Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

228

description

Ραφαηλίδης Βασίλης_Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

Transcript of Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

Page 1: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας
Page 2: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΑΦΑΗΛΙΔΗΣ

ΗΚΡΥΦΗ ΓΟΗΤΕΙΑ

ΤΗΣΜΠΟΥΡΖΟΥΑΖΙΑΣ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΙΚΟΣΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΑΘΗΝΑ 1991

Page 3: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

ISBN: 960-7058-07-0

β Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 1991 I. Νικολόπουλος & Σια Ε.Ε. Μαυρομιχάλη 15, 106 79, Αθήνα τηλ.: 3607876 - 3639336 Fax: 3638489

Page 4: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

1. Η ΦΕΟΥΔΑΡΧΙΑ ΔΕΝ ΠΕΘΑΝΕ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, το πιο ακραίο φανέρωμα της απανθρω­πιάς, δεν είναι εφεύρεση του καπιταλισμού. Αντίθετα, ο καπιταλισμός είναι εντελώς αγγελικός σε σχέση με τα πριν απ’ αυτόν εκμεταλλευτικά κοινωνικά συστήματα. Κανείς λογικός άνθρωπος δεν θα διάλεγε, αν είχε τη δυνατότητα, να ζήσει υπό δουλοκτητικό ή φέουδαρ^ικό καθεστώς. Ενώ το αρχαιότερο πάντων σύστημα οργά­νωσης της κοινωνικής ζωής, ο «πρωτόγονος κομουνισμός», αν και το νοσταλγούν αταβιστικά πολλοί, δεν θα το διάλεγε για να ζήσει σ ’ αυτό κανένας σώφρων κομου­νιστής τη σήμερον'καπιταλιστικήν ή σοσιαλιστικήν ημέραν. Τα ιστορικά συστή­ματα οργάνωσης της κοινωνικής και οικονομικής ζωής του ανθρώπου είναι πέντε: Ο πρωτόγονος*κομουνισμός, το δουλοκτητικό σύστημα, η φεουδαρχία, ο καπιταλι­σμός και ο κομουνισμός. Τα λέμε ιστορικά τα παραπάνω συστήματα διότι εμφανί­στηκαν και εξαφανίστηκαν (ή θα εξαφανιστούν στην ιστορική τους εξέλιξη και διαφοροποίηση) κάτω από συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες, που για το μαρξισμό καθορίζονται πάντα απ’ την ανάπτυξη των μέσων παραγωγής: Όταν έχουμε δουλο­πάροικους δεν είναι ανάγκη να έχουμε δούλους, κι όταν έχουμε μηχανές δεν είναι ανάγκη να έχουμε ούτε δουλοπάροικους ούτε δούλους, παρότι τόσο η δουλεία όσο και η δουλοπαροικία υπάρχουν και σήμερα σε λανθάνουσα μορφή σε πολλές περι­πτώσεις.

Η σύζυγος μπορεί να είναι δούλα του συζύγου, με την κλασική και τυπική έννοια του όρου, όταν δεν είναι σε θέση να τα βολέψει μόνη στη ζωή της κι όταν το διαζύγιο δεν είναι δυνατό. Ακόμα και να πουλήσει μπορεί ο σημερινός άντρας τη σημερινή γυναίκα, όπως τον καιρό της δουλείας. Στις μουσουλμανικές κοινωνίες π.χ., ακόμα και σήμερα ο σύζυγος αγοράζει τη σύζυγο απ’ τον πατέρα τη ς ενώ στις χριστιανικές κοινωνίες, ακόμα και σήμερα, συμβαίνει συχνά το αντίθετο: Ο πατέρας της νύφης «κεφαλαιοποιεί» την κόρη του, την αποτιμά σε χρήμα κι αν τα φυσικά της προσόντα δεν επαρκούν για τη συναλλαγή εκείνη που λέγεται γάμος με συνοικέσιο, τσοντάρει κι ένα ποσόν είτε σε ρευστό είτε σε ακίνητα, πράγμα που είναι το ίδιο σε τελική ανάλυση, αφού το ακίνητο μπορεί να ρευστοποιηθεί και το ρευστό να «ακινητοποιη- θεί».

Η ομορφιά, η μόρφωση, τα περίφημα «ολίγα γαλλικά» και το θρυλικό «ολίγον πιάνο» είναι, σε μας εδώ, δεδομένα της άτυπης προίκας, που στις μέρες μας πήρε πιο ευγενικές μορφές (γαλλικά, πιάνο), πράγμα που ο πατέρας το γνωρίζει και γΓ αυτό

7

Page 5: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

αντί νο δίνει το κεφάλαιο απευθείας στο γαμπρό, το επενδύει στη μόρφωση της κόρης, όχι γιατί θα είχε καμιά σκασίλα αν έμενε αμόρφωτη, αλλά διότι όντας τέτοια θα δυσκολευτεί να βρει καλό γαμπρό, ας πούμε κανένα γραφέα Α στο υπουργείο Β, αναλόγων προσόντων, δηλαδή εφοδιασμένο κι αυτόν με «ολίγα γαλλικά» που καμιά φορά είναι περισσότερα απ’ τα ελληνικά του.

Η πορνεία, πάντως, δεν είναι αταβιστική επιβίωση του παλιού δουλοκτητικού συστήματος, διότι η πόρνη προ πολλού ενεργεί... καπιταλιστικά; Δεν πουλάει το σώμα της, όπως λέμε λανθασμένα, απλώς το νοικιάζει για χρήση και κατά την επιταγή της παροιμίας που λέει «κρέας μπαίνει, κρέας βγαίνει, το ζουμί κέρδος». Φυσικά, κάθε ξεζούμισμα πληρώνεται και το χρήμα που θα πάρει η πόρνη για τις προσφερθείσες υπηρεσίες ανήκει σ’ εκείνη την κατηγορία κερδών που λέγεται πρό­σοδος, δηλαδή εισόδημα εξ ακινήτων, όπως το μίσθωμα απ' το ενοικιαζόμενο δια­μέρισμα.

Αλλά και η φεουδαρχία επιζεί στις μέρες μας σε κάθε μορφή υποχρεωτικής και απλήρωτης εργασίας. Η σχέση της συζύγου (οικιακά) προς το σύζυγο («αποικιακά») συχνά είναι καθαρά φεουδαρχική, στις περιπτώσεις που η σύζυγος προσφέρει, εκτός από απλήρωτες οικιακές υπηρεσίες, και απλήρωτες καταναγκαστικές ερωτικές υπη­ρεσίες. (Η επανάσταση των γυναικών είναι κάτι που πρέπει να γίνει το ταχύτερο, προκειμένσυ να περάσουν απ’ τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό κι εκεί όπου, όπως εδώ, δεν έχουμε περάσει ακόμα. Γιατί, αν πιστεύετε πως η Ελλάδα είναι καπιταλι­στική χώρα, μάλλον κάνετε λάθος. Στην Ελλάδα συνυπάρχουν δυσαρμονικά όλα τα υπαρκτά, τα υπάρξανια αλλά και μερικά... ανύπαρκτα κοινωνικά συστήματα, όπως π,χ. το κοσκωτικόν, που είναι το πιο πρόσφατο ελληνικό σύστημα διακυβέρνησης και που συνίσταται σε μια αφανή «συνεργασία», ανάμεσα στον πράσινο «σοσιαλι­σμό» και το μαύρο, λόγω βρώμας, τραπεζικό κεφάλαιο.) Φεουδαρχικό κατάλοιπο είναι επίσης και η ενοικίαση (πάκτωμα) απ’ το φτωχό αγρότη κτημάτων που ανή­κουν σ ’ ένα πλουσιότερο αγρότη, που συνήθως είναι ο τσιφλικάς της περιοχής.

Στην εποχή μας, παράλληλα με τον αναπτυγμένο καπιταλισμό υπάρχουν ακόμα και ψήγματα πρωτόγονου κομουνισμού. Οι οπαδοί της «φυσικής ζωής» που ενεργούν παρακινημένοι απ’ το σύνθημα «επιστροφή στη φύση», δεν είναι παρά πρωτόγονοι κομουνιστές. Βέβαια, στις περισσότερες περιπτώσεις τούτοι οι πρωτόγονοι κομου­νιστές κάθε άλλο παρά πρωτόγονοι είναι, αφού κουβαλούν μαζί τους στη φύση, όπου πάνε για να ζήσουν φυσικά, διάφορα «καπιταλιστικά» τσιμπράκαλα, όπως τρανζί­στορ, φορητές τηλεοράσεις, φορητά ψυγεία, ψαροτούφεκα, ηλεκτρικά φαναράκια και πολλά άλλα σύνεργα που παρήχθησαν υπό καπιταλιστικό καθεστώς και υπάρ­χουν χάρη στην ύπαρξη καπιταλιστικού καθεστώτος εδώ στην άγρια Δύση. Που όσο άγρια κι αν είναι, αποκλείεται να ’ναι πιο άγρια απ’ την άγρια φύση, στην οποία εισβάλλουν αυτά τα ξεφτέρια, οι οπαδοί της επιστροφής στη φύση, πλήρως εξοπλι­σμένοι με προϊόντα που αγόρασαν όταν ακόμα δεν ήταν οπαδοί του δόγματος «επι­

Page 6: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

στροφή στη φύση» και δούλεψαν είτε σαν εκμεταλλευτές είτε σαν εκμεταλλευόμενοι, χωμένοι και στις δυο περιπτώσεις μέχρι το κεφάλι εντός του καπιταλισμού. Κάπου λοιπόν αυτοί οι αφελείς μπέρδεψαν την εκδρομή διαρκείας με τον πρωτόγονο κο­μουνισμό. Αλλά κι όταν δεν κάνουν τέτοιου είδους κωμικά μπερδέματα κι αρνούνται να πάρουν μαζί τους σύνεργα παραχθέντα με καπιταλιστικό τρόπο, σύντομα επιστρέ­φουν στη βάση τους, τρομαγμένοι απ’ την αγριότητα της φύσης και ενοχλημένοι απ’ την πλήρη έλλειψη ανέσεων, σαν αυτές που τις έχει πλέον και ο πιο φτωχός.

Αγαπητοί κύριοι επιστροφοφυσικατζήδες, αντί να παριστάνετε τους πρωτόγονους κομουνιστές δεν θα ’ταν προτιμότερο να παριστάνετε τους κομουνιστές σκέτα, έστω κι αν ο σημερινός κομουνισμός έχει σε ορισμένες περιπτώσεις μια γερή δόση πρω­τογονισμού; Καταλάβετέ το επιτέλους. Κανείς δεν μπορεί να ζήσει σαν άνθρωπος προσπαθώντας να επιστέψει με τεχνητό τρόπο σε κοινωνικά συστήματα που η κοινωνία τα ξεπέρασε. Κι αν δεν σας αρέσει ο καπιταλισμός (και μένα δεν μ’ αρέσει), δεν έχετε παρά να κάνετε κάτι για το ξεπέρασμά του κι όχι να στρουθοκαμηλίζετε, χώνοντας το κεφάλ* μέσα στην άγρια φύση, ίσα ίσα για να μη βλέπετε την καπι­ταλιστική αγριάδα.

Αυτό που σας παρακινεί να επιστρέφετε στη φύση, την οποία σε λίγο εγκαταλεί­πετε για να ξαναεπιστρέψετε στον πολιτισμό, γιατί δεν μπορείτε να κάνετε αλλιώς, είναι μια χριστιανικής καταγωγής ασκητική περί ζωής αντίληψη. Δικαίωμά σας, αλλά πάρτε τουλάχιστον υπόψη πως οι καλόγεροι του Αγίου Όρους, που προσπα­θούν, ματαίως κι αυτοί, να ζήσουν εκτός κοινωνικών συστημάτων, είναι πιο ειλικρι­νείς αχό σας. Τουλάχιστον στο Αγιο Ό ρος δεν υπάρχει ηλεκτρισμός, ούτε μηχανές του Διαβόλου κι όλα εκεί είναι παρΟενικά, όπως την πρώτη ημέρα της Δημιουργίας. Εκτός, βέβαια, απ’ τη νοοτροπία και το ήθος των καλόγερων που είναι καπιταλι­στικό, για τον απλό λόγο πως το Ά γιο Όρος είναι περικυκλωμένο απ’ τον καπι­ταλισμό, που εισβάλλει κι εκεί από χίλιες τρύπες. Βέβαια, ένας συνεπής ασκητής δεν θα πάει ποτέ στο γιατρό ή τον οδοντογιατρό, αλλά οι περισσότεροι φτάνουν μέχρι το Λονδίνο για εγχείρηση, έτσι που χάνουν ολοένα και περισσότερο την πίστη τους στις ιατρικές ικανότητες του Θεού. Πάντως οι ιατρικές γνώσεις του ανθρώπου αποκτήθηκαν εντός της οργανωμένης κοινωνίας. Η οργάνωση της οποίας πέρασε από τέσσερα στάδια και τώρα προχωρεί κουτσά στραβά προς το πέμπτο.

Και μη μου πείτε πως ο υπαρκτός κομουνισμός δεν είναι κομουνισμός, γιατί αυτό το ξέρουν και οι κομουνιστές, όσοι τέλος πάντων εκτός από κομουνιστές είναι και μαρξιστές. Όπως ξέρουμε, αυτά τα δυο δεν συμπίπτουν πάντα και τούτο το ασύμπτω- τον θα ήταν επαρκής λόγος να ξεριζώσει ο Μαρξ τρίχα τρίχα το παχύ μούσι του απ’ την απελπισία.

Εν πάση περιπτώσει, ο κομουνισμός δεν είναι το υπάρχον αλλά το ζητούμενο. Και οι χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού είναι κομουνιστικές μόνο ως το βαθμό που βαδίζουν, έστω και πάρα πολύ αργά, προς τον κομουνισμό. Αλλά γίνεται να βαδίσεις

9

Page 7: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

προς τον κομουνισμό όντας φτωχός, αν όχι και εξαθλιωμένος; Αποκλείεται, λέει ο θείος Κάρολος, που τον γράψαμε στα παλιά μας τα παπούτσια κάποιοι από μας τους κομουνιστές, που κανείς δεν θα μπορούσε να πει με σιγουριά πώς διάβολο μας ήρθε και αυτοχαρακτηριστήκαμε έτσι. Εν πάση περιπτώσει. Ας παραδεχτούμε τουλάχι­στον πως ο καπιταλισμός είναι ένα εντελώς εκπληκτικό κοινωνικό σύστημα. Πέτυχε τόσα πολλά και τόσο εντυπωσιακά πράγματα που σου κόβεται η ανάσα όταν βλέπεις τα έργα του. Ο καπιταλισμός, λοιπόν, δεν είναι ένα κακό καθαυτό, είναι απλώς ένα μεγαλειώδες, σε σχέση με τα προγενέστερα, κοινωνικό σύστημα, που όμως γέρασε, κουράστηκε, εξαντλήθηκε, και σε λίγο πεθαίνει, έτσι από μόνος του, απλά και φυσιολογικά.

Οι κομουνιστικές επαναστάσεις, τότε που γίνονταν, γιατί τώρα δεν συνηθίζονται και τόσο, ήταν απλώς ένας τρόπος ευθανασίας του καπιταλισμού. Επειδή αρνείται να πεθάνει και βασανίζεται —και μας βασανίζει— του πατάμε μια επαναστατική «ένεση», προκειμένου να τον μεταφέρουμε ανετότερα στο μουσείο του ανθρώπινου πολιτισμού, όπου είναι φυλαγμένη γι* αυτόν η πιο περίοπτη θέση. Ο καπιταλισμός αξίζει όλες τις τιμές κι όλη την ευγνωμοσύνη μας. Βέβαια, αποδείχτηκε πολύ δύ­στροπος γέρος. Όμως, το ίδιο δύστροπο ήταν και το δουλοκτητικό σύστημα, που από τότε που άρχισε ο επιθανάτιος ρόγχος, γύρω σιο 2ο μ.Χ. αιώνα, μέχρι που άρχισε να εμφανίζεται η φεουδαρχία κατά το Μεσαίωνα, γύρω στον 6ο αιώνα, σουρ­νότα ν προς τον τάφο. Στον οποίο ωστόσο δεν έφτασε παρά μόνο το 1840, τη χρονιά που αρχίζει να καταργείται η δουλεία και το δουλεμπόριο σταδιακά στις διάφορες χώρες. Αλλά το 1840 ο καπιταλισμός έχει ήδη εμφανιστεί προ πολλού, και η φεου­δαρχία πνέει τα λοίσθια. Μ’ άλλα λόγια, στο πρώτο μισό του κοσμσγονικού περα­σμένου αιώνα, η δουλοκτησία, η φεουδαρχία και ο καπιταλισμός συνυπάρχουν. Και μόνο τότε θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε πως το δουλοκτητικό σύστημα δεν υπάρ­χει πλέον πουθενά, αν και αυτό θα μπορούσε να αμφισβητηθεί. Το φεουδαρχικό, πάντως, σύστημα είναι και σήμερα ορατό σε πάρα πολλές περιπτώσεις δύσμορφου καπιταλισμού σαν τον ελληνικό, που είναι τέτοιος γιατί η καπιταλιστική μορφή του δεν είναι ακόμα πλήρως ξεκαθαρισμένη.

θέλω να πω με τα παραπάνω πως όταν λέμε πως ένα κοινωνικό σύστημα πέθα- νε, δεν πρέπει να φέρνουμε στο νου μας κάτι σαν το θάνατο από συγκοπή. Ο θά­νατος των κοινωνικών συστημάτων κρατάει αιώνες. Και το ένα κοινωνικό σύστη­μα δένει με τ’ άλλο μ ' ένα τεράστιο φοντί-ανσενέ, όπως λέμε στον κινηματογρά­φο το δέσιμο δυο πλάνων με επικάλυψη που γίνεται με τέτοιο τρόπο, ώστε στο μέτρο που σβήνει η πρώτη εικόνα, να εμφανίζεται διπλοτυπωμένη πάνω της η δεύ­τερη. Ό σο λοιπόν διαρκεί το κοινωνικό φοντί-ανσενέ, τα δυο συστήματα, το μη­τρικό και το θυγατρικό, συνυπάρχουν, άλλοτε αρμονικά κι άλλοτε δυσαρμονικά. Κι όσο προχωρεί προς το τέλος του το φοντί-ανσενέ, τόσο πιο μεγάλη γίνεται η δυσαρμονία, μέχρι που τελικά το πρώτο πλάνο να εξαφανιστεί εντελώς και το

Page 8: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

δεύτερο να εμφανιστεί εντελώς, ώστε να σταματήσει η σύγχυση.Σήμερα, ζούμε σε μια εποχή συγχύσεων. Το φοντί-ανσενέ ανάμεσα στον καπιτα­

λισμό και τον κομουνισμό βρίσκεται εν πλήρει εξελίξει κι όπως δείχνουν τα πράγ­ματα, θα κρατήσει πολύ ακόμα. Ο καπιταλισμός παρά το γήρας του, έχει δυνάμεις. Και η απόπειρα για την εγκαθίδρυση του κομουνισμού άρχισε πρόωρα. 'Οπως και να ’ναι πάντως, το βέβαιο είναι πως ο καπιταλισμός δεν είναι αθάνατος. Όπως πέθαναν τα άλλα κοινωνικά συστήματα εξαιτίας της διαφοροποίησης τόσο των παραγωγικών δυνάμεων όσο και των παραγωγικών σχέσεων, τις οποίες επιβάλλουν οι παραγωγικές δυνάμεις, έτσι θα πεθάνει κι ο καπιταλισμός, θέλει δεν θέλει. Άλλωστε, ποιος θέλει να πεθάνει; Γιατί, λοιπόν, να θέλει να πεθάνει ο καπιταλι­σμός; Η κοινωνία είναι ένας ζωντανός οργανισμός και συμπεριφέρεται όπως ο ζω­ντανός άνθρωπος: Αρρωσταίνει, γιατρεύεται, γηράσκει, πεθαίνει, γεννάει — και η ζωή συνεχίζεται.

Ο καπιταλισμός, εδώ και δυο αιώνες, είναι έγκυος. Κυοφορεί εντός του τον κο­μουνισμό. Κι αλλού γεννάει εφταμηνίτικα κι αλλού ο μαιευτήρας ετοιμάζει το νυ­στέρι του για_την καισαρική τομή. Πάντως, όλοι θα ευχόμασταν η γέννα να είναι, τελικά, φυσιολογική. Καλό είναι να λείπουν και τα νυστέρια και τα μαχαίρια και οι χατζάρες και οι πύραυλοι. Κι όταν δεν χρειάζεται θερμοκοιτίδα για την επιβίωση του νηπίου, τόσο το καλύτερο για το νήπιο. Όμως, τι Διάολο να κάνεις όταν το νήπιο σού γεννιέται εφταμηνίτικο, όπως στη Ρωσία του 1917; Να το πετάξεις στα σκυλιά (του καπιταλισμού); Ε, όχι! θ α το νταντέψεις το εφταμηνίτικο και θα του πεις κι ένα τραγούδι. Δεν είναι ανάγκη βέβαια να του τραγουδήσεις την «Τρίτη Διεθνή». Απ’ τον Στάλιν και μετά το πιο αποτελεσματικό νανούρισμα είναι ρ εθνικός ύμνος.

II

Page 9: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

2. ΠΟΙΟΣ ΜΠΟΡΕΙ ΣΤ5 ΑΛΗΘΕΙΑ ΝΑ ΠΛΟΥΤΙΣΕΙ

Εκμετάλλευση ετυμολογικά σημαίνει «βγάλσιμο του μετάλλου» (απ’ το μετάλλευμα που το περιέχει και που υπάρχει σε φυσική κατάσταση). Η συναρπαστική λογική της γλώσσας αποκαλύπτει όλο το εύρος και όλο το βάθος αυτής της τρομερής λέξης, γύρω από την οποία περιστρέφονται όλοι οι κοινωνικοί αγώνες από την αρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας. Αν μάλιστα πάρουμε υπόψη πως το πιο σπάνιο και συνεπώς πολύτιμο μέταλλο που υπάρχει στη φύση είναι ο χρυσός, τότε ο εκμεταλλευόμενος θα μπορούσε να είναι κάτι σαν... χρυσωρυχείο. Πράγματι, για να 'χεις χρυσό σε ράβδους ή σε νόμισμα δεν είναι ανάγκη να ‘σαι χρυσο ρύχος, αρκεί να ’σαι εκμε­ταλλευτής. Συνεπώς, πρέπει να 'χεις γύρω σου ανθρώπους, έτοιμους να παίξουν το ρόλο του «μεταλλεύματος». Όμως, κανείς δεν θα δεχόταν να παίξει αυτό το φριχτό ρόλο, έτσι για πλάκα. Άλλωστε, ο κάθε λογικός άνθρωπος θα προτιμούσε να ’ναι εκμεταλλευτής, παρά εκμεταλλευόμενος, αν έμπαινε μπροστά στο δίλημμα.

Η τεράστια γοητεία του καπιταλισμού (η κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας, όπως λέει ο Μπουνιουέλ) συνίσταται στο ότι δίνει σε όλους την ελπίδα πως θα μπορούσαν κάποτε να περάσουν απ’ τη θέση του εκμεταλλευόμενου, στη θέση του εκμεταλλευ­τή. Κι αυτό πράγματι μπορεί να γίνει. Παρά την αυστηρότητα του κληρονομικού δικαίου, οι πλούσιοι εναλλάσσουν τη θέση τους με τους λιγάτερο πλούσιους κάθε εκατό χρόνια περίπου, όπως λένε οι οικονομολόγοι Και επειδή τα εκατό χρόνια περιέχουν τρεις γενιές, οι περισσότεροι άνθρωποι είναι ικανοποιημένοι που, ο ό­ποιος πλούτος τους, θα φτάσει μέχρι την τρίτη γενιά απογόνων κατά μέσον όρο, χωρίς όμως να αποκλείεται να σταματήσει στην πρώτη και σε σπανιότερες περιπτώ­σεις να φτάσει μέχρι τη δέκατη ή την εικοστή, αν βέβαια η αλυσίδα των κληρο­νόμων είναι γερή και δεν έχει πολλές διακλαδώσεις.

Τις γενιές τις μετρούμε ανά τριακονταετία ανθρώπινης ηλικίας, δίνοντας στην καθεμιά τ ’ όνομα μιας δεκαετίας. Έτσι, λέμε γενιά του ’30, του ’40, του ’50 κτλ. Βάζουμε τα τριάντα χρόνια σαν όριο της γενιάς, διότι στα τριάντα του ο μέσος άνθρωπος συνήθως έχει ήδη απογόνους. Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε πως στην ίδια γενιά ανήκουν αυτοί που έγιναν τριάντα χρονών μέσα στην ίδια δεκαετία.

Εμείς εδώ προσδιορίζουμε μια γενιά κι από ένα σημαντικό γεγονός που συνέβη μέσα στη δεκαετία. Έτσι λέμε γενιά του ’40 και εννοούμε τη γενιά που έκανε ή υπέστη τον πόλεμο του ’40, γενιά του 114 (γενιά του ’70). Ο πατέρας και ο γιος ανήκουν σε δυο διαφορετικές αλλά συνεχόμενες γενιές, ενώ ο παππούς και ο εγγονός

12

Page 10: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

βνήκουν σε δυο διαφορετικές βέβαια, αλλά απομακρυσμένες γενιές, διότι τους χω­ρίζει η γενιά του πατέρα του γιου και γιου του παππού. Εξυπακούεται πως αυτό το τριαδικό σύστημα άρθρωσης των γενεών είναι συμβατικό, αφού οι γενιές διαδέχο­νται αδιάκοπα η μια την άλλη, αρχίζοντας την αλυσίδα πολύ πριν από τότε που «Αβραάμ εγέννησε Ισαάκ...».

Από την εποχή του Αδάμ. Έχουν δίκιο λοιπόν οι θρησκείες που θεωρούν όλους τους ανθρώπους αδέρφια ’Ομως ο μύθος του Κάιν και του Άβελ, που κάτω από διάφορες μορφές διατηρεί τη σημασία του, δημιουργεί προσκόμματα στην αδερφο­σύνη, εξαιτίας της εκμετάλλευσης. Ο λαός, πάντως, διαφυλάσσει το κοινωνικό και ηθικό νόημα της λέξης στην προσφώνηση «αδερφέ μου», ενώ οι παπάδες μεταξύ τους καθώς και τα μέλη των θρησκευτικών συλλόγων αυτοαποκαλούνται «αδερφοί», δίνοντας συχνά μια πολύ κλειστή και στενή έννοια στο αδερφάτο τους, όπως περίπου και οι μασόνοι. Πάντως,*η αδερφοσύνη έγινε πολιτική έννοια μόνο στη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης, όταν οι Γάλλοι την έβαλαν τρίτη στη σειρά στο βασικό τους σύνθημα «Ελςυθερία, Ισότητα, Αδερφοσύνη)!).

Έκτοτε όμως, ο καπιταλισμός τροποποίησε δολίως το εννοιολογικό περιεχόμενο και των τριώ\ι λέξεων. Έτσι, όταν η αστική σκέψη λέει ελευθερία εννοεί ελεύθερη επιλογή της κατάστασης του εκμεταλλευτή ή του εκμεταλλευόμενου με το σόφισμα πως όλοι έχουν την ευχέρεια να γίνουν εκμεταλλευτές. 'Οταν λέει ισότητα εννοεί ισότητα απέναντι στους νόμους και ισότητα ευκαιριών, χωρίς να διευκρινίζει πως οι νόμοι του αστικού κράτους κατοχυρώνουν την ανισότητα και πως η ισότητα ευκαιριών είναι μόνο θεωρητική, αφού ο ήδη πλούσιος αυτομάτως δημιουργεί με τον πλούτο του περισσότερες ευκαιρίες και για τον εαυτό του και για τους κοντινούς του, μηδέ των προσωπικών φίλων, ή των πολιτικών φίλων εξαιρούμενων. Κι όταν λέει αδερφοσύνη παραπέμπει στην Αγία Γραφή και καθαρίζει στα γρήγορα. Πρέπει λοιπόν, να ξαναδώσουμε το αρχικό νόημα στο μεγαλειώδες σύνθημα της Γαλλικής Επανάστασης «Ελευθερία, Ισότητα, Αδερφοσύνη». Αλλά δεν θα μπορέσουμε να το δώσουμε όσο υφίσταται εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο και συχνά ανθρώπου από γαϊδουράνθρωπο.

Η εκμετάλλευση είναι μια πανάρχαια υπόθεση, που εμφανίστηκε ταυτόχρονα με το εμπόρευμα. 'Οταν οι άνθρωποι έφτασαν να παράγουν προϊόντα όχι για να τα καταναλώνουν οι ίδιοι, αλλά να τα πουλούν με κέρδος, όταν δηλαδή οι κοινωνικοοι­κονομικές συνθήκες επέτρεψαν την παραγωγή εμπορεύματος, έπρεπε να βρουν τρό­πο να παράγουν όσο το δυνατόν περισσότερα εμπορεύματα στο μικρότερο δυνατό χρόνο. Και το βρήκαν βάζοντας τους άλλους να δουλεύουν γι’ αυτούς. Στην αρχή με το ζόρι (δουλοκτητικό σύστημα), στη συνέχεια με τη συγκέντρωση μεγάλων εκτάσεων καλλιεργήσιμης γης στα χέρια πολύ λίγων (φεουδαρχία) και τέλος με την ελεύθερη πώληση της εργατικής δύναμης στην αγορά εργασίας (καπιταλισμός).

Εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενοι υπάρχουν και στα τρία κοινωνικά συστήμα­

13

Page 11: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

τα, που διαδέχτηκαν το ένα το άλλο, όμως στην περίπτωση του καπιταλισμού η εκμετάλλευση καλύπτεται από το σόφισμα πως, τώρα πια αν θέλεις δουλεύεις. Μόνο αν κρίνεις συμφέρον για σένα, λέει, πουλάς την εργατική σου δύναμη στον εργο­δότη, λες και θα ήταν δυνατό να μη δουλέψεις, όταν δεν έχεις να φας απ' τα έτοιμα, που τελειώνουν έτσι κι αλλιώς, έστω κι αν χρειαστούν μερικές γενιές κληρονόμων για να ροκανίσουν τον προγονικό πλούτο, που έτσι κι αλλιώς προήλθε από εκμε­τάλλευση, παρόλο που δεν έχουμε άμεση αντίληιρη αυτού του θλιβερού γεγονότος, αφού είναι προγενέστερο της υπάρξεώς μας εν τω κόσμω.

Τα πρώτα εμπορεύματα ήταν γεωργικά προϊόντα, πράγμα πολύ φυσικό αφού το πρώτο πράγμα για το οποίο θα μεριμνήσει κανείς είναι η τροφή του, άνευ της οποίας «ουδέν έστι γενέσθαι». 'Ομως, για να ’χεις περίσσευμα γεωργικών προϊόντων για πούλημα, πρέπει να ’χεις χωράφια περισσότερα από αυτά που σου χρειάζονται για να εξασφαλίσεις τη δική σου τροφή. 'Οταν οι επί του πλανήτη άνθρωποι ήταν ακόμα λίγοι, κι όταν η γη ήταν ακόμα ξέφραγο αμπέλι, ο καθένας μπορούσε να οικειοποιη- θεί τόση έκταση γης, όση μπορούσε να καλλιεργήσει στην αρχή μαζί με τα μέλη της οικογένειάς του και στη συνέχεια με τη «βοήθεια» των δούλων. Ούτως πως προέκυψε η ιδιοκτησία, δηλαδή η κτήση, (η απόκτηση), προς ίδιον όφελος. Και η μέχρι τότε ξέφραγη γη, που μέχρι τότε ήταν όλη... ιδιοκτησία του θεού, γέμισε παλούκια και φράχτες. Ως τις μέρες μας ο φράχτης παραμένει το υπέρτατο σύμβολο της ιδιοκτησίας. Και δεν υπάρχει τίποτα πιο θλιβερό από το να βλέπεις τη γη παλουκωμένη.

Αν, λοιπόν, «αυτό το χώμα είναι δικό σας και δικό μας», ποιος διάολος αποφάσισε κάποτε να ’ναι δικό σας και δικό μας; Κανείς δεν το αποφάσισε. Απλώς, ο καθένας κάποτε άρπαζε ό,τι μπορούσε να αρπάξει, ή μάλλον άρπαζε όσο του επέτρεπαν οι δυνάμεις του. Έτσι, ο νόμος του ισχυρότερου εγκαταστάθηκε μαζί με την ιδιοκτη­σία, τη μακρινή εκείνη εποχή που ο πρωτόγονος άνθρωπος έκρινε σκόπιμο και συμφέρον να περιφράξει ένα αδέσποτο μέχρι τότε (που δεν είχε δεσπότη, δηλαδή κυρίαρχο ιδιοκτήτη), κομμάτι γης, ώστε να μην το καταπατήσουν άλλοι, που θα ’θελαν και αυτοί να γίνουν ιδιοκτήτες ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που έγινε και ο προηγούμενος, που πρόλαβε και παλούκωσε την «έγγειο κτήση» του. Και ούτως πως, οι κτητικές αντωνυμίες (μου, σου, του, μας, σας, τωή καθιερώθηκαν στη γραμματική σαν βασικό μέρος του λόγου, πιο βασικό πλέον και από το ουσιαστικό που προσ­διορίζει τις ουσίες και το ρήμα που προσδιορίζει τις πράξεις. Ό σο για το επίθετο (που επιτίθεται, μπαίνει πάνω απ’ το ουσιαστικό) αυτό παίζει πάντα ένα ρόλο κατά το μάλλον ή ήττον διακοσμητικό, ή βοηθητικό, όπως άλλωστε και το επίρρημα και ενδιαφέρει μάλλον τους «τεχνίτες του λόγου» παρά τους κατεργάρηδες με το μακρύ χέρι.

Φυσικά, ο ρόλος της ατομικής ιδοκτησίας στην ιστορία είναι απολύτως θετικός. Η γη δεν θα μπορούσε παρά να παλουκωθεί και η κτητική αντωνυμία δεν θα μπο-

14

Page 12: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

φούαε παρά να υπερκαλύψει το ουσιαστικό. Στο βαθμό που η κοινωνική ζωή οργα­νωνόταν θα ήταν αδύνατο να μην προκύψει η ατομική ιδιοκτησία, που επιτάχυνε την παραγωγική διαδικασία. Δεν έχει σημασία που εκατομμύρια άνθρωποι έπεσαν θύ­ματα σε άνιση μάχη και αγώνα. Η ιστορία δεν ηθικολογεί. Κι όσο λιγότερο ηθι- κολογεί κανείς, τόσο καλύτερος ιδιοκτήτης είναι. Αν οι καπιταλιστές ήταν υπέρ το δέον ηθικοί άνθρωποι, θα έπρεπε ν ’ αυτοκτονήσουν ομαδικά. Περιορίζουν, λοιπόν, τους ηθικούς κανόνες στους απολύτως αναγκαίους, ώστε να κερδίσουν και την άλλη ζωή μαζί με τούτη και ησυχάζουν οι άνθρωποι. 'Οχι, θα κάτσουν να σκάσουν σαν μερικούς μερικούς που νοιάζονται για την προκοπή όλων και υποστηρίζουν πως η ιδιοκτησία θα μπορούσε να ‘ναι και συλλογική.

Υπάρχουν τρεις μορφές ιδιοκτησίας: Η ατομική, η προσωπική και η συλλογική. Όμως, συχνά γίνεται ένα μπέρδεμα ανάμεσα στην ατομική και την προσωπική ιδιοκτησία. Η ατομική Ιδιοκτησία είναι έννοια νομική. Η προσωπική ιδιοκτησία είναι έννοια πρακτική, ηθική και ταυτόχρονα ψυχολογική. Τα ρούχα μου, για πα­ράδειγμα, κάτω anq οποιοδήποτε παραγωγικό σύστημα κι αν παραχτούν, εφόσον τα φοράω είναι προσωπική μου ιδιοκτησία. Όμως, είναι ατομική ιδιοκτησία του πα­ραγωγού ή ταμ εμπόρου εφόσον βρίσκονται ακόμα στις αποθήκες του παραγωγού ή στις προθήκες του εμπόρου.

Σε τελική ανάλυση, όλα τα εμπορεύματα καταλήγουν να ’ναι η προσωπική μας ιδιοκτησία. Η οποία δεν υπάρχει περίπτωση να καταργηθεί ποτέ. Όμως σε μια τέτοια περί ιδιοκτησίας αντίληψη είναι φανερό πως δεν δικαιούμαστε να κατέχουμε ό,τι μας είναι άχρηστο και που ενδεχομένως θα ήταν χρήσιμο σε κάποιον άλλο. Ο μαρξισμός λοιπόν αναστρέφει τους όρους και δίνει έμφαση στην προσωπική ιδιο­κτησία. Αλλά για να μπορεί κανείς να έχει προσωπική ιδιοκτησία πιο εύκολα και για να την έχουν όσο το δυνατόν περισσότεροι, πρέπει τα προϊόντα που έτσι κι αλλιώς παράγονται με τρόπο κοινωνικό, αφού στην παραγωγή τους μετέχουν πολ­λοί, να διανέμονται επίσης με τρόπο κοινωνικό, δηλαδή ελεγχόμενο απ’ το σύνολο της κοινωνίας, τουτέστιν το σύνολο των αλληλεξαρτημένων παραγωγών.

Είμαστε λοιπόν αδέρφια, όχι μόνο γιατί έχουμε κοινό μακρινό γενάρχη, αλλά και διότι η ύπαρξή μας εξαρτάται οπωσδήποτε από την ύπαρξη των άλλων ανθρώπων. Δεν μπορώ συνεπώς να εξοντώσω τους άλλους ανθρώπους, όχι μόνο γιατί είναι απάνθρωπο ή ανήθικο, αλλά διότι μου χρειάζονται. Ακόμα και για να τους... εκμε­ταλλεύομαι! Καλό θα είναι λοιπόν οι «εκκαθαρίσεις», όπου χρειάζονται, να γίνονται από τις τάξεις των εκμεταλλευτών εκείνων που δεν θέλουν να παραδεχτούν πως είναι εκμεταλλευτές και θεωρούν τους εαυτούς τους ευεργέτες των εργαζομένων για λο­γαριασμό τους. Όμως ας σταματήσουν οι εργαζόμενοι να δουλει fn.v για λογαρια­σμό του εκμεταλλευτή και θα δεις για πότε θα τους φύγει ο τσαμπουκάς που λέμε. Εδώ, μια απεργιούλα γίνεται και κακαρώνουν, σκέψου τι έχει να γίνει αν υπήρχε τρόπος να μη δουλεύουμε για τ* αφεντικά αλλά για τον εαυτό μας! Όμως, δεν

15

Page 13: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

υπάρχει τρόπος, θ α υπάρξει ωστόσο αν κάποτε η κοινωνία συσσωρεύσει τόσο πλού­το, που το εκμεταλλευτικό σύστημα να καταρρεύσει από μόνο του. Διότι, ο καβγάς γίνεται πάντα για το πάπλωμα Κι όταν υπάρχει πάπλωμα που να σκεπάζει όλους, πράγμα που το θέλει και ο θεός άλλωστε, που αγαπάει, λέει, εξίσου όλα τα παιδιά του (εμένα μου λες!) ο καβγάς σταματάει

Κι ερχόμαστε στο κρίσιμο σημείο: Υπάρχει εκμετάλλευση διότι υπάρχει σπανιό- τητα αγαθών. Στις τροφοσυλλεκτικές κοινωνίες όπου απλώνεις το χέρι και παίρνεις την τροφή σου από τη μάνα φύση, που αυτή όντως μπς θεωρεί όλους παιδιά της, δεν μπαίνει πρόβλημα εκμετάλλευσης, διότι εκεί δεν μπαίνει πρόβλημα εργασίας για την παραγωγή καταρχήν της τροφής. Όμως, το δέκτη της τηλεόρασης π.χ. δεν μπορείς να τον πάρεις από το ανύπαρκτο τηλεορασόδεντρο. Πολύ περισσότερο το αεροπλάνο. Ό λ ’ αυτά δεν είναι φυσικά προϊόντα, είναι κοινωνικά προϊόντα που παρήχθησαν με την εργασία πάρα πολλών και όχι μόνο του ιδιοκτήτη. Τα εκμεταλ­λευτικά συστήματα παραγωγής είχαν ένα σοβαρό νόημα ύπαρξης μόνο όταν ο κα­βγάς γινόταν αποκλειστικά για τη στοιχειώδη τροφή, οπότε το ζώο-άνθρωπος θυ­μόταν τον αρχαίο ζωώδη εαυτό του και ορμούσε όχι μόνο στην τροφή, αλλά και σ ’ αυτούς που την ήθελαν για να κορέσουν τη δική τους πείνα. Πράγμα φυσικό, φυ­σικότατο.

Αλλά γιατί να είναι φυσική και η ανάγκη να ’χω αυτοκίνητο; Όταν λοιπόν, έχω μια τέτοια ανάγκη, αυτή είναι κοινωνική και όχι φυσική, δηλαδή καθορίζεται από τις ανάγκες που δημιούργησε η koiviovta μέσα στην πορεία της ανάπτυξής της, πάντα με τη συμμετοχή πολλών και όχι μόνο με τη συμβολή των ιδιοκτητών. Σί­γουρα τους καβγάδες τους δημιουργεί η σπανιότητα των αγαθών. Όμως, μέχρις ότου η κοινωνία φτάσει να παράγει ένα., αεροπλάνο για τον καθένα, όσα αγαθά είναι ακόμα σπάνια πρέπει να μπουν υπό κοινωνικό έλεγχο. Και θα μπουν μόνον όταν τα αγαθά περιέλθουν στην ιδιοκτησία ολόκληρης της κοινωνίας, γιατί ολόκληρη η κοινωνία πλέον παίρνει μέρος στην παραγωγή τους, είτε άμεσα είτε έμμεσα Ο μοναχικός χειροτέχνης μπήκε προ πολλού στο μουσείο της ιστορίας.

16

Page 14: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

3. Η ΑΠΑΤΗ ΜΕ ΤΟ «ΛΑΙΚΟ» ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟ

Ενώ γνωρίζουμε με ακρίβεια πότε εμφανίστηκε στον κόσμο το κομουνιστικό καθε­στώς, μόνο με προσέγγιση τριακοσίων χρόνων γνωρίζουμε πότε εμφανίστηκε στον κόσμο το καπιταλιστικό καθεστώς. Ο μεγάλος αστός επιστήμονας Σούμπετερ λέει πως ο καπιταλισμός γεννήθηκε το 13ο αιώνα. Ο Μαρξ τοποθετεί τη γέννησή του το 16ο αιώνα. Παρόλο που όλοι οι επιστήμονες, αστοί και μαρξιστές, παραδέχονται πως το καπιταλιστικό σύστημα οργάνωσης της κοινωνίας δεν υπήρχε από πάντα, αλλά εμφανίστηκε σε μια«δεδομένη περίοδο της κοινωνικής ανάπτυξης, πράγμα που οι λιγότερο ενημερωμένοι δεν εννοούν να το καταλάβουν και αντιμετωπίζουν τον καπιταλισμό σαν ένα «προαιώνιο σύστημα» που το ’φκιαξε κι αυτό ο θεός την έκτη ημέρα της δημιουργίας, εντούτοις ο καθένας τους έχει την άποψή του για το χρόνο εμφάνισης του καπιταλισμού. Γιατί; Μα, διότι ο καπιταλισμός δεν εμφανίστηκε απότομα όπως, άλλωστε, κι όλα τα άλλα κοινωνικά συστήματα. Ούτε ο κομουνισμός θα ήταν δυνατό να εμφανιστεί απότομα. Κι όταν λέμε ότι εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη Ρωσία το 1917, εννοούμε πως, για πρώτη φορά τότε οι προλετάριοι κα­ταλαμβάνουν την πολιτική εξουσία, χωρίς όμως προηγουμένως να έχουν καταλάβει ολοκληρωτικά και την οικονομική εξουσία Κάτι παρόμοιο δεν έγινε με κανένα από τα προηγηθέντα κοινωνικά συστήματα.

Είναι εντελώς λανθασμένη η άποψη σύμφωνα με την οποία ο καπιταλισμός πρω- τοεμφανίζεται το 1789 με τη Γαλλική επανάσταση. Γιατί εκτός του ότι οι αστοί, στην Ολλανδία πρώτα και στην Αγγλία μετά, είχαν καταλάβει ουσιαστικά την πολιτική εξουσία πολύ νωρίτερα από το 1789, οι Γάλλοι αστοί, όπως οι Άγγλοι και οι Ολλανδοί, για να περιοριστούμε σπς χώρες που έπαιξαν τον πρώτο και κύριο ρόλο στην εμφάνιση του καπιταλισμού, κατείχαν την οικονομική εξουσία από το 13ο αιώνα ακόμα. Και χρειάστηκε να κάνουν υπομονή τέσσερις αιώνες περίπου στην Ολλανδία και στην Αγγλία και πέντε αιώνες περίπου στη Γαλλία για να εκτοπίσουν και από την πολιτική εξουσία τους φεουδάρχες.

Στην Ελλάδα, αυτή η ανατροπή γίνεται πάρα πολύ αργά, στη μέση του 19ου αιώνα, με τη δημιουργία του νέου ελληνικού κράτους. Μέχρι τότε η τουρκοκρατού­μενη Ελλάδα ζούσε κάτω από ένα ιδιόρρυθμο φεουδαρχικό καθεστώς, αυτό το οποίο επέβαλε ο «ασιανκός τρόπος παραγωγής» της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που συνίσταται στην ιδιοκτησία των πάντων από τον αυτοκράτορα (το σουλτάνο) ο οποίος δίνει ή αφαιρεί τη γη από τους ευνοούμενούς του κατά το συμφέρον της Αυτοκρατορίας.

Page 15: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

Στην τουρκική παραλλαγή του «ασιατικού συστήματος παραγωγής», τη μελέτη του οποίου (όχι του τουρκικού βέβαια) δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει ο Μαρξ γιατί πέθανε, ο πασάς, ο μπέης και οι άλλοι εκπρόσωποι του σουλτάνου δεν είναι ακριβώς φεουδάρχες, γιατί τα φέουδα (τα τσιφλίκια) δεν είναι δική τους ιδιοκτησία, αλλά του σουλτάνου, που τα εκχωρεί μόνο για χρήση στους διοικητές των επαρχιών της Αυτοκρατορίας. Που, όμως, σιγά σιγά αυτονομούνται κατά το μάλλον ή ήττον και δημιουργούν μια πολύ δυσάρεστη για το σουλτάνο γενικευμένη κατάσταση κράτους εν κράτει. Ο Αλή Πασάς έσπρωξε αυτή την κατάσταση στα άκρα και επιχείρησε να αυτονομηθεί πλήρως. Αλλά και οι άλλοι πασάδες, που ήταν περισσότερο «νο- μιμόφρονες», δεν ήταν λιγότερο «αυτονομιστές» κατ’ ουσίαν και κατά βάσιν.

Ούτως πως, η Οθωμανική Αυτοκρατορία αρχίζει να καταρρέει σιγά σιγά, γιατί μια φεουδαρχία της προκοπής δεν κατάφερε να δημιουργήσει, ανάλογη μ’ αυτήν της Ευρώπης, ούτε την αρχική συγκεντρωτική γραφειοκρατία της να διαφυλάξει ακμαία όπως στην Κίνα. Σημειωτέον πως, όταν η σουλτανική γραφειοκρατία ήταν ακόμα καλά συγκροτημένη (σχεδόν κινέζικη) και δεν επέτρεπε την εμφάνιση μισοφεουδαρ- χικών τάσεων, οι ελληνικής προελεύσεως γραφειοκράτες έπαιξαν βασικότατο ρόλο στη διοίκηση της Αυτοκρατορίας. Και άρχισαν να δυσανασχετούν μόνο όταν οι τοπάρχες-πασάδες άρχισαν τα νιαηλίκια, παραμερίζοντας τη γραφειοκρατία, άνευ της οποίας το «ασιατικό σύστημα παραγωγής» είναι αδύνατο να υπάρξει. Η Ελλη­νική Επανάσταση είναι συνέπεια αυτής της διαφοροποίησης, αυτής της εκ των έσω διάλυσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που καθιστά δυνατά πλέον τα απελευθε­ρωτικά κινήματα.

Σκέφτηκαν οι Έλληνες:Αντί να μας ρουφάει το αίμα ο πασάς και ο μπέης είτε για δικό του, είτε για

λογαριασμό του σουλτάνου, δεν είναι καλύτερα να τους διώξουμε και ν ’ αρχίσουμε πλέον να ρουφάμε εμείς οι Έλληνες το αίμα άλλων Ελλήνων, Μιμούμενοι τους Τούρκους πασάδες, οι Έλληνες κοτζαμπάσηδες έπραξαν ομοίως, αφού κατατρόπω­σαν τους Τούρκους και έφκιαξαν κράτος. Και ο κοτζαμπασισμός συνεχίζεται. Στην πραγματικότητα, το σημερινό ελληνικό κοινωνικό σύστημα δεν είναι ακριβώς κα­πιταλισμός. Είναι κοτζαμπασισμός, δηλαδή εξουσία των κότζα-μπάσι, όπως λέγο­νται τουρκικά οι προεστοί ή οι δημογέροντες. Που στις μέρες μας εμφανίζονται ως αρχηγοί κόμματος, ως «παράγοντες», ως επαρχιώτες κομματάρχες, ως ανώτεροι δη­μόσιοι υπάλληλοί Και ως... Κοσκωτάδες!

Δηλαδή, συνεχίζουμε να είμαστε ένα διαλυμένο και ξεχαρβαλωμένο ρετάλι της προ πολλού διαλυθείσης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που διαφυλάγουμε τον οθω­μανικό τρόπο διοίκησης καλύτερα κι από τους σημερινούς Τούρκους! Αφερίμ! Δη­λαδή, μπράβο μας! Και για να δηλώσουμε τη χαρά μας γι' αυτή την τουρκοελληνική κατάσταση, τραβάμε κι ένα τουρκικότατο τσιφτετέλι στο σκυλάδικο, χωρίς αυτό ουδόλως να μας εμποδίζει να είμαστε πάνια έτοιμοι «να φάμε τους Τούρκους». Ε,

18

Page 16: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

λοιπόν, τον Τούρκο τον έχουμε μέσα μας. Σαν ήθος, σαν συμπεριφορά, σαν διοικη­τικό σύστημα Εμπρός, λοιπόν, στον αγώνα κατά των Ελτούρκων. (Η λέξη είναι δική μου και την προτείνω για υιοθέτηση απ’ τους λεξικογράφους.)

Λέγαμε, λοιπόν, πως στη Ρωσία του 1917 οι προλετάριοι πρώτα κατέλαβαν την πολιτική εξουσία κι ύστερα προσπάθησαν να δημιουργήσουν οικονομικές συνθήκες που θα δικαιολογούσαν ετεροχρονισμένα την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας.

Βέβαια ο Μαρξ πίστευε πως ο καπιταλισμός ήταν ήδη τόσο αναπτυγμένος στον καιρό του, που δεν μπορούσε παρά να παραμερίσει από την πολιτική εξουσία για τον απλό λόγο πως η οικονομική εξουσία βρισκόταν ήδη σια χέρια των προλετά­ριων, αφού χωρίς αυτούς ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής καθίσταται απολύτως αδύνατος. Και είναι αλήθεια·. Ο καπιταλιστής δεν μπορεί να κάνει τίποτα απολύτως χωρίς τη δουλειά του προλετάριου, και γενικότερα του μισθωτού. Κι αφού ο καπι­ταλιστής είναι τόσο ποΛύ εξαρτημένος απ’ όσους δουλεύουν για λογαριασμό του, την πραγματική οικονομική εξουσία την ασκούν ήδη οι εργαζόμενοι, που οφείλουν να καταλάβουν και την πολιτική εξουσία.

Ο Λένιν πίστεψε πολύ σ’ αυτή τη βασική αρχή του μαρξισμού. Και κατέλαβε την πολιτική εξοιρία το 1917 στο όνομα των προλετάριων, που κατά το μαρξισμό, έχουν σαν ιστορική αποστολή, όχι να εγκατασταθούν για πάντα στην εξουσία αλλά να καταργήσουν την εξουσία, προς όφελος ολόκληρου του λαού, κι όχι μόνον των προλετάριων. Το πρόβλημα, λοιπόν, κατά τον Μαρξ δεν είναι να αλλάξουμε αφέντη αλλά να καταργήσουμε τους αφέντες. Έλα όμως που μας προέκυψαν αφέντες νέου τύπου, οι εκ κομματικών «κομουνιστών» γραφειοκράτες. Και τα έκαναν μαντάρα. Και ρεζίλεψαν τον Μαρξ. Και εξευτέλισαν το μαρξισμό. Που επειδή τον εξευτέλισαν δεν σημαίνει ότι έχασε την αξία του.

Σήμερα στη Σοβιετική Ένωση γίνεται μια απόπειρα να στηθεί ο μαρξισμός με το κεφάλι πάνω και τα πόδια κάτω, κι όχι συνεχώς να σηκώνονται τα πόδια και να χτυπούν το κεφάλι όπως γινόταν μέχρι τώρα. Δυστυχώς, όμως, οι λειτουργίες του εγκεφάλου, σε όλο τον κόσμο, συνεχώς και περισσότερο μετατοπίζονται προς τα πόδια. Η ποδοσφαιροποίηση του νου είναι γεγονός, παντού στον κόσμο.

Στη Δύση, τώρα, παράλληλα με την ποδοσφαιροποίηση του νου έχουμε και μια «καπιταλοποίηση» των προλετάριων. Με την εμφάνιση των Ανώνυμων Εταιρειών, που είναι μια από τις σημαντικότερες εφευρέσεις του καπιταλισμού, το πρόσωπο- καπιταλιστής φεύγει από τη μέση, και τη θέση παίρνει η μετοχή. Βέβαια, τις μετοχές των Ανωνύμων Εταιρειών τις έχουν αυτοί που μπορούν να τις έχουν. Κι ο «λαϊκός καπιταλισμός», εκτός από μεγάλη μπούρδα είναι και μεγάλη απάτη.

Πώς, βρε αχρείοι, να αγοράσω μετοχές εγώ; Με το μισθό μου; Κι αν αγοράσω καμιά εκατοστή και «ελέγχω» το ένα δεκάκις χιλιοστό της Ανώνυμης Εταιρείας, θα νιώσω ξαφνικά «καπιταλιστής εκ λαϊκών,» Μέτοχος κι εγώ με τις πεντέμισι μετοχές, μέτοχος κι ο άλλος με το 51% των μετοχών; Δηλαδή, «λαϊκός καπιταλιστής» εγώ,

19

Page 17: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

καπιταλιστής-καπιταλιστής ο άλλος; Αφήστε λοιπόν τις νεοφιλελεύθερες πονηριές και κοιτάξτε μαζί με όλους μας τι θα απογίνουμε με τα χάλια όλων μας, εδώ στην άγρια Δύση. Εσείς οι καπιταλιστές του 51%, ή έστω του 10%, κι εμείς οι «καπιτα­λιστές)) του μηδέν κόμμα μηδέν μηδέν μηδέν μηδέν τοις εκατό καθόμαστε πάνω στα (δια αναμμένα κάρβουνα. Αν προτιμάτε, πηδάμε τα ίδια παλούκια. Όμως, όποιος πηδάει πολλά παλούκια... ξέρετε εσείς τι παθαίνει, αργά ή γρήγορα.

Βέβαια, ο καπιταλισμός καταφέρνει να παραμερίζει με επιδεξιότητα τα παλούκια. Κι αυτό το πετυχαίνει κυρίως με το μάνατζμεν, που ήταν η λογική και αναγκαία συνέπεια της εμφάνισης των Ανωνύμων Εταιρειών, δηλαδή μιας συσσωμάτωσης πολλών καπιταλιστών που μετέχουν (είναι μέτοχοι) στα κέρδη της Ανωνύμου Εται­ρείας. Μπορεί, βέβαια, ένας από αυτούς να διοικεί την εταιρεία. Επειδή όμως οι περισσότεροι μέτοχοι προτιμούν να εισπράττουν χωρίς να μετέχουν στις σκοτούρες της διοίκησης της εταιρείας (και κάνουν πολύ καλά εδώ που τα λέμε, το ίδιο θα ’κανα και εγώ, άλλωστε, στη θέση τους), αναθέτουν αυτό το καθήκον στους μάνα- τζερ, τουτέστιν τους διαχειριστές-διευθυντές. Που έχουν πολύ υψηλούς μισθούς. Συν πριμ διάφορα. Συν έξοδα παραστάσεως ποικίλα.

Παρόλο λοιπόν που τα μέσα παραγωγής δεν τους ανήκουν, παρόλο δηλαδή που δεν είναι αυτοί οι ιδιοκτήτες της επιχείρησης, τελικά αυτοί κουμαντάρουν την επι­χείρηση. Αλλά ποιος μας λέει πως κάποτε οι μάνατζερ δεν θα εκπαραθυρώσουν τους ιδιοκτήτες μετόχους και δεν θα πάρουν και τυπικά μια εξουσία που ήδη την κατέχουν ουσιαστικά;

«Η Επανάσταση των Διευθυντών» που λέει ο Μπάρναμ, επίκειται. Βέβαια, δεν θα 'ναι μια κλασική προλεταριακή επανάσταση. Αλλά τι πειράζει; Οι ίδιοι οι μάνατζερ μπορεί να ήταν προλετάριοι προηγουμένως, και μάλλον είχαν προγόνους προλετά­ριους. Τραβώντας λοιπόν το πράγμα από τα μαλλιά, θα μπορούσαμε να πούμε πως «η επανάσταση των διευθυντών» είναι κι αυτή... προλεταριακή επανάσταση! Και μη μου πείτε πως οι μάνατζερ δεν είναι πραγματικοί προλετάριοι, γιατί θα σας ζητήσω να μου φέρετε τους πραγματικούς προλετάριους. Βέβαια, υπάρχουν μερικοί ακόμα, έτσι για δείγμα, σίγουρα όμως δεν αρκούν για να κάνουμε με αυτούς την επανάστα­ση.

Ας ξεχάσουμε λοιπόν την προλεταριακή επανάσταση, κι ας δούμε τι μπορεί να γίνει με άλλες μορφές επαναστάσεως. Ο Μάο Τσετούν/κ έκανε την επανάστασή του με τους αγρότες κι όχι με τους προλετάριους. Κι ο Φινιέλ Κάστρο με τους πάσης κατηγορίας και προλεύσεως «φωτισμένους» αστούς και μικροαστούς. Κι ας βιαστού­με λιγάκι γιατί θα μας σωθούν και οι φωτισμένοι, έτσι που τρέχουν όλοι να γίνουν μάνατζερ, υπομάνατζερ, ανθυπομάνατζερ, ή έστω επιστάτες, εργοδηγοί, υπεργολά- βοι, μεσάζοντες, νταβατζήδες και άλλα τέτοια πολλά. Γιατί αν βασιστούμε στην «επανάσταση των διευθυντών» θα χρειαστεί να περιμένουμε κάνα δυο τρεις αιώνες ακόμα, μέχρι ο καπιταλισμός να μετεξελιχθεί αυτομάτως σε κομουνισμό. Αυτό πά­

20

Page 18: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

ντως θα γίνει οπωσδήποτε. Ήδη γίνεται σε μια μορφή λανθάνουσα και στο βαθμό που ο παραδοσιακός καπιταλιστής αποσύρεται συνεχώς και περισσότερο στη βίλα του στις Μπαχάμες, στη Μαγιόρκα ή όπου αλλού επισημαίνει δυνατότητες για μια όμορφη ζωή, πολύ πιο όμορφη από κείνην που διήγε όταν μετείχε στις ευθύνες της διοίκησης της εταιρείας του. Που τώρα τη διευθύνουν για λογαριασμό του οι μά- νατζερ. Που κάποτε κι αυτοί θα θελήσουν να αράξουν στις Μπαχάμες, ή έστω σε κανένα ελληνικό νησί, στην περίπτωση που οι ελληνικές τουριστικές υπηρεσίες γίνουν και τουριστικές, και, κυρίως, υπηρεσίες.

θέλω να πω με τα παραπάνω πως ο καπιταλισμός, η μητέρα του κομουνισμού, άρχισε να κυοφορεί προ πολλού, από το τέλος του 19ου αιώνα, το «νέο άνθρωπο» που τον φέρνει στα σπλάχνα της. Έτσι κι αλλιώς θα τον γεννήσει κάποτε. Και τότε κανείς δεν θα ψάχνει να«βρει «πού έκανε το λάθος ο Μαρξ». Γιατί το λάθος δεν το έκανε ο Μαρξ, το έκαναν αυτοί που ανέλαβαν να κάνουν το μαρξισμό πράξη, προ­τρέχοντας των γεγονότων της φυσιολογικής ωρίμανσης του κομουνισμού ενιός του καπιταλισμού. Όλες οι δυσκολίες προέρχονται από αυτή τη βιασύνη.

Όμως, ο άι^ρωπος είναι από τη φύση του βιαστικός. Γιατί ξέρει πως θα πεθάνει «και δεν θα προλάβει». Τι να προλάβει; Μα, ό,τι βάλει σαν στόχο στη σύντομη ζωή του. Μερικοί βάζουν σαν στόχο να γίνουν εφοπλιστές, βιομήχανοι, κομπραδόροι, εισαγωγείς-εξαγωγείς και τρέχουν και δεν σώνουν. Αυτοί κι αν είναι βιαστικοί Τόσο βιαστικοί, που τσαλαπατούν όποιον βρουν μπροστά τους και εμποδίζει την πιλάλα προς το στόχο. Μερικοί τον φτάνουν. Κυρίως κατά το τέλος της ζωής τους. για να διαπιστώσουν με αφελή έκπληξη πως δεν μπορούν πλέον να γευτούν τους καρπούς των κόπων τους. Οι περισσότεροι όμως μπουρδουκλώνονται, πέφτουν και σωριάζο­νται και δεν σηκώνονται ποτέ. Αιωνία τους η μνήμη. Ήταν πολύ καλοί δρομείς. Αλλά ατύχησαν, γιατί έτρεχαν παρέα με καλύτερους δρομείς. 'Αλλοι, πάλι, σαν και μένα π,χ. θα ήταν αδύνατο να πάρουν μέρος σε μια τέτοια ηλίθια κούρσα. Κανείς πραγματικά έξυπνος άνθρωπος δεν παίρνει μέρος σ ’ αυτό τον αγώνα. Παίρνει μέρος σε άλλους αγώνες. Και τρέχει κι αυτός για άλλους λόγους και με άλλο σκοπό. Η βιασύνη είναι αναπόφευκτη. Συνεπώς και η επανάσταση, κάτω από οποιαδήποτε μορφή.

21

Page 19: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

4. Ο ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΔΙΚΑΙΩΝΕΤΑΙ ΣΕ ΔΥΟ ΚΟΣΜΟΥΣ

Κατά την εκδοχή της αστικής πολιτικής οικονομίας, τον καπιταλισμό τον δημιούρ­γησε το εμπόριο και όχι η βιομηχανία. Πρέπει να πούμε καταρχήν εδώ πως βιομη­χανία χωρίς «κλασικό» εμπόριο μπορεί να υπάρξει' όμως εμπόριο χωρίς βιομηχανία (ή χειροτεχνία, ή βιοτεχνία) αποκλείεται να υπάρξει. Διότι τα προϊόντα που παρά­γουν οι βιομήχανοι μπορούν να τα διακινήσουν οι ίδιοι χωρίς τη μεσολάβηση των εμπόρων. Οι οποίοι αφού εδραίωσαν (και δεν δημιούργησαν) το καπιταλισμό, τώρα εξαφανίζονται με ταχύτατους ρυθμούς και τη θέση τους παίρνουν οι αντιπρόσωποι των παραγωγικών (βιομηχανικών ή άλλων) εταιρειών. Στη θέση των κλασικών εμπο­ρικών καταστημάτων που δόξασαν τον καπιταλισμό, εμφανίζονται τα πρατήρια, δηλαδή τα καταστήματα που πρακτορεύουν τους παραγωγούς, που είναι δεσμευμένα να υπηρετούν ορισμένους παραγωγούς και δεν ασκούν ελεύθερο εμπόριο, δεν εμπο­ρεύονται όποιους θα ήθελαν. Βεβαίως, και οι πράκτορες είναι έμποροι, μόνο που ασκούν το εμπόριο για λογαριασμό των παραγωγών, των οποίων είναι υπάλληλοι αμειβόμενοι άλλοτε με μισθό και άλλοτε με ποσοστά επί των κερδών. Με άλλα λόγια οι παραγωγοί, έχοντας επίγνωση του παρασιτικού ρόλου των εμπόρων στην οικο­νομία, ελέγχουν οι ίδιοι πλέον το εμπόριο. Που, όπως είπαμε, δεν το καταργούν — αυτό θα ήταν αδύνατο— απλώς το ελέγχουν οι ίδιοι. Έτσι, και το κόστος μειώνουν, αφού ελέγχουν άμεσα εκτός από το βιομηχανικό και το εμπορικό κέρδος, και την κατανάλωση διακανονίζουν κατά το συμφέρον τους, ελέγχοντας την αγορά, που ολοένα και λιγότερο είναι ελεύθερη, μέσα στο σύστημα της «ελεύθερης οικονομίας».

Τούτη η ταύτιση της διαδικασίας της παραγωγής και της διαδικασίας του εμπορίου είναι ήδη μια τεράστια πρόοδος και μια μετάθεση του όλου παραγωγικού προτσές προς την πλευρά που υπέδειξε ο Μαρξ: Οι παραγωγοί παίρνουν την κατάσταση στα χέρια τους. Όμως οι πραγματικοί παραγωγοί, οι εργαζόμενοι για λογαριασμό του κεφαλαιούχου (του κατόχου του κεφαλαίου), δεν έχουν πάρει ακόμα την κατάσταση στα χέρια τους και το κεφάλαιο συνεχίζει να εμφανίζεται σαν ο μοχλός της οικο­νομίας. Ωστόσο, το πρώτο και σημαντικότερο βήμα προς την ενοποίηση της παρα­γωγικής διαδικασίας έχει γίνει με τη μετάθεση του εμπορίου προς την πλευρά των παραγωγών, όπως λέμε όλους αυτούς που μετέχουν στην παραγωγική διαδικασία, τόσο τους κεφαλαιούχους όσο και τους εργαζόμενους για λογαριασμό τους.

Το σημαντικό είναι πως οι κλασικοί έμποροι, που εδραίωσαν τον καπιταλισμό χωρίς να τον δημιουργήσουν, αφού το εμπόριο είναι παμπάλαια υπόθεση, φροντί-

22

Page 20: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

ζΰντας δραστήρια για τη, με κάθε μέσο, διακίνηση των εμπορευμάτων που δημιουρ­γούσε ο καπιταλισμός, μπαίνουν πλέον ένας ένας στο μουσείο της ιστορίας, γινό­μενοι υπάλληλοι των παραγωγών. Ακόμα και ο κλασικός μπακάλης, ο πιο παλιός και πιο τυπικός έμπορος, δίνει τη θέση του στον ιδιοκτήτη του σουπερμάρκετ που είναι περισσότερο ένας πρατηριούχος τροφίμων και λιγότερο ένας μεγαλομπακάλης. Συναλλάσσεται πλέον απευθείας με τον παραγωγό. Και επειδή με τον τρόπο αυτό παραμερίζονται μια σειρά μεσαζώνιων είναι σε θέση να πουλάει φτηνότερα.

Συνεπώς, είναι όχι μόνο άσχετος προς το μαρξισμό, αλλά και εντελώς ανόητος όποιος νοσταλγεί τον «παλιό καλό μπακάλη» της γειτονιάς μόνο και μόνο γιατί έπιανε κουβενιούλα μαζί του κι αυτός του φύλαγε «το καλό πράγμα», σε βάρος βέβαια των άλλων καταναλωτών, στους οποίους φόρτωνε «το κακό πράγμα». Του­λάχιστον στο εμπόριο, τ^ρουσφέτι τείνει να καταργηθεί: Για να έχω καλό τυρί, δεν αρκεί να έχω φίλο τον μπακάλη, πρέπει να έχω φίλο τον παραγωγό. Αλλά επειδή αυτό είναι μάλλον δύσκολο υπσχρεώνομαι να ζητήσω τη βοήθεια ενός συλλόγου καταναλωτών, που θα προασπίσει τα συμφέρονιά μου σαν καταναλωτή απέναντι στον παραγωγό ή τον πρατηριούχο του.

Ο καπιταλισρός κοινωνικοποιείται, γίνεται ολοένα και περισσότερο απρόσωπος. Κι αυτό είναι κακό μόνο για τους αδιόρθωτα ρομαντικούς, που αρνούνται να κατα­λάβουν πως η συγκεντροποίηση του παραγωγικού προτσές είναι οικονομικός νόμος, άψογα μελετημένος από τον Μαρξ. Μ’ άλλα λόγια, τούτη η διαφοροποίηση της καπιταλιστικής οικονομικής διαδικασίας είναι ενιελώς και απολύτως μαρξιστική. Αλλά αν οι καπιταλιστές πριν από πενήντα χρόνια άκουγαν να γίνεται λόγος για τη μορφή την οποία πήρε ο καπιταλισμός σήμερα θα έβγαζαν τα μάτια όποιου «αναρχικού» τολμούσε τότε να κάνει προβλέψεις στηριζόμενος στον Μαρξ.

Ο μαρξισμός, λοιπόν, επαληθεύεται κάθε μέρα, κάθε ώρα. Μάλιστα, όπως ξέρουμε, ωφέλησε τον καπιταλισμό ανοίγοντάς του τα μάτια και υποχρεώνοντάς τον, κατά κάποιον τρόπο, να γνωρίσει τον εαυτό του καλύτερα Λέχτηκε πως χωρίς τον Μαρξ ο καπιταλισμός θα είχε καταρρεύσει ήδη, έτσι που περιφρονεί τις γενικεύσεις που επιβάλλει η θεωρία, χωρίς τις οποίες ωστόσο είναι αδύνατο να γίνουν νοητές και να ερμηνευτούν με λογική επάρκεια οι επιμέρους διαδικασίες της κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης. Ο καπιταλισμός είναι εμπειρισμός, στηρίζεται δηλαδή σ ’ αυτό που ο λαός το λέει «βλέποντας και κάνοντας». Πράγμα ουδόλως μεμπτό καθ’ αυτό.

Όμως, όταν συνεχώς «κάνεις», «βλέπονιας» τι πρέπει να κάνεις λίγο πριν το κάνεις, στο τέλος επαφίεσαι στο ένστικτό σου ή τη διαίσθησή σου μόνο, κι αφήνεις to μυαλό να ακολουθεί ουραγός. Αλλά αυτό δεν είναι παρά μια ζωώδης συμπεριφο­ρά. Πιο σωστά μια συμπεριφορά που αταβιστικά κουβαλάει ο άνθρωπος από την εποχή που ήταν ακόμα ζώο. Όμως ο άνθρωπος, χάρη στο μυαλό του, που τον κάνει να διαφέρει από τα άλλα ζώα, είναι το μόνο ζώο που μπορεί να σχεδιάσει τη ζωή

23

Page 21: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

του και το μέλλον του. Άλλωστε, το να παίρνεις υπόψη τις προγενέστερες εμπειρίες σου προ κειμένου να σχεδιάσεις μια ενέργεια που σε αφορά προσωπικά είναι ήδη μια αποκόλληση από την εμπειρία και μια μετάθεση της σκέψης σου προς τη μεριά της θεωρίας. Η οποία δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια λογική επεξεργασία προ­γενέστερων εμπειριών.

Καμιά θεωρία δεν είναι εντελώς ξεκομμένη από την εμπειρία. Ακόμα κι αυτές που φαίνονται αυθαίρετες και παράλογες, έχουν μια εμπειρική αφετηρία. Έτσι, όταν ο χριστιανός θεολόγος επιμένει πως ο κόσμος δημιουργήθηκε από το θεό σε έξι η­μέρες ενώ την έβδομη ο Δημιουργός την άραξε για να ξεκουραστεί, εννοεί, κι ας μην το ομολογεί, (γιατί αν το ομολογούσε θα ήταν υποχρεωμένος να συνεχίσει και να προεκτείνει τις θεωρητικές του αναγωγές) πως ο κόσμος δεν υπήρχε από πάντα, και συνεπώς δημιουργήθηκε κάτω από ορισμένες συνθήκες. Εννοεί ακόμα πως ο κάθε δημιουργός έχει δικαίωμα στην ανάπαυση. Αφού και ο θεός αναπαύεται την Κυριακή, πρέπει να αναπαύονται και τα πλάσματά του. Πολύ περισσότερο που αυτά δεν έχουν τη δύναμή του, και συνεπώς δικαιούνται μειωμένου ωραρίου τις μέρες της δουλειάς.

Η θεωρία συνεπώς είναι αναπόφευκτη για μόνο το λόγο πως ο άνθρωπος έχει μυαλό. Το θέμα λοιπόν είναι ποια από τις πολλές θεωρίες θα θεωρήσουμε σαν ορθότερη, δηλαδή προσφορότερη για τα συμφέροντά μας. Κι ακόμα, ποια απ’ όλες καλύπτει τα συμφέροντα όσο το δυνατόν περισσότερων ανθρώπων.

Ο μαρξισμός είναι και επιστήμη και θεωρία ταυτόχρονα. Είναι επιστήμη ως το βαθμό που το αντικείμενο της ερευνάς του είναι η πολιτική οικονομία, όπως λέμε επί το επισημότερον τη μελέτη των οικονομικών προβλημάτων που δημιουργούνται εντός της οργανωμένης κοινωνίας και είναι θεωρία γιατί, ξεκινώντας από αυτή τη μελέτη προσπαθεί να βγάλει συμπεράσματα για γεγονότα και καταστάσεις που δεν υπάρχουν ακόμα και συνεπώς ο στοχασμός πάνω σ ’ αυτά δεν θα μπορούσε να είναι το ίδιο έγκυρος. Μ’ άλλα λόγια, ο μαρξισμός είναι περισσότερο έγκυρος όταν μελετάει τον καπιταλισμό και λιγότερο έγκυρος όταν προτείνει λύσεις για μια λο­γικότερη και δικαιότερη οργάνωση της κοινωνίας του μέλλοντος. Άλλωστε ο Μαρξ, ο σοφότερος και οξυδερκέστερος μελετητής του καπιταλισμού, απέφευγε συστηματικά να περιγράφει τη μελλοντική κομουνιστική κοινωνία, για τον απλό λόγο πως δεν ήθελε να παραστήσει,-επιστήμονας αυτός, τον προφήτη ή το μελλο­ντολόγο.

Το μόνο που είπε για τον κομουνισμό ο Μαρξ είναι πως είναι αναπόφευκτος και πως οι προλετάριοι είναι οι περισσότερο ενδεδειγμενοι να δουλέψουν για την έλευσή του, στο βαθμό που θα οργανώνονται σε δικά τους κόμματα, που είναι προλεταριακά εξαιτίας της συγκρότησής τους από προλετάριους, και κομουνιστικά διότι η κοινω­νία που επαγγέλλονται είναι η αταξική κοινωνία, εντός της οποίας, βέβαια, οι προ­λετάριοι θα εξαφανιστούν ως τάξη.

24

Page 22: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

' Οι αστοί κοινωνιολόγοι ισχυρίζονται πως ο κομουνισμός δεν είναι αναπόφευκτος, όπως λέει ο Μαρξ, και πως ο καπιταλισμός είναι το τελευταίο και τελειότερο στάδιο της κοινωνικής ανάπτυξης. Ωστόσο, τους διαψεύδει καθημερινά η ίδια η ζωή. Ο σημερινός καπιταλισμός δεν είναι ο ίδιος με τον προ εκατονταετίας, η πεντηκονταε­τίας, ή δεκαετίας έστω καπιταλισμό. Είναι καλύτερος. Και θα γίνεται συνεχώς κα­λύτερος (ως καπιταλισμός, να εξηγούμαστε) με την πάροδο του χρόνου και εφόσον δεν ανατρέπεται βέβαια. Όμως, πόσο καλύτερος; Ως πού μπορεί να φτάσει η «κα­λοσύνη» του; Μα, ως τον κομουνισμό! Η κοινωνική δυναμική που περιέγραψε ο Μαρξ με τέτοια σαφήνεια δεν επιτρέπει παρερμηνείες επί του προκειμένου: Ο κό­σμος προχωρεί αυτόματα προς τον κομουνισμό. Και δεν είναι θέμα βούλησης να μην προχωρήσει προς αυτόν. Εκτός, βέβαια, κι αν δεχτούμε πως δεν υπάρχουν νόμοι που καθορίζουν την κίνησή της ιστορίας, αν και η μέχρι τώρα ανθρώπινη ιστορία μας υποχρεώνει να δεχτούμε την ύπαρξη τέτοιων νόμων.

Πάντως, μετά τον Καρλ Πόπερ και το κλασικό πλέον έργο του «Η ανοχτή κοι­νωνία και οι εχθροί της» έγινε μόδα στην αστική σκέψη να παπαγαλίζουν οι πάντες τον Πόπερ, χωρίς να δηλώνουν, οι περισσότεροι, την οφειλή τους σ’ αυτόν το στοχαστή, που όντως πρόσφερε μια σανίδα σωτηρίας στη μέχρι το 1940 παραπαίου- σα αστική κοινωνιολογική σκέψη — η οποία ενώ πρόσφερε πολλά στην έρευνα, δεν πρόσφερε εντούτοις καμιά αξιόπιστη επιστημονική θεωρία για την κοινωνική εξέ­λιξη. Επιτρέποντας στο μαρξισμό να καλύπτει αυτό το θεωρητικό κενό με τον πιο άνετο τρόπο. Όμως, μετά τον Πόπερ, τα πράγματα δυσκόλεψαν για τους μαρξιστές θεωρητικούς έχουν να αντιμετωπίσουν μια συγκροτημένη αστική θεωρία, που τώρα στηρίζεται στην πλήρη κατεδάφιση της διαλεκτικής, και στην επαναφορά στη μόδα της σκέψης του Καντ, που ολοένα και περισσότερο εκτοπίζει τον Χέγγέλ.

Όπως και να’ναι πάντως, ο κόσμος διαφοροποιείται ερήμην των θεωρητικών και των θεωριών τους, μέσα από τις συγκεκριμένες ανάγκες του, μέσα από τις αδιάκοπες συγκρούσεις που τελούνται εντός μιας κοινωνίας που συνεχώς αλλάζει. Κι αν οι ανάγκες αυτές δείξουν πως ο καπιταλισμός είναι αυτός που επί του παρόντος είναι σε θέση να τις καλύψει επαρκέϋπερα, να τις καλύψει ο καπιταλισμός. Κανένας συνεπής μαρξιστής δεν θα είχε αντίρρηση επ' αυτού. Αυτό που ενδιαφέρει άλλωστε είναι μια ευημερία για όλους, και όχι η πάση θυσία εφαρμογή μιας θεωρίας, για μόνο το λόγο πως την αποδεχόμαστε σαν ορθή. Αν, λοιπόν, την ευημερία για όλους μπορεί να την προσφέρει ο καπιταλισμός,’να την προσφέρει ο καπιταλισμός. Εμείς οι μαρξιστές πάντως πιστεύουμε πως δεν μπορεί να την προσφέρει. ΓΓ αυτό και αγωνιζόμαστε για το ξεπέρασμά του. Κι όχι για να εφαρμόσουμε στην πράξη σώνει και καλά την θεωρία μας. Που αν αποδειχτεί μη εφαρμόσιμη, δεν θα είμαστε ηλίθιοι να την ακολουθούμε και τότε, έτσι, από πείσμα.

Όμως, το είπαμε, ο μαρξισμός επαληθεύεται κάθε μέρα από τον ίδιο τον καπιτα­λισμό. Επαληθεύεται ωστόσο κι από τον υπαρκτό σοσιαλισμό. Ό χι γιατί οι χώρες

25

Page 23: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

του υπαρκτού σοσιαλισμού λέγονται κομουνιστικές (χωρίς να ’ναι), αλλά διότι α­ντιμετωπίζουν προβλήματα στην εφαρμογή του σοσιαλισμού. Γιατί ο μαρξισμός δεν προβλέπει την εμφάνιση του κομουνισμού σε υπανάπτυκτες χώρες. Η θεωρία του «ασθενούς κρίκου του καπιταλισμού» δεν είναι του Μαρξ, είναι του Λένιν, που όπως ξέρουμε προσάρμοσε το μαρξισμό στις ιδιαίτερες συνθήκες της χώρας του. Και για να τον προσαρμόσει, τον αναθεώρησε. Ο μαρξισμός και ο μαρξισμός-λενινισμός δεν είναι το ίδιο πράγμα. Αλλωστε αν ήταν δεν θα χρειαζόταν το δεύτερο συνθετικό του σύνθετου όρου.

Όμως, το πιο ισχυρό επιχείρημα πως ο μαρξισμός επαληθεύεται κάθε μέρα είναι πως καμιά σοβαρή καπιταλιστική επιχείρηση δεν μπορεί να προκόψει πια αν δεν κάνει τις επιλογές της πέρα από την ηθική και έξω από το συναισθηματισμό. Ο επιχειρηματίας δεν θα πάρει έναν ανάπηρο στη δουλειά του, ούτε θα προσλάβει το συγγενή του ή τον κουμπάρο του, ή το γιο του φίλου του, ίσα ίσα για να κάνει ένα ρουσφέτι.

Το μόνο που θα δει ο συνεπής και σωστός καπιταλιστής (ή ο μάνατζερ, πράγμα που είναι το ίδιο) είναι αν ο εργαζόμενος γι’ αυτόν είναι ή δεν είναι ικανός να κάνει με παραγωγική επάρκεια τη δουλειά που πρόκειται να του ανατεθεί. Κι αν για οποιοδήποτε λόγο δεν είναι πια σε θέση να την κάνει, θα πεταχτεί ανελέητα και χωρίς συναισθηματισμούς από την επιχείρηση.

Ο Μαρξ είχε προβλέψει πως ο καπιταλισμός είναι υποχρεωμένος να γίνεται συ­νεχώς και περισσότερο απάνθρωπος. Βέβαια, η σημερινή του απανθρωπιά δεν είναι όμοια με αυτήν του 19ου αιώνα, όταν η εκμετάλλευση ήταν απροσχημάτιστη. Ωστό­σο. αυτό δεν πρέπει να μας εξαπατά. Αν ο εργαζόμενος τότε αντιμετωπιζόταν σαν ζώον, σήμερα αντιμετωπίζεται ολοένα και περισσότερο σαν πράγμα, πέρα για πέρα απρόσωπα και μηχανιστικά. Στο σημερινό καπιταλισμό δεν υπάρχουν πρόσωπα, υπάρχουν μόνο άτομα, μονάδες δυνάμενες ή όχι να παράγουν έργο. Κι αν εμφανιστεί ένα νέο άτομο δυνάμενο να παράγει περισσότερο και καλύτερο έργο από κάποιον άλλο, αυτός ο άλλος θα πεταχτεί ανελέητα στον κάλαθο των αχρήστων, και κανείς πλέον δεν θα τον αντιμετωπίσει σαν πρόσωπο, δηλαδή σαν άνθρωπο με προσωπι­κότητα και ανάγκες εντελώς εξειδικευμένες. Μέχρι πότε όμως ο άνθρωπος θα αντέχει τον εξευτελισμό να τον αντιμετωπίζουν σαν πράγμα;

26

Page 24: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

5. ΓΙΑΤΙ Ο ΜΑΡΞ ΘΑ ΔΙΕΓΡΑΦΕ ΤΟΥΣ ΒΛΑΚΕΣ

'Οπως όλα, ο καπιταλισμός κάποτε γεννήθηκε. Και συνεπώς κάποτε θα πεθάνει, όπως κάθετι που γεννιέται, είτε ζωνιανός οργανισμός είναι αυτό, είτε κοινωνικό μόρφωμα, όπως λέμε τις ομάδες των ζωντανών ανθρώπων, που αποτελούνται από ζωντανά άτομα, χωρίς ωστόσο ν’ ακολουθούν αυτές οι ομάδες τους νόμους γέννησης, ανάπτυξης, παρακμής κ«ι εξαφάνισης των ζωνιανών ατόμων. Οι κοινωνικοί νόμοι δεν είναι βιολογικοί. Κι αυτό σημαίνει πως η κοινωνιολογία (η επιστήμη που μελετά την εμφάνιση, τη διαφοροποίηση και την οργάνωση των κοινωνικών ομάδων και των κοινωνιών), δε& είναι θετική επιστήμη, αλλά ανθρωπιστική, αν προτιμάτε «θεω­ρητική». Η κοινωνιολογία δεν στηρίζεται στην υπόθεση, την παρατήρηση και την πειραματική επαλήθευση ταυτόχρονα, όπως οι θετικές επιστήμες, αλλά μόνο στην παρατήρηση και την υπόθεση που, όμως, δεν είναι δυνατό να επαληθευτούν πειρα­ματικά. Μόνο η ζωή μπορεί να επαληθεύσει την ορθότητα ή μη μιας κοινωνιολο­γικής θεωρίας. Αλλά, μια τέτοια επαλήθευση συχνά απαιτεί χρόνο που ξεπερνάει τον αιώνα ή τους αιώνες κι αυτό έχει σαν συνέπεια ο θνητός άνθρωπος να μη νοιάζεται και πολύ για τους νόμους ανάπτυξης και διαφοροποίησης της κοινωνίας, αφού δεν θα ζει για να δει αν οι υπάρχουσες σήμερα προβλέψεις για την εξέλιξη της κοινωνίας θα επαληθευτούν ή ό χ ι

Ο μαρξισμός, σαν τρόπος μελέτης της εμφάνισης και διαφοροποίησης της ανθρώ­πινης κοινωνίας, έχει ηλικία μικρότερη από ενάμιση αιώνα. Αυτός ο χρόνος είναι ανεπαρκέστατος για να βγάλουμε ασφαλή συμπεράσματα για την ορθότητα ή μη του μαρξισμού, δεδομένου ότι η δυσκίνητη ιστορία, όπως ξέρουμε, μετράει την ηλικία της με αιώνες, ενώ ο άνθρωπος μετράει τη ζωή του με χρόνια.

Συνεπώς, ενώ ενδεχομένως δικαιούμαστε να μιλάμε για αποτυχία του υπαρκτού σοσιαλισμού, έτσι που τον κατάντησαν οι γραφειοκράτες και οι αριβίστες, δεν δικαιούμαστε να μιλάμε για αποτυχία του μαρξισμού, ούτε άλλωστε για αποτυχία του κομουνισμού. Κι αυτό το τελευταίο, για το λόγο πως πουθενά στον κόσμο δεν εμφανίστηκε μέχρι σήμερα ένα κομουνιστικό καθεστώς, ενώ αυτά που αυτοχαρακτη- ρίζονται σαν τέτοια, το κάνουν όπως ξέρουμε για να προσδιορίσουν την επιθυμητή φορά εξέλιξης των πραγμάτων και όχι για να χαρακτηρίσουν το υπάρχον κοινωνικό καθεστώς. Πάντως, ο υπαρκτός σοσιαλισμός δεν φάνηκε ικανός να μετεξελιχτεί σε κομουνισμό. Κι αυτό που γίνεται σήμερα στη Σοβ. Ένωση είναι ένα καινούριο ξεκίνημα για μια διαφορετική πορεία προς τον παλιό στόχο. Εξυπακούεται πως ούτε

27

Page 25: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

το σημερινό καθεστώς της ΕΣΣΔ είναι κομουνιστικό. Και δεν ξέρουμε πότε θα γίνει τέτοιο. 'Οπως έλεγε ο Μαρξ, που οι γραφειοκράτες-κομουνιστές τον έγραψαν κι αυτόν μαζί μ’ όλα τ’ άλλα στα παλιά τους τα παπούτσια, το παλιό δεν πέθανε ακόμα και το καινούριο δεν γεννήθηκε ακόμα.

Και στην Ανατολή και στη Δύση ζούμε σήμερα σε μια πολύ συγκεχυμένη μετα­βατική περίοδο. Προς τα πού λοιπόν θα τελεστεί η μετάβαση; Αυτό είναι το κρίσιμο ερώτημα. Εφόσον οι κοινωνίες συνεχώς διαφοροποιούνται, θα διαφοροποιηθεί ο­πωσδήποτε και ο καπιταλισμός, που δεν είναι ούτε το τελευταίο ούτε το καλύτερο σύστημα κοινωνικής οργάνωσης, όπως φαίνεται να πιστεύουν μερικοί θεωρητικοί του φιλελευθερισμού. Αν λοιπόν, διαφοροποιηθεί, πώς θα διαφοροποιηθεί; Ποιο κοινωνικό σύστημα θα τον διαδεχτεί;

Πριν ασκήσουν κριτική στο μαρξισμό, οι αστοί κοινωνιολόγοι οφείλουν ν ’ απα­ντήσουν σ ’ αυτό το ερώτημα και να μας γνωστοποιήσουν τις υποθέσεις τους. Η επιστημονική φαντασία μάς προτείνει ένα μελλοντικό κόσμο εντελώς ρομποτοποιη- μένο και τεχνοκρατικό. Κι αυτό μπορεί όντως να συμβεί. Όμως, κι ένας τέτοιος κόσμος πρέπει αναγκαστικά να έχει μια μορφή κοινωνικής οργάνωσης. Σ’ αυτόν τον υπεραναπτυγμένο τεχνολογικά κόσμο, σε ποιον θ’ ανήκουν τα μέσα παραγωγής, Στον ιδιοκτήτη-καπιταλιστή, ή σ ’ ολόκληρη την κοινωνία; Είναι πάρα πολύ δύσκο­λο να υποθέσουμε ότι η ανάπτυξη της τεχνολογίας οδηγεί στην παραπέρα εδραίωση του καπιταλισμού. Το αντίθετο είναι πολύ πιο πιθανό, εξαιτίας της μηχανοργάνωσης της παραγωγής. Ο μαρξισμός πρεσβεύει πως τα μέσα παραγωγής πρέπει ν’ ανήκουν σε όλους, γιατί η εργασία είναι κοινωνικό κι όχι ατομικό γεγονός. Η ανάπτυξη της τεχνολογίας κάνει εμφανέστερη την ορθότητα της παραπάνω άποψης.

Ωστόσο, σαν μεροκαματιάρηδες μπορεί να έχουμε την αίσθηση πως η δουλειά μας είναι κάπ που αφορά εμάς και μόνο. Όμως, δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς πως η προσωπική μας δουλειά είναι εξαρτημένη από πάμπολλους αντικειμενικούς παράγοντες, εκτός από την ικανότητά μας και τη βούλησή μας για δουλειά. Είναι εξαρτημένη απ’ τους συναδέλφους μας και το συνδικάτο μας, είναι εξαρτημένη απ’ τον εργοδότη μας και το συνδικάτο του, είναι εξαρτημένη απ’ το κράτος, απ’ τη δικαιοσύνη, απ’ την αστυνομία, απ’ την Εκκλησία, απ’ την Εφορία, απ’ το τελωνείο, κι από ένα σωρό άλλους κοινωνικούς θεσμούς.

Συνεπώς, πρέπει να είμαι εντελώς ανόητος για να πω πως η δουλειά μου είναι προσωπική μου υπόθεση. Κι ωστόσο, αυτό περίπου λέει ο καπιταλισμός: Πρέπει, λέει, στην προσωπική μου υπόθεση, που είναι η δουλειά, να παρεμβαίνουν όσο το δυνατό λιγότεροι παράγοντες που δεν είναι προσωπικοί.

Όμως, είτε αυτόματα, είτε μεθοδευμένα, είτε παλιότερα, είτε τώρα, είτε στο μέλ­λον, πάντα θα υπάρχουν παράγοντες που θα κάνουν τη δουλειά μου κοινωνικό κι όχι προσωπικό γεγονός. Ο μαρξισμός ξεκινάει απ’ αυτή την απλή προϋπόθεση. Ό τι δηλαδή, η εργασία είναι κοινωνικό γεγονός και συνεπώς οι εργασιακές σχέσεις μόνο

28

Page 26: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

στα πλαίσιο μιας αναδιοργάνωσης της κοινωνίας θα μπορούσαν ν’ αντιμετωπιστούν μ’ επάρκεια. Μπορεί βέβαια εγώ προσωπικά να έχω λυμένα τα εργασιακά μου προ­βλήματα, αλλά η κοινωνιολογία δεν νοιάζεται για μίνα προσωπικά, νοιάζεται για την κοινωνία, τουτέσαν για το σύνολο των ανθρώπων.

Η κοινωνική συνείδηση είναι προϋπόθεση για την ανάπτυξη της ταξικής συνεί­δησης — αλλά και της συνείδησης σκέτα. Ακόμα και οι λεγόμενοι «περιθωριακοί» (οι κινούμενοι και δρώνιες στο περιθώρο της κοινωνίας, δηλαδή έξω απ’ τους ισχύο- ντες κοινωνικούς θεσμούς), όταν δεν είναι λούμπεν, ονειρεύονται μια διεύρυνση κι όχι ένα στένεμα των κοινωνικών θεσμών, ώστε να γίνουν δρώντα μέλη της κοινωνίας κι αυτοί που σήμερα μάχονται την υπάρχουσα κοινωνική κατάσταση, γιατί ξέρουν πως μια «κοινωνία των ατόμων» ή μια «κοινωνία των ομάδων» δεν είναι μια «κοι­νωνία των ανθρώπων».

Δικαίωμα στη ζωή κΑ την ευτυχία (όσο αυτή είναι επικαθορισμένη οπό εξωτε­ρικούς παράγοντες), έχουν οι πάνιες κι όχι μόνο οι οικονομικά ή και βιολογικά προνομιούχοι: Αυτοί που κληρονόμησαν τον πατέρα τους δεν είναι, βέβαια, κατ’ ανάγκην πιο ικανοί απ’ αυτούς που δεν κληρονόμησαν κανέναν. Κι αυτοί που γεν- νήθηκαν λιγόιερο ικανοί και ταλαντούχοι δεν σημαίνει πως πρέπει να τσαλαπατη- θούν απ’ τους εξυπνότερους και τους περισσότερο ταλαντούχους — αν και εδώ μπαίνει το πολύ δύσκολο πρόβλημα της μοχθηρίας και της κακότητας των ηλιθίων, που συνεχώς δημιουργούν βλακικά προσκόμματα στους έξυπνους. 'Οταν λοιπόν μιλάμε για «αξιοκρατία» εννοούμε μια οργάνωση της κοινωνίας τέτοια, που οι θε­σμοί της, αφενός να προστατεύουν τους ικανούς απ’ τους ανίκανους, και αφετέρου να δίνουν στους νομιζόμενους ανίκανους όλες τις ευκαιρίες για να δείξουν πως είναι όντως αδικημένοι κι όχι όντως ανίκανοι. Οπότε, θα υποχρεωθούν να περιοριστούν αναγκαστικά στα όρια που καθορίζονται απ’ τις ικανότητές τους.

Λέχτηκε, και το βρίσκω σωστό, πως το μαρξισμό, σ’ Ανατολή και Δύση, τον σαμποτάρουν ασυνείδητα, κυρίως οι ηλίθιοι. Διότι, τα πράγματα θα δυσκολέψουν πολύ γ ι’ αυτούς, αν η θεσμική οργάνωση της κοινωνίας γίνει πράγματι αξιοκρατική. Ενώ τώρα, ο κάθε παρακενιές κι ο κάθε ηλίθιος μπορεί να ελπίζει πως «θα γίνει κάτι», ίσως και πρωθυπουργός, ίσως και γεν. γραμματέας του ΚΚ, μέσα σ ’ ένα πλέγμα διασταυρούμενων γνωριμιών, κουμπαριών, μέσων, γλειψιμάτων και πολλών ανάλογων μεθόδων κληρονομημένων απ’ τους αστούς, που εδραιώνουν τη βλακο- κρατία. Και τη σοσιαλιστική και την καπιταλιστική βλακοκρατία.

Γιατί, βέβαιο, το μόνο που δεν θα μπορέσει ποτέ να κάνει ο μαρξισμός, είναι να καταργήσει την ηλιθιότητα, αν και μειώνοντας την αμάθεια μπορεί να την περιο­ρίσει αισθητά: Ένας μορφωμένος βλαξ (υπάρχουν και τέτοιοι) είναι λιγότερο επι­κίνδυνος από έναν απαίδευτο βλάκα, αν και ο πεπαιδευμένος βλαξ, για τη μόρφωση του οποίου φρόντισε ο πλούσιος πατέρας (ο Θεός να την κάνει μόρφωση, που λεν, αλλά εν πάση περιπτώσει), πάρα πολύ εύκολα μπορεί να γίνει, αν όχι σατράπης

29

Page 27: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

τουλάχιστον σατραπίσκος, προ κειμένου ν’ αντιστοθμίση την ελλείπουσα ικανότητα με τον αυταρχισμό.

Τα στελέχη των φασιστικών κομμάτων (συνεπώς και του ΠΑΣΟΚ) αποτελούνται από τέτοιους πεπαιδευμένους ανίκανους, αλλά και από ανίκανους χωρίς παιδεία, οπότε σ ’ αυτή την περίπτωση τα πράγματα εκχυδαίζονται πλήρως και ο λαϊκισμός, που συνοδεύει σταθερά το φασισμό, εγκαθίσταται για τα καλά στην κοινωνία.

Το τεράστιο πρόβλημα της βλακείας, οι περισσότεροι μαρξιστές το θεώρησαν δευτερεύον ή και ανύπαρκτο και δεν του έδωσαν τη δέουσα σημασία. Ό χι όμως, και ο Ρούντολφ Μπάρο, ο οποίος μαζί μ’ όλα τ ’ άλλα, τα ψυχικής-ατομικής τάξεως προβλήματα που δυσκολεύουν το μαρξισμό, συνυπολόγισε και τη βλακεία, που είναι φαινόμενο σύνθετο (βιολογικό, ψυχικό, κοινωνικό). Και για μεν τη δεξιά παραλλαγή της βλακείας δεν υπάρχει πρόβλημα για μας τους αριστερούς. Όμως, υπάρχει πρό­βλημα και μάλιστα τεράστιο, όσον αφορά την αριστερή εκδοχή της βλακείας. Πώς να κουβεντιάσεις και πώς να συνεργαστείς μ’ ένα σύντροφο, που εκτός από σύντρο­φος είναι και βλαξ; Ιδού η απορία.

Ο Τρότσκι χωρίς να το δηλώνει καθαρά (κανείς δεν μιλάει καθαρά για τους βλάκες, γιατί όλοι τους φοβούνται), αφήνει να υπονοηθεί σαφέστατα ότι σας έριδες των Ρώσων κομουνιστών των αρχών της δεκαετίας του ’30, η μωρία, με τη μορφή της· μωροφιλοδοξίας, (η βλακεία δεν είναι συμπαγής και ενιαία κατάσταση) έπαιξε σημαντικό ρόλο στα προβλήματα διαδοχής που δημιούργησε ο θάνατος του Λένιν. Και, βέβαια, δεν είναι ανάγκη να καταφύγουμε στον Τρότσκι για να κατανοήσουμε τον τεράστιο ρόλο της μωρίας στο αριστερό-κομουνιστικό κίνημα. Αρκεί να κοι­τάξουμε τι έγινε στο πρόσφατο παρελθόν και τι γίνεται και σήμερα εντός του αρι­στερού κινήματος.

Είναι λάθος, όπως θα έλεγε ο Μπάρο, ν’ αποδίδουμε την πολυδιάσπαση μόνο στις διαφορετικές απόψεις για τη στρατηγική και την τακτική που πρέπει ν’ ακολουθήσει το αριστερό κίνημα. Μη μου πείτε πως είναι πρόβλημα διαφορετικής αριστερής τακτικής και στρατηγικής η ύπαρξη δυο ΕΔΑ! Είναι ολοφάνερα πρόβλημα μωρίας, που και εδώ εμφανίζεται με την παραλλαγή της μωροφιλοδοξίας. Διότι το κόψιμο ενός κόμματος στα δυο διπλασιάζει αυτόματα και τους αρχηγούς και τ ' ανώτερα στελέχη, και τα κατώτερα στελέχη, και όλοι «αναβαθμίζονται» αυτομάτως. Είναι λάθος, επίσης, ν’ αποδίδουμε το σχίσμα του ενιαίου ΚΚΕ μόνο και αποκλειστικά σε δογματικές διαφορές. Η αριστερή εκδοχή της βλακείας έπαιξε κι εδώ τον κατα­στροφικό ρόλο της, καλά κρυμμένη πίσω από τα τσιτάτα και την προκάτ σκέψη, που προτείνεται σαν μαρξιστική, ενώ και οι κότες ξέρουν (όχι, όμως, οι αριστερές κότες), πως ο Μαρξ απεχθανόταν όσο τίποτα τη μηχανιστική-προκατασκευασμένη σκέψη.

Η κομματική πειθαρχία και ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός ήταν πάντα τα εύκολα άλλοθι για την ανυπαρξία μαρξιστικής σχέψης, αφομοιωμένης και βιωμένης.

30

Page 28: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

J i συνθήκες παρανομίας και σύγκρουσης, τούτο το μειονέκτημα δεν γινόταν ούτε φανερό ούτε ενοχλητικό. Οι μαχητές δεν πρέπει να είναι κατ’ ανάγκην έξυπνοι και πεπαιδευμένοι και μπορούν να κάνουν πολύ καλά τη δουλειά τους, όντας λιγότερο έξυπνοι ή εντελώς απαίδευτοι. Όμως, σε συνθήκες ηρεμίας, η γνωστική-μαρξιστική ανεπάρκεια και η αριστερή παραλλαγή της βλακείας είναι ένα καθαρό σκάνδαλο, όταν αναρριχάται στην κορυφή της κομματικής ιεραρχίας. Για να μην προσθέσουμε στα παραπάνω και την ηθική ανεπάρκεια, οπότε τα πράγματα γίνονται τραγικά.

Λοιπόν, κανείς δεν πρόκειται να μας πάρει στα σοβαρά αν δεν σοβαρευτούμε οι ίδιοι, αν δεν παραμερίσουμε τους ηλίθιους, αν δεν εξουδετερώσουμε τους αριβίστες, αν δεν αφοπλίσουμε τους γραφειοκράτες που παριστάνουν τους κομουνιστές. Πάντα κατά τον Μπάρο, το κομουνιστικό κίνημα είναι καταδικασμένο αν δεν δώσει επι­τέλους τη δέουσα σημασία και στον υποκειμενικό παράγοντα. Στο κάτω κάτω, ρε αδερφέ, ο μαρξισμός h 9 επαγγέλλεται την αγελοποίηση της κοινωνίας, επαγγέλλε­ται την πλήρη ανάπτυξη της προσωπικότητας μέσα σε κοινωνικές συνθήκες που θα κάνουν δυνατή την, πλήρη ανάπτυξη της προσωπικότητας. Ο Μαρξ, το άτομο είχε συνέχεια στο νου του, όταν μοχθούσε να βρει τρόπους καλύτερης και αποτελεσμα­τικότερης οργάνωσης της κοινωνίας. Ο μαζάνθρωπος δεν έχει θέση σε αριστερά κινήματα που εμπνέονται απ’ το μαρξισμό.

Ο μαρξισμός είναι ανθρωπισμός, δεν είναι άσυλο ανιάτων. Ο μαρξισμός δεν κα­ταργεί τον ατομισμό, αλλά τον επαναπροσδιορίζει με διαφορετικούς όρους. Όσο για τον αστικό ατομισμό, θα δούμε στη συνέχεια πώς αυτός εμφανίστηκε μέσα στα «μπούργκος» που εξέθρεψαν τον μπουρζουά.

31

Page 29: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

6. ΜΙΑ ΛΥΣΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΥΠΑΡΚΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ

Η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο δεν παρουσιάστηκε μαζί με τον καπιταλι­σμό. Και δεν είναι ανάγκη να είναι καπιταλιστικό ένα καθεστώς για να είναι εκμε­ταλλευτικό. Ό λα τα κοινωνικά συστήματα που εμφανίστηκαν μέχρι σήμερα, ακόμα και ο υπαρκτός σοσιαλισμός, είναι εκμεταλλευτικά. Διότι κανένα δεν πληρώνει στον εργαζόμενο την εργατική του δύναμη στην πραγματική της τιμή και όλα παρακρα­τούν ένα μέρος αυτής της τιμής που πάει στο αφεντικό. Για τον εργαζόμενο ωστόσο έχει κάποια σημασία αν το αφεντικό είναι ο δουλοκτήτης (ο κτήτορας, ο ιδιοκτήτης των δούλων), ο φεουδάρχης (ο άρχων του φέουδου, δηλαδή του μεγάλου κτήματος, και όλων όσων υπάρχουν εντός του, ακόμα και των κολλίγων-δουλοπάροικων, που δεν έχουν δική τους ιδιοκτησία, αλλά καλλιεργούν τα χωράφια του φεουδάρχη δίνοντας το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής στον αφέντη), ο βιομήχανος (αυτός που διακανονίζει τα του βίου του και τα του βίου των άλλων δια των μηχανών, των οποίων είναι ο ιδιοκτήτης) ή το κράτος («ο αφηρημένος», συλλογικός ιδιοκτήτης των μέσων παραγωγής που εκμεταλλεύεται τον εργαζόμενο δια της κρατικής γρα­φειοκρατίας η οποία επιβλέπει και διαχειρίζεται τις εν μέρει ή εν όλω κρατικοποιη­μένες επιχειρήσεις, όπως τη ΔΕΗ, τον ΟΤΕ και άλλες κρατικές επιχειρήσεις σε μας εδώ, και όπως σχεδόν το σύνολο των επιχειρήσεων υπό καθεστώς υπαρκτού σοσια­λισμού.) Είναι άλλο πράγμα να σε αντιμετωπίζουν σαν πράγμα (δουλοκτητικό κάθε στώς), άλλο να σε αντιμετωπίζουν σαν περίπου πράγμα (φεουδαρχικό καθεστώς), άλλο να σε κάνουν να πιστεύεις πως δεν είσαι πράγμα αλλά «ελεύθερος άνθρωπος» που κάνει ό,τι θέλει (καπιταλιστικό καθεστώς) και άλλο να σου λένε πως εσύ, ο εργαζόμενος, είσαι το πραγματικό αφεντικό, διότι τα αφεντικά-άτομα δεν υπάρχουν πλέον καθότι τη θέση τους την πήραν τα αφεντικά, ομάδες ανθρώπων, που μοχθούν, λέει, για ολόκληρη την κοινωνία, τη στιγμή που δεν μοχθούν παρά μόνο για τον εαυτό τους και την καλοπέρασή τους (μιλάμε για το γραφειοκρατικό-«κομουνιστικό» καθεστώς του υπαρκτού σοσιαλισμού, στο οποίο η εκμετάλλευση είναι επίσης υπαρ­κτή, συχνά περισσότερο υπαρκτή απ’ όσο στον καπιταλισμό).

Το να υφίσταται η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, στο δουλοκτητικό, το φεουδαρχικό και το καπιταλιστικό καθεστώς είναι απολύτως νοητό αν και σκανδα­λώδες, γιατί η απολύτως αναγκαία για την κοινωνία «συσσώρευση του κεφαλαίου» δεν είναι δυνατή χωρίς την εκμετάλλευση, δηλαδή χωρίς την παρακράτηση της υπεραξίας ή μέρους της υπεραξίας από το όποιο αφεντικό.

32

Page 30: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

- Όμως, το μεγάλο σκάνδαλο εμφανίζεται όταν ένα κοινωνικό καθεστώς διατείνεται ιιως θα καταργήσει την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο και ωστόσο αντί να τη μειώσει έστω, και όχι να την καταργήσει εντελώς (αυτό είναι αδύνατο) την αυξάνει (Πάντα ένα μέρος της υπεραξίας θα παρακρατείται για τις συλλογικές α­νάγκες της κοινωνίας). Αυτό το οξύμωρο, αν όχι εντελώς μωρό, συνέβη εντούτοις στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού. Που όλο βαδίζουν προς τη μη εκμεταλλευ­τική κοινωνία κι όλο έχουν το νου τους μη τυχόν και μειωθεί η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.

