρτης με σχεδιάγραμμα Αμέσως τον άρπαξε

κι άρχισε το ταξίδι του

Περπάτησε ώρες πολλές Πέρασε την πεδιάδα

με τα κίτρινα στάχυα το γεφυράκι του μικρού

ποταμού ώσπου έφτασε στο τέλος σε έναν

κάμπο γεμάτο ελιές

Διάλεξε την πιο μεγάλη ελιά και κάθισε να

ξεκουραστεί ακουμπώντας στο γέρικο κορμό

της

Ξαφνικά άκουσε μια απαλή φωνή Έμοιαζε

με της γιαγιάς του Κοίταξε γύρω του μα δεν

είδε κανέναν Η φωνή συνέχισε να του μιλάει

τρυφερά Ο Λευτέρης γεμάτος περιέργεια

άρχισε να παρατηρεί προσεχτικά το γέρικο

κορμό τα πελώρια κλαδιά και τ΄ ασημένια

φύλλα της ελιάς Τότε κατάλαβε ποιος του

μιλούσε Έκπληκτος άγγιξε απαλά το υπέροχο

αυτό δέντρο και μοιράστηκε μαζί του όλα του

τα μυστικά

Από εκείνη την ημέρα ο Λευτέρης πήγαινε

καθημερινά στο μαγικό αυτό ελαιώνα

Καθόταν ώρες στη σκιά της αγαπημένης του

ελιάς κι άκουγε τις πιο ωραίες ιστορίες

Ο καιρός πέρασε γρήγορα κι ήρθε η μέρα που

έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι του Έτρεξε στο

μαγικό ελαιώνα κι αγκάλιασε κλαίγοντας το

αγαπημένο του δέντρο Η ελιά έγειρε τα

κλαδιά της και χάιδεψε τα μαλλιά του laquo Μη

στενοχωριέσαιraquo του ψιθύρισε laquo Κόψε ένα

κλαράκι μου και πάρ΄ το μαζί σου Φύτεψέ το

στην αυλή του σπιτιού σου κι εγώ θα είμαι

πάντα κοντά σουraquo

Έτσι κι έγινε Ένα καινούριο ολόδροσο

δεντράκι φύτρωσε στον κήπο του Λευτέρη Κι

από τότε δεν χώρισαν ποτέ

Οι μαγικοί σπόροι

Μια φορά κι έναν καιρό σ΄ ένα μακρινό

χωριουδάκι ζούσε με τη γιαγιά του ένα μικρό

κορίτσι που το έλεγαν Ελπίδα Το σπιτάκι τους

ήταν πολύ φτωχικό Δύσκολα τα έβγαζαν πέρα

Ο περασμένος χειμώνας ήταν πολύ βαρύς

Τα πρώτα χιόνια έπεσαν νωρίς κι ο κρύος

βοριάς σφύριζε μανιασμένα Κάθε πρωί η

γιαγιά με την εγγονή της πήγαιναν στο δάσος

και μάζευαν φρούτα και ξύλα για να

ζεσταθούν

Μια μέρα ο άνεμος φυσούσε άγρια κι ο ήλιος

είχε κρυφτεί πίσω από τα βαριά μαύρα

σύννεφα Η Ελπίδα άφησε τη γιαγιά της στο

κρύο σπιτάκι τους τυλίχτηκε σφιχτά με το

σάλι της και ξεκίνησε για το δάσος Τα πόδια

και τα χέρια της είχαν παγώσει Τα μαλλιά και

τα ρούχα της είχαν βραχεί από την ξαφνική

μπόρα Και το σπουδαιότερο δεν μπορούσε να

γυρίσει πίσω γιατί δεν είχε μαζέψει ακόμη

τίποτα Αποφάσισε τότε να μπει για λίγο σε

μια σπηλιά που βρήκε στο δρόμο της και να

περιμένει

Έτρεμε από το κρύο και

από το φόβο της Είχε αρ

χίσει να νυχτώνει και η

γιαγιά της σίγουρα θα

ανησυχούσε Ξαφνικά

ένα απόκοσμο φως γέμι

σε τη σπηλιά και μια πα

νέμορφη νεράιδα πα

ρουσιάστηκε μπροστά

της

Της χαμογέλασε γλυκά και της χάιδεψε απαλά τα μαλλιά Κρατούσε ένα μικρό σακουλάκι που το άφησε προσεκτικά στα χέρια της Ελπίδας laquoΌταν πας σπίτι σου να το ανοίξεις και να κάνεις ότι ακριβώς σου πει η γιαγιά σου Αυτή ξέρειraquo της είπε τρυφερά και χάθηκε στο σκοτάδι της σπηλιάς Το κορίτσι κρατώντας το γερά έτρεξε χαρούμενο στο φτωχικό του σπιτάκι Τα μάτια του έλαμπαν από ενθουσιασμό καθώς έδειχνε στη γιαγιά του το δώρο της νεράιδας

Η γιαγιά ψηλάφησε τους μεγάλους γυαλιστερούς σπόρους τους έβαλε στη χούφτα της Ελπίδας και της είπε να τους φυτέψει στην αυλή Έτσι ακριβώς έκανε το μικρό κορίτσι Τους έχωσε βαθιά στο έδαφος και τους σκέπασε με φρέσκο χώμα Την άνοιξη οι σπόροι φύτρωσαν και γρήγορα έγιναν μεγάλα δέντρα με υπέροχο σταχτοπράσινο φύλλωμα Ήταν φουντωτές ελιές που αγκάλιασαν το μικρό σπιτάκι Ήρθε το φθινόπωρο και τα κλαδιά τους γέμισαν ευλογημένο καρπό

Από τότε η Ελπίδα κι η γιαγιά της έζησαν

ευτυχισμένες βοηθώντας κάθε κουρασμένο

περαστικό

Η αξία της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό σrsquo ένα μακρινό

χωριό όλοι οι άνθρωποι ζούσαν ευτυχισμένοι

Είχαν πολλά κτήματα εκτιμήσει πλούσια

γεμάτα ελιές Ποτέ όμως δεν είχαν σωστά την

αξία τους

Κάποια μέρα καθώς έπαιζαν δυο παιδιά η

Μαρία και ο Νίκος εμφανίστηκε μπροστά

τους ένας άγνωστος άντρας Τους μίλησε για

τα ελαιόδεντρα και τη χρησιμότητά τους Τους

είπε πως πρέπει να τα φροντίζουν και να τα

αγαπούν

Μετά από αρκετές ημέρες έγινε κάτι φοβερό

Στο χωριό έπεσε μεγάλη κατάρα Όλα τα χωράφια με τα ελαιόδεντρα καταστράφηκαν

Η Μαρία και ο Νίκος αμέσως κατάλαβαν πως έπρεπε να πάνε να βρουν τον μυστήριο αυτό άντρα που τους είχε επισκεφτεί

Τους είχε πει πως ζούσε στο δάσος Αυτό όμως δεν ήταν και τόσοhellip συνηθισμένο δάσος Έλεγαν πως στις κουφάλες των δέντρων ζούσαν φαντάσματα και πως το μέγεθος των ζώων ήταν υπερφυσικό

Φοβόντουσαν πάρα πολύ Περπάτησαν

ατελείωτες ώρες στη σκιά των πελώριων

δέντρων Με τη βοήθεια ενός λιονταριού

κατάφεραν να βρουν τον πύργο του άντρα που

έψαχναν

Χτύπησαν την πόρτα

αλλά κανείς δεν τους

άνοιξε Αποφάσισαν

να περιμένουν Δεν

κατάλαβαν πόσος

χρόνος πέρασε καιhellip

η πόρτα άνοιξε μόνη

της

Τα παιδιά μπήκαν γεμάτα περιέργεια στον

πύργο Ανέβηκαν διστακτικά την παλιά

στριφογυριστή σκάλα που τα οδήγησε σrsquo έ-

να επιβλητικό δωμάτιο Εκεί εργαζόταν ο

μυστηριώδης άντρας που είχαν γνωρίσει

Αμέσως κατάλαβαν πως ήταν μάγος Τους

αποκάλυψε αμέσως το όνομά του τον έλεγαν

Άλφρεντ Άρχισαν λοιπόν να του μιλούν για

το πρόβλημά τους Ο μάγος τα άκουσε προσε-

κτικά και τους είπε τι πρέπει να κάνουν

Έπρεπε να περάσουν τρεις δοκιμασίες Μόνο

έτσι θα έφευγε η κατάρα

Στο χωριό όλοι οι κάτοικοι περνούσαν δύσκο-

λα Από πλούσιοι είχαν γίνει φτωχοί και χωρίς

την ελιά και το λάδι της δεν μπορούσαν να ζή-

σουν Κατάλαβαν έτσι την αξία της αλλά ήταν

πλέον αργά Ή μάλλον σχεδόν αργά

Όταν τα παιδιά επέστρεψαν διηγήθηκαν σε

όλους όλα όσα τους συνέβησαν Τους είπαν για

το μάγο και τις τρεις δοκιμασίες που έπρεπε να

περάσουν Το πρόβλημα όμως ήταν πως δεν

τους είχε πει ποιες ήταν αυτές οι δοκιμασίες

ποιοι θα τις περνούσαν και πότε

Οι μέρες περνούσαν

αργά και βασανιστικά

μετά από δυο μήνες στο

χωριό εμφανίστηκε ένα

μικρό κορίτσι Χτύπησε

την πόρτα ενός σπιτιού

και ζήτησε λίγο φαγητό

Η οικογένεια όμως Το έ-

διωξε Το κορίτσι ήταν

Ο μάγος Άλφρεντ μεταμορ-

φωμένος Αυτή ήταν η πρώ-

τη δοκιμασία που δυστυχώς

όμως απέτυχαν

Αφού πέρασε μια εβδομάδα περίπου ένα μι-

κρό άγνωστο αγόρι εμφανίστηκε σε μια ομάδα

παιδιών και τους ζήτησε να παίξει μαζί τους Η

Μαρία και ο Νίκος όχι μόνο το δέχτηκαν αλλά

το άφησαν να διαλέξει το παιχνίδι που θα έπαι-

ζαν

_ Εσύ Νίκο θα είσαι ο αγρότης Εγώ θα είμαι η

ελιά και Μαρία θα είναι οι καρποί μου είπε το

αγόρι

Τα παιδιά συμφώνησαν κι άρχισαν όλα μαζί να

παίζουν Ο μάγος τότε παρατήρησε τον τρόπο

που ο Νίκος περιποιόταν την ελιά και πόσο χαι-

ρόταν όταν μάζευε τους καρπούς της Αυτή ήταν

η δεύτερη δοκιμασία και τα παιδιά την πέρασαν

με επιτυχία

Πέρασε αρκετός καιρός ώσπου έφτασε η ώρα

για την τρίτη δοκιμασία Μια μέρα ήρθε στο χω-

ριό ένας πλανόδιος έμπορος Πουλούσε από σπό-

ρους μέχρι και μαγικά αντικείμενα Οι τιμές όμως

ήταν πολύ υψηλές Ο Νίκος με τον πατέρα του ζή-

τησαν να δουν τους σπόρους που είχε

_Έχω σπόρους συκιάς πορτοκαλιάς μηλιάς και

τον τελευταίο σπόρο ελιάς είπε ο άντρας

_Τον τελευταίο Ρώτησε ο Νίκος

_ Ναι Τον τελευταίο

_Δεν υπάρχει άλλος

_Όχι

_Ούτε ένας

_Τίποτα

_Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Ναι Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Είστε σίγουρος για αυτό

_Απολύτως

Ο Νίκος δεν πίστευε στ΄ αυτιά τουΤότε ζήτη-

σε αμέσως απόν τον πατέρα του να αγοράσει τον

τελευταίο σπόρο ελιάς σ΄ ολόκληρη τη γη Η τι-

μή του όμως ήταν πολύ πάρα πολύ υψηλή Εκα-

τό χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Γιε μου δεν έχουμε τόσα χρήματα Μπορούμε

όμως να πουλήσουμε τα τέσσερα κτήματά μας

_Ναι να τα δώσουμε Θα μας μείνει η αυλή του

σπιτιού Εκεί θα φυτέψουμε τον πολύτιμο σπόρο

Τότε εμφανίστηκε ο μάγος Άλφρεντ

_Δίνω διακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα είπε

ο μάγος

_Άλφρεντ δεν είναι τίμιο είπε ο Νίκος

Προλάβαμε

εμείς να αγοράσουμε αυτόν το σπόρο

_Δίνω τριακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Τότε εγώ θα δώσω και το σπίτι μου είπε ο πα-

τέρας του Νίκου

_Ναι αλλά hellip αυτά είναι λιγότερα από τα χρή-

ματα που μου δίνει ο μάγος είπε ο έμπορος

_Τότε και εγώ θα δώσω όσα χρήματα έχω στον

κουμπαρά μου είπε η Μαρία

_Κι εγώ φώναξε ο Βασίλης

_Εγώ θα δώσω το μοναδικό κτήμα που έχω είπε

ο κύριος Βαγγέλης

_Και εγώ φώναξε η κυρία Βαρβάρα

_Ναι Και εμείς θα δώσουμε ότι έχουμε στους

κουμπαράδες μας φώναξαν δυνατά όλα τα

παιδιά που ήταν μαζεμένα στην πλατεία του

χωριού

Όλοι άρχισαν να δίνουν χρήματα σπίτια

έπιπλα χωράφια και μαγαζιά μέχρι που κέρδι-

σαν το μάγο Άλφρεντ και αγόρασαν το σπόρο

της ελιάς Από τη στιγμή που τον φύτεψαν το

πρόσεχαν πάρα πολύ

Μετά από χρόνια όταν οι χωρικοί μάζεψαν

τους καρπούς αυτής της ελιάς διαπίστωσαν ότι

είχε το πιο νόστιμο λάδι Τότε ο μάγος

πείστηκε πως όλοι είχαν καταλάβει την αξία

της και γέμισε ξανά όλα τα χωράφια τους με

ελαιόδεντρα

ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α

Κουκάκη Κατερίνα

Μπογκντάνι Γκισέλα

Καρυώτης Γιώργος

Αθανασόπουλος Στέφανος

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 40: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

Πράσινα είνrsquo τα νιάτα μου

μαύρα τα γερατειά μου

χαροποιά η θλίψη μου

θροφή τα δάκρυά μου

Τί είναι

Η ελιά

ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Το παραμύθι της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σε μια φτωχογειτονιά

ένα φτωχό μα πολύ καλόκαρδο κορίτσι που το έλεγαν

Ελιά

Κάθε μέρα η Ελιά γύριζε τη γειτονιά της έβλεπε τον

κόσμο να ζει φτωχός και δυστυχισμένος και γύριζε

στο σπίτι της πολύ στενοχωρημένη

Κάτι πρέπει να κάνω να τους βοηθήσω σκεφτόταν Κι

από την άλλη μέρα κιόλας άρχισε Βγήκε στη

γειτονιά κράτησε τα παιδιά της γειτόνισσας για να

πάει να δουλέψει και να μπορεί να φέρει στα παιδιά

της λίγο φαΐ

Μια άλλη μέρα πήγε στη γριούλα που ήταν άρρωστη της μαγείρεψε της σκούπισε το σπίτι την έπλυνε την ταΐσε Την άλλη μέρα πάλι έβγαλε τον παράλυτο γέρο με το καρότσι του βόλτα για να πάρει αέρα και ήλιο

Τα βράδια γύριζε κατάκοπη μα ευχαριστημένη που είχε καταφέρει να δώσει λίγη χαρά στους φτωχούς ανθρώπους

Οι μέρες περνούσαν κι η Ελιά όλο δούλευε όσο αδυνάτιζε Μα έβλεπε πως ότι κι αν έκανε ο κόσμος ήταν πάντα φτωχός και δυστυχισμένοςΑυτό τη στενοχωρούσε πάρα πολύ κι έτσι στενοχωρημένη κάθισε στην αυλή του σπιτιού της και συλλογιζόταν

- Τι να κάνω τι να κάνω Δεν μπορώ να βλέπω τόση δυστυχία Το σπουργίτι που την είδε τόσο στενοχωρημένη - και που την αγαπούσε γιατί κάθε μέρα του έριχνε σπόρους και ψίχουλα - δεν άντεξε και πέταξε βαθιά στο δάσος

Εκεί βρήκε την καλή νεράιδα και της είπε- Τρέξε καλή νεράιδα η Ελιά είναι πολύ στενοχωρημένη χλωμή κι αδύνατη

Η καλή νεράιδα ανήσυχη έτρεξε στην αυλή της Ελιάς και τη ρώτησε- Τι έχεις Ελιά μου κι είσαι τόσο λυπημένη- Αχ καλή μου νεράιδα Δεν μπορώ να βλέπω τόση φτώχεια και δυστυχία γύρω μου- Και τι θέλεις δηλαδή- θέλω να τους γίνω χρήσιμη θέλω να τους προσφέρω κάτι πολύτιμο που να τους δώσει ζωή και χαρά

-Το θέλεις αλήθεια τόσο πολύ

- Και βέβαια το θέλω δε βλέπεις πως έλιωσα

από τη στενοχώρια μου

- Τότε σταμάτησε να στενοχωριέσαι θα σε κάνω

αυτό που θέλεις Και τσουπ την άγγιξε με το

ραβδάκι της κι αμέσως η Ελιά έγινε ένα

μεγάλο δέντρο που έβγαλε φύλλα

λουλουδάκια άσπρα που έγιναν ελιές

πράσινες μωβ μαύρες

Έπεσαν στη γη τα κουκούτσια φύτρωσαν

έγιναν δεντράκια και σχημάτισαν ένα μεγάλο

ελαιώνα

Ήρθαν οι γείτονες μάζεψαν τις ελιές έβγαλαν

λάδι έφαγαν χόρτασαν ρόδισαν τα μαγουλά

τους ζωήρεψαν κι άρχισαν να χαμογελούν και

να ζουν ευτυχισμένοι

Για να ευχαριστήσουν την ελιά και να της

δείξουν την αγάπη τους πήραν το λάδι τους

το έβαλαν στο καντήλι για να θυμίζουν στην

Παναγιά και στο Χριστό την καλοσύνη της

ελιάς και την αγάπη της για τον κόσμο

Κι η Παναγιά με τη σειρά της την ευλόγησε Κι

ο Χριστός κάτω απ την ελιά ήρθε και

ξεκουράστηκε

Κι εκείνη καμάρωνε ευχαριστημένη στη μέση

στον ελαιώνα και φρόντιζε όταν έρχονται οι

άνθρωποι να τη μαζέψουν να ναι γεμάτη

ελιές να χορταίνουν οι φτωχοί και να

φωτίζονται απ τις καντήλες όλες οι εκκλησιές

Η μικρή ελιά

Η μικρή ελιά για πρώτη φορά γέμισε καρπό

Ο γεωργός την αγαπούσε γιατί του θύμιζε την

πρώτη του αγάπη κοντούλα και στρουμπουλή

Της είχε φτιάξει ένα περιδέραιο με

ασπρισμένες πέτρες και συχνά καθόταν και

κουβέντιαζε μαζί της τα όνειρα και τις

αναμνήσεις του Η ελιά κάθε μέρα και πιο

όμορφη

Ένα πρωί του Νοέμβρη ο γεωργός άπλωσε πανιά

κι άρχισε να την ραβδίζει Πάνε οι ελιές πάνε

τα φύλλα πάει η ομορφιά

Η ελιά μέσα στα αναφιλητά της μονολογούσε

-Μ αγαπούσε και με χάλασε Πως εννοεί ο

άνθρωπος την αγάπη Έλεγε και ξανάλεγε

Τότε ακούει μια μαργαρίτα να της λέει

-Άκουσε να σου πω Ο άνθρωπος δεν ξέρει την

αγάπη

Μην τον παρεξηγείς Κοίταξε εμένα που μια

ζωή με μαδάει για να μάθειhellip

Το καλάμι κι η ελιά

Μια φορά δίπλα σε μια ελιά είχε φυτρώσει ένα καλάμιΗ ελιά ήταν ένα μεγάλο και δυνατό δέντρο με πολλά κλαδιά πουκρατούσαν τα φύλλα τους όλη τη χρονιά και κάθε δυο χρόνιαέγερναν από το βάρος του καρπού

Το καλάμι πάλι ήτανε ψηλόλιγνο με καταπράσινα στενόμακρα φύλλα με ωραιότατα παράξενα λουλούδια που έμοιαζαν με τσαμπιά κι είχανε το σχήμα του αδραχτιού

Η ελιά καυχιόταν ολοένα

-Τι είσαι συ μπροστά μου έλεγε στο καλάμιΕγώ είμαι ένα δέντρο μεγάλο δυνατό ευλογημένο Οι άνθρωποι με λατρεύουνγιατί τους δίνω τις ελιές και το λάδι μου τους δίνω ξερόκλαδα για να ζεσταίνονταιτους δίνω ξύλα για να φτιάχνουν ακριβά έπιπλα Είμαι μεγάλη ψηλή γερήκαι συ είσαι ένα αδύναμο πραγματάκι που λυγίζεις μπροστά σrsquo όλους τους ανέμους και τους προσκυνάς Δεν μπορώ να καταλάβω πώς έχεις την τόλμη να φυτρώνεις πλάι μου

Το καημένο το καλάμι

που ήταν από φυσικού

του ντροπαλό ταrsquo

άκουγε όλα αυτά και

δεν έλεγε τίποτα κι

ούτε και θύμωνε γιατί

αυτό δεν είχε να

καυχηθεί για τίποτα

Ήρθε ένας χειμώνας όμως βαρύς κι άρχισε να

φυσάει ένας αέρας δαιμονισμένος

που χτυπούσε με μανία την ελιά ώσπου στο

τέλος την ξερίζωσε

Το καλάμι με το πρώτο φύσημα του ανέμου

έγειρε λυγερό όπως ήτανε

προς το νερό κι έτσι ο άνεμος περνούσε από

πάνω του χωρίς να το πειράξει

Κι όταν η καταιγίδα σταμάτησε κι ο άνεμος

έπαψε να φυσάει

η ελιά απόμεινε πεσμένη στο χώμα και το

καλάμι σηκώθηκε

πάλι όρθιο και λυγερό όπως και πριν

Βλέπετε το καλάμι ήξερε να υποχωρεί εκεί που

ένιωθε ότι δεν είχε δύναμη νrsquo αντισταθεί ενώ

η ελιά πλήρωσε με τη ζωή της την

υπερηφάνειά της

Ο Μανωλιός και η γέρικη ελιά

Μια φορά και έναν καιρό όταν ο ζεστός άνεμος

φυσούσε και τα δέντρα λυπημένα έγερναν τα

κουρασμένα φυλλώματά τους ένα παλικάρι

που τον έλεγαν Μανωλιό πήγαινε τα πότιζε

και τους έκανε συντροφιά Τrsquo άλλα παλικάρια

του χωριού ζήλευαν τις χάρες και την καρδιά

του Μανωλιού Ψιθύριζαν λόγια άσχημα

μεταξύ τους δίχως να καταλαβαίνουν ότι αυτό

που έκαναν δεν ήταν σωστό

Μια μέρα κάθισαν κάτω από τον ίσκιο μιας

γέρικης ελιάς για να ξαποστάσουν Ξαφνικά

άκουσαν ένα θρόισμα γύρισαν τα κεφαλάκια

τους και από το κέντρο του κορμού της ελιάς

είδανε ένα χαμογελαστό πρόσωπο που με

ανθρώπινη μιλιά τους είπε

Αυτό το δέντρο που στον ίσκιο του ήρθατε να ξεκουραστείτε ξέρετε ποιος το ποτίζει

Όχι απάντησαν εκείνοι

Ο Μανωλιός που κοροϊδεύετε αποκρίθηκε το δέντρο

Εκείνοι ντροπιασμένοι έφυγαν με σκυμμένο το κεφάλι Στο δρόμο συνάντησαν τον Μανωλιό

Καλημέρα είπαν με μία φωνή Σήμερα θα έρθουμε μαζί σου να σε βοηθήσουμε να ποτίσεις τα δέντρα

Έτσι κι έγινε Από τότε έγιναν φίλοι Κάθε

απόγευμα πότιζαν τα δέντρα κι ύστερα κάτω

από τα φυλλώματα της γέρικης ελιάς άρχιζαν

το τραγούδι που μιλούσε για χώρες

παράξενε για ζούγκλες με πολύχρωμους

παπαγάλους για ινδιάνους με κιτρινοκόκκινα

φτερά στα καπέλα τους και ιδιαίτερα

τραγουδούσαν για την συμπόνια και την

ευαίσθητη καρδιά των ανθρώπων

Μια μέρα που ο ήλιος γίνηκε πορφυρός και

κρύφτηκε πίσω από τα βουνά ο Μανωλιός

πήγε μόνος του πότισε την γέρικη ελιά

ξάπλωσε και τον πήρε ένας βαθύς ύπνος Τότε

είδε πως μέσα στην κουφάλα της γέρικης ελιάς

είχανε στήσει ένα πανέμορφο παλάτι γεμάτο

κόσμο που χόρευε και γλένταγε

Θα πάω κι εγώ είπε δειλά δειλά ο Μανωλιός

bull Όσο προχωρούσε τόσο τα φώτα

μεγάλωναν ώσπου έφτασε στο κέντρο Εκεί

ένας βασιλιάς καθόταν σrsquoένα χρυσαφένιο

θρόνο Πίσω του στεκόταν μια Σφίγγα

άγαλμα Πήρε ανθρώπινη μιλιά αρχίζοντας να

λέει καλωσορίσματα στον Μανωλιό Εκείνος

χαμογελαστός χαιρέτησεμα τι να δει Σrsquoέναν

καθρέπτη που βρέθηκε μπροστά του ο

Μανωλιός ήταν ντυμένος πρίγκιπας

bull Πω πω Τι όμορφος που είμαι Αναφώνησε

Ξαφνικά υπηρέτες έστρωσαν ένα κόκκινο

χαλί για να περάσει ο Μανωλιός και αυτοί

αριστερά και δεξιά τον προσκυνούσαν Όταν

πέρασε τον διάδρομο με το κόκκινο χαλί

στάθηκε στον βασιλιά που του είπε

Καλόκαρδο και πονόψυχο παλικάρι Εσύ πότιζες

το δέντρο κι έτσι μπόρεσε το παλάτι μου να

βρίσκεται εδώ με όλους τους ανθρώπους

μου διαφορετικά αν το άφηνες να ξεραθεί από

το ζεστό άνεμο τώρα δεν θα

υπήρχαμε Γιrsquoαυτό αξίζεις να γίνεις γιος μου

να παντρευτείς την Βασιλοπούλα και με

δικαιοσύνη αγάπη και φρόνηση να γίνεις εσύ

ο καινούριος Βασιλιάς λύνοντας έτσι τα μάγια

της κακιάς νεράιδας που μας είχε

καταδικασμένους

Έτσι κι έγινε Ο Μανωλιός έγινε βασιλιάς με

τιμές και δόξες διότι ήξερε την γλώσσα της

καρδιάς που πάντα μας διδάσκει πόσο καλό

είναι να είσαι άνθρωπος Από τότε ο

Μανωλιός έμεινε στο παλάτι και κανείς ακόμα

δεν ξέρει τι ταξίδι ακολούθησε στον χρόνο του

ύπνου του άφησε όμως πίσω του τον

πραγματικό θησαυρό της καλοσύνης και της

αγάπης

ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Ο μαγικός ελαιώνας

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα παιδάκι που

το έλεγαν Λευτέρη Κάθε χρόνο το καλοκαίρι

μόλις έκλειναν τα σχολεία πήγαινε διακοπές

στο σπίτι της γιαγιάς του

Ένα καλοκαίρι έζησε μια σπουδαία περιπέτεια

Μια μέρα που η γιαγιά του είχε πάει για ψώνια

στην κοντινή πόλη ο Λευτέρης αποφάσισε να

εξερευνήσει τη σοφίτα του σπιτιού

Ανέβηκε προσεκτικά τη στριφογυριστή ξύλινη

σκάλα και στάθηκε αναποφάσιστος μπροστά

στην κλειστή πόρτα Πήρε μια βαθιά ανάσα

και την έσπρωξε δυνατά Πόσο σκοτεινά ήταν ό-

λα εκεί μέσα Ο Λευτέρης σκόνταψε σ΄ ένα πα-

λιό μπαούλο

Το άνοιξε γεμάτος περιέργεια Και τι δε βρήκε

Ολόκληρο θησαυρό Παλιά βιβλία του παππού

φορέματα της γιαγιάς παιχνίδια της μητέρας

του όταν ήταν παιδί Κάτω κάτω ήταν

τσαλακωμένο ένα κιτρινισμένο χαρτί Το

ξετύλιξε βιαστικά και τι να δει Ένας παλιός

χάρτης με σχεδιάγραμμα Αμέσως τον άρπαξε

κι άρχισε το ταξίδι του

Περπάτησε ώρες πολλές Πέρασε την πεδιάδα

με τα κίτρινα στάχυα το γεφυράκι του μικρού

ποταμού ώσπου έφτασε στο τέλος σε έναν

κάμπο γεμάτο ελιές

Διάλεξε την πιο μεγάλη ελιά και κάθισε να

ξεκουραστεί ακουμπώντας στο γέρικο κορμό

της

Ξαφνικά άκουσε μια απαλή φωνή Έμοιαζε

με της γιαγιάς του Κοίταξε γύρω του μα δεν

είδε κανέναν Η φωνή συνέχισε να του μιλάει

τρυφερά Ο Λευτέρης γεμάτος περιέργεια

άρχισε να παρατηρεί προσεχτικά το γέρικο

κορμό τα πελώρια κλαδιά και τ΄ ασημένια

φύλλα της ελιάς Τότε κατάλαβε ποιος του

μιλούσε Έκπληκτος άγγιξε απαλά το υπέροχο

αυτό δέντρο και μοιράστηκε μαζί του όλα του

τα μυστικά

Από εκείνη την ημέρα ο Λευτέρης πήγαινε

καθημερινά στο μαγικό αυτό ελαιώνα

Καθόταν ώρες στη σκιά της αγαπημένης του

ελιάς κι άκουγε τις πιο ωραίες ιστορίες

Ο καιρός πέρασε γρήγορα κι ήρθε η μέρα που

έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι του Έτρεξε στο

μαγικό ελαιώνα κι αγκάλιασε κλαίγοντας το

αγαπημένο του δέντρο Η ελιά έγειρε τα

κλαδιά της και χάιδεψε τα μαλλιά του laquo Μη

στενοχωριέσαιraquo του ψιθύρισε laquo Κόψε ένα

κλαράκι μου και πάρ΄ το μαζί σου Φύτεψέ το

στην αυλή του σπιτιού σου κι εγώ θα είμαι

πάντα κοντά σουraquo

Έτσι κι έγινε Ένα καινούριο ολόδροσο

δεντράκι φύτρωσε στον κήπο του Λευτέρη Κι

από τότε δεν χώρισαν ποτέ

Οι μαγικοί σπόροι

Μια φορά κι έναν καιρό σ΄ ένα μακρινό

χωριουδάκι ζούσε με τη γιαγιά του ένα μικρό

κορίτσι που το έλεγαν Ελπίδα Το σπιτάκι τους

ήταν πολύ φτωχικό Δύσκολα τα έβγαζαν πέρα

Ο περασμένος χειμώνας ήταν πολύ βαρύς

Τα πρώτα χιόνια έπεσαν νωρίς κι ο κρύος

βοριάς σφύριζε μανιασμένα Κάθε πρωί η

γιαγιά με την εγγονή της πήγαιναν στο δάσος

και μάζευαν φρούτα και ξύλα για να

ζεσταθούν

Μια μέρα ο άνεμος φυσούσε άγρια κι ο ήλιος

είχε κρυφτεί πίσω από τα βαριά μαύρα

σύννεφα Η Ελπίδα άφησε τη γιαγιά της στο

κρύο σπιτάκι τους τυλίχτηκε σφιχτά με το

σάλι της και ξεκίνησε για το δάσος Τα πόδια

και τα χέρια της είχαν παγώσει Τα μαλλιά και

τα ρούχα της είχαν βραχεί από την ξαφνική

μπόρα Και το σπουδαιότερο δεν μπορούσε να

γυρίσει πίσω γιατί δεν είχε μαζέψει ακόμη

τίποτα Αποφάσισε τότε να μπει για λίγο σε

μια σπηλιά που βρήκε στο δρόμο της και να

περιμένει

Έτρεμε από το κρύο και

από το φόβο της Είχε αρ

χίσει να νυχτώνει και η

γιαγιά της σίγουρα θα

ανησυχούσε Ξαφνικά

ένα απόκοσμο φως γέμι

σε τη σπηλιά και μια πα

νέμορφη νεράιδα πα

ρουσιάστηκε μπροστά

της

Της χαμογέλασε γλυκά και της χάιδεψε απαλά τα μαλλιά Κρατούσε ένα μικρό σακουλάκι που το άφησε προσεκτικά στα χέρια της Ελπίδας laquoΌταν πας σπίτι σου να το ανοίξεις και να κάνεις ότι ακριβώς σου πει η γιαγιά σου Αυτή ξέρειraquo της είπε τρυφερά και χάθηκε στο σκοτάδι της σπηλιάς Το κορίτσι κρατώντας το γερά έτρεξε χαρούμενο στο φτωχικό του σπιτάκι Τα μάτια του έλαμπαν από ενθουσιασμό καθώς έδειχνε στη γιαγιά του το δώρο της νεράιδας

Η γιαγιά ψηλάφησε τους μεγάλους γυαλιστερούς σπόρους τους έβαλε στη χούφτα της Ελπίδας και της είπε να τους φυτέψει στην αυλή Έτσι ακριβώς έκανε το μικρό κορίτσι Τους έχωσε βαθιά στο έδαφος και τους σκέπασε με φρέσκο χώμα Την άνοιξη οι σπόροι φύτρωσαν και γρήγορα έγιναν μεγάλα δέντρα με υπέροχο σταχτοπράσινο φύλλωμα Ήταν φουντωτές ελιές που αγκάλιασαν το μικρό σπιτάκι Ήρθε το φθινόπωρο και τα κλαδιά τους γέμισαν ευλογημένο καρπό

Από τότε η Ελπίδα κι η γιαγιά της έζησαν

ευτυχισμένες βοηθώντας κάθε κουρασμένο

περαστικό

Η αξία της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό σrsquo ένα μακρινό

χωριό όλοι οι άνθρωποι ζούσαν ευτυχισμένοι

Είχαν πολλά κτήματα εκτιμήσει πλούσια

γεμάτα ελιές Ποτέ όμως δεν είχαν σωστά την

αξία τους

Κάποια μέρα καθώς έπαιζαν δυο παιδιά η

Μαρία και ο Νίκος εμφανίστηκε μπροστά

τους ένας άγνωστος άντρας Τους μίλησε για

τα ελαιόδεντρα και τη χρησιμότητά τους Τους

είπε πως πρέπει να τα φροντίζουν και να τα

αγαπούν

Μετά από αρκετές ημέρες έγινε κάτι φοβερό

Στο χωριό έπεσε μεγάλη κατάρα Όλα τα χωράφια με τα ελαιόδεντρα καταστράφηκαν

Η Μαρία και ο Νίκος αμέσως κατάλαβαν πως έπρεπε να πάνε να βρουν τον μυστήριο αυτό άντρα που τους είχε επισκεφτεί

Τους είχε πει πως ζούσε στο δάσος Αυτό όμως δεν ήταν και τόσοhellip συνηθισμένο δάσος Έλεγαν πως στις κουφάλες των δέντρων ζούσαν φαντάσματα και πως το μέγεθος των ζώων ήταν υπερφυσικό

Φοβόντουσαν πάρα πολύ Περπάτησαν

ατελείωτες ώρες στη σκιά των πελώριων

δέντρων Με τη βοήθεια ενός λιονταριού

κατάφεραν να βρουν τον πύργο του άντρα που

έψαχναν

Χτύπησαν την πόρτα

αλλά κανείς δεν τους

άνοιξε Αποφάσισαν

να περιμένουν Δεν

κατάλαβαν πόσος

χρόνος πέρασε καιhellip

η πόρτα άνοιξε μόνη

της

Τα παιδιά μπήκαν γεμάτα περιέργεια στον

πύργο Ανέβηκαν διστακτικά την παλιά

στριφογυριστή σκάλα που τα οδήγησε σrsquo έ-

να επιβλητικό δωμάτιο Εκεί εργαζόταν ο

μυστηριώδης άντρας που είχαν γνωρίσει

Αμέσως κατάλαβαν πως ήταν μάγος Τους

αποκάλυψε αμέσως το όνομά του τον έλεγαν

Άλφρεντ Άρχισαν λοιπόν να του μιλούν για

το πρόβλημά τους Ο μάγος τα άκουσε προσε-

κτικά και τους είπε τι πρέπει να κάνουν

Έπρεπε να περάσουν τρεις δοκιμασίες Μόνο

έτσι θα έφευγε η κατάρα

Στο χωριό όλοι οι κάτοικοι περνούσαν δύσκο-

λα Από πλούσιοι είχαν γίνει φτωχοί και χωρίς

την ελιά και το λάδι της δεν μπορούσαν να ζή-

σουν Κατάλαβαν έτσι την αξία της αλλά ήταν

πλέον αργά Ή μάλλον σχεδόν αργά

Όταν τα παιδιά επέστρεψαν διηγήθηκαν σε

όλους όλα όσα τους συνέβησαν Τους είπαν για

το μάγο και τις τρεις δοκιμασίες που έπρεπε να

περάσουν Το πρόβλημα όμως ήταν πως δεν

τους είχε πει ποιες ήταν αυτές οι δοκιμασίες

ποιοι θα τις περνούσαν και πότε

Οι μέρες περνούσαν

αργά και βασανιστικά

μετά από δυο μήνες στο

χωριό εμφανίστηκε ένα

μικρό κορίτσι Χτύπησε

την πόρτα ενός σπιτιού

και ζήτησε λίγο φαγητό

Η οικογένεια όμως Το έ-

διωξε Το κορίτσι ήταν

Ο μάγος Άλφρεντ μεταμορ-

φωμένος Αυτή ήταν η πρώ-

τη δοκιμασία που δυστυχώς

όμως απέτυχαν

Αφού πέρασε μια εβδομάδα περίπου ένα μι-

κρό άγνωστο αγόρι εμφανίστηκε σε μια ομάδα

παιδιών και τους ζήτησε να παίξει μαζί τους Η

Μαρία και ο Νίκος όχι μόνο το δέχτηκαν αλλά

το άφησαν να διαλέξει το παιχνίδι που θα έπαι-

ζαν

_ Εσύ Νίκο θα είσαι ο αγρότης Εγώ θα είμαι η

ελιά και Μαρία θα είναι οι καρποί μου είπε το

αγόρι

Τα παιδιά συμφώνησαν κι άρχισαν όλα μαζί να

παίζουν Ο μάγος τότε παρατήρησε τον τρόπο

που ο Νίκος περιποιόταν την ελιά και πόσο χαι-

ρόταν όταν μάζευε τους καρπούς της Αυτή ήταν

η δεύτερη δοκιμασία και τα παιδιά την πέρασαν

με επιτυχία

Πέρασε αρκετός καιρός ώσπου έφτασε η ώρα

για την τρίτη δοκιμασία Μια μέρα ήρθε στο χω-

ριό ένας πλανόδιος έμπορος Πουλούσε από σπό-

ρους μέχρι και μαγικά αντικείμενα Οι τιμές όμως

ήταν πολύ υψηλές Ο Νίκος με τον πατέρα του ζή-

τησαν να δουν τους σπόρους που είχε

_Έχω σπόρους συκιάς πορτοκαλιάς μηλιάς και

τον τελευταίο σπόρο ελιάς είπε ο άντρας

_Τον τελευταίο Ρώτησε ο Νίκος

_ Ναι Τον τελευταίο

_Δεν υπάρχει άλλος

_Όχι

_Ούτε ένας

_Τίποτα

_Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Ναι Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Είστε σίγουρος για αυτό

_Απολύτως

Ο Νίκος δεν πίστευε στ΄ αυτιά τουΤότε ζήτη-

σε αμέσως απόν τον πατέρα του να αγοράσει τον

τελευταίο σπόρο ελιάς σ΄ ολόκληρη τη γη Η τι-

μή του όμως ήταν πολύ πάρα πολύ υψηλή Εκα-

τό χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Γιε μου δεν έχουμε τόσα χρήματα Μπορούμε

όμως να πουλήσουμε τα τέσσερα κτήματά μας

_Ναι να τα δώσουμε Θα μας μείνει η αυλή του

σπιτιού Εκεί θα φυτέψουμε τον πολύτιμο σπόρο

Τότε εμφανίστηκε ο μάγος Άλφρεντ

_Δίνω διακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα είπε

ο μάγος

_Άλφρεντ δεν είναι τίμιο είπε ο Νίκος

Προλάβαμε

εμείς να αγοράσουμε αυτόν το σπόρο

_Δίνω τριακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Τότε εγώ θα δώσω και το σπίτι μου είπε ο πα-

τέρας του Νίκου

_Ναι αλλά hellip αυτά είναι λιγότερα από τα χρή-

ματα που μου δίνει ο μάγος είπε ο έμπορος

_Τότε και εγώ θα δώσω όσα χρήματα έχω στον

κουμπαρά μου είπε η Μαρία

_Κι εγώ φώναξε ο Βασίλης

_Εγώ θα δώσω το μοναδικό κτήμα που έχω είπε

ο κύριος Βαγγέλης

_Και εγώ φώναξε η κυρία Βαρβάρα

_Ναι Και εμείς θα δώσουμε ότι έχουμε στους

κουμπαράδες μας φώναξαν δυνατά όλα τα

παιδιά που ήταν μαζεμένα στην πλατεία του

χωριού

Όλοι άρχισαν να δίνουν χρήματα σπίτια

έπιπλα χωράφια και μαγαζιά μέχρι που κέρδι-

σαν το μάγο Άλφρεντ και αγόρασαν το σπόρο

της ελιάς Από τη στιγμή που τον φύτεψαν το

πρόσεχαν πάρα πολύ

Μετά από χρόνια όταν οι χωρικοί μάζεψαν

τους καρπούς αυτής της ελιάς διαπίστωσαν ότι

είχε το πιο νόστιμο λάδι Τότε ο μάγος

πείστηκε πως όλοι είχαν καταλάβει την αξία

της και γέμισε ξανά όλα τα χωράφια τους με

ελαιόδεντρα

ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α

Κουκάκη Κατερίνα

Μπογκντάνι Γκισέλα

Καρυώτης Γιώργος

Αθανασόπουλος Στέφανος

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 41: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Το παραμύθι της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σε μια φτωχογειτονιά

ένα φτωχό μα πολύ καλόκαρδο κορίτσι που το έλεγαν

Ελιά

Κάθε μέρα η Ελιά γύριζε τη γειτονιά της έβλεπε τον

κόσμο να ζει φτωχός και δυστυχισμένος και γύριζε

στο σπίτι της πολύ στενοχωρημένη

Κάτι πρέπει να κάνω να τους βοηθήσω σκεφτόταν Κι

από την άλλη μέρα κιόλας άρχισε Βγήκε στη

γειτονιά κράτησε τα παιδιά της γειτόνισσας για να

πάει να δουλέψει και να μπορεί να φέρει στα παιδιά

της λίγο φαΐ

Μια άλλη μέρα πήγε στη γριούλα που ήταν άρρωστη της μαγείρεψε της σκούπισε το σπίτι την έπλυνε την ταΐσε Την άλλη μέρα πάλι έβγαλε τον παράλυτο γέρο με το καρότσι του βόλτα για να πάρει αέρα και ήλιο

Τα βράδια γύριζε κατάκοπη μα ευχαριστημένη που είχε καταφέρει να δώσει λίγη χαρά στους φτωχούς ανθρώπους

Οι μέρες περνούσαν κι η Ελιά όλο δούλευε όσο αδυνάτιζε Μα έβλεπε πως ότι κι αν έκανε ο κόσμος ήταν πάντα φτωχός και δυστυχισμένοςΑυτό τη στενοχωρούσε πάρα πολύ κι έτσι στενοχωρημένη κάθισε στην αυλή του σπιτιού της και συλλογιζόταν

- Τι να κάνω τι να κάνω Δεν μπορώ να βλέπω τόση δυστυχία Το σπουργίτι που την είδε τόσο στενοχωρημένη - και που την αγαπούσε γιατί κάθε μέρα του έριχνε σπόρους και ψίχουλα - δεν άντεξε και πέταξε βαθιά στο δάσος

Εκεί βρήκε την καλή νεράιδα και της είπε- Τρέξε καλή νεράιδα η Ελιά είναι πολύ στενοχωρημένη χλωμή κι αδύνατη

Η καλή νεράιδα ανήσυχη έτρεξε στην αυλή της Ελιάς και τη ρώτησε- Τι έχεις Ελιά μου κι είσαι τόσο λυπημένη- Αχ καλή μου νεράιδα Δεν μπορώ να βλέπω τόση φτώχεια και δυστυχία γύρω μου- Και τι θέλεις δηλαδή- θέλω να τους γίνω χρήσιμη θέλω να τους προσφέρω κάτι πολύτιμο που να τους δώσει ζωή και χαρά

-Το θέλεις αλήθεια τόσο πολύ

- Και βέβαια το θέλω δε βλέπεις πως έλιωσα

από τη στενοχώρια μου

- Τότε σταμάτησε να στενοχωριέσαι θα σε κάνω

αυτό που θέλεις Και τσουπ την άγγιξε με το

ραβδάκι της κι αμέσως η Ελιά έγινε ένα

μεγάλο δέντρο που έβγαλε φύλλα

λουλουδάκια άσπρα που έγιναν ελιές

πράσινες μωβ μαύρες

Έπεσαν στη γη τα κουκούτσια φύτρωσαν

έγιναν δεντράκια και σχημάτισαν ένα μεγάλο

ελαιώνα

Ήρθαν οι γείτονες μάζεψαν τις ελιές έβγαλαν

λάδι έφαγαν χόρτασαν ρόδισαν τα μαγουλά

τους ζωήρεψαν κι άρχισαν να χαμογελούν και

να ζουν ευτυχισμένοι

Για να ευχαριστήσουν την ελιά και να της

δείξουν την αγάπη τους πήραν το λάδι τους

το έβαλαν στο καντήλι για να θυμίζουν στην

Παναγιά και στο Χριστό την καλοσύνη της

ελιάς και την αγάπη της για τον κόσμο

Κι η Παναγιά με τη σειρά της την ευλόγησε Κι

ο Χριστός κάτω απ την ελιά ήρθε και

ξεκουράστηκε

Κι εκείνη καμάρωνε ευχαριστημένη στη μέση

στον ελαιώνα και φρόντιζε όταν έρχονται οι

άνθρωποι να τη μαζέψουν να ναι γεμάτη

ελιές να χορταίνουν οι φτωχοί και να

φωτίζονται απ τις καντήλες όλες οι εκκλησιές

Η μικρή ελιά

Η μικρή ελιά για πρώτη φορά γέμισε καρπό

Ο γεωργός την αγαπούσε γιατί του θύμιζε την

πρώτη του αγάπη κοντούλα και στρουμπουλή

Της είχε φτιάξει ένα περιδέραιο με

ασπρισμένες πέτρες και συχνά καθόταν και

κουβέντιαζε μαζί της τα όνειρα και τις

αναμνήσεις του Η ελιά κάθε μέρα και πιο

όμορφη

Ένα πρωί του Νοέμβρη ο γεωργός άπλωσε πανιά

κι άρχισε να την ραβδίζει Πάνε οι ελιές πάνε

τα φύλλα πάει η ομορφιά

Η ελιά μέσα στα αναφιλητά της μονολογούσε

-Μ αγαπούσε και με χάλασε Πως εννοεί ο

άνθρωπος την αγάπη Έλεγε και ξανάλεγε

Τότε ακούει μια μαργαρίτα να της λέει

-Άκουσε να σου πω Ο άνθρωπος δεν ξέρει την

αγάπη

Μην τον παρεξηγείς Κοίταξε εμένα που μια

ζωή με μαδάει για να μάθειhellip

Το καλάμι κι η ελιά

Μια φορά δίπλα σε μια ελιά είχε φυτρώσει ένα καλάμιΗ ελιά ήταν ένα μεγάλο και δυνατό δέντρο με πολλά κλαδιά πουκρατούσαν τα φύλλα τους όλη τη χρονιά και κάθε δυο χρόνιαέγερναν από το βάρος του καρπού

Το καλάμι πάλι ήτανε ψηλόλιγνο με καταπράσινα στενόμακρα φύλλα με ωραιότατα παράξενα λουλούδια που έμοιαζαν με τσαμπιά κι είχανε το σχήμα του αδραχτιού

Η ελιά καυχιόταν ολοένα

-Τι είσαι συ μπροστά μου έλεγε στο καλάμιΕγώ είμαι ένα δέντρο μεγάλο δυνατό ευλογημένο Οι άνθρωποι με λατρεύουνγιατί τους δίνω τις ελιές και το λάδι μου τους δίνω ξερόκλαδα για να ζεσταίνονταιτους δίνω ξύλα για να φτιάχνουν ακριβά έπιπλα Είμαι μεγάλη ψηλή γερήκαι συ είσαι ένα αδύναμο πραγματάκι που λυγίζεις μπροστά σrsquo όλους τους ανέμους και τους προσκυνάς Δεν μπορώ να καταλάβω πώς έχεις την τόλμη να φυτρώνεις πλάι μου

Το καημένο το καλάμι

που ήταν από φυσικού

του ντροπαλό ταrsquo

άκουγε όλα αυτά και

δεν έλεγε τίποτα κι

ούτε και θύμωνε γιατί

αυτό δεν είχε να

καυχηθεί για τίποτα

Ήρθε ένας χειμώνας όμως βαρύς κι άρχισε να

φυσάει ένας αέρας δαιμονισμένος

που χτυπούσε με μανία την ελιά ώσπου στο

τέλος την ξερίζωσε

Το καλάμι με το πρώτο φύσημα του ανέμου

έγειρε λυγερό όπως ήτανε

προς το νερό κι έτσι ο άνεμος περνούσε από

πάνω του χωρίς να το πειράξει

Κι όταν η καταιγίδα σταμάτησε κι ο άνεμος

έπαψε να φυσάει

η ελιά απόμεινε πεσμένη στο χώμα και το

καλάμι σηκώθηκε

πάλι όρθιο και λυγερό όπως και πριν

Βλέπετε το καλάμι ήξερε να υποχωρεί εκεί που

ένιωθε ότι δεν είχε δύναμη νrsquo αντισταθεί ενώ

η ελιά πλήρωσε με τη ζωή της την

υπερηφάνειά της

Ο Μανωλιός και η γέρικη ελιά

Μια φορά και έναν καιρό όταν ο ζεστός άνεμος

φυσούσε και τα δέντρα λυπημένα έγερναν τα

κουρασμένα φυλλώματά τους ένα παλικάρι

που τον έλεγαν Μανωλιό πήγαινε τα πότιζε

και τους έκανε συντροφιά Τrsquo άλλα παλικάρια

του χωριού ζήλευαν τις χάρες και την καρδιά

του Μανωλιού Ψιθύριζαν λόγια άσχημα

μεταξύ τους δίχως να καταλαβαίνουν ότι αυτό

που έκαναν δεν ήταν σωστό

Μια μέρα κάθισαν κάτω από τον ίσκιο μιας

γέρικης ελιάς για να ξαποστάσουν Ξαφνικά

άκουσαν ένα θρόισμα γύρισαν τα κεφαλάκια

τους και από το κέντρο του κορμού της ελιάς

είδανε ένα χαμογελαστό πρόσωπο που με

ανθρώπινη μιλιά τους είπε

Αυτό το δέντρο που στον ίσκιο του ήρθατε να ξεκουραστείτε ξέρετε ποιος το ποτίζει

Όχι απάντησαν εκείνοι

Ο Μανωλιός που κοροϊδεύετε αποκρίθηκε το δέντρο

Εκείνοι ντροπιασμένοι έφυγαν με σκυμμένο το κεφάλι Στο δρόμο συνάντησαν τον Μανωλιό

Καλημέρα είπαν με μία φωνή Σήμερα θα έρθουμε μαζί σου να σε βοηθήσουμε να ποτίσεις τα δέντρα

Έτσι κι έγινε Από τότε έγιναν φίλοι Κάθε

απόγευμα πότιζαν τα δέντρα κι ύστερα κάτω

από τα φυλλώματα της γέρικης ελιάς άρχιζαν

το τραγούδι που μιλούσε για χώρες

παράξενε για ζούγκλες με πολύχρωμους

παπαγάλους για ινδιάνους με κιτρινοκόκκινα

φτερά στα καπέλα τους και ιδιαίτερα

τραγουδούσαν για την συμπόνια και την

ευαίσθητη καρδιά των ανθρώπων

Μια μέρα που ο ήλιος γίνηκε πορφυρός και

κρύφτηκε πίσω από τα βουνά ο Μανωλιός

πήγε μόνος του πότισε την γέρικη ελιά

ξάπλωσε και τον πήρε ένας βαθύς ύπνος Τότε

είδε πως μέσα στην κουφάλα της γέρικης ελιάς

είχανε στήσει ένα πανέμορφο παλάτι γεμάτο

κόσμο που χόρευε και γλένταγε

Θα πάω κι εγώ είπε δειλά δειλά ο Μανωλιός

bull Όσο προχωρούσε τόσο τα φώτα

μεγάλωναν ώσπου έφτασε στο κέντρο Εκεί

ένας βασιλιάς καθόταν σrsquoένα χρυσαφένιο

θρόνο Πίσω του στεκόταν μια Σφίγγα

άγαλμα Πήρε ανθρώπινη μιλιά αρχίζοντας να

λέει καλωσορίσματα στον Μανωλιό Εκείνος

χαμογελαστός χαιρέτησεμα τι να δει Σrsquoέναν

καθρέπτη που βρέθηκε μπροστά του ο

Μανωλιός ήταν ντυμένος πρίγκιπας

bull Πω πω Τι όμορφος που είμαι Αναφώνησε

Ξαφνικά υπηρέτες έστρωσαν ένα κόκκινο

χαλί για να περάσει ο Μανωλιός και αυτοί

αριστερά και δεξιά τον προσκυνούσαν Όταν

πέρασε τον διάδρομο με το κόκκινο χαλί

στάθηκε στον βασιλιά που του είπε

Καλόκαρδο και πονόψυχο παλικάρι Εσύ πότιζες

το δέντρο κι έτσι μπόρεσε το παλάτι μου να

βρίσκεται εδώ με όλους τους ανθρώπους

μου διαφορετικά αν το άφηνες να ξεραθεί από

το ζεστό άνεμο τώρα δεν θα

υπήρχαμε Γιrsquoαυτό αξίζεις να γίνεις γιος μου

να παντρευτείς την Βασιλοπούλα και με

δικαιοσύνη αγάπη και φρόνηση να γίνεις εσύ

ο καινούριος Βασιλιάς λύνοντας έτσι τα μάγια

της κακιάς νεράιδας που μας είχε

καταδικασμένους

Έτσι κι έγινε Ο Μανωλιός έγινε βασιλιάς με

τιμές και δόξες διότι ήξερε την γλώσσα της

καρδιάς που πάντα μας διδάσκει πόσο καλό

είναι να είσαι άνθρωπος Από τότε ο

Μανωλιός έμεινε στο παλάτι και κανείς ακόμα

δεν ξέρει τι ταξίδι ακολούθησε στον χρόνο του

ύπνου του άφησε όμως πίσω του τον

πραγματικό θησαυρό της καλοσύνης και της

αγάπης

ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Ο μαγικός ελαιώνας

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα παιδάκι που

το έλεγαν Λευτέρη Κάθε χρόνο το καλοκαίρι

μόλις έκλειναν τα σχολεία πήγαινε διακοπές

στο σπίτι της γιαγιάς του

Ένα καλοκαίρι έζησε μια σπουδαία περιπέτεια

Μια μέρα που η γιαγιά του είχε πάει για ψώνια

στην κοντινή πόλη ο Λευτέρης αποφάσισε να

εξερευνήσει τη σοφίτα του σπιτιού

Ανέβηκε προσεκτικά τη στριφογυριστή ξύλινη

σκάλα και στάθηκε αναποφάσιστος μπροστά

στην κλειστή πόρτα Πήρε μια βαθιά ανάσα

και την έσπρωξε δυνατά Πόσο σκοτεινά ήταν ό-

λα εκεί μέσα Ο Λευτέρης σκόνταψε σ΄ ένα πα-

λιό μπαούλο

Το άνοιξε γεμάτος περιέργεια Και τι δε βρήκε

Ολόκληρο θησαυρό Παλιά βιβλία του παππού

φορέματα της γιαγιάς παιχνίδια της μητέρας

του όταν ήταν παιδί Κάτω κάτω ήταν

τσαλακωμένο ένα κιτρινισμένο χαρτί Το

ξετύλιξε βιαστικά και τι να δει Ένας παλιός

χάρτης με σχεδιάγραμμα Αμέσως τον άρπαξε

κι άρχισε το ταξίδι του

Περπάτησε ώρες πολλές Πέρασε την πεδιάδα

με τα κίτρινα στάχυα το γεφυράκι του μικρού

ποταμού ώσπου έφτασε στο τέλος σε έναν

κάμπο γεμάτο ελιές

Διάλεξε την πιο μεγάλη ελιά και κάθισε να

ξεκουραστεί ακουμπώντας στο γέρικο κορμό

της

Ξαφνικά άκουσε μια απαλή φωνή Έμοιαζε

με της γιαγιάς του Κοίταξε γύρω του μα δεν

είδε κανέναν Η φωνή συνέχισε να του μιλάει

τρυφερά Ο Λευτέρης γεμάτος περιέργεια

άρχισε να παρατηρεί προσεχτικά το γέρικο

κορμό τα πελώρια κλαδιά και τ΄ ασημένια

φύλλα της ελιάς Τότε κατάλαβε ποιος του

μιλούσε Έκπληκτος άγγιξε απαλά το υπέροχο

αυτό δέντρο και μοιράστηκε μαζί του όλα του

τα μυστικά

Από εκείνη την ημέρα ο Λευτέρης πήγαινε

καθημερινά στο μαγικό αυτό ελαιώνα

Καθόταν ώρες στη σκιά της αγαπημένης του

ελιάς κι άκουγε τις πιο ωραίες ιστορίες

Ο καιρός πέρασε γρήγορα κι ήρθε η μέρα που

έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι του Έτρεξε στο

μαγικό ελαιώνα κι αγκάλιασε κλαίγοντας το

αγαπημένο του δέντρο Η ελιά έγειρε τα

κλαδιά της και χάιδεψε τα μαλλιά του laquo Μη

στενοχωριέσαιraquo του ψιθύρισε laquo Κόψε ένα

κλαράκι μου και πάρ΄ το μαζί σου Φύτεψέ το

στην αυλή του σπιτιού σου κι εγώ θα είμαι

πάντα κοντά σουraquo

Έτσι κι έγινε Ένα καινούριο ολόδροσο

δεντράκι φύτρωσε στον κήπο του Λευτέρη Κι

από τότε δεν χώρισαν ποτέ

Οι μαγικοί σπόροι

Μια φορά κι έναν καιρό σ΄ ένα μακρινό

χωριουδάκι ζούσε με τη γιαγιά του ένα μικρό

κορίτσι που το έλεγαν Ελπίδα Το σπιτάκι τους

ήταν πολύ φτωχικό Δύσκολα τα έβγαζαν πέρα

Ο περασμένος χειμώνας ήταν πολύ βαρύς

Τα πρώτα χιόνια έπεσαν νωρίς κι ο κρύος

βοριάς σφύριζε μανιασμένα Κάθε πρωί η

γιαγιά με την εγγονή της πήγαιναν στο δάσος

και μάζευαν φρούτα και ξύλα για να

ζεσταθούν

Μια μέρα ο άνεμος φυσούσε άγρια κι ο ήλιος

είχε κρυφτεί πίσω από τα βαριά μαύρα

σύννεφα Η Ελπίδα άφησε τη γιαγιά της στο

κρύο σπιτάκι τους τυλίχτηκε σφιχτά με το

σάλι της και ξεκίνησε για το δάσος Τα πόδια

και τα χέρια της είχαν παγώσει Τα μαλλιά και

τα ρούχα της είχαν βραχεί από την ξαφνική

μπόρα Και το σπουδαιότερο δεν μπορούσε να

γυρίσει πίσω γιατί δεν είχε μαζέψει ακόμη

τίποτα Αποφάσισε τότε να μπει για λίγο σε

μια σπηλιά που βρήκε στο δρόμο της και να

περιμένει

Έτρεμε από το κρύο και

από το φόβο της Είχε αρ

χίσει να νυχτώνει και η

γιαγιά της σίγουρα θα

ανησυχούσε Ξαφνικά

ένα απόκοσμο φως γέμι

σε τη σπηλιά και μια πα

νέμορφη νεράιδα πα

ρουσιάστηκε μπροστά

της

Της χαμογέλασε γλυκά και της χάιδεψε απαλά τα μαλλιά Κρατούσε ένα μικρό σακουλάκι που το άφησε προσεκτικά στα χέρια της Ελπίδας laquoΌταν πας σπίτι σου να το ανοίξεις και να κάνεις ότι ακριβώς σου πει η γιαγιά σου Αυτή ξέρειraquo της είπε τρυφερά και χάθηκε στο σκοτάδι της σπηλιάς Το κορίτσι κρατώντας το γερά έτρεξε χαρούμενο στο φτωχικό του σπιτάκι Τα μάτια του έλαμπαν από ενθουσιασμό καθώς έδειχνε στη γιαγιά του το δώρο της νεράιδας

Η γιαγιά ψηλάφησε τους μεγάλους γυαλιστερούς σπόρους τους έβαλε στη χούφτα της Ελπίδας και της είπε να τους φυτέψει στην αυλή Έτσι ακριβώς έκανε το μικρό κορίτσι Τους έχωσε βαθιά στο έδαφος και τους σκέπασε με φρέσκο χώμα Την άνοιξη οι σπόροι φύτρωσαν και γρήγορα έγιναν μεγάλα δέντρα με υπέροχο σταχτοπράσινο φύλλωμα Ήταν φουντωτές ελιές που αγκάλιασαν το μικρό σπιτάκι Ήρθε το φθινόπωρο και τα κλαδιά τους γέμισαν ευλογημένο καρπό

Από τότε η Ελπίδα κι η γιαγιά της έζησαν

ευτυχισμένες βοηθώντας κάθε κουρασμένο

περαστικό

Η αξία της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό σrsquo ένα μακρινό

χωριό όλοι οι άνθρωποι ζούσαν ευτυχισμένοι

Είχαν πολλά κτήματα εκτιμήσει πλούσια

γεμάτα ελιές Ποτέ όμως δεν είχαν σωστά την

αξία τους

Κάποια μέρα καθώς έπαιζαν δυο παιδιά η

Μαρία και ο Νίκος εμφανίστηκε μπροστά

τους ένας άγνωστος άντρας Τους μίλησε για

τα ελαιόδεντρα και τη χρησιμότητά τους Τους

είπε πως πρέπει να τα φροντίζουν και να τα

αγαπούν

Μετά από αρκετές ημέρες έγινε κάτι φοβερό

Στο χωριό έπεσε μεγάλη κατάρα Όλα τα χωράφια με τα ελαιόδεντρα καταστράφηκαν

Η Μαρία και ο Νίκος αμέσως κατάλαβαν πως έπρεπε να πάνε να βρουν τον μυστήριο αυτό άντρα που τους είχε επισκεφτεί

Τους είχε πει πως ζούσε στο δάσος Αυτό όμως δεν ήταν και τόσοhellip συνηθισμένο δάσος Έλεγαν πως στις κουφάλες των δέντρων ζούσαν φαντάσματα και πως το μέγεθος των ζώων ήταν υπερφυσικό

Φοβόντουσαν πάρα πολύ Περπάτησαν

ατελείωτες ώρες στη σκιά των πελώριων

δέντρων Με τη βοήθεια ενός λιονταριού

κατάφεραν να βρουν τον πύργο του άντρα που

έψαχναν

Χτύπησαν την πόρτα

αλλά κανείς δεν τους

άνοιξε Αποφάσισαν

να περιμένουν Δεν

κατάλαβαν πόσος

χρόνος πέρασε καιhellip

η πόρτα άνοιξε μόνη

της

Τα παιδιά μπήκαν γεμάτα περιέργεια στον

πύργο Ανέβηκαν διστακτικά την παλιά

στριφογυριστή σκάλα που τα οδήγησε σrsquo έ-

να επιβλητικό δωμάτιο Εκεί εργαζόταν ο

μυστηριώδης άντρας που είχαν γνωρίσει

Αμέσως κατάλαβαν πως ήταν μάγος Τους

αποκάλυψε αμέσως το όνομά του τον έλεγαν

Άλφρεντ Άρχισαν λοιπόν να του μιλούν για

το πρόβλημά τους Ο μάγος τα άκουσε προσε-

κτικά και τους είπε τι πρέπει να κάνουν

Έπρεπε να περάσουν τρεις δοκιμασίες Μόνο

έτσι θα έφευγε η κατάρα

Στο χωριό όλοι οι κάτοικοι περνούσαν δύσκο-

λα Από πλούσιοι είχαν γίνει φτωχοί και χωρίς

την ελιά και το λάδι της δεν μπορούσαν να ζή-

σουν Κατάλαβαν έτσι την αξία της αλλά ήταν

πλέον αργά Ή μάλλον σχεδόν αργά

Όταν τα παιδιά επέστρεψαν διηγήθηκαν σε

όλους όλα όσα τους συνέβησαν Τους είπαν για

το μάγο και τις τρεις δοκιμασίες που έπρεπε να

περάσουν Το πρόβλημα όμως ήταν πως δεν

τους είχε πει ποιες ήταν αυτές οι δοκιμασίες

ποιοι θα τις περνούσαν και πότε

Οι μέρες περνούσαν

αργά και βασανιστικά

μετά από δυο μήνες στο

χωριό εμφανίστηκε ένα

μικρό κορίτσι Χτύπησε

την πόρτα ενός σπιτιού

και ζήτησε λίγο φαγητό

Η οικογένεια όμως Το έ-

διωξε Το κορίτσι ήταν

Ο μάγος Άλφρεντ μεταμορ-

φωμένος Αυτή ήταν η πρώ-

τη δοκιμασία που δυστυχώς

όμως απέτυχαν

Αφού πέρασε μια εβδομάδα περίπου ένα μι-

κρό άγνωστο αγόρι εμφανίστηκε σε μια ομάδα

παιδιών και τους ζήτησε να παίξει μαζί τους Η

Μαρία και ο Νίκος όχι μόνο το δέχτηκαν αλλά

το άφησαν να διαλέξει το παιχνίδι που θα έπαι-

ζαν

_ Εσύ Νίκο θα είσαι ο αγρότης Εγώ θα είμαι η

ελιά και Μαρία θα είναι οι καρποί μου είπε το

αγόρι

Τα παιδιά συμφώνησαν κι άρχισαν όλα μαζί να

παίζουν Ο μάγος τότε παρατήρησε τον τρόπο

που ο Νίκος περιποιόταν την ελιά και πόσο χαι-

ρόταν όταν μάζευε τους καρπούς της Αυτή ήταν

η δεύτερη δοκιμασία και τα παιδιά την πέρασαν

με επιτυχία

Πέρασε αρκετός καιρός ώσπου έφτασε η ώρα

για την τρίτη δοκιμασία Μια μέρα ήρθε στο χω-

ριό ένας πλανόδιος έμπορος Πουλούσε από σπό-

ρους μέχρι και μαγικά αντικείμενα Οι τιμές όμως

ήταν πολύ υψηλές Ο Νίκος με τον πατέρα του ζή-

τησαν να δουν τους σπόρους που είχε

_Έχω σπόρους συκιάς πορτοκαλιάς μηλιάς και

τον τελευταίο σπόρο ελιάς είπε ο άντρας

_Τον τελευταίο Ρώτησε ο Νίκος

_ Ναι Τον τελευταίο

_Δεν υπάρχει άλλος

_Όχι

_Ούτε ένας

_Τίποτα

_Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Ναι Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Είστε σίγουρος για αυτό

_Απολύτως

Ο Νίκος δεν πίστευε στ΄ αυτιά τουΤότε ζήτη-

σε αμέσως απόν τον πατέρα του να αγοράσει τον

τελευταίο σπόρο ελιάς σ΄ ολόκληρη τη γη Η τι-

μή του όμως ήταν πολύ πάρα πολύ υψηλή Εκα-

τό χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Γιε μου δεν έχουμε τόσα χρήματα Μπορούμε

όμως να πουλήσουμε τα τέσσερα κτήματά μας

_Ναι να τα δώσουμε Θα μας μείνει η αυλή του

σπιτιού Εκεί θα φυτέψουμε τον πολύτιμο σπόρο

Τότε εμφανίστηκε ο μάγος Άλφρεντ

_Δίνω διακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα είπε

ο μάγος

_Άλφρεντ δεν είναι τίμιο είπε ο Νίκος

Προλάβαμε

εμείς να αγοράσουμε αυτόν το σπόρο

_Δίνω τριακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Τότε εγώ θα δώσω και το σπίτι μου είπε ο πα-

τέρας του Νίκου

_Ναι αλλά hellip αυτά είναι λιγότερα από τα χρή-

ματα που μου δίνει ο μάγος είπε ο έμπορος

_Τότε και εγώ θα δώσω όσα χρήματα έχω στον

κουμπαρά μου είπε η Μαρία

_Κι εγώ φώναξε ο Βασίλης

_Εγώ θα δώσω το μοναδικό κτήμα που έχω είπε

ο κύριος Βαγγέλης

_Και εγώ φώναξε η κυρία Βαρβάρα

_Ναι Και εμείς θα δώσουμε ότι έχουμε στους

κουμπαράδες μας φώναξαν δυνατά όλα τα

παιδιά που ήταν μαζεμένα στην πλατεία του

χωριού

Όλοι άρχισαν να δίνουν χρήματα σπίτια

έπιπλα χωράφια και μαγαζιά μέχρι που κέρδι-

σαν το μάγο Άλφρεντ και αγόρασαν το σπόρο

της ελιάς Από τη στιγμή που τον φύτεψαν το

πρόσεχαν πάρα πολύ

Μετά από χρόνια όταν οι χωρικοί μάζεψαν

τους καρπούς αυτής της ελιάς διαπίστωσαν ότι

είχε το πιο νόστιμο λάδι Τότε ο μάγος

πείστηκε πως όλοι είχαν καταλάβει την αξία

της και γέμισε ξανά όλα τα χωράφια τους με

ελαιόδεντρα

ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α

Κουκάκη Κατερίνα

Μπογκντάνι Γκισέλα

Καρυώτης Γιώργος

Αθανασόπουλος Στέφανος

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 42: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

Το παραμύθι της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σε μια φτωχογειτονιά

ένα φτωχό μα πολύ καλόκαρδο κορίτσι που το έλεγαν

Ελιά

Κάθε μέρα η Ελιά γύριζε τη γειτονιά της έβλεπε τον

κόσμο να ζει φτωχός και δυστυχισμένος και γύριζε

στο σπίτι της πολύ στενοχωρημένη

Κάτι πρέπει να κάνω να τους βοηθήσω σκεφτόταν Κι

από την άλλη μέρα κιόλας άρχισε Βγήκε στη

γειτονιά κράτησε τα παιδιά της γειτόνισσας για να

πάει να δουλέψει και να μπορεί να φέρει στα παιδιά

της λίγο φαΐ

Μια άλλη μέρα πήγε στη γριούλα που ήταν άρρωστη της μαγείρεψε της σκούπισε το σπίτι την έπλυνε την ταΐσε Την άλλη μέρα πάλι έβγαλε τον παράλυτο γέρο με το καρότσι του βόλτα για να πάρει αέρα και ήλιο

Τα βράδια γύριζε κατάκοπη μα ευχαριστημένη που είχε καταφέρει να δώσει λίγη χαρά στους φτωχούς ανθρώπους

Οι μέρες περνούσαν κι η Ελιά όλο δούλευε όσο αδυνάτιζε Μα έβλεπε πως ότι κι αν έκανε ο κόσμος ήταν πάντα φτωχός και δυστυχισμένοςΑυτό τη στενοχωρούσε πάρα πολύ κι έτσι στενοχωρημένη κάθισε στην αυλή του σπιτιού της και συλλογιζόταν

- Τι να κάνω τι να κάνω Δεν μπορώ να βλέπω τόση δυστυχία Το σπουργίτι που την είδε τόσο στενοχωρημένη - και που την αγαπούσε γιατί κάθε μέρα του έριχνε σπόρους και ψίχουλα - δεν άντεξε και πέταξε βαθιά στο δάσος

Εκεί βρήκε την καλή νεράιδα και της είπε- Τρέξε καλή νεράιδα η Ελιά είναι πολύ στενοχωρημένη χλωμή κι αδύνατη

Η καλή νεράιδα ανήσυχη έτρεξε στην αυλή της Ελιάς και τη ρώτησε- Τι έχεις Ελιά μου κι είσαι τόσο λυπημένη- Αχ καλή μου νεράιδα Δεν μπορώ να βλέπω τόση φτώχεια και δυστυχία γύρω μου- Και τι θέλεις δηλαδή- θέλω να τους γίνω χρήσιμη θέλω να τους προσφέρω κάτι πολύτιμο που να τους δώσει ζωή και χαρά

-Το θέλεις αλήθεια τόσο πολύ

- Και βέβαια το θέλω δε βλέπεις πως έλιωσα

από τη στενοχώρια μου

- Τότε σταμάτησε να στενοχωριέσαι θα σε κάνω

αυτό που θέλεις Και τσουπ την άγγιξε με το

ραβδάκι της κι αμέσως η Ελιά έγινε ένα

μεγάλο δέντρο που έβγαλε φύλλα

λουλουδάκια άσπρα που έγιναν ελιές

πράσινες μωβ μαύρες

Έπεσαν στη γη τα κουκούτσια φύτρωσαν

έγιναν δεντράκια και σχημάτισαν ένα μεγάλο

ελαιώνα

Ήρθαν οι γείτονες μάζεψαν τις ελιές έβγαλαν

λάδι έφαγαν χόρτασαν ρόδισαν τα μαγουλά

τους ζωήρεψαν κι άρχισαν να χαμογελούν και

να ζουν ευτυχισμένοι

Για να ευχαριστήσουν την ελιά και να της

δείξουν την αγάπη τους πήραν το λάδι τους

το έβαλαν στο καντήλι για να θυμίζουν στην

Παναγιά και στο Χριστό την καλοσύνη της

ελιάς και την αγάπη της για τον κόσμο

Κι η Παναγιά με τη σειρά της την ευλόγησε Κι

ο Χριστός κάτω απ την ελιά ήρθε και

ξεκουράστηκε

Κι εκείνη καμάρωνε ευχαριστημένη στη μέση

στον ελαιώνα και φρόντιζε όταν έρχονται οι

άνθρωποι να τη μαζέψουν να ναι γεμάτη

ελιές να χορταίνουν οι φτωχοί και να

φωτίζονται απ τις καντήλες όλες οι εκκλησιές

Η μικρή ελιά

Η μικρή ελιά για πρώτη φορά γέμισε καρπό

Ο γεωργός την αγαπούσε γιατί του θύμιζε την

πρώτη του αγάπη κοντούλα και στρουμπουλή

Της είχε φτιάξει ένα περιδέραιο με

ασπρισμένες πέτρες και συχνά καθόταν και

κουβέντιαζε μαζί της τα όνειρα και τις

αναμνήσεις του Η ελιά κάθε μέρα και πιο

όμορφη

Ένα πρωί του Νοέμβρη ο γεωργός άπλωσε πανιά

κι άρχισε να την ραβδίζει Πάνε οι ελιές πάνε

τα φύλλα πάει η ομορφιά

Η ελιά μέσα στα αναφιλητά της μονολογούσε

-Μ αγαπούσε και με χάλασε Πως εννοεί ο

άνθρωπος την αγάπη Έλεγε και ξανάλεγε

Τότε ακούει μια μαργαρίτα να της λέει

-Άκουσε να σου πω Ο άνθρωπος δεν ξέρει την

αγάπη

Μην τον παρεξηγείς Κοίταξε εμένα που μια

ζωή με μαδάει για να μάθειhellip

Το καλάμι κι η ελιά

Μια φορά δίπλα σε μια ελιά είχε φυτρώσει ένα καλάμιΗ ελιά ήταν ένα μεγάλο και δυνατό δέντρο με πολλά κλαδιά πουκρατούσαν τα φύλλα τους όλη τη χρονιά και κάθε δυο χρόνιαέγερναν από το βάρος του καρπού

Το καλάμι πάλι ήτανε ψηλόλιγνο με καταπράσινα στενόμακρα φύλλα με ωραιότατα παράξενα λουλούδια που έμοιαζαν με τσαμπιά κι είχανε το σχήμα του αδραχτιού

Η ελιά καυχιόταν ολοένα

-Τι είσαι συ μπροστά μου έλεγε στο καλάμιΕγώ είμαι ένα δέντρο μεγάλο δυνατό ευλογημένο Οι άνθρωποι με λατρεύουνγιατί τους δίνω τις ελιές και το λάδι μου τους δίνω ξερόκλαδα για να ζεσταίνονταιτους δίνω ξύλα για να φτιάχνουν ακριβά έπιπλα Είμαι μεγάλη ψηλή γερήκαι συ είσαι ένα αδύναμο πραγματάκι που λυγίζεις μπροστά σrsquo όλους τους ανέμους και τους προσκυνάς Δεν μπορώ να καταλάβω πώς έχεις την τόλμη να φυτρώνεις πλάι μου

Το καημένο το καλάμι

που ήταν από φυσικού

του ντροπαλό ταrsquo

άκουγε όλα αυτά και

δεν έλεγε τίποτα κι

ούτε και θύμωνε γιατί

αυτό δεν είχε να

καυχηθεί για τίποτα

Ήρθε ένας χειμώνας όμως βαρύς κι άρχισε να

φυσάει ένας αέρας δαιμονισμένος

που χτυπούσε με μανία την ελιά ώσπου στο

τέλος την ξερίζωσε

Το καλάμι με το πρώτο φύσημα του ανέμου

έγειρε λυγερό όπως ήτανε

προς το νερό κι έτσι ο άνεμος περνούσε από

πάνω του χωρίς να το πειράξει

Κι όταν η καταιγίδα σταμάτησε κι ο άνεμος

έπαψε να φυσάει

η ελιά απόμεινε πεσμένη στο χώμα και το

καλάμι σηκώθηκε

πάλι όρθιο και λυγερό όπως και πριν

Βλέπετε το καλάμι ήξερε να υποχωρεί εκεί που

ένιωθε ότι δεν είχε δύναμη νrsquo αντισταθεί ενώ

η ελιά πλήρωσε με τη ζωή της την

υπερηφάνειά της

Ο Μανωλιός και η γέρικη ελιά

Μια φορά και έναν καιρό όταν ο ζεστός άνεμος

φυσούσε και τα δέντρα λυπημένα έγερναν τα

κουρασμένα φυλλώματά τους ένα παλικάρι

που τον έλεγαν Μανωλιό πήγαινε τα πότιζε

και τους έκανε συντροφιά Τrsquo άλλα παλικάρια

του χωριού ζήλευαν τις χάρες και την καρδιά

του Μανωλιού Ψιθύριζαν λόγια άσχημα

μεταξύ τους δίχως να καταλαβαίνουν ότι αυτό

που έκαναν δεν ήταν σωστό

Μια μέρα κάθισαν κάτω από τον ίσκιο μιας

γέρικης ελιάς για να ξαποστάσουν Ξαφνικά

άκουσαν ένα θρόισμα γύρισαν τα κεφαλάκια

τους και από το κέντρο του κορμού της ελιάς

είδανε ένα χαμογελαστό πρόσωπο που με

ανθρώπινη μιλιά τους είπε

Αυτό το δέντρο που στον ίσκιο του ήρθατε να ξεκουραστείτε ξέρετε ποιος το ποτίζει

Όχι απάντησαν εκείνοι

Ο Μανωλιός που κοροϊδεύετε αποκρίθηκε το δέντρο

Εκείνοι ντροπιασμένοι έφυγαν με σκυμμένο το κεφάλι Στο δρόμο συνάντησαν τον Μανωλιό

Καλημέρα είπαν με μία φωνή Σήμερα θα έρθουμε μαζί σου να σε βοηθήσουμε να ποτίσεις τα δέντρα

Έτσι κι έγινε Από τότε έγιναν φίλοι Κάθε

απόγευμα πότιζαν τα δέντρα κι ύστερα κάτω

από τα φυλλώματα της γέρικης ελιάς άρχιζαν

το τραγούδι που μιλούσε για χώρες

παράξενε για ζούγκλες με πολύχρωμους

παπαγάλους για ινδιάνους με κιτρινοκόκκινα

φτερά στα καπέλα τους και ιδιαίτερα

τραγουδούσαν για την συμπόνια και την

ευαίσθητη καρδιά των ανθρώπων

Μια μέρα που ο ήλιος γίνηκε πορφυρός και

κρύφτηκε πίσω από τα βουνά ο Μανωλιός

πήγε μόνος του πότισε την γέρικη ελιά

ξάπλωσε και τον πήρε ένας βαθύς ύπνος Τότε

είδε πως μέσα στην κουφάλα της γέρικης ελιάς

είχανε στήσει ένα πανέμορφο παλάτι γεμάτο

κόσμο που χόρευε και γλένταγε

Θα πάω κι εγώ είπε δειλά δειλά ο Μανωλιός

bull Όσο προχωρούσε τόσο τα φώτα

μεγάλωναν ώσπου έφτασε στο κέντρο Εκεί

ένας βασιλιάς καθόταν σrsquoένα χρυσαφένιο

θρόνο Πίσω του στεκόταν μια Σφίγγα

άγαλμα Πήρε ανθρώπινη μιλιά αρχίζοντας να

λέει καλωσορίσματα στον Μανωλιό Εκείνος

χαμογελαστός χαιρέτησεμα τι να δει Σrsquoέναν

καθρέπτη που βρέθηκε μπροστά του ο

Μανωλιός ήταν ντυμένος πρίγκιπας

bull Πω πω Τι όμορφος που είμαι Αναφώνησε

Ξαφνικά υπηρέτες έστρωσαν ένα κόκκινο

χαλί για να περάσει ο Μανωλιός και αυτοί

αριστερά και δεξιά τον προσκυνούσαν Όταν

πέρασε τον διάδρομο με το κόκκινο χαλί

στάθηκε στον βασιλιά που του είπε

Καλόκαρδο και πονόψυχο παλικάρι Εσύ πότιζες

το δέντρο κι έτσι μπόρεσε το παλάτι μου να

βρίσκεται εδώ με όλους τους ανθρώπους

μου διαφορετικά αν το άφηνες να ξεραθεί από

το ζεστό άνεμο τώρα δεν θα

υπήρχαμε Γιrsquoαυτό αξίζεις να γίνεις γιος μου

να παντρευτείς την Βασιλοπούλα και με

δικαιοσύνη αγάπη και φρόνηση να γίνεις εσύ

ο καινούριος Βασιλιάς λύνοντας έτσι τα μάγια

της κακιάς νεράιδας που μας είχε

καταδικασμένους

Έτσι κι έγινε Ο Μανωλιός έγινε βασιλιάς με

τιμές και δόξες διότι ήξερε την γλώσσα της

καρδιάς που πάντα μας διδάσκει πόσο καλό

είναι να είσαι άνθρωπος Από τότε ο

Μανωλιός έμεινε στο παλάτι και κανείς ακόμα

δεν ξέρει τι ταξίδι ακολούθησε στον χρόνο του

ύπνου του άφησε όμως πίσω του τον

πραγματικό θησαυρό της καλοσύνης και της

αγάπης

ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Ο μαγικός ελαιώνας

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα παιδάκι που

το έλεγαν Λευτέρη Κάθε χρόνο το καλοκαίρι

μόλις έκλειναν τα σχολεία πήγαινε διακοπές

στο σπίτι της γιαγιάς του

Ένα καλοκαίρι έζησε μια σπουδαία περιπέτεια

Μια μέρα που η γιαγιά του είχε πάει για ψώνια

στην κοντινή πόλη ο Λευτέρης αποφάσισε να

εξερευνήσει τη σοφίτα του σπιτιού

Ανέβηκε προσεκτικά τη στριφογυριστή ξύλινη

σκάλα και στάθηκε αναποφάσιστος μπροστά

στην κλειστή πόρτα Πήρε μια βαθιά ανάσα

και την έσπρωξε δυνατά Πόσο σκοτεινά ήταν ό-

λα εκεί μέσα Ο Λευτέρης σκόνταψε σ΄ ένα πα-

λιό μπαούλο

Το άνοιξε γεμάτος περιέργεια Και τι δε βρήκε

Ολόκληρο θησαυρό Παλιά βιβλία του παππού

φορέματα της γιαγιάς παιχνίδια της μητέρας

του όταν ήταν παιδί Κάτω κάτω ήταν

τσαλακωμένο ένα κιτρινισμένο χαρτί Το

ξετύλιξε βιαστικά και τι να δει Ένας παλιός

χάρτης με σχεδιάγραμμα Αμέσως τον άρπαξε

κι άρχισε το ταξίδι του

Περπάτησε ώρες πολλές Πέρασε την πεδιάδα

με τα κίτρινα στάχυα το γεφυράκι του μικρού

ποταμού ώσπου έφτασε στο τέλος σε έναν

κάμπο γεμάτο ελιές

Διάλεξε την πιο μεγάλη ελιά και κάθισε να

ξεκουραστεί ακουμπώντας στο γέρικο κορμό

της

Ξαφνικά άκουσε μια απαλή φωνή Έμοιαζε

με της γιαγιάς του Κοίταξε γύρω του μα δεν

είδε κανέναν Η φωνή συνέχισε να του μιλάει

τρυφερά Ο Λευτέρης γεμάτος περιέργεια

άρχισε να παρατηρεί προσεχτικά το γέρικο

κορμό τα πελώρια κλαδιά και τ΄ ασημένια

φύλλα της ελιάς Τότε κατάλαβε ποιος του

μιλούσε Έκπληκτος άγγιξε απαλά το υπέροχο

αυτό δέντρο και μοιράστηκε μαζί του όλα του

τα μυστικά

Από εκείνη την ημέρα ο Λευτέρης πήγαινε

καθημερινά στο μαγικό αυτό ελαιώνα

Καθόταν ώρες στη σκιά της αγαπημένης του

ελιάς κι άκουγε τις πιο ωραίες ιστορίες

Ο καιρός πέρασε γρήγορα κι ήρθε η μέρα που

έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι του Έτρεξε στο

μαγικό ελαιώνα κι αγκάλιασε κλαίγοντας το

αγαπημένο του δέντρο Η ελιά έγειρε τα

κλαδιά της και χάιδεψε τα μαλλιά του laquo Μη

στενοχωριέσαιraquo του ψιθύρισε laquo Κόψε ένα

κλαράκι μου και πάρ΄ το μαζί σου Φύτεψέ το

στην αυλή του σπιτιού σου κι εγώ θα είμαι

πάντα κοντά σουraquo

Έτσι κι έγινε Ένα καινούριο ολόδροσο

δεντράκι φύτρωσε στον κήπο του Λευτέρη Κι

από τότε δεν χώρισαν ποτέ

Οι μαγικοί σπόροι

Μια φορά κι έναν καιρό σ΄ ένα μακρινό

χωριουδάκι ζούσε με τη γιαγιά του ένα μικρό

κορίτσι που το έλεγαν Ελπίδα Το σπιτάκι τους

ήταν πολύ φτωχικό Δύσκολα τα έβγαζαν πέρα

Ο περασμένος χειμώνας ήταν πολύ βαρύς

Τα πρώτα χιόνια έπεσαν νωρίς κι ο κρύος

βοριάς σφύριζε μανιασμένα Κάθε πρωί η

γιαγιά με την εγγονή της πήγαιναν στο δάσος

και μάζευαν φρούτα και ξύλα για να

ζεσταθούν

Μια μέρα ο άνεμος φυσούσε άγρια κι ο ήλιος

είχε κρυφτεί πίσω από τα βαριά μαύρα

σύννεφα Η Ελπίδα άφησε τη γιαγιά της στο

κρύο σπιτάκι τους τυλίχτηκε σφιχτά με το

σάλι της και ξεκίνησε για το δάσος Τα πόδια

και τα χέρια της είχαν παγώσει Τα μαλλιά και

τα ρούχα της είχαν βραχεί από την ξαφνική

μπόρα Και το σπουδαιότερο δεν μπορούσε να

γυρίσει πίσω γιατί δεν είχε μαζέψει ακόμη

τίποτα Αποφάσισε τότε να μπει για λίγο σε

μια σπηλιά που βρήκε στο δρόμο της και να

περιμένει

Έτρεμε από το κρύο και

από το φόβο της Είχε αρ

χίσει να νυχτώνει και η

γιαγιά της σίγουρα θα

ανησυχούσε Ξαφνικά

ένα απόκοσμο φως γέμι

σε τη σπηλιά και μια πα

νέμορφη νεράιδα πα

ρουσιάστηκε μπροστά

της

Της χαμογέλασε γλυκά και της χάιδεψε απαλά τα μαλλιά Κρατούσε ένα μικρό σακουλάκι που το άφησε προσεκτικά στα χέρια της Ελπίδας laquoΌταν πας σπίτι σου να το ανοίξεις και να κάνεις ότι ακριβώς σου πει η γιαγιά σου Αυτή ξέρειraquo της είπε τρυφερά και χάθηκε στο σκοτάδι της σπηλιάς Το κορίτσι κρατώντας το γερά έτρεξε χαρούμενο στο φτωχικό του σπιτάκι Τα μάτια του έλαμπαν από ενθουσιασμό καθώς έδειχνε στη γιαγιά του το δώρο της νεράιδας

Η γιαγιά ψηλάφησε τους μεγάλους γυαλιστερούς σπόρους τους έβαλε στη χούφτα της Ελπίδας και της είπε να τους φυτέψει στην αυλή Έτσι ακριβώς έκανε το μικρό κορίτσι Τους έχωσε βαθιά στο έδαφος και τους σκέπασε με φρέσκο χώμα Την άνοιξη οι σπόροι φύτρωσαν και γρήγορα έγιναν μεγάλα δέντρα με υπέροχο σταχτοπράσινο φύλλωμα Ήταν φουντωτές ελιές που αγκάλιασαν το μικρό σπιτάκι Ήρθε το φθινόπωρο και τα κλαδιά τους γέμισαν ευλογημένο καρπό

Από τότε η Ελπίδα κι η γιαγιά της έζησαν

ευτυχισμένες βοηθώντας κάθε κουρασμένο

περαστικό

Η αξία της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό σrsquo ένα μακρινό

χωριό όλοι οι άνθρωποι ζούσαν ευτυχισμένοι

Είχαν πολλά κτήματα εκτιμήσει πλούσια

γεμάτα ελιές Ποτέ όμως δεν είχαν σωστά την

αξία τους

Κάποια μέρα καθώς έπαιζαν δυο παιδιά η

Μαρία και ο Νίκος εμφανίστηκε μπροστά

τους ένας άγνωστος άντρας Τους μίλησε για

τα ελαιόδεντρα και τη χρησιμότητά τους Τους

είπε πως πρέπει να τα φροντίζουν και να τα

αγαπούν

Μετά από αρκετές ημέρες έγινε κάτι φοβερό

Στο χωριό έπεσε μεγάλη κατάρα Όλα τα χωράφια με τα ελαιόδεντρα καταστράφηκαν

Η Μαρία και ο Νίκος αμέσως κατάλαβαν πως έπρεπε να πάνε να βρουν τον μυστήριο αυτό άντρα που τους είχε επισκεφτεί

Τους είχε πει πως ζούσε στο δάσος Αυτό όμως δεν ήταν και τόσοhellip συνηθισμένο δάσος Έλεγαν πως στις κουφάλες των δέντρων ζούσαν φαντάσματα και πως το μέγεθος των ζώων ήταν υπερφυσικό

Φοβόντουσαν πάρα πολύ Περπάτησαν

ατελείωτες ώρες στη σκιά των πελώριων

δέντρων Με τη βοήθεια ενός λιονταριού

κατάφεραν να βρουν τον πύργο του άντρα που

έψαχναν

Χτύπησαν την πόρτα

αλλά κανείς δεν τους

άνοιξε Αποφάσισαν

να περιμένουν Δεν

κατάλαβαν πόσος

χρόνος πέρασε καιhellip

η πόρτα άνοιξε μόνη

της

Τα παιδιά μπήκαν γεμάτα περιέργεια στον

πύργο Ανέβηκαν διστακτικά την παλιά

στριφογυριστή σκάλα που τα οδήγησε σrsquo έ-

να επιβλητικό δωμάτιο Εκεί εργαζόταν ο

μυστηριώδης άντρας που είχαν γνωρίσει

Αμέσως κατάλαβαν πως ήταν μάγος Τους

αποκάλυψε αμέσως το όνομά του τον έλεγαν

Άλφρεντ Άρχισαν λοιπόν να του μιλούν για

το πρόβλημά τους Ο μάγος τα άκουσε προσε-

κτικά και τους είπε τι πρέπει να κάνουν

Έπρεπε να περάσουν τρεις δοκιμασίες Μόνο

έτσι θα έφευγε η κατάρα

Στο χωριό όλοι οι κάτοικοι περνούσαν δύσκο-

λα Από πλούσιοι είχαν γίνει φτωχοί και χωρίς

την ελιά και το λάδι της δεν μπορούσαν να ζή-

σουν Κατάλαβαν έτσι την αξία της αλλά ήταν

πλέον αργά Ή μάλλον σχεδόν αργά

Όταν τα παιδιά επέστρεψαν διηγήθηκαν σε

όλους όλα όσα τους συνέβησαν Τους είπαν για

το μάγο και τις τρεις δοκιμασίες που έπρεπε να

περάσουν Το πρόβλημα όμως ήταν πως δεν

τους είχε πει ποιες ήταν αυτές οι δοκιμασίες

ποιοι θα τις περνούσαν και πότε

Οι μέρες περνούσαν

αργά και βασανιστικά

μετά από δυο μήνες στο

χωριό εμφανίστηκε ένα

μικρό κορίτσι Χτύπησε

την πόρτα ενός σπιτιού

και ζήτησε λίγο φαγητό

Η οικογένεια όμως Το έ-

διωξε Το κορίτσι ήταν

Ο μάγος Άλφρεντ μεταμορ-

φωμένος Αυτή ήταν η πρώ-

τη δοκιμασία που δυστυχώς

όμως απέτυχαν

Αφού πέρασε μια εβδομάδα περίπου ένα μι-

κρό άγνωστο αγόρι εμφανίστηκε σε μια ομάδα

παιδιών και τους ζήτησε να παίξει μαζί τους Η

Μαρία και ο Νίκος όχι μόνο το δέχτηκαν αλλά

το άφησαν να διαλέξει το παιχνίδι που θα έπαι-

ζαν

_ Εσύ Νίκο θα είσαι ο αγρότης Εγώ θα είμαι η

ελιά και Μαρία θα είναι οι καρποί μου είπε το

αγόρι

Τα παιδιά συμφώνησαν κι άρχισαν όλα μαζί να

παίζουν Ο μάγος τότε παρατήρησε τον τρόπο

που ο Νίκος περιποιόταν την ελιά και πόσο χαι-

ρόταν όταν μάζευε τους καρπούς της Αυτή ήταν

η δεύτερη δοκιμασία και τα παιδιά την πέρασαν

με επιτυχία

Πέρασε αρκετός καιρός ώσπου έφτασε η ώρα

για την τρίτη δοκιμασία Μια μέρα ήρθε στο χω-

ριό ένας πλανόδιος έμπορος Πουλούσε από σπό-

ρους μέχρι και μαγικά αντικείμενα Οι τιμές όμως

ήταν πολύ υψηλές Ο Νίκος με τον πατέρα του ζή-

τησαν να δουν τους σπόρους που είχε

_Έχω σπόρους συκιάς πορτοκαλιάς μηλιάς και

τον τελευταίο σπόρο ελιάς είπε ο άντρας

_Τον τελευταίο Ρώτησε ο Νίκος

_ Ναι Τον τελευταίο

_Δεν υπάρχει άλλος

_Όχι

_Ούτε ένας

_Τίποτα

_Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Ναι Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Είστε σίγουρος για αυτό

_Απολύτως

Ο Νίκος δεν πίστευε στ΄ αυτιά τουΤότε ζήτη-

σε αμέσως απόν τον πατέρα του να αγοράσει τον

τελευταίο σπόρο ελιάς σ΄ ολόκληρη τη γη Η τι-

μή του όμως ήταν πολύ πάρα πολύ υψηλή Εκα-

τό χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Γιε μου δεν έχουμε τόσα χρήματα Μπορούμε

όμως να πουλήσουμε τα τέσσερα κτήματά μας

_Ναι να τα δώσουμε Θα μας μείνει η αυλή του

σπιτιού Εκεί θα φυτέψουμε τον πολύτιμο σπόρο

Τότε εμφανίστηκε ο μάγος Άλφρεντ

_Δίνω διακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα είπε

ο μάγος

_Άλφρεντ δεν είναι τίμιο είπε ο Νίκος

Προλάβαμε

εμείς να αγοράσουμε αυτόν το σπόρο

_Δίνω τριακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Τότε εγώ θα δώσω και το σπίτι μου είπε ο πα-

τέρας του Νίκου

_Ναι αλλά hellip αυτά είναι λιγότερα από τα χρή-

ματα που μου δίνει ο μάγος είπε ο έμπορος

_Τότε και εγώ θα δώσω όσα χρήματα έχω στον

κουμπαρά μου είπε η Μαρία

_Κι εγώ φώναξε ο Βασίλης

_Εγώ θα δώσω το μοναδικό κτήμα που έχω είπε

ο κύριος Βαγγέλης

_Και εγώ φώναξε η κυρία Βαρβάρα

_Ναι Και εμείς θα δώσουμε ότι έχουμε στους

κουμπαράδες μας φώναξαν δυνατά όλα τα

παιδιά που ήταν μαζεμένα στην πλατεία του

χωριού

Όλοι άρχισαν να δίνουν χρήματα σπίτια

έπιπλα χωράφια και μαγαζιά μέχρι που κέρδι-

σαν το μάγο Άλφρεντ και αγόρασαν το σπόρο

της ελιάς Από τη στιγμή που τον φύτεψαν το

πρόσεχαν πάρα πολύ

Μετά από χρόνια όταν οι χωρικοί μάζεψαν

τους καρπούς αυτής της ελιάς διαπίστωσαν ότι

είχε το πιο νόστιμο λάδι Τότε ο μάγος

πείστηκε πως όλοι είχαν καταλάβει την αξία

της και γέμισε ξανά όλα τα χωράφια τους με

ελαιόδεντρα

ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α

Κουκάκη Κατερίνα

Μπογκντάνι Γκισέλα

Καρυώτης Γιώργος

Αθανασόπουλος Στέφανος

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 43: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

Μια άλλη μέρα πήγε στη γριούλα που ήταν άρρωστη της μαγείρεψε της σκούπισε το σπίτι την έπλυνε την ταΐσε Την άλλη μέρα πάλι έβγαλε τον παράλυτο γέρο με το καρότσι του βόλτα για να πάρει αέρα και ήλιο

Τα βράδια γύριζε κατάκοπη μα ευχαριστημένη που είχε καταφέρει να δώσει λίγη χαρά στους φτωχούς ανθρώπους

Οι μέρες περνούσαν κι η Ελιά όλο δούλευε όσο αδυνάτιζε Μα έβλεπε πως ότι κι αν έκανε ο κόσμος ήταν πάντα φτωχός και δυστυχισμένοςΑυτό τη στενοχωρούσε πάρα πολύ κι έτσι στενοχωρημένη κάθισε στην αυλή του σπιτιού της και συλλογιζόταν

- Τι να κάνω τι να κάνω Δεν μπορώ να βλέπω τόση δυστυχία Το σπουργίτι που την είδε τόσο στενοχωρημένη - και που την αγαπούσε γιατί κάθε μέρα του έριχνε σπόρους και ψίχουλα - δεν άντεξε και πέταξε βαθιά στο δάσος

Εκεί βρήκε την καλή νεράιδα και της είπε- Τρέξε καλή νεράιδα η Ελιά είναι πολύ στενοχωρημένη χλωμή κι αδύνατη

Η καλή νεράιδα ανήσυχη έτρεξε στην αυλή της Ελιάς και τη ρώτησε- Τι έχεις Ελιά μου κι είσαι τόσο λυπημένη- Αχ καλή μου νεράιδα Δεν μπορώ να βλέπω τόση φτώχεια και δυστυχία γύρω μου- Και τι θέλεις δηλαδή- θέλω να τους γίνω χρήσιμη θέλω να τους προσφέρω κάτι πολύτιμο που να τους δώσει ζωή και χαρά

-Το θέλεις αλήθεια τόσο πολύ

- Και βέβαια το θέλω δε βλέπεις πως έλιωσα

από τη στενοχώρια μου

- Τότε σταμάτησε να στενοχωριέσαι θα σε κάνω

αυτό που θέλεις Και τσουπ την άγγιξε με το

ραβδάκι της κι αμέσως η Ελιά έγινε ένα

μεγάλο δέντρο που έβγαλε φύλλα

λουλουδάκια άσπρα που έγιναν ελιές

πράσινες μωβ μαύρες

Έπεσαν στη γη τα κουκούτσια φύτρωσαν

έγιναν δεντράκια και σχημάτισαν ένα μεγάλο

ελαιώνα

Ήρθαν οι γείτονες μάζεψαν τις ελιές έβγαλαν

λάδι έφαγαν χόρτασαν ρόδισαν τα μαγουλά

τους ζωήρεψαν κι άρχισαν να χαμογελούν και

να ζουν ευτυχισμένοι

Για να ευχαριστήσουν την ελιά και να της

δείξουν την αγάπη τους πήραν το λάδι τους

το έβαλαν στο καντήλι για να θυμίζουν στην

Παναγιά και στο Χριστό την καλοσύνη της

ελιάς και την αγάπη της για τον κόσμο

Κι η Παναγιά με τη σειρά της την ευλόγησε Κι

ο Χριστός κάτω απ την ελιά ήρθε και

ξεκουράστηκε

Κι εκείνη καμάρωνε ευχαριστημένη στη μέση

στον ελαιώνα και φρόντιζε όταν έρχονται οι

άνθρωποι να τη μαζέψουν να ναι γεμάτη

ελιές να χορταίνουν οι φτωχοί και να

φωτίζονται απ τις καντήλες όλες οι εκκλησιές

Η μικρή ελιά

Η μικρή ελιά για πρώτη φορά γέμισε καρπό

Ο γεωργός την αγαπούσε γιατί του θύμιζε την

πρώτη του αγάπη κοντούλα και στρουμπουλή

Της είχε φτιάξει ένα περιδέραιο με

ασπρισμένες πέτρες και συχνά καθόταν και

κουβέντιαζε μαζί της τα όνειρα και τις

αναμνήσεις του Η ελιά κάθε μέρα και πιο

όμορφη

Ένα πρωί του Νοέμβρη ο γεωργός άπλωσε πανιά

κι άρχισε να την ραβδίζει Πάνε οι ελιές πάνε

τα φύλλα πάει η ομορφιά

Η ελιά μέσα στα αναφιλητά της μονολογούσε

-Μ αγαπούσε και με χάλασε Πως εννοεί ο

άνθρωπος την αγάπη Έλεγε και ξανάλεγε

Τότε ακούει μια μαργαρίτα να της λέει

-Άκουσε να σου πω Ο άνθρωπος δεν ξέρει την

αγάπη

Μην τον παρεξηγείς Κοίταξε εμένα που μια

ζωή με μαδάει για να μάθειhellip

Το καλάμι κι η ελιά

Μια φορά δίπλα σε μια ελιά είχε φυτρώσει ένα καλάμιΗ ελιά ήταν ένα μεγάλο και δυνατό δέντρο με πολλά κλαδιά πουκρατούσαν τα φύλλα τους όλη τη χρονιά και κάθε δυο χρόνιαέγερναν από το βάρος του καρπού

Το καλάμι πάλι ήτανε ψηλόλιγνο με καταπράσινα στενόμακρα φύλλα με ωραιότατα παράξενα λουλούδια που έμοιαζαν με τσαμπιά κι είχανε το σχήμα του αδραχτιού

Η ελιά καυχιόταν ολοένα

-Τι είσαι συ μπροστά μου έλεγε στο καλάμιΕγώ είμαι ένα δέντρο μεγάλο δυνατό ευλογημένο Οι άνθρωποι με λατρεύουνγιατί τους δίνω τις ελιές και το λάδι μου τους δίνω ξερόκλαδα για να ζεσταίνονταιτους δίνω ξύλα για να φτιάχνουν ακριβά έπιπλα Είμαι μεγάλη ψηλή γερήκαι συ είσαι ένα αδύναμο πραγματάκι που λυγίζεις μπροστά σrsquo όλους τους ανέμους και τους προσκυνάς Δεν μπορώ να καταλάβω πώς έχεις την τόλμη να φυτρώνεις πλάι μου

