ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

238
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΜΗΧΑΝΟΛΟΓΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΜΕΤΑ∆ΟΣΗΣ ΘΕΡΜΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΜΗΧΑΝΙΚΗΣ /ΝΤΗΣ: ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΜΟΥΣΙΟΠΟΥΛΟΣ Σημειώσεις στο μάθημα ∆ΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ Επιμέλεια Νικόλαος Μουσιόπουλος, Αβραάμ Καραγιαννίδης ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, ΙΟΥΝΙΟΣ 2002

description

Σημειώσεις

Transcript of ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

Page 1: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΜΗΧΑΝΟΛΟΓΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ

ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΜΕΤΑ∆ΟΣΗΣ ΘΕΡΜΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΜΗΧΑΝΙΚΗΣ

∆/ΝΤΗΣ: ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΜΟΥΣΙΟΠΟΥΛΟΣ

Σηµειώσεις στο µάθηµα ∆ΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

Επιµέλεια

Νικόλαος Μουσιόπουλος, Αβραάµ Καραγιαννίδης

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, ΙΟΥΝΙΟΣ 2002

Page 2: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ
Page 3: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Η συσσώρευση απορριµµάτων παγκοσµίως χαρακτηρίζεται ως ένα από τα πλέον δυσεπίλυτα προβλήµατα της εποχής µας. Στην χώρα µας θεωρείται σήµερα από πολλούς (π.χ. Τεχνικό Επιµελητήριο) το σοβαρότερο περιβαλλοντικό πρόβληµα. Η δυσκολία αντιµετώπισης του προβλήµατος αυτού έγκειται στην αλληλεπίδραση πολλών παραµέτρων, και συγκεκριµένα:

• οικονοµικών παραµέτρων (π.χ., σχέση κόστους διάθεσης απορριµµάτων και οφέλους από την πιθανή ανάκτηση πρώτων υλών µέσω ενός προγράµµατος ανακύκλωσης),

• ενεργειακών παραµέτρων (π.χ. σχέση απαιτήσεων σε ενέργεια για τη µεταφορά, επεξεργασία και διάθεση απορριµµάτων και οφέλους από την τυχόν ενεργειακή επεξεργασία απορριµµάτων),

• περιβαλλοντικών παραµέτρων (ρύπανση ατµοσφαιρικού, υδάτινου και χερσαίου περιβάλλοντος ανάλογα µε τον τρόπο διάθεσης απορριµµάτων, πρόκληση πυρκαγιών λόγω ανεξέλεγκτης απόθεσης απορριµµάτων) και

• πολιτικό-κοινωνικών παραµέτρων (ανισοµερής επιβάρυνση και ώχληση του πληθυσµού από συγκεκριµένες επιλογές κατά τη διαχείριση απορριµµάτων, µε τις ασθενέστερες κοινωνικές τάξεις συνήθως να µειονεκτούν, θέσεις εργασίας σχετικές µε την διαχείριση απορριµµάτων).

Ο σύγχρονος µηχανικός, και ιδιαίτερα ο µηχανολόγος, εµπλέκεται ολοένα και περισσότερο στον κύκλο των απορριµµάτων, τόσο έµµεσα (αφού η όποια παραγωγική διαδικασία συνεπάγεται την παραγωγή απορριµµάτων), όσο και άµεσα (π.χ. ως σχεδιαστής, κατασκευαστής, διαχειριστής ή ακόµα και προµηθευτής εγκαταστάσεων ή συσκευών που εντάσσονται στο όλο σύστηµα της διαχείρισης απορριµµάτων). Σε αυτό µάλιστα έχει συντελέσει η αυξανόµενη µηχανοποίηση της διαχείρισης απορριµµάτων που επιτελείται κατά το τελευταία χρονικό διάστηµα στην χώρα µας και διεθνώς. Επιβάλλεται λοιπόν ο σύγχρονος µηχανικός να έχει γνώσεις πάνω στη διαχείριση απορριµµάτων, και ειδικότερα

• να κατανοεί τις µεθόδους επεξεργασίας και διάθεσης και

• να µπορεί να εκτιµά τη σκοπιµότητα αξιοποίησης της ενέργειας και των πρώτων υλών που περιέχονται στα απορρίµµατα.

Στο παρόν τεύχος είναι συγκεντρωµένες οι σηµειώσεις του µαθήµατος «∆ιαχείριση Απορριµµάτων» που εδώ και µια δεκαετία διδάσκεται από τον πρώτο των συγγραφέων στους τεταρτοετείς φοιτητές του Τµήµατος Μηχανολόγων Μηχανικών του Α.Π.Θ. Το παρόν τεύχος αποτελεί την δεύτερη έκδοση των σηµειώσεων, µε την πρώτη να έχει παρουσιαστεί το 1994. Το υλικό που συλλέχθηκε έκτοτε κατέστησε απαραίτητη την αναθεώρηση των διδακτικών σηµειώσεων του εν λόγω µαθήµατος, οι οποίες και παρουσιάζονται εδώ. Στη συγκέντρωση και επεξεργασία του υλικού αυτού συνεισέφεραν αποφασιστικά οι συνεργάτες του Εργαστηρίου Μετάδοσης Θερµότητας και Περιβαλλοντικής Μηχανικής κα Άννα Ξηρογιαννο-πούλου και κ. Γιώργος Περκουλίδης, τους οποίους και ευχαριστούµε.

Θεσσαλονίκη, Ιούνιος 2002 Kαθ. Ν. Μουσιόπουλος, ∆ρ. Α. Καραγιαννίδης

Page 4: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ
Page 5: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

i

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ i

EΙΣΑΓΩΓΗ x

1. ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΕΡΕΩΝ ΑΠΟΒΛΗΤΩΝ 1

1.1. Κατηγορίες στερεών αποβλήτων 1

1.1.1. Αστικά (δηµοτικά) απόβλητα 3

1.1.2. Ειδικά απόβλητα 4

1.2. Ποσοτική και ποιοτική ανάλυση απορριµµάτων 8

1.2.1. Ποσοτική ανάλυση 8

1.2.2. Ποιοτική ανάλυση 14

1.2.2.1. Γενικά 14

1.2.2.2. Φυσικά χαρακτηριστικά 17

1.2.2.3. Χηµικά χαρακτηριστικά 19

1.2.2.4. Πυκνότητα 22

1.3. ∆ιαχείριση απορριµµάτων 23

1.3.1. Γενικά 23

1.3.2. Υφιστάµενη κατάσταση 25

1.3.3. ∆ιαχείριση απορριµµάτων στην Ελλάδα 26

1.3.4. ∆ιαχείριση των απορριµµάτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση 27

1.3.5. Σχεδιασµός διαχείρισης απορριµµάτων 27

1.3.5.1. Σηµαντικοί προβληµατισµοί κατά τη διαδικασία σχεδιασµού 27

1.3.5.2. Μεθοδολογία σχεδιασµού 28

1.3.5.3. Η διαδικασία λήψης απόφασης 30

1.3.5.4.Λειτουργικά στοιχεία και δυνητικές ενέργειες 31

1.4. Νοµικό πλαίσιο διαχείριση απορριµµάτων 35

1.4.1. Οι κατευθυντήριες γραµµές της κοινοτικής πολιτικής 36

1.4.2. Βασικές νοµοθετικές διατάξεις 36

1.4.3. ∆ιεθνής δράση 38

1.4.4. Ο ρόλος του Ευρωπαϊκού κοινοβουλίου 38

Page 6: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

ii

2. ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΑΠΟΘΗΚΕΥΣΗ - ΣΥΛΛΟΓΗ - ΜΕΤΑΦΟΡΑ/ΜΕΤΑΦΟΡΤΩΣΗ - ΚΟΣΤΟΛΟΓΗΣΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ 40

2.1. Προσωρινή αποθήκευση εκτός οικίας – Συλλογή 40

2.1.1. Γενικά 40

2.1.2. Τύποι υποδοχέων απορριµµάτων 40

2.1.3. Χώρος προσωρινής αποθήκευσης 46

2.2. Συλλογή απορριµµάτων 46

2.2.1. ∆ροµολόγια προσυλλογής 46

2.2.2. ∆ιάκριση συλλογής σύµφωνα µε τον τρόπο εκκένωσης των µέσων συλλογής 46

2.2.3. Tύποι απορριµµατοφόρων 48

2.2.4. Κόστος συλλογής 48

2.2.5. Χώρος στάθµευσης - οδοί κυκλοφορίας 49

2.2.6. Συχνότητα συλλογής 49

2.2.7. Ωράριο συλλογής 50

2.2.8. Χαρακτηριστικά ηµερήσιας και νυχτερινής συλλογής 50

2.2.9. Μικροµετακινήσεις 50

2.2.10. ∆ροµολόγια συλλογής 50

2.2.11. Bελτιστοποίηση διαδροµών απορριµµατοφόρων 52

2.3. Mεταφόρτωση – Σταθµοί µεταφόρτωσης 55

2.3.1. Γενικά 55

2.3.2. Προϋποθέσεις λειτουργίας ΣΜΑ 55

2.3.3. Χωροθέτηση ΣΜΑ 55

2.3.4. Σχεδιασµός ΣΜΑ 56

2.4. Κοστολόγηση υπηρεσιών καθαριότητας – Η αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει» 57

2.4.1. Στόχοι 58

2.4.2. Πιθανά αποτελέσµατα από την εφαρµογή ενός συστήµατος PAYT 59

2.4.3. Σχήµατα συλλογής και χρέωσης 61

2.4.4. ∆οµή χρέωσης - συστήµατα χρέωσης 62

2.4.5. Συστήµατα χρέωσης και πληρωµής 62

2.4.6. Ύψος χρέωσης 63

Page 7: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

iii

2.4.7. Επιλογή συστήµατος PAYT 63

2.4.8. Παραδείγµατα εφαρµογών 64

2.4.9. Παράγοντες που επηρεάζουν την εφαρµογή ενός προγράµµατος PAYT 64

2.5. Αξιολόγηση υπηρεσιών καθαριότητας 64

2.5.1. Γενικά 64

2.5.2. Στάδια Benchmarking 65

2.5.3. Είδη Βenchmarking 65

2.5.4. ∆είκτες αξιολόγησης υπηρεσιών καθαριότητας 66

2.5.5. Πιθανά αποτελέσµατα του Benchmarking 70

3. ΑΝΑΚΥΚΛΩΣΗ ΥΛΙΚΩΝ - ∆ΙΑΛΟΓΗ ΣΤΗΝ ΠΗΓΗ 71

3.1. ∆ιαλογή στη πηγή 71

3.2. Σηµασία της ∆σΠ για τη διαχείριση απορριµµάτων 71

3.3. Ανακυκλώσιµα υλικά στα απορρίµµατα 72

3.4. Μέθοδοι ∆σΠ 81

3.5. Εξοπλισµός προγραµµάτων ∆σΠ 84

3.6. Παράµετροι της ∆σΠ 85

3.7. Ποσοστό ανάκτησης υλικών 88

3.8. Ποσοστό συµµετοχής πολιτών 88

3.9. Οικονοµική ανάλυση προγράµµατος ∆σΠ 88

3.10. ∆απάνες και κέρδη ανακύκλωσης 88

3.10.1. ∆απάνες 88

3.10.2. Kέρδη από την ανακύκλωση 89

3.11. Καθορισµός στόχων και προτεραιοτήτων 90

3.12. Ανάπτυξη αγοράς 90

3.13. Υποκίνηση της συµµετοχής του κοινού 91

3.14. Συσκευασία και ανακύκλωση 92

3.14.1. Ο ρόλος της συσκευασίας 92

3.14.2. Επαναχρησιµοποίηση συσκευασιών 93

3.14.3. Yλικά συσκευασίας 93

Page 8: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

iv

3.14.4. Kριτήρια αξιολόγησης συσκευασίας από οικολογική άποψη 94

3.14.5. Kατανάλωση υλικών συσκευασίας 94

3.14.6. Kατανάλωση φυσικών πόρων στην παραγωγή πρώτων υλών διαφόρων συσκευασιών 95

3.15. Βασικές αρχές ενός περιβαλλοντικά υπεύθυνου καταναλωτή 95

3.16. Παράδειγµα ενός κέντρου ανακύκλωσης χαρτιού 96

3.16.1. Σύντοµη περιγραφή της λειτουργίας του κέντρου 96

3.16.2. Σύντοµη αναφορά των καθηµερινών προβληµάτων λειτουργίας 97

3.16.3. Συντήρηση 99

4. ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ ∆ΙΑΧΩΡΙΣΜΟΣ - ΛΙΠΑΣΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ 100

4.1. Μηχανικός διαχωρισµός 100

4.1.1. Γενικά 100

4.1.2. ∆ιαδικασία µηχανικού διαχωρισµού 100

4.1.3. Προϊόντα µηχανικού διαχωρισµού 101

4.1.4. Μηχανολογικός εξοπλισµός 102

4.2. Λιπασµατοποίηση 104

4.2.1. Γενικά 104

4.2.2. Μικροοργανισµοί λιπασµατοποίησης 105

4.2.2.1. Περιγραφή 105

4.2.2.2. ∆ιατροφικές απαιτήσεις για την ανάπτυξη των µικροοργανισµών 105

4.2.2.3. Θρεπτικές κατηγορίες µικροοργανισµών 106

4.2.2.4. Τύποι µικροβιολογικού µεταβολισµού 107

4.2.2.5. Ταξινόµηση των µικροοργανισµών 107

4.2.2.6. Περιγραφή βασικών µικροοργανισµών 108

4.2.2.7. Παράµετροι που είναι σηµαντικές για τη ζύµωση και την ανάπτυξη των µικροοργανισµών 108

4.3. Αερόβια λιπασµατοποίηση 112

4.3.1. Γενικά 112

4.3.2. Βασικά χαρακτηριστικά της αερόβιας κοµποστοποίησης 112

4.3.3. Βελτιωτικό εδάφους 113

Page 9: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

v

4.3.3.1. Γενικά 113

4.3.3.2. Βασικά χαρακτηριστικά βελτιωτικού εδάφους 113

4.3.3.3. Πλεονεκτήµατα και ιδιότητες χρήσης του βελτιωτικού εδάφους 114

4.3.3.4. Εφαρµογές βελτιωτικού εδάφους 114

4.3.4. Είδη αερόβιας κοµποστοποίησης 115

4.3.5. Στάδια αερόβιας λιπασµατοποίησης 116

4.3.5.1. Προεπεξεργασία και ανάκτηση υλικών 117

4.3.5.2. Σταθεροποίηση του βελτιωτικού εδάφους - Παραγωγή κοµπόστ 119

4.3.6. Παράγοντες σχεδιασµού 121

4.4. Αναερόβια λιπασµατοποίηση 122

4.4.1. Γενικά 122

4.4.2. Παραγωγή ενέργειας από µονάδες αναερόβιας ζύµωσης 122

4.4.3. ∆ιεργασία αναερόβιας ζύµωσης 122

4.4.4. Ποσοτικά στοιχεία εισόδου 123

4.4.5. Ανάκτηση υλικών 124

4.4.6. Ταξινόµηση και τεχνολογία αντιδραστήρων 126

4.4.7. Παραγωγή βιοαερίου 125

4.4.8. Επεξεργασία του ζυµωµένου υποστρώµατος 125

4.4.9. ∆ιεργασίες αναερόβιας ζύµωσης των οργανικών στερεών αποβλήτων 125

4.4.9.1. ∆ιεργασία Waasa 125

4.4.9.2. ∆ιεργασία Valorga 127

4.4.9.3. ∆ιεργασία Dranco 127

4.4.9.4. ∆ιεργασία Kompogas 129

4.4.9.5. ∆ιεργασία ΒΤΑ 129

4.4.10. Κόστος επεξεργασίας απορριµµάτων σε µονάδες αναερόβιας ζύµωσης 130

4.4.11. Πλεονεκτήµατα και µειονεκτήµατα της αναερόβιας ζύµωσης σε µονάδα συγκριτικά µε την αναερόβια ζύµωση σε ΧΥΤΑ 130

5. ΘΕΡΜΙΚΗ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ 132

5.1. Γενικά 132

5.2. Περιγραφή θερµικής επεξεργασίας 133

Page 10: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

vi

5.3. Απόβλητα ως καύσιµη ύλη 134

5.4. Προσαγωγή και τάφρος 135

5.4.1. Προσαγωγή 135

5.4.2. ∆ειγµατοληπτικός έλεγχος 136

5.4.3. Οµογενοποίηση και στοίβαγµα των απορριµµάτων 136

5.4.4. Θρυµµατισµός ογκωδών απορριµµάτων 137

5.4.5. Τάφρος απορριµµάτων 137

5.5. Συµβατικές µέθοδοι 139

5.5.1. Γενικά 139

5.5.2. Ολική καύση 140

5.5.3. Είδη εστίας καύσης 140

5.5.3.1. Εστία εσχαρών 140

5.5.3.2. Θερµική επεξεργασία µε εστία τύπου ρευστοποιηµένης κλίνης 145

5.5.3.3. Θερµική επεξεργασία µε περιστρεφόµενο κλίβανο 146

5.5.4. Είδη θαλάµου καύσης 148

5.5.4.1. Μαζική καύση 148

5.5.4.2. Τµηµατική καύση 150

5.5.4.3. Καύση ΚαΣ 153

5.5.5. Εκµετάλλευση ενέργειας 155

5.5.6. Λέβητας απόβλητης θερµότητας σε µονάδες καύσης 156

5.5.7. Αποµάκρυνση της τέφρας 158

5.5.8. Κύκλωµα νερού-ατµού 158

5.5.9. Προβλήµατα διάβρωσης 158

5.5.10. Εκποµπές ρύπων και καθαρισµός απαερίου 159

5.6. Καινοτόµες θερµικές µέθοδοι επεξεργασίας 160

5.6.1. Γενικά 160

5.6.2. Πυρόλυση 161

5.6.3. Εξαερίωση 163

5.6.4. Θερµόλυση 163

Page 11: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

vii

5.6.5. Μέθοδος Siemens 164

5.6.6. Μέθοδος Thermoselect 165

5.6.7. Μέθοδος Noell 166

5.6.8. Μέθοδος EDDITh 167

5.6.9. Μέθοδος Von Roll 167

5.6.9.1. ∆ιεργασία RCP 168

5.6.9.2. Εγκατάσταση WTI 168

5.6.10. Μέθοδος ΤPS 168

5.6.11. Μέθοδος ΝΚΚ 168

5.6.12. Μέθοδος PKA 169

5.6.13. Μέθοδος PIT 169

5.6.14. Μέθοδος Nexus 169

5.6.15. Μέθοδος Andco Torrax 171

5.6.16. Μέθοδος WGT 171

5.7. Στοιχεία κόστους µονάδων θερµικής επεξεργασίας 172

6. ΤΕΛΙΚΗ ∆ΙΑΘΕΣΗ – ΤΑΦΗ 173

6.1. Γενικά 173

6.2. Τρόποι εδαφικής διάθεσης 173

6.3. ∆ιάθεση απορριµµάτων στην Ελλάδα 174

6.4. Προβλήµατα τελικής διάθεσης 174

6.4.1. ∆ιασταλλάζοντα 174

6.4.1.1. Σύσταση διασταλλαζόντων 174

6.4.1.2. Παράγοντες που επηρεάζουν τη σύσταση των διασταλλαζόντων 175

6.4.1.3. Χαρακτηρισµός και επεξεργασία στραγγισµάτων που έχουν σταθεροποιηθεί µε ανακυκλοφορία 176

6.4.2. Βιοαέριο 176

6.5. Επιπτώσεις ανεξέλεγκτης και ηµιελεγχόµενης διάθεσης 177

6.6. Αποκατάσταση ανεξέλεγκτων-ηµιελεγχόµενων χώρων διάθεσης στην Ελληνική επικράτεια - Τεχνικές και πρακτικές 178

6.6.1. Τρόποι αποκατάστασης χώρων διάθεσης 179

Page 12: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

viii

6.6.2. Στόχοι της αποκατάστασης χώρων διάθεσης 179

6.6.3. Παράµετροι αποκατάστασης χώρων διάθεσης 180

6.7. Ανάλυση παλαιών χώρων διάθεσης 190

6.8. Λύσεις για τους χώρους ηµιελεγχόµενης και ανεξέλεγκτης διάθεσης 191

6.9. Εξυγίανση χώρου διάθεσης 191

6.10. Τεχνικές σταθεροποίησης 192

6.10.1. Αναερόβια σταθεροποίηση 192

6.10.2. Αερόβια σταθεροποίηση στο χώρο διάθεσης 194

6.10.3. BIOPUSTER 195

6.10.4. SMELL - WELL 197

6.10.5. Σύγκριση τεχνικών σταθεροποίησης BIOPUSTER, Smell-Well και Αερόβιας Σταθεροποίησης στο χώρο διάθεσης 197

6.11. Εξόρυξη ανεξέλεγκτων και ηµιελεγχόµενων χώρων διάθεσης 198

6.11.1. Εισαγωγή 198

6.11.2. Λόγοι υιοθέτησης της εξόρυξης ως λύση αποκατάστασης 200

6.12. Υγειονοµική ταφή 201

6.12.1. Εισαγωγή 201

6.12.2. Τρόποι υγειονοµικής ταφής 203

6.12.2.1. Παραδοσιακή διάθεση 203

6.12.2.2. ∆ιάθεση µε συµπίεση 203

6.12.2.3. ∆ιάθεση ύστερα από θραύση 204

6.12.2.4. Λιπασµατοποίηση επί τόπου 204

6.12.2.5. Αερόβια διάθεση 204

6.12.2.6. ∆εµατοποίηση 204

6.12.2.7. Αποθήκευση απορριµµάτων σε υπερυψωµένα κτίρια από σκυρόδεµα 204

6.12.3. Πλεονεκτήµατα και µειονεκτήµατα της υγειονοµικής ταφής 204

6.12.4. Επιλογή των χώρων διάθεσης 205

6.12.5. ∆ιαχείριση ενός χώρου διάθεσης 206

6.12.6. ∆ιασταλλάζοντα 206

Page 13: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

ix

6.12.7. Βιοαέριο 207

6.12.8. Mέθοδοι πλήρωσης χώρων διάθεσης 208

6.12.8.1.Πλήρωση µε φατνώµατα µε εκσκαφή 208

6.12.8.2.Πλήρωση επιπέδων εκτάσεων χωρίς εκσκαφή 208

6.12.8.3.Πλήρωση λάκκων 208

6.12.9. Eπιπτώσεις στο περιβάλλον και λήψη µέτρων 209

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 212

ΑΚΡΩΝΥΜΙΑ 220

Page 14: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

x

EΙΣΑΓΩΓΗ

Με τον όρο «∆ιαχείριση Απορριµµάτων» (∆Α) εννοούµε το σύνολο των ενεργειών που σχετίζονται µε την:

1. Παραγωγή. 2. Προσωρινή αποθήκευση. 3. Συλλογή. 4. Μεταφορά/µεταφόρτωση. 5. Επεξεργασία/ανάκτηση. 6. Τελική διάθεση (Τ∆).

Στα πλαίσια της ∆Α εφαρµόζονται διάφορες αρχές των επιστηµών του µηχανικού, κατά κύριο λόγο της Μηχανικής και της Ενεργειακής Τεχνικής. Η ορθή αντιµετώπιση των προβληµάτων που συνεπάγονται τα απορρίµµατα επιβάλλει όµως και την αξιοποίηση στοιχείων αστικού και περιφερειακού σχεδιασµού, όπως επίσης και διδαγµάτων από τις οικονοµικές και κοινωνικές επιστήµες.

Όπως και γενικότερα, έτσι και ειδικά ως προς τα απορρίµµατα, δεν είναι πλέον αποδεκτές παραδοσιακές προσεγγίσεις, οι οποίες στο παρελθόν συχνά αγνοούσαν κοινωνικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες. Άλλωστε, η τεχνολογική πρόοδος επιτρέπει τη µετατόπιση του ενδιαφέροντος σε πολλές σηµαντικές περιοχές: Ενώ η δηµόσια υγεία και τα οικονοµικά παραµένουν πρωταρχικοί προβληµατισµοί, άρχισε τα τελευταία χρόνια να δίδεται ιδιαίτερη έµφαση σε περιβαλλοντικούς περιορισµούς. Επιπλέον, έχει καταστεί σαφής η σχέση µεταξύ της εξάντλησης των φυσικών πόρων και της Τ∆ των Στερεών Αποβλήτων (ΣΑ).

Η παραγωγή και συσσώρευση αστικών αποβλήτων είναι σήµερα µία άµεση συνέπεια της ζωής και της κατανάλωσης αγαθών. Από την εποχή των πρωτόγονων κοινωνιών, άνθρωποι και ζώα χρησιµοποίησαν τις γήινες πηγές για να υποστηρίξουν τη ζωή και να απαλλαγούν από τα απορρίµµατα. Στην αρχή, η διάθεση των απορριµµάτων δεν απετέλεσε σηµαντικό πρόβληµα, καθώς ο πληθυσµός ήταν µικρός και η διαθέσιµη γη για τη συσσώρευσή τους µεγάλη. Σήµερα µιλούµε για ενεργειακή αξιοποίηση και παραγωγή Βελτιωτικού Εδάφους (ΒΕ) από τα απορρίµµατα, τη στιγµή που ο αγρότης της αρχαιότητας εφάρµοζε τις τεχνικές αυτές πολύ καλύτερα: Μάλιστα, πολλές ενδείξεις τέτοιων µορφών ανακύκλωσης µπορούν ακόµη σήµερα να βρεθούν σε πρωτόγονες αλλά ευαίσθητες αγροτικές πρακτικές πολλών αναπτυσσοµένων κρατών.

Τα πρώτα προβλήµατα στη διάθεση των απορριµµάτων εµφανίσθηκαν από τη στιγµή που οι άνθρωποι άρχισαν να συσπειρώνονται σε φυλές, χωριά και κοινότητες. Τα διάσπαρτα υπολείµµατα τροφών και λοιπά απορρίµµατα στις µεσαιωνικές πόλεις οδήγησαν στην ανάπτυξη αρουραίων, από τους οποίους οι µύγες µετέφεραν τον ιό της πανώλης. Η παντελής έλλειψη κάθε είδους σχεδιασµού στη ∆Α επέφερε την επιδηµία πανώλης ("µαύρος θάνατος") που εξόντωσε τους µισούς Ευρωπαίους τον 14ο αιώνα και προκάλεσε πολλές επακόλουθες επιδηµίες και υψηλά ποσοστά θνησιµότητας. Οι δηµόσιες αρχές ευαισθητοποιήθηκαν έναντι της δηµόσιας υγείας µόλις τον 19ο αιώνα, καθώς αντελήφθησαν ότι τα υπολείµµατα τροφών έπρεπε να συλλεχθούν και να διατεθούν µε υγιεινό τρόπο, ώστε να εµποδιστεί η διάδοση ασθενειών.

Τα προβλήµατα στη διάθεση απορριµµάτων αυξήθηκαν κατακόρυφα µετά τη βιοµηχανική επανάσταση στην Ευρώπη. Η κατάσταση ήταν τόσο άσχηµη στην Αγγλία κατά το δεύτερο µισό του 19ου αιώνα, ώστε το 1888 θεσπίστηκε ένα αστικό υγειονοµικό διάταγµα, το οποίο απαγόρευε τη ρίψη απορριµµάτων σε χαντάκια, ποταµούς και νερά. Το παραπάνω διάταγµα ακολουθήθηκε το 1899 από το «διάταγµα ποταµών και λιµνών» στις ΗΠΑ. Έτσι, µαζί µε την πρόοδο της τεχνολογίας παρουσιάσθηκαν και τα προβλήµατα τα σχετιζόµενα µε τη διάθεση των προκυπτόντων απορριµµάτων. Προς κατανόηση της φύσης των προβληµάτων αυτών,

Page 15: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

xi

είναι χρήσιµο να εξετασθεί η ροή των υλικών και η σχετική Παραγωγή Απορριµµάτων (ΠΑ) σε µία τεχνολογικά εξελιγµένη κοινωνία, όπως επίσης και να διερευνηθεί η άµεση επίπτωση της τεχνολογικής προόδου στο σχεδιασµό εγκαταστάσεων επεξεργασίας απορριµµάτων.

Στην Εικόνα 1 παρουσιάζεται ένα απλοποιηµένο διάγραµµα ροής υλικών, ως ένδειξη του πώς και πού παράγονται απορρίµµατα σε µία τεχνολογικά εξελιγµένη κοινωνία. ΣΑ παράγονται στην αρχή της οποιασδήποτε παραγωγικής διεργασίας, κατά την εξόρυξη πρώτων υλών (π.χ. µπάζα από ορυχεία). Από εκεί και πέρα, ΣΑ παράγονται σε κάθε στάδιο της διεργασίας, καθώς πρώτες ύλες µετατρέπονται σε καταναλωτικά αγαθά. Από την Εικόνα 1 είναι εµφανές ότι ένας από τους καλύτερους τρόπους για την ελάττωση της ποσότητας των προς διάθεση ΣΑ είναι ο περιορισµός της κατανάλωσης πρώτων υλών και η αύξηση του βαθµού ανάκτησης των προς απόρριψη υλικών. Αν και το τελευταίο είναι σχετικά απλό, η εφαρµογή του σε µία τεχνολογικά εξελιγµένη κοινωνία έχει αποδειχθεί εξαιρετικά δύσκολη.

Εικόνα 1. Ροή υλικών και ΠΑ σε µία τεχνολογικά εξελιγµένη κοινωνία.

Η πληµµελής ∆Α σχετίζεται άµεσα και µε οικολογικές συνέπειες, όπως η ρύπανση του αέρα και των νερών. ∆ιασταλλάζοντα από ανεξέλεγκτες χωµατερές και πληµµελείς χώρους υγειονοµικής ταφής έχουν επανειληµµένα µολύνει τόσο επιφανειακά όσο και υπόγεια νερά. Σε µεταλλεία, τα διασταλλάζοντα µπορεί να περιέχουν τοξικά στοιχεία (π.χ. Cu, As, U) ή µπορεί να µολύνουν υδροφόρους ορίζοντες µε ανεπιθύµητα άλατα ασβεστίου και µαγνησίου. Η φύση έχει βέβαια µέχρι ενός σηµείου τη δυνατότητα να αραιώσει, να διασκορπίσει, να υποβιβάσει, να απορροφήσει ή µε κάποιον άλλον τρόπο να απαλλαγεί από τα ανεπιθύµητα κατάλοιπά της στην ατµόσφαιρα, το νερό και το έδαφος. Η υπερβολική επιπρόσθετη φόρτιση

Page 16: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

xii

που επιφέρουν τα ανθρωπογενή κατάλοιπα στις παραπάνω διεργασίες µπορεί να προκαλέσει οικολογική ανισορροπία στη βιόσφαιρα.

∆ιαρκή βήµατα τεχνολογικής προόδου στη συσκευασία προϊόντων δηµιουργούν ένα διαρκώς µεταβαλλόµενο σύνολο παραµέτρων για το σχεδιασµό εγκαταστάσεων επεξεργασίας απορριµµάτων. Χαρακτηριστικό παράδειγµα απετέλεσε η αύξηση της χρησιµοποίησης των πλαστικών και της κατανάλωσης κατεψυγµένων τροφών, κάτι που µείωσε µεν τις ποσότητες υπολειµµάτων τροφών στο σπίτι αλλά αύξησε τις αντίστοιχες ποσότητες στις εγκαταστάσεις συσκευασίας. Τέτοιου είδους διαρκείς αλλαγές προκαλούν προβλήµατα στο σχεδιασµό µονάδων επεξεργασίας, καθώς τέτοιες µονάδες απαιτούν σηµαντικό κόστος επένδυσης και πρέπει να παραµένουν σε λειτουργία για τουλάχιστον 25 χρόνια. Για αυτό, οι υπεύθυνοι για το σχεδιασµό µηχανικοί πρέπει να είναι και να διατηρούνται ενήµεροι των επικρατουσών τάσεων, αν και φυσικά δε µπορεί να τους ζητηθεί να προλέξουν αλλαγές στην τεχνολογία, οι οποίες θα επηρεάσουν τα χαρακτηριστικά των απορριµµάτων κατά την προσεχή 25-ετία. Από την άλλη, πρέπει να χρησιµοποιείται κάθε δυνατή τεχνική πρόβλεψης σε αυτήν τη διαρκώς µεταβαλλόµενη τεχνολογικά, εξελιγµένη κοινωνία, ώστε οι σχεδιαζόµενες εγκαταστάσεις να χαρακτηρίζονται από ευκαµψία και προσαρµοστικότητα, προκειµένου να παραµείνουν λειτουργικές και αποδοτικές σε ολόκληρη τη διάρκεια ζωής τους. Εδώ όµως προκύπτουν σηµαντικά ερωτήµατα:

- Ποιοι τοµείς της κοινωνίας παράγουν τις µεγαλύτερες ποσότητες απορριµµάτων και ποιά είναι η φύση τους;

- Πώς µπορούν να ελαχιστοποιηθούν αυτές οι ποσότητες;

- Ποιος ο ρόλος της ανάκτησης πρώτων υλών και ενέργειας;

Αυτά είναι µερικά από τα θέµατα που εξετάζονται στο µάθηµα της «∆ιαχείρισης Απορριµµάτων». Οι παρούσες σηµειώσεις έχουν την εξής δοµή:

Κεφ.1: Είδη, ποσότητες και σύσταση αποβλήτων, νοµικό πλαίσιο, εγχώρια και διεθνής εµπειρία και κατάσταση, θέµατα ολοκληρωµένης διαχείρισης.

Κεφ.2: Προσωρινή αποθήκευση, συλλογή, µεταφορά-µεταφόρτωση, κοστολόγηση και αξιολόγηση υπηρεσιών καθαριότητας.

Κεφ.3: Ανακύκλωση υλικών, διαλογή στην πηγή.

Κεφ.4: Μηχανικός διαχωρισµός, λιπασµατοποίηση απορριµµάτων.

Κεφ.5: Θερµική επεξεργασία απορριµµάτων.

Κεφ.6: Τελική διάθεση απορριµµάτων.

Page 17: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

220

ΑΚΡΩΝΥΜΙΑ

ΒΕ Βελτιωτικό Εδάφους

∆Α ∆ιαχείριση Απορριµµάτων

∆σΠ ∆ιαλογή στην Πηγή

ΘΕ Θερµική Επεξεργασία

ΚαΣ Καύσιµο από Σκουπίδια

ΜΑΥΚ Μονάδες Ανάκτησης Υλικών Κοµποστοποίησης

ΜΒΕ Μηχανο-Βιολογική Επεξεργασία

Μ∆ Μηχανικός ∆ιαχωρισµός

ΜΘΕ Μονάδες θερµικής Επεξεργασίας

ΜΠΑ Μοναδιαία Παραγωγή Απορριµµάτων

ΠΑ Παραγωγή Απορριµµάτων

ΟΤΑ Οργανισµός Τοπικής Αυτοδιοίκησης

ΡΠΑ Ρυθµός Παραγωγής Απορριµµάτων

ΣΑ Στερεά Απόβλητα

ΣΜΑ Σταθµός Μεταφόρτωσης Απορριµµάτων

ΣΟ∆Α Συστηµα Ολοκληρωµένης ∆ιαχείρισης Απορριµµάτων

ΤΑ Τοπική Αυτοδιοίκηση

Τ∆ Τελική ∆ιάθεση

ΥΠΕΧΩ∆Ε Υπουργείο Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και ∆ηµοσίων Έργων

ΥΤ Υγειονοµική Ταφή

ΧΥΤΑ Χώρος Υγειονοµικής Ταφής Απορριµµάτων

Page 18: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

1

1. ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΕΡΕΩΝ ΑΠΟΒΛΗΤΩΝ

1.1. Κατηγορίες στερεών αποβλήτων

«Στερεά Απόβλητα νοούνται ουσίες ή αντικείµενα που εµφανίζονται κυρίως σε στερεά φυσική κατάσταση, από τις οποίες ο κάτοχος τους θέλει ή υποχρεούται να απαλλαγεί, και δεν περιλαµβάνεται στον κατάλογο επικινδύνων αποβλήτων της Ευρωπαϊκή Ένωσης»

Ο παραπάνω όρος είναι γενικός και περιλαµβάνει την ετερογενή µάζα των ΣΑ από τις αστικές κοινότητες, όπως επίσης και την πιο οµοιογενή µάζα γεωργικών και βιοµηχανικών αποβλήτων, όπως και µπαζών. Στην Εικόνα 2 παρουσιάζεται διαγραµµατικά µια γενικευµένη διάκριση των αποβλήτων.

Ο χαρακτηρισµός µιας ουσίας ως «απόβλητο» δεν εξαρτάται µόνο από τις ιδιότητες της αλλά και από:

Τις ισχύουσες οικονοµικές συνθήκες (η αξία των υλικών µεταβάλλεται χωρικά και χρονικά).

Το κόστος της απόρριψης (µπορεί να αυξηθεί µε την επιβολή τελών).

Την ισχύουσα νοµοθεσία (πρόστιµο πληµµελούς ή παράνοµης απόρριψης).

Συγκεκριµένα στήν κατηγορία των ΣΑ περιλαµβάνονται όλα τα απόβλητα µε εξαίρεση:

i. Απόβλητα σε υγρή φάση χωρίς αξιόλογο ποσοστό αιωρούµενων ρύπων (υγρά απόβλητα).

ii. Αέριους ρύπους.

Τα ΣΑ οµαδοποιούνται γενικά σε δύο µεγάλες κατηγορίες:

α. Αστικά απόβλητα (απορρίµµατα). β. Ειδικά απόβλητα:

β1. Επικίνδυνα απόβλητα.

β2. Μη επικίνδυνα ειδικά.

β3. Ιατρικά απόβλητα.

Αναλυτικότερα τα ΣΑ περιλαµβάνουν:

Αστικά απορρίµµατα (οικιακά, βιοτεχνικά, εµπορικά, οδοκαθαρισµού κλπ.) Στερεά ή υδαρή (µε αξιόλογο ποσοστό αιωρούµενων ουσιών) απόβλητα που δε

µπορούν να διατεθούν µαζί µε τα οικιακά (ορισµένα βιοµηχανικά, τοξικά ή αδρανή, και απόβλητα της βιοµηχανίας παραγωγής ενέργειας).

Πετρελαιοειδή απόβλητα (προέρχονται από την επεξεργασία του πετρελαίου, διυλιστήρια, χηµικά εργοστάσια, ναυπηγεία, κλπ.).

Απόβλητα γεωργικών και κτηνοτροφικών εκµεταλλεύσεων. Απόβλητα ορυχείων και µεταλλείων. Απόβλητα εκσκαφών (από ξηρά και θάλασσα).

Page 19: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

2

Εικόνα 2. Γενική ∆ιάκριση ΣΑ.

Αστικά

Υγρά

ΣΑ

Απόβλητα

- οικιακά απορρίµµατα

- βιοτεχνικά, κ λπ

Ιατρικά Επικίνδυνα

Νοσοκοµειακά

Ειδικά

Λοιπά ιατρικά

- χηµικά

- βιοµηχανικά

Λοιµογόνα Οικιακού τύπου

Ειδικά νοσ/µειακά Αιχµηρά

Μη επικίνδυνα ειδικά

Page 20: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

3

Απόβλητα οικοδοµικών κατεδαφίσεων. Ιλείς από την επεξεργασία αστικών λυµάτων και τη βιοµηχανία. Απόβλητα εµπορικών δραστηριοτήτων. Ιατρικά απόβλητα. Ελαστικά. Σκράπ (π.χ. αποσυρθέντων αυτοκινήτων, παλαιών ηλεκτρονικών υπολογιστών, κ.λπ.).

1.1.1. Αστικά (δηµοτικά) απόβλητα

Σε αυτήν την κατηγορία ανήκουν τα οικιακά απορρίµµατα και όλα εκείνα που προσοµοιάζουν µε αυτά και παράγονται από τα εµπορικά καταστήµατα, τα ιδρύµατα και τις βιοτεχνίες. Εξαίρεση αποτελούν τα απόβλητα εκσκαφών και οικοδοµικών κατεδαφίσεων, όπως επίσης και τα κατεστραµµένα αυτοκίνητα.

Τα οικιακά απορρίµµατα αποτελούν ένα ιδιαιτέρως ανοµοιογενές συνοθύλευµα υλικών. Η ποιοτική ανάλυση των οικιακών απορριµµάτων αποσκοπεί στο να προσδιορίσει βασικές ποσοστιαίες κατηγορίες υλικών σε αυτά, προκειµένου να προσδιορισθεί πληροφορία απαραίτητη για την κατάρτιση σχεδίων διαχείρισης, επεξεργασίας και αξιοποίησής τους (ανακύκλωση, ανάκτηση ενέργειας, κ.λπ.). Η πιο δόκιµη κατηγοριοποίηση των απορριµµάτων, όπως προκύπτει από σειρά δειγµατοληψιών και αναλύσεων, περιλαµβάνει τις εξής οµάδες (κλάσµατα) υλικών:

Ζυµώσιµα. Περιλαµβάνονται τα υπολείµµατα κουζίνας και κήπου.

Χαρτί. Περιλαµβάνονται τα πάσης φύσεως χαρτιά και χαρτόνια που προέρχονται κυρίως από έντυπο υλικό και συσκευασίες προϊόντων.

Μέταλλα. Περιλαµβάνεται το σύνολο των µεταλλικών υλικών που απαντώνται στα απορρίµµατα. Είναι δόκιµος ένας διαχωρισµός σε σιδηρούχα και µη σιδηρούχα µέταλλα (κυρίως λόγω της µαγνητικής ιδιότητας των πρώτων), µε τα τελευταία να έχουν ως κυριότερο αντιπρόσωπο το αλουµίνιο. Σε ορισµένες αναλύσεις έχουν εξετασθεί ως ξεχωριστή υποκατηγορία και οι µπαταρίες λόγω της σχετικά υψηλότερης επικινδυνότητάς τους.

Γυαλί. Η διαχείριση αποβλήτου γυαλιού στη χώρα µας πάσχει κυρίως από την έλλειψη υαλουργιών, κυρίως σε περιοχές µακριά από την Αττική. Είναι δόκιµος ο διαχωρισµός σε λευκό, καφέ και πράσινο γυαλί, όσον αφορά την ανακύκλωση, καθώς η παραγωγή καφέ και λευκού γυαλιού απαιτεί υαλότριµµα µόνο του ίδιου χρώµατος.

Πλαστικό. Περιλαµβάνεται το σύνολο των πολυµερών απορριµµάτων. Η κατηγορία αυτή γίνεται διαρκώς µεγαλύτερη κατά τα τελευταία χρόνια και στη χώρα µας ως συνέπεια της αλλαγής των καταναλωτικών συνηθειών (στροφή σε συσκευασµένα προϊόντα, κ.λπ.). Χαρακτηριστικό της κατηγορίας αυτής είναι η έντονη ανοµοιογένειά της, λόγω των πολλών χρησιµοποιούµενων πολυµερών (π.χ. PVC, PE, PP, PS, PET, ABS, κ.λπ.).

∆έρµα-Ξύλο-Λάστιχο-Ύφασµα. Χαρακτηρίζονται ως λοιπά καύσιµα (∆ΞΛΥ).

Αδρανή. Εδώ περιλαµβάνονται χηµικά ανενεργά υλικά που καταλήγουν στα οικιακά απορρίµµατα (π.χ. χώµατα, πέτρες, κ.λπ.).

Λοιπά. Στο κλάσµα αυτό καταλήγουν τα υλικά εκείνα που δε µπορούν να κατανεµηθούν σε καµία από τις άλλες κατηγορίες.

Page 21: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

4

1.1.2. Ειδικά απόβλητα

α. Επικίνδυνα απόβλητα

Ως επικίνδυνο απόβλητο ορίζεται κάθε ΣΑ ή συνδυασµός ΣΑ, τα οποία λόγω της ποιότητας τους, της συγκέντρωσης των συστατικών τους ή και των φυσικών, χηµικών ή µεταδοτικών χαρακτηριστικών τους, έχουν την ιδιότητα να:

Προκαλούν ασθένειες που µπορούν να οδηγήσουν έως και το θάνατο. Μολύνουν ανεπανόρθωτα το περιβάλλον (έδαφος, νερό και ατµόσφαιρα) µε αποτέλεσµα την καταστροφή της χλωρίδας και της πανίδας.

β. Μη επικίνδυνα απόβλητα

Σε αυτήν την κατηγορία ανήκουν όλα τα ειδικά απόβλητα που δεν είναι επικίνδυνα (περιγράφονται αναλυτικά παρακάτω).

γ. Ιατρικά απόβλητα

∆ιακρίνονται σε:

• Νοσοκοµειακά.

• Λοιπά ιατρικά και φαρµακευτικά απόβλητα. Ο όρος «νοσοκοµειακά απόβλητα» αναφέρεται στα απόβλητα που προέρχονται (παράγονται) από κάθε οργανισµό ή υπηρεσία που ασχολείται µε την υγεία των έµβιων όντων, όπως τα νοσοκοµεία, τα ιατρικά κέντρα, οι κλινικές και τα ιατρικά και βιολογικά εργαστήρια. Επεκτείνοντας τον όρο σε «ιατρικά απόβλητα» περιλαµβάνουµε τα απόβλητα φαρµακευτικών βιοµηχανιών και εκείνα που προέρχονται από την περίθαλψη των ασθενών εντός της οικίας τους. Γενικά, στα ιατρικά απόβλητα περιλαµβάνονται ανατοµικά, παθολογικά, µολυσµατικά, επικίνδυνα και άλλα µη επικίνδυνα απόβλητα. Η κοινή γνώµη, εξαιτίας του διλήµµατος που προκάλεσε τις τελευταίες δεκαετίες η νόσος του AIDS και των υπολοίπων µεταδοτικών ασθενειών όπως η ηπατίτιδα Β, ανησυχεί διαρκώς και περισσότερο για τη διαχείριση των ιατρικών αποβλήτων. Για το λόγο αυτό είναι αναγκαία και επιτακτική η σωστή διαχείρισή τους, ώστε να προστατευθεί το περιβάλλον, η υγεία των πολιτών και η ποιότητα ζωής τους.

Στον Πίνακα 1 παρουσιάζονται οι παραγόµενες ποσότητες ΣΑ για την Ελλάδα, ανάλογα µε την κατηγορία που ανήκουν.

Ειδικά - βιοµηχανικά στερεά απόβλητα

Η βασική κατηγορία των ειδικών - βιοµηχανικών ΣΑ περιλαµβάνει τις εξής επιµέρους κατηγορίες:

Αδρανή απόβλητα κατασκευαστικών δραστηριοτήτων. Προέρχονται από δραστηριότητες όπως ανεγέρσεις οικοδοµών, κατεδαφίσεις και εκσκαφές, τόσο στις πόλεις όσο και στο ύπαιθρο. Τα παραγόµενα απόβλητα είναι σε µεγάλο βαθµό αδρανή και ογκώδη όπως χώµα, άµµος, χαλίκι, σκυρόδεµα, πέτρες και τούβλα, αλλά ακόµη και υλικά όπως ξύλο, µέταλλα, γυαλί, πλαστικά, χαρτί και ύφασµα. Τα απόβλητα που παράγονται στην κατασκευή ή καταστροφή ενός κτιρίου ή ακόµα και µιας οδού διαφέρουν όχι µόνο ανάλογα από τον τύπο κατασκευής, αλλά ανάλογα και µε την τοποθεσία. Η ποσότητα των αδρανών αποβλήτων που παράγονται παρουσιάζει εν γένει µία αυξητική τάση κατά την διάρκεια των τελευταίων ετών που φυσικά είναι συνδεδεµένη άµεσα µε την οικοδοµική δραστηριότητα. Είναι αξιοσηµείωτο ότι οι παραγόµενες ποσότητες αδρανών αποβλήτων είναι γενικά πολλαπλάσιες των οικιακών στην χώρα µας.

Page 22: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

5

Πίνακας 1. Παραγόµενες ποσότητες διαφόρων τύπων ΣΑ στην Ελλάδα.

Τύπος απορριµµάτων Παραγόµενη ποσότητα - έτος Μη επικίνδυνα βιοµηχανικά 18.505.000 ton/year - 1997 Ερυθρά ιλύς 1.100.000 m3/year - 1997 Επικίνδυνα βιοµηχανικά 280.000 tons/year - 1998 Σκραπ αυτοκινήτων 3.279.330 οχήµατα/year - 1997 Χρησιµοποιηµένα ελαστικά 41.170 ton/year - 1997 (από όλους τους

τύπους οχηµάτων) Υλικά οικοδοµών 1.800.000 ton/year - 1996 Μπαταρίες Pb: 17.000 ton/year - 1997

MnO2: 3.500 ton/year - 1997 Ni-Cd: 400 ton/year - 1997 Others: 20 ton/year - 1997

Ιατρικά 14.590 ton/year - 1998

Σε γενικές γραµµές τα απόβλητα που παράγονται από τη οικοδόµηση ή την καταστροφή ενός κτιρίου είναι κυρίως χώµα, άµµος, χαλίκι, σκυρόδεµα, πέτρες, τούβλα, ξύλο, µέταλλα, γυαλί, πλαστικά, χαρτί, και ύφασµα.

Στερεά απόβλητα οχηµάτων. Στην κατηγορία αυτή µπορούν να ενταχθούν τα ελαστικά επίσωτρα, οι χρησιµοποιηµένοι καταλύτες αλλά και τα ίδια τα οχήµατα όταν παύσουν να χρησιµοποιούνται. Τα ελαστικά επίσωτρα συσσωρεύονται συνήθως στα βουλκανιζατέρ, και έχουν υψηλή θερµογόνο δύναµη, καθώς αποτελούνται κυρίως από λάστιχο (πέραν του µεταλλικού πλέγµατος).

Ελαστικά επίσωτρα. Η διαχείριση των ελαστικών αποτελεί εδώ και αρκετά χρόνια ένα δυσεπίλυτο πρόβληµα στη χώρα µας. Η προβληµατικότητα τους έγκειται τόσο στο µεγάλο όγκο τους – εξαιτίας του διαρκώς αυξανόµενου στόλου οχηµάτων - όσο και στην επικινδυνότητα τους για την δηµόσια υγεία. Οι ποσότητες ελαστικών που έχουν ολοκληρώσει τον κύκλο ζωής τους παρουσιάζουν σηµαντική αύξηση κατά την διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας στον Ελληνικό χώρο. Ειδικότερα παρατηρείται ότι κατά την διάρκεια της δεκαετίας 1987-1997 τα ελαστικά αυξήθηκαν κατά 70%. Το γεγονός αυτό οφείλεται όχι µόνο στην αύξηση των αυτοκινήτων που κυκλοφορούν αλλά και στην απόσυρση µεγάλου αριθµού τους. Σήµερα αποσύρονται 43000 τόνοι ελαστικών, από τα οποία το 55% προέρχεται από την ευρύτερη περιοχή της Αθήνας (ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΑΕ, 1999). Οι αιτίες φθοράς και συνεπώς απόσυρσης των ελαστικών είναι:

Η κακή κατάσταση του οδικού δικτύου (κακή κατασκευή, παλιά οδοστρώµατα που δεν έχουν επισκευαστεί, τρύπες στο οδόστρωµα κ.ά.),

Η κακή οδική συµπεριφορά (απότοµα φρεναρίσµατα µε ή χωρίς µπλοκάρισµα των τροχών, υπερβολική ταχύτητα ειδικότερα σε στροφές, πλαγιολίσθηση του οχήµατος, ταχεία επιτάχυνση),

Αναπόφευκτες φθορές (αεροδυναµικές φθορές, τριβή µε το οδόστρωµα φορτίσεις στην επαφή µε τον άξονα, καιρικές συνθήκες, κ.ά.).

Αυτοκίνητα. Το σύνολο των οχηµάτων στο Ελληνικό χώρο το 1997 ανήλθε περίπου σε 3.280.000. Κατά το διάστηµα 1988-1997 υπήρξε αύξηση των επιβατικών οχηµάτων της τάξης του 67%. Η µέση ηλικία των καταλυτικών επιβατικών αυτοκινήτων εκτιµάται σε 4,5 έτη ενώ για τα συµβατικά η µέση ηλικία ανέρχεται σε 13,2 έτη. Ο αριθµός αυτοκινήτων που αποσύρονται κάθε έτος λόγω παλαιότητας τους καθώς και λόγω ατυχηµάτων κυµαίνεται σε ποσοστό 0,6% έως 0,8%. επί του συνολικού αριθµού των εν κυκλοφορία οχηµάτων. Κατά τα έτη 1991 και 1992 η εφαρµογή του µέτρου της απόσυρσης των παλαιών

Page 23: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

6

αυτοκινήτων οδήγησε στην αποµάκρυνση από την κυκλοφορία 284.550 επιβατικών αυτοκινήτων και 47.220 ελαφρών φορτηγών (ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΑΕ, 1999).

Καταλύτες. Οι καταλύτες έχουν όριο ζωής περίπου 100.000 χιλιοµέτρων. Οι εξαντληµένοι καταλύτες είναι τοξικοί και επικίνδυνοι για την δηµόσια υγεία και απαιτούν ειδική µεταχείριση. Περιέχουν όµως πολύτιµα µέταλλα (πλατίνα) και µπορούν να επαν-ενεργοποιηθούν µε µια (ή ακόµα και συνδυασµό) από διάφορες µεθόδους. Η διαδικασία της επαν-ενεργοποίησης µπορεί να γίνει από τα συνεργεία ή και στις παραγωγικές µονάδες (µε µεγαλύτερο κόστος φυσικά). Τελικά ο καταλύτης θα χάσει την ικανότητα του για επαν-ενεργοποίηση και θα πρέπει να ανακτηθούν τα πολύτιµα και ηµί-πολύτιµα µέταλλα που περιέχει. Μέχρι στιγµής στην Ελλάδα έχουν τεθεί σε κυκλοφορία πλέον των 500.000 καταλυτικών αυτοκινήτων και ο αριθµός τους θα φτάσει 4.000.000 περίπου σε δέκα χρόνια. Συνεπώς (µε χρόνο αντικατάστασης των καταλυτών ανά τετραετία) θα δηµιουργηθεί σύντοµα ένα τεράστιο πρόβληµα περισυλλογής, διάθεσης και ανακύκλωσης των καταλυτών (ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΑΕ, 1999).

Αγροτικά στερεά απόβλητα. Εδώ περιλαµβάνονται τα απορρίµµατα από κτηνοτροφικές και γεωργικές δραστηριότητες. Ως κτηνοτροφικά χαρακτηρίζονται τα απόβλητα που παράγονται από κτηνοτροφικές και πτηνοτροφικές µονάδες. Γεωργικά ΣΑ θεωρούνται τα φυτικά υπολείµµατα και παραπροϊόντα των διαφόρων καλλιεργειών και διακρίνονται στα ακόλουθα είδη:

α) ό,τι αποµένει µετά τη συγκοµιδή του προϊόντος, π.χ. άχυρο σιτηρών, στελέχη καπνού, αραβοσίτου, βαµβακιού, ηλίανθου και άλλων παρόµοιων ετήσιων καλλιεργειών,

β) κλαδεύµατα οπωροφόρων δέντρων και αµπελώνων, γ) υπολείµµατα γεωργικών βιοµηχανιών όπως κελύφη (αµύγδαλα, φουντούκια, κ.λπ.)

και κουκούτσια (ροδάκινα, δαµάσκηνα κ.λπ.) καρπών. Στην Ελλάδα υπάρχει ένα σηµαντικό δυναµικό σε αγροτικά υπολείµµατα τα οποία όµως αξιοποιούνται κύρια ως τροφή των ζώων ελευθέρας βοσκής ή διατίθενται στη γη για τη βελτίωση του εδάφους. Προβλήµατα περιβαλλοντικών επιπτώσεων δηµιουργούν τα γεωργικά προϊόντα που αποσύρονται (χωµατερές) ή τα υπολείµµατα της πρώτης ύλης των γεωργικών βιοµηχανιών (κονσερβοποιία ντοµάτας κ.α.). Εκτός από την χρησιµοποίηση των γεωργικών υπολειµµάτων στην κτηνοτροφία ή στην γεωργία ως Βελτιωτικό Εδάφους (ΒΕ) σε αρκετές περιπτώσεις παρατηρείται το φαινόµενο της ελεύθερης καύσης ενώ σύνηθες είναι και το φαινόµενο γεωργικά υπολείµµατα (κλαδεύσεις δένδρων και υπολείµµατα δηµοτικών εκµεταλλεύσεων, πάρκα, κλπ.) να καταλήγουν στις χωµατερές καταλαµβάνοντας ωφέλιµο χώρο και σαφώς χωρίς να αξιοποιούνται. Τα γεωργικά υπολείµµατα εξαρτώνται κύρια από το είδος της καλλιέργειας. Όπως αναφέρθηκε τα υπολείµµατα αυτά χρησιµοποιούνται κύρια για τροφή στα ζώα και ως ΒΕ. Θα µπορούσαν όµως σε συνδυασµό µε τα κτηνοτροφικά απόβλητα να αξιοποιηθούν για κοµποστοποίηση ή για την παραγωγή θερµικής ενέργειας.

Κτηνοτροφικά απόβλητα. Η κτηνοτροφία έχει τρεις πηγές παραγωγής αποβλήτων:

1. Μάντρες εκτροφής ζώων. 2. Σφαγεία. 3. Εργοστάσια παραγωγής κρέατος. Οι µεγαλύτερες ποσότητες των στερεών κτηνοτροφικών αποβλήτων αξιοποιούνται στη γεωργία ως ΒΕ. Έτσι στις περιοχές που η κτηνοτροφία δεν είναι ιδιαίτερη αναπτυγµένη σε σχέση µε τη γεωργία και οι κτηνοτροφικές εκµεταλλεύσεις είναι εκτατικής µορφής, δεν υπάρχει πρόβληµα διαχείρισης των κτηνοτροφικών αποβλήτων γιατί αυτά αξιοποιούνται στη γεωργία. Στις περιοχές όµως µε µεγάλη συγκέντρωση κτηνοτροφικών µονάδων υπάρχουν µεγάλες ποσότητες αποβλήτων που δεν αξιοποιούνται και δηµιουργούν

Page 24: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

7

δυσοσµία, ρύπανση της ατµόσφαιρας και νιτρορύπανση των επιφανειακών και υπόγειων υδάτων.

Ιλείς. Κατά την επεξεργασία καθαρισµού των αποβλήτων, µαζί µε την τελική απορροή που πρέπει να διατεθεί κατάλληλα, παράγονται ταυτόχρονα και ορισµένα παραπροϊόντα, όπως τα σχαρίσµατα, η άµµος, τα ξαφρίσµατα, και η λάσπη από τις δεξαµενές καθιζήσεως. Από τα παραπροϊόντα αυτά το σηµαντικότερο σε όγκο και δυσκολότερο σε χειρισµό και διάθεση είναι η λάσπη (ιλύς). Η λάσπη είναι ένα παχύρευστο υγρό που περιέχει, σαν νωπή, 40 περίπου φορές περισσότερες στερεές ουσίες από ό,τι τα αστικά λύµατα. Μόνο µετά την επεξεργασία συµπυκνώσεως, χωνεύσεως, αφυδατώσεως η λάσπη παίρνει µία σχετικά στερεή µορφή, και πάντοτε µε αρκετή ακόµα υγρασία (60%). Οι ιλείς παράγονται από τις εγκαταστάσεις βιολογικού καθαρισµού τόσο των αστικών όσο και των βιοµηχανικών λυµάτων. Έχουν µεγάλη περιεκτικότητα σε υγρασία και για αυτό ενδείκνυται να αφυδατώνονται επιτόπου πριν µεταφερθούν. Σηµαντική παράµετρος για τις περαιτέρω δυνατότητες αξιοποίησής τους είναι οι περιεκτικότητά τους σε βαρέα µέταλλα και άλλους ρύπους, η οποία καθορίζεται από την φύση των λυµάτων και το είδος της εγκατάστασης βιολογικού καθαρισµού τους.

Στερεά βιοµηχανικά απόβλητα. Πρόκειται για τα πάσης φύσεως ΣΑ που παράγονται από βιοµηχανικές δραστηριότητες, τόσο από την ίδια την παραγωγική διαδικασία όσο και τα απορρίµµατα εκείνα που οµοιάζουν µε τα οικιακά. Στον όρο “βιοµηχανία” περιλαµβάνονται από περιβαλλοντικής άποψη όλες οι µικρές και µεγάλες σταθερές πηγές ρύπανσης. Στην Ελλάδα δραστηριοποιείται ένας σηµαντικός αριθµός βιοµηχανικών µονάδων από την παραγωγική διαδικασία των οποίων προκύπτουν ΣΑ τα οποία σύµφωνα µε την ταξινόµηση του EWC (Ευρωπαϊκού Κατάλογου Αποβλήτων) δεν είναι επικίνδυνα.

Οι κύριοι βιοµηχανικοί κλάδοι στην Ελλάδα οι οποίοι παράγουν µη επικίνδυνα απόβλητα είναι:

Βιοµηχανίες παραγωγής τροφίµων.

Βιοµηχανίες παραγωγής ποτών και χυµών. Ελαιουργεία. Βιοµηχανίες παραγωγής πολτού και χαρτιού. Μονάδες εκτύπωσης έντυπου υλικού. Βιοµηχανίες πρωτογενούς παραγωγής µετάλλων.

Βιοµηχανίες δευτερογενούς παραγωγής µετάλλων. Βιοµηχανίες πλαστικών. Βιοµηχανίες παραγωγής ανόργανων λιπασµάτων. Βιοµηχανίες παραγωγής γυαλιού. Βιοµηχανίες παραγωγής προϊόντων ξυλείας. Ατµοηλεκτρικοί σταθµοί.

Η συνολική ποσότητα µη επικίνδυνων αποβλήτων που παρήχθησαν το 1988 από βιοµηχανικές µονάδες ανέρχεται σε 4.486.000 τόνους, ενώ το 1997 η αντίστοιχη ποσότητα ανήλθε στους 3.617.000 τόνους. Η µείωση της παραγωγής κατά 19% αποδίδεται στην µείωση της παραγωγικής δυναµικότητας όπως και στην παύση λειτουργίας ορισµένων σηµαντικών µονάδων (ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΑΕ, 1999).

Επικίνδυνα απόβλητα. Τα επικίνδυνα απόβλητα προέρχονται από βιοµηχανίες όπως βυρσοδεψία, µονάδες επιφανειακής επεξεργασίας µετάλλων, κλωστοϋφαντουργία, βαφεία-φινιριστήρια, µονάδες παραγωγής γεωργικών φαρµάκων, και συσσωρευτών µολύβδου. Στην κατηγορία των επικίνδυνων αποβλήτων εντάσσονται και τα πολυχλωριωµένα διφαινύλια (PCB’s), τα οποία χρησιµοποιούνται ακόµη σε µεγάλο βαθµό ως διηλεκτρικά υγρά σε µετασχηµατιστές της ∆ΕΗ. Η διαχείριση των βιοµηχανικών επικίνδυνων αποβλήτων στην Ελλάδα εµφανίζει µία πλειάδα προβληµάτων που οφείλονται:

α. Στην γενικότερη σχέση της µε την διαχείριση ΣΑ.

Page 25: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

8

β. Σε πτυχές σχετικές µε την βιοµηχανία και λοιπές ιδιωτικές δραστηριότητες και λειτουργίες.

Η συνολική ποσότητα για τα έτη 1988 και 1998 ανέρχεται σε 340.000 τόνους και σε 280.000 τόνους αντίστοιχα. Το 1998 υπήρχαν περίπου 20 µεγάλες βιοµηχανίες και περισσότερες από 600 µεσαίες και µικρές µονάδες (βυρσοδεψία, µονάδες επιφανειακής επεξεργασίας µετάλλων, κλωστοϋφαντουργία, βαφεία-φινιριστήρια, µονάδες παραγωγής γεωργικών φαρµάκων, και συσσωρευτών µολύβδου) που παρήγαγαν τοξικά και επικίνδυνα απόβλητα. Επίσης, εκτός από τους βιοµηχανικούς κλάδους, επικίνδυνα απόβλητα παράγονται και από τα ναυπηγεία, από τα οποία το 1998 παρήχθησαν 850 τόνοι πετρελαιοειδών καταλοίπων ενώ 1000 τόνοι παρήχθησαν το 1998 (κυρίως από επεξεργασία slops και ερµάτων). Βασικά χαρακτηριστικά των επικίνδυνων βιοµηχανικών αποβλήτων, είναι:

1. Αναφλεξιµότητα. 2. ∆ιαβρωτικότητα. 3. ∆ραστικότητα. 4. Τοξικότητα.

Χηµικές ενώσεις που θεωρούνται επικίνδυνα απόβλητα περιέχουν µία ποικιλία από στερεά, πτητικά, και ηµιπτητικά συστατικά, τα οποία σχηµατίζουν ένα στερεό σύνολο. Πολλές από τις ενώσεις, κυρίως όσα απόβλητα περιέχουν οργανικές ουσίες ή είναι εξ ολοκλήρου οργανικά, αυτές είναι κατάλληλες για αποτέφρωση. Μία ειδική κατηγορία επικινδύνων αποβλήτων αποτελούν τα PCB’s, τα οποία χρησιµοποιήθηκαν στο παρελθόν και ακόµη χρησιµοποιούνται σε σηµαντικό αριθµό συσκευών κλειστού κυκλώµατος (µετασχηµατιστές και πυκνωτές) ως διηλεκτρικό υγρό. Κατά εφαρµογή του Νόµου 1310/86 έχει σταµατήσει η προµήθεια – αγορά συσκευών που περιέχουν PCB’s. Το 1991 οι ποσότητες PCB’s σε υφιστάµενες εγκαταστάσεις στην Ελλάδα εκτιµάται ότι ανέρχονταν σε 1400 τόνους περίπου. Στο διάστηµα 1991-1998 µεταφέρθηκαν στο εξωτερικό από τέσσερις εταιρίες µεταφοράς επικίνδυνων αποβλήτων, 794 τόνοι µολυσµένων συσκευών συµπεριλαµβανοµένων των περιεχόµενων PCB’s (ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΑΕ, 1999).

1.2. Ποσοτική και ποιοτική ανάλυση απορριµµάτων

1.2.1. Ποσοτική ανάλυση

Στην Ελλάδα παράγονται περίπου 3.900.000 (1997) τόνοι αστικών ΣΑ το χρόνο, δηλαδή στον κάθε πολίτη αντιστοιχεί περίπου µία παραγωγή ενός κιλού απορριµµάτων ανά ηµέρα. Στην Εικόνα 3 φαίνονται οι ποσότητες των παραγόµενων αστικών αποβλήτων για τα έτη 1991 και 1997 καθώς και η µέση ηµερήσια παραγωγή αποβλήτων ανά κάτοικο για τα παραπάνω έτη.

Από τη συνολική ετήσια παραγόµενη ποσότητα (στοιχεία 1997) προκύπτει ότι:

• Το 85% συλλέγεται και διατίθεται συστηµατικά, ενώ για το υπόλοιπο 15%, που αφορά κυρίως σε αποµονωµένες ορεινές και νησιωτικές περιοχές, οι επιστήµονες έχουν εντοπίσει σοβαρά προβλήµατα ακόµα και στο σύστηµα συλλογής, πέρα από το σύστηµα διαχείρισής τους.

• Το 20% αφορά απορριπτόµενα υλικά συσκευασίας.

Page 26: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

9

Εικόνα 3. Ποσότητες παραγόµενων αστικών απορριµµάτων για τα έτη 1991 και 1997 (ΥΠΕΧΩ∆Ε, 1998).

• Περίπου το 9% των συλλεγόµενων αστικών απορριµµάτων ανακυκλώνεται ενώ το υπόλοιπο διατίθεται σε Χώρους Υγειονοµικής Ταφής Απορριµµάτων (ΧΥΤΑ) (50.3%) ή χωµατερές (49,7%) (Εικόνα 4).

Στην Εικόνα 5 παρουσιάζεται συγκεντρωτικά η ∆Α στην Ελλάδα για το 1998.

Εικόνα 4. Ποσοστιαία κατά βάρος κατανοµή των παραγόµενων αστικών απορριµµάτων ανά µέθοδο διαχείρισης για το 1997 (ΥΠΕΧΩ∆Ε, 1998).

Page 27: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

10

Εικόνα 5. Κατάσταση της ∆Α στην Ελλάδα για το 1998 (ΥΠΕΧΩ∆Ε, 1998).

Μοναδιαία Παραγωγή Απορριµµάτων και Ρυθµός Παραγωγής Απορριµµάτων Το χαρακτηριστικότερα µεγέθη που περιγράφουν την ΠΑ είναι η Μοναδιαία Παραγωγή Απορριµµάτων (ΜΠΑ) και ο αντίστοιχος Ρυθµός Παραγωγής Απορριµµάτων (ΡΠΑ).

Η ΜΠΑ εκφράζεται από το βάρος των απορριµµάτων που παράγει ένα άτοµο σε µια ηµέρα (kg/cap.day). H ποσότητα των απορριµµάτων που παράγονται ανά κάτοικο ποικίλλει πολύ ανάλογα µε τη χώρα και την περιοχή. H ποσότητα, όπως είναι ευνόητο είναι µεγαλύτερη στις πλούσιες χώρες και στις πλούσιες περιοχές της ίδιας χώρας. Aκόµα στις αγροτικές περιοχές η ποσότητα των σκουπιδιών είναι µικρότερη από ότι στις αστικές περιοχές. Στον Πίνακα 2 δίνονται µερικές χαρακτηριστικές τιµές ΠΑ ανά κάτοικο. H τιµή της ΜΠΑ για την Ελλάδα κυµαίνεται από 0,6 kg/cap.day για τις αγροτικές περιοχές ως 1,4 kg/cap.day για τις οικονοµικά ακµαίες αστικές περιοχές.

Ο ΡΠΑ εκτιµάται για µια περιοχή πολλαπλασιάζοντας την ΜΠΑ µε τον εξυπηρετούµενο πληθυσµό της:

(kg/day)

Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται παγκοσµίως µία αύξηση των ΜΠΑ και ΡΠΑ.

ΡΠΑ = Πληθυσµός x ΜΠΑ

Page 28: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

11

Πίνακας 2. Μεταβολή ΜΠΑ ανάλογα την ανάπτυξη των χωρών.

Περιοχή ΜΠΑ (kg/cap.day)

Xώρες µε πολύ χαµηλό εισόδηµα (π.χ. Aιθιοπία) 0,4

Aναπτυσσόµενα κράτη (π.χ. Aίγυπτος, Bραζιλία) 0,7

Bιοµηχανικά αναπτυγµένα κράτη 1,1

Πλούσια κράτη (π.χ. Kαναδάς, Eλβετία) έως 2,5

Eλλάδα 0,8-1,0

Παράγοντες που επηρεάζουν το ΡΠΑ:

Πληθυσµιακή πυκνότητα (αύξηση της πληθυσµιακής πυκνότητας αντιστοιχεί σε αύξηση της ΠΑ1, Εικόνα 6).

Πληθυσµιακές διακυµάνσεις (ιδιαίτερα για τουριστικές περιοχές). Εποχές χρόνου. Συχνότητα συλλογής (αύξηση συχνότητας συλλογής αντιστοιχεί σε αύξηση της ΠΑ). Οικονοµο-κοινωνικό επίπεδο. Πολιτισµικό επίπεδο. Μορφωτικό επίπεδο. Γεωγραφική περιοχή αναφοράς. Ηλικία καταναλωτών. Εµπορική δραστηριότητα. Βιοµηχανική δραστηριότητα. Ύπαρξη προγραµµάτων ανακύκλωσης και κοµποστοποίησης. Ενηµέρωση καταναλωτών. Όγκος και είδη κάδων. Εφαρµογή και άλλων δυνατοτήτων διάθεσης

Μέθοδοι καθορισµού του ΡΠΑ Υπάρχουν τρεις µέθοδοι καθορισµού του ΡΠΑ µιας περιοχής:

1. Απ’ευθείας ζύγιση των συλλεγοµένων απορριµµάτων για ορισµένη χρονική περίοδο (µέσω ζύγισης των απορριµµατοφόρων πάνω σε γεφυροπλάστιγγα):

1 Μεγάλη πληθυσµιακή πυκνότητα συναντάται στις αστικές περιοχές όπου παρατηρείται αυξηµένη καταναλωτική συµπεριφορά στους κατοίκους µε αποτέλεσµα να παράγονται και απορρίπτονται περισσότερα υλικά συσκευασίας (σε αντίθεση µε τις µη αστικές ή αγροτικές πριοχές).

Page 29: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

12

Εικόνα 6. Σχέση ΜΠΑ και πληθυσµιακής πυκνότητας (Westerhoff, 1970).

Τ

ΒΑ−=ΡΠΑ ∑ i)(BZi

όπου:

ΒΖi = Bάρος ζύγισης για κάθε απορριµµατοφόρο (kg).

ΒΑi = Απόβαρο (= βάρος εν κενώ) του απορριµµατοφόρου (kg).

Τ = Χρονική περίοδος παρακολούθησης και µέτρησης, η οποία πρέπει να είναι µεγάλη για να αποφεύγεται η επίδραση των εποχιακών διακυµάνσεων (ηµέρες). 2. Ανάλυση φορτίων: Καταµέτρηση των φορτίων των απορριµµατοφόρων σε µια δεδοµένη

χρονική περίοδο και ανά τακτά διαστήµατα για λόγους αντιπροσωπευτικότητας. Το φορτίο του απορριµµατοφόρου (βάρος) προκύπτει από ειδικό βάρος2 των απορριµµάτων (kg/m3))

2 Το ειδικό βάρος των απορριµµάτων που συλλέγονται στα απορριµµατοφόρα είναι διαφορετικό από εκείνο εντός σακουλών και κάδων.

Page 30: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

13

Τα φορτία είναι περίπου γνωστά από τη χωρητικότητα των απορριµµατοφόρων ή υπολογίζονται βάσει της συνολικής χωρητικότητας των κάδων που εκκενώνονται εντός αυτού:

TEi)(Ci∑ ∗

=ΡΠΑ

όπου:

Ci= Χωρητικότητα απορριµµατοφόρου ή κάδου (m3). Ei=Ειδικό βάρος απορριµµάτων σε κάθε περίπτωση (kg/m3).

Τ= Χρονική περίοδος παρακολούθησης και µέτρησης, οποία πρέπει να είναι µεγάλη για να αποφεύγεται η επίδραση των εποχιακών διακυµάνσεων (ηµέρες).

Απαραίτητη προϋπόθεση για τη χρήση της µεθόδου αυτής είναι η γνώση των παρακάτω στοιχείων:

Χωρητικότητα απορριµµατοφόρων (ή κάδων). Πληρότητα απορριµµατοφόρων στο τέλος του δροµολογίου συλλογής (η πληρότητα κάδων κατά την εκκένωση τους).

Τύπος απορριµµατοφόρου. Ειδικό βάρος απορριµµάτων (Στον Πίνακα 3 δίνονται ενδεικτικές τιµές ειδικού βάρους διαφόρων κατηγοριών απορριµµάτων).

Πίνακας 3. Ενδεικτικές τιµές ειδικού βάρους απορριµµάτων (Tchobanoglous et al., 1977 και Tchobanoglous et al., 1993).

Ειδικό βάρος (kg/m3)

Είδος απορριµµάτων Περιοχή τιµών

Τυπική τιµή

Απόβλητα κηπουρικής (1) 59-148 104

Απόβλητα κηπουρικής (2( 59-224 142

Στάχτες (1) 653-831 742

Στάχτες (2) 646-831 739

Συµπιεστικό απορριµµατοφόρο (1) 178-445 297

Συµπιεστικό απορριµµατοφόρο (2) 178-448 313

Σε χωµατερή µε ισχυρή συµπίεση (1) 593-742 593

Σε χωµατερή µε ισχυρή συµπίεση (2) 587-742 665

Υπολείµµατα τροφής (επεξεργασµένα) (1) 475-949 534

Υπολείµµατα τροφής (επεξεργασµένα) (2) 475-949 712

Η µέθοδος δίνει αποτελέσµατα µικρότερης ακρίβειας από την πρώτη, είναι περισσότερο χρονοβόρα αλλά είναι κατάλληλη στην περίπτωση έλλειψης γεφυροπλάστιγγας που είναι απαραίτητη στην πρώτη µέθοδο.

Page 31: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

14

3. Ανάλυση ισοζυγίου υλικών: Η µέθοδος αυτή στηρίζεται στην αρχή του ισοζυγίου µάζας που επικρατεί σε ένα σύστηµα (νοικοκυριό, περιοχή, δήµος, χώρα, κ.λπ.). Τα υλικά που εισέρχονται σε ένα σύστηµα παραµένουν ένα χρονικό διάστηµα (µικρό ή µεγάλο αναλόγως το υλικό, π.χ. τα απορρίµµατα των τροφίµων εξέρχονται αυθηµερόν ενώ τα έπιπλα µετά από χρόνια), και στη συνέχεια εξέρχονται απορριπτόµενα. Με τη µέθοδο αυτή ο υπολογισµός της ΠΑ στηρίζεται στον υπολογισµό των υλικών που καταναλώνονται.

Τα µειονεκτήµατα της µεθόδου επικεντρώνονται στα παρακάτω:

∆ε λαµβάνονται υπόψη οι παράµετροι που επηρεάζουν την καταναλωτική συµπεριφορά των πολιτών, άρα και την παραγωγή των απορριµµάτων ποιοτικά και ποσοτικά (βλ. «Παράγοντες που επηρεάζουν τον ΡΠΑ», σελ. 24).

Πολυπλοκότητα υπολογισµών. Εξάρτηση της µεθόδου από τα στοιχεία κατανάλωσης/παραγωγής που δεν είναι πάντα διαθέσιµα για όλα τα προϊόντα.

Κύρια πλεονεκτήµατα της µεθόδου είναι:

∆υνατότητα µελέτης ενός προϊόντος ή οµάδας προϊόντων. Ακριβής υπολογισµός του ΡΠΑ. ∆υνατότητα πρόβλεψης µελλοντικής ΠΑ.

1.2.2. Ποιοτική ανάλυση

1.2.2.1. Γενικά

Η χάραξη µίας βιώσιµης πολιτικής διάθεσης απορριµµάτων πέρα από την απλή απόθεση (δηλ. η ανάκτηση υλικών ή και ενέργειας µε κάποιο τρόπο από αυτά) για µία περιοχή προϋποθέτει τη γνώση της περιεκτικότητάς τους σε διάφορά υλικά και στοιχεία. Οι παράγοντες που επιδρούν στην παραγόµενη ποσότητα απορριµµάτων επιδρούν ακόµη στην ποιότητα και τη σύσταση (βλ. σελ. 24 και Πίνακας 4).

Τα ποιοτικά χαρακτηριστικά µπορούν να διαχωριστούν σε τέσσερις κατηγορίες:

1. Φυσικά – ανάλογα την εκατοστιαία φυσική σύσταση κατά βάρος σε ευδιάκριτα υλικά, όπως χαρτί, γυαλί, µέταλλα, κ.ά. (Εικόνα 7, Πίνακες 5 και 6), το ειδικό βάρος, το µέγεθος-κατανοµή µεγεθών και τη διαπερατότητα των απορριµµάτων.

Εικόνα 7. Μέση ποιοτική σύσταση των οικιακών αποβλήτων (1997), (ΥΠΕΧΩ∆Ε, 1998).

Page 32: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

15

Πίνακας 4. Εξάρτηση της φυσικής σύστασης των απορριµµάτων από το οικονοµικο-κοινωνικό επίπεδο των πολιτών (Gunnerson et al., 1986).

(1) (2) (3) (4) (5) (6) (7) (8) (9)

ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΕΣ

Μπρούκλιν (ΗΠΑ) 35 9 13 10 - 4 4 22 4

Λονδίνο (Μεγ. Βρετανία) 37 8 8 2 - 2 - 28 15

Ρώµη (Ιταλία) 18 4 3 4 - - - 50 21

ΜΕΣΑΙΟΥ ΕΙΣΟ∆ΗΜΑΤΟΣ Σιγκαπούρη 43 1 3 6 - 9 - 5 32

Χονγκ-Κονγκ (Κίνα) 32 10 2 6 - 10 - 9 31

Μέντελιν (Κολοµβία) 22 2 1 5 - 4 - 56 10

Λάγος (Νιγηρία) 14 3 4 - - - - 60 19

Μανίλα (Φιλιππίνες) 17 5 2 4 4 4 6 43 17

ΧΑΜΗΛΟΥ ΕΙΣΟ∆ΗΜΑΤΟΣ Τζακάρτα (Ινδονησία) 2 1 4 3 - 1 4 82 3

Λαχόρα (Πακιστάν) 4 3 4 2 7 5 2 49 24

Λάνκοβ (Ινδία) 2 6 3 4 - 3 1 80 2

Πίνακας 5. Ποσοστιαία ποιοτική σύσταση απορριµµάτων στο πολεοδοµικό συγκρότηµα Θεσσαλονίκης, όπως µετρήθηκε το 1987 και 1998 στην είσοδο του ΧΥΤΑ και το 1997 στα απορριµµατοφόρα (ANATOΛΙΚΗ, 1999).

1987 1997 1998 Αδρανή υλικά 4.00% 2.40% 4.00%

Μέταλλα 5.90% 3.70% 4.43%

Γυαλί 4.10% 3.50% 3.61%

∆έρµα-Ξύλο-Ύφασµα-Λοιπά* 9.40% 4.50% 9.13%

Χαρτί 17.70% 22.70% 29.21%

Οργανικά 51.70% 43.00% 26.66%

Πλαστικά 7.20% 13.60% 17.90%

Λοιπά 0% 6.60% 5.06%

Page 33: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ
Page 34: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

16

Πίνακας 6. Ποιοτική ανάλυση δηµοτικών απορριµµάτων σε διάφορες περιοχές και δήµους της Ελλάδας (πηγές: ΠΕΡΠΑ, 1980, Σκορδίλης, 1986, Παπαχρήστου κ.ά.,1987, Παπαχρήστου κ.ά., 1989, Λέκκας κ.ά., 1991, Χαλβαδάκης, 1994, Λώλος, 1993, Λώλος κ.ά., 1995 και Γιαννακοπούλου, 1993).

Περιοχή Αττική Θεσσαλο-νίκη

Πάτρα ∆ήµος Ηρακλείου

∆ήµος Pόδου

∆ήµος Κω

Κοινότη-τες Κω

∆ήµος Χανίων

Βόρειος άξονας Νοµού

Χανίων

∆ήµος Νάξου

Κοµο-τινή

Ξάνθη ∆ήµος Καλαµάτας

Περίοδος 1969 1970 1971 1972 6/83-6/84 4/86-3/87 1990 1987 9/87-8/88 1989 1990 1990 1991 1994 92-93 92-93 1992 Πληθυσµός 3,5 εκατ. 1 εκατ. 115.000 45.000 15.000 12.000 50.000 60.000

Ζυµώσιµα (%κ.β.) 55,3 57,2 57,5 60,9 59,8 51,7 52,5 41,6 37,3 39,8 55,2 54,8 48,3 67,1 61,2 47 Χαρτί (% κ.β.) 24,4 23,2 23,3 22,0 19,5 17,7 21,9 17,2 13,6 25,0 23,5 19,1 18,1 21,6 9,1 15,1 25,0 Χαρτί εκτύπωσης 4,8 4,9 5,7 5,3 4,5 3,1 Χαρτόνι 2,9 2,0 2,5 3,1 3,7 8,7 Ασ. Συσκευασία 2,6 2,9 1,5 1,9 2,1 1,7 Άλλα χαρτιά 14,7 13,7 9,4 7,8 11,3 11,5 Μέταλλα (% κ.β.) 4,6 4,4 4,2 3,9 3,8 5,9 2,8 10,5 5,4 5,3 3,7 3,9 3,4 2,8 3,2 3,5 Σιδηρούχα 3,2 3,1 2,8 2,7 2,1 2,8 Αλουµίνιο 0,5 2 2 0,9 1,1 1,1 0,6 Μπαταρίες 0,2 0,1 0,1 0,1 0,1 Γυαλί (% κ.β.) 3,8 3,8 2,6 2,2 2,6 4,1 1,3 1,4 12,6 12,3 9,6 4 3,5 5,8 1,7 2,1 2,6 Πλαστικά (%κ.β.) 7,4 8,0 10,0 9,3 7 7,2 14,3 11,7 10,9 11,4 8,3 8,8 9,4 6,1 7,1 7,4 PE-φύλλο 4,8 4,9 5,6 5,5 4,4 5,1 PVC 1,4 2 0,1 0,2 0,6 0,1 PET 1,2 1,2 0,2 0,4 1,5 0,3 Λοιπά 3,5 3,3 2,4 2,7 2,9 1,9 Λοιπά (% κ.β.) 8,2 13,4 11,7 10,0 9,3 9,8 9,7 9,3 9,8 12,9 11,3 14,4 Λοιπά άκαυστα 4,7 4 11,7 5,8 4,7 4,9 5,9 5,2 7,0 8 Αδρανή 0,7 4 2,6 3,2 2,6 1,9 2,1 3,2 5 Λοιπά 4 0 3,2 1,5 2,3 4 3,1 3,8 3 Λοιπά καύσιµα 4,5 3,4 2,4 1,7 3,5 9,4 4,2 4,6 4,9 3,8 4,1 2,8 6,4 Ύφασµα 1,9 2,1 1,7 1,6 1,8 2,1 ∆έρµα, λάστιχο 0,7 0,8 0,4 0,6 0,8 0,6 Ξύλο 2 2 1,7 1,9 2 3,7

Ειδ.βάρος (kg/m3) 167,2 119,8 113 113,1 137,9 108,7 121,9 80,7 ∆hκατώτερη (kJ/kg) 6.884 6.132 6.324 6.675 7.315 4.381 4.844 7.289 7.089 7.071 7.678 7.327 Καύσιµα (% κ.β.) 28,7 34,5 45,3 45,9 48,1 Υγρασία (% κ.β.) 37,5 30,2 31,4 40,8 37,5 Τέφρα (% κ.β.) 33,8 35,3 23,3 13,3 14,4 >120 mm (% κ.β.) 31,2 38,3 40-120 mm (%κ.β.) 34,1 45,7 <40 mm (% κ.β.) 34,7 16,0 Λόγος C/N (-) 22,5 18,5

Page 35: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ
Page 36: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

17

2. Χηµικά – ανάλογα τη χηµική σύσταση, όπως υγρασία, περιεκτικότητα σε πτητικά

συστατικά, περιεκτικότητα σε ανόργανα, ποσοστιαία σύσταση σε χηµικά στοιχεία (άνθρακας, οξυγόνο, κ.λπ.), κ.ά. Σε αυτή την κατηγορία ανήκει και η θερµογόνος δύναµη των απορριµµάτων καθώς και η περιεκτικότητα τους σε επικίνδυνα συστατικά.

3. Μικροβιολογικά – που ορίζονται από το ποσοστό των µολυσµατικών αποβλήτων στην παραγόµενη ποσότητα.

4. Βιολογικά - ένα από τα κυριότερα χαρακτηριστικά του οργανικού κλάσµατος των στερεών απορριµµάτων είναι η δυνατότητα µετασχηµατισµού τους µέσω βιολογικών διεργασιών σε αέρια συστατικά και σχετικά αδρανή οργανικά και αέρια στερεό συστατικά. Η έκλυση οσµών και η προσέλκυση εντόµων έχει άµεση σχέση µε τις διαδικασίες σήψης των οργανικών συστατικών και ιδιαίτερα των υπολειµµάτων τροφών.

1.2.2.2. Φυσικά χαρακτηριστικά

α. Φυσική σύσταση - Προσδιορισµός

Όπως προαναφέρθηκε η φυσική σύσταση αναφέρεται στην ποσοστιαία σύσταση των απορριµµάτων σε ευδιάκριτα υλικά. Ο προσδιορισµός της φυσικής σύστασης των απορριµµάτων αποτελείται (όπως και κάθε διεργασία µέτρησης και ανάλυσης) από τα ακόλουθα τρία βασικά στάδια:

∆ειγµατοληψία. Προεπεξεργασία δείγµατος. Ανάλυση.

Κάθε δειγµατοληψία έχει ως σκοπό το διαχωρισµό ενός κλάσµατος από το προς αξιολόγηση υλικό, το οποίο κλάσµα ανταποκρίνεται στο προς αξιολόγηση υλικό αντιπροσωπευτικά, όσον αφορά στο προς προσδιορισµό µέγεθος.

∆είγµα ανάλυσης είναι το τελικό προϊόν της δειγµατοληψίας, που είναι προετοιµασµένο για τις περαιτέρω αναλύσεις.

Μοναδιαίο δείγµα είναι η ποσότητα υλικού που συλλέγεται στη διάρκεια µίας και µόνης διαδικασίας λήψης δείγµατος.

Τελικό δείγµα είναι το προεπεξεργασµένο σύνολο δειγµάτων (από το άθροισµα όλων των µοναδιαίων δειγµάτων), το οποίο λαµβάνεται από το δείγµα ανάλυσης.

H διεξαγωγή ποιοτικής ανάλυσης περιλαµβάνει τρία στάδια:

i. Προσδιορισµός καταλλήλων περιοχών δειγµατοληψίας: Η δειγµατοληψία πρέπει να διεξαχθεί µε τέτοιον τρόπο, ώστε να µπορέσει να εξαχθεί µία αντιπροσωπευτική σύσταση για την εξεταζόµενη περιοχή, καθώς η όλη έρευνα µπορεί να διενεργηθεί µόνον σε ένα κλάσµα της παραγόµενης ποσότητας απορριµµάτων. Συγκεκριµένα θα πρέπει να λαµβάνονται υπόψη όλοι εκείνοι οι παράγοντες που επηρεάζουν την ΠΑ όπως και οι εποχιακές διακυµάνσεις της.

Ως κριτήριο επιλογής χρησιµοποιείται µεταξύ των άλλων και η οικιστική δοµή. Πόλεις και χωριά διακρίνονται ανάλογα µε τον αριθµό κατοίκων τους. Τα χωριά µπορούν να διακριθούν περαιτέρω ανάλογα µε το εάν βρίσκονται κοντά ή µακριά από πόλη.

ii. Ταξινόµηση των υλικών των δειγµάτων: Προκειµένου να επιτευχθεί µία όσο το δυνατόν υψηλή αντιπροσωπευτικότητα, πρέπει να ταξινοµηθεί περίπου 1 τόννος για κάθε περιοχή δειγµατοληψίας. Κατά τη διάρκεια της δειγµατοληψίας λαµβάνεται επίσης υπόψη η υπάρχουσα κατανοµή των µεγεθών και τύπων των κάδων.

Page 37: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

18

Οι δειγµατοληψίες στον κάδο διενεργούνται λίγο πριν την κανονική αποκοµιδή (και πάντως πριν την είσοδο των απορριµµάτων στο απορριµµατοφόρο) και τη στιγµή εκείνη καταγράφεται ο βαθµός πλήρωσης των κάδων όπως και διάφορες παρατηρήσεις ή ιδιαιτερότητες. Η ταξινόµηση λαµβάνει χώρα σε µία τράπεζα κοσκινίσµατος και τα αποτελέσµατά της πρέπει να επιτρέπουν την εξαγωγή συµπερασµάτων γύρω από τα περιεχόµενα στα απορρίµµατα υλικά. Προς αυτήν την κατεύθυνση στρέφεται τόσο η διεξαγωγή της ταξινόµησης όσο και η επιλογή των οµάδων των ταξινοµηθέντων υλικών. Η χρησιµοποιούµενη διεργασία προσοµοιάζει προσεγγιστικά (µέσω της χρήσης κοσκίνου) σε µία εγκατάσταση µηχανικής διαλογής απορριµµάτων.

Όταν διενεργούνται συγκρίσεις µε αποτελέσµατα άλλων αναλύσεων, πρέπει να λαµβάνεται πάντοτε υπόψη η κατά περίπτωση χρησιµοποιηθείσα µέθοδος ταξινόµησης. Οι εξαχθείσες περιεκτικότητες σε διάφορα επανακτήσιµα υλικά από τις διάφορες διεργασίες ταξινόµησης προκύπτουν κατά κανόνα υπερβολικές, καθώς λαµβάνονται υπόψη και µικρότερα µεγέθη κόκκων όπως και ρυπασµένα εξαρτήµατα και κοµµάτια από τα υλικά αυτά. Το πλεονέκτηµα αυτής της µεθόδου είναι ότι τα ποσοστά των ταξινοµηθέντων υλικών, εξαιτίας του τρόπου ταξινόµησής τους, αντικατοπτρίζουν το τεχνικώς επιτεύξιµο δυναµικό ανακύκλωσης.

Για να διερευνηθούν οι επιπτώσεις στην εξαχθείσα σύσταση των απορριµµάτων από τις δύο παραπάνω διαφορετικές µεθόδους ταξινόµησης, τα απορρίµµατα µίας περιοχής δειγµατοληψίας υφίστανται µία διπλή ταξινόµηση:

• Αρχικά λαµβάνει χώρα µία ταξινόµηση των επανακτήσιµων υλικών. • Σε δεύτερο στάδιο επαναταξινοµείται το υπόλοιπο τoυ πρώτου σταδίου.

Επίσης είναι δυνατή µία επαναταξινόµηση των απορριµµάτων µετά την πρώτη ταξινόµηση, µε τη βοήθεια ενός πολυγωνικού κόσκινου-τύµπανου. Η επαναταξινόµηση αυτή προκαλεί έναν διαχωρισµό της ολικής αρχικής ροής µάζας στο χονδρόκοκκο κλάσµα, το οποίο είναι πλούσιο σε ξηρά συστατικά και σε ζυµώσιµα, και στο λεπτόκοκκο κλάσµα, το οποίο περιέχει λεπτότερα συστατικά και µικρότερα κοµµάτια από ζυµώσιµα υλικά.

β. Ειδικό βάρος

Το ειδικό βάρος ή η πυκνότητα των στερεών απορριµµάτων προσδιορίζεται είτε στη µορφή που αυτά συναντιόνται µέσα στα δοχεία συλλογής τους, είτε σε συµπιεσµένη µορφή. Τυπικές τιµές ειδικού βάρους είναι παρακινδυνευµένο να αναφερθούν, αφού αυτό εξαρτάται τόσο από τη γεωγραφική θέση της εξεταζόµενης περιοχής και την εποχή του έτους, όσο και από το χρόνο παραµονής των απορριµµάτων στα δοχεία συλλογής. Στη µορφή που τα απορρίµµατα παραλαµβάνονται από τα απορριµµατοφόρα οχήµατα, το ειδικό βάρος τους κυµαίνεται µεταξύ 200 - 400 kg/m3. Ενδεικτικές τιµές ειδικού βάρους των επιµέρους συστατικών που περιέχονται στα οικιακά απορρίµµατα φαίνονται στον Πίνακα 7.

γ. Μέγεθος και καταvοµή µεγεθώv

Το µέγεθος των στερεών απορριµµάτων έχει ιδιαίτερη σηµασία όταν πρόκειται να εφαρµοστεί κάποιο πρόγραµµα ανάκτησης υλικών, ειδικά αν η ανάκτηση αυτή πραγµατοποιηθεί µε µηχανικά µέσα, όπως οι εσχάρες ή οι µαγνητικοί διαχωριστές. Το µέγεθος των απορριµµάτων εκφράζεται σε συνάρτηση µιας, δύο ή τριών διαστάσεων, εφαρµόζοντας µια σειρά από εξισώσεις, µερικές από τις οποίες παρουσιάζονται παρακάτω:

L Sc διάσταση Μια =→

2WL Sc διαστάσεις ∆ύο +

=→

Τρεις διαστάσεις -> Sc = (L x W x H)1/3

όπου L, W, Η, το µήκος, το πλάτος και το ύψος, αντίστοιχα ενός απορριπτόµενου υλικού.

Page 38: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

19

Πίνακας 7. Ειδικό βάρος διαφόρων συστατικών απορριµµάτων.

Συστατικό Ειδικό βάρος [kg/m3]

Υπολείµµατα τροφών 130-490

Χαρτί 40-130

Χαρτόνι 40-80

Πλαστικά 40-130

Υφάσµατα 40-100

Ελαστικά 100-200

∆έρµατα 100-265

Απορρίµµατα κήπων 60-230

Ξύλο 130-325

Γυαλί 160-485

Αλουµίνιο 65-240

Σιδηρούχα κράµατα 50-160

Σκόνη, τέφρες 325-1000

∆ιαπερατότητα. Η ειδική διαπερατότητα ή υδατοπερατότητα ή υδραυλική αγωγιµότητα των στερεών απορριµµάτων είναι η ιδιότητα που δίνει ένα µέτρο της ευκολίας κίνησης του νερού και των άλλων ρευστών µέσα από τα απορρίµµατα. Η ειδική διαπερατότητα εξαρτάται αποκλειστικά από τα χαρακτηριστικά των απορριµµάτων και συγκεκριµένα το πορώδες, την κατανοµή των πόρων, την κατανοµή µεγεθών και την ειδική επιφάνεια.

Η ειδική διαπερατότητα δίνεται από τον ακόλουθο τύπο:

Κ = C*d2 (γ/µ) = k (γ/µ)

όπου

Κ = Συντελεστής διαπερατότητας. C = Αδιάστατη σταθερά d = Mέσο µέγεθος πόρων. γ = Eιδικό βάρος του διερχόµενου ρευστού. µ = ∆υναµικό ιξώδες του ρευστού. k = Πραγµατική (intrinsic) διαπερατότητα, (η οποία µέσα σε ένα ΧΥΤΑ λαµβάνει τιµές περίπου 10-11-10-12 m2 στην κατακόρυφη διεύθυνση, και 10-10 m2 στην οριζόντια διεύθυνση.

1.2.2.3. Χηµικά χαρακτηριστικά

α. Υγρασία

Η υγρασία των απορριµµάτων υπολογίζεται εργαστηριακά µε ξήρανση δείγµατος (είτε του συνόλου των απορριµµάτων είτε του κάθε συστατικού ξεχωριστά) σε φούρνο στους 105οC για µία ώρα. Επειδή τα δείγµατα δε µπορούν να είναι µεγάλα, προτιµάται ο υπολογισµός της υγρασίας στα διάφορα επιµέρους συστατικά και, βάσει αυτής ο υπολογισµός της συνολικής.

Page 39: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

20

H περιεχόµενη υγρασία των στερεών απορριµµάτων εκφράζεται συνήθως σαν το βάρος υγρασίας που περιέχεται στη µονάδα του βάρους του υγρού ή ξηρού υλικού. Kατά τη µέτρηση της υγρασίας µε αναφορά στο υγρό υλικό, η υγρασία αυτή σ'ένα δείγµα εκφράζεται ως ποσοστό του βάρους του υγρού υλικού. Aντίστοιχα, κατά την ξηρή µέθοδο, εκφράζεται σαν ποσοστό του βάρους του ξηρού υλικού. Σε µια σχέση ισότητας το υγρό βάρος της περιεχόµενης υγρασίας εκφράζεται ως εξής:

ΑΒ−Α

=ΠΥ 100(%)

όπου:

ΠΥ = Περιεχόµενη υγρασία A = Αρχικό βάρος του δείγµατος.

B = Βάρος του δείγµατος κατά την ξήρανση.

Mερικές τυπικές τιµές της περιεχόµενης υγρασίας των πιο συνηθισµένων τύπων απορριµµάτων δίνονται στον Πίνακα 8. Για τα περισσότερα αστικά απορρίµµατα η περιεχόµενη υγρασία κυµαίνεται µεταξύ 15 και 40%, εξαρτώµενη από τη σύσταση των απορριµµάτων, την εποχή του έτους, τις καιρικές συνθήκες και ιδιαίτερα τη βροχή. Aπό έρευνα που έγινε στο Παρίσι παρατηρήθηκε στα απορρίµµατα αύξηση της υγρασίας το καλοκαίρι και ελάττωση το χειµώνα, ενώ και στην Ελλάδα εκτιµούνται ανάλογα φαινόµενα.

Πίνακας 8. Tυπικές τιµές υγρασίας απορριµµάτων (% κ.β.).

Συστατικά Yγρασία [%]

Yπολείµµατα τροφών 70 Xαρτιά 6 Xαρτόνια 5 Πλαστικά 2 Γυαλιά 2 Mέταλλα 3 Kονσέρβες 3 Aπορρίµµατα κήπων (κλαδιά φύλλα κ.λπ.) 60 Στάχτη, σκόνη, τούβλα κ.λπ. 8 ∆έρµα 10 Yφάσµατα 10 Aδρανή άνω των 20 mm 10 Aδρανή κάτω των 20 mm 8

β. Χωρητικότητα υγρασίας. Η χωρητικότητα υγρασίας (field capacity) των στερεών απορριµµάτων εκφράζει την ποσότητα νερού που µπορεί να συγκρατήσει ο όγκος των απορριµµάτων που υπόκειται στις δυνάµεις της βαρύτητας. Το µέγεθος αυτό παίζει καθοριστικό ρόλο για τον προσδιορισµό της ποσότητας εκχυλισµάτων που µπορούν να παραχθούν από ένα ΧΥΤΑ. Νερό σε περίσσεια της χωρητικότητας υγρασίας είναι δυνατό να κινηθεί εντός του όγκου των αποτιθεµένων απορριµµάτων. Η χωρητικότητα υγρασίας

Page 40: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

21

µεταβάλλεται σε συνάρτηση της πίεσης και του βαθµού αποσύνθεσης των απορριµµάτων. Οι συνήθεις τιµές που λαµβάνει για µη συµπιεσµένα απορρίµµατα από οικιστικές και εµπορικές πηγές προέλευσης, κυµαίνονται µεταξύ 50-60%.

γ. Πτητικά στερεά

Η περιεκτικότητα σε πτητικά στερεά υπολογίζεται εργαστηριακά µε καύση δείγµατος στους 950οC, στην οποία καίγονται όλα τα οργανικά. Ο υπολογισµός µπορεί να γίνει είτε για το σύνολο των απορριµµάτων είτε για κάθε συστατικό ξεχωριστά. Η περιεκτικότητα σε ανόργανα υπολογίζεται από το υπόλειµµα µετά την καύση.

δ. Στοιχειακή ανάλυση

Η στοιχειακή ανάλυση των απορριµµάτων γίνεται επίσης εργαστηριακά µε καύση των δειγµάτων σε υψηλή θερµοκρασία ώστε να κατακρατηθούν τα παραγόµενα οξείδια (άνθρακα, υδρογόνου, αζώτου και θείου) σε ειδικές στήλες όπου και θα αναλυθούν και θα καθορισθούν τα χηµικά στοιχεία. Ο υπολογισµός µπορεί να γίνει είτε για το σύνολο των απορριµµάτων είτε για κάθε συστατικό ξεχωριστά.

ε. Θερµογόνος δύναµη

Θερµογόνος δύναµη των οικιακών απορριµµάτων είναι η ποσότητα θερµότητας που απελευθερώνεται κατά την καύση της µονάδας βάρους και εκφράζεται σε χιλιοθερµίδες ανά κιλό απορριµµάτων. Συνήθως έχει τιµές από 1200 έως 2000 kcal/kg. Η θερµογόνος δύναµη του συνόλου των απορριµµάτων ή των συστατικών τους υπολογίζεται εργαστηριακά µε τη βοήθεια θερµιδόµετρου. Ο υπολογισµός της γίνεται στην περίπτωση ανάκτησης ενέργειας από τα απορρίµµατα. Ενδεικτικές τιµές της θερµογόνου δύναµης ανάλογα µε τον τύπο των απορριµµάτων δίνονται στον Πίνακα 9.

Πίνακας 9. Θερµογόνος δύναµη απορριµµάτων.

Συστατικό Θερµιδικό περιεχόµενο

[kJ/kg]

Υπολείµµατα τροφών 4000-37000

Χαρτί 11500-25300

Χαρτόνι 16000

Πλαστικά 23000-44000

Υφάσµατα 18500

Ελαστικά 25500

∆έρµατα 17400

Απορρίµµατα κήπων 4800-17000

Ξύλο 6000-17000

στ. Θερµοκρασία τήξης της τέφρας

Η θερµοκρασία τήξης και συσσωµάτωσης της τέφρας που παράγεται µετά την καύση των απορριµµάτων κυµαίνεται µεταξύ 1100 –1200°C.

Page 41: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

22

Προσδιορισµός χηµικής σύστασης

Tα απορρίµµατα µπορούν να θεωρηθούν ως µείγµα καυσίµων και µη καυσίµων υλικών. Σε περίπτωση που τα απορρίµµατα πρόκειται να χρησιµοποιηθούν σαν καύσιµη ύλη, οι σηµαντικότερες ιδιότητες που πρέπει να είναι γνωστές είναι οι εξής:

1. Προσεγγιστική ανάλυση.

α. Yγρασία (απώλεια στους 105οC σε µια ώρα. β. Πτητικές ουσίες (πρόσθετη απώλεια στους 950οC ). γ. Στάχτη (υπόλειµµα µετά την καύση). δ. Mόνιµος άνθρακας.

2. Σηµείο τήξης της στάχτης.

3. Xηµική ανάλυση των καυσίµων συστατικών, δηλαδή των ποσοστών άνθρακα (C), αζώτου (N), θείου (S), και στάχτης. Λόγω του αυξηµένου ενδιαφέροντος σχετικά µε την εκποµπή χλωριωµένων ενώσεων κατά την καύση απορριµµάτων, πολλές φορές η στοιχειακή ανάλυση περιλαµβάνει και προσδιορισµούς περιεκτικοτήτων σε αλογόνα.

1.2.2.4. Πυκνότητα H γνώση της πυκνότητας των απορριµµάτων είναι απαραίτητη για να µπορεί να προσδιορισθεί η συνολική µάζα των απορριµµάτων και ο όγκος του νερού που περιέχουν και που πρέπει να αντιµετωπιστεί κατά τη διαχείριση τους. Συνήθως δεν υπάρχει οµοιοµορφία στον τρόπο µε τον οποίο µπορεί να περιγράφεται η πυκνότητα των στερεών απορριµµάτων. Mερικές τυπικές πυκνότητες διαφόρων απορριµµάτων όπως αυτά βρίσκονται µέσα στα κοντέινερς δίνονται στον Πίνακα 10. Ως µέση τιµή της πυκνότητας των αστικών απορριµµάτων µπορούν να λαµβάνονται µέσα στο απορριµµατοφόρο τα 250-350 kg/m3 και στη σακούλα προσυλλογής τα 150-200 kg/m3.