Διότι αν μειωθεί, η συσσώρευση του κεφαλαίου θα επιβραδυνθεί. Και αν επιβρα­δυνθεί, η πρόοδος θα ανακοπεί. Διότι όπως είπαμε αν η κοινωνία δεν φροντίσει να μην τρώει ή να μη μοιράζει στα άτομα όλα όσα παράγει δια των ατόμων θα φαλιρίσει ως κοινωνία. Πράγμα το οποίο μπορεί να συμβεί κάτω από οποιοδήποτε κοινωνικό καθεστώς, αν αυτό δίνει μεγαλύτερη σημασία στην κλοπή και τη σπατάλη και λιγότερη στην παραγωγή αγαθών, συνεπώς και κοινωνικού πλούτου, καλή ώρα σαν κι εμάς εδώ που, όχι-μόνο τρώμε περισσότερο απ’ όσο παράγουμε, αλλά σχεδόν δεν παράγουμε κι ωστόσο τρώμε (τα δάνεια).

Το ίδιο περίκου έπαθαν και οι περισσότερες αν όχι όλες οι χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού. Είτε τρώνε κι εκεί τα δάνεια, είτε τρώνε σκέτο ψωμί γιατί τον έτσι κι αλλιώς λιγοστό κοινωνικό πλούτο προλαβαίνουν και τον τρώνε οι γραφειοκράτες. Που, κατά τα άλλα, εργάζονται για την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, τρομάρα τους. Προσωπικά δεν θα είχα αντίρρηση να τρώνε προκει- μένου να κάνουν καλύτερα τη δουλειά τους. Αλλά, όσοι τρώνε το περίσσευμα που παράγουν οι εργαζόμενοι, τόσο χειρότερα κάνουν τη δουλειά τους. Αντί, λοιπόν, να τρώνε το περίσσευμα αυτοί οι κηφήνες, καλύτερα να το τρώνε κάποιοι «καπιταλι­στές» υπό καθεστώς υπαρκτού σοσιαλισμού μπας κι αυτό το καθεστώς κάνει όντως υπαρκτό το σοσιαλισμό κάποτε. Διότι ο σημερινός υπαρκτός σοσιαλισμός δεν είναι τίποτα περισσότερο από τους πολύ υπαρκτούς γραφειοκράτες, που το παίζουν σο­σιαλιστές.

Κάπως έτσι πρέπει να σκέφτηκε ο Γκορμπατσόφ και μετέθεσε την παρακράτηση της υπεραξίας απ’ τους γραφειοκράτες σε κάποιους «καπιταλιστές». Βάζω τη λέξη σε εισαγωγικά, διότι τούτοι οι καπιταλιστές διαφέρουν ουσιαστικά απ’ αυτούς που ξέρουμε εμείς εδώ: Ο Γκορμπατσόφ διατηρεί το δικαίωμα να ελέγχει το κράτος και η κοινωνία δι’ αυτού τη δυνατότητα του καπιταλιστή για εκμετάλλευση, που ανά πάσα στιγμή, με απόφαση της σοσιαλιστικής κυβέρνησης θα μπορούσε να επανέλθει στην πρότερη κατάσταση του μη καπιταλιστή. Άλλωστε δεν εκχωρεί και τη βιο­μηχανία στους ιδιώτες, αν κι αυτό θα μπορούσε να συμβεί υπό τον όρο πως τον έλεγχο και τον τελικό λόγο στο ιδιοκτητικό καθεστώς μιας συγκεκριμένης βιομη­χανίας θα τον έχει πάντα το σοσιαλιστικό κράτος, που ανά πάσα στιγμή, και εφόσον κριθεί σκόπιμο, θα μπορούσε να ξεπετάξει τον υπό σοσιαλιστικό καθεστώς «καπι­

33

Page 31: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

ταλιστή». Αυτό, βέβαια, δεν είναι σοσιαλισμός. Όμως, δεν είναι ούτε «καθαρός» καπιταλισμός. Είναι ένα μεταβατικό και ως εκ τούτου μπερδεμένο κοινωνικό καθε­στώς.

Άλλωστε και ο δυτικός καπιταλισμός είναι επίσης ένα μεταβατικό και συνεπώς μπερδεμένο κοινωνικό καθεστώς. Διότι ήδη κυοφορεί εντός του το σοσιαλισμό όπως ακριβώς πρόβλεψε ο Μαρξ. Κι αφού ο καπιταλισμός βαδίζει αυτόματα προς το σοσιαλισμό, όχι γιατί το διάλεξε αλλά διότι το επιβάλλει η ανάγκη της παραπέρα κοινωνικής ανάπτυξης, γιατί ο υπαρκτός σοσιαλισμός θα επέστρεφε στον «καθαρό» καπιταλισμό; Για να μη συναντήσει εκεί τίποτα, ούτε τον καπιταλισμό ούτε το σοσιαλισμό;

Ας σοβαρευτούμε, λοιπόν, λιγάκι κι ας στρέψουμε την προσοχή μας σιο δυτικό καπιταλισμό, στον οποίο και αναφέρεται ο μαρξισμός. Όπως ξέρουμε, ο Μαρξ επαγγέλθηκε μεν την κομουνιστική κοινωνία του μέλλοντος αλλά δεν είπε κουβέντα ούτε για το πότε, ούτε για το πώς ακριβώς θα γίνει η μετάβαση στον κομουνισμό. Ούτε περιέγραψε την ακριβή μορφή της κομουνιστικής κοινωνίας του μέλλοντος. Τον Μαρξ τον ενδιέφερε αποκλειστικά η μελέτη του υπαρκτού καπιταλισμού κι όχι η σπουδή του υπαρκτού σοσιαλισμού που, άλλωστε, στην εποχή του ήταν ολικά ανύπαρκτος. Ο Μαρξ δεν γνώριζε, βέβαια, τον Λένιν, ούτε πρόβλεψε πως θα ήταν δυνατό να εμφανιστεί στη Ρωσία κάποιος Λένιν, πράγμα που μας υποχρέωσε να μετατρέψουμε το μαρξισμό σε μαρξισμό-λενινισμό, που είναι κάτι διαφορετικό από τον αρχικό μαρξισμό. Ο Μαρξ,' μελετώντας τους νόμους κίνησης της κοινωνίας στο σύνολό της και ειδικότερα της καπιταλιστικής κοινωνίας, είπε πως αυτή θα μετε- ξελιχθεί κατ' ανάγκην σε σοσιαλιστική είτε εξελικτικά και μακρόχρονα, είτε επα­ναστατικά και αμέσως (το προτιμούσε φυσικά αυτό το τελευταίο) ανάλογα με τις συνθήκες και το βαθμό ανάπτυξης του καπιταλισμού σε μια συγκεκριμένη χώρα.

Ο Μαρξ δεν ήταν προφήτης, ήταν επιστήμονας πάρα πολύ σοβαρός. Κι αν επι­μένουμε να τον αντιμετωπίζουμε σαν προφήτη, το μόνο που θα καταφέρουμε τελικά είναι να γελοιοποιήσουμε το μαρξισμό. Πράγμα που δυστυχώς ήδη έγινε με κείνους τους αστείους «κομουνιστές» που ενώ δεν ξέρουν τίποτα ή σχεδόν τίποτα από μαρ­ξισμό, επιμένουν να παριστάνουν τους κομουνιστές. Διότι, λέει, πιστεύουν σε μια καλύτερη και δικαιότερη κοινωνία, λες και μόνο οι κομουνιστές και οι μαρξιστές ονειρεύονται την καλύτερη και δικαιότερη κοινωνία. Ο μαρξισμός το μόνο που έκανε ήταν να προτείνει έναν καινούριο τρόπο προσέγγισης αυτού του παλιού ονεί­ρου. Το οποίο έτσι κι αλλιώς υπάρχει ερήμην του μαρξισμού. Το μόνο λοιπόν καινούριο όνειρο που έπλασε ο μαρξισμός είναι αυτό της δυνατότητας μεταλλαγής του παμπάλαιου ονείρου σε πραγματικότητα, μ’ ένα συγκεκριμένο και επιστημονικό τρόπο.

Ας κάνουμε μια «υπόθεση εργασίας»: Πώς θα ήταν ο κόσμος σήμερα αν δεν είχε γεννηθεί ο Μαρξ; Κι αν συνεπώς, δεν είχε εμφανιστεί αυτό που ονομάστηκε μαρ-

34

Page 32: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

ξίσμός από το όνομά του; Η απάντηση είναι πάρα πολύ εύκολη. Ο κόσμος θα έψαχνε και χωρίς τον Μαρξ για μια διέξοδο από τα αδιέξοδά του για μια καλύτερη και δικαιότερη κοινωνία. Ο Μαρξ δεν έπαιξε, βέβαια, κανένα ρόλο στη μετάβαση απ’ τη δουλοκτητική κοινωνία στη φεουδαρχική κι απ’ αυτή στην καπιταλιστική. Κι αν δεν είχε γεννηθεί, η μετάβαση σε μια άλλη μετακαπιταλιστική κοινωνία θα τελούνιαν οπωσδήποτε.

Επειδή, όμως, τυχαίνει να έχει εμφανιστεί αυτό που ονομάστηκε μαρξισμός, κάθε διαφοροποίηση του καπιταλισμού προς ένα κοινωνικό σύστημα μετακαπιταλιστικό θα επηρεάζεται αναγκαστικά ιλέον, αν δεν θα καθοδηγείται ευθέως, από το μαρξι­σμό, με την ίδια έννοια που οι Γάλλοι διαφωτιστές (Βολταίρος, Ντιντερό, Ντ’ Α- λαμπέρ, Ρουσό κτλ.) επηρέασαν ουσιαστικότερα την κυοφορία της Γαλλικής Επα­νάστασης, χωρίς πάντως ya την προκαλέσουν αυτοί. Η Γαλλική Επανάσταση ήταν η αναγκαία συνέπεια της διαφοροποίησης του συσχετισμού των κοινωνικών δυνά­μεων, που υπάρχουν και δρουν πάντα ερήμην κάθε οργανωμένης θεωρίας, χωρίς αυτό να σημαίνει πως η θεωρία δεν επηρεάζει ως ένα μεγάλο βαθμό την αυθόρμητη και αυτόματη κοινωνική ανάπτυξη. Είναι η κοινωνία, λοιπόν, που δημιουργεί μια συ­γκεκριμένη θεωρία κι όχι η θεωρία που φτιάχνει μια συγκεκριμένη κοινωνία.

Ο μαρξισμός εμφανίστηκε κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες, τις συνθήκες του ευρωπαϊκού και ειδικότερα του αγγλικού καπιταλισμού, που αναπτύχθηκαν κατά το πρώτο μισό του 19ου αιώνα. Τα καπιταλιστικά πράγματα από τότε έχουν διαφορο­ποιηθεί πολύ, κι αν ζούσε σήμερα ο Μαρξ το «Κεφάλαιο» δεν θα είχε ακριβώς τη μορφή που έχει, διότι απλούστατα θα ενσωμάτωνε στη θεωρία του και όλα τα και­νούρια δεδομένα που εμφανίστηκαν στο μεταξύ μέσα στην κοινωνική πρακτική, όπως για παράδειγμα τον ιμπεριαλισμό, το κράτος προνοίας του καπιταλισμού, την ανάπτυξη του συνδικαλισμού, το οκτάωρο και ένα σωρό ακόμα κοινωνικές παραμέ­τρους που δεν υπήρχαν στην εποχή του. Και που εμφανίστηκαν χάρη στην ύπαρξη και του μαρξισμού, που επηρέασε ουσιαστικά την κατάσταση σε όλο τον κόσμο, χωρίς όμως να δημιουργήσει αυτός και μόνο τα κοινωνικά δεδομένα που έκαναν αναγκαία τη διαφοροποίηση και του καπιταλισμού και του μαρξισμού. Η κοινωνία αναπτύσσεται αυτόματα και αυθόρμητα, παρόλο που αυτός ο αυθορμητισμός επηρεά­ζεται ουσιαστικά από τις (θεωρητικές) απόψεις των ανθρώπων για το πώς πρέπει να είναι οργανωμένη μια ανθρώπινη κοινωνία.

Δεν είναι η θεωρία που δημιουργεί τον κόσμο και τις κοινωνίες (αυτό θα ήταν καθαρή μεταφυσική), είναι ο κόσμος και οι κοινωνίες που δημιουργούν τις θεωρίες. Που με τη σειρά τους επηρεάζουν τον κόσμο και τις κοινωνίες σε μια διαρκή διαλεκτική σχέση ανάμεσα στη θεωρία και την πράξη ή την πράξη και τη θεωρία.

Το να αντιμετωπίζουμε συνεπώς το μαρξισμό ως μια «αιώνια αλήθεια» που δεν θα διαφοροποιηθεί ποτέ, που θα παραμείνει στον αιώνα των αιώνων τέτοια που τη συνέλαβε ο Μαρξ, είναι σκέτη μεταφυσική που δεν διαφέρει ούτε κατ’ ελάχιστον

35

Page 33: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

απ’ τη σχέση που έχουν οι χριστιανοί με τα ιερά τους κείμενα. Και βέβαια, το «Κεφάλαιο» δεν είναι ιερό κείμενο. Είναι επιστημονικό σύγγραμμα που διατηρεί την αξία του σαν τέτοιο, όπως κάθε σημαντικό επιστημονικό κείμενο του παρελθόντος, το οποίο σημάδεψε τόσο την ανάπτυξη της κοινωνίας, όσο και τη γενική εικόνα του ανθρώπου για την ανθρώπινη κοινωνία, συνεπώς και για τα προβλήματα που αυτή δημιουργεί και που συνεχώς διαφοροποιείται και συνεχώς επιλύονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.

Το σημαντικό, λοιπόν, δεν είναι να καρφώνουμε το μαρξισμό στην προκρούστεια κλίνη των επιθυμιών και των καλών μας αισθημάτων, αλλά να τον χρησιμοποιήσου­με ως «εργαλείο δουλειάς», και ως μέθοδο μελέτης των κοινωνικών προβλημάτων. Στο κάτω κάτω, αυτό που ενδιαφέρει είναι η προκοπή του ανθρώπου και όχι η προκοπή του μαρξισμού. Εμείς οι μαρξιστές πιστεύουμε πως ο μαρξισμός είναι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για τη μελέτη και την ανάλυση των κοινωνικών φαινομέ­νων. Αν ωστόσο, διαψευστούμε, δεν θα... αυτοκτονήσουμε. Είθε μια άλλη θεωρία να αποδειχθεί πιο αποτελεσματική. Δυστυχώς, κάτι τέτοιο δεν φαίνεται πιθανό προς το παρόν. Αν όμως γίνει πιθανό, να είστε βέβαιοι πως οι πρώτοι που θα την υιοθετή­σουμε θα ήμαστε εμείς οι μαρξιστές, ενώ οι συντηρητικοί θα παραμείνουν και τότε συντηρητικοί και θα αντιδρούν το ίδιο ανόητα όπως αντιδρούν και σήμερα.

36

Page 34: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

7. Η ΑΣΤΙΚΗ ΤΑΞΗ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ ΣΕ ΧΑΜΟΣΠΙΤΑ!!!

Ο Μαρξ γεννήθηκε και έγραψε σε μια πολύ δύσκολη μεταβατική περίοδο, στα μέσα του 19ου αιώνα, τότε που, ενώ ο καπιταλισμός αναπτυσσόταν ραγδαία εντούτοις έσερνε ακόμη πίσω του τα φεουδαρχικά κατάλοιπα του προηγούμενου κοινωνικού συστήματος που αντικατέστησε. Γιατί, τα πράγματα για τον καπιταλισμό αρχίζουν να ξεκαθαρίζουν μόνο με^ά το 1830, τότε, δηλαδή, που ιδρύεται και το νεοελληνικό κράτος, πράγμα που ασφαλώς δεν είναι τυχαίο.

Ό λα τα απελευθερωτικά κινήματα που εμφανίζονται αυτή την εποχή σχεδόν παντού στον κόσμο; και κυρίως στη Λατινική Αμερική, και που καταλήγουν στην ίδρυση των εθνικών κρατών που υπάρχουν σήμερα, είναι η αναγκαία ιστορική συ­νέπεια της πτώσης της φεουδαρχίας. Και σε μας εδώ, την πτώση της τουρκικής άτσαλης παραλλαγής της φεουδαρχίας. Πιο σωστά, ενός συστήματος κοινωνικής οργάνωσης που δεν πρόλαβε να μετεξελιχθεί πλήρως σε φεουδαρχικό, γιατί επέμενε να διατηρεί τις γραφειοκρατικές αυτοκρατορικές οργανωτικές δομές του «ασιατικού τρόπου παραγωγής», δηλαδή του ιδιοκτητικού και διοικητικού εκείνου συστήματος, όπου ιδιοκτήτης των πάντων είναι ο Αυτοκράτορας (ο Σουλτάνος), ο οποίος και εκχωρεί υπό προθεσμία τη γη στους εκλεκτούς του, που σε αντάλλαγμα καταβάλ­λουν ένα σεβαστό ποσό σαν φόρο στην κεντρική εξουσία (πολύ κεντρική και πολύ εξουσία), που ωστόσο αδυνατεί πλέον να ελέγξει την περιφέρεια της Αυτοκρατορίας έτσι που οι ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης εξαπλώνονται ραγδαία σε όλο τον κόσμο. (Αυτοκράτωρ είναι αυτός που κρατεί, δηλαδή εξουσιάζει μόνος του, π.χ. σαν τον Παπανδρέου, τον Σουλτάνο.)

Εντελώς συμβατικά λέμε πως ο καπιταλισμός κατέλαβε και την πολιτική εξουσία για πρώτη φορά στη Γαλλία το 1789, με τη μεγάλη Γαλλική Επανάσταση, την πιο μεγάλη επανάσταση πριν από την Οχτωβριανή. Και λέμε πως ο καπιταλισμός κα­τέλαβε συμβατικά την πολιτική εξουσία τότε, διότι ήδη οι κεφαλαιοκράτες μετείχαν, σε πολύ μεγάλο βαθμό, στις δομές της εξουσίας, την οποία όμως συνέχιζαν να ελέγχουν οι φεουδάρχες δια του προϊσταμένου τους, τους βασιλέως. Όμως, από δυο, και κατ’ άλλους από πένιε αιώνες νωρίτερα, οι αστοί εχαν ήδη καταλάβει την οικονομική εξουσία, κι όλο αυτό το μακρύ διάστημα οι φεουδάρχες βρίσκονταν σε άμυνα και σε διαρκή υποχώρηση, μέχρι που το 1789 παρέδωσαν και την πολιτική εξουσία στους αστούς, για να ανοίξει έτσι ο δρόμος για την πλήρη ανάπτυξη του καπιταλισμού.

37

Page 35: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

Η πολιτική πτώση της φεουδαρχίας το 1789 ήταν ένα κολοσσιαίας σημασίας ιστορικό γεγονός. Διότι, για πρώτη φορά στην ιστορία ευρύνεται πάρα πολύ ο κύκλος των ανθρώπων που ελέγχουν την οικονομική ζωή ενός τόπου. Και κυρίως γιατί, για πρώτη φορά, η ελπίδα για μια καλύτερη ζωή για όλους παύει να είναι όνειρο.

Πράγματι, ο καπιταλισμός ξεπερνάει τις αγκυλώσεις της καταγωγής και του αί­ματος που οδηγούν στην καταστροφή τη φεουδαρχία και τώρα πλέον όλοι μπορούν να μετέχουν στις οικονομικές δραστηριότητες ενός τόπου, ασχέτως αίματος και τίτλων ευγενείας, αρκεί να είναι ικανοί για κάτι τέτοιο. Δηλαδή, αρκεί να είναι σε θέση να παρακάμψουν τους αυστηρότατους ηθικούς κώδικες της φεουδαρχίας και να αναπτύξουν την οικονομία ερήμην κάθε ηθικού κανόνα. Ο καπιταλισμός λοιπόν χρωστάει την επιτυχία του στο γεγονός πως αποκολλά την οικονομία από την ηθική, ώστε στον «αγώνα της ζωής» να νικά αυτός που δεν έχει αναστολές ηθικής τάξης και μπαίνει με τα όλα του στο παιχνίδι της «ελεύθερης αγοράς». Που η ελευθερία της νοείται κυρίως σαν δυνατότητα εξουδετέρωσης του οικονομικού αντιπάλου με κάθε τρόπο.

Μέχρι τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο περίπου (1914) οι κανόνες του καπιταλι­στικού παιχνιδιού είναι ελάχιστοι και εντελώς στοιχειώδεις. Σιγά σιγά όμως, το καπιταλιστικό παιχνίδι απόχτησε κανόνες (που εκφράζονται με νόμους), παντού στον καπιταλιστικό κόσμο, εκτός από τις καπιταλιστικές χώρες της Αφρικής και τη σημερινή Ελλάδα, όπου ο καπιταλισμός παραμένει δύσμορφος, δηλαδή όχι πλήρως αναπτυγμένος και όχι απολύτως «νομοταγής», όπως φάνηκε, με έναν πολύ εντυπω­σιακό τρόπο, με το σκάνδαλο Κοσκωτά. Τούτη η ανυπαρξία κανόνων είναι οικονο­μικός νόμος: Στα πρώτα στάδια ανάπτυξης του καπιταλισμού δεν είναι δυνατό να υπάρχουν κανόνες αυστηροί, γιατί έτσι θα ανακοπτόταν η γρήγορη συσσώρευση του κεφαλαίου και συνεπώς η καπιταλιστική ανάπτυξη.

Ενώ ο σημερινός νεοφιλελευθερισμός δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια προ­σπάθεια παράκαμψης της ηθικής, που επιβάλλει, στοιχειωδώς έστω, ο έλεγχος της αγοράς, παράκαμψη αναγκαία για να αναπτυχθούν «φυσιολογικά» τα θηρία στην καπιταλιστική ζούγκλα, όπως γινόταν μέχρι το 1914. (Οι χρονικές σημάνσεις στην ιστορία είναι πάντα συμβατικές, γιατί οι «διασαφηνίσεις» των καταστάσεων στο ιστορικό γίγνεσθαι δεν γίνονται ποτέ απότομα, και τα περάσματα από τη μια κατά­σταση στην άλλη είναι πολύ αργά).

Είπαμε ότι στην εποχή του Μαρξ η μεταβατική περίοδος από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμα, αν και ο καπιταλισμός βρίσκεται σε πλήρη άνοδο, και κανείς δεν ξέρει προς το παρόν πότε θα σταματήσει αυτή η άνοδος και πότε θα αρχίσει η παρακμή. Έτσι, σε μια εποχή που κανείς αστός οικονομο­λόγος δεν ήθελε να ακούσει για καπιταλιστική παρακμή, ο Μαρξ την προδιαγράφει, θεωρώντας την ιστορικό νόμο. Και εκτός από σκάνδαλο, προκαλεί και τη δικαιο-

38

Page 36: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

λβγημένη οργή των αστών — μια οργή που συνεχίζεται. Κανείς δεν θέλει να ακούει για θάνατο, είτε πρόκειται για τον προσωπικό του θάνατο, είτε για το θάνατο ενός κοινωνικού συστήματος. 'Οπως «ανακαλύψαμε» την αθανασία για τον αμετάκλητα θνητό εαυτό μας, έτσι ανακαλύψαμε και την αθανασία για το κοινωνικό σύστημα μέσα στο οποίο γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε, χωρίς να παίρνουμε υπόψη πως πριν από τον καπιταλισμό «έζησαν» άλλα, προγονικά κοινωνικά συστήματα, που «πέθα- ναν».

Πάντως, τα κοινωνικά συστήματα ούτε γεννιούνται ούτε πεθαίνουν απότομα και κανείς επιστήμονας δεν μπορεί να ορίσει με βεβαιότητα το χρόνο γέννησης και θανάτου ενός κοινωνικού συστήματος. Διότι, απλούστατα, και η γέννηση και Ό θάνατος εδώ δεν είναι «δυστυχήματα», αλλά η συνέπεια μακρόχρονων διεργασιών μέσα στο κοινωνικό σώμα, που θα μπορούσαμε να τις παραλληλίσουμε με τις βιο­λογικές διεργασίες που τεΐούνται στο ανθρώπινο σώμα και που, τελικά, οδηγούν στο γήρας κι από εκεί κατευθείαν στο τάφο. Μόνο που τόσο η αρχή όσο και το τέλος ενός συγκεκριμένου κοινωνικού συστήματος δεν είναι σαφή, όπως είναι στη ζωή των έμβιων όντων.

Ούτως εχόντων των πραγμάτων, κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά πότε γεν- νήθηκε ο καπιταλισμός, αν και ξέρουμε πότε κατέλαβε την πολιτική εξουσία στην κάθε χώρα Κατά τον Μαρξ, ο καπιταλισμός γεννήθηκε το Ι6ο αιώνα. Όμως, ένας μεγάλος αστός επιστήμονας, ο Σούμπετερ, μεταθέτει αυτή τη γέννηση τρεις αιώνες πιο πίσω, και την τοποθετεί στο Ι3ο αιώνα. (Οι αστοί έχουν μια τάση να μεγαλώνουν τα όρια της ζωής και του θανάτου, πράγμα αιιολύτως κατανοητό από ψυχολογικής απόψεως, όχι όμως και από λογικής απόψεως.)

Πώς έγινε, λοιπόν, και σιγά σιγά, πολύ σιγά, απελπιστικά σιγά γεννήθηκε ο καπιταλισμός; Τον πρώιμο ακόμα Μεσαίωνα η Ευρώπη γνωρίζει ένα εκπληκτικό πληθυσμιακό «μπουμ». Είναι τόσοι πολλοί πια αυτοί που εργάζονται στα φέουδα για λογαριασμό του φεουδάρχη, που οι πλεονάζοντες πετιούνται από το αφεντικό, εκτός φέουδου (κτήματος). Το φέουδο ασφυκτιά από τον υπερπληθυσμό, και πρέπει να αποψιλωθεί για να λειτουργήσει με παραγωγική επάρκεια. Όμως, οι φεουδάρχες, προσπαθώντας με αυτόν τον τρόπο να περισώσουν τον εαυτό τους, τελικά αρχίζουν να σκάβουν από τότε (από τον πρώιμο Μεσαίωνα) τον τάφο τους μόνοι τους. Ουδέν καλόν αμιγές κακού, λοιπόν. Και το κακό που προέκυψε εδώ για τους φεουδάρχες ήταν η αστική τάξη. Που αρχίζει να συγκροτείται σπερματικά ως τάξη αυτήν ακρι­βώς την εποχή, δηλαδή τον πρώιμο Μεσαίωνα.

Οι πλεονάζοντες κολίγοι ζουν καταρχήν στις παρυφές του φέουδου στο οποίο ζούσαν προηγουμένως, και είναι δυστυχέστατοι, γιατί δεν έχουν εύφορη γη να καλ­λιεργήσουν — κι άλλη δουλειά δεν ξέρουν. Όμως, σιγά σιγά, δημιουργούν για τους εαυτούς τους μια τεράστια ποικιλία εργασιών: Γίνονται έμποροι, βιοτέχνες, γυρο­λόγοι, ψιλικατζήδες, νταβατζήδες, πουτάνες. Και κυρίως απατεώνες. Είναι πολύ

39

Page 37: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

δύσκολο να επιβιώσεις έξω από την εκμεταλλευτική ηρεμία του παλιού φέουδου, χωρίς να είσαι ατσίδας και «παιδί της πιάτσας». Οι πρώην κολίγοι λοιπόν αρχίζουν να βγάζουν ο ένας το μάτι του άλλου με εκπληκτικό ζήλο, και η καπιταλιστική ζούγκλα, που εμφανίστηκε, έχει μέσα της από τότε θηρία κάθε είδους.

Φυσικά, σε τούτο τον τρομερό αγώνα επιβιώνουν οι ισχυρότεροι. Και τούτη η μεσαιωνική ιστορία συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας, μέσα σε μια ζούγκλα που έχει αλλάξει πολλές φορές τη μορφή της, όχι όμως και το περιεχόμενό της. Το γεγονός πως φόρεσαν γραβάτα τα θηρία δεν πρέπει να μας παραπλανά. Άλλωστε, γαϊδούρια με παπιγιόν και «καλούς τρόπους» θα βρεις πολλά στους «πολιτισμένους» καιρούς μας. Αλλά, προσοχή: Παραμένουν τα γαϊδούρια που ήταν κατ’ ανάγκη το Μεσαίωνα, ο οποίος συνεχίζεται αταβιστικά.

Οι οικισμοί που δημιούργησαν οι περισσευούμενοι πρώην κολίγοι ονομάστηκαν μπούργκους. Έτσι λέγονταν οι οικισμοί, στους οποίους οι κατοικίες ήταν η μια κολλητά στην άλλη, γύρω από μια λίμνη ή κοντά σ ’ ένα ποτάμι, από το οποίο, όπως πάντα στην ιστορία, θα ήταν δύσκολο να απομακρυνθούν οι άνθρωποι, αν ήθελαν να μην πεθάνουν από τη δίψα, και να μπορούν να κάνουν και κανένα μπάνιο κάπου κάπου, για να μην τους φάει η ψείρα. Αν και τελικά θα τους φάει η χολέρα, που εγκαθίσταται για τα καλά στα μπούργκους. Είπαμε: Ουδέν καλόν αμιγές κακού και το καλό του νερού αντισταθμίζεται από το κακό της πανούκλας, που δεν τη στέλνει ο θεός, όπως πίστευαν οι άνθρωποι του Μεσαίωνα (και του σημερινού Μεσαίωνα, που τρέχουν σαστισμένοι από τον παπά στο γιατρό κι από αυτόν ξανά στον παπά, ζητώντας τη γιατρειά, εναλλάξ, και από το θεό και από τους ανθρώπους) αλλά οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης στα μεσαιωνικά μπούργκους, που επιβιώνουν μέχρι τις μέρες μας στους τενεκεδομαχαλάδες των μεγάλων πόλεων. Οι άνθρωποι συνεχίζουν να αυξάνονται, να πληθύνονται και να κατακυριεύουν τη Γη, σύμφωνα με την ευαγ­γελική προσταγή. Ό σο περνούν οι αιώνες, τα παλιά μπούργκους γίνονται υπέροχες πόλεις όπως το Παρίσι, το Λονδίνο, η Βενετία και γενικά όλα τα μεγάλα ευρωπαϊκά αστικά κέντρα των ημερών μας, που θεμελιώνονται στον πρώιμο Μεσαίωνα, και κάτω από τους οικονομικούς και κοινωνικούς όρους που περιγράψαμε στοιχειωδώς. Από τότε, οι κάτοικοι των μπούργκους, που εξελίσσονται σε πόλεις, ονομάζονται μπουργκουάδες και επί το ευηχότερον μπουρζουάδες.

Οι παλιοί μπουρζουάδες με τον καιρό πλουτίζουν πολύ και γίνονται άρχοντες. Όμως οι παλιοί «γνήσιοι» άρχοντες δεν μπαίνουν αμέσως στο «χρονοντούλαπο της ιστορίας», αλλά για τρεις ή έξι αιώνες συνυπάρχουν με τους μπουρζουάδες, με τους οποίους τρώγονταν συνεχώς σαν τα σκυλιά, καλή ώρα όπως οι σημερινοί αστοί και οι σημερινοί προλετάριοι, τόσο υπό το καπιταλιστικό, όσο και υπό το καθεστώς του «υπαρκτού σοσιαλισμού», εντός του οποίου οι μπουρζουάδες ζουν και βασιλεύουν, κυρίως ως συμπεριφορά και ως ήθος ζουγκλικής καταγωγής και προελεύσεως.

Όμως, οι σημερινοί μπουρζουάδες απανταχού της Γης αρχίζουν να ασφυκτιούν

40

Page 38: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

στα σημερινά αστικά κέντρα, όχι μόνο από την κατά παράταξιν δόμηση κι από το νέφος, αλλά και από τις απεργίες, τον καθημερινό φασισμό, τον πράσινο «σοσια­λισμό» και από πολλές άλλες τέτοιες και αλλιώτικες «συμφορές». Και σύντομα θα υποχρεωθούν να αλλάξουν τρόπο ζωής για να επιβιώσουν. Σε λίγα χρόνια τα ση­μερινά ακριβά προάστια θα υκερκορεστούν κι αυτά, και η κοινωνία θα υποχρεωθεί να ισορροπήσει, όπως έγινε κατά την Αναγέννηση, που διαδέχεται το Μεσαίωνα (και προετοιμάζει τον ώριμο καπιταλισμό), μέσα από καινούριους τρόπους κοινω­νικής οργάνωσης.

Μπορεί να αυτοκτονούν οι άνθρωποι αλλά οι κοινωνίες δεν αυτοκτονούν ποτέ. Απλώς, παρακμάζουν και πεθαίνουν, για να πάρουν τη θέση τους καινούριες, που θα συνεχίσουν τον πολιτισμό, δηλαδή την κατάσταση που δημιουργήθηκε στις πόλεις (αυτό σημαίνει ο»όρος πολιτισμός), οι οποίες θα ήταν αδύνατο να καταργη- θούν, έτσι που αυξάνεται συνεχώς ο πληθυσμός της Γης

Ας ξεχάσουμε njv επιστροφή στη φύση, λοιπόν, κι ας δουλέψουμε για την επι­στροφή στον πολιτισμό. Τα υπέροχα μπούργκους δεν θα κατεδαφιστούν ποτέ. Και ο χαρακτηρισμός «μπουρζουάς» θα περισώζεται, εις μνήμην του πολιτισμού που ονομάστηκε αστικός, σε κάποιες πόλεις που συνεχίζουν να φέρουν ως δεύτερο συν­θετικό του ονόματός τους τη λέξη μπούργκους όπως για παράδειγμα το Πέ- τερσμπουργκ, (η πόλη του Πέτρου), το Γιοχάνεσμπουργκ (η πόλη του Γιάννη) και άλλες πολλές σύγχρονες πόλεις, που έχτισαν οι παλιοί και οι νεότεροι μπουρζουά- δες, αιωνία τους η μνήμη.

41

Page 39: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

8. Ο ΑΝΗΘΙΚΟΣ ΔΡΟΜΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΉΣΜΟΥ

Η ιστορία βαδίζει το δύσκολο δρόμο της, ερήμην της ηθικής. Βέβαια, η ηθική υπάρχει πάντα, αλλά μόνο για να ελέγχονται από την κοινωνία τα καταστροφικά ένστικτα και ο άκρατος εγωισμός, μέσα από ένα πλέγμα απαγορεύσεων, που κατά κανόνα έχουν θεϊκή επικύρωση, ώστε να γίνονται, αν όχι περισσότερο πειστικές οι απαγορεύσεις, τουλάχιστον περισσότερο επίφοβες. Κατά κάποιον τρόπο, οι δέκα εντολές είναι τα δέκα άρθρα του χριστιανικού ηθικού «συντάγματος» (κώδικα) πάνω στα οποία στηρίζονται οι επιμέρους ηθικοί νόμοι. 'Ομως, η τήρηση αυτού του «συντάγματος» δεν επαφίεται στο χριστιανισμό των χριστιανών, όπως το κυρίως ειπείν σύνταγμα στον πατριωτισμό των Ελλήνων, αλλά στο φόβο της τιμωρίας στον άλλο κόσμο. Που όσοι τον αψηφούν κάνουν καλύτερα τη δουλειά τους στη Γη.

Σου λένε οι άνθρωποι, και δικαίως: Αυτόν εδώ τον κόσμο, τον βλέπουμε και τον ξέρουμε. Τον «άλλο κόσμο» όμως δεν τον βλέπουμε και γΓ αυτό τον φανταζόμαστε, ή τον ονειρευόμαστε. Λοιπόν, ας τα βολέψουμε πρώτα στον ορατό κόσμο, κι ας αφήσουμε τη φροντίδα για τον αόρατο στους παπάδες, που είναι ειδικοί και ξέρουν καλύτερα. Οι δυο κόσμοι, «αυτός» και ο «άλλος», πάντα μπέρδευαν ο ένας τον άλλο, σαν να στέκονταν εχθρικά ο ένας απέναντι στον άλλο: Αν πρόκοβες σ ' αυτόν τον κόσμο, θα 'σουν ένας ανεπρόκοπος στον άλλο. Αλλά αν σιγουρευόσουν πως κέρ­δισες τον άλλο, θα αδιαφορούσες εντελώς για τούτον. Κι έτσι, τούτος ο κόσμος έγινε τελικά για τους έξυπνους κι ο άλλος για τους χάχες, όπως άλλωστε το λέει ρητά και κατηγορηματικά κι εκείνο το «,μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι».

Η υπερβολική φροντίδα για τη «βασιλεία των ουρανών» αφήνει ελεύθερο το πεδίο δράσης των βασιλέων επί της Γης, καθώς και όλων των βασιλικών ή μη καθαρμάτων. Ο καθένας στο βασίλειό του, λοιπόν, κι ο φτωχός στο δικό του εις τους ουρανούς, ένθ* απέδρα πάσα οδύνη, λύπη και στεναγμός. Παρά ταύτα, παρά δηλαδή τις θεϊκά κατοχυρωμένες ηθικές απαγορεύσεις, η ανηθικότητα δεν έλλειψε ποτέ από τη Γη. Ευτυχώς, γιατί οι ηθικοί άνθρωποι εκτός από διαρκώς τρομαγμένοι εξαιτίας της ύπαρξης της κόλασης, είναι και βαθύτατα ανήθικοι στο βάθος βάθος. Διότι εξαρτούν την ηθικότητά τους από το αόρατο μαστίγιο του θεού, κι όχι από το ήθος, δηλαδή τη βαθιά και βιωματική κατανόηση της αξίας και της σημασίας του καλού εν τω κόσμω, που το πράττει κανείς χωρίς να περιμένει καμιά ανταμοιβή στον άλλο κόσμο, έτσι, γιατί είναι όντως καλός, κι όχι γιατί του είπε ο παπάς της ενορίας πως πρέπει να είναι καλός, για να πάρει το βραβείο στους ουρανούς, ως αριστεύσας μαθητής επί της Γης! Εδώ σε θέλω κάβουρα! να περπατάς στα κάρβουνα της γης και να μην

42

Page 40: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

καίγεσαι. Κι όχι να παριστάνεις τον καλό, ενώ δεν είσαι παρά ένα τρομοκρατημένο ανθρωπάκι, που είναι καλό θέλει δεν θέλει, του αρέσει δεν του αρέσει, το μπορεί δεν το μπορεί.

Πάντως, και παρά τις ηθικές απαγορεύσεις, η κοινωνία δεν ηθικολογεί. Ηθικο- λσγούν μόνο τα άτομα. Για τον απλό λόγο πως η ηθική είναι μια προσωπική σχέση με το καλό και το κακό, ενώ η κοινωνία, παρόλο που αποτελείται από άτομα, δεν είναι το άθροισμα των ατόμων που τη συναποτελούν, αλλά ένα «μόρφωμα)) όπως λέμε, δηλαδή μια «οντότητα» στατιστική και συνεπώς υπερπροσωπική. Μια ομάδα ανθρώπων που αποτελείται, ας πούμε, από σένα, από μένα κι από τον Φούφουτο, ή όποιον άλλο τέλος πάντων, που δρα σαν ομάδα χωρίς να εξατομικεύει τη δράση του καθένα, αλλά αθροίζοντας τη δράση του καθένα ανάλογα με τις ικανότητές του, δίνει ένα «άθροισμα» συμπεριφοράς που καμιά σχέση δεν έχει με τη συμπεριφορά του καθένα χωριστά, παρότι*ο καθένας χωριστά παίρνει μέρος στον καθορισμό του αθροίσματος.

θ α καταλάβετε καλύτερα τη στατιστική έννοια (το μέσο όρο) του αθροίσματος αυτού, αν βρεθείτε σε μια διαδήλωση, όπου η μάζα ενεργεί και φέρεται, ηθικά ή ανήθικα, αναλώγως, σαν μια υπερπρόσωπη οντότητα (μόρφωμα). Είναι απόλυτα βέ­βαιο, πως μια τέτοια ομάδα ανθρώπων έχει μεγαλύτερη αίσθηση του κακού παρά του καλού. ΓΓ αυτό, άλλωστε, φοβούνται τις ομάδες, κυρίως τις εξαιρετικά πολυάριθμες, οι εξουσιαστές. Ξέρουν τι τους περιμένει αν περιπλακούν σε μια ομάδα που ενεργεί ως μόρφωμα και όχι εξατομικευμένα. Κι η ομάδα αυτή έχει συγκροτηθεί για να υπερασπιστεί κάποια συγκεκριμένα συμφέροντά της κι όταν αυτά είναι ζωτικά δη­λαδή άμεσον σχέσιν έχοντα με τη ζωή των ατόμων, μπορεί να γίνει χαμός στην πιο απόλυτη κυριολεξία. Εκείνη τη στιγμή, το καθένα χωριστά από τα άτομα της ομά­δας, στέλνει περίπατο την ηθική του, και το κακό εμφανίζεται σ ’ όλο του το κατα­στροφικό μεγαλείο.

Η τεράστια δύναμη της μάζας, που την τρέμουν οι πάντες, έχει τη ρίζα της σ ’ αυτή την προσωρινή έστω κατάργηση της καταναγκαστικής ηθικής, που όπως είπαμε δεν πρέπει να συγχέεται με το ήθος, δηλαδή με τη βιωματική και αυθόρμητη ηθικότητα, που δεν στηρίζεται στην ποινή και την τιμωρία. Μπορούμε να μιλάμε για το ήθος μιας ομάδας ανθρώπων, που κι αυτό είναι στατιστικά καθορισμένο (κατά μέσον όρο προσδιορισμένο), ποτέ όμως για την ηθική της ομάδας. Διότι η ομάδα, όταν δρα, ξεχνά αυτομάτως τις καταναγκαστικές ηθικές απαγορεύσεις. Κατά κάποιον τρόπο, απελευθερώνεται από την έξωθεν επιβεβλημένη ηθική, και δείχνει το πραγματικό και ουσιαστικό ήθος της - αν βέβαια αυτό υπάρχει στα άτομα που αποτελούν την ομάδα. Αν δεν υπάρχει... χαιρετίσματα στην εξουσία! Που αυτή κι αν είναι ανήθικη! (Κάθε εξουσία είναι εξ ορισμού ανήθικη. Η «καλή εξουσία)) υπάρχει μόνο στον Παράδεισο).

Ο ιστορικός ρόλος της ανηθικότητας είναι πολύ μεγαλύτερος από ό,τι της ηθι­

43

Page 41: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

κότητας. Απλή απόδειξη, οι ήρωες. Όπως ξέρουμε, έτσι ονομάζουμε συνήθως αυ­τούς που σκότωσαν όσο το δυνατόν περισσότερους εχθρούς και στο τέλος σκοτώ­θηκαν. Και μη μου πείτε, καλά τους έκαναν αφού ήταν εχθροί, γιατί θα αποδειχτείτε φρικαλέοι χριστιανοί. 'Αλλωστε, είδατε πολλά αγάλματα ηρώων της επιστήμης, των γραμμάτων και των τεχνών Το πολύ πολύ να είδατε κανέναν ανδριάντα πολιτικού, που δόξασε την πιπρίδα δια των στρατιωτών, δηλαδή δια των εντεταλμένων δολο­φόνων.

Σας το λέω και να το ξέρετε: Αν θέλετε να σας κάνουν άγαλμα, κάποτε, προσπα­θήστε να απαλλαγείτε από τις ηθικές αναστολές. Εννοώ άγαλμα που να το στεφα­νώνουν στις εθνικές επετείους, κι όχι από τα άλλα, τα μονίμως αστεφάνωτα αγάλματα των ποιητών, που λειτουργούν ως άλλοθι στον κόσμο των βαρβάρων. Άλλωστε, στο σχολείο μας υποχρεώνουν να αποστηθίζουμε ημερομηνίες μαχών κυρίως, τουτέστιν ομαδικών και οργανωμένων σφαγών. Κι ύστερα μας ζητούν να γίνουμε καλοί και ηθικοί άνθρωποι. Τα κτήνη! Ενώ κάθε φορά που θα τα βρουν ζόρια, βάζουν μπροστά το μηχανισμό παραγωγής μαζικής ανηθικότητας, έναν έναν μας θέλουν ηθικούς. Τα ζώα!

Εγώ βρίζω κατά τη συνήθειά μου, όμως η ιστορία γράφει μονίμως στα παλιά της τα παπούτσια την ηθική μου αγανάκτηση. Η ιστορία δεν γράφεται από ηθικολόγους, γράφεται από ανθρώπους αποφασισμένους να σκοτώσουν και να σκοτωθούν αν χρειαστεί για τα συμφέροντά τους. Που, πάρα πολύ συχνά τα βαφτίζουν ιδανικά για να μην καταλαβαίνουμε περί ποιων Ακριβώς συμφερόντων πρόκειται. Όταν π.χ. μας προτείνουν να σκοτωθούμε για την πατρίδα (τι πρόταση κι αυτή, μα τον Δία) δεν μας λένε ότι πρόκειται να σκοτωθούμε για τα συμφέροντα της ιθύνουσας τάξης της πατρίδας που κάνει τον πόλεμο, γιατί έχει σοβαρούς οικονομικούς λόγους να τον κάνει

Είναι πολύ εύκολο να εφεύρει κανείς ιδανικά. Ακόμα και ο Τρωικός πόλεμος έγινε για το (αισθητικό) ιδανικό που επέβαλλαν τα μάτια της ωραίας Ελένης, κι όχι για τους θησαυρούς της Τροίας, που είχαν κάτσει σιο μάτι των Αχαιών! Κοίτα να δεις πλάκα, φίλε μου! Να σε στέλνουν να σκοτωθείς, κι αν γυρίσεις ζωντανός να μη σου δίνουν μοιράδι από τη λεία, και να σ ’ αφήνουν να βολοδέρνεις με τα ιδανικά για τα οποία, λέει, έγινε ο πόλεμος. Τουλάχιστον οι αρχαίοι Έλληνες πρότειναν αισθη­τικά ιδανικά στους μελλοθάνατους. Ενώ εμείς οι τενεκέδες σκοτωνόμαστε για το «βασιλιά και την πατρίδα». Και καλά για την πατρίδα. Τσιμέντο να γίνει. Αμ, εκείνος ο βασιλιάς, πως διάολο γίνεται και γίνεται ιδανικό; Ω, τι κόσμος ηλίθιων μπαμπά Πλάτωνα!

Η πιο μεγάλη εφεύρεση του καπιταλισμού είναι το κολοσσιαίας σημασίας γεγο­νός πως παραμέρισε όλα τα άλλα ιδανικά και στη θέση τους έβαλε το χρήμα, όπως γινόταν πάντα στην ιστορία χωρίς να το ομολογούν καθαρά οι πολιτικάντηδες, και οι καθηγητές της ιστορίας που τους βοηθούν αποτελεσματικά. Κύριε, θέλεις να

44

Page 42: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

γίνεις πλούσιος; Σκότωσε, ρήμαξε, κλέψε, εξαπάτησε, κι όταν έρθει η ώρα σου εξομολογήσου και άντε στο καλό. Ο Ά γιος Πέτρος σε περιμένει στον Παράδεισο.

Ο καπιταλισμός, λοιπόν, έκανε καταμερισμό έργου και στην ηθική. Τοποθέτησε το «κακό» σε τούτο τον κόσμο και το «καλό» στον άλλο, ώστε οι κακοί να μπορούν να κάνουν τη δουλειά τους σε τούτο τον κόσμο και οι καλοί να παίζουν το κομπο­σκοίνι τους (ίσως και κάτι άλλο) όσο οι κακοί κάνουν «καλές δουλειές». Έτσι γινόταν πάνια στην ιστορία, αλλά ο καπιταλισμός επιτέλους είπε τα πράγματα με τ ’ όνομά τους. Δηλαδή, δεν το βροντοφώναξε τ ’ όνομα. Το είπε από μέσα του για να μην τ ’ ακούσουν οι χαχόλοι και σταματήσουν να σκοτώνονται, για το βασιλιά (κοίτα να δεις πλάκα) και την πατρίδα

Γι’ αυτό και πρόκοψε τόσο γρήγορα ο καπιταλισμός. Πρόκοψε, που λέτε, γιατί αναγνώρισε πως η ιστορία είναι «κακή» απ’ την ίδια τη φύση. Θέλω να πω, πως αναγνώρισε ότι η ιστορία φτιάχνεται και από τους ηθικούς και από τους ανήθικους, εναλλάξ ή κατά ζεύγος, θέλω να πω, μ’ άλλα λόγια, πως η ιστορία δεν δίνη πεντάρα για την ηθική. Μπορεί να κλαψουρίζουν οι άνθρωποι μετά από κάθε μάχη, πάντως ο αγώνας δόθηκε και κερδήθηκε - κι αυτό έχει σημασία. Αν δοθεί χωρίς να κερ- δηθεί, τότε κλάψτα δικαίως. Στον καπιταλισμό μετράει μόνο η αποτελεσματικότητα, και ποτέ η ηθική. Αυτό, βέβαια, γινόταν — πάντα κι αυτό έκαναν και τα προγενέ­στερα του καπιταλισμού κοινωνικά συστήματα. Όμως, ο καπιταλισμός επιδίωξε την αποτελεσματικότητα παντί τρόπω — και γ ι’ αυτό ακριβώς πρόκοψε και μεγαλούρ­γησε. Σκέψου να κατακτάς την Αμερική, χωρίς, λέει, να σκοτώσεις ούτε έναν Ινδιά­νο! Σκέψου να σου επιτίθονται οι φίλοι και γείτονες Τούρκοι για να σε λεηλατήσουν και συ, λέει, να τους λες: Μα, γιατί το κάνατε αυτό παιδιά! Δεν είναι ευγενικό! Μη με υποχρεώσετε να σας σκοτώσω και χάσω τον Παράδεισο στα καλά καθούμενα! Φύγετε, σας παρακαλώ, γιατί θα φωνάξω τον μπαμπά μου τον Ανδρέα.

Λοιπόν, ας αφήσουμε την πλάκα κι ας το πούμε καθαρά για να το καταλάβουν και οι... εθνικόφρονες (λες;) Το ήθος μετράει και στον άνθρωπο και στις κοινωνίες. Η ηθική όμως δεν μέτρησε ποτέ και σε τίποτα. Μπορεί κάποιοι να κέρδισαν τον Παράδεισο χάρη στην ηθική, αλλά μη μου ζητάτε περισσότερες πληροφορίες γΓ αυτούς, γιατί θα δυσκολευτώ να τις διασταυρώσω ως καλός και ευσυνείδητος δημο­σιογράφος. Άλλωστε, ποτέ ο διευθυντής μου δεν με έστειλε με δημοσιογραφική αποστολή στον Παράδεισο. Με έστειλε στην Κίνα, στην Κούβα, στη Λιβύη, στη Σοβ. Ένωση και αλλαχού, αλλά από Παράδεισο, τίποτα. Κανένα νέο από τον Πα­ράδεισο.

Εδώ που τα λέμε, πάντως, και ο Παράδεισος και η Κόλαση είναι εδώ στη Γη. Ο καπιταλισμός το αντιλήφθηκε πολύ καλά αυτό. Βέβαια, άφησε την ηθική να δου­λεύει υπέρ του ουρανίου Παραδείσου, αλλά αυτό το έκανε μόνο και μόνο για να μην αρχίσουν να ψάχνουν όλοι τον Παράδεισο στη Γη, σε μια εποχή που τα αγαθά είναι ακόμα λιγοστά, και συνεπώς ο παράδεισος της ευημερίας δεν μας χωράει όλους.

45

Page 43: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

Πάντως, για πρώτη φορά με τον καπιταλισμό, και χάρη στη σωτήρια ανηθικότητά του (το λέω χωρίς ίχνος ειρωνείας) έγινε αντιληπτό από τον άνθρωπο πως ο Παρά­δεισος είναι δυνατό να υπάρξει σ ’ αυτή τη Γη. Αφού ήδη υπάρχει για πολύ περισ­σότερους, απ’ όσους την εποχή της φεουδαρχίας, ή της δουλοκτησίας, σημαίνει πως μπορεί να διευρυνθεί κι άλλο. Ε, ακριβώς αυτή τη διεύρυνση επιχειρεί ο σοσιαλι­σμός. Πατώντας σταθερά στη ματοβαμμένη ιστορία του καπιταλισμού. Που αν δεν ήταν βάρβαρος, που αν ήταν υπέρ το δέον ηθικός, ούτε λόγος για σοσιαλισμό. Γιατί το σοσιαλισμό τον προετοιμάζει ο καπιταλισμός. Ο σοσιαλισμός μπορεί να γεννηθεί με καισαρική τομή, όπως στη Ρωσία του 1917, αλλά δια παρθενογενέσεως, ποτέ των ποτών. Εμείς οι μαρξιστές δεν μυρίσαμε τον κρίνο για να κυοφορήσουμε το σοσια­λισμό. Θέλω να πω, ο σοσιαλισμός δεν φύτρωσε στα κεφάλια μας, έτσι, γιατί είμαστε οι ηθικοί και οι τίμιοι. Ο ηθικός σοσιαλισμός είναι δυνατός διότι προυπήρξε ο ανήθικος καπιταλισμός.

46

Page 44: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

9. Ο ΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

Η φτώχεια και ο πλούτος είναι δυο σημαδιακές για την ανθρώπινη συμπεριφορά λέξεις. Ποτέ κανείς δεν διάλεξε με τη θέληση του τη φτώχεια (εξαιρούνται οι συ­νεπείς προς τις ασκητικές ιδέες τους ασκητές). Ποτέ κανείς πλούσιος δεν είπε: τι ωραία που θα ’ταν αν ήμουν φτωχός! Από τότε που υπάρχει πείνα, δηλαδή από της εμφανίσεως του ανθρώπου στη Γη, ο νηστικός καρβέλια ονειρεύεται. Κι ο πλούσιος, είτε δεν ονειρεύεται τίποτα, όταν έχει αποβλακωθεί πάρα πολύ είτε ονειρεύεται διαμάντια, κότερα κι άλλα τέτοια πολυτελή, τουτέσπν αρμόζοντα σε αυτόν που έχει «πολύ τέλος», δηλαδή μεγάλη περιουσία (τέλος ονόμαζαν οι αρχαίοι Έλληνες την ατομική περιουσία) ή σε αυτόν που πληρώνει «πολλά τέλη» (πολλούς φόρους) σύμ­φωνα με μια αυθαίρετη «ετυμολογία της λέξης, αν και όπως έδειξαν τα πράγματα αυτοί που έχουν «πολύ τέλος» δεν πληρώνουν κατ’ ανάγκην και πολλά τέλη.

Είτε πληρώνουν είτε δεν πληρώνουν τέλη οι πλούσιοι, το γεγονός είναι πως ο πλούτος (η λέξη παράγεται από το ρήμα πίμπλημι που σημαίνει γεμίζω) δεν σε κάνει να γεμίζεις μόνο τις αποθήκες σου και το πορτοφόλι σου, αλλά και τη ζωή σου με πολλά και ποικίλα ενδιαφέροντα κι ευχάριστες ενασχολήσεις, εφόσον φυσικά δεν είσαι είτε νεόπλουτος Έλλην βλάχος, είτε πλούσιος νοτιοβαλκανικής παραλλαγής, οπότε πας στο σκυλάδικο και παράγεις, εντός αυτού, νεοελληνικό πολιτισμό, καθ’ όλα αντάξιο του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, όπως θα ’θελαν ίσως έτσι να λένε κάποιοι «πολιτισμένου) σε τούτη τη χώρα των βαρβάρων.

Όμως, ο πλούτος δεν παράγει μόνο πολιτισμό, παράγει καταρχήν και κατά κύριο λόγο... ζωή. Ο θνητός άνθρωπος θέλει να είναι πλούσιος γιατί ξέρει, έστω και αν δεν το ’χει συνειδητοποιήσει, πως ο πλούτος είναι μια κίνηση απομάκρυνσης από το θάνατο, μια δυνατότητα προφύλαξης από τον πρόωρο θάνατο, πράγμα καταφά- νερο στην καθημερινή ζωή: Όποιος έχει λεφτά, όχι μόνο τρώει καλύτερα και υγιει­νότερα, αλλά κάνει και κυτταροθεραπεία, άμα λάχει να πούμε, ή πληρώνει τον Γιακούμπ για ένα καλό σέρβις της χαλασμένης μηχανής.

Ο πλούτος, λοιπόν, είναι πρόβλημα ζωής και θανάτου. Κι αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που μπορούμε και να σκοτώσουμε για να γίνουμε έστω κατά τι πιο πλούσιοι από ό,τι είμαστε, δηλαδή κατά τι λιγότερο φτωχοί από ό,τι είμαστε. Γιατί ανάμεσα στον «απόλυτο πλούτο» και την «απόλυτη φτώχεια» εκτείνεται μια απειρία ενδιαμέ­σων καταστάσεων, πράγμα που κάνει τον άνθρωπο να θέλει συνεχώς να περάσει από μια κατώτερη βαθμίδα σε μια ανώτερη κι έτσι συνέχεια μέχρι τον «άπειρο πλούτο», που είναι βέβαια μια ιδανική και συνεπώς ανύπαρκτη κατάσταση.

47

Page 45: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

Αλίμονο στην ανθρωπότητα αν εξαφανιστεί αυτή η τάση να θέλει κανείς να γίνεται ολοένα και περισσότερο πλούσιος. Τα πάντα θα παραλύσουν. Ο Μαρξ ποτέ και σε καμιά περίπτωση δεν ήταν εχθρός του πλούτου. Ήταν μόνο εχθρός των πλουσίων κι αυτό είναι κάτι το διαφορετικό. Διότι, άλλο πράγμα είναι ο κοινωνικός πλούτος, που μοιράζεται σε όλους, είτε κατά τις ανάγκες τους (κομουνισμός) είτε κατά την εργασία τους (σοσιαλισμός) κι άλλο η άτσαλη και άναρχη συσσώρευση του πλούτου εική και ως έτυχεν σε χέρια ανθρώπων που δεν έχουν καμιά συνείδηση πως ο πλούτος είναι κοινωνικό δεδομένο, ότι δηλαδή παράγεται εντός της κοινωνίας, χάρη στην ύπαρξη οργανωμένης κοινωνικής ζωής, και σε τελική ανάλυση χάρη στην ύπαρξη όλων των ανθρώπων, πλουσίων και φτωχών, σε όλη τη Γη.

Κανείς ποτέ δεν έγινε πλούσιος ζώνιας και δουλεύοντας ολομόναχος στη ζούγκλα του Αμαζονίου, ας πούμε (ή της Αθήνας). Αντίθετα, για να γίνεις πλούσιος σου χρειάζεται η ζούγκλα των ανθρώπων. Που όσο πιο ζουγκλοειδής είναι, τόσο βοη- θιούνται οι ηλίθιοι και οι ανίκανοι να γίνουν πλούσιοι. Καταλάβατε τώρα γιατί εμφανίστηκε στην Ελλάδα, κι όχι ας πούμε στη Γαλλία, το φαινόμενο Κοσκωτά; Γιατί στην Ελλάδα λειτουργεί στο φουλ ο χρυσός κανόνας του καπιταλισμού «ο αώζων εαυτόν σωθήτω» - και τσιμέντο να γίνει από τους εργολάβους δημοσίων έργων. Που βέβαια είναι κλεφτρόνια σε σχέση με το δόκτορα της κλοπής, αλλά εν πάση περιπτώσει κάνουν κι αυτοί το κατά δύναμιν να απομακρυνθούν όσο γίνεται από την παλιά τους φτώχεια, που φθείρει τη ζωή.

Εμείς, λοιπόν, οι μαρξιστές δεν είμαστε κατά του πλούτου. Όμως, εφόσον δεν κάνουμε τίποτα για να διαφοροποιηθεί το κοινωνικό σύστημα που κάνει τον πλούτο να συσσωρεύεται άτσαλα στα χέρια λίγων, δεν πρέπει να είμαστε ούτε κατά των πλουσίων. Δηλαδή τι θέλετε να κάνουν οι άνθρωποι; Να μας μοιράσουν τα υπάρ­χοντά τους έτσι, γιατί τους έπιασε ξαφνικά το χριστιανικό τους; Αμ, δε. Προτιμούν να δώσουν το περίσσευμά τους στην εκκλησία της γειτονιάς τους για να κερδίσουν (όλο στο κέρδος ο νους τους) και τον άλλο κόσμο αφού ήδη κέρδισαν ετούτον, για να διαπιστώσουν με βλακώδη έκπληξη προς το τέλος της ζωής τους πως δεν κέρ­δισαν και πολλά πράγματα, αφού, δυστυχώς, δεν πρόκειται να τα πάρουν μαζί τους, όπως πολύ θα το ’θελαν.

Εν πάση περιπτώσει, δεν μπορούμε να ζητάμε από τους πλούσιους να γίνουν όλοι φιλόσοφοι, πολύ περισσότερο που γίνονται καλοί χριστιανοί, πράγμα ευκολότερο με χίλια ζόρια, πιεζόμενοι κυρίως από το κύριο ζόρι, που είναι ο φόβος του θανάτου. Το πολύ που μπορούμε να ζητήσουμε από τους πλούσιους είναι να γίνουν εθνικοί ευεργέτες, δηλαδή να αφήσουν στο κράτος την περιουσία τους μετά θάνατον, με τον όρο πως το κράτος θα τους στήσει κανένα αγαλματάκι για να σιγουρεύουν τουλά­χιστον τη μαρμάρινη αθανασία, μια και η άλλη είναι λίγο ασαφής και αβέβαιη. Ή , έστω να δώσουν το όνομά τους σε κανένα δρόμο, π.χ. στη λεωφόρο Συγγρού, στην ανάγκη στην οδό Στουρνάρη, ή σε κανένα κτίριο, όπως π.χ. το Ζάππειο. Μεγάλο

Page 46: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

πράγμα η μάταιη επιθυμία της αθανασίας. Μέχρι και σοσιαλιστή μπορεί να σε κάνά Αλλά μετά θάνατον, και εφόσον δεν έχεις παιδιά να σε κληρονομήσουν, ώστε δι’ αυτών να διαιωνιστεί το όνομά σου, που είναι το σταθερά ζητούμενο σε αυτή την παραλλαγή μεταφυσικού σοσιαλισμού. Που όμως, όπως και να το κάνουμε, είναι προτιμότερος από τον «πράσινο» σοσιαλισμό.

«Την δόξαν πολλοί εμίσησαν, τον πλούτο ουδείς». Η αντίστροφη διατύπωση του λόγιου ελληνικού ρητού είναι παραπειστική, και αφορά κυρίως τους ιδεαλιστές και τους ποιητές, ή αυτούς που νομίζουν πως είναι ποιητές, ενώ αυτό που στο βάθος επιδιώκουν είναι να «μείνει το όνομά τους», έστω σε μια ποιητική συλλογή που θα τη διαβάσει μόνο η μαμά, ο μπαμπάς, άντε και κανένας φίλος από υποχρέωση. Τέλος πάντων. Ό λοι αυτοί οι φιλόδοξοι και κυρίως οι μωροφιλόδοξοι δεν θα ’λεγαν όχι στον πλούτο, αν τους έπεφτε το λαχείο.

Γιατί το λαχείο είναι τελικά ο ατομικός πλούτος μέσα στον καπιταλισμό, που έκανε τη ζωή μας τζόγο. (Βάλτε τώρα που γυρίζει κι όλα έρχονται τα πάνω κάτω, γιατί αν σταματήσει να γυρίζει, και «γυρίσει ο τροχός και γ... σει κι ο φτωχός», δεν σε βλέπω καθόλου καλά, τζογαδόρε). Είναι γεγονός αναμφισβήτητο πως ο καπιτα­λισμός έκανε πλουσιότερους περισσότερους ανθρώπους, από όσους τα προηγούμενα κοινωνικά συστήματα. Και η τάση του να αυξήσει συνεχώς και περισσότερο τον αριθμό των πλουσίων επί της Γης δεν ανακόπηκε ποτέ. Αυτός είναι ο λόγος που οι φιλελεύθεροι πιστεύουν πως ο καπιταλισμός κάποτε θα κάνει τους πάντες πλούσιους. Ίσως. Αλλά αν τους κάνει, δεν θα ’ναι πια καπιταλισμός γιατί θα ’χει μετεξελιχτεί σε κομουνισμό. (Προσοχή, μην μπερδεύετε αυτόν τον κομουνισμό που είναι ένα ιδανικό ευγενέστατο, με τον «κομουνισμό» του «υπαρκτού σοσιαλισμού» γιατί αυτός ο τελευταίος όχι κομουνισμός δεν είναι αλλά ούτε καν σοσιαλισμός. Είναι κρατικός- γραφειοκρατικός καπιταλισμός, που εκμεταλλεύεται πονηρά το ευγενέστερο ιδανικό που εμφανίστηκε ποτέ στη Γη, το όραμα της κομουνιστικής κοινωνίας).

Εν πάση περιπτώσει, δεν νοείται εκμεταλλευτής χωρίς εκμεταλλευόμενο. Γιατί, αν λείψουν οι εκμεταλλευόμενοι, από που θα «βγάλει» το μέταλο (αυτό σημαίνει εκμε­τάλλευση), κυρίως το χρυσό μέταλλο, ο εκμεταλλευτής, δηλαδή ο ειδικευμένος στην «εξόρυξη» του μετάλλου από τους μυς και το νου του εργαζόμενου.

Αφήστε την πλάκα, λοιπόν, κύριοι και πέστε τίμια πως όσο υπάρχει καπιταλισμός θα υπάρχει αναγκαστικά και εκμετάλλευση. Βέβαια, τούτη η εκμετάλλευση γίνεται ολοένα και περισσότερο διακριτική χάρη στην ύπαρξη συνδικάτων, και κυρίως χάρη στην αύξηση του συνόλου του κοινωνικού πλούτου, που καθιστά δυνατή τόσο την αύξηση του μεροκάματου όσο και τον αριθμό των πλουσίων που, τώρα πια, εδώ στην Ελλάδα τουλάχιστον, είναι σε θέση να κάνουν πλούσιους και τους λαϊκούς τραγουδιστές των σκυλάδικων αλλά και τους κατασκευαστές γύψινων πιάτων που τα σπάνε όχι τόσο από ενθουσιασμό αισθητικής τάξεως όσο για να δείξουν πως είναι βαρβαρίζοντες νεόπλουτοι. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως θα σταματήσει, δια του

Page 47: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

καπιταλισμού, η εκμετάλλευση ανθρώπων από άνθρωπο. Απλώς, θα γίνεται περισ­σότερο ήπια, πράγμα που αφελώς αποτελεί πρόοδο σε σχέση με τα παλιότερα ερ- γατοεργοδοτικά ήθη, ας πούμε του περασμένου αιώνα, ή των αρχών αυτού του αιώνα.

Εφόσον υπάρχουν εκμεταλλευόμενοι, θα υπάρχουν και κοινωνικές αναταραχές. Κάποτε οι επαναστάσεις δεν θα γίνονται για το ψωμί, αλλά για το παντεσπάνι. Μη βλέπετε που, προς το παρόν δεν έγινε καμιά επανάσταση για το παντεσπάνι. Αυτό συνέβη γιατί ο κόσμος δεν χόρτασε ακόμα ψωμί. Ας το χορτάσει καλά καλά και θα δείτε τι έχει να γίνει. Χαμός. Ά σε που, σε κανένα αιώνα το πολύ, θα καταφτάσουν οι ορδές των πεινασμένων Ασιατών και Αφρικανών για να πάρουν πίσω αυτό που άρπαξε από τον τόπο τους η αποικιοκρατία Θα γίνει χαμός, σας λέω.

Ήδη ο ύπνος των κατοίκων των βόρειων προαστίων, εδώ στην Αθήνα, δεν είναι καθόλου ήρεμος. Κάτι οι «αναρχικοί» κάτι οι κλέφτες, κάτι οι Ασιάτες που ήδη άρχισαν να 'ρχονιαι ως προπομποί των ορδών του νέου Αττίλα, του νέου Τζένγκις Χαν, που ήδη έχει γεννηθεί κάπου στις στέπες της κεντρικής Ασίας ή της Μικράς Ασίας, δεν έχει σημασία ο τόπος γεννήσεως του νέου ηγέτη των πεινασμένων και όλα τα όνειρά μας θα γίνουν εφιάλτες. Το εμπρός τη Γης οι κολασμένοι, δεν έπαψε ποτέ να ’ναι ένα σύνθημα λειτουργικό και πάντα ζωντανό. Έχει καμιά σημασία που αυτό δεν αφορά πλέον τους, λίγο ως πολύ χορτάτους προλετάριους της Δύσης; Το Κομουνιστικό Μανιφέστο από όπου και το παραπάνω τρομερό επαναστατικό σλό­γκαν, μιλάει για τους πεινασμένους της Γης, όχι για τους πεινασμένους των Ηνω­μένων Πολιτειών, ή της Αγγλίας ή της Γερμανίας ή έστω της Ελλάδας, που παρι­στάνει την καπιταλιστική χώρα, τρομάρα της.

Τα οικονομικά φαινόμενα είναι πλέον διεθνή κατ’ ανάγκην. Την Ηνωμένη Ευρώ­πη, π.χ. δεν τη δημιούργησε η βούληση κάποιων καλών ανθρώπων, αλλά η αδήριτη ανάγκη για παραπέρα οργάνωση του καπιταλισμού, που θα αναπτύσσει ολοένα και περισσότερο τις άμυνές του. Γιατί, πρέπει να το καταλάβουμε επιτέλους, ο καπιτα­λισμός βρίσκεται σε άμυνα όχι σε επίθεση, όπως γινόταν μέχρι πριν από σαράντα μόλις χρόνια.

Λοιπόν, εμπρός της Γης οι κολασμένοι! Το γήινο παράδεισο τον διεκδικούν τώρα πλέον οι πάντες. Και είτε θα πάρουμε εργολάβους να φαρδύνουν τον παράδεισο για να χωρέσουν οι πάντες, είτε ο παράδεισος θα μετακομίσει για τα καλά στον ουρανό, όπου βέβαια όλα τα προβλήματα είναι λυμένα, στον αιώνα των αιώνων.

Αμήν και για τη Γη!Αφού, λοιπόν, οι άνθρωποι έλυσαν με τέτοια ευκολία τα προβλήματα της ουράνιας

ευτυχίας, γιατί δυσκολεύονται τόσο να λύσουν και τα προβλήματα της γήινης ευ­τυχίας; Έλα, ντε! Ο Λεμπέσης λέει, ότι υπάρχουν πολλοί βλάκες σε τούτο τον κόσμο, πράγμα που καθιστά «τεραστία την κοινωνική σημασία των βλάκων εν τω συγχρόνω βίω»

Όμως, ο μαρξισμός λέει, ότι δεν είναι εύκολο να καταλάβει κανείς πως ο πλούτος

50

Page 48: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

stvm κοινωνικό κι όχι ατομικό γεγονός, κι ας συνεχίζει να σωρεύεται στα χέρια ατόμων. Οι πλούσιοι πιστεύουν πως έγιναν τέτοιοι γιατί ήταν ικανοί, είτε οι ίδιοι προσωπικά είτε οι πρόγονοί τους. Όμως εγώ ή εσύ, που είμαστε αποδεδειγμένα ικανοί; γιατί δεν γίναμε πλούσιοι; Δεν γίναμε είτε γιατί δεν μας βοήθησε η τύχη (ξανά η τύχη, ως παράγων πλουτισμού εξ ου και η σημασία των λαχείων), είτε διότι είχαμε να κάνουμε σοβαρότερα πράγματα στο βίο μας από το να τρέχουμε πίσω από τον Κοσκωτά, ας πούμε, ή από το να οργανώσουμε κομπίνες (συνδυασμούς, αυτό σημαίνει η λέξη) για να κερδίσουμε το ΠΡΟ-ΠΟ του βίου. Ρε αδερφέ μου, εμένα δεν μου αρέσει να παίζω ΠΡΟ-ΠΟ, πώς να το κάνουμε δηλαδή! Αυτό σημαίνει πως δεν πρέπει και εγώ να απομακρυνθώ από το φόβο του πρόωρου θανάτου, δια του πλούτου; Αμ. θα απομακρυνθώ έστω κι αν χρειαστεί να... σφάξω τους μισούς κατοί­κους των βορείων προαστείων. της Εκάλης μη εξαιρούμενης. Οχι γιατί είμαι αιμο- βόρος, αλλά διότι αυτό συνηθίζεται πολύ στην ιστορία!!!

51

Page 49: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

10. ΚΛΕΦΤΕΣ ΥΠΕΡΑΝΩ ΥΠΟΨΙΑΣ...

Ο ικανοποιημένος από τον εαυτό του άνθρωπος δεν πρόκειται ποτέ να μεταπηδήσει από την κατάσταση της φτώχειας σ ’ αυτήν του πλούτου. Εκείνο το «δόξα το Θεώ, καλά τα περνάμε» του φτωχού κυρίως, είναι ό,τι χρειάζεται για να παραμείνει κανείς φτωχός. Άλλωστε, κανείς χριστιανός πλούσιος δεν το εννοεί όταν λέει, «τον άρτον ημών τον επιούσιον δώ σ’ ημίν σήμερον», όταν φτάσει στο μέρος της «Κυριακής Προσευχής» που αναφέρεται στους φουρνάρηδες. Κι αλίμονό του αν περιοριστεί στον άρτον τον επιούσιον. Στον άρτον τον επιούσιον πρέπει να περιορίζονται οι φτωχοί σταθερά και μόνιμα, γιατί αλλιώς θα τους έρθει η όρεξη και για κάτι περισ­σότερο από άρτον, ας πούμε για φασιανό, οπότε θα δημιουργηθεί μεγάλο κοινωνικό, δηλαδή οικονομικό πρόβλημα. 'Οχι και να εξαφανίσουμε από την πανίδα το γένος των φασιανών και να χαλάσουμε έτσι την ισορροπία της φύσης, μια ισορροπία που με χίλια ζόρια πετύχαμε ανάμεσα στις ανημαχόμενες κοινωνικές τάξεις! Προπαντώς η ταξική ειρήνη!!!

Έτσι και χαθεί η ταξική ειρήνη, τη θέση της παίρνει αυτομάτως ο ταξικός πό­λεμος, και τότε αντίο φασιανέ, αντίο παντεσπάνι, αντίος αμίγκος που τρώγαμε μαζί το φασιανό και το παντεσπάνι. (Καταλαβαίνεται, περιορίζομαι σε ελάχιστες συμβο­λικές τροφές, που έγιναν παροιμιώδεις). Η ολιγάρκεια είναι ένα χριστιανικό ιδανικό, που όλως παραδόξως μεταπήδησε και στις τάξεις κάποιων αριστερών, που τους είναι δύσκολο να ξεχάσουν εντελώς αυτά που τους έλεγε ο κατηχητής στο κατηχητικό, όταν ήταν μικροί και δεν καταλάβαιναν και πολλά πολλά. Δεν καταλάβαιναν δηλαδή και κάποιοι συνεχίζουν να μην καταλαβαίνουν πως όταν είσαι ολιγαρκής, ναι μεν μπορεί να κερδίσεις τον Παράδεισο εν ουρανοίς, αλλά θα μείνεις για πάντα έξω, απο τον Παράδεισο στη γη. Άλλωστε, έτσι κι αλλιώς η ολιγάρκεια δεν έπιασε ποτέ σαν σύνθημα και, την ανάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενοι, ολιγαρκείς τελικά είναι αυτοί που δεν τα κατάφεραν να μην είναι ολιγαρκείς και το πήραν απόφαση να κάνουν ιδανικό την ολιγάρκεια, έτσι για παρηγοριά.

'Οταν, λοιπόν σας δίνουν κάτι, να λέτε: θέλω κι άλλο!!! Κι αν πείτε ευχαριστώ στ’ αφεντικό που σας έδωσε αύξηση, πέστε το από ευγένεια, αλλά μην το εννοείτε. Αν δεν μπορείτε να το πείτε απέξω σας, πέστε το τουλάχιστον από μέσα σας: θέλω κι άλλο. Έτσι, σιγά σιγά θα ξεφύγετε από τη διαστροφή της ολιγάρκειας, διότι περί διαστροφής πρόκειται. Και μάλιστα, τόσο μεγάλης, που με το πες πες γίνεται ύψιστη αρετή. Την οποία, φυσικά, ποτέ δεν την είχε ο πλούσιος. Γιατί, αν την είχε θα παρέμενε φτωχός.

52

Page 50: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

^Βέβαια, μπορείτε να παραμείνετε και σεις φτωχός οικεία βουλήσπ, που λένε. Αλλά σε μια τέτοια περίπτωση, μην τυχόν και ζηλέψετε τον πλούτο του διπλανού σας, γιατί, πάει, χάσατε τον Παράδεισο, τον ουράνιο εννοώ. Εγώ, πάντως, θα ’λεγα: μακάριοι οι ζηλευόντες, ότι αυτών εστί η βασιλεία της Γης. Δηλαδή, αυτοί έχουν κάποιες αμυδρές ελπίδες να γίνουν πλούσιοι, με τη βοήθεια του Θεού πάντα, που εμπράκτως εκδηλώνεται δια της βοήθειας των ανθρώπων, που δουλεύουν για λογα­ριασμό σου. Γιατί αν δουλεύεις ολομόναχος, παριστάνοντας κι από πάνω τον οπαδό της ελεύθερης οικονομίας, είσαι τόσο μπούφος, που ποτέ δεν θα πάρεις είδηση πως αποκλείεται να γίνεις πλούσιος. Έτσι, αν επιμένεις να δουλεύεις μόνος σου, καλύ­τερα να πας στο Άγιον Όρος, μπας και γίνει τίποτα με τον άλλο Παράδεισο που λέγαμε.

Αν λοιπόν θέλετε οπωσδήποτε να γίνετε πλούσιοι, γιατί δεν έχετε κανένα άλλο σοβαρότερο ταλέντο πουΟα επιτρέψει να γίνετε κάτι καλύτερο από πλούσιοι σκέτα, ας πούμε λαϊκοί τραγουδιστές με ένα εκατομμύριο μεροκάματο, η φιλοσοφημένοι άνθρωποι που έχουν_καταλάβει πως σκοπός της ζωής είναι ο αξιοπρεπής θάνατος, έλεγα, λοιπόν, πως αν θέλετε πάση θυσία να γίνετε πλούσιοι, αφήστε το δρόμο της αρετής που βαδίζετε δυσανασχετώντας συνέχεια, και πάρτε αυτόν της κακίας, γρά­φοντας στα παλιά σας τα παπούτσια ή όπου αλλού κρίνετε πρόσφορο, και τις δέκα εντολές και τις χίλιες δέκα «καλές» συμβουλές της μαμάς — γιατί ο μπαμπάς συ­νήθως δεν έχει μούτρα να δώσει καλές συμβουλές στα παιδιά του, κυρίως όταν υπήρξε οπαδός του ΠΑΣΟΚ, σύμβουλος του Πρωθυπουργού του ΠΑΣΟΚ, η συνερ­γάτης του Κοσκωτά και των άλλων της συνομοταξίας ανθρωποειδών.

Κι όταν με τον καιρό γεράσετε και δεν μπορείτε πλέον να αμαρτάνετε, τραβήξτε μια γερή εξομολόγηση, και δρόμο για τον Παράδεισο! Οι παπάδες υπάρχουν για να βοηθούν τους αμαρτωλούς και να τους δίνουν άφεση αμαρτιών, ώστε να κάνουν καινούριες όταν μπορούν και να αλαφρώνουν τη συνείδησή τους. Και έτσι ανάλα­φροι να ανεβαίνουν πιο εύκολα στους ουρανούς, τον καιρό που και να το θέλουν δεν μπορούν πλέον να αμαρτήσουν.

Ο χριστιανισμός είναι η μόνη θρησκεία που έκανε φάμπρικα την άφεση αμαρτιών. Και πέτυχε χάρις στην παρακάτω εντελώς εκπληκτική μηχανή: Αμάρτησε όσο θες, αλλά μετά ζήτα άφεση αμαρτιών, ξαναμάρτησε στη συνέχεια κατά βούλησιν, αλλά μην παραλείψεις να ξαναζητήσεις άφεση αμαρτιών.

Ποιος άνθρωπος με βεβαρημένη συνείδηση δεν θα γινόταν χριστιανός; Ακόμα κι εγώ αντιμετώπισα κάποτε αυτό το δίλημμα. Αλλά, είπα: Καλύτερα αμαρτωλός, παρά καιροσκόπος, που δεν ξέρα καν ότι είναι καιροσκόπος (οπορτουνιστής, ευρωπαϊ- στί). Κι από τότε, κουβαλάω το σταυρό μου, χωρίς να προσδοκώ ανάσταση νεκρών. (Τούτη η προσδοκία κι αν είναι οπορτουνισμός!)

Μιας και υπέπεσα στο αμάρτημα του εγωισμού (δεν είναι η πρώτη φορά) και μιλώ για τον εαυτό μου, θα σας πω μια διδακτική ιστορία που μου συνέβη στις Κάννες,

53

Page 51: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

το 1978. Έ χει σχέση με την ενοχή και την εξιλέωση. Που λέτε, όπως βάδιζα τη νύχτα για να πάω στο ξενοδοχείο ύστερα από την προβολή μιας θαυμάσιας ταινίας, και ήμουν πανευτυχής όπως κάθε φορά που βλέπω μια καλή ταινία, μου κόβει το δρόμο ένας Αφρικανός και μου λέει σοβαρότατα, εις άπταιστον γαλλοσενεγαλέζικη διάλεκτο: Δώσ’ μου αυτά που μου χρωστάς!!! Τον κοιτάω σαστισμένος και λέω βλακωδώς: Δηλαδή, πως σου χρωστώ; Μου λέει: 'Οχι ακριβώς εσύ, οι αποικιοκράτες πρόγονοί σου, που ρήμαξαν τους φτωχούς προγόνους μου! Εκτιμώ βαθύτατα το χιούμορ του, που θα μπορούσε θαυμάσια να το υπογραμμίσει και με κανένα μαχαίρι, και του λέω; φίλε, πόσα σου χρωστάω; Μου λέει: είκοσι φράγκα. Του λέω: Μόνο; Πάρε είκοσι πέντε, τα πέντε για τον τόκο, παρόλο που η Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ αποικιακή δύναμη, αντίθετα είναι ακόμα αποικιοκρατούμενη κατά κάποιον τρόπο, αν και έχω κάποιες υποψίες για κάποιον Κωνσταντινουπολίτη πρόγονό μου, που πριν από καμιά χιλιάδα χρόνια περίπου ενδέχεται να βρέθηκε στην Αφρική και να ρήμαξε όντως κάποιον πρόγονό σου.

Βέβαια. Θα μπορούσα και να μην του επιστρέψω ένα τόσο παλιό χρέος, αλλά που ήξερα εγώ ότι δεν κρατάει μαχάρι; Κι έτσι, το επεισόδιο έληξε αισίως, κι εγώ μόλις εκείνο το βράδυ αναλογίστηκα πως όλοι εμείς οι «πολιτισμένοι» Λευκοί κουβαλάμε μέσα μας βαθιά συλλογική ενοχή για τα λευκά μας κρίματα, που κανένας χριστια­νισμός δεν στάθηκε ικανός να τα ξεπλύνει.

Χρωστάμε τον πλούτο μας πρώτα στην κλοπή του γείτονα, ύστερα στην κλοπή του γειτονικού κράτους, και τελικά ττην κλοπή του μακρινού ασιατικού ή αφρικα­νικού κράτους. Χωρίς αυτή την αλυσίδα κλοπών, ο πλούτος της Δύσης θα ήταν ένα όνειρο απατηλό. Βέβαια, από τότε πέρασαν χρόνια ατέλειωτα και οι πολύ απομα­κρυσμένοι από τους προγόνους τους απόγονοι των παλιών κλεφτών, έγιναν άνθρωποι υποδειγματικά έντιμοι, τόσο που μερικοί απ’ αυτούς αγίασαν κιόλας! Ξέρω πως σε μια εποχή όπου όλοι μιλάνε για ατομική ευθύνη, είναι λίγο δύσκολο να ζητήσεις από έναν άγιο να ’χει συναίσθηση της συλλογικής ευθύνης, πολύ περισσότερο που η αγιότητα είναι μια πολύ μοναχική ιστορία.

Όμως, διάολε, αυτή η ευθύνη υπάρχει στο συλλογικό ασυνείδητο. Κι όταν την ξεχνούμε, μας τη θυμίζει κάποιος Αφρικανός στις Κάννες, ή όπου αλλού τον συνα­ντήσουμε. Κι από δω και πέρα θα τους συναντούμε ολοένα και συχνότερα. Οι Εριν- νύες έχουν μαύρο χρώμα. Και μισούμε τους Μαύρους ακριβώς γι’ αυτό. Αλλά και γιατί δεν μπορούμε πλέον να τους εκμεταλλευόμαστε όπως τον παλιό καλό καιρό, που η Δύση πλούτιζε ρουφώντας τους χυμούς της Αφρικής και το αίμα των Αφρικανών— και όχι μόνο. Η ύπαρξη ένοχης συνείδησης γίνεται φανερή και από κοινότατα περιστατικά που διαφέρουν πολύ απ’ αυτό που έτυχε σε μένα στις Κάννες. Ξέρετε π.χ. γιατί οι άνθρωποι αποφεύγουν να πουν «πόσα έχουν»; Πρώτο, για να μην τους ζητήσεις δανεικά (όταν έχουν λίγα) και δεύτερο γιατί αισθάνονται ένοχοι (όταν έχουν πολλά). Στο βάθος, όλοι ξέρουν πως ο πλούτος είναι προϊόν κλοπής, είτε

54

Page 52: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

άμεσης (επ’ αυτού ρωτήστε και τον κ. Παπανδρέου, κι αν δεν τον βρείτε σπίτι του τον κ. Κουτσόγιωργα), είτε έμμεσης. Η έμμεση κλοπή λέγεται παρακράτηση της υπεραξίας, και δεν θεωρείται κλοπή, από νομικής απόψεως. Όμως από οικονομικής και ηθικής απόψεως είναι και παραείναι.

Η ιδιοκτησία είναι κλοπή, έλεγε ο Προυντόν ηθικολογώντας. Ο Μαρξ όμως, που δεν ήταν ηθικολόγος αλλά επιστήμονας, απέδειξε πως η ιδιοκτησία (ο πλούτος) είναι όντως προϊόν νομότυπης κλοπής, αλλά συχνά και εντελώς απροκάλυπτης. Καταλα­βαίνετε τώρα γιατί μισούν τόσο τον Μαρξ οι αστοί; Διότι δεν θέλουν να τους θεω­ρούν κλέφτες. Σου λένε οι άνθρωποι: Ποιον κλέψαμε, κύριε; Έχουμε καθαρό ποινικό μητρώον.

Θα μπορούσα να τους πω: Το καθαρό ποινικό μητρώο δεν σημαίνει τίποτα. Πρώ­τον γιατί δεν συλλαμβάνονται όλοι οι, με την τρέχουσα έννοια κλέφτες και δεύτερον διότι οι κλέφτες της υπεραξίας ουδέποτε αντιμετωπίστηκαν σαν κλέφτες — και πολύ σωστά. Αν τιμωρούνταν κι αυτή η κλοπή, πως θα πλούτιζε η κοινωνία; Κλέβετε, λοιπόν, αλλά μόνο η ν υπεραξία. Γιατί, αν κλέψετε οτιδήποτε άλλο εκτός από την υπεραξία, κινδυνεύετε να πάτε φυλακή. Εκτός κι αν έχετε φίλο τον Παπανδρέου, αν και κάτι τέτοιο αποδεικνύεται ολοένα και περισσότερο ανεπαρκές, έτσι που «χάλα­σε» κι η δικαιοσύνη. (Τυφλή, τυφλή η δικαιοσύνη αλλά κάπου κάπου βρίσκει το φως της, οπότε ή κάνει τα στραβά μάτια, ή της τα στραβώνουν, ή τα κρατάει ορθάνοιχτα από έκπληξη, που είδε πως είναι πράγματι δίκαιη.)

Μια συμβουλή προς τους πλούσιους, αν μου το επιτρέπουν: καλοί μου κύριοι, σταματήστε να νιώθετε ένοχοι, εφόσον κλέψατε μόνο την υπεραξία. Δεν είναι ανά­γκη να εξομολογήστε κάθε τόσο για τούτα τα κρίματά σας. Είστε εκμεταλλευτές γιατί δεν μπορείτε να κάνετε αλλιώς. Κι αν πάψετε να είστε εκμεταλλευτές είτε θα καταρρεύσουν τα πάντα είτε τα πάντα θα μεταβιβαστούν σ’ όλους τους εργαζόμε­νους. Που όμως ως ένα βαθμό θα συνεχίσουν να εκμεταλλεύονται τον εαυτό τους, κρατώντας ένα μέρος της δικής τους υπεραξίας για τις κοινές ανάγκες ολόκληρης της κοινωνίας. Πλούσιες κυρίες, αλλά και λιγότερο πλούσιες, που ούτε εσείς αισθά­νεστε καλά για τα λίγα ή τα πολλά που έχετε, σταματήστε να ελεείτε τους φτωχούς κάθε Κυριακή στο προαύλιο της εκκλησίας. Εκτός που δεν είναι καθόλου σίγουρο πως θα κερδίσετε τον Παράδεισο μ’ αυτό τον αστείο τρόπο (δηλαδή, τι το περάσαμε, πάμε στον Παράδεισο μ’ ένα δίφραγκο;), εκδηλώνετε και την ενοχή σας με τρόπο πολύ μπανάλ.

Νιώθετε ένοχες που υπάρχουν φτωχοί γύρω σας εντάξει. Αλλά, αν σας πουν κάτι για τη δικαιότερη διανομή του κοινωνικού πλούτου, θα βγάλετε τα μάτια αυτού που θα σας το πει, κότες χριστιανίζουσες! Ελάτε λοιπόν ν’ αγωνιστούμε όλοι μαζί για έναν μελλοντικό κόσμο χωρίς εκμετάλλευση, κι αφήστε τα καμώματα. Άσε που μερικούς φτωχούς τους κάνετε τελικά πλουσιότερους και από σας, βάσει της σοφής λαϊκής παροιμίας που λέει «φασούλι το φασούλι γεμίζει το σακούλι». Άσε που

55

Page 53: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

ενεργείτε... αναεπαναστατικά, έτσι που δεν αφήνετε τους φτωχούς να κάνουν γιου- ρουσι. (Αυτός, άλλωστε, είναι ο σκοπός της ανοργάνωτης, και κυρίως της οργανω­μένης αγαθοεργίας, όπως ας πούμε ο έρανος της Αγάπης της Αρχιεπισκοπής). Καλές μου φιλάνθρωπες κυρίες, το ξέρετε πως είστε εντελώς απάνθρωπες; Και μην ανοίξετε από απορία το βαμμένο στοματάκι σας, γιατί ο φτωχός, που μόλις ελεήσατε, ενδέ­χεται να σας περάσει για κουμπαρά και να ρίξει μέσα τα φραγκοδίφραγκα που μάζεψε. Αν ξέρατε πόσο μίσος έχει ο ελεούμενος <r/w τον Ελεούντο», αν ξέρατε τι εξευτελισμός είναι για τον αξιοπρεπή άνθρωπο η ελεημοσύνη, αντί να δίνετε ελεη­μοσύνη να φροντίζατε να διδάξετε αξιοπρέπεια Αλλά, την έχετε εσείς την αξιοπρέ­πεια για να τη διδάξετε και σ ’ άλλους; Και μην ανοίξετε και πάλι το στόμα, αυτή τη φορά από οργή, γιατί θα πετάξω εγώ μέσα το μπαστούνι του φτωχού γεράκου, για να σας φέρω στην ορθία θέση του αξιοπρεπούς.

56

Page 54: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

11. ΜΗΝ ΤΑΡΑΖΕΤΕ ΤΟΝ ΥΠΝΟ ΤΩΝ ΝΟΙΚΟΚΥΡΑΙΩΝ

Μπορεί να ’ναι καλοί ή κακοί οι άνθρωποι, όπως οι ήρωες των γουέσιερν ή των αστυνομικών ταινιών, όμως τα κοινωνικά συστήματα εντός των οποίων ζουν οι άνθρωποι τοποθετούνται πέραν της ηθικής, δηλαδή δεν είναι ούτε καλά ούτε κακά. Κάθε κοινωνικό σύστημα έχει βέβαια μέσα του και καλούς και κακούς ανθρώπους, όμως δεν δικαιούμαστε να χαρακτηρίζουμε ένα κοινωνικό σύστημα σαν καλό ή κακό, ως να επρόκειτο fia άνθρωπο. Τα κοινωνικά συστήματα είναι απλώς αποτε­λεσματικά ή αναποτελεσματικά, δηλαδή βοηθούν ή δεν βοηθούν την κοινωνία να υπάρξει και να εξελιχτεί. Και αν μεν είναι αποτελεσματικό ένα κοινωνικό σύστημα, οι άνθρωποι το υιοθετούν και το χαρακτηρίζουν καλό, γιατί κάνει καλό στον καθένα χωριστά, ή στους περισσότερους. Όταν είναι αναποτελεσματικό οι άνθρωποι δεν το υιοθετούν και το χαρακτηρίζουν «κακό», γιατί κάνει κακό στον καθένα χωριστά, ή στους περισσότερους. Το πόσο λανθασμένη, αν όχι και εντελώς ηλίθια είναι η προσέγγιση των κοινωνικών δεδομένων με ηθικούς όρους, έγινε καταφάνερο πλέον από την αμηχανία ημών των κομουνιστών να δώσουμε σήμερα το χαρακτηρισμό «καλός» στον κομουνισμό, ύστερα από το αναμφισβήτητο πλέον γεγονός πως δεν ήταν και τόσο αποτελεσματικός, όσο τουλάχιστον τον ήθελαν οι κλασικοί του μαρξισμού. Αλλά, ας μη σπεύδουν να πανηγυρίσουν οι οπαδοί της λεγόμενης ελεύ­θερης οικονομίας, που κι αυτοί αντιμετωπίζουν τα κοινωνικά προβλήματα ηθικίστι- κα και συναισθηματικά λέγοντας πως, τώρα πλέον, είναι φανερό πως ο καπιταλισμός είναι όντως «καλός», αφού το «αντίπαλο» κοινωνικό σύστημα αποδείχτηκε «κακό». Καταρχήν, γιατί δεν αποδείχτηκε τίποτα, και όλα βρίσκονται εν εξελίξει. Κι ύστερα διότι ο καπιταλισμός, όπως και ο κομουνισμός δεν είναι ούτε καλός καθεαυτός ούτε κακός καθεαυτός. Στο κάτω κάτω, ένας τεράστιος αριθμός ανθρώπων σε όλο τον κόσμο (ανάμεσά τους κι εγώ) θεωρούν τον καπιταλισμό όχι κακό, αλλά γηρασμένο κοινωνικό σύστημα που, ωστόσο αργεί να πεθάνει, όπως κάποιοι αιωνόβιοι γέροι, που δεν λένε να μεταβιβάσουν την περιουσία στους νόμιμους κληρονόμους τους, προκαλώντας μύρια προβλήματα σε αυτούς που αδημονούν να αξιοποιήσουν την κληρονομιά.

Το κύριο γνώρισμα ημών των κομουνιστών είναι η έλλειψη υπομονής. Δε λέμε να κάτσουμε να περιμένουμε ψύχραιμα να πεθάνει ο «γέρος» για να τον κληρονο­μήσουμε φυσιολογικά και όλο τον παρενσχλοι'μΓ.. σαν να θέλουμε να πεθάνει μια ώρα αρχύτερα, αφού έτσι κι αλλιώς θα πεθάνει. Αυτό είναι απόλυτα βέβαιο. Και τούτη

57

Page 55: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

η αδημονία καταλήγει συχνά σε επαναστάσεις ή σε εξεγέρσεις ή στις ενέργειες των «κομάντος - αναρχικών», που αυτοί κι αν είναι βιαστικοί! Η βιασύνη μπορεί να οδηγεί συχνά στην καταστροφή, όμως οι προοδευτικοί άνθρωποι είναι εξ ορισμού βιαστικοί Δεν θα μπορούσαν να μπουν μπροστά και να γίνουν πρωτοπόροι (πρώτοι στην πορεία για το μέλλον), αν δεν τοποθετούνταν σε μια οδό προς της άλλης οδού που ακολουθεί η μάζα των ανθρώπων, που συναποτελούν μια συγκεκριμένη κοινωνία σε μια συγκεκριμένη περίοδο της ιστορικής της εξέλιξης.

Είναι τρομερά δύσκολο να βαδίζεις στην «πρόοδο», δηλαδή στην οδό που πάει μπροστά από μια άλλη που τη λέμε και «πεπατημένη», γιατί την έχουν πατήσει εκατομμύρια, και συνεπώς αυτοί που την πατούν τώρα την ξέρουν καλά. Η πρόοδος είναι η οδός των παράτολμων εξερευνητών, και συχνά οδηγεί σε αδιέξοδο. Οπότε, ο εξερευνητής κάνει πίσω για να βρει ένα άλλο μονοπάτι και να συνεχίσει από αυτό την πορεία του προς το άγνωστο.

Διότι, βέβαια, η κοινωνία του μέλλοντος είναι άγνωστη, ακριβώς γιατί είναι του μέλλοντος. Μόνο να τη φανταστούμε μπορούμε, σύμφωνα με κάποιες περιγραφές κάποιων επιστημόνων, σαν τον Μαρξ. Αλλά, όπως κι ο Κολόμβος, μπορεί να την πατήσουμε κι εμείς και να νομίζουμε πως φτάσαμε στην Ινδία, ενώ αυτό που θεω­ρούσαμε σαν τέρμα του ταξιδιού δεν είναι παρά μια καινούρια ήπειρος που θα πάρει το όνομα του γκαφατζή εξερευνητή. Που, επειδή αποδείχτηκε γκαφατζής δεν σημαί­νει πως δεν ανακάλυψε όντως ένα νέο κόσμο.

Κάνουμε, λοιπόν, λάθη εμείς οι ριψοκίνδυνοι πρωτοπόροι, ακριβώς γιατί είμαστε εξερευνητές που ξεκινάνε για ένα νέο κόσμο που ποτέ δεν τον είδαμε και ενδέχεται ποτέ να μην τον δούμε. Στην πορεία μας έχουμε μια πυξίδα, αλλά η πυξίδα χάνει το πρακτικό της νόημα, όταν δεν ξέρεις, τον ακριβή τόπο που πας, πριν ξεκινήσεις το ταξίδι. Λίγο ως πολύ, «πάμε στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα), τραγουδώντας τούτο το ελπιδοφόρο ασμάτιο, ή το πένθιμο εμβατήριο της Τρίτης Διεθνούς, το γνωστό «επέσατε θύματα», στην περίπτωση που η ελπίδα αποδειχτεί φρούδα, πράγμα που δεν μας πτοεί καθόλου. Απόδειξη, το σταθερό επαναλαμβανόμενο ξεκίνημα, ύστερα από κάθε αποτυχία. Κανείς δεν μπορεί να σκοτώσει την ελπίδα για έναν καλύτερο κόσμο.

Είμαστε οι ντεσπεράντος - καταχτητές του μέλλοντος, είμαστε οι μόνιμα άβολοι, είμαστε οι σταθερά ανυπόμονοι. Είμαστε από την ίδια πάστα από την οποία ήταν φτιαγμένη κάθε είδους και μορφής κοινωνική πρωτοπορία σε ολόκληρη την ανθρώ­πινη ιστορία.

Εσείς, οι «καλοί νοικοκυραίοι», αναλογιστήκατε ποτέ τι χρωστάτε στους δικούς μας εν πρωτοπορία προγόνους; Δηλαδή, πως θα ’σασταν καλοί νοικοκυραίοι, αν κάποιοι σε μας εδώ δεν έπαιζαν το κεφάλι τους κορόνα γράμματα το 1821, εθελοντικά κι όχι γιατί τους επιστράτευσαν; Εσείς πήγατε εθελοντές στο «συμμοριτοπόλεμο», τότε που κινδύνευε το βιός σας, όπως λέγατε, από τους «κομουνιστοσυμμορίτες»; Α,

58

Page 56: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

μπα, γιατί να πάτε, κορόιδα ήσασταν, αφού μπορούσατε να επιστρατεύσετε τους πάντες, δεξιούς και αριστερούς, και να τους βάλετε με το ζόρι να σώσουν άλλη μια φορά την πατρίδα, αυτή τη φορά από το ίδιο τον εαυτό της; Και μη μου πείτε, τώρα πια, το παλιό παραμύθι πως οι μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού δεν ήταν Έλληνες, γιατί ο κ. Έβερτ δεν θα σας συμπεριλάβει στο «μνημείο της εθνικής σνμφάίωσης» που έχει σκοπό να στήσει στην πλατεία Κλαυθμώνος, εκεί που άλ­λοτε μαζεύονταν και έκλαιγαν οι δημόσιοι υπάλληλοι την εποχή που δεν ήταν μόνιμοι, και η κάθε καινούρια κυβέρνηση απέλυε τους υπαλλήλους που προσλάμ- βανε η προηγούμενη.

Σήμερα, καμιά κυβέρνηση δεν απολύει κι όλες διορίζουν ρουσφετολογικά. Και ούτως πως προέκυψε αυτομάτως ο... ελληνικός σοσιαλισμός; Ό λοι οι δημόσιοι υπάλληλοι ζουν εξ ορισμού υπό σοσιαλιστικό καθεστώς, όπως και στις Ανατολικές χώρες, αφού αφεντικό το*; είναι το κράτος. Αλλά, άντε να τους μιλήσεις για σο­σιαλισμό. Είναι κι αυτοί υπέρ της ελεύθερης οικονομίας! Βρε, τι πάθαμε! Σε μια χώρα κάργα δημοσίους υπαλλήλους να μην μπορεί να στεριώσει ο καημένος ο σοσιαλισμός και να γίνεται πράσινος από το χορτάρι που τρώει, και στη συνέχεια κίτρινος από τη_ «σοσιαλιστική» διαπαιδαγώγηση που ανετέθη εργολαβικά στην «Αυριανή».

Ξέρετε τι λέω εγώ. εν πλήρη απελπισία ευρισκόμενος; Αντί για σοσιαλισμό, να αγωνιστούμε όλοι μας να φτιάξουμε καπιταλισμό σε τούτη τη χώρα. Γιατί αυτό που μας λείπει εδώ δεν είναι ο σοσιαλισμός, αλλά ο καπιταλισμός. Η Ελλάδα δεν είναι καπιταλιστική χώρα, είναι χώρα «υπό ανάπτυξιν», όπως λένε επί το ευγενικότερο τους υπανάπτυκτους. Δηλαδή, ούτε καπιταλιστική, ούτε σοσιαλιστική, ούτε τίποτα απολύτως. Η Ελλάδα δεν έχει κοινωνικό καθεστώς. Έχει λωποδυτικό καθεστώς. Ο Κοσκωτάς σαν Πρόεδρος της Δημοκρατίας και ο Παπανδρέου σαν Πρόεδρος της Κυβέρνησης θα 'ταν ένας τέλειος συνδυασμός σε τούτη τη σουρεαλιστική χώρα

Άλλωστε, κατά κει το πήγαιναν οι άνθρωποι. Όμως η μαγιονέζα έκοψε από το πολύ και βιαστικό ανακάτωμα ανθρώπων χωρίς πείρα στη δύσκολη τέχνη της κλο­πής. Έπεσαν με τα μούτρα στη μάσα και τα σάλια έτρεχαν από το μπουκωμένο στόμα, με συνέπεια να προδοθούν. Και ούτως πως ο Κοσκωτάς έχασε την ευκαιρία να γίνει, εν καιρώ, Πρόεδρος της Δημοκρατίας... Το σημαντικό είναι τούτη η χώρα να συνεχίσει να ζει υπό καθεστώς «ελεύθερης οικονομίας», για να τα κονομήσουν κι άλλοι ελεύθεροι άνθρωποι. Ένας ένας, παιδιά! Μη σπρώχνεστε μπροστά στο δημόσιο ταμείο. Εφόσον δεν εκφωνήθηκε προς το παρόν εκείνο το τρικούπειον «δυστυχώς, επτωχεύσαμεν», έχει για όλους, ή τουλάχιστον για τους περισσότερους. Βέβαια, κάποτε θα σταματήσουν τα δάνεια. Μέχρι τότε όμως έχει ο θεός των Ελ­λήνων!

Έτσι που λέτε, η Ελλάδα είναι μια χώρα κάργα καλούς νοικοκυραίους, που «έχουν γυναίκα και παιδιά» πράγμα που τους εμποδίζει να γίνουν πρωτοπόροι και

Page 57: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

να βγουν από την πεπατημένη. Λες και οι άλλοι, που συνεχώς διακινδυνεύουν, δεν έχουν γυναίκα και παιδιά, αλλά γάτα και γατάκια. Τι να κάνουμε; Εμείς θα συνεχί- σουμε και χωρίς αυτούς. Οι πρωτοπόροι δεν θα λείψουν ποτέ από τον κόσμο, ό,τι και να συμβεί.

Λεν έχει καμιά σημασία τι όνομα παίρνουν κάθε φορά στην ιστορία οι πρωτοπό­ροι. Οι πρωτοπόροι του καπιταλισμού, αυτοί που τον εδραίωσαν για να μπορούν σήμερα οι καλοί νοικοκυραίοι να παριστάνουν εκ του ασφαλούς και με το αζημίωτο τους καλούς νοικοκυραίους, ήταν αδέρφια μας από ιστορικής, αλλά και ψυχολογι­κής απόψεως. Οι καλοί νοικοκυραίοι της εποχής τους τους κυνήγησαν άγρια. Και οι λιγότερο βάρβαροι από αυτούς τους θεωρούσαν ρομαντικούς και ουτοπιστές. Το τι καζούρα έφαγε ο Κολόμβος από την άρχουσα φεουδαρχική τάξη της εποχής του δεν λέγεται. Αλλά, χωρίς την ανακάλυψη της Αμερικής, καπιταλισμός δεν θα υπήρ­χε, τουλάχιστον στη σημερινή του μορφή. Ό χι γιατί η Αμερική είναι σήμερα η μητρόπολη του καπιταλισμού, αλλά διότι χωρίς τον πλούτο που συνέρρευσε από το νέο κόσμο στον παλιό, θα ζούσαμε ίσως ακόμα υπό φεουδαρχικό καθεστώς

Βέβαια, κάποτε ο νέος κόσμος αυτονομήθηκε από τους γέρους Ευρωπαίους γονείς του. Ό λα τα παιδιά φεύγουν κάποτε από το σπίτι τους και κάνουν δικό τους νοι­κοκυριό. Οι πρωτοπορίες που κινούν την ιστορία, συνεχώς ανανεώνονται καισυνε- χώς διαφοροποιούνται. Εμείς οι κομουνιστές δεν διεκδικήσαμε ποτέ για τον εαυτό μας τον τίτλο του μοναδικού πρωτοπόρου στην ιστορία αν και πολλοί από μας έχουν την ηλίθια τάση να πιστεύουν πως, πριν από μας ο κόσμος μπουσουλούσε ως νήπιο μόνο και μόνο γιατί λείπαμε εμείς ενώ, αν εξαφανιστούμε εμείς, ο κόσμος θα χάσει οριστικά και αμετάκλητα τους πρωτοπόρους του. Είναι ίδιον των ηλίθιων να νομί­ζουν πως είναι αναντικατάστατοι, χωρίς να παίρνουν υπόψη πως τα νεκροταφεία είναι γεμάτα αναντικατάστατους, όπως έλεγε ο Κλεμανσό. Εν πάση περιπτώσει, στην πορεία μας προς τα μπρος πρέπει να συνυπολογίζουμε και τη φύρα από την αριστερή εκδοχή της βλακείας, ου μην αλλά και της αριστερής αγραμματοσύνης. Και δεν υπάρχει μεγαλύτερη αριστερή βλακεία από αυτή που θεωρεί τον καπιταλισμό εξ υπαρχής και εξ ορισμού εχθρό της κοινωνικής ανάπτυξης.