Το καημένο το καλάμι

που ήταν από φυσικού

του ντροπαλό ταrsquo

άκουγε όλα αυτά και

δεν έλεγε τίποτα κι

ούτε και θύμωνε γιατί

αυτό δεν είχε να

καυχηθεί για τίποτα

Ήρθε ένας χειμώνας όμως βαρύς κι άρχισε να

φυσάει ένας αέρας δαιμονισμένος

που χτυπούσε με μανία την ελιά ώσπου στο

τέλος την ξερίζωσε

Το καλάμι με το πρώτο φύσημα του ανέμου

έγειρε λυγερό όπως ήτανε

προς το νερό κι έτσι ο άνεμος περνούσε από

πάνω του χωρίς να το πειράξει

Κι όταν η καταιγίδα σταμάτησε κι ο άνεμος

έπαψε να φυσάει

η ελιά απόμεινε πεσμένη στο χώμα και το

καλάμι σηκώθηκε

πάλι όρθιο και λυγερό όπως και πριν

Βλέπετε το καλάμι ήξερε να υποχωρεί εκεί που

ένιωθε ότι δεν είχε δύναμη νrsquo αντισταθεί ενώ

η ελιά πλήρωσε με τη ζωή της την

υπερηφάνειά της

Ο Μανωλιός και η γέρικη ελιά

Μια φορά και έναν καιρό όταν ο ζεστός άνεμος

φυσούσε και τα δέντρα λυπημένα έγερναν τα

κουρασμένα φυλλώματά τους ένα παλικάρι

που τον έλεγαν Μανωλιό πήγαινε τα πότιζε

και τους έκανε συντροφιά Τrsquo άλλα παλικάρια

του χωριού ζήλευαν τις χάρες και την καρδιά

του Μανωλιού Ψιθύριζαν λόγια άσχημα

μεταξύ τους δίχως να καταλαβαίνουν ότι αυτό

που έκαναν δεν ήταν σωστό

Μια μέρα κάθισαν κάτω από τον ίσκιο μιας

γέρικης ελιάς για να ξαποστάσουν Ξαφνικά

άκουσαν ένα θρόισμα γύρισαν τα κεφαλάκια

τους και από το κέντρο του κορμού της ελιάς

είδανε ένα χαμογελαστό πρόσωπο που με

ανθρώπινη μιλιά τους είπε

Αυτό το δέντρο που στον ίσκιο του ήρθατε να ξεκουραστείτε ξέρετε ποιος το ποτίζει

Όχι απάντησαν εκείνοι

Ο Μανωλιός που κοροϊδεύετε αποκρίθηκε το δέντρο

Εκείνοι ντροπιασμένοι έφυγαν με σκυμμένο το κεφάλι Στο δρόμο συνάντησαν τον Μανωλιό

Καλημέρα είπαν με μία φωνή Σήμερα θα έρθουμε μαζί σου να σε βοηθήσουμε να ποτίσεις τα δέντρα

Έτσι κι έγινε Από τότε έγιναν φίλοι Κάθε

απόγευμα πότιζαν τα δέντρα κι ύστερα κάτω

από τα φυλλώματα της γέρικης ελιάς άρχιζαν

το τραγούδι που μιλούσε για χώρες

παράξενε για ζούγκλες με πολύχρωμους

παπαγάλους για ινδιάνους με κιτρινοκόκκινα

φτερά στα καπέλα τους και ιδιαίτερα

τραγουδούσαν για την συμπόνια και την

ευαίσθητη καρδιά των ανθρώπων

Μια μέρα που ο ήλιος γίνηκε πορφυρός και

κρύφτηκε πίσω από τα βουνά ο Μανωλιός

πήγε μόνος του πότισε την γέρικη ελιά

ξάπλωσε και τον πήρε ένας βαθύς ύπνος Τότε

είδε πως μέσα στην κουφάλα της γέρικης ελιάς

είχανε στήσει ένα πανέμορφο παλάτι γεμάτο

κόσμο που χόρευε και γλένταγε

Θα πάω κι εγώ είπε δειλά δειλά ο Μανωλιός

bull Όσο προχωρούσε τόσο τα φώτα

μεγάλωναν ώσπου έφτασε στο κέντρο Εκεί

ένας βασιλιάς καθόταν σrsquoένα χρυσαφένιο

θρόνο Πίσω του στεκόταν μια Σφίγγα

άγαλμα Πήρε ανθρώπινη μιλιά αρχίζοντας να

λέει καλωσορίσματα στον Μανωλιό Εκείνος

χαμογελαστός χαιρέτησεμα τι να δει Σrsquoέναν

καθρέπτη που βρέθηκε μπροστά του ο

Μανωλιός ήταν ντυμένος πρίγκιπας

bull Πω πω Τι όμορφος που είμαι Αναφώνησε

Ξαφνικά υπηρέτες έστρωσαν ένα κόκκινο

χαλί για να περάσει ο Μανωλιός και αυτοί

αριστερά και δεξιά τον προσκυνούσαν Όταν

πέρασε τον διάδρομο με το κόκκινο χαλί

στάθηκε στον βασιλιά που του είπε

Καλόκαρδο και πονόψυχο παλικάρι Εσύ πότιζες

το δέντρο κι έτσι μπόρεσε το παλάτι μου να

βρίσκεται εδώ με όλους τους ανθρώπους

μου διαφορετικά αν το άφηνες να ξεραθεί από

το ζεστό άνεμο τώρα δεν θα

υπήρχαμε Γιrsquoαυτό αξίζεις να γίνεις γιος μου

να παντρευτείς την Βασιλοπούλα και με

δικαιοσύνη αγάπη και φρόνηση να γίνεις εσύ

ο καινούριος Βασιλιάς λύνοντας έτσι τα μάγια

της κακιάς νεράιδας που μας είχε

καταδικασμένους

Έτσι κι έγινε Ο Μανωλιός έγινε βασιλιάς με

τιμές και δόξες διότι ήξερε την γλώσσα της

καρδιάς που πάντα μας διδάσκει πόσο καλό

είναι να είσαι άνθρωπος Από τότε ο

Μανωλιός έμεινε στο παλάτι και κανείς ακόμα

δεν ξέρει τι ταξίδι ακολούθησε στον χρόνο του

ύπνου του άφησε όμως πίσω του τον

πραγματικό θησαυρό της καλοσύνης και της

αγάπης

ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Ο μαγικός ελαιώνας

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα παιδάκι που

το έλεγαν Λευτέρη Κάθε χρόνο το καλοκαίρι

μόλις έκλειναν τα σχολεία πήγαινε διακοπές

στο σπίτι της γιαγιάς του

Ένα καλοκαίρι έζησε μια σπουδαία περιπέτεια

Μια μέρα που η γιαγιά του είχε πάει για ψώνια

στην κοντινή πόλη ο Λευτέρης αποφάσισε να

εξερευνήσει τη σοφίτα του σπιτιού

Ανέβηκε προσεκτικά τη στριφογυριστή ξύλινη

σκάλα και στάθηκε αναποφάσιστος μπροστά

στην κλειστή πόρτα Πήρε μια βαθιά ανάσα

και την έσπρωξε δυνατά Πόσο σκοτεινά ήταν ό-

λα εκεί μέσα Ο Λευτέρης σκόνταψε σ΄ ένα πα-

λιό μπαούλο

Το άνοιξε γεμάτος περιέργεια Και τι δε βρήκε

Ολόκληρο θησαυρό Παλιά βιβλία του παππού

φορέματα της γιαγιάς παιχνίδια της μητέρας

του όταν ήταν παιδί Κάτω κάτω ήταν

τσαλακωμένο ένα κιτρινισμένο χαρτί Το

ξετύλιξε βιαστικά και τι να δει Ένας παλιός

χάρτης με σχεδιάγραμμα Αμέσως τον άρπαξε

κι άρχισε το ταξίδι του

Περπάτησε ώρες πολλές Πέρασε την πεδιάδα

με τα κίτρινα στάχυα το γεφυράκι του μικρού

ποταμού ώσπου έφτασε στο τέλος σε έναν

κάμπο γεμάτο ελιές

Διάλεξε την πιο μεγάλη ελιά και κάθισε να

ξεκουραστεί ακουμπώντας στο γέρικο κορμό

της

Ξαφνικά άκουσε μια απαλή φωνή Έμοιαζε

με της γιαγιάς του Κοίταξε γύρω του μα δεν

είδε κανέναν Η φωνή συνέχισε να του μιλάει

τρυφερά Ο Λευτέρης γεμάτος περιέργεια

άρχισε να παρατηρεί προσεχτικά το γέρικο

κορμό τα πελώρια κλαδιά και τ΄ ασημένια

φύλλα της ελιάς Τότε κατάλαβε ποιος του

μιλούσε Έκπληκτος άγγιξε απαλά το υπέροχο

αυτό δέντρο και μοιράστηκε μαζί του όλα του

τα μυστικά

Από εκείνη την ημέρα ο Λευτέρης πήγαινε

καθημερινά στο μαγικό αυτό ελαιώνα

Καθόταν ώρες στη σκιά της αγαπημένης του

ελιάς κι άκουγε τις πιο ωραίες ιστορίες

Ο καιρός πέρασε γρήγορα κι ήρθε η μέρα που

έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι του Έτρεξε στο

μαγικό ελαιώνα κι αγκάλιασε κλαίγοντας το

αγαπημένο του δέντρο Η ελιά έγειρε τα

κλαδιά της και χάιδεψε τα μαλλιά του laquo Μη

στενοχωριέσαιraquo του ψιθύρισε laquo Κόψε ένα

κλαράκι μου και πάρ΄ το μαζί σου Φύτεψέ το

στην αυλή του σπιτιού σου κι εγώ θα είμαι

πάντα κοντά σουraquo

Έτσι κι έγινε Ένα καινούριο ολόδροσο

δεντράκι φύτρωσε στον κήπο του Λευτέρη Κι

από τότε δεν χώρισαν ποτέ

Οι μαγικοί σπόροι

Μια φορά κι έναν καιρό σ΄ ένα μακρινό

χωριουδάκι ζούσε με τη γιαγιά του ένα μικρό

κορίτσι που το έλεγαν Ελπίδα Το σπιτάκι τους

ήταν πολύ φτωχικό Δύσκολα τα έβγαζαν πέρα

Ο περασμένος χειμώνας ήταν πολύ βαρύς

Τα πρώτα χιόνια έπεσαν νωρίς κι ο κρύος

βοριάς σφύριζε μανιασμένα Κάθε πρωί η

γιαγιά με την εγγονή της πήγαιναν στο δάσος

και μάζευαν φρούτα και ξύλα για να

ζεσταθούν

Μια μέρα ο άνεμος φυσούσε άγρια κι ο ήλιος

είχε κρυφτεί πίσω από τα βαριά μαύρα

σύννεφα Η Ελπίδα άφησε τη γιαγιά της στο

κρύο σπιτάκι τους τυλίχτηκε σφιχτά με το

σάλι της και ξεκίνησε για το δάσος Τα πόδια

και τα χέρια της είχαν παγώσει Τα μαλλιά και

τα ρούχα της είχαν βραχεί από την ξαφνική

μπόρα Και το σπουδαιότερο δεν μπορούσε να

γυρίσει πίσω γιατί δεν είχε μαζέψει ακόμη

τίποτα Αποφάσισε τότε να μπει για λίγο σε

μια σπηλιά που βρήκε στο δρόμο της και να

περιμένει

Έτρεμε από το κρύο και

από το φόβο της Είχε αρ

χίσει να νυχτώνει και η

γιαγιά της σίγουρα θα

ανησυχούσε Ξαφνικά

ένα απόκοσμο φως γέμι

σε τη σπηλιά και μια πα

νέμορφη νεράιδα πα

ρουσιάστηκε μπροστά

της

Της χαμογέλασε γλυκά και της χάιδεψε απαλά τα μαλλιά Κρατούσε ένα μικρό σακουλάκι που το άφησε προσεκτικά στα χέρια της Ελπίδας laquoΌταν πας σπίτι σου να το ανοίξεις και να κάνεις ότι ακριβώς σου πει η γιαγιά σου Αυτή ξέρειraquo της είπε τρυφερά και χάθηκε στο σκοτάδι της σπηλιάς Το κορίτσι κρατώντας το γερά έτρεξε χαρούμενο στο φτωχικό του σπιτάκι Τα μάτια του έλαμπαν από ενθουσιασμό καθώς έδειχνε στη γιαγιά του το δώρο της νεράιδας

Η γιαγιά ψηλάφησε τους μεγάλους γυαλιστερούς σπόρους τους έβαλε στη χούφτα της Ελπίδας και της είπε να τους φυτέψει στην αυλή Έτσι ακριβώς έκανε το μικρό κορίτσι Τους έχωσε βαθιά στο έδαφος και τους σκέπασε με φρέσκο χώμα Την άνοιξη οι σπόροι φύτρωσαν και γρήγορα έγιναν μεγάλα δέντρα με υπέροχο σταχτοπράσινο φύλλωμα Ήταν φουντωτές ελιές που αγκάλιασαν το μικρό σπιτάκι Ήρθε το φθινόπωρο και τα κλαδιά τους γέμισαν ευλογημένο καρπό

Από τότε η Ελπίδα κι η γιαγιά της έζησαν

ευτυχισμένες βοηθώντας κάθε κουρασμένο

περαστικό

Η αξία της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό σrsquo ένα μακρινό

χωριό όλοι οι άνθρωποι ζούσαν ευτυχισμένοι

Είχαν πολλά κτήματα εκτιμήσει πλούσια

γεμάτα ελιές Ποτέ όμως δεν είχαν σωστά την

αξία τους

Κάποια μέρα καθώς έπαιζαν δυο παιδιά η

Μαρία και ο Νίκος εμφανίστηκε μπροστά

τους ένας άγνωστος άντρας Τους μίλησε για

τα ελαιόδεντρα και τη χρησιμότητά τους Τους

είπε πως πρέπει να τα φροντίζουν και να τα

αγαπούν

Μετά από αρκετές ημέρες έγινε κάτι φοβερό

Στο χωριό έπεσε μεγάλη κατάρα Όλα τα χωράφια με τα ελαιόδεντρα καταστράφηκαν

Η Μαρία και ο Νίκος αμέσως κατάλαβαν πως έπρεπε να πάνε να βρουν τον μυστήριο αυτό άντρα που τους είχε επισκεφτεί

Τους είχε πει πως ζούσε στο δάσος Αυτό όμως δεν ήταν και τόσοhellip συνηθισμένο δάσος Έλεγαν πως στις κουφάλες των δέντρων ζούσαν φαντάσματα και πως το μέγεθος των ζώων ήταν υπερφυσικό

Φοβόντουσαν πάρα πολύ Περπάτησαν

ατελείωτες ώρες στη σκιά των πελώριων

δέντρων Με τη βοήθεια ενός λιονταριού

κατάφεραν να βρουν τον πύργο του άντρα που

έψαχναν

Χτύπησαν την πόρτα

αλλά κανείς δεν τους

άνοιξε Αποφάσισαν

να περιμένουν Δεν

κατάλαβαν πόσος

χρόνος πέρασε καιhellip

η πόρτα άνοιξε μόνη

της

Τα παιδιά μπήκαν γεμάτα περιέργεια στον

πύργο Ανέβηκαν διστακτικά την παλιά

στριφογυριστή σκάλα που τα οδήγησε σrsquo έ-

να επιβλητικό δωμάτιο Εκεί εργαζόταν ο

μυστηριώδης άντρας που είχαν γνωρίσει

Αμέσως κατάλαβαν πως ήταν μάγος Τους

αποκάλυψε αμέσως το όνομά του τον έλεγαν

Άλφρεντ Άρχισαν λοιπόν να του μιλούν για

το πρόβλημά τους Ο μάγος τα άκουσε προσε-

κτικά και τους είπε τι πρέπει να κάνουν

Έπρεπε να περάσουν τρεις δοκιμασίες Μόνο

έτσι θα έφευγε η κατάρα

Στο χωριό όλοι οι κάτοικοι περνούσαν δύσκο-

λα Από πλούσιοι είχαν γίνει φτωχοί και χωρίς

την ελιά και το λάδι της δεν μπορούσαν να ζή-

σουν Κατάλαβαν έτσι την αξία της αλλά ήταν

πλέον αργά Ή μάλλον σχεδόν αργά

Όταν τα παιδιά επέστρεψαν διηγήθηκαν σε

όλους όλα όσα τους συνέβησαν Τους είπαν για

το μάγο και τις τρεις δοκιμασίες που έπρεπε να

περάσουν Το πρόβλημα όμως ήταν πως δεν

τους είχε πει ποιες ήταν αυτές οι δοκιμασίες

ποιοι θα τις περνούσαν και πότε

Οι μέρες περνούσαν

αργά και βασανιστικά

μετά από δυο μήνες στο

χωριό εμφανίστηκε ένα

μικρό κορίτσι Χτύπησε

την πόρτα ενός σπιτιού

και ζήτησε λίγο φαγητό

Η οικογένεια όμως Το έ-

διωξε Το κορίτσι ήταν

Ο μάγος Άλφρεντ μεταμορ-

φωμένος Αυτή ήταν η πρώ-

τη δοκιμασία που δυστυχώς

όμως απέτυχαν

Αφού πέρασε μια εβδομάδα περίπου ένα μι-

κρό άγνωστο αγόρι εμφανίστηκε σε μια ομάδα

παιδιών και τους ζήτησε να παίξει μαζί τους Η

Μαρία και ο Νίκος όχι μόνο το δέχτηκαν αλλά

το άφησαν να διαλέξει το παιχνίδι που θα έπαι-

ζαν

_ Εσύ Νίκο θα είσαι ο αγρότης Εγώ θα είμαι η

ελιά και Μαρία θα είναι οι καρποί μου είπε το

αγόρι

Τα παιδιά συμφώνησαν κι άρχισαν όλα μαζί να

παίζουν Ο μάγος τότε παρατήρησε τον τρόπο

που ο Νίκος περιποιόταν την ελιά και πόσο χαι-

ρόταν όταν μάζευε τους καρπούς της Αυτή ήταν

η δεύτερη δοκιμασία και τα παιδιά την πέρασαν

με επιτυχία

Πέρασε αρκετός καιρός ώσπου έφτασε η ώρα

για την τρίτη δοκιμασία Μια μέρα ήρθε στο χω-

ριό ένας πλανόδιος έμπορος Πουλούσε από σπό-

ρους μέχρι και μαγικά αντικείμενα Οι τιμές όμως

ήταν πολύ υψηλές Ο Νίκος με τον πατέρα του ζή-

τησαν να δουν τους σπόρους που είχε

_Έχω σπόρους συκιάς πορτοκαλιάς μηλιάς και

τον τελευταίο σπόρο ελιάς είπε ο άντρας

_Τον τελευταίο Ρώτησε ο Νίκος

_ Ναι Τον τελευταίο

_Δεν υπάρχει άλλος

_Όχι

_Ούτε ένας

_Τίποτα

_Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Ναι Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Είστε σίγουρος για αυτό

_Απολύτως

Ο Νίκος δεν πίστευε στ΄ αυτιά τουΤότε ζήτη-

σε αμέσως απόν τον πατέρα του να αγοράσει τον

τελευταίο σπόρο ελιάς σ΄ ολόκληρη τη γη Η τι-

μή του όμως ήταν πολύ πάρα πολύ υψηλή Εκα-

τό χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Γιε μου δεν έχουμε τόσα χρήματα Μπορούμε

όμως να πουλήσουμε τα τέσσερα κτήματά μας

_Ναι να τα δώσουμε Θα μας μείνει η αυλή του

σπιτιού Εκεί θα φυτέψουμε τον πολύτιμο σπόρο

Τότε εμφανίστηκε ο μάγος Άλφρεντ

_Δίνω διακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα είπε

ο μάγος

_Άλφρεντ δεν είναι τίμιο είπε ο Νίκος

Προλάβαμε

εμείς να αγοράσουμε αυτόν το σπόρο

_Δίνω τριακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Τότε εγώ θα δώσω και το σπίτι μου είπε ο πα-

τέρας του Νίκου

_Ναι αλλά hellip αυτά είναι λιγότερα από τα χρή-

ματα που μου δίνει ο μάγος είπε ο έμπορος

_Τότε και εγώ θα δώσω όσα χρήματα έχω στον

κουμπαρά μου είπε η Μαρία

_Κι εγώ φώναξε ο Βασίλης

_Εγώ θα δώσω το μοναδικό κτήμα που έχω είπε

ο κύριος Βαγγέλης

_Και εγώ φώναξε η κυρία Βαρβάρα

_Ναι Και εμείς θα δώσουμε ότι έχουμε στους

κουμπαράδες μας φώναξαν δυνατά όλα τα

παιδιά που ήταν μαζεμένα στην πλατεία του

χωριού

Όλοι άρχισαν να δίνουν χρήματα σπίτια

έπιπλα χωράφια και μαγαζιά μέχρι που κέρδι-

σαν το μάγο Άλφρεντ και αγόρασαν το σπόρο

της ελιάς Από τη στιγμή που τον φύτεψαν το

πρόσεχαν πάρα πολύ

Μετά από χρόνια όταν οι χωρικοί μάζεψαν

τους καρπούς αυτής της ελιάς διαπίστωσαν ότι

είχε το πιο νόστιμο λάδι Τότε ο μάγος

πείστηκε πως όλοι είχαν καταλάβει την αξία

της και γέμισε ξανά όλα τα χωράφια τους με

ελαιόδεντρα

ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α

Κουκάκη Κατερίνα

Μπογκντάνι Γκισέλα

Καρυώτης Γιώργος

Αθανασόπουλος Στέφανος

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 44: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

- Τι να κάνω τι να κάνω Δεν μπορώ να βλέπω τόση δυστυχία Το σπουργίτι που την είδε τόσο στενοχωρημένη - και που την αγαπούσε γιατί κάθε μέρα του έριχνε σπόρους και ψίχουλα - δεν άντεξε και πέταξε βαθιά στο δάσος

Εκεί βρήκε την καλή νεράιδα και της είπε- Τρέξε καλή νεράιδα η Ελιά είναι πολύ στενοχωρημένη χλωμή κι αδύνατη

Η καλή νεράιδα ανήσυχη έτρεξε στην αυλή της Ελιάς και τη ρώτησε- Τι έχεις Ελιά μου κι είσαι τόσο λυπημένη- Αχ καλή μου νεράιδα Δεν μπορώ να βλέπω τόση φτώχεια και δυστυχία γύρω μου- Και τι θέλεις δηλαδή- θέλω να τους γίνω χρήσιμη θέλω να τους προσφέρω κάτι πολύτιμο που να τους δώσει ζωή και χαρά

-Το θέλεις αλήθεια τόσο πολύ

- Και βέβαια το θέλω δε βλέπεις πως έλιωσα

από τη στενοχώρια μου

- Τότε σταμάτησε να στενοχωριέσαι θα σε κάνω

αυτό που θέλεις Και τσουπ την άγγιξε με το

ραβδάκι της κι αμέσως η Ελιά έγινε ένα

μεγάλο δέντρο που έβγαλε φύλλα

λουλουδάκια άσπρα που έγιναν ελιές

πράσινες μωβ μαύρες

Έπεσαν στη γη τα κουκούτσια φύτρωσαν

έγιναν δεντράκια και σχημάτισαν ένα μεγάλο

ελαιώνα

Ήρθαν οι γείτονες μάζεψαν τις ελιές έβγαλαν

λάδι έφαγαν χόρτασαν ρόδισαν τα μαγουλά

τους ζωήρεψαν κι άρχισαν να χαμογελούν και

να ζουν ευτυχισμένοι

Για να ευχαριστήσουν την ελιά και να της

δείξουν την αγάπη τους πήραν το λάδι τους

το έβαλαν στο καντήλι για να θυμίζουν στην

Παναγιά και στο Χριστό την καλοσύνη της

ελιάς και την αγάπη της για τον κόσμο

Κι η Παναγιά με τη σειρά της την ευλόγησε Κι

ο Χριστός κάτω απ την ελιά ήρθε και

ξεκουράστηκε

Κι εκείνη καμάρωνε ευχαριστημένη στη μέση

στον ελαιώνα και φρόντιζε όταν έρχονται οι

άνθρωποι να τη μαζέψουν να ναι γεμάτη

ελιές να χορταίνουν οι φτωχοί και να

φωτίζονται απ τις καντήλες όλες οι εκκλησιές

Η μικρή ελιά

Η μικρή ελιά για πρώτη φορά γέμισε καρπό

Ο γεωργός την αγαπούσε γιατί του θύμιζε την

πρώτη του αγάπη κοντούλα και στρουμπουλή

Της είχε φτιάξει ένα περιδέραιο με

ασπρισμένες πέτρες και συχνά καθόταν και

κουβέντιαζε μαζί της τα όνειρα και τις

αναμνήσεις του Η ελιά κάθε μέρα και πιο

όμορφη

Ένα πρωί του Νοέμβρη ο γεωργός άπλωσε πανιά

κι άρχισε να την ραβδίζει Πάνε οι ελιές πάνε

τα φύλλα πάει η ομορφιά

Η ελιά μέσα στα αναφιλητά της μονολογούσε

-Μ αγαπούσε και με χάλασε Πως εννοεί ο

άνθρωπος την αγάπη Έλεγε και ξανάλεγε

Τότε ακούει μια μαργαρίτα να της λέει

-Άκουσε να σου πω Ο άνθρωπος δεν ξέρει την

αγάπη

Μην τον παρεξηγείς Κοίταξε εμένα που μια

ζωή με μαδάει για να μάθειhellip

Το καλάμι κι η ελιά

Μια φορά δίπλα σε μια ελιά είχε φυτρώσει ένα καλάμιΗ ελιά ήταν ένα μεγάλο και δυνατό δέντρο με πολλά κλαδιά πουκρατούσαν τα φύλλα τους όλη τη χρονιά και κάθε δυο χρόνιαέγερναν από το βάρος του καρπού

Το καλάμι πάλι ήτανε ψηλόλιγνο με καταπράσινα στενόμακρα φύλλα με ωραιότατα παράξενα λουλούδια που έμοιαζαν με τσαμπιά κι είχανε το σχήμα του αδραχτιού

Η ελιά καυχιόταν ολοένα

-Τι είσαι συ μπροστά μου έλεγε στο καλάμιΕγώ είμαι ένα δέντρο μεγάλο δυνατό ευλογημένο Οι άνθρωποι με λατρεύουνγιατί τους δίνω τις ελιές και το λάδι μου τους δίνω ξερόκλαδα για να ζεσταίνονταιτους δίνω ξύλα για να φτιάχνουν ακριβά έπιπλα Είμαι μεγάλη ψηλή γερήκαι συ είσαι ένα αδύναμο πραγματάκι που λυγίζεις μπροστά σrsquo όλους τους ανέμους και τους προσκυνάς Δεν μπορώ να καταλάβω πώς έχεις την τόλμη να φυτρώνεις πλάι μου

Το καημένο το καλάμι

που ήταν από φυσικού

του ντροπαλό ταrsquo

άκουγε όλα αυτά και

δεν έλεγε τίποτα κι

ούτε και θύμωνε γιατί

αυτό δεν είχε να

καυχηθεί για τίποτα

Ήρθε ένας χειμώνας όμως βαρύς κι άρχισε να

φυσάει ένας αέρας δαιμονισμένος

που χτυπούσε με μανία την ελιά ώσπου στο

τέλος την ξερίζωσε

Το καλάμι με το πρώτο φύσημα του ανέμου

έγειρε λυγερό όπως ήτανε

προς το νερό κι έτσι ο άνεμος περνούσε από

πάνω του χωρίς να το πειράξει

Κι όταν η καταιγίδα σταμάτησε κι ο άνεμος

έπαψε να φυσάει

η ελιά απόμεινε πεσμένη στο χώμα και το

καλάμι σηκώθηκε

πάλι όρθιο και λυγερό όπως και πριν

Βλέπετε το καλάμι ήξερε να υποχωρεί εκεί που

ένιωθε ότι δεν είχε δύναμη νrsquo αντισταθεί ενώ

η ελιά πλήρωσε με τη ζωή της την

υπερηφάνειά της

Ο Μανωλιός και η γέρικη ελιά

Μια φορά και έναν καιρό όταν ο ζεστός άνεμος

φυσούσε και τα δέντρα λυπημένα έγερναν τα

κουρασμένα φυλλώματά τους ένα παλικάρι

που τον έλεγαν Μανωλιό πήγαινε τα πότιζε

και τους έκανε συντροφιά Τrsquo άλλα παλικάρια

του χωριού ζήλευαν τις χάρες και την καρδιά

του Μανωλιού Ψιθύριζαν λόγια άσχημα

μεταξύ τους δίχως να καταλαβαίνουν ότι αυτό

που έκαναν δεν ήταν σωστό

Μια μέρα κάθισαν κάτω από τον ίσκιο μιας

γέρικης ελιάς για να ξαποστάσουν Ξαφνικά

άκουσαν ένα θρόισμα γύρισαν τα κεφαλάκια

τους και από το κέντρο του κορμού της ελιάς

είδανε ένα χαμογελαστό πρόσωπο που με

ανθρώπινη μιλιά τους είπε

Αυτό το δέντρο που στον ίσκιο του ήρθατε να ξεκουραστείτε ξέρετε ποιος το ποτίζει

Όχι απάντησαν εκείνοι

Ο Μανωλιός που κοροϊδεύετε αποκρίθηκε το δέντρο

Εκείνοι ντροπιασμένοι έφυγαν με σκυμμένο το κεφάλι Στο δρόμο συνάντησαν τον Μανωλιό

Καλημέρα είπαν με μία φωνή Σήμερα θα έρθουμε μαζί σου να σε βοηθήσουμε να ποτίσεις τα δέντρα

Έτσι κι έγινε Από τότε έγιναν φίλοι Κάθε

απόγευμα πότιζαν τα δέντρα κι ύστερα κάτω

από τα φυλλώματα της γέρικης ελιάς άρχιζαν

το τραγούδι που μιλούσε για χώρες

παράξενε για ζούγκλες με πολύχρωμους

παπαγάλους για ινδιάνους με κιτρινοκόκκινα

φτερά στα καπέλα τους και ιδιαίτερα

τραγουδούσαν για την συμπόνια και την

ευαίσθητη καρδιά των ανθρώπων

Μια μέρα που ο ήλιος γίνηκε πορφυρός και

κρύφτηκε πίσω από τα βουνά ο Μανωλιός

πήγε μόνος του πότισε την γέρικη ελιά

ξάπλωσε και τον πήρε ένας βαθύς ύπνος Τότε

είδε πως μέσα στην κουφάλα της γέρικης ελιάς

είχανε στήσει ένα πανέμορφο παλάτι γεμάτο

κόσμο που χόρευε και γλένταγε

Θα πάω κι εγώ είπε δειλά δειλά ο Μανωλιός

bull Όσο προχωρούσε τόσο τα φώτα

μεγάλωναν ώσπου έφτασε στο κέντρο Εκεί

ένας βασιλιάς καθόταν σrsquoένα χρυσαφένιο

θρόνο Πίσω του στεκόταν μια Σφίγγα

άγαλμα Πήρε ανθρώπινη μιλιά αρχίζοντας να

λέει καλωσορίσματα στον Μανωλιό Εκείνος

χαμογελαστός χαιρέτησεμα τι να δει Σrsquoέναν

καθρέπτη που βρέθηκε μπροστά του ο

Μανωλιός ήταν ντυμένος πρίγκιπας

bull Πω πω Τι όμορφος που είμαι Αναφώνησε

Ξαφνικά υπηρέτες έστρωσαν ένα κόκκινο

χαλί για να περάσει ο Μανωλιός και αυτοί

αριστερά και δεξιά τον προσκυνούσαν Όταν

πέρασε τον διάδρομο με το κόκκινο χαλί

στάθηκε στον βασιλιά που του είπε

Καλόκαρδο και πονόψυχο παλικάρι Εσύ πότιζες

το δέντρο κι έτσι μπόρεσε το παλάτι μου να

βρίσκεται εδώ με όλους τους ανθρώπους

μου διαφορετικά αν το άφηνες να ξεραθεί από

το ζεστό άνεμο τώρα δεν θα

υπήρχαμε Γιrsquoαυτό αξίζεις να γίνεις γιος μου

να παντρευτείς την Βασιλοπούλα και με

δικαιοσύνη αγάπη και φρόνηση να γίνεις εσύ

ο καινούριος Βασιλιάς λύνοντας έτσι τα μάγια

της κακιάς νεράιδας που μας είχε

καταδικασμένους

Έτσι κι έγινε Ο Μανωλιός έγινε βασιλιάς με

τιμές και δόξες διότι ήξερε την γλώσσα της

καρδιάς που πάντα μας διδάσκει πόσο καλό

είναι να είσαι άνθρωπος Από τότε ο

Μανωλιός έμεινε στο παλάτι και κανείς ακόμα

δεν ξέρει τι ταξίδι ακολούθησε στον χρόνο του

ύπνου του άφησε όμως πίσω του τον

πραγματικό θησαυρό της καλοσύνης και της

αγάπης

ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Ο μαγικός ελαιώνας

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα παιδάκι που

το έλεγαν Λευτέρη Κάθε χρόνο το καλοκαίρι

μόλις έκλειναν τα σχολεία πήγαινε διακοπές

στο σπίτι της γιαγιάς του

Ένα καλοκαίρι έζησε μια σπουδαία περιπέτεια

Μια μέρα που η γιαγιά του είχε πάει για ψώνια

στην κοντινή πόλη ο Λευτέρης αποφάσισε να

εξερευνήσει τη σοφίτα του σπιτιού

Ανέβηκε προσεκτικά τη στριφογυριστή ξύλινη

σκάλα και στάθηκε αναποφάσιστος μπροστά

στην κλειστή πόρτα Πήρε μια βαθιά ανάσα

και την έσπρωξε δυνατά Πόσο σκοτεινά ήταν ό-

λα εκεί μέσα Ο Λευτέρης σκόνταψε σ΄ ένα πα-

λιό μπαούλο

Το άνοιξε γεμάτος περιέργεια Και τι δε βρήκε

Ολόκληρο θησαυρό Παλιά βιβλία του παππού

φορέματα της γιαγιάς παιχνίδια της μητέρας

του όταν ήταν παιδί Κάτω κάτω ήταν

τσαλακωμένο ένα κιτρινισμένο χαρτί Το

ξετύλιξε βιαστικά και τι να δει Ένας παλιός

χάρτης με σχεδιάγραμμα Αμέσως τον άρπαξε

κι άρχισε το ταξίδι του

Περπάτησε ώρες πολλές Πέρασε την πεδιάδα

με τα κίτρινα στάχυα το γεφυράκι του μικρού

ποταμού ώσπου έφτασε στο τέλος σε έναν

κάμπο γεμάτο ελιές

Διάλεξε την πιο μεγάλη ελιά και κάθισε να

ξεκουραστεί ακουμπώντας στο γέρικο κορμό

της

Ξαφνικά άκουσε μια απαλή φωνή Έμοιαζε

με της γιαγιάς του Κοίταξε γύρω του μα δεν

είδε κανέναν Η φωνή συνέχισε να του μιλάει

τρυφερά Ο Λευτέρης γεμάτος περιέργεια

άρχισε να παρατηρεί προσεχτικά το γέρικο

κορμό τα πελώρια κλαδιά και τ΄ ασημένια

φύλλα της ελιάς Τότε κατάλαβε ποιος του

μιλούσε Έκπληκτος άγγιξε απαλά το υπέροχο

αυτό δέντρο και μοιράστηκε μαζί του όλα του

τα μυστικά

Από εκείνη την ημέρα ο Λευτέρης πήγαινε

καθημερινά στο μαγικό αυτό ελαιώνα

Καθόταν ώρες στη σκιά της αγαπημένης του

ελιάς κι άκουγε τις πιο ωραίες ιστορίες

Ο καιρός πέρασε γρήγορα κι ήρθε η μέρα που

έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι του Έτρεξε στο

μαγικό ελαιώνα κι αγκάλιασε κλαίγοντας το

αγαπημένο του δέντρο Η ελιά έγειρε τα

κλαδιά της και χάιδεψε τα μαλλιά του laquo Μη

στενοχωριέσαιraquo του ψιθύρισε laquo Κόψε ένα

κλαράκι μου και πάρ΄ το μαζί σου Φύτεψέ το

στην αυλή του σπιτιού σου κι εγώ θα είμαι

πάντα κοντά σουraquo

Έτσι κι έγινε Ένα καινούριο ολόδροσο

δεντράκι φύτρωσε στον κήπο του Λευτέρη Κι

από τότε δεν χώρισαν ποτέ

Οι μαγικοί σπόροι

Μια φορά κι έναν καιρό σ΄ ένα μακρινό

χωριουδάκι ζούσε με τη γιαγιά του ένα μικρό

κορίτσι που το έλεγαν Ελπίδα Το σπιτάκι τους

ήταν πολύ φτωχικό Δύσκολα τα έβγαζαν πέρα

Ο περασμένος χειμώνας ήταν πολύ βαρύς

Τα πρώτα χιόνια έπεσαν νωρίς κι ο κρύος

βοριάς σφύριζε μανιασμένα Κάθε πρωί η

γιαγιά με την εγγονή της πήγαιναν στο δάσος

και μάζευαν φρούτα και ξύλα για να

ζεσταθούν

Μια μέρα ο άνεμος φυσούσε άγρια κι ο ήλιος

είχε κρυφτεί πίσω από τα βαριά μαύρα

σύννεφα Η Ελπίδα άφησε τη γιαγιά της στο

κρύο σπιτάκι τους τυλίχτηκε σφιχτά με το

σάλι της και ξεκίνησε για το δάσος Τα πόδια

και τα χέρια της είχαν παγώσει Τα μαλλιά και

τα ρούχα της είχαν βραχεί από την ξαφνική

μπόρα Και το σπουδαιότερο δεν μπορούσε να

γυρίσει πίσω γιατί δεν είχε μαζέψει ακόμη

τίποτα Αποφάσισε τότε να μπει για λίγο σε

μια σπηλιά που βρήκε στο δρόμο της και να

περιμένει

Έτρεμε από το κρύο και

από το φόβο της Είχε αρ

χίσει να νυχτώνει και η

γιαγιά της σίγουρα θα

ανησυχούσε Ξαφνικά

ένα απόκοσμο φως γέμι

σε τη σπηλιά και μια πα

νέμορφη νεράιδα πα

ρουσιάστηκε μπροστά

της

Της χαμογέλασε γλυκά και της χάιδεψε απαλά τα μαλλιά Κρατούσε ένα μικρό σακουλάκι που το άφησε προσεκτικά στα χέρια της Ελπίδας laquoΌταν πας σπίτι σου να το ανοίξεις και να κάνεις ότι ακριβώς σου πει η γιαγιά σου Αυτή ξέρειraquo της είπε τρυφερά και χάθηκε στο σκοτάδι της σπηλιάς Το κορίτσι κρατώντας το γερά έτρεξε χαρούμενο στο φτωχικό του σπιτάκι Τα μάτια του έλαμπαν από ενθουσιασμό καθώς έδειχνε στη γιαγιά του το δώρο της νεράιδας

Η γιαγιά ψηλάφησε τους μεγάλους γυαλιστερούς σπόρους τους έβαλε στη χούφτα της Ελπίδας και της είπε να τους φυτέψει στην αυλή Έτσι ακριβώς έκανε το μικρό κορίτσι Τους έχωσε βαθιά στο έδαφος και τους σκέπασε με φρέσκο χώμα Την άνοιξη οι σπόροι φύτρωσαν και γρήγορα έγιναν μεγάλα δέντρα με υπέροχο σταχτοπράσινο φύλλωμα Ήταν φουντωτές ελιές που αγκάλιασαν το μικρό σπιτάκι Ήρθε το φθινόπωρο και τα κλαδιά τους γέμισαν ευλογημένο καρπό

Από τότε η Ελπίδα κι η γιαγιά της έζησαν

ευτυχισμένες βοηθώντας κάθε κουρασμένο

περαστικό

Η αξία της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό σrsquo ένα μακρινό

χωριό όλοι οι άνθρωποι ζούσαν ευτυχισμένοι

Είχαν πολλά κτήματα εκτιμήσει πλούσια

γεμάτα ελιές Ποτέ όμως δεν είχαν σωστά την

αξία τους

Κάποια μέρα καθώς έπαιζαν δυο παιδιά η

Μαρία και ο Νίκος εμφανίστηκε μπροστά

τους ένας άγνωστος άντρας Τους μίλησε για

τα ελαιόδεντρα και τη χρησιμότητά τους Τους

είπε πως πρέπει να τα φροντίζουν και να τα

αγαπούν

Μετά από αρκετές ημέρες έγινε κάτι φοβερό

Στο χωριό έπεσε μεγάλη κατάρα Όλα τα χωράφια με τα ελαιόδεντρα καταστράφηκαν

Η Μαρία και ο Νίκος αμέσως κατάλαβαν πως έπρεπε να πάνε να βρουν τον μυστήριο αυτό άντρα που τους είχε επισκεφτεί

Τους είχε πει πως ζούσε στο δάσος Αυτό όμως δεν ήταν και τόσοhellip συνηθισμένο δάσος Έλεγαν πως στις κουφάλες των δέντρων ζούσαν φαντάσματα και πως το μέγεθος των ζώων ήταν υπερφυσικό

Φοβόντουσαν πάρα πολύ Περπάτησαν

ατελείωτες ώρες στη σκιά των πελώριων

δέντρων Με τη βοήθεια ενός λιονταριού

κατάφεραν να βρουν τον πύργο του άντρα που

έψαχναν

Χτύπησαν την πόρτα

αλλά κανείς δεν τους

άνοιξε Αποφάσισαν

να περιμένουν Δεν

κατάλαβαν πόσος

χρόνος πέρασε καιhellip

η πόρτα άνοιξε μόνη

της

Τα παιδιά μπήκαν γεμάτα περιέργεια στον

πύργο Ανέβηκαν διστακτικά την παλιά

στριφογυριστή σκάλα που τα οδήγησε σrsquo έ-

να επιβλητικό δωμάτιο Εκεί εργαζόταν ο

μυστηριώδης άντρας που είχαν γνωρίσει

Αμέσως κατάλαβαν πως ήταν μάγος Τους

αποκάλυψε αμέσως το όνομά του τον έλεγαν

Άλφρεντ Άρχισαν λοιπόν να του μιλούν για

το πρόβλημά τους Ο μάγος τα άκουσε προσε-

κτικά και τους είπε τι πρέπει να κάνουν

Έπρεπε να περάσουν τρεις δοκιμασίες Μόνο

έτσι θα έφευγε η κατάρα

Στο χωριό όλοι οι κάτοικοι περνούσαν δύσκο-

λα Από πλούσιοι είχαν γίνει φτωχοί και χωρίς

την ελιά και το λάδι της δεν μπορούσαν να ζή-

σουν Κατάλαβαν έτσι την αξία της αλλά ήταν

πλέον αργά Ή μάλλον σχεδόν αργά

Όταν τα παιδιά επέστρεψαν διηγήθηκαν σε

όλους όλα όσα τους συνέβησαν Τους είπαν για

το μάγο και τις τρεις δοκιμασίες που έπρεπε να

περάσουν Το πρόβλημα όμως ήταν πως δεν

τους είχε πει ποιες ήταν αυτές οι δοκιμασίες

ποιοι θα τις περνούσαν και πότε

Οι μέρες περνούσαν

αργά και βασανιστικά

μετά από δυο μήνες στο

χωριό εμφανίστηκε ένα

μικρό κορίτσι Χτύπησε

την πόρτα ενός σπιτιού

και ζήτησε λίγο φαγητό

Η οικογένεια όμως Το έ-

διωξε Το κορίτσι ήταν

Ο μάγος Άλφρεντ μεταμορ-

φωμένος Αυτή ήταν η πρώ-

τη δοκιμασία που δυστυχώς

όμως απέτυχαν

Αφού πέρασε μια εβδομάδα περίπου ένα μι-

κρό άγνωστο αγόρι εμφανίστηκε σε μια ομάδα

παιδιών και τους ζήτησε να παίξει μαζί τους Η

Μαρία και ο Νίκος όχι μόνο το δέχτηκαν αλλά

το άφησαν να διαλέξει το παιχνίδι που θα έπαι-

ζαν

_ Εσύ Νίκο θα είσαι ο αγρότης Εγώ θα είμαι η

ελιά και Μαρία θα είναι οι καρποί μου είπε το

αγόρι

Τα παιδιά συμφώνησαν κι άρχισαν όλα μαζί να

παίζουν Ο μάγος τότε παρατήρησε τον τρόπο

που ο Νίκος περιποιόταν την ελιά και πόσο χαι-

ρόταν όταν μάζευε τους καρπούς της Αυτή ήταν

η δεύτερη δοκιμασία και τα παιδιά την πέρασαν

με επιτυχία

Πέρασε αρκετός καιρός ώσπου έφτασε η ώρα

για την τρίτη δοκιμασία Μια μέρα ήρθε στο χω-

ριό ένας πλανόδιος έμπορος Πουλούσε από σπό-

ρους μέχρι και μαγικά αντικείμενα Οι τιμές όμως

ήταν πολύ υψηλές Ο Νίκος με τον πατέρα του ζή-

τησαν να δουν τους σπόρους που είχε

_Έχω σπόρους συκιάς πορτοκαλιάς μηλιάς και

τον τελευταίο σπόρο ελιάς είπε ο άντρας

_Τον τελευταίο Ρώτησε ο Νίκος

_ Ναι Τον τελευταίο

_Δεν υπάρχει άλλος

_Όχι

_Ούτε ένας

_Τίποτα

_Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Ναι Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Είστε σίγουρος για αυτό

_Απολύτως

Ο Νίκος δεν πίστευε στ΄ αυτιά τουΤότε ζήτη-

σε αμέσως απόν τον πατέρα του να αγοράσει τον

τελευταίο σπόρο ελιάς σ΄ ολόκληρη τη γη Η τι-

μή του όμως ήταν πολύ πάρα πολύ υψηλή Εκα-

τό χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Γιε μου δεν έχουμε τόσα χρήματα Μπορούμε

όμως να πουλήσουμε τα τέσσερα κτήματά μας

_Ναι να τα δώσουμε Θα μας μείνει η αυλή του

σπιτιού Εκεί θα φυτέψουμε τον πολύτιμο σπόρο

Τότε εμφανίστηκε ο μάγος Άλφρεντ

_Δίνω διακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα είπε

ο μάγος

_Άλφρεντ δεν είναι τίμιο είπε ο Νίκος

Προλάβαμε

εμείς να αγοράσουμε αυτόν το σπόρο

_Δίνω τριακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Τότε εγώ θα δώσω και το σπίτι μου είπε ο πα-

τέρας του Νίκου

_Ναι αλλά hellip αυτά είναι λιγότερα από τα χρή-

ματα που μου δίνει ο μάγος είπε ο έμπορος

_Τότε και εγώ θα δώσω όσα χρήματα έχω στον

κουμπαρά μου είπε η Μαρία

_Κι εγώ φώναξε ο Βασίλης

_Εγώ θα δώσω το μοναδικό κτήμα που έχω είπε

ο κύριος Βαγγέλης

_Και εγώ φώναξε η κυρία Βαρβάρα

_Ναι Και εμείς θα δώσουμε ότι έχουμε στους

κουμπαράδες μας φώναξαν δυνατά όλα τα

παιδιά που ήταν μαζεμένα στην πλατεία του

χωριού

Όλοι άρχισαν να δίνουν χρήματα σπίτια

έπιπλα χωράφια και μαγαζιά μέχρι που κέρδι-

σαν το μάγο Άλφρεντ και αγόρασαν το σπόρο

της ελιάς Από τη στιγμή που τον φύτεψαν το

πρόσεχαν πάρα πολύ

Μετά από χρόνια όταν οι χωρικοί μάζεψαν

τους καρπούς αυτής της ελιάς διαπίστωσαν ότι

είχε το πιο νόστιμο λάδι Τότε ο μάγος

πείστηκε πως όλοι είχαν καταλάβει την αξία

της και γέμισε ξανά όλα τα χωράφια τους με

ελαιόδεντρα

ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α

Κουκάκη Κατερίνα

Μπογκντάνι Γκισέλα

Καρυώτης Γιώργος

Αθανασόπουλος Στέφανος

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 45: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

-Το θέλεις αλήθεια τόσο πολύ

- Και βέβαια το θέλω δε βλέπεις πως έλιωσα

από τη στενοχώρια μου

- Τότε σταμάτησε να στενοχωριέσαι θα σε κάνω

αυτό που θέλεις Και τσουπ την άγγιξε με το

ραβδάκι της κι αμέσως η Ελιά έγινε ένα

μεγάλο δέντρο που έβγαλε φύλλα

λουλουδάκια άσπρα που έγιναν ελιές

πράσινες μωβ μαύρες

Έπεσαν στη γη τα κουκούτσια φύτρωσαν

έγιναν δεντράκια και σχημάτισαν ένα μεγάλο

ελαιώνα

Ήρθαν οι γείτονες μάζεψαν τις ελιές έβγαλαν

λάδι έφαγαν χόρτασαν ρόδισαν τα μαγουλά

τους ζωήρεψαν κι άρχισαν να χαμογελούν και

να ζουν ευτυχισμένοι

Για να ευχαριστήσουν την ελιά και να της

δείξουν την αγάπη τους πήραν το λάδι τους

το έβαλαν στο καντήλι για να θυμίζουν στην

Παναγιά και στο Χριστό την καλοσύνη της

ελιάς και την αγάπη της για τον κόσμο

Κι η Παναγιά με τη σειρά της την ευλόγησε Κι

ο Χριστός κάτω απ την ελιά ήρθε και

ξεκουράστηκε

Κι εκείνη καμάρωνε ευχαριστημένη στη μέση

στον ελαιώνα και φρόντιζε όταν έρχονται οι

άνθρωποι να τη μαζέψουν να ναι γεμάτη

ελιές να χορταίνουν οι φτωχοί και να

φωτίζονται απ τις καντήλες όλες οι εκκλησιές

Η μικρή ελιά

Η μικρή ελιά για πρώτη φορά γέμισε καρπό

Ο γεωργός την αγαπούσε γιατί του θύμιζε την

πρώτη του αγάπη κοντούλα και στρουμπουλή

Της είχε φτιάξει ένα περιδέραιο με

ασπρισμένες πέτρες και συχνά καθόταν και

κουβέντιαζε μαζί της τα όνειρα και τις

αναμνήσεις του Η ελιά κάθε μέρα και πιο

όμορφη

Ένα πρωί του Νοέμβρη ο γεωργός άπλωσε πανιά

κι άρχισε να την ραβδίζει Πάνε οι ελιές πάνε

τα φύλλα πάει η ομορφιά

Η ελιά μέσα στα αναφιλητά της μονολογούσε

-Μ αγαπούσε και με χάλασε Πως εννοεί ο

άνθρωπος την αγάπη Έλεγε και ξανάλεγε

Τότε ακούει μια μαργαρίτα να της λέει

-Άκουσε να σου πω Ο άνθρωπος δεν ξέρει την

αγάπη

Μην τον παρεξηγείς Κοίταξε εμένα που μια

ζωή με μαδάει για να μάθειhellip

Το καλάμι κι η ελιά

Μια φορά δίπλα σε μια ελιά είχε φυτρώσει ένα καλάμιΗ ελιά ήταν ένα μεγάλο και δυνατό δέντρο με πολλά κλαδιά πουκρατούσαν τα φύλλα τους όλη τη χρονιά και κάθε δυο χρόνιαέγερναν από το βάρος του καρπού

Το καλάμι πάλι ήτανε ψηλόλιγνο με καταπράσινα στενόμακρα φύλλα με ωραιότατα παράξενα λουλούδια που έμοιαζαν με τσαμπιά κι είχανε το σχήμα του αδραχτιού

Η ελιά καυχιόταν ολοένα

-Τι είσαι συ μπροστά μου έλεγε στο καλάμιΕγώ είμαι ένα δέντρο μεγάλο δυνατό ευλογημένο Οι άνθρωποι με λατρεύουνγιατί τους δίνω τις ελιές και το λάδι μου τους δίνω ξερόκλαδα για να ζεσταίνονταιτους δίνω ξύλα για να φτιάχνουν ακριβά έπιπλα Είμαι μεγάλη ψηλή γερήκαι συ είσαι ένα αδύναμο πραγματάκι που λυγίζεις μπροστά σrsquo όλους τους ανέμους και τους προσκυνάς Δεν μπορώ να καταλάβω πώς έχεις την τόλμη να φυτρώνεις πλάι μου

Το καημένο το καλάμι

που ήταν από φυσικού

του ντροπαλό ταrsquo

άκουγε όλα αυτά και

δεν έλεγε τίποτα κι

ούτε και θύμωνε γιατί

αυτό δεν είχε να

καυχηθεί για τίποτα

Ήρθε ένας χειμώνας όμως βαρύς κι άρχισε να

φυσάει ένας αέρας δαιμονισμένος

που χτυπούσε με μανία την ελιά ώσπου στο

τέλος την ξερίζωσε

Το καλάμι με το πρώτο φύσημα του ανέμου

έγειρε λυγερό όπως ήτανε

προς το νερό κι έτσι ο άνεμος περνούσε από

πάνω του χωρίς να το πειράξει

Κι όταν η καταιγίδα σταμάτησε κι ο άνεμος

έπαψε να φυσάει

η ελιά απόμεινε πεσμένη στο χώμα και το

καλάμι σηκώθηκε

πάλι όρθιο και λυγερό όπως και πριν

Βλέπετε το καλάμι ήξερε να υποχωρεί εκεί που

ένιωθε ότι δεν είχε δύναμη νrsquo αντισταθεί ενώ

η ελιά πλήρωσε με τη ζωή της την

υπερηφάνειά της

Ο Μανωλιός και η γέρικη ελιά

Μια φορά και έναν καιρό όταν ο ζεστός άνεμος

φυσούσε και τα δέντρα λυπημένα έγερναν τα

κουρασμένα φυλλώματά τους ένα παλικάρι

που τον έλεγαν Μανωλιό πήγαινε τα πότιζε

και τους έκανε συντροφιά Τrsquo άλλα παλικάρια

του χωριού ζήλευαν τις χάρες και την καρδιά

του Μανωλιού Ψιθύριζαν λόγια άσχημα

μεταξύ τους δίχως να καταλαβαίνουν ότι αυτό

που έκαναν δεν ήταν σωστό

Μια μέρα κάθισαν κάτω από τον ίσκιο μιας

γέρικης ελιάς για να ξαποστάσουν Ξαφνικά

άκουσαν ένα θρόισμα γύρισαν τα κεφαλάκια

τους και από το κέντρο του κορμού της ελιάς

είδανε ένα χαμογελαστό πρόσωπο που με

ανθρώπινη μιλιά τους είπε

Αυτό το δέντρο που στον ίσκιο του ήρθατε να ξεκουραστείτε ξέρετε ποιος το ποτίζει

Όχι απάντησαν εκείνοι

Ο Μανωλιός που κοροϊδεύετε αποκρίθηκε το δέντρο

Εκείνοι ντροπιασμένοι έφυγαν με σκυμμένο το κεφάλι Στο δρόμο συνάντησαν τον Μανωλιό

Καλημέρα είπαν με μία φωνή Σήμερα θα έρθουμε μαζί σου να σε βοηθήσουμε να ποτίσεις τα δέντρα

Έτσι κι έγινε Από τότε έγιναν φίλοι Κάθε

απόγευμα πότιζαν τα δέντρα κι ύστερα κάτω

από τα φυλλώματα της γέρικης ελιάς άρχιζαν

το τραγούδι που μιλούσε για χώρες

παράξενε για ζούγκλες με πολύχρωμους

παπαγάλους για ινδιάνους με κιτρινοκόκκινα

φτερά στα καπέλα τους και ιδιαίτερα

τραγουδούσαν για την συμπόνια και την

ευαίσθητη καρδιά των ανθρώπων

Μια μέρα που ο ήλιος γίνηκε πορφυρός και

κρύφτηκε πίσω από τα βουνά ο Μανωλιός

πήγε μόνος του πότισε την γέρικη ελιά

ξάπλωσε και τον πήρε ένας βαθύς ύπνος Τότε

είδε πως μέσα στην κουφάλα της γέρικης ελιάς

είχανε στήσει ένα πανέμορφο παλάτι γεμάτο

κόσμο που χόρευε και γλένταγε

Θα πάω κι εγώ είπε δειλά δειλά ο Μανωλιός

bull Όσο προχωρούσε τόσο τα φώτα

μεγάλωναν ώσπου έφτασε στο κέντρο Εκεί

ένας βασιλιάς καθόταν σrsquoένα χρυσαφένιο

θρόνο Πίσω του στεκόταν μια Σφίγγα

άγαλμα Πήρε ανθρώπινη μιλιά αρχίζοντας να

λέει καλωσορίσματα στον Μανωλιό Εκείνος

χαμογελαστός χαιρέτησεμα τι να δει Σrsquoέναν

καθρέπτη που βρέθηκε μπροστά του ο

Μανωλιός ήταν ντυμένος πρίγκιπας

bull Πω πω Τι όμορφος που είμαι Αναφώνησε

Ξαφνικά υπηρέτες έστρωσαν ένα κόκκινο

χαλί για να περάσει ο Μανωλιός και αυτοί

αριστερά και δεξιά τον προσκυνούσαν Όταν

πέρασε τον διάδρομο με το κόκκινο χαλί

στάθηκε στον βασιλιά που του είπε

Καλόκαρδο και πονόψυχο παλικάρι Εσύ πότιζες

το δέντρο κι έτσι μπόρεσε το παλάτι μου να

βρίσκεται εδώ με όλους τους ανθρώπους

μου διαφορετικά αν το άφηνες να ξεραθεί από

το ζεστό άνεμο τώρα δεν θα

υπήρχαμε Γιrsquoαυτό αξίζεις να γίνεις γιος μου

να παντρευτείς την Βασιλοπούλα και με

δικαιοσύνη αγάπη και φρόνηση να γίνεις εσύ

ο καινούριος Βασιλιάς λύνοντας έτσι τα μάγια

της κακιάς νεράιδας που μας είχε

καταδικασμένους

Έτσι κι έγινε Ο Μανωλιός έγινε βασιλιάς με

τιμές και δόξες διότι ήξερε την γλώσσα της

καρδιάς που πάντα μας διδάσκει πόσο καλό

είναι να είσαι άνθρωπος Από τότε ο

Μανωλιός έμεινε στο παλάτι και κανείς ακόμα

δεν ξέρει τι ταξίδι ακολούθησε στον χρόνο του

ύπνου του άφησε όμως πίσω του τον

πραγματικό θησαυρό της καλοσύνης και της

αγάπης

ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Ο μαγικός ελαιώνας

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα παιδάκι που

το έλεγαν Λευτέρη Κάθε χρόνο το καλοκαίρι

μόλις έκλειναν τα σχολεία πήγαινε διακοπές

στο σπίτι της γιαγιάς του

Ένα καλοκαίρι έζησε μια σπουδαία περιπέτεια

Μια μέρα που η γιαγιά του είχε πάει για ψώνια

στην κοντινή πόλη ο Λευτέρης αποφάσισε να

εξερευνήσει τη σοφίτα του σπιτιού

Ανέβηκε προσεκτικά τη στριφογυριστή ξύλινη

σκάλα και στάθηκε αναποφάσιστος μπροστά

στην κλειστή πόρτα Πήρε μια βαθιά ανάσα

και την έσπρωξε δυνατά Πόσο σκοτεινά ήταν ό-

λα εκεί μέσα Ο Λευτέρης σκόνταψε σ΄ ένα πα-

λιό μπαούλο

Το άνοιξε γεμάτος περιέργεια Και τι δε βρήκε

Ολόκληρο θησαυρό Παλιά βιβλία του παππού

φορέματα της γιαγιάς παιχνίδια της μητέρας

του όταν ήταν παιδί Κάτω κάτω ήταν

τσαλακωμένο ένα κιτρινισμένο χαρτί Το

ξετύλιξε βιαστικά και τι να δει Ένας παλιός

χάρτης με σχεδιάγραμμα Αμέσως τον άρπαξε

κι άρχισε το ταξίδι του

Περπάτησε ώρες πολλές Πέρασε την πεδιάδα

με τα κίτρινα στάχυα το γεφυράκι του μικρού

ποταμού ώσπου έφτασε στο τέλος σε έναν

κάμπο γεμάτο ελιές

Διάλεξε την πιο μεγάλη ελιά και κάθισε να

ξεκουραστεί ακουμπώντας στο γέρικο κορμό

της

Ξαφνικά άκουσε μια απαλή φωνή Έμοιαζε

με της γιαγιάς του Κοίταξε γύρω του μα δεν

είδε κανέναν Η φωνή συνέχισε να του μιλάει

τρυφερά Ο Λευτέρης γεμάτος περιέργεια

άρχισε να παρατηρεί προσεχτικά το γέρικο

κορμό τα πελώρια κλαδιά και τ΄ ασημένια

φύλλα της ελιάς Τότε κατάλαβε ποιος του

μιλούσε Έκπληκτος άγγιξε απαλά το υπέροχο

αυτό δέντρο και μοιράστηκε μαζί του όλα του

τα μυστικά

Από εκείνη την ημέρα ο Λευτέρης πήγαινε

καθημερινά στο μαγικό αυτό ελαιώνα

Καθόταν ώρες στη σκιά της αγαπημένης του

ελιάς κι άκουγε τις πιο ωραίες ιστορίες

Ο καιρός πέρασε γρήγορα κι ήρθε η μέρα που

έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι του Έτρεξε στο

μαγικό ελαιώνα κι αγκάλιασε κλαίγοντας το

αγαπημένο του δέντρο Η ελιά έγειρε τα

κλαδιά της και χάιδεψε τα μαλλιά του laquo Μη

στενοχωριέσαιraquo του ψιθύρισε laquo Κόψε ένα

κλαράκι μου και πάρ΄ το μαζί σου Φύτεψέ το

στην αυλή του σπιτιού σου κι εγώ θα είμαι

πάντα κοντά σουraquo

Έτσι κι έγινε Ένα καινούριο ολόδροσο

δεντράκι φύτρωσε στον κήπο του Λευτέρη Κι

από τότε δεν χώρισαν ποτέ

Οι μαγικοί σπόροι

Μια φορά κι έναν καιρό σ΄ ένα μακρινό

χωριουδάκι ζούσε με τη γιαγιά του ένα μικρό

κορίτσι που το έλεγαν Ελπίδα Το σπιτάκι τους

ήταν πολύ φτωχικό Δύσκολα τα έβγαζαν πέρα

Ο περασμένος χειμώνας ήταν πολύ βαρύς

Τα πρώτα χιόνια έπεσαν νωρίς κι ο κρύος

βοριάς σφύριζε μανιασμένα Κάθε πρωί η

γιαγιά με την εγγονή της πήγαιναν στο δάσος

και μάζευαν φρούτα και ξύλα για να

ζεσταθούν

Μια μέρα ο άνεμος φυσούσε άγρια κι ο ήλιος

είχε κρυφτεί πίσω από τα βαριά μαύρα

σύννεφα Η Ελπίδα άφησε τη γιαγιά της στο

κρύο σπιτάκι τους τυλίχτηκε σφιχτά με το

σάλι της και ξεκίνησε για το δάσος Τα πόδια

και τα χέρια της είχαν παγώσει Τα μαλλιά και

τα ρούχα της είχαν βραχεί από την ξαφνική

μπόρα Και το σπουδαιότερο δεν μπορούσε να

γυρίσει πίσω γιατί δεν είχε μαζέψει ακόμη

τίποτα Αποφάσισε τότε να μπει για λίγο σε

μια σπηλιά που βρήκε στο δρόμο της και να

περιμένει

Έτρεμε από το κρύο και

από το φόβο της Είχε αρ

χίσει να νυχτώνει και η

γιαγιά της σίγουρα θα

ανησυχούσε Ξαφνικά

ένα απόκοσμο φως γέμι

σε τη σπηλιά και μια πα

νέμορφη νεράιδα πα

ρουσιάστηκε μπροστά

της

Της χαμογέλασε γλυκά και της χάιδεψε απαλά τα μαλλιά Κρατούσε ένα μικρό σακουλάκι που το άφησε προσεκτικά στα χέρια της Ελπίδας laquoΌταν πας σπίτι σου να το ανοίξεις και να κάνεις ότι ακριβώς σου πει η γιαγιά σου Αυτή ξέρειraquo της είπε τρυφερά και χάθηκε στο σκοτάδι της σπηλιάς Το κορίτσι κρατώντας το γερά έτρεξε χαρούμενο στο φτωχικό του σπιτάκι Τα μάτια του έλαμπαν από ενθουσιασμό καθώς έδειχνε στη γιαγιά του το δώρο της νεράιδας

Η γιαγιά ψηλάφησε τους μεγάλους γυαλιστερούς σπόρους τους έβαλε στη χούφτα της Ελπίδας και της είπε να τους φυτέψει στην αυλή Έτσι ακριβώς έκανε το μικρό κορίτσι Τους έχωσε βαθιά στο έδαφος και τους σκέπασε με φρέσκο χώμα Την άνοιξη οι σπόροι φύτρωσαν και γρήγορα έγιναν μεγάλα δέντρα με υπέροχο σταχτοπράσινο φύλλωμα Ήταν φουντωτές ελιές που αγκάλιασαν το μικρό σπιτάκι Ήρθε το φθινόπωρο και τα κλαδιά τους γέμισαν ευλογημένο καρπό

Από τότε η Ελπίδα κι η γιαγιά της έζησαν

ευτυχισμένες βοηθώντας κάθε κουρασμένο

περαστικό

Η αξία της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό σrsquo ένα μακρινό

χωριό όλοι οι άνθρωποι ζούσαν ευτυχισμένοι

Είχαν πολλά κτήματα εκτιμήσει πλούσια

γεμάτα ελιές Ποτέ όμως δεν είχαν σωστά την

αξία τους

Κάποια μέρα καθώς έπαιζαν δυο παιδιά η

Μαρία και ο Νίκος εμφανίστηκε μπροστά

τους ένας άγνωστος άντρας Τους μίλησε για

τα ελαιόδεντρα και τη χρησιμότητά τους Τους

είπε πως πρέπει να τα φροντίζουν και να τα

αγαπούν

Μετά από αρκετές ημέρες έγινε κάτι φοβερό

Στο χωριό έπεσε μεγάλη κατάρα Όλα τα χωράφια με τα ελαιόδεντρα καταστράφηκαν

Η Μαρία και ο Νίκος αμέσως κατάλαβαν πως έπρεπε να πάνε να βρουν τον μυστήριο αυτό άντρα που τους είχε επισκεφτεί

Τους είχε πει πως ζούσε στο δάσος Αυτό όμως δεν ήταν και τόσοhellip συνηθισμένο δάσος Έλεγαν πως στις κουφάλες των δέντρων ζούσαν φαντάσματα και πως το μέγεθος των ζώων ήταν υπερφυσικό

Φοβόντουσαν πάρα πολύ Περπάτησαν

ατελείωτες ώρες στη σκιά των πελώριων

δέντρων Με τη βοήθεια ενός λιονταριού

κατάφεραν να βρουν τον πύργο του άντρα που

έψαχναν

Χτύπησαν την πόρτα

αλλά κανείς δεν τους

άνοιξε Αποφάσισαν

να περιμένουν Δεν

κατάλαβαν πόσος

χρόνος πέρασε καιhellip

η πόρτα άνοιξε μόνη

της

Τα παιδιά μπήκαν γεμάτα περιέργεια στον

πύργο Ανέβηκαν διστακτικά την παλιά

στριφογυριστή σκάλα που τα οδήγησε σrsquo έ-

να επιβλητικό δωμάτιο Εκεί εργαζόταν ο

μυστηριώδης άντρας που είχαν γνωρίσει

Αμέσως κατάλαβαν πως ήταν μάγος Τους

αποκάλυψε αμέσως το όνομά του τον έλεγαν

Άλφρεντ Άρχισαν λοιπόν να του μιλούν για

το πρόβλημά τους Ο μάγος τα άκουσε προσε-

κτικά και τους είπε τι πρέπει να κάνουν

Έπρεπε να περάσουν τρεις δοκιμασίες Μόνο

έτσι θα έφευγε η κατάρα

Στο χωριό όλοι οι κάτοικοι περνούσαν δύσκο-

λα Από πλούσιοι είχαν γίνει φτωχοί και χωρίς

την ελιά και το λάδι της δεν μπορούσαν να ζή-

σουν Κατάλαβαν έτσι την αξία της αλλά ήταν

πλέον αργά Ή μάλλον σχεδόν αργά

Όταν τα παιδιά επέστρεψαν διηγήθηκαν σε

όλους όλα όσα τους συνέβησαν Τους είπαν για

το μάγο και τις τρεις δοκιμασίες που έπρεπε να

περάσουν Το πρόβλημα όμως ήταν πως δεν

τους είχε πει ποιες ήταν αυτές οι δοκιμασίες

ποιοι θα τις περνούσαν και πότε

Οι μέρες περνούσαν

αργά και βασανιστικά

μετά από δυο μήνες στο

χωριό εμφανίστηκε ένα

μικρό κορίτσι Χτύπησε

την πόρτα ενός σπιτιού

και ζήτησε λίγο φαγητό

Η οικογένεια όμως Το έ-

διωξε Το κορίτσι ήταν

Ο μάγος Άλφρεντ μεταμορ-

φωμένος Αυτή ήταν η πρώ-

τη δοκιμασία που δυστυχώς

όμως απέτυχαν

Αφού πέρασε μια εβδομάδα περίπου ένα μι-

κρό άγνωστο αγόρι εμφανίστηκε σε μια ομάδα

παιδιών και τους ζήτησε να παίξει μαζί τους Η

Μαρία και ο Νίκος όχι μόνο το δέχτηκαν αλλά

το άφησαν να διαλέξει το παιχνίδι που θα έπαι-

ζαν

_ Εσύ Νίκο θα είσαι ο αγρότης Εγώ θα είμαι η

ελιά και Μαρία θα είναι οι καρποί μου είπε το

αγόρι

Τα παιδιά συμφώνησαν κι άρχισαν όλα μαζί να

παίζουν Ο μάγος τότε παρατήρησε τον τρόπο

που ο Νίκος περιποιόταν την ελιά και πόσο χαι-

ρόταν όταν μάζευε τους καρπούς της Αυτή ήταν

η δεύτερη δοκιμασία και τα παιδιά την πέρασαν

με επιτυχία

Πέρασε αρκετός καιρός ώσπου έφτασε η ώρα

για την τρίτη δοκιμασία Μια μέρα ήρθε στο χω-

ριό ένας πλανόδιος έμπορος Πουλούσε από σπό-

ρους μέχρι και μαγικά αντικείμενα Οι τιμές όμως

ήταν πολύ υψηλές Ο Νίκος με τον πατέρα του ζή-

τησαν να δουν τους σπόρους που είχε

_Έχω σπόρους συκιάς πορτοκαλιάς μηλιάς και

τον τελευταίο σπόρο ελιάς είπε ο άντρας

_Τον τελευταίο Ρώτησε ο Νίκος

_ Ναι Τον τελευταίο

_Δεν υπάρχει άλλος

_Όχι

_Ούτε ένας

_Τίποτα

_Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Ναι Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Είστε σίγουρος για αυτό

_Απολύτως

Ο Νίκος δεν πίστευε στ΄ αυτιά τουΤότε ζήτη-

σε αμέσως απόν τον πατέρα του να αγοράσει τον

τελευταίο σπόρο ελιάς σ΄ ολόκληρη τη γη Η τι-

μή του όμως ήταν πολύ πάρα πολύ υψηλή Εκα-

τό χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Γιε μου δεν έχουμε τόσα χρήματα Μπορούμε

όμως να πουλήσουμε τα τέσσερα κτήματά μας

_Ναι να τα δώσουμε Θα μας μείνει η αυλή του

σπιτιού Εκεί θα φυτέψουμε τον πολύτιμο σπόρο

Τότε εμφανίστηκε ο μάγος Άλφρεντ

_Δίνω διακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα είπε

ο μάγος

_Άλφρεντ δεν είναι τίμιο είπε ο Νίκος

Προλάβαμε

εμείς να αγοράσουμε αυτόν το σπόρο

_Δίνω τριακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Τότε εγώ θα δώσω και το σπίτι μου είπε ο πα-

τέρας του Νίκου

_Ναι αλλά hellip αυτά είναι λιγότερα από τα χρή-

ματα που μου δίνει ο μάγος είπε ο έμπορος

_Τότε και εγώ θα δώσω όσα χρήματα έχω στον

κουμπαρά μου είπε η Μαρία

_Κι εγώ φώναξε ο Βασίλης

_Εγώ θα δώσω το μοναδικό κτήμα που έχω είπε

ο κύριος Βαγγέλης

_Και εγώ φώναξε η κυρία Βαρβάρα

_Ναι Και εμείς θα δώσουμε ότι έχουμε στους

κουμπαράδες μας φώναξαν δυνατά όλα τα

παιδιά που ήταν μαζεμένα στην πλατεία του

χωριού

Όλοι άρχισαν να δίνουν χρήματα σπίτια

έπιπλα χωράφια και μαγαζιά μέχρι που κέρδι-

σαν το μάγο Άλφρεντ και αγόρασαν το σπόρο

της ελιάς Από τη στιγμή που τον φύτεψαν το

πρόσεχαν πάρα πολύ

Μετά από χρόνια όταν οι χωρικοί μάζεψαν

τους καρπούς αυτής της ελιάς διαπίστωσαν ότι

είχε το πιο νόστιμο λάδι Τότε ο μάγος

πείστηκε πως όλοι είχαν καταλάβει την αξία

της και γέμισε ξανά όλα τα χωράφια τους με

ελαιόδεντρα

ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α

Κουκάκη Κατερίνα

Μπογκντάνι Γκισέλα

Καρυώτης Γιώργος

Αθανασόπουλος Στέφανος

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 46: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

Ήρθαν οι γείτονες μάζεψαν τις ελιές έβγαλαν

λάδι έφαγαν χόρτασαν ρόδισαν τα μαγουλά

τους ζωήρεψαν κι άρχισαν να χαμογελούν και

να ζουν ευτυχισμένοι

Για να ευχαριστήσουν την ελιά και να της

δείξουν την αγάπη τους πήραν το λάδι τους

το έβαλαν στο καντήλι για να θυμίζουν στην

Παναγιά και στο Χριστό την καλοσύνη της

ελιάς και την αγάπη της για τον κόσμο

Κι η Παναγιά με τη σειρά της την ευλόγησε Κι

ο Χριστός κάτω απ την ελιά ήρθε και

ξεκουράστηκε

Κι εκείνη καμάρωνε ευχαριστημένη στη μέση

στον ελαιώνα και φρόντιζε όταν έρχονται οι

άνθρωποι να τη μαζέψουν να ναι γεμάτη

ελιές να χορταίνουν οι φτωχοί και να

φωτίζονται απ τις καντήλες όλες οι εκκλησιές

Η μικρή ελιά

Η μικρή ελιά για πρώτη φορά γέμισε καρπό

Ο γεωργός την αγαπούσε γιατί του θύμιζε την

πρώτη του αγάπη κοντούλα και στρουμπουλή

Της είχε φτιάξει ένα περιδέραιο με

ασπρισμένες πέτρες και συχνά καθόταν και

κουβέντιαζε μαζί της τα όνειρα και τις

αναμνήσεις του Η ελιά κάθε μέρα και πιο

όμορφη

Ένα πρωί του Νοέμβρη ο γεωργός άπλωσε πανιά

κι άρχισε να την ραβδίζει Πάνε οι ελιές πάνε

τα φύλλα πάει η ομορφιά

Η ελιά μέσα στα αναφιλητά της μονολογούσε

-Μ αγαπούσε και με χάλασε Πως εννοεί ο

άνθρωπος την αγάπη Έλεγε και ξανάλεγε

Τότε ακούει μια μαργαρίτα να της λέει

-Άκουσε να σου πω Ο άνθρωπος δεν ξέρει την

αγάπη

Μην τον παρεξηγείς Κοίταξε εμένα που μια

ζωή με μαδάει για να μάθειhellip

Το καλάμι κι η ελιά

Μια φορά δίπλα σε μια ελιά είχε φυτρώσει ένα καλάμιΗ ελιά ήταν ένα μεγάλο και δυνατό δέντρο με πολλά κλαδιά πουκρατούσαν τα φύλλα τους όλη τη χρονιά και κάθε δυο χρόνιαέγερναν από το βάρος του καρπού

Το καλάμι πάλι ήτανε ψηλόλιγνο με καταπράσινα στενόμακρα φύλλα με ωραιότατα παράξενα λουλούδια που έμοιαζαν με τσαμπιά κι είχανε το σχήμα του αδραχτιού

Η ελιά καυχιόταν ολοένα

-Τι είσαι συ μπροστά μου έλεγε στο καλάμιΕγώ είμαι ένα δέντρο μεγάλο δυνατό ευλογημένο Οι άνθρωποι με λατρεύουνγιατί τους δίνω τις ελιές και το λάδι μου τους δίνω ξερόκλαδα για να ζεσταίνονταιτους δίνω ξύλα για να φτιάχνουν ακριβά έπιπλα Είμαι μεγάλη ψηλή γερήκαι συ είσαι ένα αδύναμο πραγματάκι που λυγίζεις μπροστά σrsquo όλους τους ανέμους και τους προσκυνάς Δεν μπορώ να καταλάβω πώς έχεις την τόλμη να φυτρώνεις πλάι μου

Το καημένο το καλάμι

που ήταν από φυσικού

του ντροπαλό ταrsquo

άκουγε όλα αυτά και

δεν έλεγε τίποτα κι

ούτε και θύμωνε γιατί

αυτό δεν είχε να

καυχηθεί για τίποτα

Ήρθε ένας χειμώνας όμως βαρύς κι άρχισε να

φυσάει ένας αέρας δαιμονισμένος

που χτυπούσε με μανία την ελιά ώσπου στο

τέλος την ξερίζωσε

Το καλάμι με το πρώτο φύσημα του ανέμου

έγειρε λυγερό όπως ήτανε

προς το νερό κι έτσι ο άνεμος περνούσε από

πάνω του χωρίς να το πειράξει

Κι όταν η καταιγίδα σταμάτησε κι ο άνεμος

έπαψε να φυσάει

η ελιά απόμεινε πεσμένη στο χώμα και το

καλάμι σηκώθηκε

πάλι όρθιο και λυγερό όπως και πριν

Βλέπετε το καλάμι ήξερε να υποχωρεί εκεί που

ένιωθε ότι δεν είχε δύναμη νrsquo αντισταθεί ενώ

η ελιά πλήρωσε με τη ζωή της την

υπερηφάνειά της

Ο Μανωλιός και η γέρικη ελιά

Μια φορά και έναν καιρό όταν ο ζεστός άνεμος

φυσούσε και τα δέντρα λυπημένα έγερναν τα

κουρασμένα φυλλώματά τους ένα παλικάρι

που τον έλεγαν Μανωλιό πήγαινε τα πότιζε

και τους έκανε συντροφιά Τrsquo άλλα παλικάρια

του χωριού ζήλευαν τις χάρες και την καρδιά

του Μανωλιού Ψιθύριζαν λόγια άσχημα

μεταξύ τους δίχως να καταλαβαίνουν ότι αυτό

που έκαναν δεν ήταν σωστό

Μια μέρα κάθισαν κάτω από τον ίσκιο μιας

γέρικης ελιάς για να ξαποστάσουν Ξαφνικά

άκουσαν ένα θρόισμα γύρισαν τα κεφαλάκια

τους και από το κέντρο του κορμού της ελιάς

είδανε ένα χαμογελαστό πρόσωπο που με

ανθρώπινη μιλιά τους είπε

Αυτό το δέντρο που στον ίσκιο του ήρθατε να ξεκουραστείτε ξέρετε ποιος το ποτίζει

Όχι απάντησαν εκείνοι

Ο Μανωλιός που κοροϊδεύετε αποκρίθηκε το δέντρο

Εκείνοι ντροπιασμένοι έφυγαν με σκυμμένο το κεφάλι Στο δρόμο συνάντησαν τον Μανωλιό

Καλημέρα είπαν με μία φωνή Σήμερα θα έρθουμε μαζί σου να σε βοηθήσουμε να ποτίσεις τα δέντρα

Έτσι κι έγινε Από τότε έγιναν φίλοι Κάθε

απόγευμα πότιζαν τα δέντρα κι ύστερα κάτω

από τα φυλλώματα της γέρικης ελιάς άρχιζαν

το τραγούδι που μιλούσε για χώρες

παράξενε για ζούγκλες με πολύχρωμους

παπαγάλους για ινδιάνους με κιτρινοκόκκινα

φτερά στα καπέλα τους και ιδιαίτερα

τραγουδούσαν για την συμπόνια και την

ευαίσθητη καρδιά των ανθρώπων

Μια μέρα που ο ήλιος γίνηκε πορφυρός και

κρύφτηκε πίσω από τα βουνά ο Μανωλιός

πήγε μόνος του πότισε την γέρικη ελιά

ξάπλωσε και τον πήρε ένας βαθύς ύπνος Τότε

είδε πως μέσα στην κουφάλα της γέρικης ελιάς

είχανε στήσει ένα πανέμορφο παλάτι γεμάτο

κόσμο που χόρευε και γλένταγε

Θα πάω κι εγώ είπε δειλά δειλά ο Μανωλιός

bull Όσο προχωρούσε τόσο τα φώτα

μεγάλωναν ώσπου έφτασε στο κέντρο Εκεί

ένας βασιλιάς καθόταν σrsquoένα χρυσαφένιο

θρόνο Πίσω του στεκόταν μια Σφίγγα

άγαλμα Πήρε ανθρώπινη μιλιά αρχίζοντας να

λέει καλωσορίσματα στον Μανωλιό Εκείνος

χαμογελαστός χαιρέτησεμα τι να δει Σrsquoέναν

καθρέπτη που βρέθηκε μπροστά του ο

Μανωλιός ήταν ντυμένος πρίγκιπας

bull Πω πω Τι όμορφος που είμαι Αναφώνησε

Ξαφνικά υπηρέτες έστρωσαν ένα κόκκινο

χαλί για να περάσει ο Μανωλιός και αυτοί

αριστερά και δεξιά τον προσκυνούσαν Όταν

πέρασε τον διάδρομο με το κόκκινο χαλί

στάθηκε στον βασιλιά που του είπε

Καλόκαρδο και πονόψυχο παλικάρι Εσύ πότιζες

το δέντρο κι έτσι μπόρεσε το παλάτι μου να

βρίσκεται εδώ με όλους τους ανθρώπους

μου διαφορετικά αν το άφηνες να ξεραθεί από

το ζεστό άνεμο τώρα δεν θα

υπήρχαμε Γιrsquoαυτό αξίζεις να γίνεις γιος μου

να παντρευτείς την Βασιλοπούλα και με

δικαιοσύνη αγάπη και φρόνηση να γίνεις εσύ

ο καινούριος Βασιλιάς λύνοντας έτσι τα μάγια

της κακιάς νεράιδας που μας είχε

καταδικασμένους

Έτσι κι έγινε Ο Μανωλιός έγινε βασιλιάς με

τιμές και δόξες διότι ήξερε την γλώσσα της

καρδιάς που πάντα μας διδάσκει πόσο καλό

είναι να είσαι άνθρωπος Από τότε ο

Μανωλιός έμεινε στο παλάτι και κανείς ακόμα

δεν ξέρει τι ταξίδι ακολούθησε στον χρόνο του

ύπνου του άφησε όμως πίσω του τον

πραγματικό θησαυρό της καλοσύνης και της

αγάπης

ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Ο μαγικός ελαιώνας

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα παιδάκι που

το έλεγαν Λευτέρη Κάθε χρόνο το καλοκαίρι

μόλις έκλειναν τα σχολεία πήγαινε διακοπές

στο σπίτι της γιαγιάς του

Ένα καλοκαίρι έζησε μια σπουδαία περιπέτεια

Μια μέρα που η γιαγιά του είχε πάει για ψώνια

στην κοντινή πόλη ο Λευτέρης αποφάσισε να

εξερευνήσει τη σοφίτα του σπιτιού

Ανέβηκε προσεκτικά τη στριφογυριστή ξύλινη

σκάλα και στάθηκε αναποφάσιστος μπροστά

στην κλειστή πόρτα Πήρε μια βαθιά ανάσα

και την έσπρωξε δυνατά Πόσο σκοτεινά ήταν ό-

λα εκεί μέσα Ο Λευτέρης σκόνταψε σ΄ ένα πα-

λιό μπαούλο

Το άνοιξε γεμάτος περιέργεια Και τι δε βρήκε

Ολόκληρο θησαυρό Παλιά βιβλία του παππού

φορέματα της γιαγιάς παιχνίδια της μητέρας

του όταν ήταν παιδί Κάτω κάτω ήταν

τσαλακωμένο ένα κιτρινισμένο χαρτί Το

ξετύλιξε βιαστικά και τι να δει Ένας παλιός

χάρτης με σχεδιάγραμμα Αμέσως τον άρπαξε

κι άρχισε το ταξίδι του

Περπάτησε ώρες πολλές Πέρασε την πεδιάδα

με τα κίτρινα στάχυα το γεφυράκι του μικρού

ποταμού ώσπου έφτασε στο τέλος σε έναν

κάμπο γεμάτο ελιές

Διάλεξε την πιο μεγάλη ελιά και κάθισε να

ξεκουραστεί ακουμπώντας στο γέρικο κορμό

της

Ξαφνικά άκουσε μια απαλή φωνή Έμοιαζε

με της γιαγιάς του Κοίταξε γύρω του μα δεν

είδε κανέναν Η φωνή συνέχισε να του μιλάει

τρυφερά Ο Λευτέρης γεμάτος περιέργεια

άρχισε να παρατηρεί προσεχτικά το γέρικο

κορμό τα πελώρια κλαδιά και τ΄ ασημένια

φύλλα της ελιάς Τότε κατάλαβε ποιος του

μιλούσε Έκπληκτος άγγιξε απαλά το υπέροχο

αυτό δέντρο και μοιράστηκε μαζί του όλα του

τα μυστικά

Από εκείνη την ημέρα ο Λευτέρης πήγαινε

καθημερινά στο μαγικό αυτό ελαιώνα

Καθόταν ώρες στη σκιά της αγαπημένης του

ελιάς κι άκουγε τις πιο ωραίες ιστορίες

Ο καιρός πέρασε γρήγορα κι ήρθε η μέρα που

έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι του Έτρεξε στο

μαγικό ελαιώνα κι αγκάλιασε κλαίγοντας το

αγαπημένο του δέντρο Η ελιά έγειρε τα

κλαδιά της και χάιδεψε τα μαλλιά του laquo Μη

στενοχωριέσαιraquo του ψιθύρισε laquo Κόψε ένα

κλαράκι μου και πάρ΄ το μαζί σου Φύτεψέ το

στην αυλή του σπιτιού σου κι εγώ θα είμαι

πάντα κοντά σουraquo

Έτσι κι έγινε Ένα καινούριο ολόδροσο

δεντράκι φύτρωσε στον κήπο του Λευτέρη Κι

από τότε δεν χώρισαν ποτέ

Οι μαγικοί σπόροι

Μια φορά κι έναν καιρό σ΄ ένα μακρινό

χωριουδάκι ζούσε με τη γιαγιά του ένα μικρό

κορίτσι που το έλεγαν Ελπίδα Το σπιτάκι τους

ήταν πολύ φτωχικό Δύσκολα τα έβγαζαν πέρα

Ο περασμένος χειμώνας ήταν πολύ βαρύς

Τα πρώτα χιόνια έπεσαν νωρίς κι ο κρύος

βοριάς σφύριζε μανιασμένα Κάθε πρωί η

γιαγιά με την εγγονή της πήγαιναν στο δάσος

και μάζευαν φρούτα και ξύλα για να

ζεσταθούν

Μια μέρα ο άνεμος φυσούσε άγρια κι ο ήλιος

είχε κρυφτεί πίσω από τα βαριά μαύρα

σύννεφα Η Ελπίδα άφησε τη γιαγιά της στο

κρύο σπιτάκι τους τυλίχτηκε σφιχτά με το

σάλι της και ξεκίνησε για το δάσος Τα πόδια

και τα χέρια της είχαν παγώσει Τα μαλλιά και

τα ρούχα της είχαν βραχεί από την ξαφνική

μπόρα Και το σπουδαιότερο δεν μπορούσε να

γυρίσει πίσω γιατί δεν είχε μαζέψει ακόμη

τίποτα Αποφάσισε τότε να μπει για λίγο σε

μια σπηλιά που βρήκε στο δρόμο της και να

περιμένει

Έτρεμε από το κρύο και

από το φόβο της Είχε αρ

χίσει να νυχτώνει και η

γιαγιά της σίγουρα θα

ανησυχούσε Ξαφνικά

ένα απόκοσμο φως γέμι

σε τη σπηλιά και μια πα

νέμορφη νεράιδα πα

ρουσιάστηκε μπροστά

της

Της χαμογέλασε γλυκά και της χάιδεψε απαλά τα μαλλιά Κρατούσε ένα μικρό σακουλάκι που το άφησε προσεκτικά στα χέρια της Ελπίδας laquoΌταν πας σπίτι σου να το ανοίξεις και να κάνεις ότι ακριβώς σου πει η γιαγιά σου Αυτή ξέρειraquo της είπε τρυφερά και χάθηκε στο σκοτάδι της σπηλιάς Το κορίτσι κρατώντας το γερά έτρεξε χαρούμενο στο φτωχικό του σπιτάκι Τα μάτια του έλαμπαν από ενθουσιασμό καθώς έδειχνε στη γιαγιά του το δώρο της νεράιδας

Η γιαγιά ψηλάφησε τους μεγάλους γυαλιστερούς σπόρους τους έβαλε στη χούφτα της Ελπίδας και της είπε να τους φυτέψει στην αυλή Έτσι ακριβώς έκανε το μικρό κορίτσι Τους έχωσε βαθιά στο έδαφος και τους σκέπασε με φρέσκο χώμα Την άνοιξη οι σπόροι φύτρωσαν και γρήγορα έγιναν μεγάλα δέντρα με υπέροχο σταχτοπράσινο φύλλωμα Ήταν φουντωτές ελιές που αγκάλιασαν το μικρό σπιτάκι Ήρθε το φθινόπωρο και τα κλαδιά τους γέμισαν ευλογημένο καρπό

Από τότε η Ελπίδα κι η γιαγιά της έζησαν

ευτυχισμένες βοηθώντας κάθε κουρασμένο

περαστικό

Η αξία της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό σrsquo ένα μακρινό

χωριό όλοι οι άνθρωποι ζούσαν ευτυχισμένοι

Είχαν πολλά κτήματα εκτιμήσει πλούσια

γεμάτα ελιές Ποτέ όμως δεν είχαν σωστά την

αξία τους

Κάποια μέρα καθώς έπαιζαν δυο παιδιά η

Μαρία και ο Νίκος εμφανίστηκε μπροστά

τους ένας άγνωστος άντρας Τους μίλησε για

τα ελαιόδεντρα και τη χρησιμότητά τους Τους

είπε πως πρέπει να τα φροντίζουν και να τα

αγαπούν

Μετά από αρκετές ημέρες έγινε κάτι φοβερό

Στο χωριό έπεσε μεγάλη κατάρα Όλα τα χωράφια με τα ελαιόδεντρα καταστράφηκαν

Η Μαρία και ο Νίκος αμέσως κατάλαβαν πως έπρεπε να πάνε να βρουν τον μυστήριο αυτό άντρα που τους είχε επισκεφτεί

Τους είχε πει πως ζούσε στο δάσος Αυτό όμως δεν ήταν και τόσοhellip συνηθισμένο δάσος Έλεγαν πως στις κουφάλες των δέντρων ζούσαν φαντάσματα και πως το μέγεθος των ζώων ήταν υπερφυσικό

Φοβόντουσαν πάρα πολύ Περπάτησαν

ατελείωτες ώρες στη σκιά των πελώριων

δέντρων Με τη βοήθεια ενός λιονταριού

κατάφεραν να βρουν τον πύργο του άντρα που

έψαχναν

Χτύπησαν την πόρτα

αλλά κανείς δεν τους

άνοιξε Αποφάσισαν

να περιμένουν Δεν

κατάλαβαν πόσος

χρόνος πέρασε καιhellip

η πόρτα άνοιξε μόνη

της

Τα παιδιά μπήκαν γεμάτα περιέργεια στον

πύργο Ανέβηκαν διστακτικά την παλιά

στριφογυριστή σκάλα που τα οδήγησε σrsquo έ-

να επιβλητικό δωμάτιο Εκεί εργαζόταν ο

μυστηριώδης άντρας που είχαν γνωρίσει

Αμέσως κατάλαβαν πως ήταν μάγος Τους

αποκάλυψε αμέσως το όνομά του τον έλεγαν

Άλφρεντ Άρχισαν λοιπόν να του μιλούν για

το πρόβλημά τους Ο μάγος τα άκουσε προσε-

κτικά και τους είπε τι πρέπει να κάνουν

Έπρεπε να περάσουν τρεις δοκιμασίες Μόνο

έτσι θα έφευγε η κατάρα

Στο χωριό όλοι οι κάτοικοι περνούσαν δύσκο-

λα Από πλούσιοι είχαν γίνει φτωχοί και χωρίς

την ελιά και το λάδι της δεν μπορούσαν να ζή-

σουν Κατάλαβαν έτσι την αξία της αλλά ήταν

πλέον αργά Ή μάλλον σχεδόν αργά

Όταν τα παιδιά επέστρεψαν διηγήθηκαν σε

όλους όλα όσα τους συνέβησαν Τους είπαν για

το μάγο και τις τρεις δοκιμασίες που έπρεπε να

περάσουν Το πρόβλημα όμως ήταν πως δεν

τους είχε πει ποιες ήταν αυτές οι δοκιμασίες

ποιοι θα τις περνούσαν και πότε

Οι μέρες περνούσαν

αργά και βασανιστικά

μετά από δυο μήνες στο

χωριό εμφανίστηκε ένα

μικρό κορίτσι Χτύπησε

την πόρτα ενός σπιτιού

και ζήτησε λίγο φαγητό

Η οικογένεια όμως Το έ-

διωξε Το κορίτσι ήταν

Ο μάγος Άλφρεντ μεταμορ-

φωμένος Αυτή ήταν η πρώ-

τη δοκιμασία που δυστυχώς

όμως απέτυχαν

Αφού πέρασε μια εβδομάδα περίπου ένα μι-

κρό άγνωστο αγόρι εμφανίστηκε σε μια ομάδα

παιδιών και τους ζήτησε να παίξει μαζί τους Η

Μαρία και ο Νίκος όχι μόνο το δέχτηκαν αλλά

το άφησαν να διαλέξει το παιχνίδι που θα έπαι-

ζαν

_ Εσύ Νίκο θα είσαι ο αγρότης Εγώ θα είμαι η

ελιά και Μαρία θα είναι οι καρποί μου είπε το

αγόρι

Τα παιδιά συμφώνησαν κι άρχισαν όλα μαζί να

παίζουν Ο μάγος τότε παρατήρησε τον τρόπο

που ο Νίκος περιποιόταν την ελιά και πόσο χαι-

ρόταν όταν μάζευε τους καρπούς της Αυτή ήταν

η δεύτερη δοκιμασία και τα παιδιά την πέρασαν

με επιτυχία

Πέρασε αρκετός καιρός ώσπου έφτασε η ώρα

για την τρίτη δοκιμασία Μια μέρα ήρθε στο χω-

ριό ένας πλανόδιος έμπορος Πουλούσε από σπό-

ρους μέχρι και μαγικά αντικείμενα Οι τιμές όμως

ήταν πολύ υψηλές Ο Νίκος με τον πατέρα του ζή-

τησαν να δουν τους σπόρους που είχε

_Έχω σπόρους συκιάς πορτοκαλιάς μηλιάς και

τον τελευταίο σπόρο ελιάς είπε ο άντρας

_Τον τελευταίο Ρώτησε ο Νίκος

_ Ναι Τον τελευταίο

_Δεν υπάρχει άλλος

_Όχι

_Ούτε ένας

_Τίποτα

_Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Ναι Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Είστε σίγουρος για αυτό

_Απολύτως

Ο Νίκος δεν πίστευε στ΄ αυτιά τουΤότε ζήτη-

σε αμέσως απόν τον πατέρα του να αγοράσει τον

τελευταίο σπόρο ελιάς σ΄ ολόκληρη τη γη Η τι-

μή του όμως ήταν πολύ πάρα πολύ υψηλή Εκα-

τό χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Γιε μου δεν έχουμε τόσα χρήματα Μπορούμε

όμως να πουλήσουμε τα τέσσερα κτήματά μας

_Ναι να τα δώσουμε Θα μας μείνει η αυλή του

σπιτιού Εκεί θα φυτέψουμε τον πολύτιμο σπόρο

Τότε εμφανίστηκε ο μάγος Άλφρεντ

_Δίνω διακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα είπε

ο μάγος

_Άλφρεντ δεν είναι τίμιο είπε ο Νίκος

Προλάβαμε

εμείς να αγοράσουμε αυτόν το σπόρο

_Δίνω τριακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Τότε εγώ θα δώσω και το σπίτι μου είπε ο πα-

τέρας του Νίκου

_Ναι αλλά hellip αυτά είναι λιγότερα από τα χρή-

ματα που μου δίνει ο μάγος είπε ο έμπορος

_Τότε και εγώ θα δώσω όσα χρήματα έχω στον

κουμπαρά μου είπε η Μαρία

_Κι εγώ φώναξε ο Βασίλης

_Εγώ θα δώσω το μοναδικό κτήμα που έχω είπε

ο κύριος Βαγγέλης

_Και εγώ φώναξε η κυρία Βαρβάρα

_Ναι Και εμείς θα δώσουμε ότι έχουμε στους

κουμπαράδες μας φώναξαν δυνατά όλα τα

παιδιά που ήταν μαζεμένα στην πλατεία του

χωριού

Όλοι άρχισαν να δίνουν χρήματα σπίτια

έπιπλα χωράφια και μαγαζιά μέχρι που κέρδι-

σαν το μάγο Άλφρεντ και αγόρασαν το σπόρο

της ελιάς Από τη στιγμή που τον φύτεψαν το

πρόσεχαν πάρα πολύ

Μετά από χρόνια όταν οι χωρικοί μάζεψαν

τους καρπούς αυτής της ελιάς διαπίστωσαν ότι

είχε το πιο νόστιμο λάδι Τότε ο μάγος

πείστηκε πως όλοι είχαν καταλάβει την αξία

της και γέμισε ξανά όλα τα χωράφια τους με

ελαιόδεντρα

ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α

Κουκάκη Κατερίνα

Μπογκντάνι Γκισέλα

Καρυώτης Γιώργος

Αθανασόπουλος Στέφανος

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 47: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

Κι εκείνη καμάρωνε ευχαριστημένη στη μέση

στον ελαιώνα και φρόντιζε όταν έρχονται οι

άνθρωποι να τη μαζέψουν να ναι γεμάτη

ελιές να χορταίνουν οι φτωχοί και να

φωτίζονται απ τις καντήλες όλες οι εκκλησιές

Η μικρή ελιά

Η μικρή ελιά για πρώτη φορά γέμισε καρπό

Ο γεωργός την αγαπούσε γιατί του θύμιζε την

πρώτη του αγάπη κοντούλα και στρουμπουλή

Της είχε φτιάξει ένα περιδέραιο με

ασπρισμένες πέτρες και συχνά καθόταν και

κουβέντιαζε μαζί της τα όνειρα και τις

αναμνήσεις του Η ελιά κάθε μέρα και πιο

όμορφη

Ένα πρωί του Νοέμβρη ο γεωργός άπλωσε πανιά

κι άρχισε να την ραβδίζει Πάνε οι ελιές πάνε

τα φύλλα πάει η ομορφιά

Η ελιά μέσα στα αναφιλητά της μονολογούσε

-Μ αγαπούσε και με χάλασε Πως εννοεί ο

άνθρωπος την αγάπη Έλεγε και ξανάλεγε

Τότε ακούει μια μαργαρίτα να της λέει

-Άκουσε να σου πω Ο άνθρωπος δεν ξέρει την

αγάπη

Μην τον παρεξηγείς Κοίταξε εμένα που μια

ζωή με μαδάει για να μάθειhellip

Το καλάμι κι η ελιά

Μια φορά δίπλα σε μια ελιά είχε φυτρώσει ένα καλάμιΗ ελιά ήταν ένα μεγάλο και δυνατό δέντρο με πολλά κλαδιά πουκρατούσαν τα φύλλα τους όλη τη χρονιά και κάθε δυο χρόνιαέγερναν από το βάρος του καρπού

Το καλάμι πάλι ήτανε ψηλόλιγνο με καταπράσινα στενόμακρα φύλλα με ωραιότατα παράξενα λουλούδια που έμοιαζαν με τσαμπιά κι είχανε το σχήμα του αδραχτιού

Η ελιά καυχιόταν ολοένα

-Τι είσαι συ μπροστά μου έλεγε στο καλάμιΕγώ είμαι ένα δέντρο μεγάλο δυνατό ευλογημένο Οι άνθρωποι με λατρεύουνγιατί τους δίνω τις ελιές και το λάδι μου τους δίνω ξερόκλαδα για να ζεσταίνονταιτους δίνω ξύλα για να φτιάχνουν ακριβά έπιπλα Είμαι μεγάλη ψηλή γερήκαι συ είσαι ένα αδύναμο πραγματάκι που λυγίζεις μπροστά σrsquo όλους τους ανέμους και τους προσκυνάς Δεν μπορώ να καταλάβω πώς έχεις την τόλμη να φυτρώνεις πλάι μου

Το καημένο το καλάμι

που ήταν από φυσικού

του ντροπαλό ταrsquo

άκουγε όλα αυτά και

δεν έλεγε τίποτα κι

ούτε και θύμωνε γιατί

αυτό δεν είχε να

καυχηθεί για τίποτα

Ήρθε ένας χειμώνας όμως βαρύς κι άρχισε να

φυσάει ένας αέρας δαιμονισμένος

που χτυπούσε με μανία την ελιά ώσπου στο

τέλος την ξερίζωσε

Το καλάμι με το πρώτο φύσημα του ανέμου

έγειρε λυγερό όπως ήτανε

προς το νερό κι έτσι ο άνεμος περνούσε από

πάνω του χωρίς να το πειράξει

Κι όταν η καταιγίδα σταμάτησε κι ο άνεμος

έπαψε να φυσάει

η ελιά απόμεινε πεσμένη στο χώμα και το

καλάμι σηκώθηκε

πάλι όρθιο και λυγερό όπως και πριν

Βλέπετε το καλάμι ήξερε να υποχωρεί εκεί που

ένιωθε ότι δεν είχε δύναμη νrsquo αντισταθεί ενώ

η ελιά πλήρωσε με τη ζωή της την

υπερηφάνειά της

Ο Μανωλιός και η γέρικη ελιά

Μια φορά και έναν καιρό όταν ο ζεστός άνεμος

φυσούσε και τα δέντρα λυπημένα έγερναν τα

κουρασμένα φυλλώματά τους ένα παλικάρι

που τον έλεγαν Μανωλιό πήγαινε τα πότιζε

και τους έκανε συντροφιά Τrsquo άλλα παλικάρια

του χωριού ζήλευαν τις χάρες και την καρδιά

του Μανωλιού Ψιθύριζαν λόγια άσχημα

μεταξύ τους δίχως να καταλαβαίνουν ότι αυτό

που έκαναν δεν ήταν σωστό

Μια μέρα κάθισαν κάτω από τον ίσκιο μιας

γέρικης ελιάς για να ξαποστάσουν Ξαφνικά

άκουσαν ένα θρόισμα γύρισαν τα κεφαλάκια

τους και από το κέντρο του κορμού της ελιάς

είδανε ένα χαμογελαστό πρόσωπο που με

ανθρώπινη μιλιά τους είπε

Αυτό το δέντρο που στον ίσκιο του ήρθατε να ξεκουραστείτε ξέρετε ποιος το ποτίζει

Όχι απάντησαν εκείνοι

Ο Μανωλιός που κοροϊδεύετε αποκρίθηκε το δέντρο

Εκείνοι ντροπιασμένοι έφυγαν με σκυμμένο το κεφάλι Στο δρόμο συνάντησαν τον Μανωλιό

Καλημέρα είπαν με μία φωνή Σήμερα θα έρθουμε μαζί σου να σε βοηθήσουμε να ποτίσεις τα δέντρα