Πίνακας 10. Tυπικές πυκνότητες απορριµµάτων.

Συστατικά Πυκνότητα

(kg/m3) Yπολείµµατα τροφών 290 Xαρτιά 85 Xαρτόνια 50 Πλαστικά 65 Γυαλιά 195 Mέταλλα 210 Kονσέρβες 90 Aπορρίµµατα κήπων (κλαδιά φύλλα κ.λπ.) 105 Στάχτη, σκόνη, τούβλα κ.λπ. 480 ∆έρµα 160 Yφάσµατα 240 Aδρανή άνω των 20 mm 250 Aδρανή κάτω των 20 mm 480

Page 42: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

23

Άσκηση

Nα υπολογιστεί η πυκνότητα και η υγρασία του παρακάτω δείγµατος απορριµµάτων. ∆εδοµένα οι στήλες (1), (2) και (4).

Συστατικά

Ποσοστό µάζας(%) (1)

Πυκνότητα (kg/m3) (2)

‘Oγκος (m3) (3)

Yγρασία (%) (4)

Ξηρή µάζα (kg) (5)

Yπολείµµατα τροφών

18 290 0.62 70 54

Xαρτιά 22 85 2.58 6 206.8 Xαρτόνια 15 50 3 5 142.5 Πλαστικά 8 65 1.23 2 78.4 Γυαλιά 12 195 0.61 2 117.6 Mέταλλα 5 210 0.23 3 48.5 Kονσέρβες 9 90 1 3 87.3 Aπορρίµµατα κήπων

5 105 0.47 60 20

Στάχτη, σκόνη κ.λπ.

6 480 0.125 8 55.2

ΣYNOΛO

100 9.865 810.3

Λύση Στον πίνακα υπολογίζεται ο όγκος και η ξηρή µάζα (στήλες 3 και 5) απορριµµάτων, για ένα τυπικό δείγµα βάρους 1000 kg. Π.χ. στην πρώτη γραµµή του πίνακα έχουµε (1000 χ 0.18)/290=0.62 m3 και 1000 χ 0.18 χ (0.3)=54 kg

H πυκνότητα του παραπάνω δείγµατος είναι: ρ = 1000/9.865 (kg/m3)=101.36 kg/m3 και η υγρασία του: ΠΥ = (1000-810.3) χ 100/1000 = 18.97%

1.3. ∆ιαχείριση απορριµµάτων

1.3.1. Γενικά

H ∆Α έχει προαχθεί σήµερα στις πρώτες θέσεις της ατζέντας για το περιβάλλον, καθώς οι δραστηριότητες και το ενδιαφέρον πολιτών και κυβερνήσεων σε ολόκληρο τον κόσµο έχουν φτάσει σε επίπεδα άνευ προηγουµένου. H ∆Α, τόσο σε περιφερειακό όσο και σε τοπικό επίπεδο, περιλαµβάνει προβλήµατα σχεδιασµού εντελώς διαφορετικά από αυτά του απώτερου αλλά και του σχετικά πρόσφατου παρελθόντος. Η αυξανόµενη συνειδητοποίηση για τα περιβαλλοντικά προβλήµατα έχει αναγκάσει τις εθνικές κυβερνήσεις αλλά και τις τοπικές αρχές στην αναζήτηση νέων τεχνικών και οργανωτικών λύσεων για µελλοντικά συστήµατα ∆Α. Tα παρόντα προβλήµατα ∆Α έχουν οξυνθεί σε πολλές περιοχές, καθώς οι υπάρχοντες ΧΥΤΑ γεµίζουν µε ταχείς ρυθµούς, ενώ οι Μονάδες Θερµικής Επεξεργασίας (ΜΘΕ) -όπου αυτές υφίστανται- είτε χρησιµοποιούνται στο όριο της δυναµικότητάς τους, είτε αντιµετωπίζουν προβλήµατα τροφοδοσίας και αποδοχής. Οι πολιτικές και κοινωνικές αντιδράσεις έχουν καταστήσει σχεδόν αδύνατη την εξασφάλιση νέας δυναµικότητας (δηλαδή θέσεις που είναι ταυτοχρόνως προσεγγίσιµες και τεχνολογικά κατάλληλες για ΧΥΤΑ, όπως επίσης εγκρίσεις για ΜΘΕ). Επιπλέον, σε πολλές περιοχές παρατηρείται αύξηση των παραγόµενων ποσοτήτων απορριµµάτων παρά την εκτεταµένη προδιαλογή και ανακύκλωση υλικών. Στην Εικόνα 8 δείχνονται οι πιο σηµαντικοί παράγοντες στο περιβάλλον ενός συστήµατος ∆Α.

Page 43: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

24

Εικόνα 8. Παράγοντες που επηρεάζουν τη ∆Α (Καραγιαννίδης, 1996).

Oι βιοµηχανικές χώρες έχουν προχωρήσει κατά τα τελευταία χρόνια σε διάφορες νοµοθετικές πρωτοβουλίες και διαδικασίες, οι οποίες αποσκοπούν στο να ενθαρρύνουν την ελάττωση της ΠΑ και την αύξηση της επαναχρησιµοποίησης και ανακύκλωσης των συστατικών τους. Είναι πάντως αξιοσηµείωτο ότι οι περισσότερες προσπάθειες εστιάσθηκαν στα επικίνδυνα και τοξικά απόβλητα, ενώ τα µεγάλα ρεύµατα απορριµµάτων (αστικά, βιοµηχανικά, µπάζα, ιλείς) αντιµετωπίζονται µε περίπου τον ίδιο τρόπο όπως και παλαιότερα.

Η ανάκτηση οικονοµικής αξίας από τις ποσότητες των απορριµµάτων έχει αναχθεί σε παγκόσµια αναγκαιότητα. Η νοµοθεσία πολλών κρατών επιβάλλει τη διατήρηση των οικονοµικών, υλικών και φυσικών πόρων. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο λαµβάνεται συχνά υπόψη µόνον η ανακύκλωση τη στιγµή που απαιτείται µία περισσότερο ολοκληρωµένη προσέγγιση για έναν αποδοτικό έλεγχο των ροών απορριµµάτων. Για την επανένταξη των ροών αυτών στην οικονοµία προσφέρονται σήµερα διάφορες µέθοδοι, µε την τελικά επιλεγόµενη να πρέπει να συνεκτιµά την οικολογική αποδοτικότητα, οικονοµικές πτυχές αλλά και την πολιτική αποδοχή. Στην Εικόνα 9 αναπαρίσταται η ολοκληρωµένη ανάκτηση πόρων σε ένα δίκτυο διακίνησης, στο οποίο η συγκεκριµένη διαδικασία ανάκτησης καθορίζεται ύστερα από περιβαλλοντική και οικονοµική αξιολόγηση.

To παραπάνω πλαίσιο έχει φέρει στο προσκήνιο την αναγκαιότητα Συστηµάτων Ολοκληρωµένης ∆Α (ΣΟ∆Α). Η βασική αρχή πίσω από την παραπάνω έννοια είναι η εκτροπή (diversion) όσο το δυνατόν µεγαλύτερης ποσότητας απορριµµάτων από την τελική, αναπόφευκτη διάθεση στο έδαφος, σύµφωνα µε µία ποικιλία οικονοµικών, περιβαλλοντικών, τεχνολογικών, πολιτικών και κοινωνικών κριτηρίων. Για το σκοπό αυτό αναπτύσσεται µία ολόκληρη ιεραρχία διαχείρισης. Κάθε ΣΟ∆Α είναι εκ φύσεως σύνθετο καθώς εµπεριέχει διαφορετικά αλληλοσυνδεόµενα προβλήµατα ενώ καλείται να ανταποκριθεί σε συχνά αντικρουόµενους αντικειµενικούς σκοπούς και στόχους (Caruso et al., 1993). Ως εκ τούτου, η αξιολόγηση των διαφόρων εναλλακτικών λύσεων κατά το σχεδιασµό και τη διαχείρισή του καθίσταται ιδιαίτερα δύσκολη.

Page 44: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

25

Εικόνα 9. ∆ίκτυο διακίνησης για ολοκληρωµένη ανάκτηση πόρων (EMPA, 1995).

Ως σχεδιασµός στο πεδίο της ∆Α αλλά και γενικότερα ορίζεται η διαδικασία µέσω της οποίας µετρούνται και αξιολογούνται οι σχετικές ανάγκες της κοινωνίας, ενώ αναπτύσσονται υλοποιήσιµες εναλλακτικές λύσεις προς παρουσίαση στους αποφασίζοντες. Σε αυτό το είδος σχεδιασµού έχουν µόνον εν µέρει κατανοηθεί µέχρι σήµερα οι περισσότεροι από τους εµπλεκόµενους τεχνικούς, περιβαλλοντικούς, οικονοµικούς, κοινωνικούς και πολιτικούς παράγοντες. Επιπλέον, η φύση όλων των παραπάνω παραγόντων και αλληλοσυσχετίσεων είναι τόσο δυναµική, ώστε είναι ιδιαίτερα δύσκολη και χρονοβόρα η συγκέντρωση των σχετικών δεδοµένων. Παρά όµως τις δυσκολίες αυτές, έχουν προσδιορισθεί ορισµένες κατευθυντήριες γραµµές σχεδιασµού και µέθοδοι προσέγγισης του προβλήµατος.

1.3.2. Υφιστάµενη κατάσταση

Η ενασχόληση µε τα ΣΑ εµπεριέχει έναν αριθµό σταδίων, τα οποία εικονίζονται στην Εικόνα 10.

Εικόνα 10. Στάδια ενασχόλησης µε τα ΣΑ.

Page 45: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

26

Το στάδιο της προσωρινής αποθήκευσης αναφέρεται στο χρονικό διάστηµα µεταξύ παραγωγής και αποκοµιδής των απορριµµάτων και µπορεί το ίδιο να αναλυθεί σε 2 υποστάδια, αυτά της προσωρινής αποθήκευσης µέσα στο σπίτι και της προσωρινής αποθήκευσης στο σηµείο συλλογής. Η ταύτιση των δύο αυτών υποσταδίων προϋποθέτει την ύπαρξη µονίµου χώρου προσωρινής αποθήκευσης π.χ. σε κάθε πολυκατοικία, κάτι που θα διευκόλυνε σε µεγάλο βαθµό πολλά θέµατα διαχείρισης (π.χ. τοποθέτηση κάδων ανακύκλωσης, διευκόλυνση της διαλογής στην πηγή, κ.λπ.).

Το στάδιο της αποκοµιδής ξεκινά από τη στιγµή που τα απορρίµµατα συλλέγονται από το σηµείο προσωρινής τους αποθήκευσης και περατώνεται τη στιγµή που τα απορρίµµατα εισέρχονται στο χώρο επεξεργασίας και διάθεσής τους. ∆ιαδικασίες αποκοµιδής προκύπτουν και σε άλλα στάδια, καθώς τα µη αξιοποιήσιµα υπολείµµατα διεργασιών αποτέφρωσης ή µηχανικής διαλογής πρέπει κατά περίπτωση να µεταφερθούν από τις διάφορες εγκαταστάσεις όπου προκύπτουν ως υπόλοιπο σε χώρους απόθεσης, οι οποίοι ανάλογα µε την τοξικότητα των υλικών µπορεί να είναι συνήθεις χωµατερές ή χωµατερές ειδικών αποβλήτων.

Όσον αφορά στην επεξεργασία των απορριµµάτων, αυτή µπορεί να είναι µηχανική ή θερµική. Η πρώτη συνεπάγεται διαχωρισµό που στην πράξη γίνεται είτε στο χώρο παραγωγής των απορριµµάτων («διαλογή στην πηγή»), ή σε ειδικές εγκαταστάσεις. Η θερµική επεξεργασία οδηγεί σε αξιοποίηση του ενεργειακού περιεχοµένου των απορριµµάτων. Η διάθεση των απορριµµάτων µπορεί να συνίσταται είτε στην ταφή τους, ή στην εκµετάλλευση κάποιου από τα παράγωγα της επεξεργασίας τους.

1.3.3. ∆ιαχείριση απορριµµάτων στην Ελλάδα

Σε πανελλαδικό επίπεδο, η διάθεση των απορριµµάτων τείνει να εξελιχθεί σε µεγάλο κοινωνικό πρόβληµα, καθώς γίνεται µε τη µέθοδο της (συχνά ανεξέλεγκτης) απόρριψης και κάποτε (σε ορισµένες περιπτώσεις µόνον υγειονοµικής) ταφής. Το όλο θέµα της διαχείρισης των ΣΑ έχει εκχωρηθεί από πολύ παλιά (σε µεγάλο ποσοστό εν'λευκώ) στους Οργανισµούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ), εξαιτίας όχι κάποιας πολιτικής αποκέντρωσης αλλά εξαιτίας µίας τάσης απαλλαγής της πολιτικής εξουσίας από τις ευθύνες ενός τέτοιου έργου, το οποίο συνεπάγεται µόνο κόστος από πλευράς πολιτικής. Όσον αφορά στρατηγικές για βελτίωση της ∆Α, γενικές κατευθυντήριες γραµµές πλεύσης αποτελούν προγράµµατα ευρείας κλίµακας για ανακύκλωση χαρτιού/αλουµινίου/γυαλιού/πλαστικών µε διαλογή στην πηγή, σε συνδυασµό µε πιλοτικές µονάδες µηχανικού διαχωρισµού (άλλοι συνώνυµοι δόκιµοι όροι είναι λιπασµατοποίηση, κοµποστοποίηση και βιοσταθεροποίηση) και καύσης.

Στο παρελθόν έχουν λειτουργήσει για σχετικά µικρά χρονικά διαστήµατα µία µονάδα λιπασµατοποίησης (κοµποστοποίησης ή βιοσταθεροποίησης) στο Καλοχώρι Θεσσαλονίκης και µία µονάδα καύσης (Ζάκυνθος), επί του παρόντος λειτουργούν µονάδες µηχανικής διαλογής στην Αττική και την Καλαµάτα (µε συνδιάθεση ιλύος από τη µονάδα βιολογικού καθαρισµού της πόλης), ενώ µεγάλη έµφαση έχει ορθά από καιρό δοθεί στον προσδιορισµό της ποιοτικής σύστασης των στερεών αστικών αποβλήτων. Αυτό πάντως που θεωρείται πρώτιστης σπουδαιότητας και άµεσα εφαρµόσιµο είναι η καταγραφή όλων των χώρων απόρριψης ανά την επικράτεια, η επιτόπου διεξαγωγή υδρογεωλογικών µελετών και η όσο το δυνατόν αριθµητική συρρίκνωσή τους σε ένα σύνολο από λιγότερους χώρους µεγαλύτερου µεγέθους και µε καλύτερα ελεγχόµενη διάθεση, µε ταυτόχρονη εξυγίανση των παλαιών χώρων. H µέχρι σήµερα πρακτική της ∆Α δείχνει ότι µοναδικό µέληµα είναι η αποµάκρυνσή τους από τις πόλεις. Σε πολλούς χώρους απόρριψης τα σκουπίδια (αυτ)αναφλέγονται και καίγονται κάθε τόσο επί τόπου (για αυτό το πράγµα η Ελλάδα έχει καταδικασθεί από το Ευρωπαϊκό ∆ικαστήριο µ.ά. και για το θέµα του φαραγγιού του Κουρουπητού έξω από τα Χανιά).

Η Ελλάδα είναι µία χώρα µε έντονη τουριστική κίνηση και αυτή η παράµετρος εισάγει πρόσθετα προβλήµατα σε θέµατα ∆Α (τα οποία είναι ανύπαρκτα π.χ. σε χώρες της βορείου Ευρώπης), καθώς τόσο η ποσότητα όσο και η σύσταση των παραγοµένων απορριµµάτων

Page 46: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

27

παρουσιάζει διακυµάνσεις, χωρικές και εποχιακές. Ιδιαιτερότητα παρουσιάζει εδώ το θέµα των ελληνικών νησιών, όπου αφενός η ετήσια παραγωγή και σύσταση των απορριµµάτων παρουσιάζει µεγάλες εποχιακές διακυµάνσεις εξαιτίας του τουρισµού και αφετέρου τα εδάφη είναι ως επί το πλείστον ασβεστολιθικά δηλαδή περατά (άρα ακατάλληλα για Υγειονοµική Ταφή (ΥΤ)). Εδώ, µονάδες καύσης και µηχανικής διαλογής αποτελούν ιδιαίτερα προσιτές λύσεις, µε µία µονάδα καύσης να µην είναι απαραίτητο να κατασκευασθεί µε πολυδάπανα συστήµατα αντιρρύπανσης, κάτι που θα επιβάλλονταν από τη στιγµή που αυτή κατασκευάζονταν π.χ. στο λεκανοπέδιο της Αττικής. Αυτό οφείλεται στην πρακτικά ασήµαντη προκύπτουσα ατµοσφαιρική ρύπανση από τη στιγµή που οι ρύποι εκπέµπονται σε περιοχή µε µηδαµινή πρωθύστερη ατµοσφαιρική επιβάρυνση αλλά και διασκορπίζονται εύκολα από τον άνεµο. Το θέµα των αποστάσεων από µονάδες απορρόφησης ενδεχόµενων ανακυκλωµένων υλικών καθιστά επιβεβληµένη την ύπαρξη επιτόπου π.χ. κάποιας πρέσας για µείωση του όγκου τους αλλά και τη διερεύνηση επιµέρους λύσεων που θα καλύψουν αυτό το πρόβληµα (π.χ. φορτηγά που φθάνουν φορτωµένα µε κάποιο εµπόρευµα σε ένα νησί και το αδειάζουν, µπορούν να παραλαµβάνουν τα ανακυκλωµένα υλικά στο ταξίδι επιστροφής αντί να επιστρέφουν άδεια - περίπτωση Ζακύνθου από το 1993 και µετά). Αξίζει να σηµειωθεί ότι σε ολόκληρη την Ευρώπη γίνεται πολύ δηµοφιλής πλέον η έννοια του "οικολογικού τουρισµού" (πρωτοπόρος σε αυτό το πεδίο µπορεί να θεωρηθεί παγκοσµίως η Ελβετία).

1.3.4. ∆ιαχείριση των απορριµµάτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση

Εδώ και είκοσι χρόνια η Ευρωπαϊκή Ένωση προσπαθεί να µειώσει την παραγωγή των απορριµµάτων και να βελτιώσει τις µεθόδους διαχείρισης. Ωστόσο το πρόβληµα είναι πολύπλοκο και η αντιµετώπισή του δύσκολη. Έτσι παρά τα ενθαρρυντικά αποτελέσµατα στον τοµέα της ανακύκλωσης κάποιων υλικών, όπως το χαρτί και το γυαλί, η παραγωγή των απορριµµάτων εξακολουθεί να αυξάνει. Μέχρι το 2000 η ποσότητα των απορριµµάτων που παρήχθησαν στην Ευρώπη είχε αυξηθεί κατά 30% σε σχέση µε το 1985, παρά το στόχο του 5ου Προγράµµατος για το Περιβάλλον να σταθεροποιηθεί η παραγωγή των απορριµµάτων στα επίπεδα του 1985. ∆υστυχώς έχουµε να διανύσουµε πολύ δρόµο ακόµη µέχρι να πετύχουµε αυτό το στόχο. Η Ευρωπαϊκή Ένωση υποστηρίζει και προωθεί την αειφόρο και φιλική προς το περιβάλλον ∆Α, έτσι ώστε να διασφαλίζεται η προστασία της υγείας και του περιβάλλοντος. Η ευρωπαϊκή στρατηγική καθορίζεται από τέσσερις βασικές αρχές:

1. Πρόληψης: πρέπει να µειωθεί η παραγωγή των απορριµµάτων λαµβάνοντας τα κατάλληλα µέτρα στην πηγή τους.

2. «Ο ρυπαίνων πληρώνει»: το κόστος για την ορθή ∆Α πρέπει να το αναλαµβάνει αυτός που τα παράγει.

3. Προφύλαξης: όπου υπάρχει αµφιβολία πρέπει να θεωρούµε ότι είναι πιθανό να προκύψουν προβλήµατα.

4. Εγγύτητας: η αντιµετώπιση των αποβλήτων πρέπει να πραγµατοποιείται όσο το δυνατόν πλησιέστερα προς την πηγή τους.

1.3.5. Σχεδιασµός διαχείρισης απορριµµάτων

1.3.5.1. Σηµαντικοί προβληµατισµοί κατά τη διαδικασία σχεδιασµού

Η ∆Α συµπεριλαµβάνει ένα ευρύ φάσµα επιµέρους δραστηριοτήτων, όπως προαναφέρθηκε στην εισαγωγή των παρόντων σηµειώσεων (σελ. 11):

• Παραγωγή απορριµµάτων.

• Επιτόπου προσωρινή αποθήκευση.

• Συλλογή.

Page 47: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

28

• Μεταφορά και µεταφόρτωση.

• Επεξεργασία και ανάκτηση.

• Τελική διάθεση.

Με τον τρόπο αυτό, οι πολιτικοί, αποφασίζοντες και αναλυτές (σχεδιαστές) διευκολύνονται στο να αναγνωρίσουν και να κατανοήσουν ευκολότερα τις σηµαντικές σχέσεις που θα πρέπει να αξιολογηθούν κατά τη διαδικασία σχεδιασµού. Ένα ΣΟ∆Α αποτελεί συνδυασµό των παραπάνω δραστηριοτήτων. Βασικός σκοπός της διαχείρισης είναι να εξασφαλίσει το «καλύτερο δυνατό» σύστηµα, κάτω από τους περιορισµούς που τίθενται από τους χρήστες του και από αυτούς που επηρεάζονται από τη χρήση του, ή που την ελέγχουν. Σε γενικές γραµµές, η διαδικασία σχεδιασµού περιλαµβάνει τη συλλογή, αξιολόγηση και παρουσίαση δεδοµένων σχετικά µε κάποιο πρόβληµα. Στο πεδίο της ∆Α, το πρόβληµα συνήθως επιβάλλει κάποιο είδος ενέργειας από κάποιον «αποφασίζοντα», ο οποίος είναι πιθανότατα κάποιος αιρετός άρχοντας. Άρα, προκειµένου να κατανοηθεί η φύση της διαδικασίας σχεδιασµού, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη:

• Το πλαίσιο της συνήθους διεξαγωγής δραστηριοτήτων σχεδιασµού.

• Οι επιπτώσεις των χρονικών περιόδων σχεδιασµού.

• Τα επίπεδα δικαιοδοσίας, στα οποία οι µελέτες σχεδιασµού διεξάγονται.

• Οι επιπτώσεις εναλλακτικών δραστηριοτήτων και τεχνολογιών.

• Τα ήδη καθορισµένα προγράµµατα και σχέδια.

1.3.5.2. Μεθοδολογία σχεδιασµού

Στις περισσότερες περιπτώσεις, ο αναλυτής και ο αποφασίζων δεν έχουν την ευκαιρία να εξετάσουν ολόκληρο το ΣΟ∆Α και να αναπτύξουν µία πλήρη επίγνωση της κοινότητας κάτω από όλες τις συνθήκες. Οι χρονικοί και οικονοµικοί περιορισµοί που προκύπτουν από κοινωνικές και πολιτικές ανάγκες οδηγούν συχνά σε αποφάσεις που βασίζονται σε ελλιπή ή και καθόλου πληροφορία (αποφάσεις υπό αβεβαιότητα). Προκειµένου οι αναλυτές και οι αποφασίζοντες να είναι σε θέση να ανταποκριθούν σε αυτές τις καταστάσεις και να διασφαλίσουν τη βέλτιστη αξιοποίηση του χρόνου και των διαθεσίµων πόρων στην επίλυση προβληµάτων ∆Α, προτείνεται η ακόλουθη βηµατική διαδικασία σχεδιασµού:

Βήµα 1: Ορισµός και εξειδίκευση του προβλήµατος. Το πρώτο και κρισιµότερο βήµα σε οποιαδήποτε µελέτη σχεδιασµού είναι η διασφάλιση µίας σαφούς διατύπωσης του προβλήµατος και των αντιστοίχων προδιαγραφών από τους υπεύθυνους λήψης αποφάσεων στη ∆Α. Οι διατυπώσεις και προδιαγραφές του προβλήµατος εξάγονται συνήθως από τις ανησυχίες του κοινού. Οι συχνά προκύπτουσες δυσκολίες οφείλονται στην ατελή κατανόηση των ΣΟ∆Α στα περισσότερα επίπεδα της λήψης αποφάσεων. Κατά συνέπεια, ο αναλυτής ενδέχεται να βρεθεί στην ανάγκη να επαναπροσδιορίσει ένα πρόβληµα που αρχικά καθορίσθηκε από ένα αποφασίζοντα.

Βήµα 2: Συλλογή και απογραφή δεδοµένων. Στο βήµα αυτό διενεργείται µία απογραφή όλων των αρµόδιων και σχετικών φορέων της κοινότητας, ενώ την ίδια στιγµή συλλέγονται δεδοµένα προκειµένου να καλυφθούν οι προδιαγραφές του προβλήµατος. Ο βασικός σκοπός της απογραφής είναι η όσο το δυνατόν ακριβέστερη περιγραφή του υπάρχοντος ΣΟ∆Α και, επιπλέον, η συγκέντρωση άλλης βασικής πληροφορίας (π.χ. πληθυσµιακά δεδοµένα), κάτι που απαιτεί συχνά αρκετές εκτιµήσεις. Το βήµα αυτό είναι ιδιαίτερα σηµαντικό στο σχεδιασµό, καθώς σε αυτό βασίζονται όλες οι επακόλουθες προτάσεις για ενέργειες. Ως εκ τούτου, είναι βασικό το να συνεκτιµηθούν σε κάθε επίπεδο όλα τα λειτουργικά στοιχεία που απαρτίζουν το ΣΟ∆Α.

Βήµα 3: Αξιολόγηση και σύνθεση εναλλακτικών λύσεων. Περιλαµβάνει τη λεπτοµερειακή αξιολόγηση και ανάλυση των δεδοµένων που συγκεντρώθηκαν κατά το βήµα 2. Εδώ αρχίζουν να διαµορφώνονται τα προγράµµατα του σχεδίου. Σε ορισµένες περιπτώσεις ενδέχεται να είναι απαραίτητη η συλλογή πρόσθετων δεδοµένων και πληροφοριών. Πριν τη

Page 48: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

29

διατύπωση των προγραµµάτων είναι πάντως σηµαντική η ανασκόπηση και επανεξέταση του αρχικού προβλήµατος, της διατύπωσης και των προδιαγραφών του. Συχνά διαπιστώνεται ότι πρέπει να γίνουν κάποιες αναθεωρήσεις εν όψει των δεδοµένων που συλλέχθηκαν κατά την απογραφή. Καθώς κάποιο πρόβληµα ενδέχεται να έχει παραπάνω από µία λύση, είναι θετικό για τους σκοπούς της λήψης αποφάσεων το να αναπτύσσονται εναλλακτικές λύσεις (αποτελούµενες από ένα ή και περισσότερα προγράµµατα), οι οποίες και θα πρέπει να παρουσιάζονται τεκµηριωµένες στο σχέδιο. Ένα απλό σχέδιο ενδέχεται να εµπεριέχει ένα ή δύο προγράµµατα, ενώ κάποιο περισσότερο σύνθετο περικλείει περισσότερα λειτουργικά στοιχεία, µε τις εναλλακτικές του λύσεις να περιέχουν ποικίλα προγράµµατα. Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να αξιολογηθούν τόσο οι διοικητικές όσο και οι λειτουργικές δραστηριότητες. Κατά την ανάπτυξη εναλλακτικών λύσεων είναι ιδιαίτερα σηµαντικός ο συντονισµός όλων των λειτουργικών στοιχείων, προκειµένου να εξασφαλισθεί η συνέχεια του συστήµατος (από την επιτόπου αποθήκευση µέχρι την Τ∆), ώστε ο αναλυτής να είναι σε θέση να προτείνει βιώσιµες εναλλακτικές λύσεις αξιολογώντας τα συντονισµένα προγράµµατα.

Βήµα 4: Επιλογή προγραµµάτων και σχεδίων. Στο βήµα αυτό επιλέγεται από τον αναλυτή για να περιληφθεί στο σχέδιο ένας περιορισµένος αριθµός εναλλακτικών λύσεων, οι οποίες κατόπιν εξετάζονται από τον ίδιο, από τον αποφασίζοντα όπως επίσης και από άλλους φορείς. Ελέγχεται η λογική των επιµέρους προγραµµάτων που συνθέτουν τις λύσεις αυτές, τα προγράµµατα τροποποιούνται κατά περίπτωση, ενώ προσδιορίζεται και αξιολογείται ο διαχειριστικός έλεγχός τους, κάτι το ιδιαίτερα σηµαντικό καθώς η ∆Α δε µπορεί να λειτουργήσει ικανοποιητικά χωρίς αλληλεπίδραση δηλ. αποκριτικό έλεγχο. Ως εκ τούτου, ο αναλυτής θα πρέπει να αναπτύξει µία λεπτοµερειακή επίγνωση της κοινωνικής και πολιτικής δοµής της κοινότητας. Στο βήµα αυτό, η τελική ενέργεια είναι η επιλογή ενός προτιµούµενου συνόλου προγραµµάτων ώστε να διαµορφωθεί κάποιο σχέδιο, όπου τα προτιµούµενα προγράµµατα θα µπορούν να επιλεγούν από µία µόνο ή και από συνδυασµό εναλλακτικών λύσεων, µε την τελική επιλογή να διενεργείται από τον ίδιο τον αποφασίζοντα.

Βήµα 5: Ανάπτυξη χρονοδιαγράµµατος υλοποίησης. Όταν προκύψουν αστοχίες κατά το σχεδιασµό, ως κύρια αιτία αποδεικνύεται συνήθως ένα ανεπαρκώς ορισµένο χρονοδιάγραµµα υλοποίησης. Ο βαθµός τεκµηρίωσης κάθε χρονοδιαγράµµατος υλοποίησης εξαρτάται από τον τύπο των προγραµµάτων που αναπτύσσονται στο σχέδιο. Εάν είναι δυνατόν, ο βαθµός τεκµηρίωσης που θα απαιτηθεί για την υλοποίηση θα πρέπει να καθορισθεί από τον αναλυτή και τον αποφασίζοντα κατά τη διάρκεια του 1ου βήµατος ανάπτυξης του σχεδίου (προδιαγραφή του προβλήµατος). Οι παρακάτω γενικές παρατηρήσεις µπορούν να χρησιµοποιηθούν ως οδηγός για τον απαιτούµενο βαθµό τεκµηρίωσης:

• Τοπικά σχέδια που αναπτύσσονται για ένα επιµέρους λειτουργικό στοιχείο απαιτούν συνήθως ένα απλό χρονοδιάγραµµα υλοποίησης, πιθανώς χωρίς κάποια βηµατική ακολουθία για προγραµµατικές αλλαγές:

• Τοπικά και περιφερειακά σχέδια που γίνονται για πάνω από ένα λειτουργικό στοιχείο προαπαιτούν την ανάπτυξη εµπεριστατωµένων χρονοδιαγραµµάτων υλοποίησης, τα οποία θα πρέπει να αναγνωσθούν, ερµηνευθούν και χρησιµοποιηθούν από πολλούς διοικητικούς και λειτουργικούς φορείς.

• Τα εθνικά σχέδια περιλαµβάνουν λίγα σε αριθµό αλλά πολύ συγκεκριµένα χρονοδιαγράµµατα υλοποίησης, λόγω του ότι ασχολούνται κατά κανόνα µε πολλαπλά πολιτικά και δικαιοδοσιακά όρια. Καθώς τα σχέδια αυτά αναπτύσσονται σε απόκριση συγκεκριµένης νοµοθεσίας, περιέχουν επίσης συγκεκριµένες ηµεροµηνίες ολοκλήρωσης, υιοθετώντας συχνά κάποια Ευρωπαϊκή Οδηγία, όπως π.χ. αυτή για τις συσκευασίες και τα απορρίµµατά τους - βλ. Οδηγία 94/62/ΕΚ (1994), Karagiannidis and Moussiopoulos (1995).

Ύστερα από την ολοκλήρωση του βήµατος 5 και µε κατάλληλη τεκµηρίωση, ο αναλυτής έχει πλέον ολοκληρώσει την πιο απαιτητική εργασία. Εξακολουθεί πάντως να παραµένει εµπλεκόµενος στη διαδικασία σχεδιασµού και κατά τη διάρκεια της υλοποίησης, όπως επίσης

Page 49: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

30

ακόµη και όταν το σχέδιο απαιτεί ενηµέρωση. To κυρίως έργο της υλοποίησης πλέον

µετατοπίζεται στη µεριά του αποφασίζοντα.

Οργάνωση της πορείας υλοποίησης.

Η οργάνωση της εργασίας σχεδιασµού στις περισσότερες µελέτες ∆Α αποτελεί ευθύνη κάποιου διευθυντή σχεδιασµού που ενδέχεται να είναι σε έναν δηµόσιο φορέα ή σε µία ιδιωτική εταιρία συµβούλων. Το άτοµο αυτό θα πρέπει να ασχολείται και να παρακολουθεί τον υπολειπόµενο χρόνο για την ολοκλήρωση του έργου και τους διαθέσιµους πόρους που έχουν δεσµευθεί για αυτό3. Ως τυπική περίπτωση, τα τοπικά σχέδια είναι απλά και αναπτύσσονται µόνο για ένα λειτουργικό στοιχείο (π.χ. θέµατα προσωπικού, οργάνωση εργασίας, κ.λπ.). Τα περιφερειακά και εθνικά σχέδια είναι, από την άλλη, σύνθετα και συνήθως εµπερικλείουν τα περισσότερα λειτουργικά στοιχεία: Απαιτείται αρκετό προσωπικό για την εκτίµηση των διαφόρων δραστηριοτήτων που θα πρέπει να ληφθούν υπόψη, ενώ η οργάνωση της εργασίας θα πρέπει να ελέγχεται στενά, ώστε να µην υπάρξει υπέρβαση προθεσµιών και προϋπολογισµού.

Ο έλεγχος της διαδικασίας σχεδιασµού καθίσταται λοιπόν διαχειριστικό θέµα, στο οποίο ένα διάγραµµα δραστηριοτήτων (activity chart) µπορεί να αποδειχθεί πολύτιµη βοήθεια στο διευθυντή σχεδιασµού. Στο διάγραµµα αυτό θα πρέπει να ολοκληρωθούν και παρασταθούν τα βασικά θέµατα εργασίας και οι αλληλοσυσχετίσεις τους, όπως επίσης και οι σχετικές προθεσµίες υλοποίησής τους. O διευθυντής σχεδιασµού χρησιµοποιεί το διάγραµµα αυτό προκειµένου να παραµείνει ενηµερωµένος για την πρόοδο των εργασιών, όπως επίσης και για να αναθέσει στην οµάδα σχεδιασµού τις επιµέρους εργασίες.

1.3.5.3. Η διαδικασία λήψης απόφασης

Ως βασικός σκοπός του σχεδιασµού έχει ορισθεί η συλλογή, αξιολόγηση και παρουσίαση δεδοµένων σχετικών µε κάποιο πρόβληµα που απαιτεί κάποια ενέργεια από κάποιον αποφασίζοντα. Ως εκ τούτου, η διαδικασία σχεδιασµού αποτελεί ιδιαίτερα σηµαντικό τµήµα της διαδικασίας λήψης απόφασης, ενώ η σχέση µεταξύ αναλυτή και αποφασίζοντα είναι κατά κανόνα αρκετά στενή στη διάρκεια της ανάπτυξης του σχεδίου. Στο σηµείο αυτό συζητούνται σε κάποια µεγαλύτερη έκταση ανάγκες και γεγονότα, όπως αυτά σχετίζονται µε την επιλογή και υλοποίηση προγραµµάτων ∆Α.

Προαπαιτούµενα στη λήψη αποφάσεων. Είναι σαφές ότι ένας επαρκής σχεδιασµός αποτελεί ένα από τα θεµελιώδη και ίσως σηµαντικότερα προαπαιτούµενα στη λήψη αποφάσεων. Εξίσου σηµαντικό είναι η κατανόηση των αντικειµενικών σκοπών της υπό εξέταση κοινότητας: Θα πρέπει πρώτα να εξετασθεί ποιες είναι οι ανάγκες και τα προβλήµατα ∆Α σε αυτήν, τα οποία απαιτούν διορθωτικές ενέργειες. Εάν τα προβλήµατα αυτά ενταχθούν στο πλαίσιο της παραπάνω περιγραµµένης µεθοδολογίας σχεδιασµού, θα πρέπει τότε να είναι δυνατή η λήψη κάποιας απόφασης σχετικά µε τη λύση των παραπάνω προβληµάτων, όταν καταστούν διαθέσιµα τα αποτελέσµατα της µελέτης σχεδιασµού. Τα υπεύθυνα άτοµα για την επιλογή και υλοποίηση ΣΟ∆Α θα πρέπει να ενεργήσουν µε ακριβώς τον ίδιο τρόπο. Επιπλέον, ο αποφασίζων θα πρέπει να αξιοποιήσει τα αποτελέσµατα του σχεδιασµού ώστε να αντεπεξέλθει σε θέµατα εξόδων, κατανοµής εργατικού δυναµικού και γενικότερα υλοποίησης του συστήµατος.

Η λήψη αποφάσεων στη ∆Α καθίσταται αρκετά αβέβαιη, εξαιτίας του ερχοµού στο προσκήνιο αρκετών πρόσφατα ανεπτυγµένων εννοιών και τεχνολογιών, όπως επίσης και ως αποτέλεσµα της αύξησης της κοινωνικής ευαισθησίας σχετικά µε την αξία των φυσικών πόρων. Χωρίς κάποιους αποτελεσµατικούς οδηγούς λήψης αποφάσεων (όπως τα προϊόντα ενός καλού

3 Βέβαια, όσο πιο «καινοτόµο» είναι ένα έργο για µία περιοχή, τόσο πιθανότερο είναι να ξεπερασθεί

το χρονοδιάγραµµά του, φαινόµενο ακόµη εντονότερο στην περίπτωση πιλοτικών µονάδων.

Page 50: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

31

σχεδιασµού), υπάρχει ο κίνδυνος πολλοί αποφασίζοντες να ανταποκριθούν στην παραπάνω δυναµική φύση του συστήµατος, αναβάλλοντας οποιαδήποτε ενέργεια υλοποίησης µέσω κάποιου «ατελείωτου» κύκλου επιπρόσθετων µελετών. ∆ραστηριότητες αυτού του είδους µπορεί να είναι πολιτικά πρόσφορες αλλά σπάνια αποδεικνύονται αποκριτικές σε ανάγκες της κοινότητας. Περισσότερο πρακτική προσέγγιση θα αποτελούσε η ανάπτυξη ενός δυναµικού σχεδίου ∆Α και µίας κατάλληλης τεχνικής ενηµέρωσης που θα επιτρέψει στα ΣΟ∆Α να µεταβάλλονται ανάλογα µε τις κοινωνικές αξίες, τις έννοιες και τις τεχνολογίες.

Σηµαντικά επακόλουθα µίας απόφασης. Όπως περιγράφηκε και προηγουµένως, ο σχεδιασµός είναι µία διαδικασία που οδηγεί στην ανάπτυξη εναλλακτικών λύσεων διαχείρισης. Η λήψη αποφάσεων είναι µία δραστηριότητα που οδηγεί σε δράσεις υλοποίησης συστηµάτων εξοπλισµού και εργατικού δυναµικού. Αν και υφίσταται κίνδυνος υπεραπλούστευσης της διαδικασίας λήψης αποφάσεων, στην ολοκλήρωση δράσεων ∆Α θεωρούνται σηµαντικά τα εξής τέσσερα επακόλουθα:

1. Υιοθέτηση ενός σχεδίου ∆Α, συµπεριλαµβανοµένων και ειδικών προγραµµάτων. 2. Υιοθέτηση ενός καταλλήλου χρονοδιαγράµµατος υλοποίησης. 3. Επιλογή ενός φορέα ή φορέων που θα διαχειρισθούν το σχέδιο και θα χειρισθούν το

σύστηµα. 4. Επιλογή προσωπικού, χρηµατοδοτικών πόρων και µέσων.

Είναι αξιοσηµείωτο ότι δεν απαιτούνται όλα τα επακόλουθα της απόφασης για την έναρξη ενός προγράµµατος δράσης. Π.χ., η διοίκηση, λειτουργία και διαχείριση του προσωπικού αποτελεί κατά κανόνα ευθύνη της Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΤΑ). Ως εκ τούτου, τα επακόλουθα Νο. 1 και 2 είναι σηµαντικότερα στο τοπικό επίπεδο σχεδιασµού. Στην υλοποίηση περιφερειακών σχεδίων είναι συχνά απαραίτητη η διαµόρφωση νέων πηγών προσωπικού και χρηµατοδότησης. Ως εκ τούτου, και τα τέσσερα παραπάνω επακόλουθα είναι σηµαντικά σε αυτά τα επίπεδα.

1.3.5.4. Λειτουργικά στοιχεία και δυνητικές ενέργειες

Oι περιλαµβανόµενες σε ένα ΣΟ∆Α δυνητικές ενέργειες ακολουθούν µία ιεραρχική δοµή, η οποία καταδεικνύεται στην Εικόνα 11 (πρέπει να τονισθεί ότι εξετάζονται µόνο τα µετακαταναλωτικά απορρίµµατα). Στην περίπτωση ενός ΣΟ∆Α η ιεραρχία αυτή χαρακτηρίζεται αρχικά ως διαδοχικά αποκλειστική καθώς:

• Στο επίπεδο 1 (µεταφόρτωση) τα απορρίµµατα συµπιέζονται για µείωση του όγκου τους.

• Στο επίπεδο 2 (επεξεργασία, µετασχηµατισµός και ανάκτηση πόρων σε Μονάδες Ανάκτησης Υλικών ή/και Κοµποστοποίησης (ΜΑΥΚ) και ΜΘΕ) τα απορρίµµατα υπόκεινται σε διεργασίες που αποσκοπούν στην εκτροπή τους από το επίπεδο 3.

• Στο επίπεδο 3 (Τελική ∆ιάθεση (Τ∆) σε ΧΥΤΑ) αποτίθεται στη γη οτιδήποτε δεν κατέστη δυνατόν να ανακτηθεί στο επίπεδο 2.

Είναι πάντως αξιοσηµείωτο ότι, όλα τα παραπάνω επίπεδα µπορεί κάλλιστα να θεωρηθεί ότι παρέχουν και την επιπρόσθετη κοινή υπηρεσία της αποδοχής απορριµµάτων, κάτι το όχι αυτονόητο και προφανές αλλά, αντιθέτως κάτι που καθίσταται σήµερα ολοένα και περισσότερο δύσκολο και δαπανηρό. Αυτό σηµαίνει ότι όταν ο φορέας Α δέχεται τα απορρίµµατα από το φορέα Β, τότε ο Α παρέχει στο Β µία υπηρεσία γιατί τον απαλλάσσει από τα απορρίµµατά του. Το κατά πόσο η παραπάνω υπηρεσία έχει και τιµολογιακές συνέπειες (ανταποδοτικό τέλος ή τέλος πύλης, gate fee), έχει να κάνει µ.ά. και µε τη σχέση µεταξύ του φορέα που µεταφέρει τα απορρίµµατα σε µία εγκατάσταση µε το φορέα που διαχειρίζεται την εγκατάσταση αυτή. Εάν οι δύο φορείς ταυτίζονται τότε δεν υπάρχει περίπτωση να εµφανισθεί τέτοιο τέλος στο συγκεκριµένο σηµείο της αλυσίδας, αλλά αυτό µετατοπίζεται στο αµέσως κοντινότερο σηµείο ανάντι της ροής των απορριµµάτων (βλ. Εικόνα 12).

Page 51: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

32

Εικόνα 11. Ιεραρχική δοµή ενός ΣΟ∆Α. Με διακεκοµµένα τόξα παρίστανται οι οδοί επανένταξης προ- (ανακύκλωση κατά την παραγωγική διαδικασία) και µετα-καταναλωτικών ανακτηµένων πόρων (πρώτων υλών, ενέργειας) στον οικονοµικό κύκλο (Καραγιαννίδης, 1996).

Τονίζεται ότι (βλ. και Εικόνα 12 - περίπτωση 3) η παραπάνω αναφερθείσα έννοια της υπηρεσίας δεν περιορίζεται στα ανάµικτα απορρίµµατα αλλά επεκτείνεται και στις δευτερογενείς πρώτες ύλες, οι οποίες έχουν προκύψει ως προϊόντα ∆ιαλογής στην Πηγή (∆σΠ) ή ως προϊόντα από ΜΑΥΚ. Στην περίπτωση που αυτή η δραστηριότητα συνεπάγεται πρόσθετο κόστος για τον τελικό ανακυκλωτή, οι παρεχόµενες υπηρεσίες και οι συνεπαγόµενες χρηµατορροές διατηρούν τη φορά τους. Π.χ., εάν µία πετροχηµική βιοµηχανία απορροφήσει πλαστικά ανάµικτα απορρίµµατα ως πρώτη ύλη (feedstock) για διάφορες διεργασίες διυλιστηρίου, τότε θα πρέπει να δικαιούται (µέσω του καταλλήλου θεσµικού πλαισίου) ενός αντίστοιχου τέλους πύλης, το οποίο θα την αποζηµιώνει για οποιαδήποτε πρόσθετα κόστη αναγκασθεί να υποστεί ως συνέπεια της παραπάνω δραστηριότητας της ανακύκλωσης. Στο συγκεκριµένο παράδειγµα, η βιοµηχανία θα εισπράττει το παραπάνω τέλος από το φορέα που της παραδίδει τα ανάµικτα πλαστικά απορρίµµατα. Η ροή των απορριµµάτων είναι αντίρροπη αυτής των υπηρεσιών και άρα της χρηµατορροής που καλύπτει το κόστος των υπηρεσιών αυτών. Στην περίπτωση που το εν λόγω κόστος είναι αρνητικό (όπως σε περιπτώσεις ορισµένων προδιαλεγµένων υλικών - βλ. Εικόνα 12 - περίπτωση 3), αντιστρέφεται και η χρηµατορροή. Επίσης, το εν λόγω τέλος πύλης δεν είναι κατ’ανάγκη πάντοτε χρηµατικό αλλά είναι δυνατόν να εµφανισθεί κατόπιν διαπραγµάτευσης και µε τη µορφή παροχής κάποιας άλλης (ανταποδοτικής) υπηρεσίας (βλ. εικόνα 12 - περίπτωση 2).

Page 52: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

33

α) Ανάµικτα απορρίµµατα ∆Θ (Α1.1=Α1.2). Το Τ1.1 είναι το τέλος καθαριότητας που πληρώνεται από το

δηµότη για την υπηρεσία Υ1.1 (καθαριότητα της πόλης) µέσω του λογαριασµού της ∆ΕΗ (από όπου και το εισπράττει ο ∆Θ). Το Τ1.2 είναι το ποσό εκείνο που ο ∆Θ πληρώνει στο ΣΟΤΑΜΘ (ορίζεται ως το 2% του τακτικού προϋπολογισµού του ∆Θ) για την υπηρεσία Υ1.2 (αποδοχή απορριµµάτων ∆Θ στο Χ∆Α Ταγαράδων που διαχειρίζεται ο ΣΟΤΑΜΘ).

β) Ανάµικτα απορρίµµατα ∆ήµου Καλαµαριάς (Α2.1=Α2.2=Α2.3), θεωρώντας διέλευσή τους µέσω του ΣΜΑ του ∆Θ. Η ποσότητα Α.2.3 έχει µεγαλύτερη πυκνότητα από τις Α.2.1 και Α.2.2. Τα Τ2.1, Τ.2.3, Υ2.1 και Υ2.3 είναι ανάλογα των Τ1.1, Τ1.3, Υ1.1 και Υ1.3. Σήµερα (Ιανουάριος 1996) είναι σε εξέλιξη το θέµα ασφαλιστικών µέτρων του ∆ήµου Καλαµαριάς εναντίον του ήδη λειτουργούντος ΣΜΑ του ∆Θ (εφηµ. «Μακεδονία», 1995-α), αντιδικία που θα µπορούσε να αµβλυνθεί στις σχετικές διαπραγµατεύσεις, µέσω συµφωνίας στην οποία θα προβλέπονταν π.χ. δωρεάν αποδοχή των απορριµµάτων του ∆ήµου Καλαµαριάς από τον ΣΜΑ του ∆Θ (δηλ. Τ2.2=0 στην υπηρεσία Υ2.2).

γ) Προδιαλεγµένο παλαιόχαρτο του ΣΟΤΑΜΘ (Α3.1=Α3.2=Α.3.3). Λόγω του ότι σήµερα (φθινόπωρο 1995), η χαρτοβιοµηχανία (τελικός ανακυκλωτής) εµφανίζει αυξηµένη ζήτηση σε παλαιόχαρτο οι φορές των υπηρεσιών (Υ3.3, Υ3.2 και Υ3.1) αντιστρέφονται, µετατρέποντας αυτοµάτως και τα τέλη (Τ3.3, Τ.3.2) σε τιµές αγοράς δευτερογενών πρώτων υλών (εδώ Τ3.1=0, αν και µπορεί και αυτό να πάρει κάποια αρνητική τιµή -ελαττώνοντας το Τ1.1). Πρόκειται για την (απλή) περίπτωση που η ανακύκλωση προωθείται χωρίς παρεµβατικές δράσεις (π.χ. επιδοτήσεις ή νοµοθεσία που να επιβάλλει προδιαγραφές και στόχους, εξαναγκάζοντας τον ιδιωτικό τοµέα σε δραστηριότητες στην κατεύθυνση αυτή).

Εικόνα 12. Ροές ανάµικτων/προδιαλεγµένων απορριµµάτων, ανταποδοτικά τέλη (Τx.y) και παρεχόµενες υπηρεσίες (Υx.y) για τρία παραδείγµατα (x) ∆Α (y: αύξων αριθµός σταδίου ∆Α) (Καραγιαννίδης, 1996).

Οι επιµέρους δυνητικές ενέργειες σε ένα ΣΟ∆Α όσον αφορά εγκαταστάσεις είναι:

• Σταθµός Μεταφόρτωσης Απορριµµάτων (ΣΜΑ).

• Μονάδα Θερµικής Επεξεργασίας απορριµµάτων (ΜΘΕ).

• Μονάδα Ανάκτησης Υλικών ή/και Κοµποστοποίησης απορριµµάτων (ΜΑΥΚ).

• Χώρος υγειονοµικής ταφής απορριµµάτων (ΧΥΤΑ). Κάθε δυνητική ενέργεια µπορεί να υποδιαιρεθεί σε υπό-ενέργειες (εµβαθύνοντας στα επίπεδα διακριτότητας), ανάλογα µε το βαθµό λεπτοµέρειας (και τα συνεπακόλουθα επίπεδα) που επιθυµεί κανείς να προσάψει εξ αρχής στο σύστηµα.

Ένα άλλο ενδιαφέρον σηµείο έγκειται στον ορισµό και (κυρίως) το ελάχιστο µέγεθος (και συνεπακόλουθο κόστος επένδυσης) µίας εγκατάστασης. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγµα του ΣΜΑ. Ο µοναδικός του βασικός ρόλος είναι να συµπιέζει τα εισερχόµενα απορρίµµατα, αυξάνοντας την πυκνότητα και άρα µειώνοντας τον όγκο τους. Το µέγεθός του ποικίλλει και µπορεί να εκτείνεται από µία φορητή πρέσα µέχρι µία πλήρη εγκατάσταση βιοµηχανικής κλίµακας. Το παράδειγµα λοιπόν του ΣΜΑ (µοναδικό σε ένα ΣΟ∆Α) είναι χαρακτηριστικό της

Page 53: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

34

µετάβασης από την «κλίµακα του κάδου» στην «κλίµακα της εγκατάστασης». Πρακτικά προβλήµατα χωροθέτησης-κατανοµής υφίστανται σαφώς και στις δύο κλίµακες, µε την πρώτη να φέρει το γενικό χαρακτηρισµό της τοπικής και τη δεύτερη της περιφερειακής. Κατά αναλογία µε τα προβλήµατα χωροθέτησης στη ∆Α και τα προβλήµατα διακίνησης εµφανίζουν αµφότερες τις δύο παραπάνω διαστάσεις: Τα δροµολόγια συλλογής των απορριµµατοφόρων εντός των ΟΤΑ λογίζονται ως διακινήσεις τοπικής κλίµακας, καθώς τα οχήµατα αυτά «επισκέπτονται» τους κάδους (σηµεία συλλογής ανάµικτων απορριµµάτων τοπικής κλίµακας) και τους εκκενώνουν, παρέχοντας έτσι το βασικό τµήµα της προβλεπόµενης υπηρεσίας τους. Αντίθετα, τα δροµολόγια µεταφοράς των ανωτέρω συλλεγοµένων απορριµµάτων στα ίδια απορριµµατοφόρα από τους ΟΤΑ προς τις µονάδες επεξεργασίας, µετασχηµατισµού ή και Τ∆, λογίζονται ως διακινήσεις περιφερειακής κλίµακας. Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται και µία απεµπλοκή (αν και όχι πάντοτε πλήρης) των δύο σταδίων της αποκοµιδής, κάτι που διευκολύνει και την ξεχωριστή επιµέρους προσοµοίωση του περιφερειακού συστήµατος. Η διάκριση ανάµεσα σε τοπικό και περιφερειακό ΣΟ∆Α είναι γενικά τόσο καλύτερη όσο µικρότερος είναι ο ΟΤΑ. Στην περίπτωση του ΣΜΑ, η τροφοδοσία της µονάδας µπορεί να γίνεται µέσω του τοπικού ή µέσω του περιφερειακού δικτύου διακίνησης (ή και των δύο σε συνδυασµό), ανάλογα µε το κατά πόσο ο σταθµός θεωρείται ως ευρισκόµενος εντός των ορίων του ΟΤΑ που εξυπηρετεί ή όχι (Kirca and Erkip, 1988). Η σκοπιµότητα της απεµπλοκής των συστηµάτων τοπικής και περιφερειακής κλίµακας έγκειται στη δυνατότητα εξέτασης και βελτιστοποίησης του δευτέρου χωρίς να χρειάζεται να εξετασθούν ταυτόχρονα συναφή θέµατα µικροκλίµακας (π.χ. λεπτοµερής καθορισµός δροµολογίων αποκοµιδής εντός κατοικηµένων περιοχών, χωροθέτηση κάδων, οργάνωση προγραµµάτων ∆σΠ, κ.λπ.).

Κάθε µονάδα ∆Α σε κατάσταση λειτουργίας εµφανίζει πάντοτε µία εισροή απορριµµάτων σε αυτήν, ως προφανές αποτέλεσµα του ρόλου της και της υπηρεσίας που παρέχει. Οποιαδήποτε στερεά, µη αξιοποιήσιµα «(παρα-)προϊόντα» της µονάδας θεωρούνται και αυτά ως απορρίµµατα και κατά συνέπεια εµφανίζονται ως ροή εξόδου της µονάδας. Γενικά, η ροή µάζας εξόδου (wεξ) κάθε εγκατάστασης ∆Α εµφανίζεται ως ποσοστό της ροής µάζας εισόδου (wεισ) σε αυτή, συναρτήσει ενός παράγοντα µείωσης (ƒ: 0-1) που δείχνει το πόσο ελαττώνεται η ποσότητα των ΣΑ που «εξέρχονται»4 από την εκάστοτε εγκατάσταση:

wεξ = (1-ƒ).wεισ, όπου ƒ = ƒ(τυπολογία µονάδας, είδος απορριµµάτων)

Ειδικές (ακραίες) περιπτώσεις: (α) ΣΜΑ: ƒ=1, (β) ΧΥΤΑ: ƒ=0. Είναι προφανές ότι στο παραπάνω ισοζύγιο δεν περιλαµβάνονται οι εκποµπές υγρών και αερίων ρύπων κάθε µονάδας, πράγµα που οφείλεται στην κατά τάξεις µεγέθους µικρότερη ποσότητά τους (κάτι που βέβαια δεν υποβαθµίζει διόλου τη σηµασία τους).

Το σύνολο των δυνητικών ενεργειών ανάκτησης πόρων από τα απορρίµµατα απαρτίζεται από (α) ∆σΠ, (β) Μηχανική-Βιολογική Επεξεργασία (ΜΒΕ), (γ) θερµική επεξεργασία (ΘΕ) και (δ) ΥΤ. Η ΘΕ, λαµβάνουσα χώρα σε αντίστοιχες ΜΘΕ, µπορεί περαιτέρω να διαχωριστεί στην «συµβατική» καύση ή αποτέφρωση (πλέον µόνον - σύµφωνα µε Κοινοτικές Οδηγίες- µε ανάκτηση ενέργειας) και σε ορισµένες υπό εξέλιξη ή µεταβατικές τεχνολογίες (βλ. κεφ. 1.2.4). Η ΜΒΕ, διεξαγόµενη σε ΜΑΥΚ µπορεί περαιτέρω να διαχωριστεί ανάλογα µε τα ανακτώµενα υλικά (ΒΕ) -«κοµπόστ», Καύσιµο από Σκουπίδια -ΚαΣ ή RDF-, δευτερογενείς πρώτες ύλες, βλ. και κεφ. 8). Η ΥΤ µπορεί και αυτή να διαχωριστεί ανάλογα µε ορισµένα τεχνολογικά χαρακτηριστικά της (ύπαρξη στεγάνωσης πυθµένα, πρόβλεψη αξιοποίησης βιοαερίου, δυνατότητα επεξεργασίας διασταλλαζόντων, κ.λπ.). Η ∆σΠ περιλαµβάνει επίσης διάφορους συνδυασµούς ανάλογα µε το είδος των προδιαλεγόµενων υλικών και το εφαρµοζόµενο σύστηµα συλλογής.

4 Είτε εξακολουθώντας να χαρακτηρίζονται ως «απορρίµµατα», είτε αποκτώντας τον χαρακτήρα των

«υπολειµµάτων».

Page 54: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

35

Ένα βασικό χαρακτηριστικό που διέπει την παρούσα ανάλυση είναι ότι οι παραπάνω δυνητικές δράσεις δεν είναι αµοιβαία αποκλειόµενες, δηλαδή µπορούν (και στα πλαίσια ενός ΣΟ∆Α συχνά ενδείκνυται) να συνδυασθούν µεταξύ τους. Η υπολανθάνουσα ιδέα είναι ότι µία ικανοποιητική λύση ενός προβλήµατος ∆Α θα περιλαµβάνει κανονικά περισσότερες από µία εκ των παραπάνω δυνητικών ενεργειών, υπό την έννοια ότι κάθε µέθοδος εµφανίζει ταυτόχρονα ισχυρά και ασθενή σηµεία (βλ. µ.ά. Diakoulaki et al., 1993):

♦ Η ΥΤ εξακολουθεί να αποτελεί σήµερα (παγκοσµίως, σχεδόν ολοκληρωτικά) την οικονοµικότερη µέθοδο διάθεσης αλλά συνεπάγεται σπατάλη πόρων (µε µοναδική δυνατότητα ανάκτησης αυτή της ενεργειακής µέσω της αξιοποίησης του βιοαερίου), ενώ συναντώνται διαρκώς αυξανόµενα προβλήµατα εξεύρεσης νέων ΧΥΤΑ, λόγω µη διαθεσιµότητας γης αλλά και κοινωνικών αντιδράσεων (σύνδροµο ΝIMBY).

♦ Οι ΜΘΕ εκπέµπουν επικίνδυνους ρύπους και συνοδεύονται από υψηλά κόστη επένδυσης, αλλά η λειτουργία τους αποδεικνύεται συχνά οικονοµικά αποδοτική (µικρές ανάγκες σε γη, χαµηλό κόστος συλλογής απορριµµάτων, ενεργειακή ανάκτηση) και διαχειριστικά επικερδής στο βαθµό που µπορεί να καλύψει τα κόστη διαχείρισης άλλων εγκαταστάσεων ∆Α (Caruso et al., 1993).

♦ Οι ΜΑΥΚ διακρίνονται από µέτρια κόστη επένδυσης, τα οποία ελαττώνονται -λόγω του προδιαγραφόµενου µικρού µεγέθους της εγκατάστασης- ακόµη περισσότερο στην περίπτωση που δίνεται έµφαση στην παραγωγή ΒΕ, εξαιτίας της δυσκολίας απορρόφησης του προϊόντος (Karagiannidis et al., 1996).

♦ Τόσο οι ΜΘΕ όσο και οι ΜΑΥΚ δε µπορούν να λειτουργήσουν χωρίς την παρουσία ΧΥΤΑ, στον οποίο θα οδηγούνται τα (ποσοτικά δραστικά ελαττωµένα) στερεά τους κατάλοιπα.

♦ Η ∆σΠ δε µπορεί να αποτελέσει αυτάρκη επιλογή, καθώς συνδέεται µε σχετικά χαµηλά ποσοστά µείωσης της συνολικής προκύπτουσας ποσότητας των απορριµµάτων.

Στα επόµενα υποκεφάλαια θα παρουσιασθεί συνοπτικά κάθε µία από τις παραπάνω αναφερθείσες «δυνητικές ενέργειες», στο πλαίσιο του αντιστοίχου της λειτουργικού στοιχείου.

1.4. Νοµικό πλαίσιο ∆Α

Στις πιο πυκνοκατοικηµένες περιοχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), η εναπόθεση των απορριµµάτων σε χωµατερές έχει φθάσει στα όριά της. Αν και εξακολουθεί να αποτελεί ενδεχόµενη λύση σε άλλες περιοχές όπου υπάρχουν ακόµη διαθέσιµες εκτάσεις, τα περιθώρια στενεύουν µακροπρόθεσµα λόγω του κινδύνου µόλυνσης των υδάτων και του εδάφους καθώς και των διαµαρτυριών του ντόπιου πληθυσµού. Η χρήση χωµατερών θα εξαρτηθεί από την ύπαρξη χωροταξικώς κατάλληλων και σωστά σχεδιασµένων εκτάσεων και από την προεπεξεργασία ορισµένων απορριµµάτων πριν καταλήξουν σε αυτές.

Η καύση των απορριµµάτων (συµπεριλαµβανοµένων και των καινοτόµων µεθόδων θερµικής επεξεργασίας) αποτελεί ενδεδειγµένη λύση σε πολλές περιπτώσεις, δεδοµένου ότι παρουσιάζει το προτέρηµα της ανάκτησης ενέργειας. Ωστόσο, απαιτούνται επενδύσεις για την αποφυγή των εκποµπών τοξικών ουσιών, καθώς και προσεκτικός σχεδιασµός και διαχείριση της εγκατάστασης και επιλογή των χώρων.

Η καλύτερη λύση για τη µείωση του όγκου των απορριµµάτων είναι η ελάττωση της χρήσης υλικών συσκευασίας και η ανακύκλωση. Η ανακύκλωση προσφέρει σηµαντικές δυνατότητες µείωσης της ρύπανσης. Κάθε τόνος χαρτιού που παρασκευάζεται από χρησιµοποιηµένο χαρτί αντί ξύλου καθιστά δυνατό τον περιορισµό της κατανάλωσης ενέργειας κατά 1/4 έως 3/5 και της ατµοσφαιρικής ρύπανσης κατά 75%. Η ανακύκλωση του χαρτιού, του χαρτονιού και του γυαλιού έχει, ως εκ τούτου, πρωταρχική σηµασία. Στα κράτη µέλη, η αναλογία

Page 55: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

36

ανακυκλωµένου χαρτιού και χαρτονιού κυµαίνεται µεταξύ 28% και 53% (µέσος όρος ΕΕ:

49,6%) και του γυαλιού µεταξύ 21% και 70%.

1.4.1. Οι κατευθυντήριες γραµµές της κοινοτικής πολιτικής

Στο πλαίσιο της κοινοτικής πολιτικής έχουν καθοριστεί πέντε βασικοί στόχοι:

• Αποφυγή της δηµιουργίας αποβλήτων µε την προώθηση τεχνολογιών και διαδικασιών που είναι φιλικές προς το περιβάλλον και δηµιουργούν λιγότερα απορρίµµατα, όπως επίσης µε την παραγωγή περιβαλλοντικά ασφαλών και ανακυκλώσιµων προϊόντων.

• Προώθηση της επανεπεξεργασίας, και ιδίως της ανάκτησης και επαναχρησιµοποίησης απορριµµάτων ως πρώτων υλών.

• Βελτίωση της διάθεσης αποβλήτων µε την επιβολή αυστηρών ευρωπαϊκών προδιαγραφών στον τοµέα του περιβάλλοντος, ιδίως υπό τη µορφή νοµοθεσίας.

• Θέσπιση αυστηρότερων διατάξεων για τη µεταφορά επικίνδυνων ουσιών.

• Εξυγίανση των µολυσµένων εκτάσεων.

Οι στόχοι αυτοί θα επιτευχθούν µε τη διάθεση των αποβλήτων στην πλησιέστερη εγκατάσταση του τόπου παραγωγής τους. Κάθε κράτος µέλος οφείλει να χαράξει σχέδιο διαχείρισης αποβλήτων. Κοινά ερευνητικά προγράµµατα στοχεύουν στη µείωση των ποσοτήτων µη ανακυκλώσιµων αποβλήτων και στη θέσπιση διαδικασιών για την ανακύκλωση των βιοµηχανικών αποβλήτων και των οικιακών απορριµµάτων καθώς και τη χρήση των αποβλήτων στη γεωργία ή στην παραγωγή ενέργειας.

1.4.2. Βασικές νοµοθετικές διατάξεις

α. Βασική οδηγία

Η οδηγία 75/442 ορίζει τις βασικές αρχές για τη συλλογή, τη διάθεση, την ανακύκλωση και την επεξεργασία των αποβλήτων.

β. 'Aκρως επικίνδυνα απόβλητα

Η οδηγία 78/319 συµπληρώνει την οδηγία 75/442 σχετικά µε τη διάθεση των τοξικών και επικινδύνων αποβλήτων. Περιλαµβάνει κατάλογο τοξικών και επικινδύνων ουσιών που υποδιαιρούνται σε 27 οµάδες. Τα κράτη µέλη πρέπει να διασφαλίσουν ότι τα εν λόγω απόβλητα αποθηκεύονται και τυγχάνουν επεξεργασίας µόνο σε εγκεκριµένες εγκαταστάσεις. Το κόστος της διάθεσης των αποβλήτων το οποίο δεν καλύπτεται από την ανακύκλωση πρέπει να καταλογίζεται µε βάση την αρχή "ο ρυπαίνων πληρώνει".

'Aλλες οδηγίες καλύπτουν την επεξεργασία ουσιών που δεν περιλαµβάνονται στον κατάλογο της οδηγίας 78/319:

• Χρησιµοποιηµένα έλαια: οδηγία 75/439 (τελευταία τροποποίηση από την οδηγία 91/692).

• Πολυχλωροδιφαινύλια και πολυχλωροτριφαινύλια: οδηγία 76/403 (91/192).

• Απόβλητα από τη βιοµηχανία διοξειδίου του τιτανίου: οδηγία 78/176 (92/112)

• Χρησιµοποίηση της ιλύος καθαρισµού λυµάτων στη γεωργία: οδηγία 86/278 (91/692) που ορίζει κοινοτικά µέτρα για την προστασία του εδάφους και τον περιορισµό της ανεξέλεγκτης χρήσης ιλύος καθαρισµού λυµάτων.

• Πρόληψη της ατµοσφαιρικής ρύπανσης που προκαλείται από τις νέες εγκαταστάσεις καύσης αστικών απορριµµάτων: οδηγίες 89/369 και 89/429 αυτές οι δύο οδηγίες

Page 56: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

37

προβλέπουν την καύση του 25% των απορριµµάτων που παράγονται στο σύνολο της Κοινότητας ορίζουν προδιαγραφές εκποµπών για τα βαρέα µέταλλα, για το υδροχλωρικό οξύ, το υδροφθορικό οξύ, το διοξείδιο του θείου, καθώς και για τον κονιορτό, που ταξινοµούνται ανάλογα µε τις δυνατότητες των εγκαταστάσεων καύσης· αυστηρότερες προδιαγραφές επιβάλλονται στις µεγαλύτερες εγκαταστάσεις· οι υπάρχουσες εγκαταστάσεις πρέπει να ευθυγραµµιστούν µε τις προδιαγραφές που ισχύουν για τις νέες εγκαταστάσεις σε δύο στάδια.

• Μπαταρίες και συσσωρευτές που περιέχουν επικίνδυνες ουσίες (οδηγία 91/157)· η εν λόγω οδηγία εγκρίθηκε κατόπιν πρωτοβουλίας του ΕΚ· απαγορεύει την εµπορία ορισµένων µπαταριών και συσσωρευτών που περιέχουν επικίνδυνες ουσίες· υποχρεώνει τα κράτη µέλη να λάβουν µέτρα για να διασφαλίσουν την κατάλληλη επισήµανση και την ξεχωριστή συλλογή των χρησιµοποιηµένων µπαταριών και συσσωρευτών µε στόχο την ανακύκλωση και την κατάλληλη διάθεσή τους. Η οδηγία 91/157 τροποποιήθηκε από την οδηγία της Επιτροπής 98/101 σύµφωνα µε την οποία τα κράτη µέλη πρέπει να απαγορεύσουν, το αργότερο µέχρι την 1η Ιανουαρίου 2000, την εµπορία µπαταριών και συσσωρευτών που περιέχουν ποσοστό υδραργύρου άνω του 0,0005% του βάρους τους.

γ. ∆ιασυνοριακές µεταφορές επικινδύνων αποβλήτων

Το πρόβληµα αυτό ρυθµίζεται από την οδηγία 84/631 (όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 91/692), η οποία εκπονήθηκε µετά την τραγωδία της διοξίνης στο Σεβέζο, όπου µεταφέρθηκαν εντός της Κοινότητας βαρέλια που περιείχαν απόβλητα χωρίς να ληφθούν ούτε οι πλέον στοιχειώδεις προφυλάξεις ασφαλείας. Η οδηγία θέσπισε διαδικασίες παρακολούθησης και ελέγχου µε στόχο την πρόληψη παρόµοιας αµέλειας στο µέλλον.

δ. Συσκευασίες και απορρίµµατα συσκευασιών

Η Οδηγία 94/62 δίνει προτεραιότητα στην πρόληψη των απορριµµάτων. Προσδίδει ανάλογη σηµασία στην επαναχρησιµοποίηση και τις διάφορες µορφές ανάκτησης των αποβλήτων (είτε µε λιπασµατοποίηση είτε µε καύση). Τα κράτη µέλη καλούνται να θέσουν ως στόχο την ανάκτηση, εντός πέντε ετών, του 50% τουλάχιστον και του 65% κατ' ανώτατο όριο των αποβλήτων (συµπεριλαµβανοµένης της ΘΕ µέσω της καύσης των αποβλήτων) και την ανακύκλωση για επαναχρησιµοποίηση ελάχιστου ορίου 25% και µέγιστου ορίου 45% του συνολικού όγκου των αποβλήτων και τουλάχιστον του 15% κάθε υλικού συσκευασίας. ∆ιαφορετικές διατάξεις προβλέπονται από την Οδηγία για την Ελλάδα, την Ιρλανδία και την Πορτογαλία. Η Οδηγία αυτή µετουσιώθηκε σε εθνικό δίκαιο µε τον Νόµο 2939/2001 για την εναλλακτική διαχείριση αποβλήτων συσκευασιών και άλλων προϊόντων.

ε. Καύση επικινδύνων αποβλήτων

Η οδηγία 94/67 προβλέπει µέτρα για την πρόληψη ή τουλάχιστον τη µείωση των αρνητικών επιπτώσεων που έχει η καύση επικίνδυνων αποβλήτων στο περιβάλλον και τη δηµόσια υγεία. Θέτει προϋποθέσεις για τη λειτουργία των εγκαταστάσεων καύσης αποβλήτων καθώς και οριακές τιµές εκποµπών.

στ. Υγειονοµική ταφή Η Επιτροπή υπέβαλε πρόταση οδηγίας (COM(91)0102 και COM(93)0275) για τους χώρους εναπόθεσης απορριµµάτων η οποία προβλέπει την ταξινόµηση των χώρων εναπόθεσης και τη θέσπιση εναρµονισµένων διαδικασιών έγκρισης, ελέγχου και παρακολούθησης µε στόχο την ευθυγράµµιση των διατάξεων των κρατών µελών σχετικά µε την ΥΤ. Η Οδηγία 99/31/ΕΚ για την υγειονοµική ταφή των αποβλήτων τέθηκε σε ισχύ τον Ιούλιο του 1999 και αναµφισβήτητα αποτελεί για τη χώρα µας ένα σηµαντικό εργαλείο για την προστασία της δηµόσιας υγείας και του περιβάλλοντος από την υγειονοµική ταφή των αποβλήτων .Η σπουδαιότητα της Οδηγίας είναι τέτοια που αναµένεται , σε συνδυασµό µε τον πρόσφατο νόµο για τις συσκευασίες, να επιφέρει ριζικές αλλαγές στο υφιστάµενο τρόπο διαχείρισης των αποβλήτων στην Ελλάδα και να δώσει νέες ευκαιρίες και δυνατότητες στην ελληνική αγορά. Η

Page 57: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

38

φιλοσοφία ασφάλειας και προστασίας του περιβάλλοντος από τη διάθεση των αποβλήτων που διαπνέει την εν λόγω Οδηγία , βασίζεται στις γνωστές αρχές διαχείρισης στερεών αποβλήτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και περιλαµβάνει τις εξής αξιολογήσεις και βασικές απαιτήσεις (Στοϊλόπουλος και Κουσκούρης, 2002):

- Οι διεργασίες βιοαποδόµησης και οι εκποµπές ρύπων στους ΧΥΤΑ δεν είναι απόλυτα ελεγχόµενες,

- Η λειτουργική ικανότητα του συστήµατος πολλαπλών φραγµών µόνωσης του ΧΥΤΑ δεν διασφαλίζεται επ’αόριστον.

- Απαιτείται προεπεξεργασία των αποβλήτων, µε στόχο αφενός τη µείωση του βιοαποδοµήσιµου κλάσµατος και αφετέρου την αποµάκρυνση του ευδιάλυτου ρυπαντικού φορτίου.

- Απαιτούνται αυστηρά κριτήρια παραλαβής αποβλήτων σε ΧΥΤΑ, έτσι ώστε στη φάση της µετέπειτα φροντίδας να υπάρχουν όσο το δυνατόν λιγότερες απαιτήσεις και κατά συνέπεια µικρότερο κόστος.

- Απαιτούνται" συστήµατα πολλαπλών φραγµών και η λήψη κατάλληλων µέτρων για την ελεγχόµενη διαχείριση του βιοαερίου και των στραγγισµάτων.

1.4.3. ∆ιεθνής δράση

Η Κοινότητα υπέγραψε το 1989 τη Σύµβαση της Βασιλείας για τη διασυνοριακές µεταφορές επικίνδυνων αποβλήτων. Το Συµβούλιο ενέκρινε τον κανονισµό 259/93, που τροποποιήθηκε από τον κανονισµό 120/97, σχετικά µε την παρακολούθηση και τον έλεγχο των µεταφορών αποβλήτων στο εσωτερικό της Κοινότητας καθώς και κατά την είσοδο και έξοδό τους, το περιεχόµενο του οποίου ανταποκρίνεται στη Σύµβαση της Βασιλείας. Κατόπιν πρωτοβουλίας της Κοινότητας, η τρίτη διάσκεψη των µερών της Σύµβασης της Βασιλείας συµφώνησε να τροποποιήσει τη Σύµβαση προκειµένου να απαγορευθούν οι εξαγωγές επικινδύνων αποβλήτων για Τ∆, µε άµεση ισχύ, και οι εξαγωγές επικινδύνων αποβλήτων από τις χώρες του ΟΟΣΑ προς ανακύκλωση, από την 1η Ιανουαρίου 1998.

Η Κοινότητα αποφάσισε επίσης να συµπεριλάβει στη νέα Σύµβαση Λοµέ διάταξη για την απαγόρευση όλων των εξαγωγών αποβλήτων προς τις χώρες της Αφρικής, της Καραϊβικής και του Ειρηνικού· από την πλευρά τους, οι χώρες αυτές πρέπει να απαγορεύουν όλες τις εισαγωγές αποβλήτων, ανεξάρτητα από την προέλευσή τους.

1.4.4. Ο ρόλος του Ευρωπαϊκού κοινοβουλίου

Σε ψήφισµα του 1994 σχετικά µε την ανάγκη περαιτέρω ανάπτυξης της κοινοτικής στρατηγικής για τη διαχείριση των αποβλήτων, το Κοινοβούλιο τάχθηκε υπέρ της ενίσχυσης της εν λόγω στρατηγικής και κάλεσε την Επιτροπή να αναπτύξει κατάλληλες προτάσεις δίνοντας µεγαλύτερη έµφαση στην πρόληψη των αποβλήτων, την εντατικοποίηση της ανακύκλωσης και την καθιέρωση κινήτρων στον τοµέα της αγοράς και της φορολογίας.

Σε άλλο ψήφισµα του Νοεµβρίου 1996, το Κοινοβούλιο επέκρινε την πρόταση της Επιτροπής σχετικά µε την κοινοτική πολιτική διαχείρισης των αποβλήτων ως µη περιέχουσα καµία νέα πρόταση και κάλεσε την Επιτροπή να θέσει σε εφαρµογή πραγµατική στρατηγική διαχείρισης των αποβλήτων βασισµένη στην αρχή της βιώσιµης ανάπτυξης, διασφαλίζοντας ότι η χρήση των πόρων από τη σηµερινή γενεά δε θα πρέπει να αποβαίνει εις βάρος της χρήσης των µελλοντικών γενεών. Ζητούσε επίσης να συνεχισθούν οι προσπάθειες για την εκπλήρωση των στόχων που ορίσθηκαν στο πλαίσιο του πέµπτου προγράµµατος δράσης σχετικά µε το περιβάλλον για το 2000, συγκεκριµένα ποσοστό ανακύκλωσης 50% για το χαρτί, το γυαλί και τις πλαστικές ύλες και σταθεροποίηση του όγκου των αποβλήτων στο επίπεδο του 1985.

Στις 16 Σεπτεµβρίου 1998, αποφαινόµενο σχετικά µε την εφαρµογή των οδηγιών για τη διαχείριση των αποβλήτων κατά την περίοδο 1989-1994, το Κοινοβούλιο καταδίκασε την

Page 58: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

39

αµέλεια που επέδειξαν τα κράτη µέλη όσον αφορά την εφαρµογή της κοινοτικής νοµοθεσίας. Εξέφρασε ειδικότερα τη λύπη του για τη µη µεταφορά των οδηγιών σχετικά µε τα τοξικά και επικίνδυνα απόβλητα στις εθνικές νοµοθεσίες, τη διάθεση των χρησιµοποιηµένων ελαίων και τη χρησιµοποίηση της ιλύος καθαρισµού λυµάτων στη γεωργία. Ζήτησε να θεσπιστεί κοινοτικός κανονισµός σχετικά µε τον ορισµό των αποβλήτων στην Ευρώπη, τη συστηµατική κίνηση διαδικασιών επί παράβαση κατά των κρατών µελών που δεν τηρούν τις οδηγίες και, χάριν διαφάνειας, την κωδικοποίηση του κοινοτικού δικαίου στον τοµέα του περιβάλλοντος.

Στις 9 Φεβρουαρίου 1999, το Κοινοβούλιο ενέκρινε σε δεύτερη ανάγνωση τη σύσταση σχετικά µε την ΥΤ των αποβλήτων, εγκρίνοντας την κοινή θέση του Συµβουλίου και καλώντας επειγόντως την Επιτροπή να υποβάλει οδηγία για τη λιπασµατοποίηση προκειµένου να ενθαρρυνθεί αυτό το είδος βιοµηχανίας και να εναρµονισθούν οι απαιτήσεις ποιότητας.

Page 59: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

40

2. ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΑΠΟΘΗΚΕΥΣΗ - ΣΥΛΛΟΓΗ – ΜΕΤΑΦΟΡΑ/ΜΕΤΑΦΟΡΤΩΣΗ - ΚΟΣΤΟΛΟΓΗΣΗ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ

2.1. Προσωρινή αποθήκευση εκτός οικίας – Συλλογή

2.1.1. Γενικά

Τα απορρίµµατα συλλέγονται προσωρινά σε υποδοχείς απορριµµάτων των οποίων ο τύπος και η χωρητικότητα εξαρτώνται από διάφορους παραµέτρους. Οι υποδοχείς επιλέγονται από τον παραγωγό ή τις δηµοτικές υπηρεσίες. Στην Ελλάδα, οι υποδοχείς των αστικών απορριµµάτων επιλέγονται, τοποθετούνται και συντηρούνται συνήθως από τη δηµοτική υπηρεσία καθαριότητας του εκάστοτε δήµου. Oρισµένες φορές επιλέγονται και από ιδιώτες.

Η διαφοροποίηση των υποδοχέων επιβλήθηκε κατά κύριο λόγο από τη διαφοροποίηση της κατοικίας και της παραγωγής χωροταξικά. Εξαιτίας αυτού, η οργάνωση της συλλογής είναι αρκετά σύνθετη, γιατί µπορεί να κάνει αναγκαία τη χρήση διαφόρων τύπων αυτοκινήτων, προσαρµοσµένων στους τύπους των υποδοχέων.

Η επιλογή των υποδοχέων είναι σηµαντική διότι µπορεί να επηρεάσει τη δηµόσια υγιεινή, την αισθητική της εξυπηρετούµενης περιοχής και το σύστηµα συλλογής-µεταφοράς.

2.1.2. Τύποι υποδοχέων απορριµµάτων

Οι υποδοχείς διακρίνονται σε:

α. Κοινές πλαστικές σακούλες.

Στην περίπτωση αυτή, τα απορρίµµατα αποθηκεύονται εντός αυτών και στη συνέχεια τοποθετούνται στο πεζοδρόµιο προς συλλογή. Οι σακούλες µειονεκτούν στο ότι δεν είναι ανθεκτικές στις καιρικές συνθήκες και στις επιθέσεις των ζώων. Επίσης προσφέρουν µειωµένη αισθητική. Η χρήση των σακουλών µειώνει το κόστος συλλογής των απορριµµάτων διότι δε χρειάζονται ιδιαίτερες επενδύσεις για αγορά υποδοχέων και ειδικά εξοπλισµένων απορριµµατοφόρων.

Οι σακούλες µεταφέρονται από τους εργάτες καθαριότητας και απορρίπτονται µέσα στο απορριµµατοφόρο. Για την αύξηση της απόδοσης στη συλλογή, µπορεί να χρησιµοποιηθούν από τους εργάτες καθαριότητες µεγαλύτεροι σάκοι, που να τους γεµίζουν µε τους µικρότερους σε κάθε στάση (stop) και να µεταφέρουν το περιεχόµενο για άδειασµα στο απορριµµατοφόρο. Έτσι ελαττώνονται οι µικροµετακινήσεις και τα ατυχήµατα λόγω της κυκλοφορίας. Εάν το απορριµµατοφόρο έχει µηχανισµό ανύψωσης και η συλλογή γίνεται σε προάστια µε σχετικές αποστάσεις των κατοικιών, µπορεί να χρησιµοποιηθεί από τον εργάτη καθαριότητας κυλιόµενος κάδος, τον οποίο γεµίζει από τους σωρούς των κατοικιών και το µεταφέρει για άδειασµα στο απορριµµατοφόρο.

β. Μεταλλικοί ή πλαστικοί κάδοι Οι κάδοι απορριµµάτων (Εικόνα 13, 14 και 15), ανοιχτοί ή κλειστοί, κατασκευάζονται από ανθεκτικό πλαστικό ή µέταλλο και µπορεί να είναι κυλιόµενοι ή όχι. Στην Ελλάδα, χρησιµοποιούνται κατά βάση µεταλλικοί και πλαστικοί τροχήλατοι κάδοι χωρητικότητας που κυµαίνεται από 120 έως 1100 lt.

Page 60: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

41

(α) Κάδος χειρωνακτικής εκκένωσης

Εικόνα 13. Κάδοι απορριµµάτων.

Εικόνα 14. Πλαστικοί κάδοι απορριµµάτων των 120 και 240 lt.

Το σύστηµα των κάδων προσφέρει καλύτερη αισθητική και προστασία της δηµόσιας υγιεινής από τις σακούλες αλλά αυξάνει το κόστος λειτουργίας των υπηρεσιών καθαριότητας εξαιτίας των δαπανών για προµήθεια κάδων και συντήρηση αυτών. Το σύστηµα αυτό αντιµετωπίζει προβλήµατα ως προς την τοποθέτηση των κάδων, ιδιαίτερα σε πυκνοκατοικηµένες περιοχές. Οι κάδοι εκκενώνονται είτε µηχανικά (περίπτωση µεγάλων κάδων) είτε χειρωνακτικά (περίπτωση των µικρών δοχείων). Υπάρχει και η περίπτωση συλλογής των κάδων και η αντικατάστασής του από άλλον καθαρό.

γ. Απορριµµατοκιβώτια µεγάλης χωρητικότητας (κοντέινερς) Πρόκειται για ανοιχτούς µεταλλικούς υποδοχείς απορριµµάτων µεγάλης χωρητικότητας (έως και 5 m3) που τοποθετούνται σε επιλεγµένα σηµεία όπου παρατηρείται αυξηµένη παραγωγή.

(β) Κάδοι διαφόρων χωρητικοτήτων

Page 61: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

42

Στην Εικόνα 16 παρουσιάζονται δύο διαφορετικοί τύποι container και στην Εικόνα 17 φαίνεται ο τρόπος φόρτωσης και εκκένωσης ενός container.

Εικόνα 15. Μεταλλικός κάδος απορριµµάτων των 1100 lt

Εικόνα 16. Τύποι κλειστών κοντέινερς (επάνω: πρέσσα, κάτω: απλό).

Page 62: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

43

Εικόνα 17. Φόρτωση και εκκένωση container.

Page 63: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

44

δ. ∆ίκτυο συλλογής απορριµµάτων Πρόκειται για δίκτυο που αποτελείται από αγωγούς µεγάλου διαµετρήµατος (κεκλιµένους ή κατακόρυφους), οι οποίοι έχουν θύρες σε κάθε όροφο ή διαµέρισµα και καταλήγουν σε υποδοχείς απορριµµάτων στο υπόγειο συνήθως του κτιρίου (xρησιµοποιούνται κοινά δοχεία, χάρτινοι σάκοι και κυλιόµενοι κάδοι της απαιτούµενης χωρητικότητας). Στην Εικόνα 18 παρουσιάζεται ένα δίκτυο συλλογής απορριµµάτων.

Εικόνα 18. ∆ίκτυο συλλογής απορριµµάτων.

Οι αγωγοί πρέπει να έχουν κυκλική εσωτερική διάµετρο µε ελαχίστη διάσταση 30 cm. Μια τετραγωνική διατοµή µε ελαχίστη πλευρά 30 cm µπορεί επίσης να γίνει δεκτή, µε την προϋπόθεση ότι οι γωνίες είναι στρογγυλεµένες µε ακτίνα 10 cm. Νεώτερες απαιτήσεις σχετικά µε τις διαστάσεις, αυξάνουν την ελαχίστη διάµετρο σε 40 cm. Μπορεί επίσης να γίνουν δεκτές διάµετροι από 60 έως 70 cm εάν υπάρχουν πολλά πατώµατα. Ο σωλήνας πρέπει να είναι από ανθεκτικό υλικό, για να αντέχει στις πτώσεις σκληρών και βαρέων αντικειµένων, οι δε συνδέσεις να είναι τελείως στεγανές στο νερό. Ο αγωγός πρέπει να µπορεί να καθαρίζεται και να αδειάζει εύκολα, από τις επικαθίσεις ζυµώσιµων υλικών. Ο καθαρισµός και η απολύµανση πρέπει να γίνεται περιοδικά τουλάχιστο µια φορά το χρόνο. Ο αγωγός πρέπει να βρίσκεται σε υποπίεση, σε σχέση µε τις κατοικίες στις οποίες έχουν τοποθετηθεί ανοίγµατα εκκένωσης. Η κυκλοφορία του αέρα πρέπει να γίνεται από πάνω προς τα κάτω. Η τοποθέτηση σωλήνα αερισµού, παράλληλα µε τον αγωγό εκκένωσης, θεωρείται καλή λύση. Στην κορυφή του πρέπει να επικοινωνεί µε την ατµόσφαιρα. Σε µεγάλες εγκαταστάσεις εφαρµόζεται ο µηχανικός αερισµός. Ο αγωγός εκκένωσης και πνευµατικής µεταφοράς πρέπει να τοποθετείται κατάλληλα, ώστε να ελαχιστοποιείται η µετάδοση ενοχλητικών θορύβων. Πρέπει να εγκαθίσταται µακριά από υπνοδωµάτια και τους χώρους παραµονής. Όταν ο θόρυβος που προκαλείται ή που µεταδίδεται στα υπνοδωµάτια και στο καθιστικό, είναι κάτω από 30 έως 40 dBA θεωρείται αποδεκτός. Τα βασικά πλεονεκτήµατα του συστήµατος είναι:

Εξάλειψη οσµών. Εξάλειψη θορύβου από τα απορριµµατοφόρα. Αισθητική αναβάθµιση. ∆ιασφάλιση της δηµόσιας υγείας. Προστασία περιβάλλοντος. Μείωση λειτουργικών δαπανών συλλογής. Αυξηµένη αξιοπιστία και ασφάλεια.

Page 64: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

45

Τα κυριότερα µειονεκτήµατα του είναι: Υψηλό κόστος αγοράς και εγκατάστασης. Αδυναµία εφαρµογής του σε ήδη ανεπτυγµένες οικοδοµικά περιοχές. Τεχνικά προβλήµατα (όπως στην περίπτωση φραξίµατος των αγωγών από ογκώδη

απορρίµµατα. Σπασίµατα των αγωγών από κακή λειτουργία ή φθορά. Υγιεινή εντός κτιρίου.

Επιλογή υποδοχέων Η εκλογή του σωστού υποδοχέα έχει επίδραση:

• Στους κατοίκους που το θεωρούν το πιο συγκεκριµένο µέσο για την εκκένωση των απορριµµάτων.

• Στην καθαριότητα των δρόµων, την ασφάλεια και τις συνθήκες υγιεινής εργασίας του προσωπικού συλλογής.

• Στο ποσοστό της περιεχόµενης υγρασίας, ανάλογα µε το αν αυτοί είναι κλειστοί ή ανοικτοί.

Γενικά πρέπει να επιδιώκεται µια οµοιόµορφη κατανοµή ειδών και µεγέθους υποδοχέων, για να µην επιβραδύνεται ο ρυθµός συλλογής.

Η έρευνα για την επιλογή των υποδοχέων επικεντρώνεται στην εκτίµηση του αριθµού και της χωρητικότητας τους. Η εκλογή των υποδοχέων και του συστήµατος προσυλλογής εξαρτώνται επίσης και από το δηµοτικό εξοπλισµό συλλογής.

Σαν γενικά κριτήρια λαµβάνονται υπόψη τα παρακάτω:

• Άνεση. Το σύστηµα που θα εκλεγεί πρέπει να δίδει άνεση στους ενοίκους, το θυρωρό και το προσωπικό της δηµοτικής υπηρεσίας.

• Ασφάλεια. Το σύστηµα πρέπει να παρέχει ασφάλεια στους χρήστες και τα πρόσωπα που είναι επιφορτισµένα µε τις περαιτέρω φορτοεκφορτώσεις.

• Αθόρυβη λειτουργία. Πρέπει η εκκένωση των κάδων και τα απορριµµατοφόρα να είναι κατά το δυνατό αθόρυβα.

• Ευρωστία - αξιοπιστία σε όλη τη διάρκεια της λειτουργίας.

Απαραίτητες µετρήσεις για την επιλογή των υποδοχέων είναι οι παρακάτω:

• Πληθυσµός.

• Αριθµός νοικοκυριών.

• Μεταβολή του τονάζ που συλλέγεται µέσα στην εβδοµάδα.

• Το µέσο ηµερήσιο συλλεγόµενο φορτίο σε τόνους.

• Οικιστική και κτιριακή δόµηση.

Σαν βάση εκτιµήσεων χρησιµοποιείται η δοµή της κατοικίας:

• Στην πυκνοδοµηµένη οίκηση (συλλογική οίκηση), υπάρχει ενδιαφέρον για την εκλογή µιας χωρητικότητας υποδοχέων, όσο το δυνατόν µεγαλύτερης. Π.χ. για τους κυλιόµενους κάδους, εφόσον η προσπέλαση το επιτρέπει, θα χρησιµοποιηθούν κάδοι των 750 ή των 1100 lt.

Page 65: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

46

• Στις ατοµικές ιδιοκτησίες χρησιµοποιούνται: (α) Σάκοι των 30-100 λίτρων (πλαστικοί, χάρτινοι), σε συνάρτηση µε τη συχνότητα συλλογής και (β) κυλιόµενοι κάδοι των 120, 240 ή 330 lt.

Τοποθέτηση Τοποθετούνται καλαίσθητα δοχεία σε επαρκή αριθµό και χωρητικότητα, για την εναπόθεση των απορριµµάτων. Τα δοχεία αυτά πρέπει να πλένονται συστηµατικά και να απολυµαίνονται. Τα δοχεία απορριµµάτων θα προσκοµίζονται στις θέσεις προσυλλογής, λίγο πριν τη διέλευση των απορριµµατοφόρων και θα αποµακρύνονται το γρηγορότερο µετά την εκκένωσή τους. Προκειµένου για κυλιόµενους κάδους ή δοχεία µεγάλης χωρητικότητας, αυτά πρέπει πριν και µετά την εκκένωσή τους να βρίσκονται σε καθορισµένες θέσεις. Ο χρόνος προσκόµισης και αποµάκρυνσης καθώς και η συχνότητα συλλογής θα πρέπει να περιλαµβάνονται στον κανονισµό λειτουργίας του ∆ήµου ή της Κοινότητας ή του Συνδέσµου ή της ∆ηµοτικής επιχείρησης ∆Α. Προσοχή πρέπει να δίδεται στη σταθεροποίηση των καλυµµάτων των δοχείων συλλογής, για να ελαχιστοποιούνται οι ενοχλήσεις και ο διασκορπισµός απορριµµάτων, που οφείλεται στο πάρσιµο των καπακιών από τον άνεµο, ή στο σπάσιµό τους από άλλους λόγους.

2.1.3. Χώρος προσωρινής αποθήκευσης

Για την αποθήκευση των απορριµµάτων είναι απαραίτητος ένας χώρος, καλά αεριζόµενος, εύκολα προσπελάσιµος, µε πόρτα που να ανοίγει προς το δρόµο ή µέσω ενός διαδρόµου. Ο χώρος πρέπει να είναι ευρύχωρος και να παρέχει την ευχέρεια για εύκολους χειρισµούς των εργατών καθαριότητας, που µεταφέρουν τα απορρίµµατα για εκκένωση. Ο χώρος προσωρινής αποθήκευσης πρέπει να έχει τις κατάλληλες διαστάσεις. Το πλάτος του να είναι µεγαλύτερο ή ίσο µε 2 m και ο λόγος µήκους προς πλάτος µικρότερος ή ίσος προς 2. Το ύψος της οροφής να µην είναι µικρότερο από 2,2 m. Το δάπεδο και τα τοιχώµατα του χώρου πρέπει να αποτελούνται από αδιαπέρατα υλικά και δεν πρέπει να είναι δυνατή, η εισχώρηση τρωκτικών και η παραµονή εντόµων. Πρέπει να υπάρχει σύστηµα πλύσης και αποχέτευσης των νερών της πλύσης, να αποφεύγεται η διατήρηση ενοχλητικών οσµών και η εισχώρησή τους στους κατοικήσιµους χώρους. Απαραίτητος είναι ο φωτισµός του χώρου και η ύπαρξη εύκολης πρόσβασης, µέσω ενός διαδρόµου χωρίς σκαλιά και µε την κατά το δυνατό µικρότερη κλίση. Εάν στο χώρο αυτό θα εγκατασταθούν και ευκολίες για τη συγκέντρωση προϊόντων ανακύκλωσης, η επιφάνειά του πρέπει να αυξηθεί µε 0,3 m2/κατοικία. Για εµπορικά κτίρια επιφάνειας µέχρι 1000 m2 χρειάζονται 10 m2, πέραν δε αυτών χρειάζονται 0,5 m2 για κάθε προστιθέµενα 100 m2 επιφάνειας.

2.2. Συλλογή απορριµµάτων

2.2.1. ∆ροµολόγια προσυλλογής

Πρόκειται για τα δροµολόγια που πραγµατοποιούνται από την κατοικία µέχρι το σηµείο συλλογής από την υπηρεσία καθαριότητας. Οι διαδροµές πρέπει να είναι κατά το δυνατό οι πιο σύντοµες και να εξασφαλίζουν τις µετακινήσεις των υποδοχέων από ένα µόνο πρόσωπο. Εφόσον υπάρχει διάδροµος, το πλάτος του θα πρέπει να είναι 1,5 m και σε περίπτωση χρήσης µηχανικού µέσου 2 m. Οι κλίσεις των οδεύσεων πρέπει να είναι µικρότερες από 4% για τη χειροκίνητη αποκοµιδή και 10% για τη µηχανική.

2.2.2. ∆ιάκριση συλλογής σύµφωνα µε τον τρόπο εκκένωσης των µέσων συλλογής

Η συλλογή διακρίνεται:

Page 66: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

47

Στη χειρωνακτική, που πραγµατοποιείται από τους εργάτες αποκοµιδής, χωρίς τη συµµετοχή του οδηγού του απορριµµατοφόρου. Το χρησιµοποιούµενο απορριµµατοφόρο είναι µε ή χωρίς µηχανισµό και η φόρτωση γίνεται στο πίσω µέρος (rear loader) (Εικόνα 15).

Εικόνα 19. Απορριµµατοφόρο χειρωνακτικής συλλογής.

Στην ηµιαυτόµατη συλλογή, που πραγµατοποιείται από απορριµµατοφόρο µε µηχανισµό πλευρικής φόρτωσης (side loader). Η εργασία διεκπεραιώνεται µόνο από τον οδηγό του απορριµµατοφόρου, που συλλέγει τους κάδους από συγκεκριµένες θέσεις δίπλα στο κράσπεδο του πεζοδροµίου, όπου µεταφέρονται κάθε φορά από το χρήστη, πριν την ώρα της συλλογής.

Στην αυτόµατη συλλογή, που πραγµατοποιείται µε απορριµµατοφόρα εµπρόσθιας φόρτωσης (front loader) δια χρήσης µηχανισµού ανύψωσης µεγάλων δοχείων, τοποθετηµένων σε καθορισµένες θέσεις. Οι χρήστες µεταφέρουν µε κυλιόµενους κάδους τα απορρίµµατά τους στις θέσεις όπου είναι τοποθετηµένα τα δοχεία. Εκεί τα εκκενώνουν στα µεγάλα κοντέϊνερς µέσω µηχανισµού και τα παραλαµβάνουν για τη νέα χρήση. Εάν η διαδροµή είναι κατάλληλη (λίγη κυκλοφορία, κοντινή απόσταση κάτω των 300 m) δεν υπάρχει δυσφορία του κοινού. Η όλη εργασία φορτοεκφόρτωσης πραγµατοποιείται µόνο από τον οδηγό του απορριµµατοφόρου. Επισηµαίνεται ότι ο αυτοµατισµός στη συλλογή κάνει το επάγγελµα ελκυστικό και στο γυναικείο πληθυσµό. Όταν το κοινό συµµορφώνεται και δεν αφήνει γύρω από τα δοχεία ογκώδη αντικείµενα, το σύστηµα είναι πολύ οικονοµικό. Στην αντίθετη περίπτωση απαιτούνται στο απορριµµατοφόρο εργάτες αποκοµιδής και χάνονται τα πλεονεκτήµατα της αυτόµατης συλλογής.

Από σχετικές µέχρι τώρα έρευνες στη λειτουργία των ανωτέρω τρόπων συλλογής, έχουν προκύψει διάφορα συγκριτικά στοιχεία. ∆ειγµατοληπτικά αναφέρουµε τα εξής:

Στην πόλη Alberta των ΗΠΑ, ενώ στη χειροκίνητη συλλογή πραγµατοποιούντο 522 λήψεις/αυτοκίνητο, στο τµήµα της πόλης που εφαρµόστηκε η αυτόµατη συλλογή, επετεύχθησαν 800 λήψεις/αυτοκίνητο. Αναφέρονται ακόµη περιπτώσεις όπου διπλασιάσθηκε

Page 67: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

48

η παραγωγικότητα µε την εφαρµογή της αυτόµατης συλλογής (ένα απορριµµατοφόρο αυτόµατης συλλογής κάνει την εργασία που κάνουν δύο οπίσθιας φόρτωσης).

Τέλος για τα αυτοκίνητα πλευρικής φόρτωσης, έχει µετρηθεί αύξηση της παραγωγικότητας µέχρι και 50%. Τα αυτοκίνητα αυτά µπορούν να λειτουργήσουν και µε βραχίονες από τις δύο πλευρές.

2.2.3. Tύποι απορριµµατοφόρων

Στην Eλλάδα χρησιµοποιούνται παντού απορριµµατοφόρα µε θερµικό κινητήρα (µηχανή ντίζελ). Στο εξωτερικό όµως σε κάποιες χώρες (Iαπωνία, Kαναδά) έχουν αρχίσει να χρησιµοποιούνται και απορριµµατοφόρα µε ηλεκτρικό κινητήρα ή ακόµη και µε φυσικό αέριο. Eνώ τα ιδιωτικά ηλεκτροκίνητα αυτοκίνητα δεν είναι ακόµη ιδιαίτερα διαδεδοµένα, οι ηλεκτροκινητήρες για τα απορριµµατοφόρα παρουσιάζουν µία σειρά από πλεονεκτήµατα. H σύγκριση θερµικών κινητήρων και ηλεκτροκινητήρων γίνεται στον Πίνακα 11.

Πίνακας 11. Σύγκριση ηλεκτρικών και θερµικών κινητήρων για απορριµµατοφόρα.

Xαρακτηριστικά Θερµικός κινητήρας Hλεκτρικός κινητήρας

Aυτονοµία Aπεριόριστη Mέχρι 70 χιλιόµετρα

Bάρος Aυξηµένο λόγω της ύπαρξης συσσωρευτών

Tαχύτητα Mέχρι 100 km/h Mέχρι 30 km/h, επαρκής για µέσα στην πόλη

Ισχύς 90-150 KW 25-30 KW Συντήρηση Mεγάλη φθορά του συµπλέκτη και του

κιβωτίου ταχυτήτων Aντοχή του κινητήρα

Aνάγκη επίβλεψης συσσωρευτών Eπένδυση Kοστίζει λιγότερο Kοστίζει περισσότερο αλλά έχει

µεγαλύτερη διάρκεια ζωής Θόρυβος Πολύς Eλάχιστος Kατανάλωση Πιο οικονοµικό Pύπανση Πολλοί αέριοι ρύποι Mηδενική ρύπανση

2.2.4. Κόστος συλλογής

Θα εξετάσουµε το κόστος των δύο βασικών συστηµάτων συλλογής, του χειρωνακτικού και του αυτόµατου, το οποίο υπάρχει η τάση να επικρατήσει τα προσεχή έτη.

• Κόστος χειρωνακτικής συλλογής. Προσδιορίζονται τα ακόλουθα:

→ Ολικός αριθµός σταµατηµάτων.

→ Σταµάτηµα ανά οδό ηµέρα.

→ Εργασία σε µηνιαία και σε ετήσια βάση.

→ Απαιτούµενος εξοπλισµός.

→ Ολικό κόστος εξοπλισµού.

Page 68: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

49

→ Λειτουργικό κόστος και κόστος συντήρησης ανά απορριµµατοφόρο.

→ Ολικό κόστος λειτουργίας και συντήρησης ανά έτος.

→ Κόστος συλλογής ανά µήνα και πελάτη.

• Κόστος αυτόµατης συλλογής. Πραγµατοποιούνται οι εξής µετρήσεις:

→ Συνολικός αριθµός εξυπηρετουµένων καταναλωτών.

→ Ολικός αριθµός δοχείων των διαφόρων χωρητικοτήτων.

→ Απαιτούµενη εργασία.

→ Μηνιαίο και ετήσιο εργατικό κόστος.

→ Απαιτούµενος εξοπλισµός.

→ Ολικό κόστος εξοπλισµού: Απορριµµατοφόρα και δοχεία.

→ Κόστος απόσβεσης πέντε ετών.

→ Κόστος, λειτουργικό και συντήρησης, ανά απορριµµατοφόρο.

→ Κόστος, λειτουργικό και συντήρησης, ανά έτος.

→ Ολικό κόστος συλλογής ανά έτος.

→ Κόστος συλλογής ανά µήνα και πελάτη.

Είναι απαραίτητη µία σύγκριση για τα κόστη και τις εξοικονοµήσεις σε ένα χρονικό διάστηµα 5-10 ετών, προκειµένου να επιτευχθεί απόσβεση των εξόδων για τον εξοπλισµό στο αυτόµατο σύστηµα.

2.2.5. Χώρος στάθµευσης - οδοί κυκλοφορίας

Όταν ο αριθµός των υποδοχέων είναι µεγάλος και η κυκλοφορία αρκετά πυκνή, πρέπει να προβλεφθεί ένας χώρος στάθµευσης των απορριµµατοφόρων, που να επιτρέπει τη στάθµευση εκτός των οδών κυκλοφορίας. Ο χώρος πρέπει να είναι αποµακρυσµένος από τις κατοικίες, για την αποφυγή οχλήσεων που οφείλονται στο θόρυβο, στις οσµές και στα διαφεύγοντα αέρια από τα απορριµµατοφόρα.