Βρε ηλίθιοι, ο πολιτισμός εντός του οποίου ζείτε είναι καπιταλιστικός. Ο σιδη­ρόδρομος, το ατμόπλοιο, το αυτοκίνητο, το αεροπλάνο, το τηλέφωνο, ο ασύρματος, το ραδιόφωνο, οι ακτίνες Ρέντγκεν, η ιατρική τεχνολογία, ο κινηματογράφος, η διάσπαση του ατόμου, ο φωνογράφος, η ηλεκτρογεννήτρια, ο ηλεκτρικός λαμπτή­ρας, η τηλεόραση, το βίντεο, οι ακτίνες λέιζερ, το κόμπακτ-ντισκ πλέγιερ, το μικρο­τσίπ, ο κομπιούτερ, όλα αυτά και χιλιάδες άλλα εφευρέθηκαν και μπήκαν στη ζωή μας για να την ευκολύνουν (μερικοί ανίατα ηλίθιοι και βαθύτατα συντηρητικοί λένε για να τη δυσκολέψουν) υπό καπιταλιστικό κοινωνικό καθεστώς.

Ο πολιτισμός που δημιούργησε ο καπιταλισμός είναι εντελώς μεγαλειώδης. Σου κόβεται η ανάσα μπροστά στα κολοσιαία επιτεύγματά του. Ο καπιταλισμός απελευ­

60

Page 58: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

θέρωσε, με έναν εντελώς πρωτόφαντο στην ιστορία τρόπο, τις παραγωγικές και δημιουργικές δυνάμεις του ανθρώπου. Εμείς οι μαρξιστές, όμως, πιστεύουμε πως δεν απελευθερώθηκαν όλες οι δυνάμεις που θα μπορούσαν να απελευθερωθούν κάτω από τις σημερινές συνθήκες ανάπτυξης. Δεν μπήκαν όλοι οι άνθρωποι στην παραγωγή, δεν αξιοποιήθηκαν όλα τα ταλέντα, δεν κηρύχτηκε «γενική επιστράτευση» για την παραπέρα ανάπτυξη του πολιτισμού.

Ο μαρξισμός και ο κομουνισμός που αυτός συνεπάγεται, δεν «σκοτώνουν» τον καπιταλισμό, αντίθετα τον σέβονται απεριόριστα θεωρώντας τον άμεσο πρόγονο. Απλώς, προσπαθούν να βγάλουν την κοινωνία από τα αδιέξοδα που δημιούργησε ο καπιταλισμός, σε μια δεδομένη στιγμή της καλπαστικής του ανάπτυξης. Ο κομου­νισμός δεν είναι το αντίθετο του καπιταλισμού, είναι η συνέχεια του καπιταλισμού. Παίρνει τα κοινωνικά πράγματα εκεί που τα αφήνει ο καπιταλισμός και τα αναπτύσ­σει παραπέρα. Τουλάχιστον έτσι πιστεύει ο μαρξισμός του Μαρξ κι όχι ο μαρξισμός του μπακάλη της γειτονιάς μου που συμπαθεί, λέει, το ΚΚ, έτσι γιατί του φαίνεται συμπαθητικό.

Ως πότε λοιπόν θα στηρίζουμε τον αγώνα μας στα συναισθήματα; Το μυαλό γιατί το ’χουμε; Για να συντάσσουμε ωραίους λόγους κατά τις προεκλογικές περιόδους; Εδώ εξαντλείται ο αγώνας μας ως πρωτοπόρων; Ω, γέρο-Κάρολε, που ’σαι να δεις τα «παιδιά» σου! Τα μισά γεννήθηκαν ελαττωματικά. Και πολύ συναισθηματικά!

61

Page 59: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

12. Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΔΕΝ ΑΓΑΠΑΕΙ ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ...

0 χρυσός αιώνας για τον οποίο πρώτος μίλησε ο Ηράκλειτος, δεν υπήρξε ποτέ. Παρά ταύτα, ποτέ ο άνθρωπος δεν παραιτήθηκε από την προσπάθεια να βελτιώσει ■πς συνθήκες ύπαρξής του στη Γη ώστε, αν μη τι άλλο πνευματικότερο, να πεθάνει χορτάτος. Και μη μου πείτε πως πεθαίνει κανείς το ίδιο αποτελεσματικά και χορ­τάτος και πεινασμένος, γιατί το πρόβλημα εδώ δεν είναι το μετά θάνατον, αλλά το πριν από το θάνατο. Ο μουσουλμανικός Παράδεισος, mo πρακτικός από το δικό μας (και με καλή κουζίνα), είναι γεμάτος πιλάφια και σερμπέτια (και χανουμάκια), αλλά δεν νομίζω πως εκλήθη σε γεύμα εκεί κανένας ζωντανός και εξαθλιωμένος μουσουλ­μάνος. 'Οπως και να ’ναι πάντως όλοι οι παράδεισοι όλων των θρησκειών (υπάρχει μια μεγάλη ποικιλία παραδείσων, ώσιε να μπορεί κανείς να διαλέξει αυτόν που του ταιριάζει, με την ίδια περίπου έννοια που διαλέγει τον τόπο των διακοπών του) έλεγα πριν από την παρένθεση πως οι παράδεισοι, αν και φανταστικοί, έπαιξαν έναν πραγ­ματικό ρόλο στη ζωή των ζωντανών. Συνετέλεσαν αποφασιστικά στο να εδραιώσει και να εξαπλωθεί ο πανάρχαιος πόθος για μια καλύτερη ζωή εδώ στη Γη. Κι αν ο μωαμεθανισμός είναι μια πολύ κοσμική θρησκεία, που της αρέσει να μπερδεύεται πολύ στα γήινα, είναι γιατί το πιλάφι και το σερμπέτι συνεχίζουν να παίζουν το ρόλο τους στη διατήρηση του οράματος για μια καλύτερη ζωή εδώ στη Γη. Ενώ ο χρι­στιανισμός, με τα πνευματικά του ιδανικά, εκτός του ότι δεν πέτυχε και πολλά πράγματα όσον αφορά την πνευματικότητα του χριστιανού εκείνου που θα βασίσει την πνευματική του ανάπτυξη μόνο στα Ιερά Κείμενα, είχε ως αποτέλεσμα και μια παραίτηση από το κυνήγι του πλούτου. Θα μου πείτε, αυτό είναι πάρα πολύ καλό και δείχνει άνθρωπο φιλοσοφημένο. Ναι, αλλά, δεν είναι φιλόσοφοι όλοι αυτοί οι αφελείς θιασώτες της χριστιανικής ολιγάρκειας, θα έλεγα πως είναι μάλλον ηλίθιοι παρά φιλόσοφοι.

Οι χριστιανοί έπρεπε να βρουν έναν τρόπο να γίνουν ελαφρώς, ελαφρότατα, μωα­μεθανοί, χωρίς όμως να εγκαταλείπουν τον πνευματικό χριστιανισμό. Και τον βρή­καν. Συγκεκριμένα, τον βρήκε ο Γερμανός καλόγερος Μαρτίνος Λούθηρος το 1516. Σου λέει, και δικαίως, ο άνθρωπος: Η σχέση με το Θεό είναι σχέση προσωπική. Γιατί, λοιπόν, ανακατώνεται η Εκκλησία, και κυρίως η καθολική Εκκλησία σε τούτη την τετ-α-τετ σχέση;

Ανάμεσα στο Χριστό και τον πιστό πρέπει να μεσολαβεί μόνο η Βίβλος και κανένας άλλος κερατάς απ’ αυτούς που παριστάνουν τους ειδικούς στο διακανονισμό

62

Page 60: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

ττ)ς πνευματικής ζωής του ανθρώπου. Κάτω, λοιπόν, ο Πάπας, ο προϊστάμενος των μεσολαβητών και των πλασιέ της πίστης που ανταλλάσσουν τις προσφερόμενες πνευματικές υπηρεσίες με υλικά αγαθά, χωρίς ωστόσο να προσδιορίζουν την ισο­τιμία, ίσα ίσα για να γίνεται πιο άνετα η ρεμούλα

Ο Λούθηρος με τη μεταρρύθμισή του, που ονομάστηκε προτεσταντισμός (από το ρήμα protester που σημαίνει διαμαρτύρομαι, εξ ου και διαμαρτυρόμενοι οι προτεστά- ντες) έφερε τα πάνω-κάτω. Για πρώτη φορά στην Ιστορία κάποιος τολμάει να πει πως η πίστη στο Θεό, ή σε ό,τι άλλο, είναι μια εντελώς προσωπική υπόθεση , θα λέγαμε υπαρξιακή και όχι κοινωνική υπόθεση, αντίθετα από την οργανωμένη Εκ­κλησία που είναι δεδομένο κοινωνικό.

Πρέπει, λοιπόν, να δίνει κανείς βάση στο Ευαγγέλιο (εξ ου και ευαγγελικοί οι διαμαρτυρόμενοι), αλλά όχι και στους παπάδες. Άλλωστε αφού οι περισσότεροι δεν μπορούν να διαβάσουν οέτε καν εφημερίδα, είναι φυσικό να μην μπορούν να δια­βάσουν το πολύ δυσκολότερο Ευαγγέλιο, ακόμα και στη σπάνια περίπτωση που κατανοούν, σε μας εδώ, την αλεξανδρινή διάλεκτο της μετάφρασης (από τα εβραϊκά) των Εβδομήκοντα. (Ό σο λιγότερο καταλαβαίνει κανείς τις ευαγγελικές ρήσεις, τό­σο καλύτερα κάνει τη δουλειά του το ιερατείο. Γιατί, αν ο πιστός καταλάβαινε τι ακριβώς λέει το Ευαγγέλιο και δεν το εισέπραττε σαν ένα περίεργο σιβυλλικό κεί­μενο, θα κινδύνευε να καταλήξει επαναστάτης, σαν εκείνον τον εκπληκτικό Βίλχελμ Βάιτλινγκ, τον όποίο διαδέχτηκε ο Μαρξ στην ηγεσία του γερμανικού κινήματος).

Ο μεγάλος κοινωνιολόγος Μαξ Βέμπερ αποδίδει, κατά κύριο λόγο, στον προτε­σταντισμό την τεράστια ανάπτυξη του καπιταλισμού. Σίγουρα δεν έχει άδικο, αν και ο προτεσταντισμός δεν προηγείται, αλλά έπεται της κοινωνικής ανάγκης για παρα­πέρα ανάπτυξη της οικονομίας. Θέλω να πω πως κατά το μαρξισμό (ο Μαξ Βέμπερ δεν ήταν μαρξιστής) δεν είναι ο προτεσταντισμός που δημιουργεί τον καπιταλισμό, αλλά ο ήδη εμφανισθείς το 1516 καπιταλισμός που δημιουργεί τον προτεσταντισμό!

Όπως και να ‘ναι, ο προτεσταντισμός είναι το χριστιανικό δόγμα που ταιριάζει γάντι στον καπιταλισμό. Διότι ενδοστρέφει τους ηθικούς κανόνες του χριστιανισμού και τους κάνει προσωπική υπόθεση του καθένα. Αλλά όταν ο καθένας αρχίσει να ερμηνεύει τους ηθικούς κανόνες του χριστιανισμού όπως τον βολεύει εκάστοτε, θα εμφανιστεί αυτομάτως μια ηθική μπακάλικη, μια ηθική μαναβική, μια ηθική δικη- γορίστικη, ιατρική, στρατιωτική, αρχιτεκτονική (μασονική) και πάει λέγοντας.

Μεγάλη εφεύρεση ο προτεσταντισμός! Ένα θρησκευτικό δόγμα κομμένο και ραμ­μένο στα μέτρα του «ελεύθερου ανθρώπου» που δεν δέχεται πλέον τους διαφωτιστές και τους πνευματικούς καθοδηγητές και μεταθέτει την ευθύνη για το ηθικώς ζην στο άτομο. Ο καθένας πλέον μπορεί να επιδιώξει τη σωτηρία της ψυχής του με τις δικές του και μόνο δυνάμεις. Κι αν θέλει να αμαρτήσει, ας αμαρτήσει όσο θέλει. Δικός του λογαριασμός και λογαριασμό δεν έχει να δώσει σε κανέναν παπά. Αν, ι:άλι, θέλει να αγιάσει, τόσο το καλύτερο γ ι’ αυτούς που δεν θέλουν να αγιάσουν και επιλέγουν

63

Page 61: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

το ευγενές σπορ της συσσώρευσης του πλούτου, το οποίο όπως ξέρουμε, δεν είναι ακριβώς χριστιανικό. Αλλά το χριστιανισμό θα κοιτάμε τώρα ή την οικονομική ανάπτυξη.

Μέχρι το δαιμόνιο Λούθηρο, η οικονομική ανάπτυξη εξαρτιόταν από την οργα­νωμένη Εκκλησία που κανόνιζε τα πάνια, με το αζημίωτο φυσικά, σαν ένας διακρι­τικός και συχνά εντελώς αδιάκριτος εργολάβος των πάντων. Με το Λούθηρο, τούτη η εργολαβία περνάει στους κοσμικούς, δηλαδή τους ταχύτατα ανερχόμενους αστούς και ο Πάπας τραβάει τα μαλλιά του. (Αν είχε γένια, γιατί ο Πάπας δεν έχει γένια, θα τα τραβούσε κι αυτά όπως συνέβη με τους δικούς μας παπάδες, όταν μπήκε πρόβλημα διακανονισμού της εκκλησιαστικής περιουσίας). Βέβαια, κονιά στον προτεσταντισμό, που είναι το κυρίαρχο δόγμα στην Αμερική (σημειώστε πως ο προτεσταντισμός, από τη φιλελεύθερη φύση του και μόνο, γίνεται αυτόματα το μητρικό δόγμα για τη δημιουργία μιας τεράστιας ποικιλίας χριστιανικών αιρέσεων), λέγαμε πως κοντά στον προτεσταντισμό συνεχίζουν, βέβαια, να υπάρχουν και τα προγενέστερα χριστιανικά δόγματα, που κατά σειράν εμφανίσεως είναι η Ορθοδοξία και ο καθολικισμός.

Και η μεν Ορθοδοξία δεν είχε και τόσο καλή τύχη από απόψεως προσηλυτισμού, έτσι που αδιαφορεί για τα εγκόσμια (μη σας ξεγελούν οι ορθόδοξοι ιεράρχες, γιατί είναι μάλλον προτεστάντες, αν και θα σου βγάλουν το μάτι αν τους το πεις κατά­μουτρα), ο δε καθολικισμός έγινε άκρως ενοχλητικός έτσι που προσπαθεί να ελέγξει τα πάντα, όπως τον παλιό καλό καιρό που ο Πάπας εκτός από πνευματικός ηγέτης ήταν και υπέρτατος κοσμικός άρχων, πάνω απ’ όλους τους κοσμικούς άρχοντες, πάνω απ’ όλους τους βασιλιάδες, πράγμα που είχε ως συνέπεια μια ατέλειωτη σειρά εξεγέρσεων και επαναστάσεων των κοσμικών κατά των θρησκευτικών ηγετών, και τανάπαλιν.

Ενώ η ειρηνικότατη Ορθοδοξία δεν γνώρισε ποτέ αναταραχές, τουλάχιστο σε μεγάλη έκταση. Ήσυχη και ενδοστρεφής η Ορθοδοξία έπαιξε πολύ μικρό ρόλο στην ανάπτυξη του καπιταλισμού. Και είναι βέβαιο πως αν εμείς εδώ δεν καταφέραμε να αναπτύξουμε σοβαρό και καλά οργανωμένο καπιταλισμό, ως ένα μεγάλο βαθμό το χρωστάμε στην Ορθοδοξία. Κανείς σοβαρός καπιταλιστής που σέβεται τον κα­πιταλιστικό εαυτό του δεν μπορεί να είναι ορθόδοξος. Μπορεί όμως να είναι καθο­λικός κι ακόμα καλύτερα προτεστάνιης. (Το ξαναλίω, η Αμερική είναι κατά κύριο λόγο προτεσταντική χώρα).

θα άξιζε να μελετηθεί ο ανασταλτικός ρόλος της Ορθοδοξίας και στην ανάπτυξη του ρωσικού καπιταλισμού. Καθώς και ο ρόλος της στην αυτοκρατορική οργάνωση του κράτους, παλιότερου και νεότερου. Γιατί, αν ο προτεσταντισμός ταιριάζει γάντι στον καπιταλισμό, η Ορθοδοξία ταιριάζει γάνα στις αυτοκρατορίες, με τη δυαρχική τους εξουσία.

Στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία ο κοσμικός άρχων (αυτοκράτωρ) μοιραζόταν την

64

Page 62: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

εξουσία με το θρησκευτικό άρχοντα (τον Πατριάρχη) κι έτσι ο μεν αυτοκράτωρ ήλεγχε τη συμπεριφορά, κυρίως την οικονομική, των υπηκόων του, ο δε Πατριάρχης τη συνείδηση των ίδιων υπηκόων. Και ούτως πως, κρατώντας τον υπήκοο η εξουσία κι «από- μέσα» κι «απέξω» έκανε έξοχα τη δουλειά της. Αλλά η αυτοκρατορία δεν είναι πρόσφορο διοικητικό σύστημα για την ανάπτυξη του καπιταλισμού, που προ­ϋποθέτει αναπτυγμένη προσωπική πρωτοβουλία, κι έτσι κάποτε κατέρρευσε σαν οργανωτικός και διοικητικός θεσμός.

Παρά ταύτα, εμείς εδώ επιμένουμε να πάρουμε την Πόλη και να ανασυστήσουμε τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Ε, ας την πάρουμε. Κι αν δούμε, όχι σοσιαλισμό, έστω και πράσινο, αλλά ψήγματα σοβαρού καπιταλισμού, να μου τρυπήσετε τη μύτη, αν και είμαι σίγουρος πως η μύτη μου θα παραμείνει ατρύπητη γιατί δεν προβλέπεται σύντομη επίθεση των ελληνικών στρατευμάτων κατά της Κωνσταντινουπόλεως. Κι έτσι εγώ ο απόγονος ΚωνΛανιινουπολιτών θα συνεχίζω να πηγαίνω στην Πόλη σαν τουρίστας, προκειμένου να βλέπω όσους από τους συγγενείς μου απόμειναν ακόμα εκεί. Και, κοίτα να δεις πλάκα: Εμείς οι Κωνστανπνουπολίτες δεν θέλουμε να πά­ρουμε την Πόλη και την Αγία Σοφία -ω , μεγάλε βασιλιά! Το θέλουν όμως κάτι βλαχαδερά. Τι νρ το^ Αζ ^ ν ε να την πάρουν. Ιδού η Πόλη, ιδού και το «πήδημα» (από τους Τούρκους). Έχετε ακούσει μήπως τίποτα για κείνο το περίφημο «οθωμανικόν δίκαιον»; Ε, αν έχετε ακούσει, πηγαίνετε στην Πολη να την πάρετε και θα καλοπεράσετε.

Το πόσο λείπει ο προτεσταντισμός από την Ελλάδα, γίνεται φανερό κι από κείνες τις φοβερές παραθρησκευτικές οργανώσεις τύπου «Ζωή», «Σωτήρ» και τα τέτοια. Κατά τον Χρήστο Γιανναρά, το μόνο Έλληνα θεολόγο που σέβομαι βαθύτατα, γιατί ποτέ δεν σπεκουλάρισε με την πίστη του, οι παραπάνω είναι προτεσταντικές .οργα­νώσεις και μόνο κατ’ όνομα εμφανίζονται ως ορθόδοξες. Ξέρουμε, άλλωστε, τι έκα­ναν αυτές οι οργανώσεις για να ενσταλάξουν το γνήσιο φιλελευθερισμό του λεσέ φερ (του άστα να πάνε από μόνα τους) στη διάρκεια του Εμφύλιου πολέμου και λίγο μετά, τότε που το πρόβλημα του εκκαπιταλισμού της χώρας ήταν άκρως επείγον. Όταν χρεοκόπησε η προσπάθεια για γρήγορη φιλελευθεροποίηση της Ελλάδας (με τη μάταιη βοήθεια των Αμερικανών), οι παραπάνω οργανώσεις πήραν την κατιούσα. Εντάξει «τα χριστιανόπουλα θα πάμε με χαρά, να βρούμε μήνυμα που φέρνει τη χαρά». Πήγαν που λέτε αλλά μήνυμα γιοκ.

Η Ελλάδα δεν έγινε προτεσταντική χώρα τότε που το πράγμα ήταν της μόδας, γιατί θα γινόταν με καθυστέρηση πέντε αιώνων περίπου; Είπαμε, είμαστε καθυστε­ρημένοι. Αλλά, διάολε, όχι τόσο όσο πίστευαν αυτοί οι δόλιοι που έστησαν τις εν λόγω θρησκευτικοπολιτικές οργανώσεις. Εν πάση περιπτώσει, η ελληνική ορθόδο­ξη Εκκλησία, με τις φεουδαρχικές της δομές, απέτυχε να βοηθήσει τον καημένο τον εγχώριο καπιταλισμό που έμεινε καθηλωμένος στο επίπεδο του κουλουρτζή και του σουβλατζή, που, βέβαια, είναι κι αυτοί ελεύθεροι επιχειρηματίες και τρέμουν τον

65

Page 63: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

κομουνισμό, γιατί «θα τους τα πάρει όλα». Και το πανέρι του κουλουρτζή και τη φουφού του σουβλατζή. Αυτοί που έλυσαν μ’ έναν εντελώς εκπληκτικό τρόπο το πρόβλημα της οικονομικής ανάπτυξης δια της θρησκείας (για την ακρίβεια; και δια της θρησκείας) ήταν οι πάντα δαιμόνιοι Άγγλοι. Κράτησαν από τον καθολικισμό ό,τι τους βόλευε, πήραν κι από τον προτεσταντισμό ό,τι τους ήταν χρήσιμο, τα χτύπησαν γερά στο μίξερ του πρωτοπόρου αγγλικού καπιταλισμού (το τι χρωστάει ο διεθνής καπιταλισμός στην Αγγλία, δεν λέγεται) και έφτιαξαν την Αγγλικανική Εκκλησία, νόθον τέκνον εκ διασταυρώσεως καθολικισμού και προτεσταντισμού.

Η καημένη η Ορθοδοξία πάλι έμεινε απέξω. Κανείς σοβαρός καπιταλιστής δεν τη θέλει, γιατί είναι αναπαραγωγική. Παρά ταύτα όμως, εκείνα τα φρούτα που αυτοονομάστηκαν νεοορθόδοξοι, παριστάνοντας κι από πάνω τους «αριστερούς» κάποιοι απ’ αυτούς, επιμένουν πως η Ορθοδοξία κατέχει το μυστικό για τη λύση των κοινωνικών προβλημάτων. Κύριοι, αφήστε την Ελλάδα να γίνει καπιταλιστική χώρα και αντέστε στο Άγιο Όρος! Το σοσιαλισμό τον γεννάει ο καπιταλισμός, όχι η Ορθοδοξία.

66

Page 64: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

13. ΟΙ ΕΞΟΡΙΣΤΟΙ ΤΗΣ ΕΥΦΟΡΗΣ ΚΟΙΛΑΔΑΣ...

Φτώχεια είναι η κατάσταση εκείνη κατά την οποία η επιβίωση αποτελεί την πρώτη και σχεδόν τη μοναδική φροντίδα του ανθρώπου. Ο φτωχός δεν ζει, επιβιώνει οταν μπορεί να επιβιώσει. Το γνωστό <ζωή, όχι επιβίωση» παραπέμπει στη σταθερή απαίτηση του ανθρώπου από τότε που έγινε σάπιενς (έμφρων, σκεπτόμενος) να α- ποδεσμευτεί κάποτε από τον αγώνα για την επιβίωση και να μπει στο αγώνα της ζωής. Πέρασαν αιώνες ατέλειωτοι από τότε που ο άνθρωπος κατάλαβε πως σκοπός της ύπαρξής του στη Γη 3tv είναι η επιβίωση, όπως στα ζώα, αλλά η ζωή,, κι ωστόσο το σύνθημα «ζωή, όχι επιβίωση» διατηρεί πάντα η σημασία που είχε την εποχή του ανθρώπου του Νεάνιερταλ. Είναι λίγοι αυτοί που όντως ζουν. Οι περισσότεροι είτε επιβιώνουν, είτε ψευτοζούν με το φόβο πως θα χάσουν και τη δυνατότητα επιβίωσης που εξασφάλισή στους περισσότερους ο καπιταλισμός. Ο καπιταλισμός όντως εξα­σφάλισε στους περισσότερους αυτή τη δυνατότητα Γιατί τα πριν απ’ αυτόν κοινω­νικά συστήματα θα μπορούσαν να έχουν σαν σύνθημα το «επιβίωση, όχι θάνατος». Η διαφορά ανάμεσα στα δύο σλόγκαν είναι προφανής. Σήμερα, μπορεί να επιβιώσει κανείς ασκώντας το «επάγγελμα» του ζητιάνου. Όμως, σκεφτήκατε ποτέ πως στο Μεσσαίωνα και ζητιάνος να ’σουν και να εξαρτούσες τη ζωή σου αποκλειστικά από την ελεημοσύνη, θα ήταν αδύνατο να επιβιώσεις; Τότε, ήταν τόσοι λίγοι οι πλούσιοι, που κι αν φανταστούμε όλους τους πλούσιους ελεήμονες και φιλεύσπλαχνους, θα κατάφερναν να κάνουν να επιβιώσουν δια της ελεημοσύνης μόνο ένα εντελώς ασή­μαντο ποσοστό από τις στρατιές των πλήρως εξαθλιωμένων. Αυτή η κατάσταση διαρκεί κάπου 13 αιώνες, από τους λεγάμενους Σκοτεινούς Χρόνους που διαδέχονται τον 5ο αιώνα, την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, μέχρι το 18ο ή το 19ο αιώνα

Η φεουδαρχία, που αρχίζει να οργανώνεται σε κοινωνικό σύστημα μετά την πτώ­ση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, βάζει μια στοιχειώδη τάξη στο χάος που προκαλεί τούτη η πτώση, έτσι που οι μάζες των λαών της Ευρώπης εγκαταλείπονιαι στην κακή τους μοίρα, καθώς οι δούλοι χάνουν τους δουλοκτήτες που εξασφάλιζαν στο δούλο τουλάχιστον ένα κομμάτι ψωμί για να μπορεί να δουλεύει. (Κανείς καλλιερ­γητής δεν αφήνει το βόδι του να ψοφήσει από την πείνα, κι αν βρεθεί μπροστά στο δίλημμα, θα προτιμούσε ίσως να πεθάνει το παιδί του ή ο γονιός του, που δεν μετέχουν στην παραγωγική διαδικασία, παρά να καταστραφούν τα μέσα παραγωγής που για αιώνες ατέλειωτους είναι τα ζώα ή οι άνθρωποι που αντιμετωπίζονται σαν ζώα στο δουλοκτητικό σύστημα παραγωγής).

Μέχρι το 18ο ή το 19ο αιώνα, λοιπόν, το σύνθημα <ζωή. όχι επιβίωση» το κάνουν

67

Page 65: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

πράξη μόνο οι ελάχιστοι πλούσιοι της εποχής, ενώ γιο την απέραντη μάζα των εξαθλιωμένων το άλλο σύνθημα, που λέει «ετηβίωση, όχι θάνατος», λειτουργεί σαν εφιάλτης. Δεν πρέπει να μας εξαπατούν οι πολιτισμοί που αναπτύχτηκαν αυτά τα 1.300 χρόνια, που η φτώχεια είναι η κυρίαρχη κατάσταση σ ’ όλο τον κόσμο. Γιατί όποιος κι όσος πολιτισμός εμφανίστηκε αυτά τα χρόνια είναι δημιούργημα των ελάχιστων πλούσιων που, όταν δεν έχουν ανάμεσά τους ικανούς ανθρώπους, παίρ­νουν στη δούλεψή τους τους εκ των εξαθλιωμένων ταλαντούχους και τους δίνουν ένα κομμάτι ψωμί για να σκέφτονται και να δημιουργούν για λογαριασμό της άρχουσας τάξης ή για να παράγουν τέχνη προς τέρψιν της ίδιας άρχουσας τάξης.

Δεν πρέπει να μας διαφεύγει πως η συμφωνική μουσική, π.χ., εμφανίστηκε, ανα­πτύχτηκε και ολοκληρώθηκε στην κλασική της μορφή μέσα στις αυλές των βασι­λιάδων, των πριγκίπων και των αρχόντων.

Ο Μπαχ, η πιο μεγάλη μορφή σ ' ολόκληρη την ιστορία της συμφωνικής μουσι­κής, πέρασε όλη του τη ζωή σαν μεροκαματιάρης παραγωγός έντεχνων ήχων στις αυλές των αρχόντων και ποτέ δεν χόρτασε ψωμί αυτός και η πολυμελής οικογένειά του. Σήμερα, όλοι οι χορτάτοι ακούν Μπαχ και νιώθουν «ρίγη συγκινήσεως» από τη θεία μουσική του, χωρίς να πολυνοιάζονται κάτω από ποιες φοβερές συνθήκες δημιουργήθηκε αυτή η εκπληκτική μουσική. Ας κάνουν λοιπόν τον κόπο να μάθουν κάτω από ποιες συνθήκες ο Μπαχ έγραψε τα «Βραδεμβουργιανά Κοντσέρτα» μπας και ντραπούν που σήμερα στηρίζουν με τον οβολό τους ας πούμε τον Σαββόπουλο που παριστάνει το μουσικό, ροκανίζοντας το χρήμα των άμουσων και των απαίδευ­των αυτού του τόπου. Πάλι καλά να λες που θαυμάζουν τον Σαββόπουλο. Γιατί οι περισσότεροι εκστασιάζονται κυρίως με τους σκύλους που γαβγίζουν στα σκυλάδι­κα.

Θέλω να πω ότι το γεγονός πως σήμερα υπάρχουν πολύ περισσότεροι πλούσιοι απ’ όσους υπήρχαν πριν άπό έναν ή δύο ή δώδεκα αιώνες δεν σημαίνει και πάρα πολλά πράγματα από πολιτιστικής απόψεως. Σημαίνει όμως πάρα πολλά πράγματα από οικονομικής απόψεως. Διότι αυτοί που πετούν τα λεφτά τους στα σκυλάδικα σε μας εδώ, μπορεί να είναι βάρβαροι, αλλά η βαρβαρότητά τους είναι... νέου τύπου. Οι σύγχρονοι βάρβαροι έχουν λύσει το πρόβλημα της επιβίωσης, χωρίς ωστόσο να έχουν λύσει και το πρόβλημα της ζωής και αντιλαμβάνονται την «καλή ζωή» σαν δυνατότητα να «τ’ ακουμπά» κανείς μέρα παρά μέρα στα μπουζούκια, κάνοντας πλούσιους κι άλλους ομοίως πρωτόγονους, που μάλιστα, αυτοχαρακτηρίζονται «λα­ϊκοί καλλιτέχνες».

Παρά ταύτα, όμως, είτε βαρβαρίζων, είτε πολιτισμένος, ο πλούσιος είναι πλού­σιος. Και είναι πάρα πολύ καλό μια κοινωνία να έχει πλούσιους, έστω κι αν σου γυρίζουν τα έντερα βλέποντάς τους να μην ξέρουν τι να κάνουν τον πλούτο τους, σαν να νιώθουν αμήχανοι που βρέθηκαν πλούσιοι, σαν να θεωρούν την κατάστασή τους αφύσικη, σαν να νοσταλγούν τον «παλιό καλό καιρό» της «έντιμης φτώχειας»,

Page 66: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

τότε που η φτωχογειτονιά ήταν κάτι σαν θερμοκήπιο των καλών αισθημάτων.Δεν παίρνουν υπόψη τους τούτοι οι αφελείς νοσταλγοί πως το θερμοκήπιο κατα-

στράφηκε, όχι γιατί χάθηκαν ξαφνικά τα «καλά αισθήματα», αλλά διότι έλειψε το λίπασμα για να τραφούν τα κολοκυθάκια και να γίνουν εν καιρώ κάτι καλύτερο από κολοκυθάκια. Και έτσι τα παλιά κολοκυθάκια της γραφικής φτωχογειτονιάς, σε μας εδώ μεγάλωσαν και έγιναν κολοκύθες, τουτέστιν εργολάβοι δημόσιων έργων, εντε­λώς ακατάλληλων για δημόσια χρήση, που το βράδυ τα «σπαν», γιατί δεν ξέρουν να κάνουν τίποτα καλύτερο. Και γιατί γιορτάζουν τη μετάβαση από το στάδιο της επιβίωσης στο στάδιο της ζωής, μιας ανούσιας ζωής είναι αλήθεια, αλλά εν πάση περιπτώσει χωρίς το άγχος που δημιουργεί εκείνη η τρομερή επίκληση της Κυρια­κής Προσευχής: «δος ημίν σήμερον».

Διότι ο καλός Θεός άκ^υσε την αγωνιώδη επίκληση και κάτι έδωσε στα καλύτερα εκ των τέκνων του (μη με ρωτάτε πως κατάλαβε ότι αυτά είναι τα καλύτερα), τους έδωσε λοιπόν και για σήμερα και για αύριο και για μεθαύριο και για όλη η ζωή, που δεν είναι πλέον μια ζωή αφιερωμένη στην επιβίωση. Αν έδινε ο Θεός και μυαλό, θα ήταν ακόμα καλύτερα τα πράγματα. Όμως ακούσατε ποτέ κανέναν να λέει στην προσευχή του π ον vow ημών τον επιούσιον 8ος ημίν σήμερον» ·.

Και πολύ καλά κάνει και δεν το λέει. Διότι η ανθρωπότητα, παρά την αύξηση του αριθμού των πλουσίων, παρά τη μείωση του αριθμού των φτωχών, συνεχίζει να έχει άλυτο το πρόβλημα της επιβίωσης όλων των ανθρώπων κι όχι μόνο των προνομιού­χων. Κι όσο υπάρχουν άνθρωποι που έχουν βασικό τους μέλημα την επιβίωση, αυτοί που έχουν λύσει το πρόβλημα της επιβίωσης σύντομα θα υποχρεωθούν να πάρουν μέτρα για τη ζωή τους. Ήδη οι μισοί οπλοφορούν για να αντιμετωπίσουν την πιθανή επίθεση εκείνων που δεν έχουν λύσει το πρόβλημα της επιβίωσης.

Και, βέβαια, προκειμένου να επιβιώσει κανείς, και θα σκοτώσει και θα κλέψει, και θα ρημάξει. Πάντως γι’ αυτό τον τερατώδη αγώνα για την επιβίωση που συνεχίζεται, η φύση ευνόησε τη γυναίκα, γιατί χρειάζεται περισσότερο απ’ όσο ο άντρας, για τη διαιώνιση του είδους. (Ένας άντρας μπορεί να γονιμοποιήσει περισσότερες της μιας γυναίκες, συνεπώς μια κοινωνία με εκατό ας πούμε γυναίκες και με ένα μόνο άντρα θα μπορούσε θαυμάσια να διαιωνιστεί).

Έλεγα, λοιπόν, πως κάθε γυναίκα έχει μια «φάμπρικα» ανάμεσα στα σκέλια της, που θα μπορούσε να τη βάλει μπροστά πάρα πολύ εύκολα, μέσα σε οποιεσδήποτε συνθήκες. Και μη μου πείτε πως η πορνεία είναι ανήθικο πράγμα, γιατί στον αγώνα για την επιβίωση τίποτα δεν είναι ανήθικο.

Η επιβίωση είναι α-ηθική, δηλαδή τοποθετημένη πέραν της ηθικής, και όχι ανή­θικη. (Δεν υπάρχει μια ηθική για ζώα, ας πούμε μια σκυλίσια ηθική). Με το ίδιο σκεπτικό, α-ηθικοί κι όχι ανήθικοι είναι και οι κλέφτες. Ό χι οι κλέφτες τύπου Κοσκωτά και Κουτσόγιωργα, γιατί αυτοί δεν είναι ακριβώς κλέφτες, είναι απατεώνες κι αυτό είναι εντελώς διαφορετικό. Οι απατεώνες δεν έχουν πρόβλημα επιβίωσης,

69

Page 67: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

έχουν πρόβλημα εύκολης αύξησης του πλούτου. Και μεις εδώ σήμερα μιλάμε για τις δυσκολίες της επιβίωσης, όχι για τις δυσκολίες του πλούτου, που είναι εντελώς πολυτελείς σε σχέση με τις δυσκολίες της επιβίωσης.

Οι άνθρωποι λοιπόν που αγωνίζονται για την επιβίωση βρίσκονται πολύ πιο κοντά στην αρχική ανθρώπινη κατάσταση του ζώου και συνεπώς τοποθετούνται αυτόματα πέραν της ηθικής. Αλλά και πέραν της αισθητικής — και πέραν των πάντων. Η φτώχεια κάνει πολλή καλή παρέα με την άγνοια, την αγραμματοσύνη, την πρόληψη, τη δεισιδαιμονία. Η φτώχεια περιορίζει ασφυκτικά τα όρια της ζωής και αποκλείει από τον άνθρωπο τη δυνατότητα για έναν παραπέρα εξανθρωπισμό. Γιατί ο άνθρωπος είναι το μόνο ον στη φύση που δεν γεννιέται μόνο αλλά και γίνεται. Οι φτωχοί είναι καταδικασμένοι να περιοριστούν σ ’ όσα τους χάρισε η φύση, χωρίς να ’χουν τη δυνατότητα να αναπτύξουν μέσα στην κοινωνική ζωή τούτα τα φυσικά χαρίσματα.

Μια όμορφη γάτα είναι μια όμορφη γάτα και τίποτα περισσότερο από όμορφη γάτα. Μια όμορφη γυναίκα, όμως, θα μπορούσε να είναι και κάτι περισσότερο από όμορφη γατούλα — εκτός κι αν είναι Βουγιουκλάκη, οπότε θα παραμείνει γατούλα έως θανάτου και μάλιστα εφτάψυχη και ως εκ τούτου φαινομενικά αγέραστη. (Το ημε­ρολόγιο, υπό την επενέργεια του ωρολογίου, δουλεύει το ίδιο καταστροφικά για όλους, προκαλώντας ρίγη τρόμου για τον πάντα επικείμενο θάνατο όλων. Κάποιοι θαρραλέοι όμως διασκεδάζουν πολύ με το τικ-τακ του ρολογιού, όπου το ένα βήμα προς το θάνατο ορίζεται από το χρόνο που παρεμβάλλεται ανάμεσα στο τικ και το τακ).

Πριν από διακόσια μόλις χρόνια ευημερούσε μόλις το 10% του πληθυσμού της σημερινής αναπτυγμένης Ευρώπης και Αμερικής. Σταδιακά, η φτώχεια πέρασε από το 90% στο 30%. Ενώ σήμερα βρίσκεται, κατά στατιστικό μέσο όρο, στο 20%. Δηλαδή 20% των ανθρώπων στον πολιτισμένο δυτικό κόσμο, κι όχι σ ’ όλο τον κόσμο, γιατί αν επεκτείνουμε τη στατιστική σ ’ όλο τον κόσμο θα μας στρίψει, συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν οξύτατο πρόβλημα επιβίωσης. Βέβαια, σε σχέση με το 90% των φτωχών του 18ου αιώνα, το σημερινό ποσοστό του 20% φαντάζει εντελώς ασήμαντο. Αλλά δυστυχώς δεν εμφανίζει τάσεις παραπέρα συρρικνώσεως, όπως γινόταν συνεχώς υπό καπιταλιστικό καθεστώς μέχρι το 1940 περίπου. Είναι βέβαιο, κι αυτό δεν το λένε μόνο οι μαρξιστές, πως ο καπιταλισμός εξάντλησε τις δυνατό- τητές του να μεταφέρει όλους τελικά τους ανθρώπους από την κατάσταση της φτώ­χειας στην κατάσταση της ευημερίας.

Όμως, τούτο το καπιταλιστικό κατάλοιπο του 20% φτώχειας αποκλείεται να μη δημιουργήσει κοινωνικά προβλήματα. Το 20% του πληθυσμού μιας αναπτυγμένης χώρας δεν είναι μικρό για να γίνει αποτελεσματικό ένα γιουρούσι στα σούπερ μάρ- κετ. Βέβαια, η σπουδαία καπιταλιστική εφεύρεση του επιδόματος ανεργίας, που το καπιταλιστικό καθεστώς δεν το δίνει γιατί σκοτίζεται και πολύ για τους άνεργους,

70

Page 68: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

βλλά γιατί νοιάζεται πάρα πολύ μην κάνουν γιουρούσι οι άνεργοι και τα κάνουν όλα λίμπα, το επίδομα ανεργίας λοιπόν θα είναι αποτελεσματικό όσο υπάρχει κάποιο περίσσευμα από το 80% των μη φτωχών.

Όμως, τι χαμπάρια μάστορα του κράτους προνοίας, αν ξεσπάσει και πάλι κανένα κραχ; (Η ηχοποίητη λέξη κραχ παράγεται από τον ήχο κρατς-κρουτς που κάνει μια οικοδομή την ώρα που καταρρέει). Χάρη στο επίδομα ανεργίας, το 20% που είναι οι φτωχοί μπορούν να κρατηθούν στα ποδάρια τους. Και το μόνο που χρειάζεται ένας πεινασμένος για να κάνει γιουρούσι είναι να στέκεται στα ποδάρια του.

Να λοιπόν γιατί ο καπιταλισμός πρέπει να καταργήσει επειγόντως το επίδομα ανεργίας, όπως προτείνει λογικότατα η άκαρδη κυρία θάτσερ, που ξέρει καλά τι κάνει. Όμως, πως να αφαιρέσεις από τον εργαζόμενο τα κεκτημένα, χωρίς να τη βρεις από αλλού; Εν πάση περιπτώσει, από κάπου θα τη βρει τελικά ο καπιταλισμός. Αργά ή γρήγορα, δεν Ιχει σημασία.

71

Page 69: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

14. 01 ΕΦΟΠΛΙΣΤΕΣ

Το εμπόριο δημιούργησε τον πλούτο ή ο πλούτος το εμπόριο; Πολύ χαζή ερώτηση, θα πείτε ίσως. Ό λοι ξέρουν πως τον πλούτο τον δημιουργεί η δουλειά. Αμ, δε που το ξέρουν όλοι! Οι αστοί οικονομολόγοι δεν το ξέρουν, ή μάλλον κάνουν πως δεν το ξέρουν και επιμένουν πως τον πλούτο τον δημιούργησε, κατά κύριο λόγο, το εμπόριο. Χωρίς να αναρωτιούνται που βρήκαν οι έμποροι το εμπόρευμα, ποιοι και με ποιον τρόπο και κάτω από ποιες συνθήκες παρήγαγαν το εμπόρευμα των εμπόρων; Κι ωστόσο όλοι ξέρουν πως από τον έμπορο προηγείται ο παραγωγός.

Συνεπώς, η αρχική πηγή του πλούτου πρέπει να αναζητηθεί στο στάδιο της πα­ραγωγής και όχι της εμπορίας. Βέβαια, οι έμποροι πλουτίζουν πιο εύκολα και πιο γρήγορα, από ό,τι οι παραγωγοί. Κι όταν εδώ μιλάμε για παραγωγούς δεν εννοούμε μόνο τους σημερινούς ή τους παλιότερους βιομηχάνους. Διότι μέχρι τον 18ο αιώνα δεν υπάρχουν βιομήχανοι, υπάρχουν μόνο βιοτέχνες, ενώ αυτά που κυρίως εμπορεύο­νταν τότε οι έμποροι δεν είναι τα βιοτεχνικά αλλά τα γεωργικά προϊόντα. Και από το 16ο αιώνα και μετά, και τα εξωτικά προϊόντα του Νέου Κόσμου, που οι έμποροι τ ’ αρπάζουν από το Νέο Κόσμο χωρίς να τα πληρώνουν και τα πουλούν στον Παλιό Κόσμο πανάκριβα.

Κι ωστόσο, παρά την ακρίβεια, όλοι πέφτουν με τα μούτρα στο πιπέρι, την κα­νέλα, τον καπνό κι όλα τ ’ άλλα περίεργα προϊόντα, που δεν είναι καθόλου αναγκαία για τη ζωή του ανθρώπου (αιώνες ατέλειωτους έζησαν οι άνθρωποι χωρίς πιπέρι και θα ζούσε περισσότερο ο καθένας μας χωρίς καπνό). Όμως, αγοράζονται μετά μανίας, διότι λειτουργούν σαν σημεία αναγνώρισης των πλουσίων, που ούτε IX αεροπλάνα είχαν τότε, ούτε Μερσεντές, ούτε καν ουίσκι, φτηνό ή ακριβό αδιάφορο. Έχουν όμως τώρα πλέον πιπέρι και ταμπάκο, κι αυτό είναι κάτι το πολύ σπουδαίο για το γόητρο του πλούσιου.

Ο Καημένος ο πλούσιος εκείνου του καιρού, ενώ έχει ένα σωρό λεφτά, το μόνο φανταχτερό που μπορεί να πάρει με αυτά είναι ρούχα κεντητά με σαράντα μέτρα ύφασμα η κάθε βράκα, ή να προσλάβει άλλους τρεις υπηρέτες, τον ένα για να καθαρίζει το προχόλ, τον άλλο για να σκουπίζει το χολ και τον παράλλο για να ασκεί την ειδικότητα του καθαριστή της τουαλέτας.

Πλήξη και ανία. Που ούτε ερωτικά σκάνδαλα μπορούν να την καλύψουν (ταλαί­πωρε Παπανδρέου, γεννήθηκες αργά), ούτε οι μπαλάντες, ούτε τα ιπποτικά μυθιστο­ρήματα που αρχίζουν να εμφανίζονται αυτή την εποχή. Ευτυχώς που υπήρχε και η μουσική, να λες. Γιατί αυτή τελικά έσωσε την κατάσταση, μετατρέπονιας όλους τους

72

Page 70: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

αργόσχολους σε φιλόμουσους, πράγμα που, από ένα διάστημα και μετά, είχε σαν συνέπεια τη ραγδαία ανάπτυξη της δυτικής μουσικής.

Το εμπόριο λοιπόν, και κυρίως το υπερατλαντικό εμπόριο, ανθεί από το 16ο αιώνα και μετά και κάνει πλούσιους πάρα πολλούς. Βέβαια, δεν πρόκειται ακριβώς για το εμπόριο που ξέρουμε σήμερα, αλλά μάλλον για αρπαγή του προς πώλησιν προϊό­ντος. Κι όταν παίρνεις τζάμπα και πουλάς πανάκριβα είναι φυσικό να πλουτίζεις μόνο μ’ ένα «εμπορικό» ταξίδι στην Αμερική.

Αξίζει να σημειωθεί εδώ πως ακόμα δεν έχει εμφανιστεί αυτή την εποχή η ειδι­κότητα του εφοπλιστή, γιατί ο έμπορος και ο πλοιοκτήτης του 16ου αιώνα είναι ένα και το αυτό πρόσωπο, όπως και στην αρχαιότητα άλλωστε. Μ’ άλλα λόγια, γίνονται έμποροι αυτοί που είναι σε θέση να αγοράσουν ένα πλοίο, το κόστος κατασκευής του οποίου αποσβένεται |ΐε το ένα δέκατο του εμπορεύματος ενός και μόνο ταξιδιού στην Αμερική. Μετά απ αυτό το ταξίδι θα μπορούσες και να βουλιάξεις το πλοίο σου. Άλλωστε, αυτό ήταν ο κανόνας, γιατί το πλοίο δύσκολα άνιεχε και σ ' ένα δεύτερο ταξίδι.

Το ίδιο κόλπο, αλλά για άλλους λόγους, το εφάρμοσαν οι Αμερικανοί αμέσως μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Για να στείλουν την αμερικανική βοή­θεια στην Ευρώπη, έφκιαξαν πλοία μιας χρήσεως ή ολίγων χρήσεων, τα περίφημα «λίμπερτι». Τα οποία ωστόσο οι ατσίδες 'Ελληνες εφοπλιστές τα αγόρασαν έναντι πινακίου φακής και τα έκαναν από μονής, πολλαπλής χρήσεως. Μέχρι που τελικά βούλιαζαν κάτω από το βάρος της ηλικίας τους, που ωστόσο δεν ήταν καθόλου μεγάλη, όπως καταλαβαίνετε, δεδομένου ότι φκιάχτηκαν για μια χρήση, δηλαδή για ένα ταξίδι, άσχετα αν έκαναν τελικά εκατό και βάλε.

Τα λίμπερτι πήραν το πολύ σωστό παρατσούκλι «σκυλοπνίχτες». Αλλά αν δεν πνίξεις και μερικούς ναύτες ή επιβάτες, πώς θα γίνεις γρήγορα πλούσιος; Τέτοια θα λέμε τώρα; Προέχει η οικονομική ανάπτυξη της χώρας! Άλλωστε, χωρίς τους σκυλοπνίχτες (ονομάστηκαν έτσι γιατί όταν έμπαινες εκεί μέσα κινδύνευες να σε πνίξουν σαν νιογέννητο κουιαβάκι κι έτσι να πας σαν το σκυλί στ’ αμπέλι, για να θυμηθούμε και μια άλλη ισιορία με σκύλους), χωρίς τους σκυλοπνίχτες έλεγα πως θα μπορούσαμε να υπερηφανευόμαστε σήμερα για τον εμπορικό μας στόλο;

Δηλαδή, πως θα θέλατε να δημιουργηθεί αυτός ο στόλος; Με την ανέλκυση των βουλιαγμένων τριηρών στη ναυμαχία της Σαλαμίνας; Ας σοβαρευτούμε λιγάκι, κι αν νιώθουμε ρίγη εθνικής υπερηφάνιας για τον εμπορικό στόλο μας, δεν πρέπει να νιώθουμε ταυτόχρονα και ρίγη φρίκης από την απανθρωπιά των πλοιοκτητών. Γιατί τα δυο ρίγη μαζί θα μας αποτρελάνουν εντελώς. Τουλάχιστον ας μάθουμε να ξεχω­ρίζουμε τα ρίγη μεταξύ τους. Έτσι κι αλλιώς θα μας πάρει πολύ χρόνο μέχρι να μάθουμε να ξεχωρίζουμε, σ ’ αυτόν εδώ τον τόπο των πολλαπλών συγχύσεων, τον εκμεταλλευτή από τον εκμεταλλευόμενο, γιατί προς το παρόν ο εκμεταλλευόμενος δεν καταλαβαίνει και τόσο πως είναι εκμεταλλευόμενος και περνάει τον εαυτό του

73

Page 71: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

για αφεντικό, μόνο και μόνο γιατί ονειρεύεται να γίνει αφεντικό κάποτε.Δηλαδή, ο Ωνάσης πως ξεκίνησε από λούστρος, που λέει ο λόγος; Ε, αφού ο

Ωνάσης, ξεκίνησε από λούστρος, όλοι οι λούστροι νομιμοποιούν αυτομάτως το όνειρό τους να γίνουν Ωνάσηδες. Αυτή ακριβώς είναι η κρυφή γοητεία της μπουρ­ζουαζίας, που λέει κι ο Μπουνιουέλ. Να γοητεύεις τους εξαθλιωμένους με το όνειρο του πλούτου, όνειρο για το οποίο κανένας ονειροκρίτης δεν δίνει έγκυρη ερμηνεία.

Κι όταν εμφανίστηκε ο Μαρξ οργίστηκαν όλοι οι εκδότες και συγγραφείς ονει­ροκριτών απανταχού της ονειρευόμενης οικουμένης. Και με το δίκιο τους. Είναι πολύ δυσάρεστο να διακόπτουν τον ύπνο σου τη στιγμή που ταξιδεύεις ονειρικά για την Αμερική ως Κολόμβος. Κι είναι πολύ άχαρο να σου μιλάει κάποιος για το περίφημο αβγό του Κολόμβου: Αν θέλεις να στήσεις ένα αβγό όρθιο με τη μύτη, πρώτα το βράζεις κι ύστερα το σπας στη μύτη για να «κάτσει».

Αυτή ακριβώς τη μέθοδο ακολούθησαν όλοι οι σοβαροί καπιταλιστές: Αν δεν λιανίσεις τον άνθρωπο, δεν θα ανορθώσεις την ανθρωπότητα! Τη σημερινή ευτυχία μας τη χρωστάμε στα θύματα ολόκληρης της ανθρωπότητας, από υπάρξεως ανθρώ­που επί της Γης. Ας τραγουδήσουμε, λοιπόν, όλοι μαζί το «επέαατε θύματα». Διότι τα πολλά θύματα δεν έπεσαν στο πεόίο της μάχης (τι ιστορία, τέλος πάντων, αυτό ειδικά το «πέσιμο») αλλά πήγαν σαν το σκυλί στ’ αμπέλι που λέγαμε, ή πνίγηκαν σ ’ όλους τους σκυλοπνίχτες από υπάρξεως ναυπηγικής τέχνης. Η ευτυχία μας είναι η συνέπεια μιας απέραντης δυστυχίας, σωρευμένης μέσα στους αιώνες.

Είναι αλήθεια, λοιπόν, αυτό που λένε οι αστοί ιστορικοί της Πολιτικής Οικονο­μίας, πως δηλαδή το υπερατλαντικό εμπόριο έκανε πλούσια τη Δύση, μετά το 16ο αιώνα. Ναι, αλλά πριν ταξιδέψουν στην Αμερική οι έμποροι, από κάπου κέρδισαν τα λεφτά για να αγοράσουν τα πλοία. Τα κέρδισαν κάνοντας παράκτιο εμπόριο με τα πλοιαράκια τους, καταρχήν στις ακτές της Ιταλίας, που προσφέρεται πολύ για το θαλασσινό εμπόριο. Αυτό ακριβώς που ήταν η αρχή για το μετέπειτα μυθικό πλούτο της Βενετίας και της Γένοβας. Και τούτο το παράκτιο εμπόριο δεν θα γινόταν δυνατό αν στην Ιταλία του Πρώιμου Μεσαίωνα δεν αναπτύσσονταν τα μπούργκους που λέγαμε σε προηγούμενο κείμενο μ’ έναν εκπληκτικά γρήγορο ρυθμό, το 'να δίπλα στ’ άλλο.

Μην ξεχνάμε ότι η Ιταλία ήταν το κέντρο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Συνεπώς, οι διαδικασίες τόσο της φεουδαρχοποίησης της κοινωνίας όσο και της μπουργκο- ποίησης (μπουρζουοποίησης, θα λέγαμε αλλιώς, και για να καταλαβαινόμαστε), δηλαδή της δημιουργίας των αστικών πόλεων (μπούργκους), ήταν πιο γρήγορες στην Ιταλία από ό,τι στην άλλη Ευρώπη. Άσχετα από το γεγονός πως η Ιταλία αργότερα έμεινε λίγο πίσω σε σχέση με την καπιταλιστική ανάπτυξη της Ολλανδίας στην αρχή, της Αγγλίας μετά και της Γαλλίας στη συνέχεια, αυτό τον καιρό είναι πρωτοπόρος, θα μπορούσαμε να πούμε μάλιστα πως ο καπιταλισμός εμφανίστηκε στην Ιταλία, εδραιώθηκε στην Ολλανδία, τελειοποιήθηκε στην Αγγλία και έγινε

74

Page 72: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

πολιτικό καθεστώς για πρώτη φορά στη Γαλλία (1789).θέλω να πω με τα παραπάνω πως ο καπιταλισμός δεν γεννήθηκε δια παρθενογέ-

νεσεως. Δεν μας τον έφεραν οι έμποροι από την Αμερική, αν και ο ρόλος αυτών των υπερατλαντικών εμπόρων είναι πάρα πολύ σημαντικός στην παραπέρα καπιταλιστι­κή ανάπτυξη.

Βέβαια, είναι αλήθεια ότι στην Ιταλία του 15ου αιώνα τελείται μια πολύ εντυπω­σιακή εμπορική επανάσταση, όπως τη λένε, κι ότι αυτή η επανάσταση προηγείται κατά τρεις αιώνες από την πρώτη βιομηχανική επανάσταση (18ος αιώνας) και κοντά τέσσερις από τη δεύτερη Βιομηχανική Επανάσταση (19ος αιώνας). Το θαλασσινό εμπόριο, που αναπτύσσεται εντυπωσιακά στην Ιταλία του 15ου αιώνα ευκολύνει τα μάλα την ανάπτυξη του καπιταλισμού. Αλλά τον καπιταλισμό δεν τον δημιουργεί αυτό.

θυμάστε ελπίζω που λέγαμε πως οι αστοί οικονομολόγοι τοποθετούν την εμφά­νιση του καπιταλισμού το 13ο αιώνα, ενώ ο Μαρξ το 16ο. Τώρα καταλαβαίνετε καλύτερα γιατί υπάρχει αυτή η χρονική διαφορά ανάμεσα στους δυο τρόπους χρο­νολόγησης. Διότι, μεταθέτοντας την εμφάνιση του καπιταλισμού προς τα πίσω (13ος αιώνας) έχουμε τη δυνατότητα να μιλάμε για καπιταλισμό πριν από τη δειλή εμφά­νιση της βιομηχανίας το 16ο αιώνα, δηλαδή πριν από την εμφάνιση του αρχικού προλεταριάτου και με κύριους παράγοντες της οικονομικής ανάπτυξης τους εμπό- ρους.

Αλλά, διάολε, έμποροι υπήρχαν από πάντα. Έμποροι υπήρχαν και στο δουλοκτη­τικό και στο φεουδαρχικό κοινωνικό, σύστημα. Κάποιοι, τέλος πάντων, πρέπει να διακινούν τα εμπορεύματα που παράγουν κάποιοι άλλοι, κάτω από οποιοδήποτε κοινωνικό καθεστώς. Έτσι κι αλλιώς το εμπόριο δεν είναι ίδιον του καπιταλισμού. Ίδιον του καπιταλισμού είναι η μισθωτή εργασία, κυρίως αυτή που αναφέρεται στο στάδιο παραγωγής του εμπορεύματος. Όπως και να το κάνουμε, η αρχική πηγή του κέρδους δεν μπορεί να είναι το εμπόριο, είναι οπωσδήποτε η παραγωγή. Και το γεγονός πως υπήρξε όντως ένα κλεπτικό εμπόριο χωρίς παραγωγή, το υπερατλαντικό εμπόριο στα πρώτα του στάδια, αμέσως μετά την ανακάλυψη της Αμερικής, δεν μας επιτρέπει να συνάγουμε το συμπέρασμα πως ο πλούτος που υπάρχει σήμερα είναι η συνέπεια της παραπέρα ανάπτυξης εκείνου του παλιού πλούτου, που σώρευσαν οι θαλασσοπόροι.

Άλλωστε, ακόμα κι αν δεχτούμε πως εκείνος ο αρχικός πλούτος έπαιξε αποφα­σιστικό ρόλο στην ανάπτυξη του καπιταλισμού, πάλι δεν λέμε τίποτα, γιατί εκείνος ο πλούτος αβγάτισε αργότερα, όταν σταμάτησε το άρμεγμα της Αμερικής, Βόρειας και Νότιας. Και αβγάτισε γιατί στο μεταξύ, από το 16ο αιώνα και μετά, μπαίνει μπροστά η φοβερή και τρομερή φάμπρικα, ο χώρος όπου αποσπάται άνετα η υπε­ραξία, δηλαδή η απλήρωτη εργατική δύναμη που παρακρατά ο βιομήχανος από το βιομηχανικό εργάτη.

75

Page 73: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

'Chav λέμε προλετάριος εννοούμε κυρίως το βιομηχανικό εργάτη. Το λέω αυτό για να σταματήσουμε να παριστάνουμε όλοι τους προλετάριους. Αλλά και για να δείξω πως η ανάπτυξη της καπιταλιστικής οικονομίας συρρίκνωσε το ρόλο του βιομηχανικού εργάτη, γιατί στο σημερινό τρόπο παραγωγής σημαίνοντα ρόλο παί­ζουν και άλλου είδους εργαζόμενοι, πλην των κυρίως ειπείν προλετάριων, ας πούμε οι διοικητικοί υπάλληλοι, οι μάνατζερ, οι οικονομολόγοι, οι μηχανικοί κι ένα σωρό ακόμα μη προλετάριοι, αλλά μισθωτοί και συνεπώς οιονεί προλετάριοι.

Μεταφέροντας την κύρια πηγή του πλούτου στο εμπόριο από την παραγωγή, οι αστοί οικονομολόγοι προσπαθούν να κρύψουν, πιο σωστά να απαλύνουν κάπως το αναμφισβήτητο γεγονός της εκμετάλλευσης. Γιατί στο εμπόριο δεν υπάρχει εκμε­τάλλευση, υπάρχει μόνο εμπορικό κέρδος, που είναι κάτι άλλο.

Η εκμετάλλευση προϋποθέτει τον εργαζόμενο στην παραγωγή, όπου και δήμιουρ- γείται το κέρδος, ένα μέρος του οποίου θα πάει στον έμπορο για το δικό του κέρδος καθώς και για τα έξοδά του, όπως π.χ. η πληρωμή των υπαλλήλων, που κι αυτοί είναι εκμεταλλευόμενοι, αλλά εξαρτημένοι από την αρχική πηγή της εκμετάλλευσης, που τελείται πάντα στο στάδιο της παραγωγής, ενώ μ’ ένα νοητό «ιμάντα» μεταφέρεται παντού μέσα στην κοινωνία. Ακόμα και o l . παπάδες είναι εκμεταλλευόμενοι, εφόσον είναι μισθωτοί. Διότι ο μισθός τους βγαίνει υπό μορφήν κέρδους στο στάδιο της παραγωγής, και ένα μέρος αυτού του κέρδους καταλήγει στο δημόσιο ταμείο, υπό μορφήν φόρου.

76

Page 74: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

15. ΠΩΣ ΧΉΖΕΤΑΙ ΜΙΑ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ

Η εκμετάλλευση είναι αναγκαία προϋπόθεση για την ύπαρξη του πλούτου, λένε οι αστοί οικονομολόγοι. Και έχουν δίκιο. Και δεν διαφωνούν καθόλου επ’ αυτού με τον Μαρξ. Όμως, είναι άλλο πράγμα να αποφασίζει η κοινωνία ολόκληρη πως θα κατανεμηθεί το κέρδος (που πάνια είναι προϊόν εκμετάλλευσης) το οποίο παράγεται εντός της κοινωνίας και με διαδικασίες που θα ήταν αδύνατο να υπάρξουν έξω απ’ αυτήν, κι άλλο η κοινΑνία να παράγει και κάποιοι παμφάγοι τύπου Κοσχωτά ή Κουτσόγιωργα να αποφασίζουν πως πρέπει να κατανέμεται το κέρδος. Κι όταν α­ποφασίζουν λίγοι γνα ένα τόσο κρίσιμο θέμα, είναι φυσικό να κρατούν για τον εαυτό τους τη μερίδα του λέονιος από τα κέρδη. Βέβαια, οι εργαζόμενοι είναι απείρως περισσότεροι από τους εργοδότες, και θα μπορούσαν να επιβάλουν το δίκιο τους με τον όγκο τους και μόνο. Όμως, δεν μπορούν να το επιβάλουν. Το μόνο σοβαρό που κατάφεραν μέχρι σήμερα οι εργαζόμενοι μισθωτοί και μεροκαματιάρηδες είναι να διεκδικούν αύξηση μισθού δια των απεργιών. Πρόκειται για μια πάρα πολύ σπουδαία κατάκτηση, όμως το βασανιστικό πρόβλημα της ανισότητας στην κατανομή του πλούτου δεν θα λυθεί ποτέ δια των απεργιών. Μια απεργία μπορεί να βελτιώσει την κατάσταση του μισθωτού, αλλά δεν θα τον βγάλει ποτέ από την κατάσταση του μισθωτού, τουτέσιιν του εκμεταλλευόμενου.

Ο Μαρξισμός αντιμετώπιζε πάντα μια ενοχλητική «αντίφαση»: Από τη μια μεριά πρεσβεύει πως η δουλειά (για το μεροκάματο) είναι δουλεία, κι ότι κάποτε πρέπει η ανθρωπότητα να ελευθερωθεί από αυτή τη δουλειά, κι από την άλλη έχει απόλυτη συνείδηση του δυσάρεστου γεγονότος πως αν δεν δουλέψουμε σκληρά τώρα, η κοινωνία του μέλλοντος δεν θα έχει τόσο πλούτο, όσο χρειάζεται για να γίνει πράξη η κομουνιστική αρχή «στον καθένα κατά τις ανάγκες του», δηλαδή να παίρνει ο κάθε εργαζόμενος τόσα από το κοινό ταμείο μιας κοινωνίας, όσα του χρειάζονται.

Μια δυσκολία αναφύεται, αν αντιμετωπίσουμε τα πράγματα κάτω από αυτό το πρίσμα της προσδοκώμενης απόλυτης κοινωνικής δικαιοσύνης: Πώς θα πείσεις τους ζώνιες ότι πρέπει να εργαστούν σκληρά, και να αφεθούν να τους εκμεταλλευτούν σκληρά, προκειμένου να ζήσουν καλύτερα οι επιγενόμενοι; Ο εκμεταλλευόμενος νιώθει την εκμετάλλευση στο πετσί του, κι όχι στο πετσί του εγγονού του, ας πούμε, πόσο μάλλον του ανθρώπου του 2.500 μ.Χ. Κοινωνική δικαιοσύνη, λοιπόν, «εδώ και τώρα», όσο είμαι ζωντανός! Γιατί άμα πεθάνω θα αφεθώ στη... δικαιοσύνη του Θεού, πράγμα που βέβαια δεν ενδιαφέρει, ιδιαίτερα τους νοήμονες.

77

Page 75: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

Εδώ και τώρα λοιπόν, εντάξει, το ’πε και το ΠΑΣΟΚ αυτό. Αλλά είδατε που κατέληξε το ΠΑΣΟΚ μ’ αυτή τη δημαγωγία. Ενώ ήξερε πως μόνο η απεργία μπορεί να δώσει μια κάποια έννοια στο σύνθημα «εδώ και τώρα», όχι μόνο κυνήγησε τους απεργούς, αλλά ούτε καν τροποποίησε το σύνθημά του, να το κάνει ας πούμε «εδώ και του χρόνου», η «εδώ και ύστερα από δέκα χρόνια».

Είναι πάρα πολύ υψηλό το ιδανικό του Μαρξ. Και αποδείχτηκε πάρα πολύ δυ- σκολοεφάρμοστο πράγμα που δεν θα το περίμενε ο Μαρξ. Οι τρομερά γρήγοροι ρυθμοί ανάπτυξης του καπιταλισμού της εποχής του ήταν ο λόγος που πίστεψε πως, ο καπιταλισμός, πάρα πολύ σύντομα θα εξαντλήσει τα περιθώριά του και τις δυνα- τότητές του για παραπέρα ανάπτυξη, οπότε θα καταρρεύσει κατ’ ανάγκην και εξαι- τίας της αδυναμίας του να αναπτυχθεί κι άλλο. Βέβαια, ο Μαρξ ήξερε τι είναι η αποικιοκρατία καθώς και το ρόλο της στην ανάπτυξη του καπιταλισμού. Όμως δεν ήξερε σχεδόν τίποτα το σαφές ούτε για τον ιμπεριαλισμό, ούτε για τη νεοαποικιο­κρατία.

Δεν ήξερε δηλαδή ότι ο καπιταλισμός θα ενεργήσει «αυτοκρατορικά» (ιμπεριαλι­στικά) αλλά και ειρηνικά ως προς τις ενδοκαπιταλιστικές σχέσεις επιβάλλοντας την εξουσία του, σε διεθνές επίπεδο, μέσω των πολυεθνικών εταιρειών. Ότι, δηλαδή, θα διεθνοποιηθεί ειρηνικά, καταργώντας αυτόματα και για λογαριασμό του μόνο τα σύνορα κι αφήνοντας τη φροντίδα για τη φύλαξή τους στους αφελείς, που συνεχί­ζουν να πιστεύουν ακόμα πως τα δικά τους μικρά εθνικά συμφέροντα έχουν μεγα­λύτερη σημασία από τα μεγάλα διεθνή καπιταλιστικά συμφέροντα, τα εντελώς άσχε­τα προς τον εθνικισμό, τον οποίο ωστόσο εκμεταλλεύεται το διεθνές κεφάλαιο που συνδαυλίζει τους τοπικούς πολέμους όταν αυτοί είναι «παραγωγικοί» όπου και όσο μπορεί για το δικό του συμφέρον.

Ιμπέριουμ λέγεται η αυτοκρατορική εξουσία, δηλαδή η εξουσία που απορρέει από ένα και μόνο διοικητικό κέντρο και εκτείνεται σε μια τέραστια πολυεθνική έκταση. Το αυτοκρατορικό διοικητικό σύστημα οργάνωσης της κοινωνίας έπαιξε έναν τε­ράστιο ρόλο στην ιστορία. Αρκεί να θυμηθούμε την Αυτοκρατορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία (που ακριβώς γιατί ήταν αυτοκρατορία δεν ήταν ελληνική, διότι οι αυτοκρατορίες είναι κατ’ α­νάγκην πολυεθνικές). Και την Οθωμανική Αυτοκρατορία, που εμάς εδώ μας ενδια­φέρει εντελώς ιδιαίτερα. Υπάρχουν επίσης και άτυπες, αλλά πανίσχυρες αυτοκρα­τορίες, όπως η ναυτική αυτοκρατορία της Βενετίας, και στις μέρες μας η σχετικά προσφάτως καταρρεύσασα, επίσης ναυτική αυτοκρατορία της Αγγλίας.

Για να υπάρξει σήμερα μια αυτοκρατορία, δεν είναι ανάγκη να υπάρχει και αυ- τοκράτορας. Γιατί οι σύγχρονες πολυεθνικές εταιρείες αντικατέστησαν τον «πολυε­θνικό» αυτοκράτορα. Και διότι, κι αυτό είναι το σημαντικότερο, εκείνο που έχει σημασία είναι η οικονομία κι όχι το διοικητικό σύστημα καθεαυτό. Η πολιτική εξουσία είναι η εμφανής μορφή της άμορφης οικονομικής εξουσίας, και δεν έχει

78

Page 76: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

καμιά πρακτική σημασία αν, π.χ. εμείς εδώ, παριστάνουμε τους αυτεξούσιους και τους αυτόνομους, όταν μας εξουσιάζει το διεθνές κεφάλαιο δια των πολυεθνικών (αυτοκρατορικών) εταιρειών.

Άλλωστε, η ενωμένη Ευρώπη δεν είναι παρά μια παραλλαγή... αυτοκρατορίας. Τώρα πλέον, εμείς εδώ, μπορούμε να αισθανόμαστε υπερήφανοι ως Ευρωπαίοι (τι Ευρωπαίοι, δηλαδή, της πλάκας Ευρωπαίοι) αλλά αν συνετίσουμε να νιώθουμε και υπερήφανοι ως Έλληνες, η περηφάνια αυτή δεν θα διαφέρει καθόλου απ’ αυτήν που ένιωσαν οι Έλληνες στα 400 χρόνια της τουρκικής σκλαβιάς. Κι ας ξεχάσουμε μελλοντικές επαναστάσεις τύπου 1821. Γιατί το 1992, που η Ευρωπαϊκή Αυτοκρα­τορία αρχίζει και επίσημα τη δράση της, δεν είναι, βέβαια, το 1821. Πού να ψάχνεις, άλλωστε, για Κολοκοτρώνηδες και Καραϊσκάκηδες! Στην Εκάλη: Ή στην πλατεία Ρηγίλλης;

'Οταν λοιπόν στο εξής*φωνάζουμε «ζήτω η Ελλάς» πρέπει να ξέρουμε περί ποίου πράγματος ομιλούμεν. Διότι σε λίγο θα ομιλούμεν περί πτώματος, οπότε το «ζήτω» θα γίνει αυτομάτως σρυρεαλιστική ιαχή, ή τρελό επιφώνημα. Άντε, ας το πω κι εγώ για μια τελευταία φορά: Ζήτω η Ελλάς! Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει Το 1992 έχουμε βέβαια την κηδεία της, αλλά μέχρι τότε η Ελλάδα... ποτέ δεν πεθαίνει. Δεν τη σκιάζει φοβέρα καμιά. Ούτε καν η φοβέρα των πολυεθνικών αυτοκρατορικών εταιρειών. Να γιατί πρέπει να ανασυστήσουμε επειγόντως... τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, μιας και θα ήταν λίγο δύσκολο να ανασυστήσουμε την Αυτοκρατορία του Μεγάλου Αλεξάν­δρου. Πάντως, ίσως τα καταφέρναμε λίγο καλύτερα, αν επιχειρούσαμε να ανασυστή­σουμε την πιο κοντινή και πιο οικεία σε μας Οθωμανική Αυτοκρατορία, διορίζοντας αυτοκράτορα, δηλαδή σουλτάνο, όπως λενε τον αυτοκράτορα οι Τούρκοι, τον Πα- πανδρέου τον Α τον Πολιορκητή (της νοημοσύνης μας).

Εμείς οι αριστεροί είχαμε δίκιο όταν ζητούσαμε να μην ενταχτεί η Ελλάδα στην άτυπη Ευρωπαϊκή Αυτοκρατορία. Σκεπτόμενοι, όμως, ψυχραιμότερα, είπαμε: Τσιμέ­ντο να γίνει! Καλύτερα να ανήκουμε σε μια αυτοκρατορία, όπου έχουμε κάποια ελπίδα να εκπολιτιστούμε, παρά να βράζουμε στο ζουμί μιας βαρβαρότητας που πλασάρεται ως εθνική περηφάνια, στηριγμένη στην εθνική κληρονομιά, αν και απ’ αυτήν δεν κληρονομήσαμε παρά μόνο το οικόπεδο που λέγεται Ελλάς, και που το τεμαχίσαμε σε μικρότερα οικόπεδα, για να τα πουλάμε ευκολότερα, τώρα πια και σε ξένους πελάτες. Που πληρώνουν καλύτερα τα εκ της εθνικής κληρονομιάς τεμάχια ένδοξης γης.

Εμείς οι Έλληνες έχουμε μια καθαρά οικοπεδική αντίληψη περί πατρίδος: Κα­λύτερος Έλλην είναι αυτός που έχει στην ιδιοκτησία του περισσότερα στρέμματα ελληνικής γης. Ζήτω λοιπόν η Ελλάς των οικοπεδούχων και οικοπεδοφάγων. Ζήτω το Έθνος! Ζήτω ο εθνικός στρατός, που είναι του ΝΑΤΟ. Ζήτωσαν και οι αμερι­κανικές Βάσεις. Πωλείται λιανικά η Ελλάς σε τιμή ευκαιρίας. Κι όσοι δεν πρόλαβαν να πάρουν κάτι ελληνικό την περίοδο των εκπτώσεων (επί Παπανδρέου δηλαδή) ας

79

Page 77: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

σπεύσουν τώρα. Γιατί από το 1992 και μετά δεν θα υπάρχει τίποτα για πούλημα, αφού όλα θα έχουν ήδη πουληθεί. Εκτός, βέβαια, από την εθνική περηφάνια. Α, όλα κι όλα, αυτή δεν την πουλάμε με τίποτα. Μας χρειάζεται για τους ηλίθιους. Είναι καλό ψυχοφάρμακο η εθνική περηφάνια! Και δοκιμασμένης αποτελεσματικότητας. Η τε­λευταία επιτυχής δοκιμή έγινε στο Γράμμο και το Βίτσι. Τα σημάδια της επιτυχίας είναι ακόμα ορατά εκεί: Τα στρατιωτικά νεκροταφεία. Ζήτω και πάλι ζήτω η αθά­νατη και αιώνια Ελλάς — αιωνία της η μνήμη!

Κατακαημένε Μαρξ, που να ’ξερες τότε, ένας Γερμανός εσύ που ζούσες στο Λονδίνο, ότι στη θέση του ενός παγκόσμιου παλλαϊκού κράτους που ονειρευόσουν, θα εμφανιζόταν τελικά η ημιπαγκόσμια άτυπη αυτοκρατορία του ιμπεριαλισμού, που μας έδεσε χειροπόδαρα ανεπαισθήτως. Γ ιατί ο ιμπεριαλισμός δεν ασκεί πλέον εμ­φανή βία. από τότε που εγκατέλειψε ως άχρηστη την αποικιοκρατία (τη με τη βία κατάκτηση ξένων εδαφών) και υιοθέτησε την πολύ πιο αποτελεσματική νεοαποικιο­κρατία, δηλαδή τον οικονομικό αλλά όχι και τον άμεσο κυβερνητικό έλεγχο μιας χώρας.

Γιατί όλες οι νεοαποικιοκρατούμενες χώρες είναι βέβαια ελεύθερες. Συνεπώς, ελεύθερη είναι και η Ελλάδα. Ζήτω και πάλι η ελεύθερη Ελλάδα, που αγωνίζεται να διαφυλάξει το καθεστώς της ελεύθερης οικονομίας. Ζήτω ο Παπανδρέου, ζήτω ο Μητσοτάκης. Ζήτω κι ο μπακάλης της γειτονιάς μου, ο φανατικός οπαδός της ελεύθερης οικονομίας. Ζήτω κι εμείς οι Δον Κιχότες, που απομείναμε χωρίς άλογο, χωρίς Σάντσο Πάνισα, και το σημαντικότερο χωρίς Δουλτσινέα. Ευτυχώς να λες που δεν απομείναμε και χωρίς ανεμόμυλους, για να ’χουμε κάτι να κυνηγάμε. Γιατί, για να κυνηγήσεις τους καπιταλιστές είναι λίγο δύσκολο την σήμερον ημέραν. Αποδεί­χτηκαν πολύ ισχυροί αντίπαλοι. Και προς το παρόν μας νίκησαν στα σημεία. Για να δούμε, όμως, ποιος τελικά θα πέσει νοκ άουτ στον τελευταίο γύρο. Ο αγώνας συνεχίζεται. Σε όλα τα μέτωπα. Και με όλους τους τρόπους. Η ανθρωπότητα δεν θα παραιτηθεί ποτέ από το ιδανικό της κοινωνικής δικαιοσύνης. Κι όσοι δεν είναι μαζί μας είναι σαν να δηλώνουν πως δεν τους ενδιαφέρει η κοινωνική δικαιοσύνη. Που, βέβαια, τους ενδιαφέρει. Αλλά, τόσο όσο χρειάζεται για να μην ξεσηκωθούν οι λιγότερο χορτάτοι και οι αδικημένοι και τα κάνουν όλα γης Μαδιάμ.

Αυτή η υποκριτικότατη κοινωνική δικαιοσύνη του «κράτους προνοίας», που προ- νοεί μάλλον για τον εαυτό του παρά για τους αδικημένους (ή όσους νομίζουν πως είναι τέτοιοι, πράγμα που είναι το ίδιο από πρακτική άποψη). Το πονηρό κράτος προνοίας, λοιπόν, είναι που κρατάει τον καπιταλισμό στα ποδάρια του, έτσι που μελέτησε (ο καπιταλισμός) προσεκτικά την ψυχολογία της μάζας, και πήρε τα κα­τάλληλα μέτρα. Που ενώ είναι οικονομικά, δρουν κυρίως ψυχολογικά.

Σου λέει ο ολίγον μπούφος μεροκαματιάρης, οπαδός της ελεύθερης οικονομίας: Αφού έχω ένα κράτος προνοίας που προνοεί για μένα με τον ΟΓΑ, με το ΙΚΑ, με το Ταμείο Ανεργίας, αφού είναι πληρωμένα και τα έξοδα της κηδείας μου, τι διάβολο

Page 78: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

θέ&ω κι «ανακατώνομαι;» Ας κάτσω στ’ αβγά μου, να τα κλωσήσω. Και, που ξέρεις μπορεί να ξεπεταχτεί απ’ αυτά καμιά χρυσστόκος όρνιθα. Άλλωστε, βοηθώ την κλώσα και με το ΠΡΟ-ΠΟ και με το Λαϊκό Λαχείο, και με το Εθνικό Λαχείο. Μπορεί, λοιπόν, να γυρίσει ο τροχός...

Κι ο τροχός της ιστορίας γυρίζει όντως. Και κληρώνει για τους τυχερούς. Όμως, εγώ που δεν θέλω να ’μαι τζογαδόρος, τι θα απογίνω; Δεν είναι που «δεν με παίζουν», είναι που δεν θέλω να παίξω. Γιατί έχω σοβαρότερα πράγματα να κάνω. Και γιατί δεν αντιλαμβάνομαι τη ζωή ως τυχερόν παίγνιον. Κι όταν τζογάρω, θέλω να το κάνω για τη χαρά του παιχνιδιού αδιαφορώντας πλήρως για το αν χάσω ή κερδίσω. Έτσι κι αλλιώς, η χασούρα είναι βέβαιη για κάθε φιλοσοφημένο άνθρωπο, που έχει συνείδηση του γεγονότος του αμετάκλητου προσωπικού του θανάτου. Πάντως, για τους πιστούς μεν, αλλά οπαδούς της ελεύθερης οικονομίας, την τελευταία ζαριά θα τη ρίξει για λογαριασμό «ους ο Ά γιος Πέτρος, που φυλάει την πόρτα του Παρα­δείσου.

Φίλοι μου, ελάτε μαζί μας να παίξουμε συναρπαστικότερα παιχνίδια, κι αφήστε τα ζάρια. Δεν υπάρχει πιο συναρπαστικό παιχνίδι απ’ αυτό στο οποίο παίζεις το κεφάλι σου κορόνα γράμματα. Κάθε φορά που κερδίζεις λες; Κοίτα να δεις, κέρδισα το κεφάλι μου! Αν πάλι χάσεις, μικρό το κακό. Έτσι κι αλλιώς, κάποτε θα χάσεις οριστικά. Εκτός κι αν κερδίσεις τον Παράδεισο. Αλλά τι να σας πω, εμένα δεν με ενδιαφέρει ο Παράδεισος, με ενδιαφέρει η γη των Ηρωικά Απελπισμένων Ανθρώπων που κάνουν αγώνα την απελπισία τους, και προχωρούν με το κεφάλι ψηλά στον οριστικό αφανισμό. Βίβα λα μουέρτε, έλεγαν οι Ισπανοί επαναστάτες. Και ήξεραν τι έλεγαν. Όποιος φοβάται το θάνατο, φοβάται και τη ζωή. Κι όχι μόνο κομουνι­στής, αλλά ούτε καπιταλιστής της προκοπής δεν θα μπορούσε να γίνει. Ο Κολόμβος δεν θα τον έπαιρνε ούτε για μούτσο στο καράβι του.

Page 79: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

16. Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΗΤΤΑ ΤΗΣ «ΗΘΙΚΗΣ»

Το 15ο αιώνα τελειώνει ο Μεσαίωνας κι αρχίζει η Αναγέννηση. Ένας κόσμος πεθαίνει, κι ο καινούριος που γεννιέται τρελαίνεται απ’ τη χαρά του, έτσι που ανακαλύπτει τη χαρά της ζωής, έννοια παντελώς άγνωστη στη διάρκεια του Μεσαίω­να. Ο καπιταλισμός λοιπόν δοκιμάζει τα φτερά του κατά την Αναγέννηση,όταν οι παλιοί «εξ αίματος» άρχοντες ανακαλύπτουν με έκπληξη πως δεν είναι και τόσο κακό να κάνει κανείς παρέα με αγροίκους εμπόρους, αρκεί αυτοί να συμβάλλουν στο να γίνει mo αρχοντικό το αρχοντικό του άρχοντα φεουδάρχη. Τα αίματα, λοιπόν, αρχίζουν να μπερδεύονται μαζί με το μπέρδεμα των περιουσιών, κι ο Τζιάκομο Καζανόβα και οι όμοιοι του παίζουν αποφασιστικό ρόλο στο μπέρδεμα των αιμάτων που λέγαμε. Τα ήθη αρχίζουν να χαλαρώνουν — και τα σκέλια των γυναικών ευ­γενικής καταγωγής να γίνονται πιο εύκαμπτα (κορσέδες και οι ζώνες αγνότητας δεν εμπόδισαν ποτέ καμιά να κάνει τη δουλειά της). Δεν πρέπει να υποτιμάται λοιπόν ο ρόλος του έρωτα στην Ιστορία. Ό χι μόνο γιατί η Ιστορία εκτός απ’ την τραπε­ζαρία γράφεται ενίοτε και στην κρεβατοκάμαρα (όρα και Ανδρέα Παπανδρέου) πριν καταλήξει στο γραφείο του γραφιά ιστορικού, αλλά και διότι η ερωτική ελευθεριό­τητα σε κάνει να καταλαβαίνεις ευκολότερα πως τα πράγματα έχουν και μια όψη καθορισμένη απ’ τη φύση, κι όχι απ’ τους παπάδες ή τους άρχοντες, παλιούς και νεότερους, που ενεργούν κατά κανόνα παρά φύσιν, αν και έχουν την τάση να χα­ρακτηρίζουν «παρά φύσιν» κάθε φυσιολογική συμπεριφορά, τόσο στον έρωτα όσο κι αλλού.

Οι πιο <ηθικοί» άνθρωποι που έζησαν ποτέ στη Γη, έζησαν στο Μεσαίωνα; Η ηθική του Μεσαίωνα ήταν τόσο κολαρισμένη, που ήταν δύσκολο να τη «φορέσει» ένας φυσιολογικός άνθρωπος.

Βάρα ο παπάς απ’ τη μια, χτύπα ο δεσπότης απ’ την άλλη, κι όλη η Ευρώπη είχε καταντήσει... σκέτη Ελλάδα της σήμερον. Αντιερωτική και κατσούφα, θανατερή και πεισιθάνατη. Ό λοι οι άνθρωποι το Μεσαίωνα γεννιούνταν με προκαθορισμένη τη θέση τους στον κόσμο σύμφωνα με τη βούληση του θεού, ο οποίος διακανονίζει τα πάντα, όπως ακριβώς κι ο Ιμάμης Χομεϊνί στις μέρες μας. Άρχοντας γεννιόσουν; Άρχοντας θα πέθαινες. Κανένας κίνδυνος προλεταριοποίησης του άρχοντα, όπως στους δύσκολους καιρούς μας με τις κρίσεις και τα κραχ, που φέρνουν τα πάνω κάτω στη θεϊκή τάξη των οικονομικών, και όχι μόνο, πραγμάτων.

Ο άρχοντας τότε είχε όλη την ευθύνη για την καλή λειτουργεία του κόσμου, κι ο υποταχτικός ούτε καν διανοούνταν πως υπάρχει κάτι που λέγεται «προσωπική

82

Page 80: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

ευθύνη». Διότι τη μεν οικονομική ευθύνη για όλους την είχε ο άρχοντας, τη δε πνευματική ο παπάς, που βοηθούσε τον άρχοντα με τον τρόπο του, κατά την αρχαία συνήθεια. Καταμερισμός έργου, που λέμε, με τρόπο πολύ απλό. Τα του Καίσαρος τω Καίσαρι (δια του άρχοντα) και τα του θεού τω θεώ (δια της Ιεράς Εξετάσεως). Κι όποιος είχε αντίρρηση, αδύνατο να πάει για παράπονα στο δήμαρχο. Γιατί δεν υπήρχαν δήμαρχοι, ούτε δικαστές. Ούτε αστυνόμοι. Ούτε στρατηγοί. Όλες αυτές οι ιδιότητες συγκεντρώνονταν σ ’ ένα πρόσωπο: τον άρχοντα του φέουδου και μόνο σ ’ αυτόν. Ο Άρχων Αφέντης ήταν απόλυτος κύριος στο φέουδό του. Και για τις εξωτερικές υποθέσεις του κράτους, γιατί κράτος υπήρχε και τότε παρά ταύτα (αλί­μονο, λείπει το κράτος από την καταπίεση;) είχαν κι ένα βασιλιά, που ήταν ο προϊστάμενος όλων των φεουδαρχών του βασιλείου, και επέβλεπε τόσο τη βουλιμία του συγκεκριμένου φεουδάρχη που εποφθαλμιούσε το φέουδο του παραδίπλα φεου­δάρχη όσο και τον «εξωτερικό εχθρό», που υπήρχε και τότε.

Αυτό, για να μη νομίζετε πως τον «εξωτερικό εχθρό» τον ανακαλύψαμε εμείς οι Έλληνες. Είναι πανάρχαια εφεύρεση. Κι αν δεν υπήρχε ένας πραγματικός εξωτε­ρικός εχθρός, ο βασιλιάς κατασκεύαζε στα γρήγορα ένα φανταστικό. Γιατί χωρίς εξωτερικό εχθρό το κύρος του βασιλιά πέφτει πολύ, και η παρουσία του στο ανά­κτορο δεν δικαιολογείται πειστικά.

Τώρα ξέρετε γιατί ο Παπανδρέου, κι όχι μόνο, είχε τόση ανάγκη από έναν εξω­τερικό εχθρό. Που, ψάξ’ τον από ’δω, ψάξ’ τον από ’κει, τελικά τον βρήκε στην απέναντι ακτή του Αιγαίου, αν και τελικά όταν τον συνάντησε στο Νταβός, έγιναν πρώτης τάξεως φιλαράκια, λες και μόλις τότε ανακάλυπταν πως και οι δυο ήταν σύμμαχοι στο ΝΑΤΟ. Τέλος πάντων. Συμβαίνουν και στο Μεσαίωνα κάτι τέτοια. Συνεπώς συμβαίνουν κατ’ ανάγκην και στη σημερινή Ελλάδα, χώρα φεουδαρχική κατά βάσιν, όπου ο κάθε πολιτικάντης έχει το φέουδό του στην επαρχία και το σπίτι του στην Αθήνα.

Παρά την ηθική «καθαρότητα» και το πνευματικό σκότος του, ο Μεσαίωνας κάνει, ωστόσο, μερικές πολύ σημαντικές εφευρέσεις. Το αλκοόλ, για παράδειγμα, αποστά­χτηκε για πρώτη φορά στην Ιταλία γύρω στα 1100 μ.Χ., χωρίς κανείς να φαντάζεται τότε πως θα παίξει βασικό ρόλο στην εδραίωση της ανηθικότητας, που τόσο μισούσε ο Μεσαίωνας. Τα ματογυάλια ανακαλύφθηκαν επίσης στην Ιταλία το 1286 μ.Χ. χωρίς κανείς να σκέφτεται τότε την ηθική καταστροφή που θα προκαλέσουν, έτσι που τώρα πια μπορούσαν να διαβάσουν και οι μύωπες και οι πρεσβύωπες, με συνέ­πεια να πιάσουν οι ίδιοι στα χέρια τους τη Βίβλο και να μην την ακούν απαγγελ­λόμενη μόνο απ’ τον παπά που έλεγε ό,τι ήθελε, όπως και σήμερα εδώ στην Ελλάδα. Κι ύστερα και κανένα άλλο βιβλίο. Κι από βιβλίο σε βιβλίο, τσουπ, ο Σατανάς μπροστά σου να ξεπετιέται μέσα από καμιά σατανική σελίδα.

Κακό πράγμα για τη χριστιανική ηθική το βιβλίο! Εκτός βέβαια κι αν είναι εγκεκριμένο από την Αρχιεπισκοπή και δεν είναι καταχωρημένο στον περίφημο

83

Page 81: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

«ίντεξ λιμπρόρουμ προχιμπιτόρουμ», τουτέστιν «πίνακα βέβηλων βιβλίων», γνωστό στην ιστορία του σκοταδισμού και σαν ίντεξ σκέτα. Αφού υπάρχει το Βιβλίο, τι τα θέλουμε τα άλλα, έλεγαν οι παπάδες του Μεσαίωνα — και όχι μόνο του Μεσαίωνα. Κακό πράγμα να είσαι μεσαιωνικός, και στο Μεσαίωνα και μετά το Μεσαίωνα, που παρατείνεται διαπερνώντας τους αιώνες και φτάνει μέχρι τις μέρες μας.

Θα σας μιλήσω και για μια άλλη σπουδαία μεσαιωνική εφεύρεση: το ρολόι, το μηχανικό ρολόι φυσικά, γιατί ηλιακά ρολόγια και κλεψύδρες υπήρχαν απ’ την εποχή των Φαραώ. Εμφανίζεται, που λέτε, το μηχανικό ρολόι μάλλον στη βόρειο Ιταλία, κονιά στην Ελβετία, μάλλον κατά το τέλος του Ι3ου αιώνα. Ά λλη σατανική εφεύρεση αυτή, που έμελλε να κάνη πλούσιους τους Ελβετούς, μέχρι που εμφανί­στηκαν οι Γιαπωνέζοι με τα κουάρτζ για να μας κάνουν να βλέπουμε όπως αυτοί θέλουν την ώρα της Ιστορίας.

Κατά την ευρωπαϊκή περίοδο του ιστορικού χρόνου και κυρίως κατά την Αναγέν­νηση, όσο κοιτούν το ρολόι τους οι άνθρωποι, που τώρα είναι προσιτό, τόσο κα­ταλαβαίνουν πως ο χρόνος φεύγει και δεν γυρνά, οπότε αντί να το ρίξουν στην προσευχή, οι άθλιοι, το ρίχνουν στην πλάκα Και δώσ' του πάρτι και δώσ’ του χαρές και πανηγύρια. Κι ο παπάς να κοιτάει λοξά και να λέει: Πάει, χάλασε ο κόσμος (το λέει ακόμα). Αλλά ο κόσμος δεν χάλασε, φτιάχτηκε. Δεν πειράζει, μια άλλη φορά τον χαλάμε, αιδεσιμότατε! Υπάρχει άλλωστε και η Δευτέρα Παρουσία. Ίσως, μά­λιστα, χρειαστεί και Τρίτη. Ξέρεις τι γίνεται σ ’ αυτόν τον αμαρτωλό κόσμο; Εύκολο είναι να σώσει με μια ή με δυο καθόβους, του θεού στη Γη, τα χάλια που έχει; Εδώ, πρέπει να κάνουν βάρδιες όλοι οι θεοί της Οικουμένης, μπας και καταφέρουν κάτι.

Αυτά έχουν λοιπόν οι εφευρέσεις. Χαλούν τη θεϊκή τάξη. Και που ’σαι ακόμα! Που να ήξερε ο μεσαιωνικός άνθρωπος τι θα ‘βλεπαν τα μάτια μας μετά το Μεσαίω­να. Άντε να μιλήσεις, ας πούμε, για αεροπλάνο αυτή την εποχή και να μη σε πετάξουν αμέσως στην πυρά! Εδώ κοτζάμ Γαλιλαίος, που ήξερε πάρα πολύ καλά ότι «κινείταυι, υποχρεώθηκε να πει στους παπάδες «δεν κινείται», για να μουρμουρίσει από μέσα του « η όμως κινείται». Ό λα κινούνται, κι όχι μόνο η Γη του Γαλιλαίου. Κι αφού όλα κινούνται γιατί πρέπει να μένουν ακίνητα τα κοινωνικά συστήματα; Έλα ντε! Ίσως γιατί το πιο δυσάρεστο κούνημα που μπορεί να υπάρξει είναι αυτό της ακίνητης και κυρίως της κινητής περιουσίας. (Ήταν ανάγκη να υπάρχει και κινητή περιουσία εκτός απ’ την ακίνητη; Και, η πιο ακίνητη απ’ τις ακίνητες περιουσίες που θα μπορούσε να υπάρξει είναι το οικόπεδο. Το οικόπεδο δεν κινδυ­νεύει από τίποτα Ούτε απ’ το κούνημα από το σειαμό. Αγόρασε λοιπόν οικόπεδα Είναι η πιο σταθερή επένδυση).

Οι Άγγλοι, τούτοι οι μεγάλοι πρωτοπόροι του καπιταλισμού, λόγω πείρας προ­φανώς, έκαναν μια μεγάλη ανακάλυψη: Παρατήρησαν πως οι περιουσίες εξανεμίζο­νται ανά εκατονταετία Ύστερα από εκατό χρόνια το σημερινό μου ακίνητο (για τα κινητά ούτε λόγος, αυτά εξατμίζονται στο πι και φι) θα 'χει τόσο πολλούς ιδιοκτήτες

84

Page 82: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

οπό τη διασπαρμένη κληρονομιά, που δεν αξίζει πια να γίνεται λόγος για ακίνητη ατομική ιδιοκτησία μετά από εκατό χρόνια. Γι’ αυτό και όταν αγοράζεις ένα σπίτι στην Αγγλία, δεν το αγοράζεις ακριβώς, το νοικιάζεις για εκατό χρόνια, κι ύστερα περιέρχεται στο κράτος, που το νοικιάζει για άλλα εκατό χρόνια. Έτσι, μέσα σε χίλια χρόνια ένα αγγλικό σπίτι μπορεί να αλλάξει μόνο δέκα ιδιοκτήτες. Και, βέ­βαια, κανείς Άγγλος δεν νοιάζεται να πει, ως γνήσιος Έλλην: Ρε, τι κάνετε εκεί, αυτό το σπίτι θα είναι για πάντα δικό μου! (Δηλαδή των κληρονόμων του).

Όμως, αυτή η εκπληχτική αγγλική πονηρία κάπου αλλού αποσκοπεί τελικά; «Εκβιάζευ> ψυχολογικά τους επενδυτές να επενδύουν παραγωγικά στη βιομηχανία κι όχι στα ακίνητα, όπως εμείς εδώ με τον ιθαγενή καπιταλισμό μας — πού οι Άγγλοι να τον κάνουν καπιταλισμό, τον έρμο! Κι έτσι, μ ’ αυτό το εκπληχτικό σκεπτικό προέκυψε, πρώτα στην ^γγλία, η μονάδα μέτρησης του ιστορικού χρόνου, που είναι τα εκατό χρόνια. Που σημαίνει; Ένας χρόνος ανθρώπινης ζωής, αντιστοιχεί με εκατό χρόνια κοινωνικής ζωής.

Πράγματι, απ’ το Μεσαίωνα και μετά οι βαθιές τομές σε μια κοινωνία κυοφορού­νται επί εκατό χρόνια και γίνονται ορατές κάθε εκατό χρόνια. Σύμφωνα λοιπόν μ’ αυτό το χρονικΒ μέτρο, ο «υπαρκτός σοσιαλισμός» (στη Σοβ. Ένωση) έχει ιστορική ηλικία κάτω του ενός έτους. Ας μην περιμένουμε, λοιπόν, πολλά από ένα μωρό. Άλλωστε, όλα τα μωρά μεγαλώνουν. Μόνο οι μωροί δεν μεγαλώνουν στο μυαλό. Η μωρία ούτε με τη μονάδα του ιστορικού χρόνου μετριέται, ούτε με τίποτα. Είναι απροσμέτρητη. Όπως το βάθος του ουρανού. (Το βλακόμετρο δεν θα εφευρεθεί ποτέ).

Λέγαμε, λοιπόν, πως η Αναγέννηση ανακαλύπτει την ιστορική αξία της... ανηθι- κότητας. Ευτυχώς, γιατί με την,ατσαλάκωτη ηθική του Μεσαίωνα θα βρισκόμασταν ακόμα στο Μεσαίωνα. Η ανηθικότητα δεν παράγει έργον μόνο στα μπορντέλα, όπως θέλουν να λεν οι παπάδες, αλλά και στα εμπορικά καταστήματα. Σ’ όλα τα εμπορικά καταστήματα. Συνεπώς και στα μπορντέλα.

Και να γιατί δεν μπορεί να δει προκοπή ένας ηθικός έμπορας; Πρώτο, γιατί πρέπει να αντιμετωπίζει σαν εξ ορισμού εχθρούς, που πρέπει να εξοντωθούν, όλους τους άλλους εμπόρους που πουλάνε ομοαδές εμπόρευμα. Και επειδή δεν είναι εύκο­λο να τους σκοτώσει αν δεν είναι και Αμερικανός και γκάγκστερ, περιμένει το θεό να ενεργήσει ως δολοφόνος. Κι έτσι, όταν πεθάνα ο μπακάλης, ο μόνος που δεν θα τον κλάψει έστω κι αν τον κλαίει όλη η γειτονιά, είναι ο μπακάλης της άλλης γωνίας.

Δεύτερο, γιατί μπορεί να εκβιάσει τον παραγωγό, κυρίως τον παραγωγό αγροτικών προϊόντων που χαλούν, και να του αλλάξει τον αδόξαστο με το, ή μου τα δίνεις τόσο, ή σου τ ’ αφήνω και σαπίζουν.

Τρίτο, γιατί αν δεν ξέρει να κλέβει έστω και ένα γραμμάριο σε κάθε κιλό φέτα, ας πούμε, δεν θα έχει κι ένα κέρδος από πράγμα που δεν πούλησε. Διότι, ο κρυφός

85

Page 83: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

καημός κάθε έμπορα είναι να υπήρχε, λέει, ένας τρόπος να πουλάει χωρίς να σου δίνει τίποτα.

Βάσει αυτής της συλλογιστικής, γίνεται σκέτος χαμαιλέων και οξύνει στο έπαρκο την πονηριά του, αν και ηλίθιος ενίοτε. (Δεν πρέπει να συγχέεται η πονηριά με την εξυπνάδα, αν κι εδώ στην Ελλάδα έξυπνο ονομάζουμε συνήθως τον πονηρό).

Το ξαναλέω γιατί είναι πολύ σημαντικό: Χρωστάμε χάριτες στην Αναγέννηση που ανακάλυψε την τεράστια οικονομική σημασία της ανηθικότητας. Και δεν είναι α­νάγκη να πάτε στον Κοσκωτά για να σας το βεβαιώσει αυτό. Ρίξτε μόνο μια ματιά στις εν γένει συναλλαγές γύρω σας. Κι αν επισημάνετε έστω και μια συναλλαγή που να μην έχει μέσα της έστω και λίγους μόνο κόκκους αμαρτίας, εγώ να μη... δω Παράδεισο, που λεν κι οι χριστιανοί.

Η έννοια της συναλλαγής, λοιπόν, προέκυψε μαζί με το εμπόριο, στην αναγεν­νησιακή του μορφή. Βέβαια, πάντα αντάλλασσαν οι άνθρωποι τα εμπορεύματά τους, συνεπώς και στο Μεσαίωνα τα αντάλλασσαν, αλλά αν τότε σε συλλάμβαναν να κάνεις καμιά ζαβολιά χωρίς να είσαι άρχοντας ή παπάς, πήγαινες κατευθείαν στην πυρά. Ενώ τώρα η ζαβολιά γίνεται μόδα. Μια μόδα που είναι πάντα στη μόδα, από την Αναγέννηση και μετά.

Page 84: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

17. ΕΝΑ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟ «ΘΑΥΜΑ» ΠΑΝΩ ΣΤΑ ΕΡΕΙΠΙΑ...

0 έμπορος είναι προορισμένος για την οικονομική καταστροφή, αν δεν σεβαστεί το αρχαίο εμπορικό αξίωμα: Κάνε την ευνοϊκότερη για σένα επιλογή, έστω κι αν αυτή είναι εντελώς ανήθικη. Με το σταυρό στο χέρι, που λένε, εμπόριο δεν γίνεται, έστω κι αν αυτό αφορά τα προϊόντα που παράγουν οι καλόγεροι, που ενώ κάνουν απεγνω­σμένες προσπάθειες ν ' αγιάσουν, κάθε φορά που βγαίνουν να πουλήσουν μοναστη­ριακά προϊόντα και χειροτεχνήματα, υποπίπτουν σε μια «δέσμη» αμαρτημάτων, συ- ναρτημένων με τους περίφημους «νόμους της αγοράς», όπου η «ευνοϊκότερη για σένα επιλογή», που λέγαμε, είναι νόμος απαράβατος. Βέβαια, η ευνοϊκότερη για έναν έμπορο επιλογή δεν είναι κατ’ ανάγκην ευνοϊκότερη και για τον άλλον έμπορο, που αυτός θα επιλέξει την ευνοϊκότερη για κείνον επιλογή. Κι έτσι, η νοικοκυρά που θα πάει στον μπακάλη, η μόνη δυνατότητα επιλογής που έχει είναι ν ’ αγοράσει Β κιλά κρέας αντί για Α που είχε προγραμματίσει, ή να πάρει τα κρεμμυδάκια της απ’ τον κυρ- Μήτσο το μανάβη κι όχι απ’ τον κυρ-Γιάννη, τον άλλο μανάβη. Διότι ο κυρ-Μήτσος έκανε μια ευνοϊκή γι’ αυτόν επιλογή, που του επιτρέπει να πουλάει μια δραχμή φτηνότερα τα μπρόκολα.

Μια παραλλαγή της παραπάνω εμπορικής αρχής είναι: Ν’ αγοράζεις φτηνά και να πουλάς ακριβά. Όμως, είναι δύσκολο να πετύχεις κάτι τέτοιο αν δεν' αποθη­κεύσεις αυτά που αγόρασες ώστε να τα ρίξεις στην αγορά, όταν οι συνάδελφοί σου έμποροι δεν έχουν να ρίξουν σ ’ αυτήν τίποτα περισσότερο απ’ την απελπι­σία τους, διότι έκαναν μια επιλογή λιγότερο ευνοϊκή σε σχέση με τη δική σου. Η αποθήκη παίζει βασικότατο ρόλο στο εμπόριο, πολύ πιο βασικό απ’ αυτόν που παίζει το κυρίως κατάστημα, όπου είναι εκτεθειμένο προς πώλησιν το εμπόρευ­μα.

Την εποχή που δεν υπήρχαν ψυγεία η αποθήκευση των ευπαθών προϊόντων ήταν, βέβαια, αδύνατη. Κι αν η νοικοκυρά έχει κάθε λόγο να χαίρεται για την ανακάλυψη του ηλεκτρικού ψυγείου, ή έστω του ψυγείου πάγου, ο μπακάλης έκανε τούμπες απ’ τη χαρά του όταν του παρουσίασαν άλλοι έμποροι αυτό το μαγικό ντουλάπι, που μοιάζει με χρηματοκιβώτιο, και από μια άποψη είναι όντως. Ό χι μόνο γιατί το εμπόρευμα είναι χρήμα, αλλά κυρίως διότι μια κπλή επιλογή, όσον αφορά αυτά που θα αποθηκεύσεις, μπορεί να σε κάνει πολύ πιο εύκολα πλούσιο απ’ ότι οι τόκοι που θα ’παιρνες αν έβαζες τα χρήματά σου στην τράπεζα και όχι στο ψυγείο, υπό μορφήν εμπορεύματος. Φυσικά, μπορεί και να χάσεις αν κάνεις μια λανθασμένη

87

Page 85: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

επιλογή όσον αφορά τη σκοπιμότητα της αποθήκευσης, αλλά ας είχες το νου σου, όπως τον είχε ο ανιαγωνιστής σου.

Τα κρέατα χαλούν ευκολότερα από κάθε άλλο ευπαθές εμπόρευμα. Γι’ αυτό και μέχρι τα μέσα του Ι5ου αιώνα οι κρεατέμποροι ήταν εντελώς άγνωστο είδος εμπό­ρων. Φυσικά, χασάπηδες υπήρχαν και τότε, αλλά πουλούσαν μόνο φρέσκο πράγμα, όπως και σήμερα στα χωριά. Οπότε, κατά τα μέσα του Ι5ου αιώνα και ενώ ο Με­σαίωνας βαδίζει προς το τέλος του, γίνεται μια συγκλονιστική ανακάλυψη: Κάποιος έμπορας ανακαλύπτει πως το κρέας διατηρείται για πολύ εκτός του ανύπαρκτου τότε ψυγείου αν το., αλατίσεις! Κι έτσι, μόλις τότε προέκυψαν τα παστά κάθε είδους: η σαρδέλα, η παλαμίδα. Κι αργότερα το σαλάμι στη Δύση και στην Ανατολή ο πα­στουρμάς.