Έτσι κι έγινε Από τότε έγιναν φίλοι Κάθε

απόγευμα πότιζαν τα δέντρα κι ύστερα κάτω

από τα φυλλώματα της γέρικης ελιάς άρχιζαν

το τραγούδι που μιλούσε για χώρες

παράξενε για ζούγκλες με πολύχρωμους

παπαγάλους για ινδιάνους με κιτρινοκόκκινα

φτερά στα καπέλα τους και ιδιαίτερα

τραγουδούσαν για την συμπόνια και την

ευαίσθητη καρδιά των ανθρώπων

Μια μέρα που ο ήλιος γίνηκε πορφυρός και

κρύφτηκε πίσω από τα βουνά ο Μανωλιός

πήγε μόνος του πότισε την γέρικη ελιά

ξάπλωσε και τον πήρε ένας βαθύς ύπνος Τότε

είδε πως μέσα στην κουφάλα της γέρικης ελιάς

είχανε στήσει ένα πανέμορφο παλάτι γεμάτο

κόσμο που χόρευε και γλένταγε

Θα πάω κι εγώ είπε δειλά δειλά ο Μανωλιός

bull Όσο προχωρούσε τόσο τα φώτα

μεγάλωναν ώσπου έφτασε στο κέντρο Εκεί

ένας βασιλιάς καθόταν σrsquoένα χρυσαφένιο

θρόνο Πίσω του στεκόταν μια Σφίγγα

άγαλμα Πήρε ανθρώπινη μιλιά αρχίζοντας να

λέει καλωσορίσματα στον Μανωλιό Εκείνος

χαμογελαστός χαιρέτησεμα τι να δει Σrsquoέναν

καθρέπτη που βρέθηκε μπροστά του ο

Μανωλιός ήταν ντυμένος πρίγκιπας

bull Πω πω Τι όμορφος που είμαι Αναφώνησε

Ξαφνικά υπηρέτες έστρωσαν ένα κόκκινο

χαλί για να περάσει ο Μανωλιός και αυτοί

αριστερά και δεξιά τον προσκυνούσαν Όταν

πέρασε τον διάδρομο με το κόκκινο χαλί

στάθηκε στον βασιλιά που του είπε

Καλόκαρδο και πονόψυχο παλικάρι Εσύ πότιζες

το δέντρο κι έτσι μπόρεσε το παλάτι μου να

βρίσκεται εδώ με όλους τους ανθρώπους

μου διαφορετικά αν το άφηνες να ξεραθεί από

το ζεστό άνεμο τώρα δεν θα

υπήρχαμε Γιrsquoαυτό αξίζεις να γίνεις γιος μου

να παντρευτείς την Βασιλοπούλα και με

δικαιοσύνη αγάπη και φρόνηση να γίνεις εσύ

ο καινούριος Βασιλιάς λύνοντας έτσι τα μάγια

της κακιάς νεράιδας που μας είχε

καταδικασμένους

Έτσι κι έγινε Ο Μανωλιός έγινε βασιλιάς με

τιμές και δόξες διότι ήξερε την γλώσσα της

καρδιάς που πάντα μας διδάσκει πόσο καλό

είναι να είσαι άνθρωπος Από τότε ο

Μανωλιός έμεινε στο παλάτι και κανείς ακόμα

δεν ξέρει τι ταξίδι ακολούθησε στον χρόνο του

ύπνου του άφησε όμως πίσω του τον

πραγματικό θησαυρό της καλοσύνης και της

αγάπης

ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Ο μαγικός ελαιώνας

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα παιδάκι που

το έλεγαν Λευτέρη Κάθε χρόνο το καλοκαίρι

μόλις έκλειναν τα σχολεία πήγαινε διακοπές

στο σπίτι της γιαγιάς του

Ένα καλοκαίρι έζησε μια σπουδαία περιπέτεια

Μια μέρα που η γιαγιά του είχε πάει για ψώνια

στην κοντινή πόλη ο Λευτέρης αποφάσισε να

εξερευνήσει τη σοφίτα του σπιτιού

Ανέβηκε προσεκτικά τη στριφογυριστή ξύλινη

σκάλα και στάθηκε αναποφάσιστος μπροστά

στην κλειστή πόρτα Πήρε μια βαθιά ανάσα

και την έσπρωξε δυνατά Πόσο σκοτεινά ήταν ό-

λα εκεί μέσα Ο Λευτέρης σκόνταψε σ΄ ένα πα-

λιό μπαούλο

Το άνοιξε γεμάτος περιέργεια Και τι δε βρήκε

Ολόκληρο θησαυρό Παλιά βιβλία του παππού

φορέματα της γιαγιάς παιχνίδια της μητέρας

του όταν ήταν παιδί Κάτω κάτω ήταν

τσαλακωμένο ένα κιτρινισμένο χαρτί Το

ξετύλιξε βιαστικά και τι να δει Ένας παλιός

χάρτης με σχεδιάγραμμα Αμέσως τον άρπαξε

κι άρχισε το ταξίδι του

Περπάτησε ώρες πολλές Πέρασε την πεδιάδα

με τα κίτρινα στάχυα το γεφυράκι του μικρού

ποταμού ώσπου έφτασε στο τέλος σε έναν

κάμπο γεμάτο ελιές

Διάλεξε την πιο μεγάλη ελιά και κάθισε να

ξεκουραστεί ακουμπώντας στο γέρικο κορμό

της

Ξαφνικά άκουσε μια απαλή φωνή Έμοιαζε

με της γιαγιάς του Κοίταξε γύρω του μα δεν

είδε κανέναν Η φωνή συνέχισε να του μιλάει

τρυφερά Ο Λευτέρης γεμάτος περιέργεια

άρχισε να παρατηρεί προσεχτικά το γέρικο

κορμό τα πελώρια κλαδιά και τ΄ ασημένια

φύλλα της ελιάς Τότε κατάλαβε ποιος του

μιλούσε Έκπληκτος άγγιξε απαλά το υπέροχο

αυτό δέντρο και μοιράστηκε μαζί του όλα του

τα μυστικά

Από εκείνη την ημέρα ο Λευτέρης πήγαινε

καθημερινά στο μαγικό αυτό ελαιώνα

Καθόταν ώρες στη σκιά της αγαπημένης του

ελιάς κι άκουγε τις πιο ωραίες ιστορίες

Ο καιρός πέρασε γρήγορα κι ήρθε η μέρα που

έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι του Έτρεξε στο

μαγικό ελαιώνα κι αγκάλιασε κλαίγοντας το

αγαπημένο του δέντρο Η ελιά έγειρε τα

κλαδιά της και χάιδεψε τα μαλλιά του laquo Μη

στενοχωριέσαιraquo του ψιθύρισε laquo Κόψε ένα

κλαράκι μου και πάρ΄ το μαζί σου Φύτεψέ το

στην αυλή του σπιτιού σου κι εγώ θα είμαι

πάντα κοντά σουraquo

Έτσι κι έγινε Ένα καινούριο ολόδροσο

δεντράκι φύτρωσε στον κήπο του Λευτέρη Κι

από τότε δεν χώρισαν ποτέ

Οι μαγικοί σπόροι

Μια φορά κι έναν καιρό σ΄ ένα μακρινό

χωριουδάκι ζούσε με τη γιαγιά του ένα μικρό

κορίτσι που το έλεγαν Ελπίδα Το σπιτάκι τους

ήταν πολύ φτωχικό Δύσκολα τα έβγαζαν πέρα

Ο περασμένος χειμώνας ήταν πολύ βαρύς

Τα πρώτα χιόνια έπεσαν νωρίς κι ο κρύος

βοριάς σφύριζε μανιασμένα Κάθε πρωί η

γιαγιά με την εγγονή της πήγαιναν στο δάσος

και μάζευαν φρούτα και ξύλα για να

ζεσταθούν

Μια μέρα ο άνεμος φυσούσε άγρια κι ο ήλιος

είχε κρυφτεί πίσω από τα βαριά μαύρα

σύννεφα Η Ελπίδα άφησε τη γιαγιά της στο

κρύο σπιτάκι τους τυλίχτηκε σφιχτά με το

σάλι της και ξεκίνησε για το δάσος Τα πόδια

και τα χέρια της είχαν παγώσει Τα μαλλιά και

τα ρούχα της είχαν βραχεί από την ξαφνική

μπόρα Και το σπουδαιότερο δεν μπορούσε να

γυρίσει πίσω γιατί δεν είχε μαζέψει ακόμη

τίποτα Αποφάσισε τότε να μπει για λίγο σε

μια σπηλιά που βρήκε στο δρόμο της και να

περιμένει

Έτρεμε από το κρύο και

από το φόβο της Είχε αρ

χίσει να νυχτώνει και η

γιαγιά της σίγουρα θα

ανησυχούσε Ξαφνικά

ένα απόκοσμο φως γέμι

σε τη σπηλιά και μια πα

νέμορφη νεράιδα πα

ρουσιάστηκε μπροστά

της

Της χαμογέλασε γλυκά και της χάιδεψε απαλά τα μαλλιά Κρατούσε ένα μικρό σακουλάκι που το άφησε προσεκτικά στα χέρια της Ελπίδας laquoΌταν πας σπίτι σου να το ανοίξεις και να κάνεις ότι ακριβώς σου πει η γιαγιά σου Αυτή ξέρειraquo της είπε τρυφερά και χάθηκε στο σκοτάδι της σπηλιάς Το κορίτσι κρατώντας το γερά έτρεξε χαρούμενο στο φτωχικό του σπιτάκι Τα μάτια του έλαμπαν από ενθουσιασμό καθώς έδειχνε στη γιαγιά του το δώρο της νεράιδας

Η γιαγιά ψηλάφησε τους μεγάλους γυαλιστερούς σπόρους τους έβαλε στη χούφτα της Ελπίδας και της είπε να τους φυτέψει στην αυλή Έτσι ακριβώς έκανε το μικρό κορίτσι Τους έχωσε βαθιά στο έδαφος και τους σκέπασε με φρέσκο χώμα Την άνοιξη οι σπόροι φύτρωσαν και γρήγορα έγιναν μεγάλα δέντρα με υπέροχο σταχτοπράσινο φύλλωμα Ήταν φουντωτές ελιές που αγκάλιασαν το μικρό σπιτάκι Ήρθε το φθινόπωρο και τα κλαδιά τους γέμισαν ευλογημένο καρπό

Από τότε η Ελπίδα κι η γιαγιά της έζησαν

ευτυχισμένες βοηθώντας κάθε κουρασμένο

περαστικό

Η αξία της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό σrsquo ένα μακρινό

χωριό όλοι οι άνθρωποι ζούσαν ευτυχισμένοι

Είχαν πολλά κτήματα εκτιμήσει πλούσια

γεμάτα ελιές Ποτέ όμως δεν είχαν σωστά την

αξία τους

Κάποια μέρα καθώς έπαιζαν δυο παιδιά η

Μαρία και ο Νίκος εμφανίστηκε μπροστά

τους ένας άγνωστος άντρας Τους μίλησε για

τα ελαιόδεντρα και τη χρησιμότητά τους Τους

είπε πως πρέπει να τα φροντίζουν και να τα

αγαπούν

Μετά από αρκετές ημέρες έγινε κάτι φοβερό

Στο χωριό έπεσε μεγάλη κατάρα Όλα τα χωράφια με τα ελαιόδεντρα καταστράφηκαν

Η Μαρία και ο Νίκος αμέσως κατάλαβαν πως έπρεπε να πάνε να βρουν τον μυστήριο αυτό άντρα που τους είχε επισκεφτεί

Τους είχε πει πως ζούσε στο δάσος Αυτό όμως δεν ήταν και τόσοhellip συνηθισμένο δάσος Έλεγαν πως στις κουφάλες των δέντρων ζούσαν φαντάσματα και πως το μέγεθος των ζώων ήταν υπερφυσικό

Φοβόντουσαν πάρα πολύ Περπάτησαν

ατελείωτες ώρες στη σκιά των πελώριων

δέντρων Με τη βοήθεια ενός λιονταριού

κατάφεραν να βρουν τον πύργο του άντρα που

έψαχναν

Χτύπησαν την πόρτα

αλλά κανείς δεν τους

άνοιξε Αποφάσισαν

να περιμένουν Δεν

κατάλαβαν πόσος

χρόνος πέρασε καιhellip

η πόρτα άνοιξε μόνη

της

Τα παιδιά μπήκαν γεμάτα περιέργεια στον

πύργο Ανέβηκαν διστακτικά την παλιά

στριφογυριστή σκάλα που τα οδήγησε σrsquo έ-

να επιβλητικό δωμάτιο Εκεί εργαζόταν ο

μυστηριώδης άντρας που είχαν γνωρίσει

Αμέσως κατάλαβαν πως ήταν μάγος Τους

αποκάλυψε αμέσως το όνομά του τον έλεγαν

Άλφρεντ Άρχισαν λοιπόν να του μιλούν για

το πρόβλημά τους Ο μάγος τα άκουσε προσε-

κτικά και τους είπε τι πρέπει να κάνουν

Έπρεπε να περάσουν τρεις δοκιμασίες Μόνο

έτσι θα έφευγε η κατάρα

Στο χωριό όλοι οι κάτοικοι περνούσαν δύσκο-

λα Από πλούσιοι είχαν γίνει φτωχοί και χωρίς

την ελιά και το λάδι της δεν μπορούσαν να ζή-

σουν Κατάλαβαν έτσι την αξία της αλλά ήταν

πλέον αργά Ή μάλλον σχεδόν αργά

Όταν τα παιδιά επέστρεψαν διηγήθηκαν σε

όλους όλα όσα τους συνέβησαν Τους είπαν για

το μάγο και τις τρεις δοκιμασίες που έπρεπε να

περάσουν Το πρόβλημα όμως ήταν πως δεν

τους είχε πει ποιες ήταν αυτές οι δοκιμασίες

ποιοι θα τις περνούσαν και πότε

Οι μέρες περνούσαν

αργά και βασανιστικά

μετά από δυο μήνες στο

χωριό εμφανίστηκε ένα

μικρό κορίτσι Χτύπησε

την πόρτα ενός σπιτιού

και ζήτησε λίγο φαγητό

Η οικογένεια όμως Το έ-

διωξε Το κορίτσι ήταν

Ο μάγος Άλφρεντ μεταμορ-

φωμένος Αυτή ήταν η πρώ-

τη δοκιμασία που δυστυχώς

όμως απέτυχαν

Αφού πέρασε μια εβδομάδα περίπου ένα μι-

κρό άγνωστο αγόρι εμφανίστηκε σε μια ομάδα

παιδιών και τους ζήτησε να παίξει μαζί τους Η

Μαρία και ο Νίκος όχι μόνο το δέχτηκαν αλλά

το άφησαν να διαλέξει το παιχνίδι που θα έπαι-

ζαν

_ Εσύ Νίκο θα είσαι ο αγρότης Εγώ θα είμαι η

ελιά και Μαρία θα είναι οι καρποί μου είπε το

αγόρι

Τα παιδιά συμφώνησαν κι άρχισαν όλα μαζί να

παίζουν Ο μάγος τότε παρατήρησε τον τρόπο

που ο Νίκος περιποιόταν την ελιά και πόσο χαι-

ρόταν όταν μάζευε τους καρπούς της Αυτή ήταν

η δεύτερη δοκιμασία και τα παιδιά την πέρασαν

με επιτυχία

Πέρασε αρκετός καιρός ώσπου έφτασε η ώρα

για την τρίτη δοκιμασία Μια μέρα ήρθε στο χω-

ριό ένας πλανόδιος έμπορος Πουλούσε από σπό-

ρους μέχρι και μαγικά αντικείμενα Οι τιμές όμως

ήταν πολύ υψηλές Ο Νίκος με τον πατέρα του ζή-

τησαν να δουν τους σπόρους που είχε

_Έχω σπόρους συκιάς πορτοκαλιάς μηλιάς και

τον τελευταίο σπόρο ελιάς είπε ο άντρας

_Τον τελευταίο Ρώτησε ο Νίκος

_ Ναι Τον τελευταίο

_Δεν υπάρχει άλλος

_Όχι

_Ούτε ένας

_Τίποτα

_Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Ναι Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Είστε σίγουρος για αυτό

_Απολύτως

Ο Νίκος δεν πίστευε στ΄ αυτιά τουΤότε ζήτη-

σε αμέσως απόν τον πατέρα του να αγοράσει τον

τελευταίο σπόρο ελιάς σ΄ ολόκληρη τη γη Η τι-

μή του όμως ήταν πολύ πάρα πολύ υψηλή Εκα-

τό χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Γιε μου δεν έχουμε τόσα χρήματα Μπορούμε

όμως να πουλήσουμε τα τέσσερα κτήματά μας

_Ναι να τα δώσουμε Θα μας μείνει η αυλή του

σπιτιού Εκεί θα φυτέψουμε τον πολύτιμο σπόρο

Τότε εμφανίστηκε ο μάγος Άλφρεντ

_Δίνω διακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα είπε

ο μάγος

_Άλφρεντ δεν είναι τίμιο είπε ο Νίκος

Προλάβαμε

εμείς να αγοράσουμε αυτόν το σπόρο

_Δίνω τριακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Τότε εγώ θα δώσω και το σπίτι μου είπε ο πα-

τέρας του Νίκου

_Ναι αλλά hellip αυτά είναι λιγότερα από τα χρή-

ματα που μου δίνει ο μάγος είπε ο έμπορος

_Τότε και εγώ θα δώσω όσα χρήματα έχω στον

κουμπαρά μου είπε η Μαρία

_Κι εγώ φώναξε ο Βασίλης

_Εγώ θα δώσω το μοναδικό κτήμα που έχω είπε

ο κύριος Βαγγέλης

_Και εγώ φώναξε η κυρία Βαρβάρα

_Ναι Και εμείς θα δώσουμε ότι έχουμε στους

κουμπαράδες μας φώναξαν δυνατά όλα τα

παιδιά που ήταν μαζεμένα στην πλατεία του

χωριού

Όλοι άρχισαν να δίνουν χρήματα σπίτια

έπιπλα χωράφια και μαγαζιά μέχρι που κέρδι-

σαν το μάγο Άλφρεντ και αγόρασαν το σπόρο

της ελιάς Από τη στιγμή που τον φύτεψαν το

πρόσεχαν πάρα πολύ

Μετά από χρόνια όταν οι χωρικοί μάζεψαν

τους καρπούς αυτής της ελιάς διαπίστωσαν ότι

είχε το πιο νόστιμο λάδι Τότε ο μάγος

πείστηκε πως όλοι είχαν καταλάβει την αξία

της και γέμισε ξανά όλα τα χωράφια τους με

ελαιόδεντρα

ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α

Κουκάκη Κατερίνα

Μπογκντάνι Γκισέλα

Καρυώτης Γιώργος

Αθανασόπουλος Στέφανος

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 48: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

Η μικρή ελιά

Η μικρή ελιά για πρώτη φορά γέμισε καρπό

Ο γεωργός την αγαπούσε γιατί του θύμιζε την

πρώτη του αγάπη κοντούλα και στρουμπουλή

Της είχε φτιάξει ένα περιδέραιο με

ασπρισμένες πέτρες και συχνά καθόταν και

κουβέντιαζε μαζί της τα όνειρα και τις

αναμνήσεις του Η ελιά κάθε μέρα και πιο

όμορφη

Ένα πρωί του Νοέμβρη ο γεωργός άπλωσε πανιά

κι άρχισε να την ραβδίζει Πάνε οι ελιές πάνε

τα φύλλα πάει η ομορφιά

Η ελιά μέσα στα αναφιλητά της μονολογούσε

-Μ αγαπούσε και με χάλασε Πως εννοεί ο

άνθρωπος την αγάπη Έλεγε και ξανάλεγε

Τότε ακούει μια μαργαρίτα να της λέει

-Άκουσε να σου πω Ο άνθρωπος δεν ξέρει την

αγάπη

Μην τον παρεξηγείς Κοίταξε εμένα που μια

ζωή με μαδάει για να μάθειhellip

Το καλάμι κι η ελιά

Μια φορά δίπλα σε μια ελιά είχε φυτρώσει ένα καλάμιΗ ελιά ήταν ένα μεγάλο και δυνατό δέντρο με πολλά κλαδιά πουκρατούσαν τα φύλλα τους όλη τη χρονιά και κάθε δυο χρόνιαέγερναν από το βάρος του καρπού

Το καλάμι πάλι ήτανε ψηλόλιγνο με καταπράσινα στενόμακρα φύλλα με ωραιότατα παράξενα λουλούδια που έμοιαζαν με τσαμπιά κι είχανε το σχήμα του αδραχτιού

Η ελιά καυχιόταν ολοένα

-Τι είσαι συ μπροστά μου έλεγε στο καλάμιΕγώ είμαι ένα δέντρο μεγάλο δυνατό ευλογημένο Οι άνθρωποι με λατρεύουνγιατί τους δίνω τις ελιές και το λάδι μου τους δίνω ξερόκλαδα για να ζεσταίνονταιτους δίνω ξύλα για να φτιάχνουν ακριβά έπιπλα Είμαι μεγάλη ψηλή γερήκαι συ είσαι ένα αδύναμο πραγματάκι που λυγίζεις μπροστά σrsquo όλους τους ανέμους και τους προσκυνάς Δεν μπορώ να καταλάβω πώς έχεις την τόλμη να φυτρώνεις πλάι μου

Το καημένο το καλάμι

που ήταν από φυσικού

του ντροπαλό ταrsquo

άκουγε όλα αυτά και

δεν έλεγε τίποτα κι

ούτε και θύμωνε γιατί

αυτό δεν είχε να

καυχηθεί για τίποτα

Ήρθε ένας χειμώνας όμως βαρύς κι άρχισε να

φυσάει ένας αέρας δαιμονισμένος

που χτυπούσε με μανία την ελιά ώσπου στο

τέλος την ξερίζωσε

Το καλάμι με το πρώτο φύσημα του ανέμου

έγειρε λυγερό όπως ήτανε

προς το νερό κι έτσι ο άνεμος περνούσε από

πάνω του χωρίς να το πειράξει

Κι όταν η καταιγίδα σταμάτησε κι ο άνεμος

έπαψε να φυσάει

η ελιά απόμεινε πεσμένη στο χώμα και το

καλάμι σηκώθηκε

πάλι όρθιο και λυγερό όπως και πριν

Βλέπετε το καλάμι ήξερε να υποχωρεί εκεί που

ένιωθε ότι δεν είχε δύναμη νrsquo αντισταθεί ενώ

η ελιά πλήρωσε με τη ζωή της την

υπερηφάνειά της

Ο Μανωλιός και η γέρικη ελιά

Μια φορά και έναν καιρό όταν ο ζεστός άνεμος

φυσούσε και τα δέντρα λυπημένα έγερναν τα

κουρασμένα φυλλώματά τους ένα παλικάρι

που τον έλεγαν Μανωλιό πήγαινε τα πότιζε

και τους έκανε συντροφιά Τrsquo άλλα παλικάρια

του χωριού ζήλευαν τις χάρες και την καρδιά

του Μανωλιού Ψιθύριζαν λόγια άσχημα

μεταξύ τους δίχως να καταλαβαίνουν ότι αυτό

που έκαναν δεν ήταν σωστό

Μια μέρα κάθισαν κάτω από τον ίσκιο μιας

γέρικης ελιάς για να ξαποστάσουν Ξαφνικά

άκουσαν ένα θρόισμα γύρισαν τα κεφαλάκια

τους και από το κέντρο του κορμού της ελιάς

είδανε ένα χαμογελαστό πρόσωπο που με

ανθρώπινη μιλιά τους είπε

Αυτό το δέντρο που στον ίσκιο του ήρθατε να ξεκουραστείτε ξέρετε ποιος το ποτίζει

Όχι απάντησαν εκείνοι

Ο Μανωλιός που κοροϊδεύετε αποκρίθηκε το δέντρο

Εκείνοι ντροπιασμένοι έφυγαν με σκυμμένο το κεφάλι Στο δρόμο συνάντησαν τον Μανωλιό

Καλημέρα είπαν με μία φωνή Σήμερα θα έρθουμε μαζί σου να σε βοηθήσουμε να ποτίσεις τα δέντρα

Έτσι κι έγινε Από τότε έγιναν φίλοι Κάθε

απόγευμα πότιζαν τα δέντρα κι ύστερα κάτω

από τα φυλλώματα της γέρικης ελιάς άρχιζαν

το τραγούδι που μιλούσε για χώρες

παράξενε για ζούγκλες με πολύχρωμους

παπαγάλους για ινδιάνους με κιτρινοκόκκινα

φτερά στα καπέλα τους και ιδιαίτερα

τραγουδούσαν για την συμπόνια και την

ευαίσθητη καρδιά των ανθρώπων

Μια μέρα που ο ήλιος γίνηκε πορφυρός και

κρύφτηκε πίσω από τα βουνά ο Μανωλιός

πήγε μόνος του πότισε την γέρικη ελιά

ξάπλωσε και τον πήρε ένας βαθύς ύπνος Τότε

είδε πως μέσα στην κουφάλα της γέρικης ελιάς

είχανε στήσει ένα πανέμορφο παλάτι γεμάτο

κόσμο που χόρευε και γλένταγε

Θα πάω κι εγώ είπε δειλά δειλά ο Μανωλιός

bull Όσο προχωρούσε τόσο τα φώτα

μεγάλωναν ώσπου έφτασε στο κέντρο Εκεί

ένας βασιλιάς καθόταν σrsquoένα χρυσαφένιο

θρόνο Πίσω του στεκόταν μια Σφίγγα

άγαλμα Πήρε ανθρώπινη μιλιά αρχίζοντας να

λέει καλωσορίσματα στον Μανωλιό Εκείνος

χαμογελαστός χαιρέτησεμα τι να δει Σrsquoέναν

καθρέπτη που βρέθηκε μπροστά του ο

Μανωλιός ήταν ντυμένος πρίγκιπας

bull Πω πω Τι όμορφος που είμαι Αναφώνησε

Ξαφνικά υπηρέτες έστρωσαν ένα κόκκινο

χαλί για να περάσει ο Μανωλιός και αυτοί

αριστερά και δεξιά τον προσκυνούσαν Όταν

πέρασε τον διάδρομο με το κόκκινο χαλί

στάθηκε στον βασιλιά που του είπε

Καλόκαρδο και πονόψυχο παλικάρι Εσύ πότιζες

το δέντρο κι έτσι μπόρεσε το παλάτι μου να

βρίσκεται εδώ με όλους τους ανθρώπους

μου διαφορετικά αν το άφηνες να ξεραθεί από

το ζεστό άνεμο τώρα δεν θα

υπήρχαμε Γιrsquoαυτό αξίζεις να γίνεις γιος μου

να παντρευτείς την Βασιλοπούλα και με

δικαιοσύνη αγάπη και φρόνηση να γίνεις εσύ

ο καινούριος Βασιλιάς λύνοντας έτσι τα μάγια

της κακιάς νεράιδας που μας είχε

καταδικασμένους

Έτσι κι έγινε Ο Μανωλιός έγινε βασιλιάς με

τιμές και δόξες διότι ήξερε την γλώσσα της

καρδιάς που πάντα μας διδάσκει πόσο καλό

είναι να είσαι άνθρωπος Από τότε ο

Μανωλιός έμεινε στο παλάτι και κανείς ακόμα

δεν ξέρει τι ταξίδι ακολούθησε στον χρόνο του

ύπνου του άφησε όμως πίσω του τον

πραγματικό θησαυρό της καλοσύνης και της

αγάπης

ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Ο μαγικός ελαιώνας

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα παιδάκι που

το έλεγαν Λευτέρη Κάθε χρόνο το καλοκαίρι

μόλις έκλειναν τα σχολεία πήγαινε διακοπές

στο σπίτι της γιαγιάς του

Ένα καλοκαίρι έζησε μια σπουδαία περιπέτεια

Μια μέρα που η γιαγιά του είχε πάει για ψώνια

στην κοντινή πόλη ο Λευτέρης αποφάσισε να

εξερευνήσει τη σοφίτα του σπιτιού

Ανέβηκε προσεκτικά τη στριφογυριστή ξύλινη

σκάλα και στάθηκε αναποφάσιστος μπροστά

στην κλειστή πόρτα Πήρε μια βαθιά ανάσα

και την έσπρωξε δυνατά Πόσο σκοτεινά ήταν ό-

λα εκεί μέσα Ο Λευτέρης σκόνταψε σ΄ ένα πα-

λιό μπαούλο

Το άνοιξε γεμάτος περιέργεια Και τι δε βρήκε

Ολόκληρο θησαυρό Παλιά βιβλία του παππού

φορέματα της γιαγιάς παιχνίδια της μητέρας

του όταν ήταν παιδί Κάτω κάτω ήταν

τσαλακωμένο ένα κιτρινισμένο χαρτί Το

ξετύλιξε βιαστικά και τι να δει Ένας παλιός

χάρτης με σχεδιάγραμμα Αμέσως τον άρπαξε

κι άρχισε το ταξίδι του

Περπάτησε ώρες πολλές Πέρασε την πεδιάδα

με τα κίτρινα στάχυα το γεφυράκι του μικρού

ποταμού ώσπου έφτασε στο τέλος σε έναν

κάμπο γεμάτο ελιές

Διάλεξε την πιο μεγάλη ελιά και κάθισε να

ξεκουραστεί ακουμπώντας στο γέρικο κορμό

της

Ξαφνικά άκουσε μια απαλή φωνή Έμοιαζε

με της γιαγιάς του Κοίταξε γύρω του μα δεν

είδε κανέναν Η φωνή συνέχισε να του μιλάει

τρυφερά Ο Λευτέρης γεμάτος περιέργεια

άρχισε να παρατηρεί προσεχτικά το γέρικο

κορμό τα πελώρια κλαδιά και τ΄ ασημένια

φύλλα της ελιάς Τότε κατάλαβε ποιος του

μιλούσε Έκπληκτος άγγιξε απαλά το υπέροχο

αυτό δέντρο και μοιράστηκε μαζί του όλα του

τα μυστικά

Από εκείνη την ημέρα ο Λευτέρης πήγαινε

καθημερινά στο μαγικό αυτό ελαιώνα

Καθόταν ώρες στη σκιά της αγαπημένης του

ελιάς κι άκουγε τις πιο ωραίες ιστορίες

Ο καιρός πέρασε γρήγορα κι ήρθε η μέρα που

έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι του Έτρεξε στο

μαγικό ελαιώνα κι αγκάλιασε κλαίγοντας το

αγαπημένο του δέντρο Η ελιά έγειρε τα

κλαδιά της και χάιδεψε τα μαλλιά του laquo Μη

στενοχωριέσαιraquo του ψιθύρισε laquo Κόψε ένα

κλαράκι μου και πάρ΄ το μαζί σου Φύτεψέ το

στην αυλή του σπιτιού σου κι εγώ θα είμαι

πάντα κοντά σουraquo

Έτσι κι έγινε Ένα καινούριο ολόδροσο

δεντράκι φύτρωσε στον κήπο του Λευτέρη Κι

από τότε δεν χώρισαν ποτέ

Οι μαγικοί σπόροι

Μια φορά κι έναν καιρό σ΄ ένα μακρινό

χωριουδάκι ζούσε με τη γιαγιά του ένα μικρό

κορίτσι που το έλεγαν Ελπίδα Το σπιτάκι τους

ήταν πολύ φτωχικό Δύσκολα τα έβγαζαν πέρα

Ο περασμένος χειμώνας ήταν πολύ βαρύς

Τα πρώτα χιόνια έπεσαν νωρίς κι ο κρύος

βοριάς σφύριζε μανιασμένα Κάθε πρωί η

γιαγιά με την εγγονή της πήγαιναν στο δάσος

και μάζευαν φρούτα και ξύλα για να

ζεσταθούν

Μια μέρα ο άνεμος φυσούσε άγρια κι ο ήλιος

είχε κρυφτεί πίσω από τα βαριά μαύρα

σύννεφα Η Ελπίδα άφησε τη γιαγιά της στο

κρύο σπιτάκι τους τυλίχτηκε σφιχτά με το

σάλι της και ξεκίνησε για το δάσος Τα πόδια

και τα χέρια της είχαν παγώσει Τα μαλλιά και

τα ρούχα της είχαν βραχεί από την ξαφνική

μπόρα Και το σπουδαιότερο δεν μπορούσε να

γυρίσει πίσω γιατί δεν είχε μαζέψει ακόμη

τίποτα Αποφάσισε τότε να μπει για λίγο σε

μια σπηλιά που βρήκε στο δρόμο της και να

περιμένει

Έτρεμε από το κρύο και

από το φόβο της Είχε αρ

χίσει να νυχτώνει και η

γιαγιά της σίγουρα θα

ανησυχούσε Ξαφνικά

ένα απόκοσμο φως γέμι

σε τη σπηλιά και μια πα

νέμορφη νεράιδα πα

ρουσιάστηκε μπροστά

της

Της χαμογέλασε γλυκά και της χάιδεψε απαλά τα μαλλιά Κρατούσε ένα μικρό σακουλάκι που το άφησε προσεκτικά στα χέρια της Ελπίδας laquoΌταν πας σπίτι σου να το ανοίξεις και να κάνεις ότι ακριβώς σου πει η γιαγιά σου Αυτή ξέρειraquo της είπε τρυφερά και χάθηκε στο σκοτάδι της σπηλιάς Το κορίτσι κρατώντας το γερά έτρεξε χαρούμενο στο φτωχικό του σπιτάκι Τα μάτια του έλαμπαν από ενθουσιασμό καθώς έδειχνε στη γιαγιά του το δώρο της νεράιδας

Η γιαγιά ψηλάφησε τους μεγάλους γυαλιστερούς σπόρους τους έβαλε στη χούφτα της Ελπίδας και της είπε να τους φυτέψει στην αυλή Έτσι ακριβώς έκανε το μικρό κορίτσι Τους έχωσε βαθιά στο έδαφος και τους σκέπασε με φρέσκο χώμα Την άνοιξη οι σπόροι φύτρωσαν και γρήγορα έγιναν μεγάλα δέντρα με υπέροχο σταχτοπράσινο φύλλωμα Ήταν φουντωτές ελιές που αγκάλιασαν το μικρό σπιτάκι Ήρθε το φθινόπωρο και τα κλαδιά τους γέμισαν ευλογημένο καρπό

Από τότε η Ελπίδα κι η γιαγιά της έζησαν

ευτυχισμένες βοηθώντας κάθε κουρασμένο

περαστικό

Η αξία της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό σrsquo ένα μακρινό

χωριό όλοι οι άνθρωποι ζούσαν ευτυχισμένοι

Είχαν πολλά κτήματα εκτιμήσει πλούσια

γεμάτα ελιές Ποτέ όμως δεν είχαν σωστά την

αξία τους

Κάποια μέρα καθώς έπαιζαν δυο παιδιά η

Μαρία και ο Νίκος εμφανίστηκε μπροστά

τους ένας άγνωστος άντρας Τους μίλησε για

τα ελαιόδεντρα και τη χρησιμότητά τους Τους

είπε πως πρέπει να τα φροντίζουν και να τα

αγαπούν

Μετά από αρκετές ημέρες έγινε κάτι φοβερό

Στο χωριό έπεσε μεγάλη κατάρα Όλα τα χωράφια με τα ελαιόδεντρα καταστράφηκαν

Η Μαρία και ο Νίκος αμέσως κατάλαβαν πως έπρεπε να πάνε να βρουν τον μυστήριο αυτό άντρα που τους είχε επισκεφτεί

Τους είχε πει πως ζούσε στο δάσος Αυτό όμως δεν ήταν και τόσοhellip συνηθισμένο δάσος Έλεγαν πως στις κουφάλες των δέντρων ζούσαν φαντάσματα και πως το μέγεθος των ζώων ήταν υπερφυσικό

Φοβόντουσαν πάρα πολύ Περπάτησαν

ατελείωτες ώρες στη σκιά των πελώριων

δέντρων Με τη βοήθεια ενός λιονταριού

κατάφεραν να βρουν τον πύργο του άντρα που

έψαχναν

Χτύπησαν την πόρτα

αλλά κανείς δεν τους

άνοιξε Αποφάσισαν

να περιμένουν Δεν

κατάλαβαν πόσος

χρόνος πέρασε καιhellip

η πόρτα άνοιξε μόνη

της

Τα παιδιά μπήκαν γεμάτα περιέργεια στον

πύργο Ανέβηκαν διστακτικά την παλιά

στριφογυριστή σκάλα που τα οδήγησε σrsquo έ-

να επιβλητικό δωμάτιο Εκεί εργαζόταν ο

μυστηριώδης άντρας που είχαν γνωρίσει

Αμέσως κατάλαβαν πως ήταν μάγος Τους

αποκάλυψε αμέσως το όνομά του τον έλεγαν

Άλφρεντ Άρχισαν λοιπόν να του μιλούν για

το πρόβλημά τους Ο μάγος τα άκουσε προσε-

κτικά και τους είπε τι πρέπει να κάνουν

Έπρεπε να περάσουν τρεις δοκιμασίες Μόνο

έτσι θα έφευγε η κατάρα

Στο χωριό όλοι οι κάτοικοι περνούσαν δύσκο-

λα Από πλούσιοι είχαν γίνει φτωχοί και χωρίς

την ελιά και το λάδι της δεν μπορούσαν να ζή-

σουν Κατάλαβαν έτσι την αξία της αλλά ήταν

πλέον αργά Ή μάλλον σχεδόν αργά

Όταν τα παιδιά επέστρεψαν διηγήθηκαν σε

όλους όλα όσα τους συνέβησαν Τους είπαν για

το μάγο και τις τρεις δοκιμασίες που έπρεπε να

περάσουν Το πρόβλημα όμως ήταν πως δεν

τους είχε πει ποιες ήταν αυτές οι δοκιμασίες

ποιοι θα τις περνούσαν και πότε

Οι μέρες περνούσαν

αργά και βασανιστικά

μετά από δυο μήνες στο

χωριό εμφανίστηκε ένα

μικρό κορίτσι Χτύπησε

την πόρτα ενός σπιτιού

και ζήτησε λίγο φαγητό

Η οικογένεια όμως Το έ-

διωξε Το κορίτσι ήταν

Ο μάγος Άλφρεντ μεταμορ-

φωμένος Αυτή ήταν η πρώ-

τη δοκιμασία που δυστυχώς

όμως απέτυχαν

Αφού πέρασε μια εβδομάδα περίπου ένα μι-

κρό άγνωστο αγόρι εμφανίστηκε σε μια ομάδα

παιδιών και τους ζήτησε να παίξει μαζί τους Η

Μαρία και ο Νίκος όχι μόνο το δέχτηκαν αλλά

το άφησαν να διαλέξει το παιχνίδι που θα έπαι-

ζαν

_ Εσύ Νίκο θα είσαι ο αγρότης Εγώ θα είμαι η

ελιά και Μαρία θα είναι οι καρποί μου είπε το

αγόρι

Τα παιδιά συμφώνησαν κι άρχισαν όλα μαζί να

παίζουν Ο μάγος τότε παρατήρησε τον τρόπο

που ο Νίκος περιποιόταν την ελιά και πόσο χαι-

ρόταν όταν μάζευε τους καρπούς της Αυτή ήταν

η δεύτερη δοκιμασία και τα παιδιά την πέρασαν

με επιτυχία

Πέρασε αρκετός καιρός ώσπου έφτασε η ώρα

για την τρίτη δοκιμασία Μια μέρα ήρθε στο χω-

ριό ένας πλανόδιος έμπορος Πουλούσε από σπό-

ρους μέχρι και μαγικά αντικείμενα Οι τιμές όμως

ήταν πολύ υψηλές Ο Νίκος με τον πατέρα του ζή-

τησαν να δουν τους σπόρους που είχε

_Έχω σπόρους συκιάς πορτοκαλιάς μηλιάς και

τον τελευταίο σπόρο ελιάς είπε ο άντρας

_Τον τελευταίο Ρώτησε ο Νίκος

_ Ναι Τον τελευταίο

_Δεν υπάρχει άλλος

_Όχι

_Ούτε ένας

_Τίποτα

_Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Ναι Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Είστε σίγουρος για αυτό

_Απολύτως

Ο Νίκος δεν πίστευε στ΄ αυτιά τουΤότε ζήτη-

σε αμέσως απόν τον πατέρα του να αγοράσει τον

τελευταίο σπόρο ελιάς σ΄ ολόκληρη τη γη Η τι-

μή του όμως ήταν πολύ πάρα πολύ υψηλή Εκα-

τό χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Γιε μου δεν έχουμε τόσα χρήματα Μπορούμε

όμως να πουλήσουμε τα τέσσερα κτήματά μας

_Ναι να τα δώσουμε Θα μας μείνει η αυλή του

σπιτιού Εκεί θα φυτέψουμε τον πολύτιμο σπόρο

Τότε εμφανίστηκε ο μάγος Άλφρεντ

_Δίνω διακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα είπε

ο μάγος

_Άλφρεντ δεν είναι τίμιο είπε ο Νίκος

Προλάβαμε

εμείς να αγοράσουμε αυτόν το σπόρο

_Δίνω τριακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Τότε εγώ θα δώσω και το σπίτι μου είπε ο πα-

τέρας του Νίκου

_Ναι αλλά hellip αυτά είναι λιγότερα από τα χρή-

ματα που μου δίνει ο μάγος είπε ο έμπορος

_Τότε και εγώ θα δώσω όσα χρήματα έχω στον

κουμπαρά μου είπε η Μαρία

_Κι εγώ φώναξε ο Βασίλης

_Εγώ θα δώσω το μοναδικό κτήμα που έχω είπε

ο κύριος Βαγγέλης

_Και εγώ φώναξε η κυρία Βαρβάρα

_Ναι Και εμείς θα δώσουμε ότι έχουμε στους

κουμπαράδες μας φώναξαν δυνατά όλα τα

παιδιά που ήταν μαζεμένα στην πλατεία του

χωριού

Όλοι άρχισαν να δίνουν χρήματα σπίτια

έπιπλα χωράφια και μαγαζιά μέχρι που κέρδι-

σαν το μάγο Άλφρεντ και αγόρασαν το σπόρο

της ελιάς Από τη στιγμή που τον φύτεψαν το

πρόσεχαν πάρα πολύ

Μετά από χρόνια όταν οι χωρικοί μάζεψαν

τους καρπούς αυτής της ελιάς διαπίστωσαν ότι

είχε το πιο νόστιμο λάδι Τότε ο μάγος

πείστηκε πως όλοι είχαν καταλάβει την αξία

της και γέμισε ξανά όλα τα χωράφια τους με

ελαιόδεντρα

ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α

Κουκάκη Κατερίνα

Μπογκντάνι Γκισέλα

Καρυώτης Γιώργος

Αθανασόπουλος Στέφανος

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 49: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

Ένα πρωί του Νοέμβρη ο γεωργός άπλωσε πανιά

κι άρχισε να την ραβδίζει Πάνε οι ελιές πάνε

τα φύλλα πάει η ομορφιά

Η ελιά μέσα στα αναφιλητά της μονολογούσε

-Μ αγαπούσε και με χάλασε Πως εννοεί ο

άνθρωπος την αγάπη Έλεγε και ξανάλεγε

Τότε ακούει μια μαργαρίτα να της λέει

-Άκουσε να σου πω Ο άνθρωπος δεν ξέρει την

αγάπη

Μην τον παρεξηγείς Κοίταξε εμένα που μια

ζωή με μαδάει για να μάθειhellip

Το καλάμι κι η ελιά

Μια φορά δίπλα σε μια ελιά είχε φυτρώσει ένα καλάμιΗ ελιά ήταν ένα μεγάλο και δυνατό δέντρο με πολλά κλαδιά πουκρατούσαν τα φύλλα τους όλη τη χρονιά και κάθε δυο χρόνιαέγερναν από το βάρος του καρπού

Το καλάμι πάλι ήτανε ψηλόλιγνο με καταπράσινα στενόμακρα φύλλα με ωραιότατα παράξενα λουλούδια που έμοιαζαν με τσαμπιά κι είχανε το σχήμα του αδραχτιού

Η ελιά καυχιόταν ολοένα

-Τι είσαι συ μπροστά μου έλεγε στο καλάμιΕγώ είμαι ένα δέντρο μεγάλο δυνατό ευλογημένο Οι άνθρωποι με λατρεύουνγιατί τους δίνω τις ελιές και το λάδι μου τους δίνω ξερόκλαδα για να ζεσταίνονταιτους δίνω ξύλα για να φτιάχνουν ακριβά έπιπλα Είμαι μεγάλη ψηλή γερήκαι συ είσαι ένα αδύναμο πραγματάκι που λυγίζεις μπροστά σrsquo όλους τους ανέμους και τους προσκυνάς Δεν μπορώ να καταλάβω πώς έχεις την τόλμη να φυτρώνεις πλάι μου

Το καημένο το καλάμι

που ήταν από φυσικού

του ντροπαλό ταrsquo

άκουγε όλα αυτά και

δεν έλεγε τίποτα κι

ούτε και θύμωνε γιατί

αυτό δεν είχε να

καυχηθεί για τίποτα

Ήρθε ένας χειμώνας όμως βαρύς κι άρχισε να

φυσάει ένας αέρας δαιμονισμένος

που χτυπούσε με μανία την ελιά ώσπου στο

τέλος την ξερίζωσε

Το καλάμι με το πρώτο φύσημα του ανέμου

έγειρε λυγερό όπως ήτανε

προς το νερό κι έτσι ο άνεμος περνούσε από

πάνω του χωρίς να το πειράξει

Κι όταν η καταιγίδα σταμάτησε κι ο άνεμος

έπαψε να φυσάει

η ελιά απόμεινε πεσμένη στο χώμα και το

καλάμι σηκώθηκε

πάλι όρθιο και λυγερό όπως και πριν

Βλέπετε το καλάμι ήξερε να υποχωρεί εκεί που

ένιωθε ότι δεν είχε δύναμη νrsquo αντισταθεί ενώ

η ελιά πλήρωσε με τη ζωή της την

υπερηφάνειά της

Ο Μανωλιός και η γέρικη ελιά

Μια φορά και έναν καιρό όταν ο ζεστός άνεμος

φυσούσε και τα δέντρα λυπημένα έγερναν τα

κουρασμένα φυλλώματά τους ένα παλικάρι

που τον έλεγαν Μανωλιό πήγαινε τα πότιζε

και τους έκανε συντροφιά Τrsquo άλλα παλικάρια

του χωριού ζήλευαν τις χάρες και την καρδιά

του Μανωλιού Ψιθύριζαν λόγια άσχημα

μεταξύ τους δίχως να καταλαβαίνουν ότι αυτό

που έκαναν δεν ήταν σωστό

Μια μέρα κάθισαν κάτω από τον ίσκιο μιας

γέρικης ελιάς για να ξαποστάσουν Ξαφνικά

άκουσαν ένα θρόισμα γύρισαν τα κεφαλάκια

τους και από το κέντρο του κορμού της ελιάς

είδανε ένα χαμογελαστό πρόσωπο που με

ανθρώπινη μιλιά τους είπε

Αυτό το δέντρο που στον ίσκιο του ήρθατε να ξεκουραστείτε ξέρετε ποιος το ποτίζει

Όχι απάντησαν εκείνοι

Ο Μανωλιός που κοροϊδεύετε αποκρίθηκε το δέντρο

Εκείνοι ντροπιασμένοι έφυγαν με σκυμμένο το κεφάλι Στο δρόμο συνάντησαν τον Μανωλιό

Καλημέρα είπαν με μία φωνή Σήμερα θα έρθουμε μαζί σου να σε βοηθήσουμε να ποτίσεις τα δέντρα

Έτσι κι έγινε Από τότε έγιναν φίλοι Κάθε

απόγευμα πότιζαν τα δέντρα κι ύστερα κάτω

από τα φυλλώματα της γέρικης ελιάς άρχιζαν

το τραγούδι που μιλούσε για χώρες

παράξενε για ζούγκλες με πολύχρωμους

παπαγάλους για ινδιάνους με κιτρινοκόκκινα

φτερά στα καπέλα τους και ιδιαίτερα

τραγουδούσαν για την συμπόνια και την

ευαίσθητη καρδιά των ανθρώπων

Μια μέρα που ο ήλιος γίνηκε πορφυρός και

κρύφτηκε πίσω από τα βουνά ο Μανωλιός

πήγε μόνος του πότισε την γέρικη ελιά

ξάπλωσε και τον πήρε ένας βαθύς ύπνος Τότε

είδε πως μέσα στην κουφάλα της γέρικης ελιάς

είχανε στήσει ένα πανέμορφο παλάτι γεμάτο

κόσμο που χόρευε και γλένταγε

Θα πάω κι εγώ είπε δειλά δειλά ο Μανωλιός

bull Όσο προχωρούσε τόσο τα φώτα

μεγάλωναν ώσπου έφτασε στο κέντρο Εκεί

ένας βασιλιάς καθόταν σrsquoένα χρυσαφένιο

θρόνο Πίσω του στεκόταν μια Σφίγγα

άγαλμα Πήρε ανθρώπινη μιλιά αρχίζοντας να

λέει καλωσορίσματα στον Μανωλιό Εκείνος

χαμογελαστός χαιρέτησεμα τι να δει Σrsquoέναν

καθρέπτη που βρέθηκε μπροστά του ο

Μανωλιός ήταν ντυμένος πρίγκιπας

bull Πω πω Τι όμορφος που είμαι Αναφώνησε

Ξαφνικά υπηρέτες έστρωσαν ένα κόκκινο

χαλί για να περάσει ο Μανωλιός και αυτοί

αριστερά και δεξιά τον προσκυνούσαν Όταν

πέρασε τον διάδρομο με το κόκκινο χαλί

στάθηκε στον βασιλιά που του είπε

Καλόκαρδο και πονόψυχο παλικάρι Εσύ πότιζες

το δέντρο κι έτσι μπόρεσε το παλάτι μου να

βρίσκεται εδώ με όλους τους ανθρώπους

μου διαφορετικά αν το άφηνες να ξεραθεί από

το ζεστό άνεμο τώρα δεν θα

υπήρχαμε Γιrsquoαυτό αξίζεις να γίνεις γιος μου

να παντρευτείς την Βασιλοπούλα και με

δικαιοσύνη αγάπη και φρόνηση να γίνεις εσύ

ο καινούριος Βασιλιάς λύνοντας έτσι τα μάγια

της κακιάς νεράιδας που μας είχε

καταδικασμένους

Έτσι κι έγινε Ο Μανωλιός έγινε βασιλιάς με

τιμές και δόξες διότι ήξερε την γλώσσα της

καρδιάς που πάντα μας διδάσκει πόσο καλό

είναι να είσαι άνθρωπος Από τότε ο

Μανωλιός έμεινε στο παλάτι και κανείς ακόμα

δεν ξέρει τι ταξίδι ακολούθησε στον χρόνο του

ύπνου του άφησε όμως πίσω του τον

πραγματικό θησαυρό της καλοσύνης και της

αγάπης

ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Ο μαγικός ελαιώνας

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα παιδάκι που

το έλεγαν Λευτέρη Κάθε χρόνο το καλοκαίρι

μόλις έκλειναν τα σχολεία πήγαινε διακοπές

στο σπίτι της γιαγιάς του

Ένα καλοκαίρι έζησε μια σπουδαία περιπέτεια

Μια μέρα που η γιαγιά του είχε πάει για ψώνια

στην κοντινή πόλη ο Λευτέρης αποφάσισε να

εξερευνήσει τη σοφίτα του σπιτιού

Ανέβηκε προσεκτικά τη στριφογυριστή ξύλινη

σκάλα και στάθηκε αναποφάσιστος μπροστά

στην κλειστή πόρτα Πήρε μια βαθιά ανάσα

και την έσπρωξε δυνατά Πόσο σκοτεινά ήταν ό-

λα εκεί μέσα Ο Λευτέρης σκόνταψε σ΄ ένα πα-

λιό μπαούλο

Το άνοιξε γεμάτος περιέργεια Και τι δε βρήκε

Ολόκληρο θησαυρό Παλιά βιβλία του παππού

φορέματα της γιαγιάς παιχνίδια της μητέρας

του όταν ήταν παιδί Κάτω κάτω ήταν

τσαλακωμένο ένα κιτρινισμένο χαρτί Το

ξετύλιξε βιαστικά και τι να δει Ένας παλιός

χάρτης με σχεδιάγραμμα Αμέσως τον άρπαξε

κι άρχισε το ταξίδι του

Περπάτησε ώρες πολλές Πέρασε την πεδιάδα

με τα κίτρινα στάχυα το γεφυράκι του μικρού

ποταμού ώσπου έφτασε στο τέλος σε έναν

κάμπο γεμάτο ελιές

Διάλεξε την πιο μεγάλη ελιά και κάθισε να

ξεκουραστεί ακουμπώντας στο γέρικο κορμό

της

Ξαφνικά άκουσε μια απαλή φωνή Έμοιαζε

με της γιαγιάς του Κοίταξε γύρω του μα δεν

είδε κανέναν Η φωνή συνέχισε να του μιλάει

τρυφερά Ο Λευτέρης γεμάτος περιέργεια

άρχισε να παρατηρεί προσεχτικά το γέρικο

κορμό τα πελώρια κλαδιά και τ΄ ασημένια

φύλλα της ελιάς Τότε κατάλαβε ποιος του

μιλούσε Έκπληκτος άγγιξε απαλά το υπέροχο

αυτό δέντρο και μοιράστηκε μαζί του όλα του

τα μυστικά

Από εκείνη την ημέρα ο Λευτέρης πήγαινε

καθημερινά στο μαγικό αυτό ελαιώνα

Καθόταν ώρες στη σκιά της αγαπημένης του

ελιάς κι άκουγε τις πιο ωραίες ιστορίες

Ο καιρός πέρασε γρήγορα κι ήρθε η μέρα που

έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι του Έτρεξε στο

μαγικό ελαιώνα κι αγκάλιασε κλαίγοντας το

αγαπημένο του δέντρο Η ελιά έγειρε τα

κλαδιά της και χάιδεψε τα μαλλιά του laquo Μη

στενοχωριέσαιraquo του ψιθύρισε laquo Κόψε ένα

κλαράκι μου και πάρ΄ το μαζί σου Φύτεψέ το

στην αυλή του σπιτιού σου κι εγώ θα είμαι

πάντα κοντά σουraquo

Έτσι κι έγινε Ένα καινούριο ολόδροσο

δεντράκι φύτρωσε στον κήπο του Λευτέρη Κι

από τότε δεν χώρισαν ποτέ

Οι μαγικοί σπόροι

Μια φορά κι έναν καιρό σ΄ ένα μακρινό

χωριουδάκι ζούσε με τη γιαγιά του ένα μικρό

κορίτσι που το έλεγαν Ελπίδα Το σπιτάκι τους

ήταν πολύ φτωχικό Δύσκολα τα έβγαζαν πέρα

Ο περασμένος χειμώνας ήταν πολύ βαρύς

Τα πρώτα χιόνια έπεσαν νωρίς κι ο κρύος

βοριάς σφύριζε μανιασμένα Κάθε πρωί η

γιαγιά με την εγγονή της πήγαιναν στο δάσος

και μάζευαν φρούτα και ξύλα για να

ζεσταθούν

Μια μέρα ο άνεμος φυσούσε άγρια κι ο ήλιος

είχε κρυφτεί πίσω από τα βαριά μαύρα

σύννεφα Η Ελπίδα άφησε τη γιαγιά της στο

κρύο σπιτάκι τους τυλίχτηκε σφιχτά με το

σάλι της και ξεκίνησε για το δάσος Τα πόδια

και τα χέρια της είχαν παγώσει Τα μαλλιά και

τα ρούχα της είχαν βραχεί από την ξαφνική

μπόρα Και το σπουδαιότερο δεν μπορούσε να

γυρίσει πίσω γιατί δεν είχε μαζέψει ακόμη

τίποτα Αποφάσισε τότε να μπει για λίγο σε

μια σπηλιά που βρήκε στο δρόμο της και να

περιμένει

Έτρεμε από το κρύο και

από το φόβο της Είχε αρ

χίσει να νυχτώνει και η

γιαγιά της σίγουρα θα

ανησυχούσε Ξαφνικά

ένα απόκοσμο φως γέμι

σε τη σπηλιά και μια πα

νέμορφη νεράιδα πα

ρουσιάστηκε μπροστά

της

Της χαμογέλασε γλυκά και της χάιδεψε απαλά τα μαλλιά Κρατούσε ένα μικρό σακουλάκι που το άφησε προσεκτικά στα χέρια της Ελπίδας laquoΌταν πας σπίτι σου να το ανοίξεις και να κάνεις ότι ακριβώς σου πει η γιαγιά σου Αυτή ξέρειraquo της είπε τρυφερά και χάθηκε στο σκοτάδι της σπηλιάς Το κορίτσι κρατώντας το γερά έτρεξε χαρούμενο στο φτωχικό του σπιτάκι Τα μάτια του έλαμπαν από ενθουσιασμό καθώς έδειχνε στη γιαγιά του το δώρο της νεράιδας

Η γιαγιά ψηλάφησε τους μεγάλους γυαλιστερούς σπόρους τους έβαλε στη χούφτα της Ελπίδας και της είπε να τους φυτέψει στην αυλή Έτσι ακριβώς έκανε το μικρό κορίτσι Τους έχωσε βαθιά στο έδαφος και τους σκέπασε με φρέσκο χώμα Την άνοιξη οι σπόροι φύτρωσαν και γρήγορα έγιναν μεγάλα δέντρα με υπέροχο σταχτοπράσινο φύλλωμα Ήταν φουντωτές ελιές που αγκάλιασαν το μικρό σπιτάκι Ήρθε το φθινόπωρο και τα κλαδιά τους γέμισαν ευλογημένο καρπό

Από τότε η Ελπίδα κι η γιαγιά της έζησαν

ευτυχισμένες βοηθώντας κάθε κουρασμένο

περαστικό

Η αξία της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό σrsquo ένα μακρινό

χωριό όλοι οι άνθρωποι ζούσαν ευτυχισμένοι

Είχαν πολλά κτήματα εκτιμήσει πλούσια

γεμάτα ελιές Ποτέ όμως δεν είχαν σωστά την

αξία τους

Κάποια μέρα καθώς έπαιζαν δυο παιδιά η

Μαρία και ο Νίκος εμφανίστηκε μπροστά

τους ένας άγνωστος άντρας Τους μίλησε για

τα ελαιόδεντρα και τη χρησιμότητά τους Τους

είπε πως πρέπει να τα φροντίζουν και να τα

αγαπούν

Μετά από αρκετές ημέρες έγινε κάτι φοβερό

Στο χωριό έπεσε μεγάλη κατάρα Όλα τα χωράφια με τα ελαιόδεντρα καταστράφηκαν

Η Μαρία και ο Νίκος αμέσως κατάλαβαν πως έπρεπε να πάνε να βρουν τον μυστήριο αυτό άντρα που τους είχε επισκεφτεί

Τους είχε πει πως ζούσε στο δάσος Αυτό όμως δεν ήταν και τόσοhellip συνηθισμένο δάσος Έλεγαν πως στις κουφάλες των δέντρων ζούσαν φαντάσματα και πως το μέγεθος των ζώων ήταν υπερφυσικό

Φοβόντουσαν πάρα πολύ Περπάτησαν

ατελείωτες ώρες στη σκιά των πελώριων

δέντρων Με τη βοήθεια ενός λιονταριού

κατάφεραν να βρουν τον πύργο του άντρα που

έψαχναν

Χτύπησαν την πόρτα

αλλά κανείς δεν τους

άνοιξε Αποφάσισαν

να περιμένουν Δεν

κατάλαβαν πόσος

χρόνος πέρασε καιhellip

η πόρτα άνοιξε μόνη

της

Τα παιδιά μπήκαν γεμάτα περιέργεια στον

πύργο Ανέβηκαν διστακτικά την παλιά

στριφογυριστή σκάλα που τα οδήγησε σrsquo έ-

να επιβλητικό δωμάτιο Εκεί εργαζόταν ο

μυστηριώδης άντρας που είχαν γνωρίσει

Αμέσως κατάλαβαν πως ήταν μάγος Τους

αποκάλυψε αμέσως το όνομά του τον έλεγαν

Άλφρεντ Άρχισαν λοιπόν να του μιλούν για

το πρόβλημά τους Ο μάγος τα άκουσε προσε-

κτικά και τους είπε τι πρέπει να κάνουν

Έπρεπε να περάσουν τρεις δοκιμασίες Μόνο

έτσι θα έφευγε η κατάρα

Στο χωριό όλοι οι κάτοικοι περνούσαν δύσκο-

λα Από πλούσιοι είχαν γίνει φτωχοί και χωρίς

την ελιά και το λάδι της δεν μπορούσαν να ζή-

σουν Κατάλαβαν έτσι την αξία της αλλά ήταν

πλέον αργά Ή μάλλον σχεδόν αργά

Όταν τα παιδιά επέστρεψαν διηγήθηκαν σε

όλους όλα όσα τους συνέβησαν Τους είπαν για

το μάγο και τις τρεις δοκιμασίες που έπρεπε να

περάσουν Το πρόβλημα όμως ήταν πως δεν

τους είχε πει ποιες ήταν αυτές οι δοκιμασίες

ποιοι θα τις περνούσαν και πότε

Οι μέρες περνούσαν

αργά και βασανιστικά

μετά από δυο μήνες στο

χωριό εμφανίστηκε ένα

μικρό κορίτσι Χτύπησε

την πόρτα ενός σπιτιού

και ζήτησε λίγο φαγητό

Η οικογένεια όμως Το έ-

διωξε Το κορίτσι ήταν

Ο μάγος Άλφρεντ μεταμορ-

φωμένος Αυτή ήταν η πρώ-

τη δοκιμασία που δυστυχώς

όμως απέτυχαν

Αφού πέρασε μια εβδομάδα περίπου ένα μι-

κρό άγνωστο αγόρι εμφανίστηκε σε μια ομάδα

παιδιών και τους ζήτησε να παίξει μαζί τους Η

Μαρία και ο Νίκος όχι μόνο το δέχτηκαν αλλά

το άφησαν να διαλέξει το παιχνίδι που θα έπαι-

ζαν

_ Εσύ Νίκο θα είσαι ο αγρότης Εγώ θα είμαι η

ελιά και Μαρία θα είναι οι καρποί μου είπε το

αγόρι

Τα παιδιά συμφώνησαν κι άρχισαν όλα μαζί να

παίζουν Ο μάγος τότε παρατήρησε τον τρόπο

που ο Νίκος περιποιόταν την ελιά και πόσο χαι-

ρόταν όταν μάζευε τους καρπούς της Αυτή ήταν

η δεύτερη δοκιμασία και τα παιδιά την πέρασαν

με επιτυχία

Πέρασε αρκετός καιρός ώσπου έφτασε η ώρα

για την τρίτη δοκιμασία Μια μέρα ήρθε στο χω-

ριό ένας πλανόδιος έμπορος Πουλούσε από σπό-

ρους μέχρι και μαγικά αντικείμενα Οι τιμές όμως

ήταν πολύ υψηλές Ο Νίκος με τον πατέρα του ζή-

τησαν να δουν τους σπόρους που είχε

_Έχω σπόρους συκιάς πορτοκαλιάς μηλιάς και

τον τελευταίο σπόρο ελιάς είπε ο άντρας

_Τον τελευταίο Ρώτησε ο Νίκος

_ Ναι Τον τελευταίο

_Δεν υπάρχει άλλος

_Όχι

_Ούτε ένας

_Τίποτα

_Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Ναι Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Είστε σίγουρος για αυτό

_Απολύτως

Ο Νίκος δεν πίστευε στ΄ αυτιά τουΤότε ζήτη-

σε αμέσως απόν τον πατέρα του να αγοράσει τον

τελευταίο σπόρο ελιάς σ΄ ολόκληρη τη γη Η τι-

μή του όμως ήταν πολύ πάρα πολύ υψηλή Εκα-

τό χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Γιε μου δεν έχουμε τόσα χρήματα Μπορούμε

όμως να πουλήσουμε τα τέσσερα κτήματά μας

_Ναι να τα δώσουμε Θα μας μείνει η αυλή του

σπιτιού Εκεί θα φυτέψουμε τον πολύτιμο σπόρο

Τότε εμφανίστηκε ο μάγος Άλφρεντ

_Δίνω διακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα είπε

ο μάγος

_Άλφρεντ δεν είναι τίμιο είπε ο Νίκος

Προλάβαμε

εμείς να αγοράσουμε αυτόν το σπόρο

_Δίνω τριακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Τότε εγώ θα δώσω και το σπίτι μου είπε ο πα-

τέρας του Νίκου

_Ναι αλλά hellip αυτά είναι λιγότερα από τα χρή-

ματα που μου δίνει ο μάγος είπε ο έμπορος

_Τότε και εγώ θα δώσω όσα χρήματα έχω στον

κουμπαρά μου είπε η Μαρία

_Κι εγώ φώναξε ο Βασίλης

_Εγώ θα δώσω το μοναδικό κτήμα που έχω είπε

ο κύριος Βαγγέλης

_Και εγώ φώναξε η κυρία Βαρβάρα

_Ναι Και εμείς θα δώσουμε ότι έχουμε στους

κουμπαράδες μας φώναξαν δυνατά όλα τα

παιδιά που ήταν μαζεμένα στην πλατεία του

χωριού

Όλοι άρχισαν να δίνουν χρήματα σπίτια

έπιπλα χωράφια και μαγαζιά μέχρι που κέρδι-

σαν το μάγο Άλφρεντ και αγόρασαν το σπόρο

της ελιάς Από τη στιγμή που τον φύτεψαν το

πρόσεχαν πάρα πολύ

Μετά από χρόνια όταν οι χωρικοί μάζεψαν

τους καρπούς αυτής της ελιάς διαπίστωσαν ότι

είχε το πιο νόστιμο λάδι Τότε ο μάγος

πείστηκε πως όλοι είχαν καταλάβει την αξία

της και γέμισε ξανά όλα τα χωράφια τους με

ελαιόδεντρα

ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α

Κουκάκη Κατερίνα

Μπογκντάνι Γκισέλα

Καρυώτης Γιώργος

Αθανασόπουλος Στέφανος

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 50: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

Τότε ακούει μια μαργαρίτα να της λέει

-Άκουσε να σου πω Ο άνθρωπος δεν ξέρει την

αγάπη

Μην τον παρεξηγείς Κοίταξε εμένα που μια

ζωή με μαδάει για να μάθειhellip

Το καλάμι κι η ελιά

Μια φορά δίπλα σε μια ελιά είχε φυτρώσει ένα καλάμιΗ ελιά ήταν ένα μεγάλο και δυνατό δέντρο με πολλά κλαδιά πουκρατούσαν τα φύλλα τους όλη τη χρονιά και κάθε δυο χρόνιαέγερναν από το βάρος του καρπού

Το καλάμι πάλι ήτανε ψηλόλιγνο με καταπράσινα στενόμακρα φύλλα με ωραιότατα παράξενα λουλούδια που έμοιαζαν με τσαμπιά κι είχανε το σχήμα του αδραχτιού

Η ελιά καυχιόταν ολοένα

-Τι είσαι συ μπροστά μου έλεγε στο καλάμιΕγώ είμαι ένα δέντρο μεγάλο δυνατό ευλογημένο Οι άνθρωποι με λατρεύουνγιατί τους δίνω τις ελιές και το λάδι μου τους δίνω ξερόκλαδα για να ζεσταίνονταιτους δίνω ξύλα για να φτιάχνουν ακριβά έπιπλα Είμαι μεγάλη ψηλή γερήκαι συ είσαι ένα αδύναμο πραγματάκι που λυγίζεις μπροστά σrsquo όλους τους ανέμους και τους προσκυνάς Δεν μπορώ να καταλάβω πώς έχεις την τόλμη να φυτρώνεις πλάι μου

Το καημένο το καλάμι

που ήταν από φυσικού

του ντροπαλό ταrsquo

άκουγε όλα αυτά και

δεν έλεγε τίποτα κι

ούτε και θύμωνε γιατί

αυτό δεν είχε να

καυχηθεί για τίποτα

Ήρθε ένας χειμώνας όμως βαρύς κι άρχισε να

φυσάει ένας αέρας δαιμονισμένος

που χτυπούσε με μανία την ελιά ώσπου στο

τέλος την ξερίζωσε

Το καλάμι με το πρώτο φύσημα του ανέμου

έγειρε λυγερό όπως ήτανε

προς το νερό κι έτσι ο άνεμος περνούσε από

πάνω του χωρίς να το πειράξει

Κι όταν η καταιγίδα σταμάτησε κι ο άνεμος

έπαψε να φυσάει

η ελιά απόμεινε πεσμένη στο χώμα και το

καλάμι σηκώθηκε

πάλι όρθιο και λυγερό όπως και πριν

Βλέπετε το καλάμι ήξερε να υποχωρεί εκεί που

ένιωθε ότι δεν είχε δύναμη νrsquo αντισταθεί ενώ

η ελιά πλήρωσε με τη ζωή της την

υπερηφάνειά της

Ο Μανωλιός και η γέρικη ελιά

Μια φορά και έναν καιρό όταν ο ζεστός άνεμος

φυσούσε και τα δέντρα λυπημένα έγερναν τα

κουρασμένα φυλλώματά τους ένα παλικάρι

που τον έλεγαν Μανωλιό πήγαινε τα πότιζε

και τους έκανε συντροφιά Τrsquo άλλα παλικάρια

του χωριού ζήλευαν τις χάρες και την καρδιά

του Μανωλιού Ψιθύριζαν λόγια άσχημα

μεταξύ τους δίχως να καταλαβαίνουν ότι αυτό

που έκαναν δεν ήταν σωστό

Μια μέρα κάθισαν κάτω από τον ίσκιο μιας

γέρικης ελιάς για να ξαποστάσουν Ξαφνικά

άκουσαν ένα θρόισμα γύρισαν τα κεφαλάκια

τους και από το κέντρο του κορμού της ελιάς

είδανε ένα χαμογελαστό πρόσωπο που με

ανθρώπινη μιλιά τους είπε

Αυτό το δέντρο που στον ίσκιο του ήρθατε να ξεκουραστείτε ξέρετε ποιος το ποτίζει

Όχι απάντησαν εκείνοι

Ο Μανωλιός που κοροϊδεύετε αποκρίθηκε το δέντρο

Εκείνοι ντροπιασμένοι έφυγαν με σκυμμένο το κεφάλι Στο δρόμο συνάντησαν τον Μανωλιό

Καλημέρα είπαν με μία φωνή Σήμερα θα έρθουμε μαζί σου να σε βοηθήσουμε να ποτίσεις τα δέντρα

Έτσι κι έγινε Από τότε έγιναν φίλοι Κάθε

απόγευμα πότιζαν τα δέντρα κι ύστερα κάτω

από τα φυλλώματα της γέρικης ελιάς άρχιζαν

το τραγούδι που μιλούσε για χώρες

παράξενε για ζούγκλες με πολύχρωμους

παπαγάλους για ινδιάνους με κιτρινοκόκκινα

φτερά στα καπέλα τους και ιδιαίτερα

τραγουδούσαν για την συμπόνια και την

ευαίσθητη καρδιά των ανθρώπων

Μια μέρα που ο ήλιος γίνηκε πορφυρός και

κρύφτηκε πίσω από τα βουνά ο Μανωλιός

πήγε μόνος του πότισε την γέρικη ελιά

ξάπλωσε και τον πήρε ένας βαθύς ύπνος Τότε

είδε πως μέσα στην κουφάλα της γέρικης ελιάς

είχανε στήσει ένα πανέμορφο παλάτι γεμάτο

κόσμο που χόρευε και γλένταγε

Θα πάω κι εγώ είπε δειλά δειλά ο Μανωλιός

bull Όσο προχωρούσε τόσο τα φώτα

μεγάλωναν ώσπου έφτασε στο κέντρο Εκεί

ένας βασιλιάς καθόταν σrsquoένα χρυσαφένιο

θρόνο Πίσω του στεκόταν μια Σφίγγα

άγαλμα Πήρε ανθρώπινη μιλιά αρχίζοντας να

λέει καλωσορίσματα στον Μανωλιό Εκείνος

χαμογελαστός χαιρέτησεμα τι να δει Σrsquoέναν

καθρέπτη που βρέθηκε μπροστά του ο

Μανωλιός ήταν ντυμένος πρίγκιπας

bull Πω πω Τι όμορφος που είμαι Αναφώνησε

Ξαφνικά υπηρέτες έστρωσαν ένα κόκκινο

χαλί για να περάσει ο Μανωλιός και αυτοί

αριστερά και δεξιά τον προσκυνούσαν Όταν

πέρασε τον διάδρομο με το κόκκινο χαλί

στάθηκε στον βασιλιά που του είπε

Καλόκαρδο και πονόψυχο παλικάρι Εσύ πότιζες

το δέντρο κι έτσι μπόρεσε το παλάτι μου να

βρίσκεται εδώ με όλους τους ανθρώπους

μου διαφορετικά αν το άφηνες να ξεραθεί από

το ζεστό άνεμο τώρα δεν θα

υπήρχαμε Γιrsquoαυτό αξίζεις να γίνεις γιος μου

να παντρευτείς την Βασιλοπούλα και με

δικαιοσύνη αγάπη και φρόνηση να γίνεις εσύ

ο καινούριος Βασιλιάς λύνοντας έτσι τα μάγια

της κακιάς νεράιδας που μας είχε

καταδικασμένους

Έτσι κι έγινε Ο Μανωλιός έγινε βασιλιάς με

τιμές και δόξες διότι ήξερε την γλώσσα της

καρδιάς που πάντα μας διδάσκει πόσο καλό

είναι να είσαι άνθρωπος Από τότε ο

Μανωλιός έμεινε στο παλάτι και κανείς ακόμα

δεν ξέρει τι ταξίδι ακολούθησε στον χρόνο του

ύπνου του άφησε όμως πίσω του τον

πραγματικό θησαυρό της καλοσύνης και της

αγάπης

ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Ο μαγικός ελαιώνας

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα παιδάκι που

το έλεγαν Λευτέρη Κάθε χρόνο το καλοκαίρι

μόλις έκλειναν τα σχολεία πήγαινε διακοπές

στο σπίτι της γιαγιάς του

Ένα καλοκαίρι έζησε μια σπουδαία περιπέτεια

Μια μέρα που η γιαγιά του είχε πάει για ψώνια

στην κοντινή πόλη ο Λευτέρης αποφάσισε να

εξερευνήσει τη σοφίτα του σπιτιού

Ανέβηκε προσεκτικά τη στριφογυριστή ξύλινη

σκάλα και στάθηκε αναποφάσιστος μπροστά

στην κλειστή πόρτα Πήρε μια βαθιά ανάσα

και την έσπρωξε δυνατά Πόσο σκοτεινά ήταν ό-

λα εκεί μέσα Ο Λευτέρης σκόνταψε σ΄ ένα πα-

λιό μπαούλο

Το άνοιξε γεμάτος περιέργεια Και τι δε βρήκε

Ολόκληρο θησαυρό Παλιά βιβλία του παππού

φορέματα της γιαγιάς παιχνίδια της μητέρας

του όταν ήταν παιδί Κάτω κάτω ήταν

τσαλακωμένο ένα κιτρινισμένο χαρτί Το

ξετύλιξε βιαστικά και τι να δει Ένας παλιός

χάρτης με σχεδιάγραμμα Αμέσως τον άρπαξε

κι άρχισε το ταξίδι του

Περπάτησε ώρες πολλές Πέρασε την πεδιάδα

με τα κίτρινα στάχυα το γεφυράκι του μικρού

ποταμού ώσπου έφτασε στο τέλος σε έναν

κάμπο γεμάτο ελιές

Διάλεξε την πιο μεγάλη ελιά και κάθισε να

ξεκουραστεί ακουμπώντας στο γέρικο κορμό

της

Ξαφνικά άκουσε μια απαλή φωνή Έμοιαζε

με της γιαγιάς του Κοίταξε γύρω του μα δεν

είδε κανέναν Η φωνή συνέχισε να του μιλάει

τρυφερά Ο Λευτέρης γεμάτος περιέργεια

άρχισε να παρατηρεί προσεχτικά το γέρικο

κορμό τα πελώρια κλαδιά και τ΄ ασημένια

φύλλα της ελιάς Τότε κατάλαβε ποιος του

μιλούσε Έκπληκτος άγγιξε απαλά το υπέροχο

αυτό δέντρο και μοιράστηκε μαζί του όλα του

τα μυστικά

Από εκείνη την ημέρα ο Λευτέρης πήγαινε

καθημερινά στο μαγικό αυτό ελαιώνα

Καθόταν ώρες στη σκιά της αγαπημένης του

ελιάς κι άκουγε τις πιο ωραίες ιστορίες

Ο καιρός πέρασε γρήγορα κι ήρθε η μέρα που

έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι του Έτρεξε στο

μαγικό ελαιώνα κι αγκάλιασε κλαίγοντας το

αγαπημένο του δέντρο Η ελιά έγειρε τα

κλαδιά της και χάιδεψε τα μαλλιά του laquo Μη

στενοχωριέσαιraquo του ψιθύρισε laquo Κόψε ένα

κλαράκι μου και πάρ΄ το μαζί σου Φύτεψέ το

στην αυλή του σπιτιού σου κι εγώ θα είμαι

πάντα κοντά σουraquo

Έτσι κι έγινε Ένα καινούριο ολόδροσο

δεντράκι φύτρωσε στον κήπο του Λευτέρη Κι

από τότε δεν χώρισαν ποτέ

Οι μαγικοί σπόροι

Μια φορά κι έναν καιρό σ΄ ένα μακρινό

χωριουδάκι ζούσε με τη γιαγιά του ένα μικρό

κορίτσι που το έλεγαν Ελπίδα Το σπιτάκι τους

ήταν πολύ φτωχικό Δύσκολα τα έβγαζαν πέρα

Ο περασμένος χειμώνας ήταν πολύ βαρύς

Τα πρώτα χιόνια έπεσαν νωρίς κι ο κρύος

βοριάς σφύριζε μανιασμένα Κάθε πρωί η

γιαγιά με την εγγονή της πήγαιναν στο δάσος

και μάζευαν φρούτα και ξύλα για να

ζεσταθούν

Μια μέρα ο άνεμος φυσούσε άγρια κι ο ήλιος

είχε κρυφτεί πίσω από τα βαριά μαύρα

σύννεφα Η Ελπίδα άφησε τη γιαγιά της στο

κρύο σπιτάκι τους τυλίχτηκε σφιχτά με το

σάλι της και ξεκίνησε για το δάσος Τα πόδια

και τα χέρια της είχαν παγώσει Τα μαλλιά και

τα ρούχα της είχαν βραχεί από την ξαφνική

μπόρα Και το σπουδαιότερο δεν μπορούσε να

γυρίσει πίσω γιατί δεν είχε μαζέψει ακόμη

τίποτα Αποφάσισε τότε να μπει για λίγο σε

μια σπηλιά που βρήκε στο δρόμο της και να

περιμένει

Έτρεμε από το κρύο και

από το φόβο της Είχε αρ

χίσει να νυχτώνει και η

γιαγιά της σίγουρα θα

ανησυχούσε Ξαφνικά

ένα απόκοσμο φως γέμι

σε τη σπηλιά και μια πα

νέμορφη νεράιδα πα

ρουσιάστηκε μπροστά

της

Της χαμογέλασε γλυκά και της χάιδεψε απαλά τα μαλλιά Κρατούσε ένα μικρό σακουλάκι που το άφησε προσεκτικά στα χέρια της Ελπίδας laquoΌταν πας σπίτι σου να το ανοίξεις και να κάνεις ότι ακριβώς σου πει η γιαγιά σου Αυτή ξέρειraquo της είπε τρυφερά και χάθηκε στο σκοτάδι της σπηλιάς Το κορίτσι κρατώντας το γερά έτρεξε χαρούμενο στο φτωχικό του σπιτάκι Τα μάτια του έλαμπαν από ενθουσιασμό καθώς έδειχνε στη γιαγιά του το δώρο της νεράιδας

Η γιαγιά ψηλάφησε τους μεγάλους γυαλιστερούς σπόρους τους έβαλε στη χούφτα της Ελπίδας και της είπε να τους φυτέψει στην αυλή Έτσι ακριβώς έκανε το μικρό κορίτσι Τους έχωσε βαθιά στο έδαφος και τους σκέπασε με φρέσκο χώμα Την άνοιξη οι σπόροι φύτρωσαν και γρήγορα έγιναν μεγάλα δέντρα με υπέροχο σταχτοπράσινο φύλλωμα Ήταν φουντωτές ελιές που αγκάλιασαν το μικρό σπιτάκι Ήρθε το φθινόπωρο και τα κλαδιά τους γέμισαν ευλογημένο καρπό

Από τότε η Ελπίδα κι η γιαγιά της έζησαν

ευτυχισμένες βοηθώντας κάθε κουρασμένο

περαστικό

Η αξία της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό σrsquo ένα μακρινό

χωριό όλοι οι άνθρωποι ζούσαν ευτυχισμένοι

Είχαν πολλά κτήματα εκτιμήσει πλούσια

γεμάτα ελιές Ποτέ όμως δεν είχαν σωστά την

αξία τους

Κάποια μέρα καθώς έπαιζαν δυο παιδιά η

Μαρία και ο Νίκος εμφανίστηκε μπροστά

τους ένας άγνωστος άντρας Τους μίλησε για

τα ελαιόδεντρα και τη χρησιμότητά τους Τους

είπε πως πρέπει να τα φροντίζουν και να τα

αγαπούν

Μετά από αρκετές ημέρες έγινε κάτι φοβερό

Στο χωριό έπεσε μεγάλη κατάρα Όλα τα χωράφια με τα ελαιόδεντρα καταστράφηκαν

Η Μαρία και ο Νίκος αμέσως κατάλαβαν πως έπρεπε να πάνε να βρουν τον μυστήριο αυτό άντρα που τους είχε επισκεφτεί

Τους είχε πει πως ζούσε στο δάσος Αυτό όμως δεν ήταν και τόσοhellip συνηθισμένο δάσος Έλεγαν πως στις κουφάλες των δέντρων ζούσαν φαντάσματα και πως το μέγεθος των ζώων ήταν υπερφυσικό

Φοβόντουσαν πάρα πολύ Περπάτησαν

ατελείωτες ώρες στη σκιά των πελώριων

δέντρων Με τη βοήθεια ενός λιονταριού

κατάφεραν να βρουν τον πύργο του άντρα που

έψαχναν

Χτύπησαν την πόρτα

αλλά κανείς δεν τους

άνοιξε Αποφάσισαν

να περιμένουν Δεν

κατάλαβαν πόσος

χρόνος πέρασε καιhellip

η πόρτα άνοιξε μόνη

της

Τα παιδιά μπήκαν γεμάτα περιέργεια στον

πύργο Ανέβηκαν διστακτικά την παλιά

στριφογυριστή σκάλα που τα οδήγησε σrsquo έ-

να επιβλητικό δωμάτιο Εκεί εργαζόταν ο

μυστηριώδης άντρας που είχαν γνωρίσει

Αμέσως κατάλαβαν πως ήταν μάγος Τους

αποκάλυψε αμέσως το όνομά του τον έλεγαν

Άλφρεντ Άρχισαν λοιπόν να του μιλούν για

το πρόβλημά τους Ο μάγος τα άκουσε προσε-

κτικά και τους είπε τι πρέπει να κάνουν

Έπρεπε να περάσουν τρεις δοκιμασίες Μόνο

έτσι θα έφευγε η κατάρα

Στο χωριό όλοι οι κάτοικοι περνούσαν δύσκο-

λα Από πλούσιοι είχαν γίνει φτωχοί και χωρίς

την ελιά και το λάδι της δεν μπορούσαν να ζή-

σουν Κατάλαβαν έτσι την αξία της αλλά ήταν

πλέον αργά Ή μάλλον σχεδόν αργά

Όταν τα παιδιά επέστρεψαν διηγήθηκαν σε

όλους όλα όσα τους συνέβησαν Τους είπαν για

το μάγο και τις τρεις δοκιμασίες που έπρεπε να

περάσουν Το πρόβλημα όμως ήταν πως δεν

τους είχε πει ποιες ήταν αυτές οι δοκιμασίες

ποιοι θα τις περνούσαν και πότε

Οι μέρες περνούσαν

αργά και βασανιστικά

μετά από δυο μήνες στο

χωριό εμφανίστηκε ένα

μικρό κορίτσι Χτύπησε

την πόρτα ενός σπιτιού

και ζήτησε λίγο φαγητό

Η οικογένεια όμως Το έ-

διωξε Το κορίτσι ήταν

Ο μάγος Άλφρεντ μεταμορ-

φωμένος Αυτή ήταν η πρώ-

τη δοκιμασία που δυστυχώς

όμως απέτυχαν

Αφού πέρασε μια εβδομάδα περίπου ένα μι-

κρό άγνωστο αγόρι εμφανίστηκε σε μια ομάδα

παιδιών και τους ζήτησε να παίξει μαζί τους Η

Μαρία και ο Νίκος όχι μόνο το δέχτηκαν αλλά

το άφησαν να διαλέξει το παιχνίδι που θα έπαι-

ζαν

_ Εσύ Νίκο θα είσαι ο αγρότης Εγώ θα είμαι η

ελιά και Μαρία θα είναι οι καρποί μου είπε το

αγόρι

Τα παιδιά συμφώνησαν κι άρχισαν όλα μαζί να

παίζουν Ο μάγος τότε παρατήρησε τον τρόπο

που ο Νίκος περιποιόταν την ελιά και πόσο χαι-

ρόταν όταν μάζευε τους καρπούς της Αυτή ήταν

η δεύτερη δοκιμασία και τα παιδιά την πέρασαν

με επιτυχία

Πέρασε αρκετός καιρός ώσπου έφτασε η ώρα

για την τρίτη δοκιμασία Μια μέρα ήρθε στο χω-

ριό ένας πλανόδιος έμπορος Πουλούσε από σπό-

ρους μέχρι και μαγικά αντικείμενα Οι τιμές όμως

ήταν πολύ υψηλές Ο Νίκος με τον πατέρα του ζή-

τησαν να δουν τους σπόρους που είχε

_Έχω σπόρους συκιάς πορτοκαλιάς μηλιάς και

τον τελευταίο σπόρο ελιάς είπε ο άντρας

_Τον τελευταίο Ρώτησε ο Νίκος

_ Ναι Τον τελευταίο

_Δεν υπάρχει άλλος

_Όχι

_Ούτε ένας

_Τίποτα

_Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Ναι Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Είστε σίγουρος για αυτό

_Απολύτως

Ο Νίκος δεν πίστευε στ΄ αυτιά τουΤότε ζήτη-

σε αμέσως απόν τον πατέρα του να αγοράσει τον

τελευταίο σπόρο ελιάς σ΄ ολόκληρη τη γη Η τι-

μή του όμως ήταν πολύ πάρα πολύ υψηλή Εκα-

τό χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Γιε μου δεν έχουμε τόσα χρήματα Μπορούμε

όμως να πουλήσουμε τα τέσσερα κτήματά μας

_Ναι να τα δώσουμε Θα μας μείνει η αυλή του

σπιτιού Εκεί θα φυτέψουμε τον πολύτιμο σπόρο

Τότε εμφανίστηκε ο μάγος Άλφρεντ

_Δίνω διακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα είπε

ο μάγος

_Άλφρεντ δεν είναι τίμιο είπε ο Νίκος

Προλάβαμε

εμείς να αγοράσουμε αυτόν το σπόρο

_Δίνω τριακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Τότε εγώ θα δώσω και το σπίτι μου είπε ο πα-

τέρας του Νίκου

_Ναι αλλά hellip αυτά είναι λιγότερα από τα χρή-

ματα που μου δίνει ο μάγος είπε ο έμπορος

_Τότε και εγώ θα δώσω όσα χρήματα έχω στον

κουμπαρά μου είπε η Μαρία

_Κι εγώ φώναξε ο Βασίλης

_Εγώ θα δώσω το μοναδικό κτήμα που έχω είπε

ο κύριος Βαγγέλης

_Και εγώ φώναξε η κυρία Βαρβάρα

_Ναι Και εμείς θα δώσουμε ότι έχουμε στους

κουμπαράδες μας φώναξαν δυνατά όλα τα

παιδιά που ήταν μαζεμένα στην πλατεία του

χωριού

Όλοι άρχισαν να δίνουν χρήματα σπίτια

έπιπλα χωράφια και μαγαζιά μέχρι που κέρδι-

σαν το μάγο Άλφρεντ και αγόρασαν το σπόρο

της ελιάς Από τη στιγμή που τον φύτεψαν το

πρόσεχαν πάρα πολύ

Μετά από χρόνια όταν οι χωρικοί μάζεψαν

τους καρπούς αυτής της ελιάς διαπίστωσαν ότι

είχε το πιο νόστιμο λάδι Τότε ο μάγος

πείστηκε πως όλοι είχαν καταλάβει την αξία

της και γέμισε ξανά όλα τα χωράφια τους με

ελαιόδεντρα

ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α

Κουκάκη Κατερίνα

Μπογκντάνι Γκισέλα

Καρυώτης Γιώργος

Αθανασόπουλος Στέφανος

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 51: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

Το καλάμι κι η ελιά

Μια φορά δίπλα σε μια ελιά είχε φυτρώσει ένα καλάμιΗ ελιά ήταν ένα μεγάλο και δυνατό δέντρο με πολλά κλαδιά πουκρατούσαν τα φύλλα τους όλη τη χρονιά και κάθε δυο χρόνιαέγερναν από το βάρος του καρπού

Το καλάμι πάλι ήτανε ψηλόλιγνο με καταπράσινα στενόμακρα φύλλα με ωραιότατα παράξενα λουλούδια που έμοιαζαν με τσαμπιά κι είχανε το σχήμα του αδραχτιού

Η ελιά καυχιόταν ολοένα

-Τι είσαι συ μπροστά μου έλεγε στο καλάμιΕγώ είμαι ένα δέντρο μεγάλο δυνατό ευλογημένο Οι άνθρωποι με λατρεύουνγιατί τους δίνω τις ελιές και το λάδι μου τους δίνω ξερόκλαδα για να ζεσταίνονταιτους δίνω ξύλα για να φτιάχνουν ακριβά έπιπλα Είμαι μεγάλη ψηλή γερήκαι συ είσαι ένα αδύναμο πραγματάκι που λυγίζεις μπροστά σrsquo όλους τους ανέμους και τους προσκυνάς Δεν μπορώ να καταλάβω πώς έχεις την τόλμη να φυτρώνεις πλάι μου

Το καημένο το καλάμι

που ήταν από φυσικού

του ντροπαλό ταrsquo

άκουγε όλα αυτά και

δεν έλεγε τίποτα κι

ούτε και θύμωνε γιατί

αυτό δεν είχε να

καυχηθεί για τίποτα

Ήρθε ένας χειμώνας όμως βαρύς κι άρχισε να

φυσάει ένας αέρας δαιμονισμένος

που χτυπούσε με μανία την ελιά ώσπου στο

τέλος την ξερίζωσε

Το καλάμι με το πρώτο φύσημα του ανέμου

έγειρε λυγερό όπως ήτανε

προς το νερό κι έτσι ο άνεμος περνούσε από

πάνω του χωρίς να το πειράξει

Κι όταν η καταιγίδα σταμάτησε κι ο άνεμος

έπαψε να φυσάει

η ελιά απόμεινε πεσμένη στο χώμα και το

καλάμι σηκώθηκε

πάλι όρθιο και λυγερό όπως και πριν

Βλέπετε το καλάμι ήξερε να υποχωρεί εκεί που

ένιωθε ότι δεν είχε δύναμη νrsquo αντισταθεί ενώ

η ελιά πλήρωσε με τη ζωή της την

υπερηφάνειά της

Ο Μανωλιός και η γέρικη ελιά

Μια φορά και έναν καιρό όταν ο ζεστός άνεμος

φυσούσε και τα δέντρα λυπημένα έγερναν τα

κουρασμένα φυλλώματά τους ένα παλικάρι

που τον έλεγαν Μανωλιό πήγαινε τα πότιζε

και τους έκανε συντροφιά Τrsquo άλλα παλικάρια

του χωριού ζήλευαν τις χάρες και την καρδιά

του Μανωλιού Ψιθύριζαν λόγια άσχημα

μεταξύ τους δίχως να καταλαβαίνουν ότι αυτό

που έκαναν δεν ήταν σωστό

Μια μέρα κάθισαν κάτω από τον ίσκιο μιας

γέρικης ελιάς για να ξαποστάσουν Ξαφνικά

άκουσαν ένα θρόισμα γύρισαν τα κεφαλάκια

τους και από το κέντρο του κορμού της ελιάς

είδανε ένα χαμογελαστό πρόσωπο που με

ανθρώπινη μιλιά τους είπε

Αυτό το δέντρο που στον ίσκιο του ήρθατε να ξεκουραστείτε ξέρετε ποιος το ποτίζει

Όχι απάντησαν εκείνοι

Ο Μανωλιός που κοροϊδεύετε αποκρίθηκε το δέντρο

Εκείνοι ντροπιασμένοι έφυγαν με σκυμμένο το κεφάλι Στο δρόμο συνάντησαν τον Μανωλιό

Καλημέρα είπαν με μία φωνή Σήμερα θα έρθουμε μαζί σου να σε βοηθήσουμε να ποτίσεις τα δέντρα

Έτσι κι έγινε Από τότε έγιναν φίλοι Κάθε

απόγευμα πότιζαν τα δέντρα κι ύστερα κάτω

από τα φυλλώματα της γέρικης ελιάς άρχιζαν

το τραγούδι που μιλούσε για χώρες

παράξενε για ζούγκλες με πολύχρωμους

παπαγάλους για ινδιάνους με κιτρινοκόκκινα

φτερά στα καπέλα τους και ιδιαίτερα

τραγουδούσαν για την συμπόνια και την

ευαίσθητη καρδιά των ανθρώπων

Μια μέρα που ο ήλιος γίνηκε πορφυρός και

κρύφτηκε πίσω από τα βουνά ο Μανωλιός

πήγε μόνος του πότισε την γέρικη ελιά

ξάπλωσε και τον πήρε ένας βαθύς ύπνος Τότε

είδε πως μέσα στην κουφάλα της γέρικης ελιάς

είχανε στήσει ένα πανέμορφο παλάτι γεμάτο

κόσμο που χόρευε και γλένταγε

Θα πάω κι εγώ είπε δειλά δειλά ο Μανωλιός

bull Όσο προχωρούσε τόσο τα φώτα

μεγάλωναν ώσπου έφτασε στο κέντρο Εκεί

ένας βασιλιάς καθόταν σrsquoένα χρυσαφένιο

θρόνο Πίσω του στεκόταν μια Σφίγγα

άγαλμα Πήρε ανθρώπινη μιλιά αρχίζοντας να

λέει καλωσορίσματα στον Μανωλιό Εκείνος

χαμογελαστός χαιρέτησεμα τι να δει Σrsquoέναν

καθρέπτη που βρέθηκε μπροστά του ο

Μανωλιός ήταν ντυμένος πρίγκιπας

bull Πω πω Τι όμορφος που είμαι Αναφώνησε

Ξαφνικά υπηρέτες έστρωσαν ένα κόκκινο

χαλί για να περάσει ο Μανωλιός και αυτοί

αριστερά και δεξιά τον προσκυνούσαν Όταν

πέρασε τον διάδρομο με το κόκκινο χαλί

στάθηκε στον βασιλιά που του είπε

Καλόκαρδο και πονόψυχο παλικάρι Εσύ πότιζες

το δέντρο κι έτσι μπόρεσε το παλάτι μου να

βρίσκεται εδώ με όλους τους ανθρώπους

μου διαφορετικά αν το άφηνες να ξεραθεί από

το ζεστό άνεμο τώρα δεν θα

υπήρχαμε Γιrsquoαυτό αξίζεις να γίνεις γιος μου

να παντρευτείς την Βασιλοπούλα και με

δικαιοσύνη αγάπη και φρόνηση να γίνεις εσύ

ο καινούριος Βασιλιάς λύνοντας έτσι τα μάγια

της κακιάς νεράιδας που μας είχε

καταδικασμένους

Έτσι κι έγινε Ο Μανωλιός έγινε βασιλιάς με

τιμές και δόξες διότι ήξερε την γλώσσα της

καρδιάς που πάντα μας διδάσκει πόσο καλό

είναι να είσαι άνθρωπος Από τότε ο

Μανωλιός έμεινε στο παλάτι και κανείς ακόμα

δεν ξέρει τι ταξίδι ακολούθησε στον χρόνο του

ύπνου του άφησε όμως πίσω του τον

πραγματικό θησαυρό της καλοσύνης και της

αγάπης

ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Ο μαγικός ελαιώνας

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα παιδάκι που

το έλεγαν Λευτέρη Κάθε χρόνο το καλοκαίρι

μόλις έκλειναν τα σχολεία πήγαινε διακοπές

στο σπίτι της γιαγιάς του

Ένα καλοκαίρι έζησε μια σπουδαία περιπέτεια

Μια μέρα που η γιαγιά του είχε πάει για ψώνια

στην κοντινή πόλη ο Λευτέρης αποφάσισε να

εξερευνήσει τη σοφίτα του σπιτιού

Ανέβηκε προσεκτικά τη στριφογυριστή ξύλινη

σκάλα και στάθηκε αναποφάσιστος μπροστά

στην κλειστή πόρτα Πήρε μια βαθιά ανάσα

και την έσπρωξε δυνατά Πόσο σκοτεινά ήταν ό-

λα εκεί μέσα Ο Λευτέρης σκόνταψε σ΄ ένα πα-

λιό μπαούλο

Το άνοιξε γεμάτος περιέργεια Και τι δε βρήκε

Ολόκληρο θησαυρό Παλιά βιβλία του παππού

φορέματα της γιαγιάς παιχνίδια της μητέρας

του όταν ήταν παιδί Κάτω κάτω ήταν

τσαλακωμένο ένα κιτρινισμένο χαρτί Το

ξετύλιξε βιαστικά και τι να δει Ένας παλιός

χάρτης με σχεδιάγραμμα Αμέσως τον άρπαξε

κι άρχισε το ταξίδι του

Περπάτησε ώρες πολλές Πέρασε την πεδιάδα

με τα κίτρινα στάχυα το γεφυράκι του μικρού

ποταμού ώσπου έφτασε στο τέλος σε έναν

κάμπο γεμάτο ελιές

Διάλεξε την πιο μεγάλη ελιά και κάθισε να

ξεκουραστεί ακουμπώντας στο γέρικο κορμό

της

Ξαφνικά άκουσε μια απαλή φωνή Έμοιαζε

με της γιαγιάς του Κοίταξε γύρω του μα δεν

είδε κανέναν Η φωνή συνέχισε να του μιλάει

τρυφερά Ο Λευτέρης γεμάτος περιέργεια

άρχισε να παρατηρεί προσεχτικά το γέρικο

κορμό τα πελώρια κλαδιά και τ΄ ασημένια

φύλλα της ελιάς Τότε κατάλαβε ποιος του

μιλούσε Έκπληκτος άγγιξε απαλά το υπέροχο

αυτό δέντρο και μοιράστηκε μαζί του όλα του

τα μυστικά

Από εκείνη την ημέρα ο Λευτέρης πήγαινε

καθημερινά στο μαγικό αυτό ελαιώνα

Καθόταν ώρες στη σκιά της αγαπημένης του

ελιάς κι άκουγε τις πιο ωραίες ιστορίες

Ο καιρός πέρασε γρήγορα κι ήρθε η μέρα που

έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι του Έτρεξε στο

μαγικό ελαιώνα κι αγκάλιασε κλαίγοντας το

αγαπημένο του δέντρο Η ελιά έγειρε τα

κλαδιά της και χάιδεψε τα μαλλιά του laquo Μη

στενοχωριέσαιraquo του ψιθύρισε laquo Κόψε ένα

κλαράκι μου και πάρ΄ το μαζί σου Φύτεψέ το

στην αυλή του σπιτιού σου κι εγώ θα είμαι

πάντα κοντά σουraquo

Έτσι κι έγινε Ένα καινούριο ολόδροσο

δεντράκι φύτρωσε στον κήπο του Λευτέρη Κι

από τότε δεν χώρισαν ποτέ

Οι μαγικοί σπόροι

Μια φορά κι έναν καιρό σ΄ ένα μακρινό

χωριουδάκι ζούσε με τη γιαγιά του ένα μικρό

κορίτσι που το έλεγαν Ελπίδα Το σπιτάκι τους

ήταν πολύ φτωχικό Δύσκολα τα έβγαζαν πέρα

Ο περασμένος χειμώνας ήταν πολύ βαρύς

Τα πρώτα χιόνια έπεσαν νωρίς κι ο κρύος

βοριάς σφύριζε μανιασμένα Κάθε πρωί η

γιαγιά με την εγγονή της πήγαιναν στο δάσος

και μάζευαν φρούτα και ξύλα για να

ζεσταθούν

Μια μέρα ο άνεμος φυσούσε άγρια κι ο ήλιος

είχε κρυφτεί πίσω από τα βαριά μαύρα

σύννεφα Η Ελπίδα άφησε τη γιαγιά της στο

κρύο σπιτάκι τους τυλίχτηκε σφιχτά με το

σάλι της και ξεκίνησε για το δάσος Τα πόδια

και τα χέρια της είχαν παγώσει Τα μαλλιά και

τα ρούχα της είχαν βραχεί από την ξαφνική

μπόρα Και το σπουδαιότερο δεν μπορούσε να

γυρίσει πίσω γιατί δεν είχε μαζέψει ακόμη

τίποτα Αποφάσισε τότε να μπει για λίγο σε

μια σπηλιά που βρήκε στο δρόμο της και να

περιμένει

Έτρεμε από το κρύο και

από το φόβο της Είχε αρ

χίσει να νυχτώνει και η

γιαγιά της σίγουρα θα

ανησυχούσε Ξαφνικά

ένα απόκοσμο φως γέμι

σε τη σπηλιά και μια πα

νέμορφη νεράιδα πα

ρουσιάστηκε μπροστά

της

Της χαμογέλασε γλυκά και της χάιδεψε απαλά τα μαλλιά Κρατούσε ένα μικρό σακουλάκι που το άφησε προσεκτικά στα χέρια της Ελπίδας laquoΌταν πας σπίτι σου να το ανοίξεις και να κάνεις ότι ακριβώς σου πει η γιαγιά σου Αυτή ξέρειraquo της είπε τρυφερά και χάθηκε στο σκοτάδι της σπηλιάς Το κορίτσι κρατώντας το γερά έτρεξε χαρούμενο στο φτωχικό του σπιτάκι Τα μάτια του έλαμπαν από ενθουσιασμό καθώς έδειχνε στη γιαγιά του το δώρο της νεράιδας

Η γιαγιά ψηλάφησε τους μεγάλους γυαλιστερούς σπόρους τους έβαλε στη χούφτα της Ελπίδας και της είπε να τους φυτέψει στην αυλή Έτσι ακριβώς έκανε το μικρό κορίτσι Τους έχωσε βαθιά στο έδαφος και τους σκέπασε με φρέσκο χώμα Την άνοιξη οι σπόροι φύτρωσαν και γρήγορα έγιναν μεγάλα δέντρα με υπέροχο σταχτοπράσινο φύλλωμα Ήταν φουντωτές ελιές που αγκάλιασαν το μικρό σπιτάκι Ήρθε το φθινόπωρο και τα κλαδιά τους γέμισαν ευλογημένο καρπό

Από τότε η Ελπίδα κι η γιαγιά της έζησαν

ευτυχισμένες βοηθώντας κάθε κουρασμένο

περαστικό

Η αξία της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό σrsquo ένα μακρινό

χωριό όλοι οι άνθρωποι ζούσαν ευτυχισμένοι

Είχαν πολλά κτήματα εκτιμήσει πλούσια

γεμάτα ελιές Ποτέ όμως δεν είχαν σωστά την

αξία τους

Κάποια μέρα καθώς έπαιζαν δυο παιδιά η

Μαρία και ο Νίκος εμφανίστηκε μπροστά

τους ένας άγνωστος άντρας Τους μίλησε για

τα ελαιόδεντρα και τη χρησιμότητά τους Τους

είπε πως πρέπει να τα φροντίζουν και να τα

αγαπούν

Μετά από αρκετές ημέρες έγινε κάτι φοβερό

Στο χωριό έπεσε μεγάλη κατάρα Όλα τα χωράφια με τα ελαιόδεντρα καταστράφηκαν

Η Μαρία και ο Νίκος αμέσως κατάλαβαν πως έπρεπε να πάνε να βρουν τον μυστήριο αυτό άντρα που τους είχε επισκεφτεί

Τους είχε πει πως ζούσε στο δάσος Αυτό όμως δεν ήταν και τόσοhellip συνηθισμένο δάσος Έλεγαν πως στις κουφάλες των δέντρων ζούσαν φαντάσματα και πως το μέγεθος των ζώων ήταν υπερφυσικό