Οι οδοί που προορίζονται για την κυκλοφορία των απορριµµατοφόρων, πρέπει να έχουν τα ακόλουθα χαρακτηριστικά.

• Ελάχιστο πλάτος 3 m.

• Ακτίνα καµπυλότητας 10,5 m.

• Μεγίστη κλίση 12% στις θέσεις που δεν επιτρέπεται το σταµάτηµα και 10% στις άλλες. Ικανότητα για φόρτιση των οδών µε φορτίο 13 ton/άξονα.

2.2.6. Συχνότητα συλλογής

Μια µεγάλη συχνότητα δεν είναι πάντοτε ενδεικτική µιας υψηλής στάθµης προσφερόµενης υπηρεσίας. Κάθε δήµος καθορίζει ανάλογα µε τις προκύπτουσες ανάγκες και τις δυνατότητες του, τη συχνότητα συλλογής των απορριµµάτων που παράγονται εντός των ορίων του. Στις αστικές περιοχές η συχνότητα συλλογής κυµαίνεται από 3 έως 7 φορές την εβδοµάδα, ανάλογα την περιοχή όπου γίνεται η συλλογή και την πολιτική που κάθε δήµος υϊοθετεί.

Page 69: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

50

2.2.7. Ωράριο συλλογής

Η εκλογή των ωραρίων συλλογής πρέπει να βασίζεται στα ακόλουθα κριτήρια.

• Η διάρκεια παραµονής των δοχείων απορριµµάτων στο πεζοδρόµιο, πρέπει να είναι η πιο σύντοµη δυνατή.

• Πρέπει να µειωθεί στο ελάχιστο η ενόχληση για την κυκλοφορία, καθώς και ο θόρυβος για τους κατοίκους.

2.2.8. Χαρακτηριστικά ηµερήσιας και νυχτερινής συλλογής

Η ηµερήσια συλλογή απορριµµάτων πρέπει να ξεκινά πολύ ενωρίς πριν τις 8 π.µ., για να ενοχλεί λιγότερο την κυκλοφορία. Προηγούνται οι περιοχές γύρω από τα σχολεία, το κέντρο της πόλης, τα εµπορικά κέντρα και οι µεγάλοι άξονες, ώστε τα πεζοδρόµια να είναι ελεύθερα κατά τη διάρκεια της ηµέρας.

Το πρωί ή απόγευµα γίνεται η συλλογή στις περιοχές κατοικίας και την περιφέρεια. Η ηµερήσια συλλογή πρέπει να γίνεται µέσα στο συνηθισµένο ωράριο εργασίας, για να µην αυξάνεται το κόστος εργασίας.

Αντίθετα µε την ηµερήσια συλλογή, η νυκτερινή συλλογή (µε ξεκίνηµα περίπου στις 7 µ.µ.) πρέπει να αρχίζει από τους χώρους κατοικίας και την περιφέρεια, ενώ στη συνέχεια να κατευθύνεται προς τα εµπορικά κέντρα µόλις ελαττωθεί η πυκνότητα της κυκλοφορίας.

Μειονεκτήµατα για το είδος αυτό της συλλογής είναι η ανάγκη να τελειώσει η συλλογή πριν από τις 10 µ.µ., καθώς και η δυσκολία εξεύρεσης προσωπικού που να αποδέχεται νυκτερινά ωράρια εργασίας.

2.2.9. Μικροµετακινήσεις

Οι µικροµετακινήσεις αντιστοιχούν στη φάση µετακίνησης του απορριµµατοφόρου και του πληρώµατος, από σταµάτηµα σε σταµάτηµα, µεταξύ του πρώτου και του τελευταίου σηµείου συλλογής. Εάν οι αποστάσεις είναι µεγάλες ή εάν δεν γίνεται συλλογή, τότε το πλήρωµα του απορριµµατοφόρου ανεβαίνει στα σκαλοπάτια που είναι στο πίσω µέρος του.

Στις αγροτικές περιοχές, οι αποστάσεις που χωρίζουν τα σηµεία συλλογής είναι πολλές φορές µακρινές και ως εκ τούτου οι εργάτες του απορριµµατοφόρου για λόγους ασφαλείας ανεβαίνουν στις καµπίνες.

2.2.10. ∆ροµολόγια συλλογής

Για να οργανώσουµε τα δροµολόγια συλλογής είναι απαραίτητο να γνωρίζουµε τις παρακάτω παραµέτρους:

Παραγωγή απορριµµάτων. Για να ορισθούν τα δροµολόγια, είναι απαραίτητο να γίνει µια εκτίµηση της ποσότητας των απορριµµάτων που θα συλλεχθούν. Η εκτίµηση αυτή πρέπει να είναι όσο το δυνατόν πιο ακριβής.

Ένας πολύ απλός τρόπος στην περίπτωση που χρησιµοποιούνται δοχεία είναι, να βρίσκεται ο αριθµός τους ανά τµήµα δρόµου. Η µέτρηση αυτή παρουσιάζει µεγάλο ενδιαφέρον, καθώς η ταχύτητα συλλογής εξαρτάται από τον αριθµό και τον όγκο των συλλεγοµένων δοχείων, ενώ ο χρόνος εκκένωσης ενός γεµάτου και ενός λιγότερο γεµάτου δοχείου είναι πρακτικά ο ίδιος.

Page 70: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

51

Οι µετρήσεις µπορούν να πραγµατοποιούνται κατά την ίδια µέρα της εβδοµαδιαίας αιχµής για το σύνολο της µελετούµενης περιοχής. Η όλη έρευνα συµπληρώνεται µε µία ζύγιση του βάρους του απορριµµατοφόρου, όπως επίσης και µε µέτρηση των διαδροµών που διανήθηκαν για κάθε δροµολόγιο.

Απόδοση των µέσων συλλογής. Μετά την εύρεση της ποσότητας των παραγοµένων απορριµµάτων, είναι απαραίτητο να καθοριστεί το πώς θα γίνει η µεταφορά τους µε τα υφιστάµενα µέσα συλλογής (ή τα προς απόκτηση). Η απόδοση των µέσων συλλογής εξαρτάται από:

α. Την ταχύτητα συλλογής που επηρεάζεται από την πυκνότητα και τον τύπο των χρησιµοποιουµένων δοχείων.

β. Την ικανότητα υποδοχής του απορριµµατοφόρου, που σχετίζεται µε το γεωµετρικό του όγκο και την απόδοση του συστήµατος συµπίεσης.

Η µέτρηση της χωρητικότητας γίνεται µέσω φόρτισης του απορριµµατοφόρου µε απορρίµµατα και µέτρησης του αριθµού των εκκενωθέντων δοχείων γνωστού όγκου. Άλλος τρόπος είναι µέσω του υπολογισµού του γεωµετρικού όγκου του απορριµµατοφόρου ή ακόµη και µε χρησιµοποίηση του ποσοστού συµπίεσης που δίνεται από τον κατασκευαστή. Επίσης, η χωρητικότητα µπορεί να µετρηθεί µέσω στατιστικής µελέτης αναφεροµένης και στο βάρος των απορριµµατοφόρων.

Περιορισµοί στη συλλογή. Στην αστική περιοχή η οργάνωση των δροµολογίων συλλογής πρέπει να λαµβάνει υπόψη της τους ακολούθους περιορισµούς:

1. Τα ωράρια, τη διάρκεια και τη συχνότητα της συλλογής. 2. Τους δρόµους ή τις περιοχές προτεραιότητας όπως, το κέντρο της πόλης, τους

κύριους άξονες κυκλοφορίας, τις εµπορικές περιοχές κ.λπ. 3. Τους δρόµους µονής κατεύθυνσης. 4. Τους στενούς δρόµους, που δεν είναι βατοί από τα συνήθη απορριµµατοφόρα. 5. Τους φαρδείς δρόµους, που θα γίνεται συλλογή ήε δύο διαδροµές (µε τη µία θα

περνούν τους ζυγούς και µε την άλλη τους µονούς). (Στις αγροτικές περιοχές οι περιορισµοί είναι διαφορετικοί και αφορούν:) 6. Τις συχνότητες συλλογής που µπορεί να είναι εβδοµαδιαίες 7. Τις διακυµάνσεις στην παραγωγή των απορριµµάτων σε συνάρτηση µε την ηµέρα

της αιχµής. 8. Τις δυσκολίες στην κυκλοφορία σε ορισµένους επαρχιακούς ή κοινοτικούς δρόµους. 9. Τις κυκλοφοριακές δυσχέρειες κατά τη χειµερινή περίοδο, ιδιαίτερα στις ορεινές

περιοχές.

Τέλος και στις δύο περιπτώσεις (αστικές, αγροτικές περιοχές) πρέπει να λαµβάνεται υπόψη η θέση του γκαράζ εκκίνησης των απορριµµατοφόρων (αµαξοστάσιο) και η θέση του χώρου διάθεσης απορριµµάτων (χώρος υγειονοµικής ταφής ή µονάδα επεξεργασίας). Επίσης θα πρέπει να συνεκτιµάται η θέση του σταθµού µεταµόρφωσης, στην περίπτωση που τέτοιος κατασκευάζεται λόγω µεγάλης απόστασης του χώρου διάθεσης (πάνω από 20 km) από την περιοχή συλλογής.

Η ανάλυση των διαφόρων παραµέτρων που εξετάστηκαν προηγουµένως (ΠΑ, απόδοση του µέσου συλλογής, περιορισµοί συλλογής, συχνότητα) οδηγεί στον προσδιορισµό ενός επιθυµητού προγράµµατος για τη χρησιµοποίηση των απορριµµατοφόρων. ∆ύο είναι οι κυριότεροι στόχοι ενός προγράµµατος δροµολογίων:

• Η επιδίωξη ελαχιστοποίησης της διανυόµενης συνολικής χιλιοµετρικής απόστασης.

• Η επιδίωξη ελαχιστοποίησης του αριθµού των απορριµµατοφόρων.

Page 71: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

52

Στην πράξη οι δύο αυτοί συντελεστές είναι στενά συνδεδεµένοι. Η πείρα δείχνει ότι το κόστος της συλλογής εξαρτάται απ’ ευθείας από τον αριθµό των απορριµµατοφόρων που είναι σε κυκλοφορία. Θα πρέπει εποµένως να αναζητηθεί τρόπος ελάττωσης του αριθµού τους. Για την επίτευξη του στόχου, πρέπει να εφαρµοσθεί µια κατάλληλη τεχνική, που στηρίζεται στον χωρισµό της περιοχής σε τοµείς και κατόπιν στον ακριβή προσδιορισµό των δροµολογίων.

2.2.11. Bελτιστοποίηση διαδροµών απορριµµατοφόρων

H ελαχιστοποίηση των διαδροµών που θα κάνει ένα απορριµµατοφόρο είναι πολύ σηµαντική για τους παρακάτω λόγους:

1) Mείωση της ατµοσφαιρικής ρύπανσης την οποία προκαλεί το απορριµµατοφόρο. 2) Mείωση της όχλησης που προκαλεί στην κυκλοφορία. 3) Oικονοµία στα καύσιµα και στα ηµεροµίσθια. Σε µεγάλες περιοχές η βελτιστοποίηση αυτή µπορεί να γίνει µόνο µε χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή. Σε µικρές όµως περιοχές µπορεί να γίνει µε τη βοήθεια της µεθόδου των περιττών (ή µονών) κόµβων. H µέθοδος αυτή στην απλή εκδοχή της περιγράφεται ακολούθως (Κόλλιας, 1993):

Oνοµάζουµε µονό κόµβο ένα σηµείο συνάντησης µονού αριθµού δρόµων (3 ή 5 ή 7). Η Εικόνα 20 δείχνει µία περιοχή στην οποία θα εφαρµοσθεί η µέθοδος των µονών κόµβων. ∆εχόµαστε ότι στην περιοχή αυτή δεν υπάρχουν καθόλου µονόδροµοι. Eπίσης δεχόµαστε ότι το απορριµµατοφόρο θα εισέλθει και εξέλθει από την πάνω αριστερά γωνία της περιοχής. O σκοπός µας είναι να χαράξουµε µία "µονοκονδυλιά" της διαδροµής του απορριµµατοφόρου που να είναι η συντοµότερη δυνατή. Aκολουθούµε τα παρακάτω βήµατα:

1) Aφαιρούµε όλα τα αδιέξοδα τµήµατα (γιατί δεν είναι ασφαλές να κινείται το απορριµµατοφόρο µε την όπισθεν). Mπορούµε επίσης να αφαιρέσουµε και κάποιο µικρό τµήµα οδού στο οποίο δε θα γίνει συλλογή, γιατί υπάρχουν λίγοι κάτοικοι οι οποίοι θα υποχρεωθούν να µεταφέρουν τα απορρίµµατα στην πλησιέστερη γωνία.

2) Bρίσκουµε όλους τους µονούς κόµβους και τους σηµειώνουµε µε ένα αστεράκι. Πρέπει οπωσδήποτε ο αριθµός των µονών κόµβων να είναι ζυγός. Aλλιώς κάποιον ξεχάσαµε.

3) Συνδέουµε τους µονούς κόµβους ανά δύο προσέχοντας ώστε το συνολικό µήκος των διαδροµών να είναι όσο το δυνατόν µικρότερο. Στην Εικόνα 16 οι µονοί κόµβοι είναι συνδεδεµένοι µε διακεκοµµένη γραµµή.

4) Eκλέγουµε το σηµείο εκκίνησης της διαδροµής του απορριµµατοφόρου. Συνήθως είναι ο πρώτος κάδος που συναντά το απορριµµατοφόρο όταν εισέρχεται στην περιοχή συλλογής από το χώρο στάθµευσης ή από το σταθµό διάθεσης απορριµµάτων (περίπτωση περισσοτέρων από ένα δροµολογίων την ηµέρα).Tο σηµείο εξόδου του απορριµµατοφόρου από την περιοχή συλλογής καθορίζεται έτσι ώστε να απέχει όσο το δυνατό λιγότερο από το δρόµο που οδηγεί στο χώρο διάθεσης των απορριµµάτων.

Υπάρχουν περιπτώσεις που τα σηµεία εισόδου και εξόδου του απορριµµατοφόρου από την περιοχή συλλογής συµπίπτουν (όπως φαίνεται στο παραπάνω παράδειγµα), ενώ στην αντίθετη περίπτωση καθορίζουµε την πορεία διαδροµής έτσι ώστε το απορριµµατοφόρο να έχει καλύψει όλη την περιοχή συλλογής όταν θα φτάσει για τελευταία φορά στο σηµείο εξόδου.

5) Ξεκινάµε από το προκαθορισµένο σηµείο αναχώρησης και χαράσουµε την πορεία συλλογής µε βάση τους παρακάτω κανόνες:

- Όταν φθάνουµε σ' ένα µονό κόµβο ακολουθούµε υποχρεωτικά τη γραµµή που τον συνδέει µε τον άλλο.

Page 72: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

53

(α) Περιοχή µελέτης (κάτοψη).

*

*

* *

* * *

*

*

*

*

*

*

*

(β) Ορισµός περιττών κόµβων.

Εικόνα 20. Μέθοδος των µονών κόµβων (α-γ).

Page 73: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

54

2125

*

*

* *

* * *

*

*

*

*

*

*

*

1

2

3

4

5

6

7

8

9

10

11

12

13

14

1516

17

18

19

20

22

23

24

26

27

28

29

30

(γ) Προκύπτον δροµολόγιο.

Εικόνα 20 (συνέχεια).

- Στην περίπτωση αλλαγής διεύθυνσης κατά την χάραξη της διαδροµής είναι προτιµότερο να γίνεται αυτή στρίβοντας προς τα δεξιά, εξαιτίας του συστήµατος κυκλοφορίας. Στην Aγγλία και στην Iαπωνία θα γινόταν το αντίθετο.

- Όταν διασταυρώνουµε γραµµή που συνδέει δύο µονούς κόµβους σε ενδιάµεσο σηµείο της δεν την ακολουθούµε.

- Όταν φθάνουµε σε άρτιο κόµβο (κόµβος που δεν έχει αστεράκι) περνούµε απέναντι (δε στρίβουµε). Σε αυτόν τον κανόνα µπορεί να χρειασθεί να υπάρξουν κάποιες εξαιρέσεις π.χ. όταν στον άρτιο κόµβο συναντούµε µία διακεκοµµένη γραµµή στη µέση της, τότε είµαστε υποχρεωµένοι να µην την ακολουθήσουµε και ίσως χρειασθεί να στρίψουµε.

6) Η διαδροµή που χαράξαµε (µονο-κονδυλιά) πρέπει να περνάει από όλους τους δρόµους µια φορά εκτός από τους δρόµους που συνδέουν περιττούς κόµβους, απ'όπου θα πρέπει να περάσει δύο φορές.

Mε βάση τη µέθοδο των µονών κόµβων ελαχιστοποιείται ο αριθµός των διαδροµών. Oι διαδροµές αυτές είναι εκείνες στις οποίες το απορριµµατοφόρο θα περάσει δύο φορές (µια για να µαζεύει τα απορρίµµατα κ

αι µια φορά χωρίς να µαζεύει). Έτσι η ελαχιστοποίηση του συνολικού δροµολογίου ανάγεται στην ελαχιστοποίηση των παραπάνω διαδροµών. H µέθοδος εφαρµόζεται καλά όταν η περιοχή δεν είναι µεγάλη, όταν η συλλογή γίνεται ταυτοχρόνως και από τις δύο µεριές της οδού και όταν δεν υπάρχουν µονόδροµοι.

Page 74: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

55

Πρέπει ακόµη να σηµειωθεί ότι κατά τα τελευταία χρόνια αναπτύσσεται µε αυξητικούς ρυθµούς η εφαρµογή γεωγραφικών συστηµάτων πληροφοριών σε συνδυασµό µε αλγόριθµους βελτιστοποίησης της αποκοµιδής απορριµµάτων. Τα πληροφορικά αυτά συστήµατα προσφέρουν την δυνατότητα τόσο αρχικού, στρατηγικού σχεδιασµού όσο και καθηµερινής παρακολούθησης της λειτουργίας του συστήµατος.

2.3. Mεταφόρτωση – Σταθµοί µεταφόρτωσης

2.3.1. Γενικά

Tο κόστος συλλογής αποτελεί συνήθως το 80% του συνολικού κόστους συλλογής και διάθεσης, όταν χρησιµοποιείται η µέθοδος της υγειονοµικής ταφής για τη διάθεση των απορριµµάτων. Όταν χρησιµοποιείται η µέθοδος της καύσης, το κόστος της συλλογής είναι περίπου το 60% του συνόλου, γιατί η καύση κοστίζει περισσότερο από την ΥΤ και γιατί συνήθως γίνεται σε µονάδα πιο κοντινή στην πόλη όπου παράγονται τα απορρίµµατα.

Η µεταφόρτωση απορριµµάτων είναι επιβεβληµένη για την ελαχιστοποίηση του κόστους µεταφοράς των απορριµµάτων από τους χώρους παραγωγής στους χώρους τελικής τους διάθεσης. Χωρίς µεταφόρτωση, το έργο της µεταφοράς επιτελείται από τα ίδια τα απορριµµατοφόρα, των οποίων ο ρόλος θα έπρεπε να περιορίζεται στην αποκοµιδή και συλλογή.

Κεντρική ιδέα της µεταφόρτωσης είναι η ύπαρξη ενός Σταθµού Μεταφόρτωσης Απορριµµάτων (ΣΜΑ), στον οποίο καταλήγουν τα απορριµµατοφόρα και, αφού εκκενωθούν, επιστρέφουν στο χώρο παραγωγής των απορριµµάτων για τη συνέχιση του έργου της αποκοµιδής. Στο ΣΜΑ τα απορρίµµατα συµπιέζονται µε κατάλληλες πρέσες και φορτώνονται σε απορριµµατοκιβώτια (κοντέινερς) που στη συνέχεια µεταφέρονται είτε σιδηροδροµικά ή µε ειδικούς οχηµατοσυρµούς («νταλίκες») στο χώρο Τ∆ (π.χ. τη χωµατερή).

2.3.2. Προϋποθέσεις λειτουργίας ΣΜΑ

Προϋποθέσεις για να αποτελέσει η µεταφόρτωση παράγοντα ελαχιστοποίησης του κόστους ∆Α είναι οι παρακάτω:

1) Η µεταφορά µεγάλων ποσοτήτων απορριµµάτων σε µεγάλες αποστάσεις. 2) Η χρήση µικρών οχηµάτων (ιδιαίτερα σε αστικές περιοχές µε στενούς δρόµους). 3) Η εκµετάλλευση του ΣΜΑ από πολλά απορριµµατοφόρα.

2.3.3. Χωροθέτηση ΣΜΑ

Για τη βέλτιστη χωροθέτηση ενός σταθµού µεταφόρτωσης πρέπει να ληφθούν υπόψη διάφορα κριτήρια, που από τη φύση τους εν µέρει αντικρούουν το ένα το άλλο. Έτσι είναι σκόπιµο ο σταθµός να καλύπτει τις παρακάτω προϋποθέσεις:

• Να είναι κοντά στους χώρους ΠΑ, ώστε να ελαχιστοποιούνται οι διαδροµές των απορριµµατοφόρων (αυτό επιβάλλει, αν είναι δυνατόν, να βρίσκεται µέσα στον αστικό ιστό).

• Να έχει εύκολη πρόσβαση που, ιδιαίτερα, να επιτρέπει τη γρήγορη µεταφορά των απορριµµατοκιβωτίων στο χώρο Τ∆ (λόγος: ελαχιστοποίηση απαιτουµένου αριθµού απορριµµατοκιβωτίων και οχηµατοσυρµών).

Page 75: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

56

• Να είναι σε απόσταση ασφαλείας από κατοικίες και προστατευόµενες περιοχές, ώστε να µπορούν να αποκλεισθούν ενοχλήσεις λόγω οσµών, θορύβου κ.λπ.

Επίσης, το οικόπεδο που θα επιλεγεί για ένα σταθµό µεταφόρτωσης πρέπει να πληρεί συγκεκριµένες προϋποθέσεις, όπως:

• Να έχει το απαιτούµενο µέγεθος, ώστε να έχει χώρο η όλη εγκατάσταση (επί του προκειµένου µεγάλο ρόλο παίζει η απαιτούµενη οδοποιία, αν ληφθούν υπόψη οι απαιτούµενοι ελιγµοί απορριµµατοφόρων και οχηµατοσυρµών).

• Να ικανοποιεί τις θεµελιώδεις εδαφολογικές προδιαγραφές για µια βαριά κατασκευή. • Να επιτρέπει την εύκολη σύνδεση µε τα δίκτυα ηλεκτροδότησης, ύδρευσης και

αποχέτευσης.

Μετά την επιλογή του βέλτιστου χώρου για την κατασκευή του σταθµού µεταφόρτωσης, ακολουθεί ο σχεδιασµός της ίδιας της εγκατάστασης. Το βασικό µέγεθος που προσδιορίζει το µέγεθος του σταθµού και επιδρά στον όλο σχεδιασµό είναι η ποσότητα απορριµµάτων που πρέπει να είναι σε θέση να δέχεται ο σταθµός, η λεγόµενη ικανότητα µεταφόρτωσης. ∆ευτερευόντως ενδιαφέρει και ο µέγιστος προβλεπόµενος ρυθµός προσαγωγής των απορριµµάτων, δηλαδή η διακίνηση απορριµµάτων σε ώρα αιχµής.

2.3.4. Σχεδιασµός ΣΜΑ

Μεταξύ των άλλων, κατά το σχεδιασµό ενός ΣΜΑ πρέπει να καθορισθούν τα εξής µεγέθη:

• Mήκος λωρίδας αναµονής των απορριµµατοφόρων: Αυτή προκύπτει από τον προγραµµατισµό της κίνησης των απορριµµατοφόρων κατά την περίοδο αιχµής. Σχετικές πληροφορίες είναι διαθέσιµες στην αρµόδια Υπηρεσία Καθαριότητας. Προφανώς, το µήκος λωρίδας αναµονής εξαρτάται και από τον αριθµό θέσεων εκφόρτωσης, όπως επίσης και από τη διάρκεια εκφόρτωσης.

• Αριθµός θέσεων εκφόρτωσης. Θεωρητικά, και µε βάση τα χαρακτηριστικά των συγχρόνων απορριµµατοφόρων, µπορεί να χρησιµοποιηθεί ως βάση σχεδιασµού ένας ρυθµός εκφόρτωσης 25 t/h. Έτσι, µε τέσσερις θέσεις εκφόρτωσης και για οκτώ ώρες λειτουργίας προκύπτουν 800 τόνοι ηµερησίως (ποσότητα συγκρίσιµη µε την ΠΑ στην Ευρύτερη Περιοχή της Θεσσαλονίκης). Όµως, η προσαγωγή δε µπορεί να υποτεθεί ότι θα είναι συνεχής, ενώ πρέπει να προβλέπονται και περιθώρια ασφάλειας, π.χ. για την εκτέλεση έργων συντήρησης ή απαιτούµενες επισκευές.

• Αριθµός πρέσων. Οι πρέσες είναι η ακριβότερη συνιστώσα (εξοπλισµός) ενός σταθµού µεταφόρτωσης και έτσι ο αριθµός τους προσδιορίζει σε µεγάλο βαθµό το κόστος της όλης εγκατάστασης. Για να µπορούν να συµπιεσθούν απορρίµµατα κάθε είδους, είναι σκόπιµο να επιλέγονται πρέσες υψηλής ισχύος. Μια συχνά επιλεγόµενη τιµή για την ικανότητα συµπίεσης των πρεσών είναι 150 t/h, κάτι που, εάν ληφθούν υπόψη τα απαιτούµενα διαλείµµατα για τη µετατόπιση των απορριµµατοκιβωτίων (αποµάκρυνση πληρωθέντος, προσέγγιση κενού), οδηγεί, για οκτάωρη λειτουργία, σε θεωρητική ικανότητα µεταφόρτωσης περίπου 400 τόνων ηµερησίως. Σε σχέση µε το ρυθµό εκφόρτωσης, αυτή η ικανότητα µεταφόρτωσης επιτυγχάνεται στην πράξη αν ο αριθµός θέσεων εκφόρτωσης είναι διπλάσιος σε σύγκριση µε τον αριθµό πρεσών, κάτι που µπορεί να υλοποιηθεί εφ'όσον οι πρέσες απορριµµάτων τροφοδοτούνται από χοάνες απόρριψης των απορριµµάτων που να επιτρέπουν την ταυτόχρονη εκφόρτωση δύο απορριµµατοφόρων. Μια εναλλακτική λύση για την καλύτερη αξιοποίηση των πρεσών, που όµως µάλλον σπάνια εφαρµόζεται, είναι η εκφόρτωση των απορριµµατοφόρων σε σκάµµα µεγάλων διαστάσεων και η µηχανική µεταφορά των απορριµµάτων προς τις πρέσες. Με βάση τα παραπάνω, για την ικανοποίηση ανάγκης µεταφόρτωσης 800 τόνων θα αρκούσαν προφανώς δύο πρέσες. Όµως στην πράξη επιβάλλεται και η ύπαρξη εφεδρείας, που µπορεί να αποβεί ιδιαίτερα χρήσιµη σε ώρες αιχµής.

Page 76: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

57

• Αριθµός απορριµµατοκιβωτίων. Τα συνήθως επιλεγόµενα απορριµατοκιβώτια είναι πανοµοιότυπα αυτών που χρησιµοποιούνται για µεταφορές. Ο απαιτούµενος αριθµός τους προκύπτει από την ικανότητα µεταφόρτωσης του σταθµού, τον αριθµό των οχηµατοσυρµών και τον προγραµµατισµό κίνησης των τελευταίων. Ο ελάχιστος αριθµός οχηµατοσυρµών µπορεί να υπολογισθεί εύκολα µε βάση την ικανότητα µεταφόρτωσης, τον αριθµό απορριµµατοκιβωτίων που µπορεί να µεταφέρει κάθε συρµός και το χρόνο µεταφοράς από το σταθµό µεταφόρτωσης στο χώρο Τ∆ (περιλαµβανοµένου του χρόνου φορτοεκφόρτωσης). Επισηµαίνεται ότι µια περίσσεια απορριµµατοκιβωτίων µπορεί να αποβεί ιδιαίτερα ευνοϊκή για την κάλυψη περιόδων αιχµής, καθώς οι οχηµατοσυρµοί προβλέπεται συνήθως να κινούνται ολόκληρο το εικοσιτετράωρο, ενώ η συµπίεση στο σταθµό περιορίζεται µόνο σε µέρος της ηµέρας. Προφανώς, στην περίπτωση αυτή επιβάλλεται η πρόβλεψη χώρων προσωρινής αποθήκευσης των γεµάτων απορριµµατοκιβωτίων, έως ότου φθάσει η ώρα της µεταφοράς τους προς το χώρο Τ∆.

Συνήθως, σ'ένα σταθµό µεταφόρτωσης προβλέπονται επίσης:

• Ζυγιστήριο, για τον προσδιορισµό της ποσότητας των διακινούµενων απορριµµάτων.

• Πλυντήριο οχηµάτων.

• Σταθµός καυσίµων.

• Κτίριο διοικητικών υπηρεσιών.

Κατά περίπτωση επιβάλλεται η προσθήκη εγκαταστάσεων για την ελαχιστοποίηση των αρνητικών επιδράσεων ενός σταθµού µεταφόρτωσης στο περιβάλλον, όπως:

• Βιολογικός καθαρισµός υγρών αποβλήτων.

• Καταιονισµός χοανών απόρριψης απορριµµάτων.

• Βιολογικά φίλτρα καθαρισµού απαερίου.

• Πετάσµατα για τον περιορισµό της ηχορύπανσης.

2.4. Κοστολόγηση υπηρεσιών καθαριότητας – Η αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει»

Η κοστολόγηση των υπηρεσιών καθαριότητας γίνεται µε τη χρέωση ανταποδοτικών, δηµοτικών ή κρατικών φόρων στους πολίτες που εξυπηρετούνται. Σήµερα, το µεγαλύτερο ποσοστό των φορέων διαχείρισης δηµοτικών απορριµµάτων χρησιµοποιούν το σύστηµα «flat rate» για τη χρέωση των υπηρεσιών τους (σύστηµα που ακολουθεί και η Ελλάδα). Το σύστηµα αυτό χρεώνει το δηµότη ανάλογα τα τετραγωνικά µέτρα του ακινήτου. Μερικοί φορείς χρεώνουν ένα συγκεκριµένο τέλος για τις υπηρεσίες που προσφέρουν, κοινό για όλους τους πολίτες. Τα τελευταία χρόνια - ιδιαίτερα στις ΗΠΑ, Αυστραλία και Καναδά - η χρέωση των τελών καθαριότητας ακολουθεί τη µεταβλητή κοστολόγηση βάσει της αρχής «ο ρυπαίνων πληρώνει». Το τελευταίο σύστηµα χρέωσης καλείται µοναδιαίo (unit pricing) ή µεταβλητό (variable rate pricing) και το ολικό πρόγραµµα ∆Α και κοστολόγησης αυτής καλείται «πληρώνεις όσο απορρίπτεις» (Pay As You Throw = PAYT). Η αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει» πρεσβεύει την ελαχιστοποίηση-αποφυγή ΠΑ µέσω άµεσης αντιστοίχησης της πραγµατικής παραγόµενης ποσότητας απορριµµάτων κάθε νοικοκυριού µε τα ανταποδοτικά τέλη. Συγκεκριµένα, σύµφωνα µε το PAYT, τα ανταποδοτικά τέλη οφείλουν να είναι ανάλογα της ποσότητας που παράγει το κάθε νοικοκυριό (µεταβλητή κοστολόγηση) και όχι πάγιας ετήσιας χρέωσης ανάλογα µε τα τετραγωνικά µέτρα του ακινήτου που ισχύει σήµερα. Με αυτόν τον τρόπο θα µπορούσαν να θεσπισθούν αυτοµάτως οικονοµικά κίνητρα για µείωση της ατοµικής ΠΑ και προώθηση της ανακύκλωσης.

Page 77: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

58

ΒΕΛΤΙΣΤΟ

ΧΕΙΡΙΣΤΟ

2.4.1. Στόχοι

Οι βασικότεροι στόχοι του PAYT εστιάζονται κυρίως:

• Στην παρότρυνση των νοικοκυριών να αποφύγουν την ΠΑ ή να ελαχιστοποιήσουν την ποσότητα αυτών που παράγουν και καταλήγουν στις χωµατερές ή ΧΥΤΑ, ακολουθώντας την ιεραρχία των δυνατοτήτων ∆Α (Εικόνα 21).

• Στην εξισορρόπηση και αναπροσαρµογή των ανταποδοτικών τελών µε δίκαιο τρόπο για όλους τους πολίτες.

• Στην προώθηση της γενικής ιδέας της προστασίας του περιβάλλοντος, επισηµαίνοντας τη βαρύτητα και την αξία της για την παγκόσµια ευηµερία.

Τα επιτυχή αποτελέσµατα του PAYT επιβεβαιώνονται από τη συνεχή του προοδευτική ανάπτυξη και την απήχηση που είχε σε διάφορους δήµους παγκοσµίως. Συγκεκριµένα στις ΗΠΑ, όπου η πρώτη περίπτωση εφαρµογής του PAYT συναντάται στη δεκαετία του '70, o αριθµός των πόλεων που είχαν ήδη εφαρµόσει ένα από τα συστήµατα που στηρίζονται στο PAYT ξεπερνούσε τις 4.400 κατά το 1997 (Skumatz et al., 1997, Εικόνα 22).

Εικόνα 21. Ιεραρχία δυνατοτήτων διαχείρισης απόβλήτων σύµφωνα µε την Απόφαση του

Συµβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (European Community Council Resolution on Waste Policy) 90/C122/02 και την αναθεωρηµένη Οδηγία 91/156/ΕΕC.

Εικόνα 22. Ανάπτυξη συστηµάτων PAYT στις ΗΠΑ (Skumatz et al., 1997).

0

1500

3000

4500

Ως 19

8019

8119

8219

8319

8419

8519

8619

8719

8819

8919

9019

9119

9219

9319

9419

9519

9619

97

∆ήµοι που

ακολοθούν

προγρά

µµατα

PAY

T

ΠΡΟΛΗΨΗ

ΕΛΑΧΙΣΤΟΠΟΙΗΣΗ

ΑΝΑΚΥΚΛΩΣΗ - ΑΝΑΚΤΗΣΗ

∆ΙΑΘΕΣΗ

ΕΠΑΝΑΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΗ

Page 78: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

59

2.4.2. Πιθανά αποτελέσµατα από την εφαρµογή ενός συστήµατος PAYT

Η εφαρµογή του PAYT µπορεί µακροπρόθεσµα να αποφέρει οφέλη µε τρεις τρόπους:

• Βοηθώντας την επίτευξη αναγκαίων διαχειριστικών απαιτήσεων.

• Εξασφαλίζοντας δυνατότητες αύξησης της κερδοφορίας.

• Ικανοποιώντας περιβαλλοντικούς σκοπούς.

Συγκεκριµένα, τα κυριότερα οφέλη που πιθανόν να προκύψουν από την εφαρµογή του PAYT π.χ. σε ένα ∆ήµο µπορούν να συνοψιστούν ως εξής:

• Ελαχιστοποίηση-αποφυγή της παραγωγής των δηµοτικών απορριµµάτων. Από περιπτώσεις εφαρµογής συστηµάτων PAYT στις Ηνωµένες Πολιτείες της Αµερικής προκύπτει ότι κατά µέσο όρο η µείωση ΠΑ κυµαίνεται από 14% έως 27% (Gordon H. Jr, 1999). Οι πολίτες παρακινούµενοι από τα οικονοµικά κίνητρα που θέτει το PAYT, µεταβάλλουν την καταναλωτική συµπεριφορά τους ώστε να αγοράζουν προϊόντα σε οικολογικές συσκευασίες, αναγκάζοντας τις παραγωγικές και µεταποιητικές εταιρίες να ακολουθήσουν. Επίσης, σε συστήµατα PAYT που βασίζονται στη χρέωση ανάλογα µε τον όγκο των απορριµµάτων που βγάζει για αποκοµιδή ο πολίτης, έχει παρατηρηθεί ότι οι πολίτες συµπιέζουν τα απορρίµµατα τους.

• Αύξηση της συµµετοχής των πολιτών σε προγράµµατα ανακύκλωσης και κοµποστοποίησης. Η ανακύκλωση και η κοµποστοποίηση αποτελούν για τους πολίτες ευκαιρίες µείωσης της ποσότητας των απορριµµάτων που βγάζουν για συλλογή. Σύµφωνα µε την Αµερικανική Υπηρεσία Προστασίας Περιβάλλοντος (EPA), έχουν επιτευχθεί βαθµοί αύξησης της συµµετοχής στην ανακύκλωση από 32% έως 59% σε δήµους της ΗΠΑ που έχουν ήδη εφαρµόσει συστήµατα PAYT (Gordon H. Jr, 1999).

• Μείωση των δαπανών Τ∆ εξαιτίας της µείωσης της ΠΑ.

• Ενίσχυση της ιεραρχίας των πρακτικών ∆Α. Το PAYT προωθεί την ιδέα της µείωσης των απορριµµάτων στην πηγή και την ανακύκλωση ή κοµποστοποίηση των παραγοµένων απορριµµάτων.

• ∆ικαιότερο σύστηµα χρέωσης των υπηρεσιών καθαριότητας στους πολίτες. Οι πολίτες πληρώνουν µόνο για τις υπηρεσίες που δέχονται, πάντα ανάλογα µε την ποσότητα των απορριµµάτων που παράγουν.

• Αναβάθµιση του ενδιαφέροντος για περιβαλλοντικά ζητήµατα - Συµµετοχή πολιτών. Μέσω της µεταβλητής κοστολόγησης των υπηρεσιών καθαριότητας γνωστοποιείται έµµεσα το κόστος της δηµοτικής ∆Α. Οι δηµότες αναγνωρίζοντας την επίδραση που έχει η διάθεση των απορριµµάτων στο περιβάλλον, έχουν τη δυνατότητα να µειώσουν τη συµβολή τους µειώνοντας ταυτόχρονα τα ανταποδοτικά τέλη που τους αντιστοιχούν.

• Περιορισµός των αρνητικών περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Λιγότερα απορρίµµατα σηµαίνει µικρότερη ρύπανση του περιβάλλοντος.

• Μείωση του διαχειριστικού, λειτουργικού και διοικητικού κόστους. Η µείωση αυτή επέρχεται µε τον περιορισµό των διαχειριστικών και λειτουργικών εργασιών, µειώνοντας κατ' επέκταση και τις διοικητικές ανάγκες τις υπηρεσίας.

• Αύξηση της απόδοσης της υπηρεσίας. Λόγω της µείωσης των διαχειριστικών δαπανών της υπηρεσίας για το ίδιο έργο αυξάνεται κατ' επέκταση η απόδοση του όλου συστήµατος.

• Προώθηση µιας θετικής δηµόσιας εικόνας των υπηρεσιών καθαριότητας. Οι διεργασίες κοστολόγησης και χρέωσης είναι πλέον πιο διαφανείς, πέραν του ότι ο τρόπος χρέωσης των ανταποδοτικών τελών είναι πιο δίκαιος για το δηµότη.

• Αύξηση των εσόδων των υπηρεσιών καθαριότητας. Τα έσοδα των υπηρεσιών αυξάνονται από την εµπορία των συλλεγµένων ανακυκλώσιµων υλικών.

Page 79: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

60

Πρέπει να σηµειωθεί ότι τα παραπάνω οφέλη είναι κατά κανόνα εφικτά µόνο υπό την προϋπόθεση σωστής οργάνωσης της υπηρεσίας και πάντα µε τη συνδροµή ενεργών προγραµµάτων ανακύκλωσης και κοµποστοποίησης. Πέραν όµως από τα πιθανά εντυπωσιακά οφέλη, µπορεί η εφαρµογή ενός συστήµατος PAYT να δηµιουργήσει επιπρόσθετα προβλήµατα ή να συναντήσει σηµαντικά ανασταλτικά εµπόδια. Από τις περιπτώσεις εφαρµογής συστηµάτων PAYT, κυρίως στις ΗΠΑ, αλλά και στην Ευρώπη, διακρίνονται τα εξής µειονεκτήµατα:

• Παράνοµη διάθεση απορριµµάτων. Οι δηµότες για να µειώσουν τα απορρίµµατα τους, πιθανόν να καταφύγουν στην απόρριψη αυτών στον κάδο του γείτονα τους, σε χωράφια, σε δηµόσιους χώρους και εµπορικά κέντρα. Από έρευνα που εκπόνησε η EPA σε συνεργασία µε το Πανεπιστήµιο Duke (Durham, Νότια Καρολίνα, ΗΠΑ) σε 212 κοινότητες των ΗΠΑ προέκυψε ότι η πιθανότητα αύξησης της παράνοµης διάθεσης δεν υπερβαίνει το 20% (Canterbury J., 1997 and Canterbury J., 1998, Εικόνα 23). Ωστόσο, η παράνοµη διάθεση απορριµµάτων µπορεί να δηµιουργήσει ένα επιπλέον κόστος εξαιτίας του ελέγχου και των εργασιών που απαιτούνται για την αντιµετώπισή της. Η παράνοµη διάθεση µπορεί εν µέρει να µειωθεί µε ολοκληρωµένα προγράµµατα πληροφόρησης και εκπαίδευσης, σε συνδυασµό πάντοτε µε ανάλογη αστυνόµευση.

Εικόνα 23. Μεταβολή της παράνοµης διάθεσης πριν και µετά την εφαρµογή του PAYT σε 212 κοινότητες των ΗΠΑ (Canterbury J., 1997).

• Αβέβαιη ανάκτηση δαπανών των υπηρεσιών για την καθαριότητα. Τα έσοδα των υπηρεσιών δυστυχώς, δε µπορούν να προβλεφθούν επακριβώς διότι εξαρτώνται από την απήχηση που θα έχει το πρόγραµµα στους πολίτες.

• Αυξηµένο κόστος εξοπλισµού. Ιδιαίτερα κατά την εκκίνηση του προγράµµατος θα χρειασθεί η αγορά εξοπλισµού νέας τεχνολογίας και η τροποποίηση του παλαιού για την ικανοποίηση των νέων αναγκών.

• Κόστος ενηµέρωσης και εκπαίδευσης των δηµοτών. Η επιτυχία του προγράµµατος εξαρτάται κατά ένα µεγάλο µέρος από το εύρος της καµπάνιας ενηµέρωσης και του τρόπου εκπαίδευσης δηµοτών και υπαλλήλων των υπηρεσιών καθαριότητας.

• Αύξηση του κόστους χρέωσης και διαχείρισης των ανταποδοτικών τελών. Το κόστος αυτό µπορεί και θα πρέπει να προβλεφθεί και να ενσωµατωθεί στο ύψος των ανταποδοτικών τελών.

• ∆υσκολία εφαρµογής του προγράµµατος σε νοικοκυριά εντός πολυκατοικιών. Σε αυτήν την περίπτωση είναι δύσκολη, αν όχι αδύνατη, η αντιστοίχηση των ανταποδοτικών τελών στην πραγµατική ποσότητα απορριµµάτων που παράγει κάθε νοικοκυριό. Υπάρχουν όµως τρόποι εξοµάλυνσης του προβλήµατος αυτού, όπως η χρέωση των υπηρεσιών καθαριότητας στο σύνολο των νοικοκυριών της εκάστοτε πολυκατοικίας και η αντιστοίχηση των ανταποδοτικών τελών σε κάθε νοικοκυριό ανάλογα µε τον αριθµό των

Page 80: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

61

ατόµων που περιλαµβάνει ή τα τετραγωνικά µέτρα της οικίας (εσωτερικό «flat-rate» - υβριδικό σύστηµα).

• Η αντιµετώπιση και ανταπόκριση του κοινού. Ιδιαίτερα στην Ελλάδα, η εµπιστοσύνη των πολιτών προς τις δηµοτικές υπηρεσίες καθαριότητας είναι ελάχιστη έως ανύπαρκτη, γεγονός που χρήζει ιδιαίτερης προσοχής για την επιτυχή εφαρµογή ενός συστήµατος PAYT.

• Πολιτικές επιφυλάξεις. Οι αιρετοί ίσως φοβηθούν να πάρουν αποφάσεις µε πιθανό πολιτικό κόστος. ∆εν θα πρέπει να παραλείπεται το γεγονός ότι η καθαριότητα αποτελεί το ισχυρότερο «πολιτικό χαρτί» στους δήµους.

• Οι πολίτες µε χαµηλό εισόδηµα. Πιθανόν η εφαρµογή ενός συστήµατος PAYT να αποτελέσει ένα ακόµη οικονοµικό φορτίο για τους πολίτες χαµηλού εισοδήµατος. Η πολιτεία θα πρέπει να προνοήσει για αυτήν την περίπτωση.

2.4.3. Σχήµατα συλλογής και χρέωσης

Ένα σύστηµα PAYT µπορεί να διαφοροποιείται ανάλογα τον τρόπο συλλογής των απορριµµάτων, τη µονάδα και το σύστηµα χρέωσης των ανταποδοτικών τελών. Τα απορρίµµατα µπορεί να συλλέγονται είτε από κατά τόπους κέντρα συλλογής (κυρίως τα ανακυκλώσιµα) είτε από το πεζοδρόµιο. Η χρέωση δύναται να γίνει σύµφωνα µε διάφορα σχήµατα:

Ογκοµετρικό σχήµα (χρέωση βάσει όγκου παραγόµενων απορριµµάτων ανά νοικοκυριό - volume-based schemes). Το σχήµα αυτό περιλαµβάνει τρεις παραλλαγές: (α) συλλογή απορριµµάτων σε κάδους διαφορετικών χωρητικοτήτων αντιστοιχούµενους σε κάθε νοικοκυριό (bins' system), (β) συλλογή απορριµµάτων σε τυποποιηµένες σακούλες απορριµµάτων (prepaid bags' system) και (γ) συλλογή απορριµµάτων σε κοινές σακούλες µε ειδικά προπληρωµένα σήµατα (αυτοκόλλητα ή ετικέτες) (prepaid tags' or stickers' system). Πέραν αυτών των τριών βασικών παραλλαγών, είναι δυνατόν να απαντηθούν και ποικίλοι συνδυασµοί των τριών τους. Στην πρώτη περίπτωση, οι κάτοικοι επιλέγουν κάδους απορριµµάτων µε όγκο δικής τους επιλογής, ο οποίος καθορίζει και την ετήσια χρέωση των ανταποδοτικών τελών (variable bins' system). Μία παραλλαγή του συστήµατος είναι η τοποθέτηση κάδου συγκεκριµένου όγκου σε κάθε νοικοκυριό και η προσθήκη δεύτερου ή και τρίτου ανάλογα τις ανάγκες του εκάστοτε νοικοκυριού (large bins' system). Στη δεύτερη περίπτωση, η υπηρεσία αποκοµιδής συλλέγει µόνο τις σακούλες απορριµµάτων ειδικού χρώµατος, σχεδιασµού και χωρητικότητας, τις οποίες οι πολίτες αγοράζουν από συγκεκριµένα κέντρα πώλησης. Τέλος, το σύστηµα ειδικών αυτοκόλλητων σηµάτων λειτουργεί µε παρόµοιο τρόπο µε τη δεύτερη περίπτωση ογκοµετρικού σχήµατος. Οι δηµότες προµηθεύονται τα ειδικά σήµατα από συγκεκριµένα κέντρα πώλησης πληρώνοντας άµεσα την παροχή υπηρεσιών αποκοµιδής.

∆υναµοµετρικό σχήµα (χρέωση βάσει βάρους παραγόµενων απορριµµάτων ανά νοικοκυριό - weight-based schemes). Επειδή κατά το πλείστον η χρέωση των τελών Τ∆ των απορριµµάτων γίνεται βάσει του βάρους τους, αναπτύχθηκε το δυναµοµετρικό σχήµα χρέωσης, το οποίο κρίνεται και ως πιο δίκαιο για τον πολίτη.

Σχήµα συχνότητας (χρέωση βάσει συχνότητας αποκοµιδής απορριµµάτων του εκάστοτε νοικοκυριού - frequency-based schemes). Το χαρακτηριστικό αυτού του σχήµατος είναι ότι όλοι οι δηµότες ανεξαιρέτως έχουν πανοµοιότυπους κάδους (ίδιου όγκου). Το ύψος της χρέωσης των ανταποδοτικών τελών εξαρτάται από τη συχνότητα της συλλογής των απορριµµάτων κάθε νοικοκυριού, η οποία επιλέγεται από το εκάστοτε νοικοκυριό κάτω πάντα από κάποιες προϋποθέσεις

Υβριδικά σχήµατα. Είναι πιθανόν να σχεδιαστούν σχήµατα που θα έχουν στοιχεία από δύο ή περισσότερα από τις παραπάνω εναλλακτικές δυνατότητες.

Page 81: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

62

2.4.4. ∆οµή χρέωσης - συστήµατα χρέωσης

Η δοµή της χρέωσης των ανταποδοτικών τελών καθορίζεται από διάφορα κριτήρια: (α) Τα έσοδα από τα ανταποδοτικά τέλη πρέπει να καλύπτουν το συνολικό κόστος της διαχείρισης δηµοτικών απορριµµάτων, (β) το επίπεδο των οικονοµικών κινήτρων για τους πολίτες να είναι ικανό και αρκετό για ενίσχυση της διαλογής στην πηγή και της µείωσης της ΠΑ και (γ) το βαθµό επικινδυνότητας ανακριβών προβλέψεων για τη µείωση των απορριµµάτων και την αύξηση των ανακυκλώσιµων, που συνδέεται άρρηκτα µε τα προβλεπόµενα έσοδα της υπηρεσίας καθαριότητας. Τα ανταποδοτικά τέλη µπορούν να είναι είτε πλήρως µεταβλητά και ανάλογα την ποσότητα των απορριµµάτων που παράγονται είτε να συνίστανται από ένα ενιαίο πάγιο τέλος και µία µεταβλητή χρέωση. Συγκεκριµένα συναντώνται τα ακόλουθα συστήµατα χρέωσης:

• Αναλογικό ή γραµµικό (proportional or linear). Eνιαίο σταθερό τέλος για κάθε κάδο ή σακούλα που τοποθετείται έξω προς αποκοµιδή.

• ∆ιβάθµιο και πολυβάθµιο (two-tiered and multi-tiered). Ενιαίο πάγιο τέλος ή µεταβαλλόµενο µε διάφορα κριτήρια (όπως τα τετραγωνικά µέτρα του ακινήτου) και επιπρόσθετη χρέωση για κάθε επιπλέον κάδο (στο πολυβάθµιο η χρέωση για κάθε επιπλέον κάδο είναι ανάλογη του µεγέθους του).

• Πλήρως µεταβλητό (fully variable). Προπληρωµένες σακούλες απορριµµάτων ή βάσει του παραγόµενου όγκου.

• Παροχή περιορισµένης υπηρεσίας. Ενιαίο πάγιο τέλος συν πρόσθετη επιβάρυνση για κάθε επιπλέον παροχή υπηρεσίας (σακούλες εκτός κάδων, υπερχείλιση κάδων).

• Υβριδικό (hybrid). Το σύστηµα αυτό συναντάται σε διάφορες παραλλαγές. Στην πραγµατικότητα στηρίζεται σε ένα από τα προαναφερθέντα συστήµατα χρέωσης και διαφοροποιείται στο ότι θέτει οικονοµικές κυρώσεις ή επιβραβεύσεις ανάλογα την πολιτική που υιοθετείται.

2.4.5. Συστήµατα χρέωσης και πληρωµής

Τα παραδοσιακά συστήµατα χρέωσης στηρίζονται σε ένα ετήσιο ενιαίο πάγιο τέλος για κάθε νοικοκυριό και οποιοδήποτε ύψος παροχής υπηρεσιών. Στην Ελλάδα, όπως και στην πλειοψηφία των χωρών παγκοσµίως, εφαρµόζεται το σύστηµα χρέωσης ανάλογα τα τετραγωνικά µέτρα του εκάστοτε ακινήτου (flat-rate pricing). Η είσπραξη των ανταποδοτικών τελών γίνεται προκαταβολικά κατά το αµέσως προηγούµενο έτος. Κατά την εφαρµογή ενός συστήµατος PAYT, οι δηµοτικές αρχές έχουν να επιλέξουν µεταξύ τριών διαφορετικών συστηµάτων είσπραξης των ανταποδοτικών τελών:

• Σύστηµα άµεσης πληρωµής (direct payment system). Οι δηµότες πληρώνουν για τις υπηρεσίες που δέχονται µέσω αγοράς ιδιωτικών κάδων, χαρακτηριστικών σακουλών ή αυτοκόλλητων από εξουσιοδοτηµένα κέντρα πώλησης (π.χ. ∆ηµαρχεία, ειδικά καταστήµατα, κ.λπ.).

• Σύστηµα επιλογής επιπέδου υπηρεσιών (subscription system). Οι δηµότες δηλώνουν εξαρχής το επίπεδο των υπηρεσιών που θα χρειαστούν και χρεώνονται σε τακτική βάση για τις υπηρεσίες αυτές. Ανά συγκεκριµένη περίοδο τους δίνεται η δυνατότητα να επανεπιλέξουν το επίπεδο υπηρεσιών αν κρίνουν ότι χρειάζεται (αύξηση ή µείωση ΠΑ).

• Σύστηµα ανταπόδοσης ενεργών υπηρεσιών (actual set-out system). Ο κάθε δηµότης πληρώνει για τον αριθµό των κάδων που τοποθετεί στο πεζοδρόµιο. Στην περίπτωση αυτή περιπλέκεται η εργασία των εργατοϋπαλλήλων επειδή απαιτείται καταγραφή των κάδων συλλογής για κάθε νοικοκυριό.

Page 82: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

63

2.4.6. Ύψος χρέωσης

Το ποσοστό µείωσης των απορριµµάτων (δηλ. στην πραγµατικότητα το ποσοστό της ανταπόκρισης των δηµοτών) εξαρτάται µεταξύ άλλων και από τη χρέωση που θα καθοριστεί. Στις Εικόνες 24 και 25 γίνεται µια προσπάθεια σύνδεσης του ύψους της χρέωσης µε τα απορρίµµατα που οδηγούνται προς Τ∆ (ή/και επεξεργασία) και προς ανακύκλωση αντίστοιχα για το έτος 1993 στις ΗΠΑ (Miranda M.L, et al., 1996).

Εικόνα 24. Σύγκριση ύψους χρέωσης υπηρεσιών µε τη συνολική ετήσια ποσότητα

απορριµµάτων προς Τ∆ (ΗΠΑ, 1993) (Miranda M.L, et al., 1996).

Εικόνα 25. Σύγκριση ύψους χρέωσης υπηρεσιών µε τη συνολική ετήσια ποσότητα απορριµµάτων προς ανακύκλωση (ΗΠΑ, 1993) (Miranda M.L, et al., 1996).

2.4.7. Επιλογή συστήµατος PAYT

Η µέθοδος και το σύστηµα χρέωσης και είσπραξης που τελικά θα υιοθετηθεί εξαρτάται από τους εκάστοτε αρµόδιους φορείς και τις επικρατούσες συνθήκες (οικονοµικές, κοινωνικές, χωροταξικές, κ.λπ) στο δήµο µελέτης. Σε πολλές περιπτώσεις εφαρµογής του PAYT, οι αρµόδιοι επέλεξαν συνδυασµούς των παραπάνω λύσεων, θεωρώντας ότι ήταν καταλληλότεροι για την τοπική επικρατούσα πραγµατικότητα. Πριν την εφαρµογή ενός συστήµατος PAYT είναι απαραίτητο να διενεργηθεί εκτενής έρευνα επάνω στα απορρίµµατα που παράγονται (σύσταση και ποσότητα) και ανάλυση των οικονοµικών των υπηρεσιών καθαριότητας, καθώς και των παραµέτρων που πιθανόν θα επηρεάσουν τις σχετικές αποφάσεις.

0.000

0.005

0.010

0.015

0.020

0 1 2 3 4 5 6 7 8 9

Απορρίµµατα προς τελική διάθεση (τόνοι/νοικοκυριό/έτος)

Χρέωση

($

/kg/εβδο

µάδα

)

0.000

0.005

0.010

0.015

0.020

0 0.2 0.4 0.6 0.8 1

Απορρίµµατα προς ανακύκλωση (τόνοι/νοικοκυριό/έτος)

Χρέωση

($

/kg/εβδο

µάδα

)

Page 83: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

64

2.4.8. Παραδείγµατα εφαρµογών

Το PAYT έχει ήδη εφαρµοστεί σε διάφορες πόλεις σε ΗΠΑ, Καναδά, Ασία και Αυστραλία, ενώ γίνονται τα πρώτα βήµατα και στην Ευρώπη. Ένα παράδειγµα εφαρµογής συστήµατος PAYT, όπου επιβεβαιώνονται τα θετικά αποτελέσµατα είναι το Chester County στη Νότια Καρολίνα της ΗΠΑ (Southern States Waste Management Coalition, 1997).

Πριν την εφαρµογή του PAYT, οι κάτοικοι του Chester εξυπηρετούνταν µε πράσινους κάδους που ήταν τοποθετηµένοι σε διάφορα σηµεία της πόλης και χρεώνονταν τις υπηρεσίες µε ένα σταθερό πάγιο τέλος. Με την εφαρµογή του PAYT, η συλλογή των απορριµµάτων γίνεται µε σακούλες και τα νοικοκυριά χρεώνονται ανάλογα µε τον αριθµό των εξυπηρετήσεων που δέχονται ύστερα από ζήτηση. Κατά το πρώτο έτος της εφαρµογής του νέου συστήµατος σηµειώθηκε µείωση 50% στην ποσότητα των απορριµµάτων που διαθέτονται στους χώρους υγειονοµικής ταφής. Αντίστοιχα, η ποσότητα των ανακυκλώσιµων που συλλέγονταν αυξήθηκε κατά 50%. Οι µεταβολές των επιµέρους δαπανών διαχείρισης των δηµοτικών απορριµµάτων φαίνονται στον Πίνακα 12.

Πίνακας 12. Μεταβολές δαπανών ∆Α µετά την εφαρµογή του PAYT στην πόλη του Chester και κατά το πρώτο έτος εφαρµογής του (Southern States Waste Management Coalition, 1997).

Είδος δαπανών Μεταβολή Είδος δαπανών Μεταβολή

Κόστος συλλογής +14% ∆ιοικητικό κόστος -7%

Κόστος διάθεσης -27% Ολικό κόστος -7%

2.4.9. Παράγοντες που επηρεάζουν την εφαρµογή ενός προγράµµατος PAYT

Η εφαρµογή ενός συστήµατος PAYT απαιτεί αναλυτική µελέτη:

(α) της ποιοτικής και ποσοτικής σύστασης των απορριµµάτων, (β) της πολεοδοµίας του δήµου, (γ) της κοινωνικο-οικονοµικής και πολιτισµικής υπόστασης των δηµοτών και (δ) των οικονοµικών, διοικητικών και τεχνικών στοιχείων του δήµου.

Στη συνέχεια απαιτείται αναλυτικός σχεδιασµός σεναρίων εφαρµογής προς ανεύρεση του βέλτιστου συστήµατος ποσοτικοποίησης-αντιστοίχισης-ιχνηλασιµότητας των απορριµµάτων και χρέωσης των ανταποδοτικών τελών. Ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δοθεί στην πληροφόρηση και παιδεία των δηµοτών σε συνδυασµό µε ικανά οικονοµικά κίνητρα µε στόχο τη δυναµική συµµετοχή τους.

2.5. Αξιολόγηση υπηρεσιών καθαριότητας

2.5.1. Γενικά

Η αξιολόγηση των συστηµάτων αποκοµιδής αστικών στερεών αποβλήτων και η αποδοτικότητα και παραγωγικότητα των υπηρεσιών καθαριότητας των δήµων µπορεί να

Page 84: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

65

πραγµατοποιηθεί µε τη σύγκριση συµφωνηµένων δεικτών αξιολόγησης, οι οποίοι περιγράφουν συγκεκριµένους τοµείς του ολικού συστήµατος αποκοµιδής, από διοικητικό έως λειτουργικό επίπεδο. Η µέθοδος καλείται «Benchmarking» (οροθέτηση επιδόσεων ή συγκριτική ανάλυση (αξιολόγηση) επιδόσεων) και η εφαρµογή της είναι ήδη γνωστή διεθνώς στις ιδιωτικές εταιρίες.

Ο στόχοι της µεθόδου είναι η ανεύρεση καλύτερων τρόπων και µεθόδων να εκτελεστεί το έργο των υπηρεσιών. Συγκεκριµένα το Benchmarking είναι µια διαδικασία εξεύρεσης, κατανόησης και προσαρµογής των καλύτερων πρακτικών, τόσο µέσα από την ίδια υπηρεσία καθαριότητας, όσο και από άλλες αντίστοιχες ώστε να επιτευχθεί βελτίωση και αύξηση της αποδοτικότητας-παραγωγικότητας. Αυτό περιλαµβάνει αξιολόγηση και σύγκριση διαδικασιών, βοηθώντας µ' αυτόν τον τρόπο µία υπηρεσία να καθορίσει νέους στόχους και πρότυπα, τα οποία βελτιώνουν και προσθέτουν αξία στις διαδικασίες του, παρέχοντας καλύτερη απόδοση και βελτιωµένη ποιότητα.

2.5.2. Στάδια Benchmarking

Η διαδικασία του Benchmarking ακολουθεί µια σειρά ενεργειών-στάδια. Κάθε στάδιο πρέπει να ολοκληρώνεται πριν ακολουθήσει το επόµενο στο επόµενο. Τα στάδια αυτά είναι γενικά τα εξής:

Α) Προσδιορισµός και κατανόηση των διαδικασιών. Β) Καθορισµός του τι θα πρέπει να µετρηθεί. Γ) Επιλογή του είδους των µετρήσεων που θα χρησιµοποιηθεί. ∆) Προσδιορισµός σε ποιους θα γίνουν οι µετρήσεις. Ε) Συλλογή στοιχείων. ΣΤ) Ανάλυση των στοιχείων και εντοπισµός αποκλίσεων. Ζ) Καθορισµός στόχων και ανάπτυξη σχεδίου δράσης. Η) Παρακολούθηση και έλεγχος διαδικασιών.

2.5.3. Είδη Βenchmarking

Υπάρχουν τέσσερις τύποι benchmarking:

Benchmarking ∆ιαδικασιών επικεντρώνεται σε συγκεκριµένες διαδικασίες και συστήµατα λειτουργίας. Μπορεί να εξετάζει π.χ. τις υπηρεσίες στον πελάτη, την τιµολόγηση ή τη διαδικασία στρατηγικού σχεδιασµού. Το Benchmarking ∆ιαδικασιών στοχεύει στο να προσδιορίσει τα πιο αποτελεσµατικά συστήµατα λειτουργίας από άλλες επιχειρήσεις οι οποίες έχουν παρόµοια δραστηριότητα ή παρέχουν παρόµοιες υπηρεσίες.

Benchmarking Επιδόσεων είναι "ανταγωνιστικό" benchmarking και επιτρέπει στους φορείς να εκτιµήσουν τις ανταγωνιστικές τους θέσεις µε συγκρίσεις υπηρεσιών, ή ακόµη και προϊόντων. Είναι επίσης γνωστό ως benchmarking άµεσων ανταγωνιστών (direct competitors). Αυτή η εφαρµογή επικεντρώνεται σε στοιχεία όπως η τιµή, η ποιότητα, η ταχύτητα, η αξιοπιστία και άλλα χαρακτηριστικά επίδοσης.

Στρατηγικό Benchmarking εξετάζει πως ανταγωνίζονται οι υπηρεσίες µεταξύ τους. Αφορά κυρίως την αναζήτηση καλών πρακτικών που επέτρεψαν στους έχοντες υψηλές επιδόσεις να είναι επιτυχηµένοι. Επηρεάζει κυρίως τα µακροπρόθεσµα σχέδια µιας υπηρεσίας και τα θετικά αποτελέσµατα φαίνονται µε πολύ αργότερους ρυθµούς απ' ότι στο Benchmarking ∆ιαδικασιών.

Page 85: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

66

Επιπρόσθετα µε αυτούς τους τρεις βασικούς τύπους benchmarking υπάρχει επίσης το Εσωτερικό Benchmarking. Αφορά τη αναζήτηση καλών πρακτικών στο εσωτερικό της υπηρεσίας και την προσπάθεια εγκαθίδρυσής τους σε σταθερή βάση σε ολόκληρη την υπηρεσία.

2.5.4. ∆είκτες αξιολόγησης υπηρεσιών καθαριότητας

Στη συνέχεια αναφέρονται µερικοί δείκτες αξιολόγησης των υπηρεσιών καθαριότητας, κατηγοριοποιηµένοι σε τρείς οµάδες: (α) αποκοµιδή, (β) τελική διάθεση και (γ) καθαριότητα οδών. Αποκοµιδή απορριµµάτων

∆είκτες φόρτου εργασίας = Παρέχουν µέτρηση του φόρτου εργασίας – επιτρέπουν διαχρονική σύγκριση – παρέχουν δεδοµένα για τον υπολογισµό του µοναδιαίου κόστους.

Αριθµός πολιτών που εξυπηρετούνται.

Αριθµός νοικοκυριών που εξυπηρετούνται.

Πυκνότητα πληθυσµού.

Πυκνότητα νοικοκυριών.

Ποσοστό αστικής περιοχής.

Ποσοστό εµπορικής δραστηριότητας.

Τόνοι που παράγονται (ετησίως, εβδοµαδιαίως, ηµερησίως).

Παραγωγή ανά άτοµο.

Παραγωγή ανά στρέµµα.

Παραγωγή ανά στρέµµα και νοικοκυριό.

Παραγωγή ανά στρέµµα και άτοµο.

Ποσοστό βιοµηχανικής παραγωγής.

Ποσοστό αγροτικής παραγωγής.

Ποσοστό εµπορικής παραγωγής.

Αριθµός υπαλλήλων (διοικητικών και εργατών).

Αριθµός υπαλλήλων / κάτοικο.

Αριθµός υπαλλήλων ανά νοικοκυριό.

Αριθµός υπαλλήλων ανά στρέµµα.

Αριθµός υπαλλήλων ανά νοικοκυριό και στρέµµα.

Αριθµός οχηµάτων.

Αριθµός οχηµάτων / κάτοικο.

Αριθµός οχηµάτων ανά νοικοκυριό.

Page 86: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

67

Αριθµός οχηµάτων ανά στρέµµα.

Αριθµός οχηµάτων ανά κάτοικο (ή τόνο) και στρέµµα.

Αριθµός οχηµάτων ανά νοικοκυριό και στρέµµα.

Συχνότητα αποκοµιδής.

Σύνθεση στερεών αποβλήτων.

Κλιµατολογικές συνθήκες.

Έδαφος.

Μέσος µισθός υπαλλήλων.

Είδος φορέα αποκοµιδής.

Συνολικά χιλιόµετρα δροµολογίων.

Αριθµός πληρώµατος σε κάθε όχηµα.

Είδη κάδων.

Είδη οχηµάτων.

∆είκτες αποτελεσµατικότητας = Προσδιορίζουν ποσοτικά εάν επιτεύχθηκαν οι στόχοι της υπηρεσίας.

Ποσοστό προγραµµατισµένων δροµολογίων που δεν έγιναν.

Ποσοστό δροµολογίων που δεν ολοκληρώθηκαν σύµφωνα µε το πρόγραµµα.

Ποσοστό δρόµων που κρίνονται ως καθαροί (στόχοι υπηρεσίας).

Μέσος όρος ικανοποίησης πελατών.

Αριθµός παραπόνων πελατών.

∆είκτες αποδοτικότητας

Κόστος ανά τόνο στερεών αποβλήτων που συλλέχθηκαν.

Κόστος ανά άτοµο.

Κόστος ανά άτοµο και τόνο συλλογής.

Κόστος ανά νοικοκυριό.

Κόστος ανά στρέµµα (ή χιλιόµετρο δροµολογίων).

Κόστος ανά νοικοκυριό και στέµµα (ή χιλιόµετρο δροµολογίων).

Κόστος ανά άτοµο και στρέµµα (ή χιλιόµετρο δροµολογίων).

Τόνοι συλλογής ανά υπάλληλο συλλογής.

Τόνοι συλλογής ανά όχηµα.

Αριθµός διοικητικών / αριθµό εργατοϋπαλλήλων αποκοµιδής.

Μέσος όρος νοικοκυριών ή ατόµων ανά χιλιόµετρο διαδροµής αποκοµιδής.

Ποσοστό ανακυκλώσιµων που ανακυκλώνονται.

Page 87: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

68

∆ιάθεση στερεών αποβλήτων

∆είκτες φόρτου εργασίας

Αριθµός προσωπικού.

Αριθµός προσωπικού ανά νοικοκυριό ή ανά άτοµο που εξυπηρετείται ή ανά τόνο που δέχεται ο χώρος.

Αριθµός οχηµάτων.

Τόνοι που διατίθενται στο χώρο.

Πραγµατικοί τόνοι που υπέστησαν επεξεργασία σε µια χρονική περίοδο.

Μέσος όρος απορριµµάτων που υπόκεινται σε επεξεργασία ηµερησίως.

Όγκος της χωµατερής που χρησιµοποιήθηκε.

Σύνθεση απορριµµάτων που διατίθενται στο χώρο.

Είδος φορτηγού χώρου.

Είδος και όγκος κάλυψης χωµατερής.

Είδη ελέγχων ρύπανσης.

Κλιµατολογικές συνθήκες.

Μελλοντική χρήση χωµατερής (αριθµός τόνων υπολειπόµενης).

∆υναµικότητα (χωρητικότητα).

Όγκος ηµερήσιας επεξεργασίας (σε τόνους).

Αριθµός ετών λειτουργίας.

∆είκτες αποτελεσµατικότητας

Ποσοστό ηµερών που τα περιβαλλοντικά πρότυπα τηρούνται (απόπλυση επιφανειακά ύδατα, υπόγεια ύδατα, επιβλαβή αέρια) -> εκτιµά τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις.

Τόνοι τοξικών υλικών ως ποσοστό του συνόλου των υλικών που εναποτίθενται στο χώρο -> εκτιµά τη ζηµία στο έδαφος.

Ποσοστό ανεξάρτητων επιθεωρήσεων που ανιχνεύουν οσµές, µπάζα, ή ηχορύπανση.

Αριθµός παραπόνων πολιτών.

∆απάνες για ανθρώπινους τραυµατισµούς ή υλικές ζηµιές εξ αιτίας της λειτουργίας του χώρου.

Έσοδα από τη διάθεση.

Έσοδα ανά άτοµο ή νοικοκυριό ή τόνο-> δηλώνει την οικονοµική συνεισφορά του χώρου.

Ποσοστό εσόδων ως προς τα συνολικά έξοδα.

∆είκτες αποδοτικότητας

Κόστος ανά τόνο απορριµµάτων που επεξεργάστηκαν ή διατέθηκαν προς ταφή.

Page 88: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

69

Καθαριότητα δρόµων

∆είκτες φόρτου εργασίας Αριθµός προσωπικού.

Αριθµός προσωπικού ανά άτοµο.

Αριθµός προσωπικού ανά άτοµο και χιλιόµετρο δρόµων.

Αριθµός προσωπικού ανά χιλιόµετρο δρόµων.

Αριθµός οχηµάτων.

Αριθµός οχηµάτων ανά άτοµο.

Αριθµός οχηµάτων ανά άτοµο και χιλιόµετρο δρόµων.

Αριθµός οχηµάτων ανά χιλιόµετρο δρόµων.

Αριθµός οδικών χιλιοµέτρων που καθαρίζονται.

Τόνοι απορριµµάτων που συλλέγονται.

Τόνοι ανά οδικό χιλιόµετρο.

Συχνότητα καθαρισµών των δρόµων ανά χρονική περίοδο.

Οδικά χιλιόµετρα προς καθαρισµό.

Έδαφος.

Κλιµατολογικές συνθήκες.

Κυκλοφοριακή κίνηση οχηµάτων.

Κίνηση πεζών.

Συνθήκες παρκαρίσµατος.

Πυκνότητα δόµησης.

Έκταση.

Πυκνότητα πληθυσµού.

∆είκτες αποτελεσµατικότητας

Ποσοστό σκουπισµάτων που δεν ολοκληρώθηκαν σύµφωνα µε το πρόγραµµα.

Μέσος όρος ικανοποίησης πολιτών.

Ποσοστό δρόµων που κρίθηκαν αποδεκτά καθαροί.

∆είκτες αποδοτικότητας

Κόστος ανά καθαρισµένο οδικό χιλιόµετρο.

Κόστος ανά τόνο απορριµµάτων που συλλέχθηκαν.

Page 89: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

70

2.5.5. Πιθανά αποτελέσµατα του Benchmarking

Ποσοτικοποίηση και µέτρηση της απόδοσης των υπηρεσιών καθαριότητας.

Βελτίωση της παραγωγικότητας, απόδοσης και αποδοτικότητας.

∆ηµιουργία ανταγωνιστικού περιβάλλοντος.

Προσδιοριµός βέλτιστων πρακτικών.

Μείωση κόστους και κατανάλωσης χρόνου.

Βελτίωση διαδικασίας λήψης αποφάσεων.

Επικέντρωση στα προβλήµατα και στα κενά της υπηρεσίας.

Βελτίωση τεχνολογίας και αναβάθµιση τεχνογνωσίας

Προσδιορισµός αναγκών εκπαίδευσης.

Page 90: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

71

3. ΑΝΑΚΥΚΛΩΣΗ ΥΛΙΚΩΝ - ∆ΙΑΛΟΓΗ ΣΤΗΝ ΠΗΓΗ

3.1. ∆ιαλογή στη πηγή

H ανακύκλωση που πρέπει να συνδυάζεται µε τη ∆σΠ ορισµένων κατηγοριών απορριµµάτων, είναι µία µέθοδος που µπορεί να µειώσει σηµαντικά τον όγκο των παραγοµένων απορριµµάτων. Tα πιθανά οφέλη από την ανακύκλωση είναι τα παρακάτω:

- Περιορίζεται ο όγκος της συλλογής των απορριµµάτων που πρέπει να µεταφερθούν στο χώρο υγειονοµικής ταφής.

- Περιορίζεται ο όγκος της κατόρυξης και έτσι χρειάζεται λιγότερη γη για ΥΤ. - Eξοικονοµούνται πολύτιµες πρώτες ύλες (π.χ. χαρτί κ.λπ.). - Yπάρχει κάποιο κέρδος από την πώληση των ανακυκλούµενων υλικών. - Iκανοποιείται η περιβαλλοντική ευαισθησία των πολιτών. - Σε κάποιες περιπτώσεις µπορεί να βελτιωθεί και το ισοζύγιο πληρωµών (π.χ. το χαρτί στην

Eλλάδα είναι συνήθως εισαγόµενο. - ∆ηµιουργούνται νέες θέσεις εργασίας.

Με τον όρο «∆ιαλογή στην Πηγή» περιγράφεται η διαδικασία της ανακύκλωσης µε την οποία επιτυγχάνεται ανάκτηση χρήσιµων υλικών πριν αυτά αναµειχθούν µε την υπόλοιπη µάζα των απορριµµάτων. Η ∆σΠ µπορεί να θεωρηθεί ως ολοκληρωµένη, εναλλακτική λύση απέναντι στα συστήµατα διάθεσης και κεντρικής ανάκτησης. Η βιωσιµότητά της εξαρτάται από παραµέτρους όπως η διαθεσιµότητα ανακυκλώσιµων υλικών, το κόστος των άλλων µεθόδων διαχείρισης και η ύπαρξη αγοράς για την απορρόφηση των ανακυκλωµένων υλικών. Οι γενικές προϋποθέσεις επιτυχίας ενός προγράµµατος ∆σΠ είναι η ενηµέρωση και συµµετοχή του κοινού, καθώς και το ξεπέρασµα των οργανωτικών δυσκολιών. Με την εφαρµογή της ∆σΠ δε λύνεται οριστικά το πρόβληµα της ∆Α. Απαιτείται σχεδιασµός για τη σφαιρική αντιµετώπιση του προβλήµατος που θα περιλαµβάνει την εφαρµογή και άλλων µεθόδων παράλληλα µε τη ∆σΠ.

3.2. Σηµασία της ∆σΠ για τη διαχείριση απορριµµάτων

Η µείωση στην ποσότητα των απορριµµάτων που οδηγούνται σε ταφή συνεπάγεται µικρότερη ρύπανση του εδάφους, του αέρα και των νερών της χωµατερής στην οποία αυτά διατίθενται, όπως και παράταση της διάρκειας ζωής της. Μέσω της ∆σΠ επιτυγχάνεται επίσης αποµάκρυνση ανεπιθύµητων υλικών όπως και υλικών µε ανεπιθύµητες εκποµπές, µε συνέπεια να επιτυγχάνεται καλύτερη απόδοση της ενδεχόµενης εγκατάστασης καύσης. Η χρησιµοποίηση (δευτερογενώς) ανακυκλωµένων υλικών έχει ως αποτέλεσµα την εξοικονόµηση πρώτων υλών και ενέργειας, όπως επίσης και τη µείωση της ρύπανσης κατά τη διαδικασία επεξεργασίας και παραγωγής νέων προϊόντων. Η ∆σΠ διαθέτει το προτέρηµα ότι, µέσω της συµµετοχής των κατοίκων, ανακτά υλικά πριν αυτά αναµιχθούν µε τα υπόλοιπα απορρίµµατα, έχοντας έτσι θετικές επιπτώσεις και στο κόστος συλλογής των απορριµµάτων επειδή παρεµβαίνει και επηρεάζει τη διαδικασία συλλογής και µεταφοράς τους. Για την υλοποίηση προγραµµάτων ∆σΠ απαιτείται η απασχόληση προσωπικού σε σχέση 5:1 µε την ταφή, δηµιουργώντας έτσι νέες θέσεις εργασίας, ενώ παράλληλα προάγεται η περιβαλλοντική παιδεία, ευαισθησία και συνείδηση των κατοίκων που συµµετέχουν.

Οι µορφές υλοποίησης της ∆σΠ είναι τα µόνιµα και τα περιοδικά (περιστασιακά) προγράµµατα. Τα πρώτα λειτουργούν σε µόνιµη βάση, απασχολούν µόνιµα προσωπικό,

Page 91: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

72

διαθέτουν τον απαραίτητο µηχανολογικό εξοπλισµό και εξασφαλίζουν τη διαρκή ενηµέρωση των κατοίκων. Τα δεύτερα στηρίζονται σε ευκαιριακή ανάκτηση υλικών, διενεργούµενη από φορείς όπως εκκλησίες, περιβαλλοντικές οµάδες ή σχολικές κοινότητες και εµφανίζει συχνά πολύ υψηλότερους βαθµούς ανάκτησης από ό,τι τα πρώτα.

3.3. Ανακυκλώσιµα υλικά στα απορρίµµατα

Tα απορρίµµατα που µπορούν να ανακυκλώνονται περιλαµβάνουν:

I. Xαρτιά, χαρτόνια. II. Γυαλιά. III. PVC και άλλα πλαστικά. IV. Mέταλλα όπως σίδηρος, αλουµίνιο, ψευδάργυρος κ.λπ. V. Ζυµώσιµο κλάσµα (οργανικά απόβλητα). VI. Παλιά υφάσµατα, ρούχα, κουρέλια. VII. Oρυκτέλαια. VIII. Bιοµηχανικά απόβλητα. IX. Mεγάλα απορρίµµατα όπως έπιπλα που γίνονται αντίκες, µεταχειρισµένα

αυτοκίνητα, ηλεκτρονικοί υπολογιστές και άλλες ηλεκτρικές-ηλεκτρονικές συσκευές, κ.λπ.

Στη συνέχεια περιγράφονται τα πιο διαδεδοµένα υλικά ανακύκλωσης:

Χαρτί

Το κλάσµα αυτό είναι κατάλληλο για ανακύκλωση (προς παραγωγή χαρτοπολτού και νέων προϊόντων χάρτου), υπό την προϋπόθεση ότι δεν είναι έντονα ρυπασµένο και βρεγµένο (π.χ. χαρτί τουαλέτας) όπως επίσης και αναµιγµένο µε άλλα υλικά (π.χ. ασηπτική συσκευασία). Ακόµη το χαρτί συνεισφέρει σηµαντικά και στη θερµογόνο δύναµη των απορριµµάτων, καθώς αποτελεί καύσιµο υλικό µε υψηλό ενεργειακό περιεχόµενο. Ο προσανατολισµός του συνόλου της Ελληνικής χαρτοβιοµηχανίας στη χρήση ανακυκλωµένου χαρτιού (λόγω του µικρότερου απαιτούµενου βαθµού καθετοποίησης της παραγωγικής διαδικασίας) καθιστά την ανακύκλωση χαρτιού αρκετά ελκυστική στη χώρα µας και ήδη υλοποιούνται αρκετά προγράµµατα διαλογής στην πηγή και συλλογής, ορισµένα από τα οποία µπορούν να χαρακτηρισθούν και µακροχρόνια.

Το χαρτί κατασκευάζεται από υψηλά συµπυκνωµένες ίνες κυτταρίνης. Τα είδη του χαρτιού που συνήθως ανακυκλώνονται είναι εφηµερίδες, χαρτοσακούλες, κουτιά από χαρτόνι και χαρτί γραφείου. Το χαρτί των απορριµµάτων χωρίζεται σε κατηγορίες (ποιότητες) ανάλογα µε την ποιότητα των ινών και την περιεκτικότητα σε ξένες προσµίξεις.

Εν γένει, όσο µεγαλύτερες είναι οι ίνες του χαρτιού, τόσο καλύτερη η ποιότητά του και τόσο υψηλότερη η τιµή αγοράς του. Με την ανακύκλωση υποβαθµίζονται οι ίνες (η ανάµιξη και επεξεργασία µε νερό τις σπάει και τις κονταίνει) και, ως εκ τούτου, το χαρτί δε µπορεί να επανα-ανακυκλωθεί άπειρες φορές. Στις βιοµηχανίες το χαρτί αναµειγνύεται µε νερό σχηµατίζοντας το χαρτοπολτό. Ο υδροπολτοποιητής (hydropulper) διαχωρίζει τις ίνες του χαρτιού, οι οποίες µαζί µε το νερό συνθέτουν το µίγµα από το οποίο αποµακρύνονται στη συνέχεια τα µέταλλα και οι διάφορες προσµίξεις. Στο µίγµα προσθέτονται χηµικά για αποµελάνωση, λόγω δε του ότι παραµένει αρκετό µελάνι σ΄αυτό, το τελικό προϊόν έχει χρώµα φαιό. Ο καθαρός πολτός µπορεί να µετατραπεί σε 100% προϊόν ανακυκλωµένου χαρτιού, ενώ

Page 92: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

73

µπορεί και να αναµιχθεί µε ξυλοπολτό ή παρθένες ίνες για την παραγωγή χαρτιού και χαρτονιού που εν µέρει αποτελούνται από ανακυκλωµένες ίνες.

Κατά τη συλλογή χαρτιού πρέπει να µην υπεισέρχονται ασηπτικές συσκευασίες (π.χ. Tetrapack). Εάν το χαρτί είναι τσαλακωµένο δε συµφέρει να ανακυκλωθεί καθώς καταλαµβάνει πολύ όγκο, ενώ δεν πρέπει να ανακυκλώνεται ρυπασµένο, πλαστικοποιηµένο ή κυρωµένο χαρτί, όπως επίσης ούτε χαρτοπετσέτες ή χαρτιά υγείας (ρυπασµένα και µε ευαίσθητες ίνες).

Μία ενδιαφέρουσα παράµετρος είναι ότι σε χώρες όπως η Σουηδία, ο Kαναδάς και η Φινλανδία, παρότι υπάρχει αυξηµένη περιβαλλοντική ευαισθησία των πολιτών, οι ρυθµοί ανακύκλωσης µεταχειρισµένου χαρτιού είναι χαµηλοί γιατί υπάρχουν πολλά δάση και η τιµή του ανακυκλωµένου χαρτιού είναι χαµηλή, ως αποτέλεσµα της έντονης παραγωγής χηµικού χαρτοπολτού. Ανταυτού, το παλαιόχαρτο χρησιµοποιείται εδώ και ως καύσιµο.

Στην Εικόνα 26 φαίνονται οι δυνατότητες διαχείρισης του απορριπτόµενου χαρτιού.

Εικόνα 26. ∆υνατότητες διαχείρισης απορριπτόµενου χαρτιού (Αρβανίτης κ.ά., 1995).

Γυαλί

Tο κέρδος εδώ, κατά κύριο λόγο, δεν είναι στην πρώτη ύλη αλλά στην εξοικονόµηση ενέργειας.

Η ανακύκλωση του γυαλιού περιλαµβάνει µπουκάλια, γυάλινα δοχεία, τζάµια, πιάτα, θερµοανθεκτικά γυαλιά και κρύσταλλα. Τα τελικά προϊόντα της ανακύκλωσης µπορούν να χρησιµοποιηθούν σε υαλοβάµβακες, fiberglass και σήµατα στους δρόµους.

Page 93: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

74

Το γυαλί υποδιαιρείται σε κατηγορίες, σε λευκό, πράσινο και καφέ. Κατά τη συλλογή, το γυαλί θραύεται για να µειωθεί ο όγκος του και δηµιουργείται το υαλόθραυσµα. Γυαλί καφέ χρώµατος χρησιµοποιείται για µπουκάλια µπύρας και φαρµάκων, τα οποία είναι χηµικά ευαίσθητα στο φως, ενώ γυαλί πράσινου χρώµατος χρησιµοποιείται για µπουκάλια κρασιών και αναψυκτικών. Πηγές παραγωγής του είναι τα εργοστάσια κατασκευής, εµφιάλωσης και συσκευασίας µπουκαλιών, τα κέντρα διασκέδασης, τα ξενοδοχεία, τα εστιατόρια, τα νοικοκυριά και διάφορα καταστήµατα.

Το προς ανακύκλωση γυαλί συλλέγεται ανάµικτο σε ξεχωριστούς υποδοχείς (κοντέινερς), σε δοχεία για κάθε χρώµα, σε κέντρα ανακύκλωσης, ή µε τη µέθοδο της συλλογής πόρτα-πόρτα. Με την τελευταία µέθοδο, η συλλογή του γυαλιού µπορεί να γίνεται και µαζί µε άλλα υλικά.

Στις βιοµηχανίες το υαλόθραυσµα καθαρίζεται και τεµαχίζεται σε πολύ µικρά κοµµάτια που έχουν τη µορφή άµµου. Κατόπιν αναµιγνύεται µε πυριτική άµµο και θραύσµατα ασβεστόλιθου και τήκεται για παραγωγή νέου γυαλιού. Με τη χρήση του υαλοθραύσµατος επιτυγχάνεται σηµαντική µείωση της κατανάλωσης ενέργειας, διότι έτσι είναι µικρότερη η απαιτούµενη θερµοκρασία τήξης στον κλίβανο. Τα προϊόντα του γυαλιού διαφέρουν ως προς τη χηµική σύσταση και το χρώµα. Το υαλόθραυσµα πρέπει να είναι συµβατό µε τα προϊόντα που θα κατασκευασθούν και να προέρχεται από ανάλογες ποιότητες προϊόντων που θα πρέπει να ταιριάζουν στο χρώµα (π.χ. πράσινο γυαλί για υαλόθραυσµα από πράσινο γυαλί). Προϊόντα της βιοµηχανίας γυαλιού είναι οι φιάλες, τα τζάµια παραθύρων, διάφορα βάζα και διακοσµητικά (πεπιεσµένο και φυσικό γυαλί). Στους κλιβάνους γίνεται χρήση χρωµατιστού υαλοθραύσµατος χωρίς πρόβληµα στο τελικό προϊόν, ανάλογα µε την ποιότητα του παραγόµενου γυαλιού για πράσινο γυαλί: 35%, για καφέ γυαλί: 5-10%, για καθαρό (λευκό) γυαλί: 1-5%. Οι τιµές αγοράς του διαχωρισµένου γυαλιού είναι υψηλότερες από εκείνες του ανάµικτου (το τελευταίο χρησιµοποιείται για παραγωγή µόνον πράσινου γυαλιού). Όσον αφορά στις προσµίξεις, οι ετικέτες δεν αποτελούν πρόβληµα.

Πρέπει να προσέξουµε τους παρακάτω κανόνες στην ανακύκλωση των γυαλιών:

1) ∆εν πρέπει να αναµιγνύουµε τα διάφορα χρώµατα (διαφανές, πράσινο κ.λπ.) 2) Aν µέσα σε πολλά γυαλιά διαφανή υπάρχουν και µερικά έγχρωµα (π.χ. πράσινα), τότε

µπορεί να παραχθεί µόνο πράσινο γυαλί. 3) Kαλό είναι οι καταναλωτές να αποµακρύνουν τα ξένα αντικείµενα (π.χ. πλαστικά

πώµατα κ.λπ.)

Προβληµατικά κατά την επεξεργασία είναι τα καπάκια, τα πώµατα, τα µεταλλικά αντικείµενα και δακτυλίδια, τα κεραµικά, η σκόνη και οι πέτρες, τα οποία πιθανόν να καταστήσουν τα προϊόντα τους ακατάλληλα για χρήση από τη βιοµηχανία, επειδή µερικά από αυτά δεν τήκονται στον κλίβανο και δηµιουργούν φυσαλίδες στο τελικό προϊόν. Το υαλόθραυσµα µικτού χρώµατος χρησιµοποιείται στα πυρότουβλα και στα τούβλα, στο τσιµέντο και στην άσφαλτο που πολλές φορές δεν είναι επιτυχώς εµπορεύσιµα. Απαιτείται ενηµέρωση ώστε να µην πετιούνται στα κοντέινερς ανακύκλωσης κεραµικά, πορσελάνες (προσοχή στις διαφανείς), µέταλλα (π.χ. σαµπάνιες), ενισχυµένο γυαλί (µε συρµατόπλεγµα), αλεξίσφαιρο γυαλί και γυαλί από τζάµια µε στόκους.

Στην Εικόνα 27 φαίνονται οι δυνατότητες διαχείρισης του γυαλιού.

Σιδηρούχα µέταλλα

Τα σιδερένια κουτιά αποτελούνται από χάλυβα µε λεπτή εσωτερική επικάλυψη κασσιτέρου (tin cans) για να αποφεύγεται το σκούριασµά του και για να προστατεύεται το περιεχόµενο του κουτιού. Η επικάλυψη του κουτιού µπορεί να είναι και από χρώµιο. Ο κασσίτερος είναι υλικό µεγάλης αξίας, πολλαπλάσιας αυτής του χάλυβα, και αντιπροσωπεύει το 0,5-1% του συνολικού βάρους του κουτιού. Ως αποκασσιτεροποίηση ορίζεται η διαδικασία ανάκτησης του κασσιτέρου από τα κουτιά. Προηγουµένως, τα κουτιά ισοπεδώνονται ή θραύονται και µεταφέρονται σε εγκαταστάσεις επεξεργασίας.

Page 94: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

75

Η διαλογή και ανακύκλωση των σιδερένιων κουτιών µπορεί να γίνει στο σπίτι ή αυτά να τοποθετούνται σε κοντέινερς και από εκεί να µεταφέρονται στο κέντρο ανακύκλωσης, όπου µε τη χρήση µαγνητικού διαχωριστή επιτυγχάνεται ο διαχωρισµός των αλουµινένιων από τα σιδερένια κουτιά, τα οποία αφού θραυτούν και δεµατοποιηθούν µεταφέρονται στην αντίστοιχη βιοµηχανία.

Εικόνα 27. ∆υνατότητες διαχείρισης γυαλιού (Αρβανίτης κ.ά., 1995).

Τα διµεταλλικά είναι τα κουτιά µπύρας και αναψυκτικών που αποτελούνται από χάλυβα και τα οποία έχουν αλουµινένιο καπάκι. Το πρόβληµα στην περίπτωση αυτή έγκειται στο ότι και µετά τον ειδικό τεµαχισµό παραµένουν προσµίξεις αλουµινίου στο χάλυβα. Τα ανακυκλωµένα κουτιά οδηγούνται στις εγκαταστάσεις όπου µπορεί να χρησιµοποιηθεί και 100% σκράπ, ή σε κλιβάνους ανοιχτής πυράς.

Τα επιθυµητά υλικά για ανακύκλωση δε µεταφέρονται απευθείας σε εγκαταστάσεις λόγω των προσµίξεων, που όµως αν βρίσκονται σε ποσοστό µικρότερο του 5% της πρώτης ύλης δεν αποτελούν πρόβληµα. Οι προσµίξεις που υπάρχουν στο σκράπ δηµιουργούν προβλήµατα στην αποκασσιτεροποίηση.

Στην Εικόνα 28 φαίνονται οι δυνατότητες διαχείρισης των σιδηρούχων µετάλλων.

Page 95: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

76

Εικόνα 28. ∆υνατότητες διαχείρισης σιδηρούχων µετάλλων (Αρβανίτης κ.ά., 1995).

Αλουµίνιο

Eίναι από τις πιο εµπορεύσιµες περιπτώσεις. Tο σηµαντικό κέρδος εδώ από την ανακύκλωση, όπως και στο γυαλί, δεν είναι στην πρώτη ύλη (εφόσον αργίλιο υπάρχει άφθονο στο στερεό φλοιό της γης) αλλά στην εξοικονόµηση ενέργειας. Ένας τόνος αλουµινίου που παράγεται από βωξίτη απαιτεί κατανάλωση ενέργειας 51,000 KWh. Ένας τόνος από ανακυκλωµένο αλουµίνιο απαιτεί µόνο 2,000 KWh. Έχουµε λοιπόν 95% εξοικονόµηση ενέργειας.

Η ανακύκλωση του αλουµινίου αφορά κυρίως στα κουτιά αναψυκτικών και µπύρας, ενώ ορισµένα άλλα είδη αλουµινίου που θα µπορούσαν να ανακυκλωθούν είναι υδρορροές, πλαίσια παραθύρων, έπιπλα κήπων και εξαρτήµατα αυτοκινήτων.

Η µεταφορά των ανακυκλωµένων αλουµινένιων κουτιών στη βιοµηχανία µπορεί να γίνει χύµα, σε δεµατοποιηµένη, ή σε συµπιεσµένη µορφή. Χαρακτηριστικό γνώρισµα του αλουµινίου είναι η πολύ υψηλή τιµή του υλικού ως σκράπ, κάτι που ευνοεί τη σε υψηλά ποσοστά ανακύκλωσή του, λόγω της σηµαντικής εξοικονόµησης ενέργειας που έχει η βιοµηχανία που το χρησιµοποιεί ως πρώτη ύλη (ενεργοβόρα διαδικασία βωξίτη - αλουµίνας - αλουµινίου).

Η ανακύκλωσή του µπορεί να γίνει σε δοχεία ανακύκλωσης ή σε κέντρα ανακύκλωσης, κύρια δε σε κέντρα αγοράς υλικών. Κατά την ανακύκλωσή τους, τα κουτιά αλουµινίου πρέπει να διαχωρίζονται από τα σιδηρούχα και τα διµεταλλικά (µαγνητικός διαχωρισµός). Τα κουτιά του αλουµινίου µπορούν να ανακυκλωθούν άπειρες φορές. Στη βιοµηχανία, τα κουτιά εισάγονται σε φούρνο για αποβερνίκωση, αποσµάλτωση και αποµάκρυνση χρωµατικών επιγραφών. Το καθαρό αλουµίνιο εισάγεται σε φούρνο για τήξη και διαµόρφωση σε ράβδους, που όταν ψυχθούν αποτελούν τα φύλλα ή ρολά που θα διαµορφώσουν τελικά τα νέα κουτιά.

Page 96: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

77

Στην Εικόνα 29 φαίνεται η διαδικασία ανακύκλωσης του αλουµινίου.

Εικόνα 29. ∆υνατότητες διαχείρισης µη σιδηρούχων µετάλλων (Αρβανίτης κ.ά., 1995).

Πλαστικά

H ανακύκλωση πλαστικών είναι γενικά δύσκολη και πολλές φορές οικονοµικά ασύµφορη. Aπό περιβαλλοντική άποψη είναι σηµαντική γιατί πολλά πλαστικά που περιέχουν χλώριο (π.χ. πολυβινυλοχλωρίδιο) όταν καίγονται παράγουν πολύ τοξικές ενώσεις (διοξίνες και φουράνες) και γιατί τα πιο πολλά πλαστικά διασπώνται δύσκολα.

Tα πιο διαδεδοµένα είδη προς ανακύκλωση είναι:

PVC - Πολυβινυλοχλωρίδιο HDPE - Πολυαιθυλένιο υψηλής πυκνότητας LDPE - Πολυαιθυλένιο χαµηλής πυκνότητας PP - Πολυπροπυλένιο PS - Πολυστυρένιο

Χαρακτηριστικό γνώρισµα των πλαστικών, είναι η σχέση βάρους:όγκου που φτάνει και µέχρι 1:3. Η αλλαγή της συσκευασίας των προϊόντων προς όφελος του πλαστικού είχε ως συνέπεια τη δραµατική αύξηση της συµµετοχής του στα απορρίµµατα, ιδίως τα τελευταία χρόνια. Υπάρχουν πολλά προβλήµατα µε τα πλαστικά από την άποψη της δυνατότητας ανακύκλωσής τους. Αυτά οφείλονται στο ότι: (α) υπάρχουν πολλές ποιότητες και τύποι πλαστικών µε

Page 97: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

78

διαφορετικές φυσικές ιδιότητες και χηµική σύσταση, (β) είναι αρκετά δύσκολο να αναγνωρισθούν εύκολα, ακόµα και εάν φαίνονται ίδια (π.χ. πλαστικά µπουκάλια), (γ) υπάρχουν σε αυτά πολλές προσµίξεις.

Αρκετά πρόσφορη µεθοδολογία ανάκτησης του PVC είναι η συλλογή πόρτα-πόρτα (και όχι η τοποθέτηση σε κοντέινερς) και πιθανόν η µεταφορά του µε ειδικό όχηµα για συµπίεση. Λόγω των προβληµάτων που υπάρχουν, οι προσπάθειες για ανάκτηση πλαστικού έχουν εστιασθεί στα είδη που ανακυκλώνονται ευκολότερα (PET και HDPE). Από ΡΕΤ (Polyethylene terepthalate) είναι κατασκευασµένες οι φιάλες που περιέχουν ανθρακούχα αναψυκτικά λοιπά µπουκάλια αναψυκτικών, ενώ από HDPE (High density polyethelane) είναι τα κουτιά γάλακτος, αναψυκτικών και εµφιαλωµένου νερού.

Λόγω της χαρακτηριστικής σχέσης όγκου:βάρους, τα πλαστικά µπουκάλια θραύονται και δεµατοποιούνται για την οικονοµικότερη µεταφορά τους στη βιοµηχανία, όπου κατά την επεξεργασία τους αποµακρύνονται οι προσµίξεις (ετικέτες, κατάλοιπα και σκόνη). Αν και τα θερµοπλαστικά διαθέτουν τη δυνατότητα επαναθέρµανσης και επαναδιαµόρφωσης, η επαναθέρµανση υποβαθµίζει τελικά τα πλαστικά. Άλλα προβλήµατα στα ανακυκλωµένα πλαστικά εµφανίζονται λόγω βιολογικών προσµίξεων που δεν καταστρέφονται. Τα µπουκάλια PET και HDPE δε µπορούν να χρησιµοποιηθούν αυτούσια ως περιέκτες. Τα πλαστικά προϊόντα προέρχονται από ένα είδος ρητίνης ή από σύνθεση ρητινών πολλών ειδών.

Η ανακύκλωση στις µονάδες κατεργασίας πλαστικού είναι πιο εύκολη σε πολλές περιπτώσεις. Το πλαστικό σκράπ λειοτεµαχίζεται, αναµιγνύεται µε παρθένους κόκκους (ρητίνες) και τήκεται στην κανονική διαδικασία κατασκευής πλαστικού. Σε πολλές περιπτώσεις, η επαναχρησιµοποίηση πλαστικού είναι πιο πολύπλοκη διαδικασία. Κλειδί στην ανακύκλωση πλαστικού είναι η διάθεση ρητίνης γνωστού µοριακού βάρους χωρίς προσµίξεις. Εκτός των άλλων, αυτό αποτελεί κριτήριο για τη δυνατότητα της µετέπειτα ανακύκλωσής του. Ακριβώς λόγω των προβληµάτων που αναφέρθηκαν, η ανακύκλωση των πλαστικών βρίσκεται ακόµη σε πολύ χαµηλά επίπεδα.

Οι πηγές παραγωγής πλαστικών στα απορρίµµατα είναι:

i. Μεταφορές, όπως αυτοκίνητα, ποδήλατα, µοτοσικλέτες, φορτηγά κ.λπ. ii. Συσκευασία, όπως µπουκάλια, δοχεία τροφίµων, σακούλες και πλαστικά περιτυλίγµατα. iii. Οικοδοµές και κατασκευές όπως σωλήνες, αποχετεύσεις, πατώµατα, µονώσεις, πόρτες

και παράθυρα. iv. Ηλεκτρικά και ηλεκτρονικά όπως καλώδια και συσκευές επικοινωνίας. v. Επιπλώσεις όπως έπιπλα, καρπέτα, κουρτίνες, έπιπλα γραφείου και καλύµµατα τοίχων. vi. Καταναλωτικά όπως τσάντες, παιχνίδια, εργαλεία κήπων και εξοπλισµός εργαστηρίων. vii. Βιοµηχανία. viii. Θερµοκήπια. Σηµειώνεται εδώ το πανελλήνιο δίκτυο που έχει αναπτυχθεί µε έδρα την

Κρήτη για την συλλογή των χρησιµοποιηµένων καλυµµάτων των θερµοκηπίων από ΡΕ, τα οποία οδηγούνται στην Κρήτη όπου και ανακυκλώνονται από τοπική βιοµηχανία.

Τέλος, προϊόντα από ανακυκλωµένο ΡΕΤ είναι διάφορα υποβοηθητικά υλικά για επιστρώσεις και επενδύσεις, σχοινιά και σπάγκοι, γεωϋφάσµατα και διαµορφωµένα πλαστικά, ενώ προϊόντα από ανακυκλωµένο HDPE είναι οι διάφορες βιοµηχανικές επιστρώσεις δαπέδων, δεξαµενές και κάδοι, γλάστρες.

Στην Εικόνα 30 φαίνονται οι δυνατότητες διαχείρισης των πλαστικών απορριµµάτων.

Page 98: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

79

Εικόνα 30. ∆υνατότητες διαχείρισης των πλαστικών απορριµµάτων (Αρβανίτης κ.ά., 1995).

Ζυµώσιµο κλάσµα

Εδώ περιλαµβάνονται τα απορρίµµατα κουζίνας και τα απορρίµµατα κήπων. Χαρακτηριστικό αυτής της κατηγορίας είναι η µεγάλη περιεκτικότητα σε βιοαποικοδοµήσιµη οργανική ύλη και σε υγρασία, κάτι που καθιστά το κλάσµα αυτό ιδιαίτερα κατάλληλο για αερόβια ή αναερόβια ζύµωση (κοµποστοποίηση) προς παραγωγή Βελτιωτικού Εδάφους (ΒΕ) - Κοµπόστ. Υπογραµµίζεται ότι το µεγαλύτερο ποσοστό της απαντούµενης στα απορρίµµατα υγρασίας προέρχεται από τα ζυµώσιµα (εξαιρουµένων βέβαια διαφόρων εξωγενών παραγόντων όπως π.χ. βροχή). Η κοµποστοποίηση θεωρείται στη χώρα µας ως µία ιδιαίτερα ελκυστική µέθοδος αλλά η εφαρµογή της είναι ακόµη περιορισµένη (µονάδα Καλαµάτας, µονάδα Λιοσίων, πιλοτική µονάδα ΕΣ∆ΚΝΑ). Σηµειώνεται ότι και για την Θεσσαλονίκη έχει αναφερθεί η ολιγοετής λειτουργία µονάδας κοµποστοποίησης απορριµµάτων κατά τη δεκαετία του 1950 στην περιοχή Καλοχωρίου.

Σύµφωνα µε τις πιο πρόσφατες τάσεις, προγράµµατα ∆σΠ του ζυµώσιµου κλάσµατος αποτελούν πλέον απαραίτητη προϋπόθεση για τη λειτουργία µε υψηλή απόδοση µονάδων µηχανικής διαλογής. Στα απορρίµµατα κήπων συµπεριλαµβάνονται τα φύλλα των δέντρων, τα κουρέµατα από το γρασίδι, οι θάµνοι και τα κλαδιά των δένδρων.

Η αξιοποίηση του ζυµώσιµου κλάσµατος µπορεί να γίνει µε την παραγωγή λιπάσµατος (ΒΕ – κοµπόστ), οι ιδιότητες και τα πλεονεκτήµατα της χρήσης του οποίου είναι:

(α) Βελτιώνει την ικανότητα του εδάφους για τη συγκράτηση του νερού και θρεπτικών ουσιών (β) Το χώµα καθίσταται ευκολότερα καλλιεργήσιµο.

Page 99: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

80

(γ) Επιτυγχάνεται αύξηση των οργανικών συστατικών του χώµατος.

Στην περίπτωση αξιοποίησης αυτών των απορριµµάτων, το συνηθέστερο συστατικό για κοµπόστ είναι τα φύλλα των δένδρων. Παραλλαγή αυτής της µεθόδου είναι η κατ'οίκον κοµποστοποίηση, η οποία όµως προσφέρεται για ηµιαστικές και αγροτικές περιοχές όπου υπάρχει ο σχετικός χώρος (αυλή, κήπος, κ.λπ.).

