Πλούσιοι και φτωχοί - Γρηγόριος Ξενόπουλος

156
ΕΚΔΟΣΕΙΣ "Μ Π I Ρ Η Σ„ Ε 0 Ρ Χ Γ 1 8 ι, Α Θ Η Ν Α Ι959 Γ Ρ Η Γ Ο Ρ I Ξ Ε Ν Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ •Α Π Α Ν Τ β Τ Ο Μ Ο Σ ΟΕΥΤΕΡΟΣ Μ Π I Ρ Η Σ
  • Upload

    -
  • Category

    Documents

  • view

    775
  • download

    110

Transcript of Πλούσιοι και φτωχοί - Γρηγόριος Ξενόπουλος

ΕΚΔΟΣΕΙΣ "Μ Π I Ρ Η Σ„ Ε 0 Ρ Χ Γ 1 8 ι, 'ΐ Α Θ Η Ν Α Ι 9 5 9

Γ Ρ Η Γ Ο Ρ I Ξ Ε Ν Ο Π Ο Υ Λ Ο Υ

•Α ΠΑ Ν Τ β Τ Ο Μ Ο Σ Ο Ε Υ Τ Ε Ρ Ο Σ

Μ Π I Ρ Η Σ

ΠΛΟΥΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ

Οϋΐ/ώ^

Κ ά θ ε άνθρωπος γεννιέται στόν κόσμο ' /

προορισμένος άπό χή φύση του, πού Μ

είναι ή Μοίρα του, ή νά μείνει φτω- V

χός ή νά γίνει πλούσιος. Υ π ά ρ χ ε ι ρά-

τσα Φτωχών καΐ ράτσα Πλουσίων. Τ ή ν

τεράστια άδικία πού δημιουργεί στή ση-

μερινή κοινωνία ή φυσική καΐ μοιραία

αύτή διάκριση θά τή μετριάσει , κατά

τό δυνατό, ή κοινωνία τοΟ μέλλοντος.

Μ Ε Ρ Ο Σ Π Ρ Ω Τ Ο Ν

ΑΥΤΟ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΓΙΝΕΙ...

Η Κλεμεντίνα τό πήρε άποβραδίς άπό τά χέρια τής 'Αννέ;. / ν / τ α ί · της γριάς γειτόνισσας πού γιά μιά δεκάρα έκανε κάθε λογής ν μεσιτεία" τό διάβασε βιαστικά στό φώς τοΟ λύχνου τής κουζίνας* ν ν ν τό ξαναδιάβασε ήσυχότερα καί κάτω άπ' τή λάμπα της τ ρ α π ε - ν ν ζαρίας. "Επειτα, άψήφιστα κατά τή συνήθειά της,—δέν ήταν δ ά \ / τό πρώτο* άπό ραβασάκια πού δέν της έκαναν ούτε κρύο ούτε ζέστη, άλλο τίποτα!—τό πέταξε στό συρτάρι της, τό κλείδωσε μηχανικά κι ' άφησε τό κλειδί άπάνω.

Τό πρωί, ό άδερφός της ό Αντώνης, έκεί πού έτοιμαζόταν ν ν ν γιά τό σχολειό, — ή ύπναρού στό κρεβάτι άκόμα,—κάτι χρειά- ^ ^ στηκε κι ' άνοιξε τό συρτάρι έκεΐνο άρώτητα. Είδε τό γράμμα, / ν γνώρισε τό γράψιμο τοΟ Πωπου_τοΟ Δαγάτορα, βεβαιώθηκε κ ι ' ν / \ / \ / άπ ' τό II πού είχε γιά υπογραφή. "Αρχισε τότε νά τό διαβάζει ν μέ ζωηρή περιέργεια* καΐ πρίν καλά-καλά τό τελειώσει, έβγαλε τΙς φωνές μέ ψεύτικο θυμό :

—"Ορίστε ! όρίστε κατάσταση ! Κι ' ό ΙΊώπος άκόμα !... "Α, \ / μά τό παρακάνει αύτή ή Κλεμεντίνα!... Πρέπει νά της μαζέψουμε \ / τά λουριά!... θ ά ζουρλάνει δλο τόν κόσμο! ^

Τδπε τής μάνας του, τδπε τής θειας του, τάκουσε κι ' ό πατέρας του* καΐ τό σπίτι, πρωί-πρωί, άναστατώθηκε. Στίς άπέ- ν V ράντες παλιοκάμαρες, τΙς γυμνές σχεδόν άπό έπιπλα, μέ μεγάλα ν παράθυρα χωρίς μπερντέδες καΐ κάπου-κάπου χωρίς γυαλιά, άντηχοΰσαν άνήσυχες όμιλίες, πνιγμένες, κουφές* μά πότε-πότε ξέφευγε και καμμιά δυνατή, θυμωμένη φωνή. Τάχαν περισσότερο μέ τόν ΙΙώπο, τό παλιόπαιδο, πού άπλωνε τά πόδια του πέρ' άπό ν ν ν τό πάπλωμά του, παρά μέ τήν Κλεμεντίνα, πούδινε θάρρος στόν ν ν ν τυχόντα. Κι ' αύτή, πού ξύπνησε μέ τή φασαρία κι ' άκουγε ν άκρες • μέσες άπ ' τό κρεβάτι της, τούς άποκρινόταν άπαθέστατα: ν

—"Ε, καλά!. . . Ζήτημα τό κάνατε τώρα;. . . Μούστειλ' Ινα γράμμα μέ τήν κυρ' Άννέτα. . . Ούτε τό διάβασα... Νά, έδεκεΐ τδχω... θ ά τοΟ τό στείλω πίσω καΐ τελειώνει!

— Έ γ ν ι α σου και θά τοΟ τό δώσω έγώ! τής φώναξε ό Ά ν - V τώνης πού τδχε βάλει κιόλα στήν τσέπη του.

15 Γ. ΕΕΝΟΠΟΓΑΟΓ ΑΠΑΝΤΑ

— ΜοΟ κάνεις χάρη... Κοίταξε μόνο μην τοΰ πεις κανέν' άσχημο λόγο... Δέν θέλω μαλώματα έξ αίτιας μου... Έσε ΐς εί-σαστε τόσο φίλοι...

— Ξέρω έγώ τί θά τοΰ πω... Μή σέ γνιάζει. Κι ' ό Αντώνης, χωρίς νά μπεί καθόλου στην κάμαρα τής \ / ν ν

άδερφης του, ροβόλησε τή σκάλα και τδβαλε στά πόδια, δχι βέ- V V βαια γιατί βιαζόταν νά βρεϊ τόν ΙΙώπο,—κάθε άλλο!—παρά γιά / νά προφτάσει τό μάθημα.

Σέ λίγο, στήν κάμαρα τής Κλεμεντίνας μπήκε ή μάνα της, ν ν ν ή Ρουκάλαινα, και σοβαρή - σοβαρή ζύγωσε στό κρεβάτι. ν ν

— Έ σ ύ τόν άγαπας αϋτόνε ; τή ρώτησε. —"Οχι, καθόλου, τής άποκρίθηκε ξερά το κορίτσι. — Κοίταξε καλά, γιατί ό ΙΙώπος δέν είναι γιά σένα. — Τό ξέρω. "Ύστερα μπήκε κι ' ή θειά, μιά ήλικιωμένη άδερφή τοΰ

Ρουκάλη, ή Εύγί ϊ ία , πού τήν έλεγαν στή γειτονιά Φαραίνα, γιά γ γ νά τήν ξεχωρίζουν άπό τή Ρουκάλαινα—γιατί ή οικογένεια είχε δυο δνόματα : Ρουκάλης - Φαραός.

— Κλεμεντίνα μου, της είπε, πές μου τήν άλήθεια. Έσύ ένδιαφέρεσαι γιά τόν ΙΙώπο ; V

— Μά δχι, δχ ι ! φώναξε μέ θυμό τό κορίτσι. —"Ελα, μπράβο ! χαμογέλασε ή Εύγενία. Έσυχάζω, παιδί V

μου, γιατί, ξέρεις, οί ΔαγατοραΤοι δέν είναι νά συγγενέψουνε / μέ μας. ^

— Τάκουσα, τάκουσα, καλά ! Σέ λίγο, νά κι ' ό πατέρας. V Ή Κλεμεντίνα είχε σηκωθεί πιά καί, μόλις είδε τό γέρο, ν ν

βιάστηκε νά περάσει μιά καμιζόλα, νά σκεπάσει τουλάχιστο τό ντεκολτέ.

— Ό Αντώνης, τής είπε πολύ μαλακά, πήγε νά τοΰ δώσει V πίσω τό γράμμα καί θά τοΰ πει νά σ' άφήσει ήσυχη. 'Εσέν,α... V σέ γνιάζει γι ' αυτό ;

— Ούτε γιά ιδέα! άποκρίθηκε τό κορίτσι. ν — Ριατί, ξέρεις, έξακολούθησε ό Ρουκάλης, χαϊδεύοντας τό ν ν

βαθιά ψαλιδισμένο μουστάκι του' δποιον άλλο θέλεις, παιδί μου, μά δχι άπό τέτοια σόια... Σήμερα μπορεί νάμαστε φτωχοί, μά ψές ήμαστε πλούσιοι καί σίγουρα θά ματαγίνουμε αύριο. "Αλλοι έμεΐς καί άλλοι οί Δαγατοραΐοι. V

— Τό ξέρω... — Μήν κοιτάς πού αυτοί σήμερα μπορεί νά βρίσκουνται

καλύτερ* άπό μας. Αύτό δέν έχει σημασία... — Μά τό ξέρω! Ά δ ι κ ' άνησυχήσατε... Δέν είναι τίποτα.

"Αν ήταν θά σας τδλεγα.

ΙΙΛΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 25

Ό γέρος βγήκε ήσυχασμένος. Κ ι ' ή Κλεμεντίνα, άφοΰ τελεί·" ωσε τό ντύσιμό της, έτρεξε σ' ένα παμπάλαιο ξεχαρβαλωμένο V-4

πιάνο μέ ούρά, πού στραβοστεκόταν στή μέση τής σάλας, κάθησεχ/ ν μπροστά, σ' ένα σκαμνάκι τρύπιο, τάνοιξε μέ φούρια καί, περι· μένοντας νά τγ)ς φέρει ή θειά της τόν καφέ μέ τό γάλα, άρχισε V V V νά παίζει τό Κάστα-ντίβα τής «Νόρμας». ν V

Τί νά συλλογιζόταν άραγε ή μονάκριβη τοΰ Ρουκάλη - Φα- γ ^ ραοΰ ;

Τό πρόσωπό της, έκείνη τή στιγμή, ήταν πολύ αινιγματικό. V V Δέ φανέρωνε Ισως παρά κάτι σάν πείσμα. "II καί σάν άπορία : Ριατί δλοι, δλο ι, μ' ένα στόμα, νά τής λένε πώς δ ΙΙώπος τοΰ \ V ν Δαγάτορα δέν ήτανε γ ι ' αύτή ; Μπορεί νά μή τόν άγαποΰσε" μά δέν τδβλεπε καί τόσο φανερά. Ριατί ;...

Ό Αντώνης, μέ τό γράμμα στήν τσέπη, βρήκε στό Ρυμνά- V ν ν / σιο τό μάθημα άρχισμένο. Τό έπεισόδιο τόν είχε κάνει νά άργή- V V σει καί, φουρκισμένος γιά τήν άπουσία,—ό Ρυμνασιάρχης δέν / ^ έσβυνε δ,τι έγραψε,—κάθησε στή θέση του, στό μπροστινό θρα- ν ν νίο, χωρίς νά κοιτάξει κανένα. Ούτε τόν ΙΙώπο πού είχε θέση ^ στό πισινό. Ριατί ή Τετάρτη τάξη είχε μόνο δεκαπέντε μαθητές, γ γ τοποθετημένους σέ δυό μακριά θρανία.

— Τί έπαθες έσύ ; τόν ρώτησε ό γυμνασιάρχης βιαστικά. V —Αρρώστησε ή άδερφή μου, άποκρίθηκε ξερά ό Αντώνης, ν V Ό Γυμνασιάρχης σήκωσε τούς ώμους του καί ξακολούθησε

τήν έξήγηση τοΰ πρώτου χορικού τής «Αντιγόνης». Ό ΙΙώπος είχε γίνει χλωμός. Τότε γύρισε μιά στιγμή ό φί· γ V

λος του, τόν είδε καί κρυφογέλασε. Εκείνος τούγνεψε μέ άγωνία : «Αλήθεια ;» Ό Αντώνης ν

έκανε πώς δέν καταλαβαίνει. Επιτέλους σά νά τον λυπήθηκε, σήκωσε τό κεφάλι του καί τά μάτια του πρός τάπάνω : "Οχι, ψέ· ν ν V ματα τδπε, γ ιά νά δικαιολογηθεί.

Τό μάθημα τέλειωσε στις δέκα. Τά παιδιά ξεχύθηκαν στήν λ/ ν V V αύλή καί στό δρόμο, νά ήλιαστοΰν Ας νά ξαναχτυπήσει τό κου- ν ν δούνι. Ήταν μιά γλυκιά φλεβαριάτικη μέρα. Φύλλο δέν κουνιό-ταν, συννεφάκι δέ φαίνουνταν. Ό ' Αντώνης ζύγωσε τόν ΙΙώπο: ν ν

— Έ ν α ς περίπατος ϊσιαμε τή Γαϊδουροταβέρνα, θάξιζε σή-\/ } μερα δ,τι πεις !

— Τό σκαμε ; πρότεινε στάστεΐα ό ΙΙώπος. ν ' / —"Ελα, άποκρίθηκε ό Αντώνης, πού σαύτά ήταν πάντα

πρόθυμος ! —"Οχι, καϊμένε, είπε σοβαρά 6 ΙΙώπος. Νά πάρεις κι ' άλλη ν _

άπουσία.;...

ί;

16 Γ. ΕΕΝΟΠΟΓΑΟΓ ΑΠΑΝΤΑ

"Αφησαν τό σχέδιο, ή τύχη τους δμως έδούλευε : Σέ λίγο ν ν έφτασε μήνυμα, πώς δ καθηγητής πού θά τούς έκανε Κοσμογρα- V φία ώς τις έντεκα, δέ μποροΟσε. V

— Πάμε ! φώναξε 6 Αντώνης. "Γστερα έχουμε μέ τόν ΙΙα- V πά. Τό σκάμε δρισμένως !

— Έ , τά Ι ερά πιά μπορούμε νά τ' άφήσουμε σήμερα... γ ι ' άγάπη τοΰ ήλιου, άποκρίθηκε ό ΙΙώπος.

Και ξεκίνησαν. V Εκε ίνο τόν καιρό το Γυμνάσιο ήταν στήν Καινούργια Ρούγα,

τό θαυμάσιο έκεΐνο δρόμο, πού λίγο πιό πάνω γινόταν έξοχικός καί ξακολουθοΟσε νάνηφορίζει ώς τά Ψηλώματα τής Γαϊδουρο- ν ' ν ταβέρνας. Ήταν ί συνηθισμένος χειμωνιάτικος περίπατος τοΟ τόπου, καί πρωινές κι ' άπογευματινός. Καί τά παιδιά τοϋ Γυμνά- V* σίου δέν άφηναν ευκαιρία χωρίς νά πεταχτοϋν τουλάχιστο ώς τά

V Όβρέικα Μνήματα καί νά θαυμάσουν μιά στιγμή τούς λόφους, τά λιοστάσια, τόν κάμπο, τή θάλασσα καί τό πανόραμα τής χώ-ρας μέ τά ψηλά καμπαναριά. } - <ι

Κι' άλλοι μαθητές τής Τετάρτης, τό πρωί έκεΐνο, πήραν τόν ' VI ίδιο δρόμο. Ό Αντώνης δμως κι ' ό ΙΙώπος πήγαιναν οί δυό τους,^ν'» δπως σχεδόν πάντα. Ήταν οί καλύτεροι φίλοι. Ό γιός τοΟ Φ α - ν ν ^ ραοΟ μάλιστα, αΰτόν τόν καιρό, είχε μεγάλη άφοσίωση στό γ ε ί - ν . τονα συμμαθητή του.

Βήμα δέν έκανε άπό κοντά του. Τόν πείραζε κάπου-κάπου, τόν έσκαζε- τοΟ έδειχνε δμως καί μιά έκτίμηση πού έφτανε στό θαυμασμό. Οί άλλοι παραξενεύονταν : πώς ταίριαζαν έτσι ό πιό «αμελής» μέ τόν πρώτο στήν τάξη ; Μά ό ΙΙώπος έλεγε γιά τό 1Γ¥ φίλο του : «"Εχει μυαλό !» Κι' ό Αντώνης πάλι τούς άποστό-μωνε : «Μά δέ μιλοΰμε γιά μαθήματα».

Καί σήμερα γιά τί πράγμα τάχα νά μιλούσαν οί δυό φίλοι, καθώς πήγαιναν στή Γαϊδουροταβέρνα μέ βήμα γοργό, πιασμένοι μπράτσο;

Γιά δλα καί γιά τίποτα. "Αρχιζε μιά όμιλία, κι ' ί Άντώ-ι νης τήν έκοβε μ' ένα «ίδές !» ή τήν άλλαζε μ' ένα «γιά νά σοΰ

πώ...» θάλεγες πώς δέν είχε άλλο στό νοΟ του, παρά νά φτά-σουν τό γρηγορώτερο.

Κι' έφτασαν σέ δέκα λεπτά. — Καθόμαστε; πρότεινε 6 Πώπος, Δείχνοντας τό καφενε-

δάκι, δίπλα στήν έκκλησούλα τοΰ "Αη - Νικόλα. Ό Αντώνης φάνηκε δισταχτικός : — Κουράστηκες;.. — "Οχι, μά... — Τότε πάμε ϊσιαμε τό 'Όμικρο... 'Εδώ τώρα θάρθουν

δλοι... 'Εκεϊ θαμαστε πιό μονάχοι...

& ϋ ΰ ί α ί

ΠΛΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 17

Ί ) ( χ υ ζ ο ί χΜ & κ

—Εμπρός ! "Ετσι προχώρησαν ώς τό γεφύρι, πού έξ αιτίας τοΰ κανονι-

κού κύκλου πού σχηματιζόταν άπό κάτω του, τδλεγαν "Ομικρο. Κάθησαν σ' έναν δχτο, μέ τή ράχη στό βουνό, άντικρύ στόν κα- ¥ ταπρά<3ΐνο κάμπο. Ό Αντώνης έβγαλε τό καπέλο του, σκούπισε τό ιδρωμένο μέτωπό του, άναστέναξε άπό κούραση κι ' εύχαρί- \ στηση' κι ' άξαφνα, άπότομα είπε :

—"Ωστε... τήν άγαπάς πολύ τήν Κλεμεντίνα; Ό ΙΙώπος τινάχτηκε δρθός. Μά ό φίλος του τόν τράβηξε

άπ' τό σακάκι καί τόν άνάγκασε νά ξανακαθήσει: \ — Κάτσε... έχουμε νά μιλήσουμε... Τό πρωί, άνοίγοντας V

κατά τύχη τό συρτάρι τής άδερφης μου, έπιασα ένα γ ρ ά μμ^'σοϋΤ~ V Τό διάβασα... δέν τής είπα τίποτα... καί πάλι τής τάφησα έδε-κεϊ... Γιά πες μου πότε τής τδστειλες;

Ό ΙΙώπος δέ μποροΰσε πιά νάρνηθεΐ κι' όμολόγησε : — Χτές. — Είναι τό πρώτο, τό είδα, ξακολούθησε ό Αντώνης. Μά V

δέ μοΰ λες, ή Κλεμεντίνα σοΰ άπάντησε ; —"Οχι, άποκρίθηκε ό ΙΙώπος ζωηρά. Πότε ; — Μού φαίνεται πώς δέ θά σοΰ άπαντήσει, είπε ό Αντώνης ν

μ' ένα στιγμιαίο χαμόγελο, παράξενο πολύ. Τό κατάλαβα άπό τόν τρόπο πού είχε άφήσει τό γράμμα στό συρτάρι. ΙΙές πώς τό πέταξε. Γιατί άν έσκόπευε νά σοΰ άπαντήσει, θά τό φύλαγε στόν V κόρφο της κι ' έγώ δέ θά τδβλεπα ποτέ... Ά ς είναι' καλύτερα πού ήρθ' έτσι. Πρέπει δμως νά σέ μαλώσω λιγάκι, έ ;...

— Καϊμένε Αντώνη. . . άρχισε, στενοχιορημένος, ό ΙΙώπος. — Τό ξέρω, τό ξέρω, τόν έκοψε ό φίλος του. θ ά μοΰ πεις

πώς δέ φταΤς... πώς δέν τδθελες... Μά καλά- έμεΐς είμαστε τόσο φίλοι..." σάν άδέρφια... Γιατί νά μή μοΰ πεΤς πώς έρωτεύτηκες Τήν Κλεμεντίνα ; θ ά σ' έμπόδιζα νά πάθεις τέτοιο μασκαραλίκι. V * 0

— Γιατί μασκαραλίκι; διαμαρτυρήθηκε ό ΙΙώπος. '3 . / — Γιατί, δέ θάπαντήσει στό γράμμα σου ! άποκρίθηκε δ ν -

Αντώνης. Πού θά πει πώς δέν έπρεπε νά της στείλεις γράμμα, νά ! Κατάλαβες τώρα ;

Καί τόν κοίταξε μέ τό ίδιο χαμόγελο, τό άνεξήγητο. Ό ΙΙώπος πειράχτηκε κατάβαθα. Στά χλωμά του μάγουλα - V $

άνέβηκαν δυό κοκκινάδια. Κι' είπε σχεδόν μέ πείσμα : — Κι ' άν μοΰ άπαντήσει; — Βάζουμε δ,τι στοίχημα θές. Δέ θά σοΰ άπαντήσει! Στό

λέω καθαρά : άν περιμένεις νά σάγαπήσει ποτέ ή Κλεμεντίνα, είσαι ό πιό γελασμένος τοΰ κόσμου. Νάξερες, καϊμένε, τί Εδέες έχει αύτή !... Γι' αύτό σοΰ είπα... Δέ μέ ρωτοΰσες πρώτα έμένα ;... Δέ θά μούλεγες καμμιά άτιμία. Απεναντίας μάλιστα... Πάντα ι ^ :

Τ ό μ ο ς δ ε ύ τ ε ρ ο ς 2 Μ

νοώ

- 1 1

18 Γ. ΞΕΝΟΙΙΟΓΛΟΓ ΑΠΑΝΤΑ

τιμή μου θά τό λογάριαζα... άδιάφορο άν δέ μπορεί νά γίνει. — Τί πράγμα ; έκαμε δ ΙΙώπος, πού ξανάγινε χλωμός. Έ γ ώ

- δηλαδή... δέ μπορώ νά πάρω μιά μέρα τήν άδερφή σου ; Γιατί ; 'Ο Αντώνης γέλασε σχεδόν σαρκαστικά κι ' έβαλε τό κρύο V

του χέρι στό σβέρκο τοΰ φίλου του. V ' / —"Αχ, ΙΙώπο, τί παιδί πού ε ίσαι! έκαμε. Ά ς είναι, δέν

πρόκειται τώρα γ ι ' αύτό... Έ μ ε ΐ ς έλέγαμε γιά τό γράμμα... . Γκάφα, φίλε μου, μεγάλη γκάφα !

Καί σώπασε μ' ένα στεναγμό, κατεβάζοντας τό χέρι άπό τό V σβέρκο καί ζητώντας ν ' άγκαλιάσει τόν ΙΙώπο άπ ' τή μέση.

Αύτός πεΓραχτηκε περισσότερο. Τό υφος τοΟ Αντώνη τοΰ ν'ϊ- ? φάνηκε μεγαλίστικο, σχεδόν γεροντίστικο... Αίστάνθηκε νά τούς

-4- χωρίζει μιά άπόσταση καί τάγκάλιασμά του τόν ένοχλοΰσε, τόν / πάγωνε. Τραβήχτηκε κι ' έκαμε πάλι νά σηκωθεί.

—"Ο,τι έγινε, έγινε, είπε. Έμε ϊ ς δέ μπορεί πιά νάμαστε φίλοι...

— Καί γιατί ; φώναξε ζωηρά ό Αντώνης, άναγκάζοντάς τον πάλι νά ξανακαθήσει. Είσαι βλάκας! Ε π ε ι δ ή έρωτεύτηκες τήν άδερφή μου ; Φυσικότατο ! Ε π ε ι δ ή έκαμες τή γκάφα νά τής V γράψεις, χωρίς νά μοΰ τό π ε ι ς ; Σοΰ τή συγχωρώ μέ τήν καρδιά μου... Δέν ύπάρχει λόγος νά μήν είμαστε φίλοι έμείς... Ξέρεις πόσο έγώ σάγαπώ... Καί σύ πάλι μάγαπάς τόσο, πού έβαλες στό νοΰ σου νά μέ κάμεις κι ' άδερφό. "Οχι, δχι.. . αύτό θά ξεχαστεί... ΙΙές πώς ξεχάστηκε... Ούτε Οά σοΰ ξανακάμο) λόγο... Γιατί δέν πιστεύω πάλι νά της ξαναγράψεις ;

— Κι' άν μοΰ άπαντήσει; έκαμε άθέλητα ό Πώπος. 'Ο Αντώνης ξαναγέλασε. Μά τόσο πειραχτικά αύτή τή φορά,

πού ό ΙΙώπος θά προτιμοΰσε νά τούδιν' ένα μπάτσο. — Δέ θά σοΰ άπαντήσει! πρόφερε σταθερά, άφοϋ ξεγέλασε,

μέ τά μάτια —κάτι μάτια ολόμαυρα κ ι ' όλόφωτα—καρφωμένα V πέρα στόν κάμπο.

— Ά ν μοΰ άπαντήσει; είπε πάλι ό ΙΙώπος μέ πείσμα. — Έ ! τότε θά σοΰ τή δώσο) καί θά γίνουμε άοέρφια, άποκρί-

θηκε ό Άντιόνης. Γιά τήν ώρα, άς είμαστε φίλοι άδερφικοί. 1 V Είσ ' ευχαριστημένος ;

Κι' άξαφνα, σήκωσε τά μάτια του άπό τόν κάμπο καί τά Υ V κάρφωσε, όλόμαυρα κι ' όλόφωτα, στά μάτια τοΰ ΙΙώπου. χ / ν ο

Πράγμα περίεργο! Τό βλέμμα τοΰ Αντώνη ήταν τώρα τόσο γλυκό, τόσο άγαθό, πού ό Πώπος δέν αίστανόταν πιά καμμιά V άπόσταση μεταξύ τους!

— Καλά, ψιθύρισε χαμογελώντας Δέ μπόρεσε δμως νά πει τίποτ' άλλο. Καί σέ λίγο, ό Α ν -

τώνης άλλαξε τήν όμιλία.

ο

Ο

Γ Κ Η ' - Ό ' - · ( 06

1 Λ ν -ο Μ ι Λ

ΗΑΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 19

Ό ένας δρόμος έπεφτε κατακάθετος στόν άλλον, μά χωρίς V V νά τόν διασταυρώνει. Στό σημείο, νά ποϋμε, της έπαφγ)ς, ήταν Ν / ν τό σπίτι τοΰ Δαγάτορα. Καί στήν άριστερή γωνία τοΰ κάθετου V" Ν/ ·ν δρόμου, ήταν τό σπίτι τοΰ Ρουκάλη - ΦαραοΟ. Δέν άντικριζόνταν # \ £ λοιπόν παρά λοξά καί, γιά νά κουβεντιάζουν άπό τδνα σπίτι . στάλλο, έπρεπε νάναι καλά βγαλμένοι στά παράθυρα.

ΊΓό σπίτι τοΰ Δαγάτορα ήταν καινούργιο, τό πολύ είκοσι γ \ / χρονών.) Ανάμεσα σέ δυό χαμηλότερα, είχε δυό πατώματα ψηλά, άσπρη φατσάδα άπλή καί τέσσερα παράθυρα—δυό άπάνου, δυό κάτου—μέ πράσινες γρίλλιες. Κάτω άπ' τό δεξί παράθυρο, ή πόρτα τής μπασίας, σκούρα καφετιά" καί κάτω άπό τάριστερό ή V πόρτα τοΰ κατωγιοΰ.

Ή ξώπορτα, ανοιχτή πάντα τήν ήμέρα, άντίκριζε τή δεύ-τερη τής μπασίας, πιό μέσα, πού είχε σκαλάκια κι ' ήταν πάντα \ σχεδόν κλειστή. Μά δταν τήν άνοιγαν κι ' αύτή, έβλεπες κι ' άλ-λες πόρτες άντικριστές: τήν πόρτα της ισόγειας τραπεζαρίας, τήν τζαμένια πόρτα πού άπό τήν τραπεζαρία έβγαζε στήν αύλή, _ καί τήν καγκελόπορτα πού άπ ' τήν αύλή έβγαζε στό περβολάκι. Ά π ' αύτή τή διάταξη, τό καινούργιο σπίτι έπαιρνε μιά πολύ φαιδρή κι ' εύτυχισμένη δψη. Τοΰ τήν έδινε προπάντων τό πρά-σινο κι άνθοστολισμένο έκεΐνο περβολάκι, πού δταν οί πόρτες δλες τύχαιναν άνοιχτές, τδβλεπαν πέρα ώς πέρα οί διαβάτες τοΰ κάθετου δρόμου.

Απεναντίας, τό σπίτι τοΰ Ρουκάλη - Φαραοΰ ήταν ένα σκυ-6ρωπό παλιόσπιτο.| Χαμηλό μάλλον,—δέν είχε παρά ένα πάτωμα, τά κατώγια καί τή σοφίτα,—σχημάτιζε στή γωνιά ένα τέλειο τετράγωνο, μέ φάτσα στόν ένα δρόμο, μέ ίδια φάτσα ίτόν άλλο, μέ τήν τρίτη του πλευρά στήν αύλή καί μέ τήν τέταρτη κολλη-μένη στό διπλανό. Ήταν δλο άπό πέτρα, μαυρισμένη άπ' τόν καιρό καί φαγωμένη. Σέ πολλές μεριές έχασκαν καί τρύπες δπου φώλιαζαν σαμιαμύθια. Κάθε φάτσα είχε τέσσερα μεγάλα παρά-θυρα στή σειρά, καί κάθε παράθυρο είχε άπό πάνω του μιά τετράγωνη φυρίδα τής σοφίτας. Ή πόρτα τής μπασίας στή ν ν μιά φάτσα—έκείνη πού ήταν στόν κάθετο δρόμο πρός τό σπίτι τοΰ Δαγάτορα—είχε δυό μαρμαρένια σκαλάκια, τόσο φθαρμένα, πού μόνο στις άκρες διατηρούσαν κάπως τό άρχικό τους σχήμα. Δεξιά κι ' άριστερά τής πόρτας, τά καγκελόφραχτα παράθυρα ν τοΰ κατωγιοΰ καί, στήν άλλη φάτσα, οί δυό του πόρτες μ ' ένα \ παράθυρο. Τό κατώι αύτό, μοιρασμένο σέ δυό, τό είχαν ένας τα-βερνιάρης κι' ένας σταρέμπορος. Δέν ήταν δμως ούτε ταβέρνα, ούτε σταροπουλειό" απλώς άποθήκη.

Πρασινάδα ούτε ίχνος. Ή αύλή κατάξερη, καμμιά γάστρα στά παράθυρα, ούτε κάν λίγος κισσός σκαρφαλωμένος στή μαύρη

Λ ^ η η 1 / 1

20 Γ. ΞΕΝΟΠΟΓΛΟΓ ΑΠΑΝΤΑ

πέτρα. Μόνο δυό σταχτερές χελιδονοφωλιές, κάτο) άπ' τό πλατύ V γείσο τής στέγης, έρημες αύτή τήν έποχή καί, σάν τό σπίτι, ν ν ν μισογκρεμισμένες...

Καί δμως, τό ρημάδι αύτό, τό άφημένο έτσι στήν τύχη του, τό άπεριποίητο, τό άνοικονόμητο παλιόσπιτο, μέ τά στραβά κάγ- / V /

-)-αελα καί τά σπασμένα τζάμια, ε ίχ ' έναν άέρα άρχοντικό, πού V τάλλο, τό καινούργιο, βέβαια δέν τόν είχε ! Κι άν τοΟ έλειπαν οί πρασινάδες καί τά στολίδια, είχε τδμορφότερο στολίδι δλης έκείνης τής γειτονιάς: τό κορίτσι του, τή μικρή Κλεμεντίνα τή / ν \ < Ί / Ρουκαλοπούλα.

'Ο διαβάτης, άπό μακριά, άκουγε πρώτα μιά μελωδία ά π ό ^ ιταλική δπερα, παιγμένη σέ πιανοφόρτε βραχνό μά καλοκουρ-δισμένο. Κι' άμα έφτανε κοντά, κοβόταν άξαφνα ή άρια, π ε - ψ τιόταν σ' ένα παράθυρο ή πιανίστρα—λές καί περίμενε νά πλησιάσουν τά βήματα γιά νά πεταχτεί—κι ' έδειχνε ένα θ α υ - ν μάσιο καστανό κεφαλάκι μέ τριανταφυλλένια μάγουλα, μέ κατα-κόκκινο γελαστό στόμα καί μέ δυό μάτια όλόμαυρα κι ' δλοφώ-τεινα—άπαράλλαχτα τοΰ άδερφοΰ της—πού σέ κοίταζαν νά σέ V φάνε... Ό διαβάτης, μαγεμένος, περνοΰσε καί γύριζε τό κεφάλι V V του νά ξαναϊδεΐ. Μά ή δπτασία χανόταν άμέσως καί ξανάρχιζε πάλι τό πιανοφόρτε νά στέλνει τή βραχνή μελωδία του. V V

| Μόνο σάν περνοΰσε 6 ΙΙώπος τοΰ Δαγάτορα, είτε μονάχος, V*" είτε μέ τόν Αντώνη, ή Κλεμεντίνα στεκόταν περισσότερο στό V V ν παράθυρο, κι ' ϋστερ' άπό τό χαιρετισμό, άλλαζαν πάντα λίγα λόγια./Μέ τά μάτια δμως έλεγαν άπειρα πράγματα οί δυό τους, V V προπάντων άπό τήν εύτυχισμένη κείνη μέρα, πού είχαν καθήσει πλά ι -πλά ι , δυό όλάκερες ώρες, στήν έκκλησιά. Δέν ήταν έξη μή-νες άκόμα, μά ό Πώπος φανταζόταν πώς άπό τότε πέρασαν χρό- ^ νια... Γιατ' είχε προσέξει τήν δμορφη γειτονοπούλα του, τήν είχε βρει άκριβώς έκείνη τήν ήμέρα—τήν πιό δμορφη άπ 'δσες V V έγνώριζε καί, μολονότι πρωτύτερα δέν περνοΰσε άπ' τό νοΰ του V τέτοιο πράγμα, τήν είχε άγαπήσει μέ τά σωστά του. Έ τ σ ι ξεθαρ- V ρεμένος άπ' δσα τοΰ έλεγε—τοΰ άπαντοΰσε καλύτερα—μέ τά V μάτια, της έστειλε χτές τό πρώτο ραβασάκι.

Καί σήμερα τό μεσημέρι ό Πώπος μέ τόν Αντώνη γύριζαν άπ' τό σχολειό καί τόν περίπατο... Άκουσαν άπό μακριά τά πιάνο νά παίζει, πλησίασαν μέ τό ζευγαρωτό βήμα τους πού άν-τηχοΰσε τόσο γνώριμα στή γειτονιά—μά σέ κανένα παράθυρο δέν πετάχτηκε ή Κλεμεντίνα. Τίποτα! Ούτε τή στιγμή πού χω-ρίστηκαν οί δυό φίλοι κ ι ' ό Αντώνης μπήκε στήν πόρτα του, ούτε τή στιγμή πού ό Πώπος μπήκε στή δική του, κοιτάζοντας / V πίσω καί πρός τάπάνω...

Γ ιατ ί ; τί έπαθε σήμερα ή Κλεμεντίνα; Δέν άκουσε τάχα

' • ΛΜΟγ α

ΙΙΛΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 21

τό βήμα του δπως πάντα;—κι ' ό ΙΙώπος είχε λόγους νά πιστεύει πώς τό ξεχώριζε μέσα σέ χίλια. "Η μήπως δέν ήθελε ν ά π α ν-τ ή σ ε ι, ούτε μέ τά μάτια, στό γράμμα του ;...

Μά τότε ό Αντώνης είχε δίκιο. Δέ θά τοΰ άπαντοΰσε κα- V θόλου ! Ούτε μέ τό στόμα, ούτε μέ τά μάτια, ούτε μέ τήν πένα... V V '>/ Απίστευτο!

( 0 Πώπος ό Δαγάτορας δέ μποροΰσε ποτέ νά φανταστεί πώς ήταν δυνατό νά τόν άψηφήσει ή Κλεμεντίνα τοΰ Ρουκάλη - Υ V Φαραοΰ! Τήν οικογένεια αύτή τή θεωροΰσε τόσο παρακατινή, V τόσο κατώτερη κοινωνικώς άπ' τή δική του, ώστε πολλές φορές V θαύμαζε «τή δύναμη τής άγάπης», πού τόν έκαμε νά καταδεχτεί V V νά ρίξει τήν άγάπη του στό κορίτσι της)

Τί ήταν έπιτέλους αύτός ό Ρουκάλης - Φαραός, ό γέρος μέ τό V ^ ν

ψαλιδισμένο μουστάκι ; Έ ν α ς έμποράκος πού μουφλούζεψε, ένας γραμματικός τής Εισαγγελίας πού παύτηκε. |Καί τώρα ζοΰσε μέ τά ψέματα : μέ τό είσοδηματάκι πού τούδιναν δυό · τρία παλιό-σπιτα πού είχε άκόμα στή χώρα, μέ δανεικά καί μέ τήν έλεημο-σύνη πού τούκαναν κάτι πλούσιοι συγγενείς του άπ' τή Ρωσία^ Ναί, ναί, έ λ ε η μ ο σ ύ ν η... Ό Πώπος τδξερε καλά άπό τό ϋφος τών γραμμάτων, πού τούς έγραφε ό γέρο-Ρουκάλης, κάθε ν V φορά πού λάβαινε τό τσέκι άπό τή Μόσχα.

Γιατί οί συγγενείς αύτοί είχαν ξεχάσει, φαίνεται, τά έλλη- \ / ν νικά. Ή μητέρα πάλι τοΰ Πώπου έτυχε νά ξέρει γαλλικά - κ ι ' V V αύτή, άπό καλοσύνη, μετάφραζε τά ζητιάνικα γράμματα τοΰ V Ρουκάλη, πού πήγαινε στό σπίτι τοΰ Δαγάτορα ό ίδιος, μέ τό ίδιο V ν V ο ζητιάνικο ϋφος, νά παρακαλέσει τήν «άρχόντισσα» νά τοΰ κάμει V τή μεγάλη χάρη. Κι' αύτό βαστοΰσε τώρα χρόνια. |Άπό μικρός V 6 Πώπος θυμόταν τόν Ρουκάλη—πάντα γέρο καί πάντα μέ ψα-λιδισμένο μουστάκι—νά πηγαίνει στό σπίτι τους γιά τό «γράμ-μα».] Καί φέτο άκόμα, έδώ καί λίγους μήνες, ξαναπήγε. 'Πταν άλλωστε ή μόνη περίσταση πού ό Ρουκάλης περνοΰσε τό κατώ-φλι τοΰ Δαγάτορα. 'Ο Δαγάτορας δέν είχε πατήσει στοΰ Ρου-κάλη ποτέ.

(Κι' ή Ρουκάλαινα πάλι τί ήταν ; Μιά αμαρτωλή πού κάπο-τε—ίέλεγαν στή γειτονιά—είχε άπατήσει τόν άντρα της"^ κι '

'άδτος, γ ι ' άγάπη τών παιδιών, τήν είχε συχωρέσει, άφοΰ τής έβαλε δμως γιά τιμωρία νά μή βγαίνει στόν κόσμο ποτέ. Κι ' άλήθεια, χρόνια τώρα, ή Ρουκάλαινα δέν ξεμύτιζε άπό τό σπίτι της, ούτε γιά νά πάει στήν έκκλησιά. Καί στό παράθυρο άκόμα σπάνια πρόβαινε. Ή Δαγατορίνα δέν τής έλεγε ούτε καλημέρα. Δηλαδή, αύτή δέ θά τήν ένιαζε, γ ιατ ' ήταν καλή γυναίκα καί μέ τήν ίδια καλοσύνη φερνόταν καί στόν άμαρτωλό καί στό δί-καιο : }Φαίνεται δμως πώς ή Ρουκάλαινα τή ντρεπόταν σά «γραμ-

0 ."Λ,

η

22 -•ΛΛΛί,.ΙΛίΓ.- γ 0 Γ. 2ΕΝΟΠΟΓΛΟΓ ΑΠΑΝΤΑ

ί

V

ματισμένη» περισσότερο άπό κάθε άλλη γειτόνισσα. Κι ' άν πρό-βαινε μιά στιγμή στό παράθυρο, μόλις έπαιρνε τό μάτι της τή Δαγατορίνα, ξανάμπαινε μέσα σά ζεματισμένη.^

"Ελεγαν πώς τόν παλιό καιρό, οί Ρουκάληδες - Φαραοί, χωρίς νά είναι κι ' άρχοντες, ούτε άπό τά πρώτα σπίτια, ούτε άπό τά δεύτερα, είχαν τόν τρόπο τους καί πολύ άνώτερη θέση άπ' τή σημερινή. Τό μαρτυροΰσε τό μεγάλο έκεΐνο παλιόσπιτο, πού στόν καιρό του θά έμοιαζε μέ παλατάκι" τό έπικύρωνε άκόμα κι ένας παλιάς θρύλος, πώς κάποτε, κάποιος Ρουκάλης—ό πάππος ϊσως_ν_ τοΰ Αντώνη—υποψήφιος νά γίνει εύγενήςΐ νά φορέσει περρού-' κα, νά γραφτεί στό Λίμπρο-Ντόρο και να μπει στό Συμβούλιο τών Ευγενών πού διοικοΰσε τόν τόπο τόν καιρό τής Βενετοκρα^

. τίας, έχασε τήν έκλογή γιά έναν ψήφο" κι ' αύτό τούκανε τόση ν έντύπωση, πού τήν ίδια νύχτα κρεμάστηκε άπό τόν πολυέλαιο τής σάλας του.

^Περασμένα μεγαλεία καί διηγώντας τα νά κλαις!» έλεγε συχνά ό Δαγάτορας, δταν μιλούσαν στό 'σπίτι γιά τούς άντικρι- - ' νούς. Κι ' ό ΣταθάκΐΚ ό Δαΐάτοοας σήμερα, μ' δλο του τό δίκιο, 4

μποροΰσε νά λογαριάζεται γιά καλύτερος. ^Τό έμπόριο του—ξυ-λεία, μυλόπετρες καί τουφέκια τοΰ κυνηγιοΰ—πού τδκανε μέ τόν άδερφό του τό Διονυσάκη—πήγαινε λαμπρά. |Είχε πάρει ξένη γυναίκα, Συριανή, μ' άνατροφή, μέ μυαλό καί μέ προικού-λα.^Οί κυρίες τοΰ τόπου τήν είχαν σέ υπόληψη καί συχνά τό Δαγατορέικο, γ ι ' άγάπη τής κυρίας Βιργινίας, δεχόταν βίζιτες V άπ' τά καλύτερα σπίτια. Μεγάλη, άπέραντη διαφορά άπ ' τή Ρου- \ V κάλαινα ώς τή Δαγατορίνα !.ι.

"Ενα μόνο παιδί γεννήθηκε άπ' αύτό τά γάμο : ό , της, πού χαϊδευτικά τόν έλεγαν Πώπο. Εύτυχισμένο, άλήθεια, παιδί, μονάκριβο, μέ δυό πατέρες, γιατί κ ι ' ό Διονυσάκης ό Δαγά- » ' τορας, ό μπάρμπας του, πού είχε μείνει άνύπαντρος καί καθόταν μέ τό Σταθάκη, δεύτερος πατέρας του ήταν. Διπλό πάντα τό χαρ- \· -τζιλίκι τοΰ καλοΰ σου Πώπου, διπλές οί φορεσιές του, διπλά τά ν ν ν δώρα του, διπλά τά χάδια του, διπλά δλα. Ό μπάρμπας μάλιστα V V είχε καί χρηματάκια στή μπάντα—πόσα ; δέν ήξερε κανείς, μά V Ν έλεγαν πολλά—καί τό σπίτι μέ τδμορφο περβολάκι έκεΐνος τό V είχε χτίσει δυό χρόνια πριν παντρευτεί ό άδερφός του, στόν ίδιο τόπο τοΰ πατρικοΰ χαμόσπιτου—μοναχής κληρονομιάς τοΟ μα-καρίτη Παναγή Δαγάτορα, πού ήταν καλός τσαγκάρης καί καλός νοικοκύρης.

(Γιά δλ' αύτά, είπαμε, ό Πώπος, γιά πολύν καιρό, δέν είχε συλλογιστεί νά κοιτάξει τήν Κλεμεντίνα. Μά καί γ ι 'άλλο άκόμα: Είχε άρκετά μεγάλη ίδέα γιά τόν έαυτό του, τοΰ φαινόταν πώς ξε-χώριζε κι ' άπ ' τούζ νέου; τών καλύτερων σπιτιών, έπίστευε πώς

6Μ μ

ΗΛΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 23 » ι

4 -

. ο σο

(Ο ί 0

ί ο

Ιο ο

Α

θά γινόταν μεγάλος άνθρωτΐ°ς· Πώς ; Μέ τό μυαλό του καί μέ τή σπουδή. Τί ; Δέν ήξερε άκ<?μα ό Ιδιος. Πάντα μιά μέρα θά-κουγότανΛ μά σάν έπιστήμονας, σάν καλλιτέχνης, σά συγγραφέας, σάν πολιτικός, άδιάφορο. Μόνο έμπορος σάν τούς «πατέρες» του δέν θά γινόταν. Ούτε έκεΐνι'ί ήθελε νά τάκούσει, μά ούτε αύτοί, πού δέν έβλεπαν τήν ώρα ν<* τελειώσει τό Γυμνάσιο, γιά νά τόν V * στείλουν στήν Αθήνα. ',,·

Ή αύτοπεποίθηση τοΰ ΙΙώπου μόνο σήμερα κλονίστηκε λι-γάκι. Τά παράξενα λόγια τι>° Αντώνη κι ' ό τρόπος τής Κλεμεν- ' ' V V V τίνας, άκόμα πιό παράξενος— άκοΰς νά πετάξει τό γράμμα του ν ;

σ' ένα συρτάρι ξεκλείδωτο, άντίς νά τό κρύψει στόν κόρφο τ η ς ! — V * τοΰ προξένησαν άπογοήτευσΐϊ· Φανταζόταν πώς έφτανε νά κου-νήσει τό δαχτυλάκι του, γιά νά πέσει στά πόδια του ή Ρουκα-λοπούλα" καί τώρα, νά της γράψει τέτοιο γράμμα καί νά κινδυ-νεύει νά μείνει χωρίς άπάνττϊ^η ·'···

\ Μά τί συνέβαινε λοιπόν Ό Πώπος ήταν πολύ φαντασμένος ; ή οί Ρουκαλαΐοι παραμεγαλο^ιάνουνταν, έπειδή είχαν πλούσιους ν/ συγγενείς στή Ρωσία; Μπορεί καί τά δυό... Ή μήπως ή Κλεμεν-τίνα ήταν έρωτευμένη μέ άλλο* ; "Οχι, δέν άκούστηκε τέτοιο πράγμα στή γειτονιά. Μή δέν της άρεσε, σάν άντρας, ό Πώπος; Ούτε αύτό ! Αλλιώτικα πώς, ώς χ-^ές, θά τούλεγε τόσα μέ τά μάτια 'Εκτός πιά άν είχε παραξηγήσΡ'.—έκτάς πιά άν ή Κλεμεντίνα είχε τό άδιόρθωτο έλάττωμα νά μ'λεΐ μ' έρωτικά μάτια σέ δλους, ή άν αύτόν τόν κοίταζε ξεχωρ^τά—άθώα δμως—σάν άγαπημένο φίλο τοΰ άδερφοΰ της...

"Ως τό βράδυ, δέν τήν Ε ^ ε καθόλου. Μόνο τό πιάνο της άκουγε καί τή φωνή της άπό μέσα. Μά καί τό πιάνο κ ι ' ή φωνή τοΰ φάνηκαν σήμερ' άλλιώτικ»··· Ό ρυθμός άξαφνα τών κομμα-τιών πού έπαιξε τό δειλινό ή Κλεμεντίνα ήταν πολύ γοργότερος άπ ' τόν κανονικό κι ' ή όμιλία της άντήχησε δυό · τρεις φορές σέ ν τόνο δξύτερο άπ ' τόν συνηθισμένο...

'Ηταν συμπτώματα καί τ;ά δυό πού φανέρωναν κάποια νευ- ν ρικότη, κάποια συγκίνηση, κάποια ταραχή.. . Μά δέν έφτασαν βέβαια νά παρηγορήσουν καί νά ήσυχάσουν τόν 1Ιώπο...\Κοιμή- V θηκε μέ τήν άπογοήτευσή τ ° υ μέ τις άμφιβολίες του. Είδε πολύ άσχημα όνειρα, μέ τήν Κλεμεντίνα σοβαρή κι ' άγριεμένη. V Καί μόνο τό πρωί πού ξύπνησε κι ' είδε τόν ήλιο μιάς μέρας λαμπρότερης κι ' άπό τή χτεσινή, πήρε πάλι έλπίδα. « θ ά μοΰ V ,,

V

V

ν V

ν ν

ν ν V ν V V ν ν

άπαντήσει!» είπε. | £ Ο

45Η

Τοΰ κάκου! Ή Άννέτα π°ύ είχε έντολή νά πάρει καί τ ή ν ν ν ' ^ απάντηση τής Κλεμεντίνας, τοό έγνεψε άπό μακριά δυό - τρεις φο- ν -

«2» ο ο

Ο Ο

ιρ ο

ΰ

Μ

ο ο

Λ-η

2 4 Γ. ΕΕΝΟΠΟΓΑΟΓ ΑΠΑΝΤΑ

ρές : «"Οχι, τίποτα!» Ό Αντώνης, στό σχολειό, δέν τούπε λέξη γιά τά χτεσινά.\/νV 0

Καί ούτε μιά φορά, άπό τόσες πού πέρασε κάτω άπ' τά παρά- ^ θυρά της, ή Κλεμεντίνα δέ βγήκε νά τόν ιδεί. ν ο

Τό δειλινό ό ΙΙώπος είχε ζάλη, πονοκέφαλο. Κι ' δταν ό ν ν ν ρ Αντώνης τοΰ φώναξε άπό τό δρόμο νά κατεβεί γιά νά πάνε λίγο ν ώς τή Στράτα - Μαρίνα, ό ΙΙώπος βγήκε στό παράθυρο καί τοΟ / νΛ/Ο άποκρίθηκε δυνατά :

— Δέ μπορώ, καϊμένε, είμαι άδιάθετος. — Ξέρω τί έχεις... μ' άμα σέ χτυπήσει ό άέρας τής θά-νV

λασσας, θά σοΰ περάσει. "Ελα, πάμε. — Δέ μπορώ... — Καλά, πάω μοναχός μου. Κι' ό Αντώνης ξεκίνησε. Ό ΙΙώπος στάθηκε άκόμα στό πα·λ/ ν ν ο ο

ράθυρο, νά τόν βλέπει πισώπλατα. Καί τότε συνέβηκε κάτι πού δέν τό περίμενε πιά : Σ ' ένα παράθυρο τοΟ Ρουκαλέικου βγήκε V ή Κλεμεντίνα καί, πριν τήν καταλάβει, πριν γυρίσει πρός τ ό ν ν ο μέρος της, τόν ρώτησε μάνησυχία :

—Αλήθεια ;... Ρύρισε μ' ένα παλμό, τήν κοίταξε μ' εκστατικό χαμόγελο

καί τήν καλησπέρισε. — Καλησπέρα... Μά... άλήθεια είσαι άρρωστος; —"Οχι. "Ετσι τοΰ τδπα, γιατί έχω νά διαβάσω. Ή Κλεμεντίνα μεταμορφο'>θηκε. Τό άνήσυχο πρόσωπό της ν ο

έλαμψε άπό χαρά. — Καλά τό κατάλαβα! φώναξε. Ριατί ξέρω πώς έσύ διαβά-

ζεις... 'Ο Αντώνης μόνο δέν άφηνε*, τόν περίπατο του γιά τά ν ν ν . Ο μαθήματα.

— Τί άνάγκη έχε ι ! Ρ]ίναι έξυπνος καί τά παίρνει μέ τ ή ν ν προ>τη...

Λ — Ναί ! γ ι ' αύτό βλέπει καί παθαίνει νά προβιβαστεϊ μ ' ένα κ α λ ώ ς !

Καθώς μιλοΰσαν έτσι, δυνατά γιά τόν κόσμο, ό Πώπος τ ή ς ν ν έγνεφε κιόλα γιά τό γράμμα του. /

Άξαφνα έκείνη έκοψε τήν όμιλία της καί, μέ κάποια έκπλη· ξη, ρώτησε σιγά :

- Τ ί ; . . . 'Ο Πώπος τής έγνεψε καθαρότερα. — Ά ! έκαμε ή Κλεμεντίνα. Καί γέλασε σά νά τής είχε θυμίσει κάτι άστεϊο. Μά σέ λί-

γο τούγνεψε κι' αύτή, δείχνοντας πρός τά κάτω, τήν πόρτα τ ο ΰ ν ' , ~ σπιτιοΰ της. V ν ' Ρ'

— Τώρα ; ρώτησε δ Πώπος.

Ί & ί Ρ ^

ΙΙΛΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 25

— Ναί... σέ πέντε λεπτά, τοΰ άποκρίθηκε. Καί μπήκε. 'Ο Πώπος έβγαλε τό ρολόι του, περίμενε νά γίνουν τά πέντε / ^

λεπτά κι ' έπειτα πηρε τό καπέλο του καί βγήκε στό δρόμο. Τοΰ / V είχαν περάσει κι ' ή ζάλη κι ' ό πονοκέφαλος κι' δλα. ΙΙετοΰσε μέ τά πουλιά.

Πήρε τόν άντικρινό του κάθετο δρόμο, σά νάθελε, μετανοιω-μένος, νά πάει νά βρεϊ τόν Αντώνη στή Στράτα - Μαρίνα καί, περνώντας άπ ' τήν πόρτα τοΰ Ρουκαλέικου, έριξε μέσα μι' άδιά-φορη τάχα ματιά.

Κι' είδε, σά φως, τήν Κλεμεντίνα πού είχε κατεβεί καί τόν περίμενε κει, μέσα σ' ένα σύθαμπο, κρατώντας μισόγυρτο τό V πορτόφυλλο. Τούγνεψε καί τοΰ ψιθύρισε :

—"Ελα δώ ! Κοίταξε γύρω του—άν καί δέν ήταν ή πρώτη φορά πού

6άνέβαινε τά χαλασμένα έκεΐνα σκαλάκια, μά δέν ήθελε νά τόν V ίδοΰν νά μπαίνει σέ ώρα πού έλειπε ό Αντώνης—καί τρύπωσε. V Ή Κλεμεντίνα έκλεισε άμέσως τήν πόρτα καί βρέθηκαν οί

- Ρ δυό τους στή μεγάλη έκείνη μπασία, πλακοστρωμένη μιά φορά, —γιατί σήμερα οί περισσότερες πλάκες ήταν ραγισμένες, σπα-σμένες καί κουτσουρεμένες,—άπ' δπου άρχιζε μιά πέτρινη σκά-λα—αύτή σέ κάπως καλύτερη κατάσταση άπό τά έξωτερικά σκα- " λάκια—καί τελείωνε σέ μιά πόρτα σκούρα, θολωτή, κλειστή τή στιγμή έκείνη, μέ δυό χερούλια χάλκινα σέ σχήμα άχιβάδας.

'Ο άντίλαλος κει - μέσα δυνάμωνε καί τόν ψίθυρο" κι ' ό άέρας, V V σάν ύγρός, μύριζε μούχλα, σπιρτάδα καί ξυνίλα μαζί, ίσως ά π ' τ ά \ κρασιά καί τά στάρια πού ήταν άποθηκιασμένα στό κατώι. Φώς ν V δέν έμπαινε παρά λιγοστό άπ' τό φεγγίτη μέ τάραχνιασμένο τζάμι, άπάνο) άπ' τήν ξώπορτα. | Ριά τόν ΙΙώπο δμως τά μάτια V γ της Κλεμεντίνας φεγγοβολούσαν κι ' έφτανε ή νεανική της παρου-σία, δλόδροση, πασίχαρη, γιά νά ξανανιώνει καί νά φαιδρύνει τή στυγνή μπασία τοΰ παλιόσπιτου.Ι

Έ ν α ς πάγκος μέ ψηλή ράχη, άπό σαρακοφαγωμένο καρυδό ξυλο,—τό μόνο έπιπλο,—άκουμποΰσε σ' έναν καταξεφτισμένο V τοίχο.

— Κάτσε ! είπε ή Κλεμεντίνα, δείχνοντας τοΰ Πώπου τή ν ν ν μιάν άκρη καί πλησιάζοντας αύτή στήν άλλη. V

Τήν άκολούθησε διστακτικά: — Μά... — Έ γ ν ι α σου, τόν ήσύχασε- δ πατέρας μου κι ' ό Αντώνης ν ν

λείπουν, ή μητέρα μου δέ μέ κατάλαβε πού κατέβηκα κι ή θεία - ν Κ Εύγενία... δέν τή γνιάζει.

— Κι' άν σέ φωνάξει τώρα ή μητέρα σου ;

^ ή Ο Ο

•26 Γ. ΞΕΝΟΠΟΓΛΟΓ ΑΠΑΝΤΑ

— Τρέχω έγώ καϊ σύ φεύγεις. — Κι' άν έρθει κανένας άπόξω ; — Δέν άνοίγω, άν δέν κρυφτείς πίσω άπό τή σκάλα. / — Καλά ! χαμογέλασε δ ΙΙώπος κι ' έκάθησε. Έκείνη στάθηκε κοντά του δρθή, λιγάκι γυρτή, μέ τδνα V

4 γόνατο λυγισμένο στό κάθισμα καϊ μέ τδνα χέρι στηριγμένο στή ν ν ν ράχη τοΰ πάγκου.

— Τό διάβασες λοιπόν ;... τή ρώτησε άμέσως. — Ναί, ναί, του άποκρίθηκε" μά τό κακό είναι πού τό διά- V

βασαν κι ' άλλοι!. . . Τό βρήκε δ Αντώνης.. . V — ΜοΟ τδπε... Τό είδε, λέει, στό συρτάρι σου, τό διάβασε V

καϊ τάφησε κει. — Μπά ! Καλέ, τό πήρε γιά νά σοΟ τό δώσει!... Δέ σο 0

τδδωσε ; —— — —"Α, έτσι ; έκαμε δ ΙΙώπος χιορϊς ν' άπορήσει καϊ πολύ" τό

πηρε γιά νά μοΟ τό δώσει ; καϊ τδχει αυτός;.. . "Οχι, δέ μοΟ τδ-δωσε... Μέ βεβαίωσε μόνο πώς δέ θά μοΟ άπαντήσεις... Έσύ δμως θά μοΟ άπαντήσεις... άλήθεια ;

— Νά σοϋ γράψω ;... Ά δχι ! . . . Δέ γράφω έγώ ποτέ. Έ π ε ι τ α τό βρίσκω περιττό...

— Ναί, βέβαια... δταν μπορείς νά μοΰ άπαντήσεις μέ τ ό ν στόμα...

— Δέν έννοοΰσα αύτό, τόν έκοψε ή Κλεμεντίνα. 'Αλλά τί ;

— Αύτό τό πράμα δέ μπορεί νά γίνει.. . V — ΙΙοιό ; — Αύτό... μεταξύ μας. — Γιατί ; — Γιατί δέν τό θέλει κανένας. Ούτε άοερφός μου, ούτε γο-

νείς μου, ούτε θεία μου... Μοϋφαγαν ταύτιά άπό χτές νά μοΰ λένε "V τοΰτο κι ' έκεΐνο.

—Έναντίο μου ;... — Φυσικά!... — Κι ό Αντώνης ; V — Περισσότερο άπ' δλους ! — Περίεργο! — Κι' έγώ αύτό είπα.. . Πολύ περίεργο μάλιστα.

-ΊΜά τί σοΰ λένε ;.. — Πώς έσύ δέν είσαι γιά μένα" τί άλλο νά μοΰ ποΰν. — Καϊ ποΰ τό στηρίζουν ; Πες μου τήν άλήθεια... θέλω

νά ξέρω... Μήπως ξέριο έγώ;. . . Βρίσκουν πώς οί οικογένειες μας.,.ν ,

δέ μπορεί νά συγγενέψουν.ι 8

λ / Γ "

5 ^ ι±- Μ - ^ <5Γ /

ΠΛΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 27

— Ά , κατάλαβα! Ιδέες. . . τό Λίμπρο - Ντόρο... Μοΰ φαίνεται V δμως πώς οί Ρουκαλαΐοι δέν είναι γραμμένοι,.. V

—"Οχι, δχι, δέν πιστεύω γ ι ' αύτό. Καθώς κατάλαβα έγώ, άπό τά λόγια προπάντων τοΰ]πατέρα μου... είναι κάτι άλλο, πιό \/ ν 0 / ) σπουδαίο γ ι ' αύτούς. '

— Μά τ ί ; . . . Ή Κλεμεντίνα δυσκολεύτηκε, άλλαξε δυό-τρείς στάσεις, έπι- V

τέλους κάθησε δίπλα του καί τοΰ ε ίπε : — Φαίνεται... πώς δνειρεύουνται... κανένα πιό πλούσιο... — Ά π ό μένα; φώναξε χωρίς νά τό θέλει ό Πώπος. V Ή Κλεμεντίνα σήκωσε τούς ώμους. ν ν 0 — Κι' άπό σένα, ψιθύρισε. | Ι \ ' αύτό σοΰ είπα πώς μοΰ φά-, ?

νηκε περίεργο... Ε μ ε ί ς σήμερα;είμαστε φτωχοί, ώ δέν τό κρύ-^ βουμε!.. Σεις έχετε τόν τρόπο σας, καϊ πολύ καλά μάλιστα. Κι' . γ δμως, ό πατέρας μου μιλεί γιά σόια.) \ /

— Τί σόια ; έκαμε ό Πώπος. Καί τούρθε νά γελάσει. — Δέν ξέρω καλά, άποκρίθηκε ή Κλεμεντίνα σοβαρή. Στο- V

χάζομαι δμως πώς θέλουν νά ποΰν γιά τούς συγγενείς... V — Ποιούς συγγενείς ; Αύτούς πούχετε στή Ρωσία ; Λ/ ο —"Οχι, αύτούς πούχουμε δώ. Ξέρεις, δλοι μας οί συγγενείς V

έδώ είναι πλούσιοι... Μέρκετηδες, Καρότσηδες, Λαζαίοι... Αλή-θεια τάχουμε το>ρα χαλασμένα... Ισοις αύτοί μας περιφρονοΰν πού είμαστε φτωχοί...

« Έ γ ώ ξέρω γιατί σας περιφρονοΰν !» συλλογίστηκε έδώ δ Πώπος, θυμούμενος τή διαγωγή της Ρουκάλαινας. Μά δέν είπε τίποτα, κι ' ή Κλεμεντίνα έξακολούθησε :

—|Ό πατέρας δμως λέει πώς τό αίμα νερό δέ γίνεται κι ' έλ-πίζει πώς αύριο - μεθαύριο, πού θά πλουτίσουμε πάλι, δλοι θά πέσουνε στά πόδια μας.|

Τοΰ Πώπου τούρθε πάλι νά ρωτήσει: «Καί γιατί θά πλου-τίσετε αύριο - μεθαύριο ;» Τοΰ φάνηκε δμως σάν κωμικό, σχεδόν άπρεπο, καί τό κατάπιε.

—|Ένώ οί συγγενείς οί δικοί σας, έξακολούθησε ή Κλεμεν- γ \ τίνα, είναι δλοι μικροί άνθρωποι... φτωχοί... Ψέματα;.. . Γι ' αύ-τό δ πατέρας μου λέει τά σόια. "Οχι γιά τό Λίμπρο - Ντόρο..[

— Ναί, άλήθεια, όμολόγησε ό ΙΙώπος, πού στό κεφάλι του ν V οί ιδέες άρχισαν τώρα νά χτυπιούνται" δέν έχω πλούσιους συγγε- ^ νείς έκτός άπό τό μπάρμπα - Διονυσάκη. Μά τί σημαίνει; Δέν πε- ν ριμένω άπό συγγενείς έγώ, ούτε κείνοι περιμένουν άπό μένα. "Η τούς έχω, ή δέν τούς έχω, τό ίδιο είναι! ν

—|Έ, νά! ό πατέρας μου νομίζει πώς δέν είναι. Καί φτάνει ν 5 στό σημείο νά λέει πώς θά προτιμούσε νά μέ φιλήσει νεκρή,

ίί$Η>

28 29 Γ. ΕΕΝΟΠΟΓΑΟΓ ΑΠΑΝΤΑ

παρά νύφη τοΰ Δαγάτορα. Φαντάσου ! | — Κι' ό Άντο')νης ; — Τό ίδιο κι ' δ Αντώνης. ν ν — Μά μεϊς μιλήσαμε !... Καί μοΰ υποσχέθηκε πώς άν μοΰ

άπαντήσεις... άν μάγαπάς... — Έ τ σ ι σοΰ τδπε... Είναι πονηρός... Επε ιδή δηλαδή ήταν

βέβαιος πώς δέν θά σοΰ άπαντοΰσα... Μήν τοΰ πεις δμως τίποτα, σέ παρακαλώ... Δέν τόν φοβάμαι, μά δέ θέλω. Έ γ ώ σοΰ τά είπα, γιά νά τά ξέρεις.

Έ ά:μόσφαιρα, δλόγυρα στόν ΙΙώπο, πυκνωνόταν παράξενη, ' 7 άλλόκοτη, φανταστική. Κι' ήταν τόσο σκοτεινή τώρα, ώστε ούτε τά μάτια τής Κλεμεντίνας δέν τήν έφώτιζαν. Γιατί τδ σκοτάδι Λ / γ αύτδ ήταν μέσα στδ νοΰ του. Δέν ήξερε τί νά σκεφτεί, τί νά π ε ϊ , \ / τί νά κάμει. Κι' ένώ είχε μπροστά του τήν Κλεμεντίνα, δέν έβλεπε παρά τδ πρόσωπο τοΰ Αντώνη, δπως τόν κοίταζε καί γε-νν λοΰσε στόν χτεσινό τους περίπατο...

Χαμήλωσε τά μάτια στις ραγισμένες πλάκες κι ' έμεινε κάμ-V \ / πόσες στιγμές σιωπηλός. Επιτέλους μίλησε.

— Καλά... Καί σύ τί λές γιά δλ' αύτά ; Ή Κλεμεντίνα σήκωσε πάλι τούς ώμους. V V — Τί νά σοΰ πώ ; Μπορεί νά γίνει αύτό, άν δέν τό θέλουν

οί δικοί μου ;... — Μπορεί!... "Αν έσύ μάγαπάς... Μάγαπάς έσύ ; — Δέν ξέρω...

, — Ά ! πώς μπορεί νά μήν ξέρεις;... — Μά σέ βεβαιώ, σοΰ όρκίζουμαι! Μιά συμπάθεια, δέ λέω,

πάντα υπάρχει... Μά μ' αύτά πού μοΰ ψάλλουν δλοι τους άπό χτές, μέ σκότισαν τόσο, μ' έσάστισαν... Μά έστω καί νά σάγα-ποΰσα. Τί ώφελεΐ ;

Άξαφνα ό ΙΙώπος πετάχτηκε δρθός. ' "Ισως τά μάτια τής Κλεμεντίνας, καθώς τόν κοίταξαν μέ τά ν ν

τελευταία λόγια, νά τοΰ μίλησαν πάλι έρωτικότερα άπό τό στόμα ν της"—κι' αύτό θά ή τ α ν γιατί ή σκοτεινή μπασία ξαναφωτίστηκε. γ Μά περισσότερο θάταν μιά καινούργια σκέψη πού τοΰ ήρθε άξαφνα καί τοΰ ξύπνησε δλη τήν αύτοπεποίθηση καί τήν περηφάνεια. Υ Υ

— Καλά ! τής είπε" κι ' άν, ύστερα άπό τέσσερα - πέντε χρό-νια, έβλεπες δλους τούς δικούς σου, δχι μόνο νά τό θέλουν, παρά γ νά παρακαλοΰν γονατιστοί ;

— Καί μόνο νά τδθελαν, θά μοΰ έφτανε ! άποκρίθηκε στα-θερά ή Κλεμεντίνα. V

— |θά μέ περιμένεις λοιπόν τέσσερα - πέντε χρόνια... — Καί δέκα ! καί είκοσι! "Οσα θέλεις!.. — Κι' άν γίνει άνάγκη νά λείψω, νά πάω μακριά; . . .

ΙΙΛΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 25

— Θά σέ περιμένω δπου κι ' άν είσαι ! — Κι' άν θελήσουν νά σοΰ δώσουν άλλον ;... — Δέ θά μάναγκάσουν ποτέ ! — Έ χ ω τό λόγο σου, Κλεμεντίνα ; V — Ναί! — Τό χέρι σου...\ V Ά λ λ ά τή σ τ ι γμή άκριβώς πού τοΰ έτεινε όλοπρόθυμα τό χε- \ /

ράκι της, χτύπησε άπέξο) ό σιδερένιος μπατταδοΰρος τής πόρτας. / Δέν πρόφτασε ό ΙΙώπος ούτε νά τάγγίξει, γιατί ή Κλεμεντίνα έφυγε άπό κοντά του μέ πνιγμένες φωνές :

— Ό πατέρας μου !... Γνωρίζω τό χτύπο του... Κρύψου πίσω ν ν άπό τή σκάλα!... Γλήγορα!... θάνοίξω!. . .

Ό ΙΊώπος έτρεξε στή σκάλα νά κρυφτεί κι ' ή Κλεμεντίνα ν V V στήν ξώπορτα νάνοίξει.

Άνοιξε κι ' ή άπάνω πόρτα κι ' έπρόβαλε μιά στιγμή τό .· λευκό κεφάλι τής γριάς «Φαραΐνας», πού κοίταξε κάτω μέ κά-ποια άνησυχία κι ' έφώναξε :

— Κλεμεντίνα! . . . άνοιξε τοΰ πατέρα σου! . . . V Ό μπατταδοΰρος ξαναχτύπησε. / — Τώρα!. . . τώρα!... Τό βαρύ πορτόφυλλο άνοιξε καί μπήκε ό γέρος μέ τό ψαλι- / \ / /

δισμένο μουστάκι. — Γιατί κατέβηκες; ρώτησε. Δέν άνοίγει ή πόρτα άπό V

πάνου ; — Τράβηξα μά δέν άνοιξε, άποκρίθηκε ή Κλεμεντίνα. Κά-

που θά πιάνει τό σκοινί. — Χ μ ! χμ! . . . Τό χαλάσατε πάλι! . . . Κοσμοχαλαστηδες ! 'Ο Μώπος, άπ ' τόν κρυψώνα του, τάκουγε δλα : Τό συρτό

βημα τοΰ γέρου στις πλάκες καί στά σκαλιά, τοΰ κουρασμένο άγ- γ γ - γ ν κομαχητό του, τό βήχα του μιά στιγμή, έπειτα τό άλαφρό βήμα τής Κλεμεντίνας πού τόν άκολουθοΰσε καί τέλος, άφοΰ μπήκε πιά έκεϊνος, τήν πνιχτή της φωνή πού τοΰ σφύριζε :

— Φεύγα τώρα ! φεύγα !... ΙΙετάχτηκε καί, σιγά σάν τόν κλέφτη, πήγε στήν ξώπορτα, \ / ν

πού ή Κλεμεντίνα τήν είχε ψευτοκλείσει. ν [Αλλά πριν βγεί έξω, σά νά αίστάνθηκε τόν ίσκιο της, γύ- V

ρισε τό κεφάλι του πρός τή θολωτή πόρτα καί τήν είδε κει - πάνω \ / γ στό κατώφλι, άνήσυχη, μετέωρη, μιά νά προσέχει κατά μέσα στό σπίτι, πού ό γέρος θά προχωροΰσε στό διάδρομο, μιά νά κοιτάζει κάτω, γιά νά ίδεΐ τόν ΙΙώπο νά φεύγει καί νά ήσυχάσει.)

— Σιγά! . . . τοΰ ψιθύρισε· μή βροντήξει ή πόρτα!. . . Ό ΙΙώπος είχε πιάσει τό πορτόφυλλο. — Μά δέ μοΰ έδωσες τό λόγο σου, τής είπε.

» 30 Γ. ΕΕΝΟΠΟΓΛΟΓ ΑΠΑΝΤΑ

— ΣοΟ τόν έδωσα ! τοΟ άποκρίθηκε μέ άνυπομονησία, δαγ-κάνοντας τό δάχτυλδ της καί γνέφοντάς του νά φύγει, νά φύγει. V

— θ ά μάγαπας πάντα ; ξαναρώτησε, άνοίγοντας. ΤοΟ άποκρίθηκε σά θυμωμένη : — Μά σοΰ είπα !... πήγαινε ! — Μά θά μέ περιμένεις ;... — Ούφ!... Μά τό νοΟ σου!... θά βροντήξει!... V

( Ή Κλεμεντίνα μπήκε πιά στό σπίτι. Κι' ό Πώπος πετά-ν ν ν χτηκε στό δρόμο σά μεθυσμένος^

3 4 0

00

Ε οο

%

ΙΟ

Β

ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΩΝ ΡΟΥΚΑΛΑΙΩΝ

I

Ί 4 -

I ΟΟ

ί 0

ϋ

]ν\έρες καί νύχτες ό Πώπος συλλογιζόταν δσα τοΰ είπε ή Κλεμεντίνα.

(«Κάτι τρέχει έδώ, πού έγώ δέν μπορώ νά τό καταλάβω !» ήταν τό συμπέρασμά του.

Κάπου-κάπου τοΰ φαινόταν πώς τό έβρισκε : «"Ολοι τους έκεϊ μέσα είναι παλαβοί. Εκτός άπό τήν Κλε-

μεντίνα. Έχουνε πετριά, τόκα. Δέν είν ' άλλο!»1 Μ' αύτή ή έξήγηση λίγο τόν ικανοποιούσε. Οί γέροι καλά,

μπορούσαν νά φαντάζουνται δ,τι ήθελαν. Μά κι ' ό Αντώνης ; Μποροΰσε νά πάρει κανείς γιά τοκάδο τό παιδί έκεΐνο μέ τό τετραγωνικό κεφάλι, μέ τή μεγαλίστικη σοβαρότητα καί μέ τάπε-ρίγραπτα έκεΐνα μάτια ;

Καί ξαναγύριζε στό πρώτο του συμπέρασμα: «Κάτι τρέχει έδώ, πού έγώ δέν μπορώ άκόμα νά τό καταλάβω !»

Κάποιος άλλος δμως θά μποροΰσε ; 'Ο πατέρας του παρα-δείγματος χάρη ; Γιά, νά ίδοΰμε!...

Καί μιά Κυριακή, έκεΐ πού σουλατσάριζαν οί δυό τους στή Στράτα Μαρίνα, ό Πώπος έφερε μέ τρόπο τήν κουβέντα καί τόν ρώτησε:

— [ΓΕ ιδέα έχεις, πατέρα, γι ' αύτούς τούς άνθρώπους ; — Καλοί άνθρωποι είναι, άποκρίθηκε ό Σταθάκης ό Δαγά-

τορας. Φτωχοί, μά τίμιοι. — Ξέρεις δμως πώς έχουν τήν ιδέα πώς θά πλουτίσουν ; — Κάθε άνθρωπος στόν κόσμο έχει αύτή τήν έλπίδα. | — Μά δέν είπα έλπίδα. Οί Ρουκαλαΐοι έχουν πεποίθηση. — Μπά ;... Καί ποΰ τό ξέρεις έσύ ; — Ά π ό κάτι κουβέντες... μέ τόν Αντώνη. . : — Παιδί... — Δέν είναι παιδί. Μιλεί σά μεγάλος. — Καί ποΰ στηρίζεται; — Στούς πλούσιους συγγενείς. "Ολο, λέει, τό συγγενολόι

τους έδώ είναι ταλαράδες. — Σά νά λέμε στή ράτσα, γέλασε ό Δαγάτορας.

νν

ν ν

ν

ν

ν ν ν

ν ν ν ν

ν

ν

ν ν ν ν

Υ7

ν ν

ν ν ν ν

ν

V V

νν

£

α

3 4

32 ' < Υ ν \ - *

{V Ε £ 1 / ^ 4

Γ. ΗΕΝΟΠΟΓΛΟΓ ΑΠΑΝΤΑ

Γ

—"Ακριβώς. Στό σόι μάλιστα λένε αύτοί. Ό γέρος γέλασε άκόμα κι ' έπειτα, σά νά συλλογίστηκε

άλλα πράγματα, σοβαρεύτηκε καΐ σώπασε. «Νά λοιπόν, είπε μέσα του ό Πώπος, πού και τοΟ πατέρα

μου τοΟ κάνει έντύπωση αυτό. Τί νά συλλογίζεται τώρα Σέ λίγο ξαναρώτησε :

-ΗΔέ μοΟ λές, πατέρα... κοινοτικώς: είναι καλύτεροι μας αυτοί ;

—"Οχι ! αποκρίθηκε άδίσταχτα δ Δαγάτορας. Τό φαντά-ν ζουνται Ισιος, μά γελιούνται... | "Αν είναι παλιά φαμίλια, μισοα-ριστοκρατική νά πούμε, σήμερα δέν έχει σημασία. Στόν τόπο μας, V

Ο βέβαια, υ1) άριστοκρατία περνάει ακόμα. Μά ώς έκεί πού φτάσανε V μιά φορά οί Ρουκαλαΐοι - Φαραοί, σήμερα είμαστε καΐ μεΐς. Αυτά V πού λένε, πώς θά πλουτίσουνε και τά ρέστα, είναι λόγια τοΟ άέρος. ν \ / Δηλαδή τί περιμένουνε ; Λαχείο ή κληρονομιά ;... "Αν είχανε, τουλάχιστο, νά στείλουν τον Αντώνη παραόξω, νά έργαστεί. Μ ά ν

ο δέν τδχουν σκοπό. Ό Ρουκάλης ;έλεγε κάπου πώς, άμα τελειώσει 7 ' τδΤ^μνάσΤό^ γιός τ &ΰ,"θαΓ τ δ ν ^ α λ ε ι γραμματικό στοΟ Καλούζου ν \ / γ

40ο̂ Χ' καί θά ένεργήσει νά τόν πάρουνε στό Αγγλικό Τηλεγραφεΐο. — Ναί.. . για τό Τηλεγραφεΐο, κάποτες μοϋ τδπε... — [Βλέπεις; τί θά γίνει λοιπόν δ Αντώνης σου; "Η τ η λ ε - ν

γραφητής ή έμπορογραμματικός.| — Είναι πολύ έξυπνο παιδί.