Φοβόντουσαν πάρα πολύ Περπάτησαν

ατελείωτες ώρες στη σκιά των πελώριων

δέντρων Με τη βοήθεια ενός λιονταριού

κατάφεραν να βρουν τον πύργο του άντρα που

έψαχναν

Χτύπησαν την πόρτα

αλλά κανείς δεν τους

άνοιξε Αποφάσισαν

να περιμένουν Δεν

κατάλαβαν πόσος

χρόνος πέρασε καιhellip

η πόρτα άνοιξε μόνη

της

Τα παιδιά μπήκαν γεμάτα περιέργεια στον

πύργο Ανέβηκαν διστακτικά την παλιά

στριφογυριστή σκάλα που τα οδήγησε σrsquo έ-

να επιβλητικό δωμάτιο Εκεί εργαζόταν ο

μυστηριώδης άντρας που είχαν γνωρίσει

Αμέσως κατάλαβαν πως ήταν μάγος Τους

αποκάλυψε αμέσως το όνομά του τον έλεγαν

Άλφρεντ Άρχισαν λοιπόν να του μιλούν για

το πρόβλημά τους Ο μάγος τα άκουσε προσε-

κτικά και τους είπε τι πρέπει να κάνουν

Έπρεπε να περάσουν τρεις δοκιμασίες Μόνο

έτσι θα έφευγε η κατάρα

Στο χωριό όλοι οι κάτοικοι περνούσαν δύσκο-

λα Από πλούσιοι είχαν γίνει φτωχοί και χωρίς

την ελιά και το λάδι της δεν μπορούσαν να ζή-

σουν Κατάλαβαν έτσι την αξία της αλλά ήταν

πλέον αργά Ή μάλλον σχεδόν αργά

Όταν τα παιδιά επέστρεψαν διηγήθηκαν σε

όλους όλα όσα τους συνέβησαν Τους είπαν για

το μάγο και τις τρεις δοκιμασίες που έπρεπε να

περάσουν Το πρόβλημα όμως ήταν πως δεν

τους είχε πει ποιες ήταν αυτές οι δοκιμασίες

ποιοι θα τις περνούσαν και πότε

Οι μέρες περνούσαν

αργά και βασανιστικά

μετά από δυο μήνες στο

χωριό εμφανίστηκε ένα

μικρό κορίτσι Χτύπησε

την πόρτα ενός σπιτιού

και ζήτησε λίγο φαγητό

Η οικογένεια όμως Το έ-

διωξε Το κορίτσι ήταν

Ο μάγος Άλφρεντ μεταμορ-

φωμένος Αυτή ήταν η πρώ-

τη δοκιμασία που δυστυχώς

όμως απέτυχαν

Αφού πέρασε μια εβδομάδα περίπου ένα μι-

κρό άγνωστο αγόρι εμφανίστηκε σε μια ομάδα

παιδιών και τους ζήτησε να παίξει μαζί τους Η

Μαρία και ο Νίκος όχι μόνο το δέχτηκαν αλλά

το άφησαν να διαλέξει το παιχνίδι που θα έπαι-

ζαν

_ Εσύ Νίκο θα είσαι ο αγρότης Εγώ θα είμαι η

ελιά και Μαρία θα είναι οι καρποί μου είπε το

αγόρι

Τα παιδιά συμφώνησαν κι άρχισαν όλα μαζί να

παίζουν Ο μάγος τότε παρατήρησε τον τρόπο

που ο Νίκος περιποιόταν την ελιά και πόσο χαι-

ρόταν όταν μάζευε τους καρπούς της Αυτή ήταν

η δεύτερη δοκιμασία και τα παιδιά την πέρασαν

με επιτυχία

Πέρασε αρκετός καιρός ώσπου έφτασε η ώρα

για την τρίτη δοκιμασία Μια μέρα ήρθε στο χω-

ριό ένας πλανόδιος έμπορος Πουλούσε από σπό-

ρους μέχρι και μαγικά αντικείμενα Οι τιμές όμως

ήταν πολύ υψηλές Ο Νίκος με τον πατέρα του ζή-

τησαν να δουν τους σπόρους που είχε

_Έχω σπόρους συκιάς πορτοκαλιάς μηλιάς και

τον τελευταίο σπόρο ελιάς είπε ο άντρας

_Τον τελευταίο Ρώτησε ο Νίκος

_ Ναι Τον τελευταίο

_Δεν υπάρχει άλλος

_Όχι

_Ούτε ένας

_Τίποτα

_Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Ναι Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Είστε σίγουρος για αυτό

_Απολύτως

Ο Νίκος δεν πίστευε στ΄ αυτιά τουΤότε ζήτη-

σε αμέσως απόν τον πατέρα του να αγοράσει τον

τελευταίο σπόρο ελιάς σ΄ ολόκληρη τη γη Η τι-

μή του όμως ήταν πολύ πάρα πολύ υψηλή Εκα-

τό χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Γιε μου δεν έχουμε τόσα χρήματα Μπορούμε

όμως να πουλήσουμε τα τέσσερα κτήματά μας

_Ναι να τα δώσουμε Θα μας μείνει η αυλή του

σπιτιού Εκεί θα φυτέψουμε τον πολύτιμο σπόρο

Τότε εμφανίστηκε ο μάγος Άλφρεντ

_Δίνω διακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα είπε

ο μάγος

_Άλφρεντ δεν είναι τίμιο είπε ο Νίκος

Προλάβαμε

εμείς να αγοράσουμε αυτόν το σπόρο

_Δίνω τριακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Τότε εγώ θα δώσω και το σπίτι μου είπε ο πα-

τέρας του Νίκου

_Ναι αλλά hellip αυτά είναι λιγότερα από τα χρή-

ματα που μου δίνει ο μάγος είπε ο έμπορος

_Τότε και εγώ θα δώσω όσα χρήματα έχω στον

κουμπαρά μου είπε η Μαρία

_Κι εγώ φώναξε ο Βασίλης

_Εγώ θα δώσω το μοναδικό κτήμα που έχω είπε

ο κύριος Βαγγέλης

_Και εγώ φώναξε η κυρία Βαρβάρα

_Ναι Και εμείς θα δώσουμε ότι έχουμε στους

κουμπαράδες μας φώναξαν δυνατά όλα τα

παιδιά που ήταν μαζεμένα στην πλατεία του

χωριού

Όλοι άρχισαν να δίνουν χρήματα σπίτια

έπιπλα χωράφια και μαγαζιά μέχρι που κέρδι-

σαν το μάγο Άλφρεντ και αγόρασαν το σπόρο

της ελιάς Από τη στιγμή που τον φύτεψαν το

πρόσεχαν πάρα πολύ

Μετά από χρόνια όταν οι χωρικοί μάζεψαν

τους καρπούς αυτής της ελιάς διαπίστωσαν ότι

είχε το πιο νόστιμο λάδι Τότε ο μάγος

πείστηκε πως όλοι είχαν καταλάβει την αξία

της και γέμισε ξανά όλα τα χωράφια τους με

ελαιόδεντρα

ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α

Κουκάκη Κατερίνα

Μπογκντάνι Γκισέλα

Καρυώτης Γιώργος

Αθανασόπουλος Στέφανος

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 52: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

Η ελιά καυχιόταν ολοένα

-Τι είσαι συ μπροστά μου έλεγε στο καλάμιΕγώ είμαι ένα δέντρο μεγάλο δυνατό ευλογημένο Οι άνθρωποι με λατρεύουνγιατί τους δίνω τις ελιές και το λάδι μου τους δίνω ξερόκλαδα για να ζεσταίνονταιτους δίνω ξύλα για να φτιάχνουν ακριβά έπιπλα Είμαι μεγάλη ψηλή γερήκαι συ είσαι ένα αδύναμο πραγματάκι που λυγίζεις μπροστά σrsquo όλους τους ανέμους και τους προσκυνάς Δεν μπορώ να καταλάβω πώς έχεις την τόλμη να φυτρώνεις πλάι μου

Το καημένο το καλάμι

που ήταν από φυσικού

του ντροπαλό ταrsquo

άκουγε όλα αυτά και

δεν έλεγε τίποτα κι

ούτε και θύμωνε γιατί

αυτό δεν είχε να

καυχηθεί για τίποτα

Ήρθε ένας χειμώνας όμως βαρύς κι άρχισε να

φυσάει ένας αέρας δαιμονισμένος

που χτυπούσε με μανία την ελιά ώσπου στο

τέλος την ξερίζωσε

Το καλάμι με το πρώτο φύσημα του ανέμου

έγειρε λυγερό όπως ήτανε

προς το νερό κι έτσι ο άνεμος περνούσε από

πάνω του χωρίς να το πειράξει

Κι όταν η καταιγίδα σταμάτησε κι ο άνεμος

έπαψε να φυσάει

η ελιά απόμεινε πεσμένη στο χώμα και το

καλάμι σηκώθηκε

πάλι όρθιο και λυγερό όπως και πριν

Βλέπετε το καλάμι ήξερε να υποχωρεί εκεί που

ένιωθε ότι δεν είχε δύναμη νrsquo αντισταθεί ενώ

η ελιά πλήρωσε με τη ζωή της την

υπερηφάνειά της

Ο Μανωλιός και η γέρικη ελιά

Μια φορά και έναν καιρό όταν ο ζεστός άνεμος

φυσούσε και τα δέντρα λυπημένα έγερναν τα

κουρασμένα φυλλώματά τους ένα παλικάρι

που τον έλεγαν Μανωλιό πήγαινε τα πότιζε

και τους έκανε συντροφιά Τrsquo άλλα παλικάρια

του χωριού ζήλευαν τις χάρες και την καρδιά

του Μανωλιού Ψιθύριζαν λόγια άσχημα

μεταξύ τους δίχως να καταλαβαίνουν ότι αυτό

που έκαναν δεν ήταν σωστό

Μια μέρα κάθισαν κάτω από τον ίσκιο μιας

γέρικης ελιάς για να ξαποστάσουν Ξαφνικά

άκουσαν ένα θρόισμα γύρισαν τα κεφαλάκια

τους και από το κέντρο του κορμού της ελιάς

είδανε ένα χαμογελαστό πρόσωπο που με

ανθρώπινη μιλιά τους είπε

Αυτό το δέντρο που στον ίσκιο του ήρθατε να ξεκουραστείτε ξέρετε ποιος το ποτίζει

Όχι απάντησαν εκείνοι

Ο Μανωλιός που κοροϊδεύετε αποκρίθηκε το δέντρο

Εκείνοι ντροπιασμένοι έφυγαν με σκυμμένο το κεφάλι Στο δρόμο συνάντησαν τον Μανωλιό

Καλημέρα είπαν με μία φωνή Σήμερα θα έρθουμε μαζί σου να σε βοηθήσουμε να ποτίσεις τα δέντρα

Έτσι κι έγινε Από τότε έγιναν φίλοι Κάθε

απόγευμα πότιζαν τα δέντρα κι ύστερα κάτω

από τα φυλλώματα της γέρικης ελιάς άρχιζαν

το τραγούδι που μιλούσε για χώρες

παράξενε για ζούγκλες με πολύχρωμους

παπαγάλους για ινδιάνους με κιτρινοκόκκινα

φτερά στα καπέλα τους και ιδιαίτερα

τραγουδούσαν για την συμπόνια και την

ευαίσθητη καρδιά των ανθρώπων

Μια μέρα που ο ήλιος γίνηκε πορφυρός και

κρύφτηκε πίσω από τα βουνά ο Μανωλιός

πήγε μόνος του πότισε την γέρικη ελιά

ξάπλωσε και τον πήρε ένας βαθύς ύπνος Τότε

είδε πως μέσα στην κουφάλα της γέρικης ελιάς

είχανε στήσει ένα πανέμορφο παλάτι γεμάτο

κόσμο που χόρευε και γλένταγε

Θα πάω κι εγώ είπε δειλά δειλά ο Μανωλιός

bull Όσο προχωρούσε τόσο τα φώτα

μεγάλωναν ώσπου έφτασε στο κέντρο Εκεί

ένας βασιλιάς καθόταν σrsquoένα χρυσαφένιο

θρόνο Πίσω του στεκόταν μια Σφίγγα

άγαλμα Πήρε ανθρώπινη μιλιά αρχίζοντας να

λέει καλωσορίσματα στον Μανωλιό Εκείνος

χαμογελαστός χαιρέτησεμα τι να δει Σrsquoέναν

καθρέπτη που βρέθηκε μπροστά του ο

Μανωλιός ήταν ντυμένος πρίγκιπας

bull Πω πω Τι όμορφος που είμαι Αναφώνησε

Ξαφνικά υπηρέτες έστρωσαν ένα κόκκινο

χαλί για να περάσει ο Μανωλιός και αυτοί

αριστερά και δεξιά τον προσκυνούσαν Όταν

πέρασε τον διάδρομο με το κόκκινο χαλί

στάθηκε στον βασιλιά που του είπε

Καλόκαρδο και πονόψυχο παλικάρι Εσύ πότιζες

το δέντρο κι έτσι μπόρεσε το παλάτι μου να

βρίσκεται εδώ με όλους τους ανθρώπους

μου διαφορετικά αν το άφηνες να ξεραθεί από

το ζεστό άνεμο τώρα δεν θα

υπήρχαμε Γιrsquoαυτό αξίζεις να γίνεις γιος μου

να παντρευτείς την Βασιλοπούλα και με

δικαιοσύνη αγάπη και φρόνηση να γίνεις εσύ

ο καινούριος Βασιλιάς λύνοντας έτσι τα μάγια

της κακιάς νεράιδας που μας είχε

καταδικασμένους

Έτσι κι έγινε Ο Μανωλιός έγινε βασιλιάς με

τιμές και δόξες διότι ήξερε την γλώσσα της

καρδιάς που πάντα μας διδάσκει πόσο καλό

είναι να είσαι άνθρωπος Από τότε ο

Μανωλιός έμεινε στο παλάτι και κανείς ακόμα

δεν ξέρει τι ταξίδι ακολούθησε στον χρόνο του

ύπνου του άφησε όμως πίσω του τον

πραγματικό θησαυρό της καλοσύνης και της

αγάπης

ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Ο μαγικός ελαιώνας

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα παιδάκι που

το έλεγαν Λευτέρη Κάθε χρόνο το καλοκαίρι

μόλις έκλειναν τα σχολεία πήγαινε διακοπές

στο σπίτι της γιαγιάς του

Ένα καλοκαίρι έζησε μια σπουδαία περιπέτεια

Μια μέρα που η γιαγιά του είχε πάει για ψώνια

στην κοντινή πόλη ο Λευτέρης αποφάσισε να

εξερευνήσει τη σοφίτα του σπιτιού

Ανέβηκε προσεκτικά τη στριφογυριστή ξύλινη

σκάλα και στάθηκε αναποφάσιστος μπροστά

στην κλειστή πόρτα Πήρε μια βαθιά ανάσα

και την έσπρωξε δυνατά Πόσο σκοτεινά ήταν ό-

λα εκεί μέσα Ο Λευτέρης σκόνταψε σ΄ ένα πα-

λιό μπαούλο

Το άνοιξε γεμάτος περιέργεια Και τι δε βρήκε

Ολόκληρο θησαυρό Παλιά βιβλία του παππού

φορέματα της γιαγιάς παιχνίδια της μητέρας

του όταν ήταν παιδί Κάτω κάτω ήταν

τσαλακωμένο ένα κιτρινισμένο χαρτί Το

ξετύλιξε βιαστικά και τι να δει Ένας παλιός

χάρτης με σχεδιάγραμμα Αμέσως τον άρπαξε

κι άρχισε το ταξίδι του

Περπάτησε ώρες πολλές Πέρασε την πεδιάδα

με τα κίτρινα στάχυα το γεφυράκι του μικρού

ποταμού ώσπου έφτασε στο τέλος σε έναν

κάμπο γεμάτο ελιές

Διάλεξε την πιο μεγάλη ελιά και κάθισε να

ξεκουραστεί ακουμπώντας στο γέρικο κορμό

της

Ξαφνικά άκουσε μια απαλή φωνή Έμοιαζε

με της γιαγιάς του Κοίταξε γύρω του μα δεν

είδε κανέναν Η φωνή συνέχισε να του μιλάει

τρυφερά Ο Λευτέρης γεμάτος περιέργεια

άρχισε να παρατηρεί προσεχτικά το γέρικο

κορμό τα πελώρια κλαδιά και τ΄ ασημένια

φύλλα της ελιάς Τότε κατάλαβε ποιος του

μιλούσε Έκπληκτος άγγιξε απαλά το υπέροχο

αυτό δέντρο και μοιράστηκε μαζί του όλα του

τα μυστικά

Από εκείνη την ημέρα ο Λευτέρης πήγαινε

καθημερινά στο μαγικό αυτό ελαιώνα

Καθόταν ώρες στη σκιά της αγαπημένης του

ελιάς κι άκουγε τις πιο ωραίες ιστορίες

Ο καιρός πέρασε γρήγορα κι ήρθε η μέρα που

έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι του Έτρεξε στο

μαγικό ελαιώνα κι αγκάλιασε κλαίγοντας το

αγαπημένο του δέντρο Η ελιά έγειρε τα

κλαδιά της και χάιδεψε τα μαλλιά του laquo Μη

στενοχωριέσαιraquo του ψιθύρισε laquo Κόψε ένα

κλαράκι μου και πάρ΄ το μαζί σου Φύτεψέ το

στην αυλή του σπιτιού σου κι εγώ θα είμαι

πάντα κοντά σουraquo

Έτσι κι έγινε Ένα καινούριο ολόδροσο

δεντράκι φύτρωσε στον κήπο του Λευτέρη Κι

από τότε δεν χώρισαν ποτέ

Οι μαγικοί σπόροι

Μια φορά κι έναν καιρό σ΄ ένα μακρινό

χωριουδάκι ζούσε με τη γιαγιά του ένα μικρό

κορίτσι που το έλεγαν Ελπίδα Το σπιτάκι τους

ήταν πολύ φτωχικό Δύσκολα τα έβγαζαν πέρα

Ο περασμένος χειμώνας ήταν πολύ βαρύς

Τα πρώτα χιόνια έπεσαν νωρίς κι ο κρύος

βοριάς σφύριζε μανιασμένα Κάθε πρωί η

γιαγιά με την εγγονή της πήγαιναν στο δάσος

και μάζευαν φρούτα και ξύλα για να

ζεσταθούν

Μια μέρα ο άνεμος φυσούσε άγρια κι ο ήλιος

είχε κρυφτεί πίσω από τα βαριά μαύρα

σύννεφα Η Ελπίδα άφησε τη γιαγιά της στο

κρύο σπιτάκι τους τυλίχτηκε σφιχτά με το

σάλι της και ξεκίνησε για το δάσος Τα πόδια

και τα χέρια της είχαν παγώσει Τα μαλλιά και

τα ρούχα της είχαν βραχεί από την ξαφνική

μπόρα Και το σπουδαιότερο δεν μπορούσε να

γυρίσει πίσω γιατί δεν είχε μαζέψει ακόμη

τίποτα Αποφάσισε τότε να μπει για λίγο σε

μια σπηλιά που βρήκε στο δρόμο της και να

περιμένει

Έτρεμε από το κρύο και

από το φόβο της Είχε αρ

χίσει να νυχτώνει και η

γιαγιά της σίγουρα θα

ανησυχούσε Ξαφνικά

ένα απόκοσμο φως γέμι

σε τη σπηλιά και μια πα

νέμορφη νεράιδα πα

ρουσιάστηκε μπροστά

της

Της χαμογέλασε γλυκά και της χάιδεψε απαλά τα μαλλιά Κρατούσε ένα μικρό σακουλάκι που το άφησε προσεκτικά στα χέρια της Ελπίδας laquoΌταν πας σπίτι σου να το ανοίξεις και να κάνεις ότι ακριβώς σου πει η γιαγιά σου Αυτή ξέρειraquo της είπε τρυφερά και χάθηκε στο σκοτάδι της σπηλιάς Το κορίτσι κρατώντας το γερά έτρεξε χαρούμενο στο φτωχικό του σπιτάκι Τα μάτια του έλαμπαν από ενθουσιασμό καθώς έδειχνε στη γιαγιά του το δώρο της νεράιδας

Η γιαγιά ψηλάφησε τους μεγάλους γυαλιστερούς σπόρους τους έβαλε στη χούφτα της Ελπίδας και της είπε να τους φυτέψει στην αυλή Έτσι ακριβώς έκανε το μικρό κορίτσι Τους έχωσε βαθιά στο έδαφος και τους σκέπασε με φρέσκο χώμα Την άνοιξη οι σπόροι φύτρωσαν και γρήγορα έγιναν μεγάλα δέντρα με υπέροχο σταχτοπράσινο φύλλωμα Ήταν φουντωτές ελιές που αγκάλιασαν το μικρό σπιτάκι Ήρθε το φθινόπωρο και τα κλαδιά τους γέμισαν ευλογημένο καρπό

Από τότε η Ελπίδα κι η γιαγιά της έζησαν

ευτυχισμένες βοηθώντας κάθε κουρασμένο

περαστικό

Η αξία της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό σrsquo ένα μακρινό

χωριό όλοι οι άνθρωποι ζούσαν ευτυχισμένοι

Είχαν πολλά κτήματα εκτιμήσει πλούσια

γεμάτα ελιές Ποτέ όμως δεν είχαν σωστά την

αξία τους

Κάποια μέρα καθώς έπαιζαν δυο παιδιά η

Μαρία και ο Νίκος εμφανίστηκε μπροστά

τους ένας άγνωστος άντρας Τους μίλησε για

τα ελαιόδεντρα και τη χρησιμότητά τους Τους

είπε πως πρέπει να τα φροντίζουν και να τα

αγαπούν

Μετά από αρκετές ημέρες έγινε κάτι φοβερό

Στο χωριό έπεσε μεγάλη κατάρα Όλα τα χωράφια με τα ελαιόδεντρα καταστράφηκαν

Η Μαρία και ο Νίκος αμέσως κατάλαβαν πως έπρεπε να πάνε να βρουν τον μυστήριο αυτό άντρα που τους είχε επισκεφτεί

Τους είχε πει πως ζούσε στο δάσος Αυτό όμως δεν ήταν και τόσοhellip συνηθισμένο δάσος Έλεγαν πως στις κουφάλες των δέντρων ζούσαν φαντάσματα και πως το μέγεθος των ζώων ήταν υπερφυσικό

Φοβόντουσαν πάρα πολύ Περπάτησαν

ατελείωτες ώρες στη σκιά των πελώριων

δέντρων Με τη βοήθεια ενός λιονταριού

κατάφεραν να βρουν τον πύργο του άντρα που

έψαχναν

Χτύπησαν την πόρτα

αλλά κανείς δεν τους

άνοιξε Αποφάσισαν

να περιμένουν Δεν

κατάλαβαν πόσος

χρόνος πέρασε καιhellip

η πόρτα άνοιξε μόνη

της

Τα παιδιά μπήκαν γεμάτα περιέργεια στον

πύργο Ανέβηκαν διστακτικά την παλιά

στριφογυριστή σκάλα που τα οδήγησε σrsquo έ-

να επιβλητικό δωμάτιο Εκεί εργαζόταν ο

μυστηριώδης άντρας που είχαν γνωρίσει

Αμέσως κατάλαβαν πως ήταν μάγος Τους

αποκάλυψε αμέσως το όνομά του τον έλεγαν

Άλφρεντ Άρχισαν λοιπόν να του μιλούν για

το πρόβλημά τους Ο μάγος τα άκουσε προσε-

κτικά και τους είπε τι πρέπει να κάνουν

Έπρεπε να περάσουν τρεις δοκιμασίες Μόνο

έτσι θα έφευγε η κατάρα

Στο χωριό όλοι οι κάτοικοι περνούσαν δύσκο-

λα Από πλούσιοι είχαν γίνει φτωχοί και χωρίς

την ελιά και το λάδι της δεν μπορούσαν να ζή-

σουν Κατάλαβαν έτσι την αξία της αλλά ήταν

πλέον αργά Ή μάλλον σχεδόν αργά

Όταν τα παιδιά επέστρεψαν διηγήθηκαν σε

όλους όλα όσα τους συνέβησαν Τους είπαν για

το μάγο και τις τρεις δοκιμασίες που έπρεπε να

περάσουν Το πρόβλημα όμως ήταν πως δεν

τους είχε πει ποιες ήταν αυτές οι δοκιμασίες

ποιοι θα τις περνούσαν και πότε

Οι μέρες περνούσαν

αργά και βασανιστικά

μετά από δυο μήνες στο

χωριό εμφανίστηκε ένα

μικρό κορίτσι Χτύπησε

την πόρτα ενός σπιτιού

και ζήτησε λίγο φαγητό

Η οικογένεια όμως Το έ-

διωξε Το κορίτσι ήταν

Ο μάγος Άλφρεντ μεταμορ-

φωμένος Αυτή ήταν η πρώ-

τη δοκιμασία που δυστυχώς

όμως απέτυχαν

Αφού πέρασε μια εβδομάδα περίπου ένα μι-

κρό άγνωστο αγόρι εμφανίστηκε σε μια ομάδα

παιδιών και τους ζήτησε να παίξει μαζί τους Η

Μαρία και ο Νίκος όχι μόνο το δέχτηκαν αλλά

το άφησαν να διαλέξει το παιχνίδι που θα έπαι-

ζαν

_ Εσύ Νίκο θα είσαι ο αγρότης Εγώ θα είμαι η

ελιά και Μαρία θα είναι οι καρποί μου είπε το

αγόρι

Τα παιδιά συμφώνησαν κι άρχισαν όλα μαζί να

παίζουν Ο μάγος τότε παρατήρησε τον τρόπο

που ο Νίκος περιποιόταν την ελιά και πόσο χαι-

ρόταν όταν μάζευε τους καρπούς της Αυτή ήταν

η δεύτερη δοκιμασία και τα παιδιά την πέρασαν

με επιτυχία

Πέρασε αρκετός καιρός ώσπου έφτασε η ώρα

για την τρίτη δοκιμασία Μια μέρα ήρθε στο χω-

ριό ένας πλανόδιος έμπορος Πουλούσε από σπό-

ρους μέχρι και μαγικά αντικείμενα Οι τιμές όμως

ήταν πολύ υψηλές Ο Νίκος με τον πατέρα του ζή-

τησαν να δουν τους σπόρους που είχε

_Έχω σπόρους συκιάς πορτοκαλιάς μηλιάς και

τον τελευταίο σπόρο ελιάς είπε ο άντρας

_Τον τελευταίο Ρώτησε ο Νίκος

_ Ναι Τον τελευταίο

_Δεν υπάρχει άλλος

_Όχι

_Ούτε ένας

_Τίποτα

_Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Ναι Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Είστε σίγουρος για αυτό

_Απολύτως

Ο Νίκος δεν πίστευε στ΄ αυτιά τουΤότε ζήτη-

σε αμέσως απόν τον πατέρα του να αγοράσει τον

τελευταίο σπόρο ελιάς σ΄ ολόκληρη τη γη Η τι-

μή του όμως ήταν πολύ πάρα πολύ υψηλή Εκα-

τό χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Γιε μου δεν έχουμε τόσα χρήματα Μπορούμε

όμως να πουλήσουμε τα τέσσερα κτήματά μας

_Ναι να τα δώσουμε Θα μας μείνει η αυλή του

σπιτιού Εκεί θα φυτέψουμε τον πολύτιμο σπόρο

Τότε εμφανίστηκε ο μάγος Άλφρεντ

_Δίνω διακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα είπε

ο μάγος

_Άλφρεντ δεν είναι τίμιο είπε ο Νίκος

Προλάβαμε

εμείς να αγοράσουμε αυτόν το σπόρο

_Δίνω τριακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Τότε εγώ θα δώσω και το σπίτι μου είπε ο πα-

τέρας του Νίκου

_Ναι αλλά hellip αυτά είναι λιγότερα από τα χρή-

ματα που μου δίνει ο μάγος είπε ο έμπορος

_Τότε και εγώ θα δώσω όσα χρήματα έχω στον

κουμπαρά μου είπε η Μαρία

_Κι εγώ φώναξε ο Βασίλης

_Εγώ θα δώσω το μοναδικό κτήμα που έχω είπε

ο κύριος Βαγγέλης

_Και εγώ φώναξε η κυρία Βαρβάρα

_Ναι Και εμείς θα δώσουμε ότι έχουμε στους

κουμπαράδες μας φώναξαν δυνατά όλα τα

παιδιά που ήταν μαζεμένα στην πλατεία του

χωριού

Όλοι άρχισαν να δίνουν χρήματα σπίτια

έπιπλα χωράφια και μαγαζιά μέχρι που κέρδι-

σαν το μάγο Άλφρεντ και αγόρασαν το σπόρο

της ελιάς Από τη στιγμή που τον φύτεψαν το

πρόσεχαν πάρα πολύ

Μετά από χρόνια όταν οι χωρικοί μάζεψαν

τους καρπούς αυτής της ελιάς διαπίστωσαν ότι

είχε το πιο νόστιμο λάδι Τότε ο μάγος

πείστηκε πως όλοι είχαν καταλάβει την αξία

της και γέμισε ξανά όλα τα χωράφια τους με

ελαιόδεντρα

ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α

Κουκάκη Κατερίνα

Μπογκντάνι Γκισέλα

Καρυώτης Γιώργος

Αθανασόπουλος Στέφανος

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 53: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

Το καημένο το καλάμι

που ήταν από φυσικού

του ντροπαλό ταrsquo

άκουγε όλα αυτά και

δεν έλεγε τίποτα κι

ούτε και θύμωνε γιατί

αυτό δεν είχε να

καυχηθεί για τίποτα

Ήρθε ένας χειμώνας όμως βαρύς κι άρχισε να

φυσάει ένας αέρας δαιμονισμένος

που χτυπούσε με μανία την ελιά ώσπου στο

τέλος την ξερίζωσε

Το καλάμι με το πρώτο φύσημα του ανέμου

έγειρε λυγερό όπως ήτανε

προς το νερό κι έτσι ο άνεμος περνούσε από

πάνω του χωρίς να το πειράξει

Κι όταν η καταιγίδα σταμάτησε κι ο άνεμος

έπαψε να φυσάει

η ελιά απόμεινε πεσμένη στο χώμα και το

καλάμι σηκώθηκε

πάλι όρθιο και λυγερό όπως και πριν

Βλέπετε το καλάμι ήξερε να υποχωρεί εκεί που

ένιωθε ότι δεν είχε δύναμη νrsquo αντισταθεί ενώ

η ελιά πλήρωσε με τη ζωή της την

υπερηφάνειά της

Ο Μανωλιός και η γέρικη ελιά

Μια φορά και έναν καιρό όταν ο ζεστός άνεμος

φυσούσε και τα δέντρα λυπημένα έγερναν τα

κουρασμένα φυλλώματά τους ένα παλικάρι

που τον έλεγαν Μανωλιό πήγαινε τα πότιζε

και τους έκανε συντροφιά Τrsquo άλλα παλικάρια

του χωριού ζήλευαν τις χάρες και την καρδιά

του Μανωλιού Ψιθύριζαν λόγια άσχημα

μεταξύ τους δίχως να καταλαβαίνουν ότι αυτό

που έκαναν δεν ήταν σωστό

Μια μέρα κάθισαν κάτω από τον ίσκιο μιας

γέρικης ελιάς για να ξαποστάσουν Ξαφνικά

άκουσαν ένα θρόισμα γύρισαν τα κεφαλάκια

τους και από το κέντρο του κορμού της ελιάς

είδανε ένα χαμογελαστό πρόσωπο που με

ανθρώπινη μιλιά τους είπε

Αυτό το δέντρο που στον ίσκιο του ήρθατε να ξεκουραστείτε ξέρετε ποιος το ποτίζει

Όχι απάντησαν εκείνοι

Ο Μανωλιός που κοροϊδεύετε αποκρίθηκε το δέντρο

Εκείνοι ντροπιασμένοι έφυγαν με σκυμμένο το κεφάλι Στο δρόμο συνάντησαν τον Μανωλιό

Καλημέρα είπαν με μία φωνή Σήμερα θα έρθουμε μαζί σου να σε βοηθήσουμε να ποτίσεις τα δέντρα

Έτσι κι έγινε Από τότε έγιναν φίλοι Κάθε

απόγευμα πότιζαν τα δέντρα κι ύστερα κάτω

από τα φυλλώματα της γέρικης ελιάς άρχιζαν

το τραγούδι που μιλούσε για χώρες

παράξενε για ζούγκλες με πολύχρωμους

παπαγάλους για ινδιάνους με κιτρινοκόκκινα

φτερά στα καπέλα τους και ιδιαίτερα

τραγουδούσαν για την συμπόνια και την

ευαίσθητη καρδιά των ανθρώπων

Μια μέρα που ο ήλιος γίνηκε πορφυρός και

κρύφτηκε πίσω από τα βουνά ο Μανωλιός

πήγε μόνος του πότισε την γέρικη ελιά

ξάπλωσε και τον πήρε ένας βαθύς ύπνος Τότε

είδε πως μέσα στην κουφάλα της γέρικης ελιάς

είχανε στήσει ένα πανέμορφο παλάτι γεμάτο

κόσμο που χόρευε και γλένταγε

Θα πάω κι εγώ είπε δειλά δειλά ο Μανωλιός

bull Όσο προχωρούσε τόσο τα φώτα

μεγάλωναν ώσπου έφτασε στο κέντρο Εκεί

ένας βασιλιάς καθόταν σrsquoένα χρυσαφένιο

θρόνο Πίσω του στεκόταν μια Σφίγγα

άγαλμα Πήρε ανθρώπινη μιλιά αρχίζοντας να

λέει καλωσορίσματα στον Μανωλιό Εκείνος

χαμογελαστός χαιρέτησεμα τι να δει Σrsquoέναν

καθρέπτη που βρέθηκε μπροστά του ο

Μανωλιός ήταν ντυμένος πρίγκιπας

bull Πω πω Τι όμορφος που είμαι Αναφώνησε

Ξαφνικά υπηρέτες έστρωσαν ένα κόκκινο

χαλί για να περάσει ο Μανωλιός και αυτοί

αριστερά και δεξιά τον προσκυνούσαν Όταν

πέρασε τον διάδρομο με το κόκκινο χαλί

στάθηκε στον βασιλιά που του είπε

Καλόκαρδο και πονόψυχο παλικάρι Εσύ πότιζες

το δέντρο κι έτσι μπόρεσε το παλάτι μου να

βρίσκεται εδώ με όλους τους ανθρώπους

μου διαφορετικά αν το άφηνες να ξεραθεί από

το ζεστό άνεμο τώρα δεν θα

υπήρχαμε Γιrsquoαυτό αξίζεις να γίνεις γιος μου

να παντρευτείς την Βασιλοπούλα και με

δικαιοσύνη αγάπη και φρόνηση να γίνεις εσύ

ο καινούριος Βασιλιάς λύνοντας έτσι τα μάγια

της κακιάς νεράιδας που μας είχε

καταδικασμένους

Έτσι κι έγινε Ο Μανωλιός έγινε βασιλιάς με

τιμές και δόξες διότι ήξερε την γλώσσα της

καρδιάς που πάντα μας διδάσκει πόσο καλό

είναι να είσαι άνθρωπος Από τότε ο

Μανωλιός έμεινε στο παλάτι και κανείς ακόμα

δεν ξέρει τι ταξίδι ακολούθησε στον χρόνο του

ύπνου του άφησε όμως πίσω του τον

πραγματικό θησαυρό της καλοσύνης και της

αγάπης

ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Ο μαγικός ελαιώνας

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα παιδάκι που

το έλεγαν Λευτέρη Κάθε χρόνο το καλοκαίρι

μόλις έκλειναν τα σχολεία πήγαινε διακοπές

στο σπίτι της γιαγιάς του

Ένα καλοκαίρι έζησε μια σπουδαία περιπέτεια

Μια μέρα που η γιαγιά του είχε πάει για ψώνια

στην κοντινή πόλη ο Λευτέρης αποφάσισε να

εξερευνήσει τη σοφίτα του σπιτιού

Ανέβηκε προσεκτικά τη στριφογυριστή ξύλινη

σκάλα και στάθηκε αναποφάσιστος μπροστά

στην κλειστή πόρτα Πήρε μια βαθιά ανάσα

και την έσπρωξε δυνατά Πόσο σκοτεινά ήταν ό-

λα εκεί μέσα Ο Λευτέρης σκόνταψε σ΄ ένα πα-

λιό μπαούλο

Το άνοιξε γεμάτος περιέργεια Και τι δε βρήκε

Ολόκληρο θησαυρό Παλιά βιβλία του παππού

φορέματα της γιαγιάς παιχνίδια της μητέρας

του όταν ήταν παιδί Κάτω κάτω ήταν

τσαλακωμένο ένα κιτρινισμένο χαρτί Το

ξετύλιξε βιαστικά και τι να δει Ένας παλιός

χάρτης με σχεδιάγραμμα Αμέσως τον άρπαξε

κι άρχισε το ταξίδι του

Περπάτησε ώρες πολλές Πέρασε την πεδιάδα

με τα κίτρινα στάχυα το γεφυράκι του μικρού

ποταμού ώσπου έφτασε στο τέλος σε έναν

κάμπο γεμάτο ελιές

Διάλεξε την πιο μεγάλη ελιά και κάθισε να

ξεκουραστεί ακουμπώντας στο γέρικο κορμό

της

Ξαφνικά άκουσε μια απαλή φωνή Έμοιαζε

με της γιαγιάς του Κοίταξε γύρω του μα δεν

είδε κανέναν Η φωνή συνέχισε να του μιλάει

τρυφερά Ο Λευτέρης γεμάτος περιέργεια

άρχισε να παρατηρεί προσεχτικά το γέρικο

κορμό τα πελώρια κλαδιά και τ΄ ασημένια

φύλλα της ελιάς Τότε κατάλαβε ποιος του

μιλούσε Έκπληκτος άγγιξε απαλά το υπέροχο

αυτό δέντρο και μοιράστηκε μαζί του όλα του

τα μυστικά

Από εκείνη την ημέρα ο Λευτέρης πήγαινε

καθημερινά στο μαγικό αυτό ελαιώνα

Καθόταν ώρες στη σκιά της αγαπημένης του

ελιάς κι άκουγε τις πιο ωραίες ιστορίες

Ο καιρός πέρασε γρήγορα κι ήρθε η μέρα που

έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι του Έτρεξε στο

μαγικό ελαιώνα κι αγκάλιασε κλαίγοντας το

αγαπημένο του δέντρο Η ελιά έγειρε τα

κλαδιά της και χάιδεψε τα μαλλιά του laquo Μη

στενοχωριέσαιraquo του ψιθύρισε laquo Κόψε ένα

κλαράκι μου και πάρ΄ το μαζί σου Φύτεψέ το

στην αυλή του σπιτιού σου κι εγώ θα είμαι

πάντα κοντά σουraquo

Έτσι κι έγινε Ένα καινούριο ολόδροσο

δεντράκι φύτρωσε στον κήπο του Λευτέρη Κι

από τότε δεν χώρισαν ποτέ

Οι μαγικοί σπόροι

Μια φορά κι έναν καιρό σ΄ ένα μακρινό

χωριουδάκι ζούσε με τη γιαγιά του ένα μικρό

κορίτσι που το έλεγαν Ελπίδα Το σπιτάκι τους

ήταν πολύ φτωχικό Δύσκολα τα έβγαζαν πέρα

Ο περασμένος χειμώνας ήταν πολύ βαρύς

Τα πρώτα χιόνια έπεσαν νωρίς κι ο κρύος

βοριάς σφύριζε μανιασμένα Κάθε πρωί η

γιαγιά με την εγγονή της πήγαιναν στο δάσος

και μάζευαν φρούτα και ξύλα για να

ζεσταθούν

Μια μέρα ο άνεμος φυσούσε άγρια κι ο ήλιος

είχε κρυφτεί πίσω από τα βαριά μαύρα

σύννεφα Η Ελπίδα άφησε τη γιαγιά της στο

κρύο σπιτάκι τους τυλίχτηκε σφιχτά με το

σάλι της και ξεκίνησε για το δάσος Τα πόδια

και τα χέρια της είχαν παγώσει Τα μαλλιά και

τα ρούχα της είχαν βραχεί από την ξαφνική

μπόρα Και το σπουδαιότερο δεν μπορούσε να

γυρίσει πίσω γιατί δεν είχε μαζέψει ακόμη

τίποτα Αποφάσισε τότε να μπει για λίγο σε

μια σπηλιά που βρήκε στο δρόμο της και να

περιμένει

Έτρεμε από το κρύο και

από το φόβο της Είχε αρ

χίσει να νυχτώνει και η

γιαγιά της σίγουρα θα

ανησυχούσε Ξαφνικά

ένα απόκοσμο φως γέμι

σε τη σπηλιά και μια πα

νέμορφη νεράιδα πα

ρουσιάστηκε μπροστά

της

Της χαμογέλασε γλυκά και της χάιδεψε απαλά τα μαλλιά Κρατούσε ένα μικρό σακουλάκι που το άφησε προσεκτικά στα χέρια της Ελπίδας laquoΌταν πας σπίτι σου να το ανοίξεις και να κάνεις ότι ακριβώς σου πει η γιαγιά σου Αυτή ξέρειraquo της είπε τρυφερά και χάθηκε στο σκοτάδι της σπηλιάς Το κορίτσι κρατώντας το γερά έτρεξε χαρούμενο στο φτωχικό του σπιτάκι Τα μάτια του έλαμπαν από ενθουσιασμό καθώς έδειχνε στη γιαγιά του το δώρο της νεράιδας

Η γιαγιά ψηλάφησε τους μεγάλους γυαλιστερούς σπόρους τους έβαλε στη χούφτα της Ελπίδας και της είπε να τους φυτέψει στην αυλή Έτσι ακριβώς έκανε το μικρό κορίτσι Τους έχωσε βαθιά στο έδαφος και τους σκέπασε με φρέσκο χώμα Την άνοιξη οι σπόροι φύτρωσαν και γρήγορα έγιναν μεγάλα δέντρα με υπέροχο σταχτοπράσινο φύλλωμα Ήταν φουντωτές ελιές που αγκάλιασαν το μικρό σπιτάκι Ήρθε το φθινόπωρο και τα κλαδιά τους γέμισαν ευλογημένο καρπό

Από τότε η Ελπίδα κι η γιαγιά της έζησαν

ευτυχισμένες βοηθώντας κάθε κουρασμένο

περαστικό

Η αξία της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό σrsquo ένα μακρινό

χωριό όλοι οι άνθρωποι ζούσαν ευτυχισμένοι

Είχαν πολλά κτήματα εκτιμήσει πλούσια

γεμάτα ελιές Ποτέ όμως δεν είχαν σωστά την

αξία τους

Κάποια μέρα καθώς έπαιζαν δυο παιδιά η

Μαρία και ο Νίκος εμφανίστηκε μπροστά

τους ένας άγνωστος άντρας Τους μίλησε για

τα ελαιόδεντρα και τη χρησιμότητά τους Τους

είπε πως πρέπει να τα φροντίζουν και να τα

αγαπούν

Μετά από αρκετές ημέρες έγινε κάτι φοβερό

Στο χωριό έπεσε μεγάλη κατάρα Όλα τα χωράφια με τα ελαιόδεντρα καταστράφηκαν

Η Μαρία και ο Νίκος αμέσως κατάλαβαν πως έπρεπε να πάνε να βρουν τον μυστήριο αυτό άντρα που τους είχε επισκεφτεί

Τους είχε πει πως ζούσε στο δάσος Αυτό όμως δεν ήταν και τόσοhellip συνηθισμένο δάσος Έλεγαν πως στις κουφάλες των δέντρων ζούσαν φαντάσματα και πως το μέγεθος των ζώων ήταν υπερφυσικό

Φοβόντουσαν πάρα πολύ Περπάτησαν

ατελείωτες ώρες στη σκιά των πελώριων

δέντρων Με τη βοήθεια ενός λιονταριού

κατάφεραν να βρουν τον πύργο του άντρα που

έψαχναν

Χτύπησαν την πόρτα

αλλά κανείς δεν τους

άνοιξε Αποφάσισαν

να περιμένουν Δεν

κατάλαβαν πόσος

χρόνος πέρασε καιhellip

η πόρτα άνοιξε μόνη

της

Τα παιδιά μπήκαν γεμάτα περιέργεια στον

πύργο Ανέβηκαν διστακτικά την παλιά

στριφογυριστή σκάλα που τα οδήγησε σrsquo έ-

να επιβλητικό δωμάτιο Εκεί εργαζόταν ο

μυστηριώδης άντρας που είχαν γνωρίσει

Αμέσως κατάλαβαν πως ήταν μάγος Τους

αποκάλυψε αμέσως το όνομά του τον έλεγαν

Άλφρεντ Άρχισαν λοιπόν να του μιλούν για

το πρόβλημά τους Ο μάγος τα άκουσε προσε-

κτικά και τους είπε τι πρέπει να κάνουν

Έπρεπε να περάσουν τρεις δοκιμασίες Μόνο

έτσι θα έφευγε η κατάρα

Στο χωριό όλοι οι κάτοικοι περνούσαν δύσκο-

λα Από πλούσιοι είχαν γίνει φτωχοί και χωρίς

την ελιά και το λάδι της δεν μπορούσαν να ζή-

σουν Κατάλαβαν έτσι την αξία της αλλά ήταν

πλέον αργά Ή μάλλον σχεδόν αργά

Όταν τα παιδιά επέστρεψαν διηγήθηκαν σε

όλους όλα όσα τους συνέβησαν Τους είπαν για

το μάγο και τις τρεις δοκιμασίες που έπρεπε να

περάσουν Το πρόβλημα όμως ήταν πως δεν

τους είχε πει ποιες ήταν αυτές οι δοκιμασίες

ποιοι θα τις περνούσαν και πότε

Οι μέρες περνούσαν

αργά και βασανιστικά

μετά από δυο μήνες στο

χωριό εμφανίστηκε ένα

μικρό κορίτσι Χτύπησε

την πόρτα ενός σπιτιού

και ζήτησε λίγο φαγητό

Η οικογένεια όμως Το έ-

διωξε Το κορίτσι ήταν

Ο μάγος Άλφρεντ μεταμορ-

φωμένος Αυτή ήταν η πρώ-

τη δοκιμασία που δυστυχώς

όμως απέτυχαν

Αφού πέρασε μια εβδομάδα περίπου ένα μι-

κρό άγνωστο αγόρι εμφανίστηκε σε μια ομάδα

παιδιών και τους ζήτησε να παίξει μαζί τους Η

Μαρία και ο Νίκος όχι μόνο το δέχτηκαν αλλά

το άφησαν να διαλέξει το παιχνίδι που θα έπαι-

ζαν

_ Εσύ Νίκο θα είσαι ο αγρότης Εγώ θα είμαι η

ελιά και Μαρία θα είναι οι καρποί μου είπε το

αγόρι

Τα παιδιά συμφώνησαν κι άρχισαν όλα μαζί να

παίζουν Ο μάγος τότε παρατήρησε τον τρόπο

που ο Νίκος περιποιόταν την ελιά και πόσο χαι-

ρόταν όταν μάζευε τους καρπούς της Αυτή ήταν

η δεύτερη δοκιμασία και τα παιδιά την πέρασαν

με επιτυχία

Πέρασε αρκετός καιρός ώσπου έφτασε η ώρα

για την τρίτη δοκιμασία Μια μέρα ήρθε στο χω-

ριό ένας πλανόδιος έμπορος Πουλούσε από σπό-

ρους μέχρι και μαγικά αντικείμενα Οι τιμές όμως

ήταν πολύ υψηλές Ο Νίκος με τον πατέρα του ζή-

τησαν να δουν τους σπόρους που είχε

_Έχω σπόρους συκιάς πορτοκαλιάς μηλιάς και

τον τελευταίο σπόρο ελιάς είπε ο άντρας

_Τον τελευταίο Ρώτησε ο Νίκος

_ Ναι Τον τελευταίο

_Δεν υπάρχει άλλος

_Όχι

_Ούτε ένας

_Τίποτα

_Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Ναι Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Είστε σίγουρος για αυτό

_Απολύτως

Ο Νίκος δεν πίστευε στ΄ αυτιά τουΤότε ζήτη-

σε αμέσως απόν τον πατέρα του να αγοράσει τον

τελευταίο σπόρο ελιάς σ΄ ολόκληρη τη γη Η τι-

μή του όμως ήταν πολύ πάρα πολύ υψηλή Εκα-

τό χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Γιε μου δεν έχουμε τόσα χρήματα Μπορούμε

όμως να πουλήσουμε τα τέσσερα κτήματά μας

_Ναι να τα δώσουμε Θα μας μείνει η αυλή του

σπιτιού Εκεί θα φυτέψουμε τον πολύτιμο σπόρο

Τότε εμφανίστηκε ο μάγος Άλφρεντ

_Δίνω διακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα είπε

ο μάγος

_Άλφρεντ δεν είναι τίμιο είπε ο Νίκος

Προλάβαμε

εμείς να αγοράσουμε αυτόν το σπόρο

_Δίνω τριακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Τότε εγώ θα δώσω και το σπίτι μου είπε ο πα-

τέρας του Νίκου

_Ναι αλλά hellip αυτά είναι λιγότερα από τα χρή-

ματα που μου δίνει ο μάγος είπε ο έμπορος

_Τότε και εγώ θα δώσω όσα χρήματα έχω στον

κουμπαρά μου είπε η Μαρία

_Κι εγώ φώναξε ο Βασίλης

_Εγώ θα δώσω το μοναδικό κτήμα που έχω είπε

ο κύριος Βαγγέλης

_Και εγώ φώναξε η κυρία Βαρβάρα

_Ναι Και εμείς θα δώσουμε ότι έχουμε στους

κουμπαράδες μας φώναξαν δυνατά όλα τα

παιδιά που ήταν μαζεμένα στην πλατεία του

χωριού

Όλοι άρχισαν να δίνουν χρήματα σπίτια

έπιπλα χωράφια και μαγαζιά μέχρι που κέρδι-

σαν το μάγο Άλφρεντ και αγόρασαν το σπόρο

της ελιάς Από τη στιγμή που τον φύτεψαν το

πρόσεχαν πάρα πολύ

Μετά από χρόνια όταν οι χωρικοί μάζεψαν

τους καρπούς αυτής της ελιάς διαπίστωσαν ότι

είχε το πιο νόστιμο λάδι Τότε ο μάγος

πείστηκε πως όλοι είχαν καταλάβει την αξία

της και γέμισε ξανά όλα τα χωράφια τους με

ελαιόδεντρα

ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α

Κουκάκη Κατερίνα

Μπογκντάνι Γκισέλα

Καρυώτης Γιώργος

Αθανασόπουλος Στέφανος

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 54: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

Ήρθε ένας χειμώνας όμως βαρύς κι άρχισε να

φυσάει ένας αέρας δαιμονισμένος

που χτυπούσε με μανία την ελιά ώσπου στο

τέλος την ξερίζωσε

Το καλάμι με το πρώτο φύσημα του ανέμου

έγειρε λυγερό όπως ήτανε

προς το νερό κι έτσι ο άνεμος περνούσε από

πάνω του χωρίς να το πειράξει

Κι όταν η καταιγίδα σταμάτησε κι ο άνεμος

έπαψε να φυσάει

η ελιά απόμεινε πεσμένη στο χώμα και το

καλάμι σηκώθηκε

πάλι όρθιο και λυγερό όπως και πριν

Βλέπετε το καλάμι ήξερε να υποχωρεί εκεί που

ένιωθε ότι δεν είχε δύναμη νrsquo αντισταθεί ενώ

η ελιά πλήρωσε με τη ζωή της την

υπερηφάνειά της

Ο Μανωλιός και η γέρικη ελιά

Μια φορά και έναν καιρό όταν ο ζεστός άνεμος

φυσούσε και τα δέντρα λυπημένα έγερναν τα

κουρασμένα φυλλώματά τους ένα παλικάρι

που τον έλεγαν Μανωλιό πήγαινε τα πότιζε

και τους έκανε συντροφιά Τrsquo άλλα παλικάρια

του χωριού ζήλευαν τις χάρες και την καρδιά

του Μανωλιού Ψιθύριζαν λόγια άσχημα

μεταξύ τους δίχως να καταλαβαίνουν ότι αυτό

που έκαναν δεν ήταν σωστό

Μια μέρα κάθισαν κάτω από τον ίσκιο μιας

γέρικης ελιάς για να ξαποστάσουν Ξαφνικά

άκουσαν ένα θρόισμα γύρισαν τα κεφαλάκια

τους και από το κέντρο του κορμού της ελιάς

είδανε ένα χαμογελαστό πρόσωπο που με

ανθρώπινη μιλιά τους είπε

Αυτό το δέντρο που στον ίσκιο του ήρθατε να ξεκουραστείτε ξέρετε ποιος το ποτίζει

Όχι απάντησαν εκείνοι

Ο Μανωλιός που κοροϊδεύετε αποκρίθηκε το δέντρο

Εκείνοι ντροπιασμένοι έφυγαν με σκυμμένο το κεφάλι Στο δρόμο συνάντησαν τον Μανωλιό

Καλημέρα είπαν με μία φωνή Σήμερα θα έρθουμε μαζί σου να σε βοηθήσουμε να ποτίσεις τα δέντρα

Έτσι κι έγινε Από τότε έγιναν φίλοι Κάθε

απόγευμα πότιζαν τα δέντρα κι ύστερα κάτω

από τα φυλλώματα της γέρικης ελιάς άρχιζαν

το τραγούδι που μιλούσε για χώρες

παράξενε για ζούγκλες με πολύχρωμους

παπαγάλους για ινδιάνους με κιτρινοκόκκινα

φτερά στα καπέλα τους και ιδιαίτερα

τραγουδούσαν για την συμπόνια και την

ευαίσθητη καρδιά των ανθρώπων

Μια μέρα που ο ήλιος γίνηκε πορφυρός και

κρύφτηκε πίσω από τα βουνά ο Μανωλιός

πήγε μόνος του πότισε την γέρικη ελιά

ξάπλωσε και τον πήρε ένας βαθύς ύπνος Τότε

είδε πως μέσα στην κουφάλα της γέρικης ελιάς

είχανε στήσει ένα πανέμορφο παλάτι γεμάτο

κόσμο που χόρευε και γλένταγε

Θα πάω κι εγώ είπε δειλά δειλά ο Μανωλιός

bull Όσο προχωρούσε τόσο τα φώτα

μεγάλωναν ώσπου έφτασε στο κέντρο Εκεί

ένας βασιλιάς καθόταν σrsquoένα χρυσαφένιο

θρόνο Πίσω του στεκόταν μια Σφίγγα

άγαλμα Πήρε ανθρώπινη μιλιά αρχίζοντας να

λέει καλωσορίσματα στον Μανωλιό Εκείνος

χαμογελαστός χαιρέτησεμα τι να δει Σrsquoέναν

καθρέπτη που βρέθηκε μπροστά του ο

Μανωλιός ήταν ντυμένος πρίγκιπας

bull Πω πω Τι όμορφος που είμαι Αναφώνησε

Ξαφνικά υπηρέτες έστρωσαν ένα κόκκινο

χαλί για να περάσει ο Μανωλιός και αυτοί

αριστερά και δεξιά τον προσκυνούσαν Όταν

πέρασε τον διάδρομο με το κόκκινο χαλί

στάθηκε στον βασιλιά που του είπε

Καλόκαρδο και πονόψυχο παλικάρι Εσύ πότιζες

το δέντρο κι έτσι μπόρεσε το παλάτι μου να

βρίσκεται εδώ με όλους τους ανθρώπους

μου διαφορετικά αν το άφηνες να ξεραθεί από

το ζεστό άνεμο τώρα δεν θα

υπήρχαμε Γιrsquoαυτό αξίζεις να γίνεις γιος μου

να παντρευτείς την Βασιλοπούλα και με

δικαιοσύνη αγάπη και φρόνηση να γίνεις εσύ

ο καινούριος Βασιλιάς λύνοντας έτσι τα μάγια

της κακιάς νεράιδας που μας είχε

καταδικασμένους

Έτσι κι έγινε Ο Μανωλιός έγινε βασιλιάς με

τιμές και δόξες διότι ήξερε την γλώσσα της

καρδιάς που πάντα μας διδάσκει πόσο καλό

είναι να είσαι άνθρωπος Από τότε ο

Μανωλιός έμεινε στο παλάτι και κανείς ακόμα

δεν ξέρει τι ταξίδι ακολούθησε στον χρόνο του

ύπνου του άφησε όμως πίσω του τον

πραγματικό θησαυρό της καλοσύνης και της

αγάπης

ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Ο μαγικός ελαιώνας

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα παιδάκι που

το έλεγαν Λευτέρη Κάθε χρόνο το καλοκαίρι

μόλις έκλειναν τα σχολεία πήγαινε διακοπές

στο σπίτι της γιαγιάς του

Ένα καλοκαίρι έζησε μια σπουδαία περιπέτεια

Μια μέρα που η γιαγιά του είχε πάει για ψώνια

στην κοντινή πόλη ο Λευτέρης αποφάσισε να

εξερευνήσει τη σοφίτα του σπιτιού

Ανέβηκε προσεκτικά τη στριφογυριστή ξύλινη

σκάλα και στάθηκε αναποφάσιστος μπροστά

στην κλειστή πόρτα Πήρε μια βαθιά ανάσα

και την έσπρωξε δυνατά Πόσο σκοτεινά ήταν ό-

λα εκεί μέσα Ο Λευτέρης σκόνταψε σ΄ ένα πα-

λιό μπαούλο

Το άνοιξε γεμάτος περιέργεια Και τι δε βρήκε

Ολόκληρο θησαυρό Παλιά βιβλία του παππού

φορέματα της γιαγιάς παιχνίδια της μητέρας

του όταν ήταν παιδί Κάτω κάτω ήταν

τσαλακωμένο ένα κιτρινισμένο χαρτί Το

ξετύλιξε βιαστικά και τι να δει Ένας παλιός

χάρτης με σχεδιάγραμμα Αμέσως τον άρπαξε

κι άρχισε το ταξίδι του

Περπάτησε ώρες πολλές Πέρασε την πεδιάδα

με τα κίτρινα στάχυα το γεφυράκι του μικρού

ποταμού ώσπου έφτασε στο τέλος σε έναν

κάμπο γεμάτο ελιές

Διάλεξε την πιο μεγάλη ελιά και κάθισε να

ξεκουραστεί ακουμπώντας στο γέρικο κορμό

της

Ξαφνικά άκουσε μια απαλή φωνή Έμοιαζε

με της γιαγιάς του Κοίταξε γύρω του μα δεν

είδε κανέναν Η φωνή συνέχισε να του μιλάει

τρυφερά Ο Λευτέρης γεμάτος περιέργεια

άρχισε να παρατηρεί προσεχτικά το γέρικο

κορμό τα πελώρια κλαδιά και τ΄ ασημένια

φύλλα της ελιάς Τότε κατάλαβε ποιος του

μιλούσε Έκπληκτος άγγιξε απαλά το υπέροχο

αυτό δέντρο και μοιράστηκε μαζί του όλα του

τα μυστικά

Από εκείνη την ημέρα ο Λευτέρης πήγαινε

καθημερινά στο μαγικό αυτό ελαιώνα

Καθόταν ώρες στη σκιά της αγαπημένης του

ελιάς κι άκουγε τις πιο ωραίες ιστορίες

Ο καιρός πέρασε γρήγορα κι ήρθε η μέρα που

έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι του Έτρεξε στο

μαγικό ελαιώνα κι αγκάλιασε κλαίγοντας το

αγαπημένο του δέντρο Η ελιά έγειρε τα

κλαδιά της και χάιδεψε τα μαλλιά του laquo Μη

στενοχωριέσαιraquo του ψιθύρισε laquo Κόψε ένα

κλαράκι μου και πάρ΄ το μαζί σου Φύτεψέ το

στην αυλή του σπιτιού σου κι εγώ θα είμαι

πάντα κοντά σουraquo

Έτσι κι έγινε Ένα καινούριο ολόδροσο

δεντράκι φύτρωσε στον κήπο του Λευτέρη Κι

από τότε δεν χώρισαν ποτέ

Οι μαγικοί σπόροι

Μια φορά κι έναν καιρό σ΄ ένα μακρινό

χωριουδάκι ζούσε με τη γιαγιά του ένα μικρό

κορίτσι που το έλεγαν Ελπίδα Το σπιτάκι τους

ήταν πολύ φτωχικό Δύσκολα τα έβγαζαν πέρα

Ο περασμένος χειμώνας ήταν πολύ βαρύς

Τα πρώτα χιόνια έπεσαν νωρίς κι ο κρύος

βοριάς σφύριζε μανιασμένα Κάθε πρωί η

γιαγιά με την εγγονή της πήγαιναν στο δάσος

και μάζευαν φρούτα και ξύλα για να

ζεσταθούν

Μια μέρα ο άνεμος φυσούσε άγρια κι ο ήλιος

είχε κρυφτεί πίσω από τα βαριά μαύρα

σύννεφα Η Ελπίδα άφησε τη γιαγιά της στο

κρύο σπιτάκι τους τυλίχτηκε σφιχτά με το

σάλι της και ξεκίνησε για το δάσος Τα πόδια

και τα χέρια της είχαν παγώσει Τα μαλλιά και

τα ρούχα της είχαν βραχεί από την ξαφνική

μπόρα Και το σπουδαιότερο δεν μπορούσε να

γυρίσει πίσω γιατί δεν είχε μαζέψει ακόμη

τίποτα Αποφάσισε τότε να μπει για λίγο σε

μια σπηλιά που βρήκε στο δρόμο της και να

περιμένει

Έτρεμε από το κρύο και

από το φόβο της Είχε αρ

χίσει να νυχτώνει και η

γιαγιά της σίγουρα θα

ανησυχούσε Ξαφνικά

ένα απόκοσμο φως γέμι

σε τη σπηλιά και μια πα

νέμορφη νεράιδα πα

ρουσιάστηκε μπροστά

της

Της χαμογέλασε γλυκά και της χάιδεψε απαλά τα μαλλιά Κρατούσε ένα μικρό σακουλάκι που το άφησε προσεκτικά στα χέρια της Ελπίδας laquoΌταν πας σπίτι σου να το ανοίξεις και να κάνεις ότι ακριβώς σου πει η γιαγιά σου Αυτή ξέρειraquo της είπε τρυφερά και χάθηκε στο σκοτάδι της σπηλιάς Το κορίτσι κρατώντας το γερά έτρεξε χαρούμενο στο φτωχικό του σπιτάκι Τα μάτια του έλαμπαν από ενθουσιασμό καθώς έδειχνε στη γιαγιά του το δώρο της νεράιδας

Η γιαγιά ψηλάφησε τους μεγάλους γυαλιστερούς σπόρους τους έβαλε στη χούφτα της Ελπίδας και της είπε να τους φυτέψει στην αυλή Έτσι ακριβώς έκανε το μικρό κορίτσι Τους έχωσε βαθιά στο έδαφος και τους σκέπασε με φρέσκο χώμα Την άνοιξη οι σπόροι φύτρωσαν και γρήγορα έγιναν μεγάλα δέντρα με υπέροχο σταχτοπράσινο φύλλωμα Ήταν φουντωτές ελιές που αγκάλιασαν το μικρό σπιτάκι Ήρθε το φθινόπωρο και τα κλαδιά τους γέμισαν ευλογημένο καρπό

Από τότε η Ελπίδα κι η γιαγιά της έζησαν

ευτυχισμένες βοηθώντας κάθε κουρασμένο

περαστικό

Η αξία της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό σrsquo ένα μακρινό

χωριό όλοι οι άνθρωποι ζούσαν ευτυχισμένοι

Είχαν πολλά κτήματα εκτιμήσει πλούσια

γεμάτα ελιές Ποτέ όμως δεν είχαν σωστά την

αξία τους

Κάποια μέρα καθώς έπαιζαν δυο παιδιά η

Μαρία και ο Νίκος εμφανίστηκε μπροστά

τους ένας άγνωστος άντρας Τους μίλησε για

τα ελαιόδεντρα και τη χρησιμότητά τους Τους

είπε πως πρέπει να τα φροντίζουν και να τα

αγαπούν

Μετά από αρκετές ημέρες έγινε κάτι φοβερό

Στο χωριό έπεσε μεγάλη κατάρα Όλα τα χωράφια με τα ελαιόδεντρα καταστράφηκαν

Η Μαρία και ο Νίκος αμέσως κατάλαβαν πως έπρεπε να πάνε να βρουν τον μυστήριο αυτό άντρα που τους είχε επισκεφτεί

Τους είχε πει πως ζούσε στο δάσος Αυτό όμως δεν ήταν και τόσοhellip συνηθισμένο δάσος Έλεγαν πως στις κουφάλες των δέντρων ζούσαν φαντάσματα και πως το μέγεθος των ζώων ήταν υπερφυσικό

Φοβόντουσαν πάρα πολύ Περπάτησαν

ατελείωτες ώρες στη σκιά των πελώριων

δέντρων Με τη βοήθεια ενός λιονταριού

κατάφεραν να βρουν τον πύργο του άντρα που

έψαχναν

Χτύπησαν την πόρτα

αλλά κανείς δεν τους

άνοιξε Αποφάσισαν

να περιμένουν Δεν

κατάλαβαν πόσος

χρόνος πέρασε καιhellip

η πόρτα άνοιξε μόνη

της

Τα παιδιά μπήκαν γεμάτα περιέργεια στον

πύργο Ανέβηκαν διστακτικά την παλιά

στριφογυριστή σκάλα που τα οδήγησε σrsquo έ-

να επιβλητικό δωμάτιο Εκεί εργαζόταν ο

μυστηριώδης άντρας που είχαν γνωρίσει

Αμέσως κατάλαβαν πως ήταν μάγος Τους

αποκάλυψε αμέσως το όνομά του τον έλεγαν

Άλφρεντ Άρχισαν λοιπόν να του μιλούν για

το πρόβλημά τους Ο μάγος τα άκουσε προσε-

κτικά και τους είπε τι πρέπει να κάνουν

Έπρεπε να περάσουν τρεις δοκιμασίες Μόνο

έτσι θα έφευγε η κατάρα

Στο χωριό όλοι οι κάτοικοι περνούσαν δύσκο-

λα Από πλούσιοι είχαν γίνει φτωχοί και χωρίς

την ελιά και το λάδι της δεν μπορούσαν να ζή-

σουν Κατάλαβαν έτσι την αξία της αλλά ήταν

πλέον αργά Ή μάλλον σχεδόν αργά

Όταν τα παιδιά επέστρεψαν διηγήθηκαν σε

όλους όλα όσα τους συνέβησαν Τους είπαν για

το μάγο και τις τρεις δοκιμασίες που έπρεπε να

περάσουν Το πρόβλημα όμως ήταν πως δεν

τους είχε πει ποιες ήταν αυτές οι δοκιμασίες

ποιοι θα τις περνούσαν και πότε

Οι μέρες περνούσαν

αργά και βασανιστικά

μετά από δυο μήνες στο

χωριό εμφανίστηκε ένα

μικρό κορίτσι Χτύπησε

την πόρτα ενός σπιτιού

και ζήτησε λίγο φαγητό

Η οικογένεια όμως Το έ-

διωξε Το κορίτσι ήταν

Ο μάγος Άλφρεντ μεταμορ-

φωμένος Αυτή ήταν η πρώ-

τη δοκιμασία που δυστυχώς

όμως απέτυχαν

Αφού πέρασε μια εβδομάδα περίπου ένα μι-

κρό άγνωστο αγόρι εμφανίστηκε σε μια ομάδα

παιδιών και τους ζήτησε να παίξει μαζί τους Η

Μαρία και ο Νίκος όχι μόνο το δέχτηκαν αλλά

το άφησαν να διαλέξει το παιχνίδι που θα έπαι-

ζαν

_ Εσύ Νίκο θα είσαι ο αγρότης Εγώ θα είμαι η

ελιά και Μαρία θα είναι οι καρποί μου είπε το

αγόρι

Τα παιδιά συμφώνησαν κι άρχισαν όλα μαζί να

παίζουν Ο μάγος τότε παρατήρησε τον τρόπο

που ο Νίκος περιποιόταν την ελιά και πόσο χαι-

ρόταν όταν μάζευε τους καρπούς της Αυτή ήταν

η δεύτερη δοκιμασία και τα παιδιά την πέρασαν

με επιτυχία

Πέρασε αρκετός καιρός ώσπου έφτασε η ώρα

για την τρίτη δοκιμασία Μια μέρα ήρθε στο χω-

ριό ένας πλανόδιος έμπορος Πουλούσε από σπό-

ρους μέχρι και μαγικά αντικείμενα Οι τιμές όμως

ήταν πολύ υψηλές Ο Νίκος με τον πατέρα του ζή-

τησαν να δουν τους σπόρους που είχε

_Έχω σπόρους συκιάς πορτοκαλιάς μηλιάς και

τον τελευταίο σπόρο ελιάς είπε ο άντρας

_Τον τελευταίο Ρώτησε ο Νίκος

_ Ναι Τον τελευταίο

_Δεν υπάρχει άλλος

_Όχι

_Ούτε ένας

_Τίποτα

_Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Ναι Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Είστε σίγουρος για αυτό

_Απολύτως

Ο Νίκος δεν πίστευε στ΄ αυτιά τουΤότε ζήτη-

σε αμέσως απόν τον πατέρα του να αγοράσει τον

τελευταίο σπόρο ελιάς σ΄ ολόκληρη τη γη Η τι-

μή του όμως ήταν πολύ πάρα πολύ υψηλή Εκα-

τό χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Γιε μου δεν έχουμε τόσα χρήματα Μπορούμε

όμως να πουλήσουμε τα τέσσερα κτήματά μας

_Ναι να τα δώσουμε Θα μας μείνει η αυλή του

σπιτιού Εκεί θα φυτέψουμε τον πολύτιμο σπόρο

Τότε εμφανίστηκε ο μάγος Άλφρεντ

_Δίνω διακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα είπε

ο μάγος

_Άλφρεντ δεν είναι τίμιο είπε ο Νίκος

Προλάβαμε

εμείς να αγοράσουμε αυτόν το σπόρο

_Δίνω τριακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Τότε εγώ θα δώσω και το σπίτι μου είπε ο πα-

τέρας του Νίκου

_Ναι αλλά hellip αυτά είναι λιγότερα από τα χρή-

ματα που μου δίνει ο μάγος είπε ο έμπορος

_Τότε και εγώ θα δώσω όσα χρήματα έχω στον

κουμπαρά μου είπε η Μαρία

_Κι εγώ φώναξε ο Βασίλης

_Εγώ θα δώσω το μοναδικό κτήμα που έχω είπε

ο κύριος Βαγγέλης

_Και εγώ φώναξε η κυρία Βαρβάρα

_Ναι Και εμείς θα δώσουμε ότι έχουμε στους

κουμπαράδες μας φώναξαν δυνατά όλα τα

παιδιά που ήταν μαζεμένα στην πλατεία του

χωριού

Όλοι άρχισαν να δίνουν χρήματα σπίτια

έπιπλα χωράφια και μαγαζιά μέχρι που κέρδι-

σαν το μάγο Άλφρεντ και αγόρασαν το σπόρο

της ελιάς Από τη στιγμή που τον φύτεψαν το

πρόσεχαν πάρα πολύ

Μετά από χρόνια όταν οι χωρικοί μάζεψαν

τους καρπούς αυτής της ελιάς διαπίστωσαν ότι

είχε το πιο νόστιμο λάδι Τότε ο μάγος

πείστηκε πως όλοι είχαν καταλάβει την αξία

της και γέμισε ξανά όλα τα χωράφια τους με

ελαιόδεντρα

ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α

Κουκάκη Κατερίνα

Μπογκντάνι Γκισέλα

Καρυώτης Γιώργος

Αθανασόπουλος Στέφανος

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 55: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

Κι όταν η καταιγίδα σταμάτησε κι ο άνεμος

έπαψε να φυσάει

η ελιά απόμεινε πεσμένη στο χώμα και το

καλάμι σηκώθηκε

πάλι όρθιο και λυγερό όπως και πριν

Βλέπετε το καλάμι ήξερε να υποχωρεί εκεί που

ένιωθε ότι δεν είχε δύναμη νrsquo αντισταθεί ενώ

η ελιά πλήρωσε με τη ζωή της την

υπερηφάνειά της

Ο Μανωλιός και η γέρικη ελιά

Μια φορά και έναν καιρό όταν ο ζεστός άνεμος

φυσούσε και τα δέντρα λυπημένα έγερναν τα

κουρασμένα φυλλώματά τους ένα παλικάρι

που τον έλεγαν Μανωλιό πήγαινε τα πότιζε

και τους έκανε συντροφιά Τrsquo άλλα παλικάρια

του χωριού ζήλευαν τις χάρες και την καρδιά

του Μανωλιού Ψιθύριζαν λόγια άσχημα

μεταξύ τους δίχως να καταλαβαίνουν ότι αυτό

που έκαναν δεν ήταν σωστό

Μια μέρα κάθισαν κάτω από τον ίσκιο μιας

γέρικης ελιάς για να ξαποστάσουν Ξαφνικά

άκουσαν ένα θρόισμα γύρισαν τα κεφαλάκια

τους και από το κέντρο του κορμού της ελιάς

είδανε ένα χαμογελαστό πρόσωπο που με

ανθρώπινη μιλιά τους είπε

Αυτό το δέντρο που στον ίσκιο του ήρθατε να ξεκουραστείτε ξέρετε ποιος το ποτίζει

Όχι απάντησαν εκείνοι

Ο Μανωλιός που κοροϊδεύετε αποκρίθηκε το δέντρο

Εκείνοι ντροπιασμένοι έφυγαν με σκυμμένο το κεφάλι Στο δρόμο συνάντησαν τον Μανωλιό

Καλημέρα είπαν με μία φωνή Σήμερα θα έρθουμε μαζί σου να σε βοηθήσουμε να ποτίσεις τα δέντρα

Έτσι κι έγινε Από τότε έγιναν φίλοι Κάθε

απόγευμα πότιζαν τα δέντρα κι ύστερα κάτω

από τα φυλλώματα της γέρικης ελιάς άρχιζαν

το τραγούδι που μιλούσε για χώρες

παράξενε για ζούγκλες με πολύχρωμους

παπαγάλους για ινδιάνους με κιτρινοκόκκινα

φτερά στα καπέλα τους και ιδιαίτερα

τραγουδούσαν για την συμπόνια και την

ευαίσθητη καρδιά των ανθρώπων

Μια μέρα που ο ήλιος γίνηκε πορφυρός και

κρύφτηκε πίσω από τα βουνά ο Μανωλιός

πήγε μόνος του πότισε την γέρικη ελιά

ξάπλωσε και τον πήρε ένας βαθύς ύπνος Τότε

είδε πως μέσα στην κουφάλα της γέρικης ελιάς

είχανε στήσει ένα πανέμορφο παλάτι γεμάτο

κόσμο που χόρευε και γλένταγε

Θα πάω κι εγώ είπε δειλά δειλά ο Μανωλιός

bull Όσο προχωρούσε τόσο τα φώτα

μεγάλωναν ώσπου έφτασε στο κέντρο Εκεί

ένας βασιλιάς καθόταν σrsquoένα χρυσαφένιο

θρόνο Πίσω του στεκόταν μια Σφίγγα

άγαλμα Πήρε ανθρώπινη μιλιά αρχίζοντας να

λέει καλωσορίσματα στον Μανωλιό Εκείνος

χαμογελαστός χαιρέτησεμα τι να δει Σrsquoέναν

καθρέπτη που βρέθηκε μπροστά του ο

Μανωλιός ήταν ντυμένος πρίγκιπας

bull Πω πω Τι όμορφος που είμαι Αναφώνησε

Ξαφνικά υπηρέτες έστρωσαν ένα κόκκινο

χαλί για να περάσει ο Μανωλιός και αυτοί

αριστερά και δεξιά τον προσκυνούσαν Όταν

πέρασε τον διάδρομο με το κόκκινο χαλί

στάθηκε στον βασιλιά που του είπε

Καλόκαρδο και πονόψυχο παλικάρι Εσύ πότιζες

το δέντρο κι έτσι μπόρεσε το παλάτι μου να

βρίσκεται εδώ με όλους τους ανθρώπους

μου διαφορετικά αν το άφηνες να ξεραθεί από

το ζεστό άνεμο τώρα δεν θα

υπήρχαμε Γιrsquoαυτό αξίζεις να γίνεις γιος μου

να παντρευτείς την Βασιλοπούλα και με

δικαιοσύνη αγάπη και φρόνηση να γίνεις εσύ

ο καινούριος Βασιλιάς λύνοντας έτσι τα μάγια

της κακιάς νεράιδας που μας είχε

καταδικασμένους

Έτσι κι έγινε Ο Μανωλιός έγινε βασιλιάς με

τιμές και δόξες διότι ήξερε την γλώσσα της

καρδιάς που πάντα μας διδάσκει πόσο καλό

είναι να είσαι άνθρωπος Από τότε ο

Μανωλιός έμεινε στο παλάτι και κανείς ακόμα

δεν ξέρει τι ταξίδι ακολούθησε στον χρόνο του

ύπνου του άφησε όμως πίσω του τον

πραγματικό θησαυρό της καλοσύνης και της

αγάπης

ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Ο μαγικός ελαιώνας

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα παιδάκι που

το έλεγαν Λευτέρη Κάθε χρόνο το καλοκαίρι

μόλις έκλειναν τα σχολεία πήγαινε διακοπές

στο σπίτι της γιαγιάς του

Ένα καλοκαίρι έζησε μια σπουδαία περιπέτεια

Μια μέρα που η γιαγιά του είχε πάει για ψώνια

στην κοντινή πόλη ο Λευτέρης αποφάσισε να

εξερευνήσει τη σοφίτα του σπιτιού

Ανέβηκε προσεκτικά τη στριφογυριστή ξύλινη

σκάλα και στάθηκε αναποφάσιστος μπροστά

στην κλειστή πόρτα Πήρε μια βαθιά ανάσα

και την έσπρωξε δυνατά Πόσο σκοτεινά ήταν ό-

λα εκεί μέσα Ο Λευτέρης σκόνταψε σ΄ ένα πα-

λιό μπαούλο

Το άνοιξε γεμάτος περιέργεια Και τι δε βρήκε

Ολόκληρο θησαυρό Παλιά βιβλία του παππού

φορέματα της γιαγιάς παιχνίδια της μητέρας

του όταν ήταν παιδί Κάτω κάτω ήταν

τσαλακωμένο ένα κιτρινισμένο χαρτί Το

ξετύλιξε βιαστικά και τι να δει Ένας παλιός

χάρτης με σχεδιάγραμμα Αμέσως τον άρπαξε

κι άρχισε το ταξίδι του

Περπάτησε ώρες πολλές Πέρασε την πεδιάδα

με τα κίτρινα στάχυα το γεφυράκι του μικρού

ποταμού ώσπου έφτασε στο τέλος σε έναν

κάμπο γεμάτο ελιές

Διάλεξε την πιο μεγάλη ελιά και κάθισε να

ξεκουραστεί ακουμπώντας στο γέρικο κορμό

της

Ξαφνικά άκουσε μια απαλή φωνή Έμοιαζε

με της γιαγιάς του Κοίταξε γύρω του μα δεν

είδε κανέναν Η φωνή συνέχισε να του μιλάει

τρυφερά Ο Λευτέρης γεμάτος περιέργεια

άρχισε να παρατηρεί προσεχτικά το γέρικο

κορμό τα πελώρια κλαδιά και τ΄ ασημένια

φύλλα της ελιάς Τότε κατάλαβε ποιος του

μιλούσε Έκπληκτος άγγιξε απαλά το υπέροχο

αυτό δέντρο και μοιράστηκε μαζί του όλα του

τα μυστικά

Από εκείνη την ημέρα ο Λευτέρης πήγαινε

καθημερινά στο μαγικό αυτό ελαιώνα

Καθόταν ώρες στη σκιά της αγαπημένης του

ελιάς κι άκουγε τις πιο ωραίες ιστορίες

Ο καιρός πέρασε γρήγορα κι ήρθε η μέρα που

έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι του Έτρεξε στο

μαγικό ελαιώνα κι αγκάλιασε κλαίγοντας το

αγαπημένο του δέντρο Η ελιά έγειρε τα

κλαδιά της και χάιδεψε τα μαλλιά του laquo Μη

στενοχωριέσαιraquo του ψιθύρισε laquo Κόψε ένα

κλαράκι μου και πάρ΄ το μαζί σου Φύτεψέ το

στην αυλή του σπιτιού σου κι εγώ θα είμαι

πάντα κοντά σουraquo

Έτσι κι έγινε Ένα καινούριο ολόδροσο

δεντράκι φύτρωσε στον κήπο του Λευτέρη Κι

από τότε δεν χώρισαν ποτέ

Οι μαγικοί σπόροι

Μια φορά κι έναν καιρό σ΄ ένα μακρινό

χωριουδάκι ζούσε με τη γιαγιά του ένα μικρό

κορίτσι που το έλεγαν Ελπίδα Το σπιτάκι τους

ήταν πολύ φτωχικό Δύσκολα τα έβγαζαν πέρα

Ο περασμένος χειμώνας ήταν πολύ βαρύς

Τα πρώτα χιόνια έπεσαν νωρίς κι ο κρύος

βοριάς σφύριζε μανιασμένα Κάθε πρωί η

γιαγιά με την εγγονή της πήγαιναν στο δάσος

και μάζευαν φρούτα και ξύλα για να

ζεσταθούν

Μια μέρα ο άνεμος φυσούσε άγρια κι ο ήλιος

είχε κρυφτεί πίσω από τα βαριά μαύρα

σύννεφα Η Ελπίδα άφησε τη γιαγιά της στο

κρύο σπιτάκι τους τυλίχτηκε σφιχτά με το

σάλι της και ξεκίνησε για το δάσος Τα πόδια

και τα χέρια της είχαν παγώσει Τα μαλλιά και

τα ρούχα της είχαν βραχεί από την ξαφνική

μπόρα Και το σπουδαιότερο δεν μπορούσε να

γυρίσει πίσω γιατί δεν είχε μαζέψει ακόμη

τίποτα Αποφάσισε τότε να μπει για λίγο σε

μια σπηλιά που βρήκε στο δρόμο της και να

περιμένει

Έτρεμε από το κρύο και

από το φόβο της Είχε αρ

χίσει να νυχτώνει και η

γιαγιά της σίγουρα θα

ανησυχούσε Ξαφνικά

ένα απόκοσμο φως γέμι

σε τη σπηλιά και μια πα

νέμορφη νεράιδα πα

ρουσιάστηκε μπροστά

της

Της χαμογέλασε γλυκά και της χάιδεψε απαλά τα μαλλιά Κρατούσε ένα μικρό σακουλάκι που το άφησε προσεκτικά στα χέρια της Ελπίδας laquoΌταν πας σπίτι σου να το ανοίξεις και να κάνεις ότι ακριβώς σου πει η γιαγιά σου Αυτή ξέρειraquo της είπε τρυφερά και χάθηκε στο σκοτάδι της σπηλιάς Το κορίτσι κρατώντας το γερά έτρεξε χαρούμενο στο φτωχικό του σπιτάκι Τα μάτια του έλαμπαν από ενθουσιασμό καθώς έδειχνε στη γιαγιά του το δώρο της νεράιδας

Η γιαγιά ψηλάφησε τους μεγάλους γυαλιστερούς σπόρους τους έβαλε στη χούφτα της Ελπίδας και της είπε να τους φυτέψει στην αυλή Έτσι ακριβώς έκανε το μικρό κορίτσι Τους έχωσε βαθιά στο έδαφος και τους σκέπασε με φρέσκο χώμα Την άνοιξη οι σπόροι φύτρωσαν και γρήγορα έγιναν μεγάλα δέντρα με υπέροχο σταχτοπράσινο φύλλωμα Ήταν φουντωτές ελιές που αγκάλιασαν το μικρό σπιτάκι Ήρθε το φθινόπωρο και τα κλαδιά τους γέμισαν ευλογημένο καρπό

Από τότε η Ελπίδα κι η γιαγιά της έζησαν

ευτυχισμένες βοηθώντας κάθε κουρασμένο

περαστικό

Η αξία της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό σrsquo ένα μακρινό

χωριό όλοι οι άνθρωποι ζούσαν ευτυχισμένοι

Είχαν πολλά κτήματα εκτιμήσει πλούσια

γεμάτα ελιές Ποτέ όμως δεν είχαν σωστά την

αξία τους

Κάποια μέρα καθώς έπαιζαν δυο παιδιά η

Μαρία και ο Νίκος εμφανίστηκε μπροστά

τους ένας άγνωστος άντρας Τους μίλησε για

τα ελαιόδεντρα και τη χρησιμότητά τους Τους

είπε πως πρέπει να τα φροντίζουν και να τα

αγαπούν

Μετά από αρκετές ημέρες έγινε κάτι φοβερό

Στο χωριό έπεσε μεγάλη κατάρα Όλα τα χωράφια με τα ελαιόδεντρα καταστράφηκαν

Η Μαρία και ο Νίκος αμέσως κατάλαβαν πως έπρεπε να πάνε να βρουν τον μυστήριο αυτό άντρα που τους είχε επισκεφτεί

Τους είχε πει πως ζούσε στο δάσος Αυτό όμως δεν ήταν και τόσοhellip συνηθισμένο δάσος Έλεγαν πως στις κουφάλες των δέντρων ζούσαν φαντάσματα και πως το μέγεθος των ζώων ήταν υπερφυσικό

Φοβόντουσαν πάρα πολύ Περπάτησαν

ατελείωτες ώρες στη σκιά των πελώριων

δέντρων Με τη βοήθεια ενός λιονταριού

κατάφεραν να βρουν τον πύργο του άντρα που

έψαχναν

Χτύπησαν την πόρτα

αλλά κανείς δεν τους

άνοιξε Αποφάσισαν

να περιμένουν Δεν

κατάλαβαν πόσος

χρόνος πέρασε καιhellip

η πόρτα άνοιξε μόνη

της

Τα παιδιά μπήκαν γεμάτα περιέργεια στον

πύργο Ανέβηκαν διστακτικά την παλιά

στριφογυριστή σκάλα που τα οδήγησε σrsquo έ-

να επιβλητικό δωμάτιο Εκεί εργαζόταν ο

μυστηριώδης άντρας που είχαν γνωρίσει

Αμέσως κατάλαβαν πως ήταν μάγος Τους

αποκάλυψε αμέσως το όνομά του τον έλεγαν

Άλφρεντ Άρχισαν λοιπόν να του μιλούν για

το πρόβλημά τους Ο μάγος τα άκουσε προσε-

κτικά και τους είπε τι πρέπει να κάνουν

Έπρεπε να περάσουν τρεις δοκιμασίες Μόνο

έτσι θα έφευγε η κατάρα

Στο χωριό όλοι οι κάτοικοι περνούσαν δύσκο-

λα Από πλούσιοι είχαν γίνει φτωχοί και χωρίς

την ελιά και το λάδι της δεν μπορούσαν να ζή-

σουν Κατάλαβαν έτσι την αξία της αλλά ήταν

πλέον αργά Ή μάλλον σχεδόν αργά

Όταν τα παιδιά επέστρεψαν διηγήθηκαν σε

όλους όλα όσα τους συνέβησαν Τους είπαν για

το μάγο και τις τρεις δοκιμασίες που έπρεπε να

περάσουν Το πρόβλημα όμως ήταν πως δεν

τους είχε πει ποιες ήταν αυτές οι δοκιμασίες

ποιοι θα τις περνούσαν και πότε

Οι μέρες περνούσαν

αργά και βασανιστικά

μετά από δυο μήνες στο

χωριό εμφανίστηκε ένα

μικρό κορίτσι Χτύπησε

την πόρτα ενός σπιτιού

και ζήτησε λίγο φαγητό

Η οικογένεια όμως Το έ-

διωξε Το κορίτσι ήταν

Ο μάγος Άλφρεντ μεταμορ-

φωμένος Αυτή ήταν η πρώ-

τη δοκιμασία που δυστυχώς

όμως απέτυχαν

Αφού πέρασε μια εβδομάδα περίπου ένα μι-

κρό άγνωστο αγόρι εμφανίστηκε σε μια ομάδα

παιδιών και τους ζήτησε να παίξει μαζί τους Η

Μαρία και ο Νίκος όχι μόνο το δέχτηκαν αλλά

το άφησαν να διαλέξει το παιχνίδι που θα έπαι-

ζαν

_ Εσύ Νίκο θα είσαι ο αγρότης Εγώ θα είμαι η

ελιά και Μαρία θα είναι οι καρποί μου είπε το

αγόρι

Τα παιδιά συμφώνησαν κι άρχισαν όλα μαζί να

παίζουν Ο μάγος τότε παρατήρησε τον τρόπο

που ο Νίκος περιποιόταν την ελιά και πόσο χαι-

ρόταν όταν μάζευε τους καρπούς της Αυτή ήταν

η δεύτερη δοκιμασία και τα παιδιά την πέρασαν

με επιτυχία

Πέρασε αρκετός καιρός ώσπου έφτασε η ώρα

για την τρίτη δοκιμασία Μια μέρα ήρθε στο χω-

ριό ένας πλανόδιος έμπορος Πουλούσε από σπό-

ρους μέχρι και μαγικά αντικείμενα Οι τιμές όμως

ήταν πολύ υψηλές Ο Νίκος με τον πατέρα του ζή-

τησαν να δουν τους σπόρους που είχε

_Έχω σπόρους συκιάς πορτοκαλιάς μηλιάς και

τον τελευταίο σπόρο ελιάς είπε ο άντρας

_Τον τελευταίο Ρώτησε ο Νίκος

_ Ναι Τον τελευταίο

_Δεν υπάρχει άλλος

_Όχι

_Ούτε ένας

_Τίποτα

_Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Ναι Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Είστε σίγουρος για αυτό

_Απολύτως

Ο Νίκος δεν πίστευε στ΄ αυτιά τουΤότε ζήτη-

σε αμέσως απόν τον πατέρα του να αγοράσει τον

τελευταίο σπόρο ελιάς σ΄ ολόκληρη τη γη Η τι-

μή του όμως ήταν πολύ πάρα πολύ υψηλή Εκα-

τό χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Γιε μου δεν έχουμε τόσα χρήματα Μπορούμε

όμως να πουλήσουμε τα τέσσερα κτήματά μας

_Ναι να τα δώσουμε Θα μας μείνει η αυλή του

σπιτιού Εκεί θα φυτέψουμε τον πολύτιμο σπόρο

Τότε εμφανίστηκε ο μάγος Άλφρεντ

_Δίνω διακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα είπε

ο μάγος

_Άλφρεντ δεν είναι τίμιο είπε ο Νίκος

Προλάβαμε

εμείς να αγοράσουμε αυτόν το σπόρο

_Δίνω τριακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Τότε εγώ θα δώσω και το σπίτι μου είπε ο πα-

τέρας του Νίκου

_Ναι αλλά hellip αυτά είναι λιγότερα από τα χρή-

ματα που μου δίνει ο μάγος είπε ο έμπορος

_Τότε και εγώ θα δώσω όσα χρήματα έχω στον

κουμπαρά μου είπε η Μαρία

_Κι εγώ φώναξε ο Βασίλης

_Εγώ θα δώσω το μοναδικό κτήμα που έχω είπε

ο κύριος Βαγγέλης

_Και εγώ φώναξε η κυρία Βαρβάρα

_Ναι Και εμείς θα δώσουμε ότι έχουμε στους

κουμπαράδες μας φώναξαν δυνατά όλα τα

παιδιά που ήταν μαζεμένα στην πλατεία του

χωριού

Όλοι άρχισαν να δίνουν χρήματα σπίτια

έπιπλα χωράφια και μαγαζιά μέχρι που κέρδι-

σαν το μάγο Άλφρεντ και αγόρασαν το σπόρο

της ελιάς Από τη στιγμή που τον φύτεψαν το

πρόσεχαν πάρα πολύ

Μετά από χρόνια όταν οι χωρικοί μάζεψαν

τους καρπούς αυτής της ελιάς διαπίστωσαν ότι

είχε το πιο νόστιμο λάδι Τότε ο μάγος

πείστηκε πως όλοι είχαν καταλάβει την αξία

της και γέμισε ξανά όλα τα χωράφια τους με

ελαιόδεντρα

ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α

Κουκάκη Κατερίνα

Μπογκντάνι Γκισέλα

Καρυώτης Γιώργος

Αθανασόπουλος Στέφανος

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 56: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

Ο Μανωλιός και η γέρικη ελιά

Μια φορά και έναν καιρό όταν ο ζεστός άνεμος

φυσούσε και τα δέντρα λυπημένα έγερναν τα

κουρασμένα φυλλώματά τους ένα παλικάρι

που τον έλεγαν Μανωλιό πήγαινε τα πότιζε

και τους έκανε συντροφιά Τrsquo άλλα παλικάρια

του χωριού ζήλευαν τις χάρες και την καρδιά

του Μανωλιού Ψιθύριζαν λόγια άσχημα

μεταξύ τους δίχως να καταλαβαίνουν ότι αυτό

που έκαναν δεν ήταν σωστό

Μια μέρα κάθισαν κάτω από τον ίσκιο μιας

γέρικης ελιάς για να ξαποστάσουν Ξαφνικά

άκουσαν ένα θρόισμα γύρισαν τα κεφαλάκια

τους και από το κέντρο του κορμού της ελιάς

είδανε ένα χαμογελαστό πρόσωπο που με

ανθρώπινη μιλιά τους είπε

Αυτό το δέντρο που στον ίσκιο του ήρθατε να ξεκουραστείτε ξέρετε ποιος το ποτίζει

Όχι απάντησαν εκείνοι

Ο Μανωλιός που κοροϊδεύετε αποκρίθηκε το δέντρο

Εκείνοι ντροπιασμένοι έφυγαν με σκυμμένο το κεφάλι Στο δρόμο συνάντησαν τον Μανωλιό

Καλημέρα είπαν με μία φωνή Σήμερα θα έρθουμε μαζί σου να σε βοηθήσουμε να ποτίσεις τα δέντρα

Έτσι κι έγινε Από τότε έγιναν φίλοι Κάθε

απόγευμα πότιζαν τα δέντρα κι ύστερα κάτω

από τα φυλλώματα της γέρικης ελιάς άρχιζαν

το τραγούδι που μιλούσε για χώρες

παράξενε για ζούγκλες με πολύχρωμους

παπαγάλους για ινδιάνους με κιτρινοκόκκινα

φτερά στα καπέλα τους και ιδιαίτερα

τραγουδούσαν για την συμπόνια και την

ευαίσθητη καρδιά των ανθρώπων

Μια μέρα που ο ήλιος γίνηκε πορφυρός και

κρύφτηκε πίσω από τα βουνά ο Μανωλιός

πήγε μόνος του πότισε την γέρικη ελιά

ξάπλωσε και τον πήρε ένας βαθύς ύπνος Τότε

είδε πως μέσα στην κουφάλα της γέρικης ελιάς

είχανε στήσει ένα πανέμορφο παλάτι γεμάτο

κόσμο που χόρευε και γλένταγε

Θα πάω κι εγώ είπε δειλά δειλά ο Μανωλιός

bull Όσο προχωρούσε τόσο τα φώτα

μεγάλωναν ώσπου έφτασε στο κέντρο Εκεί

ένας βασιλιάς καθόταν σrsquoένα χρυσαφένιο

θρόνο Πίσω του στεκόταν μια Σφίγγα

άγαλμα Πήρε ανθρώπινη μιλιά αρχίζοντας να

λέει καλωσορίσματα στον Μανωλιό Εκείνος

χαμογελαστός χαιρέτησεμα τι να δει Σrsquoέναν

καθρέπτη που βρέθηκε μπροστά του ο

Μανωλιός ήταν ντυμένος πρίγκιπας

bull Πω πω Τι όμορφος που είμαι Αναφώνησε

Ξαφνικά υπηρέτες έστρωσαν ένα κόκκινο

χαλί για να περάσει ο Μανωλιός και αυτοί

αριστερά και δεξιά τον προσκυνούσαν Όταν

πέρασε τον διάδρομο με το κόκκινο χαλί

στάθηκε στον βασιλιά που του είπε

Καλόκαρδο και πονόψυχο παλικάρι Εσύ πότιζες

το δέντρο κι έτσι μπόρεσε το παλάτι μου να

βρίσκεται εδώ με όλους τους ανθρώπους

μου διαφορετικά αν το άφηνες να ξεραθεί από

το ζεστό άνεμο τώρα δεν θα

υπήρχαμε Γιrsquoαυτό αξίζεις να γίνεις γιος μου

να παντρευτείς την Βασιλοπούλα και με

δικαιοσύνη αγάπη και φρόνηση να γίνεις εσύ

ο καινούριος Βασιλιάς λύνοντας έτσι τα μάγια

της κακιάς νεράιδας που μας είχε

καταδικασμένους

Έτσι κι έγινε Ο Μανωλιός έγινε βασιλιάς με

τιμές και δόξες διότι ήξερε την γλώσσα της

καρδιάς που πάντα μας διδάσκει πόσο καλό

είναι να είσαι άνθρωπος Από τότε ο

Μανωλιός έμεινε στο παλάτι και κανείς ακόμα

δεν ξέρει τι ταξίδι ακολούθησε στον χρόνο του

ύπνου του άφησε όμως πίσω του τον

πραγματικό θησαυρό της καλοσύνης και της

αγάπης

ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Ο μαγικός ελαιώνας

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα παιδάκι που

το έλεγαν Λευτέρη Κάθε χρόνο το καλοκαίρι

μόλις έκλειναν τα σχολεία πήγαινε διακοπές

στο σπίτι της γιαγιάς του

Ένα καλοκαίρι έζησε μια σπουδαία περιπέτεια

Μια μέρα που η γιαγιά του είχε πάει για ψώνια

στην κοντινή πόλη ο Λευτέρης αποφάσισε να

εξερευνήσει τη σοφίτα του σπιτιού

Ανέβηκε προσεκτικά τη στριφογυριστή ξύλινη

σκάλα και στάθηκε αναποφάσιστος μπροστά

στην κλειστή πόρτα Πήρε μια βαθιά ανάσα

και την έσπρωξε δυνατά Πόσο σκοτεινά ήταν ό-

λα εκεί μέσα Ο Λευτέρης σκόνταψε σ΄ ένα πα-

λιό μπαούλο

Το άνοιξε γεμάτος περιέργεια Και τι δε βρήκε

Ολόκληρο θησαυρό Παλιά βιβλία του παππού

φορέματα της γιαγιάς παιχνίδια της μητέρας

του όταν ήταν παιδί Κάτω κάτω ήταν

τσαλακωμένο ένα κιτρινισμένο χαρτί Το

ξετύλιξε βιαστικά και τι να δει Ένας παλιός

χάρτης με σχεδιάγραμμα Αμέσως τον άρπαξε

κι άρχισε το ταξίδι του

Περπάτησε ώρες πολλές Πέρασε την πεδιάδα

με τα κίτρινα στάχυα το γεφυράκι του μικρού

ποταμού ώσπου έφτασε στο τέλος σε έναν

κάμπο γεμάτο ελιές

Διάλεξε την πιο μεγάλη ελιά και κάθισε να

ξεκουραστεί ακουμπώντας στο γέρικο κορμό

της

Ξαφνικά άκουσε μια απαλή φωνή Έμοιαζε

με της γιαγιάς του Κοίταξε γύρω του μα δεν

είδε κανέναν Η φωνή συνέχισε να του μιλάει

τρυφερά Ο Λευτέρης γεμάτος περιέργεια

άρχισε να παρατηρεί προσεχτικά το γέρικο

κορμό τα πελώρια κλαδιά και τ΄ ασημένια

φύλλα της ελιάς Τότε κατάλαβε ποιος του

μιλούσε Έκπληκτος άγγιξε απαλά το υπέροχο

αυτό δέντρο και μοιράστηκε μαζί του όλα του

τα μυστικά

Από εκείνη την ημέρα ο Λευτέρης πήγαινε

καθημερινά στο μαγικό αυτό ελαιώνα

Καθόταν ώρες στη σκιά της αγαπημένης του

ελιάς κι άκουγε τις πιο ωραίες ιστορίες

Ο καιρός πέρασε γρήγορα κι ήρθε η μέρα που

έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι του Έτρεξε στο

μαγικό ελαιώνα κι αγκάλιασε κλαίγοντας το

αγαπημένο του δέντρο Η ελιά έγειρε τα

κλαδιά της και χάιδεψε τα μαλλιά του laquo Μη

στενοχωριέσαιraquo του ψιθύρισε laquo Κόψε ένα

κλαράκι μου και πάρ΄ το μαζί σου Φύτεψέ το

στην αυλή του σπιτιού σου κι εγώ θα είμαι

πάντα κοντά σουraquo

Έτσι κι έγινε Ένα καινούριο ολόδροσο

δεντράκι φύτρωσε στον κήπο του Λευτέρη Κι

από τότε δεν χώρισαν ποτέ

Οι μαγικοί σπόροι

Μια φορά κι έναν καιρό σ΄ ένα μακρινό

χωριουδάκι ζούσε με τη γιαγιά του ένα μικρό

κορίτσι που το έλεγαν Ελπίδα Το σπιτάκι τους

ήταν πολύ φτωχικό Δύσκολα τα έβγαζαν πέρα

Ο περασμένος χειμώνας ήταν πολύ βαρύς

Τα πρώτα χιόνια έπεσαν νωρίς κι ο κρύος

βοριάς σφύριζε μανιασμένα Κάθε πρωί η

γιαγιά με την εγγονή της πήγαιναν στο δάσος

και μάζευαν φρούτα και ξύλα για να

ζεσταθούν

Μια μέρα ο άνεμος φυσούσε άγρια κι ο ήλιος

είχε κρυφτεί πίσω από τα βαριά μαύρα

σύννεφα Η Ελπίδα άφησε τη γιαγιά της στο

κρύο σπιτάκι τους τυλίχτηκε σφιχτά με το

σάλι της και ξεκίνησε για το δάσος Τα πόδια

και τα χέρια της είχαν παγώσει Τα μαλλιά και

τα ρούχα της είχαν βραχεί από την ξαφνική

μπόρα Και το σπουδαιότερο δεν μπορούσε να

γυρίσει πίσω γιατί δεν είχε μαζέψει ακόμη

τίποτα Αποφάσισε τότε να μπει για λίγο σε

μια σπηλιά που βρήκε στο δρόμο της και να

περιμένει

Έτρεμε από το κρύο και

από το φόβο της Είχε αρ

χίσει να νυχτώνει και η

γιαγιά της σίγουρα θα

ανησυχούσε Ξαφνικά

ένα απόκοσμο φως γέμι

σε τη σπηλιά και μια πα

νέμορφη νεράιδα πα

ρουσιάστηκε μπροστά

της

Της χαμογέλασε γλυκά και της χάιδεψε απαλά τα μαλλιά Κρατούσε ένα μικρό σακουλάκι που το άφησε προσεκτικά στα χέρια της Ελπίδας laquoΌταν πας σπίτι σου να το ανοίξεις και να κάνεις ότι ακριβώς σου πει η γιαγιά σου Αυτή ξέρειraquo της είπε τρυφερά και χάθηκε στο σκοτάδι της σπηλιάς Το κορίτσι κρατώντας το γερά έτρεξε χαρούμενο στο φτωχικό του σπιτάκι Τα μάτια του έλαμπαν από ενθουσιασμό καθώς έδειχνε στη γιαγιά του το δώρο της νεράιδας

Η γιαγιά ψηλάφησε τους μεγάλους γυαλιστερούς σπόρους τους έβαλε στη χούφτα της Ελπίδας και της είπε να τους φυτέψει στην αυλή Έτσι ακριβώς έκανε το μικρό κορίτσι Τους έχωσε βαθιά στο έδαφος και τους σκέπασε με φρέσκο χώμα Την άνοιξη οι σπόροι φύτρωσαν και γρήγορα έγιναν μεγάλα δέντρα με υπέροχο σταχτοπράσινο φύλλωμα Ήταν φουντωτές ελιές που αγκάλιασαν το μικρό σπιτάκι Ήρθε το φθινόπωρο και τα κλαδιά τους γέμισαν ευλογημένο καρπό

Από τότε η Ελπίδα κι η γιαγιά της έζησαν

ευτυχισμένες βοηθώντας κάθε κουρασμένο

περαστικό

Η αξία της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό σrsquo ένα μακρινό

χωριό όλοι οι άνθρωποι ζούσαν ευτυχισμένοι

Είχαν πολλά κτήματα εκτιμήσει πλούσια

γεμάτα ελιές Ποτέ όμως δεν είχαν σωστά την

αξία τους

Κάποια μέρα καθώς έπαιζαν δυο παιδιά η

Μαρία και ο Νίκος εμφανίστηκε μπροστά

τους ένας άγνωστος άντρας Τους μίλησε για

τα ελαιόδεντρα και τη χρησιμότητά τους Τους

είπε πως πρέπει να τα φροντίζουν και να τα

αγαπούν

Μετά από αρκετές ημέρες έγινε κάτι φοβερό

Στο χωριό έπεσε μεγάλη κατάρα Όλα τα χωράφια με τα ελαιόδεντρα καταστράφηκαν

Η Μαρία και ο Νίκος αμέσως κατάλαβαν πως έπρεπε να πάνε να βρουν τον μυστήριο αυτό άντρα που τους είχε επισκεφτεί

Τους είχε πει πως ζούσε στο δάσος Αυτό όμως δεν ήταν και τόσοhellip συνηθισμένο δάσος Έλεγαν πως στις κουφάλες των δέντρων ζούσαν φαντάσματα και πως το μέγεθος των ζώων ήταν υπερφυσικό