Τα απορρίµµατα κήπων περιέχουν φύλλα, κλαδιά, κορµούς δέντρων και υπολείµµατα γκαζόν προερχόµενα κυρίως από δηµοτικά πάρκα και ιδιωτικούς κήπους. Ως διακριτή κατηγορία απορριµµάτων συναντάται κυρίως στην οικονοµικά αναπτυγµένες πόλεις των ΗΠΑ, όπου οι ιδιωτικοί κήποι καλύπτουν µεγάλες εκτάσεις. Στις περιοχές αυτές, οι τοπικοί φορείς έχουν προβλέψει τέλη για τη διάθεση των απορριµµάτων των κήπων στους χώρους υγειονοµικής ταφής, προσδοκώντας κατ' αυτό τον τρόπο να ενισχύσουν τη διάθεση τους προς εγκαταστάσεις κοµποστοποίησης ή καύσης.

Στη χώρα µας, τα απορρίµµατα των κήπων δεν αποτελούν µεγάλο ποσοστό του συνόλου των αστικών απορριµµάτων και ως εκ τούτου δε διαχωρίζονται από τα υπόλοιπα απορρίµµατα. Όµως, µεγάλες ποσότητες απορριµµάτων αυτού του είδους παράγονται σε ηµιαστικές και αγροτικές περιοχές. Σε αυτές τις περιοχές υπάρχουν µεγάλα περιθώρια τόσο για την οικονοµική αξιοποίηση των αγροτικών απορριµµάτων (π.χ. µε την παραγωγή εδαφοβελτιωτικών), όσο και για την ενεργειακή αξιοποίησή τους. Παραδείγµατα τέτοιου τύπου συναντιόνται µέχρι στιγµής σε εκκοκκιστήρια, όπου τα υπολείµµατα του βαµβακιού καίγονται σε ειδικούς λέβητες για να καλύψουν µέρος των ενεργειακών αναγκών τους, σε εργοστάσια µεταποίησης φρούτων, όπου τα κουκούτσια διαχωρίζονται και χρησιµοποιούνται επίσης ως καύσιµο.

Ελαστικά

Παρά το χαµηλό ποσοστό των ελαστικών στο συνολικό όγκο των απορριµµάτων (~1%), το µέγεθος και η φυσικοχηµική τους σύσταση τα καθιστά απορρίµµατα που χρήζουν ειδικής διαχείρισης.

Κάθε χρόνο, σε κάθε άνθρωπο που ζει και εργάζεται σε µια οικονοµικά αναπτυγµένη χώρο αντιστοιχεί απόρριψη ενός; περίπου ελαστικού. Περισσότερο από τα µισά από αυτά τα ελαστικά εξακολουθούν να διατίθενται σε χώρους υγειονοµικής ταφής αντί να ανακτώνται και επαναχρησιµοποιούνται. Η ύπαρξη ελαστικών σε χώρους υγειονοµικής ταφής δηµιουργεί σειρά προβληµάτων που έχουν σχέση µε τη αδυναµία συµπίεσής τους. Τα προβλήµατα αυτά έχουν σχέση τόσο µε τη µείωση του ωφέλιµου όγκου, όσο και µε τη καταστροφή του τελικού καλύµµατος λόγω ανοµοιόµορφης καθίζησης.

Για τους παραπάνω λόγους, ως βέλτιστη µέθοδος διάθεσης των ελαστικών θεωρείται η καύση τους σε εγκαταστάσεις εξοπλισµένες µε ειδικές διατάξεις ελέγχου των συνθηκών καύσης και δέσµευσης των παραγόµενων αερίων ρύπων, αφού προηγούµενα τεµαχιστούν σε µέγεθος περίπου 5 cm x 5 cm. Η λύση αυτή ευνοείται και από τη θερµογόνο δύναµη των τεµαχίδιων ελαστικών, η οποία κυµαίνεται από 33.000 έως 36.000 kJ/kg, ανάλογα µε το εάν έχει αποµακρυνθεί η όχι το µεταλλικό πλέγµα, τη στιγµή που η θερµογόνος δύναµη του ξύλου είναι 10.000 kJ/kg και του λιγνίτη 17.000 kJ/kg.

Αξίζει να σηµειωθεί ότι η ανεξέλεγκτη καύση ελαστικών σε χαµηλές θερµοκρασίες έχει ως συνέπεια την έκλυση µεγάλων ποσοτήτων άκαυστων υδρογονανθράκων (µαύρος καπνός) και άλλων βλαβερών συστατικών στην ατµόσφαιρα.

Ιδιαίτερη µέριµνα απαιτείται επίσης στη συγκέντρωση και προσωρινή αποθήκευση των ελαστικών σε ανοιχτούς χώρους που ανήκουν είτε σε επιχειρήσεις διαχείρισης στερεών απορριµµάτων, είτε σε εταιρίες εµπορίας ελαστικών (βουλκανιζατέρ). Τόσο ο κίνδυνος εκδήλωσης πυρκαγιάς όσο και η ρύπανση των υδροφόρων λόγω της αποσύνθεσης των ελαστικών, η οποία επιταχύνεται υπό τη δράση των καιρικών συνθηκών, µπορούν να προκαλέσουν σηµαντικές δυσµενείς επιπτώσεις στο περιβάλλον.

Page 100: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

81

Μπαταρίες

Η Τ∆ των µπαταριών έχει αυξηµένη περιβαλλοντική σηµασία, παρά των µικρό όγκο που αυτές αντιπροσωπεύουν στο σύνολο των απορριµµάτων, λόγω της ύπαρξης βαρέων µετάλλων, όπως υδράργυρου, µολύβδου και καδµίου.

Οι µπαταρίες χωρίζονται σε 2 υποκατηγορίες για τις οποίες ενδείκνυνται διαφορετικές πρακτικές διαχείρισης και Τ∆: οι µπαταρίες οχηµάτων και οι συνήθεις µπαταρίες οικιακών συσκευών (ραδιόφωνων, φακών, ρολογιών, κ.λπ).

Η εφαρµογή προγράµµατος ανάκτησης των µπαταριών από τον κύριο όγκο των οικιακών απορριµµάτων αποσκοπεί στην ελαχιστοποίηση των ποσοτήτων µπαταριών που καταλήγουν σε ΧΥΤΑ, σε αποτεφρωτήρες ή εγκαταστάσεις κοµποστοποίησης. Η ρύπανση των νερών που µπορεί να προκληθεί από την ύπαρξη µπαταριών σε ένα ΧΥΤΑ είναι συνάρτηση της παραµένουσας φόρτισης της µπαταρίας, των συνθηκών που επικρατούν µέσα στο ΧΥΤΑ, της αποτελεσµατικότητας του συστήµατος στεγανοποίησης και την εγγύτητας του υδροφόρου ορίζοντα.

Υλικά οικοδοµών

Στη συγκεκριµένη κατηγορία κατατάσσονται απορρίµµατα που προκύπτουν κατά τη διαδικασία ανέγερσης οικοδοµών καθώς και κατά την ηθεληµένη ή µη κατεδάφιση οικοδοµών και λοιπών κατασκευών. Έξαρση στις ποσότητες υλικών οικοδοµών που διατίθεται προς απόρριψη παρατηρείται προφανώς σε περιόδους κρίσης όπως πολέµων, σεισµών ή άλλων καταστροφών.

Τα απορρίµµατα αυτού του τύπου περιέχουν κυρίως σκυρόδεµα (>60% κ.β.), τούβλα, κεραµίδια και άλλα δοµικά στοιχεία κατασκευασµένα από άργιλο (15%), ξύλο (~20%), σίδηρο, χαλκό, µόλυβδο, αλουµίνιο, πλαστικό, γυαλί, κλπ. Ενδιαφέρον για την ανακύκλωση παρουσιάζουν κυρίως το ξύλο, το οποίο βρίσκεται σε µεγάλες ποσότητες (οροφή, πατώµατα, κουφώµατα, ντουλάπια, κλπ) και µπορεί να χρησιµοποιηθεί ξανά ως δοµικό υλικό ή ως καύσιµο, και τα διάφορα µέταλλα. Τα υλικά από τούβλα και σκυρόδεµα χαρακτηρίζονται ως αδρανή και είναι προτιµότερο να µη διατίθενται σε χώρους υγειονοµικής ταφής, περιορίζοντας έτσι το διαθέσιµο για την υποδοχή οικιακών απορριµµάτων όγκο.

'Λευκά' απορρίµµατα

Ως 'λευκά' απορρίµµατα χαρακτηρίζονται λόγω του συνήθους χρώµατός τους τα ψυγεία, τα πλυντήρια, οι κουζίνες, οι θερµοσίφωνες και άλλες ηλεκτρικές οικιακές συσκευές. Το ενδιαφέρον της βιοµηχανίας ανακύκλωσης για τις συσκευές αυτές προέρχεται από τη δυνατότητα ανάκτησης σηµαντικών ποσοτήτων σιδηροκραµάτων. Ένα ψυγείο, για παράδειγµα, περιέχει περίπου 35 kg χάλυβα, από τα οποία τα περισσότερα βρίσκονται σε µορφή ψύλλων τοποθετηµένων στα τοιχώµατα και την πόρτα του.

3.4. Μέθοδοι ∆σΠ

Η ∆σΠ µπορεί θεωρητικά να πάρει άπειρες µορφές εφαρµογής. Στην πράξη όµως περιορίζονται, λόγω του ότι πρέπει να διέπονται από ένα συγκεκριµένο οργανωτικό σχήµα και να λειτουργούν µε βάση κάποιες αρχές. Αυτές που εφαρµόζονται σε ευρεία κλίµακα παρουσιάζονται στα ακόλουθα εδάφια.

Συνδυασµένη συλλογή γενικών και διαχωρισµένων απορριµµάτων

Η συλλογή σε αυτήν την περίπτωση εκτελείται µε τα παρακάτω µέσα:

Page 101: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

82

- Mε τρέϊλερ.

- Mε απορριµµατοφόρα µε διαµερίσµατα. - Mε συρόµενα κοντέϊνερ.

H αυξηµένη συµµετοχή είναι το βασικό πλεονέκτηµα αυτής της µεθόδου. Tα απορριµµατοφόρα µε διαµερίσµατα απαιτούν ελάχιστο επιπλέον χρόνο συλλογής. Tα συρόµενα κοντέϊνερ έχουν εύκολη εκφόρτωση. Tα τρεϊλερ έχουν αυξηµένη χωρητικότητα µε µικρή µεταβολή του όλου συστήµατος συλλογής. Έχουν βέβαια το µειονέκτηµα της δυσκολίας ελιγµών σε στενούς δρόµους. Γενικά η συνδυασµένη συλλογή έχει σηµαντικό κόστος.

Κέντρα συλλογής υλικών

Κατά τη λειτουργία των προγραµµάτων αυτών, οι κάτοικοι αφού διαχωρίσουν στο σπίτι τα προς ανακύκλωση υλικά, τα µεταφέρουν µόνοι τους στο κέντρο συλλογής. Από εκεί ο φορέας οργάνωσης του προγράµµατος τα µεταφέρει στο τελικό χρήστη (π.χ. αντίστοιχη βιοµηχανία).

Tα πλεονεκτήµατα είναι η δυνατότητα ελέγχου, η συµµετοχή της κοινότητας και το χαµηλό κόστος. Το κύριο µειονέκτηµα έγκειται στο ότι οι πολίτες δυσανασχετούν και πολλές φορές εγκαταλείπουν την προσπάθεια.

Κέντρα αγοράς υλικών

Τα κέντρα αγοράς υλικών αποτελούν ουσιαστικά επέκταση των κέντρων συλλογής υλικών, µε τρόπο ώστε η διαχείρισή τους να περιλαµβάνει και το οικονοµικό κίνητρο. Η λειτουργία τους στηρίζεται στο ότι οι κάτοικοι µεταφέρουν σε αυτά τα διαχωρισµένα υλικά και αµείβονται για αυτά σε τιµή µικρότερη από αυτήν που το κέντρο αγοράς εισπράττει από τον τελικό χρήστη. Η αµοιβή αυτή αποτελεί και το κίνητρο προς τον κάτοικο που συµµετέχει. Τις περισσότερες φορές λειτουργούν ως κέντρα ανακύκλωσης ενός υλικού, συνήθως υλικού µεγάλης αξίας ως σκράπ, για το οποίο δίδεται αυτό το οικονοµικό κίνητρο.

Τα κέντρα αγοράς υλικών είναι τα πιο συνηθισµένα για συλλογή και ανακύκλωση κουτιών αλουµινίου, η λειτουργία των οποίων υποστηρίζεται από τους κατασκευαστές αλουµινίου. Στα κέντρα αυτά µερικές φορές γίνεται και συλλογή εφηµερίδων και µπουκαλιών. Ευρισκόµενα συνήθως σε αστικές περιοχές, µπορούν να παρέχουν υπηρεσίες µε κινητά µέσα και σε αγροτικές περιοχές.

Συλλογή πόρτα-πόρτα

Με τη µεθοδολογία αυτή, οι κάτοικοι βγάζουν στην πόρτα τους τα προς ανάκτηση υλικά σε καθορισµένες ηµέρες, µε σκοπό αυτά να περισυλλεγούν από το όχηµα συλλογής και να οδηγηθούν στον τελικό χρήστη. Το πρόγραµµα αφορά ένα ή περισσότερα υλικά που συλλέγονται, είτε όλα µαζί (ανάµεικτα) είτε το κάθε υλικό χωριστά. Τα µοντέλα ανάκτησης που πιθανότερα θα οδηγήσουν σε υψηλά επίπεδα συµµετοχής των κατοίκων περιλαµβάνουν και κάποιες µορφές ή υπηρεσίες συλλογής.

Η συµµετοχή σε προγράµµατα συλλογής πόρτα-πόρτα µπορεί να είναι εθελοντική ή υποχρεωτική, ενώ στους κατοίκους παραχωρούνται πολλές φορές δοχεία για την αποθήκευση των ανακυκλώσιµων υλικών στο σπίτι. Με τη µέθοδο αυτή ανακτώνται συνήθως εφηµερίδες, όπως επίσης µπουκάλια και κουτιά, σπάνια όµως περισσότερα είδη υλικών. Ευκαιριακά µπορεί να ανακτώνται και µπάζα.

Tα πλεονεκτήµατα περιλαµβάνουν την ευελιξία στη συχνότητα και τον έλεγχο ποιότητας. Tα µειονεκτήµατα έγκειται στο µεγάλο κόστος και τη σύγχυση που δηµιουργείται σχετικά µε το ποιά µέρα µαζεύεται το κάθε είδος απορριµµάτων. Χαρακτηριστικό είναι εδώ το παράδειγµα της Ιαπωνίας κατά το 2002, όπου σε πολλές πόλεις η κάθε ηµέρα της εβδοµάδας είναι αφιερωµένη στην συλλογή πόρτα-πόρτα ενός διαφορετικού υλικού κάθε φορά.

Page 102: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

83

Συλλογή σε κάδους

Οι οργανωτές ενός τέτοιου προγράµµατος τοποθετούν ειδικά δοχεία (κοντέινερς) σε καθένα από τα οποία οι κάτοικοι τοποθετούν τα προς ανακύκλωση υλικά. Τα δοχεία ανακύκλωσης τοποθετούνται σε κεντρικά σηµεία, ώστε να υπάρχει εύκολη πρόσβαση σε αυτά. Η συχνότητα συλλογής τους εξαρτάται από τον όγκο των υλικών και την τοποθεσία των δοχείων, ενώ η συλλογή µπορεί να είναι εβδοµαδιαία ή δεκαπενθήµερη, ή ακόµη µπορεί να γίνεται µετά από σχετική ειδοποίηση, ή σε συγκεκριµένες µέρες. Τα δοχεία αδειάζονται επί τόπου ή µεταφέρονται και αντικαθίστανται από άλλα που είναι άδεια, τα δε υλικά µεταφέρονται σε χώρο προσωρινής αποθήκευσης ή απευθείας στον τελικό χρήστη.

Tο βασικό πλεονέκτηµα είναι ότι απαιτείται µικρή επένδυση σε κεφάλαιο και εργατικό δυναµικό. Tα µειονεκτήµατα περιλαµβάνουν την έλλειψη ελέγχου, πιθανούς βανδαλισµούς, κλοπές και µολύνσεις.

Ανακύκλωση χαρτιού γραφείων

Επιδίωξη είναι, οι απασχολούµενοι σε µία επιχείρηση να κρατούν τα άχρηστα χαρτιά χωριστά από τα υπόλοιπα απορρίµµατα. Για το σκοπό αυτό συνήθως παρέχεται κάποιος φάκελος ή δοχείο δίπλα στον κάδο των απορριµµάτων, στον οποίο τοποθετούνται τα άχρηστα χαρτιά και ο οποίος αδειάζει περιοδικά σε άλλον, µεγαλύτερο κάδο. Η αναλογία είναι 1 κάδος ανά 20-30 απασχολούµενους στην επιχείρηση. Το άδειασµα των µικρών στα κεντρικά δοχεία ή και σε σακούλα γίνεται από το ίδιο το προσωπικό, ή την υπηρεσία καθαριότητας, ή και από το θυρωρό. Τα µεγάλα δοχεία τοποθετούνται σε σηµεία µε µεγάλη παραγωγή χαρτιού (π.χ. αίθουσες υπολογιστών ή φωτοτυπικών µηχανηµάτων), ενώ όταν το χαρτί µαζευτεί σε αρκετή ποσότητα µεταφέρεται στον τελικό αγοραστή από τον ίδιο τον οργανισµό ή από ιδιώτη.

Πρέπει να σηµειωθεί ότι τα χαρτιά γραφείου είναι καλύτερης ποιότητας και φυσικά έχουν µεγαλύτερη αξία από αυτά άλλων προγραµµάτων ∆σΠ. Ο απαιτούµενος εξοπλισµός είναι ελάχιστος. Σαν δοχεία για τα γραφεία χρησιµοποιούνται φθηνά χαρτονένια κουτιά ή πλαστικά δοχεία.

Ανακύκλωση χαρτονιού

Η συλλογή χαρτονιού από διάφορες εµπορικές πηγές έχει µεγάλη παράδοση και ιστορία. Το χαρτόνι αποτελεί το 50-60% των απορριµµάτων των εµπορικών κέντρων και των άλλων εµπορικών δραστηριοτήτων. Τα χαρτόνια δεµατοποιούνται και φορτώνονται στο αυτοκίνητο του προµηθευτή ή άλλου ιδιώτη, µεταφέρονται στην κεντρική εγκατάσταση αποθήκευσης και από εκεί στον τελικό χρήστη. Γίνεται σηµαντική τέτοια ανακύκλωση σε σούπερ µάρκετ και εµπορικά κέντρα και στην χώρα µας.

Ανακύκλωση απορριµµάτων κήπου

Η παραγωγή τους είναι εποχιακή. Το φθινόπωρο και την άνοιξη είναι µεγάλη ενώ το χειµώνα µικρή, εξαρτώµενη από τις καιρικές συνθήκες και τον τύπο των φυτεµάτων. Μέσω του κοµποστοποίησης επιτυγχάνεται µείωση του όγκου τους κατά 60-80%.

Πολυσυλλεκτικό σύστηµα

Τα λειτουργικά στοιχεία της ∆σΠ και ο Μηχανικός ∆ιαχωρισµός (Μ∆) (βλ. κεφάλαιο 5) έχουν κατά τα τελευταία χρόνια αποκτήσει έναν κοινό στόχο, τις συσκευασίες: Ο καταναλωτής καλείται να προδιαλέξει όχι επιµέρους υλικά αλλά το σύνολο των απορριµµάτων συσκευασίας (ξηρό) από τα υπόλοιπα (κυρίως) οικιακά, ήτοι τα ζυµώσιµα. Η σηµαντικότερη διαδικασία στη µέθοδο της ανάκτησης είναι η συλλογή και ταξινόµηση των ετερογενών επαναχρησιµοποιήσιµων απορριµµάτων (ξηρό κλάσµα). Σε διάφορα σχήµατα ανακύκλωσης τα υλικά συσκευασιών µαζεύονται ξεχωριστά σε ειδικές σακούλες ή σε ειδικούς κάδους που χρησιµοποιούνται για τα οικιακά ανακυκλώσιµα απορρίµµατα. Μετά διαχωρίζονται και ταξινοµούνται µε έναν συνδυασµό µηχανικής και χειρωνακτικής διαλογής. Η διαδικασία της

Page 103: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

84

διαλογής φαίνεται παραστατικά στην Εικόνα 31. Τα συλλεχθέντα επαναχρησιµοποιήσιµα απορρίµµατα αδειάζονται από τα απορριµµατοφόρα στην τάφρο όπου µπορούν να αποθηκευθούν προσωρινά. Από αυτό το σηµείο, το κλάσµα µεταφέρεται µέσω ενός δοσοµετρικού συστήµατος ταινιόδροµου στην πρώτη συσκευή διαχωρισµού (που συνήθως είναι ένα δονούµενο ή περιστρεφόµενο κόσκινο), όπου και διαχωρίζεται ανάλογα µε το µέγεθος. Το µέγεθος του κλάσµατος προς διαχωρισµό καθορίζει το είδος και το µέγεθος του κόσκινου και του πλέγµατος. Η έξοδος της φάσης αυτής διαχωρίζεται περαιτέρω µε µηχανική ή χειρωνακτική διαλογή. Οι ποικίλοι σταθµοί διαλογής και ο χρησιµοποιούµενος µηχανολογικός εξοπλισµός συνδέονται µε ταινιόδροµους.

Εικόνα 31. ∆ιαχωρισµός αξιοποιήσιµων απορριµµάτων (πηγή: Zellner and Mulloy, 1995).

3.5. Εξοπλισµός προγραµµάτων ∆σΠ Ο χρησιµοποιούµενος εξοπλισµός σε προγράµµατα ∆σΠ (τόσο για τη συλλογή όσο και για την επεξεργασία των ανακατωµένων υλικών) είναι σε πολλές περιπτώσεις απλός, ενώ σε άλλες γίνεται εξειδικευµένος και πολύπλοκος, εξαρτώµενος από την ποσότητα των υλικών που ανακτώνται, τη µέθοδο ανακύκλωσης και τις απαιτήσεις της αγοράς.

Eξοπλισµός συλλογής υλικών

Οι παράµετροι που πρέπει να λαµβάνονται υπόψη για την επιλογή αυτού του εξοπλισµού είναι η αποδοτικότητά του, το κόστος του, η ασφάλεια χρήσης του, οι απαιτήσεις επάνδρωσής του και η συχνότητα συλλογής των υλικών. Ο εξοπλισµός αυτός περιλαµβάνει τα οχήµατα

Page 104: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

85

συλλογής, τους κάδους προσωρινής αποθήκευσης των υλικών και τα οχήµατα µεταφοράς των υλικών από το κέντρο συλλογής στη βιοµηχανία.

Εξοπλισµός επεξεργασίας ανακατωµένων υλικών

Εδώ συµπεριλαµβάνονται φορτωτές, περονοφόρα οχήµατα, µεταφορικές ταινίες, αγωγοί πνευµατικής µεταφοράς υλικών, δεµατοποιητές, µαγνητικοί διαχωριστές, ισοπεδωτές και τεµαχιστές κουτιών, θραυστήρες γυαλιών και ζυγαριές.

3.6. Παράµετροι της ∆σΠ

Όπως χωρίς την εξασφάλιση αγορών δε νοείται ανακύκλωση, έτσι δίχως τη διερεύνηση και ανάλυση των παραµέτρων σχεδιασµού και λειτουργίας ενός προγράµµατος ∆σΠ είναι αδύνατη η επιτυχία µίας αποτελεσµατικής ανακύκλωσης π.χ. στα πλαίσια ενός ∆ήµου. Οι βασικές παράµετροι που πρέπει να διερευνηθούν πριν την έναρξη ενός τέτοιου προγράµµατος είναι τα χαρακτηριστικά της περιοχής εφαρµογής, το υφιστάµενο καθεστώς ∆Α αυτής της περιοχής, τα στοιχεία σχεδιασµού και εφαρµογής του προγράµµατος, οι λειτουργικές του παράµετροι και οι αγορές για τα ανακτώµενα υλικά.

1. Χαρακτηριστικά της περιοχής

Ως τέτοια χαρακτηριστικά εξετάζονται οι γεωγραφικές συνθήκες (κλιµατολογικές και εδαφικές συνθήκες και εποχιακές διακυµάνσεις) και οι κοινωνικο-οικονοµικοί παράγοντες (νοικοκυριά, πληθυσµός, βιοτικό επίπεδο και ηλικία των κατοίκων). Έτσι, οι κακές καιρικές συνθήκες (π.χ. βροχή, αέρας) εµποδίζουν τη συµµετοχή στο πρόγραµµα, ιδιαίτερα όταν αυτή είναι εθελοντική, µε αποτέλεσµα οι ρυθµοί ανάκτησης να παραµένουν χαµηλοί. Ο βροχερός καιρός υγραίνει το χαρτί, ο ήλιος καταστρέφει τα πλαστικά, ο άνεµος προκαλεί διάσπαρτα απορρίµµατα (µικροαπορρίµµατα-litter), ενώ οι καιρικές συνθήκες εν γένει επιδρούν στο ρυθµό ΠΑ κήπων όπως και στο ρυθµό παραγωγής του κοµπόστ. Ο ζεστός καιρός προκαλεί άνοδο στην κατανάλωση αναψυκτικών και µπύρας, το φθινόπωρο και την άνοιξη υπάρχει αύξηση στην ΠΑ κήπων, ενώ το χειµώνα η ανάκτηση εφηµερίδων είναι µειωµένη.

Όταν εφαρµόζεται η µέθοδος της συλλογής πόρτα-πόρτα, οι απότοµοι και επικλινείς δρόµοι δυσχεραίνουν τη συλλογή, για τους χώρους αποθήκευσης απαιτείται καλή αποστράγγιση, ενώ πιθανή κακή πρόσβαση στο κέντρο ανακύκλωσης οδηγεί σε µικρότερη συµµετοχή του κοινού.

Η εξέταση των κοινωνικο-οικονοµικών παραγόντων αφορά στο σχεδιασµό του προγράµµατος, στο κόστος των προϊόντων από ανακτώµενα υλικά και στο βαθµό συµµετοχής του κοινού. Έτσι, σε αραιοκατοικηµένες περιοχές η συλλογή πόρτα-πόρτα είναι λιγότερο αποτελεσµατική, ενώ σε πολύ πυκνοκατοικηµένες περιοχές πιο αποτελεσµατική θεωρείται η εφαρµογή της συλλογής σε κάδους.

Ένα πολύ σηµαντικό στοιχείο για την επιλογή της µεθόδου ∆σΠ είναι η ύπαρξη χώρου προσωρινής αποθήκευσης στο σπίτι, καθώς η ανυπαρξία τέτοιων χώρων είναι µάλλον απαγορευτική για την εφαρµογή συστήµατος συλλογής πόρτα-πόρτα.

Η ύπαρξη εµπορικών κέντρων στις αστικές περιοχές καθιστά περισσότερο βιώσιµη την ανάκτηση εµπορικών ανακυκλώσιµων υλικών (π.χ. χαρτονιών).

Σε ένα πρόγραµµα ∆σΠ, το βιοτικό επίπεδο και η ηλικία των κατοίκων αποτελούν τις κοινωνικές παραµέτρους που επηρεάζουν τη συµµετοχή, ενώ άλλοι παράγοντες που την επηρεάζουν είναι η ενηµέρωση του κοινού και ο βαθµός της παρεχόµενης ευκολίας ανακύκλωσης.

Page 105: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

86

2. Υφιστάµενο καθεστώς διαχείρισης

Ο τρόπος λειτουργίας της υπηρεσίας καθαριότητας του ∆ήµου και τα διάφορα συστήµατα ∆Α που εφαρµόζονται τόσα χρόνια σε µία κοινότητα µπορούν να έχουν σηµαντική επίδραση στην εισαγωγή και επέκταση κάποιων προγραµµάτων ανακύκλωσης. Tελικός στόχος είναι η συνύπαρξη της ανακύκλωσης µε τη ∆Α και η αλληλοσυµπλήρωσή τους. Όταν η µεταφορά των απορριµµάτων γίνεται από τους ίδιους τους κατοίκους (π.χ. σε αγροτικές η αραιοκατοικηµένες περιοχές), οι χώροι διάθεσης είναι συνήθως ανεξέλεγκτοι και ενδείκνυται η δηµιουργία ενός µικρού κέντρου συλλογής υλικών στην είσοδο του χώρου διάθεσης. Σε περίπτωση ύπαρξης σταθµού µεταφόρτωσης, είναι σκόπιµη η κατασκευή κέντρων συλλογής και αγοράς υλικών κοντά σε αυτόν. Το κόστος διάθεσης των απορριµµάτων γίνεται αισθητό στον παραγωγό µέσω της πληρωµής των τελών καθαριότητας.

3. Στοιχεία σχεδιασµού του προγράµµατος

Επειδή η ∆Α είναι σχεδόν στο σύνολο της αρµοδιότητα της ΤΑ, όλο το σχετικό πλαίσιο σχεδιασµού καθίσταται µέληµά της. Ευνοϊκές προϋποθέσεις αποτελούν η βελτίωση των αγορών για τα ανακτώµενα υλικά, η αύξηση της ζήτησής τους, η ενηµέρωση των κατοίκων γύρω από τις εναλλακτικές προοπτικές διαχείρισης, η εφαρµογή προγραµµάτων ανάκτησης πρώτων υλών και ενέργειας, όπως και η προβολή και ανάπτυξη του εγκεκριµένου προγράµµατος µε στόχο την κάλυψη των εσόδων του. Μέσα στο περίγραµµα που συνθέτουν οι προϋποθέσεις αυτές πρέπει να κινηθούν οι τοπικές αρχές και να αναπτύξουν περισσότερο εξειδικευµένες πολιτικές.

Απαραίτητο στοιχείο σχεδιασµού είναι η καταγραφή της ΠΑ, η γνώση της ανά άτοµο ηµερήσιας παραγωγής και της σύστασής τους, όπως και της εποχιακής διακύµανσης αυτών. Ως δηµοτικά χαρακτηρίζονται τα οικιακά και τα εµπορικά απορρίµµατα. Τα προγράµµατα της ∆σΠ µπορούν να επανδρωθούν κάτω από πολλά σχήµατα όπως δήµο, σύνδεσµο ΟΤΑ, (δια)δηµοτική επιχείρηση, αναπτυξιακό σύνδεσµο και από ιδιώτες, όπως και ως συνδυασµός δηµοτικών και ιδιωτικών προγραµµάτων. Από την εµπειρία φαίνεται ότι τα δηµοτικά προγράµµατα αντιµετωπίζουν προβλήµατα όπως χρονοβόρες διαδικασίες λήψης αποφάσεων και διενέργειας προµηθειών, νοµικοί ακροβατισµοί για τη λύση πολλών προβληµάτων και δυσκολία (ως αδυναµία) δηµιουργίας και παροχής κινήτρων. Τα προβλήµατα αυτά λύονται εν µέρει εάν το πρόγραµµα ∆σΠ λειτουργήσει ως δηµοτική επιχείρηση. Η Τοπική Αυτοδιοίκηση (ΤΑ) µπορεί να ενισχύσει την ανακύκλωση στα πλαίσια της δικαιοδοσίας της, εισάγοντας διατάξεις υποχρεωτικής συµµετοχής όπως επίσης και αντικλεπτικές. Η αρχική εφαρµογή και λειτουργία ενός προγράµµατος ∆σΠ έχει ανάγκη οικονοµικής ενίσχυσης παρότι απαιτεί πολύ λιγότερη αρχική επένδυση από άλλες µορφές ανακύκλωσης. Η οικονοµική ενίσχυση µπορεί να εξασφαλίζεται µε πόρους του ιδίου του δήµου (επιβολή πρόσθετου χρηµατοδοτικού τέλους), πρόσθετη επιβάρυνση της διαχείρισης (είτε στη φάση συλλογής είτε στη φάση διάθεσης), ειδικά τέλη στην αδειοδότηση εγκαταστάσεων ∆Α και βιοµηχανιών απορρόφησης ανακυκλωµένων υλικών και καθιέρωση διευκολύνσεων για τη λειτουργία κέντρων ανακύκλωσης.

4. Στοιχεία εφαρµογής του προγράµµατος

Οι παράγοντες που πρέπει να λαµβάνονται σοβαρά υπόψη κατά τη λειτουργία ενός προγράµµατος ∆σΠ είναι ο προσεκτικός του σχεδιασµός, η συµµετοχή των κατοίκων, η διαρκής πληροφόρηση γύρω από την εξέλιξη του προγράµµατος και η καθιέρωση κινήτρων.

Όσον αφορά στην πληροφόρηση, ένα σχετικό πρόγραµµα πρέπει να έχει ως στόχο να πείσει τους κατοίκους ότι ο φορέας ενδιαφέρεται για την επιτυχία του προγράµµατος και να δώσει τις κατάλληλες πληροφορίες ώστε οι πολίτες να γνωρίζουν τα υλικά που συλλέγονται, το χρόνο και τον τρόπο συλλογής των υλικών, το εάν θα χρησιµοποιηθεί µία ειδική µέθοδος ή δοχεία για τα διαχωρισµένα υλικά και ποιες προσµίξεις θα πρέπει να βεβαιωθούν ότι δεν περιέχονται στα διαχωρισµένα υλικά. Στο περιεχόµενο του προγράµµατος πληροφόρησης πρέπει να αναπτύσσονται ως θέµατα η προστασία του περιβάλλοντος, η εξοικονόµηση των αποθεµάτων

Page 106: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

87

φυσικών πόρων και τα ενδεχόµενα οικονοµικά οφέλη από την επιτυχία του προγράµµατος. Το πρόγραµµα πληροφόρησης διακρίνεται στη φάση αφύπνισης (ενηµέρωση του κοινού για τους σκοπούς του προγράµµατος, η οποία ξεκινά 6 µήνες-1 χρόνο πριν την έναρξη του), στη φάση ενηµέρωσης (1 µήνα πριν την έναρξη και κατά τη διάρκεια του προγράµµατος) επάνω στον τρόπο διεξαγωγής της συλλογής και στη φάση υπενθύµισης και ενθάρρυνσης (δηµοσίευση αποτελεσµάτων του προγράµµατος, όποια και αν είναι αυτά, η οποία διαρκεί 6 µήνες-1 χρόνο από την έναρξη και κατόπιν ανά τακτά χρονικά διαστήµατα). Τα κανάλια πληροφόρησης µπορούν να χωρισθούν σε δύο οµάδες:

• Απευθείας ενηµέρωση του κοινού. Το πλεονέκτηµα της µεθόδου είναι ότι κάνει δυνατή την προσωπική επαφή µε κάθε νοικοκυριό και παρέχει άµεση πληροφόρηση γύρω από το πρόγραµµα. Τα µέσα που χρησιµοποιούνται συνήθως είναι τα φυλλάδια-διαφηµιστικά, οι επιστολές, τα ηµερολόγια, τα αυτοκόλλητα και λοιπό πληροφοριακό υλικό.

• Χρήση των µέσων µαζικής ενηµέρωσης. Αυτή η µέθοδος δεν επικοινωνεί µε το κάθε νοικοκυριό ξεχωριστά αλλά µεταφέρει πληροφορία για το πρόγραµµα ανακύκλωσης σε όλη την κοινότητα µε κοστολόγιο σαφώς µικρότερο.

Παράλληλα µε την πληροφόρηση και την ενθάρρυνση των κατοίκων που συµµετέχουν στη δραστηριότητα της ανακύκλωσης, αναγκαία είναι επίσης και η ενηµέρωση των εργαζοµένων στην αποκοµιδή των απορριµµάτων, ώστε να εξασφαλισθεί η συνεργασία και συµπαράστασή τους.

5. Οργανωτικές παράµετροι και οργανωτικοί παράγοντες

Οργανωτικές παράµετροι θεωρούνται ο φορέας αποκοµιδής και η εφαρµοζόµενη µεθοδολογία. Οργανωτικοί παράγοντες θεωρούνται η πυκνότητα των σηµείων συλλογής, η συχνότητα συλλογής, το ποσοστό συµµετοχής, τα προγράµµατα πληροφόρησης, το κόστος µεταφοράς των υλικών και η τοποθέτηση των κάδων και των σηµείων συλλογής.

6. Αγορές ανακυκλούµενων υλικών

Η ανακύκλωση δεν ολοκληρώνεται όταν οι κάτοικοι διαχωρίζουν τα υλικά που κατόπιν συλλέγονται και αποθηκεύονται, αλλά όταν οι βιοµηχανίες χρησιµοποιούν τα ανακυκλούµενα υλικά, απορροφώντας τα ως πρώτη ύλη και στην βάση των κανόνων προσφοράς και ζήτησης. Η διερεύνηση των αγορών για κάθε υλικό πρέπει να ακολουθήσει τα παρακάτω στάδια:

Καθορισµός των υλικών που ήδη ανακυκλώνονται ή που θα συµµετέχουν στο νέο σύστηµα ανακύκλωσης.

Ανάλυση των υπαρχουσών και των µελλοντικών αγορών (τόσο για τα ανακυκλωµένα υλικά όσο και για τα προϊόντα που παράγονται από αυτά).

Εκτίµηση των παραγόντων που είναι δυνατόν να επιδράσουν αρνητικά στην ανάπτυξη της βιοµηχανίας, όπως και περιγραφή και εκτίµηση των οικονοµικών και µη εµποδίων στην ανάπτυξη των αγορών.

Λόγω του ότι η αυξηµένη χρήση των υλικών που δε µπορούν να ανακτηθούν αποτελεί σηµαντικό εµπόδιο για την ανακύκλωση, απαιτείται στρατηγική ανάπτυξης των αγορών για κάθε υλικό. Η σχέση του προγράµµατος µε τη βιοµηχανία επικεντρώνεται στο γεγονός ότι αυτή απαιτεί µεγάλες ποσότητες υλικών, σταθερή παροχή αυτών των υλικών και συγκεκριµένη ποιότητά τους, κάτι που πολλές φορές δε µπορούν να εξασφαλίσουν τα τοπικά προγράµµατα. Ο έµπορος παίζει το ρόλο του µεσάζοντα, ο οποίος αγοράζει τα ανακυκλωµένα υλικά και τα µεταπωλεί στον τελικό χρήστη. Απαλλάσσεται έτσι το τοπικό πρόγραµµα ∆σΠ από τα έξοδα µεταφοράς και την υποχρέωση ξεχωριστών συµβολαίων µε κάθε βιοµηχανία, ενώ συχνά γίνεται στις σχετικές εγκαταστάσεις επεξεργασία και αναβάθµιση της ποιότητας των υλικών. Σηµαντικά στοιχεία στις επαφές µε τις αγορές είναι οι απαιτούµενες προδιαγραφές των υλικών, το τιµολόγιο ανά είδος, οι ποσότητες και οι διακυµάνσεις και ο υπεύθυνος µεταφοράς.

Page 107: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

88

3.7. Ποσοστό ανάκτησης υλικών

Ο υπολογισµός του ποσοστού ανάκτησης των υλικών δίνεται από τον παρακάτω τύπο:

100×=παράγεται που Ποσότητα

ταιανακυκλώνε που Ποσότητα(%) Ανάκτηση

3.8. Ποσοστό συµµετοχής πολιτών

Ο υπολογισµός του ποσοστού συµµετοχής των πολιτών δίνεται από τον παρακάτω τύπο:

100×=περιοχή στην ννοικοκυριώ Σύνολοφορά/µήνα 1 υνανακυκλώνο που Νοικοκυριά (%) Συµµετοχή

3.9. Οικονοµική ανάλυση προγράµµατος ∆σΠ

Η οικονοµική προσέγγιση της ∆σΠ πρέπει να γίνει µε τον ίδιο τρόπο µε τον οποίο προσεγγίζονται όλες οι οικονοµικές δραστηριότητες και οι άλλες µέθοδοι ∆Α. Επιβάλλεται η ανάλυση όλων των συστατικών του προγράµµατος, µε σκοπό την εξέτασή του για κάθε συγκεκριµένη περίπτωση. Με τη ∆σΠ ανακτώνται υλικά που διαφορετικά θα έπρεπε να συλλεγούν και να ταφούν στη χωµατερή. Σε όλη τη διάρκεια του προγράµµατος είναι απαραίτητη η παρακολούθηση της σχέσης κόστους-ωφελειών και του καθαρού ισοζυγίου, µε στόχο την καταγραφή των στατιστικών στοιχείων και τη δυνατότητα άµεσης παρέµβασης όποτε κριθεί αυτό αναγκαίο.

3.10. ∆απάνες και κέρδη ανακύκλωσης

3.10.1. ∆απάνες

Το κόστος ενός προγράµµατος ∆σΠ περιλαµβάνει:

Αγορά εξοπλισµού (π.χ. κάδοι, ειδικά απορριµµατοφόρα κ.λπ.). Κόστος λειτουργίας Έξοδα για την επιµόρφωση του κοινού και την προβολή και διαφήµισή του. Eνδεχόµενη διαλογή.

Η απόσβεση του εξοπλισµού πραγµατοποιείται σε προκαθορισµένο χρονικό διάστηµα ενώ λαµβάνεται µέριµνα να µην επιβαρύνεται ο προϋπολογισµός του πρώτου χρόνου λειτουργίας

Page 108: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

89

του προγράµµατος. Ο εξοπλισµός περιλαµβάνει τα οχήµατα συλλογής των ανακυκλωµένων υλικών, τους κάδους συλλογής αυτών των υλικών, την αγορά ρυµουλκούµενων (για τη συλλογή πόρτα-πόρτα), την πιθανή αγορά ή ενοικίαση του αποθηκευτικού χώρου, την οργάνωση αυτού του χώρου, τον εξοπλισµό του (κτίρια, δεµατοποιητές, ανυψωτές υλικών).

Όσον αφορά στην επιλογή του υπεύθυνου φορέα, υπάρχει ένα αριθµός υποψηφίων διαθέσιµων για τη συλλογή και ∆σΠ ανακυκλούµενων υλικών:

Ο ίδιος ο παραγωγός απορριµµάτων µπορεί να παραδίδει τα υλικά σε έναν τοπικό έµπορο. Οι ποσότητες που διακινούνται µε αυτόν τον τρόπο δεν είναι σηµαντικές.

Οι επιχειρηµατίες συλλέκτες. Οι έµποροι αυτοί επικεντρώνουν το ενδιαφέρον τους σε µεγάλες εµπορικές και βιοµηχανικές πηγές απορριµµάτων και αγνοούν τα νοικοκυριά και άλλες µικρότερες εµπορικές πηγές.

Οι ΟΤΑ, οι οποίοι είναι και υπεύθυνοι για τη συλλογή-µεταφορά και διάθεση των απορριµµάτων. Οι ΟΤΑ έχουν το πλεονέκτηµα της άµεσης επαφής µε τους πολίτες, κάτι που αποτελεί βασική προϋπόθεση για υψηλό ποσοστό ανταπόκρισης στο πρόγραµµα.

Οι έµποροι σκράπ, αν και οι δραστηριότητές τους δείχνουν να συγκεντρώνονται αποκλειστικά στη συλλογή µετάλλων και είναι σποραδικά εµφανείς όταν η αγορά του σκράπ βρίσκεται σε άνοδο.

Οι εθελοντικές οµάδες εργασίας (πρόσκοποι, σχολεία, εκκλησιαστικές και φιλανθρωπικές οργανώσεις), η συµβολή των οποίων είναι σηµαντική µόνον στη λειτουργία περιοδικών προγραµµάτων ∆σΠ (ο εθελοντισµός προωθείται στην χώρα µας σε πολλά επίπεδα και ενόψει των Ολυµπιακών Αγώνων του 2004).

Πολλοί ερευνητές έχουν επισηµάνει ότι υπάρχει κίνδυνος δηµιουργίας ανταγωνισµού µεταξύ των διαφόρων φορέων ανακύκλωσης, ο οποίος θα µπορούσε να έχει δυσµενείς συνέπειες στο συνολικό αποτέλεσµα του προγράµµατος ∆σΠ. Όµως στις περισσότερες χώρες και ειδικά στην Ελλάδα οι οικιακές πηγές είναι ως επί το πλείστον καλυµµένες από οµάδες εθελοντών και από τοπικές αρχές, ενώ οι έµποροι συγκεντρώνουν τη δραστηριότητά τους µόνον σε βιοµηχανικές και εµπορικές πηγές. Επίσης, τα µέχρι τώρα αποτελέσµατα των προγραµµάτων ανακύκλωσης αφήνουν άνετα περιθώρια και για συνύπαρξη µε ανταγωνιστικά τους (π.χ. εντός των ορίων του ∆ήµου Θεσσαλονίκης υπάρχει πρόγραµµα διαλογής χαρτιού του ιδίου του ∆ήµου όπως και του Συνδέσµου ΟΤΑ Μείζονος Θεσσαλονίκης).

3.10.2. Kέρδη από την ανακύκλωση

Tα κέρδη αυτά µπορούν να συνοψισθούν ως εξής:

1) Έσοδα από την πώληση των υλικών (π.χ. χαρτί, γυαλιά , αλουµίνιο). 2) Oικονοµία στην αποκοµιδή του βασικού όγκου των απορριµµάτων. 3) Oικονοµία στη διάθεση των απορριµµάτων (λιγότερη γη θα απαιτηθεί τώρα για την

ΥΤ).

Eίναι αλήθεια ότι πολλές φορές στην ανακύκλωση το βασικό κίνητρο δεν είναι το κέρδος, αλλά αυτή συντηρείται χάρη στην περιβαλλοντική ευαισθησία των πολιτών και των εργαζοµένων. Πάντως, η οργάνωση προγραµµάτων ανακύκλωσης οφείλει να γίνεται µε ιδιωτικοοικονοµικά κριτήρια και όχι πρόχειρα και συγκυριακά: Είναι πολύ χαρακτηριστική η περίπτωση κατά την οποία για ένα διάστηµα στην δεκαετία του 1990 οι τιµές του χαρτιού παγκοσµίως είχαν φτάσει στα ύψη µε αποτέλεσµα να υπάρχει µεγάλη ζήτηση για ανακυκλώσιµο παλαιόχαρτο. Τότε «ξεφύτρωσαν» στην χώρα µας πολλά πρόχειρα προγράµµατα ∆σΠ χαρτιού, τα οποία σχεδόν όλα εξέπνευσαν µετά από λίγους µήνες, όταν οι τιµές ξαναέπεσαν και η ζήτηση ήλθε στα φυσιολογικά της επίπεδα. Προφανώς, οι παραµένουσες εντυπώσεις από αυτά δεν ήταν και οι καλύτερες, κάτι που αφήνει άσχηµες προϋποθέσεις και για µελλοντικά προγράµµατα ∆σΠ στην ίδια περιοχή.

Page 109: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

90

3.11. Καθορισµός στόχων και προτεραιοτήτων

Ο αρχικός σχεδιασµός ενός προγράµµατος ανακύκλωσης είναι ιδιαίτερα κρίσιµος για την τελική του επιτυχία. Κύριος στόχος της προσπάθειας αυτής πρέπει να είναι η αρµονική ένταξη του προγράµµατος ανακύκλωσης στο υφιστάµενο σύστηµα διαχείρισης των στερεών αποβλήτων. Στους βραχυχρόνιους στόχους ενός προγράµµατος ανακύκλωσης περιλαµβάνονται:

1. Η επιλογή των υλικών που θα ανακυκλωθούν.

2. ΟΙ µέθοδοι µε τις οποίες τα υλικά αυτά θα συλλεχθούν από τον οικιακό, εµπορικό και βιοµηχανικό τοµέα.

3. Ο προσδιορισµός της ενδεικνυόµενης δυναµικότητας του συστήµατος συλλογής, επεξεργασίας και διάθεσης υλικών.

4. Η σύναψη συµφωνιών µε τους παράγοντες της αγοράς ανακυκλώσιµων υλικών.

5. Η διεξαγωγή µιας ενηµερωτικής - εκπαιδευτικής καµπάνιας.

Οι µακροχρόνιοι στόχοι ενός προγράµµατος ανακύκλωσης αφορούν συνήθως:

Την αύξηση του ποσοστού των υλικών που ανακυκλώνονται.

Τη µείωση του κόστους.

Την επέκταση της εφαρµογής του προγράµµατος σε νέα υλικά.

Αξίζει να τονιστεί ότι δεν υπάρχει πρόγραµµα ανακύκλωσης που θα µπορούσε να εφαρµοστεί µε επιτυχία σε κάθε περίπτωση. Ο επιτυχής σχεδιασµός ενός τέτοιου προγράµµατος προϋποθέτει την αποτίµηση των γεωγραφικών και δηµογραφικών ιδιαιτεροτήτων της υπό εξέτασης περιοχής, των υφιστάµενων µεθόδων συλλογής και Τ∆ των απορριµµάτων, της αγοράς ανακυκλώσιµων υλικών και των νοµικών και οικονοµικών περιορισµών.

3.12. Ανάπτυξη αγοράς

Όπως κάθε αγορά προϊόντων, έτσι και η αγορά ανακυκλώσιµων υλικών υπόκειται στο νόµους της αγοράς και της ζήτησης που συνδέουν την προσφορά ενός υλικού µε την τιµή του. Στην αγορά αυτή εµπλέκονται οι ακόλουθοι παράγοντες:

Οι παραγωγοί των προς ανακύκλωση υλικών. Οι εταιρίες ανακύκλωσης (συλλογής, µεταφοράς, επεξεργασίας, κ.λπ). Οι εταιρίες ή βιοµηχανίες που χρησιµοποιούν τα ανακυκλωµένα υλικό ως πρώτες ύλες. Οι καταναλωτές ανακυκλωµένων προϊόντων.

Η ορθολογική ανάπτυξη µιας αγοράς ανακυκλωµένων προϊόντων έχει ως στόχο να προλάβει ανισορροπίες και να προωθήσει οικονοµικά βιώσιµες διαδικασίες. Ο πρώτος στόχος αφορά την υπέρµετρη ανάπτυξη των διαδικασιών συλλογής ανακυκλώσιµων υλικών σε σύγκριση µε τις διαδικασίες που έπονται: επεξεργασία, µεταποίηση και διάθεση σε τελικούς χρήστες. Ο δεύτερος στόχος αφορά την προσπάθεια αύξησης των ποσοτήτων υλικών που ανακυκλώνονται και τις παρενέργειες µιας τέτοιας προσπάθειας στην ισορροπία µεταξύ προσφοράς - ζήτησης και τιµής.

Σε πολλές περιπτώσεις, οι κρατικοί και δηµοτικοί φορείς, προκειµένου να επισπεύσουν την επίτευξη των ποσοτικών στόχων των προγραµµάτων ανακύκλωσης, εφαρµόζουν δράσεις που επικεντρώνονται στους τοµείς εµπορίου και βιοµηχανίας. Αγνοούν όµως ότι στους

Page 110: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

91

συγκεκριµένους τοµείς, τα οικονοµικά κίνητρα έχουν ήδη ωθήσει τους εµπλεκόµενους να εφαρµόζουν προγράµµατα ανακύκλωσης και επαναχρησιµοποίησης υλικών. Για παράδειγµα, µια εταιρία που διακινεί προϊόντα σε κατά τόπους αντιπροσώπους σε όλη την Ελλάδα χρησιµοποιεί παλέτες για περισσότερες από µια φορές και µια βιοµηχανία που παράγει προϊόντα ξύλου έχει στήσει γραµµή παραγωγής για να παράγει νοβοπάν από τα υπολείµµατα των πριστηρίων της. Η αγορά ανακυκλωµένων υλικών πρέπει επίσης να είναι απαλλαγµένη από τον κρατικό παρεµβατισµό, ο οποίος συνήθως εκφράζεται µε την παροχή οικονοµικών κινήτρων και την ίδρυση κρατικών ή δηµοτικών, µη κερδοσκοπικών επιχειρήσεων συλλογής και επεξεργασίας ανακυκλώσιµων υλικών. Παρεµβάσεις αυτού του τύπου συχνά ανατρέπουν την ισορροπία της αγοράς και αποθαρρύνουν ιδιωτικές πρωτοβουλίες που θα µπορούσαν να αποδειχτούν οικονοµικά κερδοφόρες.

Τέλος η αγορά ανακυκλωµένων υλικών πρέπει να συµβάλει στην οικονοµική ανάπτυξη και τη διατήρηση των φυσικών πόρων. Σε πολλές περιπτώσεις η χρήση ανακυκλωµένων υλικών ως πρώτες ύλες της βιοµηχανίας συµβάλει στη µείωση των καταναλώσεων ενέργειας και νερού, καθώς και στη µείωση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων που προκαλούνται κατά τη διαδικασία πρόσκτησης των φυσικών πόρων (π.χ. στα ορυχείο που τροφοδοτούν τις µεταλλουργίες, στα δόση που τροφοδοτούν τις βιοµηχανίες χαρτιού). Σε ότι αφορά τους τρόπους παρέµβασης στην αγορά ανακυκλωµένων υλικών, αυτοί στοχεύουν στα εξής:

Τροφοδοσία: Μια υγιής και µε προοπτικές περαιτέρω ανάπτυξης αγορά εξαρτάται από αξιόπιστες σε ποιότητα και ποσότητα πηγές ανακυκλωµένων υλικών.

Ζήτηση: Μια υγιής αγορά πρέπει να διασφαλίζει τη ζήτηση των ανακυκλωµένων προϊόντων από ενδιάµεσους και τελικούς χρήστες, η οποία πολλές φορές εξαρτάται από τη τήρηση συγκεκριµένων προδιαγραφών ποιότητας των ανακυκλούµενων υλικών.

Τεχνολογία: Η ανάπτυξη νέων τεχνολογιών επεξεργασίας ανακυκλώσιµων υλικών (π.χ. αποµάκρυνση ανεπιθύµητων ουσιών) συµβάλει στην ανάπτυξη προγραµµάτων ανακύκλωσης σε ολοένα και περισσότερες παραγωγικές δραστηριότητες.

Κυβερνητική παρέµβαση: Αποφάσεις των αρµοδίων αρχών που ενθαρρύνουν τις επενδύσεις και την ανάπτυξη νέας τεχνολογίας µπορούν να συµβάλουν θετικά στη διαµόρφωση της αγοράς.

Οικονοµικοί παράγοντες: Τα κόστη του προγράµµατος ανακύκλωσης σε αντιπαραβολή µε τα κόστη Τ∆ των διαχειριζόµενων υλικών, καθώς και οι δυνατότητες χρηµατοδότησης, δανειοληψίας και ευνοϊκής φορολόγησης αποτελούν παραµέτρους που επηρεάζουν σηµαντικά την επιτυχή εφαρµογή της ανακύκλωσης.

Εναλλακτικές επιλογές στους τελικούς χρήστες: Η σύναψη µακροχρόνιων συµφωνιών µε πολλούς τελικούς χρήστες αποτελεί τρόπο διασφάλισης έναντι οποιασδήποτε αλλαγής που µπορεί να αφορά τους παράγοντες της αγοράς (προµηθευτές και αγοραστές).

3.13. Υποκίνηση της συµµετοχής του κοινού

Η ανάπτυξη κουλτούρας ανακύκλωσης δεν αποτελεί προσπάθεια των τελευταίων δεκαετιών. Πλήθος παραδειγµάτων από το µακρινό παρελθόν, όπως τα παλιατζίδικα και η γυρολόγοι που µάζευαν µεταλλικό αντικείµενα, αποδεικνύουν ότι ο απλός πολίτης συµµετέχει σε προγράµµατα ανακύκλωσης, κυρίως σε περιόδους που η συµµετοχή του αυτή είχε άµεσο οικονοµικό αντίκτυπο. Για το λόγο αυτό, σε περιόδους οικονοµικής ευηµερίας η συµµετοχή των πολιτών σε προγράµµατα ανακύκλωσης είναι περιορισµένη και βασίζεται κυρίως σε περιβαλλοντικό και όχι οικονοµικό κίνητρο.

Η ανάπτυξη ενός προγράµµατος προώθησης της ανακύκλωσης πρέπει να λαµβάνει υπόψη τα χαρακτηριστικά των ατόµων (target group) που θα συµµετέχουν στο πρόγραµµα

Page 111: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

92

ανακύκλωσης (κοινωνικό status, οικονοµική κατάσταση, µέσα ενηµέρωσης που χρησιµοποιούν, κ.λπ.).

Τα µέσα που µπορούν να χρησιµεύσουν για την ανάπτυξη ενός προγράµµατος ανακύκλωσης είναι τα εξής:

Η αξιοποίηση των µέσων ενηµέρωσης στην προώθηση ενηµερωτικών µηνυµάτων. Η ευαισθητοποίηση συλλόγων, συνοικιακών συµβουλίων και άλλων οµάδων πολιτών. Η ευαισθητοποίηση των παιδιών µέσα από τη σχολική διαδικασία. Η συνεργασία µε εξειδικευµένους µη κερδοσκοπικούς οργανισµούς που µπορούν να παρέχουν νοµική βοήθεια, βιβλιογραφία και άλλα στοιχεία που µπορούν να χρησιµεύσουν στην εφαρµογή προωθητικών δράσεων.

Η συνεργασία µε δηµόσιους οργανισµούς (π.χ. αποστολή προωθητικών εντύπων µέσα σε λογαριασµούς).

Η έκδοση ειδικών βιβλίων, εγχειριδίων και οδηγιών εφαρµογής προγραµµάτων ανακύκλωσης από επιστηµονικούς φορείς, πανεπιστήµια, κ.λπ.

Η συµµετοχή σε εκθέσεις, συνέδρια και άλλες δηµόσιες εκδηλώσεις που αφορούν την προστασία του περιβάλλοντος.

Η κυκλοφορία προωθητικού υλικού που το ίδιο θα αποτελεί προϊόν ανακύκλωσης (π.χ. διαφηµιστικά φυλλάδια, τετράδια, φάκελοι αλληλογραφίας τυπωµένοι σε ανακυκλωµένο χαρτί, κ.λπ.).

3.14. Συσκευασία και ανακύκλωση

3.14.1. Ο ρόλος της συσκευασίας

Eίναι γνωστό ότι µία από τις σηµαντικότερες αιτίες που συντελούν στην υπερπαραγωγή των απορριµµάτων στην εποχή µας είναι η αυξηµένη χρήση υλικών συσκευασίας. Bέβαια η χρήση υλικών συσκευασίας είναι πανάρχαια συνήθεια. Tα πρώτα υλικά που χρησιµοποιήθηκαν για συσκευασία ήταν φυσικά και εύκολα αποικοδοµήσιµα υλικά όπως φύλλα δένδρων, δέρµατα, κεραµικά κ.ά. Kατά τα τελευταία χρόνια η άνοδος του βιοτικού επιπέδου και ο επακόλουθος καταναλωτισµός, η τάση για µεταφορά προϊόντων σε µεγάλες αποστάσεις, η εξαφάνιση του παραδοσιακού παντοπώλη και η διάδοση των σούπερ µάρκετ έδωσαν άλλη διάσταση στη συσκευασία.

Μια τυπική ανάλυση των απορριµµάτων δείχνει ότι το 40% περίπου είναι υλικά συσκευασίας. Σύµφωνα µε στοιχεία του 1991, στην Ευρωπαϊκή Ένωση παράγονται 50 εκατ. τόνοι απορριµµάτων το χρόνο από τη συσκευασία και στην Αµερική 57 εκατ. τόνοι. Ένας Ευρωπαίος παράγει ετησίως κατά µέσο όρο 154 κιλά απορριµµάτων από συσκευασία, ένας Έλληνας 100 περίπου κιλά και ένας Αµερικανός 210 κιλά.

Η συσκευασία, εκτός από την αύξηση του όγκου των σκουπιδιών έχει και άλλες περιβαλλοντικές επιπτώσεις κατά τη διαδικασία παραγωγής, όπως είναι η κατανάλωση πρώτων υλών και ενέργειας, η παραγωγή αερίων, υγρών και ΣΑ, κ.ά.

Τον κύριο ρόλο σε µια εκστρατεία µείωσης του όγκου των υλικών συσκευασίας θα πρέπει να έχει η βιοµηχανία. Ακόµα πρέπει να γίνει σωστή ενηµέρωση στους καταναλωτές ώστε να επιλέγουν τις επιστρεφόµενες συσκευασίες ή εκείνες που µπορούν να ξαναχρησιµοποιηθούν, να προτιµούν προϊόντα σε µεγάλη συσκευασία, απορρυπαντικά σε συµπυκνωµένη µορφή, να

Page 112: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

93

αποφεύγουν τη χρήση πλαστικών ειδών, να χρησιµοποιούν στα ψώνια διχτάκι ή υφασµάτινη τσάντα κ.ά.

Ο σκοπός της συσκευασίας ενός προϊόντος είναι:

1) Nα καθιστά άνετη και ασφαλή τη µεταφορά του. 2) Nα προστατεύει το προϊόν από επιµολύνσεις, απώλειες και πάσης φύσεως βλάβες και

αλλοιώσεις. 3) Nα παρέχει ευκολία στον τρόπο χρήσεως. 4) Nα παρουσιάζει καλή εµφάνιση. 5) Nα συνεπάγεται χαµηλό κόστος.

∆εν πρέπει να υποτιµηθεί το γεγονός ότι η συσκευασία σήµερα είναι ένα πολύ σηµαντικό στοιχείο του µάρκετιγκ. Mπορεί να πληροφορήσει στοιχεία για ένα προϊόν, µια που στην εποχή µας οι αγοραστές αγοράζουν µε σύστηµα αυτοεξυπηρέτησης (σελφσέρβις), µπορεί να δελεάσει, µπορεί να ευαισθητοποιήσει το κοινό (π.χ. οικολογικές συσκευασίες).

3.14.2. Επαναχρησιµοποίηση συσκευασιών

Η επαναχρησιµοποίηση των συσκευασιών αποτελεί µια σηµαντική διαδικασία για τη µείωση των απορριµµάτων. Αναφέρεται σήµερα σχεδόν αποκλειστικά στις γυάλινες φιάλες, µπορεί όµως να επεκταθεί και σε άλλες συσκευασίες, όπως τα πλαστικά.

Κατά την εφαρµογή αυτής της διαδικασίας ο αγοραστής προκαταβάλλει στον πωλητή χρηµατικό ποσό (deposit) που του επιστρέφεται (refund) κατά την επιστροφή της συσκευασίας. Κατόπιν η συσκευασία επανέρχεται στο χώρο παραγωγής, όπου γίνεται πλύση και ακολούθως επαναχρησιµοποιείται.

Σηµαντικός παράγοντας για την επιτυχία της επαναχρησιµοποίησης των συσκευασιών είναι η σωστή ενηµέρωση και ευαισθητοποίηση των καταναλωτών, καθώς και το κόστος περισυλλογής, επιστροφής, πλύσης και εµφιάλωσης των συσκευασιών.

3.14.3. Yλικά συσκευασίας

Τα υλικά συσκευασίας που χρησιµοποιούνται είναι το χαρτί/χαρτόνι, το γυαλί, τα µέταλλα (λευκοσίδηρος, χάλυβας, αλουµίνιο) και τα πλαστικά. Την περίοδο 1985-90 αυξήθηκε η χρήση των πλαστικών στη συσκευασία κατά 10% σε βάρος του γυαλιού (-2,5%), των µετάλλων (-3,5%), και του χαρτιού (-4%). Περισσότερο από 60% των διαφόρων υλικών συσκευασίας διατίθεται για την κατασκευή τροφίµων και ποτών.

Tα σπουδαιότερα υλικά συσκευασίας είναι τα παρακάτω:

Xαρτί- χαρτόνι. Yπάρχουν τα χαρτοκιβώτια, τα πτυσσόµενα κουτιά, τα διαµορφωµένα κουτιά, οι χαρτοσακούλες, τα αδιαβροχοειδή χαρτιά (λαδόχαρτα κ.ά.) κ.λπ. Στην κατηγορία των πτυσσόµενων κουτιών υπάγονται και οι χαρτοθύλακες ασηπτικής συσκευασίας που αποτελούνται από χαρτόνι, πολυαιθυλένιο και αλουµίνιο (χρησιµοποιούνται πολύ σε συσκευασίες χυµών). Xρειάζεται προσοχή το γεγονός ότι δεν είναι όλοι οι τύποι χαρτιών κατάλληλοι για ανακύκλωση (π.χ. τα πλαστικοποιηµένα δεν είναι κατάλληλα)

Πλαστικά. H χρήση πλαστικών ως υλικών συσκευασίας αυξάνεται µε γοργούς ρυθµούς. H ανακύκλωση πλαστικών είναι δυνατή αλλά µε πληθώρα µειονεκτηµάτων:

α) Συνήθως είναι αντιοικονοµική.

Page 113: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

94

β) Πρέπει να ξεχωριστούν τα πλαστικά κατά είδος και στην Eλλάδα ακόµη δεν

αναγράφεται πάντοτε το είδος του πλαστικού ευκρινώς στη συσκευασία, ενώ σε άλλες χώρες η αναγραφή αυτή είναι υποχρεωτική.

Γυαλί. Πρόκειται για ένα από τα αρχαιότερα υλικά συσκευασίας. Tο 35% της συνολικής κατανάλωσης απορροφάται από τη βιοµηχανία κρασιών και αλκοολούχων ποτών. Άλλο ένα 35% απορροφάται από τη βιοµηχανία αναψυκτικών, 25% από τη βιοµηχανία µπύρας, 5% από φαρµακευτικά είδη, καλλυντικά κ.λπ.

Mέταλλα. Mπορούµε να τα χωρίσουµε στις παρακάτω κατηγορίες:

α) Λευκοσίδηρος («τενεκές») ήτοι επικασσιτερωµένος χάλυβας.H συγκόλληση της ραφής του µετάλλου σήµερα γίνεται µε ηλεκτροσυγκόλληση, ενώ παλιά γινόταν µε κασσιτεροκόλληση (δηλ. κράµα κασσιτέρου-µολύβδου). Tο κυριότερο πλεονέκτηµα της ηλεκτροσυγκόλλησης είναι ότι δεν έχουµε επιµόλυνση µε τοξικό µόλυβδο. O λευκοσίδηρος χρησιµοποιείται κυρίως για κονσέρβες, χυµούς φρούτων κ.λπ.

β) Eπιχρωµιωµένος χάλυβας (TFS - Tin Free Steel). O χάλυβας, αντί να επικασσιτερώνεται, επιχρωµιώνεται. Πριν χρησιµοποιηθεί στην κονσερβοποιία, πρέπει οπωσδήποτε να λακκαριστεί.

γ) Aλουµίνιο. Eµφανίσθηκε µόλις το 1959 ως υλικό συσκευασίας, αλλά η χρήση του εδραιώθηκε πολύ σύντοµα. Tα πλεονεκτήµατα του:

ι) Eίναι ελαφρό. ιι) Eίναι εύκαµπτο. ιιι) Eίναι ανθεκτικό στη διάβρωση. ιv) Έχει µεγαλύτερη θερµική αγωγιµότητα από το λευκοσίδηρο. v) Aνακυκλώνεται εύκολα.

3.14.4. Kριτήρια αξιολόγησης συσκευασίας από οικολογική άποψη

Tα κριτήρια αξιολόγησης µιας συσκευασίας από περιβαλλοντική άποψη πρέπει να περιλαµβάνουν:

1) Aπαιτούµενες πρώτες ύλες και πρωτογενής ενέργεια για την παραγωγή. 2) Xρήση πρωτογενούς ή δευτερογενούς υλικού. 3) Eνέργεια διανοµής και ενέργεια γεµίσµατος ή συσκευασίας. 4) Aποθήκευση, µεταχείριση. 5) Aπόβλητα προερχόµενα δια µέσου της αλυσίδας διανοµής. 6) Συµπεριφορά της συσκευασίας κατά την απόρριψη της. 7) Πρόνοια αποτελεσµατικής προστασίας και ασφαλούς διανοµής.

Nα τονίσουµε ότι πρώτη προτεραιότητα πρέπει να δίνεται στην ελαχιστοποίηση της καταναλισκόµενης ενέργειας.

3.14.5. Kατανάλωση υλικών συσκευασίας

Η κατανάλωση υλικών συσκευασίας στις Ευρώπη, ΗΠΑ και Ιαπωνία δίνεται στον Πίνακα 13.

Page 114: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

95

Πίνακας 13. Kατανάλωση υλικών συσκευασίας (kg/cap, 1985).

Υλικό Eυρώπη HΠA Iαπωνία Πλαστικά 16 21 19 Xαρτί - χαρτόνι 38 100 80 Aλουµίνιο 1 5 17* Λευκοσίδηρος 11 15 17* Γυαλί 39 59 18

* H τιµή αναφέρεται σε αλουµίνιο και λευκοσίδηρο µαζί.

3.14.6. Kατανάλωση φυσικών πόρων στην παραγωγή πρώτων υλών διαφόρων συσκευασιών

Oι πρώτες ύλες για το γυαλί είναι άµµος, ασβεστόλιθος, χλωριούχο νάτριο και σκάρτα από παραγωγή και ανακύκλωση. Άρα δεν υπάρχει πρόβληµα ανεπάρκειας σε κανένα υλικό. Oι πρώτες ύλες για το λευκοσίδηρο είναι ορυκτά σιδήρου, κωκ, ασβεστόλιθος κασσίτερος και σκάρτο µέταλλο. Yπάρχει πρόβληµα ανεπάρκειας για τον κασσίτερο και αυτός είναι ο λόγος που σήµερα ένα ποσοστό των κουτιών τροφίµων δεν είναι επικασσιτερωµένα. Oι πρώτες ύλες για χαρτί και χαρτόνι είναι ξυλοπολτός, άργιλος και σκάρτα χαρτιά. Για την παραγωγή ενός τόνου χαρτιού καταναλώνονται 2,3 τόνοι ξύλου, 400 m3 νερού και 7600 kWh ενέργειας.Tο αλουµίνιο παράγεται από βωξίτη, µαγγάνιο, µαγνήσιο και σκάρτα και εδώ δεν υπάρχει πρόβληµα ανεπάρκειας υλικών. Tο PET (πολυαιθυλένιο) παράγεται από πετρέλαιο και σκάρτα και το PVC (πολυβινυλοχλωρίδιο) από πετρέλαιο, χλωριούχο νάτριο και σκάρτα. Eδώ υπάρχει πρόβληµα ανεπάρκειας υλικών, πρέπει να τονισθεί όµως ότι µόνο το 2% της χρήσης του ακάθαρτου πετρελαίου πηγαίνει για πλαστικά συσκευασίας, ενώ το 93% πηγαίνει για καύσιµο.

Πρέπει να επισηµανθεί ότι η εξοικονόµηση ενέργειας είναι µία από τις πιο σηµαντικές παρεµβάσεις για την προστασία του περιβάλλοντος και την αειφόρο ανάπτυξη. Aπό την άποψη της ενεργειακής κατανάλωσης για την παραγωγή υλικών συσκευασίας, πλέον ενεργοβόρος είναι η παρασκευή αλουµινίου και ακολουθούν κατά σειρά οι παρασκευές πολυαιθυλενίου και πολυπροπυλενίου, χαρτιού-χαρτονιού, λευκοσιδήρου και γυαλιού.

3.15. Βασικές αρχές ενός περιβαλλοντικά υπεύθυνου καταναλωτή

Το πρόβληµα των απορριµµάτων σχετίζεται µε συνήθειες και επιλογές του καταναλωτή µε νοµοθετικές ρυθµίσεις, µε παραγωγικές και εµπορικές ρυθµίσεις και επιλογές. Όµως καµιά πολιτική µείωσης των απορριµµάτων ή πρόγραµµα ανακύκλωσης δε µπορεί να πετύχει, αν δεν ενηµερωθεί σωστά και ευαισθητοποιηθεί ο καταναλωτής. Είναι απαραίτητο να συνειδητοποιήσουµε όλοι µας ότι το πρόβληµα της ∆Α µας αφορά άµεσα. Χρειάζεται δηλαδή να συµβάλλουµε όλοι στη λύση του, πετυχαίνοντας την αρµονία του ανθρώπου µε το περιβάλλον και τη βελτίωση της ποιότητας της ζωής µας.

Ο πολίτης δεν πρέπει να είναι παθητικός αποδέκτης αποφάσεων που λαµβάνονται για λογαριασµό του, αλλά στοιχείο που διαµορφώνει ενεργά µε πολλούς τρόπους την πολιτική για τα απορρίµµατα. Θα πρέπει να ενηµερωθούµε σιγά-σιγά, να µετεξελιχθούµε σε περιβαλλοντικά υπεύθυνους και ενεργούς πολίτες-καταναλωτές, που µπορούµε να έχουµε σαν γενικές αρχές για τις αγορές µας τα παρακάτω:

Να προτιµούµε τις συσκευασίες που µπορούν να επιστραφούν και να επαναχρησιµοποιηθούν.

Page 115: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

96

Όσες συσκευασίες δε µπορούν να επιστραφούν και ξαναχρησιµοποιηθούν, ας φροντίζουµε να τις δίνουµε για ανακύκλωση, εάν ανακυκλώνονται.

Να αποφεύγουµε τα προϊόντα που έχουν υπερβολική συσκευασία. Να επιλέγουµε, στα πλαίσια των αναγκών µας, το µεγαλύτερο δυνατό µέγεθος ενός προϊόντος, γιατί έχει αναλογικά τη µικρότερη σε βάρος συσκευασία.

Να χρησιµοποιούµε τη δική µας πάνινη τσάντα ή δίχτυ ή οποιαδήποτε τσάντα µπορεί να επαναχρησιµοποιηθεί για τις αγορές µας.

Να προτιµάµε τα απορρυπαντικά σε συµπυκνωµένη µορφή, γιατί έχουν λιγότερη συσκευασία κι εκείνα που έχουν χάρτινη συσκευασία (ιδιαίτερα αν είναι ανακυκλωµένη).

Να αποφεύγουµε τη χρήση πλαστικών ειδών µιας χρήσης που τόσο επιβαρύνουν το περιβάλλον, όπως τα πλαστικά κυπελλάκια ή πιάτα, οι πλαστικές ξυριστικές µηχανές µιας χρήσης, κ.λπ.

Να αποφεύγουµε προϊόντα που περιέχουν συστατικά, τα οποία προκαλούν αρνητικές επιπτώσεις, τόσο στην υγεία, όσο και στο περιβάλλον.

Να χρησιµοποιούµε µπαταρίες που δεν έχουν κάδµιο ή υδράργυρο ή, ακόµη καλύτερα, τις επαναφορτιζόµενες.

Να προτιµάµε λάµπες φωτισµού µεγαλύτερης διάρκειας ζωής και χαµηλών ενεργειακών αναγκών (φθορισµού, ατµών υδραργύρου/νατρίου, ηλεκτρονικές, ανάλογα µε την περίπτωση).

Να συµµετέχουµε ενεργά σε προγράµµατα ανακύκλωσης της περιοχής µας και να πιέζουµε τους ∆ήµους µας και τους αρµόδιους φορείς αν δεν υπάρχουν τέτοια προγράµµατα. Ας µην ξεχνάµε όµως, ότι η ανακύκλωση είναι η δεύτερη καλύτερη λύση, ενώ η πρώτη καλύτερη λύση είναι η ίδια η αποφυγή της δηµιουργίας απορριµµάτων.

Τελικά στόχος δεν είναι απλώς να µειωθούν τα απορρίµµατα, αλλά και να ενεργοποιηθούν οι ίδιοι οι πολίτες ώστε να συµµετέχουν σε κάθε προσπάθεια αποκατάστασης του περιβάλλοντος και της ισορροπίας στη φύση.

3.16. Παράδειγµα ενός κέντρου ανακύκλωσης χαρτιού

3.16.1. Σύντοµη περιγραφή της λειτουργίας του κέντρου

Από το Σεπτέµβριο του 2000, λειτουργεί στη τοποθεσία Καλαµάκι (Ταγαράδες) ένα πρότυπο κέντρο ανακύκλωσης χαρτιού. Η λειτουργία του κέντρου συµβάλει στη βελτιστοποίηση της ποιότητας του χαρτιού, αλλά και στη συγκέντρωση του σε συγκεκριµένο χώρο. Αυτά έχουν σαν αποτέλεσµα την αύξηση της ζήτησης του, καθώς και της ανταποδιδόµενης αξίας του. Έτσι επιτυγχάνεται ο καθαρισµός (αποµάκρυνση χώµατος, συρµάτων) του ανακυκλωµένου χαρτιού σε διαφορετικές ποιότητες ανάλογα µε τις φυσικές ιδιότητες. Με τον τρόπο αυτό συλλέγονται χαρτόνι και χαρτί τροφοδοσίας, εφηµερίδες και δηµοσιογραφικό χαρτί, περιοδικά και λευκό χαρτί(π.χ. χαρτί φωτοτυπίας).

Στον ίδιο χώρο πραγµατοποιείται η συγκέντρωση του αλουµινίου (κυρίως κουτιά αναψυκτικών) αλλά και του πλαστικού (µπουκάλια) και η δεµατοποίηση τους.

Τα χαρτιά εναποτίθενται αρχικά στο εσωτερικό του κέντρου, σε χοάνη τροφοδοσίας όπου βρίσκεται η πρώτη ταινία µεταφοράς. Πρόκειται συγκεκριµένα για έναν αλυσοµεταφορέα η λειτουργία του οποίου επιτυγχάνεται µε τη βοήθεια ηλεκτροµειωτήρα-κίνησης. Η µετάδοση της κίνησης επιτυγχάνεται µε αλυσοκίνηση και η όλη διαδικασία έχει σαν σκοπό την αρχική µεταφορά των χαρτιών από το χώρο συγκέντρωσης τους στη δεύτερη ταινία µεταφοράς.

Page 116: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

97

Η δεύτερη ταινία µεταφοράς τα οδηγεί σε ένα κόσκινο που έχει σαν σκοπό την αποµάκρυνση πάσης φύσεως ξένων προσµίξεων (π.χ. χώµα, µικροαντικείµενα). Οι δύο ταινιοµεταφορείς φέρουν πέδιλα για τη συγκράτηση των χαρτιών αλλά και την καλύτερη προώθηση τους. Αυτό γίνεται λόγω της ανοδικής κλίσης που έχουν οι ταινιοµεταφορείς. Η κίνηση της ταινίας επιτυγχάνεται µε ηλεκτροµειωτήρα - κίνησης που βρίσκεται στο πάνω άκρο της ταινίας.

Το κόσκινο βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο µε την τρίτη ταινία µεταφοράς, που οδηγεί τα χαρτιά στις θέσεις χειρονακτικής διαλογής από το προσωπικό. Πρόκειται για ένα δονητικό κόσκινο (ή κόσκινο δόνησης), το οποίο από τη µία µεριά του φέρει την ταινία µεταφοράς, ενώ στο κάτω µέρος του συνδέεται αγωγός που οδηγεί τις προσµίξεις σε κάδο εκτός του χώρου. Η λειτουργία του επιτυγχάνεται µέσω του κινητήρα ιµάντων -τροχαλιών. Συγκεκριµένα µε τη βοήθεια δύο ιµάντων, που είναι περασµένοι σε δύο τροχαλίες και µεταδίδουν την κίνηση από τον ηλεκτροκινητήρα. Στο κόσκινο υπάρχουν 4 κατακόρυφοι και δύο οριζόντιοι βραχίονες οι οποίοι και βοηθούν στην πραγµατοποίηση της λειτουργίας του.

Μετά τον πρώτο διαχωρισµό το προς ανακύκλωση υλικό οδηγείται µέσω µιας τρίτης ταινίας µεταφοράς στις θέσεις χειρονακτικής διαλογής. Εκεί αποµακρύνονται οποιαδήποτε από τα απορρίµµατα δε µπορούν να ανακυκλωθούν (σπιράλ, πλαστικά καλύµµατα, σακούλες). Μετά τη διαλογή τους, το µη ανακυκλώσιµο υλικό µέσω 4ης ταινίας µεταφοράς και αγωγού οδηγείται σε κοντέινερ εκτός του κέντρου.

Αντίθετα το προς ανακύκλωση χαρτί συλλέγεται σε διαµορφωµένους χώρους π.χ. χαρτόνι (αρχικά ώστε να διευκολύνεται η διαλογή των υπολοίπων) χαρτί λευκό αλλά και µεικτό. Ποσότητες χαρτιού οδηγούνται µέσω οριζόντιας ταινία µεταφοράς (χωρίς πέδιλα) σε ταινία η οποία οδηγεί τα απορρίµµατα σε µία τελευταία (6η) ταινία µεταφοράς.

Λόγω της ανοδικής κλίσης αυτής, η ταινία φέρει πέδιλα, για την καλύτερη προώθηση των χαρτιών, που τελικά καταλήγουν σε µία πρέσα. Οι δύο τελευταίες ταινίες παίρνουν κίνηση από ηλεκτροµειωτήρες-κίνησης που είναι συνδεδεµένοι στα άκρα τους.

Στην πρέσα δεµατοποίησης γίνεται η συµπίεση τους και η δεµατοποίηση τους σε ‘’µπάλες’’ µήκους ενός µέτρου περίπου (1,20).

Η µετακίνηση των δεµάτων του χαρτιού, επιτυγχάνεται µε τη βοήθεια µικρού ανυψωτικού οχήµατος µεταφοράς.

Στην Εικόνα 32α παρουσιάζεται µια σχηµατική παράσταση του κέντρου διαλογής στο Καλαµάκι Ταγαράδων. Αντίστοιχα στην Εικόνα 32β φαίνεται ένα πρότυπο κέντρο διαλογής υλικών (προδιαλεγµένου ξηρού κλάσµατος). Παρόµοια κέντρα υπάρχουν στο ∆ήµο Αµαρουσίου Αττικής και στη Ζάκυνθο.

3.16.2. Σύντοµη αναφορά των καθηµερινών προβληµάτων λειτουργίας

Σηµαντικό ρόλο στη διαδικασία έχει η πρέσα δεµατοποίησης, οποιοδήποτε πρόβληµα της οποίας σταµατά την «παραγωγική» διαδικασία. Για το λόγο αυτό απαιτείται η όσο γίνεται καλύτερη καθηµερινή της συντήρηση. Επίσης οποιοδήποτε πρόβληµα (συνήθως φρακάρισµα από απορρίµµατα) στον τετραγωνικό αγωγό που οδηγεί τα µη ανακυκλώσιµα υλικά στο κοντέινερ εκτός του κέντρου σταµατά τη διαδικασία. Βέβαια σε µια τέτοια περίπτωση η τροφοδοσία γίνεται από τους χώρους αποθήκευσης χαρτιού. Από εκεί και πέρα η λίπανση των ρουλεµάν στις ταινίες µεταφοράς (κάθε ταινία έχει δύο ζεύγη) αλλά και του αλυσοµεταφορέα εξασφαλίζει την οµαλότερη λειτουργία του κέντρου. Λίπανση απαιτούν τόσο οι βραχίονες στο κόσκινο, όσο και οι στηρίξεις αυτών και των τροχαλιών. Οµοίως απαιτείται έλεγχος και των δύο ιµάντων στο κόσκινο και αντικατάσταση τους σε περίπτωση φθοράς. Η σωστή λίπανση των στηρίξεων στα ράουλα των ταινιών µεταφοράς εξασφαλίζει επίσης την οµαλή µεταφοράς του ανακυκλώσιµου υλικού. Οποιαδήποτε βλάβη του ανυψωτικού οχήµατος, θα προκαλέσει συσσώρευση του υλικού στην πρέσα. Λόγω του µεγάλου βάρους του κάθε δέµατος χαρτιού είναι δύσκολη η µεταφορά τους και η αποθήκευση τους χειροκίνητα.

Page 117: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

98

(α) Κέντρο διαλογής χαρτιού στο Καλαµάκι Ταγαράδων (πηγή:Πανταζής, 2002).

(β) Πρότυπο κέντρο διαλογής (πηγή: εταιρία ΚΑΜΕΧ).

Εικόνα 32. Κέντρα διαλογής.

Page 118: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

99

3.16.3. Συντήρηση

Με τον όρο συντήρηση εννοούµε το σύνολο των ενεργειών που έχουν σαν σκοπό τη διατήρηση του εξοπλισµού του Κέντρου Ανακύκλωσης (ή γενικότερα µιας βιοµηχανίας) σε ικανοποιητική κατάσταση λειτουργίας. Η εξασφάλιση της ικανοποιητικής λειτουργίας του εξοπλισµού περιλαµβάνει ενέργειες που αφορούν τόσο τη διατήρηση της λειτουργίας του, όσο και την αποκατάσταση της λειτουργίας του, όταν για οποιαδήποτε αιτία παρουσιάζονται προβλήµατα στον εξοπλισµό.

Το αντικείµενο των εργασιών της συντήρησης διαφέρει από βιοµηχανία σε βιοµηχανία . Για το λόγο αυτό οι ενέργειες που σχετίζονται µε τη συντήρηση ενός εργοστασίου δεν είναι αυστηρώς καθορισµένες. Το µέγεθος του εργοστασίου, η προϊστορία λειτουργίας του, το είδος της βιοµηχανίας, το ωράριο εργασίας είναι µερικοί από τους παράγοντες που διαφοροποιούν το αντικείµενο των ενεργειών της συντήρησης.

Γενικά όµως, θα µπορούσαµε να χωρίσουµε τις λειτουργίες µε τις οποίες ασχολείται το τµήµα της συντήρησης σε δύο οµάδες:τις κύριες ενέργειες συντήρησης και τις δευτερεύουσες. Στην πρώτη οµάδα ανήκουν όλες εκείνες οι λειτουργίες που αποτελούν αποκλειστικά ενέργειες συντήρησης, σύµφωνα µε τους ορισµούς που δόθηκαν ήδη. Οι κυριότερες από αυτές είναι:

1. Συντήρηση του υπάρχοντος εξοπλισµού. 2. Επιθεώρηση του εξοπλισµού και λίπανση. 3. Παραγωγή βιοµηχανικών παροχών και διανοµή τους. 4. Μετατροπές του υπάρχοντος εξοπλισµού. 5. Μικροκατασκευές. 6. Εγκατάσταση νέου εξοπλισµού.

Η δεύτερη οµάδα περιλαµβάνει τις δραστηριότητες που ανατίθενται στη συντήρηση όχι επειδή αποτελούν αντικείµενο της, αλλά για άλλους λόγους όπως π.χ. η αδυναµία τοποθέτησης τους σε κάποιο άλλο τµήµα, ή η απαίτηση ειδικών γνώσεων. Ορισµένες δε από αυτές κατατάσσονται στο τµήµα συντήρησης απλώς και µόνο επειδή έτσι έχει καθιερωθεί. Μερικές τέτοιες δραστηριότητες είναι:

1. Παρακολούθηση των απαιτούµενων ανταλλακτικών. 2. Προστασία του εργοστασίου. 3. Πυρασφάλεια. 4. Πρόληψη εργατικών ατυχηµάτων. 5. Έλεγχος µόλυνσης του περιβάλλοντος.

Page 119: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

100

4. ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ ∆ΙΑΧΩΡΙΣΜΟΣ - ΛΙΠΑΣΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ

4.1. Μηχανικός διαχωρισµός

4.1.1. Γενικά

Σκοπός του Μηχανικού ∆ιαχωρισµού (Μ∆) είναι ο επιµερισµός µε µηχανικά µέσα των υλικών από µίγµα των σύµµικτων απορριµµάτων σε διάφορα συστατικά ή οµοιογενείς κατηγορίες συστατικών, τα οποία µπορούν έτσι να επιστρέψουν ως δευτερογενείς πρώτες ύλες στον παραγωγικό και οικονοµικό κύκλο. Οι διεργασίες που περιλαµβάνει µία τυπική µονάδα µηχανικού διαχωρισµού διακρίνονται σε δύο βασικές κατηγορίες

(α) Υποβιβασµός του µεγέθους.

(β) ∆ιαχωρισµός και ταξινόµηση.

Ο υποβιβασµός του µεγέθους επιτυγχάνεται µε τη χρήση διαφόρων τύπων µύλων, είτε σε ολόκληρη τη ροή µάζας των απορριµµάτων, είτε σε ροές µάζας επιµέρους συστατικών. Ο διαχωρισµός βασίζεται στις διαφορές µεγέθους που υπάρχουν ανάµεσα στα συστατικά των οικιακών απορριµµάτων αλλά και των φυσικοχηµικών ιδιοτήτων και ιδιαίτερα των µαγνητικών (για ανάκτηση των σιδηρούχων µετάλλων) και του ειδικού βάρους (για ταξινόµηση σε βαρέα και ελαφρά κλάσµατα).

4.1.2. ∆ιαδικασία µηχανικού διαχωρισµού

Ο διαχωρισµός γίνεται είτε σε υγρή είτε σε ξηρή κατάσταση, µε την τελευταία να είναι η πλέον διαδεδοµένη και να κερδίζει διαρκώς έδαφος, ενώ έχουν ακόµη αναπτυχθεί και τεχνικές διαχωρισµού που βασίζονται σε διαφορές ηλεκτρικής αγωγιµότητας (για ανάκτηση µη σιδηρούχων µετάλλων), οπτικών ιδιοτήτων (για ανάκτηση γυαλιού) κ.λπ., οι οποίες βέβαια έχουν προς το παρόν µεγάλο κόστος και χαµηλά ποσοστά ανάκτησης.

Αναλυτικότερα ο Μ∆ περιλαµβάνει τις παρακάτω διεργασίες:

- Zύγισµα. - ∆ιαλογή. - Θραύση. - Kοσκίνισµα.

Αρχικά αφαιρούνται τα ογκώδη αντικείµενα και ανακτώνται τα σιδηρούχα µε µαγνήτη. Στη συνέχεια αποµακρύνονται άλλα µέταλλα µε διέλευση των απορριµµάτων από ηλεκτροµαγνητικό πεδίο. Aκόµα γίνεται διαλογή και αφαιρούνται γυαλιά, καουτσούκ κ.λπ., όπως επίσης και τα χαρτιά µεγάλων διαστάσεων. Oι θραυστήρες µε σφυριά (σφυρόµυλοι) έχουν σκοπό να κάνουν το µέγεθος των απορριµµάτων πιο µικρό, γιατί τα αντικείµενα µε µικρό µέγεθος έχουν µεγάλη ειδική επιφάνεια.

Mία µέθοδος διαχωρισµού του κοµπόστ από τα πυκνά προϊόντα, ιδίως τα γυαλιά, κοµµάτια πορσελάνης κ.λπ., είναι τα βαλλιστικά κόσκινα. Tα προϊόντα «εκτοξεύονται» σε µία ταινία που λειτουργεί µε µεγάλη ταχύτητα. Tα πιο πυκνά θα πέσουν πιο µακριά από τα συνήθη υλικά.

Οι βασικοί παράγοντες στο µηχανικό διαχωρισµό είναι

(α) Ο βαθµός ανάκτησης, δηλ. η ποσότητα.

Page 120: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

101

(β) Η ποιότητα των ανακτούµενων υλικών.

Με τον Μ∆ επιτυγχάνεται αύξηση ή ελάττωση της επιφάνειας, διαχωρισµός σύµφωνα µε το µέγεθος και διαλογή ανά οµάδα υλικών. Τα γενικά στάδια του Μ∆ είναι ο τεµαχισµός, το κοσκίνισµα, ο διαχωρισµός και η συµπίεση και εµφανίζονται, µε όλους τους δυνατούς συνδυασµούς στις διάφορες εγκαταστάσεις µηχανικού διαχωρισµού (ανάκτησης υλικών).

Η επιλογή και ιεράρχηση όλων των παραπάνω διεργασιών µεταβάλλεται σε κάθε µονάδα ανάλογα µε τη σύσταση των οικιακών απορριµµάτων και τις δυνατότητες απορρόφησης των επιµέρους συστατικών από την τοπική αγορά. Με τον τρόπο αυτό, η µέθοδος του µηχανικού διαχωρισµού χαρακτηρίζεται από ευελιξία και ικανότητα προσαρµογής στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της περιοχής εγκατάστασης της µονάδας, κάτι που αποτελεί άλλωστε σηµαντικό πλεονέκτηµα έναντι άλλων µεθόδων αξιοποίησης απορριµµάτων.

4.1.3. Προϊόντα µηχανικού διαχωρισµού

Τα προϊόντα που είναι δυνατόν να ανακτηθούν από µία µονάδα µηχανικού διαχωρισµού απορριµµάτων είναι:

1. Σιδηρούχα µέταλλα, µε συντελεστή ανάκτησης 65-95%. Ο διαχωρισµός σιδηρούχων µετάλλων µε ηλεκτροµαγνήτες µπορεί να εµφανίσει χαµηλή απόδοση εξαιτίας συµπαραροής και άλλων υλικών. Τα µη σιδηρούχα µέταλλα δε µπορούν να διαχωριστούν αξιόπιστα µε καµία µέθοδο. Εφαρµόζεται πειραµατικά ηλεκτροδιαλογή και µόνη αξιόπιστη λύση προς το παρόν είναι η χειροδιαλογή.

2. Ζυµώσιµα υλικά µε συντελεστή ανάκτησης 70-90%, για παραγωγή ΒΕ µε συντελεστή παραγωγής 75%.

3. RDF, µε συντελεστή ανάκτησης 70-80% ή (εναλλακτικά) χαρτί και πλαστικά µε ακόµη χαµηλότερο συντελεστή ανάκτησης. To RDF (Refuse Derived Fuel) αποτελείται κυρίως από χαρτί και πλαστικό, δηλαδή από υλικά που τόσο από µόνα τους όσο και ευρισκόµενα σε µίγµα µεταξύ τους, έχουν υψηλή θερµογόνο δύναµη. Ως εναλλακτική λύση έναντι του RDF (ελληνιστί: ΚαΣ=Καύσιµο από Σκουπίδια) νοείται ο περαιτέρω διαχωρισµός χαρτιού και πλαστικών σε µία µονάδα µηχανικού διαχωρισµού (κάτι που µπορεί να επιτευχθεί σε αεροδιαχωριστήρα µε προηγούµενο βρέξιµο του µίγµατος, εξαιτίας του οποίου το χαρτί βαραίνει) και η τελική ανάκτηση του κάθε υλικού. Αν και υπάρχουν αρκετά παραδείγµατα χωριστής ανάκτησης χαρτιού και πλαστικών, φαίνεται να υπερισχύει η τάση παραγωγής ΚαΣ, όπου απαραίτητη προϋπόθεση επιτυχίας αποτελεί εδώ η ύπαρξη αγοράς για αυτό.

Ο βαθµός επεξεργασίας του ΚαΣ (τεµαχισµός, ξήρανση, µορφοποίηση σε pellets - κοκκοποίηση) ποικίλλει και αυτός σηµαντικά, ανάλογα µε την επιδιωκόµενη χρήση του. To ΚαΣ κατά την καύση του παράγει επικίνδυνους ρύπους όπως HCl (75% λόγω PVC), PCDD, PCDF. Επίσης περιέχει βαρέα µέταλλα λόγω του χαρτιού και των χρωµάτων των πλαστικών, τα οποία δίδουν χλωριόντα κατά την καύση (ZnCl2, SnCl2). Στην περίπτωση ενδεχόµενης χρήσης του ΚαΣ ως εναλλακτικό καύσιµο σε µονάδες, τίθεται το θέµα του κόστους καθαρισµού των απαερίων, ενώ πρόσθετο πρόβληµα αποδοχής τίθεται εξαιτίας της πιθανής ανοµοιογένειας των ιδιοτήτων του (π.χ. θερµογόνος δύναµη).

4. Γυαλί, µε συντελεστή ανάκτησης 50-90%. Το γυαλί δεν φορτίζεται ηλεκτρικά και µπορεί να διαχωριστεί σε ηλεκτρικό πεδίο, ενώ για να είναι αποδοτικός ο µαγνητικός διαχωρισµός του, θα πρέπει να υπάρχει υψηλή περιεκτικότητα Fe2O3. Γενικά η µόνη αξιόπιστη µέθοδος προς το παρόν είναι η χειροδιαλογή. Από µονάδες µηχανικού διαχωρισµού παίρνεται ανάµικτο γυαλί, από το οποίο µπορεί να παραχθεί µόνον πράσινο που έχει µειωµένη αγορά.

5. Αλουµίνιο, µε συντελεστή ανάκτησης 55-90%.

Page 121: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

102

6. Χαρτί. Το χαρτί, ανακτώµενο µόνο του έχει υψηλή υγρασία και είναι έντονα ρυπασµένο από την επαφή του µε το ζυµώσιµο κλάσµα. Εφόσον δεν προορίζεται για ΚαΣ, είναι αναπόφευκτη µία χαµηλή απόδοση ανάκτησης στη φάση διαχωρισµού του από το πλαστικό. Εξαιτίας της κακής κατάστασης του ανακτώµενου χαρτιού, προκύπτει δυσκολία εξεύρεσης αγοράς.

7. Πλαστικά. Το πλαστικό, υπό την προϋπόθεση ότι δεν προορίζεται για ΚαΣ, παρουσιάζει το σοβαρό µειονέκτηµα της ανοµοιογένειας και υπάρχει µεγάλη δυσκολία περαιτέρω διαχωρισµού. Η χειροδιαλογή είναι επίσης δύσκολη, ενώ προϊόντα είναι κυρίως πλαστικά ποιότητας χαµηλότερης από το αρχικό προϊόν (down-cycling).

Πρέπει να υπογραµµισθεί ότι οι συντελεστές ανάκτησης για όλα τα παραπάνω προϊόντα ποικίλλουν ανάλογα µε τη χρησιµοποιούµενη τεχνολογία και την αρχική σύσταση των απορριµµάτων.

4.1.4. Μηχανολογικός εξοπλισµός

Η πρώτη κατηγορία µηχανολογικού εξοπλισµού που διατίθεται για την προεπεξεργασία των απορριµµάτων είναι οι κατεργαστές (processors), οι οποίοι επιτυγχάνουν την ελάττωση του όγκου, το σχίσιµο των σακουλών και την αποκατάσταση της οµοιοµορφίας. Οι συσκευές αυτές συνοδεύονται από βοηθητικό εξοπλισµό όπως σιλό και µεταφορικές ταινίες. Οι σηµαντικότερες συσκευές κατεργασίας είναι οι θραυστήρες κρούσης, οι σφυρόµυλοι, οι περιστροφικοί κόπτες, οι θραυστήρες κυλίνδρου, οι σφαιρόµυλοι και οι θραυστήρες σιαγόνων.

Η δεύτερη κατηγορία µηχανολογικού εξοπλισµού είναι οι διαχωριστές (separators), oι οποίοι επιτυγχάνουν των διαχωρισµό της εισερχόµενης µάζας των απορριµµάτων σε δύο ρεύµατα, όπου το ένα περιέχει το προς ανάκτηση υλικό σε υψηλή συγκέντρωση, ενώ το άλλο είναι απαλλαγµένο από την παρουσία του. Οι πιο διαδεδοµένες συσκευές διαχωρισµού είναι τα κόσκινα (δονούµενα, περιστροφικά, κόσκινα Mogensen), οι τράπεζες διαχωρισµού (διαχωρισµός µε βάση τη βαρύτητα, την τριβή και την υδραυλική ροή), οι βαλλιστικοί διαχωριστές, οι αεροδιαχωριστές, οι ηλεκτροµαγνητικοί διαχωριστές, οι διαχωριστές µε ρεύµατα Eddy (διαχωρισµός αλουµινίου), οι οπτικοί διαχωριστές και οι διαχωριστές µε επίπλευση αφρού. Παρακάτω παρουσιάζονται οι βασικότερες συσκευές-µηχανήµατα:

Χοάνες υποδοχής απορριµµάτων

Τοποθετούνται τόσο στην αρχή της γραµµής επεξεργασίας των απορριµµάτων όσο και στα ενδιάµεσα στάδια. Ο χοάνες της αρχικής υποδοχής κατασκευάζονται κυρίως από οπλισµένο σκυρόδεµα µετά από κατάλληλη διαµόρφωση του εδάφους (τάφρος) και των τοιχωµάτων τους, ώστε τα απορρίµµατα να οδηγούνται στον πυθµένα όπου είναι εγκατεστηµένος ταινιόδροµος για την απαγωγή ή µεταφορά τους στο επόµενο στάδιο επεξεργασίας. Το σχήµα της τάφρου αρχικής παραλαβής δε θα έχει τη διατοµή χοάνης αλλά θα είναι µία απλή παραλληλεπίπεδος τάφρος, µόνον όταν η απαγωγή των απορριµµάτων γίνεται µέσω γερανογέφυρας εφοδιασµένης µε µηχανική ή υδραυλική αρπάγη. Οι χοάνες των ενδιάµεσων σταδίων είναι µεταλλικές και φυσικά µικρότερων διαστάσεων. Σχεδόν πάντοτε κατασκευάζονται από συγκολληµένα ελάσµατα θερµής έλασης και στερεώνονται στο µηχανισµό που τροφοδοτούν µε φλάντζες. Εφόσον απαιτείται αυξηµένη µηχανική αντοχή, οι πλευρές της χοάνης µορφοποιούνται µε πρέσες πριν από την τελική συγκόλληση ή ενισχύονται µε νευρώσεις.

Θραυστήρες πλαστικών σάκων

Τα συστήµατα θραύσεως των σάκων έχουν διαφορές στην κατασκευή τους. Αντιπροσωπευτικότερα είναι το σύστηµα µύλου άλεσης (δε διαφέρει από µύλο παρά στις αυξηµένες ανοχές µεταξύ των περιστρεφόµενων µαχαιριών κοπής ώστε να σχίζεται µόνον ο σάκος και να µην τεµαχίζεται το περιεχόµενο), το σύστηµα παλινδροµικής χτένας (τα δόντια της οριζοντίως παλινδροµούσας χτένας έχουν τέτοιες ανοχές ώστε να σχίζονται µόνον οι

Page 122: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

103

σάκοι) και το σύστηµα οδοντοφόρων κυλιοµένων αλυσίδων (οι κυλιόµενες αλυσίδες φέρουν στερεωµένα µεταξύ των αρθρώσεών τους αιχµηρά δόντια).

Ταινιόδροµοι (ταινίες µεταφοράς)

Αυτός ο τρόπος της µεταφοράς αποτελεί κανόνα, από την αρχή της παραλαβής µέχρι και µετά το τελευταίο στάδιο της επεξεργασίας των απορριµµάτων, όπου οδηγούνται µε τις ταινίες µεταφοράς στα δοχεία συλλογής των υποπροϊόντων ή στον τόπο εναπόθεσης. Οι µεταφορικές ταινίες αποτελούνται από τη µεταλλική κατασκευή έδρασης, τα ελεύθερα περιστρεφόµενα ράουλα-οδηγούς (επάνω στα οποία κινείται η ταινία της οποίας το φορτίο υποβαστάζουν), την ταινία µεταφοράς και το µηχανισµό µετάδοσης της κίνησης. Η ταινία αποτελείται από χαλύβδινα αρθρωτά τµήµατα, συνδεµένα µεταξύ τους µε πείρους, ή από συνθετικό ιµάντα ενισχυµένο µε στρώσεις λινών. Ο µηχανισµός κίνησης αποτελείται συνήθως από ηλεκτροκινητήρα-µειωτήρα-ράουλα κίνησης της ταινίας.

Μύλοι (λειοτεµαχιστές)

Στις συσκευές αυτές λαµβάνει χώρα λειοτεµαχισµός απορριµµάτων, τα οποία στην έξοδό τους έχουν συγκεκριµένη ογκοµετρική σύσταση που εξαρτάται από το επόµενο επιθυµητό στάδιο επεξεργασίας τους. Υπάρχουν διάφοροι τύποι όπως ο βαλλιστικός µύλος µε διπλό κόσκινο, ο σφυρόµυλος µε διπλό κύλινδρο, ο µύλος πρόσκρουσης, ο µύλος µε µαχαίρια (µύλος-κόπτης), ο µύλος µε µαχαίρια-τύµπανα, ο µύλος µε περιστρεφόµενα ψαλίδια, ο σφαιρόµυλος, ο µύλος σωλήνα τρίφτη, οι διαδοχικοί σφαιρόµυλοι, ο απλός τεµαχιστής και ο κάθετος τεµαχιστής. Οι τύποι αυτοί οµαδοποιούνται περαιτέρω σε δύο γενικές κατηγορίες, εκείνους µε κατακόρυφο άξονα περιστροφής των µαχαιριών και εκείνους µε έναν (µύλοι πρόσκρουσης ή µύλοι µε τύµπανο) ή δύο (σφυρόµυλοι) οριζόντιους άξονες περιστροφής. Σε κάθε περίπτωση υπάρχει ο περιστρεφόµενος άξονας (ένας ή δύο, κατακόρυφος ή οριζόντιος), ο οποίος εδράζεται µέσω ένσφαιρων εδράνων ολίσθησης στα µεταλλικά τοιχώµατα του κελύφους και στον οποίο τοποθετούνται τα µαχαίρια, σφυριά ή οι δίσκοι της άλεσης. Η κίνηση µεταδίδεται στους άξονες είτε απευθείας είτε από µειωτήρα µέσω τροχαλιών και ιµάντων. Η ειδική τεχνολογία στον κάθε λειοτεµαχιστή αφορά στη µορφή του κελύφους (ανοχές µεταξύ των περιστρεφόµενων και των σταθερών µαχαιριών που είναι αναρτηµένα στο κέλυφος και βαλλιστική εξαγωγή των ογκωδών αντικειµένων από ειδική θυρίδα), στο σχεδιασµό των µαχαιριών ή δίσκων (ανοχές µεταξύ αυτών, υπολογισµένες ειδικά για τον τεµαχισµό συγκεκριµένων υλικών και σε συνάρτηση µε την επιθυµητή τελική ογκοµετρική τους σύσταση) και στη µεταλλουργία των διαφόρων εξαρτηµάτων (αντοχή σε µηχανική φθορά και διάβρωση).