"Ας είναι. "Ακουσες ποτέ σου κανένα τηλεγραφητή ή κα-νένα γραμματικό νά πλουτίσει; ΤοΟ γέρου τώρα βάλ'του ρίγανη. Σ ' 5,τι καταπιάστηκε αυτό:, έναυάγησε. Τόν λυπαμαι, μά έτσι

Ο είναι. Μέ κάτι παραδάκια πού τοΟ στέλνουν έκεΐνοι, άπό τή Ρου- V σία, θά μποροΟσε νά κάμει κανένα μικρεμπόριο. Μά κάηκε μιά φορά καί δέν κοτάει... Ή Κλεμεντίνα τους, ά, μάλιστα, είναι V

Ο δμορφη. Μπορεί νά τήν πάρει κανένας ταλαράς καί νά τούς ση-κώσει. Μά κι ' αύτό σά λαχείο είναι... Ά π ό πού λοιπόν ;... Απο-ρώ, στήν άλήθεια, μέ τί ιδέες, μέ τί δνειρα τρέφουνται μερικοί V άνθριοποι!...

—ϋ£αΙ_ϋμως, δ Αντώνης μοϋ φαίνεται θετικός σέ δλα του. φ/ _λ., ι — £>-.. * .Λ,αο .. . μ ϊ .

-ρ , ΐθ - ί Τότε τόν έπηρεάζει δ γέρος πού δέν είναι καθόλου... Μά V

έσύ... γιατί τόσο ένδιαφέρο ; Μήπως δ Αντώνης σοΟ κάνει τόν ν ν καμπόσο ;...

— Ά , δχι, κάθε άλλο !... — (Κοίταξε καλά! "Αν καταλάβεις τίποτα, κόψε τίς σχέ- γ

σεις άμέσως... Αύτό μας έλειπε τώρα!. . . Νά μας περιφρονήσουν οί κατώτεροι.|

— Μά δχι, σοΟ είπα. Ό Αντώνης δέ μοϋ ποζάρει γ ι ' άνώ- \ / τερος.

Α

ΠΛΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 33

— Γιατί ρώτησες λοιπόν άν είμαστε καλύτεροι τους;. . . —"Ετσι.. . μήπως τυχόν κι ' έχουν αύτή τήν ιδέα... V — Καλά!. . . Κι ' ό γέρος σώπασε πάλι συλλογισμένος. Τί νά συλλογιζό- V

ταν πάλ ι ; . . . Νά κατάλαβε άραγε πώς δ γιός του ρισκάρισε καμ- λ / μιά έκδήλωση καί σκούνταψε σέ καμμιά περιφρόνηση ;...

Ό Πώπος δοκίμασε νάλλάξει όμιλία. Μά ό Δαγάτορας, V V α 0 χωρίς νά τοΟ άπαντήσει σ' αύτό πού τούλεγε τώρα,—σά νά μήν άκουσε,—τοΟ είπε :

— Ή Κλεμεντίνα θά γίνει πολύ δμορφη, άλήθεια... Ζωηρή V δμως μοΟ φαίνεται . . . "Ολο στά παράθυρα φυλάει . . . \ /

Νά το ! Ό γέρος κατάλαβε. Ό γιός δέν είχε πιά άμφιβολία. \ / V — Δέν ξέρω, είπε. "Ολα τά κορίτσια βγαίνουν στό παρά- ν V

θυρο. Αύτή μάλιστα έχει Ενα λόγο παραπάνου. — Τ ί ; — Ή μητέρα της δέ βγαίνει έξω ποτέ. Κι ' δ Αντώνης \ / ν

βαριέται νά τήν παίρνει μαζί του συχνά. — Είν ' έξυπνη τουλάχιστο ; ΙΙώς τή βλέπεις ; — Χμ ! έκαμε δ ΓΙώπος κοιτάζοντας κατά τή θάλασσα, ν V °

Μάλλον κουτή. Ό γέρος τόν κρυφοκοίταξε. Μά στό πρόσωπό του δέ μπό- ν ν

ρεσε νά διακρίνει κανένα σημάδι ταραχής. Κι ' είπε γελώντας : —|'Ε, μά τότες σίγουρα θά τήν πάρει κανένας ταλαράς!

"Ολοι αύτοί διαλένε δμορφες κουτές. Γέλασε κι ' ό Πώπος καί δέν είπε τίποτα. Συλλογιζόταν V

τώρα γιά τή ράτσα πού είχε πει ό πατέρας του, καί γιά τό σόι ν πού είχε πει ή Κλεμεντίνα.

Έ ίδέα αύτή τόν έβασάνισε πάλι μέρες καί νύχτες, σκέ- V φτηκε πολλά, δέν έβγαλε κανένα συμπέρασμα καί τήν άπαρά-τησε. Δέν έβλεπε, άλλωστε, κανένα λόγο νάνησυχεΐ, γιά τήν V ώρα, σοβαρά. |Μέ τόν Αντώνη τά πήγαινε θαυμάσια. 'Ο φίλος V V του δέν τοΟ ξανάκαμε λόγο ούτε γιά γράμμα ούτε γ ι ' άπάντηση, καί τοΟ φερνόταν 'άληθινά σά νά μή συνέβηκε τίποτα. 'Ακόμα καλύτερα τά πήγαινε μέ τήν Κλεμεντίνα. Ή Ρουκαλοπούλα, ν V τώρα, πετιόταν πάντα στό παράθυρο, μόλις άκουγε τά βήματά ν ν του. |Καί πάντα, είτε μπροστά στόν Αντώνη, είτε μοναχοί τους, γ άλλαζαν λίγα λόγια στό φιλικότερο τόνο. Ό τόνος αύτός γινό- ν ταν καί τρυφερός, δσες φορές μπορούσαν νά κουβεντιάζουν, πιό διεξοδικά, άπ' τά παράθυρά τους. Αύτό συνήθως γινόταν τό δει- ν ν ' λινό, δταν δ Πώπος δέν συντρόφευε τόν Αντώνη στόν περίπατο, ν \ 0 1/ παρά καθόταν στό σπίτι νά διαβάσει.

Τ ί μ ο ' ς δ ε ύ τ ε ρ ο ς 3 /ι /-. / /"\ (/-

Ο

5

35 Γ. ΕΕΝΟΠΟΓΑΟΓ ΑΠΑΝΤΑ

Κάποτε πάλι, πολύ σπάνια, βλέπονταν καί στή μπασία χοΰ ν ν Ρουκαλέικου. Περνούσε κείνος άπέξο), χοΰγνεφε κείνη νά μπει και τάλεγαν έκεΐ κοντά σχόν παλιά καρυδένιο μπάγκο, Ετοιμοι νά V καθήσουν μά χωρίς, άπ ' χήν άνησυχία, νά κάθουνται ποχέ. . . \ / Ό ΙΙωπος της γύρευε νάνανεώσει την υπόσχεση της πώς θά τόν ν ν περίμενε κι ' ή Κλεμεντίνα τδκανε μέ προθυμία. "Οταν δμως τή V ρωτοΰσε κι ' άν τόν άγαπα, απόφευγε νάπαντήσει κι ' αν έκεϊνος έπέμενε πολύ, τοΟ άπαντοΰσε σα στενοχωρημένη :

— Μά δέν ξέρο>... μοϋ φαίνεται ναί... Έχουμε καιρό... γιά νά σάγαπήσω.

Καί τό χέρι της δταν της τό ζητοΟσε σάν έπισφράγιση, τοΟ τό άρνιόταν.

—"Οχι χειρονομίες, τοΟ έλεγε. Σούδωσα τό λόγο μου, τελείωσε.

Μιά μέρα τή ρώτησε : — Μεθαύριο πού θά φύγω... θά φιληθοΟμε ; — " Ο χ ι ! τοΟ άποκρίθηκε έντονα. —- Μά γιατί ; της παραπονέθηκε. Τόσο πιά Τόν κοίταξε τότε σχά μάχια καί, σάν νά τόν λυπήθηκε, τοϋ

ψιθύρισε : — Ναί... Καί πρόσθεσ' ευθύς: — Μά τότε μόνο... Τό Σεπτέμβρη, πού θά φύγεις. —Έχουμε άκόμη Ιξη μήνες... —"ίΐ, θά περάσουν !... Κι' αυτό τόν καιρό, μοΟ φαίνεται

πώς περνά τόσο γρήγορα ό καιρός ! ^Κι' ό καιρός περνοΰσε. Μέρα μέ τή μέρα, ί Πώπος έρω- ν ν ν

τευόταν περισσότερο. Αυτό τό αίσθημα δμως, σά νά μήν άνέβαινε V καθόλου στην έπιφάνεΐα, δέν τόν είχε άλλάξει σέ τίποτα. Ούτε V τόν έμπόδιζε καθόλου άπ' τή σπουδή του. Απεναντίας θάλεγες ν πώς τώρα διάβαζε σά νά βιάζουνταν νά τά μάθει τό γρηγορώ- ν τερο, γιά νά γίνει κείνος πού όνειρευόταν καί νά τόν βροΟν άξιο οί δικοί της Κλεμεντίνας.| ν ν

— Τό παρακάνεις, καϊμένε, τούλεγε ό Αντώνης. Έσύ τό ν V άριστα τδχεις πού τδχεις. 'Γί τσακίζεσαι λοιπόν άδικα ;

— Διαβάζο» κι' άλλα πράματα, τοΟ άπαντοΰσε ό Πώπος. ' Κι' άλήθεια, δέν έπαυε νά κουβαλά στό σπίτι του βιβλία V

κάθε λογής καί νά τά ρουφά αχόρταγα. Κι ' ήξερε πράγματα πού κανένας νέος στήν ήλικία του, καί στόν τόπο του, δέν τά ν ν φανταζόταν. Ή μητέρα του τόν είχε μάθει άπό μικρό γαλλικά - V μόνος του—κι' δχι βέβαια μ' Ινα κουτσοδάσκαλο, πού τόν κρά-τησε Ιξη μήνες—είχε μάθει καλούτσικα τά ιταλικά. Καί στίςν^ ουό αύτές γλώσσες ήταν προπάντων τά βιβλία πού κουβαλούσε, ί'

Η 0

ΙΙΛΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 25

πότε άπ' τή Δημόσια Βιβλιοθήκη, πότε άπό φιλικά σπίτια, κάποτε ' κι ' άπό Ινα παλαιοπωλείο. Παραδείγματος χάρη—γιά νά πάρετε ίδέα—έκεΐνο τόν καιρό είχε τελειώσει τόν «ΙΙερί Μεθόδου λόγο» ν ν τοΰ Ντεκάρτ κι ' είχε άρχίσει τό «Περί της καταγωγής των \ / ·γ είδών» τοΟ Ντάρβιν.

^Ωστόσο, κάπου - κάπου, δέ χαλούσε τό χατίρι τοϋ Αντώνη ν καί, τό δειλινό, έκανε μαζί του λίγον περίπατο. Πήγαιναν συνή- ν θως στή Στράτα - Μαρίνα ή στήν Τσίμα τοΟ Πόρτου} Μιά μέρα, ν ν V έκεΐ πού σουλατσάριζαν στό έπιθαλάσσιο αύτό μακρινάρι,—χα- ν μηλό μουράγιο άπό τδνα μέρος, στενή προκυμαία άπό τάλλο καί ν \ / στριομένο κοκκινόχωμα στή μέση,—ό Αντώνης άξαφνα τοΰ ν ν κάνει:

— Έ , δέ μοΰ είπες αν σού άπάντησε ή Κλεμεντίνα! Ό Πώπος τάχασε λιγάκι κι ' άναψοκοκκίνησε' γρήγορα δμως V

ήρθε^χόν έαυτό του κι ' άποκρίθηκε, μέ τήν συνηθισμένη του \ / ειλικρίνεια :

— Ναί. — Μπά! Καί γιατί δέ μοΰ τδπες : — Δέν ήταν άνάγκη... —"Οχι, ήταν. Δέν είπαμε πώς άν ποτέ σοΰ άπαντοΰσε θά

μοΰ τδλεγες, νά... σοΰ τή δώσω ; — Μά μέ γέλασες... Μούπες πώς τό γράμμα μου της τάφη- V

σες στό συρτάρι, καί συ τό είχες πάρει γιά νά μοΰ τό δώσεις... "\/ — Ναί, καϊμένε, άλήθεια... Ή Κλεμεντίνα σοΰ τάπε ;... Τό V

ξέχασα... Ακόμα τδχω στό πορτοφόλι μου. θέλεις νά τό ίδεΐς ; —"Οχι, ευχαριστώ. — Νά σοΰ τό δώσω ; — Περιττό. "Αν δέν σέ βαραίνει, κράτα το. — Καλά! Κι ό Αντώνης τράβηξε τό χέρι άπ ' τόν κόρφο του κι έξα- V V V

κολούθησε: — |'Γί σοΰ άπάντησε λοιπόν ; Καλά ή κακά ; — Καλά, πολύ καλά μάλιστα... Δηλαδή τίμια... — Σά νά λέμε ; — Νά, μοΰ είπε καθαρά πώς έσεΐς δέν τό θέλετε αύτό. Μοΰ

δποσχέθηκε δμως, πώς άν μιά μέρα τό θελήσετε, θά θελήσει κι ' αύτή καί θά περιμένει ώς τήν ήμέρα έκείνη} V

— Ζήσε Μαΰρε μου... ψιθύρισε ό Άνχώνης. V — Γιατί ; διαμαρτυρήθηκε δ ΙΙώπος. Δέν πιστεύω ν' άργήσω V

πολύ, γιά νά γίνω τέτοιος πού νά μέ καταδεχτείτε !... Ό τόνος τοΰ Πώπου, χωρίς νά τό θέλει, είχε καί κάποια

ειρωνεία. Ά π ' αύτό Ισως πειράχτηκε ό Αντώνης καί μιά στιγμή τά μάτια του άστραψαν σά θυμωμένα.

Α9 οο

Ι ϊ

Γ 36 Γ. ΒΕΝΟΠΟΓΑΟΓ ΑΠΑΝΤΑ

V

— ΚαΙ τί Οά γίνεις; φώναξε. Δέ μοϋ λες, τί μπορεί νά γίνεις έσύ ;

—"Ο,τι θέλω ! άποκρίθηκε περήφανα ό ΙΙώπος. —"Ο,τι θέλεις... Ενας λόγος. Δέ θα γίνεις, παιδί μου, παρά

δ,τι μπορείς. Και νά σοΰ πω έγώ ; θ ά πας στήν Αθήνα καί θά V σπουδάσεις... ή μαθηματικά που έχεις κλίση, ή φιλολογία πού θέλει ό πατέρας σου. ΚαΙ θά γίνεις καθηγητής μέ τρακόσιες δραχ- V μές τό μήνα μιστό. Είναι άλλο ;

Ό φαντασμένος άναστατώθηκε μ' αυτή τήν ψυχρολουσία V ν τοΟ φίλου του. Μπόρεσε δμως νά κρατηθεί καί νά πεί μέ γαλήνη : ν

— Δέν έχεις δίκιο. Δέ γίνεται μόνο τρακοσιόδραχμος καθη-γητής δποιος σπουδάζει μαθηματικά ή φιλολογία...

—"Εστω και Γυμνασιάρχης, τον Ικοψε περιφρονητικά ό V "Αντώνης.

— Κι' αύτό δέν είναι δλο ! Μά έστω. "Ας υποθέσουμε πώς αύριο είμαι Ινας καθηγητής. Μεθαύριο θάχω 8,τι μάφήσουν ό V πατέρας μου κι ' ό μπάρμπας μου... V

— Τίποτα! τόν έκοψε πάλι ό Αντώνης. Μήν περιμένεις V τίποτ' άπό τόν πατέρα σου καί τό μπάρμπα σου ! V V

— Γιατί ; ό μπάρμπας μου έχει περιουσία. — Μικρά πράματα. Καί θά χαλαστοΟν δλα γιά νά σπουδά-

σεις έσύ τέσσερα - πέντε χρόνια στήν Αθήνα. "Αν θελήσεις μάλι-στα νά πάς καί παραόξω, δέ θά φτάσουν. Ξέρω Ιγώ...

'() Πώπος φουρκιζόταν τώρα όλοφάνερα κι ' ό Αντώνης λές καί τόν έκανε γοΟστο.

— Μά θάχουν πάντα τό έμπόριό τους. — Κολοκύθια ! Είναι παρατηρημένο πώς στόν τόπο μας, δσοι

έκαναν έμπόριο ξυλείας, στο τέλος φαλίρανε. Ξέρω έγώ... Κι' άράδιασε δυό - τρία όνόματα. — Μά καλά, τόν έκοψε ό Πώπος· ποϋ θές νά καταλήξεις; — Στό συμτ.έοασμα ! άποκρίθηκε ειρωνικά ό Αντώνης. —|Μώς · Οά γίνω άξιος... νά μέ θελήσετε σεις οι

Ρουκαλαϊοι, έ ; — Μάλιστα! ομολόγησε άτάραχα ό άδερφός της Κλεμεντί-

νας. βά είσαι πάντα φτωχός μ' Ινα μιστό. Κι' ό πατέρας μου έχει άλλες ιδέες γιά τή μονάκριβή του. Προίκα, βλέπεις, δέν έχει νά της δώσει.}.

Ό ΙΙώπος δέ μπόρεσε νά βαστάξει. — Τώρα ναι, φώναξε. Νομίζει δμως ό πατέρας σου, πώς

ΐσιαμε ποϋ νάρθει ό καιρός νά τήν παντρέψει, θάχει νά της δώσει, καί μεγάλη. Μήπως έσείς δέν θά πλουτίσετε αύριο ;

Ό Αντώνης προσποιήθηκε πώς δέν κατάλαβε τό σαρκασμό . κι ' άποκρίθηκε απλά :

Ο

014 / 1

η ν τ -Γ^Υ

Ατ

V

ν ν ν

ν V ν ν

ν ν ν ν

ν ν ν V V

4 "

ί ΰο

4

ίο

Γ

Γ I ο

4

ΠΑΟΓΣΙΟΐ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ ή &

Α 1 •

0>

ν V V

' ν ν

3 7

—"Ε, τότε άκόμα λιγότερο θά τή δίναμε σ' ένα δάσκαλο ! —(Καλά λοιπόν! φώναξε ό ΙΙώπος ξαναμμένος. Μή μέ σκο- V

τίζεις ! Σοϋ είπα καί τήν άλλη φορά, πώς εμείς δέν μπορεί πιά V νάμαστε φίλοι... Γειά σου! σάφήνο>.\

Καί ξεκίνησε λοξά, κατά τό καφενείο. V —"Οπως άγαπας ! άποκρίθηκε ό Αντώνης, τραβώντας ίσια V

τό δρόμο του, ήσυχα, μέ τό πάσο του. Ό Πώπο'ς πήγε καί κάΟησε μονάχος του σ' ένα τραπεζάκι, V

κοντά στή θάλασσα. Προσηλώθηκε στό Σκοπό, τό βουνό πού φαι- V V V Ο νόταν πέρ' άντίκρυ, μέ τήν παράξενη έκείνη τούρλα στή ράχη του, τό μόνο πράγμα πού έλαμπε, τήν ώρα έκείνη τοΟ δειλινοϋ, κοκκινοβαμμένο άπό τις τελευταίες άχτίνες τοϋ ήλιου, σά νάταν χάρτινη φούσκα πού άπομέσα της έκαιγε φωτιά...

Κοίταζε κει - πάνω κι ' έβραζε... Ό Αντώνη; αυτές τό V παράκανε... Ήταν πιά μιά περιφρόνηση κατάμουτρα... "Α, δχι ΐσιαμε 'κεΐ! . . .

Κι' όρκιζόταν νά μή τοϋ ξαναμιλήσει... παρά μόνο δταν θάφτανε δ καιρός νά τοϋ γυρέψει τήν άδερφή τιυ. . . ν \ /

Εκείνος ώστόσο έκανε μικρά σουλάτσα μπροστά του. Πήγαινε ώς ένα διάστημα καί ξαναγύριζε. Κι ' άπό τή στιγμή ν πού πισωπλάτιζε, ό Πώπος αθέλητα τόν παρακολουθούσε μέ τά \ / \ / μάτια.

|Πρώτη φορά στή ζιοή τους μάλιοναν οί δυό φίλοι. Κι' ό V V / Πώπος παραξενευόταν πώς τοΟ φαίνουνταν έτσι άλλιώτικος ό ν Αντώνης, τώρα πού τόν έβλεπε μετά τό μάλωμα... Πράγματα V πού ποτέ του δέν τά είχε προσέξει, τά πρόσεχε τώρα.) Τά μαλ- λ / λιά άξαφνα τοϋ Αντώνη, άπό πίσω, μαζευόνταν σέ μιά μυτίτσα, . / σέ μιά ούρίτσα κωμική, πού χωνόταν μέσα στό κολλάρο του. Τά V V παπούτσια του ήταν καλογυαλισμένα, μά χοντρά, άκομψα, καί τό σταχτί παντελόνι του, στενό κι ' άρκετά τριμμένο, κοντό καί V μίζερο, μόλις έφτανε ώς τήν άρχή των ψιδιών.

Μά τό σακάκι του ήταν πού ήταν... Χωρίς άλλο, θά τοϋ ν τδχαν κάνει άπό παλιό σουρτοϋκο τοϋ γέρου Ρουκάλη. Γιατ' είχε ραφές καί στά πλάγια καί στή ράχη. Κοντό, σφιχτό, μέ μέση V V σαν άμπέχονο, καί μέ κάτι μανίκια τόσο κοντά, που άφηναν V ξέσκεπο δλο τόν καρπό—έναν καρπό δυνατό, χοντροκόκκαλο—- -καί πού τά τραβούσε κάθε τόσο, σα ν&Οελε νά τά μακρύνει.

«Όρίστε κει !... συλλογιζόταν 6 Πώπος. Δέν έχουνε νά ντυθούνε καί φαντάζονται πώς είναι κιόλας έκατομμυριοϋχοι!».

Ώστόσο ήταν καί στιγμές, πού τά κοντά μανίκια τοϋ

ίΜβζι^

10 5

ο

/ ' ί

*ϋ ο νΌ ζ

Ϋ

Αντώνη κινούσαν μόνο τόν οίχτο τοϋ ΙΙώπου : « Ό κακόμοιρος! Τί νά σοΰ κάνει κι ' αυτός!». Καί γιά νά ξαναγυρίζει στή νιο-γέννητη έχθρα του, έπρεπε νά ξαναθυμαται τά λόγια πού άκουσε

•Μ-

38 Γ. ΞΕΝΟΙΙΟΓΑΟΓ ΑΙΙΛΝΤΛ

πρωτύτερα. "12, τά ξαναθυμόταν!... ιΓιατ' ήταν στιγμές, πού χωρίς νά τό θέλει, κοίταζε τόν Αντώνη κατά πρόσωπο, κι ' έβλεπε τότ' ένα στόμα μέ σφιγμένα χείλη, γεμάτο πείσμα καί περιφρόνηση" έβλεπε καί δυό μάτια όλόμαυρα, πού ένα) ήταν προσηλωμένα μπροστά, στό κενό, γύριζαν ξαφνικά κατά τή θάλασσα καί τόξευαν άστραπές. |

«Παράξενα μάτια!. . . συλλογιζόταν ό Πώπος. Τά μάτια τής Κλεμεντίνας... Σοΰ κάνουν φόβο κι ' δμως τάγαττας...»

Πέρασε κάμποση ώρα. Ή φωτιά, κάτω άπ' τή φούσκα τοΰ Σκοποΰ, είχε σβύσει. Στό σύθαμπο, δπου απλωνόταν τό πανό-ραμα τής χώρας καθρεφτισμένο άμυδρά στή θάλασσα, άρχιζαν νά λάμπουνε φώτα.

«Δέ φεύγει π ιά ; . . . συλλογίστηκε ό Πώπος. Τί μέ τριγυρί-ζει ;... Μήν περιμένει νά φύγω πρώτα έγώ ;... "Α, δχ ι ! θά κάτσω δώ - χάμου ώς αύριο !»

Καί μ' αύτή τή σκέψη, μιά στιγμή πού ό Αντώνης περ-νούσε άπ' άντίκρυ, χτύπησε τό τραπέζι καί φώναξε στό γκαρσόνι νά τοΰ φέρει μιά τσιτσιμπύρα.

"Αξαφνα... βλέπει τόν Αντώνη νά λοξεύει καί μέ τό πάσο του πάντα, άπαθέστατα, νά τόν πλησιάζει.

— Τί θέλεις; τόν ρώτησε άγρια, άμα ζύγωσε άρκετά. —"Ε! σοΰ πέρασε ; τόν ρώτησε κείνος γελαστός, άκουμπών-

τας τώρα τό χέρι του στό τραπέζι. —"Οχι! έκαμε άπότομα ό ΙΙώπος. — Μά γιατί, καϊμένε, έξακολούθησε σιγά καί παρακαλίστά <5

Αντώνης. Έσύ τάβαλες μέ την άδερφή μου, τής έστειλες γράμμα, τήν κουβέντιασες... καί δέ σοΰ θύμωσα... Φαντάσου, άλήθεια, αν μούκανε αύτή τή φέστα κανένας άλλος ! ΚαΙ σύ μοΰ θυμώνεις τώρα γιατί σοΰ είπα... Μά τί σοΰ ε ίπα ; Δέν ξέρω ποιό σέ πείραξε άπ ' τά λόγια μου.

— Ξέρεις πολύ καλά... — Τί, πού σέ είπα δάσκαλο ; Δέν είναι ούτε κακό, ούτε

ψέμα... Δέ θά γίνεις ;... —'Έλα, σέ παρακαλώ, Αντώνη !... — Μά κι' έγώ, σέ παρακαλώ... "Ασ' τα τώρ' αυτά !... Έμε ΐ ς

Οάμαστε πάντα φίλοι. Δέ σοΰ τδπα καί τήν άλλη φορά ; Κι έτράβηξε μιά καρέκλα καί κάθησε άντίκρυ στόν ΙΙώπο,

χαμογελώντας. Αύτουνοΰ τούρθε μιά στιγμή νά σηκωθεί, νά τόν άφήσει.

Μά τό μετάνοιωσε. Τό χαμόγελο έκεΐνο πού ένόμιζε πώς δέν θά τό ξανάβλεπε ποτέ, τόν έμαλάκωσε.

Πάει π ιά ! Λίγες στιγμές άκόμα προσπάθησε νά κάνει τό βαρύ, μά δέν τό κατάφερε. Στό τέλος γέλασε κι ' είπε :

ΠΛΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 39

— Έ σ ύ , παιδί μου, δέν έχεις λογαριασμό !... |Καί στό γκαρσόνι πού τούφερε τήν τσιτσιμπύρα, παράγγειλε

άλλη μιά γιά τό φίλο του. "Αρχισαν τώρα νά κουβεντιάζουν ήσυχα καί φρόνιμα. Ούτε

λέξη πιά γιά δσα τους έκαμαν πρωτύτερα νά μαλώσουν. Ηάλεγες πώς τάχαν ξεχάσει κι οί δυό.̂

"Αξαφνα ό Πώπος είπε : — Τώρα - δά κοίταζα τά μάτια σου... Απαράλλαχτα τά μά-

τια τής Κλεμεντίνας... Δέ μοΰ λές ποΰ τά βρήκατε, πού τά κλη-ρονομήσατε σεις αύτά τά μάτια ; Ούτε τής μητέρας σας είναι, ούτε τοΰ πατέρα σας.

—"Εχεις λάθος ! άποκρίθηκε ό Αντώνης. Είναι τά ρ ο υ-κ α λ έ ι κ α μ ά τ ι α . "Ιδια τάχει κι ' ό γέρος μου. Μά δέν τοΰ τά πρόσεξες ποτέ.

Ό Πώπος παραξενεύτηκε. Ό γέρο-Ρουκάλης είχε τά μάτια τοΰ Αντώνη καί τής Κλεμεντίνας; Μά έκεινοΰ ήταν μικρά, μι-σόκλειστα, ζαρωμένα, θαμπά, κόκκινα, ίσως καί τσιμπλιασμένα... Ποτέ δέν κατόρθωσε νά τά ίδεΐ καλά - τόσο βαθιά χωμένα ήταν!

—"Οχι δά! — Έ κ ε ΐ ν ο πού σοΰ λέω. Πρόσεξε τήν πρώτη φορά πού θά

ίδεΐς μπροστά σου τό γέρο μου. Καί θά μέ θυμηθείς. Νά σοΰ δεί-ξω μάλιστα καί μιά είκόνα του, δαγκεροτυπία, δταν ήταν είκοσι χρονώ. Τό ίδιο τό κεφάλι τής Κλεμεντίνας. ΈκεΤ νά ίδεΐς μάτια... Μά άλήθεια, τί έντύπωση κάνουν τά μάτια μας; Τί έχουν τό έξαιρετικό;

— Ξέρω κι ' έγώ ; είπε ό ΓΙώπος. ' ί ίραΐα μάτια. Ζωηρά, πολύ ζωηρά...

— Βγάζουν φωτιές, έ ; είπε δ Αντώνης γουρλώνοντας τά μάτια του έπιδειχτικά.

— Ναί, ψιθύρισε ό Πώπος καί, χωρίς νά θέλει, χαμήλωσε τά δικά του.

Ρ Αλήθεια, τί είχαν τό έξαιρετικό αύτά τά ρουκαλέικα μάτια ; Γιατί τοΰ έκαναν έντύπωση ; Κι ' άλλα πολλά ήταν έτσι μαΰρα, μεγάλα, φωτεινά, ζωηρά. Δέν ήταν δμως τά ίδια ! Δέν αισθανό-ταν, δπως άπό κείνα, ένανάόριστο φόβο καί μιά άνίκητη γοητεία.

Κι ' Οστερ' άπό δυό - τρεις ήμέρες, άπαντήθηκε στό δρόμο μέ τό γέρο Ρουκάλη.

Ό νέος πήγαινε σκεφτικός, μέ τά μάτια σκυφτά. Κι' δταν άξαφνα τά σήκωσε,—περίεργο πράγμα!—είδε δυό άλλα μάτια πού τόν κοίταζαν άγνώριστα. Στήν άρχή αίστάνθηκε σά φόβο. Έ έντύπο)ση δέν έβάσταξε βέβαια ούτε δευτερόλεπτο, μά ήταν δμοια μ' έκείνη πού είχε μιά φορά, δταν βρέθηκε άξαφνα μπρο-στά σέ μάτια γερακιοΰ. Τό ίδιο άγρια, τό ίδιο δυνατά, τό ίδιο

40 Γ. ΞΚΝΟΙΙΟΓΛΟΓ ΑΠΑΝΤΑ

κοίταζαν σα νά σέ φανε καί τά μάτια έκεινα. Καί τήν πρώτη έν-τύπωση τοΟ φόβου τήν διαδέχθηκε έκπληξη μεγάλη, δταν έκαμ' έτσι—στό οιάστγ;μα τοΟ ίδιου δευτερόλεπτου— κι ' είδε πώς τά μάτια έκεινα άνήκαν στό γέρο Ρουκάλη !

Κι* αύτός περπατοΰσε σκεφτικός έκείνη τή στιγμή. Μά μέ τά μάτια προσηλωμένα μπροστά, άκίνητα κι ' όλάνοιχτα.

Ό Αντώνης λοιπόν είχε δίκιο ;... Προχώρησε ίσια άπάνω του, μέ τό σκοπό νά τόν σταματήσει,

νά τοΟ μιλήσει, νά ίδεΐ τά μάτια του άπό κοντά, νά τά έξετάσει. Αλλά—περίεργο πράγμα !\Μόλις ό γέρος άντίκρισε τό γιό

τοΟ Δαγάτορα, συνήλθε άπό τήν άφηρημάδα του, άφησε στή μέση τις σκέψεις του καί τότε τά μάτια του κινήθηκαν, μίκρυναν, μπή-καν, ήμέρωσαν, σβύστηκαν. Κι' έγιναν πάλι τά γέρικα, τά κακο-μοιριασμένα, τά τσιμπλιάρικα μάτια τοΟ γέρου, έκεινα πού ό ΙΙωπος Οάταν άδύνατο νά τά φανταστεί δμοια μέ τά μάτια τής Κλεμεντίνας καί τοϋ Αντώνη ! |

— Καλημέρα σας, κύριε Ρουκάλη ! τοΰ είπε. — Καλημέρα!... προσκυνώ ! άποκρίθηκε ό γέρος μέ τό ζη-

τιάνικο ύφος του, τό ύφος έκεΐνο πού έπαιρνε μπροστά σέ κάθε Δαγάτορα.

Κι ' ό νέος προσπέρασε, χωρίς νά τόν σταματήσει. Μή γελάστηκε ; Μήν ήταν παραίσθηση ; δπτασία ; Μά δχι, άδύνατο ! Πραγματικά, άληθινά, είχε δει, γιά λίγες

στιγμές, στή θέση των ματιών τοΟ γέρου Ρουκάλη, τά μάτια τής Κλεμεντίνας καί τοΟ Αντώνη. ΙΙού θά πεί πώς τέτοια ήταν κι ' αύτά, τά ίδια, κατά τό φίλο του, τά περίεργα, ρουκαλέικα μάτια. Τά κακά γεράματα τοΟ τά είχαν άλλάξει, τοΰ γέρου" μά νά πού ήταν καί στιγμές πού ξαναγινόνταν δπως των νέων, μεγάλα, φω-τεινά, δυνατά, άγρια, άπληστα, φοβερά.

Μά καί γλυκά ;—Γιατί δχι ; Τή στιγμή πού είδε τό γέρο Ρουκάλη, τά ξανανιωμένα μάτια του δέν είχαν βέβαια καμμιά γλύκα. Κι' ό νέος έμεινε μέ τό φόβο πού τοΰ προξένησε ή άγριά-δα τους, ή άπληστία τους. Εξαίρετα δμως μπορεί νάταν στιγμές, πού τά μάτια τοΰ γέρου νάπαιρναν καί τή γλύκα—τήν ίδια έκείνη γλύκα πού τόν είχε γητέψει τόσες φορές άπ' τά μάτια τής Κλεμεντίνας καί τοΰ Αντώνη.. .

(Ώστε τέτοια ήταν τά ρουκαλέικα μάτια! Αυτό ήταν τό ιδιαίτερο τους χαρακτηριστικό : τό βλέμμα πού σέ κοίταζε νά σέ φάει,·—ή γλύκα πού σάφαιροΰσε ύστερα τό φόβο καί σέ γέμιζ ' έμπιστοσύνη. Καί γιά νά τά καταλάβει αύτό δ Πώπος, έπρεπε νά ίδεΐ μιά στιγμή τά μάτια τοΰ γέρου Ρουκάλη, δπως τά είδε, χωρίς τή γλύκα τους, μόνο μέ τήν άγριάδα έκείνη τοϋ γερακιοΰ, ίδια δμως κι ' άπαράλλαχτα—στό χρώμα, στό άνοιγμα, στό σχήμα.

ΠΑΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 41

σέ δλα—μέ τά μάτια των παιδιών του ! | Ή δπτασία τους τόν παρακολουθούσε καί τόν έκανε δλο νά

τά συλλογίζεται. Ήταν στιγμές πού ό ούρανός τοΰ λογισμοΰ του γέμιζε άπ ' αύτά τά μάτια, οάν άπό άστρα, πού πότε τόν τρυ-πούσαν μέ σκληρές άχτίνες καί πότε τόν χάιδευαν μέ γλυκο-στάλαχτες.

Προσπαθούσε νά θυμηθεί αν καί τά μάτια τής θείας Ευγε-νίας, τής Φαραίνας, ήταν τέτοια. Ρουκαλοπούλα δέν ήταν κι ' αύτή ;... Τάφερνε μπροστά του καί—τί παράξενο !—τά έβρισκε δμοια σάν άδέρφια. Είχαν τό ίδιο χρώμα, τό θυμόταν πολύ καλά. Μόνο πού τό άνοιγμά τους ήταν κάπως μικρότερο—άπό τά γη-ρατειά βέβαια κι ' αύτή ή διαφορά—καί πού σκληρές άχτίνες δέν είχαν πολλές αύτά τά μάτια. "Α, ή κακομοίρα ή Εύγενία ήταν πάντα ήμερη, πάντα συμμαζεμένη καί γλυκιά. Ποτέ δέν τήν έβλεπες νά σέ κοιτάζει νά σέ φάει. Μά πάλι, ποΰ τό ξέρεις; μπορεί νάχε κι ' αύτή τις στιγμές της...

)Τό σόι λοιπόν, δπως έλεγαν οί Ρουκαλαΐοι. Ή ράτσα, δπως είχε πει ό πατέρας του... Μήπως, άλήθεια, τό γνώρισμά της, ή σφραγίδα της, ήταν τάλλόκοτα αύτά μάτια; |

Κι ' ό Ηώπος προσπαθούσε τώρα νά θυμηθεί τί λογής μάτια είχαν κι ' οί περίφημοι συγγενείς πού τοΰ είχε άραδιάσει ή Κλε-μεντίνα: Μαρκέτηδες, Καρότσηδες, Λαζαΐοι... Πολύ γνωστές οικογένειες στόν τόπο. Δέν ήξερε βέβαια τό βαθμό τής συγγένειας πού ένο>νε καθέν' άπ ' αύτούς τούς άνΟρώπους μέ τούς Ρουκα-λαίους - Φαραούς, ούτε κάν ποιοί ήταν συγγενείς άπό τό Ρουκάλη καί ποιοί άπ ' τή Ρουκάλαινα. Γιατί ή μητέρα τής Κλεμεντίνας —αύτό τδξερε καλά—δέν ήταν ούτε Μαρκετοπούλα, ούτε Καρο-τσοπούλα, ούτε Λαζοπούλα.|Κι' δμως, μέσα σαύτό τό πλήθος τών συγγενών, ό Πώπος ένόμιζε τώρα πώς έβλεπε, έδώ κι ' έκεΐ, νά λάμπουν μάτια δμοια μέ τών Ρουκαλαίων.ϊΉταν προπάντων ένας Μαρκέτης, τραπεζίτης, ένας άντρουκλας ψηλός, ίσιος, στιβαρός, πού περπατούσε πάντα χωρίς έπανωφόρι, μ' ένα σακάκι σφιγ-μένο στή μέση του, μέ τά χέρια στις τσέπες, μέ τό κεφάλι άγέ-ρωχο—γλυκομίλήτος δμως κι ' εύγενικός—πού είχε μάτια δμοια μέ τοΰ Αντώνη. Καί πιό ζωηρά, πιό έντονα, πιο άγρια. Πολλές φορές πού άπαντιόνταν στό δρόμο καί κοιταζόνταν μιά στιγμή, ό .Πώπος δέν μποροΰσε νά υποφέρει τό βλέμμα του. Τόν ταπεί-νωνε, τόν έκανε νά αίστάνεται τόν έαυτό του άδύνατο, μικρό, σχεδόν νά ντρέπεται. "Επειτα—άφοΰ δμως περνούσε πιά δ Μαρ-κέτης—τοΰ ξάναβε τή φιλοτιμία καί τόν έκανε νά συλλογίζεται: « Έ ν ι α σου κι ' έγώ θά γίνω καλύτερος άπό σένα!...»

Ήταν πάλι ένας Λαζής, πολιτευόμενος, πού είχε κάμει καί δήμαρχος καί βουλευτής. Έ ν α ς κοντός, σβέλτος, φωνακλάς, δια-

4 2 Γ. ΞΕΝΟΠΟΓΛΟΓ ΑΠΑΝΤΑ

βολάνθρωπος. Σέ τίποτα δέν έμοιαζε μέ τούς Ρουκαλαίους. Κι ' δμως είχε κι ' αυτός τά μάτια τους. Τά θυμόταν τώρα ό ΙΙώπος κ ι ' έβρισκε πώς ή μόνη τους διαφορά ήταν δυό δυνατά μαΰρα τόξα πού είχαν άπό κάτω τους καί, σά μισοφέγγαρα κρεμασμέν' άπ ' τούς κανθούς, έφταναν ώς τή μέση σχεδόν τού μάγουλου. Ήταν , μά τήν άλήθεια, τά πιό άλλόκοτα μάτια τού τόπου.

Ό Νώπος θυμόταν άκόμα καί μιά Καροτσοπούλα, δμορφη κοπέλα καί μ' ένα ύφος άντρίκειο, ώστε ή νεολαία τοΰ τόπου τήν έλεγε «άντάρτισσα». Κι ' αύτή, μέ τά μαΰρα της σχιζάτα μάτια, θύμιζε πολύ τήν Κλεμεντίνα. Μόνο ίσως πού τής Καρο-τσοπούλας—Έλίζα τήν έλεγαν—ήταν πιό άστραφτερά.

Κι ' άλλους άκόμα θυμόταν άπό τό τρανό αύτό συγγενολόι ό Πώπος... Μπορεί νάταν τώρα κ ι ' ή ιδέα του 'μά δέν μποροΰσε κα-νείς νάρνηθεΐ πώς δλα έκεινα τά μάτια, κι ' άν δέν έμοιαζαν τέ-λεια, είχαν μεταξύ τους πολλά κοινά κι ' ιδιότυπα χαρακτηριστικά. Καί ποιό νά ήταν τό κυριότερο ή, καλύτερα, τό κοινότερο ;

Σκέφτηκε καί γ ι ' αύτό ό Πώπος, πού είχε πάντα του μιά τάση νά γενικεύει, καί βρήκε πώς τό κοινό χαρακτηριστικό ήταν ή άγριάδα. "Ολα έκείνα τά μάτια είχαν κάτι πού θύμιζε τό γεράκι, τό δρνιο, τό αρπαχτικό πουλί. Σ ' άλλα—δπως π.χ. στά μάτια τοΰ τραπεζίτη Μαρκέτη—αύτή ή έκφραση έπικρατοΰσε' σ' άλλα—δπως τά μάτια τής Κλεμεντίνας—φαινόταν λιγότερο. "Ολα δμως τήν είχαν. Αύτή τά ξεχώριζε προπάντων. Καί θυμό-ταν πολύ καλά δ Πώπος δλες τις φορές πού μιά τέτοια έκφραση στά μάτια τοΰ φίλου του Αντώνη τόν είχε άναστατώσει.

Το σόι λοιπόν, ή ράτσα, μέ τά μάτια της, τά ρουκαλέικα μάτια.. .

Ήταν στιγμές, πού τού ΙΙώπου τοΰ έρχόταν νά γελάσει. Ράτσα, έστω. "Οπιος είναι ράτσες ζώων, μπορεί νά είναι καί ράτσες άνθρώπων. Καί θά είναι βέβαια. Μά τί σημασία μπορεί νάχει ή ράτσα; Πώς μερικά χαρακτηριστικά—μάτια, μύτη, μαλλιά—μπορούν νά χωρίζουν τόσο ριζικά τούς Ρουκαλαίους άξαφνα άπό τούς Δαγατοραίους, ώστε οί πρώτοι νά λένε: «"Α μπά ! ού συγχρώνται Ιουδαίοι Σαμαρείταις !» ; Μά ήταν άστεΐο ! Ό ΙΙώπος γελοΰσε...

Ήταν δμως καί στιγμές πού τδπαιρνε πολύ - πολύ σοβαρά. Γιατί θυμόταν κάτι πού είχε διαβάσει σ' ένα βιλίο, πώς «ή ψυχή κάνει τό ντύμα της» καί συμπέραινε τότε πώς διαφορές ψυχικές ή ψυχοσύστασες διάφορες μπορεί πράγματι νά είναι φραγμοί άνυ-πέρβλητοι άνάμεσα στις ράτσες τών άνθρώπων. Καί σέ τέτοιες στιγμές συλλογιζόταν τά μάτια τών Δαγατοραίων καί κοίταζε τά δικά του στόν καθρέφτη.

Τί ήμερα, τί γλυκά, τί άδύνατα μάτια! . . . Καστανά άνοιχτά,

ΙΙΛΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 4 3

δχι μικρά, μά ούτε καί μεγάλα, μέ κοντά τσίνορα καί μέ φρύδια άτονα. Γιά τήν έκφρασή τους δέ μποροΰσε βέβαια νά κρίνει καλά ό ίδιος : φανταζόταν δμως πώς ποτέ δέ θά κοίταζαν τόν άλλον νά τόν φανε... Φανταζόταν άκόμα πώς πολλές φορές θάπαιραν μιά έκφραση πού θά κινοΰσε τούς άνθρώπους σέ οίκτο.

Θυμόταν δυό περιστατικά : "Οταν ήταν μικρός, ένας δάσκα-λος, γιά κάποια του άταξία, έτοιμάστηκε νά τόν χτυπήσει. Τοΰ ε ίπε ; «άπλωσ'τό χέρι σου!» καί σήκωσε τή βέργα. Ά λ λ ά τή στιγμή έκείνη τόν κοίταξε στά μάτια καί σά νά τόν λυπήθηκε, τό μετάνοιωσε καί τόν άφησε. Μιά φορά πάλι—ήταν μεγαλύτε-ρος τότε—στά Γυμνάσιο, ξεθαρρεύτηκε νά πειράξει ένα συμμα-θητή του μεγάλο, νταή, πού τούς έδερνε δλους. θύμωσε αύτάς κι ' έτρεξε νά τόν χτυπήσει. Ό κακόμοιρος ό ΙΙώπος ένόμισε πώς έφτασε ή τελευταία του ώρα.

Δέν ήταν βέβαια σέ θέση νά κάμει άντίσταση. Καί περίμενε παθητικά, καθισμένος στά θρανίο, τήν τύχη του. 'Αλλά τή στιγμή πού ήρθαν πρόσωπο μέ πρόσωπο, οί άντίπαλοι κοιτάχτηκαν στά μάτια. Κι ' ό νταής, ό μεγάλος, σά νά τού κόπηκε διαμιάς ή φόρα, περιορίστηκε νά τοΰ δώσει—ίσως γ ιατ ' είχε σηκώσει πιά τά χέρι του —Ινα μαλακό, σχεδόν φιλικά γιακά.. .

Ι'Γέτοια ήταν τά μάτια τοΰ Πώπου. Μά τέτοια, άπάνω - κάτω, ήταν καί τά μάτια τοΰ πατέρα του, καί τοΰ μπάρμπα του τοϋ Διονυσάκη. "Ημερα, γλυκά, άδύνατα. Καλών άνθρώπων μάτια, ήσυχων, καρτερικών, υποταγμένων... Υποταγμένων σέ τί ; Στά καθήκον, έλεγε δ ΙΙώπος. Καί μ ' αύτά τά περιλάμβανε δλα.. | ΙΙροσπαθοΰσε άκόμα νά θυμηθεί τό συγγενολόι του, δλους έκεί-νους τούς μικρούς, τούς ταπεινούς, τούς φτωχούς άνθρώπους πού καμάρωναν γιά τή συγγένειά τους μέ τά Σταθάκη καί μέ τόν Διο-νυσάκη. Δέν τούς παράβλεπε, δέν τούς πολυγνώριζε, τά μάτια τους δμως τά θυμόταν... |"Ολα τά ίδια : μάτια άρνιών ! |

Μ' αύτά καταντοΰσε άπίστευτο! 'Γ' άρνιά λοιπόν, τά πρόβατα τοϋ θεοΰ, δέν είναι ξεχωριστή

ράτσα άπό τά γεράκια, τά δρνια; Καί δέν μποροΰσε τώρα νά υποθέσει πώς • κάποιο ένστικτο έκανε τούς Ρουκαλαίους νάπο-κρούουν αύτό τό άνακάτωμα, πού δέν θά σύμφερε, δχι βέβαια στή ράτσα τών άρνιών, παρά στή ράτσα τών όρνιων ;

Είδαμε πώς ό «ξυλόσοφος» είχε διαβάσει καί κάμποσο Ντάρ-βιν. Τή θεωρία τής «φυσικής έπιλογής» τήν ήξερε άκρες - μέσες. Ήξερε άκόμα—κάπου τό είχε δει κ ι ' αύτό—πώς τά αίσθημα τοΰ έρωτα είναι «δόλωμα τής Φύσης», πού άποβλέπει όλωσδιό-λου σέ δικούς της σκοπούς, άνεξάρτητους άπό τή θέληση τοΰ άν-θρώπου... 'Απ ' δλ' αύτά, ό Πώπος Δαγάτορας έβγαζε κάποια συμ-περάσματα πού δέν τόν ξεθάρρευαν καθόλου νά έπιμένει στόν έρω-

42 Γ. Ξ Ε Ν Ο Π Ο Γ Λ Ο Γ ΑΠΑΝΤΑ

τά του μέ τήν έλπίδα πώς μιά μέρα ή Κλεμεντίνα μποροΟσε νά γίνει δική του.

\«Ού συγχρώνται Ιουδαίοι Σαμαρείταις, τελείοισε !» έλεγε μέσα του μέ πίκρα.

Αλλά έφτανε νά τήν ίδεΐ μιά στιγμή γιά νά τά ξεχάσει δλα... Έ Κλεμεντίνα τόν άγαποΟσε. ΤοΟ τδδειχναν καθαρά·τά ίδια τά ρουκαλέικα μάτια της.(ΙΚαί τότε οί θεωρίες το0 φαινόν-ταν γελοίες, οί όμοιότητες κι ' οί διαφορές τών ματιών φανταστι-κές, τά σόγια κι ' οί ράτσες λόγια τοΰ γέρου Ρουκάλη καί τοΟ άέρος.\Καί ξανάπαιρνε θάρρος κι ' έλπίδα, καί ξανασήκωνε τό κε-φάλι, κι ' δρκιζόταν πάλι άπό μέσα του πώς σέ λίγον καιρό, δλοι αύτοί μέ τά φοβερά μάτια, θάπεφταν στά πόδια του. Άκόμα κι δ Μαρκέτης 6 τραπεζίτης. ναί ! Μιά μέρα κι ' αυτός θά τόν κα-μάρωνε γιά συγγενή του' κι ' ό γάμος τής Κλεμεντίνας θά γινό-ταν αιτία νά μαλακώσουν δλοι οί άκατάδεχτοι συγγενείς...

\ Έ τ σ ι πέρασαν λίγοι μήνες άκόμα κι ' ήρθε δ καιρός πού ό Πώπος ό Δαγάτορας, άφού πήρε τό άπολυτήριό του μέ άριστα, Οάφευγε γιά τήν Αθήνα.

'Πταν τώρα δεκαοχτώ χρονών.[Τά παιδιά, έκεΐνο τόν καιρό, δέν τελείιοναν τό Γυμνάσιο μέ κοντά παντελόνια. Είχε κιόλα καί τό μουστάκι του, άν καί σέ κατάσταση άκόμα χνουδιού, καί στις άκρες τών μαγούλων, κάτω άπ' τις δυό μύτες τών μαλλιών, σά συνέχεια, οί πρώτοι ϊουλοι είχαν πυκνωθεί τόσο, ώστε άπο-φάσισε νά βάλει ξυράφι.I«Αγόρι πρωτοξούριστο», έφηβος. Στό μυαλό δμως κα'. στήν καρδιά άντρας, κι ' άπό πολλούς άντρες σο-βαρότερος, καί φρονιμότερος. Τό αίσθημά του, πού ό ίδιος τό χα-ρακτήριζε εύγενικό, τό φώτιζε καί τό κυβερνούσε ή λαμπάδα τοΟ λογικοϋ. (Κι' αύτό, άπό καιρό, είχε τονώσει τό βουλητικό του, τόν είχε κάνει δραστηριότερο. "Οποιος τόν ήξερε, δποιος τόν έβλεπε άπό κοντά, άναγνώριζε στόν ΙΙώπο Δαγάτορα μιά ύπαρξη ώραία, διαλεχτή. Καί στούς πιό απλούς άνθρώπους έκαν' έντύ-πωση ό νέος αύτός, ό τόσο «μεστιομένος», κι ' ό πατέρας του ό Σταθάκης, καθώς κι ' δ μπάρμπας του ό Διονυσάκης, δέν έπαυαν νάκούν εύχές καί συχαριάσματα.

| Ό ΙΙώπος είχε κάμει πιά τήν άπόφασή του. θ ά σπούδαζε φυσικομαθηματικά.1 Αύτή ήταν ή μεγάλη του κλίση καί κάτι τούλεγε πώς έπρεπε νάκούσει μόνο τήν κλίση του. Τί θά γινό-ταν ; Ένας μεγάλος μαθηματικός ; ένας μεγάλος φυσικός ; Αδιά-φορο ! πάντα ένας μεγάλος.\Καί θάνέβαινε τήν κοινωνική σκάλα δπως τήν άνεβαίνουν οί μεγάλοι: ώς τό ψηλότερο σκαλί ! [Έτσι , τδνειρό του, άν κι ' άόριστο άκόμα, άρχισε νά προσδιορίζεται.

ΙΙΛΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 43

Ό πατέρας του, έξαρχής, ήταν τής γνώμης νά σπούδαζε φι-λολογία. Όνειρευόταν τό γιό του έναν καινούργιο Κοραή—ήταν δ μόνος μεγάλος δάσκαλος πού είχε άκουστά"—δέν έπέμεινε δμως στή γνώμη του, άφού καί ή γυναίκα του, ή γραμματισμένη κυ-ρία Βιργινία, έπιδοκίμαζε τήν άπόφαση τού ΙΙώπου ν' άκολουθή-σει τήν κυριότερη κλίση του. Μόνο ό μπάρμπας, ό Διονυσάκης ό Δαγάτορας, ριψοκινδύνεψε μιά μέρα νά πει πώς ίσως θάταν κα-λύτερο άν ό ΙΙώπος σπούδαζε έμπορικά, γιά νά τούς διαδεχτεί μιά μέρα καί νά μεγαλώσει τό έμπόριό τους. Ή πρότασή του δμως άπορρίφτηκε περιφρονητικότατα. "Εμπορος ένας τέτοιος νούς ; Ά ς νά μή, άδερφέ !

— Είπα. . . Ινα λόγο κ ι ' έγώ... συχωράτε με ! Κι ό μπάρμπας δέν τό ξανάπε. Μή νομίσετε δμως πώς θύ-

μωσε κιόλα, γιατί δέν ένίκησε ή γνώμη του. Κάθε άλλο ! Φά-νηκε πεισμένος στήν έντέλεια πώς ήταν προτιμότερη ή « Ε π ι -στήμη» καί μέ τή μεγαλύτερη προθυμία, δ καϊμένος, βοήθησε τό ταξίδι τοΰ άνιψιού. Ό ίδιος μάλιστα τού άγόρασε Ινα δεύτερο μπαούλο πού χρειάστηκε τήν τελευταία στιγμή—είπαμε δά πώς ό ρουχισμός του ΙΙώπου ήταν πάντα άφθονος, διπλός—κι ό ίδιος τοϋ έβγαλε Ινα είσιτήριο πρώτης ώς τόν Πειραιά, μέ τό βαπόρι τής «Πανελληνίου».

| Έ άλήθεια είναι πώς γιά λίγα πράγματα φρόντισε μόνος του δ Πώπος. Ό μπάρμπας του, δ πατέρας του, ή μητέρα του κι ' ό γέ£θ_- Πάχκαλας—Ινας πιστός άνθρωπος τοΰ σπιτιοΰ—τοΰ τά έτοίμασαν δλα. | Ό μαθητής περιορίστηκε νά διαλέξει τά βι-βλία καί τά μικροπράγματα πού θάπαιρνε μαζί του, καί νά κάμει μερικές βίζιτες άποχαιρετισμοΰ στά φιλικά του σπίτια καί μαγα-ζιά, πού τόν γέμισαν γράμματα, παραγγελίες, χρήματα καί πα-κετάκια γιά τήν Αθήνα.

Μιά κυρία τοΰ έστειλε στό σπίτι μιά γάστρα μέ μπουγαρι-νιά, γιά νά τήν πάει σέ κάποια συγγένισσά της. "Ενας φίλος τοϋ πατέρα του, έμπορος στήν Πλατεία Ρούγα, τοΰ έδωσε πεντακό-σιες δραχμές, νά τις δώσει στό Παρθεναγιυγεΐο Χίλλ, δπου είχε τήν κόρη του. Ό γέρο - Δαγάτορας έκανε τό θυμωμένο :

— Ούφ ! μά θίχεις έσύ καιρό νά τρέχεις γιά ξένες δουλειές ;... Ούφ ! καί μπουγαρινιές Οά κουβαλάς τώρα ;

— Κ ο ι ν ω ν ι κ ά κ α θ ή κ ο ν τ α ! άπαντοΰσε δ Πώπος, μέ τό καρτερικό ύφος άνθρώπου πού δέν μπορεί νά κάμει δια-φορετικά.

\ Κατά βάθος δμως ήταν ευχαριστημένος δπως κάθε φορά πού τοΰ δινόταν εύκαιρία νά κάμει στόν άλλον Ινα καλό. Κι ' άκόμα άπό μιά άδυναμία, συχωρεμένη στήν ήλικία του, καμάρωνε πού τόν έμπιστευόνταν καί τόν προτιμοΰσαν.\

40 Γ. ΞΕΝΟΠΟΓΛΟΓ ΑΠΑΝΤΑ

I Κ«I γενικά, δλες ΙκεΙνες τις ήμέρες, ήταν χαρούμενος πού ((άλλαζε τόπο και ζωή. Ούτε ή πραγματοποίηση των δνείρων του, πού άρχιζε μ' αύτό τό ταξίδι, δεν τόν χα^Λποιούσε δσο τό ταξίδι τό ίδιο^ Στη χαρά του, ξεχνούσε καί τό χωρισμό άπ' τους δικούς του, παράβλεπε και τή λύπη πού διάβαζε καθαρά στά μάτια της μητέρας του.

—"Ε καλά ! της έλεγε, άμα την έβλεπε έτοιμη να δακρύσει. Τί κάνεις έτσι ; Τό καλοκαίρι πάλι θά είμαι δώ. Ό χ τ ώ - έννιά μήνες... θά περάσουν άψε-σβύσε. θ ά σού γράφω και δυό φορές τήν έβδομάδα.

ΚαΙ πάλι τής έλεγε : — Κοίταξε μήν κάμεις ανοησίες τή στιγμή πού Οά χωρι-

στούμε... «Αντίο μάνα!» «Στο καλό, παιδί μου!» "Ενα φιλί καί τελείωσε. Ούτε κλάματα, ούτε τίποτα. ΔΙ θέλω!... Νά, έτσι : «Αντίο μάνα!» "Ελα λοιπόν!...

ΚαΙ τήν άγκάλιαζε καί τή φιλούσε. Τόν αγκάλιαζε τότε καί κείνη, τόν φιλούσε καί τούλεγε μέ κουράγιο :

—«Στό καλό, παιδί μου !»... —"Ετσι μπράβο ! έκανε ό Πώπος. Καί τήν κοίταζε στά μάτια, έτοιμος νά τή μαλώσει, άν

έβλεπε κανένα δάκρυ. Κι' δταν πραγματικώς, μ' δλο τόν κόπο πού Ικανέ ή καϊμένη ή μητέρα, τα μάτια της βούρκωναν λιγάκι, τής φώναζε :

— Μη!.. . μήν κλαΤς!... Τί είπαμε λοιπόν; "Ετσι θά μού κάμεις καί στό βαπόρι, μπροστά στόν κόσμο, νά γίνουμε ρεζίλι ;

Κι ' ή μητέρα, μέ δακρυσμένα μάτια, γελούσε. Τό καταλά-βαινε πώς αύτό τό παιχνίδι 6 ΙΙώπος τδκαν' επίτηδες, γιά νά τή συχνοφιλεΐ μ' εύσχημο τρόπο, τις τελευταίες έκεινες ήμέρες.

^Ηταν δμως καί μιά άλλη πού ήθελε, φεύγοντας, νά τή φι-λήσει έστω καί μιά φορά... "Αλλωστε ή Κλεμεντίνα τού τό είχε σχεδόν υποσχεθεί. 1 Καί γιά νά τής θυμίζει τήν ύπόσχεσή της, κάθε φορά πού τήν έβλεπε στό παράθυρο, είτε άπ' τό δρόμο, είτε άπ' τό παράθυρό του, τής έλεγ' έμφαντικά :

— Σέ δεκαπέντε μέρες... σ' άφήνω γε ιά! "Η σέ δώδεκα, σέ δέκα, σέ δκτώ καί καθεξής. Κι ' ήρθε μέρα

πού τής είπε : αύριο, αύριο στις δέκα τό πρωί, μέ τό «Αθήναι». . . — Καλό ταξίδι! τού άποκρίθηκε δπως πάντα ή Κλεμεντίνα. — Μά τόσο μόνο ; — Τί άλλο ; άπόρησε τάχα Ικείνη. — Τί είπαμε;. . . τής θύμισε τότε. Εκε ίνη έκαμε πώς δέν τό θυμαται... έπειτα άξαφνα τό θυ-

μήθηκε... άφησ' ένα γελάκι... κι ' άποκρίθηκε: —"Α, ναί! . . . είναι δύσκολο πολύ...

Π Α 0 Γ 2 Ι 0 Ι ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 47

— Γιατί ;... —"Εστω... μά πού ; — Στή μπασία... —"Α, δχ ι ! . . . δέν κάνει... φοβαμαι. — ΜοΟ τό υποσχέθηκες. — Δέ μπορώ... —Αδύνατο! . . . ύστερα πού Οά βγ6>, Οά είσαι κάτου. - " Ο χ ι ! — Ναί! Τούγνεψε πάλι «δχι» καί μπήκε μέσα. Τί χαριτωμένο πού

τού φάνηκε έκείνη τή στιγμή τό κεφάλι της! Έγνεφε δχι, καί τά μάτια της λές κι ' έλεγαν ναί...

( Δηλαδή δέν ήταν κι ' όλωσδιόλου βέβαιος, είχε δμως μεγάλη έλπίδα πώς ή Κλεμεντίνα δέ θά τόν άφηνε νά φύγει έτσι.

Καί τήν ώρα πού κατέβηκε γιά νά κάμει τόν τελευταίο του περίπατο στή Στράτα Μαρίνα, πέρασε μέ παλμούς άπέξω άπό τήν πόρτα τού Ρουκαλέικου. Τίποτα, κατάκλειστη. Κι ' ούτε ίχνος Κλεμεντίνας

|Τράβηξε τό δρόμο του καταλυπημένος... θ ά τόν άφην' έτσι! . . . Δέν τόν άγαπούσε τόσο, ώστε ή άγάπη νά κατανικά τό φόβο... Κι ' αύριο θάφευγε χωρίς νά τήν φιλήσει... Τί θλιβερή πού τού φαίνονταν σήμερα ή θάλασσα, πού ώς χτές τήν κοίταζε μέ τόση χαρά!. . . Ήταν πιά ή θάλασσα πού θά τόν χώριζε άπ ' δ,τι άγαποΟσε.|.

^ Αντάμωσε μερικούς φίλους, έβαλε δύναμη γιά νά μιλήσει μαζί τους εύθυμα,—δ Αντώνης είχε μπει στό γραφείο τού Κα-λούζου καί, αύτή τήν έποχή, μέ τή σταφίδα, οί όπάλληλοί έρ-γάζονταν ώς τό βράδυ άργά,—τούς άποχαιρέτησε γρήγορα καί, λίγη ώρα άφοΟ άναψαν τά φώτα, ξεκίνησε νά γυρίσει στό σπίτι.

Αληθινά, δέν έλπιζε πιά τίποτα. "Οταν δμως μπήκε στόν κάθετο δρόμο πού άντίκριζε τήν

πόρτα του, τοΟ φάνηκε σά νά είδε μιά σκιά σ' ένα παράθυρο τού Ρουκαλέικου. Μήν ήταν τό κεφάλι τής Κλεμεντίνας πού τόν περί-μενες... Πριν πλησιάσει καλά, γιά νά διακρίνει, ή σκιά χάθηκε... Καλύτερα ! θ ά τόν είδε, θά τόν γνώρισε στό φως τού φαναριού καί τώρα θά κατέβαινε νά τόν περιμένει στή μπασία.

βιάστηκε καί σέ λίγες στιγμές βρέθηκε άπέξω. Καί νάτην ή πόρτα μισανοιχτή, καί νάτην ή Κλεμεντίνα άπό μέσα νά τού γνέφει:

— Έ λ α ! έλα! Μπήκε άμέσως κι ' ή πόρτα κλείστηκε άπό πίσω του. Βρέθηκε σχεδόν στά σκοτεινά. Γιατί κ ι ' ή άπάνω πόρτα ήταν

κατάκλειστη κι' άπό τό θαμπό φεγγίτη τής άλλης μόλις έμπαι-

4 8 Γ. ΞΕΝΟΠΟΓΑΟΓ ΑΠΑΝΤΑ

ναν λίγες ά/ντίνες μακρινού φαναριού. Μά ή Κλεμεντ ί να τόν έπ ιασε πρώτη άπό τ ό χ έ ρ ι κ α ϊ τοΟ είπε : — Γρήγορα!... Ό Αντώνης δπου κι ' άν είναι θάρθεΐ. Σφίγγοντας τό χεράκι της καί προσπαθώντας νά ίδεΐ τά

μάτια της στό μισοσκόταδο, τής άποκρίθηκε : — Ό Αντώνης έχει άκόμα καιρό... Ό πατέρας σου... — Είναι άπάνου, τοΟ είπε. Λοιπόν, ΙΙώπο μου, καλό ταξίδι

καί καλή άντάμωση. Μή μέ ξεχάσεις!... · —'Εγώ ;... νά σέ ξεχάσω έγώ ποτέ ; Τά μάτια του έβλεπαν τώρα καθαρότερα καί ξεχώριζαν ένα

ρόδινο στοματάκι πού, καθώς τού μιλούσε, ξεσκέπαζε δόντια με-γάλα, ίσια καί κάτασπρα.

|Έσκυψ' ευθύς καϊ τής έδωσε κεί ένα φιλί—μισό στά χείλη, μισό στά δόντια. Τού τδδωσε πίσω βιαστικά, μά σταθερά, χωρίς τρεμούλα, κι ' έπειτα τόν έσπρωξε σιγά άπ' τόν ώμο κι ' άπομακρύνθηκε. Εξακολούθησαν δμως νά κρατιούνται άπ ' τά χέρια.\

— Φτάνει τώρα, τού είπε. Πήγαινε, ΙΙώπο μου, νά σέ χα-ρώ... Φοβάμαι... —"Αν μάγαπάς, τής άποκρίθηκε, δέν πρέπει νά φοβάσαι τίποτα, κανένα. Μ' άγαπάς ;

— Πάλι ; ψιθύρισε. Μά σού τδπα... —"Οχι, θέλω νά μοΰ τό ξαναπείς... τώρα πού Οά φύγω... — Ναί! — Μάγαπάς ;... Πές το... πές : σάγαπώ ! — Σ ' άγαπώ! πρόφερε ή Κλεμεντίνα, σταθερά πάλι καί

χωρίς τρεμούλα. Κι' άμέσως τράβηξε τό χέρι της κι ' έτρεξε στή σκάλα. — Φεύγα τώρα ! του είπε. Καί πρόσεξε μήν κάμει κρότο ή

πόρτα. Κι' άρχισε ν' άνεβαίνει τά σκαλοπάτια. Ό Πώπος είδε πώς δέν είχε άλλο. Κι ' έπιασε πίσω του τά

φύλλο τής ξώπορτας, πού τό έφτασε μ' ένα μόνο βήμα. — Α ν τ ί ο ! — Στό καλό !... καλό ταξίδι! . . . Τής πέταξε ένα φιλί καί βγήκε. Πάει κι ' αύτό! Ό Πώπος ήταν πάλι εύτυχισμένος. Καί

μπορούσε νά ξαναβλέπει τή θάλασσα μέ τήν πρώτη χαρά κι ' έμπι-στοσύνη.

]Δέν ήταν πιά ή θάλασσα πού θά τόν χώριζε άπ ' δ,τι άγα-ποΰσε. Ήταν μόνο ή θάλασσα πού θά τόν ένωνε. "Οπως τόν έπαιρνε σήμερα, έτσι θά τόν έφερνε μιά μέρα πίσω, άξιο τής Ρουκαλοποΰλας καί τών δικών της..|.

ΙΙΛΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 59

Τις ήμέρες έκείνες δέν κατάφερε νά ίδεΤ τόν Αντώνη παρά λίγες στιγμές, στό πόδι. Εκείνος ώς τά κατάβραδα στό γραφείο, αύτός όλημέρα μέ τις φασαρίες τοΟ ταξιδιοΟ, δέν άνταμωνόνταν πιά δπως πρώτα, ούτε τις ώρες τοΟ περίπατου. Κι ' ό Πώπος μπαρκαρίστηκε μέ τούς δικούς του—γιατί τόν πήγαν ώς τό βα-πόρι δλοι, πατέρας, μητέρα, μπάρμπας, γέρο - Πάγκαλος—χωρίς νάποχαιρετήσει τό φίλο του !

\'Γήν τελευταία φορά είχαν πει μέ βεβαιότητα : «θά ξαναι'-δωθοΰμε !» Καί νά πού δέν ξαναϊδώθηκαν. Αύτό τοϋ Πώπου τού κακοφαινόταν λιγάκι] Έ λ ε γ ε πώς ό φίλος του μπορούσε, χτές τό βράδυ, άμα γύριζε άπ ' τή δουλειά του, δσο άργά κι ' άν ήταν, νά τού χτυπήσει μιά στιγμή τήν πόρτα. Ή σήμερα τό πρωί, πριν πάει στό γραφείο, δσο νωρίς κι ' άν ήταν. Μά δέν τδκανε, δέν Ιφάνηκε. Κι' ό Πώπος έβλεπε σ' αύτό μιάν άδιαφορία πού καί γ ι ' άλλο λόγο άκόμα τόν πείραζε : "Αν δέν άποχαιρετιόνταν, άν δέν άνανέοιναν τή στιγμή τού πρώτου χωρισμού τή διαβεβαίωση τής φιλίας τους,—κι' δπως ήταν τά πράγματα, είχαν άνάγκη νά τό κάνουν συχνά, —πώς θά μποροΟσε νά τού γράψει άπό τήν Αθήνα, μέ τήν Ιλπίδα νά λάβει άπάντηση καί νά διατηρηθεί έτσι μεταξύ τους κάποια άλληλογραφία ; Ήταν ό μόνος τρόπος νά έπικοινωνεΐ λιγάκι μέ τήν Κλεμεντίνα, δσον καιρό θά ήταν μακριά της.

Κι ' άξαφνα, έκεϊ πού στεκόταν μέ τούς δικούς του στό κα-τάστρωμα, περιμένοντας νά σφυρίξει τό βαπόρι γιά τρίτη φορά καί νά τούς φιλήσει γιά τελευταία, κάνει έτσι καί βλέπει μιά βάρκα πού ζύγωνε μέ βία μεγάλη.

Κάποιος ταξιδιώτης βέβαια πού άργοπόρησε κι έτρεχε νά προφτάσει...

— Έ , μήν κάνεις έτσι, χριστιανέ, κι ' έχεις άκόμα καιρό ! φώναξε εύθυμα ό Πώπος.

Οί δικοί του γέλασαν καί προσηλώθηκαν στόν έπιβάτη τής βάρκας, νά ιδούν ποιός ήταν ό παραζαλισμένος αύτός βιαστικός. Κι ' άξαφνα ή κυρία Βιργινία, πού είχε τά δυνατότερα μάτια, φώναξε :

— Μπά! ό Αντώνης τού κυρίου Φαραοΰ ! Ό Πώπος δρμησε στή σκάλα. ίΝαί, ήταν ό Α ν τ ώ ν η ς , πού ε ίχε αρπάξει μιά βάρκα κι'

έ τρεχε ·σάν τρελός νάποχαιρετήσει τό φίλο του !.Ι. Τόν άρχισε μέ παράπονο πριν άνεβεί καλά - καλά τή σκάλα : — Μπράβο σου ! Έ τ σ ι κάνουν λοιπόν ;... Νά μή φανείς κα-

θόλου ;... Τί, έγώ ήθελες νάρθω ; Έσύ πού θάφευγες, έπρεπε... Μά χρώστα χάρη πού σάγαπάιο... Τδσκασ' άπό τό γραφείο καί πήγα στό σπίτι σου... Είχατε φύγει... Γυρίζω στή Στράτα-Μα-

Τ ό μ ο ' ς δ ε ύ τ ε ρ ο ς 4

50 Γ. ΞΕΝΟΠΟΓΑΟΓ ΑΠΑΝΤΑ

ρίνα, πηδυ") στή βάρκα καί νά με !... Έ λ α λοιπόν νά σέ φιλήσω, φίλε άπιστε καί κακέ!.. .

Μιλώντας άνέβηκε, άρπαξε τόν ΙΙώπο, τόν άγκάλιασε καί τόν τράβηξε σέ μιάν άκρη, γιά νά τά πουν οί δυό τους.

Ά π ' τή χαρά του, ό ΙΙώπος δέν έβρισκε λόγια κι ' άφηνε τό φίλο του νά λέει :

—"12στε φεύγεις... χωριζόμαστε... "Ας έλπίζω δμως πώς δέ θά μέ ξαστοχήσεις... Ε μ ε ί ς τά είπαμε, ή φιλία μας φιλία... Νερό κι ' άλάτι δλα... Κι έχεις κι ' ώραίο βαπόρι... σούτυχε τό καλύ-τερο τής γραμμής... σού κάνει καί καλόν καιρό... Γυαλί ή θά-λασσα... βλέπεις;. . . "Εξοχο ταξίδι... μακάρι νάμουνα κι ' έγώ... Μέ παίρνεις στό μπαοϋλο ;... "Α, έγώ πάντα τό λέω γιά σένα. Τυχερός! Τύχη σά βουνό... Αλήθεια, περιμένω γράμμα σου... Μόλις φτάσεις, γράψε μου. Ακούς ;

— Τήν ίδια άπαίτηση πούχει κι ' ή μητέρα μου ! μπόρεσε νά πεί ό ΙΙώπος κατευχαριστημένος.

— Τί, πολύ είναι ; Τής μητέρας σου θά τής τηλεγραφήσεις, έμένα... μοΰ φτάνει κι ' ένα γραμματάκι, ΰστερ' άπό μιά έβδο-μάδα... Κι έπειτα, κάθε τόσο... Μά νά μοΰ τά γράφεις δλα... θέλω νά ξέρω τήν καινούργια σου ζωή.IΚαί νά θυμάσαι πάντα πώς γράφεις σ' έναν άτυχο, σ' ένα δυστυχισμένο, πού τόν έκλεί-σανε άπό τώρα στούς τέσσερους τοίχους ένός γραφείου, γιά νά βγάνει τό ψωμί του... |

—'Εσύ τό λές αυτό ; ! — Έ γ ώ , άμή ποιός άλλος; Τί, επειδή άστειευόμαστε τις

προάλλες;... Μήν άκοΟς, καϊμένε, καί μήν πιστεύεις!... Σέ σένα άνοίγεται τώρα ό δρόμος... ^Μάρεσε νά σέ πειράζω άπό τή φούρκα μου... ξέρεις γιατί... Μά έσύ νά κάνεις τή δουλειά σου... Καί νά θυμάσαι πάντα πώς είμαι ό καλύτερος σου φίλος.)

Τέτοια ό Αντώνης τού είπε άκόμα πολλά. Ό ΙΙώπος δέν ήξερε πιά τί νά πιστέψει: Αλήθεια άστειευόταν, τόν πείραζε τις άλλες φορές; ή μήπως τώρα τούλεγε τάντίθετα, γιά νά τού δώσει θάρρος, σάν καλός φίλος, τή στιγμή πού έφευγε γιά νά μπει σ' ένα δρόμο καί νά κάμει ένα μέλλον \"0,τι κ ι ' άν ήταν, τά λόγια τού Αντώνη εύχαριστοΰσαν τόν ΙΙώπο πολύ. Τού γλύ-καιναν τήν καρδιά, χύνονταν στήν πληγή της σά βάλσαμο. Γιατ' ήταν πληγωμένη ή καρδιά τού ΙΙώπου, κι ' ίσα-ίσα άπ ' τά λόγια τού Αντώνη...(

«ΚΓ έτσι νά μοΰ τά λέει τώρα—συλλογίστητε—ψέματα γιά παρηγοριά, είν' ευγενικός καί μ' άγαπάει...»

Κι αίστάνθηκε νά ξεχειλίζει ή παλιά άγάπη πού έτρεφε γιά τό φίλο του, καί τούπιασε τό χέρι καί τού τδσφιξε, δπως δέν τδχε κάνει ούτε στις πιό καλές ήμέρες τής φιλίας τους.

ΙΙΛΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 59

— Τδξερα, τοΰ είπε, πώς έκείνα μοΰ τάλεγες γιά νά γελά-σεις... Φουρκιζόμουν κάποτε, μά γιά μιά στιγμή... Μά μποροΰσε ποτέ νά ξέρεις δσα ξέρεις καί νά μ' έχεις άκόμα φίλο, άν πί-στευες καί τά μισά άπ' δσα μοΰ έλεγες ;

Ό Αντώνης χαμογέλασε αινιγματικά. — Βέβαια, άποκρίθηκε, αύτό έπρεπε νά τό καταλάβεις. "Αν

υπάρχει άνθρωπος πού νά εύχεται νά πραγματοποιηθοΰν τά δνειρά σου, είμαι έγώ... "Ελα τώρα, σάφήνω... ΙΙήγαινε μέ τούς δικούς σου... μέ περιμένουν καί μένα στό γραφείο... Γειά σου, Πώπο ! Στό καλό !

^Φιλήθηκαν θερμά κι άποχωρίστηκαν. '() Αντώνης κατέ-βηκε βιαστικά στή βάρκα του- ό Πώπος γύρισε στούς συγγενείς του" τά μάτια του έλαμπαν άπό χαρά" I τό βαπόρι σφύριζε γιά τρίτη καί τελευταία.

— Ό καϊμένος ό Αντώνης! τούς είπε δ Πώπος· δέ μέ είχε ίδεΐ κι ' άνέβηκε στό βαπόρι νά μ' άποχαιρετήσει.

— Μά είναι ώρα καί γιά μάς, άποκρίθηκε δ μπάρμπα - Διο-νυσάκης. Ε λ ά τ ε λοιπόν... γρήγορα καί θά ξεκινήσει...

"Αρχισαν τάγκαλιάσματα καί τά φιλιά. Ό Πώπος άφησε τή μητέρα του τελευταία.

Κι' ώς ένα σημείο έγινε σωστά ή σκηνούλα πού είχαν δοκι-μάσει τόσες φορές στό σπίτι :

—"Εχε γειά, μάνα!. . . — Στό καλό, παιδί μου... — Φτάνει... ένα μόνο φιλί... Μή ! μήν κλαίς !... Τί είπαμε ; Τοΰ κάκου δμως. Τά μάτια τής Δαγατορίνας έτρεξαν βρύση

•καί ξακολούθησε νά φιλά τό γιο της μέ τό στανιό, ώσπου δ βαρκάρης τούς φώναξε άπό κάτω :

— Ε λ ά τ ε , άφεντικά ! θά σάς πάρει τό παπόρο ! Φεύγοντας, ή μητέρα γύριζε κάθε τόσο καί τούλεγε, έτσι

γ ιά νά τοΰ λέε ι : — Νά μοΰ γράψεις εύθύς... νά μοΰ γράφεις ταχτικά.. .

άκούς; — Ναί, ναί, ναί !... τής άπαντοΰσε κάθε φορά έκείνος. Επιτέλους, σά νάχασε τήν υπομονή, μιά φορά τής φώναξε : —"Οχι! δέ θά σοΰ γράφω ! Τότε μόνο σώπασε κείνη καί περιορίστηκε νά τόν κοιτάζει

μέ δακρυσμένα μάτια καί νά τοΰ γνέφει άποχαιρετιστικά... ^«Καϊμένη μανούλα!» συλλογίστηκε μέ πόνο δ Πώπος.

Καί ντράπηκε γιά τή χαρά πού αίστάνθηκε χτές καί πρίν, άπό τά λόγια τοΰ Αντώνη κι άπ ' τό φιλί τής Κλεμεντίνας.

Γ

ΕΝΑ ΧΤΥΠΗΜΑ ΤΗΣ ΤΥΧΗΣ

(Αλήθεια τό είπε·. Οί έννιά μήνες πού έκαμε τόν πρώτο χρόνο στήν Αθήνα πέρασαν σά μιά μέρα. Ό ΓΙώπος τουλάχιστο δέν τό κατάλαβε πότ' έφτασε κι ' δ Ιούνιος πού έπρεπε νά γυρί-σει πάλι στήν πατρίδα.

Κι ' δμως είχε κάμποσες στενοχώριες κι ' είδε άρκετές άσχη-μες ήμέρες σ' αύτό τό διάστημα. |

Μιά άρρώστεια δική του, πού τόν φόβισε πολύ στήν ξενιτειά" μιά άρρώστεια τού πατέρα του, πού τόν άνησύχησε περισσότερο" ένα σοβαρό μάλωμα μέ κάποιο συνάδελφό του, Πατρινό φοιτητή,, παληκαρά, πού σέ μιά συζήτηση στό ξενοδοχείο είπε κάτι κακό γιά τήν πατρίδα του, κι ' δ Πώπος θύμωσε καί τόν έβρισε, κι ' έκεΐνος σηκώθηκε νά τόν χτυπήσει, κι ' ό Πώπος πρόλαβε νά τού-φέρει ένα ποτήρι στά μούτρα κ ι ' ύστερα ό άλλος τόν φύλαγε νά τόν σκοτώσει, ώσπου μπήκαν στή μέση οί φίλοι καί τούς τά έφτιαξαν.

Είχε άκόμα καί στενοχώριες οικονομικές. Αλήθεια δ γέρος τ ο υ — ή καλύτερα οί γέροι του—τοΟ έστελναν διακόσιες δραχμές τό μήνα, πού έκεΐνο τόν καιρό, γιά τήν Αθήνα, ήταν άρκετές. Μά δ Πώπος δέν είχε κανένα μέτρο στά έξοδά του καί, τούς πρώτους μήνες μάλιστα, τοΟ τέλειωνε τό χαρτζιλίκι χωρίς νά τό καταλάβει.

Αγόραζε δ,τι τοΰ κάπνιζε, έκανε πλούσια τραταμέντα, λοΰσα,. δάνειζε σ' δποιον τοΰ γύρευε, σπαταλούσε άσυλλόγιστα κι* άφη-νόταν νά τόν γελοΰν. Δέν «έδινε σημασία στό χρήμα», νά! "Ετσι ήρθαν πρωτομηνιές πού τόν βρήκαν νά χρωστά καί τις διακόσιες σχεδόν πού θά λάβαινε άπό τό σπίτι του καί, γιά νά ξελασπώσει στό τέλος, άναγκάστηκε νά στείλει στό γέρο του έναν ψεύτικο λο-γαριασμό έ κ τ ά κ τ ω ν. "Ε, αύτό τοΰ κόστισε πολύ. Ό Πανα-γιωτάκης δ Δαγάτορας τόν πλήρωσε πρόθυμα καί δέν τοδγραψε κανένα παράπονο- τό κατάλαβε δμως τό ψέμα κι ' είπε στή γυ-ναίκα του :

— Καλός, καλός ό γιός μας, μά τρυποχέρης. Δέν έπρεπε νά τόν άφήσω, τόν πρώτο χρόνο, μονάχο του. Έπρεπε νά τούβαζα.

ΠΛΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 5 3

•κηδεμόνα. "Ας είναι δμως... θά μάθει. Καλύτερα!... Κάθε δεκαπέντε, κάθε μήνα, έγραφε ένα γράμμα τοΰ

Αντώνη κι ' είχε μιάν άπάντηση. Μιά φορά, δ Αντώνης τού-γραψε στό τέλος: «Χαιρετίσματα κι ' άπό τήν Κλεμεντίνα». Ά π ό τότες, δ Πώπος ξεθαρρεύτηκε καί δέν παράλειπε τά δικά του. Μά στήν άρχή, μά στό τέλος, μά στή μέση, πάντα θάγραφε καί δυό λόγια—χαιρετίσματα, προσκυνήματα ή σεβάσματα—γιά τήν Κλεμεντίνα. Ό Αντώνης δμως, σά νά τδβρισκε πολύ κι ' αύτό, δέν τοΰ ξανάγραψε γιά τήν άδερφή του λέξη.

Αδιάφορο ! Ό έρωτευμένος μας ήταν εύχαριστημένος. Μά-θαινε τουλάχιστο πώς στό Ρουκαλέικο δ λ ο ι ήταν κ α λ ά . Κι ' 3ταν άκόμα δέν είχε ρητή αύτή τή διαβεβαίωση, μπορούσε νά τή συμπεραίνει, γιατί άν συνέβαινε τίποτα έκτακτο, δυσάρεστο, ό Α ν -τώνης θά τού τδγραφε ή καί δέ θά τούγραφε καθόλου. Καί συλλο-γιζόταν : «"Οπως τούς άφησα, θά τούς ξαναβρώ δλους. Μόνο ένα χρόνο μεγαλύτερους. Ά , τί δμορφη πού θάγινε ή Κλεμεντίνα!...»

'Από τό Μάη άκόμα, άμα ένιωθε πώς πλησίαζε δ καιρός τού γυρισμοΰ, δ φοιτητής αισθανόταν μιά νοσταλγία πού μεγά-λωνε δλοένα.(Μέ τί χαρά είδε νά ξημερώνει ή μέρα πού προσδιό-ρισε γιά τό ταξίδι! Τό μόνο πού τόν πίκραινε κάπως, ήταν ό χωρισμός του άπό τόν Κλεομένη Μανιά. έναν καινούργιο φίλο πού ί ί χ ε πιάσει στήν Αθήνα. |

Φοιτητής κι ' αύτός, στήν ήλικία τοΰ Πώπου, μά σέ άλλη Σχολή. Σπούδαζε νομικά. Καταλάβαινε δμως κι ' άπό μαθηματικά καί τή φιλοσοφία άγαποΰσε, κι ' είχε διαβάσει άπάνου κάτου ί σ α βιβλία κι ' δ ΓΙώπος. «Σπάνιο παιδί». Γι' αύτό προπάντων, άπό τήν πρώτη φορά πού γνωρίστηκαν σ' ένα φοιτητικό Σύλλογο, δέθηκαν στενά. Μά καί γ ι ' άλλο λόγο δ Πώπος καλλιέργησε τή φιλία τοΟ Κλεομένη ΜανίιΖ: Ήταν άπό καλή νησιώτικη οικογέ-νεια, έγκαταστημένη στήν 'Αθήνα. Είχε σπίτι δικό του—τοΰ πα-,τέρα του δηλαδή, πού ήταν μηχανικός—μεγάλο καί καλοβαλμένο. Είχε άκόμα ένα σωρό μπαρμπάδες, δλους μέ καλές θέσες στήν πρω-τεύουσα, παραλήδες, κι ' ένα σωρό άδερφοξάδερφα, μαθητές, φοι-τητές, μαθήτριες, ή μεγάλα κορίτσια τοΰ κόσμου καί τοΰ σαλο-νιού. Μέ τόν κομψό αύτό κύκλο γνωρίστηκε δ Πώπος . \Ό φίλος του τόν είχε μπάσει στό σπίτι του καί τις Κυριακές τις έκαν' έκεί, πότε άπάνω, στήν πλούσια κρεβατοκάμαρα τού νέου, δπου μαζευόνταν τά «παιδιά», πότε κάτω στήν άπέραντη σάλα-τραπε-ζαρία, δπου μαζευόνταν μικροί καί μεγάλοι.

Συζητοΰσαν «περί πάντων τών έπιστητών», φιλονεικοΰσαν γ ιά τά φοιτητικά, γελοΰσαν μέ δλα κι ' οί ώρες στό σπίτι τού Μανία περνούσαν γιά τόν Πώπο θελκτικότατες. Ό φίλος του Κλεομένης—Μένης χαϊδευτικά —τού χρησίμευε καί γιά πρό-

54 Γ. ΞΕΝΟΙΙΟΓΛΟΓ ΑΠΑΝΤΑ

τυπο συμπεριφοράς καί ντυσίματος. Τοΰ διάλεγε μάλιστα καί τις γραβάτες του καί τοϋδειχνε πώς τις δένουν. Είχε δμως καί σοβα-ρότερα χαρίσματα ό καινούργιος του φίλος. Τόν κόσμο, πού τόν ήξερε τόσο καλά άπ' Ιξω, τόν ήξερε κι ' άπό μέσα. Ήταν ένας μικρός νταντής κι ' ένας μικρός φιλόσοφος. Τις πολυποίκιλες γνώ-σεις πού είχε θησαυρισμένες άπό τώρα—κι ήταν μόλις δευτερο-ετής—ήξερε νά τις έκφράζει κομψά, έξυπνα, χωρίς τήν έλάχι-στη σχολαστικότητα. Καί μαζί μ' δλ' αύτά, είχε καρδιά εύαί-σθητη σαν κοριτσιοΟ, μιά τρυφερότητα, πού δσο κι ' άν ταίριαζε στήν ώοαία του ήλικία, δέν βρισκόταν συχνά στούς δμήλικους. Ό Πώπος τουλάχιστο, πού τόν πρώτο έκεΐνο χρόνο είχε γνωριστεί μέ πενήντα σχεδόν φοιτητές, κανένα δέν άγάπησε σάν τόν Μένη Μανία, ούτε άγαπήθηκε δσο άπ ' αύτόν.

("Ισως τόν τραβούσε κι' ή ομορφιά του, πού δέν παίζει μικρό ρόλο στή νεανική φιλία. Γιατί ό Μένης Μανίας ήταν πραγματι-κώς ένα πολύ καλοκαμωμένο παληκάρι\ Τό πάχος του, πού άλ-λιώτικα θά φαινόταν ύπερβολικό, τό σκέπαζε έν' άνάστημα πολύ ψηλότερο άπό τό μέτριο. Τά κανονικά του χαρακτηριστικά—μιά μυτίτσα μάλιστα ζωγραφιστή —άναδειχνόνταν άπό κάτι ζωηρά χρώματα, άσπρα, ξανθά, κόκκινα, γεμάτα υγεία, χρώματα νησιώ-τικα.! Καί τά μάτια του —ά ! τά μάτια του ήταν κάτι περίεργο : Ά ν ιίαί καστανά, άν κι ' άλλιώτικ' άνοιγμένα, θύμιζαν πολύ τά μάτια τής Κλεμεντίνας!)

— Είν ' ένα κορίτσι στήν πατρίδα μου, τούλεγε δ ΙΙώπος, πού περισσότερο σοΰ μοιάζει σένα, παρά τοΟ άδελφοΟ της.

; —Αλήθεια ; γελούσε δ Μένης. Μήν είμαστε άδέρφια ; Ό πατέρας μου, ξέρεις, έκαμε καί στόν τόπο σου στά νιάτα του...

— Σώπα, καϊμένε, τόν έκοβε δ φίλος του, κι ' αύτό τό κορί-τσι μοΰ είναι ίερό...

— Τό άγαπάς; — Κάτι παραπάνω ! Αύτόν τό Μένη άποχαιρέτησε δ Πώπος μέ άληθινή συγκί-

νηση, αύτόν μόνο φίλησε, άπό τόσους φίλους πού είχε, άπ' αύτόν μόνο πήρε τήν υπόσχεση νά τοΰ γράφει δλο τό καλοκαίρι—καί τάπόγεμα κείνο κατέβηκε στόν Πειραιά καί μπαρκαρίστηκε στό βαπόρι πού ξεκίνησε γιά τό νησί του.

Ήταν στις άρχές τού 'ίουνίου, ένα βράδυ ζεστό καί ήσυχο, μέ καθαρότατον ούρανό καί μέ μισοφέγγαρο κοντά στήν κατακόκ-κινη δύση. Ακίνητη ή θάλασσα, τρικυμιζόταν κι ' άφριζε μόνο στό μέρος πού τή χτυποϋσε δ έλικας τοΟ βαποριού. Κι ' δ ρυθμι-κός του κρότος συντρόφευε τούς ρεμβασμούς τού ΙΙώπου, πού κα-θισμένος μονάχος άπέξω άπ' τό κάσσαρο, μέ τά μάτια καρφω-

ΠΑΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 55

μένα στόν ούρανό, δέν συλλογιζόταν τώρα παρά τή γλυκιά πα-τρίδα...

1 Αλήθεια : τούς βρήκε δλους δπως τούς είχε άφήσει. Καί πριν ίδεί άκόμα τή μητέρα του, είδε τήν Κλεμεντίνα.

Γιατί μόλις άκουσε βήματα στό δρόμο, ή Ρουκαλοπούλα, κατά τήν παλιά της συνήθεια, άφησε τό πιάνο της καί πετάχτηκε στό παράθυροΛ

Τό πρόσωπό της κοκκίνησε δλο άπό χαρά δταν είδε τόν τα-ξιδιώτη μέ τόν κούκο του, μέ τήν τσάντα του, μ' ένα παλτό ριχ-μένο στό μπράτσο καί μ ' ένα μάτσο άπό δμπρέλες καί μπαστού-νια, δεμένα μαζί... μέ σπάγγο !

— Καλώς ήρθες!... κύριε ΙΙώπο, καλώς ήρθες! τού φώναξε πρώτη.

— Εύχαριστώ... καλώς σας βρήκα! Στάθηκε καί τήν κοίταζε γελαστός. Σέ τίποτα δέν είχε άλ-

λάξει: Τό ίδιο πρόσωπο, ή ίδια έκφραση, ή ίδια, θάλεγες, ήλικία.

— Πώς περάσατε, καλά ; —Ωραία . 'Εσύ ; - Έ ξ ο χ α . —"Εκαμες καλό ταξίδι ; — Περίφημο !... Βγήκαν κι ' άλλοι άπ' τή γειτονιά, σέ πόρτες, σέ παράθυρα,

κι ' δ Πώπος βρήκε πρόφαση νά σταθεί άκόμα καί, άπαντώντας στις χαρούμενες εύχές δεξιά κι ' άριστερά, νά έξακολουθεί τήν κουβέντα καί μέ τήν Κλεμεντίνα.

Άκουσε, φαίνεται, τό νταβατούρι ή κυρία Βιργινία, κατά-λαβε πώς ήταν δ γιός της,—τόν περίμενε δά κείνες τις ήμέρες,,— έτρεξε στήν πόρτα τής μπασίας—τήν άπό μέσα πόρτα, έκείνη πού άμα τήν άνοιγες, φαινόταν δλο τό κάτω σπίτι ώς τόν κήπο— καί τή διαπλάτωσε.

— Νάτος ! δ Πώπος... Έ λ α λοιπόν ! Μά πού ! Σταματισμένος έκείνος στή μέση τού δρόμου, έξα-

κολουθούσε νάπαντα μιά στούς άλλους, καί μιά στήν Κλεμεντίνα... Ή Δαγατορίνα άναγκάστηκε νά βγει στήν ξώπορτα. Λίγο

άκόμα καί Οά πετιόταν στό δρόμο, νάγκαλιάσει τό γιόκα της. — Ή μητέρα σου ! τοΰ κάνει τότε ή Κλεμεντίνα. Κι' ό τόνος της είχε κάτι τό έπιπληκτικό... Τό συναιστάνθηκε δ Πώπος κι ' δρμησε... / "£2, τί παραπο-

νιάρικη έκφραση πού τήν είχε τό προσωπάκι τής γριάς του τά-γαπημένο! "Αφωνα τόν έμάλωνε κι αύτό : Αντ ί νά τρέξει στήν

56 Γ. Ξ Ε Ν Ο Π Ο Γ Α Ο Γ ΑΠΑΝΤΑ

άγκαλιά τής μάνας, άργοποροΰσε άπέξω, γιά νά μιλά μέ τις Κλε-μεντίνες... \

— Μά έλα λοιπόν! έλα! είπε υστέρα παραπονιάρικο καί τό μητρικό στόμα, τή στιγμή που τόν έσφιγγε πιά—καί τόν συγ-χωροΟσε—ή μητρική άγκαλιά, ή μητρική καρδιά...

Αγκαλιασμένη, δπως τήν κρατοΰσε, ό ΙΙώπος έσπρωξε τή μητέρα του παραμέσα κι ' έγειρε πίσω μέ τό πόδι του τήν πόρτα. Δέν ήθελε νά ίδεί ή γειτονιά πόσες φορές καί πόσο θερμά θά τή φιλούσε, ούτε —γιά νά έξιλεωθεΐ μπροστά της—πόσα δάκρυα θά τήν άφηνε νά χύσει, χωρίς νά τής φωνάξει : «φτάνει !».

Ά , δ χ ι ! Αύτή τή φορά δέν ήταν τό ίδιο. Ή Δαγατορίνα, άπό τή χαρά της, μπορούσε νά κλάψει δσο

ήθελε. Δέν τής έφευγε, γύριζε" καί θά τόν είχε κοντά της τρεις μήνες.

Ήταν μεσημέρι. Σέ λίγο νά κι ' ό μπάρπα - Διονυσάκης άπό τό μαγαζί, νά κι ' ό Σταθάκης ό Δαγάτορας. Καινούργια φιλιά κι ' άγκαλιάσματα μέ δακρυσμένα μάτια. Κάθησαν στό τραπέζι, στρωμένο πριν φτάσει ό ταξιδιώτης, καί τά είπαν άτέλειωτα.

Ποτέ του ό Πώπος δέν έφαγε στό πατρικό του μέ τόση δρεξη καί χαρά. "Α, μά ήταν μαγεία έκεΐνα τά γιαπράκια τού γυρι-σμού ! Καί τά φρέσκα σύκα στό τέλος, τί τρέλα! 'Αμ' ό καφές μέ τό καϊμάκι, τό πρώτο φλυτζάνι άπ' τά τέσσερα πού τούδωσαν σήμερα, ένώ άλλη φορά τούδιναν τό τρίτο ; Απερίγραπτος κα-φές ! Μπράβο, 'Λγγελική ! —'Λγγελικήέλεγαν τή μαγείρισσα—. Φαίνεται δμως, πώς κι ' οί γέρ"οΓ Τήν ιοιά~μαγεία αίσθανόνταν, γιατί καμμιά βία δέν είχαν νά γυρίσουν στό μαγαζί, πού τό άφη-ναν τόσες ώρες μέ τό παιδί—κάποιο Βαγγέλη, ένα έξυπνότατο Μοραϊτάκι—καί τό γέρο Πάγκαλο. Κι ' έκάθησαν στό σπίτι, ώσπου άρχισαν οί βίζιτες.

|Στή στιγμή διαδόθηκε πώς έφτασε ό φοιτητής, καί συγγε-νείς, γειτόνοι καί φίλοι έτρεξαν νά τόν χαιρετήσουν. Τό σπίτι γέ-μισε κόσμο λογής-λογής. Ανθρωπάκοι κι ' άφεντάδες· γυναικοΰ-λες κι ' άρχόντισσες' φτωχοί καί πλούσιοι.·^ Ό παρδαλός κόσμος πού σέ τέτοιες περιστάσεις μαζεύεται σέ κάθε σπίτι ψηλό, νιό-κτιστο άπάνω στά θεμέλια ένός χαμηλού, δπως τό Δαγατορέικο...^

Καί μές στή φασαρία, νά κι ' ό Αντώνης ό Ρουκάλης, στήν πόρτα τής σάλας, ίσιος, άκίνητος, μέ τά μπράτσα απλωμένα, σά σταυρός.

Ό ΙΙώπος έτρεξε κοντά του καί τά μπράτσα έκεΐνα τόν άγκάλιασαν στιβαρά καί σφιχτά.

— Στάσου τώρα νά σέ ίδώ... Ό ίδιος!.. . Σά νάφυγες ψές ! — Μά καί σύ... άπαράλλαχτος ! Αλήθεια, ούτε ό Αντώνης δέν είχε άλλάξει. Μόνο τό μου-

ΙΙΛΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 59

στακάκι είχε κάπως μεγαλώσει, μά χΐϋρίς νά έπηρεάζει π^λύ τή φυσιογνωμία. Κι' άν τά πανταλόνι του ήταν καινούργιο^—ένα λινό πανταλόνι, μολυβί,—τά σακάκι του δμως ήταν τά ίδιο, έκείνο μέ τά κοντά μανίκια καί μέ τις πολλές ραφές, πού είχε γί-νει άπό παλιό σουρτοΟκο τοΰ γέρου. Μ' αύτό πέρασε τά χειμώνα του τό φτωχό παιδί, φορώντας κι ' έπανοιφόρι. Καί τώρθ( πού έκανε ζέστη, τό φορούσε χωρίς γιλέκι καί τά περνοΟσε γ;ά κα-λοκαιρινό...

Κατά τή συνήθεια του, ό Πώπος τούς άφησε δλους, γιά νά μιλήσει σέ μιάν άκρη μέ τό φίλο του.

— Λοιπόν, πώς πήγαν τά πράματα ; —"Οπο>ς σού τάγραφα, ώραΐα... — Κι' ό φίλος σου ό Πατρινός... τί κάνει; — Ά ! έκεϊνος πού ήθελε νά μέ σκοτώσει;... Ά σ ' τον τώρα,

μή μοΰ τόν θυμάς... Καλά δλοι στά σπίτι ; —"Ολοι, δόξα σοι ό θεός. — Τήν Κλεμεντίνα τήν είδα... — Ά , τήν είδες κιόλα;. . . Πώς τή βρήκες; —"Οπως πάντα... Έκε ΐ στού Καλούζου... πώς π<£ει ή

δουλειά; — Μάς ρέβει... Ά σ ' τα και σύ, μή μοΰ τά θυμάς... — Καί στό τηλεγραφείο ; — Δέ μέ πήραν άκόμα ούτε μαθητευόμενο. Προφασίζοι>νται

πώς τό γραφείο Οά μ' έμποδίζει. ΙΤάλεγαν έτσι οί άγαπημένοι φίλοι. Στό στόμα τους, οί κοι-

νότερες λέξεις άποχτοΰσαν τή σπουδαιότερη σημασία κι ' ήχαν στιγμές πού καί μέ τή σιωπή άκόμα οί ψυχές τους έπικοινο)νοΰ-σαν. "Ωρες θάταν ίκανοί νά μείνουν έκεί στή μέση κουβεντιάζον-τας. |Μ' άξαφνα τό ρολόι τοΰ τοίχου—μαΰρο μέ χρυσά, μέσα σέ γυάλινη θήκη—χτύπησε τρεις.

— Ού ! έφυγα ! φώναξε δ Αντώνης. Ώρεβουάρ τάπόγιομα στή Στράτα - Μαρίνα. Τώρα δέν είναι σταφίδα καί σχολάζουμε νωρίς. Ά π ό τά γραφείο, πηγαίνω πάντα στό καφενείο τής ΙΙέ-τραινας. Έκε ί θά σέ περιμένω, έ ;

— Χωρίς άλλο! — Τό κοντόβραδο... — Ναί, ναί... Κι ' ό Αντώνης έφυγε, τραβο'ιντας τά μανίκια τού σακακιοΰ

του. Ό Πώπος έμεινε άκόμα στή σάλα καί άφοΰ άραίωσε ό κό-σμος, άνέβηκε στήν κάμαρά του νά ξεκουραστεί λιγάκι καί νά ξαλλάξει.

Εκε ίνη τήν ώρα βγήκε στό παράθυρο του. Είδε πάλι Χήν Κλεμεντίνα καί μπόρεσε νά μιλήσει λίγο μαζί της, πνίγοντας τ ή

58 Γ. ΞΕΝΟΠΟΓΑΟΓ ΑΠΑΝΤΑ

φωνή. — Έ σ ύ λοιπόν... πώς πέρασες ; τή ρώτησε. — Ιίως νά περάσω ; τοΟ άποκρίθηκε. Σέ περίμενα. — Μά θά ξαναφύγω... — Καί θά ξαναπεριμένω ! Ό λόγος αύτός κορύφωσε τήν εύτυχία τής ήμέρας του.

Ή τ α ν δ,τι περίμενε νάκούσει άπ ' τή Ρουκαλοπούλα. Καί πετών-τας, βγήκε τό κοντόβραδο νάνταμώσει τόν Αντώνη.

Τόν βρήκε στό παραθαλάσσιο καφενείο, καθισμένο μέ δυό φίλους. Κάθησε κι ' αύτός καί τά είπαν δλοι μαζί. Έ π ε ι τ α ση-κώθηκαν μέ τόν Αντώνη καί τράβηξαν οί δυό τους κατά τή Στράτα - Μαρίνα.

Σουλατσάρησαν λίγο στήν προκυμαία. Ή τ α ν Ινα γλυκύτατο δειλινό. Ό Πώπος, πού είχαν κατασταλάξει μέσα του οί μικρο-φροντίδες, οί μικρανησυχίες κ ι ' οί συγκινήσεις τού ταξιδιού, τό χαιρόταν όλόψυχα. Κοίταζε άπό μακριά τήν παραλιακή συνοικία τοΟ Άμμου , τό καμπαναριό τοΰ Α γ ί ο υ έκεί στό τέλος της, τό Σκοπό στό βάθος μέ τήν τούρλα του, τή γαλήνια θάλασσα γεμάτη πλεούμενα καί τόν ούρανό μέ τάχνοκόκκινα χρώματα. Καί τοΰ φαινόταν πώς δλ' αύτά είχε νά τά ιδεί άπό χτές, πώς χτές άκόμα είχε κάμει τόν ίδιο βραδινό περίπατο, στό πλάι τοΰ Αντώνη.

"Οταν τοΰ τδπε, αύτός τόν ρώτησε : — Χτές, τέτοια ώρα, ποΰ ήσουν ; — Στήν Πάτρα. Βγήκαμε μέ κάτι φίλους καί καθήσαμε

σ' ένα καφενείο τής παραλίας. — Τό ίδιο ήταν ! έκαμε φιλοσοφικά ό Αντώνης. Καί τούριξε μιά ματιά, σά νά κορόιδευε τήν ευαισθη-

σία του. («Ζηλεύει !» συλλογίστηκε ό Πωπος' «ζηλεύει πού δέν μπο-

ρεί νά ταξιδεύει κ ι ' αύτός!» Κι αίστάνθηκε τήν ύπεροχή του, καί θυμήθηκε τόν Μένη

Μανία, τόν πλούσιο φίλο τής Αθήνας , καί κορδώθηκε καί καμά-ρωσε" κι έπειτα πάλι λυπήθηκε τό φτο>χό του Αντώνη μέ τό χειμωνιάτικο σακάκι. Μ' αύτό θά περνοΰσε δλο τό καλοκαίρι;..γ

Ά π ό τήν άλλη μέρα άρχισε ή ταχτική ζωή, ή εύτυχισμένη ζωή τοΰ φοιτητή πού κάνει διακοπές στήν πατρίδα.

Ό Πώπος ξυπνούσε τό πρωί στις έφτά, κατέβαινε άμέσως στό περιβόλι, έπαιρνε μέ τή μητέρα του τό πρόγευμα,—οί γέροι ήταν κιόλα στό μαγαζί,—διάβαζε στήν κάμαρά του ώς τις δεκά-μιση κι ' ύστερα έβγαινε έξω ώς τό μεσημέρι. Πότε πήγαινε στό άναγνωστήριο τής Λέσχης, πότε στή Δημόσια Βιβλιοθήκη καί

ΙΙΛΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 5 9

πότε σ' ένα ζαχαροπλαστείο, δπου μαζευόνταν οί φίλοι. Καί πηγαίνοντας καί γυρίζοντας, πάντα θά περνοΰσε άπό

τό μαγαζί τοΰ πατέρα του, πού ήταν στόν κεντρικότερο δρόμο τής Μέσα-Μερίας, καί θά καθόταν λίγη ώρα στό γραφείο τοΰ Διονυσάκη—γιατί ό μπάρμπας κρατοΰσε τά βιβλία, ένώ ό Στα-θάκης έπέβλεπε τήν πούληση—κουβεντιάζοντας μαζί τους καί μέ τούς φίλους πού τύχαιναν έκεί. Σ ' αύτές τΙς βιζιτοΰλες έπαιρνε συνήθως καί τό χαρτζιλίκι του. Ά ξ α φ ν α ό πατέρας του τόν φώναζε κατά μέρος καί τόν ρωτοΰσε : « Έ χ ε ι ς λεφτά, παιδί μου ;» Καί τοΰ έχωνε μόνος του, στήν άπάνω τσέπη τού γιλεκιοΰ, κανένα δίδραχμο ή κανένα πεντόδραχμο, γιά τά τραταμέντα. Αύτή τήν περιποίηση τού τήν έκανε κάπου • κάπου, σπανιότερα, κι ' ό μπάρμπα - Διονυσάκης, μ ' αύτός τούβαζε στό χέρι δεκάρικο τό λιγότερο. «Μή θέλεις νάγοράσεις κανένα βιβλίο», τού έλεγε...

Τό μεσημέρι, άφοΰ έτρωγε, κοιμόταν μιά · δυό ώρες. "Επειτα μελετοΟσε στήν κάμαρά του, ώς τήν ώρα πού δέν μπορούσε πιά νά βλέπει χωρίς φώς. Τότε έβγαινε στό παράθυρο, άλλαζε λίγα λόγια μέ τήν Κλεμεντίνα,—δποτε τούρχόταν βολικά,—έπειτα έκανε τήν τουαλέτα του καί, βράδυ πιά, πήγαινε περίπατο, άπό τή Στράτα - Μαρίνα ώς τό Πόρτο ή τήν Πλατεία. Σπάνια έβγαινε νωρίτερα, γιά κανένα περίπατο πιό μακρινό, στό Κρυονέρι ή στούς Κήπους, ή γιά καμμιά έκδρομή μέ τή βάρκα ή μέ τήν άμαξα. Γιά τέτοια τόν ξεσήκωνε μόνο ό Διονυσάκης, πού τοΰ άρεσε κάπου • κάπου νά βγαίνει μέ τή βάρκα πέρ" άπ ' τό λιμάνι γιά νά ψαρεύει έκεί μέ τάγκίστρι, ή νά παίρνει ένα καροντσίνο καί νά «πετιέται μιά στιγμή» ώς τό χτήμα κανενός φίλου κοντά.

"Η άπό τό συνηθισμένο περίπατο, ή άπό τήν έκτακτη έκ-δρομή, πάντ ' άργά γύριζε ό Πώπος στό σπίτι. Δειπνοΰσε, καθό-ταν λίγο στό περιβόλι κ ι ' ϋστερ' άνέβαινε νά κοιμηθεί, γιά νά ξυπνήσει τήν άλλη μέρα καί νάρχίσει πάλι τά ίδια.

Αύτή ή ζωή έξακολουθοΰσε μονότονη κι ' άδιατάραχτη, δταν, ένα πρωί, δ Πώπος ξύπνησε πολύ νιορίς, άπό άσυνήθιστο θόρυβο. Τοΰ φάνηκε σάν άναστατωμένο τό σπίτι δλο, ένόμισε μάλιστα πώς κάποιος τοΰ χτύπησε τήν πόρτα γιά νά τόν ξυπνή-σει καί πάλι άπομακρύνθηκε σά νά τόν φώναξαν άλλοΰ...

Τί ήταν ; Τί συνέβαινε πριοί - π ρ ω ί ; Ά π ' τόν ύπνο, δ Πώπος στάθηκε λίγες στιγμές προσεχτι-

κός, νάκούσει τίποτα, νά καταλάβει... Καί τότε, σά σέ δνειρο άκόμα, τού φάνηκε νάκουσε μιά γυναικεία φωνή άλλαγμένη—πού δέν κατάλαβε ποιανής ήταν—νά λέε ι :

—"Ωχ, δυστυχία!. . . ώχ, δυστυχία! . . . Πετάχτηκε άμέσως μέ τά νυχτικά του, τρομαγμένος, άνοιξε

τήν πόρτα του, βγήκε στό διάδρομο, έτρεξε ώς τή σκάλα καί

6 0 Γ. ΞΕΝΟΠΟΓΑΟΓ ΑΠΑΝΤΑ

φώναξε δυνατά': — Τί είναι ;... Μητέρα !... Τί είναι ; Στό κάτω μέρος τής σκάλας, παρουσιάστηκε ή Αγγελική

μέ τάσπρο της κεφαλομάντηλο καί μ' ένα πρόσωπο πιο άσπρο άπό κείνο.

—ΙΤό μαγαζί ! τοΰ είπε. Έπ ιασε φωτιά τό μαγαζί ί \ — ΙΙοιός σας τδπε ; ρώτησε, χωρίς νά ταραχτεί καί πολύ,

ό ΙΙώπος. —Ήρθαν άθρώποι... γειτόνοι κεί πέρα... νά πάρουν τά

κλειδιά. — Ό πατέρας;. . . ό μπάρμπας;.. . —"Ο,τι φύγανε... 'Γσακιστήκανε, οί καϊμένοι, μισόγδυτοι... — Καί τά κλειδιά ; — Τά δώσανε μπροστύτερα... γιατ' ήρθε κι ' ό υπαστυνόμος. — Καλά, έκαμε ό ΙΙώπος. Καί σά νά τόν ήσύχασε ή ίδέα πώς τό μαγαζί θάνοιγόταν

άπό τήν "Αστυνομία, έκαμε νά γυρίσει στήν κάμαρά του. 'Αλλά τοΰ ήρθε κάτι άλλο.

— Κι' ή μητέρα; ρώτησε. — Στήν κάμαρά της... ντένεται νά τρέξει... — ΙΙοΰ ; ! έκανε ό Πώπος. Κι ' έτσι, δπως ήταν, ξυπόλυτος, κατέβηκε τή σκάλα κι '

δρμησε στήν κάμαρα τής μητέρας του. Τή βρήκε κατάχλιομη, κλαμένη, νά ντύνεται μέ βία καί

ταραχή μεγάλη. —"Αχ, τήταν τοΰτο, παιδί μου ; τόν άρχισε μ' άπελπισία.

ΙΙάει! . . . πάει! . . . Τόση ξυλεία κει - μέσα... δ,τι τή φέρανε... άκόμα δέν τήν πληρώσανε... καί τώρα γίνεται στάχτη!. . .

Ό ΙΙωπος έτρεξε κοντά της καί τήν έπιασε μέ δύναμη άπό τά χέρια.

— Έ ! τής φώναξε. Καί τί σέ νιάζει σένα ; Μά δέν είναι δική σου δουλειά !

— Τί μέ ν ιάζε ι ; ! . . . Ά σ ε με νά ντυθώ νά πάω... — Νά σβύσεις τή φωτιά;. . . "Ενια σου καί πήγαν άλλοι... —| Νά Εδώ... θέλω νά Εδώ... Καίγεται ή περιουσία μας, ή

ζωή μας... τό καταλαβαίνεις ; | Τήν άγκάλιασε, τή χάιδεψε, τήν τράβηξε καί τήν άνάγκασε

νά καθήσει στό κρεβάτι. — Μά πώς κάνεις έτσι; τής έλεγε τρυφερά. Έ λ α , μητέρα,

σύχασε, μήν πάθεις τίποτα... Δέ θά πας πουθενά, δχι. . . θά καεί ή ξυλεία; ας καεί! . . . Μήπως τό μαγαζί δέν είν' άσφαλισμένο ;... "Ο,τι ζημία κι ' άν γίνει, θά μας τήν πληρώσει ή άσφάλεια.

—Ελπίζω. . . ψιθύρισε ή Δαγατορίνα.

ΙΙΛΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 59

— Αοιπόν, γιατί τόση άπελπισία; . . . Τί θά πάθουμε;.. . Σύ-χασε... θ ά πάω έγώ μιά στιγμή καί θά γυρίσω νά σοΰ πώ.. . θ ά πρόλαβαν... Ή φωτιά θάταν στήν άρχή της.

— Ναί, είδαν νά βγαίνει καπνός άπό τήν παραθύρα, δχι δμως φλόγες άκόμα...

— Βλέπεις; θάνοιξαν, θάχυσαν δυό κουβάδες νερό καί θά τελείωσαν δλα. Στάσου, σοΰ λέω! Δέν σάφήνω νά βγεις τώρα έξω" θά πάω έγώ... Μά νά πιώ πρώτα τό γάλα μου... "Ωσπου νά έτοιμαστώ πές τής Αγγελικής νά μοΰ τό κάνει.

Έ τ σ ι κατάφερε τή Δαγατορίνα νά μείνει κι ' αύτός ξανανέ-βηκε στή κάμαρά του νά ντυθεί. Ό τρόμος πού αίστάνθηκε μιά στιγμή, πριν μάθει τί συμβαίνει, τοΰ πέρασε. Ά π ' δλα τά κακά, έκείνο πού θά τόν ένιαζε λιγότερο, ήταν μιά πυρκαγιά στό άσφα-λισμένο έμπόρευμα. ^Ντυνόταν μέ άπάθεια, μέ γαλήνη. Δέν τόν έκανε άλλο νά βιάζεται παρά μιά περιέργεια : Τήν πρόλαβαν τή φωτιά, τήν έσβυσαν ; | Ή θέριεψε στό υλικό πού βρήκε κι ' άπει-λοΰσε καί τά περίχωρα ;

"Οταν κατέβηκε κάτω, τό γάλα του ήταν έτοιμο. Τό ήπιε στό πόδι καυτό καί σχεδόν χωρίς ψωμί. Καί πήρε τό δρόμο καί σέ λίγα λεπτά—μέ τό πάσο του

δμως—έφτασε στό μαγαζί. Ά π ό μακριά είχε Εδει καπνό καί φλόγες. Αλήθεια, πριν άνοίξουν, δέν έβγαινε παρά καπνός άπό τις

χαραμάδες τής παραθύρας. Άλλά μόλις άνοιξαν τήν πόρτα, ή φωτιά πού έβοσκε μέσα όληνύχτα, πηρέ άέρα, ξάναψε καί θέριεψε. Αδύνατο νά τήν περιορίσουν, μολονότι καί τό νερό ήταν πρό-χειρο κι ' ή άντλία πήγε άμέσως.

Ά λ λ ά καί γ ι ' άλλο λόγο δέν μπόρεσαν νά χτυπήσουν τό κακό στήν άρχή του : Οί Δαγατοραΐοι, καθώς είπαμε, έκτός άπό τήν ξυ-λεία, πουλούσαν καί τουφέκια τοΰ κυνηγιοΰ. Άλλά μαζί μ' αύτά, καί σκάγια, καί φυσέκια καί μπαρούτη. Ό κόσμος λοιπόν, μέ τήν Εδέα πώς υπήρχε άπ' αύτά όλόκληρη άποθήκη, φοβόταν νά πλη-σιάσει, νά βοηθήσει. Καί χρειάστηκε νά φτάσουν οί νοικοκυραίοι καί νά βεβαιώσουν μέ δρκους πώς δέν είχαν ούτε δέκα λίτρες πράμα, κι ' αύτές σέ μέρος πού θάργοΰσε νά φτάσει ή φωτιά, γιά νά ξεθαρρέψουν λίγο οί έργάτες καί οί βοηθοί τους. Σέ λίγο μάλιστα μπήκε ό ίδιος ό Σταθάκης καί, μέ κίνδυνο ίσιος τής ζωής του, προχώρησε ώς έκεί πού ήταν τά λίγα φυσεκομπάρου-τα, τά σήκωσε μονάχος του καί, σέ δυό γρήγορους δρόμους, τά-βγαλε έξω. Ό καϊμένος!...

Τότε βάλθηκαν δλο ι στή δουλειά. Μά ήταν άργά. Ή ξυλεία είχε πιάσει γιά καλά.

Ανακατεμένος μές στόν κόσμο, γιατί έφτασε τελευταίος

6 2 Γ. ΞΕΝΟΠΟΓΑΟΓ ΑΠΑΝΤΑ

καί δέν μπορούσε νά πλησιάσει περισσότερο, ό ΙΙώπος έβλεπε άπό μακριά.

Τό κατάλαβε άμέσιος πώς δέν ήταν πιά έλπίδα νά σωθεί τό έμπόρευμα. Κι ' ή μόνη του τώρα ευχή ήταν νά έντοπιστεΐ του-λάχιστο ή φωτιά, γιά νά μήν πάθουν οί φτωχοί γειτόνοι.

Έ , αύτό κατορθώθηκε. Ή άντλία δούλεψε καλά. Έ π ε ι τ α , τό μαγαζί έκεΐνο, μιά ισόγεια άποθήκη, άπ' τόν ένα δρόμο ώς τόν άλλο, ήταν κι ' άπό τις δυό πλευρές άπομονωμένο. Κι' άμα έπεσε λίγο ή φωτιά κι' ήταν βέβαιο πιά πώς δέν υπήρχε άλλο υλικό κοντά της γιά νά ξαναδώσει, ό ΙΙώπος, χωρίς νά πλησιάσει ούτε μπάρμπα ούτε πατέρα, γύρισε στό σπίτι.

—Έσβυσε, έσβυσε; τόν ρωτούσαν οί γειτόνοι περαστικό. — Νάταν κι ' άλλη! άπαντούσε μέ περήφανη άδιαφορία.

Μόνο πού έχασα πρωί-πρωί τήν ήσυχία μου. Δέν ήταν τίποτα. — Δόξα σοι ό θεός !... Καί στή μητέρα του τά ίδια : — Δέ σού τάλεγα ; Τή σβύσανε, πάε ι ! — Μά κάηκε πράμα !... — Καί πώς κάηκε ; Ηά μας τό αποζημιώσουν.

Στις συνήθειες τοΰ Δαγατορέικου ήταν κάτι έκτακτο : Ή ώρα έγινε δυό ώσπου νά μαζευτοΰν δλοι στό τραπέζι. Καί δέν μίλησε σχεδόν κανένας, δσο έτρωγαν μιά σούπα ρύζι αύγολέμονο, πού είχε πήξει σά λαπάς... Μόνο δταν παρουσιάστηκε τό βραστό βο-δινό μέ τις πατάτες, ό Σταθάκης έβγαλ' ένα στεναγμό, πού δέν ήξερες άν ήταν άπό άνακούφιση ή άπό θλίψη. Ή Δαγατορίνα άνταποκρίθηκε άμέσως μ' έναν άλλο. Μά ό στεναγμός αύτής ήταν καθαρά ξέσπασμα στενοχώριας.

Ό ΙΙώπος τούς μάλωσε : —"Ε! γιά νά σας πώ ! θ ά πεθάνουμε τώρα έπειδή κάηκε

τό μαγαζί ; Ό Σταθάκης συναιστάνθηκε : —"Οχι δχ ι ! είπε ζωηρά. Έ γ ώ δέν έχω κανένα σκοπό νά

πεθάνω. Έ τ σ ' ήταν ή τύχη μου. Μά θά δουλέψω καί θά τά ξα-νακάμω.

Ό λόγος αύτός φάνηκε πολύ παράξενος στόν Πωπο. — Μά τί έχασες ; είπε. Τί χάσαμε ; Τό μαγαζί δέν ήταν

άσφαλισμένο ;... Μοΰ φαίνεται... Ό Σταθάκης κι ' ό Διονυσάκης άλλαξαν μιά γοργή ματιά.

Ό Πώπος σώπαΰε άπότομα. — Ναί, βέβαια, έκαμε ό Διονυσάκης. Μά δπως νά πεις άνω-

μαλία. Γιά κάμποσο καιρό δέ Οάχουμε μαγαζί... κι ' άμα λείψει

ΗΛΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 6 3

ένα μαγαζί. . . Κι ' άξαφνα, πιό δυνατά καί πιό ζωηρά, σχεδόν μέ θυμό. — Ούφ ! τί κάθουμαι τώρα καί σοΰ λέω ; Αύτά δέν είναι

δικές σου δουλειές... 'Εσύ νά κοιτάς τά μαθήματά σου... Ε μ ε ί ς ξέρουμε τί θά κάμουμε.

— Δέν είπα έγώ πώς δέν ξέρετε! άποκρίθηκε ό Πώπος. Είπα μόνο νά μήν άναστενάζουμε καί νά μήν πικραινόμαστε τόσο. Κάτι θά χάσουμε βέβαια, τό καταλαβαίνω. Μά δέν είναι λόγος...

— Βέβαια πού δέν είναι λόγος, τό ξέρουμε, τόν έκοψε ό πατέρας του. "Ελα, Αγγελική, τί άλλο έχεις ;

—Όμελέτα, άφέντη. — Φερ' τη γρήγορα! Πεινάω!... Κουράστηκα σήμερα. Βιρ-

γινία, βάλε μου κρασί... γειά σου! (Ό καϊμένος ό πατέρας προσπαθοΰσε τώρα νά φανεί κι ' εύ-

θυμος. Ό ΙΙώπος τό κατάλαβε καί τόν λυπήθηκε. Μά καί γιατί νά μήν ήταν στάλήθεια ; Μιά περιπέτεια στή ζωή, κάπου-κάπου άξίζει. Καί τό κλείσιμο άκόμα τοΰ μαγαζιοΰ γιά λίγες έβδομάδες, κι ' αύτό ήταν μιά άλλαγή πού είχε τό γούστο της.ΙΤό κάτω - κάτω, άς λιγόστευαν μιά στάλα κι ' οί «χιλιάδες» τοΰ Διονυσάκη. Δέν έχάθηκε ό κόσμος, βρέ άδελφέ!

Αύτά συλλογιζόταν, τρώγοντας μ' έκτακτη δρεξη ό Πώπος· κι ' δταν ήλθαν τά σταφύλια μέ τό τυρί, είπε στούς γέρους του φαιδρότατα :

— Έ ν ι α σας κι ' δ,τι θά χάσετε άπό τήν άνιομαλία, Οά τό βρείτε άπό τό ξεκούρασμα. Θά σας ωφελήσει πολύ. Θά πηγαί-νουμε καθεμέρα στό ψάρεμα, στά χτήματα, δπου θέλουμε. Ζωή καί κότα. θ ά τό ρίξουμε δξω. Ή φωτιά θά γίνει αίτια νά ξανα-νιώσετε καί θά προστεθοΰν τουλάχιστο δέκα χρόνια στή ζωή σας !

— Τ ί ; άστειεύτηκε ό Διονυσάκης. Δέκα χρόνια μόνο θά ζή-σουμε άκόμα ;

Ό Πώπος έξήγησε σοβαρά : — Δέκα χρόνια περισσότερ' άπ ' δσα θά ζούσατε, χωρίς αύτό

τό καλό. —|"Ε! έκαμε τότε ό Σταθάκης μέ κάποια ειρωνεία· άφοΰ

είναι καλό, άς δοξάσουμε τό θεό καί τό ποντίκι πού έτριψε τά σπίρτα κι ' έπιασε ή φωτιά.|

Γιατί έτσι τήν έξηγοΰσαν : Ή φωτιά άρχισε πραγματικώς άπό τό μέρος δπου ήταν κι ' ένα ράφι μέ μιά κάσα σπίρτα. Έκεΐνο τόν καιρό τά σπίρτα ήταν μέ φώσφορο καί θειάφι. Φαί-νεται λοιπόν πώς κάποιος ποντικός, μή βρίσκοντας άλλο φαγώ-σιμο στό μαγαζί, πήγε νά φάει άπ' αύτά, κι ' ή κάσα πήρε φω-τιά καί τό «καλό» έγινε. 'Ο Διονυσάκης δμως πού δέν έκάπνιζε, ήταν τής ιδέας δτι μάλλον κανένα τσιγάρο τοΰ Σταθάκη, πού

64 Γ. ΞΕΝΟΠΟΓΑΟΓ ΑΠΑΝΤΑ

έκάπνιζε πολύ κι ' ήταν λιγάκι άπρόσεχτος, έκαμε τό θαύμα του. Μά δέν τδλεγε γιά νά μήν πικραίνεται ό άδελφός του.

— Λοιπόν; ρώτησε ό ΙΙώπος. ΙΙοΟ θά πάμε τάπόγεμα ; — Ά , σήμερα πουθενά ! άποκρίθηκε ό πατέρας. Δέν έσβυσε

καλά - καλά ή φωτιά. "Εχουμε άκόμα φασαρίες. Κι ' αύριο, καί μεθαύριο... θάργήσουμε άκόμα γιά νάρχίσουμε τήν ώραία ζωή πού είπες !

Ό Πωπος δμως πού δέν έννοοΰσε νά βγει άπό τις συνήθειές του—καί ίσα - ίσα, άπό φυσικό του, τις σεβόταν περισσότερο δταν υπήρχε όποιαδήποτε δυσκολία—έκαμε τάπόγεμα δ,τι Ικανέ πάντα του καί, τό κοντόβραδο, άνταμώθηκε μέ τόν Αντώνη στή Στράτα - Μαρίνα.

'() άδελφός τής Κλεμεντίνας, διαχυτικός, συγκινημένος, δέν ήξερε μέ τί τρόπο νά τόν συλλυπηθεΐ, νά τόν παρηγορήσει, νά τόν έγκαρδιώσει. Τόν χτυπούσε στόν ώμο, τόν χάιδευε στό μά-γουλο, κι" Ινώ ή έκφραση τοΰ προσώπου του μαρτυρούσε μιά συμπόνεση βαθιά, προσπαθοΰσε καί νά γελα, σά νάθελε νά δεί-χνει πώς δέν ήταν πάλι κι ' άπελπισία...

— Κακό καί ψυχρό βέβαια, τούλεγε, μά δλα στόν κόσμο διορθώνουνται... Υγεία μόνο νά είναι καί... υπομονή... θάρρος, φίλε μου! 'Εσύ δέ θά χαθείς ποτέ.

Αύτά τά λόγια, αύτοί οί τρόποι προπάντων παραξένευαν τόν ΙΙώπο, τόν πείραζαν, τόν πλήγιοναν, τόν θύμωναν. Κ ι ' ά ν τόν άφηνε νά μιλήσει ό φίλος του, θά τούλεγε, θά τοΰ έξηγοΰσε άμέ-σο>ς, πώς αύτό ήταν μιά «περιπέτεια» χωρίς τήν παραμικρή ση-μασία. Μά ό Αντώνης έξακολουθοΰσε άκατάπαυτα τά δικά του. Καί μιά στιγμή, χωρίς νά γελα καθόλου, τοΰ είπε :

—"Ενα μόνο φοβαμαι τώρα... μήν άναγκαστεϊς νά διακό-ψεις τΙς σπουδές σου.

— Καί γιατί ; ξεφώνισε ό Ιϊώπος. — Μά θά μποροΰν τώρα νά σέ διατηροΰν στήν 'Αθήνα, μέ

διακόσιες δραχμές τό μήνα ; —Αστειεύεσαι; . . . Καί τί σχέση έχει τό ένα μέ τάλλο ;...

Μάλήθεια, νομίζεις πώς καταστραφήκαμε, έπειδή θά μείνουμε χωρίς μαγαζί ένα - δυό μήνες;. . . "Οχι, σέ βεβαιώ, μή μεγαλο-ποιείς. Πρώτο, ή ξυλεία ήταν άσφαλισμένη...

—"Ε, μά έδώ έχεις λάθος! τόν έκοψε ό Αντώνης. Μακάρι νάταν, μά δέν είναι. Τό ξέρω καλά.

Ό ΙΙώπος πάγωσε καί πριν άκόμα τό πιστέψει. —Αλήθεια ; . . . ψιθύρισε, καί ποΰ τό ξέρεις έσύ; — Τδλεγε σήμερα ό Καλοΰζος, στό γραφείο. Τόν άκουσα

μέ τ ' αύτιά μου. Είναι, ξέρεις, άντιπρόσωπος τοΰ «Φοίνικα». Έσταύριοσε τό μπάρμπα σου καί τόν πατέρα σου νάσφαλιστοΰν,

ΙΙΛΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 59

μά δέ θέλησαν. Τό θεωρούσαν έξοδο περιττό. — Μά θά είναι σέ άλλη άσφάλεια... — Σέ καμμιά ! Έδώ δέν ήρθε άκόμα άλλη. Μονάχα ό «Φοί-

νικας». Κι' ό Καλοΰζος ξέρει καλά. Μάλιστα έλεγε : «Νά, έτσι τήν παθαίνει δποιος δέν βλέπει παραπέρ' άπό τή μύτη του !» Μά στόν τόπο μας λίγοι άκόμα βλέπουν τόσο μακριά. Σπίτια, μαγα-ζιά, άποθήκες, άνασφάλιστα δλα... Δέ βλέπεις τις φατσάδες; Κάπου - κάπου φιγουράρει καί καμμιά ταμπέλα τής Ασφάλειας. Σάν τις άσπρες μύγες !

Ό ΙΙώπος, άμίλητος, τόν άφηνε νά λέει. Κι ' άξαφνα έκαμε σά νά μιλοΰσε στόν έαυτό του :

— Μά είναι φοβερό ί... —["Ε, μά βέβαια, άποκρίθηκε άμέσως 6 Αντώνης. Γι' αύτό

σοΰ είπα κι ' έγώ... Μεγάλη ζημιά, άπάνου άπό τριάντα χιλιάδες. Τόσο τή λογάριασε ό Καλοΰζος... Κι ' αύτά τά λεφτά πρέπει τώρα νά πληρωθούν... Κι ' ύστερα νάρθει άλλο πράμα, γιά νά ξανανοίξει τό μαγαζί.. . θ ά μπορέσουν λοιπόν νά σέ στείλουν καί φέτο στήν 'Αθήνα ^

Ό Ι Ι ώ π ο ς αίστάνθηκε νά τοΰ άνεβαίνουν δάκρυα καυτά κι ' έ-βαλε κόπο νά τά σταματήσει... Τόν έπιασε καί μιά άνυπομονη-σία, νά γυρίσει στό σπίτι, νά βρεί τόν πατέρα του, νά τόν ρω-τήσει άν αύτά δλα ήταν άλήθεια. Καί θά ήταν ! Ό στεναγμός έκεΐνος πού τοΰ ξέφυγε τό μεσημέρι, στό τραπέζι, τούλεγε τώρα πολλά. Ωστόσο άποκρίθηκε :

— Γιατί δχ ι ; . . . Ό μπάρμπας μου έχει περιουσία, θ ά πλη-ρώσει τή ζημιά καί θά τοΰ μείνουν παράδες γιά νά ξανακάμει τό μαγαζί^ "Επειτα τά τουφέκια τά γλίτωσαν. Κι ' οί μυλόπετρες δέν έκάηκαν βέβαια...

— Καί πόση περιουσία νομίζεις πώς έχει ό Διονυσάκης ; τόν έκοψε ό Αντώνης.

— Δέν ξέρω άκριβώς... δέ μοΰ είπε ποτέ... μά άπάνω άπό πενήντα χιλιάδες...

— Είσαι γελασμένος! Έ γ ώ νά σοΰ πώ. Δέν έχει—δη-λαδή δέν είχε—ούτε δεκαπέντε. Κι ' αύτό πάλι ό Καλοΰζος τδ-λεγε σήμερα... Ά μ έ σύ ;... πόσο τοΰ κόστισες ένα χρόνο στήν 'Αθήνα;. . .

— Δέν ξέρω... οέ λογάριασα... — Ξέρω έγώ. Άπάνου άπό δυό χιλιάδες δραχμές. Καί

μέ τά ναΰλα, τά βιβλία, τά ρούχα, τά έκτακτα, τρεϊς. Ό ίδιος ό πατέρας σου τδλεγε ένα βράδυ στό σπετσαρεΐο καί τδμαθε ό δικός μου. Δεκαπέντε, δξω τρεις ; Μόλις δώδεκα τοΰ μένουν τοΰ Διονυσάκη ! θ ά πληρώσει τώρα, άς ποΰμε είκοσι; θ ά δανειστεί άλλες δχτώ. Μέ τί λοιπόν θά σέ στείλει φέτο στήν Α θ ή ν α ;

Τ ό μ ο ς δ ε ύ τ ε ρ ο ς

Γ.Ο Γ. ΞΕΝΟΠΟΓΛΟΓ ΑΠΑΝΤΑ

Τά δάκρυα' άνέβηκαν ώς τά μάτια τοΟ ΙΙώπου. Και τούρθε μια στιγμή νάρπάξει τον Αντώνη άιτ' τό λαιμό... "Εσκυψε τό κεφάλι του για νά μήν τόν βλέπει, και σώπασε κάμποσες στιγμές για νά μήν τον βρίσει. "Γστερα τοΟ είπε :

— Βλέπω δμως πώς έσύ ξέρεις τά Εντερέσα μου καλύτερα κΓ άπό μένα. Περίεργο πράμα ! Ξέρεις τήν περιουσία τοΟ μπάρ-μπα μου σα νά τή μετράς &υό φορές τήν ήμέρα!...

Ό Αντώνης σήκωσε τους ώμους και χαμογέλασε αινιγ-ματικά.

— Δέ φταίω, είπε. Τά μαθαίνω κατά τύχη. ΙΙοτέ μου δέ ρωτώ. Τά λένε μπροστά μου και τάκούω. Έσύ δμως φταις, γιατί μπορούσες νά ενδιαφέρεσαι κάπως περισσότερο γιά τά δικά σου. ΚαΙ νά μήν περιμένεις νά μάθεις άπό μένα, ή κατά τύχη, δ,τι έπρεπε νά ξέρεις, ρωτώντας δικαιωματικά.

— Ό πατέρας μου δέ θέλει, άποκρίθηκε μ' άξιοπρέπεια ό Πώπος. Λέει πώς δέν είναι δική μου δουλειά. Έ τ σ ι κι ' έγώ δέν έξέτασα ποτέ... "Ηθελα δμως νάξερα, γιατί μοΟ τά λές έσύ;

— Γιατί μοΟ φαίνεται, απλούστατα, πώς π ρ I π ε ι νά τά ξέρεις. Δέ σέ συμφέρει νά είσαι γελασμένος και νά πατάς στόν άέρα, μέ τήν ιδέα πώς είναι σανίδι γερό.

— Καλά. Μα έσύ τώρα... χαίρεσαι ή λυπάσαι; Ι Ό Αντώνης συνοφρυώθηκε, άγρίεψε μιά στιγμή σάν έχθρός

κι ' έπειτα μέρεψε, μαλάκωσε, γιά νά διαμαρτυρηθεί σά φίλος : — Σέ μένα τό λές αυτό, Πώπο ; Έ γ ώ νά χαρώ γιά κακό

δικό σου;... "Α, πόσο λίγο μέ καταλαβαίνεις! Κρίμας!.. . Σέ βε-βαιώνο) λοιπόν πώς έγώ λυπήθηκα περισσότερο κι ' άπό σένα τόν ίδιο. Δέν είμαι χαιρέκακος έγώ γιά κανένα, και πολύ λιγότερο γιά σέ... Ά ς είναι, ό λυπημένος Ιχει ένα λόγο παραπάνου. Δέν τάξερες αυτά, τάμαθες άξαφνα, στενοχωρήθηκες, λυπήθηκες και στή λύπη σου μ' έπρόσβαλες... Σέ συχωράω δπως πάντα. |

— Καλά τώρα... ψιθύρισε ό ΙΙώπος, μετανοιωμένος γιά τό βαρύ λόγο πού τοϋ είχε ξεφύγει. Αστειεύτηκα. Τδπα γιά νά ιδώ πώς θά κάμεις... "Η νόμισες—κι' έδώ ή φωνή του ζωήρεψε— πώς λυπήθηκα πάλι τόσο πολύ, πού νά μήν ξέρω τί λέω ; "Οχι, καϊμένε ! "Οπως και νάναι έχω πεποίθηση πώς οί γέροι μου θά τά βολέψουν.

—· Κι' έγώ έλπίζω, άποκρίθηκε ένθαρρυντικά 6 Αντώνης, θ ά κάμουν δ,τι δ,τι μά δέ θά σάφήσουν έτσι. Αμαρτία θά ήταν. Επιτέλους, γιά νά σπουδάσεις έσύ, θάξιζε νά πουλήσουν και τό σπίτι. Μά και χωρίς αυτό, τό μαγαζί, έγνια σου, θά ξανανοίξει. Οί γέροι σου είναι νέοι. Μήν κοιτάς τόν δικό μου, πού φαλίρησε στά γεράματα και δέν μπόρεσε νά ξαναπάρει άπάνω του. Οί δι-κοί σου θά δουλέψουν. Κι' αν δέν μπορέσουν φέτο, θά σέ στεί-

ΠΛΟΓΣΙΟΙ ΚΑΤ ΦΤΩΧΟΙ 67

λουν τό έρχόμενο. Τό κάτου - κάτου δέ θά χαθεί ό κόσμος, άν χάσεις ένα χρόνο άπό τις σπουδές σου. Και μπορεί νά μή τόν χάσεις, άν μελετήσεις έδώ. Έ γ ώ βλέπω κι ' άλλους φοιτητές πού ένα χρόνο πάνε κι ' ένα κάθουνται.

— Μ' αύτοί είναι της Νομικής, ψιθύρισε, πολύ σκεπτικός τώρα, δ ΙΙώπος. Στή δική μας τή Σχολή, δέν μπορεί κανείς νά λείπει...

Και πάλι βυθίστηκε. Ό Αντώνης έξακολουθοΟσε νά τοΟ λέει παρηγορητικά, μά σχεδόν δέν τόν άκουγε. Είχε μεγαλώσει ή άνυ-πομονησία του νά γυρίσει στο σπίτι, νά έξετάσει. Συλλογίστηκε δμως πώς μέ τις φασαρίες, ούτε ό πατέρας του ούτε ό μπάρμπας του δέν θά είχαν γυρίσει...

Ήταν πάλι στή Στράτα - Μαρίνα. Στό ίδιο μέρος και τήν Ιδια ώρα πού, έδώ και δυο μήνες σχεδόν, ό Πώπος αίστάνθηκε τόση άγαλλίαση, κοιτάζοντας τό άγαπημένο τοπίο της πατρίδας ϋστερ' άπό τόν πρώτο ξενιτεμό. Μά σήμερα, τό ίδιο τοπίο λές και τοΟ καθόταν στό στήθος. Και δέν έβρισκε λίγη άνάσα, παρά δταν γύριζε όλωσδιόλου κατά τή θάλασσα και δέν έβλεπε παρά τάντι-κρινά άχνόθαμπα βουνά.

"Αχ, νά φύγει, νά φύγει! . . . Μακάρι και το>ρα... Δέ θάφευγε λοιπόν ;... Αλήθεια ή πρωινή φωτιά θά τόν άνάγκαζε νά διακό-ψει τις σπουδές του, νά μείνει στό μικρό τόπο, νά χωθεί κι' αυ-τός σέ κανένα γραφείο, σάν τόν Αντώνη ;

Κι ' ό Αντώνης τούλεγε, τούλεγε... Τόν έβλεπε στενοχωρη-μένο, τόν λυπόταν άληθινά—ποιός ξέρει—κι' έκανε δτι μποροΟσε γιά νά τόν άνακουφίσει... Κι' ίσως, άπ ' τήν πολλή του συμπό-νεση, μιά στιγμή του είπε κι ' αύτά :

— Έ σ τ ω και πώς θά χάσεις ένα χρόνο, πώς θά πάρεις τό δίπλωμά σου ένα χρόνο άργότερα. Τί μέ τοΟτο ; Είσαι τόσο νέος ! Κι ' άλλοι μπορεί νάναι πιό νέοι άπό σένα... Μή φοβασαι τίποτα. "Οσοι σ' άγαποΟν θά περιμένουν...

] Μ' δλο του τό βύθισμα, αύτά, ώ, τάκουσε πολύ καλά ό Πώ-πος! Ήταν , όλοφάνερα, γιά τήν Κλεμεντίνα... Αύτη ήταν βέβαια οί άλλοι, οί πιό νέοι άπ' αύτόν, κι ' αύτη πάλι ήταν δσοι τόν άγαποΟσαν, πού μπορούσαν και νά τόν περιμένουν.

Α σ υ ν α ί σ θ η τ α , ζύγωσε λ ιγάκι στό πλευρό τοΟ Α ν τ ώ ν η — γιατί ώς τώρα περπατούσαν κάπως ά π ο μ α κ ρ υ σ μ έ ν ο ι — κ α ι τόν κοίταξε στό πρόσωπο. ι .

—"Ω ναί! άποκρίθηκε. "Οσο γ ι ' αύτό δέν έχω κανένα φόβο. — Έ γ ώ άξαφνα ! είπε τότε ό Αντώνης μ' άλλο ϋφος. ΣοΟ

φαίνεται πώς θάνυπομονήσω άν βγεις καθηγητής ένα χρόνο άργό-τερα; Πόσο μάλλον ό πατέρας σου, ή μητέρα σου, ό μπάρμπας σου, πού σέ λατρεύουν...

Γ. ΞΕΝΟΠΟΓΛΟΪ Λ1ΙΛΝΤΛ

Ήταν φανερό πώς ό Αντώνης ήθελε τώρα μ ' αυτά νά σκο-τίσει τούς υπαινιγμούς του" μά δέν κατόρθωσε παρά νά τους κάμει καθαρότερους.) ΚαΙ στή στενοχώρια, στή θλίψη τοΟ ΙΙώπου, τά λόγια Ικεΐνα ηταν ή μόνη άνακούφιση. Κοίταξε μπροστά του τό τοπίο της χώρας καί τοΟ φάνηκε εύθυμότερο. Είχε άρχίσει νά έλπίζει.)

Μά ήταν δυνατό νά χαθεί αυτός, νά καταστραφεί, νά χάσει και τήν Κλεμεντίνα, έπειδή ένα ποντίκι την περασμένη νύχτα πήγε νά φάει τά σπίρτα στό μαγαζί τοΰ πατέρα του ;

— ΙΙοτέ ! νά χαλοΟσε ό κόσμος, ποτέ !

"Αμα δμως χωρίσθηκε άπό τόν 'Λντώνη, δλες του οί άνησυ-χίες ξαναγεννήθηκαν, θυμόταν περισσότερο τά πρώτα του λόγια παρά τά τελευταία καί δέν έβλεπε τήν ώρα νά έξηγηθεί μέ τόν πατέρα του, νά τόν άνακρίνει, νά τόν κάμει νά τοΟ πει ώς ποΰ έφτανε ή καταστροφή...

— Ή ρ θ ε 6 κύριος ; ρώτησε τήν Α γ γ ε λ ι κ ή πού τοΟ άνοιξε τήν πόρτα.

— Μάλιστα, στό περιβόλι είναι... — Κι ' ό μπάρμπας μου ; —Ήρθε κι* ό κύριος Διονυσάκης, μά ανέβηκε στήν κάμαρά

του νά πέσει. Είναι πολύ κουρασμένος. '() ΙΙωπος έτρεξε ίσια στό περιβόλι. Καί βρήκε τόν Σταθάκη

το Δαγάτορα μονάχο, καθισμένο κάτο> άπό μιά μικρή κρεβατίνα, πού τή σχημάτιζαν κισσός καί γιασεμιά. Ήταν στή μέση τοΟ περιβολιού κι ' έκεί συνήθως μαζευόταν ή οικογένεια. Φαίνεται πώς ό Σταθάκης κουβέντιαζε μέ τή γυναίκα του πού τόν άφησε προολίγου, νά πάει νά ίδεϊ τί κάνει ό Διονυσάκης. Νά ή ψάθινη καρέκλα της, άντικρύ στήν καρέκλα τοΟ άντρός της, δπως τήν παραμέρισε γιά νά σηκωθεί, κι ' ίσως ζεστή άκόμα... Γι* αυτό ό Σταθάκης, δταν άκουσε τά βήματα τοΰ ΙΙώπου στό χαλικόστρωτο δρομάκι, θά νόμισε πώς ήταν ή Βιργινία πού ξαναγύριζε νά συ-νεχίσουν τήν κουβέντα τους καί δέν έφρόντισε ν' άλλάξει ούτε τήν άπελπισμένη του στάση—καθόταν σκυφτός, τσακισμένος, καί κρα-τούσε τό μέτωπο του μέ τδνα χέρι — οϋτε τό υφος έκεΐνο τοΟ άν-θρώπου, πού δέν υποφέρει μόνο άπό μιά σωματική κούραση...

Κι ' έ ΙΙωπος τόν έπιασε σ' αύτή τή στάση καί μάτωσε ή καρδιά του.

Α λ ή θ ε ι α ήταν λοιπόν ;. . . — Καλησπέρα, πατέρα... — ! καλό στό παιδί! Ξαφνιάστηκε ό γέρος, άνανοήθηκε, προσπάθησε άμέσως νά

ΙΙΛΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 09

φανεί πιό φαιδρός" μά τοΟ κάκου ! Αύτή ή ιδια προσπάθεια δυ-νάμωσε περισσότερο τή βεβαιότητα τοΟ ΙΙώπου.

Τ ό κατάλαβε κι ' έκείνος κι ' άρχισε νά τά μπαλώνει : — Τί κούραση, θ έ μου!... Σ ' δλη μου τή ζωή δέν κουρά-

στηκα, παιδί μου, δσο αύτή τήν ήμέρα... Δέ θά τήν ξεχάσω ποτέ... Εύτυχώς τακτοποιήθηκαν δλα... Σιγουράραμε τό πράμα πού γλίτωσε. Καί τ ' άποκαΐδια δέν καπνίζουνε πιά. "Εσβυσε, πάει κι ' αύτό!... Έσύ τί κάνεις; ΙΙώς πήγε ό περίπατος; .. Εί-δες τούς φίλους...

— Καί πόσο πράμα γλίτωσε ; ρώτησε, άντί νάπαντήσει, δ ΙΙώπος.

— Μά... άρκετό. — Καί ξυλεία ; — Καί ξυλεία. "Οση ήταν στό μέσα υπόγειο, άπό τόν άλλο

δρόμο, προφτάσανε νά τή βγάλουν... σχεδόν δλη... — Τά τουφέκια ; —"£2, τά τουφέκια πές δλα! Μόνο πού χάθηκαν μερικά.

Μας τάκλεψαν. "Ε, σέ τέτοιες περιστάσεις... πρέπει νάμαστε κι ' ευχαριστημένοι.

— Καί πού τά φυλάξατε ; —Έπιάσαμε άμέσως άποθήκη... Στή Στράτα - Μαρίνα. "Ετυ-

χε άδειανή ή καινούργια τοΟ Φικιώτη... 'Εκεΐ. . . — Καί δέ μπορεί νά γίνει καί μαγαζ ί ; — Ή άποθήκη;. . . Μά... μπορεί, π(ος δέ μπορεί; . . . Δέν είν'

δμως άνάγκη. Σ ' ένα μήνα, τό πολύ, τό μαγαζί μας θάν' έτοιμο. "Αμα βάλουμε πολλούς μαστόρους...

— Ό νοικοκύρης δηλαδή... — Βέβαια ό νοικοκύρης. — Τό κτίριο... ήταν ά^φαλισμένο ; — Ναί... δέν ξέρω καλά... μά νομίζω. Αδιάφορο! Έ τ σ ι ή

άλλιώς, ό νοικοκύρης είναι πλούσιος άνθρωπος καί τό χτήμα του θά τό ξανακάμει δπως ήταν. Έ , δέ θέλει καί πολλά... Οί τοίχοι έμείνανε... μιά σκέπαση πές θά χρειαστεί.

— Τάπό μέσα δμως... θά γίνουν μ' έξοδα δικά μας... —"Ε, βέβαια, τά σκελετά, τό γραφείο, τά χωρίσματα...

Ε μ ε ί ς δέν τάχαμε κάμει ; . . . — Καί πόσο κόστισαν αυτά ; —"Α, μικρά πράματα... δέ θυμούμαι... — Μά πές, πές ! πόσο ; Δέκα χιλιάδες ; —"Οχι πάλι, καϊμένε!.. . Δέκα χιλιάδες δέν έχει τό μα-

γαζί τοΰ Δάφνου! Τί άπραγος πού είσαι του κόσμου!... Έ , δυό - τρείς...

«"Οσα ήθελα έγώ, γιά Ενα χρόνο στήν Αθήνα!» συλλογί-

70 Γ. ΞΕΝΟΠΟΓΛΟΓ Α Π Α Ν Τ Α

στηκε δ Πώπος. Και ρώτησε πονηρά ; — Ή άσφάλεια θά μας τά πληρώσει κι αύτά ; —· Τί ; έκαμε χωρίς νά θέλει 6 Σταθάκτ|ς. Αμέσως δμως συνήλθε καΐ διορθώθηκε : — Ναί, βέβαια, είπε" κάθε ζημιά, βλέπεις... Καί γιά νάλλάξει κουβέντα πρόσθεσε : —"Εχω δμως μια κούραση ! Ε ίπα της Βιργινίας νά φαμε

νωρίς καί νά κοιμηθώ... Σάν ψόφιος θά πέσω! /Η παραμικρή πιά άμφιβολία δέν έμενε τοΰ ΙΙώπου, πώς οί

πληροφορίες πού τοΰ έδωσε δ Αντώνης ήταν σωστές. Καί τί-ποτ ' άλλο νά μήν ήταν, έφτανε τό λυπημένο κι ' έκπληκτο Ικεϊνο «τί» πού ξέφυγε τοΰ πατέρα του... "Α, ήταν καιρός νά τά μάθει δλα! Γιατί τοΟ τάκριβαν τάχα έτσ ι ; Τόν έπαιρναν πιό άδύνατο κι ' άπό γυναίκα; Γιατί τής μητέρας του θά τάπαν βέ-βαια δλα, ένώ αυτόν τόν άφηναν νά φαντάζεται πώς δέν είχαν πάθει τίποτα

Καί νά Ισα - ίσα κ ι ' ή Δαγατορίνα, πού γύριζε σιγά στό περιβόλι νά έξακολουθήσει τή θλιβερή κουβέντα μέ τόν άντρα της... Ή παρουσία τής μητέρας του δέν έμπόδισε τόν ΙΙώπο νά κάμει τή μεγάλη έρώτηση· άπεναντίας τόν ένθάρρυνε.

— Γιά νά σού πώ, πατέρα, φώναξε άξαφνα, θέλω νά μάθιο δλη τήν άλήθεια: Τά μαγαζί τδχατε άσφαλισμένο; Τό έμπό-ρευμα έννοώ.

Ό Σταθάκης, μ ' έλαφρό τρόμο, σήκο)σε πρώτα τό κεφάλι του καί τοϋριξε μιά ματιά. "Επειτα γύρισε άλλοΟ καί πρόφερε σιγά :

—· Ούφ! περίεργος πού ε ίσαι! . . . Καί πώς σοΰ ήρθε ή ιδέα

— Ό Αντώνης τοΟ Φαραοϋ μοΟ τήν Ιβαλε, όμολόγησε δ ΙΙώπος. ΜοΟ είπε πώς ό προϊστάμενος του σας σταύρωσε μιά φορά νάσφαλιστεΐτε στό «Φοίνικα», μά σεις τό θεωρήσατε πε-ριττό.

— Έ , καί μέ τούτο ; φώναξε τώρα δ πατέρας σά θυμωμέ-νος·—ή κυρία Βιργινία είχε πλησιάσει στό άναμεταξύ καί είχε καθήσει στήν καρέκλα της μέ μιά έκφραση λύπης καί κόπου.—Τί τόνε γνιάζει τόν κύριο ΚαλοΟζο ή τόν κύριο Φαραό ; Αύτοί ζη-μιωθήκανε; Τούς παρακαλώ νά μήν άνακατεύουνται. "Οποιος έχει τά γένια, έχει καί τά χτένια. Όρ ίστ ' έ*εΐ !·..