Φοβόντουσαν πάρα πολύ Περπάτησαν

ατελείωτες ώρες στη σκιά των πελώριων

δέντρων Με τη βοήθεια ενός λιονταριού

κατάφεραν να βρουν τον πύργο του άντρα που

έψαχναν

Χτύπησαν την πόρτα

αλλά κανείς δεν τους

άνοιξε Αποφάσισαν

να περιμένουν Δεν

κατάλαβαν πόσος

χρόνος πέρασε καιhellip

η πόρτα άνοιξε μόνη

της

Τα παιδιά μπήκαν γεμάτα περιέργεια στον

πύργο Ανέβηκαν διστακτικά την παλιά

στριφογυριστή σκάλα που τα οδήγησε σrsquo έ-

να επιβλητικό δωμάτιο Εκεί εργαζόταν ο

μυστηριώδης άντρας που είχαν γνωρίσει

Αμέσως κατάλαβαν πως ήταν μάγος Τους

αποκάλυψε αμέσως το όνομά του τον έλεγαν

Άλφρεντ Άρχισαν λοιπόν να του μιλούν για

το πρόβλημά τους Ο μάγος τα άκουσε προσε-

κτικά και τους είπε τι πρέπει να κάνουν

Έπρεπε να περάσουν τρεις δοκιμασίες Μόνο

έτσι θα έφευγε η κατάρα

Στο χωριό όλοι οι κάτοικοι περνούσαν δύσκο-

λα Από πλούσιοι είχαν γίνει φτωχοί και χωρίς

την ελιά και το λάδι της δεν μπορούσαν να ζή-

σουν Κατάλαβαν έτσι την αξία της αλλά ήταν

πλέον αργά Ή μάλλον σχεδόν αργά

Όταν τα παιδιά επέστρεψαν διηγήθηκαν σε

όλους όλα όσα τους συνέβησαν Τους είπαν για

το μάγο και τις τρεις δοκιμασίες που έπρεπε να

περάσουν Το πρόβλημα όμως ήταν πως δεν

τους είχε πει ποιες ήταν αυτές οι δοκιμασίες

ποιοι θα τις περνούσαν και πότε

Οι μέρες περνούσαν

αργά και βασανιστικά

μετά από δυο μήνες στο

χωριό εμφανίστηκε ένα

μικρό κορίτσι Χτύπησε

την πόρτα ενός σπιτιού

και ζήτησε λίγο φαγητό

Η οικογένεια όμως Το έ-

διωξε Το κορίτσι ήταν

Ο μάγος Άλφρεντ μεταμορ-

φωμένος Αυτή ήταν η πρώ-

τη δοκιμασία που δυστυχώς

όμως απέτυχαν

Αφού πέρασε μια εβδομάδα περίπου ένα μι-

κρό άγνωστο αγόρι εμφανίστηκε σε μια ομάδα

παιδιών και τους ζήτησε να παίξει μαζί τους Η

Μαρία και ο Νίκος όχι μόνο το δέχτηκαν αλλά

το άφησαν να διαλέξει το παιχνίδι που θα έπαι-

ζαν

_ Εσύ Νίκο θα είσαι ο αγρότης Εγώ θα είμαι η

ελιά και Μαρία θα είναι οι καρποί μου είπε το

αγόρι

Τα παιδιά συμφώνησαν κι άρχισαν όλα μαζί να

παίζουν Ο μάγος τότε παρατήρησε τον τρόπο

που ο Νίκος περιποιόταν την ελιά και πόσο χαι-

ρόταν όταν μάζευε τους καρπούς της Αυτή ήταν

η δεύτερη δοκιμασία και τα παιδιά την πέρασαν

με επιτυχία

Πέρασε αρκετός καιρός ώσπου έφτασε η ώρα

για την τρίτη δοκιμασία Μια μέρα ήρθε στο χω-

ριό ένας πλανόδιος έμπορος Πουλούσε από σπό-

ρους μέχρι και μαγικά αντικείμενα Οι τιμές όμως

ήταν πολύ υψηλές Ο Νίκος με τον πατέρα του ζή-

τησαν να δουν τους σπόρους που είχε

_Έχω σπόρους συκιάς πορτοκαλιάς μηλιάς και

τον τελευταίο σπόρο ελιάς είπε ο άντρας

_Τον τελευταίο Ρώτησε ο Νίκος

_ Ναι Τον τελευταίο

_Δεν υπάρχει άλλος

_Όχι

_Ούτε ένας

_Τίποτα

_Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Ναι Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Είστε σίγουρος για αυτό

_Απολύτως

Ο Νίκος δεν πίστευε στ΄ αυτιά τουΤότε ζήτη-

σε αμέσως απόν τον πατέρα του να αγοράσει τον

τελευταίο σπόρο ελιάς σ΄ ολόκληρη τη γη Η τι-

μή του όμως ήταν πολύ πάρα πολύ υψηλή Εκα-

τό χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Γιε μου δεν έχουμε τόσα χρήματα Μπορούμε

όμως να πουλήσουμε τα τέσσερα κτήματά μας

_Ναι να τα δώσουμε Θα μας μείνει η αυλή του

σπιτιού Εκεί θα φυτέψουμε τον πολύτιμο σπόρο

Τότε εμφανίστηκε ο μάγος Άλφρεντ

_Δίνω διακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα είπε

ο μάγος

_Άλφρεντ δεν είναι τίμιο είπε ο Νίκος

Προλάβαμε

εμείς να αγοράσουμε αυτόν το σπόρο

_Δίνω τριακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Τότε εγώ θα δώσω και το σπίτι μου είπε ο πα-

τέρας του Νίκου

_Ναι αλλά hellip αυτά είναι λιγότερα από τα χρή-

ματα που μου δίνει ο μάγος είπε ο έμπορος

_Τότε και εγώ θα δώσω όσα χρήματα έχω στον

κουμπαρά μου είπε η Μαρία

_Κι εγώ φώναξε ο Βασίλης

_Εγώ θα δώσω το μοναδικό κτήμα που έχω είπε

ο κύριος Βαγγέλης

_Και εγώ φώναξε η κυρία Βαρβάρα

_Ναι Και εμείς θα δώσουμε ότι έχουμε στους

κουμπαράδες μας φώναξαν δυνατά όλα τα

παιδιά που ήταν μαζεμένα στην πλατεία του

χωριού

Όλοι άρχισαν να δίνουν χρήματα σπίτια

έπιπλα χωράφια και μαγαζιά μέχρι που κέρδι-

σαν το μάγο Άλφρεντ και αγόρασαν το σπόρο

της ελιάς Από τη στιγμή που τον φύτεψαν το

πρόσεχαν πάρα πολύ

Μετά από χρόνια όταν οι χωρικοί μάζεψαν

τους καρπούς αυτής της ελιάς διαπίστωσαν ότι

είχε το πιο νόστιμο λάδι Τότε ο μάγος

πείστηκε πως όλοι είχαν καταλάβει την αξία

της και γέμισε ξανά όλα τα χωράφια τους με

ελαιόδεντρα

ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α

Κουκάκη Κατερίνα

Μπογκντάνι Γκισέλα

Καρυώτης Γιώργος

Αθανασόπουλος Στέφανος

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 57: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

Μια μέρα κάθισαν κάτω από τον ίσκιο μιας

γέρικης ελιάς για να ξαποστάσουν Ξαφνικά

άκουσαν ένα θρόισμα γύρισαν τα κεφαλάκια

τους και από το κέντρο του κορμού της ελιάς

είδανε ένα χαμογελαστό πρόσωπο που με

ανθρώπινη μιλιά τους είπε

Αυτό το δέντρο που στον ίσκιο του ήρθατε να ξεκουραστείτε ξέρετε ποιος το ποτίζει

Όχι απάντησαν εκείνοι

Ο Μανωλιός που κοροϊδεύετε αποκρίθηκε το δέντρο

Εκείνοι ντροπιασμένοι έφυγαν με σκυμμένο το κεφάλι Στο δρόμο συνάντησαν τον Μανωλιό

Καλημέρα είπαν με μία φωνή Σήμερα θα έρθουμε μαζί σου να σε βοηθήσουμε να ποτίσεις τα δέντρα

Έτσι κι έγινε Από τότε έγιναν φίλοι Κάθε

απόγευμα πότιζαν τα δέντρα κι ύστερα κάτω

από τα φυλλώματα της γέρικης ελιάς άρχιζαν

το τραγούδι που μιλούσε για χώρες

παράξενε για ζούγκλες με πολύχρωμους

παπαγάλους για ινδιάνους με κιτρινοκόκκινα

φτερά στα καπέλα τους και ιδιαίτερα

τραγουδούσαν για την συμπόνια και την

ευαίσθητη καρδιά των ανθρώπων

Μια μέρα που ο ήλιος γίνηκε πορφυρός και

κρύφτηκε πίσω από τα βουνά ο Μανωλιός

πήγε μόνος του πότισε την γέρικη ελιά

ξάπλωσε και τον πήρε ένας βαθύς ύπνος Τότε

είδε πως μέσα στην κουφάλα της γέρικης ελιάς

είχανε στήσει ένα πανέμορφο παλάτι γεμάτο

κόσμο που χόρευε και γλένταγε

Θα πάω κι εγώ είπε δειλά δειλά ο Μανωλιός

bull Όσο προχωρούσε τόσο τα φώτα

μεγάλωναν ώσπου έφτασε στο κέντρο Εκεί

ένας βασιλιάς καθόταν σrsquoένα χρυσαφένιο

θρόνο Πίσω του στεκόταν μια Σφίγγα

άγαλμα Πήρε ανθρώπινη μιλιά αρχίζοντας να

λέει καλωσορίσματα στον Μανωλιό Εκείνος

χαμογελαστός χαιρέτησεμα τι να δει Σrsquoέναν

καθρέπτη που βρέθηκε μπροστά του ο

Μανωλιός ήταν ντυμένος πρίγκιπας

bull Πω πω Τι όμορφος που είμαι Αναφώνησε

Ξαφνικά υπηρέτες έστρωσαν ένα κόκκινο

χαλί για να περάσει ο Μανωλιός και αυτοί

αριστερά και δεξιά τον προσκυνούσαν Όταν

πέρασε τον διάδρομο με το κόκκινο χαλί

στάθηκε στον βασιλιά που του είπε

Καλόκαρδο και πονόψυχο παλικάρι Εσύ πότιζες

το δέντρο κι έτσι μπόρεσε το παλάτι μου να

βρίσκεται εδώ με όλους τους ανθρώπους

μου διαφορετικά αν το άφηνες να ξεραθεί από

το ζεστό άνεμο τώρα δεν θα

υπήρχαμε Γιrsquoαυτό αξίζεις να γίνεις γιος μου

να παντρευτείς την Βασιλοπούλα και με

δικαιοσύνη αγάπη και φρόνηση να γίνεις εσύ

ο καινούριος Βασιλιάς λύνοντας έτσι τα μάγια

της κακιάς νεράιδας που μας είχε

καταδικασμένους

Έτσι κι έγινε Ο Μανωλιός έγινε βασιλιάς με

τιμές και δόξες διότι ήξερε την γλώσσα της

καρδιάς που πάντα μας διδάσκει πόσο καλό

είναι να είσαι άνθρωπος Από τότε ο

Μανωλιός έμεινε στο παλάτι και κανείς ακόμα

δεν ξέρει τι ταξίδι ακολούθησε στον χρόνο του

ύπνου του άφησε όμως πίσω του τον

πραγματικό θησαυρό της καλοσύνης και της

αγάπης

ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Ο μαγικός ελαιώνας

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα παιδάκι που

το έλεγαν Λευτέρη Κάθε χρόνο το καλοκαίρι

μόλις έκλειναν τα σχολεία πήγαινε διακοπές

στο σπίτι της γιαγιάς του

Ένα καλοκαίρι έζησε μια σπουδαία περιπέτεια

Μια μέρα που η γιαγιά του είχε πάει για ψώνια

στην κοντινή πόλη ο Λευτέρης αποφάσισε να

εξερευνήσει τη σοφίτα του σπιτιού

Ανέβηκε προσεκτικά τη στριφογυριστή ξύλινη

σκάλα και στάθηκε αναποφάσιστος μπροστά

στην κλειστή πόρτα Πήρε μια βαθιά ανάσα

και την έσπρωξε δυνατά Πόσο σκοτεινά ήταν ό-

λα εκεί μέσα Ο Λευτέρης σκόνταψε σ΄ ένα πα-

λιό μπαούλο

Το άνοιξε γεμάτος περιέργεια Και τι δε βρήκε

Ολόκληρο θησαυρό Παλιά βιβλία του παππού

φορέματα της γιαγιάς παιχνίδια της μητέρας

του όταν ήταν παιδί Κάτω κάτω ήταν

τσαλακωμένο ένα κιτρινισμένο χαρτί Το

ξετύλιξε βιαστικά και τι να δει Ένας παλιός

χάρτης με σχεδιάγραμμα Αμέσως τον άρπαξε

κι άρχισε το ταξίδι του

Περπάτησε ώρες πολλές Πέρασε την πεδιάδα

με τα κίτρινα στάχυα το γεφυράκι του μικρού

ποταμού ώσπου έφτασε στο τέλος σε έναν

κάμπο γεμάτο ελιές

Διάλεξε την πιο μεγάλη ελιά και κάθισε να

ξεκουραστεί ακουμπώντας στο γέρικο κορμό

της

Ξαφνικά άκουσε μια απαλή φωνή Έμοιαζε

με της γιαγιάς του Κοίταξε γύρω του μα δεν

είδε κανέναν Η φωνή συνέχισε να του μιλάει

τρυφερά Ο Λευτέρης γεμάτος περιέργεια

άρχισε να παρατηρεί προσεχτικά το γέρικο

κορμό τα πελώρια κλαδιά και τ΄ ασημένια

φύλλα της ελιάς Τότε κατάλαβε ποιος του

μιλούσε Έκπληκτος άγγιξε απαλά το υπέροχο

αυτό δέντρο και μοιράστηκε μαζί του όλα του

τα μυστικά

Από εκείνη την ημέρα ο Λευτέρης πήγαινε

καθημερινά στο μαγικό αυτό ελαιώνα

Καθόταν ώρες στη σκιά της αγαπημένης του

ελιάς κι άκουγε τις πιο ωραίες ιστορίες

Ο καιρός πέρασε γρήγορα κι ήρθε η μέρα που

έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι του Έτρεξε στο

μαγικό ελαιώνα κι αγκάλιασε κλαίγοντας το

αγαπημένο του δέντρο Η ελιά έγειρε τα

κλαδιά της και χάιδεψε τα μαλλιά του laquo Μη

στενοχωριέσαιraquo του ψιθύρισε laquo Κόψε ένα

κλαράκι μου και πάρ΄ το μαζί σου Φύτεψέ το

στην αυλή του σπιτιού σου κι εγώ θα είμαι

πάντα κοντά σουraquo

Έτσι κι έγινε Ένα καινούριο ολόδροσο

δεντράκι φύτρωσε στον κήπο του Λευτέρη Κι

από τότε δεν χώρισαν ποτέ

Οι μαγικοί σπόροι

Μια φορά κι έναν καιρό σ΄ ένα μακρινό

χωριουδάκι ζούσε με τη γιαγιά του ένα μικρό

κορίτσι που το έλεγαν Ελπίδα Το σπιτάκι τους

ήταν πολύ φτωχικό Δύσκολα τα έβγαζαν πέρα

Ο περασμένος χειμώνας ήταν πολύ βαρύς

Τα πρώτα χιόνια έπεσαν νωρίς κι ο κρύος

βοριάς σφύριζε μανιασμένα Κάθε πρωί η

γιαγιά με την εγγονή της πήγαιναν στο δάσος

και μάζευαν φρούτα και ξύλα για να

ζεσταθούν

Μια μέρα ο άνεμος φυσούσε άγρια κι ο ήλιος

είχε κρυφτεί πίσω από τα βαριά μαύρα

σύννεφα Η Ελπίδα άφησε τη γιαγιά της στο

κρύο σπιτάκι τους τυλίχτηκε σφιχτά με το

σάλι της και ξεκίνησε για το δάσος Τα πόδια

και τα χέρια της είχαν παγώσει Τα μαλλιά και

τα ρούχα της είχαν βραχεί από την ξαφνική

μπόρα Και το σπουδαιότερο δεν μπορούσε να

γυρίσει πίσω γιατί δεν είχε μαζέψει ακόμη

τίποτα Αποφάσισε τότε να μπει για λίγο σε

μια σπηλιά που βρήκε στο δρόμο της και να

περιμένει

Έτρεμε από το κρύο και

από το φόβο της Είχε αρ

χίσει να νυχτώνει και η

γιαγιά της σίγουρα θα

ανησυχούσε Ξαφνικά

ένα απόκοσμο φως γέμι

σε τη σπηλιά και μια πα

νέμορφη νεράιδα πα

ρουσιάστηκε μπροστά

της

Της χαμογέλασε γλυκά και της χάιδεψε απαλά τα μαλλιά Κρατούσε ένα μικρό σακουλάκι που το άφησε προσεκτικά στα χέρια της Ελπίδας laquoΌταν πας σπίτι σου να το ανοίξεις και να κάνεις ότι ακριβώς σου πει η γιαγιά σου Αυτή ξέρειraquo της είπε τρυφερά και χάθηκε στο σκοτάδι της σπηλιάς Το κορίτσι κρατώντας το γερά έτρεξε χαρούμενο στο φτωχικό του σπιτάκι Τα μάτια του έλαμπαν από ενθουσιασμό καθώς έδειχνε στη γιαγιά του το δώρο της νεράιδας

Η γιαγιά ψηλάφησε τους μεγάλους γυαλιστερούς σπόρους τους έβαλε στη χούφτα της Ελπίδας και της είπε να τους φυτέψει στην αυλή Έτσι ακριβώς έκανε το μικρό κορίτσι Τους έχωσε βαθιά στο έδαφος και τους σκέπασε με φρέσκο χώμα Την άνοιξη οι σπόροι φύτρωσαν και γρήγορα έγιναν μεγάλα δέντρα με υπέροχο σταχτοπράσινο φύλλωμα Ήταν φουντωτές ελιές που αγκάλιασαν το μικρό σπιτάκι Ήρθε το φθινόπωρο και τα κλαδιά τους γέμισαν ευλογημένο καρπό

Από τότε η Ελπίδα κι η γιαγιά της έζησαν

ευτυχισμένες βοηθώντας κάθε κουρασμένο

περαστικό

Η αξία της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό σrsquo ένα μακρινό

χωριό όλοι οι άνθρωποι ζούσαν ευτυχισμένοι

Είχαν πολλά κτήματα εκτιμήσει πλούσια

γεμάτα ελιές Ποτέ όμως δεν είχαν σωστά την

αξία τους

Κάποια μέρα καθώς έπαιζαν δυο παιδιά η

Μαρία και ο Νίκος εμφανίστηκε μπροστά

τους ένας άγνωστος άντρας Τους μίλησε για

τα ελαιόδεντρα και τη χρησιμότητά τους Τους

είπε πως πρέπει να τα φροντίζουν και να τα

αγαπούν

Μετά από αρκετές ημέρες έγινε κάτι φοβερό

Στο χωριό έπεσε μεγάλη κατάρα Όλα τα χωράφια με τα ελαιόδεντρα καταστράφηκαν

Η Μαρία και ο Νίκος αμέσως κατάλαβαν πως έπρεπε να πάνε να βρουν τον μυστήριο αυτό άντρα που τους είχε επισκεφτεί

Τους είχε πει πως ζούσε στο δάσος Αυτό όμως δεν ήταν και τόσοhellip συνηθισμένο δάσος Έλεγαν πως στις κουφάλες των δέντρων ζούσαν φαντάσματα και πως το μέγεθος των ζώων ήταν υπερφυσικό

Φοβόντουσαν πάρα πολύ Περπάτησαν

ατελείωτες ώρες στη σκιά των πελώριων

δέντρων Με τη βοήθεια ενός λιονταριού

κατάφεραν να βρουν τον πύργο του άντρα που

έψαχναν

Χτύπησαν την πόρτα

αλλά κανείς δεν τους

άνοιξε Αποφάσισαν

να περιμένουν Δεν

κατάλαβαν πόσος

χρόνος πέρασε καιhellip

η πόρτα άνοιξε μόνη

της

Τα παιδιά μπήκαν γεμάτα περιέργεια στον

πύργο Ανέβηκαν διστακτικά την παλιά

στριφογυριστή σκάλα που τα οδήγησε σrsquo έ-

να επιβλητικό δωμάτιο Εκεί εργαζόταν ο

μυστηριώδης άντρας που είχαν γνωρίσει

Αμέσως κατάλαβαν πως ήταν μάγος Τους

αποκάλυψε αμέσως το όνομά του τον έλεγαν

Άλφρεντ Άρχισαν λοιπόν να του μιλούν για

το πρόβλημά τους Ο μάγος τα άκουσε προσε-

κτικά και τους είπε τι πρέπει να κάνουν

Έπρεπε να περάσουν τρεις δοκιμασίες Μόνο

έτσι θα έφευγε η κατάρα

Στο χωριό όλοι οι κάτοικοι περνούσαν δύσκο-

λα Από πλούσιοι είχαν γίνει φτωχοί και χωρίς

την ελιά και το λάδι της δεν μπορούσαν να ζή-

σουν Κατάλαβαν έτσι την αξία της αλλά ήταν

πλέον αργά Ή μάλλον σχεδόν αργά

Όταν τα παιδιά επέστρεψαν διηγήθηκαν σε

όλους όλα όσα τους συνέβησαν Τους είπαν για

το μάγο και τις τρεις δοκιμασίες που έπρεπε να

περάσουν Το πρόβλημα όμως ήταν πως δεν

τους είχε πει ποιες ήταν αυτές οι δοκιμασίες

ποιοι θα τις περνούσαν και πότε

Οι μέρες περνούσαν

αργά και βασανιστικά

μετά από δυο μήνες στο

χωριό εμφανίστηκε ένα

μικρό κορίτσι Χτύπησε

την πόρτα ενός σπιτιού

και ζήτησε λίγο φαγητό

Η οικογένεια όμως Το έ-

διωξε Το κορίτσι ήταν

Ο μάγος Άλφρεντ μεταμορ-

φωμένος Αυτή ήταν η πρώ-

τη δοκιμασία που δυστυχώς

όμως απέτυχαν

Αφού πέρασε μια εβδομάδα περίπου ένα μι-

κρό άγνωστο αγόρι εμφανίστηκε σε μια ομάδα

παιδιών και τους ζήτησε να παίξει μαζί τους Η

Μαρία και ο Νίκος όχι μόνο το δέχτηκαν αλλά

το άφησαν να διαλέξει το παιχνίδι που θα έπαι-

ζαν

_ Εσύ Νίκο θα είσαι ο αγρότης Εγώ θα είμαι η

ελιά και Μαρία θα είναι οι καρποί μου είπε το

αγόρι

Τα παιδιά συμφώνησαν κι άρχισαν όλα μαζί να

παίζουν Ο μάγος τότε παρατήρησε τον τρόπο

που ο Νίκος περιποιόταν την ελιά και πόσο χαι-

ρόταν όταν μάζευε τους καρπούς της Αυτή ήταν

η δεύτερη δοκιμασία και τα παιδιά την πέρασαν

με επιτυχία

Πέρασε αρκετός καιρός ώσπου έφτασε η ώρα

για την τρίτη δοκιμασία Μια μέρα ήρθε στο χω-

ριό ένας πλανόδιος έμπορος Πουλούσε από σπό-

ρους μέχρι και μαγικά αντικείμενα Οι τιμές όμως

ήταν πολύ υψηλές Ο Νίκος με τον πατέρα του ζή-

τησαν να δουν τους σπόρους που είχε

_Έχω σπόρους συκιάς πορτοκαλιάς μηλιάς και

τον τελευταίο σπόρο ελιάς είπε ο άντρας

_Τον τελευταίο Ρώτησε ο Νίκος

_ Ναι Τον τελευταίο

_Δεν υπάρχει άλλος

_Όχι

_Ούτε ένας

_Τίποτα

_Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Ναι Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Είστε σίγουρος για αυτό

_Απολύτως

Ο Νίκος δεν πίστευε στ΄ αυτιά τουΤότε ζήτη-

σε αμέσως απόν τον πατέρα του να αγοράσει τον

τελευταίο σπόρο ελιάς σ΄ ολόκληρη τη γη Η τι-

μή του όμως ήταν πολύ πάρα πολύ υψηλή Εκα-

τό χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Γιε μου δεν έχουμε τόσα χρήματα Μπορούμε

όμως να πουλήσουμε τα τέσσερα κτήματά μας

_Ναι να τα δώσουμε Θα μας μείνει η αυλή του

σπιτιού Εκεί θα φυτέψουμε τον πολύτιμο σπόρο

Τότε εμφανίστηκε ο μάγος Άλφρεντ

_Δίνω διακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα είπε

ο μάγος

_Άλφρεντ δεν είναι τίμιο είπε ο Νίκος

Προλάβαμε

εμείς να αγοράσουμε αυτόν το σπόρο

_Δίνω τριακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Τότε εγώ θα δώσω και το σπίτι μου είπε ο πα-

τέρας του Νίκου

_Ναι αλλά hellip αυτά είναι λιγότερα από τα χρή-

ματα που μου δίνει ο μάγος είπε ο έμπορος

_Τότε και εγώ θα δώσω όσα χρήματα έχω στον

κουμπαρά μου είπε η Μαρία

_Κι εγώ φώναξε ο Βασίλης

_Εγώ θα δώσω το μοναδικό κτήμα που έχω είπε

ο κύριος Βαγγέλης

_Και εγώ φώναξε η κυρία Βαρβάρα

_Ναι Και εμείς θα δώσουμε ότι έχουμε στους

κουμπαράδες μας φώναξαν δυνατά όλα τα

παιδιά που ήταν μαζεμένα στην πλατεία του

χωριού

Όλοι άρχισαν να δίνουν χρήματα σπίτια

έπιπλα χωράφια και μαγαζιά μέχρι που κέρδι-

σαν το μάγο Άλφρεντ και αγόρασαν το σπόρο

της ελιάς Από τη στιγμή που τον φύτεψαν το

πρόσεχαν πάρα πολύ

Μετά από χρόνια όταν οι χωρικοί μάζεψαν

τους καρπούς αυτής της ελιάς διαπίστωσαν ότι

είχε το πιο νόστιμο λάδι Τότε ο μάγος

πείστηκε πως όλοι είχαν καταλάβει την αξία

της και γέμισε ξανά όλα τα χωράφια τους με

ελαιόδεντρα

ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α

Κουκάκη Κατερίνα

Μπογκντάνι Γκισέλα

Καρυώτης Γιώργος

Αθανασόπουλος Στέφανος

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 58: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

Αυτό το δέντρο που στον ίσκιο του ήρθατε να ξεκουραστείτε ξέρετε ποιος το ποτίζει

Όχι απάντησαν εκείνοι

Ο Μανωλιός που κοροϊδεύετε αποκρίθηκε το δέντρο

Εκείνοι ντροπιασμένοι έφυγαν με σκυμμένο το κεφάλι Στο δρόμο συνάντησαν τον Μανωλιό

Καλημέρα είπαν με μία φωνή Σήμερα θα έρθουμε μαζί σου να σε βοηθήσουμε να ποτίσεις τα δέντρα

Έτσι κι έγινε Από τότε έγιναν φίλοι Κάθε

απόγευμα πότιζαν τα δέντρα κι ύστερα κάτω

από τα φυλλώματα της γέρικης ελιάς άρχιζαν

το τραγούδι που μιλούσε για χώρες

παράξενε για ζούγκλες με πολύχρωμους

παπαγάλους για ινδιάνους με κιτρινοκόκκινα

φτερά στα καπέλα τους και ιδιαίτερα

τραγουδούσαν για την συμπόνια και την

ευαίσθητη καρδιά των ανθρώπων

Μια μέρα που ο ήλιος γίνηκε πορφυρός και

κρύφτηκε πίσω από τα βουνά ο Μανωλιός

πήγε μόνος του πότισε την γέρικη ελιά

ξάπλωσε και τον πήρε ένας βαθύς ύπνος Τότε

είδε πως μέσα στην κουφάλα της γέρικης ελιάς

είχανε στήσει ένα πανέμορφο παλάτι γεμάτο

κόσμο που χόρευε και γλένταγε

Θα πάω κι εγώ είπε δειλά δειλά ο Μανωλιός

bull Όσο προχωρούσε τόσο τα φώτα

μεγάλωναν ώσπου έφτασε στο κέντρο Εκεί

ένας βασιλιάς καθόταν σrsquoένα χρυσαφένιο

θρόνο Πίσω του στεκόταν μια Σφίγγα

άγαλμα Πήρε ανθρώπινη μιλιά αρχίζοντας να

λέει καλωσορίσματα στον Μανωλιό Εκείνος

χαμογελαστός χαιρέτησεμα τι να δει Σrsquoέναν

καθρέπτη που βρέθηκε μπροστά του ο

Μανωλιός ήταν ντυμένος πρίγκιπας

bull Πω πω Τι όμορφος που είμαι Αναφώνησε

Ξαφνικά υπηρέτες έστρωσαν ένα κόκκινο

χαλί για να περάσει ο Μανωλιός και αυτοί

αριστερά και δεξιά τον προσκυνούσαν Όταν

πέρασε τον διάδρομο με το κόκκινο χαλί

στάθηκε στον βασιλιά που του είπε

Καλόκαρδο και πονόψυχο παλικάρι Εσύ πότιζες

το δέντρο κι έτσι μπόρεσε το παλάτι μου να

βρίσκεται εδώ με όλους τους ανθρώπους

μου διαφορετικά αν το άφηνες να ξεραθεί από

το ζεστό άνεμο τώρα δεν θα

υπήρχαμε Γιrsquoαυτό αξίζεις να γίνεις γιος μου

να παντρευτείς την Βασιλοπούλα και με

δικαιοσύνη αγάπη και φρόνηση να γίνεις εσύ

ο καινούριος Βασιλιάς λύνοντας έτσι τα μάγια

της κακιάς νεράιδας που μας είχε

καταδικασμένους

Έτσι κι έγινε Ο Μανωλιός έγινε βασιλιάς με

τιμές και δόξες διότι ήξερε την γλώσσα της

καρδιάς που πάντα μας διδάσκει πόσο καλό

είναι να είσαι άνθρωπος Από τότε ο

Μανωλιός έμεινε στο παλάτι και κανείς ακόμα

δεν ξέρει τι ταξίδι ακολούθησε στον χρόνο του

ύπνου του άφησε όμως πίσω του τον

πραγματικό θησαυρό της καλοσύνης και της

αγάπης

ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Ο μαγικός ελαιώνας

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα παιδάκι που

το έλεγαν Λευτέρη Κάθε χρόνο το καλοκαίρι

μόλις έκλειναν τα σχολεία πήγαινε διακοπές

στο σπίτι της γιαγιάς του

Ένα καλοκαίρι έζησε μια σπουδαία περιπέτεια

Μια μέρα που η γιαγιά του είχε πάει για ψώνια

στην κοντινή πόλη ο Λευτέρης αποφάσισε να

εξερευνήσει τη σοφίτα του σπιτιού

Ανέβηκε προσεκτικά τη στριφογυριστή ξύλινη

σκάλα και στάθηκε αναποφάσιστος μπροστά

στην κλειστή πόρτα Πήρε μια βαθιά ανάσα

και την έσπρωξε δυνατά Πόσο σκοτεινά ήταν ό-

λα εκεί μέσα Ο Λευτέρης σκόνταψε σ΄ ένα πα-

λιό μπαούλο

Το άνοιξε γεμάτος περιέργεια Και τι δε βρήκε

Ολόκληρο θησαυρό Παλιά βιβλία του παππού

φορέματα της γιαγιάς παιχνίδια της μητέρας

του όταν ήταν παιδί Κάτω κάτω ήταν

τσαλακωμένο ένα κιτρινισμένο χαρτί Το

ξετύλιξε βιαστικά και τι να δει Ένας παλιός

χάρτης με σχεδιάγραμμα Αμέσως τον άρπαξε

κι άρχισε το ταξίδι του

Περπάτησε ώρες πολλές Πέρασε την πεδιάδα

με τα κίτρινα στάχυα το γεφυράκι του μικρού

ποταμού ώσπου έφτασε στο τέλος σε έναν

κάμπο γεμάτο ελιές

Διάλεξε την πιο μεγάλη ελιά και κάθισε να

ξεκουραστεί ακουμπώντας στο γέρικο κορμό

της

Ξαφνικά άκουσε μια απαλή φωνή Έμοιαζε

με της γιαγιάς του Κοίταξε γύρω του μα δεν

είδε κανέναν Η φωνή συνέχισε να του μιλάει

τρυφερά Ο Λευτέρης γεμάτος περιέργεια

άρχισε να παρατηρεί προσεχτικά το γέρικο

κορμό τα πελώρια κλαδιά και τ΄ ασημένια

φύλλα της ελιάς Τότε κατάλαβε ποιος του

μιλούσε Έκπληκτος άγγιξε απαλά το υπέροχο

αυτό δέντρο και μοιράστηκε μαζί του όλα του

τα μυστικά

Από εκείνη την ημέρα ο Λευτέρης πήγαινε

καθημερινά στο μαγικό αυτό ελαιώνα

Καθόταν ώρες στη σκιά της αγαπημένης του

ελιάς κι άκουγε τις πιο ωραίες ιστορίες

Ο καιρός πέρασε γρήγορα κι ήρθε η μέρα που

έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι του Έτρεξε στο

μαγικό ελαιώνα κι αγκάλιασε κλαίγοντας το

αγαπημένο του δέντρο Η ελιά έγειρε τα

κλαδιά της και χάιδεψε τα μαλλιά του laquo Μη

στενοχωριέσαιraquo του ψιθύρισε laquo Κόψε ένα

κλαράκι μου και πάρ΄ το μαζί σου Φύτεψέ το

στην αυλή του σπιτιού σου κι εγώ θα είμαι

πάντα κοντά σουraquo

Έτσι κι έγινε Ένα καινούριο ολόδροσο

δεντράκι φύτρωσε στον κήπο του Λευτέρη Κι

από τότε δεν χώρισαν ποτέ

Οι μαγικοί σπόροι

Μια φορά κι έναν καιρό σ΄ ένα μακρινό

χωριουδάκι ζούσε με τη γιαγιά του ένα μικρό

κορίτσι που το έλεγαν Ελπίδα Το σπιτάκι τους

ήταν πολύ φτωχικό Δύσκολα τα έβγαζαν πέρα

Ο περασμένος χειμώνας ήταν πολύ βαρύς

Τα πρώτα χιόνια έπεσαν νωρίς κι ο κρύος

βοριάς σφύριζε μανιασμένα Κάθε πρωί η

γιαγιά με την εγγονή της πήγαιναν στο δάσος

και μάζευαν φρούτα και ξύλα για να

ζεσταθούν

Μια μέρα ο άνεμος φυσούσε άγρια κι ο ήλιος

είχε κρυφτεί πίσω από τα βαριά μαύρα

σύννεφα Η Ελπίδα άφησε τη γιαγιά της στο

κρύο σπιτάκι τους τυλίχτηκε σφιχτά με το

σάλι της και ξεκίνησε για το δάσος Τα πόδια

και τα χέρια της είχαν παγώσει Τα μαλλιά και

τα ρούχα της είχαν βραχεί από την ξαφνική

μπόρα Και το σπουδαιότερο δεν μπορούσε να

γυρίσει πίσω γιατί δεν είχε μαζέψει ακόμη

τίποτα Αποφάσισε τότε να μπει για λίγο σε

μια σπηλιά που βρήκε στο δρόμο της και να

περιμένει

Έτρεμε από το κρύο και

από το φόβο της Είχε αρ

χίσει να νυχτώνει και η

γιαγιά της σίγουρα θα

ανησυχούσε Ξαφνικά

ένα απόκοσμο φως γέμι

σε τη σπηλιά και μια πα

νέμορφη νεράιδα πα

ρουσιάστηκε μπροστά

της

Της χαμογέλασε γλυκά και της χάιδεψε απαλά τα μαλλιά Κρατούσε ένα μικρό σακουλάκι που το άφησε προσεκτικά στα χέρια της Ελπίδας laquoΌταν πας σπίτι σου να το ανοίξεις και να κάνεις ότι ακριβώς σου πει η γιαγιά σου Αυτή ξέρειraquo της είπε τρυφερά και χάθηκε στο σκοτάδι της σπηλιάς Το κορίτσι κρατώντας το γερά έτρεξε χαρούμενο στο φτωχικό του σπιτάκι Τα μάτια του έλαμπαν από ενθουσιασμό καθώς έδειχνε στη γιαγιά του το δώρο της νεράιδας

Η γιαγιά ψηλάφησε τους μεγάλους γυαλιστερούς σπόρους τους έβαλε στη χούφτα της Ελπίδας και της είπε να τους φυτέψει στην αυλή Έτσι ακριβώς έκανε το μικρό κορίτσι Τους έχωσε βαθιά στο έδαφος και τους σκέπασε με φρέσκο χώμα Την άνοιξη οι σπόροι φύτρωσαν και γρήγορα έγιναν μεγάλα δέντρα με υπέροχο σταχτοπράσινο φύλλωμα Ήταν φουντωτές ελιές που αγκάλιασαν το μικρό σπιτάκι Ήρθε το φθινόπωρο και τα κλαδιά τους γέμισαν ευλογημένο καρπό

Από τότε η Ελπίδα κι η γιαγιά της έζησαν

ευτυχισμένες βοηθώντας κάθε κουρασμένο

περαστικό

Η αξία της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό σrsquo ένα μακρινό

χωριό όλοι οι άνθρωποι ζούσαν ευτυχισμένοι

Είχαν πολλά κτήματα εκτιμήσει πλούσια

γεμάτα ελιές Ποτέ όμως δεν είχαν σωστά την

αξία τους

Κάποια μέρα καθώς έπαιζαν δυο παιδιά η

Μαρία και ο Νίκος εμφανίστηκε μπροστά

τους ένας άγνωστος άντρας Τους μίλησε για

τα ελαιόδεντρα και τη χρησιμότητά τους Τους

είπε πως πρέπει να τα φροντίζουν και να τα

αγαπούν

Μετά από αρκετές ημέρες έγινε κάτι φοβερό

Στο χωριό έπεσε μεγάλη κατάρα Όλα τα χωράφια με τα ελαιόδεντρα καταστράφηκαν

Η Μαρία και ο Νίκος αμέσως κατάλαβαν πως έπρεπε να πάνε να βρουν τον μυστήριο αυτό άντρα που τους είχε επισκεφτεί

Τους είχε πει πως ζούσε στο δάσος Αυτό όμως δεν ήταν και τόσοhellip συνηθισμένο δάσος Έλεγαν πως στις κουφάλες των δέντρων ζούσαν φαντάσματα και πως το μέγεθος των ζώων ήταν υπερφυσικό

Φοβόντουσαν πάρα πολύ Περπάτησαν

ατελείωτες ώρες στη σκιά των πελώριων

δέντρων Με τη βοήθεια ενός λιονταριού

κατάφεραν να βρουν τον πύργο του άντρα που

έψαχναν

Χτύπησαν την πόρτα

αλλά κανείς δεν τους

άνοιξε Αποφάσισαν

να περιμένουν Δεν

κατάλαβαν πόσος

χρόνος πέρασε καιhellip

η πόρτα άνοιξε μόνη

της

Τα παιδιά μπήκαν γεμάτα περιέργεια στον

πύργο Ανέβηκαν διστακτικά την παλιά

στριφογυριστή σκάλα που τα οδήγησε σrsquo έ-

να επιβλητικό δωμάτιο Εκεί εργαζόταν ο

μυστηριώδης άντρας που είχαν γνωρίσει

Αμέσως κατάλαβαν πως ήταν μάγος Τους

αποκάλυψε αμέσως το όνομά του τον έλεγαν

Άλφρεντ Άρχισαν λοιπόν να του μιλούν για

το πρόβλημά τους Ο μάγος τα άκουσε προσε-

κτικά και τους είπε τι πρέπει να κάνουν

Έπρεπε να περάσουν τρεις δοκιμασίες Μόνο

έτσι θα έφευγε η κατάρα

Στο χωριό όλοι οι κάτοικοι περνούσαν δύσκο-

λα Από πλούσιοι είχαν γίνει φτωχοί και χωρίς

την ελιά και το λάδι της δεν μπορούσαν να ζή-

σουν Κατάλαβαν έτσι την αξία της αλλά ήταν

πλέον αργά Ή μάλλον σχεδόν αργά

Όταν τα παιδιά επέστρεψαν διηγήθηκαν σε

όλους όλα όσα τους συνέβησαν Τους είπαν για

το μάγο και τις τρεις δοκιμασίες που έπρεπε να

περάσουν Το πρόβλημα όμως ήταν πως δεν

τους είχε πει ποιες ήταν αυτές οι δοκιμασίες

ποιοι θα τις περνούσαν και πότε

Οι μέρες περνούσαν

αργά και βασανιστικά

μετά από δυο μήνες στο

χωριό εμφανίστηκε ένα

μικρό κορίτσι Χτύπησε

την πόρτα ενός σπιτιού

και ζήτησε λίγο φαγητό

Η οικογένεια όμως Το έ-

διωξε Το κορίτσι ήταν

Ο μάγος Άλφρεντ μεταμορ-

φωμένος Αυτή ήταν η πρώ-

τη δοκιμασία που δυστυχώς

όμως απέτυχαν

Αφού πέρασε μια εβδομάδα περίπου ένα μι-

κρό άγνωστο αγόρι εμφανίστηκε σε μια ομάδα

παιδιών και τους ζήτησε να παίξει μαζί τους Η

Μαρία και ο Νίκος όχι μόνο το δέχτηκαν αλλά

το άφησαν να διαλέξει το παιχνίδι που θα έπαι-

ζαν

_ Εσύ Νίκο θα είσαι ο αγρότης Εγώ θα είμαι η

ελιά και Μαρία θα είναι οι καρποί μου είπε το

αγόρι

Τα παιδιά συμφώνησαν κι άρχισαν όλα μαζί να

παίζουν Ο μάγος τότε παρατήρησε τον τρόπο

που ο Νίκος περιποιόταν την ελιά και πόσο χαι-

ρόταν όταν μάζευε τους καρπούς της Αυτή ήταν

η δεύτερη δοκιμασία και τα παιδιά την πέρασαν

με επιτυχία

Πέρασε αρκετός καιρός ώσπου έφτασε η ώρα

για την τρίτη δοκιμασία Μια μέρα ήρθε στο χω-

ριό ένας πλανόδιος έμπορος Πουλούσε από σπό-

ρους μέχρι και μαγικά αντικείμενα Οι τιμές όμως

ήταν πολύ υψηλές Ο Νίκος με τον πατέρα του ζή-

τησαν να δουν τους σπόρους που είχε

_Έχω σπόρους συκιάς πορτοκαλιάς μηλιάς και

τον τελευταίο σπόρο ελιάς είπε ο άντρας

_Τον τελευταίο Ρώτησε ο Νίκος

_ Ναι Τον τελευταίο

_Δεν υπάρχει άλλος

_Όχι

_Ούτε ένας

_Τίποτα

_Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Ναι Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Είστε σίγουρος για αυτό

_Απολύτως

Ο Νίκος δεν πίστευε στ΄ αυτιά τουΤότε ζήτη-

σε αμέσως απόν τον πατέρα του να αγοράσει τον

τελευταίο σπόρο ελιάς σ΄ ολόκληρη τη γη Η τι-

μή του όμως ήταν πολύ πάρα πολύ υψηλή Εκα-

τό χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Γιε μου δεν έχουμε τόσα χρήματα Μπορούμε

όμως να πουλήσουμε τα τέσσερα κτήματά μας

_Ναι να τα δώσουμε Θα μας μείνει η αυλή του

σπιτιού Εκεί θα φυτέψουμε τον πολύτιμο σπόρο

Τότε εμφανίστηκε ο μάγος Άλφρεντ

_Δίνω διακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα είπε

ο μάγος

_Άλφρεντ δεν είναι τίμιο είπε ο Νίκος

Προλάβαμε

εμείς να αγοράσουμε αυτόν το σπόρο

_Δίνω τριακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Τότε εγώ θα δώσω και το σπίτι μου είπε ο πα-

τέρας του Νίκου

_Ναι αλλά hellip αυτά είναι λιγότερα από τα χρή-

ματα που μου δίνει ο μάγος είπε ο έμπορος

_Τότε και εγώ θα δώσω όσα χρήματα έχω στον

κουμπαρά μου είπε η Μαρία

_Κι εγώ φώναξε ο Βασίλης

_Εγώ θα δώσω το μοναδικό κτήμα που έχω είπε

ο κύριος Βαγγέλης

_Και εγώ φώναξε η κυρία Βαρβάρα

_Ναι Και εμείς θα δώσουμε ότι έχουμε στους

κουμπαράδες μας φώναξαν δυνατά όλα τα

παιδιά που ήταν μαζεμένα στην πλατεία του

χωριού

Όλοι άρχισαν να δίνουν χρήματα σπίτια

έπιπλα χωράφια και μαγαζιά μέχρι που κέρδι-

σαν το μάγο Άλφρεντ και αγόρασαν το σπόρο

της ελιάς Από τη στιγμή που τον φύτεψαν το

πρόσεχαν πάρα πολύ

Μετά από χρόνια όταν οι χωρικοί μάζεψαν

τους καρπούς αυτής της ελιάς διαπίστωσαν ότι

είχε το πιο νόστιμο λάδι Τότε ο μάγος

πείστηκε πως όλοι είχαν καταλάβει την αξία

της και γέμισε ξανά όλα τα χωράφια τους με

ελαιόδεντρα

ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α

Κουκάκη Κατερίνα

Μπογκντάνι Γκισέλα

Καρυώτης Γιώργος

Αθανασόπουλος Στέφανος

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 59: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

Έτσι κι έγινε Από τότε έγιναν φίλοι Κάθε

απόγευμα πότιζαν τα δέντρα κι ύστερα κάτω

από τα φυλλώματα της γέρικης ελιάς άρχιζαν

το τραγούδι που μιλούσε για χώρες

παράξενε για ζούγκλες με πολύχρωμους

παπαγάλους για ινδιάνους με κιτρινοκόκκινα

φτερά στα καπέλα τους και ιδιαίτερα

τραγουδούσαν για την συμπόνια και την

ευαίσθητη καρδιά των ανθρώπων

Μια μέρα που ο ήλιος γίνηκε πορφυρός και

κρύφτηκε πίσω από τα βουνά ο Μανωλιός

πήγε μόνος του πότισε την γέρικη ελιά

ξάπλωσε και τον πήρε ένας βαθύς ύπνος Τότε

είδε πως μέσα στην κουφάλα της γέρικης ελιάς

είχανε στήσει ένα πανέμορφο παλάτι γεμάτο

κόσμο που χόρευε και γλένταγε

Θα πάω κι εγώ είπε δειλά δειλά ο Μανωλιός

bull Όσο προχωρούσε τόσο τα φώτα

μεγάλωναν ώσπου έφτασε στο κέντρο Εκεί

ένας βασιλιάς καθόταν σrsquoένα χρυσαφένιο

θρόνο Πίσω του στεκόταν μια Σφίγγα

άγαλμα Πήρε ανθρώπινη μιλιά αρχίζοντας να

λέει καλωσορίσματα στον Μανωλιό Εκείνος

χαμογελαστός χαιρέτησεμα τι να δει Σrsquoέναν

καθρέπτη που βρέθηκε μπροστά του ο

Μανωλιός ήταν ντυμένος πρίγκιπας

bull Πω πω Τι όμορφος που είμαι Αναφώνησε

Ξαφνικά υπηρέτες έστρωσαν ένα κόκκινο

χαλί για να περάσει ο Μανωλιός και αυτοί

αριστερά και δεξιά τον προσκυνούσαν Όταν

πέρασε τον διάδρομο με το κόκκινο χαλί

στάθηκε στον βασιλιά που του είπε

Καλόκαρδο και πονόψυχο παλικάρι Εσύ πότιζες

το δέντρο κι έτσι μπόρεσε το παλάτι μου να

βρίσκεται εδώ με όλους τους ανθρώπους

μου διαφορετικά αν το άφηνες να ξεραθεί από

το ζεστό άνεμο τώρα δεν θα

υπήρχαμε Γιrsquoαυτό αξίζεις να γίνεις γιος μου

να παντρευτείς την Βασιλοπούλα και με

δικαιοσύνη αγάπη και φρόνηση να γίνεις εσύ

ο καινούριος Βασιλιάς λύνοντας έτσι τα μάγια

της κακιάς νεράιδας που μας είχε

καταδικασμένους

Έτσι κι έγινε Ο Μανωλιός έγινε βασιλιάς με

τιμές και δόξες διότι ήξερε την γλώσσα της

καρδιάς που πάντα μας διδάσκει πόσο καλό

είναι να είσαι άνθρωπος Από τότε ο

Μανωλιός έμεινε στο παλάτι και κανείς ακόμα

δεν ξέρει τι ταξίδι ακολούθησε στον χρόνο του

ύπνου του άφησε όμως πίσω του τον

πραγματικό θησαυρό της καλοσύνης και της

αγάπης

ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Ο μαγικός ελαιώνας

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα παιδάκι που

το έλεγαν Λευτέρη Κάθε χρόνο το καλοκαίρι

μόλις έκλειναν τα σχολεία πήγαινε διακοπές

στο σπίτι της γιαγιάς του

Ένα καλοκαίρι έζησε μια σπουδαία περιπέτεια

Μια μέρα που η γιαγιά του είχε πάει για ψώνια

στην κοντινή πόλη ο Λευτέρης αποφάσισε να

εξερευνήσει τη σοφίτα του σπιτιού

Ανέβηκε προσεκτικά τη στριφογυριστή ξύλινη

σκάλα και στάθηκε αναποφάσιστος μπροστά

στην κλειστή πόρτα Πήρε μια βαθιά ανάσα

και την έσπρωξε δυνατά Πόσο σκοτεινά ήταν ό-

λα εκεί μέσα Ο Λευτέρης σκόνταψε σ΄ ένα πα-

λιό μπαούλο

Το άνοιξε γεμάτος περιέργεια Και τι δε βρήκε

Ολόκληρο θησαυρό Παλιά βιβλία του παππού

φορέματα της γιαγιάς παιχνίδια της μητέρας

του όταν ήταν παιδί Κάτω κάτω ήταν

τσαλακωμένο ένα κιτρινισμένο χαρτί Το

ξετύλιξε βιαστικά και τι να δει Ένας παλιός

χάρτης με σχεδιάγραμμα Αμέσως τον άρπαξε

κι άρχισε το ταξίδι του

Περπάτησε ώρες πολλές Πέρασε την πεδιάδα

με τα κίτρινα στάχυα το γεφυράκι του μικρού

ποταμού ώσπου έφτασε στο τέλος σε έναν

κάμπο γεμάτο ελιές

Διάλεξε την πιο μεγάλη ελιά και κάθισε να

ξεκουραστεί ακουμπώντας στο γέρικο κορμό

της

Ξαφνικά άκουσε μια απαλή φωνή Έμοιαζε

με της γιαγιάς του Κοίταξε γύρω του μα δεν

είδε κανέναν Η φωνή συνέχισε να του μιλάει

τρυφερά Ο Λευτέρης γεμάτος περιέργεια

άρχισε να παρατηρεί προσεχτικά το γέρικο

κορμό τα πελώρια κλαδιά και τ΄ ασημένια

φύλλα της ελιάς Τότε κατάλαβε ποιος του

μιλούσε Έκπληκτος άγγιξε απαλά το υπέροχο

αυτό δέντρο και μοιράστηκε μαζί του όλα του

τα μυστικά

Από εκείνη την ημέρα ο Λευτέρης πήγαινε

καθημερινά στο μαγικό αυτό ελαιώνα

Καθόταν ώρες στη σκιά της αγαπημένης του

ελιάς κι άκουγε τις πιο ωραίες ιστορίες

Ο καιρός πέρασε γρήγορα κι ήρθε η μέρα που

έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι του Έτρεξε στο

μαγικό ελαιώνα κι αγκάλιασε κλαίγοντας το

αγαπημένο του δέντρο Η ελιά έγειρε τα

κλαδιά της και χάιδεψε τα μαλλιά του laquo Μη

στενοχωριέσαιraquo του ψιθύρισε laquo Κόψε ένα

κλαράκι μου και πάρ΄ το μαζί σου Φύτεψέ το

στην αυλή του σπιτιού σου κι εγώ θα είμαι

πάντα κοντά σουraquo

Έτσι κι έγινε Ένα καινούριο ολόδροσο

δεντράκι φύτρωσε στον κήπο του Λευτέρη Κι

από τότε δεν χώρισαν ποτέ

Οι μαγικοί σπόροι

Μια φορά κι έναν καιρό σ΄ ένα μακρινό

χωριουδάκι ζούσε με τη γιαγιά του ένα μικρό

κορίτσι που το έλεγαν Ελπίδα Το σπιτάκι τους

ήταν πολύ φτωχικό Δύσκολα τα έβγαζαν πέρα

Ο περασμένος χειμώνας ήταν πολύ βαρύς

Τα πρώτα χιόνια έπεσαν νωρίς κι ο κρύος

βοριάς σφύριζε μανιασμένα Κάθε πρωί η

γιαγιά με την εγγονή της πήγαιναν στο δάσος

και μάζευαν φρούτα και ξύλα για να

ζεσταθούν

Μια μέρα ο άνεμος φυσούσε άγρια κι ο ήλιος

είχε κρυφτεί πίσω από τα βαριά μαύρα

σύννεφα Η Ελπίδα άφησε τη γιαγιά της στο

κρύο σπιτάκι τους τυλίχτηκε σφιχτά με το

σάλι της και ξεκίνησε για το δάσος Τα πόδια

και τα χέρια της είχαν παγώσει Τα μαλλιά και

τα ρούχα της είχαν βραχεί από την ξαφνική

μπόρα Και το σπουδαιότερο δεν μπορούσε να

γυρίσει πίσω γιατί δεν είχε μαζέψει ακόμη

τίποτα Αποφάσισε τότε να μπει για λίγο σε

μια σπηλιά που βρήκε στο δρόμο της και να

περιμένει

Έτρεμε από το κρύο και

από το φόβο της Είχε αρ

χίσει να νυχτώνει και η

γιαγιά της σίγουρα θα

ανησυχούσε Ξαφνικά

ένα απόκοσμο φως γέμι

σε τη σπηλιά και μια πα

νέμορφη νεράιδα πα

ρουσιάστηκε μπροστά

της

Της χαμογέλασε γλυκά και της χάιδεψε απαλά τα μαλλιά Κρατούσε ένα μικρό σακουλάκι που το άφησε προσεκτικά στα χέρια της Ελπίδας laquoΌταν πας σπίτι σου να το ανοίξεις και να κάνεις ότι ακριβώς σου πει η γιαγιά σου Αυτή ξέρειraquo της είπε τρυφερά και χάθηκε στο σκοτάδι της σπηλιάς Το κορίτσι κρατώντας το γερά έτρεξε χαρούμενο στο φτωχικό του σπιτάκι Τα μάτια του έλαμπαν από ενθουσιασμό καθώς έδειχνε στη γιαγιά του το δώρο της νεράιδας

Η γιαγιά ψηλάφησε τους μεγάλους γυαλιστερούς σπόρους τους έβαλε στη χούφτα της Ελπίδας και της είπε να τους φυτέψει στην αυλή Έτσι ακριβώς έκανε το μικρό κορίτσι Τους έχωσε βαθιά στο έδαφος και τους σκέπασε με φρέσκο χώμα Την άνοιξη οι σπόροι φύτρωσαν και γρήγορα έγιναν μεγάλα δέντρα με υπέροχο σταχτοπράσινο φύλλωμα Ήταν φουντωτές ελιές που αγκάλιασαν το μικρό σπιτάκι Ήρθε το φθινόπωρο και τα κλαδιά τους γέμισαν ευλογημένο καρπό

Από τότε η Ελπίδα κι η γιαγιά της έζησαν

ευτυχισμένες βοηθώντας κάθε κουρασμένο

περαστικό

Η αξία της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό σrsquo ένα μακρινό

χωριό όλοι οι άνθρωποι ζούσαν ευτυχισμένοι

Είχαν πολλά κτήματα εκτιμήσει πλούσια

γεμάτα ελιές Ποτέ όμως δεν είχαν σωστά την

αξία τους

Κάποια μέρα καθώς έπαιζαν δυο παιδιά η

Μαρία και ο Νίκος εμφανίστηκε μπροστά

τους ένας άγνωστος άντρας Τους μίλησε για

τα ελαιόδεντρα και τη χρησιμότητά τους Τους

είπε πως πρέπει να τα φροντίζουν και να τα

αγαπούν

Μετά από αρκετές ημέρες έγινε κάτι φοβερό

Στο χωριό έπεσε μεγάλη κατάρα Όλα τα χωράφια με τα ελαιόδεντρα καταστράφηκαν

Η Μαρία και ο Νίκος αμέσως κατάλαβαν πως έπρεπε να πάνε να βρουν τον μυστήριο αυτό άντρα που τους είχε επισκεφτεί

Τους είχε πει πως ζούσε στο δάσος Αυτό όμως δεν ήταν και τόσοhellip συνηθισμένο δάσος Έλεγαν πως στις κουφάλες των δέντρων ζούσαν φαντάσματα και πως το μέγεθος των ζώων ήταν υπερφυσικό

Φοβόντουσαν πάρα πολύ Περπάτησαν

ατελείωτες ώρες στη σκιά των πελώριων

δέντρων Με τη βοήθεια ενός λιονταριού

κατάφεραν να βρουν τον πύργο του άντρα που

έψαχναν

Χτύπησαν την πόρτα

αλλά κανείς δεν τους

άνοιξε Αποφάσισαν

να περιμένουν Δεν

κατάλαβαν πόσος

χρόνος πέρασε καιhellip

η πόρτα άνοιξε μόνη

της

Τα παιδιά μπήκαν γεμάτα περιέργεια στον

πύργο Ανέβηκαν διστακτικά την παλιά

στριφογυριστή σκάλα που τα οδήγησε σrsquo έ-

να επιβλητικό δωμάτιο Εκεί εργαζόταν ο

μυστηριώδης άντρας που είχαν γνωρίσει

Αμέσως κατάλαβαν πως ήταν μάγος Τους

αποκάλυψε αμέσως το όνομά του τον έλεγαν

Άλφρεντ Άρχισαν λοιπόν να του μιλούν για

το πρόβλημά τους Ο μάγος τα άκουσε προσε-

κτικά και τους είπε τι πρέπει να κάνουν

Έπρεπε να περάσουν τρεις δοκιμασίες Μόνο

έτσι θα έφευγε η κατάρα

Στο χωριό όλοι οι κάτοικοι περνούσαν δύσκο-

λα Από πλούσιοι είχαν γίνει φτωχοί και χωρίς

την ελιά και το λάδι της δεν μπορούσαν να ζή-

σουν Κατάλαβαν έτσι την αξία της αλλά ήταν

πλέον αργά Ή μάλλον σχεδόν αργά

Όταν τα παιδιά επέστρεψαν διηγήθηκαν σε

όλους όλα όσα τους συνέβησαν Τους είπαν για

το μάγο και τις τρεις δοκιμασίες που έπρεπε να

περάσουν Το πρόβλημα όμως ήταν πως δεν

τους είχε πει ποιες ήταν αυτές οι δοκιμασίες

ποιοι θα τις περνούσαν και πότε

Οι μέρες περνούσαν

αργά και βασανιστικά

μετά από δυο μήνες στο

χωριό εμφανίστηκε ένα

μικρό κορίτσι Χτύπησε

την πόρτα ενός σπιτιού

και ζήτησε λίγο φαγητό

Η οικογένεια όμως Το έ-

διωξε Το κορίτσι ήταν

Ο μάγος Άλφρεντ μεταμορ-

φωμένος Αυτή ήταν η πρώ-

τη δοκιμασία που δυστυχώς

όμως απέτυχαν

Αφού πέρασε μια εβδομάδα περίπου ένα μι-

κρό άγνωστο αγόρι εμφανίστηκε σε μια ομάδα

παιδιών και τους ζήτησε να παίξει μαζί τους Η

Μαρία και ο Νίκος όχι μόνο το δέχτηκαν αλλά

το άφησαν να διαλέξει το παιχνίδι που θα έπαι-

ζαν

_ Εσύ Νίκο θα είσαι ο αγρότης Εγώ θα είμαι η

ελιά και Μαρία θα είναι οι καρποί μου είπε το

αγόρι

Τα παιδιά συμφώνησαν κι άρχισαν όλα μαζί να

παίζουν Ο μάγος τότε παρατήρησε τον τρόπο

που ο Νίκος περιποιόταν την ελιά και πόσο χαι-

ρόταν όταν μάζευε τους καρπούς της Αυτή ήταν

η δεύτερη δοκιμασία και τα παιδιά την πέρασαν

με επιτυχία

Πέρασε αρκετός καιρός ώσπου έφτασε η ώρα

για την τρίτη δοκιμασία Μια μέρα ήρθε στο χω-

ριό ένας πλανόδιος έμπορος Πουλούσε από σπό-

ρους μέχρι και μαγικά αντικείμενα Οι τιμές όμως

ήταν πολύ υψηλές Ο Νίκος με τον πατέρα του ζή-

τησαν να δουν τους σπόρους που είχε

_Έχω σπόρους συκιάς πορτοκαλιάς μηλιάς και

τον τελευταίο σπόρο ελιάς είπε ο άντρας

_Τον τελευταίο Ρώτησε ο Νίκος

_ Ναι Τον τελευταίο

_Δεν υπάρχει άλλος

_Όχι

_Ούτε ένας

_Τίποτα

_Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Ναι Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Είστε σίγουρος για αυτό

_Απολύτως

Ο Νίκος δεν πίστευε στ΄ αυτιά τουΤότε ζήτη-

σε αμέσως απόν τον πατέρα του να αγοράσει τον

τελευταίο σπόρο ελιάς σ΄ ολόκληρη τη γη Η τι-

μή του όμως ήταν πολύ πάρα πολύ υψηλή Εκα-

τό χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Γιε μου δεν έχουμε τόσα χρήματα Μπορούμε

όμως να πουλήσουμε τα τέσσερα κτήματά μας

_Ναι να τα δώσουμε Θα μας μείνει η αυλή του

σπιτιού Εκεί θα φυτέψουμε τον πολύτιμο σπόρο

Τότε εμφανίστηκε ο μάγος Άλφρεντ

_Δίνω διακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα είπε

ο μάγος

_Άλφρεντ δεν είναι τίμιο είπε ο Νίκος

Προλάβαμε

εμείς να αγοράσουμε αυτόν το σπόρο

_Δίνω τριακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Τότε εγώ θα δώσω και το σπίτι μου είπε ο πα-

τέρας του Νίκου

_Ναι αλλά hellip αυτά είναι λιγότερα από τα χρή-

ματα που μου δίνει ο μάγος είπε ο έμπορος

_Τότε και εγώ θα δώσω όσα χρήματα έχω στον

κουμπαρά μου είπε η Μαρία

_Κι εγώ φώναξε ο Βασίλης

_Εγώ θα δώσω το μοναδικό κτήμα που έχω είπε

ο κύριος Βαγγέλης

_Και εγώ φώναξε η κυρία Βαρβάρα

_Ναι Και εμείς θα δώσουμε ότι έχουμε στους

κουμπαράδες μας φώναξαν δυνατά όλα τα

παιδιά που ήταν μαζεμένα στην πλατεία του

χωριού

Όλοι άρχισαν να δίνουν χρήματα σπίτια

έπιπλα χωράφια και μαγαζιά μέχρι που κέρδι-

σαν το μάγο Άλφρεντ και αγόρασαν το σπόρο

της ελιάς Από τη στιγμή που τον φύτεψαν το

πρόσεχαν πάρα πολύ

Μετά από χρόνια όταν οι χωρικοί μάζεψαν

τους καρπούς αυτής της ελιάς διαπίστωσαν ότι

είχε το πιο νόστιμο λάδι Τότε ο μάγος

πείστηκε πως όλοι είχαν καταλάβει την αξία

της και γέμισε ξανά όλα τα χωράφια τους με

ελαιόδεντρα

ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α

Κουκάκη Κατερίνα

Μπογκντάνι Γκισέλα

Καρυώτης Γιώργος

Αθανασόπουλος Στέφανος

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 60: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

Μια μέρα που ο ήλιος γίνηκε πορφυρός και

κρύφτηκε πίσω από τα βουνά ο Μανωλιός

πήγε μόνος του πότισε την γέρικη ελιά

ξάπλωσε και τον πήρε ένας βαθύς ύπνος Τότε

είδε πως μέσα στην κουφάλα της γέρικης ελιάς

είχανε στήσει ένα πανέμορφο παλάτι γεμάτο

κόσμο που χόρευε και γλένταγε

Θα πάω κι εγώ είπε δειλά δειλά ο Μανωλιός

bull Όσο προχωρούσε τόσο τα φώτα

μεγάλωναν ώσπου έφτασε στο κέντρο Εκεί

ένας βασιλιάς καθόταν σrsquoένα χρυσαφένιο

θρόνο Πίσω του στεκόταν μια Σφίγγα

άγαλμα Πήρε ανθρώπινη μιλιά αρχίζοντας να

λέει καλωσορίσματα στον Μανωλιό Εκείνος

χαμογελαστός χαιρέτησεμα τι να δει Σrsquoέναν

καθρέπτη που βρέθηκε μπροστά του ο

Μανωλιός ήταν ντυμένος πρίγκιπας

bull Πω πω Τι όμορφος που είμαι Αναφώνησε

Ξαφνικά υπηρέτες έστρωσαν ένα κόκκινο

χαλί για να περάσει ο Μανωλιός και αυτοί

αριστερά και δεξιά τον προσκυνούσαν Όταν

πέρασε τον διάδρομο με το κόκκινο χαλί

στάθηκε στον βασιλιά που του είπε

Καλόκαρδο και πονόψυχο παλικάρι Εσύ πότιζες

το δέντρο κι έτσι μπόρεσε το παλάτι μου να

βρίσκεται εδώ με όλους τους ανθρώπους

μου διαφορετικά αν το άφηνες να ξεραθεί από

το ζεστό άνεμο τώρα δεν θα

υπήρχαμε Γιrsquoαυτό αξίζεις να γίνεις γιος μου

να παντρευτείς την Βασιλοπούλα και με

δικαιοσύνη αγάπη και φρόνηση να γίνεις εσύ

ο καινούριος Βασιλιάς λύνοντας έτσι τα μάγια

της κακιάς νεράιδας που μας είχε

καταδικασμένους

Έτσι κι έγινε Ο Μανωλιός έγινε βασιλιάς με

τιμές και δόξες διότι ήξερε την γλώσσα της

καρδιάς που πάντα μας διδάσκει πόσο καλό

είναι να είσαι άνθρωπος Από τότε ο

Μανωλιός έμεινε στο παλάτι και κανείς ακόμα

δεν ξέρει τι ταξίδι ακολούθησε στον χρόνο του

ύπνου του άφησε όμως πίσω του τον

πραγματικό θησαυρό της καλοσύνης και της

αγάπης

ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Ο μαγικός ελαιώνας

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα παιδάκι που

το έλεγαν Λευτέρη Κάθε χρόνο το καλοκαίρι

μόλις έκλειναν τα σχολεία πήγαινε διακοπές

στο σπίτι της γιαγιάς του

Ένα καλοκαίρι έζησε μια σπουδαία περιπέτεια

Μια μέρα που η γιαγιά του είχε πάει για ψώνια

στην κοντινή πόλη ο Λευτέρης αποφάσισε να

εξερευνήσει τη σοφίτα του σπιτιού

Ανέβηκε προσεκτικά τη στριφογυριστή ξύλινη

σκάλα και στάθηκε αναποφάσιστος μπροστά

στην κλειστή πόρτα Πήρε μια βαθιά ανάσα

και την έσπρωξε δυνατά Πόσο σκοτεινά ήταν ό-

λα εκεί μέσα Ο Λευτέρης σκόνταψε σ΄ ένα πα-

λιό μπαούλο

Το άνοιξε γεμάτος περιέργεια Και τι δε βρήκε

Ολόκληρο θησαυρό Παλιά βιβλία του παππού

φορέματα της γιαγιάς παιχνίδια της μητέρας

του όταν ήταν παιδί Κάτω κάτω ήταν

τσαλακωμένο ένα κιτρινισμένο χαρτί Το

ξετύλιξε βιαστικά και τι να δει Ένας παλιός

χάρτης με σχεδιάγραμμα Αμέσως τον άρπαξε

κι άρχισε το ταξίδι του

Περπάτησε ώρες πολλές Πέρασε την πεδιάδα

με τα κίτρινα στάχυα το γεφυράκι του μικρού

ποταμού ώσπου έφτασε στο τέλος σε έναν

κάμπο γεμάτο ελιές

Διάλεξε την πιο μεγάλη ελιά και κάθισε να

ξεκουραστεί ακουμπώντας στο γέρικο κορμό

της

Ξαφνικά άκουσε μια απαλή φωνή Έμοιαζε

με της γιαγιάς του Κοίταξε γύρω του μα δεν

είδε κανέναν Η φωνή συνέχισε να του μιλάει

τρυφερά Ο Λευτέρης γεμάτος περιέργεια

άρχισε να παρατηρεί προσεχτικά το γέρικο

κορμό τα πελώρια κλαδιά και τ΄ ασημένια

φύλλα της ελιάς Τότε κατάλαβε ποιος του

μιλούσε Έκπληκτος άγγιξε απαλά το υπέροχο

αυτό δέντρο και μοιράστηκε μαζί του όλα του

τα μυστικά

Από εκείνη την ημέρα ο Λευτέρης πήγαινε

καθημερινά στο μαγικό αυτό ελαιώνα

Καθόταν ώρες στη σκιά της αγαπημένης του

ελιάς κι άκουγε τις πιο ωραίες ιστορίες

Ο καιρός πέρασε γρήγορα κι ήρθε η μέρα που

έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι του Έτρεξε στο

μαγικό ελαιώνα κι αγκάλιασε κλαίγοντας το

αγαπημένο του δέντρο Η ελιά έγειρε τα

κλαδιά της και χάιδεψε τα μαλλιά του laquo Μη

στενοχωριέσαιraquo του ψιθύρισε laquo Κόψε ένα

κλαράκι μου και πάρ΄ το μαζί σου Φύτεψέ το

στην αυλή του σπιτιού σου κι εγώ θα είμαι

πάντα κοντά σουraquo

Έτσι κι έγινε Ένα καινούριο ολόδροσο

δεντράκι φύτρωσε στον κήπο του Λευτέρη Κι

από τότε δεν χώρισαν ποτέ

Οι μαγικοί σπόροι

Μια φορά κι έναν καιρό σ΄ ένα μακρινό

χωριουδάκι ζούσε με τη γιαγιά του ένα μικρό

κορίτσι που το έλεγαν Ελπίδα Το σπιτάκι τους

ήταν πολύ φτωχικό Δύσκολα τα έβγαζαν πέρα

Ο περασμένος χειμώνας ήταν πολύ βαρύς

Τα πρώτα χιόνια έπεσαν νωρίς κι ο κρύος

βοριάς σφύριζε μανιασμένα Κάθε πρωί η

γιαγιά με την εγγονή της πήγαιναν στο δάσος

και μάζευαν φρούτα και ξύλα για να

ζεσταθούν

Μια μέρα ο άνεμος φυσούσε άγρια κι ο ήλιος

είχε κρυφτεί πίσω από τα βαριά μαύρα

σύννεφα Η Ελπίδα άφησε τη γιαγιά της στο

κρύο σπιτάκι τους τυλίχτηκε σφιχτά με το

σάλι της και ξεκίνησε για το δάσος Τα πόδια

και τα χέρια της είχαν παγώσει Τα μαλλιά και

τα ρούχα της είχαν βραχεί από την ξαφνική

μπόρα Και το σπουδαιότερο δεν μπορούσε να

γυρίσει πίσω γιατί δεν είχε μαζέψει ακόμη

τίποτα Αποφάσισε τότε να μπει για λίγο σε

μια σπηλιά που βρήκε στο δρόμο της και να

περιμένει

Έτρεμε από το κρύο και

από το φόβο της Είχε αρ

χίσει να νυχτώνει και η

γιαγιά της σίγουρα θα

ανησυχούσε Ξαφνικά

ένα απόκοσμο φως γέμι

σε τη σπηλιά και μια πα

νέμορφη νεράιδα πα

ρουσιάστηκε μπροστά

της

Της χαμογέλασε γλυκά και της χάιδεψε απαλά τα μαλλιά Κρατούσε ένα μικρό σακουλάκι που το άφησε προσεκτικά στα χέρια της Ελπίδας laquoΌταν πας σπίτι σου να το ανοίξεις και να κάνεις ότι ακριβώς σου πει η γιαγιά σου Αυτή ξέρειraquo της είπε τρυφερά και χάθηκε στο σκοτάδι της σπηλιάς Το κορίτσι κρατώντας το γερά έτρεξε χαρούμενο στο φτωχικό του σπιτάκι Τα μάτια του έλαμπαν από ενθουσιασμό καθώς έδειχνε στη γιαγιά του το δώρο της νεράιδας

Η γιαγιά ψηλάφησε τους μεγάλους γυαλιστερούς σπόρους τους έβαλε στη χούφτα της Ελπίδας και της είπε να τους φυτέψει στην αυλή Έτσι ακριβώς έκανε το μικρό κορίτσι Τους έχωσε βαθιά στο έδαφος και τους σκέπασε με φρέσκο χώμα Την άνοιξη οι σπόροι φύτρωσαν και γρήγορα έγιναν μεγάλα δέντρα με υπέροχο σταχτοπράσινο φύλλωμα Ήταν φουντωτές ελιές που αγκάλιασαν το μικρό σπιτάκι Ήρθε το φθινόπωρο και τα κλαδιά τους γέμισαν ευλογημένο καρπό

Από τότε η Ελπίδα κι η γιαγιά της έζησαν

ευτυχισμένες βοηθώντας κάθε κουρασμένο

περαστικό

Η αξία της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό σrsquo ένα μακρινό

χωριό όλοι οι άνθρωποι ζούσαν ευτυχισμένοι

Είχαν πολλά κτήματα εκτιμήσει πλούσια

γεμάτα ελιές Ποτέ όμως δεν είχαν σωστά την

αξία τους

Κάποια μέρα καθώς έπαιζαν δυο παιδιά η

Μαρία και ο Νίκος εμφανίστηκε μπροστά

τους ένας άγνωστος άντρας Τους μίλησε για

τα ελαιόδεντρα και τη χρησιμότητά τους Τους

είπε πως πρέπει να τα φροντίζουν και να τα

αγαπούν

Μετά από αρκετές ημέρες έγινε κάτι φοβερό

Στο χωριό έπεσε μεγάλη κατάρα Όλα τα χωράφια με τα ελαιόδεντρα καταστράφηκαν

Η Μαρία και ο Νίκος αμέσως κατάλαβαν πως έπρεπε να πάνε να βρουν τον μυστήριο αυτό άντρα που τους είχε επισκεφτεί

Τους είχε πει πως ζούσε στο δάσος Αυτό όμως δεν ήταν και τόσοhellip συνηθισμένο δάσος Έλεγαν πως στις κουφάλες των δέντρων ζούσαν φαντάσματα και πως το μέγεθος των ζώων ήταν υπερφυσικό

Φοβόντουσαν πάρα πολύ Περπάτησαν

ατελείωτες ώρες στη σκιά των πελώριων

δέντρων Με τη βοήθεια ενός λιονταριού

κατάφεραν να βρουν τον πύργο του άντρα που

έψαχναν

Χτύπησαν την πόρτα

αλλά κανείς δεν τους

άνοιξε Αποφάσισαν

να περιμένουν Δεν

κατάλαβαν πόσος

χρόνος πέρασε καιhellip

η πόρτα άνοιξε μόνη

της

Τα παιδιά μπήκαν γεμάτα περιέργεια στον

πύργο Ανέβηκαν διστακτικά την παλιά

στριφογυριστή σκάλα που τα οδήγησε σrsquo έ-

να επιβλητικό δωμάτιο Εκεί εργαζόταν ο

μυστηριώδης άντρας που είχαν γνωρίσει

Αμέσως κατάλαβαν πως ήταν μάγος Τους

αποκάλυψε αμέσως το όνομά του τον έλεγαν

Άλφρεντ Άρχισαν λοιπόν να του μιλούν για

το πρόβλημά τους Ο μάγος τα άκουσε προσε-

κτικά και τους είπε τι πρέπει να κάνουν

Έπρεπε να περάσουν τρεις δοκιμασίες Μόνο

έτσι θα έφευγε η κατάρα

Στο χωριό όλοι οι κάτοικοι περνούσαν δύσκο-

λα Από πλούσιοι είχαν γίνει φτωχοί και χωρίς

την ελιά και το λάδι της δεν μπορούσαν να ζή-

σουν Κατάλαβαν έτσι την αξία της αλλά ήταν

πλέον αργά Ή μάλλον σχεδόν αργά

Όταν τα παιδιά επέστρεψαν διηγήθηκαν σε

όλους όλα όσα τους συνέβησαν Τους είπαν για

το μάγο και τις τρεις δοκιμασίες που έπρεπε να

περάσουν Το πρόβλημα όμως ήταν πως δεν

τους είχε πει ποιες ήταν αυτές οι δοκιμασίες

ποιοι θα τις περνούσαν και πότε

Οι μέρες περνούσαν

αργά και βασανιστικά

μετά από δυο μήνες στο

χωριό εμφανίστηκε ένα

μικρό κορίτσι Χτύπησε

την πόρτα ενός σπιτιού

και ζήτησε λίγο φαγητό

Η οικογένεια όμως Το έ-

διωξε Το κορίτσι ήταν

Ο μάγος Άλφρεντ μεταμορ-

φωμένος Αυτή ήταν η πρώ-

τη δοκιμασία που δυστυχώς

όμως απέτυχαν

Αφού πέρασε μια εβδομάδα περίπου ένα μι-

κρό άγνωστο αγόρι εμφανίστηκε σε μια ομάδα

παιδιών και τους ζήτησε να παίξει μαζί τους Η

Μαρία και ο Νίκος όχι μόνο το δέχτηκαν αλλά

το άφησαν να διαλέξει το παιχνίδι που θα έπαι-

ζαν

_ Εσύ Νίκο θα είσαι ο αγρότης Εγώ θα είμαι η

ελιά και Μαρία θα είναι οι καρποί μου είπε το

αγόρι

Τα παιδιά συμφώνησαν κι άρχισαν όλα μαζί να

παίζουν Ο μάγος τότε παρατήρησε τον τρόπο

που ο Νίκος περιποιόταν την ελιά και πόσο χαι-

ρόταν όταν μάζευε τους καρπούς της Αυτή ήταν

η δεύτερη δοκιμασία και τα παιδιά την πέρασαν

με επιτυχία

Πέρασε αρκετός καιρός ώσπου έφτασε η ώρα

για την τρίτη δοκιμασία Μια μέρα ήρθε στο χω-

ριό ένας πλανόδιος έμπορος Πουλούσε από σπό-

ρους μέχρι και μαγικά αντικείμενα Οι τιμές όμως

ήταν πολύ υψηλές Ο Νίκος με τον πατέρα του ζή-

τησαν να δουν τους σπόρους που είχε

_Έχω σπόρους συκιάς πορτοκαλιάς μηλιάς και

τον τελευταίο σπόρο ελιάς είπε ο άντρας

_Τον τελευταίο Ρώτησε ο Νίκος

_ Ναι Τον τελευταίο

_Δεν υπάρχει άλλος

_Όχι

_Ούτε ένας

_Τίποτα

_Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Ναι Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Είστε σίγουρος για αυτό

_Απολύτως

Ο Νίκος δεν πίστευε στ΄ αυτιά τουΤότε ζήτη-

σε αμέσως απόν τον πατέρα του να αγοράσει τον

τελευταίο σπόρο ελιάς σ΄ ολόκληρη τη γη Η τι-

μή του όμως ήταν πολύ πάρα πολύ υψηλή Εκα-

τό χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Γιε μου δεν έχουμε τόσα χρήματα Μπορούμε

όμως να πουλήσουμε τα τέσσερα κτήματά μας

_Ναι να τα δώσουμε Θα μας μείνει η αυλή του

σπιτιού Εκεί θα φυτέψουμε τον πολύτιμο σπόρο

Τότε εμφανίστηκε ο μάγος Άλφρεντ

_Δίνω διακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα είπε

ο μάγος

_Άλφρεντ δεν είναι τίμιο είπε ο Νίκος

Προλάβαμε

εμείς να αγοράσουμε αυτόν το σπόρο

_Δίνω τριακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Τότε εγώ θα δώσω και το σπίτι μου είπε ο πα-

τέρας του Νίκου

_Ναι αλλά hellip αυτά είναι λιγότερα από τα χρή-

ματα που μου δίνει ο μάγος είπε ο έμπορος

_Τότε και εγώ θα δώσω όσα χρήματα έχω στον

κουμπαρά μου είπε η Μαρία

_Κι εγώ φώναξε ο Βασίλης

_Εγώ θα δώσω το μοναδικό κτήμα που έχω είπε

ο κύριος Βαγγέλης

_Και εγώ φώναξε η κυρία Βαρβάρα

_Ναι Και εμείς θα δώσουμε ότι έχουμε στους

κουμπαράδες μας φώναξαν δυνατά όλα τα

παιδιά που ήταν μαζεμένα στην πλατεία του

χωριού

Όλοι άρχισαν να δίνουν χρήματα σπίτια

έπιπλα χωράφια και μαγαζιά μέχρι που κέρδι-

σαν το μάγο Άλφρεντ και αγόρασαν το σπόρο

της ελιάς Από τη στιγμή που τον φύτεψαν το

πρόσεχαν πάρα πολύ

Μετά από χρόνια όταν οι χωρικοί μάζεψαν

τους καρπούς αυτής της ελιάς διαπίστωσαν ότι

είχε το πιο νόστιμο λάδι Τότε ο μάγος

πείστηκε πως όλοι είχαν καταλάβει την αξία

της και γέμισε ξανά όλα τα χωράφια τους με

ελαιόδεντρα

ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α

Κουκάκη Κατερίνα

Μπογκντάνι Γκισέλα

Καρυώτης Γιώργος

Αθανασόπουλος Στέφανος

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 61: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

bull Όσο προχωρούσε τόσο τα φώτα

μεγάλωναν ώσπου έφτασε στο κέντρο Εκεί

ένας βασιλιάς καθόταν σrsquoένα χρυσαφένιο

θρόνο Πίσω του στεκόταν μια Σφίγγα

άγαλμα Πήρε ανθρώπινη μιλιά αρχίζοντας να

λέει καλωσορίσματα στον Μανωλιό Εκείνος

χαμογελαστός χαιρέτησεμα τι να δει Σrsquoέναν

καθρέπτη που βρέθηκε μπροστά του ο

Μανωλιός ήταν ντυμένος πρίγκιπας

bull Πω πω Τι όμορφος που είμαι Αναφώνησε

Ξαφνικά υπηρέτες έστρωσαν ένα κόκκινο

χαλί για να περάσει ο Μανωλιός και αυτοί

αριστερά και δεξιά τον προσκυνούσαν Όταν

πέρασε τον διάδρομο με το κόκκινο χαλί

στάθηκε στον βασιλιά που του είπε

Καλόκαρδο και πονόψυχο παλικάρι Εσύ πότιζες

το δέντρο κι έτσι μπόρεσε το παλάτι μου να

βρίσκεται εδώ με όλους τους ανθρώπους

μου διαφορετικά αν το άφηνες να ξεραθεί από

το ζεστό άνεμο τώρα δεν θα

υπήρχαμε Γιrsquoαυτό αξίζεις να γίνεις γιος μου

να παντρευτείς την Βασιλοπούλα και με

δικαιοσύνη αγάπη και φρόνηση να γίνεις εσύ

ο καινούριος Βασιλιάς λύνοντας έτσι τα μάγια

της κακιάς νεράιδας που μας είχε

καταδικασμένους

Έτσι κι έγινε Ο Μανωλιός έγινε βασιλιάς με

τιμές και δόξες διότι ήξερε την γλώσσα της

καρδιάς που πάντα μας διδάσκει πόσο καλό

είναι να είσαι άνθρωπος Από τότε ο

Μανωλιός έμεινε στο παλάτι και κανείς ακόμα

δεν ξέρει τι ταξίδι ακολούθησε στον χρόνο του

ύπνου του άφησε όμως πίσω του τον

πραγματικό θησαυρό της καλοσύνης και της

αγάπης

ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Ο μαγικός ελαιώνας

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα παιδάκι που

το έλεγαν Λευτέρη Κάθε χρόνο το καλοκαίρι

μόλις έκλειναν τα σχολεία πήγαινε διακοπές

στο σπίτι της γιαγιάς του

Ένα καλοκαίρι έζησε μια σπουδαία περιπέτεια

Μια μέρα που η γιαγιά του είχε πάει για ψώνια

στην κοντινή πόλη ο Λευτέρης αποφάσισε να

εξερευνήσει τη σοφίτα του σπιτιού

Ανέβηκε προσεκτικά τη στριφογυριστή ξύλινη

σκάλα και στάθηκε αναποφάσιστος μπροστά

στην κλειστή πόρτα Πήρε μια βαθιά ανάσα

και την έσπρωξε δυνατά Πόσο σκοτεινά ήταν ό-

λα εκεί μέσα Ο Λευτέρης σκόνταψε σ΄ ένα πα-

λιό μπαούλο

Το άνοιξε γεμάτος περιέργεια Και τι δε βρήκε

Ολόκληρο θησαυρό Παλιά βιβλία του παππού

φορέματα της γιαγιάς παιχνίδια της μητέρας

του όταν ήταν παιδί Κάτω κάτω ήταν

τσαλακωμένο ένα κιτρινισμένο χαρτί Το

ξετύλιξε βιαστικά και τι να δει Ένας παλιός

χάρτης με σχεδιάγραμμα Αμέσως τον άρπαξε

κι άρχισε το ταξίδι του

Περπάτησε ώρες πολλές Πέρασε την πεδιάδα

με τα κίτρινα στάχυα το γεφυράκι του μικρού

ποταμού ώσπου έφτασε στο τέλος σε έναν

κάμπο γεμάτο ελιές

Διάλεξε την πιο μεγάλη ελιά και κάθισε να

ξεκουραστεί ακουμπώντας στο γέρικο κορμό

της

Ξαφνικά άκουσε μια απαλή φωνή Έμοιαζε

με της γιαγιάς του Κοίταξε γύρω του μα δεν

είδε κανέναν Η φωνή συνέχισε να του μιλάει

τρυφερά Ο Λευτέρης γεμάτος περιέργεια

άρχισε να παρατηρεί προσεχτικά το γέρικο

κορμό τα πελώρια κλαδιά και τ΄ ασημένια

φύλλα της ελιάς Τότε κατάλαβε ποιος του

μιλούσε Έκπληκτος άγγιξε απαλά το υπέροχο

αυτό δέντρο και μοιράστηκε μαζί του όλα του

τα μυστικά

Από εκείνη την ημέρα ο Λευτέρης πήγαινε

καθημερινά στο μαγικό αυτό ελαιώνα

Καθόταν ώρες στη σκιά της αγαπημένης του

ελιάς κι άκουγε τις πιο ωραίες ιστορίες

Ο καιρός πέρασε γρήγορα κι ήρθε η μέρα που

έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι του Έτρεξε στο

μαγικό ελαιώνα κι αγκάλιασε κλαίγοντας το

αγαπημένο του δέντρο Η ελιά έγειρε τα

κλαδιά της και χάιδεψε τα μαλλιά του laquo Μη

στενοχωριέσαιraquo του ψιθύρισε laquo Κόψε ένα

κλαράκι μου και πάρ΄ το μαζί σου Φύτεψέ το

στην αυλή του σπιτιού σου κι εγώ θα είμαι

πάντα κοντά σουraquo

Έτσι κι έγινε Ένα καινούριο ολόδροσο

δεντράκι φύτρωσε στον κήπο του Λευτέρη Κι

από τότε δεν χώρισαν ποτέ

Οι μαγικοί σπόροι

Μια φορά κι έναν καιρό σ΄ ένα μακρινό

χωριουδάκι ζούσε με τη γιαγιά του ένα μικρό

κορίτσι που το έλεγαν Ελπίδα Το σπιτάκι τους

ήταν πολύ φτωχικό Δύσκολα τα έβγαζαν πέρα

Ο περασμένος χειμώνας ήταν πολύ βαρύς

Τα πρώτα χιόνια έπεσαν νωρίς κι ο κρύος

βοριάς σφύριζε μανιασμένα Κάθε πρωί η

γιαγιά με την εγγονή της πήγαιναν στο δάσος

και μάζευαν φρούτα και ξύλα για να

ζεσταθούν

Μια μέρα ο άνεμος φυσούσε άγρια κι ο ήλιος

είχε κρυφτεί πίσω από τα βαριά μαύρα

σύννεφα Η Ελπίδα άφησε τη γιαγιά της στο

κρύο σπιτάκι τους τυλίχτηκε σφιχτά με το

σάλι της και ξεκίνησε για το δάσος Τα πόδια

και τα χέρια της είχαν παγώσει Τα μαλλιά και

τα ρούχα της είχαν βραχεί από την ξαφνική

μπόρα Και το σπουδαιότερο δεν μπορούσε να

γυρίσει πίσω γιατί δεν είχε μαζέψει ακόμη

τίποτα Αποφάσισε τότε να μπει για λίγο σε

μια σπηλιά που βρήκε στο δρόμο της και να

περιμένει

Έτρεμε από το κρύο και

από το φόβο της Είχε αρ

χίσει να νυχτώνει και η

γιαγιά της σίγουρα θα

ανησυχούσε Ξαφνικά

ένα απόκοσμο φως γέμι

σε τη σπηλιά και μια πα

νέμορφη νεράιδα πα

ρουσιάστηκε μπροστά

της

Της χαμογέλασε γλυκά και της χάιδεψε απαλά τα μαλλιά Κρατούσε ένα μικρό σακουλάκι που το άφησε προσεκτικά στα χέρια της Ελπίδας laquoΌταν πας σπίτι σου να το ανοίξεις και να κάνεις ότι ακριβώς σου πει η γιαγιά σου Αυτή ξέρειraquo της είπε τρυφερά και χάθηκε στο σκοτάδι της σπηλιάς Το κορίτσι κρατώντας το γερά έτρεξε χαρούμενο στο φτωχικό του σπιτάκι Τα μάτια του έλαμπαν από ενθουσιασμό καθώς έδειχνε στη γιαγιά του το δώρο της νεράιδας

Η γιαγιά ψηλάφησε τους μεγάλους γυαλιστερούς σπόρους τους έβαλε στη χούφτα της Ελπίδας και της είπε να τους φυτέψει στην αυλή Έτσι ακριβώς έκανε το μικρό κορίτσι Τους έχωσε βαθιά στο έδαφος και τους σκέπασε με φρέσκο χώμα Την άνοιξη οι σπόροι φύτρωσαν και γρήγορα έγιναν μεγάλα δέντρα με υπέροχο σταχτοπράσινο φύλλωμα Ήταν φουντωτές ελιές που αγκάλιασαν το μικρό σπιτάκι Ήρθε το φθινόπωρο και τα κλαδιά τους γέμισαν ευλογημένο καρπό

Από τότε η Ελπίδα κι η γιαγιά της έζησαν

ευτυχισμένες βοηθώντας κάθε κουρασμένο

περαστικό

Η αξία της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό σrsquo ένα μακρινό

χωριό όλοι οι άνθρωποι ζούσαν ευτυχισμένοι

Είχαν πολλά κτήματα εκτιμήσει πλούσια

γεμάτα ελιές Ποτέ όμως δεν είχαν σωστά την

αξία τους

Κάποια μέρα καθώς έπαιζαν δυο παιδιά η

Μαρία και ο Νίκος εμφανίστηκε μπροστά

τους ένας άγνωστος άντρας Τους μίλησε για

τα ελαιόδεντρα και τη χρησιμότητά τους Τους

είπε πως πρέπει να τα φροντίζουν και να τα

αγαπούν

Μετά από αρκετές ημέρες έγινε κάτι φοβερό

Στο χωριό έπεσε μεγάλη κατάρα Όλα τα χωράφια με τα ελαιόδεντρα καταστράφηκαν

Η Μαρία και ο Νίκος αμέσως κατάλαβαν πως έπρεπε να πάνε να βρουν τον μυστήριο αυτό άντρα που τους είχε επισκεφτεί

Τους είχε πει πως ζούσε στο δάσος Αυτό όμως δεν ήταν και τόσοhellip συνηθισμένο δάσος Έλεγαν πως στις κουφάλες των δέντρων ζούσαν φαντάσματα και πως το μέγεθος των ζώων ήταν υπερφυσικό

Φοβόντουσαν πάρα πολύ Περπάτησαν

ατελείωτες ώρες στη σκιά των πελώριων

δέντρων Με τη βοήθεια ενός λιονταριού

κατάφεραν να βρουν τον πύργο του άντρα που

έψαχναν

Χτύπησαν την πόρτα

αλλά κανείς δεν τους

άνοιξε Αποφάσισαν

να περιμένουν Δεν

κατάλαβαν πόσος

χρόνος πέρασε καιhellip

η πόρτα άνοιξε μόνη

της

Τα παιδιά μπήκαν γεμάτα περιέργεια στον

πύργο Ανέβηκαν διστακτικά την παλιά

στριφογυριστή σκάλα που τα οδήγησε σrsquo έ-

να επιβλητικό δωμάτιο Εκεί εργαζόταν ο

μυστηριώδης άντρας που είχαν γνωρίσει

Αμέσως κατάλαβαν πως ήταν μάγος Τους

αποκάλυψε αμέσως το όνομά του τον έλεγαν

Άλφρεντ Άρχισαν λοιπόν να του μιλούν για

το πρόβλημά τους Ο μάγος τα άκουσε προσε-

κτικά και τους είπε τι πρέπει να κάνουν

Έπρεπε να περάσουν τρεις δοκιμασίες Μόνο

έτσι θα έφευγε η κατάρα

Στο χωριό όλοι οι κάτοικοι περνούσαν δύσκο-

λα Από πλούσιοι είχαν γίνει φτωχοί και χωρίς

την ελιά και το λάδι της δεν μπορούσαν να ζή-

σουν Κατάλαβαν έτσι την αξία της αλλά ήταν

πλέον αργά Ή μάλλον σχεδόν αργά

Όταν τα παιδιά επέστρεψαν διηγήθηκαν σε

όλους όλα όσα τους συνέβησαν Τους είπαν για

το μάγο και τις τρεις δοκιμασίες που έπρεπε να

περάσουν Το πρόβλημα όμως ήταν πως δεν

τους είχε πει ποιες ήταν αυτές οι δοκιμασίες

ποιοι θα τις περνούσαν και πότε

Οι μέρες περνούσαν

αργά και βασανιστικά

μετά από δυο μήνες στο

χωριό εμφανίστηκε ένα

μικρό κορίτσι Χτύπησε

την πόρτα ενός σπιτιού

και ζήτησε λίγο φαγητό

Η οικογένεια όμως Το έ-

διωξε Το κορίτσι ήταν

Ο μάγος Άλφρεντ μεταμορ-

φωμένος Αυτή ήταν η πρώ-

τη δοκιμασία που δυστυχώς

όμως απέτυχαν

Αφού πέρασε μια εβδομάδα περίπου ένα μι-

κρό άγνωστο αγόρι εμφανίστηκε σε μια ομάδα

παιδιών και τους ζήτησε να παίξει μαζί τους Η

Μαρία και ο Νίκος όχι μόνο το δέχτηκαν αλλά

το άφησαν να διαλέξει το παιχνίδι που θα έπαι-

ζαν

_ Εσύ Νίκο θα είσαι ο αγρότης Εγώ θα είμαι η

ελιά και Μαρία θα είναι οι καρποί μου είπε το

αγόρι

Τα παιδιά συμφώνησαν κι άρχισαν όλα μαζί να

παίζουν Ο μάγος τότε παρατήρησε τον τρόπο

που ο Νίκος περιποιόταν την ελιά και πόσο χαι-

ρόταν όταν μάζευε τους καρπούς της Αυτή ήταν

η δεύτερη δοκιμασία και τα παιδιά την πέρασαν

με επιτυχία

Πέρασε αρκετός καιρός ώσπου έφτασε η ώρα

για την τρίτη δοκιμασία Μια μέρα ήρθε στο χω-

ριό ένας πλανόδιος έμπορος Πουλούσε από σπό-

ρους μέχρι και μαγικά αντικείμενα Οι τιμές όμως

ήταν πολύ υψηλές Ο Νίκος με τον πατέρα του ζή-

τησαν να δουν τους σπόρους που είχε

_Έχω σπόρους συκιάς πορτοκαλιάς μηλιάς και

τον τελευταίο σπόρο ελιάς είπε ο άντρας

_Τον τελευταίο Ρώτησε ο Νίκος

_ Ναι Τον τελευταίο

_Δεν υπάρχει άλλος

_Όχι

_Ούτε ένας

_Τίποτα

_Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Ναι Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Είστε σίγουρος για αυτό

_Απολύτως

Ο Νίκος δεν πίστευε στ΄ αυτιά τουΤότε ζήτη-

σε αμέσως απόν τον πατέρα του να αγοράσει τον

τελευταίο σπόρο ελιάς σ΄ ολόκληρη τη γη Η τι-

μή του όμως ήταν πολύ πάρα πολύ υψηλή Εκα-

τό χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Γιε μου δεν έχουμε τόσα χρήματα Μπορούμε

όμως να πουλήσουμε τα τέσσερα κτήματά μας

_Ναι να τα δώσουμε Θα μας μείνει η αυλή του

σπιτιού Εκεί θα φυτέψουμε τον πολύτιμο σπόρο

Τότε εμφανίστηκε ο μάγος Άλφρεντ

_Δίνω διακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα είπε

ο μάγος

_Άλφρεντ δεν είναι τίμιο είπε ο Νίκος

Προλάβαμε

εμείς να αγοράσουμε αυτόν το σπόρο

_Δίνω τριακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Τότε εγώ θα δώσω και το σπίτι μου είπε ο πα-

τέρας του Νίκου

_Ναι αλλά hellip αυτά είναι λιγότερα από τα χρή-

ματα που μου δίνει ο μάγος είπε ο έμπορος

_Τότε και εγώ θα δώσω όσα χρήματα έχω στον

κουμπαρά μου είπε η Μαρία

_Κι εγώ φώναξε ο Βασίλης

_Εγώ θα δώσω το μοναδικό κτήμα που έχω είπε

ο κύριος Βαγγέλης

_Και εγώ φώναξε η κυρία Βαρβάρα

_Ναι Και εμείς θα δώσουμε ότι έχουμε στους

κουμπαράδες μας φώναξαν δυνατά όλα τα

παιδιά που ήταν μαζεμένα στην πλατεία του

χωριού

Όλοι άρχισαν να δίνουν χρήματα σπίτια

έπιπλα χωράφια και μαγαζιά μέχρι που κέρδι-

σαν το μάγο Άλφρεντ και αγόρασαν το σπόρο

της ελιάς Από τη στιγμή που τον φύτεψαν το

πρόσεχαν πάρα πολύ

Μετά από χρόνια όταν οι χωρικοί μάζεψαν

τους καρπούς αυτής της ελιάς διαπίστωσαν ότι

είχε το πιο νόστιμο λάδι Τότε ο μάγος

πείστηκε πως όλοι είχαν καταλάβει την αξία

της και γέμισε ξανά όλα τα χωράφια τους με

ελαιόδεντρα

ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α

Κουκάκη Κατερίνα

Μπογκντάνι Γκισέλα

Καρυώτης Γιώργος

Αθανασόπουλος Στέφανος

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 62: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

Ξαφνικά υπηρέτες έστρωσαν ένα κόκκινο

χαλί για να περάσει ο Μανωλιός και αυτοί

αριστερά και δεξιά τον προσκυνούσαν Όταν

πέρασε τον διάδρομο με το κόκκινο χαλί

στάθηκε στον βασιλιά που του είπε

Καλόκαρδο και πονόψυχο παλικάρι Εσύ πότιζες

το δέντρο κι έτσι μπόρεσε το παλάτι μου να

βρίσκεται εδώ με όλους τους ανθρώπους

μου διαφορετικά αν το άφηνες να ξεραθεί από

το ζεστό άνεμο τώρα δεν θα

υπήρχαμε Γιrsquoαυτό αξίζεις να γίνεις γιος μου

να παντρευτείς την Βασιλοπούλα και με

δικαιοσύνη αγάπη και φρόνηση να γίνεις εσύ

ο καινούριος Βασιλιάς λύνοντας έτσι τα μάγια

της κακιάς νεράιδας που μας είχε

καταδικασμένους

Έτσι κι έγινε Ο Μανωλιός έγινε βασιλιάς με

τιμές και δόξες διότι ήξερε την γλώσσα της

καρδιάς που πάντα μας διδάσκει πόσο καλό

είναι να είσαι άνθρωπος Από τότε ο

Μανωλιός έμεινε στο παλάτι και κανείς ακόμα

δεν ξέρει τι ταξίδι ακολούθησε στον χρόνο του

ύπνου του άφησε όμως πίσω του τον

πραγματικό θησαυρό της καλοσύνης και της

αγάπης

ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Ο μαγικός ελαιώνας

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα παιδάκι που

το έλεγαν Λευτέρη Κάθε χρόνο το καλοκαίρι

μόλις έκλειναν τα σχολεία πήγαινε διακοπές

στο σπίτι της γιαγιάς του

Ένα καλοκαίρι έζησε μια σπουδαία περιπέτεια

Μια μέρα που η γιαγιά του είχε πάει για ψώνια

στην κοντινή πόλη ο Λευτέρης αποφάσισε να

εξερευνήσει τη σοφίτα του σπιτιού

Ανέβηκε προσεκτικά τη στριφογυριστή ξύλινη

σκάλα και στάθηκε αναποφάσιστος μπροστά

στην κλειστή πόρτα Πήρε μια βαθιά ανάσα

και την έσπρωξε δυνατά Πόσο σκοτεινά ήταν ό-

λα εκεί μέσα Ο Λευτέρης σκόνταψε σ΄ ένα πα-

λιό μπαούλο

Το άνοιξε γεμάτος περιέργεια Και τι δε βρήκε

Ολόκληρο θησαυρό Παλιά βιβλία του παππού

φορέματα της γιαγιάς παιχνίδια της μητέρας

του όταν ήταν παιδί Κάτω κάτω ήταν

τσαλακωμένο ένα κιτρινισμένο χαρτί Το

ξετύλιξε βιαστικά και τι να δει Ένας παλιός

χάρτης με σχεδιάγραμμα Αμέσως τον άρπαξε

κι άρχισε το ταξίδι του

Περπάτησε ώρες πολλές Πέρασε την πεδιάδα

με τα κίτρινα στάχυα το γεφυράκι του μικρού

ποταμού ώσπου έφτασε στο τέλος σε έναν

κάμπο γεμάτο ελιές

Διάλεξε την πιο μεγάλη ελιά και κάθισε να

ξεκουραστεί ακουμπώντας στο γέρικο κορμό

της

Ξαφνικά άκουσε μια απαλή φωνή Έμοιαζε

με της γιαγιάς του Κοίταξε γύρω του μα δεν

είδε κανέναν Η φωνή συνέχισε να του μιλάει

τρυφερά Ο Λευτέρης γεμάτος περιέργεια

άρχισε να παρατηρεί προσεχτικά το γέρικο

κορμό τα πελώρια κλαδιά και τ΄ ασημένια

φύλλα της ελιάς Τότε κατάλαβε ποιος του

μιλούσε Έκπληκτος άγγιξε απαλά το υπέροχο

αυτό δέντρο και μοιράστηκε μαζί του όλα του

τα μυστικά

Από εκείνη την ημέρα ο Λευτέρης πήγαινε

καθημερινά στο μαγικό αυτό ελαιώνα

Καθόταν ώρες στη σκιά της αγαπημένης του

ελιάς κι άκουγε τις πιο ωραίες ιστορίες

Ο καιρός πέρασε γρήγορα κι ήρθε η μέρα που

έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι του Έτρεξε στο

μαγικό ελαιώνα κι αγκάλιασε κλαίγοντας το

αγαπημένο του δέντρο Η ελιά έγειρε τα

κλαδιά της και χάιδεψε τα μαλλιά του laquo Μη

στενοχωριέσαιraquo του ψιθύρισε laquo Κόψε ένα

κλαράκι μου και πάρ΄ το μαζί σου Φύτεψέ το

στην αυλή του σπιτιού σου κι εγώ θα είμαι

πάντα κοντά σουraquo

Έτσι κι έγινε Ένα καινούριο ολόδροσο

δεντράκι φύτρωσε στον κήπο του Λευτέρη Κι

από τότε δεν χώρισαν ποτέ

Οι μαγικοί σπόροι

Μια φορά κι έναν καιρό σ΄ ένα μακρινό

χωριουδάκι ζούσε με τη γιαγιά του ένα μικρό

κορίτσι που το έλεγαν Ελπίδα Το σπιτάκι τους

ήταν πολύ φτωχικό Δύσκολα τα έβγαζαν πέρα

Ο περασμένος χειμώνας ήταν πολύ βαρύς

Τα πρώτα χιόνια έπεσαν νωρίς κι ο κρύος

βοριάς σφύριζε μανιασμένα Κάθε πρωί η

γιαγιά με την εγγονή της πήγαιναν στο δάσος

και μάζευαν φρούτα και ξύλα για να

ζεσταθούν

Μια μέρα ο άνεμος φυσούσε άγρια κι ο ήλιος

είχε κρυφτεί πίσω από τα βαριά μαύρα

σύννεφα Η Ελπίδα άφησε τη γιαγιά της στο

κρύο σπιτάκι τους τυλίχτηκε σφιχτά με το

σάλι της και ξεκίνησε για το δάσος Τα πόδια

και τα χέρια της είχαν παγώσει Τα μαλλιά και

τα ρούχα της είχαν βραχεί από την ξαφνική

μπόρα Και το σπουδαιότερο δεν μπορούσε να

γυρίσει πίσω γιατί δεν είχε μαζέψει ακόμη

τίποτα Αποφάσισε τότε να μπει για λίγο σε

μια σπηλιά που βρήκε στο δρόμο της και να

περιμένει

Έτρεμε από το κρύο και

από το φόβο της Είχε αρ

χίσει να νυχτώνει και η

γιαγιά της σίγουρα θα

ανησυχούσε Ξαφνικά

ένα απόκοσμο φως γέμι

σε τη σπηλιά και μια πα

νέμορφη νεράιδα πα

ρουσιάστηκε μπροστά

της

Της χαμογέλασε γλυκά και της χάιδεψε απαλά τα μαλλιά Κρατούσε ένα μικρό σακουλάκι που το άφησε προσεκτικά στα χέρια της Ελπίδας laquoΌταν πας σπίτι σου να το ανοίξεις και να κάνεις ότι ακριβώς σου πει η γιαγιά σου Αυτή ξέρειraquo της είπε τρυφερά και χάθηκε στο σκοτάδι της σπηλιάς Το κορίτσι κρατώντας το γερά έτρεξε χαρούμενο στο φτωχικό του σπιτάκι Τα μάτια του έλαμπαν από ενθουσιασμό καθώς έδειχνε στη γιαγιά του το δώρο της νεράιδας