Μαγνητικοί διαλογείς

Με τους ηλεκτροµαγνήτες ή τα µαγνητικά ράουλα επιτυγχάνεται ο διαχωρισµός των µικρών σιδηρούχων αντικειµένων. Ένα συγκρότηµα ηλεκτροµαγνήτη περιλαµβάνει το ηλεκτρολογικό µέρος (αποτελείται συνήθως από περιέλιξη συνδεδεµένη µε συνεχές ρεύµα για τη δηµιουργία του µαγνητικού πεδίου), το µεταλλικό περίβληµα (περιλαµβάνει και την ηλεκτρική µόνωση), τον ατέρµονα σύνθετο ιµάντα (κινείται γύρω από το κιβώτιο του ηλεκτροµαγνήτη) και το µηχανισµό έδρασης και κίνησης αυτού (αποτελείται από 3-4 µεταλλικά ράουλα, τη φέρουσα µεταλλική κατασκευή έδρασης των ραούλων και των µειωτήρα µετάδοσης κίνησης σε συνήθως ένα από αυτά). Στην περίπτωση µαγνητικών ραούλων ο διαχωρισµός των µεταλλικών αντικειµένων γίνεται στο τέλος των ταινιόδροµων µεταφοράς, τοποθετώντας στη θέση του ραούλου έλξης ένα ράουλο κατασκευασµένο από δίσκους µονίµου µαγνήτη. Με τον τρόπο αυτό, ενώ το ράουλο περιστρέφεται έλκοντας την ταινία, συγχρόνως έλκει τα σιδηρούχα που µένουν προσκολληµένα σε αυτήν µέχρις ότου αυτή τα αποµακρύνει από το µαγνητικό πεδίο του ραούλου. Τότε αυτά αποκολλώνται και πέφτουν σε κάδο συλλογής, διαχωριζόµενα µε τον τρόπο αυτό από το υπόλοιπο ρεύµα.

Κόσκινα

Με τα µηχανικά κόσκινα επιτυγχάνεται η ταξινόµηση των υλικών σε οµάδες ανάλογα µε το µέγεθος. Υπάρχουν διάφοροι τύποι όπως το κόσκινο δόνησης, το κόσκινο τύµπανου

Page 123: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

104

ανάµιξης-οµογενοποίησης και το απλό κόσκινο τύµπανου. Τα δονητικά κόσκινα είναι έτσι κατασκευασµένα ώστε οι δονήσεις να είναι οµοιόµορφα κατανεµηµένες σε όλη την επιφάνεια για να επιτυγχάνεται σωστή επιστρωµάτωση του υλικού. Η κίνηση επιτυγχάνεται µέσω του κινητήρα ιµάντων-τροχαλιών ή απευθείας µε σύζευξη (συµπλέκτης). Το κόσκινο στηρίζεται στο βασικό πλαίσιο και στα ελατήρια. Η δόνηση, ο αριθµός των ταλαντώσεων και η γωνία του κόσκινου ορίζονται ανάλογα µε το υλικό. Μεταξύ έδρασης και κόσκινου υπάρχουν αποσβεστικά ελατήρια υψηλής αντοχής. Για τον καθαρισµό του κόσκινου χρησιµοποιείται ειδική βούρτσα. Το περιστροφικό κόσκινο είναι η συνηθισµένη µορφή πρωτογενούς κοσκινίσµατος. Κύριο χαρακτηριστικό του είναι το τύµπανο (κύλινδρος). Οι βασικές παράµετροι σχεδιασµού είναι η διάµετρος, η ταχύτητα περιστροφής, το µήκος της εσχάρας, το µέγεθος και το σχήµα της οπής. Τα απορρίµµατα, αφού πέσουν στον κύλινδρο, κυλίονται κατά µήκος της επιφάνειας της εσχάρας, στην αρχή µε µικρή ταχύτητα περιστροφής, η οποία όµως µεγαλώνει έως ότου φθάσει στην "κρίσιµη ταχύτητα" περιστροφής.

∆ιαχωριστές

Υπάρχουν διάφοροι τύποι διαχωριστών όπως ο ζικ-ζακ αεροδιαχωριστήρας, ο περιστρεφόµενος αεροδιαχωριστήρας, ο απλός αεροδιαχωριστήρας, ο βαλλιστικός διαχωριστήρας, ο ηλεκτροµαγνητικός αεροδιαχωριστήρας ιµάντα, το µαγνητικό τύµπανο, το ηλεκτροµαγνητικό τύµπανο και ο οπτικός διαχωριστήρας. Στους βαλλιστικούς διαχωριστές συνήθως διαχωρίζονται τα οργανικά από τα ανόργανα µέρη. Οι βαλλιστικοί διαχωριστές ουσιαστικά αποτελούνται από τη χοάνη τροφοδοσίας του µύλου, το βαλλιστικό µύλο, τα διαφράγµατα και τις χοάνες διαχωρισµού των υλικών και τη φέρουσα κατασκευή. Ο βαλλιστικός µύλος αποτελείται από έναν περιστρεφόµενο άξονα που εδράζεται σε έδρανα εγκατεστηµένα στις φωλιές του συνήθως χυτοσιδηρού κελύφους και επί του οποίου είναι τοποθετηµένα δύο χαλύβδινα πτερύγια που προκαλούν την εκτόξευση των τεµαχίων. Η κίνηση µεταδίδεται στον άξονα από ηλεκτροκινητήρα µε µειωτήρα, τροχαλίες και ιµάντα. Μία εγκατάσταση αεροδιαχωρισµού περιλαµβάνει ουσιαστικά τον ανεµιστήρα, τους αεραγωγούς και το φυγοκεντρικό διαχωριστή (κυκλώνιο). Ο χρησιµοποιούµενος ανεµιστήρας είναι συνήθως φυγοκεντρικός. Οι αεραγωγοί κατασκευάζονται συνήθως από γαλβανισµένη λαµαρίνα θερµής έλασης. Επειδή ο αεροδιαχωρισµός των υλικών γίνεται πρώτα στους αεραγωγούς και κατόπιν στο κυκλώνιο, η ιδιαιτερότητα των χρησιµοποιούµενων και δοκιµαζόµενων τεχνολογιών έγκειται κυρίως στο σχεδιασµό των αεραγωγών. Συνήθως καθορίζεται ένα σχήµα "ζικ-ζακ" στα κατακόρυφα τµήµατά τους, γιατί η διαδροµή αυτή προκαλεί την ταχύτερη απώλεια της κινητικής ενέργειας των βαρύτερων αντικειµένων και συνήθως την κατακρήµνισή τους επιτυγχάνοντας καλύτερο διαχωρισµό των υλικών. Στο κυκλώνιο επιτυγχάνεται πλήρης απαλλαγή του αέρα από τα εκεί πνευµατικώς µεταφερθέντα στερεά και το ρεύµα αέρα οδηγείται πίσω στον κύκλο του ή απορρίπτεται στην ατµόσφαιρα.

4.2. Λιπασµατοποίηση

4.2.1. Γενικά

Υπάρχουν διάφορες βιολογικές και χηµικές διαδικασίες που µπορούν να χρησιµοποιηθούν για τη µετατροπή του οργανικού κλάσµατος των αστικών απορριµµάτων σε ένα εναλλακτικό αέριο, υγρό ή στερεό τελικό προϊόν. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι βιολογικές διαδικασίες στις οποίες περιλαµβάνονται η αερόβια και αναερόβια λιπασµατοποίηση και διάφοροι συνδυασµοί αυτών.

Η λιπασµατοποίηση (κοµποστοποίηση ή βιοσταθεροποίηση) είναι µία ρυθµιζόµενη διάσπαση ή αδρανοποίηση των οργανικών ενώσεων των απορριµµάτων, από την οποία σε τελική φάση προκύπτουν µε τη βοήθεια µικροοργανισµών:

Page 124: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

105

Χούµους (humus), δηλ. ένα ΒΕ που ονοµάζεται κοµπόστ, καθώς επίσης CO2 και H2O

(στην περίπτωση αερόβιας). CH4 (µεθανογένεση), καθώς επίσης CO2 και λάσπη (στην περίπτωση αναερόβιας).

Στην πολύπλοκη αυτή βιοχηµική διαδικασία λαµβάνουν µέρος διάφοροι µικροοργανισµοί (βακτήρια, µύκητες και πρωτόζωα), η δραστηριότητα των οποίων εξαρτάται από πολλούς παράγοντες όπως την αναλογία C/N (ο άνθρακας αποτελεί πηγή ενέργειας και το άζωτο τροφή των µικροοργανισµών), την υγρασία των απορριµµάτων (η τροφή των µικροοργανισµών είναι πάντα σε υδάτινη µορφή), το διαθέσιµο οξυγόνο (αερόβια ζύµωση), το pH και τη θερµοκρασία.

Το προϊόν της λιπασµατοποίησης λέγεται βελτιωτικό εδάφους (ΒΕ) και πρέπει να είναι απαλλαγµένο από ογκώδη αντικείµενα, πλαστικά, γυαλί, βαρέα µέταλλα και παθογόνους µικροοργανισµούς. Το ΒΕ µπορεί να χρησιµοποιηθεί σε καλλιέργειες (όπως αµπελουργία, ανθοκοµία, δενδροκοµία κ.λπ.) αυξάνοντας την παραγωγή καθώς εµπλουτίζει το έδαφος µε θρεπτικές ουσίες, αυξάνει το πορώδες του, δηµιουργεί ευνοϊκές συνθήκες αερισµού και κατακρατεί την υγρασία. Ο Μ∆ είναι µία αρκετά δαπανηρή µέθοδος και παρουσιάζει συχνά προβλήµατα στην πώληση των ανακτώµενων υλικών, είτε λόγω της µη καθαρότητάς τους, είτε λόγω της περιεκτικότητάς τους σε βαρέα µέταλλα.

Προς την κατανόηση των µηχανισµών της κοµποστοποίησης θεωρείται σκόπιµο να αναφερθούν κάποιες βασικές βιολογικές αρχές και να γίνει περιγραφή των βασικών µικροοργανισµών που συµµετέχουν στην κοµποστοποίηση.

4.2.2. Μικροοργανισµοί λιπασµατοποίησης

4.2.2.1. Περιγραφή

Ο όρος "µικροοργανισµοί" δεν καθορίζει κάποια ιδιαίτερη οµάδα έµβιων όντων, αλλά περιγράφει ένα ορισµένο τύπο οργανισµών, που περιλαµβάνει εκτός από τους µονοκύτταρους και πολυκύτταρους, που αποτελούνται κυρίως από ένα είδος κυττάρων χωρίς διαφοροποίηση. ∆ιερευνώντας τη χηµική και µικροσκοπική οργάνωσή τους από µια ευρύτερη σκοπιά, διαπιστώνεται ότι όλοι οι µικροοργανισµοί έχουν:

• Κοινή χηµική σύνθεση µε πιο χαρακτηριστική την παρουσία διαφόρων ειδών µεγαλοµορίων π.χ. πολυσακχαρίτες κλπ..

• Κοινή φυσική δοµή αφού κοινή δοµική µονάδα όλων είναι το κύτταρο.

• Επιτελούν ορισµένες κοινές χηµικές αντιδράσεις γνωστές µε το όνοµα µεταβολική δραστηριότητα.

Υπάρχουν βέβαια πολλές διαφορές στο µεταβολισµό των διαφόρων µικροοργανισµών. Παρ' όλα αυτά είναι όλοι σε θέση να συνθέσουν τη ζώσα ύλη από τα υλικά που παίρνουν από το εξωτερικό περιβάλλον τους και διέπονται από τις ίδιες βιολογικές αρχές (Σαρρής κ.ά., 1986).

4.2.2.2. ∆ιατροφικές απαιτήσεις για την ανάπτυξη των µικροοργανισµών

Για να αναπτυχθούν οι µικροοργανισµοί πρέπει να πάρουν από το περιβάλλον τους τις ουσίες που απαιτούνται για τη σύνθεση των κυτταρικών τους συστατικών και την παραγωγή ενέργειας. Αυτές οι ουσίες αποτελούν τα θρεπτικά συστατικά και είναι τόσο ανόργανα όσο και οργανικά.

Οι βασικές ανάγκες ανάπτυξης των µικροοργανισµών προκύπτουν από τη χηµική σύνθεση των κυττάρων, που είναι λίγο πολύ σταθερή στον έµβιο κόσµο. Το 80-90% του ολικού κυτταρικού βάρους είναι νερό. Συνεπώς το νερό αποτελεί βασικό στοιχείο στη διατροφή των

Page 125: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

106

µικροοργανισµών. Εκτός από το υδρογόνο και το οξυγόνο, τα βασικά ανόργανα θρεπτικά συστατικά που χρειάζονται οι µικροοργανισµοί είναι: άνθρακας, άζωτο, φώσφορος και θείο (σε µειωµένες ποσότητες). Τα παραπάνω στοιχεία αποτελούν το 95% του ξηρού βάρους του κυττάρου. Το υπόλοιπο 5% αποτελείται από τα στοιχεία: κάλιο, µαγνήσιο, ασβέστιο, σίδηρο, νάτριο και χλώριο κατά κύριο λόγο, όπως επίσης από ψευδάργυρο, µαγγάνιο, µολυβδαίνιο, σελήνιο, κοβάλτιο και βολφράµιο κατά δεύτερο. Τα στοιχεία αυτά µπορούν επίσης να βρίσκονται µε τη µορφή ανόργανων αλάτων.

Τα οργανικά θρεπτικά συστατικά, που απαιτούνται από τους µικροοργανισµούς, είναι ενώσεις απαραίτητες για τη σύνθεση του οργανικού υλικού του κυττάρου, που δε µπορεί να συντεθεί από άλλες πηγές άνθρακα. Οι τρεις µεγάλες κατηγορίες οργανικών θρεπτικών συστατικών είναι: α) τα αµινοξέα (amino acids), β) οι πουρίνες (purines) και οι πυρηµιδίνες (pyrimidines) και οι γ) βιταµίνες (vitamins).

Το οργανικό κλάσµα των αστικών απορριµµάτων συνήθως περιέχει επαρκείς ποσότητες θρεπτικών συστατικών για να υποστηρίξουν τη βιολογική διαδικασία µετατροπής. ∆ιαφορετικά πρέπει να γίνεται κατάλληλος εµπλουτισµός (Τσοµπάνογλου κ.ά., 1993).

4.2.2.3. Θρεπτικές κατηγορίες µικροοργανισµών

Προκειµένου να συνεχίσει να αναπαράγεται και να λειτουργεί κατάλληλα ένας µικροοργανισµός πρέπει εκτός από τα θρεπτικά συστατικά να αντλεί ενέργεια και άνθρακα για τη σύνθεση νέου κυτταρικού πλέγµατος. Όσον αφορά τον άνθρακα οι οργανισµοί ενδέχεται να χρησιµοποιούν προϋπάρχοντα οργανικό άνθρακα (οπότε να τον παίρνουν υποχρεωτικά από µια οργανική ένωση) ή να τον παίρνουν από το CO2, οπότε και αποκαλούνται αντίστοιχα ετερότροφοι και αυτότροφοι. Όσον αφορά στην ενέργεια, που χρειάζονται οι µικροοργανισµοί, αυτή µπορεί να προέρχεται από το φως ή από χηµική οξειδωτική αντίδραση (δηλ. από χηµικές ενώσεις), οπότε και οι οργανισµοί αποκαλούνται αντίστοιχα φωτότροφοι και χηµειότροφοι). Σε συνδυασµό µε τα παραπάνω προκύπτει η γενική ταξινόµηση των µικροοργανισµών που παρουσιάζεται στον Πίνακα 14.

Πίνακας 14. Γενική ταξινόµηση των µικροοργανισµών µε βάση την πηγή ενέργειας και άνθρακα (Σαρρής κ.ά., 1986 και Τσοµπάνογλου κ.ά., 1993).

Είδος οργανισµών Πηγή ενέργειας Πηγή Άνθρακα Οργανισµοί

ΑΥΤΟΤΡΟΦΟΙ Φωτοαυτότροφοι Φως CO2 Ανώτερα φυτά,

ευκαρυωτικά φύκη, θειοβακτήρια. Χηµειοαυτότροφοι Ανόργανη-

οξειδ.αντίδραση (χηµικές ενώσεις)

CO2

ΕΤΕΡΟΤΡΟΦΟΙ Χηµειοετερότροφοι Οργανική

οξειδ.αντίδραση (χηµικές ενώσεις)

Οργανικές ενώσεις

Ανώτερα ζώα, πρωτόζωα, µύκητες, βακτήρια.

Φωτοετερότροφοι Φως Οργανικές ενώσεις

Ερυθροβακτήρια, ευκαρυωτικά φύκη.

Page 126: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

107

Η κατηγορία των χηµειοετερότροφων οργανισµών χαρακτηρίζεται από το ό,τι δεν ισχύει σ΄αυτήν η διαίρεση πηγής ενέργειας και άνθρακα, αφού η ίδια οργανική ένωση µπορεί να προσφέρει την ενέργεια και τον άνθρακα που χρειάζονται οι οργανισµοί της κατηγορίας αυτής.

Το κύριο χαρακτηριστικό των περισσοτέρων βιολογικών διαδικασιών µετατροπής είναι η µετατροπή του οργανικού µέρους των απορριµµάτων σε ένα σταθερό τελικό προϊόν. Συνεπώς, σε µια βιολογική διαδικασία µετατροπής, πρωταρχικής σηµασίας είναι οι χηµειοετερότροφοι οργανισµοί που απαιτούν οργανικές ενώσεις, τόσο ως πηγή άνθρακα όσο και ως πηγή ενέργειας.

4.2.2.4. Τύποι µικροβιολογικού µεταβολισµού

Ο µεταβολισµός των µικροοργανισµών για πρακτικούς λόγους διακρίνεται µε βάση τη λειτουργία του α) στο βιοσυνθετικό µεταβολισµό στον οποίο οι ουσίες, που παίρνει ο µικροοργανισµός από το περιβάλλον του, µετατρέπονται από τον ίδιο σε δοµικά στοιχεία και σε ειδικά µακροµόρια του κυττάρου και β) στον ενεργειακό, που προµηθεύει την ενέργεια, η οποία καταναλώνεται στον πρώτο τύπο µεταβολισµού. Ουσιαστικά οι δυο τύποι µεταβολισµού δεν είναι ξεχωριστοί, γιατί πολλές αντιδράσεις και ενδιάµεσα προϊόντα είναι κοινά και στους δύο.

Ο ενεργειακός µεταβολισµός ανάλογα µε τη φύση των βιολογικών οξειδώσεων που παρέχουν την απαιτούµενη ενέργεια διακρίνεται σε (α) αναπνευστικό και (β) ζυµώσιµο.

Στον αερόβιο (respiratory metabolism) µεταβολισµό κυριαρχούν µικροοργανισµοί που έχουν ανάγκη σε µοριακό οξυγόνο και λέγονται απόλυτα αερόβιοι. Αυτοί αντλούν τις ενεργειακές τους ανάγκες από την αερόβια αναπνοή στην οποία το µοριακό οξυγόνο λειτουργεί ως τελικός οξειδωτικός παράγοντας, δηλ. ο τελικός δέκτης ηλεκτρονίων είναι το οξυγόνο.

Στον αναερόβιο (fermentative metabolism) µεταβολισµό κυριαρχούν µικροοργανισµοί που αναπτύσσονται µόνο απουσία οξυγόνου και λέγονται απόλυτα αναερόβιοι. Αυτοί αντλούν την ενέργειά τους από αντιδράσεις που δε χρησιµοποιούν οξυγόνο. Πιο συγκεκριµένα ως τελικοί δέκτες ηλεκτρονίων χρησιµεύουν εδώ οργανικές ουσίες, όπως το γαλακτικό οξύ ή µίγµα γαλακτικού, οξικού, µυρµηγκικού, και ηλεκτρικού οξέος. Συγχρόνως παράγεται CO2 και µερικές φορές H2.

Εκτός από τους απόλυτα αερόβιους και αναερόβιους µικροοργανισµούς υπάρχουν και άλλοι που µπορούν να καλλιεργηθούν τόσο σε αερόβιες όσο και αναερόβιες συνθήκες και ονοµάζονται αεροαναερόβιοι ή προαιρετικά αναερόβιοι ή ικανοί αερόβιοι.

Τέλος υπάρχει και µια κατηγορία µικροοργανισµών που ονοµάζονται µικροαερόφιλοι και αναπτύσσονται καλύτερα παρουσία οξυγόνου µειωµένης τάσης και σε ατµόσφαιρα εµπλουτισµένη µε CO2.

4.2.2.5. Ταξινόµηση των µικροοργανισµών

Γενικά οι µικροοργανισµοί διακρίνονται ανάλογα µε την κυτταρική δοµή και τη λειτουργία τους σε προκαρυωτικούς και ευκαρυωτικούς. Τα κύτταρα των φυτών και των ζώων που έχουν σχεδόν παρόµοια κατασκευή µε τα πρωτόζωα, τους µύκητες και τα φύκη ονοµάζονται ευκαρυωτικά. Τα βακτήρια που έχουν µια πιο απλή και αρχέγονη κυτταρική δοµή ονοµάζονται προκαρυωτικά. Οι βασικές διαφορές µεταξύ ευκαρυωτικού και προκαρυωτικού κυττάρου αναφέρονται ενδεικτικά στον Πίνακα 15. Οι µικροοργανισµοί που παίζουν σηµαντικό ρόλο στη βιολογική αποδόµηση του οργανικού κλάσµατος των απορριµµάτων είναι:

- Από τους προκαρυωτικούς: Τα βακτήρια -Από τους ευκαρυωτικούς: Τα φούνγκι, οι προζύµες και οι ακτινοµύκητες.

Παρακάτω ακολουθεί µια σύντοµη περιγραφή αυτών.

Page 127: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

108

Πίνακας 15. Βασικές διαφορές µεταξύ ευκαρυωτικού - προκαρυωτικού κυττάρου (Σαρρής

κ.ά., 1986).

ΠΡΟΚΑΡΥΩΤΙΚΑ ΕΥΚΑΡΥΩΤΙΚΑ Πυρηνική µεµβράνη - + Μιτωτική διαίρεση - + Αριθµός χρωµατοσωµάτων 1(;) >1 Κυτταροπλασµατικά ρεύµατα - - ή +

Μιτοχόνδρια - + Χλωροπλάστες - - ή + Κινητικά όργανα Βλεφαρίδες βακτηριακές κ.α Μαστίγια,Βλεφαρίδες κ.ά. Αµοιβαδοειδείς κινήσεις - - ή +

4.2.2.6. Περιγραφή βασικών µικροοργανισµών

Βακτήρια: Τα βακτήρια είναι µονοκύτταροι οργανισµοί, σφαιρικοί, επιµήκεις ή ελικοειδείς. Οι σφαιρικοί σχηµατισµοί (cocci) έχουν διάµετρο 0,5-4 µm. Οι επιµήκεις (bacilli) έχουν µήκος 0,5-20 µ και πλάτος 0,5-4 µm. Οι ελικοειδείς (spirilla), έχουν µήκος µεγαλύτερο από 10 µm και πλάτος περίπου 0,5 µm. Τα βακτήρια τα συναντούµε παντού στη φύση και συνεπώς και στην κοµποστοποίηση. Τα βακτήρια αποτελούνται κατά 80% από νερό και 20% από ξηρό υλικό, από το οποίο 90% είναι οργανικό και 10% ανόργανο. Ένας προσεγγιστικός εµπειρικός τύπος για το οργανικό µέρος είναι ο C5H7NO2, απ΄όπου φαίνεται ότι το 53% του βάρους του είναι C. Χηµικές ενώσεις που συνθέτουν το ανόργανο µέρος είναι: P2O5 (50%), CaO (9%), Na2O (11%), MgΟ (8%), K2O (6%), Fe2O3 (1%). Όλα αυτά τα στοιχεία και τις ενώσεις τα βακτήρια τις παίρνουν από το περιβάλλον τους και τυχόν έλλειψη αυτών περιορίζει και µερικές φορές µεταβάλλει την ανάπτυξη των βακτηρίων (Τσοµπάνογλου κ.ά., 1993).

Φούνγκι: Τα φούνγκι είναι πολυκυτταρικά, µη φωτοσυνθετικά, ετερότροφα πρωτόζωα. Τα περισσότερα µπορούν και αναπτύσσονται κάτω από συνθήκες χαµηλής υγρασίας κάτι που δε συµβαίνει µε τα βακτήρια. Αντέχουν σε σχετικά χαµηλές τιµές του pH. Το βέλτιστο pH για τα περισσότερα είδη φούνγκι είναι 5,6. Ο µεταβολισµός αυτών των οργανισµών είναι βασικά αεροβικός, αναπτύσσονται σε µακρύ λεπτό νήµα συνθέτοντας πυρηνικές κυτταρικές µονάδες και έχουν ένα πλάτος από 4 έως 20 µm (Παπακοσµά, 1995).

Προζύµες: Οι προζύµες είναι φούνγκι που δε µπορούν να αναπτυχθούν σε λεπτό νήµα. Συνεπώς είναι µονοκύτταροι οργανισµοί. Μερικά έχουν ελλειπτικό κύτταρο διαστάσεων 8-5 µm και 3-5 µm ενώ άλλα σφαιρικό διαµέτρου 8-12 µm (Παπακοσµά, 1995).

Ακτινοµύκητες: Οι ακτινοµύκητες είναι οργανισµοί που έχουν χαρακτηριστικά µεταξύ βακτηρίων και φούνγκι. Στο σχήµα µοιάζουν τα φούνγκι µόνο που το πλάτος του κυττάρου είναι 0,5-1,4 µm (Παπακοσµά, 1995).

4.2.2.7. Παράµετροι που είναι σηµαντικές για τη ζύµωση και την ανάπτυξη των µικροοργανισµών

Η βιολογική µετατροπή ενός οργανικού κλάσµατος απαιτεί το βιολογικό σύστηµα να βρίσκεται σε µια δυναµική ισορροπία. Για να δηµιουργηθεί και να διατηρηθεί αυτή, πρέπει το περιβάλλον να είναι ελεύθερο από ασυνήθιστες συγκεντρώσεις βαρέων µετάλλων, αµµωνίας, σουλφιδίων και άλλων τοξικών παραγόντων.

Page 128: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

109

Η θερµοκρασία (Θ), το ΡΗ και η υγρασία του περιβάλλοντος είναι οι πιο σηµαντικοί παράγοντες που επηρεάζουν την ανάπτυξη των µικροοργανισµών. Γενικά βέλτιστη ανάπτυξη συµβαίνει όταν η Θ και το ΡΗ κυµαίνονται σε µια µικρή κλίµακα τιµών.

Θερµοκρασία: Χαρακτηριστικό για τη θερµοκρασία είναι ότι καθώς η Θ αυξάνεται, κάθε 10°C διπλασιάζεται ο ρυθµός ανάπτυξης µέχρις ότου επιτευχθεί η βέλτιστη Θ. Θερµοκρασίες µεγαλύτερες από τη βέλτιστη δεν επηρεάζουν σε σηµαντικό βαθµό το ρυθµό ανάπτυξης. H µέγιστη θερµοκρασία που επιτρέπεται να αναπτυχθεί ώστε να µη σκοτωθούν τα µικρόβια είναι 55-600C.

Η αύξηση της Θ οφείλεται σε εξώθερµες αντιδράσεις που συνδέονται µε τον αερόβιο µεταβολισµό. Η Θ είναι παράγοντας που εξασφαλίζει την ανάπτυξη της µικροχλωρίδας και την εξαφάνιση των διαφόρων παθογόνων µικροοργανισµών και σπόρων ανεπιθύµητων ζιζανίων και φυτών.

Ανάλογα µε τη θερµοκρασία στην οποία λειτουργούν καλύτερα οι µικροοργανισµοί, διακρίνονται σε διάφορες κατηγορίες. Συγκεκριµένα τα βακτήρια διακρίνονται όπως φαίνεται στον Πίνακα 16 (Τσοµπάνογλου κ.ά., 1993). Πίνακας 16. Θερµοκρασίες λειτουργίας διαφόρων βακτηρίων (Τσοµπάνογλου κ.ά., 1993).

ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Περιοχή Θ λειτουργίας [°C ] Βέλτιστη Θ λειτουργίας [°C] Ψυχροφυλικά -10 - 30 15 Μεσοφυλικά 20 – 50 35 Θερµοφυλικα 45 – 75 55

pH: Το pH πρέπει να βρίσκεται στην περιοχή 6 έως 9. Βέλτιστη τιµή του pH για την ανάπτυξη των βακτηρίων είναι αυτή µεταξύ 6.5-7.5. Όταν το pH παίρνει τιµές µεγαλύτερες του 9 ή µικρότερες του 4.5 τότε µόρια ασθενών οξέων και βάσεων εισέρχονται στο κύτταρο πιο εύκολα από ότι τα ιόντα υδρογόνου και υδροξειδίου, µεταβάλλουν το εσωτερικό pH του κυττάρου και καταστρέφουν το κύτταρο.

Υγρασία: Η υγρασία επηρεάζει σηµαντικά την ανάπτυξη των µικροοργανισµών. Γι΄αυτό πρέπει να είναι γνωστό το περιεχόµενο υγρασίας του οργανικού κλάσµατος που πρόκειται να µετατραπεί, ειδικά όταν πρόκειται για µια ξηρή διαδικασία όπως αυτή της κοµποστοποίησης. Πολλές φορές απαιτείται η προσθήκη νερού για την επίτευξη βέλτιστης υγρασίας.

Όταν η υγρασία είναι πολύ µικρή, οι µικροοργανισµοί που είναι απαραίτητοι για τη ζύµωση δε µπορούν να αναπτυχθούν. Αντίθετα, όταν η υγρασία είναι πολύ µεγάλη, τότε δεν υπάρχει η απαιτούµενη επαφή µε το οξυγόνο που επίσης είναι απαραίτητο για τη ζύµωση. Ως ακραία όρια µπορούµε να θεωρήσουµε το 30-70%. Η βέλτιστη τιµή της για αερόβια κοµποστοποίηση είναι µεταξύ 50-60%. Μπορεί να ρυθµιστεί µε ανάµειξη συστατικών ή µε προσθήκη νερού. Πτώση κάτω από 40% επιβραδύνει το βαθµό κοµποστοποίησης, ενώ υπερβολική αύξηση σε επίπεδα, ώστε ο αέρας που υπάρχει στο βελτιωτικό να αντικατασταθεί µε νερό, δηµιουργεί αναερόβιες συνθήκες συνοδευόµενες πάντα από δυσοσµία και παύση της κοµποστοποίησης.

Λόγος C/N1: Ο λόγος C/N είναι πολύ σηµαντικός παράγοντας γιατί επηρεάζει την ταχύτητα της βιολογικής αντίδρασης των υλικών. Βέλτιστες τιµές του λόγου είναι 20/1-30/1 για το φρέσκο οργανικό κλάσµα και σταδιακά µειώνεται καθώς η κοµποστοποίηση προχωρά. Στο

1 Yπάρχουν και κάποια άλλα ιχνοστοιχεία που είναι σηµαντικά όπως το µαγνήσιο, θείο, ασβέστιο, κάλιο κ.λπ

Page 129: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

110

ώριµο ΒΕ ο λόγος C/N είναι 12:1. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι οι ιλείς έχουν χαµηλό λόγο

C/N, ενώ τα απορρίµµατα κήπου (φύλλα, εφηµερίδες) έχουν σχετικά υψηλό. Γενικά οι διάφοροι µικροοργανισµοί που αναπτύσσονται στα οργανικά υλικά χρησιµοποιούν µόνο το 1/3 (µέχρι 1/2) του συνολικού C (ως µεταβολιζόµενο C), ενώ το υπόλοιπο αποβάλλεται στην ατµόσφαιρα ως CΟ2. Επίσης για να αναπτυχθούν οι µικροοργανισµοί πρέπει να τραφούν. Συνεπώς είναι απαραίτητη η παρουσία Ν2 (θρεπτικό συστατικό) στο προς κοµποστοποίηση υλικό για να τροφοδοτήσει τους µικροοργανισµούς και µάλιστα σε αναλογία 10 µέρη µεταβολιζόµενου C προς 1 µέρος Ν2. Βάσει αυτών προκύπτει ότι η βέλτιστη σχέση αναλογίας C/Ν (όπου C είναι ο συνολικός) είναι 30/1 µέχρι 20/1. Aν ο λόγος είναι µεγάλος π.χ. 40-50 µπορεί να προστεθεί άζωτο ώστε να γίνει η λιπασµατοποίηση. Mία καλή λύση είναι να προστίθεται σε απορρίµµατα φτωχά σε άζωτο η λάσπη από τους βιολογικούς καθαρισµούς.

Λόγος C/P: Ο λόγος C/P µπορεί να κυµαίνεται από 75/1 έως 150/1.

Αερισµός: Είναι σηµαντικός για την εξασφάλιση αερόβιων συνθηκών. Η περιεκτικότητα του Ο2 στον ατµοσφαιρικό αέρα στο υλικό που ζυµώνεται δεν πρέπει να πέσει κάτω του 5%. Η ανεπάρκεια αέρα οδηγεί σε αναερόβιες συνθήκες και οσµές, ενώ ο πολύ έντονος αερισµός έχει ως αποτέλεσµα την πρόωρη ψύξη του υλικού. O αερισµός είναι πολύ σηµαντικός για τη λιπασµατοποίηση και µπορεί να λάβει χώρα µε:

α) Γύρισµα των απορριµµάτων. β) Συνεχή ανάδευση. γ) Εισαγωγή αέρα µέσω διάτρητων σωλήνων.

Καιρικές συνθήκες: Oι ισχυροί κρύοι άνεµοι καθώς και οι πολλές βροχοπτώσεις είναι παράγοντες που επιδρούν επιβαρυντικά.

Κοκκοµετρία: H ζύµωση γίνεται καλύτερα στα θραυσµένα απορρίµµατα λόγω της µεγαλύτερης επιφάνειας προσβολής που παρουσιάζεται στα µικρόβια. Τα περισσότερα υλικά του οργανικού κλάσµατος των αστικών απορριµµάτων έχουν ακανόνιστο σχήµα. Γι'αυτό πάντα προηγείται τεµαχισµός. Το µέγεθος των σωµατιδίων καθορίζει τη διαθέσιµη συνολική επιφάνεια που προσφέρεται στους µικροοργανισµούς για προσβολή. Επίσης επηρεάζει τις συγκρατούµενες από το υλικό ποσότητες νερού και αέρα κατά τη ζύµωση. Ενδείκνυται το µέγεθος των σωµατιδίων να είναι µικρότερο από 5 cm.

Ανάδευση: Η ανάδευση έχει 2 κύριους σκοπούς. Ο 1ος είναι ότι αρχικά συµβάλλει στην επίτευξη βέλτιστου περιεχοµένου υγρασίας και οµοιογένειας στη µάζα του υλικού. Ο 2ος είναι ότι κατά τη διάρκεια της κοµποστοποίησης η περιοδική ανάδευση βοηθά στη διατήρηση αερόβιων συνθηκών ζύµωσης. Η συχνότητα ανάδευσης εξαρτάται από το είδος της εγκατάστασης.

Αναµίξεις και προσθήκες: Οι παράµετροι αυτοί επηρεάζουν το λόγο C/N και το περιεχόµενο υγρασίας των αστικών απορριµµάτων. Αν π.χ. το οργανικό κλάσµα είναι φτωχό σε Ν2, τότε γίνεται ανάµειξη µε ιλύ από βιολογικό καθαρισµό. Οι προσθήκες αναφέρονται στους µικροοργανισµούς, που τυχόν πρέπει να προστεθούν για να ολοκληρωθεί η αποσύνθεση γρηγορότερα.

Έλεγχος παθογόνων οργανισµών: Η καταστροφή των παθογόνων οργανισµών είναι σηµαντικό στοιχείο στην παραγωγή του κοµπόστ. Η εξαφάνισή τους είναι συνάρτηση του χρόνου και της Θ. Οι περισσότεροι παθογόνοι οργανισµοί καταστρέφονται ακαριαία, όταν η Θ σ'όλο το σωρό ανέλθει στους 55°C. Μόνο µερικοί µπορούν να επιβιώσουν σε Θ>67°C και αυτοί για λίγο χρόνο. Ολοκληρωτική εξαφάνιση αυτών επιτυγχάνεται µε παραµονή των κοµποστοποιηµένων απορριµµάτων σε 70°C για 1-2 ώρες.

Βαθµός αποσύνθεσης: ∆εν υπάρχει καµία κατάλληλη µεθοδολογία ικανή να µετρήσει το βαθµό αποσύνθεσης. Παρόλα αυτά έχουν προταθεί διάφορες µεθοδολογίες: Μια γρήγορη

Page 130: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

111

εκτίµηση του βαθµού αποσύνθεσης δίνουν η εργαστηριακή ανάλυση της ανάγκης σε χηµικό Ο2 (OD) και το τεστ της λιγνίνης. Μια χαµηλή τιµή COD και ένα υψηλό περιεχόµενο σε λιγνίνη (περισσότερο από 30%) είναι ενδεικτικά ενός σταθερού, ώριµου κοµπόστ. Στο ώριµο βελτιωτικό ο λόγος C/N είναι 12/1.

Έλεγχος οσµών: Τα προβλήµατα οσµών έχουν σχέση µε τη δηµιουργία αναεροβικών συνθηκών µέσα στο σωρό του κοµπόστ. Πολλές φορές στο σωρό του ζυµώσιµου κλάσµατος βρίσκονται κοµµάτια περιοδικών, βιβλίων, πλαστικών που δε µπορούν να αποδοµηθούν σε σχετικά σύντοµο χρόνο. Επιπλέον, επειδή δεν υπάρχει αρκετό Ο2 στο κέντρο τέτοιων υλικών, αναπτύσσονται αναερόβιες συνθήκες. Τότε παράγονται οργανικά οξέα, πολλά από τα οποία έχουν εξαιρετικές οσµές. Άλλα αίτια δηµιουργίας οσµών είναι ο χαµηλός λόγος C/N, η υπερβολική υγρασία, η µη ικανοποιητική ανάδευση και ο ανεπαρκής έλεγχος της θερµοκρασίας. Για να µειωθούν τα προβλήµατα οσµών ενδείκνυται:

• Μείωση του µεγέθους των σωµατιδίων.

• Αποµάκρυνση πλαστικών και άλλων µη βιοαποικοδοµήσιµων υλικών από το οργανικό κλάσµα που πρόκειται να κοµποστοποιηθεί.

• Χρήση απορριµµάτων προερχόµενων από ∆σΠ, ώστε τα απορρίµµατα να διακρίνονται από µεγαλύτερη οµοιοµορφία και να παρουσιάζουν τον ίδιο ρυθµό αποδόµησης.

• Επαρκής ανάδευση και έλεγχο της θερµοκρασίας.

• Ρύθµιση της υγρασίας και του λόγου C/N (προσθέτοντας ξηρό οργανικό υλικό π.χ. ξερά φύλλα, µικρά ξύλινα κοµµάτια).

Εδαφικές απαιτήσεις. Η απαιτούµενη έκταση για την εγκατάσταση µιας µονάδας παραγωγής ΒΕ είναι ένα σηµαντικό στοιχείο που πρέπει να ληφθεί υπ΄όψη.

Στον Πίνακα 17 δίνονται οι βέλτιστες τιµές των βασικών παραµέτρων.

Πίνακας 17. Βέλτιστες τιµές βασικών παραµέτρων του προς κοµποστοποίηση υλικού (Παπαχρήστου κ.ά., 1987 καιΤσοµπάνογλου κ.ά., 1993).

Μέγεθος σωµατιδίων 1-3 in(25-75 mm) 0,5-1,5 in για ανάδευση και αερισµό 1,5-3 in για φυσικό αερισµό χωρίς ανάδ.

Λόγος C/N (τροφοδοσία) <30/1 Λόγος C/P (τροφοδοσία) 75-150/1 Αναµίξεις και προσθήκες µέχρι 1-5% κατά βάρος Περιεχόµενο υγρασίας 50-60%(ή 45-55%) Ανάδευση Μικρές περίοδοι έντονης ανάδευσης

εναλλασσόµενες µε διακοπές. Θερµοκρασία 50-55°C τις πρώτες µέρες

55-60°C τις υπόλοιπες Έλεγχος παθογόνων οργανισµών Παραµονή στους 60-70°C για 24 h Ρύθµιση του ΡΗ 7-7,5 Βαθµός αποσύνθεσης φαίνεται από το λόγο C/N

Page 131: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

112

4.3. Αερόβια λιπασµατοποίηση

4.3.1. Γενικά

Η αερόβια κοµποστοποίηση είναι µια ρυθµιζόµενη διάσπαση ή αδρανοποίηση των οργανικών ενώσεων των απορριµµάτων, γίνεται µε τη βοήθεια µικροοργανισµών, λαµβάνει χώρα όταν υπάρχει υψηλή συγκέντρωση Ο2, ολοκληρώνεται σε σύντοµο χρονικό διάστηµα και είναι άοσµη.

Το οργανικό κλάσµα των περισσοτέρων απορριµµάτων αποτελείται από πρωτεΐνες, αµινοξέα, λιπίδια, υδατάνθρακες, κυτταρίνη, λιγνίνη και τέφρα. Όταν τα οργανικά αυτά υλικά υποβληθούν σε αερόβια µικροβιολογική αποσύνθεση, το τελικό προϊόν, όταν ολοκληρωθεί η µικροβιολογική δραστηριότητα, είναι το ΒΕ, γνωστό ως κοµπόστ. Η όλη διαδικασία µπορεί να περιγραφεί µε την αντίδραση της Εικόνας 34. Όπως φαίνεται από την αντίδραση, ένα µέρος των νέων κυττάρων που παράγονται, συµµετέχει στην ενεργή βιοµάζα (µικροοργανισµοί) που προκαλεί τη µετατροπή του οργανικού κλάσµατος σε κοµπόστ και ένα άλλο µέρος ως νεκρά κύτταρα αποτελεί µέρος του κοµπόστ.

4.3.2. Βασικά χαρακτηριστικά της αερόβιας κοµποστοποίησης

Τα βασικά χαρακτηριστικά της κοµποστοποίησης είναι:

1) Μετατροπή του βιοαποικοδοµήσιµου οργανικού υλικού των αστικών απορριµµάτων σε ένα βιολογικά σταθερό προϊόν και ταυτόχρονα να µειώσει τον αρχικό όγκο των απορριµµάτων.

2) Καταστροφή παθογενών και άλλων ανεπιθύµητων οργανισµών, µολυσµατικών αυγών και σπόρων από ζιζάνια που τυχόν υπάρχουν στα αστικά απορρίµµατα.

3) ∆ιατήρηση του µέγιστου θρεπτικού περιεχοµένου σε άζωτο, φώσφορο και κάλιο στο τελικό προϊόν.

4) Παραγωγή ενός προϊόντος που να µπορεί να χρησιµοποιηθεί ως ΒΕ και να βοηθά στην ανάπτυξη των φυτών.

Πρωτείνες

Αµινοξέα

Λιπίδια

Υδατάνθρακες+Ο2+Θρεπτικές ουσίες + Μικροοργανισµοί →Κοµπόστ + Νέα κύτταρα + CO2 + H2O + NO3 + SO42- + Q

Κυτταρίνη

Λιγνίνη

Τέφρα

Εικόνα 34. Βασική αντίδραση στην αερόβια κοµποστοποίηση (Σαρρής κ.ά., 1986).

Νεκρά κύτταρα

Κυρίως κυτταρίνη, λιγνίνη και τέφρα

Βασικά συστατικά του οργανικού κλάσµατος των αστικών στερεών απορριµµάτων

Page 132: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

113

4.3.3. Βελτιωτικό εδάφους

4.3.3.1. Γενικά

To ΒΕ (που είναι επίσης γνωστό µε τον ξενικό όρο «κοµπόστ») είναι το προϊόν της βιολογικής αποδόµησης του οργανικού κλάσµατος των απορριµµάτων κάτω από ελεγχόµενες συνθήκες, οι πιο σηµαντικές από τις οποίες είναι η ύπαρξη οξυγόνου και η υψηλή θερµοκρασία. Το ΒΕ είναι σχετικά σταθερό προϊόν, ικανό να χρησιµοποιηθεί µε ασφάλεια ως λίπασµα. Η βιολογική αποδόµηση του οργανικού κλάσµατος των απορριµµάτων γίνεται µε τη βοήθεια µικροοργανισµών, οι οποίοι αποικοδοµούν τις σύνθετες δοµές των οργανικών µορίων σε CO2, H2O και στερεό υπόλειµµα (ΒΕ). Περαιτέρω βιολογική αποικοδόµηση λαµβάνει χώρα µέσα στο έδαφος η οποία µετατρέπει το ΒΕ σε humus. Η κοµποστοποίηση όπως αλλιώς λέγεται, λαµβάνει χώρα όταν υπάρχει υψηλή συγκέντρωση οξυγόνου, ολοκληρώνεται σε σύντοµο χρονικό διάστηµα και είναι άοσµη. Το ΒΕ πρέπει να οξυγονώνεται τακτικά είτε µε ανάδευση είτε µε εισαγωγή αέρα. Κάτω από κατάλληλες συνθήκες η θερµοκρασία που αναπτύσσεται κατά τη διάρκεια της κοµποστοποίησης ανέρχεται σε τιµές, οι οποίες είναι τόσο υψηλές ώστε να είναι ικανές να αφανίσουν έντοµα και παθογόνους µικροοργανισµούς.

Στην αποσύνθεση των απορριµµάτων εµπλέκονται κυρίως (βλ. και παραπάνω) τρεις κατηγορίες µικροοργανισµών: βακτήρια, φούγκι και ακτινοµύκητες. Οι δύο πρώτες συνήθως επικρατούν όταν το οργανικό µέρος (κλάσµα) των απορριµµάτων αποσυντίθεται. Εάν είναι διαθέσιµος αρκετός αέρας, τότε η ταχύτητα µεταβολισµού αυξάνει, ενώ ταυτόχρονα η θερµοκρασία πλησιάζει τους 70°C ή και παραπάνω. Σ'αυτό το στάδιο µόνον τα ανθεκτικά βακτήρια και οι ακτινοµύκητες µπορούν να συνεχίσουν την αποικοδόµηση των απορριµµάτων. Καθώς το υπόστρωµα χρησιµοποιείται, ο ρυθµός της αποδόµησης µειώνεται, η θερµοκρασία πέφτει και τα φούγκι και τα µη θερµοφυλικά βακτήρια γίνονται ξανά ενεργά. Όλοι οι µικροοργανισµοί χρειάζονται νερό για να ζήσουν και να λειτουργήσουν. Εάν η υγρασία των απορριµµάτων µειωθεί κάτω του 40%, η µικροβιακή ενεργότητα πέφτει. Εάν πάλι αντίθετα η υγρασία αυξηθεί σε τέτοια επίπεδα ώστε ο αέρας που υπάρχει µέσα στο ΒΕ αντικατασταθεί µε νερό, τότε δηµιουργούνται αναερόβιες συνθήκες συνοδευόµενες πάντοτε από δυσοσµία και η κοµποστοποίηση σταµατά. Kαθώς τα απορρίµµατα υφίστανται αποσύνθεση η σύστασή τους µεταβάλλεται και αυτό επιδρά κυρίως στην αναλογία C:N. Η αναλογία αυτή είναι περίπου 20:1 στο φρέσκο οργανικό κλάσµα και σταδιακά µειώνεται καθώς η κοµποστοποίηση προχωρά. Στο ώριµο ΒΕ ο λόγος C:N είναι 12:1. Εάν µη ώριµο ΒΕ χρησιµοποιηθεί ως λίπασµα τότε η συνεχιζόµενη αποσύνθεση του ανθρακούχου υποστρώµατος θα έχει ως αποτέλεσµα τη δέσµευση του Ν2 από το έδαφος. Το τελικό σηµείο της κοµποστοποίησης δηλ. του ωρίµου ΒΕ είναι δύσκολο να βρεθεί αλλά ο λόγος C:N είναι ένας χρήσιµος δείκτης. Το µη ώριµο ΒΕ είναι πιθανόν να υποστεί υπερθέρµανση και, καθώς η αποσύνθεσή του συνεχίζεται µπορεί να προκύψουν οσµές ή ακόµη να περιέχει συστατικά επιβλαβή για τα φυτά. Το ώριµο ΒΕ είναι ένα πολύτιµο συστατικό, γιατί µπορεί να δράσει ως συστατικό του χώµατος, ως λίπασµα, ως κοπριά και ως υποκατάστατο της τύρφης για χώµα στις γλάστρες.

Τα οικιακά απορρίµµατα περιέχουν υψηλό ποσοστό σε οργανικό υλικό κατάλληλο για κοµποστοποίηση. Το κλάσµα των απορριµµάτων από το οποίο είναι δυνατόν να παραχθεί ΒΕ, περιέχει υπολείµµατα τροφών, απορρίµµατα ζώων και απορρίµµατα που προκύπτουν από την περιποίηση των φυτών. Ωστόσο, όλα τα παραπάνω, τα οποία αποτελούν το οργανικό κλάσµα, δεν αποδοµούνται µε τον ίδιο ρυθµό, π.χ. µε αργότερο ρυθµό αποδοµούνται τα ξύλα, τα οστά και τα βιοµηχανικά διαφοροποιηµένα (π.χ. χαρτί και δέρµα). Έχει παρατηρηθεί ότι οι χώρες που καταναλώνουν λιγότερο επεξεργασµένες τροφές παράγουν µεγαλύτερο ποσοστό κοµποστοποιήσιµων απορριµµάτων.

4.3.3.2. Βασικά χαρακτηριστικά βελτιωτικού εδάφους

Γενικά, τα χηµικά και φυσικά χαρακτηριστικά του κοµπόστ ποικίλουν ανάλογα µε:

Page 133: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

114

α) Τη φύση του υλικού (δηλ. τη σύσταση των προς κοµποστοποίηση απορριµµάτων).

β) Τις συνθήκες κάτω από τις οποίες λαµβάνει χώρα η κοµποστοποίηση. γ) Την έκταση (βαθµό) αποσύνθεσης.

Μερικά από τα χαρακτηριστικά που ξεχωρίζουν το κοµπόστ από τα άλλα οργανικά υλικά είναι:

• Χρώµα καφέ προς πολύ σκούρο καφέ.

• Χαµηλός λόγος της περιεκτικότητας σε άνθρακα προς αυτή σε άζωτο (C/N).

• Συνεχώς µεταβαλλόµενη φύση του, εξαιτίας της δραστηριότητας µικροοργανισµών.

• Μεγάλη ικανότητά ανταλλαγής κατιόντων και απορρόφησης νερού. 4.3.3.3. Πλεονεκτήµατα και ιδιότητες χρήσης του βελτιωτικού εδάφους

• Αυξάνει τα οργανικά συστατικά του χώµατος.

• Βελτιώνει την ικανότητα του εδάφους για τη συγκράτηση νερού και άλλων θρεπτικών ουσιών. Έτσι µειώνει τις απαιτήσεις σε νερό των φυτών και των δένδρων και βοηθά τα αµµώδη εδάφη να συγκρατούν την υγρασία.

• ∆ηµιουργεί ευνοϊκές συνθήκες αερισµού. (κυρίως στα αργιλώδη εδάφη).

• Μειώνει την αλατότητα στα αλατούχα εδάφη και συνεπώς βοηθά στην εξέλιξη καλλιεργειών σε αυτά.

• Αυξάνει το πορώδες του εδάφους.

• Ρυθµίζει και εξισορροπεί το pΗ του εδάφους.

• Βοηθά στον έλεγχο της διάβρωσης του εδάφους.

• Καθιστά το χώµα ευκολότερα καλλιεργήσιµο.

• Κάνει τα φυτά πιο ανθεκτικά στην ξηρασία και την παγωνιά.

• Βελτιώνει το περιεχόµενο της διατροφής των φυτών σε βιταµίνες και µεταλλικά στοιχεία.

• Μπορεί να επεκτείνει την περίοδο ανάπτυξης των φυτών.

• Επίσης το κοµπόστ µπορεί να περιορίσει τη χρήση πετροχηµικών λιπασµάτων, των οποίων η χρήση εγκυµονεί πολλούς περιβαλλοντικούς κινδύνους. Η παραγωγή τους δηµιουργεί και ελευθερώνει επικίνδυνα απόβλητα που µολύνουν την ατµόσφαιρα, δηλητηριώδη νιτρικά άλατα, που µολύνουν τα νερά και επιταχύνει την εξάντληση των φυσικών πόρων.

• Τέλος, έρευνες έδειξαν ότι η χρήση του κοµπόστ για µεγάλο χρονικό διάστηµα σε υψηλής τοξικότητας εδάφη, αποτελεί έναν αποτελεσµατικό τρόπο δέσµευσης των βαρέων µετάλλων, µε αποτέλεσµα τη µη εισχώρησή τους στην διατροφική αλυσίδα. Τα βαρέα µέταλλα καθίστανται δηλαδή λιγότερο βιοαφοµοιώσιµα. Αυτό σηµαίνει ότι τα φυτά και τα ζώα δε µπορούν χηµικά να αφοµοιώσουν τα βαρέα µέταλλα και να µεταφερθούν (τα τελευταία) µέσω της διατροφικής αλυσίδας στον άνθρωπο. Συνεπώς επιτυγχάνεται προστασία της δηµόσιας υγείας και του περιβάλλοντος.

4.3.3.4. Εφαρµογές βελτιωτικού εδάφους

Γενικά το κοµπόστ µπορεί να χρησιµοποιηθεί στα παρακάτω:

Γεωργία. Κηπουρική - φυτοκοµική.

Page 134: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

115

Αποκατάσταση καταπονηµένων - κατεστραµµένων εδαφών όπως:

- Αναµόρφωση πρώην υγροτόπων (τεχνητές λίµνες εργοστασίων). - Αλατούχα εδάφη. - Υψηλής τοξικότητας εδάφη (π.χ. ο Αµερικάνικος Στρατός χρησιµοποιεί το κοµπόστ για

τη σταθεροποίηση και απενεργοποίηση των εκρηκτικών υλών και διασταλλαζόντων υγρών των πυροµαχικών).

- Αποκατάσταση παλιών λατοµείων. - Επιφανειακή χωµατοκάλυψη χωµατερών.

Αναδασώσεις. Τεχνητά βοσκοτόπια και λιβάδια, πάρκα, γήπεδα, κήπους-γλάστρες. Καλλιέργειες.

4.3.4. Είδη αερόβιας κοµποστοποίησης

Η αερόβια κοµποστοποίηση διακρίνεται κυρίως σε κοµποστοποίηση:

Απορριµµάτων κήπου. Αστικών απορριµµάτων προερχοµένων από ∆σΠ του οργανικού κλάσµατος. Αστικών απορριµµάτων σε µονάδα µηχανικού διαχωρισµού (Μ∆) Αστικών απορριµµάτων µε συνδιάθεση ιλύος προερχοµένης από βιολογικό

καθαρισµό.

• ∆ιατροφικών υπολειµµάτων.

• Κτηνοτροφικών και αγροτικών υπολειµµάτων.

• ∆ασοκοµικών και δασικών υπολειµµάτων.

Ένα γενικευµένο διάγραµµα που περιγράφει τη διαδικασία της κοµποστοποίησης λαµβάνοντας υπόψη όλες τις παραπάνω περιπτώσεις φαίνεται στην Εικόνα 35. Πρέπει να σηµειωθεί ότι ανάλογα µε (α) το συγκεκριµένο είδος (ή συνδυασµό των παραπάνω περιπτώσεων) κοµποστοποίησης που γίνεται, (β) τη σύσταση των προς κοµποστοποίηση απορριµµάτων, (γ) τη συγκεκριµένη µέθοδο που ακολουθείται και τέλος (δ) τη χρήση για την οποία προορίζεται το παραγόµενο κοµπόστ επιλέγεται η ακριβής σειρά διεξαγωγής των διεργασιών που φαίνονται στην Εικόνα 35 και ο βαθµός, στον οποίο θα λάβουν χώρα αυτές (π.χ. καθορισµός της διάρκειας ωρίµανσης, του βαθµού ραφιναρίσµατος - βελτίωσης).

Άσκηση

Για να κάνουµε λιπασµατοποίηση σε µία Eλληνική πόλη 200.000 κατοίκων µε σειράδια και φυσική ζύµωση, πόσα στρέµµατα γης χρειαζόµαστε;

Λύση Oι 200.000 κάτοικοι παράγουν 200 τόνους απορρίµµατα την ηµέρα (θεωρούµε ότι κάθε κάτοικος παράγει 1 kg απορριµµάτων ανά ηµέρα). Aπό αυτά γίνεται διαλογή (µετάλλων κ.λπ.) και για λιπασµατοποίηση πηγαίνει το 80%, δηλ. 160 τόνοι. Θεωρούµε ότι η φυσική λιπασµατοποίηση κρατάει 90 µέρες. Σε 90 µέρες θα έχουµε 14.400 τόνους για λιπασµατοποίηση.

H πυκνότητα παίρνεται ίση προς 0,5 τόνοι ανά m3. Άρα ο όγκος των 14.400 τόνοι θα είναι 14.400/0,5= 28.800 m3. Tα σειράδια έχουν ύψος 2 m και διατοµή ισοσκελούς τριγώνου, άρα κάθε m2 επιφάνειας παίρνει από πάνω ένα m3. Eποµένως χρειάζονται 28.800 m2. Eπειδή

Page 135: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

116

όµως για κάθε 4 Χ 100 m σειράδια υπάρχει και 4 Χ 100 m δρόµος, η απαιτούµενη συνολική επιφάνεια διπλασιάζεται και γίνεται 57,6 στρέµµατα.

Εικόνα 35. Σχηµατικό διάγραµµα της διαδικασίας κοµποστοποίησης (World Wastes, 1995).

4.3.5. Στάδια αερόβιας λιπασµατοποίησης

Ένα τυπικό αερόβιο σύστηµα κοµποστοποίησης περιλαµβάνει τα ακόλουθα στάδια:

Page 136: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

117

4.3.5.1. Προεπεξεργασία και ανάκτηση υλικών

i. Μηχανικός διαχωρισµός

Όλα σχεδόν τα συστήµατα µηχανικού διαχωρισµού περιλαµβάνουν πέντε βασικές διεργασίες: Τεµαχισµό, κοσκίνισµα, αεροδιαχωρισµό, µαγνητικό διαχωρισµό και ηλεκτροδιαχωρισµό. Το εισερχόµενο υλικό µορφοποιείται ώστε να είναι κατάλληλο για κοµποστοποίηση. Η ανάκτηση υλικών λαµβάνει χώρα σε αυτό το στάδιο. Ακολουθεί λειοτεµαχισµός (άλεση) και κοσκίνισµα των υλικών ώστε να διαχωριστεί το οργανικό κλάσµα. Οι ανάγκες που εξυπηρετεί η προεπεξεργασία είναι:

Απελευθέρωση της πρώτης ύλης από τις σακούλες ή τα άλλα µέσα επεξεργασίας. Ελάττωση του όγκου µε παράλληλη επίτευξη σχετικής οµοιοµορφίας της πρώτης ύλης. ∆ιαχωρισµό του οργανικού κλάσµατος. Πιθανή ανάκτηση υλικών. Ρύθµιση των χαρακτηριστικών των προς κοµποστοποίηση απορριµµάτων (µεγέθους,

λόγου C/N, υγρασίας, θρεπτικών συστατικών).

Ένα γενικευµένο ενδεικτικό διάγραµµα ροής σε µια διαδικασία κοµποστοποίησης φαίνεται στην Εικόνα 36. Ο βαθµός της προεπεξεργασίας εξαρτάται από:

• Την ειδική διαδικασία κοµποστοποίησης που ακολουθείται (∆σΠ ή Μ∆).

• Τις ιδιαιτερότητες και απαιτήσεις του τελικού προϊόντος.

Γενικά στη φάση αυτή λαµβάνουν χώρα:

• ∆ιαχωρισµός των υλικών (αποµάκρυνση κάποιων).

• Μείωση του µεγέθους των απορριµµάτων.

• Προετοιµασία των ιδιοτήτων του προς κοµποστοποίηση υλικού.

Όλα σχεδόν τα συστήµατα Μ∆ περιλαµβάνουν πέντε βασικές διεργασίες κατά τη φάση της προεπεξεργασίας:

1. Τεµαχισµό. Με τον τεµαχισµό επιτυγχάνεται σηµαντική αύξηση της ολικής επιφάνειας και µερικός διαχωρισµός των συστατικών των απορριµµάτων. Η ένταση του τεµαχισµού καθορίζεται από τους στόχους των διεργασιών επεξεργασίας και τον επιθυµητό βαθµό καθαρότητας. Προβλήµατα δηµιουργεί η ανοµοιογένεια των απορριµµάτων λόγω διαφοροποιήσεων στη συµπεριφορά των συστατικών τους κατά τη διαδικασία του τεµαχισµού. Για το λόγο αυτό παρεµβάλλεται πριν τον τεµαχισµό συχνά κοσκίνισµα ή και µαγνητικός διαχωρισµός για την αποµάκρυνση λεπτόκοκκων η πολύ ογκωδών αντικειµένων που µπορούν να δυσκολεύσουν τον τεµαχισµό. Χρησιµοποιούνται κυρίως βαλλιστικοί µύλοι, σφυρόµυλοι και µύλοι-κόπτες.

2. Κοσκίνισµα. Με το κοσκίνισµα επιτυγχάνεται ο διαχωρισµός των απορριµµάτων ανάλογα µε το µέγεθος, το εύρος του οποίου καθορίζεται από τη θέση της διεργασίας στο σύστηµα και τα προϊόντα που πρόκειται να ανακτηθούν. Συνηθίζονται κόσκινα πλάνης µε διάτρητα ελάσµατα, δικτυωτά σύρµατα και ράβδοι-προφίλ καθώς και κόσκινα-τύµπανα. Επειδή ορισµένα συστατικά απορριµµάτων εµφανίζονται ως κόκκοι ορισµένου µεγέθους, είναι δυνατός και ο διαχωρισµός µε κοσκίνισµα σε κατηγορίες.

3. Αεροδιαχωρισµό. Με τον αεροδιαχωρισµό επιτυγχάνεται η ταξινόµηση των απορριµµάτων ανάλογα µε το ειδικό τους βάρος. Ο διαχωρισµός αυτός βασίζεται στο ότι τα ίδια συστατικά κατακάθονται στο ίδιο σηµείο και µε την ίδια ταχύτητα, συµπαρασυρόµενα από ρεύµα αέρα. Ο βαθµός διαχωρισµού εξαρτάται από την ταχύτητα του αέρα, την επιφανειακή υγρασία των κόκκων, το βάρος τους, το σχήµα τους και το είδος κατασκευής του αεροδιαχωριστήρα. Το ελαφρύ κλάσµα αποτελείται βασικά από

Page 137: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

118

χαρτί και πλαστικό, τα οποία είτε διοχετεύονται ως µίγµα (ΚαΣ) είτε διαχωρίζονται µεταξύ τους µε επίπλευση ή χρήση κυκλωνίων. Από το βαρύ κλάσµα ανακτούνται µέταλλα ή και ζυµώσιµα υλικά για ταφή ή παραγωγή ΒΕ. Οι αεροδιαχωριστές διακρίνονται σε ρεύµατα αέρος και ανακυκλούµενου αέρα και κατά είδος κατασκευής. Συνηθίζονται αεροδιαχωριστές "ζικ-ζακ" και οριζοντίου ρεύµατος αέρα.

(α) Για ∆σΠ (β) Για Μ∆

Εικόνα 36. Γενικευµένο διάγραµµα ροής κοµποστοποίησης (Tchobanoglous et al., 1993).

4. Μαγνητικό ∆ιαχωρισµό. Ο µαγνητικός διαχωρισµός συχνά παρεµβάλλεται σε διάφορες θέσεις του συστήµατος, µε στόχο τη µεγαλύτερη δυνατή ανάκτηση Fe και την πληρέστερη αποµάκρυνση των σιδηρούχων µετάλλων από άλλα προϊόντα.

χειρωνακτική αποµάκρυνση υλικών

Περιοχή συγκέντρωσης Περιοχή συγκέντρωσης

Ογκώδη αντικείµενα, χαρτόνια

Κοµποστοποίηση σε σειράδια, σε στατικούς

σωρούς, σε αντιδραστήρες.

Μαγνητικός διαχωρισµός

Χειρωνακτική αποµάκρυνση ανακυκλώσιµων υλικών

Θραυστήρας σάκων

Θραυστήρας σάκωνΚοσκίνισµα

Μεγάλου µεγέθους υλικά

Κοσκίνισµα

Κοσκίνισµα

Τεµαχισµός

Τεµαχισµός

Τεµαχισµός

Έτοιµο προϊόν

Ωρίµανση

Ραφινάρισµα

Τελικό, προϊόν κοµπόστ

Ωρίµανση

Ζύµωση

Ραφινάρισµα, κοσκίνισµα, βελτιώσεις µε προσθήκες

Προϊόν υψηλής ποιότητας

Νερό, θρεπτικά συστατικά, άλλα

πρόσθετα

(Προαιρετική)Ανάµειξη

(Προαιρετική)

Σιδηρούχα µέταλλα

Ανάµειξη

Χαρτί, πλαστικό, γυαλί,

αλουµίνιοΣπασµένα γυαλιά, κ.ά.

Νερό, θρεπτικά συστατικά.

Page 138: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

119

5. Ηλεκτροδιαχωρισµό. Ο ηλεκτροδιαχωρισµός είναι µία κατάλληλη µέθοδος για το διαχωρισµό κατά είδος των µη σιδηρούχων µετάλλων από τα απορρίµµατα, καθώς και του χαρτιού και των πλαστικών. Για το σκοπό αυτό, οι επιφάνειες των προς διαχωρισµό υλικών φέρνονται σε κατάσταση ηλεκτρικής διαφοροποίησης. Με την επίδραση ηλεκτρικών πεδίων, τα διάφορα στερεά σωµατίδια φορτίζονται ηλεκτρικά µε φορτία διαφορετικού µεγέθους. Κατόπιν, τα σωµατίδια ακολουθούν διαφορετικές διαδροµές και µπορούν µε τον τρόπο αυτό να διαχωριστούν. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι η ξήρανση µέχρι µία περιεκτικότητα σε υγρασία µικρότερη από 1% κ.β., όπως επίσης η οµοιογένεια στο µέγεθος των κόκκων.

Ο συνδυασµός των παραπάνω διεργασιών στο τµήµα προεπεξεργασίας εξαρτάται από:

Την επιθυµητή ποιότητα του τελικού προϊόντος (κοµπόστ), Τα ανακτώµενα υλικά. Την αρχική σύσταση των απορριµµάτων.

Για παράδειγµα, όταν το σύστηµα ελάττωσης του όγκου προηγείται του µαγνητικού διαχωρισµού, τότε επιτυγχάνεται µεγαλύτερο ποσοστό ανάκτησης µετάλλων µε χαµηλότερη όµως ποιότητα.

ii. ∆ιαλογή στην πηγή

Η κοµποστοποίηση απορριµµάτων σε µονάδα Μ∆ έχει ως κύριο σκοπό τη µείωση του όγκου των απορριµµάτων που καταλήγουν στις χωµατερές. Εάν όµως η κοµποστοποίηση αντιµετωπισθεί και ως διαδικασία παραγωγής κοµπόστ, τότε η ποιότητα του τελικού προϊόντος παίζει καθοριστικό ρόλο για την αποδοχή του από το καταναλωτικό κοινό. Στις µονάδες Μ∆ τα µηχανικά µέσα που χρησιµοποιούνται για το διαχωρισµό του οργανικού κλάσµατος από τα υπόλοιπα απορρίµµατα, δεν εξασφαλίζουν ικανοποιητική ποιότητα τελικού προϊόντος εξαιτίας της παρουσίας βαρέων µετάλλων και επικίνδυνων τοξικών ουσιών σ'αυτό.

Συνεπώς, για την παραγωγή υψηλής ποιότητας κοµπόστ πιο αποτελεσµατική και αποδοτική διαδικασία είναι η κοµποστοποίηση απορριµµάτων προερχοµένων από ∆σΠ. Φυσικά στην περίπτωση αυτή πρέπει να προηγηθεί η οργάνωση ενός προγράµµατος ∆σΠ, κάτι που συνεπάγεται άλλου είδους προβλήµατα, όπως αυτό της συµµετοχής του κοινού στο πρόγραµµα που στην αρχή τουλάχιστον έχει ως αποτέλεσµα µικρό ποσοστό ανάκτησης. Συγκεκριµένα, στην περίπτωση ∆σΠ η φάση προεπεξεργασίας έχει ως σκοπό:

Απελευθέρωση της α' ύλης από τις σακούλες ή τα άλλα µέσα επεξεργασίας Αποµάκρυνση κάποιων ανεπιθύµητων υλικών. Ρύθµιση χαρακτηριστικών των προς κοµποστοποίηση απορριµµάτων (µεγέθους, λόγου

C/N, υγρασίας, θρεπτικών συστατικών).

Ένα ενδεικτικό διάγραµµα ροής µονάδας κοµποστοποίησης απορριµµάτων προερχοµένων από ∆σΠ φαίνεται στην Εικόνα 36, όπου αντιπαραβάλλεται µε το αντίστοιχο για µονάδα Μ∆.

4.3.5.2. Σταθεροποίηση του βελτιωτικού εδάφους - Παραγωγή κοµπόστ

1ο στάδιο: Ζύµωση

Οι µέθοδοι που εφαρµόζονται στο στάδιο αυτό σε εγκαταστάσεις παραγωγής ΒΕ µεγάλου µεγέθους κατατάσσονται σε τρεις κυρίως κατηγορίες:

(α) Μηχανική περιοδική ανάδευση των κοµποστοποιηµένων απορριµµάτων σε σειράδια. Τα απορρίµµατα συσσωρεύονται σε σωρούς (σειράδια) ύψους περίπου 2 m

Page 139: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

120

και πλάτους περίπου 4,5 m στη βάση και αναδεύονται 1 ή 2 φορές την εβδοµάδα για µια

περίοδο 4-5 εβδοµάδων µε τη βοήθεια ειδικών µηχανηµάτων. (β) Εξαναγκασµένος αερισµός σε στατικούς σωρούς. Τα απορρίµµατα συσσωρεύονται ή

επάνω σε αεριζόµενες επιφάνειες, ή επάνω από διάτρητους σωλήνες, µέσω των οποίων παρέχεται ο αέρας. Το ύψος του σωρού είναι περίπου 2 - 2,5 m. Ο αερισµός µε τη βοήθεια κενού αποτρέπει την εµφάνιση οσµών στον περιβάλλοντα χώρο, ενώ, σε περίπτωση που ο αέρας εµφυσάται από το εσωτερικό στο εξωτερικό, επιτείνεται η µετάδοση θερµότητας από τη θερµή περιοχή (εσωτερικό του σωρού) προς την ψυχρή (εξωτερική επιφάνεια). Εναλλακτικά, µπορούν να χρησιµοποιηθούν κλειστοί αντιδραστήρες, οι οποίοι συνήθως σχεδιάζονται ώστε να υπάρχει έλεγχος των επικρατουσών συνθηκών (θερµοκρασία, υγρασία, συγκέντρωση οξυγόνου), µε αναπόφευκτα υψηλό κόστος επένδυσης. Η ζύµωση διαρκεί (όπως και πριν) περίπου 4 - 5 εβδοµάδες.

(γ) Βιοαντιδραστήρες. Σε αυτή την περίπτωση επιτυγχάνεται µεγαλύτερος έλεγχος των επικρατουσών συνθηκών και απαιτείται λιγότερος χρόνος και χώρος µε αναµφίβολα υψηλότερο κόστος επένδυσης και λειτουργίας. Ο χρόνος ζύµωσης εδώ κυµαίνεται µεταξύ 1 - 2 εβδοµάδων και η ποιότητα του προϊόντος είναι υψηλή.

Σε κάθε περίπτωση, µετά τη ζύµωση το προϊόν αφήνεται να ωριµάσει και να ολοκληρωθεί η σταθεροποίηση του βιοαποικοδοµήσιµου υλικού.

Οι παραπάνω µέθοδοι διαφέρουν κυρίως στον τρόπο αερισµού του οργανικού κλάσµατος των ΣΑ. Η µικροβιολογική διαδικασία αποσύνθεσης όµως είναι η ίδια σ' όλα τα συστήµατα και, όταν αυτά σχεδιαστούν και λειτουργήσουν σωστά, παράγουν προϊόν παραπλήσιας ποιότητας.

Φάσεις ζύµωσης

Yπάρχουν οι παρακάτω φάσεις στη ζύµωση των οικιακών απορριµµάτων:

1. Λανθάνουσα φάση. Στη φάση αυτή αναπτύσσονται οι αποικίες των µικροβίων. 2. Φάση αυξήσεως. Οι µικροοργανισµοί ξεκινούν τη δράση τους, παίρνοντας τροφή και

ενέργεια από τις οργανικές ενώσεις των απορριµµάτων µέσω των οξειδωτικών αντιδράσεων του αερόβιου µεταβολισµού, που είναι εξώθερµες, ελευθερώνεται ενέργεια, µε αποτέλεσµα την άνοδο της θερµοκρασίας από τους 20°C στο αρχικό υλικό µέχρι τους 45°C. Προϊόντα των παραπάνω αντιδράσεων είναι µεταξύ των άλλων και οργανικά οξέα που αυξάνουν τη συγκέντρωση των ιόντων Υδρογόνου στο υλικό δηλ. µειώνουν το ΡΗ από 6 στο αρχικό υλικό σε 5. Οι επικρατούντες µικροοργανισµοί είναι οι µεσοφιλικοί (µεσοφιλικά βακτήρια και φούνγκι).

3. Θερµόφιλη φάση. Στους 45°C και πάνω ο µεσοφιλικός πληθυσµός παραχωρεί τη θέση του στο θερµοφιλικό. Το pH τώρα γίνεται αλκαλικό γιατί οι δηµιουργούµενες ρίζες NO3-, SO4- δεσµεύουν τα ιόντα Η2 µε αποτέλεσµα αύξηση του pH µέχρι την τιµή 8 – 8,5. Όσο περισσότερος διαθέσιµος αέρας υπάρχει τόσο µεγαλύτερη είναι και η ταχύτητα του µεταβολισµού. Στους 60-70°C επικρατούν µόνο τα ανθεκτικά βακτήρια και οι ακτινοµύκητες που συνεχίζουν την αποδόµηση.

4. Φάση ψύξης. ’Όσο προχωρεί η αποσύνθεση, η θερµοκρασία αρχίζει να µειώνεται καθώς και η ταχύτητα της αντίδρασης. Αυτό οδηγεί στο στάδιο της ψύξης που χαρακτηρίζεται από την επανεµφάνιση των θερµοφυλικών οργανισµών, έπειτα των µεσοφυλικών. Εδώ περίπου ολοκληρώνεται το στάδιο της ζύµωσης (3 – 5 εβδοµάδες).

2ο στάδιο: Ωρίµανση

Μετά την περίοδο της κοµποστοποίησης, το προϊόν που προκύπτει δεν είναι ακόµη έτοιµο προς χρήση, γιατί κατά την αποδόµηση των οργανικών ενώσεων πολλές φορές παράγονται τοξικές ουσίες. Για το λόγο αυτό, το ΒΕ πρέπει να ωριµάσει για ένα χρονικό διάστηµα που

Page 140: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

121

κυµαίνεται από εβδοµάδες µέχρι µήνες. Mε το στάδιο αυτό τελειώνει η διαδικασία. Tα

µικροβιακά κύµατα κατανάλωσαν το οξυγόνο και έκαναν το µέσο αναερόβιο. Στη φάση αυτή πρέπει να αποκαθίσταται η αερόβιος λειτουργία µε γύρισµα του σωρού.

Το ποσό του παραγόµενου ΒΕ εξαρτάται από το ποσό και τη σύσταση των απορριµµάτων, όπως και την απαιτούµενη ποιότητα του τελικού προϊόντος. Απορρίµµατα µε υψηλό ποσοστό υγρασίας εµφανίζουν σηµαντική µείωση του βάρους τους κατά τη διάρκεια της επεξεργασίας, ενώ ανάλογη µείωση παρατηρείται από τη µετατροπή µέρους των οργανικών ενώσεων σε CO2. Στην ποσότητα του τελικού προϊόντος επιδρά ακόµη το τελικό στάδιο της διαδικασίας. Για ΒΕ υψηλής ποιότητας είναι απαραίτητο ένα τελικό κοσκίνισµα του προϊόντος για την αποµάκρυνση υλικών όπως µικρά κοµµάτια ξύλου, γυαλιού ή πλαστικού. Το τελικό αυτό κοσκίνισµα δεν είναι απαραίτητο όταν το ΒΕ προορίζεται για αναβάθµιση του εδάφους.

3ο στάδιο: Ραφινάρισµα

Μετά την ολοκλήρωση της ζύµωσης και της ωρίµανσης (που διαρκούν αντίστοιχα 4 - 5 εβδοµάδες και από 2 εβδοµάδες µέχρι 2 µήνες), το προϊόν είναι έτοιµο και οδηγείται στο τµήµα ραφιναρίσµατος, όπου απαλλάσσεται από τα ανεπιθύµητα συστατικά που υποβιβάζουν την ποιότητά του. Το είδος της διαδικασίας που χρησιµοποιείται για την προετοιµασία του κοµπόστ για την αγορά εξαρτάται από:

την ειδική µέθοδο που ακολουθείται (εάν είναι ∆σΠ ή Μ∆) και τον προορισµό χρήσης του προϊόντος.

Ο τεµαχισµός και το κοσκίνισµα είναι οι κοινές µέθοδοι για την παραγωγή ενός πιο οµοιόµορφου προϊόντος. Βέβαια στην περίπτωση Μ∆ η διαδικασία ραφιναρίσµατος είναι πιο πολύπλοκη και οι απώλειες βάρους σηµαντικές, λόγω αποµάκρυνσης σκάρτων προς κάποιο χώρο υγειονοµικής ταφής.

4.3.6. Παράγοντες σχεδιασµού

Τα κριτήρια που πρέπει να λαµβάνονται υπόψη για τη σχεδίαση µονάδας παραγωγής ΒΕ είναι η ογκοµετρική παροχή απορριµµάτων, τα ποιοτικά τους χαρακτηριστικά, η ενδεχόµενη συνεπεξεργασία ιλύος (από βιολογικούς καθαρισµούς), η ανάκτηση ή όχι και άλλων υλικών εκτός του βελτιωτικού, η διαθέσιµη έκταση εγκατάστασης της µονάδας, η επιθυµητή ποιότητα του παραγόµενου ΒΕ, οι ενεργειακές απαιτήσεις της µονάδας, το επενδυτικό και λειτουργικό κόστος της µονάδας και η προσαρµοστικότητα του εργοστασίου στις διακυµάνσεις παροχής και στις µελλοντικές επεκτάσεις.

Η αγοραστική αξία του ΒΕ δεν είναι κάτι το σταθερό και πολλές µονάδες αναγκάσθηκαν να κλείσουν ελλείψει αγοραστών του προϊόντος. Άλλες όµως επεκτάθηκαν µε τους αγοραστές να περιµένουν σε λίστα αναµονής. Το ΒΕ συναγωνίζεται τα άλλα ενισχυτικά του εδάφους αλλά συνήθως οι δήµοι διστάζουν να επενδύσουν σε µία τέτοια εγκατάσταση, κυρίως λόγω µίας αβέβαιης αγοράς. Οι λόγοι που καθιστούν τους αγοραστές διστακτικούς είναι η χαµηλή ποιότητα και η ύπαρξη ορατών συστατικών (γυαλί, πλαστικό). Παραταύτα, η κοµποστοποίηση µειώνει το ρυπαντικό φορτίο, σταθεροποιεί τα αποσυντιθέµενα υλικά και µειώνει τον όγκο τους, κερδίζοντας χώρο στις χωµατερές και µειώνοντας το µολυσµατικό δυναµικό των οικιακών απορριµµάτων. Ένα βασικό εµπόδιο στη χρησιµοποίηση του ΒΕ είναι η περιεκτικότητά του σε βαρέα µέταλλα (το ύψος της οποίας εξαρτάται από την πρώτη ύλη) και έχει διαπιστωθεί ότι το µεγαλύτερο ποσοστό των βαρέων µετάλλων συγκεντρώνεται σε µικρά σωµατίδια και ότι ένα αποτελεσµατικό κοσκίνισµα θα τα µείωνε αισθητά. Μερικά από τα υλικά που είναι πλούσια σε βαρέα µέταλλα είναι η οικιακή σκόνη (µόλυβδος), οι συνδετήρες, τα καπάκια από τα µπουκάλια, οι λαµπτήρες (φθορισµού: Hg, πυρακτώσεως: W) και οι µπαταρίες. Για παραγωγή υψηλής ποιότητας ΒΕ, η καθ'όλα αναγνωρισµένη σήµερα µέθοδος είναι η ∆σΠ του οργανικού κλάσµατος.

Page 141: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

122

4.4. Αναερόβια λιπασµατοποίηση

4.4.1. Γενικά

Σε παγκόσµιο επίπεδο υπήρχαν το 2000 πάνω από 115 µονάδες αναερόβιας ζύµωσης που τροφοδοτούνται µε δηµοτικά στερεά ή βιοµηχανικά απόβλητα. Η συνολική ετήσια δυναµικότητα είναι 5 εκ. τόνοι. Επίσης 40 µονάδες βρίσκονταν στη φάση του σχεδιασµού (ετήσια δυναµικότητα 2 εκ. τόνοι). Υπάρχουν τουλάχιστον 50 κάτοχοι τεχνολογικής άδειας, που έχουν πιλοτικές εγκαταστάσεις (τουλάχιστον 150 τόνοι ανά έτος). Κοινή διαπίστωση των εµπλεκόµενων φορέων είναι ότι οι µονάδες αναερόβιας ζύµωσης παρέχουν περιβαλλοντικά οφέλη και ικανοποιούν τους αυστηρότερους περιορισµούς (Lusk, 1998).

Στην Ευρώπη λειτουργούσαν το 2000 53 µονάδες, οι οποίες επεξεργάζονταν είτε δηµοτικά είτε βιοµηχανικά απόβλητα, µε δυναµικότητες άνω των 3000 τόνων ανά έτος και περιεκτικότητα σε οργανικά ΣΑ τουλάχιστον 10%. Η συνολική ετήσια δυναµικότητα των παραπάνω µονάδων φθάνει τους 1.037.000 τόνους ΣΑ για το έτος 2000 σε σύγκριση µε τους 122.000 τόνους το 1990, δηλαδή µια αύξηση της τάξης του 750% κατά την τελευταία δεκαετία.

Υπάρχει επίσης ενδιαφέρον για τη χρήση της αναερόβιας ζύµωσης από αναπτυσσόµενες χώρες. Σε πολλές από αυτές, η γεωργία αποτελεί τη βάση της εθνικής οικονοµίας και τα αγροτικά απόβλητα συχνά αντιπροσωπεύουν ένα µεγάλο πρόβληµα. Με τη αναερόβια ζύµωση επιλύεται σε µεγάλο βαθµό αυτό το πρόβληµα ενώ παράλληλα µε την παραγωγή και χρήση του κοµπόστ αυξάνονται οι επιδόσεις των καλλιεργειών.

Η αναερόβια ζύµωση των οργανικών ΣΑ σε µονάδα παρέχει τη δυνατότητα ανάκτησης ενέργειας (βιοαέριο) και υλικών (κοµπόστ). Το βιοαέριο που παράγεται σε µια µονάδα είναι κεκορεσµένο σε υγρασία και περιέχει 65-75% µεθάνιο ενώ το υπόλοιπο είναι κυρίως διοξείδιο του άνθρακα. Μια τυπική ανάλυση του βιοαερίου φαίνεται στον Πίνακα 18.

Πίνακας 18. Τυπική ανάλυση βιοαερίου από την αναερόβια ζύµωση (Wheatly, 1993).

CH4 70% κ.ό.

CO2 29% κ.ό.

Cl2 0,9 mg/m3

NH3 148 mg/m3

H2S 419 mg/m3

4.4.2. Παραγωγή ενέργειας από µονάδες αναερόβιας ζύµωσης

Όσον αφορά στην παραγωγή ενέργειας, οι µονάδες αναερόβιας ζύµωσης που λειτουργούσαν το 2000 στην ΕΕ έχουν συνολική δυνατότητα παραγωγής ισχύος της τάξης των 300 MW. Το έτος 2010 η εγκατεστηµένη ισχύς αναµένεται να φτάσει τα 2000 MW (Καρπενησιώτη κ.ά., 2001 – βλ. και Εικόνα 37).

4.4.3. ∆ιεργασία αναερόβιας ζύµωσης

Κατά τη διάρκεια της ζύµωσης, η διάσπαση των οργανικών ουσιών γίνεται µε απουσία οξυγόνου, µέσα σε έναν απολύτως κλειστό αντιδραστήρα. Η ζύµωση απαιτεί ένα υγρό µέσο,

Page 142: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

123

µε περιεχόµενο σε στερεά ουσία από 8-12% κ.β. Επειδή τα βιολογικά απόβλητα έχουν συνήθως ένα περιεχόµενο σε στερεά ουσία από 20-25% κ.β., πρέπει να παραµείνουν σε νερό πριν από τη ζύµωση.

Η διεργασία περιλαµβάνει δύο κύριες φάσεις (Εικόνα 38):

• ∆ιεργασία υδρόλυσης. Αερόβια βακτήρια που ήδη υπάρχουν ξεκινούν την υδρόλυση και τη διάσπαση των πτητικών οργανικών ουσιών. Οι σύνθετες οργανικές ενώσεις διασπώνται παράγοντας οργανικά οξέα, διοξείδιο του άνθρακα, υδρόθειο και αλκοόλη. Το διαλυµένο οξυγόνο καταναλώνεται από τα βακτήρια, ενώ ανάγονται οι νιτρικές και θειικές ενώσεις και µειώνεται η τιµή του pH.

• ∆ιεργασία µεθανοποίησης. Μεθανοβακτήρια χωνεύουν τα προϊόντα του µεταβολισµού της πρώτης φάσης. Τελικά προϊόντα της διεργασίας αυτής είναι αέριο µεθάνιο, διοξείδιο του άνθρακα και µεταλλικά άλατα. Εξαιτίας της αναγωγικής ατµόσφαιρας µέσα στον αντιδραστήρα και της παραγωγής αµµωνίας από την αναερόβια διάσπαση των πρωτεϊνών, αυξάνεται συνεχώς η τιµή του pH. Η τιµή αυτή στο ζυµωµένο υλικό κυµαίνεται µεταξύ 7,5 - 8,5.

Εικόνα 37. Αναµενόµενη εγκατεστηµένη ηλεκτρική ισχύς από αναερόβια ζύµωση απορριµµάτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και παγκοσµίως (Lusk, 1998).

4.4.4. Ποσοτικά στοιχεία εισόδου

Τα δηµοτικά οργανικά ΣΑ που είναι κατάλληλα για αναερόβια ζύµωση µπορεί να έχουν συλλεχθεί ως µικτά απόβλητα ή να έχουν υποστεί ∆σΠ. Η µεταφορά τους στη µονάδα γίνεται ως επί το πλείστον µε απορριµµατοφόρα. Σηµαντικό στοιχείο για το σχεδιασµό του σταθµού παραλαβής και ζύγισης των αποβλήτων αποτελεί ο χρόνος αναµονής των απορριµµατοφόρων. Τα εισερχόµενα απόβλητα που θα τροφοδοτήσουν τον αντιδραστήρα περιλαµβάνουν:

• Ανάµεικτα οικιακά απόβλητα τα οποία έχουν υποστεί επεξεργασία σε Μ∆.

• Οργανικά συστατικά οικιακών αποβλήτων από προγράµµατα ∆σΠ.

• Απορρίµµατα κήπων και πάρκων.

• Απόβλητα που προέρχονται από εµπορικές και βιοτεχνικές δραστηριότητες.

Page 143: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

124

• Απόβλητα από συγκεκριµένες βιοµηχανίες που βρίσκονται στα όρια του δήµου (π.χ. βιοµηχανίες τροφίµων, βιοµηχανίες που παράγουν συσκευασίες προϊόντων κ.ά.).

Εικόνα 38. ∆ιεργασία αναερόβιας ζύµωσης οργανικών αποβλήτων (Vallini, 1992).

Η πηγή του αποβλήτου αποτελεί ένα σηµαντικό χαρακτηριστικό για την επιλογή και το σχεδιασµό της αναερόβιας διεργασίας, άλλα πιο σηµαντικό είναι το γεγονός ότι η πηγή του αποβλήτου και η καθαρότητά του καθορίζει την ποιότητα του τελικού προϊόντος της διεργασίας.

Το µεγαλύτερο όφελος της αναερόβιας ζύµωσης είναι η παραγωγή του µεθανίου, χωρίς όµως να παραβλεφτεί το στερεό υπόλειµµα της διεργασίας που µπορεί να χρησιµοποιηθεί ως ΒΕ, αυξάνοντας έτσι τα οικονοµικά οφέλη της διεργασίας. Εποµένως, για να αυξηθεί η ποιότητα του τελικού προϊόντος γίνεται συνήθως διαχωρισµός των ανακυκλώσιµων ή ανεπιθύµητων υλικών από τα εισερχόµενα απόβλητα, πριν αυτά διοχετευτούν στον αντιδραστήρα.

4.4.5. Ανάκτηση υλικών

Κατά την ανάκτηση των υλικών διαχωρίζονται υλικά, όπως το χαρτί, το γυαλί, τα σιδηρούχα µέταλλα, τα µη σιδηρούχα µέταλλα και τα πλαστικά, τα οποία οδηγούνται στη συνέχεια στις κατάλληλες αγορές. Βασικός παράγοντας για την ανάκτηση κάποιας κατηγορίας υλικών είναι η δυνατότητα απορρόφησής του από την αγορά και στη συνέχεια ο βαθµός ανάκτησης και η ποιότητα του ανακτώµενου υλικού. Για το µηχανικό διαχωρισµό των παραπάνω υλικών χρησιµοποιούνται ως επί το πλείστον κοχλιόµυλοι, περιστρεφόµενα κόσκινα, µαγνητικοί

Page 144: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

125

διαχωριστές, δεξαµενές αιώρησης-διαχωρισµού, αεροδιαχωριστές και υδροκυκλώνια. Η

µεταφορά των αποβλήτων στα διάφορα τµήµατα του µηχανικού διαχωρισµού και η τελική είσοδός τους στους αντιδραστήρες γίνεται µε ταινιόδροµους.

4.4.6. Ταξινόµηση και τεχνολογία αντιδραστήρων

∆ιαφορετικά συστήµατα µπορούν να διαχειριστούν διαφορετικά ποσοστά στερεού σε υγρό, και ενώ οι µέσοι λόγοι είναι 15-25% (υγρή ζύµωση), συγκεκριµένες τεχνολογίες χρησιµοποιούν στερεά έως και 30% (ξηρή ζύµωση). Υπάρχει διαχωρισµός µεταξύ «υγρής» και «ξηρής» τεχνολογίας όσον αφορά στην εγκατεστηµένη δυναµικότητα. Η ζύµωση µπορεί να πραγµατοποιηθεί σε ένα από τα δύο διαφορετικά εύρη θερµοκρασιών, στους 35-37οC (µεσόφιλο εύρος) ή στην υψηλότερη (θερµόφιλη) θερµοκρασία των 55οC. Οι περισσότεροι αντιδραστήρες αποτελούνται από έναν κλειστό θάλαµο (µονοφασικό σύστηµα), αλλά είναι πιθανόν η διεργασία της ζύµωσης να συντελείται σε δύο φάσεις, όπου η υδρόλυση και η παραγωγή µεθανίου γίνονται σε διαφορετικούς θαλάµους αντίδρασης, αν και αυτή η τεχνική εφαρµόζεται µόνο από το 10% των αντιδραστήρων. Τα απόβλητα παραµένουν στον αντιδραστήρα για περιόδους που ποικίλουν µεταξύ 10-20 ηµερών ανάλογα µε τη χρησιµοποιούµενη τεχνολογία, τις εξωτερικές διακυµάνσεις της θερµοκρασίας και άλλες µεταβλητές όπως η σύσταση των αποβλήτων. Οι ταχύτητες διάσπασης των οργανικών αποβλήτων είναι πάρα πολύ µεγάλες στην περιοχή των θερµοκρασιών στις οποίες τα µεθανοβακτήρια έχουν την καλύτερη δραστικότητά τους. Εκτός από τη θερµοκρασία, η ταχύτητα διάσπασης εξαρτάται κυρίως από την πτητικότητα των οργανικών ενώσεων και το ειδικό οργανικό φορτίο του αντιδραστήρα (δηλ. κιλά οργανικής ξηράς ουσίας ανά κυβικό µέτρο όγκου στον αντιδραστήρα). Στην Ευρώπη βρίσκονται σε λειτουργία τόσο µεσόφιλες όσο και θερµόφιλες διεργασίες µε το 63% της δυναµικότητας να λειτουργεί στο µεσόφιλο εύρος. Από έρευνες που διεξήχθησαν στο Τµήµα Χηµικών Μηχανικών του Ε.Μ.Π., απεδείχθη ότι η εφαρµογή της θερµόφιλης ζύµωσης είναι οικονοµικά πλέον συµφέρουσα.

4.4.7. Παραγωγή βιοαερίου

Ανεξάρτητα από τη µέθοδο αναερόβιας ζύµωσης που χρησιµοποιείται, τα βασικά ερωτήµατα που προκύπτουν είναι η ποσότητα του βιοαερίου που µπορεί να παραχθεί και το έσοδο που θα προκύψει από την λειτουργία της µονάδας, όταν αυτό χρησιµοποιηθεί για παραγωγή ενέργειας.

4.4.8. Επεξεργασία του ζυµωµένου υποστρώµατος

Μετά την ολοκλήρωση της αναερόβιας βιολογικής αποδόµησης του οργανικού υλικού µέσα στον αντιδραστήρα, το στερεό υπόλειµµα (ζυµωµένο υλικό) απαιτεί περαιτέρω επεξεργασία έτσι ώστε να χρησιµοποιηθεί αποτελεσµατικά ως κοµπόστ. Η επεξεργασία αυτή είναι αερόβια και φαίνεται στην Εικόνα 39.

4.4.9. ∆ιεργασίες αναερόβιας ζύµωσης των οργανικών στερεών αποβλήτων

Τα τελευταία 15 χρόνια, το αυξανόµενο ενδιαφέρον για την αναερόβια ζύµωση ως διεργασία επεξεργασίας αποβλήτων είχε σαν συνέπεια την κατασκευή διαφόρων τύπων αντιδραστήρων που λειτουργούν είτε σε θερµόφιλες είτε σε µεσόφιλες θερµοκρασίες. Οι κυριότερες διεργασίες που έχουν αναπτυχθεί και εφαρµόζονται σε εµπορικές µονάδες περιγράφονται στη συνέχεια.

4.4.9.1. ∆ιεργασία Waasa

Μέχρι το 2000 είχαν κατασκευαστεί 3 µονάδες που λειτουργούσαν µε βάση τη διεργασία Waasa, ενώ άλλη µία ήταν υπό κατασκευή. Η δυναµικότητα των µονάδων κυµαίνεται µεταξύ 3.000-85.000 τόνων ανά έτος, ενώ οι συνθήκες λειτουργίας µπορεί να είναι είτε θερµόφιλες

Page 145: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

126

είτε µεσόφιλες. Στη µονάδα της Waasa λειτουργούν παράλληλα και οι δύο τύποι διεργασιών,

µε τη θερµόφιλη διεργασία να έχει ένα χρόνο παραµονής 10 ηµέρες σε σύγκριση µε τις 20 ηµέρες του µεσόφιλου σχεδιασµού. Το διάγραµµα ροής της διεργασίας φαίνεται στην Εικόνα 40.

Εικόνα 39. ∆ιεργασία κοµποστοποίησης των οργανικών αποβλήτων (USEPA, 1996).

Εικόνα 40. ∆ιάγραµµα ροής της διεργασίας Waasa (www.citec.fi).

Page 146: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

127

Η διεργασία έχει δοκιµαστεί για διάφορους τύπους αποβλήτων, συµπεριλαµβανοµένου και ενός µίγµατος µηχανικά διαχωρισµένων δηµοτικών ΣΑ και ιλύος υπονόµων, και λειτουργεί µε ένα εύρος στερεών συστατικών 10-15% κ.β. Ο αντιδραστήρας είναι µία κλειστή δεξαµενή η οποία έχει υποδιαιρεθεί εσωτερικά για να υπάρχει ένας θάλαµος προζύµωσης. Η ανάµιξη επιτυγχάνεται µε την έγχυση βιοαερίου δια µέσου της βάσης του αντιδραστήρα µε τη βοήθεια αντλίας. Η απόδοση της λειτουργίας συνίσταται στην παραγωγή 100-150 m3 βιοαερίου ανά τόνο εισερχόµενων αποβλήτων, τη µείωση του όγκου κατά 60%, τη µείωση του βάρους κατά 50-60% και µια εσωτερική κατανάλωση βιοαερίου 20-30%. Το χωνευµένο υλικό µπορεί να επεξεργαστεί περαιτέρω µε αερόβια κοµποστοποίηση, αλλά αυτό εξαρτάται από την ποιότητα των αποβλήτων.

4.4.9.2. ∆ιεργασία Valorga

Η διεργασία της Valorga αναπτύχθηκε στη Γαλλία. Το σύστηµα λειτουργεί τυπικά µε περιεχόµενο σε στερεά ουσία 25-35% κ.β. και χρόνους παραµονής 18-25 ηµέρες. Οι αντιδραστήρες είναι κάθετοι κύλινδροι µε πλαϊνές τροχιές, για την κυκλοφορία του ζυµωµένου υλικού (Εικόνα 41). Περιέχουν έναν κάθετο, ενδιάµεσο, εσωτερικό τοίχωµα περίπου στα 2/3 της διαµέτρου. Η ανάµιξη µέσα στον αντιδραστήρα επιτυγχάνεται µε την ανάστροφη κυκλοφορία µιας µικρής ποσότητας βιοαερίου υπό πίεση. Ένα σηµαντικό χαρακτηριστικό της διαδικασίας είναι η πλήρης απουσία µηχανικών µερών µέσα στον αντιδραστήρα. Αυτό επιτρέπει την απρόσκοπτη λειτουργία σε συνθήκες υψηλής περιεκτικότητας σε στερεά µε κυκλοφορία της ύλης χωρίς ιδιαίτερη συντήρηση µηχανικών συσκευών. Τα προς επεξεργασία απόβλητα αποτελούνται από ζυµώσιµα υλικά και απορρίµµατα κήπων. Η ποσοτική και ποιοτική σύσταση των αποβλήτων φανερώνει µια εποχική διακύµανση που σχετίζεται µε την εποχιακή ΠΑ κήπων. H παραγόµενη ποσότητα βιοαερίου κυµαίνεται µεταξύ 210-290 m3 ανά τόνο συνολικών πτητικών στερεών (TVS) που εισέρχονται στον αντιδραστήρα ή µεταξύ 80-160 m3 ανά τόνο εισερχόµενων αποβλήτων, ανάλογα µε το είδος τους. Το παραγόµενο βιοαέριο περιέχει µεθάνιο κατά 55-60%, αλλά όταν καθαριστεί, το µεθάνιο φτάνει µέχρι και το 97%. Το καθαρό βιοαέριο µπορεί να διοχετευτεί στο δίκτυο αερίου, να χρησιµοποιηθεί για παραγωγή ατµού βιοµηχανικής χρήσης ή για παραγωγή θερµότητας και ηλεκτρισµού. Το ζυµωµένο υλικό που βγαίνει από τους αντιδραστήρες λόγω της βαρύτητας εισάγεται κατευθείαν στις κοχλιόπρεσσες για αφυδάτωση. Η υγρή ιλύς από τις πρέσες οδηγείται σε υδροκυκλώνιο για να αφαιρεθούν τα βαριά µόρια και σε µια µονάδα ιζηµατοποίησης-φιλτραρίσµατος για να αποµακρυνθούν τα αιωρούµενα στερεά.

Τα στερεά συστατικά από τις πρέσες και το ταινιόφιλτρο αναµιγνύονται και αποθηκεύονται σε κλειστό χώρο για την πλήρη σταθεροποίησή τους κάτω από αερόβιες συνθήκες για 4 εβδοµάδες. Το τελικό προϊόν είναι το κοµπόστ. Για να προληφθεί οποιαδήποτε έκλυση οσµής, ο αέρας από τις µονάδες επεξεργασίας και του χώρου κοµποστοποίησης διοχετεύεται προς καθαρισµό σε βιόφιλτρο.

4.4.9.3. ∆ιεργασία Dranco

Το σύστηµα της Dranco (Dry Anaerobic Composting) αναπτύχθηκε στο Gent του Βελγίου. Η διεργασία λειτουργεί κάτω από θερµόφιλες και ξηρές συνθήκες, µε ένα περιεχόµενο σε στερεά συστατικά στον αντιδραστήρα µεταξύ 15 και 40% κ.β. Αναπτύχθηκε µε σκοπό την επεξεργασία των στερεών οργανικών αποβλήτων και ειδικότερα του οργανικού κλάσµατος των δηµοτικών ΣΑ. Σαν τελικά προϊόντα λαµβάνονται ενέργεια µε τη µορφή βιοαερίου και κοµπόστ. Το διάγραµµα ροής της διεργασίας παρουσιάζεται στην Εικόνα 42.

Τα απόβλητα που µεταφέρονται σε µια µονάδα Dranco υπόκεινται σε προεπεξεργασία, πριν οδηγηθούν µέσω αντλίας τροφοδότησης στον αντιδραστήρα. Εάν τα εισερχόµενα απόβλητα είναι ανάµικτα, τότε τα πρώτα βήµατα της διεργασίας Dranco συνίστανται στη µείωση του όγκου και στο διαχωρισµό των διαφορετικών κλασµάτων στη ροή των αποβλήτων. Τα οργανικά απόβλητα που έρχονται από την προεπεξεργασία αναµιγνύονται σε µια µονάδα ανάµιξης µε ζυµωµένο υλικό από τον αντιδραστήρα. Κατά τη διάρκεια της ανάµιξης

Page 147: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

128

προσδίδεται θερµότητα για να επιτευχθεί η θερµοκρασία των 50 - 550C, η οποία είναι απαραίτητη για τη θερµόφιλη αντίδραση.

Εικόνα 41. Ο αντιδραστήρας της µεθόδου Valorga (www.biomaster.nl).

Εικόνα 42. ∆ιάγραµµα ροής της διεργασίας Dranco (Nue et al., 1992).

Η ζύµωση λαµβάνει χώρα σε ένα κατακόρυφο αντιδραστήρα, ο οποίος είναι κατασκευασµένος από χάλυβα. Ο αντιδραστήρας τροφοδοτείται από την κορυφή, ενώ το υπόλειµµα εξάγεται από τον πυθµένα. Ο χρόνος παραµονής των αποβλήτων στον αντιδραστήρα είναι περίπου 20 ηµέρες. Μέρος του ζυµωµένου υλικού οδηγείται πίσω στη µονάδα ανάµιξης, ενώ το υπόλοιπο

Page 148: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

129

υπόκειται σε περαιτέρω επεξεργασία. Η επεξεργασία αυτή αφορά στην αφαίρεση της υγρασίας και στην αερόβια κοµποστοποίηση. Μετά από 10 µε 14 ηµέρες παράγεται το κοµπόστ, το οποίο είναι σταθεροποιηµένο και υψηλής ποιότητας, ενώ µπορεί να χρησιµοποιηθεί ως ΒΕ ή σαν λίπασµα στις γλάστρες. Η παραγωγή βιοαερίου κυµαίνεται µεταξύ 100-200 m3 ανά τόνο εισερχόµενων ΣΑ. Το 30% της παραγόµενης ηλεκτρικής ενέργειας καταναλώνεται στη µονάδα, ενώ το υπόλοιπο διοχετεύεται στο ηλεκτρικό δίκτυο.

4.4.9.4. ∆ιεργασία Kompogas

Το σύστηµα της Kompogas αναπτύχθηκε στην Ελβετία και δέχεται οργανικά απόβλητα από σύστηµα ∆σΠ. Λειτουργεί σε θερµοκρασίες 55-60οC και το περιεχόµενο σε στερεά συστατικά εναι υψηλό. Στην Εικόνα 43 φαίνεται το διάγραµµα ροής της διεργασίας. Τα απόβλητα συλλέγονται αρχικά σε µια δεξαµενή υποδοχής και στη συνέχεια οδηγούνται στο τµήµα διαλογής, στον τεµαχιστή και στη δεξαµενή αποθήκευσης. Το προθερµασµένο, παχύρρευστο οργανικό υλικό εισέρχεται έπειτα στον οριζόντιο αντιδραστήρα ζύµωσης, όπου η βασική διεργασία λαµβάνει χώρα σε µια περίοδο 15 - 20 ηµερών και αναδεύεται περιοδικά. Το στερεό υπόλειµµα υφίσταται µείωση της υγρασίας του σε κοχλιόπρεσσα και στη συνέχεια µεταφέρεται σε ένα αντιδραστήρα δευτερογενούς ζύµωσης, όπου πραγµατοποιείται η µετατροπή του σε ώριµο κοµπόστ µε παρουσία ατµοσφαιρικού οξυγόνου Το παραγόµενο βιοαέριο (0,1 m3 αερίου ανά kg οργανικού αποβλήτου) υφίσταται επεξεργασία και αποθηκεύεται σε αεριοφυλάκιο. Στη συνέχεια αντλείται στη µονάδα συµπαραγωγής όπου µετατρέπεται σε θερµική και ηλεκτρική ενέργεια. Εναλλακτικά, το βιοαέριο µπορεί να αναβαθµιστεί µέχρι 98% κ.ό. µεθάνιο και να χρησιµοποιηθεί ως καύσιµο στα οχήµατα µεταφοράς.

Εικόνα 43. ∆ιάγραµµα ροής της διεργασίας Kompogas (www.kompogas.ch).