— Σά νά λέμε λοιπόν, είπε άμείλικτα ό ΙΙώπος, καμμιά άσφάλεια δέν θά μας πληρώσει τίποτα. "Ο,τ' κάηκε, καλά καη-μένο, έ ;

Ή Δαγατορίνα κουνούσε τό κεφάλι της, ό Σταθάκης έπιασε μέ τά δυο χέρια τό δικό του, σάν άνθρωπος -;ού δέν μπορεί πιά

ΠΛΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 7 1

νά μιλεί άπό τόν πόνο. —"Α, δχι, φώναξε δ Πώπος· άφήστε τ ' αυτά. θέλω νά ξέρω

πόση είναι άπάνου - κάτου ή ζημιά μας ; ΙΙόσων χιλιάδων ξυλεία έκάηκε, καί πόσες χιλιάδες θά ξαναχρειαστοΟν γιά νά ξαναγε-μίσει τό μαγαζί δπως ήταν ; Λέτε !

— Γιά κάμε μου τή χάρη ! φώναξε δυνατότερα δ Δαγάτο-ρας. ΣοΟ είπα καί τό μεσημέρι πώς αυτές δέν είναι δικές σου δουλειές.

— Ά λ λ ά τίνος ε ί να ι ; Τοΰ Αντώνη μήπως ή τοΟ κυρίου Καλούζου ;

— Κανενός ! Δικές μας! ΤοΟ μπάρμπα σου καί μένα! — Κι' έγώ ; έκαμε δ ΙΙώπος. Έ γ ώ δέν είμαι τίποτα λοι-

πόν ; Μ' έχετε άκόμα γιά μωρό πα ιδ ί ; . . . — Έ , μά δέν ξέρεις τί λές! . . . τόν έκοψε ό πατέρας του.

Καί πρώτο μέ ρωτάς πράματα, πού ούτε μεΐς άκόμα δέν τά ξέ-ρουμε. "Ασε νά ίδοϋμε, άσε νά γίνει ή έκκαθάριση, νά λογαριά-σουμε τό πράμα πού γλίτωσε, νά μάθουμε καί τί ευκολίες μπο-ρεί νά μας κάμει δ άνταποκριτής μας στή Βενετία... 'Εξαρτα-ται, βλέπεις, άπό πολλά. "Αν άξαφνα δεχτεί αύτός νά μας στεί-λει κ ι ' άλλο πράμα πριν τοΟ άποπληρώσουμε τούτο-δώ. . . ξέρω κι ' έγώ ;... Μπορεί νά πεταχτεί κ ι ' ώς τή Βενετία δ Διονυσά-κης νά τά κανονίσει...

Ό ΙΙώπος, ό «άπραγος τοΟ κόσμου» μέ τό μαθηματικό κε-φάλι, αύτό τό βρήκε λογικό. Αλήθε ια , ήταν πράγμα πού μπο-ροΟσε νά μπαλωθεί, άλλά καί πού μποροΟσε νά ξηλωθεί χειρό-τερα. Όπωσδήποτε , καθόλου ευχάριστο. Καί βέβαια πού δέν ήξερε τί τοΟ γινόταν, δταν άκουσε τό πρωί μέ τόση άπάθεια τήν είδηση τής πυρκαγιας.

Μίλησαν κάμποσο άκόμα. Ό Δαγάτορας νά τοΟ έξηγεΐ κ ι ' δ ΙΙώπος νά παραδέχεται χωρίς άντιλογία. Κι ' ύστερα ό φοιτη-τής ρώτησε:

— [Τέλος πάντων, θά πάω φέτο στήν Αθήνα ή δέν θά πάω ; Αύτό θέλω νά ξέρω ! |

Ό πατέρας θύμωσε τώρα γιά καλά. —"Ε, μά νά μή μέ σκοτίζεις ! φώναξε. Έ γ ώ σοΟ λέω τόσην

ώρα πώς μπορεί νά μήν πάθαμε καί τίποτα, καί σύ... τό γουδί τό γουδοχέρι! "Ακου, λέει, άν θά πάει φέτο στήν Α θ ή ν α ! . . . Μά καί τό πουκάμισό μας, παιδί μου, πού λέει δ λόγος άν είναι νά πουλήσουμε, θά πάς. Μήν έχεις γ ι ' αύτό καμμιά άνησυχία. Κοί-ταξε μόνο τά μαθήματά σου... Δέ στδπα καί τό μεσημέρι ;

"Ετσι θάταν—συλλογίστηκε δ Πώπος. Μήπως δέν τοΟ τδ-πε κ ι ' δ Αντώνης, πού τάξερε δλα; . . .

— θ ά πας, παιδί μου, θά πάς, πρόσθεσε κι ' ή κυρία Βιρ-

73 Γ. ΞΕΝΟΠΟΓΛΟΓ ΑΠΑΝΤΑ

γινία. Μπορεί νά μήν πάς δπως πήγες πέρσι, μά χι σέ πειράζει αύτό ; Στήν Αθήνα ζει κανείς και μέ πολύ λιγότερ' άπό διακό-σιες δραχμές. Ε ίν ' ένα σωρό φοιτητές, πού δέν τούς στέλνουν άπό δώ παρά εκατόν είκοσι τό μήνα, έκατό, όγδόντα...

— Κι ' έξήντα ! είπε δ ΙΙώπος μέ κάποια πικρία. Έ γ ώ ξέρω έναν, πού δέν ξοδεύει περισσότερα.

—"Ε, ά'μα δέν έχει ; συμπλήριυσε δ πατέρας. Αύτό λοιπόν ήταν ; θ ά τόν έστελναν, μά θά τοΟ κουτσού-

ρευαν τό μηνιάτικο ;... Τή στιγμή έκείνη, δ ΙΙώπος θυμήθηκε τό φίλο του Μένη Μανιά, τό σπίτι του, τά λοΰσα του, τά πλούτη του. Κι ' αύτό δέν τοϋ άρεσε καθόλου.! Πώς θά μπορούσε πια νά συναναστρέφεται τέτοιο λαμπρό κόσμο, άν δέ θάχε κι ' αυτός νά κάνει κάθε τόσο κι ' ένα τραπέζι τοϋ Μένη στοϋ Πελοπίδα;)... Και καλά πού άπό πέρσι είχε κάνει άφθονα ρούχα" μπορούσε νά περάσει καΐ φέτο' είδεμή, τί μούτρα θάχε, νά παρουσιάζεται στά σαλόνια τοΟ Μανιά; . . .

Ά λ λ α δσο κι ' άν δέν του άρεσε αύτό, άμέσως τοΟ ήρθε κ ι ' ή σκέψη πώς στήν Αθήνα δέν πήγαινε παρά γιά νά κάνει μέλ-λον. Πώς τόσα άλλα φτωχόπαιδα, πού έτρωγαν τό βράδυ στό μπακάλικο και τό μεσημέρι στήν κάμαρά τους ή. . . πουθενά;

— Φυσικά, είπε μ ' έγκαρτέρηση καί μέ χαμόγελο1 κ ι ' έγώ δέν Ιχω τήν άξίωση νά ξοδεύω περισσότερ' άπ ' δσα μπορώ. Μά έκατό δραχμές; έκατό ! όγδόντα ; όγδόντα !

— Κάνε τή δουλειά σου ! τοΟ άποκρίθηκε μαλακά τώρα δ Δαγάτορας. Ποτέ δέ θά σέ στείλουμε μ ' όγδόντα δραχμές ή μ ' έκατό. Ν ά σπουδάσεις είπαμε ναί, μά δχι καί νά πεθάνεις... Καί καθώς είσαι μαθημένος, παιδί μου, έσύ...

— ΚαΙ καθώς είσαι καί λιγάκι τρυποχέρης, πρόσθεσε μέ άμυδρό χαμόγελο ή μητέρα, πού είχε άκούσει άλλοτε τό λόγο αύτό άπό τόν άντρα της.

Α, δ χ ι ! φώναξε δ Πώπος. Μήν κοιτάτε τί ξόδεψα πέρσι. ΙΙρώτο πού, δόξα σοι δ θεός, είχα" έπειτα δέν ήξερ' άκόμα τήν Αθήνα. Τώρα πού τήν ξέρω, θά ζω τό ίδιο καί μέ τά μισά.\

— Καλά, καλά. Αυτά δλα είναι πρόωρα. "Ασε νά ίδοΟμε σοΟ λέω. Μπορεί καί νά μή γίνει άνάγκη νά στερηθείς τίποτα.

— Ναί, μακάρι. "Οχι γιά μένα παρά γιά σας. Ά ν γίνει δμως άνάγκη, θά μοΟ τό πείτε θαρρετά. Δέ θέλω νά μέ παίρνετε γιά παιδί. Δέ θέλω νά ξέρει τις δουλειές μου ό Αντώνης τοΟ ΦαραοΟ καλύτερ' άπό μένα...

I Καί τά μάτια του δάκρυσαν, κι ' ή φωνή του πνίγηκε... Τουρθε νά πέσει στήν άγκαλιά της μάνας του, νά φιλήσει τό χέρι τοΟ πατέρα του καί νά κλάψει μαζί τους, νά κλάψει πολύ, νά ξεθυμάνει γιά δλα.

ΠΛΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 87

Μά ντράπηκε καί κρατήθηκε] "Ετσι πιό πολύ δέν θά τόν έπαιρναν γιά πα ιδ ί ; . . . Καί ρώτησε άμέσως, σταθερότερα:

— Πώς είναι ό μπάρμπας ; "Επεσε στό κρεβάτι ; — Έ π ε σ ε , άποκρίθηκε ή κυρία Βιργινία, μά δέν έχει τίποτα.

Κουρασμένος μόνο καί πονοκεφαλιασμένος. —Καί ποιος δέν ε ίνα ι ! πρόσθεσε ό Σταθάκης.

Δείπνησαν νωρίς. Ό Πώπος βιαζόταν νάνεβεΐ στήν κάμαρά του, νά μείνει μονάχος, νά οώσει διέξοδο στη στενοχώρια του.

Γιατί δέν είχε ήσυχάσει μέ τά ήσυχαστικά λόγια τοϋ πατέ-ρα του. ΤοΟ περνούσε ή ίδέα πώς έξακολουθούσαν νά τόν γελοΟν. Πώς πρωτύτερα τοΟ τάκρυβαν δλα ; Τώρα θά τούκριβαν τουλά-χιστο τά μισά...

Τό μαγαζί δέν ήταν άσφαλισμένο—αύτό πιά τοΟ τόμολό-γησαν. Ή περιουσία δμως τοΟ Διονυσάκη έφτανε γιά νά πληρώ-σουν τό καμένο πράμα, νά φέρουν καινούργιο, νά ξανακάμουν τό μαγαζί καί νά τόν ξαναστείλουν στήν Αθήνα έστω καί μ ' έκατό δραχμές τό μήνα;

) Δέν τόλμησε νά ρωτήσει. ΤοΟ φάνηκε κάπως άπρεπο, λι-γάκι χονχρό| νά πει τοΟ πατέρα του «πόσες χιλιάδες έχει στή μπάντα ό μπάρμπας του ;» | Κι ' ή μητέρα του, πού τή ρώτησε άπόξω - άπόξω, δέν ήξερε νά τοΟ πει «μά τήν άλήθεια».. . Κι ' άν ό λογαριασμός τοΟ Αντώνη ήταν σωστός ; "Αν δλη αυτή ή μικρή, μά θετική ώς τώρα περιουσία, έπρόκειτο νά γίνει άρνη-τική, μέ Ινα π λ ή ν μπροστά, μ ' ένα χρέος στή ράχη ;... Ά π ό ποΟ θά τό μάθαινε ;

ΤΩρες έμεινε στήν κάμαρά του, μισοντυμένος, άγρυπνος, νά συλλογιέται δλ' αυτά, πότε καθισμένος στό κρεβάτι, πότε σου-λατσάροντας καί προσέχοντας νά μή κάνουν κρότο οί παντοΟφλες του, πότε μπροστά στό τραπέζι του, κάτω άπ ' τό κόκκινο φως μιας λάμπας τοΟ λαδιοΟ πού έπεφτε σ' ένα μεγάλο κόκκινο στυ-πόχαρτο, καί πότε στό παράθυρο μέ κλεισμένες τις γρίλλιες καί τά χζάμι ' άνοιχχά. Ά π ό τις χαραμάδες έβλεπε τά ξεχαρβαλωμένα παράθυρα τοΟ Ρουκαλέικου" μά τήν Κλεμεντίνα δέν τήν θυμόταν άπόψε σχεδόν καθόλου. Περισσότερο έφερνε μπροστά του τό μοΟ-τρο τοΟ Αντώνη, πού τό δειλινό, στόν περίπατο, είχε άλλάξει τόσες έκφράσεις. Μ' άκόμα περισσότερο θυμόταν τό Μένη Μανιά. Τούρχόταν νά . καθήσει τώρα έκεΐ, νά τού κάνει ένα μεγάλο γράμμα, νά τοΟ τά πει δλα... "Οχι δμως καί πώς έκινδύνευε νά διακόψει τις σπουδές του καί νά μή τόν ξαναϊδεΐ ίσως ποτέ. Μια δυστυχία μποροΟσε νά τοΟ φανερώσει, μά δχι καί μιά τελεία κα-ταστροφή.

78 Γ. ΞΕΝΟΙΙΟΓΛΟΓ ΑΠΑΝΤΑ

Καί δμως πώς τή φοβόταν !... Αδύνατο νά ήσυχάσει, ούτε ιδέα νά πέσει στό κρεβάτι. Κι' οΕ ώρες περνούσαν, καί τά ρο-λόγια τής χώρας, μακρινά καί κοντινά, τις χτυπούσαν δυνατά, καθαρά, στήν ξάστερη ήσυχία της νύχτας. ΟΕ δικοί του είχαν πέσει πρό πολλού καί τώρα βέβαια θά κοιμόνταν.

Μ' άλήθεια, νά κοιμόνταν;... Κι ' ό πατέρας του άκόμα;. . . κι ' ό μπάρμπας του; . . . Μά τότε θάταν ή'συχοι, καί τότε ή συμ-φορά δέν θάταν δση τή φοβόταν!...

Κι' άξαφνα του ήλθε ή ιδέα νά πάει νά ιδεί. Πέταξε τις παντούφλες του, έμεινε μέ τις κάλτσες καί βγήκε

στό διάδρομο, στά σκοτεινά. Στήν άλλη άκρη, ήταν ή πόρτα της κάμαρας τοΰ Διονυσάκη. Πήγε σιγά-σιγά ώς έκεϊ καί κόλλησε ταύτί του στό ξύλο, κρατώντας τήν αναπνοή του.

Τίποτα, ήσυχία. Ούτε ροχαλητό, οδτε άγκομαχητό ! Τόσο καλά λοιπόν κοιμόταν ό μπάρμπας ;

Περίεργο !... Στάθηκε άκόμα λίγο γιά νά βεβαιωθεί. Κι' άξαφνα, στή

βαθιά σιωπή τού σπιτιού, άκουσ' ένα βαθύ στεναγμό καί δυό λόγια σιγανά, μά καθαρότατα :

—"Αχ, δυστυχία μου !... Συγχρόνως τρίξιμο κρεβατιού καί θρόισμα σκεπασμάτων. •Νά! ό μπάρμπα Διονυσάκης δέν κοιμόταν, δχ ι ! Αναστέ-

ναζε, παραμιλούσε καί γύριζε στό κρεβάτι του σάν τό ψητό. | « Ά χ , δυστυχία μου !...» συλλογίσθηκε κι ' δ Πώπος... Απομακρύνθηκε σιγά, σάν τόν κλέφτη καί μέ λίγα βήματα

βρέθηκε στό κεφαλόσκαλο. "Ενα παράθυρο ήταν έκεϊ όλάνοιχτο κι' 4 νυχτερινός αέρας, άπό τή θάλασσα, έμπαινε δροσερός, σχε-δόν κρύος. Ό Πώπος αίστάνθηκε μιά σύγκορμη άνατριχίλα. Καί πήρε τή σκάλα, πιασμένος δυνατά άπό τό σιδερένιο στήριγμα, γιά νά πατεί έλαφρά καί νά μήν κάνει καθόλου κρότο.

"Εφτασε κάτω. Έ κ ε ϊ πού τέλειο>νε ή σκάλα, ήταν ένα τε-τράγο>νο άντρεδάκι μέ δυό άντικριστές πόρτες. Ή μία ήταν της σάλας, ή άλλγ) τ7]ς κρεβατοκάμαρας τών γονιών του. Πήγε σ' αύτή κι ' άφορφάστηκε.

Στήν αρχή, ήσυχία. Μά δέν τόν γέλασε κι ' αύτή τή φορά τόν Πώπο, γιά νά πει πώ; 6 πατέρας του κι ' ή μητέρα του κοι-μόνταν. Περίμενε νάκούσει... Καί νά σέ λίγο, ένας μικρός θόρυ-βος, σά νά κουνήθηκε κάποιος στό κρεβάτι κι ' άμέσως ή φιονή τής μητέρας του πού ρωτούσε άνήσυχα:

— Στάθη, τί έχεις; . . . — Τίποτα, τής άποκρίθηκε ό πατέρας του. Άφησέ με νά

κοιμηθώ ! — Μά δέν κοιμήθηκες άκόμα;...

ΙΙΛΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 79

— Ούφ, δέν ξέρω... — Είσαι στενοχωρημένος... — Ούφ, άσε με ! δέν έχω τίποτα ! Καί μιά ταραχή δυνατότερη, μέ κρότο σιδερικών, μαρτύ-

ρησε πώς ό Σταθάκης γύρισε άπότομα, θυμωμένα, άπό τάλλο μέ-ρος, γιά νά μή τόν ένοχλεϊ μέ τις έρωτήσεις της ή γυναίκα του — ναί, αύτό ήταν!—καί νά μπορέσει πιά νά κοιμηθεί.

Πάλι ήσυχία... Καί σέ λίγο, ένας πνιγμένος στεναγμός τής Δαγατορίνας...

| Κι ' έκεϊ λοιπόν άγρυπνούσαν, κι ' έκεϊ άναστέναζαν, κι ' έκεϊ γύριζαν στό κρεβάτι τους σάν τό ψητό..}

Τί άλλο ήθελε νάκούσει—τί άλλο ήθελε νά μάθει ό δυστυ-χισμένος ό {Ιώπος;... Ανέβηκε πάλι τή σκάλα—άκόμα πιό προσεχτικά, πιό σιγά, τώρα πού ήξερε πώς δέν κοιμόταν κα-νείς—καί ξαναπέρασε στό διάδρομο, γιά νά γυρίσει στήν κά-μαρά του. "Αξαφνα τού ήρθε μιά Εδέα. Κι ' άντί νά μπει στήν πόρτα του, προχώρησε άκόμα, ώσπου έφτασε στήν πορτίτσα τής σοφίτας.

Έκεΐ-μέσα πλάγιαζε ή Αγγελ ική , ή μαγείρισσα. Κι ' ήθελε τώρα νάκούαει, άπό περιέργεια: κοιμόταν τουλά-

χιστο αύτή ; "Ω, ναί! Έ ν α ήχερό ροχαλητό, άραιό, πού μέ κόπο έπαιρ-

νες τό ρυθμό του—ένα ροχαλητό γέρικο, κουρασμένο κι ' άψήφι-στο—τόν πληροφόρησε άμέσως.

Γιατί τάχα αύτό, τό άπλούστατο, νά κορυφώσει τή θλίψη τού Πώπου ;

Δέν θάξερε κι ' ό ίδιος. Μά ήταν άδύνατο πιά νά κρατηθεί.

| Μπήκε στήν κάμαρά του, έκλεισε πίσω του τήν πόρτα, πήγε 8>ς τό παράθυρο, κι ' έκεϊ, στηρίζοντας τό κεφάλι στις κλειστές γρίλλιες, κοιτάζοντας, χο>ρίς νά βλέπει, κατά τά παράθυρα τοΟ Ρουκαλέικου, έκλαψε, έκλαψε ώς τό πρωί. [

"Ολες οί συγκρατημένες άγωνίες τής φοβερής έκείνης ήμέρας, πού άρχισε άπό έναν τρόμο, πού πέρασε άπό μιά τεχνητή γαλήνη καί τελείωσε σέ μιά βαθύτατη θλίψη—ξεσπούσαν τώρα στό με-γάλο αύτό ξεθύμασμα, στόν άτέλειωτο θρήνο.

Δ

ΕΝΑΣ Γ Α Μ Π Ρ Ο Ι ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΛΕΜΕΝΤΙΝΑ

^ έ ν είχαν περάσει ούτε δεκαπέντε μέρες άπό τήν κατα-στροφή.

Έ ζωή τών Δαγατοραίων είχε άλλάξει πολύ. Γιατί μ* δλες τΙς θλιβερές φασαρίες, πού άκολούθησαν τήν πυρκαγιά, έπειδή μα-γαζί κατά τό παρόν δέν υπήρχε, οί γέροι είχαν περισσότερες ώρες έλεύθερες. Κι* είτε γιά νά δείχνουν στόν κόσμο πώς δέν ήταν κι ' όλωσδιόλου χαντακωμένοι, είτε γιατί στίς στενοχώριες τους αίστάνονταν οί άνθρωποι τήν άνάγκη νά ξεσκάσουν λιγάκι—συ-χνά, ταχτικά σχεδόν, τάπόγεμα έβγαιναν μέ τόν ΙΙώπο. Αντά -μωναν κι* άλλους φίλους, έκαναν μακρινούς περιπάτους, πήγαι-ναν καί στό ψάρεμα μέ τή βάρκα, τέλος πάντων διασκέδαζαν.

— Δέ σάς τδπα έγώ κείνη τήν ήμέρα; τούς θύμιζε δ Πώ-πος. Νά, πού κάθε κακό έχει καί τό καλό του.

— Καί δέ σοΟ είπαμε καί μεΐς, πώς δέν ϊχουμι κανένα σκοπό νά πεθάνουμε ; τοΟ άπαντοΟσε ό Σταθάκης. Νά το τώρα, τό βλέπεις.

Καί τήν κυρία Βιργινία τήν έπαιρναν καμμιά φορά, μάλιστα δταν πήγαιναν μέ αμάξι. ΤΙς άλλες μέρες, ή Δαγατορίνα πήγαινε στις φίλες της μονάχη ή τΙς δεχόταν στό περιβόλι, κάτω άπ ' τήν άνθισμένη γιασεμιά.

— Λοιπόν, πώς πάμε ; ρωτούσε ό Πώπος κάθε τόσο τόν πα-τέρα του.

— Καλά, τού άπαντοΟσε ό γέρος. Πρέπει νάμαστ' ευχαρι-στημένοι.

Καί τούδινε δσο μποροΟσε πιό ευχάριστες πληροφορίες: Τό πράμα πού είχε γλιτώσει, ήταν άρκετό... θ ά ξανάκαναν μ ' αύτό τό μαγαζί, μόλις τελείωνε ή έπισκευή τοΟ κτιρίου... Μά κι* άπό τήν άποθήκη τώρα κάτι πουλοΟσαν... Κι ' άπό τή Βενετία πού είχαν γράψει, περίμεναν άπάντηση εύνοϊκή...

—|Δέ βαριέσαι! έπρόσθετε ό γέρος. Μπόρα ήταν καί πέ-ρασε... ΙΙές πώς πέρασε !

Πολύ έπιφυλακτικότερος ήταν ό μπάρμπα - Διονυσάκης. Μά τοΟ ΙΙώπου τοΟ έφτανε ή αισιοδοξία τοΟ πατέρα του.Ι Καί κάτι

ΗΛΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 77

μέ τή διασκεδαστική ζωή πού έκαναν τώρα, κάτι μέ τις καλές πληροφορίες πού τοϋδιναν—καί τόν Αντώνη δέν τόν έβλεπε συ-χνά, γιά νά τόν άπογοητεύει—δ φοιτητής μας άρχισε νά ξεχνά γιά καλά τις υποψίες, τις άνησυχίες, τούς φόβους του καί νά πι-στεύει, άλήθεια, πώς ήταν «μπόρα πού πέρασε»... Κι ' έγινε πάλι άμέριμνος κ ι ' εύτυχισμένος, σχεδόν σάν πρώτα.)

Μ' αύτό δέν έβάσταξε πολύ. Καινούργιες άνησυχίες, και-νούργιοι φόβοι ήλθαν πάλι νά τόν ταράξουν. Κι ' άπό άλλη αιτία, πολύ διαφορετική...

Είχαν δέν είχαν περάσει είκοσι μέρες άπό τή φοβερή έκείνη τής πυρκαγιάς, δταν, Ινα πρωί κατά τις δέκα, πριν βγεϊ έξω δ Πώπος, παρουσιάστηκε στό σπίτι ό πατέρας τής Κλεμεντίνας:

—"Ω, προσκυνώ... Σκουζάτε... Μπορώ νά ίδώ τήν άρχόντισσα ; Ό γέρο - Ρουκάλης είχε τό ίδιο έκείνο ταπεινό καί ζητιάνικο

Οφος πού έπαιρνε μπροστά ατούς Δαγατοραίους, καί μάλιστα δσες φορές πήγαινε στό «άρχοντικό» τους, νά παρακαλέσει τή Δαγατορίνα νά τοΟ κάμει γαλλικά τό γράμμα του πρός τούς πλού-σιους συγγενείς τής Ρωσίας. Σήμερα δμως, μαζί μέ τό δφος αύτό, έδειχνε καί κάποια συγκρατημένη χαρά καί κάποια άλλη σπουδαιότητα" τόσο, πού ό Πώπος κατάλαβε άμέσως πώς δέν θά έπρόκειτο άπλώς μόνο γιά τή μετάφραση ένός ευχαριστήριου. Γι* αύτό, άν καί δέν είχε καμμιά δουλειά στό σαλονάκι, δπου ή κυ-ρία Βιργινία, μέ τή συνηθισμένη της καλοσύνη, δέχτηκε τό γεί-τονα, ό νέος, άντί νά φύγει, τραβήχτηκε πάρα μέσα, στό παρά-θυρο, έπιασε στά χέρια του ένα φιγουρίνι πού βρέθηκε κεί σ' ένα τραπεζάκι, καί καμώθηκε πώς βλέπει, άπό περιέργεια, τά σχέδια...

— Μιά μεγάλη χάρη θά μοΟ κάμεις, κυρά μου, άρχισε νά παρακαλεί δ γέρο - Ρουκάλης.

— Πολύ εύχαρίστως... δ,τι θέλετε κ ι ' δ,τι μπορώ... — Τό ξέρω... Τήν άπειρη καλοσύνη τής κυρά - Δαγατορίνας,

σέ μένα καί στή φαμίλια μου, τήν ξέρω... Μά σήμερα θά σέ βάλω σέ κόπο μεγάλο... Δέν είναι, παναπεΐ , τό συνηθισμένο γράμμα.. . λίγα καλά λόγια, βγαλμέν' άπ ' τήν καρδιά, καί τελείωσε... "Οχι! Παρουσιάστηκε άλλη ύπόθεση, άλλη ιστορία σοβαρή, καί. . . θά χρειαστεί νά γράψουμε περισσότερα...

— Δέν πειράζει, κύριε Ρουκάλη. Γράφουμε δσα θέλετε... Τί καλό συμβαίνει;

Καί σά νά είδε μιά στιγμή τό γέρο δισταχτικό, ή κυρία Βιργινία γύρισε καί κοίταξε τόν ΙΙώπο.

—|'Α, δέν πειράζει, κυρά μου ! ε ίπ ' ευθύς δ γέρο - Ρουκάλης πού κατάλαβε τό κίνημα. Μπορεί νάκούσει κ ι ' ό κύριος Πώπος.^

78 Γ. ΞΕΝΟΙΙΟΓΛΟΓ ΑΠΑΝΤΑ

Μόνο νά μήν τό πει σέ κανένα, οϋτε στόν Αντώνη.. . — Σας οίνο» χό λόγο μου, άποκρίθηκε ό Πώπος. Μπορείχε

νά μιλήσετε μέ κάθ' έμπιστοσύνη. Κι ' ένώ χό άπλούσχερο θά ήχαν νά βγει καί νά χούς άφή-

σει, μιά πολύ ζωηρή κι ' άσυνήθισχη γ ι ' αύχόν περιέργεια, κάχι σχεδόν σάν προαίσθημα, χόν έσπριοξε νά έπωφεληθεί άπό χήν άδεια πού χοΟ έδωσαν ίσως άπό άπλή ευγένεια, καί νά μείνει.

Ή άδιακρισία αύτή δέν έπείραξε καθόλου χόν Ρουκάλη, πού άρχισε χότε χήν ίσχορία χου χαμηλόφωνα, κοιχάζοντας χή Δαγα-χορίνα, μά καί τόν ΙΙώπο:

\Είχε βρεθεί Ινας πολύ καλός γαμπρός γιά τήν Κλεμεντίνα του. Μά γιά τό θ ε ό ! ούτε λέξη σέ κανένα!... Ήταν κάποιος άπό τούς Καρότσηδες, μακρινός συγγενής μάλιστα. 'ΟΜίμης ό

4να£0τ20£.—έδωπά πού τά λέμε—δ δικηγόρος) ΜεγάΙος, αλή-θεια, λιγά,κι γιά τήν Κλεμεντίνα, άπάνου άπό τριανταπέντε, μά τί τά θές! 1θμορφάνθρωπος, λεβέντης, άρχοντας, καί μ' έπιστή-μη. Σπάνιο πράμα, τύχη μιά φορά.) Είδε, πού λέτε, τήν Κλεμεν-τίνα στό πανηγύρι τών Αγίων ΙΙάντων, τό βράδυ, καί τού άρεσε πολύ. Ά μ α έμαθε μάλιστα πώς είναι καί Ρουκαλοπούλα, ένθου-σιάσχηκε. Κι ' είπε σέ μιά ξαδέρφη, πώς θά χήν έπαιρνε μ' δλη του τήν ευχαρίστηση. Ό Μίμης ό Καρότσης δμως είναι άνθρω-πος πού θέλει προίκα. Καί τού χρειάζεται, γιατί δέν έχει με-γάλη περιουσία, καί τού πρέπει, γ ιατ ' είναι άπό φαμίλια καί μέ σειρά, θ ά πεις : καί μήπως ή Κλεμεντίνα έχει προίκα ; "Οχι βέβαια. Πεντάρα τό καϊμένο. Ό μπάρμπας της δμως κι ' ή θειά της, στή Ρουσία, άμα μάθουν πώς της παρουσιάσχηκε χέχοια χύχη, μπορεί ποχέ νάδιαφορήσουν καί νά μήν χής στείλουν ένα ποσό—μά πενήνχα χιλιάδες, μά χριάνχα, μά είκοσι έπιτέλους— γιά νά πραγμαχοποιηθεΐ ; Άδύναχο !

/Γιατί τί λέει κι ' ή παροιμία; Βούρλο μέ βούρλο, σπάρτο μέ σπάρτο. Λοιπόν, άν πόΟμε πώς δ Μίμης δ Καρότσης είναι σπάρ-το, σπάρτο είναι κι ' ή Κλεμεντίνα. Ά π ό τό ίδιο σόι, άπό τήν ίδια σειρία, άπό τήν ίδια σχεδόν οικογένεια. Κι' οί συγγενείς τής Ρουσίας, πού τά κοιτάζουν αύτά καί τά προσέχουν, θά ευχαρι-στηθούν τώρα καί θά κάμουν δ,τι μπορούν γιά νά ταιριάσουν τό ταιριαστό ζευγάρι, τό ο ι κ ο γ ε ν ε ι α κ ό . ) Φτάνει νά τούς τά γρά-ψει ή κυρία, νά τούς τά πει δπως πρέπει, νά τούς τά έξηγήσει...

Κι ' αύτό τήν παρακαλούσε τώρα δ γέρο • Ρουκάλης. Νά κάμει άπό μέρος του χό γράμμα, νά χό συνχάξει ή ίδια δπως ξέρει, νά πει δλη χήν ίσχορία καί νά βάλει καί χά σχολίδια έκεϊνα πού χρειάζουνχαι, γιά νά συγκινηθούν οί έκαχομμυριούχοι...

— Γιατί έχουνε μιλλιούνια! έπρόσθεσε δ παχέρας χής Κλε-μεντίνας. Καί δχι φράγκα, παρά ρούμπλια. Τά διπλά παναπεΐ

ΙΙΛΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 79

καί τά τριπλά... 'Εγώ λέω πώς καί πενήντα χιλιάδες, κι ' έκατό, μπορεί νά στείλουν στόν ένθουσιασμό τους. Τό γράμμα ! φτάνει τό γράμμα νά είναι δπως πρέπει.

— Μά δέν έκάμαχε χό σχέδιο δπως πάνχα ; ρώχησε ή Δαγα-χορίνα.

—"Οχι, άποκρίθηκε δ Ρουκάλης. 'Επροτίμησα νά σού τά πώ, κυρά μου, καί νά σάφήσω στή διάθεσή σου, νά τά γράψεις δπως θέλεις. 'Έτσι θά γίνει καλύτερο.

— Ευχαρίστως, είπε ή Δαγατορίνα. Κάνω έγώ ένα σχέδιο, σας τό διαβάζω, κι ' άν σας άρέσει...

— Μήν τό ματαπείς ! έφώναξε ό Ρουκάλης. Ή κυρά μας θά τό κάμει, ή γραμματισμένη μας, ή σοφή μας, τό καμάρι τού τό-που μας, καί δέ θά μοΰ αρέσει ; Μήν τό ματαπεΐς!

"Ολη αύτή τήν δμιλία, δ Πώπος τήν άκουσε άπό τή θέση του, χωρίς νά πει^μιά λέξη. Καί δμως ούτε στιγμή δέν ξέχασαν τήν παρουσία χου. Κάθε χόσο, καί ή μηχέρα χου καί ό Ρουκά-λης, γύριζαν καί χόν κοίχαζαν.

Γιαχί άραγε; Ό Ρουκάλης χδξερε πώς κάποχε έγραψε χής Κλεμενχίνας

ένα γράμμα πού χού χό έσχειλε πίσω μέ χόν άδελφό χης—έχσι νόμιζε χουλάχισχο. "Ηξερε δμως καί πώς χήν άγαπούσε άκόμα;

"Ισως. Τό βλέμμα χου ήχαν έξεχασχικό, άν καί χωρίς χαι-ρεκακία.

Ή μηχέρα χου πάλ ι ; Είχε μανχέψει κι ' αύχή χό αΐσθημά του, είχε τουλάχιστο κάποια υποψία, καί τόν κοίταζε γιά νά Εδει άν είχε γελαστεί ή άν είχε μαντέψει καλά ;

"Ισως. Τό βλέμμα της, έπίσης έξεταστικό, φανέρωνε κι ' άνησυχία.

| θ Πώπος δμως κραχιόχαν. Τίποχα δέν έδειχνε χό πρόσωπο χου έκείνη χή σχιγμή. Τόσο ή μηχέρα χου, δσο κι' δ Ρουκάλης, θά συμπέραναν πώς καμμιά ένχύπωση δέν χούκανε ή ίσχορία χού Μίμη χοΟ Καρόχση. | Καί δέν έπαιρνε χήν Κλεμενχίνα δποιος ήθελε ; Μά βούρλο, μά σπάρχο, δέν έδινε πενχάρα!

^Εκείνος ήξερε δμως χι κόπο έβαζε γιά νά μή δείχνει παρά ένα άπλό, εύγενικό ένδιαφέρο γειχόνου καί φίλου ! Νά μιά και-νούργια συμφορά, χίλιες φορές μεγαλύτερη άπό έκείνη πού χόν είχε βρεϊ έδώ καί λίγες ήμέρες!. . | Τό μαγαζί οί γέροι χου χό είχαν άνασφάλιστο. Μά μήπως αύχός είχε περισσότερο άσφαλι-σμένη τήν Κλεμεντίνα ; Τί, έπειδή μέ μισό στόμα τού είπε δυό-τρείς φορές πώς τόν άγαπά κι ' άλλες τόσες πώς θά τόν περιμένει, μπορούσε νά είναι βέβαιος πώς τά μυαλά της δέν θάπαιρναν άέρα, άμα μάθαινε πώς τή θέλει καί τή γυρεύει τέτοιος γαμπρός ;

Γιατί ό Πώπος τά πίστεψε άμέσως δλα : Καί πώς ό Μίμης δ

80 Γ. ΞΕΝΟΙΙΟΓΛΟΓ ΑΠΑΝΤΑ

Καρότσης ξετρελάθηκε μέ τήν Κλεμεντίνα, καί πώς έδήλωσε στήν ξαδέλφη δτι, άν υπάρχει κάποια προίκα, τήν παίρνει. Ποϋ νά φανταστεί δτι τά μισά τουλάχιστο τά είχε βγάλει άπ' τό νοΟ του ό γέρο · Ρουκάλης! Γιατί έτσι ήταν : Ό Μίμης ό Καρότσης είδε άπό κοντά τήν Κλεμεντίνα στό πανηγύρι τών Αγίων Πάντων, τοϋ άρεσε, είπε στόν κύκλο «τί δμορφη κοπέλα πού έγινε τούτη ή ξαδέρφη μας», κι ' αύτός ό καλός λόγος έφτασε 6>ς ταύτιά τοϋ πατέρα της. Μά τίποτα περισσότερο. Τάλλα τάπλασε δ γέρο -Ρουκάλης, γιά νά δημιουργήσει μιά πρόφαση καί νά μπορέσει μ' αύτή νά γυρέψει πιό θαρρετά παράδες άπ' τούς πλούσιους συγ-γενείς. Μπορεί τώρα νά τά πίστευε κι ' ό ίδιος, δπως τό παθαί-νουν συχνά οί φαντασιοκόποι ή τουλάχιστο νάχε τήν ίδέα πώς, μέ καμμιά πενηνταριά χιλιάδες, μποροϋσε νά τυλιχτεί ό Μίμης ό Καρότσης, μιά φορά πού τάρεσε ή Κλεμεντίνα. Ά λ λ ' άπ ' αύτό ώς έκείνο πού διηγήθηκε σήμερα, ή άπόσταση ήταν τόσο σχεδόν με-γάλη, δσο κι ' άπό κείνο πού αίστανόταν τώρα δ Πώπος, ώς έκεί-νο πού έδειχνε.

Μά μποροϋσε ό δυστυχισμένος νά τό φανταστεί καί νά μή τά φοβηθεί δλα—προπάντων τή συγκίνηση πού θά προξενοϋσε στούς συγγενείς τής Ρωσίας τό γαλλικό γράμμα τής μητέρας του καί τις φοβερές συνέπειες πού μποροϋσε νάχει ; Γιατί τότε ήταν πού θάχανε τήν Κλεμεντίνα τελειωτικά : άν έκαναν, άπό τή Ρωσία, πώς στέλνουν μερικές χιλιάδες ρούμπλια. Κι' ό Καρότσης νά μήν τήν έπαιρνε, θά τήν έδιναν γρήγορα σέ κανέναν άλλο. Εκτός άν δέν ήθελε έκείνη. Μά μπορούσε ό Πώπος νά βασιστεί;

— Πώς σοϋ φάνηκε αύτή ή ιστορία; τόν ρώτησε ή μητέρα του, άφοΰ έφυγε ό γέρο - Ρουκάλης.

Ό Ηώπος σήκωσε τούς ώμους. — Πώς νά μοϋ φανεί ; είπε. Κάμε του τώρα ένα γράμμα νά

τόν ξεφορτωθείς... — Μά λές νά πιάσει ; — Ά μ α τό γράψεις «δπως ξέρεις» έσύ... — θά τό γράψω, άποκρίθηκε ή Δαγατορίνα, κοιτάζοντας τό

γιό της στά μάτια. Πρέπει νά κάνει κανείς δ,τι καλό βγαίνει άπό τό χέρι του. Ηοιός ξέρει ! Πιθανό νά στείλουν.

— Γιατί δ χ ι ; έκαμε ό Πώπος. Καί βγήκε άπό τό σαλονάκι μέ τή μεγαλύτερη άδιαφορία.

Π Ι Δαγατορίνα είπε τότε μέ τό νοϋ της : «Δέν τόν νιάζει... Ένόμιζα, μά δέν είναι. Παιδικό αίσθη-

ματακι πού τοϋ πέρασε... Καλύτερα... "Ας κάμω τό γράμμα δσο μπορώ συγκινητικότερο. Κρίμα είναι ή καϊμένη ή Κλεμεν-

ΠΛΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 81

τίνα... Τόσο δμορφο κορίτσι, καί μέ τέτοια μητέρα... ΙΙοιός θά τήν έπαιρνε χωρίς παράδες; . . .»!

Καί μέ τήν ιδέα δτι έχει τήν άδεια τοϋ Ηώπου, ή κυρία Βιργινία έκάθησε, έβαλε κάτω, μαζί μέ τά γαλλικά της, κι ' δλη τήν αισθηματική εύγλωττία της, κι ' έσχεδίασε ένα γράμμα δπως χρειαζόταν. Στήν άρχή ήταν τό έγκώμιο τών πλουσίων συγγε-νών έπειτα ήταν τό έγκώμιο τοϋ Μίμη Καρότση καί τής Κλε-μεντίνας' έπειτα ή έκθεση τής μικρής ιστορίας καί τέλος τό με-γάλο συμπέρασμα. "Ολ' αύτά δεμένα μεταξύ τους μέ τόν ειρμό τής λογικής καί τοϋ αισθήματος τόσο καλά, πού μά τήν άλήθεια θά πειθόταν καθένας : Οί πλούσιοι συγγενείς δέν είχαν νά κά-μουν άλλο, παρά νάνοίξουν τήν κάσα τους. Τό άπαιτοϋσε ή φι-λανθρωπία, ή δικαιοσύνη, ή στοργή καί ή οικογενειακή άξιο-πρέπεια...

|Τή νύχ^α έκείνη ό Πώπος κοιμήθηκε άσχημα. Δέν έκλαψε δπως τή νύχτα τής φωτιάς, αισθανόταν δμως πολύ καταθλιπτικό-τερο βάρος στήν ψυχή.]Καί τό πρωί, ή μητέρα του τοϋ διάβασε τό σχέδιο.

— Έ ξ ο χ ο ! Μπράβο, μητέρα!... Έ κυρία Βιργινία κολακεύτηκε πολύ. —Άφοΰ σάρέσει σένα, είπε, είναι καλό. θ ά φωνάξω τό

Ρουκάλη. Ά ν θέλεις μάλιστα, βγαίνοντας, χτύπησέ του τήν πόρτα νά τοϋ τό πεις.

— Ευχαρίστως ! έκαμε δ Πώπος. Μά δέν χρειάστηκε. ΙΙρίν βγει έξω αύτός, παρουσιάστηκε

στό σπίτι ό Ρουκάλης. — Σκουζάτε... Ή άρχόντισσα —Όρίστε , όρίστε !... Έ τ ο ι μ ο ! — Μπά, μπά; . . . Έτοιμο κιόλα;. . . Κι' έγώ πέρασα γιά νά

τό θυμίσω καί νά προσθέσω κάτι τίς. Τό διάβασαν, πάλι μπροστά στόν Πώπο. Ό πατέρας τής

Κλεμεντίνας έβαλε τά κλάματα : —|Τί συγκινητικό! Πώς νά σ' εύχαριστήσω κυρά μου!. . .

Τέλειο, τέλειο!.. . Μά τδξερα έγώ! Σέ καλά χέρια έβαλα τήν υπόθεσή μου!... Ό θεός νά σοϋ τό πλερώσει!.).

— Μά είπατε πώς κάτι έχετε νά προσθέσετε... τοϋ θύμισε ή Δαγατορίνα.

— Ά , μπά! τίποτα! φώναξε δ Ρουκάλης. Δέ χρειάζεται τώρα... Ούτε γιώτα δέ θάλλάξουμε! Τέτοιο γράμμα! Τέτοια τζόγια!. . . Δέ ματαγίνηκε ποτές!.. .

ΙΙήρε τό χαρτί άπό τά χέρια τής Δαγατορίνας, τό δίπλωσε καί τδκρυψε στήν τσέπη του μ' ευλάβεια καί μέ χαρά, σά νάταν τδ τσέκι τό ίδιο πού θά τούφερνε...

Τ ό μ ο ς δ ε ύ τ ε ρ ο ς 6

82 Γ. ΕΕΝΟΠΟΓΑΟΓ ΑΠΑΝΤΑ

— θ ά το πάω τοΟ Α ν τ ώ ν η μου, ε ίπε , νά τό κοπιάρει καλ-λιγραφικά καί θά τό δώσω σήμερα στήν πόστα, συστημένο. Αύριο φεύγει παπόρο.

Κι' έφυγε πετώντας. Ό Πώπος συλλογίστηκε : «θά τό άντιγράψει ό Αντώνης,

ξέρει κι ' αύτός τήν ιστορία... Μά ή Κλεμεντίνα;» Κι' έκεϊνο τάπόγεμα δέν πήγε νά βρεΤ τούς γέρους του,

δπο>ς έκανε τώρα σχεδόν καθεμέρα, άλλά έμεινε στό σπίτι ώς τό δειλινό.

Είδε πρώτα τήν Κλεμεντίνα δπως τήν έβλεπε πάντα. Τί-ποτα τό ύποπτο, θάλεγε κανείς, άλήθεια, πώς ιδέα δέν είχε ή Ρουκαλοπούλα ούτε γιά τό διάβημα τοΟ πατέρα της, ούτε κάν γιά τήν έντύπωση πού είχε κάμει στό μακρινό έξάδελφο. Κοί-ταζε τόν ΙΙώπο ίσια κι ' άφοβα δπως πάντα, καί τού γελούσε μέ τό ίδιο θελκτικό γέλιο, καί τού μιλούσε μέ τόν ίδιο τρόπο τής έλεύθερης οικειότητας πού έδειχνε τόση άγάπη κι ' έμπιστοσύνη.

Ά ν ήξερε τίποτα, άν περίμενε κι ' αύτή μιά προίκα γ ι ' άλλο γαμπρό, άν ήταν δπωσδήποτε μπασμένη στήν όπόθεση, ήταν δυνατό νά κοιτάζει τόν ΙΙώπο χωρίς νά ντρέπεται; Μά καί τή συνείοησή της άν είχε ή'συχη μέ τή σταθερή άπόφαση νάπο-κρούσει αύτόν τόν Μίμη Καρότση, δέν θά προσπαθούσε νά ήσυ-χάσει μ ' ένα λόγο τόν ΙΙώπο ; Εκτός άν δέν ήξερε πώς δ πατέ-ρας της έκαμε κιόλα τό γράμμα ή άν φανταζόταν πώς ή Δαγα-τορίνα τό είχε κρατήσει άπ ' τό γιό της μυστικό...

«Περίεργο! συλλογιζόταν δ Πώπος. Μά τί συμβαίνει λοι-πόν ;...»

Καί λίγο πριν άνάψουν τά φώτα, ξεκίνησε άπ' τό σπίτι, γιά νά βρεί τόν Αντώνη.

Τόν βρήκε στό καφενεδάκι τοΟ Πόρτου, δπου μόλις είχε φτάσει κι ' αύτός άπό τό γραφείο του.

— Τί νέα λοιπόν ; — Τίποτα ! ήσυχία. Τά δικά σου ; — Καλά, δόξα σοι δ θεός. — Στό μαγαζί, βλέπω, δουλεύουν. Κοντεύει. —Ελπίζω . — Ό μπάρμπας σου θά πάει στή Βενετία; — Δέν ξέρω... Δέν άποφασίστηκε άκόμα. — Καί σύ;.. . θ ά φύγεις τό Σεπτέμβρη ; — Διάβολε !... Γιά τήν άλλη υπόθεση, λέξη. Ούτε δ Αντώνης τήν άγγιζε,

ούτε δ Πώπος τολμούσε νά ρωτήσει πρώτος. Μά στό τέλος έχασε τήν ύπομονή:

— Νά σού πώ, άλήθεια, Αντώνη, αύτός ό Μίμης δ Καρό-

ΠΑΟΓΣΙΟΓ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 8 3

τσης, δ δικηγόρος, είναι στενός συγγενής σας ; Ό Αντώνης έκαμε ένα μικρό «χμ !». ΤοΟ ξέφυγε ίσως άθέ-

λητα. Κι ' δ ΙΙώπος τό έξήγησε: «'Εδώ είμαστε!» — Ό χ ι . . . Πολύ μακρινός... Τρίτος, τέταρτος ξάδερφος...

ΤοΟ πατέρα μου δμως. — Ά π ό τό σόι... —Ακριβώς. Γιατί ρωτάς ; — Γιατί τόν είδα μι ' άπό τοΟτες τις ήμέρες καί παρατή-

ρησα πώς σας μοιάζει. —'Άσ ' τ ' αύτά! χαμογέλασε δ Αντώνης. Κι ' άφοΟ σώπασε λίγες στιγμές, πρόσθεσε : — Τά ξέρεις, έ ;... Φυσικά, άφοΰ ή μητέρα σου είχε τήν

καλοσύνη νά κάμει τό γράμμα... Καί τί δμορφο άλήθεια! 'Εγώ τό άντίγραψα...

— Τό ξέρω ν — Ά , τό ξέρεις κι ' αύτό;. . . Μή νομίσεις δμως πώς έκαμα

λάθια. Στά γαλλικά δυνάμωσα άρκετά... Κι ' άρχισε νά μιλά γιά τά γαλλικά του, γιά τά ιταλικά

του, τή διπλογραφία του καί πάει λέοντας. Ό Πώπος φούσκωνε. Μιά στιγμή τόν έκοψε : — Μά καλά... Καί θά παντρέψετε τήν Κλεμεντίνα άπό

τώρα ; — Ού, καϊμένε καί σύ ! φώναξε δ Αντώνης. Ζήσε, Μάη

μου! Ά σ ε νά στείλουν πρώτα τόν παρά... 'Εγώ δέν τό πιστεύω. Αύτοί ο£ έκατομμυριοΰχοι είναι τσιγκούνηδες. Δέ βλέπεις πώς μάς τσιτσιρίζουν τόσα χρόνια; Μέ τό σταγονόμετρο στέλνουν. 'Ενώ μποροΟσαν, άμα έμαθαν τήν καταστροφή τοΟ πατέρα μου, νά μάς στείλουν ένα ποσό, νά πιαστεί δ άνθρωπος, νά μέ σπου-δάσει καί μένα... Μά τίποτα!. . . Πεντακόσια ρούμπλια τούς βά-σταξε τότες ή ψυχή τους... Γι ' αύτό, σοΰ λέω, δέν έχω μεγάλες έλπίδες...

— Καλά, έκαμε δ Πώπος. Κι ' άν στείλουν ; — Έ , άποκρίθηκε δ Αντώνης, σηκώνοντας τούς ώμους- άν

στείλουν... δ Καρότσης δέ θάχει κανένα λόγο καί θά τήν πάρει. Ό ΙΙώπος δέ μπόρεσε νά βαστάξει : — (Κι' ή Κλεμεντίνα, είπε, πού μοΰ υποσχέθηκε νά μήν

πάρει άλλον άπό μένα; Καί σύ άκόμα πού ώς προχτές μούλεγες, πώς δσοι μάγαποΰν, θά μέ περιμένουν ;...

— Έ γ ώ ! διαμαρτυρήθηκε δ Αντώνης. Έ γ ώ δχι, δέν τδπα γι ' αύτό. Μέ παρεξήγησες. "Επειτα, άφοΰ μπήκε στή μέση ή τύ-χη, άφοΰ σέ χτυπάει τώρα έτσι άσχημα... τί θές νά κάμουμε καί μεΐς ; Νάφήσουμε τό κορίτσι άνύπαντρο γ ι ' άγάπη σου ; Αμαρ-τία !, Γιά σκέψου το. Έσύ δέ μπορείς, ούτε θά μπορέσεις.)

84 Γ. ΞΕΝΟΠΟΓΛΟΓ ΑΠΑΝΤΑ

— Μά γιατί, γιατί ; φώναξε ό Πώπος. — Μά έτσι πού ήρθαν τά πράματα... ρωτάς άκόμα; — Δέν ξέρεις τί λες ! Τά πράματά μας διορθώθηκαν δλα... — Έ σ ύ δέν ξέρεις τί σού γίνεται. Φαίνεται πώς οί δικοί σου

σοϋ τά κρύβουν. ΙΙάει στοίχημα λοιπόν, πώς δέν θά σέ ξαναστεί-λουν στήν Αθήνα ;

— ΙΙαλι τά ίδια ; έκαμε ό ΙΙώπος. Κι' έστρεψε τδ κεφάλι του κατά τή θάλασσα, σά νά μήν

ήθελε πιά νά του δώσει άπάντηση. — Έ κ ε ϊνο πού σοϋ λέω ! έξακολούθησε μέ κακό πείσμα ό

Αντώνης. Ρώτα τδ Διονυσάκη, νά σοϋ πεί. Ό Μπόρτολο θέλει τά λεφτά του.

— Καί ποιός είν' αύτός δ Μπόρτολο ; ρώτησε άθέλητα ό ΙΙώπος.

— Ό ρ ί σ τ ε ! όρίστε άνθρωπος ! έκαμε δ Αντώνης μέ οίκτο προσβλητικό. Δέν ξέρει τό Μπόρτολο τής Βενετίας, πού τούς στέλ-νει τήν ξυλεία καί τις μυλόπετρες ! Μά, καϊμένε, ούτε άπό πε-ριέργεια δέ ρώτησες ποτέ;

'() ΙΙώπος σήκωσε τούς ώμους. —Καί τί θά καταλάβαινα, είπε, άπό τδνομα ; Ή Μπόρτολο

τόνε λένε ή Άνσέλμι, τό ίδιο δέν είναι ; Αλήθεια δμως δέ δέ-χεται συμβιβασμό ; ΙΙοΰ τό ξέρεις έσύ ;

— Τό είπε δ Καλοΰζος απλούστατα ! Ό ΙΙώπος έφρύαξε. —"Αχ, κι ' αύτός δ Καλοΰζος!... Ό λ α τά ξέρει, δλα τά μα-

θαίνει !... — Ή δουλειά του, φίλε μου! Νά ξέρει τί γίνεται στήν

άγορά... Δέν θά μοΰ πεις τώρα πώς είναι περίεργος!... — Καί περίεργος, κι ' άδιάκριτος, καί φλύαρος, καί κου-

τσομπόλης ! φώναξε δ ΙΙώπος, πού γιά νά μή βρίσει τόν Αντώνη, τοϋ έβριζε τόν προϊστάμενο. Νά τοϋ πεις, σέ παρακαλώ, νά μή τόν νιάζει καί νά μήν άνακατεύεται.

— Μπά ; ! έκαμε δ Αντώνης σαρκαστικά. Έ τ σ ι θέλεις νά τοϋ π ώ ; 'Αμή πού ήρθε δ μπάρμπας σου προχτές καί τοΰ γύρεψε δανεικά; Μάλιστα! μάθε το κι αύτό. Πέντε χιλιάδες... Έ , νά τοϋ τά πώ λοιπόν ; Επιμένεις ;

— Γιά τό θεό ! φώναξε ικετευτικά δ Πώπος. Δέν πιστεύω νά κάμεις τέτοιο άστεΐο;. . .

— Έ ν ι α σου, κι' έγώ δέν είμαι κακός. Ά ν ήμουνα δμως, βλέπεις πώς σ' είχα στά χέρια μου. Μισή λέξη νάλεγα, ούτε δά-νειο ούτε τίποτα. Γιατί κι ' άλλες εύκολίες θά κάμει δ Καλοϋζος, ό φλύαρος καί κουτσομπόλης, στούς δικούς σου.

— Σώπα, καϊμένε, γιά τό θεό !

ΠΛΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 8 5

—Ι'Έ, ΙΙώπο, ΙΙώπο!.. . Δέν ξέρεις τόν κόσμο καί θάργήσεις νά τόν μάθεις πολύ... Μυαλό γιά μαθηματικά έχεις, μά δέν φτά-νει. Καί καρδιά έχεις, τό άναγνωρίζω. Μά δέ φτάνει ούτ' αύτό. Άνοιξε τά μάτια σου καλύτερα, δές τί γίνεται γύρω σου καί κατάλαβε έπιτέλους...)

Σταμάτησε, σά νά φοβήθηκε νά τελειώσει τή φράση του. — Τί νά καταλάβω ; ψιθύρισε δ Πώπος. — Τίποτα... δέν τό λέω. — Ό χ ι , θά τό πε ις! . . . —|Νά λοιπόν: πώς ή Κλεμεντίνα δέν είναι γιά σένα! Εί-

σαι καλός καί χρυσός. Σάγαπώ σάν άδερφό μου, τό ξέρεις. Μά στό σόι μας δέ μπορεί νά μπει άνθρωπος, πού δέν ξέρει πώς λέ-γεται κάν δ άνταποκριτής τοΰ πατέρα του στή Βενετία. Γιατί θάμπαινε σ' έν' άλλιώτικο κύκλο, πού σέ λίγο δέ θάξερε άπό ποϋ νά βγεϊ. Κατάλαβέ το !|

^Δέν έχωρίστηκαν καί πολύ φιλικά, δ Πώπος κι ' ό Αντώνης, έκεϊνο τό βράδυ. Δέν τά χάλασαν δμως κι ' δλωσδιόλου. Ό Πώ-πος δέν είχε καμμιά δρεξη νά ξεθυμάνει μέ τό φίλο του, πού μ' δλ' αύτά τόν άγαποΰσε, ένώ τοΰ έφταιγαν τόσα άλλα καί προ-πάντων—έλεγε—μιά κακή τύχη. Καί δέν είχε τώρα στό νοΰ του, παρά πώς νά ίδεϊ τήν Κλεμεντίνα καί νά έξηγηθεΐ μαζί της κα-θαρά. |

Γιατί καταλάβαινε πώς άπ ' αύτή πιά κρεμόνταν δλα. Τόν άγαποΰσε τόσο, ώστε νά τόν περιμένει; Τόν άγαποΰσε τόσο, ώστε νά μή θελήσει ούτε τόν Καρότση ούτε κανένα ; Αύτό ήταν ! Ά ν ό Μπόρτολο δεχόταν ή δχι συμβιβασμό, άν δ Καλοΰζος έκανε ή δχι τό δάνειο, δέν είχαν καμμιά σημασία.

Γι ' αύτό δ Πώπος ούτε τόν πατέρα του ρώτησε, ούτε τόν μπάρμπα του. Μόνο τήν άλλη μέρα, σφύριξε τής Κλεμεντίνας άπό τό παράθυρο :

— θέλω κάτι νά σοΰ πώ. Είναι άνάγκη ! — Ξέρω, ξέρω! τοΰ άποκρίθηκ' ευθύς μέ γέλια. Μά μήν

έχεις κανένα φόβο. — Ό χ ι , θέλω νά μιλήσουμε ! Καί τήν άνάγκασε νά τοΰ δώσει ραντεβού στό άντρέ τοΰ

Ρουκαλέικου. — Γιά τόν Καρότση τό Μίμη δέ θά μοΰ πεϊς ; τόν άρχισε

άμέσως. Έ , είναι μιά ιστορία γιά γέλια. Άκουσε νά σοΰ τήν πώ. Είχε νά μέ Εδεϊ άπό κοντά, χρόνια. Τών Αγίων Πάντων, τό βράδυ, πήγαμε μέ τόν Αντώνη στήν πλατεία νά ίδοΰμε τά πυ-ροτεχνήματα. Στις κολόνες τής Δημαρχίας, βρήκαμε τις ξαδερ-

80 Γ. ΞΕΝΟΠΟΓΛΟΓ ΑΠΑΝΤΑ

φάδες μας. Καθήσαμε κει μαζί τους. Σέ λίγο νά σου χι* δ Μίμης. Μέ κοίταζε σάν ξένη. «ΙΙοιά είναι ;» ρωτάει κρυφά τή Τζούλια. Έκε ίνη βγάζει τις φωνές : «Κλεμεντίνα, άκοΟς ; δ Μίμης δέ σέ γνώρισε ! — Μπά ! ; καλέ, ή Κλεμεντίνα ;... Τί θαΟμα είν ' αύτό ;» "Εμεινε δλο τό βράδυ μαζί μας. Καί μιά στιγμή—έγώ δέν άκου-γα—είπε τής Τζούλιας : «Τί όμορφη πού έγινε !—Δέν τήν παίρ-νεις ;» τοΰ κάνει ή Τζούλια γιά νάστειευθεΐ. Κι ' έκεΐνος : «Μά νά σοΰ πω! . . . άν είχε καμμιά έκατοστή χιλιάδες, τήν έπαιρνα κι ' άπόψε !»

— Ά , έτσι είπε ; —"Ετσι, μέ τά ίδια λόγια. Έ Τζούλια μάς τόπε—δχι

μπροστά του, άφοΰ μάς άποχαιρέτησε—κι' ό Αντώνης τά είπε στό σπίτι. Τάκουσε ό πατέρας μου.—«Καί δέ γράφουμε στούς Καπνίστηδες νά μάς στείλουν τήν προίκα ;» κάνει άμέσως. Γελά-σαμε. Τί προίκα θά μας έστελναν οί Καπνίστηδες;. . . Ό Καρό-τσης γύρεψε έκατό χιλιάδες ! Μά δ πατέρας μου έπέμενε νά βά-λει τή μητέρα σου νά τούς γράψει. Καί στοχάζουμαι πώς τδκανε, έ ; Γι' αύτό δέν άνησύχησες ;

— Γι' αύτό, ψιθύρισε δ Νώπος. — Μή σέ ν ιάζε ι ! Ποτέ έκείνοι άπό κεί δέ θά στείλουν

τόσα πολλά. — Μ' άν στείλουν ;... —Ι'Γόσο τό καλύτερο ! γέλασε ή Κλεμεντίνα. θ ά τά πάρεις

έσύ. Γιατί έγώ τόν Καρότση δέν τόν παίρνω. Ούτε άλλον κανένα. Σούδωσα τό λόγο μου, τελείωσε ! θ ά σέ περιμένω ! |

Ή καρδιά τοΟ Πώπου ήρθε στόν τόπο της. Άφοΰ τόσο άσή-μαντη ήταν ή ιστορία κι ' άφοΰ τόσο σταθερή τοΰ δειχνόταν ή Κλεμεντίνα, δέν ^υπήρχε πιά λόγος νά φοβάται. Γέλασε κι ' αύτός, άρχισε νά τής λέει φαιδρά καί, άπάνω στήν κουβέντα, τής γύ-ρεψε πάλι ένα φιλί. Ή Κλεμεντίνα τοΰ τό χάρισε χωρίς δυσκο-λί α, σα σέ άνθρωπο πού τόν θεωροΰσε πιά άρραβωνιαστικό της. Κι' αύτό ήσύχασε τόν ΙΙώπο στήν έντέλεια.

—Αλήθε ια , τή ρώτησε ύστερα, δ Αντώνης σοΰ είπε τίποτα γιά μένα;

— ΙΙότε ; αύτές τις ήμερες ;... — Ναί, Οστερ' άπό τό δυστύχημά μας. — Πολλά... μά ποιός άκούει τόν Α ν τ ώ ν η ! — Σάν τί, παραδείγματος χάρη ; Κι ' άφοΰ πήρε τό λόγο του πώς δέ θάλεγε τίποτα, έξη-

γήθηκε : — Νά, αύτός έπιμένει πώς καταστραφήκατε. Ό μπάρμπας

σου, λέει, άναγκάστηκε νά χαλάσει δλη του τήν περιουσία. Καί τώρα γυρεύει δανεικά...

ΠΛΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 87

— Ά π ό τόν Καλοΰζο ; — Ναί... Έ σ ύ , λέει, δέν θά ξαναπάς στήν Αθήνα , παρά

θά βρείς καμμιά θέση έδώ. — Καί τά πιστεύεις ; — Καθόλου ! Ό κόσμος είναι κακός κι ' δ Αντώνης άκούει

τόν κόσμο... — Μά ποιός τοΰ είπε πώς δέν θά ξαναπάω στήν Αθήνα !

Ά ν ήταν, δέν θά τδξερα έγώ : Δέν θά μοΰ τδλεγαν έπιτέλους πώς δέν μποροΰν νά μέ στείλουν; Απεναντίας, μοΰ είπαν νά έτοιμάζουμαι.

— Μά ούτε λόγος ! άποκρίθηκε ή Κλεμεντίνα σοβαρή. "Επει-τα, καί νά καταστραφήκατε, τ ί ;—Δέν τό πιστεύω, μά έστω. Έσύ είσαι ικανός νά τά ξανακάνεις δλα. Τό πολύ - πολύ πού μπορεί νά γίνει άνάγκη νά περιμένουμε ένα-δυό χρόνια παραπάνου. Με-γάλο πράμα! Λές καί μάς πήραν τά γεράματα. Δόξα σοι δ θεός, παιδιά είμασ^' άκόμα!

— Καί τρελόπαιδα μάλιστα ! συμπλήρωσε δ Πώπος. Καί τήν έσφιξε στήν άγκαλιά του μ' ένθουσιασμό—άλλά

μιά στιγμή μόνο, κι ' έφυγε πάλι μέ τόση χαρά, μ ' δση έφευγε κάθε φορά άπό τό μισοφώτιστο έκεϊνο ίντρόιτο του Ρου-καλέικου.

| Έ χαρά αύτή βαστούσε... Έ τρικυμία πού είχαν σηκώσει τά κακά λόγια τοΰ Αντώνη έπεφτε σέ σταθερή γαλήνη μέ τή διαβεβαίωση τής Κλεμεντίνας. Γιά τόν ΙΙώπο, έκεϊ δέν ήταν δ κόμπος ; |

—"Ας γίνει δ,τι γ ίνε ι ! έλεγε μέσα του. Έ Κλεμεντίνα μά-γαπάει. Δέ φοβάμαι τίποτα !

Έ τ σ ι πέρασαν δυό-τρεις ήμέρες. Κι ' ένα βράδυ, τήν ώρα πού άνέδαιναν άπό τό περιβόλι γ ιά νά κοιμηθούν, ό μπάρμπα Διονυσάκης, άπό τό κατώφλι τής κάμαράς του, τόν έφώναξε σιγά :

— Πώπο, έλα μέσα κάτι νά σοΰ πώ. Ό Πώπος, πού περνούσε κείνη τή στιγμή τό διάδρομο, γιά

νά πάει στήν κάμαρά του, έτοιμος νά τοΟ πει «καληνύχτα», γύ-ρισε καί τόν είδε.

Τί σοβαρός πού ήταν δ μπάρμπας! τί λυπημένο πού φαινό-ταν τό πρόσωπό του μέ τάσπρδμαυρα γενάκια! Καί θάλεγες πώς γιά νά τό κρύψει άπό τόν άνιψιό του, βιάστηκε, μόλις τόν φώ-ναξε, νά πισωπλατίσει.

Μπήκε στήν κάμαρά του κ ι ' ό ΙΙώπος τόν άκολούθησε. Τί θάτούλεγε άραγε ; ΪΙώς ήταν καταστραμμένοι τελειωτικά ;

Πώς δέ μπορούσαν νά τόν στείλουν φέτο στήν Α θ ή ν α ; Τίποτα χειρότερο ; Πώς θάπρεπε νά μπει σέ καμμιά θέση ; Νά θαφτεί σέ κανένα γραφείο σάν τόν Α ν τ ώ ν η ; . . .

88 Γ. ΞΕΝΟΠΟΓΛΟΓ ΑΠΑΝΤΑ

"Ετρεμε... • Μά κι' ό Διονυσάκης δέν μπορούσε πιά νά κρύβει τή συγκί-

νησή του. Τό σπερματσέτο πού άναψε μέ τρεμουλιαστό χέρι, φώ-τισε ένα πρόσωπο χλωμό, μέ μάτια μεγαλωμένα, άλλιώτικα καί σάν ύγρά...

Ή κρεβατοκάμαρα τοΟ μπάρμπα έμοιαζε λίγο σάν άσκη-ταριό. Γυμνά τά σανίδια, γυμνοί οί τοίχοι. Μιά κοκέτα σιδερένια, μιά πολυθρόνα, ένα τραπεζάκι μέ λίγα βιβλία, προπάντων έκκλη-σιαστικά, ένα κομμό πού ήταν μαζί καί σκρίνιο—γραφείο—ένας "Αγιος Διονύσιος σέ μιά γωνιά καί, άπό κάτω του, μιά έταζέρα μ' ένα σβυσμένο θυμιατό καί μ' ένα ξεψυχισμένο καντήλι. Τίποτ' άλλο. Μόνο πού δλ' αύτά ήταν καινούργια, καθαρά, περιποιη-μένα.

Στάθηκαν όρθιοι κι ' οί δυό, ό Διονυσάκης άκουμπισμένος στό κούφωμα τού παραθύρου, στό φρέσκο, ό Πώπος μπροστά του χωρίς νάκουμπά πουθενά.

Λιγόλογος ήταν πάντα του ό μπάρμπας. Δέν ήξερε παρά λόγια μετρημένα καί δεμένα. Έ τ σ ι κι ' άπόψε δέν έκαμε παρά τό λακωνικότατο αύτό πρόλογο :

—"Ε, τί θέλω νά σοΟ πώ. Κι' εύθύς τό είπε : — Μπορείς, Πώπο μου, νά ζήσεις στήν 'Αθήνα, στέλνοντάς

σου έγώ κάθε μήνα όγδόντα - όγδόντα δραχμές ; — Μπορώ! άποκρίθηκε άδίσταχτα ό Πώπος. — Ά ν μπορείς, έτσι καί καλά, έξακολούθησε ό μπάρμπας"

άν δέ μπορείς, άνάγκη νά περιμένεις ώσπου νά διορθωθούν τά πράματά μας.

— Μπορώ! ξανάπε ό Πώπος. —| Καλά λοιπόν, έτοιμάσου νά πάς μέ τό καλό. 'Εγώ 8,τι

σοϋ είπα, θά τό κάνω. Ά π ό τόν πατέρα σου δέ θάχεις τίποτα. Μ' αυτές τις όγδόντα θά ζεις. Εκτός άν καταφέοεις νά βρεις έκεϊ καμμιά δουλειά, κανένα μάθημα, τίποτ' άλλο. . /

— θ ά προσπαθήσω. Μά καί νά μή βρω, θά ζήσω μέ οικο-νομία. Ξέρω έγώ.

— Καλά, παιδί μου. Καληνύχτα. — Καληνύχτα, θείε. Ά α α α ά ! Τί βαθιά πού άναστέναξε, τί άνακούφιση πού

αίστάνθηκε, σά βρέθηκε μόνος στήν κάμαρά του ! Τώρα ναί, τώρα μάλιστα! "Ηξερ' έπιτέλους τί τοΟ γινόταν.

Δέν ήταν ούτε δ,τι είχε φοβηθεί, ούτε δ,τι είχε έλπίσει. Ό π ω ς πάντα. Ούτε μιά τέλεια καταστροφή, ούτε μιά άνώδυνη περιπέ-τεια. θ ά τόν έστελναν πάλι. Κι' αύτό ήταν τό κυριότερο, θ ά τόν έστελναν δμως μόνον μ' όγδόντα δραχμές, έκεϊ πού είχε δια-

ΠΛΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 87

κόσιες καί παραπάνου. Έ , μικρό τό κακό. θ ά τά κατάφερνε. "Ηξερε τώρα τήν Αθήνα καί, μόνο άπό αύτό, θά είχε μιά μεγάλη οικονομία. Άν—λογάριαζε—μέ τήν άπειρία του ξόδευε άλλη φορά τά διπλά, τώρα θά ξόδευε τά μισά, κι ' έτσι οί όγδόντα του δραχμές θάταν σάν έκατόν έξήντα...

Καί νά το εύθύς - εύθύς, άπό τό νοίκι: θάπιανε δωμάτιο μέ σύνοικο καί δέν θά έδινε παρά είκοσι, τό πολύ είκοσι-πέντε τό μήνα, έκεϊ πού ήθελε πέρσι πενήντα κι ' έξήντα. Ό σ ο γιά τό φαΐ, άς μήν έτρωγε ούτε στού Πελοπίδα, ούτε στή Γαλλία, ούτε κάν στού Ξύδη. Ήταν ένα μικρό, «οικογενειακό» έστιατόριο γιά φοιτητές, δπου έτρωγαν πατριώτες τοΟ ξενοδόχου, πού ήταν Λευκαδίτης, καί πατριώτες τής ξενοδόχας, πού ήταν Γερμανίδα- κι ' δχι μόνο φοι-τητές, παρά καί υπουργικοί ύπάλληλοι καί βουλευτάδες άκόμα. Ό κύκλος ήταν καλός, τό λοκάλ καθαρό, τό φαί υποφερτό κι ' ή άκριβότερη μερίδα δέν είχε παραπάνου άπό 1,20. Έδ ινε καί μισές. Δεχόταν καί προκαταβολές, μέ τόκο εις είδος 20 τά έκατό. Έδινες 50 δραχμές κι ' έτρωγες 60.

Πναί πέρσι δ Πώπος είχε πάει μέ φίλους του δυό - τρεϊς φο-ρές καί τού άρεσε. Δέν τό καταδεχόταν δμο)ς γιά τή φτήνεια. Έ , φέτο θά τό καταδεχόταν μέ τό παραπάνου ! Έ κ ε ϊ θά τήν έκανε, μεσημέρι - βράδυ. | θάδινε μπροστά πενήντα δραχμές πού θά τούφταναν γιά ένα μηνα καί παραπάνου. βέβαια! Συχνά θάκανε ένα μόνο γεύμα τήν ήμέρα, πιό άφθονο κάπιυς γιά νά βαστά γιά δυό.

Κι ' ό κακομοίρης λογάριαζε στό κρεβάτι του: Μιά μακα-ρόνια, 15 λεπτά. Μισή ψητό, 50 . Έ ν α πορτοκάλι, 10. Καί μέ τό ψωμί, τό δλο 85. θές καί τυρί άλλα 10 λεπτά; Όρίστε 95 ! Ιΐασάς ! Πάπας ! θεός !

Λοιπόν : πενήντα στό ξενοδοχείο καί είκοσι γιά νοίκι, έβδο-μήντα. ='ί2ς τις όγδόντα, έμεναν δέκα. Γιά τά έκτακτα : καφε-νείο, πλυστικά, φωτισμό, λούστρο, άνθοπώλη... "Ε, μπορούσε νά μήν άγοράζει κάπου - κάπου κι ' ένα τριαντάφυλλο ή δυό μενε-ξέδες γιά τή μπουτουνιέρα ;

Μά... θά τούφταναν τριάντα λεπτά τήν ήμέρα γ ι ' αύτά δλα

θυμήθηκε πώς μόνο γιά πλυστικά, πέρσι, πλήρωνε δέκα καί δώδεκα δραχμές τό μήνα, κι ' δ κακόμοιρος τρόμαξε ! Μπο-ρούσε νά μήν άλλάζει δυό φορές τήν έβδομάοα δπως ήταν συνη-θισμένος ; Καί φωκόλ, καί κάλτσες, καί μαντήλι, καθεμέρα ; Ά , δλα κι ' δλα, μά ή βρώμα δέν δποφέρεται... Πώς θάκανε ; Δέ θάτρωγε, γιά νά πλένεται;

Κι ' άξαφνα τού ήλθε μιά χαρά, σά νά βρήκε περιουσία, συλλογίστηκε—πράμα πού τό είχε ξεχάσει—πώς οί πενήντα τού

9 0 Γ. ΞΕΝΟΠΟΓΛΟΓ ΑΠΑΝΤΑ

ξενοδοχείου θάταν γιά πλέον τοΟ μηνός. Για ένα μήνα, ποΰμε, και δέκα ήμέρες. Λοιπόν, δ,τι Οά κέρδιζε άπό τις δέκα αυτές ήμερες, θα περνοΰσε ατά έκτακτα. ΚαΙ θάταν άρκετό...

Γρήγορα όμως αυτή ή χαρά του σβύστηκε. Γιατί θυμήθηκε τό Μένη Μανιά και τά τραπέζια πού τούκανε στοΰ Πελοπίδα. Πως θά τάπόφευγε φέτο ; Δέ θάχε σχέσεις μαζί του, μέ τό σπίτι του; "Η θά τοΰ μολογοΰσε πώς είχε γίνει φτωχός;. . . "Α, δέν τό καταδεχόταν, ντρεπόταν... \Κι* δ πιό φτωχός ζει λίγο για τόν κόσμο. Κι ' 6 «κόσμος» τοΟ Πώπου στην Αθήνα ήταν ό Μέ-νης κι ' δ κομψός του κύκλος. Χωρίς αύτό, ή ζωή του δέ θάχε κανένα γοΰστο, καμμιά όμορφιά. θάταν άνυπόφορη ! Ούτε νά με-λετά δέν θά τούκανε δρεξη. Και τότε ; |

Ά μ ή γιά βιβλία, για λιθογραφημένα μαθήματα, για έγ-γραφές, γιά χαρτόσημα, γιά τόσα καθεμέρα στό Πανεπιστή-μιο ; Ά π ό που θάβγαιναν αύτά ; Ά π ό τό μηνιάτικο ; "Η θά τοΰ έστελναν χωριστά;. . . Μ' αν θά τόν άφηναν—πού ήταν καΐ τό πιθανότερο—νά πληρώνει άπό την τσέπη του, άλίμονό του! δυ-στυχία του!

Κι δ κακόμοιρος πάλι κατατρόμαξε. Καινούργιο πρόβλημα είχε στρωθεί στό νοΰ του, φοβερό, τραγικό, κι ' ήταν άδύνατο νά βρει μιά λύση...

Κι ' άξαφνα πάλι θυμήθηκε κάτι ξεχασμένο. «Ύί κουτός ! φώναξε μέσα του. Μά θά βρω καΐ καμμιά έρ-

γασία... Ί Ι έργασία δέν είναι ποτέ ντροπή. Καί το0 Μένη θά μπορούσα νά τό φανερώσω !»