Η γιαγιά ψηλάφησε τους μεγάλους γυαλιστερούς σπόρους τους έβαλε στη χούφτα της Ελπίδας και της είπε να τους φυτέψει στην αυλή Έτσι ακριβώς έκανε το μικρό κορίτσι Τους έχωσε βαθιά στο έδαφος και τους σκέπασε με φρέσκο χώμα Την άνοιξη οι σπόροι φύτρωσαν και γρήγορα έγιναν μεγάλα δέντρα με υπέροχο σταχτοπράσινο φύλλωμα Ήταν φουντωτές ελιές που αγκάλιασαν το μικρό σπιτάκι Ήρθε το φθινόπωρο και τα κλαδιά τους γέμισαν ευλογημένο καρπό

Από τότε η Ελπίδα κι η γιαγιά της έζησαν

ευτυχισμένες βοηθώντας κάθε κουρασμένο

περαστικό

Η αξία της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό σrsquo ένα μακρινό

χωριό όλοι οι άνθρωποι ζούσαν ευτυχισμένοι

Είχαν πολλά κτήματα εκτιμήσει πλούσια

γεμάτα ελιές Ποτέ όμως δεν είχαν σωστά την

αξία τους

Κάποια μέρα καθώς έπαιζαν δυο παιδιά η

Μαρία και ο Νίκος εμφανίστηκε μπροστά

τους ένας άγνωστος άντρας Τους μίλησε για

τα ελαιόδεντρα και τη χρησιμότητά τους Τους

είπε πως πρέπει να τα φροντίζουν και να τα

αγαπούν

Μετά από αρκετές ημέρες έγινε κάτι φοβερό

Στο χωριό έπεσε μεγάλη κατάρα Όλα τα χωράφια με τα ελαιόδεντρα καταστράφηκαν

Η Μαρία και ο Νίκος αμέσως κατάλαβαν πως έπρεπε να πάνε να βρουν τον μυστήριο αυτό άντρα που τους είχε επισκεφτεί

Τους είχε πει πως ζούσε στο δάσος Αυτό όμως δεν ήταν και τόσοhellip συνηθισμένο δάσος Έλεγαν πως στις κουφάλες των δέντρων ζούσαν φαντάσματα και πως το μέγεθος των ζώων ήταν υπερφυσικό

Φοβόντουσαν πάρα πολύ Περπάτησαν

ατελείωτες ώρες στη σκιά των πελώριων

δέντρων Με τη βοήθεια ενός λιονταριού

κατάφεραν να βρουν τον πύργο του άντρα που

έψαχναν

Χτύπησαν την πόρτα

αλλά κανείς δεν τους

άνοιξε Αποφάσισαν

να περιμένουν Δεν

κατάλαβαν πόσος

χρόνος πέρασε καιhellip

η πόρτα άνοιξε μόνη

της

Τα παιδιά μπήκαν γεμάτα περιέργεια στον

πύργο Ανέβηκαν διστακτικά την παλιά

στριφογυριστή σκάλα που τα οδήγησε σrsquo έ-

να επιβλητικό δωμάτιο Εκεί εργαζόταν ο

μυστηριώδης άντρας που είχαν γνωρίσει

Αμέσως κατάλαβαν πως ήταν μάγος Τους

αποκάλυψε αμέσως το όνομά του τον έλεγαν

Άλφρεντ Άρχισαν λοιπόν να του μιλούν για

το πρόβλημά τους Ο μάγος τα άκουσε προσε-

κτικά και τους είπε τι πρέπει να κάνουν

Έπρεπε να περάσουν τρεις δοκιμασίες Μόνο

έτσι θα έφευγε η κατάρα

Στο χωριό όλοι οι κάτοικοι περνούσαν δύσκο-

λα Από πλούσιοι είχαν γίνει φτωχοί και χωρίς

την ελιά και το λάδι της δεν μπορούσαν να ζή-

σουν Κατάλαβαν έτσι την αξία της αλλά ήταν

πλέον αργά Ή μάλλον σχεδόν αργά

Όταν τα παιδιά επέστρεψαν διηγήθηκαν σε

όλους όλα όσα τους συνέβησαν Τους είπαν για

το μάγο και τις τρεις δοκιμασίες που έπρεπε να

περάσουν Το πρόβλημα όμως ήταν πως δεν

τους είχε πει ποιες ήταν αυτές οι δοκιμασίες

ποιοι θα τις περνούσαν και πότε

Οι μέρες περνούσαν

αργά και βασανιστικά

μετά από δυο μήνες στο

χωριό εμφανίστηκε ένα

μικρό κορίτσι Χτύπησε

την πόρτα ενός σπιτιού

και ζήτησε λίγο φαγητό

Η οικογένεια όμως Το έ-

διωξε Το κορίτσι ήταν

Ο μάγος Άλφρεντ μεταμορ-

φωμένος Αυτή ήταν η πρώ-

τη δοκιμασία που δυστυχώς

όμως απέτυχαν

Αφού πέρασε μια εβδομάδα περίπου ένα μι-

κρό άγνωστο αγόρι εμφανίστηκε σε μια ομάδα

παιδιών και τους ζήτησε να παίξει μαζί τους Η

Μαρία και ο Νίκος όχι μόνο το δέχτηκαν αλλά

το άφησαν να διαλέξει το παιχνίδι που θα έπαι-

ζαν

_ Εσύ Νίκο θα είσαι ο αγρότης Εγώ θα είμαι η

ελιά και Μαρία θα είναι οι καρποί μου είπε το

αγόρι

Τα παιδιά συμφώνησαν κι άρχισαν όλα μαζί να

παίζουν Ο μάγος τότε παρατήρησε τον τρόπο

που ο Νίκος περιποιόταν την ελιά και πόσο χαι-

ρόταν όταν μάζευε τους καρπούς της Αυτή ήταν

η δεύτερη δοκιμασία και τα παιδιά την πέρασαν

με επιτυχία

Πέρασε αρκετός καιρός ώσπου έφτασε η ώρα

για την τρίτη δοκιμασία Μια μέρα ήρθε στο χω-

ριό ένας πλανόδιος έμπορος Πουλούσε από σπό-

ρους μέχρι και μαγικά αντικείμενα Οι τιμές όμως

ήταν πολύ υψηλές Ο Νίκος με τον πατέρα του ζή-

τησαν να δουν τους σπόρους που είχε

_Έχω σπόρους συκιάς πορτοκαλιάς μηλιάς και

τον τελευταίο σπόρο ελιάς είπε ο άντρας

_Τον τελευταίο Ρώτησε ο Νίκος

_ Ναι Τον τελευταίο

_Δεν υπάρχει άλλος

_Όχι

_Ούτε ένας

_Τίποτα

_Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Ναι Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Είστε σίγουρος για αυτό

_Απολύτως

Ο Νίκος δεν πίστευε στ΄ αυτιά τουΤότε ζήτη-

σε αμέσως απόν τον πατέρα του να αγοράσει τον

τελευταίο σπόρο ελιάς σ΄ ολόκληρη τη γη Η τι-

μή του όμως ήταν πολύ πάρα πολύ υψηλή Εκα-

τό χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Γιε μου δεν έχουμε τόσα χρήματα Μπορούμε

όμως να πουλήσουμε τα τέσσερα κτήματά μας

_Ναι να τα δώσουμε Θα μας μείνει η αυλή του

σπιτιού Εκεί θα φυτέψουμε τον πολύτιμο σπόρο

Τότε εμφανίστηκε ο μάγος Άλφρεντ

_Δίνω διακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα είπε

ο μάγος

_Άλφρεντ δεν είναι τίμιο είπε ο Νίκος

Προλάβαμε

εμείς να αγοράσουμε αυτόν το σπόρο

_Δίνω τριακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Τότε εγώ θα δώσω και το σπίτι μου είπε ο πα-

τέρας του Νίκου

_Ναι αλλά hellip αυτά είναι λιγότερα από τα χρή-

ματα που μου δίνει ο μάγος είπε ο έμπορος

_Τότε και εγώ θα δώσω όσα χρήματα έχω στον

κουμπαρά μου είπε η Μαρία

_Κι εγώ φώναξε ο Βασίλης

_Εγώ θα δώσω το μοναδικό κτήμα που έχω είπε

ο κύριος Βαγγέλης

_Και εγώ φώναξε η κυρία Βαρβάρα

_Ναι Και εμείς θα δώσουμε ότι έχουμε στους

κουμπαράδες μας φώναξαν δυνατά όλα τα

παιδιά που ήταν μαζεμένα στην πλατεία του

χωριού

Όλοι άρχισαν να δίνουν χρήματα σπίτια

έπιπλα χωράφια και μαγαζιά μέχρι που κέρδι-

σαν το μάγο Άλφρεντ και αγόρασαν το σπόρο

της ελιάς Από τη στιγμή που τον φύτεψαν το

πρόσεχαν πάρα πολύ

Μετά από χρόνια όταν οι χωρικοί μάζεψαν

τους καρπούς αυτής της ελιάς διαπίστωσαν ότι

είχε το πιο νόστιμο λάδι Τότε ο μάγος

πείστηκε πως όλοι είχαν καταλάβει την αξία

της και γέμισε ξανά όλα τα χωράφια τους με

ελαιόδεντρα

ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α

Κουκάκη Κατερίνα

Μπογκντάνι Γκισέλα

Καρυώτης Γιώργος

Αθανασόπουλος Στέφανος

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 63: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

Καλόκαρδο και πονόψυχο παλικάρι Εσύ πότιζες

το δέντρο κι έτσι μπόρεσε το παλάτι μου να

βρίσκεται εδώ με όλους τους ανθρώπους

μου διαφορετικά αν το άφηνες να ξεραθεί από

το ζεστό άνεμο τώρα δεν θα

υπήρχαμε Γιrsquoαυτό αξίζεις να γίνεις γιος μου

να παντρευτείς την Βασιλοπούλα και με

δικαιοσύνη αγάπη και φρόνηση να γίνεις εσύ

ο καινούριος Βασιλιάς λύνοντας έτσι τα μάγια

της κακιάς νεράιδας που μας είχε

καταδικασμένους

Έτσι κι έγινε Ο Μανωλιός έγινε βασιλιάς με

τιμές και δόξες διότι ήξερε την γλώσσα της

καρδιάς που πάντα μας διδάσκει πόσο καλό

είναι να είσαι άνθρωπος Από τότε ο

Μανωλιός έμεινε στο παλάτι και κανείς ακόμα

δεν ξέρει τι ταξίδι ακολούθησε στον χρόνο του

ύπνου του άφησε όμως πίσω του τον

πραγματικό θησαυρό της καλοσύνης και της

αγάπης

ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Ο μαγικός ελαιώνας

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα παιδάκι που

το έλεγαν Λευτέρη Κάθε χρόνο το καλοκαίρι

μόλις έκλειναν τα σχολεία πήγαινε διακοπές

στο σπίτι της γιαγιάς του

Ένα καλοκαίρι έζησε μια σπουδαία περιπέτεια

Μια μέρα που η γιαγιά του είχε πάει για ψώνια

στην κοντινή πόλη ο Λευτέρης αποφάσισε να

εξερευνήσει τη σοφίτα του σπιτιού

Ανέβηκε προσεκτικά τη στριφογυριστή ξύλινη

σκάλα και στάθηκε αναποφάσιστος μπροστά

στην κλειστή πόρτα Πήρε μια βαθιά ανάσα

και την έσπρωξε δυνατά Πόσο σκοτεινά ήταν ό-

λα εκεί μέσα Ο Λευτέρης σκόνταψε σ΄ ένα πα-

λιό μπαούλο

Το άνοιξε γεμάτος περιέργεια Και τι δε βρήκε

Ολόκληρο θησαυρό Παλιά βιβλία του παππού

φορέματα της γιαγιάς παιχνίδια της μητέρας

του όταν ήταν παιδί Κάτω κάτω ήταν

τσαλακωμένο ένα κιτρινισμένο χαρτί Το

ξετύλιξε βιαστικά και τι να δει Ένας παλιός

χάρτης με σχεδιάγραμμα Αμέσως τον άρπαξε

κι άρχισε το ταξίδι του

Περπάτησε ώρες πολλές Πέρασε την πεδιάδα

με τα κίτρινα στάχυα το γεφυράκι του μικρού

ποταμού ώσπου έφτασε στο τέλος σε έναν

κάμπο γεμάτο ελιές

Διάλεξε την πιο μεγάλη ελιά και κάθισε να

ξεκουραστεί ακουμπώντας στο γέρικο κορμό

της

Ξαφνικά άκουσε μια απαλή φωνή Έμοιαζε

με της γιαγιάς του Κοίταξε γύρω του μα δεν

είδε κανέναν Η φωνή συνέχισε να του μιλάει

τρυφερά Ο Λευτέρης γεμάτος περιέργεια

άρχισε να παρατηρεί προσεχτικά το γέρικο

κορμό τα πελώρια κλαδιά και τ΄ ασημένια

φύλλα της ελιάς Τότε κατάλαβε ποιος του

μιλούσε Έκπληκτος άγγιξε απαλά το υπέροχο

αυτό δέντρο και μοιράστηκε μαζί του όλα του

τα μυστικά

Από εκείνη την ημέρα ο Λευτέρης πήγαινε

καθημερινά στο μαγικό αυτό ελαιώνα

Καθόταν ώρες στη σκιά της αγαπημένης του

ελιάς κι άκουγε τις πιο ωραίες ιστορίες

Ο καιρός πέρασε γρήγορα κι ήρθε η μέρα που

έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι του Έτρεξε στο

μαγικό ελαιώνα κι αγκάλιασε κλαίγοντας το

αγαπημένο του δέντρο Η ελιά έγειρε τα

κλαδιά της και χάιδεψε τα μαλλιά του laquo Μη

στενοχωριέσαιraquo του ψιθύρισε laquo Κόψε ένα

κλαράκι μου και πάρ΄ το μαζί σου Φύτεψέ το

στην αυλή του σπιτιού σου κι εγώ θα είμαι

πάντα κοντά σουraquo

Έτσι κι έγινε Ένα καινούριο ολόδροσο

δεντράκι φύτρωσε στον κήπο του Λευτέρη Κι

από τότε δεν χώρισαν ποτέ

Οι μαγικοί σπόροι

Μια φορά κι έναν καιρό σ΄ ένα μακρινό

χωριουδάκι ζούσε με τη γιαγιά του ένα μικρό

κορίτσι που το έλεγαν Ελπίδα Το σπιτάκι τους

ήταν πολύ φτωχικό Δύσκολα τα έβγαζαν πέρα

Ο περασμένος χειμώνας ήταν πολύ βαρύς

Τα πρώτα χιόνια έπεσαν νωρίς κι ο κρύος

βοριάς σφύριζε μανιασμένα Κάθε πρωί η

γιαγιά με την εγγονή της πήγαιναν στο δάσος

και μάζευαν φρούτα και ξύλα για να

ζεσταθούν

Μια μέρα ο άνεμος φυσούσε άγρια κι ο ήλιος

είχε κρυφτεί πίσω από τα βαριά μαύρα

σύννεφα Η Ελπίδα άφησε τη γιαγιά της στο

κρύο σπιτάκι τους τυλίχτηκε σφιχτά με το

σάλι της και ξεκίνησε για το δάσος Τα πόδια

και τα χέρια της είχαν παγώσει Τα μαλλιά και

τα ρούχα της είχαν βραχεί από την ξαφνική

μπόρα Και το σπουδαιότερο δεν μπορούσε να

γυρίσει πίσω γιατί δεν είχε μαζέψει ακόμη

τίποτα Αποφάσισε τότε να μπει για λίγο σε

μια σπηλιά που βρήκε στο δρόμο της και να

περιμένει

Έτρεμε από το κρύο και

από το φόβο της Είχε αρ

χίσει να νυχτώνει και η

γιαγιά της σίγουρα θα

ανησυχούσε Ξαφνικά

ένα απόκοσμο φως γέμι

σε τη σπηλιά και μια πα

νέμορφη νεράιδα πα

ρουσιάστηκε μπροστά

της

Της χαμογέλασε γλυκά και της χάιδεψε απαλά τα μαλλιά Κρατούσε ένα μικρό σακουλάκι που το άφησε προσεκτικά στα χέρια της Ελπίδας laquoΌταν πας σπίτι σου να το ανοίξεις και να κάνεις ότι ακριβώς σου πει η γιαγιά σου Αυτή ξέρειraquo της είπε τρυφερά και χάθηκε στο σκοτάδι της σπηλιάς Το κορίτσι κρατώντας το γερά έτρεξε χαρούμενο στο φτωχικό του σπιτάκι Τα μάτια του έλαμπαν από ενθουσιασμό καθώς έδειχνε στη γιαγιά του το δώρο της νεράιδας

Η γιαγιά ψηλάφησε τους μεγάλους γυαλιστερούς σπόρους τους έβαλε στη χούφτα της Ελπίδας και της είπε να τους φυτέψει στην αυλή Έτσι ακριβώς έκανε το μικρό κορίτσι Τους έχωσε βαθιά στο έδαφος και τους σκέπασε με φρέσκο χώμα Την άνοιξη οι σπόροι φύτρωσαν και γρήγορα έγιναν μεγάλα δέντρα με υπέροχο σταχτοπράσινο φύλλωμα Ήταν φουντωτές ελιές που αγκάλιασαν το μικρό σπιτάκι Ήρθε το φθινόπωρο και τα κλαδιά τους γέμισαν ευλογημένο καρπό

Από τότε η Ελπίδα κι η γιαγιά της έζησαν

ευτυχισμένες βοηθώντας κάθε κουρασμένο

περαστικό

Η αξία της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό σrsquo ένα μακρινό

χωριό όλοι οι άνθρωποι ζούσαν ευτυχισμένοι

Είχαν πολλά κτήματα εκτιμήσει πλούσια

γεμάτα ελιές Ποτέ όμως δεν είχαν σωστά την

αξία τους

Κάποια μέρα καθώς έπαιζαν δυο παιδιά η

Μαρία και ο Νίκος εμφανίστηκε μπροστά

τους ένας άγνωστος άντρας Τους μίλησε για

τα ελαιόδεντρα και τη χρησιμότητά τους Τους

είπε πως πρέπει να τα φροντίζουν και να τα

αγαπούν

Μετά από αρκετές ημέρες έγινε κάτι φοβερό

Στο χωριό έπεσε μεγάλη κατάρα Όλα τα χωράφια με τα ελαιόδεντρα καταστράφηκαν

Η Μαρία και ο Νίκος αμέσως κατάλαβαν πως έπρεπε να πάνε να βρουν τον μυστήριο αυτό άντρα που τους είχε επισκεφτεί

Τους είχε πει πως ζούσε στο δάσος Αυτό όμως δεν ήταν και τόσοhellip συνηθισμένο δάσος Έλεγαν πως στις κουφάλες των δέντρων ζούσαν φαντάσματα και πως το μέγεθος των ζώων ήταν υπερφυσικό

Φοβόντουσαν πάρα πολύ Περπάτησαν

ατελείωτες ώρες στη σκιά των πελώριων

δέντρων Με τη βοήθεια ενός λιονταριού

κατάφεραν να βρουν τον πύργο του άντρα που

έψαχναν

Χτύπησαν την πόρτα

αλλά κανείς δεν τους

άνοιξε Αποφάσισαν

να περιμένουν Δεν

κατάλαβαν πόσος

χρόνος πέρασε καιhellip

η πόρτα άνοιξε μόνη

της

Τα παιδιά μπήκαν γεμάτα περιέργεια στον

πύργο Ανέβηκαν διστακτικά την παλιά

στριφογυριστή σκάλα που τα οδήγησε σrsquo έ-

να επιβλητικό δωμάτιο Εκεί εργαζόταν ο

μυστηριώδης άντρας που είχαν γνωρίσει

Αμέσως κατάλαβαν πως ήταν μάγος Τους

αποκάλυψε αμέσως το όνομά του τον έλεγαν

Άλφρεντ Άρχισαν λοιπόν να του μιλούν για

το πρόβλημά τους Ο μάγος τα άκουσε προσε-

κτικά και τους είπε τι πρέπει να κάνουν

Έπρεπε να περάσουν τρεις δοκιμασίες Μόνο

έτσι θα έφευγε η κατάρα

Στο χωριό όλοι οι κάτοικοι περνούσαν δύσκο-

λα Από πλούσιοι είχαν γίνει φτωχοί και χωρίς

την ελιά και το λάδι της δεν μπορούσαν να ζή-

σουν Κατάλαβαν έτσι την αξία της αλλά ήταν

πλέον αργά Ή μάλλον σχεδόν αργά

Όταν τα παιδιά επέστρεψαν διηγήθηκαν σε

όλους όλα όσα τους συνέβησαν Τους είπαν για

το μάγο και τις τρεις δοκιμασίες που έπρεπε να

περάσουν Το πρόβλημα όμως ήταν πως δεν

τους είχε πει ποιες ήταν αυτές οι δοκιμασίες

ποιοι θα τις περνούσαν και πότε

Οι μέρες περνούσαν

αργά και βασανιστικά

μετά από δυο μήνες στο

χωριό εμφανίστηκε ένα

μικρό κορίτσι Χτύπησε

την πόρτα ενός σπιτιού

και ζήτησε λίγο φαγητό

Η οικογένεια όμως Το έ-

διωξε Το κορίτσι ήταν

Ο μάγος Άλφρεντ μεταμορ-

φωμένος Αυτή ήταν η πρώ-

τη δοκιμασία που δυστυχώς

όμως απέτυχαν

Αφού πέρασε μια εβδομάδα περίπου ένα μι-

κρό άγνωστο αγόρι εμφανίστηκε σε μια ομάδα

παιδιών και τους ζήτησε να παίξει μαζί τους Η

Μαρία και ο Νίκος όχι μόνο το δέχτηκαν αλλά

το άφησαν να διαλέξει το παιχνίδι που θα έπαι-

ζαν

_ Εσύ Νίκο θα είσαι ο αγρότης Εγώ θα είμαι η

ελιά και Μαρία θα είναι οι καρποί μου είπε το

αγόρι

Τα παιδιά συμφώνησαν κι άρχισαν όλα μαζί να

παίζουν Ο μάγος τότε παρατήρησε τον τρόπο

που ο Νίκος περιποιόταν την ελιά και πόσο χαι-

ρόταν όταν μάζευε τους καρπούς της Αυτή ήταν

η δεύτερη δοκιμασία και τα παιδιά την πέρασαν

με επιτυχία

Πέρασε αρκετός καιρός ώσπου έφτασε η ώρα

για την τρίτη δοκιμασία Μια μέρα ήρθε στο χω-

ριό ένας πλανόδιος έμπορος Πουλούσε από σπό-

ρους μέχρι και μαγικά αντικείμενα Οι τιμές όμως

ήταν πολύ υψηλές Ο Νίκος με τον πατέρα του ζή-

τησαν να δουν τους σπόρους που είχε

_Έχω σπόρους συκιάς πορτοκαλιάς μηλιάς και

τον τελευταίο σπόρο ελιάς είπε ο άντρας

_Τον τελευταίο Ρώτησε ο Νίκος

_ Ναι Τον τελευταίο

_Δεν υπάρχει άλλος

_Όχι

_Ούτε ένας

_Τίποτα

_Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Ναι Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Είστε σίγουρος για αυτό

_Απολύτως

Ο Νίκος δεν πίστευε στ΄ αυτιά τουΤότε ζήτη-

σε αμέσως απόν τον πατέρα του να αγοράσει τον

τελευταίο σπόρο ελιάς σ΄ ολόκληρη τη γη Η τι-

μή του όμως ήταν πολύ πάρα πολύ υψηλή Εκα-

τό χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Γιε μου δεν έχουμε τόσα χρήματα Μπορούμε

όμως να πουλήσουμε τα τέσσερα κτήματά μας

_Ναι να τα δώσουμε Θα μας μείνει η αυλή του

σπιτιού Εκεί θα φυτέψουμε τον πολύτιμο σπόρο

Τότε εμφανίστηκε ο μάγος Άλφρεντ

_Δίνω διακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα είπε

ο μάγος

_Άλφρεντ δεν είναι τίμιο είπε ο Νίκος

Προλάβαμε

εμείς να αγοράσουμε αυτόν το σπόρο

_Δίνω τριακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Τότε εγώ θα δώσω και το σπίτι μου είπε ο πα-

τέρας του Νίκου

_Ναι αλλά hellip αυτά είναι λιγότερα από τα χρή-

ματα που μου δίνει ο μάγος είπε ο έμπορος

_Τότε και εγώ θα δώσω όσα χρήματα έχω στον

κουμπαρά μου είπε η Μαρία

_Κι εγώ φώναξε ο Βασίλης

_Εγώ θα δώσω το μοναδικό κτήμα που έχω είπε

ο κύριος Βαγγέλης

_Και εγώ φώναξε η κυρία Βαρβάρα

_Ναι Και εμείς θα δώσουμε ότι έχουμε στους

κουμπαράδες μας φώναξαν δυνατά όλα τα

παιδιά που ήταν μαζεμένα στην πλατεία του

χωριού

Όλοι άρχισαν να δίνουν χρήματα σπίτια

έπιπλα χωράφια και μαγαζιά μέχρι που κέρδι-

σαν το μάγο Άλφρεντ και αγόρασαν το σπόρο

της ελιάς Από τη στιγμή που τον φύτεψαν το

πρόσεχαν πάρα πολύ

Μετά από χρόνια όταν οι χωρικοί μάζεψαν

τους καρπούς αυτής της ελιάς διαπίστωσαν ότι

είχε το πιο νόστιμο λάδι Τότε ο μάγος

πείστηκε πως όλοι είχαν καταλάβει την αξία

της και γέμισε ξανά όλα τα χωράφια τους με

ελαιόδεντρα

ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α

Κουκάκη Κατερίνα

Μπογκντάνι Γκισέλα

Καρυώτης Γιώργος

Αθανασόπουλος Στέφανος

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 64: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

Έτσι κι έγινε Ο Μανωλιός έγινε βασιλιάς με

τιμές και δόξες διότι ήξερε την γλώσσα της

καρδιάς που πάντα μας διδάσκει πόσο καλό

είναι να είσαι άνθρωπος Από τότε ο

Μανωλιός έμεινε στο παλάτι και κανείς ακόμα

δεν ξέρει τι ταξίδι ακολούθησε στον χρόνο του

ύπνου του άφησε όμως πίσω του τον

πραγματικό θησαυρό της καλοσύνης και της

αγάπης

ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Ο μαγικός ελαιώνας

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα παιδάκι που

το έλεγαν Λευτέρη Κάθε χρόνο το καλοκαίρι

μόλις έκλειναν τα σχολεία πήγαινε διακοπές

στο σπίτι της γιαγιάς του

Ένα καλοκαίρι έζησε μια σπουδαία περιπέτεια

Μια μέρα που η γιαγιά του είχε πάει για ψώνια

στην κοντινή πόλη ο Λευτέρης αποφάσισε να

εξερευνήσει τη σοφίτα του σπιτιού

Ανέβηκε προσεκτικά τη στριφογυριστή ξύλινη

σκάλα και στάθηκε αναποφάσιστος μπροστά

στην κλειστή πόρτα Πήρε μια βαθιά ανάσα

και την έσπρωξε δυνατά Πόσο σκοτεινά ήταν ό-

λα εκεί μέσα Ο Λευτέρης σκόνταψε σ΄ ένα πα-

λιό μπαούλο

Το άνοιξε γεμάτος περιέργεια Και τι δε βρήκε

Ολόκληρο θησαυρό Παλιά βιβλία του παππού

φορέματα της γιαγιάς παιχνίδια της μητέρας

του όταν ήταν παιδί Κάτω κάτω ήταν

τσαλακωμένο ένα κιτρινισμένο χαρτί Το

ξετύλιξε βιαστικά και τι να δει Ένας παλιός

χάρτης με σχεδιάγραμμα Αμέσως τον άρπαξε

κι άρχισε το ταξίδι του

Περπάτησε ώρες πολλές Πέρασε την πεδιάδα

με τα κίτρινα στάχυα το γεφυράκι του μικρού

ποταμού ώσπου έφτασε στο τέλος σε έναν

κάμπο γεμάτο ελιές

Διάλεξε την πιο μεγάλη ελιά και κάθισε να

ξεκουραστεί ακουμπώντας στο γέρικο κορμό

της

Ξαφνικά άκουσε μια απαλή φωνή Έμοιαζε

με της γιαγιάς του Κοίταξε γύρω του μα δεν

είδε κανέναν Η φωνή συνέχισε να του μιλάει

τρυφερά Ο Λευτέρης γεμάτος περιέργεια

άρχισε να παρατηρεί προσεχτικά το γέρικο

κορμό τα πελώρια κλαδιά και τ΄ ασημένια

φύλλα της ελιάς Τότε κατάλαβε ποιος του

μιλούσε Έκπληκτος άγγιξε απαλά το υπέροχο

αυτό δέντρο και μοιράστηκε μαζί του όλα του

τα μυστικά

Από εκείνη την ημέρα ο Λευτέρης πήγαινε

καθημερινά στο μαγικό αυτό ελαιώνα

Καθόταν ώρες στη σκιά της αγαπημένης του

ελιάς κι άκουγε τις πιο ωραίες ιστορίες

Ο καιρός πέρασε γρήγορα κι ήρθε η μέρα που

έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι του Έτρεξε στο

μαγικό ελαιώνα κι αγκάλιασε κλαίγοντας το

αγαπημένο του δέντρο Η ελιά έγειρε τα

κλαδιά της και χάιδεψε τα μαλλιά του laquo Μη

στενοχωριέσαιraquo του ψιθύρισε laquo Κόψε ένα

κλαράκι μου και πάρ΄ το μαζί σου Φύτεψέ το

στην αυλή του σπιτιού σου κι εγώ θα είμαι

πάντα κοντά σουraquo

Έτσι κι έγινε Ένα καινούριο ολόδροσο

δεντράκι φύτρωσε στον κήπο του Λευτέρη Κι

από τότε δεν χώρισαν ποτέ

Οι μαγικοί σπόροι

Μια φορά κι έναν καιρό σ΄ ένα μακρινό

χωριουδάκι ζούσε με τη γιαγιά του ένα μικρό

κορίτσι που το έλεγαν Ελπίδα Το σπιτάκι τους

ήταν πολύ φτωχικό Δύσκολα τα έβγαζαν πέρα

Ο περασμένος χειμώνας ήταν πολύ βαρύς

Τα πρώτα χιόνια έπεσαν νωρίς κι ο κρύος

βοριάς σφύριζε μανιασμένα Κάθε πρωί η

γιαγιά με την εγγονή της πήγαιναν στο δάσος

και μάζευαν φρούτα και ξύλα για να

ζεσταθούν

Μια μέρα ο άνεμος φυσούσε άγρια κι ο ήλιος

είχε κρυφτεί πίσω από τα βαριά μαύρα

σύννεφα Η Ελπίδα άφησε τη γιαγιά της στο

κρύο σπιτάκι τους τυλίχτηκε σφιχτά με το

σάλι της και ξεκίνησε για το δάσος Τα πόδια

και τα χέρια της είχαν παγώσει Τα μαλλιά και

τα ρούχα της είχαν βραχεί από την ξαφνική

μπόρα Και το σπουδαιότερο δεν μπορούσε να

γυρίσει πίσω γιατί δεν είχε μαζέψει ακόμη

τίποτα Αποφάσισε τότε να μπει για λίγο σε

μια σπηλιά που βρήκε στο δρόμο της και να

περιμένει

Έτρεμε από το κρύο και

από το φόβο της Είχε αρ

χίσει να νυχτώνει και η

γιαγιά της σίγουρα θα

ανησυχούσε Ξαφνικά

ένα απόκοσμο φως γέμι

σε τη σπηλιά και μια πα

νέμορφη νεράιδα πα

ρουσιάστηκε μπροστά

της

Της χαμογέλασε γλυκά και της χάιδεψε απαλά τα μαλλιά Κρατούσε ένα μικρό σακουλάκι που το άφησε προσεκτικά στα χέρια της Ελπίδας laquoΌταν πας σπίτι σου να το ανοίξεις και να κάνεις ότι ακριβώς σου πει η γιαγιά σου Αυτή ξέρειraquo της είπε τρυφερά και χάθηκε στο σκοτάδι της σπηλιάς Το κορίτσι κρατώντας το γερά έτρεξε χαρούμενο στο φτωχικό του σπιτάκι Τα μάτια του έλαμπαν από ενθουσιασμό καθώς έδειχνε στη γιαγιά του το δώρο της νεράιδας

Η γιαγιά ψηλάφησε τους μεγάλους γυαλιστερούς σπόρους τους έβαλε στη χούφτα της Ελπίδας και της είπε να τους φυτέψει στην αυλή Έτσι ακριβώς έκανε το μικρό κορίτσι Τους έχωσε βαθιά στο έδαφος και τους σκέπασε με φρέσκο χώμα Την άνοιξη οι σπόροι φύτρωσαν και γρήγορα έγιναν μεγάλα δέντρα με υπέροχο σταχτοπράσινο φύλλωμα Ήταν φουντωτές ελιές που αγκάλιασαν το μικρό σπιτάκι Ήρθε το φθινόπωρο και τα κλαδιά τους γέμισαν ευλογημένο καρπό

Από τότε η Ελπίδα κι η γιαγιά της έζησαν

ευτυχισμένες βοηθώντας κάθε κουρασμένο

περαστικό

Η αξία της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό σrsquo ένα μακρινό

χωριό όλοι οι άνθρωποι ζούσαν ευτυχισμένοι

Είχαν πολλά κτήματα εκτιμήσει πλούσια

γεμάτα ελιές Ποτέ όμως δεν είχαν σωστά την

αξία τους

Κάποια μέρα καθώς έπαιζαν δυο παιδιά η

Μαρία και ο Νίκος εμφανίστηκε μπροστά

τους ένας άγνωστος άντρας Τους μίλησε για

τα ελαιόδεντρα και τη χρησιμότητά τους Τους

είπε πως πρέπει να τα φροντίζουν και να τα

αγαπούν

Μετά από αρκετές ημέρες έγινε κάτι φοβερό

Στο χωριό έπεσε μεγάλη κατάρα Όλα τα χωράφια με τα ελαιόδεντρα καταστράφηκαν

Η Μαρία και ο Νίκος αμέσως κατάλαβαν πως έπρεπε να πάνε να βρουν τον μυστήριο αυτό άντρα που τους είχε επισκεφτεί

Τους είχε πει πως ζούσε στο δάσος Αυτό όμως δεν ήταν και τόσοhellip συνηθισμένο δάσος Έλεγαν πως στις κουφάλες των δέντρων ζούσαν φαντάσματα και πως το μέγεθος των ζώων ήταν υπερφυσικό

Φοβόντουσαν πάρα πολύ Περπάτησαν

ατελείωτες ώρες στη σκιά των πελώριων

δέντρων Με τη βοήθεια ενός λιονταριού

κατάφεραν να βρουν τον πύργο του άντρα που

έψαχναν

Χτύπησαν την πόρτα

αλλά κανείς δεν τους

άνοιξε Αποφάσισαν

να περιμένουν Δεν

κατάλαβαν πόσος

χρόνος πέρασε καιhellip

η πόρτα άνοιξε μόνη

της

Τα παιδιά μπήκαν γεμάτα περιέργεια στον

πύργο Ανέβηκαν διστακτικά την παλιά

στριφογυριστή σκάλα που τα οδήγησε σrsquo έ-

να επιβλητικό δωμάτιο Εκεί εργαζόταν ο

μυστηριώδης άντρας που είχαν γνωρίσει

Αμέσως κατάλαβαν πως ήταν μάγος Τους

αποκάλυψε αμέσως το όνομά του τον έλεγαν

Άλφρεντ Άρχισαν λοιπόν να του μιλούν για

το πρόβλημά τους Ο μάγος τα άκουσε προσε-

κτικά και τους είπε τι πρέπει να κάνουν

Έπρεπε να περάσουν τρεις δοκιμασίες Μόνο

έτσι θα έφευγε η κατάρα

Στο χωριό όλοι οι κάτοικοι περνούσαν δύσκο-

λα Από πλούσιοι είχαν γίνει φτωχοί και χωρίς

την ελιά και το λάδι της δεν μπορούσαν να ζή-

σουν Κατάλαβαν έτσι την αξία της αλλά ήταν

πλέον αργά Ή μάλλον σχεδόν αργά

Όταν τα παιδιά επέστρεψαν διηγήθηκαν σε

όλους όλα όσα τους συνέβησαν Τους είπαν για

το μάγο και τις τρεις δοκιμασίες που έπρεπε να

περάσουν Το πρόβλημα όμως ήταν πως δεν

τους είχε πει ποιες ήταν αυτές οι δοκιμασίες

ποιοι θα τις περνούσαν και πότε

Οι μέρες περνούσαν

αργά και βασανιστικά

μετά από δυο μήνες στο

χωριό εμφανίστηκε ένα

μικρό κορίτσι Χτύπησε

την πόρτα ενός σπιτιού

και ζήτησε λίγο φαγητό

Η οικογένεια όμως Το έ-

διωξε Το κορίτσι ήταν

Ο μάγος Άλφρεντ μεταμορ-

φωμένος Αυτή ήταν η πρώ-

τη δοκιμασία που δυστυχώς

όμως απέτυχαν

Αφού πέρασε μια εβδομάδα περίπου ένα μι-

κρό άγνωστο αγόρι εμφανίστηκε σε μια ομάδα

παιδιών και τους ζήτησε να παίξει μαζί τους Η

Μαρία και ο Νίκος όχι μόνο το δέχτηκαν αλλά

το άφησαν να διαλέξει το παιχνίδι που θα έπαι-

ζαν

_ Εσύ Νίκο θα είσαι ο αγρότης Εγώ θα είμαι η

ελιά και Μαρία θα είναι οι καρποί μου είπε το

αγόρι

Τα παιδιά συμφώνησαν κι άρχισαν όλα μαζί να

παίζουν Ο μάγος τότε παρατήρησε τον τρόπο

που ο Νίκος περιποιόταν την ελιά και πόσο χαι-

ρόταν όταν μάζευε τους καρπούς της Αυτή ήταν

η δεύτερη δοκιμασία και τα παιδιά την πέρασαν

με επιτυχία

Πέρασε αρκετός καιρός ώσπου έφτασε η ώρα

για την τρίτη δοκιμασία Μια μέρα ήρθε στο χω-

ριό ένας πλανόδιος έμπορος Πουλούσε από σπό-

ρους μέχρι και μαγικά αντικείμενα Οι τιμές όμως

ήταν πολύ υψηλές Ο Νίκος με τον πατέρα του ζή-

τησαν να δουν τους σπόρους που είχε

_Έχω σπόρους συκιάς πορτοκαλιάς μηλιάς και

τον τελευταίο σπόρο ελιάς είπε ο άντρας

_Τον τελευταίο Ρώτησε ο Νίκος

_ Ναι Τον τελευταίο

_Δεν υπάρχει άλλος

_Όχι

_Ούτε ένας

_Τίποτα

_Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Ναι Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Είστε σίγουρος για αυτό

_Απολύτως

Ο Νίκος δεν πίστευε στ΄ αυτιά τουΤότε ζήτη-

σε αμέσως απόν τον πατέρα του να αγοράσει τον

τελευταίο σπόρο ελιάς σ΄ ολόκληρη τη γη Η τι-

μή του όμως ήταν πολύ πάρα πολύ υψηλή Εκα-

τό χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Γιε μου δεν έχουμε τόσα χρήματα Μπορούμε

όμως να πουλήσουμε τα τέσσερα κτήματά μας

_Ναι να τα δώσουμε Θα μας μείνει η αυλή του

σπιτιού Εκεί θα φυτέψουμε τον πολύτιμο σπόρο

Τότε εμφανίστηκε ο μάγος Άλφρεντ

_Δίνω διακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα είπε

ο μάγος

_Άλφρεντ δεν είναι τίμιο είπε ο Νίκος

Προλάβαμε

εμείς να αγοράσουμε αυτόν το σπόρο

_Δίνω τριακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Τότε εγώ θα δώσω και το σπίτι μου είπε ο πα-

τέρας του Νίκου

_Ναι αλλά hellip αυτά είναι λιγότερα από τα χρή-

ματα που μου δίνει ο μάγος είπε ο έμπορος

_Τότε και εγώ θα δώσω όσα χρήματα έχω στον

κουμπαρά μου είπε η Μαρία

_Κι εγώ φώναξε ο Βασίλης

_Εγώ θα δώσω το μοναδικό κτήμα που έχω είπε

ο κύριος Βαγγέλης

_Και εγώ φώναξε η κυρία Βαρβάρα

_Ναι Και εμείς θα δώσουμε ότι έχουμε στους

κουμπαράδες μας φώναξαν δυνατά όλα τα

παιδιά που ήταν μαζεμένα στην πλατεία του

χωριού

Όλοι άρχισαν να δίνουν χρήματα σπίτια

έπιπλα χωράφια και μαγαζιά μέχρι που κέρδι-

σαν το μάγο Άλφρεντ και αγόρασαν το σπόρο

της ελιάς Από τη στιγμή που τον φύτεψαν το

πρόσεχαν πάρα πολύ

Μετά από χρόνια όταν οι χωρικοί μάζεψαν

τους καρπούς αυτής της ελιάς διαπίστωσαν ότι

είχε το πιο νόστιμο λάδι Τότε ο μάγος

πείστηκε πως όλοι είχαν καταλάβει την αξία

της και γέμισε ξανά όλα τα χωράφια τους με

ελαιόδεντρα

ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α

Κουκάκη Κατερίνα

Μπογκντάνι Γκισέλα

Καρυώτης Γιώργος

Αθανασόπουλος Στέφανος

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 65: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ

Ο μαγικός ελαιώνας

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα παιδάκι που

το έλεγαν Λευτέρη Κάθε χρόνο το καλοκαίρι

μόλις έκλειναν τα σχολεία πήγαινε διακοπές

στο σπίτι της γιαγιάς του

Ένα καλοκαίρι έζησε μια σπουδαία περιπέτεια

Μια μέρα που η γιαγιά του είχε πάει για ψώνια

στην κοντινή πόλη ο Λευτέρης αποφάσισε να

εξερευνήσει τη σοφίτα του σπιτιού

Ανέβηκε προσεκτικά τη στριφογυριστή ξύλινη

σκάλα και στάθηκε αναποφάσιστος μπροστά

στην κλειστή πόρτα Πήρε μια βαθιά ανάσα

και την έσπρωξε δυνατά Πόσο σκοτεινά ήταν ό-

λα εκεί μέσα Ο Λευτέρης σκόνταψε σ΄ ένα πα-

λιό μπαούλο

Το άνοιξε γεμάτος περιέργεια Και τι δε βρήκε

Ολόκληρο θησαυρό Παλιά βιβλία του παππού

φορέματα της γιαγιάς παιχνίδια της μητέρας

του όταν ήταν παιδί Κάτω κάτω ήταν

τσαλακωμένο ένα κιτρινισμένο χαρτί Το

ξετύλιξε βιαστικά και τι να δει Ένας παλιός

χάρτης με σχεδιάγραμμα Αμέσως τον άρπαξε

κι άρχισε το ταξίδι του

Περπάτησε ώρες πολλές Πέρασε την πεδιάδα

με τα κίτρινα στάχυα το γεφυράκι του μικρού

ποταμού ώσπου έφτασε στο τέλος σε έναν

κάμπο γεμάτο ελιές

Διάλεξε την πιο μεγάλη ελιά και κάθισε να

ξεκουραστεί ακουμπώντας στο γέρικο κορμό

της

Ξαφνικά άκουσε μια απαλή φωνή Έμοιαζε

με της γιαγιάς του Κοίταξε γύρω του μα δεν

είδε κανέναν Η φωνή συνέχισε να του μιλάει

τρυφερά Ο Λευτέρης γεμάτος περιέργεια

άρχισε να παρατηρεί προσεχτικά το γέρικο

κορμό τα πελώρια κλαδιά και τ΄ ασημένια

φύλλα της ελιάς Τότε κατάλαβε ποιος του

μιλούσε Έκπληκτος άγγιξε απαλά το υπέροχο

αυτό δέντρο και μοιράστηκε μαζί του όλα του

τα μυστικά

Από εκείνη την ημέρα ο Λευτέρης πήγαινε

καθημερινά στο μαγικό αυτό ελαιώνα

Καθόταν ώρες στη σκιά της αγαπημένης του

ελιάς κι άκουγε τις πιο ωραίες ιστορίες

Ο καιρός πέρασε γρήγορα κι ήρθε η μέρα που

έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι του Έτρεξε στο

μαγικό ελαιώνα κι αγκάλιασε κλαίγοντας το

αγαπημένο του δέντρο Η ελιά έγειρε τα

κλαδιά της και χάιδεψε τα μαλλιά του laquo Μη

στενοχωριέσαιraquo του ψιθύρισε laquo Κόψε ένα

κλαράκι μου και πάρ΄ το μαζί σου Φύτεψέ το

στην αυλή του σπιτιού σου κι εγώ θα είμαι

πάντα κοντά σουraquo

Έτσι κι έγινε Ένα καινούριο ολόδροσο

δεντράκι φύτρωσε στον κήπο του Λευτέρη Κι

από τότε δεν χώρισαν ποτέ

Οι μαγικοί σπόροι

Μια φορά κι έναν καιρό σ΄ ένα μακρινό

χωριουδάκι ζούσε με τη γιαγιά του ένα μικρό

κορίτσι που το έλεγαν Ελπίδα Το σπιτάκι τους

ήταν πολύ φτωχικό Δύσκολα τα έβγαζαν πέρα

Ο περασμένος χειμώνας ήταν πολύ βαρύς

Τα πρώτα χιόνια έπεσαν νωρίς κι ο κρύος

βοριάς σφύριζε μανιασμένα Κάθε πρωί η

γιαγιά με την εγγονή της πήγαιναν στο δάσος

και μάζευαν φρούτα και ξύλα για να

ζεσταθούν

Μια μέρα ο άνεμος φυσούσε άγρια κι ο ήλιος

είχε κρυφτεί πίσω από τα βαριά μαύρα

σύννεφα Η Ελπίδα άφησε τη γιαγιά της στο

κρύο σπιτάκι τους τυλίχτηκε σφιχτά με το

σάλι της και ξεκίνησε για το δάσος Τα πόδια

και τα χέρια της είχαν παγώσει Τα μαλλιά και

τα ρούχα της είχαν βραχεί από την ξαφνική

μπόρα Και το σπουδαιότερο δεν μπορούσε να

γυρίσει πίσω γιατί δεν είχε μαζέψει ακόμη

τίποτα Αποφάσισε τότε να μπει για λίγο σε

μια σπηλιά που βρήκε στο δρόμο της και να

περιμένει

Έτρεμε από το κρύο και

από το φόβο της Είχε αρ

χίσει να νυχτώνει και η

γιαγιά της σίγουρα θα

ανησυχούσε Ξαφνικά

ένα απόκοσμο φως γέμι

σε τη σπηλιά και μια πα

νέμορφη νεράιδα πα

ρουσιάστηκε μπροστά

της

Της χαμογέλασε γλυκά και της χάιδεψε απαλά τα μαλλιά Κρατούσε ένα μικρό σακουλάκι που το άφησε προσεκτικά στα χέρια της Ελπίδας laquoΌταν πας σπίτι σου να το ανοίξεις και να κάνεις ότι ακριβώς σου πει η γιαγιά σου Αυτή ξέρειraquo της είπε τρυφερά και χάθηκε στο σκοτάδι της σπηλιάς Το κορίτσι κρατώντας το γερά έτρεξε χαρούμενο στο φτωχικό του σπιτάκι Τα μάτια του έλαμπαν από ενθουσιασμό καθώς έδειχνε στη γιαγιά του το δώρο της νεράιδας

Η γιαγιά ψηλάφησε τους μεγάλους γυαλιστερούς σπόρους τους έβαλε στη χούφτα της Ελπίδας και της είπε να τους φυτέψει στην αυλή Έτσι ακριβώς έκανε το μικρό κορίτσι Τους έχωσε βαθιά στο έδαφος και τους σκέπασε με φρέσκο χώμα Την άνοιξη οι σπόροι φύτρωσαν και γρήγορα έγιναν μεγάλα δέντρα με υπέροχο σταχτοπράσινο φύλλωμα Ήταν φουντωτές ελιές που αγκάλιασαν το μικρό σπιτάκι Ήρθε το φθινόπωρο και τα κλαδιά τους γέμισαν ευλογημένο καρπό

Από τότε η Ελπίδα κι η γιαγιά της έζησαν

ευτυχισμένες βοηθώντας κάθε κουρασμένο

περαστικό

Η αξία της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό σrsquo ένα μακρινό

χωριό όλοι οι άνθρωποι ζούσαν ευτυχισμένοι

Είχαν πολλά κτήματα εκτιμήσει πλούσια

γεμάτα ελιές Ποτέ όμως δεν είχαν σωστά την

αξία τους

Κάποια μέρα καθώς έπαιζαν δυο παιδιά η

Μαρία και ο Νίκος εμφανίστηκε μπροστά

τους ένας άγνωστος άντρας Τους μίλησε για

τα ελαιόδεντρα και τη χρησιμότητά τους Τους

είπε πως πρέπει να τα φροντίζουν και να τα

αγαπούν

Μετά από αρκετές ημέρες έγινε κάτι φοβερό

Στο χωριό έπεσε μεγάλη κατάρα Όλα τα χωράφια με τα ελαιόδεντρα καταστράφηκαν

Η Μαρία και ο Νίκος αμέσως κατάλαβαν πως έπρεπε να πάνε να βρουν τον μυστήριο αυτό άντρα που τους είχε επισκεφτεί

Τους είχε πει πως ζούσε στο δάσος Αυτό όμως δεν ήταν και τόσοhellip συνηθισμένο δάσος Έλεγαν πως στις κουφάλες των δέντρων ζούσαν φαντάσματα και πως το μέγεθος των ζώων ήταν υπερφυσικό

Φοβόντουσαν πάρα πολύ Περπάτησαν

ατελείωτες ώρες στη σκιά των πελώριων

δέντρων Με τη βοήθεια ενός λιονταριού

κατάφεραν να βρουν τον πύργο του άντρα που

έψαχναν

Χτύπησαν την πόρτα

αλλά κανείς δεν τους

άνοιξε Αποφάσισαν

να περιμένουν Δεν

κατάλαβαν πόσος

χρόνος πέρασε καιhellip

η πόρτα άνοιξε μόνη

της

Τα παιδιά μπήκαν γεμάτα περιέργεια στον

πύργο Ανέβηκαν διστακτικά την παλιά

στριφογυριστή σκάλα που τα οδήγησε σrsquo έ-

να επιβλητικό δωμάτιο Εκεί εργαζόταν ο

μυστηριώδης άντρας που είχαν γνωρίσει

Αμέσως κατάλαβαν πως ήταν μάγος Τους

αποκάλυψε αμέσως το όνομά του τον έλεγαν

Άλφρεντ Άρχισαν λοιπόν να του μιλούν για

το πρόβλημά τους Ο μάγος τα άκουσε προσε-

κτικά και τους είπε τι πρέπει να κάνουν

Έπρεπε να περάσουν τρεις δοκιμασίες Μόνο

έτσι θα έφευγε η κατάρα

Στο χωριό όλοι οι κάτοικοι περνούσαν δύσκο-

λα Από πλούσιοι είχαν γίνει φτωχοί και χωρίς

την ελιά και το λάδι της δεν μπορούσαν να ζή-

σουν Κατάλαβαν έτσι την αξία της αλλά ήταν

πλέον αργά Ή μάλλον σχεδόν αργά

Όταν τα παιδιά επέστρεψαν διηγήθηκαν σε

όλους όλα όσα τους συνέβησαν Τους είπαν για

το μάγο και τις τρεις δοκιμασίες που έπρεπε να

περάσουν Το πρόβλημα όμως ήταν πως δεν

τους είχε πει ποιες ήταν αυτές οι δοκιμασίες

ποιοι θα τις περνούσαν και πότε

Οι μέρες περνούσαν

αργά και βασανιστικά

μετά από δυο μήνες στο

χωριό εμφανίστηκε ένα

μικρό κορίτσι Χτύπησε

την πόρτα ενός σπιτιού

και ζήτησε λίγο φαγητό

Η οικογένεια όμως Το έ-

διωξε Το κορίτσι ήταν

Ο μάγος Άλφρεντ μεταμορ-

φωμένος Αυτή ήταν η πρώ-

τη δοκιμασία που δυστυχώς

όμως απέτυχαν

Αφού πέρασε μια εβδομάδα περίπου ένα μι-

κρό άγνωστο αγόρι εμφανίστηκε σε μια ομάδα

παιδιών και τους ζήτησε να παίξει μαζί τους Η

Μαρία και ο Νίκος όχι μόνο το δέχτηκαν αλλά

το άφησαν να διαλέξει το παιχνίδι που θα έπαι-

ζαν

_ Εσύ Νίκο θα είσαι ο αγρότης Εγώ θα είμαι η

ελιά και Μαρία θα είναι οι καρποί μου είπε το

αγόρι

Τα παιδιά συμφώνησαν κι άρχισαν όλα μαζί να

παίζουν Ο μάγος τότε παρατήρησε τον τρόπο

που ο Νίκος περιποιόταν την ελιά και πόσο χαι-

ρόταν όταν μάζευε τους καρπούς της Αυτή ήταν

η δεύτερη δοκιμασία και τα παιδιά την πέρασαν

με επιτυχία

Πέρασε αρκετός καιρός ώσπου έφτασε η ώρα

για την τρίτη δοκιμασία Μια μέρα ήρθε στο χω-

ριό ένας πλανόδιος έμπορος Πουλούσε από σπό-

ρους μέχρι και μαγικά αντικείμενα Οι τιμές όμως

ήταν πολύ υψηλές Ο Νίκος με τον πατέρα του ζή-

τησαν να δουν τους σπόρους που είχε

_Έχω σπόρους συκιάς πορτοκαλιάς μηλιάς και

τον τελευταίο σπόρο ελιάς είπε ο άντρας

_Τον τελευταίο Ρώτησε ο Νίκος

_ Ναι Τον τελευταίο

_Δεν υπάρχει άλλος

_Όχι

_Ούτε ένας

_Τίποτα

_Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Ναι Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Είστε σίγουρος για αυτό

_Απολύτως

Ο Νίκος δεν πίστευε στ΄ αυτιά τουΤότε ζήτη-

σε αμέσως απόν τον πατέρα του να αγοράσει τον

τελευταίο σπόρο ελιάς σ΄ ολόκληρη τη γη Η τι-

μή του όμως ήταν πολύ πάρα πολύ υψηλή Εκα-

τό χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Γιε μου δεν έχουμε τόσα χρήματα Μπορούμε

όμως να πουλήσουμε τα τέσσερα κτήματά μας

_Ναι να τα δώσουμε Θα μας μείνει η αυλή του

σπιτιού Εκεί θα φυτέψουμε τον πολύτιμο σπόρο

Τότε εμφανίστηκε ο μάγος Άλφρεντ

_Δίνω διακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα είπε

ο μάγος

_Άλφρεντ δεν είναι τίμιο είπε ο Νίκος

Προλάβαμε

εμείς να αγοράσουμε αυτόν το σπόρο

_Δίνω τριακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Τότε εγώ θα δώσω και το σπίτι μου είπε ο πα-

τέρας του Νίκου

_Ναι αλλά hellip αυτά είναι λιγότερα από τα χρή-

ματα που μου δίνει ο μάγος είπε ο έμπορος

_Τότε και εγώ θα δώσω όσα χρήματα έχω στον

κουμπαρά μου είπε η Μαρία

_Κι εγώ φώναξε ο Βασίλης

_Εγώ θα δώσω το μοναδικό κτήμα που έχω είπε

ο κύριος Βαγγέλης

_Και εγώ φώναξε η κυρία Βαρβάρα

_Ναι Και εμείς θα δώσουμε ότι έχουμε στους

κουμπαράδες μας φώναξαν δυνατά όλα τα

παιδιά που ήταν μαζεμένα στην πλατεία του

χωριού

Όλοι άρχισαν να δίνουν χρήματα σπίτια

έπιπλα χωράφια και μαγαζιά μέχρι που κέρδι-

σαν το μάγο Άλφρεντ και αγόρασαν το σπόρο

της ελιάς Από τη στιγμή που τον φύτεψαν το

πρόσεχαν πάρα πολύ

Μετά από χρόνια όταν οι χωρικοί μάζεψαν

τους καρπούς αυτής της ελιάς διαπίστωσαν ότι

είχε το πιο νόστιμο λάδι Τότε ο μάγος

πείστηκε πως όλοι είχαν καταλάβει την αξία

της και γέμισε ξανά όλα τα χωράφια τους με

ελαιόδεντρα

ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α

Κουκάκη Κατερίνα

Μπογκντάνι Γκισέλα

Καρυώτης Γιώργος

Αθανασόπουλος Στέφανος

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 66: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

Ο μαγικός ελαιώνας

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα παιδάκι που

το έλεγαν Λευτέρη Κάθε χρόνο το καλοκαίρι

μόλις έκλειναν τα σχολεία πήγαινε διακοπές

στο σπίτι της γιαγιάς του

Ένα καλοκαίρι έζησε μια σπουδαία περιπέτεια

Μια μέρα που η γιαγιά του είχε πάει για ψώνια

στην κοντινή πόλη ο Λευτέρης αποφάσισε να

εξερευνήσει τη σοφίτα του σπιτιού

Ανέβηκε προσεκτικά τη στριφογυριστή ξύλινη

σκάλα και στάθηκε αναποφάσιστος μπροστά

στην κλειστή πόρτα Πήρε μια βαθιά ανάσα

και την έσπρωξε δυνατά Πόσο σκοτεινά ήταν ό-

λα εκεί μέσα Ο Λευτέρης σκόνταψε σ΄ ένα πα-

λιό μπαούλο

Το άνοιξε γεμάτος περιέργεια Και τι δε βρήκε

Ολόκληρο θησαυρό Παλιά βιβλία του παππού

φορέματα της γιαγιάς παιχνίδια της μητέρας

του όταν ήταν παιδί Κάτω κάτω ήταν

τσαλακωμένο ένα κιτρινισμένο χαρτί Το

ξετύλιξε βιαστικά και τι να δει Ένας παλιός

χάρτης με σχεδιάγραμμα Αμέσως τον άρπαξε

κι άρχισε το ταξίδι του

Περπάτησε ώρες πολλές Πέρασε την πεδιάδα

με τα κίτρινα στάχυα το γεφυράκι του μικρού

ποταμού ώσπου έφτασε στο τέλος σε έναν

κάμπο γεμάτο ελιές

Διάλεξε την πιο μεγάλη ελιά και κάθισε να

ξεκουραστεί ακουμπώντας στο γέρικο κορμό

της

Ξαφνικά άκουσε μια απαλή φωνή Έμοιαζε

με της γιαγιάς του Κοίταξε γύρω του μα δεν

είδε κανέναν Η φωνή συνέχισε να του μιλάει

τρυφερά Ο Λευτέρης γεμάτος περιέργεια

άρχισε να παρατηρεί προσεχτικά το γέρικο

κορμό τα πελώρια κλαδιά και τ΄ ασημένια

φύλλα της ελιάς Τότε κατάλαβε ποιος του

μιλούσε Έκπληκτος άγγιξε απαλά το υπέροχο

αυτό δέντρο και μοιράστηκε μαζί του όλα του

τα μυστικά

Από εκείνη την ημέρα ο Λευτέρης πήγαινε

καθημερινά στο μαγικό αυτό ελαιώνα

Καθόταν ώρες στη σκιά της αγαπημένης του

ελιάς κι άκουγε τις πιο ωραίες ιστορίες

Ο καιρός πέρασε γρήγορα κι ήρθε η μέρα που

έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι του Έτρεξε στο

μαγικό ελαιώνα κι αγκάλιασε κλαίγοντας το

αγαπημένο του δέντρο Η ελιά έγειρε τα

κλαδιά της και χάιδεψε τα μαλλιά του laquo Μη

στενοχωριέσαιraquo του ψιθύρισε laquo Κόψε ένα

κλαράκι μου και πάρ΄ το μαζί σου Φύτεψέ το

στην αυλή του σπιτιού σου κι εγώ θα είμαι

πάντα κοντά σουraquo

Έτσι κι έγινε Ένα καινούριο ολόδροσο

δεντράκι φύτρωσε στον κήπο του Λευτέρη Κι

από τότε δεν χώρισαν ποτέ

Οι μαγικοί σπόροι

Μια φορά κι έναν καιρό σ΄ ένα μακρινό

χωριουδάκι ζούσε με τη γιαγιά του ένα μικρό

κορίτσι που το έλεγαν Ελπίδα Το σπιτάκι τους

ήταν πολύ φτωχικό Δύσκολα τα έβγαζαν πέρα

Ο περασμένος χειμώνας ήταν πολύ βαρύς

Τα πρώτα χιόνια έπεσαν νωρίς κι ο κρύος

βοριάς σφύριζε μανιασμένα Κάθε πρωί η

γιαγιά με την εγγονή της πήγαιναν στο δάσος

και μάζευαν φρούτα και ξύλα για να

ζεσταθούν

Μια μέρα ο άνεμος φυσούσε άγρια κι ο ήλιος

είχε κρυφτεί πίσω από τα βαριά μαύρα

σύννεφα Η Ελπίδα άφησε τη γιαγιά της στο

κρύο σπιτάκι τους τυλίχτηκε σφιχτά με το

σάλι της και ξεκίνησε για το δάσος Τα πόδια

και τα χέρια της είχαν παγώσει Τα μαλλιά και

τα ρούχα της είχαν βραχεί από την ξαφνική

μπόρα Και το σπουδαιότερο δεν μπορούσε να

γυρίσει πίσω γιατί δεν είχε μαζέψει ακόμη

τίποτα Αποφάσισε τότε να μπει για λίγο σε

μια σπηλιά που βρήκε στο δρόμο της και να

περιμένει

Έτρεμε από το κρύο και

από το φόβο της Είχε αρ

χίσει να νυχτώνει και η

γιαγιά της σίγουρα θα

ανησυχούσε Ξαφνικά

ένα απόκοσμο φως γέμι

σε τη σπηλιά και μια πα

νέμορφη νεράιδα πα

ρουσιάστηκε μπροστά

της

Της χαμογέλασε γλυκά και της χάιδεψε απαλά τα μαλλιά Κρατούσε ένα μικρό σακουλάκι που το άφησε προσεκτικά στα χέρια της Ελπίδας laquoΌταν πας σπίτι σου να το ανοίξεις και να κάνεις ότι ακριβώς σου πει η γιαγιά σου Αυτή ξέρειraquo της είπε τρυφερά και χάθηκε στο σκοτάδι της σπηλιάς Το κορίτσι κρατώντας το γερά έτρεξε χαρούμενο στο φτωχικό του σπιτάκι Τα μάτια του έλαμπαν από ενθουσιασμό καθώς έδειχνε στη γιαγιά του το δώρο της νεράιδας

Η γιαγιά ψηλάφησε τους μεγάλους γυαλιστερούς σπόρους τους έβαλε στη χούφτα της Ελπίδας και της είπε να τους φυτέψει στην αυλή Έτσι ακριβώς έκανε το μικρό κορίτσι Τους έχωσε βαθιά στο έδαφος και τους σκέπασε με φρέσκο χώμα Την άνοιξη οι σπόροι φύτρωσαν και γρήγορα έγιναν μεγάλα δέντρα με υπέροχο σταχτοπράσινο φύλλωμα Ήταν φουντωτές ελιές που αγκάλιασαν το μικρό σπιτάκι Ήρθε το φθινόπωρο και τα κλαδιά τους γέμισαν ευλογημένο καρπό

Από τότε η Ελπίδα κι η γιαγιά της έζησαν

ευτυχισμένες βοηθώντας κάθε κουρασμένο

περαστικό

Η αξία της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό σrsquo ένα μακρινό

χωριό όλοι οι άνθρωποι ζούσαν ευτυχισμένοι

Είχαν πολλά κτήματα εκτιμήσει πλούσια

γεμάτα ελιές Ποτέ όμως δεν είχαν σωστά την

αξία τους

Κάποια μέρα καθώς έπαιζαν δυο παιδιά η

Μαρία και ο Νίκος εμφανίστηκε μπροστά

τους ένας άγνωστος άντρας Τους μίλησε για

τα ελαιόδεντρα και τη χρησιμότητά τους Τους

είπε πως πρέπει να τα φροντίζουν και να τα

αγαπούν

Μετά από αρκετές ημέρες έγινε κάτι φοβερό

Στο χωριό έπεσε μεγάλη κατάρα Όλα τα χωράφια με τα ελαιόδεντρα καταστράφηκαν

Η Μαρία και ο Νίκος αμέσως κατάλαβαν πως έπρεπε να πάνε να βρουν τον μυστήριο αυτό άντρα που τους είχε επισκεφτεί

Τους είχε πει πως ζούσε στο δάσος Αυτό όμως δεν ήταν και τόσοhellip συνηθισμένο δάσος Έλεγαν πως στις κουφάλες των δέντρων ζούσαν φαντάσματα και πως το μέγεθος των ζώων ήταν υπερφυσικό

Φοβόντουσαν πάρα πολύ Περπάτησαν

ατελείωτες ώρες στη σκιά των πελώριων

δέντρων Με τη βοήθεια ενός λιονταριού

κατάφεραν να βρουν τον πύργο του άντρα που

έψαχναν

Χτύπησαν την πόρτα

αλλά κανείς δεν τους

άνοιξε Αποφάσισαν

να περιμένουν Δεν

κατάλαβαν πόσος

χρόνος πέρασε καιhellip

η πόρτα άνοιξε μόνη

της

Τα παιδιά μπήκαν γεμάτα περιέργεια στον

πύργο Ανέβηκαν διστακτικά την παλιά

στριφογυριστή σκάλα που τα οδήγησε σrsquo έ-

να επιβλητικό δωμάτιο Εκεί εργαζόταν ο

μυστηριώδης άντρας που είχαν γνωρίσει

Αμέσως κατάλαβαν πως ήταν μάγος Τους

αποκάλυψε αμέσως το όνομά του τον έλεγαν

Άλφρεντ Άρχισαν λοιπόν να του μιλούν για

το πρόβλημά τους Ο μάγος τα άκουσε προσε-

κτικά και τους είπε τι πρέπει να κάνουν

Έπρεπε να περάσουν τρεις δοκιμασίες Μόνο

έτσι θα έφευγε η κατάρα

Στο χωριό όλοι οι κάτοικοι περνούσαν δύσκο-

λα Από πλούσιοι είχαν γίνει φτωχοί και χωρίς

την ελιά και το λάδι της δεν μπορούσαν να ζή-

σουν Κατάλαβαν έτσι την αξία της αλλά ήταν

πλέον αργά Ή μάλλον σχεδόν αργά

Όταν τα παιδιά επέστρεψαν διηγήθηκαν σε

όλους όλα όσα τους συνέβησαν Τους είπαν για

το μάγο και τις τρεις δοκιμασίες που έπρεπε να

περάσουν Το πρόβλημα όμως ήταν πως δεν

τους είχε πει ποιες ήταν αυτές οι δοκιμασίες

ποιοι θα τις περνούσαν και πότε

Οι μέρες περνούσαν

αργά και βασανιστικά

μετά από δυο μήνες στο

χωριό εμφανίστηκε ένα

μικρό κορίτσι Χτύπησε

την πόρτα ενός σπιτιού

και ζήτησε λίγο φαγητό

Η οικογένεια όμως Το έ-

διωξε Το κορίτσι ήταν

Ο μάγος Άλφρεντ μεταμορ-

φωμένος Αυτή ήταν η πρώ-

τη δοκιμασία που δυστυχώς

όμως απέτυχαν

Αφού πέρασε μια εβδομάδα περίπου ένα μι-

κρό άγνωστο αγόρι εμφανίστηκε σε μια ομάδα

παιδιών και τους ζήτησε να παίξει μαζί τους Η

Μαρία και ο Νίκος όχι μόνο το δέχτηκαν αλλά

το άφησαν να διαλέξει το παιχνίδι που θα έπαι-

ζαν

_ Εσύ Νίκο θα είσαι ο αγρότης Εγώ θα είμαι η

ελιά και Μαρία θα είναι οι καρποί μου είπε το

αγόρι

Τα παιδιά συμφώνησαν κι άρχισαν όλα μαζί να

παίζουν Ο μάγος τότε παρατήρησε τον τρόπο

που ο Νίκος περιποιόταν την ελιά και πόσο χαι-

ρόταν όταν μάζευε τους καρπούς της Αυτή ήταν

η δεύτερη δοκιμασία και τα παιδιά την πέρασαν

με επιτυχία

Πέρασε αρκετός καιρός ώσπου έφτασε η ώρα

για την τρίτη δοκιμασία Μια μέρα ήρθε στο χω-

ριό ένας πλανόδιος έμπορος Πουλούσε από σπό-

ρους μέχρι και μαγικά αντικείμενα Οι τιμές όμως

ήταν πολύ υψηλές Ο Νίκος με τον πατέρα του ζή-

τησαν να δουν τους σπόρους που είχε

_Έχω σπόρους συκιάς πορτοκαλιάς μηλιάς και

τον τελευταίο σπόρο ελιάς είπε ο άντρας

_Τον τελευταίο Ρώτησε ο Νίκος

_ Ναι Τον τελευταίο

_Δεν υπάρχει άλλος

_Όχι

_Ούτε ένας

_Τίποτα

_Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Ναι Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Είστε σίγουρος για αυτό

_Απολύτως

Ο Νίκος δεν πίστευε στ΄ αυτιά τουΤότε ζήτη-

σε αμέσως απόν τον πατέρα του να αγοράσει τον

τελευταίο σπόρο ελιάς σ΄ ολόκληρη τη γη Η τι-

μή του όμως ήταν πολύ πάρα πολύ υψηλή Εκα-

τό χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Γιε μου δεν έχουμε τόσα χρήματα Μπορούμε

όμως να πουλήσουμε τα τέσσερα κτήματά μας

_Ναι να τα δώσουμε Θα μας μείνει η αυλή του

σπιτιού Εκεί θα φυτέψουμε τον πολύτιμο σπόρο

Τότε εμφανίστηκε ο μάγος Άλφρεντ

_Δίνω διακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα είπε

ο μάγος

_Άλφρεντ δεν είναι τίμιο είπε ο Νίκος

Προλάβαμε

εμείς να αγοράσουμε αυτόν το σπόρο

_Δίνω τριακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Τότε εγώ θα δώσω και το σπίτι μου είπε ο πα-

τέρας του Νίκου

_Ναι αλλά hellip αυτά είναι λιγότερα από τα χρή-

ματα που μου δίνει ο μάγος είπε ο έμπορος

_Τότε και εγώ θα δώσω όσα χρήματα έχω στον

κουμπαρά μου είπε η Μαρία

_Κι εγώ φώναξε ο Βασίλης

_Εγώ θα δώσω το μοναδικό κτήμα που έχω είπε

ο κύριος Βαγγέλης

_Και εγώ φώναξε η κυρία Βαρβάρα

_Ναι Και εμείς θα δώσουμε ότι έχουμε στους

κουμπαράδες μας φώναξαν δυνατά όλα τα

παιδιά που ήταν μαζεμένα στην πλατεία του

χωριού

Όλοι άρχισαν να δίνουν χρήματα σπίτια

έπιπλα χωράφια και μαγαζιά μέχρι που κέρδι-

σαν το μάγο Άλφρεντ και αγόρασαν το σπόρο

της ελιάς Από τη στιγμή που τον φύτεψαν το

πρόσεχαν πάρα πολύ

Μετά από χρόνια όταν οι χωρικοί μάζεψαν

τους καρπούς αυτής της ελιάς διαπίστωσαν ότι

είχε το πιο νόστιμο λάδι Τότε ο μάγος

πείστηκε πως όλοι είχαν καταλάβει την αξία

της και γέμισε ξανά όλα τα χωράφια τους με

ελαιόδεντρα

ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α

Κουκάκη Κατερίνα

Μπογκντάνι Γκισέλα

Καρυώτης Γιώργος

Αθανασόπουλος Στέφανος

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 67: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

Ανέβηκε προσεκτικά τη στριφογυριστή ξύλινη

σκάλα και στάθηκε αναποφάσιστος μπροστά

στην κλειστή πόρτα Πήρε μια βαθιά ανάσα

και την έσπρωξε δυνατά Πόσο σκοτεινά ήταν ό-

λα εκεί μέσα Ο Λευτέρης σκόνταψε σ΄ ένα πα-

λιό μπαούλο

Το άνοιξε γεμάτος περιέργεια Και τι δε βρήκε

Ολόκληρο θησαυρό Παλιά βιβλία του παππού

φορέματα της γιαγιάς παιχνίδια της μητέρας

του όταν ήταν παιδί Κάτω κάτω ήταν

τσαλακωμένο ένα κιτρινισμένο χαρτί Το

ξετύλιξε βιαστικά και τι να δει Ένας παλιός

χάρτης με σχεδιάγραμμα Αμέσως τον άρπαξε

κι άρχισε το ταξίδι του

Περπάτησε ώρες πολλές Πέρασε την πεδιάδα

με τα κίτρινα στάχυα το γεφυράκι του μικρού

ποταμού ώσπου έφτασε στο τέλος σε έναν

κάμπο γεμάτο ελιές

Διάλεξε την πιο μεγάλη ελιά και κάθισε να

ξεκουραστεί ακουμπώντας στο γέρικο κορμό

της

Ξαφνικά άκουσε μια απαλή φωνή Έμοιαζε

με της γιαγιάς του Κοίταξε γύρω του μα δεν

είδε κανέναν Η φωνή συνέχισε να του μιλάει

τρυφερά Ο Λευτέρης γεμάτος περιέργεια

άρχισε να παρατηρεί προσεχτικά το γέρικο

κορμό τα πελώρια κλαδιά και τ΄ ασημένια

φύλλα της ελιάς Τότε κατάλαβε ποιος του

μιλούσε Έκπληκτος άγγιξε απαλά το υπέροχο

αυτό δέντρο και μοιράστηκε μαζί του όλα του

τα μυστικά

Από εκείνη την ημέρα ο Λευτέρης πήγαινε

καθημερινά στο μαγικό αυτό ελαιώνα

Καθόταν ώρες στη σκιά της αγαπημένης του

ελιάς κι άκουγε τις πιο ωραίες ιστορίες

Ο καιρός πέρασε γρήγορα κι ήρθε η μέρα που

έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι του Έτρεξε στο

μαγικό ελαιώνα κι αγκάλιασε κλαίγοντας το

αγαπημένο του δέντρο Η ελιά έγειρε τα

κλαδιά της και χάιδεψε τα μαλλιά του laquo Μη

στενοχωριέσαιraquo του ψιθύρισε laquo Κόψε ένα

κλαράκι μου και πάρ΄ το μαζί σου Φύτεψέ το

στην αυλή του σπιτιού σου κι εγώ θα είμαι

πάντα κοντά σουraquo

Έτσι κι έγινε Ένα καινούριο ολόδροσο

δεντράκι φύτρωσε στον κήπο του Λευτέρη Κι

από τότε δεν χώρισαν ποτέ

Οι μαγικοί σπόροι

Μια φορά κι έναν καιρό σ΄ ένα μακρινό

χωριουδάκι ζούσε με τη γιαγιά του ένα μικρό

κορίτσι που το έλεγαν Ελπίδα Το σπιτάκι τους

ήταν πολύ φτωχικό Δύσκολα τα έβγαζαν πέρα

Ο περασμένος χειμώνας ήταν πολύ βαρύς

Τα πρώτα χιόνια έπεσαν νωρίς κι ο κρύος

βοριάς σφύριζε μανιασμένα Κάθε πρωί η

γιαγιά με την εγγονή της πήγαιναν στο δάσος

και μάζευαν φρούτα και ξύλα για να

ζεσταθούν

Μια μέρα ο άνεμος φυσούσε άγρια κι ο ήλιος

είχε κρυφτεί πίσω από τα βαριά μαύρα

σύννεφα Η Ελπίδα άφησε τη γιαγιά της στο

κρύο σπιτάκι τους τυλίχτηκε σφιχτά με το

σάλι της και ξεκίνησε για το δάσος Τα πόδια

και τα χέρια της είχαν παγώσει Τα μαλλιά και

τα ρούχα της είχαν βραχεί από την ξαφνική

μπόρα Και το σπουδαιότερο δεν μπορούσε να

γυρίσει πίσω γιατί δεν είχε μαζέψει ακόμη

τίποτα Αποφάσισε τότε να μπει για λίγο σε

μια σπηλιά που βρήκε στο δρόμο της και να

περιμένει

Έτρεμε από το κρύο και

από το φόβο της Είχε αρ

χίσει να νυχτώνει και η

γιαγιά της σίγουρα θα

ανησυχούσε Ξαφνικά

ένα απόκοσμο φως γέμι

σε τη σπηλιά και μια πα

νέμορφη νεράιδα πα

ρουσιάστηκε μπροστά

της

Της χαμογέλασε γλυκά και της χάιδεψε απαλά τα μαλλιά Κρατούσε ένα μικρό σακουλάκι που το άφησε προσεκτικά στα χέρια της Ελπίδας laquoΌταν πας σπίτι σου να το ανοίξεις και να κάνεις ότι ακριβώς σου πει η γιαγιά σου Αυτή ξέρειraquo της είπε τρυφερά και χάθηκε στο σκοτάδι της σπηλιάς Το κορίτσι κρατώντας το γερά έτρεξε χαρούμενο στο φτωχικό του σπιτάκι Τα μάτια του έλαμπαν από ενθουσιασμό καθώς έδειχνε στη γιαγιά του το δώρο της νεράιδας

Η γιαγιά ψηλάφησε τους μεγάλους γυαλιστερούς σπόρους τους έβαλε στη χούφτα της Ελπίδας και της είπε να τους φυτέψει στην αυλή Έτσι ακριβώς έκανε το μικρό κορίτσι Τους έχωσε βαθιά στο έδαφος και τους σκέπασε με φρέσκο χώμα Την άνοιξη οι σπόροι φύτρωσαν και γρήγορα έγιναν μεγάλα δέντρα με υπέροχο σταχτοπράσινο φύλλωμα Ήταν φουντωτές ελιές που αγκάλιασαν το μικρό σπιτάκι Ήρθε το φθινόπωρο και τα κλαδιά τους γέμισαν ευλογημένο καρπό

Από τότε η Ελπίδα κι η γιαγιά της έζησαν

ευτυχισμένες βοηθώντας κάθε κουρασμένο

περαστικό

Η αξία της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό σrsquo ένα μακρινό

χωριό όλοι οι άνθρωποι ζούσαν ευτυχισμένοι

Είχαν πολλά κτήματα εκτιμήσει πλούσια

γεμάτα ελιές Ποτέ όμως δεν είχαν σωστά την

αξία τους

Κάποια μέρα καθώς έπαιζαν δυο παιδιά η

Μαρία και ο Νίκος εμφανίστηκε μπροστά

τους ένας άγνωστος άντρας Τους μίλησε για

τα ελαιόδεντρα και τη χρησιμότητά τους Τους

είπε πως πρέπει να τα φροντίζουν και να τα

αγαπούν

Μετά από αρκετές ημέρες έγινε κάτι φοβερό

Στο χωριό έπεσε μεγάλη κατάρα Όλα τα χωράφια με τα ελαιόδεντρα καταστράφηκαν

Η Μαρία και ο Νίκος αμέσως κατάλαβαν πως έπρεπε να πάνε να βρουν τον μυστήριο αυτό άντρα που τους είχε επισκεφτεί

Τους είχε πει πως ζούσε στο δάσος Αυτό όμως δεν ήταν και τόσοhellip συνηθισμένο δάσος Έλεγαν πως στις κουφάλες των δέντρων ζούσαν φαντάσματα και πως το μέγεθος των ζώων ήταν υπερφυσικό

Φοβόντουσαν πάρα πολύ Περπάτησαν

ατελείωτες ώρες στη σκιά των πελώριων

δέντρων Με τη βοήθεια ενός λιονταριού

κατάφεραν να βρουν τον πύργο του άντρα που

έψαχναν

Χτύπησαν την πόρτα

αλλά κανείς δεν τους

άνοιξε Αποφάσισαν

να περιμένουν Δεν

κατάλαβαν πόσος

χρόνος πέρασε καιhellip

η πόρτα άνοιξε μόνη

της

Τα παιδιά μπήκαν γεμάτα περιέργεια στον

πύργο Ανέβηκαν διστακτικά την παλιά

στριφογυριστή σκάλα που τα οδήγησε σrsquo έ-

να επιβλητικό δωμάτιο Εκεί εργαζόταν ο

μυστηριώδης άντρας που είχαν γνωρίσει

Αμέσως κατάλαβαν πως ήταν μάγος Τους

αποκάλυψε αμέσως το όνομά του τον έλεγαν

Άλφρεντ Άρχισαν λοιπόν να του μιλούν για

το πρόβλημά τους Ο μάγος τα άκουσε προσε-

κτικά και τους είπε τι πρέπει να κάνουν

Έπρεπε να περάσουν τρεις δοκιμασίες Μόνο

έτσι θα έφευγε η κατάρα

Στο χωριό όλοι οι κάτοικοι περνούσαν δύσκο-

λα Από πλούσιοι είχαν γίνει φτωχοί και χωρίς

την ελιά και το λάδι της δεν μπορούσαν να ζή-

σουν Κατάλαβαν έτσι την αξία της αλλά ήταν

πλέον αργά Ή μάλλον σχεδόν αργά

Όταν τα παιδιά επέστρεψαν διηγήθηκαν σε

όλους όλα όσα τους συνέβησαν Τους είπαν για

το μάγο και τις τρεις δοκιμασίες που έπρεπε να

περάσουν Το πρόβλημα όμως ήταν πως δεν

τους είχε πει ποιες ήταν αυτές οι δοκιμασίες

ποιοι θα τις περνούσαν και πότε

Οι μέρες περνούσαν

αργά και βασανιστικά

μετά από δυο μήνες στο

χωριό εμφανίστηκε ένα

μικρό κορίτσι Χτύπησε

την πόρτα ενός σπιτιού

και ζήτησε λίγο φαγητό

Η οικογένεια όμως Το έ-

διωξε Το κορίτσι ήταν

Ο μάγος Άλφρεντ μεταμορ-

φωμένος Αυτή ήταν η πρώ-

τη δοκιμασία που δυστυχώς

όμως απέτυχαν

Αφού πέρασε μια εβδομάδα περίπου ένα μι-

κρό άγνωστο αγόρι εμφανίστηκε σε μια ομάδα

παιδιών και τους ζήτησε να παίξει μαζί τους Η

Μαρία και ο Νίκος όχι μόνο το δέχτηκαν αλλά

το άφησαν να διαλέξει το παιχνίδι που θα έπαι-

ζαν

_ Εσύ Νίκο θα είσαι ο αγρότης Εγώ θα είμαι η

ελιά και Μαρία θα είναι οι καρποί μου είπε το

αγόρι

Τα παιδιά συμφώνησαν κι άρχισαν όλα μαζί να

παίζουν Ο μάγος τότε παρατήρησε τον τρόπο

που ο Νίκος περιποιόταν την ελιά και πόσο χαι-

ρόταν όταν μάζευε τους καρπούς της Αυτή ήταν

η δεύτερη δοκιμασία και τα παιδιά την πέρασαν

με επιτυχία

Πέρασε αρκετός καιρός ώσπου έφτασε η ώρα

για την τρίτη δοκιμασία Μια μέρα ήρθε στο χω-

ριό ένας πλανόδιος έμπορος Πουλούσε από σπό-

ρους μέχρι και μαγικά αντικείμενα Οι τιμές όμως

ήταν πολύ υψηλές Ο Νίκος με τον πατέρα του ζή-

τησαν να δουν τους σπόρους που είχε

_Έχω σπόρους συκιάς πορτοκαλιάς μηλιάς και

τον τελευταίο σπόρο ελιάς είπε ο άντρας

_Τον τελευταίο Ρώτησε ο Νίκος

_ Ναι Τον τελευταίο

_Δεν υπάρχει άλλος

_Όχι

_Ούτε ένας

_Τίποτα

_Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Ναι Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Είστε σίγουρος για αυτό

_Απολύτως

Ο Νίκος δεν πίστευε στ΄ αυτιά τουΤότε ζήτη-

σε αμέσως απόν τον πατέρα του να αγοράσει τον

τελευταίο σπόρο ελιάς σ΄ ολόκληρη τη γη Η τι-

μή του όμως ήταν πολύ πάρα πολύ υψηλή Εκα-

τό χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Γιε μου δεν έχουμε τόσα χρήματα Μπορούμε

όμως να πουλήσουμε τα τέσσερα κτήματά μας

_Ναι να τα δώσουμε Θα μας μείνει η αυλή του

σπιτιού Εκεί θα φυτέψουμε τον πολύτιμο σπόρο

Τότε εμφανίστηκε ο μάγος Άλφρεντ

_Δίνω διακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα είπε

ο μάγος

_Άλφρεντ δεν είναι τίμιο είπε ο Νίκος

Προλάβαμε

εμείς να αγοράσουμε αυτόν το σπόρο

_Δίνω τριακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Τότε εγώ θα δώσω και το σπίτι μου είπε ο πα-

τέρας του Νίκου

_Ναι αλλά hellip αυτά είναι λιγότερα από τα χρή-

ματα που μου δίνει ο μάγος είπε ο έμπορος

_Τότε και εγώ θα δώσω όσα χρήματα έχω στον

κουμπαρά μου είπε η Μαρία

_Κι εγώ φώναξε ο Βασίλης

_Εγώ θα δώσω το μοναδικό κτήμα που έχω είπε

ο κύριος Βαγγέλης

_Και εγώ φώναξε η κυρία Βαρβάρα

_Ναι Και εμείς θα δώσουμε ότι έχουμε στους

κουμπαράδες μας φώναξαν δυνατά όλα τα

παιδιά που ήταν μαζεμένα στην πλατεία του

χωριού

Όλοι άρχισαν να δίνουν χρήματα σπίτια

έπιπλα χωράφια και μαγαζιά μέχρι που κέρδι-

σαν το μάγο Άλφρεντ και αγόρασαν το σπόρο

της ελιάς Από τη στιγμή που τον φύτεψαν το

πρόσεχαν πάρα πολύ

Μετά από χρόνια όταν οι χωρικοί μάζεψαν

τους καρπούς αυτής της ελιάς διαπίστωσαν ότι

είχε το πιο νόστιμο λάδι Τότε ο μάγος

πείστηκε πως όλοι είχαν καταλάβει την αξία

της και γέμισε ξανά όλα τα χωράφια τους με

ελαιόδεντρα

ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α

Κουκάκη Κατερίνα

Μπογκντάνι Γκισέλα

Καρυώτης Γιώργος

Αθανασόπουλος Στέφανος

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 68: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

Το άνοιξε γεμάτος περιέργεια Και τι δε βρήκε

Ολόκληρο θησαυρό Παλιά βιβλία του παππού

φορέματα της γιαγιάς παιχνίδια της μητέρας

του όταν ήταν παιδί Κάτω κάτω ήταν

τσαλακωμένο ένα κιτρινισμένο χαρτί Το

ξετύλιξε βιαστικά και τι να δει Ένας παλιός

χάρτης με σχεδιάγραμμα Αμέσως τον άρπαξε

κι άρχισε το ταξίδι του

Περπάτησε ώρες πολλές Πέρασε την πεδιάδα

με τα κίτρινα στάχυα το γεφυράκι του μικρού

ποταμού ώσπου έφτασε στο τέλος σε έναν

κάμπο γεμάτο ελιές

Διάλεξε την πιο μεγάλη ελιά και κάθισε να

ξεκουραστεί ακουμπώντας στο γέρικο κορμό

της

Ξαφνικά άκουσε μια απαλή φωνή Έμοιαζε

με της γιαγιάς του Κοίταξε γύρω του μα δεν

είδε κανέναν Η φωνή συνέχισε να του μιλάει

τρυφερά Ο Λευτέρης γεμάτος περιέργεια

άρχισε να παρατηρεί προσεχτικά το γέρικο

κορμό τα πελώρια κλαδιά και τ΄ ασημένια

φύλλα της ελιάς Τότε κατάλαβε ποιος του

μιλούσε Έκπληκτος άγγιξε απαλά το υπέροχο

αυτό δέντρο και μοιράστηκε μαζί του όλα του

τα μυστικά

Από εκείνη την ημέρα ο Λευτέρης πήγαινε

καθημερινά στο μαγικό αυτό ελαιώνα

Καθόταν ώρες στη σκιά της αγαπημένης του

ελιάς κι άκουγε τις πιο ωραίες ιστορίες

Ο καιρός πέρασε γρήγορα κι ήρθε η μέρα που

έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι του Έτρεξε στο

μαγικό ελαιώνα κι αγκάλιασε κλαίγοντας το

αγαπημένο του δέντρο Η ελιά έγειρε τα

κλαδιά της και χάιδεψε τα μαλλιά του laquo Μη

στενοχωριέσαιraquo του ψιθύρισε laquo Κόψε ένα

κλαράκι μου και πάρ΄ το μαζί σου Φύτεψέ το

στην αυλή του σπιτιού σου κι εγώ θα είμαι

πάντα κοντά σουraquo

Έτσι κι έγινε Ένα καινούριο ολόδροσο

δεντράκι φύτρωσε στον κήπο του Λευτέρη Κι

από τότε δεν χώρισαν ποτέ

Οι μαγικοί σπόροι

Μια φορά κι έναν καιρό σ΄ ένα μακρινό

χωριουδάκι ζούσε με τη γιαγιά του ένα μικρό

κορίτσι που το έλεγαν Ελπίδα Το σπιτάκι τους

ήταν πολύ φτωχικό Δύσκολα τα έβγαζαν πέρα

Ο περασμένος χειμώνας ήταν πολύ βαρύς

Τα πρώτα χιόνια έπεσαν νωρίς κι ο κρύος

βοριάς σφύριζε μανιασμένα Κάθε πρωί η

γιαγιά με την εγγονή της πήγαιναν στο δάσος

και μάζευαν φρούτα και ξύλα για να

ζεσταθούν

Μια μέρα ο άνεμος φυσούσε άγρια κι ο ήλιος

είχε κρυφτεί πίσω από τα βαριά μαύρα

σύννεφα Η Ελπίδα άφησε τη γιαγιά της στο

κρύο σπιτάκι τους τυλίχτηκε σφιχτά με το

σάλι της και ξεκίνησε για το δάσος Τα πόδια

και τα χέρια της είχαν παγώσει Τα μαλλιά και

τα ρούχα της είχαν βραχεί από την ξαφνική

μπόρα Και το σπουδαιότερο δεν μπορούσε να

γυρίσει πίσω γιατί δεν είχε μαζέψει ακόμη

τίποτα Αποφάσισε τότε να μπει για λίγο σε

μια σπηλιά που βρήκε στο δρόμο της και να

περιμένει

Έτρεμε από το κρύο και

από το φόβο της Είχε αρ

χίσει να νυχτώνει και η

γιαγιά της σίγουρα θα

ανησυχούσε Ξαφνικά

ένα απόκοσμο φως γέμι

σε τη σπηλιά και μια πα

νέμορφη νεράιδα πα

ρουσιάστηκε μπροστά

της

Της χαμογέλασε γλυκά και της χάιδεψε απαλά τα μαλλιά Κρατούσε ένα μικρό σακουλάκι που το άφησε προσεκτικά στα χέρια της Ελπίδας laquoΌταν πας σπίτι σου να το ανοίξεις και να κάνεις ότι ακριβώς σου πει η γιαγιά σου Αυτή ξέρειraquo της είπε τρυφερά και χάθηκε στο σκοτάδι της σπηλιάς Το κορίτσι κρατώντας το γερά έτρεξε χαρούμενο στο φτωχικό του σπιτάκι Τα μάτια του έλαμπαν από ενθουσιασμό καθώς έδειχνε στη γιαγιά του το δώρο της νεράιδας

Η γιαγιά ψηλάφησε τους μεγάλους γυαλιστερούς σπόρους τους έβαλε στη χούφτα της Ελπίδας και της είπε να τους φυτέψει στην αυλή Έτσι ακριβώς έκανε το μικρό κορίτσι Τους έχωσε βαθιά στο έδαφος και τους σκέπασε με φρέσκο χώμα Την άνοιξη οι σπόροι φύτρωσαν και γρήγορα έγιναν μεγάλα δέντρα με υπέροχο σταχτοπράσινο φύλλωμα Ήταν φουντωτές ελιές που αγκάλιασαν το μικρό σπιτάκι Ήρθε το φθινόπωρο και τα κλαδιά τους γέμισαν ευλογημένο καρπό

Από τότε η Ελπίδα κι η γιαγιά της έζησαν

ευτυχισμένες βοηθώντας κάθε κουρασμένο

περαστικό

Η αξία της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό σrsquo ένα μακρινό

χωριό όλοι οι άνθρωποι ζούσαν ευτυχισμένοι

Είχαν πολλά κτήματα εκτιμήσει πλούσια

γεμάτα ελιές Ποτέ όμως δεν είχαν σωστά την

αξία τους

Κάποια μέρα καθώς έπαιζαν δυο παιδιά η

Μαρία και ο Νίκος εμφανίστηκε μπροστά

τους ένας άγνωστος άντρας Τους μίλησε για

τα ελαιόδεντρα και τη χρησιμότητά τους Τους

είπε πως πρέπει να τα φροντίζουν και να τα

αγαπούν

Μετά από αρκετές ημέρες έγινε κάτι φοβερό

Στο χωριό έπεσε μεγάλη κατάρα Όλα τα χωράφια με τα ελαιόδεντρα καταστράφηκαν

Η Μαρία και ο Νίκος αμέσως κατάλαβαν πως έπρεπε να πάνε να βρουν τον μυστήριο αυτό άντρα που τους είχε επισκεφτεί

Τους είχε πει πως ζούσε στο δάσος Αυτό όμως δεν ήταν και τόσοhellip συνηθισμένο δάσος Έλεγαν πως στις κουφάλες των δέντρων ζούσαν φαντάσματα και πως το μέγεθος των ζώων ήταν υπερφυσικό

Φοβόντουσαν πάρα πολύ Περπάτησαν

ατελείωτες ώρες στη σκιά των πελώριων

δέντρων Με τη βοήθεια ενός λιονταριού

κατάφεραν να βρουν τον πύργο του άντρα που

έψαχναν

Χτύπησαν την πόρτα

αλλά κανείς δεν τους

άνοιξε Αποφάσισαν

να περιμένουν Δεν

κατάλαβαν πόσος

χρόνος πέρασε καιhellip

η πόρτα άνοιξε μόνη

της

Τα παιδιά μπήκαν γεμάτα περιέργεια στον

πύργο Ανέβηκαν διστακτικά την παλιά

στριφογυριστή σκάλα που τα οδήγησε σrsquo έ-

να επιβλητικό δωμάτιο Εκεί εργαζόταν ο

μυστηριώδης άντρας που είχαν γνωρίσει

Αμέσως κατάλαβαν πως ήταν μάγος Τους

αποκάλυψε αμέσως το όνομά του τον έλεγαν

Άλφρεντ Άρχισαν λοιπόν να του μιλούν για

το πρόβλημά τους Ο μάγος τα άκουσε προσε-

κτικά και τους είπε τι πρέπει να κάνουν

Έπρεπε να περάσουν τρεις δοκιμασίες Μόνο

έτσι θα έφευγε η κατάρα

Στο χωριό όλοι οι κάτοικοι περνούσαν δύσκο-

λα Από πλούσιοι είχαν γίνει φτωχοί και χωρίς

την ελιά και το λάδι της δεν μπορούσαν να ζή-

σουν Κατάλαβαν έτσι την αξία της αλλά ήταν

πλέον αργά Ή μάλλον σχεδόν αργά

Όταν τα παιδιά επέστρεψαν διηγήθηκαν σε

όλους όλα όσα τους συνέβησαν Τους είπαν για

το μάγο και τις τρεις δοκιμασίες που έπρεπε να

περάσουν Το πρόβλημα όμως ήταν πως δεν

τους είχε πει ποιες ήταν αυτές οι δοκιμασίες

ποιοι θα τις περνούσαν και πότε

Οι μέρες περνούσαν

αργά και βασανιστικά

μετά από δυο μήνες στο

χωριό εμφανίστηκε ένα

μικρό κορίτσι Χτύπησε

την πόρτα ενός σπιτιού

και ζήτησε λίγο φαγητό

Η οικογένεια όμως Το έ-

διωξε Το κορίτσι ήταν

Ο μάγος Άλφρεντ μεταμορ-

φωμένος Αυτή ήταν η πρώ-

τη δοκιμασία που δυστυχώς

όμως απέτυχαν

Αφού πέρασε μια εβδομάδα περίπου ένα μι-

κρό άγνωστο αγόρι εμφανίστηκε σε μια ομάδα

παιδιών και τους ζήτησε να παίξει μαζί τους Η

Μαρία και ο Νίκος όχι μόνο το δέχτηκαν αλλά

το άφησαν να διαλέξει το παιχνίδι που θα έπαι-

ζαν

_ Εσύ Νίκο θα είσαι ο αγρότης Εγώ θα είμαι η

ελιά και Μαρία θα είναι οι καρποί μου είπε το

αγόρι

Τα παιδιά συμφώνησαν κι άρχισαν όλα μαζί να

παίζουν Ο μάγος τότε παρατήρησε τον τρόπο

που ο Νίκος περιποιόταν την ελιά και πόσο χαι-

ρόταν όταν μάζευε τους καρπούς της Αυτή ήταν

η δεύτερη δοκιμασία και τα παιδιά την πέρασαν

με επιτυχία

Πέρασε αρκετός καιρός ώσπου έφτασε η ώρα

για την τρίτη δοκιμασία Μια μέρα ήρθε στο χω-

ριό ένας πλανόδιος έμπορος Πουλούσε από σπό-

ρους μέχρι και μαγικά αντικείμενα Οι τιμές όμως

ήταν πολύ υψηλές Ο Νίκος με τον πατέρα του ζή-

τησαν να δουν τους σπόρους που είχε

_Έχω σπόρους συκιάς πορτοκαλιάς μηλιάς και

τον τελευταίο σπόρο ελιάς είπε ο άντρας

_Τον τελευταίο Ρώτησε ο Νίκος

_ Ναι Τον τελευταίο

_Δεν υπάρχει άλλος

_Όχι

_Ούτε ένας

_Τίποτα

_Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Ναι Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Είστε σίγουρος για αυτό

_Απολύτως

Ο Νίκος δεν πίστευε στ΄ αυτιά τουΤότε ζήτη-

σε αμέσως απόν τον πατέρα του να αγοράσει τον

τελευταίο σπόρο ελιάς σ΄ ολόκληρη τη γη Η τι-

μή του όμως ήταν πολύ πάρα πολύ υψηλή Εκα-

τό χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Γιε μου δεν έχουμε τόσα χρήματα Μπορούμε

όμως να πουλήσουμε τα τέσσερα κτήματά μας

_Ναι να τα δώσουμε Θα μας μείνει η αυλή του

σπιτιού Εκεί θα φυτέψουμε τον πολύτιμο σπόρο

Τότε εμφανίστηκε ο μάγος Άλφρεντ

_Δίνω διακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα είπε

ο μάγος

_Άλφρεντ δεν είναι τίμιο είπε ο Νίκος

Προλάβαμε

εμείς να αγοράσουμε αυτόν το σπόρο

_Δίνω τριακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Τότε εγώ θα δώσω και το σπίτι μου είπε ο πα-

τέρας του Νίκου

_Ναι αλλά hellip αυτά είναι λιγότερα από τα χρή-

ματα που μου δίνει ο μάγος είπε ο έμπορος

_Τότε και εγώ θα δώσω όσα χρήματα έχω στον

κουμπαρά μου είπε η Μαρία

_Κι εγώ φώναξε ο Βασίλης

_Εγώ θα δώσω το μοναδικό κτήμα που έχω είπε

ο κύριος Βαγγέλης

_Και εγώ φώναξε η κυρία Βαρβάρα

_Ναι Και εμείς θα δώσουμε ότι έχουμε στους

κουμπαράδες μας φώναξαν δυνατά όλα τα

παιδιά που ήταν μαζεμένα στην πλατεία του

χωριού

Όλοι άρχισαν να δίνουν χρήματα σπίτια

έπιπλα χωράφια και μαγαζιά μέχρι που κέρδι-

σαν το μάγο Άλφρεντ και αγόρασαν το σπόρο

της ελιάς Από τη στιγμή που τον φύτεψαν το

πρόσεχαν πάρα πολύ

Μετά από χρόνια όταν οι χωρικοί μάζεψαν

τους καρπούς αυτής της ελιάς διαπίστωσαν ότι

είχε το πιο νόστιμο λάδι Τότε ο μάγος

πείστηκε πως όλοι είχαν καταλάβει την αξία

της και γέμισε ξανά όλα τα χωράφια τους με

ελαιόδεντρα

ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α

Κουκάκη Κατερίνα

Μπογκντάνι Γκισέλα

Καρυώτης Γιώργος

Αθανασόπουλος Στέφανος

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 69: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