Κατά κάποιον τρόπο, το αλάτι προετοιμάζει την έλευση του ψυγείου, αν και η μόνη σχέση που έχει μ’ αυτό είναι η επιθυμία της συντήρησης του εμπορεύματος, είτε στο σπίτι, είτε στο μαγαζί. Και τούτη η επιθυμία δεν θα προέκυπτε βέβαια, αν δεν προηγούνταν η επιθυμία δημιουργίας όσο γίνεται πιο ευνοϊκών όρων για την ανάπτυξη του εμπορίου. Και, φυσικά, δεν μπορείς να δημιουργήσεις ευνοϊκούς εμπο­ρικούς όρους σκεπτόμενος σαν άγιος που δεν θέλει να βλάψει κανέναν. Το ’παμε και άλλοτε, αλλά πρέπει να το ξαναπούμε γιατί είναι βασικό: Η ανηθικότητα είναι προϋπόθεση για την καπιταλιστική ανάπτυξη της οικονομίας και τη συσσώρευση του κεφαλαίου. Ο καπιταλισμός δημιουργήθηκε ερήμην της χριστιανικής ηθικής και στο περιθώριό της. Ξέρουμε άλλωστε πως ο Χριστός δεν είχε καθόλου καλή γνώμη για τους εμπόρους — και με το δίκιο του. Άλλωστε, ούτε εγώ έχω.

Όμως επί οικονομικών προβλημάτων που προκύπτουν απ’ την ανάγκη κι όχι απ’ την ηθική, ποιος ζήτησε τη γνώμη του Χριστού, ή έστω τη δική μου; Οι γνώμες υπάρχουν, μεταξύ άλλων, για να ασκείται μια κάποια κριτική, ώστε τα πράγματα να μην αποχαλινώνονται εντελώς. Τίποτα περισσότερο. Η χριστιανική ηθική, ως κρι­τική νοούμενη, έπαιξε βέβαια έναν ανασχετικό ρόλο στην πλήρη και ξέφρενη λει­τουργία του νόμου «ευνοϊκότερης επιλογής», πάντως δεν τον κατάργησε. Ευτυχώς. Ο νόμος αυτός άλλωστε λειτουργεί και εντός της Αρχιεπισκοπής, στο βαθμό που αυτή διαχειρίζεται τα της εκκλησιαστικής περιουσίας, με τους ευνοϊκότερους γ ι’ αυτήν όρους.

Αστός, όπως ξέρουμε, λέγεται ο κάτοικος, του άστεως (της πόλης). Κι όταν λέμε αστική κοινωνία εννοούμε καπιταλιστική κοινωνία. Μ’ άλλα λόγια «αγροτικός κα­πιταλισμός» δεν νοείται σε καμιά περίπτωση, ακόμα κι όταν η αγροτική οικονομία είναι πλήρως μηχανοποιημένη. Ο καπιταλισμός είναι δημιούργημα των αστών, δη­λαδή των κατοίκων των πόλεων, κι αν δεν υπήρχαν πόλεις δεν θα υπήρχε ούτε καπιταλισμός. Φυσικά, ο (αστικός) καπιταλισμός διαχέεται και στην ύπαιθρο.

Βέβαια, το εμπόριο προηγείται κατά πάρα πολλούς αιώνες του καπιταλισμού, αλλά στα πλαίσια του (αστικού) καπιταλισμού γνωρίζει μια εντελώς εκπληκτική

Page 86: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

^ανάπτυξη. Τόσο, που τώρα πια να μην είναι δυνατό να ξεχωρίσουμε το εμπόριο απ’ τη βιομηχανία, εντός του γενικότερου πλαισίου της καπιταλιστικής οργάνωσης της κοινωνίας. Άλλωστε, αυτό γίνεται φανερό κι από τον συνεχώς αυξανόμενο έλεγχο του εμπορίου από τους ίδιους τους παραγωγούς, δια των εμπορικών τους αντιπρο­σώπων.

Τόσο η αποικιοκρατία όσο και η νεοαποικιοκρατία μόνο εμπορικό λόγο ύπαρξης έχουν και με την παραγωγή συνδέονται μόνο έμμεσα δια του εμπορίου. Οι αποικίες ενδιαφέρουν τους αποικιοκράτες αφενός για τις πρώτες ύλες με τις οποίες τροφοδο­τούνται οι καπιταλιστικές βιομηχανίες, και αφετέρου σαν αγορές για την πώληση βιομηχανικών προϊόντων που κατασκευάζονται μ’ αυτές τις ύλες, που επιστρέφουν στον τόπο της παραγωγής τους όμορφα πακεταρισμένες ή έξοχα «διευθετημένες» σε πολύπλοκα μηχανήματα.

Τόσο η διαδικασία τής εξαγωγής πρώτων υλών από την αποικιοκρατούμενη χώρα στην αποικιακή όσο και η επανεισαγωγή μέρους αυτών των υλών υπό μορφή χρη­στικού εμπορεύματος γίνονται με τη μεσολάβηση των εμπόρων. Φυσικά με την αποτελεσματική βοήθεια του αποικιακού στρατού αν χρειαστεί. Ο ρόλος των περί­φημων κανονιοφόρων στην ανάπτυξη του καπιταλισμού δεν είναι καθόλου μικρός. Όταν μια χώρα δεν έχει δική της βιομηχανία, αργά ή γρήγορα είναι υποχρεωμένη να υποκύψει είτε στους αποικιοκράτες είτε στους νεοαποικιοκράτες προκειμένου να προμηθευτεί τα βιομηχανικά προϊόντα που δεν κατασκευάζει η ίδια.

Εξυπακούεται πως, αν ήταν να διαλέξει κανείς ανάμεσα στην αποικιοκρατία ή τη νεοαποικιοκρατία, θα διάλεγε τη δεύτερη, γιατί αυτή τελείται ειρηνικά και χωρίς αιματοχυσία, μέσω διακρατικών εμπορικών διαπραγματεύσεων, που αυξάνουν συνε­χώς το εξωτερικό χρέος μιας μη βιομηχανικής χώρας και την κάνουν μόνιμα εξαρ­τημένη απ’ τους δανειστές της. Που τη δανείζουν συνέχεια προκειμένου ν ’ αγοράζει με δανεικά λεφτά τα προϊόντα του δανειστή, και να ’χει έτσι ο δανειστής διπλό κέρδος: από τους τόκους και από το εμπορικό κέρδος.

Καταλαβαίνετε τώρα γιατί, παρά το κολοσσιαίο εξωτερικό χρέος της Ελλάδας, οι πιστωτές μας συνεχίζουν να μας δανείζουν; Μπορεί να χάνουν απ’ τους τόκους, κερδίζουν όμως απ’ το εμπόριο, και στον τελικό ισολογισμό είναι κερδισμένοι. Αυτή την «αδυναμία» τους ακριβώς εκμεταλλευόμαστε εμείς εδώ και δεν λέμε να παράγου­με κάτι σοβαρότερο από καρφίτσες και πινέζες. Διάολε, τουλάχιστον ποδήλατα θα μπορούσαμε να φτιάχνουμε. Δεν πειράζει όμως, φτιάχνουμε όπλα, και τούτο γιατί το πιο κερδοφόρο εμπόριο είναι το εμπόριο όπλων. Όμως, αυτό το εμπόριο είναι άκρως επισφαλές. Γ ιατί οι πόλεμοι, όπου καταναλώνονται τα όπλα, δεν είναι στα­θερή πιάτσα. Και ενώ μπορεί να γίνονται πολλοί τοπικοί πόλεμοι ταυτόχρονα και μάλιστα με την «πρωτοβουλία των έξι» (και με την αφανή μεσολάβηση χιλίων έξι), η ίδια πρωτοβουλία μπορεί να ’χει σαν συνέπεια τη μείωση των πολεμικών εντά­σεων, οπότε οι δουλειές θα μειωθούν.

Page 87: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

Πάντως η σταθερή ειρήνη δεν συμφέρει σιον καπιταλισμό. Που χρωστάει περισ­σότερα στον πόλεμο παρά στην ειρήνη. Γιατί, άλλο να πέφτει κάπου κάπου κανένα αεροπλάνο της Πολιτικής Αεροπορίας, κι άλλο να πέφτει ένα Φάντομ, της Πολε­μικής Αεροπορίας κάθε μήνα σ ’ εμάς εδώ, όπως και παντού όπου τα κράτη «ετοι­μάζουν την άμυνά τους» εξαιτίας της ύπαρξης «εξωτερικών εχθρών».

Καταλάβατε τώρα πόσο χρήσιμοι για την ανάπτυξη της οικονομίας είναι οι εξω­τερικοί εχθροί; Και που αν εισβάλλουν, κιόλας, στη χώρα! Τότε, οι παραγωγοί όπλων, οι λαθρέμποροι όπλων, οι μεσάζοντες στο εμπόριο όπλων θα κάνουν χρυσές δουλειές και η οικονομία θα αναζωογονηθεί αυτομάτως.

Ιδού ένα χοντρό παράδειγμα: Αν δεν καταστρεφόταν σχεδόν ολοσχερώς η Γερ­μανία κατά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, ώστε να αναθερμάνει με τη λήξη του πολέμου τον παγκόσμιο καπιταλισμό, και αναθερμαινόμενος αυτός να μπορέσει να θερμάνει και την ανασυγκροτούμενη γερμανική οικονομία, ούτε «γερμανικό θαύμα» θα υπήρ­χε, ούτε αμερικάνικο, ούτε γιαπωνέζικο.

Δεν σας κάνει εντύπωση πως οι τρεις πιο αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες σήμερα είναι οι ΗΠΑ, που πλήρωσαν σχεδόν όλα τα έξοδα των συμμάχων και συνεπώς έχασαν οικονομικά από το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, η Γερμανία, που υπέστη ολοσχερή καταστροφή και συνεπώς έχασε και τ ’ αβγά και τα πασχάλια τότε, και η Ιαπωνία, που έφαγε κατακούτελα δυο ατομικές βόμβες; Αναπτύχθηκαν, που λέτε, αυτές οι χώρες γιατί δεν μοίρασαν μόνο τη χασούρα αλλά και τα κέρδη που προ- κάλεσε αυτή ακριβώς η χασούρα. 'Επρεπε οι καταστραμμένες χώρες να ανοικοδο­μηθούν. Κι όταν οι χώρες ανοικοδομούνται, ανοικοδομείται και ο καπιταλισμός.

Δυστυχώς όμως, οι Ρώσοι γνωρίζοντας το μυστικό, δεν έκαναν τα χατίρια στον καπιταλισμό να εισβάλλουν στη Δύση και κάνοντας τα πάντα Γης Μαδιάμ να βά­λουν τα θεμέλια για μια παραπέρα ανάπτυξη του καπιταλισμού στον επόμενο ιστο­ρικό γύρο.

Είναι φανερό πως αν δεν ξεθεμελιώσεις τα ετοιμόρροπα δεν μπορείς να θεμελιώ­σεις τα καινούρια. Όρα και την ανάπτυξη της τοπικής εργολαβικής ου μην αλλά και της υπόλοιπης οικονομίας στην Καλαμάτα μετά τους σεισμούς. Όμως, διάολε, δεν μπορείς να βασίσεις την αναθέρμανση της οικονομίας στους σεισμούς. Καλύ­τερα να τη βασίσεις στους πολέμους. Και να προκαλείς συνέχεια τους Ανατολικούς να εισβάλλουν στη Δύση. Κι αυτοί οι κερατάδες να μην εισβάλλουν.

Εισβάλλεις, λοιπόν, εσύ στην Ανατολή ή δεν εισβάλλεις; Όμως κατόπιν ωρίμου σκέψεως αποφασίζεις τελικά να μην εισβάλλεις. Διότι δεν έχει νόημα να καταστρα- φείς κι εσύ τη στιγμή ακριβώς που θα καταστρέφεις τον εχθρό. Πρόκειται για την περίφημη «ισορροπία του τρόμου» δια των πυρηνικών, που έσωσε την ειρήνη, προς το παρόν τουλάχιστον. Για να δούμε όμως πως θα τα βολέψουμε στο μέλλον χωρίς μεγάλους και «παραγωγικούς» πολέμους. Γιατί αν περιμένουμε απ’ τα πολεμικά αεροπλάνα να πέφτουν στη διάρκεια των εκπαιδευτικών πτήσεων, σωθήκαμε! Αχ,

90

Page 88: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

'Και να συνεχιζόταν, λέει, ο πόλεμος Ιράν-Ιράκ κανέναν αιώνα ακόμα!Καταλάβατε λοιπόν γιατί έγινε αυτός ο τρελός και φαινομενικά αναίτιος πόλεμος;

Για να καταναλώνονται όπλα και να αναζωογονούνται οι οικονομίες των οπλοπα­ραγωγών χωρών.

Κοιτάξτε να δείτε πως έλυσε το τρομερό πρόβλημα της σύνδεσης του εμπορίου με τη βιομηχανία η πάντα πρωτοπόρος Αγγλία, που λέτε, μέχρι το τέλος του Με­σαίωνα ήταν... αποικία της ηπειρωτικής Ευρώπης. Την είχαν ρημάξει οι Γερμανοί και οι Γάλλοι κυρίως, που μπαινόβγαιναν εκεί πέρα σαν στο σπίτι τους, με το πρόσχημα πως θα τους πουλήσουν προϊόντα. Που τα είχαν, βέβαια, μεγάλη ανάγκη οι Άγγλοι, που μέχρι τότε ήταν εντελώς μπουνταλάδες και δεν έλεγαν να παράγουν ούτε τόξα της προκοπής. Μέχρι που μυρίστηκαν το κόλπο, τελικά, και σιγά σιγά ανάπτυξαν μια εκπληκτική βιομηχανία, που θα κάνει την Αγγλία να μπει επικεφαλής της καπιταλιστικής αΛιπυξης απ’ το 16ο αιώνα και μετά. Όμως, η αγγλική βιο­μηχανία θα έχανε το νόημά της αν δεν αναπτυσσόταν παράλληλα και το υπερπόντιο εμπόριο, ώστε να διακινούνιαι τα προϊόντα της σ ’ όλο τον κόσμο αφενός και αφε­τέρου να εισρέουν στη μητρόπολη πρώτες ύλες από τις αποικίες. Κάποτε, βέβαια, μπήκαν στο παιχνίδι κι άλλες καπιταλιστικές χώρες, και η Αγγλία έχασε την πρω­τοκαθεδρία στην παγκόσμια εκμετάλλευση. Από μια στιγμή και πέρα, και κυρίως αμέσως μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, ο εθνικός καπιταλισμός χάνει το νόημά του, χάνοντας τη δύναμή του, και οι πολυεθνικές καθίστανται αναγκαίες.

Ούτως εχόντων των πραγμάτων, εμείς εδώ μιλάμε για «εθνική ανάπτυξη». Δηλαδή, εγχώρια καπιταλιστική ανάπτυξη. Ε, λοιπόν, είμαστε περισσότερο μπουνταλάδες απ’ ό,τι ήταν οι Άγγλοι μέχρι το Μεσαίωνα. Ακόμα δεν πήραμε είδηση πως μπή­καμε προ πολλού στην περίοδο του πολυεθνικού καπιταλισμού.

91

Page 89: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

18. ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΜΙΣΘΟΦΟΡΟΙ ΕΞΟΡΜΟΥΝ

Η μεσαιωνική κοινωνία αγαπούσε πολύ την περιπέτεια. Κι αφού ήταν που ήταν περιπετειώδης ο επισφαλής βίος όλων τότε. είπαν οι άνθρωποι να δώσουν και μια ποιητική χροιά στο βίβερε περικολαζαμέντε, τουτέστιν το ζην επικινδύνως, που ως σλόγκαν πρωτακούγεται στην Ιταλία μάλλον κατά το τέλος του 14ου αιώνα. Κι έτσι αυτή την εποχή εμφανίζονται οι τροβαδούροι που δεν είναι μόνο πλανόδιοι τραγου­διστές και στιχοπλόκοι, που εξυμνούν τα κατορθώματα όποιου ιππότη τους πληρώ­σει καλύτερα, αλλά και τυχοδιώκτες (κυνηγοί της τύχης) μεγάλης κλάσεως που συνδυάζουν την κυρίως ειπείν τέχνη, με την τέχνη της απάτης και τις δύο αυτές τέχνες μαζί, με την τέχνη του έρωτα, που τη διδάσκουν στις δεσποσύνες των οποίων οι δεσπότες λείπουν στις Σταυροφορίες, ή όπου αλλού τους «καλεί η τιμή».

Από τις μπαλάντες (αφηγηματικά άσματα) των τροβαδούρων θα προκύψει σε λίγο το ιπποτικό μυθιστόρημα, που πολύ αργότερα θα το δοξάσει ο Αλέξανδρος Δουμάς πατήρ, στον οποίο εγώ προσωπικά χρωστάω πάρα πολλά γιατί αυτός με έμαθε ν ’ αγαπώ το μυθιστόρημα. Πράγμα που δεν θα συνέβαινε, βέβαια, αν δεν προηγούνταν οι τροβαδούροι και εμού και του Δουμά και όλων όσων έγραψαν ή διάβασαν μυθι­στορήματα μετά τον 15ο αιώνα. Το μυθιστόρημα, που αργότερα θα αποκτήσει αφη­γηματικούς κανόνες και θα γίνει σιγά σιγά σπουδαίο λογοτεχνικό είδος, είναι η λογική συνέχεια και η μετεξέλιξη του αρχαίου έπους. Το καινούριο πεζό έπος, το μυθιστόρημα, αναπτύσσεται παρακολουθώντας κατά πόδας την ανάπτυξη της αστι­κής τάξης, και συνεπώς είναι το κατεξοχήν αστικό λογοτεχνικό είδος.

Αυτά εδώ τα δικά μου κείμενα χρωστούν πολλά όχι μόνο σε επιστημονικές πραγ­ματείες που διάβασα, αλλά και στα μυθιστορήματα. Και γι ' αυτό ακροβατούν συ­νεχώς ανάμεσα στην πραγματεία και το μυθιστόρημα συνεχειών, πράγμα που οι αποχυμωμένοι τυφλοπόντικες θα το χαρακτηρίσουν μεμπτόν, γιατί δεν έτυχε να ανακαλύψουν την τεράστια ιστορική αξία του μυθιστορήματος, όπου η ζωή κατα­γράφεται όπως είναι, όπως θα έπρεπε να είναι κι όπως δεν θα είναι ίσως ποτέ. Δεν έχει σημασία. Σημασία έχει να υγρανθεί λιγάκι η επιστημονική ξηρότητα δια της φαντασίας και της ευαισθησίας του ποιητή.

Το κύριο θέμα της αφηγηματικής και προδρομικά «μυθιστορηματικής» ποίησης των τροβαδούρων είναι οι ιππότες και ο ιπποτισμός. Ιππότης σημαίνει, βέβαια, καβαλάρης. Πιο σωστά, έφιππος στρατιώτης, που πάντως δεν υπηρετεί στο Ιππι- κό,γιατί αυτή την εποχή δεν υπάρχει ούτε Ιππικό ούτε Πεζικό με τη σημερινή έννοια. Υπάρχει μόνο φεουδαρχικός στρατός, που διαφέρει ριζικά από το σημερινό.

92

Page 90: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

.Οι στρατιώτες του Μεσαίωνα δεν είναι ούτε επίστρατοι ούτε επαγγελματίες. Α­πλώς, όταν εισβάλλει στο φέουδο, ή στη χώρα που τη συναποτελούν όλα τα φέουδα, ο περίφημος «εξωτερικός εχθρός», ο κάθε φεουδάρχης μαζεύει τους δυνάμενους να κρατήσουν όπλο κολίγους και μπαίνοντας επικεφαλής, έφιππος, οδηγεί άλλους έφιπ­πους είτε στη δόξα, είτε στο θάνατο, αναλόγως.

Σε περίπτωση νίκης, τους δίνει κατιτίς από τη λεία, κάτι σαν πριμ ας πούμε. Κι όταν πληθύνουν πολύ οι δευτερότοκοι, τριτόκστοι κ.ά. ευγενείς, που δεν πρόκειται να κληρονομήσουν το φέουδο (τσιφλίκι), γιατί αυτό το κληρονομεί πάντα ο πρω­τότοκος, μαζεύονται όλοι οι ευγενείς άνεργοι και παίρνοντας μαζί τους όσους κο­λίγους περισσεύουν αρχίζουν κανέναν «απελευθερωτικό πόλεμο».

Κάπως έτσι άρχισαν εκείνοι οι περίφημοι «απελευθερωτικοί πόλεμο» που ονομά­στηκαν Σταυροφορίες, το σωτήριον έτος 1095 μ.Χ. Τι ήθελαν να ελευθερώσουν οι Σταυροφόροι; Μα, του<* Αγίους Τόπους, και κυρίως τους γύρω τόπους που ήταν εύφοροι και είχαν πολύ πλιάτσικο. Ράβουν λοιπόν ένα σταυρό στο θώρακα, και βουρ στον πατσά, που λένε.

Το τι χρωστάνε στο Θεό οι τυχοδιώκτες είναι το κάτι άλλο! Για να εκχριστια­νίσουν τους Ινδιάνους πήγαν, λέει, στην Αμερική κι όχι για να κλέψουν και να ρημάξουν. Για να προσφέρουν το χριστιανικό Παράδεισο στους Αφρικανούς βρέ­θηκαν, λέει, στην Αφρική κι όχι για να τη λεηλατήσουν.

Σημειωτέον παρεμπιπτόντως πως εκ των ιεραποστόλων που συνοδεύουν στις εκ­στρατείες τους τυχοδιώκτες κατάγονται και οι σημερινοί στρατιωτικοί ιερείς, που έχουν σαν κύρια αποστολή να πείθουν τους στρατιώτες πως είναι καλό πράγμα να πεθαίνεις για τοκβασιλιά και την πατρίδα», ή την «τιμή», ή τους «προγόνους» κατά περίπτωση, καθώς και να θάβουν τους σκοτωμένους στρατιώτες, μην τυχόν και «πάνε αδιάβαστοι» και χάσουν τον Παράδεισο από μια τέτοια ασήμαντη λεπτομέρεια. Ξέρεις τι είναι να κερδίσεις τη μάχη αν και νεκρός και να χάσεις τον Παράδεισο όντας νεκρός; Άστα να παν στο διάολο, αν πάθεις καμιά τέτοια νίλα!

Ιππότες λέμε σήμερα τους πολύ ευγενικούς ανθρώπους, που φέρονται καθώς πρέ­πει σε όλους, και κυρίως στις κυρίες, όχι τόσο από ευγένεια, όσο γιατί στο βάθος βάθος παραμένουν οι παλιοί επιβήτορες, οι επιβαίνοντες δηλαδή του αλόγου ιππείς. Οι σημερινοί ιππότες μάλλον αντιμετωπίζουν τις γυναίκες σαν άλογα. Όπως και οι παλιοί, δεν καβαλούν απότομα το άλογο γιατί θα αφηνιάσει, δηλαδή θα κόψει τα ηνία (τα χαλινάρια) κι άντε να το καβαλήσεις μετά! Η καβάλα είναι μια ολόκληρη τέχνη. Αυτή η παλιά τέχνη στις μέρες μας λέγεται φλερτ. Το φλερτ λοιπόν κατάγεται από τους ιππότες του Μεσαίωνα, που οι τροβαδούροι τους είχαν μάθει να λένε όμορφα λόγια, προκειμένου να φτάσουν στις όμορφες πράξεις. (Αν κάποια σου πει: μα, τι ωραία που τα λες! να ξέρεις πως μάλλον περιμένει να περάσεις από τα λόγια στα έργα).

Στο τέλος του 14ου αιώνα πρώτα στην Ιταλία και το 15ο αιώνα σε ολόκληρη την

93

Page 91: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

Ευρώπη, ο φεουδαρχικός-ιπποτικός στρατός γίνεται επαγγελματικός. Τότε εμφανί­ζεται το επάγγελμα του μισθοφόρου στρατιωτικού, που υπάρχει μέχρι τις μέρες μας. Μισθοφόροι στρατιώτες σήμερα, δεν είναι βέβαια μόνο οι φουκαράδες μόνιμοι υ­ποδεκανείς, αλλά οι μόνιμοι αξιωματικοί, που αναλαμβάνουν να υπερασπίσουν την πατρίδα έναντι μισθού — και παριστάνουν κι από πάνω τους σούπερ εθνικόφρονες, τη στιγμή που δεν είναι παρά επαγγελματίες «εθνικόφρονες». Όμως, όσο «σκέφτο­νται εθνικά», χάρη στο δικό σου χρήμα που σου το παίρνει ο φορατζής, μπορεί να σου κάτσουν και στο σβέρκο, αν είναι υπέρ το δέον θρασείς, προκειμένου να σε μάθουν και σένα να «σκέφτεσαι εθνικά».

Κάτι τέτοια βλέπεις, και λες: Μεσαίωνας και πάλι Μεσαίωνας! Τουλάχιστον τότε κανείς δεν έλεγε τέτοιες κοτσάνες κι αν ήταν να κάνεις κανένα κατόρθωμα, το ’κάνες για την καλή σου, που σε περίμενε ξαπλωμένη στο κρεβάτι για το έπαθλο.

Ο ιπποτικός-φεουδαρχικός στρατός είναι κυρίως αμυντικός, όχι επιθετικός. Πιο σωστί, είναι κάτι σαν τους σημερινούς κομάντος: Βγαίνουν τα άλογα των ιπποτών από το περιτειχισμένο φέουδο, κάνουν ένα ντου που λέμε, και ξαναμπαίνουν στα γρήγορα στο ασφαλές κάστρο. Ένας τέτοιος στρατός κάνει, βέβαια, και εκστρατείες όταν το ζητήσει ο βασιλιάς, αλλά και σ ’ αυτή την περίπτωση η τακτική του πολέμου είναι οιονεί αμυντική: Όπου και να βρεθεί ένας τέτοιος στρατός, στήνει οχυρά και πρόχειρα κάστρα κι εκεί περιμένει τον εχθρό να εκδηλώσει πρώτος την επίθεση.

Οι Σταυροφόροι, όπως και οι προγενέστεροι βάρβαροι, ενεργούν διαφορετικά γιατί έχουν μια πολύ πρωτόγονη αντίληψη για την τέχνη του πολέμου, που, παρόλο που δεν ανήκει στις καλές τέχνες είναι, ωστόσο, μια τέχνη που διδάσκεται, όπως θα υποστηρίξει πολύ αργότερα ο πολύς Κλαούζεβιτς. Οι πρωτόγονοι πολεμιστές, ας πούμε οι άνιρες του Τζένγκις Χαν ή του Αττίλα, ορμούν στο στόχο κατά στίφη, κι όποιον πάρει ο Χάρος.

Εδώ, όλα θα κριθούν όχι από το πόσοι θα σκοτωθούν αλλά από το πόσοι θα επιζήσουν της μάχης ώστε να υπάρξουν κάποιοι για να αρπάξουν τελικά τη λεία. Και δέκα να ’ναι αυτοί, που λέει ο λόγος, φτάνουν και περισσεύουν για να χαρα­κτηριστεί επιτυχής η επιχείρηση. Για να μην πούμε πως, όσο περισσότεροι σκοτω­θούν τόσο το καλύτερο, αφού η λεία θα μοιραστεί σε λιγότερους. Τέτοιοι στρατοί, αποτελούμενοι από άτακτα στίφη, είναι, θα λέγαμε, στρατοί μιας χρήσεως: Τους χρησιμοποιείς για να κάνεις μια συγκεκριμένη δουλειά, κι ύστερα τους πετάς, μέχρι να οργανώσεις μια άλλη δουλειά, με καινούριους πεινασμένους, που τους βρίσκεις εύκολα. Πάντως οι Σταυροφόροι είναι -ζΐο προσεκτικοί στις επιθέσεις τους.

Ο καπιταλισμός, που αρχίζει να οργανώνεται κατά το τέλος του Μεσαίωνα, πρέπει να κάνει οικονομία στο έμψυχο υλικό. Άλλωστε, είναι λίγοι πλέον οι πρόθυμοι να σκοτωθούν μόνο για ένα ξεροκόματο, που θα το φάνε επιτόπου, στο πεδίο της μάχης αμέσως μετά τη μάχη. Πρέπει, λοιπόν, να αρχίσουν να σκοτώνονται και για ιδανικά, πίσω από τα οποία είναι καλά κρυμμένο το πανιεσπάνι της εκάστοτε άρχουσας

94

Page 92: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

ίάξης, που οφείλει να οργανώσει επαγγελματικό στρατό αν θέλει να κάνει επαγγελ­ματική υπόθεση την αρπαγή προς όφελός της μόνο, δίνοντας στους μισθοφόρους έναν πάγιο μισθό κι όχι ποσοστά από τα κέρδη μιας μάχης.

Στον καπιταλισμό η λεία δεν είναι για όλους, είναι γΓ αυτούς που μπορούν να έχουν στη δούλεψή τους μισθωτούς. Η ανάγκη για την ύπαρξη επαγγελματικού- μισθοφορικού στρατού απαγορεύεται λοιπόν από τη λογική του αναδυόμενου καπι­ταλισμού. Κι έτσι, οι ιππότες του Μεσαίωνα, στο τέλος του Μεσαίωνα, δίνουν τη θέση τους στο τακτικό ιππικό, που θα μετεξελιχθεί, πάρα πολύ αργότερα, στο σώμα των τεθωρακισμένων αρμάτων μάχης, το κατεξοχήν «ιπποτικό» όπλο του σύγχρονου στρατού.

Όταν έχεις μισθοφόρους στη δούλεψή σου, τους κάνεις ό,τι θέλεις, κι αν δεν υπακούσουν στις διαταγές σου τους απολύεις, κι άντε να βρουν δουλειά. Μην κοιτάτε τώρα που ο απόστρατοή στρατηγός βρίσκει αμέσως δουλειά σαν διευθυντής μιας επιχείρησης, γιατί ο σημερινός επιχειρηματίας αντιλαμβάνεται ως στρατό τους ερ­γαζόμενους γΓ αυτόν. Την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν σοβαρές επιχειρήσεις και οι μικρούτσικες που υπήρχαν έκαναν καλά τη δουλειά τους και χωρίς στρατηγούς να τις διευθύνουν,.γιατί ήταν τόσο μικρές που λειτουργούσαν και με υποδεκανείς επι­κεφαλής που λέει ο λόγος.

Ο μισθοφορικός στρατός του όψιμου Μεσαίωνα είναι μια τεράστιας αξίας ανα­κάλυψη, που θα αποδειχτεί σωτήρια για τον καπιταλισμό σε λίγο. 'Οχι μόνο γιατί ο επαγγελματικός στρατός αντιμετωπίζει αποτελεσματικότερα τον προαιώνιο, ή έ­στω τον περιστασιακό εξωτερικό εχθρό, αλλά και διότι, αν χρειαστεί μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για τον «εσωτερικό εχθρό», ας πούμε αυτούς τους άθλιους τους κομουνιστές, που δεν ξέρεις ακριβώς αν ανήκουν στον εσωτερικό ή στον εξωτερικό εχθρό, έτσι που δεν έχουν σαφή συνείδηση της διαφοράς της «έξω» και της «μέσα» εκμετάλλευσης.

Για παράδειγμα, εγώ ο χοντροκέφαλος, ποτέ δεν κατάλαβα γιατί ο αλλοδαπός εκμεταλλευτής μου, πρέπει οπωσδήποτε να είναι χειρότερος από τον εγχώριο εκμε­ταλλευτή μου. Γιατί δηλαδή πρέπει να νιώθω «εθνικά υπερήφανος» που έχω στο κεφάλι μου ένα αφεντικό που στις φλέβες του κυλάει γνήσιο ελληνικό αίμα; Δηλαδή, αν ήταν λιγότερο γνήσιο αυτό το αίμα θα σταματούσα να τραγουδώ τον εθνικό ύμνο κάθε φορά που ζητώ αύξηση και δεν μου τη δίνουν,

Ο εθνικός ύμνος δεν τραγουδιέται στους χώρους δουλειάς. Τραγουδιέται στις εθνικές επετείους. Καθώς και στο τέλος κάθε επίσημης συγκέντρωσης εντελώς άσχε­της με τα εργασιακά ζητήματα. Τραγουδιέται επίσης κάθε φορά που σε στριμώχνουν και σε λιανίζουν τα όργανα καταστολής, ίσα ίσα για να δείξεις πως η επέμβαση στερείται εθνικού νοήματος. Σ ’ αυτή την περίπτωση, ο εθνικός ύμνος όταν δεν λειτουργεί ειρωνικά, λειτουργεί αμυντικά, οπότε βρίσκει το σωστό του νόημα. Σε

όλες τις άλλες περιπτώσεις, ο εθνικός ύμνος λειτουργεί όπως περίπου και τα στρα­

95

Page 93: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

τιωτικά εμβατήρια: Για να γίνει σταθερό το βάδισμα προς το θάνατο, και να εμβαί- νεις (να μπαίνεις μέσα) στο πεδίο της μάχης χωρίς να τρικλίζεις.

Αυτή την εποχή, λοιπόν, δηλαδή κατά το τέλος του Μεσαίωνα, εμφανίζεται και το μουσικό είδος που λέγεται στρατιωτικό εμβατήριο. Βέβαια, στρατιωτικά εμβατή­ρια έγραψε κι ο Τυρταίος στην αρχαία Σπάρτη, αλλά ήταν άγνωστα τότε. Άλλωστε, ο Μεσαίωνας δεν ξέρει τίποτα απολύτως για την αρχαία Ελλάδα, την οποία θα ανακαλύψει λίγο αργότερα η Αναγέννηση. Εξυπακούεται πως το εμβατήριο αυτή την εποχή παίζεται μάλλον φάλτσα, με κακοφκιαγμένες σάλπιγγες. Απέχουμε πολύ ακόμα από την εποχή που ο Μότσαρτ θα γράψει το «Τούρκικο εμβατήριο» και ο Τσαΐκόφσκι το «Σλάβικο εμβατήριο». (Τι φρίκη! Και οι δυο έγραψαν εμβατήρια για τους προαιώνιους εχθρούς μας και κανείς δεν σκέφτηκε να γράψει και κανένα «ελ­ληνικό εμβατήριο». Όλα τα ελληνικά τα 'γραψαν οι αρχιμουσικοί της στρατιωτικής μπάντας της ΑΣΔΕΝ, του Λιμενικού Σώματος, κτλ. κτλ.).

Πάντως, τα στρατιωτικά εμβατήρια αποδείχτηκαν πολύ χρήσιμα. Κυρίως γι* αυ­τούς που δεν καταλαβαίνουν τίποτα από μουσική

96

Page 94: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

19. ΠΩΣ ΕΓΙΝΑΝ ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΤΖΑΚΙΑ

Ο Άνταμ Σμιθ, ο ιδιοφυής «παππούς» όλων των οικονομολόγων, αστών και μαρξι­στών, κι ένας από τους σημαντικότερους δασκάλους του Μαρξ, λέει στο περιλάλητο σύγγραμα του «Ο πλούτος των εθνών» (1779), όπου προσπαθεί να εξηγήσει το μη­χανισμό συσσώρευσης του πλούτου: «Λίγοι θα είχαν ενδοιασμούς για το λαθρεμπό­ριο, αν μπορούσαν να βρουν έναν εύκολο και ασφαλή τρόπο να το κάνουν».

Ο Άνταμ Σμιθ είναι ο πρώτος που τολμάει να πει πως η φανατική προσκόλληση στη νομιμότητα δεν βοηθάει τη συσσώρευση του πλούτου, και πως η αυθαιρεσία, η αίρεση και η εξαίρεση αποτελούν βασικά δεδομένα για την αύξηση του πλούτου των ατόμων, συνεπώς και των εθνών στα οποία ανήκουν τα άτομα. Οι απόψεις του Σμιθ ήταν μια βόμβα στα θεμέλια των «παραδοσιακών αξιών» που κληρονομήθηκαν από το Μεσαίωνα, αλλά και μια ριζική ανατροπή του μωσαϊκού νόμου, που μας είναι περισσότερο γνωστός σαν «δέκα εντολές». Το «ου κλέψεις», «ου φονεύσεις», «ου μοιχεύσεις», «ου ψευδομαρτυρήσεις», κι όλα τα άλλα «ου» χάνουν το νόημά τους στην καθημερινή πρακτική του καπιταλισμού. Σεβόμαστε τις δέκα εντολές μόνο όταν δεν μας βλάπτουν οικονομικά, και επανερχόμαστε σ ' αυτές μόνο όταν παραι­τηθούμε από την προσπάθειά μας να πλουτίσουμε. Φυσικά, έχουμε πάντα, την ευ­χέρεια να σεβόμαστε όσες από τις εντολές μας βολεύουν και να απορρίπτουμε όσες δεν μας βολεύουν. Έτσι, μπορούμε να είμαστε υπέρ του «ου μοιχεύσεις>( όταν αι­σθανόμαστε ικανοποιημένοι από την ερωτική συμπεριφορά της συζύγου μας προς εμάς, αλλά μπορούμε παρά ταύτα να καταστρατηγήσουμε πρόσκαιρα αυτή την εντο­λή, αν η οικονομική μας προκοπή εξαρτάται ας πούμε από τα ερωτικά καπρίτσια της κόρης του αφεντικού, που «λιώνει» για μας. Ό σο για το «ου ψευδομαρτυρήσεις» άστα να πάνε στο διάολο. Η ψευδής μαρτυρία είναι κοινός τόπος. Και η «συμπαθής τάξη» των εργαζομένων που λέγονται ψευδομάρτυρες, το μόνο που κάνουν για να διαφυλάξουν μέρος μόνο της παραπάνω αναπαραγωγικής εντολής είναι να μην προ­χωρούν στη συγκρότηση επαγγελματικού σωματείου-επαγγελμαιιών ψευδομαρτυρούν, με καταστατικό επικυρωμένο από το Πρωτοδικείο

Το «ου φονεύσεις» πάντα μας προκαλεί βδελυγμία. Εκτός κι αν φονεύουμε μαζικά και μεθοδικά για «τη δόξα της πατρίδας», οπότε ο παπάς θα μας μνημονεύσει σ ' όλες τις δοξολσ^ίες στο μητροπολιτικό ναό κατά τις εθνικές επετείους. Ό σο για κείνο το αστείο «ου κλέψεις» αυτό όχι μόνο δεν εμπόδισε ποτέ κανέναν κλέφτη να κάνει τη δουλειά του, αλλά μέχρι και «σοσιαλιστές» έφερε στην εξουσία γι’ αυτόν ειδικά το λόγο.

97

Page 95: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

Οι λαθρέμποροι λοιπόν έπαιξαν βασικό ρόλο στην ανάπτυξη της οικονομίας κατά τον Άνταμ Σμιθ. Διότι, όταν σε ζορίζουν με υψηλούς δασμούς είναι φυσικό να αποθαρρύνεσαι ως καλός και ευσυνείδητος έμπορος, και από έμπορος να γίνεσαι π.χ. τελωνειακός υπάλληλος για να ’κονομάς περισσότερα από τη συμβολή σου στην ενθάρρυνση του εμπορίου δια του λαθρεμπορίου.

Πάντως, μην έχετε ενοχές αν εισαγάγατε κάποτε κάτι λαθραίο για προσωπική σας χρήση. Η ιδιοχρησία του λαθραίου δεν είναι λαθρεμπόριο. Το λαθρεμπόριο έχει νόημα μόνο όταν εισάγεις εμπορεύματα ατελώνιστα για να τα πουλήσεις κι όχι για να τα χρησιμοποιήσεις ο ίδιος, αν και θα σε αντιμετωπίσουν καταχρηστικά σαν λαθρέμπορο και σ ’ αυτή την περίπτωση.

Άλλωστε, εμπόριο και ταυτόχρονα λαθρεμπόριο όπλων κάνει όπως ξέρουμε και το ίδιο το ελληνικό κράτος. Γιατί λοιπόν, οι υπήκοοί του να μην πράξουν ομοίως με εμπορεύματα πιο ειρηνικά από τα όπλα; 'Οποιος, λοιπόν, μπορεί να εισάγει κάτι λαθραία και δεν το κάνει είναι μεγάλο κορόιδο. Το λέει και ο Ά νιαμ Σμιθ, και μην τολμήσει κανείς να με κατηγορήσει για παρότρυνση εις τέλεσιν παρανόμων πρά­ξεων γιατί θα τον παραϋέμψω στο δημιουργό της επιστήμης της πολιτικής οικονο­μίας. Η περί την οικονομία παρανομία λοιπόν είναι και επιστημο ικά κατοχυρωμέ­νη.

Βέβαια, ηθικά κατοχυρωμένη δεν είναι, αλλά είπαμε, η ηθική είναι γι’ αυτούς που επέλεξαν είτε την «ένημον πενίαν» είτε την από βλακεία πενία, αν και δεν είναι πολλοί αυτοί που ανήκουν σ ’ αυτή την τελευταία κατηγορία. Στην κατηγορία των φιλοσοφημένων φτωχών θα ’θελα και τον εαυτό μου. Αλλά, αν κερδίσω το λαχείο, αν κληρονομήσω το θείο από την Αμερική (δυστυχώς, δεν έχω τέτοιο θείο), κι αν εσείς μου στείλετε καμιά επιταγή με λίγα μόνο από το περίσσευμά σας, ως καλοί σοσιαλιστές που εκτιμάτε τον ανιιπαραγωγικό πνευματικό μόχθο, εγώ δεν θα ’λεγα

όχι.Πάσα προσφορά δεκτή, λοιπόν, και το λέω πάρα πολύ σοβαρά, χωρίς να αισθά­

νομαι επαίτης. Αυτά που δίνετε στους φτωχούς για να κερδίσετε τον Παράδεισο, μαζέψτε τα και δώστε τα σε μένα για να είστε σίγουροι πως δεν θα κερδίσετε τίποτα απολύτως. Το πολύ που θα κερδίσετε θα ’ναι ένα «ευχαριστώ πολύ». Λίγο το ’χεις, φίλε αποταμιευτή, που δεν ξέρεις για ποιον ακριβώς λόγο αποταμιεύεις; Δώσ’ τα λοιπόν σε μένα που ξέρω κάτι καλύτερο: να τα τρώω μέχρι δεκάρας.

Κι αν το παιδί σας αριστεύει στη σχολική έκθεση που γράφουν όλοι οι μαθητές την παγκόσμια ημέρα αποταμιεύσεως... αποκληρώστε το έγκαιρα. Γιατί, ενώ δεν θα γίνει ποτέ σοβαρός καπιταλιστής δια του κουμπαρά, θα βοηθήσει άλλους καπιτα­λιστές να γίνουν περισσότερο καπιταλιστές με τα δάνεια που θα πάρουν από την τράπεζα όπου εμείς αδειάζουμε τους φτωχοκουμπαράδες μας.

Η αποταμίευση έχει νόημα μόνο όταν συνοδεύεται από μια περιφρόνηση και των δέκα εντολών — αλλά αυτό μην το πείτε στο παιδί σας και το γράψει στην έκθεση

Page 96: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

πού λέγαμε, γιατί θα το μηδενίσουν. Κανείς δεν θέλει ν ’ ακούει για ανεντιμότητα στις οικονομικές συναλλαγές. Μάλιστα, όσο πιο έντονα απορρίπτεις φραστικά την ανεντιμότητα τόσο πιο εύκολα κάνεις την ανέντιμη δουλειά σου.

θυμηθείτε επί του προκειμένου εκείνο το περίφημο του Μένιου, που το ’λεγε κάθε τόσο στη Βουλή: Δεν δικαιούσθε δια να ομιλείτε! (Εννοείται: εσείς οι ανέντιμοι και οι κλέφτες). Ούτε αυτός πλέον δικαιούται δια να ομιλεί, αλλά τώρα πια δεν έχει λόγο δια να ομιλεί, διότι ομιλώντας περί ενπμότητος, έΚανε την ανέντιμη δουλειά του. Αυτό το φαινόμενο είναι πολύ συνηθισμένο. Ηθικολογούν κατά κανόνα οι ουδεμίαν σχέσιν έχοντας με την ηθική. Το ’πε και ο Άνταμ Σμιθ, αυτός ο κυνικός, αλλά έντιμος Εγγλέζος, που έβαλε τα καπιταλιστικά πράγματα έγκαιρα στη θέση τους.

Βέβαια, ο Σμιθ τελικά δεν αποκάλυψε τον πραγματικό μηχανισμό της δημιουργίας του πλούτου, αυτό θα το ιαίνει αργότερα ο Μαρξ, πάντως απέδειξε πως ο πλούτος φέρεται σε σας έντιμα. Για να μπορεί να φέρεται σε σας έντιμα, πρέπει να φέρεται ανέντιμα σε κάποιους άλλους. Ο Μαρξ μίλησε για τη διπλή ηθική του πλούσιου. Που είναι ανέντιμος κάθε Δευτέρα, Τετάίρτη και Παρασκευή, ας πούμε, και έντιμος κάθε Τρίτη, Πέμπτη και Σάββατο. Η Κυριακή είναι αφιερωμένη στο θεό, ως γνω- στόν.

ΓΓ αυτό σας λέω: Στείλτε κάτι από το περίσσευμά σας σε μένα που έχω συνείδηση της οικονομικής αξίας της ανεντιμότητας, αλλά δεν μπορώ να την κάνω πράξη γιατί με εμποδίζουν λόγοι υπαρξιακοί και όχι ηθικοί, θέλω τα χρήματα, αλλά δεν θέλω να αφιερώσω τη ζωή μου στη συλλογή χρήματος. 'Οποιοι ήδη κάνατε αυτό το υπαρξιακό λάθος, είμαι έτοιμος να βοηθήσω να το επανορθώσετε όσο είναι καιρός. Ελάτε λοιπόν να φάμε μαζί αυτά που κερδίσατε μόνοι σας, και θα νιώσετε αμέσως... σοφότεροι. Αν δεν διαλέξετε εμένα για συνεταίρο στην κατανάλωση, διαλέξτε κά­ποιον άλλο. Το ίδιο είναι. Αρκεί αυτός ο άλλος να ’ναι φιλοσοφημένος άνθρωπος, με αρκούντως αναπτυγμένο το αίσθημα της ματαιότητας.

Η παρανομία, λοιπόν, έπαιξε μείζονα ρόλο στην ανάπτυξη των σύγχρονων θε­σμών, λέει ο Σμιθ. Κι αν σήμερα οργιζόμαστε με τον Κοσκωτά, είναι γιατί αυτοί οι θεσμοί είναι ήδη διαμορφωμένοι, πράγμα που μας εμποδίζει να καταλάβουμε πως διαμορφώθηκαν σε χρόνο αόριστο. Τούτα τα κείμενα αυτό το σκοπό έχουν: Να δείξουν πως τους θεσμούς, εντός των οποίων ζουν και κινούνται οι έντιμοι άνθρωποι, ως το βαθμό βέβαια που είναι έντιμοι, τους δημιούργησαν ανέντιμα.

Προσέξτε τώρα την επληκτική ιστορία του πειρατή Φράνσις Ντρέικ, που έγινε σερ, και θα καταλάβετε καλύτερα. Που λέτε, στις πειρατικές επιχειρήσεις του δια- σημότερου πειρατή στην ιστορία της πειρατείας του Φράνσις Ντρέικ, η σοβαρή βασίλισσα της Αγγλίας Ελισάβετ είχε επενδύσει ένα πολύ σημαντικό ποσό από το βασιλικό θησαυροφυλάκιο. Σκέφτηκε προφανώς αυτή η τρομερή γυναίκα, που δεν είχε κανέναν ηθικό ενδοιασμό: Έτσι κι αλλιώς, το βασιλικό θησαυροφυλάκιο δη- μιουργήθηκε διά της αρπαγής. Πειράζει λοιπόν αν συνεργαστώ και μ’ ένα σπουδαίο

99

Page 97: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

πειρατή, αφού ήδη έχω συνεργαστεί με τόσα καθάρματα, που άλλωστε όλες τις βρομιές τους τις κάνουν χωρίς να παίζουν το κεφάλι τους κορόνα γράμματα συνεχώς, όπως ο ατρόμητος Ντρέικ;

Κι έτσι η βασίλισσα Ελισάβετ βοήθησε τον Ντρέικ ν ’ αυξήσει τον πειρατικό του στόλο. Στο εξής, κάθε πειρατικό ταξίδι του Ντρέικ θα φέρνει καθαρό κέρδος 4700%!!! Και ολογράφως: τέσσερις χιλιάδες εφτακόσια τοις εκατό!!! Επενδύεις εκα­τό δραχμές και παίρνεις κέρδος τέσσερις χιλιάδες εφτακόσιες δραχμές!!! Αυτό θα πει επένδυση!

Τούτο το ποσοστό κέρδους (4700%) αποτελεί αξεπέραστο ρεκόρ. Δεν καταρρίφθη- κε ποτέ από κανέναν επιχειρηματία, ούτε καν από τον Κοσκωτά. Που παραλίγο, όμως, να το κατέρριπτε, προς δόξαν του ελληνικού δαιμονίου, που δυστυχώς ποτέ δεν μπόρεσε να συναγωνιστεί το άγγλικό δαιμόνιο.

Η βασίλισσα Ελισάβετ, εκτιμώντας τη συμβολή αυτού του σπουδαίου πειρατή στην ανάπτυξη τόσο της αγγλικής οικονομίας στο σύνολό της, όσο και του βασι­λικού θησαυροφυλακίου, κάλεσε τον αρχιπειρατή στα ανάκτορα και τον έχρισε λόρδο. Ο σερ Φράνσις Ντρέικ είναι ο πρώτος και ο μόνος σερ πειρατής στην ιστορία. Τούτο το εκπληκτικό γεγονός συνέβη το 1580, την εποχή που ο Σαίξπηρ επένδυε τη μεγαλοφυία του στο περίφημο ελισαβετιανό θέατρο, χωρίς πάντως να γίνει σερ γ ι’ αυτόν τον ευτελή λόγο. Βέβαια, αν ζούσε σήμερα θα γινόταν οπωσδή­ποτε σερ. Εδώ έγιναν σερ οι σαιξπηριστές ηθοποιοί Λόρενς Ολίβιε, Ραλφ Ρίτσαρ- ντσον και Τζον Γκίλγουντ, και "δεν θα γινόταν ο Σαίξπηρ; Εμείς, οι απόγονοι κλε­πτών και πειρατών, ξέρουμε να τιμούμε τους πνευματικούς ανθρώπους.

Πέρασαν αιώνες από τότε και τα «βρόμικα χρήματα» όχι απλώς πλύθηκαν, αλλά έγιναν λαμπίκος! Τόσο που, τώρα πλέον κανείς να μην ντρέπεται για τα χρήματα που έχει, και που κάποτε ήταν οπωσδήποτε βρόμικα. Δεν υπάρχει καθαρό χρήμα, παρά μόνο στον καθαρό εγκέφαλο των αφελών.

Πάντως πλυμένο χρήμα υπάρχει, κι αυτό μας κάνει να πιστεύουμε πως πάντα ήταν καθαρό το πλυμένο χρήμα. Ένα απλό παράδειγμα: Τα παιδιά του Κοσκωτά και τα εγγόνια του Κουτσόγιωργα θα νιώθουν, και με το δίκιο τους, απολύτως έντιμοι άνθρωποι. Πόσο μάλλον οι απόγονοι τους εικοστής γενεάς. Κι αν μιλήσεις σ ’ αυτούς τους έντιμους για «ιστορική ανεντιμότητα» θα σε κοιτάξουν λοξά και θα πουν: Πάει, του ’στρίψε αυτουνού! Ε, τι να κάνουμε; Ο καθένας με το μυαλό του. Μαζί με το χρήμα ξεπλένεται και το ήθος, και οι τρόποι, και η συμπεριφορά. Κοιτάξτε να δείτε τι έκανε ο άξεστος Ντρέικ όταν τον κάλεσε η βασίλισσα Ελισάβετ στα ανάκτορα για να τον κάνει σερ, και συγκρίνεται τη συμπεριφορά του μ’ αυτήν ενός σημερινού σερ, ας πούμε κάποιου από τους Μπητλς, γιατί κι αυτοί έγιναν σερ, όπως ξέρουμε.

Λοιπόν, για να εορταστεί το γεγονός της απονομής του τίτλου του σερ στον αρχιπειρατή, η βασίλισσα κάλεσε στα ανάκτορα έναν θίασο που έδωσε εκεί μια παράσταση προς τιμήν του ολόφρεσκου αν και αλατισμένου σερ, που, βέβαια, δεν

100

Page 98: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

καταλάβαινε τίποτα από θέατρο, καλή ώρα σαν όλους τους νεόπλουτους βλάχους σε μας εδώ. Σε μια στιγμή της παράστασης, και σύμφωνα με τις απαιτήσεις της δράσης, ένας ηθοποιός περιφέρει δώθε κείθε ένα κηροπήγιο, λέγοντας: Πού να το βάλω, που να το βάλω... Και τότε πετιέται όρθιος ο Ντρέικ και απευθυνόμενος στα παλικάρια του που τον συνόδευαν στα ανάκτορα, λέει με νόημα: Ρε σεις, μην του πει κανένας που να το βάλει, γιατί θα του το χώσω εκεί που ξέρει!

Ίσως να πρόκειται για ιστορικό ανέκδοτο κι όχι για πραγματικό περιστατικό, πάντως δείχνει πολύ καθαρά πως ακόμα και μια βασίλισσα, και μάλιστα της που- ριτανικής Αγγλίας θα καταπιεί τα πάντα, προκειμένου να κάνει τη δουλειά της.

Πόσο μάλλον εμείς οι άλλοι, που ωστόσο ούτε βασιλιάδες είμαστε για να προ­σέχουμε το πρωτόκολλο, ούτε Άγγλοι για να μετράμε τα λόγια μας. Κι έτσι, ακο­λουθώντας το παράδειγμα της βασίλισσας Ελισάβετ, καταπίνουμε τη βλακεία και την κακοήθεια του κάθε κίρατά που έχει χρήμα, και που μας καλεί στο σαλόνι του για να μας ταπεινώσει. Και δεν τολμάμε να του αστράψουμε δυο γερές σφαλιάρες γιατί τον έχουμε ανάγκη. Η αναξιοπρέπεια και η δουλικότητα είναι σύμφυτες στον καπιταλισμό.

101

Page 99: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

20. ΒΟΜΒΑ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΧΡΥΣΕΣ ΚΑΡΕΚΛΕΣ

Η φεουδαρχία φτάνει στην ακμή της κατά το τέλος του 13ου αιώνα και αγγίζει το τέλος της, στο τέλος του 16ου αιώνα, τον καιρό που στην Αγγλία βασιλεύει η Ελισάβετ και κάνει λόρδο τον πειρατή Φράνσις Ντρέικ, πράγμα που ουδείς φεου­δάρχης θα το διανοούνταν. 'Οταν λοιπόν βλέπεις πειρατές και άλλους τέτοιους αλήτες να μπαίνουν όχι μόνο στα σαλόνια των «καλών οικογενειών» αλλά και στο παλάτι, δυο τινά πρέπει να συμβαίνουν: είτε οι λαοί της Ευρώπης να μιμούνται τους Έλληνες, είτε οι βασιλιάδες της Ευρώπης να αλητοποιούνται ως Έλληνες βασιλείς.

Το πιο πιθανό όμως είναι να περνούν οι λαοί μια μεταβατική περίοδο, κατά την οποία μπλέκουν τα μπούτια τους που λένε οι πάντες, καλή ώρα όπως στις μέρες μας, που δύσκολα καταλαβαίνεις ποιος κομουνιστής είναι καπιταλιστής και δεν το ξέρει (ή δεν το λέει) και ποιος καπιταλιστής κομουνίζει επικίνδυνα και δεν το ξέρει ούτε αυτός (ή δεν το λέει ούτε αυτός).

Το κύριο γνώρισμα όλων των μεταβατικών περιόδων στην ιστορία είναι η σύγ­χυση. Τόσο μεγάλη είναι η σύγχυση στις μέρες μας, που μερικά καθεστώτα αυτο- χαρακτηρίστηκαν κομουνιστικά γιατί έτσι ήθελαν και μερικά άλλα επιμένουν να λέγονται καπιταλιστικά ενώ και οι κότες πλέον γνωρίζουν πως ο «καθαρός», ο «κλα­σικός» καπιταλισμός έχει πεθάνει γύρω στα 1930, τότε που πρωτοεμφανίζεται δειλά δειλά το περίφημο πλέον «κράτος προνοίας». Ο σημερινός καπιταλισμός είναι ένας μπάσταρδος καπιταλισμός, όπως και ο υπαρκτός σοσιαλισμός που είναι ένας ακόμα πιο μπάσταρδος κομουνισμός. Ζούμε στον αιώνα των ημιόνων. Και τα δυο μουλάρια στυλώνουν τα ποδάρια τους στον ανήφορο (της οικονομίας) και κανένα από τα δυο δεν λέει να καταλάβει επιτέλους πως η ανθρώπινη ιστορία είναι ενιαία, κι ότι αυτό που προέχει είναι η προκοπή των ανθρώπων κι όχι η προκοπή των συστημάτων.

Ο Μαρξ δεν έβαλε τον κομουνισμό να μάχεται αιωνίως τον καπιταλισμό, αλλά να τον διαδέχεται κατ’ ανάγκην, κι όχι με το ζόρι. Και όπου έγιναν επαναστάσεις στο όνομα του μαρξισμού, υιοθέτησαν απ’ αυτόν κυρίως το αίτημα για κοινωνική δικαιοσύνη, που το 1917 κανένας καπιταλιστής δεν ήταν διατεθειμένος να την προ­σφέρει. Όμως, την ανάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενος ο καπιταλισμός αναγκάστηκε να κάνει σοβαρές παραχωρήσεις προς την πλευρά της κοινωνικής δικαιοσύνης χωρίς, βέβαια, και να υιοθετήσει πλήρως αυτό το πανάρχαιο αίτημα της κοινωνίας των ανθρώπων.

Αλλά σάμπως το υιοθέτησαν τελικά οι άλλοι που ξεκίνησαν με φόρα όχι απλώς να το υιοθετήσουν, αλλά να το εφαρμόσουν έμπρακτα; Την κοινωνική δικαιοσύνη

102

Page 100: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

ε(χε στο κεφάλι του ο Στάλιν, ή την κυριαρχία επί των πολιτικών του αντιπάλων έναντι παντός τιμήματος; Την κοινωνική δικαιοσύνη είχε στην γκλάβα του ο Μπρέζ- νιεφ, ή την κλοπή;

Τέλος πάντων, ό,τι έγινε έγινε. Για να δούμε τι θα γίνει από δω και πέρα. Αν και πάλι δεν γίνει τίποτα, δεν χάλασε ο κόσμος. Οι άνθρωποι χάλασαν. Κι αν χάλασαν τόσο που να μην μπορούν ν’ αρχίσουν ένα νέο σοβαρό ξεκίνημα προς την υποσχε- μένη κοινωνική δικαιοσύνη, και πάλι δεν χάλασε ο κόσμος. Αργά ή γρήγορα, κάτω από την πίεση των πραγμάτων κι όχι γιατί όλοι θα γίνουν ξαφνικά καλοί, οι άνθρω­ποι θα καταλάβουν πως, ή μοιράζουν τα υπάρχοντά τους με όλο τον κόσμο, ή χάνουν και τα λίγα προσπαθώντας να διαφυλάξουν τα πολλά.

Ας μην ξεχνάμε πως υπάρχουν και οι πεινασμένοι Αφρικανοί και οι πεινασμένοι Ασιάτες και οι πεινασμένοι Λατινοαμερικάνοι και οι πεινασμένοι Άραβες, που αυτοί ειδικά δεν θα αργήσουν να κηρύξουν τον «παγκόσμιο ιερό πόλεμο» στο όνομα του Προφήτη. (Ο Χομεΐνί πέθανε, ζήτω οι Άραβες Χομεϊνί).

Οι μεγάλες επαναστάσεις δεν έγιναν ακόμα Ας περιμένουμε να γίνουν, κι ύστερα μιλάμε για την αξία ή την απαξία του μαρξισμού. Και να μην κάνουμε το λάθος να ταυτίζουμε τον ((υπαρκτό σοσιαλισμό» με το μαρξισμό, γιατί εκτός του ότι πολλοί λίγοι ασχολούνται εκεί πέρα με τον Μαρξ, εκεί που ο Μαρξ δεινοπάθησε περισσό­τερο είναι οι χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού».

Διότι άλλο μαρξιστής, κι άλλο γραφειοκράτης που το παίζει μαρξιστής, για να μη χάσει τη δουλειά του. Αυτό που φοβάμαι με την περεστρόικα είναι πως όλοι σιγά σιγά θα την υιοθετήσουν, πάλι για να μη χάσουν την κομματική δουλειά τους, κι όχι γιατί πολυκαταλαβαίνουν τι είναι αυτό το πράγμα. Οπότε θα προκύψει μια νέα γραφειοκρατία, με πολλή γκλάσνοστ κι ακόμα περισσότερη κακοήθεια.

Αν κρίνω από την προθυμία με την οποία οι αδαείς εδώ σε μας έσπευσαν να υιοθετήσουν την εγχώρια περεστρόικα, ίσα ίσα για να είναι «ιν», τότε δεν πρέ­πει να είμαστε ιδιαίτερα αισιόδοξοι για το μέλλον της περεστρόικα. Διότι και πά­λι θα εμφανιστεί ένας κομουνισμός χωρίς κομουνιστές, και πάλι θα επικαλού­νται τον Μαρξ, που τον γνωρίζουν μόνο κατ’ όνομα και πάλι θα χρειαστεί κανέ­νας καινούριος Γκορμπατσόφ. Ε, νισάφι πια, σύντροφοι! Καλό είναι ν’ αλλά­ξει κανείς «γραμμή», αλλά καμιά αλλαγή πλεύσεως δεν έχει νόημα αν δεν κοι­τάς κάπου κάπου και την πυξίδα. Δηλαδή το μαρξισμό. Γιατί αλλιώς η γραμμή θα είναι μονίμως άγονη και το πλοίο θα το χτυπούν από παντού οι άνεμοι της Ιστορίας.

Ο καπιταλισμός πρόκοψε όσο πρόκοψε δηλαδή, γιατί κι αυτός ανεπρόκοπος πα­ραμένει σε τελική ανάλυση, διότι την πυξίδα, που οι Ευρωπαίοι την έφεραν το 14ο αιώνα από την Κίνα, τη χρησιμοποίησε μόνο στα πλοία, κι όχι για να βρίσκει τον «ρουν της ιστορίας» όπως εμείς. Ο καπιταλισμός είναι εμπειρισμός, κι έχει τόση σχέση με τις υψηλές ιδέες, όση περίπου κι ο Κοσκωτάς. Αφήστε λοιπόν τον καπι­

103

Page 101: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

ταλισμό να εξωκείλει εντελώς και να δεις για πότε θα ζητήσει να τον ρυμουλκήσει ο σοσιαλισμός.

Πάντως, μέχρι να συμβεί αυτό, το πανάρχαιο αίτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης θα λειτουργεί κι αυτό εμπειρικά, και όπως όπως. Ακόμα και δια της κλοπής. Που θα γενικεύεται ολοένα και περισσότερο. Είναι και η κλοπή, άλλωστε, μια μορφή άμορφης κοινωνικής επανάστασης. Δεν την καθοδηγούν βέβαια οι κομουνιστές, αλλά αυτό δεν έχει και μεγάλη σημασία. Σάμπως τους κομουνιστές πλέον τους καθοδηγεί ο Μαρξ; Ο Μαρξ αναχώρησε προς άγνωστη κατεύθυνση από τις χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού» την εποχή του Στάλιν και έκτοτε περιφέρεται δώθε κείθε, για να καταλήξει στην παρανομία του αντάρτικου των πόλεων, που θα ανα­πτύσσεται ολοένα και περισσότερο — γι’ αυτό δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία .

Σε λίγο μάλιστα θα έρθουν και επικουρίες από την πεινασμένη Αφρική που λέ­γαμε. Ο Τρίτος Παγκόσμιος Πόλεμος άρχισε, λέει ο Κρις Μαρκέρ. Αλλά τελείται με κομάντος, που θα πυκνώνουν ολοένα και περισσότερο τις επιθέσεις τους, είτε μας αρέσει είτε όχι. Κι αν η «τρομοκρατία» βρίσκεται τώρα σε ύφεση, αυτό δεν σημαίνει ότι σε λίγα χρόνια δεν θα φουντώσει αγριότερη. Θα μου πείτε, ποιος ζει, ποιος πεθαίνει. Αυτό λένε άλλωστε συνεχώς οι αστοί και γ ι’ αυτό δεν πρόκειται να κα­ταλάβουν ποτέ πως Ιστορία λέγεται όχι μόνο αυτό που ήδη τελέστηκε στο παρελθόν αλλά κι αυτό που πρόκειται να τελεστεί στο μέλλον. Ο αστός είναι σταθερά προ­σανατολισμένος στο παρελθόν και στο παρόν.

Ό σο για το μέλλον, ποιος ζει, ποιος πεθαίνει. Κι ωστόσο, όλοι ξέρουν πως το αίτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης ζει και θα ζει πάντα. Αυτό είναι που δημιουργεί τα προβλήματα, κι όχι οι κομουνιστές. Οι κομουνιστές, απλώς οικειοποιούνται αυτό το αίτημα όταν μπορούν. Όταν δεν μπορούν, το αρπάζουν άλλοι και βαρούν άτσαλα. Το αρπάζουν ακόμα και οι κλέφτες του κοινού ποινικού δικαίου.

Ο Φραντς Φανόν έχει δίκιο: Οι λούμπεν μπορεί να αποδειχτούν σπουδαίοι επα­ναστάτες αν κάποιος οικειοποιηθεί το δυναμισμό τους. Άλλωστε, η Αλγερινή Ε­πανάσταση χρωστάει πολλά στους λούμπεν και στον θεωρητικό τους, τον Φραντς Φανόν. (Αξίζει να διαβάσει κανείς το «Της γης οι κολασμένοι» του Φανόν. Είναι ένα βιβλίο, που δεν έχασε την επικαιρότητά του. Εδώ, κολασμένοι είναι οι περιθω­ριακοί.) Οι πειρατές, οι κλέφτες, οι λαθρέμποροι, οι κομπιναδόροι, οι περιθωριακοί, οι αλήτες — όλοι αυτοί οι λούμπεν, όπως τους λέμε εμείς, δημιούργησαν τον κα­πιταλισμό. Οι παρίες ήταν πάντα ο μοχλός σε όλες τις κοινωνικές αλλαγές.

Και μη μου πείτε πως την Οκτωβριανή Επανασιάση την έκαναν οι συνειδητοποιη­μένοι προλετάριοι, γιατί ήταν πολύ λίγοι. Την Οκτωβριανή Επανάσταση την επάν­δρωσαν με τον κολοσσιαίο όγκο τους οι Ρώσοι εξαθλιωμένοι της εποχής, που δεν καταλάβαιναν τίποτα ούτε από μαρξισμό ούτε από κομουνισμό.

Ο καπιταλισμός αποκλείεται να λύσει το πρόβλημα της εξαθλίωσης σε ολόκληρη τη Γη. Σήμερα, η οικονομία είναι παγκόσμια, συνεπώς και τα προβλήματα που αυτή

104

Page 102: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

δημιουργεί είναι παγκόσμια. Καμιά ΕΟΚ, κανένας ΟΟΣΑ, κανένας ΟΗΕ δεν πρό­κειται να πετύχει τίποτα το σοβαρό, όσο οι άνθρωποι στην Αφρική και την Ασία πεινούν. Σήμερα πεινούν πάρα πολύ και δεν μπορούν να σταθούν στα πόδια τους και να πιάσουν όπλο. Όμως, σκέφτεστε τι έχει να γίνει μόλις φάνε ένα κομμάτι ψωμί και σταθούν στα πόδια τους και πιάσουν όπλο στο χέρι τους; Πώς θα τους αντιμε­τωπίσει τότε ο καπιταλισμός; Με το κράτος προνοίας; Με τη σφαγή; Όπως στην Αργεντινή σχετικά πρόσφατα; Από τα επεισόδια στην Αργεντινή πήραμε μια ιδέα τι σημαίνει πεινασμένος όχλος. Αυτά τα φαινόμενα θα πολλαπλασιάζονται ολοένα και περισσότερο.

Τρεις μόνο μεγάλες χώρες, η Αργεντινή, η Βραζιλία και το Μεξικό αν χάσουν τον έλεγχο της οικονομίας, και θα τον χάσουν οπωσδήποτε και μάλιστα σύντομα, ο παγκόσμιος καπιταλισμός καταρρέει σαν χάρτινος πύργος. Διότι αν μόνο αυτές οι τρεις τεράστιες χώρες^ηρύξουν χρεοστάσιο (κοινώς φαλιμέντο) χρεοκοπιών αυ­τόματα όλες οι τράπεζες της Δύσης. Διότι το περίφημο «λογιστικόχρήμα», μια από τις πιο μεγάλες εφευρέσεις του καπιταλισμού, επιτρέπει στις τράπεζες να θεωρούν τα κολοσσιαία ποσά που τους χρωστάνε αυτές οι τρεις χώρες, ως υπάρχοντα στα ταμεία τους. Ό ιω ς εμείς που θεωρούμε δική μας περιουσία αυτά που μας χρωστάει κάποιος. Αν όμως a f ,ηθεί να μας τα δώσει, κι αν είναι πάρα πολλά για τις οικο­νομικές μας δυνατότητες, χρεοκοπούμε αυτομάτως, αν δεν μας τα δώσει ποτέ. Το ίδιο ακριβώς θα συμβεί αν κηρύξουν χρεοστάσιο μόνο αυτές οι τρεις χώρες, χώρια οι άλλες, της Ελλάδας μη εξαιρούμενης που κι αυτή βαδίζει για φαλιμέντο.

Ο παγκόσμιος καπιταλισμός κάθεται σήμερα σ ’ ένα παλούκι και προσεύχεται να μη σπάσει, θ α σπάσει όμως, δεν μπορεί να δανείζουν συνεχώς οι μεγάλες διεθνείς τράπεζες και οι διεθνείς πιστωτικοί οργανισμοί και να μην εισπράττουν πύτέ τα δανεικά.

Ο Μαξ Βέμπερ λέει πως ο καπιταλισμός απαιτεί νόμους που μπορούν να λειτουρ­γήσουν σαν μηχανή. Κι ότι οι τελετουργικοί, οι μαγικοί και οι θρησκευτικοί λόγοι πρέπει να αποκλείονται παντελώς, προκειμένου να προκόψει ο καπιταλισμός. Ο Μαξ Βέμπερ, όπως και ο Καρλ Μαρξ άλλωστε έχει στο νου του τις αναπτυγμένες καπι­ταλιστικές χώρες, όπου πράγματι οι νόμοι που διακανονίζουν τις κοινωνικές και τις οικονομικές σχέσεις λειτουργούν ρολόι Κι έτσι ο καπιταλισμός στέκεται όρθιος. Όμως, στις υπανάπτυκτες χώρες δεν λειτουργούν οι νόμοι, λειτουργούν οι τελετουρ­γίες, οι μαγείες και οι θρησκείες. Οι άνθρωποι εκεί κανονίζουν τη ζωή τους βάσει εξωλογικών δεδομένων. Κι αν υπάρχει κάτι που μισεί θανάσιμα ο καπιταλισμός, αυτό είναι το παράλογο σε όλες τις μορφές του. Ο καπιταλισμός είναι λογικός μέχρι βαρβαρότητος. Λοιπόν, πως να φτιάξουν καπιταλισμό οι χώρες της Λατινικής Αμε­ρικής, με τους μάγους, με τις σάμπες, με τα μάμπο, με τους βουντού κι όλα τ ' άλλα τα μαγικοποιητικά, που γοητεύουν τους τουρίστες, όχι όμως και τους τραπεζίτες;

Πώς να φτιάξει καπιταλισμό της προκοπής η Ελλάδα με τις ορθοδοξίες της, της

105

Page 103: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

νεορθοδοξίες της, τις δυο εθνικές επετείους της, την ερζάτς προγονολατρεία της, και τις χιλιάδες των καθαρμάτων που δεν σέβονται κανέναν νόμο; Είπαμε, ο καπιταλι­σμός φτιάχτηκε από απατεώνες, όχι από ταχυδακτυλουργούς και μάγους. Ο Κοσκω­τάς, π.χ., θα μπορούσε να φτιάξει καπιταλισμό στην Ελλάδα, διότι ήταν ένας κα- τάψυχρος απατεών που ενήργησε με τον πιο τυπικό καπιταλιστικό τρόπο. Όμως έμπλεξε με τους μάγους του ΠΑΣΟΚ, κι έτσι μαζί με το «σοσιαλισμό» χάσαμε και τον καπιταλισμό. Και άντε τώρα να ξεπληρώσουμε το εξωτερικό μας χρέος. Και δώσ’ του να ιδρωκοπούν και να αγωνιούν οι διεθνείς τράπεζες.

Ξεμείναμε λοιπόν και από σοσιαλισμό και από καπιταλισμό. Σκέτη Αργεντινή γίναμε. Προτιμάτε Μεξικό μήπως, γιατί έτυχε να πάτε στο Ακαπούλκο; Εντάξει, Μεξικό. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες η εξαθλίωση θα συνεχίζεται στις υπανάπτυ­κτες χώρες. Η Ελλάδα, χάρις στην ΕΟΚ και τα προγράμματά της ενδέχεται τελικά να γίνει κάποτε καπιταλιστική χώρα και να εφαρμόσει την πολιτική του «κράτους προνοίας», που την έχει υιοθετήσει και η ΕΟΚ (πλην της Αγγλίας, που δυστροπεί).

Ο υπόλοιπος κόσμος, όμως; Αν χρεοκοπήσουν οι διεθνείς τράπεζες λόγω χρεο­στασίου των υπανάπτυκτων, θα χρεοκοπήσει και η ΕΟΚ. σας το ’πα, ο καπιταλισμός κάθεται σ ’ ένα παλούκι, μα τι παλούκι!! Εγώ ο σαδιστής θέλω πολύ να το δω να σπάει όσο ζω. Έχω να κάνω κάτι γέλια μα τι γέλια!! Και τότε θα δούμε αν ο θείος μου ο Κάρολος είχε ή δεν είχε δίκιο. Γιατί το δίκιο του Μαρξ δεν θα αποδειχτεί με τη χρεοκοπία του «υπαρκτού σοσιαλισμού» αλλά με τη χρεοκοπία του καπιταλισμού. Ο μαρξισμός είναι μια κριτική τογ καπιταλισμού και όχι μια συλλογή οδηγιών για την εφαρμογή του κομουνισμού.

106

Page 104: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

21. ΤΑ ΡΟΜΠΟΤ ΥΠΟΣΧΟΝΤΑΙ ΕΚΠΛΗΞΕΙΣ

0 Μαρξ πίστευε πως η ανθρώπινη ιστορία είναι μια συνεχής διαδοχή από κοινωνικά συστήματα Σ’ αυτή τη διαδοχή, κάθε επόμενο κοινωνικό σύστημα δημιουργείται από το προηγούμενο με νομοτελειακή αναγκαιότητα. Αρκεί λοιπόν να επισημάνουμε τους νόμους που επενεργούν ώστε να γίνει δυνατή αυτή η διαδοχή, για να έχουμε μια ιδέα για το ποιο κοινωνικό σύστημα θα διαδεχτεί το σημερινό, δηλαδή τον καπιταλισμό. Αν οι νόμοι που κάνουν την ιστορία να κινείται μ’ έναν ορισμένο τρόπο και όχι εική«αι ως έτυχεν έχουν σχέση με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και τη διαφοροποίηση των παραγωγικών σχέσεων που συνεπάγονται οι αλλαγμένες παραγωγικές δυνάμεις, τότε ο καπιταλισμός αναγκαστικά θα δώσει τη θέση του στον κομουνισμό, διότι οι παραγωγικές δυνάμεις θα έχουν αναπτυχτεί τόσο που θα είναι αδύνατο πια να συνεχίσει να υπάρχει το σημερινό καπιταλιστικό σύ­στημα παραγωγικών σχέσεων, που είναι οι σχέσεις ατομικής ιδιοκτησίας. Οι υπε- ραναπτυγμένες παραγωγικές δυνάμεις (έτσι λέγεται το σύνολο των παραγόντων ποΟ παίρνουν μέρος στην παραγωγή, π.χ. οι μηχανές, το κεφάλαιο, η ανθρώπινη εργασία, κ.τ.λ.), θα «διαρραγούν» κατά κάποιον τρόπο και για να επέλθει ισορροπία, ώστε να συνεχιστεί η οικονομική ανάπτυξη, οι καινούριες παραγωγικές σχέσεις (έτσι λέγο­νται οι οικονομικές σχέσεις που δημιουργούνται ανάμεσα στους ανθρώπους που καθ’ οιονδήποτε τρόπο μετέχουν σίην παραγωγή) θα πάρουν τη θέση των παλιών, που πια δεν θα μπορούν να υπάρξουν αφού δεν θα ταιριάζουν στις αλλαγμένες παραγω­γικές δυνάμεις.

Παρά ταύτα και σε πείσμα του Μαρξ, τα πράγματα εξελίχτηκαν στις χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού» εντελώς ανάποδα. Πρώτα επιχείρησαν να εγκατα­στήσουν νέες παραγωγικές σχέσεις (κοινωνικής ιδιοκτησίας) κι ύστερα, δι’ αυ­τών να εναρμονίσουν μ’ αυτές τις νέες παραγωγικές δυνάμεις. Για να το πού­με αλλιώς: Πρώτα διακήρυξαν την ισότητα κι ύστερα επιχείρησαν να αναπτύξουν την οικονομία έτσι, ώστε η ισότητα ν ’ αποχτήσει ουσιαστικό οικονομικό περιεχό­μενο.

Φυσικά, απέτυχαν, αν και όλοι κάποτε πιστεύαμε πως θα πετύχουν, γιατί δώσαμε υπέρ το δέον μεγάλη σημασία στην ανθρώπινη βούληση και λογική. Τούτος ο βολονταρισμός (βουλησιαρχία) εκτός του ότι αποδείχτηκε καταστροφικός, οδήγησε και σε παραμορφώσεις ακόμα και της βούλησης στο σταλινισμό.

Ο κομουνισμός, λοιπόν, κατά τον Μαρξ, θα προκύψει απ’ την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων μέχρι του σημείου που να γίνει αναγκαία η αλλαγή των

107

Page 105: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

παραγωγικών σχέσεων κι όχι απ’ τη θέληση των επαναστατών, όσο δίκαιη και ανθρωπιστική κι αν είναι αυτή.

Η επαναστατική βούληση υπηρετεί, βέβαια, το πανάρχαιο αίτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης, αλλά πέραν τούτου ουδέν σοβαρότερον και κυρίως σταθερότερον. Α­πλή απόδειξη το γεγονός πως η επαναστατική βούληση και η πολιτική ιδιοφυία του Λένιν, καθώς και η προθυμία με την οποία ανταποκρίθηκε στις προτάσεις των μπολ­σεβίκων το 1917 ολόκληρος σχεδόν ο ρωσικός λαός, δεν κατέληξαν στην εδραίωση του κομουνισμού, αλλά της γραφειοκρατίας. Και τούτο γιατί, το ξαναλέω, επιχείρη­σαν να φκιάξουν κομουνισμό χωρίς η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων να επιτρέπει την αλλαγή των παραγωγικών σχέσεων από το καθεστώς της ατομικής ιδιοκτησίας σ ’ αυτό της κοινωνικής ιδιοκτησίας.

Όπως εξελίχτηκαν τα πράγματα, ειλικρινά θα ευχόμουν να είχε αποτύχει ο Λένιν. Ο οποίος άλλωστε, όταν ξεκίνησε το κολοσσιαίο εγχείρημά του, που κατέπληξε τους πάντες στον κόσμο ολόκληρο, έδινε στον εαυτό του πιθανότητες επιτυχίας μόνο 20%. Η επιτυχία του λοιπόν έγινε ακόμα πιο εντυπωσιακή ακριβώς γιατί οι πιθα­νότητες γ ι’ αυτήν ήταν πάρα πολύ μικρές.

θ α ευχόμουν, που λέτε, να είχε αποτύχει ο Λένιν γιατί το μαρξισμό θα τον χρη­σιμοποιούσαμε σήμερα μόνο για την κριτική του καπιταλισμού κι όχι για την κρι­τική του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Γιατί ο «υπαρκτός σοσιαλισμός» δεν αντέχει σε καμιά σοβαρή μαρξιστική κριτική. Είναι, θα έλεγα, ολικά αντιμαρξιστικός.

Αντίθετα, ο μαρξισμός δεν έχασε την αποτελεσματικότητα του σαν κριτική του καπιταλισμού. 'Αλλωστε, εξαρχής ήταν μια κριτική του καπιταλισμού, και ό,τι έφερε η ύπαρξή του ως «(υπαρκτό σοσιαλισμό» το έφερε εξαιτίας του γεγονότος πως ο μαρξισμός είναι ο πιο πειστικός και λογικός φορέας του προμαρξιστικού αιτήμα­τος για κοινωνική δικαιοσύνη, που όπως καταλαβαίνουμε δεν είναι μαρξιστικό.

Φυσικά, ο μαρξισμός θα συνεχίσει να παίζει το ρόλο του φορέα του ίδιου αιτή­ματος, όμως τίποτα δεν εγγυάται πως μόνο μ ’ αυτό το αίτημα, χωρίς μια πλήρη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, θα είναι δυνατή στο μέλλον μια επιτυχέστερη απόπειρα αλλαγής των παραγωγικών σχέσεων. Αποδείχτηκε άλλωστε πως ο καπι­ταλισμός δεν εξάντλησε τις δυνατότητές του για παραπέρα ανάπτυξη, παρόλο που όλα δείχνουν πως όπου να ’ναι τις εξαντλεί μέσα απ’ την «επανάσταση της πληρο­φορικής», που θα αποδεσμεύσει τεράστιες κοινωνικές δυνάμεις, καθώς οι παραγω­γικές δυνάμεις ολοένα και περισσότερο θα αυτοματοποιούνται.

Οι άνθρωποι που θα αντικατασταθούν ας πούμε από τα ρομπότ, με κάτι πρέπει να ασχοληθούν για να κερδίσουν τη ζωή τους. Μπορεί, βέβαια, το επίδομα ανεργίας να αυξηθεί πάρα πολύ και να γίνει ας πούμε ένας πλήρης μισθός. Αλλά κάτι τέτοιο δεν θα λειτουργήσει μακρόχρονα υπέρ του καπιταλισμού.

Γιατί οι κοινωνικές δυνάμεις που θα απελευθερωθούν με τη σχόλη, δεν θα ταυ­τιστούν κατ’ ανάγκην όλες με τη συντήρηση, δηλαδή τη διαφύλαξη του κοινωνικού

108

Page 106: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

συστήματος που υπάρχει, θ α προ κύψει συνεπώς και πάλι το πρόβλημα της αλλαγής των παραγωγικών σχέσεων, που τώρα όμως θα επιβάλλονται από τις όντως αλλαγ­μένες και εξαντλημένες παραγωγικές δυνάμεις.

Βέβαια, όλα αυτά είναι υποθέσεις που ανήκουν μάλλον στην επιστημονική φαντα­σία. Που θα την έλεγα «μαρξιστική φαντασία» εφόσον επιστήμη είναι και ο μαρ­ξισμός. Και μέχρι να τελεστούν τούτες οι ριζικές αλλαγές, το παμπάλαιο και δια- βρωτικό για τους εκάστοτε ιθύνοντες αίτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης θα ζητάει βασανιστικά μια απάντηση.

Συνεπώς, η πάλη των τάξεων, ή όπως αλλιώς θα την ονομάσετε αν δεν σας αρέ­σουν οι μαρξιστικοί όροι, θα συνεχίζεται. Οι ομάδες των ενόπλων «αναρχικών» του μέλλοντος θα δημιουργούνται ταις δακάναις του καπιταλιστικού κράτους, χάρη και στο αυξημένο επίδομα ανεργίας. Τούτοι οι «πλούσιοι» άνεργοι θα ’ρθουν να συνα­ντήσουν τους λιγότερο «πλούσιους» άνεργους, ή τους εντελώς εξαθλιωμένους κι όλοι μαζί θ’ αποτελέσουν έναν πρώτης τάξεως επαναστατικό άτυπο στρατό. Το ξαναλέω προς άρσιν παρβξηγήσεων: Συνεχίζω να ακροβατώ, στα πλαίσια της επιστημονικής φαντασίας.

Αλλά, δτάολε, δεν μπορούμε να συλλάβουμε το μέλλον χωρίς φαντασία. Άλλωστε, η πράξη έδειξε πως και ο μαρξισμός, όσον αφορά το σκέλος του που, αναφέρεται στην κοινωνία του μέλλοντος κι όχι όσον αφορά το σκέλος του που αναφέρεται στην κριτική του καπιταλισμού, αποδείχτηκε επιστημονική φαντασία.

Προτείνω λοιπόν να περιορίσουμε το μαρξισμό στην κριτική του καπιταλισμού, και τα σάλτα στο μέλλον να τα κάνουμε με κάθε επιφύλαξη. Αρκετά γίναμε ρεζίλι των σκυλιών με τους Στάλιν, με τους ερυθροφρουρούς και πρόσφατα με τη... σοσια- λιστικότατη σφαγή των φοιτητών στο Πεκίνο.

Αν ήξερε ο Μαρξ πως όλα αυτά τα εγκλήματα θα γίνουν στο όνομά του, θα στραγγάλιζε τη σκέψη του και δε θα 'βγάζε αχνά. ΓΓ αυτό, λοιπόν, είπα παραπάνω πως θα ευχόμουνα να είχε αποτύχει ο Λένιν. Αν αποτύγχανε, οι επαναστάτες του μέλλοντος θα ενεργούσαν χωρίς να είναι υποχρεωμένοι να απολογούνται για τους επαναστατικούς τους προγόνους, που τα 'καναν μαντάρα. Ό χι γιατί ήταν κακοί ή ηλίθιοι, αλλά διότι η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων δεν τους επέτρεπε να κάνουν τίποτα καλύτερο απ’ το να συντηρούν το αρχαίο όραμα για την κοινωνική δικαιοσύνη. Και μόνο γ ι’ αυτό και παρά τα λάθη τους, και παρά τη βαρβαρότητά τους πολύ συχνά, εγώ τουλάχιστον δεν θα τους διαγράψω ποτέ απ’ τη συνείδησή μου, τους όντως επαναστάτες του παρελθόντος.

Για τον ίδιο ακριβώς λόγο δεν μπορώ να διαγράψω απ’ τη συνείδησή μου και τους λεγόμενους «αναρχικούς». Άλλωστε ίσως είναι οι μόνοι που διατηρούν ζωντανότε- ρα απ’ όλους μας το αίτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης. Δεν έχει σημασία αν είναι αναποτελεσματικοί πολιτικά. Σάμπως οι άλλοι ήταν αποτελεσματικοί; Αν μη τι άλλο σοβαρότερο, τουλάχιστον οι «αναρχικοί» δεν πρόκειται να γίνουν γραφειοκράτες

109

Page 107: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

όσο παραμένουν «αναρχικοί». Δεν πρόκειται ν ’ αράξουν την αρίδα τους στο ασπκό κοινοβούλιο. Δεν πρόκειται να πάρουν μισθό από το κόμμα. Δεν πρόκειται να υιο­θετούν κάθε τόσο την αλλαγμένη γραμμή του κόμματος, ίσα ίσα γιατί γνωρίζουν πως είναι δύσκολο ν’ αλλάξεις επάγγελμα στα τριάντα, τη στιγμή μάλιστα που υπάρχει οξύτατο πρόβλημα ανεργίας.

Αντίθετα με τους μαρξιστές, που λένε πως τα κοινωνικά συστήματα διαδέχονται το ένα το άλλο μέσα στην ιστορία, οι αστοί κοινωνιολόγοι ισχυρίζονται πως από υπάρξεως ανθρώπου στη Γη ένα είναι το κοινωνικό σύστημα, που όμως διαφορο­ποιείται ακατάπαυτα και ανεπαίσθητα, βαδίζοντας συνεχώς από ένα στάδιο μεγαλύ­τερης φτώχειας σ ’ ένα άλλο μικρότερης, από ένα στάδιο μεγαλύτερης εκμετάλλευ­σης, σ ’ ένα άλλο μικρότερης, από ένα στάδιο μεγαλύτερης βαρβαρότητας σ ’ ένα άλλο μικρότερης.

Ωραία. Δεν μας λένε, όμως, ποιο είναι το τίμημα γ ι’ αυτή την αναμφισβήτητη βελτίωση σ ’ όλα τα επίπεδα. Δεν μας λένε βάσει ποιου μηχανισμού γίνεται δυνατή η πρόοδος. Γιατί αν μας το ’λεγαν θα έπρεπε να παραδεχτούν πως η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο δεν είναι ένα αναγκαίο κακό, όπως λένε, ένα κακό δηλαδή που υπάρχει στον αιώνα τον άπαντα προκειμένου να μη σταματήσει η πρόοδος. Βέβαια μια κάποια μορφή εκμετάλλευσης μπορεί να συνεχίσει να είναι αναγκαία μέχρι που η κοινωνία ολόκληρη πλουτίσει τόσο, που να μη χρειάζεται πλέον να παρακρατείται μεγάλο μέρος της υπεραξίας, δηλαδή του εργαζόμενου. Όμως, ας παραδέχονταν τουλάχιστον οι αστοί "πως η εκμετάλλευση δεν είναι μια φυσική κατάσταση, δεν είναι κάτι σαν το σεισμό ή το χαλάζι ας πούμε, που τα υφίσταται κανείς χωρίς να μπορεί να τα σταματήσει.

Η εκμετάλλευση δεν είναι φυσικό, είναι κοινωνικό δεδομένο. Δεν βασίζεται στην ανωτερότητα του ενός και την κατωτερότητα του άλλου, στην εξυπνάδα του ενός και την κουταμάρα του άλλου, στο άσπρο χρώμα του ενός και το μαύρο χρώμα του άλλου, στο αρσενικό φύλο του ενός και το θηλυκό φύλο του άλλου.

Και... θεολογικά να δεις το ζήτημα, είναι λίγο δύσκολο να πιστέψεις, όντας χρι­στιανός και έχοντας παρά ταύτα έστω κι έναν κόκκο μυαλού στο κεφάλι σου, πως η εκμετάλλευση είναι... δώρο θεού, αφού ο θεός αποφάσισε, λέει, ποιος θα γίνει πλούσιος και ποιος θα μείνει φτωχός. Λοιπόν, φίλοι μου χριστιανοί, ή ο θεός αγαπάει εξίσου όλα τα παιδιά του και τα φροντίζει με την ίδια στοργή όλα, ή είναι ένας πολύ καλός πατέρας, οπότε δεν είναι θεός. Κι αν θέλει να τιμωρήσει τα κακά παιδιά του θα μπορούσε κάλλιστα να τα τιμωρήσει αλλιώς, στέλνοντάς τα, π.χ., στην κόλαση κι όχι πετώντας τα στη γήινη κόλαση της φτώχειας ή έστω του λιγότερου πλούτου. Αν οι χριστιανοί θεολόγοι δεν δώσουν μια επαρκή θεολογική απάντηση στο δύσκολο ερώτημα: γιατί υπάρχουν φτωχοί στη Γη, και μάλιστα πολλοί απ’ αυτούς να ’ναι και υποδειγματικοί χριστιανοί από πάνω, θα είναι πάντα ύποπτοι ως εχθροί των φτωχών και φίλοι των πλούσιων.

110

Page 108: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

Για τους αστούς κοινωνιολόγους, λοιπόν, ολόκληρη η ιστορία είναι μια αδιάκοπη μεταβατική περίοδος, που οδηγεί αορίσιως απ’ το χειρότερο στο καλύτερο. Μα, κύριοι, αυτό το ξέρουν κι οι κότες. Εμείς θέλουμε να μας πείτε κάτι και για το μηχανισμό λειτουργίας της εκμετάλλευσης, κι όχι για τις μεταβατικές περιόδους. Κι εμείς δεχόμαστε την ύπαρξη μεταβατικών περιόδων, παρότι δεν αντιμετωπίζουμε ολόκληρη την ιστορία σαν μια συνεχή μεταβατική περίοδο. Γιατί ρμεϊς δεχόμαστε την ύπαρξη των «διαλεκτικών αλμάτων» (που εσείς δεν δέχεστε), δηλαδή τη ριζική ποιοτική αλλαγή που έρχεται σαν συνέπεια μιας αδιάκοπης σειράς ποσοτικών αλ­λαγών. Το πέρασμα απ’ τον καπιταλισμό στον κομουνισμό, από ποιοτική άποψη, είναι ένα διαλεκτικό άλμα, όμως αυτή η ποιοτική αλλαγή προετοιμάζεται για μεγάλο χρόνο, από μια αδιάκοπη ποσοτική αλλαγή.

Ξέρουμε πως ο καπιταλισμός από ποσοτική άποψη δεν είναι αυτός που ήταν πριν από πενήντα χρόνια, ας πούμε. Ο καπιταλισμός έχει σωρεύσει τεράστιες ποσοτικές αλλαγές μέσα του. Αυτές ακριβώς θα φέρουν και μια ποιοτική αλλαγή. Εμείς αυτή την αλλαγή την ονομάζουμε κομουνισμό. Εσείς πέστε την όπως θέλετε. Και αν το διαλεκτικό άλμα τελεστεί χωρίς κλυδωνισμούς, τόσο το καλύτερο για όλους μας. Η φύση δεν κάνει άλματα, σύμφωνοι, το είπαν και οι Ρωμαίοι. Όμως η κοινωνία δεν είναι φύση, είναι ακριβώς το αντίθετο της φύσης. Διότι πολιτισμός ονομάζεται, και το δέχεστε και σεις αυτό, η μετατροπή του φυσικού σε κοινωνικό, ας πούμε της φυσικής πέτρας σε οίκημα, ή του φυσικού νερού σε πισίνα, ή του φυσικού χειμάρρου σε αρδευτικό κανάλι.

111

Page 109: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

22. Ο ΦΕΟΥΔΑΡΧΗΣ ΠΕΘΑΝΕ. ΖΗΤΩ Η ΦΕΟΥΔΑΡΧΙΑ...

Τα γραμμάτια εμφανίζονται καταρχήν στην Ιταλία, το 13ο αιώνα. Είναι η πρώτη μεγάλη εφεύρεση του καπιταλισμού, που αρχίζει να οργανώνεται ερήμην του φεου­δαρχικού κράτους, ερήμην της μεσαιωνικής εκκλησίας, ερήμην της χριστιανικής ηθικής. Το γραμμάτιο είναι μια καινούρια μορφή χρήματος εντελώς άγνωστη μέχρι τότε. Το γραμμάτιο δεν είναι ακριβώς χαρτονόμισμα, εγγυημένο απ’ το κράτος, κι ωστόσο λειτουργεί σαν χαρτονόμισμα. Δεν το εκδίδει η Τράπεζα, το εκδίδουν ιδιώ­τες με προσωπική τους ευθύνη, κι ωστόσο η Τράπεζα μπορεί να το «σπάσευ>, δηλαδή να το πληρώσει στον κομιστή, αδιαφορώντας αν το γραμμάτιο έχει όντως μια πραγ­ματική αξία ίση με το αναγραφόμενο σ ' αυτό ποσό. Μ’ άλλα λόγια, μπορεί το γραμμάτιο να είναι εικονικό, ((γραμμάτιο ευκολίας» όπως το λένε οι συναλλασσό­μενοι, μπορεί το αναγραφόμενο ποσό να εμπεριέχει και τους τόκους, νόμιμους ή παράνομους, κανείς δεν θα το ψάξει, μπορεί να είναι εντελώς άτοκο, μπορεί εν ολίγοις να είναι ένα είδος χαρτονομίσματος τόσο ελαστικό, όσο και η συνείδηση του εμπόρου που σοφίζεται αυτό τον τρόπο πληρωμής, που είναι το ακριβώς αντίθετο με την πληρωμή δια «σκληρού νομίσματος». Αν το πιο ((σκληρό» απ’ όλα τα σκληρά νομίσματα είναι ο χρυσός, το γραμμάτιο είναι το ακριβώς αντίθετο του χρυσού, κι ωστόσο αυξάνει το απόθεμα εις χρυσόν.

Το γραμμάτιο δεν είναι ακριβώς νόμισμα, όπως είπαμε. Νομίσματα εκδίδει μόνο το κράτος. Είναι ένα ((χρεωστικό έγγραφο» όπως το λένε επισήμως, δηλαδή ένα χαρτί που λέει ότι χρωστάς τόσα. Όμως, όταν ο κάτοχός του, που λέγεται κομιστής, το πάρει απ’ αυτόν που το εκδίδει και το υπογράφει και που λέγεται αποδέκτης (του χρέους), μπορεί να το κυκλοφορήσει σαν να ήταν νόμισμα. Ωστόσο, η κυκλοφορία του είναι ((υπό προθεσμίαν». Διότι το γραμμάτιο, αντίθετα από το νόμισμα, «λήγει» μια ορισμένη ημερομηνία, οπότε ο αποδέκτης οφείλει να το πληρώσει στον τελευ­ταίο κομιστή. Αν δεν το πληρώσει, ο τελευταίος κομιστής θα ζητήσει λογαριασμό από τον προτελευταίο και πάει λέγοντας μέχρι τον αποδέκτη, δηλαδή αυτόν που το υπόγραψε, και τον πρώτο κομιστή, δηλαδή αυτόν που πρώτος το δέχτηκε σαν έγκυρο και έντιμο τρόπο πληρωμής.

Ό σο κι αν το γραμμάτιο φαίνεται σήμερα κοινός και απλός τρόπος συναλλαγής, αντανακλά ωστόσο με τον πιο σαφή τρόπο την εν γένει καπιταλιστική συναλλακτι­κή νοοτροπία. Ο καπιταλιστής δεν θέλει να παρεμβαίνει κανένας στις δουλειές του και θεωρεί το κράτος, που ελέγχει και οργανώνει την οικονομική και κοινωνική ζωή,

112

Page 110: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

σαν τον υπ’ αριθμό ένα εχθρό του. Αυτό που αργότερα θα ονομαστεί «φιλελευθερι­σμός», δηλαδή αγάπη (φιλία) προς την ελεύθερη οικονομία και όχι προς την ελευ­θερία εν γένει, εμφανίζεται σαν δυνατότητα με το γραμμάτιο, καταρχήν το Μεσαίω­να, δηλαδή πριν από την εμφάνιση του κυρίως ειπείν καπιταλισμού το 16ο auovc.

Το πρώτο (εργαλείο) για μια αποτελεσματική εκμετάλλευση, το γραμμάτιο, είναι λοιπόν έτοιμο από το 13ο αιώνα, και από τότε θα χρησιμοποιείται και αδιαλείπτως σαν το καλύτερο μέσο να καλύπτονται όλες οι βρομιές των συναλλασσόμενων ιδιω­τών. Το γραμμάτιο, μ’ άλλα λόγια, είναι μια βόμβα στα θεμέλια της αυστηρής μεσαιωνικής χριστιανικής ηθικής, που δεν δέχεται κανενός είδους παρασπονδία, ούτε στην ιδιωτική ούτε στη δημόσια ζωή, πράγμα που δυσκολεύει αφάνταστα την ανάπτυξη του καπιταλισμού, που μισεί θανάσιμα κάθε έλεγχο από την κοινωνία.

Εννοείται πως ο φρικώδης έλεγχος που ασκούσε η φεουδαρχική κοινωνία στους πάνιες, δεν ήταν ακριβώς κοινωνικός έλεγχος, ήταν μια απροκάλυπτη δικτατορία του φεουδάρχη. Συνεπώς, η εμφάνιση του γραμματίου, διά του οποίου επιχειρείται επιτυχώς η παράκαμψη των δυσκολιών που επιβάλλουν οι δύσκαμπτοι κανόνες κοι­νωνικής και οικονομικής συμπεριφοράς που συνεπάγεται η φεουδαρχία, πρέπει να θεωρείται σαν -μια τεράστια πρόοδος σε σχέση με την προηγούμενη κατάσταση. Τώρα, «οικονομικά ισχυροί» μπορούν να γίνουν και άλλοι εκτός απ’ τους φεουδάρ­χες. Που κι αυτοί αρχίζουν να καταλαβαίνουν πως δεν θα παραμείνουν για πολύ οικονομικά ισχυροί, αν δεν προσαρμοστούν στα εύκαμπτα ήθη που επιβάλλουν στην κοινωνία οι έμποροι, μέσα από τις αλλαγμένες παραγωγικές δυνάμεις, που θα φέρουν και μια αλλαγή και στις παραγωγικές σχέσεις.

Κατά το τέλος του 13ου αιώνα, το «διπλό σύστημα οικονομίας» είναι πλέον κα- ταφάνερο: Μέσα στα φέουδα, ο φεουδάρχης αγωνίζεται να διαφυλάξει την παραδο­σιακή οικονομική και κοινωνική τάξη και, έξω από τα φέουδα, οι έμποροι και οι βιοτέχνες αποχτούν συνεχώς και μεγαλύτερη οικονομική ισχύ, μέχρι που να εκτο­πίσουν, το 16ο αιώνα, τους φεουδάρχες απ’ τον έλεγχο της οικονομικής ζωής, χωρίς ωστόσο να τους καταργήσουν εντελώς. Άλλωστε την πολιτική εξουσία συνεχίζουν να την κατέχουν οι φεουδάρχες, που αν και παρηκμασμένοι, δεν θα την παραδώσουν οικειοθελώς στους ανερχόμενους αστούς, θα χρειαστούν κι εδώ επαναστάσεις, πε­ρισσότερο ή λιγότερο αιματηρές. Η αιματηρότερη, και γ ι’ αυτό γνωστότερη όλων, είναι, βέβαια, η Γαλλική, του 1789.

Κανείς δεν παραδίδει την πολιτική εξουσία μετά χαράς μεγάλης. Ούτε ο Παπαν­δρέου την παρέδωσε μετά χαράς μεγάλης. Διότι όλος ο κόσμος ξέρει πως μια συ­γκεκριμένη μορφή πολιτικής εξουσίας υπάρχει για να θεσμοθετείται και να προστα­τεύεται μια συγκεκριμένη μορφή οικονομικής εξουσίας, η οποία προηγείται της πολιτικής και την επικαθορίζει, αν και η πολιτική εξουσία, στη στενή διαλεκτική της σχέση με την οικονομική, μπορεί να ευκολύνει την ανάπτυξη μιας άλλης, και­νούριας μορφής, οικονομικής εξουσίας που δεν έχει διαμορφωθεί με την πολιτική

113

Page 111: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

εξουσία που ταιριάζει στις ήδη αλλαγμένες, εντός της κοινωνίας, οικονομικές δομέςΓια να το πω πιο σχηματικά: Μια καινούρια μορφή οικονομικής εξουσίας επιβάλ­

λει μια καινούρια μορφή πολιτικής εξουσίας, αλλά και μια αλλαγμένη πολιτική εξουσία βοηθάει στην ολοκλήρωση της αλλαγής της οικονομικής εξουσίας.

Πάντως, είναι αδύνατο η πολιτική εξουσία να δημιουργήσει, αυτή και μόνο, ένα καινούριο οικονομικό σύστημα Στο διαλεκτικό σχήμα που περιγράψαμε, η οικονο­μία προηγείται της πολιτικής και την επικαθορίζει σταθερά, χωρίς αυτό να σημαίνει πως και η πολιτική δεν επιδρά με τη σειρά της στην οικονομία Όπως και να ’ναι πάντως, η οικονομική ισχύς προηγείται της πολιτικής ισχύος με την ίδια έννοια που το αβγό προηγείται της κότας. (Μόνο οι παντελώς άμοιροι διαλεκτικής σκέψης θα μπουν μπροστά στο σαχλό δίλημμα: Η κότα έκανε το αβγό, ή το αβγό την κότα; Διότι και οι κότες γνωρίζουν πως το απλούστερο και στοιχειωδέστερο προηγείται του συνθετότερου και πολυπλοκότερου. Βέβαια, οι κότες δεν ξέρουν πως είναι πο- λυπλοκότεροι βιολογικοί οργανισμοί από τα αβγά τους, όμως να μην το ξέρουν και οι σκεπτόμενοι ως κότες άνθρωποι; Ω, διάολε, πως να δει προκοπή ο κόσμος με σκέψη καθηλωμένη στο επίπεδο του πτηνού;)

«Οικονομική ισχύς», που, βέβαια, δεν είναι καπιταλιστική εφεύρεση, λέγεται η δυνατότητα που έχουμε για την ικανοποίηση των οικονομικών μας αναγκών. Χρειά­ζομαι το χρήμα για να ικανοποιώ κάποτε τις ανάγκες μου. Και όσο περισσότερο χρήμα έχω, τόσο περισσότερες και πολυπλοκότερες ανάγκες ικανοποιώ. Το φαί μου, τα ρούχα μου και η στέγη μου λέγονται πρωταρχικές ή βασικές ανάγκες. Διότι αν δεν τις ικανοποιήσω θα βάλω σε κίνδυνο τη ζωή μου. Και δεδομένου ότι, ουκ απ’ άρτον μόνο ζήσεται άνθρωπος, αφού ικανοποιήσω τις εξαρτώμενες από τον άρτον ανάγκες μου, θα προχωρήσω στην ικανοποίηση και άλλων, πνευματικότερων ανα­γκών. Θα αγοράσω, π.χ. βιβλία και δίσκους, θα πάω στο θέατρο, στον κινηματογρά­φο, στη συναυλία, θα κάνω ταξίδια. Και αν η σύζυγός μου δεν καλύπτει πλήρως τις σεξουαλικές μου ανάγκες, θα νοικιάσω μια γκαρσονιέρα για τις «εξωσυζυγικές μου σχέσεις». Και αν δεν βρω γυναίκα πρόθυμη να βοηθάει τη γυναίκα μου στα συζυγικά της καθήκοντα οικειοθελώς, θα πληρώσω μία, είτε ευθέως, είτε έμμεσα με την μορφή δώρων. (Ό σο πιο χάλιας είμαι, τόσο το χρήμα γίνεται αναγκαίο για την ικανοποίη­ση των σεξουαλικών μου αναγκών).

θέλω να πω πως ανάμεσα στις βασικές, τις μη βασικές και τις πνευματικές μου ανάγκες δεν υπάρχουν όρια. Κι ότι η ανάγκη είναι κάτι που έχει σχέση με την αγωγή μου, με την παιδεία μου, με το μυαλό μου, με τον ψυχισμό μου κτλ., κτλ. Εγώ, για παράδειγμα δεν ένιωσα ποτέ την ανάγκη να έχω αυτοκίνητο. Όμως, ένιωσα από μικρός την ανάγκη να έχω βιβλία, γιατί έτσι μ’ έμαθαν κι αυτό μου δημιούργησε μύρια όσα προβλήματα.

Όμως, πριν μπορέσω να ικανοποιήσω τις «πολυτελείς» πνευματικές μου ανάγκες, έπρεπε να βρω τρόπο να ικανοποιήσω τις βασικές. Διότι, δυστυχώς, το πνεύμα δεν

114

Page 112: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

λειτουργεί ερήμην του σώματος, ούτε καν στο Ά γιο Όρος.Προς το παρόν, η ανθρωπότητα βρίσκεται στο στάδιο της ικανοποίησης των

βασικών αναγκών όλων των ανθρώπων. Κι αν εμείς τις έχουμε ικανοποιήσει, οι Αφρικανοί και οι Ασιάτες δεν π ς έχουν ικανοποιήσει. Κι αυτό δημιουργεί κινδύνους και για τις ήδη ικανοποιημένες δικές μας ανάγκες. Συνεπώς, όχι από ανθρωπιστι­κούς, αλλά από λόγους συμφέροντος και μόνο έχουμε κάθε λόγο να κάνουμε κάτι για να ικανοποιήσουν όλοι οι άνθρωποι, σ ’ όλο τον κόσμο, τις βασικές τους ανά­γκες, που, το ξαναλέω, είναι το φαί, η ένδυση και η στέγη. Το να ακούω εγώ Μπαχ και ο άλλος την κοιλιά του που γουργουρίζει, με δυσκολεύει πάρα πολύ στο να ακούω ήρεμα Μπαχ. Έχω κάθε λόγο, λοιπόν, να συμβάλω στο να σταματήσουν να γουργουρίζουν οι κοιλιές, ακόμα κι όταν οι γουργουριστές κοιλιές δεν είναι δίπλα στα ισχυρά ηχεία του καλού μου ηχητικού συγκροτήματος. Διότι τα γουργουρητά είναι μέσα στο μυαλό μου, δηλαδή εΊκί ακριβώς όπου καταλήγει ο ήχος της θείας μουσικής του Μπαχ που λέγαμε. Και τα παράσιτα που έχουμε στο κεφάλι μας είναι πιο ενοχλητικά. .