4.4.9.5. ∆ιεργασία ΒΤΑ

Η διεργασία της ΒΤΑ αναπτύχθηκε στη Γερµανία και συνδυάζει τη µηχανική µε τη βιολογική επεξεργασία. Στη δεξαµενή πολτοποίησης το µίγµα τροφοδοσίας αναµιγνύεται µε νερό

Page 149: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

130

διεργασίας. Απόβλητα όπως πλαστικά, υφάσµατα, πέτρες και µέταλλα διαχωρίζονται

µηχανικά µε ένα κτένι καθαρισµού και ένα συλλέκτη βαρέων κλασµάτων. Από τα οργανικά που περιέχονται στο µίγµα παράγεται ένας παχύρρευστος, αντλήσιµος πολτός που µπορεί να επεξεργαστεί και να υποστεί ζύµωση. Ένα προαιρετικό αλλά σηµαντικό στοιχείο της διεργασίας είναι το σύστηµα αποµάκρυνσης άµµου, το οποίο διαχωρίζει τα εναποµείναντα µικρά κοµµάτια (άµµος, χαλίκια και γυαλιά) από τον πολτό µε τη βοήθεια ενός υδροκυκλώνιου, προστατεύοντας τη µονάδα από την απόξεση. Το γενικό διάγραµµα ροής φαίνεται στην Εικόνα 44. Υπάρχουν διάφορες µέθοδοι για τη βιολογική επεξεργασία του πολτού, σε σχέση µε τη δυναµικότητα της µονάδας, την ανακτώµενη ενέργεια και το κοµπόστ. Κατά τη µονοφασική ζύµωση ο πολτός υφίσταται αναερόβια ζύµωση σε έναν αντιδραστήρα. Αυτή η µέθοδος καθιστά δυνατή τη χρήση της τεχνολογίας ΒΤΑ ακόµα και σε σχετικά µικρές, αποκεντρωµένες µονάδες διαχείρισης αποβλήτων. Μπορούν να χρησιµοποιηθούν υπάρχοντες αντιδραστήρες (π.χ. µιας µονάδας βιολογικού καθαρισµού ή µιας µονάδας παραγωγής βιοαερίου από αγροτικά απόβλητα) µε αποτέλεσµα τη σηµαντική µείωση του επενδυτικού και λειτουργικού κόστους. Για µονάδες µε δυναµικότητα πάνω από 50.000 τόνους ανά έτος αναπτύχθηκε η πολυφασική ζύµωση κατά την οποία διαχωρίζεται ο πολτός σε στερεή και υγρή φάση µε τη χρήση φυγοκεντρικού διαχωριστή. Η υγρή φάση οδηγείται απ’ ευθείας στον αντιδραστήρα όπου παραµένει 2 µέρες µέχρι να υποστεί µεθανοποίηση. Το στερεό υλικό, που περιέχει αδιάλυτες οργανικές ενώσεις, αναµειγνύεται ξανά µε νερό και τροφοδοτείται στον αντιδραστήρα υδρόλυσης. Μετά από 4 µέρες το υλικό υφίσταται µείωση υγρασίας ενώ το υγρό κλάσµα οδηγείται στον αντιδραστήρα µεθανοποίησης. ∆ιανέµοντας τη διεργασία αποδόµησης σε διαφορετικούς αντιδραστήρες (αιώρησης, υδρόλυσης και µεθανοποίησης) µπορούν να ρυθµιστούν ιδανικές συνθήκες ανάπτυξης για όλα τα είδη των µικροοργανισµών. Αυτό επιτρέπει µια γρήγορη και εκτεταµένη αποδόµηση των οργανικών ενώσεων µε υψηλή παραγωγή βιοαερίου. Για µονάδες µε µεσαία δυναµικότητα είναι διαθέσιµη µια περαιτέρω παραλλαγή, η διφασική ζύµωση. Είναι βασισµένη στην ιδέα της πολυφασικής ζύµωσης αλλά χωρίς το διαχωρισµό υγρής/στερεής φάσης. Ο πολτός τροφοδοτείται σε έναν αντιδραστήρα υδρόλυσης, ο οποίος συνδέεται στη συνέχεια µε έναν αντιδραστήρα µεθανοποίησης. Το βιοαέριο αποτελείται από µεθάνιο 60-65% κ.ό. Η παραγωγή βιοαερίου καλύπτει τις ενεργειακές ανάγκες της µονάδας και το πλεόνασµα µπορεί να µετατραπεί σε θερµότητα και ηλεκτρισµό. Το κοµπόστ σύµφωνα µε τη µέθοδο ΒΤΑ προκύπτει µετά από αερόβια επεξεργασία που διαρκεί 1-3 εβδοµάδες. Λόγω του υψηλού ποσοστού σε οργανικές ύλες και θρεπτικά συστατικά, αλλά και λόγω του χαµηλού περιεχόµενου σε άλατα και βαρέα µέταλλα, το υλικό αυτό βρίσκει µεγάλο εύρος εφαρµογών στον αγροτικό και φυτοκοµικό τοµέα.

4.4.10. Κόστος επεξεργασίας απορριµµάτων σε µονάδες αναερόβιας ζύµωσης

Το κόστος επεξεργασίας των αποβλήτων εξαρτάται από τη δυναµικότητα της µονάδας και το είδος της διεργασίας που ακολουθείται. Στην Εικόνα 45 φαίνεται το κόστος επεξεργασίας σε συνάρτηση µε τη δυναµικότητα της µονάδας. Για µικρές δυναµικότητες µονάδων το κόστος ανά τόνο παραµένει υψηλό, ενώ µειώνεται αισθητά µε αύξηση της δυναµικότητας. Όπως προκύπτει, η εξέλιξη της τεχνολογίας µε την πάροδο των χρόνων και η ανάπτυξη νέων µεθόδων επεξεργασίας των οργανικών αποβλήτων βοηθούν στη περαιτέρω µείωσή του.

4.4.11. Πλεονεκτήµατα και µειονεκτήµατα της αναερόβιας ζύµωσης σε µονάδα συγκριτικά µε την αναερόβια ζύµωση σε ΧΥΤΑ

Τα πλεονεκτήµατα της αναερόβιας ζύµωσης σε µονάδες είναι:

• Η ύπαρξη ενός κλειστού συστήµατος που καθιστά δυνατή τη συλλογή και εκµετάλλευση του παραγόµενου βιοαερίου, σε αντίθεση µε τους χώρους διάθεσης όπου συλλέγεται µόνο το 30-40% της συνολικής παραγόµενης ποσότητας βιοαερίου.

• Το βιοαέριο που παράγεται σε µονάδα περιέχει περισσότερο µεθάνιο και εποµένως έχει µεγαλύτερη θερµογόνο δύναµη.

• Καθίσταται δυνατή η ανάκτηση υλικών (κοµπόστ).

Page 150: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

131

Εικόνα 44. ∆ιάγραµµα ροής της διεργασίας BTA (www.canadacomposting.com).

Εικόνα 45. Ακριβείς τιµές και τάσεις του κόστους επεξεργασίας αποβλήτων (Lusk,1998).

• Η διαδικασία της βιοαποδόµησης είναι ταχύτερη από την αντίστοιχη των χώρων

διάθεσης, όπου ορισµένα υλικά συνεχίζουν να βιοαποδοµούνται µέχρι και 100 χρόνια.

• Οι µονάδες είναι ερµητικά κλεισµένες οπότε αποφεύγεται η εκποµπή οσµών.

• Οι απαιτούµενες εκτάσεις είναι πολύ µικρότερες από αυτές των χώρων διάθεσης.

Τα µειονεκτήµατα στις µονάδες αναερόβιας ζύµωσης είναι:

• Υψηλότερο κόστος συλλογής του βιοαερίου από το αντίστοιχο ενός χώρου διάθεσης. • Πολύπλοκη τεχνολογία και απαίτηση συνεχούς επίβλεψης. • Επεξεργασία των υγρών αποβλήτων σε µονάδα βιολογικού καθαρισµού.

Page 151: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

132

5. ΘΕΡΜΙΚΗ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ

5.1. Γενικά

Η χρήση της ΘΕ στη ∆Α, εκτός από τους περιβαλλοντικούς περιορισµούς (π.χ. εκποµπές ρύπων) καθορίζεται επίσης από οικονοµικούς περιορισµούς (συνολικό κόστος), τις διαµορφούµενες νοµοθετικές και πολιτικές τάσεις, τις προτεραιότητες των αρµόδιων φορέων καθώς και από το τρέχον και προβλεπόµενο ενεργειακό περιβάλλον (τιµές συµβατικών καυσίµων). Επίσης, η µέθοδος ΘΕ που τελικά θα εφαρµοσθεί εξαρτάται, εκτός των προαναφερόµενων παραγόντων και από το είδος των αποβλήτων που πρόκειται να επεξεργασθούν, την προέλευση τους (βιοµηχανικά, νοσοκοµειακά, οικιακά, κ.λπ.), τα χαρακτηριστικά τους (επικίνδυνα, µολυσµατικά, κ.λπ.). και τη σύσταση τους (χαρτί, ζυµώσιµα, κ.λπ. – βλ. και κεφ. 1).

Καθώς τα διάφορα επιµέρους κλάσµατα των απορριµµάτων (χαρτί, πλαστικό, δέρµα, ξύλο, ύφασµα) παρουσιάζουν υψηλή θερµογόνο δύναµη και η διάθεσή τους στους χώρους υγειονοµικής ταφής συνεπάγεται απώλεια ενέργειας και περιβαλλοντική επιβάρυνση, οι σύγχρονες τάσεις της διαχείρισης σε παγκόσµιο επίπεδο, κινούνται προς την κατεύθυνση της ανάκτησης ενέργειας. Στην Εικόνα 46 παρουσιάζεται η ανάκτηση ενέργειας σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στην Εικόνα 47 φαίνεται η ποσοστιαία κ.β. σύσταση των απορριµµάτων και η συµµετοχή του κάθε είδους απορρίµµατος στη συνολική ανάκτηση ενέργειας. Από την τελευταία εικόνα φαίνεται ότι το ποσό της ανακατωµένης ενέργειας δεν εξαρτάται τόσο από την ποσότητα των υλικών όσο κυρίως από έναν άλλον παράγοντα που είναι η θερµογόνος δύναµη.

Εικόνα 46. Ανάκτηση ενέργειας από τη θερµική επεξεργασία των απορριµµάτων σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕΑ, 1999).

Η ανάκτηση ενέργειας από τα απορρίµµατα είναι ανύπαρκτη στην Ελλάδα. Με την επεξεργασία των ποσοτικών και ποιοτικών στοιχείων των απορριµµάτων διαµορφώνονται τα τελευταία χρόνια διάφορα σενάρια, τα οποία προσβλέπουν στην υλοποίηση προγραµµάτων ΘΕ στην Ελληνική επικράτεια, αλλά προσκρούουν σε έλλειψη πολιτικής βούλησης και τεχνογνωσίας, όπως επίσης και σε κακή ενηµέρωση.

Page 152: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

133

Εικόνα 47. Ποσοστιαία σύσταση απορριµµάτων και συµµετοχή κάθε είδους απορρίµµατος στη συνολική ανακατωµένη ενέργεια (Σκορδίλης, 1997).

Η σχετική Κοινοτική νοµοθεσία δίνει έµφαση στην ανάκτηση υλικών και ενέργειας από τα απορρίµµατα και θεωρεί την Τ∆ ως επιτρεπόµενη µόνο για τα υπολείµµατα θερµικών επεξεργασιών και στην περίπτωση ανάκτησης ενέργειας από το παραγόµενο βιοαέριο. Ειδικότερα για τη θερµική επεξεργασία των απορριµµάτων, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα εξέδωσε το 1988 τις πρώτες Οδηγίες για νέες και υπάρχουσες εγκαταστάσεις καύσης αστικών απορριµµάτων (Oδηγίες 88/609/ΕΟΚ 89/369/EOK, 89/429/EOK και 94/67/ΕΚ).

Σήµερα εφαρµόζονται σε ευρεία κλίµακα οι συµβατικές µέθοδοι επεξεργασίας αποβλήτων (καύση αποβλήτων) µε την τάση να αντικατασταθούν από διάφορες καινοτόµες. Η ανάπτυξη των τελευταίων έχει ως βασικό στόχο την κάλυψη των αναγκών, την ικανοποίηση ποικίλων απαιτήσεων και περιορισµών και την ανάκτηση ενέργειας από τα απόβλητα. Η λειτουργία των καινοτόµων βρίσκεται κατά το πλείστο σε πιλοτικό στάδιο, µε κάποιες από αυτές να έχουν υιοθετηθεί επιτυχώς για την επεξεργασία διαφόρων αποβλήτων.

Οι πρώτες εγκαταστάσεις ΘΕ (εγκαταστάσεις καύσης) κατασκευάσθηκαν στην Ευρώπη πριν 100 χρόνια, ενώ το 1996 παγκοσµίως απαριθµούσαν 2.400 εγκαταστάσεις σε λειτουργία και 150 υπό κατασκευή. Εκτιµάται ότι µέχρι το 2005 θα έχουν κατασκευασθεί ακόµη 250 εγκαταστάσεις. Το 1994 στην Ευρώπη ακολούθησαν τη διαδικασία της καύσης περίπου 33 εκατ. τόνοι οικιακών απορριµµάτων µε ενεργειακή αξιοποίηση (Εικόνα 48).

5.2. Περιγραφή θερµικής επεξεργασίας

Όπως αναφέρθηκε, οι σηµαντικότεροι στόχοι της ΘΕ είναι:

Η ελαχιστοποίηση της ποσότητας των αποβλήτων που οδηγούνται στους ΧΥΤΑ. Η αδρανοποίησή τους (µετατροπή τους σε υλικά λιγότερο επιβλαβή). Η εκµετάλλευση της θερµογόνου δύναµης τους προς ανάκτηση ενέργειας (θέρµανση, ηλεκτρικό ρεύµα, καύσιµη ύλη).

Η µείωση της περιβαλλοντικής ρύπανσης

Η θερµική επεξεργασία των ΣΑ διαθέτει τα εξής βασικά πλεονεκτήµατα:

Μειώνει τον όγκο τους σε µεγάλο βαθµό (έως και 90%).

Μειώνει τη µάζα τους έως και 70%. Μπορεί να σχεδιασθεί τόσο για µικρές όσο και για µεγάλες ποσότητες αποβλήτων.

Page 153: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

134

Εικόνα 48. Ποσότητες απορριµµάτων που οδηγήθηκαν προς καύση στην Ευρώπη το έτος 1994 (Σκορδίλης, 1997).

Επιτυγχάνεται ανάκτηση και αξιοποίηση της παραγόµενης ενέργειας. Είναι ανταγωνιστική των συµβατικών καυσίµων (κάρβουνο, αέριο, πετρέλαιο) στην περίπτωση παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας.

Τα κυριότερα µειονεκτήµατα της ΘΕ είναι:

Υψηλό κόστος κατασκευής. Υψηλό κόστος λειτουργίας. Ανάγκη απασχόλησης εξειδικευµένου προσωπικού. Μη άµεση αξιοποίηση υλικών από τα απόβλητα. ∆υσκολία αξιοποίησης της παραγόµενης θερµότητας (ιδίως σε µικρές εγκαταστάσεις). Χρήση δαπανηρών συστηµάτων ελέγχου και παρακολούθησης της προκαλούµενης ατµοσφαιρικής ρύπανσης.

Εκποµπές επικίνδυνων ρύπων µέσω των καυσαερίων.

Τα συστήµατα ΘΕ καλούνται να συνεργασθούν µε συστήµατα αποκοµιδής (που καλύπτουν τη συνολική ΠΑ), σταθµούς µεταφόρτωσης απορριµµάτων (ΣΜΑ), µονάδες ανάκτησης υλικών ή και κοµποστοποίησης (ΜΑΥΚ) και χώρους υγειονοµικής ταφής απορριµµάτων (ΧΥΤΑ).

5.3. Απόβλητα ως καύσιµη ύλη

Η µάζα των αποβλήτων διακρίνεται από µεγάλη ανοµοιογένεια και διακύµανση της αναλογίας σε οργανικά και ανόργανα συστατικά. Το γεγονός αυτό αποτελεί παράγοντα δυσκολίας για το σχεδιασµό και τη λειτουργία µιας εγκατάστασης ΘΕ, για τον υπολογισµό του ισοζυγίου µάζας-ενέργειας και των εκποµπών της µονάδας. Οι βασικότερες ιδιότητες των αποβλήτων που επηρεάζουν την συµπεριφορά τους στην καύση είναι:

Η ανώτερη και η κατώτερη θερµογόνος δύναµη (Πίνακας 19).

Page 154: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

135

Η περιεκτικότητα σε υγρασία (% κ.β.).

Η περιεκτικότητα σε στάχτη (% κ.β.). Οι πτητικές ύλες (% κ.β.).

Πίνακας 19. Θερµογόνος δύναµη και ενεργειακό περιεχόµενο των Ελληνικών οικιακών απορριµµάτων (Σκορδίλης, 1997).

Υλικά % κ.β. Κατώτερη θερµογόνος δύναµη (kcal/kg)

Ενέργεια (kcal)/100kg απορριµµάτων

Συµµετοχή στην ενέργεια (%)

Χαρτί 20,0 3960 79300 32,3 Πλαστικά 8,5 7700 65450 26,7 Ζυµώσιµα 49,0 1100 53900 22,0 Γυαλί 4,5 33 748 0 Μέταλλα 4,5 165 742 0 ∆-Ξ-Λ-Y 3,0 4400 13200 5,4 Αδρανή 5,0 30 150 0 Λοιπά 5,5 5770 31735 12,9

Γενικά τα υλικά χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: τα καύσιµα και τα αδρανή (µη καύσιµα). Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν τα ζυµώσιµα υλικά, πλαστικό, χαρτί, ξύλο, ελαστικά υλικά, δέρµα, υφάσµατα, κ.λπ., ενώ στη δεύτερη ανήκουν τα µέταλλα, γυαλιά, κ.ά.. Συγκεκριµένα, στα οικιακά απορρίµµατα τα αδρανή υλικά µπορεί να καταλαµβάνουν το 25-60% του βάρους, ενώ η περιεχόµενη υγρασία να αντιστοιχεί στο 20-60% του βάρους των απορριµµάτων.

Η ποσοστιαία σύνθεση των αποβλήτων µεταβάλλεται χωροταξικά και εποχιακά. Στην Ελλάδα παρατηρείται αυξηµένο ποσοστό πλαστικών και ζυµώσιµων µε εποχιακή έξαρση τους θερινούς µήνες.

Από όλα τα είδη των απορριµµάτων το πλαστικό έχει τη µεγαλύτερη θερµογόνο δύναµη. Η καύση των πλαστικών παράγει µικρότερο ποσό οξειδίων του θείου και του αζώτου από ό,τι των συµβατικών καυσίµων. Το βασικό µειονέκτηµα που παρουσιάζει η καύση των πλαστικών είναι οι εκποµπές ενώσεων χλωρίου και τα στερεά υπολείµµατα που είναι πλούσια σε βαρέα µέταλλα.

5.4. Προσαγωγή και τάφρος

5.4.1. Προσαγωγή

Τα απορρίµµατα είναι ένα εξαιρετικά ανοµοιογενές υλικό και προσάγονται στην εγκατάσταση αποτέφρωσης σε µη συνεχή βάση, αλλά η καύση τους πρέπει να είναι συνεχής και το καιγόµενο υλικό κατά το δυνατόν οµοιογενές. Ως εκ τούτου είναι απαραίτητος ένας χώρος ενδιάµεσης αποθήκευσης και οµογενοποίησης µεταξύ της ασυνεχούς προσαγωγής και της συνεχούς καύσης.

Τα απορρίµµατα προσάγονται στην εγκατάσταση αποτέφρωσης (µονάδα καύσης) είτε µε απορριµµατοφόρα (ΟΤΑ ή ιδιωτικών φορέων αποκοµιδής), είτε µέσα σε κοντέινερς (οδικώς ή σιδηροδροµικώς) προερχόµενα από σταθµούς µεταφόρτωσης, όπως επίσης και οδικώς από

Page 155: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

136

µεµονωµένους µικροπαραγωγούς (βιοτεχνίες, πολίτες) και κατά κανόνα υπόκεινται σε δειγµατοληψία για προσδιορισµό της σύστασής τους.

Οδική προσαγωγή

Κατάλληλα οχήµατα είναι απορριµµατοφόρα, κοντέινερς (ανοικτά ή κλειστά, βλ. παρακάτω), όπως και οχήµατα µικροπαραγωγών. Για την εξασφάλιση της οµαλής προσαγωγής ιδίως σε ώρες αιχµής απαιτούνται µία σειρά από κατασκευαστικά µέτρα :

- Χώρος αναµονής οχηµάτων πριν τις ζυγαριές. - 2 ζυγαριές εισόδου, εφοδιασµένες µε ηλεκτρονικό σύστηµα καταγραφής. - Χώρος αναµονής οχηµάτων στο δρόµο µεταξύ ζυγαριών και χώρου ξεφορτώµατος. - Αίθουσα ξεφορτώµατος, κατά κανόνα µε ράµπα προσέγγισης και θερµαινόµενη το χειµώνα. Η είσοδος και η έξοδος οχηµάτων ελέγχονται µε σηµατοδότες. Οι θύρες εισόδου και εξόδου είναι ενσωµατωµένες σε µία προς αποφυγή δηµιουργίας ρευµάτων αέρα. Το ύψος της αίθουσας πρέπει να είναι επαρκές ακόµη και για ξεφόρτωµα κοντέινερς (γύρω στα 9,5 m).

- Ζυγαριά εξόδου όπως και δεύτερη έξοδος χωρίς ζυγαριά για οχήµατα µε γνωστό (αποθηκευµένο στο σύστηµα καταγραφής) καθαρό βάρος.

Εκτός από τις διαδροµές εισόδου και εξόδου για τα απορριµµατοφόρα, προβλέπονται και διαδροµές για πυροσβεστικά οχήµατα, προµηθευτές ανταλλακτικών, προσωπικό και επισκέπτες.

Σιδηροδροµική προσαγωγή

Σχετικά µε τη σιδηροδροµική µεταφορά των απορριµµάτων στη µονάδα καύσης, υπάρχουν γενικά δύο κύριες κατηγορίες κοντέινερς, τα ανοικτά και τα κλειστά (πιεστικά). Τα ανοικτά έχουν δυναµικότητα µέχρι και 8 τόνους, συνδέονται µέχρι και 3 σε 1 συρµό και µπορούν χωρίς τη βοήθεια γερανού να µεταφερθούν από φορτηγό σε αµαξοστοιχία και τανάπαλιν, ενώ η εκκένωσή τους γίνεται µε ανατροπή (από φορτηγό) ή µε γερανό (από αµαξοστοιχία). Τα κλειστά γεµίζουν µε πρέσα (σταθµός µεταφόρτωσης), έχουν δυναµικότητα µέχρι και 20 τόνους, συνδέονται µέχρι και 2 σε 1 συρµό και µπορούν να µεταφερθούν µόνον µε γερανό, ενώ για την εκκένωσή τους οδηγούνται στην άκρη της τάφρου σε ειδικά σηµεία και εκφορτώνουν υδραυλικά.

5.4.2. ∆ειγµατοληπτικός έλεγχος

Πριν από την καύση είναι απαραίτητος ένας έλεγχος των απορριµµάτων για τους ακόλουθους λόγους :

- ∆εν επιτρέπεται να εισέρχονται στην τάφρο υλικά επικίνδυνα για τη λειτουργία της εγκατάστασης (π.χ. εκρηκτικά).

- Πρέπει να αποκλείονται συγκεκριµένα υλικά που επιβαρύνουν τα συστήµατα κατακράτησης ρύπων και να τυγχάνουν ειδικής επεξεργασίας ως ειδικά απορρίµµατα.

Ένας καθολικός έλεγχος συνεπάγεται βέβαια υψηλό κόστος και στην πράξη υποκαθίσταται από δειγµατοληπτικό έλεγχο, ο οποίος γίνεται ύστερα από ξεφόρτωµα είτε στο δάπεδο της αίθουσας είτε σε ειδική κυλιόµενη ταινία ελέγχου.

5.4.3. Οµογενοποίηση και στοίβαγµα των απορριµµάτων

Τα απορρίµµατα που προορίζονται για καύση καλύπτουν ένα ιδιαίτερα µεγάλο εύρος υλικών και συστατικών, κάτι που δηµιουργεί σοβαρές περιπλοκές στις φάσεις της καύσης και του

Page 156: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

137

καθαρισµού καυσαερίων. Ο σχεδιασµός και η διαστασιολόγηση του απαιτούµενου εξοπλισµού δε µπορεί να γίνει για µέγιστα αλλά για µέσες τιµές και, ως εκ τούτου πρέπει να αποφευχθούν αιχµές και απότοµες διακυµάνσεις των περιεκτικοτήτων σε επικίνδυνες ουσίες και της θερµογόνου δύναµης. Επίσης πρέπει να περιορισθεί το µέγεθος των καιγόµενων απορριµµάτων µε γνώµονα το χρόνο παραµονής τους στην εσχάρα καύσης (χρόνος αποτέφρωσης). Οι παραπάνω στόχοι επιτυγχάνονται µε θρυµµατισµό και καλή ανάµιξη.

5.4.4. Θρυµµατισµός ογκωδών απορριµµάτων

Τα ογκώδη απορρίµµατα ανέκαθεν θρυµµατίζονταν πριν καούν. Οι διαρκώς αυξανόµενες απαιτήσεις για την ποιότητα της καύσης και τον καθαρισµό των καυσαερίων έχουν τελευταία επιβάλλει και το θρυµµατισµό και άλλων απορριµµάτων που ανήκουν στις κατηγορίες οικιακά και εµπορικά. Για το θρυµµατισµό των απορριµµάτων στις µονάδες καύσης χρησιµοποιούνται κυρίως περιστροφικοί κοπτήρες και κοπτήρες τύπου γκιλοτίνας. Οι κοπτήρες τύπου γκιλοτίνας χρησιµοποιούνται για ιδιαίτερα βαριά και ανθεκτικά απορρίµµατα. Οι περιστροφικοί κοπτήρες ανήκουν στην κατηγορία των µύλων-κοπτήρων, εµφανίζονται σε µοντέλα µε 1 ή 2 κοπτήρες, δουλεύουν σε 20-60 στροφές/min και έχουν µηχανισµό αυτόµατου φρεναρίσµατος και µερικής αναστροφής σε περίπτωση υπερφόρτισης.

5.4.5. Τάφρος απορριµµάτων

Οι τάφροι απορριµµάτων διαστασιολογούνται για ενδιάµεση αποθήκευση ποσότητας 3-5 ηµερών. Παράδειγµα: Ετήσια παραγωγή 200.000 τόνοι (τα µισά απορρίµµατα της Θεσσαλονίκης) συνεπάγεται 3.850 τόνοι/εβδοµάδα ή 770 τόνοι/ηµέρα (µέση τιµή πενθηµέρου). Για χωρητικότητα τάφρου ικανή για αποθήκευση ποσότητας 4 ηµερών, για µία πυκνότητα απορριµµάτων µετά την εκφόρτωσή τους στην τάφρο 300 kg/m3 και µε µία διακύµανση +/- 10% στην προσαγόµενη ποσότητα απορριµµάτων προκύπτει αναγκαίος όγκος τάφρου: 770.000*1,1*4/300=11.300 m3 (όγκος κύβου ακµής 22,4 m3). H τάφρος χωρίζεται στις ακόλουθες επιµέρους ζώνες:

- Ζώνη ξεφορτώµατος. - Ζώνη ανάµιξης. - Ζώνη στοιβάγµατος (κλίση του σωρού: 80-85°).

Υπάρχουν 2 κύριες κατασκευαστικές παραλλαγές της τάφρου, η τάφρος βάθους και η επιφανειακή, µε τις σηµερινές υψηλές απαιτήσεις σε µία µονάδα καύσης απορριµµάτων να µπορούν να εκπληρωθούν καλύτερα µε την επιφανειακή, αλλά στην πράξη να προτιµάται κάποια µέση λύση µεταξύ των δύο.

Η τάφρος βάθους είναι στενή και ψηλή. Η διαφορά ύψους µεταξύ του επιπέδου εκφόρτωσης και του δαπέδου της τάφρου είναι περίπου 10 m. Πλεονεκτήµατά της είναι οι µικρές διαδροµές του γερανού και οι µικρές απαιτήσεις σε επιφάνεια. Μειονεκτήµατα αποτελούν η δαπανηρή θεµελίωση (ασφάλιση έναντι ανώσεως στην περίπτωση που η κατασκευή φθάσει στον υπόγειο υδροφόρο ορίζοντα), ο κίνδυνος αυτανάφλεξης (σε περιπτώσεις µεγάλου στοιβάγµατος) και ο περιορισµένος διατιθέµενος χώρος (πλάτος τάφρου) για την ανάµιξη των απορριµµάτων.

Στην επιφανειακή τάφρο, η υψοµετρική διαφορά µεταξύ επιπέδου εκφόρτωσης και δαπέδου τάφρου είναι 4-5 m. Το πλάτος της τίθεται κοντά στη µέγιστη διαδροµή του γερανού (30 m µείον το πλάτος της χοάνης τροφοδοσίας). Πλεονεκτήµατα της παραλλαγής αυτής αποτελούν η φθηνή θεµελίωση και ο επαρκής διαθέσιµος χώρος για ανάµιξη των απορριµµάτων. Στα µειονεκτήµατα κατατάσσονται η µεγάλη διαδροµή του γερανού και οι υψηλές απαιτήσεις σε επιφάνεια.

Page 157: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

138

Η ζώνη εκφόρτωσης µπορεί να χρησιµοποιηθεί εν µέρει και ως ζώνη στοιβάγµατος (µε κλειστές τις θύρες των θέσεων εκφόρτωσης), αλλά πρέπει πάντοτε να υπάρχουν διαθέσιµες θέσεις εκφόρτωσης (τουλάχιστον 4). Για την ανάµιξη των απορριµµάτων µπορούν να χρησιµοποιηθούν και τµήµατα των ζωνών εκφόρτωσης και στοιβάγµατος. Από τη ζώνη ανάµιξης τα απορρίµµατα µεταφέρονται µε το γερανό είτε στη ζώνη στοιβάγµατος είτε απευθείας στην εστία καύσης.

Γερανός

Λειτουργίες που επιτελεί ο γερανός είναι :

- Η διαρκής κένωση των θέσεων εκφόρτωσης. - Η ανάµιξη των απορριµµάτων. - Το στοίβαγµα των απορριµµάτων. - Η τροφοδοσία της εστίας καύσης. - Η καταπολέµηση περιπτώσεων πυρκαγιάς.

Κατά κανόνα υπάρχουν 2 γερανογέφυρες, µε την 1 ως εφεδρική. Μία γερανογέφυρα θα πρέπει να είναι σε θέση να αντεπεξέλθει σε συνθήκες κανονικής λειτουργίας. Η ισχύς προδιαγράφεται έτσι ώστε να ανταποκρίνεται στο διπλάσιο της τροφοδοσίας της εσχάρας. Παράδειγµα: 200.000 τόνοι/έτος και 330 ηµέρες λειτουργίας/a προϋποθέτουν µία ικανότητα καύσης περίπου 25 τόνους/h. Στην περίπτωση αυτή η γερανογέφυρα προδιαγράφεται για 50 τόνους/h. Mε ένα σύνηθες περιεχόµενο µίας λήψης (αρπάγης) της τάξης των 6 m3 (ή 2 τόνους), η τελευταία προδιαγραφή αντιστοιχεί σε 25 κύκλους (διαδροµές) λειτουργίας την ώρα, οι οποίες θα διεξάγονται σε πλάτος τάφρου µέχρι και 60 m. Προβλεπόµενος βοηθητικός εξοπλισµός του γερανού περιλαµβάνει αυτοµατισµούς οδήγησης και λήψης όπως και πρόβλεψη για ζύγισµα. Η λειτουργία των γερανών επιβλέπεται από τον οδηγό σε µία εξωτερική καµπίνα, η οποία µπορεί να εγκατασταθεί σε διάφορα σηµεία όπως στον τοίχο κατά µήκος της τάφρου (είτε απέναντι στις θέσεις εκφόρτωσης είτε απέναντι στις χοάνες τροφοδοσίας), σε πλευρικό τοίχο (συχνά µαζί µε τη βάρδια) ή και στους 2 πλευρικούς τοίχους (1 για κάθε γερανογέφυρα). Για καµία από τις παραπάνω θέσεις δεν είναι εύκολα προσπελάσιµες ταυτοχρόνως όλες οι ζώνες (χοάνη, θέσεις εκφόρτωσης, ζώνη στοιβάγµατος, ζώνη ανάµιξης) και για το σκοπό αυτό εγκαθίστανται κατά περίπτωση κάµερες επίβλεψης. Στο σχεδιασµό της καµπίνας του οδηγού του γερανού πρέπει να ληφθούν υπόψη και τα ακόλουθα στοιχεία :

- Κλιµατισµός. - Εγκατάσταση πλυσίµατος (ή φυσήµατος) για καθαρισµό των τζαµιών. - Εξασφαλισµένη οδός διαφυγής σε περίπτωση πυρκαγιάς. - Τουαλέτα.

Πυροπροστασία στο χώρο της τάφρου

Η τάφρος έχει αποδειχθεί το τµήµα εκείνο της εγκατάστασης καύσης µε την υψηλότερη επικινδυνότητα έναντι πυρκαγιών. Ιδιαίτερα προβληµατικός έχει αποδειχθεί ο έγκαιρος εντοπισµός πυρκαγιών, καθώς συνήθη φαινόµενα κατά τη λειτουργία αποτελούν τα σύννεφα σκόνης, τα οποία καθιστούν δύσκολο τον άµεσο εντοπισµό καπνού. Μέχρι στιγµής όλα τα αυτόµατα συστήµατα πυροπροστασίας έχουν αποδειχθεί αναξιόπιστα. Ιδιαίτερα αποτελεσµατικό µέτρο πυρόσβεσης αποτελεί η ανύψωση του καιγόµενου πυρήνα µε το γερανό, ο οποίος µπορεί κατόπιν να οδηγηθεί απευθείας στην εστία καύσης (αφού ενδεχοµένως εκκενωθεί προηγουµένως το φρεάτιο τροφοδοσίας). Λόγω των παραπάνω είναι επιβεβληµένη η ιδιαίτερη προστασία του γερανού και της καµπίνας οδήγησης από τις επιπτώσεις µίας πυρκαγιάς. ∆όκιµα µέτρα για το σκοπό αυτό είναι:

Page 158: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

139

- Προσαγωγή στην καµπίνα αέρα αναρροφούµενου από µία περιοχή ασφαλή από

καπνό µέσω αγωγού προστατευµένου από φωτιά. - Προστασία των παραθύρων της καµπίνας από την ακτινοβολούµενη θερµότητα. - Τηλεχειρισµός του γερανού. - Εγκατάσταση του εξοπλισµού λειτουργίας και ρύθµισης του γερανού σε δωµάτιο

ασφαλές από φωτιά. - Εγκατάσταση ψεκασµού για τα καλώδια επί της γερανογέφυρας.

Κατά το σχεδιασµό του καλύµµατος της αίθουσας της τάφρου πρέπει να προβλεφθεί ένα άνοιγµα επιφάνειας γύρω στο 15% της συνολικής επιφάνειας του καλύµµατος για την απαγωγή του καπνού και της θερµότητας σε περίπτωση πυρκαγιάς.

Γενικός κανόνας είναι ότι η εστία καύσης πρέπει να διατηρηθεί σε λειτουργία όσο το δυνατόν περισσότερο, καθώς ένα µεγάλο ποσοστό του καπνού αναρροφάται από την αίθουσα της τάφρου ως πρωτεύων αέρας καύσης.

5.5. Συµβατικές µέθοδοι

5.5.1. Γενικά

Οι τεχνολογίες ΘΕ απορριµµάτων µε ανάκτηση ενέργειας αναπτύχθηκαν κατά τις δεκαετίες του ’70 και του ’80 ως εναλλακτικές λύσεις της χρήσης συµβατικών καυσίµων, για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Η διάκριση των µεθόδων θερµικής επεξεργασίας γίνεται βασικά µε το είδος της εστίας καύσης και τον τύπο του θαλάµου καύσης. Μια τυπική µονάδα καύσης φαίνεται στην Εικόνα 49.

Εικόνα 49. Τυπική εγκατάσταση καύσης.

Ανάλογα τον τύπο της εστίας καύσης, διακρίνονται οι παρακάτω τεχνολογίες ΘΕ:

α) Εστίας τύπου εσχάρας.

Page 159: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

140

β) Εστίας τύπου ρευστοποιηµένης κλίνης. γ) Περιστρεφόµενου κλιβάνου.

Ανάλογα τον τύπο του θαλάµου καύσης, η θερµική επεξεργασία διακρίνεται σε: α) Μαζικής καύσης.

β) Τµηµατικής καύσης.

γ) Καύσιµου από Σκουπίδια [ΚαΣ, (RDF, Refuse Derived Fuel)].

Οι µονάδες µαζικής καύσης, τµηµατικής καύσης και RDF, χαρακτηρίζονται ως συµβατικές λόγω της µακρόχρονης εφαρµογής τους σε οικονοµικά ανεπτυγµένες χώρες µε πλούσια βιοµηχανική παράδοση (π.χ. Ιαπωνία, ΗΠΑ, Γερµανία, Αγγλία, Γαλλία, Ισπανία, ∆ανία, Σουηδία κ.λπ.). Η λειτουργία τους είχε ως αποτέλεσµα την ελάττωση του όγκου των απορριµµάτων προς διάθεση, την αποφυγή της µόλυνσης υπόγειων και επιφανειακών υδροφόρων οριζόντων και το συνεπαγόµενο οικονοµικό όφελος από την πώληση της ανακτούµενης ηλεκτρικής ενέργειας. Η εγκατάσταση καύσης των απορριµµάτων µπορεί – για µεγάλες µονάδες – να διαθέτει και τµήµα ανάκτησης της εκλυόµενης ενέργειας. Στην περίπτωση αυτή, τα καπναέρια µετά τον καθαρισµό τους οδηγούνται σε ειδικό εναλλάκτη θερµότητας για παραγωγή ατµού που χρησιµοποιείται για την παραγωγή ηλεκτρικής ή θερµικής ενέργειας. Στη συνέχεια τα καπναέρια ψύχονται και εκλύονται στην ατµόσφαιρα. Όταν η εγκατάσταση δε διαθέτει τµήµα ανάκτησης ενέργειας, τα καπναέρια απλώς ψύχονται, διέρχονται από το σύστηµα καθαρισµού και οδηγούνται στην ατµόσφαιρα. Για το σχεδιασµό και τη σωστή λειτουργία των εγκαταστάσεων καύσης, τα στοιχεία που κυρίως λαµβάνονται υπόψη είναι η ποσότητα, η θερµογόνος δύναµη των απορριµµάτων, η σύστασή τους, η περιεχόµενη σε αυτά υγρασία και η εποχιακή διακύµανση όλων των παραπάνω χαρακτηριστικών.

Κατά την καύση των απορριµµάτων παράγεται κυρίως διοξείδιο του άνθρακα (CO2) και υδρατµοί ενώ εκλύεται και θερµότητα. Στην περίπτωση ατελούς καύσης (συνθήκες έλλειψης οξυγόνου) παράγεται και µονοξείδιο του άνθρακα (CO). Οι διαδοχικές φάσεις της ΘΕ των απορριµµάτων µέχρι την πλήρη καύση τους είναι:

(α) Ξήρανση του υλικού σε θερµοκρασίες λίγο επάνω από 100οC. (β) Εξαερίωση κατά την οποία αποµακρύνεται το πτητικό κλάσµα σε θερµοκρασία

αερίου 250οC. (γ) Έναυση όπου ο άνθρακας µετατρέπεται σε αέρια προϊόντα σε θερµοκρασία 500-

600οC. (δ) Αποτέφρωση όπου σε θερµοκρασία 800-1100οC τα αέρια που προήλθαν από τις

προηγούµενες φάσεις οξειδώνονται πλήρως.

5.5.2. Ολική καύση

Είναι µια διαδικασία καύσης σε πολύ υψηλή θερµοκρασία που µετατρέπει τη στάχτη σε ένα υγρό κατάλοιπο. Στην εγκατάσταση αυτή τα θρυµµατισµένα απορρίµµατα κατέρχονται βραδέως στο φούρνο και συναντούν τα αέρια που ανέρχονται συνεχώς όλο και πιο θερµά. Γίνεται ξήρανση και προοδευτική άνοδος της θερµοκρασίας. Τα παραγόµενα θερµά αέρια µπορούν να χρησιµοποιηθούν για την παραγωγή ατµού και για την τροφοδότηση του φούρνου για τις ανάγκες της καύσης των απορριµµάτων.

5.5.3. Είδη εστίας καύσης

5.5.3.1. Εστία εσχαρών

Οι εστίες καύσης εσχάρας αποτελούνται από τα εξής µέρη:

Page 160: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

141

- ∆ιάταξη-φρεάτιο τροφοδότησης.

- Μηχανική εσχάρα (µε ηλεκτρική ή υδραυλική κίνηση) και χοάνη υποδοχής των διαρροών από την εσχάρα.

- Φλογοθάλαµος. - ∆οχείο σκωρίας. - Σύστηµα προσαγωγής αέρα καύσης. - Σύστηµα ελέγχου και ρύθµισης. - Βοηθητικοί καυστήρες για την εκκίνηση και διακοπή, όπως επίσης και για την εξασφάλιση

µίας ελάχιστης θερµοκρασίας καύσης.

Τροφοδότηση της εσχάρας

Τα απορρίµµατα οδηγούνται στην εσχάρα µέσω ενός φρεατίου πτώσης και µίας δοσοµετρικής διάταξης.

Φρεάτιο τροφοδοσίας

To φρεάτιο τροφοδοσίας είναι κωνικά διαµορφωµένο σαν χοάνη στο επάνω µέρος για την τροφοδοσία από το γερανό. Η κωνική διαµόρφωση σχεδιάζεται έτσι ώστε να καλύπτει το περιεχόµενο µίας λήψης του γερανού. Το φρεάτιο έχει πλάτος ίσο µε το πλάτος της εσχάρας και ύψος πάνω από 1 m, ενώ ψύχεται εξωτερικά µε αέρα ή νερό και προβλέπεται η δυνατότητα φραγής του κατά την εκκίνηση/διακοπή µέσω απλών ή διπλών υδραυλικών διαφραγµάτων (λιγότερο κατάλληλα είναι συστήµατα τύπου σύρτη).

∆οσοµετρική διάταξη

Οι συνηθέστερες δοσοµετρικές διατάξεις (διανοµείς) σε µονάδες καύσης απορριµµάτων είναι τα υδραυλικά ωστήρια, ενώ σπανιότερα χρησιµοποιούνται και ατέρµονες εσχάρες (κυλιόµενες ταινίες). Στην περίπτωση των υδραυλικών ωστηρίων χρησιµοποιούνται συνήθως 2, το ένα δίπλα στο άλλο. Βασικό πλεονέκτηµα στην περίπτωση των ωστηρίων είναι ο επιτυγχανόµενος παράλληλος τεµαχισµός (ακόµη και συµπιεσµένων) στοιβαγµένων απορριµµάτων. Στα µειονεκτήµατα κατατάσσονται η ασυνεχής πρόωση του υλικού και η συµπίεσή του από τα ωστήρια, γιατί τα απορρίµµατα εκτονώνονται απότοµα µετά την είσοδό τους στο φλογοθάλαµο. Κατά τη χρήση ατέρµονης εσχάρας ως δοσοµετρική διάταξη, µπορεί να εµφανισθεί «φρακάρισµα» στο χώρο µεταξύ φρεατίου τροφοδοσίας και κυλιόµενης ταινίας. Πλεονεκτήµατα της παραλλαγής αυτής είναι η συνεχής και εύκολη στη ρύθµιση τροφοδότηση.

Εστία καύσης και φλογοθάλαµος

Στην εσχάρα και στο χώρο επάνω από αυτήν λαµβάνουν χώρα οι χηµικές αντιδράσεις, οι οποίες οξειδώνουν, εξυγιαίνουν και αδρανοποιούν το ανοµοιογενές µίγµα των απορριµµάτων. Για το σκοπό αυτό προσάγεται στις περιοχές αυτές το οξειδωτικό µέσο, δηλ. ο αέρας καύσης. Επάνω στην εσχάρα λαµβάνουν χώρα ετερογενείς αντιδράσεις (δηλ. σε στερεά, υγρή και αέρια φάση) µέσα στα καιγόµενα απορρίµµατα, ενώ κατά τη µετάκαυση στο φλογοθάλαµο και στην πρώτη διαδροµή των καυσαερίων στο λέβητα λαµβάνουν χώρα κατά κανόνα οµογενείς αντιδράσεις σε αέρια φάση. Η καύση στην εσχάρα επηρεάζεται σηµαντικά από την οδήγηση των καυσαερίων επάνω από αυτήν, κάτι που καθορίζεται από την κατασκευαστική διαµόρφωση της εστίας.

Σύστηµα αέρα καύσης

Ο αέρας καύσης αναρροφάται από 2 θέσεις:

- Από την τάφρο απορριµµάτων. - Κάτω από το περίβληµα του λεβητοστασίου.

Page 161: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

142

Ο αέρας καύσης διαχωρίζεται στον πρωτογενή (που προσάγεται στο κάτω µέρος της εσχάρας και τη διαρρέει) και στον δευτερογενή (ο οποίος προσάγεται επάνω από την εσχάρα και µέσα στο φλογοθάλαµο µε προορισµό την παραγωγή τύρβης και την ολοκλήρωση της καύσης).

Πρωτογενής αέρας καύσης:

- Η αναρρόφηση γίνεται από το χώρο της τάφρου απορριµµάτων της µονάδας (ή εναλλακτικά κάτω από το περίβληµα του λέβητα).

- Αποτελεί περίπου το 75% του συνολικά προσαγόµενου αέρα καύσης.

- Υφίσταται κατά κανόνα διβάθµια προθέρµανση (1η βαθµίδα: µέχρι 120°C, 2

η βαθµίδα:

µέχρι 200°C). - Χρησιµοποιείται φυγοκεντρικός ανεµιστήρας (τυπική περίπτωση: 1500 στροφές/λεπτό, στατική πίεση: 50 mbar (5000 Pa)), ο οποίος εγκαθίσταται µέσα στο λεβητοστάσιο.

- Υπάρχει δυνατότητα ρυθµιζόµενης κατανοµής στις επιµέρους ζώνες της εσχάρας.

∆ευτερογενής αέρας καύσης:

- Η αναρρόφηση γίνεται κάτω από το περίβληµα του λέβητα. - Αποτελεί περίπου το 25% του συνολικά προσαγόµενου αέρα καύσης. - Ο ανεµιστήρας τοποθετείται κυρίως κάτω από τη χοάνη απορριµµάτων και είναι στατικής πίεσης µέχρι 80 mbar.

- Η προθέρµανση είναι δόκιµη µέχρι τους 100°C (βελτιώνεται η κινητική των χηµικών αντιδράσεων του CO και του CH4).

- Η προσαγωγή γίνεται στη στένωση, στην περιοχή της πρώτης διαδροµής των καυσαερίων στο φλογοθάλαµο (παραγωγή τύρβης για καλή ανάµιξη) και εναλλακτικά στο επάνω µέρος του φλογοθαλάµου.

Ανακυκλοφορία καυσαερίων:

Για την επίτευξη όσο το δυνατόν πληρέστερης καύσης των αερίων συστατικών, ένα µέρος του ρεύµατος καυσαερίων (σε θερµοκρασία 220°C µετά την αποκονίωση) επανοδηγείται στην εστία καύσης. Η γεωµετρία της εστίας καύσης εξαρτάται από τα εξής:

Το µέγεθος, το σχήµα και την αρχή λειτουργίας των εσχαρών. Το στροβιλισµό, την οµογενοποίηση, το χρόνο παραµονής και τον τρόπο ψύξης των

απαερίων.

Για την εξασφάλιση της σωστής καύσης απαιτούνται:

α) Καλή κατασκευή των εσχάρων. β) Βέλτιστη γεωµετρία του φλογοθαλάµου. γ) Παρεµβάσεις κατά τη λειτουργία ώστε να επιτευχθεί µείωση της τιµής O2 σε 8% κ.ό. επί

των ξηρών καυσαερίων.

Κατηγορίες εσχαρών βάσει της κατασκευής φλογοθαλάµου

Υπάρχουν τρεις κατασκευαστικές παραλλαγές φλογοθαλάµων που οδηγούν σε τρεις διαφορετικές εστίες καύσης:

Εστία καύσης οµορροής (µεγάλοι χρόνοι παραµονής σε υψηλές θερµοκρασίες, ιδιαίτερα οµογενής σύσταση καυσαερίων, ευνοϊκά χαµηλές τιµές µονοξειδίου του άνθρακα και οξυγόνου, πιθανά προβλήµατα έναυσης σε περίπτωση χαµηλής θερµογόνου δύναµης).

Page 162: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

143

Εστία καύσης αντιρροής (ιδιαίτερα κατάλληλη για απορρίµµατα µε χαµηλή θερµογόνο δύναµη, συνήθως κατασκευάζεται µε εσχάρα οπισθοδρόµησης, το καυσαέριο ρέει πάνω από τη ζώνη ξήρανσης-προκαλεί έντονες ανοµοιογένειες).

Εστία καύσης µεσορροής (µέση λύση των δύο παραπάνω-κλίνοντας προς την οµορροή, χαµηλότερες θερµοκρασίες φλογοθαλάµου και µικρότεροι χρόνοι παραµονής από ό,τι στην οµορροή).

Κατηγορίες εσχαρών βάσει του τρόπου τροφοδοσίας

Κύριος προορισµός της εσχάρας είναι η µεταφορά του καυσίµου (απορριµµάτων) µέσα στον αντιδραστήρα σε περίπου 1 ώρα. Για το σκοπό αυτό η εσχάρα πρέπει να σχεδιασθεί έναντι των ακολούθων φορτίσεων:

- Μηχανική φόρτιση από το βάρος των απορριµµάτων. - Θερµική φόρτιση από την εκλυόµενη θερµότητα κατά την καύση. - Χηµική φθορά (διάβρωση). - Μηχανική φόρτιση εξαιτίας της κίνησης.

Oι προδιαγραφές που πρέπει να τηρούν οι εσχάρες των µονάδων καύσης απορριµµάτων είναι:

- Ακριβής ρύθµιση του πρωτογενούς αέρα. - Καµία µεταβολή στις διαστάσεις των διαθεσίµων ανοιγµάτων ροής για τον πρωτογενή αέρα κατά τη διάρκεια της λειτουργίας της εγκατάστασης.

- Αποφυγή ανοµοιογενειών στον πρωτογενή αέρα. - Μεταβλητότητα της ταχύτητας πρόωσης στις επιµέρους ζώνες. - Καλή ανάµιξη. - Μικρή στροβίλωση σωµατιδίων σκόνης. - Μικρές διαρροές υλικού από την εσχάρα (διαµέσου των ανοιγµάτων ροής αέρα). - Αποφυγή της επικόλλησης τηγµένων υλικών στην εσχάρα, όπως και της οξείδωσης των εσχαρίων.

- Εύκολη αντικατάσταση των εσχαρίων. - Μακροί χρόνοι ακινησίας (διαστήµατα συντήρησης).

α. Εσχάρες συνεχούς τροφοδοσίας

- Ατέρµονη - κυλιόµενη εσχάρα: Τα απορρίµµατα δεν αναδεύονται αλλά καίγονται στο ίδιο πάντα εσχάριο. Στην αρχή της εσχάρας πραγµατοποιείται ξήρανση του φορτίου και στη συνέχεια καίγονται τα πτητικά.

- Κυλινδρική εσχάρα: Αποτελείται από κυλινδρικά εσχάρια, τα οποία λειτουργούν ανεξάρτητα και έχει κλίση 20-300.

β. Εσχάρες ασυνεχούς τροφοδοσίας

- Εσχάρα Πρόωσης: Αποτελούνται από τα εσχάρια τα οποία είναι το ένα τοποθετηµένο πάνω στο άλλο σε σχηµατισµό σκάλας και οι πρώτες σειρές προωθούν τα απορρίµµατα στις επόµενες όπως το έµβολο. Η επιφάνεια της εσχάρας χωρίζεται σε τέσσερις ζώνες. Στην πρώτη γίνεται ξήρανση των απορριµµάτων, στη δεύτερη καίγονται τα πτητικά, στην τρίτη γίνεται η καύση του εξανθρακώµατος και στην τελευταία η καύση των υπολοίπων. Η εσχάρα πρόωσης διακρίνεται σε δύο κατηγορίες: (α) εσχάρα εµπρόσθιας πρόωσης και (β) εσχάρα οπισθοδρόµησης (τύπου Martin).

Page 163: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

144

- Εσχάρα Αντώσεως: Έχει µεγάλη κλίση και η κίνηση των εσχαρών επιτυγχάνεται µε ωστήριους ράβδους και µε έµβολα λαδιού.

Εκκίνηση καύσης

Κατά την εκκίνηση µίας µονάδας καύσης απορριµµάτων από την κρύα κατάσταση, ο φλογοθάλαµος πρέπει να θερµανθεί περίπου στους 850°C πριν αρχίσουν να εισέρχονται σε αυτόν απορρίµµατα προς καύση. Επίσης πρέπει να εξασφαλισθεί ότι η ελάχιστη θερµοκρασία του φλογοθαλάµου κατά τη λειτουργία δε θα κατέβει κάτω από αυτό το όριο. Για τους παραπάνω λόγους εγκαθίστανται στο φλογοθάλαµο καυστήρες έναυσης και καυστήρες υποστήριξης, οι οποίοι λειτουργούν µε πετρέλαιο θέρµανσης ή µε φυσικό αέριο (συχνά καυστήρες εναλλασσοµένου καυσίµου). Οι καυστήρες έναυσης (συνήθως 2) πρέπει να µπορούν να καθαρίζονται δονητικά από επικαθίσεις.

Εάν οι καυστήρες έναυσης και υποστήριξης προδιαγραφούν για το 50% της ονοµαστικής ισχύος της εσχάρας, η εκκίνηση µίας κρύας εστίας µπορεί να ολοκληρωθεί σε 6-8 ώρες. Ο παραπάνω χρόνος µπορεί να µειωθεί στο µισό, εάν οι θερµαντικές επιφάνειες του λέβητα προθερµανθούν µε βοηθητικό ατµό.

∆ιαρροές εσχάρας

Το ποσοστό συµµετοχής των διαρροών υλικού από την εσχάρα στη συνολική ροή µάζας της σκωρίας ανέρχεται στο 1%. Έτσι, η περιεκτικότητα της σκωρίας σε άκαυστα επηρεάζεται ελάχιστα από τις διαρροές εσχάρας που είναι πλούσιες σε αυτά και αναµιγνύονται µε αυτήν. Ακόµη δεν έχει δοκιµασθεί πειραµατικά η επανοδήγηση των διαρροών εσχάρας στην εστία.

Αποσκωριωτής

Η θερµή σκωρία σβήνεται σε λουτρό νερού µέσα στο δοχείο σκωρίας του αποσκωριωτή, αφού προηγουµένως πέσει από την άκρη της εσχάρας, ενδεχοµένως και µε τη βοήθεια κυλίνδρου ανακοπής. Υπάρχουν 2 γενικές κατηγορίες αποσκωριωτών:

Αποσκωριωτές ωστηρίου, ασυνεχούς λειτουργίας: Πλεονεκτήµατα:

- Μικρό περιεχόµενο σε νερό. - Μικρή µηχανική φθορά λόγω τριβής.

Μειονεκτήµατα: - Κάποιος κίνδυνος στόµωσης («φρακαρίσµατος»). - ∆υσκολίες κατά την εκκένωση. - Ανάγκη για πρόσθετη διάταξη οδήγησης στην αποθήκη σκωρίας.

Αποσκωριωτές κυλιόµενης ταινίας, συνεχούς λειτουργίας: Πλεονεκτήµατα: - Μικρός κίνδυνος στουµπώµατος. - Άµεση οδήγηση στην αποθήκη σκωρίας. Μειονεκτήµατα: - Μεγάλη µηχανική φθορά λόγω τριβής. - Μεγάλο περιεχόµενο σε νερό.

Ρύθµιση της εστίας

Καθοριστικά µεγέθη για τη ρύθµιση µίας εστίας καύσης µε εσχάρα είναι:

- Ροή µάζας στην εσχάρα. - Ποσότητα αέρα καύσης.

Page 164: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

145

- Κατανοµή του αέρα καύσης σε πρωτογενή και δευτερογενή.

- Κατανοµή του πρωτογενούς αέρα στις επιµέρους ζώνες της εσχάρας. - Κατανοµή του δευτερογενούς αέρα σε διαφορετικά ακροφύσια. - Χρόνος παραµονής των απορριµµάτων στην εστία. - Ανάδευση των απορριµµάτων στην εσχάρα. - Μήκος και µορφή της φλόγας στην εσχάρα και στο φλογοθάλαµο.

Ως κριτήριο καλής καύσης µπορούν να χρησιµοποιηθούν:

- Χρονική διακύµανση της παραγωγής ατµού. - Περιεκτικότητα Ο2 στα καυσαέρια.

- Περιεκτικότητα CO στα καυσαέρια. - Μορφή της φλόγας στο φλογοθάλαµο.

Η ρύθµιση της εστίας δεν είναι πλήρως αυτοµατοποιηµένη και εξαρτάται από την πείρα και την τέχνη του προσωπικού.

∆ιαδικασία καύσης Τα απορρίµµατα οδηγούνται στην εσχάρα µέσω ενός φρεατίου πτώσης και µίας δοσοµετρικής διάταξης (2 υδραυλικά ωστήρια, ατέρµονες εσχάρες). Το φρεάτιο, στο επάνω τµήµα του, είναι κωνικά διαµορφωµένο σαν χοάνη για τη διευκόλυνση της τροφοδοσίας από το γερανό. Η κωνική διαµόρφωση σχεδιάζεται µε τέτοιο τρόπο ώστε να καλύπτει το περιεχόµενο µιας λήψης του γερανού. Το φρεάτιο ψύχεται εξωτερικά µε αέρα ή νερό και προβλέπεται η δυνατότητα φραγής του κατά την εκκίνηση/διακοπή µέσω απλών ή διπλών υδραυλικών διαφραγµάτων. Τα φαινόµενα που συµβαίνουν επάνω στην εσχάρα διακρίνονται σε έξι επιµέρους ζώνες:

1. Ζώνη ξήρανσης (εκτείνεται στο αρχικό 20% του µήκους της εσχάρας): Τα εισερχόµενα απορρίµµατα παραλαµβάνουν θερµότητα µε ακτινοβολία από τη φλόγα (ακτινοβολία αερίων και σωµατιδίων) και µε συναγωγή από τον προθερµασµένο πρωτεύοντα αέρα καύσης, µε αποτέλεσµα να εξατµίζεται η περιεχόµενη σε αυτά υγρασία και τα πτητικά συστατικά.

2. Ζώνη πυρόλυσης: Αυξάνοντας τη θερµοκρασία εξατµίζονται διαρκώς περισσότερα πτητικά συστατικά.

3. Ζώνη έναυσης: Η απαραίτητη θερµότητα για την έναυση του στερεού υλικού προσδίδεται σε αυτό από επάνω µε ακτινοβολία (από τη φλόγα και τα εσωτερικά τοιχώµατα του φλογοθαλάµου).

4. Ζώνη εξαερίωσης: Η µεγάλη αύξηση της θερµοκρασίας εξαιτίας της πλήρους έναυσης των απορριµµάτων προκαλεί εξαερίωση µιας ποικιλίας υλικών που περιέχονται σε αυτά.

5. Ζώνη καύσης: Ο εναποµένων άνθρακας οξειδώνεται πλήρως, ενώ στο φλογοθάλαµο καίγονται τα αέρια που παράχθηκαν από τις φάσεις της πυρόλυσης και της εξαερίωσης. Μεγάλη σηµασία έχει η επαρκής ψύξη της εσχάρας από το πρωτεύοντα αέρα που τη διαρρέει.

6. Ζώνη ολοκλήρωσης της καύσης: Η ολοκλήρωση της καύσης αποδίδει αρκετά αδρανοποιηµένο (ανόργανο) στερεό υπόλειµµα στο τέλος της εσχάρας.

5.5.3.2. Θερµική επεξεργασία µε εστία τύπου ρευστοποιηµένης κλίνης

Η ρευστοποιηµένη κλίνη (Εικόνα 50) χαρακτηρίζεται από µια γρήγορη, συνεχή και εναλλασσόµενη κίνηση των σωµατιδίων στο χώρο. Η µέθοδος αυτή χρησιµοποιείται τα τελευταία 25 χρόνια και ένας από τους σπουδαιότερους λόγους προτίµησής της είναι ο

Page 165: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

146

έλεγχος του αποτεφρωτήρα και συγκεκριµένα ο έλεγχος της αντίδρασης καύσης, της ρύπανσης και της λειτουργίας.

Στην καύση µε εστία ρευστοποιηµένης κλίνης, η καύσιµη ύλη καίγεται σε µια κλίνη από αδρανές υλικό. Η θερµότητα που ελευθερώνεται δεσµεύεται στο µεγαλύτερο µέρος της από τις θερµαντικές επιφάνειες. Πριν τροφοδοτηθούν τα απορρίµµατα προς καύση, γίνεται εκκίνηση του λέβητα µε τη βοήθεια ενός καυστήρα πετρελαίου ή αερίου, ώστε να επιτευχθεί η θερµοκρασία ανάφλεξης. Οι εγκαταστάσεις ρευστοποιηµένης κλίνης διακρίνονται σε τρία είδη:

(α) Σταθερή. (β) Περιστροφική. (γ) Ταχεία.

5.5.3.3. Θερµική επεξεργασία µε περιστρεφόµενο κλίβανο

Το σύστηµα περιστρεφόµενου κλιβάνου αποτελείται από:

- Το σύστηµα υποδοχής. - Το δοσοµετρικό σύστηµα. - Τον περιστρεφόµενο κύλινδρο. - Το σύστηµα παροχής αέρα. - Τον επιπλέον καυστήρα. - Το θάλαµο µετάκαυσης (τοποθετείται ώστε να διευκολυνθεί η πλήρης καύση των απορριµµάτων, λόγω του ότι ο χρόνος παραµονής τους είναι µικρός).

- Το σύστηµα αποµάκρυνσης της σκόνης και της σκωρίας.

Στους συµβατικούς περιστρεφόµενους κλιβάνους, ο κύλινδρος είναι οριζόντιος και περιστρέφεται περί του άξονα του. Το υλικό (πρέπει να υπάρχει σταθερή και συνεχής παροχή) αναδεύεται, καίγεται και οδηγείται στο άλλο άκρο µε την κατάλληλη κλίση (2-4%). Η καταστροφή των οργανικών επιτυγχάνεται µε συνδυασµό υψηλών θερµοκρασιών και κατάλληλου χρόνου παραµονής. Γενικά, όσο µεγαλύτερη η θερµοκρασία, τόσο µικρότερος ο χρόνος παραµονής που απαιτείται για την καύση.

Τα πλεονεκτήµατα της µεθόδου είναι τα εξής:

1. Έχει τη δυνατότητα να κάψει µεγάλη ποικιλία αποβλήτων.

2. Τα απορρίµµατα δε χρειάζονται προεπεξεργασία.

3. Ελέγχεται εύκολα ο χρόνος παραµονής των απορριµµάτων στον κλίβανο.

4. Επιτυγχάνεται αποτελεσµατική επαφή µε τον αέρα.

ενώ στα µειονεκτήµατα συγκαταλέγονται τα παρακάτω:

1. Παραγωγή µεγάλης ποσότητας σωµατιδίων λόγω υψηλής στροβιλότητας και τριβής που δηµιουργείται στον κλίβανο.

2. Απαιτείται µεγάλη ποσότητα περίσσειας αέρα (100-150%).

3. Ένα µεγάλο µέρος της θερµότητας χάνεται µε τη στάχτη.

4. Είναι αναγκαίος συχνά ένας θάλαµος µετάκαυσης.

Page 166: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

147

(α) Ρευστοποιηµένη κλίνη ανακυκλοφορίας.

(β) Σταθερή ρευστοποιηµένη κλίνη.

Εικόνα 50. Εστίες ρευστοποιηµένης κλίνης.

Page 167: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

148

5.5.4. Είδη θαλάµου καύσης

5.5.4.1. Μαζική καύση

Τα σύµµεικτα απορρίµµατα αποτεφρώνονται στις µονάδες µαζικής καύσης, χωρίς να είναι απαραίτητος κάποιος προηγούµενος διαχωρισµός. Χαρακτηριστικό των µονάδων αυτών είναι ότι διαθέτουν µόνο έναν θάλαµο καύσης. Κατηγοριοποιούνται ως εξής:

(1) Εσχαρών (πρόωσης θαλάµων µε πυρίµαχα τοιχώµατα). (2) Λεβήτων µε υδραυλούς (Εικόνα 51). (3) Περιστρεφόµενου, κεκλιµένου, υδρόψυκτου κλιβάνου.

Εικόνα 51. ∆ιάταξη µονάδας µαζικής καύσης απορριµµάτων µε υδραυλωτό λέβητα.

Προσοχή πρέπει να δοθεί στην αποτροπή εισόδου προβληµατικών υλικών στη µονάδα, όπως ογκώδη, παλαιά ελαστικά αυτοκινήτων, πλαίσια και υλικά περίφραξης. Στην περίπτωση µη ύπαρξης διαχωριστών στο σύστηµα, είναι δύσκολη η εκτροπή από τη συνολική ροή των απορριµµάτων υλικών όπως γυαλί, µεταλλικά κουτιά και µπαταρίες. Υπάρχουν διάφορες κατασκευαστικές παραλλαγές της τυπολογίας που αφορούν κυρίως στοιχεία τροφοδότησης, ανάµιξης και περιστροφής.

i. Μαζική καύση εσχαρών

Σε ένα σύστηµα µαζικής καύσης η προεπεξεργασία των στερεών απορριµµάτων γίνεται πριν αυτά τοποθετηθούν στη χοάνη του συστήµατος. Η µεταφορά των απορριµµάτων από το χώρο

Page 168: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

149

αποθήκευσής τους στη χοάνη τροφοδοσίας εσχάρας, πραγµατοποιείται µε τη βοήθεια γερανού, ο οποίος χρησιµοποιείται και για την εκτροπή των ογκωδών, αδρανών και επικινδύνων απορριµµάτων. Η µηχανική εσχάρα είναι το σηµαντικότερο τµήµα της εστίας και µε αυτή εξασφαλίζεται η τροφοδοσία και ανάµιξη των απορριµµάτων. Από το κάτω µέρος της εσχάρας προσάγεται ο πρωτεύων αέρας καύσης µε τη βοήθεια καταλλήλων διατάξεων. Αρκετές παραλλαγές αυτού του συστήµατος είναι βασισµένες σε περιστροφικά και παλινδροµικά στοιχεία.

Οι εσχάρες είναι στερεωµένες στα τοιχώµατα της εστίας καύσης πάνω σε ένα φέροντα µηχανισµό. Οι κύριες λειτουργίες των εσχαρών είναι η µεταφορά των αποβλήτων από το δοσοµετρικό σύστηµα, η οµοιογενής παροχή του πρωτεύοντος αέρα, η αναµόχλευση της φωτιάς στη ζώνη καύσιµης ύλης και η µεταφορά της στάχτης. Ο χώρος κάτω από τις εσχάρες αποτελείται από διαχωρισµένες µεταξύ τους ζώνες, έτσι ώστε να είναι δυνατή η ρύθµιση της παροχής του αέρα που απαιτείται για την καύση ανάλογα µε τις ανάγκες. Η ταχύτητα προώθησης των απορριµµάτων στις εσχάρες και η παροχή του αέρα µπορούν να ρυθµίζονται µε ακρίβεια. Κάτω από τη ζώνη βρίσκονται τοποθετηµένες χοάνες για την τέφρα που φθάνει στον υποδοχέα τέφρας.

Το βάρος της τέφρας φθάνει το 10-20% του βάρους των απορριµµάτων. Συνεπώς, µε την καύση επιτυγχάνεται µείωση του όγκου των οικιακών απορριµµάτων κατά 80-90%. Από τον υποδοχέα η τέφρα µεταφέρεται στο χώρο εναπόθεσής της, ενώ τα καπναέρια, µετά τον καθαρισµό και την πιθανή επαναχρησιµοποίησή τους για ανάκτηση ενέργειας, διοχετεύονται στην ατµόσφαιρα. Τα καπναέρια περιέχουν θειούχες ενώσεις, υδροχλώριο, αιωρούµενα σωµατίδια και διάφορους οργανικούς ρύπους. Εάν διοχετευθούν στην ατµόσφαιρα χωρίς επεξεργασία και σε µεγάλες ποσότητες µπορούν να προκαλέσουν σηµαντική ρύπανση.

Για το σχεδιασµό των αποτεφρωτήρων λαµβάνονται υπόψη η ποσότητα, η σύσταση και η θερµογόνος δύναµη των απορριµµάτων, δηλαδή η ποσότητα θερµότητας που απελευθερώνεται κατά την καύση τους. Για την προθέρµανση της κύριας εστίας του αποτεφρωτήρα είναι απαραίτητη η προσθήκη καυσίµου υποστήριξης (π.χ. πετρελαίου ή φυσικού αερίου). Η χρήση καυσίµου υποστήριξης όµως µπορεί να απαιτηθεί ακόµη και όταν η θερµογόνος δύναµη των απορριµµάτων είναι χαµηλή και δε µπορεί να διατηρήσει την καύση.

Το µεγαλύτερο πρόβληµα της καύσης, που περιορίζει τις δυνατότητες εφαρµογής αλλά και την οικονοµική της αποδοτικότητα, εντοπίζεται στην ατµοσφαιρική ρύπανση που µπορεί να προκληθεί από τις εκποµπές των καπναερίων, π.χ. HCl, σκόνη, NΟx και SOx. Τα υπολείµµατα της καύσης και η συγκρατούµενη ιπτάµενη τέφρα µεταφέρονται συνήθως για ταφή, ενώ τελευταία αξιοποιούνται ως αδρανές υλικό στην οδοποιία ή στην τσιµεντοβιοµηχανία.

Οι µονάδες µαζικής καύσης πυρίµαχων τοιχωµάτων µε εσχάρες πρόωσης χρησιµοποιήθηκαν κατά τη δεκαετία του ’70 και στις αρχές του ’80. Στόχος τους απετέλεσε η µείωση του όγκου των απορριµµάτων κατά 70-90% χωρίς να πραγµατοποιείται ανάκτηση ενέργειας. Στις εγκαταστάσεις µαζικής καύσης µε υδραυλούς πραγµατοποιείται ανάκτηση ενέργειας από τον παραγόµενο ατµό του λέβητα. Οι µονάδες αυτές παρουσιάζουν υψηλότερο βαθµό απόδοσης καύσης από ό,τι οι εγκαταστάσεις πυρίµαχων τοιχωµάτων, αν και η µείωση του όγκου των απορριµµάτων παραµένει περίπου η ίδια.

ii. Μαζική καύση περιστρεφόµενου κλιβάνου

Στις µονάδες µαζικής καύσης περιστρεφόµενου υδρόψυκτου κλιβάνου κλίσης 15-20ο, η είσοδος των απορριµµάτων πραγµατοποιείται στο υψηλότερο σηµείο µε υδραυλικό έµβολο (Εικόνα 52). Ο προθερµασµένος αέρας καύσης αποστέλλεται προς τον κλίβανο από διάφορες εισόδους. Η αργή περιστροφή του κλιβάνου (10-20 περιστροφές/ώρα) έχει ως αποτέλεσµα την ανάδευση των δηµοτικών ΣΑ και ως εκ τούτου την πλήρη καύση τους.

Page 169: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

150

Εικόνα 52. ∆ιάταξη µαζικής καύσης µε περιστρεφόµενο κλίβανο.

Ο περιστρεφόµενος κλίβανος µπορεί να χρησιµοποιηθεί ακόµη και για την καύση των βιοµηχανικών αποβλήτων και των ρυπασµένων εδαφών, επειδή έχει τη δυνατότητα να κάψει εκτός από τα ΣΑ και τα υγρά σε σηµαντικές περιεκτικότητες (κάτι που δεν µπορεί να κάνει π.χ. η εσχάρα).

5.5.4.2. Τµηµατική καύση

Οι µονάδες τµηµατικής καύσης µεταφέρονται προκατασκευασµένες και δέχονται µη επεξεργασµένα απορρίµµατα. Χαρακτηρίζονται από µικρές δυναµικότητες (18 έως 270 τόνους ανά ηµέρα) και διακρίνονται σε µονάδες:

(α) Έλλειψης ή ελεγχόµενου αέρα. (β) Περίσσειας αέρα.

i. Τµηµατική καύση µε σύστηµα ελεγχόµενου αέρα

Η µέθοδος ελεγχόµενου αέρα είναι γνωστή και ως καύση σε συνθήκες έλλειψης αέρα. Στην Εικόνα 53 παρουσιάζεται ένα διάγραµµα µονάδας τµηµατικής καύσης ελεγχόµενου αέρα µε έµβολα τροφοδότησης.

Page 170: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

151

Αρχικά, τα απόβλητα προς καύση εισάγονται στο βασικό (ή πρωτεύοντα) θάλαµο καύσης,

µαζί µε ποσότητα αέρα ή οξυγόνου µικρότερη της απαιτούµενης στοιχειοµετρικής για την καύση των αποβλήτων (δεν ξεπερνά το 60-70% της στοιχειοµετρικής). Ο αέρας καύσης (πρωτεύων αέρας) εισέρχεται κάτω από την κλίνη µε τη βοήθεια ενός µηχανισµού. Στο βασικό θάλαµο είναι απαραίτητη η παρουσία τουλάχιστον ενός καυστήρα, ώστε να επιτευχθεί η απαραίτητη θερµοκρασία λειτουργίας.

Εικόνα 53. Μονάδα τµηµατικής καύσης ελεγχόµενου αέρα µε έµβολα τροφοδότησης.

Τα παραγόµενα αέρια από την πρωτοβάθµια (ή πρωτογενή) καύση εισέρχονται στο δευτερεύοντα θάλαµο απαερίωσης, όπου προστίθεται περίσσεια αέρα (100% έως 140% της στοιχειοµετρικής ποσότητας) µέσω ανεµιστήρα για να ολοκληρωθεί η καύση. Στο δευτερεύοντα θάλαµο, οι θερµοκρασίες που επικρατούν είναι υψηλότερες από ό,τι στο βασικό. Είναι πιθανό, ανάλογα µε τη θερµογόνο δύναµη και την περιεχόµενη υγρασία των αποβλήτων, να χρειασθεί επιπλέον πρόσδοση θερµότητας, φαινόµενο που µπορεί να προβλεφθεί µε την τοποθέτηση βοηθητικών καυστήρων. Οι βοηθητικοί καυστήρες τοποθετούνται στην είσοδο του δευτερεύοντος θαλάµου, ώστε να διατηρηθούν οι επιθυµητές θερµοκρασίες κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες λειτουργίας και παροχής απαερίων.

ii. Καύση σε συνθήκες περίσσειας αέρα

Η µονάδα που λειτουργεί µε συνθήκες περίσσειας αέρα είναι µία µικρή πολυβάθµια µονάδα επεξεργασίας (Εικόνα 54). Tυπικά, η πολυβάθµια µονάδα καύσης είναι µία συµπαγής εγκατάσταση που περιλαµβάνει εσωτερικά µία σειρά από θαλάµους και διαχωριστικά, τα οποία µπορούν να λειτουργούν διαδοχικά ή οµαδικά.

Page 171: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

152

Εικόνα 54. Μονάδα τµηµατικής καύσης περίσσειας αέρα.

Η απαίτηση σε αέρα και στους δύο θαλάµους είναι υψηλότερη της στοιχειοµετρικής (100-150% περίσσεια αέρα). Τα απόβλητα εισέρχονται στον πρώτο θάλαµο καύσης και στη συνέχεια, αφού κλείσει η πόρτα τροφοδοσίας αποβλήτων, αναφλέγονται ένας ή δύο καυστήρες, ώστε να επιτευχθεί η επιθυµητή θερµοκρασία στο δεύτερο θάλαµο. Όταν η θερµοκρασία φθάσει στο στόχο της, τότε αναφλέγεται και ο καυστήρας του πρώτου θαλάµου καύσης. Κατά τη διάρκεια αυτής της φάσης, τα απόβλητα αποξηραίνονται, αναφλέγονται και καίγονται από τη θερµότητα που συντηρείται από τον καυστήρα του πρώτου θαλάµου διαµέσου των τοιχωµάτων του. Η υγρασία και τα πτητικά συστατικά των αποβλήτων αεριοποιούνται και διαφεύγουν µαζί µε τα παραγόµενα αέρια της καύσης από τον πρώτο στο δεύτερο θάλαµο διαµέσου µιας φλεγόµενης θύρας. Στη συνέχεια εισάγεται περίσσεια αέρα από τη φλεγόµενη θύρα, ο οποίος αναµιγνύεται µε τα πτητικά συστατικά στο χώρο του δευτέρου θαλάµου καύσης, όπου είναι τοποθετηµένοι ένας ή δύο καυστήρες ώστε να συντηρήσουν επαρκώς τη θερµοκρασία για την καύση των πτητικών ουσιών. Ο ρόλος του δευτέρου θαλάµου καύσης είναι να εξασφαλίσει τον απαραίτητο χρόνο, την απαραίτητη θερµοκρασία και τη συµπληρωµατική ποσότητα καυσίµου για την καύση των οργανικών συστατικών που δεν πρόλαβαν να καούν στον πρωτεύοντα θάλαµο. Τα καυσαέρια εξέρχονται από το δεύτερο θάλαµο, ο οποίος είναι συνδεδεµένος µε την καπνοδόχο είτε απ’ευθείας είτε µέσω συσκευής ελέγχου ατµοσφαιρικής ρύπανσης.

Τα πλεονεκτήµατα των µονάδων αυτών είναι:

∆έχονται ποικιλία αποβλήτων. Εύκολος έλεγχος του χρόνου παραµονής των απορριµµάτων στον κλίβανο. Αποτελεσµατική επαφή των απορριµµάτων µε τον αέρα.

Στα µειονεκτήµατά τους συγκαταλέγονται: Η παραγωγή µεγάλης ποσότητας σωµατιδίων στα απαέρια. Η απαίτηση ύπαρξης του δευτερεύοντα θαλάµου καύσης.

Page 172: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

153

Η υψηλή απαιτούµενη περίσσεια αέρα. Οι υψηλές απώλειες θερµότητας της τέφρας.

Η θύρα εξόδου των αποβλήτων ελέγχεται από τη ρύθµιση της περιστροφικής κίνησης του κλιβάνου και της γωνίας κλίσης του. Στο τέλος της καύσης έχει αποµείνει προς το τέλος του κλιβάνου τέφρα, η οποία απορρίπτεται σε ξηρή µορφή ή σβήνεται σε λουτρό νερού. Οι εγκαταστάσεις έλλειψης (ή ελεγχόµενου) αέρα είναι οικονοµικότερες σε σχέση µε τις αντίστοιχες της περίσσειας. Η προσαγόµενη ποσότητα αέρα στον πρωτεύοντα θάλαµο καύσης είναι µικρότερη της στοιχειοµετρικής. Τα απαέρια οδηγούνται στο δευτερεύοντα θάλαµο καύσης, όπου πραγµατοποιείται καύση περίσσειας αέρα µε τη βοήθεια συµβατικού καυσίµου (π.χ. φυσικό αέριο). Οι υψηλές θερµοκρασίες που αναπτύσσονται οµοιόµορφα στο δευτερεύοντα θάλαµο καύσης, σε συνδυασµό µε την καλή ανάµιξη που επιτυγχάνεται από την τύρβη των απαερίων, συνεισφέρουν στη µείωση του σχηµατισµού και των εκποµπών σωµατιδίων και οργανικών ρύπων. Με τον τρόπο αυτό δεν απαιτούνται εκτενή συστήµατα ελέγχου της αέριας ρύπανσης.

5.5.4.3. Καύση ΚαΣ

Τα ανακτώµενα υλικά (γυαλί, σιδηρούχα µέταλλα και αλουµίνιο) διαχωρίζονται από τη µάζα των απορριµµάτων µηχανικά και συλλέγονται για επεξεργασία και µελλοντική πώληση ή διάθεση. Το κλάσµα των υπόλοιπων υλικών (χαρτί, πλαστικό, ∆-Ξ-Λ-Υ, λοιπά καύσιµα) ονοµάζεται Καύσιµο από Σκουπίδια [ΚαΣ (RDF)]. Η χρήση του ΚαΣ πραγµατοποιείται, τόσο στην ίδια τη µονάδα παραγωγής του όσο και σε κλιβάνους της τσιµεντοβιοµηχανίας αυτούσιο ή µε τη µορφή πελετών (πλεονέκτηµα εύκολης µεταφοράς και αποθήκευσης (Εικόνα 55).

Εικόνα 55. Χρήση αποβλήτων υψηλής θερµογόνου δύναµης στην τσιµεντοβιοµηχανία.

Το ΚαΣ µπορεί να χρησιµοποιηθεί στην εστία καύσης µετά από επεξεργασία µε την οποία επιτυγχάνεται η οµογενοποίηση και µείωση του όγκου του. Στους θαλάµους ΚαΣ η εστία είναι συνήθως ρευστοποιηµένης κλίνης (Εικόνα 56), κάτω από την οποία διοχετεύεται ο

Page 173: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

154

πρωτογενής αέρας καύσης. Οι εγκαταστάσεις καύσης ΚαΣ λειτουργούν µε περίσσεια αέρα

80-100%. Η καύση του ΚαΣ πραγµατοποιείται στο φλογοθάλαµο, µεταξύ του οποίου και του συστήµατος καθαρισµού καυσαερίων παρεµβάλλεται διάταξη λέβητα.

Εικόνα 56. Εστία ρευστοποιηµένης κλίνης ΚαΣ.

Ο διερχόµενος από τα ακροφύσια αέρας υπό πίεση (30-100% περίσσεια) «ρευστοποιεί» το υπόστρωµα της κλίνης (CaCO3), το οποίο διαστελλόµενο καταλαµβάνει διπλάσιο όγκο. Το ΚαΣ εισάγεται στην επιφάνεια του αντιδραστήρα ρευστοποιηµένης κλίνης. Η πραγµατοποιούµενη ανάδευση ευνοεί τη δηµιουργία τύρβης και την ανάµιξη µε ευεργετικά αποτελέσµατα στη µετάδοση θερµότητας (θερµοκρασία κλίνης 815οC). Το βοηθητικό καύσιµο δεν είναι απαραίτητο µετά την εκκίνηση και η κλίνη παραµένει σε υψηλή θερµοκρασία για περίπου 24 ώρες καθιστώντας αυτοδύναµη την επανεκκίνηση της µονάδας.

Οι µονάδες καύσης ΚαΣ (Εικόνα 57) διαθέτουν κατεργαστές και επεξεργαστές για τη µείωση του όγκου των σωµατιδίων. Λόγω του ότι στα απορρίµµατα ενδεχοµένως να υπάρχουν εκρηκτικά ή εύφλεκτα υλικά, οι κατεργαστές είναι εξοπλισµένοι µε κατάλληλες ασφαλιστικές διατάξεις. Με τον τρόπο αυτό, δηµιουργείται η απαραίτητη τύρβη για τη βελτιστοποίηση της καύσης

Λόγω των γνωστών χαρακτηριστικών της εισερχόµενης µάζας απορριµµάτων, οι µονάδες αυτού του τύπου ανταποκρίνονται εύκολα στις απαιτήσεις προστασίας του περιβάλλοντος µε τη χρήση κατάλληλων συστηµάτων παρακράτησης ρύπων και επεξεργασίας υπολειµµάτων. Τα συστήµατα ΘΕ µε ΚαΣ θεωρούνται αποδοτικότερα αυτών της µαζικής καύσης λόγω της οµογενοποιηµένης φύσης του ΚαΣ, η οποία επιτρέπει τον έλεγχο της καύσης και µεγαλύτερη απόδοση των συστηµάτων κατακράτησης ρύπων. Επιπρόσθετα, µια προσεκτική σχεδίαση του συστήµατος µπορεί να αποµακρύνει σηµαντικό µέρος των µετάλλων, πλαστικών και

Page 174: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

155

άλλων υλικών που µπορεί να συµβάλλουν στην εκποµπή επικίνδυνων αερίων. Στην περίπτωση ανυπαρξίας αγοράς ανακυκλώσιµων, η συνολική ποσότητα προς Τ∆ στους χώρους υγειονοµικής ταφής απορριµµάτων είναι µεγαλύτερη αυτής των µονάδων µαζικής καύσης.

Εικόνα 57. Μονάδα ΘΕ ΚαΣ µε λέβητα.

Ο διαχωρισµός των µονάδων αυτής της τυπολογίας προκύπτει από τη ροή αποβλήτων που δέχονται (µόνο ΚαΣ ή ΚαΣ-δηµοτικά στερεά) και από τα τεχνικά τους χαρακτηριστικά (εσχάρες καύσης ή ρευστοποιηµένης κλίνη). Οι µονάδες ρευστοποιηµένης κλίνης ΚαΣ διακρίνονται σε:

(1) Κλίνης φυσαλίδων (bubbling-bed).

(2) Ανακυκλοφορούσας κλίνης (circulating-bed).

Το σύστηµα καύσης αποτελείται από κατακόρυφο χαλύβδινο κύλινδρο µε αµµώδη ή ασβεστολιθική κλίνη, βοηθητική εσχάρα υποστήριξης, και ακροφύσια (γνωστά ως «ταγιέρες») για την έγχυση του αέρα. Η χρήση ασβεστόλιθου ως υλικού κατασκευής της κλίνης, επιτρέπει την καύση ανθρακούχων υψηλής περιεκτικότητας σε θείο µε ελάχιστες εκποµπές διοξειδίου θείου.

5.5.5. Εκµετάλλευση ενέργειας

Στόχος της ΘΕ είναι η αδρανοποίηση και καταστροφή των επικινδύνων ουσιών των απορριµµάτων που δεν είναι υλικά αξιοποιήσιµα. Η εκµετάλλευση της εκλυόµενης ενέργειας (ενέργειας που εµπεριέχεται στα απορρίµµατα) βελτιώνει την οικονοµικότητα της µεθόδου. Ο παραγόµενος ατµός µπορεί να χρησιµοποιηθεί στη βιοµηχανία, για παραγωγή ηλεκτρισµού

Page 175: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

156

και για (τηλε-)θέρµανση/ψύξη. Η βιοµηχανική χρήση εξασφαλίζει µία σταθερή κατανάλωση όλο το χρόνο αλλά και µία εξάρτηση από µία ή περισσότερες παραγωγικές διαδικασίες, κάτι που µακροπρόθεσµα µπορεί να αποδειχθεί παρακινδυνευµένο. Η ηλεκτροπαραγωγή αποτελεί επίσης έναν αξιόπιστο µακροχρόνιο καταναλωτή, µε σηµαντικό όµως µειονέκτηµα τις µεγάλες απώλειες µετατροπής και απόβλητης θερµότητας (80%). Η τροφοδότηση δικτύων θέρµανσης εµφανίζει έντονη εποχιακή εξάρτηση και διακύµανση. ∆υνατός (και τις περισσότερες φορές ενδεικνυόµενος) είναι συνδυασµός 2 ή και των 3 λύσεων (συµπαραγωγή - πολυπαραγωγή), κάτι το οποίο προωθείται ισχυρά και σε Ευρωπαϊκό επίπεδο γενικότερα.

5.5.6. Λέβητας απόβλητης θερµότητας σε µονάδες καύσης

Ο λέβητας απόβλητης θερµότητας παρεµβάλλεται µεταξύ του φλογοθαλάµου και της εγκατάστασης καθαρισµού των καυσαερίων. Σε αυτόν λαµβάνει χώρα µετάδοση θερµότητας µε συναγωγή και ακτινοβολία από τα καυσαέρια στον κύκλο νερού-ατµού.

Κατασκευαστικές παραλλαγές

Οι λέβητες µονάδων καύσης απορριµµάτων κατασκευάζονται κατά κανόνα ως λέβητες φυσικής κυκλοφορίας. Μπορεί να γίνουν οι ακόλουθες διακρίσεις:

Ανάλογα µε το µέσο παραλαβής θερµότητας: - Λέβητας θερµού νερού. - Λέβητας κορεσµένου ατµού. - Λέβητας υπέρθερµού ατµού.

Ανάλογα µε τη διάταξη των διαδροµών των καυσαερίων (µετάδοση θερµότητας µε συναγωγή):

- Λέβητας κατακόρυφων διαδροµών. - Λέβητας οριζοντίων διαδροµών

Ανάλογα µε τον αριθµό των διαδροµών των καυσαερίων:

- Λέβητας 3 διαδροµών. - Λέβητας 4 διαδροµών. - Λέβητας 5 διαδροµών.

Ανάλογα µε την αρχή κατασκευής:

- Κρεµάµενος λέβητας. - Εδρασµένος λέβητας.

Ανάλογα µε τον τρόπο οδήγησης των καυσαερίων:

- Αεραυλωτός. - Υδραυλωτός (συνηθέστερος).

Ανάλογα µε τη διεύθυνση περιρροής των αυλών:

- Οριζόντιος. - Κατακόρυφος.

Κριτήρια σχεδιασµού λεβήτων σε µονάδες καύσης

Στο σχεδιασµό και τη διαστασιολόγηση µονάδων καύσης απορριµµάτων πρέπει να θέτονται οι ακόλουθοι στόχοι:

Page 176: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

157

- Μακροί χρόνοι διαδροµών καυσαερίων.

- Μεγάλη διαθεσιµότητα µέσου παραλαβής θερµότητας. - Βαθµός απόδοσης λέβητα σταθερός στο χρόνο.

Για την εκπλήρωση των παραπάνω στόχων πρέπει να προσεχθούν τα εξής:

- Χρόνος παραµονής των απαερίων στο τµήµα ακτινοβολίας του λέβητα περίπου 10 sec, ώστε να εξασφαλισθεί πλήρης καύση των στερεών σωµατιδίων.

- Επαρκής ψύξη των καυσαερίων στο τµήµα ακτινοβολίας, ακόµη και στην περίπτωση πολλών επικαθήσεων στα τοιχώµατα αυτού.

- Χαµηλή ταχύτητα ροής των καυσαερίων κατά τη µετάβασή τους από το φλογοθάλαµο στο τµήµα ακτινοβολίας του λέβητα, ώστε να αποφεύγεται η συµπαραρροή στερεών σωµατιδίων.

- Επιτάχυνση των καυσαερίων, κατά τη µετάβασή τους από την 2η στην 3

η διαδροµή

(µέσω κατάλληλης στένωσης της διατοµής ροής) στα 6-8 m/sec, ώστε να επιτυγχάνεται ένας πρώτος διαχωρισµός των στερεών σωµατιδίων (αποκονίωση) λόγω αδράνειας. Στην 3

η διαδροµή, η ταχύτητα ροής πέφτει πάλι στα 5 m/sec.

- Τοποθέτηση εσωτερικών τοίχων σε περιοχές της 2ης

και 3ης

διαδροµής όπου ο λέβητας έχει πλάτος άνω των 5 m, προς αύξηση της θερµαντικής επιφάνειας και προς εσωτερική στήριξη των τοιχωµάτων του λέβητα.

- Ρευστοµηχανικά οµαλή µετάβαση από το τµήµα ακτινοβολίας στο τµήµα συναγωγής. - Μη τοποθέτηση υπερθερµαντήρα ακτινοβολίας στο φλογοθάλαµο. - Μείωση της θερµοκρασίας καυσαερίων οπωσδήποτε ως τους 650°C πριν από τον πρώτο υπερθερµαντήρα.

- Χαµηλή ταχύτητα καυσαερίων στο τµήµα συναγωγής προς αποφυγή µηχανικής διάβρωσης των δεσµών σωλήνων.

- Τοποθέτηση του πρώτου υπερθερµαντήρα σε οµορροή µε τα καυσαέρια, ώστε µέσω των σχετικά χαµηλών θερµοκρασιών των τοιχωµάτων, να αποφεύγεται η διάβρωση των τελευταίων.

- ∆υνατότητα πλήρους εκκένωσης της εγκατάστασης από το νερό. - Επαρκής προσπελασιµότητα όλων των δεσµών σωλήνων (για επισκευές). - Εξωτερικός καθαρισµός των κρεµάµενων δεσµών σωλήνων µε κρουστικά ή δονητικά συστήµατα.

- Εύκολα αποσυναρµολογήσιµη χοάνη τέφρας κάτω από το τµήµα συναγωγής. - Αεριοστεγανή κατασκευή λέβητα. - Ρύθµιση της θερµοκρασίας ατµού µε ενδιάµεσο ψεκασµό νερού.

Σύγκριση µεταξύ λεβήτων οριζοντίων και κατακόρυφων διαδροµών

Αν και οι δύο παραλλαγές διαφέρουν εµφανέστατα, καµία από τις δύο δε µπορεί να θεωρηθεί ως ιδιαίτερα πλεονεκτούσα. Ο λέβητας οριζοντίων διαδροµών καυσαερίων εµφανίζεται πλεονεκτικότερος σε θέµατα καθαρισµού των θερµαντικών επιφανειών και µπορεί να προκύψει 4-6 m χαµηλότερος από έναν λέβητα κατακόρυφων διαδροµών καυσαερίων της ίδιας ισχύος, εάν και το ύψος καθορίζεται κυρίως από το ύψος της 1

ης διαδροµής στην οποία

δεν υπάρχει διαφορά. Ο λέβητας κατακόρυφων διαδροµών εµφανίζεται πλεονεκτικότερος στο κόστος κατασκευής, το οποίο παραταύτα διατηρείται στα ίδια επίπεδα για λόγους ανταγωνιστικότητας.

Page 177: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

158

5.5.7. Αποµάκρυνση της τέφρας

Η τέφρα από τις διαδροµές των καυσαερίων σε µονάδες καύσης απορριµµάτων συλλέγεται συνήθως σε ξηρή µορφή. Υγρά συστήµατα απαγωγής της τέφρας απαντώνται µόνο σε κλιβάνους περιστρεφόµενου κυλίνδρου σε µονάδες καύσης ειδικών απορριµµάτων.

5.5.8. Κύκλωµα νερού-ατµού

Το κύκλωµα νερού-ατµού είναι εν γένει όµοιο µε αυτό των θερµικών, ηλεκτρικών και θερµοηλεκτρικών σταθµών. Στην περίπτωση αποκλειστικής παραγωγής ηλεκτρισµού, εκλείπει πάντως η ενεργειακή βελτιστοποίηση µέσω της αναθέρµανσης του ατµού. Άλλα γνωρίσµατα είναι οι σχετικά χαµηλές παράµετροι ατµού και η ύπαρξη εγκατάστασης συµπυκνωτήρα αέρα και µειωτήρα κυκλώµατος υψηλής πίεσης για φάσεις λειτουργίας χωρίς παραγωγή ηλεκτρισµού.

Παράµετροι ατµού σε µονάδες καύσης

Τα απαέρια των µονάδων καύσης απορριµµάτων χαρακτηρίζονται από µία έντονη διαβρωτικότητα, η οποία αυξάνει µε αύξηση της θερµοκρασίας των σωλήνων (αυλών). Εξαιτίας αυτού επιδιώκονται χαµηλές θερµοκρασίες στους σωλήνες και ως εκ τούτου χαµηλές παράµετροι ατµού (πίεση, θερµοκρασία), ώστε να περιορισθούν αστοχίες της εγκατάστασης εξαιτίας τρυπήµατος των αυλών λόγω διάβρωσης. Η ηλεκτροπαραγωγή απαιτεί σχετικά υψηλές θερµοκρασίες και πιέσεις ατµού (500°C -αύξηση του χαµηλού βαθµού απόδοσης), και επιβάλλει συντήρηση κάθε 4.000-5.000 ώρες. Σε περίπτωση που τροφοδοτείται µόνον δίκτυο (τηλε-)θέρµανσης/ψύξης, είναι ενδεικνυόµενος ο σχεδιασµός λέβητα κορεσµένου ατµού θερµοκρασίας ως 350°C και η συντήρηση µπορεί να γίνεται κάθε 7.000-8.000 ώρες.

Συµπυκνωτήρες αέρα Στα σηµεία που κατασκευάζονται οι µονάδες καύσης απορριµµάτων δεν υπάρχει συνήθως η δυνατότητα χρησιµοποίησης π.χ. κάποιου ποταµού για απαγωγή της θερµότητας από το συµπυκνωτήρα. Για το λόγο αυτό έχει καθιερωθεί η χρήση ξηρών συµπυκνωτήρων αέρα, η οποία µάλιστα οδηγεί και σε αποφυγή των σύννεφων ατµού που συνοδεύουν πάντοτε τη λειτουργία υγρών πύργων ψύξης. Στα µειονεκτήµατα των συµπυκνωτήρων αέρα κατατάσσονται:

- Η ηχορύπανση από τους ανεµιστήρες. - Η σχετικά υψηλή κατανάλωση ρεύµατος των ανεµιστήρων (η απορροφούµενη ισχύς ανέρχεται στο 1,5-2% της ψυκτικής ισχύος).

Μειωτήρας κυκλώµατος υψηλής πίεσης Μία µονάδα καύσης απορριµµάτων πρέπει να µπορεί να διατηρείται σε λειτουργία ακόµη και σε περιπτώσεις ακινησίας του στροβίλου. Στην περίπτωση αυτή ο ατµός οδηγείται, αφού στραγγαλιστεί και ψυχθεί µε πρόσδοση νερού, στο δοχείο συλλογής κορεσµένου ατµού και από εκεί στο συµπυκνωτήρα.

5.5.9. Προβλήµατα διάβρωσης

Οι λέβητες των µονάδων καύσης απορριµµάτων απειλούνται κυρίως από χηµική και κατά δεύτερο λόγω από µηχανική διάβρωση, κάτι που έχει οδηγήσει σε συχνές απρογραµµάτιστες διακοπές λειτουργίας, ιδίως σε παλαιότερες µονάδες.

Page 178: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

159

5.5.10. Εκποµπές ρύπων και καθαρισµός απαερίου

Η εγκατάσταση καθαρισµού καυσαερίων σε µία µονάδα καύσης απορριµµάτων δεν αποτελεί απλή βοηθητική εγκατάσταση, αλλά εξυπηρετεί άµεσα τον προορισµό της ίδιας της µονάδας. Ο καθαρισµός των καυσαερίων αποτελεί ένα σηµαντικό τµήµα της ΘΕ των απορριµµάτων, η οποία πρέπει να αντιµετωπίζεται σφαιρικά ως µία φυσικοχηµική επεξεργασία, καθώς φυσικές και χηµικές διεργασίες εξελίσσονται τόσο κατά την καύση όσο και κατά τα επιµέρους στάδια του καθαρισµού καυσαερίων. Ο βασικός προορισµός του καθαρισµού των καυσαερίων σε µονάδες καύσης απορριµµάτων είναι ο διαχωρισµός των αερίων και των (στο καυσαέριο υγροποιηµένων) στερεών προϊόντων της καύσης, µε περαιτέρω στόχο είτε µία περαιτέρω υλική τους αξιοποίηση είτε την ασφαλή Τ∆ (απόθεση). Το δυναµικό των υλικώς αξιοποιήσιµων συστατικών στα απαέρια µονάδων καύσης απορριµµάτων είναι πάντως χαµηλό (π.χ. επανάκτηση Hg, χρήση του Cl για παραγωγή HCl, χρήση των οξειδίων του θείου για παραγωγή γύψου). Κατά την απόθεση των υλικώς µη αξιοποιήσιµων συστατικών πρέπει να γίνει διάκριση µεταξύ:

- Απόρριψης φυσικών συστατικών του αέρα στην ατµόσφαιρα (κυρίως CO2 αλλά και ιχνοστοιχεία όπως οξείδια του αζώτου χωρίς πάντως την πρόκληση ουσιαστικών βλαβών στο περιβάλλον).

- Υγειονοµικής ταφής αδρανών στερεών σε χωµατερές (κυρίως αδρανοποιηµένη ιπτάµενη τέφρα).

- Υγειονοµικής ταφής σε ειδικούς χώρους (µίγµατα βαρέων µετάλλων, µίγµατα αλάτων).

Το είδος και η ποσότητα των περιεχοµένων των καυσαερίων από µονάδες καύσης απορριµµάτων (ΜΚΑ) εξαρτώνται από τη σύσταση του καυσίµου-απορρίµµατος, το σύστηµα καύσης, την οδήγηση των καυσαερίων και τις συνθήκες καύσης. Μία τυπική σύσταση ακάθαρτων καυσαερίων φαίνεται στον ακόλουθο Πίνακα 20:

Πίνακας 20. Συστατικά ακάθαρτων καυσαερίων από ΜΚΑ.

Συστατικό Τιµή Μονάδες Η2Ο 10-18 %, κατ'όγκον

CO2 6-12 %, κατ'όγκον

O2 7-14 %, κατ'όγκον

CO 20-600 mg/m3 HCl 400-1500 mg/m3 HF 2-20 mg/m3

SO2 200-800 mg/m3 NOx 250-400 mg/m3

∆ιοξίνες/Φουράνια 300-500 ng/m3 Τέφρα 800-15000 ng/m3

Oι πρώτες ερευνητικές δραστηριότητες γύρω από την καύση απορριµµάτων αφορούσαν κυρίως στη λειτουργία του ηλεκτρικού σταθµού. Η ΜΚΑ ήταν κι αυτή ένας θερµοηλεκτρικός σταθµός, ο οποίος καλούνταν να παράγει µεγάλες και σταθερές ποσότητες ατµού, κατά το δυνατόν συνεχώς τηρώντας παράλληλα όλες τις σχετικές διατάξεις προστασίας του περιβάλλοντος. Παράλληλα, θέµατα ασφαλείας λειτουργίας, διάβρωσης και δηµιουργίας επικαθήσεων αποτελούσαν αντικείµενο ενδιαφέροντος. Τα τελευταία χρόνια, η παραπάνω

Page 179: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

160

εικόνα έχει αλλάξει: Η ΜΚΑ θεωρείται πλέον ως καταβόθρα ρύπων, ως συσκευή καταστροφής οργανικών ρύπων και εξυγίανσης του στερεού αποβλήτου και ως µονάδα µείωσης του όγκου του στερεού αποβλήτου.

Ορισµένα νέα µέτρα και προσανατολισµοί, όπως η αποφυγή και η ελαχιστοποίηση της ΠΑ και η ξεχωριστή συλλογή υλικών, έχουν ήδη αρχίσει να δίνουν στην καύση απορριµµάτων έναν νέο ρόλο, αυτόν της καύσης των υπολειµµάτων των απορριµµάτων. Σηµαντικότατο σηµείο αποτελεί η µείωση των εκποµπών, η οποία αναφέρεται τόσο στα καυσαέρια όσο και στα στερεά κατάλοιπα. Η ανάκτηση ενέργειας αποτελεί θετικό παράλληλο φαινόµενο αλλά όχι πρωτεύοντα στόχο. Πάντως, σε πολλές περιπτώσεις, µείωση εκποµπών συνεπάγεται καλύτερη ενεργειακή εκµετάλλευση (π.χ. χαµηλές τιµές CO υπονοούν πλήρη καύση).

Εισαγωγή στα µέτρα για την ελάττωση των ρύπων

Τα µέτρα ελάττωσης των ρύπων από ΜΚΑ µπορούν να χωρισθούν σε δύο κύριες κατηγορίες, τα πρωτογενή και τα δευτερογενή (Πίνακας 21).

Πίνακας 21. ∆ιεργασίες χηµικού καθαρισµού καυσαερίων.

Υγρή διεργασία Αντιδραστήριο : υγρό, υπόλειµµα της διεργασίας : υγρό, διαχωρισµός των στερεών πριν τη χηµική αντίδραση

Ηµίυγρη (οιονεί-ξηρή) διεργασία

Αντιδραστήριο : υγρό, υπόλειµµα της διεργασίας : ξηρό, διαχωρισµός των στερεών µετά τη χηµική αντίδραση

Ξηρή διεργασία Αντιδραστήριο : ξηρό, υπόλειµµα της διεργασίας : ξηρό, διαχωρισµός των στερεών µετά τη χηµική αντίδραση

Τα πρωτογενή αποτρέπουν την παραγωγή ρύπων ενώ τα δευτερογενή "συλλαµβάνουν" τους ήδη υπάρχοντες ρύπους και τους φέρνουν σε µία µορφή ουδέτερη ή και αξιοποιήσιµη. Το µέχρι στιγµής αποτελεσµατικότερο µέτρο ελάττωσης των εκποµπών είναι ο καθαρισµός των καυσαερίων, στη βελτιστοποίηση του οποίου έχουν γίνει σηµαντικότατες πρόοδοι τα τελευταία 15 χρόνια. Ο καθαρισµός των καυσαερίων συνίσταται στο φυσικό διαχωρισµό των στερεών και στο χηµικό διαχωρισµό των αερίων ρύπων από τη ροή των καυσαερίων. Εφαρµόζονται 3 γενικές αρχές διεργασιών, οι οποίες περιγράφονται στον Πίνακα 22.

5.6. Καινοτόµες θερµικές µέθοδοι επεξεργασίας

5.6.1. Γενικά

Οι καινοτόµες µέθοδοι ΘΕ συνδυάζουν την καύση, την πυρόλυση και την εξαερίωση και οι µονάδες εφαρµογής τους αποτελούνται από τυποποιηµένες κατασκευές συµβατικών µονάδων. Οι σπουδαιότεροι λόγοι της γρήγορης εξάπλωσης των νέων µεθόδων είναι τα προκύπτοντα, λόγω εφαρµογής τους, οικολογικά (ελάχιστες εκποµπές αέριων ρύπων και µικρές ποσότητες τηγµένης σκωρίας µέσω διαχωρισµού πλύσης), ενεργειακά (εξοικονόµηση και ενεργειακή απεξάρτηση) και οικονοµικά (φθηνότερη κατασκευή) οφέλη. Για παράδειγµα, στην περίπτωση των µεθόδων Noell και Thermoselect (βλ. παρακάτω), όχι µόνο οι ποσότητες των ρύπων είναι ελάχιστες αφού η εξαερίωση λαµβάνει χώρα µε καθαρό οξυγόνο, αλλά επίσης παράγεται ηλεκτρική ενέργεια µε την αξιοποίηση του αέριου σύνθεσης.

Page 180: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

161

Πίνακας 22. Μέτρα ελάττωσης ρύπων.