Εργασία . . . Ινας λόγος είναι. Μά τί έργασία μπορούσε τάχα νά βρει; . . . Σε γραφείο; Νά είναι άπασχολημένοςδλη μέρα; ΚαΙ πότε θά πήγαινε στή Σχολή, καί πότε θά μελετούσε, και πότε θά διασκέδαζε;... Μά καί σέ τί γραφείο; Οί Μανιάδες, οί μόνοι πού έγνώριζε στήν Αθήνα, θά τούκαναν τή χάρη νά τόν τοπο-θετήσουν ;... Ζήτημα !

«Κι ' Ιτσι κόκκινα, κι ' έτσι κατακόκκινα !» συμπέραινε ό ΙΙώ-πος μέ μιά παροιμία τοϋ τόπου του. Κι' άξαφνα θυμήθηκε πώς δ μπάρμπας του τοϋ είπε γιά «κανένα μάθημα». Ά , να ί ! στά μαθηματικά ήταν πολύ δυνατός. Καί στά έλληνικά άκόμα. Μπορούσε νά βρει μερικές παραδόσεις, προγυμνάσεις, σέ μαθη-τές τοΰ Γυμνασίου, άπό κείνους προπάντων πού έτοιμαζόνταν γιά νά μποΰν στή Στρατιωτική ή στή Ναυτική Σχολή. Κάποιος άπό τούς καθηγητές του—δ Λάκων, δ Χατζηδάκις, δ Κυπάρισ-σος Στέφανος μάλιστα πού τόν άγαποΟσε—θά μπορούσε βέβαια νά τόν βοηθήσει σ' αύτό, νά τόν συστήσει... Τί χαρά!

Καί δέ θάθελε πολλούς. Δυό μαθητές, μέ σαράντα δραχμές τό μήνα, θά τοΟ έφταναν. Νά άμέσως τό μηνιάτικό του διπλα-

ΠΛΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 87

σιασμένο ! Εκατόν έξήντα της! . . . θάκανε 8λα του τά έκτακτα καί θά τοΟ περίσσευαν καί γιά κανένα γεύμα, κάπου - κάπου, στοΰ Πελοπίδα...

"ί2, βέβαια! δυό μαθητές δέν ήταν τ ίποτα! . . . θ ά τούς έβρισκε εύκολώτατα. Κι ' άν έβρισκε τέσσερις; έ ξη ; δ χ τ ώ ; δέκα; . . . Δύσκολο ήταν, σέ κοτζάμ Αθήνα, μέ τή σύσταση των καθηγητών του ; Ό ένας θάφερνε ϋστερα τόν άλλον. Μπορούσε νάχει πολλούς, πολλούς, νά κάνει μιά - δυό τάξεις στό σπίτι του, ένα μικρό φροντιστήριο, δπως είχαν κι ' άλλοι φοιτητές ή τελει-όφοιτοι... Μά δ Πωπος, σά δευτεροετής, δέν ήθελε νά κάμει άπό τώρα τόσα μεγάλα δνειρα. Καί σταματούσε στους δέκα.

Δέκα... άπό σαράντα τό μήνα, νά τετρακόσιες δραχμές. -1-Τετρακόσιες δραχμές; Μά θάταν πλούσιος, πλούσιος!...

θ ά νοίκιαζε όλάκερο πάτωμα γιά τό φροντιστήριό του.]., θά-παιρνε μιά υπηρέτρια νά τοΰ μαγειρεύει γιά τό μεσημέρι... Κάθε βράδυ θάτρωγε στοΰ Πελοπίδα... Τοΰ Μένη θά τούκανε τό τραπέζι δυό φορές τήν έβδομάδα... Ά ν καί δέν είχε άνάγκη φέτο άπό ροΰχα, θάραβε δυό-τρεις φορεσιές... ΛοΟσο πού θά πήγαινε καπνός!... Καί τοΰ μπάρμπα - Διονυσάκη θά τούγραφε : «Δέ θέλω πιά νά μοΰ στέλνεις πεντάρα. Φύλαγέ τα νά ξανακάνεις τις χι-λιάδες σου !»

Πλούσιος, πλούσιος! Καί τό καλοκαίρι άκόμα θά καθόταν στήν Αθήνα, γιατί

τότε προπάντων θάχε τήν περισσότερη δουλειά... "Λ, τί ωραία πού Οά διασκέδαζε, μέ τά θέατρα, μέ τά Ψάληρα, μέ τις Κηφι-σιές!...! Μόνο τόν Αύγουστο θά πετιόταν μέ τή βαλίτζα του στή Ζάκυνθο, νά ίδεΐ τούς δικούς του καί τήν Κλεμεντίνα, θά καθό-ταν λίγες ήμέρες, καί πάλι πίσω.Ι

«—Μά, καϊμένε, κάτσε λίγο άκόμα! « — Ά , δέ μπορώ, Αντώνη μου!.. . Μέ περιμένουν οί δου-

λειές μου !...» Πλούσιος, πλούσιος!

( Καί τόν πήρε δ ϋπνος χαρούμενο, γιά νά έξακολουθήσει τό γλυκό δνειρό του.).

Κι ' ήρθε πάλι δ Σεπτέμβρης. Ό ΙΙώπος, πού δέν έβλεπε πιά τήν ώρα νά φύγει, πετοΰσε

μέ τά πουλιά. Ό Αντώνης δέ μπορούσε νά έξηγήσει τις χαρές του. θ ά τόν έστελναν πάλι «μέ πλήρεις άποδοχάς» ; Ό Διονυ-σάκης δανείστηκε καί γιά τόν άνιψιό του ;

Δέν έβάσταξε μιά μέρα καί τόν ρώτησε : — Λοιπόν, τά κατάφεραν οί δικοί σου ;

Γ. ΚΕΝΟΙΙΟΓΛΟΓ ΑΠΑΝΤΑ

— Μά είχες καμμιά άμφιβολία ; τού άποκρίθηκε δ Πώπος θριαμβευτικά. Μπορούσε ποτέ νά μάφήσουν έτσι ;

—"Οχι βέβαια... Έ γ ώ είπα, καί τό σπίτι άκόμα θά που-λοΟσαν. θ ά στενοχωρηθείς καί σύ λιγάκι, μά τί νά γίνει ;

— Γιατ ί ; έκαμε ό ΙΙώπος. — Γιατί δέν πιστεύω νάχεις καί φέτο τά ίδια... — ΚαΙ περισσότερα! φώναξε ό ΙΙώπος. Σέ βεβαιώ καί πε-

ρισσότερα !... ' 0 Αντώνης γούρλωσε τά μάτια του. Τί είχε συμβεί λοιπόν

πού αύτός δέν τδξερε ; Περίεργο πράμα! ' 0 Πώπος δμως δέν τούδωσε περισσότερες έξηγήσεις. Σέ κα-

νένα δέν έμπιστεύθηκε τά σχέδια του. Ούτε στόν πατέρα του. Μόνο στό Διονυσάκη είπε, τή στιγμή πού τού έδινε τά δύο πρώ-τα μηνιάτικα :

— Ά λ λ α δυό θά μοΰ στείλετε άκόμα καί έπειτα... τ ίποτα! Ό Διονυσάκης κατάλαβε. — Μακάρι, παιδί μου. Ό θεός νά σέ βοηθήσει, νά γίνεις

γρήγορα άνεξάρτητος... Νά μή στενοχωρηθείς δμως πολύ. Ξέρε, πώς αύτά τά λίγα, πάντα θά τάχεις.

— Ό σ ο θά μοΟ χρειάζουνται, πρόσθεσε δ Πώπος. Γιατί έγώ, θείε μου, έννοώ νά δουλέψω.

Αύτές τις έκατόν έξήντα δραχμές τοΟ έδωσε μόνο δ Διονυ-σάκης καί τού έβγαλε τό είσιτήριο τοΟ βαποριού, δεύτερη θέση, 8>ς τόν Πειραιά. Τίποτ' άλλο. Ό πατέρας του πάλι τοΟ έδωσε σαρανταπέντε δραχμές γιά τάλλα έξοδα τού ταξιδιού. Κι ' ή μη-τέρα του τούβαλε στήν τσέπη του δυό λίρες, πού ποιός ξέρει άπό πότε τ!ς είχε φυλαγμένες μές στά χρυσαφικά της.

— Αύτές, είπε ό Πώπος, δέ θά τΙς χαλάσω ποτέ! Αύτή τή φορά οί συγκινήσεις τού χωρισμού ήταν λιγότερες.

Τήν παραμονή τό βράδυ, ή Κλεμεντίνα τόν δέχτηκε στό ίντρδιτο καί τούδωσε δυό-τρία φιλιά. Πρωί - πρωί—δ ήλιος μόλις είχε βγεί—δ φοιτητής μπαρκαρίστηκε. Μόνο δ γέρο - Πάγκαλος τόν συνόδευσε ώς τό βαπόρι. Τούς άλλους τούς άποχαιρέτησε στό σπίτι. Μέ καμμιά βιαστική βάρκα δ Αντώνης δέν τόν έφτασε τήν τελευταία στιγμή. Πρό δύο ήμερών τοΟ είχε πει άπλώς:

— Ά ν δέ σέ ματαϊδώ, καλό ταξίδι! Κι' ούτε «νά μοΰ γράφεις», ούτε τίποτα. Τά τελευταία περιστατικά τούς είχαν ψυχράνει τούς δυό

φίλους... Κι' δμως, δταν έμεινε μονάχος στό βαπόρι, δ ΙΙώπος, βλέ-

ποντας άπό τήν κουπαστή τΙς βάρκες πού έφευγαν, τόν Αντώνη πρώτα - πρώτα θυμήθηκε.

( Πέρσι, δ έγκάρδιος άποχαιρετισμός του στάθηκε μιά μεγάλη

ΠΛΟΓΣΙΟΙ ΚΑΤ ΦΤΩΧΟΙ

παρηγοριά γ ι ' αύτόν. Φέτο τίποτα... Κάτι σάν έρημιά καί σάν έγκατάλειψη. Φεύγοντας, άφηνε πίσω του έρείπια κι ' άποκαΐδια. Τό μαγαζί δέν είχε ξαναγίνει άκόμα. Τό λίγο πράμα πού

είχε γλιτώσει, τό πουλούσαν σιγά - σιγά άπό τήν άποθήκη δπου τό κουβάλησαν μετά τή φωτιά. Ά λ λ ο δέν είχε έρθει. Ό Μπόρ-τολο, στή Βενετία, έννοούσε νά πληρωθεί. Οί ΔαγατοραΙοι, άφού πλήρωσαν δ,τι είχαν καί δέν είχαν, έβαλαν στή ράχη τους ένα μεγάλο χρέος. \ < < >

Κι' δ Πώπος έφευγε γιά νά δουλέψει...]

Μ Ε Ρ Ο . Σ Δ Ε Υ Τ Ε Ρ Ο Ν

Α

ΕΝΑΣ ΑΝΕΛΠΙΣΤΟΙ ΣΥΝΟΙΚΟΣ

Η τ α ν μια ήλιοπλημμυρισμένη φθινοπωρινή ήμέρα. Τό πρωί, ό ΙΙώπος δέν είχε μάθημα παρά ώς τις Εντεκα. Και τήν ώρα Εκείνη βγήκε άπ ' τή Σχολή στά προπύλαια καί τριγύρισε λιγάκι, μέ τήν Ελπίδα νάπαντήσει τό Μένη Μανιά καί νά τόν πάρει νά κάμουν Εναν ωραίο περίπατο στή Δενδροστοιχία.

"Αξαφνα, καθώς κοίταζε πρός τά κάτω, βλέπει άπό μακριά νάνεβαίνει μια σιλουέτα πού τοΟ φάνηκε σά γνωστή: Μαύρη μέσα στό ήλιόφωτο, παρουσίαζε Ινα νέο ψηλό κι ' άδύνατο πού, περπατώντας βιαστικά, άνοιγε δσο μποροΟσε τά μακριά σκέλη του, κουνοΟσε τά μακριά μπράτσα του ζωηρά καί κρατοΰσε ψηλά τό κεφάλι. Ά π ό τά πανταλόνια του, πού δέν ήταν πολύ μακριά, Εβγαιναν τά πελώρια πόδια ώς τά στραγάλια, κι ' άπό τά μανί-κια του, έπίσης κοντά, τά χέρια ώς τους καρπούς.

Μά ναί, καλέ! Αύτό τό κορμί, αύτό τό περπάτημα, αύτό τό ντύσιμο, αύτό τό σουλούπι, δέν ήταν, δέν μπορούσε νά ήταν... παρά τοΟ Αντώνη τοΟ ΦαραοΟ.

Τί έκπληξη! Καί νά τος! Είδε τόν Πωπο καί τρέχει ίσια πάνω του.

Ανοίγει τήν άγκαλιά του... Ό ΙΙ&πος πέφτει σ' αύτή... Κι ' οί δυό φίλοι άλλάζουν Ινα θερμότατο φιλί.

Σέ τέτοιες στιγμές—μά τί έκπληξη καί τί χαρά!—δλα τά περασμένα ξεχασμένα...

— Ό Αντώνης! . . . Ό Αντώνης μου; ! . . . — Μωρέ, Πώπο ! — Πως ήταν αύτό ; — Μήν τά ρωτάς !... — Θά μιλήσεις, μασκαρά ; — Μά τί, μονάχα έσύ θά σπουδάζεις στήν Αθήνα ; Μ' έ-

στειλαν καί μένα. "Αφησα μάρμαρο τόν Καλοϋζο καί νά με ! — Μίλα καλά, άδερφέ! — Ναί, ναί! Ήρθα καί θά κάτσω. — Μακάρι! Καί στό σπίτι καλά ; Έ Κλεμεντίνα ; "Ολοι; — Πολλά χαιρετίσματα.

ΠΛΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 95

• — Ά μ ή γιατί δέν άπάντησες στό γράμμα μου ; — Γιατί άπό μέρα σέ μέρα έπρόκειτο νάρθώ. — Μά νά μή μοΟ τό γράψεις, καϊμένε ;... — Ά σ ' τα τώρ' αυτά καί πές μου : Μέ ποιόν κάθεσαι; — Μέ κανέναν, μονάχος μου... Δέ βρήκα άκόμα σύνοικο τοΟ

γούστου μου καί... — Καλά. Τό δωμάτιό σου χωράει δυό ; — Μπράβο ; Είναι μεγάλο... άρκετά... — Καί πόσο πληρώνεις ; — Τριανταπέντε. — Νά σοΟ δίνω τά μισά, μέ παίρνεις καί μένα ; —'ΑκοΟς έκε ΐ ! —"Ωστε νά μή γυρεύω ;... — Ναί, σοΟ είπα. Άκόμα ρωτάς ; —Ησυχάζω. ΙΙοΟ θές νά πάμε τώρα ; Έ χ ε ι ς μάθημα;. . . ΙΙρίν άπαντήσει, δ Πώπος Ιριξε άκόμη μιά ματιά στή φο-

ρεσιά τοΟ φίλου του. Τί χάλια ήταν ^έκεΐνα! Τό σακάκι του, μαΰρο, φαινόταν

καινούργιο. Καί τό σταχτί πανταλόνι τά Ιδια. Μά τί άγαρμπα, τί κακοραμμένα. Καί τί μίζερα, βρέ άδερφέ ! Λές καί ήταν ξένα... Ά μ ' έκείνη ή πράσινη στενούλα γραβάτα ; Ά μ ' έκεϊνα τά βιδε-λένια χοντροπάπουτσα ;... Φρίκη !

|Ό ΙΙώπος, πού ντυνόταν κομψά καί πού καί στήν Αθήνα άκόμα έκανε τόν νταντή, ντρεπόταν νά φανεί τώρα στή Δενδροστοιχία, στόν κόσμο, μέ τόν Αντώνη. Κι ' άν άπαντοΟσαν έκεΐ τό Μένη Μανιά; Τί θάλεγε ό Αθηναίος γιά τήν παρέα τοΟ φίλου του

—"Οχι, τοϋ άποκρίθηκε, τώρα είμαι Ελεύθερος. Πεινώ δμως πολύ καί θά πήγαινα Ισια στό ξενοδοχείο.

— Ώ ρ α ΐ α ! Κι ' Εγώ δέ σέ βλέπω άπό τήν πείνα. Μ' Εναν καφέ είμαι, πού ήπια τό πρωί στό βαπόρι. ΙΙαμε λοιπόν νά φάμε μαζ ί ;

— Πάμε... — Καί ποΰ τρως ; — Έ λ α κι ' Εγνια σου. Έ κ ε ΐ πού θά τρώς καί σύ. Δέ γί-

νεται καλύτερα καί φτηνότερα. Ξεκίνησαν σιγά - σιγά άπό τά Προπύλαια, τράβηξαν πρός

τάπάνω—πουθενά, εύτυχώς, δέν Εφάνηκε Μανιάς—καί μπήκαν στήν όδόν Ιπποκράτους. Έκε ΐ , άντικρύ σχεδόν άπό τό φοιτητικό καφενείο « Ό Κοραής», στό ισόγειο ένός μεγάλου σπιτιοΟ, ήταν τό Εστιατόριο τοΟ κύρ - Φίλιππα, τό φτηνότερο φοιτητικό, δπου ό Πώπος Ετρωγε ταχτικά.

| Γιατί —άς τό ποΟμε άπό τώρα—καμμιά Εργασία, κανένα μάθημα δέν κατάφερε άκόμα νά βρει καί ζοΰσε πολύ στενόχωρα

96 Γ. ΞΚΝΟΙΙΟΓΛΟΓ ΑΠΑΝΤΑ

μέ τις όγδόντα δραχμές πού τοΟ έστελνε δ μπάρμπα - Διονυσάκης. ) Έκείνη τήν ώρα, οί δυό μικρές σαλίτσες ήταν σχεδόν έρη-

μες. Δέν έτρωγαν παρά δυό - τρεις άνόρεχτοι φοιτητές, πού θάχαν μάθημα ϋστερα, δώδεκα ώς μία. Ό Πώπος διάλεξε δυό θέσεις στό μεγάλο τραπέζι, στή γωνιά, κάθησε μέ τόν Αντώνη καί φώ-ναξε τόν κύρ Φίλιππα νά τοΟ συστήσει τόν καινούργιο πελάτη.

— Πατριώτης μου καί φίλος μου, τοΟ είπε, πού άν εύχαρι-στηθεΐ, θά τρώει Εδώ.

— Καί γιατρός σπουδάζει ή δάσκαλος ; ρώτησε ό ξενοδόχος. — Ούτε τό ένα, ούτε τό άλλο, άποκρίθηκε μέ περιφρόνηση

δ Αντώνης, θάκολουθήσιο Νομικά. — Μπά ; ! έκαμε δ ΙΙώπος, γιά δικηγόρος Ετοιμάζεσαι; —- Γιά δλα! φώναξε ό Αντώνης, πού τά μάτια του, τά ρου·

καλέικα μάτια του, άστραψαν. Μέ τά νομικά γίνεται κανένας δ,τι θέλει!...

Καί καθώς πισοιπλάτιζε ό ξενοδόχος, γιά νά τούς φέρει τή λίστα, ό νέος Ρουκάλης έπρόσθεσε :

— Καί βγάνει δσους παράδες θέλει! Ό Πώπος χαμογέλασε χωρίς νάπαντήσει... Ό κύρ-Φίλιππας τούς έφερε σέ λίγο, δ ίδιος γιά περισσό-

τερη περιποίηση, τις πιό γενναίες μερίδες άπ' τά φαγιά πού τοΟ παράγγειλαν, κΓοί δυό φίλοι, τρώγοντας καί πίνοντας, είπαν δσα είχαν νά ποΟν.

|Τό γράμμα της κυρίας Βιργινίας είχε κάμει τό θάμα του : Οί φιλάργυροι Καπνίστηδες συγκινήθηκαν κι ' έστειλαν στό γέρο Ρουκάλη Ινα τσέκι άπ$ είκοσι χιλιάδες φράγκα. Δέν έφταναν βέβαια γιά νά προικιστεί ή Κλεμεντίνα. Ό Μίμης δ Καρότσης δέ θά τήν έπαιρνε μέ τόσα. Άλλωστε αύτός ένα λόγο είχε πεί μιά φορά πού δέν τόν ξανάπε. Ούτε ίδέα λοιπόν γιά τήν ώρα. Κι' δ Ρουκάλης άποφάσισε νά μεταχειριστεί Εκείνα τά λεφτά γιά νά πάρει άπάνο) του. Μ' ένα μέρος θά Εμπορευόταν σταφίδα καί λάδι δπως άλλη φορά. Καί μ' Ενα μέρος, Εστερνε τό γιότου στήν Αθήνα νά σπουδάσει.|

— Μέ πόσα τό μήνα; τόν ρώτησε ό ΙΙώπος. — Μ' Εκχτόν πενήντα, άποκρίθηκε ό Αντώνης. Ξέρεις τί

δμως ; Τά πήρα δλα μαζί μου μονομιάς. Χίλιες δραχμές γιά νά περάσω Εξη - έφτά μήνες.

— Καλύτερα! έκαμε ό Πώπος. Νά μήν Εχουν τή σκοτούρα νά σοϋ στέρνουν κάθε τόσο.

—"Οχι γ ι ' αύτό ! τόν έκοψε δ Αντώνης. Κάθε άλλο! Τά πήρα, γιά νά Εχω Ενα μικρό καπιτάλι. Έ γ ώ , στοϋ Καλούζου Ενάμιση χρόνο, άπόχτησα κάποια πείρα Εμπορική. Μπορεί νά μοϋ τύχει Εδω καμμιά εύκαιρία νά κάμω μια δουλειά, Ενα μικρό έμπό-

ΠΛΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 97

ριο τοΟ ποδιοϋ. Επιτέλους τά τοκίζω. Καί γιά νά μή σοϋ πώ μεγάλα πράματα, βγάνω τά μισά μου Εξοδα. Λίγο είναι... γιά τόν πρώτο χρόνο ;

— Κατάλαβα, ψιθύρισε δ ΙΙώπος. — Ά μ ' ποΰ νά καταλάβεις έσύ ! έκαμε 6 Αντώνης. —"Οχι, σέ βεβαιώ, κατάλαβα! Επέμεινε άφελέστατα ό Πώπος.

Κι' Επειδή Εκείνες τις ήμερες ήταν πολύ στενοχωρημένος άπό παράδες, τόσο πού δέν ήξερε τί θά κάμει, τοϋ ήρθε ή ίδέα πώς θά μποροΟσε, στήν έσχατη ανάγκη, νά πάρει δανεικά άπό τό φίλο του,.έστω καί μ' Ενα λογικό τόκο...

Γενικά, δσα έμαθε άπό τόν Αντώνη, τόν ευχαρίστησαν. ΟΕ συγγενείς του άπό τή Ρωσία—πρώτο καί κύριο—δέν έστειλαν τόσα, πού νά υπάρχει φόβος γιά τήν Κλεμεντίνα. Δεύτερο, έστει-λαν κάτι τί. Κι ' ήταν πολύ εύχάριστο γιά τόν ΙΙώπο νά συλλογί-ζεται τήν οικογένεια σέ κάποια άνεση. Ό γέρο - Ρουκάλης θά τάχανε Ισως πάλι μέ τά έμπόριά του. Πάντα δμως κάτι θά πρό-φτανε νά κάμει γιά τό σπίτι, γιά τά παιδιά. Καί νά πού έστελνε τόν Αντώνη στήν Αθήνα μέ καινούργια φορεσιά καί μέ χίλιες δραχμές στήν τσέπη. 'Πταν έξυπνος δ Αντώνης, κάτι θάκανε... Καί τής Κλεμεντίνας Επίσης θά είχαν ράψει Ενα • δυό φορέματα. Καί τοΰ Ρουκαλέικου τη φατσάδα θά είχαν διορθώσει ή τουλά-χιστο θά είχαν βάλει τά σπασμένα τζάμια. / "Ολα εύχάριστα λοιπόν. Άκόμα κι ' ή ίδέα νά καθ ήσουν μαζί. Κι' ό Πώπος δέν κοίταζε τόσο τήν οικονομία πού θά είχε άπ' αύτό, δσο τό δυνάμωμα τής φιλίας του, τής οίκειότητάς του, μέ τόν άδελφό τής Κλεμεντίνας. θάταν άπό τώρα σάν άδέλφια. Καί κάτι άλλο άκόμα, πολύ σπουδαίο : Οί ειδήσεις άπό τό Ρουκα-λέικο θάφταναν δυό φορές τήν Εβδομάδα κατευθείαν... στήν κάμαρά του.|

— Τώρα, είπε ό Αντώνης άφοΟ άπόφαγαν, θά πάμε στό σπίτι σου, νά μου δείξεις τήν κάμαρά σου καί νά συμφωνήσουμε μέ τό νοικοκύρη.

— Μέ τή. σπιτονοικοκυρά νά λές, τόν διόρθωσε δ ΙΙώπος. Στά σπίτια πού νοικιάζουν κάμαρες, συνήθως δέν υπάρχει νοικο-κύρης. Μιά γυναίκα μόνο, πού συνήθως έχει καί μιά δμορφη κόρη.

— Ή δική σου έχε ι ; — ΆκοΟς λέει! ή Ζηνοβία είναι άπό τά πιό δμορφα κορί-

τσια τής Αθήνας ! —Άρσακειάδα βέβαια... — Καθόλου ! Ούτε πάτησε ποτέ στό Αρσάκειο. Τελείωσε

Ενα ιδιωτικό παρθεναγωγείο κι ' άπό πέρσι κάθεται στό σπίτι. — Τά θέλει, μωρέ ; — Δέν ξέρω, τώρα πού θά τή γνωρίσεις, ρώτα τη.

Τ ό μ ο ς δ ε ύ τ ε ρ ο ς 7

98 Γ. Ξ Ε Ν Ο Π Ο Γ Λ Ο Γ ΑΠΑΝΤΑ

— Ά , ναί ! έκαμε ό Αντώνης. Τό ξέχασα πώς έσύ... Κι ' Ετελείωσε τή φράση του μ' ένα γέλιο κοροϊδευτικό. Ό

Πώπος δμως δέν πειράχτηκε. Μάλιστα ! ("Ηταν Ερωτευμένος μέ τήν Κλεμεντίνα καί καμμιά άλλη, γιά κανένα σκοπό, δέν συλλο-γίστηκε ποτέ νά κοιτάξει. Αυτό δέν τό θεωρούσε καθόλου ντροπή. Έ τ σ ι τοΟ άρεσε τώρα, τελείωσε! "Αν μεθαύριο θά τοΟ άρεσε άλλιώτικα, θάκανε άλλιώτικα.\

Καί γέλασε κι' αυτός. — θ ά πάμε λίγο καί στό καφενείο ; —"Οχι, δχι, βιάζουμαι νά γνωρίσω αυτή τή Ζηνοβία. —"Οπως θες. Δέν πιστεύω δμως νά τήν ενθουσιάσει ή γρα-

βάτα σου. — Καί τί έχει ή γραβάτα μου ; — Χμ ! λιγάκι Επαρχιώτικη. —(Ού, καϊμένε καί σύ, ποΰ πάς καί χάνεσαι! Επαρχιώ-

τικη... Καί μήπως δέν είμαι έπαρχιώτης ; θ ά τό κρύψω τώρα ;·\ Αύτό τό λόγο ό Πώπος τόν βρήκε πολύ σιοστό καί μετάνοιο)-

σε γιά τήν παρατήρηση του. —Αστειεύτηκα, είπε. Ό άνθρωπος κάνει τή γραβάτα... — Καί τά λεφτά κάνουν τόν άνθρωπο ! συμπλήρωσε άμέσως

δ Αντώνης. Γιά, νά ίόεϊ μιά φορά τό πορτοφόλι μου, αύτή ή κυρία Ζηνοβία, γεμάτο έκατοστάρικα καί σοϋ λέω Εγώ άν δέ θά τής άρέσει κι ' ή γραβάτα μου κι' δλα μου !

— Έ χ ε ι ς δίκιο, καϊμένε... Τό σπίτι ήταν ψηλά, στήν όδόν ΙΙινακωτών (Χαριλάου Τρι-

κούπη σήμερα). Ή σπιτονοικοκυρά ήταν μιά χήρα Κορφιάτισσα μέ δυό παιδιά : τήν όμορφη Ζηνοβία καί τό Ζέππο, ένα ζιζάνιο δεκατεσσάρω χρονών. Έκε ίνη τήν ώρα βρέθηκαν δλοι στήν τρα-πεζαρία, δπου μιά μικρή υπηρέτρια, μέ τή βοήθεια τής Ζηνο-βίας, έστριονε τό τραπέζι, κι ' ό Πώπος τούς σύστησε θερμά τόν πατριώτη του καί ρώτησε άν μποροϋσε νά τόν πάρει σύνοικο στήν κάμαρά του.

—"Εχει φέρει καί κρεβάτι κι ' άπ' δλα, είπε. Δέ θά προ-σθέσετε παρά γιά τήν περιποίηση,

—"Αν σας χοιράει, πολύ εύχαρίστως, άποκρίθηκε ή κυρία Τζούλια (έτσι έλεγαν τή σπιτονοικοκυρά). Καί γιά τήν περιποί-ηση, είναι καλά νά βάλετε άκόμα δεκαπέντε δραχμές; Εικοσι-πέντε τοϋ καθενός θά σας έρχεται.

Ό ΙΙώπος κι ' δ Αντώνης κοιτάχτηκαν. — Καλά είναι, άποκρίθηκε δ Αντώνης. «Καλά» θά ήταν καί πενήντα νά τούλεγαν. Τά μάτια τής

Ζηνοβίας—τί τρέλα!—τόν κοίταζαν τόσο γλυκά... Είδε κ*· τήν κάμαρα καί φυσικά τή βρήκε δ,τι χρειαζόταν.

ΠΑΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 119

Αλήθεια, δσο γιά νά μπει άκόμα Ενα κρεβάτι, τόπος ύπήρχε. Γιά τραπέζι δμως, πού θάταν άδύνατο νά χωρέσει, τόν Αντώνη δέν τόν ένιαζε καθόλου.

— θ ά γράφω σέ μιάν άκρη τοϋ δικοΰ σου, είπε στόν ΙΙώπο, καί θά διαβάζω στό κρεβάτι. Δέ βαριέσαι !

— Μά προσωρινώς! είπε ή Ζηνοβία, πού τούς είχε άκολου-6ήσει. "Ωσπου νάδειάσει κάμαρα πιό εύρύχωρη...

— Σύμφωνοι! φώναξε ό Αντώνης. Όρίστε ! Κι ' έβγαλε τό πορτοφόλι του. — Έ ! τί θέλεις ; τόν ρώτησε ό ΙΙώπος. — Νά πληρώσω τό μήνα μου. —"Ασε, μεθαύριο, πού θά λάβω κι ' έγώ, πληρώνουμε μαζί. — Δέν πειράζει... πληρώνω τώρα έγώ καί μοϋ τά δίνεις.

(Καί πριν τοϋ άποκριθεΐ ναί ή δχι δ ΙΙώπος, άνοιξε τό πορ-τοφόλι, έβγαλε δλο τό μάτσο τών έκατοστάρικων, τράβηξε Ενα, λιγάκι Επιδειχτικά, καί τδδωσε τής Ζηνοβίας. |

—"Αν έχετε τήν καλοσύνη, τής είπε ευγενικότατα, νά τό δώσετε τής μαμάς...

— Καί νά σας φέρω πενήντα δραχμές ρέστα ; Αμέσως! Κι' ή Ζηνοβία άρπαξε τό έκατοστάρικο κι ' έφυγε τρέ-

χοντας. Τό γεμάτο πορτοφόλι—σπάνιο πράμα γιά φοιτητή—τής

είχε κάμει εντύπωση. — Φορτωμένος είναι άπό τέτοια! είπε μέ θαυμασμό στή

μητέρα της. Πρέπει νά τόν περιποιηθούμε... Ό Αντώνης έτριβε τά χέρια του κατευχαοιστημένος κι '

Εκοίταζε τό φίλο του πονηρά καί θριαμβευτικά. — Τδπες καί τδκανες! τοϋ είπε χυτός. Μασκαρά! —"Οχι, θάργοΰσα !... Τήν είδες, τήν είδες πώς Εκαμε ; Σέ λίγο, άκούστηκε στήν πόρτα κτύπος διακριτικός. Ήταν

ή Ζηνοβία, γελαστή κι ' όλοπρόθυμη, μέ δυό είκοσιπεντάρικα στό χέρι.

—Όρίστε . . . εύχαριστοϋμε πολύ. Καί... πότε λοιπόν θά φέ-ρετε τά πράματά σας;

—'Απόψε. Τάχω άφήσει στό ξενοδοχείο δπου έμεινε Ενας συνταξιδιώτης μου. Είπα πώς θά μείνω κι ' έγώ, ώσπου νά βρώ δωμάτιο. Μ' άφοΰ βρήκα ευθύς, δέ μπορώ νά τά πάρω ;

— Μά θά πληρώσεις τήν ήμέρα σου, είπε ό Πώπος. Αδιά-φορο άν δέν κοιμήθηκες.

—"Ω, άσχημο αύτό!... Εκαμε δ Αντώνης μέ μορφασμό. Ή Ζηνοβία γέλασε. Τό γέλιο της έλεγε : «Τόσα λεφτά έχεις καί λυπάσαι δυό - τρεις δραχμές πού θά δώσεις στό ξενοδοχείο ; Δέ φαίνεσαι γιά φιλάργυρος...»

110 Γ. ΞΕΝΟΠΟΓΑΟΓ ΑΠΑΝΤΑ

Τό κατάλαβε ό Αντώνης κι ' έγινε κατακόκκινος. —"Ας είναι, είπε γιά νά τό μπαλώσει- άφοΟ βρήκα τόσο

καλή κάμαρα καί μέ τόσο καλή συντροφιά, χαλάλι του !... «Καλή συντροφιά» ήταν βέβαια ή Ζηνοβία. Αυτή τουλάχι-

στο κοίταζε δταν τόπε. Κι' ή κόρη τής σπιτονοικοκυράς κολα-κεύτηκε καί ξαναγέλασε, μά μέ άλλο ΰφος τώρα. ΈΛειτα ρώ-τησε :

—'Εμένα... δέ μέ θέλετε πιά τ ίποτα; . . . Ώρεβουάρ καί μερσί !

— Πώς σοϋ φάνηκε, ρώτησε ό Πώπος τό φίλο του. — Χμ ! έκαμε αύτός. Μού φαίνεται πώς θά τά φάω δλα

μαζί της! . . . Αύτό τό έμπόριο θά κάμω μέ τό καπιτάλι μου! — Μά έχεις πείρα καί σ' αύτό ; άστειεύτηκε ό Πώπος. — Ά , μόνο σ' αύτό δέ χρειάζεται πείρα. Τέλος πάντων θά

καταστραφώ. Καί ποιός θά φταίει; "Εσύ πού μ' έφερες έδώ - μέσα! — Μπά ! άν δέ σάρέσει... πάμε άλλοΰ. — Τώρα κι ' άλλη μιά φορά ; Είναι άργά, φίλε μου ! Καί τό ίδιο άπόγεμα, ό Αντώνης κουβάλησε τά πράματά

του άπό τό ξενοδοχείο, έσΓησε τό κρεβάτι του, άνοιξε τό μπα-οΟλο του, έλυσε τό στρώμα του καί τό πάπλιομά του, έγκαταστά-θηκε. Ή μικρή ύπηρέτρια τόν έβοήθησε.\ Στό στρώσιμο τοϋ κρε-βατιοϋ έπιστάτησε κι ' ή κυρία Τζούλια ή ίδια καί στήν τοποθέ-τηση διαφόρων μικροπραγμάτων, έδώ κι ' έκεΐ, έλαβε μέρος κι ' ή Ζηνοβία :ί

— Αύτή τή βουρτσοθήκη νά τήν κρεμάσουμε στόν τοίχο... Ά , δέν έχει καρφί; Έ γ ώ νά σας βάλω... Σταθείτε... Αύτή τή νυχτικοθήκη νά τή βάζετε έτσι, στά πόδια τοΟ κρεβατιού... Ά , κι ' αύτή ή προβειά πού φέρατε, είναι πολύ ώραία!. . . Στό κρε-βάτι μπροστά τή θέλετε, ή στό τραπέζι ; Καλύτερα στό κρεβάτι... τό τραπέζι έχει χαλί...

'() Αντώνης τήν άφηνε νά κάνει δ,τι ήθελε. Σ ' δλα συμφω-νοΟσε μαζί της. Τόσο πού στό τέλος έκείνη τοΟ είπε :

—"Εχουμε, βλέπο), τό ίδιο γοΟστο!... — Τί καλά ! τής άποκρίθηκε καί τήν κοίταξε στά μάτια.

Ό Πώπος δέν ήταν παρών σ' αύτή τήν Εγκατάσταση. Είχε μάθημα κι ' έπειτα θά πήγαινε νά βρει τό Μένη Μανιά, νά περι-πατήσουν ώς τήν ώρα τοϋ δείπνου. Κι' έδωσε τοϋ Αντώνη ραντε-βού στις όχτώ οτοϋ κυρ - Φίλιππα.

Πρωτύτερα δμιος, έπειδή ή φασαρία του τελείωσε νωρίς, —δέν είχε δά νά μοντάρει καί κανένα παλάτσο !—ό Αντώνης,, μονάχος του, βγήκε νά κάμει δυό βήματα στήν όδόν Σταδίου.

ΙΙΛΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 111

Ρωτώντας, έφτασε ώς τό Υπουργείο των Οικονομικών κι ' άπό κει τράβηξε κατά τό Σύνταγμα. Ήταν έτσι, δπως ξεμπαρκα-ρ'στηκε τό πρωί, μέ τά ίδια άγαρμπα ροΰχα. Μόνο πού πλύθηκε, χτενίστηκε, ξεσκονίστηκε, γυάλισε τά παπούτσια του κι ' έβαλε μιαν άλλη γραβάτα, στενή κι ' αυτή, μά κόκκινη σά λαμπριά-τικο αύγό.

Ανέβαινε σιγά - σιγά, χαζεύοντας, πότε στις φωταγωγη-μένες βιτρίνες —είχε άπό τότε μερικές κ ι ' ή όδός Σταδίου—πότε στά τοιχοκολλήματα, πότε στόν κόσμο πού τοϋ φαινόταν αλλό-κοτος κρίί σχεδόν γελοίος... Άξαφνα, δ,τι είχε φτάσει στά κάγ-κελα τής Βουλής, κάνει έτσι καί βλέπει τόν ΙΙώπο πού κατέβαινε μέ τό Μανιά.

— Πώπο !... Έδώ είμαι !... — Ά , παρντόν ! έκαμε αύτός άμέσως στό Μανιά καί πλη-

σίασε πρώτος τόν Άντοινη, γιά νά μή τούς πλησιάσει κι ' άναγ-καστεΐ νά τόν συστήσει.

— Κουβάλησες ; Ταχτοποιήθηκες ; —"Ολα έτοιμα!.. . Καί ποϋ πάς τώρα; — Μά... στό ξενοδοχείο... — Γυρίζω κι ' έγώ !... Πάμε μαζί ! Κι ' άφελέστατα ό Αντώνης έκαμε μεταβολή κι ' έπιασε

τόν Πώπο άπό τό μπράτσο. Τί νά κάμει πιά κι ' αύτός ; έγνεψε μέ τό κεφάλι στό Μανιά,

πού είχε σταματήσει λίγο πιό πέρα: — Έ λ α , Μένη. "Εκαμαν λίγα βήματα έτσι. Ό Μένης μιλιά. Ό Αντώνης

μιλοϋσε τοϋ ΙΙώπου κι ' αύτός συλλογιζόταν άν ήταν υποχρεω-μένος νά τόν συστήσει ή άν μπορούσε νά τάποφύγει ή νά τό άναβάλει...

Ήταν έκείνη ή κόκκινη γραβάτα! Ποΰ στό διάβολο τήν ξετρύπωσε !... Καλύτερη ή πράσινη πού φορούσε τό πρωί...

Μά τό πράγμα δέν μποροϋσε νά πάει έτσι. Αλήθεια ό Α ν -τώνης έκανε σά νά μήν ήταν άλλος στήν παρέα" ό Μένης δμως στενοχιορήθηκε καί τό έδειξε, μακραίνοντας λίγο άπ' τό πλευρό τοϋ ΙΙώπου.

«Μιά μέρα πάντα θά γνωριστούν, συλλογίστηκε τότε αύτός. "Ας γίνει λοιπόν αύτό άπό τώρα κι ' ό Θεός βοηθός!»

—ι Α ! φώναξε άξαφνα. Ξέχασα νά σας συστήσω !... Μέ συγ-χιορεΐτε !... Ό κύριος Αντώνης Ρουκάλης, φοιτητής τής Νομικής, πατριώτης μου, γείτονας καί σύνοικός μου... Ό κύριος Μένης Μανιάς, τής Νομικής έπίσης, άδελφικός φίλος. \

Χαιρετίσθηκαν μέ τά καπέλα. Μά μόλις άκουσε τδνομα, ό Αντώνης μεταμορφώθηκε. Καί πήρε τό υφος άνθρώπου πού βρί-

1 0 2 Γ. Ξ Ε Ν 0 Π 0 Γ Λ 0 Γ Α Π Α Ν Τ Α

σκεται άξαφνα μπροστά σ' ένα πρόσωπο έπίσημο, γνωστό του έξ άκοής κι ' έπιθυμητό.

— Μανίας;... έκαμε. Σας παρακαλώ... ό κύριος Ιωάννης Μανίας, ό τραπεζίτης, είναι συγγενής σας ;

— θειός μου, άποκρίθηκ' εύθύς ό Μένης. — Ά , έτσι ;... "Εχω νά τοΟ δώσω ένα γράμμα καί κάτι χρή-

ματα άπό τόν κύριο Καλοϋζο... — Μπά ; Γνωρίζετε τόν κ. Καλοϋζο ; — ΙΙώς ; "Ως τώρα τόν είχα προϊστάμενο. Εργαζόμουν στό

γραφείο του. — Καί ;... Χαίρω πολύ. Καί—περίεργο !—τώρα μεταμορφώθηκε κι' δ Μένης ! Τό

υφος του, τό γέλιο του, ή προθυμία του, έδειχναν άνθρωπο κατευ-χαριστημένο γιά τή γνωριμία πού έκαμε !

Εξακολούθησαν νά μιλοϋν οί δυό τους, ένώ δ Πώπος τούς άκουγε σαστισμένος... Ό Μένης ρωτοΰσε όλοένα γιά τόν κύριο Καλοϋζο καί τήν οίκογένειά του, πού «συνδέουνταν πολύ», γ ιατ ' ήταν άνταποκριτής τοϋ θειοΰ του κι ' είχαν γνωριστεί ένα καλο-καίρι στά λουτρά. Ό Αντώνης πάλι ζητοϋσε πληροφορίες γιά τήν Τράπεζα καί τί ώρα θά έβρισκε κει τόν ίδιο τό διευθυντή...

ϊ'ίίς τώρα, ό Πώπος ήταν στή μέση. "Αξαφνα δμως—άλλο πάλι τοΰτο !—βλέπει τό Μένη νά φεύγει άπό τό πλευρό του καί νά κολλά στό πλευρό τοϋ Αντώνη, γιά νά κουβεντιάζουν κα-λύτερα. I

Όρίστε ! Ό Τζαντιώτης μέ τάγαρμπα ροϋχα καί τήν κόκ-κινη γραβάτα, στή μέση δυό Αθηναίων νταντήδων, καί τήν πρώ-τη μέρα πού πάτησε στήν Αθήνα !

Μά τί είχε λοιπόν δ Άντο')νης δ Ρουκάλης γιά νά τραβήξει έτσι άμέσως τό Μένη τό Μανιά; Τόσο πιά σπουδαίο ήταν πού έκαμε ένάμιση χρόνο γραμματικός στοϋ Καλούζου ; "Η τόσο πιά «μεγάλος άνθρωπος» αύτός δ Καλοϋζος, ώστε κι ' δ τελευταίος του γραμματικός νά περνά γιά κάτι σ' έναν Αθηναίο άπ' τά καλύτερα σπίτια ;

Ανέλπιστο, μά τήν άλήθεια, άνεξήγητο ! "Αν δ Πώπος ήταν ζηλιάρης, θά ζήλευε γιά τήν έντύπωση πού έκαμε ό Αντώνης στό φίλο του. Επε ιδή δμως είχε καλή κι ' άδολη καρδιά, πρώτο χάρηκε—καί χάρηκε δσο θά λυπόταν άν έβλεπε, δπως τό είχε φοβηθεί, άπό μέρος του Μένη καμμιά περιφρόνηση πρός τήν κόκ-κινη γραβάτα—καί δεύτερο προσπάθησε νά έξηγήσει καί νά κα-ταλάβει έκείνη τήν προθυμία.

Κι' δσο τούς έβλεπε, δσο τούς άκουγε νά μιλοϋν γιά τά δικά τους—γιατί, άλήθεια, τώρα μιλοϋσαν γιά πράγματα πού δέν ένιαζαν τόν ΙΙώπο καθόλου, πού δέν τά ήξερε κάν, γιά Τράπε-

ΠΑΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 1 0 3

ζες, γιά έμπόρια, γιά συνάλλαγμα, γιά Χρηματιστήριο—τόσο μεγάλωνε ή έκπληξη κι ' ή άπορία του.

Κάποτε βέβαια κυλά δ τέντζερης καί βρίσκει τό καπάκι. Μά ποτέ δέ θά φανταζόταν πώς ό Αντώνης ό Ρουκάλης - Φαραός μπορούσε νά είναι τέντζερης ή καπάκι γιά ένα Μένη τό Μανιά !

Κι ' άξαφνα, αίστάνθηκε κάτι σάν τρόμο. Μιά στιγμή, έκεί πού μιλούσαν οί δυό τοις, δ Πώπος, πού

άσυναίσθητα είχε προχωρήσει δυό τρία βήματα καί κοντοστάθη-κε γιά νά τόν φτάσουν, γύρισε κι ' είδε... τά μάτια τους.

Έλαμπαν καί τών δυονών μέ τήν ίδια λάμψη. Είχαν τήν ίδια έκφραση καί, άπάνω-κάτω, τό ίδιο άνοιγμα, τό ίδιο τόξο.)

Κι' άλλη φορά είχε παρατηρήσει, πώς τά μάτια τοϋ Μένη θύμιζαν κάπως τά ρουκαλέικα. Τοϋ τό είπε μάλιστα, άν θυμάστε : «Μοιάζεις μ' ένα κορίτσι στήν πατρίδα μου, πού τάγαπώ. Έ χ ε τ ε τά ίδια μάτια». Μά τώρα αύτή τήν όμοιότητα τήν έβλεπε άλη-θινά καταπληχτική. Καθώς άντικριζόνταν, καθώς κοιταζόνταν τά δυό έκεΐνα ζευγάρια μάτια, ό Πώπος δέν θάξερε νά πει ποιά ήταν τοϋ Μένη καί ποιά τοϋ Αντώνη !

Λίγες στιγμές βάσταξε αύτή ή έντύπωση, μά ήταν άρκετή γιά νά τόν τρομάξει...

Πραγματικώς τάχα τά μάτια τοϋ φίλου του τοϋ Μένη έμοια-ζαν περισσότερο μέ τοϋ Αντώνη παρά μέ τής Κλεμεντίνας ; "Ισως δχι. |Φαίνεται δμως πώς ήταν ή πρώτη φορά πού έβλεπε τά μάτια τοϋ Αθηναίου νάχουν τόσο χτυπητή τή «ρουκαλέικη» έκφραση. Δέν τήν έπαιρναν έτσι, δταν τόν κοίταζαν αύτόν. Κι ' έπρεπε νά βρεθεί μπροστά τους ό Αντώνης—ένας Ρουκάλης—γιά νά τήν πάρουν άμέσως.1.

'Αλλά γιατί νά τρομάξει δ Ιΐώπος τή στιγμή ένός τέτοιου φανερώματος ;—Δέν θά μπορούσε νά τό έξηγήσει καλά ούτε ό ίδιος. "Ισως ήταν έπειδή σ' αύτά δλα έβλεπε σάν ένα μυστήριο, σάν κάτι υπερφυσικό—μιάν άλήθεια έπιτέλους, πού μόλις μαν-τευόταν, κρυμμένη άκόμα, άμυδρή, σκοτεινή... Καί πολλοί άν-θρωποι αίσθάνουνται τρόμο, τή στιγμή πού μαντεύουν έν' άπό-κρυφο τέτοιο. '

Ό Μένης κι ' ό Αντώνης έξακολουθοϋσαν νά κουβεντιάζουν έτσι οί δυό τους, σά νά γνωρίζονταν χρόνια. Κι ' ό Πώπος είχε θυμηθεί καί συλλογιζόταν τό «σόι» τοϋ γέρου - Ρουκάλη.

Νά τό μυστήριο ί Ά π ό μιά γενιά, συγγενείς καθαυτό, δέ μπορούσε βέβαια νά

είναι οί Μανιάδες μέ τούς Ρουκαλέους—άπό ποΰ κι ' ώς ποϋ ;— Ούτε μέ τούς Καρότσηδες, ούτε μέ τούς Μαρκέτηδες, ούτε μέ τούς Ααζαίους. Νά δμως πόύ είχαν μιά συγγένεια άλλου είδους, «ς τ*,ν ποϋμε—συλλογιζόταν δ ΙΙώπος—ψυχική. Καί τό δεδο-

1<Η Γ. ΪΕΝΟΠΟΓΛΟΓ ΑΠΑΝΤΑ

μένο έδώ δεν ήταν μόνο ή όμοιότη των ματιών τους" ήταν αυτή ή αμοιβαία σπουδή και προθυμία πού έδειξαν μόλις γνωρίστηκαν, αυτή ή ένωση των δυό τους, τόσο δμοια μ* έκεΐνες πού κάνει ή πάντ' ανεξήγητη, ή μυστηριώδικη χημική συγγένεια.

Και τώρα ό ΙΙώπος, μέ τήν ξαναμμένη φαντασία του, έφερνε μπροστά του κΓ δλο τό συγγενολόι τοϋ Μένη Μανία : τόν πατέρα του, τούς θειούς του, τ ' άδέλφια του, τα ξαδέλφια του. Τί περί-εργο πράγμα!.. . Αυτοί δλοι, δταν μιλούσαν μεταξύ τους, έκαναν τά μάτια τους έτσι, δπως τώρα ό Μένης μέ τόν Αντώνη. "Ώ, μά τό θυμόταν πολύ καλά ό Νώπος. Λές και τούς έβλεπε!

Κατέβηκαν σχεδόν ώ; τήν Όμόνοια. Εκείνοι πάντα νά κου-βεντιάζουν τά δικά τους κι ' ό Πώπος νά τούς βλέπει, νά τούς άκούει σάν ξένος και νά συλλογίζεται. Τόν είχαν ξεχάσει. "Η ήταν στό πλάι τους ή δεν ήταν, τό ίδιο τούς έκανε. Πόσο θά ζήλευε, αν ήταν ζηλιάρης! Ι

"Οταν έφτασαν στήν όδον ΙΙροαστείου, ε ίπε : —Αντώνη, έμεΐς Οά πάμε από δώ. Τότε έκείνοι στάθηκαν γιά νά χαιρετισθοϋν. Άλλά και στό

πόδι είπαν άκίμα πολλά, έδωσαν ραντεβού γ ι ' αύριο κι ' έσφιξαν τά χέρια τους μ' έ'να τράνταγμα διαχυτικότατο. Και «χαίρω πολύ» καί «είμαι ευτυχής» καί «νά βλεπόμαστε» ένα σωρό...

Τί κρύο τοϋ φάνηκε τοΟ ΙΙώπου τό χέρι τοΟ Μένη, όταν έπια-σε ύστερα και τό δικό του ! Ήταν φανερό πώς δέν τόν λογάριαζε πιά μπροστά στον Αντώνη. Καί νά συλλογίζεται πώς είχε φο-βηθεί μήπως γίνει γελοίος, παρουσιάζοντας στό Μένη τόν έπαρ-χιώτη φίλο του μέ τά χοντροπάπουτσα καί τήν κόκκινη γραβάτα ! Τί ανόητος !

Οί δυό τους τιόρα, πήγαιναν γιά του κύρ - Φίλιππα. Ό Αν-τώνης κρατούσε τόν ΙΙώπο από τό μπράτσο καί το&λεγε μ' έν-θουσιασμό :

Τί λαμπρός νέος! 'Λπό κείνους πού πάνε μπροστά, θ ά τόν '.όεΐς μιά μέρα αυτόν καί Οά τρίψεις τά μάτια σου... Ε κ α -τομμύρια θά κάμει! θ ά χτίσει παλάτια στήν Αθήνα, μεγαλύ-τερ' άπό τούτα δώ - χάμου. — Καί τοδδειχνε τά σπίτια της λεωφό-ρου Πανεπιστημίου. — Καταλαβαίνω έγώ τούς άνθρώπους !... Μά νά μή μοϋ πεις ποτέ, καϊμένε, πώς είχες τέτοιο φίλο ;

— Μά σοΰ τό είπα.. . Κάποτε σοΟ τό είπα. — Τδνομα μπορεί νά μοϋ τδπες. Δέν μοϋ είπες δμως καί τά

προτερήματα. Κι' ό Αντώνης έπρόσθεσε μέ οίκτο : —Άγκαλά, ήσουν έσύ σέ θέση νά τά διακρίνεις ;

ΙΙΛΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 105

—Έγο') ; τί λές έκεϊ ! έκαμε ό ΙΙώπος πειραγμένος. "Αν νο-μίζεις πώς δέν είχα καί πώς δέν έχω τήν καλύτερη ιδέα γιά τό Μένη...

— Τό ξέριο ! τόν έκοψε δ Αντώνης, Γιά τις γραβάτες του, γιά τό ντύσιμό του, γιά τούς τρόπους του κι ' ίσιος γιά τις φιλο-σοφίες του. Γιατί μοϋ φαίνεται πώς κι ' αύτός έχει τό βίτσιο νά διαβάζει... Μ' άν ήταν μόνο αυτά, δέ θάξιζε τίποτα ό Μένης σου !

—"Οπως δέν άξίζω έγώ, έ ; παραπονέθηκε ό Πώπος. —"Οχι, δέ λέω αυτό... Κι' έσύ έχεις τήν άξία σου. Πολλές

φορές σοΰ είπα γιά τό μυαλό σου. Ναι. Μά ο Μένης είναι άλλο ! — θ ά κάμει έκατοαμύρια, έ ;... κορόιδεψε δ Πώπος. Δέν άκουσε δμως τί τοϋ άποκρίθηκε ό Αντώνης. Τόν άφηνε

τώρα νά λέει γιατί συλλογιζόταν Αλήθεια, μήπως αύτός δέν ήταν σέ θέση νά εκτιμήσει τάλλα προτερήματα τοϋ φίλου του, κι ' ά κριβώς εκείνα πού έκαναν έντύπωση στόν Αντώνη ; Μήπως, άκό-μα, κι ' ό Αντώνης είχε τά ίδια καί γ ι ' αυτό έκαμε τόσο καλή έντύπωση στό Μένη μ' δλη του τή γελοία γραβάτα ; Καί, άλήθεια, οί δυό αυτοί άνθρωποι έννοήθηκαν καί σπρώχθηκαν ό Ινας στόν άλλον, άπό τήν πρώτη στιγμή ; |

Μά ποιά τάχα νάταν αυτά τάλλα προτερήματα ; Ό ΙΙώπος δέν μπορούσε νά τά προσδιορίσει. Έμάντευε δμως

μέ βεβαιότητα πώς θάταν έκεΤνα πού φανερώνονταν καί στους δυό μέ τά έκτακτα μάτια τους, τά δμοια...

Ά λ λ ά οί έκπλήξεις τοϋ ΙΙώπου δέν έσταμάτησαν έως εδώ. ['0 Μένης κι ' ό Αντώνης δέθηκαν μέ τόση φιλία, πού ήταν άχώ· ριστοι, δπως σχεδόν καθένας άπ' αυτούς καί μέ τόν ΙΙώπο. Μπο-ρούμε νά ποϋμε πώς οί δυό έγιναν πιά τρεΐς.| Δέν πέρασε μάλι-στα πολύς καιρός άπ ' τή γνωριμία, κι ' δ Αντώνης προσκαλέ-στηκε στό σπίτι τοϋ Μανία. "Εν' άπόγευμα Κυριακής πρωτοπήγε •κει μέ τόν ΙΙώπο. Κι' άφοϋ κάθησαν λίγη ώρα στήν κάμαρα τοϋ Μένη, κατέβηκαν έπειτα σιήν τραπεζαρία καί στό σαλόνι, δπου ήταν μαζεμένοι 'σπιτικοί καί συγγενείς.

Μολονότι ό Αντώνης είχε πεισθεί νά βάλει μιά γραβάτα «της άνθρωπιάς», ό Πώπος φοβόταν πώς ή τουαλέτα του Οά χτυποϋσε σάν άνορθογραφία μέσα στόν κομψό έκεΐνο κόσμο. Κι' δμως, παράξενο πράγμα! κανένας δέν έφάνηκε πώς προσέχει τήν Ανορθογραφία αυτή. Ούτε τά κορίτσια. "Οσο γιά τούς άντρες, νέ-ους καί γέρους, μέ μεγάλη του έκπληξη δ Πώπος παρατήρησε δτι δλοι αυτοί μιλούσαν μέ τόν Αντώνη πολύ αλλιώτικα παρά μέ αύτόν. "Οχι πιά μέ μιά απλή ευγένεια, μέ τυπική καλοσύνη ή μ' ένα αδύνατο, προσποιητό ίσως κι ' αυτό, ένδιαφέρο. Παρά μέ

110 Γ. Ξ Ε Ν Ο Π Ο Γ Α Ο Γ ΑΠΑΝΤΑ

προθυμία καί μέ μέγάλη σοβαρότητα. Ιλίιλοϋσαν τήν ίδια γλώσσα, οί Μανιάδες κι ' έ Αντώνης, νά ! Συνεννοούνταν οί άνθριοποι, δ-πως ποτέ του δ Πώπος, τόσον καιρό, δέν κατόρθοίσε νά συνεν-νοηθεί μέ κανέν' άπ' αυτούς, έξόν άπό τό Μένη. V

Τί έλεγαν μεταξύ τους; "Ελεγαν βέβαια καί γιά πράγματα πού ό Πώπος δέν μιλούσε

ποτέ. Γιά «χρηματιστικά», νά τά ποϋμε μέ μιά λέξη. Μά τό πε-ρίεργο ήταν, δτι τήν ίδια ζωηρότητα είχε ή συνομιλία τους κ ι ' δταν μιλοΰσαν γ ι ' άλλα πράγματα, άπό κείνα πού μπορούσαν τέλος πάν-των νά Ενδιαφέρουν καί τόν ΙΙώπο. Παραδείγματος χάρη γιά θέα-τρα, γιά έκθέσεις, γιά βιβλία, γιά μαθήματα... Φαίνεται δμως πώς καί γ ι ' αυτά άκόμα μιλοΰσαν μέ τόν τρόπο τους. Αλλιώ-τικα παρά δπως μιλοΰσαν, γιά τά ίδια, ό Πώπος μέ τό Μένη ή μέ τόν 'Αντώνη τόν ίδιο.

"Αξαφνα ήλθε λόγος γιά κάποιο Γάλλο τενόρο πού τραγου-δούσε, κείνο τό χειμώνα, στό Δημοτικό θέατρο. "Ολοι Επαίνεσαν τή φωνή του καί τήν τέχνη του. "Επειτα ό πατέρας τοΰ Μένη είπε :

— Ξέρετε λοιπόν πόσο παίρνει κάθε βράδυ ;... Πεντακόσιες δραχμές!

θαυμάσανε. Πεντακόσιες δραχμές τήν ήμέρα, δεκαπέντε χι-λιάδες τό μήνα, ήταν μυθική άμοιβή θεατρίνου γιά κείνο τόν καιρό.

— Μά βγαίνουν ; ρώτησε ό Αντώνης. — Βγαίνουν, τοΰ άποκρίθηκε άμέσως ό κ. Μανίας. Κι' άρχισε νά τοΰ κάνει λογαριασμούς : πόσο είχε τό εισι-

τήριο, πόσοι άπάνου - κάτου πήγαιναν κάθε βράδυ στό θέατρο, τί Εκόστιζε ό Επίλοιπος θίασος κτλ. Στήν άρχή άκουγαν δλοι. "Επειτα δμως μπήκε σέ λεπτομέρειες πού τις άκουγε προσεχτικά μόνο ό "Αντώνης. Καί ξακολούθησαν νά μιλοϋν οί δυό τους γιά τήν Επιχείρηση τοϋ Δημοτικοϋ μέ τόση σπουδαιοφάνεια, πού θά-λεγες πώς δέν ήταν ζήτημα νά τούς ένδιαφέρει περισσότερο !

I Στόν κύκλο λοιπόν τοΰ Μανία, ό σύνοικος τοΰ ΙΙώπου είχε μεγαλύτερη πέραση, λογαριαζόταν περισσότερο άπό αύτόν τόν ίδιο. Μά καί στά σπίτι πού συγκατοικούσαν, ό Αντώνης πάλι πήρε τά πρωτεία.I "Απ' δλους τούς νοικάρηδες, ή κυρία Τζούλια αύτόν περιποιόταν περισσότερο. Ό κύριος Ρουκάλης άπάνω, δ κύριος Αντωνάκης κάτω. Τόν κουβέντιαζε, τόν ρωτοΰσε, τόν συμ-βουλευόταν, γιατί Ελεγε πώς είναι «πολύ πραχτικός». Τοΰ Εμπι-στευόταν άκόμα καί τήν ιδέα πού είχε γιά τούς άλλους νοικάρη-δες : «Πολύ καλό παιδί δ κ. Νίκος, μέ άνατροφή... Καλός κι ' ό κ. Περικλής, μά ζωηρούλης. Ή Ζηνοβία μου δέν του δίνει θάρ-ρος... Ό κ. Αντρέας δμως, τί γκρινιάρης! Μέ τίποτα δέν εύχα-

ΙΙΛΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 111

ριστιέται. "Ολο λέει πώς θά φύγει. Μακάρι νάφευγε νά γλιτώ-νουμε !»

"Οσο γιά τήν δμορφη Ζηνοβία, αύτή πιά δέν έλειπε ά π ' τ ή ν κάμαρα τών «Ζακυθινών». Κι' έννοείται, μόνο γ ι ' άγάπη τοΰ 'Αντώνη. Μέ τήν παραμικρή πρόφαση, χτυπούσε τήν πόρτα, έμπαινε μέσα καί καθόταν δσο μποροΰσε. Μόνο πού φύλαγε νάναι κι' οί δυό στήν κάμαρα, γιατί μονάχο τόν 'Αντώνη ίσως θά τόν φοβόταν... Τόν συμπαθούσε δμως καί τόν ήθελε δσο κανένα. 'Εκτός άπ ' τό γεμάτο του πορτοφόλι, τής έκαν' έντύπωση κι ' ή «Εξυπνάδα» του.

— Τί άνοιχτομάτης πού είναι! έλεγε κάποτε στόν Πώπο μέ θαυμασμό. Τίποτα δέν τοΰ φεύγει! Είναι στιγμές πού, καθώς μέ κοιτάζει, μοϋ φαίνεται πώς διαβάζει μέσα στήν ψυχή μου. Δέν άπάντησα ποτέ μου τέτοιον άνθρωπο !

]0 Πώπος, φυσικά, δέν έδινε πεντάρα, άν ή κόρη τής σπι-τονοικοκυράς του τά είχε μέ τό σύνοικό του. Τό μόνο πού τόν ένοχλοΰσε ήταν οί συχνές καί μακρινές της επισκέψεις. Δέν τόν άφηναν νά μελετήσει, νά.Ι Καί τδλεγε τοϋ 'Αντώνη :

— Αύτή θέλει νά βρίσκεται δλο μαζί σου. Δέν πηγαίνεις Εσύ καλύτερα στήν τραπεζαρία νά μάφήνετε ήσυχο ;

—"Οχι! του άπαντοΰσε δ σύνοικος. 'Εδώ θάρχεται αύτή. Δέ θέλϋ) νά φανταστεί πώς τήν ξετρέχω.

— Τότε λοιπόν γιατί τής κάνεις δώρα ; —"Ετσι, σά νοικάρης ύποχρεωμένος άπό τήν περιποίηση.

"Εχω τό σκοπό μου, σώπα ! Κι' δ Πώπος έσώπαινε μ' άπό μέσα του ήταν λιγάκι μετα-

νοιωμένος πού έβαλε σύνοικο κι' έχασε τήν ήσυχία του. "Οσο γιά τά «δώρα» πού είπε, ήταν μικρά, μά συχνά. Κά-

ποτε ή Ζηνοβία, μπροστά στόν 'Αντώνη, είπε στή μητέρα της πώς θέλει Ενα χτενάκι γιά τόν κότσο της.

— Καλά, τής άποκρίθηκε ή κυρία Τζούλια. "Γστερα πού θά βγώ νά ψωνίσω, θύμισέ μου το.

— Νά σοϋ άγοράσιο Ενα Εγώ ; Επρότεινε δ Αντώνης. —"Ω, θά μέ υποχρεώσετε ! έκαμε ή Ζηνοβία. Μά νά μήν

είναι πολύ άκριβό. ΙΙέντ' Εξη δραχμές... ξέρετε... — Έ ν ι α σου, ξέρω. Κι ' δ Αντώνης τής άγόρασε εύθύς Ενα χτενάκι άπό ταρτα-

ρούγα μέ μπιχλιμπίδια, πολύ κομψό, πού είχε δμο>ς δέκα δραχμές. —"Ορίστε, τής είπε, μά δέ θά μοϋ τό πληρώσεις. — Ά , γ ιατ ί ; — Γιατ' είναι άκριβό. Στήν τιμή πού μοϋ είπες, δέ βρήκα

πουθενά. Καί μιά πού ψώνιζα έγώ κάτι τί, ήθελα νάναι δπως πρέπει.

1 0 8 Γ. 3ΕΝΟΠΟΓΛΟΓ ΑΙΙΑΝΤΑ

Τί ώραϊο, άλήθεια!. . . Μά όχι νά μοΟ τό χαρίσετε... πάει πολύ !...

Η» μοΰ κάμεις χάρη... —"12! |'.ά σας ευχαριστώ πάρα, πάρα πολύ !...

Κι' ή Ζηνοβία έτρεξε στή μητέρα της γιά νά της δείξει τό χτενάκι και νά της πει πώς δέν θά πλήρωνε πεντάρα.

'1/\πό τότε δ Αντώνης, άμα άκουγε πώς χρειάζεται τίποτα ή Ζηνοβία, έτρεχε και τής τάγόραζε. Άλλά κάποτε της αγό-ραζε και πράγματα που δέν τα ζητοΟσε. | Παραδείγματος χάρη Ινα κολλιέ άπό χρυσή άλυσιδίτσα μ' ένα κρεμαστάρι άρνουβώ. Ήταν «πάρα πολύ» — είπε πάλι ή Ζηνοβία—μά έκεΐνος τό δι-καιολόγησε.

— Τό είδα στο χρυσοχοείο πού πήγα νά ρωτήσω άν σοϋ κόλλησαν έκείνο τό βραχιόλι, μοΟ άρεσε καϊ σοΰ τό πήρα. Δέν είναι κανένα μεγάλο πράγμα !

Κι' ή Ζηνοβία, δπως δέχτηκε το πρώτο, τα δεχόταν δλα. "Ετσι, σέ διάσιημα τριών μηνών, είχε άπό τόν Αντώνη ένα συρτάρι μικροπράγματα. Χωριστά πού κάθε δεύτερη μέρα θά τής πήγαινε ένα ώραΐο μπουκετάκι ή λυτά λουλούδια διαλεχτά. Και χωριστά ακόμα, πού μιά ή ουό φορές τήν έβδομάδα, Οά τήν έπαιρνε μέ τή μητέρα της νά πάνε στή μπυραρία ή στό ζαχαρο-πλαστείο.

'Εξόδευε 6 Αντώνης γιά τήν κόρη τής σπιτονοικοκυράς του. Μά είχε τό «σκοπό του» καθώς είπε στόν ΙΙώπο' κι ' ό σκο-πός αυτός δέν άργησε νά πραγματοποιηθεί : Μιά μέρα, δειλινό, γυρίζοντας στην κάμαρα τους κάπως ά,τρόοπτα, — είχε ξεχάσει μαντήλι,-—δ Πώπος άνοιξε άπότομα τήν πόρτα κι ' έπιασε τή Ζηνοβία καθισμένη στά γόνατα του συνοίκου του. Πετάχτηκε, φυσικά, κατακόκκινη και καμώθηκε πώς έσκυβε γιά νά μαζέψει κάτι χαρτιά πού ήταν πεσμένα κάτω" ό Πώπος δμως τήν είδε καλά κι" άμα κείνη βγήκε μέ μιά πρόφαση, είπε στόν Άντο>νη πού χαμογελούσε πονηρά :

—"Λ, σέ παρακαλώ! όχι Ιδώ - μέσα. "Εχει κάμαρα κι ' ή Ζηνοβία γιά τά ραντεβού σας. "Ομορφο πράμα νάνοίγω τήν πόρτα μου καί νά σας βρίσκω άγκαλιασμένους ;

—"Εχεις δίκιο ! αποκρίθηκε μέ προσποιητή σοβαρότητα ό Αντώνης. "Αλλη φορά... θά κλε δώνυ) τήν πόρτα. Μά σήμερα τό ξαστόχησα... ΙΙαρντόν!

'Ο ΙΙώπος γέλασε αφοπλισμένος. —"Λει στό διάβολο ! τοΰ είπε. Κάνε δ,τ; θέλεις ! θά σκάσω

έγώ ; "Ενα πράμα δμως άπορώ : πώς κρατείς στά λιανά σου τά πόδια, στά καλάμια σου, αυτό τό τραμπάκουλο. Δέ σέ κόβει, μωρέ, δέ σέ τσακίζει;

Π Λ 0 Γ 2 Ι 0 Ι ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 109

Κι' άλήθεια, ή Ζηνοβία ήταν παχιά—άν κι' αύτό δέν χα-λούσε καθόλου τήν ομορφιά της—καί μάλιστα, αύτούς τούς τελευταίους μήνες, είχε χοντρήνει άκόμα.

Ό Αντώνης έβαλε τά γέλια. — Κακομοίρη μου ! είπε. Τόσο ξέρεις, τόσο λές. Κρίμα πού

είσαι καί Φυσικός, ξυλόσοφε ! Ξεχνάς πώς τά σώματα, έμβαπτι-ζόμενα έντός ύγροϋ, χάνουν μέρος του βάρου„ των καί τόσο, δσο... καί τά λοιπά ; Είναι λοιπόν περιστάσεις πού τά σώματα ζυγίζουν λιγότερο· άλήθεια. Άλλά πρέπει νά ξέρεις, δτι κά-ποτε χάνουν κι ' έλωσδιόλου τό βάρος τους καί γίνονται πού-πουλα μονάχα ! Βλάκα !

Ό Πώπος κουνούσε τό κεφάλι του μέ οίκτο. Κι' άφοϋ τε-λείωσε, του είπε :

— Ά π ό τή χαρά σου, δέν ξέρεις τί λές ούτε σύ ! 'Έλα, φώ-ναξέ της καί φεύγω.

Κι ' άρπαξε ένα μαντήλι άπό τό συρτάρι του κι ' έφυγε. «Καλύτερα τώρα πού τάφτιαξαν, συλλογίστηκε. Μπορεί καί

νά τά χαλάσουν γιά πάντα. Κι' ή Ζηνοβία δέν θά πατά πιά στήν κάμαρα».

"ϊ'στερ' άπό πέντ' έξη μέρες, Ινα βράδυ, μόλις ό Πώπος γύρισε στό σπίτι, ό Αντώνης πού είχε πέσει κιόλα στό κρεβάτι, τόν υποδέχτηκε Ιτσι :

— Γιά τίποτα δέν είσαι, καϊμένε! Γιατί δέν μού είπες πώς ή Ζηνοβία, ώς πέρυσι, ήταν άρραβωνιασμένη μέ κάποιο φοι-τητή, πού τήν άπαράτησε ;

— Μπά ! Ικαμε 6 Πώπος έκπληκτος- δέν τδξερα. — Ό ρ ί σ τ ' έκεΐ ! μά ήταν πράμα νά μήν τό ξέρεις; Κι '

έπρεπε έγώ νά βασανιστώ τόσον καιρό άδικα καί νά τό μάθω τυχαίως άπό τό Ζέππο ;

Αλήθεια, 6 Ζέππος τοΟ είχε πει γ ι ' αυτόν τόν «άτιμο» άρραβωνιαστικό τής άδελφής του. '() Άντιόνης άμέσως ρώτησε τή Ζηνοβία : «Αλήθεια αύτό κι ' αύτό ;» Στήν άρχή έκείνη τοΟ τάρνήθηκε, έπειτα τόμολόγησε καί στό τέλος μέ κλάματ' άτέ-λειωτα, μέσα σέ μιά νευρική κρίση, προσποιημένη στήν έντέλεια, τοΟ φα νέρωσε πώς ό «άτιμος» έκεΐνος τήν είχε κάμει πολύ - πολύ δυστυχισμένη. Γιατί, άθώα κι ' άπειρη,—ήταν τά ίδια της τά λό-για,— τόν είχε πιστέψει, τόν ε ίχ ' έμπιστευθεΐ, τόν είχε θεωρή-σει δικό της, άντρα της, καί υστέρα, έννοεΐς...

— Ναί, έννοώ, ψιθύρισε δ Αντώνης. Κι ' ϋστερ' άπό τήν έξομολόγηση αύτή, έκαμε κι ' αυτός τή

Ζηνοβία δική του. ("Ετσι καί σύ βρίσκεις τήν ήσυχία σου έλεγε τοϋ ΙΙώπου τό

ίδιο βράδυ. Γιατί τώρα πηγαίνω ίσια στήν κάμαρά της. Κι ' ή

1 1 0 Γ. ΞΕΝΟΠΟΓΑΟΓ ΑΠΑΝΤΑ

μάνα της τό ξέρει, κι ' ό Ζέππος, το παλιόπαιδο, πού άρχισε κι ' αύτός νά μοϋ γυρεύει δανεικά. Φαμίλια, μάτια μου. |Εσύ δμως... πάντα σου κουτός ! Γιατί άν ήξερες δ,τι όφειλες νά ξέρεις, σά νοι-κάρης έοω μέσα πιό παλιός, θά μοϋ τδλεγες άμέσως καί... Τό ξέ-ρεις, κύριε, πώς στήν άρχή, μή ξέροντας μέ ποιά έχω νά κάμω, πήγα νά παλαβιόσω καί νά τής προτείνω γάμο ;

— Τόσο πιά τήν άγάπησες ; άπόρησε ό ΙΙώπος. — Στήν άρχή... Μούκανε τήν τίμια καί τή μή - μου - άπτου.

Μέ δαιμόνιζε, θ ά τήν άρραβώνιαζα γιά ένα φιλί. Νά τδξερε !... Μωρέ, καί νά τή στεφανωθώ θά μποροϋσε νά μέ κάμει... "Ας είναι τέλος πάντων ! Καληνύχτα, κουτεντέ, νυστάζω.

Μέ τά τελευταία λόγια ό σύνοικος χασμουρήθηκε. Κι' ϋστερ' άπό δυό λεπτά, ροχάλιζε μακάρια.

(«Ναί, κακομοίρη, συλλογίστηκε ό ΙΙώπος, πέφτοντας κι ' αύ-τός νά κοιμηθεί· μά νά ίδοΰμε πόσο θά βαστάξει τό πορτοφόλι !.Λ»

Κι' αλήθεια, τό πορτοφόλι τοΰ 'Αντώνη άδειαζε μέ μιά γρη-γοράδα έπίφοβη. Ή Ζηνοβία τούπαιρνε τώρα όλάκερα έκατο-στάρικα.

Εκείνος δμως δέν άνησυχοΰσε καθόλδυ. θάλεγε κανείς πώς κι ' αύτό ήταν μέσα στό «σκοπό του», στό σχέδιο. Καί φαι-νόταν κατευχαριστημένος, καί καμάρωνε, καί μιά μέρα, έκεΐ πού μιλοΰσε μέ τό Μένη μπροστά στόν ΙΙώπο, τοϋ ε ίπε :

—"Εχω μιά έρωμένη... μά μοΰ κοστίζει ένα διάβολο! Ό Μένης ενδιαφέρθηκε πάρα πολύ. Κι' άφοΰ έκαμε τόν

'Αντώνη νά τοΰ πει γιά τή Ζηνοβία, στό τέλος τοΰ ξεμυστηρεύ-τηκε κι ' έκεΐνος :

— Έ χ ω κι' έγώ μιά... Είναι χήρα, ζωντοχήρα μάλιστα. Μά δέ μοΰ κοστίζει σχεδόν τίποτα.

—'Από άγάπη ; - Ά π ό κουταμάρα της μάλλον. Τής κακοφαίνεται νά ξοδέψο)

καί μιά δραχμή. — Μά είναι πλούσια ; — Καθόλου. Μόλις ζει. . . Έ , δέν είναι καί φτιοχιά. — Έ χ ε ι ς τύχη! . . . Κι' είναι μεγάλη; — Χ μ ! καμμιά τριανταριά... Ά , τά μωρά έμενα δέ μάρέ-

σουν. — Ούτε μένα. Κι ' ή δική μου, ξέρεις, μεγαλοφέρνει. Είναι

δεκαοχτώ χρονώ καί φαίνεται σάν εικοσιπέντε. —"Ετσι άκόμα καλύτερα ! 'Ο Πώπος άκουγε κατάπληκτος. Ποτέ ό Μένης, αύτουνοΰ,

δέν τού/ε κάνε: λόγο γιά έρωμένη. Ποτέ δέ μιλοΰσαν οί δυό τους

ΙΙΛΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 111

γιά γυναίκες. Τόσο, πού είχε τήν ίδέα πώς ό Μένης ήταν τό αγνότερο παιδί άπ' δσα έγνώριζε. Ούτε κόρτε κάν έκανε μέ κορί-τσια. Κι' δταν ό ΙΙώπος τοΰ είπε «άγαπώ ένα κορίτσι στήν πα-τρίδα μου», ό Μένης χαμογέλασε μέ κάποια συγκατάβαση περι-φρονητική—τό θυμόταν πολύ καλά έκεΐνο τό χαμόγελο ό ΙΙώπος καί τώρα τό έξηγοΰσε καλύτερα—μά δέν τοΰ άποκρίθηκε «κι' έγώ...»