Δεν ξέρω εσείς, αλλά εγώ αγωνίζομαι για την κοινωνική δικαιοσύνη για λόγους εντελώς ιδιοτελείς: Για να απολαμβάνω τα αγαθά του πολιτισμού που ήδη κατάχτη­σα για τον εαυτό μου, με μεγαλύτερη άνεση. Και βγαίνω από τα ρούχα μου, που λένε, κάθε φορά που βλέπω πλούσιο να είναι εντελώς ζώον παρά τον πλούτο του, και στην κυριολεξία να μην ξέρει «τι να τα κάνει» και να τα «επενδύει» ως εκ τούτου σε γύψινα πιάτα και σε γαρδένιες που πουλιούνται με το κιλό μέσα τα σκυλάδικα. Και μη μου πείτε: «γούστο του καπέλο του», γιατί αυτό δεν είναι γούστο, είναι βαρβαρότητα. Συνεπώς, νομιμοποιούμαι να αφαιρέσω απ’ αυτόν το βάρβαρο τη δυνατότητα να είναι βάρβαρος αυτής της ηλίθιας μορφής, και να δώσω τα χρήματά του για τον εκπο­λιτισμό των όντως βαρβάρων που δεν είναι τέτοιοι γιατί το διάλεξαν, όπως το ζώον του σκυλάδικου, αλλά διότι δεν τους δώσαμε τη δυνατότητα να εκπολιτιστούν. Βέ­βαια, μπορεί να καταλήξουν κι αυτοί στα σκυλάδικα κάποτε, αλλά εν πάση περι- πτώσει, πρέπει να τους δώσουμε τη δυνατότητα να δείξουν αν μπορούν να «κρατιού- νταυ> και να μη σπάνε πιάτα.

Η οικονομική ισχύς λοιπόν, που άρχισε να βγαίνει από το γκέτο του φέουδου το 13ο αιώνα, μπορεί να πάρει μορφές εντελώς ηλίθιες, σαν αυτές που περιγράψαμε αμέσως παραπάνω. Όμως, μικρό το κακό, αν περιοριστεί σ ’ αυτές. Στο κάτω κάτω, εκείνος που σπάει πιάτα στο σκυλάδικο μόνο τη νοημοσύνη του και τη νοημοσύνη μας προσβάλλει. Όμως, τι να πεις για τ’ άλλα ζώα, που θέλουν την οικονομική ισχύ, ίσα ίσα για να εξουσιάσουν, ίσα ίσα για να ικανοποιούν το σαδισμό τους; Τι να πεις για το αφεντικό εκείνο που στήνει μια οικογενειακή επιχείρηση ίσα ίσα για να μπορεί να φέρεται σαν επιλοχίας στους υπαλλήλους του και να χρησιμοποιεί την ιδιαιτέρα του ως ιδιαιτέρως ιδιαιτέρα εταίρα; Τι να πεις για το μάνατζερ της ανω­νύμου εταιρείας που αντιμετωπίζει μια επιχείρηση που δεν είναι δική του ως φέουδο

11S

Page 113: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

και βάζει τον εαυτό του στη θίση του προ πολλού εκλιπόντος φεουδάρχη; Να του πεις: Αΐ, σιχτίρι, κύριε!; Μα θα σ ' απολύσει. Και έτσι το βουλώνεις και υφίστασαι την εξουσία του που εκπορεύεται από την οικονομική του ισχύ. Και βούλωσέ το μια, βούλωσέ το δυο, βούλωσέ το χίλιες, στο τέλος ξεβουλώνεις μια και καλή μ’ ένα έμφραγμα, ή μ’ έναν καρκίνο, αν δεν είσαι αρκούντως τυχερός ώστε να τρελαθείς και να γίνεις απολύτως κύριος του εαυτού σου, μέσα στον απολύτως ιδιωτικής χρή- σεως τρελό σου κόσμο, όπου κανείς άλλος εκτός από σένα δεν μπορεί να κατοικήσει.

Ώρες ώρες φτάνω να πω: χίλιες φορές προτιμότερη η εξουσία του ενός φεουδάρ­χη, παρά των μυρίων φέουδα ρχίσκων, στους οποίους επιμερίστηκε η παλιά φεουδαρ­χική εξουσία. Ο μεσαίωνας συνεχίζεται στη μοντέρνα του παραλλαγή.

116

Page 114: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

23. ΥΠΝΩΤΙΚΑ ΓΙΑ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥΣ ΤΟΥ 1990

Δυο βασίλισσες σημαδεύουν, η πρώτη την αρχή της ακμής του καπιταλισμού και η δεύτερη το απόγειό του. Με τη βασίλισσα Ελισάβετ στο τέλος του 16ου αιώνα η φεουδαρχία αρχίζει να μπαίνει στο περιθώριο της ιστορίας σαν οικονομική δύ­ναμη και με τη βασίλισσα Βικτωρία στα μέσα του 19ου αιώνα ο καπιταλισμός κυριαρχεί απολύτως στην οικονομική ζΙ»ή της Αγγλίας. 'Οχι μόνο ο Μαρξ, αλλά και οι αστοί οικονομολόγοι χρησιμοποιούν πάντα την Αγγλία σαν μοντέλο για τη μελέτη των προβλημάτων του καπιταλισμού στο σύνολό του, γιατί σ ’ αυτή τη χώρα, με την παραδοσιακή προσήλωση στο θετικισμό, οι οικονομικές και κοινωνικές διαφοροποιήσεις έχουν πάντα μια σαφήνεια και μια καθαρότητα που δεν υπάρχει στις άλλες καπιταλιστικές χώρες. Ό ,τι γίνεται στη σημερινή Αγγλία κι όχι στη χαοτική σημερινή Αμερική προσφέρεται πολύ περισσότερο για τη μελέτη της δια­φοροποίησης του καπιταλισμού. Η Αγγλία παραμένει πάντα το «καπιταλιστικό βα­ρόμετρο». Δεν πρέπει να μας διαφεύγει, άλλωστε, πως η χρυσή λίρα Αγγλίας είναι πάντα η μονάδα μέτρησης της καπιταλιστικής ισχύος. Κάποιος είπε πολύ χαρακτη­ριστικά: Λίγοι είχαν δει εργοστάσιο στην Αγγλία πριν από το 1750 και λίγοι θα μπορούσαν να μην το δουν μετά το 1880.

Από το 1750 και μετά, το εργοστασιακό σύστημα προϊόντων αρχίζει να ειίικρατεί στην Αγγλία και στην Ευρώπη ολόκληρη, ιίλην της Ελλάδας. Μέχρι τότε, κανείς δεν θα μπορούσε να φανταστεί πως οι διάσπαρτοι μικροί χώροι παραγωγής της βιοτεχνίας θα συγκεντρώνονταν σε τεράστιες παραγωγικές μονάδες, που ονομάστη­καν εργοστάσια, δηλαδή, «χώροι όπου στήνεται ο μηχανισμός παραγωγής έργου».

Τώρα πια, η παραγωγή είναι δυνατό να οργανώνεται περισσότερο ορθολογικά και απρόσωπα και η επιχείρηση να διοικείται όπως μια στρατιωτική μονάδα: με τους αξιωματικούς, τους υπαξιωματικούς και τους στρατιώτες της. Και τους αρχιστρατή­γους της. Που είναι οι ιδιοκτήτες του εργοστασίου. Και που σχεδιάζουν τον πόλεμο, τόσο ενάντια στους στρατιώτες-εργάτες, που έτσι όπως βρίσκονται συγκεντρωμένοι πολλοί μαζί στον ίδιο εργασιακό χώρο αρχίζουν να συγκροτούν συνδικάτα και να οργανώνουν απεργίες.

Όπως πάντα, ουδέν καλόν αμιγές κακού. Και για το βιομήχανο. Το καλό γι’ αυτόν συνίσταται στη μείωση του κόστους παραγωγής, που το κάνει δυνατό το νέο οργα­νωτικό σχήμα παραγωγής. Και το κακό, στην απεργία, που σημαίνει «αποχή απ’ την εργασία» εκείνων των ανθρώπων, που αν δεν πάνε στο εργοστάσιο να δουλέψουν,

117

Page 115: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

αυτό αυτομάτως θα τεθεί εκτός λειτουργίας και όλα τα παραγωγικά πλεονεκτήματα θα ανασταλούν. Και αν η απεργία παραταθεί, ίσως και να αναιρεθούν πλήρως αυτά τα πλεονεκτήματα και ο βιομήχανος να επανελθεί στην προτέρα κατάσταση του βιοτέχνη, αν όχι και του αρχιμάστορα της μεσαιωνικής συντεχνίας, απ’ όπου κα­τάγεται, θα μπορούσαμε να πούμε, ο βιομήχανος. Που στην αρχή τουλάχιστον του καπιταλισμού δεν είναι μόνο ο κεφαλαιούχος, αλλά κι ένας άνθρωπος που ξέρει καλά τη δουλειά, γιατί είχε ασχοληθεί με μια ανάλογη δουλειά και στο βιοτεχνικό του εργαστήριο.

Το σύστημα της ανώνυμης εταιρείας (θα δούμε άλλοτε τι είναι και πως λειτουργεί αυτή η κολοσσιαία εφεύρεση του καπιταλισμού) δεν έχει εδραιωθεί ακόμα κι έτσι ο βιομήχανος όχι μόνον είναι επώνυμος, όπως και ο βιοτέχνης άλλωστε, αλλά και απόλυτος άρχων του εργοστασίου του, αφού δεν έχει να δώσει λογαριασμό στους μετόχους και συνεπώς φέρει προσωπικά την ευθύνη τόσο για τα κέρδη όσο και για τις ζημιές, όπως ακριβώς και ο προκάτοχός του στην παραγωγική διαδικασία, ο βιοτέχνης.

Ο βιοτέχνης, ο οποίος κερδίζει το βίο του διά της τέχνης του καθώς και διά της τέχνης όσων εργάζονται γι ' αυτόν, αντίθετα από το βιομήχανο ο οποίος κερδίζει το βίο του (και όχι μόνο) διά των μηχανών, που τώρα εκτοπίζουν τους παλιούς καλούς χειροτέχνες, τους θρυλικούς μαστόρους του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης, αλλά και των ημερών μας, στις ελάχιστες εκείνες περιπτώσεις που το μεράκι της προσω­πικής δουλειάς και ικανότητας «εγγράφεται» στα χειροποίητα προϊόντα. Που είναι καλύτερα, ακριβώς γιατί την κατασκευή τους την επιβλέπει κομμάτι κομμάτι ο τεχνίτης, που δεν εμπιστεύεται το αποτέλεσμα στην «τυφλή» μηχανή. Που όσο καλά κι αν δουλεύει αποκλείεται να επισημάνει το λαθάκι και να το διορθώσει αμέσως, στο στάδιο της παραγωγής.

Τώρα, «με τα χεράκια μας» κάνουμε μόνο κουλουράκια. Κι όλα τα δύσκολα τα εμπιστευόμαστε στις μηχανές. Που εισέβαλαν και στην κουζίνα. Που αρχίζει να λειτουργεί σαν ένα μίνι εργοστάσιο μ’ έναν μόνο εργάτη σκληρά εργαζόμενο, τη νοικοκυρά, στην περίπτωση βέβαια που δεν υπάρχει «οικιακή βοηθός» για να βοη­θάει τη νοικοκυρά στον οίκο της, κυρίως στην «αίθουσα του θρόνου» του οίκου της, που είναι όπως ξέρουμε η κουζίνα. Τα οικόσημα των συγχρόνων οίκων είναι τα μίξερ, τα γκριλ, τα μπλέντερ κι όλα τ ' άλλα κουζινικά εργαλεία, που πρέπει να πας σε τεχνική σχολή για να μάθεις το χειρισμό τους.

θέλω να πω, πως ούτε το κέικ πια δεν φτιάχνει «με τα χεράκια της» η νοικοκυρά, κι ας το λέει υπερηφάνως ο σύζυγος στους καλεσμένους, ίσα ίσα για να κάνει τη σύζυγο να αισθάνεται «βασίλισσα στην κουζίνα της». Όπως και να το κάνουμε πάντως ο τίτλος «βασίλισσα» είναι ένας μέγιστος τίτλος που δεν τον είχε μόνο η βασίλισσα Ελισάβετ και η βασίλισσα Βικτωρία, που λέγαμε, αλλά που τον έχουν τώρα πλέον και οι «βασίλισσες της ομορφιάς», και οι «βασίλισσες της νύχτας», και

118

Page 116: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

jji «βασίλισσες του καλαμποκιού». (Οι βασίλισσες των μελΓσσών τον είχαν πάντα.) Γέμισε ο κόσμος βασίλισσες. Θα ’λεγα μάλιστα πως κάθε σπίτι έχει και τη βασί- λισσά του. Αυτήν, ντε, που έχει το θρόνο της στην κουζίνα! Λοιπόν, η βασίλισσα Βικτωρία απέθανεν, ζήτω η βασίλισσα κυρα-Κατίνα!

Αυτό θα πει «οικιακή δημοκρατία»: Να φέρνεις τη βασίλισσα στο σπίτι σου και να της αλλάζεις τον αδόξαστο, και στην κουζίνα, και στο κρεβάτι, κι όπου αλλού το αποφασίσει ο Άρχοντας του Οίκου. (Ο εκδημοκρατισμένος τίτλος του «βασιλιά» δεν είναι οικιακός, είναι οικονομικός. Έτσι, μπορούμε να πούμε «βασιλιάς των διαμαντιώνο», όχι όμως και «βασιλιάς της κρεβατοκάμαρας»),

Πάντως, ο βιομήχανος είναι βασιλιάς στο βιομηχανικό οίκο του, που μάλιστα έχει και οικόσημο, το σήμα κατατεθέν της βιομηχανίας. Και, σαν μονάρχης παλιότερα και σαν συνταγματικός άρχων υπό καθεστώς Ανωνύμου Εταιρείας, δεν θελει να αναμειγνύονται στα εσωτερικά του δικού του βασιλείου άλλοι άρχοντες, μηδέ του κυρίως είπαν βασιλέως εξαιρουμένου. Ο κάθε βασιλιάς στο βασίλειό του — και ο βιομήχανος στο δικό του. Μπορεί ένας βιομήχανος να είναι «βασιλόφρων», όμως όταν ο κυρίως ειπείν βασιλιάς ή όποιος άλλος κερατάς χώσει τη μούρη του στο δικό του οικονομικό βασίλειο θα του σπάσει το κεφάλι, στο οποίο, ως γνωστόν, ανήκει και η μούρη, τουτέστιν το μπρος μέρος του κεφαλιού. Ο βιομήχανος δεν ανέχεται τις επεμβάσεις κανενός. Το ιδανικό του βιομήχανου είναι: Ένας βασιλιάς, αυτός, μια κυβέρνηση, αυτή που θα διορίσει αυτός.

Δυστυχώς όμως γι’ αυτόν, εκτός απ’ αυτόν υπάρχουν κι άλλοι βιομήχανοι, οπότε προκύπτει αυτομάτως το πρόβλημα της ύπαρξης ενός βασιλέως με την παραδοσιακή έννοια, ή ενός Προέδρου της Δημοκρατίας υπό καθεστώς Ανωνύμων Εταιρειών, στις οποίες ταιριάζει καλύτερα ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας.

Κάποιος, εν πάση περιπτώσει, έστω και ο Παπανδρέου, πρέπει να επιβλέπει και να συντονίζει τους παραγωγούς, αφενός για να μη σφαχτούν μεταξύ τους και καταρ- ρεύσει η εθνική οικονομία για λόγους τόσο πρωτόγονους, και αφετέρου για να μην ξεσηκωθούν οι εργαζόμενοι και μετατρέψουν το δημοκρατικό καθεστώς σε καθε­στώς λαϊκής δημοκρατίας, οπότε χέστα

Καταλαβαΐνεται, τώρα, γιατί λένε ψέματα οι φιλελεύθεροι που ζητούν «λιγότε- ρο κράτος»; Διότι εννοούν το «λιγότερο κράτος» σαν μικρότερη παρέμβαση της κοινωνίας στο εκμεταλλευτικό τους σύστημα και σαν μεγαλύτερη δυνατότητα επέμβασης των κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους κάθε φορά που κάποιοι θα αμφισβητήσουν το «βασιλικό» σύστημα οργάνωσης της καπιταλιστικής πα­ραγωγής. Λιγότερο κράτος στο φιλελευθερισμό σημαίνει: Λιγότερο κράτος για μας τους κατόχους των μέσων παραγωγής και περισσότερο για όλους τους άλ­λους και κυρίως γι’ αυτούς που θα αμφισβητήσουν το ισχύον στον καπιταλι­σμό σύστημα παραγωγής. Αν νομίζετε πως η αστυνομία υπάρχει μόνο για να πιά­νει τους κλέφτες (πράγμα που συμβαίνει σπανιότατα, άλλωστε) είναι γιατί δεν κα­

ί 19

Page 117: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

τ αλάβατε τι σημαίνει «λιγότερο κράτος διά του περισσοτέρου κράτους».Κι εγώ θέλω λιγότερο κράτος, για να μην πω καθόλου κράτος και θεωρηθώ αναρ­

χικός, πράγμα που ωστόσο δεν θα με ενοχλούσε καθόλου. Όμως, λιγότερο κράτος για όλους ανεξαιρέτως κι όχι μόνο για τους κατόχους των μέσων παραγωγής. Όταν εδώ στα Εξάρχεια όπου ζω εγώ, οι «αναρχικού) βγαίνουν στο... σεργιάνι, το λιγότερο κράτος πρέπει να γίνεται αισθητό με λιγότερα ΜΑΤ, για να μην πω καθόλου ΜΑΤ και ξαναθεωρηθώ αναρχικός.

Είπαμε πως μια βιομηχανία είναι οργανωμένη όπως μια στρατιωτική μονάδα. (Δεν είναι τυχαίο που οι απόστρατοι στρατηγοί βρίσκουν αμέσως δουλειά σαν μάνατζερ). Κι όπως η στρατιωτική μονάδα, μια παραγωγική μονάδα λειτουργεί κι αυτή με το σύστημα της «αμοιβής και της τιμωρίας», γνωστό και σαν σύστημα του «καρότου και του μαστιγίου». Διά του καρότου κάνεις το λαγό να σταματήσει να τρέχει πα­λαβά, προκειμένου να φάει το καρότο. Οπότε του δίνεις μια στο κεφάλι και τον κάνεις στιφάδο. Λοιπόν, για να σε πάρουν σε μια δουλειά πρέπει, βέβαια, να σου εξασφαλίσουν την αμοιβή, μικρή ή μεγάλη αδιάφορο. Αυτή είναι το καρότο που λέγαμε. Και δεδομένου ότι έχεις ανάγκη από το καρότο (όχι πάντως για τη βιταμίνη Β, αλλά καταρχήν για τις θερμίδες που θα σου δώσουν την ενέργεια, η οποία θα σε κάνει ικανό προς παραγωγή έργου) και δεδομένου, έλεγα ότι έχεις απόλυτη ανάγκη το καρότο, το τρως ξέροντας ότι ο θηριοδαμαστής κρατάει στο άλλο χέρι το μαστί- γιο, τουτέστιν την απειλή της απολύσεώς σου, οπότε αντίο καρότο.

Έτσι αρχίζει το μαστίγωμα: Κάνε τούτο, κάνε τ’ άλλο, δεν το κάνεις καλά, προ­σπάθησε, κάτσε μισή ώρα παραπάνω. Κι αν είσαι εργαζόμενη γυναίκα με τάση στις άνετες υπερωρίες, πας και στο κρεβάτι του αφεντικού αφενός για να το «ξεκουρά­σεις» κι αφετέρου για να σου δώσει κι άλλο καρότο. Αχ, αυτό το καρότο. Πόση τέχνη και πόση εξυπνάδα χρειάζεται για να το φάει κανείς όπως πρέπει, χωρίς να σου κάτσει στο λαιμό! Πάντως, ξέχασε πως θα μπορούσες να μη φας καθόλου καρότο.

Τουλάχιστον, όμως έχε το νου σου πάντα πως υπάρχει και το μαστίγιο. Μην το ξεχνάς ποτέ, όσα καρότα κι αν σου δώσουν. Σε μια δεδομένη στιγμή θα σ’ το βροντήξουν στο κεφάλι το μαστίγιο. Φόρα, λοιπόν, πάνια την κάσκα σου όταν πας στη δουλειά, έστω κι αν δεν είναι ανθρακωρύχος. Κι όταν συναντάς στο διάδρομο το αφεντικό, μη του γυρίζεις τα νώτα, όχι γιατί θα τον προσβάλεις, αλλά διότι το μαστίγωμα γίνεται συνήθως στα οπίσθια. Εξ ου και η λαϊκή ρήση «μου την έφερε από πίσω». Που δεν έχει σχέση με την «παρά φύσιν» σεξουαλικότητα, όπως θα νόμιζε ίσως κανείς, αν και με μια άλλη μεταφορική έννοια θα μπορούσε να ’χει σχέση και μ’ αυτή.

Αφού λοιπόν βουλώνεις που βουλώνεις το στόμα σου εντός του εργασιακού χώ­ρου, γιατί να μη βουλώνεις και τις άλλες οπές του σώματός σου για κάθε ενδεχόμενο; Πώς λέμε «φύλαγε τα ρούχα σου να έχεις τα μισά;». Ε, έτσι θα μπορούσαμε να πούμε

120

Page 118: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

χκαι «φύλαγε τις τρύπες σου για να μη γίνεις κόσκινο». Δύσκολο πράγμα η αξιοπρέ­πεια, το ξέρω. Όμως, διάολε, κάνε και συ μια προσπάθεια να είσαι αξιοπρεπής και μην τα περιμένεις όλα από την αξιοπρέπεια του αφεντικού.

Το οποίο αφεντικό, εκτός από το καρότο που λέγαμε, έχει στη διάθεσή του κι ένα άλλο σπουδαίο θηριοδαμαστικό εργαλείο: Την καραμέλα Συνήθως, αιπή την ειδική καραμέλα, τη λένε πριμ. Εστί δε πριμ, μια έκτακτη αμοιβή, που σ’ τη δίνουν όταν κάνεις τόσο καλά το νούμερό σου, όσο και το άλογο στο τσίρκο. Οπότε ο δαμαστής του χώνει στο στόμα ένα κομμάτι ζάχαρη, για να κάνει καλά και τ’ άλλα νούμερα του προγράμματος, ώστε να φάει κι άλλο κομμάτι ζάχαρη.

Δεν υπάρχει μαγαλύτερη πονηριά από το πριμ, από τη μεριά αυτού που το δίνει, αλλά και μεγαλύτερος εξευτελισμός από τη μεριά αυτού που το δέχεται. Κύριε, σου κάνω καλά τη δουλειά σου; Δώσε μ«*υ αύξηση, όχι πριμ. Δεν είμαι άλογο τσίρκου, είμαι εργαζόμενος. Δε* λέω ν’ αφήσεις το καρότο, διότι αν τ’ αφήσεις χάθηκες. Όμως, διάολε, την καραμέλα που τη λες πριμ άσ’ την που να πάρει ο διάολος. Και μην ξεχνάς: Είσαι βασιλιάς στο βασίλειό σου, όχι θηριοδαμαστής στο τσίρκο σου. Μην το ξεφτιλίσουμε εντελώς!

121

Page 119: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

24. ΜΠΗΚΑΜΕ ΣΕ ΛΑΘΟΣ ΤΡΕΝΟ

Είπαμε πως τα πρώτα εργοστάσια εμφανίζονται γύρω στα 1750, και μέχρι το 1880, δηλαδή μέσα σε 130 χρόνια, όλη η Ευρώπη γεμίζει τσιμινιέρες. Το νέφος χρονο­λογείται από τότε! Θέλω να πω, οι προϋποθέσεις για την εμφάνισή του δημιουργού- νται τότε. Ειδικότερα, η δεκαετία του 1830 είναι η περίοδος του μεγάλου εργοστα­σιακού μπουμ. Θα ’λεγε κανείς πως όλοι οι κεφαλαιούχοι που μέχρι τότε συσσώ­ρευαν χρήμα και δεν ήξεραν τι να το κάνουν, γιατί δεν υπήρχαν ακόμα οι ελβετικές τράπεζες, αφηνιάζουν ομαδικά κι αρχίζουν να επενδύουν στη βιομηχανία.

Τα κοράκια (μαύρα κοράκια με νύχια γαμψά) μυρίζονται το αίμα από μακριά. Και οι επενδυτές έχουν μια εκπληκτική μύτη παντού στον κόσμο εκτός απ' την Ελλάδα: Καταλαβαίνουν εύκολα πως οι μεγάλες ευκαιρίες για έναν εύκολο και γρήγορο πλουτισμό δεν βρίσκονται ούτε στα χωράφια, ούτε στα εργαστήρια των βιοτεχνών, αλλά στα εργοστάσια, όπου η υπεραξία απομυζάται ταχύτατα, και από πάρα πολλούς ταυτόχρονα. Δηλαδή απ’ όλους αυτούς που σπεύδουν από την ύπαιθρο στα αστικά κέντρα, όπου είναι συγκεντρωμένα τα εργοστάσια. (Αργότερα αποκεντρώθηκαν πα­ντού στον κόσμο, εκτός από την Ελλάδα, διότι σ’ αυτήν τα εργοστάσια δημιουρ- γήθηκαν πολύ αργά και είναι ακόμα τόσο ψωραλέα, που αν απομακρυνθούν απ’ το κέντρο θα καταρρεύσουν από έλλειψη φτηνών εργατικών χεριών και από την άρση της άμεσης προστασίας τους απ’ την κρατική γραφειοκρατία). Ο μέχρι πρότινος λοιπόν αγρότης ανακαλύπτει έκπληκτος πως τον συμφέρει να ιδρωκοπά στα εργο­στάσια παρά στους αγρούς. Βέβαια, σε κάνα δυο δεκαετίες θα μαζωθούν πολλοί στα νεοεμφανιζόμενα βιομηχανικά κέντρα και όλοι θα νοσταλγούν το χωριό τους, όπως σήμερα εδώ, αλλά λίγοι θα τολμήσουν να επιστρέφουν σ’ αυτό, όπως σ’ εμάς εδώ.

Η εσωτερική μετανάστευση σε όλη την Ευρώπη αρχίζει γύρω στα 1830. Στην Ελλάδα όμως αρχίζει γύρω στο 1950, τότε που το Σχέδιο Μάρσαλ υποσχόταν τη βιομηχανική ανάπτυξη της Ελλάδας. Που όμως δεν έγινε γιατί τα αμερικάνικα χρή­ματα πρόλαβαν και τα ’φαγαν τα τσακάλια της νεοελληνικής ζούγκλας, ως συνήθως.

Η Ελλάδα λοιπόν αποπειράθηκε να γίνει καπιταλιστικό κράτος με εκατό περίπου χρόνια καθυστέρηση απ’ την Ευρώπη, αλλά έμεινε με την απόπειρα — και τον πράσινο «σοσιαλισμό» των χωρικών. Ας ελπίσουμε πως απ’ το 1992 η Ελλάδα θα μπει στο δρόμο της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Όσο για τον ελληνικό σοσιαλισμό, έχει ο Θεός των Ελλήνων! Δεδομένης της σταθερής διαφοράς μας με την Ευρώπη κατά εκατό περίπου χρόνια, μπορούμε να ελπίζουμε τουλάχιστον στη σοσιαλδημο­κρατία μετά από εκατό χρόνια. Προς το παρόν, ας φτιάξουμε έναν καπιταλισμό της

122

Page 120: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

-προκοπής, με όσο γίνεται λιγότερους «σοσιαλιστές» κλέφτες τύπου Παπανδρέου.Θέλω να πω, ας βοηθήσουμε τους Ευρωπαίους που θα ’ρθουν το 1992, ακριβώς

για να φτιάξουν καπιταλισμό. Όχι, πάντως, για να μας τον χαρίσουν, τώρα πια. Κι ας παραιτηθούμε απ’ το όραμα της αυτόνομης ανάπτυξης, που άλλωστε δεν θα είχε νόημα με συνθήκες διεθνοποίησης, του κεφαλαίου. Διότι, όπως γνωρίζουμε, οι κα­πιταλιστές έκλεψαν μαζί μ’ όλα τ’ άλλα και το κύριο σύνθημα του Κομουνιστικού Μανιφέστου:«προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε» και το ’καναν:«καπιταλιστές απανταχού της Γης ενωθείτε δια των πολυεθνικών». Και ενώθηκαν οι άνθρωποι. Δηλαδή, τι θα ’καναν, εμάς θα περίμεναν να ενωθούμε; Στον καπιταλισμό το κάποιος πρόλαβε τον Κύριον οίδε» έχει απόλυτη ισχύ.

Αιποί πρόλαβαν λοιπόν να δουν τον Κύριο, αυτούς βοήθησε ο Κύριος. Πώς λοιπόν να μη δώσεις κατιτίς και στην εκκλησία; όσο για τους προλετάριους, αυτοί αντί να ενωθούν διασιβόνται σε ολοέν<Κκαι περισσότερα «προλεταριακά» κόμματα άνευ προλετάριων, το καθένα απ’ τα οποία υπερασπίζεται τα συμφέροντα των σχεδόν ανύπαρκτων προλεταρίων με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο. Δηλαδή, βγάζοντας το ένα κόμμα το προλεταριακό μάτι του άλλου.

Δεν είμαστε καλά, δεν έχουμε μυαλό, θείε Κάρολε! Θα μου πεις, θείε Κάρολε, ο καθένας με το μυαλό του. Κι εγώ θα πω πως είναι δύσκολο να 'χει ο πάσα ένας «υπερασπιστής των συμφερόντων του λαού» το δικό σου μυαλό. Εντάξει. Όμως, διάολε, εγώ δεν μιλάω για το δικό σου μυαλό μιλάω για τον κοινό κομουνιστικό νου, γιατί αυτός είναι που μας λείπει και έχουμε δώ στην Ελλάδα των αγροτών τα εξής «προλεταριακά» κόμματα.

1) Ένα ΚΚΕ.2) Μία ΕΑΡ.3) Ένα ΚΚΕ εσωτερικού, ανανεωτική αριστερά (κόψτε κάτι απ’ τον τίτλο, ρε

παιδιά, σιδηρόδρομο τον καντανιήσατε).4) Ένα ΚΚΕ (μ-λ).5) Ένα μ-λ ΚΚΕ, που προήλθε από την αλλαγή της θέσης των διευκρινιστικών

γραμμάτων περισσότερο παρά από την αλλαγή θέσης.6) Ένα ΕΚΚΕ, που είναι επίσης γνησίως προλεταριακό κόμμα.7) Δυο ΕΔΑ (παρακαλώ, σύντροφοι, μη στριμώχνεστε, όλοι χωράτε μέσα σ’ ένα

μόνο γραφείο των δυο ΕΔΑ).Υπάρχουν κι άλλα, εξίσομ γνησίως προλεταριακά αποκόμματα κομμάτων, που

όλα εργάζονται πυρετωδώς για την έλευση του σοσιαλισμού στη χώρα μας. Και ούτως πως, μας προέκυψε ένας πράσινος «σοσιαλισμός». Ούτε καν ροζέ, του κέρα­τά δηλαδή, με τόσα κατακόκκινα κόμματα. Αθάνατη Ελλάδα, με τους βλάχι­κους καπιταλισμούς σου, τους πράσινους σοσιαλισμούς σου, τους πολλούς κο­μουνισμούς σου! Και τις δυο ορθοδοξίες σου. Γιατί, όπως ξέρετε, ακόμα και η ορθοδοξία εδώ σε μας κλίνεται στον πληθυντικό: Κατά το τυπικό της παλιάς γραμ­

123

Page 121: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

ματικής των παλιοη με ρολογι τών και κατά τη νεότερη γραμματική των επίσημων ορθόδοξων.

Α, ξέχασα τους νεοορθόδοξους. Αλλά αυτοί είναι πολύ καινούριο φρούτο. Απ’ όλα λοιπόν έχει ο μπαξές, εδώ σε μας. Μέχρι και κομουνιστορθόδοξους χριστιανο- κομουνιστές έχει. Πάρε, κόσμε, εγχώριες ιδεολογίες! Λιανικά και χονδρικά — κατά προτίμησιν χονδρικά, για να σου έρθουν και φτηνότερες. Όλα τα σφάζω, όλα τα μαχαιρώνω. Πάρε σφαγμένη λογική, φρέσκια και λαχταριστή. Μόλις την έφερε ο μπάρμπας απ' το χωριό μαζί με τη μυζήθρα.

Πού λέτε, τπ εργοστάσια που φυτρώνουν σαν μανιτάρια μετά τη βροχή παντού στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ (που είναι Ευρώπη) γύρω στα 1830, τραβούν πίσω τους και το σιδηρόδρομο. Το τρένο και ο καπιταλισμός τρέχουν παράλληλα. (Τώρα ξέρετε γιατί τα ελληνικά τρένα έχουν τα χάλια που έχουν, κυρίως εκείνο το περίφημο τρένο της Αλλαγής, που εκτροχιάστηκε πριν καλά καλά ξεκινήσει.)

Κατά κάποιον τρόπο, ο σιδηρόδρομος είναι το σήμα κατατεθέν του καπιταλισμού. Τα εργοστάσια και τα λιμάνια, όπου ξεφορτώνονται οι πρώτες ύλες κι απ’ όπου φεύγουν για τη διεθνή αγορά όσα προϊόντα προορίζονται για τη διεθνή αγορά, πρέπει να συνδέονται μ’ ένα γρήγορο και ασφαλές μεταφορικό μέσο. Και ο σιδη­ρόδρομος, που μέχρι αυτόν μόνο ο αραμπάς ήταν το ταχύτερο μεταφορικό μέσο, έτρεχε στην αρχή του με την ιλιγγιώδη ταχύτητα των 20 χιλιομέτρων την ώρα. (Η ταχύτητα των ελληνικών τρένων, ως γνωστόν, παραμένει καθηλωμένη περίπου στα πρωτοκαπιταλιστικά επίπεδα. Κι αν πάρουμε υπόψη ότι η ταχύτητα ανάπτυξης του καπιταλισμού για πολλά χρόνια μετριούνταν με την ταχύτητα εξάπλωσης των σι­δηροτροχιών, τα συμπεράσματα για την ταχύτητα ανάπτυξης του ελληνικού καπι­ταλισμού βγαίνουν πάρα πολύ εύκολα. Κι αν τα αεροπλάνα δεν έτρεχαν αναγκαστικά με προεπιλεγμένη απ’ τον κατασκευαστή ταχύτητα στον ουρανό, να είστε βέβαιοι πως και η Ολυμπιακή, στις σπάνιες περιπτώσεις που πετάει, θα πετούσε με ταχύτητα ελληνικού σιδηροδρόμου.)

Ανάμεσα στα 1750 και 1880 που αναπτύσσεται πλήρως ο καπιταλισμός, τόσο στην Ευρώπη όσο και στις ΗΠΑ που είναι Ευρώπη, από πολιτιστικής άποψης — το ξαναλέω αυτό για να μην παρασυρθείτε απ’ τη γεωγραφική έννοια των ηπείρων και πείτε πως η Ελλάδα ανήκει στην Ευρώπη, μόνο και μόνο διότι γεωγραφικά ανήκει όνιως στην Ευρώπη στην περίοδο λοιπόν της εδραίωσης και της κορύφωσης του καπιταλισμού ανάμεσα στα 1750 και 1880, τελούνται δυο μεγάλες επαναστάσεις, η αμερικάνικη πρώτα που οδήγησε στην ανεξαρτησία της Αμερικής απ’ τη μητέρα Αγγλία το 1782, ύστερα από ένα φοβερό και τρομερό απελευθερωτικό πόλεμο, που κράτησε έξι χρόνια, και η γαλλική αμέσως μετά (1789), που λανσάρει το περίφημο σύνθημα « ελευθερία, ισότητα, αδελφοσύνη», που παραμένει μέχρι τις μέρες μας κενό σχήμα λόγου. Εδώ σε μας πάντως πάρα πολύ δικαιολογημένα, δεδομένης της αποσπάσεώς μας απ’ την Ευρώπη, που βρίσκεται πιο μακριά κι απ’ την Αμερική για

124

Page 122: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

μας. (Υπερβάλλω ελαφρώς ως συνήθως, αλλά μόνο ελαφρώς, όσο χρειάζεται για να γίνω νοητός).

Στο ίδιο διάστημα γεννιούνται και δημιουργούν οι τέσσερις συνθέτες, που εγώ προσωπικά αγαπώ πάρα πολύ: ο Χάιδν, ο Μότσαρτ, ο Μπετόβεν και ο Μπραμς. Μας έρχονται κι αυτοί στην ιστορία του πολιτισμού μαζί με τον καπιταλισμό και το τρένο του. Τον ίδιο καιρό εμείς εδώ δεν έχουμε ανακαλύψει ακόμα ούτε καν το τσιφτετέλι — που όταν το ανακαλύψουμε, όμως, θα του δώσουμε να καταλάβει.

θα μου πείτε, τι να κάνουμε: Τούρκους είχαμε στο κεφάλι μας, τούρκικα μολο- γούσαμε. Εντάξει, αλλά να ’μολογούμε ακόμα τούρκικα παριστάνονιας και τους Έλληνες από πάνω; Τας κεμπάμπ, σις κεμπάμπ, γιαλαντζί ντολμά, μουσακά, πατσά, χανούμ μπουρέκ (αλλά και χανούμ και χανουμάκι σκέτο), ζεϊμπέκικο, τσιφτετέλι κι ένα σωρό ανάλογα τούρκικα πολιτιστικά αγαθά, και να θεωρούμε εχθρούς μας τους Τούρκους, που μας εκπολίτισαν; Kch να ευγνωμονούμε κι από πάνω σχιζοφρενικά τους εχθρούς Τούρκους που μας κατάχτησαν αυτοί και όχι, λέει, οι φρικαλέοι Φρά- γκοι, κι έτσι περισώσαμε το πολυτιμότερο πολιτιστικό μας αγαθό, την ορθοδοξία, που θα πήγαινε αδιάβαστη, που λένε, αν οι Φράγκοι μας φόρτωναν το γελοίο Πάπα και χάναμε τον υπέροχο Πατριάρχη μας. Αφού έγκαιρα τπιλέξαμε την «καθ' ημάς Ανατολή», τώρα τι διάολο θέλουμε και πάμε κατά τη Δύση; Κι εγώ που έχω προ­γόνους Ανατολίτες (εκ Μικράς Ασίας), τι διάολο είμαι: Ανατολίτης ή Δυτικός; Τίποτα.

Ερμαφρόδιτος είμαι, όπως όλοι μας σ' αυτό τον ερμαφρόδιτο τόπο. Με το ’να ποδάρι στην Ανατολή και τ’ άλλο στη Δύση. Βλαχομπαρόκ κατάσταση. Πέρα για πέρα «σοσιαλιστική», χρώματος πρασίνου. Με τις Αυριανές μας, με τους Τόμπρηδές μας, με τις Μιμές μας κι όλα τ’ άλλα νεοελληνικά πολιτιστικά αγαθά.

Τούρκους λοιπόν θέλατε για να μας προφυλάξουν πολιτιστικά απ’ τους Φράγκους; Φάτε την τώρα ετεροχρονισμένα και βουλώστε το. Το κακό αρχίζει από τότε. Μαζί με τις ρίζες μας, πρέπει να ψάξουμε και για τις ρίζες της κακοδαιμονίας μας. Έτσι κι αλλιώς φραγκοκρατία έχουμε ενάμιση αιώνα τώρα. θα πείραζε αν την είχαμε απ’ την αρχή, για να ’χουμε κάτι από πολιτισμό, τέλος πάντων, που να μην είναι τούρ­κικης ρίζας; Ή μπας και νομίζουμε πως ό,τι έχουμε είναι ελληνικό γιατί έτσι μας είπαν στο σχολείο. Εμ, αν στο σχολείο μας έλεγαν και καμιά αλήθεια, έτσι για ποικιλία, θα ήμασταν καλύτερα σήμερα. Και ούτε ΠΑΣΟΚ, ούτε μια ντουζίνα «προ­λεταριακά» κόμματα, ούτε τίποτα απ’ αυτά τα γνησίως ελληνικά. Σας το λέω: πρέπει επειγόντως να ψάξουμε για τις ρίζες του κακού, αν θέλουμε κάποτε να δούμε προ­κοπή σ’ αυτόν εδώ τον έρμο τόπο της ερημώδους Fata Morgana της προγονοπλη­ξίας.

Τον ίδιο καιρό που δυο μεγάλες επαναστάσεις εδραιώνουν τον καπιταλισμό και στην πολιτική εξουσία, τον ίδιο καιρό που ο Μπραμς γράφει εκείνο το εκπληκτικό «Γερμανικό Ρέκβιεμ» και ο Μπετόβεν αρχζει πια να παίζεται έξω απ’ τις πριγκι­

125

Page 123: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

πικές αυλές, αυτόν ακριβώς τον καιρό η Ευρώπη ξαναανακαλύπτει την ανθρώπινη προσωπικότητα που είχε πρωτοανακαλύψει ο Σωκράτης, και που είχε χαθεί στο μεταξύ καθ’ οδόν προς το σύγχρονο κόσμο.

Και τα περίφημα «ανθρώπινα δικαιώματα» παίρνουν από τότε τη σημερινή τους έννοια, πράγμα π«υ έχει σαν πολιτική συνέπεια, το δικαίωμα ψήφου, για λίγους στην αρχή, για περισσότερους στη συνέχεια, για όλους σήμερα. Μπορεί το αστικό Κοι­νοβούλιο να μην άλλαξε ριζικά τα πράγματα, όμως έφερε μια κάποια ευπρέπεια στον πολιτικό διάλογο, που εμείς εδώ, στην «καθ' ημάς Ανατολή», θα τη δούμε κατά τα μέσα του 21ου αιώνα.

«Καθ’ ημάς Ανατολή», θέλατε λοιπόν, Φάτε την τώρα την Ανατολή και μέσα στη Βουλή, δια του Κουρή, για να βάλετε μυαλό. Πάλι καλά, να λες, που ο Αρχιεπίσκο­πος Αθηνών και πάσης Ελλάδος δεν είναι ακριβώς ιμάμης, γιατί, αν θα ήταν, θα προέκυπτε στην «καθ’ ημάς Ανατολή» και κανένας Χομεΐνί. Απ’ αυτή την άποψη σταθήκαμε τυχεροί Οι δεσποτάδες δεν κυβερνούν, συγκυβερνούν, όπως στο Βυζά­ντιο. Ευτυχώς λοιπόν η «καθ’ ημάς ανατολή» δεν είναι ακριβώς Ανατολή, έχει και κάτι απ’ τη Δύση.

Κατά τα άλλα, «στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη, περπατώντας η Δόξα μονάχη », μόνη της διαβάζει και μόνη της ακούει τη μεγαλειώδη ποίηση του καλοθρεμμένου Σολωμού.

126

Page 124: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

25. «ΠΟΛΥΦΩΝΙΑ» ΓΙΑ ΠΟΛΙΤΕΣ ΧΩΡΙΣ ΦΩΝΗ

Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία απαγόρευσε δια μαχαίρας κάθε ένωση μεταξύ ατόμων. Ούτε κόμματα, ούτε συνδικάτα, ούτε καν εκδρομικά σωματεία δεν μπορούσαν να συγκροτήσουν οι Ρωμαίοι πολίτες. Κάθε ένωση μεταξύ ατόμων, σ’ όλη τη διάρκεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, θεωρούνταν μια εν δυνάμει συνωμοσία κατά του κρά­τους, κι αλίμονο αν μια παρέα στην ταβέρνα της εποχής άρχιζε να κρίνει όχι τον αυτοκράτορα, αλλά τον παρατρεχάμενο αυτοκρατορικό παρακεναέ.

Κατά το Μεσαίωνα, που διαδέχτηκε\η διαλυμένη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ο κο­λίγος πάλι δεν μπορούσε να φτιάξει μια ομάδα οποιοσδήποτε μορφής ούτε καν ποδοσφαιρικής, ποβ λέει ο λόγος, αλλά πάντως μπορούσε να γκρινιάζει για τη δυστυχία του, χωρίς να κινδυνεύει το κεφάλι του γΓ αυτό, εκτός κι αν άρχιζε να μιλάει κατά των παπάδων.

Στον καπιταλισμό, που διαδέχεται τη φεουδαρχία, όλος ο κόσμος πια μπορεί να λέει ό,τι θέλει, κι έτσι σιγά σιγά η ελευθερία του λόγου εδραιώνεται σαν θεσμός. Όμως, αυτοί που έχουν κάτι να πουν πρέπει να προσέχουν να μη θίγουν, πρώτο το βασιλιά, δεύτερο τον πρωθυπουργό, τρίτο τον αρχηγό της αστυνομίας, τέταρτο τον αρχηγό του στρατού, πέμπτο το δικαστή, έκτο, έβδομο, χιλιοστό και δεν συμμαζεύε­ται με μια ελευθερία του λόγου εντελώς παράλογη. Άλλωστε, κοντά στη λογοκρι­σία, η οποία αυτό που επιτηρεί είναι η ελευθερία του λόγου, υπάρχει και η περισ­σότερο καταστροφική αυτολογοκρισία, που σε υποχρεώνει να λες κυριολεκτικά άλλ' αντ’ άλλων, να μασάς τα λόγια σου, να κρύβεις τη σκέψη σου, κι όλα αυτά για «να τα έχεις καλά με όλους» γιατί, που ξέρεις, όλοι μπορεί να σου φανούν χρήσιμοι, εννοώ από οικονομικής απόψεως, γιατί αλλιώς θα τους είχες εξαρχής χεσμένους, που λέει ο λαός. Και τότε θα είχες κατακτήσει όντως το μέγιστο αγαθό της ελευθερίας του λόγου.

Άντε, λοιπόν, αν έχετε κότσια χρησιμοποιήστε το απλόχερα προσφερόμενο εδώ στη δύση αγαθό της ελευθερίας του λόγου, κυρίως μέσα στον εργασιακό σας χώρο, όταν σας έρχεται έντονη η επιθυμία να βρίσετε πατόκορφα το φρικαλέο αφεντικό σας, και θα δούμε, τότε, αν συνεχίσετε να μασάτε την καραμέλα περί ελευθερίας του λόγου, που σας χάρισε το αστικό καθεστώς. Άλλωστε, για να έχει νόημα η ελευ­θερία του λόγου πρέπει να υπάρχει ήδη λόγος εγκλωβισμένος στο κεφάλι σου, που διεκδικεί την ελευθερία του.

Οι αφασικοί, ποια ελευθερία, ποιου λόγου θα μπορούσαν να διεκδικήσουν οι ταλαίπωροι; Αφού έτσι κι αλλιώς δεν έχουν τίποτα να πουν, τι τους χρειάζεται η

127

Page 125: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

ελευθερία του λόγου; Κι όμως ιούς χρειάζεται. Για ν’ ακούν εκείνους που δεν είναι αφασικοί. και που θα γίνονταν κι αυτοί αφασικοί αν τους αφαιρούνταν η δυνατότητα να μιλούν ελεύθερα, έστω και για να λένε ψέματα, ως στελέχη του ΠΑΣΟΚ.

Η ελευθερία του λόγου λοιπόν είναι εντελώς, μα εντελώς αναγκαία, έστω κι αν οι αφασικοί τη χρησιμοποιούν για να σου κοπανάν τη μια μήνυση κοντά στην άλλη, δείχνοντας έτσι πόσο λίγο τους ενδιαφέρει κατά βάση η ελευθερία του δικού σου λόγου, αν δεν έρχεται να ενισχύσει τη δική τους άποψη περί ελευθερίας εν γένει, που κατά κανόνα συνοψίζεται στην ελευθερία του κλέπτειν ασυστόλως μεν, νομο- τύπως δε και μ’ όλους τους κανόνες.

Όσο ελεύθερος είσαι να διαλέξεις ανάμεσα στην εργασία και τη μη εργασία υπό καπιταλιστικό καθεστώς (αν θέλεις δεν πας στη δουλειά, στην οποία κανείς δεν σε υποχρεώνει να πας, εκτός από το στομάχι σου και το στομάχι των παιδιών σου), άλλο τόσο ελεύθερος είσαι να διαλέξεις ανάμεσα στην αφασία και το λόγο. Μίλα λοιπόν όπως εσύ νομίζεις και θα δεις για πότε θα σε μπαγλαρώσουν, είτε επισήμως είτε ανεπισήμως.

Αφού δεν μπορείς ρε φίλε να χρησιμοποιείς την ελευθερία της έκφρασης μέσα σ’ ένα σαλόνι, πως διάολο θέλεις να τη χρησιμοποιείς στην «αγορά του δήμου;» Και τι να την κάνεις μια ελευθερία του λόγου που ούτε στην κουβέντα με τη γυναίκα σου δεν σου χρησιμεύει;

Πριν λοιπόν, κερδίσουμε την ελευθερία του λόγου για όλους, ας την κερδίσουμε τουλάχιστον ο καθένας για τον εαυτό μας, που είναι και πιο εύκολο. Ή μήπως είναι πιο δύσκολο; Μάλλον πιο δύσκολο είναι, έτσι που λειτουργεί στο φουλ η αυτολο­γοκρισία, η πιο ύπουλη και φρικώδης μορφή λογοκρισίας που θα μπορούσε να υπάρξει

Μιλάτε λοιπόν, μιλάτε ελεύθερα έστω κι αν λέτε τη μια κουταμάρα κονιά στην άλλη. 'Αλλωστε, αν δεν δεις την κουταμάρα σου να ανακλάται στα αυτιά του άλλου, να κάνει γκελ και να γυρίσει στα δικά σου, ποτέ δεν θα καταλάβεις ότι λες κουτα­μάρες. Η ελευθερία του λόγου κοντά στ’ άλλα βελτιώνει και το επίπεδο της νοη­μοσύνης.

Άλλωστε διάολε, δεν ζούμε στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, υπό καθεστώς «ελεύθε­ρης οικονομίας» ζούμε. Ας εκμεταλλευτούμε λοιπόν τις λιγοστές ουσιαστικές δυνα­τότητες ελευθερίας του λόγου που μας δίνει το αστικό κοινωνικό καθεστώς κι ας δώσουμε σ’ αυτές το περιεχόμενο που δεν κατάφεραν να δώσουν οι αστοί, οι οποίοι μετράν τα λόγια τους, όπως τα χαρτονομίσματά τους. Εγώ με το να μη μετράω τα λόγια μου δεν έχασα τίποτα. Αντίθετα κέρδισα το σημερινό καλό μισθό μου, έτσι ακριβώς; Με το να λέω ό,π μου κατέβει, διορθώνοντας μ’ αυτό τον τρόπο εκτός από το μισθό μου και το μυαλό μου, με την αυτοσυνειδησία που μου δημιουργεί η κριτική των άλλων, που την επιδιώκω μετά μανίας, έστω κι αν είναι εντελώς κακοήθης. Την κριτική τη φοβούνται μόνο οι ηλίθιοι, γιατί ξέρουν πως, όση κριτική κι αν τους

128

Page 126: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

ασκηθεί δεν πρόκειται να γίνουν εξυπνότεροι, γιατί το πράγμα σκαλώνει στον κάλο.Κοιτάτε λοιπόν, να δείτε τι έγινε στην Αμερική με τον τρομερό Τζον Γουέσλεϊ

τον ιδρυτή της Εκκλησίας των Μεθοδιστών, που ερμηνεύοντας όπως αυτός νόμιζε τη Βίβλο τελικά κατάφερε να φτιάξει μια πολύ περίεργη, καθαρά προλεταριακή θα λέγαμε χριστιανική αίρεση, που δημιούργησε πολλά προβλήματα στην Αμερική η οποία από από τον Μαρξ περίμενε να τη βρει, που λέμε, αλλά απ’ τον Γουέσλεϊ κινδύνεψε να την πάθει τελικά. Βέβαια, οι Μεθοδιστές δεν πέτυχαν και πολλά πράγ­ματα και σύντομα έκαναν κι αυτοί την πάπια, αλλά τουλάχιστον κέρδισαν για τον εαυτό τους την ευχέρεια να διαβάζουν τη Βίβλο σωστότερα απ’ ό,τι οι επίσημοι και αναγνωρισμένοι υπό του κράτους αναγνώστες.

Αυτό βέβαια δεν είναι πολύ. Είναι όμως κάτι. Και το κάτι είναι περισσότερο από το τίποτα. Αγάλια αγάλια γίνεται η αγουρίδα μέλι, λέει η παροιμία. Βέβαια, όσα δεν φτάνει η αλεπού, τα κάνε* κρεμαστάρια, αλλά ας μην τα κάνουμε όλα κρεμαστάρια, σκόπιμα, ίσα ίσα για να δημιουργούμε άλλοθι για την ανικανότητά μας να φτάσουμε τα κρεμαστάρια. Αν π.χ. ζητούμε επίμονα μια κομουνιστική κοινωνία εδώ και τώρα (το εδώ σημαίνει. Ελλάδα και το τώρα σημαίνει στην εποχή του Παπανδρέου), τότε δημιουργούμε οαφώς ένα κρεμαστάρι για την πονηρή αλεπού που παριστάνει την επαναστάτρια, τη στιγμή που δεν είναι τίποτα περισσότερο από πονηρή αλεπού. Όμως, αν δεν κάνουμε ειλικρινείς προσπάθειες να πηδήξουμε και να φτάσουμε το κρεμαστάρι, πάλι τοποθετούμε τον εαυτό μας στη θέση της πονηρής αλεπούς. Δεν έχει σημασία λοιπόν, αν φτάσουμε το κρεμαστάρι, σημασία έχει να πηδήξουμε. Άλλωστε, κάθε πήδος είναι κι ένα είδος προπόνησης για το «μεγάλο άλμα» που ίσως γίνει κάποτε. Αλλά κι αν δεν γίνει, μας μένει έως θανάτου η χαρά της συμμετοχής στον αγώνα. Δεν θα εγκαταλείψουμε λοιπόν ποτέ τον αγώνα.

Γιατί είμαστε οι μαραθωνοδρόμοι της ιστορίας. Και γι’ αυτό ακριβώς δεν είναι ανάγκη να θέλουμε να είμαστε πάντα σπρίντερ. Σήμερα, οι συνθήκες δεν μας επι­τρέπουν να είμαστε σπρίντερ. Όμως, μας επιτρέπουν να είμαστε μαραθωνοδρόμοι, όχι μόνο της ειρήνης αλλά και του μελλοντικού πολέμου αν χρειαστεί. Η επανά­σταση έχει ανάγκη και από μαραθωνοδρόμους εκτός από σπρίντερ. Κουράγιο, λοι­πόν, κουρασμένοι σύντροφοι. Τρέξατε καλά το κατοστάρι του εμφυλίου, άσχετα αν τελικά δεν τερματίσατε καν. Τρέξτε τώρα καλά και το μαραθώνιο. Είναι πιο δύσκο­λος, άλλωστε. Και, προπαντός, μη βάλετε στο μουσείο του κοινωνικού αθλητισμού την αθλητική σας φόρμα, όπως μερικοί μερικοί επαναστάτες του γραφείου το πρωί και του σαλονιού το βράδυ.

Οι Ρωμαίοι ονόμαζαν Proletarius το Ρωμαίο πολίτη που δεν είχε ατομική ιδιοκτη­σία Βέβαια εμείς που δεν είμαστε Ρωμαίοι αλλά Έλληνες κάτι έχουμε από ατομική ιδιοκτησία. Έχουμε ας πούμε κανένα δυαράκι, κανένα κηπάκο - και μια σύζυγο της απολύτου ιδιοκτησίας μας.

Κι έτσι, γίναμε κι εμείς οπαδοί της ελεύθερης οικονομίας, τρομάρα μας! Και

129

Page 127: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

τρέμουμε, μην έρθουν, λέει, οι κομουνιστές και μας τα πάρουν όλα αυτά τα σπουδαία. Τι να σου πάρουν, βρε ξόανο; (Το ’παμε, εγώ μιλάω χωρίς αυτολογοκρισία — πράξτε και ’σεις ομοίως για μένα και βρίστε με ελεύθερα). Να σου πάρουν το γωνιακό δυαράκι ενός ισογείου, με λουτροκαμπινέ και προχόλ; Κράτα το να το χαίρεσαι και να το καμαρώνεις. Και να στεγάζεις σ’ αυτό την αφασία σου. Και που ’σαι, αν τρυπώσει στο δυαράκι σου κανένας κλέφτης, μην τον πάρεις για κομουνιστή. Δεν είναι όλοι οι κομουνιστές κλέφτες, και δεν είναι όλοι οι κλέφτες κομουνιστές.

Δεν ξέρω αν το ξέρεις, αλλά υπάρχουν και κομουνιστές που δεν είναι ληστοσυμ­μορίτες, ή έστω συμμορίτες σκέτα. Μάλιστα, σε μια περίοδο που σπανίζουν οι κομουνιστές σκέτα εσύ ψάχνεις ακόμα για κομουνιστοσυμμορίτες! Πού τους είδες τους κομουνιστές ρε φίλε, στο μουσείο; Ηρέμησε, λοιπόν, και έλα μαζί μας στον αγώνα ενάντια στον καπιταλισμό. Για να στρατευτείς στους κοινωνικούς αγώνες δεν είναι ανάγκη να είσαι ούτε κομουνιστής ούτε τίποτα άλλο τέτοιο βδελυρό. Αρκεί να είσαι τίμιος άνθρωπος και να μην επιμένεις σώνει και καλά να «ανεβείς στην ανώτερη τάξη», έτσι γιατί σου είπαν πως τούτο το ανέβασμα μπορούν να το κάνουν ελευθέρως οι πάντες. Άντε, λοιπόν, ανέβα αφού το αποφάσισες, για να δού­με τι θα καταλάβεις πέφτοντας από την κορυφή κατευθείαν στην τρύπα του τάφου

Ή μήπως νομίζεις πως όσο «πιο ψηλά στην κοινωνία είσαι», τόσο ευκολότερα θα σκαρφαλώσεις τον Παράδεισο; Αμ, δε! Το ’πε και ο Χριστός, το επανέλαβε μέχρι σκασμού και ο Τζον Γουέσλεϊ,. που λέγαμε: Πιο εύκολα μπορεί να περάσει ένα χοντρό σχοινί (κάμιλος) από την τρύπα της βελόνας, παρά ένας πλούσιος από την πύλη του Παραδείσου. Βέβαια, εσένα σ’ ενδιαφέρει καταρχήν η τρύπα της βελόνας. Όμως, σκέψου πως δεν είσαι κάμιλος ούτε... κάμηλος. Μήπως, όμως είσαι στρου­θοκάμηλος και δεν το ξέρεις;

θυμάσαι εκείνο το χαριτωμένο σύνθημα «μήπως είσαι ΚΟΔΗΣΟ;» Εάν το θυμά­σαι, τότε θα ξέρεις πως οι περισσότεροι Έλληνες στις προπερασμένες εκλογές διαπίστωσαν πως δεν είναι ΚΟΔΗΣΟ. Οπότε το ΚΟΔΗΣΟ είπε: Μήπως είμαστε κομουνιστές και δεν το ξέρουμε; Και στις τελευταίες εκλογές μπήκε που λέτε το ΚΟΔΗΣΟ στο Συνασπισμό για να μάθει αν είναι κομουνιστικό. Έτσι για τεστ, ρε αδερφέ. Το ΚΟΔΗΣΟ λοιπόν σου δείχνει το δρόμο. Και μη φοβάσαι πως θα γίνεις ρεζίλι. Γιατί εσύ δεν θα στρατευτείς από στρουθοκαμηλισμό αλλά από... καμηλισμό. Διότι, δηλαδή, κατάλαβες επιτέλους πως είναι λίγο δύσκολο να περάσει η κάμιλος από την τρύπα της βελόνας.

Κι αν θες να ξέρεις, τούτη τη στιγμή επαναλαμβάνω λόγια του Τζον Γουέσλεϊ, γιατί πολύ με απασχολεί αυτός ο άνθρωπος. Τόσο που αν ήμουν χριστιανός θα ήμουν Μεθοδιστής. Εσύ, πάντως, παράμεινε στην θρησκεία των προγόνων σου, για να μη λέει η Αρχιεπισκοπή ότι απεργάζομαι την καταστροφή της Ορθοδόξου ημών Εκ­κλησίας. Καλοί μου παπάδες καμιά καταστροφή καμιάς εκκλησίας δεν απεργάζομαι

130

Page 128: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

Και εύχομαι ειλικρινά, ο χριστιανισμός να ξαναγίνει χριστιανισμός γιατί τώρα είναι παπαδισμός και επισκοπισμός.

Τι να σας πω, αυτό τον παπά, τον Τζον Γουέσλεϊ τον έχω στην καρδιά μου. Ήταν ένας σπουδαίος παπάς, από τους λίγους παπάδες που κατάλαβαν πως ο αγώνας για τον ουράνιο Παράδεισο δεν εμποδίζει τον αγώνα για το γήινο παράδεισο. Και μη μου πείτε πως ο γήινος παράδεισος είναι μια ουτοπία, γιατί θα δυσκολευτείτε να αποδείξετε πως και ο ουράνιος Παράδεισος δεν είναι επίσης μια ουτοπία. Λοιπόν, είμαστε πάτσι, όπως έλεγε κι ο Γουέσλεϊ. Που έλεγε αυτά τα ανατρεπτικά στην Αμερική. Η οποία κέρδισε προ πολλού την ελευθερία του λόγου. Όμως είδατε αυτή η ελ£υθερία του λόγου να φέρνει και κάτι'περισσότερο από δολλάρια; Ακόμα και οι Μεθοδιστές το ’στριψαν τελικά. Είδατε να φέρνει ήθος η ελευθερία του λόγου, να μειώνει την αρπαχτική διάθεση, να εξανθρωπίζει, να ημερεύει, να αυξάνει το μέσο όρο της ευφυΐας της μάζας; Όλοι μιλούν ελεύθερα στην Αμερική, αλλά οι περισ­σότεροι κάνουν κρα κρα όταν μιλούν ως κόρακες.

Ο Μαρκούζε λέει^ως η ελευθερία του λόγου στην Αμερική αποδείχτηκε ο πρώτης τάξεως τρόπος για να φτάσουν οι μάζες στην πλήρη αφασία. Τούτο το κατόρθωμα έγινε δυνατό διότι ο αισθητήριο της ακοής δεν είναι αυτόνομο — συνδέεται πάντα με τον εγκέφαλο, όπως όλα τα αισθητήρια άλλωστε.

Έχει σημασία, λοιπόν, όχι μόνο να φτάνει ένας λόγος ελευθέρως στο αυτί σου, αλλά και να είναι έτσι διαμορφωμένο το ακουστικό σήμα, ώστε \α προχωρεί ο λόγος και παραμέσα Γιατί αλλιώς η ελευθερία της έκφρασης οδηγεί στην αφασία, όπως λέει ο Μαρκούζε, δηλαδή στην ανικανότητα έλλογης έκφρασης υπό καθεστώς πλή­ρους ελευθερίας της έκφρασης. Και μη νομίζετε πως θα λύσετε αυτό το δύσκολο πρόβλημα πηγαίνοντας στο γιατρό να σας καθαρίζει τ’ αυτιά. Εδώ μιλάμε, για τον εγκέφαλο, όχι για τ’ αυτιά.

131

Page 129: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

26. 01 ΣΥΝΤΕΧΝΙΕΣ, ΤΑ ΣΥΝΔΙΚΑΤΑ ΚΑΙ 01 ΜΑΣΟΝΟΙ

Το σωματείο και το συνδικάτο δεν είναι το ίδιο πράγμα, και η σύγχυση ανάμεσα στα δυο μπορεί να μας οδηγήσει κατευθείαν στο Μεσαίωνα. Ή, στο φασισμό, που είναι η μοντέρνα παραλλαγή του Μεσαίωνα. Το σωματείο λέγεται και συντεχνία όταν έχει εργασιακό χαρακτήρα. Οι συντεχνίες εμφανίζονται στις αρχές του Με­σαίωνα, πιο συγκεκριμένα τον 5ο αιώνα, και διατηρούνται παντού στην Ευρώπη (πλην της Ελλάδας όπου ακόμα δεν μάθαμε να διακρίνουμε την τεράστια διαφορά ανάμεσα στο σωματείο και το συνδικάτο) μέχρι τις αρχές του 18ου αιώνα. Σωματεία υπάρχουν, βέβαια, και στις μέρες μας, αλλά σκοπός τους δεν είναι η εργασιακή κατοχύρωση των μελών, είναι η προώθηση κάποιων κοινών συμφερόντων που μπο­ρεί να έχουν έμμεση σχέση με κάποιο επάγγελμα, αλλά κυρίως ειπείν επαγγελματικά δεν είναι. Ένα εκδρομικό σωματείο π,χ., είναι φανερό πως δεν έχει άμεση σχέση με κανένα επάγγελμα Δεν υπάρχει επαγγελματίας εκδρομέας. Ούτε οι συνταξιούχοι θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν σαν επαγγελματίες εκδρομείς, αν και πολλοί από αυτούς, όσο κρατιούνται ακόμη- στα πόδια τους, γίνονται σχεδόν επαγγελματίες ταξιδιώτες με την ανάπτυξη, και κυρίως την οργάνωση του τουρισμού. Παρά ταύτα όμως, πολλοί μπαίνουν σ' ένα σωματείο για να ψαρεύουν από κει πελάτες, ή για να κάνουν γνωριμίες που θα τους φανούν χρήσιμες στη δουλειά τους. Απ' αυτή την άποψη, το σωματείο λειτουργεί έμμεσα και με τρόπο επαγγελματικό. Ομοίως θα μπορούσε να λειτουργήσει κι ένα καλλιτεχνικό σωματείο. Προσοχή: όχι συνδικάτο. Έτσι εξηγείται η συσσώρευση στα καλλιτεχνικά και πνευματικά σωματεία ανθρώ­πων ολικά άσχετων και προς την τέχνη και προς το πνεύμα. Συνεπώς, δεν πρέπει να απορείς αν στο Ελληνικό Σωματείο των Φίλων της Σοβαράς Μουσικής, ας πούμε βρεις και φανατικούς του ρεμπέτικου, ακόμα και του γυφτορεμπέτικου.

Το σύγχρονο σωματείο, λοιπόν, είτε έχει υψηλούς είτε λιγότερο υψηλούς στόχους είναι μια, θα λέγαμε, εκφυλισμένη παραλλαγή του μεσαιωνικού σωματείου, που θα ήταν πιο σωστό να το λέμε συντεχνία για να το ξεχωρίζουμε από το σύγχρονο σωματείο. Η συντεχνία είναι αυτό ακριβώς που λέει η λέξη: Μια ένωση εργαζομένων που ασκούν το ίδιο επάγγελμα. Για να καταλάβουμε, όμως, καλύτερα τη διαφορά ανάμεσα στο σωματείο (συντεχνία) και το συνδικάτο, πρέπει να δώσουμε καταρχήν μια γραμματολογική ερμηνεία του όρου συνδικάτο.

Η λέξη συνδικάτο, λοιπόν, είναι ελληνική μεταγραφή της ελληνολατινικής προε- λεύσεως γαλλικής λέξης syndicat, που στην κυριολεξία σημαίνει συνδιαλλαγή, ή

132

Page 130: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

συνυπαγόρευση: Κάποιοι εργαζόμενοι αποφασίζουν να ενωθούν για να μπορούν να συνδιαλέγονται (να συνομιλούν) από κοινού με τους εργοδότες (και το αντίστροφο, προ κειμένου για συνδικάτο εργοδοτών), ή να συνυπαγορεύουν τις απόψεις τους, δηλαδή να κοινοποιούν στους ενδιαφερόμενους ό,τι συναποφάσισαν, αυτό ή εκείνο, π.χ. μια απεργία, ή μια στάση εργασίας.

Αντίθετα, το σωματείο (συντεχνία), τις αποφάσεις που παίρνει δεν είναι υποχρεω­μένο να τις κοινοποιεί προς τα έξω, παρά μόνο περιστασιακά, ευκαιριακά, και στις περιπτώσεις που το υπαγορεύει ο νόμοξ. Με άλλα λόγια, το σωματείο δεν έγινε για να συνδιαλέγεται με τρίτους, αλλά για να προωθεί έναν κοινό σκοπό που ενδέχεται να μην ενδιαφέρει κανέναν τρίτο. Το σωματείο είναι «κλειστό» με μια διπλή έννοια: Πρώτο, τα νέα μέλη γράφονται σ’ αυτό μόνο αν το θέλουν τα παλιά, σύμφωνα και με ένα καταστατικό στις μέρες μας που, όμως, εφαρμόζεται πάρα πολύ ελαστικά. Και δεύτερο, εφόσον γραφουν, μπορούν να νιώθουν προστατευμένα στην «οικογένεια» της συντεχνίας εντός της οποίας κανείς αδιάκριτος δεν μπορεί να ρίξει κρυφές ματιές. Αυτός είναι ο λόγος που πάρα πολλά σωματεία εμφανίζονται με Α ταμπέλα, και τελούν Β έργο. Ένα εκδρομικό σωματείο, π.χ., θα μπορούσε κάλλιστα να είναι το καμουφλάζ για μια χαρτοπαιχτική λέσχη, αν όχι και για ένα μπορντέλο. Στο σωματείο υπάρχει κάτι το μασονικό, κι όπως θα δούμε οι τέκτονες (μασόνοι) ανή­κουν σε μια υπερδιευρυμένη συντεχνία μεσαιωνικής καταγωγής.

Αντίθετα από το σωματείο, στο συνδικάτο μπαίνει αυτοδίκαια ο κάθε εργαζόμενος μιας ορισμένης ειδικότητας, και κανείς δεν μπορεί να εφαρμόσει ελαστικά το κα­ταστατικό, όπως στο σωματείο. Ο συνδικαλισμός διέπεται από αυστηρότατους νό­μους, και το καταστατικό ενός συνδικάτου έχει ισχύ νομικού εγγράφου. ΓΓ αυτό, άλλωστε οι εκλογές στα συνδικάτα γίνονται με δικαστική επίβλεψη, πράγμα taxi δεν είναι απολύτως αναγκαίο στα σωματεία αν και θα μπορούσαν κι αυτά να ζητήσουν νομική προστασία για να μην αρχίσουν να μαλλιστραβιούνται εκεί μέσα για το ποιος θα γίνει πρόεδρος και ποιος αντιπρόεδρος, πράγμα που όπως ξέρουμε έχει αντίκτυπο στην εξωσωματειακή επαγγελματική προκοπή.

Ειδικά εδώ στην Ελλάδα, το προεδριλίκι εν γένει είναι πολύ σπουδαία υπόθεση, διότι δι’ αυτού ο πονηρός Έλλην «ανεβάζει τις μετοχές» του ανέξοδα, κυρίως όταν δεν αισθάνεται και τόσο ικανός να τις ανεβάσει με την αξία του και μόνο, και ψάχνει μανιωδώς για ένα προεδρικό δεκανίκι. Λοιπόν στην Ελλάδα, πρόεδρος να ’ναι, κι ό,τι να ’ναι. Από Πρόεδρος της Δημοκρατίας μέχρι πρόεδρος του Συλλόγου των εν Αθήναις Κωλοπετινιτσαίων. Φωνάξτε στην Ομόνοια «κύριε πρόεδρε» κι αμέσως θα γυρίσουν να σας κοιτάξουν καμιά εικοσαριά πρόεδροι, που θα περνούν εκείνη τη στιγμή από κοντά σας. Είμαστε μια χώρα προέδρων, έτοιμων να γίνουν όλοι μέχρι και Πρόεδροι της Δημοκρατίας...

Λέγαμε πως το σωματείο διαφέρει από το συνδικάτο κυρίως γιατί το πρώτο δια- φυλάγει ακόμα το συντεχνιακό πνεύμα της μεσαιωνικής συντεχνίας. (Κανείς ποτέ

133

Page 131: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

δεν κατάλαβε αν το δικό μας συνδικάτο, η ΕΣΗΕΑ, είναι συντεχνία ή συνδικάτο. Μάλλον είναι και τα δυο μαζί, προφανώς για να κάνει τη δουλειά του πιο ευέλικτα).

Προσέξτε τώρα καλά την καθαρά μεσαιωνική έννοια της συντεχνίας (σωματείου), γιατί θα μας χρειαστεί μεταξύ άλλων και στην κατανόηση του φασισμού. Όπως ξέρουμε ο εισηγητής του φασισμού, ο Μουσολίνι, ονόμασε το κράτος του συντε­χνιακό, κι έκανε ό,τι μπορούσε να μετατρέψει τα ανοιχτά συνδικάτα σε κλειστές κοινωνίες. Τις ήθελε κλειστές, όπως στο Μεσαίωνα, για να μην επικοινωνούν όλοι οι εργαζόμενοι, όλων των κλάδων και συνεπώς να μη συνεννοούνται οι εργαζόμενοι μεταξύ τους. Η κάθε ομάδα εργαζομένων έπρεπε να κοιτάει την δουλειά της, και να αδιαφορεί για τη δουλειά όλων των άλλων.

Αν λοιπόν κρίνω από τον τρόπο που φέρονται τα ελληνικά συνδικάτα κατά τις απεργίες, με κείνη την επιδεικτική αδιαφορία των απεργών για όλους τους άλλους εργαζόμενους, άλλων κλάδων που δεν απεργούν, δικαιούμαι να πιστέψω πως τα ελληνικά συνδικάτα ρέπουν ακατάσχετα προς το συντεχνισμό, τουτέστιν το φασι­σμό, αν και δεν το ξέρουν. Προτείνω λοιπόν να το μάθουν το συντομότερο, για να μην μπερδεύουν και τους κομουνιστές για τους οποίους, στις σημερινές συνθήκες επαναστατικής απραξίας, η απεργία έχει υποκαταστήσει πλήρως κάθε άλλη δυσκο­λότερη μορφή κοινωνικού αγώνα. Λοιπόν, απεργία να ’wi, κι ό,τι να ’ναι. Ακόμα και οι βιομήχανοι να κατέβουν σε απεργία, που λέει ο λόγος, οι κομουνιστές να τους... συμπαρασταθούν. Πλήρης σύγχυση, όχι μόνο στις ιδέες, αλλά και στις πρά­ξεις. Κουλοβάχατα. Ακόμα και σε πράγματα τόσο απλά.

Στη μεσαιωνική συντεχνία δεν γινόταν διάκριση ανάμεσα στον εργοδότη και τον εργαζόμενο. Αφενός γιατί και ο εργοδότης ήταν κι αυτός εργαζόμενος εντός της ίδιας μικρής εργασιακής μονάδας, και αφετέρου διότι ο εργαζόμενος ένιωθε ισόβιο μέλος της «οικογένειας» που ήταν γΓ αυτόν η συντεχνία, καλά προστατευόμενος, από την απειλή της ανεργίας που συνεπάγεται κάθε διεύρυνση της συντεχνίας για όσους ήδη βρίσκονται σ’ αυτήν, αν και είχαν αντιμετωπίσει τα ίδια ακριβώς προ­βλήματα με αυτούς που θα 'θελαν να μπουν στη συντεχνία, ενώ, αυτή, όντας κλειστή, δεν τους δέχεται στους ζεστούς κόλπους της.

Η αντισυνδικαλιστική, όπως θα λέγαμε σήμερα, συμπεριφορά της συντεχνίας, είναι καταφάνερη. Να λοιπόν γιατί αγαπούσε τις συντεχνίες ο Μουσολίνι. Να γιατί κι εμείς εδώ αγαπάμε πολύ τις συντεχνίες, αν και τις ονομάζουμε συνδικάτα για να μη γίνεται φανερός ο διάχυτος και άτυπος φασισμός.

Μια μεσαιωνική συντεχνία είχε τρεις «βαθμούς» και το εννοώ αυτό με μια περίπου στρατιωτική έννοια: Στην κορυφή της ιεραρχίας βρισκόταν ο μάστορας (ο θρυλικός μάστορας που τον τραγούδησε μέχρι και ο Βάγκνερ), στη μέση ο τεχνίτης, που λέγεται και κάλφας, και στην άκρη ο μαθητευόμενος, που πάει για τεχνίτης και στη συνέχεια, ει δυνατόν, για μάστορας. Εννοείται πως ο μάστορας είναι το αφεντι­κό, ο εργοδότης. Αλλά διαφέρει ριζικά από το σημερινό εργοδότη γιατί κάνει ακρι­

134

Page 132: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

βώς την ίδια δουλειά με τους άλλους της συντεχνιακής εργασιακής μονάδας, μόνο που την κάνει καλύτερα υποτίθεται.

Η πιο καλά οργανωμένη μεσαιωνική συντεχνία ήταν οι κτίστες. Για να γίνεις καλός κτίστης σε μια εποχή που δεν υπήρχαν ούτε πολιτικοί μηχανικοί ούτε σπου- δαγμένοι αρχιτέκτονες, χρειαζόταν ικανότητα και κυρίως μακρόχρονη μαθητεία κο­ντά σ’ έναν καλό μάστορα, απόλυτους τους εκπληκτικούς μαστόρους που έκτισαν τους καθεδρικούς ναούς όλης της Ευρώπης, για να περιοριστώ μόνο στους ναούς. Οι ελληνικές συντεχνίες κτιστών ήταν περίφημες τον περασμένο αιώνα, και περι­ζήτητες σ’ όλα τα Βαλκάνια και ακόμα παραπέρα. Σ’ αυτούς τους φοβερούς μαστό­ρους χρωστάμε άλλωστε τη σπουδαία ελληνική λαϊκή αρχιτεκτονική.

Η συντεχνία των κτιστών λοιπόν είναι ένα καλό παράδειγμα για να καταλάβει κανείς τι είναι και πως λειτουργεί η μεσαιωνική κλειστή συντεχνία, που σε πολλές περιπτώσεις επιβιώνει μέχρι τις μέρες μας, είτε με μια έννοια θετική (υπάρχουν ακόμα συντεχνίες μαστόρων — κτιστών στα ελληνικά χωριά) είτε με μια έννοια αρνητική (πρόκειται για τις φασίζουσες συντεχνίες των αστικών κέντρων που πα­ριστάνουν τα συνδικάτα).

Οι τέκτονες ή ελευθεροτέκτονες, γνωστοί περισσότερο σαν μασόνοι δεν είναι τίποτα περισσότερο από τους τέκτονες (κτίστες) του Μεσαίωνα που, μέσα στους αιώνες άλλαξαν επάγγελμα. Και σήμερα εμφανίζονται σαν μια παγκόσμια μυστικι­στική οργάνωση, που στο μεταξύ υιοθέτησε το τελετουργικό των αρχαίων μυητικών μυστηρίων για λόγους εντυπωσιασμού των αφελών. Η οργάνωση αυτή έχει σαν σκοπό υποτίθεται την τελειοποίηση του ανθρώπου δια της διαδόσεως του πνεύματος της αλληλεγγύης και της αναγνωρίσεως των φυσικών δικαιωμάτων κάθε ανθρώπου. Τον θεό τον ονομάζουν Μεγάλο Αρχιτέκτονα του Σύμπαντος. Αλλά επειδή δεν είναι φανατικά κολλημένοι σε μια συγκεκριμένη θρησκεία, παρόλο που πιστεύουν στο θεό (πράγμα που αποτελεί προϋπόθεση για να γίνεις μασόνος) υφίστανται διωγμούς από τις επίσημες θρησκείες, που αντιμετωπίζουν τη μασονία σαν ανταγωνιστική αίρεση, ενώ είναι περισσότερο από οφθαλμοφανές πως δεν είναι αίρεση, αλλά σω­ματείο προς προώθησιν ιδιοτελών συμφερόντων, σε βάρος των συμφερόντων όλων των άλλων που δεν ανήκουν στη Στοά. Που είναι τέτοια (Στοά) διότι η κατασκευή μιας στοάς, από δομικής απόψεως εκτός του ότι είναι δύσκολη υπόθεση, προσφέρει και καλή προστασία στον κάτωθεν ευρισκόμενο. Συνεπώς συμβολίζει έξοχα τον τεκτονισμό, νοούμενον σαν καλά κτισμένο και προφυλαγμένο δια της μυστικότητος σωματείο που παρέχει προστασία στα μέλη του.

Ο σημερινός τεκτονισμός (στην Ελλάδα εισήχθη το 1812, καταρχήν στην Κέρ­κυρα) είναι ό,ττ ακριβώς χρειάζεται στους αριβίστες και τα ευπρεπή καθαρματάκια. Αντί να αναρριχάται κανείς γλείφοντας, έρποντας και με τα κέρατά του, που λέει ο λαός, εγγράφεται σε μια Στοά και πετυχαίνει τα ίδια ακριβώς με το γυμνοσάλιαγκα, αλλά με ευπρεπή τρόπο. Πάντως, ο ιστορικός ρόλος του τεκτονισμού είναι τερά­

135

Page 133: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

στιος. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει άλλωστε πως η Φιλική Εταιρεία σε μας εδώ ήταν τεκτονική Στοά.

Σε μια εποχή που, τόσο η μεσαιωνική συντεχνία όσο και η φεουδαρχία στα πλαίσια της οποίας λειτουργεί η συντεχνία, μπλοκάρουν την καλή λειτουργία των καινούριων καπιταλιστικών μηχανισμών της ελεύθερης αγοράς, ο τεκτονισμός είναι ο τρόπος που βρίσκουν οι άνθρωποι να σπάσουν τις κλειστές κοινωνικές δομές, που ενώ διαφυλάγουν το πνεύμα της συντεχνίας, δεν είναι συντεχνιακές με την εργασια­κή έννοια.

Η Στοά δουλεύει σήμερα όπως περίπου και το σωματείο που περιγράψαμε στην αρχή, με τη διαφορά πως είναι ένα τέλεια οργανωμένο παγκόσμιο σωματείο που παίρνει πρόσθετο κύρος από τις μαγικές τελετουργίες, που δεν στερούνται αισθη­τικού ενδιαφέροντος, και που είχαν γοητεύσει τον μασόνο Μότσαρτ. Κάποτε ο ρόλος του τεκτονισμού ήταν απολύτως θετικός. Σήμερα είναι απολύτως αρνητικός γιατί ο ιστορικός του ρόλος έχει προς πολλού τελειώσει.

136

Page 134: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

27. 01 ΕΦΕΥΡΕΤΕΣ ΠΟΥ ΑΛΛΑΞΑΝ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ

\

θα σας φανεί ίσως παράξενο, αλλά ο καπιταλισμός χρωστάει κάμποσα σ’ έναν Παριζιάνο ζαχαροπλάστη ονόματι Νικολά Απέρ. Ο οποίος το 1810 ανακαλύπτει εντελώς τυχαία... την κονσέρβα. Του ’πεσε που λέτε του Απέρ μέσα σε μια κατσα­ρόλα με βραστό νερό ένα κλειστό βάζο που είχε καθαρισμένα φρούτα και που το καπάκι του ήταν λίγο τρύπιο, φράκαρε και το καπάκι και η τρύπα από τον ατμό που δημιουργήθηκε μέσα στο βάζο και ενοχλημένος από το μικροατύχημα ο ζαχαροπλά­στης, πέταξε το βάζο σε μια γωνιά. Όταν το βρήκε ύστερα από κανέναν χρόνο και το άνοιξε διαπίστωσε έκπληκτος πως το περιεχόμενο δεν είχε χαλάσει. Ο ατμός είχε αποστειρώσει τα φρούτα και καθώς είχε φύγει όλος ο αέρας από το βάζο δεν υπήρχε κίνδυνος να μπουν καινούρια μικρόβια, ν’ αρχίσουν να πολλαπλασιάζονται σαν τρελά και τελικά να «φάνε» τα φρούτα, δηλαδή να τα κάνουν να σαπίσουν. (Η βιομηχανία της κονσερβοποιίας εμφανίζεται το 1830).

θα μου πείτε, αν δεν έχετε πάει φαντάροι τι σχέση έχει η κονσέρβα με τον καπιταλισμό; Μα αν δεν υπήρχαν οι κονσέρβες δεν θα μπορούσαμε να κάνουμε σοβαρές οικονομίες στα τρόφιμα που περισσεύουν για να τα δίνουμε στους φαντά­ρους ως «ξηρά τροφή». Όπως ξέρουμε, ξηρά τροφή στο στρατό λέμε τη γαλέτα και την κονσέρβα. Όμως, τη φαεινή ιδέα να ταΐζουμε τους φαντάρους, τόσο Κατά τις ασκήσεις, όσο και κατά τις εκστρατείες με κονσέρβες, την πήραμε από τις φάμπρικες και τα ορυχεία. Έχουν φάει που λέτε κονσέρβα οι ανθρακωρύχοι του περασμένου αιώνα, που δεν την έχουν φάει όλα τα στρατά της Οικουμένης.

Όμως, πολύ χρήσιμη στάθηκε η κονσέρβα και στο σπίτι του εργάτη. Που να μαγειρεύεις, ύστερα από δώδεκα ώρες δουλειά και βάλε. Άλλωστε, η κονσέρβα, και τότε και τώρα είναι φτηνότερη από κρέας ίσους βάρους, προκειμένου για κονσέρβα, κορν-μπιφ, ας πούμε. Διότι η κονσέρβα φτιάχνεται από πρώτες ύλες έσχατης ποιό­τητας. Σήμερα βέβαια, καλυτέρευσε η ποιότητά των κονσερβαρισμένων τροφίμων, αλλά υποθέτω πως, τω καιρώ εκείνω, οι κονσέρβες για ανθρώπους ήταν περίπου ίδιας ποιότητας με τις σημερινές κονσέρβες για σκύλους και γάτες.

Σήμερα ζούμε σε μια εποχή που και οι γάτες ξέρουν να εκτιμούν την ποιότητα της κονσέρβας, έτσι που βλέπουν συνέχεια στην τηλεόραση τη σχετική διαφήμιση για κονσέρβες για σκύλους πολυτελείας. Πάντως οι πεινασμένοι Αφρικανοί δεν ξέρουν την αξία της κονσέρβας και πρέπει να φανταστούμε τους βιομηχανικούς εργάτες του 18ου αιώνα περίπου σαν Αφρικανούς: Έτρωγαν ό,τι μασιόταν.

137

Page 135: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

Όμως, η εφεύρεση του ζαχαροπλάστη δεν «α ειχε σομαρο νόημα, αν ο Τζέιμς Βατ δεν είχε εφεύρει το 1769 την ατμομηχανή, την πιο παραγωγική εφεύρεση σ’ ολό­κληρη την ιστορία των εφευρέσεων. Σωστά, λοιπόν, το όνομα του Βατ δόθηκε στη μονάδα ισχύος. Έτσι όταν βλέπετε γραμμένο στο λαμπτήρα σας ας πούμε 100 W (βατ), ή όταν καλείστε να πληρώσετε στη ΔΕΗ τα X κιλοβάτ του ηλεκτρικού ρεύ­ματος που καταναλώσατε, θα θυμάστε πως όλα τα αγαθά του σύγχρονου τεχνολο­γικού πολιτισμού ξεκινάνε από τότε που ο Σκοτσέζος μηχανικός κατασκεύασε την πρώτη ατμομηχανή, βάζοντας μπροστά την πρώτη βιομηχανική επανάσταση, που έβαλε τον κόσμο στη σημερινή του πορεία.

Η πρώτη βιομηχανική επανάσταση, που αρχίζει πολύ δειλά το 1769 και φορτσά­ροντας συνεχώς τελειώνει το 1880 είναι το πιο σημαντικό γεγονός που συνέβη στην ιστορία της ανθρωπότητας. Για πρώτη φορά τότε η δύναμη της μηχανής αντικαθιστά τη δύναμη του ανθρώπου ή του ζώου. Όχι εντελώς, βέβαια, γιατί οι μηχανές χρειά­ζονται ανθρώπους και για να τις δουλέψουν και για να τις κατασκευάσουν.

Πάντως, η ύπαρξη μηχανών δημιουργεί, από την εποχή ακόμα που αρχίζει να γενικεύεται η χρήση τους, ένα τεράστιο πρόβλημα ανεργίας και οι χωριάτες που δεν προλαβαίνουν καλά καλά να γίνουν βιομηχανικοί εργάτες αγανακτούν τόσο, που αρχίζουν να σπάνε τις μηχανές. Είναι οι περίφημοι «καταστροφείς των μηχανών», που έμειναν στην ιστορία σαν οι πρώτοι αυθορμήτως εξεγερμένοι προλετάριοι.

Αν τότε υπήρχε κομουνιστικό προλεταριακό κόμμα, δεν θα υπήρχαν καταστρο­φείς μηχανών, διότι κανείς λογικός άνθρωπος, πόσο μάλλον οι μαρξιστές που πι­στεύουν στην πολιτιστική αξία της τεχνολογίας περισσότερο από τον καθένα, δεν θα κατέστρεφαν τις μηχανές που υπηρετούν το σύνολο της κοινωνίας και αυξάνουν τον πλούτο της, άσχετα αν κάνουν ζημιά σε κάποιους εργαζόμενους. Πάντως, με ή χωρίς κομουνιστικό κόμμα δεν είναι βέβαιο πως οι μελλοντικοί καταστροφείς μη­χανών δεν θα καταστρέφουν ρομπότ. Όλα να τα περιμένεις από ανθρώπους που αντιμετωπίζουν εχθρικά τις μηχανές, σαν εκείνους τους «ευαίσθητους» χαχόλους που παριστάνουν τους ποιητές και μισούν τις μηχανές με τον πιο άκριτο, αν όχι και ηλίθιο τρόπο.

Μα, κύριοι σας είναι τόσο δύσκολο να σκεφτείτε πως το χαρτί στο οποίο γράφετε το ποίημά σας το έφτιαξαν μηχανές; Και πως διάολο θα τυπωνόταν η ποιητική σας σύλλογή αν δεν υπήρχαν μηχανές; Το ασανσέρ που σας ανεβάζει στο ησυχαστήριό σας δεν είναι μηχανή; και μη μου πείτε πως δεν ξέρετε ότι το αυτοκίνητό σας είναι μηχανή! Αν δεν τα ξέρετε όλα αυτά, πως έχετε την απαίτηση να γράψετε σοβαρή ποίηση; Τέλος πάντων. Γράψτε πάντως και κανένα ποίημα για τον Τζέιμς Βατ. Θα το ’γραφα εγώ, αλλά ευτυχώς δεν είμαι ποιητής, είμαι σοβαρός άνθρωπος, αν και μερικοί ποιητές δύσκολα θα μου το αναγνώριζαν. Τέλος πάντων. Ο καθένας με την άποψή του περί σοβαρότητας.

Το 1880 που τελειώνει η πρώτη βιομηχανική επανάσταση, αρχίζει ατάκα η δεύ­

138

Page 136: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

τερη, που κρατάει μόνο 34 χρόνια, μέχρι το 1914, δηλαδή μέχρι την αρχή του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου. Το τι γίνεται μέσα σ’ αυτά τα 34 χρόνια είναι κάτι το ασύλ­ληπτο. Ένας απίστευτος οργασμός καινοτομιών και εφευρέσεων δίνει το περιεχό­μενό του στη δεύτερη βιομηχανική επανάσταση. Όλα τα σπουδαία πράγματα που χρησιμοποιούμε σήμερα εφευρίσκονται μέσα σ’ αυτά τα 34 χρόνια, θα απαριθμήσω ελάχιστα μόνο απ’ αυτά: αυτοκίνητο, αεροπλάνο, τηλέφωνο, ραδιόφωνο, κινηματο­γράφος, ακτίνες X, ηλεκτρική ενέργεια, ηλεκτρικός λαμπτήρας, φωνογράφος. Μόνο ο διαμόνιος Τόμας Άλβα Έντισον κάνει μόνος του τόσες εφευρέσεις, που το 1876 ιδρύει στο Νιου Τζέρσεΐ των ΗΠΑ μια... βιομηχανία εφευρέσεων! t

Ωστόσο, την παράσταση, σ’ αυτό το μεγαλειώδες τσίρκο των εφευρετών, την κλέβει τελικά ο Γερμανός μηχανικός Ρούντολφ Ντίζελ το 1897. Είναι ο εφευρέτης του κινητήρα εσωτερικής καύσεως. Πρόκειται για μια εφεύρεση εντελώς συγκλο­νιστική, που φέρνει τα πάνω κάτω στη μηχανολογία, έτσι που πετάει στο περιθώριο την ατμομηχανή, που είναι μια μηχανή εξωτερικής καύσεως. (Η καύση που παράγει τον ατμό γίνεται έξω από το μηχανισμό που δημιουργεί την κίνηση), θα μπορού­σαμε να φανταστούμε τον κινητήρα εσωτερικής καύσεως του Ντίζελ σαν ένα καζάνι ατμομηχανής; που όμως έχει εντός του τους ιμάντες και τα έμβολα, και δεν καίει κάρβουνο γιατί βέβαια, είναι δύσκολο να βάλεις εκεί μέσα κάρβουνο, αλλά βενζίνη ή πετρέλαιο.

Μέχρι το 1897 που ο Ντίζελ κάνει την επαναστατική του εφεύρεση, το πετρέλαιο χρησιμοποιείται μόνο στις γκαζόλαμπες. Και στις... εντριβές. Αυτό σημαίνει πως χωρίς τον Ντίζελ δεν θα υπήρχε ούτε Μόμπιλ Όιλ, ούτε ΒΡ, ούτε Σελ. Υποθέτω όμως πως απ’ αυτό που θα σας έλειπε περισσότερο απ’ όλα, χωρίς την εφεύρεση του Ντίζελ θα ήταν το αυτοκίνητό σας. Βάλτε λοιπόν στο εικονοστάσι του αυτοκινήτου σας και καμιά φωτογραφία του Λύντολφ Ντίζελ, κυρίως αν αυτό είναι Μερσεντές, γιατί ο Ντίζελ είναι από τους συνιδρυτές της Μερσεντές Μπεντζ. Κι αν συνεχίζετε να μισείτε τις μηχανές, πετάξτε πρώτα το αυτοκίνητό σας κι ύστερα παραστήστε τους ρομαντικούς, αν σας κάνει ακόμα κέφι — που δεν το νομίζω.

Λοιπόν, επικεφαλής, ας το πούμε έτσι. της πρώτης βιομηχανικής επανάστασης είναι ο Σκωτσέζος μηχανικό; Τζέιμς Βατ. και επικεφαλής της δεύτερης βιομηχανι­κής επανάστασης ο Γερμανός μηχανικός Ρούντολφ Ντίζελ. Δεν ξέρουμε όμως ποιος είναι ο επικεφαλής της τρίτης βιομηχανικής επανάστασης. Γιατί υπάρχει και τρίτη, που λέγετε ειδικότερα επανάσταση της Πληροφορικής και στηρίζεται σε μια άλλη εκπληκτική μηχανή, πολύ διαφορετική, τον κομπιούτερ.

Τούτη η επανάσταση αρχίζει αμέσως μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και στον καιρό μας βρίσκεται εν πλήρει εξελίξει παντού στον πολιτισμένο κόσμο, εκτός από την Ελλάδα. Τελευταία, πάντως, κάτι άρχισε να γίνεται κι εδώ, αλλά προς το παρόν βρισκόμαστε στο στάδιο εκμάθησης του χειρισμού των κομπιούτερ. Όμως, καταπώς δείχνουν τα πράγματα, θα βρεθούμε έξω κι απ’ την τρίτη επανάστα­

139

Page 137: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

ση. Και θα απομείνουμε μόνο με τις «βαθιές επαναστατικές αλλαγές» που έφερε το ΠΑΣΟΚ στα ήθη μας. Δεν πειράζει. Μπορεί να πάρουμε εξαρχής μέρος στην τέταρ­τη βιομηχανική επανάσταση, αν μας βοηθήσει ο θεός. Γιατί χωρίς τη βοήθεια του θεού δεν βλέπω να γίνεται τίποτα σ’ αυτόν τον τόπο, που τα κρέμασε όλα απ’ το θεό, ας είναι καλά ο Αρχιεπίσκοπος που προσεύχεται μέρα-νύχτα για την προκοπή του Έθνους και τη σωτηρία της πατρίδας από εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς.

Σημειώστε πως για μας εδώ, η μηχανή εξωτερικής καύσεως είναι ο κύριος εξω­τερικός εχθρός και ο κινητήρας εσωτερικής καύσεως ο κύριος εσωτερικός εχθρός. Οι γκαραζιέρηδες δυσκολεύονται να τον αντιμετωπίσουν. Βέβαια, υπάρχουν και οι Τούρκοι, που είναι εξωτερικός εχθρός. Μέχρι πρότινος υπήρχαν και οι κομουνιστές, που ήταν εσωτερικός εχθρός. Αλλά πάντα με τη βοήθεια του θεού, δεν φαίνεται να διατρέχουμε πλέον κίνδυνο απ’ αυτούς τους παραδοσιακούς εχθρούς. Ο μόνος κίν­δυνος που διατρέχουμε πια είναι να μείνουμε έξω κι από την τρίτη βιομηχανική επανάσταση. Κι αυτός ο κίνδυνος που δεν πρόκειται να απασχολήσει σοβαρά τη Βουλή, είναι κάτι παραπάνω από υπαρκτός.

Όλες τις εφευρέσεις τις έκαναν άνθρωποι που ήξεραν τι σημαίνει χαρά της δη­μιουργίας, και ας μην ήταν καλλιτέχνες. Πολλοί απ’ αυτούς γνώρισαν επίσης και τη χαρά που δίνει ο πλούτος. Αλλά, διάολε, τους άξιζε. Έγιναν πλούσιοι χάρις στη δημιουργική ικανότητα και όχι γιατί είχαν κεφάλαιο. Οι περισσότεροι, μάλιστα υπέστησαν έναν βάναυσο διωγμό από τους κεφαλαιούχους, μέχρι που αυτοί να οι- κειοποιηθούν σιγά σιγά τις εφευρέσεις και να τις ενσωματώσουν στον παραγωγικό μηχανισμό.

Λέγαμε παραπάνω για τους «καταστροφείς των μηχανών» αλλά οι βιομήχανοι δεν κατέστρεψαν λιγότερες μηχανές. Κανείς βιομήχανος δεν βλέπει με καλό μάτι την καινούρια μηχανή, αφενός γιατί θα πληρώσει πολλά για να αλλάξει το μηχανολο­γικό εξοπλισμό του εργοστασίου του με καινούρια τεχνολογία και αφετέρου γιατί θα χρεωκοπήσει αν δεν το κάνει, όταν ήδη το έχει κάνει ο ανταγωνιστής του, που αύξησε την παραγωγικότητα, εξαιτίας της νέας τεχνολογίας και έχει έτσι τη δυνα­τότητα να «χτυπήσει» τις τιμές και συνεπώς να επικρατήσει στην αγορά.

Πάντως, είναι βέβαιο πως οι πρώτοι που θα κατεβάσουν τα μούτρα κάθε φορά που ένας εφευρέτης χαλάσει την πιάτσα, με τη νέα εφεύρεσή του, είναι οι βιομήχανοι. Που μισούν θανάσιμα τις καινοτομίες, αν και ξέρουν πως μόνον μ’ αυτές θα σωθούν, γιατί μόνο η καινοτομία μπορεί να δώσει καινούρια ώθηση στην παραγωγή. Και μια κοινωνία που δεν δέχεται με χαρά τις καινοτομίες, σίγουρα είναι μια γερασμένη κοινωνία.

Ο μοντερνισμός (η αποδοχή της καινοτομίας) είναι πάντα το μοτέρ του καπιτα­λισμού, αν και υιοθετεί και τις καινοτομίες με μισή καρδιά. Γιατί αυτό που ενδια­φέρει τον καπιταλισμό δεν είναι η καινοτομία που έχει σχέση με την καθαυτή εφεύρεση, αλλά ό,τι αυτή η καινοτομία συνεπάγεται από οικονομικής απόψεως. Για

140

Page 138: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

τον καπιταλιστή, αν η καινοτομία δεν είναι μια, σε τελική ανάλυση, οικονομική καινοτομία, την έχει χεσμένη π^τόκορφα. Την ανθρώπινη δημιουργικότητα δεν θα την εκτιμήσει ποτέ, αν δεν φέρνει χρήμα. ^

Αυτή η γελοία κατάσταση πρέπει ν’ αλλάξει κάποτε. Και φαίνεται πως θ’ αλλάξει σύντομα. Γιατί η επανάσταση της Πληροφορικής κάνει δυνατή τη δημιουργία για πάρα πολλούς. Σήμερα μπορεί να ελέγχει κανείς την κατάσταση από το σπίτι του, με ένα τόσο δα τερματικό ηλεκτρονικό μηχάνημα. Μπορεί να επέμβει κανείς απο­τελεσματικά μ’ αυτό το μηχάνημα στο παραγωγικό προτσές, είτε δίνοντας πληφο- ρορίες, είτε παραποιώντας παλιότερες πληφορορίες. Ήδη εμφανίστηκαν οι πρώτοι «καταστροφείς ηλεκτρονικών μηχανών» με την παρεμβολή παρασίτων σ’ ένα κύ­κλωμα. Είναι τόσο εύκολο να κάνεις τον ηλεκτρονικό υπολογιστή να τρελαθεί, που οι επαναστάτες του μέλλοντος ίσως χρησιμοποιήσουν κι αυτό το όπλο. Σκεφτείτε μόνο τι έχει να γίνει αν επαναστατήσουν οι τραπεζικοί υπάλληλοι και «μποϊκοτά­ρουν» τους κομπιούτερ που «κρατούν» τους λογαριασμούς στην τράπεζα. Θα γίνειχαμός.

141

Page 139: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

28. 01 ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΜΠΙΖΝΕΣΜΕΝ

Ο Γκλόβερ λέει πως η (καπιταλιστική) οικονομία είναι ενα αιπορυθμιζόμενο σύστη­μα στο οποίο οι επιχειρήσεις, αν δεν θέλουν να χρεωκοπήσουν οφείλουν να αντι­δρούν σύμφωνα με τις αλλαγές της τεχνολογίας, τις προτμίησεις και τον τρόπο ζωής των καταναλωτών και τις διαρθρωτικές αλλαγές της κοινωνίας. Νομίζω πως πρόκει­ται για τον τέλειο ορισμό αυτού που ονομάστηκε «ελεύθερη οικονομία». Που είναι ελεύθερη να υιοθετήσει ή να μην υιοθετήσει τις εφευρέσεις και τις καινοτομίες στον τρόπο οργάνωσης της παραγωγής. Όμως, αν μια επιχείρηση δεν προσαρμοστεί στην καινούρια τεχνολογία και τα καινούρια διοικητικά και οργανωτικά συστήματα, θα χρεωκοπήσει.

Άρα ο βιομήχανος δεν είναι ελεύθερος να κάνει αυτό που εκείνος νομίζει, αλλά εκείνο που η κοινωνία επιβάλλει σε μια δεδομένη στιγμή της ανάπτυξής της. Η ατομική πρωτοβουλία εδώ περιορίζεται στο «πως» και όχι στο «αν»; Πώς θα εφαρ­μόσει ο επιχειρηματίας τα καινούρια δεδομένα και όχι αν τα εφαρμόσει. Αν δεν τα εφαρμόσει αυτός, θα τα εφαρμόσουν οι ανταγωνιστές του, από τους οποίους είναι σταθερά εξαρτημένος ο επιχειρηματίας. Συνεπώς, η περίφημη «ελεύθερη οικονομία» δεν παρέχει πολλά περιθώρια ελευθερίας στον επιχειρηματία. Εγώ, π.χ. που δεν είμαι επιχειρηματίας, είμαι πολύ περισσότερο ελεύθερος να κάνω ό,τι θέλω, γιατί κανείς δεν με υποχρεώνει να προσαρμοστώ στις καινοτομίες. Μπορώ συνεπώς να παραμεί­νω συντηρητικός σε όλη μου τη ζωή.

Ο επιχειρηματίας δεν μπορεί να παραμείνει συντηρητικός εφ' όρου ζωής. Και γι’ αυτό είναι... προοδευτικός θέλει δεν θέλει, το ξέρει δεν το ξέρει. Και είναι προοδευ­τικός γιατί είναι υποχρεωμένος να υιοθετεί τις καινοτομίες, επί ποινή επιχειρημα­τικού θανάτου. Αφού λοιπόν είναι κατ’ ανάγκην προοδευτικός, γιατί παριστάνει το συντηρητικό; Δεν τον παριστάνει, είναι όντως. Γιατί οι καινοτομίες του επιβάλλο­νται, δεν τις θέλει, δεν τις εύχεται, και στο βάθος βάθος τις μισεί θανασίμως. Ένα είδος σχιζοφρένιας εγκαθίσταται σιγά σιγά στον ψυχισμό του επιχειρηματία, έτσι που γίνεται σάντουιτς ανάμεσα στην κοινωνικά καθορισμένη ανάγκη και την προ­σωπική του βούληση, η οποία στην κυριολεξία σούρνεται πίσω από την κοινωνικά καθορισμένη ανάγκη.

Η ελεύθερη οικονομία δεν είναι ελεύθερη και για ένα δεύτερο λόγο επίσης κοι­νωνικά καθορισμένο: Πρέπει να πάρει υπόψη του ο επιχειρηματίας τις προτιμήσεις και τον τρόπο ζωής των καταναλωτών στους οποίους απευθύνεται, και συνεπώς θα παράγει ή θα ενεργήσει σύμφωνα με τα δικά τους κι όχι τα δικά του γούστα. Είναι

142

Page 140: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

τόσο πολύ εξαρτημένος από την κοινωνία ο επιχειρηματίας, που πρέπει να είναι εντελώς ηλίθιος για να πιστεύει πω^ είναι όντως ένας ελεύθερος άνθρωπος.

Εγώ που δεν είμαι επιχειρηματίας, είμαι πολύ περισσότερο ελεύφρος, διότι έχω να λογαριάσω μόνο τον εργοδότη μου κι όχι μια άμορφη και άγνωστη σε μένα μάζα καταναλωτών, που μπορεί ν’ αλλάξει γούστα από μέρα σε μέρα που λέει ο λόγος, τη στιγμή που εγώ, ο υποψήφιος επιχειρηματίας, πλήρωσα εκατομμύρια για να μου κάνουν οι άδικοί μια έρευνα αγοράς (ένα μάρκετιγκ), ίσα ίσα για να μπορέσω να πάρω μια ιδέα για τα γούστα και τις προτιμήσεις του πολυκέφαλου τέρατος που είναι το σύνολο των υποψήφιων πελατών μου.

Αφού λοιπόν ο επιχειρηματίας παίρνει τόσο πολύ υπόψη του την κοινωνία, ση­μαίνει πως είναι ένας πολύ προοδευτικός άνθρωπος. Όμως, δεν είναι, γιατί μισεί θανάσιμα μια κοινωνία που τον κρατάει από τη μύτη με τις ανάγκες της, τα γούστα της, τα καπρίτσια της. Α\όμα και η διαφήμηση, που έχει σαν σκοπό να διαμορφώσει αυτά τα γούστα και τις ανάγκες, ώστε να κάνει με μια κάποια ασφάλεια τη δουλειά του ο επιχειρηματίας, δεν θα μπορούσε να τον προφυλάξει επαρκώς από το πολυ­κέφαλο τέρας που λέγεται καταναλωτικό κοινό, στο έλεος του οποίου είναι συνεχώς αφημένος. Και.γΓ αυτό το μισεί.