Περπάτησε ώρες πολλές Πέρασε την πεδιάδα

με τα κίτρινα στάχυα το γεφυράκι του μικρού

ποταμού ώσπου έφτασε στο τέλος σε έναν

κάμπο γεμάτο ελιές

Διάλεξε την πιο μεγάλη ελιά και κάθισε να

ξεκουραστεί ακουμπώντας στο γέρικο κορμό

της

Ξαφνικά άκουσε μια απαλή φωνή Έμοιαζε

με της γιαγιάς του Κοίταξε γύρω του μα δεν

είδε κανέναν Η φωνή συνέχισε να του μιλάει

τρυφερά Ο Λευτέρης γεμάτος περιέργεια

άρχισε να παρατηρεί προσεχτικά το γέρικο

κορμό τα πελώρια κλαδιά και τ΄ ασημένια

φύλλα της ελιάς Τότε κατάλαβε ποιος του

μιλούσε Έκπληκτος άγγιξε απαλά το υπέροχο

αυτό δέντρο και μοιράστηκε μαζί του όλα του

τα μυστικά

Από εκείνη την ημέρα ο Λευτέρης πήγαινε

καθημερινά στο μαγικό αυτό ελαιώνα

Καθόταν ώρες στη σκιά της αγαπημένης του

ελιάς κι άκουγε τις πιο ωραίες ιστορίες

Ο καιρός πέρασε γρήγορα κι ήρθε η μέρα που

έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι του Έτρεξε στο

μαγικό ελαιώνα κι αγκάλιασε κλαίγοντας το

αγαπημένο του δέντρο Η ελιά έγειρε τα

κλαδιά της και χάιδεψε τα μαλλιά του laquo Μη

στενοχωριέσαιraquo του ψιθύρισε laquo Κόψε ένα

κλαράκι μου και πάρ΄ το μαζί σου Φύτεψέ το

στην αυλή του σπιτιού σου κι εγώ θα είμαι

πάντα κοντά σουraquo

Έτσι κι έγινε Ένα καινούριο ολόδροσο

δεντράκι φύτρωσε στον κήπο του Λευτέρη Κι

από τότε δεν χώρισαν ποτέ

Οι μαγικοί σπόροι

Μια φορά κι έναν καιρό σ΄ ένα μακρινό

χωριουδάκι ζούσε με τη γιαγιά του ένα μικρό

κορίτσι που το έλεγαν Ελπίδα Το σπιτάκι τους

ήταν πολύ φτωχικό Δύσκολα τα έβγαζαν πέρα

Ο περασμένος χειμώνας ήταν πολύ βαρύς

Τα πρώτα χιόνια έπεσαν νωρίς κι ο κρύος

βοριάς σφύριζε μανιασμένα Κάθε πρωί η

γιαγιά με την εγγονή της πήγαιναν στο δάσος

και μάζευαν φρούτα και ξύλα για να

ζεσταθούν

Μια μέρα ο άνεμος φυσούσε άγρια κι ο ήλιος

είχε κρυφτεί πίσω από τα βαριά μαύρα

σύννεφα Η Ελπίδα άφησε τη γιαγιά της στο

κρύο σπιτάκι τους τυλίχτηκε σφιχτά με το

σάλι της και ξεκίνησε για το δάσος Τα πόδια

και τα χέρια της είχαν παγώσει Τα μαλλιά και

τα ρούχα της είχαν βραχεί από την ξαφνική

μπόρα Και το σπουδαιότερο δεν μπορούσε να

γυρίσει πίσω γιατί δεν είχε μαζέψει ακόμη

τίποτα Αποφάσισε τότε να μπει για λίγο σε

μια σπηλιά που βρήκε στο δρόμο της και να

περιμένει

Έτρεμε από το κρύο και

από το φόβο της Είχε αρ

χίσει να νυχτώνει και η

γιαγιά της σίγουρα θα

ανησυχούσε Ξαφνικά

ένα απόκοσμο φως γέμι

σε τη σπηλιά και μια πα

νέμορφη νεράιδα πα

ρουσιάστηκε μπροστά

της

Της χαμογέλασε γλυκά και της χάιδεψε απαλά τα μαλλιά Κρατούσε ένα μικρό σακουλάκι που το άφησε προσεκτικά στα χέρια της Ελπίδας laquoΌταν πας σπίτι σου να το ανοίξεις και να κάνεις ότι ακριβώς σου πει η γιαγιά σου Αυτή ξέρειraquo της είπε τρυφερά και χάθηκε στο σκοτάδι της σπηλιάς Το κορίτσι κρατώντας το γερά έτρεξε χαρούμενο στο φτωχικό του σπιτάκι Τα μάτια του έλαμπαν από ενθουσιασμό καθώς έδειχνε στη γιαγιά του το δώρο της νεράιδας

Η γιαγιά ψηλάφησε τους μεγάλους γυαλιστερούς σπόρους τους έβαλε στη χούφτα της Ελπίδας και της είπε να τους φυτέψει στην αυλή Έτσι ακριβώς έκανε το μικρό κορίτσι Τους έχωσε βαθιά στο έδαφος και τους σκέπασε με φρέσκο χώμα Την άνοιξη οι σπόροι φύτρωσαν και γρήγορα έγιναν μεγάλα δέντρα με υπέροχο σταχτοπράσινο φύλλωμα Ήταν φουντωτές ελιές που αγκάλιασαν το μικρό σπιτάκι Ήρθε το φθινόπωρο και τα κλαδιά τους γέμισαν ευλογημένο καρπό

Από τότε η Ελπίδα κι η γιαγιά της έζησαν

ευτυχισμένες βοηθώντας κάθε κουρασμένο

περαστικό

Η αξία της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό σrsquo ένα μακρινό

χωριό όλοι οι άνθρωποι ζούσαν ευτυχισμένοι

Είχαν πολλά κτήματα εκτιμήσει πλούσια

γεμάτα ελιές Ποτέ όμως δεν είχαν σωστά την

αξία τους

Κάποια μέρα καθώς έπαιζαν δυο παιδιά η

Μαρία και ο Νίκος εμφανίστηκε μπροστά

τους ένας άγνωστος άντρας Τους μίλησε για

τα ελαιόδεντρα και τη χρησιμότητά τους Τους

είπε πως πρέπει να τα φροντίζουν και να τα

αγαπούν

Μετά από αρκετές ημέρες έγινε κάτι φοβερό

Στο χωριό έπεσε μεγάλη κατάρα Όλα τα χωράφια με τα ελαιόδεντρα καταστράφηκαν

Η Μαρία και ο Νίκος αμέσως κατάλαβαν πως έπρεπε να πάνε να βρουν τον μυστήριο αυτό άντρα που τους είχε επισκεφτεί

Τους είχε πει πως ζούσε στο δάσος Αυτό όμως δεν ήταν και τόσοhellip συνηθισμένο δάσος Έλεγαν πως στις κουφάλες των δέντρων ζούσαν φαντάσματα και πως το μέγεθος των ζώων ήταν υπερφυσικό

Φοβόντουσαν πάρα πολύ Περπάτησαν

ατελείωτες ώρες στη σκιά των πελώριων

δέντρων Με τη βοήθεια ενός λιονταριού

κατάφεραν να βρουν τον πύργο του άντρα που

έψαχναν

Χτύπησαν την πόρτα

αλλά κανείς δεν τους

άνοιξε Αποφάσισαν

να περιμένουν Δεν

κατάλαβαν πόσος

χρόνος πέρασε καιhellip

η πόρτα άνοιξε μόνη

της

Τα παιδιά μπήκαν γεμάτα περιέργεια στον

πύργο Ανέβηκαν διστακτικά την παλιά

στριφογυριστή σκάλα που τα οδήγησε σrsquo έ-

να επιβλητικό δωμάτιο Εκεί εργαζόταν ο

μυστηριώδης άντρας που είχαν γνωρίσει

Αμέσως κατάλαβαν πως ήταν μάγος Τους

αποκάλυψε αμέσως το όνομά του τον έλεγαν

Άλφρεντ Άρχισαν λοιπόν να του μιλούν για

το πρόβλημά τους Ο μάγος τα άκουσε προσε-

κτικά και τους είπε τι πρέπει να κάνουν

Έπρεπε να περάσουν τρεις δοκιμασίες Μόνο

έτσι θα έφευγε η κατάρα

Στο χωριό όλοι οι κάτοικοι περνούσαν δύσκο-

λα Από πλούσιοι είχαν γίνει φτωχοί και χωρίς

την ελιά και το λάδι της δεν μπορούσαν να ζή-

σουν Κατάλαβαν έτσι την αξία της αλλά ήταν

πλέον αργά Ή μάλλον σχεδόν αργά

Όταν τα παιδιά επέστρεψαν διηγήθηκαν σε

όλους όλα όσα τους συνέβησαν Τους είπαν για

το μάγο και τις τρεις δοκιμασίες που έπρεπε να

περάσουν Το πρόβλημα όμως ήταν πως δεν

τους είχε πει ποιες ήταν αυτές οι δοκιμασίες

ποιοι θα τις περνούσαν και πότε

Οι μέρες περνούσαν

αργά και βασανιστικά

μετά από δυο μήνες στο

χωριό εμφανίστηκε ένα

μικρό κορίτσι Χτύπησε

την πόρτα ενός σπιτιού

και ζήτησε λίγο φαγητό

Η οικογένεια όμως Το έ-

διωξε Το κορίτσι ήταν

Ο μάγος Άλφρεντ μεταμορ-

φωμένος Αυτή ήταν η πρώ-

τη δοκιμασία που δυστυχώς

όμως απέτυχαν

Αφού πέρασε μια εβδομάδα περίπου ένα μι-

κρό άγνωστο αγόρι εμφανίστηκε σε μια ομάδα

παιδιών και τους ζήτησε να παίξει μαζί τους Η

Μαρία και ο Νίκος όχι μόνο το δέχτηκαν αλλά

το άφησαν να διαλέξει το παιχνίδι που θα έπαι-

ζαν

_ Εσύ Νίκο θα είσαι ο αγρότης Εγώ θα είμαι η

ελιά και Μαρία θα είναι οι καρποί μου είπε το

αγόρι

Τα παιδιά συμφώνησαν κι άρχισαν όλα μαζί να

παίζουν Ο μάγος τότε παρατήρησε τον τρόπο

που ο Νίκος περιποιόταν την ελιά και πόσο χαι-

ρόταν όταν μάζευε τους καρπούς της Αυτή ήταν

η δεύτερη δοκιμασία και τα παιδιά την πέρασαν

με επιτυχία

Πέρασε αρκετός καιρός ώσπου έφτασε η ώρα

για την τρίτη δοκιμασία Μια μέρα ήρθε στο χω-

ριό ένας πλανόδιος έμπορος Πουλούσε από σπό-

ρους μέχρι και μαγικά αντικείμενα Οι τιμές όμως

ήταν πολύ υψηλές Ο Νίκος με τον πατέρα του ζή-

τησαν να δουν τους σπόρους που είχε

_Έχω σπόρους συκιάς πορτοκαλιάς μηλιάς και

τον τελευταίο σπόρο ελιάς είπε ο άντρας

_Τον τελευταίο Ρώτησε ο Νίκος

_ Ναι Τον τελευταίο

_Δεν υπάρχει άλλος

_Όχι

_Ούτε ένας

_Τίποτα

_Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Ναι Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Είστε σίγουρος για αυτό

_Απολύτως

Ο Νίκος δεν πίστευε στ΄ αυτιά τουΤότε ζήτη-

σε αμέσως απόν τον πατέρα του να αγοράσει τον

τελευταίο σπόρο ελιάς σ΄ ολόκληρη τη γη Η τι-

μή του όμως ήταν πολύ πάρα πολύ υψηλή Εκα-

τό χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Γιε μου δεν έχουμε τόσα χρήματα Μπορούμε

όμως να πουλήσουμε τα τέσσερα κτήματά μας

_Ναι να τα δώσουμε Θα μας μείνει η αυλή του

σπιτιού Εκεί θα φυτέψουμε τον πολύτιμο σπόρο

Τότε εμφανίστηκε ο μάγος Άλφρεντ

_Δίνω διακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα είπε

ο μάγος

_Άλφρεντ δεν είναι τίμιο είπε ο Νίκος

Προλάβαμε

εμείς να αγοράσουμε αυτόν το σπόρο

_Δίνω τριακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Τότε εγώ θα δώσω και το σπίτι μου είπε ο πα-

τέρας του Νίκου

_Ναι αλλά hellip αυτά είναι λιγότερα από τα χρή-

ματα που μου δίνει ο μάγος είπε ο έμπορος

_Τότε και εγώ θα δώσω όσα χρήματα έχω στον

κουμπαρά μου είπε η Μαρία

_Κι εγώ φώναξε ο Βασίλης

_Εγώ θα δώσω το μοναδικό κτήμα που έχω είπε

ο κύριος Βαγγέλης

_Και εγώ φώναξε η κυρία Βαρβάρα

_Ναι Και εμείς θα δώσουμε ότι έχουμε στους

κουμπαράδες μας φώναξαν δυνατά όλα τα

παιδιά που ήταν μαζεμένα στην πλατεία του

χωριού

Όλοι άρχισαν να δίνουν χρήματα σπίτια

έπιπλα χωράφια και μαγαζιά μέχρι που κέρδι-

σαν το μάγο Άλφρεντ και αγόρασαν το σπόρο

της ελιάς Από τη στιγμή που τον φύτεψαν το

πρόσεχαν πάρα πολύ

Μετά από χρόνια όταν οι χωρικοί μάζεψαν

τους καρπούς αυτής της ελιάς διαπίστωσαν ότι

είχε το πιο νόστιμο λάδι Τότε ο μάγος

πείστηκε πως όλοι είχαν καταλάβει την αξία

της και γέμισε ξανά όλα τα χωράφια τους με

ελαιόδεντρα

ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α

Κουκάκη Κατερίνα

Μπογκντάνι Γκισέλα

Καρυώτης Γιώργος

Αθανασόπουλος Στέφανος

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 70: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

Διάλεξε την πιο μεγάλη ελιά και κάθισε να

ξεκουραστεί ακουμπώντας στο γέρικο κορμό

της

Ξαφνικά άκουσε μια απαλή φωνή Έμοιαζε

με της γιαγιάς του Κοίταξε γύρω του μα δεν

είδε κανέναν Η φωνή συνέχισε να του μιλάει

τρυφερά Ο Λευτέρης γεμάτος περιέργεια

άρχισε να παρατηρεί προσεχτικά το γέρικο

κορμό τα πελώρια κλαδιά και τ΄ ασημένια

φύλλα της ελιάς Τότε κατάλαβε ποιος του

μιλούσε Έκπληκτος άγγιξε απαλά το υπέροχο

αυτό δέντρο και μοιράστηκε μαζί του όλα του

τα μυστικά

Από εκείνη την ημέρα ο Λευτέρης πήγαινε

καθημερινά στο μαγικό αυτό ελαιώνα

Καθόταν ώρες στη σκιά της αγαπημένης του

ελιάς κι άκουγε τις πιο ωραίες ιστορίες

Ο καιρός πέρασε γρήγορα κι ήρθε η μέρα που

έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι του Έτρεξε στο

μαγικό ελαιώνα κι αγκάλιασε κλαίγοντας το

αγαπημένο του δέντρο Η ελιά έγειρε τα

κλαδιά της και χάιδεψε τα μαλλιά του laquo Μη

στενοχωριέσαιraquo του ψιθύρισε laquo Κόψε ένα

κλαράκι μου και πάρ΄ το μαζί σου Φύτεψέ το

στην αυλή του σπιτιού σου κι εγώ θα είμαι

πάντα κοντά σουraquo

Έτσι κι έγινε Ένα καινούριο ολόδροσο

δεντράκι φύτρωσε στον κήπο του Λευτέρη Κι

από τότε δεν χώρισαν ποτέ

Οι μαγικοί σπόροι

Μια φορά κι έναν καιρό σ΄ ένα μακρινό

χωριουδάκι ζούσε με τη γιαγιά του ένα μικρό

κορίτσι που το έλεγαν Ελπίδα Το σπιτάκι τους

ήταν πολύ φτωχικό Δύσκολα τα έβγαζαν πέρα

Ο περασμένος χειμώνας ήταν πολύ βαρύς

Τα πρώτα χιόνια έπεσαν νωρίς κι ο κρύος

βοριάς σφύριζε μανιασμένα Κάθε πρωί η

γιαγιά με την εγγονή της πήγαιναν στο δάσος

και μάζευαν φρούτα και ξύλα για να

ζεσταθούν

Μια μέρα ο άνεμος φυσούσε άγρια κι ο ήλιος

είχε κρυφτεί πίσω από τα βαριά μαύρα

σύννεφα Η Ελπίδα άφησε τη γιαγιά της στο

κρύο σπιτάκι τους τυλίχτηκε σφιχτά με το

σάλι της και ξεκίνησε για το δάσος Τα πόδια

και τα χέρια της είχαν παγώσει Τα μαλλιά και

τα ρούχα της είχαν βραχεί από την ξαφνική

μπόρα Και το σπουδαιότερο δεν μπορούσε να

γυρίσει πίσω γιατί δεν είχε μαζέψει ακόμη

τίποτα Αποφάσισε τότε να μπει για λίγο σε

μια σπηλιά που βρήκε στο δρόμο της και να

περιμένει

Έτρεμε από το κρύο και

από το φόβο της Είχε αρ

χίσει να νυχτώνει και η

γιαγιά της σίγουρα θα

ανησυχούσε Ξαφνικά

ένα απόκοσμο φως γέμι

σε τη σπηλιά και μια πα

νέμορφη νεράιδα πα

ρουσιάστηκε μπροστά

της

Της χαμογέλασε γλυκά και της χάιδεψε απαλά τα μαλλιά Κρατούσε ένα μικρό σακουλάκι που το άφησε προσεκτικά στα χέρια της Ελπίδας laquoΌταν πας σπίτι σου να το ανοίξεις και να κάνεις ότι ακριβώς σου πει η γιαγιά σου Αυτή ξέρειraquo της είπε τρυφερά και χάθηκε στο σκοτάδι της σπηλιάς Το κορίτσι κρατώντας το γερά έτρεξε χαρούμενο στο φτωχικό του σπιτάκι Τα μάτια του έλαμπαν από ενθουσιασμό καθώς έδειχνε στη γιαγιά του το δώρο της νεράιδας

Η γιαγιά ψηλάφησε τους μεγάλους γυαλιστερούς σπόρους τους έβαλε στη χούφτα της Ελπίδας και της είπε να τους φυτέψει στην αυλή Έτσι ακριβώς έκανε το μικρό κορίτσι Τους έχωσε βαθιά στο έδαφος και τους σκέπασε με φρέσκο χώμα Την άνοιξη οι σπόροι φύτρωσαν και γρήγορα έγιναν μεγάλα δέντρα με υπέροχο σταχτοπράσινο φύλλωμα Ήταν φουντωτές ελιές που αγκάλιασαν το μικρό σπιτάκι Ήρθε το φθινόπωρο και τα κλαδιά τους γέμισαν ευλογημένο καρπό

Από τότε η Ελπίδα κι η γιαγιά της έζησαν

ευτυχισμένες βοηθώντας κάθε κουρασμένο

περαστικό

Η αξία της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό σrsquo ένα μακρινό

χωριό όλοι οι άνθρωποι ζούσαν ευτυχισμένοι

Είχαν πολλά κτήματα εκτιμήσει πλούσια

γεμάτα ελιές Ποτέ όμως δεν είχαν σωστά την

αξία τους

Κάποια μέρα καθώς έπαιζαν δυο παιδιά η

Μαρία και ο Νίκος εμφανίστηκε μπροστά

τους ένας άγνωστος άντρας Τους μίλησε για

τα ελαιόδεντρα και τη χρησιμότητά τους Τους

είπε πως πρέπει να τα φροντίζουν και να τα

αγαπούν

Μετά από αρκετές ημέρες έγινε κάτι φοβερό

Στο χωριό έπεσε μεγάλη κατάρα Όλα τα χωράφια με τα ελαιόδεντρα καταστράφηκαν

Η Μαρία και ο Νίκος αμέσως κατάλαβαν πως έπρεπε να πάνε να βρουν τον μυστήριο αυτό άντρα που τους είχε επισκεφτεί

Τους είχε πει πως ζούσε στο δάσος Αυτό όμως δεν ήταν και τόσοhellip συνηθισμένο δάσος Έλεγαν πως στις κουφάλες των δέντρων ζούσαν φαντάσματα και πως το μέγεθος των ζώων ήταν υπερφυσικό

Φοβόντουσαν πάρα πολύ Περπάτησαν

ατελείωτες ώρες στη σκιά των πελώριων

δέντρων Με τη βοήθεια ενός λιονταριού

κατάφεραν να βρουν τον πύργο του άντρα που

έψαχναν

Χτύπησαν την πόρτα

αλλά κανείς δεν τους

άνοιξε Αποφάσισαν

να περιμένουν Δεν

κατάλαβαν πόσος

χρόνος πέρασε καιhellip

η πόρτα άνοιξε μόνη

της

Τα παιδιά μπήκαν γεμάτα περιέργεια στον

πύργο Ανέβηκαν διστακτικά την παλιά

στριφογυριστή σκάλα που τα οδήγησε σrsquo έ-

να επιβλητικό δωμάτιο Εκεί εργαζόταν ο

μυστηριώδης άντρας που είχαν γνωρίσει

Αμέσως κατάλαβαν πως ήταν μάγος Τους

αποκάλυψε αμέσως το όνομά του τον έλεγαν

Άλφρεντ Άρχισαν λοιπόν να του μιλούν για

το πρόβλημά τους Ο μάγος τα άκουσε προσε-

κτικά και τους είπε τι πρέπει να κάνουν

Έπρεπε να περάσουν τρεις δοκιμασίες Μόνο

έτσι θα έφευγε η κατάρα

Στο χωριό όλοι οι κάτοικοι περνούσαν δύσκο-

λα Από πλούσιοι είχαν γίνει φτωχοί και χωρίς

την ελιά και το λάδι της δεν μπορούσαν να ζή-

σουν Κατάλαβαν έτσι την αξία της αλλά ήταν

πλέον αργά Ή μάλλον σχεδόν αργά

Όταν τα παιδιά επέστρεψαν διηγήθηκαν σε

όλους όλα όσα τους συνέβησαν Τους είπαν για

το μάγο και τις τρεις δοκιμασίες που έπρεπε να

περάσουν Το πρόβλημα όμως ήταν πως δεν

τους είχε πει ποιες ήταν αυτές οι δοκιμασίες

ποιοι θα τις περνούσαν και πότε

Οι μέρες περνούσαν

αργά και βασανιστικά

μετά από δυο μήνες στο

χωριό εμφανίστηκε ένα

μικρό κορίτσι Χτύπησε

την πόρτα ενός σπιτιού

και ζήτησε λίγο φαγητό

Η οικογένεια όμως Το έ-

διωξε Το κορίτσι ήταν

Ο μάγος Άλφρεντ μεταμορ-

φωμένος Αυτή ήταν η πρώ-

τη δοκιμασία που δυστυχώς

όμως απέτυχαν

Αφού πέρασε μια εβδομάδα περίπου ένα μι-

κρό άγνωστο αγόρι εμφανίστηκε σε μια ομάδα

παιδιών και τους ζήτησε να παίξει μαζί τους Η

Μαρία και ο Νίκος όχι μόνο το δέχτηκαν αλλά

το άφησαν να διαλέξει το παιχνίδι που θα έπαι-

ζαν

_ Εσύ Νίκο θα είσαι ο αγρότης Εγώ θα είμαι η

ελιά και Μαρία θα είναι οι καρποί μου είπε το

αγόρι

Τα παιδιά συμφώνησαν κι άρχισαν όλα μαζί να

παίζουν Ο μάγος τότε παρατήρησε τον τρόπο

που ο Νίκος περιποιόταν την ελιά και πόσο χαι-

ρόταν όταν μάζευε τους καρπούς της Αυτή ήταν

η δεύτερη δοκιμασία και τα παιδιά την πέρασαν

με επιτυχία

Πέρασε αρκετός καιρός ώσπου έφτασε η ώρα

για την τρίτη δοκιμασία Μια μέρα ήρθε στο χω-

ριό ένας πλανόδιος έμπορος Πουλούσε από σπό-

ρους μέχρι και μαγικά αντικείμενα Οι τιμές όμως

ήταν πολύ υψηλές Ο Νίκος με τον πατέρα του ζή-

τησαν να δουν τους σπόρους που είχε

_Έχω σπόρους συκιάς πορτοκαλιάς μηλιάς και

τον τελευταίο σπόρο ελιάς είπε ο άντρας

_Τον τελευταίο Ρώτησε ο Νίκος

_ Ναι Τον τελευταίο

_Δεν υπάρχει άλλος

_Όχι

_Ούτε ένας

_Τίποτα

_Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Ναι Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Είστε σίγουρος για αυτό

_Απολύτως

Ο Νίκος δεν πίστευε στ΄ αυτιά τουΤότε ζήτη-

σε αμέσως απόν τον πατέρα του να αγοράσει τον

τελευταίο σπόρο ελιάς σ΄ ολόκληρη τη γη Η τι-

μή του όμως ήταν πολύ πάρα πολύ υψηλή Εκα-

τό χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Γιε μου δεν έχουμε τόσα χρήματα Μπορούμε

όμως να πουλήσουμε τα τέσσερα κτήματά μας

_Ναι να τα δώσουμε Θα μας μείνει η αυλή του

σπιτιού Εκεί θα φυτέψουμε τον πολύτιμο σπόρο

Τότε εμφανίστηκε ο μάγος Άλφρεντ

_Δίνω διακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα είπε

ο μάγος

_Άλφρεντ δεν είναι τίμιο είπε ο Νίκος

Προλάβαμε

εμείς να αγοράσουμε αυτόν το σπόρο

_Δίνω τριακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Τότε εγώ θα δώσω και το σπίτι μου είπε ο πα-

τέρας του Νίκου

_Ναι αλλά hellip αυτά είναι λιγότερα από τα χρή-

ματα που μου δίνει ο μάγος είπε ο έμπορος

_Τότε και εγώ θα δώσω όσα χρήματα έχω στον

κουμπαρά μου είπε η Μαρία

_Κι εγώ φώναξε ο Βασίλης

_Εγώ θα δώσω το μοναδικό κτήμα που έχω είπε

ο κύριος Βαγγέλης

_Και εγώ φώναξε η κυρία Βαρβάρα

_Ναι Και εμείς θα δώσουμε ότι έχουμε στους

κουμπαράδες μας φώναξαν δυνατά όλα τα

παιδιά που ήταν μαζεμένα στην πλατεία του

χωριού

Όλοι άρχισαν να δίνουν χρήματα σπίτια

έπιπλα χωράφια και μαγαζιά μέχρι που κέρδι-

σαν το μάγο Άλφρεντ και αγόρασαν το σπόρο

της ελιάς Από τη στιγμή που τον φύτεψαν το

πρόσεχαν πάρα πολύ

Μετά από χρόνια όταν οι χωρικοί μάζεψαν

τους καρπούς αυτής της ελιάς διαπίστωσαν ότι

είχε το πιο νόστιμο λάδι Τότε ο μάγος

πείστηκε πως όλοι είχαν καταλάβει την αξία

της και γέμισε ξανά όλα τα χωράφια τους με

ελαιόδεντρα

ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α

Κουκάκη Κατερίνα

Μπογκντάνι Γκισέλα

Καρυώτης Γιώργος

Αθανασόπουλος Στέφανος

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 71: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

Ξαφνικά άκουσε μια απαλή φωνή Έμοιαζε

με της γιαγιάς του Κοίταξε γύρω του μα δεν

είδε κανέναν Η φωνή συνέχισε να του μιλάει

τρυφερά Ο Λευτέρης γεμάτος περιέργεια

άρχισε να παρατηρεί προσεχτικά το γέρικο

κορμό τα πελώρια κλαδιά και τ΄ ασημένια

φύλλα της ελιάς Τότε κατάλαβε ποιος του

μιλούσε Έκπληκτος άγγιξε απαλά το υπέροχο

αυτό δέντρο και μοιράστηκε μαζί του όλα του

τα μυστικά

Από εκείνη την ημέρα ο Λευτέρης πήγαινε

καθημερινά στο μαγικό αυτό ελαιώνα

Καθόταν ώρες στη σκιά της αγαπημένης του

ελιάς κι άκουγε τις πιο ωραίες ιστορίες

Ο καιρός πέρασε γρήγορα κι ήρθε η μέρα που

έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι του Έτρεξε στο

μαγικό ελαιώνα κι αγκάλιασε κλαίγοντας το

αγαπημένο του δέντρο Η ελιά έγειρε τα

κλαδιά της και χάιδεψε τα μαλλιά του laquo Μη

στενοχωριέσαιraquo του ψιθύρισε laquo Κόψε ένα

κλαράκι μου και πάρ΄ το μαζί σου Φύτεψέ το

στην αυλή του σπιτιού σου κι εγώ θα είμαι

πάντα κοντά σουraquo

Έτσι κι έγινε Ένα καινούριο ολόδροσο

δεντράκι φύτρωσε στον κήπο του Λευτέρη Κι

από τότε δεν χώρισαν ποτέ

Οι μαγικοί σπόροι

Μια φορά κι έναν καιρό σ΄ ένα μακρινό

χωριουδάκι ζούσε με τη γιαγιά του ένα μικρό

κορίτσι που το έλεγαν Ελπίδα Το σπιτάκι τους

ήταν πολύ φτωχικό Δύσκολα τα έβγαζαν πέρα

Ο περασμένος χειμώνας ήταν πολύ βαρύς

Τα πρώτα χιόνια έπεσαν νωρίς κι ο κρύος

βοριάς σφύριζε μανιασμένα Κάθε πρωί η

γιαγιά με την εγγονή της πήγαιναν στο δάσος

και μάζευαν φρούτα και ξύλα για να

ζεσταθούν

Μια μέρα ο άνεμος φυσούσε άγρια κι ο ήλιος

είχε κρυφτεί πίσω από τα βαριά μαύρα

σύννεφα Η Ελπίδα άφησε τη γιαγιά της στο

κρύο σπιτάκι τους τυλίχτηκε σφιχτά με το

σάλι της και ξεκίνησε για το δάσος Τα πόδια

και τα χέρια της είχαν παγώσει Τα μαλλιά και

τα ρούχα της είχαν βραχεί από την ξαφνική

μπόρα Και το σπουδαιότερο δεν μπορούσε να

γυρίσει πίσω γιατί δεν είχε μαζέψει ακόμη

τίποτα Αποφάσισε τότε να μπει για λίγο σε

μια σπηλιά που βρήκε στο δρόμο της και να

περιμένει

Έτρεμε από το κρύο και

από το φόβο της Είχε αρ

χίσει να νυχτώνει και η

γιαγιά της σίγουρα θα

ανησυχούσε Ξαφνικά

ένα απόκοσμο φως γέμι

σε τη σπηλιά και μια πα

νέμορφη νεράιδα πα

ρουσιάστηκε μπροστά

της

Της χαμογέλασε γλυκά και της χάιδεψε απαλά τα μαλλιά Κρατούσε ένα μικρό σακουλάκι που το άφησε προσεκτικά στα χέρια της Ελπίδας laquoΌταν πας σπίτι σου να το ανοίξεις και να κάνεις ότι ακριβώς σου πει η γιαγιά σου Αυτή ξέρειraquo της είπε τρυφερά και χάθηκε στο σκοτάδι της σπηλιάς Το κορίτσι κρατώντας το γερά έτρεξε χαρούμενο στο φτωχικό του σπιτάκι Τα μάτια του έλαμπαν από ενθουσιασμό καθώς έδειχνε στη γιαγιά του το δώρο της νεράιδας

Η γιαγιά ψηλάφησε τους μεγάλους γυαλιστερούς σπόρους τους έβαλε στη χούφτα της Ελπίδας και της είπε να τους φυτέψει στην αυλή Έτσι ακριβώς έκανε το μικρό κορίτσι Τους έχωσε βαθιά στο έδαφος και τους σκέπασε με φρέσκο χώμα Την άνοιξη οι σπόροι φύτρωσαν και γρήγορα έγιναν μεγάλα δέντρα με υπέροχο σταχτοπράσινο φύλλωμα Ήταν φουντωτές ελιές που αγκάλιασαν το μικρό σπιτάκι Ήρθε το φθινόπωρο και τα κλαδιά τους γέμισαν ευλογημένο καρπό

Από τότε η Ελπίδα κι η γιαγιά της έζησαν

ευτυχισμένες βοηθώντας κάθε κουρασμένο

περαστικό

Η αξία της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό σrsquo ένα μακρινό

χωριό όλοι οι άνθρωποι ζούσαν ευτυχισμένοι

Είχαν πολλά κτήματα εκτιμήσει πλούσια

γεμάτα ελιές Ποτέ όμως δεν είχαν σωστά την

αξία τους

Κάποια μέρα καθώς έπαιζαν δυο παιδιά η

Μαρία και ο Νίκος εμφανίστηκε μπροστά

τους ένας άγνωστος άντρας Τους μίλησε για

τα ελαιόδεντρα και τη χρησιμότητά τους Τους

είπε πως πρέπει να τα φροντίζουν και να τα

αγαπούν

Μετά από αρκετές ημέρες έγινε κάτι φοβερό

Στο χωριό έπεσε μεγάλη κατάρα Όλα τα χωράφια με τα ελαιόδεντρα καταστράφηκαν

Η Μαρία και ο Νίκος αμέσως κατάλαβαν πως έπρεπε να πάνε να βρουν τον μυστήριο αυτό άντρα που τους είχε επισκεφτεί

Τους είχε πει πως ζούσε στο δάσος Αυτό όμως δεν ήταν και τόσοhellip συνηθισμένο δάσος Έλεγαν πως στις κουφάλες των δέντρων ζούσαν φαντάσματα και πως το μέγεθος των ζώων ήταν υπερφυσικό

Φοβόντουσαν πάρα πολύ Περπάτησαν

ατελείωτες ώρες στη σκιά των πελώριων

δέντρων Με τη βοήθεια ενός λιονταριού

κατάφεραν να βρουν τον πύργο του άντρα που

έψαχναν

Χτύπησαν την πόρτα

αλλά κανείς δεν τους

άνοιξε Αποφάσισαν

να περιμένουν Δεν

κατάλαβαν πόσος

χρόνος πέρασε καιhellip

η πόρτα άνοιξε μόνη

της

Τα παιδιά μπήκαν γεμάτα περιέργεια στον

πύργο Ανέβηκαν διστακτικά την παλιά

στριφογυριστή σκάλα που τα οδήγησε σrsquo έ-

να επιβλητικό δωμάτιο Εκεί εργαζόταν ο

μυστηριώδης άντρας που είχαν γνωρίσει

Αμέσως κατάλαβαν πως ήταν μάγος Τους

αποκάλυψε αμέσως το όνομά του τον έλεγαν

Άλφρεντ Άρχισαν λοιπόν να του μιλούν για

το πρόβλημά τους Ο μάγος τα άκουσε προσε-

κτικά και τους είπε τι πρέπει να κάνουν

Έπρεπε να περάσουν τρεις δοκιμασίες Μόνο

έτσι θα έφευγε η κατάρα

Στο χωριό όλοι οι κάτοικοι περνούσαν δύσκο-

λα Από πλούσιοι είχαν γίνει φτωχοί και χωρίς

την ελιά και το λάδι της δεν μπορούσαν να ζή-

σουν Κατάλαβαν έτσι την αξία της αλλά ήταν

πλέον αργά Ή μάλλον σχεδόν αργά

Όταν τα παιδιά επέστρεψαν διηγήθηκαν σε

όλους όλα όσα τους συνέβησαν Τους είπαν για

το μάγο και τις τρεις δοκιμασίες που έπρεπε να

περάσουν Το πρόβλημα όμως ήταν πως δεν

τους είχε πει ποιες ήταν αυτές οι δοκιμασίες

ποιοι θα τις περνούσαν και πότε

Οι μέρες περνούσαν

αργά και βασανιστικά

μετά από δυο μήνες στο

χωριό εμφανίστηκε ένα

μικρό κορίτσι Χτύπησε

την πόρτα ενός σπιτιού

και ζήτησε λίγο φαγητό

Η οικογένεια όμως Το έ-

διωξε Το κορίτσι ήταν

Ο μάγος Άλφρεντ μεταμορ-

φωμένος Αυτή ήταν η πρώ-

τη δοκιμασία που δυστυχώς

όμως απέτυχαν

Αφού πέρασε μια εβδομάδα περίπου ένα μι-

κρό άγνωστο αγόρι εμφανίστηκε σε μια ομάδα

παιδιών και τους ζήτησε να παίξει μαζί τους Η

Μαρία και ο Νίκος όχι μόνο το δέχτηκαν αλλά

το άφησαν να διαλέξει το παιχνίδι που θα έπαι-

ζαν

_ Εσύ Νίκο θα είσαι ο αγρότης Εγώ θα είμαι η

ελιά και Μαρία θα είναι οι καρποί μου είπε το

αγόρι

Τα παιδιά συμφώνησαν κι άρχισαν όλα μαζί να

παίζουν Ο μάγος τότε παρατήρησε τον τρόπο

που ο Νίκος περιποιόταν την ελιά και πόσο χαι-

ρόταν όταν μάζευε τους καρπούς της Αυτή ήταν

η δεύτερη δοκιμασία και τα παιδιά την πέρασαν

με επιτυχία

Πέρασε αρκετός καιρός ώσπου έφτασε η ώρα

για την τρίτη δοκιμασία Μια μέρα ήρθε στο χω-

ριό ένας πλανόδιος έμπορος Πουλούσε από σπό-

ρους μέχρι και μαγικά αντικείμενα Οι τιμές όμως

ήταν πολύ υψηλές Ο Νίκος με τον πατέρα του ζή-

τησαν να δουν τους σπόρους που είχε

_Έχω σπόρους συκιάς πορτοκαλιάς μηλιάς και

τον τελευταίο σπόρο ελιάς είπε ο άντρας

_Τον τελευταίο Ρώτησε ο Νίκος

_ Ναι Τον τελευταίο

_Δεν υπάρχει άλλος

_Όχι

_Ούτε ένας

_Τίποτα

_Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Ναι Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Είστε σίγουρος για αυτό

_Απολύτως

Ο Νίκος δεν πίστευε στ΄ αυτιά τουΤότε ζήτη-

σε αμέσως απόν τον πατέρα του να αγοράσει τον

τελευταίο σπόρο ελιάς σ΄ ολόκληρη τη γη Η τι-

μή του όμως ήταν πολύ πάρα πολύ υψηλή Εκα-

τό χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Γιε μου δεν έχουμε τόσα χρήματα Μπορούμε

όμως να πουλήσουμε τα τέσσερα κτήματά μας

_Ναι να τα δώσουμε Θα μας μείνει η αυλή του

σπιτιού Εκεί θα φυτέψουμε τον πολύτιμο σπόρο

Τότε εμφανίστηκε ο μάγος Άλφρεντ

_Δίνω διακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα είπε

ο μάγος

_Άλφρεντ δεν είναι τίμιο είπε ο Νίκος

Προλάβαμε

εμείς να αγοράσουμε αυτόν το σπόρο

_Δίνω τριακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Τότε εγώ θα δώσω και το σπίτι μου είπε ο πα-

τέρας του Νίκου

_Ναι αλλά hellip αυτά είναι λιγότερα από τα χρή-

ματα που μου δίνει ο μάγος είπε ο έμπορος

_Τότε και εγώ θα δώσω όσα χρήματα έχω στον

κουμπαρά μου είπε η Μαρία

_Κι εγώ φώναξε ο Βασίλης

_Εγώ θα δώσω το μοναδικό κτήμα που έχω είπε

ο κύριος Βαγγέλης

_Και εγώ φώναξε η κυρία Βαρβάρα

_Ναι Και εμείς θα δώσουμε ότι έχουμε στους

κουμπαράδες μας φώναξαν δυνατά όλα τα

παιδιά που ήταν μαζεμένα στην πλατεία του

χωριού

Όλοι άρχισαν να δίνουν χρήματα σπίτια

έπιπλα χωράφια και μαγαζιά μέχρι που κέρδι-

σαν το μάγο Άλφρεντ και αγόρασαν το σπόρο

της ελιάς Από τη στιγμή που τον φύτεψαν το

πρόσεχαν πάρα πολύ

Μετά από χρόνια όταν οι χωρικοί μάζεψαν

τους καρπούς αυτής της ελιάς διαπίστωσαν ότι

είχε το πιο νόστιμο λάδι Τότε ο μάγος

πείστηκε πως όλοι είχαν καταλάβει την αξία

της και γέμισε ξανά όλα τα χωράφια τους με

ελαιόδεντρα

ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α

Κουκάκη Κατερίνα

Μπογκντάνι Γκισέλα

Καρυώτης Γιώργος

Αθανασόπουλος Στέφανος

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 72: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

Από εκείνη την ημέρα ο Λευτέρης πήγαινε

καθημερινά στο μαγικό αυτό ελαιώνα

Καθόταν ώρες στη σκιά της αγαπημένης του

ελιάς κι άκουγε τις πιο ωραίες ιστορίες

Ο καιρός πέρασε γρήγορα κι ήρθε η μέρα που

έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι του Έτρεξε στο

μαγικό ελαιώνα κι αγκάλιασε κλαίγοντας το

αγαπημένο του δέντρο Η ελιά έγειρε τα

κλαδιά της και χάιδεψε τα μαλλιά του laquo Μη

στενοχωριέσαιraquo του ψιθύρισε laquo Κόψε ένα

κλαράκι μου και πάρ΄ το μαζί σου Φύτεψέ το

στην αυλή του σπιτιού σου κι εγώ θα είμαι

πάντα κοντά σουraquo

Έτσι κι έγινε Ένα καινούριο ολόδροσο

δεντράκι φύτρωσε στον κήπο του Λευτέρη Κι

από τότε δεν χώρισαν ποτέ

Οι μαγικοί σπόροι

Μια φορά κι έναν καιρό σ΄ ένα μακρινό

χωριουδάκι ζούσε με τη γιαγιά του ένα μικρό

κορίτσι που το έλεγαν Ελπίδα Το σπιτάκι τους

ήταν πολύ φτωχικό Δύσκολα τα έβγαζαν πέρα

Ο περασμένος χειμώνας ήταν πολύ βαρύς

Τα πρώτα χιόνια έπεσαν νωρίς κι ο κρύος

βοριάς σφύριζε μανιασμένα Κάθε πρωί η

γιαγιά με την εγγονή της πήγαιναν στο δάσος

και μάζευαν φρούτα και ξύλα για να

ζεσταθούν

Μια μέρα ο άνεμος φυσούσε άγρια κι ο ήλιος

είχε κρυφτεί πίσω από τα βαριά μαύρα

σύννεφα Η Ελπίδα άφησε τη γιαγιά της στο

κρύο σπιτάκι τους τυλίχτηκε σφιχτά με το

σάλι της και ξεκίνησε για το δάσος Τα πόδια

και τα χέρια της είχαν παγώσει Τα μαλλιά και

τα ρούχα της είχαν βραχεί από την ξαφνική

μπόρα Και το σπουδαιότερο δεν μπορούσε να

γυρίσει πίσω γιατί δεν είχε μαζέψει ακόμη

τίποτα Αποφάσισε τότε να μπει για λίγο σε

μια σπηλιά που βρήκε στο δρόμο της και να

περιμένει

Έτρεμε από το κρύο και

από το φόβο της Είχε αρ

χίσει να νυχτώνει και η

γιαγιά της σίγουρα θα

ανησυχούσε Ξαφνικά

ένα απόκοσμο φως γέμι

σε τη σπηλιά και μια πα

νέμορφη νεράιδα πα

ρουσιάστηκε μπροστά

της

Της χαμογέλασε γλυκά και της χάιδεψε απαλά τα μαλλιά Κρατούσε ένα μικρό σακουλάκι που το άφησε προσεκτικά στα χέρια της Ελπίδας laquoΌταν πας σπίτι σου να το ανοίξεις και να κάνεις ότι ακριβώς σου πει η γιαγιά σου Αυτή ξέρειraquo της είπε τρυφερά και χάθηκε στο σκοτάδι της σπηλιάς Το κορίτσι κρατώντας το γερά έτρεξε χαρούμενο στο φτωχικό του σπιτάκι Τα μάτια του έλαμπαν από ενθουσιασμό καθώς έδειχνε στη γιαγιά του το δώρο της νεράιδας

Η γιαγιά ψηλάφησε τους μεγάλους γυαλιστερούς σπόρους τους έβαλε στη χούφτα της Ελπίδας και της είπε να τους φυτέψει στην αυλή Έτσι ακριβώς έκανε το μικρό κορίτσι Τους έχωσε βαθιά στο έδαφος και τους σκέπασε με φρέσκο χώμα Την άνοιξη οι σπόροι φύτρωσαν και γρήγορα έγιναν μεγάλα δέντρα με υπέροχο σταχτοπράσινο φύλλωμα Ήταν φουντωτές ελιές που αγκάλιασαν το μικρό σπιτάκι Ήρθε το φθινόπωρο και τα κλαδιά τους γέμισαν ευλογημένο καρπό

Από τότε η Ελπίδα κι η γιαγιά της έζησαν

ευτυχισμένες βοηθώντας κάθε κουρασμένο

περαστικό

Η αξία της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό σrsquo ένα μακρινό

χωριό όλοι οι άνθρωποι ζούσαν ευτυχισμένοι

Είχαν πολλά κτήματα εκτιμήσει πλούσια

γεμάτα ελιές Ποτέ όμως δεν είχαν σωστά την

αξία τους

Κάποια μέρα καθώς έπαιζαν δυο παιδιά η

Μαρία και ο Νίκος εμφανίστηκε μπροστά

τους ένας άγνωστος άντρας Τους μίλησε για

τα ελαιόδεντρα και τη χρησιμότητά τους Τους

είπε πως πρέπει να τα φροντίζουν και να τα

αγαπούν

Μετά από αρκετές ημέρες έγινε κάτι φοβερό

Στο χωριό έπεσε μεγάλη κατάρα Όλα τα χωράφια με τα ελαιόδεντρα καταστράφηκαν

Η Μαρία και ο Νίκος αμέσως κατάλαβαν πως έπρεπε να πάνε να βρουν τον μυστήριο αυτό άντρα που τους είχε επισκεφτεί

Τους είχε πει πως ζούσε στο δάσος Αυτό όμως δεν ήταν και τόσοhellip συνηθισμένο δάσος Έλεγαν πως στις κουφάλες των δέντρων ζούσαν φαντάσματα και πως το μέγεθος των ζώων ήταν υπερφυσικό

Φοβόντουσαν πάρα πολύ Περπάτησαν

ατελείωτες ώρες στη σκιά των πελώριων

δέντρων Με τη βοήθεια ενός λιονταριού

κατάφεραν να βρουν τον πύργο του άντρα που

έψαχναν

Χτύπησαν την πόρτα

αλλά κανείς δεν τους

άνοιξε Αποφάσισαν

να περιμένουν Δεν

κατάλαβαν πόσος

χρόνος πέρασε καιhellip

η πόρτα άνοιξε μόνη

της

Τα παιδιά μπήκαν γεμάτα περιέργεια στον

πύργο Ανέβηκαν διστακτικά την παλιά

στριφογυριστή σκάλα που τα οδήγησε σrsquo έ-

να επιβλητικό δωμάτιο Εκεί εργαζόταν ο

μυστηριώδης άντρας που είχαν γνωρίσει

Αμέσως κατάλαβαν πως ήταν μάγος Τους

αποκάλυψε αμέσως το όνομά του τον έλεγαν

Άλφρεντ Άρχισαν λοιπόν να του μιλούν για

το πρόβλημά τους Ο μάγος τα άκουσε προσε-

κτικά και τους είπε τι πρέπει να κάνουν

Έπρεπε να περάσουν τρεις δοκιμασίες Μόνο

έτσι θα έφευγε η κατάρα

Στο χωριό όλοι οι κάτοικοι περνούσαν δύσκο-

λα Από πλούσιοι είχαν γίνει φτωχοί και χωρίς

την ελιά και το λάδι της δεν μπορούσαν να ζή-

σουν Κατάλαβαν έτσι την αξία της αλλά ήταν

πλέον αργά Ή μάλλον σχεδόν αργά

Όταν τα παιδιά επέστρεψαν διηγήθηκαν σε

όλους όλα όσα τους συνέβησαν Τους είπαν για

το μάγο και τις τρεις δοκιμασίες που έπρεπε να

περάσουν Το πρόβλημα όμως ήταν πως δεν

τους είχε πει ποιες ήταν αυτές οι δοκιμασίες

ποιοι θα τις περνούσαν και πότε

Οι μέρες περνούσαν

αργά και βασανιστικά

μετά από δυο μήνες στο

χωριό εμφανίστηκε ένα

μικρό κορίτσι Χτύπησε

την πόρτα ενός σπιτιού

και ζήτησε λίγο φαγητό

Η οικογένεια όμως Το έ-

διωξε Το κορίτσι ήταν

Ο μάγος Άλφρεντ μεταμορ-

φωμένος Αυτή ήταν η πρώ-

τη δοκιμασία που δυστυχώς

όμως απέτυχαν

Αφού πέρασε μια εβδομάδα περίπου ένα μι-

κρό άγνωστο αγόρι εμφανίστηκε σε μια ομάδα

παιδιών και τους ζήτησε να παίξει μαζί τους Η

Μαρία και ο Νίκος όχι μόνο το δέχτηκαν αλλά

το άφησαν να διαλέξει το παιχνίδι που θα έπαι-

ζαν

_ Εσύ Νίκο θα είσαι ο αγρότης Εγώ θα είμαι η

ελιά και Μαρία θα είναι οι καρποί μου είπε το

αγόρι

Τα παιδιά συμφώνησαν κι άρχισαν όλα μαζί να

παίζουν Ο μάγος τότε παρατήρησε τον τρόπο

που ο Νίκος περιποιόταν την ελιά και πόσο χαι-

ρόταν όταν μάζευε τους καρπούς της Αυτή ήταν

η δεύτερη δοκιμασία και τα παιδιά την πέρασαν

με επιτυχία

Πέρασε αρκετός καιρός ώσπου έφτασε η ώρα

για την τρίτη δοκιμασία Μια μέρα ήρθε στο χω-

ριό ένας πλανόδιος έμπορος Πουλούσε από σπό-

ρους μέχρι και μαγικά αντικείμενα Οι τιμές όμως

ήταν πολύ υψηλές Ο Νίκος με τον πατέρα του ζή-

τησαν να δουν τους σπόρους που είχε

_Έχω σπόρους συκιάς πορτοκαλιάς μηλιάς και

τον τελευταίο σπόρο ελιάς είπε ο άντρας

_Τον τελευταίο Ρώτησε ο Νίκος

_ Ναι Τον τελευταίο

_Δεν υπάρχει άλλος

_Όχι

_Ούτε ένας

_Τίποτα

_Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Ναι Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Είστε σίγουρος για αυτό

_Απολύτως

Ο Νίκος δεν πίστευε στ΄ αυτιά τουΤότε ζήτη-

σε αμέσως απόν τον πατέρα του να αγοράσει τον

τελευταίο σπόρο ελιάς σ΄ ολόκληρη τη γη Η τι-

μή του όμως ήταν πολύ πάρα πολύ υψηλή Εκα-

τό χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Γιε μου δεν έχουμε τόσα χρήματα Μπορούμε

όμως να πουλήσουμε τα τέσσερα κτήματά μας

_Ναι να τα δώσουμε Θα μας μείνει η αυλή του

σπιτιού Εκεί θα φυτέψουμε τον πολύτιμο σπόρο

Τότε εμφανίστηκε ο μάγος Άλφρεντ

_Δίνω διακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα είπε

ο μάγος

_Άλφρεντ δεν είναι τίμιο είπε ο Νίκος

Προλάβαμε

εμείς να αγοράσουμε αυτόν το σπόρο

_Δίνω τριακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Τότε εγώ θα δώσω και το σπίτι μου είπε ο πα-

τέρας του Νίκου

_Ναι αλλά hellip αυτά είναι λιγότερα από τα χρή-

ματα που μου δίνει ο μάγος είπε ο έμπορος

_Τότε και εγώ θα δώσω όσα χρήματα έχω στον

κουμπαρά μου είπε η Μαρία

_Κι εγώ φώναξε ο Βασίλης

_Εγώ θα δώσω το μοναδικό κτήμα που έχω είπε

ο κύριος Βαγγέλης

_Και εγώ φώναξε η κυρία Βαρβάρα

_Ναι Και εμείς θα δώσουμε ότι έχουμε στους

κουμπαράδες μας φώναξαν δυνατά όλα τα

παιδιά που ήταν μαζεμένα στην πλατεία του

χωριού

Όλοι άρχισαν να δίνουν χρήματα σπίτια

έπιπλα χωράφια και μαγαζιά μέχρι που κέρδι-

σαν το μάγο Άλφρεντ και αγόρασαν το σπόρο

της ελιάς Από τη στιγμή που τον φύτεψαν το

πρόσεχαν πάρα πολύ

Μετά από χρόνια όταν οι χωρικοί μάζεψαν

τους καρπούς αυτής της ελιάς διαπίστωσαν ότι

είχε το πιο νόστιμο λάδι Τότε ο μάγος

πείστηκε πως όλοι είχαν καταλάβει την αξία

της και γέμισε ξανά όλα τα χωράφια τους με

ελαιόδεντρα

ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α

Κουκάκη Κατερίνα

Μπογκντάνι Γκισέλα

Καρυώτης Γιώργος

Αθανασόπουλος Στέφανος

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 73: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

Ο καιρός πέρασε γρήγορα κι ήρθε η μέρα που

έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι του Έτρεξε στο

μαγικό ελαιώνα κι αγκάλιασε κλαίγοντας το

αγαπημένο του δέντρο Η ελιά έγειρε τα

κλαδιά της και χάιδεψε τα μαλλιά του laquo Μη

στενοχωριέσαιraquo του ψιθύρισε laquo Κόψε ένα

κλαράκι μου και πάρ΄ το μαζί σου Φύτεψέ το

στην αυλή του σπιτιού σου κι εγώ θα είμαι

πάντα κοντά σουraquo

Έτσι κι έγινε Ένα καινούριο ολόδροσο

δεντράκι φύτρωσε στον κήπο του Λευτέρη Κι

από τότε δεν χώρισαν ποτέ

Οι μαγικοί σπόροι

Μια φορά κι έναν καιρό σ΄ ένα μακρινό

χωριουδάκι ζούσε με τη γιαγιά του ένα μικρό

κορίτσι που το έλεγαν Ελπίδα Το σπιτάκι τους

ήταν πολύ φτωχικό Δύσκολα τα έβγαζαν πέρα

Ο περασμένος χειμώνας ήταν πολύ βαρύς

Τα πρώτα χιόνια έπεσαν νωρίς κι ο κρύος

βοριάς σφύριζε μανιασμένα Κάθε πρωί η

γιαγιά με την εγγονή της πήγαιναν στο δάσος

και μάζευαν φρούτα και ξύλα για να

ζεσταθούν

Μια μέρα ο άνεμος φυσούσε άγρια κι ο ήλιος

είχε κρυφτεί πίσω από τα βαριά μαύρα

σύννεφα Η Ελπίδα άφησε τη γιαγιά της στο

κρύο σπιτάκι τους τυλίχτηκε σφιχτά με το

σάλι της και ξεκίνησε για το δάσος Τα πόδια

και τα χέρια της είχαν παγώσει Τα μαλλιά και

τα ρούχα της είχαν βραχεί από την ξαφνική

μπόρα Και το σπουδαιότερο δεν μπορούσε να

γυρίσει πίσω γιατί δεν είχε μαζέψει ακόμη

τίποτα Αποφάσισε τότε να μπει για λίγο σε

μια σπηλιά που βρήκε στο δρόμο της και να

περιμένει

Έτρεμε από το κρύο και

από το φόβο της Είχε αρ

χίσει να νυχτώνει και η

γιαγιά της σίγουρα θα

ανησυχούσε Ξαφνικά

ένα απόκοσμο φως γέμι

σε τη σπηλιά και μια πα

νέμορφη νεράιδα πα

ρουσιάστηκε μπροστά

της

Της χαμογέλασε γλυκά και της χάιδεψε απαλά τα μαλλιά Κρατούσε ένα μικρό σακουλάκι που το άφησε προσεκτικά στα χέρια της Ελπίδας laquoΌταν πας σπίτι σου να το ανοίξεις και να κάνεις ότι ακριβώς σου πει η γιαγιά σου Αυτή ξέρειraquo της είπε τρυφερά και χάθηκε στο σκοτάδι της σπηλιάς Το κορίτσι κρατώντας το γερά έτρεξε χαρούμενο στο φτωχικό του σπιτάκι Τα μάτια του έλαμπαν από ενθουσιασμό καθώς έδειχνε στη γιαγιά του το δώρο της νεράιδας

Η γιαγιά ψηλάφησε τους μεγάλους γυαλιστερούς σπόρους τους έβαλε στη χούφτα της Ελπίδας και της είπε να τους φυτέψει στην αυλή Έτσι ακριβώς έκανε το μικρό κορίτσι Τους έχωσε βαθιά στο έδαφος και τους σκέπασε με φρέσκο χώμα Την άνοιξη οι σπόροι φύτρωσαν και γρήγορα έγιναν μεγάλα δέντρα με υπέροχο σταχτοπράσινο φύλλωμα Ήταν φουντωτές ελιές που αγκάλιασαν το μικρό σπιτάκι Ήρθε το φθινόπωρο και τα κλαδιά τους γέμισαν ευλογημένο καρπό

Από τότε η Ελπίδα κι η γιαγιά της έζησαν

ευτυχισμένες βοηθώντας κάθε κουρασμένο

περαστικό

Η αξία της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό σrsquo ένα μακρινό

χωριό όλοι οι άνθρωποι ζούσαν ευτυχισμένοι

Είχαν πολλά κτήματα εκτιμήσει πλούσια

γεμάτα ελιές Ποτέ όμως δεν είχαν σωστά την

αξία τους

Κάποια μέρα καθώς έπαιζαν δυο παιδιά η

Μαρία και ο Νίκος εμφανίστηκε μπροστά

τους ένας άγνωστος άντρας Τους μίλησε για

τα ελαιόδεντρα και τη χρησιμότητά τους Τους

είπε πως πρέπει να τα φροντίζουν και να τα

αγαπούν

Μετά από αρκετές ημέρες έγινε κάτι φοβερό

Στο χωριό έπεσε μεγάλη κατάρα Όλα τα χωράφια με τα ελαιόδεντρα καταστράφηκαν

Η Μαρία και ο Νίκος αμέσως κατάλαβαν πως έπρεπε να πάνε να βρουν τον μυστήριο αυτό άντρα που τους είχε επισκεφτεί

Τους είχε πει πως ζούσε στο δάσος Αυτό όμως δεν ήταν και τόσοhellip συνηθισμένο δάσος Έλεγαν πως στις κουφάλες των δέντρων ζούσαν φαντάσματα και πως το μέγεθος των ζώων ήταν υπερφυσικό

Φοβόντουσαν πάρα πολύ Περπάτησαν

ατελείωτες ώρες στη σκιά των πελώριων

δέντρων Με τη βοήθεια ενός λιονταριού

κατάφεραν να βρουν τον πύργο του άντρα που

έψαχναν

Χτύπησαν την πόρτα

αλλά κανείς δεν τους

άνοιξε Αποφάσισαν

να περιμένουν Δεν

κατάλαβαν πόσος

χρόνος πέρασε καιhellip

η πόρτα άνοιξε μόνη

της

Τα παιδιά μπήκαν γεμάτα περιέργεια στον

πύργο Ανέβηκαν διστακτικά την παλιά

στριφογυριστή σκάλα που τα οδήγησε σrsquo έ-

να επιβλητικό δωμάτιο Εκεί εργαζόταν ο

μυστηριώδης άντρας που είχαν γνωρίσει

Αμέσως κατάλαβαν πως ήταν μάγος Τους

αποκάλυψε αμέσως το όνομά του τον έλεγαν

Άλφρεντ Άρχισαν λοιπόν να του μιλούν για

το πρόβλημά τους Ο μάγος τα άκουσε προσε-

κτικά και τους είπε τι πρέπει να κάνουν

Έπρεπε να περάσουν τρεις δοκιμασίες Μόνο

έτσι θα έφευγε η κατάρα

Στο χωριό όλοι οι κάτοικοι περνούσαν δύσκο-

λα Από πλούσιοι είχαν γίνει φτωχοί και χωρίς

την ελιά και το λάδι της δεν μπορούσαν να ζή-

σουν Κατάλαβαν έτσι την αξία της αλλά ήταν

πλέον αργά Ή μάλλον σχεδόν αργά

Όταν τα παιδιά επέστρεψαν διηγήθηκαν σε

όλους όλα όσα τους συνέβησαν Τους είπαν για

το μάγο και τις τρεις δοκιμασίες που έπρεπε να

περάσουν Το πρόβλημα όμως ήταν πως δεν

τους είχε πει ποιες ήταν αυτές οι δοκιμασίες

ποιοι θα τις περνούσαν και πότε

Οι μέρες περνούσαν

αργά και βασανιστικά

μετά από δυο μήνες στο

χωριό εμφανίστηκε ένα

μικρό κορίτσι Χτύπησε

την πόρτα ενός σπιτιού

και ζήτησε λίγο φαγητό

Η οικογένεια όμως Το έ-

διωξε Το κορίτσι ήταν

Ο μάγος Άλφρεντ μεταμορ-

φωμένος Αυτή ήταν η πρώ-

τη δοκιμασία που δυστυχώς

όμως απέτυχαν

Αφού πέρασε μια εβδομάδα περίπου ένα μι-

κρό άγνωστο αγόρι εμφανίστηκε σε μια ομάδα

παιδιών και τους ζήτησε να παίξει μαζί τους Η

Μαρία και ο Νίκος όχι μόνο το δέχτηκαν αλλά

το άφησαν να διαλέξει το παιχνίδι που θα έπαι-

ζαν

_ Εσύ Νίκο θα είσαι ο αγρότης Εγώ θα είμαι η

ελιά και Μαρία θα είναι οι καρποί μου είπε το

αγόρι

Τα παιδιά συμφώνησαν κι άρχισαν όλα μαζί να

παίζουν Ο μάγος τότε παρατήρησε τον τρόπο

που ο Νίκος περιποιόταν την ελιά και πόσο χαι-

ρόταν όταν μάζευε τους καρπούς της Αυτή ήταν

η δεύτερη δοκιμασία και τα παιδιά την πέρασαν

με επιτυχία

Πέρασε αρκετός καιρός ώσπου έφτασε η ώρα

για την τρίτη δοκιμασία Μια μέρα ήρθε στο χω-

ριό ένας πλανόδιος έμπορος Πουλούσε από σπό-

ρους μέχρι και μαγικά αντικείμενα Οι τιμές όμως

ήταν πολύ υψηλές Ο Νίκος με τον πατέρα του ζή-

τησαν να δουν τους σπόρους που είχε

_Έχω σπόρους συκιάς πορτοκαλιάς μηλιάς και

τον τελευταίο σπόρο ελιάς είπε ο άντρας

_Τον τελευταίο Ρώτησε ο Νίκος

_ Ναι Τον τελευταίο

_Δεν υπάρχει άλλος

_Όχι

_Ούτε ένας

_Τίποτα

_Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Ναι Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Είστε σίγουρος για αυτό

_Απολύτως

Ο Νίκος δεν πίστευε στ΄ αυτιά τουΤότε ζήτη-

σε αμέσως απόν τον πατέρα του να αγοράσει τον

τελευταίο σπόρο ελιάς σ΄ ολόκληρη τη γη Η τι-

μή του όμως ήταν πολύ πάρα πολύ υψηλή Εκα-

τό χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Γιε μου δεν έχουμε τόσα χρήματα Μπορούμε

όμως να πουλήσουμε τα τέσσερα κτήματά μας

_Ναι να τα δώσουμε Θα μας μείνει η αυλή του

σπιτιού Εκεί θα φυτέψουμε τον πολύτιμο σπόρο

Τότε εμφανίστηκε ο μάγος Άλφρεντ

_Δίνω διακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα είπε

ο μάγος

_Άλφρεντ δεν είναι τίμιο είπε ο Νίκος

Προλάβαμε

εμείς να αγοράσουμε αυτόν το σπόρο

_Δίνω τριακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Τότε εγώ θα δώσω και το σπίτι μου είπε ο πα-

τέρας του Νίκου

_Ναι αλλά hellip αυτά είναι λιγότερα από τα χρή-

ματα που μου δίνει ο μάγος είπε ο έμπορος

_Τότε και εγώ θα δώσω όσα χρήματα έχω στον

κουμπαρά μου είπε η Μαρία

_Κι εγώ φώναξε ο Βασίλης

_Εγώ θα δώσω το μοναδικό κτήμα που έχω είπε

ο κύριος Βαγγέλης

_Και εγώ φώναξε η κυρία Βαρβάρα

_Ναι Και εμείς θα δώσουμε ότι έχουμε στους

κουμπαράδες μας φώναξαν δυνατά όλα τα

παιδιά που ήταν μαζεμένα στην πλατεία του

χωριού

Όλοι άρχισαν να δίνουν χρήματα σπίτια

έπιπλα χωράφια και μαγαζιά μέχρι που κέρδι-

σαν το μάγο Άλφρεντ και αγόρασαν το σπόρο

της ελιάς Από τη στιγμή που τον φύτεψαν το

πρόσεχαν πάρα πολύ

Μετά από χρόνια όταν οι χωρικοί μάζεψαν

τους καρπούς αυτής της ελιάς διαπίστωσαν ότι

είχε το πιο νόστιμο λάδι Τότε ο μάγος

πείστηκε πως όλοι είχαν καταλάβει την αξία

της και γέμισε ξανά όλα τα χωράφια τους με

ελαιόδεντρα

ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α

Κουκάκη Κατερίνα

Μπογκντάνι Γκισέλα

Καρυώτης Γιώργος

Αθανασόπουλος Στέφανος

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 74: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

Έτσι κι έγινε Ένα καινούριο ολόδροσο

δεντράκι φύτρωσε στον κήπο του Λευτέρη Κι

από τότε δεν χώρισαν ποτέ

Οι μαγικοί σπόροι

Μια φορά κι έναν καιρό σ΄ ένα μακρινό

χωριουδάκι ζούσε με τη γιαγιά του ένα μικρό

κορίτσι που το έλεγαν Ελπίδα Το σπιτάκι τους

ήταν πολύ φτωχικό Δύσκολα τα έβγαζαν πέρα

Ο περασμένος χειμώνας ήταν πολύ βαρύς

Τα πρώτα χιόνια έπεσαν νωρίς κι ο κρύος

βοριάς σφύριζε μανιασμένα Κάθε πρωί η

γιαγιά με την εγγονή της πήγαιναν στο δάσος

και μάζευαν φρούτα και ξύλα για να

ζεσταθούν

Μια μέρα ο άνεμος φυσούσε άγρια κι ο ήλιος

είχε κρυφτεί πίσω από τα βαριά μαύρα

σύννεφα Η Ελπίδα άφησε τη γιαγιά της στο

κρύο σπιτάκι τους τυλίχτηκε σφιχτά με το

σάλι της και ξεκίνησε για το δάσος Τα πόδια

και τα χέρια της είχαν παγώσει Τα μαλλιά και

τα ρούχα της είχαν βραχεί από την ξαφνική

μπόρα Και το σπουδαιότερο δεν μπορούσε να

γυρίσει πίσω γιατί δεν είχε μαζέψει ακόμη

τίποτα Αποφάσισε τότε να μπει για λίγο σε

μια σπηλιά που βρήκε στο δρόμο της και να

περιμένει

Έτρεμε από το κρύο και

από το φόβο της Είχε αρ

χίσει να νυχτώνει και η

γιαγιά της σίγουρα θα

ανησυχούσε Ξαφνικά

ένα απόκοσμο φως γέμι

σε τη σπηλιά και μια πα

νέμορφη νεράιδα πα

ρουσιάστηκε μπροστά

της

Της χαμογέλασε γλυκά και της χάιδεψε απαλά τα μαλλιά Κρατούσε ένα μικρό σακουλάκι που το άφησε προσεκτικά στα χέρια της Ελπίδας laquoΌταν πας σπίτι σου να το ανοίξεις και να κάνεις ότι ακριβώς σου πει η γιαγιά σου Αυτή ξέρειraquo της είπε τρυφερά και χάθηκε στο σκοτάδι της σπηλιάς Το κορίτσι κρατώντας το γερά έτρεξε χαρούμενο στο φτωχικό του σπιτάκι Τα μάτια του έλαμπαν από ενθουσιασμό καθώς έδειχνε στη γιαγιά του το δώρο της νεράιδας

Η γιαγιά ψηλάφησε τους μεγάλους γυαλιστερούς σπόρους τους έβαλε στη χούφτα της Ελπίδας και της είπε να τους φυτέψει στην αυλή Έτσι ακριβώς έκανε το μικρό κορίτσι Τους έχωσε βαθιά στο έδαφος και τους σκέπασε με φρέσκο χώμα Την άνοιξη οι σπόροι φύτρωσαν και γρήγορα έγιναν μεγάλα δέντρα με υπέροχο σταχτοπράσινο φύλλωμα Ήταν φουντωτές ελιές που αγκάλιασαν το μικρό σπιτάκι Ήρθε το φθινόπωρο και τα κλαδιά τους γέμισαν ευλογημένο καρπό

Από τότε η Ελπίδα κι η γιαγιά της έζησαν

ευτυχισμένες βοηθώντας κάθε κουρασμένο

περαστικό

Η αξία της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό σrsquo ένα μακρινό

χωριό όλοι οι άνθρωποι ζούσαν ευτυχισμένοι

Είχαν πολλά κτήματα εκτιμήσει πλούσια

γεμάτα ελιές Ποτέ όμως δεν είχαν σωστά την

αξία τους

Κάποια μέρα καθώς έπαιζαν δυο παιδιά η

Μαρία και ο Νίκος εμφανίστηκε μπροστά

τους ένας άγνωστος άντρας Τους μίλησε για

τα ελαιόδεντρα και τη χρησιμότητά τους Τους

είπε πως πρέπει να τα φροντίζουν και να τα

αγαπούν

Μετά από αρκετές ημέρες έγινε κάτι φοβερό

Στο χωριό έπεσε μεγάλη κατάρα Όλα τα χωράφια με τα ελαιόδεντρα καταστράφηκαν

Η Μαρία και ο Νίκος αμέσως κατάλαβαν πως έπρεπε να πάνε να βρουν τον μυστήριο αυτό άντρα που τους είχε επισκεφτεί

Τους είχε πει πως ζούσε στο δάσος Αυτό όμως δεν ήταν και τόσοhellip συνηθισμένο δάσος Έλεγαν πως στις κουφάλες των δέντρων ζούσαν φαντάσματα και πως το μέγεθος των ζώων ήταν υπερφυσικό

Φοβόντουσαν πάρα πολύ Περπάτησαν

ατελείωτες ώρες στη σκιά των πελώριων

δέντρων Με τη βοήθεια ενός λιονταριού

κατάφεραν να βρουν τον πύργο του άντρα που

έψαχναν

Χτύπησαν την πόρτα

αλλά κανείς δεν τους

άνοιξε Αποφάσισαν

να περιμένουν Δεν

κατάλαβαν πόσος

χρόνος πέρασε καιhellip

η πόρτα άνοιξε μόνη

της

Τα παιδιά μπήκαν γεμάτα περιέργεια στον

πύργο Ανέβηκαν διστακτικά την παλιά

στριφογυριστή σκάλα που τα οδήγησε σrsquo έ-

να επιβλητικό δωμάτιο Εκεί εργαζόταν ο

μυστηριώδης άντρας που είχαν γνωρίσει

Αμέσως κατάλαβαν πως ήταν μάγος Τους

αποκάλυψε αμέσως το όνομά του τον έλεγαν

Άλφρεντ Άρχισαν λοιπόν να του μιλούν για

το πρόβλημά τους Ο μάγος τα άκουσε προσε-

κτικά και τους είπε τι πρέπει να κάνουν

Έπρεπε να περάσουν τρεις δοκιμασίες Μόνο

έτσι θα έφευγε η κατάρα

Στο χωριό όλοι οι κάτοικοι περνούσαν δύσκο-

λα Από πλούσιοι είχαν γίνει φτωχοί και χωρίς

την ελιά και το λάδι της δεν μπορούσαν να ζή-

σουν Κατάλαβαν έτσι την αξία της αλλά ήταν

πλέον αργά Ή μάλλον σχεδόν αργά

Όταν τα παιδιά επέστρεψαν διηγήθηκαν σε

όλους όλα όσα τους συνέβησαν Τους είπαν για

το μάγο και τις τρεις δοκιμασίες που έπρεπε να

περάσουν Το πρόβλημα όμως ήταν πως δεν

τους είχε πει ποιες ήταν αυτές οι δοκιμασίες

ποιοι θα τις περνούσαν και πότε

Οι μέρες περνούσαν

αργά και βασανιστικά

μετά από δυο μήνες στο

χωριό εμφανίστηκε ένα

μικρό κορίτσι Χτύπησε

την πόρτα ενός σπιτιού

και ζήτησε λίγο φαγητό

Η οικογένεια όμως Το έ-

διωξε Το κορίτσι ήταν

Ο μάγος Άλφρεντ μεταμορ-

φωμένος Αυτή ήταν η πρώ-

τη δοκιμασία που δυστυχώς

όμως απέτυχαν

Αφού πέρασε μια εβδομάδα περίπου ένα μι-

κρό άγνωστο αγόρι εμφανίστηκε σε μια ομάδα

παιδιών και τους ζήτησε να παίξει μαζί τους Η

Μαρία και ο Νίκος όχι μόνο το δέχτηκαν αλλά

το άφησαν να διαλέξει το παιχνίδι που θα έπαι-

ζαν

_ Εσύ Νίκο θα είσαι ο αγρότης Εγώ θα είμαι η

ελιά και Μαρία θα είναι οι καρποί μου είπε το

αγόρι

Τα παιδιά συμφώνησαν κι άρχισαν όλα μαζί να

παίζουν Ο μάγος τότε παρατήρησε τον τρόπο

που ο Νίκος περιποιόταν την ελιά και πόσο χαι-

ρόταν όταν μάζευε τους καρπούς της Αυτή ήταν

η δεύτερη δοκιμασία και τα παιδιά την πέρασαν

με επιτυχία

Πέρασε αρκετός καιρός ώσπου έφτασε η ώρα

για την τρίτη δοκιμασία Μια μέρα ήρθε στο χω-

ριό ένας πλανόδιος έμπορος Πουλούσε από σπό-

ρους μέχρι και μαγικά αντικείμενα Οι τιμές όμως

ήταν πολύ υψηλές Ο Νίκος με τον πατέρα του ζή-

τησαν να δουν τους σπόρους που είχε

_Έχω σπόρους συκιάς πορτοκαλιάς μηλιάς και

τον τελευταίο σπόρο ελιάς είπε ο άντρας

_Τον τελευταίο Ρώτησε ο Νίκος

_ Ναι Τον τελευταίο

_Δεν υπάρχει άλλος

_Όχι

_Ούτε ένας

_Τίποτα

_Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Ναι Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Είστε σίγουρος για αυτό

_Απολύτως

Ο Νίκος δεν πίστευε στ΄ αυτιά τουΤότε ζήτη-

σε αμέσως απόν τον πατέρα του να αγοράσει τον

τελευταίο σπόρο ελιάς σ΄ ολόκληρη τη γη Η τι-

μή του όμως ήταν πολύ πάρα πολύ υψηλή Εκα-

τό χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Γιε μου δεν έχουμε τόσα χρήματα Μπορούμε

όμως να πουλήσουμε τα τέσσερα κτήματά μας

_Ναι να τα δώσουμε Θα μας μείνει η αυλή του

σπιτιού Εκεί θα φυτέψουμε τον πολύτιμο σπόρο

Τότε εμφανίστηκε ο μάγος Άλφρεντ

_Δίνω διακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα είπε

ο μάγος

_Άλφρεντ δεν είναι τίμιο είπε ο Νίκος

Προλάβαμε

εμείς να αγοράσουμε αυτόν το σπόρο

_Δίνω τριακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Τότε εγώ θα δώσω και το σπίτι μου είπε ο πα-

τέρας του Νίκου

_Ναι αλλά hellip αυτά είναι λιγότερα από τα χρή-

ματα που μου δίνει ο μάγος είπε ο έμπορος

_Τότε και εγώ θα δώσω όσα χρήματα έχω στον

κουμπαρά μου είπε η Μαρία

_Κι εγώ φώναξε ο Βασίλης

_Εγώ θα δώσω το μοναδικό κτήμα που έχω είπε

ο κύριος Βαγγέλης

_Και εγώ φώναξε η κυρία Βαρβάρα

_Ναι Και εμείς θα δώσουμε ότι έχουμε στους

κουμπαράδες μας φώναξαν δυνατά όλα τα

παιδιά που ήταν μαζεμένα στην πλατεία του

χωριού

Όλοι άρχισαν να δίνουν χρήματα σπίτια

έπιπλα χωράφια και μαγαζιά μέχρι που κέρδι-

σαν το μάγο Άλφρεντ και αγόρασαν το σπόρο

της ελιάς Από τη στιγμή που τον φύτεψαν το

πρόσεχαν πάρα πολύ

Μετά από χρόνια όταν οι χωρικοί μάζεψαν

τους καρπούς αυτής της ελιάς διαπίστωσαν ότι

είχε το πιο νόστιμο λάδι Τότε ο μάγος

πείστηκε πως όλοι είχαν καταλάβει την αξία

της και γέμισε ξανά όλα τα χωράφια τους με

ελαιόδεντρα

ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α

Κουκάκη Κατερίνα

Μπογκντάνι Γκισέλα

Καρυώτης Γιώργος

Αθανασόπουλος Στέφανος

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 75: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

Οι μαγικοί σπόροι

Μια φορά κι έναν καιρό σ΄ ένα μακρινό

χωριουδάκι ζούσε με τη γιαγιά του ένα μικρό

κορίτσι που το έλεγαν Ελπίδα Το σπιτάκι τους

ήταν πολύ φτωχικό Δύσκολα τα έβγαζαν πέρα

Ο περασμένος χειμώνας ήταν πολύ βαρύς

Τα πρώτα χιόνια έπεσαν νωρίς κι ο κρύος

βοριάς σφύριζε μανιασμένα Κάθε πρωί η

γιαγιά με την εγγονή της πήγαιναν στο δάσος

και μάζευαν φρούτα και ξύλα για να

ζεσταθούν

Μια μέρα ο άνεμος φυσούσε άγρια κι ο ήλιος

είχε κρυφτεί πίσω από τα βαριά μαύρα

σύννεφα Η Ελπίδα άφησε τη γιαγιά της στο

κρύο σπιτάκι τους τυλίχτηκε σφιχτά με το

σάλι της και ξεκίνησε για το δάσος Τα πόδια

και τα χέρια της είχαν παγώσει Τα μαλλιά και

τα ρούχα της είχαν βραχεί από την ξαφνική

μπόρα Και το σπουδαιότερο δεν μπορούσε να

γυρίσει πίσω γιατί δεν είχε μαζέψει ακόμη

τίποτα Αποφάσισε τότε να μπει για λίγο σε

μια σπηλιά που βρήκε στο δρόμο της και να

περιμένει

Έτρεμε από το κρύο και

από το φόβο της Είχε αρ

χίσει να νυχτώνει και η

γιαγιά της σίγουρα θα

ανησυχούσε Ξαφνικά

ένα απόκοσμο φως γέμι

σε τη σπηλιά και μια πα

νέμορφη νεράιδα πα

ρουσιάστηκε μπροστά

της

Της χαμογέλασε γλυκά και της χάιδεψε απαλά τα μαλλιά Κρατούσε ένα μικρό σακουλάκι που το άφησε προσεκτικά στα χέρια της Ελπίδας laquoΌταν πας σπίτι σου να το ανοίξεις και να κάνεις ότι ακριβώς σου πει η γιαγιά σου Αυτή ξέρειraquo της είπε τρυφερά και χάθηκε στο σκοτάδι της σπηλιάς Το κορίτσι κρατώντας το γερά έτρεξε χαρούμενο στο φτωχικό του σπιτάκι Τα μάτια του έλαμπαν από ενθουσιασμό καθώς έδειχνε στη γιαγιά του το δώρο της νεράιδας

Η γιαγιά ψηλάφησε τους μεγάλους γυαλιστερούς σπόρους τους έβαλε στη χούφτα της Ελπίδας και της είπε να τους φυτέψει στην αυλή Έτσι ακριβώς έκανε το μικρό κορίτσι Τους έχωσε βαθιά στο έδαφος και τους σκέπασε με φρέσκο χώμα Την άνοιξη οι σπόροι φύτρωσαν και γρήγορα έγιναν μεγάλα δέντρα με υπέροχο σταχτοπράσινο φύλλωμα Ήταν φουντωτές ελιές που αγκάλιασαν το μικρό σπιτάκι Ήρθε το φθινόπωρο και τα κλαδιά τους γέμισαν ευλογημένο καρπό

Από τότε η Ελπίδα κι η γιαγιά της έζησαν

ευτυχισμένες βοηθώντας κάθε κουρασμένο

περαστικό

Η αξία της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό σrsquo ένα μακρινό

χωριό όλοι οι άνθρωποι ζούσαν ευτυχισμένοι

Είχαν πολλά κτήματα εκτιμήσει πλούσια

γεμάτα ελιές Ποτέ όμως δεν είχαν σωστά την

αξία τους

Κάποια μέρα καθώς έπαιζαν δυο παιδιά η

Μαρία και ο Νίκος εμφανίστηκε μπροστά

τους ένας άγνωστος άντρας Τους μίλησε για

τα ελαιόδεντρα και τη χρησιμότητά τους Τους

είπε πως πρέπει να τα φροντίζουν και να τα

αγαπούν

Μετά από αρκετές ημέρες έγινε κάτι φοβερό

Στο χωριό έπεσε μεγάλη κατάρα Όλα τα χωράφια με τα ελαιόδεντρα καταστράφηκαν

Η Μαρία και ο Νίκος αμέσως κατάλαβαν πως έπρεπε να πάνε να βρουν τον μυστήριο αυτό άντρα που τους είχε επισκεφτεί

Τους είχε πει πως ζούσε στο δάσος Αυτό όμως δεν ήταν και τόσοhellip συνηθισμένο δάσος Έλεγαν πως στις κουφάλες των δέντρων ζούσαν φαντάσματα και πως το μέγεθος των ζώων ήταν υπερφυσικό

Φοβόντουσαν πάρα πολύ Περπάτησαν

ατελείωτες ώρες στη σκιά των πελώριων

δέντρων Με τη βοήθεια ενός λιονταριού

κατάφεραν να βρουν τον πύργο του άντρα που

έψαχναν

Χτύπησαν την πόρτα

αλλά κανείς δεν τους

άνοιξε Αποφάσισαν

να περιμένουν Δεν

κατάλαβαν πόσος

χρόνος πέρασε καιhellip

η πόρτα άνοιξε μόνη

της

Τα παιδιά μπήκαν γεμάτα περιέργεια στον

πύργο Ανέβηκαν διστακτικά την παλιά

στριφογυριστή σκάλα που τα οδήγησε σrsquo έ-

να επιβλητικό δωμάτιο Εκεί εργαζόταν ο

μυστηριώδης άντρας που είχαν γνωρίσει

Αμέσως κατάλαβαν πως ήταν μάγος Τους

αποκάλυψε αμέσως το όνομά του τον έλεγαν

Άλφρεντ Άρχισαν λοιπόν να του μιλούν για

το πρόβλημά τους Ο μάγος τα άκουσε προσε-

κτικά και τους είπε τι πρέπει να κάνουν

Έπρεπε να περάσουν τρεις δοκιμασίες Μόνο

έτσι θα έφευγε η κατάρα

Στο χωριό όλοι οι κάτοικοι περνούσαν δύσκο-

λα Από πλούσιοι είχαν γίνει φτωχοί και χωρίς

την ελιά και το λάδι της δεν μπορούσαν να ζή-

σουν Κατάλαβαν έτσι την αξία της αλλά ήταν

πλέον αργά Ή μάλλον σχεδόν αργά

Όταν τα παιδιά επέστρεψαν διηγήθηκαν σε

όλους όλα όσα τους συνέβησαν Τους είπαν για

το μάγο και τις τρεις δοκιμασίες που έπρεπε να

περάσουν Το πρόβλημα όμως ήταν πως δεν

τους είχε πει ποιες ήταν αυτές οι δοκιμασίες

ποιοι θα τις περνούσαν και πότε

Οι μέρες περνούσαν

αργά και βασανιστικά

μετά από δυο μήνες στο

χωριό εμφανίστηκε ένα

μικρό κορίτσι Χτύπησε

την πόρτα ενός σπιτιού

και ζήτησε λίγο φαγητό

Η οικογένεια όμως Το έ-

διωξε Το κορίτσι ήταν

Ο μάγος Άλφρεντ μεταμορ-

φωμένος Αυτή ήταν η πρώ-

τη δοκιμασία που δυστυχώς

όμως απέτυχαν

Αφού πέρασε μια εβδομάδα περίπου ένα μι-

κρό άγνωστο αγόρι εμφανίστηκε σε μια ομάδα

παιδιών και τους ζήτησε να παίξει μαζί τους Η

Μαρία και ο Νίκος όχι μόνο το δέχτηκαν αλλά

το άφησαν να διαλέξει το παιχνίδι που θα έπαι-

ζαν

_ Εσύ Νίκο θα είσαι ο αγρότης Εγώ θα είμαι η

ελιά και Μαρία θα είναι οι καρποί μου είπε το

αγόρι

Τα παιδιά συμφώνησαν κι άρχισαν όλα μαζί να

παίζουν Ο μάγος τότε παρατήρησε τον τρόπο

που ο Νίκος περιποιόταν την ελιά και πόσο χαι-

ρόταν όταν μάζευε τους καρπούς της Αυτή ήταν

η δεύτερη δοκιμασία και τα παιδιά την πέρασαν

με επιτυχία

Πέρασε αρκετός καιρός ώσπου έφτασε η ώρα

για την τρίτη δοκιμασία Μια μέρα ήρθε στο χω-

ριό ένας πλανόδιος έμπορος Πουλούσε από σπό-

ρους μέχρι και μαγικά αντικείμενα Οι τιμές όμως

ήταν πολύ υψηλές Ο Νίκος με τον πατέρα του ζή-

τησαν να δουν τους σπόρους που είχε

_Έχω σπόρους συκιάς πορτοκαλιάς μηλιάς και

τον τελευταίο σπόρο ελιάς είπε ο άντρας

_Τον τελευταίο Ρώτησε ο Νίκος

_ Ναι Τον τελευταίο

_Δεν υπάρχει άλλος

_Όχι

_Ούτε ένας

_Τίποτα

_Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Ναι Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Είστε σίγουρος για αυτό

_Απολύτως

Ο Νίκος δεν πίστευε στ΄ αυτιά τουΤότε ζήτη-

σε αμέσως απόν τον πατέρα του να αγοράσει τον

τελευταίο σπόρο ελιάς σ΄ ολόκληρη τη γη Η τι-

μή του όμως ήταν πολύ πάρα πολύ υψηλή Εκα-

τό χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Γιε μου δεν έχουμε τόσα χρήματα Μπορούμε

όμως να πουλήσουμε τα τέσσερα κτήματά μας

_Ναι να τα δώσουμε Θα μας μείνει η αυλή του

σπιτιού Εκεί θα φυτέψουμε τον πολύτιμο σπόρο

Τότε εμφανίστηκε ο μάγος Άλφρεντ

_Δίνω διακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα είπε

ο μάγος

_Άλφρεντ δεν είναι τίμιο είπε ο Νίκος

Προλάβαμε

εμείς να αγοράσουμε αυτόν το σπόρο

_Δίνω τριακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Τότε εγώ θα δώσω και το σπίτι μου είπε ο πα-

τέρας του Νίκου

_Ναι αλλά hellip αυτά είναι λιγότερα από τα χρή-

ματα που μου δίνει ο μάγος είπε ο έμπορος

_Τότε και εγώ θα δώσω όσα χρήματα έχω στον

κουμπαρά μου είπε η Μαρία

_Κι εγώ φώναξε ο Βασίλης

_Εγώ θα δώσω το μοναδικό κτήμα που έχω είπε

ο κύριος Βαγγέλης

_Και εγώ φώναξε η κυρία Βαρβάρα

_Ναι Και εμείς θα δώσουμε ότι έχουμε στους

κουμπαράδες μας φώναξαν δυνατά όλα τα

παιδιά που ήταν μαζεμένα στην πλατεία του

χωριού

Όλοι άρχισαν να δίνουν χρήματα σπίτια

έπιπλα χωράφια και μαγαζιά μέχρι που κέρδι-

σαν το μάγο Άλφρεντ και αγόρασαν το σπόρο

της ελιάς Από τη στιγμή που τον φύτεψαν το

πρόσεχαν πάρα πολύ

Μετά από χρόνια όταν οι χωρικοί μάζεψαν

τους καρπούς αυτής της ελιάς διαπίστωσαν ότι

είχε το πιο νόστιμο λάδι Τότε ο μάγος

πείστηκε πως όλοι είχαν καταλάβει την αξία

της και γέμισε ξανά όλα τα χωράφια τους με

ελαιόδεντρα

ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α

Κουκάκη Κατερίνα

Μπογκντάνι Γκισέλα

Καρυώτης Γιώργος

Αθανασόπουλος Στέφανος

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 76: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

Μια μέρα ο άνεμος φυσούσε άγρια κι ο ήλιος

είχε κρυφτεί πίσω από τα βαριά μαύρα

σύννεφα Η Ελπίδα άφησε τη γιαγιά της στο

κρύο σπιτάκι τους τυλίχτηκε σφιχτά με το

σάλι της και ξεκίνησε για το δάσος Τα πόδια

και τα χέρια της είχαν παγώσει Τα μαλλιά και

τα ρούχα της είχαν βραχεί από την ξαφνική

μπόρα Και το σπουδαιότερο δεν μπορούσε να

γυρίσει πίσω γιατί δεν είχε μαζέψει ακόμη

τίποτα Αποφάσισε τότε να μπει για λίγο σε

μια σπηλιά που βρήκε στο δρόμο της και να

περιμένει

Έτρεμε από το κρύο και

από το φόβο της Είχε αρ

χίσει να νυχτώνει και η

γιαγιά της σίγουρα θα

ανησυχούσε Ξαφνικά

ένα απόκοσμο φως γέμι

σε τη σπηλιά και μια πα

νέμορφη νεράιδα πα

ρουσιάστηκε μπροστά

της

Της χαμογέλασε γλυκά και της χάιδεψε απαλά τα μαλλιά Κρατούσε ένα μικρό σακουλάκι που το άφησε προσεκτικά στα χέρια της Ελπίδας laquoΌταν πας σπίτι σου να το ανοίξεις και να κάνεις ότι ακριβώς σου πει η γιαγιά σου Αυτή ξέρειraquo της είπε τρυφερά και χάθηκε στο σκοτάδι της σπηλιάς Το κορίτσι κρατώντας το γερά έτρεξε χαρούμενο στο φτωχικό του σπιτάκι Τα μάτια του έλαμπαν από ενθουσιασμό καθώς έδειχνε στη γιαγιά του το δώρο της νεράιδας

Η γιαγιά ψηλάφησε τους μεγάλους γυαλιστερούς σπόρους τους έβαλε στη χούφτα της Ελπίδας και της είπε να τους φυτέψει στην αυλή Έτσι ακριβώς έκανε το μικρό κορίτσι Τους έχωσε βαθιά στο έδαφος και τους σκέπασε με φρέσκο χώμα Την άνοιξη οι σπόροι φύτρωσαν και γρήγορα έγιναν μεγάλα δέντρα με υπέροχο σταχτοπράσινο φύλλωμα Ήταν φουντωτές ελιές που αγκάλιασαν το μικρό σπιτάκι Ήρθε το φθινόπωρο και τα κλαδιά τους γέμισαν ευλογημένο καρπό

Από τότε η Ελπίδα κι η γιαγιά της έζησαν

ευτυχισμένες βοηθώντας κάθε κουρασμένο

περαστικό

Η αξία της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό σrsquo ένα μακρινό

χωριό όλοι οι άνθρωποι ζούσαν ευτυχισμένοι

Είχαν πολλά κτήματα εκτιμήσει πλούσια

γεμάτα ελιές Ποτέ όμως δεν είχαν σωστά την

αξία τους

Κάποια μέρα καθώς έπαιζαν δυο παιδιά η

Μαρία και ο Νίκος εμφανίστηκε μπροστά

τους ένας άγνωστος άντρας Τους μίλησε για

τα ελαιόδεντρα και τη χρησιμότητά τους Τους

είπε πως πρέπει να τα φροντίζουν και να τα

αγαπούν

Μετά από αρκετές ημέρες έγινε κάτι φοβερό

Στο χωριό έπεσε μεγάλη κατάρα Όλα τα χωράφια με τα ελαιόδεντρα καταστράφηκαν

Η Μαρία και ο Νίκος αμέσως κατάλαβαν πως έπρεπε να πάνε να βρουν τον μυστήριο αυτό άντρα που τους είχε επισκεφτεί

Τους είχε πει πως ζούσε στο δάσος Αυτό όμως δεν ήταν και τόσοhellip συνηθισμένο δάσος Έλεγαν πως στις κουφάλες των δέντρων ζούσαν φαντάσματα και πως το μέγεθος των ζώων ήταν υπερφυσικό

Φοβόντουσαν πάρα πολύ Περπάτησαν

ατελείωτες ώρες στη σκιά των πελώριων

δέντρων Με τη βοήθεια ενός λιονταριού

κατάφεραν να βρουν τον πύργο του άντρα που

έψαχναν

Χτύπησαν την πόρτα

αλλά κανείς δεν τους

άνοιξε Αποφάσισαν

να περιμένουν Δεν

κατάλαβαν πόσος

χρόνος πέρασε καιhellip

η πόρτα άνοιξε μόνη

της

Τα παιδιά μπήκαν γεμάτα περιέργεια στον

πύργο Ανέβηκαν διστακτικά την παλιά

στριφογυριστή σκάλα που τα οδήγησε σrsquo έ-

να επιβλητικό δωμάτιο Εκεί εργαζόταν ο

μυστηριώδης άντρας που είχαν γνωρίσει

Αμέσως κατάλαβαν πως ήταν μάγος Τους

αποκάλυψε αμέσως το όνομά του τον έλεγαν

Άλφρεντ Άρχισαν λοιπόν να του μιλούν για

το πρόβλημά τους Ο μάγος τα άκουσε προσε-

κτικά και τους είπε τι πρέπει να κάνουν

Έπρεπε να περάσουν τρεις δοκιμασίες Μόνο

έτσι θα έφευγε η κατάρα

Στο χωριό όλοι οι κάτοικοι περνούσαν δύσκο-

λα Από πλούσιοι είχαν γίνει φτωχοί και χωρίς

την ελιά και το λάδι της δεν μπορούσαν να ζή-

σουν Κατάλαβαν έτσι την αξία της αλλά ήταν

πλέον αργά Ή μάλλον σχεδόν αργά

Όταν τα παιδιά επέστρεψαν διηγήθηκαν σε

όλους όλα όσα τους συνέβησαν Τους είπαν για

το μάγο και τις τρεις δοκιμασίες που έπρεπε να

περάσουν Το πρόβλημα όμως ήταν πως δεν

τους είχε πει ποιες ήταν αυτές οι δοκιμασίες

ποιοι θα τις περνούσαν και πότε

Οι μέρες περνούσαν

αργά και βασανιστικά

μετά από δυο μήνες στο

χωριό εμφανίστηκε ένα

μικρό κορίτσι Χτύπησε

την πόρτα ενός σπιτιού

και ζήτησε λίγο φαγητό

Η οικογένεια όμως Το έ-

διωξε Το κορίτσι ήταν

Ο μάγος Άλφρεντ μεταμορ-

φωμένος Αυτή ήταν η πρώ-

τη δοκιμασία που δυστυχώς

όμως απέτυχαν

Αφού πέρασε μια εβδομάδα περίπου ένα μι-

κρό άγνωστο αγόρι εμφανίστηκε σε μια ομάδα

παιδιών και τους ζήτησε να παίξει μαζί τους Η

Μαρία και ο Νίκος όχι μόνο το δέχτηκαν αλλά

το άφησαν να διαλέξει το παιχνίδι που θα έπαι-

ζαν

_ Εσύ Νίκο θα είσαι ο αγρότης Εγώ θα είμαι η

ελιά και Μαρία θα είναι οι καρποί μου είπε το

αγόρι

Τα παιδιά συμφώνησαν κι άρχισαν όλα μαζί να

παίζουν Ο μάγος τότε παρατήρησε τον τρόπο

που ο Νίκος περιποιόταν την ελιά και πόσο χαι-

ρόταν όταν μάζευε τους καρπούς της Αυτή ήταν

η δεύτερη δοκιμασία και τα παιδιά την πέρασαν

με επιτυχία

Πέρασε αρκετός καιρός ώσπου έφτασε η ώρα

για την τρίτη δοκιμασία Μια μέρα ήρθε στο χω-

ριό ένας πλανόδιος έμπορος Πουλούσε από σπό-

ρους μέχρι και μαγικά αντικείμενα Οι τιμές όμως

ήταν πολύ υψηλές Ο Νίκος με τον πατέρα του ζή-

τησαν να δουν τους σπόρους που είχε

_Έχω σπόρους συκιάς πορτοκαλιάς μηλιάς και

τον τελευταίο σπόρο ελιάς είπε ο άντρας

_Τον τελευταίο Ρώτησε ο Νίκος

_ Ναι Τον τελευταίο

_Δεν υπάρχει άλλος

_Όχι

_Ούτε ένας

_Τίποτα

_Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Ναι Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Είστε σίγουρος για αυτό

_Απολύτως

Ο Νίκος δεν πίστευε στ΄ αυτιά τουΤότε ζήτη-

σε αμέσως απόν τον πατέρα του να αγοράσει τον

τελευταίο σπόρο ελιάς σ΄ ολόκληρη τη γη Η τι-

μή του όμως ήταν πολύ πάρα πολύ υψηλή Εκα-

τό χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Γιε μου δεν έχουμε τόσα χρήματα Μπορούμε

όμως να πουλήσουμε τα τέσσερα κτήματά μας

_Ναι να τα δώσουμε Θα μας μείνει η αυλή του

σπιτιού Εκεί θα φυτέψουμε τον πολύτιμο σπόρο

Τότε εμφανίστηκε ο μάγος Άλφρεντ

_Δίνω διακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα είπε

ο μάγος

_Άλφρεντ δεν είναι τίμιο είπε ο Νίκος

Προλάβαμε

εμείς να αγοράσουμε αυτόν το σπόρο

_Δίνω τριακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Τότε εγώ θα δώσω και το σπίτι μου είπε ο πα-

τέρας του Νίκου

_Ναι αλλά hellip αυτά είναι λιγότερα από τα χρή-

ματα που μου δίνει ο μάγος είπε ο έμπορος

_Τότε και εγώ θα δώσω όσα χρήματα έχω στον

κουμπαρά μου είπε η Μαρία

_Κι εγώ φώναξε ο Βασίλης

_Εγώ θα δώσω το μοναδικό κτήμα που έχω είπε

ο κύριος Βαγγέλης

_Και εγώ φώναξε η κυρία Βαρβάρα

_Ναι Και εμείς θα δώσουμε ότι έχουμε στους

κουμπαράδες μας φώναξαν δυνατά όλα τα

παιδιά που ήταν μαζεμένα στην πλατεία του

χωριού

Όλοι άρχισαν να δίνουν χρήματα σπίτια

έπιπλα χωράφια και μαγαζιά μέχρι που κέρδι-

σαν το μάγο Άλφρεντ και αγόρασαν το σπόρο

της ελιάς Από τη στιγμή που τον φύτεψαν το

πρόσεχαν πάρα πολύ

Μετά από χρόνια όταν οι χωρικοί μάζεψαν

τους καρπούς αυτής της ελιάς διαπίστωσαν ότι

είχε το πιο νόστιμο λάδι Τότε ο μάγος

πείστηκε πως όλοι είχαν καταλάβει την αξία

της και γέμισε ξανά όλα τα χωράφια τους με

ελαιόδεντρα

ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α

Κουκάκη Κατερίνα

Μπογκντάνι Γκισέλα

Καρυώτης Γιώργος

Αθανασόπουλος Στέφανος

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 77: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

Έτρεμε από το κρύο και

από το φόβο της Είχε αρ

χίσει να νυχτώνει και η

γιαγιά της σίγουρα θα

ανησυχούσε Ξαφνικά

ένα απόκοσμο φως γέμι

σε τη σπηλιά και μια πα

νέμορφη νεράιδα πα

ρουσιάστηκε μπροστά

της

Της χαμογέλασε γλυκά και της χάιδεψε απαλά τα μαλλιά Κρατούσε ένα μικρό σακουλάκι που το άφησε προσεκτικά στα χέρια της Ελπίδας laquoΌταν πας σπίτι σου να το ανοίξεις και να κάνεις ότι ακριβώς σου πει η γιαγιά σου Αυτή ξέρειraquo της είπε τρυφερά και χάθηκε στο σκοτάδι της σπηλιάς Το κορίτσι κρατώντας το γερά έτρεξε χαρούμενο στο φτωχικό του σπιτάκι Τα μάτια του έλαμπαν από ενθουσιασμό καθώς έδειχνε στη γιαγιά του το δώρο της νεράιδας

Η γιαγιά ψηλάφησε τους μεγάλους γυαλιστερούς σπόρους τους έβαλε στη χούφτα της Ελπίδας και της είπε να τους φυτέψει στην αυλή Έτσι ακριβώς έκανε το μικρό κορίτσι Τους έχωσε βαθιά στο έδαφος και τους σκέπασε με φρέσκο χώμα Την άνοιξη οι σπόροι φύτρωσαν και γρήγορα έγιναν μεγάλα δέντρα με υπέροχο σταχτοπράσινο φύλλωμα Ήταν φουντωτές ελιές που αγκάλιασαν το μικρό σπιτάκι Ήρθε το φθινόπωρο και τα κλαδιά τους γέμισαν ευλογημένο καρπό

Από τότε η Ελπίδα κι η γιαγιά της έζησαν

ευτυχισμένες βοηθώντας κάθε κουρασμένο

περαστικό

Η αξία της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό σrsquo ένα μακρινό

χωριό όλοι οι άνθρωποι ζούσαν ευτυχισμένοι

Είχαν πολλά κτήματα εκτιμήσει πλούσια

γεμάτα ελιές Ποτέ όμως δεν είχαν σωστά την

αξία τους

Κάποια μέρα καθώς έπαιζαν δυο παιδιά η

Μαρία και ο Νίκος εμφανίστηκε μπροστά

τους ένας άγνωστος άντρας Τους μίλησε για

τα ελαιόδεντρα και τη χρησιμότητά τους Τους

είπε πως πρέπει να τα φροντίζουν και να τα

αγαπούν

Μετά από αρκετές ημέρες έγινε κάτι φοβερό

Στο χωριό έπεσε μεγάλη κατάρα Όλα τα χωράφια με τα ελαιόδεντρα καταστράφηκαν

Η Μαρία και ο Νίκος αμέσως κατάλαβαν πως έπρεπε να πάνε να βρουν τον μυστήριο αυτό άντρα που τους είχε επισκεφτεί

Τους είχε πει πως ζούσε στο δάσος Αυτό όμως δεν ήταν και τόσοhellip συνηθισμένο δάσος Έλεγαν πως στις κουφάλες των δέντρων ζούσαν φαντάσματα και πως το μέγεθος των ζώων ήταν υπερφυσικό

Φοβόντουσαν πάρα πολύ Περπάτησαν

ατελείωτες ώρες στη σκιά των πελώριων

δέντρων Με τη βοήθεια ενός λιονταριού

κατάφεραν να βρουν τον πύργο του άντρα που

έψαχναν

Χτύπησαν την πόρτα

αλλά κανείς δεν τους

άνοιξε Αποφάσισαν

να περιμένουν Δεν

κατάλαβαν πόσος

χρόνος πέρασε καιhellip

η πόρτα άνοιξε μόνη

της

Τα παιδιά μπήκαν γεμάτα περιέργεια στον

πύργο Ανέβηκαν διστακτικά την παλιά

στριφογυριστή σκάλα που τα οδήγησε σrsquo έ-

να επιβλητικό δωμάτιο Εκεί εργαζόταν ο

μυστηριώδης άντρας που είχαν γνωρίσει

Αμέσως κατάλαβαν πως ήταν μάγος Τους

αποκάλυψε αμέσως το όνομά του τον έλεγαν

Άλφρεντ Άρχισαν λοιπόν να του μιλούν για

το πρόβλημά τους Ο μάγος τα άκουσε προσε-

κτικά και τους είπε τι πρέπει να κάνουν

Έπρεπε να περάσουν τρεις δοκιμασίες Μόνο

έτσι θα έφευγε η κατάρα

Στο χωριό όλοι οι κάτοικοι περνούσαν δύσκο-

λα Από πλούσιοι είχαν γίνει φτωχοί και χωρίς

την ελιά και το λάδι της δεν μπορούσαν να ζή-

σουν Κατάλαβαν έτσι την αξία της αλλά ήταν

πλέον αργά Ή μάλλον σχεδόν αργά

Όταν τα παιδιά επέστρεψαν διηγήθηκαν σε

όλους όλα όσα τους συνέβησαν Τους είπαν για

το μάγο και τις τρεις δοκιμασίες που έπρεπε να

περάσουν Το πρόβλημα όμως ήταν πως δεν

τους είχε πει ποιες ήταν αυτές οι δοκιμασίες

ποιοι θα τις περνούσαν και πότε

Οι μέρες περνούσαν

αργά και βασανιστικά

μετά από δυο μήνες στο

χωριό εμφανίστηκε ένα

μικρό κορίτσι Χτύπησε

την πόρτα ενός σπιτιού

και ζήτησε λίγο φαγητό

Η οικογένεια όμως Το έ-

διωξε Το κορίτσι ήταν

Ο μάγος Άλφρεντ μεταμορ-

φωμένος Αυτή ήταν η πρώ-

τη δοκιμασία που δυστυχώς

όμως απέτυχαν

Αφού πέρασε μια εβδομάδα περίπου ένα μι-

κρό άγνωστο αγόρι εμφανίστηκε σε μια ομάδα

παιδιών και τους ζήτησε να παίξει μαζί τους Η

Μαρία και ο Νίκος όχι μόνο το δέχτηκαν αλλά

το άφησαν να διαλέξει το παιχνίδι που θα έπαι-

ζαν

_ Εσύ Νίκο θα είσαι ο αγρότης Εγώ θα είμαι η

ελιά και Μαρία θα είναι οι καρποί μου είπε το

αγόρι

Τα παιδιά συμφώνησαν κι άρχισαν όλα μαζί να

παίζουν Ο μάγος τότε παρατήρησε τον τρόπο

που ο Νίκος περιποιόταν την ελιά και πόσο χαι-

ρόταν όταν μάζευε τους καρπούς της Αυτή ήταν

η δεύτερη δοκιμασία και τα παιδιά την πέρασαν

με επιτυχία

Πέρασε αρκετός καιρός ώσπου έφτασε η ώρα

για την τρίτη δοκιμασία Μια μέρα ήρθε στο χω-

ριό ένας πλανόδιος έμπορος Πουλούσε από σπό-

ρους μέχρι και μαγικά αντικείμενα Οι τιμές όμως

ήταν πολύ υψηλές Ο Νίκος με τον πατέρα του ζή-

τησαν να δουν τους σπόρους που είχε

_Έχω σπόρους συκιάς πορτοκαλιάς μηλιάς και

τον τελευταίο σπόρο ελιάς είπε ο άντρας

_Τον τελευταίο Ρώτησε ο Νίκος

_ Ναι Τον τελευταίο

_Δεν υπάρχει άλλος

_Όχι

_Ούτε ένας

_Τίποτα

_Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Ναι Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Είστε σίγουρος για αυτό