(Καί νά τώρα: μόλις ό Αντώνης τοΰ είπε «έχω έρωμένη», άμέσως ό Μένης : «έχω κι ' έγώ» ! Μά καί σ' αύτό τό κεφάλαιο άκόμα συνεννοούνταν οί δυό τους καλύτερα; Περίεργο! (

Κι' άφοΰ άπόρησε έτσι κάμποσο, ό Πώπος έφτασε σ' ένα συμπέρασμα πού κάπως τόν ίκανοποιοΰσε : «Είναι άλλιώτικοι άνθρωποι άπό μένα. "Οπως άξαφνα έγώ άγαπώ τήν Κλεμεντίνα, «ύτε ό Αντώνης άγάπησε ή θ' άγαπήσει ποτέ, ούτε ό Μένης.

(Καί πάλι έγώ ποτέ δέν θάκανα έρωμένη ούτε τή Ζηνοβία τοΰ Αντώνη, ούτε τή ζοιντοχήρα τοΰ Μένη. Αλλιώτικοι άνθρωποι. Γι' αύτό συνεννοοΰνται...»|

Καί χωρίς νά θέλει, άρχισε πάλι νά συλλογίζεται τό σόι. "Ετσι είναι, έλεγε, αύτοί δλο ι τους. Διασκεδάζουν μέ γυναίκες £σο είναι νέοι, άσο>τεύουν, κι ' ύστερα παντρεύονται άπό συμφέρο, μέ προίκα. Σάν τό Μίμη τόν Καρότση, πού ήθελε έκατό χιλιάδες νά πάρει τήν Κλεμεντίνα...

Μά ό Πώπος έσταμάτησε δώ μέ κάποια άμφιβολία. Δέν τολ-μούσε άκόμα νά γενικοποιήσει τόσο πολύ. Τί έβγαινε, άλήθεια, άπό μιά - δυό παρατηρήσεις ; Κι' ήταν τάχα μαθηματικώς άδύνατο νά έρωτευθεΐ μιά μέρα ό Μένης—ή κι ' ό Αντώνης —ένα κορίτσι, καί νά τό πάρει χωρίς πεντάρα, δπως θάπαιρνε αύτός τήν Κλε-μεντίνα ;—Καθόλου !

Άκόμα μεγαλύτερη έκπληξη—ϊσως ή μεγαλύτερη άπ ' δλες ώς τώρα—περίμενε τόν Πώπο στό σπίτι τοϋ Μανιά, δπου είχε πάει μέ τό σύνοικό του, κατά τό συνηθισμένο, τάπόγεμα τής άλλης Κυριακής. Ήταν έκεΐ κι ' ό Οειός τοϋ Μένη, ό κύριος Γιάννης Μανίας, ό τραπεζίτης. Καί μιά στιγμή, έκεΐ πού κουβέν-τιαζαν ό Αντώνης κι ' αύτός σέ μιά άκρη τής τραπεζαρίας, ό Μένης, μ ' ένα πονηρό γέλιο προοιμιακό, έτρεξε κοντά τους καί είπε :

— θ ε ί ε ! Σάς τάπε... Ό κύριος Ρουκάλης καλοπερνά μέ τήν δμορφη κόρη τής σπιτονοικοκυράς του... Ρωτήστε τον!

Ό Πώπος, πάρα πέρα, άκουσε πολύ καλά τήν άπρόοπτη αύτή άνακοίνωση καί πλησίασε δυό · τρία βήματα—έ, δέν έλεγαν κανένα μυστικό—περίεργος νάκούσει τή συνέχεια.

— Α λ ή θ ε ι α ; έκαμε ό τραπεζίτης, κοιτάζοντας τόν Αντώνη. Καί στό πρόσωπο του, τόλοστρόγγυλο καί μαυριδερό, φά-

112 Γ. ΞΕΝΟΙΙΟΓΛΟΓ ΑΠΑΝΤΑ.

νηκε τό ίδιο πονηρό γέλιο καί τά ρουθούνια του φούσκωσαν σάν τοΟ φαγά δταν άκούει γιά τόν καλό μεζέ.

'() Αντώνης σούφρωσε τά χείλη του, σά νάλεγε «σπουδαίο πράμα!» κι ' άποκρίθηκε:

—"Ετυχε νά βρεθεί κεϊ-πέρα... μιά καλόβολη, μά.. . άρχισα κιόλα νά τή βαριέμαι.

Είναι άπαιτητική, έ ; ξαναριότησε ό κ. Μανίας. —"Α, όχι καί τόσο... ΙΙάντα δμ<«ς του συμφέροντος. —"Οπως δλες! συμπλήρωσε ό τραπεζίτης. Αξ ί ζ ε ι τουλά-

χιστο ; 'Λντί τοΰ 'Αντώνη, άποκρίθηκε εύθύς ό Μένης : — Πολύ, θείε !... 'Από κείνες τοϋ γούστου σας... Πήγαμε

μιά μέρα μέ τόν κ. Ρουκάλη καί τήν είδα. Μπιζευδάκι!. . . Μπά ; άπόρησε ό Πώπος. Η) Μένης είχε πάει καί στό

σπίτι του, χωρίς νά τοΰ τό πει ; Ά λ λ ο τοϋτο πάλι ! Ό θείος χαμήλωσε τή φωνή — πηγαινορχόνταν, βλέπετε,

καί κορίτσια στήν τραπεζαρία—κι' άρχισε νά γυρεύει πληρο-φορίες. Κι' ό Αντώνης, προθυμότατα, τοϋ είπε δλη σχεδόν τήν ίστορία, πού ό θείος τή βρήκε «άπ' τά συνήθεα - συνήθη». Κα-τόπι άρχισε νά τοϋ δίνει φιλικές συμβουλές, σάν άνθρωπος πού έχει περισσότερη πείρα σ' αυτά. Καί στό τέλος, άπάνου στήν κουβέντα, χαμηλώνοντας άκόμα τή φωνή, όμολόγησε πώς τελευ-ταία τό ίδιο είχε μπλέξει κι ' αύτός μέ μιά κορίστα τής ιταλικής "Οπερας πού τό ίδιο το&κανε τήν τίμια, κ ι ' άναγκάστηκε νά ξο-δέψει τά μαλλοκέφαλά του, κ ι ' ύστερα έμαθε πώς είχαν προη-γηθεί άπ ' αύτόν άλλοι δυό, καί μήν τά ρωτάς!. . . Χά, χά, χ ά ! . . .

Τάκουγε δλα ό Πώπος, καί συλλογιζόταν: «Αλλιώτικοι άνθρωποι!» Τούς έβλεπε τόσον καιρό, κ ι ' έπρεπε νάρθεΐ ό Αντώ-νης γιά νά τούς μάθει... "Ω, μά βέβαια πού ποτέ ό κ. Γιάννης Μανίας, ό τραπεζίτης, δέν θά τούκανε τις κουβέντες πού έκανε τώρα τοϋ Αντώνη ! Κι' απλούστατα γιατί αύτός δέν θά τούδινε ποτέ άφορμή...

Μίι' άκόμα μιά φορά, ό ΙΙώπος παρατήρησε τί θαυμάσια πού ταίριαζαν «δλοι αύτοί»./Γιατί στούς τρεις έκείνους, προστέθηκε σέ λίγο κι ' άλλος νεαρός Μανίας, άδελφός τοΰ Μένη, καί κα-τόπι κι ' άλλος, έξάδελφος. Κι ' δλοι μιλοΰσαν τώρα σιγά καί κα-τεργάρικα, γιά γυναίκες. (Ο Αντώνης είχε ένα ύφος άνδρικό καί κοσμικό, σά νάταν στόν κύκλο έκεΐνο άφότου γεννήθηκε. Κι ' δταν μιλοΰσε αύτός, γύριζαν δλοι καί τόν άκουγαν μέ προ-σοχή. Κανένας πιά δέν έπρόσεχε τόν ΙΙώπο, ούτε ό Μένης} Καί μόνο ύστερα, άφοΰ ξεθύμανε ή σκαμπρόζικη κουβέντα καί σκόρ-πισε ό δμιλος, ό φίλος του τόν πήρε άπό τό μπράτσο καί τοΰ είπε :

ΗΛΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 113

\ —Τρελαίνετα ι , ξέρεις, γιά τέτοια ό θειός μου! Σοϋ είν' ένας!

— Δέ θά τό φανταζόμουν, άποκρίθηκε ό Πώπος. Στήν ήλι-κία του... καί παντρεμένος...

Ό Μένης γέλασε γιά τήν άφέλεια, έπειτα σοβαρεύτηκε καί τοϋ είπε-Γ""

— Δέν ξέρεις τόν κόσμο ντιπ !... Οί μισόκοποι κι ' οί παν-τρεμένοι, δταν έχουν παράδες, είναι οί καλύτεροι γλεντζέδες.

— Οί χειρότεροι θές νά πεις ! έκαμε ό Πώπος σχεδόν άθέ-λητα.

Κι' ό Μένης τόν άφησε, χωρίς νά τοϋ άποκριθεΐ σ' αύτό. Ι'Από τήν ήμέρα έκείνη, άνάμεσά τους γεννήθηκε κάποια

ψυχρότη. Κ ι ' άν ήταν άκόμα άχώριστοι, ήταν έξαιτίας τοΰ Α ν -τώνη. Γιατί αύτός έγινε φιλί - κλειδί, δχι μόνο μέ τό Μένη, παρά μέ δλους τούς Μανιάδες, μεγάλους καί μικρούς. Τόν είχαν σέ υπόληψη, τελείωσε ! I

Πήγαινε συχνά καί στό γραφείο τοΰ μηχανικοΰ, καί στό γραφείο τοΰ τραπεζίτη. Πολλές φορές, γύριζε στήν κάμαρα μ' ένα ώραίο ποϋρο τής Αβάνας . Κι' έλεγε στόν ΙΙώπο μέ καμάρι :

— Μοΰ τό έπρόσφερε ό κ. Μανιάς ! Λοιπόν, μ ' δλα τά χοντροπάπουτσα, μ ' δλα τάσουλούπωτα

ροϋχα, τοϋ έστεκε τό ποϋρο τοΰ Αντώνη , δταν τό κάπνιζε στό δρόμο ή στό σπίτι. Είχε έναν άέρα άρχοντικό 6 μασκαράς, μεγα-λουσιάνικο—παραλίδικο άν θέλετε—πού ό Πώπος δέν μποροΰσε νά τό άρνηθεΐ. Καί τό περιεργότερο ήταν πού, μέ δλα του τά λοΰσα, μέ δλες του τις κομψότητες, αύτός δέν τόν είχε. Τό κα-ταλάβαινε κ ι ' ό ίδιος. Καί μπροστά στούς Μανιάδες ήταν λιγάκι μουδιασμένος, συμμαζεμένος, ένώ 6 Αντώνης διατηροΰσε δλο του τό θάρρος πού έμοιαζε σχεδόν μέ τουπέ.

«Φυσικά! συλλογιζόταν κάποτε ό ΙΙώπος· άφοΰ πιστεύει, μέ τόν πατέρα του, πώς αύριο θά είναι πλούσιος δσο κι ' οί Μανιά-δες; . . . Καί νά τ ο ! μή δέν άρχισαν κιόλα νά πλουτίζουν οί Ρου-καλαΐοι ;»

| Μ ' δλ' αύτά, 'ό Πώπος δέν έζήλευε τόν Αντώνη , δχι . Α π ε -ναντίας χαιρόταν γιά τις έπιτυχίες τοΰ άδελφοΰ τής Κλεμεντίνας του, πού τόν θεωρούσε καί σά δικό του. "Επειτα, τί θά τοϋ ζή-λευε, τί ; τή φιλία των Μανιάδων ή τήν κατάχτηση τής Ζηνο-βίας; Αύτός δνειρευόταν πολύ άνώτερα.|.

Τ ό μ ο ς δ ε ύ τ ε ρ ο ς 8

Β

ΤΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΜΑΣ

Ο τ α ν ή Δαγατορίνα έδωσε στον ΙΙώπο τις δυό μονάκριβες λίρες της, αυτός—τό θυμάστε—είπε : «Αΰτές δέν θά τίς χαλάσω ποτέ». Κι' δμως πρίν περάσουν τρεις μήνες, άναγκάστηκε νά τό κάνει.

Πρωτύτερα, κάμποσο καιρό, διασκέδαζε, γελοΟσε μ' αύτές, γιατί, έκεϊνο τόν καιρό, τό χρυσάφι ήταν σπάνιο, δέν τδβλεπε κανείς παρά στά σαράφικα. Ό ΙΙώπος λοιπόν πότε στό ξενοδο-χείο, πότε στό καφενείο, έβγαζε μιά λίρα κι ' έλεγε στό γκαρσόνι:

— Μοΰ τό χαλάς, αύτό, καϊμένε ; Δέν έχω χαρτί.. . Τό γκαρσόνι άτόμενε θαμπωμένο. Ούτε τολμοΰσε νά πιάσει

στό χέρι του τό χρυσό νόμισμα. Κι ' άποκρινόταν μέ συγκίνηση καί μ ' εύγένεια:

— Δέ γνωρίζω πόσο πάει τώρα ή λίρα... Δέν πειράζει... πλερώνετε αύριο.

Ό Πώπος γελοΰσε μέ τήν έκσταση καί τό δέος τών άνθρώ-πων μπροστά σ' ένα κομματάκι χρυσάφι. Γελούσαν μαζί του κι ' οί φίλοι καί τό παιχνίδι γινόταν συχνά. Σιγά - σιγά δμως, ό φοι-τητής μας, πού τά οικονομικά του δέν πήγαιναν καθόλου καλά, τό παιχνίδι αύτό δέν τδκανε μόνο γιά νά διασκεδάζει. "Εδειχνε τή λίρα κι ' έπαιρνε πίστωση δικαιωματικά. "Εφτασε μάλιστα στό άστεϊο συμπέρασμα πώς μέ μιά λίρα μποροΰσε νά ζήσει κανείς στήν 'Αθήνα ένα μήνα, χωρίς νά πληρώσει πουθενά πεντάρα.

Μιά μέρα τήν έπαθε. Ήταν σ' έν' άπό τά μεγάλα καφενεία, τά κοσμικά. "Εδειξε στό γκαρσόνι τή λίρα του. Κι' αύτό, χωρίς κανένα φόβο, τήν πήρε, τή ζύγισε, τή λογάριασε καί... τούφερε τά ρέστα. Ό Πώπος έγινε κατακόκκινος, μά τί νά πεϊ. Πήρε τά παλιόχαρτα, σαράντα δραχμές...

Έ τ σ ι χαλάστηκε ή πρώτη, μέ τό σοβαρό παιγνίδι, άθέλητα. Ή δεύτερη δμως... ώ, αύτή χαλάστηκε πολύ θεληματικά καί στό σαράφη. Τήν ήμέρα έκείνη, ό Πώπος δέν ήταν μόνο άπέντα-ρος παρά κι ' άπελπισμένος. Ό κύρ - Φίλιππας ό ξενοδόχος το0 είχε δηλώσει πώς δέν μποροΰσε πιά νά τοΰ δίνει φαί βερεσέ. Καί στήν κυρία Τζούλια πού τήν ντρεπόταν περισσότερο, χρω-

ΠΛΟΓΖΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 115

στοΰσε ένα νοίκι, έκτος άπό κείνο πού χρωστούσε άκόμα στόν 'Αντώνη... Κι ' δλ' αύτά, γιατί δέν είχε, ώς τότε, παρά τίς δγδόντα δραχμές πού τούστελνε κάθε μήνα ό Διονυσάκης καί πού δέν τοΰ έφταναν, μέ τή ζωή πού ζοΰσε, ούτε γιά μυρουδιά.

/ Μ ά έκανε τά μεγάλα έξοδα, σπαταλοΰσε, άσώτευε; "Οχι βέοαια. Απεναντίας, ό φτωχός κοίταζε νά τά καταφέρνει δσο μποροΰσε οικονομικότερα. Τή στέρηση δμως, τήν άληθινή στέρη-ση, δέν άποφάσιζε νά τήν υποστεί άκόμα καί, μέ δγδόντα δραχ-μές, πάντα έπεφτε έξω ένα τόσο κάθε μήνα. Κι' αύτό τό έλειμ-μα ήταν πιά άνοικονόμητο. "Ολοένα μεγάλωνε... Τρύπες άπό δώ κι' άπό κει, πού μέ κανένα τρόπο δέν μπαλώνονταν ! Κατάντησε νά χρωστά όλάκερο τό μηνιάτικο πού περίμενε μέ τόση άγωνία. Καί μόλις τό λάβαινε, έπρεπε νά τό ξοδεύει σέ λίγες ήμέρες καί νά ξαναρχίζει τά ίδια.

Σ ' αύτό τό χάλι, δέν μποροΰσε πιά νά κάνει ούτε τούς οι-κονομικούς συνδυασμούς πού λογάριασε στήν άρχή. Νά δίνει π .χ . πενήντα δραχμές τό μήνα στό ξενοδοχείο μπροστά καί νά τρώει έξήντα. Μιά φορά μόνο τδκανε αύτό, δυό. "Επειτα στάθηκε άδύ-νατο..

'ίΕτσι λοιπόν, τήν ήμέρα έκείνη, χάλασ? καί τή δεύτερη λ ί ρ α , - τ ό τελευταίο του καταφύγιο,—έδωσε τό νοίκι τής κυρίας Τζούλιας καί φύλαξε τά ρέστα, γιά νά τρώει τοις μετρητοίς, ώσ-που νάρχόταν τό συστημένο άπό τή Ζάκυθο..|

Μά καλά, κι' οί δουλειές του ; Οί προγυμνάσεις, τά μαθή-ματα πού λογάριαζε νά δίνει... γιά νά πλουτίσει;

Άκόμα τίποτα ! Στήν άρχή, τό άνάβαλε δσο μπόρεσε. Ά ν καί τδχε άποφα-

σισμένο, ντρεπόταν νά πάει νά γυρέψει. Έ τ σ ι , χωρίς σοβαρό λόγο, άπό ένα δισταγμό, άπό μιά συστολή άκατανίκητη. Ε π ι τ έ -λους μιά μέρα τή νίκησε καί, κοκκινίζοντας ώς ταύτιά, φανέρωσε τήν πρόθεσή του σ' έναν άπό τούς καθηγητές του.

— Ξέρετε, τοΰ είπε, τά οικονομικά μου δέν είναι τόσο... άνθηρά. Ό καϊμένος ό πατέρας μου ζημιώθηκε πολύ άπό μιά πυρκαγιά. "Εχω, άπό τό θειό μου, κάτι τί, μά δέ μοΰ φτάνει. Ά ν μποροΰσα νά βρώ ένα - δυό μαθήματα;. . .

Ό καθηγητής έφάνηκε πολύ πρόθυμος. Μόνο πού δέν ήταν καί τόσο εύκολο. Τέτοιες προγυμνάσεις τίς έκαναν συνήθως κα-θηγητές τοΟ γυμνασίου, τελειόφοιτοι ή καί διδάκτορες, πού εί-χαν άποκλειστικώς αύτή τή δουλειά.

—| Τό ξέρω, άποκρίθηκε ό ΙΙώπος" μά δέν γυρεύω πολλά. Έ ν α - δ υ ό παιδιά, θά μοΰ έφταναν. "Οσο γιά ικανότητα... ξέρετε σεις άν μπορώ νά διδάξω τά στοιχειώδη!.

—"Ω, ούτε λόγος! θάκανες καί σύ δ,τι κάθε άλλος. Καλύ-

116 Γ. ΞΕΝΟΗΟΓΑΟΓ ΑΠΑΝΤΑ

τερα μάλιστα. Κ ι ' ό καθηγητής του τοΟ υποσχέθηκε πάλι νά φροντίσει. Μά πέρασε καιρός χωρίς νά τοΰ συστήσει ούτ' ένα μαθητή..

Κάθε τόσο μόνο, στό φροντιστήριο, τοΟ έλεγε : —Εκε ίνο που μοΟ είπες... τό έχω υπόψη μου, ένια σου ! Κατάντησε στερεότυπο. '() ΙΙώπος βαρέθηκε νά τ ' άκούει

κι ' έπιτέλους άπελπίστηκε. «Πρέπει νά παρακαλέσω καί κανέναν άλλο», συλλογίστηκε. Μά ή πρώτη άποτυχία μεγάλωσε τό δισταγμό του. Τάπο-

φάσιζε καί τήν τελευταία στιγμή τό μετάνοιωνε. «Κι αύτός θά τό έχει υπόψη του», έλεγε.

"Γστερα άπό πολλές άναβολές καί σκέψεις, άποφάσισε νά τό πει τοϋ Μένη. Ή θυσία ήταν μεγάλη, μά κι ' ή άνάγκη δέν έχω-ράτευε.

Ό Μένης άκουσε τά πρώτα λόγια μέ κάποια έκπληξη. Ποτέ δέν περίμενε αύτός πώς ό ΙΙώπος θάταν ύποχρεωμένος νά έργα-στεϊ άπό τώρα. Γρήγορα δμως τήν έκπληξή του διαδέχθηκε ή διαχυτικότερη προθυμία κι ' έβεβαίωσε τόν φίλο του πώς θά τόν βοηθοϋσε μ' δλη του τήν καρδιά. Φτάνει νά τούλεγε μέ ποιόν τρόπο θά μποροϋσε.

— Μέ ποιόν τρόπο ; άποκρίθηκε ό Πώπος. θ ά μοϋ βρεις μα-θητές άπό τόν κύκλο σου! Έ χ ε ι ς τόσα άδερφοξάδερφα, τόσες γνωριμίες....

Ό Μένης κούνησε τό κεφάλι του. — Δύσκολο, είπε. Δέν ξέρω νάχει άνάγκη κανείς ούτε άπό

τάδέρφια μου, ούτε άπό τά ξαδέρφια. Πάλι θά τό πώ, θά ρωτή-σω... Κι' έννοεις πώς θά σέ συστήσω δσο μπορώ. Δύσκολο δμως... "Ας είναι, δέν σέ άπελπίζω. Άφησε νά ίδοΰμε. Πάντα θά τό έχω ύπόψη μου.

«Κι' αύτός θά τό έχει ύπόψη του, άρα τίποτα δέν θά κά-μει !» συλλογίστηκε ό Πώπος. Καί δέν έγελάστηκε. Πέρασαν μέ-ρες, χωρίς νά τοΰ πει ό Μένης γ ι ' αύτή τήν ύπόθεση λέξη. Κι 'δ -ταν τόν ρώτησε, τοΰ άποκρίθηκε :

— Τίποτα άκόμη ! τίποτα ! Τί δύσκολο, άλήθεια, πού ήταν ! Κι ' ό Πώπος, στά δνειρά

του, τά είχε γιά τό εύκολώτερο τοϋ κόσμου... Κι ' ήλθε τότε ό Αντώνης. Μιά [ΐέρα, μπροστά του, ό Μένης είπε στόν Πώπο : — Χτές άπό τρίχα νά σοϋ βρώ ένα μάθημα" μά δέν μοΰ πέ-

τυχε" προτίμησαν έναν πρώην καθηγητή. — Μπά; έκαμε ό Αντώνης, γυρεύεις μαθήματα, ΙΙώπο; — Ναί, άν έβρισκα... άποκρίθηκε κατακόκκινος ό Πώπος. — Καί δέν μοΰ τό λές έμενα, νά σοϋ πώ τί νά κάνεις; . . .

1ΙΑΟΓ2ΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 117

Νά βάλεις μιά ειδοποίηση στήν έφημερίδα. «Φοιτητής τών μα-θηματικών ζητεί προγυμνάσεις». Τέτοια βλέπω κάθε μέρα. Κο-τζά Αθήνα είναι δώ. Μποροϋμε νά ξέρουμε μεϊς δλα τά ξεροκέ-φαλα παιδιά, πού θέλουν προγυμναστή στά μαθηματικά ;

— Μπράβο, Αντώνη ! \ Τοΰ άρεσε αύτή ή ίδέα τοΰ ΙΙώπου. Ήταν, βρέ άδερφέ, κάτι

άξιό^ρεπές. Δέν θά παρακαλούσε κανένα, θ ά πήγαινε στήν έφη-μερίδα μέ τόν παρά του, θά έβαζε τήν ειδοποίηση καί θά περί-μενε. "Ω, βέβαια πού ή Αθήνα ήταν μεγάλη καί θά βρίσκονταν πιθανότατα πέντε - δέκα μικροί ξεροκέφαλοι, νά χρειάζουνται προ-γυμναστή !

— Μά σέ ποιά έφημερίδα δμως ; ρώτησε τό Μένη. — Στήν έφημεριδούλα τοϋ Καμπούρογλου" τή διαβάζει δλος

ό κόσμος! I Κι ' άλήθεια, έκεΐνο τόν καιρό, ή «Νέα Έφημερίς» τοΰ

Γιάννη Καμπούρογλου, μικρούλα, συμπαθητική, πολιτικο-φιλο-λογική καί σατιρική, είχε τή μεγαλύτερη κυκλοφορία. Ό Πώπος τήν Ιδια ώρα έγραψε τήν είδοποίησή του : «Νέος φοιτητής τών Μαθηματικών, άριστα κατηρτισμένος, ζητεί προγυμνάσεις έπί με-τρία άμοιβή. Συνιστάται θερμώς καί ύπό τών καθηγητών του. Άπευθυντέον κτλ.»1 Καί τήν έδειξε στούς φίλους του.

Ό Αντώνης τη βρήκε περίφημη. Ό Μένης δμως έκαμε τήν παρατήρηση άν είχε τό δικαίωμα νά βάλει έκεΐνο τό «συνιστά-ται θερμώς ύπό τών καθηγητών του» χωρίς νά τούς ρωτήσει. "Εγινε μεγάλη συζήτηση άπάνω σ' αύτό. Κι' ό Πώπος παραδέ-χθηκε πώς, πριν δώσει τήν ειδοποίηση, έπρεπε νά ρωτήσει του-λάχιστο ένα, έκεΐνον άκριβώς πού είχε παρακαλέσει νά τοϋ βρει μαθητές. Ε π ε ι δ ή δμως τήν άλλη μέρα ό καθηγητής αύτάς δέν είχε μάθημα στό Πανεπιστήμιο κι ' ό ΙΙώπος βαρέθηκε νά πάει στό σπίτι του—ώχ άδερφέ, γιά τόσο πράμα! - έπροτίμησε νά σβύσει όλωσδιόλου τό «συνιστάται» άπό τήν είδοποίησή του.

Έ τ σ ι μπήκε στή «Νέα Εφημερίδα». Ό Αντώνης, μόλις τήν είδε, έγινε έξω - φρενών. — ΓΙάντα σου κουτός! τοϋ φώναξε. Άκοΰς έκεΐ νά βγάλεις

τά καλύτερο!... Καί ποιός σέ παίρνει χωρίς σύσταση; Νά μήν είχες, πάει καλά" μά νάχεις καί νά βαρεθείς νά κάμεις ένα δρόμο, είσαι άδικαιολόγητος. Περίμενε τώρα μαθητάδες! Ά π ό κε ι ! . . . Έ , Πώπο μου, δποιος θέλει νά βγάλει λεφτά, δέ βαριέται, ούτε άνυπομονεΐ σά μωρό παιδί.

Ό ΙΙώπος τά άναγνώρισε" πάντα δμως αισιόδοξος, είχε τήν ίδέα πώς ή είδοποίησή του θάπιανε κι ' έτσι. Κι' έπερίμενε.

Μιά, δυό, τρεις ήμερες... τ ίποτα! Κανείς! — Τά βλέπεις ; τά βλέπεις ; τοϋ φώναξε ό Αντώνης θριαμ-

118 Γ. ΞΕΝΟΠΟΓΛΟΓ ΑΠΑΝΤΑ

βευτικά. Τό καλό πού σοϋ θέλω, νά πάρεις τήν άδεια καί νά ξα-ναβάλεις τήν ειδοποίηση μέ τό «συνίσταται».

— Μά κι ' άλλα έξοδα ; έκαμε ό Πώπος, πού τοϋ είχε πονέ-σει τό πεντόοραχμο πού πλήρωσε στήν έφημερίδα.

—Άκου τον ! άκου τον ! διαμαρτυρήθηκε ό Αντώνης μέ τά χέρια ψηλά. Λυπάται τά λεφτά πού θά τοϋ φέρουν άλλα ! Λυπά-ται νά ξοδέψει άλλες πέντε δραχμές γιά νά κάμει τή δουλειά του ! "Εμπορος καί σύ, μμμ ! νά σέ χαρώ !...

Καί τό ίδιο βράδυ, ό Αντώνης, μπροστά στόν Πώπο, τά είπε δλα τοϋ Μένη.

Ό νεαρός Μανίας χαμογέλασε προστατευτικά. — Ό ΙΙώπος, είπε, δέν ξέρει άπ' αύτά. Τό έχω παρατηρήσει

κι ' άπ' άλλες φορές. Δέν είναι πρακτικός, νά. Ό Πώπος πειράχτηκε. — Μαθηματικός είμαι, είπε. Μοϋ φτάνει λοιπόν ή θεωρία.

Τήν πράξη νά τήν έχετε σεις πού θά γίνετε δικηγόροι, τραπεζί-τες, έμποροι.

— Μακάρι νά γινόσουνα καί σύ ! φώναξε ό Αντώνης. Μά δέ μπορείς Δέν είσαι γεννημένος, τελείωσε!

— Είναι δμως γεννημένος γιά υψηλότερα, πρόσθεσε ό Μέ-νης—χωρίς ειρωνεία, έτσι γιά νά ικανοποιήσει τό φίλο του πού τόν είδε πειραγμένο.

— Δηλαδή γιά ξυλοσοφίες ! έξήγησε άμείλιχτος ό 'Λντώνης. | 0 ΙΙώπος κούνησε τό κεφάλι του καί οέν άποκρίθηκε τί-

ποτα. Λίστάνθηκε δμως τόν έαυτό του περισσότερο χωρισμένο άπό τούς δυό έκείνους «πρακτικούς».)

Σέ λίγο, ό Μένης, γιά νά τόν καλοπιάσει άκόμα,—ίσως καί γιατί τόν λυπόταν καί πάντα τόν άγαποϋσε,—είπε γελαστά :

—"Ας είναι, δέν έχει άνάγκη. 'Εμεΐς θά τόν βοηθοϋμε. Πώς τώρα ; Νά, θά ξαναβάλει τήν ειδοποίηση δπως τοΰ είπαμε καί θά πετύχει.

Ό Πώπος άποκρίθηκε τώρα μέ π ε ί σ μ α : — θ ά τήν ξαναβάλω δπως μοΰ λέτε, μά... νά ίδεΐτε πού δέ

θά πετύχει! Καί τήν ξανάβαλε διορθωμένη καί περίμενε πάλι τό άπο-

τέλεσμα. Μ' δλη τήν άνάγκη πού είχε, ήταν στιγμές πού εύχόταν νά

μήν παρουσιαστεί πάλι μαθητής, μόνο καί μόνο γιά νά τούς δεί-ξει πώς δέν τοΰ είχαν συμβουλεύσει τίποτα σπουδαίο. "Επειτα, μήπως τό «συνιστάται» δέν τό είχε πρωτοσκεφτεί αύτός; Νά λοιπόν πού καταλάβαινε καί τά πρακτικά !...

(Είχε πειραχτεί, βλέπετε, στό φιλότιμο ό νέος Δαγάτορας μέ τά μεγάλα όνειρα. Καί τοϋ κακοφαινόταν πολύ νά βλέπει καί

ΠΑΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 119

τό Μένη Μανιά σύμφωνο μέ τόν Αντώνη στήν ίδέα πώς δέν ήξερε τάχα τόν κόσμο καί δέν μποροΰσε νά κάμει τίποτα χωρίς τή βοήθεια τών άλλων.\

Τή βοήθεια... Ωραία βοήθ?ια, μά τά ναί, τοΰ έδωσε, σ' αύτή τήν περίσταση δ Μένης! Νά £έρει τά καλύτερα σπίτια στήν Άβήνα, νά σχετίζεται μέ τόσον κόσμο— άπό τόν κόσμο μάλιστα πούχε τούς περισσότερους παράδες καί τά κουτότερα παιδιά— καί νά μήν καταφέρει νά τοΰ βρε' °δτ' Ινα μαθητή ! Δέν θά φρόντισε βέβαια δπως έπρεπε, δέν θά τό πήρε μέ τήν καρδιά του.,.ΙΜά έκεΐνο πού πίκραινε τόν Πώπο άκόμα περισσότερο, ήταν ή σκέψη πώς άν τήν Ιδια χάρη τοϋ τή ζητοϋσε ό Αντώνης, ό Μέν^ς θά τσακιζόταν νά τοΰ τήν κάμει. Κι ' έφτανε στό θλι-βερό συμπέρασμα : «Δέν έχω έν<* Φ'λο, τελείωσε !»}

Τήν πρώτη μέρα πού δημοσιεύτηκε ή καινούργια ειδοποί-ηση, πάλι δέν παρουσιάστηκε φανείς. Τή δεύτερη δμως, κατά τό άπομεσήμερο, ένας άνθρωπος τοΰ λαοΰ, μέ ταπεινό ύφος, μέ λεκιασμένο έπανωφόρι καί μέ χοντροπάπουτσα, χτύπησε τήν πόρτα τής κυρίας Τζούλιας.

— Έ δ ώ κάθεται" ένας φοιτητής πού κάνει μαθήματα ; Ό Ζέππος τόν όδήγησε στήν κάμαρα τών «Ζακυθινών»- καί

μέ μεγάλη του "έκπληξη ό Πώποί άκουσε άπό τόν κακοντυμένο έκείνον άνθρωπο, δτι διάβασε τήν είδοποίησή του στήν έφημε-ρίδα, ρώτησε γ ι ' αύτόν στό Γΐανεπιστήμιο, έμαθε καλά καί... είχε παιδί στά γράμματα, ποί> όέν τά πολυκατάφερνε μ τήν άριθμητική.

— Καί τί δουλειά κάνεις τοΰ λόγου σοι»; τόν ρώτησε ό Πώπος.

— Γαλατάς, παιδί μου ! Τό έπάγγελμα δέν έφάνηκε πολύ ικανοποιητικό στάν άπραγο

Πώπο. — θέλω σαράντα δραχμέέ τό μήνα γιά τρεις φορές τήν

έβδομάδα, τοϋ είπε. Τό ξέρεις ; — ΓΙολλά είναι! έκαμε ό γαλατάς. Άκουσε, παιδί μου.

Έ γ ώ είμαι ντόμπρος άνθρωπος / α ί καλοπλερωτής. θ ά σοϋ δίνω είκοσι δραχμές τό μήνα. Καί κάθε πρωί, θά σοΰ άφήνω έδώ μισή όκά γάλα πρώτης ποιότητος Έ λ α , γειά σου ! Μήν πεις λό-γο. Καλά είναι! Πολύ καλά !

—"Οχι, χριστιανέ μου, δέ 0έλω νά μοΰ φέρνεις γάλα! φώ-ναξε ό Πώπος. Τί νά τό κάνω; Έ δ ώ μοΰ δίνουν δσο θέλω...

— Μά τί γάλα ; έπέμεινε 0 γαλατάς. Ά λ λ ο θάταν τό δικό μου! Γάλα πού ν' άσπρίζει τό (μπουκάλι άπό τό βούτυρο... "Ας

:

I

120 Γ. ΕΕΝΟΙΙΟΓΛΟΓ ΑΠΑΝΤΑ

Ι ναι δμως, άφοΰ δέ θέλεις... "Ελα, νά τό κάνουμε Ινα είκοσιπεν-' .άρικο καί νά τελειώνουμε.

Τα παζαρέματ' αύτά τούκαναν τοΰ ΙΙώπου άηδία. Έ κ ε ί ν ' I* πληρωμή μάλιστα είς είδος—τί γέλια θάκαναν ό Μένης κι ' ό

Αντώνης άν τάκουγαν !—τόν είχε άναστατώσει. Μιά στιγμή, τοΰ ,,ρθε νά στείλει τό γαλατά στό διάβολο. "Επειτα δμως σκέφθηκε : "Ενα είκοσιπεντάρικο, γιά καλή άρχή, λίγο ήταν ; Καί δέχτηκε.

( — Καλά, είπε. Καί ποιές ώρες θέλεις νάρχεται τό παιδί ου ;

—"Οχι, άποκρίθηκε ό γαλατάς, τοΰ λόγου σου θάρχεσαι στό παιδί μου. Δέν έχει καιρό παρά τό βράδυ, άπό τίς έξη καί πέρα, | αί τό βράδυ δέ βγαίνει άπό τό σπίτι ποτέ. Δέν τ ' αφήνω.

— Καί ποΰ καθόστατε; '() ΙΙώπος περίμενε τώρα νάκούσει κανένα δρόμο στά 11ε-

I*· ο άλωνα ή στά Τουρκοβούνια' μά μέ μεγάλη του έκπληξη άκου-ε τό γαλατά νά τοΰ λέει.

-Δυό βήματα πάρα κάτου άπό δώ. Στήν όδόν Σόλωνος, αν-τικρύ στό μπακάλικο τοΰ Δημάκου. "Οποιον ρωτήσεις τό σπίτι τοΰ

Ι ύ ο · Γιάννη τοΰ Βενετή, θά σοΰ τό δείξει. Καινούργιο σπίτι έδε-εί, ψηλό, όμορφο, δλο μάρμαρο- πέρσι τέλειωσαν τά βαψίματ'

από μέσα. — Μά είναι δικό σου ;

I — Δικό μου, παιδί μου. Δυό πατώματα, τά νοικιάζω. Στό πόγειο κάθουμαι 'γώ.

IΓαλατάς! Μέ σπίτι στήν όδόν Σόλωνος τρία πατώματα, δλο «άρμαρο! Νά τί δέ θά φανταζόταν ποτέ ό ΙΙώπος βλέποντας τό

Ιεκιασμένο έπανωφόρι τοΰ έπισκέπτη του..| ΙΐΙολύ καλά! Θά πήγαινε στό σπίτι τοΰ γαλατά νά προγυ-

μνάζει τό γιό του, τρεις φορές τήν εβδομάδα.\ Μά ποιές μέρες καί !~ί ώρα ;

—Εκε ίνος θά σοΰ πει , άποκρίθηκε ό γαλατάς. "Ελα άπό-^ε, άπό τις πέντε πού θά σχολάσει, καί συμφωνάτε.

—• Μάλιστα. —'Εγώ, κύρ δάσκαλε, φεύγω. Μοΰ κακοφαίνεται μόνο πού δέν

δέχτηκες τό γάλα μου. Νάξερες τί χάνεις ! Ά π ό τό βυζί τής αγελάδας, παιδί μου !

Έ φ υ γ ε δ γαλατάς καί σέ λίγο πήγε δ Αντώνης. Ό Πώπος I :ούδωσε τήν καλή είδηση καί μέ γέλια τοΰ διηγήθηκε τή σκηνή. } 'έλασε κι ' δ Αντώνης, μά ύστερα τόν έμάλωσε. ΙΙρώτο γιά τό

γάλα. Μικρό πράμα ήταν μισή δκά τήν ήμέρα, αγνό, άνέρωτο, Ιάπό «τό βυζί τής άγελάδας» τέλος πάντων ; "Επειτα γιά τό εί-

ιοσιπεντάρικο. Γιατί δηλαδή νά μή τοΰ κάμει παζάρ ι ; "Αν ήταν .κείνος έκεΐ, θά τούπαιρνε τοΰ κύρ Γιάννη τοΰ Βενετή, άν δχι

ί

ΠΑ0ΓΣ10Ι ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 121

τίς σαράντα, τουλάχιστο τίς τριανταπέντε... "Ετσι λοιπόν θάκανε πάντα τίς δουλειές του ; "Ο,τι νά τοΰδιναν, θάλεγε εύχαρισ:ώ ; θ ά τόν τύλιγε ό Ινας κι ' ό άλλος ; Καί θά πουλοΰσε τή σοφία του γιά ένα κομμάτι ψωμί ;

— Ούφ! μ ' έσκότισες ! φώναξε στό τέλος ό Πώπος. Κηδε-μόνα ανέβαλα ; Ε μ έ ν α έτσι μ ' άρέσει. "Επειτα, γαλατάς μοΰ έτυχε, τί περισσότερο ήθελες νά τοΰ πάρω, καϊμένε ; "Ας ήταν κανένας γιατρός, δικηγόρος, μηχανικός...

—^Α βέβαια! τόν έκοψε ό Αντώνης. Τώρα θάχουμε ταρίφα κατά τό έπάγγελμα! Τί ώραΐα πού ξέρεις τόν κόσμο ! Σοΰ φαίνε-ται δηλαδή πώς ένας γιατρός βγάζει περισσότερους παράδες άπό Ινα γαλατά σάν αύτό τό Βενετή ; Έ , φίλε μου ! δποιος έχει τρί-πατο σπίτι στήν όδόν Σόλωνος καί τό νοικιάζει, δέ λέγεται γα-λατάς, λέγεται κτηματίας! |

|Καί ή διδασκαλία αύτή Εξακολούθησε, θάλεγες πώς δ Α ν -τώνης τδχε βάλει πείσμα νά κάμει τό σύνοικό του ξεφτέρι στά «πράγματα τοΰ κόσμου». Μά γιά ποιό λόγο ; Ά π ό άγάπη ; Ά π ό συμφέρο ;—διάβολε ! μιά μέρα μπορεί νάπαιρνε τήν άδερφή του...— Ή άπλούστατα γιατί διασκέδαζε μέ τόν Πώπο, δπως θά διασκέ-δαζε κ ι ' αύτός μ ' έναν πού δέν θά καταλάβαινε μαθηματικά;. . . ΙΙοιός ξέρει!..[

'ίΐατδαο, τό δειλινό, ό Πώπος πήγε στήν όδόν Σόλωνος. Βρήκε πρώτα τό μπακάλικο τοΰ Δημάκου κι ' άπό κει τούδειξαν τό σπίτι τοΰ κύρ - Γιάννη τοΰ Βενετή, ένα γωνιακό, κατακαίνουρ-γο παλατάκι. Οί βαφές μύριζαν άκόμα. Μπαλκόνια, παραστάτες, σκαλάκια, δλα μαρμαρένια. Καί στις σκαλιστές πόρτες κάτι χε-ρούλια στρογγυλά, άπό άσπρο μέταλλο, τόσα !

Ό Πώπος είδε καί μιά μικρή πορτούλα μέ απλό μαΰρο χτυ-πητήρι. θάταν βέβαια τοΰ υπόγειου, δπου κατοικοΰσε δ νοικοκύ-ρης. Καί χτύπησε.

Άμέσως ή πορτούλα άνοίχτηκε άπό Ινα άγόρι μέ ναυτικά, παχουλό καί ροδοκόκκινο, ώς δώδεκα χρονών.

— Έ σ ύ είσαι δ μαθητής μου ; τό ρώτησε ό Πώπος. —Ά ! δ κύριος Δαγάτορας ; έκαμε τό παιδί. "Ορίστε μέσα,

περάστε !... Διαπλάτωσε τήν πορτούλα καί φάνηκε μιά σκαλίτσα. Ό

Πώπος κατέβηκε καί, άπό Ινα στενό, πλακοστρωμένο διάδρομο, πέρασε σ' ένα σαλονάκι μέ λίγα έπιπλα καί μέ δυό μικρά παρά-θυρα, καγκελόφρακτα, λίγο ψηλότερ' άπό τό πεζοδρόμιο καί σκε-πασμένα ώς κάτω μέ άσπρους δαντελένιους μπερντέδες.

Άμέσως παρουσιάστηκε καί μιά γυναίκα, μάλλον νέα κι ' άρ-

110 Γ. ΞΕΝΟΠΟΓΑΟΓ ΑΠΑΝΤΑ

κετά όμορφη, πού Εμοιαζε πολύ μέ κυρία... — Έ μητέρα μου, είπε ό μικρός. Είναι ό προγυμναστής πού

μας είπε ό μπαμπάς. — Χαίρω πολύ. Συμφωνήσατε λοιπόν μέ τόν άντρα μου ; — Μάλιστα. Τρεις φορές τήν έβδομάδα, άπό μιά ώρα. ΙΙοιές

μέρες θέλετε ; — Δευτέρα, Τετάρτη καί Παρασκευή, πρόλαβε ν' άποκριθεΐ

ό μικρός- γιατί άριθμητική κάνουμε κάθε Τρίτη, Πέμπτη καί Σάββατο.

— Βέβαια, είπε ό Πώπος· θά τάχεις πιό φρέσκα στό κε-φάλι σου.

Μά ή μητέρα είχε αντίρρηση : — Τίς ίδιες ήμέρες, είπε, έρχεται κι ' ή Γαλλίδα σου. Τό

ξέχασες; | Μπά; Είχε καί Γαλλίδα ό γιός του γαλατά; . . . Καί βέβαια

πού αύτή δέν θά δεχόταν νά πληρώνεται μέ γάλα!..} — Δέν πειράζει, άποκρίθηκε ό μικρός. Καλύτερα τΙς ίδιες

ήμέρες δλες οί προγυμνάσεις, νά ξεμπερδεύω. Ή Γαλλίδα έρχε-ται έξη ώς έφτά. Ό κ. Δαγάτορας μπορεί νάρχεται ή πέντε ώς έξη, ή έφτά ώς όχτώ, ή καί τέσσερες ώς πέντε. "Οπως θέλει.

Τό παιδί φαινόταν πολύ έξυπνο. ΜιλοΟσε γρήγορα, θαρρετά καί ζωηρά. Κι ' ό Πώπος άποροΰσε πώς ήταν δυνατό νά μήν κα-ταλαβαίνει ένα τόσο άπλό πράγμα σάν τή θεωρητική άριθμη-τική ! Στάλλα μαθήματα δμως θά πήγαινε καλά, άφοΰ άπό δώ-δεκα χρονών ήταν μαθητής τής Πρώτης Γυμνασίου. "Η μήπως ό πατέρας του δωροδοκοΰσε μέ άνέρωτο τούς δασκάλους καί τόν προβίβαζαν ; Μά τότε δέν θά τούπαιρνε καί προγυμναστή...

— Έ φ τ ά ώς όχτώ μούρχεται καλύτερα, είπε. — Πολύ καλά !

Τά συμφώνησαν, τά κανόνισαν δλα, τά είπαν καθιστοί, τά ξανάπαν άκόμα λίγο στό πόδι κι ' ό Πώπος έφυγε νά βρει τούς φίλους του, γεμάτος χαρούμενες έντυπώσεις.

I ΤοΟ άρεσε—τί άνέλπιστο !—αύτή ή οικογένεια τοΰ γαλατά. Ή μικρή κατοικία μέ τά χαμηλά ταβάνια έλαμπε άπό μιά πά-στρα, πού δέν ήταν μόνο άπό τήν καινουργότη τοΰ σπιτιού] Άστραφταν τάσπρα καί μαΰρα πλακάκια του διαδρόμου, μά κι ' οί μπερντέδες τών παραθύρων, καί τά ναυτικά τοΰ παιδιοΰ, κι ' ή ρόμπα τής μητέρας, κι ' ή ποδιά ένός ξανθόμαλλου κοριτσιοΰ πού φάνηκε μιά στιγμή στό άνοιγμα μιάς πόρτας. Άστραφταν έπί-σης έκεΐ μέσα καί τά πρόσωπα, δλα παχουλά, δλα ροδοκόκκινα, μέ ζωηρά κι ' έξυπνα μάτια. Τά παιδιά έμοιαζαν τής μητέρας τους, είχαν τό ύφος της. Μά κι ' ό πατέρας τους, φαίνεται, τούς είχε δώσει τό καθαρό του χρώμα. Γιατί ό άνθρωπος μέ τό λεκια-

ΙΙΛΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 111

σμένο έπανωφόρι, πού είδε τό πρωί, ήταν άσπρος καί ξανθός" καί στά νιάτα του πρέπει νάταν καί κόκκινος, γιατί τά ζαρωμένα μάγουλά του διατηροΰσαν τά ίχνη τής παλιάς ρουμελιώτικης κοκ-κινάδας.

"Οσο γιά τούς λεκέδες τοΰ έπανωφοριοΰ του, κι ' αύτός ό Πώπος δέν τούς παρεξηγοΰσε πιά. Ό γαλατάς, καθημερνιάτικα, είχε πάει μέ τά ροΰχα τής δουλειάς του. Τις γιορτές θάστραφτε κι ' αύτός σάν τούς άλλους. Καί σάν τούς άλλους θά φαινόταν άνθρωπος, δπως κι ' ήταν : νοικοκύρης, φιλόκαλος, προοδευτικός άκόμα.

Τό μαρτυροΰσε τδμορφο σπίτι πού έχτισε, ή δμορφη γυναίκα πού πήρε, τό σπιτικό πού διατηροΰσε κι ' ή άνατροφή πού έδινε στά παιδιά του.

Γιριτί ό Κωστάκης έκεΐνος, τό έξυπνο παιδί, μεγάλωνε σάν άληθινό άρχοντόπουλο. Μέ τή Γαλλίδα του, μέ τόν προγυμναστή του, μέ τό ποδήλατό του,—κι' έκεΐνο τόν καιρό δέν τδχε ό καθέ-νας,— μέ δλα του.

Καί τό ξανθόμαλλο έκεΐνο κορίτσι, ή μεγαλύτερη άδελφή του, κι ' αύτή βέβαια θά πήγαινε σέ κανέν' Αρσάκειο, κι ' ίσως ή Γαλλίδα έκανε μάθημα κι ' αύτηνής. Πιάνο μόνο δέν είδε ό Πώπος σέ καμμιά γωνιά τοΰ σαλονιοΰ. Μά ποιός ξέρει! ή έπί-πλωση ήταν άκόμα άριά, άτελείωτη' σέ λίγο, άργότερα, μπορεί νά τή συμπλήρωνε καί κανένα μικρό βερτικάλ...

(Τέλος πάντίον, ό Πώπος δέν ήταν καθόλου δυσαρεστημένος άπό τόν πρώτο μαθητή πού τοΰ έλαχε. Κι ' ύποσχόταν άπό μέσα του νά βάλει τά δυνατά του γιά νά τόν «καταρτίσει» στήν έντέ-λεια.| Άλλωστε αύτό δέν τοΰ φαινόταν δύσκολο. Είχε τήν ίδέα πώς κάθε άνθρωπος μπορεί νά καταλάβει μαθηματικά, φτάνει νά βρει τό δάσκαλό του. Πολλά παιδιά, κι ' έξυπνότατα, τάποστρέ-φουνται, τά φοβοΰνται, μόνο καί μόνο γιατί στό σχολειό δέν τούς τά μαθαίνουν δπως πρέπει. Μά δ Πώπος είχε τρόπο, είχε μέθοδο. Καί πολλές φορές δοκίμασε τό μεταδοτικό του σέ συμμαθητές του, καί στή Ζάκυθο καί στήν Αθήνα. "Ω, θά σοΰ τόν έπιανε αύτό τόν Κιοστάκη καί, σέ δυό μήνες τό πολύ, θά τόν έκανε νά σκέπτεται τόσο μαθηματικά, πού ή θεωρητική άριθμητική τοϋ Γυμνασίου θά τοΟ φαινόταν παιχνιδάκι!

Κι ' αύτό —συλλογιζόταν—θά τόν ώφελοΰσε πολύ. Γιατί καί ό κύρ Γιάννης ό Βενετής είχε τόν κ ύ κ λ ο του. Καθώς τδχε πει κι' δ πρακτικός Αντώνης, δέν ήταν μόνο γαλατάς παρά καί κτηματίας. Τά δυό πατώματα τοΰ σπιτιού του θά τάχαν νοικια-σμένα οικογένειες καλύτερες άπό τή δική του. Κι ' αύτές θάχαν παιδιά. Καί θά γνωριζόνταν καί μέ άλλες πολλές. (Άν λοιπόν έμεν' εύχαριστημένος άπό τόν προγυμναστή τοΰ γιοΰ του, ό σπι-

II I

124 Γ. ΞΕΝΟΠΟΓΛΟί ΑΠΑΝΤΑ

τονοικοκύρης θά τδλεγε, θά τον έσύσταινε. Κ Γ ό ΙΙώπος θάβρι· σκε κι ' άλλους μαθητές, πολύ πιό σίγουρα παρ' άν ξανάβαζε τήν ειδοποίηση του στήν έφημερίδα.]"Επειτα, άσε νά Εδοϋμε... Κι ' άλλος χι* άλλοι άκόμα μπορούσε νά παρουσιαζόνταν αύριο

| μεθαύριο. —"Α, είμαι πολύ ευχαριστημένος! είπε κείνο τό βράδυ

στούς φίλους του. — Φαίνεσαι κι ' άπό τά μάτια σου πού λαμποκοπούν ! τοΰ

| αποκρίθηκε δ Μένης. ! Κι' αλήθεια, ποτέ του δ ΓΙώπος δέν είχε αίστανθεϊ τόση χα-

ρά και τόση αισιοδοξία δση άπόψε.|Οϋτε πολύ, ούτε λ ίγο : τό 1 χρυσό δνειρο πού είχε κάνει στη Ζάκυθο, υστερ' άπό τή θλιβερή ΙΡ εκείνη συνομιλία του μέ τό μπάρμπα - Διονυσάκη, τοΟ φαινόταν

πραγματοποιημένο. /Είχε έξααφαλίσει τό μέλλον του και τήν ΪΙνλεμεντίνα.. | .

Τις τελευταίες αύτ^ς ήμερες είχε γίνει τόσο υπερευαίσθητος — άπό τήν οικονομική στενοχώρια προπάντων—ώστε τόν έπεί-ραζε, είτε τδδειχνε είτε δχι, κι ' ό πιό άθώος λόγος των φίλων

| του. Απόψε δέν τόν πείραζε τίποτα. "Ας έλεγαν δ,τι ήθελαν, Λς 1 τοϋκαναν τό δάσκαλο, άς τόν κορόιδευαν. Πεντάρα δέν έδινε. ΤοΟ

φαινόταν πώς είχε γίνει διαμιάς Ισος τους και καλύτερος. Καί στήν τύχη άκόμα, καί στήν πράξη. Γιατί στάλλα τδξερε πρό πολλοϋ πώς ήταν καλύτερος άπ ' τόν καθένα.

Καί τό αιώνιο συμπέρασμά του,άπόψε, ήταν αυτό : «Τό φροντιστήριο μου θά γ ίνει ! θ ά βγάζω τετρακόσιες δρα-

χμές τό μήνα. θ ά πιάσω σπίτι χωριστό. Καί θάφήσω τόν Αντώνη | μέ τή Ζηνοβία του!»

Σ ' Ινα μόνο, άπ' δλα αυτά, δέ γελιόταν ό ΙΙώπος : Στήν άξια τοΟ τρόπου του, ατό μεταδοτικό της διδασκαλίας του. Ή τ α ν δάσκαλος γεννημένος, καί προ πάντων δάσκαλος τής θεωρίας.

"Αλλο μαθητή δέν τούφερε ή ειδοποίηση. Αλήθεια, παρου-σιάστηκε κι' ένας άλλος πατέρας μέ ξεροκέφαλο γιό, μά ήταν δημόσιος υπάλληλος ό φτωχός καί δέν μπορούσε νά πληρώνει παρά δεκαπέντε δραχμές τό μήνα. Κι ' ό Αντώνης μέ κανένα τρόπο δέν άφησε τόν ίΐώπο νά δεχτεί.

—'Άσ'τον νά πάει στό διάολο! τοΰ είπε. Τί τό κάναμε έδώ ; φιλανθρωπικό κατάστημα ; Νά κρατήσεις τή θέση σου !

"Ετσι ό προγυμναστής περιορίστηκε στό μονάκριβο Κωστά-κη του.|Μά σ' Ινα μήνα μέσα, τόν έκαμε νά πάρει στή θεωρητική άριθμητική λ ί α ν , έκεΐ πού μόλις έπαιρνε μ ε τ ρ ί ω ς . Κι ' ό πατέρας του ένθουσιάστηκε τόσο πολύ, ώστε, τήν ίδια μέρα πού

ΠΛΟΓΣΐόΐ^ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 125

τέλειωσε ό μήνας , έδωσε τοΟ Ι Ι ώ π ο υ τό πιό καινούργιο του εΕκο-σ ι π ε ν τ ά ρ ι κ ο — έ ν α σ ιδερωμένο—καί τοΟ ε ίπε : |

— Τό γάλα μου δέν τό καταδέχτηκες. "Ας είναι δμως, έγώ θά σού στείλω αύριο μιά καρδαρίτσα γιαούρτι, πού δέν τδφαγες ποτέ σου. 'Από κείνο πού κάνω γιά τό σπίτι μου. Οί φίλοι νά βάλουν τό γιουβέτσι, έσύ τό γιαούρτι καί νά κάνετε στήν υγειά μου ένα ζεύκι, πού νά μήν τό ξεχάσετε στόν αιώνα. "Αει γειά σου, παιδί μου !

Ό Πωπος γελούσε, γιά νά κρύβει τή συγκίνηση του.) Γιατί άν δέν τόν ένιαζε γιά δλο τό γιαούρτι τοΟ κόσμου, τό εΕκοσι-πεντάρικο δμως έκεϊνο τόν συγκινούσε βαθιά. Ή τ α ν τ ά π ρ ώ -τ α λ ε φ τ ά π ο ύ κ έ ρ δ ι ζ ε σ τ ή ζ ω ή τ ο υ ! Καί πως ; Μέ τήν καθαυτό έργασία του, μέ τή σοφία του, δπως τδχε πει κι ' δ Αντώνης. Γιατί τί άλλο θάκανε στή ζωή του δλη παρά νά πουλά σοφία ; Καλή άρχή λοιπόν ! ΓΑξιζε, μά τό ναί, νά γιορ-τάσει έκείνη τήν ήμερα καί... νά φάει τό πρώτο είκοσιπεντάρικο μέ τους φίλους!

"Αλλωστε τήν Εδέα τού τήν έβαλε ό Ιδιος ό κύρ - Γιάννης ό Βενετής. Ή τ α ν καί τό θαυμάσιο έκεϊνο γιαούρτι ένας πειρασμός.

— ΙΙαιδιά, είπε στό Μένη καί στόν Αντώνη. Αύτό καί αυτό. Τό βράδυ θά φάμε ότέλ - μπακαλίκ. 'Εγώ θά παραγγείλω έ.να γιουβέτσι μέ ρύζι - καρολίνα. "Εχω καί γιαούρτι πρώτης. Ό Γεωργαντας, λέει 6 κύρ Φίλιππας, άνοιξε μιά ρετσίνα - σαμπάνια. Θέλετε;

'ΑκοΟς έκεΐ πού δέν ήθελαν ! Καί το τσιμπούσι κατακυρώθηκε. Ναί, ναί, στό μπακάλικο τοΟ Γεωργαντα θάτρωγαν, έκεΐ

μέσα, στό ιδιαίτερο, κι ' άργότερ' άπό τή συνηθισμένη ώρα των βρα-δινών πελατών, γιά νάναι όλωσδιόλου μονάχοι. Κάπου-κάπου, είχε τό γούστο του κι ' αύτό. Κι ' οί πιό εύποροι, οί πιό κοσμικοί φοιτητές τό συνήθιζαν. "Επειτα, στήν περίσταση αυτή, τό έπέ-βαλλε καί τό γιαούρτι. Πώς άλλιώτικα θά τδτρωγαν παρά μέ γιουβέτσι καί μέ ρετσίνα στό μπακάλικο ;

Ό Αντώνης έπιφορτίσθηκε νά ψωνίσει κρέας καί τά παρε-πόμενα. Ή υπηρέτρια τής κυρίας Τζούλιας έτοίμασε τό γιουβέ-τσι καί τό πήγε στό φούρνο. Κι ' άπό κει ένας λούστρος τό κου-βάλησε στοΰ Γεωργαντα, πού εΕχε παραγγελθεί άπό νωρίς νά έτοι-μάσει τό ιδιαίτερο· Ενν ιά περασμένες, μετά τό καφενείο, τή σχετική περιπλάνηση καί τό μαστιχάδικο, οί τρεις φίλοι, έξαιρε-τικά ευδιάθετοι, καταστάλαξαν έκεΐ. Ό καιρός ήταν έλεεινός' φυσούσε, έβρεχε κι ' οί δρόμοι ήταν δλο λάσπες. Μ' αύτό μεγάλωνε τήν ευδιαθεσία τών φοιτητών κι' ώσπου νά τιναχτούν στό μπα-κάλικο, νά ξελασπωθούν, νάπλώσουν τά βρεμένα τους έπανωφό-

126 Γ. ΞΕΝΟΠΟΓΛΟΓ ΑΠΑΝΤΑ

ρια, τις ομπρέλες τους, τά γάντια τους,—γιατί ό Μένης είχε κα-ταφέρει νά λασπωθεί ώς τά γάντια,—έκαμαν τοΰ κόσμου τά γέλια!

Επιτέλους έκάθησαν στό τραπέζι μέ τά καθαρότερα στρω-σίδια πού υπήρχαν στό μαγαζί κι ' άρχισαν άπό τά όρδέβρια, δπιος τάλεγε δ Μένης: ΙΙίκλες, έλιές, σαρδέλες τοΟ βαρελιού. "Επειτα ήταν το γιουβέτσι—άρνί νεφραμιά μέ ρύζι—και τάθά-νατο γιαούρτι τοΰ κυρ · Γιάννη, θεός ! Στό τέλος τά δεσσέρτια, δπως τάλεγε τώρα ό Πώπος: Τυρί, σταφίδες, καρύδια, μήλα, μανταρίνια. Δεν άκουγες παρά «παιδί, φέρε μας !» Και σ' δλο τό διάστημα νάρχουνται οί μισές και νάδειάζουν ώσπου νά πείς αμήν. Μά τί ρετσίνα, άλήθεια; καλύτερη κι' άπό σαμπάνια ! '() Μένης πού ήξερε τό καλό σέ κάθε είδος, είχε ξετρελαθεί. Κι' 6 Πώπος ά/όμη, πού ποτέ δεν έπινε κρασί μ ' ευχαρίστηση, άπόψε κατέβαζε τά ποτήρια τδνα πάνω στάλλο.

Στην αρχή, τρώγοντας, έλεγαν σύντομα άστεΐα και γελοΟ-σαν. Μιλούσαν μάλιστα δλο ι μαζί και γ ι ' αύτό πολλά πήγαιναν χαμένα. "Επειτα δμως μπήκαν σέ τάξη" μιλούσε Ινας και οί άλλοι άκουγαν μέ μικρές διακοπές. Πρώτος ό ΙΙώπος έκαμε μιά ζωηρή περιγραφή τοΰ σπιτικοΟ τοΟ κύρ · Γιάννη. Τήν άκουγαν μέ προσοχή και σχεδόν μέ κατάνυξη. Γαλατάς και νά ζεί έτσι ; Μπράβο του! Μά δταν ό Πώπος έφτασε και στό ξανθό κορίτσι, τό ένδιαφέρο κορυφώθηκε.

ΙΙώς τή λένε : Αγλαία .

— Ψηλή, κοντή ; > — Μέτρια...

—"Εξυπνη, κουτή ; — Σπίρτο μονάχο ! — Και χρώματα, ε ; — Ξανθή, άσπρη σάν τό γάλα... — Διάβολε, κόρη τοΰ γαλατα ! — Τρέφεται δλο μέ γιαούρτι σάν αύτό. Φανταστείτε λοιπόν ! — Και δεν της ρίχτηκες ακόμα ; —"Λ, δέν τό συνηθίζω ! Τότε ό Αντώνης, πού αυτός τό συνήθιζε, διηγήθηκε διά-

φορα έπεισόδια μέ τή Ζηνοβία. Οί άτμοί τής ρετσίνας τόν Ικα-ναν έλευθερόστομο κι ' άκριτόμυθο. Και τί δέν είπε γιά τή δυ-στυχισμένη εκείνη, εμπιστευτικά! Στό τέλος σήκωσε τό ποτήρι του κι ' ήπιε στήν υγειά της.

"Επειτα άρχισε ό Μένης, μισομεθυσμένος κι ' αυτός, νά λέει γιά τή ζωντοχήρα του. ΙΙώς τοΰ είχε ριχτεί, πόσο άργησε νά τό καταλάβει ό κουτεντέ; και τί κωμικοτραγικά συνέβησαν στό πρώτο του; ραντεβού. Ό Αντώνης λιγώθηκε άπ' τά γέλια. Ό

ΠΑΟΓΣΙΟ^ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ \

127

Πώπος δμως δεν κατάφερε ούτε νά χαμογελάσει. (Περίεργο πράγμα πώς τόν έπιασε ξαφνικά μελαγχολία!

Τουκαναν άηδία οί κουβέντες έκείνες;—Δέν ήταν μόνο αύτό. Τόν είχε πιάσει τό κρασί, τόν είχε πειράξει μάλιστα. Δέν αίστα-νόταν καθόλου καλά.Ι

— Παιδιά, είπε μιά στιγμή, νά φύγουμε. Διαμαρτυρήθηκαν. Τί λέει αυτός; Τώρα πού άρχιζε τό

γλέντι ; Μά ό Πώπος έπέμεινε: — Δέν μπορώ, σας άρκίζουμαι... θέλω άέρα ! Αναγκάστηκαν νά υποχωρήσουν. Και φώναξαν τόν υπη-

ρέτη, γιά νά πληρώσουν. (Εφτά και όγδόντα ό λογαριασμός. Κι ' έξη πού είχε κο-

στίσει τό\γιουβέστι; Δεκατέσσερις. "Ολα τά πλήρωσε ό Πώπος. Πάει τό (Λραΐο είκοσιπεντάρικο, τό σιδερωμένοΛΤό πήρε ό μπα-καλόγατος μέ τά βρωμόχερά του και τουφερε ρέστα κάτι χαρτιά πού σιχάθηκε νά τά πιάσει. Θυμήθηκε τις λίρες τής μητέ-ρας του...

— Κι ' είς άλλα μέ υγεία! Εμπρός λοιπόν! Φόρεσαν τά στεγνωμένα πιά έπανωφόρια τους, σιγυρίστη-

καν δπως - δπως καί, γιά τήν άντίθεση, πήγαν νά πιουν και τον καφέ τους στό πολυτελέστερο, τό άριστοκρατικότερο καφενείο πού είχε τότε ή Α θ ή ν α : στοΟ Χαραμή, στήν πλατεία τής 'Ομο-νοίας. Καινούργιο, κατακαίνουργο, έλαμπε άπό τά κρύσταλλα, μάρμαρα, βελούδα, βερνίκια και χρυσώματα, δλα σύμφωνα καί ταιριαστά, σέ κάτι τόνους ευγενικούς, καφε - κίτρινους, καφε -κόκκινους, πού χάιδευαν τά μάτια χωρίς νά τά πληγώνει ή πα-ραμικρή παρατονία. Ό Πώπος άξαφνα, πού είχε λεπτό τό γού-στο, τρελαινόταν νά κάθεται κεί - μέσα. Κι ' ό Μένης άκόμα, άν καί συνηθισμένος άπό δμορφιές καί λοϋσα, έθαύμαζε κείνο τό λοκάλ. Μόνο ό Αντώνης τά κοίταζε άδιάφορα κι ' άπό μέσα του έβρισκε ϊσως πώς ή σάλα ένός ζακυθινού Καζίνου ήταν ώραιό-τερη.^

Ή ευθυμία τους ήταν πολυθόρυβη. Στό δρόμο χάλασαν τόν κόσμο. Κι ' δταν μπήκαν στό καφενείο καί κάθησαν σέ μιά γω-νιά, δλοι γύρισαν καί τους κοίταξαν περίεργα: Τί έπαθαν αυτοί;...

— Παιδιά, φρόνιμα!... τους έλεγε ό Πώπος. Κι ' δμως τή χειρότερη έντύπωση τήν έκανε αυτός. Τί μού-

τρα ήταν Ικεΐνα, τί χάλ ια ; Ά π ό μίλια φαινόταν μεθυσμένος" κι' άς καθόταν ήσυχος, άμίλητος, άγέλαστος άπό τή ζάλη, τήν καρηβαρία.

Ούτε δ καφές δέν τόν ωφέλησε. Κι' άφοϋ άκουσε λίγη ώρα

128 Γ. ΞΕΝΟΠΟΓΑΟΓ ΑΠΑΝΤΑ

τή φλυαρία των φίλων του, πού άκόμα γιά γυναίκες μιλούσαν καί κάθε τόσο τόν συμβούλευαν νά ριχτεί κι' έκεΐνος τής Α -γλαΐας, έχασε τήν υπομονή καί σηκ(ί>θηκε :

— Παμε, είμαι άρρωστος. — Μπρε άμάν ; ! —Έκεϊνο πού σας λέω ! Περίεργο πράγμα νά μή σηκώνει ούτε τόσο κρασί αύτό τό

παιδί! . . . Σκούνταφτε, τρίκλιζε, θάταν άδύνατο νά περπατήσει άβοήθητος. Τόν έπιασαν άπό τά μπράτσα καί τράβηξαν.

Ποτέ του δέν θά ξεχάσει ό ϊΐώπος αυτόν τό γυρισμό άπό τό καφενείο τοΰ Χαραμή &ς τό σπίτι του ! \ Είχε άρχίσει πάλι ή βροχή ραγδαία καί σ' δλο τό δρόμο έπρεπε νά περνά κανείς βάλ-τους" καί ποταμάκια. Ό Πώπος άποροΰσε πολύ πώς, κάθε λίγο καί λιγάκι, βρισκόταν μπροστά στά πόδια του κι ' Ινας βάλτος!

—"Οπου γυαλίζει, πάτα ! τοΰ έλεγαν οί φίλοι του. Καί πατοΰσε καί πλατσούριζε, κι 'έκεϊνοι λιγωνόνταν άπό τά

γέλια. Τον κρατούσαν δμως καλά. Αλλιώτικα θάπεφτε κάτω. Τί ζάλη, θ έ μου ! Πώς γύριζαν τά φώτα, τά δέντρα, οί άνθρω-ποι, τά σπίτια! Καί μέ τί κόπο κατάφερνε νά κρατεί τήν δμ-πρέλα του ίσια απάνω άπ' τό κεφάλι του ! Επιτέλους βαρέθηκε καί τήν έκλεισε. "Ας βρεχόταν, καλύτερα! Παρακάτω μάλιστα αίστάνθηκε τήν άνάγκη νά βγάλει καί τό καπέλο του. Πώς έκαι-γε τό μέτωπο του !

—Μή ! τοΰ είπαν, θ ά κρυοισεις. Νά κρυώσει ; Τί έλεγαν αυτοί! Είχε τέτοια φωτιά μέσα του,

πού άποροΰσε πώς στό πέρασμά του δέν έξατμιζόταν ή βροχή. Κάποιος γνωστός, έκεί στή γωνιά τής όδοΰ Πινακωτών, τούς.

καλησπέρισε. — Καλησπέρα! τοΰ φώναξε κι ' ό Πώπος δυνατά. Κι' δλοι έβαλαν τά γέλια. —- Τί γελάτε; «Καλησπέρα» είπα. "Ετσι ένόμιζε ό Πώπος, πώς είπε «καλησπέρα». Ένώ δέν

είχε βγάλει παρά έναν άλλόκοτο ήχο, πού μέ κάθε άλλο έμοιαζε παρά μ' έκεϊνο πού θέλησε νά πει. Κι ' έτσι μπέρδευε δλα του τά λόγια, άγνώριστα. Στό τέλος κατάλαβε καί μόνος του κι ' έσώ-πασε. Συλλογιζόταν... τόν έπίλογο τοΰ Δαρβίνου στό σύγγραμμά του «Περί καταγωγής τών ειδών». Προσπαθούσε νά τόν θυμηθεί όλάκαιρο. Μά ήταν Ινα μέρος πού δέν τό θυμόταν καθόλου. Ή σειρά κοβόταν άπότομα καί σταματοΰσε σά μέσα σέ σκοτάδι.

(Τότε συλλογιζόταν άλλα πράγματα, διάφορα καί διαφορε-τικά. Τό είκοσιπεντάρικό του, τήν Α γ λ α ΐ α τού κύρ-Γιάννη, μιά έξίσωση, μιά λατινική παροιμία, τόν μπάρμπα - Διονυσάκη καί τά ρούχα πού θάδινε αύριο στήν πλύση. Καί ξαναγύριζε στόν έπί-

ΙΙΑΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 1 2 9

λογο τοΰ Δαρβίνου.) Τί Βάσανο ! Ποτέ ό νοΟς του δέν έδούλεψε μέ τέτοιο τρόπο.

Γύριζε σαν άνεμόμυλος πού τόν βρίσκει μπουρίνι. Πότε σιγά, πότε γρήγορα καί πότε στόπ ! Δέν ήταν συλλογή έκείνη—ήταν σπα-ραγμός.

Τοΰ μιλούσαν, δέν άπαντοΰσε. Ή άπαντοΰσε άλλα τών άλλών.

Τά χρειάστηκαν. — Μωρέ, τοΰτος κάνει πολύ άσχημο μεθύσι! ψιθύρισε ό

Αντώνης στό αύτί τοΰ Μένη. — Πρόσεξέ τον, τοΰ άποκρίθηκε αυτός. Ά π ό τό φόβο τους, θάλεγες, είχαν ξεμεθύσει κι ' οί δυό. (Αλήθεια, άσχημο τά μεθύσι τοΰ ΙΙώπου. Καμμιά ευθυμία,

καμμιά τρέλα, κανένα γοΰστο. Έ ξ άρχής μελαγχολία, ύστερα βουβαμάρα, στό τέλος ξεχαρβάλωμα. |

/Εφτασαν δπως - δπως στό σπίτι, τόν άνέβασαν στήν κάμαρα κι ' οί δυό καί τόν βοήθησαν νά μισογδυθεϊ καί νά πλαγιάσει.

Ά ν μπορούσε νά κάνει έμετό, έλεγε ό Μένης. —"Αν μποροΰσε νά κοιμηθεί, έλεγε δ Άντο')νης. Τούψησαν καί δεύτερο καφέ στό καμινέτο μά στάθηκε άδύ-

νατο νά τόν κάμουν νά τόν πιει. Κλεισμένα τά μάτια του, σφιγμένα τά δόντια του, καί πα-

ράλυτα τά μέλη του, βαριά σά μολυβένια. Μούγγριζε μόνο σά βώδι.

— Μωρέ, τοΰτος κάτι θά πάθει. — Φωνάζουμε Ινα γιατρό ; — Στάσου νά ρωτήσω τή Ζηνοβία. Ό Αντώνης πήγε στήν κάμαρα τής έρωμένης του κι ' ό

Μανίας έμεινε νά φυλάει τό μεθυσμένο. Αύτός αίστανόταν τώρα μιά άγωνία φρικτή. Έ ν α καμίνι

έκαιγε μέσα του. Καί στό βασανιστήριο αύτό, δέν μποροΰσε νάν-τιδράσει μέ κανένα τρόπο. Ούτε νάναπνεύσει βαθιά, ούτε κάν νά κουνηθεί. Ό νοΰς του μόνο δούλευε άκόμα, μέ άργητα καί μέ δυσκολία. Καί συλλογιζόταν : «θά πέθανα καί θά πήγα στήν κό-λαση... ΐ\'ά, βράζω στό καζάνι!»

Σέ λίγο γύρισε δ Αντώνης. — Ή Ζηνοβία, είπε, λέει νά τόν άφήσουμε έτσι. Είναι ώσπου

νά χωνέψει, θ ά τοΰ περάσει. "Ό Μένης έκάθησε άκόμα μισή ώρα. Έ π ε ι τ α , άν κι ' άνή-

συχος, καληνύχτισε τόν Αντώνη κι ' έφυγε γιά τό σπίτι. Ήταν μεσάνυχτα περασμένα. Ό Πώπος φαινόταν τώρα σά νά κοιμάται. Είχαν πάψει

κι' έκεΐνα τά μουγγρητά.

Τ ό μ ο ς δ ε ύ τ ε ρ ο ς 9

130 Γ. ΞΕΝΟΙΙΟΓΛΟΪ ΑΠΑΝΤΑ

«Ησύχασε, συλλογίστηκε ό Αντώνης. Λέ χρειάζουμαι πιά». Και πήγε νά βρε! τή Ζηνοβία, πού τόν περίμενε... ΙΙέρασε άκόμα καμμιά ώρα. Ό ΙΙώπος αίστάνθηκε λιγάκι σά νά συνέρχεται, νά ξεσκο-

τίζει. Μπορούσε τουλάχιστο νά κουνιέται. Αΐστανόταν 8μο)ς πώς τοΟ λείπει άέρας καί, άν καί στήν κόλαση, συλλογίστηκε πώς μπορούσε νάταν καί στήν κάμαρά του καί πώς ή κάμαρα αύτή είχε καί παράθυρο.

Σηκώθηκε μέ κόπο, τό άνοιξε, τράβηξε κοντά μιά καρέκλα κι ' έπεσε σ' αύτή, ρίχνοντας στά χέρια του καί τό κεφάλι.

"Αχ, πώς τόν δρόσιζε, πώς τόν ζωογονούσε ό νυχτερινός άποβροχάρης!

Α ν ά σ α ι ν ε τώρα βαθιά, μέ μιά μ ε γ ά λ η άνακούφιση, σχεδόν μέ χαρά .

Τό μαρτύριο είχε περάσει... Κόντεψε νά σκάσει, μά σώ-θηκε. Ά α α α χ !

Μ' αύτό δέν έβάσταξε πολύ. Άρχ ισε πάλι νά συλλογίζεται, νά θυμάται, νά μελαγχολεί.

Γύρισε, είδε τό κρεβάτι τοΰ Αντώνη άδειανό καί συμπέρανε πώς θάταν στής Ζηνοβίας. Ό Μένης βέβαια θά είχε φύγει πρό πολλού... Τόν άφησαν μονάχο νά ξεμεθύσει... ΙΙόσο θά είχαν ένο-χληθε ΐ !