Η «ελεύθερη οικονομία» δεν είναι ελεύθερη και για έναν τρίτο και σοβαρότερο λόγο: Τα κοινωνικά και οικονομικά συστήματα υφίστανται αδιάκοπες μικρές αλλα­γές και συχνά αδιόρατες διαφοροποιήσεις. Τροποποιούν δηλαδή συνεχώς τον τρόπο με τον οποίο αρθρώνονται μεταξύ τους τα επιμέρους δεδομένα που συναποτελούν τους θεσμούς μια κοινωνίας. Αυτές οι αλλαγές λέγονιαι διαρθρωτικές.

Έτσι λοιπόν μπορεί ν’ ανακατασταθεί ένας νόμος, μ’ έναν άλλο, μπορεί ν’ αλ­λάξει η κυβέρνηση, μπορεί να φύγει από το πόστο του ο κουμπάρος, μπόρεί να χωρίσει ο επιχειρηματίας με τη γυναίκα του που την έστελνε, κι αυτή πήγαινε πρόθυμα γιατί αγαπούσε τον άντρα της, στο σπίτι του υφυπουργού κ. X για να κάνει εκείνος τη «δουλειά» του κι αυτός τη δουλειά του, μπορεί, ο μη γένοιτο, να γίνει καμιά επανάσταση, μπορούν εν ολίγοις να συμβούν χίλια δυο μέσα σε μια κοινωνία, που όσο ισχυρός κι αν είμαι οικονομικά δεν μπορώ να την ελέγξω με καμιά περί­πτωση.

Ο ελεύθερος επιχειρηματίας, ακριβώς γιατί είναι απόλυτα εξαρτημένος από την κοινωνία, θα ’πρεπε να είναι ένας πολύ προοδευτικός άνθρωπος και να φροντίζει ενσυνείδητα για την προκοπή της. Όμως δεν το κάνει, κάθε άλλο μάλιστα. Διότι μισεί μια κοινωνία της οποίας είναι αιχμάλωτος. Και για να αντισταθμίσει τούτο το φρικτό βάσανο, κάνει ό,τι μπορεί για να μην αλλάξουν οι νόμοι, να μην αλλάξουν οι θεσμοί, να μην αλλάξει τίποτα απολύτως κι όλα να παραμείνουν, τουλάχιστον όσο ζει, έτσι όπως τα βρήκε τη στιγμή που άρχιζε την καριέρα του σαν επιχειρηματίας.

Συνεπώς, ελεύθερος άνθρωπος δεν είναι ο πολλαπλά δέσμιος επιχειρηματίας αλλά αυτός που δεν έχει να χάσει πολλά γιατί δεν έχει πολλά. Κι όσο πιο πολλά έχεις,

143

Page 141: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

τό<̂ ο περισσότερο αγκιστρώνεσαι από τις παραδοσιακές κοινωνικές δομές, που σου προσφέρουν μια κάποια σιγουριά.

Η ανασφάλεια είναι βασική παράμετρος του ψυχισμού του επιχειρηματία. Κι αυτός είναι ο κυριότερος λόγος που δεν τον ζηλεύω καθόλου και δεν θα ’θελα να είμαι στη θέση του σε καμιά περίπτωση. Άσε που οι «αναρχικοί» δυσκολεύουν ολοένα και περισσότερο τον ήδη δύσκολο βίο του. Καλύτερα «αναρχικός» λοιπόν. Γ ιατί όντας αναρχικός το μόνο που θα ήταν δυνατό να χάσεις, είναι το κεφάλι σου. Πρόκειται, βέβαια, για πολύ σοβαρή χασούρα, όχι όμως για τους φιλοσοφημένους καθώς και τους απελπισμένους που έχουν συνείδηση πως κανένα κεφάλι δεν στέκε­ται αιωνίως καρφωμένο στο λαιμό που το συνδέει με το σώμα. Έτσι κι αλλιώς την παρτίδα του σκακιού της ζωής την κερδίζει πάντα ο χάρος, όπως δείχνει πολύ παραστατικά ο ιδιοφυής Ινγκμαρ Μπέργκμαν στις «Αγριοφράουλες».

Ούτως έχονιων των πραγμάτων, γιατί κάθεσαι και παίζεις με τους λογαριασμούς σου στην Τράπεζα και δεν το γλεντάς παίζοντας σκάκι με το χάρο: Έτσι κι αλλιώς χαμένος είσαι. Χάσε τουλάχιστον με αξιοπρέπεια, έχοντας για αντίπαλο έναν τόσο άξιο παίχτη, όπως ο χάρος, κι όχι τον γελοίο ανταγωνιστή σου, που παριστάνει το χάρο για να σε τρομάξει με μια ενδεχόμενη και επικρεμάμενη χρεωκοπία σου. Βρε ηλίθιε, για να στο πω στη γλώσσα μου, αφού η χρεωκοπία είναι δεδομένη, εσύ κάθεσαι και ασχολείσαι με ευτελείς και αφιλοσόφητες πιθανές χρεωκοπίες οικονο­μικής τάξεως; Και παριστάνεις και τον ελεύθερο από πάνω; Α, να μου χαθείς, σκλάβε του πορτοφολιού σου, που όντας ο δουλικότερος δούλος που θα μπορούσε να υπάρ­ξει, κόπτεσαι για την ελευθερία. Για διάβασε λιγάκι Καζαντζάκη, προσπάθησε να τον καταλάβεις και έλα να τα πούμε μετά.

Ο Μαρξ προέβλεψε πως ο καπιταλισμός θα γίνει κατ’ ανάγκη μονοπωλιακός. (Στην εποχή του δεν ήταν μονοπωλιακός). Διότι το μονοπώλιο, έτσι που ελέγχει αποτελεσματικά την αγορά, δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια άτυπη δικτατορία του κεφαλαίου, που δεν έχει ανάγκη από την πολιτική δικτατορία για να είναι δικτατορικό. Οι κεφαλαιούχοι συνενώνονται, συνεννοούνται και βαρούν όλοι μαζί το δύστυχο καταναλωτή, που είναι ελεύθερος να διαλέξει στην ελεύθερη αγορά αυτά που θα του προσφέρει το μονοπώλιο.

Η αστική δημοκρατία αντιλήφθηκε βέβαια τον κίνδυνο που συνεπάγεται για την ελεύθερη αγορά, το μονοπώλιο, και οι περίφημοι «αντιτράστ νόμου» αυτό ακριβώς επιδιώκουν: Ν’ αφήσουν την αγορά σχετικά ελεύθερη και για τους μικρότερους επιχειρηματίες, που δεν θα ήταν δυνατό να μπουν σ’ ένα τραστ. Παρά ταύτα, το πονηρό μεγάλο κεφάλαιο βρίσκει χίλιους τρόπους να καταστρατηγήσει αυτούς τους νόμους. Η συγκεντροποίηση του κεφαλαίου είναι μια αναγκαιότητα, λέει ο Μαρξ.

(Προσοχή: Η συγκεντροποίηση του κεφαλαίου είναι κάτι διαφορετικό από τη συγκέντρωση του κεφαλαίου. Η συγκέντρωση του κεφαλαίου είναι μάζεμα κεφα­λαίου στα χέρια ενός. Η συγκεντροποίηση του κεφαλαίου είναι η συνέπεια της

144

Page 142: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

λειτουργίας της μαρξιστικής άποψης για την αναγκαιότητα της ένωσης πολλών κεφαλαιούχων, που ήδη έχει συγκεντρώσει ο καθένας για λογαριασμό του το δικό του κεφάλαιο, αλλά κάποια στιγμή διαπιστώνει πως δεν θα συγκεντρώσει εύκολα κι άλλο κεφάλαιο αν δεν ενώσει τις δυνάμεις του με αυτές άλλων κεφαλαιούχων).

Τίποτε δεν είναι πιο εχθρικό για τον κεφαλαιούχο από το κράτος. ΓΓ αυτό και επιμένει φανατικά στο σύνθημα «λιγότερο κράτος», παρόλο που το κράτος είναι πάρα πολύ χρήσιμο γι’ αυτόν κυρίως για να τον προστατεύει από τον αθέμιτο αντα­γωνισμό, από τους απεργούς, από τους «αναρχικούς», από τους κλέφτες, και γενικό­τερα από όλους όσοι επιβουλεύονται την οικονομική του ελευθερία τη μόνη μορφή ελευθερίας που γνωρίζει ο «χόμο εκονόμικους» που δεν νοιάζεται για καμιά άλλης μορφής ελευθερία

Λιγότερο κράτος, λοιπόν, αλλά όχι και κατάργηση του κράτους, όπως λένε οι αναρχικοί. (Αναρχικός tivai αυτός που είναι κατά της Αρχής, δηλαδή κατά της εξουσίας κι όχι αυτός που δεν έχει αρχές. Αυτός που δεν έχει αρχές δεν είναι αναρχικός, είναι αλήτης. Καμιά φορά όμως τα όρια ανάμεσα στα δυο συγχέονιαι και οι αλήτες αυτοπροτείνονται ως αναρχικοί. Είναι οι περίφημοι αναρχοαυτόνομοι, που είναι τόσο,ρναρχικοί όσο τους βολεύει εκάστοτε, και παύουν να είναι αναρχικοί μόλις βολευτούν με κανένα διορισμό στο Δημόσιο).

Την κατάργηση του κράτους εκτός από τους αναρχικούς, την πρεσβεύουν και οι μαρξιστές. Αλλά αυτοί την εννοούν σαν μια μακρόχρονη διαδικασία, που θα κατα- λήξει πρώτα στο μαρασμό και στη συνέχεια στην εξαφάνιση του κράτους, μέσα από τη συνεχώς αυξανόμενη αυτοοργάνωση της κοινωνίας. Αυτοοργάνωση που θα γί­νεται συνεχώς και περισσότερο δυνατή και αποτελεσματική χάρη στη συνεχή αύ­ξησή του κοινωνικού πλούτου. Μην κοιτάτε που ο «υπαρκτός σοσιαλισμός», αντί να δουλέψει για το μαρασμό του κράτους, δούλευε τελικά για την αναζωογόνησή του. Αυτό το τραγελαφικό που θα έκανε τον Μαρξ να βγει από τα ρούχα του, συνέβη γιατί ο πονηρός Στάλιν λάνσαρε κάποτε εκείνο το φρικαλέο σόφισμα: «Περισσότερο κράτος ηροκειμένου να καταργήσουμε το κράτος». Και το περισσότερο κράτος τους, ξέμεινε, χωρίς να παίξει κανένα ρόλο στην ποθητή μείωση του κράτους.

Κι έτσι το φιλελεύθερο αίτημα «λιγότερο κράτος», που όλως παραδόξως συμβα­δίζει με το αναρχικό και το μαρξιστικό αίτημα ενός σημείου, βρίσκει σήμερα μεγάλη απήχηση. Αλλά μόνο στους αφελείς. Γιατί οι υποψιασμένοι ξέρουν πως «λιγότερο κράτος» δεν σημαίνει εξαφάνιση του κράτους, αλλά περιορισμό του στο ρόλο του διαιτητή και του χωροφύλακα. Για να σφυράει ο διαιτητής οφσάιντ κάθε φορά που ο παίχτης-καπιταλιστής μπαίνει στη μεγάλη περιοχή του συμπαίχτη του καπιταλι­στή, και να βαράει ο χωροφύλακας στ’ αυτιά με τις κρατικές δυνάμεις καταστολής, όλους όσοι παραποιούν το προαναφερθέν φιλελεύθερο σλόγκαν και το κάνουν «κα­θόλου κράτος, εδώ και τώρα». (Οι μαρξιστές πάντως λένε: καθόλου κράτος, αλλά όχι αμέσως, αργότερα, όταν γίνουμε όλοι πλούσιοι).

145

Page 143: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

Πάντως, το «περισσότερο κράτος», είτε στη σταλινική πονηρή παραλλαγή του είτε όπως αλλιώς, δεν ευνοεί κανέναν απολύτως. Πλην της γραφειοκρατίας, σ’ όλες τις μορφές της. Φυσικά δεν ευνοεί ούτε τους καπιταλιστές, για τους λόγους που ήδη αναφέραμε. Κάθε φορά λοιπόν που εμφανίζεται αύξηση του κράτους οπουδήποτε (και στον υπαρκτό καπιταλισμό), η οικονομία αμύνεται με τους εξής κλασικούς τρόπους:

I. Μεταναστεύει. Δηλαδή πάει και επενδύει αλλού, όπου υπάρχει όντως λιγότερο κράτος. (Είναι αυτό που λέμε «εξαγωγή κεφαλαίων»), 2. Υπεκφεύγει. Δηλαδή γίνεται επιφυλακτική και τρυπώνει στις Τράπεζες, αντί να κυκλοφορεί ελευθέριος στην α­γορά. 3. Καταφεύγει στο λαθρεμπόριο, γιατί το εμπόριο ελέγχεται πολύ αυστηρά από το κράτος. 4. Καταφεύγει στη μαύρη αγορά, γιατί η λευκή αγορά (η επίσημη) δεν προσφέρει δυνατότητες μεγάλου κέρδους και 5. Καταφεύγει στην παρανομία, ως κομουνιστής σε δύσκολες περιόδους. Ο γκαγκστερισμός, η ληστεία, ο Κοσκωτάς, ο Κουτσόγιωργας, ο Παπανδρέου κτλ., είναι ο ι«καπιταλιστές αντάρας των πόλεων». Που νομιμοποιούν την ύπαρξη των άλλων ανταρτών των πόλεων. Που φυσικά, είναι κι αυτοί παράνομοι, αλλά για ριζικά διαφορετικούς λόγους. Στην πραγματικότητα, η κύρια και αποτελεσματικότερη μορφή οικονομικών σχέσεων στον καπιταλισμό είναι η παράνομη.

Καθόλου κράτος κι εδώ!!! Τι σύμπτωση!!! Κανείς τελικά δεν το θέλει το καημένο το κράτος!

146

Page 144: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

29. Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΜΑΣ ΑΙΧΜΑΛΩΉΣΕ

Τόπαμε και άλλοτε, αλλά πρέπει να το ξαναπούμε: Ο καπιταλισμός είναι πραγμα­τισμός και εμπειρισμός. Για τον καπιταλιστή, καλό είναι ό,τι είναι χρήσιμο και επωφελές γι' αυτόν. Αυτός είναι ο λόγος που τον καπιταλισμό δεν τον απασχόλησαν ποτέ σοβαρά αξίες όπως η κοινωνική δικαιοσύνη, η ισότητα, το περιβάλλον. Εδώ που τα λέμε, πάντως, ούτε τα προηγούμενα του καπιταλισμού κοινωνικά συστήματα τα απασχόλησαν οι εν λόγω αξίες. Είναι γεγονός πως ο κόσμος αναπτύχτηκε ερήμην των υψηλών αξιών και τ®ν σπουδαίων αξιακών συστημάτων, βασισμένος σε μία και μόνο αξία' την καλοπέραση τη δική( μου, το πολύ και το πλατωνικό ενδιαφέρον μου για την καλοπέραση των άλλων, ως το βαθμό που η καλοπέραση των άλλων δεν έχει δυσμενές αντίκτυπο στη δική μου καλοπέραση. Οι αξίες ευημερούν μόνο όταν ευη- μερούν οι άνθρωποι. Κι όπου δεν ευημερούν οι άνθρωποι οι αξίες άλλοτε υπολει­τουργούν, άλλοτε δυσλειτουργούν, και άλλοτε αδρανούν πλήρως 'Οπως και να ’ναι, τον κόσμο δεν τον έκαναν καλύτερο οι αξίες (ηθικές, αισθητικές, κτλ.) αλλά η προσπάθεια για την ικανοποίηση πρακτικών αναγκών. Και δεν πρέπει να μας πα­ρασύρει το γεγονός πως πάντα υπάρχουν άνθρωποι που διάγουν το βίο τους φανατικά προσκολλημένοι σε αξίες. Γιατί εύκολα διαπιστώνει κανείς πως αυτές οι αξίες των λίγων, δεν είναι και αξίες των πολλών. Κι όταν αναφερόμαστε σε κοινωνικά προ­βλήματα έχουμε κατά νουν τους πολλούς και όχι την όποια πνευματική, ή άλλη ελίτ.

Βέβαια, μπορεί κανείς να περιχαρακωθεί μέσα σε μια ελιτίστικη αντίληψη των πραγμάτων για να προφυλαχτεί τόσο από τη χυδαιότητα όσο κι από τη βλακεία (το επιχείρησα πολλές φορές), όμως αργά ή γρήγορα η αναγκαστική επαφή με το γύρω κόσμο σε επαναφέρει στην τάξη. Και τότε διαπιστώνεις για νιοστή φορά πως η κατά μόνας σωτηρία είναι πάντα πρόσκαιρη και πάντα επισφαλής. Είναι αυτό που λέει η παροιμία: θέλεις να αγιάσεις, αλλά δεν σε αφήνει ο Διάολος. Κι όπως θα μπορούσε να μας βεβαιώσει ο κάθε άγιος (που να τον βρεις θα μου πεις, αλλά αυτό είναι ένα άλλο πρόβλημα), πρώτα αποτάσσει κανείς τον Σατανά, κι ύστερα επιχειρεί να αγιά­σει — αν τελικά τα καταφέρει, γιατί με Σατανά ή χωρίς Σατανά η αγιότητα, όταν δεν είναι μια εντελώς γελοία υπόθεση, είναι μια κατάσταση φυσική, και συνεπώς στερημένη σοβαρού ανθρωπίνου νοήματος.

Δεν σας συνιστώ, λοιπόν, την αγιότητα αλλά τον εξανθρωπισμό. Και μην επανα­παυθείτε στο γεγονός πως γεννηθήκατε άνθρωποι. Γιατί, άλλο η ανθρώπινη μορφή κι άλλο το ανθρώπινο περιεχόμενο. Πάντως, κι εδώ το πρόβλημα είναι αισθητικό σε τελική ανάλυση: Όπως και στην Τέχνη, η μορφή μπορεί να δημιουργήσει πε­

147

Page 145: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

ριεχόμενο με την ύπαρξή της και μόνο. Συνεπώς, αφού έχουμε έτσι κι αλλιώς αν­θρώπινη μορφή, με λίγη προσπάθεια θα μπορούσαμε να αποκτήσουμε και ανθρώπινο περιεχόμενο. Το σχολείο, η παιδεία γενικότερα, θα παίξει βασικό ρόλο σ' αυτό.

Κι όταν λέω σχολείο δεν εννοώ βέβαια το κατηχητικό σχολείο. Γιατί αυτό ταυ­τίζει σταθερά τη μορφή με το περιεχόμενο, λέγονιας: πας γεννημένος άνθρωπος, άνθρωπος εστί. Διότι, λέει την ανθρώπινη μορφή τη δημιούργησε ο θεός την έκτη ημέρα της δημιουργίας. Και μετά την άραξε ο θεός αφήνοντας τον άνθρωπο να βάλει μόνος του περιεχόμενο στη θεϊκή μορφή. Δηλαδή, ο Δημιουργός έκανε τα ευκολότερα κι άφησε τα δυσκολότερα για το δημιούργημά του. Άντε τώρα να συνεννοηθείς με τους θεολόγους ως προς το περιεχόμενο του ανθρώπου.

Μα, κύριοι, αν ο θεός όντως τα πάντα εν σοφία εποίησεν, θα έπρεπε να ποιούσε τον κόσμο εξαρχής... κομουνιστικό, κι όχι να μας αφήσει να βγάλουμε εμείς το φίδι από ιην τρύπα πασχίζοντας να τον κάνοιμε κομουνιστικό. Ή μπας και τον έφτιαξε εξαρχής καπιταλιστικό, και δεν το ξέρουμε; Αν είναι έτσι, ας μας το πουν καθαρά οι θεολόγοι για να παραιτηθούμε από τις προσπάθειές μας να κάνουμε τον κόσμο καλύτερο και να το ρίξουμε και μεις στην προσευχή όπως οι μοναχοί του Αγίου Όρους, αν και είναι αμφίβολο πως πήγαν εκεί για να προσεύχονται μέρα νύχτα Ως γνωστόν, κάνουν και πολλά άλλα πράγματα οι μοναχοί, ειαός από το να προσεύ­χονται.

Αν λοιπόν ο θεός δεν έκανε εξαρχής τον κόσμο καπιταλιστικό, πρέπει να κατα­λάβουμε ποιοι και κυρίως γιατί τον έκαναν τέτοιον και όχι αλλιώτικο. Κανείς, λοιπόν, ούτε θεός ούτε άνθρωπος δεν έκανε τον κόσμο καπιταλιστικό. Τέτοιον τον έκανε η ανάγκη. Δηλαδή η ανάγκη για μια καλύτερη ζωή επί της Γης. Και κανείς ποτέ, ούτε μαρξιστής, ούτε καπιταλιστής, δεν είπε πως ο κόσμος ήταν καλύτερος υπό δουλοκτητικό ή φεουδαρχικό κοινωνικό καθεστώς.

Τη δουλοκτησία τη νοσταλγούν μόνο οι διαστραμμένοι φασίστες και τη φεουδαρ­χία μόνο οι καλόγεροι. Αυτοί, γιατί ξέρουν τι είχαν επί φεουδαρχίας (πολλά τα έχουν ακόμα) και τι έχασαν επί καπιταλισμού. Που, σημειωτέον, δεν αγαπάει καθόλου τους καλόγερους, τουλάχιστον εκείνους που επιχειρούν να κάνουν όλο τον κόσμο να σκέφτεται και να ενεργεί καλογερίστικα Διότι ο καπιταλισμός δεν πρόκοψε με την προσευχή ή την τεμπελιά, εντελώς το αντίθετο, πρόκοψε με τη σκληρή και συχνά απάνθρωπη δουλειά. Η δουλειά λοιπόν είναι αυτή που κάνει τα κοινωνικά συστή­ματα να αλλάζουν, καθώς αλλάζουν οι παραγωγικές δυνάμεις που κάνουν να αλλά­ζουν και οι παραγωγικές σχέσεις.

Πάντως, οι συγχύσεις και οι αμφισβητήσεις για το πως κινούνται και πως διαφο­ροποιούνται οι ανθρώπινες κοινωνίες φαίνεται πως έχουν την αφετηρία τους σε μια κάποια ασυμβατότητα που υπάρχει ανάμεσα στα πολιτικά και τα οικονομικά κριτή­ρια ως προς τον τρόπο οργάνωσης της κοινωνίας.

Η πολιτική, αναμφισβήτητα, είναι πρόβλημα που σχετίζεται με την απόφαση των

Page 146: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

ανθρώπων; Μπορώ να αποφασίσω να έχω αυτό το πολίτευμα κι όχι το άλ£ο, ετούτη την κυβέρνηση και όχι την άλλη, αυτό τον πολιτικό ηγέτη που τον εξέλεξα και όχι τον άλλο που τον εξέλεξαν άλλοι, διότι η πολιτική μου βούληση δεν ταυτιζόταν με τη δική τους βούληση. Εντάξει, η πολιτική και συνεπώς η βούληση, παίζει έναν τεράστιο ρόλο στην οργάνωση μιας κοινωνίας. Όμως ακόμα πιο μεγάλο ρόλο παίζει η οικονομία, η οποία και επικαθορίζει την πολιτική, όπως τα πάντα άλλωστε.

Δεν αρκεί να αποφασίσει ένας λαός να ζει υπό καπιταλιστικό καθεστώς. Πρέπει αυτή η πολιτική απόφαση να έχει πραγματικό αντίκρισμα μέσα στο κοινωνικό σώμα, που ήδη λειτουργεί καπιταλιστικά πριν καν εγώ βάλω μια τέτοια ταμπέλα, πριν καν αποφανθώ πως πρέπει να μεθοδεύσω καλύτερα την οικονομική ζωή διά της μεθοδεύσεως της πολιτικής ζωής.

Το ίδιο ακριβώς και με τον κομουνισμό: Δεν αρκεί να αποφασίσω, με τρόπο καθαρά πολιτικό και μόνο πολιτικό πως το καθεστώς πρέπει να είναι κομουνιστικό, πρέπει και να δω αν οι οικονομικές συνθήκεςς επιτρέπουν κάτι τέτοιο. Αν δεν το επιτρέπουν, τροποποιώ την πολιτική μου βούληση. Τεντώνω δηλαδή τα ποδάρια μου ως εκεί που φτάνει το πάπλωμα, για να μην πάθω ιστορικά κρυοπαγήματα, καλή ώρα (τι καλή δηλαδή) όπως στη Σοβιετική Ένωση σήμερα, γιατί κάποτε έβαλαν εκεί την πολιτική βούληση πριν από την πραγματική οικονομική ανάπτυξη, πιστεύοντας, σε πείσμα του Μαρξ, που είχε μαλλιάσει η γλώσσα του, που λένε, να λέει το εντελώς αντίθετο.

Ο Μαρξ έλεγε πως οι αντικειμενικές οικονομικές συνθήκες προηγούνται της πο­λιτικής βουλήσεως και την επικαθορίζουν κατ’ ανάγκην. Για να το πω αλλιώς: Πρώτα εμφανίζονται οι αντικειμενικές οικονομικές συνθήκες για την εγκαθίδρυση του κομουνισμού, κι ύστερα επιχειρώ να τον εγκαθιδρύσω προκειμένου να βοηθήσω (διά της πολιτικής) να αναπτυχθούν κι άλλο οι αντικειμενικές οικονομικές συνθήκες. Ωστόσο, πάρα πολύ συχνά λειτουργούμε ανάποδα όλοι μας, κι όχι μόνο οι Ρώσοι της εποχής του Λένιν: Επιχειρούμε να επιφέρουμε ριζικές αλλαγές δια της πολιτικής, είτε γιατί είμαστε πάρα πολύ βιαστικοί, είτε γιατί πιστεύουμε φανατικά στην αξία της ανθρώπινης βούλησης, είτε, το κυριότερο, γιατί ασφυκτιούμε μέσα στην κοινω­νική αδικία και όντας τίμιοι άνθρωποι αρχίζουμε να χτυπάμε άτσαλα, προκειμένου να εγκαθιδρύσουμε ένα δικαιότερο κοινωνικό καθεστώς γιατί έτσι μας αρέσει, χωρίς βέβαια να ’χουμε καθόλου άδικο που έτσι μας αρέσει. Όμως δεν αρκεί να μου αρέσει κάτι πρέπει και να το μπορώ. Και δεν μπορώ να μπορώ, αν οι αντικειμενικές συν­θήκες δεν μου το επιτρέπουν.

Πάντως, μην τα ρίχνουμε όλα πονηρά στις αντικειμενικές συνθήκες γιατί και οι υποκειμενικοί παράγοντες παίζουν τον ίδιο σημαντικό ρόλο. Το υποκείμενο και το αντικείμενο βρίσκονται σε συνεχή διαλεκτική σχέση, διδάσκει ο μαρξισμός. Αλλά ποιοι «μαρξιστές» το έχουν συνειδητοποιήσει; 'Αλλοι, δίνουν έμφαση στο αντικεί­μενο (αντικειμενικές συνθήκες), και άλλοι στο υποκείμενο (βούληση). Και λίγοι

149

Page 147: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

νοιάζονται να δουν πότε και κάτω από ποιες συνθήκες μπορεί να συμπέσει η βού­ληση και οι επαναστατικές (αντικειμενικές) συνθήκες.

Βέβαια, την εποχή του Λένιν η επαναστατική βούληση και οι επαναστατικές (αντικειμενικές) συνθήκες συνέπεσαν. Αλλά, προσοχή, όχι για να εγκαθιδρύσουν τον κομουνισμό, αν και αυτή ακριβώς ήταν η πολιτική πρόθεση των μπολσεβίκων, αλλά για να απαλείψουν την κοινωνική αδικία Αλλά αυτό, όπως ξέρουμε, δεν είναι αίτημα αποκλειστικά, μαρξιστικό. Τα πλήθη που ακολούθησαν τον Λένιν με μια εκπληκτική προθυμία δεν καταλάβαιναν τίποτα από μαρξισμό, καταλάβαιναν όμως, και πολύ καλά μάλιστα, από κοινωνική δικαιοσύνη. Η βούληση λοιπόν για επανα­στατική δράση στο επίπεδο των μαζών παρακινούνταν από την κοινωνική αδικία που την ένιωθαν στο πετσί τους, κι όχι από το κομουνιστικό όραμα που υπήρχε μόνο στο μυαλό των ηγετών, των οποίων η βούληση ήταν εντελώς διαφορετικής τάξεως από τη βούληση της μάζας. Και ενώ η βούληση της μάζας συνέπιπτε με τις αντι­κειμενικές οικονομικές συνθήκες (ήταν δυνατή μια δικαιότερη ανακατανομή του εθνικού εισοδήματος), η βούληση των κομουνιστών ηγετών πήγαινε προς το μέλλον. Αυτό σημαίνει πως η πανίσχυρη πολιτική τους βούληση δεν στηρίζεται στις αντι­κειμενικές οικονομικές συνθήκες, αλλά σ’ αυτές που λογάριαζαν να δημιουργήσουν διά της πολιτικής.

Όμως, η βούλησή τους (υποκειμενικός παράγων) προηγούνταν πάρα πολύ από τις δυνατότητες της οικονομίας που υπήρχαν τότε στη χώρα τους (αντικειμενικός πα­ράγων) κι έτσι η πολιτική βούληση σιγά σιγά εξουδετερώθηκε από τις αντικειμε­νικές συνθήκες, με συνέπεια τη δύσκολη κατάσταση που δημιουργήθηκε σήμερα εκεί, καθώς και τις απεγνωσμένες προσπάθειες που κάνει ο Γκορμπατσόφ να παραλ­ληλίσει τον αντικειμενικό και τον υποκειμενικό παράγοντα, φέρνοντας τα πράγματα σ’ ένα μαρξιστικό λογαριασμό, αποκαθιστώνιας θα λέγαμε το «ισοζύγιο» ανάμεσα στο υποκείμενο και το αντικείμενο, όρος απαράβατος για μια διαλεκτική προσέγ­γιση των προβλημάτων, και κυρίως της ιστορίας, όπου φαίνεται σαφέστερα από οπουδήποτε αλλού η διαλεκτική σχέση ανάμεσα στο υποκείμενο και το αντικείμενο. (Είμαστε υποκείμενα και ταυτόχρονα αντικείμενα της ιστορίας λέει ο Μαρξ.)

Τούτη η σχέση διαταράσσεται θεαματικά στην περίπτωση της δράσης των «αναρ­χικών», στους οποίους η βούληση λειτουργεί σχεδόν εντελώς ξεκομμένα από την αντικειμενική πραγματικότητα Τίποτα δεν κάνει πιθανή μια αλλαγή, με επαναστα­τικούς τρόπους, της σημερινής δυτικής κοινωνίας κι ωστόσο οι «αναρχικοί» συνε­χίζουν τη δράση τους βασισμένοι στην επαναστατική τους βούληση και μόνο. Είναι φανερό πως αυτοί οι άνθρωποι, μια χούφτα άνθρωποι, δεν πιστεύουν πως θα μπο­ρούσαν να αλλάξουν τον κόσμο εδώ και τώρα με τη δράση τους. Κάποιοι, ελάχιστοι μάλλον, μπορεί και να το πιστεύουν, αλλά αυτοί πρέπει να παραπεμφθούν επειγόντως στον ψυχίατρο γιατί η συμπεριφορά τους κάθε άλλο παρά πολιτική είναι.

Οι άλλοι απλώς διαφυλάσσουν την επαναστατική βούληση σε μια εποχή που τα

150

Page 148: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

φόρτωσε όλα στον αντικειμενικό παράγοντα, ίσα ίσα για να μπορούν οι επαναστάτες του γραφείου να ροκανίζουν τους έστω μικρούς κομματικούς τους μισθούς, και κυρίως να περιφέρονται στα σαλόνια των αστών παριστάνοντας τους άνευ επα«στά- σεως επαναστάτες, γνωστούς αλλιώς και σαν επαναστάτες του γλυκού νερού, που εγώ θα τους έλεγα και επαναστάτες της κόκα κόλα, η της σαμπάνιας αν προτιμάτε, το ίδιο είναι.

Στο κάτω κάτω, τούτος ο βουλησιαρχικός ρομαντισμός των «αναρχικών» έχει ένα τραγικό μεγαλείο: Ξέρουν αυτοί οι άνθρωποι πως βρίσκονται σε αδιέξοδο, κι ωστόσο αγωνίζονται παίζοντας το κεφάλι τους κορόνα γράμματα.

Από πολιτικής απόψεως αυτό δεν σημαίνει σχεδόν τίποτα. Αν προτιμάτε κάτι σημαίνει αλλά ισούται σχεδόν με το τίποτα: Είναι αντικειμενικά χρήσιμο να ζουν οι πολύ χορτάτοι σε μια συνεχή ανασφάλεια, αλλά το πρόβλημά τους το λύνουν ικανοποιητικά οι μπράβοι και οι σωματοφύλακές τους, επικουρούμενοι και από τις κρατικές δυνάμεις καταστολής.

151

Page 149: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

30. Ο ΦΑΣΙΣΜΟΣ ΕΧΕΙ ΠΟΛΛΑ ΠΡΟΣΩΠΑ

Η βία έπαιξε έναν τεράστιο ρόλο στην ανάπτυξη των κοινωνιών και την εξέλιξη... του πολιτισμού! Το να καταδικάζει κανείς τη βία έτσι γενικά και άκριτα γιατί είναι όντως απεχθής, σημαίνει πως έχει μια εντελώς συναισθηματική αντίληψη για τον ανθρωπισμό. Η βία δεν υπηρετεί μόνο την απανθρωπιά αλλά και τον ανθρωπισμό. Η βία που άσκησε ο Στάλιν, η βία που άσκησε ο Λέναν, η βία που άσκησε ο Χίτλερ, ο βία που άσκησε ο Μεταξάς ή ο Παπαδόπουλος εδώ σε μας, δεν είναι παραλλαγές μιας και της αυτής βίας. Και βέβαια, αυτές οι μορφές πολιτικής βίας ουδεμία σχέση έχουν με τη βία των γηπέδων, των προεκλογικών συγκεντρώσεων εδώ στην Ελλάδα, τη βία που ασκεί ο ισχυρός σύζυγος στην ανίσχυρη σύζυγο, ο αυταρχικός πατέρας στο αδύναμο παιδί του, κ.τ.λ. κ.τ.λ. Κι ας μην κάνουμε καλύτερα λόγο για την ψυχολογική βία, η ισχυρότερη και διαρκέστερη μορφή της οποίος είναι αυτή που ασκούν οι παπάδες με την απειλή της κολάσεως. Κι ας μην αναφερθούμε στη «δια­κριτική» βία που ασκεί ο εργοδότης στον εργαζόμενο. Εν πάση περιπτώσει βία δεν είναι μόνο η χρήση της δύναμης για έναν συγκεκριμένο σκοπό, τα σημάδια της οποίας είναι καταφάνερα, είτε στό κορμί, είτε στα νεκροταφεία, αλλά κι αυτή που δεν αφήνει ορατά ίχνη και που είναι πιο καταστροφική ακριβώς γι’ αυτό. 'Αλλωστε, το θύμα της ψυχολογικής ή της «διακριτικής» βίας δεν θα μπορούσε να επικαλεστεί εύκολα τη βοήθεια της Διεθνούς Αμνηστείας.

Πριν βιαστεί κάποιος να καταδικάσει τη βία, ας αναλογιστεί πόσο βίαιος είναι ο ίδιος στην καθημερινή του ζωή και πόσο κακό προκαλεί διαρκώς και αδιαλείπτως με μορφές βίας που δεν εμπίπτουν στις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα και γι’ αυτό τις ασκεί κανείς με... την ησυχία του! Φυσικά, κανείς λογικός άνθρωπος δεν θα υιοθετούσε τη βία σαν τρόπο άσκησης της πολιτικής ή σαν μέσο διευθέτησης προσωπικών διαφορών. Όμως, όταν καταδικάζουμε τη βία πρέπει να την καταδικά­ζουμε σ’ όλες της τις μορφές κι όχι μόνο σ’ αυτές που θα μας βόλευε.

'Αλλωστε, η βία δεν πρόκειται να εξαλειφθεί εντελώς πριν από τον πλήρη εξαν­θρωπισμό του ανθρώπου, πράγμα που δεν προβλέπεται να συμβεί πριν από την εμφάνιση της αταξικής κοινωνίας. Η οποία δεν είναι βέβαια κάτι το οποίο πρόκειται να συμβεί αύριο, του χρόνου ή μετά από εκατό χρόνια ακόμη. Μέχρι τότε λοιπόν, δεν θα συνιστούσα υπομονή, αλλά... βία στη βία! Αν σου δώσουν ένα χαστούκι μη γυρίσεις το άλλο μάγουλο, εκτός κι αν είσαι εντελώς ηλίθιος ή μαζσχιστής. Αντα­πόδωσε το με δυο χαστούκια, κι αν ο άλλος επανέλθει με τρία, εσύ κάν’ τα τέσσερα, κ.ο.κ. μέχρι τελικής πτώσεως. Και μην ξεχνάς πως οι υποκριτές κήρυκες της μη βίας

152

Page 150: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

πάρα πολύ συχνά σε θέλουν ήσυχο και ειρηνικό για να μπορούν αυτοί να ασκούν τη δική τους «διακριτική» και διαρκή βία, που μπορεί να μη σε στέλνει στον τάφο αμέσως, σε προετοιμάζει όμως, μεθοδικά για λείψανο.

Το κράτος είναι βία Και δεν θα είχε λόγο ύπαρξης αν δεν είχε στη διάθεσή του τις περίφημες «δυνάμεις καταστολής». Η αστυνομία και τα ΜΑΤ είναι η θεσμοποιη- μένη βία. Και ο στρατός είναι η ίδια η βία συγκροτημένη σε σώμα. Ενώ ο εισαγ­γελέας δεν βρίσκεται στην έδρα του για να προασπίζει, τάχα, τα συμφέροντα της κοινωνίας, αλλά για να επιβλέπει τα ταξικά συμφέροντα της τάξης που υπηρετεί. Και ο παπάς δεν βρίσκεται στο πόστο του στην ενορία για να φροντίζει, τάχα, για την πνευματική σου προκοπή, αλλά για να ασκεί την πιο ύπουλη μορφή βίας που θα μπορούσε να υπάρξει, αυτήν που στηρίζεται στον πολύ φυσικό φόβο του θανάτου.

Άλλωστε, η βία έχει πρακτικά αποτελέσματα γιατί έχει την ψυχολογική της ρίζα στο φόβο του θανάτου. Λν δεν φοβόμασταν πως θα πεθάνουμε βίαια, κανείς δεν θα μπορούσε να μας τρομοκρατήσει και η βία θα ’χανε το πρακτικό της νόημα. Η βία λοιπόν είναι απάνθρωπη γιατί, σ’ όλες τις μορφές της, εκμεταλλεύεται την επιθυμία για ζωή, ή, για να το πω ανάποδα, το φόβο του θανάτου. Αυτό συνεπώς που μισεί ο βίαιος είναι ji ίδια η ζωή. Και τη μισεί τόσο πιο πολύ, όσο περισσότερο αγαπάει τον εαυτούλη του.

Αν προχωρήσουμε παραμέσα το ψάξιμο, δεν θα δυσκολευτούμε να καταλάβουμε πως η βία έχει τη βαθιά της ρίζα στον εγωισμό. Και δεδομένου ότι ο εγωισμός είναι η συνέπεια της λειτουργίας ιδιοκτητικών αισθημάτων, ας έχουμε το νου μας στους έχοντες ισχυρό το αίσθημα της ιδιοκτησίας. Γιατί αυτοί, σε ορισμένες ακραίες περιπτώσεις, θα μπορούσαν και να σκοτώσουν ακόμη για μια δραχμή, που λέει ο λόγος, ή για μια σπιθαμή γης, για ένα τίποτα. Κι αν προσθέσουμε πολλούς τέτοιους ιδιοκτήτες, θα σχηματίσουμε αμέσως έναν... στρατό και θα εκστρατεύσουμε εναντίον άλλων ιδιοκτητών, που «επιβουλεύονται την εθνική μας ακεραιότητα», δηλαδή την ιδιοκτησία μας. 'Οσοι πάντως δεν έχουν ιδιοκτησία και τρέχουν με χαρά στον πόλεμο, αυτή την υπέρτατη μορφή βίας, τι να τους πω; Ότι είναι ηλίθιοι; Και πώς να το καταλάβουν αφού είναι ηλίθιοι;

Να λοιπόν, που φτάσαμε στο τελικό συμπέρασμα Η βία χρωστάει τα πάντα στην ηλιθιότητα. Είτε γιατί οι έξυπνοι χρησιμοποιούν σαν δικό τους όπλο τη βλακεία των βλακών, είτε διότι οι βλάκες ενεργούν... αυτόβουλα, όπως π.χ. οι φασίστες, η στάθμη της νοημοσύνης των οποίων είναι πάντα και σ’ όλες τις περιπτώσεις κάτω του μηδενός.

Αλίμονο, η βία έχει πολλές και γερές ρίζες και δεν φαίνεται εύκολο το ξερίζωμά της. Μέχρι που ο κόσμος εξανθρωπιστεί πλήρως, ας φροντίζουμε το χαστούκι που θα δώσουμε εμείς να είναι ένα μόνο. Αλλά τόσο δυνατό, που να μην τολμήσει ο βλαξ που κατέφυγε στη βία, γιατί ως βλαξ δεν θα μπορούσε να καταφύγει πουθενά αλλού για να προστατευθεί. Προπαντός λοιπόν, μην αφήσετε τους βίαιους να κυριαρχή­

153

Page 151: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

σουν, εν ονόματι της μη βίας. Γιατί αν κυριαρχήσουν θα αναγκαστείτε να καταφύ­γετε σε μεγαλύτερη βία για να τους αντιμετωπίσετε. Η βία είναι ο πιο φαύλος από τους φαύλους κύκλους κι αν δεν σπάσει η αλυσίδα στον πρώτο της κρίκο, τα πράγ­ματα δυσκολεύουν πολύ. Χτυπήστε τη βία όσο είναι ακόμα μικρή προκειμένου η αντιβία να είναι κι αυτή μικρή.

Μια καλή αρχή θα ήταν η ευπρεπής και μη βίαιη συμπεριφορά προς τη σύζυγό σας και τα παιδιά σας. Και μην παραπονεθείτε αν «σηκώσουν κεφάλι», γιατί δεν θα είχαν κανένα λόγο να το σηκώσουν, αν δεν είχατε ήδη σηκώσει το δικό σας γιατί σας αρέσει να παριστάνετε τον «πατέρα αφέντη» μόνο και μόνο γιατί εσείς είστε ο «κουβαλητής» και συνεπώς από σας εξαρτάται η ύπαρξη εν τω κόσμω των «εξαρ­τημένων μελών της οικογένειας».

Η βία λοιπόν εξαρτάται από τέτοιου είδους φαύλες εξαρτήσεις. Που αν τις φα­νταστείς προεκτεινόμενες, φτάνει μέχρι τις βίαιες σχέσεις που δημιουργούν τα κρά­τη ανάμεσά τους. Κάτω η βία λοιπόν. Αλλά κάτω ολόκληρη η βία, σε όλες της τις μορφές, σε όλες της τις παραλλαγές.

Η βία προϋποθέτει δύναμη. 'Οχι πνευματική πάντως. Σε ατομικό επίπεδο, στη βία καταφεύγει ο βλαξ, για τον απλό λόγο, πως θα του ήταν αδύνατο να καταφύγει στην ανύπαρκτη πνευματική του δύναμη. Κι αν έχει σωματική δύναμη, αλίμονο σ’ αυτόν που δεν έχει. Αν πάλι ο βλαξ εκτός της πνευματικής δύναμης στερείται και της σωματικής, τότε λύνει εύκολα το πρόβλημά του κάνοντας... συνεταιρισμό με τους ομοιοπαθείς του. Και βαρούν όλοι μαζί. Σ’ αυτήν την ικανότητα, του αυτομάτως συνεταιρίζεσθαι των ηλιθίων, στήριξε ο Χίτλερ τις κομματικές του οργανώσεις, λέει ο Βίλχελμ Ράιχ. Αλλά και το ΠΑΣΟΚ, όπως ξέρουμε, οικειοποιήθηκε πολύ άνετα το συνεταιρισμό ηλιθίων και καθαρμάτων, που μορφοποιήθηκε αυτόματα γύρω από τον αρχικό πυρήνα μιας εφημερίδας. Η δύναμη των συνασπισμένων ηλιθίων είναι τρομερή, είναι σαρωτική. Κι αυτό που μου κάνει εντύπωση είναι, πως το ΠΑΣΟΚ, το κόμμα των μικρομεσαίων (και στο μυαλό), στις τελευταίες εκλογές συγκέντρωσε μόνο το 40%, τη στιγμή που η στατιστική λέει πως οι ηλίθιοι μέσα σε μια κοινωνία (οι πνευματικά μικρομεσαίοι) αποτελούν περίπου το 50% όπως βεβαιώνει άλλωστε και ο Γκέμπελς.

Ευφυείς όλων των εθνών ενωθείτε και μη βασίζεστε στην ένωση των προλετάριων. Αφενός γιατί είναι λίγοι πλέον και αφετέρου διότι πάρα πολύ εύκολα προσχωρούν στους καταστροφικούς μικρομεσαίους, αν τους πετάξεις ένα κομμάτι ψωμί.

Τι φρίκη, θείε Κάρολε! θα το φανταζόσουν, θείε Κάρολε, πως οι προλετάριοι θα μικρομεσαιοποιούνταν τόσο γρήγορα, πριν προλάβουν να κάνουν την επανάσταση; Ή το χειρότερο, ότι θα μικρομεσαιοποιούνταν κι αφού την κάνουν, όπως καλή ώρα στη Σοβ. Ένωση που γέμισε μικρομεσαίους γραφειοκράτες; Γιατί θείε Κάρολε στις σοφές σου μελέτες δεν ενσωμάτωσες κι άλλες κοινωνικές παραμέτρους πλην της οικονομικής; Γιατί, δηλαδή, η βλακεία είναι ατομική υπόθεση; Ατομική υπόθεση

154

Page 152: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

είναι οι συνεταιρισμοί των ηλιθίων που ενώνουν τις δυνάμεις τους;Προτείνω όθεν να διαβαστεί αμέσως μόλις εκδοθεί και στα ελληνικά «// εναλλα­

κτική λύσην του Ρούντολφ Μπάρο, όπου στον κλασικό μαρξισμό μπολιάζονται και πολλές άλλες παράμετροι, όπως η ψυχολογία της μάζας, η ευφυία, τα ιδεολογήματα, κ.τ.λ., κ.τ.λ. Πολλά κοινωνικά φαινόμενα, όπως ο φασισμός για παράδειγμα, δεν ερμηνεύονται επαρκώς με τον κλασικό μαρξισμό. Άλλωστε, ο φασισμός σαν πο­λιτικό γεγονός δεν είχε εμφανιστεί ακόμα ούτε στην εποχή του Μαρξ ούτε στην εποχή του Λένιν και συνεπώς δεν θα μπορούσαμε να αντλήσουμε επιχειρήματα από τους κλασικούς του μαρξισμού.

Ο φασισμός πάνιως, δεν είναι μόνο η ακραία μορφή του καπιταλισμού, που εμ­φανίζεται σε περίοδους μεγάλης κρίσης του αστικού κοινωνικού συστήματος. Είναι επίσης και ένα φαινόμενο μαζικής ψυχοπαθολογίας. Και νοούμενο σαν τέτοιο μπο­ρεί να διαγνώσει κανείς την ύπαρξή του και έξω από τα κυρίως ειπείν φασιστικά κόμματα, σαν ένα φαινόμενο διάχυτο μέσα στην κοινωνία, που μπορεί να μορφο- ποιηθεί και σε πολιτικούς σχηματισμούς σαν το ΠΑΣΟΚ, που δεν έχουν την τυπική μορφή του τυπικού φασιστικού κόμματος. Ο φασισμός, λοιπόν, είναι πανιού. Ακόμα και μέσα σια Κ.Κ. Κι ας μην ενοχληθούν, παρακαλώ, οι σύντροφοι, γιατί αυτοί ξέρουν καλύτερα από τον καθένα πως ανάμεσά τους κυκλοφορούν φασιστάκια με­ταμφιεσμένα σε κομουνιστές. Κι είναι αυτά τα φασιστάκια, που κάνουν τη μεγαλύ­τερη ζημιά, γιατί δεν έχουν συνείδηση πως είναι φασιστάκια. Πρέπει λοιπόν να τους το πούμε. Κι αν δεν συμφωνούν, να τους πετάξουμε έξω πυξ λαξ. Δεν πρέπει να αφήνουμε να τσαλαπατούν αυτά τα καθαρματάκια το υψηλότερο και ευγενέσιερο ιδανικό που εμφανίστηκε ποτέ στην ανθρώπινη κοινωνία. Σύντροφοι, ο φασισμός είναι παντού, μην το ξεχνάτε. Και δεν είναι ανάγκη να ανήκει κανείς φανερά σ’ ένα φασιστικό κόμμα για να είναι φασίστας.

Ο φασισμός είναι καταρχήν νοοτροπία. Αυτή η νοοτροπία που στηρίζεται στην πιο βαθιά και γι’ αυτό ανομολόγητη παραδοχή της αξίας της βίας, έξω και πέρα από τους κοινωνικούς επικαθορισμούς της, αυτούς δηλαδή, που είναι γνωστοί ακόμα από την εποχή του Μακιαβέλι. Ο φασισμός δεν είναι μακιαβελισμός. Ο μακιαβελισμός προϋποθέτει ένα καλά οργανωμένο σχέδιο πολιτικής δράσης. Για να υπάρξει όμως φασισμός πρέπει ο μακιαβελισμός των ηγετών να συναντήσει το λαϊκισμό και να τον βάλει στην υπηρεσία του. Όπως ακριβώς έκανε ο Παπανδρέου.

Ο φασισμός στηρίζεται στην ενδιάθετη στη μάζα και διάχυτη στην κοινωνία βία. Ο φασισμός αξιοποιεί, θα λέγαμε, τον αρχικό ζωώδη πυρήνα του ανθρώπου εκείνου που δεν έχει ακόμα πλήρως εξανθρωπιστεί και που βαρβαρίζει σταθερά στην καθη­μερινή του ζωή. Κι ας σταματήσει επιτέλους αυτός, ο βλακώδης και άκριτος «σε­βασμός στην ανθρώπινη προσωπικότητα». Έτσι χύμα και χονδρικά. Ποια προσω­πικότητα και γιατί είναι ανθρώπινη η προσωπικότητα του φασίστα; Δεν είναι άν­θρωπος ο φασίστας, είναι κτήνος και δεν το λέω καθόλου με τη μεταφορική

155

Page 153: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

έννοια. Γιατί τόσο ο εν δυνάμει όσο και ο εν ενεργεία φασίστας είναι ο ελλείπων κρίκος μεταξύ ανθρώπου και ζώου που έψαχνε... ο Δαρβίνος!

Δεν προτείνω, βέβαια, τη φυσική εξόντωση των φασιστών. Μια τέτοια πρόταση θα ήταν τυπικά φασιστική. Προτείνω μόνο να έχουμε το νου μας στον καθημερινό φασισμό, όπως ονομάζει ευφυέστατα το διάχυτο και άμορφο φασισμό ο Μιχαήλ Ρομ. Και να τον χτυπάμε στη ρίζα του, ασκώντας το εντελώς μίνιμουμ της απολύτως αναγκαίας βίας. Αν αφήσουμε το φασισμό να πάρει τη μορφή του αυριανοτομπρι- σμού θα είναι ήδη πολύ αργά για έναν αποτελεσματικό έλεγχό του. Ο αυριανοτο- μπρισμός πάντως, είναι ένα πολύ καλό παράδειγμα για να δειχτεί ο αυτόματος και αυθόρμητος τρόπος λειτουργίας του φασισμού εντός της κοινωνίας. Ας τον χτυπή­σουμε τουλάχιστον σ' αυτό το στάδιο της ανάπτυξής του, γιατί αν οργανωθεί σ’ ένα απροκάλυπτα φασιστικό κόμμα, θα είναι πλέον πολύ αργά.

156

Page 154: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

31. Η ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΑΓΟΡΑ ΚΑΙ Ο ΜΥΘΟΣ ΤΗΣ

0 Γκλόβερ αντιμετωπίζει την οικονομία σαν ένα οικοσύστημα στο οποίο οι επιχει­ρήσεις, επί ποινή θανάτου, αντιδρούν σύμφωνα με τις αλλαγές της τεχνολογίας, τις προτιμήσεις και τον τρόπο ζωής των καταναλωτών και τις διαρθρωτικές αλλαγές της κοινωνίας. Εύκολα βλέπει κανείς στην παραπάνω διατύπωση το τυπικό μοντέλο λειτουργίας της «ελεύθερης αγοράς». Πράγματι, η ελεύθερη αγορά είναι κάτι σαν αυτορυθμιζόμενο «οικοσύστημα». Όμως, πόσο αυτορυθμιζόμενο μπορεί να είναι αυτό το οιονεί οικοσύστημα, όταν το ελέγχουν τα μονοπώλια, όταν το καθοδηγεί η διαφήμιση και, κυρίως, όταν επεμβαίνει συνεχώς το παρεμβατικό κράτος; Και υπέρ ποίου παρεμβαίνει.το κράτος; Υπέρ των παραγωγών ή υπέρ των καταναλωτών; Υπέρ και των δυο, είναι η τυπική απάντηση των αστικών οικονομολόγων. Ναι, αλλά τα συμφέροντα του παραγωγού και τα συμφέροντα του καταναλωτή δεν ταυτίζονται κατ’ ανάγκην. Ακόμα και στην περίπτωση που κάποιος είναι παραγωγός Α προϊό­ντων και καταναλωτής Β προϊόντων (που δεν είναι τα δικά του) η σύγκρουση πα­ραγωγού και καταναλωτή μέσα στην ελεύθερη αγορά είναι μοιραία. Δεν πειράζει, λένε οι αστοί οικονομολόγοι, το οικοσύστημα θα απορυθμιστεί προσωρινά, θα αυ- τορυθμιστεί στη συνέχεια, θα ξανααπορυθμιστεί, θα ξαναυτορυθμιστεί και έτσι στον αιώνα τον άπαντα. Όλα λοιπόν στην αγορά, νοούμενη σαν οικοσύστημα, κινούνται σαν το εκκρεμές. Εντάξει Μόνο που το εκκρεμές θέλει κούρδισμα για να'κινηθεί. Και το κούρδισμα το κάνει κάποιος. Και στη συγκεκριμένη περίπτωση το κράτος, με πολλούς και ποικίλους κουρδιστικούς τρόπους.

Το μεγάλο πρόβλημα δεν είναι τόσο η «ελεύθερη αγορά», όσο οι κλειδοκράτορες της ελεύθερης αγοράς. Και ήταν ένα τεράστιο λάθος, που ο Στάλιν δεν επέτρεψε τη λειτουργία της ελεύθερης αγοράς στην ΕΣΣΔ, όπως προέβλεπε η ΝΕΠ του Λένιν. Τα κλειδιά θα τα κρατούσε έτσι κι αλλιώς από τότε το σοσιαλιστικό κράτος κι αυτό θα γύριζε τη στρόφιγκα, σε πλήρη συντονισμό με την αγορά. Και, προς όφελος του καταναλωτή, κι όχι του παραγωγού.

Γιατί, στην ελεύθερη καπιταλιστική αγορά όλα ρυθμίζονται απ’ τη σκοπιά του καπιταλιστή παραγωγού. Ο καταναλωτής παίρνεται μεν σοβαρά υπόψη αλλά μόνο γιατί χωρίς αυτόν δεν μπορεί να υπάρξει αγορά και συνεπώς παραγωγός-καπιταλι- στής. Το πρόβλημα λοιπόν είναι να υπάρξει και μια ελεύθερη αγορά στην οποία η έμφαση θα δίνεται στον καταναλωτή γιατί αυτός είναι ο εκμεταλλευόμενος εντός της ελεύθερης αγοράς.

Συνεπώς, η ελεύθερη σοσιαλιστική αγορά δεν είναι προς σοσιαλιστικόν τρόμον.

157

Page 155: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

Φυσικά, το σύστημα της ελεύθερης αγοράς, όπως και να το δει κανείς, συνεπάγεται την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, γιατί ελεύθερη αγορά χωρίς κέρδος δεν νοείται. Αλλά κέρδος έτσι κι αλλιώς υπάρχει και στη μη ελεύθερη αγορά, της λεγόμενης προγραμματισμένης οικονομίας. (Όπου υπάρχει κέρδος, υπάρχει οπωσ­δήποτε και εκμετάλλευση).

Το πρόβλημα λοιπόν δεν είναι το κέρδος καθεαυτό, που προβλέπεται να καταρ- γηθεί μόνο στην κομουνιστική κοινωνία του μέλλοντος, αλλά η κατανομή του. Κι αφού στην προγραμματισμένη οικονομία του υπαρκτού σοσιαλισμού τα κέρδη δεν μοιράζονται όλα στους εργαζόμενους, αλλά τα περισσότερα είτε επενδύονται απευ­θείας απ’ το κράτος είτε τα παρακρατούν οι γραφειοκράτες, δεν υπάρχει λόγος να δημιουργούμε ζήτημα για την υπό υπαρκτό σοσιαλιστικό καθεστώς ελεύθερη αγορά, τουλάχιστον ως προς το μέρος εκείνο των κερδών που το οικειοποιούνται οι κλέφτες. Στο κάτω κάτω, είναι προτιμότερο να υπάρχουν επίσημοι, παρά ανεπίσημοι κλέφτες. Γιατί τους ανεπίσημους δεν είναι δυνατό να τους ελέγξει κανείς, ενώ τους επίσημους (τους ιδιώτες που κάνουν την ελεύθερη αγορά να λειτουργεί ως ελεύθερη) τους έχεις στο χέρι. Άλλωστε τους δίνεις τόση ελευθερία όση εσύ εκάστοτε κρίνεις σκόπιμο. Κι αν αργότερα κρίνεις σκόπιμο να τους την αφαιρέσεις, τους την αφαιρείς και ησυχάζεις.

Αυτή, λοιπόν, είναι η μεγάλη διαφορά ανάμεσα στην ελεύθερη αγορά υπό σοσια­λιστικό καθεστώς και την ελεύθερη αγορά υπό καπιταλιστικό καθεστώς. Το ξανα- λέω: Το ότι υπάρχει εκμετάλλευση στην ελεύθερη αγορά δεν σημαίνει τίποτα, θα σήμαινε κάτι μόνο αν δεν υπήρχε εκμετάλευση στη γραφειοκρατική αγορά. Τι είχαν, τι έχασαν, λοιπόν, οι εκμεταλλευόμενοι στην ΕΣΣΔ. Τίποτα. Ίσως μάλιστα τώρα να κερδίσουν κάτι.

Όλος ο κόσμος, μαρξιστές και αστοί, συμφωνούν πως το κράτος είναι βασικός παράγων στο παραγωγικό προτσές. Όχι μόνο γιατί υπάρχουν και κρατικές επιχει­ρήσεις, αλλά κυρίως διότι οι νόμοι και οι διατάξεις παίζουν αποφασιστικό ρόλο στην οργάνωση της παραγωγής, είτε σοσιαλιστική είτε καπιταλιστική είναι αυτή. Αν, λοιπόν, είναι πονηρία να μιλάνε για προγραμματισμένη (και κοινωνικοποιημέ­νη) οικονομία οι «υπαρκτοί» σοσιαλιστές, άλλο τόσο πονηρία είναι να μιλάνε για ελεύθερη αγορά οι αστοί, με το καλά οργανωμένο κράτος τους.

Κάθε εμφάνιση των ΜΑΤ άλλωστε είναι μια επέμβαση στην αγορά, έστω κι αν η επέμβαση αυτή δεν φαίνεται να ’χει καμιά άμεση σχέση με την αγορά. Έχει όμως έμμεση. Διότι κάθε ταραχή διαταράσσει καταρχήν το πάρα πολύ ευαίσθητο Χρη­ματιστήριο, και οι μετοχές αρχίζουν να χοροπηδάνε σαν τρελές. Δεν υπάρχει τίποτα πιο ευαίσθητο και απαθές απ' την ελεύθερη αγορά, που από ελεύθερη μπορεί να μεταβληθεί πάραυτα σε χαοτική με το παραμικρό.

Δεν χρειάζεται κόπος για να καταλάβει κανείς πως η ελεύθερη σοσιαλιστική αγορά είναι λιγότερο ευαίσθητη, και συνεπώς πλεονεκτεί σαφώς απ’ την ελεύθερη

158

Page 156: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

καπιταλιστική αγορά. Είναι λοιπόν πολύ θλιβερό που ο Στάλιν κατέστρεψε το σχέ­διο του Λένιν για μια ελεύθερη σοσιαλιστική αγορά. Κι αυτό που γίνεται σήμερα στην ΕΣΣΔ δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια επαναφορά της ΝΕΠ (Νέα Οικο­νομική Πολιτική) του Λένιν και όχι μια επαναφορά του καπιταλισμού. Διότι τα νήματα της ελεύθερης αγοράς τα κρατάει το σοσιαλιστικό κι όχι το καπιταλιστικό κράτος.

Βέβαια, κάτι τέτοιο κάθε άλλο παρά ορθόδοξα μαρξιστικό είναι. Αλλά την ορθο­δοξία θα κοιτάμε τώρα ή το φαί; Την ορθοδοξία, άλλωστε, την κοιτούν οι ορθόδοξοι χριστιανοί, που περισσεύουν και στη Ρωσία, (θα σας σηκωθεί η τρίχα, αν πάτε στο Ζαγκόρσκ, την έδρα της Ρωσικής Ορθοδοξίας, εκατό χιλιόμετρα έξω απ’ τη Μόσχα. Εγώ, ύστερα από πέντε χρόνια, δεν συνήλθα ακόμα απ’ το σοκ. Και μετά μου μιλάτε για συμμετοχή του λαού στα κοινά και άλλα τέτοια ηχηρά. Γίνεται να μετέχει κανείς στα κοινά, όταν η ου|5ά στο «αγίασμα» μπροστά στο σκήνωμα του Αγίου Σέργιου φτάνει το μισό χιλιόμετρο; Δώστε στο λαό έναν άγιο, ή έστω έναν αγιοποιηιιένο άνθρωπο τύπου Λ£νιν ή και Στάλιν ακόμα και θα δείτε για πότε συσπειρώνεται ο κόσμος. Αλλιώς, δεν τους μαζεύεις με τίποτα. Ίσως μόνο με την προσδοκία του κέρδους. Η ανθρωπότητα έχει να κάνει πολύ δρόμο ακόμα για να εξανθρωπιστεί).

Ο κεντρικός σχεδιασμός της σοσιαλιστικής οικονομίας είναι μια πολιτική πράξη. Αλλά και η τροποποίηση αυτού του σχεδιασμού, που επιχειρεί ο Γκορμπατσόφ τώρα, δια του μηχανισμού της αγοράς, είναι επίσης μια πολιτική πράξη, που προ­σπαθεί να διορθώσει τις συνέπειες μιας άλλης. Όμως, η οικονομία είναι κάτι το ζωντανό και ατίθασο και δεν υπακούει εύκολα σε πολιτικές αποφάσεις. Απ’ αυτή την άποψη, η καπιταλιστική ελεύθερη αγορά πλεονεκτεί σαφώς. Γιατί κανείς δεν απο­φάσισε να είναι αυτή που είναι Δημιουργήθηκε αργά και εξελικτικά και οι πολιτικές αποφάσεις δια των οποίων ελέγχεται, απλώς τροποποιούν ή αναδιευθετούν τα ήδη αυθορμήτως υπάρχοντα μέσα στην ελεύθερη οικονομία. Είπαμε, βέβαια, παραπάνω πως και η καπιταλιστική ελεύθερη αγορά δεν είναι και τόσο ελεύθερη, όσο θέ­λουν να λένε οι αστοί οικονομολόγοι. Ωστόσο, είναι γεγονός πως κανείς δεν απο­φάσισε να είναι ελεύθερη. Έγινε τέτοια μέσα από μια μακρόχρονη διαδικασία το ξαναλέω. Και συνεπώς έχει υπέρ αυτής το γεγονός πως πάντα λειτουργούσε λίγο ή πολύ ερήμην της πολιτικής και οι όποιες πολιτικές αποφάσεις ελάχιστα την επη­ρέαζαν.

Όμως, απ’ τη μεγάλη οικονομική κρίση του 1929 και μετά έγινε φανερό πως πρέπει να ασκείται ένας συνεχής και πολύπλοκος έλεγχος στους περιπεπλεγμένους μηχανισμούς λειτουργίας της ελεύθερης αγοράς. Και ούτως πως, εκτός απ’ τις πα­ραδοσιακές τράπεζες που ελέγχουν την αγορά με τον παραδοσιακό τρόπο, προέκυ- ψαν και μυριάδες οικονομικοί οργανισμοί, που προσέχουν τα πάντα στην κάθε τους λεπτομέρεια. Το επάγγελμα του οικονομολόγου, που μέχρι το 1929 περιοριζόταν είτε στην οικονομική είτε στη λογιστική πρακτική, τώρα έγινε μια πάρα πολύ δύσκολη

159

Page 157: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

υπόθεση, με πάρα πολλές υποειδικότητες. Το πιο σίγουρο και προσοδοφόρο επάγ­γελμα σήμερα είναι αυτό του οικονομολόγου.

Κάτω από συνθήκες ασφυκτικής επιτήρισης, όπου η ελευθερία της αγοράς είναι μια δοτή ελευθρεία που ουδεμία σχέση έχει με τον παλιό «οικοσυστηματικό» αυθορ­μητισμό, είναι αστείο να μιλάει κανείς σήμερα για ελεύθερη αγορά. Διότι ελεύθερη αγορά, στην παραδοσιακή έννοια του όρου, σημαίνει να τ’ αφήνεις όλα να λειτουρ­γούν στην τύχη και να ισορροπούν από μόνα τους σύμφωνα με το αξίωμα του Γκλόβερ, που λέει πως η αγορά είναι ένα αυτορυθμιζόμενο οικοσύστημα.

'Ομως, μόλις η θάτσερ και ο Ρηγκαν επιχείρησαν ν’ αφήσουν την αγορά να λειτουργήσει όπως και παλιά ως οικοσύστημα, άρχισαν τέτοιοι τριγμοί, που οι οικονομολόγοι επιστρατεύτηκαν εσπευσμένα να δώσουν και πάλι μια λύση. Και η λύση που βρήκαν ήταν αυτή ήδη είχε βρει ο Κέινς, ο εισηγητής του κρατικού παρεμβατισμού στην ελεύθερη αγορά.

Φαίνεται πως το φάντασμα του Κέινς, ο οποίος χρωστάει πολλά στον Μαρξ, θα κυνηγάει για πάντα τον παραδοσιακό φιλελευθερισμό. Φαίνεται πως η ελεύθερη αγορά έχασε για πάντα την ελευθερία της. Και σήμερα «αστυνομικοκρατείται» βά­ναυσα.

Άλλη μια φορά ο μαρξισμός δικαιώνεται πανηγυρικά: η κοινωνία με τους μηχα­νισμούς της είναι υποχρεωμένη να ελέγχει μια οικονομία που ξέφυγε προ πολλού απ’ τον έλεγχο της παραδοσιακής οικογενειακής επιχείρησης, όπου όλα βρίσκονταν κάτω απ’ την προσωπική επιτήρηση ενός ανθρώπου, που έφερε ακεραία την ευθύνη για το καθετί

Αυτή η ειδυλλιακή κατάσταση αποτελεί προ πολλού παρελθόν για τον καπιτα­λισμό. Οι οικογενειακές επιχειρήσεις έγιναν Ανώνυμες Εταιρείες και οι μετοχές τους πουλιούνται και αγοράζονται στο Χρηματιστήριο όπως οποιοδήποτε άλλο ε­μπόρευμα. Και μόνο η ύπαρξη των υπετροφικών χρηματιστηρίων δηλώνει με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο πως ο έλεγχος της οικονομίας όχι μόνο είναι απρόσωπος και υπερπρόσωπος, αλλά πήρε και το χαρακτήρα τζόγου. Όμως, μια κοινωνία που στηρίζεται στους τζογαδόρους κάθεται σ’ αναμμένα κάρβουνα. Άλλωστε, δεν μπο­ρεί να περιμένει τα πάντα απ’ τους επιστήμονες οικονομολόγους, που καλούνται κάθε τόσο να επιφέρουν διορθωτικές ή διαρθρωτικές αλλαγές σ’ ένα οικονομικό σύστημα που δουλεύει εντελώς τρελά, παράγοντας ωστόσο ακόμα έργο.

Ως πότε, όμως; Κανείς δεν μπορεί να το πει, αν και δεν είναι δύσκολο να προ­δικάσει κανείς πως κι ένας κόκκος άμμου αν πέσει στα γρανάζια αυτού του μηχα­νισμού, όλα θα τιναχτούν στον αέρα. Βέβαια, οι οικονομολόγοι, που είναι κάτι σαν μηχανολόγοι που φροντίζουν για την καλή λειτουργία της τερατώδους οικονομικής μηχανής, έχουν το νου τους, αλλά ούτε τα τυχαία δυστυχήματα πρέπει να αποκλείο­νται, ούτε η αφηρημάδα του μηχανικού.

Θα μπορούσαμε να φανταστούμε την καπιταλιστική οικονομία σαν ένα πυρηνικό

160

Page 158: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

εργοστάσιο εκτεθειμένο σε μυριάδες κινδύνους προερχόμενους από αστάθμητους παράγοντες. Και το οικονομικό Τσερνομπίλ, όπου κι αν συμβεί, θα τινάξει στον αέρα την καπιταλιστική οικουμένη ολόκληρη. Ο καπιταλισμός δεν αντέχει σε μια οικο­νομική κρίση ανάλογης αυτής του 1929. Αν συμβεί ένα τέτοιο δυστύχημα ο καπι­ταλισμός θα γίνει αυτόματα μακαρίτης και θα τον κλαίνε συγγενείς και φίλοι, απα­νταχού της καπιταλιστικής οικουμένης. Το πόσο το περιμένω κάτι τέτοιο για να σκάσω στα γέλια, δεν λέγεται. Πρέπει να είναι εκπληκτικό το θέαμα των αιρωού- μενων στο κενό σωμάτων των αυτόχειρων, που πέφτουν απ’ τον πεντηκοστό όροφο ενός ουρανοξύστη της Νέας Υόρκης. Να τραγουδήσει κανείς και γΓ αυτούς το «επέσατε θύματα»; Μπα, δεν βαριέσαι. Ετσι κι αλλιώς θύματα ήταν, μια ζωή έτσι βουτηγμένοι στην αγωνία των κρίσεων. Πάντα επικρεμόταν πάνω απ’ το κεφάλι τους η δαμόκλεια σπάθη των κραχ.

θα αναρωτηθείτε ίσως:'Αφού η ελεύθερη αγορά κάθε άλλο παρά ελεύθερη είναι, αφού ο παραγωγός έγινε απρόσωπος και χάθηκε στα τάρταρα της Ανωνύμου Εται­ρείας, αφού το γούστο της περιπέτειας του κλασικού επιχειρηματία χάθηκε, τι διάο- λο θέλουν και ουρλιάζουν όλοι τους για την ανελευθέρως ελεύθερη οικονομία;

Οποία αφελήςχρώτηση! Μα, ένα τέτοιο σύστημα περιμένουν οι κομπραδόροι και οι αεριτζήδες για να διαπρέψουν. Ένα τέτοιο σύστημα περιμένει κι ο χωριάτης που σπούδασε κι έγινε οικονομολόγος, κι έγινε διευθυντής για \α αισθανθεί κι αυτός ο καημένος «κάποιος». Άστον. θα το βρει απ’ το γιο του που θέλει να γίνει τραγου­διστής της ροκ ή κάτι τέτοιο αντικαπιταλισηκό...

161

Page 159: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

32. Η ΕΚΠΛΗΚΉΚΗ ΕΦΕΥΡΕΣΗ ΤΟΥ ΝΟΜΙΣΜΑΤΟΣ

Η κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας, που λέει κι ο Μπουνιουέλ, είναι καλά κρυμ­μένη στους τρεις κύριους θεσμούς του καπιταλισμού, την Τράπεζα, την Ανώνυμη Εταιρεία και το Χρηματιστήριο (θα τα δούμε όλα με τη σειρά). Παρόλο που η Τράπεζα είναι θεσμός πολύ προγενέστερος του καπιταλισμού, εξ αυτής απορρέουν οι δυο αποκλειστικά καπιταλιστικοί θεσμοί, η Ανώνυμος Εταιρεία και το Χρημα­τιστήριο. Κατά κάποιον τρόπο, η Τράπεζα συνδέει τον καπιταλισμό με τα προηγού­μενα κοινωνικά και οικονομικά συστήματα και τούτη η σύνδεση δείχνει πολύ πα­ραστατικά πως το μεταγενέστερο σύστημα οργάνωσης της κοινωνικής ζωής βγαίνει από το προγενέστερο, με συνέπεια και αναγκαιότητα.

Ο Μαρξ ονόμασε το Χρηματιστήριο ναό του καπιταλισμού. 'Οντως, η μόνη θεότητα που λατρεύεται εκεί μέσα είναι το χρήμα, γενικότερα οι αξίες. Εννοείται, οι οικονομικές αξίες (τραπεζογραμμάτια, χρεόγραφα, μετοχές κτλ.) και όχι οι ηθικές. Διότι ο καπιταλισμός έκανε κατανομή έργου και εναπόθεσε τις ηθικές αξίες προς φύλαξιν σπς Εκκλησίες, δηλαδή στο χριστιανισμό των χριστιανών. Πώς λέμε «στον πατριωτισμό των Ελλήνων,» Έτσι περίπου.

Όμως, αν εμπιστευτείς την Ελλάδα στον πατριωτισμό των Ελλήνων και την ηθική στο χριστιανισμό των Ελλήνων χριστιανών, κάηκες. Διότι, δεν έχουν όλοι την ίδια άποψη περί πατριωτισμού και ηθικής. Οπότε, επεμβαίνει ο χωροφύλακας για να σου διδάξει εθνικοφροσύνη (τρομάρα του!) και ο παπάς για να σου διδάξει ηθική, όπως αυτός την καταλαβαίνει — και δεν νομίζω πως μπορεί να καταλάβει και πολλά πράγματα ένας παπάς, γιατί αν μπορούσε θα έκανε ένα άλλο επάγγελμα, που προϋποθέτει σπουδές. (Και μη μου πείτε πως είναι λειτούργημα το να είσαι παπάς, γιατί θα αντείπω πως δεν υπάρχουν άμισθοι παπάδες κι ότι εκτός από το μισθό τους έχουν και τα «τυχερά» που τους δίνουν οι πιστοί δίκην πουρμπουάρ, για τις προσφερ- θείσες υπ’ αυτών πνευματικές υπηρεσίες. Συνεπώς, ο παπάς εργάζεται κι αυτός, όπως κι εγώ ο δημοσιογράφος, στον τομέα των υπηρεσιών, και άρα θα έπρεπε να προστα­τεύεται από την εργατική νομοθεσία, όπως και κάθε άλλος εργαζόμενος).

Ναός του καπιταλισμού, η προγενέστερη αυτού Τράπεζα είναι ο ναός του χρή­ματος εν γένει, δουλοκτητικού, φεουδαρχικού, καπιταλιστικού και σοσιαλιστικού. Η Τράπεζα είναι κάτι σαν την κόκκινη γραβάτα: Φοριέται μ’ όλα - εννοώ όλα τα κοινωνικά συστήματα που στηρίζονται στο χρήμα.

Όπως ξέρουμε, χρήμα ονόμαζαν οι αρχαίοι Έλληνες το «χρήσιμο πράγμα». Η

162

Page 160: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

σοφή ελληνική γλώσσα, άλλη μια φορά κυριολεκτεί απολύτως. Δεν φαντάζομαι να υπάρχει κανένας που να πιστεύει πως το χρήμα δεν είναι χρήσιμο πράγμα! Κι αν υπάρχει ας στείλει σε μένα ό,τι χρήμα έχει, γιατί εγώ ξέρω πόσο χρήσιμο πράγμα είναι, θέλω να πω, εκτιμώ την αξία του χρήματος, παρόλο που δεν κάνω προσπάθειες να αποκτήσω πολύ από αυτό το πολύ χρήσιμο πράγμα, διότι πιστεύω πως, εκτός του χρήματος, υπάρχουν κι άλλα χρήσιμα πράγματα σ’ αυτόν τον κόσμο, όπως τα βι­βλία, η μουσική κι ο έρωτας, με τα οποία είναι λίγο δύσκολο να ασχοληθεί αυτός που επικεντρώνει την προσοχή του αποκλειστικά στο χρήσιμο πράγμα.

Το χρήμα προηγείται ιστορικά του νομίσματος. Γιατί χρήμα μπορεί να ’ναι οποιο- δήποτε χρήσιμο πράγμα, που μπορεί να το ανιαλλάξει κανείς με ένα οποιοδήποτε άλλο χρήσιμο πράγμα. Π.χ. μπορεί να δώσεις δυο κιλά αγγουράκια και να πάρεις από τον άλλο παραγωγό ένα κιλό κολοκυθάκια. Θα πάρεις λιγότερα, διότι τα κο­λοκυθάκια χρειάζονται ι̂εγαλύτερη φροντίδα και συνεπώς εργασία. Δεδομένου όμως ότι η οικονομία ξέφυγε προ πολλού από το πρωτόγονο σύστημα συναλλαγής, το βασισμένο στην ανταλλαγή προϊόντων, όταν σήμερα λέμε χρήμα εννοούμε νόμισμα Είναι δε νόμισμα, αυτό που... νομίζει κανείς. Αλλά με την αρχαιοελληνική έννοια του ρήματος. Κομίζω, λοιπόν, στα αρχαία ελληνικά σημαίνει θεωρώ, παραδέχομαι, αναγνωρίζω κάτι ως έθος, ως έθιμο, ως συνήθεια.

Έτσι, ((νομίζω τους θεούς» σημαίνει αναγνωρίζω, και συνεπώς πιστεύω στους συγκεκριμένους θεούς που πιστεύουν και οι άλλοι, σ’ ένα συγκεκριμένο τόπο. Ενώ «νομίζω θεούς» (χωρίς το άρθρο) σημαίνει πως πιστεύω στο Θεό, έτσι γενικά, και όχι σ’ ένα συγκεκριμένο θεό, γιατί αυτό συνηθίζεται στον κόσμο ολόκληρο, κι όχι γιατί το αποφάσισαν οι συντοπίτες μου ή εγώ, κατόπιν ωρίμου σκέψεως. (Πού να βρεθεί, άλλωστε, η ώριμη σκέψη για τέτοια δύσκολα πράγματα. Ώριμη ντομάτα είναι η ώριμη σκέψη;)

Σύμφωνα με τα παραπάνω, νόμισμα είναι αυτό που κατ’ έθιμο παραδεχόμαστε όλοι πως έχει μια αξία. Του αναγνωρίζουμε, δηλαδή, μια αξία που μπορεί και να μην την έχει, όπως ακριβώς κι ο θεός. Το χαρτονόμισμα π.χ. δεν έχει καμιά αξία καθεαυτό. Ένα χρωματιστό χαρτάκι είναι, που σαν ζωγραφιά αποσπά αμέσως την προσοχή του μωρού — αλλά και των μωρών. 'Ομως, αποφασίσαμε, κάποτε (θα δούμε πότε) να του δώσουμε μια αξία για να μπορούμε να κάνουμε εύκολα τη δουλειά μας, όταν συναλ- λασόμαστε με τους άλλους.

Το νόμισμα, νοούμενο ως μια συμβολική, συμβατική αξία, που όμως παραπέμπει σε κάτι πολύ συγκεκριμένο (θα δούμε τι) είναι εφεύρεση μάλλον των Ελλήνων της Ιωνίας. Δηλαδή, οι τρομεροί Ίωνες, οι δημιουργοί του ελληνικού πολιτισμού, πρώ­τοι είχαν την ιδέα πως τα εμπορεύματα μπορούν να ((αντιπροσωπευτούν» με κάτι που δεν είναι εμπόρευμα στην κυριολεξία, αλλά θα μπορούσε να μετατραπεί σε εμπόρευ­μα (σε πράγμα) πολύ εύκολα, αρκεί ολόκληρη η κοινωνία να συμφωνήσει πως το κοινό ισοδύναμο όλων των εμπορευμάτων, το νόμισμα, έχει πράγματι μια αξία,

163

Page 161: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

παρόλο που δεν του «ραίνεται καθόλου, γιατί είναι συμβολική. Από τότε, λοιπόν, από τον καιρό δηλαδή των μακρινών προγόνων μου των Ιώνων της Μικράς Ασίας, όταν οι άνθρωποι έχουν στην τσέπη τους Α ποσό χρημάτων (εις νόμισμα) είναι σαν να έχουν το οποιοδήποτε εμπόρευμα, που θα μπορούσε να αγοράσει κανείς με αυτό το ποσό χρημάτων.

Εκπληκτική, συγκλονιστική εφεύρεση το νόμισμα: Σου επιτρέπει να βάλεις στην τσέπη σου εκατό κιλά πατάτες, ας πούμε, ή να χώσεις στην τσάντα σου ένα τανκς! Το νόμισμα, λοιπόν, ευκολύνει τα μάλα τις συναλλαγές. Αλλά και την κλοπή. Είναι αδύνατο να κλέψεις ένα αεροπλάνο, όμως είναι δυνατό να κλέψεις χρήμα ίσο προς την αξία ενός αεροπλάνου. Ρωτήστε και τους ΠΑΣΟΚους αν δεν με πιστεύετε...

Τούτο το τρομερό γεγονός της κοπής του πρώτου νομίσματος στον κόσμο συνέβη γύρω στα 700 π.Χ., στην Ιωνία, όπως είπαμε. Αλλά οι Έλληνες, καλλιτέχνες από τη φύση τους (οι αρχαίοι Έλληνες, εννοώ, γιατί η φύση των Νεοελλήνων απέχει πολύ από το να είναι καλλιτεχνική) αντιμετώπισαν το νόμισμα καθαρά και ξάστερα ως σύμβολο. Και γΓ αυτό τα πρώτα νομίσματα που έκοψαν ήταν από ήλεκτρον.

Σκεφτείτε να έχετε στο χέρι σας ένα κομπολόι από κεχριμπάρι (ήλεκτρον) και να κάνετε τις πληρωμές σας με χάντρες, ελέγχοντας τις χάντρες που απομένουν στο κομπολόι, και που όσο λιγοστεύουν, τόσο δυσκολεύει το «μπεγ) *ρυ> (το παιχνίδι με το κομπολόι). Όμως, το ήλεκτρον ήταν άφθονο στη Μικρά Ασία, κι έτσι ο κάθε μπαγάσας μπορούσε ανειότατμ να βάζει όσες χάντρες ήθελε στο κομπολόι του, χαλώντας τη συμφωνία που έλεγε πως, Α κιλά πατάτες κάνουν Β χάντρες, τις ίδιες για όλους. Οι γείτονες των Ελλήνων της Ιωνίας, οι Λυδοί, από τότε ακόμα διαπί­στωσαν πως είναι αδύνατον να εμπιστευτείς την οικονομία στον «πατριωτισμό των Ελλήνων», γιατί εκτός από καλλιτέχνες είναι και μπαγάσηδες, οι κερατάδες! (Ο πρώτος Κοσκωτάς της ιστορίας, ασφαλώς ήταν Έλλην εκ Μικράς Ασίας. Μπορεί μάλιστα να ήταν κανένας προπροπροπροπάππος μου. Ευτυχώς, να λες, που το «τα­λέντο» του κλέπτειν δεν κληρονομείται).

Οι πονηροί Λυδοί λοιπόν, οι γείτονες των Ελλήνων στη Μικρά Ασία, τους την έφεραν των Ελλήνων. Αντικατέστησαν το κεχριμπάρι με χρυσάφι, που ήταν σπάνιο και δεν μπορούσε ο πάσα ένας να το αρπάξει από τη φύση, απλώνοντας το χέρι του. Οι Λυδοί λοιπόν είναι οι εφευρέτες του περίφημου «χρυσού κανόνα». Που πιο απλά σημαίνει: Δεν αρκεί να έχεις στο χέρι σου ένα σύμβολο, που το λες νόμισμα γιατί έτσι νομίζεις, πρέπει αυτό το σύμβολο να αντικαταστήσει τη συμβολική του αξία με πραγματική, για να σταματήσουν τα εκ του συμβολισμού απορρέοντα παρατρά­γουδα.

Όντως, η πραγματική αξία του νομίσματος είναι ο χρυσός, που αυτό αντιπροσω­πεύει Πρέπει, λοιπόν, στις σημερινές εκδοτικές Τράπεζες (είναι αυτές που εκδίδουν, που κόβουν το νόμισμα) να υπάρχει αντίκρισμα εις χρυσόν. Δηλαδή, όλα τα νομί­σματα που κυκλοφορούν, και που δεν είναι χρυσά ή αργυρά, αλλά χάρτινα, νικέλινα,

164

Page 162: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

μπρούντζινα ή χάλκινα, να είναι καλυμμένα δηλαδή εγγυημένα με μια Α ποσότητα χρυσού το καθένα, σε τρόπον ώστε, όταν πας στην Τράπεζα και δώσεις Α ποσό νομισμάτων, αυτή να είναι υποχρεωμένη να σου δώσει αμέσως και χωρίς συζήτηση το αναλογούν εις αυτό το ποσό χρυσάφι.

Ο καπιταλισμός, ως αξιόπιστον οικονομικό σύστημα, χρωστάει σχεδόν τα πάντα στο χρυσό κανόνα. Όμως, πάτε σήμερα στην Τράπεζα και πέστε στον υπάλληλο: Πάρε ρε φίλε αυτά τα χρήματα και δώσμου το χρυσάφι που αναλογεί σ' αυτά. θα ανοίξει το στόμα του με εύλογη απορία και θα σε περάσει για τρελό, που ακόμα δεν κατάλαβε πως ο χρυσός κανόνας, το καύχημα και το αγλάισμα του καπιταλισμού, πήγε προ πολλού περίπατο και ότι το νόμισμα ξέφυγε από τη δικαιοδοσία των Λυδών και απόχτησε και πάλι συμβολική αξία, όπως τον καιρό των Ελλήνων Ιώνων.

Άντε, λοιπόν, να δε|£ προκοπή, βασισμένος στην καλή πίστη των ανθρώπων και μάλιστα τη σήμερον κοσκωτικήν και ΠΑΣΟΚικήν ελληνική ν ημέραν, με τους Γού- κους μας, τους Μούκους μας κι όλα μας τα κακά. Γι’ αυτό σας λέω πως ο καπι­ταλισμός είναι σκέτος φακίρης. Κάθεται στα καρφιά. Δηλαδή στα παλούκια. Αφή­στε, λοιπόν, τα παλούκια αν σας ενδιαφέρει η ακεραιότητα του πισινού σας. θέλω να πω, γίνεταΓσοσιαλιστές (προσοχή: όχι «σοσιαλιστές») αν θέλετε να διαφυλάξετε την ενπμότητά σας. Η μόνη ζώνη ασφαλείας, που είναι ακόμα ασφαλής, είναι ο σοσιαλισμός. Φορέστε τη. Και δέστε τη σφιχτά, γιατί γίνονται πολλά τροχαία α­τυχήματα, τελευταία, στις συμφορημένες και συφοριασμένες ατραπούς της οικονο­μίας.

Να πώς έγινε, που λέτε, και καταργήθηκε ο χρυσός κανόνας. Κατά τον Α' Πα­γκόσμιο Πόλεμο μέσα στην αναμπουμπούλα, τα χρυσωρυχεία ξέφυγαν από κάθε έλεγχο. Άλλα υπερπαρήγαγαν χρυσάφι, κι άλλα έκλεισαν τελείως με συνέπεια να αναστατωθεί η παγκόσμια αγορά χρυσού. Τούτη η αναστάτωση οδήγησε στη μεγά­λη οικονομική κρίση του 1929.

Κατόπιν τούτου, οι οικονομολόγοι σκέφτηκαν και είπαν πως δεν είναι να ’χεις εμπιστοσύνη στον μπαγάσα το χρυσό, γιατί η σπέκουλα έγινε πάρα πολύ εύκολη και μ’ αυτόν. Ο σιυλοβάτης του καπιταλισμού (κι όχι μόνο) έγινε ο εφιάλτης του κα­πιταλισμού. Έπρεπε λοιπόν να καταργηθεί ο χρυσός κανόνας. Κι έτσι, το Σεπτέμ­βριο του 1931 πρώτη η πάντα πρωτοπόρος Αγγλία, παρά την πανίσχυρη χρυσή της λίρα, καταργεί το χρυσό κανόνα

Στο εξής μόνο η καλή πίστη θα μπορούσε να εγγυηθεί την αξία ενός νομίσματος. Κι έτσι άρχισαν να εμφανίζονται για πρώτη φορά τότε μόλις στον κόσμο τα ισχυρά και τα ασθενή νομίσματα, ανάλογα με το πόσο αξιόπιστη είναι η χώρα που εκδίδει ένα συγκεκριμένο νόμισμα, κι όχι ανάλογα με το πόσο χρυσάφι έχει στα ταμεία η εκδοτική της τράπεζα

Καταλαβαίνετε τώρα, γιατί η δραχμή δεν συγκαταλέχτηκε ποτέ ανάμεσα στα ισχυρά νομίσματα. Σε μια εποχή, μάλιστα, που και τα ισχυρά νομίσματα αρχίζουν

165

Page 163: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

να παραπατούν και να μπαλανιζάρουν επικίνδυνα, θα ήταν αστείο να ζητάμε από τη δραχμούλα μας να γίνει ισχυρό νόμισμα.

Σε λίγο, άλλωστε, με το ευρωπαϊκό ECU δεν θα υπάρχει δραχμή. Τόσο το καλύ­τερο. Και που υπάρχει, δηλαδή; τι καταλάβαμε εμείς οι μισθωτοί; Και μη μου πείτε πως θα θιχτεί η εθνική μας υπερηφάνεια, γιατί θα πεθάνει η δραχμή; Γιατί δεν νομίζω πως θίγεται ιδιαίτερα, όταν όλοι οι απατεώνες αυτού του τόπου την προσβάλλουν ακατάπαυσια, κάνοντάς την ένα νόμισμα ρεζτλι των σκυλιών του Κοσκωτά.

Αντί, λοιπόν, για αντίκρισμα εις χρυσόν που καλύπτει το νόμισμα που δεν είναι χρυσό, οι Τράπεζες σήμερα εγγυώνται την αξία του κυκλοφορούντος νομίσματος με ένα άλλο νόμισμα ισχυρό. Κι έτσι, αντί να υπάρχει χρυσός στα υπόγεια των Τρα­πεζών, υπάρχουν δολάρια που είναι το πιο ισχυρό νόμισμα ή άλλα νομίσματα λι- γότερο σκληρά από το δολάριο, αλλά περισσότερο σταθερά από το εθνικό νόμισμα Η αντικατάσταση του χρυσού από το δολάριο ήταν η έμπραχτη αναγνώριση της παγκόσμιας οικονομικής ισχύος της Αμερικής. Αλλά το ιαπωνικό γιεν προκάλεσε πολλά προβλήματα στο δολάριο. Ούτε χρυσάφι, λοιπόν, σαν κάλυμμα της δραχμής μας, ούτε δολάριο, ούτε γιεν.

Τι διάολο θα γίνει; Εμένα ρωτάτε; Ρωτήστε καλύτερα την καφετζού. Δεν βλέπετε που οι αστρολόγοι παίζουν ολοένα και μεγαλύτερο ρόλο στην οικονομία; Αυτά έχει ο καπιταλισμός, την σήμερον αστροκαπιταλιστικήν ημέραν.

166

Page 164: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

33. Η ΩΡΑ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ

Σύμφωνα με την αστική επιστήμη της πολιτικής οικονομίας, τα οικονομικά συστή­ματα δεν βάζουν σκοπούς. Οι οικονομίες δρουν σαν να έχουν μέσα τους μια δική τους λογική. Αντίθετα, η μαρξιστική επιστήμη της πολιτικής οικονομίας ισχυρίζε­ται πως τα οικονομικά συστήματα υπακούουν σε νόμους, άσχετα αν μπορούμε ή δεν μπορούμε να τους ελέγξουμε ή ακόμα και να τους επιβάλουμε. Όμως, η ύπαρξη και μόνο οικονομικών νόμο»’ δημουργεί τις προϋποθέσεις, για μια ενεργοποίηση της βούλησης ενώ αντίθετα η ανυπαρξία νόμων μας κάνει μοιρολάτρες ή τζογαδόρους, πράγμα που είναι το ίδιο από μια άποψη.

Βέβαια, και ο καπιταλισμός δέχεται την ύπαρξη οικονομικών νόμων, όμως όχι καθοριστικών και οπωσδήποτε όχι ικανών να επιφέρουν ριζικές αλλαγές σ' ένα οικονομικό σύστημα, αν τους χειριστεί κανείς κατάλληλα. Η καπιταλιστική οικο­νομία λοιπόν λέγεται ελεύθερη, όχι γιατί οι άνθρωποι εντός αυτής δρουν ελεύθερα, αλλά διότι δεν είναι ελεύθεροι να επέμβουν στους οικονομικούς νόμους, οι οποίοι, κατά συνέπεια, αφήνονται να λειτουργήσουν ελεύθερα. Οι νόμοι είναι ελεύθεροι και όχι οι άνθρωποι. Οι άνθρωποι είναι σκλάβοι των νόμων της ελεύθερης αγοράς, και χορεύουν όπως αυτή σφυράει, καμαρώνοντας κι από πάνω για την ελευθερία τους. Αν λοιπόν δεν ελεγχθούν οι νόμοι της αγοράς, ως το βαθμό που είναι δυνατό να ελεγχθούν, ας ξεχάσουμε την ελευθερία. Αν πάλι ελεγχθούν τόσο πολύ και τόσο ασφυκτικά ώστε να στραγγαλιστούν, και πάλι ας ξεχάσουμε την ελευθερία. Οι οι­κονομικοί νόμοι είναι κοινωνικοί νόμοι, και μια ομάδα ανθρώπων που θέλουν να επιβάλουν τη βούλησή τους πάνω σ’ αυτούς τους αντικειμενικούς νόμους δεν είναι η κοινωνία. Το πολύ να είναι εκπρόσωποι αυτής της κοινωνίας, που αποφαίνονται για λογαριασμό ολόκληρης της κοινωνίας, συχνά καλοπροαίρετα και με την πεποί­θηση πως εξυπηρετούν ολόκληρη την κοινωνία. Η οποία, παρά ταύτα, λειτουργεί ερήμην τους και συχνά τους γελοιοποιεί.

Καμιά, λοιπόν, κοινωνική ομάδα δεν μπορεί να υποκαταστήσει την κοινωνία στο σύνολό της. Κι αν η κοινωνία στο σύνολό της διαπιστώσει πως ο καπιταλισμός δεν την εξυπηρετεί, είναι βέβαιο πως θα τον καταργήσει. Τα δημοψηφίσματα τελούνται καθημερινά μέσα στην κοινωνία κι όταν η δημοκρατία λειτουργεί πράγματι, κανείς δεν θα μπορούσε να ισχυριστεί πως αυτά που συμβαίνουν δεν τα θέλει ο λαός κι ότι επιβάλλονται άνωθεν, ερήμην και εις βάρος του λαού.

Ωστόσο, οι επαναστάτες έχουν κάθε λόγο να πιστεύουν πως η βούληση του λαού δεν μπορεί να εκδηλωθεί μέσα σ’ ένα αυταρχικό ή έστω μισοαυταρχικό αστικό

167

Page 165: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

καθεστώς, κι ότι συνεπώς, η δική τους βούληση (η βούληση των επαναστατών) είναι περισσότερο έγκυρη διότι αψηφούν τους καταναγκασμούς και τις απειλές και εκφρά­ζονται ελεύθερα (με τα όπλα και άλλως πως, κατά περίπτωσιν) για λογαριασμό και αυτών που δεν μπορούν να μιλήσουν.

'Ομως, εδώ εμφανίζονται αυτόματα δυο «αντεπαναστατικές» ενστάσεις:1) Αυτό το επιχείρημα, ότι δηλαδή ο λαός δεν μπορεί να εκδηλώσει τη βούλησή

του, δεν μπορεί να έχει ισχύ σε μια αστική κοινωνία βεβαιωμένα δημοκρατική, όπως η αγγλική, η γαλλική, η γερμανική ή η αμερικάνικη. Θα ήταν βλαξ όποιος θα έλεγε πως αυτές οι κοινωνίες δεν ξέρουν τι τους γίνεται, και ξέρουμε εμείς, θα ήταν .πίσης βλαξ αν έλεγε πως ο λαός εκεί δεν έχει σωστή πληροφόρηση, ή ότι τον παραπλη- φορούν και συνεπώς δεν καταλαβαίνει το συμφέρον του. Διότι σε μια αστική δημο­κρατία την πληροφόρηση μπορεί να την έχει όποιος θέλει να την έχει. Και το ση­μαντικότερο, μπορεί να δρα χωρίς θεωρίες.

Ούτε ο μπακάλης ούτε ο μανάβης της γειτονιάς μου έχουν ιδέα είτε από αστική είτε από μαρξιστική οικονομία, και δεν δίνουν πεντάρα κάτω από ποιο οικονομικό σύστημα κερδίζουν όσα κερδίζουν. Αν τους πεις «θα φτιάξουμε κομουνισμό για να κερδίζεις περισσότερα» θα σου πουν: Φτιάξτε τον, φτιάξτε τον γρήγορα, αλλά χωρίς εμένα γιατί εγώ είμαι πολύ απασχολημένος.

Κάπως έτσι, εντελώς μπακάλικα, πρέπει να σκέφτηκαν κι όλοι εκείνοι οι εξαθλιω­μένοι που έσπευσαν στο κάλεςμα του Λένιν. Αυτό που τους έκανε να δράσουν ήταν η επιθυμία να κερδίσουν περισσότερα, κι όχι τα σπουδαία οράματα για την κοινωνία του μέλλοντος. Η μόνη κοινωνία που γνωρίζει ο λαός είναι η κοινωνία του παρόντος και για να τον δελεάσουμε είναι αδύνατο να τον παραπέμπουμε σ’ ένα μέλλον με­γαλύτερο των δέκα ετών το πολύ.

1) Οι κοινωνίες του υπαρκτού σοσιαλισμού δεν είναι δημοκρατικές, είναι αυταρ­χικές όταν δεν είναι εντελώς δικτατορικές. Και συνεπώς οι προτάσεις που κάνει το κόμμα για μια καλύτερη κοινωνία μπορεί να είναι και μπλόφα. Πρέπει λοιπόν η κομουνιστική πρόταση να δοκιμαστεί ελεύθερα μέσα σε μια ελεύθερη κοινωνία και μόνο τότε θα μπορέσει να δείξει την αξία της. Αν η κομουνιστική πρόταση αποτύχει και σε συνθήκες πλήρους και αδιαμφισβήτητης δημοκρατίας, τότε πρέπει να απορ- ριφθεί ως μη λειτουργική εντός μιας συγκεκριμένης κοινωνίας, σε μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο και να επαναφερθεί ίσως σε μια άλλη ιστορική περίοδο, όταν οι κοινωνικές συνθήκες θα έχουν αλλάξει. Μπορεί ακόμα να προσαρμοστεί τόσο, ώστε να γίνει αποδεκτή αυτόματα απ’ το λαό, χωρίς καταναγμασμό.

Ο Μαρξ όταν κάνει λόγο για τη δικτατορία του προλεταριάτου, πρώτο, δεν εννοεί δικτατορία των γραφειοκρατών και δεύτερο, δεν εννοεί μια δικτατορία που θα διαιω- νίζεται, αλλά που θα λειτουργήσει σαν όργανο για την εγκαθίδρυση της αταξικής κοινωνίας, εντός της οποίας το προλεταριάτο θα αυτοκαταργηθεί ως τάξη, και το παλλαϊκό κράτος θα γίνει έτσι πραγματικότητα. Φυσικά, για να συμβεί κάτι τέτοιο,

Page 166: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

πρέπει η επαναστατική βούληση του προλεταριάτου να συμπέσει με τις ώριμες για την κοινωνική αλλαγή αντικειμενικές συνθήκες, γιατί αλλιώς υπάρχει ο κίνδυνος η δικτατορία του προλεταριάτου να γίνει μόνιμο καθεστώς, πράγμα που, βέβαια, δεν ήταν καθόλου μέσα στις προθέσεις ενός ανθρώπου με τόσο βαθιά και τόσο απόλυτη πίστη στη δημοκρατία όπως ο Μαρξ.

Τίποτα πιο βλακώδες, τίποτα πιο αγράμματο απ’ το να αντιμετωπίζει κανείς τον Μαρξ σαν το σιυλοβάτη δικτατοριών. Κι ωστόσο, στο όνομά του το κακό έγινε. Και ο μαρξισμός υπέστη ένα πλήγμα με τη δικτατορία της γραφειοκρατίας (αν ήταν όντως δικτατορία του προλεταριάτου, τσιμέντο να γίνει, που λένε) που θ’ αργήσει πολύ να συνέρθει.

Δεν θα κουραστούμε να το επαναλαμβάνουμε: Ο Μαρξ, που ήταν επιστήμονας και όχι μελλοντολόγος, δρ είπε τίποτα για το πώς πρέπει να είναι οργανωμένη η κο­μουνιστική κοινωνία του μέλλοντος. Είπε μόνο πως αυτή η κοινωνία θα έρθει κάποτε διότι ήδη κυοφορείται εντός του καπιταλισμού και ότι η έλευσή της είναι ιστορικός νόμος.

Μπορεί να ασκήσει κριτική κανείς επ’ αυτού. Μπορεί να απορρίψει κανείς το μαρξισμό ως τελεολογικό. Όμως το να τον απορρίπτει γιατί κυοφορεί δικτατορίες, είναι σκανδαλώδες. Κι ωστόσο γι’ αυτό το σκάνδαλο δεν ευθύνονιαι μόνο οι επι­κριτές του μαρξισμού. Ευθύνονται κυρίως οι γραφειοκράτες που δεν επέτρεψαν να λειτουργήσει η μαρξιστική δημοκρατία, δηλαδή η δημοκρατία που είχε στο νου του ο πιο ειλικρινής ίσως δημοκράτης που εμφανίστηκε ποτέ στη Γη.

Τι ειρωνεία! Αυτή η πλήρης και απόλυτη δημοκρατία στην οποία παραπέμπει ο μαρξισμός, έγινε χυδαία δικτατορία. Και το χειρότερο, εδραίωσε την πεποίθηση στους αριστεριστές, πως αυτοί είναι οι γνήσιοι μαρξιστές, κι ότι συνεπώς πρέπει να αγωνιστούν για να επιβάλουν τις μαρξιστικές απόψεις, ερήμην των αντικειμενικών συνθηκών, ερήμην της λαϊκής βούλησης, υπό καθεστώς αστικό μεν, αλλα όντως δημοκρατικό (τουλάχιστον όσο το επιτρέπει η ίδια η λογική του καπιταλιστικού συστήματος), ερήμην του κοινού νοός, ερήμην των πάντων. Και ναι μεν αυτές οι εξεγέρσεις διατηρούν ακέραιο το συναισθηματικό τους νόημα σαν έμπραχτες εκδη­λώσεις διαμαρτυρίας για το γεγονός πως η κοινωνική δικαιοσύνη παραμένει σχήμα λόγου, όμως σε καμιά περίπτωση δεν είναι δυνατό να αυτοπροτείνονται σαν μαρξι­στικές.

Ο Μπακούνιν ταιριάζει περισσότερο στους αριστεριστές απ’ τον Μαρξ. Και ευ­τυχώς οι περισσότερες αναρχικές ομάδες έπαψαν να κάνουν αναφορές στον Μαρξ, αν και δεν τολμούν να κάνουν αναφορές ούτε στον Μπακούνιν, ή τον Κροπότκιν, ίσως γιατί θέλουν, στο βάθος βάθος, την επιστημονική προστασία που προσφέρει ο μαρξισμός.

Όπως και να ’ναι, τα πράγματα είναι πάρα πολύ μπερδεμένα πανιού, σ’ όλους τους χώρους όπου εκδηλώνεται μια έντονη κοινωνική δραστηριότητα, που αμφισβη­

169

Page 167: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

τεί με χίλιους τρόπους και με μια απειρία επιχειρημάτων το «κατεστημένο». Όμως, προσοχή: Κάθε αμφισβήτηση του κατεστημένου δεν είναι κατ’ ανάγκην μαρξιστική. Ούτε κατ’ ανάγκην αναρχική. Κατά κανόνα είναι μια άμορφη και άτσαλη προσω­πική τοποθέτηση ανθρώπων δυσαρεστημένων για χίλιους λόγους. Ακόμα και μια ερωτική απογοήτευση μπορεί να προκαλέσει κοινωνική αμφισβήτηση από τη μεριά του ερωτικά απογοητευμένου, που θεωρεί την... κοινωνία υπεύθυνη για τα προσω­πικά του παθήματα. Και βέβαια είναι πάρα πολύ κοινή και πάρα πολύ γνωστή η περίπτωση γόνων αστικών οικογενειών που γίνονται «αναρχικοί» για να εκδικηθούν τον αυταρχικό πατέρα, και ξεγίνονται όταν ο πατέρας αλλάξει συμπεριφορά απένα­ντι τους, ή όταν βολευτούν καθ’ οιονδήποτε άλλο τρόπο και απαλειφθεί έτσι το αίσθημα ανασφάλειας που δημιούργησε την πρόσκαιρη προσωπική αμφισβήτηση των κοινωνικών θεσμών.

Όλα αυτά τα φαινόμενα είναι μάλλον ψυχολογικής τάξεως και δεν πρέπει να συνδέονται κατ’ ανάγκην ούτε με το μαρξισμό, ούτε με τον υπαρκτό σοσιαλισμό, ούτε με τον καπιταλισμό, αν και μέσα σ’ ένα απ’αυτά τα κοινωνικά πλαίσια κυο­φορούνται και αναπτύσσονται οι προσωπικές αμφισβητησιακές συμπεριφορές, και γι’ αυτό θα μπορούσαν θαυμάσια να χρησιμοποιηθούν σαν στοιχεία για ευρύτερες κοινωνικές μελέτες.

Έλεγα πως ο μαρξισμός πρέπει να δοκιμαστεί σε συνθήκες απόλυτης ελευθερίας για να μπορέσουμε να τον κρίνουμε και σαν μελλοντολογία. Γιατί η αξία του σαν τρόπος κριτικής και μελέτης του καπιταλισμού δεν αμφισβητείται από τους σοβα­ρούς ανθρώπους. Ακόμα κι αυτοί που απορρίπτουν το μαρξισμό και σ’ αυτή του τη διάσταση (δηλαδή σαν τρόπο κριτικής και έγκυρης μελέτης του καπιταλισμού) δεν θα ήταν δυνατό να τον παρακάμψουν και να συνεχίσουν τις έρευνες τους ως να μην είχε γεννηθεί ο Μαρξ.

Ο μαρξισμός, είτε θετικά είτε αρνητικά (είτε σαν παραδοχή είτε σαν απόρριψη) μπήκε για τα καλά στη ζωή μας. Άλλωστε ανήκει στις πιο μεγάλες κατακτήσεις του ανθρώπινου πνεύματος κι αν δεν είναι κακόπιστος πρέπει να είναι εντελώς βλαξ εκείνος που σπεύδει να απορρίψει το μαρξισμό χωρίς να ξέρει καν περί τίνος πρό­κειται.