Πρωτογενή µέτρα Τακτική Παραδείγµατα Οργανωτικά

Παραγωγική διαδικασία φτωχή σε ρύπους ή και υποκατάσταση προϊόντος

Πλαστικά απαλλαγµένα από Cd, µπαταρίες χωρίς Hg

Xωριστή συλλογή κλασµάτων πλουσίων σε ρύπους

Μπαταρίες, λαµπτήρες φθορισµού, φάρµακα, µεταχειρισµένα λάδια, βερνίκια

Προετοιµασία απορριµµάτων

Οµογενοποίηση, λειοτεµαχισµόςΜύλος, τύµπανο

∆ιαχωρισµός των φτωχών σε ρύπους κλασµάτων

RDF

∆ευτερογενή µέτρα Τακτική Παραδείγµατα ∆ιαµόρφωση λέβητα &φλογοθαλάµου

Γεωµετρία φλογοθαλάµου Οδήγηση της ροής, καύση σε ρευστοποιηµένο στρώµα

Οδήγηση του αέρα προσαγωγής

Ακροφύσια δευτερογενούς αέρα, µεταβολή κατανοµήςπρωτογενούς και δευτερογενούς αέρα

∆ιαµόρφωση του λέβητα ∆ιαχωρισµός τέφρας σε λέβητα τύπου κυκλωνίου

Καθαρισµός καυσαερίων

Αποκονίωση Κυκλώνιο, υφασµάτινα (σακό)φίλτρα, ηλεκτροστατικοί καταιονιστήρες

Χηµικός καθαρισµός kαυσαερί-ων (αποµάκρυνση HCl, HF, SO2)

Ξηρές, ηµίυγρες και υγρές διεργασίες

Αποµάκρυνση NOx ∆ιεργασία επιλεκτικής καταλυτικής ελάττωσης, ∆ιεργασία επιλεκτικής µη καταλυτικής ελάττωσης

Επεξεργασία υπολειµµάτων

Σκωρίες ∆ιαχωρισµός µετάλλων και ακαύστων, ενίοτε πλύση και εναπόθεση, ενίοτε αδρανοποίηση

Ιπτάµενες τέφρες Στερεοποίηση (µετά από πλύση και εναπόθεση),Αδρανοποίηση και αξιοποίηση, ∆ιεργασία 3R Θερµικήκαταστροφή διοξινών

Προϊόντα από το χηµικό καθαρισµό των καυσαερίων

Υγρές διεργασίες : επεξεργασία υγρών αποβλήτων, αξιοποίηση HCl και γύψου Ξηρές και ηµίυγρες διεργασίες: στερεοποίηση (µετά από πλύση και εναπόθεση), Αδρανοποίηση

5.6.2. Πυρόλυση

Η πυρόλυση είναι µία επεξεργασία που προκαλεί χηµική αποσύνθεση των οργανικών ουσιών µέσω της θέρµανσης τους µε απουσία οξυγόνου. Πρακτικά δεν είναι δυνατό να επιτευχθεί περιβάλλον πλήρους απουσίας οξυγόνου. Στην πραγµατικότητα τα πυρολυτικά συστήµατα λειτουργούν µε ποσότητα οξυγόνου µικρότερη από τη στοιχειοµετρική και εποµένως η οξείδωση είναι αναπόφευκτη. Στην περίπτωση που τα απόβλητα περιέχουν πτητικές ή ηµιπτητικές ουσίες θα προκληθεί και εξαερίωση αυτών.

Η πυρόλυση µετατρέπει τις οργανικές ουσίες σε αέρια συστατικά (Εικόνα 58), µικρή ποσότητα υγρών και σε ένα στερεό υπόλειµµα άνθρακα και στάχτης. Η πυρόλυση των οργανικών ουσιών παράγει καύσιµα αέρια, όπως µονοξείδιο του άνθρακα, υδρογόνο, µεθάνιο και άλλους

Page 181: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

162

υδρογονάνθρακες. Αν τα παραγόµενα αέρια ψυχθούν, υγροποιούνται δίνοντας πίσσα και υγρά λύµατα. Το υψηλό ποσοστό (~60%) των οργανικών (χαρτί, απορρίµµατα κουζίνας, δέρµα, ύφασµα, ξύλο, ελαστικά επίσωτρα) και της υγρασίας (~30%) καθιστούν τη µέθοδο εφαρµόσιµη σύµφωνα µε την ενδόθερµη αντίδραση:

COCOHCHOHC 233 245106 +++→

Εικόνα 58. ∆ιάσπαση κυτταρίνης σε αέρια προϊόντα µε τη µέθοδο της πυρόλυσης.

Η πυρόλυση διαφοροποιείται από την καύση αποβλήτων σε δύο παράγοντες

(α) Τη θερµοκρασία λειτουργίας, όπου στην πυρόλυση είναι χαµηλότερη. (β) Την απαιτούµενη ποσότητα οξυγόνου, όπου για την πυρόλυση είναι κατά πολύ µικρότερη απ’ ότι για την καύση.

Η πυρόλυση διακρίνεται στις ακόλουθες επτά φάσεις:

1) Ξήρανση (100-2000C). 2) Οξείδωση και αποθείωση στους 2000C, όπου και πραγµατοποιείται διάσπαση του υδρόθειου και του διοξειδίου του άνθρακα. 3) ∆ιάσπαση των συνδέσµων των αλειφατικών ενώσεων (µεθάνιο) στους 3400C. 4) ∆ιάσπαση των δεσµών του άνθρακα µε οξυγόνο και άζωτο αντίστοιχα στους 4000C. 5) Μετατροπή πισσασφαλτούχων σε καύσιµη ύλη και πίσσα (400-6000C). 6) ∆ιάσπαση πισσασφαλτούχων (6000C). 7) ∆ηµιουργία αρωµατικών ενώσεων και αφυδρογόνωση βουταδιενίου (πάνω από 6000C).

Στην Εικόνα 59 παρουσιάζεται η διαδικασία της πυρόλυσης. Κατά την εκκίνηση, η αέρια φάση αποτελείται από CO2, αέρα και υψηλή ποσότητα CO. Ανάλογα µε την θερµοκρασία και την πίεση στον αντιδραστήρα, όπως επίσης και ανάλογα µε την προσαγόµενη ποσότητα αέρα, παράγονται αέρια προϊόντα διαφορετικής σύστασης. Μία πρόσφατη παραλλαγή της µεθόδου αποτελεί η λεγόµενη εξαναγκασµένη πυρόλυση στους 500οC υπό ατµοσφαιρική πίεση, από την οποία παράγονται 75% κ.β. υγρά προϊόντα.

Page 182: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

163

Εικόνα 59. ∆ιαδικασία Πυρόλυσης.

5.6.3. Εξαερίωση

Αποτελεί µια µέθοδο περισσότερο βιοµηχανική παρά επεξεργασίας, µε την οποία παράγονται προϊόντα φιλικά προς το περιβάλλον, αν και οι χρησιµοποιούµενες δευτερογενείς πρώτες ύλες χαρακτηρίζονται ενίοτε ως «επικίνδυνα απόβλητα». Η διαδικασία της εξαερίωσης περιλαµβάνει την ατελή καύση ανθρακούχων καυσίµων και τη δηµιουργία αερίου καυσίµου, πλούσιου σε µονοξείδιο του άνθρακα, υδρογόνο και κορεσµένους υδρογονάνθρακες. Κατά την καύση του αερίου παράγονται µικρές ποσότητες H2S. Οι ποσότητες του H2S εξαρτώνται από τη συγκέντρωση του θείου στα απορρίµµατα, ενώ είναι µικρότερες από τις αντίστοιχες των συµβατικών καυσίµων. Το αέριο σύνθεσης παρουσιάζει θερµογόνο δύναµη 4 έως 11 MJ/m3 και για την ανάκτηση ηλεκτρικής ενέργειας απαιτείται αεριοστρόβιλος µε ειδικούς θαλάµους καύσης (σιλό).

Στο λεγόµενο µικτό σύστηµα πυρόλυσης-εξαερίωσης, τα απορρίµµατα διοχετεύονται πρώτα σε µια µονάδα πυρόλυσης. Από εκεί, τόσο τα αέρια και υγρά προϊόντα, όσο και το στερεό εξανθράκωµα µετά από άλεση διοχετεύονται σε µια µονάδα εξαερίωσης.

5.6.4. Θερµόλυση

Κατά τη µέθοδο αυτή (Εικόνα 60) παράγεται ανθρακούχο υπόλειµµα µε την εµπορική ονοµασία «carbor». Είναι παρόµοια µε την επεξεργασία cracking (διύλισης) που χρησιµοποιείται στα διυλιστήρια για την παραγωγή διαφόρων κλασµάτων του αργού πετρελαίου. Η τεχνική αυτή ανταποκρίνεται στις ανάγκες περιοχών µε µικρό πληθυσµό και τουριστικών περιοχών µε έντονη διακύµανση του πληθυσµού. Από την άποψη αυτή συζητιέται η καταλληλότητά της για περιπτώσεις όπως τα Ελληνικά νησιά. Τα στάδια της µεθόδου είναι:

(α) Μηχανική επεξεργασία–διαχωρισµός–αποθήκευση. (β) Ξήρανση σε εναλλάκτη θερµότητας αντιρροής (διαχωρισµός αέριας φάσης και στερεάς

προς αντιδραστήρα).

Page 183: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

164

(γ) Θερµόλυση της στερεάς φάσης στο θάλαµο (αποικοδόµηση από τους 5000C).

(δ) Επεξεργασία στερεών προϊόντων (αδρανών). (ε) Επεξεργασία της ιλύος.

Τα πλεονεκτήµατα αυτής της µεθόδου είναι:

- Η ανάκτηση των µετάλλων για µεταπώληση (αν δεν έχουν φτάσει στο σηµείο τήξης). - Η µικρή κατανάλωση ύδατος. - Η παραγωγή εµπορεύσιµου Carbor. - Το χαµηλό ρυπαντικό φορτίο των παραγόµενων υγρών και αερίων αποβλήτων. - Τα κόστη κατασκευής και επεξεργασίας είναι χαµηλότερα από συµβατική µονάδα ΘΕ. Τα φυσικοχηµικά χαρακτηριστικά του CARBOR οµοιάζουν µε αυτά του λιγνίτη ενώ συγκρινόµενο µε συµβατικά βιοµηχανικά καύσιµα, παρουσιάζει το σηµαντικό πλεονέκτηµα της χαµηλής περιεκτικότητας σε θείο. Έτσι µπορεί να χρησιµοποιηθεί ως καύσιµο σε κλιβάνους (τσιµεντοβιοµηχανία, πλινθοποιία), χωρίς ιδιαίτερες επενδύσεις για την αποθήκευση του.

Εικόνα 60. Η µέθοδος της θερµόλυσης.

5.6.5. Μέθοδος Siemens

Η µέθοδος της Siemens απαιτεί προεπεξεργασία των απορριµµάτων µε περιστροφικό κόπτη και είναι κατάλληλη για την επεξεργασία των αστικών απορριµµάτων, των αστικών λυµάτων και της ιλύος. Η µέθοδος αποτελείται από τα στάδια της πυρόλυσης και της καύσης, όπως φαίνεται και από το διάγραµµα ροής (Εικόνες 61, 62).

Εικόνα 61. Μονάδα Siemens.

Page 184: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

165

Εικόνα 62. ∆ιάγραµµα ροής της µεθόδου Siemens.

5.6.6. Μέθοδος Thermoselect

Η µέθοδος Thermoselect (Eικόνα 63) είναι µια ήπια διαδικασία που συνδυάζει πυρόλυση (στο πρώτο στάδιο) µε εξαερίωση (στο δεύτερο στάδιο) µε προσαγωγή οξυγόνου υψηλής θερµοκρασίας. Η µέθοδος πρωτοεφαρµόστηκε το 1989 µετά από µελέτες απανθράκωσης ΣΑ υπό µεταβαλλόµενες συνθήκες πίεσης, θερµοκρασίας και υψηλού χρόνου παραµονής. Στην Εικόνα 64 φαίνεται µία µονάδα Thermoselect.

Εικόνα 63. ∆ιάγραµµα ροής της µεθόδου Thermoselect.

Page 185: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

166

Εικόνα 64. Μονάδα Thermoselect.

5.6.7. Μέθοδος Noell

Η µέθοδος ΝΟELL συνδυάζει την πυρόλυση µε την εξαερίωση (Εικόνα 65).

Εικόνα 65. ∆ιάγραµµα ροής της µεθόδου Noell.

Page 186: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

167

5.6.8. Μέθοδος EDDITh

Η µέθοδος EDDITh (Εικόνα 66) στηρίζεται στη θερµόλυση των δηµοτικών απορριµµάτων και έχει ως αποτέλεσµα τη µετατροπή τους σε οµοιογενές στερεό καύσιµο, που εύκολα αποθηκεύεται και προκαλεί ελάχιστη περιβαλλοντική επιβάρυνση. Με τη µέθοδο αυτή, σε αντίθεση µε τις κοινές διεργασίες καύσης, πραγµατοποιείται αδρανοποίηση των επιβλαβών ουσιών των απορριµµάτων, γεγονός που την καθιστά οικονοµικότερη όσον αφορά τις απαιτήσεις αντιρρύπανσης.

Η µέθοδος αποτελείται από τα παρακάτω τρία βασικά στάδια:

(α) Επεξεργασία απορριµµάτων. (β) Θερµόλυση. (γ) Επεξεργασία και αποθήκευση στερεού καυσίµου.

Εικόνα 66. ∆ιάγραµµα ροής της µεθόδου EDDITh.

5.6.9. Μέθοδος Von Roll

Η εταιρία Von Roll έχει αναπτύξει διάφορες µεθόδους επεξεργασίας για µια µεγάλη ποικιλία αποβλήτων (Εικόνα 67). Ακολούθως παρουσιάζονται δύο από αυτές.

Εικόνα 67. Τεχνολογίες ∆Α από την εταιρία Von Roll.

Page 187: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

168

5.6.9.1. ∆ιεργασία RCP

Η διεργασία RCP (Recycled Clean Products) συνδυάζει καύση µε πυρόλυση και στηρίζεται στη µέθοδο ΗSR (High Τemperature Smelt Redox). Στοχεύει στην αξιοποίηση της σκωρίας από τη τσιµεντοβιοµηχανία και για αυτό προσανατολίζεται κυρίως στην αποµάκρυνση των βαρέων µετάλλων.

5.6.9.2. Εγκατάσταση WTI H λειτουργία της εγκατάστασης WTI στηρίζεται στην καύση µε περιστρεφόµενο κυλινδρικό κλίβανο (Εικόνα 68).

Εικόνα 68. Εγκατάσταση Von Roll WTI.

5.6.10. Μέθοδος ΤPS

Η µέθοδος ΤPS (Τerminska Processor) αναπτύχθηκε από την εταιρία Arbre Energy LTD και επεξεργάζεται ΚαΣ (RDF) ή βιοµάζα για την παραγωγή ηλεκτρικού ρεύµατος, σε µικρές έως µεσαίες ηλεκτροπαραγωγικές εγκαταστάσεις (Εικόνα 69).

Εικόνα 69. Η διαδικασία απαερίωσης TPS.

5.6.11. Μέθοδος ΝΚΚ

Η εγκατάσταση που λειτουργεί στηριζόµενη στη µέθοδο ΝΚΚ (Εικόνα 70), αποτελείται από τρεις µονάδες εξαερίωσης και τήξης υψηλής θερµοκρασίας. Η εγκατάσταση έχει τη δυνατότητα να επεξεργασθεί όχι µόνο οικιακά απορρίµµατα αλλά και άλλα υλικά όπως

Page 188: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

169

κεραµικά και γυαλί και µε τη πλήρη τήξη τους να δώσει ανακυκλώσιµη τηγµένη λάσπη χωρίς

µεταλλικά στοιχεία.

Εικόνα 70. Σχηµατική παράσταση της µεθόδου ΝΚΚ.

5.6.12. Μέθοδος PKA

Η τεχνολογία PKA (Pyrolyse Kraft Anlagen) είναι κατάλληλη για την επεξεργασία των παρακάτω αποβλήτων (Eικόνα 71):

Χρησιµοποιηµένα λάστιχα. Απόβλητα τεµαχισµού αυτοκινήτων. Υλικά συσκευασίας. Επικίνδυνα απόβλητα. Οικιακά απόβλητα. Απόβλητα βιολογικού καθαρισµού.

5.6.13. Μέθοδος PIT

H µέθοδος PIT (Εικόνα 72) είναι µία πυρολυτική µέθοδος που βασίζεται στη θέρµανση ποσότητας υδρογονανθράκων (απουσία οξυγόνου) σε χαµηλές θερµοκρασίες (450-7500C). Η θέρµανση των οργανικών έχει ως αποτέλεσµα τη διάσπασή τους και την παραγωγή ενός αερίου και ενός υπολείµµατος πλούσιου σε άνθρακα που στη συνέχεια µετατρέπεται σε καύσιµο αέριο µε εξαερίωση. H µέθοδος στηρίζεται στην πυρόλυση υπό κενό και αναπτύχθηκε αρχικά µε σκοπό την ανάκτηση ενέργειας από χρησιµοποιηµένα ελαστικά και ξύλο. Σήµερα χρησιµοποιείται και για την επεξεργασία των δηµοτικών και βιοµηχανικών ΣΑ.

5.6.14. Μέθοδος Nexus

Tο οργανικό κλάσµα των απορριµµάτων µετατρέπεται µέσω της διαδικασίας αυτής σε ανθρακούχο υπόλειµµα πυρόλυσης, αέρια καύσης και υγρούς υδρογονάνθρακες. Αρχικά, τα δηµοτικά ΣΑ προεπεξεργάζονται για να οµοιογενοποιηθούν και στη συνέχεια εισέρχονται στο

Page 189: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

170

θάλαµο θερµόλυσης όπου θερµαίνονται στους 100oC σε συνθήκες υποπίεσης. Ακολουθεί η ζώνη ξήρανσης και πυρόλυσης (650oC, 700 mbar) και τέλος η ψύξη του στερεού υπολείµµατος.

Εικόνα 71. ∆ιάγραµµα ροής της µεθόδου PKA.

Εικόνα 72. ∆ιάγραµµα ροής της µεθόδου ΡΙΤ.

Page 190: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

171

5.6.15. Μέθοδος Andco Torrax

Η µέθοδος Andco Torrax (Εικόνα 73) αναπτύχθηκε στις ΗΠΑ το 1968 από την εταιρία Torrax Systems και έχει τη δυνατότητα επεξεργασίας µιας ποικιλίας αποβλήτων (δηµοτικά, νοσοκοµειακά, βιοµηχανικά). Η διαδικασία της µεθόδου στηρίζεται στην εξαερίωση.

Εικόνα 73. ∆ιάγραµµα ροής της µεθόδου Αndco Torrax.

5.6.16. Μέθοδος WGT

Κατά την επεξεργασία µε τη µέθοδο WGT τα απόβλητα παραµένουν σε υψηλές θερµοκρασίες απουσία οξυγόνου. Η εφαρµογή υψηλών θερµοκρασιών έχει ως αποτέλεσµα την εξαερίωση των συστατικών που είναι πλούσια σε άνθρακα και την παραγωγή αερίου που διασπάται σε υδρογονάνθρακες µικρότερου µοριακού βάρους και υδρογόνο (Εικόνα 74).

Εικόνα 74. ∆ιάγραµµα ροής της µεθόδου WGT (Waste Gas Technology).

Page 191: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

172

5.7. Στοιχεία κόστους µονάδων θερµικής επεξεργασίας

Το κόστος επεξεργασίας αποτελείται από το κόστος επένδυσης, λειτουργίας και συντήρησης της εγκατάστασης. Το κόστος αυτό επηρεάζεται από στοιχεία όπως:

(α) Το εύρος της δυναµικότητας της εγκατάστασης. (β) Οικονοµικές παραµέτρους. (γ) Το βαθµό απόδοσης της µεθόδου. (δ) Τις µεθόδους των συστηµάτων ελέγχου της υγρής και της αέριας ρύπανσης.

Το κόστος επένδυσης αποτελείται από το κόστος των θαλάµων καύσης, του συστήµατος µεταφοράς και αποθήκευσης της τέφρας, του αεριοστροβίλου, του συστήµατος ελέγχου αέριας ρύπανσης και του λοιπού εγκατεστηµένου εξοπλισµού. Υπολογίζεται µε τη βοήθεια του µοναδιαίου κόστους επένδυσης (δρχ. ανά τόνο και έτος) και µε τη βοήθεια του συντελεστή δυναµικότητας που εκφράζει τη µη διακοπή λειτουργίας της εγκατάστασης για κάποιες µέρες κάθε έτος. Επιπρόσθετα, λαµβάνεται υπόψη συντελεστής ανάκτησης κεφαλαίου που εξαρτάται από τη διάρκεια ζωής και επιτόκιο προεξόφλησης.

Στην Εικόνα 75 δίνεται για διάφορες µεθόδους το κόστος επεξεργασίας ανά τόνο απορριµµάτων (στο διάγραµµα παρεµβάλλονται και τρεις µη θερµικές επεξεργασίες αποσκοπώντας σε µία γενική σύγκριση των µεθόδων επεξεργασίας απορριµµάτων).

Εικόνα 75. Κόστος ΘΕ απορριµµάτων ανά µεθοδολογία.

Page 192: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

173

6. ΤΕΛΙΚΗ ∆ΙΑΘΕΣΗ – ΤΑΦΗ

6.1. Γενικά

Είναι γεγονός ότι ανέκαθεν ο τελικός αποδέκτης των υπολειµµάτων της κατανάλωσης και των καταλοίπων της παραγωγικής διαδικασίας υπήρξε το περιβάλλον. Στις παλιότερες κοινωνίες τα υπολείµµατα της παραγωγής και της κατανάλωσης αγαθών ήταν ένα µέρος του βιολογικού κύκλου της φύσης. Η ανεξέλεγκτη διάθεση των απορριµµάτων ήταν µία ιδανική λύση αφού η φύση είχε τη δυνατότητα να τα ανακυκλώνει. Αντίθετα στις σηµερινές κοινωνίες η κατάσταση έχει µεταβληθεί δραµατικά. Όπως συµβαίνει συνήθως, οι σύγχρονες κοινωνίες, βρίσκοντας βολική τη µέθοδο της ανεξέλεγκτης διάθεσης των απορριµµάτων, παραγνώρισαν το γεγονός ότι οι ποσότητες των απορριµµάτων αλλά και η ποιοτική τους σύσταση, έχουν ξεπεράσει τις ικανότητες της φύσης για αυτοκαθαρισµό, µε αποτέλεσµα την ανατροπή της επικρατούσας οικολογικής ισορροπίας. Στα πλαίσια αυτά, η εδαφική διάθεση αποτελεί τον παραδοσιακότερο τρόπο αντιµετώπισης, ο οποίο καλείται να ανταποκριθεί.

6.2. Τρόποι εδαφικής διάθεσης

1. Ανεξέλεγκτη διάθεση-απόρριψη («παράνοµοι» χώροι διάθεσης):

∆ιάθεση απορριµµάτων από µικρούς δήµους και κοινότητες σε συγκεκριµένους χώρους, χωρίς να λαµβάνεται κανένα µέτρο υγειονοµικής ταφής.

Ανεξέλεγκτη καύση, χωρίς να λαµβάνεται κανένα µέτρο για τη µόλυνση του περιβάλλοντος και τους κινδύνους πυρκαγιών.

∆ιάθεση-απόρριψη από ιδιώτες κοντά σε χώρους υγειονοµικής ταφής.

∆ιάθεση-απόρριψη βιοµηχανικών αποβλήτων σε ανεξέλεγκτους χώρους.

Εγκατάλειψη απορριµµάτων από εκδροµείς.

2. Ηµιελεγχόµενη διάθεση:

Βρίσκεται ποιοτικά µεταξύ ανεξέλεγκτης και ελεγχόµενης.

∆ηµιουργία κάποιου συγκεκριµένου χώρου διάθεσης, στον οποίο γίνεται µία επικάλυψη των απορριµµάτων και τηρούνται κάποια στοιχειώδη µέτρα ελέγχου.

Τα προβλήµατα και οι κίνδυνοι που υπάρχουν στην ανεξέλεγκτη διάθεση εµφανίζονται και εδώ αλλά µε µικρότερη οξύτητα.

Ύπαρξη συνήθως καλής πρόθεσης εκ µέρους των αρµοδίων, η οποία όµως δεν είναι αρκετή για να λύσει το πρόβληµα.

Χαρακτηρίζονται ως «νόµιµοι» χώροι διάθεσης γιατί συνήθως λειτουργούν υπό την εποπτεία της ΤΑ.

3. Υγειονοµική ταφή (ελεγχόµενη διάθεση): Η πλέον ικανοποιητική και εγκεκριµένη λύση διάθεσης των απορριµµάτων στη φύση, σύµφωνα µε τις παγκόσµιες προδιαγραφές προστασίας ανθρώπινης υγείας και περιβάλλοντος καθώς και µε τη διεθνή νοµοθεσία. Ταυτόχρονα αποτελεί µία οικονοµική λύση διάθεσης των απορριµµάτων. Η υγειονοµική Ταφή ΑπορριµµάτωνΤΑ συντελείται στους ΧΥΤΑ.

Page 193: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

174

Στη βιβλιογραφία και στην καθηµερινότητα οι ανεξέλεγκτοι και ηµιελεγχόµενοι χώροι διάθεσης απορριµµάτων ονοµάζονται κοινώς χωµατερές ή σκουπιδότοποι.

6.3. ∆ιάθεση απορριµµάτων στην Ελλάδα

Ο τρόπος διάθεσης των απορριµµάτων στην Ελλάδα σήµερα, προκαλεί σοβαρές επιπτώσεις στο περιβάλλον ενώ µπορεί να αποτελέσει και κίνδυνο για τη δηµόσια υγεία. Η κύρια πρακτική διάθεσης που εφαρµοζόταν µέχρι πρόσφατα, και σε ένα βαθµό εξακολουθεί να εφαρµόζεται είναι η εξής: Σε χιλιάδες χωριά και πόλεις γίνεται ανεξέλεγκτη ή ηµιελεγχόµενη απόρριψη απορριµµάτων σε ανοικτούς χώρους, χαράδρες και ρέµατα, µε βασικό, αν όχι µοναδικό, κριτήριο την πραγµατοποίηση αυτής της απόρριψης µακριά από κατοικηµένες περιοχές. Το φαινόµενο της βόσκησης ζώων σε τέτοιους χώρους είναι δυστυχώς πολύ συνηθισµένο.

Επίσης υπάρχουν ακόµη εκατοντάδες εγκεκριµένοι χώροι οι οποίοι στο µεγαλύτερο ποσοστό τους δεν πληρούν τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την προστασία του περιβάλλοντος και της δηµόσιας υγείας.

Το πρόβληµα µε τη ∆Α δεν αφορά µόνο στις παράνοµες – ανεξέλεγκτες χωµατερές, αλλά ακόµα και στους οργανωµένους ΧΥΤΑ, αφού σε µεγάλο ποσοστό οι ΧΥΤΑ λειτουργούν ανεπαρκώς, κυρίως λόγω ελλιπούς τεχνικής κατάρτισης του προσωπικού, αλλά και σκόπιµης παραβίασης των κανόνων λειτουργίας τους. Ωστόσο τα τελευταία χρόνια παρατηρείται µια σηµαντική στροφή στη νοµοθεσία, τις κατευθύνσεις και την πρακτική διαχείρισης των ΣΑ. Η ορθολογική διαχείριση των αποβλήτων έχει αναδειχθεί σε µία από τις βασικές προτεραιότητες της εθνικής περιβαλλοντικής πολιτικής, η οποία έχει υιοθετήσει τις βασικές αρχές της αειφόρου διαχείρισης: µείωση, επαναχρησιµοποίηση, ανακύκλωση και ασφαλής διάθεση. Έχει ξεκινήσει λοιπόν µια µεγάλη προσπάθεια κλεισίµατος και αποκατάστασης των παλαιών χωµατερών και δηµιουργίας νέων ΧΥΤΑ, οι οποίοι θα πληρούν τις πιο σύγχρονες προδιαγραφές. Οι ΧΥΤΑ που κατασκευάζονται σήµερα στην Ελλάδα είναι εξοπλισµένοι µε σύγχρονα συστήµατα συλλογής και επεξεργασίας των στραγγισµάτων και του βιοαερίου.

6.4. Προβλήµατα τελικής διάθεσης

Τα πιο σηµαντικά προβλήµατα που σχετίζονται µε την ταφή απορριµµάτων είναι η παραγωγή στραγγισµάτων (διασταλλαζόντων) και βιοαερίου.

6.4.1. ∆ιασταλλάζοντα

Τα διασταλλάζοντα είναι υγρά που δηµιουργούνται από την αποσύνθεση του οργανικού µέρους των απορριµµάτων και από τη διείσδυση στη µάζα τους των νερών της βροχής. Κατά την πορεία των υγρών µέσα από τη µάζα των απορριµµάτων διαλύονται και παρασύρονται διάφοροι ρύποι. Αν τα στραγγίσµατα διαφύγουν στο περιβάλλον µπορούν να µολύνουν επιφανειακά και υπόγεια νερά. Οι ρυπαντές που απελευθερώνονται από τα απορρίµµατα µε διάφορες φυσικοχηµικές και βιολογικές διαδικασίες περνούν µέσα στο νερό και το επιβαρύνουν µε οργανικά και ανόργανα υλικά.

6.4.1.1. Σύσταση διασταλλαζόντων

Τα κυριότερα ρυπαντικά συστατικά των διασταλλαζόντων είναι:

Ανόργανα κατιόντα όπως ασβέστιο (Ca++), µαγνήσιο (Mg++), νάτριο (Na+), κάλιο (K+), αµµώνιο (NH4

+), σίδηρος (Fe++), µαγγάνιο (Mn++)

Page 194: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

175

Ανόργανα ανιόντα όπως χλωριόντα (Cl-), θειικά (SO4

--) και όξινα ανθρακικά (HCO3-).

Βαρέα µέταλλα όπως: κάδµιο (Cd), ψευδάργυρος (Zn), µόλυβδος (Pb), χαλκός (Cu), νικέλιο (Ni) και κοβάλτιο (Co).

Οργανικά υλικά εκφρασµένα ως BOD και COD. Ειδικά οργανικά υλικά (συνήθως περιεκτικότητας µικρότερης της 0,1 mg/l) όπως

αρωµατικοί υδρογονάνθρακες, φαινόλες και χλωριωµένες αλειφατικές ενώσεις. ∆ιάφορα άλλα συστατικά όπως βορικά, θειούχα, αρσενικικά και ελαιώδη

(δευτερεύουσα σηµασία). Υδράργυρος και βάριο (δευτερεύουσα σηµασία).

6.4.1.2. Παράγοντες που επηρεάζουν τη σύσταση των διασταλλαζόντων

Για να εκτιµηθούν οι επιπτώσεις των διασταλλαζόντων στο περιβάλλον αλλά και να προταθούν τρόποι επεξεργασίας τους είναι απαραίτητο να προσδιοριστεί και να µελετηθεί η ποιοτική σύσταση τους. Παρακάτω αναφέρονται οι κυριότεροι παράγοντες τη σύσταση των διασταλλαζόντων:

Ηλικία χώρου διάθεσης. Αρχικά η αποικοδόµηση των οργανικών ουσιών γίνεται κάτω από αερόβιες συνθήκες (οξυγενής φάση). Οι συνθήκες όµως σε πολύ µικρό χρονικό διάστηµα µεταβάλλονται σε αναερόβιες (µεθανογενής φάση) εξαιτίας της εξάντλησης του οξυγόνου.

Το κύριο µέρος των οργανικών ουσιών αποκοδοµείται κάτω από αναερόβιες συνθήκες. Τα διασταλλάζοντα που παράγονται από ένα νεαρό χώρο διάθεσης (2 ετών) χαρακτηρίζεται από µεγάλες συγκεντρώσεις οργανικών οξέων, αµµωνίας και συνολικών διαλυτών στερεών. Όσο η ηλικία του χώρου διάθεσης µεγαλώνει, το µεγαλύτερο µέρος των οργανικών ουσιών αποικοδοµείται και εποµένως το οργανικό µέρος των οργανικών ουσιών ελαττώνεται. Εκτός όµως από τα οργανικά συστατικά µε το χρόνο µειώνονται και οι συγκεντρώσεις των ανόργανων ουσιών.

Πιο σπουδαίος παράγοντας για την ποιοτική µελέτη των διασταλλαζόντων είναι η µεταβολή της συγκέντρωσης των οργανικών ουσιών (εκφρασµένες ως BOD και ως COD) κατά το πέρασµα από την οξυγενή φάση στη µεθανογενή. Η οξυγενής φάση χαρακτηρίζεται από υψηλή συγκέντρωση οργανικών ουσιών, µε τιµή λόγου BOD5/COD: 0,4 και χαµηλή τιµή pH, παρουσία µεθανίου και παραγωγή αερίου. Μετά το πέρασµα στη µεθανογενή φάση η συγκέντρωση του µεθανίου και η τιµή του pH είναι υψηλές αλλά το BOD5 και η τιµή του λόγου το BOD5/COD ελαττώνεται κάτω από την τιµή 0,1 µε αποτέλεσµα ασήµαντη βιοαποικοδόµηση του οργανικού φορτίου. Τα διασταλλάζοντα τότε θεωρούνται σταθεροποιηµένα.

Ύψος χώρου διάθεσης. Αύξηση του ύψους του χώρου διάθεσης ή αύξηση της πυκνότητας των απορριµµάτων έχει σαν αποτέλεσµα την καθυστέρηση της βιοαποικοδόµησης γιατί παρεµποδίζεται η διείσδυση του νερού στα απορρίµµατα. Τα διασταλλάζοντα έχουν µειωµένο ρυπαντικό φορτίο αλλά παράγονται για µεγαλύτερο χρονικό διάστηµα. Αύξηση όµως του ποσοστού υγρασίας των απορριµµάτων έχει σαν αποτέλεσµα την αύξηση του ρυπαντικού φορτίου. Με την αύξηση των βροχοπτώσεων επέρχεται µείωση του ρυπαντικού φορτίου λόγω της αραίωσης.

Θερµοκρασία. Αύξηση της θερµοκρασίας επιταχύνει τη βιοαποικοδόµηση και εποµένως την αύξηση του ρυπαντικού φορτίου (µεγαλύτερη τιµή BOD).

Εκποµπή αερίων από το χώρο διάθεσης. Τα οργανικά οξέα προέρχονται από την αποικοδόµηση άλλων πιο σύνθετων οξέων. Τα οξέα αυτά εµπλέκονται σε παραπέρα αντιδράσεις παράγοντας αέρια ή αποπλύνονται από το χώρο διάθεσης αυξάνοντας έτσι το

Page 195: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

176

BOD5 των διασταλλαζόντων. Εποµένως όσο αυξάνει η εκποµπή αερίων από το χώρο διάθεση τόσο µειώνεται το οργανικό φορτίο των διασταλλαζόντων.

Προεπεξεργασία απορριµµάτων. Τα διασταλλάζοντα που παράγονται από τεµαχισµένα απορρίµµατα έχουν υψηλότερες τιµές BOD5 και COD από τα διασταλλάζοντα που προέρχονται από τα ακατέργαστα απορρίµµατα, επειδή αυξάνεται η επιφάνεια των απορριµµάτων µε αποτέλεσµα τη γρήγορη βιοαποικοδόµηση.

Είδος και ηλικία απορριµµάτων.

Κλιµατολογικές συνθήκες.

Υδρογεωλογία εδάφους.

Τρόπο διάθεσης των απορριµµάτων.

6.4.1.3. Χαρακτηρισµός και επεξεργασία στραγγισµάτων που έχουν σταθεροποιηθεί µε ανακυκλοφορία

Τα στραγγίσµατα που παράγονται κατά την όξινη φάση χαρακτηρίζονται από υψηλές τιµές των οργανικών ρύπων, ένα µεγάλο µέρος από τους οποίους αποτελείται από πτητικά λιπαρά οξέα. Επειδή τα λιπαρά οξέα βιοαποικοδοµούνται εύκολα, ο λόγος BOD:COD κατά τη φάση αυτή είναι περίπου 0,4 – 0,5 ή και υψηλότερος. Στην υψηλή συγκέντρωση των πτητικών οξέων οφείλεται το όξινο pH. Το όξινο περιβάλλον δηµιουργεί τις συνθήκες για αυξηµένες συγκεντρώσεις βαρέων µετάλλων στα στραγγίσµατα. Κατά τη µεθανογενή φάση αποικοδόµησης, µεθανογενή βακτηρίδια καταναλώνουν τα λιπαρά οξέα και ελαττώνουν το οργανικό φορτίο των στραγγισµάτων. Ο οργανικός άνθρακας που παραµένει µετά τη βιοαποικοδόµηση αυτή οφείλεται σε ουσίες µεγάλου µοριακού βάρους και χαµηλής βιοαποικοδοµησιµότητας. Ο λόγος BOD:COD ελαττώνεται σε τιµές 0,1 – 0,3 (ή και χαµηλότερες) και το pH ανέρχεται στο 7 ή υψηλότερα.

Οι µέθοδοι επεξεργασίας των στραγγισµάτων είναι βιολογικές ή φυσικοχηµικές. Εάν τα στραγγίσµατα χαρακτηρίζονται από υψηλό ποσοστό βιοαποικοδοµήσιµου οργανικού φορτίου, ή αντίστοιχα υψηλό λόγο BOD:COD, τότε οι βιολογικές µέθοδοι (αερόβιες ή αναερόβιες) είναι οι πιο κατάλληλες. Εάν τα στραγγίσµατα έχουν σταθεροποιηθεί βιολογικά, περαιτέρω επεξεργασία είναι εφικτή µόνο µε φυσικο-χηµικές µεθόδους. Μία εναλλακτική µέθοδος επεξεργασίας περιλαµβάνει την ανακυκλοφορία των στραγγισµάτων στο χώρο διάθεσης των απορριµµάτων. Τα ανακυκλωµένα στραγγίσµατα υφίστανται βιολογική επεξεργασία από τους µικροοργανισµούς που εµπεριέχονται στη µάζα των απορριµµάτων. Παρά το γεγονός ότι η µέθοδος αυτή εµφανίζει σηµαντικά πλεονεκτήµατα για χώρες όπως η Ελλάδα (απλή στην εφαρµογή, χαµηλά ποσοστά βροχοπτώσεων), υπάρχει σηµαντικό κενό τόσο στην απόδοση της µεθόδου αυτής, όσο και στη δυνατότητα πλήρους επεξεργασίας των σταθεροποιηµένων στραγγισµάτων.

6.4.2. Βιοαέριο

Κατά την αποσύνθεση των οργανικών υλικών στο χώρο ταφής, απουσία οξυγόνου, εκλύονται διάφορα αέρια που χαρακτηρίζονται συνολικά ως βιοαέριο. Το βιοαέριο αποτελείται κυρίως από µονοξείδιο του άνθρακα και µεθάνιο σε ίσες περίπου αναλογίες, ενώ σε µικρές ποσότητες περιλαµβάνει αµµωνία, διοξείδιο του άνθρακα, υδρογόνο, υδρόθειο, άζωτο και οξυγόνο (Πίνακας 23). Η ανεξέλεγκτη παραγωγή βιοαερίου µπορεί να προκαλέσει έκρηξη και πυρκαγιά, ενώ το µεθάνιο συνεισφέρει σηµαντικά στο φαινόµενο του θερµοκηπίου. Αντίθετα, αν συγκεντρωθεί µε κατάλληλα συστήµατα, το βιοαέριο µπορεί να χρησιµοποιηθεί για την παραγωγή ενέργειας από τα απορρίµµατα.

Η παραγωγή βιοαερίου σε χώρους διάθεσης απορριµµάτων δηµιουργεί προβλήµατα στην ανάκτηση του χώρου, τα οποία σχετίζονται µε τις κατασκευές και την υπάρχουσα βλάστηση.

Page 196: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

177

Το µεθάνιο είναι εκρηκτικό αέριο σε ατµοσφαιρικές συγκεντρώσεις 5-15% κ.ο., έτσι αν συσσωρευτεί σε κτίρια, υπάρχει κίνδυνος έκρηξης. Γενικά το βιοαέριο προκαλεί:

Ασφυξία στα φυτά. Πιθανές εκρήξεις. Οσµές. Επικίνδυνες εκποµπές. Ρωγµές στο έδαφος.

Επιπλέον, η µετανάστευση του αποτελεί και το σηµαντικότερο κίνδυνο.

Πίνακας 23. Ενδεικτική σύσταση βιοαερίου (Μανωλέας, 1986).

Συστατικά Περιεκτικότητα [% κ.ο.]

CH4 45-60

CO2 40-60

N2 2-5

O2 0,1-1

H2 0-0,2

NH3 0,1-1

CO 0-0,2

H2S 0-0,1

6.5. Επιπτώσεις ανεξέλεγκτης και ηµιελεγχόµενης διάθεσης

Η διατάραξη της ισορροπίας του οικοσυστήµατος είναι αναπόφευκτη σε µια περιοχή που «φιλοξενεί» ένα χώρο διάθεσης απορριµµάτων και µάλιστα η διαταραχή αυτή επεκτείνεται σε µεγάλη έκταση γύρω από αυτόν. Η διατάραξη της ισορροπίας καθορίζεται από τους εξής παράγοντες:

Μεταβολή του ανάγλυφου της περιοχής. Κάλυψη και απόκρυψη των φυσικών χαρακτηριστικών, όπως η βλάστηση και η

διατάραξη του φυσικού αποστραγγιστικού δικτύου. Αισθητική υποβάθµιση του τοπίου.

Η ανεξέλεγκτη απόρριψη πρέπει να αντιµετωπίζεται σαν πρόβληµα: (α) δηµόσιας υγείας και επιδηµιολογίας, (β) προστασίας του περιβάλλοντος και (γ) διαπαιδαγώγησης µιας υπεύθυνης συµπεριφοράς του κοινού στο περιβάλλον και την προστασία της φύσης.

Οι πιο σηµαντικές αρνητικές επιπτώσεις της διάθεσης των απορριµµάτων σε χωµατερές είναι οι παρακάτω:

Μολύνονται οι επιφανειακοί και υπόγειοι υδροφόροι ορίζοντες (Τα υγρά που προκύπτουν από τη διήθηση των αποβλήτων που βρίσκονται υπό αποσύνθεση καταλήγουν σε βαθύτερα στρώµατα του εδάφους και απειλούν τα µελλοντικά αποθέµατα νερού)

Ρυπαίνονται τεράστιες περιοχές, οι ακτές και οι θάλασσες. Ρύπανση ατµόσφαιρας από τυχόν καύση και δυσοσµίες των απορριµµάτων.

Page 197: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

178

Ανεξέλεγκτη δηµιουργία και απελευθέρωση µέσα στην ατµόσφαιρα νοσηρών αερίων

τα οποία συµβάλλουν στην αύξηση της θερµοκρασίας του πλανήτη Τίθεται σε κίνδυνο η δηµόσια υγεία (µετάδοση ασθενειών). Κινδυνεύει άµεσα η χερσαία και η θαλάσσια πανίδα πολλών περιοχών. Υποβαθµίζεται αισθητικά το τοπίο. Η αποσύνθεση των οργανικών αποβλήτων µπορεί να διαρκέσει πολλές δεκαετίες. Υφίσταται αρνητικές επιδράσεις ο τουρισµός. Κίνδυνοι εκρήξεων. Πρόκληση πυρκαγιών (συχνά µέσα ή κοντά σε δασικές εκτάσεις) σε ποσοστό 10%

περίπου. Οι χωµατερές καταλαµβάνουν µεγάλων εκτάσεων πολύτιµο χώρο που είναι αναγκαίος

για τις κοινότητες

6.6. Αποκατάσταση ανεξέλεγκτων-ηµιελεγχόµενων χώρων διάθεσης στην Ελληνική επικράτεια - Τεχνικές και πρακτικές

Τα µέτρα για την αποκατάσταση χωρίζονται ανάλογα µε τις επείγουσες ανάγκες σε βραχυπρόθεσµα, µεσοπρόθεσµα, µακροπρόθεσµα. Τα έργα αποκατάστασης είναι απαραίτητα για την προστασία του περιβάλλοντος και για την άρση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων που οφείλονται στην ύπαρξη ενός χώρου διάθεσης. Αντικείµενο της µελέτης αποκατάστασης ενός ανεξέλεγκτου χώρου διάθεσης αποτελεί η αντιµετώπιση των προβληµάτων που προκαλούνται από αυτό το χώρο και η επανένταξη του στη γύρω περιοχή. Τα έργα αφορούν είτε ολόκληρη την έκταση του χώρου ή τµήµατα όπου έχει ολοκληρωθεί η απόθεση των απορριµµάτων. Σχηµατικά, τα έργα αποκατάστασης και τα αναµενόµενα αποτελέσµατα από την εφαρµογή τους παρουσιάζονται στον Πίνακα 24.

Πίνακας 24. Προτεινόµενα έργα αποκατάστασης (Φραντζής κ.ά., 2000).

ΕΡΓΟ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ∆ΡΑΣΗΣ

Επικαλύψεις – διαµορφώσεις ∆ηµιουργία νέου ανάγλυφου Αισθητική αναβάθµιση χώρου

Συλλογή του βιοαερίου Έλεγχος οσµών

Προστασία νέων φυτεύσεων

∆ιαχείριση στραγγισµάτων Έλεγχος ρύπανσης υπόγειων υδάτων Προστασία επιφανειακών υδάτων

Τελική κάλυψη Παρεµπόδιση εισόδου υδάτων στα απορρίµµατα

∆ιαµόρφωση εδάφους για φυτεύσεις

Αποστραγγιστικό σύστηµα Έλεγχος όµβριων υδάτων Προστασία χώρου ταφής

Φυτεύσεις Αισθητική αναβάθµιση

∆ιαµόρφωση νέων χρήσεων

Ο σχεδιασµός της αποκατάστασης ενός χώρου διάθεσης αποτελεί σύνθετο έργο που απαιτεί την ενασχόληση µεγάλου φάσµατος επιστηµονικών ειδικοτήτων για την εξασφάλιση της επιτυχίας του. Θεωρείται σηµαντικό, το σχέδιο αποκατάστασης να συνδυάζει τις

Page 198: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

179

περιβαλλοντικές και τις ευρύτερες ανάγκες της περιοχής, ενώ ταυτόχρονα να δίνει µεγάλη σηµασία στο κόστος κατασκευής των προτεινόµενων έργων. Η αποκατάσταση δηλαδή πρέπει να επιτυγχάνεται µε τεχνικές παρέµβασης τεχνικά απλές, οικονοµικά εφικτές και κυρίως περιβαλλοντικά αποτελεσµατικές.

6.6.1. Τρόποι αποκατάστασης χώρων διάθεσης

Η αποκατάσταση µπορεί να πραγµατοποιηθεί µε δύο τρόπους βασικά: Αποµάκρυνση των απορριµµάτων (εξυγίανση) και διαµόρφωση του χώρου (ανάκτηση) –

εφαρµόσιµη σε µικρού µεγέθους ανεξέλεγκτους και ηµιελεγχόµενους χώρους διάθεσης. Σε αυτήν την περίπτωση επιδιώκεται η πλήρης επαναφορά του περιβάλλοντος στην αρχική του κατάσταση.

∆ιαµόρφωση (ανάκτηση) του χώρου πάνω από τον όγκο των απορριµµάτων – εφαρµόσιµη σε µεγάλου µεγέθους ανεξέλεγκτους και ηµιελεγχόµενους χώρους διάθεσης .

Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δίνεται στα εξής: Στην απαιτούµενη επιφάνεια και τη µορφή που θα πάρει, ανάλογα µε την περιοχή. Στο είδος και τις ποσότητες των προς εναπόθεση απορριµµάτων. Στα µέτρα προστασίας του περιβάλλοντος. Στην προσπέλαση και την καταλληλότητα του δρόµου που διασυνδέει το χώρο

διάθεσης µε το εξωτερικό δίκτυο. Στα έργα υποδοµής και τα απαιτούµενα έξοδα κατασκευής και λειτουργίας του χώρου. Στη δυνατότητα διαχείρισης του χώρου από τον υπεύθυνο φορέα.

Σχεδιάζοντας την αποκατάσταση ενός χώρου διάθεσης, είναι απολύτως απαραίτητη η καταγραφή του ιστορικού των συνθηκών και εν γένει της συµπεριφοράς της, όπως:

Η φύση του χώρου πριν αναπτυχθεί ο χώρος διάθεσης Το είδος των απορριφθέντων υλικών και η θέση τους µέσα στη χωµατερή Τα στάδια διαµόρφωσης του χώρου (εάν έχει υπάρξει), το σχήµα και το µέγεθος του. Ο τρόπος ταφής των υλικών (εάν πραγµατοποιείται ταφή), π.χ. συµπίεση,

διαπερατότητα, οµοιογένεια. Η ύπαρξη περιοχών αστάθειας για πιθανές κατασκευές στο χώρο. Η µελέτη της γεωλογίας και υδρολογίας της περιοχής.

Τα περιεχόµενα του σχεδίου αποκατάστασης εξαρτώνται σε µεγάλο βαθµό από τις νέες χρήσεις του χώρου, λαµβάνοντας φυσικά υπόψη τις αναµενόµενες διεργασίες που γίνονται µέσα στη µάζα των απορριµµάτων, τις καθιζήσεις και την παραγωγή βιοαερίου και στραγγισµάτων.

6.6.2. Στόχοι της αποκατάστασης χώρων διάθεσης

Ως γενικοί στόχοι της αποκατάστασης µπορούν να αναφερθούν:

Η διαµόρφωση ενός οπτικά αποδεκτού ανάγλυφου Η δηµιουργία νέων χρήσεων γης Η δηµιουργία κατάλληλου περιβάλλοντος για τη χλωρίδα και την πανίδα στο νέο

ισορροπηµένο οικοσύστηµα Η οικονοµικότερη επαναφορά από τη νέα χρήση

Page 199: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

180

Η αντιµετώπιση των διεργασιών µέσα στο χώρο διάθεσης

Η λύση που θα προσφέρεται δε θα είναι απλά η απόκρυψη των απορριµµάτων, αλλά η δηµιουργία αισθητικής στο χώρο µε στόχο:

Οπτική αναβάθµιση του τοπίου. Οπτική βελτίωση της περιµέτρου του χώρου. Βελτίωση της περιβαλλοντικής του συµπεριφοράς. Εξασφάλιση της σωστής λειτουργίας του.

6.6.3. Παράµετροι αποκατάστασης χώρων διάθεσης

Ανάγλυφο - Εξοµάλυνση του υπάρχοντος απορριµµατικού

Συντίθεται από τις ακόλουθες παρεµβάσεις:

Αποκλεισµός όλων των πιθανών σηµείων πρόσβασης οχηµάτων στο χώρο, ώστε να αποκλειστούν οι ανεξέλεγκτες απορρίψεις.

∆ιαµόρφωση πύλης εισόδου από συγκεκριµένο σηµείο για τον έλεγχο των εισερχόµενων φορτίων (σε περίπτωση που µέρος του χώρου θα εξακολουθήσει να δέχεται απορρίµµατα).

Εκτέλεση χωµατουργικών εργασιών εξοµάλυνσης του ανάγλυφου σύµφωνα µε την εκπονούµενη για αυτό το σκοπό µελέτη.

Κατάλληλα είναι χονδρόκοκκα και λεπτόκοκκα υλικά εκσκαφών (d<cm). Αποδεκτά είναι και αδρανή υλικά κατεδάφισης (αποκλειόµενων των στοιχείων σκυροδέµατος), σε αναλογία όχι µεγαλύτερη του 20% των υλικών εκσκαφής. Μέσο πάχος στρώσης 1,5 m περίπου.

Σε πολλές περιπτώσεις οι νέες χρήσεις του χώρου δεν είναι εκ των προτέρων σαφείς, οπότε ο σχεδιασµός του στοχεύει στη δηµιουργία ενός ανάγλυφου που επιτρέπει ευελιξία στην επιλογή νέων χρήσεων.

Μέχρι να ληφθεί η τελική απόφαση για την οριστική χρήση του χώρου, µπορεί να προκριθεί η φύτευση γρασιδιού µε στόχο τη βελτίωση των χωµάτων, διατηρώντας, επιπλέον, το ανάγλυφο για µελλοντικές λύσεις.

Οι βασικοί παράγοντες που αναλύονται σε σχέση µε τις νέες χρήσεις είναι:

Ο ενδεχόµενος σχηµατισµός χωµάτων. Το υδατικό ισοζύγιο για τη διατήρηση υγρασίας στα χώµατα. Οι προσανατολισµοί, ώστε να περιορίζονται οι λιγότερο φωτεινοί χώροι σε απότοµα

και στενότερα πρανή. Οι κλίσεις των πρανών να περιορίζονται στο 1:10, ενώ για χώρους αναψυχής να

φτάνουν το 1:60.

Για να επιτευχθεί ενιαία και αισθητικά ικανοποιητική λύση, πρέπει να ληφθούν υπόψη τα µορφολογικά χαρακτηριστικά του περιβάλλοντος ανάγλυφου, ώστε να µη διακρίνεται η αποκαταστηµένη έκταση, όταν αυτή αρχίζει να «ωριµάζει».

Η νέα µορφολογία πρέπει να συγχωνεύεται µε την υφιστάµενη στα όρια του χώρου, ενώ µέσα σε αυτόν να ταιριάζει µε την ιδιαίτερη τοπογραφία της περιοχής. Στόχος είναι η επίτευξη ενός αναβαθµισµένου αισθητικά αποτελέσµατος βασισµένου σε ισχυρή τεχνική υποδοµή.

Στο σχεδιασµό καθορίζονται οι τελικές υψοµετρικές καµπύλες του χώρου, λαµβάνοντας υπόψη την υφιστάµενη κατάσταση της ευρύτερης περιοχής του χώρου διάθεσης και τις

Page 200: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

181

προτεινόµενες τελικές του χρήσεις. Σηµαντικό στοιχείο που πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη στον καθορισµό των τελικών ισοϋψών είναι οι µακροχρόνιες καθιζήσεις (ενιαίες και διαφορικές) του χώρου διάθεσης.

Οι κύριοι όροι τελικής διαµόρφωσης είναι η ανάµειξη του χώρου µε τη γειτονική γη και η διευκόλυνση της φυσικής απορροής των οµβρίων. Κατά τον τρόπο αυτό, σχεδιάζεται αρχικά το αποστραγγιστικό σύστηµα και µετά εφαρµόζεται η τελική τοπογραφία σε αυτό, αντί να σχεδιαστεί εξαρχής η τελική διαµόρφωση µε την ελπίδα ότι τελικά θα αποστραγγίζει την περιοχή, γεγονός που πολλές φορές είναι αδύνατο να συµβεί. Η γνώση της τοπογραφίας και του συστήµατος φυσικής παροχέτευσης των οµβρίων αποτελούν σηµαντικό τµήµα ενός τέτοιου σχεδιασµού.

Οι απόψεις αποκλίνουν σχετικά µε τις απαιτούµενες κλίσεις. Ορισµένοι προτείνουν οι κλίσεις να φθάνουν το 1:33, ενώ άλλοι προτείνουν 1:66 (όταν υπάρχουν σωληνώσεις µε κλίσεις 1:33 – 1:100). Φθίνουσα πορεία των κλίσεων συνεπάγεται την ύπαρξη προβληµάτων από ανοµοιογενείς καθιζήσεις. Η τελική µορφή των πρανών φαίνεται στην Εικόνα 76 και πρέπει να υιοθετείται ώστε να µη δηµιουργούνται προβλήµατα διάβρωσης.

Εικόνα 76. Τελική µορφή πρανών.

Νέες χρήσεις

Η αξιολόγηση των νέων χρήσεων, σε συνδυασµό µε τις επιθυµητές δραστηριότητες, τις ευκαιρίες, τις δυνατότητες και τα εµπόδια καθορίζουν το γενικό σχέδιο χρήσεων, η βασική αντίληψη του οποίου περιλαµβάνει .

Εξυπηρέτηση όσων χρήσεων γης είναι δυνατές κάτω από ένα περιβαλλοντικά ασφαλές και αισθητικά αναβαθµισµένο τρόπο.

Παροχή δυνατοτήτων στο κοινό για ανοικτούς χώρους, πράσινο, κ.λπ.

Γενικά οι νέες χρήσεις, τις οποίες περιλαµβάνει ένα σχέδιο αποκατάστασης περιλαµβάνουν:

Φυτεύσεις / καλλιέργειες: Όπου η προτεινόµενη χρήση απαιτεί κάποιας µορφής επαναβλάστηση, το σχέδιο πρέπει να αξιολογεί την ποιότητα των χωµάτων που υπάρχουν στην περιοχή και τα οποία θα χρησιµοποιηθούν στο χώρο. Για εκείνους τους χώρους στους οποίους δεν υπάρχουν χώµατα, το σχέδιο πρέπει να υποδεικνύει την τοποθεσία και τον τρόπο µε τον οποίο θα αποκτηθούν τα χώµατα ή άλλα υλικά. Επίσης, θα περιγράφει τις ποσότητες των αναγκαίων χωµάτων, την αποστράγγιση τους, τα σχέδια φύτευσης τους και την ολοκλήρωση της αποκατάστασης στο ευρύτερο ανάγλυφο. Παράλληλα, το σχέδιο λαµβάνει υπόψη τους υφιστάµενους φυσικούς περιορισµούς και το κόστος.

Page 201: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

182

Κατασκευές: Η δυσκολία εξεύρεσης γης κοντά σε κατοικηµένες περιοχές αυξάνει την πίεση για την επαναφορά παλαιών χώρων διάθεσης σε τέτοιες χρήσεις. Χώροι διάθεσης που έχουν σταµατήσει πρόσφατα να δέχονται απορρίµµατα, παρουσιάζουν µεγαλύτερα προβλήµατα για κατασκευές σε σχέση µε παλαιότερους.

Άλλα στοιχεία που αξιολογούνται για την επιλογή της τελικής χρήσης είναι:

Το είδος των απορριµµάτων: Σηµαντικό στοιχείο αποτελεί η ποσότητα του βιοαποδοµήσιµου υλικού. Η οµοιογένεια των απορριµµάτων είναι σηµαντική, όπως επίσης η χηµική τους σύσταση. Ο βαθµός συµπίεσης των απορριµµάτων: Το µεγάλο βάθος αποτελεί αιτία µεγαλύτερων δυσκολιών, κύρια όσον αφορά την πιθανότητα ανοµοιογενών καθιζήσεων. Η ηλικία των απορριµµάτων: Απορρίµµατα µικρής ηλικίας δηµιουργούν φτωχό έδαφος για θεµελιώσεις γιατί το υλικό διαθέτει άσχηµα γεωτεχνικά χαρακτηριστικά. Ο χώρος πρέπει να έχει σταµατήσει να δέχεται απορρίµµατα τουλάχιστον πριν µια δεκαετία.

Τελική κάλυψη

Πρωταρχικός ίσως στόχος των έργων αποκατάστασης ενός χώρου διάθεσης απορριµµάτων είναι η ελαχιστοποίηση της ποσότητας των οµβρίων που εισέρχονται στο χώρο, µε:

Τοποθέτηση κάλυψης χαµηλής περατότητας. Αύξηση της επιφανειακής απορροής.

Η επιφάνεια του χώρου διάθεσης πρέπει να είναι θολωτή για να ενθαρρύνεται η επιφανειακή απορροή.

Μετά την τοποθέτηση, η κάλυψη – capping – πρέπει επίσης να προστατεύεται µε επιφανειακή χωµατοκάλυψη, στην οποία να γίνονται κατάλληλα οι φυτεύσεις µε τρόπο ώστε να παρεµποδίζεται η εισροή υδάτων και να ευνοείται η απώλεια νερού µέσω της εξατµισοδιαπνοής.

Υλικά τα οποία χρησιµοποιούνται για την τελική επικάλυψη είναι:

Φυσικά επιστρωτικά υλικά. Μίγµατα άµµου µε µπεντονίτη. Συνθετικά υλικά (membrane liners).

Κατά την κατασκευή της κάλυψης πρέπει να προβλέπονται έργα για τη συλλογή των στραγγισµάτων και του βιοαερίου, η συλλογή του οποίου διευκολύνεται µε τη στεγάνωση της τελικής επιφάνειας. Για να παραµένει η κάλυψη αποτελεσµατική πρέπει να προστατεύεται από τις κινήσεις µηχανηµάτων στην επιφάνεια του χώρου, από ξήρανση και ρηγµατώσεις, από τη διείσδυση των ριζικών συστηµάτων των δέντρων που έχουν φυτευτεί, από διάβρωση, κ.λπ. Τέλος, η κάλυψη δε διαβρώνεται όταν η επιφάνεια του χώρου είναι ήδη φυτεµένη.

Οι παράµετροι που επηρεάζουν την απορροή είναι η δοµή των χωµάτων, η συµπίεση, οι κλίσεις και οι σχεδιαζόµενες χρήσεις γης. Η κάλυψη είναι αποτελεσµατική όταν διακόπτει αποτελεσµατικά την υδραυλική επικοινωνία της υγρασίας που περιέχεται στο χώρο διάθεσης και αυτής που υπάρχει στη νέα δηµιουργούµενη επιφάνεια.

Η λόγω τριχοειδών φαινοµένων προς τα άνω κίνηση των στραγγισµάτων πρέπει να παρεµποδίζεται. Επίσης να συνεκτιµάται η ανάγκη δηµιουργίας «ουδέτερης ζώνης-buffer zone» µεταξύ του οικοσυστήµατος του χώρου διάθεσης και του υπό δηµιουργία νέου οικοσυστήµατος στο χώρο.

Page 202: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

183

Το δίκτυο αποστράγγισης

Το δίκτυο αποστράγγισης του χώρου έχει στόχο την αµεσότερη παροχέτευση των οµβρίων, την αποφυγή διάβρωσης του εδάφους και την αποφυγή λιµναζόντων υδάτων στην επιφάνεια του χώρου. Εξαρτάται δε από παράγοντες όπως:

Η ποσότητα και η ένταση των βροχοπτώσεων Η διαπερατότητα των χωµάτων Η ύπαρξη ή όχι διαπερατής τελικής στρώσης. Η ύπαρξη βλάστησης και ο τύπος της. Οι κλίσεις των διαµορφωµένων πρανών.

Ανάλογα µε την τοπογραφία του κάθε χώρου, κατασκευάζεται σε συνδυασµό ανάχωµα και τάφρος, για να αποτρέπεται η είσοδος των οµβρίων της ευρύτερης λεκάνης απορροής στο απορριµµατικό ανάγλυφο και να επιτρέπεται εκατέρωθεν του χώρου, όπου θα κατασκευαστούν ανοιχτά χαντάκια ή τάφροι απαγωγής των οµβρίων.

Για να εξασφαλιστεί η ελεγχόµενη απορροή των οµβρίων πάνω στο απορριµµατικό ανάγλυφο, ώστε να ελαχιστοποιηθούν οι τοπικές διαβρώσεις και η κατείσδυση τους στη µάζα των απορριµµάτων, διαµορφώνονται πάνω στη στεγανωτική στρώση ανοικτά αβαθή αυλάκια µε ειδικά συµπιεσµένο πυθµένα, µε ήπια κατά µήκος κλίση (π.χ. 10%) που θα οδηγούν τα όµβρια στα δύο εκατέρωθεν του απορριµµατικού ανάγλυφου χαντάκια απαγωγής των οµβρίων. Τα ως άνω αβαθή αυλάκια διατάσσονται περίπου παράλληλα µεταξύ τους σε πραγµατικές αποστάσεις 15 έως 30 m ανάλογα µε τις κλίσεις του ανάγλυφου (εντονότερη κλίση συνεπάγεται µικρότερη απόσταση). Το ενδεχόµενο επένδυσης του πυθµένα των παραπάνω αυλακιών αντιµετωπίζεται κατά περίπτωση.

Η κλίση των πρανών αποτελεί πολύ σηµαντικό παράγοντα για την αποστράγγιση του χώρου. Λιµνάζοντα νερά εµφανίζονται όταν η διαπερατότητα της τελικής κάλυψης είναι περιορισµένη ή όταν η ένταση των βροχοπτώσεων ξεπερνά το συντελεστή διαπερατότητας των χωµάτων που την αποτελούν.

Τα προβλήµατα αποστράγγισης επιλύονται όταν το τελικό σχήµα του χώρου πάρει τη µορφή θόλου. Με τον τρόπο αυτό, τα όµβρια εκτρέπονται µέσω περιφερειακών τάφρων.

Σηµαντικό στοιχείο σχεδιασµού αποτελεί η σωστή διαστασιολόγηση του συστήµατος αποστράγγισης, βασισµένη σε δεδοµένα βρωχοπτώσεων δεκαετίας. Η αποµάκρυνση των οµβρίων µπορεί να υποβοηθείται και από συστήµατα σωληνώσεων, τα οποία τοποθετούνται ευκολότερα και είναι αποτελεσµατικά για ήδη διαµορφωµένες κλίσεις.

Οι χρήσεις του χώρου µετά την αποκατάσταση υποδεικνύουν τις ανάγκες αποστράγγισης. Η καλή αποστράγγιση της περιοχής, σε συνδυασµό µε την τελική επικάλυψη, βοηθά:

Στη µείωση των υδάτων που εισέρχονται στα απορρίµµατα Στη µείωση της ποσότητας των παραγόµενων στραγγισµάτων και Στην αποφυγή διάβρωσης των πρανών του χώρου.

∆ιαχείριση στραγγισµάτων

Ο στόχος σχετικά µε τα παραγόµενα στραγγίσµατα ενός χώρου διάθεσης, είναι η ελαχιστοποίηση της παραγωγής τους, η ελεγχόµενη συλλογή τους και η µετέπειτα επεξεργασία τους. Κατά την αποκατάσταση του χώρου και µετά το τέλος της, προκρίνονται µέτρα που στόχο έχουν να µην επιτρέπουν την είσοδο των υδάτων τόσο κατά τη διάρκεια λειτουργίας του χώρου διάθεσης όσο και στη συνέχεια.

Page 203: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

184

Για την εκπλήρωση των αναγκών επεξεργασίας των στραγγισµάτων προκρίνονται τεχνικές που – λόγω κόστους και απλότητας – προσφέρουν επιθυµητές λύσεις στο πρόβληµα. Ως τέτοιες αναφέρονται η επιτόπου επεξεργασία, η συλλογή και µεταφορά των στραγγισµάτων σε µονάδα βιολογικού καθαρισµού και η επανακυκλοφορία τους στη µάζα των απορριµµάτων. Η τελευταία λύση κρίνεται σαν η απλούστερη και αποτελεσµατικότερη σε πολλές περιπτώσεις.

Εντοπίζονται µετά την εξοµάλυνση, τα σηµεία όπου παρουσιάζονται πλευροδιηθήµατα και έναρξη επιφανειακής ροής στραγγισµάτων. ∆ηµιουργούνται σηµειακά (τοπικοί λάκκοι) ή γραµµικά στοιχεία (τάφροι) συλλογής και κατείσδυσης των πλευροδιηθηµάτων στο εσωτερικό του απορριµµατικού ανάγλυφου. Τα στοιχεία αυτά γεµίζουν µε λιθοσύντριµµα και επικαλύπτονται µε εδαφικό υλικό.

Στο ήδη διαµορφωµένο µε φυσικό τρόπο σηµείο επιφανειακής εκβολής των στραγγισµάτων από το απορριµµατικό ανάγλυφο µπορεί να κατασκευαστεί δεξαµενή συλλογής των στραγγισµάτων και φρεάτιο ή φρεάτια ασφαλούς (έναντι παρείσφρησης λεπτόκοκκων υλικών) επανατροπής, µε αντλία και αγωγό. Στο απορριµµατικό ανάγλυφο διαµορφώνονται (κατά κανόνα «χιαστί» ή «εν παραλλήλω»), τάφροι έγχυσης και κατείσδυσης των αντλούµενων στραγγισµάτων στη µάζα των απορριµµάτων ή υφίστανται επεξεργασία και διατίθενται στον αποδέκτη ή µεταφέρονται σε εγκαταστάσεις επεξεργασίας λυµάτων σχεδιασµένη κατάλληλα και για αυτό το σκοπό.

Πάνω στο ανάγλυφο που έχει ήδη εξοµαλυνθεί, κατασκευάζεται συµπιεσµένη στρώση εδαφικού υλικού χαµηλής ή πολύ χαµηλής διαπερατότητας.

Η τεχνική της ανακυκλοφορίας των στραγγισµάτων µέσα στη µάζα των απορριµµάτων αποτελεί µία πρακτική διαχείρισης των στραγγισµάτων, ιδιαίτερα διαδεδοµένη σε χώρους διάθεσης απορριµµάτων µικρής και µεσαίας κλίµακας. Με την τεχνική της ανακυκλοφορίας, µειώνεται τόσο η ποσότητα των στραγγισµάτων λόγω εξάτµισης όσο και το ρυπαντικό φορτίο λόγω της βιολογικής (κύρια αναερόβιας) και φυσικό - χηµικής δράσης µέσα στη µάζα των απορριµµάτων. Σε ευνοϊκές κλιµατολογικές συνθήκες, (χαµηλών βροχοπτώσεων, υψηλών θερµοκρασιών), η τεχνική της ανακυκλοφορίας µπορεί να αποτελέσει µία ολοκληρωµένη λύση στη ∆Α. Το όλο σύστηµα αποτελείται από µία στεγανή δεξαµενή προσωρινής αποθήκευσης στην οποία συγκεντρώνονται τα στραγγίσµατα, το αντλιοστάσιο (συνήθως υποβρύχιες αντλίες τοποθετηµένες εντός της δεξαµενής) και τέλος το δίκτυο σωληνώσεων για την ανακυκλοφορία των στραγγισµάτων σε περισσότερα του ενός σηµεία επάνω στη µάζα των απορριµµάτων σε κατάλληλα διαµορφωµένες τάφρους διαστάσεων συνήθως 10 m Χ 4 m. Το πρόγραµµα της ανακυκλοφορίας ρυθµίζεται σύµφωνα µε τις κλιµατολογικές συνθήκες προκειµένου να αξιοποιηθεί πλήρως η εξάτµιση των υγρών. Τα παραγόµενα στραγγίσµατα εκτιµώνται σε ετήσια βάση στο 15-20% της µέσης ετήσιας βροχόπτωσης, µε την προϋπόθεση ότι δεν υπάρχουν απορροές οµβρίων προς το χώρο ούτε εισροές υπόγειων υδάτων. Ακριβείς ποσοτικές προσεγγίσεις µπορούν να γίνουν µε την κατάστρωση υδατικών ισοζυγίων στο χώρο διάθεσης. Κρίσιµο στοιχείο στο σχεδιασµό του συστήµατος ανακυκλοφορίας είναι η διαστασιολόγηση της δεξαµενής προσωρινής αποθήκευσης. Ο σχεδιασµός γίνεται µε βάση τη µέγιστη µηνιαία βροχόπτωση και χωρητικότητα για παραµονή στραγγισµάτων στη δεξαµενή της τάξης των 10 ηµερών.

∆ιαχείριση του βιοαερίου

Σε ανεξέλεγκτους χώρους διάθεσης που έχουν υποστεί ευρείας έκτασης αυτανάφλεξη πρέπει να αποφεύγεται η κατασκευή έργων σύλληψης και απαγωγής του βιοαερίου επειδή αυτά λειτουργούν, ή κάποια στιγµή θα λειτουργήσουν ως συστήµατα οξυγόνωσης και αναζωπύρωσης τυχαίων εστιών καύσης. Σε περίπτωση που δεν παρατηρούνται συµπτώµατα αυτανάφλεξης, ή σε περίπτωση που αυτή εκτιµάται ως ελεγχόµενη και περιορισµένη, συνίσταται η απαγωγή του βιοαερίου να γίνεται µε περιορισµένο αριθµό «γεωτρήσεων» ή «παραθύρων» που θα διανοιχτούν στη µάζα των απορριµµάτων των τελευταίων στρωµάτων. Το βιοαέριο θα εξέρχεται µε φυσικό ελκυσµό, θα καίγεται επί τόπου ή σε κεντρικό σηµείο του

Page 204: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

185

χώρου µε ειδική διάταξη (ιδιοκατασκευή) που θα επιτρέπει την επίτευξη της καύσης στη

µεγαλύτερη δυνατή θερµοκρασία.

Το αέριο του χώρου διάθεσης, όπως και τα στραγγίσµατα πρέπει να αντιµετωπίζονται τεχνικά. Ανεξέλεγκτες εκποµπές είναι επικίνδυνες και δεν επιτρέπουν «ήπια» αποκατάσταση του χώρου εξαιτίας της καταστροφής της βλάστησης. Σε µικρούς χώρους διάθεσης προτείνονται παθητικά συστήµατα εκτόνωσης του παραγόµενου βιοαερίου. Σε µεγαλύτερους χώρους είναι αποδοτικότερα τα ενεργητικά συστήµατα.

Σηµαντική συµβολή στον προσδιορισµό του ρυθµού παραγωγής και της σύνθεσης του αντλούµενου βιοαερίου έχει η «δοκιµή άντλησης» που προηγείται κάθε προσπάθειας αξιοποίησης του. Με τη δοκιµή άντλησης προσεγγίζονται οι «ιδανικές» συνθήκες, όπως πίεση, απόσταση φρεατίων άντλησης και παροχή κάτω από τις οποίες θα γίνει ο σχεδιασµός του δικτύου άντλησης του βιοαερίου.

Επίσης µε βάση τα αποτελέσµατα των δοκιµών άντλησης, διαστασιολογείται όλο το σύστηµα ανάκτησης και η πιθανή εγκατάσταση αξιοποίησης του αντλούµενου βιοαερίου.

Αντιµετώπιση των καθιζήσεων

Η καθίζηση είναι αναπόφευκτη σε χώρους που δέχονται βιοαποδοµήσιµα υλικά, χρειάζεται δε να προβλεφθεί και να αντιµετωπιστεί αποτελεσµατικά. Συχνά, µετά την αποκατάσταση των χώρων διάθεσης απορριµµάτων, αυτοί δίνονται για κατασκευή χώρων άθλησης, δρόµων, χώρων αναψυχής, για την επιτυχία των οποίων είναι αναγκαία η πρόβλεψη των χαρακτηριστικών και της συνολικής καθίζησης και να εξασφαλιστεί ότι θα γίνει κατά το δυνατόν οµοιόµορφα.

Οι µεγαλύτεροι κίνδυνοι από τις καθιζήσεις οφείλονται στην ανοµοιογένεια τους, τη διαφορική καθίζηση λόγω της µη οµοιόµορφης ταφής, στη συµπίεση και το είδος των απορριµµάτων.

Η εµπειρία δείχνει ότι τα απορρίµµατα µε συµπίεση 0,6 ton/m3 καθιζάνουν έως 20%, ενώ όταν η συµπίεση φθάνει τους 1,2 ton/m3, η καθίζηση φθάνει στο 10% (ή λιγότερο) του συνολικού βάθους του χώρου διάθεσης.

Η αερόβια και αναερόβια αποσύνθεση του βιοαποδοµήσιµου κλάσµατος των απορριµµάτων αποτελεί αιτία καθίζησης. Η διαδικασία αυτή προκαλεί τη σµίκρυνση του µεγέθους των συστατικών των απορριµµάτων, µε συνέπεια τα µικρότερα σωµατίδια να γεµίζουν τους κενούς χώρους και να προκαλείται καθίζηση.

Στις περισσότερες περιπτώσεις η καθίζηση λαµβάνει χώρα µέσα σε 10 χρόνια, µπορεί όµως να µην ολοκληρωθεί σε συνολική περίοδο 30 ετών.

Η καλύτερη µέθοδος για την πρόβλεψη της µελλοντικής καθίζησης είναι να οργανωθεί µια δοκιµαστική περιοχή, η οποία να παρακολουθείται τακτικά.

Φυτεύσεις

Πάνω στη στεγανωτική επιφάνεια διαστρώνεται σε µία στρώση χώµα κατάλληλο για τη φυσική ανάπτυξη πρασίνου σε στρώση 50-60 cm. ∆εν επικαλύπτονται βέβαια οι πυθµένες των αβαθών αυλακιών απορροής των οµβρίων. Η εκδήλωση και ανάπτυξη του πρασίνου συνίσταται να αφεθεί στις φυσικές διαδικασίες, σε περίπτωση που επιδιώκεται µία τεχνικά ασφαλής, οικολογικά ήπια και χωρίς πρόσθετο οικονοµικό κόστος φυσική επανένταξη του χώρου στη χλωρίδα και πανίδα της περιοχής.

Όταν σαν χρήσεις προτείνονται οι φυτεύσεις και η βλάστηση του χώρου, καθορίζονται τα είδη των φυτεµάτων (γρασίδι, δέντρα, φυσική βλάστηση) µε ιδιαίτερη έµφαση στο ριζικό τους σύστηµα και τη µετέπειτα συντήρηση τους.

Page 205: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

186

Η µεθοδολογία που αναπτύσσεται βασίζεται στη θεώρηση της επανεγκατάστασης της βλάστησης στο «εδαφικό» στρώµα επικάλυψης των απορριµµάτων ως «φαινοµένου πρωτογενούς φυτικής διαδοχής».

Με δεδοµένα ότι το µέγιστο των εδαφοβιολογικών διαδικασιών πραγµατοποιείται στα πρώτα 50 cm του εδάφους, ότι το στρώµα αυτό υποστηρίζει τη θρέψη των φυτών, καθώς και ότι βάθος 1-5 m είναι πολύ σηµαντικό για τη συγκράτηση του νερού και την αποστράγγιση του, η απουσία οργανωµένης δοµής του εδαφικού στρώµατος επηρεάζει σηµαντικά τις οικοφυσιολογικές διαδικασίες θρέψης των φυτών.

Όσον αφορά την έλλειψη πολλαπλασιαστικού υλικού, η περίπτωση του χώρου διάθεσης είναι περίπλοκη. Χωρίς αµφιβολία, τα εδαφικά υλικά που προέρχονται από φυσικούς σχηµατισµούς πρέπει να θεωρηθούν ως φορείς σπερµάτων.

Στοιχεία που πρέπει να ληφθούν υπόψη στο σχεδιασµό είναι το οικοσύστηµα της ευρύτερης περιοχής και ο τρόπος µε τον οποίο αυτό επιδρά στον υπό αποκατάσταση χώρο.

Είδη φυτεύσεων που µπορεί να εγκατασταθούν σε ένα χώρο, στον οποίο έχουν προηγηθεί έργα αποκατάστασης, είναι:

Γρασίδι: Το µίγµα των σπόρων γρασιδιού που θα φυτευτεί ποικίλει ανάλογα µε τη χρήση του χώρου, είναι όµως θετική η ανάµειξη του σε αναλογίες µεγαλύτερες από αυτές που εφαρµόζονται στη γεωργία δηλ. αναλογία 45 kg / στρέµµα. Η επαναφορά σε χοτρολιβαδική µορφή είναι η προοπτική που συγκεντρώνει τις περισσότερες πιθανότητες για επιτυχή αποκατάσταση. Το γρασίδι είναι πιο ανθεκτικό σε µεγάλες κλίσεις και απορροές από άλλα είδη, η δε δοµή των ριζών του βοηθά στη σταθεροποίηση και βελτίωση της δοµής των χωµάτων. ∆έντρα: Κρίσιµοι παράγοντες είναι η ποιότητα και τα είδη των προς σπορά δενδρυλλίων, η τεχνική φύτευσης και η φροντίδα, που περιλαµβάνει την προσθήκη λιπασµάτων και τον έλεγχο των ζιζανίων. Τα δέντρα αναπτύσσονται ικανοποιητικά όταν το βάθος της κάλυψης είναι αρκετό και παρέχει ανάλογη υγρασία, τα απορρίµµατα όµως λόγω της φύσης τους µπορεί να δηµιουργήσουν αφιλόξενο περιβάλλον για το ριζικό τους σύστηµα. Τα περισσότερα δέντρα επιζούν ικανοποιητικά σε µεγάλη ποικιλία χωµάτων, όµως για pH < 4,5 µπορεί να είναι απαραίτητη η προσθήκη άσβεστου. Από την εµπειρία πάντως φαίνεται ότι η φύτευση µικρών δέντρων αυξάνει σηµαντικά την πιθανότητα επιβίωσης. Φυσική επαναφύτευση για κοινή χρήση: Η φυσική επαναφύτευση δηµιουργεί µια περιοχή «εξοχής» για όσους µένουν µέσα στην αστική ζώνη. Οι θερµοκρασίες που αναπτύσσονται στη διάρκεια της αερόβιας αποικοδόµησης είναι υψηλές ξεπερνώντας για µικρό διάστηµα τους 60οC και αποτελούν περιοριστικό παράγοντα για την ανάπτυξη των φυτών. Η φυτοκάλυψη τότε µπορεί να αρχίσει µόνον όταν η αποικοδόµηση τείνει προς την ολοκλήρωση της. Ο απαιτούµενος χρόνος συνήθως δεν ξεπερνά τους δώδεκα µήνες, αν και έχουν µετρηθεί θερµοκρασίες 45οC για χρονικό διάστηµα τριών ετών.

Η διάστρωση του χώµατος πρέπει να πραγµατοποιηθεί όπως φαίνεται στην Εικόνα 77, ώστε να αποφευχθεί η συµπίεση του. Η φυτοκάλυψη πρέπει να γίνει αµέσως µετά τη διάστρωση ώστε να αποφευχθεί η διάβρωση. Το γεγονός αυτό σε συνδυασµό µε το ότι η πιο κατάλληλη εποχή φύτευσης είναι το φθινόπωρο και (κυρίως) η άνοιξη, οδηγεί στην ανάγκη τελικής διάστρωσης του χώµατος αυτές τις εποχές.

Επειδή θα είναι απίθανο το χώµα που θα εξασφαλιστεί για την τελική επίστρωση να είναι βιολογικά ενεργό, θεωρούνται απαραίτητες κάποιες παρεµβάσεις βελτίωσης των οικολογικών του χαρακτηριστικών, κυρίως όσον αφορά το οργανικό υλικό, τα θρεπτικά συστατικά και την εδαφοπανίδα. Έτσι, σε πρώτη φάση ενδείκνυται η χρήση ετήσιων ποωδών µέσω των οποίων θα επιτευχθεί η αναγκαία βελτίωση των βιολογικών του εδάφους.

Πριν ξεκινήσει η φύτευση ή η σπορά, πρέπει να προετοιµαστεί το έδαφος και όταν αυτό είναι συµπιεσµένο φροντίζουµε για φρεζάρισµα. Όταν προβλέπουµε σπορά ποωδών απαιτείται το

Page 206: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

187

όργωµα όλης της επιφάνειας, συνήθως µέχρι βάθους 20 cm. Στη συνέχεια, το έδαφος αφήνεται να καθιζάνει για λίγες µέρες και ακολουθεί η σπορά.

Εικόνα 77. Τρόπος τοποθέτησης τελευταίας στρώσης εδάφους (Φραντζής κ.ά., 2000).

Ευνοϊκός είναι ο εµπλουτισµός του εδάφους µε νεκρά φυτικά τµήµατα. Με αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται µείωση της εξάτµισης, ευνοϊκότερες συνθήκες υγρασίας και αερισµού, σταθεροποίηση του εδάφους, ευνοϊκότερες συνθήκες φύτρωσης και τόνωση των βιολογικών διεργασιών στο έδαφος. Οι παραπάνω ευνοϊκές επιδράσεις (και µάλιστα σε µεγαλύτερο βαθµό) επιτυγχάνονται µε τη χρησιµοποίηση κοµπόστ.

Η επιλογή των ειδών εξαρτάται από πάρα πολλούς παράγοντες. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι η χρησιµοποίηση αγρωστωδών σε µεγάλη κλίµακα πρέπει να αποφεύγεται γιατί ευνοούν την ανάπτυξη τρωκτικών, αποικοδοµούνται δύσκολα και δηµιουργούν (λόγω συσσώρευσης ξηρής φυτικής µάζας) κινδύνους πυρκαγιών. Η σπορά των αγρωστωδών θεωρείται σκόπιµη σε συνδυασµό µε ψυχανθή για να εµπλουτισθεί το έδαφος µε άζωτο 14 gr/m2 ανά έτος. Μερικά είδη που µπορούν να χρησιµοποιηθούν είναι τριφύλλι, αγριοτριφύλλι, λούπινα, µελίλωτος. Με τη χρησιµοποίηση σπόρων από αυτοφυή είδη επιλέγουµε εκείνα για τα οποία η ενδοειδική επιλογή έχει εν µέρει ολοκληρωθεί και κατά συνέπεια έχουµε σπόρους από άτοµα φυτών που είναι προσαρµοσµένα στις εκάστοτε συνθήκες. Για τη σπορά απαιτούνται σπόροι σε αναλογία 10-20 g/m2, ο δε χρόνος σποράς εξαρτάται από τα είδη, συνήθως γίνεται το φθινόπωρο ή στις αρχές της άνοιξης.

Αφού τα ποώδη ολοκληρώσουν τον κύκλο ανάπτυξης τους, ακολουθεί φρεζάρισµα του εδάφους χωρίς την αποµάκρυνση των νεκρών φυτικών τµηµάτων εδάφους (όταν η στρώση που δηµιουργείται είναι πολύ πυκνή αφαιρούµε κάποιες ποσότητες) τα οποία αφήνονται στο έδαφος για να τονωθεί η εποικοδοµητική του δραστηριότητα.

Αν πάντως θέλουµε γρήγορη και κατά το δυνατόν πλήρη φυτοκάλυψη, δε θα µπορέσουµε να αποφύγουµε τη λίπανση. Στην περίπτωση αυτή πρέπει να αποκαθιστάται η εδαφική ισορροπία µεταξύ εποικοδοµητικής δραστηριότητας και φυτικών αναγκών, µε διακοπή της λίπανσης, διαφορετικά θα υπάρξει δραστική µείωση της παραγωγικότητας των φυτών.

Τα ξυλώδη φυτεύονται σε απόσταση 1 m µεταξύ τους. Πριν τη φύτευση, ο χώρος πρέπει να καθαριστεί από άλλα φυτά για να µη δηµιουργηθούν προβλήµατα σκίασης. Η πιο κατάλληλη εποχή φύτευσης για τα µεσογειακά είδη είναι το φθινόπωρο. Η φύτευση στα πρανή γίνεται σε αυλάκια που σκάβονται σε απόσταση 1 m µεταξύ τους και πλάγια προς τα πρανή, σε γωνία 15ο. Με αυτόν τον τρόπο αξιοποιούνται καλύτερα τα νερά των βροχών, ενώ µειώνεται ο κίνδυνος διάβρωσης. Το έδαφος που περισσεύει από το σκάψιµο των αυλακιών αφήνεται κατάντι τους. Ο τρόπος αυτός βοηθάει στις πρώτες φυτεύσεις, πρέπει όµως στη συνέχεια να επιδιώξουµε κάποια φυσικότερη µορφή στη µορφή διάταξης των φυτών.

Για την επιλογή των ειδών ξεκινάµε αρχικά από την υπάρχουσα και την εν δυνάµει βλάστηση της ευρύτερης περιοχής, για την οποία µπορούµε να χρησιµοποιήσουµε τις ζώνες βλάστησης όπως έχουν διεθνώς περιγραφεί. Η παραπάνω προεργασία είναι ιδιαίτερα σηµαντική για να

Page 207: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

188

καταγραφούν τα είδη, που συνιστούν σε κανονικές συνθήκες, τη χλωρίδα της περιοχής. Θα προτιµηθούν αείφυλλα είδη γιατί όπως ήδη αναφέραµε, επιδρούν στη µείωση των διασταλλαζόντων. Στην περίπτωση φύτευσης φυλλοβόλων θα ληφθεί µέριµνα για την ύπαρξη ενός ποώδους και / ή θαµνώδους υποορόφου.

Εκτός από τα προηγούµενα πρέπει να λαµβάνεται υπόψη ότι κάθε χώρος εµφανίζει τις δικές του ιδιοµορφίες και κάθε φύτευση είναι εν µέρει πειραµατική. Κατά συνέπεια πρέπει να υπάρχει συνεχής έλεγχος ώστε να υποβοηθούµε τα είδη να αντεπεξέρχονται στις τοπικές συνθήκες.

Στην Εικόνα 78 παρουσιάζεται ο τρόπος διαµόρφωσης των χώρων φύτευσης.

(α)

(β) Εικόνα 78. ∆ιαµόρφωση χώρων φύτευσης.

Μεταφροντίδα

Η µεταφροντίδα του χώρου, απαραίτητη προϋπόθεση για την ολοκλήρωση του στόχου της ήπιας αποκατάστασης µε φυσική επανένταξη ενός ανεξέλεγκτου χώρου διάθεσης συνίσταται στις ακόλουθες ενέργειες (Ζήνδρος, 1998):

1. Παρακολούθηση κατά τακτά χρονικά διαστήµατα της µηχανικής συµπεριφοράς του αναπλασθέντος ανάγλυφου και ιδιαίτερα:

∆ιαφορικών καθιζήσεων.

Page 208: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

189

Οριζόντιων µετατοπίσεων.

Τοπικών διαβρώσεων. Ρηγµατώσεων

2. Τακτική επιθεώρηση ή /και συντήρηση των επιµέρους έργων και εγκαταστάσεων:

Των περιµετρικών χαντακιών ή τάφρων παροχέτευσης των οµβρίων από πιθανή έµφραξη τους.

Των αβαθών αυλακιών (απορροής των οµβρίων του απορριµµατικού ανάγλυφου) από διάβρωση, έµφραξη, ανάπτυξη βλάστησης, τοπική καθίζηση.

Των στοιχείων φυσικής κατείσδησης των στραγγισµάτων. Ενδεχόµενη εµφάνιση πλευροδιηθηµάτων πρέπει να αντιµετωπίζεται άµεσα µε επιτόπου διοχέτευση τους στο εσωτερικό του χώρου.

Του συστήµατος διαχείρισης των στραγγισµάτων, µε έµφαση στη λειτουργική κατάσταση των αντλιών στα φρεάτια τροφοδοσίας των αντλιών και στην παροχετευτικότητα των τάφρων κατείσδησης των στραγγισµάτων.

Των γεωτρήσεων απαγωγής και των διατάξεων συνεχούς καύσης του βιοαερίου.

3. Παρακολούθηση και όταν χρειάζεται προστασία αλλά και υποστήριξη της φυσικής διαδικασίας φυτοκάλυψης του χώρου.

4. Προστασία του χώρου έναντι ανεπιθύµητων ανθρωπογενών παρεµβάσεων όπως:

Απόρριψη απορριµµάτων. Καταπάτηση εκτάσεων. Ανάπτυξη παράνοµων επιχειρηµατικών δραστηριοτήτων. Παράνοµο κυνήγι.

Περιβαλλοντικός έλεγχος

Ενέργειες περιβαλλοντικού ελέγχου που κρίνονται τεχνικά και οικονοµικά εφικτές είναι οι παρακάτω (Ζήνδρος, 1998):

∆ιαχρονική παρακολούθηση και αξιολόγηση βασικών φυσικοχηµικών παραµέτρων των στραγγισµάτων και της ποσότητας τους.

∆ιαχρονική παρακολούθηση και αξιολόγηση βασικών φυσικοχηµικών παραµέτρων των νερών του πλησιέστερου κατάντι επηρεαζόµενου σηµείου υδροληψίας.

∆ιαχρονική παρακολούθηση και αξιολόγηση βασικών παραµέτρων του παραγόµενου βιοαερίου και της εκτιµώµενης ποσότητας του, εφόσον υφίσταται το σχετικό δίκτυο.

Για τους παραπάνω σκοπούς απαιτείται εγκαθίδρυση συστήµατος παρακολούθησης (φρεάτια παρακολούθησης), µηχανισµός ελέγχου συστήµατος παρακολούθησης τόσο των στραγγισµάτων όσο και του βιοαερίου. Ο οποιοσδήποτε προτεινόµενος σχεδιασµός ανάπλασης του χώρου πρέπει να ανταποκρίνεται στα µέτρα προστασίας του περιβάλλοντος αλλά και να είναι σύµφωνος µε το γενικότερο χωροταξικό σχεδιασµό.

Περιβαλλοντικές επιπτώσεις

Ρύπανση οικοτόπων – βιοτόπων: Χαρακτηριστική ήταν η περίπτωση των λιµνών Λαγκαδά και Βόλβης. Οι λίµνες αυτές περιβάλλονται από πληθώρα τέτοιων χώρων, ενώ το ίδιο διαπιστώθηκε και µε ορισµένες κοίτες ποταµών σε πολλούς Νοµούς της χώρας µας. Τα επιφανειακά εκπλύµατα από τους χώρους κατέληγαν µε µεγάλη ευκολία στις λίµνες, περαιτέρω επιβάρυνση προκαλείτο λόγω της ρύπανσης του υπόγειου υδροφόρου ορίζοντα και της επαφής των λιµνών µε αυτόν, ενώ η

Page 209: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

190

γενικότερη προκαλούµενη περιβαλλοντική υποβάθµιση είχε πολύπλευρη επίπτωση σε αυτές λόγω της άµεσης γειτνίασης.

Ρύπανση υπόγειων και επιφανειακών υδάτων: Χηµικά, εντοµοκτόνα και άλλα ρυπογόνα και συχνά τοξικά συστατικά των παραγόµενων στους χώρους αυτούς διασταλλαζόντων υγρών εκπλύονται στον υπόγειο υδροφόρο ορίζοντα µε αποτέλεσµα φαινόµενα µεγάλης ρύπανσης στη γύρω περιοχή, η οποία µπορούσε να επηρεάσει υπάρχουσες γεωτρήσεις και καλλιέργειες.

Εκποµπή αναθυµιάσεων και οσµών: Η αναερόβια ζύµωση που λαµβάνει χώρα στα απορρίµµατα, προκαλεί εκποµπές βιοαερίου µε πολυδιάστατες επιπτώσεις (φαινόµενο θερµοκηπίου, τοπική ρύπανση και υποβάθµιση από οσµές, κίνδυνος εκρήξεων).

Ανοικτή καύση απορριµµάτων: Λαµβάνει χώρα µε αυτανάφλεξη του παραγόµενου βιοαερίου ή και επίτηδες (για λόγους µείωσης όγκου των προς χωµατοκάλυψη απορριµµάτων και περιορισµού του κινδύνου αυτανάφλεξης) και προκαλεί σηµαντική αέρια ρύπανση (µε αξιοσηµείωτη την πιθανότητα παραγωγής και εκποµπής ακόµη και τοξικών αέριων ρύπων, όπως οι πολυχλωριωµένες διβενζο-διοξίνες και φουράνια) αλλά και κίνδυνο πυρκαγιών ιδιαίτερα το καλοκαίρι, λόγω της συχνής γειτνίασης µε δάση και λοιπές περιοχές πρασίνου.

Απουσία περίφραξης: Οι περισσότεροι τέτοιοι χώροι στερούνται έτσι οποιασδήποτε δυνατότητας ελέγχου. Προκύπτουν ως εκ τούτου µεγάλοι κίνδυνοι µόλυνσης παιδιών και άλλων ατόµων, όπως επίσης και ζώων, µε πρόσθετο κίνδυνο αυτόν της εισόδου τοξικών ουσιών στην τροφική αλυσίδα. Ακόµη, δεν περιορίζεται η διασπορά απορριµµάτων στη γύρω περιοχή.

6.7. Ανάλυση παλαιών χώρων διάθεσης

Εύφλεκτα αέρια Οι κίνδυνοι που εγκυµονούν για τους κατοίκους και τους εργαζόµενους από τα εύφλεκτα και εκρηκτικά αέρια µείγµατα είναι γνωστοί εδώ και περισσότερο από ένα αιώνα, από τις αποθέσεις άνθρακα κοντά στην επιφάνεια. Παρατηρώντας ότι αέρια από παλιούς χώρους διάθεσης περιέχουν έως και 80% κ.ο. µεθάνιο, ενώ ο κίνδυνος έκρηξης υπάρχει ήδη από το 4% κ.ο., είναι καθαρά θέµα τύχης ότι εκρήξεις ως τώρα έχουν συµβεί παρά κυρίως σε κατασκευές εταιρειών που βρίσκονται σε αυτούς τους χώρους. Επιπλέον, υποβόσκουσες πυρκαγιές σε χώρους διάθεσης προκαλούν τη δηµιουργία και την εκποµπή τοξικών αερίων ακόµα και από αβλαβή απορριφθέντα υλικά. Αυτό το φαινόµενο είναι εξαιρετικά επικίνδυνο για τους κατοίκους και το περιβάλλον (Spillman et al., 2000). Τοξικά αέρια Η σύσταση των τοξικών και καρκινογόνων αερίων που εκπέµπονται σε σύγχρονους χώρους διάθεσης είναι γνωστή. Λιγότερο γνωστό είναι το γεγονός ότι οι φυσικές τοξίνες που προέρχονται από την αποσύνθεση των φυσικών οργανικών συστατικών µπορεί να είναι πολύ πιο τοξικές για τους ανθρώπους από ότι αυτές που προέρχονται από σύνθετες ουσίες. Επίσης δεν είναι γνωστό το γεγονός ότι η συνδυασµένη δράση των διαφόρων τοξικών ουσιών µπορεί να είναι έως και 10 φορές µεγαλύτερη σε σχέση µε τη µεµονωµένη δράση της κάθε τοξικής ουσίας. Τραυµατισµοί ακόµα και θάνατοι συµβαίνουν πολύ πιο συχνά από ότι καταγράφονται στις στατιστικές. Τα υπάρχουσα ισχύοντα µέτρα προστασίας του προσωπικού σε ένα χώρο διάθεσης απορριµµάτων, ιδιαιτέρως κατά τη διάρκεια εργασιών στο χώρο απόθεσης, είναι

Page 210: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

191

ανεπαρκή σύµφωνα µε τις εργασιακές συνθήκες που ισχύουν στην πράξη. Συχνά ακόµα και σε περιπτώσεις όπου σύµφωνα µε τη χηµική ανάλυση του αερίου δεν αναµένεται τοξική επίδραση, παρ’ όλα αυτά γίνεται τελικά διάγνωση της. Κάθε χώρος διάθεσης απορριµµάτων χωρίς κάλυψη της βάσης, χωρίς συγκέντρωση στραγγισµάτων, χωρίς επεξεργασία αερίου και χωρίς κάλυψη επιφάνειας θα πρέπει να χαρακτηριστεί ως µολυσµένο έδαφος, επειδή ακόµα και αν απουσιάζει η καύση, παράγονται µεθάνιο, τοξικά και καρκινογόνα αέρια, όπως επίσης και µολυσµένα ύδατα. Επίσης θα πρέπει να σηµειωθεί ότι στο χώρο διάθεσης των απορριµµάτων περιέχονται πολλά πολύτιµα υλικά όπως πλαστικό, µέταλλα, χαλίκια, υφάσµατα, ξύλο, χώµα κ.λπ. Όµως δεν θα πρέπει να παραλείπεται ότι, ακόµα και στους χώρους διάθεσης που διαθέτουν καλύµµατα βάσης και επιφάνειας καθώς και συστήµατα συλλογής στραγγισµάτων, τελικά δεν αποτρέπεται µακροπρόθεσµα η απελευθέρωση αερίων και στραγγισµάτων στην ατµόσφαιρα και στα υπόγεια ύδατα αντίστοιχα (Spillman et al., 2000).

6.8. Λύσεις για τους χώρους ηµιελεγχόµενης και ανεξέλεγκτης διάθεσης

Τα προβλήµατα που προκύπτουν από τους πρώην και υφιστάµενους χώρους ηµιελεγχόµενης και ανεξέλεγκτης διάθεσης απορριµµάτων µπορούν να λυθούν µε διάφορες µεθόδους, οι σπουδαιότερες από τις οποίες είναι:

Η δαπανηρή επικάλυψη όλων των χώρων διάθεσης απορριµµάτων και η µακροπρόθεσµη παρακολούθηση τους για πολλά ακόµα χρόνια, επειδή υπάρχει µία περίοδος στην οποία ο χώρος διάθεσης θα εξακολουθεί να παράγει αέρια και στραγγίσµατα.

Σταθεροποίηση των ρύπων που βρίσκονται στο εσωτερικό της χωµατερής και των ρύπων που έχουν εναποτεθεί και έχουν ήδη µολύνει το έδαφος.

Εξουδετέρωση (εξυγίανση) των ρύπων είτε µε τη µετατροπή τους σε µη τοξικές ουσίες ή µε την αποµάκρυνσή τους µέσω βιολογικών, θερµικών, φυσικών ή και χηµικών επεξεργασιών.

Εκσκαφή (εξόρυξη) του χώρου διάθεσης και του ρυπασµένου εδάφους και –αν είναι απαραίτητο- επεξεργασία καθαρισµού των υπόγειων υδάτων

6.9. Εξυγίανση χώρου διάθεσης

Η σταθεροποίηση των ρύπων πολλές φορές συγχέεται µε την εξουδετέρωση τους. Εποµένως και οι δύο διαδικασίες αναφέρονται συνολικά ως εξυγίανση του χώρου διάθεσης. Η εξυγίανση του χώρου επιβάλλεται πριν από οποιαδήποτε αποκατάσταση του.

Μέθοδοι εξυγίανσης

Εξυγίανση εδάφους επιτόπου στο χώρο (in situ):

Βιοεξυγίανση: εισαγωγή αέρα και θρεπτικών στοιχείων ακολουθούµενη από εξαγωγή. Βιοοξυγόνωση: επεξεργασία µε φρεάτια οξυγόνωσης υποστηριζόµενα από τεχνικές θέρµανσης, πλαστικό κάλυµµα, εισαγωγή οξυγόνου, θρεπτικών στοιχείων και υγρασίας.

Θερµική επεξεργασία: εισαγωγή νερού και εξαγωγή του εµπλουτισµένου υγρού, σε συνδυασµό µε εξαγωγή αερίου χαµηλής πίεσης, θερµική επεξεργασία.

Φυτοεξυγίανση: χρήση διαφόρων φυτών, χρήση λιπασµάτων εδάφους, ρύθµιση pH.

Page 211: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

192

Εξαγωγή ατµού: κατακόρυφα φρεάτια εξαγωγής, οριζόντια φρεάτια εισαγωγής, διαχωρισµός ατµού και αερίου, επεξεργασία και των δύο κλασµάτων, συνδυασµός µε εξαγωγή αερίου χαµηλής πίεσης.

Εξυγίανση εδάφους εκτός του χώρου (ex situ):

∆ιήθηση οξέων: φυσικός διαχωρισµός ακολουθούµενος από διήθηση µε ένα ασθενές ή ισχυρό οξύ.

Κοµποστοποίηση . Καύση: µηχανική και φυσική προεπεξεργασία, σύστηµα καθαρισµού αερίου, χρήση τέφρας ως υλικού.

Βιοεξυγίανση παχύρρευστης φάσης: αποσύνθεση βλαβερών συστατικών µε τη βοήθεια φυσικών µικροβιολογικών πληθυσµών, βιοαντιδραστήρων και µονάδων ύγρανσης.

Πλύση εδάφους: επιλεκτική εκσκαφή µε χρήση ακτινών Χ, κοσκίνισµα, διαχωρισµός, επίπλευση αφρού.

Απορρόφηση θερµότητας: προεπεξεργασία εδαφών, επεξεργασία αερίων µε βιοφίλτρα ή καυστήρα.

Εξυγίανση υπόγειων υδάτων:

Ψεκασµός αέρα: εισαγωγή αποστειρωµένου αέρα. Βιοεξυγίανση (επιτόπου): στο εξαγόµενο νερό παρέχεται οξυγόνο, θρεπτικά στοιχεία, βακτήρια και ένζυµα προτού εισαχθεί ξανά.

Πρέπει να σηµειωθεί ότι οι παραπάνω µέθοδοι εξυγίανσης βρίσκουν εφαρµογή γενικά σε οποιαδήποτε περίπτωση µόλυνσης εδαφών. Αυτό σηµαίνει ότι µόνο κάποιες από αυτές τις µεθόδους έχουν εφαρµοστεί για την εξυγίανση ανεξέλεγκτων και ηµιελεγχόµενων χώρων διάθεσης απορριµµάτων. Οι περισσότερες εφαρµόζονται προς το παρόν τουλάχιστο για την εξυγίανση περιοχών που έχουν πληγεί από εξαιρετικά επικίνδυνες ουσίες. Τέτοιες περιπτώσεις είναι ραδιενεργά απόβλητα, δραστικές δηλητηριώδεις χηµικές ουσίες, πετρελαιοειδή και γενικώς καύσιµα, απόβλητα στρατιωτικών και χηµικών εγκαταστάσεων. Επειδή ακριβώς δεν υπάρχει εφαρµογή τους σε χώρους διάθεσης αστικών απορριµµάτων, δε θα αναλυθούν περαιτέρω.

Οι παραπάνω φυσικές, χηµικές, βιολογικές µέθοδοι εξυγίανσης συνδυάζονται και συνθέτουν τις διάφορες τεχνικές που έχουν τυποποιηθεί και αναπτυχθεί από κάποιες εταιρείες σε επιχειρήσεις αποκατάστασης χώρων διάθεσης απορριµµάτων. Οι ακόλουθες τεχνικές µπορούν να ακολουθηθούν και από εξόρυξη των χώρων διάθεσης.

6.10. Τεχνικές σταθεροποίησης

Οι σηµαντικότερες τεχνικές σταθεροποίησης είναι συνοπτικά:

Αναερόβια. Αερόβια σταθεροποίηση στο χώρο διάθεσης (in situ). Biopuster. Smell Well.

6.10.1. Αναερόβια σταθεροποίηση

∆ιεθνώς οι χώροι διάθεσης στερεών δηµοτικών απορριµµάτων βιώνουν τις συνέπειες των συµβατικών τεχνικών διάθεσης, µέσω των αναερόβιων συνθηκών που δηµιουργούνται στα ενταφιασµένα απορρίµµατα. Υπό αναερόβιες συνθήκες πραγµατοποιείται βραδεία

Page 212: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

193

σταθεροποίηση της µάζας των απορριµµάτων, µε ταυτόχρονη µακροπρόθεσµη παραγωγή

µεθανίου (ενός εκρηκτικού, αερίου θερµοκηπίου) και τοξικών στραγγισµάτων. Στην προσπάθεια που καταβάλλεται να µειωθεί η παραγωγή των στραγγισµάτων, κατασκευάζονται συστήµατα χωµάτινων επιστρώσεων πάνω από τα ενταφιασµένα απορρίµµατα.