( Καί συλλογιζόταν... Τί είδους γιορτή ήταν κι ' αύτή πού έκανε γιά τό πρώτο

του είκοσιπεντάρικο ;—Μιά άνοησία, μιά τρέλα Τό χάλασε γιά νά μεθύσει, νά κακοπάθει, ν' άρρωστήσει.

Τί κατάλαβε ; Καλύτερα νά το φύλαγε ή νά τδδινε τοΰ κύρ - Φί-λιππα πού τοϋ χρωστούσε.

Αδυναμία κι' άπερισκεψία. Δέν είχε θέληση, τόν έκαναν δπως ήθελαν δλοι.)

Στήν περίσταση αύτή, ήταν ό κύρ - Γιάννης ό Βενετής. Αύ-τός τοΰ έβαλε τήν ίδέα τοΰ γλεντιού. Αυτός τόν κατάφερε νά κά-νει μάθημα τοΰ γιοΰ του γιά ένα είκοσιπεντάρικο.,.'Έτσι θάκανε πάντα ; θ ά πουλοΰσε τή σοφία του μισοτιμίς καί ύστερα θά τοϋ-τρωγαν τά λεφτά οί φίλοι;

Γιατί αύτό έγινε ώς τώρα—κι' ήταν πολύ κακός οιωνός ! / ' 0 Πώπος άρχισε πάλι νά φοβάται καί νάπελπίζεται. Ή αι-

σιοδοξία τόν είχε άφήσει. Τώρα τά έβλεπε μαύρα δλα. Τί δύσκο-λη, θ έ μου, ή ζωή ! Τί μπόσικα πού τά κατάφερνε αυτός, καί τί ώραϊα, τί μαστορικάτα τά κατάφερνε ό Αντώνης! Περίεργο πράγμα νά διαφέρουν οί δυό τους τόσο πολύ ! Τί μεγάλη, τί ρι-ζική διαφορά ! I

Κι' έλαμψαν πάλι μπροστά του τά ρουκαλέικα μάτια. Τί

ΠΛΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 131

άλλιώτικ' άπό τά δικά του κι ' άπό τά μάτια τών δικών του ! Γ'Οσο περνούσε ό καιρός, δσο σωρεύονταν τά περιστατικά,

τόσο'τοΰ καρφωνόταν αύτή ή παλιά ίδέα. (Μιά στιγμή, έφερε μπροστά του τό πρόσωπο τής Κλεμεντί-

νας. \Έπειτα , στόν τόπο του, έφερε τό πρόσωπο τοΰ Μένη. Καί —πράγμα άπίστευτο !—ένώ άλλαξαν δλα—μύτη, στόμα, μάγουλα, μαλλιά—τά μάτια, καί στις δυό εικόνες, έμειναν τά ίδια, τά ίδ ια!

| Μά τό πιό άπίστευτο ήταν αύτό : "Γστερα, μέ τά ίδια μά-τια, άπαράλλαχτα, έφερε μπροστά του καί τό πρόσωπο τής Α γ λ α ΐ α ς τοΰ κύρ - Γιάννη τοΰ Βενετή !\

/

Γ

ΤΑ ΕΜΠΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΝΤΩΝΗ

μέρα, άπόγευμα, γυρίζοντας ό Πώπος στήν κάμαρά του, βρήκε κει ένα μεγάλο σωρό άπό διάφορα πακέτα, τυλιγμένα μέ σταχτί χοντρόχαρτο καί δεμένα μέ σπάγγους.

Ήταν άταχτα, άνώμαλα, διαφόρων σχημάτων καί θά είχαν μέσα λογής - λογής πράγματα. Σέ μερικά, τό χοντρόχαρτο ήταν στις άκρες σχισμένο, κι ' έβλεπες νά προβάλλει άπό μέσα, άλλοΟ μιά ροδίτσα μετάλλινη, άλλοΟ μιά μικρή γυάλινη σφαίρα, άλλοΟ ένα δισκάκι άπό γυαλισμένο ξύλο μέ ένα κοκκάλινο κουμπί στή μέση.

Τί είν' αυτά; Ό ΙΙώπος κοίταξε τά δέματα, τάγγιξε, μά δέν κατάλαβε

τίποτα. ΤοΟ φάνηκαν σάν... δργανα φυσικής. Μά ήταν άδύνατο νά έξηγήσει πώς βρέθηκαν στήν κάμαρά του ή έστω καί στήν κάμαρα τοΟ Αντώνη.

Κι' έφώναξε τό Ζ ίππο : 11οιός τάφερε αυτά έδώ;

— Ό κύριος Αντώνης. — Μπά ; Καί τί ε ίνα ι ; —Ηλεκτρικά είδη... δέν τά βλέπετε; — Ά , ναί... έχεις δίκιο... δέν τά είδα καλά. Μά πού τά

βρήκε ό Αντώνης; —Αλήθεια δέν ξέρετε ; άπόρησε ό Ζέππος. Τάγόρασε.

Καί τί θά τά κάμει ; φώναξε χωρίς νά θέλει ό Πώπος. —'ίί, θέ μου ! φώναξε κατάπληκτος κι ό Ζέππος μέ τήν

κορφιάτικη προφορά του. Μά θά τά πουλήσει! Τότε

μόνο ό Πώπος κατάλαβε καί θυμήθηκε : Ό Αντώνης δέν τού είπε κάποτε, πώς μέ τό κεφάλαιο πού είχε, θά κοίταζε νά κάνει κανένα έμπόριο ; Νά το. Κάπου θά βρήκε τά ήλεκτρικά έκεΐνα είδη φτηνά καί τάγόρασε γιά νά τά πουλήσει άκριβότερα.

Τό βράδυ τού έξηγήθηκε κι ' δ Αντώνης. Ήταν μιά δουλειά πού θά τούφερνε κάμποσους παράδες.—Κι' ό Θεός τό ξέρει άν είχε άνάγκη μέ τά τρομερά έξοδα τής Ζηνοβίας !—Καί ποιός τοϋχε δείξει τήν καλή δουλειά ; Ό Μένης! Μάλιστα, ό Μένης Μανίας ί Προχτές, άξαφνα τοΰ ε ίπε :

Ι1Λ0ΓΣΙ0Ι ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 1 3 3

— Έ ν α ς άνθρωπος πουλά κάτι ήλεκτρικά είδη γιά ένα κομ-μάτι ψωμί. Έκανε μιά φορά τόν παραγγελιοδόχο καί φαίνεται πώς τοΰ μείνανε. ΓΙήγε στό θειό μου, μά βαρέθηκε νά τά πάρει. Δέν κάνει αυτός τέτοιες μικροδουλειές. Έ γ ώ δμως, άν είχα πρό-χειρα χρήματα, θά τάγόραζα.

— Τάγοράζω έγώ ! είπε ευθύς ό Αντώνης. Ά , έγώ .δέ βα-ριέμαι... Κι' έτυχε νάχω, αυτόν τόν καιρό, μερικά έκατοστάρικα περισσευούμενα. ΙΙοΰ είναι 6 άνθρωπος ;

— Πήγαινε στό θειό μου νά σοΰ πει . Δέν χάνει καιρό ό Αντώνης. Στήν τράπεζα τοΰ Μανιά μα-

θαίνει τόν άνθρωπο, τόν βρίσκει καί ή άγορά τελειώνει σέ μιά ώρα.

— Καί νά ίδείς πού άπό τρίχα νά τά χάσω, πρόσθεσε. Γιατί ήταν έτοιμος νά τά πάρει ένας φαρμακέμπορος. Μά έδωσα ένα εί-κοσιπεντάρικο παραπάνου καί τά πήρα.

Έκεϊνο τόν καιρό, στήν Αθήνα, τά ήλεκτρικά είδη δέν ήταν τόσο κοινά. Ό τόπος χρειαζόταν λίγα κι ' οί παραγγελίες έρχόν-ταν μετρημένες. Μά σ' αυτό άκριβώς λογάριαζε καί κερδοσκο-πούσε, κατά συμβουλή τοΰ πραχτικοΰ Μένη, ό πραχτικός Αντώ-νης : Μιά μικρή καθυστέρηση, μιά έλλειψη στήν άγορά προσω-ρινή, καί νά άμέσως τά ήλεκτρικά του ύπερτιμημένα καί μοσχο· πουλημένα. Έ τ σ ι θά τά κρατοΰσε, ώσπου νά παρουσιαστεί ή περίσταση, ή εύκαιρία, νά τά πουλήσει μέ κέρδος καλό.

Μά ό Πώπος άποροΰσε : Πώς θάκανε τώρα ό Αντώνης ; θ ά γύριζε δηλαδή καθεμέρα τήν άγορά νά ρωτα; Τέτοιο πράγμα αύτός δέ θά τδκανε ποτέ, ούτε θά τδβαζε μέ τό νοΰ του !

— Τό ξέρω, άποκρίθηκε ό Αντώνης, τό ξέρω πολύ καλά. Έ γ ώ δμιος μέ τό νοΰ μου τδβαλα, καί θά τό κάνω. Δέν τάπαμε τόσες φορές ; Καί ποΰ νά ίδεΐς άκόμα !...

Κι ' ό Πώπος περίμενε νά ίδεϊ μέ μιά ζωηρή περιέργεια : θ ά κέρδιζε ή θάχανε 6 φίλος του άπό έκεϊνο τό έμπόριο τοΰ ποδιοΰ ; '

Ωστόσο περνοΰσαν ήμέρες, έβδομάδες, μήνες, καί τά δέματα έξακολουθοΰσαν νά μένουν έκεΐ στήν κάμαρα. Ό Πώπος άρχισε νά τά βρίσκει πολύ δχληρά. Τό έμπόδιζαν, έπιαναν τόν τόπο, έκαναν μιά μεγάλη άκαταστασία. Καί, πότε σοβαρά καί πότε άστεΐα, παραπονιόταν :

— Δέν μποροΰμε νά κουνηθοΰμε έδώ - μέσα ! Δέν θά φύγουν πιά αύτά τά ήλεκτρικά σου ; Ό ποντικός δέ χωρούσε στήν τρύπα του κι ' έσερνε καί κολοκύθες!

Κι' ό Αντώνης, χωρίς νά θυμώνει, μέ μιά άπάθεια σχεδόν περιφρονητική, τοΰ άπαντοΰσε :

— Μά, κα ϊμένε , δέ σοΰ φτάνει πού σέ ά π α λ λ ά τ τ ω άπό τόν

134 Γ. ΞΕΝΟΠΟΓΛΟΓ ΑΠΑΝΤΑ

έαυτό μου νιίχτα · μέρα ; Άν£Χ ο υ τουλάχιστο αυτά, πού άν πιά-νουν λίγο τόπο, ούτε κουνιοΰνταΕ> ο ΰ τ ε μιλούν, ούτε βήχουν, ούτε ροχαλίζουν !

Κι' άλτ^εια. Ό Άντών 7 ^ ε 'Χ ε απαλλάξει τόν ΙΙώπο άπό τόν έαυτό το'->·

"Ολες σχεδόν τις ώρες, τή? ήΐ^ρας καί τής νύχτας, δταν ήταν σ ^ σπίτι, τίς πεΡν°0σε στά ιδιαίτερα τής σπιτονοι-κοκυράς.

Τό άπαρταμέντο της εί)ίε τ Ρ ι α δωμάτια. Τό ένα ήταν σάλα-τραπεζαρία, τό άλλο κάμαρ* χωριστή τής Ζηνοβίας, καί στό τρίτο κοιμό<«ν ή κυρία Τ ζ ο ύ λ ί α τό Ζέππο της. Ό Αντώνης, τά τριγύριζε δλα σά νοικοκι^Ρ^ί·

Συχνά", μεσημέρι ή βράΡυ> έτρωγε μαζί τους. Καί τότε ξα-πλωνόταν κοί' φλυαρούσε ώρί ί στήν τραπεζαρία, διηγούμενος ζα-κυθινές ιστορίες στις γυνα ικά . πού ξεκαρδιζόνταν άπό τά γέλια —μά τάλεγε τόσο γουστόζία έ Α ν τ ώ ν η ς ! — ή πειράζοντας τό Ζέππο, τό μάγκα, πού π ή γ α ν ε στό σχολειό σάν τόν κάβουρα. Τάπογέματα πάλι άλλες συγκ ε ντρώσεις. Τσάι, φιληνάδες τής Ζη-νοβίας ή τής; μητέρας της, ν,εαΡοί Φ ^ 0 1 Ζέππου, κ ι ' ό Α ν -τώνης στά μέσα καί στά έξι"· Κάπου - κάπου στό τσάι έπαιρνε μέρος κι ' δ Μένης Μανιάς. 1%«<νε μέ τήν πρόφαση πώς θά πά-ρει τόν 'Λντ"'>νη γιά περίπατ'0 κ α ί καθόταν νά βλέπει τή Ζηνο-βία πού τοΟ άρεσε πολύ. Ί σ Χ υ Ρ [ ζ ό τ α ν πώς έμοιαζε τής Σαλώμης καί συχνά ΐήν έξεθείαζε (|ε<ό τ ο υ . Γιάννη Μανι«, πού έλεγε πάντα πώς θά πήγα ιν ί κι* α'->τός καμμιά μέρα νά τήν ίδεΐ. Κι ' ό Αντώνης τού ά π α ν τ ί 0 5 5 : «Ευχαρίστως, δποτε θέλετε !» Γιατί καθόλ<™ δέν του κ α κ ο ί α ι ν ό τ α ν δ θαυμασμός των Μανιάδων γιά τήν έρωμένη του. Έ λ ε γ ζ μάλιστα μέσα του, πώς ά'μα τή βα-ριόταν—κι' ε^Χε άρχίσει κ ι ^ α — θά τήν έδινε στόν τραπεζίτη. Καί τί άλλο καλύτερο θά ή θ ε λ ε ή Ζηνοβία ;

Τίς νύ/.τες π ά λ ι — τ α χ * ' κ ά τώρα—κοιμόταν στήν κάμαρά της. Μέ μεγάλη δμως π ρ ο φ ύ Μ η . γ ι ά νά μή τόν παίρνουν μυρω-διά οί άλλοι νοικάρηδες. Π ή γ α ν ε πρώτα στήν κάμαρά του, γιά νά τόν άκοονε, κι ' ύστερα, Μ101 κοιμόνταν δλοι, έβγαινε σάν τόν κλέφτη, περνούσε σ ι γ ά - σ ι γ ί διάδρομο καί χωνόταν. Τό πρωί πάλι έβγαινα μέ τόν ίδιο τρ£π0- Έ τ σ ι , έκτός άπό τόν ΙΙώπο, κα-νένας άλλος δέν ήξερε τί κα* πώς. Τό καταλάβαιναν δηλαδή πώς ό Αντώνης τά είχε μέ τή Ζηνοβία, δέν φανταζόνταν δμως τί-ποτα περισσότερο άπό ένα γεΡδ κόρτε.

Ό ΙΙώιτος λοιπόν ήταν πιό ήσυχος, πιό μόνος στήν κάμαρά του. Μπορούσε νά μελετά, νά κοιμαται καί νά ρεμβάζει δσο ήθελε. Ό σ'^νοικός του ήταν" σά νά μήν ήταν. Δέν τόν ένοχλοΟσε παρά μόνο |»έ τά έμπόριά το111·

ΠΑΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 135

Επιτέλους , μιά μέρα, έφυγαν κ ι ' αύτά ! Ό Αντώνης βρήκε νά πουλήσει σέ πολύ καλή τιμή τά ήλεκτρικά του. Γιατί άξαφνα, μέ κάτι καινούργιες μεγάλες οικοδομές, χρειάστηκαν πολλά τέ-τοια κα$ί στήν άγορά έγινε έλλειψη καί ζήτηση. Καί πόσα νο-μίζετε πώς κέρδισε ό Αντώνης άπ ' αύτό τό νταραβέρι; Έ ν α άτόφιο πεντακοσάρικο, ένα έκατοστάρικο, ένα είκοσιπεντάρικο καί κάτι ψιλά άκόμα !

— Νά, μωρέ! είπε, δείχνοντας τό μάτσο στόν έκστατικό ΙΙώπο. Έ τ σ ι βγάζουν οί άνθρώποι λεφτά. Ί δ έ ς ώραϊο χαρτ ί ! Μισή χιλιάδα λέει αύτό ! "Οχι σάν τό δικό σου τό ψωροκοσι-πεντάρικο !

Ό ΙΙώπος τό άναγνώρισε μέ τήν καρδιά του, μ ' αύτό δέν τόν έμπόδισε νάστειευθεΐ :

— Τό ψωροεικοσιπεντάρικο, είπε, είχε τό καλό πού φαγώ-θηκε σέ μιά βραδιά" ένώ μέ τούτο δώ... θά μεθούσαμε ένα μήνα.

— Σοβαρά τό λές ; άποκρίθηκε ό Αντώνης έτοιμος νά σταυ-ροκοπηθεΐ. Πάει στοίχημα λοιπόν νά τό φάμε καί τούτο σέ μιά βραδιά, χωρίς νά μεθύσουμε μάλιστα; . . . Νά, θά πάρουμε τό Μέ-νη, τή Ζηνοβία, τήν κυρία Τζούλια καί τό Ζέππο. θ ά πάμε στή Γκράντ - Μπρετάνιε, θά φάμε τάμπλ ντ' δτ, θάνοίξουμε τά καλύ-τερα κρασιά καί στό τέλος σαμπάνιες... Ά π ό κει στήν "Οπερα δλοι, θεωρείο πρώτης. Κι' άπό τά μεσάνυχτα, σέ μιά μπύρα ώς τό πρωί. Τό πεντακοσάρικο ίσα - ίσα. Έ , τί λές ;

θ ά τού άρεσε ένα τέτοιο γλέντι τοΟ Πώπου. Κάτι σίκ, άρι-στοκρατικό—δχι, άδερφέ, γιουβέτσι μέ ρετσίνα στό μπακάλικο ! Καί, χωρίς νά θέλει, χαμογέλασε.

—"Α, δχι, νά σέ χαρώ! τόν έκοψε ό Αντώνης πριν πει λέ-ξη. Μήν έτοιμάζεσαι, γιατί έγώ... δέν είναι τά πρώτα λεφτά πού κερδίζω τούτα! Μήν ξεχνάς πώς ένάμιση χρόνο είχα τό μισθό μου ατού Καλούζου. Γιά νά παρηγορηθείς δμως σοΰ λέω άμέσως πώς ένα μέρος άπ ' αύτά πού βλέπεις θά περάσουν... στό πορτο-φόλι σου.

— Στό πορτοφόλι μου ; Καί γιατί ; Απόρησε δ ΙΙώπος. Καί στήν άπορία του, τοΰ πέρασε μιά

στιγμή ή τρελή ίδέα πώς δ Αντώνης, γιά νά τόν ευκολύνει, έσκόπευε νά τού δώσει δανεικά... άπέναντι τής προίκας.

Μά δ άδελφός τής Κλεμεντίνας τοΟ είπε τί έννοούσε. Ό Ζέππος, ή σκλήθρα, δέν πήγαινε καθόλου καλά στά μαθηματικά. Πολλές φορές ή Ζηνοβία σκέφθηκε νά παρακαλέσει τόν ΙΙώπο νά τοΰ κάνει, φιλικώς, λίγο μάθημα. Μά δέν τολμοΰσε. Κι ' δ Αντώνης , πού τόν συμβουλεύθηκε, τής είπε πώς δέν ήταν σω-στό. Τόν έκαμε δμως νά τής υποσχεθεί πώς αυτός θά έβρισκε τρόπο νά οικονομηθεί τό πράγμα καί νά, τώρα πού έπλούτισε,

136 Γ. ΞΕΝΟΙΙΟΓΛΟΪ ΑΠΑΝΤΑ

έπρότεινε στόν ΙΙώπο νά προγυμνάσει τρεις - τέσσερες μήνες— ώς τίς έξετάσεις—τόν «κουνιάδο» του, καί αυτός, ό Αντώνης, θά τοΟ πλήρωνε γιά τόν κόπο του—I, μές στάλλα έξοδα γιά τή Ζηνοβία, άς πήγαινε κι ' αύτό—δεκαπέντε δραχμές τό μήνα.

— Ά δχι ! φώναξε ό ΙΙώπος κοκκινίζοντας ώς ταύτιά' χά-Ρ'.σμα, άν τό άπαιτεϊς, εύχαρίστο>ς' μά γιά δεκαπέντε δραχμές, τότε γιατί δέν μάφηνες νά πάρο) καί το γιό τοΟ υ7:αλλήλου ;

— Γιατί αύτά θά τά πληρώνω έγώ, κουτεντέ ! Τόση δια-φορά δέν είσαι ίκανός νά καταλάβεις ;

Κι' έπειδή ό Πώπος έπέμενε, στό τέλος ό Αντώνης έδή-λωσε :

— Τό δίκιο δέν μπορώ νά τό πληρώνω. Χάρισμα δέ θέλω. "£,2στε πρέπει νά δεχτείς.

Κι' ό Πώπος τί νά κάμει ;—δέχτηκε. Δέν μπόρεσε δμως νά μή συλλογιστεί, πώς ό Αντώνης μόνο

γιά τούς άλλους τόν συμβούλευε νά μήν πουλά τή σοφία του μισοτιμίς. Αυτός τήν έπαιρνε δσο - δσο. Ήταν, βλέπετε, ό φίλος. Αύριο μπορούσε νά γίνει κι' άδερφός...

Οί μαθητές τού προγυμναστή μας, μέ τό Ζέππο, έγιναν δυό καί τό είσόδημα σαράντα δραχμές, "'ϋς τις τετρακόσιες πού λο-γάριαζε, έλειπαν πολλές. Τήν ημέρα δμως πού πήρε καί τό τρίτο σιδερωμένο είκοσιπεντάρικο άπό τόν κύρ - Γιάννη ένώ ό Αντώνης τοΰ είπε : «δώσ' μου έσΰ μόνο δέκα δραχμές κι ' έγώ πληρώνω τό νοίκι μας δλο», ό Πώπος αίστάνθηκε πάλι μιά ζω-ηρή ευχαρίστηση. Είχε άρχίσει νά κερδίζει, τελείωσε! Μά πολλά, μά λίγα άδιάφορο : Τά λίγα θάφερναν καί τά πολλά.

Τί διαφορά δμως άπό τόν ένα του μαθητή ώς τόν άλλο ! Τώρα πού είχε κοντά του τό Ζέππο δυό τρεις ώρες τήν

έβδομάδα, μπόρεσε νά τόν γνωρίσει κατά βάθος. Κι' άπό πρωτύ-τερα βέβαια τόν είχε γιά ένα παλιόπαιδο διεφθαρμένο, δέν ήξερε δμως, ούτε μποροΰσε νά φανταστεί, ώς πού έφθανε ή διαφθορά του. Κι' έφριττε το')ρα πού τόν άκουγε.

Γιατί τήν περισσότερη ώρα, ό Ζέππος έννοοΰσε νά τήν περνά μέ κουβέντα. "Εκοβε κάθε τόσο τό μάθημα, γιά νά πει τοΰτο ή νά ρωτήσει γιά κείνο. Στήν άρχή, ό Πώπος τόν ξανα-γύριζε άμέσως στό πρόβλημα ή στό θεώρημα πού περίμενε. "Γστερα δμως τόν έπιασε μιά άλλιώτικη περιέργεια νά ίδεϊ. Καί τόν άφηνε νά τοΰ λέει.

Μιά μέρα ό μικρός τοΰ παρουσιάστηκε σά στενοχωρημένος, σεκλετισμένος. "Εριξε τό βιβλίο του στό τραπέζι μ' ένα κίνημα άπελπισμένο καί τό άνοιξε μ' Ινα στεναγμό βαθύ καί άλγεινό

ΠΛΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 131

σά μεγάλου. — Τί έχεις; τόν ρώτησε ό Πώπος. — Τίποτα! άποκρίθηκε ό Ζέππος. Είδα κακά όνειρα... Τό

μάθημά μας, παρακαλώ ! "Αρχισε τό μάθημα, μά τά στενάγματα καί τά φυσήματα

έξακολουθοΟσαν. Ό Πώπος άναγκάστηκε νά τόν ξαναρωτήσει τρεις φορές. Καί τότε ό Ζέππος, σά νά τάποφάσισε έπιτέλους, έσπρωξε άπό μπροστά του τό βιβλίο κι ' έδήλωσε :

— Μά νά, αύτό τό ζήτημα τής Ζηνοβίας μ' έχει έτσι. — Δηλαδή ; έκαμε ό Πώπος. — " Ε ! μήν κάνετε τώρα πώς δέν τά ξέρετε ! άποκρίθηκε ό

Ζέππος. Ό ένας τήν άρραβώνιασε, τή χάρηκε, τήν άπαράτησε. Ό άλλος τήν έχει έτσι, άστεφάνωτη, κι ' ούτε τής είπε ποτέ γιά νά τήν πάρει... Δέ μοΰ λέτε τί θά γίνει αύτό τό κορίτσι ; Έ γ ώ δέν ξέρω τί νά κάμω.

— Έ σ ύ είσαι μικρός άκόμη κι ' αύτά δέν είναι δική σου δουλειά, τοΰ είπε ό Πώπος αύστηρά. Ή μητέρα σου έχει τή φροντίδα καί τήν ευθύνη. Κι' ή Ζηνοβία πάλι δέν είναι κανένα κοριτσάκι. Θάχει το λογαριασμό της.

Ό Ζέππος κούνησε δυό - τρεις φορές τό κεφάλι μέ οίκτο καί μέ φοβέρα.

— Καμμιά ώρα θά τις σκοτώσω καί τίς δυό ! έπρόφερε σιγά καί βαθιά. Εκε ίνο θά κάμω !

Ό Πώπος τό πίστεψε. — Τ ' είν' αύτά πού λές ; Έ τ σ ι σκοτώνουν ; Έσύ νά κοι-

τάς τόν έαυτό σου, νά γίνεις άνθρωπος, καί τότε δλα θά διορ-θωθούν.

— Καί τί άνθρωπος θά γίνω, μέ τί τρόπο, δταν αύτές δέν μέ ύποστηρίζουν ;

— ΙΙοιές αύτές ; — Ή μγ^τέρα μου κι ' ή άδερφή μου... — Καί δέν σέ υποστηρίζουν δσο μποροΰν ; — Καθόλου ! Βλέπεις τώρα μιά Ζηνοβία νά χάνεται, πότε

γιά τό Μοΰρο—ήταν τδνομα τοΰ πρώτου της—καί πότε γιά τόν κ. Ρουκάλη! Δέ σοΰ λέω, καλός κι ' δ Αντώνης κι ' έγώ δέν τούχω κανένα παράπονο. Ή Ζηνοβία δμως, έτσι όμορφη, μπο-ροΰσε νά πάρει κανένα πολύ καλύτερο, πλούσιο, νά μέ υποστη-ρίξει καί μένα δπως πρέπει. Ψέματα ;

Ό Πώπος τόν άκουγε έκστατικός. Δέν πίστευε πώς αύτά τά λόγια ήταν τοΰ Ζέππου. Καί δμως έβγαιναν πραγματικώς άπό τό κερασένιο στοματάκι τοΰ παιδιού μέ τά φιλντισένια δόντια, πιό δμορφα ίσως κι ' άπό τής Ζηνοβίας.

Γι ' αύτό λοιπόν ήθελε νά τις σκοτώσει καί τίς δυό;. . . Γιατί

138 Γ. ΞΕΝΟΙΙΟΓΛΟΪ ΑΠΑΝΤΑ

δέν τόν υποστήριζαν δσο έπρεπε οί... γαμπροί του; Φρίκη! Δέν τοΰπε τίποτα. Κι' ό μικρός έξακολούθησε : — Κύριε Δαγάτορα, σας παρακαλώ, μεταξύ μας ! Μήν τοΟ

πείτε τίποτα τοΟ Αντώνη, γιά τό θεό! . . . Είναι τόσο καλός! Έ γ ώ σας μίλησα γιατί μ ' έρωτήσατε έπιμόνως. Καί σας άνοιξα τήν ψυχή μου...

Τί ώρα ία ψυχή ! Μ' ένα στεναγμό, ό Ζέππος έφερε πάλι τό βιβλίο μπροστά

του. Καί καθώς έσκυβαν στό μάθημα, ό Πώπος συλλογιζόταν τί θά γίνει μιά μέρα αύτό τό παιδί.

«Αλήθεια, έλεγε μέσα του, είμαι περίεργος... "Ηθελα νάξε-ρα, μετά δέκα χρόνια, τί θά είναι στήν κοινωνία αυτός ό Ζέππος: καί τί θά είναι ό Κωστάκης τού κύρ · Βενετή. Τό πρότυπο τής ήθι-κής ό ένας, τό πρότυπο τής διαφθορας ό άλλος. Καί δμως τώρα είναι δυό παιδιά σχεδόν δμοια. Δυό μαθητές, τό ίδιο καλοντυμέ-νοι, πού πάνε στό ίδιο σχολείο καί πού φαίνονται νάνήκουν στήν ίδια κοινωνική τάξη. Πώς, σιγά - σιγά, θά ξεχωρίσουν ; Τί θά γίνουν ; "ϋς πού θά φτάσει ό ένας μέ τήν ηθική του κι ' ό άλλος μέ τή διαφθορά του ;»

Καί μαζί μέ τό Ζέππο καί μέ τόν Κωστάκη, ό ΙΙώπος συλ-λογιζόταν τή Ζηνοβία καί τήν Α γ λ α ΐ α . Σάν τί θά γίνονταν αύ-τές ; Ή Ζηνοβία ίσιος δέν θάπαιρνε κανένα, θ ά έξακολουθούσε νά ζει μέ άγαπητικούς, πού θά υποστήριζαν πάντα τό Ζέππο. Ποιόν θάπαιρνε δμως ή Α γ λ α ΐ α ;

Καί μιά στιγμή, έτσι, χωρίς νά ξέρει γιατί, ό Πώπος τή φαντάστηκε παντρεμένη μέ τόν Αντώνη.

Καί δμως ούτε γνωρίζονταν κάν τώρα ! "Λ, οχ ι ! Ή φαντασία του τρελοπαιχνίδιζε. Ά π ό πού κι '

ώς ποϋ ; Πολύ πιό λογικό, πιό φυσικό θάταν νά πάρει ό Αντώ-νης καμμιά άδερφή, καμμιά ξαδέρφη του Μένη Μανιά.

Χαλάλι του ! Φτάνει αυτός, ό Πώπος, νάπαιρνε τήν Κλε-μεντίνα...

"Ετσι, μέ τήν άφορμή τοΰ Ζέππου, συλλογίστηκε γιά δλους πώς θά ήταν ΰστερ' άπό δέκα χρόνια. Καί προσπάθησε νά φαν-ταστεί, νά φέρει μπροστά του τό Μέλλον τό δικό του.

θέ μου ! Πώς θά ήταν αυτός ό ίδιος ΰστερ' άπό δέκα χρόνια ; Καμμιά έξίσωση, κανενός βαθμοΰ, δέν θά μποροΰσε νά λύσει

τέτοιο πρόβλημα. Ό ΙΙώπος δμως δέν ήταν μόνο μαθηματικός...

Ή ζωή έξακολουθοΰσε στό χαραγμένο σχέδιο. Ό Πώπος βρήκε, μέ τή σύσταση τοΰ κύρ Βενετή, άλλους

[ΙΛΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ

δυό μαθητές. Κι' αύτούς μέ σαράντα δραχμές τόν μήνα. Ό Α ν -τώνης πάλι έκαμε κι ' άλλα έμπόρια. "Γστερ' άπό τά περίφημα ήλεκτρικά είδη ήταν κάτι μάλλινα (γελέκα, κάλτσες καί χειρό-κτια). 'Ύστερα πάλι κάτι καουτσούκ. Ό Πώπος άποροΰσε πάντα ποΰ τά έβρισκε καί ποϋ τά διάλεγε. '() Αντώνης δμως τοΰ έξη-γοΟσε πώς τήν έκλογή τήν έκανε ή τύχη καί πώς τήν τύχη μόνο έβρισκε αύτός. Τό ζήτημα ήταν πού κέρδιζε κι ' ήταν κατευχαριστη-μένος. Μά κι ' ό Πώπος δέν ήταν λιγότερο αυτόν τόν καιρό. ώΟλη σχεδόν έκείνη ή παλιά αισιοδοξία τοΰ είχε γυρίσει καί τδχε πιά γιά βέβαιο, πώς τό καλοκαίρι δέν θά πήγαινε στή Ζάκυνθο, γιατί θά τόν κρατούσαν στήν Αθήνα οί μαθητές του.

— Μά κ ι ' έ γ ώ , μοΰ φ α ί ν ε τ α ι , τό καλοκα ίρ ι θά με ίνω έδώ, τοΰ άπαντοΰσε ό Α ν τ ώ ν η ς .

— Ζηλιάρη ! —"Οχι, καϊμένε, μά... είναι κι ' αύτή ή Ζηνοβία. — Δέν τήν παίρνεις μαζί σου ; — Ναί, νά σέ χαρώ!. . . Γιά νά μοΰ χάσει δλη τήν υπόληψη

ό γέρος μου. — Καί νά σ' άποκληρώσει... — Τί, τό γελάς ; Ό πατέρας μου, κακομοίρη, σήμερα βρί-

σκεται μέ παραδάκια κι ' αϋριο θά βρεθεί μέ παράδες ! — Μακάρι! Ό Ηώπος τά εύχόταν, μά καί τό πίστευε. "Επειτα, άπό τά

γράμματα τής Κλεμεντίνας ήξερε πώς οί δουλειές τοΰ γερο - Ρου-κάλη αύτή τή φορά πήγαιναν καλά. Ή Κλεμεντίνα έγραφε τα-χτικά τοΰ άδελφοΰ της, κι' αύτός διάβαζε πολλά κομμάτια άπό τά γράμματά της. Έ τ σ ι ό Πώπος τά μάθαινε δλα σά νάταν έκεΐ καί καλύτερα. Κι 'αύτό τόν παρηγορούσε τόσο, πού δέν τόν έμελε κι ' άν δέν πήγαινε στή Ζάκυθο τό καλοκαίρι.

Ανάμεσα στάλλα, άπό γράμμα τής Κλεμεντίνας έμαθε καί γιά τό σπίτι. Τά παλιά ρουκαλέικο είχε φορέσει καινούργιο που-κάμισο. Τδβαψαν άπέξιο, τό σιγύρισαν κι ' έβαλαν κι' δσα τζάμια έλειπαν άπό' τά παράθυρα τού δρόμου. Κι' ό Πώπος τό φαν-ταζόταν σάν ένα δμορφο παλατάκι, περιποιημένο τώρα, μέ τίς δυό του φατσάδες καί τή μεγαλόπρεπη είσοδο.—Ά, έκείνη ή παλιά πόρτα μέ τό σιδερένιο μπατταδοΰρο, πού τό άνοιγμά της τοΰ είχε δώσει τόσες συγκινήσεις, πώς νά ήταν άραγε τώρα ; θ ά τήν είχαν βάψει βέβαια καφετιά... ίσως νά τής είχαν βάλει καί μανένα μπρούντζινο χερούλι... Ά μ έ τά σκαλιά ; θ ά τά είχαν σιά-ξει κι ' αύτά, πού ήταν στις άκρες σπασμένα;...

Τό σπίτι δμως τό δικό του, τά δαγατορέικο σπίτι, τό και-νούργιο, βέβαια πού δέ θά τδχαν άσπρίσει φέτος οί γέροι του. Καί θάχε άνάγκη, γιατί ούτε πέρσι δέν τοΟ φόρεσαν καθαρά που-

140 Γ. ΞΕΝΟΠΟΓΛΟΓ ΑΙΙΑΝΤΑ

κάμισο, ούτε πρόπερσι, κ ι ' V) φατσάδα είχε άρχίσει νά μαυρίζει καί τώρα πιά θάταν λερωμένη πολύ... '12ραία δουλειά ! Τό παλιό-σπιτο των Ρουκαλαί(»ν νά λάμπει σάν καινούργιο καί τό δαγατο-ρέικο άντίκρυ του μαυρισμένο, άπεριποίητο, νά ντρέπεται νά τό βλέπει! . . . Μά οί καϊμένοι οΕ γέροι του δέ θάχαν φέτο γιά περιττά έξοδα. Κι ' δν δέν τούγραφαν τίποτα γιά τά οικονομικά τους καί τις ίγδόντα δραχμές τοΟ της έστελναν ταχτικότατα, ό ΙΙώπος δμως καταλάβαινε καλά πώς δέν μπορούσε, σέ τόσο λίγον καιρό, νά ξανάγιναν δπως πρώτα κι ' άκόμα ήταν ζήτημα αν ή κατάστασή τους δέν είχε καί χειροτερέψει1 γιατί τό πρώτο πού θάκαναν, δέν θάταν νά του αυξήσουν τό μηνιάτικο ; Τδξεραν πολύ καλά, τί διάβολο ! πώς μέ όγδόντα δραχμές δέν ζει ένας φοιτητής στήν Αθήνα .

Ξέρουμε δμως, πώς γ ι 'αύτό δ ΙΙώπος δέν σκοτιζόταν καί τόσο. Τις όγδόντα του τις είχε κάνει διακόσιες. Καί μέ διακό-σιες δραχμές, έ, τί διάβολο! ζει ένας φοιτητής στήν Αθήνα . Κι δχι μόνο ζεϊ παρά καί τρώει κάπου - κάπου, έτσι γιά νά θυ-μάται τά παλιά, στό εστιατόριο τοΰ Πελοπίδα τό άριστοκρατικό, πότε μέ τό φίλο του τό Μένη, πότε μέ κανέναν άλλον άριστο-κράτη σάν κι ' αύτόν.

Ή Κλεμεντίνα δμως; Τί έκανε, στή Ζάκυθο, ή Κλεμεντί-να ; Τόν άγαποΰσε καί τόν περίμενε ; "Η περίμενε... νά μεγαλώ-σει ή προίκα της ώσπου νά τή βρεϊ άρκετή ό Μίμης ό Καρότσγ;ς ;

Τίποτα θετικό, βέβαιο, δέ μπορούσε ό Πώπος νά βγάλει άπό τά γράμματά της, τουλάχιστο άπό τά κομμάτια πού τοΰ διάβαζε ό Αντώνης. Γιατί, έννοεΐται, πολύ σπάνια μιλούσε γ ι ' αύτόν ή Ρουκαλοπούλα. "Ενα «πολλά χαιρετίσματα στον κύριο Πώπο», ή «στον άγαπητό μας κύριο Δαγάτορα», μά τίποτα περισσότερο. Κι ' δ Πώπος συλλογιζόταν: δταν είμαι άγαπητός τους, είμαι κύριος Δαγάτορας" δταν είμαι απλώς κύριος ΙΙώπος, τότε δέν τους είμαι άγαπητός.. .

Μόνο μιά φορά ή Κλεμεντίνα έγραψε κα'ς κάτι παραπάνω. Ή τ α ν ή φράση αυτή : «πολλά χαιρετίσματα στον κύριο Πώπο καί πές του τ ί μ ι α π ρ ά γ μ α τ α . "Ετσι πές του καί θά κατα-λάβει». Κι' δ Πώπος κατάλαβε καί χάρηκε πολύ. Φαίνεται, μάλι-στα, πώς ή χαρά πού έλαμψε στά μάτια του έκαμε έντύπωση τοΰ Αντώνη γιατί λίγες στιγμές τόν κοίταξε κάπως παράξενα κι ' έ-πειτα τοΰ είπε :

— Έ ! καί μ ' αύτό ; — Ποιό δηλαδή ; αποκρίθηκε ό Πώπος. θέλεις νά μάθεις

τί σημαίνει τό «τίμια πράγματα»; Απλούστατα μοΰ θυμίζει κά-ποια φράση άπό κάποια μας κουβέντα.

— Έ σ ύ δηλαδή τής τό είπες ή έκείνη ;

Π Λ 0 Γ 2 Ι 0 Ι ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 141

— Ε κ ε ί ν η . . . "Οχι, έγώ... "Οχι έκείνη... κι οί δυό μας τό είπαμε.. .

— Κατάλαβα, κατάλαβα ! Τής έλεγες νά σέ περιμένει, σοΰ τό υποσχέθηκε καί πρόσθεσες, μπορεί κι ' έκείνη, «τίμια πράγ-ματα». Δέν είν ' αύτό ;

— .Πολύ έξυπνος είσαι ! "Ηταν ή πρώτη φορά άφ' δτου ζοΰσαν μαζί στήν Α θ ή ν α ,

\ πού ό Αντώνης τοΰ έκανε λόγο γ ιά τδνειρό του. Κι ' αύτό τοΰ προξενοΰσε τοΰ ΙΙώπου μιά συγκίνηση, πού προσπαθοΰσε νά τήν άποσκεπάζει μέ μιά ζωηρή ιλαρότητα. Ό Αντώνης δμως δέν γε-λιόταν εύκολα.

— Καί τί γελάς σά χάχας ; τοΰ είπε. Νομίζεις πώς έπειδή σοΰ γράφει έτσι, τελείωσε κιόλα; . . . θ ά σέ περιμένει, πολύ καλά. Μά 6>ς πότε ; Οί δουλειές τής Κλεμεντίνας, βλέπεις, πηγαίνουν τώρα καλά, ένώ οί δικές σου δχι τόσο.

— Γ ι α τ ί ; ! φώναξε, γουρλώνοντας τά μάτια δ φτωχός δ Πώπος.

— Γιά κείνο πού δέν ξέρεις. Σοΰ φαίνεται, δηλαδή, πώς έπειδή, Οστερ' άπό τόσα βάσανα, κατάφερες νά βρεις κ ι ' έσύ τρισήμιση προγυμνάσεις, πώς πλούτισες; Πολλά μεταξύ κύλικος καί χειλέων πέλει, δπως τό λέτε σεϊς οί ξυλοσόφοι. Γιά ρώτα δμως καί τό Διονυσάκη, νά σοΰ πει πόση ξυλεία έχει τώρα στό μαγαζί ;

Ό Πώπος φουρκίστηκε. — Καί ποΰ τό ξέρεις έσύ ; Μή σοΰ τδγραψε ό κύριος Κα-

λοΰζος; — Τί σέ μέλει ποιός μοΰ τδγραψε! —"Ετσι μοΰλεγες καί στή Ζάκυθο, δταν σέ ρωτούσα. — Δέ σοϋλεγα δμως τήν άλήθεια γιά δλα ; Σ ' αύτό τόν τόνο ξακολούθησε ή όμιλία τους, δμοια μέ κεί-

νες πού έκαναν άλλοτε στή Ζάκυθο. Κι ' ήταν πάλι ή πρώτη φορά, άφότου ζοΰσαν μαζί στήν Αθήνα , πού φιλονεικοΰσαν γ ιά τις δουλειές τοΰ μπάρμπα - Διονυσάκη. Επιτέλους , ό Πώπος έχασε τήν υπομονή καί μιά στιγμή έκοψε τόν Αντώνη μέ τήν άπρόο-πτη έρώτηση:

— Γιά νά σοΰ πώ.. . "Ασ' τα τώρ' αύτά... 'Εσύ θά μοΰ δώ-σεις τήν Κλεμεντίνα, δταν θά σοΰ τή γυρέψω ;

Ό Αντώνης έμεινε λίγες στιγμές μ ' άνοιχτό τό στόμα καί μέ τά μάτια του, τά ρουκαλέικα μάτια, καρφωμένα στά δαγατο-ρέικα τοΰ ΙΙώπου. "Επειτα χαμογέλασε αινιγματικά καί άποκρί-θηκε σιγά, τονίζοντας μιά - μιά λέξη :

— Ναι ! "Οταν θά μοΰ τή γυρέψεις.., θά σοΰ τή δώσω... Ναι... "Εχεις τό λόγο μου !

1 5 2 Γ. ΞΕΝΟΙΙΟΓΛΟΓ ΑΠΑΝΤΑ

Καί τά είπε τόσο σιγά, πού ή φωνή του ξεψύχησε καί μόλις άκούστηκε ή τελευταία φράση.

Τήν ίδια άπάνω · κάτω έποχή, συνέβη καί κάτι άλλο πού μποροΟσε νά είχε συμβεί καί πρωτύτερα, ή καί νά μή συνέβαινε ποτέ : Ό Αντώνης ό Ρουκάλης γνωρίστηκε μέ τήν Α γ λ α ΐ α τοΟ κύρ-Βενετή, τού γαλατά.

Ήταν έν' άπόγεμα γιορτής. Ό Αντώνης είχε πάρει τόν Πώπο νά πάνε λίγο περίπατο νά ξεσκάσουν—δηλαδή δέν ήταν καθόλου σκασμένοι, άλλά ό Αντώνης έτσι τό είπε. Πήραν λοι-πόν τό τραμ τών Πατησίων κι ' άπό τόν Ά γ ι ο Λουκά, περπατών-τας σιγά - σιγά, βρέθηκαν στόν Ποδονίφτη.

Κόσμος πολύς είχε σκορπιστεί στά Πατήσια τό άνοιξιάτικο έκεϊνο άπόγεμα καί σ' δλα τά έξοχικά μαγαζιά έβλεπες παρέες, άπό τή μεσαία προπάντων τάξη, νά διασκεδάζουν, τρώγοντας ύ-ποπτους μεζέδες καί πίνοντας μπύρα νερωμένη.

Άξαφνα, άπό ένα τραπεζάκι, έκεΐ έξω στό ύπαιθρο, πού δ Πώπος δέν τό είχε προσέξει, άκούστηκε μιά φωνή :

— Κύριε Δαγάτορα!... κύριε Δαγάτορα!... Κάνει έτσι καί βλέπει τόν κύρ · Γιάννη τό Βενετή πού σηκω-

μένος, γελαστός, μέ τά χέρια ψηλά τόν προσκαλούσε. Ό γαλ,ατάς φορούσε τά κυριακάτικά του—μιά άγαρμπη

φορεσιά άπό μπλέ - μαρέν τσόχα -καί δέν ήταν μοναχός του. "Ολη ή οικογένεια τόν συντρόφευε καθισμένη ένα - γύρο στό τρα-πεζάκι τής μπυραρίας : ή κυρία Βενετή μ' ένα λινομέταξο στα-χτοκίτρινο, άρκετά κομψό φουστάνι,—πάντα της έμοιαζε αύτή μέ κυρία καί στό σπίτι καί στό δρόμο,—ή Α γ λ α ΐ α , μέ μιά ούρανιά τουαλετίτσα πού ταίριαζε θαυμάσια μέ τά ξανθά της μαλλιά, κι ' ό μικρός Κωστάκης μέ τά αιώνια ναυτικά του. Πώς τδπαθε αύτό ό κύρ - Βενετής; Πρώτη φορά τόν άπαντοΰσε ό Πώπος στόν κό-σμο μέ τήν οικογένεια.

Έπλησίασε, ενώ ό Αντώνης στάθηκε κεί πού είχε βρεθεί, γιά νά τόν περιμένει.

— Έ δ ώ είμαστε κι ' έμεϊς! τόν άρχισε άπό μακριά δ γαλα-τάς. Ελάτε , καθήστε, νά σας τρατάρουμε μιά μπύρα καί δ,τι άλλο θέλετε. Όρίστε, όρίστε

"Ωσπου νά τά πει αύτά έκεϊνος, ό Πώπος είχε πλησιάσει καί μέ τό καπέλο στό χέρι, άρχισε κιόλα τίς χαιρετοΰρες καί τά χειροσφιξίματα :

— Κυρία Βενετή;.. . Δεσποινίς;.. . Γειά σου, Κωστάκη... Τί κάνετε, κύριε Βενετή ;...—"Ε μά βέβαια, ό κύρ - Γιάννης σήμερα ήταν κύριος.—Σας ευχαριστώ πολύ... Ναί, θά καθόμουν... Μά

• Λ Π Α 0 Γ 2 Ι 0 Ι ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 1 5 3

έχω, βλέπετε, παρέα... είμαι μέ τό σύνοικό μου... — Μπά, μπά, φώναξε ό κύρ · Γιάννης καθώς τούσφιγγε καί

τοΰ τράνταζε τό χέρι. Καί δέν έρχεται κι ' ή παρέα σου ; Τιμή κι ' εύχαρίστηση. Φώναξε τόν κύριο.

Καί λέγοντας αύτά, δ κύρ - Γιάννης τραβοΰσε κιόλα καρέ-κλες, γιά νά καθή(?ουν οί προσκαλεσμένοι του. Ό ΙΙώπος δέν μπο-ροΰσε πιά νά μή δεχτεί.

Ι—Άντώνη, φώναξε- έλα δώ ! Ό τόνος ήταν πολύ έπιτακτικός' ή στιγμή άκόμη πιό έπι-

^τακτική, κι ' ό Αντώνης, θέλοντας καί μή, πλησίασε. Μά νά πούμε καί τήν άλήθεια, δέν τοΰ κακοφαινόταν νά καθήσει λίγο μέ τήν δμορφη ξανθούλα· Ό Πώπος έκαμε τίς συστάσεις καί κάθη-σαν. Κι ' ό κύρ-Βίνετής, χτυπώντας δυνατά τά παλαμάκια γιά

•νάρθεΐ τό γκαρσόνι, έλεγε μέ μεγάλη σπουδαιότητα : — Ρουκάλης, I ; Χαίρω πολύ... θ ά είναι καλός νέος. Φαί-

νεται κι ' άπό τό παρουσιαστικό του... Μά έγώ, νά σοΰ πώ, άμα μοΰ είπες πώς καθόμαστε μαζί, είπα : ήθικός νέος θά ε ίναι! Μπο-ροΰσε ποτέ ό κύριοί Δαγάτορας νάχει σύνοικο πού νά μή τοΰ μοιάζει; Ά μ ' βέβαια, κατά τό Μαστρογιάννη καί τά κοπέλια του.

— Τί λές έκεΐ, Γιάννη, τόν έκοψε ή γυναίκα του" κοπέλι •τοΰ κυρίου είν' ό κύριος ;

Καί δάγκωσε τ<ό χείλι της. Ό άγαθός γαλατάς έβαλε τά γέλια. — Χά, χά, έπεσα δξω, αλήθεια ί μά άλλο ήθελα νά πώ, δη-

λαδή, έκεϊνο πού λέ|.ιε, έκύλησε δ τέντζερης καί βρήκε τό καπάκι. Γελάσανε δλοι δυνατά. Κι ' ή Α γ λ α ΐ α χαμογέλασε, κοιτά-

ζοντας μιά τόν Αντώνη καί μιά χάμω. — Καλά τό είδατε αύτό, είπε τότε δ Αντώνης· μά ποιός

άπό τούς δυό μας είν ' ό τέντζερης καί ποιός τό καπάκι ; Ό κύρ-Γιάννης ξεκαρδίστηκε άπό τά γέλια, μά χωρίς νά-

παντήσει. Πέρασαν σέ άλλα σοβαρότερα. Ό κύρ-Γιάννης ρώτησε τόν Αντώνη τί σπουδάζει κι ' άν κάνει κι ' αύτός ιδιαίτερα μαθή-ματα. Ό Αντώνης *οΰ έδωκε τίς πληροφορίες καί έπειτα τόν ρώτησε πώς πάνε οί δουλειές.

' — Έ , καλά, δόξα σοι ό θεός, άποκρίθηκε δ γαλατάς. Δη-λαδή άς τά λέμε καί...· καλομελέτα κι ' έρχεται. Είχα μιά ζημιά αύτό τόν καιρό. Μοϋ ψόφησε μιά γελάδα πού υποσχότανε πολλά. Μά τί νά γίνει. Ό Κύριος έδωσε, ό Κύριος έπήρε, λέει ένας λόγος...

— Καί ποΰ έχετιε τό βουστάσι, κύριε Βενετή ; — Έ δ ώ παρακάνω, παιδί μου, κοντά στόν Ταξιάρχη, άν

ξέρεις. Έ κ ε ΐ ήμαστε πρωτύτερα. Πήγαμε νά δώσουμε τή μα-τιά μας καί, γυρίζοντας, καθήσαμε έδώ πα. Καί δουλειά καί

1 4 4 Γ. ΞΕΝΟΠΟΓΛΟΓ ΑΠΑΝΤΑ

διασκέδαση, δλ« μαζί τά κάνουμε έμεϊς οί φτωχοί. Ό Αντώνης έξακολούθησε νά ρωτα : Πόσες άγελάδες είχε ;

Τί τοΟ κόστιζε κάθε μ ία ; Πόσες δκάδες έδινε κάθε μέρα; Ποιό είδος είναι τά πιο καρπερό ; ΙΙοιά τροφή δίνει καλύτερα άποτε-λέσματα ; Καί τά λοιπά.

Σ' δλ' αυτά ό κύρ - Βενετής τοΟ άπαντοΰσε μέ πολύ μεγάλη προθυμία. ΤοΟ άρεσε τό ένδιαφέρο τοΰ νέου φοιτητή, κι ' έπειτα έβλεπε έναν άνθρο>πο πού καταλάβαινε, πού ήξερε καί πού ήθελε νά μαθαίνει. Γιά τήν ήλικία του, καί γιά τή θέση του άκόμα, ό κύρ - Βενετής αύτό τδβρισκε σπάνιο. Ποτέ άξαφνα δ ΙΙώπος, άν καί στήν ίδια ήλικία καί στήν ίδια θέση, δέν τοΟ είχε κάνει τέτοιες κουβέντες... "Οταν μάλιστα, σέ λιγάκι, ήρθε λόγος κι ' ό Αντώνης μπόρεσε νά πει κάτι τί καί γιά τά δικά του έμπόρια, ό κύρ - Βενετής έμεινε έκστατικός. Φοιτητής καί νά έμπορεύ-εται ; Νά άνθριοπος τού κόσμου, πραχτικός, μέ μυαλό. Μπράβο, παιδί μου !

—Άκοΰς, Ιΐιοστάκη ; είπε στό γιό του δείχνοντας μέ τά μάτια τόν Αντώνη σά φαινόμενο καί παράδειγμα.

Κι' άπό τή στιγμή έκείνη, πήρε σέ τόσο μεγάλη υπόληψη τό σύνοικο τού ΙΙώπου, ώστε τού μιλούσε σά νάχε μπροστά του τουλάχιστο Ινα γαλατά. Μά κι ' ό Αντώνης έκανε γούστο αύτόν τόν γαλατά ποΰχε τό τρίπατο σπίτι στήν όδόν Σόλωνος καί τήν δμορφη θυγατέρα τήν ξανθομαλλούσα. "Επειτα τοΟ ε ίχ ' έρθει καί μιά άλλη ίδέα : 'Λπ ' αύτά τά γαλατερά δέ θά μπορούσε νά ωφεληθεί κάποτε κι ' αυτός ; "Ετσι νά κάνει καμμιά μικρή έπι-χείρηση—ή καί μεγάλη —άν δχι μέ άγελάδες, τουλάχιστο μέ τροφές, έλβετικό χόρτο σά νά πούμε, καί μέ τάλλα χρειαζούμενα τοΰ σταύλου καί τοΰ γαλατοκομείου, σκεύη, έργαλεϊα, μηχανή-ματα ;

Καί μ' αύτή τήν ίδέα, έξακολούθησε νά ρωτά, νάνακρίνει λεπτομερέστατα τόν κύρ · Γιάννη πού μέ μεγάλη πάντα προθυμία καί μέ φανερή ευχαρίστηση τοΰ έδινε τις πληροφορίες. Μιλοΰσαν οί δυό τους κι" οί άλλοι τούς άκουγαν. Κάπου - κάπου ή κυρία Βενετή τοποθετούσε καμμιά φράση πού έδειχνε πώς κι ' αύτή ήταν ένήμερη στήν έργασία. Ή Α γ λ α ΐ α δέν έβγαζε μιλιά. Κρυφοκοίταζε μόνο τόν Αντώνη καί φαινόταν ευχαριστημένη δσο σχεδόν κι ' ό πατέρας της. Ό Πώπος άρχισε νά βαριέται. Δυό-τρείς φορές έπιχείρησε νάνοίξει όμιλία μέ τόν Κωστάκη, μά δέν τό κατάφερε. Ό μικρός τοΰ άπαντοΰσε σύντομα, βιαστικά, καί πρόσεχε πάλι στήν όμιλία τών μεγάλων.

Έ τ σ ι πέρασε καμμιά ώρα. Ό κύρ - Γιάννης κοίταξε τόν ήλιο κι ' έγνεψε στή γυναίκα του. Ήταν ώρα νά πηγαίνουν.

— Ε μ ά ς θά μας συχωρεΐτε, είπε. Πρέπει νά πάμε νά πάρου-

ΠΛΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 145

με τό τράμ. Έσε ΐς ξακολουθήστε τόν περίπατο σας. Καμμιά άντίρρηση. Ό γαλατάς είχε όρίσει τό πρόγραμμα

καθαρά, γιά νά μή τυχόν τούς συνόδευαν οί δυό νέοι ώς τόν Ά γ ι ο Λουκά. Στό τραπέζι του, βλέπετε, τούς προσκαλούσε- μά στό δρόμο μαζί του δέν τούς ήθελε, δταν είχε τή γυναίκα του καί τήν κόρη του. Ά , δλα κι ' δλα !

Φώναξε τό γκαρσόνι, πλήρωσε τό λογαριασμό, σηκώθηκε, σηκώθηκοςν δλοι μαζί του κι ' άρχισαν τούς άποχαιρετισμούς. Δέκα φορεί ό κύρ - Γιάννης φανέρωσε τή μεγάλη του χαρά γιά τή γνωριμΟχ τοΰ κ. Ρουκάλη. Στό τέλος μάλιστα τοΰ είπε κι ' Ινα «νά βλεπόμαστε», πού μά τήν άλήθεια έμοιαζε λίγο καί μέ πρόσκληση στό σπίτι. Καμμιά γιορτή άξαφνα, μαζί μέ τόν ΙΙώπο, έξαίρετα ό Αντώνης μπορούσε νά πάει.

Χωρίστηκαν. Ή οικογένεια Βενετή πήρε τό δρόμο γιά τό τράμ, κι ' οί δυό νέοι—ήταν νοιρίς άκόμα γ ι ' αύτούς—έξακολού-θησαν τήν περιπλάνησή τους στις δχθες.

— Λοιπόν; ρώτησε ό ΙΙώπος' πώς σοΰ φάνηκε ή οικογένεια Βενετή ;

— Πρώτης τάξεως! άποκρίθηκε <5 Άντο>νης. Λαμπροί άν-θρωποι ! Ά π ό τούς άνθρώπους πού τούς ευλόγησε ό θεός. Νά, τέτοιοι άνθρωποι μάρέσουν έμένα !

•—• Γιά τό γέρο λές ; — Καί γιά τό γέρο καί γιά δλους. Είναι κομμένοι στό ϊδιο

σχέδιο καί κουρδισμένοι θαυμάσια. Ό γέρος, φαίνεται, διευθύνει καλά. Στοιχηματίζω πώς έτσι θά είναι καί τό γαλατοκομεΐο του. Ά , καμμιά μέρα θά πάω νά τό Εδώ.

— Καί τό κορίτσι ; — Ά , δχι, αύτό δέ θά πάω νά τό ίδώ. Τό είδα. -— Δέ σοΰ άρεσε ; •—Ή Α γ λ α ΐ α ; Καί πολύ μάλιστα. Είπες μιά μέρα πώς

τρέφεται μέ γιαούρτι. Έ γ ώ θάλεγα μέ καϊμάκι. Είδες έπιδερ-μίδα, είδες χρώματα ; Πολύ άφράτο κορίτσι, άλήθεια.

— Καλλιέργησε τη. Ό γέρος, είδα, σέ πήρ' άπό καλό. Μπορεί νά σοΰ δώσει τήν κόρη του καί τό τρίπατο σπίτι.

— Εύχαριστώ πολύ, δέ μοΰ χρειάζεται, άποκρίθηκε γελών-τας ό Αντώνης.

Σώπασαν λίγες στιγμές. Ό Πώπος στριφογύριζε στό κε-φάλι του μιά ίδέα, πού δέ βάσταξε στό τέλος νά μή τήν π ε ι :

—Άκουσε νά γελάσεις. Μιά μέρα, πού έκανα διάφορα δνειρα γιά τό μέλλον, συλλογίστηκα πώς έσύ... μπορεί νά πάρεις τήν Α γ λ α ΐ α ! Προαίσθημα τώρα, θέλεις, πές το...

— Κουταμάρα! τόν έκοψε ό Αντώνης. Έσύ νά κάνεις δνει-ρα μόνο γιά τόν έαυτό σου. Τούς άλλους νά τούς αφήνεις ήσυχους,

Τ ό μ ο ς δ ε ύ τ ε ρ ο ς 10

146 Γ. ΕΕΝ01Ι0ΓΛ0Ϊ" ΑΠΑΝΤΑ

γ ι α τ ί δέν ξέρεις τί σοΰ γ ί ν ε τ α ι ! — Καί δμως ! ψιθύρισε πικαρισμένος δ Πώπος. — Τί δμως καί ξεόμως ; θύμωσε ό Αντώνης. Μέ τά σωστά

σου σκέφτηκες, πώς ένας Ρουκάλης μπορεί νά πάρει τήν κόρη ένός γαλατα ;

— Μά είναι πλούσιος, καϊμένε, είπε δειλά ό ΙΙώπος. —"Ας είναι δσο πλούσιος θέλει! Δέν άκουσες ποτέ πώς τά

πλούτη δέν τά σκεπάζουν δλα; Γ— Ναί, βέβαια... Μά ξέρω πώς έσύ δέ διαιρείς τούς άνθρώ-

πους παρά σέ πλούσιους καί φτωχούς."} — Έ γ ώ ; διαμαρτυρήθηκε ζωηρά ό Ρουκάλης. Έ γ ώ σέ πλού-

σιους καί φτωχούς; Έ χ ε ι ς μεγάλο λάθος!... Δέ διαιρώ τούς άν-θρώπους παρά σέ άνθρώπους καί... σέ μή άνθρώπους. Είναι καί φτωχοί πού άξίζουν δσο καί οί πλουσιότεροι. Στόν τόπο μας πα-ραδείγματος χάρη : Ό Μοΰδρος ό Μανώλης—τόνε ξέρεις—είναι τετράπλουτος. Μά μπορείς νά πεις πώς άξίζει περισσότερο άπό τον κόντε - Τσέζαρε; Κι ' άς μήν έχει καλά-καλά νά φάει ό κόντε - Τσέζαρες... Ά , φίλε μου ΙΙώπο! Ούτε τόν κόσμο ξέρεις άκόμα, ούτε μένα.

Ό λ ' αύτά ό ΙΙώπος τάκουγε σιωπηλός μέ τό κεφάλι σκυ-φτό. Καί συλλογιζόταν : είχε ξεχάσει πώς οί Ρουκαλαΐοι, έκτός άπό τή λόξα πώς μιά μέρα θά πλουτίσουν, είχαν καί τήν περη-φάνεια πώς κατάγουνται άπό εύγενείς ;...

Πέρασαν κάμποσες στιγμές χωρίς νά μιλήσει κανένας. Ό Πώπος έξακολούθησε νά συλλογίζεται κι ' έπειτα, άξαφνα, είπε :

— Τήν Εύρυδίκη τοΰ Μανιά... θά τήν έπαιρνες; — Τί έννοείς, άν θά τήν έπαιρνα ; άπόρησε ό Αντώνης. — Τί έννοώ ! ; άπόρησε περισσότερο ό Πώπος. Μά κινέζικα

μιλώ ; Νά, τήν Εύρυδίκη τοΰ Μανιά, τήν άδερφή τοΰ Μένη, άν σοΰ έπρότειναν νά σοΰ τή δώσουν γιά γυναίκα, θά δεχόσουν, θά τήν έπαιρνες, θά τήν ήθελες ; βρέ άδερφέ, πώς τό λένε ;

Αύτά ό Πώπος τά είπε μέ έξαψη. 'Αλλά μέ μεγάλη ήρεμία ό Αντώνης άποκρίθηκε :

— Ά , ναί... Μιά άδερφή τοΰ Μένη, ή μιά έξαδέλφη του... θάλεγα κι ' εύχαριστώ.

— Μά καλά... Οί Μανιάδες δέν είναι εύγενείς... Παράδες μόνο έχουν.

— Καί κοινωνική θέση ! άποκρίθηκε ό Αντώνης μέ σπου-δαιότητα.

—"Ωστε διαφέρουν άπό τόν κύρ-Γιάννη τό Βενετή... —"Ακου λέει! Μά τό ίδιο είναι λοιπόν; Έ χ ε ι ς ίδέα πώς

Ινας τραπεζίτης, ένας μηχανικός, είναι σάν ένα γαλατά; —"Οχι βέβαια... Μά έκείνα πού μοΰ είπες πρώτα, μέ μπέρ-

ΠΑΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 147

δεψαν λιγάκι... τί δηλαδή ; Εύγενείς δέν είναι ούτε οί Βενετήδες ούτε οί Μανιάδες. Καί οί δυό κάνουν μιά Ιργασία κι ' άπ ' αύτή βγά-ζουν παράδες πολλούς. "Ισιος ό Βενετής νά είναι τόσο πλούσιος, δσο κι ' ό πατέρας τού Μένη. Γιατί λοιπόν θά πώ άνθρώπους τούς Μανιάδες καί μή - άνθρώπους τούς Βενετήδες; Ε π ε ι δ ή τάχα αυτοί ζοΰνε άκόμα στό ισόγειο τοΰ τρίπατου ; "11 έπειδή είναι λι-γάκι λερωμένα τά ροΰχα τής δουλειάς καί λιγάκι άσουλούπωτα τά γιορτινά τοΰ κύρ - Γιάννη ; "Ομως κι ' αύτός τό ίδιο καλανα-τρέφει ψ . παιδιά του. Καί μοΰ φαίνεται πώς ΰστερ' άπό λίγα χρόνια, ©ά κατοικεί σέ πρώτο πάτωμα κι ' ή οικογένεια Βενετή.

—"Ε, μ ' αύτή είναι δλη ή διαφορά! Τί ε ίπες ; "Γστερα άπό λίγα χρόνια. Πού θά πεί πώς οί Μανιάδες είναι άνθρωποι κ α μ ω -μ έ ν ο ι , ένώ οί Βενετήδες είναι άνθρο^ποι πού γίνονται όλοένα. Έ ν τώ γίγνεσθαι, δπως τό λέτε σεις οί ξυλοσόφοι. Έκατάλαβες τώ-ρα τήν ίδέα μου ;

—Έκατάλαβα, ψιθύρισε ό Πώπος πολύ σκεπτικός. Καί σώπασε. Κάμποση ώρα πάλι περπάτησαν άμίλητοι. Ό

Πώπος συλλογιζόταν. Κι' άξαφνα πάλι είπε : —"Ωστε σά νά λέμε, μόνο ένα δικό σου παιδί ή έγγόνι θά

μποροΰσε νά πάρει ένα παιδί ή έγγόνι τοΰ Κωστάκη. Έ ; Ό Αντώνης έβαλε τά γέλια τρανταχτά, χτύπησε δυό - τρεϊς

φορές τόν ώμο τοΰ Πώπου κι ' ή συνομιλία κόπηκ' έδώ. Πολλές φορές δμως ό Πώπος τήν ξαναθυμήθηκε.

Δ

ΔΥΣΚΟΛΑ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ!

Π έρασαν δυό-τρεις μήνες κι ' ή ζωή έξα κολούθησε σχεδόν ή ϊδια.

Κάθε πρωτομηνιά —τήν παραμονή ή τήν άλλη μέρα—δ Πώπος λάβαινε άπό τή Ζάκυθο ένα γράμμα συστημένο, πού είχε μέσα τίς δγδόντα δραχμές τοΰ μπάρμπα - Διονυσάκη, πότε αύτού-σιες σέ χαρτονομίσματα καί πότε σέ τσέκι, πού τό έξαργύρωνε σέ κάποιο «άνταποκριτή».

Συνήθως τού έγραφε ή μητέρα του. Κάποτε - κάποτε κι ' δ πατέρας του. Ό μπάρμπας ποτέ. Μά ούτε ή κυρία Βιργινία, ούτε δ Κωσταντής ό Δαγάτορας δέν τού έλεγαν ποτέ λέξη γιά τά οικονομικά. Κι ' ό Πώπος, Οστερ' άπό τά μισόλογα τού Αντώ-νη, άρχισε νάνησυχεϊ πολύ. Μήπως, άλήθεια, τό μαγαζί στή Ζά-κυθο δέν πήγαινε καθόλου καλά κι ' οί δγδόντα δραχμές πού τοΰ έστελναν ήταν άπό τό θλιβερότερο ύστέρημα ; Ό Πώπος αίστα-νόταν τώρα τύψη άληθινή. Κι' έπειδή ό Αντώνης δέν έννοοϋσε νά τοΰ δώσει περισσότερες έξηγήσεις, είτε γιατί ένόμιζε πώς άρ-κετά ήταν δσα είχε πει γιά νά τόν όδηγήσουν χωρίς αύτός νά φανεί κακός, είτε γιατί πράγματι δέν ήξερε περισσότερα—ό Πώπος άποφάσισε τέλος νά μάθει, γράφοντας τοΰ Ιδιου τοΰ μπάρ-μπα - Διονυσάκη. Σ ' αύτό μάλιστα ένθαρρύνθηκε άφότου ή καλή τύχη τοΰ παρουσίασε άλλον ένα μαθητή, πράγμα πού έκαμε τό εϊσόδημά του στρογγυλότερο καί τήν τύψη του μεγαλύτερη.

"Επιασε λοιπόν καί τοΰ έκαν' ένα γράμμα πού τούλεγε: αύτός τώρα, ό Πώπος, είχε τά μαθηματάκια του καί κέρδιζε άρ-κετά. Δέν πλούτισε βέβαια, μποροΰσε δμως νά τά καταφέρνει καί χωρίς τίς όγδόντα δραχμές πού τοΰ έστελνε δ μπάρμπας. Λοιπόν, άν οί δουλειές τοΰ καϊμένου τοΰ μπάρμπα δέν πήγαιναν τόσο καλά—πού είχε κάποιους λόγους νά τό υποθέτει—άν αύτές τίς όγδόντα δραχμές δυσκολευόταν πάρα πολύ νά τίς οικονο-μεί, τόν παρακαλούσε νά τοΰ τό πεί καί νά πάψει νά τοΰ τίς στέλνει.

Αύτά έγραψε σέ δυό πυκνά κατεβατά. Κι' ύστερα άπό μιά έβδομάδα, έλαβε τό λακωνικό καί θλιβερό αύτό γράμμα:

ΠΛΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 149

«Αγαπητέ άνεψιέ, Έλαβα τό καλό σου γράμμα καί σπεύδω νά σοΰ άπαντήσω

δτι μ ' έπρόλαβες. Ναί, παιδί μου, δέν είμαι πλέον σέ θέση νά σοΰ στέλνω πεντάρα. Ά ν είχες άνάγκη, θά έκανα δ,τι μποροΰσα. Άφοΰ κερδίζεις δμως τά πρός τά ζην, άφησέ με προς τά παρόν νά έπανορθώσω τή μεγάλη μας ζημία καί προσπάθησε νά κερδί-ζεις όλοένα περισσότερα. Ό θεάς νά σέ βοηθεΐ.

Σέ άσπάζομαι, 'Ο θείος σου

/ Διονύσιος Δαγάτορας»

Τό γράμμί' αύτό, άν καί τά περίμενε, έβύθισε τόν ΙΙώπο στήν πιό μαύρη μελαγχολία. Κι ' ή πρώτη - πρώτη εικόνα πού τοΰ πα-ρουσίασε ή λυπημένη του σκέψη, ήταν τά δυό άντικριστά σπίτια, στό ζακυθ νά έκεϊνο τρίστρατο" τό ένα, φρεσκοβαμμένο, περιποιη-μένο, χαρούμενο- τό άλλο λερωμένο, μαυρισμένο, θλιβερό. Κι ' αύτά ήταν τό δικό του!.. . ΙΙοιός νά τοΰ τδλεγε, έδώ καί τρία χρό-νια, έδώ καί δυό, ώς πέρσι άκόμα, πού λυπόταν ή ψυχή του τά σπασμένα τζάμια, τά σάπια παραθυρόφυλλα καί τά μισογκρεμι-σμένα γείσα τού άντικρινού παλιόσπιτου !

Δέν άποθαρρύνθηκε δμως, ούτε άπελπίστηκε - άπεναντίας' υποσχέθηκε στόν έαυτό του νά βάλει δλα τά δυνατά καί νάκο-λουθήσει τή συμβουλή τοΰ μπάρμπα του. Ναί, έπρεπε τώρα νά κερδίζει δσο μποροΰσε περισσότερα. Κι ' δ πιά εύτυχισμένος άν-θρωπος τοΰ κόσμου Οά λογιζόταν, δταν θά έφτανε σέ θέση, άντί νά τοΰ στέλνουν οί δικοί του, νά τούς στέλνει αύτός.

Ένιωθε μέσα του δλη τή δύναμη νά έργαστεΐ, κι ' άς έλεγε ό Αντώνης. Τοΰ φαινόταν μάλιστα άστεΐο νά τόν θεωρεί μ ή - ά ν-θ ρ ω π ο ό έμπορευόμενος φοιτητής αυτόν πού, ένώ μέ τόσο ζήλο κι' έπιτυχία άκολουθοΰσε τήν έπιστήμη του, είχε άκόμα καιρό νά δίνει μαθήματα μέ τήν ίδια έπιτυχία. Κι' άλήθεια, ήταν κα-τευχαριστημένοι μαζί του τόσο οί καθηγητές, δσο κι ' οί μαθητές του. Τό «μεθοδικά» τής διδασκαλίας του, τά άποτελεσματικότα-το, έκανε όλοένα .τή φήμη του κι' δ ένας μαθητής τοΰ έφερνε τόν άλλο. Είχε πάντα καί τή σύσταση τών καθηγητών του κι ' δποιος ρωτοΰσε γ ι ' αυτόν στά Πανεπιστήμιο, λάβαινε τίς καλύτερες πλη-ροφορίες. Μά ίσως περισσότερο άπ ' δλες άξιζε δ καλός λόγος τοΰ κύρ - Γιάννη τοΰ Βενετή, πού δέν Ιπαυε νά τόν συσταίνει γιά τίμιο νέο καί ήθικότατο. Γιατί, δπως τοΰ τόμολόγησε μιά μέρα δ ίδιος, δέν άποφάσισε ό αυστηρός οικογενειάρχης νά τόν μπάσει στό σπίτι του, παρ' άφοΰ ρώτησε πρώτα καί πληροφορήθηκε, δχι τόσο γιά τήν ίκανότητά του, δσο γιά τήν ήθική του.

— Καί ποιός είχε τήν καλοσύνη νά σας βεβαιώσει πώς είμαι

ΙΓ,υ Γ. ΞΕΝ0Ι10ΓΛ0Γ ΛΙΙΑΝΤΑ

ηθικός; τόν ρώτησε γελώντας ί Πώπος. — Τί σέ μέλει τώρα! άποκρίθηκε ό γαλατάς. "Λμα είναι

κανένας, κι ' οί πέτρες τό ξέρουν άμα πάλι δέν είναι... πάλι κι ' οί πέτρες τό ξέρουν.

Καί τότε ό Πώπος συλλογίστηκε : «γιά τόν Αντώνη τάχα τί νά έμαθε ; ΤοΟ είπαν πώς τάχει μέ τήν κόρη τής σπιτονοικο-κυράς του ; Μά μοΟ φαίνεται πώς αύτό δέν τό ξέρουν κι' οί πέτρες!»

Κι' άλήθεια, οί σχέσεις τοΟ Αντώνη μέ τή Ζηνοβία δέν ήταν σέ μεγάλο κύκλο γνωστές, ούτε άποτελοϋσαν κανένα σκάνδαλο. Ό Πώπος τουλάχιστο δέν καταλάβαινε τίποτα τέτοιο. Κι' έλεγε συχνά τού Αντώνη :

— ΤοΟ Άγιου Ινωσταντίνου ό κύρ - Βενετής γιορτάζει τό γιό του μεγαλοπρεπώς, θ ά σέ πάρω νά πάμε μαζί. θέλεις ;

Κι' ό Αντώνης τοΰ άπαντοΟσε : — Ά σ ε νά δοϋμε ώς τότε... Μπορεί... Ωστόσο, στό σπίτι τής κυρίας Τζούλιας, οί νοικάρηδες άρ-

χισαν κάτι νά μυρίζουνται. Γιατί ό Αντώνης καί ή Ζηνοβία εί-χαν άρχίσει τίς γρίνιες καί τά μαλώματα. Πρωτύτερα, δσο τά πή-γαιναν καλά, δέν τούς άκουγε κανένας. Τώρα δμιος, συχνά, κι ' ό Αντώνης σήκωνε θυμωμένη τή φο>νή κι ' ή Ζηνοβία τοΟ άπαν-τοΟσε στόν ίδιο σπαραχτικό τόνο. Συχνά κι ' ή μητέρα της έπαιρνε μέρος στόν καυγά, ένώ ό Ζέππος τούς φώναζε πνιχτά" «μά τί ε ίναι ; . . . τί πάθατε πάλι ; . . . σας άκοΟνε... Αηδία καταντήσατε!» Κι ' οί άνθρο>ποι συλλογιζόνταν, μέ τό δίκιο τους, πώς γιά νά μα-λώνουν αυτοί έτσι, κάτι βέβαια θά είχαν νά μοιράσουν...

Μά γιατί μάλωναν τώρα οί άγαπημένοι; Απλούστατα, γιατί ό Αντώνης είχε βαρεθεί τή Ζηνοβία. Κι ' αύτό τό κανό, πού τήν πρώτη του άρχή τή σημειώσαμε καί προηύτερα, είχε ερθει μοι-ραία, γιατί άπό τή σχέση τους, τήν ένωσή τους, έλειπε όλιοσ-διόλου τό αίσθημα. Ά π ό μέρος τοΟ Αντώνη, δέν ήταν παρά ένας σαρκικός πόθος, άδύνατος μάλιστα—στήν ήλικία του οί πόθοι αυτοί σπάνια είναι δυνατοί—καθώς καί μιά νεανική, φοιτητική άν θέλετε, φιλοδοξία, έτσι γιά νά λέει πώς έχει έρωμένη σά με-γάλος, νά κάνει τό μεγάλο... Ά π ό μέρος πάλι τής Ζηνοβίας, δέν ήταν παρά μιά συνήθεια, μιά πολύ κακή συνήθεια, πού τήν είχε άποχτήσει, ή δυστυχισμένη, άπό τόν καιρό τοΟ πρώτου άρραβω-νιαστικού της, τοΟ παλιανθρωπάκου. Ήταν άκόμη καί μιά μικρή, πολύ μικρή συμπάθεια γιά τόν Αντώνη, γιά τήν έξυπνάδα του, τή ζωηρότητά του, τήν άλλεγρία του καί προπάντων... τό γε-μάτο του πορτοφόλι.