_Απολύτως

Ο Νίκος δεν πίστευε στ΄ αυτιά τουΤότε ζήτη-

σε αμέσως απόν τον πατέρα του να αγοράσει τον

τελευταίο σπόρο ελιάς σ΄ ολόκληρη τη γη Η τι-

μή του όμως ήταν πολύ πάρα πολύ υψηλή Εκα-

τό χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Γιε μου δεν έχουμε τόσα χρήματα Μπορούμε

όμως να πουλήσουμε τα τέσσερα κτήματά μας

_Ναι να τα δώσουμε Θα μας μείνει η αυλή του

σπιτιού Εκεί θα φυτέψουμε τον πολύτιμο σπόρο

Τότε εμφανίστηκε ο μάγος Άλφρεντ

_Δίνω διακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα είπε

ο μάγος

_Άλφρεντ δεν είναι τίμιο είπε ο Νίκος

Προλάβαμε

εμείς να αγοράσουμε αυτόν το σπόρο

_Δίνω τριακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Τότε εγώ θα δώσω και το σπίτι μου είπε ο πα-

τέρας του Νίκου

_Ναι αλλά hellip αυτά είναι λιγότερα από τα χρή-

ματα που μου δίνει ο μάγος είπε ο έμπορος

_Τότε και εγώ θα δώσω όσα χρήματα έχω στον

κουμπαρά μου είπε η Μαρία

_Κι εγώ φώναξε ο Βασίλης

_Εγώ θα δώσω το μοναδικό κτήμα που έχω είπε

ο κύριος Βαγγέλης

_Και εγώ φώναξε η κυρία Βαρβάρα

_Ναι Και εμείς θα δώσουμε ότι έχουμε στους

κουμπαράδες μας φώναξαν δυνατά όλα τα

παιδιά που ήταν μαζεμένα στην πλατεία του

χωριού

Όλοι άρχισαν να δίνουν χρήματα σπίτια

έπιπλα χωράφια και μαγαζιά μέχρι που κέρδι-

σαν το μάγο Άλφρεντ και αγόρασαν το σπόρο

της ελιάς Από τη στιγμή που τον φύτεψαν το

πρόσεχαν πάρα πολύ

Μετά από χρόνια όταν οι χωρικοί μάζεψαν

τους καρπούς αυτής της ελιάς διαπίστωσαν ότι

είχε το πιο νόστιμο λάδι Τότε ο μάγος

πείστηκε πως όλοι είχαν καταλάβει την αξία

της και γέμισε ξανά όλα τα χωράφια τους με

ελαιόδεντρα

ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α

Κουκάκη Κατερίνα

Μπογκντάνι Γκισέλα

Καρυώτης Γιώργος

Αθανασόπουλος Στέφανος

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 78: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

Της χαμογέλασε γλυκά και της χάιδεψε απαλά τα μαλλιά Κρατούσε ένα μικρό σακουλάκι που το άφησε προσεκτικά στα χέρια της Ελπίδας laquoΌταν πας σπίτι σου να το ανοίξεις και να κάνεις ότι ακριβώς σου πει η γιαγιά σου Αυτή ξέρειraquo της είπε τρυφερά και χάθηκε στο σκοτάδι της σπηλιάς Το κορίτσι κρατώντας το γερά έτρεξε χαρούμενο στο φτωχικό του σπιτάκι Τα μάτια του έλαμπαν από ενθουσιασμό καθώς έδειχνε στη γιαγιά του το δώρο της νεράιδας

Η γιαγιά ψηλάφησε τους μεγάλους γυαλιστερούς σπόρους τους έβαλε στη χούφτα της Ελπίδας και της είπε να τους φυτέψει στην αυλή Έτσι ακριβώς έκανε το μικρό κορίτσι Τους έχωσε βαθιά στο έδαφος και τους σκέπασε με φρέσκο χώμα Την άνοιξη οι σπόροι φύτρωσαν και γρήγορα έγιναν μεγάλα δέντρα με υπέροχο σταχτοπράσινο φύλλωμα Ήταν φουντωτές ελιές που αγκάλιασαν το μικρό σπιτάκι Ήρθε το φθινόπωρο και τα κλαδιά τους γέμισαν ευλογημένο καρπό

Από τότε η Ελπίδα κι η γιαγιά της έζησαν

ευτυχισμένες βοηθώντας κάθε κουρασμένο

περαστικό

Η αξία της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό σrsquo ένα μακρινό

χωριό όλοι οι άνθρωποι ζούσαν ευτυχισμένοι

Είχαν πολλά κτήματα εκτιμήσει πλούσια

γεμάτα ελιές Ποτέ όμως δεν είχαν σωστά την

αξία τους

Κάποια μέρα καθώς έπαιζαν δυο παιδιά η

Μαρία και ο Νίκος εμφανίστηκε μπροστά

τους ένας άγνωστος άντρας Τους μίλησε για

τα ελαιόδεντρα και τη χρησιμότητά τους Τους

είπε πως πρέπει να τα φροντίζουν και να τα

αγαπούν

Μετά από αρκετές ημέρες έγινε κάτι φοβερό

Στο χωριό έπεσε μεγάλη κατάρα Όλα τα χωράφια με τα ελαιόδεντρα καταστράφηκαν

Η Μαρία και ο Νίκος αμέσως κατάλαβαν πως έπρεπε να πάνε να βρουν τον μυστήριο αυτό άντρα που τους είχε επισκεφτεί

Τους είχε πει πως ζούσε στο δάσος Αυτό όμως δεν ήταν και τόσοhellip συνηθισμένο δάσος Έλεγαν πως στις κουφάλες των δέντρων ζούσαν φαντάσματα και πως το μέγεθος των ζώων ήταν υπερφυσικό

Φοβόντουσαν πάρα πολύ Περπάτησαν

ατελείωτες ώρες στη σκιά των πελώριων

δέντρων Με τη βοήθεια ενός λιονταριού

κατάφεραν να βρουν τον πύργο του άντρα που

έψαχναν

Χτύπησαν την πόρτα

αλλά κανείς δεν τους

άνοιξε Αποφάσισαν

να περιμένουν Δεν

κατάλαβαν πόσος

χρόνος πέρασε καιhellip

η πόρτα άνοιξε μόνη

της

Τα παιδιά μπήκαν γεμάτα περιέργεια στον

πύργο Ανέβηκαν διστακτικά την παλιά

στριφογυριστή σκάλα που τα οδήγησε σrsquo έ-

να επιβλητικό δωμάτιο Εκεί εργαζόταν ο

μυστηριώδης άντρας που είχαν γνωρίσει

Αμέσως κατάλαβαν πως ήταν μάγος Τους

αποκάλυψε αμέσως το όνομά του τον έλεγαν

Άλφρεντ Άρχισαν λοιπόν να του μιλούν για

το πρόβλημά τους Ο μάγος τα άκουσε προσε-

κτικά και τους είπε τι πρέπει να κάνουν

Έπρεπε να περάσουν τρεις δοκιμασίες Μόνο

έτσι θα έφευγε η κατάρα

Στο χωριό όλοι οι κάτοικοι περνούσαν δύσκο-

λα Από πλούσιοι είχαν γίνει φτωχοί και χωρίς

την ελιά και το λάδι της δεν μπορούσαν να ζή-

σουν Κατάλαβαν έτσι την αξία της αλλά ήταν

πλέον αργά Ή μάλλον σχεδόν αργά

Όταν τα παιδιά επέστρεψαν διηγήθηκαν σε

όλους όλα όσα τους συνέβησαν Τους είπαν για

το μάγο και τις τρεις δοκιμασίες που έπρεπε να

περάσουν Το πρόβλημα όμως ήταν πως δεν

τους είχε πει ποιες ήταν αυτές οι δοκιμασίες

ποιοι θα τις περνούσαν και πότε

Οι μέρες περνούσαν

αργά και βασανιστικά

μετά από δυο μήνες στο

χωριό εμφανίστηκε ένα

μικρό κορίτσι Χτύπησε

την πόρτα ενός σπιτιού

και ζήτησε λίγο φαγητό

Η οικογένεια όμως Το έ-

διωξε Το κορίτσι ήταν

Ο μάγος Άλφρεντ μεταμορ-

φωμένος Αυτή ήταν η πρώ-

τη δοκιμασία που δυστυχώς

όμως απέτυχαν

Αφού πέρασε μια εβδομάδα περίπου ένα μι-

κρό άγνωστο αγόρι εμφανίστηκε σε μια ομάδα

παιδιών και τους ζήτησε να παίξει μαζί τους Η

Μαρία και ο Νίκος όχι μόνο το δέχτηκαν αλλά

το άφησαν να διαλέξει το παιχνίδι που θα έπαι-

ζαν

_ Εσύ Νίκο θα είσαι ο αγρότης Εγώ θα είμαι η

ελιά και Μαρία θα είναι οι καρποί μου είπε το

αγόρι

Τα παιδιά συμφώνησαν κι άρχισαν όλα μαζί να

παίζουν Ο μάγος τότε παρατήρησε τον τρόπο

που ο Νίκος περιποιόταν την ελιά και πόσο χαι-

ρόταν όταν μάζευε τους καρπούς της Αυτή ήταν

η δεύτερη δοκιμασία και τα παιδιά την πέρασαν

με επιτυχία

Πέρασε αρκετός καιρός ώσπου έφτασε η ώρα

για την τρίτη δοκιμασία Μια μέρα ήρθε στο χω-

ριό ένας πλανόδιος έμπορος Πουλούσε από σπό-

ρους μέχρι και μαγικά αντικείμενα Οι τιμές όμως

ήταν πολύ υψηλές Ο Νίκος με τον πατέρα του ζή-

τησαν να δουν τους σπόρους που είχε

_Έχω σπόρους συκιάς πορτοκαλιάς μηλιάς και

τον τελευταίο σπόρο ελιάς είπε ο άντρας

_Τον τελευταίο Ρώτησε ο Νίκος

_ Ναι Τον τελευταίο

_Δεν υπάρχει άλλος

_Όχι

_Ούτε ένας

_Τίποτα

_Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Ναι Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Είστε σίγουρος για αυτό

_Απολύτως

Ο Νίκος δεν πίστευε στ΄ αυτιά τουΤότε ζήτη-

σε αμέσως απόν τον πατέρα του να αγοράσει τον

τελευταίο σπόρο ελιάς σ΄ ολόκληρη τη γη Η τι-

μή του όμως ήταν πολύ πάρα πολύ υψηλή Εκα-

τό χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Γιε μου δεν έχουμε τόσα χρήματα Μπορούμε

όμως να πουλήσουμε τα τέσσερα κτήματά μας

_Ναι να τα δώσουμε Θα μας μείνει η αυλή του

σπιτιού Εκεί θα φυτέψουμε τον πολύτιμο σπόρο

Τότε εμφανίστηκε ο μάγος Άλφρεντ

_Δίνω διακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα είπε

ο μάγος

_Άλφρεντ δεν είναι τίμιο είπε ο Νίκος

Προλάβαμε

εμείς να αγοράσουμε αυτόν το σπόρο

_Δίνω τριακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Τότε εγώ θα δώσω και το σπίτι μου είπε ο πα-

τέρας του Νίκου

_Ναι αλλά hellip αυτά είναι λιγότερα από τα χρή-

ματα που μου δίνει ο μάγος είπε ο έμπορος

_Τότε και εγώ θα δώσω όσα χρήματα έχω στον

κουμπαρά μου είπε η Μαρία

_Κι εγώ φώναξε ο Βασίλης

_Εγώ θα δώσω το μοναδικό κτήμα που έχω είπε

ο κύριος Βαγγέλης

_Και εγώ φώναξε η κυρία Βαρβάρα

_Ναι Και εμείς θα δώσουμε ότι έχουμε στους

κουμπαράδες μας φώναξαν δυνατά όλα τα

παιδιά που ήταν μαζεμένα στην πλατεία του

χωριού

Όλοι άρχισαν να δίνουν χρήματα σπίτια

έπιπλα χωράφια και μαγαζιά μέχρι που κέρδι-

σαν το μάγο Άλφρεντ και αγόρασαν το σπόρο

της ελιάς Από τη στιγμή που τον φύτεψαν το

πρόσεχαν πάρα πολύ

Μετά από χρόνια όταν οι χωρικοί μάζεψαν

τους καρπούς αυτής της ελιάς διαπίστωσαν ότι

είχε το πιο νόστιμο λάδι Τότε ο μάγος

πείστηκε πως όλοι είχαν καταλάβει την αξία

της και γέμισε ξανά όλα τα χωράφια τους με

ελαιόδεντρα

ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α

Κουκάκη Κατερίνα

Μπογκντάνι Γκισέλα

Καρυώτης Γιώργος

Αθανασόπουλος Στέφανος

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 79: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

Η γιαγιά ψηλάφησε τους μεγάλους γυαλιστερούς σπόρους τους έβαλε στη χούφτα της Ελπίδας και της είπε να τους φυτέψει στην αυλή Έτσι ακριβώς έκανε το μικρό κορίτσι Τους έχωσε βαθιά στο έδαφος και τους σκέπασε με φρέσκο χώμα Την άνοιξη οι σπόροι φύτρωσαν και γρήγορα έγιναν μεγάλα δέντρα με υπέροχο σταχτοπράσινο φύλλωμα Ήταν φουντωτές ελιές που αγκάλιασαν το μικρό σπιτάκι Ήρθε το φθινόπωρο και τα κλαδιά τους γέμισαν ευλογημένο καρπό

Από τότε η Ελπίδα κι η γιαγιά της έζησαν

ευτυχισμένες βοηθώντας κάθε κουρασμένο

περαστικό

Η αξία της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό σrsquo ένα μακρινό

χωριό όλοι οι άνθρωποι ζούσαν ευτυχισμένοι

Είχαν πολλά κτήματα εκτιμήσει πλούσια

γεμάτα ελιές Ποτέ όμως δεν είχαν σωστά την

αξία τους

Κάποια μέρα καθώς έπαιζαν δυο παιδιά η

Μαρία και ο Νίκος εμφανίστηκε μπροστά

τους ένας άγνωστος άντρας Τους μίλησε για

τα ελαιόδεντρα και τη χρησιμότητά τους Τους

είπε πως πρέπει να τα φροντίζουν και να τα

αγαπούν

Μετά από αρκετές ημέρες έγινε κάτι φοβερό

Στο χωριό έπεσε μεγάλη κατάρα Όλα τα χωράφια με τα ελαιόδεντρα καταστράφηκαν

Η Μαρία και ο Νίκος αμέσως κατάλαβαν πως έπρεπε να πάνε να βρουν τον μυστήριο αυτό άντρα που τους είχε επισκεφτεί

Τους είχε πει πως ζούσε στο δάσος Αυτό όμως δεν ήταν και τόσοhellip συνηθισμένο δάσος Έλεγαν πως στις κουφάλες των δέντρων ζούσαν φαντάσματα και πως το μέγεθος των ζώων ήταν υπερφυσικό

Φοβόντουσαν πάρα πολύ Περπάτησαν

ατελείωτες ώρες στη σκιά των πελώριων

δέντρων Με τη βοήθεια ενός λιονταριού

κατάφεραν να βρουν τον πύργο του άντρα που

έψαχναν

Χτύπησαν την πόρτα

αλλά κανείς δεν τους

άνοιξε Αποφάσισαν

να περιμένουν Δεν

κατάλαβαν πόσος

χρόνος πέρασε καιhellip

η πόρτα άνοιξε μόνη

της

Τα παιδιά μπήκαν γεμάτα περιέργεια στον

πύργο Ανέβηκαν διστακτικά την παλιά

στριφογυριστή σκάλα που τα οδήγησε σrsquo έ-

να επιβλητικό δωμάτιο Εκεί εργαζόταν ο

μυστηριώδης άντρας που είχαν γνωρίσει

Αμέσως κατάλαβαν πως ήταν μάγος Τους

αποκάλυψε αμέσως το όνομά του τον έλεγαν

Άλφρεντ Άρχισαν λοιπόν να του μιλούν για

το πρόβλημά τους Ο μάγος τα άκουσε προσε-

κτικά και τους είπε τι πρέπει να κάνουν

Έπρεπε να περάσουν τρεις δοκιμασίες Μόνο

έτσι θα έφευγε η κατάρα

Στο χωριό όλοι οι κάτοικοι περνούσαν δύσκο-

λα Από πλούσιοι είχαν γίνει φτωχοί και χωρίς

την ελιά και το λάδι της δεν μπορούσαν να ζή-

σουν Κατάλαβαν έτσι την αξία της αλλά ήταν

πλέον αργά Ή μάλλον σχεδόν αργά

Όταν τα παιδιά επέστρεψαν διηγήθηκαν σε

όλους όλα όσα τους συνέβησαν Τους είπαν για

το μάγο και τις τρεις δοκιμασίες που έπρεπε να

περάσουν Το πρόβλημα όμως ήταν πως δεν

τους είχε πει ποιες ήταν αυτές οι δοκιμασίες

ποιοι θα τις περνούσαν και πότε

Οι μέρες περνούσαν

αργά και βασανιστικά

μετά από δυο μήνες στο

χωριό εμφανίστηκε ένα

μικρό κορίτσι Χτύπησε

την πόρτα ενός σπιτιού

και ζήτησε λίγο φαγητό

Η οικογένεια όμως Το έ-

διωξε Το κορίτσι ήταν

Ο μάγος Άλφρεντ μεταμορ-

φωμένος Αυτή ήταν η πρώ-

τη δοκιμασία που δυστυχώς

όμως απέτυχαν

Αφού πέρασε μια εβδομάδα περίπου ένα μι-

κρό άγνωστο αγόρι εμφανίστηκε σε μια ομάδα

παιδιών και τους ζήτησε να παίξει μαζί τους Η

Μαρία και ο Νίκος όχι μόνο το δέχτηκαν αλλά

το άφησαν να διαλέξει το παιχνίδι που θα έπαι-

ζαν

_ Εσύ Νίκο θα είσαι ο αγρότης Εγώ θα είμαι η

ελιά και Μαρία θα είναι οι καρποί μου είπε το

αγόρι

Τα παιδιά συμφώνησαν κι άρχισαν όλα μαζί να

παίζουν Ο μάγος τότε παρατήρησε τον τρόπο

που ο Νίκος περιποιόταν την ελιά και πόσο χαι-

ρόταν όταν μάζευε τους καρπούς της Αυτή ήταν

η δεύτερη δοκιμασία και τα παιδιά την πέρασαν

με επιτυχία

Πέρασε αρκετός καιρός ώσπου έφτασε η ώρα

για την τρίτη δοκιμασία Μια μέρα ήρθε στο χω-

ριό ένας πλανόδιος έμπορος Πουλούσε από σπό-

ρους μέχρι και μαγικά αντικείμενα Οι τιμές όμως

ήταν πολύ υψηλές Ο Νίκος με τον πατέρα του ζή-

τησαν να δουν τους σπόρους που είχε

_Έχω σπόρους συκιάς πορτοκαλιάς μηλιάς και

τον τελευταίο σπόρο ελιάς είπε ο άντρας

_Τον τελευταίο Ρώτησε ο Νίκος

_ Ναι Τον τελευταίο

_Δεν υπάρχει άλλος

_Όχι

_Ούτε ένας

_Τίποτα

_Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Ναι Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Είστε σίγουρος για αυτό

_Απολύτως

Ο Νίκος δεν πίστευε στ΄ αυτιά τουΤότε ζήτη-

σε αμέσως απόν τον πατέρα του να αγοράσει τον

τελευταίο σπόρο ελιάς σ΄ ολόκληρη τη γη Η τι-

μή του όμως ήταν πολύ πάρα πολύ υψηλή Εκα-

τό χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Γιε μου δεν έχουμε τόσα χρήματα Μπορούμε

όμως να πουλήσουμε τα τέσσερα κτήματά μας

_Ναι να τα δώσουμε Θα μας μείνει η αυλή του

σπιτιού Εκεί θα φυτέψουμε τον πολύτιμο σπόρο

Τότε εμφανίστηκε ο μάγος Άλφρεντ

_Δίνω διακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα είπε

ο μάγος

_Άλφρεντ δεν είναι τίμιο είπε ο Νίκος

Προλάβαμε

εμείς να αγοράσουμε αυτόν το σπόρο

_Δίνω τριακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Τότε εγώ θα δώσω και το σπίτι μου είπε ο πα-

τέρας του Νίκου

_Ναι αλλά hellip αυτά είναι λιγότερα από τα χρή-

ματα που μου δίνει ο μάγος είπε ο έμπορος

_Τότε και εγώ θα δώσω όσα χρήματα έχω στον

κουμπαρά μου είπε η Μαρία

_Κι εγώ φώναξε ο Βασίλης

_Εγώ θα δώσω το μοναδικό κτήμα που έχω είπε

ο κύριος Βαγγέλης

_Και εγώ φώναξε η κυρία Βαρβάρα

_Ναι Και εμείς θα δώσουμε ότι έχουμε στους

κουμπαράδες μας φώναξαν δυνατά όλα τα

παιδιά που ήταν μαζεμένα στην πλατεία του

χωριού

Όλοι άρχισαν να δίνουν χρήματα σπίτια

έπιπλα χωράφια και μαγαζιά μέχρι που κέρδι-

σαν το μάγο Άλφρεντ και αγόρασαν το σπόρο

της ελιάς Από τη στιγμή που τον φύτεψαν το

πρόσεχαν πάρα πολύ

Μετά από χρόνια όταν οι χωρικοί μάζεψαν

τους καρπούς αυτής της ελιάς διαπίστωσαν ότι

είχε το πιο νόστιμο λάδι Τότε ο μάγος

πείστηκε πως όλοι είχαν καταλάβει την αξία

της και γέμισε ξανά όλα τα χωράφια τους με

ελαιόδεντρα

ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α

Κουκάκη Κατερίνα

Μπογκντάνι Γκισέλα

Καρυώτης Γιώργος

Αθανασόπουλος Στέφανος

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 80: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

Από τότε η Ελπίδα κι η γιαγιά της έζησαν

ευτυχισμένες βοηθώντας κάθε κουρασμένο

περαστικό

Η αξία της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό σrsquo ένα μακρινό

χωριό όλοι οι άνθρωποι ζούσαν ευτυχισμένοι

Είχαν πολλά κτήματα εκτιμήσει πλούσια

γεμάτα ελιές Ποτέ όμως δεν είχαν σωστά την

αξία τους

Κάποια μέρα καθώς έπαιζαν δυο παιδιά η

Μαρία και ο Νίκος εμφανίστηκε μπροστά

τους ένας άγνωστος άντρας Τους μίλησε για

τα ελαιόδεντρα και τη χρησιμότητά τους Τους

είπε πως πρέπει να τα φροντίζουν και να τα

αγαπούν

Μετά από αρκετές ημέρες έγινε κάτι φοβερό

Στο χωριό έπεσε μεγάλη κατάρα Όλα τα χωράφια με τα ελαιόδεντρα καταστράφηκαν

Η Μαρία και ο Νίκος αμέσως κατάλαβαν πως έπρεπε να πάνε να βρουν τον μυστήριο αυτό άντρα που τους είχε επισκεφτεί

Τους είχε πει πως ζούσε στο δάσος Αυτό όμως δεν ήταν και τόσοhellip συνηθισμένο δάσος Έλεγαν πως στις κουφάλες των δέντρων ζούσαν φαντάσματα και πως το μέγεθος των ζώων ήταν υπερφυσικό

Φοβόντουσαν πάρα πολύ Περπάτησαν

ατελείωτες ώρες στη σκιά των πελώριων

δέντρων Με τη βοήθεια ενός λιονταριού

κατάφεραν να βρουν τον πύργο του άντρα που

έψαχναν

Χτύπησαν την πόρτα

αλλά κανείς δεν τους

άνοιξε Αποφάσισαν

να περιμένουν Δεν

κατάλαβαν πόσος

χρόνος πέρασε καιhellip

η πόρτα άνοιξε μόνη

της

Τα παιδιά μπήκαν γεμάτα περιέργεια στον

πύργο Ανέβηκαν διστακτικά την παλιά

στριφογυριστή σκάλα που τα οδήγησε σrsquo έ-

να επιβλητικό δωμάτιο Εκεί εργαζόταν ο

μυστηριώδης άντρας που είχαν γνωρίσει

Αμέσως κατάλαβαν πως ήταν μάγος Τους

αποκάλυψε αμέσως το όνομά του τον έλεγαν

Άλφρεντ Άρχισαν λοιπόν να του μιλούν για

το πρόβλημά τους Ο μάγος τα άκουσε προσε-

κτικά και τους είπε τι πρέπει να κάνουν

Έπρεπε να περάσουν τρεις δοκιμασίες Μόνο

έτσι θα έφευγε η κατάρα

Στο χωριό όλοι οι κάτοικοι περνούσαν δύσκο-

λα Από πλούσιοι είχαν γίνει φτωχοί και χωρίς

την ελιά και το λάδι της δεν μπορούσαν να ζή-

σουν Κατάλαβαν έτσι την αξία της αλλά ήταν

πλέον αργά Ή μάλλον σχεδόν αργά

Όταν τα παιδιά επέστρεψαν διηγήθηκαν σε

όλους όλα όσα τους συνέβησαν Τους είπαν για

το μάγο και τις τρεις δοκιμασίες που έπρεπε να

περάσουν Το πρόβλημα όμως ήταν πως δεν

τους είχε πει ποιες ήταν αυτές οι δοκιμασίες

ποιοι θα τις περνούσαν και πότε

Οι μέρες περνούσαν

αργά και βασανιστικά

μετά από δυο μήνες στο

χωριό εμφανίστηκε ένα

μικρό κορίτσι Χτύπησε

την πόρτα ενός σπιτιού

και ζήτησε λίγο φαγητό

Η οικογένεια όμως Το έ-

διωξε Το κορίτσι ήταν

Ο μάγος Άλφρεντ μεταμορ-

φωμένος Αυτή ήταν η πρώ-

τη δοκιμασία που δυστυχώς

όμως απέτυχαν

Αφού πέρασε μια εβδομάδα περίπου ένα μι-

κρό άγνωστο αγόρι εμφανίστηκε σε μια ομάδα

παιδιών και τους ζήτησε να παίξει μαζί τους Η

Μαρία και ο Νίκος όχι μόνο το δέχτηκαν αλλά

το άφησαν να διαλέξει το παιχνίδι που θα έπαι-

ζαν

_ Εσύ Νίκο θα είσαι ο αγρότης Εγώ θα είμαι η

ελιά και Μαρία θα είναι οι καρποί μου είπε το

αγόρι

Τα παιδιά συμφώνησαν κι άρχισαν όλα μαζί να

παίζουν Ο μάγος τότε παρατήρησε τον τρόπο

που ο Νίκος περιποιόταν την ελιά και πόσο χαι-

ρόταν όταν μάζευε τους καρπούς της Αυτή ήταν

η δεύτερη δοκιμασία και τα παιδιά την πέρασαν

με επιτυχία

Πέρασε αρκετός καιρός ώσπου έφτασε η ώρα

για την τρίτη δοκιμασία Μια μέρα ήρθε στο χω-

ριό ένας πλανόδιος έμπορος Πουλούσε από σπό-

ρους μέχρι και μαγικά αντικείμενα Οι τιμές όμως

ήταν πολύ υψηλές Ο Νίκος με τον πατέρα του ζή-

τησαν να δουν τους σπόρους που είχε

_Έχω σπόρους συκιάς πορτοκαλιάς μηλιάς και

τον τελευταίο σπόρο ελιάς είπε ο άντρας

_Τον τελευταίο Ρώτησε ο Νίκος

_ Ναι Τον τελευταίο

_Δεν υπάρχει άλλος

_Όχι

_Ούτε ένας

_Τίποτα

_Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Ναι Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Είστε σίγουρος για αυτό

_Απολύτως

Ο Νίκος δεν πίστευε στ΄ αυτιά τουΤότε ζήτη-

σε αμέσως απόν τον πατέρα του να αγοράσει τον

τελευταίο σπόρο ελιάς σ΄ ολόκληρη τη γη Η τι-

μή του όμως ήταν πολύ πάρα πολύ υψηλή Εκα-

τό χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Γιε μου δεν έχουμε τόσα χρήματα Μπορούμε

όμως να πουλήσουμε τα τέσσερα κτήματά μας

_Ναι να τα δώσουμε Θα μας μείνει η αυλή του

σπιτιού Εκεί θα φυτέψουμε τον πολύτιμο σπόρο

Τότε εμφανίστηκε ο μάγος Άλφρεντ

_Δίνω διακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα είπε

ο μάγος

_Άλφρεντ δεν είναι τίμιο είπε ο Νίκος

Προλάβαμε

εμείς να αγοράσουμε αυτόν το σπόρο

_Δίνω τριακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Τότε εγώ θα δώσω και το σπίτι μου είπε ο πα-

τέρας του Νίκου

_Ναι αλλά hellip αυτά είναι λιγότερα από τα χρή-

ματα που μου δίνει ο μάγος είπε ο έμπορος

_Τότε και εγώ θα δώσω όσα χρήματα έχω στον

κουμπαρά μου είπε η Μαρία

_Κι εγώ φώναξε ο Βασίλης

_Εγώ θα δώσω το μοναδικό κτήμα που έχω είπε

ο κύριος Βαγγέλης

_Και εγώ φώναξε η κυρία Βαρβάρα

_Ναι Και εμείς θα δώσουμε ότι έχουμε στους

κουμπαράδες μας φώναξαν δυνατά όλα τα

παιδιά που ήταν μαζεμένα στην πλατεία του

χωριού

Όλοι άρχισαν να δίνουν χρήματα σπίτια

έπιπλα χωράφια και μαγαζιά μέχρι που κέρδι-

σαν το μάγο Άλφρεντ και αγόρασαν το σπόρο

της ελιάς Από τη στιγμή που τον φύτεψαν το

πρόσεχαν πάρα πολύ

Μετά από χρόνια όταν οι χωρικοί μάζεψαν

τους καρπούς αυτής της ελιάς διαπίστωσαν ότι

είχε το πιο νόστιμο λάδι Τότε ο μάγος

πείστηκε πως όλοι είχαν καταλάβει την αξία

της και γέμισε ξανά όλα τα χωράφια τους με

ελαιόδεντρα

ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α

Κουκάκη Κατερίνα

Μπογκντάνι Γκισέλα

Καρυώτης Γιώργος

Αθανασόπουλος Στέφανος

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 81: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

Η αξία της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό σrsquo ένα μακρινό

χωριό όλοι οι άνθρωποι ζούσαν ευτυχισμένοι

Είχαν πολλά κτήματα εκτιμήσει πλούσια

γεμάτα ελιές Ποτέ όμως δεν είχαν σωστά την

αξία τους

Κάποια μέρα καθώς έπαιζαν δυο παιδιά η

Μαρία και ο Νίκος εμφανίστηκε μπροστά

τους ένας άγνωστος άντρας Τους μίλησε για

τα ελαιόδεντρα και τη χρησιμότητά τους Τους

είπε πως πρέπει να τα φροντίζουν και να τα

αγαπούν

Μετά από αρκετές ημέρες έγινε κάτι φοβερό

Στο χωριό έπεσε μεγάλη κατάρα Όλα τα χωράφια με τα ελαιόδεντρα καταστράφηκαν

Η Μαρία και ο Νίκος αμέσως κατάλαβαν πως έπρεπε να πάνε να βρουν τον μυστήριο αυτό άντρα που τους είχε επισκεφτεί

Τους είχε πει πως ζούσε στο δάσος Αυτό όμως δεν ήταν και τόσοhellip συνηθισμένο δάσος Έλεγαν πως στις κουφάλες των δέντρων ζούσαν φαντάσματα και πως το μέγεθος των ζώων ήταν υπερφυσικό

Φοβόντουσαν πάρα πολύ Περπάτησαν

ατελείωτες ώρες στη σκιά των πελώριων

δέντρων Με τη βοήθεια ενός λιονταριού

κατάφεραν να βρουν τον πύργο του άντρα που

έψαχναν

Χτύπησαν την πόρτα

αλλά κανείς δεν τους

άνοιξε Αποφάσισαν

να περιμένουν Δεν

κατάλαβαν πόσος

χρόνος πέρασε καιhellip

η πόρτα άνοιξε μόνη

της

Τα παιδιά μπήκαν γεμάτα περιέργεια στον

πύργο Ανέβηκαν διστακτικά την παλιά

στριφογυριστή σκάλα που τα οδήγησε σrsquo έ-

να επιβλητικό δωμάτιο Εκεί εργαζόταν ο

μυστηριώδης άντρας που είχαν γνωρίσει

Αμέσως κατάλαβαν πως ήταν μάγος Τους

αποκάλυψε αμέσως το όνομά του τον έλεγαν

Άλφρεντ Άρχισαν λοιπόν να του μιλούν για

το πρόβλημά τους Ο μάγος τα άκουσε προσε-

κτικά και τους είπε τι πρέπει να κάνουν

Έπρεπε να περάσουν τρεις δοκιμασίες Μόνο

έτσι θα έφευγε η κατάρα

Στο χωριό όλοι οι κάτοικοι περνούσαν δύσκο-

λα Από πλούσιοι είχαν γίνει φτωχοί και χωρίς

την ελιά και το λάδι της δεν μπορούσαν να ζή-

σουν Κατάλαβαν έτσι την αξία της αλλά ήταν

πλέον αργά Ή μάλλον σχεδόν αργά

Όταν τα παιδιά επέστρεψαν διηγήθηκαν σε

όλους όλα όσα τους συνέβησαν Τους είπαν για

το μάγο και τις τρεις δοκιμασίες που έπρεπε να

περάσουν Το πρόβλημα όμως ήταν πως δεν

τους είχε πει ποιες ήταν αυτές οι δοκιμασίες

ποιοι θα τις περνούσαν και πότε

Οι μέρες περνούσαν

αργά και βασανιστικά

μετά από δυο μήνες στο

χωριό εμφανίστηκε ένα

μικρό κορίτσι Χτύπησε

την πόρτα ενός σπιτιού

και ζήτησε λίγο φαγητό

Η οικογένεια όμως Το έ-

διωξε Το κορίτσι ήταν

Ο μάγος Άλφρεντ μεταμορ-

φωμένος Αυτή ήταν η πρώ-

τη δοκιμασία που δυστυχώς

όμως απέτυχαν

Αφού πέρασε μια εβδομάδα περίπου ένα μι-

κρό άγνωστο αγόρι εμφανίστηκε σε μια ομάδα

παιδιών και τους ζήτησε να παίξει μαζί τους Η

Μαρία και ο Νίκος όχι μόνο το δέχτηκαν αλλά

το άφησαν να διαλέξει το παιχνίδι που θα έπαι-

ζαν

_ Εσύ Νίκο θα είσαι ο αγρότης Εγώ θα είμαι η

ελιά και Μαρία θα είναι οι καρποί μου είπε το

αγόρι

Τα παιδιά συμφώνησαν κι άρχισαν όλα μαζί να

παίζουν Ο μάγος τότε παρατήρησε τον τρόπο

που ο Νίκος περιποιόταν την ελιά και πόσο χαι-

ρόταν όταν μάζευε τους καρπούς της Αυτή ήταν

η δεύτερη δοκιμασία και τα παιδιά την πέρασαν

με επιτυχία

Πέρασε αρκετός καιρός ώσπου έφτασε η ώρα

για την τρίτη δοκιμασία Μια μέρα ήρθε στο χω-

ριό ένας πλανόδιος έμπορος Πουλούσε από σπό-

ρους μέχρι και μαγικά αντικείμενα Οι τιμές όμως

ήταν πολύ υψηλές Ο Νίκος με τον πατέρα του ζή-

τησαν να δουν τους σπόρους που είχε

_Έχω σπόρους συκιάς πορτοκαλιάς μηλιάς και

τον τελευταίο σπόρο ελιάς είπε ο άντρας

_Τον τελευταίο Ρώτησε ο Νίκος

_ Ναι Τον τελευταίο

_Δεν υπάρχει άλλος

_Όχι

_Ούτε ένας

_Τίποτα

_Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Ναι Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Είστε σίγουρος για αυτό

_Απολύτως

Ο Νίκος δεν πίστευε στ΄ αυτιά τουΤότε ζήτη-

σε αμέσως απόν τον πατέρα του να αγοράσει τον

τελευταίο σπόρο ελιάς σ΄ ολόκληρη τη γη Η τι-

μή του όμως ήταν πολύ πάρα πολύ υψηλή Εκα-

τό χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Γιε μου δεν έχουμε τόσα χρήματα Μπορούμε

όμως να πουλήσουμε τα τέσσερα κτήματά μας

_Ναι να τα δώσουμε Θα μας μείνει η αυλή του

σπιτιού Εκεί θα φυτέψουμε τον πολύτιμο σπόρο

Τότε εμφανίστηκε ο μάγος Άλφρεντ

_Δίνω διακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα είπε

ο μάγος

_Άλφρεντ δεν είναι τίμιο είπε ο Νίκος

Προλάβαμε

εμείς να αγοράσουμε αυτόν το σπόρο

_Δίνω τριακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Τότε εγώ θα δώσω και το σπίτι μου είπε ο πα-

τέρας του Νίκου

_Ναι αλλά hellip αυτά είναι λιγότερα από τα χρή-

ματα που μου δίνει ο μάγος είπε ο έμπορος

_Τότε και εγώ θα δώσω όσα χρήματα έχω στον

κουμπαρά μου είπε η Μαρία

_Κι εγώ φώναξε ο Βασίλης

_Εγώ θα δώσω το μοναδικό κτήμα που έχω είπε

ο κύριος Βαγγέλης

_Και εγώ φώναξε η κυρία Βαρβάρα

_Ναι Και εμείς θα δώσουμε ότι έχουμε στους

κουμπαράδες μας φώναξαν δυνατά όλα τα

παιδιά που ήταν μαζεμένα στην πλατεία του

χωριού

Όλοι άρχισαν να δίνουν χρήματα σπίτια

έπιπλα χωράφια και μαγαζιά μέχρι που κέρδι-

σαν το μάγο Άλφρεντ και αγόρασαν το σπόρο

της ελιάς Από τη στιγμή που τον φύτεψαν το

πρόσεχαν πάρα πολύ

Μετά από χρόνια όταν οι χωρικοί μάζεψαν

τους καρπούς αυτής της ελιάς διαπίστωσαν ότι

είχε το πιο νόστιμο λάδι Τότε ο μάγος

πείστηκε πως όλοι είχαν καταλάβει την αξία

της και γέμισε ξανά όλα τα χωράφια τους με

ελαιόδεντρα

ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α

Κουκάκη Κατερίνα

Μπογκντάνι Γκισέλα

Καρυώτης Γιώργος

Αθανασόπουλος Στέφανος

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 82: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

Μετά από αρκετές ημέρες έγινε κάτι φοβερό

Στο χωριό έπεσε μεγάλη κατάρα Όλα τα χωράφια με τα ελαιόδεντρα καταστράφηκαν

Η Μαρία και ο Νίκος αμέσως κατάλαβαν πως έπρεπε να πάνε να βρουν τον μυστήριο αυτό άντρα που τους είχε επισκεφτεί

Τους είχε πει πως ζούσε στο δάσος Αυτό όμως δεν ήταν και τόσοhellip συνηθισμένο δάσος Έλεγαν πως στις κουφάλες των δέντρων ζούσαν φαντάσματα και πως το μέγεθος των ζώων ήταν υπερφυσικό

Φοβόντουσαν πάρα πολύ Περπάτησαν

ατελείωτες ώρες στη σκιά των πελώριων

δέντρων Με τη βοήθεια ενός λιονταριού

κατάφεραν να βρουν τον πύργο του άντρα που

έψαχναν

Χτύπησαν την πόρτα

αλλά κανείς δεν τους

άνοιξε Αποφάσισαν

να περιμένουν Δεν

κατάλαβαν πόσος

χρόνος πέρασε καιhellip

η πόρτα άνοιξε μόνη

της

Τα παιδιά μπήκαν γεμάτα περιέργεια στον

πύργο Ανέβηκαν διστακτικά την παλιά

στριφογυριστή σκάλα που τα οδήγησε σrsquo έ-

να επιβλητικό δωμάτιο Εκεί εργαζόταν ο

μυστηριώδης άντρας που είχαν γνωρίσει

Αμέσως κατάλαβαν πως ήταν μάγος Τους

αποκάλυψε αμέσως το όνομά του τον έλεγαν

Άλφρεντ Άρχισαν λοιπόν να του μιλούν για

το πρόβλημά τους Ο μάγος τα άκουσε προσε-

κτικά και τους είπε τι πρέπει να κάνουν

Έπρεπε να περάσουν τρεις δοκιμασίες Μόνο

έτσι θα έφευγε η κατάρα

Στο χωριό όλοι οι κάτοικοι περνούσαν δύσκο-

λα Από πλούσιοι είχαν γίνει φτωχοί και χωρίς

την ελιά και το λάδι της δεν μπορούσαν να ζή-

σουν Κατάλαβαν έτσι την αξία της αλλά ήταν

πλέον αργά Ή μάλλον σχεδόν αργά

Όταν τα παιδιά επέστρεψαν διηγήθηκαν σε

όλους όλα όσα τους συνέβησαν Τους είπαν για

το μάγο και τις τρεις δοκιμασίες που έπρεπε να

περάσουν Το πρόβλημα όμως ήταν πως δεν

τους είχε πει ποιες ήταν αυτές οι δοκιμασίες

ποιοι θα τις περνούσαν και πότε

Οι μέρες περνούσαν

αργά και βασανιστικά

μετά από δυο μήνες στο

χωριό εμφανίστηκε ένα

μικρό κορίτσι Χτύπησε

την πόρτα ενός σπιτιού

και ζήτησε λίγο φαγητό

Η οικογένεια όμως Το έ-

διωξε Το κορίτσι ήταν

Ο μάγος Άλφρεντ μεταμορ-

φωμένος Αυτή ήταν η πρώ-

τη δοκιμασία που δυστυχώς

όμως απέτυχαν

Αφού πέρασε μια εβδομάδα περίπου ένα μι-

κρό άγνωστο αγόρι εμφανίστηκε σε μια ομάδα

παιδιών και τους ζήτησε να παίξει μαζί τους Η

Μαρία και ο Νίκος όχι μόνο το δέχτηκαν αλλά

το άφησαν να διαλέξει το παιχνίδι που θα έπαι-

ζαν

_ Εσύ Νίκο θα είσαι ο αγρότης Εγώ θα είμαι η

ελιά και Μαρία θα είναι οι καρποί μου είπε το

αγόρι

Τα παιδιά συμφώνησαν κι άρχισαν όλα μαζί να

παίζουν Ο μάγος τότε παρατήρησε τον τρόπο

που ο Νίκος περιποιόταν την ελιά και πόσο χαι-

ρόταν όταν μάζευε τους καρπούς της Αυτή ήταν

η δεύτερη δοκιμασία και τα παιδιά την πέρασαν

με επιτυχία

Πέρασε αρκετός καιρός ώσπου έφτασε η ώρα

για την τρίτη δοκιμασία Μια μέρα ήρθε στο χω-

ριό ένας πλανόδιος έμπορος Πουλούσε από σπό-

ρους μέχρι και μαγικά αντικείμενα Οι τιμές όμως

ήταν πολύ υψηλές Ο Νίκος με τον πατέρα του ζή-

τησαν να δουν τους σπόρους που είχε

_Έχω σπόρους συκιάς πορτοκαλιάς μηλιάς και

τον τελευταίο σπόρο ελιάς είπε ο άντρας

_Τον τελευταίο Ρώτησε ο Νίκος

_ Ναι Τον τελευταίο

_Δεν υπάρχει άλλος

_Όχι

_Ούτε ένας

_Τίποτα

_Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Ναι Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Είστε σίγουρος για αυτό

_Απολύτως

Ο Νίκος δεν πίστευε στ΄ αυτιά τουΤότε ζήτη-

σε αμέσως απόν τον πατέρα του να αγοράσει τον

τελευταίο σπόρο ελιάς σ΄ ολόκληρη τη γη Η τι-

μή του όμως ήταν πολύ πάρα πολύ υψηλή Εκα-

τό χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Γιε μου δεν έχουμε τόσα χρήματα Μπορούμε

όμως να πουλήσουμε τα τέσσερα κτήματά μας

_Ναι να τα δώσουμε Θα μας μείνει η αυλή του

σπιτιού Εκεί θα φυτέψουμε τον πολύτιμο σπόρο

Τότε εμφανίστηκε ο μάγος Άλφρεντ

_Δίνω διακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα είπε

ο μάγος

_Άλφρεντ δεν είναι τίμιο είπε ο Νίκος

Προλάβαμε

εμείς να αγοράσουμε αυτόν το σπόρο

_Δίνω τριακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Τότε εγώ θα δώσω και το σπίτι μου είπε ο πα-

τέρας του Νίκου

_Ναι αλλά hellip αυτά είναι λιγότερα από τα χρή-

ματα που μου δίνει ο μάγος είπε ο έμπορος

_Τότε και εγώ θα δώσω όσα χρήματα έχω στον

κουμπαρά μου είπε η Μαρία

_Κι εγώ φώναξε ο Βασίλης

_Εγώ θα δώσω το μοναδικό κτήμα που έχω είπε

ο κύριος Βαγγέλης

_Και εγώ φώναξε η κυρία Βαρβάρα

_Ναι Και εμείς θα δώσουμε ότι έχουμε στους

κουμπαράδες μας φώναξαν δυνατά όλα τα

παιδιά που ήταν μαζεμένα στην πλατεία του

χωριού

Όλοι άρχισαν να δίνουν χρήματα σπίτια

έπιπλα χωράφια και μαγαζιά μέχρι που κέρδι-

σαν το μάγο Άλφρεντ και αγόρασαν το σπόρο

της ελιάς Από τη στιγμή που τον φύτεψαν το

πρόσεχαν πάρα πολύ

Μετά από χρόνια όταν οι χωρικοί μάζεψαν

τους καρπούς αυτής της ελιάς διαπίστωσαν ότι

είχε το πιο νόστιμο λάδι Τότε ο μάγος

πείστηκε πως όλοι είχαν καταλάβει την αξία

της και γέμισε ξανά όλα τα χωράφια τους με

ελαιόδεντρα

ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α

Κουκάκη Κατερίνα

Μπογκντάνι Γκισέλα

Καρυώτης Γιώργος

Αθανασόπουλος Στέφανος

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 83: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

Φοβόντουσαν πάρα πολύ Περπάτησαν

ατελείωτες ώρες στη σκιά των πελώριων

δέντρων Με τη βοήθεια ενός λιονταριού

κατάφεραν να βρουν τον πύργο του άντρα που

έψαχναν

Χτύπησαν την πόρτα

αλλά κανείς δεν τους

άνοιξε Αποφάσισαν

να περιμένουν Δεν

κατάλαβαν πόσος

χρόνος πέρασε καιhellip

η πόρτα άνοιξε μόνη

της

Τα παιδιά μπήκαν γεμάτα περιέργεια στον

πύργο Ανέβηκαν διστακτικά την παλιά

στριφογυριστή σκάλα που τα οδήγησε σrsquo έ-

να επιβλητικό δωμάτιο Εκεί εργαζόταν ο

μυστηριώδης άντρας που είχαν γνωρίσει

Αμέσως κατάλαβαν πως ήταν μάγος Τους

αποκάλυψε αμέσως το όνομά του τον έλεγαν

Άλφρεντ Άρχισαν λοιπόν να του μιλούν για

το πρόβλημά τους Ο μάγος τα άκουσε προσε-

κτικά και τους είπε τι πρέπει να κάνουν

Έπρεπε να περάσουν τρεις δοκιμασίες Μόνο

έτσι θα έφευγε η κατάρα

Στο χωριό όλοι οι κάτοικοι περνούσαν δύσκο-

λα Από πλούσιοι είχαν γίνει φτωχοί και χωρίς

την ελιά και το λάδι της δεν μπορούσαν να ζή-

σουν Κατάλαβαν έτσι την αξία της αλλά ήταν

πλέον αργά Ή μάλλον σχεδόν αργά

Όταν τα παιδιά επέστρεψαν διηγήθηκαν σε

όλους όλα όσα τους συνέβησαν Τους είπαν για

το μάγο και τις τρεις δοκιμασίες που έπρεπε να

περάσουν Το πρόβλημα όμως ήταν πως δεν

τους είχε πει ποιες ήταν αυτές οι δοκιμασίες

ποιοι θα τις περνούσαν και πότε

Οι μέρες περνούσαν

αργά και βασανιστικά

μετά από δυο μήνες στο

χωριό εμφανίστηκε ένα

μικρό κορίτσι Χτύπησε

την πόρτα ενός σπιτιού

και ζήτησε λίγο φαγητό

Η οικογένεια όμως Το έ-

διωξε Το κορίτσι ήταν

Ο μάγος Άλφρεντ μεταμορ-

φωμένος Αυτή ήταν η πρώ-

τη δοκιμασία που δυστυχώς

όμως απέτυχαν

Αφού πέρασε μια εβδομάδα περίπου ένα μι-

κρό άγνωστο αγόρι εμφανίστηκε σε μια ομάδα

παιδιών και τους ζήτησε να παίξει μαζί τους Η

Μαρία και ο Νίκος όχι μόνο το δέχτηκαν αλλά

το άφησαν να διαλέξει το παιχνίδι που θα έπαι-

ζαν

_ Εσύ Νίκο θα είσαι ο αγρότης Εγώ θα είμαι η

ελιά και Μαρία θα είναι οι καρποί μου είπε το

αγόρι

Τα παιδιά συμφώνησαν κι άρχισαν όλα μαζί να

παίζουν Ο μάγος τότε παρατήρησε τον τρόπο

που ο Νίκος περιποιόταν την ελιά και πόσο χαι-

ρόταν όταν μάζευε τους καρπούς της Αυτή ήταν

η δεύτερη δοκιμασία και τα παιδιά την πέρασαν

με επιτυχία

Πέρασε αρκετός καιρός ώσπου έφτασε η ώρα

για την τρίτη δοκιμασία Μια μέρα ήρθε στο χω-

ριό ένας πλανόδιος έμπορος Πουλούσε από σπό-

ρους μέχρι και μαγικά αντικείμενα Οι τιμές όμως

ήταν πολύ υψηλές Ο Νίκος με τον πατέρα του ζή-

τησαν να δουν τους σπόρους που είχε

_Έχω σπόρους συκιάς πορτοκαλιάς μηλιάς και

τον τελευταίο σπόρο ελιάς είπε ο άντρας

_Τον τελευταίο Ρώτησε ο Νίκος

_ Ναι Τον τελευταίο

_Δεν υπάρχει άλλος

_Όχι

_Ούτε ένας

_Τίποτα

_Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Ναι Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Είστε σίγουρος για αυτό

_Απολύτως

Ο Νίκος δεν πίστευε στ΄ αυτιά τουΤότε ζήτη-

σε αμέσως απόν τον πατέρα του να αγοράσει τον

τελευταίο σπόρο ελιάς σ΄ ολόκληρη τη γη Η τι-

μή του όμως ήταν πολύ πάρα πολύ υψηλή Εκα-

τό χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Γιε μου δεν έχουμε τόσα χρήματα Μπορούμε

όμως να πουλήσουμε τα τέσσερα κτήματά μας

_Ναι να τα δώσουμε Θα μας μείνει η αυλή του

σπιτιού Εκεί θα φυτέψουμε τον πολύτιμο σπόρο

Τότε εμφανίστηκε ο μάγος Άλφρεντ

_Δίνω διακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα είπε

ο μάγος

_Άλφρεντ δεν είναι τίμιο είπε ο Νίκος

Προλάβαμε

εμείς να αγοράσουμε αυτόν το σπόρο

_Δίνω τριακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Τότε εγώ θα δώσω και το σπίτι μου είπε ο πα-

τέρας του Νίκου

_Ναι αλλά hellip αυτά είναι λιγότερα από τα χρή-

ματα που μου δίνει ο μάγος είπε ο έμπορος

_Τότε και εγώ θα δώσω όσα χρήματα έχω στον

κουμπαρά μου είπε η Μαρία

_Κι εγώ φώναξε ο Βασίλης

_Εγώ θα δώσω το μοναδικό κτήμα που έχω είπε

ο κύριος Βαγγέλης

_Και εγώ φώναξε η κυρία Βαρβάρα

_Ναι Και εμείς θα δώσουμε ότι έχουμε στους

κουμπαράδες μας φώναξαν δυνατά όλα τα

παιδιά που ήταν μαζεμένα στην πλατεία του

χωριού

Όλοι άρχισαν να δίνουν χρήματα σπίτια

έπιπλα χωράφια και μαγαζιά μέχρι που κέρδι-

σαν το μάγο Άλφρεντ και αγόρασαν το σπόρο

της ελιάς Από τη στιγμή που τον φύτεψαν το

πρόσεχαν πάρα πολύ

Μετά από χρόνια όταν οι χωρικοί μάζεψαν

τους καρπούς αυτής της ελιάς διαπίστωσαν ότι

είχε το πιο νόστιμο λάδι Τότε ο μάγος

πείστηκε πως όλοι είχαν καταλάβει την αξία

της και γέμισε ξανά όλα τα χωράφια τους με

ελαιόδεντρα

ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α

Κουκάκη Κατερίνα

Μπογκντάνι Γκισέλα

Καρυώτης Γιώργος

Αθανασόπουλος Στέφανος

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 84: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

Χτύπησαν την πόρτα

αλλά κανείς δεν τους

άνοιξε Αποφάσισαν

να περιμένουν Δεν

κατάλαβαν πόσος

χρόνος πέρασε καιhellip

η πόρτα άνοιξε μόνη

της

Τα παιδιά μπήκαν γεμάτα περιέργεια στον

πύργο Ανέβηκαν διστακτικά την παλιά

στριφογυριστή σκάλα που τα οδήγησε σrsquo έ-

να επιβλητικό δωμάτιο Εκεί εργαζόταν ο

μυστηριώδης άντρας που είχαν γνωρίσει

Αμέσως κατάλαβαν πως ήταν μάγος Τους

αποκάλυψε αμέσως το όνομά του τον έλεγαν

Άλφρεντ Άρχισαν λοιπόν να του μιλούν για

το πρόβλημά τους Ο μάγος τα άκουσε προσε-

κτικά και τους είπε τι πρέπει να κάνουν

Έπρεπε να περάσουν τρεις δοκιμασίες Μόνο

έτσι θα έφευγε η κατάρα

Στο χωριό όλοι οι κάτοικοι περνούσαν δύσκο-

λα Από πλούσιοι είχαν γίνει φτωχοί και χωρίς

την ελιά και το λάδι της δεν μπορούσαν να ζή-

σουν Κατάλαβαν έτσι την αξία της αλλά ήταν

πλέον αργά Ή μάλλον σχεδόν αργά

Όταν τα παιδιά επέστρεψαν διηγήθηκαν σε

όλους όλα όσα τους συνέβησαν Τους είπαν για

το μάγο και τις τρεις δοκιμασίες που έπρεπε να

περάσουν Το πρόβλημα όμως ήταν πως δεν

τους είχε πει ποιες ήταν αυτές οι δοκιμασίες

ποιοι θα τις περνούσαν και πότε

Οι μέρες περνούσαν

αργά και βασανιστικά

μετά από δυο μήνες στο

χωριό εμφανίστηκε ένα

μικρό κορίτσι Χτύπησε

την πόρτα ενός σπιτιού

και ζήτησε λίγο φαγητό

Η οικογένεια όμως Το έ-

διωξε Το κορίτσι ήταν

Ο μάγος Άλφρεντ μεταμορ-

φωμένος Αυτή ήταν η πρώ-

τη δοκιμασία που δυστυχώς

όμως απέτυχαν

Αφού πέρασε μια εβδομάδα περίπου ένα μι-

κρό άγνωστο αγόρι εμφανίστηκε σε μια ομάδα

παιδιών και τους ζήτησε να παίξει μαζί τους Η

Μαρία και ο Νίκος όχι μόνο το δέχτηκαν αλλά

το άφησαν να διαλέξει το παιχνίδι που θα έπαι-

ζαν

_ Εσύ Νίκο θα είσαι ο αγρότης Εγώ θα είμαι η

ελιά και Μαρία θα είναι οι καρποί μου είπε το

αγόρι

Τα παιδιά συμφώνησαν κι άρχισαν όλα μαζί να

παίζουν Ο μάγος τότε παρατήρησε τον τρόπο

που ο Νίκος περιποιόταν την ελιά και πόσο χαι-

ρόταν όταν μάζευε τους καρπούς της Αυτή ήταν

η δεύτερη δοκιμασία και τα παιδιά την πέρασαν

με επιτυχία

Πέρασε αρκετός καιρός ώσπου έφτασε η ώρα

για την τρίτη δοκιμασία Μια μέρα ήρθε στο χω-

ριό ένας πλανόδιος έμπορος Πουλούσε από σπό-

ρους μέχρι και μαγικά αντικείμενα Οι τιμές όμως

ήταν πολύ υψηλές Ο Νίκος με τον πατέρα του ζή-

τησαν να δουν τους σπόρους που είχε

_Έχω σπόρους συκιάς πορτοκαλιάς μηλιάς και

τον τελευταίο σπόρο ελιάς είπε ο άντρας

_Τον τελευταίο Ρώτησε ο Νίκος

_ Ναι Τον τελευταίο

_Δεν υπάρχει άλλος

_Όχι

_Ούτε ένας

_Τίποτα

_Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Ναι Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Είστε σίγουρος για αυτό

_Απολύτως

Ο Νίκος δεν πίστευε στ΄ αυτιά τουΤότε ζήτη-

σε αμέσως απόν τον πατέρα του να αγοράσει τον

τελευταίο σπόρο ελιάς σ΄ ολόκληρη τη γη Η τι-

μή του όμως ήταν πολύ πάρα πολύ υψηλή Εκα-

τό χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Γιε μου δεν έχουμε τόσα χρήματα Μπορούμε

όμως να πουλήσουμε τα τέσσερα κτήματά μας

_Ναι να τα δώσουμε Θα μας μείνει η αυλή του

σπιτιού Εκεί θα φυτέψουμε τον πολύτιμο σπόρο

Τότε εμφανίστηκε ο μάγος Άλφρεντ

_Δίνω διακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα είπε

ο μάγος

_Άλφρεντ δεν είναι τίμιο είπε ο Νίκος

Προλάβαμε

εμείς να αγοράσουμε αυτόν το σπόρο

_Δίνω τριακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Τότε εγώ θα δώσω και το σπίτι μου είπε ο πα-

τέρας του Νίκου

_Ναι αλλά hellip αυτά είναι λιγότερα από τα χρή-

ματα που μου δίνει ο μάγος είπε ο έμπορος

_Τότε και εγώ θα δώσω όσα χρήματα έχω στον

κουμπαρά μου είπε η Μαρία

_Κι εγώ φώναξε ο Βασίλης

_Εγώ θα δώσω το μοναδικό κτήμα που έχω είπε

ο κύριος Βαγγέλης

_Και εγώ φώναξε η κυρία Βαρβάρα

_Ναι Και εμείς θα δώσουμε ότι έχουμε στους

κουμπαράδες μας φώναξαν δυνατά όλα τα

παιδιά που ήταν μαζεμένα στην πλατεία του

χωριού

Όλοι άρχισαν να δίνουν χρήματα σπίτια

έπιπλα χωράφια και μαγαζιά μέχρι που κέρδι-

σαν το μάγο Άλφρεντ και αγόρασαν το σπόρο

της ελιάς Από τη στιγμή που τον φύτεψαν το

πρόσεχαν πάρα πολύ

Μετά από χρόνια όταν οι χωρικοί μάζεψαν

τους καρπούς αυτής της ελιάς διαπίστωσαν ότι

είχε το πιο νόστιμο λάδι Τότε ο μάγος

πείστηκε πως όλοι είχαν καταλάβει την αξία

της και γέμισε ξανά όλα τα χωράφια τους με

ελαιόδεντρα

ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α

Κουκάκη Κατερίνα

Μπογκντάνι Γκισέλα

Καρυώτης Γιώργος

Αθανασόπουλος Στέφανος

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 85: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

Τα παιδιά μπήκαν γεμάτα περιέργεια στον

πύργο Ανέβηκαν διστακτικά την παλιά

στριφογυριστή σκάλα που τα οδήγησε σrsquo έ-

να επιβλητικό δωμάτιο Εκεί εργαζόταν ο

μυστηριώδης άντρας που είχαν γνωρίσει

Αμέσως κατάλαβαν πως ήταν μάγος Τους

αποκάλυψε αμέσως το όνομά του τον έλεγαν

Άλφρεντ Άρχισαν λοιπόν να του μιλούν για

το πρόβλημά τους Ο μάγος τα άκουσε προσε-

κτικά και τους είπε τι πρέπει να κάνουν

Έπρεπε να περάσουν τρεις δοκιμασίες Μόνο

έτσι θα έφευγε η κατάρα

Στο χωριό όλοι οι κάτοικοι περνούσαν δύσκο-

λα Από πλούσιοι είχαν γίνει φτωχοί και χωρίς

την ελιά και το λάδι της δεν μπορούσαν να ζή-

σουν Κατάλαβαν έτσι την αξία της αλλά ήταν

πλέον αργά Ή μάλλον σχεδόν αργά

Όταν τα παιδιά επέστρεψαν διηγήθηκαν σε

όλους όλα όσα τους συνέβησαν Τους είπαν για

το μάγο και τις τρεις δοκιμασίες που έπρεπε να

περάσουν Το πρόβλημα όμως ήταν πως δεν

τους είχε πει ποιες ήταν αυτές οι δοκιμασίες

ποιοι θα τις περνούσαν και πότε

Οι μέρες περνούσαν

αργά και βασανιστικά

μετά από δυο μήνες στο

χωριό εμφανίστηκε ένα

μικρό κορίτσι Χτύπησε

την πόρτα ενός σπιτιού

και ζήτησε λίγο φαγητό

Η οικογένεια όμως Το έ-

διωξε Το κορίτσι ήταν

Ο μάγος Άλφρεντ μεταμορ-

φωμένος Αυτή ήταν η πρώ-

τη δοκιμασία που δυστυχώς

όμως απέτυχαν

Αφού πέρασε μια εβδομάδα περίπου ένα μι-

κρό άγνωστο αγόρι εμφανίστηκε σε μια ομάδα

παιδιών και τους ζήτησε να παίξει μαζί τους Η

Μαρία και ο Νίκος όχι μόνο το δέχτηκαν αλλά

το άφησαν να διαλέξει το παιχνίδι που θα έπαι-

ζαν

_ Εσύ Νίκο θα είσαι ο αγρότης Εγώ θα είμαι η

ελιά και Μαρία θα είναι οι καρποί μου είπε το

αγόρι

Τα παιδιά συμφώνησαν κι άρχισαν όλα μαζί να

παίζουν Ο μάγος τότε παρατήρησε τον τρόπο

που ο Νίκος περιποιόταν την ελιά και πόσο χαι-

ρόταν όταν μάζευε τους καρπούς της Αυτή ήταν

η δεύτερη δοκιμασία και τα παιδιά την πέρασαν

με επιτυχία

Πέρασε αρκετός καιρός ώσπου έφτασε η ώρα

για την τρίτη δοκιμασία Μια μέρα ήρθε στο χω-

ριό ένας πλανόδιος έμπορος Πουλούσε από σπό-

ρους μέχρι και μαγικά αντικείμενα Οι τιμές όμως

ήταν πολύ υψηλές Ο Νίκος με τον πατέρα του ζή-

τησαν να δουν τους σπόρους που είχε

_Έχω σπόρους συκιάς πορτοκαλιάς μηλιάς και

τον τελευταίο σπόρο ελιάς είπε ο άντρας

_Τον τελευταίο Ρώτησε ο Νίκος

_ Ναι Τον τελευταίο

_Δεν υπάρχει άλλος

_Όχι

_Ούτε ένας

_Τίποτα

_Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Ναι Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Είστε σίγουρος για αυτό

_Απολύτως

Ο Νίκος δεν πίστευε στ΄ αυτιά τουΤότε ζήτη-

σε αμέσως απόν τον πατέρα του να αγοράσει τον

τελευταίο σπόρο ελιάς σ΄ ολόκληρη τη γη Η τι-

μή του όμως ήταν πολύ πάρα πολύ υψηλή Εκα-

τό χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Γιε μου δεν έχουμε τόσα χρήματα Μπορούμε

όμως να πουλήσουμε τα τέσσερα κτήματά μας

_Ναι να τα δώσουμε Θα μας μείνει η αυλή του

σπιτιού Εκεί θα φυτέψουμε τον πολύτιμο σπόρο

Τότε εμφανίστηκε ο μάγος Άλφρεντ

_Δίνω διακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα είπε

ο μάγος

_Άλφρεντ δεν είναι τίμιο είπε ο Νίκος

Προλάβαμε

εμείς να αγοράσουμε αυτόν το σπόρο

_Δίνω τριακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Τότε εγώ θα δώσω και το σπίτι μου είπε ο πα-

τέρας του Νίκου

_Ναι αλλά hellip αυτά είναι λιγότερα από τα χρή-

ματα που μου δίνει ο μάγος είπε ο έμπορος

_Τότε και εγώ θα δώσω όσα χρήματα έχω στον

κουμπαρά μου είπε η Μαρία

_Κι εγώ φώναξε ο Βασίλης

_Εγώ θα δώσω το μοναδικό κτήμα που έχω είπε

ο κύριος Βαγγέλης

_Και εγώ φώναξε η κυρία Βαρβάρα

_Ναι Και εμείς θα δώσουμε ότι έχουμε στους

κουμπαράδες μας φώναξαν δυνατά όλα τα

παιδιά που ήταν μαζεμένα στην πλατεία του

χωριού

Όλοι άρχισαν να δίνουν χρήματα σπίτια

έπιπλα χωράφια και μαγαζιά μέχρι που κέρδι-

σαν το μάγο Άλφρεντ και αγόρασαν το σπόρο

της ελιάς Από τη στιγμή που τον φύτεψαν το

πρόσεχαν πάρα πολύ

Μετά από χρόνια όταν οι χωρικοί μάζεψαν

τους καρπούς αυτής της ελιάς διαπίστωσαν ότι

είχε το πιο νόστιμο λάδι Τότε ο μάγος

πείστηκε πως όλοι είχαν καταλάβει την αξία

της και γέμισε ξανά όλα τα χωράφια τους με

ελαιόδεντρα

ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α

Κουκάκη Κατερίνα

Μπογκντάνι Γκισέλα

Καρυώτης Γιώργος

Αθανασόπουλος Στέφανος

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 86: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

Έπρεπε να περάσουν τρεις δοκιμασίες Μόνο

έτσι θα έφευγε η κατάρα

Στο χωριό όλοι οι κάτοικοι περνούσαν δύσκο-

λα Από πλούσιοι είχαν γίνει φτωχοί και χωρίς

την ελιά και το λάδι της δεν μπορούσαν να ζή-

σουν Κατάλαβαν έτσι την αξία της αλλά ήταν

πλέον αργά Ή μάλλον σχεδόν αργά

Όταν τα παιδιά επέστρεψαν διηγήθηκαν σε

όλους όλα όσα τους συνέβησαν Τους είπαν για

το μάγο και τις τρεις δοκιμασίες που έπρεπε να

περάσουν Το πρόβλημα όμως ήταν πως δεν

τους είχε πει ποιες ήταν αυτές οι δοκιμασίες

ποιοι θα τις περνούσαν και πότε

Οι μέρες περνούσαν

αργά και βασανιστικά

μετά από δυο μήνες στο

χωριό εμφανίστηκε ένα

μικρό κορίτσι Χτύπησε

την πόρτα ενός σπιτιού

και ζήτησε λίγο φαγητό

Η οικογένεια όμως Το έ-

διωξε Το κορίτσι ήταν

Ο μάγος Άλφρεντ μεταμορ-

φωμένος Αυτή ήταν η πρώ-

τη δοκιμασία που δυστυχώς

όμως απέτυχαν

Αφού πέρασε μια εβδομάδα περίπου ένα μι-

κρό άγνωστο αγόρι εμφανίστηκε σε μια ομάδα

παιδιών και τους ζήτησε να παίξει μαζί τους Η

Μαρία και ο Νίκος όχι μόνο το δέχτηκαν αλλά

το άφησαν να διαλέξει το παιχνίδι που θα έπαι-

ζαν

_ Εσύ Νίκο θα είσαι ο αγρότης Εγώ θα είμαι η

ελιά και Μαρία θα είναι οι καρποί μου είπε το

αγόρι

Τα παιδιά συμφώνησαν κι άρχισαν όλα μαζί να

παίζουν Ο μάγος τότε παρατήρησε τον τρόπο

που ο Νίκος περιποιόταν την ελιά και πόσο χαι-

ρόταν όταν μάζευε τους καρπούς της Αυτή ήταν

η δεύτερη δοκιμασία και τα παιδιά την πέρασαν

με επιτυχία

Πέρασε αρκετός καιρός ώσπου έφτασε η ώρα

για την τρίτη δοκιμασία Μια μέρα ήρθε στο χω-

ριό ένας πλανόδιος έμπορος Πουλούσε από σπό-

ρους μέχρι και μαγικά αντικείμενα Οι τιμές όμως

ήταν πολύ υψηλές Ο Νίκος με τον πατέρα του ζή-

τησαν να δουν τους σπόρους που είχε

_Έχω σπόρους συκιάς πορτοκαλιάς μηλιάς και

τον τελευταίο σπόρο ελιάς είπε ο άντρας

_Τον τελευταίο Ρώτησε ο Νίκος

_ Ναι Τον τελευταίο

_Δεν υπάρχει άλλος

_Όχι

_Ούτε ένας

_Τίποτα

_Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Ναι Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Είστε σίγουρος για αυτό

_Απολύτως

Ο Νίκος δεν πίστευε στ΄ αυτιά τουΤότε ζήτη-

σε αμέσως απόν τον πατέρα του να αγοράσει τον

τελευταίο σπόρο ελιάς σ΄ ολόκληρη τη γη Η τι-

μή του όμως ήταν πολύ πάρα πολύ υψηλή Εκα-

τό χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Γιε μου δεν έχουμε τόσα χρήματα Μπορούμε

όμως να πουλήσουμε τα τέσσερα κτήματά μας

_Ναι να τα δώσουμε Θα μας μείνει η αυλή του

σπιτιού Εκεί θα φυτέψουμε τον πολύτιμο σπόρο

Τότε εμφανίστηκε ο μάγος Άλφρεντ

_Δίνω διακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα είπε

ο μάγος

_Άλφρεντ δεν είναι τίμιο είπε ο Νίκος

Προλάβαμε

εμείς να αγοράσουμε αυτόν το σπόρο

_Δίνω τριακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Τότε εγώ θα δώσω και το σπίτι μου είπε ο πα-

τέρας του Νίκου

_Ναι αλλά hellip αυτά είναι λιγότερα από τα χρή-

ματα που μου δίνει ο μάγος είπε ο έμπορος

_Τότε και εγώ θα δώσω όσα χρήματα έχω στον

κουμπαρά μου είπε η Μαρία

_Κι εγώ φώναξε ο Βασίλης

_Εγώ θα δώσω το μοναδικό κτήμα που έχω είπε

ο κύριος Βαγγέλης

_Και εγώ φώναξε η κυρία Βαρβάρα

_Ναι Και εμείς θα δώσουμε ότι έχουμε στους

κουμπαράδες μας φώναξαν δυνατά όλα τα

παιδιά που ήταν μαζεμένα στην πλατεία του

χωριού

Όλοι άρχισαν να δίνουν χρήματα σπίτια

έπιπλα χωράφια και μαγαζιά μέχρι που κέρδι-

σαν το μάγο Άλφρεντ και αγόρασαν το σπόρο

της ελιάς Από τη στιγμή που τον φύτεψαν το

πρόσεχαν πάρα πολύ

Μετά από χρόνια όταν οι χωρικοί μάζεψαν

τους καρπούς αυτής της ελιάς διαπίστωσαν ότι

είχε το πιο νόστιμο λάδι Τότε ο μάγος

πείστηκε πως όλοι είχαν καταλάβει την αξία

της και γέμισε ξανά όλα τα χωράφια τους με

ελαιόδεντρα

ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α

Κουκάκη Κατερίνα

Μπογκντάνι Γκισέλα

Καρυώτης Γιώργος

Αθανασόπουλος Στέφανος

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 87: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

Στο χωριό όλοι οι κάτοικοι περνούσαν δύσκο-

λα Από πλούσιοι είχαν γίνει φτωχοί και χωρίς

την ελιά και το λάδι της δεν μπορούσαν να ζή-

σουν Κατάλαβαν έτσι την αξία της αλλά ήταν

πλέον αργά Ή μάλλον σχεδόν αργά

Όταν τα παιδιά επέστρεψαν διηγήθηκαν σε

όλους όλα όσα τους συνέβησαν Τους είπαν για

το μάγο και τις τρεις δοκιμασίες που έπρεπε να

περάσουν Το πρόβλημα όμως ήταν πως δεν

τους είχε πει ποιες ήταν αυτές οι δοκιμασίες

ποιοι θα τις περνούσαν και πότε

Οι μέρες περνούσαν

αργά και βασανιστικά

μετά από δυο μήνες στο

χωριό εμφανίστηκε ένα

μικρό κορίτσι Χτύπησε

την πόρτα ενός σπιτιού

και ζήτησε λίγο φαγητό

Η οικογένεια όμως Το έ-

διωξε Το κορίτσι ήταν

Ο μάγος Άλφρεντ μεταμορ-

φωμένος Αυτή ήταν η πρώ-

τη δοκιμασία που δυστυχώς

όμως απέτυχαν

Αφού πέρασε μια εβδομάδα περίπου ένα μι-

κρό άγνωστο αγόρι εμφανίστηκε σε μια ομάδα

παιδιών και τους ζήτησε να παίξει μαζί τους Η

Μαρία και ο Νίκος όχι μόνο το δέχτηκαν αλλά

το άφησαν να διαλέξει το παιχνίδι που θα έπαι-

ζαν

_ Εσύ Νίκο θα είσαι ο αγρότης Εγώ θα είμαι η

ελιά και Μαρία θα είναι οι καρποί μου είπε το

αγόρι

Τα παιδιά συμφώνησαν κι άρχισαν όλα μαζί να

παίζουν Ο μάγος τότε παρατήρησε τον τρόπο

που ο Νίκος περιποιόταν την ελιά και πόσο χαι-

ρόταν όταν μάζευε τους καρπούς της Αυτή ήταν

η δεύτερη δοκιμασία και τα παιδιά την πέρασαν

με επιτυχία

Πέρασε αρκετός καιρός ώσπου έφτασε η ώρα

για την τρίτη δοκιμασία Μια μέρα ήρθε στο χω-

ριό ένας πλανόδιος έμπορος Πουλούσε από σπό-

ρους μέχρι και μαγικά αντικείμενα Οι τιμές όμως

ήταν πολύ υψηλές Ο Νίκος με τον πατέρα του ζή-

τησαν να δουν τους σπόρους που είχε

_Έχω σπόρους συκιάς πορτοκαλιάς μηλιάς και

τον τελευταίο σπόρο ελιάς είπε ο άντρας

_Τον τελευταίο Ρώτησε ο Νίκος

_ Ναι Τον τελευταίο

_Δεν υπάρχει άλλος

_Όχι

_Ούτε ένας

_Τίποτα

_Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Ναι Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Είστε σίγουρος για αυτό

_Απολύτως

Ο Νίκος δεν πίστευε στ΄ αυτιά τουΤότε ζήτη-

σε αμέσως απόν τον πατέρα του να αγοράσει τον

τελευταίο σπόρο ελιάς σ΄ ολόκληρη τη γη Η τι-

μή του όμως ήταν πολύ πάρα πολύ υψηλή Εκα-

τό χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Γιε μου δεν έχουμε τόσα χρήματα Μπορούμε

όμως να πουλήσουμε τα τέσσερα κτήματά μας

_Ναι να τα δώσουμε Θα μας μείνει η αυλή του

σπιτιού Εκεί θα φυτέψουμε τον πολύτιμο σπόρο

Τότε εμφανίστηκε ο μάγος Άλφρεντ

_Δίνω διακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα είπε

ο μάγος

_Άλφρεντ δεν είναι τίμιο είπε ο Νίκος

Προλάβαμε

εμείς να αγοράσουμε αυτόν το σπόρο

_Δίνω τριακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Τότε εγώ θα δώσω και το σπίτι μου είπε ο πα-

τέρας του Νίκου

_Ναι αλλά hellip αυτά είναι λιγότερα από τα χρή-

ματα που μου δίνει ο μάγος είπε ο έμπορος

_Τότε και εγώ θα δώσω όσα χρήματα έχω στον

κουμπαρά μου είπε η Μαρία

_Κι εγώ φώναξε ο Βασίλης

_Εγώ θα δώσω το μοναδικό κτήμα που έχω είπε

ο κύριος Βαγγέλης

_Και εγώ φώναξε η κυρία Βαρβάρα

_Ναι Και εμείς θα δώσουμε ότι έχουμε στους

κουμπαράδες μας φώναξαν δυνατά όλα τα

παιδιά που ήταν μαζεμένα στην πλατεία του

χωριού

Όλοι άρχισαν να δίνουν χρήματα σπίτια

έπιπλα χωράφια και μαγαζιά μέχρι που κέρδι-

σαν το μάγο Άλφρεντ και αγόρασαν το σπόρο

της ελιάς Από τη στιγμή που τον φύτεψαν το

πρόσεχαν πάρα πολύ

Μετά από χρόνια όταν οι χωρικοί μάζεψαν

τους καρπούς αυτής της ελιάς διαπίστωσαν ότι

είχε το πιο νόστιμο λάδι Τότε ο μάγος

πείστηκε πως όλοι είχαν καταλάβει την αξία

της και γέμισε ξανά όλα τα χωράφια τους με

ελαιόδεντρα

ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α

Κουκάκη Κατερίνα

Μπογκντάνι Γκισέλα

Καρυώτης Γιώργος

Αθανασόπουλος Στέφανος

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 88: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

Οι μέρες περνούσαν

αργά και βασανιστικά

μετά από δυο μήνες στο

χωριό εμφανίστηκε ένα

μικρό κορίτσι Χτύπησε

την πόρτα ενός σπιτιού

και ζήτησε λίγο φαγητό

Η οικογένεια όμως Το έ-

διωξε Το κορίτσι ήταν

Ο μάγος Άλφρεντ μεταμορ-

φωμένος Αυτή ήταν η πρώ-

τη δοκιμασία που δυστυχώς

όμως απέτυχαν

Αφού πέρασε μια εβδομάδα περίπου ένα μι-

κρό άγνωστο αγόρι εμφανίστηκε σε μια ομάδα

παιδιών και τους ζήτησε να παίξει μαζί τους Η

Μαρία και ο Νίκος όχι μόνο το δέχτηκαν αλλά

το άφησαν να διαλέξει το παιχνίδι που θα έπαι-

ζαν

_ Εσύ Νίκο θα είσαι ο αγρότης Εγώ θα είμαι η

ελιά και Μαρία θα είναι οι καρποί μου είπε το

αγόρι

Τα παιδιά συμφώνησαν κι άρχισαν όλα μαζί να

παίζουν Ο μάγος τότε παρατήρησε τον τρόπο

που ο Νίκος περιποιόταν την ελιά και πόσο χαι-

ρόταν όταν μάζευε τους καρπούς της Αυτή ήταν

η δεύτερη δοκιμασία και τα παιδιά την πέρασαν

με επιτυχία

Πέρασε αρκετός καιρός ώσπου έφτασε η ώρα

για την τρίτη δοκιμασία Μια μέρα ήρθε στο χω-

ριό ένας πλανόδιος έμπορος Πουλούσε από σπό-

ρους μέχρι και μαγικά αντικείμενα Οι τιμές όμως

ήταν πολύ υψηλές Ο Νίκος με τον πατέρα του ζή-

τησαν να δουν τους σπόρους που είχε

_Έχω σπόρους συκιάς πορτοκαλιάς μηλιάς και

τον τελευταίο σπόρο ελιάς είπε ο άντρας

_Τον τελευταίο Ρώτησε ο Νίκος

_ Ναι Τον τελευταίο

_Δεν υπάρχει άλλος

_Όχι

_Ούτε ένας

_Τίποτα

_Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Ναι Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Είστε σίγουρος για αυτό

_Απολύτως

Ο Νίκος δεν πίστευε στ΄ αυτιά τουΤότε ζήτη-

σε αμέσως απόν τον πατέρα του να αγοράσει τον

τελευταίο σπόρο ελιάς σ΄ ολόκληρη τη γη Η τι-

μή του όμως ήταν πολύ πάρα πολύ υψηλή Εκα-

τό χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Γιε μου δεν έχουμε τόσα χρήματα Μπορούμε

όμως να πουλήσουμε τα τέσσερα κτήματά μας

_Ναι να τα δώσουμε Θα μας μείνει η αυλή του

σπιτιού Εκεί θα φυτέψουμε τον πολύτιμο σπόρο

Τότε εμφανίστηκε ο μάγος Άλφρεντ

_Δίνω διακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα είπε

ο μάγος

_Άλφρεντ δεν είναι τίμιο είπε ο Νίκος

Προλάβαμε

εμείς να αγοράσουμε αυτόν το σπόρο

_Δίνω τριακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Τότε εγώ θα δώσω και το σπίτι μου είπε ο πα-

τέρας του Νίκου

_Ναι αλλά hellip αυτά είναι λιγότερα από τα χρή-

ματα που μου δίνει ο μάγος είπε ο έμπορος

_Τότε και εγώ θα δώσω όσα χρήματα έχω στον

κουμπαρά μου είπε η Μαρία

_Κι εγώ φώναξε ο Βασίλης

_Εγώ θα δώσω το μοναδικό κτήμα που έχω είπε

ο κύριος Βαγγέλης

_Και εγώ φώναξε η κυρία Βαρβάρα

_Ναι Και εμείς θα δώσουμε ότι έχουμε στους

κουμπαράδες μας φώναξαν δυνατά όλα τα

παιδιά που ήταν μαζεμένα στην πλατεία του

χωριού

Όλοι άρχισαν να δίνουν χρήματα σπίτια

έπιπλα χωράφια και μαγαζιά μέχρι που κέρδι-

σαν το μάγο Άλφρεντ και αγόρασαν το σπόρο

της ελιάς Από τη στιγμή που τον φύτεψαν το

πρόσεχαν πάρα πολύ

Μετά από χρόνια όταν οι χωρικοί μάζεψαν

τους καρπούς αυτής της ελιάς διαπίστωσαν ότι

είχε το πιο νόστιμο λάδι Τότε ο μάγος

πείστηκε πως όλοι είχαν καταλάβει την αξία

της και γέμισε ξανά όλα τα χωράφια τους με

ελαιόδεντρα

ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α

Κουκάκη Κατερίνα

Μπογκντάνι Γκισέλα

Καρυώτης Γιώργος

Αθανασόπουλος Στέφανος

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 89: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

Αφού πέρασε μια εβδομάδα περίπου ένα μι-

κρό άγνωστο αγόρι εμφανίστηκε σε μια ομάδα

παιδιών και τους ζήτησε να παίξει μαζί τους Η

Μαρία και ο Νίκος όχι μόνο το δέχτηκαν αλλά

το άφησαν να διαλέξει το παιχνίδι που θα έπαι-

ζαν

_ Εσύ Νίκο θα είσαι ο αγρότης Εγώ θα είμαι η

ελιά και Μαρία θα είναι οι καρποί μου είπε το

αγόρι

Τα παιδιά συμφώνησαν κι άρχισαν όλα μαζί να

παίζουν Ο μάγος τότε παρατήρησε τον τρόπο

που ο Νίκος περιποιόταν την ελιά και πόσο χαι-

ρόταν όταν μάζευε τους καρπούς της Αυτή ήταν

η δεύτερη δοκιμασία και τα παιδιά την πέρασαν

με επιτυχία

Πέρασε αρκετός καιρός ώσπου έφτασε η ώρα

για την τρίτη δοκιμασία Μια μέρα ήρθε στο χω-

ριό ένας πλανόδιος έμπορος Πουλούσε από σπό-

ρους μέχρι και μαγικά αντικείμενα Οι τιμές όμως

ήταν πολύ υψηλές Ο Νίκος με τον πατέρα του ζή-

τησαν να δουν τους σπόρους που είχε

_Έχω σπόρους συκιάς πορτοκαλιάς μηλιάς και

τον τελευταίο σπόρο ελιάς είπε ο άντρας

_Τον τελευταίο Ρώτησε ο Νίκος

_ Ναι Τον τελευταίο

_Δεν υπάρχει άλλος

_Όχι

_Ούτε ένας

_Τίποτα

_Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Ναι Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Είστε σίγουρος για αυτό

_Απολύτως

Ο Νίκος δεν πίστευε στ΄ αυτιά τουΤότε ζήτη-

σε αμέσως απόν τον πατέρα του να αγοράσει τον

τελευταίο σπόρο ελιάς σ΄ ολόκληρη τη γη Η τι-

μή του όμως ήταν πολύ πάρα πολύ υψηλή Εκα-

τό χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Γιε μου δεν έχουμε τόσα χρήματα Μπορούμε

όμως να πουλήσουμε τα τέσσερα κτήματά μας

_Ναι να τα δώσουμε Θα μας μείνει η αυλή του

σπιτιού Εκεί θα φυτέψουμε τον πολύτιμο σπόρο

Τότε εμφανίστηκε ο μάγος Άλφρεντ

_Δίνω διακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα είπε

ο μάγος

_Άλφρεντ δεν είναι τίμιο είπε ο Νίκος

Προλάβαμε

εμείς να αγοράσουμε αυτόν το σπόρο

_Δίνω τριακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Τότε εγώ θα δώσω και το σπίτι μου είπε ο πα-

τέρας του Νίκου

_Ναι αλλά hellip αυτά είναι λιγότερα από τα χρή-

ματα που μου δίνει ο μάγος είπε ο έμπορος

_Τότε και εγώ θα δώσω όσα χρήματα έχω στον

κουμπαρά μου είπε η Μαρία

_Κι εγώ φώναξε ο Βασίλης

_Εγώ θα δώσω το μοναδικό κτήμα που έχω είπε

ο κύριος Βαγγέλης

_Και εγώ φώναξε η κυρία Βαρβάρα

_Ναι Και εμείς θα δώσουμε ότι έχουμε στους

κουμπαράδες μας φώναξαν δυνατά όλα τα

παιδιά που ήταν μαζεμένα στην πλατεία του

χωριού

Όλοι άρχισαν να δίνουν χρήματα σπίτια

έπιπλα χωράφια και μαγαζιά μέχρι που κέρδι-

σαν το μάγο Άλφρεντ και αγόρασαν το σπόρο

της ελιάς Από τη στιγμή που τον φύτεψαν το

πρόσεχαν πάρα πολύ

Μετά από χρόνια όταν οι χωρικοί μάζεψαν

τους καρπούς αυτής της ελιάς διαπίστωσαν ότι

είχε το πιο νόστιμο λάδι Τότε ο μάγος

πείστηκε πως όλοι είχαν καταλάβει την αξία

της και γέμισε ξανά όλα τα χωράφια τους με

ελαιόδεντρα

ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α

Κουκάκη Κατερίνα

Μπογκντάνι Γκισέλα

Καρυώτης Γιώργος

Αθανασόπουλος Στέφανος

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 90: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

που ο Νίκος περιποιόταν την ελιά και πόσο χαι-

ρόταν όταν μάζευε τους καρπούς της Αυτή ήταν

η δεύτερη δοκιμασία και τα παιδιά την πέρασαν

με επιτυχία

Πέρασε αρκετός καιρός ώσπου έφτασε η ώρα

για την τρίτη δοκιμασία Μια μέρα ήρθε στο χω-

ριό ένας πλανόδιος έμπορος Πουλούσε από σπό-

ρους μέχρι και μαγικά αντικείμενα Οι τιμές όμως

ήταν πολύ υψηλές Ο Νίκος με τον πατέρα του ζή-

τησαν να δουν τους σπόρους που είχε

_Έχω σπόρους συκιάς πορτοκαλιάς μηλιάς και

τον τελευταίο σπόρο ελιάς είπε ο άντρας

_Τον τελευταίο Ρώτησε ο Νίκος

_ Ναι Τον τελευταίο

_Δεν υπάρχει άλλος

_Όχι

_Ούτε ένας

_Τίποτα

_Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Ναι Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Είστε σίγουρος για αυτό

_Απολύτως

Ο Νίκος δεν πίστευε στ΄ αυτιά τουΤότε ζήτη-

σε αμέσως απόν τον πατέρα του να αγοράσει τον

τελευταίο σπόρο ελιάς σ΄ ολόκληρη τη γη Η τι-

μή του όμως ήταν πολύ πάρα πολύ υψηλή Εκα-

τό χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Γιε μου δεν έχουμε τόσα χρήματα Μπορούμε

όμως να πουλήσουμε τα τέσσερα κτήματά μας

_Ναι να τα δώσουμε Θα μας μείνει η αυλή του

σπιτιού Εκεί θα φυτέψουμε τον πολύτιμο σπόρο

Τότε εμφανίστηκε ο μάγος Άλφρεντ

_Δίνω διακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα είπε

ο μάγος

_Άλφρεντ δεν είναι τίμιο είπε ο Νίκος

Προλάβαμε

εμείς να αγοράσουμε αυτόν το σπόρο

_Δίνω τριακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Τότε εγώ θα δώσω και το σπίτι μου είπε ο πα-

τέρας του Νίκου

_Ναι αλλά hellip αυτά είναι λιγότερα από τα χρή-

ματα που μου δίνει ο μάγος είπε ο έμπορος

_Τότε και εγώ θα δώσω όσα χρήματα έχω στον

κουμπαρά μου είπε η Μαρία

_Κι εγώ φώναξε ο Βασίλης

_Εγώ θα δώσω το μοναδικό κτήμα που έχω είπε

ο κύριος Βαγγέλης

_Και εγώ φώναξε η κυρία Βαρβάρα

_Ναι Και εμείς θα δώσουμε ότι έχουμε στους

κουμπαράδες μας φώναξαν δυνατά όλα τα

παιδιά που ήταν μαζεμένα στην πλατεία του

χωριού

Όλοι άρχισαν να δίνουν χρήματα σπίτια

έπιπλα χωράφια και μαγαζιά μέχρι που κέρδι-

σαν το μάγο Άλφρεντ και αγόρασαν το σπόρο

της ελιάς Από τη στιγμή που τον φύτεψαν το

πρόσεχαν πάρα πολύ

Μετά από χρόνια όταν οι χωρικοί μάζεψαν

τους καρπούς αυτής της ελιάς διαπίστωσαν ότι

είχε το πιο νόστιμο λάδι Τότε ο μάγος

πείστηκε πως όλοι είχαν καταλάβει την αξία

της και γέμισε ξανά όλα τα χωράφια τους με

ελαιόδεντρα

ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α

Κουκάκη Κατερίνα

Μπογκντάνι Γκισέλα

Καρυώτης Γιώργος

Αθανασόπουλος Στέφανος

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 91: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

Πέρασε αρκετός καιρός ώσπου έφτασε η ώρα

για την τρίτη δοκιμασία Μια μέρα ήρθε στο χω-

ριό ένας πλανόδιος έμπορος Πουλούσε από σπό-

ρους μέχρι και μαγικά αντικείμενα Οι τιμές όμως

ήταν πολύ υψηλές Ο Νίκος με τον πατέρα του ζή-

τησαν να δουν τους σπόρους που είχε

_Έχω σπόρους συκιάς πορτοκαλιάς μηλιάς και

τον τελευταίο σπόρο ελιάς είπε ο άντρας

_Τον τελευταίο Ρώτησε ο Νίκος

_ Ναι Τον τελευταίο

_Δεν υπάρχει άλλος

_Όχι

_Ούτε ένας

_Τίποτα

_Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Ναι Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Είστε σίγουρος για αυτό

_Απολύτως

Ο Νίκος δεν πίστευε στ΄ αυτιά τουΤότε ζήτη-

σε αμέσως απόν τον πατέρα του να αγοράσει τον

τελευταίο σπόρο ελιάς σ΄ ολόκληρη τη γη Η τι-

μή του όμως ήταν πολύ πάρα πολύ υψηλή Εκα-

τό χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Γιε μου δεν έχουμε τόσα χρήματα Μπορούμε

όμως να πουλήσουμε τα τέσσερα κτήματά μας

_Ναι να τα δώσουμε Θα μας μείνει η αυλή του

σπιτιού Εκεί θα φυτέψουμε τον πολύτιμο σπόρο

Τότε εμφανίστηκε ο μάγος Άλφρεντ

_Δίνω διακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα είπε

ο μάγος

_Άλφρεντ δεν είναι τίμιο είπε ο Νίκος

Προλάβαμε

εμείς να αγοράσουμε αυτόν το σπόρο

_Δίνω τριακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Τότε εγώ θα δώσω και το σπίτι μου είπε ο πα-

τέρας του Νίκου

_Ναι αλλά hellip αυτά είναι λιγότερα από τα χρή-

ματα που μου δίνει ο μάγος είπε ο έμπορος

_Τότε και εγώ θα δώσω όσα χρήματα έχω στον

κουμπαρά μου είπε η Μαρία

_Κι εγώ φώναξε ο Βασίλης

_Εγώ θα δώσω το μοναδικό κτήμα που έχω είπε

ο κύριος Βαγγέλης

_Και εγώ φώναξε η κυρία Βαρβάρα

_Ναι Και εμείς θα δώσουμε ότι έχουμε στους

κουμπαράδες μας φώναξαν δυνατά όλα τα

παιδιά που ήταν μαζεμένα στην πλατεία του

χωριού

Όλοι άρχισαν να δίνουν χρήματα σπίτια

έπιπλα χωράφια και μαγαζιά μέχρι που κέρδι-

σαν το μάγο Άλφρεντ και αγόρασαν το σπόρο

της ελιάς Από τη στιγμή που τον φύτεψαν το

πρόσεχαν πάρα πολύ

Μετά από χρόνια όταν οι χωρικοί μάζεψαν

τους καρπούς αυτής της ελιάς διαπίστωσαν ότι

είχε το πιο νόστιμο λάδι Τότε ο μάγος

πείστηκε πως όλοι είχαν καταλάβει την αξία

της και γέμισε ξανά όλα τα χωράφια τους με

ελαιόδεντρα

ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α

Κουκάκη Κατερίνα

Μπογκντάνι Γκισέλα

Καρυώτης Γιώργος

Αθανασόπουλος Στέφανος

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 92: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

_Ούτε ένας

_Τίποτα

_Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Ναι Σ΄ ολόκληρο τον κόσμο

_Είστε σίγουρος για αυτό

_Απολύτως

Ο Νίκος δεν πίστευε στ΄ αυτιά τουΤότε ζήτη-

σε αμέσως απόν τον πατέρα του να αγοράσει τον

τελευταίο σπόρο ελιάς σ΄ ολόκληρη τη γη Η τι-

μή του όμως ήταν πολύ πάρα πολύ υψηλή Εκα-

τό χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Γιε μου δεν έχουμε τόσα χρήματα Μπορούμε

όμως να πουλήσουμε τα τέσσερα κτήματά μας

_Ναι να τα δώσουμε Θα μας μείνει η αυλή του

σπιτιού Εκεί θα φυτέψουμε τον πολύτιμο σπόρο

Τότε εμφανίστηκε ο μάγος Άλφρεντ

_Δίνω διακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα είπε

ο μάγος

_Άλφρεντ δεν είναι τίμιο είπε ο Νίκος

Προλάβαμε

εμείς να αγοράσουμε αυτόν το σπόρο

_Δίνω τριακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Τότε εγώ θα δώσω και το σπίτι μου είπε ο πα-

τέρας του Νίκου

_Ναι αλλά hellip αυτά είναι λιγότερα από τα χρή-

ματα που μου δίνει ο μάγος είπε ο έμπορος

_Τότε και εγώ θα δώσω όσα χρήματα έχω στον

κουμπαρά μου είπε η Μαρία

_Κι εγώ φώναξε ο Βασίλης

_Εγώ θα δώσω το μοναδικό κτήμα που έχω είπε

ο κύριος Βαγγέλης

_Και εγώ φώναξε η κυρία Βαρβάρα

_Ναι Και εμείς θα δώσουμε ότι έχουμε στους

κουμπαράδες μας φώναξαν δυνατά όλα τα

παιδιά που ήταν μαζεμένα στην πλατεία του

χωριού

Όλοι άρχισαν να δίνουν χρήματα σπίτια

έπιπλα χωράφια και μαγαζιά μέχρι που κέρδι-

σαν το μάγο Άλφρεντ και αγόρασαν το σπόρο

της ελιάς Από τη στιγμή που τον φύτεψαν το

πρόσεχαν πάρα πολύ

Μετά από χρόνια όταν οι χωρικοί μάζεψαν

τους καρπούς αυτής της ελιάς διαπίστωσαν ότι

είχε το πιο νόστιμο λάδι Τότε ο μάγος

πείστηκε πως όλοι είχαν καταλάβει την αξία

της και γέμισε ξανά όλα τα χωράφια τους με

ελαιόδεντρα

ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α

Κουκάκη Κατερίνα

Μπογκντάνι Γκισέλα

Καρυώτης Γιώργος

Αθανασόπουλος Στέφανος

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 93: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

_Γιε μου δεν έχουμε τόσα χρήματα Μπορούμε

όμως να πουλήσουμε τα τέσσερα κτήματά μας

_Ναι να τα δώσουμε Θα μας μείνει η αυλή του

σπιτιού Εκεί θα φυτέψουμε τον πολύτιμο σπόρο

Τότε εμφανίστηκε ο μάγος Άλφρεντ

_Δίνω διακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα είπε

ο μάγος

_Άλφρεντ δεν είναι τίμιο είπε ο Νίκος

Προλάβαμε

εμείς να αγοράσουμε αυτόν το σπόρο

_Δίνω τριακόσιες χιλιάδες χρυσά νομίσματα

_Τότε εγώ θα δώσω και το σπίτι μου είπε ο πα-

τέρας του Νίκου

_Ναι αλλά hellip αυτά είναι λιγότερα από τα χρή-

ματα που μου δίνει ο μάγος είπε ο έμπορος

_Τότε και εγώ θα δώσω όσα χρήματα έχω στον

κουμπαρά μου είπε η Μαρία

_Κι εγώ φώναξε ο Βασίλης

_Εγώ θα δώσω το μοναδικό κτήμα που έχω είπε

ο κύριος Βαγγέλης

_Και εγώ φώναξε η κυρία Βαρβάρα

_Ναι Και εμείς θα δώσουμε ότι έχουμε στους

κουμπαράδες μας φώναξαν δυνατά όλα τα

παιδιά που ήταν μαζεμένα στην πλατεία του

χωριού

Όλοι άρχισαν να δίνουν χρήματα σπίτια

έπιπλα χωράφια και μαγαζιά μέχρι που κέρδι-

σαν το μάγο Άλφρεντ και αγόρασαν το σπόρο

της ελιάς Από τη στιγμή που τον φύτεψαν το

πρόσεχαν πάρα πολύ

Μετά από χρόνια όταν οι χωρικοί μάζεψαν

τους καρπούς αυτής της ελιάς διαπίστωσαν ότι

είχε το πιο νόστιμο λάδι Τότε ο μάγος

πείστηκε πως όλοι είχαν καταλάβει την αξία

της και γέμισε ξανά όλα τα χωράφια τους με

ελαιόδεντρα

ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α

Κουκάκη Κατερίνα

Μπογκντάνι Γκισέλα

Καρυώτης Γιώργος

Αθανασόπουλος Στέφανος

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 94: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

_Τότε εγώ θα δώσω και το σπίτι μου είπε ο πα-

τέρας του Νίκου

_Ναι αλλά hellip αυτά είναι λιγότερα από τα χρή-

ματα που μου δίνει ο μάγος είπε ο έμπορος

_Τότε και εγώ θα δώσω όσα χρήματα έχω στον

κουμπαρά μου είπε η Μαρία

_Κι εγώ φώναξε ο Βασίλης

_Εγώ θα δώσω το μοναδικό κτήμα που έχω είπε

ο κύριος Βαγγέλης

_Και εγώ φώναξε η κυρία Βαρβάρα

_Ναι Και εμείς θα δώσουμε ότι έχουμε στους

κουμπαράδες μας φώναξαν δυνατά όλα τα

παιδιά που ήταν μαζεμένα στην πλατεία του

χωριού

Όλοι άρχισαν να δίνουν χρήματα σπίτια

έπιπλα χωράφια και μαγαζιά μέχρι που κέρδι-

σαν το μάγο Άλφρεντ και αγόρασαν το σπόρο

της ελιάς Από τη στιγμή που τον φύτεψαν το

πρόσεχαν πάρα πολύ

Μετά από χρόνια όταν οι χωρικοί μάζεψαν

τους καρπούς αυτής της ελιάς διαπίστωσαν ότι

είχε το πιο νόστιμο λάδι Τότε ο μάγος

πείστηκε πως όλοι είχαν καταλάβει την αξία

της και γέμισε ξανά όλα τα χωράφια τους με

ελαιόδεντρα

ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α

Κουκάκη Κατερίνα

Μπογκντάνι Γκισέλα

Καρυώτης Γιώργος

Αθανασόπουλος Στέφανος

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 95: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

_Ναι Και εμείς θα δώσουμε ότι έχουμε στους

κουμπαράδες μας φώναξαν δυνατά όλα τα

παιδιά που ήταν μαζεμένα στην πλατεία του

χωριού

Όλοι άρχισαν να δίνουν χρήματα σπίτια

έπιπλα χωράφια και μαγαζιά μέχρι που κέρδι-

σαν το μάγο Άλφρεντ και αγόρασαν το σπόρο

της ελιάς Από τη στιγμή που τον φύτεψαν το

πρόσεχαν πάρα πολύ

Μετά από χρόνια όταν οι χωρικοί μάζεψαν

τους καρπούς αυτής της ελιάς διαπίστωσαν ότι

είχε το πιο νόστιμο λάδι Τότε ο μάγος

πείστηκε πως όλοι είχαν καταλάβει την αξία

της και γέμισε ξανά όλα τα χωράφια τους με

ελαιόδεντρα

ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α

Κουκάκη Κατερίνα

Μπογκντάνι Γκισέλα

Καρυώτης Γιώργος

Αθανασόπουλος Στέφανος

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 96: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

Όλοι άρχισαν να δίνουν χρήματα σπίτια

έπιπλα χωράφια και μαγαζιά μέχρι που κέρδι-

σαν το μάγο Άλφρεντ και αγόρασαν το σπόρο

της ελιάς Από τη στιγμή που τον φύτεψαν το

πρόσεχαν πάρα πολύ

Μετά από χρόνια όταν οι χωρικοί μάζεψαν

τους καρπούς αυτής της ελιάς διαπίστωσαν ότι

είχε το πιο νόστιμο λάδι Τότε ο μάγος

πείστηκε πως όλοι είχαν καταλάβει την αξία

της και γέμισε ξανά όλα τα χωράφια τους με

ελαιόδεντρα

ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α

Κουκάκη Κατερίνα

Μπογκντάνι Γκισέλα

Καρυώτης Γιώργος

Αθανασόπουλος Στέφανος

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 97: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

ΚΑΙ ΕΖΗΣΑΝ ΑΥΤΟΙ ΚΑΛΑ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ

ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α

Κουκάκη Κατερίνα

Μπογκντάνι Γκισέλα

Καρυώτης Γιώργος

Αθανασόπουλος Στέφανος

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 98: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

ΟΜΑΔΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Α

Κουκάκη Κατερίνα

Μπογκντάνι Γκισέλα

Καρυώτης Γιώργος

Αθανασόπουλος Στέφανος

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 99: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

Β

Καμπούρη Αρχοντία

Γκουμάκη Αφροδίτη

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουτσουδάκης Δημήτρης

Σελήμι Τζανφράνκο

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 100: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

Γ

Ελμαλιώτη Κωνσταντίνα

Καλούδη Βασιλική

Βογιατζής Παναγιώτης

Κουσιαφές Παναγιώτης

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα

Page 101: "Η ελιά στην τέχνη και τη λογοτεχνία" Κωνσταντίνα Τσιούλου

Τμήμα ΣΤ1

Δασκάλα Τσιούλου Κωνσταντίνα