Ως πιθανή λύση σε πολλά περιβαλλοντικά θέµατα σχετιζόµενα µε εστίες διάθεσης απορριµµάτων, έχει επιδειχθεί ότι αερόβια αποσύνθεση των ΣΑ µέσα στο χώρο διάθεσης µπορεί να αυξήσει αξιοσηµείωτα το ρυθµό αποσύνθεσης και σταθεροποίησης, να µειώσει την παραγωγή αέριου µεθανίου, να περιορίσει τα επίπεδα µόλυνσης των στραγγισµάτων και να ελαττώσει τις ποσότητες στραγγισµάτων που απαιτούν επεξεργασία. Ήδη ολοκληρωµένη µέσα στην υπάρχουσα υποδοµή του χώρου διάθεσης, αυτή η προσέγγιση µπορεί µε ασφάλεια και οικονοµία να µετατρέψει το χώρο διάθεσης των ΣΑ από χώρο αναερόβιων διαδικασιών σε χώρο αερόβιων. Με αυτό τον τρόπο επιτυγχάνεται και αποδοτική κοµποστοποίηση µεγάλου µέρους της οργανικής ύλης (που είναι ενδεχοµένως ένα από τα µολυσµατικά στοιχεία σε µία συµβατική εστία διάθεσης απορριµµάτων) των απορριµµάτων Ως αποτέλεσµα της αυξηµένης αποσύνθεσης, σταθεροποίησης και αποκατάστασης των απορριµµάτων, όχι µόνο µειώνεται το κόστος λειτουργίας του χώρου διάθεσης, αλλά µπορεί να επεκταθεί και η διάρκεια ζωής του, αυξάνοντας ενδεχοµένως τα κρατικά έσοδα.

Συνέπειες αναερόβιας αποσύνθεσης

Πολλοί χώροι διάθεσης απορριµµάτων σε όλο τον κόσµο αποτελούν σηµαντική απειλή για το περιβάλλον. Προηγούµενοι και νεότεροι σχεδιασµοί χώρων διάθεσης περιλαµβάνουν χωµάτινα η πλαστικά στεγανά φράγµατα πάνω και κάτω από τα απορρίµµατα σε µία προσπάθεια να περιοριστεί η διείσδυση υγρασίας µέσα στη µάζα των απορριµµάτων και εποµένως στο περιβάλλον. Αυτή η σχεδιαστική προσέγγιση δηµιουργεί ένα περιβάλλον ξηρής ταφής (dry-tomb) µέσα στο χώρο διάθεσης και προκαλεί αερόβια αποσύνθεση των απορριµµάτων. Με τον καιρό η αναερόβια αποσύνθεση των ενταφιασµένων απορριµµάτων µπορεί να έχει επιπτώσεις στις επιχειρήσεις του χώρου διάθεσης, αυξάνοντας τους κινδύνους για την ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον. Αυτοί οι κίνδυνοι περιλαµβάνουν:

Την παραγωγή τοξικών στραγγισµάτων, µε συγκεντρώσεις οργανικών και µεταλλικών συστατικών, καθώς και παθογόνων.

Βραδεία σταθεροποίηση της µάζας των απορριµµάτων, αύξηση του κινδύνου διέλευσης τοξικών στραγγισµάτων διαµέσου των συστηµάτων στεγανοποίησης.

Η µακροπρόθεσµη ανάγκη για εξυγίανση του χώρου.

Επιπροσθέτως, οι αναερόβιες συνθήκες µέσα σε ένα χώρο διάθεσης απορριµµάτων προκαλούν παραγωγή µεθανίου, άοσµου αερίου, καθώς και ατµών VOC. Το µεθάνιο, που θεωρείται αέριο θερµοκηπίου, αποτελεί το 45% των αερίων του χώρου διάθεσης. Σε πολλούς χώρους διάθεσης απορριµµάτων στις ΗΠΑ. (και σε ολόκληρο τον κόσµο), απαιτείται η συλλογή , η επεξεργασία (καύση ή άλλη τελική χρήση) και η ηλεκτρονική καταγραφή αυτών των αερίων προκειµένου να ελαχιστοποιηθούν κίνδυνοι συσσώρευσης τους και / ή πυρκαγιών αλλά και προς συµµόρφωση µε συγκεκριµένους περιβαλλοντικούς κανονισµούς.

Παρόλο που η προσέγγιση ξηρού ενταφιασµού έχει αποδειχθεί η πιο συνηθισµένη προσέγγιση και έχει υιοθετηθεί ως τρόπος µείωσης τοξικών εκποµπών από εστίες διάθεσης απορριµµάτων, αποτελεί µία προσωρινή λύση. Σύµφωνα µε την υπηρεσία προστασίας περιβάλλοντος των ΗΠΑ (US EPA – Environmental Protection Agency), “συστήµατα στεγανοποίησης και συλλογής στραγγισµάτων αποτυχαίνουν τελικά εξαιτίας της φυσικής αποσύνθεσης …”. Η EPA αναγνωρίζει ότι “µόλις κλείσει η µονάδα, η στεγανοποίηση της βάσης θα φθαρεί µε τον καιρό και εποµένως δε θα αποτρέψει τη µεταφορά στραγγισµάτων εκτός της µονάδας”. Ως αποτέλεσµα συστήµατα συλλογής στραγγισµάτων και στεγανά καλύµµατα δεν ελαττώνουν τον κίνδυνο τα τοξικά συστατικά, που τυπικά συναντώνται σε πολύχρονα στραγγίσµατα, να προσεγγίσουν τους υπόγειους υδροφόρους ορίζοντες της περιοχής. Προκειµένου να αντιµετωπιστεί αυτό το φαινόµενο, απαιτείται από τους ιδιοκτήτες των χώρων διάθεσης να αποταµιεύσουν κεφάλαια για δικό τους όφελος. Μόλις αρχίσει η

Page 213: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

194

δηµιουργία στραγγισµάτων, πρέπει να ξεκινήσει η εξυγίανση και η διαχείριση της µάζας των απορριµµάτων για ακόµα µία φορά. Εποµένως οι ιδιοκτήτες των χώρων διάθεσης βρίσκονται να χρησιµοποιούν µία προσέγγιση σχεδιασµού που όχι µόνο πιθανώς θα καταλήξει σε αποτυχία, αλλά και θα αυξήσει το κόστος του χώρου και µακροπρόθεσµα τις υποχρεώσεις. Για αυτούς τους λόγους έχει καταστεί αναγκαία η αξιολόγηση και άλλων τεχνικών διαχείρισης των χώρων διάθεσης απορριµµάτων.

Πριν ξεκινήσει οποιαδήποτε εργασία εξόρυξης σε έναν εγκαταλειµµένο χώρο διάθεσης (για τους σκοπούς αναµόρφωσης του χώρου, ανάπλασης ή επιδιόρθωσης των αγωγών συλλογής των στραγγισµάτων, κ.λπ.) πρέπει να υποστεί επεξεργασία το υλικό που είναι αποτιθέµενο. Η επεξεργασία αυτή επιτυγχάνεται µε τις παραπάνω τεχνικές και αποσκοπεί στη:

Μετατροπή των συνθηκών µέσα στο χώρο διάθεσης από αναερόβιες σε αναερόβιες. Αποτροπή εκποµπών οσµών κατά τη διάρκεια εργασιών εξόρυξης. Ρύθµιση και µείωση του ισοζυγίου του νερού ∆ηµιουργία ενός περιβάλλοντος που να επιτρέπει την εκτέλεση των εργασιών εξόρυξης.

Οι παραπάνω τεχνικές αν και θεωρητικά έχουν παρόµοια χαρακτηριστικά, εν τούτοις παρουσιάζουν αρκετές διαφορές.

6.10.2. Αερόβια σταθεροποίηση στο χώρο διάθεσης

∆ραστικές διαδικασίες αερόβιας βιοαποικοδόµησης, για παράδειγµα κοµποστοποίηση, έχουν αποδείξει εδώ και χρόνια ότι το βιοαποικοδοµήσιµο τµήµα των απορριµµάτων µπορεί να σταθεροποιηθεί σε αξιοσηµείωτα συντοµότερο χρονικό διάστηµα (σε σύγκριση µε τις αναερόβιες συνθήκες), παρέχοντας στα οργανικά κλάσµατα των απορριµµάτων τις κατάλληλες αναλογίες αέρα και υγρασίας. Αυτό οδηγεί στη διαπίστωση ότι, στο περιβάλλον ενός χώρου διάθεσης, η έννοια της in-situ (στο φυσικό χώρο) αερόβιας βιοαποικοδόµησης των απορριµµάτων πρέπει να αποτιµηθεί παγκοσµίως .

Εργαστηριακά πειράµατα, περιλαµβάνοντας και αυτά που διεξήχθησαν στο University of South Florida, έχουν αποδείξει ότι σε αερόβιο περιβάλλον, βακτήρια µετατρέπουν τη βιοαποικοδοµήσιµη µάζα των απορριµµάτων και των άλλων οργανικών συστατικών σε διοξείδιο του άνθρακα και νερό κυρίως, αντί για µεθάνιο, µε ένα οργανικό υλικό να παραµένει υπόλοιπο. Επιπλέον, η ανακυκλοφορία των στραγγισµάτων µέσα από τη µάζα των απορριµµάτων βελτιώνει την αποικοδόµηση τους, µέσω της ανακύκλωσης της υγρασίας, ενώ θρεπτικά στοιχεία είναι συνεχώς διαθέσιµα στους αερόβιους µικροοργανισµούς που αναπτύσσονται στα απορρίµµατα.

Πιο συγκεκριµένα στα πειράµατα του University of South Florida, διαπιστώθηκε ότι τα αερόβια συστήµατα παρουσίασαν κατά ένα ποσοστό 45% µεγαλύτερη µείωση όγκου σε σχέση µε τα αναερόβια συστήµατα. Σύµφωνα µε αναφορές, πολλές ευρωπαϊκές και ασιατικές χώρες αξιολογούν αυτή την προσέγγιση και έχουν ξεκινήσει τις δικές τους µελέτες σχετικά µε αερόβιους χώρους διάθεσης απορριµµάτων.

Υπό αυτές τις συνθήκες, ο χώρος διάθεσης αποτελεί ο ίδιος ως ένα µεγάλο, κλειστό δοχείο ή αερόβιο σύστηµα, και µπορεί να λειτουργήσει ως ένα κελί που επιτρέπει τη διαχείριση των στραγγισµάτων και του αερίου του χώρου διάθεσης (LFG- Landfill Gas), ενώ παρέχει τη δυνατότητα ανακύκλωσης υλικών των ενταφιασµένων απορριµµάτων.

H ποιότητα των στραγγισµάτων βελτιώνεται θεαµατικά και πιο γρήγορα σε σχέση µε τις αναερόβιες συνθήκες, προσφέροντας αξιοσηµείωτα οικονοµικά οφέλη αφού δεν απαιτεί δευτερεύουσα επεξεργασία

Page 214: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

195

Η παραγωγή µεθανίου µειώνεται και εποµένως περιορίζεται το φαινόµενο αύξησης της θερµοκρασίας του πλανήτη

Επιτυγχάνεται σταθεροποίηση των απορριµµάτων, καθιστώντας δυνατή την επιστροφή τους σε ολοκληρωµένους χώρους διάθεσης για άλλες χρήσεις σε πιο σύντοµη περίοδο

Η τεχνολογία είναι αποδοτική από άποψη κόστους, απλή στην κατασκευή και στη λειτουργία, επιτρέποντας µία πληθώρα επιλογών όσον αφορά τα υλικά των σωληνώσεων και των εξαρτηµάτων

Σε εξάρτηση µε τις συνθήκες του χώρου διάθεσης – ιδιαίτερα όταν δεν υπάρχει κάλυµµα βάσης – µπορεί να είναι χρήσιµη η προσθήκη αέρα στο υπέδαφος. Αυτό γίνεται ώστε να εξασφαλιστεί ότι ένα τµήµα του αέρα µπορεί να εισαχθεί µέσα στη στεγνή ζώνη εδάφους κάτω από τις παλιές αποθέσεις. Σε αυτή τη ζώνη του εδάφους µπορούν να προκληθούν βιολογικές διαδικασίες, έτσι ώστε να αναπτυχθεί ένα είδος στρώµατος φιλτραρίσµατος µεταξύ του σώµατος του χώρου και του αγωγού των υπόγειων υδάτων.

Η µέθοδος της αερόβιας σταθεροποίησης εξασφαλίζει την πλήρη αδρανοποίηση των αποβλήτων µε µικρή πρόσδοση ενέργειας. Η ανταλλαγή των αερίων εξασφαλίζεται µέσω πηγαδιών αερισµού, τα οποία είναι εφοδιασµένα µε αεραντλίες. Η επιπλέον ποσότητα αέρα διατρυπά και αφυγραίνει το χώρο. Ο αέρας διαχέεται µε µετάδοση θερµότητας και ώσµωση. Τα εκπεµπόµενα αέρια συλλέγονται και επεξεργάζονται µε σύστηµα ελέγχου της αέριας ρύπανσης. Τα επιβλαβή αέρια αποµακρύνονται µε τη χρήση βιοφίλτρων, φίλτρων ενεργού άνθρακα ή καταλυτικές µεθόδους. Τα όρια των περιοχών που υφίστανται επεξεργασία και το υπέδαφος, προστατεύονται από τις ανεξέλεγκτες εκποµπές βιοαερίου µε οπές απορρόφησης. Οι οπές τοποθετούνται η µια δίπλα στην άλλη σε σηµεία που αποτελούν φυσικά σύνορα µεταξύ του χώρου που υφίσταται επεξεργασία και του υπόλοιπου χώρου της χωµατερής. Ο αερισµός αυτής της ζώνης συµπεριφέρεται ως ένα φυσικό φίλτρο που προστατεύει τον υπόγειο υδροφόρο ορίζοντα από το χώρο επεξεργασίας (Εικόνα 79).

Αυτή η επεξεργασία σταθεροποίησης µπορεί να χρησιµοποιηθεί επίσης σε χώρους υγειονοµικής ταφής απορριµµάτων. Κατά τη διάρκεια της τελευταίας φάσης του µεθανίου, θα πρέπει να συλλεχθεί η µικρή ποσότητα των παραγόµενων αερίων από το χώρο διάθεσης έτσι ώστε να αποφευχθούν οποιεσδήποτε αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία και στο περιβάλλον. Όταν η παραγωγή του αερίου από το χώρο διάθεσης έχει µειωθεί και η οικονοµική του σκοπιµότητα δεν είναι πλέον εφικτή, η συλλογή µπορεί να πραγµατοποιηθεί µε τις ήδη εγκατεστηµένες σωληνώσεις αερίου της µεθόδου.

6.10.3. BIOPUSTER

Για όλα σχεδόν τα οργανικά συστατικά η φυσική αποσύνθεση απαιτεί οξυγόνο. Το πρόβληµα είναι να ρυθµιστεί η διαθεσιµότητα του οξυγόνου όπου είναι αυτό απαραίτητο για αποσύνθεση ή αποικοδόµηση. Πολλοί µικροοργανισµοί εξειδικεύονται στην αποσύνθεση υλικών που βιοδιασπώνται. Για αυτό το λόγο διαδικασίες αποσύνθεσης λαµβάνουν χώρα µόνο υπό αερόβιες συνθήκες, όταν δηλαδή υπάρχει οξυγόνο. Όταν οξυγόνο προστίθεται στο περιβάλλον αυτοί οι µικροοργανισµοί µπορούν να διασπάσουν τα βιοδιασπώµενα υλικά στα φυσικά τους στοιχειώδη τµήµατα, που είναι βασικά διοξείδιο του άνθρακα και νερό.

Η µέθοδος BIOPUSTER (http://www.aga.com, Εικόνες 79, 80) είναι ένα σύστηµα ελεγχόµενου αερισµού που έχει αναπτυχθεί για εµπλουτισµό µε οξυγόνο υλικών απορριµµάτων ή µολυσµένων εδαφών, έτσι ώστε να υποστούν βιολογική επεξεργασία. Παρέχοντας στους µικροοργανισµούς που βρίσκονται οπουδήποτε στη φύση, οξυγόνο, νερό και θρεπτικές ουσίες, µπορεί να υπάρξει εγγύηση για φυσική αποσύνθεση. Η µέθοδος BIOPUSTER προκαλεί φυσική, και µε εξαιρετική επιτάχυνση αποσύνθεση του οργανικού υλικού παρέχοντας µία κατάλληλη ποσότητα οξυγόνου όπου απαιτείται.

Page 215: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

196

Εικόνα 79. Εποπτική εικόνα αερόβιας σταθεροποίησης.

Εικόνα 80. Εποπτική εικόνα ενός συστήµατος BIOPUSTER.

Τα πολλά πλεονεκτήµατα της BIOPUSTER καταδεικνύονται σε έναν αριθµό διαφορετικών σταδίων. Τα ακόλουθα πλεονεκτήµατα παρέχουν σηµαντικά οικονοµικά οφέλη:

Σύντοµοι χρόνοι επεξεργασίας εξαιτίας της εισαγωγής οξυγόνου µε τεχνητό τρόπο Η µάζα µειώνεται µε µείωση της περιεχόµενης εργασίας

Page 216: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

197

Ανακυκλώσιµα υλικά ανακτώνται µε ταξινόµηση

Μείωση του χώρου διάθεσης Επέκταση του χρόνου λειτουργίας του χώρου διάθεσης Απαιτούνται ελάχιστα µέτρα ασφαλείας

Ακόµα και χρόνια έπειτα από το κλείσιµο τους, στους χώρους διάθεσης απορριµµάτων παράγονται δύσοσµα, µερικές φορές τοξικά και εκρηκτικά αέρια. Επιπροσθέτως, παράγονται στραγγίσµατα ρυπασµένα σε µεγάλο βαθµό µε οργανικές µολυσµατικές ουσίες θέτοντας κινδύνους για τους υπόγειους υδροφόρους ορίζοντες. Αυτό συµβαίνει επειδή οργανικά απορρίµµατα διασπώνται στο χώρο διάθεσης από αναερόβιους µικροοργανισµούς. Η διαδικασία πραγµατοποιείται πολύ αργά και απελευθερώνει τα ανεπιθύµητα συστατικά που αναφέρθηκαν παραπάνω. Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της αναερόβιας αποσύνθεσης είναι το µεθάνιο – ένα αέριο που εκτός του ότι είναι εκρηκτικό, είναι και εξαιρετικά επιβλαβές για την ατµόσφαιρα από τη στιγµή που συνεισφέρει στο φαινόµενο του θερµοκηπίου. Αντιθέτως, αποσύνθεση από αερόβιους µικροοργανισµούς πραγµατοποιείται αισθητά πιο γρήγορα και είναι πολύ λιγότερο επιβλαβής για το περιβάλλον αφού παράγονται µόνο διοξείδιο του άνθρακα και νερό. Για τη δηµιουργία αερόβιων συνθηκών στο σώµα του χώρου διάθεσης, αέρας ή οξυγόνο πρέπει να εισαχθούν τεχνητά. Είναι σηµαντικό να σηµειωθεί ότι η διανοµή αέρα/ οξυγόνου πρέπει να γίνει οµοιόµορφα.

6.10.4. SMELL - WELL (Σύστηµα φρεατίων οσµών)

Είναι ένα σύστηµα σταθεροποίησης οσµών (odor- stabilization) που περιορίζει τις εκποµπές οσµών και τον κίνδυνο εκρήξεων, που δηµιουργούνται από την αναερόβια κατάσταση του χώρου διάθεσης απορριµµάτων. Το σύστηµα, που έχει αναπτυχθεί από την Innovative Umwelttechnik, µετατρέπει το αναερόβιο περιβάλλον του παλαιού χώρου διάθεσης απορριµµάτων σε αερόβιο πριν από το άνοιγµα του (Με το σύστηµα των φρεατίων οσµών µειώνονται τα αέρια που συντελούν στο φαινόµενο του θερµοκηπίου. Πιο συγκεκριµένα µία νέα εφαρµογή του συστήµατος φρεατίων οσµών είναι η µείωση του µεθανίου που απελευθερώνεται στην ατµόσφαιρα διαµέσου των επιφανειών των εγκαταλειµµένων χώρων διάθεσης απορριµµάτων. Αυτό το µοναδικό δοκιµαστικό σχέδιο, που αποσκοπεί στον περιορισµό των εκποµπών µεθανίου από χώρους διάθεσης, έχει ξεκινήσει στην Ολλανδία.

Όλα τα τµήµατα του συστήµατος, που αποτελείται από ένα φυσητήρα, ένα σύστηµα ρύθµισης αέρα µε βιοφίλτρα, εύκαµπτες σωληνώσεις και λογχοφόρες διατάξεις αερισµού, είναι ηµιφορητός εξοπλισµός. Με την ολοκλήρωση της διαδικασίας σταθεροποίησης, η διαδικασία εξόρυξης που ακολουθεί πραγµατοποιείται µε πιο ευέλικτους και αποδοτικούς ρυθµούς. Οι χρεώσεις γίνονται ανά κυβικό µέτρο επεξεργασµένου υλικού του χώρου διάθεσης ή σε µηνιαία βάση, απαλλάσσοντας τους πελάτες από τη δέσµευση µεγάλων κεφαλαίων. Το σύστηµα Smell-well αερίζει συνεχώς το χώρο διάθεσης µε φρέσκο αέρα υπό χαµηλή πίεση, έτσι ώστε να µεταβάλλει τη βιολογική ατµόσφαιρα από αναερόβια σε αερόβια κατάσταση µέσα στο χώρο διάθεσης. Η δραστηριότητα των αναερόβιων βακτηρίων που είναι υπεύθυνα για τις εκποµπές οσµών θα σταµατήσει όταν αεριστεί ο χώρος διάθεσης. Υπό αερόβιες συνθήκες, οι ουσίες που φέρουν τις οσµές και προκύπτουν µε αναερόβια αποσύνθεση µπορούν να αποσυντεθούν σε σύντοµο χρόνο από µικροοργανισµούς. Το µείγµα αέρα-αερίων που αντλείται από το χώρο διάθεσης των απορριµµάτων καθαρίζεται σε βιοφίλτρα.

Τέλος, µία τρίτη µέθοδος που απαντάται σπανιότερα είναι η Αερόβια Επιτόπια (in-situ) Σταθεροποίηση στο χώρο διάθεσης.

6.10.5. Σύγκριση τεχνικών σταθεροποίησης BIOPUSTER, Smell-Well και Αερόβιας Σταθεροποίησης στο χώρο διάθεσης (in situ)

Στον Πίνακα 25 συγκρίνονται οι τρεις µέθοδοι σταθεροποίησης απορριµµάτων.

Page 217: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

198

6.11. Εξόρυξη ανεξέλεγκτων και ηµιελεγχόµενων χώρων διάθεσης

6.11.1. Εισαγωγή

Η εξόρυξη υλικών (Landfill mining) και η αποκατάσταση (Reclamation) χώρων διάθεσης απορριµµάτων (LFMR-LandFill Mining Reclamation) είναι µία διαδικασία όπου στερεά απορρίµµατα που προηγουµένως έχουν εναποτεθεί, εξορύσσονται και επεξεργάζονται (http://www.enviroalternatives.com/landfill.html#landfill).

Η τυπική διαδικασία περιλαµβάνει µία σειρά µηχανικών επεξεργασιών σχεδιασµένες για ανάκτηση ενός ή όλων των ακόλουθων: ανακυκλώσιµα υλικά, ένα εύφλεκτο κλάσµα, χώµα και έκταση προς διάθεση απορριµµάτων. Εξάλλου, η LFMR µπορεί να χρησιµοποιηθεί ως µέτρο εξυγίανσης κακοσχεδιασµένων ή ακατάλληλων χώρων διάθεσης απορριµµάτων και αναβάθµισης των χώρων αυτών που δεν πληρούν τις περιβαλλοντικές και υγειονοµικές προδιαγραφές. Σε απλές LFMR ο τυπικός εξοπλισµός που χρησιµοποιείται είναι εκσκαφείς, διαχωριστές κοσκινίσµατος και µεταφορικές ταινίες. Σε πολύπλοκες LFMR ανακτώνται επιπρόσθετα υλικά και βελτιώνεται η καθαρότητα των ανακτηθέντων υλικών. Η εξόρυξη υλικών θα µπορούσε να χαρακτηριστεί ως εξοικονόµηση πόρων µέσω ολοκληρωµένης παρατεταµένης ∆Α καθώς επίσης και ως αποκατάσταση και ανάκτηση του εδάφους. Ως συνέπεια του τελευταίου, µετά την εξόρυξη µπορεί να λειτουργήσει στη θέση του παλιού χώρου διάθεσης ένας σύγχρονος χώρος υγειονοµικής ταφής ή ακόµη να διατεθεί η περιοχή για άλλες χρήσεις. Η Ελλάδα εµφανίζει µεγάλη ζήτηση σε τέτοιες τεχνολογίες, λόγω του µεγάλου αριθµού χωµατερών που διαθέτει. Σε γενικές γραµµές µία επιχείρηση εξόρυξης περιλαµβάνει: - Πολύπλευρη έρευνα και σχεδιασµό - Εγκατάσταση των απαραίτητων µονάδων στο χώρο, όπως χηµικό εργαστήριο, τροφοδοσίες καθαρισµού και εξοπλισµός ασφαλείας προσωπικού - Επεξεργασία βιοαερίου πριν την εξόρυξη. - Εξόρυξη των απορριµµάτων. - ∆ιαχωρισµός και προεπεξεργασία των απορριµµάτων προς ανάκτηση υλικών όπως µετάλλων, καθώς και για λόγους περιορισµού κινδύνων και όγκου απορριµµάτων. - Εξυγίανση εδάφους και υπόγειων υδάτων (αν κριθεί απαραίτητο). - Μεταφορά σε εγκαταστάσεις ανακύκλωσης, τελική επεξεργασία και διάθεση σε χώρους υγειονοµικής ταφής χρησιµοποιώντας τεχνολογίες συµπίεσης - ∆ιαµόρφωση του τοπίου και προετοιµασία για µελλοντική χρήση του χώρου - Παρακολούθηση του χώρου

Η εξόρυξη των χώρων διάθεσης ορίζεται στην ξένη βιβλιογραφία µε τους τρεις ακόλουθους όρους: Landfill Mining – Landfill Reclamation – Clean Closure

Για πρώτη φορά εξόρυξη υλικών από χώρους διάθεσης απορριµµάτων περιγράφηκε το 1953, σε ένα άρθρο που κατέγραφε τις διαδικασίες που πραγµατοποιήθηκαν σε χώρο διάθεσης της πόλης του Tel Aviv, Israel. Ο κύριος στόχος ήταν η εξόρυξη απορριµµάτων προς ανάκτηση ενός ΒΕ. Ο εξοπλισµός εξόρυξης αποτελούνταν από έναν αµφίπλευρο φορτωτήρα και από έναν εκσκαφέα µε δίκρανο, ενώ ο εξοπλισµός επεξεργασίας περιελάµβανε αρκετές µεταφορικές ταινίες και ένα περιστρεφόµενο κόσκινο µεταλλείου. Το κόσκινο είχε περίπου µήκος 7 m, διάµετρο 2 m και ταχύτητα περιστροφής 13 rpm. Το κόσκινο είχε οπές περίπου των 2,5 m.

Page 218: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

Πίνακας 25. Σύγκριση τεχνικών σταθεροποίησης BIOPUSTER, Smell-Well και Αερόβιας στο χώρο διάθεσης (in situ). Προσθετικά στον

εισαγόµενο αέρα Τρόπος

Εισαγωγής αέρα

Βεληνεκές εισαγόµενου αέρα

Χρόνος επεξεργασίας

Τελική κατάσταση

BIOPUSTER O2,υγρασία, θρεπτικά στοιχεία

Υψηλή πίεση Έως 12 m (µε βάση διαθέσιµα στοιχεία)

4 –6 εβδοµάδες Τερµατισµός παραγωγής βιοαερίου, Μείωση παραγωγής στραγγισµάτων Μετατροπή απορριµµάτων σε CO2, H2O και σταθεροποιηµένα υγρά, µείωση µάζας

Smell-Well Βακτήρια, θέρµανση Χαµηλή πίεση 3.5 m από την επιφάνεια

Μετά 4 έως 10 ηµέρες είναι δυνατή εφαρµογή εξόρυξης

Μείωση CH4 τουλάχιστον κατά 50%, αυτή η κατάσταση παραµένει σταθερή έως 6 εβδοµάδες, Μείωση περιεχοµένου σε νερό

Αερόβια σταθεροποίηση στο χώρο διάθεσης (in situ)

Υγρασία – στραγγίσµατα

Χαµηλή υπερπίεση

Έως 3 m (µε βάση διαθέσιµα στοιχεία)

1 έως 2 χρόνια Πλήρης µετατροπή σε αερόβια κατάσταση, µείωση παραγόµενου βιοαερίου, µείωση παραγόµενων στραγγισµάτων, συρρίκνωση µάζας

Κόστος σταθεροποίησης / τόνο απορριµµάτων [$/ton]

BIOPUSTER 4 - 5 Smell-Well - Αερόβια σταθεροποίηση στο χώρο διάθεσης (in situ)

3 - 5

Page 219: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

Κατά τη διαδικασία, εξορύσσονταν το υλικό των απορριµµάτων και µεταφέρονταν πάνω σε µεταφορική ταινία. Η µεταφορική ταινία µετέφερε τα απορρίµµατα στο περιστροφικό κόσκινο διαχωρισµού. Το υλικό που περνούσε από τα ανοίγµατα του κόσκινου χρησιµοποιούνταν ως ΒΕ. Το υλικό που παρέµενε στο κόσκινο µεταφερόταν µε µεταφορική ταινία σε περιοχή ανάκτησης πόρων, όπου µε χειροκίνητο διαχωρισµό επιτυγχάνονταν ανάκτηση σιδηρούχων µετάλλων και άλλων ανακυκλώσιµων υλικών. Στην επιχείρηση LFMR του Tel Aviv, το ΒΕ είχε µία ολική συγκέντρωση αζώτου, φωσφόρου και καλίου της τάξης του 1,4%. Το ΒΕ χρησιµοποιήθηκε κυρίως σε καλλιέργειες εσπεριδοειδών: εξαιτίας της σχετικά υψηλής συγκέντρωσης σε σπασµένα γυαλιά, δε χρησιµοποιήθηκε το υλικό σε άλλες αγροτικές εφαρµογές. Σύµφωνα µε τη βιβλιογραφία, η επιχείρηση του Tel Aviv παρέµεινε η µοναδική εφαρµογή LFMR έως τη δεκαετία του 80.

∆ύο επιχειρήσεις έλαβαν χώρα στις ΗΠΑ. µεταξύ 1950 και 1980 που σχετίζονταν µε εξόρυξη υλικών από χώρους διάθεσης απορριµµάτων. Η µία ήταν η παρουσίαση ενός αρθρωτού συστήµατος επεξεργασίας, σχεδιασµένου για επεξεργασία µεικτών απορριµµάτων κατά την άφιξη τους στους χώρους διάθεσης ή στους σταθµούς µεταφοράς, µε κύριο σκοπό την ανάκτηση δοχείων χάλυβα. Η δεύτερη επιχείρηση έλαβε χώρα στα τέλη της δεκαετίας του 60/ αρχές της δεκαετίας του 70, και σχετίζονταν µε προσδιορισµό τεχνικής πραγµατογνωµοσύνης σε σχέση µε κοµποστοποίηση in situ (στη φυσική θέση), δηµοτικών στερεών απορριµµάτων που έχουν αποτεθεί σε χώρους διάθεσης. Το σχέδιο περιελάµβανε την κατασκευή ειδικά σχεδιασµένων κελιών σε χώρο διάθεσης. Κάποια από τα κελιά γέµισαν µε ταξινοµηµένα και άλλα κελιά µε µεικτά απορρίµµατα, ενώ καλύφθηκαν µε στρώµα χώµατος. Ένα σύστηµα εξαναγκασµένου αερισµού εγκαταστάθηκε παρέχοντας το οξυγόνο για την επεξεργασία. Το σχέδιο δεν τέθηκε σε πλήρη εφαρµογή εξαιτίας έλλειψης της απαραίτητης τεχνικής υποστήριξης. Επιπροσθέτως, αρκετές πυρκαγιές στα κελιά αποδόθηκαν σε αυταναφλέξεις. Παρ’ όλο που το σχέδιο δεν υιοθετήθηκε, παρείχε πολύτιµες πληροφορίες σχετικά µε επιτάχυνση αποσύνθεσης οργανικού υλικού σε χώρο διάθεσης απορριµµάτων και απέδειξε τη σηµασία της ύπαρξης δοµής µε κελιά σε χώρο υγειονοµικής ταφής. Η έννοα της πολυβάθµιας επεξεργασίας απορριµµάτων σε επιχειρήσεις απόθεσης, έχει γίνει η βάση πολλών τρεχόντων και σχεδιασµένων συστηµάτων LFMR.

6.11.2. Λόγοι υιοθέτησης της εξόρυξης ως λύση αποκατάστασης

1. Μείωση κόστους διαχείρισης του χώρου. Το ανακτηθέν χώµα µπορεί να χρησιµοποιηθεί ως υλικό κάλυψης σε άλλους χώρους διάθεσης, έτσι ώστε να εξοικονοµηθεί το κόστος αγοράς υλικού κάλυψης. Επίσης µπορεί να υφίσταται µία αγορά για ανακτηθέν χώµα µε άλλες χρήσεις όπως πλήρωση κατασκευών.

2. Εµπορική εκµετάλλευση εκτάσεων. 3. Μείωση περιβαλλοντικών κινδύνων µέσω εξυγίανσης. 4. Συνεργασία µικρότερων χώρων διάθεσης (ευκολότερος έλεγχος). 5. Μικρότερη αισθητική ρύπανση. 6. Αύξηση όγκου του χώρου διάθεσης και συνεπακόλουθη αύξηση της διάρκειας ζωής του

µε απλοποιηµένη διαδικασία έγκρισης. 7. Ανάκτηση χρήσιµων υλικών (σιδηρούχα µέταλλα, αλουµίνιο, πλαστικό και γυαλί) µπορούν

να πωληθούν σε περίπτωση που υπάρχει αγορά για αυτά. 8. Τεχνικές και κατασκευαστικές απαιτήσεις των χώρων διάθεσης. 9. Χρήση του ανακτηθέντος κλάσµατος χώµατος ως υλικό επικάλυψης χώρων διάθεσης

απορριµµάτων. 10. Μείωση καταλαµβανόµενου χώρου διάθεσης και εποµένως µείωση κόστους

ολοκλήρωσης του κύκλου ζωής του χώρου, δηλαδή µείωση κόστους µελλοντικής αποκατάστασης και µεταφροντίδας.

Page 220: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

201

11. Ανάκτηση όγκου του χώρου διάθεσης προκειµένου να ξαναχρησιµοποιηθεί.

12. Καθίσταται δυνατή η εγκατάσταση καλυµµάτων και συστηµάτων συλλογής στραγγισµάτων σε παλαιούς χώρους διάθεσης. Αυτά τα συστήµατα µπορούν να επιθεωρηθούν και να επιδιορθωθούν στην περίπτωση που είναι ήδη εγκαταστηµένα.

13. Καθίσταται δυνατή η αποµάκρυνση και η ασφαλής διαχείριση επικίνδυνων αποβλήτων.

Για µελλοντικά σχέδια η αποδοτικότητα από την άποψη κέρδους πρέπει να διερευνηθεί διεξοδικά. ∆ίνοντας προσοχή στο γεγονός ότι το κόστος ενός µακροπρόθεσµου - αλλά τελικά χρονικά περιορισµένου – στερεού θαλάµου είναι υπολογίσιµο και επίσης ότι ο χώρος διάθεσης δε µπορεί να χρησιµοποιηθεί στο µέλλον, µία ανοικοδόµηση µε υλικό ανάκτησης και µία καινούρια χρήση της περιοχής θα µπορούσε να προσφέρει µία αποδοτική οικονοµικά λύση συγκρινόµενη µε το θάλαµο.

6.12. Υγειονοµική ταφή

6.12.1. Εισαγωγή

Η ΥΤ των απορριµµάτων, ή ελεγχόµενη διάθεση ή πλήρωση του εδάφους (landfill) αποτελεί παλαιά µέθοδο που χρησιµοποιήθηκε για λόγους υγιεινής και προστασίας του περιβάλλοντος. Eίναι ακόµη επίκαιρος ο ορισµός του Αµερικάνικου Συλλόγου Πολιτικών Μηχανικών του 1959, σύµφωνα µε τον οποίο: "ΥΤ είναι η µέθοδος της διάθεσης των απορριµµάτων στο έδαφος, χωρίς να δηµιουργείται ενόχληση ή κίνδυνος στη δηµόσια υγεία και ασφάλεια, µε τη χρησιµοποίηση των αρχών της µηχανικής για τη συγκέντρωση των απορριµµάτων στη µικρότερη δυνατή έκταση, τη µείωση στο µικρότερο δυνατό όγκο και την κάλυψή τους µε ένα στρώµα εδάφους στο τέλος κάθε ηµέρας ή σε όσο συχνά διαστήµατα κι αν είναι απαραίτητο".

Τα είδη των απορριµµάτων που µπορούν να γίνουν δεκτά σε έναν χώρο υγειονοµικής ταφής δηµοτικών απορριµµάτων (ΧΥΤΑ) εφόσον δεν υπάρχουν απαγορευτικοί κανονισµοί είναι:

• Οικιακά απορρίµµατα, ή παρεµφερή απορρίµµατα προερχόµενα από εµπορικές ζώνες.

• Τέφρες-σκωρίες, εφόσον δεν περιέχουν βαρέα µέταλλα άνω των επιτρεπτών ορίων. • Μπάζα. • Σταθεροποιηµένες ιλείς από εγκαταστάσεις καθαρισµού νερού. • Σταθεροποιηµένες και αφυδατωµένες ιλείς από µονάδες βιολογικού καθορισµού

αστικών λυµάτων. Για να γίνει δεκτή η ιλύς πρέπει να περιέχει στερεά άνω των 20%.

Από τη διάθεση µε ΥΤ εξαιρούνται τα ραδιενεργά, τα ειδικά, τα τοξικά και τα επικίνδυνα απορρίµµατα, τα οποία και απαιτούν οργάνωση ειδικών χώρων διάθεσης.

Για τη διάθεση ιλύων πρέπει να υπάρχει στο χώρο: • Στεγανωτική στρώση από άργιλο ή και συνθετική γεωµεµβράνη. • Σύστηµα συλλογής των υγρών. • Κατάλληλος τρόπος ανάµιξης και διασκορπισµός στα απορρίµµατα.

Παραδοσιακά, τα απορρίµµατα τοποθετούνταν σε φυσικούς ή και τεχνητούς λάκκους και κάθε στρώση καλύπτονταν από χώµα (Εικόνα 81). Επίσης, πολλές φορές η διάθεση γίνονταν στην επιφάνεια του εδάφους και τα στρώµατα καλύπτονταν από χώµα ώστε να δηµιουργούνται υπερυψώσεις (Εικόνα 82). Σε άλλες περιπτώσεις η διάθεση των απορριµµάτων γίνονταν σε χαράδρες ή υποβαθµισµένες περιοχές. Σήµερα η ΥΤ γίνεται µετά από επιλογή καταλλήλων χώρων, ύστερα από σειρά εργασιών και ερευνών που θα περιγραφούν παρακάτω.

Page 221: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

202

Εικόνα 81. Υγειονοµική ταφή σε τεχνητό ή φυσικό λάκκο.

Εικόνα 82. Υγειονοµική ταφή στην επιφάνεια του εδάφους.

Page 222: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

203

Γενικά, η ΥΤ είναι ένα έργο διάρκειας περίπου 50 ετών (20 έτη για τη λειτουργία και 30 έτη για την παρακολούθηση του χώρου ταφής µετά την πλήρωση και κάλυψή του). Η ΥΤ διαφέρει από τα παραδοσιακά δηµόσια έργα στο ότι είναι ένα σύστηµα συνεχούς κατασκευής στο οποίο ο υπεύθυνος θα αλλάξει πολλές φορές κατά το µεγάλο διάστηµα λειτουργίας-παρακολούθησης.

6.12.2. Τρόποι ΥΤ

6.12.2.1. Παραδοσιακή διάθεση

Τα απορρίµµατα εναποτίθενται σε διαδοχικές στρώσεις πάχους 2-3 m. Άριστο πάχος στρώσης θεωρούνται τα 2,4 m, γιατί εξασφαλίζεται καλή ορατότητα για τους χειριστές των µηχανηµάτων και τους εργάτες που βρίσκονται στην κορυφή του µετώπου εργασίας. Η στρώση των απορριµµάτων (ταµπάνι) συµπυκνώνεται µέχρι 600-800 kg/m3, προκειµένου να αποφευχθεί ο σχηµατισµός κενών µέσα στη µάζα τους. Η κάλυψη γίνεται µε κατάλληλες γαίες πάχους 10-30 cm, στο τέλος κάθε εργάσιµης ηµέρας. Η κάλυψη πρέπει να είναι οµοιογενής, διαπερατή για τα αέρια και να παρέχει ευχέρεια στην κυκλοφορία των απορριµµατοφόρων. Η κατεύθυνση τοποθέτησης των απορριµµάτων εξαρτάται από τη διεύθυνση του αέρα, µε σκοπό να µην προκαλείται διασκορπισµός στη γύρω περιοχή (Εικόνα 83).

Εικόνα 83. Παραδοσιακή διάθεση απορριµµάτων.

6.12.2.2. ∆ιάθεση µε συµπίεση

Πρόκειται για ιδιαίτερα διαδεδοµένο τρόπο, κατάλληλο για µεσαίους και µεγάλους χώρους διάθεσης. Η συµπίεση γίνεται µε ειδικές µηχανές τους συµπιεστές (compactors), οι οποίοι διαστρώνουν τα απορρίµµατα σε επαναλαµβανόµενες λεπτές στρώσεις πάχους 30-50 cm, τις οποίες συµπιέζουν µέχρι µία πυκνότητα 800-1000 kg/m3. O χρησιµοποιούµενος συµπιεστής παρουσιάζεται στη µορφή αυτοκινούµενης αρθρωτής µηχανής, εφοδιασµένης στις θέσεις των τροχών µε χαλύβδινους κυλίνδρους που φέρουν δόντια ή µαχαίρια για το τεµάχισµα και τη συµπίεση των απορριµµάτων. Μπροστά φέρει µία λεπίδα για τις επιχωµατώσεις. Τα

Page 223: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

204

διαστρωµένα απορρίµµατα δεν έχουν ανάγκη καθηµερινής κάλυψης. Για την αποφυγή ενοχλήσεων και την καλύτερη αισθητική του χώρου τοποθετείται επίστρωση από κατάλληλες γαίες πάχους 15 cm. Πλεονεκτήµατα αυτής της µεθόδου είναι η ελάττωση των αναγκών σε υλικό κάλυψης, η ευκολία κίνησης των απορριµµατοφόρων επάνω στο χώρο διάθεσης, η καλύτερη εκµετάλλευση του όγκου του χώρου διάθεσης, µία αισθητή ελάττωση της τελικής καθίζησης, καλύτερη γενική εικόνα του χώρου διάθεσης και λιγότερο απαιτούµενο προσωπικό.

6.12.2.3. ∆ιάθεση ύστερα από θραύση

Η τεχνική αυτή περιλαµβάνει την τεµάχιση των οικιακών απορριµµάτων µε τη βοήθεια θραυστήρα (λειοτεµαχιστή) µε σφύρες και κοπτήρες και τη διάθεσή τους (µετά από ενδεχόµενη ζύµωση σε σωρούς) µέσω ενός φορτωτή. Η θραύση των απορριµµάτων οδηγεί στην εξαφάνιση των σοβαρών κενών και δηµιουργείται ένα οµοιογενές υλικό εύκολο στη συµπίεση. Έτσι η απλή δίοδος των αυτοκινήτων που µεταφέρουν τα θραυσµένα απορρίµµατα επιτρέπει την εξασφάλιση αρκετής συµπίεσης. Με την πάροδο του χρόνου αυξάνει η πυκνότητα των απορριµµάτων λόγω της διενεργούµενης ζύµωσης. Πρακτικά η θρυµµατοποίηση διπλασιάζει την πυκνότητα των ανεπεξέργαστων απορριµµάτων, ενώ η ζύµωση διπλασιάζει την πυκνότητα των θρυµµατισµένων.

6.12.2.4. Λιπασµατοποίηση επί τόπου

Τα απορρίµµατα υφίστανται αερόβια ζύµωση (όπως στις εγκαταστάσεις λιπασµατοποίησης), ενώ η θρυµµατοποίηση επιτυγχάνεται µέσω συµπιεστών µεγάλου βάρους. ∆εν έχουµε ούτε µεθανοποίηση ούτε αναερόβια ζύµωση και απελευθέρωση δύσοσµων αερίων, ενώ επιτυγχάνεται και µερική ξήρανση των απορριµµάτων. Η πυκνότητα είναι υψηλή (της τάξης των 1200 kg/m3). Το προκύπτον λίπασµα έχει νηµατώδη δοµή (πολυάριθµες φυτικές ίνες) και µπορεί να κατακρατήσει το νερό.

6.12.2.5. Αερόβια διάθεση

H µέθοδος περιλαµβάνει οπτική διαλογή στην πηγή των προσκοµιζόµενων απορριµµάτων και αερισµό των υπολοίπων. Τα απορρίµµατα διαχωρίζονται στα ζυµώσιµα (λαχανικά, φρούτα, κρέατα, ψάρια, χαρτιά κ.λπ.) και στα µη ζυµώσιµα (γυαλιά, κεραµικά, µέταλλα, αδρανή κ.λπ.). Τα απορρίµµατα της πρώτης κατηγορίας εναποτίθενται σε στεγανούς χώρους και ζυµώνονται σε αερόβιες συνθήκες, παίρνοντας το µέγιστο του οξυγόνου δια της κατακερµάτισης τους µέσω ενός ειδικά σχεδιασµένου συµπιεστή.

6.12.2.6. ∆εµατοποίηση

∆ιεξάγεται µε συµπίεση των απορριµµάτων µε πολύ µεγάλη πίεση για το σχηµατισµό δεµάτων, τα οποία µεταφέρονται και θάβονται στο χώρο διάθεσης. Τα δέµατα γίνονται µε πρέσες, σε διαστάσεις που δίδουν όγκο δέµατος περίπου 1 m3 και περιλαµβάνουν όλα τα είδη απορριµµάτων. Η τελική πυκνότητα φτάνει στα 1000 kg/m3 (διαστάσεις δέµατος: 1x1x1 m). Πλεονεκτήµατα της µεθόδου είναι η ευκολία µεταφοράς, η αντοχή των δεµάτων σε κρούσεις, η εύκολη απόθεση και το χαµηλό ρυπαντικό φορτίο των προκυπτόντων διασταλλαζόντων. Μειονέκτηµα αποτελεί η δυσκολία στην κατάσβεση πυρκαγιών.

6.12.2.7. Αποθήκευση απορριµµάτων σε υπερυψωµένα κτίρια από σκυρόδεµα

Κλασσικό παράδειγµα είναι το WaMaSol Highstore. Πρόκειται για ένα υπερυψωµένο κτίριο, το οποίο µπορεί να εξυπηρετήσει τις ανάγκες 25000 κατοίκων για 10 χρόνια.

6.12.3. Πλεονεκτήµατα και µειονεκτήµατα της ΥΤ

Η ΥΤ είναι συνήθως η οικονοµικότερη µέθοδος διάθεσης, όταν βρίσκεται εύκολα κατάλληλος χώρος. Απαιτεί σχετικά µικρότερο κεφάλαιο επενδύσεων για έργα υποδοµής και

Page 224: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

205

µηχανολογικό εξοπλισµό, ενώ παρουσιάζει µεγάλη ευελιξία και επιτρέπει αποκατάσταση του χώρου µετά την εξάντλησή του. Πρόκειται για πλήρη µέθοδο, σε αντιδιαστολή µε την καύση και λιπασµατοποίηση που χρειάζονται πρόσθετη επεξεργασία των καταλοίπων. Στα µειονεκτήµατά της συγκαταλέγονται η δυσκολία εξεύρεσης χώρου στις πυκνοκατοικηµένες περιοχές (σε απόσταση που είναι δυνατή η µεταφορά τους), οι µεγάλες αντιδράσεις και διαµαρτυρίες από τους κατοίκους των γειτονικών περιοχών και η ρύπανση του εδάφους και των υπογείων υδάτων από τα διασταλλάζοντα υγρά, όπως και ανάγκες περιοδικής συντήρησης του χώρου, ειδικής κατασκευής των κτισµάτων και λήψης µέτρων για το παραγόµενο µεθάνιο.

6.12.4. Επιλογή των χώρων διάθεσης

Η θέση ενός χώρου διάθεσης πρέπει να ελαχιστοποιεί την απόσταση από τα κέντρα συλλογής, καθώς τα απορριµµατοφόρα αυτοκίνητα είναι κατασκευασµένα περισσότερο για τη συλλογή και λιγότερο για τη µεταφορά. Εντούτοις η εύρεση χώρων ελεγχόµενης διάθεσης δυσχεραίνεται µε την ανάπτυξη των πόλεων και προκύπτει η ανάγκη κατασκευής σταθµών µεταφόρτωσης. Μέσα στους χώρους διάθεσης πρέπει να προλαµβάνεται η εισροή νερών και να µην αυξάνει η παραγωγή υγρών, ενώ τα ρέµατα πρέπει να αποµακρύνονται µε εκτροπή ή µέσω σωλήνωσης. Η ελάχιστη απόσταση του ΧΥΤΑ από κτίσµατα πρέπει να είναι 500 m λόγω των επιπτώσεων από το θόρυβο των µηχανών συµπίεσης, τη σκόνη και τα µεταφερόµενα από τον αέρα ελαφρά απορρίµµατα κατά τη διάρκεια ισχυρών ανέµων. Επιθυµητή είναι η δηµιουργία ενδιάµεσης ζώνης πρασίνου µεταξύ ΧΥΤΑ και κατοικιών. Τα απορριµµατοφόρα έχουν ανάγκη καλής οδού προσπέλασης που να µην προκαλεί ουσιώδεις αλλαγές στον κυκλοφοριακό φόρτο της περιοχής, ιδίως στις ώρες αιχµής. Πρέπει να διατίθενται οπωσδήποτε ηλεκτρικό, νερό, τηλέφωνο και αποχέτευση. Εάν οι απαραίτητες γαίες επικάλυψης δεν υπάρχουν στο χώρο, πρέπει να προβλεφθεί χώρος αποθήκευσής τους, καθώς θα πρέπει να µεταφερθούν εκεί από αλλού. Τελική βασική παράµετρος θεωρείται η διάρκεια πλήρωσης του χώρου (διάρκεια ζωής).

Οι µελέτες εξεύρεσης ΧΥΤΑ είναι το αρχικό βήµα της στρατηγικής ∆Α. Ο σκοπός τους δεν είναι µόνον να ερευνήσουν σε µία µεγάλη περιοχή την ύπαρξη χώρων καταλλήλων για διάθεση απορριµµάτων, αλλά και να αποκλείσουν τη δυνατότητα χωροθέτησης στον υπόλοιπο χώρο. Ο αποκλεισµός ευρέων περιοχών εξυπηρετεί στην περίπτωση της ανυπαρξίας κοινωνικής αποδοχής (γεγονός που ισχύει σχεδόν πάντοτε), ώστε να µην εµφανισθεί το φαινόµενο της παρουσίασης άλλων χώρων µακριά από τους επιλεχθέντες, κάτι που γίνεται από τις όµορες κοινότητες µε βάση κοινωνικά και µόνο κριτήρια και καταλήγει στο παιχνίδι της "κολοκυθιάς".

Για την επιλογή ενός µελλοντικού ΧΥΤΑ απαιτείται αρχικά επισήµανση της γενικότερης περιοχής υπό διερεύνηση. Η υπό εξέταση περιοχή προκύπτει αµέσως µετά, µε την εφαρµογή διαφόρων κριτηρίων αποκλεισµού. Τα κριτήρια αυτά είναι γεωλογικά, περιβαλλοντικά, οικιστικά, κριτήρια δικτύου προσπέλασης και κριτήρια συσχετιζόµενα µε χρήσεις γης. Στους εναποµείναντες χώρους εφαρµόζονται κατόπιν άλλα κριτήρια (κριτήρια έρευνας). Αυτά είναι η ύπαρξη υλικού χωµατοκάλυψης, η οπτική αποµόνωση του χώρου και η οδική πρόσβαση. Εάν τελικά προκύψουν χώροι που δεν έχουν αρνητικά χαρακτηριστικά, τότε ακολουθεί και τρίτη σειρά κριτηρίων, τα κριτήρια επιλογής. Το στάδιο αυτό, στο οποίο γίνεται η επιλογή και ιεράρχηση των εναλλακτικών χώρων, είναι το πλέον ευαίσθητο. Ως εκ τούτου, τα κριτήρια που πρέπει να εφαρµοσθούν (τα οποία στις περισσότερες φορές είναι κοινά µε τα προηγούµενα και αποτελούν συνάρτηση των χαρακτηριστικών του ιδανικού ΧΥΤΑ), όπως επίσης και η ιεράρχησή τους, πρέπει να εξυπηρετούν επιστηµονικούς και µόνον στόχους.

Αφού καθορισθούν τα κριτήρια αυτά, οµαδοποιούνται κατόπιν σε διάφορες κατηγορίες, όπως χωροταξικά (οικισµοί, χρήσεις γης, δρόµος πρόσβασης, οπτική αποµόνωση), περιβαλλοντικά (βιότοποι, δάση, ανάπλαση, µετεωρολογικά), υδρο-γεωλογικά (διαπερατότητα, υπόγεια νερά, επιφανειακά νερά, ποιοτική σύσταση, ανάγλυφο) και λειτουργικά (ιδιοκτησιακό, εσωτερική οδοποιία, υλικό κάλυψης, ∆ΕΗ, ΟΤΕ). Κατόπιν προσδιορίζεται το ειδικό βάρος (µερικό και ολικό) κάθε κριτηρίου µέσω µίας οικονοµικής αξιολόγησης. Τέλος, χρησιµοποιώντας ερωτηµατολόγια για τους υποψήφιους χώρους, τα οποία συµπληρώνονται από ειδικευµένους επιστήµονες, γίνεται η αξιολόγηση των υποψηφίων χώρων και ακολουθεί η ιεράρχησή τους.

Page 225: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

206

6.12.5. ∆ιαχείριση ενός χώρου διάθεσης

Εδώ εµπεριέχονται όλες οι απαραίτητες ενέργειες, ώστε ο ΧΥΤΑ να λειτουργεί βάση των ισχυόντων προδιαγραφών και µε τη µικρότερη περιβαλλοντική επιβάρυνση. Οι ενέργειες αυτές µπορούν να συνοψισθούν σε 3 κατηγορίες: ∆Α, διασταλλάζοντα και βιοαέριο.

Όσον αφορά στη ∆Α, οι ενέργειες που πρέπει να γίνουν είναι η διάστρωση των απορριµµάτων, η συµπίεσή τους και η καθηµερινή χωµατοκάλυψη. Για τις ανάγκες των εργασιών αυτών απαιτείται µηχανολογικός εξοπλισµός που αποτελείται κύρια από χωµατουργικά µηχανήµατα, ο αριθµός και το είδος των οποίων είναι αντικείµενο ιδιαίτερης µελέτης. Την επιλογή των καταλλήλων µηχανηµάτων καθορίζουν η ποιότητα και ποσότητα των απορριµµάτων και του απαιτούµενου χώµατος. Μεγάλο ρόλο παίζουν επίσης οι αποστάσεις που µεταφέρεται το χώµα και οι µετεωρολογικές συνθήκες της περιοχής.

Υπάρχει µεγάλη ποικιλία µεθόδων διάστρωσης και η επιλογή µίας συγκεκριµένης εξαρτάται κύρια από τη µορφολογία του εδάφους. Το υλικό που χρησιµοποιείται στη χωµατοκάλυψη πρέπει να έχει µία σύσταση τέτοια ώστε να εµποδίζει την εισροή οµβρίων και τη διαφυγή βιοαερίου. Η άργιλος είναι κατάλληλη όταν περιέχει ένα ποσοστό υγρασίας, αλλά όταν στεγνώσει εµφανίζει ρωγµές µε προφανή αποτελέσµατα. Εκτός από τις βασικές ενέργειες που περιλαµβάνει η ∆Α, υπάρχει και πληθώρα δευτερευουσών ενεργειών, όπως αποφυγή της αισθητικής ρύπανσης, αντιµετώπιση τρωκτικών, πυροπροστασία κ.λπ.

6.12.6. ∆ιασταλλάζοντα

Τα διασταλλάζοντα (ή στραγγίδια ή "ζουµιά") είναι υγρά που σχηµατίζονται αφενός από την εφαρµογή πίεσης στη διάστρωση των απορριµµάτων, αφετέρου από τη διέλευση νερού διαµέσου αυτών, το οποίο κατά την πορεία του ρυπαίνεται από ποικίλες οργανικές και ανόργανες ενώσεις (κατείσδυση). Η κίνηση των διασταλλαζόντων προς τους υπόγειους υδροφόρους ορίζοντες ή προς επιφανειακά νερά δηµιουργεί σοβαρό πρόβληµα, όχι µόνον ρύπανσης αλλά και µόλυνσης αυτών από τυχούσες τοξικές ουσίες που πιθανώς περιέχονται.

Αρχικά διαλύονται στο νερό που κατεισδύει στα απορρίµµατα ευδιάλυτα άλατα και ευδιάλυτες οργανικές ενώσεις. Οργανικές ενώσεις προσδίδουν ένα σκούρο καφέ χρώµα στα διασταλλάζοντα. Οι οργανικές ενώσεις έχουν σχετικά µικρή διαλυτότητα, όµως µε τη δράση των ενζύµων βιοδιασπώνται σε πιο ευδιάλυτες. Πολλές αντιδράσεις µπορούν να προχωρήσουν περαιτέρω δίδοντας αέρια προϊόντα (CH4, CO2). Ένας ΧΥΤΑ λειτουργεί σαν αναερόβιος αντιδραστήρας στον οποίο µπορεί να δηµιουργηθεί αναγωγικό περιβάλλον.

Οι βασικοί παράγοντες που επιδρούν στην παραγωγή διασταλλαζόντων είναι οι βροχοπτώσεις, η ύπαρξη υπογείων νερών, η πιθανή συνδιάθεση ιλύος, η ενδεχόµενη ανακύκλωση διασταλλαζόντων, ο συντελεστής κατείσδυσης της τελικής χωµατοκάλυψης, το περιεχόµενο των απορριµµάτων σε υγρασία, το είδος της τελικής χωµατοκάλυψης, η ενδεχόµενη τοποθέτηση στεγανωτικού στρώµατος, η κλίση του εδάφους και άλλα τοπογραφικά χαρακτηριστικά. Επειδή τα διασταλλάζοντα είναι ιδιαίτερα επιβαρηµένα σε οργανικό υλικό, η είσοδός τους σε έναν φυσικό αποδέκτη µπορεί να θέσει σε κίνδυνο όλη την πανίδα του, εξαιτίας της κατανάλωσης Ο2 από τα βακτήρια. Ως εκ τούτου η µέτρηση της απαίτησης σε Ο2 (BOD/COD) είναι απαραίτητη, γιατί µπορεί να δώσει το δυναµικό της χηµικής ρύπανσης.

Όσον αφορά στη διαχείριση διασταλλαζόντων, πρέπει να δίνεται έµφαση στις ενέργειες που γίνονται για τη µείωση της παραγωγής και για τη συλλογή τους, όπως επίσης και στις ενέργειες που γίνονται για τον καθαρισµό τους και την τελική τους διάθεση. Για τη µείωση της παραγωγής πρέπει να ανοίγονται περιφερειακά κανάλια απαγωγής των οµβρίων, ώστε να ελαχιστοποιείται η παροχή νερού στον όγκο των απορριµµάτων, καθώς και η καλή καθηµερινή χωµατοκάλυψη µε το ενδεικνυόµενο υλικό. Για τη συλλογή τους χρησιµοποιούνται σωλήνες αποστράγγισης, οι οποίοι τοποθετούνται είτε σε ακτινική διάταξη είτε σε διάταξη

Page 226: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

207

σπονδυλικής στήλης. Οι σωλήνες αποστράγγισης οδηγούνται σε κεντρικά φρεάτια και από εκεί τα συλλεχθέντα υγρά οδηγούνται σε µονάδα καθαρισµού ή ανακυκλώνονται πίσω στον όγκο των απορριµµάτων.

6.12.7. Βιοαέριο

Κατά τη διαδικασία της βιοαποδόµησης στους ΧΥΤΑ παράγεται εκτός από τα διασταλλάζοντα και ένα χαρακτηριστικό µίγµα αερίων µε κύρια συστατικά CH4 και CO2, το επονοµαζόµενο βιοαέριο. Το αέριο αυτό είναι προϊόν αναερόβιας ζύµωσης των οργανικών συστατικών των απορριµµάτων και µοιάζει µε το φυσικό αέριο, καθώς έχει χαρακτηριστικά καυσίµου αερίου µε θερµογόνο δύναµη της τάξης του 15.000-20.000 kJ/m3. To υδρόθειο και ορισµένες οργανικές ενώσεις του προσδίδουν χαρακτηριστικά επικινδύνου και ενίοτε τοξικού αερίου. Παράλληλα, το µεθάνιο σε αναλογία 5-15% στον αέρα είναι εκρηκτικό. H ποσότητα, ο ρυθµός παραγωγής και η ποιοτική σύσταση του βιοαερίου είναι συνάρτηση της ποιότητας των απορριµµάτων, της υγρασίας, της θερµοκρασίας, της αλκαλικότητας (pH) και άλλων φυσικών παραµέτρων. Έχει καταδειχθεί ότι ο ρυθµός παραγωγής αυξάνει κατά τη διάρκεια 2-3 χρόνων από την ηµέρα απόθεσης των απορριµµάτων και µετά έχουµε µία σχετικά γρήγορη πτώση.

Τα απορρίµµατα σταθεροποιούνται µετά από 8-10 χρόνια. Η βιοαποδόµηση έχει µοντελοποιηθεί και χωρισθεί στις ακόλουθες 5 φάσεις:

Φάση Ι: Πρόκειται για µικρής διάρκειας αέρια φάση που λαµβάνει χώρα αµέσως µετά την απόθεση των απορριµµάτων, στην οποία τα ευκόλως αποδοµούµενα οργανικά συστατικά αποσυνθέτονται αερόβια µε παραγωγή CO2.

Φάση ΙΙ: Η δράση των ζυµωτικών και των οξεικογενών βακτηρίων έχει ως αποτέλεσµα την ταχεία παραγωγή πτητικών λιπαρών οξέων, CO2 και Η2. Το προκύπτον όξινο διαστάλαγµα περιέχει υψηλές συγκεντρώσεις λιπαρών οξέων, Ca, Fe, βαρέων µετάλλων και ΝΗ3.

Φάση ΙΙΙ: Αυξάνεται η συγκέντρωση του CΗ4 ενώ µειώνονται οι συγκεντρώσεις του Η2 του CO2 και των πτητικών λιπαρών οξέων. Η αύξηση του pH λόγω της µετατροπής των λιπαρών οξέων µειώνει τη διαλυτότητα των µετάλλων που καθιζάνουν ως σουλφίδια.

Φάση IV: Χαρακτηρίζεται ως φάση του µεθανίου, καθώς έχουµε σταθερή παραγωγή αυτού, της τάξης του 50-65% κ.ό., κάτι που διατηρεί σε χαµηλά ποσοστά τα πτητικά οξέα και το Η2.

Φάση V: Η παραγωγή CΗ4 ελαχιστοποιείται, παραµένει στα απορρίµµατα ο ελάχιστα αποδοµήσιµος οργανικός άνθρακας και εµφανίζεται Ν2 στο βιοαέριο εξαιτίας της διάχυσής του στους χώρους απόθεσης από την ατµόσφαιρα. Αερόβιες ζώνες και υψηλά δυναµικά οξειδοαναγωγής για την παραγωγή CΗ4 εµφανίζονται στα ανώτερα στρώµατα του χώρου απόθεσης.

Πρέπει να τονισθεί ότι η θεωρητική σειρά αποσύνθεσης αφορά έναν οµοιογενοποιηµένο όγκο απορριµµάτων. Στους ΧΥΤΑ υπάρχουν περιοχές διαφορετικής ηλικίας και σύστασης, µε συνέπεια να µεταβάλλεται η ολική εικόνα. Ακόµη, δεν αναφέρθηκαν εκτιµήσεις της διάρκειας των διαφόρων φάσεων, καθώς αυτές εξαρτώνται από τους διάφορους µη έµβιους παράγοντες (O2, Η2, pH, θειικά, θρεπτικές ύλες, αναστολείς, θερµοκρασία, υγρασία) και από παραµέτρους όπως η σύσταση των απορριµµάτων και η τεχνική ταφής τους. Μετά την αρχική αερόβια φάση που διαρκεί µόνο µερικές µέρες, για τις επόµενες φάσεις χρησιµοποιούνται ως χρονικές µονάδες µήνες, χρόνια και δεκαετίες.

Η τρίτη κατηγορία διαχείρισης ενός ΧΥΤΑ περιλαµβάνει λοιπόν τα διάφορα συστήµατα για την ανάκτηση του βιοαερίου, τα οποία κατασκευάζονται κυρίως για την αντιµετώπιση των κινδύνων που πιθανόν να προέλθουν από την έλλειψη διαχείρισής του, όπως επίσης και για την πιθανή ενεργειακή αξιοποίησή του. Το βιοαέριο καίγεται και είναι δυνατόν να προκαλέσει

Page 227: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

208

πυργαϊές στους χώρους όπου εκλύεται, εάν δε ληφθούν κατάλληλα µέτρα ασφαλείας

(εκρηκτικό µίγµα µε τον αέρα). Από περιβαλλοντικής άποψης, το µεθάνιο θεωρείται ότι συµβάλλει στο φαινόµενο του θερµοκηπίου 30 φορές περισσότερο από ότι το CO2.

6.12.8. Mέθοδοι πλήρωσης χώρων διάθεσης

Yπάρχουν διάφορες µέθοδοι για την πλήρωση των χώρων διάθεσης. Oι πιο σηµαντικές είναι οι παρακάτω:

- Πλήρωση επιπέδων χώρων µε φατνώµατα, µε εκσκαφή.

- Πλήρωση επίπεδων εκτάσεων χωρίς εκσκαφή.

- Πλήρωση λάκκων, κοιλωµάτων εδάφους.

6.12.8.1. Πλήρωση µε φατνώµατα µε εκσκαφή

Kατά τη µέθοδο αυτή ο χώρος χωρίζεται σε φατνώµατα (κυψέλες) ορθογωνικής διατοµής µε εµβαδά από 3 έως 10 στρέµµατα.H επιθυµητή επιφάνεια του φατνώµατος εξαρτάται από τους εξής παράγοντες:

1) Ποσότητα προσκοµιζοµένων απορριµµάτων. 2) Eτήσια ποσότητα των βροχοπτώσεων. 3) Eπιθυµητό ύψος πλήρωσης. 4) Eπιθυµητή υγρασία.

Eνδεικτικές διαστάσεις για τέτοια φατνώµατα είναι µήκος 100 µ., πλάτος 30 µ. και βάθος (ύψος) 5 µέτρα. H εξαγόµενη γη αποτίθεται εκεί κοντά ώστε να χρησιµοποιηθεί για την τελική κάλυψη του χώρου. H θέση κατασκευής των φατνωµάτων πρέπει να υπολογίζεται έτσι ώστε να µη γίνεται διασκορπισµός των απορριµµάτων (παίρνονται υπόψη οι επικρατούντες άνεµοι). Tέλος είναι σηµαντικό όταν γεµίζουµε το πρώτο φάτνωµα µε απορρίµµατα να ετοιµάζουµε τη διάνοιξη ενός δεύτερου.

6.12.8.2. Πλήρωση επιπέδων εκτάσεων χωρίς εκσκαφή

H µέθοδος αυτή εφαρµόζεται όταν το έδαφος είναι ακατάλληλο για την εκσκαφή τάφρων (σκληρό και βραχώδες έδαφος, υψηλός υδροφόρος ορίζοντας). H διαφορά της µε την προηγούµενη µέθοδο είναι ότι στην περίπτωση αυτή το φάτνωµα δηµιουργείται µε περιµετρικά επιχώµατα.Kατασκευάζονται πρώτα τα επιχώµατα στις τρεις πλευρές και αφήνεται η τέταρτη ελεύθερη ώστε να µπαίνουν τα απορριµµατοφόρα. Όταν τελειώσει το φάτνωµα, κατασκευάζεται και το επίχωµα της τέταρτης πλευράς.

6.12.8.3. Πλήρωση λάκκων

Xρησιµοποιείται εκεί όπου υπάρχουν φυσικές ή τεχνητές κοιλότητες. Έχουν χρησιµοποιηθεί χαράδρες, λατοµεία, λεκάνες.

Άσκηση

Tο µεθάνιο που µπορεί να συλλεχθεί από το σκουπιδότοπο που δέχεται όλα τα απορρίµµατα της Aθήνας µε πόσους τόνους πετρελαίου ανά µέρα αντιστοιχεί;

∆ίνονται:

Page 228: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

209

α) H σχέση του Tabasaran V = 1868 C (0,014T + 0,28) (1-e-kt)

όπου V = κυβικά µέτρα αερίων ανά τόνο απορριµµάτων, C = κλάσµα οργανικού άνθρακα, T = µέση θερµοκρασία σε βαθµούς Kελσίου, k = συντελεστής ρυθµού αποδόµησης t = χρόνος ( σε χρόνια)

β) k = 0,07 γ) H περιεκτικότητα σε άνθρακα είναι 12.2%, άρα C = 0,122. δ) Eιδικό βάρος µεθανίου ε = 0,716 kg/m3. ε) Θερµογόνος ισχύς µεθανίου 11.970 kcal/kg. στ) Θερµογόνος ισχύς πετρελαίου 10.100 kcal/kg. ζ) Aπό το παραγόµενο αέριο συλλέγεται το 40%. η) Tο αέριο που παράγεται περιέχει 60% µεθάνιο.

θ) H µέση θερµοκρασία των σκουπιδιών είναι 25 οC. ι) H διάρκεια ταφής είναι 30 χρόνια.

Λύση

Πρώτα θα βρούµε τα παραγόµενα αέρια ανά τόνο απορριµµάτων:

V = 144 (1-e-0.07t) = 144 (1-e-2.1) = 126.4 m3 αερίων / ton απορριµµάτων.

Aπό τα 126,4 m3 αερίων, µεθάνιο είναι τα 75,8. (δηλαδή το 60%). Mε βάση το ειδικό βάρος βρίσκουµε ότι τα 75,8 m3 αερίου αντιστοιχούν σε 54,27 kg. Eπeιδή όµως από το µεθάνιο που παράγεται συλλέγεται το 40%, συλλέγονται τελικά 0,4x54,27 = 21,7 kg µεθανίου ανά τόνο απορριµµάτων.

Θεωρούµε τον πληθυσµό της Aθήνας ίσο µε 3.500.000 κατοίκους. Aκόµα θεωρούµε ότι κάθε άνθρωπος παράγει κατά µέσον όρο 1 kg απορρίµµατα την ηµέρα. Έτσι συνολικά παράγονται 3.500 ton απορριµµάτων την ηµέρα. Aπό αυτούς παράγονται και συλλέγονται 3.500x21,7 = 75.950 kg µεθανίου ανά ηµέρα.

Tα 75.950 kg µεθανίου παράγουν 75.950 χ 11.970 = 909x106 kcal ανά µέρα. H ίδια ποσότητα Kcal µπορεί να παραχθεί από 909.000.000 : 10.100 = 90.000 kg πετρελαίου. Άρα το µεθάνιο που µπορεί να συλλεχθεί από το σκουπιδότοπο που δέχεται όλα τα απορρίµµατα της Aθήνας ισοδυναµεί µε 90 τόνους πετρελαίου ανά µέρα.

6.12.9. Eπιπτώσεις στο περιβάλλον και λήψη µέτρων

Οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις από την ΥΤ απορριµµάτων και τα µέτρα που µπορούν να ληφθούν για την αποφυγή τους ή τον περιορισµό τους παρουσιάζονται στον Πίνακα 26.

.

Page 229: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

210

Πίνακας 26. Περιβαλλοντικές επιπτώσεις από την ΥΤ απορριµµάτων και µέτρα πρόληψης τους

Eπιπτώσεις Πιθανά αποτελέσµατα Έλεγχοι, πρόληψη και Αντισταθµιστικά µέτρα

Aπαιτούµενες ενέργειες

Eπιφανειακά νερά

Pύπανση -Έλεγχος παροχής και ποιότητας -Συλλογή και αποστράγγιση των υγρών εισροής

-Tοποθέτηση στον υδρογεωλογικό χάρτη των στραγγιστήρων που θα κατασκευασθούν

Yπόγεια νερά ∆ιήθηση -Kάλυψη της εναπόθεσης µε αδιαπέρατη στρώση -Kατάλληλες κλίσεις στην επιφάνεια του χώρου διάθεσης -Aποστράγγιση των νερών στο βάθος του χώρου διάθεσης -Aνάλυση και έλεγχος των παροχών των εισροών -Eπεξεργασία υγρών σε εγκατάσταση καθαρισµού ή διοχέτευσή τους σε δίκτυο υπονόµων

-Σύνταξη πλήρους σχεδίου των προβλεποµένων διευθετήσεων στο χώρο για την στράγγιση των διασταλαζόντων

Kατείσδυση των διασταλλαζόντων υγρών στο υπέδαφος και ρύπανση υπόγειων νερών

-Στεγανοποίηση του πυθµένα του χώρου -Έλεγχος της ποιότητας -∆υνατότητες επανακυκλοφορίας των υγρών ή επεξεργασίας τους

-Tοποθέτηση στο χάρτη πηγαδιών και τάφρων

Mορφολογία του χώρου και ευστάθεια των εδαφών

Kίνδυνοι ολισθήσεων -Aφαίρεση βράχων -Xωροστάθµιση απότοµων κλίσεων

-Σκαρίφηµα που να εξηγεί τα ληφθέντα µέτρα

Kίνδυνοι καθιζήσεων -Eπανασυµπίεση -Παρακολούθηση -Eπαναφόρτηση των ζωνών που έχουν υποστεί καθιζήσεις

Kίνδυνοι διάβρωσης της επικάλυψης

-Tαχεία φύτευση µε φυτά -Στράγγιση των επιφανειακών νερών

Page 230: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

211

Πίνακας 26 (συνέχεια).

Πανίδα-Xλωρίδα -Πολ/σµός τρωκτικών και εντόµων -Έλξη για αλεπούδες -Eξαφάνιση της φυτικής χλωρίδας

-Xρησιµοποίηση απωθητικών για πουλιά -Περίφραξη -Eπαναχορτοφύτευση -Φύτευση παραπετάσµατος δέντρων

-Nα γίνει σηµείωση σχετικά µε τα µέτρα που προβλέπονται στη µελέτη -Λεπτοµερής περιγραφή για αναδιευθετήσεις

Xώρος διάθεσης -Oρατότης του εργοταξίου -Mεταβολή ρυθµού τοπίου

-Φυτεύσεις -Aνύψωση περιφερειακά των γαιών

-Σύνταξη ρυθµιστικού του χώρου

Aέρας, οσµές, θόρυβοι

-Σκόρπισµα των ελαφρών µέσα και γύρω -Eλευθέρωση οσµών -Aναθυµιάσεις(CH4,H2S) -Αύξηση στάθµης θορύβων

-∆ικτυωτά παραπετάσµατα -Άµεση ηµερήσια κάλυψη -∆ειγµατοληψία και ανάλυση αερίων -∆ίκτυο συλλογής αερίων -Eλάττωση θορύβου µηχανών

-Λεπτοµερής περιγραφή του τρόπου που πρέπει να λειτουργήσει η εκµετάλλευση -Eπίπεδο θορύβου που θα διατηρηθεί

Kυκλοφορία -Σκόνες, θόρυβος, σκόρπισµα ελαφρών -Αύξηση της κυκλοφορίας στις ζώνες κορεσµού

-Kαθαρισµός απορριµµατοφόρων -Eπιλογή ωραρίου και δροµολογίων

-Eπισήµανση της ηµερήσιας κυκλοφορίας των αιχµών και της στάθµης θορύβου

Page 231: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

212

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Α. Ελληνόγλωσση

ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΑΕ (1999), Μελέτη Κατάρτισης Νοµαρχιακού Πλαισίου ∆ιαχείρισης Στερεών Αποβλήτων του Νοµού Θεσσαλονίκης, Α’ φάση, Νοµαρχιακή Αυτοδιοίκηση Θεσσαλονίκης, Ιούλιος.

Αλεξάνδρου Γ. (2002), Αποκαταστάσεις ανεξέλεγκτων – ηµιελεγχόµενων χώρων διάθεσης απορριµµάτων, Κατάσταση – Τάσεις – Προοπτικές, ∆ιπλωµατική εργασία, Εργαστήριο Μετάδοσης Θερµότητας και Περιβαλλοντικής Μηχανικής, Τµήµα Μηχανολόγων Μηχανικών, Αριστοτέλειο Πανεπιστήµιο Θεσ/νίκης.

Απόφαση 97/283/ΕΚ (397D0283) της επιτροπής της 21/4/97 για τις εναρµονισµένες µεθόδους µετρήσεων της κατά µάζα συγκέντρωσης διοξινών και φουρανίων στις ατµοσφαιρικές εκποµπές σύµφωνα µε το άρθρο 7 παράγραφος 2 της οδηγίας 94/67/ΕΚ σχετικά µε την αποτέφρωση των επικίνδυνων αποβλήτων, ΕΠΙΣΗΜΗ ΕΦΗΜΕΡΙ∆Α ΑΡΙΘ. L113 της 30/04/97, σελ. 11.

Απόφαση 98/184/ΕΚ (398D0184) της Επιτροπής της 25/2/98 περί ερωτηµατολογίου για την κατάρτιση των εκθέσεων των κρατών µελών σχετικά µε την εφαρµογή της οδηγίας 94/67/ΕΚ του Συµβουλίου για την αποτέφρωση των επικίνδυνων αποβλήτων (εφαρµογή της οδηγίας 91/692/ΕΚ του Συµβουλίου), ΕΠΙΣΗΜΗ ΕΦΗΜΕΡΙ∆Α ΑΡΙΘ. L067 της 07/03/98 σελ. 48-50.

Αρβανίτης Ι. και Παπαµαρκάκης Μ. (1995), ∆ιερεύνηση µεθόδων συλλογής – διαλογής και µηχανικής επεξεργασίας οικιακών απορριµµάτων, ∆ιπλωµατική εργασία, Εργαστήριο Μετάδοσης Θερµότητας και Περιβαλλοντικής Μηχανικής, Τµήµα Μηχανολόγων Μηχανικών, Αριστοτέλειο Πανεπιστήµιο Θεσ/νίκης.

Γιαννακοπούλου Τ., Αϊβαλιώτης Β. και Παναγιωτακόπουλος ∆. (1993), Στατιστική διερεύνηση των χαρακτηριστικών των αστικών απορριµµάτων στην Θράκη, Πρακτικά 3ου Συνεδρίου Περιβαλλοντικής Επιστήµης και Τεχνολογίας (Λέκκας Θ, εκδ.), Πανεπιστήµιο Αιγαίου, Τµήµα Περιβάλλοντος, τόµος Β, σελ. 339-348.

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, Επεξεργασία αποβλήτων, Θεµατολογικά δελτία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Νοµική βάση και στόχοι, http://www.europarl.eu.int/factsheets/4_9_4_el.htm.

Εφηµερίδα «ΤΑ ΝΕΑ» (1998) Ολοκληρώθηκε στις Βρυξέλλες η συνδιάσκεψη για το περιβάλλον, Παρασκευή 2 Οκτωβρίου.

Ζήνδρος Γ. (1998), ∆ιερεύνηση ανάκτησης βιοαερίου χώρων υγειονοµικής ταφής απορριµµάτων, ∆ιπλωµατική εργασία, Εργαστήριο Μετάδοσης Θερµότητας και Περιβαλλοντικής Μηχανικής, Τµήµα Μηχανολόγων Μηχανικών, Αριστοτέλειο Πανεπιστήµιο Θεσσαλονίκης.

Καραγιαννίδης Α. (1996), Μοντελοποίηση Ολοκληρωµένης ∆ιαχείρισης Απορριµµάτων, ∆ιδακτορική ∆ιατριβή, Εργαστήριο Μετάδοσης Θερµότητας και Περιβαλλοντικής Μηχανικής, Τµήµα Μηχανολόγων Μηχανικών.

Καραγιαννίδης Α., Ξηρογιαννοπούλου Α. και Μουσιόπουλος Ν. (2002), “Pay-Αs-Υou-Τhrow": Ένα καινοτόµο σύστηµα για τη µεταβλητή κοστολόγηση της αποκοµιδής απορριµµάτων, Συνέδριο Ελληνικής Εταιρείας ∆ιαχείρισης Στερεών Αποβλήτων (ΕΕ∆ΣΑ), Αθήνα, 28 Φεβρουαρίου - 1 Μαρτίου.

Page 232: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

213

Καρπενησιώτη Κ και Καρύδας Α. (2002), Ανάπτυξη συστήµατος για την αξιολόγηση των προοπτικών της ανάκτησης ενέργειας µε αναερόβια ζύµωση από τα οργανικά συστατικά των απορριµµάτων, ∆ιπλωµατική εργασία, Εργαστήριο Μετάδοσης Θερµότητας και Περιβαλλοντικής Μηχανικής, Τµήµα Μηχανολόγων Μηχανικών, Αριστοτέλειο Πανεπιστήµιο Θεσ/νίκης.

ΚΥΑ 14312/1302 (2000) ΦΕΚ 723 Συµπλήρωση και εξειδίκευση της υπ’ αριθ. 113944/1944/1997 κοινής Υπουργικής Απόφασης µε θέµα: «Εθνικός Σχεδιασµός διαχείρισης στερεών αποβλήτων (Γενικές κατευθύνσεις της πολιτικής διαχείρισης των στερεών αποβλήτων) (Β’ 1016/1997)».

Λαδιάς Β., Μανωλούδης Αθ. και Τούλας Ν. (1999) Αξιολόγηση προοπτικών ανάκτησης ενέργειας των απορριµµάτων µέσω µεθόδων θερµικής επεξεργασίας στο Νοµό Θεσσαλονίκης, ∆ιπλωµατική εργασία του Εργαστηρίου Μετάδοσης Θερµότητας και Περιβαλλοντικής Μηχανικής, του τµήµατος Μηχανολόγων Μηχανικών, Αριστοτέλειο Πανεπιστήµιο Θεσσαλονίκης (αρµόδιος παρακολούθησης: Γ. Περκουλίδης).

Λέκκας Θ., Γιαννόπουλος Γ. και Ραζής Γ (1991), Συγκριτική παρουσίαση µεθόδων διαχείρισης αστικών στερεών αποβλήτων, Πανεπιστήµιο Αιγαίου, Τµήµα Περιβάλλοντος, Νοέµβριος.

Λώλος Θ., Τσοµπανίδης Χ. και Λώλος Γ. (1995), Συγκριτική παρουσίαση µεθοδολογιών και αποτελεσµάτων ποιοτικής και ποσοστικής σύστασης αστικών απορριµµάτων σε σχέση µε τα υλικά συσκευασίας: Η Ελληνική εµπειρία, Συνέδριο Ανάκτησης Πρώτων Υλών και Ενέργειας από Υλικά Συσκευασίας, Αθήνα, 7-9 Ιουνίου, 1995, Οργάνωση ΥΠΕΧΩ∆Ε/ΓΓΕΤ.

Μανωλέας Κ. (1986), Οικονοµοτεχνική µελέτη εκµετάλλεθσης βιοαερίου χωµατερών, ∆ιπλωµατική εργασία, Εργαστήριο Μετάδοσης Θερµότητας και Περιβαλλοντικής Μηχανικής, Τµήµα Μηχανολόγων Μηχανικών, Αριστοτέλειο Πανεπιστήµιο Θεσσαλονίκης.

Μαρκαντωνάτος Γρ. (1990), Επεξεργασία και διάθεση υγρών αποβλήτων.

Μουσιόπουλος Ν. (1997), ∆ιαχείριση απορριµµάτων, Σηµειώσεις διαλέξεων διαχείρισης απορριµµάτων, Τµήµα Μηχανολόγων Μηχανικών, Αριστοτέλειο Πανεπιστήµιο Θεσ/νίκης.

Μουσιόπουλος Ν. (1999) Βελτιστοποίηση της διαχείρισης απορριµµάτων στη Θεσσαλονίκη, Πρόγραµµα Γενικής Γραµµατείας και Τεχνολογίας, Οκτώβριος 1997 – Απρίλιος 1999.

Μουσιόπουλος Ν. και Μπούρα Α. (1998), Ανάλυση κύκλου ζωής, Εργαστήριο Μετάδοσης Θερµότητας και Περιβαλλοντικής Μηχανικής, Τµήµα Μηχανολόγων Μηχανικών, Αριστοτέλειο Πανεπιστήµιο Θεσ/νίκης.

Νοµαρχιακή Αυτοδιοίκηση Θεσσαλονίκης (2000) Μελέτη Κατάρτισης Νοµαρχιακού Πλαισίου ∆ιαχείρισης Στερεών Αποβλήτων του Νοµού Θεσσαλονίκης που εκπονήθηκε από την Ανατολική Αναπτυξιακή Εταιρία Ανατολικής Θεσσαλονίκης, Β’ Φάση, Συνοπτική Παρουσίαση, σελ. 4, Ιανουάριος.

Ξηρογιαννοπούλου Α. και Καραγιαννίδης Α. (2000), ∆ιαχείριση Στερεών Νοσοκοµειακών Αποβλήτων, Εργαστήριο Μετάδοσης Θερµότητας και Περιβαλλοντικής Μηχανικής, Τµήµα Μηχανολόγων Μηχανικών, Αριστοτέλειο Πανεπιστήµιο Θεσ/νίκης.

Οδηγία 88/609/ΕΟΚ (388L0609) του Συµβουλίου της 24/11/1988 για τον περιορισµό των εκποµπών στην ατµόσφαιρα ορισµένων ρύπων από µεγάλες εγκαταστάσεις καύσης, ΕΠΙΣΗΜΗ ΕΦΗΜΕΡΙ∆Α ΑΡΙΘ. L336 της 07/12/1988, σελ. 1-13.

Οδηγία 89/369/ΕΟΚ (389L0369) του Συµβουλίου της 8/6/89 σχετικά µε την πρόληψη της ατµοσφαιρικής ρύπανσης που προκαλείται από τις νέες εγκαταστάσεις καύσης αστικών απορριµµάτων, ΕΠΙΣΗΜΗ ΕΦΗΜΕΡΙ∆Α ΑΡΙΘ. L163 της 14/06/1989, σελ. 32-36.

Page 233: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

214

Οδηγία 89/429/ΕΟΚ (389L0429) του Συµβουλίου της 21/6/89 σχετικά µε τη µείωση της ατµοσφαιρικής ρύπανσης που προκαλείται από τις νέες εγκαταστάσεις καύσης αστικών απορριµµάτων, ΕΠΙΣΗΜΗ ΕΦΗΜΕΡΙ∆Α ΑΡΙΘ. L203 της 15/07/1989, σελ. 50-54.

Οδηγία 94/67/ΕΚ (394L0067) του Συµβουλίου της 16/94 για την αποτέφρωση των επικίνδυνων αποβλήτων, ΕΠΙΣΗΜΗ ΕΦΗΜΕΡΙ∆Α ΑΡΙΘ. L365 της 31/12/94, σελ. 34-45.

Οδηγία 96/61/ΕΚ (396L0061) του Συµβουλίου της 24/9/96 σχετικά µε την ολοκληρωµένη πρόληψη και έλεγχο της ρύπανσης, ΕΠΙΣΗΜΗ ΕΦΗΜΕΡΙ∆Α ΑΡΙΘ. L257 της 10/10/1996, σελ. 26-40.

Παπαχρήστου Ε. και Χατζηαγγέλου Η. (1987) Ποιοτική και ποσοτική ανάλυση των αστικών απορριµµάτων της Ευρύτερης περιοχής Θεσσαλονίκης, Τεχνική Έκθεση για το Σύνδεσµο ΟΤΑ Μείζονος Θεσσαλονίκης, Αριστοτέλειο Πανεπιστήµιο Θεσσαλονίκης, Πολυτεχνική Σχολή, Τοµέας Υδραυλικής και Τεχνικής Περιβάλλοντος.

Παπαχρήστου Ε. και Χατζηαγγέλου Η. (1989) Ποιοτική και ποσοτική ανάλυση των αστικών απορριµµάτων του ∆ήµου Ρόδου, Τεχνική Έκθεση για το ∆ήµο Ρόδου, Αριστοτέλειο Πανεπιστήµιο Θεσσαλονίκης, Πολυτεχνική Σχολή, Τοµέας Υδραυλικής και Τεχνικής Περιβάλλοντος.

Παυλουδάκης Φρ. (2002), Εισαγωγή στην Τεχνολογία Περιβάλλοντος, Σηµειώσεις διαλέξεων διαχείρισης στερεών αποβλήτων, Αριστοτέλειο Πανεπιστήµιο Θεσσαλονίκης, Τµήµα Μηχανικών ∆ιαχείρισης Ενεργειακών Πόρων, Κοζάνη, Μάρτιος.

Πανταζής Α. (2002), Ανάπτυξη γεωγραφικού συστήµατος πληροφοριών και εφαρµογή του στα σενάρια διαχείρισης στερεών αποβλήτων στο Νοµό Θεσσαλονίκης. Υπολογισµός κριτηρίων αξιολόγησης των εγκαταστάσεων της διαχείρισης απορριµµάτων, ∆ιπλωµατική εργασία, Εργαστήριο Μετάδοσης Θερµότητας και Περιβαλλοντικής Μηχανικής, Τµήµα Μηχανολόγων Μηχανικών, Αριστοτέλειο Πανεπιστήµιο Θεσ/νίκης.

Παπακοσµά Α. (1995), ∆ιερεύνηση δυνατοτήτων απορρόφησης βελτιωτικού εδάφους παραγόµενου από τα οικιακά στερεά απόβλητα της ευρύτερης περιοχής Θεσσαλονίκης, ∆ιπλωµατική εργασία, Εργαστήριο Μετάδοσης Θερµότητας και Περιβαλλοντικής Μηχανικής, Τµήµα Μηχανολόγων Μηχανικών, Αριστοτέλειο Πανεπιστήµιο Θεσ/νίκης.

ΠΕΡΠΑ (1980), Στερεά Απόβλητα, Τόµος Ω, Αθήνα.

Περκουλίδης Γ. (2000) Προοπτικές Θερµικής Επεξεργασίας Στερεών Αποβλήτων, ∆ιδακτορική διατριβή υπό εκπόνηση του Εργαστηρίου Μετάδοσης Θερµότητας και Περιβαλλοντικής Μηχανικής στο τµήµα Μηχανολόγων Μηχανικών, Αριστοτέλειο Πανεπιστήµιο Θεσσαλονίκης.

Προπαρασκευαστική Πρόταση 98/0289 COD (COM 599PC0330) της Επιτροπής της 12/07/99 για την αποτέφρωση των αποβλήτων, Τροποποιηµένη Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συµβουλίου.

Σαρρής Κ., Ηλιάδης Ν., Μπουρζή-Χατζοπούλου Ε. και Κουµπατή-Αρτοποιού Μ. (1986), Μαθήµατα γενικής και ειδικής µικροβιολογίας, Αριστοτέλειο Πανεπιστήµιο Θεσσαλονίκης (εκδ. Υπηρεσία δηµοσιευµάτων).

Σκορδίλης Α. (1986), Household waste analysis in the greater Athens region using generally acceptable statistical methods, in: Sorting of Household Waste and Thermal Treatment of Waste (M.P. Ferranti and G.L. Ferrero, eds.): pp. 49-61 (ISBN 0-85334-382-9).

Σκορδίλης Α. (1997), Η θερµική επεξεργασία απορριµµάτων και RDF, Ιούλιος (εκδ. ΚΟΣΜΟΣ).

Page 234: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

215

Σκορδίλης Αδ. (1997) Η Θερµική Επεξεργασία Απορριµµάτων και RDF, Εκδόσεις Κόσµος ΕΠΕ.

Στοϊλόπουλος Β. και Κουσκούρης Α. (2002), Προβλήµατα εναρµόνισης της Οδηγίας 99/31/ΕΚ περί υγειονοµικής ταφής των αποβλήτων, Μόνιµη Οµάδα Εργασίας για τα Οικονοµικά-Κοινωνικά και Νοµικά Θέµατα, Συνέδριο Ελληνικής Εταιρείας ∆ιαχείρισης Στερεών Αποβλήτων (ΕΕ∆ΣΑ), Αθήνα, 28 Φεβρουαρίου - 1 Μαρτίου.

Υπουργείο Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και ∆ηµοσίων Έργων (ΥΠΕΧΩ∆Ε) (1998), Εθνικός Σχεδιασµός Ολοκληρωµένης και Εναλλακτικής ∆ιαχείρισης Απορριµµάτων και Αποβλήτων, Αύγουστος.

Φραντζής Ι. και Συνεργάτες ΕΠΕ (2000), Σχέδιο διαχείρισης απορριµµάτων Νοµού Ηµαθίας, Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας, ∆εκεµβριος.

Χαλβαδάκης Κ.Π. (1994), ∆ιαχείριση Στερεών Αποβλήτων, Πανεπιστήµιο Αιγαίου, Τµήµα Περιβάλλοντος, Τοµέας Περιβαλλοντικής Μηχανικής και Επιστήµης, Οκτώβριος.

Χρήστου Γ. (1999) Αξιολόγηση εναλλακτικών δράσεων διαχείρισης απορριµµάτων στην περίπτωση διανοµαρχιακής συνεργασίας µέσω πολυκριτηριακής ανάλυσης. Εφαρµογή πολυκριτηριακού λύτη στους Νοµούς Λαρίσης και Μαγνησίας, ∆ιπλωµατική εργασία του Εργαστηρίου Μετάδοσης Θερµότητας και Περιβαλλοντικής Μηχανικής, του τµήµατος Μηχανολόγων Μηχανικών, Αριστοτέλειο Πανεπιστήµιο Θεσσαλονίκης (αρµόδιος παρακολούθησης: Γ. Περκουλίδης).

β. Ξενόγλωσση

Addink R., Paulus R. and Kees O. (1995) Abfallwirtschaftungsjournal, Waste management Journal.

Agreement, Task XI: Conversion of Municipal Solid Waste feedstock to Energy, Activity 4: Anaerobic Digestion of Municipal Solid Waste.

Blakey A. (1999) The Locals Rule South of the Border, Waste Age, Vol 30, No 6, pp. 74-83, June.

Calaminus B. and Stahlberg R., (1999) Thermal Waste Treatment: a Better Approach, Chemtech ’98, pp. 40-46, October.

Canterbury J. (1997) "Pay-As-You-Throw: Offering residents a recycling and Source reduction incentive", Municipal Solid Waste Management, pp. 30-35, November/December 1997.

Canterbury J. (1998) "How to succeed with Pay As You Throw", Biocycle, pp. 30-35, December 1998.

Caruso C., Colorni A. and Oeruccini M. (1993), The regional urban solid waste management system, a modeling approach, European Journal of Operational Research, Vol. 70, pp. 16-30.

Chang Y., Chen W. and Chang N. (1998) Comparative evaluation of RDF and Municipal Solid Waste incineration, Journal of Hazardous Materials, Vol 58, pp. 33-45.

Chen H. and Chang N. (2000) Prediction analysis of solid waste generation based on grey fuzzy dynamic modeling, Resources, Conservation and Recycling, Vol 29, pp. 1-18.

Page 235: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

216

Diakoulaki D., Papayannakis L., Moutzouris P, Alexopoulou S. and Lavdaki N. (1993), Selection of solid waste and sludge disposal system by MC analysis, Proceedings of HELECO’93, 1st International Forum and Conference for Environmental Technology, Athens, 1-4 April, Vol. 1, pp. 177-192 (ISBN 960-7018-29-X).

Diamantopoulos E. (1994) Evaluation and Selection of Landfill Sites, Fifth International Summer School on Multicriterial Decision Aid, Chania, Greece, July.

Donnelly J.R. (1992) Waste incineration sources: refuse, in: Air pollution engineering manual, eds.: Buonicore A.J., Davis W.T., Air and Waste Management Association, New York, NY: Van Nostrand Reinhold, pp. 263-275.

EEA (1999) Waste Annual topic update 1998, Prepared by Kim Michael Christiansen, ETC leader, Project manager: Anton Azkona, European Environment Agency, Topic report No 6, Copenhagen.

Electric Power Research Institute (1993) Technical Assessment Guide, Revision 7, Vol. 1, Electricity Supply’, ERPI TR-1022765, Palo Alto, CA, June.

EMPA (1995), Congress of the exhibition R’95 (01-04.02.95, Palexpo-Geneva), Information leaflet.

Environment Australia (1997) Methane Capture and Use, Waste Management Workbook, A Quick Reference Guide, Estimating Potential Methane Production, Recovery and Use from Waste.

EPA (1992) Economic impact and preliminary regulatory impact analysis for proposed MACT-based emission standards and guidelines for municipal waste combustors. Research Triangle Park, NC: Office of Air Quality Planning and Standards, EPA - 450/3-91-029.

EPA (1994) Combustion emissions technical resource document (CETRED). Washington, DC: Office of Solid Waste and Emergency Response. Draft Report, EPA/530-R-94-014.

EPA (1995) Decision-Maker’s Guide to Solid Waste Management, II, 8-39, EPA 530-R-95-023.

EPA (1996) Standards of Performance for New Stationary Sources and Emission Guidelines for Existing Sources: Medical Waste Incinerators; Proposed Rule, Federal Register, Proposed Rules, 40 CFR Part 60, 61, 120, Thursday, June 20.

EPA (1996b), Turning a liability into an asset: A landfill gas-to-energy project development handbook, EPA 430-B-96-0004.

EPA (1997a) Introduction to Boilers and Industrial Furnaces (40 CFR Part 266, Subpart H), RCRA, Superfund & EPCRA Hotline Training Module, July.

EPA (1997b) Locating and estimating air emissions from sources of dioxins and furnaces. Research Triangle Park, NC: Office of Air Quality Planning and Standards. DCN No. 95-298-130-54-01.

EPA (1998a) Hazardous Waste Combustion Unit, Permitting Manual, Component 1, How to Review A Trial Burn Plan, Region 6, Center for Combustion, Science and Engineering, Tetra Tech EM Inc.

EPA (1998b) Greenhouse Gas Emissions from Management of Selected Materials in Municipal Solid Waste, Final Report, Prepared for the U.S. Environmental Protection Agency under EPA Contract No 68-W6-0029, September.

Page 236: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

217

EPA (1998c) The inventory of sources of dioxin in the United States, External review draft, EPA/600/P-98/002Aa, April.

Gordon H. Jr. (1999) "Pay-As-You-Throw: Continues to Grow", U.S. Environmental Protection Agency, Waste Age, pp.34-35, May 1999.

Gunnerson G.C. and Stuckey D.C., Anaerobic Digestion, The World Bank, Washington, D.C.

Habig G. (1992) Professional Society for Thermal Processing and Waste Technology, VDMA, March.

Hässler G. (Ed.) (1995) Thermoselect, The new way of treating residual waste in an environmentally friendly way, Verlag Karl Goerner, Report of the Thermoselect Conference, Jan. 19, 1995 in Rastatt, 2nd Ed., pp. 238.

Hekkert M., Worrell E. and Wijk A. (1998) Optimization of then final waste treatment system in the Netherlands, chapter IV.

IEA BIOENERGY AGREEMENT (1994) Biogas from Municipal Solid Wastes, Overview of Systems and Markets for Anaerobic Digestion of Municipal Solid Waste, Bioenergy Agreement, Task XI: Conversion of Municipal Solid Waste feedstock to Energy, Activity 4: Anaerobic Digestion of Municipal Solid Waste.

Juniper (1997) The market for Pyrolysis and Gasification of Waste in Europe, Technology and Business Review.

Karagiannidis A. and Moussiopoulos N. (1995), Mediterranean Logistics Issues in the Management of Municipal Plastic Waste, Final Report to the Institute for Prospective Technological Studies, CEC, DG-XII, JRC, Thessaloniki, October.

Karagiannidis A., Papakosma A., and Moussiopoulos N. (1996), Composting logistics: A modeling approach, Proceedings of the International Conference “Restoration and Protection of the Environment III”, Chania, Greece, 28-30 August, pp. 714-721

Kirca O. and Erkip N. (1988), Selecting transfer station locations for large solid waste systems, European Journal of Operational Research, Vol. 38, pp. 339-349.

Kiss G., Marfiewicz W., Riegel J. and Stahlberg R., Thermoselect – Recovery of Energy and Raw Materials from Waste, The Thermoselect Process for the Degasification and Gasification of Wastes, Schweitzer, F.J. (E.D.) Berlin, EF – VERLAG, pp. 21–55.

Kiss G., German Patent DE 4,130, 416 C1/U.S. 5, 282, 431, et al.

Kiser J.V.L. (1997) The State-of-the-Art in Municipal Solid Waste Combustion in the United States, Municipal Solid Wastes, Problems and Solutions, Edited by Landreth R.E., Rebers P.A., CRC, Lewis Publishers, Boca Raton, New York, London, Tokyo.

Lee C.C. and Huffman G.L. (1996) Medical waste management/incineration, Journal of Hazardous Materials, 48, pp. 1-30.

Lipuscheck L. (1995) Studies on material properties of the Thermoselect plant, pp. 167- 178.

Lolos G. (1993), Solid Waste Management in Greece, MSc. Thesis, Athens, October.

Lusk P. (1998), Anaerobic Digestion and Opportunities for International Technology Transfer, IEA Bioenergy, Program.

Page 237: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

218

Miranda M.L. and E.J. Aldy (1996) "Recycling jumps when communities use unit pricing for residential garbage", Duke University Research Project, Resource Recycling, pp., 27-31, August 1996.

Nuy E.G.J and Smis J. (1992), De verwerking van Nederlands GFT-afval op een DRANCO-installatie, Organic Waste Systems, Gent, Belgium, NVEM report no 9249.

Paul K.D. and Sprenger G. (1995) Safety of the Thermoselect Process according to the Hazardous Incident Act. In 4, pp. 179-197.

Penner S. (1998) Waste incineration and Energy Recovery, Pergamon Press 03650-5442/88, Energy, Vol. 13, No 12, pp. 845-851.

Riegel J. (1995) Aspects of the Economics of Thermoselect technology with special consideration for use of synthesis gas. In 4, pp. 221- 234.

Sakai S. (1996) World Trends in Municipal Solid Waste Management, Waste Management, Vol. 16, No 5-6, pp. 341-350.

Skumatz L.A., E. Truitt and J. Green (1997) 'The state of variable rates: Economic signals move into the mainstream", Recourse Recycling, pp. 29-35, August 1997.

Southern States Waste Management Coalition (1997) "Pay-As-You-Throw Programs in the South, Summaries of Existing Unit Pricing Programs for Municipal Solid Waste Collection", Southern States Energy Board, pp. 63-64, June 1997.

Spillman P., Doerrie T., Nassour A. and Struve M. (2000), Dokumentation zum Rueckbau der Deponie Helene Berger in Niederoesterreich.

Stahlberg R. and Feuerriegel U. (1994) Chem. Techn. 46, 5, pp. 257 –266.

Stahlberg R. and Feuerriegel U. (1995) Chem. Techn. 47, 1, pp. 1-10.

Stahlberg R., Riegel J. and Feuerriegel U. (1995) Chem Techn. 47, 3, pp. 113-121.

Subramanian P.M. (2000) Plastics recycling and waste management in the US, Resources, Conservation end Recycling, Elsevier, Vol. 28, pp. 253-263.

Tchobanoglous G., Theisen H. and Eliassen R. (1977), Solid Wastes, McGraw – Hill, New York.

Tchobanoglous G., Theisen H. and Vigil S.A.. (1977), Integrated Solid Waste Management, McGraw – Hill, New York.

Thome – Kozmiensky K.J (1993) Thermoselect -Energy and Raw Materials Recovery from Waste, Reactors for Thermal Waste Treatment. EF Press for Energy and Environmental Technology (Berlin), pp. 203 – 216, 337-351.

Thome – Kozmiensky K.J (1993) Processes for the Degacification and Gasification of Wastes – Part 1: Basic Principles. Waste Management Journal, vol. 5, No 9, pp. 670 – 681.

Vallini G.K. (1992), Recovery and disposal of the organic fraction of municipal solid waste by means of combined anaerobic and aerobic bio-treatment, Proceedings of International Symposium on Anaerobic Digestion of Solid Waste, Venice, Italy.

Westerhoff G. (1970), Population Density vs per Capita Solid Waste Production, Public Works.

Page 238: ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ

219

Wheatley A. (1990), Anaerobic digestion: industrial waste treatment, SCI, Elsevier Applied Science, London.

World Wastes (1995), National Wastes’ Management Team, April.

Zellner K. and Mulloy M. (1995), State-of-the-art waste treatment processes in Germany, Proceedings of the Greek-German Workshop “ Management of Municipal Waste” (N. Moussiopoulos, A. Karagiannidis and G. Kaiser, eds.), KFA, pp. 47-58.

γ. Ηλεκτρονικές διευθύνσεις

http://www.citec.fi

http://www.enviroalternatives.com/landfill.html#landfill

http://www.aga.com

http://www.iut.at

http://www.biomaster.nl

http://www.canadacomposting.com

http://www.kompogas.ch