Αλλά σάμπως ξέρει τι είναι ο καπιταλισμός; Το είπαμε, ο δρων κοινωνικός άν­θρωπος αδιαφορεί για τα συστήματα και τις θεωρητικές διερευνήσεις και επικεντρώ­νει την προσοχή του στην τρέχουσα καθημερινή οικονομική αποτελεσματικότητα. Κανείς δεν μπορεί να ζητήσει από έναν μπακάλη να έχει απόψεις περί μαρξισμού ή καπιταλισμού. Γιατί θα σου πει ευλόγως ο μπακάλης: Δεν με παρατάς, κύριε, να κάνω τη δουλειά μου και να βγάλω κανένα φράγκο!

Το σκάνδαλο εμφανίζεται μόνο μ’ αυτούς που τους αρέσει να θεωρητικολογούν και ν’ απορρίπτουν το μαρξισμό με μια τέτοια επιπολαιότητα, που δεν την έχει ο ταπεινός μπακάλης, που είναι πολύ πιο έντιμος.

170

Page 168: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

Είναι πάρα πολλοί αυτοί που επιχειρώντας να καλύψουν ένα ψυχολογικό πρόβλη­μα που τους δημιουργήθηκε απ’ την αντίφαση ανάμεσα στην προσωπική τους ηθική συμπεριφορά και την κοινωνικοποιημένη ανηθικότητα του καπιταλισμού, επιτίθε­νται με τον πιο άκριτο και ανόητο τρόπο κατά του μαρξισμού για τον οποίο, επα­ναλαμβάνω, δεν ξέρουν τίποτα απολύτως, πέραν αυτών που έμαθαν παρεμπιπτόντως διαβάζοντας την τρέχουσα αρθρογραφία των εφημερίδων, είτε των δεξιών είτε των αριστερών.

Ωστόσο γι’ αυτή την αφασία γύρω απ’ τα μεγάλα προβλήματα της κοινωνικής οργάνωσης, ο αριστερός Τύπος φέρει κι αυτός τις ευθύνες του. Μια κομουνιστική εφημερίδα δεν αρκεί να είναι κομουνιστική, πρέπει να είναι και μαρξιστική — και να της φαίνεται. Γιατί η κομουνιστική προπαγάνδα εκπίπτει σε κομματική δηλαδή γραφειοκρατική προπαγάνδα, αν δεν είναι ταυτόχρονα και μαρξιστική προπαγάνδα, πράγμα που δεν συμβαίνει πάρα πολύ συχνά, μέσα σ’ έναν κομματικό μηχανισμό, που όπως και ο μπακάλης που λέγαμε δεν έχει σε μεγάλη εκτίμηση τη θεωρία.

171

Page 169: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

34. ΟΙ ΜΑΚΡΙΝΟΙ ΠΡΟΓΟΝΟΙ ΤΟΥ ΤΟΚΟΓΛΥΦΟΥ...

Τράπεζα σημαίνει τραπέζι. Αυτό το ξέρουμε όλοι. Εκείνο που ίσως δεν ξέρουμε όλοι είναι γιατί η νέα ελληνική λέξη «τραπέζι» διαχώρισε το νόημά της από την αρχαία ελληνική λέξη «τράπεζα», κι ακόμα γιατί η αρχαία τράπεζα ύψωσε σε κεφαλαίο το πρώτο γράμμα και έγινε Τράπεζα. Βέβαια, όλοι ξέρουμε πως το κτίριο μιας Τράπεζας δεν έχει τραπεζαρία για τους πελάτες. Έχει όμως και τώρα τραπέζια, δηλαδή μπάν- κους, όπως θα έλεγαν οι Ιταλοί, οι δημιουργοί της πρώτης σύγχρονης Μπάνκα. Πάνω σ' αυτά οι τραπεζικοί υπάλληλοι συνεχίζουν τη δουλειά, που έκαναν και οι αρχαίοι Έλληνες τραπεζίται, γνωστοί αλλιώς και σαν κερματισταί, διότι ασχολού­νταν με κέρματα, δηλαδή κοψίδια, τεμάχια του ακέραιου νομίσματος.

Βέβαια, οι τραπεζίται ήταν τραπεζίτες της πλάκας και έκαναν περίπου τη δουλειά που κάνουν σήμερα τα αυτόματα μηχανήματα που μετατρέπουν σε λιανά τα χοντρό­τερα νομίσματα, όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε πως όλα σε τούτο τον κόσμο φαίνονται να 'ναι για γέλια στο ξεκίνημά τους. Οι παλιοί τραπεζίται και οι σημερινοί τραπε­ζίτες, παρόλο που έχουν κοινή αφετηρία το τραπέζι, πάνω στο οποίο ξαπλώνουν τα νομίσματα, δεν είναι βέβαια, το ίδιο πράγμα. Αξίζει να σημειωθεί πως οι τραπεζίται ή κερματιστές (αυτοί που κάνουν ψιλά) λέγονταν επίσης και κολλυβιστές.

Κόλλυβος ονομαζόταν στην αρχαία Ελλάδα το μικρό νόμισμα. Και κόλλυβα (στον πληθυντικό) λέγονταν στην αρχαία Ελλάδα τα πολύ μικρά τεμάχια ζυμαρικών, οι πολύ μικρές πιτίτσες, ας πούμε οι χυλοπίτες για να καταλαβαινόμαστε. (Κόλλυβα παρασκευασμένα με άλλον τρόπο συνεχίζουμε να τρώμε και σήμερα, αλλά μόνο στα μνημόσυνα, εμείς μεν για «να συγχωρεθεί η ψυχή του μακαρίτη», οι πεινασμένοι δε, που γυρόφερναν παλιότερα τις εκκλησίες αδιαφορώντας παντελώς για το μακαρίτη, για να βάλουν στο στομάχι τους, στο τζάμπα, κάτι το θρεπτικό).

Σιγά σιγά οι αρχαίοι τραπεζίται άρχισαν να κάνουν και σοβαρότερα πράγματα από το να σου χαλούν τα χοντρά νομίσματα και κάποτε απόκτησαν νοοτροπία σωστού τραπεζίτη. Όμως, αυτοί που ασχολούνταν με σοβαρότερες τραπεζικές ερ­γασίες στην αρχαία Ελλάδα ήταν οι... παπάδες. Μάλιστα. Οι σπουδαιότερες τράπε­ζες της ελληνικής αρχαιότητας ήταν οι ναοί στη Δήλο, τους Δελφούς και την Ολυμπία, Εκεί πήγαιναν οι πιστοί, όχι μόνο για να προσκυνήσουν, αλλά και για να καταθέσουν τις οικονομίες τους, πληρώνοντας στους παπάδες ένα κάποιο ποσό για φύλακτρα. Εξυπακούεται πως οι παπάδες-τραπεζίτες δεν έδιναν τόκο. Αυτό δα έλειπε.

Ο αρχαίος καταθέτης ήταν ικανοποιημένος που τα χρήματά του ήταν απολύτως

172

Page 170: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

εξασφαλισμένα σ’ έναν ιερό και απαραβίαστο χώρο, που τον παραβίαζαν μόνο οι βάρβαροι αλλοεθνείς επιδρομείς. Λοιπόν, βάλτε με το νου σας τι γινόταν στις τρά­πεζες της Ολυμπίας στη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων.

Πώς λοιπόν θα γίνονταν τα σπουδαία κτίσματα σ’ αυτόν τον υπέροχο χώρο, αν οι παπάδες φύλαγαν τα χρήματα των καταθετών χωρίς προμήθεια; Αφού ούτε σήμερα σου δίνουν τζάμπα μια θυρίδα στην τράπεζα, γιατί θα ’πρεπε να τη δίνουν τζάμπα τότε;

Αξίζει να σημειωθεί πως οι αρχαίοι Έλληνες ιερείς, δεν ήταν ακριβώς ιερείς, δηλαδή η δουλειά τους δεν θεωρούνταν ιερή. Ήταν δημόσιοι υπάλληλοι, όπως θα λέγαμε εμείς, που βοηθούσαν τους πιστούς να τα βολέψουν μόνοι τους με τους θεούς, όπως ο καθένας μπορούσε και ήξερε. Μ’ άλλα λόγια, οι ναοί-τράπεζες ήταν κρα­τικές. Ιδιωτικές έγιναν πολύ αργότερα. Και σήμερα ξαναμπαίνει το αρχαίο ελληνικό αίτημα της κρατικοποίησής τους.

Τι ιστορία κι αυτή! Να χάνεις όλα τα σπουδαία του αρχαίου ελληνικού πολιτι­σμού και να μένεις με τη δόξα των αρχαίων ημών πρόγονων και να μην ξέρεις τι να την κάνεις. Τέλος πάντων.

Πάντως, ας μην αρχίσουμε να κοκορευόμαστε που «εμείς οι Έλληνες» ανακαλύ­ψαμε την τράπεζα. Πρώτον γιατί τραπεζίται, που δεν λέγονται όμως έτσι, υπήρχαν σ’ όλους τους λαούς, που είχαν κόψει νόμισμα, που μπορούσε να τεμαχίζεται (να γίνεται κέρματα, όχι πάντως για το τηλέφωνο) και δεύτερον διότι το ιερόν τραπε- ζικόν σύστημα είναι αιγυπτιακής και βαβυλωνιακής καταγωγής. Γιατί, δηλαδή, κο- ρόιδα ήταν οι Αιγύπτιοι παπάδες; Ήταν κάτι μούτρα, μα τι μούτρα! Στο όνομα του Φαραώ, αυτοί ήταν που μάζευαν τα χρήματα για να καλυφθούν τα έξοδα κατασκευής των πυραμίδων και των άλλων τρομερών κτισμάτων που τα βλέπεις και σου κόβεται η ανάσα. Πού να μπεις και μέσα! (Ακόμα λαχανιάζω όταν θυμάμαι την αναρρίχησή μου στο εξωτερικό της πυραμίδας του Χέοπα, πριν από δέκα χρόνια).

Ό,τι επέζησε μέχρι τις μέρες μας από την αρχαία τραπεζική αντίληψη είναι μόνο η αρχιτεκτονική των Τραπεζών. Αναρωτηθήκατε ποτέ γιατί οι σημερινές Τράπεζες μοιάζουν με ναούς που αστράφτουν από το μάρμαρο; Σκεφτήκατε ποτέ γιατί οι Τράπεζες έχουν διακοσμημένους τους τοίχους τους με ακριβά έργα τέχνης;

Για να βοηθούν τους καλλιτέχνες, θα πουν οι αφελείς. Ξέρεις, είχε μια σκασίλα ο τραπεζίτης για την τέχνη, που δεν λέγεται! Λοιπόν, όλα τα λουξ εκεί μέσα απο- σκοπούν στο να σε θαμπώσουν, όπως και στην εκκλησία. Κι όπως και στην εκκλη­σία, να σου δημιουργηθεί ένα αίσθημα ασφάλειας και να καταθέσεις ήσυχα τις οικονομίες σου, βέβαιος όντας ότι βρίσκονται σε καλά χέρια, με την ίδια περίπου έννοια που και η ψυχή σου βρίσχεται σε καλά χέρια εντός του ναού. Για σκηνοθεσία πρόκειται, κύριε. Για σκηνοθεσία που όμως είναι επένδυση. Επενδύει η Τράπεζα ένα πολύ μικρό μέρος των κολοσσιαίων κεφαλαίων της σε πενιελικό ή άλλο μάρμαρο, και τσακ η μαρμάρινη παγίδα σ’ άρπαξε και σ’ έκανε αποταμιευτή από καταναλωτή.

173

Page 171: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

Τραπεζίτες, λοιπόν, με την ελληνική έννοια της λέξης υπάρχουν από τότε που υπάρχει χρήμα. Αλλά οι τραπεζίτες με τη σύγχρονη έννοια άρχισαν να εμφανίζονται τον ύστερο Μεσαίωνα. Είναι οι περίφημοι αργυραμοιβοί, γνωστοί σε μας και με το τουρκικό τους όνομα, ως σαράφηδες. (Μέχρι πριν από είκοσι χρόνια περίπου οι σαράφηδες είχαν ακόμα τους πάγκους τους έξω απ’ το Χρηματιστήριο, στην οδό Αριστείδου).

Οι αργυραμοιβοί του Μεσαίωνα ήταν τραπεζίτες του ποδαριού. Θα μπορούσα­με να τους πούμε και παρατραπεζίτες, αν βέβαια υπήρχαν τότε επίσημες Τράπε­ζες, ώστε αυτοί να δρουν «παρά την Τράπεζαν» (δίπλα στην επίσημη Τράπεζα, ως ανεπίσημοι τραπεζίτες). Ο τόκος του μεσαιωνικού αργυραμοιβού έφτανε μέ­χρι και το 50% του κεφαλαίου, που σου δάνειζε, αλλά του σημερινού παρατραπεζί- τη ο τόκος συχνά ξεπερνάει το 100%. Θέλω να πω, πως οι γδάρτες του Μεσαίω­να ήταν πιο ευσπλαχνικοί από τους σημερινούς, πράγμα που σημαίνει πως, ως προς αυτόν τον τομέα, ο Μεσαίωνας προεκτείνεται σήμερα σ’ ένα χρόνο προμεσαιω- νικό.

Παρόλο που οι βασιλιάδες και οι πρίγκιπες του Μεσαίωνα κυνηγούσαν αγρίως τους σαράφηδες, παρόλο που η προβλεπόμενη. για την παράνομη δουλειά τους ποινή, ήταν δήμευση της περιουσίας τους και εξορία, αυτοί το βιολί τους. Διότι το να δανείζεις χρήματα με τόκο είναι μια κοινωνική ανάγκη και γι’ αυτό ακριβώς δεν τελεσφόρησαν τα μέτρα των φεουδαρχών, που ήταν πάντα άψογοι στη συμπεριφορά τους. Σωστοί άρχοντες.

Μπορεί ο Σαίξπηρ στον «Έμπορο της Βενετίας» να ωρύεται μ’ εκείνον τον άθλιο Εβραίο, τον τοκογλύφο Σάιλοκ, αλλά ο Σαίξπηρ είναι ποιητής και η κοινωνία δυστυχώς ποτέ δεν πήρε στα σοβαρά τους ποιητές.

Ποια ήταν λοιπόν η κοινωνική ανάγκη που έκανε αναγκαίους τους σαράφηδες; Προσέξτε και θα καταλάβετε τη χρησιμότητα των Γούκων σ’ αυτόν τον κόσμο. Των Γούκων που προηγούνται ιστορικά των Κοσκωτάδων και ετοιμάζουν το δρόμο τους. "Οταν λοιπόν το χρήμα αρχίσει να περισσεύει σε μερικούς και να συσσωρεύεται στο ταμείο τους, είτε πρέπει να μοιραστεί στους φτωχούς, είτε να επενδυθεί σε άλλες παραγωγικές δουλειές, πράγμα προτιμότερο από τη φιλανθρωπία για το συνεπή κεφαλαιούχο. (Δίνει και στη γυναίκα του κατιτίς για τις φιλανθρωπίες, αλλά στα έξοδα της επιχείρησης).

Άλλοι, λοιπόν, επιχειρηματίες έχουν περίσσευμα χρημάτων κι άλλοι έλλειμμα εις ρευστόν, πράγμα που τους εμποδίζει να επεκτείνουν την επιχείρησή τους, ώστε να παραχθούν κι άλλα προϊόντα και να προκόψει η κοινωνία της αφθονίας, που θα προκύψει πολύ αργότερα.

Μπορώ λοιπόν να σου δώσω το περίσσευμά μου σε χρήμα για να κάνεις τη δουλειά σου, φυσικά με το αζημίωτο. Όμως, πού να σε βρω; Δεν μπορώ να βγω στο παζάρι κςμ να φωνάζω, ως να πωλούσα κρεμμυδάκια στη λαϊκή αγορά: εδώ το καλό

174

Page 172: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

και φτηνό χρήμα! Πάρε κόσμε χρήμα, χρήμα φρέσκο και λαχταριστό, σε τιμή ευκαιρίας.

Και ούτως πώς προέκυψε το επάγγελμα του σαράφη, του αξιοπρεπούς προπομπού του αξιοπρεπέστατου σημερινού τραπεζίτη, που ποτέ δεν κατάλαβα γιατί είναι αξιο­πρεπέστερος του σαράφη. Για να το πω αναφερόμενος σε γνωστά σε μας πρόσωπα, ποτέ δεν κατάλαβα γιατί ο Γούκος είναι αναξιοπρεπέστερος του Κοσκωτά, ή του όποιου άλλου τραπεζίτη που δεν έτυχε να συνεργαστεί με το ΠΑΣΟΚ.

Όπως ξέρουμε, το χρήμα είναι εμπόρευμα (το ιδανικό εμπόρευμα) και όπως όλα τα εμπορεύματα μπορείς να το αγοράσεις φτηνότερα και να το πουλήσεις ακριβό­τερα. Αυτό ακριβώς κάνει ο σαράφης, με προσωπική πρωτοβουλία. Δανείζεται από σένα φτηνά το χρήμα και το πουλάει στον άλλο ακριβά. Έμπορος, λοιπόν, είναι κι ο σαράφης, τόσο αξιοπρεπής ή αναξιοπρεπής όσο και κάθε άλλος έμπορος. Γιατί τότε τον κυνηγούσαν ίόσο άγρια και τον υποχρέωσαν τελικά να φορέσει παπιγιόν και να γίνει τραπεζίτης

Μα, διότι το χρήμα είναι εξαιρετικά «ελαστικό» εμπόρευμα, κι αν το 'χει στα χέρια του ένας άνθρωπος με ελαστική συνείδηση μπορεί να το κάνει... σφεντόνα και να σ’ το κοπανάει στο κεφάλι. Δηλαδή να κερδοσκοπεί μέχρι πλήρους εξοντώσεως του έχοναος την ανάγκη χρήματος. Μπορεί ο τοκογλύφος να σε κάνει να δουλεύεις μόνο και μόνο για να πληρώνεις τους τόκους. Τρομερό πράγμα η τοκογλυφία. Τρα­γικό.

Παρόλο λοιπόν που ο σαράφης έπαιξε έναν εξαιρετικά χρήσιμο κοινωνικό ρόλο, έτσι που φρόντιζε για τη διακίνηση του χρήματος στην αγορά κεφαλαίων, έπρεπε να μπει υπό κοινωνικόν έλεγχον, ώστε οι τόκοι να κυμαίνονται σε λογικά όρια. Κι έτσι το 1157 μ.Χ. στην κραταιά Βενετία, αυτή τη φοβερή και τρομερή ναυτική αυτοκρατορία, ιδρύεται η πρώτη τράπεζα με σύγχρονη έννοια. Είναι η γραμμένη με χρυσά γράμματα στην ιστορία του καπιταλισμού Τράπεζα της Βενετίας. Που όμως καταρρέει μαζί με την πτώση της Βενετίας το έτος 1797, οχτώ χρόνια μετά την έναρξη της Γαλλικής Επανάστασης. Δυο ολόκληρους αιώνες αργότερα ξεπροβάλλει η δεύτερη στον κόσμο τράπεζα, η Τράπεζα της Βαρκελώνης. Βλέπουμε λοιπόν, πως το σύγχρονο τραπεζικό σύστημα εμφανίζεται σε χώρες με θαλάσσιο εμπόριο. Ακόμα και στις μέρες μας οι καλύτεροι πελάτες των τραπεζιτών είναι οι εφοπλιστές. Πράγ­μα πολύ φυσικό για ένα τόσο ρευστό και επισφαλές εμπόριο, όπως το θαλάσσιο. Όμως, η πρώτη στ’ αλήθεια καπιταλιστική τράπεζα με εντελώς σύγχρονη έννοια εμφανίστηκε στη Στοκχόλμη το 1668. Τι το καινούριο έκανε η Τράπεζα της Στοκ­χόλμης και κέρδισε αυτόν τον επίζηλο τίτλο; Έκοψε ένα είδος τραπεζογραμματίων. Πιο σωστά, έδωσε την ιδέα για τη δημιουργία του τραπεζογραμματίου, λίγο αργό­τερα.

Τραπεζογραμμάτιο λέγεται το χαρτονόμισμα, προσοχή όχι τα μεταλλικά νομίσμα­τα, μόνο τα χαρτονομίσματα είναι τραπεζογραμμάτια. Χαρτί και να ’χει κάποια

175

Page 173: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

σοβαρή αξία, ήταν ακατανόητο μέχρι το 1668. Το τραπεζογραμμάτιο, λοιπόν, όπως λέίΐ και η λέξη, είναι ένα γραμμάτιο που εκδίδει η τράπεζα, δια του οποίου δηλώ­νεται πως κάτι κατάθεσες σ ' αυτήν, που η τράπεζα σ ' το χρωστάει και σου δίνει απόδειξη.

Επειδή τα πρωτόγονα τραπεζογραμμάτια, οι αποδείξεις, που εξέδιδε η Τράπεζα της Στοκχόλμης ανέγραφαν πόσο κατά τι μεγαλύτερο από την αξία του πράγματος, που είχες καταθέσεις στα ταμεία της, όλοι έσπευσαν να καταθέσουν τα τιμαλφή τους και να πάρουν τραπεζογραμμάτια, δηλαδή αποδείξεις. Τα οποία ύστερα από ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα τα εμφάνιζαν στην τράπεζα και έπαιρναν το πο­λύτιμο πράγμα τους, μαζί με τον τόκο, ή τα μεταβίβαζαν σε άλλους και αυτοί σε άλλους και αυτοί σε άλλους, σε μια αδιάκοπη κυκλοφορία.

Και, ω του θαύματος, το αρχικό τραπεζικό γραμμάτιο με κλειστή ημερομηνία λήξεως έγινε το σημερινό τραπεζογραμμάτιο, με ανύπαρκτη ημερομηνία λήξεως. Ξέρουμε, πάντως, πως και σήμερα κάτι σου χρωστάει η τράπεζα: Το αντίκρισμα του τραπεζογραμματίου εις ανύπαρκτον χρυσόν.

176

Page 174: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

35. ΚΥΝΗΓΩΝΤΑΣ ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΟΥ ΕΒΡΑΙΟΥ

Δεδομένου ότι οι τραπεζίτες είναι έμποροι που εμπορεύονται χρήμα, δεδομένου ακόμα ότι οι Εβραίοι είναι οι κατ’ εξοχήν έμποροι, ήταν φυσικό το ευρωπαϊκό σύστημα να περάσει εξαρχής στα χέρια των Εβραίων, όπου και παραμένει, προκα- λώντας την οργή των μη Εβραίων αστών και κυρίως των μικροαστών. Και οι μεν μη Εβραίοι αστοί έχουν σοβαρούς λόγους να μισούν τους Εβραίους τραπεζίτες, γιατί θα ’θελαν πολύ να βρίσκονται αυτοί στη θέση τους. Οι μικροαστοί όμως, που δεν έχουν καμιά ελπίδα να γίνουν τραπεζίτες; Αχ, οι μικροαστοί! Αν καταλάβαιναν οι μικροαστοί τι τους γίνεται, όλα θα πήγαιναν καλύτερα στον καπιταλιστικό κόσμο, όπου βέβαια κυριαρχούν οι μικροαστοί κι όχι οι αστοί. Οι μικροαστοί που λέτε, δεν μισούν τους Εβραίους τραπεζίτες γιατί βρίσκονται πολύ μακριά τους. Μισούν τους Εβραίους ψιλικατζήδες.

Και βέβαια το μικρομεσαίο μυαλουδάκι δεν φτάνει για να καταλάβουν οι μικρο- μεσαίοι πως οι Εβραίοι δεν έχουν άλλη επιλογή από το μικρό ή το μεγάλο εμπόριο, αδιαφόρως. Έτσι κυνηγημένοι και φιλοξενούμενοι, που νιώθουν στην κάθε χώρα όπου ζουν, δεν θα ήταν δυνατό να κερδίσουν τη ζωή τους με κάτι που προϋποθέτει μόνιμες εγκαταστάσεις. Αυτός ίναι ο λόγος που οι Εβραίοι αρνούνιαι τη βιομηχανία και στρέφονται στο εμπόριο. Γο εργοστάσιο δεν είναι δυνατό να το κουβαλήσεις μαζί σου, αν σε διώξουν από 'κει που έτυχε να ζεις.

Σήμερα, βέβαια τα πράγματα άλλαξαν. Ο θεσμός των Ανωνύμων Εταιρειών καθώς και οι πολυεθνικές κάνουν έτσι κι αλλιώς το κεφάλαιο ανώνυμο και υπερεθνικό. Κι αυτό βολεύει τους Εβραίους, που μπορούν πλέον να κρύβονται καλά μέσα στην ανωνυμία των Ανωνύμων Εταιρειών και να μπερδεύονται με τους μη Εβραίους μέσα στις πολυεθνικές.

Επειδή λοιπόν δεν είναι πια εύκολο να τους κυνηγήσουμε ως ανταγωνιστές, τους κυνηγάμε ως Εβραίους σκέτα, ως τα καθάρματα εκείνα «που σταύρωσαν τον Χρι­στό», οι αχρείοι. Το δικό τους Εβραίο Χριστό, πάντως. Όταν λοιπόν δεν μπορούμε να βαρέσουμε το γάιδαρο, βαράμε το σαμάρι. Και γάιδαρος επί του προκειμένου είναι ο καπιταλισμός. Αλλά πώς να το πεις για να καταλάβουν αυτοί οι μικρόνοες μικροαστοί, πως εκείνο που τους φταίει είναι ο καπιταλισμός και όχι οι Εβραίοι;

Πάντως, το μίσος κατά των Εβραίων είναι η πιο σαφής ένδειξη πως το μίσος κατά του καπιταλισμού λανθάνει σε όλους και κυρίως στους μικροαστούς. Πρέπει, λοι­πόν, κάποτε η ανθρωπότητα ν’ απαλλαγεί από τη μαζική σχιζοφρένεια του αντιση­

177

Page 175: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

μιτισμού. Κι αν δεν μάθει ν ’ αγαπάει σωσιά, τουλάχιστον ας μάθει να μισεί σωστά. Γιατί έτσι που στρέφουν οι δημαγωγοί τις εξαθλιωμένες μάζες κατά των Εβραίων εν γένει πετυχαίνουν να αποσπούν την προσοχή της μάζας από το πραγματικό πρόβλημα, που είναι η εκμετάλλευση και να μεταθέτουν την προσοχή στο φαντα­στικό πρόβλημα, που είναι οι «καταραμένοι Εβραίοι».

Και βέβαια κανείς δημαγωγός δεν λέει στη μάζα πως υπάρχουν και εξαθλιωμένοι Εβραίοι, πως υπάρχουν και σοφοί Εβραίοι, πως υπάρχουν και καλλιτέχνες Εβραίοι κι ότι ο ανθρώπινος πολιτισμός χρωστάει στους Εβραίους πάρα πολλά. Μπορεί να μην καταλαβαίνεις τίποτα από μαθηματικά, νιώθεις όμως καθημερινά τις συνέπειες της εξίσωσης που λέει ενέργεια ίσον μάζα επί την ταχύτητα του φωτός στο τετρά­γωνο του Εβραίου Αϊνστάιν. Κι αν αγαπάς το σινεμά βλέπεις στο πανί τις συνέπειες της κινηματογραφικής αισθητικής που θεμελίωσε ο Εβραίος Αϊζενστάιν. Κι αν είσαι μαρξιστής δεν μπορείς να παραγνωρίσεις το γεγονός πως ο Μαρξ ήταν Εβραίος.

Λίγος σεβασμός λοιπόν σ ’ αυτόν τον εκπληκτικό λαό, που μαζί με όλα τ ’ άλλα προσέφερε στην ανθρωπότητα και τον... καπιταλισμό, δεδομένου ότι οι Εβραίοι έπαιξαν και συνεχίζουν να παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο στην εμφάνιση και την εδραίωσή του.

Είναι τρελό να ’σαι φανατικός υπέρμαχος της «ελεύθερης οικονομίας» και ταυ­τόχρονα φανατικός εχθρός των ανθρώπων που έπαιξαν τον πρώτο ρόλο στην ελεύ­θερη οικονομία. Κι ας καταλάβουμε επιτέλους πως ο εβραϊσμός και ο σιωνισμός (ο εβραϊκός σωβινισμός), δεν είναι το ίδιο πράγμα. Έχουμε υποχρέωση να είμαστε αντισιωνισιές, ώστε να καταλάβουν κάποτε και οι εξ Εβραίων απαίδευτοι και ανόη­τοι πως δεν υπάρχουν σε τούτη τη γη «περιούσιοι λαοί» προορισμένοι να κυριαρ­χήσουν πάνω σ ’ όλους τους άλλους. Κι ότι υπάρχουν μόνο εκμεταλλευτές και εκ­μεταλλευόμενοι, πάνω, έξω και πέρα από ράτσες και φυλές. Δεν έχει λοιπόν κανένα νόημα να διώξουμε τους Εβραίους εκμεταλλευτές για να βάλουμε στη θέση τους μη Εβραίους, όπως το επεχείρησε ο Χίτλερ, που ωστόσο δεν τόλμησε να πει στη γερμανική μάζα καθαρά πως, σύμφωνα με τη λογική του ναζισμού, οι Εβραίοι έπρεπε να εξοντωθούν για να πάρουν την άδεια θέση τους αυτοί που ναι μεν δεν ήταν Εβραίοι, είχαν όμως τυπικά εβραϊκή εκμεταλλευτική νοοτροπία.

Εδώ που τα λέμε όμως, ο σιωνισμός, ο πιο καταστροφικός σωβινισμός που θα μπορούσε να υπάρξει, έπαιξε το ρόλο του στο να φάνε το κεφάλι τους οι Εβραίοι. Και θα τον παίξει και πάλι στο να το φάνε και τώρα με τις εβραΐκές-σωβινιστικές αθλιότητες που συμβαίνουν στα κατεχόμενα από το Ισραήλ αραβικά εδάφη. Αυτοί που ο Χίτλερ λιάνισε, τώρα εφαρμόζουν χιτλερικές μεθόδους για να υπάρξουν ως κράτος. Τι τραγωδία!

Πάντως, η κύρια μάζα των Εβραίων σήμερα δεν ζει στο Ισραήλ. Συνεχίζει να ζει στη διασπορά και κυρίως στις ΗΠΑ. Είναι γνωστός στους πάντες πως η Νέα Υόρκη είναι εβραϊκή πόλη σχεδόν εξ ολοκλήρου. Κι ότι αυτή η πόλη είναι η πρωτεύουσα

178

Page 176: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

των ανά τον κόσμο διασπαρμένων Εβραίων. Μια χώρα σαν τις ΗΠΑ που δημιουρ- γήθηκε από μετανάστες κάθε ράτσας, ήταν φυσικό να δεχτεί τους Εβραίους εύκολα, και να βρουν αυτοί εκεί το φυσικό τους καταφύγιο. Ευτυχώς πάντως για τους εξ Αμερικανών μικρόνοες μικροαστούς, που υπάρχουν στις ΗΠΑ οι Νέγροι για το ρόλο του αποδιοπομπαίου τράγου. Τον οποίο στην Ευρώπη τον παίζουν σιαθερά οι Εβραίοι. Κι έτσι γλίτωσαν οι Εβραίοι της Αμερικής από τη μανία του απαίδευτου όχλου, που δεν είναι σε θέση να καταλάβει ποιος και γιατί φταίει για την κακοδαι­μονία των φτωχών.

Άλλωστε, κανείς ποτέ δε γλίτωσε από την οικονομική κυριαρχία των Εβραίων στα πλαίσια του καπιταλισμού, θα ’λεγες πως ο καπιταλισμός κόπηκε και ράφτηκε στα μέτρα τους. Σήμερα μάλιστα ο περιπλανώμενος υπερεθνικός καπιταλισμός βρή­κε το τέλειο σύμβολό του στο μυθικό «περιπλανώμενο Ιουδαίο», εκείνον το μαγα­ζάτορα, που κατά τη Χριστιανική μυθολογία δεν επέτρεψε στο Χριστό να κάτσει λιγάκι να ξαποστάσει στο μαγαζάκι του, που βρισκόταν στο δρόμο για το Γολγοθά, με συνέπεια ο μυθικός Εβραίος να στήνει και να ξεσηκώνει το μαγαζί του μια εδώ και μια εκεί περιφερόμενος ανά τον κόσμο.

Έλα όμωςπου ο καπιταλισμός αποδείχτηκε πολύ κινητικός. Το κεφάλαιο πάει και εγκαθίσταται εκεί που θα βρει προσφορότερες συνθήκες για την παραπέρα αύ­ξησή του κι όχι εκεί που κυματίζει η γαλανόλευκή ή όποια άλλη σημαία. Δεν βλέπετε τι γίνεται με τις «σημαίες ευκαιρίας» των εφοπλιστών, που όλοι τους φέρο- νται σαν περιπλανώμενοι Ιουδαίοι; Μια λοιπόν είναι η σημαία του καπιταλισμού, η σημαία ευκαιρίας. Και όλα τ ’ άλλα τα εθνικοσωβινιστικά είναι για κατανάλωση από τους χαχόλους που καταναλώνουν τόσα περισσότερα σύμβολα, όσα λιγότερα είναι τα προϊόντα που τους επιτρέπουν οι οικονομικές τους δυνατότητες να κατανα­λώσουν.

Ε, τι να τους πω! θα τους πω φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο. Αυτή η παροιμία σας ταιριάζει γάντι, καταναλωτές συμβόλων με μηδέν θερμίδες. (Να ένας καλός τρόπος για αποτελεσματική δίαιτα: να τρως συμβολικά τα σύμβολα και να λες: αχ, τι ωραία που φάγαμε σήμερα.) Αλί και τρισαλί! Αν δεν υπήρχαν τόσοι πολλοί κουτοί σ ’ αυτόν τον κόσμο, ο καπιταλισμός θα είχε καταρρεύσει προ πολλού. Είναι όντως «τεράστια η κοινωνική σημασία τωνβλακώνεντω συγχρόνω κοινωνικόβίω», όπως λέει ο Ευάγγελος Λεμπέσης. Αν, π.χ. δεν κάναμε τους Εβραίους σύμβολο της εκμετάλλευσης, θα καταλαβαίναμε ευκολότερα πώς λειτουργεί ο εκμεταλλευτικός μηχανισμός υπό καπιταλιστικό καθεστώς.

Πάντως, τα σύμβολα δεν είναι παντελώς κενά λογικού περιεχομένου. Καθετί το μυθικό, άλλωστε, έχει μια ρεαλιστική αφετηρία. Έτσι και με τους Εβραίους: Πάρα πολλοί απ’ αυτούς είναι όντως εκμεταλλευτές, όχι πάντως γιατί είναι Εβραίοι, αλλά διότι όντας Εβραίοι ήταν πιο εύκολο γι’ αυτούς να γίνουν εκμεταλλευτές, δεδομένου ότι πιο εύκολα γίνεσαι έμπορος και στη συνέχεια τραπεζίτης, αν θέλεις να ελιχθείς

179

Page 177: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

στο περιθώριο της κυρίως ειπείν καπιταλιστικής οικονομίας κι όχι στην καρδιά της, που είναι πάντα η βιομηχανία. Αξίζει να σημειωθεί εδώ πως η ψυχολογία της μάζας αποδέχεται ανετότερα το βιομήχανο από τον έμπορο, γιατί όλοι γνωρίζουν κι ας μην το ’χουν απόλυτα συνειδητοποιήσει, πως ο βιομήχανος είναι παραγωγός, ενώ ο έμπορος και ο τραπεζίτης είναι παράσιτα. Χρήσιμα μεν, παράσιτα δε. Ζουν και υπάρχουν σε βάρος των παραγωγών που όσο εκμεταλλευτές και αν είναι, τουλάχι­στον, παράγουν τα χρήσιμα στην κοινωνία πράγματα.

Όμως, τα πράγματα άλλαξαν ριζικά τα τελευταία εκατό καπιταλιστικά χρόνια. Το κεφάλαιο που κυριαρχεί σήμερα δεν είναι το βιομηχανικό ή το τραπεζικό, αλλά το χρηματιστικό. Έτσι λέμε το κεφάλαιο που προέρχεται από ένωση του βιομηχανικού και του τραπεζικού (εμπορικού σε τελική ανάλυση, όπως ξέρουμε). Τα μακροπρό­θεσμα δάνεια που άρχισαν να δίνουν οι τράπεζες στους βιομήχανους από το τέλος του περασμένου αιώνα, είχαν σαν συνέπεια τον έλεγχο της βιομηχανίας από το τραπεζικό σύστημα, και την ουσιαστική συγχώνευσή τους.

Καμιά βιομηχανία δεν μπορεί πλέον να λειτουργήσει ανεξάρτητα από την τρα­πεζική πολιτική. Οι τράπεζες είναι αυτές που υπαγορεύουν πια την επενδυτική πο­λιτική στις βιομηχανίες, με συνέπεια η «ελεύθερη αγορά» να είναι τώρα ολικά εξαρτημένη. Δεν μιλάμε για τις περιπτώσεις που οι ίδιες οι τράπεζες επεκτείνουν παράνομα τις δράστηριότητές τους και στη βιομηχανία, μιλάμε μόνο για την καθ’ όλα νόμιμη μακρόχρονη χρηματοδότηση των βιομηχανιών από τις τράπεζες. Που ακριβώς γιατί είναι μακρόχρονη πρέπει να προσαρμοστεί στο επενδυτικό πλάνο που θα προτείνει η τράπεζα προκειμένου να δώσει το δάνειο που δεν έχει άλλο τρόπο να το εξασφαλίσει, πέρα από τον άμεσο έλεγχο της βιομηχανικής επένδυσης απ’ αυτήν.

Οι βιομηχάνοι, οι άνθρωποι που δημιούργησαν τον καπιταλισμό, σήμερα βρίσκο­νται σαφέστατα σε μειονεκτική θέση, σε σχέση με την προνομιακή θέση στην οποία βρίσκονται σας μέρες μας οι τραπεζίτες. Και για να λύσουν το πρόβλημά τους οι βιομήχανοι αγοράζουν τραπεζικές μετοχές, με συνέπεια να εξαφανιστούν εντελώς τα όρια ανάμεσα στο βιομηχανικό και το τραπεζικό κεφάλαιο και να προ κύψει μια νέα μορφή κεφαλαίου, το χρηματιστικό. Που λέγεται έτσι γιατί το σημείο συνάντησης του βιομηχανικού και του τραπεζικού κεφαλαίου είναι το Χρηματιστήριο, ο μητρο- πολιτικός ναός του καπιταλισμού στο ιμπεριαλιστικό στάδιο της ανάπτυξής του.

θ α δούμε άλλη φορά τι είναι και πώς λειτουργεί το Χρηματιστήριο. Σήμερα, για να φανεί καλύτερα ότι το τραπεζικό κεφάλαιο είναι ένα υπερκινητικό εμπορικό κεφάλαιο και συνεπώς πως το εμπόριο είναι αυτό που ελέγχει την παραγωγή και όχι η παραγωγή το εμπόριο, όπως γινόταν παλιότερα στον παραδοσιακό καπιταλισμό, θα παρακολουθήσουμε εν συντομία την τυπικά εβραϊκή ιστορία μιας παλιάς οικο­γένειας Γερμανοεβραίων εμπόρων, των Ρότσιλντ, που μετεξελίχτηκαν στους μεγα­λύτερους τραπεζίτες από υπάρξεως τραπεζικού συστήματος. Ο ιδρυτής της δυνα­

180

Page 178: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

στείας Μάγιερ Άνσελμ Ρότσιλνι (1743-1812) ιδρύει πρώτα στη Φραγκφούρτη μια μικρή τράπεζα Ο δεύτερος της δυναστείας, που είχε το ίδιο όνομα με τον ιδρυτή της Μάγιερ Άνσελμ Ρότσιλντ (1773-1855), ένας από τους πέντε γιους του προηγου­μένου, κυριαρχεί απολύτως στην τραπεζική αγορά της Φραγκφούρτης, που συνεχίζει να είναι και σήμερα το υπ’ αριθμόν ένα ευρωπαϊκό τραπεζικό κέντρο.

Ωστόσο, η Τράπεζα των Ρότσιλντ στη Φραγκφούρτη κλείνει το 1901. Ό χι όμως και η Τράπεζα των Ρότσιλντ στη Βιέννη, που την ιδρύει ένας άλλος γόνος της οικογένειας Ρότσιλντ, ο Σολομών, που μεταφέρει τα κεφάλαια από τη Φραγκφούρτη στη Βιέννη. Ένας ακόμα Ρότσιλντ, ο Ναθαναήλ Μάγιερ (1777-1836), που είναι και ο διασημότερος όλων, μεταφέρει κεφάλαια στο Λονδίνο κατά την περίοδο των να- πολεοντείων πολέμων. Ο επόμενος Ρότσιλντ, ο Κάρολος, επεκτείνει τις τραπεζικές δραστηριότητες στην Ιταλία και ιδρύει την Τράπεζα της Νάπολι. Και τέλος, ο Ιάκωβος Ρότσιλντ (17^2-1868) ιδρύει την Τράπεζα Ρότσιλντ στο Παρίσι, τη διαση- μότερη όλων, και την πλουσιότερη όλων των τραπεζών σ ’ ολόκληρη την ιστορία του τραπεζικού συστήματος. Καμιά δυναστεία, κανενός βασιλιά ή αυτοκράτορα, δεν ήταν ποτέ τόσο ισχυρή όσο η δυναστεία των Ρότσιλντ, που συνεχίζει να υπάρχει και να δρα. ·

Το ενδιαφέρον στην παρακάνω ιστορία είναι η υπερεθνική ευκινησία των κεφα­λαίων της οικογενείας Ρότσιλντ. Τούτοι οι Εβραίοι ήταν που υπέδειξαν το δρόμο στις πολυεθνικές, οι οποίες καταργούν τα οικονομικά σύνορα των εθνών και επιβάλ­λουν παντού το δικό τους υπερεθνικό οικονομικό καθεστώς.

181

Page 179: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

36. Η ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΓΚΙΣΕ

Υπάρχουν δυο γενικές κατηγορίες τραπεζών: οι εκδοτικές και οι εμπορικές τράπεζες. Εκδοτικές είναι αυτές που εκδίδουν το νόμισμα και μεριμνούν για τη φερεγγυότητα και την αξιοπιστία του τραπεζογραμματίου (χαρτονομίσματος). Και εμπορικές εκεί­νες που εξυπηρετούν ποικιλοτρόπως τους ιδιώτες. Οι εκδοτικές τράπεζες, αυτές που εκδίδουν το νόμισμα δηλαδή, δεν είναι κατ’ ανάγκη κρατικές. Η δική μας π.χ. εκδοτική τράπεζα, η Τράπεζα της Ελλάδος είναι κατά το ήμισυ κρατική, αν και το κράτος έχει τη γενική διοικητική εποπτεία. Δεδομένου όμως ότι η Τράπεζα της Ελλάδος εποπτεύει τις εμπορικές τράπεζες, το κράτος ασκεί έτσι έμμεσα και μια εποπτεία στις εμπορικές τράπεζες. Τα πράγματα ωστόσο είναι τόσο μπερδεμένα όσον αφορά τη σχέση του κράτους με τις τράπεζες εν γένει, τόσο τις εμπορικές όσο και τις εκδοτικές, που είναι αδύνατο να βγάλεις άκρη αν δεν είσαι ειδικός στην τραπε­ζική νομοθεσία Μύλος, πλήρης σύγχυση, όσον αφορά τις έννοιες «ιδιωτικό» και «δημόσιο» εντός των τραπεζών. Κι αυτή ακριβώς η σύγχυση δηλώνει πως ο καπι­ταλισμός δεν έχει και τόση εμπιστοσύνη στους ιδιώτες, όση τουλάχιστον διακηρύσ­σει πως έχει. Ύστερα, μάλιστα, απ’ το φιάσκο της Εμπορικής (του Ανδρεάδη) παλιότερα και το μέγα σκάνδαλο της Τράπεζας Κρήτης (του Κοσκωτά) πρόσφατα, είναι αμφίβολο αν μπορούμε πλέον να κάνουμε λόγο για ελεύθερη τραπεζική οικο­νομία, που ελέγχει την ελεύθερη καπιταλιστική αγορά σε μας εδώ.

Λέγαμε πως οι εκδοτικές τράπεζες (η Τράπεζα της Ελλάδος σε μας) είναι κι αυτές ιδιωτικές τουλάχιστον κατά ένα σημαντικό ποσοστό. Όμως, από πού βγάζουν το κέρδος τους αυτές οι τράπεζες αφού δεν έχουν το δικαίωμα να κάνουν εμπορικές δουλειές; (Θα δούμε παρακάτω ποιες είναι αυτές).

Ακούστε, θαυμάστε κι αν δεν σας σηκωθεί η τρίχα μην προσπαθήστε να τη σηκώσετε με λακ. Που λέτε, οι εκδοτικές τράπεζες (αυτές που έχουν στη διάθεσή τους το νομισματοκοπείο) εκδίδουν δυο ειδών νομίσματα: Τα μεταλλικά, που και τώρα έχουν μια πραγματική αξία ίση με. το μέταλλο που περιέχει το κάθε νόμισμα, και τα χαρτονομίσματα (τραπεζογραμμάτια), που έχουν μια αξία ίση με μια ορισμένη ποσότητα χρυσού που τον φυλάει η τράπεζα στα θησαυροφυλάκιά της, η ίση με μια ορισμένη ποσότητα σκληρού νομίσματος, που αντικαθιστά το χρυσό.

Όμως, προσέξτε την πονηριά: Καμιά εκδοτική τράπεζα στον κόσμο δεν είναι υποχρεωμένη να καλύπτει ολόκληρο το χαρτονόμισμα αλλά μόνο το 50%. Δηλαδή, απ’ το χιλιάρικο που κρατάω στα χέρια μου, μόνο οι πεντακόσιες δραχμές πρέπει να έχουν αντίκρισμα (εγγύηση, θα λέγαμε) σε χρυσό ή σκληρό νόμισμα Αυτό

182

Page 180: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

σημαίνει πως, απ’ το χιλιάρικό μου, δεσμευμένο εις χρυσόν στα υπόγεια της εκδο­τικής τράπεζες είναι μόνο το μισό. Το άλλο μισό, που δεν έχει αντίκρισμα, είναι κάτι σαν δώρο προς την τράπεζα που το κυκλοφορεί, που το επενδύει, και το ρημάζει εν πλήρει ελευθερία. Άσε που συχνά ούτε το μισό χιλιάρικό μου δεν έχει αντίκρισμα. Αλλά σ ’ αυτή την περίπτωση αρχίζει η κατρακύλα του πληθωρισμού και του κραχ.

Όταν λοιπόν τα πράγματα στενέψουν, το κράτος αρχίζει να κόβει νόμισμα με τον τόνο, χωρίς να δίνει πεντάρα αν υπάρχει ή δεν υπάρχει αντίκρισμα σε χρυσό ή σε ξένο σκληρό νόμισμα, που κατά κάποιον τρόπο ενεργούν σαν βαρίδια που κρατούν τη δραχμή σε ορισμένο ύψος, και δεν της επιτρέπουν να κάνει βολ-πλανέ στον ουρανό της άστατης οικονομίας. Όταν η εκδοτική τράπεζα δεν διαθέτει αντίκρισμα και ωστόσο το κράτος την υποχρεώνει να κυκλοφορεί τα χωρίς αντίκρισμα τραπε­ζογραμμάτιά της (με τα μεταλλικά νομίσματα δεν μπαίνει πρόβλημα), τότε μιλούμε για αναγκαστική κυκλοφορία του χρήματος.

Δηλαδή για υποχρεωτική κυκλοφορία χρήματος, χωρίς αντίκρισμα, βάσει του γνωστού «αποφασίζομεν και διατάσσομεν». Ναι αλλά κανένας δικτάτορας δεν τα κατάφερε να επαναλαμβάνει για πολύ: Αυτό είναι το χαρτονόμισμα, κύριοι, σας διατάσσω να το-θεωρείτε έγκυρο. Και μη ρωτάται αν έχει ή δεν έχει αντίκρισμα, δηλαδή βαρίδια που να το κρατούν στη θέση του. Δεν περνούν οι διαταγές διότι το χαρτονόμισμα που δεν έχει αντίβαρο στα υπόγεια της τράπεζας κάνει ό,τι θέλει, και συνήθως αυτό που θέλει είναι να αυτοκαταργείται ως νόμισμα και να γίνεται κου­ρελόχαρτο, σαν αυτό της Κατοχής, τότε που για να αγοράσεις ένα κιλό πατάτες σου χρειάζονταν δυο κιλά χαρτονομίσματα.

Μια μορφή πληθωρισμού (υπάρχουν κι άλλες) είναι αυτή που δημιουργεί η πλη­θώρα ακάλυπτων χαρτονομισμάτων, όταν το νομισματοκοπείο κόβει και κόβει αρά­δα, μέχρι να εκφωνηθεί τελικά εκείνο το φοβερό τρικούπειο «κύριοι, δυστυχώς απωχεύσαμεν», που το είπε ο Τρικούπης με σπαραγμό καρδιάς εντός της Βουλής, το 1893. Και σαν να μην έφτανε αυτό, τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1897 η ήδη πτωχευμένη ψωροκώσταινα κηρύσσει τον πόλεμο κατά των Τούρκων, και βέβαια την τρώει στ’ αυτιά.

Οι ιστορικοί αποκαλούν αυτόν το βλακώδη πόλεμο «ατυχή». Δηλαδή, τον χάσαμε γιατί δεν μας βοήθησε... η τύχη, κι όχι διότι τον κηρύξαμε, ως γνήσιοι Έλληνες, μέσα στην απελπισία του πτωχεύσαντος ελληνικού κράτους, μπας κι αρπάξουμε τί­ποτα απ' την τουρκική, ακόμα, τότε, Θεσσαλία και ορθοποδήσουμε. Αλλά αυτό που τελικά αρπάξαμε, εκτός απ’ την ντροπή, ήταν ο περίφημος και εφιαλτικός διεθνής οικονομικός έλεγχος (ΔΟΕ). Θυμάστε που μέχρι κάμποσα χρόνια μετά τη λήξη του Β' Παγκόσμιου Πολέμου τα πυρεία του ελληνικού μονοπωλίου έγραφαν πάνω ΔΟΕ; Ξέρετε τι ήταν αυτό το ΔΟΕ; Ήταν το σημάδι των φορατζήδων-εκπροσώπων των διεθνών τραπεζών στις οποίες χρωστούσαμε, και προς τις οποίες απευθυνόταν το «δυστυχώς επτωχεύσαμεν» (δηλαδή δεν σας πληρώνουμε γιατί φαλιρίσαμε).

183

Page 181: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

Δεν μας πληρώνετε; Τι θα πει δεν μας πληρώνετε; Έρχονται λοιπόν οι ξένοι στην Ελλάδα και εισπράττουν τα χρέη με φόρο που βάζουν απευθείας οι ξένες τράπεζες στα ελληνικά προϊόντα. Ήταν ο εφιαλτικός ΔΟΕ. Ε, λοιπόν, πατριώτες, εντός ο­λίγου να περιμένετε κανένα νέο «δυστυχώς επτωχεύσαμεν». Και κανέναν καινούργιο ΔΟΕ, που θα μας το κάτσουν στο σβέρκο για καμιά πενηνταριά χρόνια, όπως και τον άλλο.

Αυτά, λοιπόν, τα τρομερά προβλήματα τα δημιουργεί το πληθωριστικό χρήμα. Κι ωστόσο, το νομισματοκοπείο το εμπιστευόμαστε, ως ένα σημαντικό βαθμό, σε ιδιώ­τες. Σε ποιους; Δεν ξέρω, ψάξτε να τους βρείτε στα βόρεια προάστια...

Εκτός απ’ το να κόβει νόμισμα, η εκδοτική Τράπεζα της Ελλάδος είναι και ο επίσημος τραπεζίτης του κράτους. Όλες οι συναλλαγές του κράτους, είτε εντός είτε εκτός της χώρας γίνονται μέσω της Τραπέζης της Ελλάδος. Σ’ αυτές τις αρμοδιό­τητες προσθέστε και τον έλεγχο που ασκεί η Τράπεζα της Ελλάδος στις εμπορικές ως προϊσταμένη Αρχή και βγάλτε τα συμπεράσματά σας για το κοσκωτικό χάλι. Και να σκεφτεί κανείς, πως η εκδοτική Τράπεζα της Ελλάδος δημιουργήθηκε μόλις το 1928 ως θυγατρική εταιρεία της Εθνικής Τράπεζας που είναι εμπορική τράπεζα (δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση με την Εμπορική Τράπεζα, γιατί αφενός εδώ πρόκειται περί τίτλου και αφετέρου διότι όλες οι μη εκδοτικές τράπεζες είναι εμπορικές). Μέχρι τότε το προνόμιο έκδοσης νομισμάτων το είχε η Εθνική Τράπεζα, δηλαδή μια ιδιωτική τράπεζα που ιδρύθηκε το 1841, απ’ τον Γιαννιώτη επιχειρηματία Γεώρ­γιο Σταύρου.

Σημειώστε πως το 1928, που γίνονται οι μανούβρες για τη δημιουργία της Τρά­πεζας της Ελλάδος, διοικητής της Εθνικής Τράπεζας ήταν ο Ιωάννης Δροσόπουλος, που ποτέ δεν κατάλαβα γιατί οι χρυσοκάνθαροι έδωσαν τ’ όνομά του σ ’ ένα μεγάλο δρόμο της Αβήνας...

Είπαμε ήδη πως οι τράπεζες χωρίζονται σε δυο γενικές κατηγορίες, τις εκδοτικές και τις εμπορικές, και χρησιμοποιήσαμε σαν... μοντέλο (!) εκδοτικής τράπεζας τη δική μας, Τράπεζα της Ελλάδος. Οι εμπορικές, τώρα, τράπεζες, χωρίζονται σε πολ­λές κατηγορίες, ανάλογα με την ειδίκευση της καθεμιάς. Ας δούμε μερικές απ' αυτές.

Οι τράπεζες εμπορικής πίστεως ασχολούνται με καθετί που έχει σχέση με τους εμπόρους και τους συναλλασσομένο·>ς εν γένει χωρίς ωστόσο να περιφρονούν και τους πάσης φύσεως καταθέτες που δεν έχουν σχέση με το εμπόριο. Τέτοιες τράπεζες είναι σε μας εδώ μεταξύ άλλων η Εμπορική, η Εθνική και η Πίστεως. Και η Τράπεζα Κρήτης, βεβαίως, βεβαιότατα.

Οι τράπεζες κτηματικής πίστεως συνήθως χορηγούν μακροπρόθεσμα δάνεια σε νομικά πρόσωπα και όχι σε ιδιώτες, έναντι εγγυήσεων σε ακίνητα, εξ ου και ο χαρακτηρισμός τους σαν κτηματικές. Δέχονται επίσης μακροπρόθεσμες καταθέσεις, θα λέγαμε γενικότερα πως ασχολούνται με χοντρές δουλειές, όπως η δική μας Κτηματική Τράπεζα που έκανε χοντρές δουλειές στην Αμερική.

184

Page 182: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

Οι τράπεζες γεωργικής, ναυτικής και βιομηχανικής πίστεως φροντίζουν κυρίως αυτούς τους οποίους αναφέρεται ο τίτλος τους. Δηλαδή είναι τράπεζες εξειδικευμένες σ ’ έναν ορισμένο οικονομικό τομέα.

Σε όλες τις εμπορικές τράπεζες, η πίστις είναι αναγκαία προϋπόθεση. Λέγεται δε πίστις τόσο η εμπιστοσύνη που οφείλει να έχει η τράπεζα προς τους συναλλασσο- μένους μ’ αυτήν, όσο και η εμπιστοσύνη που οφείλουν να έχουν οι συναλλασσό­μενοι προς την τράπεζά τους. Μ’ άλλα λόγια, πίστις είναι η αμοιβαία εμπιστοσύνη. Τώρα, αν έχεις κουμπάρο το διευθυντή της τράπεζας, η εμπιστοσύνη της τράπεζας προς εσένα μεγαλώνει αυτομάτως... Ομοίως αν δούλεψες φιλότιμα για τη σταυρο- δοσία του βουλευτή της περιφερείας σου... Οι τράπεζες, όμως, φέρονται άψογα στους καταθέτες. Ακόμα και τους πολύ μικρούς. Διότι στις τράπεζες ισχύει απόλυτα η παροιμία που λέει: μάζευε κι ας είν' και ρόγες! Ή η άλλη που λέει: φασούλι το φασούλι γεμίζει το baκoύλt. Και πόσο εύκολα γεμίζουν τα σακούλια χάρη σε μας τους μικροκαταθέτες, δεν λέγεται.

Μια εμπορική τράπεζα κάνει τις παρακάτω εργασίες:1) Εργασίες πίστεως. Τουτέσπν εργασίες που στηρίζονται σχεδόν αποκλειστικά

στην καλή-πίστη, όπως η προεξόφληση γραμματίων.2) Δίνει δάνεια με ενέχυρο κινητές αξίες (μετοχές κτλ.), εμπορεύματα και πολύτιμα

μέταλλα. (Προσοχή, ο τενεκές δεν είναι πολύτιμο μέταλλο). Το δάνειο αυτό κυμαί­νεται από 50 μέχρι 90% της αξίας του ενεχύρου, ανάλογα με τα κέφια του διευθυντή και τη σταθερότητα του ενεχύρου.

3) Ανοίγει πιστώσεις με προσωπική εγγύηση ή με εγγύηση ενός τρίτου φερέγγυου προσώπου. (Άντε να βρεις φερέγγυα πρόσωπα στην Ελλάδα!)

4) Δέχεται καταθέσεις από οποιονδήποτε έχει χρήματα για κατάθεση, πολλά ή λίγα αδιακρίτως.

Υπάρχουν πέντε ειδών καταθέσεις: α) Όψεως. Είναι αυτές των τρεχσυσών συ­ναλλαγών των συναλλασσόμενων που τις παίρνεις όποτε θέλεις, και γι’ αυτό η τράπεζα δεν σου δίνει τόκο. Αντίθετα σου κρατάει κατιτίς για τις προσφερόμε- νες υπηρεσίες, β) Με προειδοποίηση. Είναι καταθέσεις που μπορείς να τις πάρεις μόνο στο χρόνο στον οποίο έχεις συμφωνήσει μαζί της. γ) Επί προθεσμία. Τα χρήματά σου μπορείς να τα πάρεις μόνο όταν περάσει η προθεσμία που συμφώνησες με την τράπεζα. Δ) Διαρκείς. Είναι οι καταθέσεις που έχουν πάντα εγγυημένο υπό­λοιπο, όπου δηλαδή δεν μπορείς να μηδενίσεις το λογαριασμό σου. Συνήθως η κάνουν νομικά πρόσωπα, που έχουν κατ’ ανάγκην συνεχείς ανοιχτούς λογαρια­σμούς. Και ε) Ταμιευτηρίου. Είναι ο κουμπαράς του μεροκαματιάρη, που λογαριάζει ν ’ αγοράσει δυάρι με λουτροκαμπινέ, χολ και προχολ, πεντέξι χρόνια πριν απ’ το θάνατό του. Το μόνο που ξέρουν από τράπεζες οι περισσότεροι είναι το ταμιευτήριο, που δεν πρέπει να συγχέεται με το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, που είναι κάτι ανά­λογο, ωστόσο.

185

Page 183: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

5) Οικονομικές εργασίες, όπως είναι η αγοραπωλησία κινητών αξιών για λογα­ριασμό του πελάτη, κτλ.

5) Μίσθωση υπηρεσιών, όπως είναι η ανάθεση της είσπραξης των γραμματίων, του μερίσματος, των μετοχών κτλ., καθώς και η ενοικίαση χρηματοκιβωτίων, εντός της τράπεζας γνωστών και με το λόγιο όνομά τους ως θυρίδες. Αυτά με τις τράπεζες —και καλές δουλειές.

Page 184: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

37. 01 ΑΝΩΝΥΜΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ ΜΑΣ ΠΕΡΙΦΡ0Ν0ΥΝ....

Εταιρεία σημαίνει συντροφιά, παρέα. Συνεπώς, εταίρος είναι ο σύντροφος. Και ε­ταίρα η ερωτική σύντροφος. Που δεν ξέρω πότε και γιατί έγινε πόρνη, ενώ δεν είναι παρά ερωτική σύντροφος επ’ αμοιβή. Όπως, άλλωστε, και η σύζυγος στις περισ­σότερες των περιπτώσεων. Που όταν την ταΐζουμε, την ποτίζουμε και δεν της επι­τρέπουμε να δουλέψει, νομίζουμε πως αποχτούμί το δικαιώμα να της φερόμαστε ως να ήταν ιδιωτικής χρήσεως πόρνη μακράς διαρκείας. Σήκω, κάτσε, φέρε μου νερό, άνοιξε τα πόδια σου, γύρνα στο πλάι, γύρνα μπρούμυτα κι ένα σωρό άλλες τέτοιες εντολές που ούτε στα μπορντέλα δεν μπορείς να τις ακούσεις. Άλλωστε, το λέει και η φαλλοκρατική παροιμία: «Με τον παρά μου. και την κυρά μου». Που σημαίνει, αφού ταίζω τη ν κυρά μου, δεν υπάρχει λόγος να ταίζω και την πόρνη. Εκτός κι αν χρειάζομαι ποικιλία στο φαί, οπότε πάω στο εστιατόριο που λέγεται μπορντέλο, αν και εκεί πολύ σπάνια σερβίρουν πλέον σπεσπιαλιτέ. Κατάντησαν κι αυτά σκέτα φαστ-φουντ.

Τρώτε, λοιπόν, σπιτίσιο φαί, έστω κι αν η μαγείρισσά σας δεν έχει «κορντόν μπλε». Τουλάχιστον, ξέρει να κάνει καλή φασολάδα. Και με αγνά υλικά. Με τη συνταγή της γιαγιάς, της εταίρας του παππού. Δηλαδή της συνεταίρος του στοί παραδοσιακό συνεταιρισμό που λέγεται οικογένεια.

Σήμερα, τα πράγματα μπερδεύτηκαν και η οικογένεια δεν είναι ούτε ακριβώς συνεταιρισμός, όπως ήταν τότε που διατηρούσε ακόμα τη ρίζα της οικονομικής καταγωγής της. Ολοένα και περισσότερο, περιορίζεται σ ’ έναν μόνο απ’ τους πα­λιούς της ρόλους, που είναι η νόμιμη αναπαραγωγή του ανθρώπινου είδους λες και τη νομιμότητα περίμενε το ανθρώπινο είδος για να μην εξαφανιστεί.

Στην πραγματικότητα, υπάρχει όντως η έννοια της νομιμότητας στη νόμιμη οι­κογένεια. Αλλά αφορά μόνο τη νόμιμη κληρονομιά, της νόμιμης περιουσίας (και της παράνομης, το ίδιο κάνει) του νόμιμου πατέρα, που είναι νομοταγής πολίτης ευνοού­μενης χώρας, όπως π.χ. η Ελλάδα του Κοσκωτά. Εν πάση περιπτώσει, οι δυο σύζυγοι πρέπει να είναι ομόρρυθμοι και όχι ετερόρρυθμοι εταίροι στην οικογενειακή εται­ρεία. θα δούμε άλλη φορά τις ακριβώς σημαίνει αυτό. Σήμερα, περιοριζόμαστε να πούμε πως, αν η ετερόρρυθμη σημερινή οικογένεια γίνει στο μέλλον ανώνυμη εται­ρεία, αντίο οικογένεια.

Ο εταίρος, ετυμολογικά, κατάγεται απ’ το έταρος (θηλυκό ετάρη), και στην ομη­ρική γλώσσα έτης. Η ρίζα της λέξης χάνεται μέσα στην παγκόσμια ιστορία των

187

Page 185: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

γλωσσών και θα βρούμε λέξεις του ίδιου γραμματικού τύπου ακόμα και στα ιαπω­νικά. Σ ’ όλες τις περιπτώσεις πάντως, η έννοια της λέξης εταίρος ήταν αρχικά ξένος, και αργότερα φιλοξενούμενος. Αν έτσι έχουν τα πράγματα, και οι γλωσσολόγοι μας βεβαιώνουν πως όντως έχουν έτσι, τότε η εταιρεία είναι κάτι σαν ξενοδοχείο. 'Αλλωστε, στην αρχαία Ελλάδα υπήρχε κι ένας Ζευς Εταιρείος, που λέγεται αλλιώς και Ξένιος. Ενώ το ρήμα εταιρίζω σημαίνει εκλέγω κάποιον για σύντροφό μου. Συνεπώς, η σύντροφος της ζωής μου είναι η εταίρα μου. Και η συνεταίρο μου, στην περίπτωση που υπάρχουν στην οικογένεια κι άλλοι εταίροι, όπως π.χ. τα παιδιά που δούλευαν κι αυτά στο αγροτικό ή βιοτεχνικό νοικοκυριό, πριν αυτό πάρει τη μορφή της ανωνύμου εταιρείας που λέγαμε, θα δούμε άλλη φορά τι ακριβώς σημαίνει αυτή η εκπληκτική εφεύρεση του καπιταλισμού. Γιατί απ’ όλες τις εταιρείες μόνο η ανώνυμη εταιρεία είναι καπιταλιστική εφεύρεση. Όλες οι άλλες μορφές εταιρείας είναι από παλιές έως πανάρχαιες.

Πρώτη φορά γίνεται λόγος για εταιρεία στον περίφημο βαβυλωνιακό Κώδικα του Χαμουραμπί. Όπου ως εταίροι ορίζονται οι κληρονόμοι της πατρικής περιουσίας, καθώς και οι δυο, μόνο δυο άνθρωποι, που θα ήθελαν να κάνουν μαζί την ίδια δουλειά εφαρμόζοντας στην πράξη το σοφό ρητό που λέει « εν τη ενώσει η ισχύς». Πράγ­ματι, αν και μάλλον δεν υπήρχε αυτό το ρητό την εποχή του Χαμουραμπί, όλα σας εταιρείες άρχισαν με βάση την ατσαλένια λογική του. Αλλά, όπως είναι φυσικό, ο αρχαίος νομοθέτης θα νοιαστεί πρώτα για τους κληρονόμους, που πρέπει να διαχει­ριστούν συνεταιρικά την εξ αδιαιρέτου (αυτήν που δεν διαιρείται) πατρική· κληρο­νομιά, προκειμένου να μη σφαγούν, καλή ώρα όπως σε μας εδώ, που ούτε τον Κώδικα του Χαμουραμπί δεν μπορούμε να εφαρμόσουμε με επάρκεια, πόσο μάλλον τους νόμους που διέπουν τη λειτουργία των εταιρειών, και, εντελώς ιδιαίτερα, των ανω­νύμων εταιρειών, όπου γίνεται της εταίρας!

Σ’ έναν από τους εκπληκτικούς προγονικούς μύθους του Αισώπου, το λιοντάρι φτιάχνει εταιρεία μαζί με άλλα αδύνατα ζωά, με την υπόσχεση πως θα τα προστα­τεύσει, αφού είναι ο βασιλιάς των ζώων. Όμως ο ιδρυτής της λεόντειας εταιρείας δεν ήθελε συνεταίρους, φαί πρόχειρο και βολικό ήθελε. Κι έτσι, μόλις έφτιαξε τη εταιρεία, τη διέλυσε με τρόπο πολύ ριζικό: Έφαγε τους συνεταίρους, κι έκανε μιαν άλλη εταιρεία με την αλεπού. Τα κέρδη τα έβγαζαν στην Ελβετία της εποχής, αλλά μέχρι τις μέρες μας δεν προέκυψε κανένα συγκεκριμένο στοιχείο, που να δείχνει πως η αλεπού και το λιοντάρι ήταν όντως συνεταίροι, παρότι απ' την ανάγνωση του Αισώπου συνάγεται το αντίθετο.

Αλλά ποιος διαβάζει Αίσωπο στην εποχή μας; Πάρε καλύτερα κανένα «Αρλεκιν», για να αυξηθούν κατά 1,5% τα κέρδη της Λεόντειας Εταιρείας, στην οποία σε στρί- μωξαν, χάχα που παριστάνεις και τον πονηρό. Α, να μου χαθείς. Τον Αίσωπο γιατί τον κληρονομήσαμε απ’ τους ενδόξους ημών προγόνους βρε ηλίθιε; Ή μπας και νομίζεις πως η δόξα είναι επιταγή χωρίς αντίκρισμα; Τέτοια λέγε, και θα δεις τις

Page 186: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

έχεις να πάθεις στη Λεόντειο Εταιρεία που μας ετοιμάζουν οι εταίροι μας, στην ΕΟΚ. Καλά να πάθεις. Μια ζωή «Αρλεκιν» και δέκα χρόνια «Αυριανή» και περί- μενες καλύτερη τύχη; Γκαρσόνι και πολύ σου πάει.

Λοιπόν κάθε μορφή εταιρείας προέκυψε απ’ τη μητρική Αστική Εταιρεία. Έτσι λέμε και σήμερα την καταγόμενη απ’ το ρωμαϊκό δίκαιο εταιρεία, που είναι μια πολύ παράξενη και πολύ... σοσιαλιστική εταιρεία. Και να γιατί.

Στην Αστική Εταιρεία που μπορεί να συσταθεί για οποιονδήποτε λόγο, εμπορικό ή μη, οι εταίροι είναι κατ’ ίσον μερίδιο ατομικοί ιδιοκτήτες του κάθε περιουσιακού στοιχείου της εταιρείας και δικαιούνται ίσο μοιράδι κερδών απ’ τις δραστηριότητες της, αν υπάρχουν και αν είναι κερδοφόρες, πράγμα που δεν είναι αναγκαίο προκει- μένου για Αστική Εταιρεία. Όμως, τα προσωπικά κέρδη που αποκτά κανείς εκμε­ταλλευόμενος τα κέρδη που αποκόμισε απ’ την Αστική Εταιρεία υποχρεούται τα καταθέσει στο ταμείο της εταρείας και όχι να τα επενδύσει σε δική του δουλειά ή να τα φάει.

Με άλλα λόγια, αν η Αστική Εταιρεία, έχει κέρδη, αν και εταίρος, εσύ τελικά δεν έχεις. Αν πάλι έχεις ζημιές, θα πληρώσεις τη ζημιά κατά το αναλογούν μερίδιο, που είναι ίσο με τσύψος της ζημιάς διαιρούμενο με τον αριθμό των εταίρων. Παλαβά πράγματα, θα μου πείτε, ναι, αλλά οι αστικές εταιρείες, παρόλο που μπορεί να είναι και κερδοσκοπικές (κανείς δεν τους το απαγορεύει), καθώς δεν μοιράζουν κέρδη, παρόλο που αναγνωρίζεται από νομικής απόψεως το ατομικό όφελος που μπορεί να ’χει κανείς απ’ αυτές, τελικά παίζουν έναν εξόχως κοινωνικό ρόλο. 'Αλλωστε, γ ι’ αυτόν το σκοπό δημιουργούνται, για να παίζουν κοινωνικό ρόλο, παρόλο που είναι απότοκοι της ατομικής πρωτοβουλίας μιας ομάδας ανθρώπων.

Τέτοια αστική εταιρεία είναι, για παράδειγμα, η Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών, ή η Εταιρεία Ελλήνων Σκηνοθετών που δεν είναι ακριβώς σωματεία, παρόλο που έχουν και σωματειακό (συνδικαλιστικό) χαρακτήρα. Ιδρύθηκαν για να προάγουν ένα κοινωνικά χρήσιμο έργο, άσχετα αν τελικά δεν προάγουν παρά μόνο τα προσωπικά συμφέροντα των εταίρων. Όμως, δεν τα προάγουν με άμεσο τρόπο. Δηλαδή, δεν τρώνε οι εταίροι τα τυχόν κέρδη που είναι δυνατόν να έχει η εταιρεία, άσχετα απ’ το γεγονός πως τελικά αυτές οι εταιρείες δεν έχουν κέρδη πολλά, ενώ τα όποια κέρδη τους τα έχουν από κρατικές επιχορηγήσεις. Καταλαβαίνετε όμως πως, όταν ανήκει κανείς σε μια τέτοια εταιρεία ποτέ δεν είναι χαμένος. Διότι, όλο και θα διοριστεί σε καμιά κρατική επιτροπή αργομίσθων, όλο και θα τον καλέσουν σε κανένα συ­νέδριο στο εξωτερικό, οπότε τα έξοδα θα τα καλύψει η Εταιρεία. Άσε που στην κάρτα σου μπορείς να γράφεις «μέλος της εταιρείας Τάδε», πράγμα που ανεβάζει το κύρ<; σου, μεγαλώνει τις «μετοχές» σου, όπως λέμε πολύ παραστατικά, ως γνήσιοι μερισματούχοι ανωνύμου εταιρείας.

Η Αστική Εταιρεία είναι μια μεγάλη φάμπρικα, ρωμαϊκής προελεύσεως. Βέβαια, στη Ρώμη δεν λειτουργούσε όπως σήμερα, αυτό είναι αυτονόητο. Λειτουργούσε στη

189

Page 187: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

βάση του κληρονομικού δικαίου και για να λυθούν προβλήματα αυτού του δικαίου, προκειμένου να μην τεμαχιστεί η πατρική κληρονομιά, που έπρεπε οι κληρονόμοι να τη διαχειρίζονται ως συνεταίροι εξ αδιαιρέτου, δηλαδή χωρίς να την τεμαχίζει όπως εδώ, που ένα σπίτι κληρονομούν οι τρεις κληρονόμοι, τρεις μεσοτοιχίες χτί­ζουν και τρεις πόρτες ανοίγουν, καταστρέφοντας έτσι όχι μόνο την αρχιτεκτονική αλλά και τη λογική. Διότι αν το εν τρίτον το κληρονομήσουν, στη συνέχεια, ας πούμε, άλλοι τρεις απογόνοι, τελικά το στενό σπίτι θ ’ αποχτήσει εννιά «διαμερίσμα­τα»

Βέβαια, το εξ αδιαιρέτου ισχύει και σε μας τους φανατικούς της διαίρεσης, Έλληνες, αλλά μόνο στις περιπτώσεις που κάτι είναι αδύνατο να διαιρεθεί εκ της φύσεώς του, π.χ. μια γκαρσονιέρα σε πολυκατοικία της Αθήνας. Στο χωριό, πάντως, η γκαρσονιέρα μπορεί να τεμαχιστεί σε κοτέτσια, και οι δυο σύζυγοι που θα χωρί­σουν, ως γνήσιοι σοσιαλιστές βαλκανικής παραλλαγής, θα πάρουν ο ένας το ανα­τολικό και ο άλλος το δυτικό κοτέτσι μιας αγροικίας αγροίκων.

Τι να πεις και τι να ομολογήσεις. Ούτε Αστική Εταιρεία ρωμαϊκού τύπου δεν είμαστε σε θέση να κάνουμε. Εταιρεία Λογοτεχνών κάνεις και εταιρεία αναξιοπα- θούντων λογοτεχνιζόντων σου προκύπτει, με κοινωνική αποστολή, μάλιστα!!! Μά­λιστα, μάλιστα! Παίρνεις την ποιητική σου συλλογή που έγραψες το καλοκαίρι στις διακοπές σου, αφού βέβαια την τυπώσεις με δικά σου έξοδα, και την πας στην Εταιρεία Λογοτεχνών. Κύριοι, τους λες, είμαι λογοτέχνης. Μπράβο, σου λένε, έλα και συ μαζί μας να γίνουμε πολλοί. Και ούτως πως, η Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών απόχτησε κάπου εξακόσια μέλη, ανάμεσα στα οποία μπορείς να βρεις και μερικούς λογοτέχνες, γνωστούς και πέρα απ’ τη γειτονιά τους, αν και κατά κανόνα τουλάχι­στον, η ελληνική ποίηση καταναλώνεται επιτόπου, εντός της οικίας. Η σύζυγος διαβάζει τα ποιήματα του συζύγου — και τανάπαλιν. Αν προκύψουν και παιδιά ποιητές, τότε το πράγμα αποχτά μεγαλύτερη αναγνωστική ποικιλία.

Το παραπάνω παράδειγμα είναι μια τυπική μορφή ελληνικής Αστικής Εταιρείας, καθαρά οικογενειακής, απ’ όπου άλλωστε προέκυψε και ο θεσμός της Αστικής Εταιρείας κατά τη ρωμαϊκή περίοδο, που εδώ στην Ελλάδα συνεχίζεται. Υπάρχουν όμως και σοβαρότερες εταιρίες, που θα τις δούμε μία μία.

190

Page 188: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

38. ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ ΣΤ5 ΑΛΗΘΕΙΑ ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΟΣ

Ό λες οι εταιρείες που επιδιώκουν το κέρδος λέγονται εμπορικές, άσχετα αν είναι κυρίως ειπείν εμπορικές, ή βιομηχανικές, ή βιοτεχνικές, ή συνασπισμός ψιλικατζή­δων, ή σπείρα διαρρηκτών. Μέχρι εδώ, το πράγμα είναι σαφές: Εταιρεία είναι κάθε ένωση ανθρώπων με σκοπό το κέρδος, είτε αυτό είναι έμμεσο, όπως στις Αστικές Εταιρείες, είτε άμεσο, όπως στις εμπορικές. Το πράγμα αρχίζει να γίνεται ασαφές όταν η εταιρεία γίνει* συνεταιρισμός, δηλαδή εταιρεία που την αποτελούν πολλοί, χωρίς ωστόσο να σχηματίζουν Ανώνυμη Εταιρεία, που κι αυτή την αποτελούν πολ­λοί, μόνο που μετέχουν ανωνύμως, δια των μετοχών, ενώ στο συνεταιρισμό μετέχουν επωνύμως με την προσωπική τους δουλειά, ή με το προϊόν που παρήχθη με την προσωπική *ους δουλειά. Και ο συνεταιρισμός επιδιώκει το κέρδος. Συνεπώς, είναι κι αυτός εταιρεία, σύμφωνα με τον ορισμό που ήδη ξέρουμε. Μόνο που σ ’ αυτόν οι παραγωγοί προϊόντων διατηρούν την αυτοτέλειά τους, όσον αφορά το στάδιο της παραγωγής, και χάνουν την αυτοτέλειά τους μόνο στο στάδιο της εμπορίας του προϊόντος, που ο κάθε παραγωγός παρήγαγε μόνος του, στη δική του επιχείρηση. Πρόκειται για τους λεγάμενους παραγωγικούς συνεταιρισμούς.

Εκτός από τους παραγωγικούς υπάρχουν και καταναλωτικοί συνεταιρισμοί. Εδώ, αυτοί που σχηματίζουν εταιρεία είναι οι καταναλωτές προϊόντων, που κατά κάποιον τρόπο δημιουργούν ένα συνεταιριστικό κατάστημα. Μόνο που επιδίωξη αυτού του καταστήματος δεν είναι το εμπορικό κέρδος, αλλά η μείωση του κέρδους του κυρίως ειπείν εμπόρου, που θα είχε ενδεχομένως ένα παρόμοιο κατάστημα.

Και στις δυο περιπτώσεις, και στον παραγωγικό και στον καταναλωτικό συνεται­ρισμό, εκείνο που επιδιώκουν είτε οι παραγωγοί είτε οι καταναλωτές είναι ο παρα­μερισμός του επαγγελματία εμπόρου, που είναι το μεγαλύτερο παράσιτο της οικο­νομίας.

Ενώ ο έμπορος δεν παράγει τίποτα, κερδίζει συχνά περισσότερα απ’ τον παραγωγό τον οποίο «βοηθάει» στη διακίνηση των προϊόντων που παρήγαγε. Βάζουμε τη λέξη σε εισαγωγικά, γιατί απ’ τη μια μεριά όντως τον βοηθάει, κι απ’ την άλλη του ρουφάει το αίμα αφαιρώνιας του κέρδη που θα ήταν δικά του, αν εκτός από παρα­γωγός ήταν και έμπορος του δικού του προϊόντος, οπότε και περισσότερα κέρδη θα είχε και φθηνότερα θα μπορούσε να πουλήσει. Μ’ άλλα λόγια, ο έμπορος δεν κάνει καλό ούτε στον παραγωγό ούτε στον καταναλωτή.

Όταν, λοιπόν, ο παραγωγός δυσκολεύεται να βρει ο ίδιος τον καταναλωτή για να

191

Page 189: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

του πουλήσει το προϊόν του, είναι υποχρεωμένος να ζητήσει τη βοήθεια ενός με­σάζοντα, που λέγεται έμπορος. Όμως είναι αυτονόητο πως ο παραγωγός θα μπορού­σε να ’ναι ο ίδιος έμπορος του δικού του προϊόντος. Κι αυτό είναι δυνατό να γίνει με δυο τρόπους: Είτε δια του παραγωγικού συνεταιρισμού είτε δια των πρατηρίων ή των εμπορικών αντιπροσωπιων. Τα πρατήρια είναι εμπορικά καταστήματα που τα διαχειρίζεται ο ίδιος ο παραγωγός, ή ο συνεταιρισμός παραγωγών.

Οι εμπορικές αντιπροσωπίες, όμως δεν είναι αυτόνομα εμπορικά καταστήματα, αλλά ασκούν το εμπόριο για λογαριασμό ενός συγκεκριμένου παραγωγού, κάτω απ’ την επίβλεψή του και με τους όρους που εκείνος θα επιβάλει. Αν και διατηρούν το ρόλο του μεσάζοντα (του παλιού εμπόρου), ωστόσο οι αντιπρόσωποι έχουν χάσει την αυτονομία του παραδοσιακού εμπόρου και έχουν γίνει, κατά κάποιον τρόπο, υπάλληλοι του παραγωγού. Όμως, δεν αμείβονται με μισθό αλλά με ποσοστά επί των κερδών, κατά κανόνα, ή με κέρδη εγγυημένα μ’ ένα μίνιμουμ γκαραντί.

Τόσο το πρατήριο όσο και η εμπορική ανηπροσωπία είναι μια σαφέστατη μετά­θεση της οικονομίας προς τη μεριά του σοσιαλισμού. Προσοχή, δεν λέμε πως αυτοί οι θεσμοί είναι σοσιαλισμός, λέμε μόνο πως είναι ένα βήμα προς το σοσιαλισμό. Διότι, ενώ αφήνουν άθικτες τις δομές της οικονομικής οργάνωσης στον τομέα της παραγωγής, που παραμένει καπιταλιστική, ωστόσο κάνουν ένα σημαντικό βήμα προς την υπερπήδηση των παρασιτικών μεσαζόντων.

Δεν πρέπει να μας διαφεύγει, άλλωστε πως ο «Κεφάλαιο» του Μαρξ αρχίζει με μια κριτική του εμπορεύματος καί της εμπορευματικής φύσης του καπιταλισμού. Ο Μαρξ δεν επιτέθηκε ποτέ κατά των παραγωγών καθεαυτών, επιτέθηκε μόνο κατά της εμπορευματικής φύσης της καπιταλιστικής οικονομίας, δηλαδή κατά των εμπόρων. Αλλά και κατά των παραγωγών, στο βαθμό που παραμένουν έμποροι οι ίδιοι, κι όχι στο βαθμό που παράγουν προϊόντα, που για να τα παράγουν σημαίνει πως η κοινωνία τα έχει ανάγκη.

Βέβαια, ο Μαρξ έδειξε πως ο καπιταλισμός δεν θα χάσει ποτέ τον εμπορευματικό του χαρακτήρα, που συνίσταται στην παραγωγή προϊόντων με μοναδικό σκοπό το κέρδος και όχι την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών, για τις οποίες κανείς συνεπής καπιταλιστής δεν νοιάζεται. Ομως, κάθε περιορισμός του ρόλου των κυρίως ειπείν εμπόρων είναι μια πρόοδος, αφού η επιβάρυνση του καταναλωτή γίνεται έτσι μικρότερη.

Γ ι’ αυτό ακριβώς ο Μαρξ ήταν σαφώς υπέρ των συνεταιρισμών, τόσο των πα­ραγωγών όσο και των καταναλωτών. Την ίδια τακτική ακολουθούν κι όλα τα α­ριστερά κόμματα, που δίνουν μια ιδιαίτερα μεγάλη σημασία στην οργάνωση συνε­ταιρισμών, κυρίως γεωργικών παραγωγικών συνεταιρισμών, γιατί αυτοί που πάντα υπέφεραν περισσότερο απ’ τους μεσάζοντες είναι οι παραγωγοί αγροτικών προϊό­ντων, δηλαδή οι αγρότες. Που, όταν δεν υπήρχαν ψυγεία, ήταν υποχρεωμένοι να πουλήσουν όσο-όσο την παραγωγή τους στον έμπορο για να τη διακινήσει ταχύτατα

192

Page 190: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

στην αγορά προκειμένου να μη σαπίσουν τα ευπαθή αγροτικά προϊόντα.Η γενίκευση της χρήσης του ηλεκτρικού ψυγείου στη δεκαετία του ’60, επιτάχυνε

τη συγκρότηση αγροτικών παραγωγικών συνεταιρισμών. Ά λλη μια φορά, λοιπόν, η τεχνολογία μπαίνει στην υπηρεσία της προόδου. Οι εξ ορισμού συντηρητικοί νοσταλγοί του «παλιού καλού καιρού», πάντως συνεχίζουν να μην καταλαβαίνουν πως πολιτισμός χωρίς τεχνολογία δεν νοείται σε καμιά περίπτωση.

Η περιφρόνηση, ή η απέχθεια προς τις μηχανές εν γένει παραμένει πάντα η ασφαλέστερη ένδειξη για την ύπαρξη συντηρητικής νοοτροπίας. Και είναι κωμικό να βλέπεις ανθρώπους που διατείνονται πως είναι προοδευτικοί, να φοβούνται ή ν* αποφεύγουν τις μηχανές, διότι, λένε, τα πράγματα ήταν καλύτερα τον «παλιό καλό καιρό» που όλα τα κάναμε με τα χεράκια μας. Μ’ αυτή τη λογική της γιαγιάς, θα πρέπει τελικά να παραδεχτούμε πως τα πράγματα ήταν ιδανικά τον πάρα πολύ παλιό καιρό, που οι άνθρωποι ζούσαν στα σπήλαια. Με τα χεράκια σου θέλεις να τα κάνεις όλα, παλιοκαιρίτη; Φτιάξε, λοιπόν, με τα χεράκια σου κι ένα αυτοκίνητο ή έστω ένα ηλεκτρικό ψυγείο, ή έστω ένα ψυγείο πάγου, ή έστω μια καρφίτσα, κι ύστερα μίλα μου για τον «παλιό καλό καιρό» που ήταν πάντα χειρότερος απ’ τον σημερινό κακό καιρό. Που μας φαίνεται κακός για λόγους ψυχολογικούς μάλλον, παρά πραγματι­κούς.

Απλούστατα, τον «παλιό καλό καιρό», που δεν είναι και τόσο παλιός για τον καθένα από μας τους ζωντανούς, ήμασταν νέοι, ενώ τώρα που γεράσαμε και ο νε­κροθάφτης άρχισε ήδη να σκάβει τον τάφο μας, ο «παλιός καλός καιρός» δεν είναι παρά η νοσταλγία της χαμένης για πάντα νιότης μας. Είναι φανερό πως το «κάθε πέρσι και καλύτερα» κρύβει μια τρομερή αλήθεια, αλλά μόνο ψυχολογικής τάξεως. Κάθε πέρσι ήμασταν κατά ένα χρόνο νεότεροι και είχαμε μια αρρώστια λιγότερη. Αλλά και μια άνεση λιγότερη.

Οι νοσταλγοί του «παλιού καλού καιρού» ας παν να ζήσουν στον Αγιον Όρος, όπου ο χρόνος σταμάτησε το Μεσαίωκι, κι αν τα καταφέρουν χωρίς τη βοήθεια της έκστασης, δηλαδή της «στάσης εκτός» (της πραγματικότητας) τότε δικαιούνται πράγματι να πουν «κάθε πέρσι και καλύτερα». Αν όμως καβαλήσουν το αυτοκίνητο τους άρον-άρον και επιστρέψουν ταχύτατα στο σπίτι τους, όπου τους περιμένει ένα ψυγείο, ένα αιρ κοντίσιον, μια τηλεόραση και μια ηλεκτρική κουζίνα, τότε ας ψά­ξουν να βρουν τις ρίζες της παιδαριώδους νοσταλγίας για τον «παλιό καλό καιρό».

Το τι ψηφίζεις δεν είναι πάντα η ασφαλέστερη ένδειξη πως είσαι ή δεν είσαι προοδευτικός. Όταν περιφρονείς την τεχνολογία είσαι σαφέστατα συντηρητικός, ό,τι κι αν ψηφίζεις. Και, προσοχή: Όταν πας να ψηφίσεις μην πάρεις το αεροπλάνο. Καβάλησε καλύτερα τον γάιδαρο. Κι αν θέλεις να νιώσεις και ολίγον προϊστορικός, ξεκίνα να πας με τα πόδια για να ψηφίσεις το προοδευτικό σου κόμμα!!!

Επιστροφή στη φύση μου θέλεις: Ηπέστρεψε λοιπόν στη φύση. αλλά μην πάρεις μαζί σου κανένα από εκείνα τα τσιμπράκαλα που μπορεί να σου προμηθεύσει η

193

Page 191: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

τεχνολογία. Ούτε μοντέρνα σκηνή, ούτε σουγιά με ελατήριο, ούτε γκαζάκι για τον καφέ σου, ούτε τρανζίστορ. Κι όχι να μου τα φορτώνεις όλα αυτά, πονηρέ στο αυτοκίνητό σου. Αυτή δεν είναι επιστροφή στη φύση, είναι μεταφορά της τεχνολο­γίας στη φύση.

Όμως, ο πολιτισμός ορίζει σαν «μεταποίηση» του φυσικού σε κοινωνικό, σαν οικειοποίηση του φυσικού με τη βοήθεια του κοινωνικού και τελικά σαν παραπέρα κοινωνικοποίηση του «φυσικού», δηλαδή του βάρβαρου ανθρώπου. Και κάθε επι­στροφή στη φύση δεν έχει νόημα, αν δεν είναι επιστροφή σ ' αυτήν του πολιτισμένου ανθρώπου, που έγινε τέτοιος χάρις στην τεχνολογία. Ο απολίτιστος που θα επιστρέ- ψει στη φύση θα την καταστρέψει, καλή ώρα σαν τον Έλληνα εκδρομέα, που αντί να βάλει τον ζεστό καφέ του σ ’ ένα θερμό, προτίμησε να τον ψήσει με φυσικό τρόπο μέσα στη φύση καταστρέφοντας, φυσικά, τη φύση, μ’ αυτήν την παρά φύσιν βαρ- βαρική συμπεριφορά του.

Ό σο λιγότερο πρωτόγονος, λοιπόν, είναι ο άνθρωπος τόσο περισσότερο νιώθει την ανάγκη να δράσει μαζί με άλλους ανθρώπους για σκοπούς που δεν περιορίζονται στο πρωτόγονο κυνήγι με τόξο. Η εταιρεία προέκυψε απ’ αυτή την ανάγκη. Δεν υπάρχουν εταιρείες στους πρωτόγονους. Μια παρέα πρωτόγονων κυνηγών δεν είναι ακριβώς εταιρεία, αν και εταιρεία, όπως ξέρουμε, σημαίνει συντροφιά. Όμως, συ­ντροφιά που συγκροτείται όχι στην βάση των φιλικών συναισθημάτων και των πρόσκαιρων αναγκών, αλλά του κέρδους που δεν είναι άμεσο, όπως π.χ. αυτό που ενδέχεται να έχει μια παρέα κυνηγών που χτύπησε έξι λαγούς ενώ αν πήγαινε μόνος του στο κυνήγι κάθε κυνηγός δεν θα χτυπούσε ίσως ούτε μύγα.

Οι άνθρωποι που μετέχουν σε μια εταιρεία σχεδιάζουν το κέρδος. Δηλαδή προ­γραμματίζουν να έχουν κέρδος από μια δουλειά που θα κάνουν από κοινού, όχι για τη χαρά της δουλειάς αλλά για να μοιραστούν τα κέρδη, αν προκύψουν, και τις ζημιές αν προκύψουν. Είναι φανερό πως η παρέα των κυνηγών, πρωτόγονων ή μη, μπορεί να μοιράσει τα κέρδη, αλλά όχι και τις ζημιές γιατί δεν υπάρχουν κυρίως ειπείν ζημιές σ ’ ένα κυνήγι που δεν απέδωσε. Η ζημιά εδώ είναι μόνο ο χαμένος κόπος και χρόνος. Αλλά την υπόλοιπη κοινωνική ομάδα δεν την ενδιαφέρει αν εσύ έχασες το χρόνο σου σ ’ ένα άκαρπο κυνήγι. Την ενδιαφέρει να μη φας τα χρήματα άλλων, όταν συναλλάσσεσαι μαζί τους. Η εμπορική εταιρεία, λοιπόν, προέκυψεΛπ’ αυτή την ανάγκη της προστασίας των συμφερόντων των άλλων, την ίδια στιγμή που φροντίζεις για τα δικά σου συμφέροντα. Αλλιώς, η εταιρεία σου είναι μια εταιρεία είτε ληστών είτε απατεώνων.

Μέχρι το τέλος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η εμπορική εταιρεία ανάμεσα σε περισσότερα από δυο άτομα ήταν άγνωστη υπόθεση σ ’ όλο τον κόσμο. Αλλά με την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και την αρχή του Μεσαίωνα προέκυψε η α­νάγκη να οργανώσουν οι άνθρωποι την οικονομική τους ζωή ανεξάρτητα από τους ανύπαρκτους πλέον παλιούς θεσμούς, μέσα στους οποίους μέχρι τότε ήταν εγκλω­

194

Page 192: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

βισμένη η προσωπική οικονομική τους δραστηριότητα. Οι εργαζόμενοι βρέθηκαν χωρίς εργοδότες, ας πούμε χωρίς δουλοκτήτες. Που μπορεί να μεταχειρίζονται τους δούλους σαν ζώα, όμως τους ταΐζουν όπως και τα ζώα, για τον απλό λόγο πως ένα νεκρό ζώο δεν μπορεί να δουλέψει

Προκειμένου να φάνε, οι αυτόματα απελευθερωθέντες δούλοι ύστερα από την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που αναστάτωσε ολόκληρη την απέραντη περιοχή της, έπρεπε να σχηματίσουν ομάδες και να αυτοοργανωθούν σ ’ αυτό που σήμερα το λέμε εταιρεία. Σύντομα, κάποιοι απ’ αυτούς τους πρώην δούλους ή τους πρώην Ρωμαίους (ή άλλους) άρχοντες θα γίνουν φεουδάρχες, αλλά προς το παρόν πρέπει να τα βολέψουν με αυτενέργεια, συγκροτώντας εταιρείες, που βέβαια δεν λέγονται έτσι. Δεν έχει σημασία πως λέγονται, σημασία έχει τι κάνουν. Κι αυτό που κάνουν είναι να οργανώνουν την οικονομική ζωή στη βάση του πανάρχαιου αξιώ­ματος «εν τη ενώσει η ισ$ς». Συνεπώς και η οικονομικής ισχύς. Απ’ τις αρχές του Μεσαίωνα που πρωτοεμφανίστηκαν οι εμπορικές (κερδοσκοπικές) εταιρείες μέχρι σήμερα, θ ' αλλάξουν πολλές μορφές, που σιγά σιγά θα κρυσταλλωθούν σε λίγες. Θα τις δούμε στη συνέχεια.

Ας μην ξεχνάμε, πάντως, πως αν δεν έπεφτε η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, εταιρείες στη σημερινή τους μορφή δεν θα υπήρχαν. Έπρεπε να καταρρεύσει το δουλοκτη­τικό σύστημα οργάνωσης της παραγωγής για να προκύψει η κοινωνική ανάγκη της εταιρείας, στη σημερινή της μορφή.

195

Page 193: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

39. Ο ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ ΠΟΥ ΚΑΝΕΝΑΣ ΔΕΝ ΓΝΩΡΙΣΕ...

Όλες οι μορφές εταιρειών που υπάρχουν σήμερα είναι εξελιγμένες παραλλαγές της πανάρχαιας «προσωπικής εταιρείας», που ανεφέρεται και στο βαβυλωνιακό κώδικα του Χαμουραμπί. Η προσωπική εταιρεία είναι μια συναλλακτική σχέση αρχικά μεταξύ δύο ατόμων, εκ των οποίων το πρώτο βάζει τα χρήματα και το δεύτερο τη δουλειά. Μ' άλλα λόγια, από πολύ παλιά οι άνθρωποι ανακάλυψαν πως μπορείς να βγάλεις χρήματα χωρίς να δουλεύεις, αρκεί να έχεις χρήματα για να συνεταιριστείς μ’ έναν που δεν έχει, αλλά που είναι σε θέση να δουλέψει. Το κεφάλαιο μ’ άλλα λόγια προϋπάρχει του κεφαλαιοκρατικού συστήματος οργάνωσης της οικονομικής και κατ’ επέκτασιν της κοινωνικής ζωής, ενός συστήματος που είναι περισσότερο γνωστό σαν καπιταλισμός. Πράγμα πολύ φυσικό, άλλωστε, αφού για να κάνεις ομελέτα χρειάζεσαι αβγά. Αν και μπορεί μεν να έχεις αβγά, αλλά να μην ξέρεις πως αυτά μπορούν να γίνουν και ομελέτα Ή να μην μπορείς να κάνης ομελέτα γιατί δεν σου το επιτρέπουν οι διαιτητικές συνθήκες μιας συγκεκριμένης εποχής. Έτσι και με το περισσευούμενο χρήμα. Υπήρχε μεν από πάντα, δεδομένου ότι οι πλούσιοι δεν είναι καπιταλιστική εφεύρεση, όμως μέχρι το 16ο αιώνα οι συνθήκες δεν επέ­τρεπαν να πάρει το'Λεφάλαιο τον πρώτο ρόλο στην παραγωγή, μεταθέτοντας την εργασία στο δεύτερο ρόλο, παρόλο που κεφάλαιο χωρίς εργασία είναι αδύνατο να υπάρξει.- ' " " 1

Ο Μαρξ διέγνωσε μια κάποια ανωμαλία σ ’ αυτή την αντιστροφή των παλιών ρόλων και πρότεινε τρόπους ώστε να πάρει και πάλι η εργασία τον πρώτο ρόλο. Πράγμα που, βέβαια, δεν συμφέρει καθόλου σ ’ αυτούς που μπορούν να βγάλουν χρήμα μόνο διά του χρήματος και χωρίς να δουλεύουν αν δεν τους κάνει κέφι η δουλειά, ή να δουλεύουν όπως όλοι ή και περισσότερο απ' όσους εργάζονται για λογαριασμό τους, όμως, να κερδίζουν πάρα πολύ περισσότερα μόνο και μόνο γιατί διαθέτουν κεφάλαιο. Ενώ οι άλλοι διαθέτουν μόνο την εργατική τους δύναμη, που την πωλούν στον εργοδότη στην περίφημη «αγορά εργασίας», όπου αντί κοινών εμπορευμάτων πωλείται η ικανότητα προς εργασίαν, σε τιμές είτε ελεύθερα διαμορ­φωμένες είτε προκαθορισμένες από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας.

Στις αρχαϊκές «προσωπικές εταιρείες» δεν μπαίνει πρόβλημα εκμετάλλευσης του εταίρου που βάζει τη δουλειά από τον εταίρο που βάζει το χρήμα, διότι αυ­τός που βάζει τη δουλειά την αποτιμά ως χρήμα Κι αν οι δουλειές πάνε καλά και προκύψουν κέρδη, αυτός που αρχικά έβαλε μόνο τη δουλειά μπορεί να διώξει

1%

Page 194: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

εκείνον που έβαλε μόνο το κεφάλαιο και να συνεχίσει τη δουλειά μόνος του.Με άλλα λόγια αυτό που τελικά κυριαρχεί εδώ, στην παραγωγική διαδικασία,

είναι η εργασία κι όχι το κεφάλαιο. Γι ’ αυτό ακριβώς δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για αρχαίο κεφαλαιοκρατικό σύστημα που θα εμφανιστεί πολύ αργά, το 16ο αιώνα (κατ’ άλλους το 13ο αιώνα), τότε που θα έχει ήδη συσσωρευτεί τόσο κεφάλαιο από τα προηγούμενα συστήματα οργάνωσης της οικονομικής ζωής (δουλοκτησία και στη συνέχεια φεουδαρχία), που το πέρασμα σ ’ ένα προοδευτικότερο σύστημα κα­θίσταται αναγκαίο. Γιατί ο καπιταλισμός είναι αναμφισβήτητα προοδευτικότερος από τη φεουδαρχία την οποία διαδέχτηκε και η φεουδαρχία προοδευτικότερη από το δουλοκτητικό σύστημα το οποίο διαδέχτηκε.

Λέμε πως ο σοσιαλισμός είναι προοδευτικότερο σύστημα από τον καπιταλισμό που πρόκειται να διαδεχτεί, αλλά αυτό μένει ν ’ αποδειχτεί, γιατί στις χώρες του λεγάμενου υπαρκτού σοσιαλισμού ο σοσιαλισμός αποδείχτηκε ανύπαρκτος, ενώ στη χώρα του «πράσινου σοσιαλισμού», ο σοσιαλισμός ήταν σκέτα πράσινα άλογα. Όπως και να ’ναι πάντως, η ύπαρξη εταιρειών κάθε μορφής δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη και την ύπαρξη καπιταλισμού. Καπιταλιστική είναι μόνο μια μορφή εται­ρείας, η Ανώνυμη. Όλες οι άλλες είναι προκαπιταλιστικές.

Και όλες ανεξαίρετα προέκυψαν από την πανάρχαιη «προσωπική εταιρεία» όπου ο ένας από τους δύο εταίρους βάζει το χρήμα και ο άλλος τη δουλειά, πράγμα που συνεχίζει να γίνεται πάντα σε εταιρείες ψιλικατζίδικες στις οποίες επιδίδονται μετά ζήλου οι Έλληνες μικ ρομεσαίοι που δόξασαν το ΠΑΣΟΚ. Από την προσωπική εταιρεία προέκυψε η πιο πρωτόγονη από τις υπάρχουσες σήμερα επισήμως εταιρείες, η Ετερόρρυθμος. Λέγεται έτσι γιατί κάποιος ή κάποιοι από τους εταίρους έχουν ετέρους (διαφορετικούς) ρυθμούς ευθύνης μέσα στην εταιρεία

Στην αρχαία «προσωπική εταιρεία» αυτός που έβαζε τα χρήματα δεν ήταν υπό­λογος έναντι των τρίτων με τους οποίους συναλλασσόταν αυτός που έβαζε τη δου­λειά. Ό λη την ευθύνη λοιπόν την είχε αυτός που έβαζε τη δουλειά. Έτσι ακρι­βώς γίνεται και στη σημερινή ετερόρρυθμο εταιρεία. Κάποιοι από τους εταί­ρους μετέχουν στα κέρδη, αλλά όχι και στις ζημιές, θ α μπορούσαμε να θεωρήσου­με αυτούς τους προνομιούχους εταίρους σαν απλούς χρηματοδότες, αλλά δεν εί­ναι ακριβώς. Διότι δεν δανείζουν τα χρήματά τους προκειμένου να πάρουν τόκο. Αντί για τόκους παίρνουν αυτά που τους αναλογούν από τα κέρδη. Αν δεν υπάρ­ξουν κέρδη και η ετερόρρυθμος εταιρεία χρεωκοπήσει θα χρεοκοπήσουν κι αυτοί, αλλά μόνο ως το βαθμό που ορίζεται από τα κεφάλαια που επένδυσαν και έχασαν. Τα κέρδη που ενδεχομένως αποκόμισαν πριν χρεωκοπήσει η ετερόρρυθμος εταιρεία θα είναι δικά τους και δεν κινδυνεύουν με τίποτα. Ενώ αντίθετα οι εταίροι που δεν μετέχουν στην ετερόρρυθμο εταιρεία ετερορρύθμως αλλά ομορρύθμως, που έχουν δηλαδή τον ίδιο βαθμό ευθύνης ένανη των τρίτων, θα πληρώσουν τους τρίτους όχι μόνο από τα τυχόν κέρδη που είχαν αποκομίσει μέχρι τότε, αλλά κι από την περιου­

197

Page 195: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

σία τους, που ενδεχομένως υπήρχε πριν συστήσουν την ετερόρρυθμο εταιρεία.θα μου πείτε, αφού έτσι έχουν τα πράγματα γιατί οι ομόρρυθμοι εταίροι δέχονται

ανάμεσά τους και ετερόρρυθμους. Μα, διότι δεν είχαν λεφτά όταν ξεκίνησε η εται­ρεία και διότι ήθελαν ν ' αποφύγουν τόσο τους τοκογλύφους όσο και τις τράπεζες. Αντί λοιπόν να πάρουν δάνειο με δυσμενείς όρους, δέχτηκαν τον κεφαλαιούχο ως εταίρο με προνομιακούς όρους. Στο κάτω κάτω, αν η ετερόρρυθμος εταιρεία δεν πάει καλά και διαλυθεί δεν θα ’χουν να πληρώσουν μεταξύ άλλων και τον ετερόρρυθμο εταίρο που λειτούργησε ως δανειστής και ταυτόχρονα ως επιχειρηματίας.

Αναμφισβήτητα, οι ετερόρρυθμοι εταίροι δεν είναι τοκογλύφοι. Ούτε καν εκμε­ταλλευτές. Τουλάχιστον όχι περισσότερο απ’ όσο οι άλλοι εταίροι, που δεν έχουν τα δικά τους προνόμια. Αν κάποιους εκμεταλλεύονται αυτοί οι ετερόρρυθμοι καπι­ταλιστές, είναι οι άλλοι καπιταλιστές. Ως γνωσιόν, στον καπιταλισμό οι καπιταλι­στές δεν εκμεταλλεύονται μόνο τους εργαζόμενους γ ι’ αυτούς, αλλά και τους άλλους καπιταλιστές, με όποιον τρόπο τους έρθει βολικός και όποτε τα πράγματα τους έρθουν βολικά. Ανάμεσά στους καπιταλιστές δεν υπάρχει κανενός είδους αλληλεγ­γύη, πέρα απ’ αυτήν που επιβάλλουν οι σωματειακές τους ενώσεις και οι νόμοι του κράτους.

Αν αφήσουμε τους καπιταλιστές να τα βρουν μεταξύ τους, έτσι αυτόματα, θα γεμίσει ο τόπος καπιταλιστικά πτώματα! Τόσο πολύ αγαπάει ο ένας καπιταλιστής τον άλλο. Ο θάχατός σου η ζωή μου, λοιπόν. Και ο σουζών εαυτόν σωθήτω.

Ο καπιταλισμός είναι απάνθρωπος ακόμα και για τους ίδιους τους καπιταλιστές. Που, επειδή το γνωρίζουν αυτό, ιδρύουν κοινοβούλια για να συνεννοούνται μεταξύ τους για τη νομή της εξουσίας, χωρίς βέβαια να γνωρίζουν τότε, που τα ίδρυαν, πως κάποτε θα υποδεχτούν σ ’ αυτά και τους κομουνιστές. Κι αφού τους δέχτηκαν στα κοινοβούλια ως άλλοθι δημοκρατικότητας, γιατί να μην τους δεχτούν και στις κυ­βερνήσεις τους ως άλλοθι υπέρτατης δημοκρατικότητας; Έτσι κι αλλιώς οι νό­μοι και οι θεσμοί έγιναν για να λειτουργεί καλά το σύστημα κι όχι βέβαια για ν’ αλλάξει.

Αυτό αλλάζει σιγά σιγά ως το βαθμό που το επιβάλλει εκάστοτε η ανάγκη. Ή μιας κι έξω στην περίπτωση προλεταριακών επαναστάσεων. Που όμως, αποδείχτη­καν, δυστυχώς, όχι και τόσο αποτελεσματικές, από οικονομικής απόψεως. Σιγά σιγά εμείς οι μαρξιστές αρχίζουμε να συνειδητοποιούμε αυτό που ήδη ξέραμε από πάντα. 'Οτι, δηλαδή, μπορεί να υπάρξει και μη «ανατρεπτικός» μαρξισμός. Τουτέστιν, μαρ­ξισμός άνευ λενινισμού. Και τούτο γιατί ο καπιταλισμός, κάτω από την πίεση του καθοδηγημένου από μαρξιστές εργατικού κινήματος, υποχρεώθηκε να κάνει τόσες παραχωρήσεις, που οι εργαζόμενοι να μην εξαθλιωθούν πλήρως και επαναστατή­σουν. Διότι οι άνθρωποι δεν επαναστατούν για τις ιδέες (αυτό μπορώ να το κάνω εγώ ο ιδεολόγος και οι όμοιοι μου), αλλά γιατί γουργουρίζει η κοιλιά τους ακατάπαυστα, διεκδικώντας τα βιολογικά της δικαιώματα. Όμως, το έντερο των προλετάριων λα­

198

Page 196: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

δώθηκε και δεν γουργουρίζει πλέον. Κακό είναι; Μα πως είναι κακό αφού λαδώθηκε χάρις στο μαρξισμό και το εργατικό κίνημα που αυτός καθοδηγεί;

Έτσι κι αλλιώς λοιπόν, είτε με επανάσταση, είτε χωρίς από το μαρξισμό θα τη βρουν τελικά οι καπιταλιστές. Που όσο τους πιέζουμε τόσο περισσότερες παραχω­ρήσεις κάνουν στους εργαζόμενους. Αλλά όσο περισσότερες παραχωρήσεις κάνουν, τόσο μειώνονται οι πιθανότητες μια προλεταριακής επανάστασης. Άρα για το ότι τα πράγματα εξελίσσονται ειρηνικά φταίμε εμείς οι μαρξιστές! Αν θέλουμε επανά­σταση ντε και καλά ας μην οργανώνουμε απεργίες. Άσε που και χωρίς απεργίες ο έξυπνος καπιταλιστής, όπως ο Ιάπωνας, θα βρει τρόπο να μη συσσωρεύεται η δυ­σαρέσκεια και δημιουργούνται εκρηκτικές (επαναστατικές) καταστάσεις.

Ας το πάρουμε, λοιπόν, απόφαση κι ας ηρεμήσουμε. Ο καιρός των προλεταριακών επαναστάσεων έχει περάσει πιθανώς για πάντα. Το μαρτυράει η απαίτηση για δη­μοκρατία των λαών των χωρών του υπαρκτού σοσιαλισμού, που σιγά σιγά γίνονται χώρες του ανύπαρκτου και τυπικά σοσιαλισμού, γιατί ουσιαστικά ήταν ανύπαρκτος ο σοσιαλισμός εκεί από παλιά. Κομματική γραφειοκρατία και σοσιαλισμός δεν συμβιβάζονται. Ή θα υπάρξει λοιπόν σοσιαλισμός με δημοκρατία, ή δεν θα υπάρξει καθόλου. Του σύντροφου Φλωράκη του αρέσει να λέει συνέχεια «η ζωή θα δείξει». Η ζωή έδειξε λοιπόν πως κανένα τείχος κανενός Βερολίνου δεν μπορεί να προφυ- λάξει από την κατάρρευση το γραφειοκρατικό σοσιαλισμό των κλεπτών και των απατεώνων.

Στην πραγματικότητα, τα καθεστώτα των χωρών του υπαρκτού σοσιαλισμού δεν είναι παρά ετερόρρυθμες εταιρείες. Κάποιοι από τους εταίρους δούλευαν στην εται­ρεία και κάποιοι άλλοι μετείχαν στα κέρδη, αλλά όχι στις ζημιές. Τώρα όμως, που δεν υπάρχουν καθόλου κέρδη για να παίρνουν το μοιράδι τους οι κηφήνες γραφειο­κράτες, την ανάγκη φιλοτιμίαν ποιούμενοι αρχίζουν να γίνονται δημοκράτες. Αν υπήρχαν κέρδη, έστω και λίγα, έστω όσα χρειάζονται για να ζουν καλά μόνο οι γραφειοκράτες, να είστε βέβαιοι πως οι γραφειοκρατία δεν θα αποφάσιζε ποτέ την περεστρόικα

Επί Στάλιν η εταιρεία ήταν λεόντειος. Επί Μπρέζνιεφ έγινε ετερόρρυθμος. Και τώρα αρχίζει κατ’ ανάγκην να μετεξελίσσεται σε ομόρρυθμο. θα δούμε παρακάτω τι είναι η ομόρρυθμος εταιρεία στον καπιταλισμό. Πάντως πρέπει να κάνουμε λό­γο για επανεγκαθίδρυση στις ανατολικές χώρες του καπιταλισμού μόνο αν αρχί­σουν να εμφανίζονται κι εκεί μεγάλες ανώνυμες εταιρείες, γιατί μόνο αυτές συνι- σιούν καπιταλισμό της προκοπής. Αλλά πρέπει σ ' αυτές να μη μετέχει και το κρά­τος με σημαντικό αριθμό μποχών. Διότι, άλλο κράτος-καπιταλιστής κι άλλο κράτος καπιταλιστών. Κράτος-καπιταλιστής υπήρχε στις ανατολικές χώρες και πριν την περεστρόικα, κι ας λεγόταν όπως το βόλευε. Ήταν κράτος-καπιταλιστής γιατί η υπεραξία δεν έμενε στους εργαζόμενους, αλλά πήγαινε στο υπερπρόσωπο κράτος και δΓ αυτού στους γραφειοκράτες. Ας ελπίσουμε πως τώρα θα πηγαίνει μεν στο

199

Page 197: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

κράτος παράλληλο με τους ιδιώτες, αλλά προς θεού όχι στους γραφειοκράτες.Οι ετερόρρυθμες εταιρείες τείνουν να εξαφανιστούν και στον καπιταλισμό. Γιατί

θα ’πρεπε να υπάρχουν σπς ανατολικές χώρες ατύπως μεν, εμφανέστατα δε; Ο αρ­χαϊσμός της ετερορρύθμου εταιρείας πρέπει να λείψει από παντού.

200

Page 198: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

40. ΖΗΤΟΥΝΤΑΙ ΕΛΛΗΝΕΣ

Η ετερρόρρυθμος και η ομόρρυθμος εταιρεία έχουν σαν δεύτερο συνθετικό τη λέξη ρυθμός. Η οποία παράγεται από το ρήμα ρέω (κυλώ, τρέχω). Ρυθμό, μ’ άλλα λόγια, έχει καθετί που κινείται μ’ ένα ορισμένο τέμπο (αργά, γρήγορα, άτακτα, συγκοπτόμ- μενα). Σημειωτέον πως ο ρυθμός και το τέμπο (ο χρόνος ροής) δεν είναι το ίδιο πράγμα. Δυο πράγματα που κυλούν είτε γρήγορα είτε αργά το καθένα χωριστά μπορεί να έχουν τον ίδιο^υθμό, αρκεί να είναι ο ίδιος ο ρυθμικός τρόπος που ρέουν και στις δυο περιπτώσεις, ας πούμε μια να τρέχουν πολύ και μια λίγο, μια να τρέχουν και μια να μην τρέχουν για Α χρόνο και αμέσως μετά για Β χρόνο, που όμως να είναι ανάλογος και στην περίπτωση της γρήγορης και στην περίπτωση της αργής ροής.

Αν, π.χ., στην περίπτωση της γρήγορης ροής (γρήγορο τέμπο) τα πράγματα τρέ­χουν στην αρχή σε Α χρόνο και στη συνέχεια σε Β, στην περίπτωση της αργής ροής (αργό τέμπο) τα πράγματα πρέπει να τρέχουν με χρόνο Α μείον κάτι, ας πούμε, προκειμένου να τρέχουν με τον ίδιο μεν ρυθμό αλλά πιο αργά.

Ένα εμβατήριο έχει έναν ρυθμό, δηλαδή έναν συγκεκριμένο τρόπο με τον οποίο εναλλάσονται οι νότες δημιουργώντας ρυθμό. Όμως, μπορούμε να τραγουδήσουμε αυτό το εμβατήριο, όσο αργά ή όσο γρήγορα μπορούμε, παρακούονιας την εντολή του συνθέτη που θέλει να το τραγουδάμε με τρόπο φυσιολογικό, ώστε να ευκολύ- νεται, το φυσιολογικό βάδισμα. (Εμβατήριο λέγεται η μουσική που γράφεται για να εμβαίνουμε, δηλαδή να μπαίνουμε μέσα βαδίζοντας. Ό σο για το μέσα, αυτό είναι εντελώς αόριστο. Μπορεί να μπαίνουμε μέσα στο στρατώνα, μέσα στην πόλη ή μέσα στη μάχη, αυτό θα εξαρτηθεί από τις εντολές του μάεστρου αξιωματικού, κι όχι του μαέστρου της μπάντας).

Το αλέγκρο, το αντάνιε, το αντάτζιο κτλ., χαρακτηρίζουν τέμπο (χρόνους ροής του ρυθμού) κι όχι τον ίδιο το ρυθμό, που αυτός χαρακτηρίζεται μ’ ένα κλάσμα. Ρυθμός τεσσάρων τετάρτων, π.χ. σημαίνει πως νότες της ίδια χρονικής αξίας (διάρ­κειας) που εδώ είναι το εν τέταρτο του ολοκλήρου, επαναλαμβάνονται τέσσερις φορές μέσα στο ίδιο διάστημα, δημιουργώντας έτσι ένα ουγκεκριμένο ρυθμό που είναι τυπικός σε ολόκληρη την τζαζ, που όλη σχεδόν είναι γραμμένη σε ρυθμό 4/4, αν και τα τέμπο σε αυτήν μπορεί να διαφέρουν ουσιωδώς από κομμάτι σε κομμάτι και το ένα κομμάτι να ακούγειαι πάρα πολύ αργά, ενώ το άλλο πάρα πολύ γρήγορα, αν και έχουν τον ίδιο ρυθμό.

Η σύγχυση που κάνουμε εμείς οι άμουσοι Έλληνες ανάμεσα στο τέμπο και το

201

Page 199: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

ρυθμό, δημιουργεί πολλά προβλήματα, που δεν είναι μόνο μουσικά, θ α μπορούσαμε να δουλεύουμε, π.χ. σε τέμπο αντάτζιο (μακρόσυρτο και αργό) αρκεί διάολε, να είχε κάποιο ρυθμό η δουλειά μας, ώστε να παράγονται προϊόντα αργά μεν, αλλά με σταθερή ποιότητα.

Μ ’ άλλα λόγια δεν είμαστε μόνο τεμπέληδες, είμαστε και ακατάστατοι και τσα­πατσούληδες. Η οικονομία μας εκτός του ότι είναι πολύ ανατολίτικη σε τέμπο, είναι και εντελώς άρρυθμη, σαν την καρδιά του καρδιοπαθούς που χάνει συνεχώς το ρυθμό της. (Στην καρδιολογία η αρρυθμία έχει μεγαλύτερη διαγνωστική σημασία από την ταχυπαλμία, που αυτή προσδιορίζει το τέμπο κι όχι το ρυθμό της καρδιάς).

Και βέβαια, θα ’ταν μάλλον μάταιο εδώ σε μας να πούμε πως εκτός από το ρυθμό που έχει να κάνει με την εναλλαγή των χρονικών διαρκειών, υπάρχει κι ένας ρυθμός που έχει να κάνει με την εναλλαγή των όγκων και των σχημάτων, όπως στον εικα­στικό και τον αρχιτεκτονικό ρυθμό. Αφού δεν μπορούμε να καταλάβουμε τι είναι ο κυρίως ειπείν ρυθμός, πως θα καταλάβουμε τι είναι ένας ρυθμός από τον οποίο απουσιάζει η έννοια του χρόνου;

Πάσχουμε λοιπόν από χρόνια αρρυθμία και κατά τη χρονική και κατά τη στατική έννοια, δηλαδή και μέσα στο χρόνο της ιστορικής μας ροής, και «εδώ και τώρα». Ας ελπίσουμε πως από το 1992 κάποιος Ευρωπαίος μαέστρος θα διευθύνει την ορ­χήστρα μας με το σωστό τρόπο και ως προς το τέμπο και ως προς το ρυθμό.

Δεν είναι τυχαίο που στα λατινικά ο ρυθμός λέγεται numerus (νούμερο). Πράγματι, ο ρυθμός έχει να κάνει με νούμε}» και στη μουσική και στην αρχιτεκτονική. Και στην οικονομία, φυσικά. Αλλά εμείς εδώ γνωρίζουμε καλά μόνο δυο ιστορικά νού­μερα: 1821 και 1940. Ίσιος γιατί ακούμε πολλά εμβατήρια αυτές τις ιστορικές επε­τείους. Αλλά ο ρυθμός του εμβατηρίου το 2/4 είναι ο πιο απλοϊκός που θα μπορούσε να υπάρξει. Καιρός λοιπόν ν’ αλλάξουμε τους ρυθμούς μας στα πάντα, αν θέλουμε να γίνουμε Ευρωπαίοι, από Ανατολίτες που είμαστε τώρα.

Μια καλή άσκηση θα 'ταν να μάθουν οι συναλλασσόμενοι να ξεχωρίζουν τους ρυθμούς ανάμεσα στις εταιρείες. 'Οταν λέμε ομόρρυθμος εταιρεία, π.χ., να μην εννοούμε ετερόρρυθμος. Διότι στην ομόρρυθμο όλοι οι εταίροι δουλεύουν με τον ίδιο ρυθμό, αλλά και εναλλάσσουν τα προσωπικά τους οφέλη με τις προσωπικές τους ευθύνες προς τους τρίτους με τον ίδιο ρυθμό κι όχι κάποιοι να έχουν Α ρυθμό και κάποιοι άλλοι Β ρυθμό ευθύνης όπως στην ετερόρρυθμο εταιρεία.

Αν και ολόκληρο το κράτος γίνει νοητό σαν εταιρεία (πράγματι, μια εταιρεία είναι το κράτος) τότε το δικό μας ελληνικό κράτος συνεχίζει να είναι μια τεράστια ετε­ρόρρυθμος εταιρεία, εντός της οποίας ο κάθε Έλληνας έχει το δικό του ρυθμό στα πάντα. Ο καθένας το χαβά του, που λένε και οι φίλοι μας, ή εχθροί μας, ανάλογα με τον εναλλασσόμενο ρυθμό της δημαγωγίας, Τούρκοι. Χαβά στα τούρκικα σημαί­νει αέρας, σκοπός, άρια όπως λέμε στη μουσική και κατ’ αναλογία ρυθμός και μαζί τέμπο ενός τραγουδιού. 'Οταν ο καθένας έχει το χαβά του, χορωδία δεν γίνεται. Κι

202

Page 200: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

ενώ δεν μπορούμε να φτιάξουμε μια εθνική χορωδία που να μη φαλτσάρει, διάολε, με τον τρόπο που φαλτσάρει μονίμως, εμείς το χαβά μας για τους ενδόξους προγό­νους μας κι άλλα τέτοια ηχηρά, που δημιουργούν έναν φριχτό εθνικό χαβαλέ. (Είναι το αποτέλεσμα του αξιώματος «ο καθένας το χαβά του», δηλαδή η βαβούρα που δημιουργεί η ύπαρξη πολλών χαβάδων).

Λοιπόν η ομόρρυθμος εταιρεία είναι η mo εύρυθμη (με καλό, σωστό ρυθμό) από όλες τις εταιρείες. Διότι εδώ, όλοι οι εταίροι είναι αλληλεγγύως, αδιαιρέτως και απεριορίστως υπεύθυνοι, όπως λέει η εμπορική νομοθεσία, έναντι παντός τρίτου.

Κέρδη είχε η εταιρεία; θ α τα μοιράσουν όλοι όμορφα και καλά, ως γνήσιοι... κομουνιστές, αλλά κομουνιστές μόνο στον περιορισμένο κύκλο των εταίρων της ομορρύθμου εταιρείας.

Ζημίες είχε η εταιςεία; θα τις μοιραστούν κι αυτές οι σύντροφοι, δηλαδή οι εταίροι. Βρομιές έκανε η εταιρεία; Όλοι οι εταίροι θα πάνε παρέα στη φυλακή, για να συνεχίσουν εκεί την εταιρεία τους. Ενωμένοι και στη ζωή και στο θάνατο (της εταιρείας, εννοείται) οι ομόρρυθμοι εταίροι.

Ούτως εχόντων των ρυθμικών πραγμάτων, καταλαβαίνετε πόσο δύσκολο είναι να υπάρξει ομόρρυθμος εταιρεία στην Ελλάδα Ενώ όλοι οι εταίροι ξεκινούν ως ομόρ- ρυθμοι, πράγμα άλλωστε που το κατοχυρώνουν και νομικά διά του καταστατικού της ομορρύθμου εταιρείας, τελικά όλοι προσπαθούν να γίνουν ετερόρρυθμοι, ερήμην των άλλων εταίρων που τους θέλουν ομόρρυθμους, παραμένοντας ωστόσο και οι ομόρρυθμοι και οι ετερόρρυθμοι μέλη της ίδιας ομορρύθμου εταιρείας. Που, όμως, δεν είναι ακριβώς ομόρρυθμη, είναι πολυρυθμική, έχει δηλαδή τόσους ρυθμούς, όσους και εταίρους.

Τι λεγαμε παραπάνω; ο καθένας το χαβά του. Τουρκ Χάβα Γιόλαρι. Αυτό, βέβαια σημαίνει τουρκικές αεροπορικές γραμμές, αλλά δεν έχει σημασία. Σημασία έχει πως οι ελληνικές ομόρρυθμες εταιρείες αν και δεν είναι Γ ιόλαρι, είναι όμως Τουρκ Χάβα Τούρκικες πέρα για πέρα, αν και οι φίλοι μας οι Τούρκοι όταν θέλουν να χαρακτη­ρίσουν τις δικές τους κακόρρυθμες εταιρείες θα πρέπει να τις λένε ελληνικές.

Οι ομόρρυθμες εταιρείες είναι εφεύρεση των γερμανικών λαών, ενώ οι προγενέ­στερες ετερόρρυθμες των μεσογειακών λαών. Κι όταν λέμε γερμανικοί λαοί, εκτός από τους κυρίως ειπείν Γερμανούς εννοούμε επίσης και όλους τους λαούς που προέ- κυψαν από παλαιογερμανικά φύλα, όπως οι Σκανδιναβοί και οι Ολλανδοί. Οι γερ­μανικοί λαοί, όπως ξέρουμε, ήταν οι τελευταίοι Ινδοευρωπαίοι που εγκαταστάθηκαν στην Ευρώπη. Και ως τελευταίοι, πονήρεψαν αργότερα από τους παλαιότερους Ιν- δοευρωπαίους, μεταξύ των οποίων περίοπτη θέση κατέχουν οι Έλληνες που εγκα­ταστάθηκαν στην Ευρώπη την ίδια εποχή με τους μετέπειτα Λατίνους.

Καλύτερα απ’ όλους, πάντως, στις εταιρείες τα κατάφεραν οι Εγγλέζοι, που είναι κράμα Παλαιογερμανών και Λατίνων. Λέγονται άλλωστε και Αγγλοσάξονες για να μας θυμίζουν πως είναι κατά το ήμισυ Σάξονες, δηλαδή Παλαιογερμανοί. (Οι Σά-

203

Page 201: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

ξονες, μετανάστευσαν στην Αγγλία το 449 μ.Χ.). Σαξονία λεγόταν αρχικά σχεδόν ολόκληρη η σημερινή Γερμανία. Σήμερα Σαξονία ονομάζεται μια επαρχία της Πρω­σίας. Γ ι’ αυτό και η Πρωσία, στην οποία βρίσκεται το Βερολίνο, είναι πάντα η καρδιά τη Γερμανίας.

Αξίζει να σημειωθεί πως ο Αδόλφος Σαξ, ο εφευρέτης του σαξόφωνου ήταν Φλα- μανδός, Βέλγος θα λέγαμε σήμερα, αλλά από την ολλανδογερμανική .μεριά του Βελγίου. Το σαξόφωνο είναι πράγματι ένα πολύ... ομόρρυθμο όργανο, δηλαδή πολύ γερμανικό. Βγάζει ήχο αυστηρό μεν, αλλά πλούσιο σε ηχόχρωμα και πάρα πολύ ζεστό. Γ ι’ αυτό και έγινε το όργανο-σήμα κατατεθέν της τζαζ. Δεν μπορεί κανείς να κάνει ό,τι θέλει με το σαξόφωνο, όπως π.χ. με το εξαιρετικά ευέλικτο βιολί, που μπορεί να το παίζει ο καθένας όπως μπορεί (εξ ου και η ρήση «ο καθένας το βιολί του»), όμως αυτό που κάνει ο καλός σαξοφωνίστας είναι πάντα καλώς καμωμένο, έφόσον παίζει το σαξόφωνο στα πλαίσια μιας ομόρρυθμης ορχήστρας, που δεν φαλτσάρει ακριβώς γιατί είναι ομόρρυθμη και όχι ετερόρρυθμη. (Φαντάζεστε μια ετερόρρυθμη ορχήστρα; Εγώ τη φαντάζομαι. Είναι μια ελληνική ορχήστρα!!!) Όταν πάλι το σαξόφωνο παίζεται σόλο, επιτρέπει μια τεράστια ποικιλία αυτοσχεδιασμών. Μ’ άλλα λόγια είναι όργανο κατάλληλο και για αυτενέργεια και για πλουραλιστική συνεργασία στα πλαίσια μιας ορχήστρας. Και καπιταλιστικό-ατομικιστικό και σο- σιαλιστικό-κοινωνικό.

Το σαξόφωνο προβλέπω να γίνει το όργανο της Κοινής Ευρωπαϊκής Αγοράς του μέλλοντος, τότε που ολόκληρη η Εϋρώπη, Ανατολική και Δυτική θα γίνει μία ορ­χήστρα. Δεν ξέρω τι όργανο θα παίζει η Ελλάδα σ ’ αυτή την ορχήστρα δεδομένου ότι ούτε σολίστες της προκοπής διαθέτει σήμερα, ούτε λέει να παραιτηθεί απ’ το τουρκοελληνικό «ο καθένας το χαβά του». Υποθέτω πως θα μας δώσουν να παίζου­με... τρίγωνο, σαν αυτό που κρατούν τα παιδιά στα κάλαντα. Υπάρχει βέβαια αυτό το όργανο στη συμφωνική ορχήστρα και ανήκει στη σπουδαία και δύστροπη οικο­γένεια των κρουστών, μόνο που βαράει αραιά και που και σε πολύ λίγα κομμάτια.

Για να ετοιμαστούμε, λοιπόν για την ευρωπαϊκή μας ολοκλήρωση πρέπει καταρ- χήν να ολοκληρωθούμε ως Έλληνες. Γιατί η ελληνική μας ολοκλήρωση, όπως έγινε μέχρι τώρα, ήταν πέρα για πέρα τεχνητή. Ας μην ξεχνάμε πως εμείς οι νεοέλ­ληνες αποχτήσαμε συνείδηση, πως είμαστε Έλληνες κυρίως κατά το 18ο αιώνα, τότε που οι Γερμανοί ελληνιστές, κατενθουσιασμένοι απ’ τον αρχαίο ελληνικό πο­λιτισμό, άρχισαν να ψάχνουν μανιωδώς για Έλληνες. Τελικά μας βρήκαν θαμμένους κάτω από τα ερείπια, ερειπωμένους και εξαθλιωμένους. Με το πες πες των Γερμανών ελληνιστών, τελικά καταλάβαμε και ’μεις πως είμαστε Έλληνες, γιατί μέχρι τότε δεν είχαμε χαμπάρι τι ήμασταν; Αρβανίτες; Σλάβοι; Βλάχοι; Τρέχα γύρευε μέσα στον μπερδεμένο ελληνικό ιστορικό χρόνο.

Όμως, δεν φτάνει να σου λένε πως είσαι κάτι, πρέπει και να είσαι, για να είσαι όντως. Ας ελπίσουμε πως με τον καιρό θα γίνουμε όντως Έλληνες. Πράγμα που

204

Page 202: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

αποκλείεται να συμβεί αν καταρχήν δεν φτιάξουμε ομόρρυθμες εταιρείες που δεν θα είναι κατ’ ουσίαν ετερόρρυθμες.

'Οσο για τις Ανώνυμες Εταιρείες, που είναι η κορωνίδα και το αγλάισμα του καπιταλισμού, αυτές ας τις αφήσουμε για αργότερα, όταν φτιάξουμε καπιταλισμό. Και μη μου πείτε πως οι περίφημοι και θρυλικοί πλέον, χάρη στο ΠΑΣΟΚ, μικρο- μεσαίοι είναι καπιταλιστές, γιατί ο Ντασό και ο Κρουπ θα σκάσουν στα γέλια...

205

Page 203: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

41. Ο ΦΟΥΚΑΡΑΣ ΠΟΥ «ΝΤΥΘΗΚΕ» ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΗΣ

Η Ανώνυμος Εταιρεία είναι το σήμα κατατεθέν του καπιταλισμού. Στην Ανώνυμο Εταιρεία δεν είναι τα πρόσωπα που συνεταιρίζονται, όπως σ ’ όλες τις άλλες μορφές εταιρειών, αλλά το απρόσωπο κεφάλαιο. Επειδή όμως κεφάλαιο ξεκάρφωτο χωρίς κεφαλαιοκράτη που κρατεί (εξουσιάζει) δια του κεφαλαίου δεν νοείται, η Ανώνυμος Εταιρεία είναι τελικά ένας συνεταιρισμός κεφαλαιοκρατών, οι οποίοι όμως δεν κά­νουν επιλογή των προσώπων που θα ήθελαν να δουλέψουν μαζί τους. Προς τούτο, αρκεί να έχει κανείς χρήμα και να θέλει να το επενδύσει σε μια συγκεκριμένη Ανώνυμο Εταιρεία. Οπότε πάει στο Χρηματιστήριο και αγοράζει μετοχές. Κι έτσι, γίνεται αυτόματα μέτοχος της εταιρείας, δηλαδή συμμέτοχος στα κέρδη της, αλλά και στις ζημιές κατά το αναλογούν ποσοστό, που φαίνεται απ’ τις μετοχές του. Πιο συγκεκριμένα, απ’ το ποσοστό που εκπροσωπούν αυτές οι μετοχές στο σύνολο των μετοχών της εταιρείας. Λίγες μετοχές, λίγα κέρδη. Πολλές μετοχές, πολλά κέρδη. Το 51% του συνόλου των μετοχών το 51% του συνόλου των κερδών. Μαζί μ’ αυτά και ο πλήρης έλεγχος της εταιρείας. Οπότε, το υπόλοιπο 49% των μετοχών απλώς μετέχουν παθητικά και ακολουθούν τη μοίρα της εταιρείας, όπως θα την αποφασίσει το 51% των μποχών. Προσοχή, όχι των μετόχων, των μετοχών. Ποτέ κανένας τόνος καμιάς λέξης δεν είχε τόσο μεγάλη σημασία όσο αυτή που δίνει το κατέβασμα του τόνου απ’ τη παραλήγουσα του «μετόχων» στη λήγουσα των «μετοχών».

Θεωρητικά αλλά και στην πράξη αν ένας μόνο μέτοχος κατέχει το 51%, πράγμα όχι και τόσο δύσκολο, και το υπόλοιπο 49% των μετοχών βρίσκονται σκόρπιες, ας πούμε σ’ ένα εκατομμύριο μετόχους, αυτός που κάνει κουμάντο είναι ο ένας, ενώ οι υπόλοιποι περιορίζονται στο ρόλο του κομπάρσου σ ’ ένα δράμα πολύ δραματικό και ταυτόχρονα μια κωμωδία πολύ κωμική. Είναι πολύ δραματικό το δράμα διότι ο ένας και η παρέα του λειτουργούν σαν απόλυτοι δικτάτορες μέσα στην εταιρεία, και είναι κωμική η κωμωδία διότι η Ανώνυμος Εταιρεία είναι πράγματι η πιο δημοκρατική μορφή οργάνωσης της οικονομίας που θα μπορούσε να υπάρξει, αφού τώρα πια ο καθένας θα ήταν δυνατό να γίνει καπιταλιστής αν αγοράσει κάποιες μετοχές στο Χρηματιστήριο.

Ωραία, λοιπόν κατέχω μια μετοχή επί συνόλου χιλίων ας πούμε, και αισθάνομαι καπιταλιστής ένα τοις χιλίοις, πράγμα εξόχως κωμικό, ασφαλώς. Αυτό το καλαμπού­ρι το ονόμασαν «λαϊκό καπιταλισμό». Διότι, λέει, τώρα όλοι έχουν τη δυνατότητα να γίνουν μέτοχοι μιας Ανωνύμου Εταιρείας. Ωραία, όλοι έχουν τη δυνατότητα να

206

Page 204: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

γίνουν μέτοχοι, αλλά δεν αρκεί η δυνατότητα, χρειάζεται μαζί με τη δυνατότητα και χρήμα για ν’ αγοράσεις τις μετοχές απ’ το ειδικό εμπορικό κατάστημα που λέγεται Χρηματιστήριο.

Ας μας δώσουν λοιπόν χρήμα για ν’ αγοράσουμε έναν ικανό αριθμό μετοχών ώστε « ι γίνουμε αξιοπρεπείς καπιταλιστές κι όχι καπιταλιστές της πλάκας με μιάμιση ή έστω εκατό μετοχές, και τότε μπορούμε να κάνουμε λόγο για «λαϊκό καπιταλι­σμό». Αλλά μέχρι να αυξήσουν το μισθό μας τόσο ώστε να μπορούμε να επενδύσου­με σε μετοχές το περίσσευμα, ας το βουλώσουν κι ας σταματήσουν να μας δου­λεύουν.

Άλλωστε, στο Χρηματιστήριο δεν βγαίνει για πούλημα το σύνολο των μετοχών. Αυτοί που θέλουν να διατηρήσουν τον έλεγχο μιας Ανωνύμου Εταιρείας, εμπορεύο­νται στο Χρηματιστήριο μόνο το πάνω από το 51% των μετοχών που κατέχουν. Ενώ ο μεγάλος τζίρος στα Χ(ίηματιστήρια γίνεται απ’ τους μικρομεσαίους (πάντα στη μέση αυτοί οι καταραμένοι μικρομεσαίοι) που κατέχουν το μειοψηφούν 49% των μποχών. Που τις κατέχουν όχι τόσο για να μετέχουν στην παραγωγική διαδικασία δια της Ανωνύμου Εταιρείας, αλλά για να μπορούν να είναι τζογαδόροι χρηματιστές, που αγοράζουν μετοχές φτηνά και τις πουλούν ακριβά, όταν εμφανιστεί η εμπορική ευκαιρία.

Θα αναρωτηθείτε ίσως, πως οι κατέχοντες το 51% των μετοχών, που τις κατέχουν γιατί θέλουν να ελέγχουν την παραγωγική διαδικασία της παιρείας, ανέχονται τους κατέχοντες το 49% των μποχών, που δεν θέλουν να μπέχουν παρά μόνο στο τζόγο του Χρηματιστηρίου. Τους ανέχονται για δυο λόγους: Πρώτο, γιατί θέλουν να φαί­νονται δημοκράτες που δίνουν στον κάθε μικρομέτοχο τη δυνατότητα να γίνει με- γαλομέτοχος αγοράζοντας μετοχές, πράγμα που φυσικά μπορεί να συμβεί (όχι πά­ντως απ’ τους μισθωτούς που αγόρασαν πεντέξι μετοχές έτσι για να αισθάνονται και ολίγον καπιταλιστές), και δεύτερο, και σπουδαιότερο, διότι οι πλειοψηφούνιες μέ­τοχοι κάνουν τη δουλειά τους εκμεταλλευόμενοι το κεφάλαιο των μειοψηφούντων μπόχων, που κατέχουν περίπου το μισό του μποχικού κεφαλαίου.

Μπορεί μεν οι μέτοχοι που κατέχουν ίο 49% των μετοχών να civai πάρο πολλοί, και συνεπώς η οικονομική δύναμη του καθενός να είναι ασήμαντη, όμως το κεφά­λαιο που κατέχουν όλοι μαζί είναι πάρα πολύ μεγάλο. Κι αυτό που έχει σημασία στην Ανώνυμο Εταιρεία είναι το μεγάλο κεφάλαιο που έχει σωρευτεί σ ’ αυτήν υπό μορφήν μετοχών κι όχι οι μέτοχοι στο σύνολό τους. Συχνά το κεφάλαιο μιας Ανω­νύμου Εταιρείας είναι τόσο μεγάλο, που κι ένας πάρα πολύ μεγάλος καπιταλιστής θα ήταν αδύνατο να κατέχει το σύνολο των μετοχών, δηλαδή το σύνολο του κεφα­λαίου της Ανωνύμου Εταιρείας. Αλλά κι όταν αυτό φαίνπαι δυνατό, επεμβαίνει ο νομοθέτης και απαγορεύει σ’ έναν ή σε πολύ λίγους καπιταλιστές να συγκεντρώσουν τόσο πολλές μποχές στα χέρια τους, ας πούμε το 95%, ώστε να καταργηθεί ουσια­στικά ο θεσμός της Ανωνύμου Εταιρείας, και να επανεμφανιστεί ο θεσμός των

207

Page 205: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

προσωπικών εταιρειών, όπως λέγονται όλες οι άλλες μορφές εταιρειών που εξετά­σαμε στα προηγούμενα.

Ακόμα και το καπιταλιστικό κράτος, λοιπόν, καταλαβαίνει τον κίνδυνο που δη­μιουργεί η απόλυτη δικτατορία του ιδιωτικού κεφαλαίου, και κάνει ό,τι μπορεί για να το κρατήσει μέσα σε ορισμένα όρια. Κι έτσι στη θέση της απολυταρχίας του πλούτου, εγκαθίσταται η ολιγαρχία του πλούτου. Απολυταρχικό όπως ξέρουμε είναι ένα σύστημα στο οποίο άρχει ένας, και ολιγαρχικό είναι το σύστημα στο οποίο άρχουν ολίγοι.

Ο καπιταλισμός απεχθάνεται την απολυταρχία, όχι όμως και την ολιγαρχία. Ο καπιταλισμός κυνήγησε άγρια όλα τα απολυταρχικά καθεστώτα, και μόνο πρόσκαι­ρα, σε περιόδους κρίσης, δέχεται να καταφύγει σ ’ αυτά μέσα από μια φασιστική δικτατορία.

Είναι λάθος ωστόσο να πιστεύουμε πως το κεφαλαίο αγαπάει το φασισμό. Τον αγαπάει μόνο όταν αυτός εμφανίζεται σε χώρες περιφερειακές και εξαρτώμενες από κάποια καπιταλιστική μητρόπολη, και τον ανέχεται εντός της μητροπόλεως όχι σαν μόνιμο, αλλά σαν έκτακτο καθεστώς ανάγκης. Κανείς σοβαρός καπιταλιστής δεν ανέχεται για πολύ πάνω απ’ το κεφάλι του έναν δικτάτορα, κυρίως όταν αυτός εκπροσωπεί τους μικροαστούς, πράγμα που είναι κανόνας στο φασισμό.

Ο φυσικός πολιτικός χώρος λοιπόν της Ανωνύμου Εταρείας είναι η αστική δη­μοκρατία. Δεν υπάρχει τίποτα το παράδοξο, όθεν, που οι δυο μητροπόλεις του σύγ­χρονου καπιταλισμού, οι ΗΠΑ *και η Ιαπωνία είναι υποδειγματικά δημοκρατικές χώρες, φυσικά με την έννοια που δίνει στη λέξη δημοκρατία το κεφαλαιοκρατικό σύστημα της οργάνωσης της κοινωνικής και οικονομικής ζωής.

Πράγματι, ο θεσμός της Ανωνύμου Εταιρείας εμφανίζεται ταυτόχρονα με τον καπιταλισμό και μετέχει στους αγώνες του για το γκρέμισμα της απολυταρχικής φεουδαρχίας. Η οποία ποτέ δεν είδε με καλό μάτι, που λέμε, τη συγκέντρωση του κεφαλαίου σε κολοσσιαίες εταιρείες, που είναι η μοντέρνα παραλλαγή του παλιού φέουδου. Παρά ταύτα και σε πείσμα των φεουδαρχών το κεφάλαιο είχε αρχίσει να συγκεντρώνεται απ’ τον 13ο κιόλας αιώνα. Είναι η εποχή που οι μικρές βιοτεχνίες που προκόβουν αρχίζουν να αναζητούν άλλα σχήματα οικονομικής οργάνωσης.

Στις αρχές του Που αιώνα, ύστερα απ’ την ανακάλυψη της Αμερικής και την τεράστια οικονομική ώθηση που έδωσε στη γηραία Ευρώπη ο άθλος των θαλασσο­πόρων της, ο αριθμός των πλουσίων αρχίζει να μεγαλώνει εντυπωσιακά. Οι νεόπλου­τοι πρέπει να συνασπιστούν για να αντιμετωπίσουν τους παλαιόπλουτους φεουδάρ­χες. Στην αρχή συνασπίζονται σε μικρές ετερόρρυθμες και ομόρρυθμες εταιρείες, που μεγαλώνουν ολοένα και περισσότερο. Στις αρχές του Ι7ου αιώνα έχουν μεγα­λώσει τόσο, που τα παλιά εταιρικά οργανωτικά σχήματα δεν τις χωράνε πια.

Αν και δεν λέγεται έτσι ακόμα, η πρώτη Ανώνυμος Εταιρεία εμφανίζεται στην Ολλανδία (μια χώρα που πρωταγωνίστησε στο καπιταλιστικό δράμα πριν κι απ’ τη

208

Page 206: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

μεγάλη βενιέτα του καπιταλισμού, την Αγγλία), το 1602, δηλαδή στην αρχή του Που αιώνα. Πρόκειται για την περιλάλητη Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών, στην οποία ο καπιταλισμός δεν θα ξοφλήσει ποτέ τα χρέη του. Μ’ αυτήν άλλωστε αρχίζει και η αποικιοκρατία, με την οποία η Ανώνυμος Εταιρεία θα συνδεθεί πολύ στενά.

Η φεουδαρχία πάντως αντιδρά βάναυσα και κυνηγάει ανελέητα το θεσμό της Ανωνύμου Εταιρείας. Και χρειάστηκε το ποτάμι αίματος της Γαλλικής Επανάστα­σης για ν’ αποκτήσει νομική υπόσταση η Ανώνυμος Εταιρεία, πρώτα στη Γαλλία, το 1807. Μέχρι τότε, σ ’ ολόκληρο τον καπιταλιστικό κόσμο, που είναι μια οικονο­μική αλλά όχι ακόμα και πολιτική πραγματικότητα, η Ανώνυμος Εταιρεία τελεί εν παρανομία.

Χρειάστηκε λοιπόν μια πολιτική αλλαγή για να νομιμοποιηθεί η οικονομική αλλαγή που, όπως πάντα, προηγείται κατά πολύ της πολιτικής και την επικαθορίζει. Η βασική μαρξιστική αρχή γο> την προτεραιότητα της οικονομίας στα πάντα δεν διαψεύστηκε ποτέ. Χωρίς καμιά αμφιβολία, ο θεσμός της Ανωνύμου Εταιρείας είναι πολύ ιτιο προοδευτικός σε σχέση μ’ όλες τις άλλες εταιρικές μορφές. Διότι μόνο μ’ αυτήν είναι δυνατό να αξιοποιηθούν παραγωγικά όλα τα διαθέσιμα κεφάλαια μιας καπιταλιστικής κοινωνίας. Αυτό σημαίνει πως είναι αδύνατο και να φανταστούμε ακόμα τον καπιταλισμό ανεξάρτητα απ’ το θεσμό της Ανωνύμου Εταιρείας.

Καπιταλισμός και Ανώνυμος Εταιρεία είναι σχεδόν συνώνυμα. Κι όπου δεν υπάρ­χουν Ανώνυμες Εταιρείες της προκοπής, δεν υπάρχει ούτε καπιταλισμός της προκοπής Μια «Χαλυβουργική», π.χ., στην Ελλάδα δεν φτάνει για να υπάρξει ελληνικός κα­πιταλισμός. Η «Χαλυβουργική» μαζί με τις τσιμεντοβιομηχανίες είναι οι μόνες α- μιγώς ελληνικές βαριές βιομηχανίες που υπάρχουν αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα. Φυσικά, υπάρχουν κι άλλες ελληνικές Ανώνυμες Εταιρείες που συνήθως είναι είτε μεταποιητικές είτε τραπεζικές, αλλά όχι πρωτογενώς παραγωγικές. Και πρωτογενώς παραγωγικές είναι αυτές που παράγουν πρώτη ύλη, όπως ο χάλυβας για παράδειγμα, δια της οποΐας θα τροφοδοτηθούν όλες οι άλλες βιομηχανίες, ή μηχανήματα που θα χρειαστούν σε άλλες βιομηχανίες.

Αυτή είναι η περίφημη «βαριά βιομηχανία». Και χωρίς βαριά βιομηχανία όλα καταρρέουν στην οικονομία μιας χώρας. Αλλά η βαριά ελληνική βιομηχανία είναι τόσο ασήμαντη, που δεν χρειάζεται ειδική γνώση για να καταλάβει κανείς πως εντός ολίγου όλα καταρρέουν σ ’ αυτή τη χώρα των αεριτζήδων και των ψιλικατζήδων...

Να γιατί μας χρειάζεται η Κοινή Αγορά. Διότι σ’ αυτήν υπάρχει, βέβαια, πλην όλων των άλλων και βαριά βιομηχανία. Και καλά οργανωμένη ελαφρά βιομηχανία. Και καπιταλισμός επιπέδου. Για να γίνουμε κάποτε καπιταλιστές της προκοπής, και εφόσον έχουμε αποφασίσει πως είναι δύσκολο να γίνουμε σοσιαλιστές της προκο­πής, δεν έχουμε παρά να παραδοθούμε άνευ όρων στον ευρωπαϊκό καπιταλισμό — κι όποιον πάρει ο χάρος. Και θα πάρει πολλούς ο χάρος. Κι όχι μόνο εργαζόμενους αλλά και ελληνοκαπιταλιστές της πλάκας...

209

Page 207: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

Ό σο για την πληθώρα των ελληνικών Ανωνύμων Εταιρειών, είναι κι αυτές της πλάκας. Οι περισσότερες δεν βγάζουν τις μετοχές τους στο Χρηματιστήριο, γιατί δεν έχουν περίσσευμα μετοχών για πούλημα. Στην πραγματικότητα, λοιπόν, δεν είναι Ανώνυμες Εταιρείες. Είναι κάτι σαν διευρυμένες ομόρρυθμες. Και συχνά πα­ραμένουν πρωτογόνως οικογενειακές επιχειρήσεις, όπως τον παλιό καιρό του αρχέ- γονου καπιταλισμού, τότε που ο μπαμπάς βολόδερνε ανάμεσα στην ομόρρυθμο και την Ανώνυμο Εταιρεία.

Κι ακόμα βολοδέρνει ο μπαμπάς εδώ σε μας. Εύκολο είναι να περάσει στην ανωνυμία της Ανωνύμου Εταιρείας, αυτός ο πατέρας αφέντης; Πάντως, το οργανω­τικό σχήμα της Ανωνύμου Εταιρείας τον βολεύει πάρα πολύ. Οι κομπίνες γίνονται ευκολότερα ανωνύμως...

210

Page 208: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

42. ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

Για να κάνεις ή για να επιδιώξεις κάτι, πρέπει αυτό το κάτι να έχει αξία. Προσπα­θούμε, π.χ., να βγάλουμε χρήμα, γιατί το χρήμα έχει αξία. Αξία όμως έχει και το οικόπεδο, και το σπίτι, και η συναλλαγματική, και το ομόλογο, και η μετοχή, και η εφημερίδα που κοστίζει εκατό δραχμές, και η γραφομηχανή στην οποία γράφω για μια εφημερίδα που αξίζει όσο αξίζει, και το χαρτί στο οποίο γράφω στη γρα­φομηχανή και το χαρτί στο οποίο θα τυπωθούν αυτά που γράφω σε χαρτί γραφο­μηχανής που και τα δυο Αξίζουν, άσχετα αν αυτά που γράφω δεν αξίζουν τίποτα, και ο κάλαθος των αχρήστων στον οποίο ο διευθυντής έχει τη διακριτική ευχέρεια να πετάξει αυτά που γράφω, και ο σάκος απορριμμάτων στον οποίο εσείς θα ρίξετε την εφημερίδα αφού τη διαβάσετε η δεν τη διαβάσετε αν και την αγοράσατε στην προ­καθορισμένη αξία. Ακόμα το φαί που φάγατε το μεσημέρι, και το ψωμί και το παντεσπάνι, και ο φασιανός, και τα ρούχα σας και τα παπούτσια σας, και οι σπουδές των παιδιών σας, και το κεράκι που ανάψατε στην εκκλησία για να σας βοηθήσει ο Θεός στις δουλειές σας αν και δεν είναι συνεταίρος σας, και το εισητήριο του κινηματογράφου και πάει λέγοντας μέχρι την έσχατη των αξιών του έσχατου πράγ­ματος ή της εσχάτης υπηρεσίας η οποία θα σας προσφέρει, που κι αυτή έχει την αξία της.

Ό λα σ’ αυτό τον κόσμο έχουν την αξία τους. Κι όλες οι αξίες εκφράζονται με μια τιμή. Εκτός απ’ την τιμή που τιμή δεν έχει και χαρά στον που την έχει. Αν και σε τελική ανάλυση κι αυτή έχει την τιμή της.

Δεν ξέρω τι θα κάνατε αν σας πρόσφεραν, π.χ., όχι δυο εκατομμύρια δολάρια για να πουλήσετε ένα νόμο και μαζί μ’ αυτόν και την πολιτική σας τιμή, αλλά ένα δισεκατομμύριο δολάρια απλά και μόνο για να πάτε ένα γράμμα απ’ τον κ. Κοσκωτά στον κ. Κουτσόγιωργα. Και μη μου πείτε πως εσείς ποτέ δεν θα κάνετε τέτοιες βρομιές, εκτός βέβαια κι αν ποτέ δεν κάνατε την παραμικρή βρομιά και διαφυλάξατε στον ακέραιο τις αξίες σας. Εννοώ τις ηθικές αξίες σας, που κι αυτές όμως, έχουν μια οικονομική αξία, πράγμα που φαίνεται καθαρά σπς περιπτώσεις που οι ηθικές αξίες πουλιούνται και αγοράζονται αλλά και στις άλλες περιπτώσεις που δεν που­λιούνται γιατί τις διατιμάτε υπερβολικά ακριβά, πράγμα που δεν αποκλείει καθόλου να βρεθεί κάποιος τρελός να σας τις πληρώσει προκειμένου να κερδίσει το στοίχη­μα, καθώς εσείς θα χάνετε την τιμή σας.

Αν τελικά δεν τη χάσετε γιατί είστε ένας πολύ άξιος άνθρωπος από ηθικής από­ψεως, σίγουρα κάποιοι θα σας χαρακτηρίσουν ανάξιο από οικονομικής απόψεως.

211

Page 209: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

Στην περίπτωση του χαρακτηρισμού σας ως ανάξιου γενικώς η οικονομική χροιά της μορφής λανθάνει έστω κι όταν δεν είναι καθαρά δηλωμένη. Αλλά και στην περίπτωση του χαρακτηρισμού σας ως ηθικά άξιου, τούτη η αξία που σας αποδίδεται ορίζεται εξ αντιδιαστολής προς μια οικονομική. Έτσι κι αλλιώς δηλαδή, το κριτή­ριο είναι οικονομικό σε τελική ανάλυση.

Η αξία μ ' άλλα λόγια είναι μια πολύ μεγάλη υπόθεση. Το εύρος της εκτείνεται επ' την αξία ενός κιλού ψωμιού, ας πούμε, και φτάνει μέχρι τις ηθικές, τις εθνικές, τις αισθητικές αξίες. Που είναι τέτοιες είτε γιατί έχουν μια λανθάνουσα οικονομική αξία, είτε διότι βρίσκονται απομακρυσμένες από τις οικονομικές αξίες. Αλλά πόσο απομακρυσμένες; Ιδού το κρίσιμο ερώτημα.

Οι εθνικές αξίες, π.χ., έχουν ή δεν έχουν οικονομική αξία; Μη βιαστείτε να απαντήσετε πριν σκεφτείτε καλά τι σημαίνει η κατάκτηση της χώρας από έναν εχθρό. Σημαίνει καταρχήν κάποιο χάσιμο οικονομικής τάξεως. Αν ο εχθρός κάψει το σπίτι σας, η χασούρα κάθε άλλο παρά ηθικής τάξεως είναι. Πολύ περισσότερο αν σας σκοτώσει. Σε μια τέτοια δυσάρεστη περίπτωση μπορεί μεν να γίνετε ήρωας, μπορεί μεν να σας στήσουν τον ανδριάντα στην κεντρική πλατεία του χωριού ή όπου αλλού πάντως εσείς θα έχετε ήδη χάσει κάτι πολύτιμο (που έχει μεγάλη, πολύ μεγάλη τιμή), τη ζωή σας, ενώ οι επιγενόμενοι θα σας βλέπουν μαρμάρινο και λένε: Κοίτα να δεις, αυτός έχασε το πολυτιμότερο που είχε, τη ζωή του, εξαιτίας της βουλιμίας του πεινασμένου γείτονα. Κάτσε να πάρω τα μέτρα μου, να υπερασπιστώ την πατρίδα, όπου βρίσκεται το μαγαζάκι μου και το σπιτάκι μου, για να μην πάθω κι εγώ τα ίδια. Και ούτως πως προκύπτει η αξία που λέγεται αγάπη προς την πατρίδα. Και η άλλη αξία που λέγεται καθήκον για την υπεράσπιση της πατρίδας.

Ο μύθος δηλώνει πως όλες οι αξίες είναι σε τελική, αλλά μόνο σε τελική ανάλυση οικονομικές. Και επειδή είναι πάρα πολύ δύσκολο να φτάσει κανείς σε μια τέτοια τελική ανάλυση, σταματάει την ανάλυση όπου μπορεί. Μπορεί η ανάλυση να στα­ματήσει σ ' εκείνο το νζήτω ο βασιλιάς», δια του οποίου μπαίνει ο βλαξ στη μάχη και σκοτώνεται υπό τους ήχους εμβατηρίων εθνικοπατριωτικών. Δεν λέω να μη σκοτωθεί για κάποιες αξίες, λέω πως αν είναι να σκοτωθεί ας ξέρει τουλάχιστον γιατί σκοτώνεται στην πραγματικότητα. Ό χ ι να μας λένε πως πρέπει να σκοτωθούμε για τις εθνικές αξίες και να μη μας εξηγούν σε τι ακριβώς συνίστανται αυτές οι αξίες. 'Αλλωστε, ο χωρικός αγωνίζεται πιο ευσυνείδητα αν μάθει πως ιυτό που έχει να χάσει απ’ τον εισβολέα είναι έστω η καλύβα του μόνο, παρά αν του πούμε πως θα χαθούν οι εθνικές αξίες.

Ποιες εθνικές αξίες, βρε ξόανα; Αυτές που σας επιτρέπουν να κάνετε τη δουλίτσα σας εκμεταλλευόμενοι την άγνοια και την αμάθεια του κόσμου; Α, να μου χαθείτε, γελοίοι εθνοκάπηλοι. Ο αγράμματος χωρικός έχει σαφέστερη ιδέα από σας για το τι σημαίνει πατρίδα, και τι είδους εθνικές αξίες θα χαθούν μαζί με την πατρίδα

Πατρίδα, λοιπόν, είναι ο τόπος όπου βρίσκεται το σύνολο των αξιών μας: το

212

Page 210: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

χωράφι μας, to σπίτι μας, οι μετοχές μας, το μαγαζί μας, ο συνεταίρος μας, ο τραπεζικός μας λογαριασμός, ο φοροεισπράκτορας, ο υπουργός Οικονομικών, ο εργοδότης μας, το συνδικάτο μας, ο παπάς της ενορίας, που δίνει απαντήσεις σ ’ όλα τα μεταφυσικά ερωτήματά μας στη μητρική μας γλώσσα έστω κι αν δεν την ξέρει και τόσο καλά, ο δάσκαλός μας, ο πατέρας μας, ο τάφος του πατέρα μας, ο φίλος μας, η πρώην και η νυν σύζυγός μας, τα παιδιά μας απ’ τον πρώτο, το δεύτερο και τον τρίτο γάμο μας, κι ένα σωρό άλλα το ίδιο συγκεκριμένα που όλα μαζί συνιστούν την έννοια της πατρίδας. Που κάθε άλλο παρά αφηρημένη έννοια είναι, αν και προσπαθούν να της δώσουν αφηρημένο νόημα οι εθνοκάπηλοι, προκειμένου να μπερδέψουν τα νερά και να ψαρεύουν ανετότερα στα θολά.

Παρόλο, λοιπόν, που όλος ο κόσμος ξέρει, και καλύτερα απ’ όλο τον κόσμο το ξέρουν οι καπιταλιστές, πως όλα σ ’ αυτό τον κόσμο έχουν μια καταρχήν οικονομική αξία, που πάρα πολύ συχνά κρύβεται μέσα σε μια ατέλειωτη σειρά από ιδεολογή­ματα, οι περισσότεροι αρνούνιαι να κάνουν έστω και μια στοιχειώδη ανάλυση για να προσεγγγίσουν την, σε τελική ανάλυση, αλλά μόνο σε τελική ανάλυση, το ξα- ναλέμε, οικονομική αξία όλων των αξιών, όπως πρεσβεύει ο μαρξισμός. Προσοχή, όμως. Στη σύγχρονη μαρξιστική σκέψη έχει πολύ μεγάλη σημασία αυτό το «σε τελική ανάλυση». Εμείς οι μαρξιστές δεν είμαστε χυδαίοι οικονομιστές, αν και οι «μαρξιστές» του υπαρκτού σοσιαλισμού έκαναν περισσότερα απ’ τους εχθρούς μας για να μας δυσφημίσουν ως χυδαίους οικονομιστές, που όλα τα βλέπουν εξαργυρώ- σιμα σε χρήμα. Ο μαρξισμός δεν είναι οικονομισμός.

Οικονομισμός είναι ο καπιταλισμός που όλα τα αποτιμά σε χρήμα, ακόμα κι όταν δεν το δηλώνει καθαρά και παίζει αναίσχυντα με αξίες που δεν είναι οικονομικές, από πρώτη ματιά. Εμείς οι μαρξιστές ποτέ δεν είπαμε πως οι ηθικές, ή οι αισθητικές αξίες είναι ευθέως και καθαρά οικονομικές. Λέμε μόνο πως όλες οι αξίες είναι σε τελική, αλλά μόνο σε τελική ανάλυση, οικονομικές και ότι πρέπει να κουραστείς για να κάνεις αυτή την ανάλυση και να φτάσεις στην καλά κρυμμένη ρίζα όλων των αξιών που αρχικά ήταν και ως ένα μεγάλο βαθμό συνεχίζουν να είναι, οικονομι­κές.

Αυτό το ήξερε και ο ιδεαλιστής Πλάτων όταν περιέγραφε πως δημιουργείται μια αισθητική αξία. Όταν, λέει, το τσουκάλι περάσει απ’ το κάτω μέρος του τζακιού στο πάνω, γίνεται ανθοδοχείο. Δηλαδή από αντικείμενο χρήσεως γίνεται αισθητικό αντικείμενο, που συνεχίζει όμως να είναι αντικείμενο χρήσεως αλλά με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι προηγουμένως. Χωρίς καμιά αμφιβολία, τα αισθητικά αντικείμενα είναι χρήσιμα. Άντε όμως να περιγράψεις την αισθητική αξία ενός πίνακα, π.χ., του Βαν Γκογκ σ’ έναν τραπεζίτη, που το πρώτο που θα σε ρωτήσει είναι πόσο πιάνει σήμερα στην πιάτσα ο εν λόγω πίνακας. Ποιοι λοιπόν είναι οι υλιστές; Εμείς οι μαρξιστές, οι αφοσιωμένοι στις πιο υψηλές ιδέες που επεξεργά­στηκε ο άνθρωπος από της υπάρξεώς του στη Γη, ή οι χυδαίοι οικονομιστές; Ας

213

Page 211: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

έχουν χάρη που μας εξευτέλισαν οι «μαρξιστές» του υπαρκτού σοσιαλισμού, οι εντελώς άσχετοι προς το μαρξισμό.

Δεν χάνουμε όμως την ελπίδα μας. Ο μαρξισμός απαλλαγμένος απ’ τη γραφειο­κρατική χυδαιότητα που τον μετέτρεψε σε οικονομισμό ανεπαισθήτως στην αρχή, καταφάνερα στη συνέχεια, θα ξαναβρεί τη δύναμή του. Άλλωστε, ό,τι θετικό έγινε στον καπιταλισμό οφείλεται στη μαρξιστική πίεση. Χωρίς τον Μαρξ δεν θα υπήρχε Κέινς, και συνεπώς ούτε «κράτος προνοίας». Αλλά ούτε Μαρξ θα υπήρχε χωρίς τον Σμιθ και τον Ρικάρντο.

Εμείς γνωρίζουμε πως είμαστε απλώς κρίκος σε μιαν ατέλειωτη αλυσίδα που οδηγεί απ’ το ατελέστερο στο τελειότερο. Αλλά οι καπιταλιστές πιστεύουν πως η ιστορία σταματάει σ ’ αυτούς γιατί, λέει, ο καπιταλισμός είναι το τελειότερο σύστημα οργάνωσης της οικονομικής και κοινωνικής ζωής. Είναι όντως, αλλά μόνο σε σχέση με τα προγενέστερα του καπιταλισμού κοινωνικά συστήματα. Όμως, ασφαλώς, θα υπάρξουν και μεταγενέστερα. Ποια θα ’ναι αυτά; Και τι μπορεί να σημαίνει «εξε­λιγμένος καπιταλισμός με γενίκευση του κράτους προνοίας;» Ως πού μπορεί να φτάσει αυτή η γενίκευση; Μήπως μέχρι τον κομουνισμό; Αν φανταστούμε την εξέ­λιξη και την πρόοδο σαν μια διάρκεια και αδιάκοπη διαδικασία, δεν μπορεί παρά να φτάσει εκεί. Εκτός κι αν ο κόσμος επιστρέφει στις σπηλιές στην περίπτωση που ο καπιταλισμός δεν βγει απ’ τα αδιέξοδά του και σταματήσει να προωθείται προς μια παραπέρα αυτοβελτίωση. Πράγμα μάλλον απίθανο, γιατί η ανθρωπότητα πάντα έλυνε τα προβλήματά της, παρά τα πρόσκαιρα αδιέξοδα.

Ίσως ο μαρξισμός, απαλλαγμένος απ’ τις γραφειοκρατικές αγκυλώσεις του, αρ­γήσει πολύ να πει τον τελευταίο του λόγο, αλλα θα τον πει. Ήδη αυτός υπαγορεύει στον καπιταλισμό τη συμπεριφορά του. Το ξαναλέω: Κράτος προνοίας χωρίς το μαρξισμό δεν θα υπήρχε. Ο μαρξισμός δεν ενεργεί πάντα άμεσα — και ίσως είναι καλύτερα έτσι, προκειμένου να ξεφύγει απ’ τη δυσφήμιση που υπέστη απ’ τους γραφειοκράτες, που στο όνομα του πιο μεγάλου ανθρωπιστή, του Μαρξ, εγκατέστη- σαν τη βαρβαρότητα εκεί ακριβώς που αυτή θα έπρεπε να εξαλειφθεί εντελώς.

Οι αξίες θα ξαναβρούν κάποτε την αξία τους. Οι οικονομικές την οικονομική, οι ηθικές την ηθική, και οι αισθητικές την αισθητική. Εμείς οι μαρξιστές απαιτούμε ένα ξεδιάλυμα των αξιών. Και τιμούμε όσο κανείς τις ηθικές και τις αισθητικές αξίες. Το δείξαμε ακόμα και μέσα στο χάος που προκάλεσε η δική μας γραφειοκρατία, που μπέρδεψε τις αξίες με τον ίδιο τρόπο που τις μπερδεύει μονίμως ο καπιταλισμός. Και για τον ίδιο λόγο: Για να μπερδεύονται τα νερά και η μια αξία να μπαίνει μέσα στην άλλη και να σχηματίζουν ένα τέτοιο κράμα, που να είναι αδύνατο πια να καταλάβεις που σταματάει η μια και που αρχίζει η άλλη.

Πότε ένας καλλιτέχνης δουλεύει για τη χαρά της δημιουργίας και πότε για τη χαρά του πλούτου; Δεν θα σας το πει ούτε ο ίδιος. Πότε ένας δεσπότης δουλεύει για την ηθική τελείωση του ποιμνοίου του και πότε αντιμετωπίζει το ποίμνοιό του ως

214

Page 212: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

ποίμνιο προβάτων για να τρώει καλύτερα αυτός ο λύκος; Δεν το ξέρει ούτε ο ίδιος. Εμείς οι μαρξιστές, πάντως, ξέρουμε πως όλες οι αξίες είναι σε τελική αλλά μόνο σε τελική ανάλυση οικονομικές, και γι* αυτό δημιουργούνται τα παραπάνω μπερδέ­ματα.

θέλουμε λοιπόν να αποδώσουμε τα του Καίσαρος τω Καίσαρι, τα του παπά στον παπά, και τα του καλλιτέχνη στον καλλιτέχνη, χωρίς να τους αδικήσουμε οικονο­μικά. Κι ο παπάς εργαζόμενος είναι και πρέπει να αμείβεται, όσο γίνεται πιο καλά. Πολύ περισσότερο που δεν μπορεί ο καημένος να κατέβει σε απεργία.

Φαντάζεστε τις εκκλησίες τις Κυριακές με μια ταμπέλα απέξω που να λέει «κλει- στόν λόγω απεργίας»; Εγώ τις φαντάζομαι στην περίπτωση, βέβαια, που οι παπάδες καταλάβουν πως είναι εργαζόμενοι άνθρωποι. Ό σο για τους μεγάλους παπάδες, αυτοί το έχουν καταλάβει προ πολλού. Και μαζεύουν και μαζεύουν...

215

Page 213: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

43. Η ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΗ

Καθετί που ικανοποιεί μια ανάγκη ή μια ορμή, ή που προκαλεί ευχάριστα συναι­σθήματα λέγεται «αξία». Καθετί που είναι «αξία», έχει μια αξία. Αυτή η «δεύτερη» αξία λέγεται τιμή, και δεν πρέπει να συγχέεται με την κυρίως ειπείν αξία. Σας μπέρδεψα; Προσέξτε: Το διαμάντι είναι «αξία» διάτι έχει αξία. Αν δεν είχε αξία αποτιμώμενη δεν θα ήταν μια «αξία» έτσι αορίστως. Ένα άλλο, πιο παραστατικό παράδειγμα: Το χρήμα είναι μια «αξία», σύμφωνα με τον ορισμό μας. (Ικανοποιεί ανάγκες). Ωστόσο θα δυσκολευτώ να πω πως οι χίλιες δραχμές έχουν αξία χιλίων δραχμών. Είναι ένας περιττός πλεονασμός. Όμως είναι φανερό πως οι σημερινές χίλιες δραχμές έχουν διαφορετική αξία απ* αυτήν που είχαν πριν από δυο ή δέκα χρόνια. Συνεπώς, την αξία του το χρήμα την παίρνει απ’ την ποσότητα των εμπο­ρευμάτων που μπορούμε ν ’ αγοράσουμε μ’ αυτό σε μια δεδομένη στιγμή. Άρα το χρήμα έχει κι αυτό αξία. Τα παραπάνω σημαίνουν πως η «αξία είναι μια ιστορική έννοια: Αλλάζει σύμφωνα με το χρόνο-και ανάλογα με τις συνθήκες». Στην επιστήμη της πολιτικής οικονομίας δεν υπάρχει τίποτα πιο δύσκολο απ’ την κατανόηση της έννοιας της αξίας. Οι αστοί οικονομολόγοι, όπως άλλωστε και οι πριν από τον Μαρξ, έλεγαν πως η αξία ενός πράγματος καθορίζεται από τρία δεδομένα: Τη χρη­σιμότητα του αγαθού, την ένταση της ανάγκης που θα ικανοποιήσουμε μ’ αυτό και τη σπαναότητά του. Όμως, αυτά τα τρία δεδομένα είναι υποκειμενικά.

Η χρησιμότητα ενός αγαθού είναι εντελώς σχετική: Αυτό που είναι χρήσιμο σε μένα μπορεί να μην είναι και σε σένα. Ούτε καν το ψωμί, που είναι μια πρωταρχική για τη ζωή μας αξία, δεν έχει την ίδια αξία για όλους. Διότι κάποιοι προτιμούν το παντεσπάνι και κάποιοι άλλοι κάνουν δίαιτα.

Αλλά και το δεύτερο αστικό κριτήριο της αξίας, η ένταση της ανάγκης που πρόκειται να ικανοποιηθεί μ’ αυτήν είναι κι αυτό σχετικό κι αόριστο. Η ανάγκη για φαγητό είναι πολύ πιο έντονη και πιεστική απ’ την ανάγκη για διασκέδαση, όμως η ανάγκη για φαγητό δεν είναι το ίδιο πιεστική για όλους ούτε έχει για όλους την ίδια σημασία από οικονομικής απόψεως. Είναι φανερό πως τα λεφτά που θα δώσει ο πλούσιος για την ικανοποίηση των αναγκών του για φαγητό είναι ένα εντελώς ασήμαντο μέρος του συνόλου των εισοδημάτων του, ενώ, αντίθετα, ο φτωχός, σχεδόν όλα του τα χρήματα τα δίνει στο φαγητό.

Το τρίτο αστικό κριτήριο της αξίας ενός πράγματος, η σπανιότητα, είναι πιο αντικειμενικό από τα άλλα και συνεπώς πιο έγκυρο. Όμως και η σπανιότητα είναι

216

Page 214: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

έννοια σχετική. Ο χρυσός για παράδειγμα σήμερα δεν είναι τόσο σπάνιο μέταλλο όσο ήταν άλλοτε διότι βελτιώθηκαν οι συνθήκες της εξόρυξής του, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα γίνει κάποτε τόσο σπάνιο όσο ήταν και τους προηγούμενους αιώνες, εφόσον ελαττωθούν τα ορυκτά αποθέματα. Αντίθετα, το πετρέλαιο γίνεται ολοένα και περισσότερο σπάνιο. Εν πάση περιπτώσει ούτε στη σπανιότητα μπορού­με να βασιστούμε για να καθορίσουμε την αξία ενός πράγματος. Αλλά κι αν αντι­μετωπίσουμε ένα προϊόν άσχετα προς τη χρησιμότητά του, την ένταση της ανάγκης που αυτό ικανοποιεί και τη σπανιότητά του, και πάλι παραμένει το ερώτημα Γιατί το Α εμπόρευμα κάνει Β δραχμές και όχι Γ;

Η χρησιμότητα της γραφομηχανής μου είναι δεδομένη, η ένιαση της ανάγκης που αυτή ικανοποιεί είναι δεδομένη για μένα και η μη σπανιότητά της είναι επίσης δεδομένη. Αν όμως αλλάζουν αυτά τα δεδομένα είναι βέβαιο πως η γραφομηχανή μου ποτέ δεν θα πουληθεί όσο ένα μολύβι, που είναι η εναλλακτική λύση για το πρόβλημα της γραφής αυτού του κειμένου, ούτε θ’ αποκτήσει την αξία ενός αυτο­κινήτου. Η αξία της γραφομηχανής μου θα κυμανθεί μέσα σε ορισμένα λογικά όρια. Ποια είναι αυτά_τα όρια και γιατί είναι λογικά; Και ποια είναι τα λογιστικά όρια για κάθε εμπόρευμα χωριστά; Γιατί ένα αυτοκίνητο π.χ. δεν μπορεί να πουληθεί όσο ένα τανκ και γιατί η αξία της γραφομηχανής δεν θα πέσει ποτέ ίσα με την αξία του μολυβιού; Μ’ άλλα λόγια, τι είναι αυτό που αντικειμενικά καθόριζα την αξία ενός εμπορεύματος, πέρα και πάνω απ' τον υποκειμενισμό που έχει ο αστικός προσδιο­ρισμός της αξίας;

Για να δοθεί έγκυρη απάντηση στο παραπάνω ερώτημα πρέπει καταρχήν να γίνει ένας σαφής διαχωρισμός ανάμεσα στην αξία χρήσης και την ανταλλακτική αξία ενός εμπορεύματος. Αξία χρήσης ενός εμπορεύματος είναι αυτή που προκύπτει απ’ τη χρησιμότητά του. Ενώ ανταλλακτική αξία είναι αυτή που προκύπτει απ’ την ανταλλαγή, δηλαδή απ’ το εμπόριο. Βέβαια, όλα τα εμπορεύματα ακόμη και τα πιο άχρηστα, όπως π.χ. η τσίχλα, έχουν μια αξία χρήσης; Για να πουλιούνται σε κάτι χρησιμεύουν, έστω κι αν αυτό το κάτι είναι εντελώς ανόητο.

Όμως, τόσο ο παραγωγός όσο και ο έμπορος, υπό καπιταλιστικό καθεστώς, θα αδιαφορήσουν πλήρως για το αν το Α προϊόν που θα μου πουλήσουν είναι ή δεν είναι χρήσιμο για μένα και το μόνο για το οποίο θα νοιαστούν είναι να μου το πουλήσουν οπωσδήποτε, προσπαθώντας να με πείσουν για τη χρησιμότητά του μέσω της διαφήμισης. Η διαφήμιση δημιουργεί τεχνήτες ανάγκες τις οποίες θα έρθει να ικανοποιήσει ένα προϊόν που συχνά δεν το χρειάζομαι καθόλου.

Όμως και να 'ναι πάντως, το προϊόν (είτε χρήσιμο είτε άχρηστο) που θα φτάσει στα χέρια μου, έχει μια αντικειμενικά καθορισμένη αξία, που αποτιμάται σε χρήμα. (Τιμή είναι η σε χρήμα καθορισμένη αξία ενός εμπορεύματος). Γιατί πρέπει να αποτιμάται αντικειμενικά και πόσο αντικειμενικά μπορεί να αποτιμηθεί; Πρέπει να είναι αντικειμενικά καθορισμένη η αξία ενός εμπορεύματος κι όχι υποκειμενικά,

217

Page 215: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

όπως είναι η κυρίαρχη άποψη στην αστική επιστήμη της πολιτικής οικονομίας, όχι μόνο γιατί ο παραγωγός δεν μπορεί να βασιστεί αποκλειστικά στη διαφήμιση ή όπου αλλού για τον έλεγχο των επιθυμιών του αγοραστή, αλλά κυρίως διότι στην παρα­γωγή του προϊόνιος υπεισέρχεται ένας παράγων απόλυτα καθοριστικός για τον κα­θορισμό της αξίας του προϊόντος, όπως πιστεύει ο Μαρξ. Πρόκειται για την εργα­τική δύναμη.

Η εργατική δύναμη είναι ένα εμπόρευμα όπως και τ ’ άλλα. Πουλιέται και αγο­ράζεται στην αγορά εργασίας και καταναλώνεται για την παραγωγή προϊόντων απ’ τον εργοδότη, ο οποίος και την αγοράζει απ’ την αγορά εργασίας. Ο εργοδότης δεν θ’ αγοράσει βέβαια ούτε περισσότερη ούτε λιγότερη εργατική δύναμη απ’ αυτήν που του χρειάζεται για να παράγει τα εμπορεύματα που σχεδίασε να παράγει. Κατά τον Μαρξ θα αγοράσει τόση εργατική δύναμη, όση απαιτεί ο κοινωνικά αναγκαίος χρόνος εργασίας για την κατάσκευή του συγκεκριμένου προϊόντος.

Μ’ άλλα λόγια, κατά τον Μαρξ, η αξία του εμπορεύματος θα καθοριστεί απ’ την εργατική δύναμη που αυτό «περικλείει», κι όχι απ’ τη χρησιμότητα, τη σπανιότητα κ.τ.λ. Όμως, είναι φανερό πως αν καταναλώσω δέκα ώρες δουλειάς, για να φτιάξω ένα εμπόρευμα που οι άλλοι το φτιάχνουν ας πούμε σε μια ώρα, δεν σημαίνει πως δικαιούμαι να το πουλήσω δέκα φορές ακριβότερα γιατί έχει μέσα του δέκα φορές περισσότερες εργατοώρες.

θ α γελάσουν οι υποψήφιοι αγοραστές αν τους πω, ξέρετε, προτιμήστε το δικό μου προϊόν που είναι καλύτερο γιατί δουλέψαμε περισσότερο για να το φτιάξουμε. Ο υποψήφιος καταναλωτής θα πει, και τι με νοιάζει εμένα; Ας δουλεύατε λιγότερο. Για να μην πει κάτι τέτοιο ο καταναλωτής πρέπει να του προτείνουμε μια τιμή σύμφωνη με την τιμή που του προτείνουν και οι άλλοι παραγωγοί, ομοίων προϊόντων. Όμως, πως καθορίζεται αυτή η μέση τιμή; Απ’ τον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας, λέει ο Μαρξ. Δηλαδή απ’ το χρόνο που η κοινωνία έχει καθορίσει αυτόματα ως αναγκαίο για την παραγωγή ενός συγκεκριμένου προϊόντος, κι όχι εγώ ο μεμονω­μένος παραγωγός που, άλλωστε, μπορεί να είμαι και τεμπέλης, ή μπορεί να δουλεύω με πρωτόγονα μέσα.

Όλοι οι πριν απ’ τον Μαρξ οικονομολόγοι, για να προσδιορίσουν την έννοια της αξίας κατέφευγαν σε δεδομένα ποσοτικά. Η σπανιότητα π,χ. είναι ένα ποσοτικό δεδομένο. Το ίδιο και η χρησιμότητα. Όμως, η κοινωνικά αναγκαία εργασία που καθορίζει την αξία ενός προϊόντος είναι έννοια ποιοτική. Διότι εξαρτάται απ’ το υποκείμενο άνθρωπος, κι όχι από δεδομένα αντικειμενικά, όπως πιστεύουν οι αστοί οικονομολόγοι.

Και οδηγούμαστε έτσι σ ’ ένα φαινομενικά παράδοξο: Ο μαρξισμός να υποστηρίζει με πείσμα το άτομο και την προσωπικότητα και ο καπιταλισμός να θέλει να είναι αντικειμενικός, και συνεπώς υπερπροσωπικός. Δυστυχώς όμως, τελικά, ελάχιστα προσέφερε στο άτομο ο μαρξισμός, όπως αυτός έγινε νοητός απ’ τους γραφειοκρά­

218

Page 216: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

τες. Οι οποίοι στο όνομα της ανθρώπινης προσωπικότητας, που ο μαρξισμός δια­τείνεται πως θ’ αναπτύξει πλήρως, έρχονται και ισοπεδώνουν τους πάντες μέσα απ’ τη δικτατορία της γραφειοκρατίας που τη λανσάρουν δολίως ως δικτατορία του προλεταριάτου.

Ο μαρξισμός του Μαρξ (και όχι των γραφειοκρατών) είναι ένας ανθρωπισμός, ο μόνος ανθρωπισμός που θα μπορούσε να έχει μια πρακτική σημασία, αφού όλα στο μαρξισμό γίνονται για την προκοπή όλων των ανθρώπων. Κι ωστόσο, αυτός ο με­γαλειώδης ανθρωπισμός εξευτελίστηκε πλήρως από ανθρώπους που διατείνονται πως είναι μαρξιστές, ίσα ίσα για να εγκαταστήσουν τη δικτατορία τους στο όνομα του ανθρώπου που υποσχέθηκε την απελευθέρωση ολόκληρης της ανθρωπότητας απ’ τα δεινά οικονομικής ανάγκης.

Η καπιταλιστική κτηνωδία ήρθε να συναντήσει τη θηριωδία των γραφειοκρατών που παρίσταναν τους μαρξιστές, ίσα ίσα για να μπορούν να κλέβουν ανετότερα και στο όνομα του καλύτερου κόσμου που είναι να ’ρθει. Οι ηθικές αξίες του μαρξισμού κουρελιάστηκαν. Και οι μόνες «αξίες» που παραμένουν όρθιες είναι οι οικονομικές αξίες του καπιταλισμού: Η αγορά, οι τράπεζες, οι μετοχές, τα ομόλογα, τα δημόσια χρεόγραφα και, γενικά, όλοι οι τρόποι που βρήκε ο καπιταλισμός στους πολλούς αιώνες της ανάπτυξής του για να οργανώσει την οικονομική ζωή της κοινωνίας.

Θα μπορούσαμε λοιπόν να υιοθετήσουμε και μεις οι μαρξιστές αυτές τις δοκιμα­σμένες καπιταλιστικές μεθόδους χωρίς να νιώθουμε πως προδίδουμε τον Μαρξ. 'Αλλωστε, αυτό που ενδιαφέρει εμάς τους μαρξιστές δεν είναι η προκοπή των «ι- σμών», συνεπώς και του μαρξισμού αλλά, η προκοπή του ανθρώπου. Καλό είναι ό,τι κάνει καλό στον άνθρωπο κι όχι ό,τι κάνει καλό στις θεωρίες. Κι αν εμείς οι μαρ­ξιστές παραμείνουμε φανατικά προσκολλημένοι στο καλό της θεωρίας μας, τελικά θα χάσουμε και τη θεωρία μας, αν δεν την έχουμε χάσει ήδη εντελώς, μέσα στις περιπλοκές που δημιούργησε μια γραφειοκρατία που διατείνεται πως έχει σχέση με τον Μαρξ, απ’ τη στιγμή που δεν έκανε τίποτα περισσότερο απ’ το να εκμεταλλευτεί και τον Μαρξ για να κάνει τη δουλειά της.

Πρέπει λοιπόν να γνωρίσουμε τον καπιταλισμό. Ό χι μόνο γιατί θα μας χρειαστεί για να εξηγήσουμε φαινόμενα που αρχίζουν να εμφανίζονται ήδη στις ανατολικές χώρες, αλλά κυρίως γιατί ο καπιταλισμός δεν είναι το αντίθετο του κομουνισμού, αλλά η αναγκαία προϋπόθεση για να υπάρξει κάποτε ο κομουνισμός.

Κάποτε πιστέψαμε πως μπορούσαμε να περάσουμε απ’ τη φεουδαρχία ή τη μισο- φεουδαρχία κατευθείαν στον κομουνισμό. Αυτό αποδείχτηκε λάθος. Και ήταν λάθος γιατί ήταν αντιμαρξιστική κατά βάση άποψη. Ο Μαρξ θεωρεί τον καπιταλισμό αναγκαία προϋπόθεση για το πέρασμα στον κομουνισμό. Ο Λένιν, αντίθετα, πίστεψε πως θα μπορούσαν να συνοψιστούν οι ιστορικές διαδικασίες και να περάσουμε από έναν υπανάπτυχτο καπιταλισμό, σαν αυτόν της Ρωσίας του 1916, στον κομουνισμό. Η ιστορία έδειξε αυτό δεν είναι δυνατό. Ο Λένιν έκανε λάθος, όχι ο Μαρξ. Αν ζούσε

219

Page 217: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

όμως περισσότερο ο Λένιν ίσως κατάφερνε να βάλει τα πράγματα εξαρχής σ ’ έναν άλλο δρόμο όπως επιχείρησε με τη ΝΕΠ. Πάντως, τα πράγματα δεν πήραν το δρόμο που επιζητούσε ο Λένιν με τη ΝΕΠ, κι αυτό μας κάνει να μιλάμε για λάθος του Λένιν.

Σε κάποιες απ’ τις χώρες του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού νομίζω πως άρχισαν να εμφανίζονται πολύ δειλά και χρηματιστήρια Παρόλο που η Ανώνυμη Εταιρεία είναι το σήμα κατατεθέν του καπιταλισμού, το χρηματιστήριο είναι ο ναός του. Συνεπώς, δικαιούμαστε να μιλάμε για μια επανεγκαθίδρυση του καπιταλισμού στις ανατολικές χώρες μόνο ως το βαθμό που επανεμφανίζονται εκεί τα χρηματιστήρια. Αλλά και σε μια τέτοια περίπτωση, το πράγμα δεν είναι προς καταστροφήν. Μια καινούρια εκκίνηση, μόνο από καπιταλιστική αφετηρία θα μπορούσε να γίνει, αν βέβαια δεχτούμε την άποψη του Μαρξ, σύμφωνα με την οποία ο αναπτυγμένος καπιταλισμός είναι προϋπόθεση για να υπάρξει κάποτε κομουνισμός.

220

Page 218: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

44. ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ ΣΤΟ ΝΑΟ ΤΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ

Η λέξη χρηματιστήριο είναι μια λόγια ελληνική λέξη και δεν αποτελεί μετάφραση καμιάς ξένης λέξης. Πιο σωστά, η ελληνική λέξη χρηματιστήριο είναι μεταφορά της ολλανδικής λέξης «μπουρς», αλλά μπουρς στα ολλανδικά (πιο συγκεκριμένα στα φλαμανδικά) δεν σημαίνει τίποτα απολύτως. Διότι ο κύριος Βαν ντερ Μπουρς, που δάνεισε τ’ όνομά του ija να φτιαχτεί ο διασημότερος όρος της αστικής πολιτικής οικονομίας δεν ήταν παρά ένας ήσυχος, «πρώιμος» Βέλγος αστός, που έζησε τον ύστερο Μεσαίωνα στη φλαμανδική πόλη Μπρούγκε. (Τη Φλαμανδία ή Φλάνδρα συναποτελούν η Ολλανδία και το Φλαμανδικό, ή αν προτιμάτε ολλανδικό Βέλγιο. Είναι η περιοχή όπου εμφανίστηκε καταρχήν ο καπιταλισμός σαν οργανωμένο οι­κονομικό σύστημα). Η πόλη Μπρούγκε, που σήμερα ανήκει στο Βέλγιο, ήταν ένα κομβικό σημείο για το εμπόριο όλης της Ευρώπης. Ήταν πολύ φυσικό, λοιπόν, εκεί να πρωτοεμφανιστεί ο θεσμός του χρηματιστηρίου, που δεν είναι τίποτα άλλο από ένα ιδανικό σούπερ-μάρκετ, όπου πουλιούνται και αγοράζονται τόσα χρεόγραφα (έγγραφα που αντιπροσωπεύουν χρηματική αξία, όπως ομολογίες, μετοχές κτλ.) όσα και εμπορεύματα, που ωστόσο δεν εμφανίζονται ποτέ μέσα στο «μαγαζί».

Από το μεσαίωνα και μέχρι το 1531 τα χρηματιστήρια είναι άτυπα και ανεπίσημα. Η φεουδαρχία δεν έχει κανένα λόγο να αναγνωρίσει αυτά τα ιδιόρρυθμα εμπορικά καταστήματα, που πουλούν και αγοράζουν αξίες, δηλαδή καθετί που έχει μια αξία, από πολύτιμα μέταλλα και νομίσματα, μέχρι εμπορεύματα, που όμως πρέπει να έχουν ορισμένα σταθερά χαρακτηριστικά, όπως θα δούμε.

Βέβαια, το 1531 που εμφανίζεται στην Αμβέρσα, δηλαδή και πάλι στο Βέλγιο, την πατρίδα του κ. Βαν ντερ Μπουρς, το πρώτο επίσημο χρηματιστήριο, η φεουδαρχία συνεχίζει να κατέχει την πολιτική εξουσία, όμως ήδη κάνει την απειλητική εμφά­νισή τους, έξω απ’ τους φεουδαρχικούς θεσμούς, η αστική τάξη, που μέχρι το 1789, που θα καταλάβει και την πολιτική εξουσία στη Γαλλία, θα γίνεται ολοένα και πιο ισχυρή μέσα από τυπικά αστικούς θεσμούς, όπως το χρηματιστήριο, τους οποίους θεσμούς εφευρίσκει και επιβάλλει η αστική τάξη προκειμένου να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά της. Με τα οποία αρχίζουν σιγά σιγά να συμπίπτουν και τα συμφέροντα της σταδιακά διαφοροποιούμενης φεουδαρχίας. (Οι κοινωνικές τάξεις δεν είναι ποτέ «καθαρές». Δεν υπάρχουν, για παράδειγμα «καθαρού) προλετάριοι και «καθαροί» αστοί, κι αυτό δημιουργεί μύριες συγχύσεις σ ’ αυτούς που έχουν μανία με τις π ι ­κέτες).

221

Page 219: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

Το πρωτόγονο χρηματιστήριο του κυρίου Μπουρς αγόραζε και πουλούσε μόνο πολύτιμα μέταλλα και «γερά» νομίσματα. Μ’ άλλα λόγια, ο κ. Μπουρς δεν ήταν παρά ένας σαράφης, σαν αυτούς που υπήρχαν μέχρι το 1%0 περίπου στα πεζοδρόμια έξω απ’ το χρηματιστήριο της Αθήνας, και που νομίζω υπάρχουν ακόμα στεγασμένοι σε μικρομάγαζα εκεί στα πέριξ του χρηματιστηρίου.

Απ' τον πρώτο καλά οργανωμένο μεγαλοσαράφη τον κ. Μπουρς, μέχρι το πρώτο χρηματιστήριο, θα περάσουν κάμποσα χρόνια. Όσα δηλαδή χρειάζονται για να συνειδητοποιήσουν οι αστοί πως ο καινούριος θεσμός που τον δημιούργησε η ανά­γκη σε μια περιοχή όπου το εμπόριο βρισκόταν σε ανάπτυξη από παλιά, είναι πάρα πολύ χρήσιμος. (Ασφαλώς δεν είναι τυχαίο που το Βέλγιο και η πρωτεύουσά του, οι Βρυξέλλες είναι σήμερα η καρδιά της Ενωμένης Ευρώπης. Η ιδέα τη ς «ευρωπα­ϊκής ολοκλήρωσης», εμφανίζεται καταρχήν σ ’ αυτήν την περιοχή της Ευρώπης. Και δεν είναι παρά η ιδέα της ολοκλήρωσης του καπιταλισμού, που γίνεται εθνικιστικός όταν τον συμφέρει και χάνει τον εθνικισμό του όταν δεν τον συμφέρει. Σήμερα, ο εθνικισμός δεν είναι αποδοτικός από οικονομικής-καπιταλιστικής απόψεως, και οι «εθνικόφρονες» όλων των εθνών αρχίζουν να περνούν στο περιθώριο και να γίνονται γραφικά πρόσωπα).

Τον 17ο αιώνα ο θεσμός του χρηματιστηρίου έχει αναπτυχτεί πλήρως, αλλά μέχρι τότε όλα τα χρηματιστήρια είναι κοινά: Χρηματιστήρια αξιών και χρηματιστήρια εμπορευμάτων μαζί. Όμως, το μπέρδεμα των αξιών (νομίσματα, πολύτιμα μέταλλα, ομολογίες, μετοχές κτλ.), με τα εμπορεύματα έβαζε πολλά εμπόδια στον κύριο σκοπό ύπαρξης ενός χρηματιστηρίου, που είναι η ταχύτητα στις συναλλαγές.

Στα σημερινά χρηματιστήρια, τούτη η ταχύτητα γίνεται φανερή απ’ τη φρενίτιδα που επικρατεί εκεί μέσα. Αν δεις χρηματιστήριο εν λειτουργία σου δημιουργείται η εντύπωση πως μαζεύτηκαν εκεί όλοι οι τρελοί μιας χώρας, που ουρλιάζουν και χειρονομούν χωρίς εμφανή για τον αμύητο λόγο κι αφορμή. Κι ωστόσο ο λόγος υπάρχει: Οι συναλλαγές πρέπει να γίνονται με ταχύτητα, προκειμένου να μην τρε­νάρουν οι διαπραγματεύσεις και χάνεται ο αυθορμητισμός τόσο του πωλητή όσο και του αγοραστή, που αν αρχίσουν τα σου-ξου-μου, όπως στη λαϊκή αγορά, το εμπό­ρευμα θα «αλλοιωθεί», δηλαδή θ’ αποχτήσει μια πλαστή αξία, προερχόμενη από παράγοντες συναισθηματικούς.

Καταλαβαίνετε τώρα γιατί το ελληνικό χρηματιστήριο δεν είναι και τόσο της προκοπής. Ο ανατολίτης Έλληνας είναι καλός στα ανατολίτικα παζάρια, αλλά μην τον βάλεις να διαπραγματευθεί σε συνθήκες όπου η πονηριά δεν παίζει ρόλο. Θα τα κάνει θάλασσα.

Για να καταλάβουμε τον κεφαλαιώδη ρόλο του χρηματιστηρίου στον καπιταλισμό θα ήταν σκόπιμο να καταφύγουμε στον Αριστοτέλη, απ’ τον οποίο οι Έλληνες λόγιοι δανείστηκαν τον όρο χρηματιστήριο. Ο Αριστοτέλης, λοιπόν, ονομάζει «χρηματιστική» την επιστήμη που ασχολείται με την έρευνα των μέσων του ιδίου

222

Page 220: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

(του προσωπικού) πλουτισμού και «οικονομικήν» την επιστήμη που ασχολείται με εκείνη την οικονομική δραστηριότητα που αποσκοπεί στο γενικό καλό. Ο λόγιος λοιπόν που αντί του διεθνούς όρου «μπουρς» προέκρινε τον όρο «χρηματιστήριο», πρέπει να ήταν ένας... μαρξιστής πριν απ’ το Μαρξ.

Πράγματι, δεν υπάρχει τίποτα πιο ιδιωτικό απ’ το χρηματιστήριο. Ό λα εκεί μέσα γίνονιαι στο όνομα του ιδιωτικού κέρδους. Ένα χρηματιστήριο αδιαφορεί πλήρως για το αν οι συναλλαγές που γίνονιαι εκεί κάνουν ή δεν κάνουν καλό στο κοινωνικό σύνολο. Το χρηματιστήριο είναι τυφλό και αναίσθητο στα πάντα, πλην της οικο­νομικής αποτελεσματικότητας. Γι’ αυτό και ο τυφλός και αναίσθητος στα πάνια πλην της οικονομικής αποτελεσματικότητας καπιταλισμός, στο χρηματιστήριο θα καταφύγει για να μετρήσει τόσο την ευρωστία του όσο και την καχεξία του.

Πάλι στον Αριστοτέλη θα βρούμε μια ακόμα προδρομική «μαρξιστική» άποψη. Κατά τον Αριστοτέλη, Jfeurov, μόνο οι δύο ανώτερες τάξεις δικαιούνται να έχουν ακίνητη περιουσία, διά της οποίας ασκείται η «οικονομική». Ενώ η «χρηματιστική» ασκείται μόνο απ’ τις κατώτερες τάξεις γιατί μόνο αυτές δικαιούνται να έχουν κινητή περιουσία Είναι καταφάνερη εδώ η τυχαία και εκ των υστέρων παραπομπή στη φεουδαρχία με ρ ς ακίνητες αξίες της αφενός και στην αστική τάξη με τις κινητές αξίες της, αφετέρου.

Το χρηματιστήριο ασχολείται μόνο με κινητές αξίες. Και κινητές αξίες υπάρχουν κατά κύριο λόγο στον καπιταλισμό. Τα κτήματα του φεουδάρχη δεν θα ήταν δυνατό να αποτελέσουν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στο χρηματιστήριο: είναι ακίνητες αξίες. Αντίθετα ο αστός μπορεί μεν να καταλήξει κι αυτός στις σίγουρες ακίνητες αξίες, αλλά αυτό που τον χαρακτηρίζει και τον κάνει περισσότερο προοδευτικό απ’ τον φεουδάρχη είναι η προσκόλλησή του στις ευκίνητες κινητές αξίες, όπως είναι το χρήμα οι μετοχές, κτλ.

Η καπιταλιστική οικονομία είναι στο έπακρο κινητική, και τίποτα δεν δείχνει καλύτερα αυτή την κινητικότητα απ’ τη δραστηριότητα εντός του χρηματιστηρίου. Όταν ο καπιταλισμός σταματάει να είναι κινητός (και επεκτατικός), αυτοκαταργεί­ται ως καπιταλισμός, και καταλήγει σ ’ ένα είδος αταβιστικής και αναχρονιστικής φεουδαρχίας, σαν αυτή που υπάρχει στην «καπιταλιστική» Ελλάδα.

Επειδή δεν χωρούν όλοι οι συναλλασσόμενοι εντός της αιθούσης του χρηματι­στηρίου ή στους τηλεμηχανισμούς δια των οποίων λειτουργούν τα πολύ μεγάλα χρηματιστήρια, εμφανίστηκε ο θεσμός των χρηματιστών. Οι χρηματιστές θεωρού­νται δημόσιοι λειτουργοί, παρόλο που είναι συγχρόνως και έμποροι, αφού έχουν το μονοπώλιο της εκτέλεσης των χρηματιστικών συναλλαγών εντός του χρηματιστη­ρίου, που τις ασκούν για λογαριασμό των πελατών τους, ή για προσωπικό τους λογαριασμό αν θέλουν. Το να είσαι χρηματιστής στο χρηματιστήριο αξιών, όπως λέγεται σήμερα το χρηματιστήριο όπου διακινούνται (πωλούνται και αγοράζονται) μόνο χρεόγραφα (ομολογίες, μετοχές κτλ.) είναι μάλλον απλή υπόθεση. Όμως, το

223

Page 221: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

να είσαι χρηματιστής στο χρηματιστήριο εμπορευμάτων είναι κάτι το συναρπαστικό και απαιτεί ικανότητες απ’ τη μεριά του χρηματιστή, σούπερ εμπόρου, και μαζί σούπερ τζογαδόρου.

Προσέξτε να δείτε τι κάνει ο χρηματιστής εμπορευμάτων στο χρηματιστήριο εμπορευμάτων. (Υπάρχει και στον Πειραιά ένα υπανάπτυκτο χρηματιστήριο εμπο­ρευμάτων. Ενώ το ελληνικό, σχετικά ανεπτυγμένο χρηματιστήριο αξιών βρίσκεται στην Αθήνα, στην οδό Σοφοκλέους).

Καταρχήν πρέπει να ασχολείται μόνο με ορισμένα εμπορεύματα, που εμφανίζουν σταθερά χαρακτηριστικά, όπως τα μέταλλα, το στάρι, ο καφές, το τσάι, οι μπανάνες, η ξυλεία, κτλ. Στα παλιότερα χρηματιστήρια εμπορευμάτων, ο πωλητής πήγαινε σ ’ αυτά ένα δείγμα του εμπορεύματος που ήθελε να πουλήσει, και βάσει αυτού ο χρη­ματιστής αγόραζε και μεταπωλούσε σε άλλους ολόκληρη την ποσότητα του εμπο­ρεύματος. Σήμερα, όχι μόνο δείγματα εμπορεύματος δεν προσκομίζονται στα χρη­ματιστήρια εμπορευμάτων, αλλά δεν εμφανίζεται ούτε καν ο παραγωγός. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά πουλιούνται και αγοράζονται εμπορεύματα που ακόμα δεν παρήχθησαν ή που θα παραχθούν ύστερα από πέντε χρόνια, ας πούμε.

Με τόσο μεγάλη ταχύτητα πρέπει να γίνονται τα πράγματα στον καπιταλισμό, που η ταχύτητα των συναλλαγών να ξεπερνάει ακόμη και την ταχύτητα της παραγωγής του συγκεκριμένου προϊόντος. Ο καπιταλισμός είναι ορθολογιστικός και δεν θέλει ν ’ αφήσει τίποτα στην τύχη. Κι ωστόσο καταφεύγει συνεχώς κατ’ ανάγκην στην τύχη, γιατί η ορθολογιστική οργάνωσή του ξεπερνάει τα γεγονότα και προσπαθεί να τα προλάβει.

Και ο καπιταλισμός και ο κομουνισμός (μαρξισμός) είναι κοινωνικά συστήματα ορθολογικά και κατάγονται απ’ τον ορθολογικό Γαλλικό Διαφωτισμό και τα δύο. Μόνο που ο καπιταλισμός προώθησε τόσο τον ορθολογισμό, ώστε κατέληξε τελικά στον παραλογισμό. Η λειτουργία του χρηματιστηρίου εμπορευμάτων που περιγρά- ψαμε στοιχειωδώς είναι απολύτως ενδεικτική. Επ’ αυτού, αντίθετα, ο μαρξισμός επιχείρησε να συνδυάσει τον ορθολογισμό με την ηθική. Όμως, σπς χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού», ούτε ο ορθολογισμός ούτε η ηθική ευδοκίμησαν τελικά.

Το κατ’ εξοχήν ορθολογικό κοινωνικό σύστημα που επαγγέλλεται ο μαρξισμός σκόνταψε στην ανηθικότητα των γραφειοκρατών, δηλαδή όλων εκείνων που προ­σχωρούν στον κομματικό μηχανισμό, όχι για να τον βοηθήσουν αλλά για να τη βολέψουν οι ίδιοι. Κι έτσι ο μαρξισμός, εκτός απ’ τον ορθολογισμό, έχασε και την ηθική του. Μια καινούρια αρχή είναι πάντα δυνατή, αλλά θ’ αργήσει πάρα πολύ. Μέχρι τότε πρέπει να βολευτούμε με τον υπαρκτό καπιταλισμό, χωρίς να χάσουμε το ήθος μας.

Αυτή η μεγάλη σειρά κειμένων με το γενικό τίτλο «Η κρυφή γοητεία της μπουρ­ζουαζίας», που τελειώνουν εδώ, είχε σαν σκοπό να δείξει πως η μπουρζουαζία είναι όντως γοητευτική και η γοητεία της βρίσκεται κυρίως σ ’ αυτό που ήδη επεσήμανε

224

Page 222: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

ο ιδιοφυής αναρχικός Λουίς Μπουνιουέλ, από ταινία του οποίου δανειστήκαμε τον τίτλο μας: Σ’ αυτό που λέμε «αμαρτία», η αν προτιμάτε ανηθικότητα. Αλλά ανηθι­κότητα, όσο γίνεται πιο διακριτική. Όπως δεν απατά κανείς τη γυναίκα του φανερά, έτσι δεν απατά και το συνέταιρό του φανερά.

Στον καπιταλισμό όλα πρέπει να ’χουν μια συγκλονιστική ευπρέπεια. Αλλά, α­λίμονο, στον καπιταλιστή που είναι και ουσιαστικά ευπρεπής. Από την άλλη μεριά, ο σοσιαλισμός δεν υποσχέθηκε μόνο ένα καινούριο κοινωνικό σύστημα αλλά και τη δημιουργία ενός νέου ανθρώπου μέσα απ’ αυτό το σύστημα, ενός ανθρώπου λιγότερο αλλοτριωμένου.

Ο «υπαρκτός σοσιαλισμός», ωστόσο, στάθηκε ανίκανος να δημιουργήσει αυτόν τον άνθρωπο. Αντίθετα, επανεμφανίστηκε κι εκεί ο παλιός καπιταλιστής παλιάνθρω­πος. Η πτώση λοιπόν του «υπαρκτού σοσιαλισμού» ήταν και μοιραία και αναγκαία προκειμένου να επιχειρήσουμε ένα νέο ξεκίνημα.

225

Page 223: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας
Page 224: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

ΒΑΣΙΛΗΣ ΡΑΦΑΗΛΙΔΗΣ

Ο Βασίλης Ραφαηλίδης γεννήθηκε το 1934 στα Σερβία της Κοζάνης. Μέχρι το 1946 ζει στο χωριό της δασκάλας μάνας-του, το Βελβενδό της Κοζάνης όπου βρίσκει προσωρινό καταφύγιο και ο περιπλανώμενος Κωνσταντινουπολίτης πατέρας-του. Το 1943 ακολουθεί στο βουνό τους ανιάρτες γονείς-του, μαζί με τον αδερφό-του. Τα γυμνασιακά-του χρόνια, που συμπίπτουν μ’ αυτά του Εμφυλίου Πολέμου, τα περνάει στην Καστοριά, όπου εγκαθίσταται η οικογένεια με το δάσκαλο — φιλόλογο — πατέρα-τους, που υπηρετεί εκεί. Ωστόσο, η Ασφάλεια χαλάει το παιδαγωγικό σχέδιο φυλακίζοντας και εξορίζοντας τον πατέρα στη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου. Το 1953 εγκαθίσταται στην Αθήνα μόνος-του, προσπαθώντας να τα βολέψει όπως όπως. Το 1959 εγγράφεται σε μια ιδιωτική κινηματογραφική Σχολή, επιχειρώντας να σπου­δάσει (τρόπος *ου λέγειν) κινηματογράφο. Με την αποφοίτηση δουλεύει σαν βοηθός του Νίκου Κούνδουρου και του Ροβήρου Μανθούλη, και το 1963 γυρίζει δυο ταινίες μικρού μήκους. Το 1964 δουλεύει στην Αλγερία σαν σκηνοθέτης στο υπό διαμόρ­φωση Ινστιτούτο Κινηματογραφίας της νεοαπελευθερωμένης χώρας, και σαν δημο­σιογράφος. Το 1963 πρωτοεμφανίζεται σαν ερασιτέχνης κινηματογραφικός κριτικός απ’ το περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης. Επαγγελματίας κινηματογραφικός κριτικός γίνεται το 1965, αμέσως μετά την επιστροφή-του απ’ την Αλγερία, στην εφημερίδα Δημοκρατική Αλλαγή. Τούτο το επαγγελματικό βόλεμα ήταν η αιτία που'εγκατέ- λειψε την πραχτική ενασχόληση με τον επαγγελματικά αβέβαιο κινηματογράφο. Το 1966 με τον Αλέξη Γρίβα εκδίδουν το περιοδικό Ελληνικός Κινηματογράφος που κλείνει με τη χούντα. Το 1968, μετά την αποφυλάκισή-του απ’ τη φυλακή της Αί­γινας εκδίδει, μαζί με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο στην αρχή, και πολλούς άλλους στη συνέχεια, το περιοδικό Σύγχρονος Κινηματογράφος, και το διευθύνει μέχρι το 1973 που το εγκαταλείπει, κουρασμένος απ’ τις ίντριγκες. Απ’ το 1963 και μέχρι σήμερα, με ενδιάμεσα αναγκαστικά διαλείμματα, διδάσκει στην Επαγγελματική Σχο­λή Κινηματογράφου (Σταυράκου). Δίδαξε, ακόμα, σε πολλά κινηματογραφικά σεμι­νάρια στην «Ώρα», το Γαλλικό Ινστιτούτο, το Ινστιτούτο Γκαίτε και την «Τέχνη» Θεσσαλονίκης. Το πρώτο απ’ αυτά τα σεμινάρια εκδόθηκε το 1970 σε βιβλίο με τον τίτλο «12 μαθήματα για τον κινηματογράφο» απ’ τον Ασανιούρ Μπαχαριάν (Ώρα), τον άνθρωπο που είχε την ιδέα για μια λαϊκή κινηματογραφική παιδεία. T9 1982 οι εκδόσεις Αιγόκερως κυκλοφορούν μια πεντάτομη επιλογή απ’ τις κινηματογραφικές κριτικές-του με τον τίτλο «Λεξικό ταινιών». Απ’ το 1974 και μέχρι το κλείσιμό-της δουλεύει στην εφημερίδα Το Βήμα σαν κινηματογραφικός κριτικός και ρεπόρτερ.

227

Page 225: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

Απ' το Σεπτέμβρη του 1983 δουλεύει στην εφημερίδα Έθνος σαν κινηματογραφικός κριτικός και επιφυλλιδογράφος.

Αναλυτικά τα βιβλία του είναι:— 12 Μαθήματα για τον Κινηματογράφο (ΩΡΑ)— Λεξικό Ταινιών, 5 τόμοι, (Αιγόκερως)— Κινηματογραφικά θέματα, 6 τόμοι, (Αιγόκερως)— Φιλμοκατασκευή, μια μέθοδος ανάγνωσης του φιλμ, (Αιγόκερως)— Το ομιχλώδες τοπίο της Ιστορίας (Αιγόκερως)— Τα μαλλιά του φαλακρού δολοφόνου (Αιγόκερως)— Κείμενα στο Έθνος, 4 τόμοι (θέμα)— Κείμενα για τον Μαρξ, (θέμα)— Έλληνες και Νεοέλληνες, (θέμα)— Πολιτικά Ταξίδια, (θέμα)— Νεοελληνική ιστορία της αρχαίας Ελλάδας, (θέμα)— Η περιπέτεια του μαρξισμού (Του Εικοστού Πρώτου)

228

Page 226: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

1. Η φεουδαρχία δεν πέθανε στην Ελλάδα....................................................... 72. Ποιος μπορεί σ τ’ αλήθεια να πλουτίσει...................................................... 123. Η απάτη με το «λαϊκό» καπιταλισμό............................................................ 174. Ο μαρξισμός δικαιώνεται σε δυο κόσμους................................................... 225. Γιατί ο Μαρξ θα διέγραφε τους βλάκες....................................................... 276. Μια λύση για τον υπαρκτό σοσιαλισμό....................................................... 327. Η αστική τάξη |εννήθηκε σε χαμόσπιτα !!!................................................ 378. Ο ανήθικος δρόμος του πολιτισμού.............................................................. 429. Ο νόμος της ζούγκλας.................................................................................... 47

10. Κλέφτες υπεράνω υποψίας.............................................................................. 5211. Μην ταράζετε τον ύπνο των νοικοκυραίων.................................................. 5712. Η ορθοδοξία δεν αγαπάει το κεφάλαιο......................................................... 6213. Οι εξόριστοι της εύφορης κοιλάδας............................................................. 6714. Οι εφοπλιστές.................................................................................................. 7215. Πώς χτίζεται μια σύγχρονη αυτοκρατορία................................................... 7716. Η ιστορική ήττα της «ηθικής»...................................................................... 8217. Ένα γερμανικό «θαύμα» πάνω στα ερείπια.................................................. 8718. Οι πρώτοι μισθοφόροι εξορμούν.......................................................... ......... 9219. Πώς έγιναν τα μεγάλα τζάκια....................................................................... 9720. Βόμβα κάτω από χρυσές καρέκλες................................................................ 10221. Τα ρομπότ υπόσχονται εκπλήξεις................................................................. 10722. Ο φεουδάρχης πέθανε. Ζήτω η φεουδαρχία................................................. 11223. Υπνωτικά για εργαζόμενους του 1990........................................................... 11724. Μπήκαμε σε λάθος τρένο............................................................................... 12225. «Πολυφωνία» για πολίτες χωρίς φωνή.......................................................... 12726. Οι συντεχνίες, τα συνδικάτα, και οι μασόνοι............................................. 13227. Οι εφευρέτες που άλλαξαν τον κόσμο.......................................................... 13728. Οι σύγχρονοι μπίζνεσμεν............................................................................... 14229. Η οικονομία μάς αιχμαλώτισε....................................................................... 14730. Ο φασισμός έχει πολλά πρόσωπα................................................................. 15231. Η ελεύθερη αγορά και ο μύθος της.............................................................. 15732. Η εκπληκτική εφεύρεση του νομίσματος..................................................... 16233. Η ώρα για τη μεγάλη δοκιμασία................................................................... 167

229

Page 227: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας

34. Οι μακρινοί πρόγονοι του τοκογλύφου........................................................ 17235. Κυνηγώντας το φάντασμα του εβραίου........................................................ 17736. Η τράπεζα πίσω απ’ τον γκισέ..................................................................... 18237. Οι ανώνυμες εταιρείες μάς περιφρονούν...................................................... 18738. Ποιος είναι στ ' αλήθεια προοδευτικός........................................................ 19139. Ο σοσιαλισμός που κανένας δεν γνώρισε.................................................... 1%40. Ζητούνται Έλληνες....................................................................................... 20141. Ο φουκαράς που «ντύθηκε» καπιταλιστής.................................................... 20642 Το επόμενο κοινωνικό σύστημα.................................................................. 21143. Η δολοφονία του μεγάλου ανθρωπιστή........................................................ 21644. Αποκαλύψεις στο ναό του καπιταλισμού..................................................... 221

Page 228: Ραφαηλίδης Βασίλης Η Κρυφή γοητεία της Μπουρζουαζίας