Πάλι δμως τό πορτοφόλι αύτό δέν ήταν καί κανένα έκτακτο πράγμα" κι ' άφοΰ πέρασαν οί γενναιοδωρίες τών πρώτων ήμε-

Ι1ΛΟΓ2ΙΟΓ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 151

ρών, ή Ζηνοβία μπόρεσε νά κάνει καλά τούς λογαριασμούς της, νά ίδεί τί κέρδη είχε κάθε μήνα άπό τόν Αντώνη, νάφαιρέσει τίς ζημιές—γιατί κ ι ' αύτή άναγκαζόταν κάτι νά ξοδεύει—καί νά φτάσει στό συμπέρασμα πώς δέν θάταν άσχημο νά είχε πιό πλού-σιο άγαπητικό. Συγχρόνως μ' αύτό τό συμπέρασμα τής Ζηνοβίας, κόπηκε κι ' ό άδύνατος πόθος τοΟ Αντώνη. Ό σ ο γιά τή φιλοδο-ξία, αύτή μποροΰσε νά τοΰ τήν ικανοποιήσει κι ' όποιαδήποτε άλλη. Καμμιά Ι ταλ ίδα μάλιστα κορίστα, σάν έκείνη πού είχε τυλίξει τόν κύριο Γιάννη Μανιά τόν τραπεζίτη, θάκανε τή δου-λειά του πολύ καλύτερα. Έ τ σ ι , φυσικότατο ήταν νάρχίσουν οί γρίνιες καί τά μαλώματα.

Πολλές φορές σ' αύτή τήν περίοδο, ό Αντώνης κοιμόταν στήν κάμαρά του /στό κρεβατάκι του, καί γελώντας έλεγε τοΰ ΙΙώπου :

—"Εχασες πάλι τήν ήσυχία σου, μά τί νά σοΟ κάνω ;... Αύτή ή Ζηνοβία είναι πιά άνυπόφερτη !

— Δέν μέ νιάζει, άπαντοΟσε ό Πώπος, γιατί ξέρω πώς γρή-γορα θά τά ξαναφτιάξετε.

Α ύ τ ή τ ή φορά ναί , συμφωνοΟσε δ Α ν τ ώ ν η ς " γ ι ' ά λ λ η δμως δέν έγγυώμαι τ ίποτα.

— Μά δέν τή λυπάσαι, τήν κακομοίρα, νά τήν άφήσεις; ρωτοΰσε ό Πώπος.

— θ ά βρει άλλον , γ ι ' αύτό σ κ ο τ ί ζ ε σ α ι ; άπαντοΟσε ό Α ν -τώνης.

Καί συλλογιζόταν τότε τόν κύριο Γιάννη Μανιά. Καί άλλη φορά τόν είχε συλλογιστεί αύτόν, σάν μιά δφειλόμενη έπανόρ-θωση, προβλέποντας πώς άργά ή γρήγορα θά τά χαλοΰσαν μέ τή Ζηνοβία. Δίκιο ήταν νά τόν άντικαταστήσει ό πλούσιος τραπεζί-της. Μά πώς θά γινόταν αύτό, πού δέν τήν είχε ιδεί άκόμη Καί τά περίφημα έκείνα τσάγια, στήν τραπεζαρία τής κυρίας Τζούλιας, πού είχαν τελειώσει;

Αύτό στενοχωροΰσε τώρα τόν Αντώνη. Ήταν, βλέπετε, πολύ εύσυνείδητος, άν καί, νά ποΰμε καί τή μαύρη άλήθεια, συλλογι-ζόταν λιγάκι καί τόν έαυτό του σ' αύτή τήν περίσταση. Γιατί καταλάβαινε πώς θάκανε μεγάλη φιγούρα σέ δλο τόν κύκλο, καί πώς τά φόντα του θάνέβαιναν πολύ ψηλά, άν μέ μιά ώραία χει-ρονομία παραχωρούσε μιά έρωμένη του σ' έναν άπό τούς Μανιά-δες. "Αν κατάφερνε μάλιστα νά γίνει άνταλλαγή, νά πάρει αύτός τήν ίδια κορίστα πού είχε ό τραπεζίτης, τότε πιά θά ήταν θρίαμ-βος, θάχαν νά λένε!.. .

Άλλά καί κάτι άλλο συνέβαινε τοΰ Αντώνη αύτόν τόν καιρό : σά νά είχε άρχίσει νά τοΰ ρίχνεται ή Εύρυδίκη, μιά άπό τΙς άδερφές τοΰ Μένη Μανιά—ή μεσαία, ένα κορίτσι ώς δεκα-

152 Γ. ΞΕΝΟΙΙΟΓΛΟΓ ΑΠΑΝΤΑ

εφτά - δεκαοχτώ χρονών, περισσότερο κομψό παρά δμορφο. Ό ΙΙώπος μάλιστα τό παρατήρησε, έν' άπόγεμα Κυριακής πού τδ-καναν στοϋ Μανιά, κι ' είπε ύστερα τοΰ Αντώνη :

— Μά τό κοκκαλάκι τής νυχτερίδας έχεις έσύ ;... Είδες πάλι άπόψε ή Εύρυδίκη ;... Τί λόγια ήταν έκεΐναπού σούλεγε ;... Καί τί ματιές ήταν έκεϊνες πού τά σουλινιάριζαν ;

Ό Αντώνης έσκυψε τό κεφάλι του καί φάνηκε πολύ συλ-λογισμένος.

— Μοΰ φαίνεται, είπε, πώς δέν θά ξαναπατήσο) στοΰ Μα-νιά !

— Μπά ! Καί γ ιατ ί ; . . . — Μά, μέ τήν άδερφή ένός φίλου μας, καϊμένε... δέν είναι

σωστό. — Γιατί ; Δέν θά τήν κάνεις βέβαια έρωμένη σου σάν τή

Ζηνοβία !... — Ό χ ι , δχι, έκαμε ό Αντώνης μέ πείσμα. Αύτό τό πράγμα,

σέ βεβαιώ, μ ' ένοχλεΐ πολύ. Δέ θέλω, δέ θά ήθελα... Τί θά πει ό Μένης ; Πώς επωφελήθηκα άπό τή φιλία του, γιά νά τά φτιά-σω μέ τήν άδερφή του;. . . "Α, δχι, δέν κάνει!

Σώπασαν λίγες στιγμές. ΚΓ έπειτα ό ΙΙώπος πέταξε άπλο-ϊκά αύτή τήν άπρόοπτη ερώτηση :

"Ωστε έγώ, πού τά έφτιασα μέ τήν άδερφή ένός φίλου μου... δέν ήταν σωστό ;

'Ο Αντώνης γέλασε παράξενα. — Μά δχι, είπε, δέν είναι τό ίδιο. — Γιατί δέν είναι το ίδιο ; άπόρησε ό ΙΙώπος. Δέν τό κατα-

λαβαίνο). Ό Αντώνης σοβαρεύτηκε καί, πολύ καταοεχτικά, τοΰ έξή-

γησε : — Δέν είναι τό ίδιο, γιατί, νά λέμε τήν άλήθεια, άλλη ή

άποστΐση άπό σένα ώς τήν άδερφή μου, κι ' άλλη άπό μένα ώς τήν άδερφή τοΰ Μένη... Γιά σένα δέ θάλεγε κανένας πώς έπω-φελήθηκες άπό τίποτα, ούτε άπό τή φιλία τή δική μου, ούτε άπό τή γειτονιά... Μήν άκοΰς πού σοΰ άστειεύουμαι καμμιά φορά... Τιμή μας νά πάρεις τήν Κλεμεντίνα.

—"Α ! έκαμε ό Πώπος χωρίς νά θέλει. "Ωστε δέν ύπάρχει μεταξύ μας διαφορά;...

' ϊ 'πάρ/ει , άποκρίθηκε ζωηρά ό Αντώνης. Μά ή διαφορά αύτή δέν είναι άπό κείνες πού παραφαίνουνται. Έ π ε ι τ α δέν τήν καταλάβαινες καί σύ. "Ωστε άθώος ό κατηγορούμενος!

Καί τόν έχτύπησε άδελφικά στόν ώμο. Ό Πώπος ήσύχασε άπ' αύτό τό μέρος. Εξακολούθησε δμως

νά συλλογίζεται τις επιτυχίες τοΰ Αντώνη. Τί είχε άπάνω του

Π Α 0 Γ 2 Ι 0 Ι ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 153

αύτός, πού τόν άγαποΰσαν έτσι τά κορίτσια; Πρώτα-πρώτα ή Ζηνοβία.

Μικρό πράγμα νά τόν διαλέξει, μέσα σέ τόσους, ή δμορφη κόρη τής σπιτονοικοκυράς ; "Επειτα ή Αγλα ΐα . Μήπως άπό τήν πρώτη φορά πού τόν είδε, δέν τούκανε τά γλυκά μάτια καί δέν έφάνηκε όλοπρόθυμη ; Καί τώρα ή Εύρυδίκη τοΰ Μανία. Αύτη-νής μάλιστα τό αίσθημα φαινόταν πολύ προχωρημένο καί, γιά νάκανε μιά τρέλα, δέν χρειαζόταν παρά λίγη καλή θέληση άπό μέρος τοΰ 'Αντιύνη. Τί είχε λοιπόν αύτός ; Τί τοΰ ζήλευαν ; Τί τοΰ άγαποΰσαν;

Γιατί καθαυτό δμορφος δέν ήταν. Πολύ πιό όμορφος ήταν ό Πώπος.

Μόνο τά μάτια του, πολύ ζωηρά, πολύ έκφραστικά, πολύ έξυπνα, θά Τραβούσαν. "Ισιος καί τό χρώμα του, τό βαθυμελά-χρινο καί ζε&τό. Τά χαρακτηριστικά του δμως πού ήταν σάν τοΰ άράπη ; Καί τό κορμί του, τό μακρύ κι ' άσουλούπωτο έκεϊνο κορμί, πού τδοειχναν χειρότερο τά άγαρμπα πάντα ροΰχα ; Γιατί καί τώρα άκόμα, μ ' δλα του τά κέρδη, μ' δλα του τά πλούτη, τό ντύσιμό του έξακολουθοΰσε τό ίδιο. Ηάλεγε κανένας πώς τδχει τό σκαρί του νά τοΰ κάνουν δμοια ροΰχα δλοι οί ραφτάδες τοΰ κόσμου ! "Λμ έκείνες οί γραβάτες, οί στενές, οί μίζερες, μ.έ τά χτυπητά καί πρόστυχα χρώματα ;

Καί δμως, καί δμως!... Τά κορίτσια τρελαινόνταν γιά τόν Αντώνη. Κι' άφοΰ δέν ήταν ούτε άνιψιός ύπουργοΰ ούτε γιός έκατομμυριούχου, μποροΰσε κανείς νά συμπεράνει πώς τόν άγα-ποΰσαν γ ι ' αύτόν τόν ίδιο. Κι' άν υποθέσουμε πώς ή Ζηνοβία άγάπησε μόνο τό πορτοφόλι του, ή συμπάθεια δμως τής Ευρυδί-κης καί τής Αγλαΐας ήταν μόνο γιά τό άτομό του. Κι' ήταν— συμπέραινε πάντα ό Πώπος —μιά συμπάθεια άληθινή, χωρίς συμφέρο, χωρίς άλλον υπολογισμό, παρά έκεϊνο μόνο τό σοφώτατο, πού κάνει άσυναίσθητα τό ένστικτο.

Κι' δταν συλλογιζόταν αύτά γιά τόν Αντώνη, ό Πώπος ροηοΟσε άμέσως τόν έαυτό του : άραγε έτσι άληθινά τόν άγα-ποΟσε κι ' έκείνον ή Κλεμεντίνα;

Πολύ μεγάλες άμφιβολίες είχε γ ι ' αύτό!... Φανταζόταν πώς τό βάθος τοΰ αισθήματος τής Κλεμεντίνας ήταν κάτι τί κρύο, μιά ψυχρότη πού τίποτα δέν μποροΰσε νά τήν άποσκεπά-σει. Ό Πώπος τήν αισθανόταν καλά" καί μολονότι πάντα προ-σπαθούσε νά διώχνει τήν κακή αύτή έντύπιοση καί τή σκέψη πώς ή Κλεμεντίνα μποροΰσε νά μήν ήταν τόσο άληθινή, τοΰ ξα-ναρχόταν έπίμονη. Κι ' έλεγε μέ τό νοΰ του : γιατί τάχα τόν είχε άγαπήσει; ή γιατί είχε άνταποκριθεΐ στήν άγάπη του ; Ή θέση του, τότε, θά τήν είχε θαμπώσει βέβαια περισσότερο άπό τήν

154 Γ. ΞΕΝΟΙΙΟΓΛΟΓ ΑΠΑΝΤΑ

όμορφιά του. ΚαΙ 'γιαύτό άκριβώς υπήρχε έκεΐνο τό κρύο : Ή ψυχρότη τοΰ υπολογισμού. Γιατί πότε τόν είχε άγαπήσει ή Κλε-μεντίνα ; Τότε πού τό δαγατορέικο σπίτι ήταν άκόμα στα καλά του, ένώ τό ρουκαλέικο, ξεφτισμένο και μισογκρεμισμένο, δέν είχε σχεδόν νά φάει. "Ας ελεγε ό γέρο - Ρουκάλης για σόγια καί γιά μελλούμενα πλούτη" ή Κλεμεντίνα ποτέ δέ Οά τα πήρε αύτά στά σοβαρά· καΐ κείνο πού έβλεπε τότε ήταν πώς Ινας νέος άπό καλό σπίτι, μέ περιουσία, μέ σπουδή, μέ μέλλον, ένας νέος κα-λύτερος της τέλος πάντων, τήν είχε διαλέξει και τήν ήθελε. "Ε, μά τό φρονιμότερο ήταν νά τό θελήσει κι ' αυτή. Και, χωρίς πολ-λά νάζια, αύτό έκαμε κι' ή Κλεμεντίνα. Άλλα έκεΐνο τό αυθόρ-μητο, τό όλόψυχο, τό βαθύ πού έβλεπε σάλλα αισθήματα κορι-τσιών κ α I νέων/οέν υπήρχε, όχι, στό αίσθημα τής Κλεμεντίνας.

Αδιάφορο ! Τοΰ έφτανε πώς υπήρχε στό αίσθημα τό δικό του. Ήταν δ άντρας αύτός κι ' είχε τήν Εδέα πώς ό άντρας Ιχει, καί πρέπει νά έχει, τήν πρωτοβουλία σ' αύτά. Τήν άγαποϋσε τήν Κλεμεντίνα, τήν ήθελε, θά τήν έπαιρνε. ΤοΟ έφτανε πώς τόν ήθελε κι ' έκείνη καί πώς τόν περίμενε. Τά παρακάτω ήταν δική του δουλειά. Ό άντρας ήταν αύτός...

Έ τ σ ι , οί άμφιβολίες πού είχε γιά τήν άγάπη τής Κλεμεν-τίνας οέν έπηρέαζαν καθόλου τή δική του. Καί μέ μιά άληθινή γενναιότητα, πού θά ίδοΰμε σέ λίγο πόσο χρειάστηκε νά δυνα-μώσει, τραβούσε ίσια τό δρόμο του πρός τό σκοπό του—τοσο ίσια καί τόσο γενναία, πού Οάλεγε κανείς πώς ήταν ό μόνος τής ζωής του.

Κι' ήρθε τό καλοκαίρι. Ό ΙΙωπος κι ' ό Αντώνης δέν καθόνταν πιά μαζί. Άφοϋ τα

χάλασε μέ τή Ζηνοβία—μιά μέρα πού τό σχίσιμο δέν είχε πιά μπάλωμα—έκρινε καλό νά φύγει κι ' άπό τό σπίτι τής κυρίας Τζούλιας άπό φόβο μήπως τά ξαναφτιάσει. Αντιστάθηκε ή Ζη-νοβία, λέγοντας πώς δέν υπήρχε λόγος. Ό Ι)ο>πος άντιστάθηκε περισσότερο, γιατί δσο κι ' άν τόν στενοχωροΟσε ή συνοίκηση μέ τόν Αντώνη, πάντα ήθελε νά βλέπει τά γράμματα της Κλεμεν-τίνας, μόλις έρχονταν. Μά δ Αντώνης δέν άκουσε τίποτα καί κανένα. Μάζεψε τά πράγματα του μέ θυμό,—τά είχε, έννοεΐται, μέ τή Ζηνοβία καί μέ τό σόι της,—μάζεψε καί κάτι έμπορεύ-ματα πού βρισκόνταν πάλι στην κάμαρα, τάβαλε δλα σ' Ινα αμά-ξι, μπήκε κι' αύτός καί τράβηξε γιά τή Δεξαμενή. Έ κ ε ΐ - πάνου είχε πιάσει δωμάτιο πρώτο γιά νάχει αέρα πού ήταν τώρα καλο-καίρι, καί δεύτερο γιά νάναι μακριά καί νά μή βλέπει στά μά-τια του κ α ν έ ν α . Εννοείται πώς αμέσως τό είπε τοΰ Μένη πώς

ΙΙΛΟΓϋΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 155

τά χάλασε μέ τή Ζηνοβία. Ό Μένης φυσικά τό πρόφτασε τοΰ μπάρμπα του καί, στην πρώτη συνάντησή του μέ τόν Αντώνη, ό τραπεζίτης τόν ρώτησε άν πραγματικώς ήταν διαθέσιμη ή όμορ-φη κόρη τής σπιτονοικοκυράς του.

—Ελπ ί ζω , τοΰ άποκρίθηκε ό Αντώνης. Έ γ ώ τουλάχιστο δέν ξέρω νά τάφτιαξε μέ άλλον.

— Είναι δμως πολύ όμορφη ! ξανάπε δ κ. Μανίας. — Μπά, άπόρησε δ Αντώνης, τήν είδατε ; — Ναι, μοΰ τήν έδειξε μιά μέρα ό Μένης στό Ζάππειο άπό

μακριά... — Καί σας άρεσε περισσότερο άπό κείνη τήν κορίστα; ρώ-

τησε γελώντας τσαχπίνικα δ 'Αντώνης. — ΙΙοιά ; Τήν Άντέλα ; "Ω νά χαθεί! . . . —"Ωστε τή σχολάσατε ; — ΙΙρό πολλοΰ. — Τά ΐδια"λόΐπόν καί σεις... — Καί χειρότερα! Γελοΰσαν κι ' οί δυό. "Ηταν ξεκαρδισμένοι. Καί μές στά

γέλια, έτσι, σαν άστεϊο τάχα, δ Αντώνης είπε : —"Ε, δέν άλλάζουμε λοιπόν ; —'Ακούς έκεΐ! . . . Νά σοΰ δώσιο τήν 'Αντέλα, καί νά μοΰ

δώσεις τή Ζηνοβία; Ιίολύ ευχαρίστως! Μιά δμως είναι ή δυσκο-λία : πού ούτε έγώ έχω πιά τήν 'Αντέλα, ούτε σύ τή Ζηνοβία. Δέν είν' έτσι ;

Ό Αντώνης δέν τάχασε. — Μπά; φτάνει νά ποΰμε άπό ένα καλό λόγο. Κι ' έγώ, ξέ-

ρετε, γιά σας τόν έχω πει. — Τότε πρέπει νά τόν πώ κι ' έγώ γιά σένα, άποκρίθηκε δ

τραπεζίτης. Δέν βλέπω δμως πώς μπορεί νά γίνει ή δουλειά μ' αύτό.

Ό Αντώνης σήκωσε τούς ώμους του κι ' ή συνομιλία τελείω-σε πάλι μέ γέλια. Ή δουλειά δμως έγινε, γιατί δ τραπεζίτης τόβαλε πιά στό νοΟ του γιά καλά.· Απέξω - άπέξω μάλιστα τά είπε καί τοΰ Μένη. Καί τήν πρώτη φορά πού ξαναπάντησαν στό Ζάππειο τή Ζηνοβία, μέ τή μητέρα της, ό Μένης τις έστα-μάτησε καί τις παρουσίασε στό μπάρμπα. Αύτό ήταν δλο. Ό κ. Γιάννης έκαλλιέργησε τή σχέση μονάχος του. Δέν πέρασε ούτ' ένας μήνας πού ή Ζηνοβία βγαίνοντας τά πρωί μονάχη της, περ-νοΰσε κι ' άπό τό γραφείο του στην Τράπεζα. Άρχισαν ύστερα οί βίζιτες τοΰ κ. Μανιά στό σπίτι της κ. Τζούλιας. Καί ποιός τή χαρά^ τοΰ μικροΰ Ζέππου, δταν κατάλαβε πώς ό διάδοχος τοΰ Αντώνη Ρουκάλη, τοΰ ψωροφοιτητή, ήταν ένας κοτζάμ - τρα-πεζίτης !

1(76 Γ. ΕΕΝΟΠΟΓΑΟΪ ΑΠΑΝΤΑ

Ό Αντώνης δμως δέν έπρόφτασε νά τά φτιάσει κι ' αύτός μέ τήν Άντέλα. Γιατί ώσπου νά βρεθεί ή ευκαιρία νά τοΰ τή συστήσει κανένας άπό τους Μανιάδες—δλο τό συνάφι τήν έγνώ-ριζε—ή "Ιταλίδα κορίστα, πού είχε βαρεθεί πιά τήν Αθήνα, τάψησε μ' ένα φτωχά συνάδελφο καί πατριώτη της, καί τόν ακο-λούθησε στήν Ιταλία . Αλλά νά ποΰμε τήν άλήθεια, τοΰ Αντώνη δέν τοΰ κακοφάνηκε καθόλου, Τοΰ έφτανε πού έγινε τό μισό του σχέδιο. Αισθανόταν πώς έβγαλε άπό πάνω του μιά υποχρέωση πού είχε στη Ζηνοβία κι' ήταν εύχαριστημένος προπάντων, άν δχι πώς υποχρέωσε τόν κ. Γιάννη Μανιά, μά τουλάχιστο πώς μ' αύτη τήν περίσταση άποκτοΰσε περισσότερη μαζί του οικειό-τητα. Κι' ήταν κάτι πού θά τοΰ χρησίμευε πολύ...

Ωστόσο ό ΙΙώπος έξακολουθοΰσε νά μένει στης κυρίας Τζού-λιας. Δέν είχε κανένα παράπονο αύτός νά φύγει, ούτε ανάγκη νάκολουθήσει τόν Αντώνη στή Δεξαμενή, τώρα μάλιστα πού είχε μαθητές καί στό σπίτι καί δέν μποροΰσε φυσικά νά κατοικεί τόσο άπόκεντρα. Τόν Αντώνη πάλι τόν έβλεπε συχνά. "Αν όχι καθε-μέρα, τουλάχιστο δυό - τρείς φορές τήν έβδομάδα, έπαιρναν καί τό Μένη, έκαναν τόν περίπατο τους κι ' ύστερα έτρωγαν μαζί.

Αργότερα, ό ΙΙώπος άναγκάστηκε νά πιάσει καί δεύτερο δωμάτιο στης κυρίας Τζούλιας. Οί μαθητές του, τό καλοκαίρι, είχαν πληθύνει" καί τόσο, πού τούς χώρισε σέ δυό τάξεις καί τούς έκανε τό μάθημα στό σπίτι του. Ήταν καί μερικοί πού εί-χαν μείνει μετεξεταστέοι* μά οί περισσότεροι επρόκειτο νά δώ-σουν έξετάσεις γιά τις στρατιωτικές σχολές, είχαν άπάνιο - κάτο) τις ίδιες δυνάμεις—ή αδυναμίες δπως τδλεγε ό ΙΙώπος—κι' έτσι μποροΰσε, γιά τήν ευκολία του, νά τους προγυμνάζει μισούς καί μισούς. Μόνο δυό - τρεις ήταν πού ήθελαν τήν ώρα τους χωριστή, μά κι ' αύτοί στό σπίτι του ύποχρεωνόνταν νά πηγαίνουν, άν καί πλήρωναν άκριβότερα. Ό Πώπος είχε δηλώσει πώς δέν πήγαινε πιά νά κάνει μάθημα σέ σπίτι. "Οποιος ήθελε, ας έρχόταν νά τόν βρίσκει. Σηκώθηκαν, βλέπετε, τά φόντα τοΰ καλοΰ προγυμναστή. Τί άνάγκη είχε τώρα ; Τόν συνιστοΰσαν καί τόν ζητοΰσαν δε-ξιά κι' άριστερά, σχεδόν παρακαλώντας. Γι' αύτά κι ' δ Πώπος έπιασε τό δεύτερο δωμάτιο. "Οσοι κ ι 'άν ήταν οί μαθητές του, θά χωροΰσαν χιορισμένοι σέ δυό καί στά πρώτο του δωμάτιο, πού νΤ|ταν αρκετά μεγάλο, άφότου μάλιστα τό άδειασε άπό τά πράγ-ματα του ό Αντώνης. Είχε δμως κρεβάτι, νιπτήρα, κομοδίνο, καί ό Πώπος δέν ήθελε, δέν καταδεχόταν νά δέχεται τούς μαθη-τές του σέ κρεβατοκάμαρα. Τούς έκαμε λοιπόν σπουδαστήριο ξε-χωριστό. Δίπλα στήν κρεβατοκάμαρα ήταν αύτό τό γραφείο. Έ ν α μεγάλο τραπέζι, κάμποσες καρέκλες, μιά μικρή βιβλιοθήκη κι ' έ'-νας καναπές άποτελοΰσαν τήν έπίπλωσή του. Καί τά κυριότερο,

ΠΛΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 165

ένας μεγάλος μαυροπίνακας σέ τρίποδο, γεμάτος πάντα έξισώσεις καί γεωμετρικά σχήματα...

"£2στε οί δουλειές τοΰ Πώπου τοΰ Δαγάτορα πήγαιναν τώρα καλά ; Έ , δχι καί τόσο, δχι καί δπως τις όνειρεύτηκε. Τόν συνι-στούσαν, τόν ζητοΰσαν, τόν παρακαλούσαν, ναί" μά δέν τόν πλή-ρωναν ! ΙΙοτέ δηλαδή δέν τοΰ έδιναν δσα ζητοΰσε. Καί πάντα ό Πώπος δεχόταν δσα τοΰ έδιναν. Ήταν στιγμές, πού καί κείνος δέν μποροΰσε νά καταλάβει πώς φαινόταν τόσο μπόσικος στά πα-ζάρια. ΙΙότε ντρεπόταν, πότε βαριόταν, πότε λυπόταν... ούτε κι ' αύτός δέν ήξερε τί πάθαινε. Τά βέβαιο είναι πώς τήν πάθαινε πάντα! Κι ' ένώ, μέ τις προγυμνάσεις πού είχε τώρα, θά μπο-ροΰσε νά μαζεύει καί τετρακόσιες δραχμές τά μήνα, δέν κατά-φερνε οΰτε τριακόσιες. Ό 'Αντώνης γινόταν έξω φρενών.

— ΙΙώς τάκανες πάλι έτσι; τοΰ φώναζε γιά κάθε συμφωνία. Μά πάντα σου ό ίδιος θά ε ίραι ; Μά ποτέ σου Ισύ δέ θά μάθεις τόν κόσμο; Περίεργο πράμα ! Νά, ό Σταυρινίδης τήν ίδια δου-λειά κάνει... μαθηματικός κι ' αύτός... ιδιαίτερα μαθήματα δίνει... Καί δμως, μοΰ είπαν, κερδίζει άπάνω άπό χίλιες δραχμές.

— Έ , καϊμένε, άπαντοΰσε ό Πώπος" ό Πέτρος ό Σταυρινί-δης είναι τελειόφοιτος, φέτος παίρνει τό δίπλωμά του...

— Δέ βαριέσαι! τόν έκοβε ό Αντώνης" είναι ό άνθρωπος! Έσύ, παιδί μου, καί διδάκτωρ νά γίνεις, καί καθηγητής, θά κερ-δίζεις τά ένα τρίτο άπ' δ,τι κάθε άλλος στή θέση σου. Ά σ ε καί θά τά ιδείς καί θά μέ θυμηθείς !

Κι ' ό φτωχός ό Πώπος άρχισε νά τό μισοπιστεύει... Μήν ήταν άλήθεια; Μήν τά είχε τό σκαρί του αύτουνοΰ νά μήν τοΰ πληρώνουν οί άνθρωποι τόν κόπο του, δπως παραδείγματος χάρη τό σκαρί τοΰ Αντώνη ήταν νά τοΰ φτιάνουν δλοι οί ραφτάδες τά ίδια ροΰχα ; Πολύ περίεργο, μά τήν αλήθεια, άνεξήγητο...

Γρήγορα δμο>ς έδιωχνε αύτή τήν υποψία καί ξαναγύριζε στήν αισιοδοξία του. Δέ βαριέσαι, έλεγε κι ' αύτός. Ήταν τοιρα στις άρχές. Αργότερα, δταν θά τόν μάθαιναν καλύτερα, δταν θ' άποχτοΰσε όνομα σάν τόν Πέτρο τά Σταυρινίδη, θάξερε κι ' αυ-τός νά κρατεί τή θέση του δπως έπρεπε. Ά , καμμιά ύποχώρηση δέ θάκανε, γιά κανένα! Ηά είχε τήν ταρίφα του καί θά πορευό-ταν σύμφωνα, χωρίς έξαίρεση. Καί τότε Οάβλεπε ό Αντώνης άν δέν θά κέρδιζε κι ' αύτός σάν τόν Σταυρινίδη...

ΙΙρός τό παρόν δμως στενοχωριόταν, έξακολουθοΰσε δηλαδή νά στενοχωριέται δπως πρώτα. Τοΰ έλειψαν καί οί δγδόντα - όγδόν-τα δραχμές τοΰ μπάρμπα, νοίκιασε καί τό δεύτερο δοψάτιο, ξό-δεψε γιά νά τοΰ βάλει τά χρειώδη καί... τδκανε ρόιδο. Μόλις καί μεταβίας κατάφερνε νά ζει δ κ. προγυμναστής τών υποψη-φίων εύελπίδων καί δοκίμων. Μόνο κάπου - κάπου μποροΰσε νά

158 Γ. ΞΕΝΟΠΟΓΑΟΓ Α Π Α Ν Τ Α

τρώει στο0 Πελοπίδα. Ό κύρ - Φίλιππας τόν είχε άκόμα ταχτικό πελάτη, δσο δέν είχε πιά τόν 'Λντώνη. Ζωή τέλος πάντων βασα-νισμένη. «Δύσκολα τά πράματα», δπως τδλεγε συχνά ό ίδιος. Κι* ούτε ιδέα άκόμα νά στέλνει τίποτα στό σπίτι του...

Είχε δμως καί τις χαρές της, τις ευχαριστήσεις της, αύτή ή δύσκολη ζωή. Καί μιά άπό τις μεγαλύτερες, γιά τόν Πώπο, ήταν αύτά τά μαθήματα πού έδινε. Κάθε φορά περίμενε μ' άνυ-πομονησία νά ίδεΐ τούς μαθητές του νά γεμίζουν τό σπουδαστήριο μέ τόν μαυροπίνακα. Τοϋ άρεσε πολύ νά βλέπει τά παιδικά πρό-σωπά τους μέ τήν έ μ β ρ ί θ ε ' α έκείνη καί τή σοβαρότητα πού έπαιρναν τήν ώρα τής διδασκαλίας. Ενδιαφερόταν γι* αύτούς δλους, τούς άγαποΰσε, παρακολουθούσε μέ χαρά καί τήν παρα-μικρότερη πρόοδο πού τοΟ έδειχνε άξαφνα μιά Ιρώτηση, μιά άπο-ρία. Τόν έφώναζαν «κύριε καθηγητά», κι ' αύτό τόν έκολάκευε πολύ. Μ' άκόμα περισσότερο ή συναίσθηση τής άξίας του, τής ίκανότητάς του. Τά παιδιά αύτά ήταν δλα σχεδόν στραβόξυλα, άμάθητα νά κρίνουν, άσυνήθ 'στα νά συλλογίζουνται. Καί τάπαιρν' έκεϊνος καί τά έσιαζε, καί τά μάθαινε, καί τά συνήθιζε σέ λίγον καιρό. Αληθινά θαύματα γΐνόνταν στό σπουδαστήριο τοΰ Πώπου Δαγάτορα. Τά έβλεπε μόνος του, τάναγνώριζαν κι ' οί μαθητές του. Μιά μέρα κάποιος άπ ' αυτούς τοΰ είπε :

— Κύριε καθηγητά, σεις πού παραδίδετε τόσο μεθοδικά, γιατί δέν μας κάνετε καί μερικά βιβλία ; θ ά μας ευεργετούσατε έμας πού χρειαζόμαστε τόσο τά μαθηματικά. Πόσοι θά σας εύγνωμο-νοΰσαν !

— Μά δέν υπάρχουν ένα σοιρό βιβλία ; ρώτησε ό Πώπος χα-μογελώντας.

— Υπάρχουν, άποκρίθηκε ό μαθητής, μά δέν τά καταλα-βαίνουμε. Φαντάζουμαι πώς τά δικά σας θά ήταν άλλο πράγμα.

Σ ' αύτό δ Πωπος δέν άποκρίθηκε τίποτα. Δυνάμωσε μόνο τό χαμόγελό του. Μ' άπ ' αύτή τήν όμιλία τοΰ γεννήθηκε ή πρώτη -πρώτη ιδέα νά γράψει βιβλία μέ τά Στοιχειώδη Μαθηματικά γιά τά σχολεία. Πολλές φορές άπό τότε τό συλλογίστηκε. Κι ' έβλεπε πάντα πώς ήταν μιά ιδέα καλή. θ ά τήν έβαζε σέ ένέργεια, άρ-γότερα βέβαια, δταν θάπαιρνε καί τό δίπλωμα καί θάχε περισσό-τερο κύρος τδνομά του. Καί τόν κόσμο θά ώφελοΰσε—συλλογι-ζόταν—καί χρήματα θά κέρδιζε ένα σωρό. Λίγοι είχαν πλουτίσει άπό διδαχτικά βιβλία ; Ά , μά ήταν μιά έξοχη ιδέα αύτή πού τοΰ τήν έριξε άνύποπτος ένας μαθητής του !

Καθώς θά ίδοΰμε άργ'ότερα, δ Πώπος τήν πραγματοποίησε. Γιά τήν ώρα δμως καί γ ι ί πολύν καιρό άκόμα, δέν θάχε άλλον πόρο άπό τά μετριότατα ?ίδακτρα πού τά πλήρωναν οί μαθητές του. Κι' είπαμε πώς αύτά δέν τοϋ έφταναν καλά-καλά ούτε γιά

ΠΛΟΓΣΙΟΙ Κ Α Ι ΦΤΩΧΟΙ 1 5 9

νά ζεί. Κι ' ήταν τώρα καλοκαίρι, κ ι ' ή βραδινή ζωή στήν Αθήνα ήθελε έξοδα, κι ' ό Μένης κάθε λίγο καί λιγάκι τόν παράσερνε πότε στά Φάληρα καί πότε στήν Κηφισιά, κι ό Αντώνης άκόμα ήθελε μαζί του γλέντια, θέατρα, νυχτερινές μπυραρίες καί πάει λέοντας. Αδύνατο νά κάνει μιά οικονομία ! "Οσα κέρδιζε, τά ξό-δευε, σχεδόν τά σπαταλοΰσε. Καλά τόν έλεγαν στό σπίτι του τρυ-ποχέρη. Ήταν άκόμα, ένώ δέν έπρεπε νά είναι πιά. Μά τό φυ-σικό δέν άλλάζει εύκολα κι ' δ Πώπος άναγνώριζε μέ τρόμο πώς αύτό ήταν τό φυσικό του.

Ή επιθυμία του τώρα ήταν νά βάλει κατά μέρος λίγα λεπτά καί στό τέλος τοΰ Αυγούστου, διαν οί μαθητές του θά τελείωναν τις προγυμνάσεις, νά πεταχτεί ώς τή Ζάκυθο, νά μείνει κανένα μήνα, νά ίδεΐ τούς δικούς του καί τήν Κλεμεντίνα του, καί νά γυρίσει πιο φρέσκος στή δουλειά του. Μά ποΰ ! Σήμερα οικονο-μούσε, φύλαγε πενήντα δραχμές κι ' αύριο ξόδευε τά μισά, γιά νά ξοδέψει τήν άλλη μέρα καί τά ρέστα.

«Δύσκολα τά πράματα!», έλεγε καί ξανάλεγε. Κι ' ήταν άπελπισμένος, πώς αρζϊΓτό καλοκαίρι τουλάχιστο, θάταν άούνατο νά κάνει ταξίδι.

Μιά μέρα δ Αντώνης τοΰ είπε : — Τήν άλλη βδομάδα φεύγω γιά Ζάκυθο. "Εχεις καμμιά

παραγγελία ; Ό ΙΙώπος άναστατώθηκε. —"Οχι δά, καϊμένε, τοΰ άποκρίθηκε. Στάσου άκόμα λίγες

μέρες... μπορεί νάρθω κι ' έγώ. Τδλεγε χωρίς νά τό πιστεύει. "Ετσι, άπό τή μεγάλη του

έπιθυμία. Κι' ίσως άκόμα γιά νά δείξει στον Αντώνη πώς μπο-ροΰσε κι ' αύτός νά ταξιδέψει. Μά δ Αντώνης δέν τά έχαφτε.

—'Εσύ ; τοΰ είπε. "Αμ άν είναι νά περιμένω σένα, δέν θά φύγω ποτέ.

— Γιατ ί ; ψιθύρισε δ Πώπος. — Γιατί έσύ δέ μπορείς φέτος νάρθεις στή Ζάκυθο. Ό Πώπος έθύμωσε καί κατακόκκινος τοΰ φώναξε : — Καί ποΰ τό ξέρεις έσύ ;... Κι ' άν έχω μαζεμένες διακό-

σιες δραχμές γιά τό ταξίδι; . . . —"Ασ' τ α ! τόν έκοψε δ Αντώνης" δέν έχεις πεντάρα. 'Εγώ

τό ξέρω καλύτερα. "Επειτα, καί λεφτά νάχεις στήν μπάντα θά τά ξόδευες τώρα γιά νάρθεις στή Ζάκυθο, πού τό κάτω - κάτω δέν είναι καί άπόλυτη άνάγκη, ή θά τά φύλαγες γιά νά ζήσεις μεθαύριο, ένα - δυό μήνες πού δέν θάχεις μαθητάδες ;

Τό πιστεύετε λοιπόν πώς δ Πώπος αύτό δέν τό είχε συλλο-γιστεί άκόμα ;

Κι ' έμεινε μπροστά στόν Αντώνη μέ τό στόμ' άνοιχτό.

1 0 0 Γ. ΞΕΝΟΠΟΓΛΟΓ ΑΠΑΝΤΑ

Αλήθεια , ώς τό τέλος τοΰ Αυγούστου θάχε τους μαθητές του και τά δίδαχτρα. Ά π ό κει καΐ πέρα δμως ; "ϋσπου νάνοί-ξουν πάλι τά σχολεία, νά στρώσουν τά μαθήματα, νά προχωρή-σουν λιγάκι καί νά ιδεί καθένας άν θά είχε ή δέν θά είχε άνάγκη άπό προγυμναστή στά μαθηματικά, έπρεπε νά περάσει τουλάχιστο ή πρώτη τριμηνία! Καί τί θάτρωγε σ' αύτό τά διά-στημα ό φτιοχος δ Πώπος! ναί, ήταν μεγάλη άνάγκη νά οι-κονομήσει τώρα λίγα λεφτά - μά δχι για νά τά ξοδέψει σέ τα-ξίδια.. .

— Καλά, είπε μελαγχολικά στόν Αντώνη" πήγαινε στη Ζάκυθο μονάχος σου. Έ γ ώ ίσως δέ θά μπορέσω...

Τόν κοίταξε ό φίλος του τή στιγμή έκείνη καΐ τόν λυπή-θηκε ή ψυχή του.

—"Ερχεσαι νά σοϋ κάμω τά έξοδα έ γ ώ ; του έπρότεινε. —"Α, δχι . . . ευχαριστώ! — Μου τά δίνεις αργότερα. - " Ο χ ι ! Αυτό τοΟ Ιλειπε τώρα : νά πάει στη Ζάκυθο, νά ίδεΐ τήν

Κλεμεντίνα, μ ' έξοδα τοΰ Αντώνη. Αρνήθηκε ως τό τέλος. Κι' έμεινε, γ ια πολύν καιρό, μέ τήν

βαθιά μελαγχολία πού τοΟ προξενούσε ή ίδέα αυτής της Ιξορίας, τοΰ άποκλεισμοΟ του στην Αθήνα, χωρίς έλπίδα πατρίδας. Γιατί άπό τή στιγμή πού κατάλαβε πώς θά τοΰ ήταν άδύνατο τώρα νά φύγει, ένόμισε άληθινά τόν εαυτό του σάν έξόριστο, σάν κα-τάδικο. Τίποτα πια δέν τοΰ άρεσε στην Αθήνα : ούτε ό τόπος, ούτε ή ζωή, ούτε οί άνθρωποι. Τόν είχε πιάσει μιά φοβερή νοσταλγία. Καί στόν ύπνο του υ.τ.1 στόν ξύπνο, Ιβλεπε τήν πατρίδα του, καταπράσινη κι ' ήλιοφώτιστη, νά τόν προσκα-λεί. ΚαΙ συχνά τδνειρό του ήταν αύτό : Πώς πήγαινε στή Ζά-κυθο, μά δχι μέ σιδηρόδρομο, ούτε μέ βαπόρι. ΙΙαρά έκεϊ πού Ικανέ τόν περίπατό του στήν Α θ ή ν α , σέ κάποια έξοχή, μέ τό Μένη ή μέ τόν Αντώνη, βρισκόταν άξαφνα σ' Ινα μέρος—σάν στήν κορφή ένός λόφου—άπό δπου άντίκρυ φαινόταν ή Ζάκυθο. Μά τόσο κοντά, δυό βήματα! "Εβλεπε τήν Πλατεία, τό ρολόι τοΰ Φόρου, τό καμπαναριό των Α γ ί ω ν Πάντων, τό Θέατρο, τό Κάστρο, τή Μπόχαλη. Νά, δυό βήματα !

«—• Δέν πάμε ώς έκε ΐ ;» έπρότεινε στούς φίλους του. «—Είναι άργά, τοΰ έλεγαν, είναι μακριά...» « --"Οχι οά ! τί λέτε ;... Έ γ ώ θά πάω !» Και τούς άφηνε, και ξεκινούσε μονάχος του... Μά δέν έφτανε

ποτέ! Ή χαρά πού τοΰ προξενούσε τό δραμα, γινόταν λύπη, αγωνία. Ό δρόμος ατέλειωτος, οί φίλοι του χαμένοι, κ ι ' εκείνος, όλομόναχος, νά περπχτά, νά περπατά, μέ τό αγαπημένο τοπίο

ΙΙΑΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 161

μπροστά του, άφθαστο πάντα, ώσπου ξυπνοΰσε. Τί μαρτύριο! Και τόν περισσότερο καιρό, ό Πώπος ήταν άπαρηγόρητος.

Δέν τ ίΰ Ικανέ πιά εύχαρίστηση τίποτα καί πολύ λιγότερο νά πηγαίνει μέ τό Μένη. Κάποιος φθόνος άδύνατος, άμυδρός, άνερ-γος μποροΰμε νά ποΰμε, άρχισε νά μπαίνει στήν ψυχή του γιά τό πλουσιόπαιδο αυτό, πού οί δικοί του είχαν τόσα σπ ί τ ια -πα-λάτια μές στήν Αθήνα , Ινώ αύτός δέν είχε ούτ' Ινα στή Ζά-κυθο. "Επειθα κι ' ό τρόπος τοΟ Μένη δέν τοΟ άρεσε αύτόν τόν καιρό. Τόν Ιβρισκε πολύ προστατευτικό καί λιγάκι σαρκαστικό. Προσβλητικό τέλος πάντων. Στήν άρχή, ό Πώπος ένόμιζε πώς αύτή ή άλλαγή Ιγινε άφότου ήρθε στήν Αθήνα ό Αντώνης. "Γστερα δμως τό σκέφτηκε καλύτερα καί βρήκε πώς ό Μένης άλλαξε μόνο άφότου Ιμαθε τήν οικονομική του κατάσταση. Πρω-τύτερα, δσο τόν είχε γιά Ινα πλουσιόπαιδο, άνεξάρτητο, τοΰ είχε καί σεβασμό καί υπόληψη, τοΰ φερνόταν σάν ίσος πρός Ισο. Αύτή δμως ή υπόληψη δέν μποροΰσε νά είναι ίδια, άπό μέρος ένός Μένη Μανιά, πρός Ινα φτωχό φοιτητή πού άναγκαζόταν, γιά νά ζεΤ, νά δίνει μαθήματα άπό τό δεύτερο χρόνο των σπου-δών του...

Πολύ φυσικό! "Οσο μορφωμένος κ ι ' άν ήταν 6 Μένης, δσο κι ' άν μποροΰσε νά ψνοεΐ τήν άξία τοΰ ΙΙώπου—έκείνη ί σ α - ί σ α πού στάθηκε κι ' ή βάση της φιλίας τους—πάντα δμως ζοΰσε σ' Ιναν κύκλο όρισμένο, περιορισμένο άν θέλετε, καί δέν ήταν κα-θόλου εύκολο νά ξεφύγει τις ίδέες καί τις προλήψεις του.

Έ τ σ ι δ Πώπος αίστανόταν όλοένα βαθύτερη τήν ψυχρότητα έκείνη, πού είχε αίστανθεΐ γιά τό Μένη άπ ' τις πρώτες ήμέρες τοΰ έρχομοΟ τοΰ Αντώνη. Δέν τοΰ έδειχνε δμο>ς τίποτα. Οί σχέ-σεις τους ήταν φιλικές δπως πρώτα. Μόνο άπό μέσα είχε άδυνα-τίσει ό δεσμός πού τήν ευκαιρία περίμενε νά κοπεί. "Οσο γιά τόν Αντώνη, 6 Πώπος αίστανόταν άκόμα εύχαρίστηση νά τόν συναναστρέφεται. Α λ λ ά μόνο γ ιατ ' ήταν άδελφός τής Κλεμεντί-νας. Κατά βάθος ήξερε πώς ή περιφρόνηση τοΰ γιοΰ τοΰ Ρουκάλη γι ' αύτόν ήταν μεγαλύτερη άπό τοΰ Μένη κι ' άρχαιότερη. Τήν άνεχόταν δμιος, γ ιατ ' είχε πάντα τήν έλπίδα πώς θά κοβόταν μέ τό μαχαίρι τήν ήμέρα πού θάρχόταν σέ θέση νά γυρέψει καί νά πάρει τήν άδελφή του. "Οπωσδήποτε, γιά τό Μένη δέν θά τόν ένιαζε κι ' άν δέν τόν ξανάβλεπε πιά" μέ τόν Αντώνη δμως θά τοΰ ήταν άδύνατο νά τά χαλάσει.

Κι ' ήρθε ή μέρα πού αύτός θάφευγε. 'Από βραδίς είχε φροντίσει νάνταμώσει τόν ΙΙώπο καί νά

τόν ρωτήσει, πάλι , άν είχε καμμιά παραγγελιά γιά τή Ζάκυθο. —"Οχι, τοΰ άποκρίθηκε ό ΙΙώπος, τ ίποτα. . . ΙΙολλά χαιρε-

τίσματα μόνο. Καί στήν Κλεμεντίνα καί σ' δλους.

Τ ό μ ο ς δ ϊ ύ τ ε ρ ο ς 11

102 Γ. ΕΕΝΟΙΙΟΓΛΟΓ ΑΠΑΝΤΑ

Καί σώπασε. "Γστερα π ά λ ι : — Καί τί ό>ρα φεύγει τό βαπόρι αύριο ; — Τά πρωί, στις όχτώ, άποκρίθηκε 6 Αντώνης. Μά έγώ θά

κατεβώ στόν Πειραιά πολύ νωρίτερα. "Εχω κάτι δουλειές. Παίρνω πολλά πράγματα μαζί μου.

— Δηλαδή σάν τί ώρα;. . . — Μά στις έξη... ίσως καί νωρίτερα. — Κρίμα! έκαμε ό Πώπος· έγώ δέν ξυπνώ τόσο νωρίς...

Άδύνατο νά σέ συντροφέψω ! — Δέν πειράζει... Δέν είχα καμμιά άπαίτηση... Χαιρετιό-

μαστε άπό άπόψε. "Εφαγαν έκεϊνο τό βράδυ μαζί, έπηγαν καί στό θέατρο, έξω

στόν «Παράδεισο», δπου ό Αντώνης είχε ραντεβού μέ τό Μένη, καί περασμένα μεσάνυχτα άποχαιρετίστηκαν.

Ό Πώπος δμως δέν μπόρεσε νά κλείσει μάτι έκείνη τή νύ-χτα. Ήταν άπό τή ζήλεια του, πού έφευγε ό Αντώνης γιά τήν πατρίδα καί τόν άφηνε αύτόν στήν έξορία ; Ήταν πού, ψυχραμέ-νος τώρα μέ τό Μένη καί χωρίς τόν Αντώνη, καταλάβαινε πώς θά ζοΟσε στά έξης πιά μονάχος, πιά έρημος ; "Ισως καί τά δυό. Έφεξε δμως κι ' αύτός δέν είχε κοιμηθεί άκόμα. Τότε τοΟ ήρθε μιά ίδέα: νά ντυθεί, νά κατεβεί στόν Πειραιά καί νά προφτάσει τόν Αντώνη στό βαπόρι.

Πέρασαν μιά-δυό ώρες μέ δισταγμούς. Μιά έλεγε νά πάει, μιά βαριόταν μιά τοβρισκε άπαραίτητο, καί μιά όλωσδιόλου πε-ριττό... Επιτέλους άπαράτησε τήν ίδέα. Σηκώθηκε δμως άπ' τά κρεβάτι, γιά νά ντυθεί. Κι' δταν ήταν μισοντυμένος, ή ίδέα τοΟ ξανάρθε. Έπρεπε νά πάει, ήταν άδύνατο!

Κοίταξε τό ρολόι του : έφτά ή ώρα. «Προφταίνω, συλλογί-στηκε, θά προφτάσι,)!» Καί βιάστηκε δσο μπόρεσε νά ντυθεί κι' έτρεξε, νηστικός, ίσια στό σταθμό.

Εκείνον τόν καιρό, ό σιδηρόδρομος τοΟ Πειραιώς δέν ήταν ήλεκτρικός καί τά τραίνα έφευγαν κάθε μισή ώρα. Τή στιγμή πού έφτασε δ Πώπος, τά τραίνο σφύριξε κι ' έφυγε. Ά λ λ ' αύτή ή άτυχία τοΟ διπλασίασε τήν έπιθυμία νά προφτάσει τόν Αν-τώνη. Περίμενε μέ άγωνία, κοιτάζοντας κάθε δυό λεπτά τό ρο-λόι, ώσπου ήρθε τάλλο τραίνο καί τόν πήρε.

Βγήκε στόν Πειραιά, πήδησε σ' έν' αμάξι κι ' έτρεξε στήν παραλία.

—"Εφυγε ή «Έρμούπολις» ; ρώτησ' ένα βαρκάρη. — Νά τ η ! τοϋ άποκρίθηκε, δείχνοντας ένα βαπόρι πού

κάπνιζε.

ΠΑΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 1 0 3

Πήδησε αμέσως στή βάρκα καί σέ πέντε λεπτά βρισκόταν κοντά στόν Αντώνη.

— Τί καλά πού σέ πρόφτασα ! — Μπά ; Ξέχασες τίποτα ;... —"Οχι, όχ ι ! Απλώς ήρθα νά σ' άποχαιρετήσω άλλη μιά

φορά... — Καί μέ τρόμαξες, καϊμένε !... Έ χ ε ι ς καί κάτι μοϋτρα...

Φαίνεσαι πώς άγουροξύπνησες... Καί ποΰ νάξερε πώς δέν κοιμήθηκε 8λη τή νύχτα! — Ναί, τοΰ είπε, δέν ήθελα νά σ' άφήσω έτσι... Πώς καί

σύ, τήν πρώτη φορά πού έφευγ' άπό τή Ζάκυθο—θυμάσαι;— τσακίστηκες νά μέ προφτάσεις στό βαπόρι ;

Ό Αντώνης χαμογέλασε καί τόν χτύπησε στόν ώμο. — Καϊμένε Πώπο, τοΟ είπε' κάθησε, έχουμε άκόμα καιρό.

Τό βαπόρι θάργήσει, γιατί θά πάρει έμπορεύματα... Καλά έκα-μες πού ήρθες... Σέ χρειαζόμουν...

— Έ χ ε ι ς νά μοΰ πεις τίποτα ; —"Οχι, μά αίστάνουμαι τήν καρδιά μου λιγάκι βαριά...

Έ τ σ ι , άπό τή στιγμή πού μπήκα στό βαπόρι κι ' έφυγε ή βάρκα πού μ" έφερε. Περίεργο πράγμα! ένόμιζα πώς θά φύγω χαρούμε-νος καί φεύγω λυπημένος...

— Λυπημένος! ένώ πηγαίνεις στή Ζάκυθο ;... Αύτά δέν τό περίμενα ποτέ... "ίίστε κάτι άφήνβΐζ στήν Αθήνα ; . . .

— Ξέρω κι ' έγώ ;... "Ο,τι άφήνω, σέ τρείς μήνες θά τό ξα-ναβρώ. Γι' αύτά είμαι βέβαιος... Καί δμως λυποΰμαι.

— Είναι λοιπόν κανένα αίσθημα πού μοΰ τά κρύβεις ; —"Α, αίσθημα δχι... δέν τά πιστεύω... — Τότε αίσθηματάκι. — Μμ, ίσως... Σώπασαν λίγες στιγμές κ ι ' οί δυό. "Επειτα δ Πώπος ρώ-

τησε σιγά : — Τήν Α γ λ α ΐ α ή τήν Εύρυδίκη ; Ή άμφι'βολία του ήταν δικαιολογημένη : ήξερε πώς αύτές

ένδιαφερόνταν γιά τόν Αντώνη, κι ' οί δυό. Ήξερε άκόμα πώς δ φίλος του, ένώ έξακολουθοΰσε νά συχνάζει στοϋ Μανιά, είχε έπι-σκεφθεΐ δυό · τρεις φορές, σ' αύτά τά διάστημα, καί τό γαλακτο-κομείο τοΰ κύρ-Βενετή, καί τά σπίτι του. Γιά ποιά λοιπόν άπό τις δυό...

Ό Αντώνης ποτέ δέν τοΰ είχε κάνει λόγο. Μά ούτε καί τώρα φαινόταν πολύ πρόθυμος νά τοΰ μιλήσει.

Κι ' ό Πώπος άναγκάστηκε νά τόν ξαναρωτήσει έπίμονα κάμπο-σες φορές. Τότε μόνο ό Αντώνης εύδόκησε :

— Νά σοΰ πώ λοιπόν δλη τήν άλήθεια; Δέν ξέρω καλά-

1(51 Γ. ΕΕΝΟΠΟΓΑΟΪ ΑΠΑΝΤΑ

καλά ούτ' έγώ. Μοΰ φαίνεται πώς τΙς άγαπώ καί τις δυό. — Καί τις δυό ! ; φώναξε γελώντας ό ΙΙώπος. ΙΙώς είναι

δυνατό αύτό;... Καί τις δυό... δχι δά ! — Καί δμως ! Μιλούσαν καθισμένοι στό κατάστρωμα. Ό ΙΙώπος έπινε καί

καφέ πού τοΰ είχε παραγγείλει ό Αντώνης, άμ'άκουσε πώς έφυγε άπ' τό σπίτι νηστικός.

— Καί δμως τ ί ; — Είναι τό ίδίωμά μου, φίλε μου ! "Οπου καταλάβω πώς

μάγαποΰν, άγαπώ κι ' έγώ. Δέ διαλέγω ή, τουλάχιστο, δέν έδιά-λεξ' άκόμα... Δέν είμαι σάν καί σένα πού μπορείς ν' άγαπας καί χωρίς νά σάγαποΰν. Διαφέρουμε βλέπεις...

Ό ΙΙωπος έγινε άκόμα πιό χλωμός άπ ' δ,τι ήταν άπό τήν άγρύπνια...

— Αλήθεια ;... ψιθύρισε. Νομίζεις πώς έγώ άγαπώ καί έκεί πού δέ μάγαποΰν ;... Δέν τό πιστεύω...

—Άστειεύθηκα ! είπε ό 'Αντώνης. — Δέν άστειεύθηκες, έξακολούθησε ό ΙΙώπος· τά είπες μέ τά

σωστά σου, μά έχεις λάθος! Μπορείς νά πεϊς πώς δέν μάγαποΰν οί δικοί μου ;... ή έσύ ; ή οί μαθητές μου ; τ) ό Μένης;

Τοΰ ήρθε νά πεί καί «ή Κλεμεντίνα», μά τό κατάπιε καί σώπασε. Τό κατάλαβε ό 'Αντώνης καί χαμογέλασε.

—Άστειεύθηκα, τοΰ ξανάπε. Μή φοβάσαι. Κι ' έγώ σάγα-πώ, κι ' ό Μένης, καί δλοι...

— Μά... —"Ελα! άς άλλάξουμε κουβέντα. Κι' άλλαξαν. "Ως τήν ώρα πού φιλήθηκαν καί χωρίστηκαν,

είπαν τοΰτα κι' έκείνα. Μά ό ΙΙώπος δέν μποροΰσε νά ξεχάσει τό λόγο καί κατέβηκε άπ ' τά βαπόρι πολύ πιό δύσθυμος καί δυστυ-χισμένος άπ' δ,τι είχε άνεβεί.

Συναισθανόταν πώς ό Αντώνης τοΰ είχε πει πάλι μιαν άλή-θεια. Καί πότε δά δέν τοΰ είπε άλ>ήθεια ό Αντώνης; . . . Ναί, άγαποΰσε χωρίς νά τόν άγαποΰν ! "Αν βγάλουμε τούς δικούς του, τή μητέρα του, τόν πατέρα του καί τόν μπάρμπα - Διονυσάκη— μόνο αύτούς τούς τρεις—οί άλλοι δλοι, δση άγάπη κι ' άν τοΰ έδειχναν, κατά βάθος άδιαφοροΰσαν... Μήπο)ς γιά τήν Κλεμεντίνα αύτό δέν τό είχε κιόλα σκεφθεί; Κι' δπως ή Κλεμεντίνα, έτσι κι ' οί άλλοι, μακρινοί συγγενείς ή κοντινοί φίλοι, στά βάθος εί-χαν γ ι ' αύτόν μιά ψυχρότητα. Τουλάχιστο δέν τόν άγαποΰσαν δπως άλλους τους συγγενείς ή φίλους. Δέν ήταν άγαπησιάρης, σάν τόν Αντώνη, νά ! "Επρεπε νά τό παραδεχτεί. 'Ηταν ή άλήθεια.

Κι' ή δυστυχία του μεγάλωσε άκόμα δταν κατάλαβε τόν έαυ-τό του τόσο έρημο, τόσο απομονωμένο, χωρίς έρωτα, χωρίς στορ-

ΠΛΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 165

γη, χωρίς φιλία. Γιατί συμπέρανε πώς ή ζωή του θά ήταν έτσι άκόμα πιό δύσκολη κι ' ό άγώνας του άκόμα πιό τραχύς. Οί δικοί του τί μποροΰσαν νά τοΰ κάμουν; Νά πού είχαν φτωχύνει κ ι 'αύ-τοί καί δέν ήταν σέ θέση ούτε τά ναΰλα του νά τοΰ στείλουν, γιά νά πάει στή Ζάκυθο νά τούς ιδεί! . . .

Γιά πρώτη του φορά, Οστερ' άπό τήν πρωινή αύτή έκδρομή, πού καλύτερα νά μή τήν έκανε, ό ΙΙώπος γύρισε στό σπ'τι του τσακισμένος, μέ τό κεφάλι σκυφτό...

Γ ^έ λίγο ήρθαν οί μαθητές του. Τό σπουδαστήριο μέ τό μαυ-ροπίνακα γέμισε άπό παιδικά πρόσωπα πού τόν κοίταζαν μ' έμ-βρίθεια καί σοβαρότητα. Μά ούτε τό θέαμα αύτό δέν μπόρεσε σήμερα νά τόν παρηγορήσει. Κάθε τόσο τοΰ ξέφευγε έ'νας στεναγ-μός. Καί συλλογιζόταν έπίμονα:

— Τί δυστυχισμένος πού είμαι! . . .

Μ Ε Ρ Ο Σ Τ Ρ Ι Τ Ο Ν

Α

οικογενειάρχης !

{^χουν περάσει τρία χρόνια. Ό Πώπος ό Δαγάτορας μένει τώρα στήν Αθήνα μέ ιούς

δικούς του. Αναγκάστηκε νά τούς κουβαλήσει άπό τή Ζάκυθο, γιατί δέν μπορούσαν πιά νά ζήσουν έκεΐ. Στήν άρχή, δταν ό Κωσταντής ό Δαγάτορας, ό πατέρας, βγήκε άπ' την παλιά του συνήθεια—συνήθεια τοΰ εύτυχισμένου καιρού—κι' έγραψε στό γιό του πώς δέν είχαν πιά οϋτε νά φάνε, αύτός τούς έστελνε κάθε μήνα τά μισά άπ' δσα κέρδιζε. 'Ύστερα δμως είδε πώς μ' αύτό τόν τρόπο στενοχωριόνταν δλοι: ήταν δυό σπίτια, ένώ μπορούσε έξαίρετα νά είν' ένα. "Ετσι ό Πώπος άποφάσισε νά τούς καλέσει κοντά του.

Μά οί γέροι δέν τό δέχτηκαν μέ πολλή προθυμία. Πονούσαν τόν τόπο τους, άγαποϋσαν τό σπίτι τους—άν καί ξένο τώρα— καί προτιμοΟσαν νά κάθουνται στή Ζάκυθο έστω καί στενοχωρη-μένοι, παρά στήν ΆΟήνα έστο> καί πιό άνετα καί μαζί μέ τό παιδί τους. Κι' άποκρίθηκαν μ' ένα σωρό προφάσεις : πώς είχαν νά εισπράξουν άκόμα μερικά χρέη πού άν έφευγαν θά τάχαναν, πώς τοΰ Διονυσάκη τοΰ υποσχέθηκε κάποιος νά τόν πάρει στό μαγαζί του γραμματικό, πώς φοβόνταν στήν ήλικία τους ν' άλλά-ξουν τόπο, πώς τό κλίμα τής Αθήνας δέν τάκουγαν γιά καλό, κι' άλλα τέτοια πολλά. Ό Πώπος κατάλαβε : έπρεπε νά πάει νά τούς πάρει. Πέρασαν κάμποσοι μήνες ώσπου νά τό καταφέρει. Μά έπιτέλους, ένα Σεπτέμβρη—έποχή πού λιγόστευαν πάντα οί προγυμνάσεις—μπήκε σ' ένα βαπόρι καί ξεμπαρκαρίστηκε στή Ζάκυθο.

Τό δραμα πού τόν κυνηγοΰσε τόσον καιρό σάν έφιάλτης, τό είδε τότε μέ τά μάτια του : τό σπίτι του σέ κακό χάλι, μαυρι-σμένο άπόξω, ξεφτισμένο, άπεριποίητο, μέ τζάμια σπασμένα, έλεεινό" κι ' άντίκρυ, τό ρουκαλέικο φρεσκοβαμμένο, καθαρό, -/αρούμενο σάν παλατάκι. Καί δέν ήταν μόνο τό σπίτι, άπόξω κι ' άπό μέσα, ούτε τό περιβόλι, ούτε ή άγαπημένη του καμα-ρούλα έκεΐ πάνω ψηλά, πού τάβρισκε αγνώριστα" ήταν προπάν-των τά πρόσωπα τών δικών του, πού τά είχε σκάψει, πού τά

ΠΛΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 167

είχε. στεγνώσει ή μεγάλη δυστυχία. Ή μητέρα του, ό πατέρας του, ό μπάρμπα - Διονυσάκης άκόμα πού ήταν πάντα ό πιό θαλε-ρός, βρίσκονταν σέ τέτοια κατάσταση πού κι ' ό ίδιος ό ΙΙώπος άρχισε ν' άμφιβάλλει άν μποροΰσαν τώρα ν' άλλάξουν τόπο. Αύτή δμως ήταν ή έντύπωση τών πρώτων ήμερών. Σέ λίγο τούς συνήθισε καί τούς έβλεπε πάλι σχεδόν δπως τούς είχε άφήσει. Μόνο πού άσπρισαν μά μποροΰσε στήν ήλικία τους νά μήν άσπρί-σουν ; Καί τότε μέ περισσότερο θάρρος τούς φανέρωσε τό σκοπό τοΰ έρχομοΰ του καί προσπάθησε νά τούς πείσει πώς έπρεπε νά τόν άκολουθήσουν.

— Ε λ ά τ ε μαζί μου, τούς δλεγε. θ ά ζοΰμε καλά... Τώρα κερδίζω άρκετά, σχεδόν πεντακόσιες δραχμές τό μήνα. Βέβαια, δταν σας στέλνω τά μισά, καί σεις στενοχωριέστε κι ' έγώ. Μά μέ πεντακόσιες δραχμές μιά μικρή οικογένεια στήν Αθήνα περνά καλά. Ελάτε . Βαρέθηκα κι ' έγώ νά ζώ όλομόναχος, μα-κριά σας. θ ά πιάσουμε ένα σπιτάκι πού τδχω κιόλα ματιασμένο, σέ μιά γειτονιά άπαράλλαχτη μέ τή δική μας. θ ά σάς φαίνεται πώς είστε άκόμα στή Ζάκυθο... "Επειτα, τί σάς κρατεί πιά έδώ ; Μαγαζί δέν έχετε, παιδί δέν έχετε...

— Μά έκεΐνα ιά χρέγια... ψιθύριζε δειλά ό Κωσταντής. —Αφήστε τα τώρα τά χρέγια! άπαντοΰσε 6 Πώπος.

Έσε ΐς έχάσατε χιλιάδες, καί γιά μερικά έκατοστάρικα θά σάς νιάσει τώρα, πού σάς τά χρωστοΰν τέτοιοι κακοπληρωτήδες;

— Μά στήν ήλικία μας νά ξεριζωθοΰμε ; παρατηροΰσε με-λαγχολικά 6 μπάρμπα - Διονυσάκης.

— Τί στήν ήλικία σας ; Άλλοι φεύγουνε πιό γέροι. Κι ' άν θέλετε νά έργαστεϊτε, στήν 'Αθήνα είναι περισσότερη δουλειά. "Εγώ γνωρίζω έκεΐ πολύν κόσμο. Δέν θάναι δύσκολο νά σάς βρώ άπό μιά θέση, έτσι γιά νά βγαίνει τό τσιγάρο καί τό καφενείο...

'Γάλεγαν ήμέρες, έβδομάδες. Ό ΙΙώπος πότε παρακαλοΰσε, πότε Ικανέ τό θυμωμένο, πότε θύμωνε καί στ' άλήθεια. Μά δέν ήταν κατάσταση αύτή ! Γιατί νά είναι τόσο δυστυχισμένοι, άφοΰ μποροΰσαν νά είναι λιγότερο ; Τόση άνοησία πάλι !

Κι' έπιτέλούς, άπό δώ τούς είχε, άπό κει τούς είχε, τούς πήρε τό ναί. Τό τελευταίο του έπιχείρημα ήταν αύτό :

— Ε λ ά τ ε πριν χαλάσω κι ' αύτά τά λεφτά πού οικονόμησα γιά τό ταξίδι σας. Ά ν μ ' άφήσετε νά φύγω, πότε θά οικονο-μήσω π ά λ ι ; Καί ξέρετε τί θά συμβεί; θ ά χωριστούμε γιά πάντα. Έ γ ώ , βλέπετε, δέν τά έχω πολύ εύκολα τά ταξίδια.

Κι' άλήθεια, άπό τό πρώτο καλοκαίρι τών σπουδών του, τό άξέχαστο έκεΐνο τής ευτυχίας καί τής καταστροφής, ό Πώπος δέν είχε ξαναγυρίσει στή Ζάκυθο. Πότε δέν τού περίσσευαν λεφτά, πότε δέν είχε καιρό, πότε τοΰ έλειπαν καλά ροΰχα, πότε καί τά

Γ. ΕΕΝΟΠΟΓΛΟΓ ΑΠΑΝΤΑ

τρία! Ένώ ήθελε νά ζυμώσει, έκοσκίνιζε πέντε μέρες. Γιατ' είχε γίνει νωθρός, δυσκίνητος, καί τό έλάττωμα κατανικούσε τήν πιό ζωηρή του έπιθυμία. Είτε στήν Αμερική έλειπε, είτε στήν 'Α-θήνα, γιά τούς δικούς του ήταν τό ίδιο. "Εκαμαν χρόνια νά τόν ίδοΟν. Κάθε Μάη, ό Πώπος άποχαιρετοΰσε τόν Αντώνη πού έφευγε γιά τή Ζάκυθο, κι ' αύτός καθόταν νά περιμένει τήν ευ-καιρία. Κι' έπρεπε νά παρουσιαστεί ή μεγάλη αύτή άνάγκη γιά νά ξεκουνήσει. Άλλά καί πάλι είναι ζήτημα άν θά τάποφάσιζε, άν θά τό κατόρθωνε, άν δέν τοΰ συνέβαινε καί κάτι άλλο, έκτα-κτο : Μιά μέρα, άγόρασ' ένα Λαχείο τών Αρχαιοτήτων. Δέν άγό-ραζε ποτέ, μά έτυχε νά τοΰ παραφορτωθεί στό καφενείο ένας μικρός πουλητής. Κι' άπό τό λαχείο έκεΐνο έτυχε νά κερδίσει πεντακόσιες δραχμές.

Έ ν α μηνιάτικο, διάβολε ! Πόσο δυσκολεύτηκε νά τό πιστέ-ψει ό φτωχός προγυμναστής! "Εβλεπε τόν άριθμό στήν έφημε-ρίδα, ίδιο μ' έκείνον πού είχε τό χαρτί του, κι ' ένόμιζε πώς είναι τυπογραφικό λάθος. Δέν πίστευε τά μάτια του. Μά δχι, ήταν άλήθεια. Τήν άλλη μέρα πήγε στό ταμείο κι ' έπήρε πέντε ώραία έκατοστάρικα. Καί τό πρώτο πού συλλογίστηκε ήταν : «θά κάμω μιά φορεσιά καί τά ρέστα θά τά φυλάξω γιά τή Ζάκυθο».

"Ολη ή δυσπιστία τοΰ Πώπου ήταν γιατί ποτέ ώς τότε στή ζωή του δέν είχε κερδίσει τό έλάχιστο, ούτε είχε βρει στό δρόμο μιά καρφίτσα πού λένε. Κι' είχε τήν ίδέα πώς ήταν άτυχος. Αύτό άλλωστε πολλές φορές τό είχε παρατηρήσει. Πήγαινε νά βρει έναν άνθρωπο, γιά σπουδαία δουλειά, κι ' ό άνθρωπος έκεΐ-νος έλειπε έκτάκτως, γιατί συνήθως τήν ώρα έκείνη ήταν στό σπίτι του. «Τί θά πει έκτάκτως; έλεγε ό Πώπος. Είναι πού τόν χρειάστηκα έγώ». Στό μοίρασμα τών πραγμάτων, τοΰ τύχαινε πάντα τό χειρότερο. "Ολα τά καρύδια έξαφνα γερά, καί μόνο τό δικό του σάπιο. "Ολα τά βιβλία καλά, καί μόνο τό δικό του στραβοτυπιομένο καί μουντζουρωμένο... Μ' άπό τήν ήμέρα πού κέρδισε τό λαχείο, ή πεποίθησή του κλονίστηκε. «Νά πού είμαι κι' έγώ τυχερός! είπε. Μόνο πού ή τύχη μοΰ τά φύλαγε νά μοΰ τά δώσει μαζεμένα».

Γιά νά λέει έτσι, έννοεΐται, οί πεντακόσιες δραχμές τοΰ φαίνονταν σπουδαίο πράγμα. Καί μήπως δέν ήταν γιά τόν Πώπο; "Επειτα, τις θεώρησε σάν άρχή τής καλοτυχίας του. Κι ' αύτό ήταν τό σπουδαιότερο...

Γιά τήν Κλεμεντίνα δέν είπαμε : Ό Πώπος έξακολουθοΰσε νά τήν δνειρεύεται; Κι' ή Ρουκαλοπούλα έξακολουθοΰσε νά τον περιμένει;

ΗΑΟΓ2ΗΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 1 0 9

Ναί. Αύτό θά φανεί ίσως κάμποσο περίεργο, μά έτσι είναι : Ό

Πώπος, πού σέ διάστημα τεσσάρων σχεδόν χρόνων δέν πήγε ούτε μιά φορά στή Ζάκυθο νά τήν ιδεί, άγαποΰσε άκόμα τήν Κλεμεντίνα. Κι' ή Κλεμεντίνα πάλι, πού είχε άλλο τόσο καιρό νά τόν ιδεί, πιστή στήν υπόσχεση της, τόν περίμενε !

Φαντάζεστε τώρα, δτι μόλις ό Πώπος έφτασε στή Ζάκυθο, τό πρώτο πρόσωπο πού έτρεξε νά ιδεί, καί πριν άπ ' τή μη-τέρα του άκόμα, ήταν, σάν τήν άλλη φορά, ή Κλεμεντίνα. Μά δχι. Πέρασαν ήμερες χωρίς νά τήν ίδεΐ, καί μάλιστα χωρίς νά προσπαθήσει. Γιατί ή Κλεμεντίνα έλειπε άκόμα στήν έξοχη της : ένα χτηματάκι τόσο δά, μ' ένα σπιτάκι τόσο δά, πού είχε άγοράσει τελευταία ό Ρουκάλης, γιά νά κάνει έξοχή ή οικογέ-νεια, δπως έκαναν δλες οί οικογένειες τοΰ σογιοΰ του : Ιναρότση-δες, Μαρκέτηδες καί πάει λέοντας. Τό χτηματάκι αύτό ήταν δυό βήματ' άπό τή χώρα- ό γέρο - Ρουκάλης κι ' ό Αντώνης πηγαι-νόρχουνταν κάθε μέρα- οί γυναίκες μόνο καθόνταν έκεΐ διαρκώς. Μά άκόμα ό Πώπος δέν άποφάσιζε νά πάει νά τις ίδεΐ, άν κι ' ό Αντώνης τοΰ τό έπρότεινε :

— Έ , δέ θά πάμε νά ιδείς καί... τό χτήμα ; — θ ά πάμε, τοΰ άπαντοΰσε, μά δχι σήμερα... θ ά σοΰ πώ. Καί δέν τοΰ έλεγε. Ά π ό τί άραγε αύτός ό δισταγμός τοΰ ΙΙώπου; Απλούστα-

τα, ντρεπόταν τήν άγαπημένη του. Τί θά τής έλεγε, πώς θά δι-καιολογιόταν, δταν θά τόν ρωτοΰσε, γιατί έκαμε τόσον καιρό νά πάει νά τήν ίδεΐ ; Έ π ε ι τ α , μόνο νά πάει νά τήν ίδεΐ περίμενε τώρα πιά ή Κλεμεντίνα ;... Είχαν περάσει πέντε χρόνια άπό τότε πού άλλαξαν τις ύποσχέσεις τους. Καί νά πού ό ΙΙώπος δέν ήταν άκόμα σέ θέση νά τή γυρέψει. Πόσα χρόνια λοιπόν Οάπρεπε νά περάσουν άκόμα ; Τί θετικό, τί όρισμένο, θάχε νά πει σ' αύτό τό κορίτσι;

Τίποτα! Τά ίδια πού τής είχε πει έδώ καί πέντε_χρόνια... Μά κι ' ένα άλλο άκόμα σπουδαιότερο έκανε τόν Πώπο νά

διστάζει: τόν άγαποΰσε άκόμα άλήθεια καί τόν περίμενε ή Κλε-μεντίνα ; ^ Αύτό δέν τδξερε. Δέν είχε παρά κάποιες ένδείξεις. Ό Μίμης ό Καρότσης άξαφνα είχε παντρευτεί, ένώ ή Κλεμεντίνα έμε-νε λεύτερη. Κι ' ό Αντώνης τοΰ είπε πέρσυ, πώς ό δικηγόρος την ξαναγύρεψε, πιό έπίσημα αύτή τή φορά, μά ή Κλεμεντίνα δέν τόν θέλησε μέ κανένα τρόπο κι ' έτσι τόν έκαμε νά πάρει άλλη, μέ μεγαλύτερη προίκα μά μέ λιγότερη όμορφιά... Έ π ε ι τ α ή Κλεμεντίνα έξακολουθοΰσε νά τόν θυμάται στά γράμματά της καί νά τοΰ μηνά μέ τόν Αντώνη. Μά κι ' έδώ στή Ζάκυθο τώρα,

Γ. ΞΕΝΟΠΟΓΑΟΓ ΑΠΑΝΤΑ

γιατί ό άδελφός τούλεγε καί τοΰ ξανάλεγε νά πάνε στό χτήμα ; Λυτός, μόνος του, δέ Οά είχε τόση επιμονή. Ή Κλεμεντίνα θά του τό θύμιζε καί Οά τόν τρωγόταν...

"Ηταν άκόμα καί τό ζήτημα τοΰ σπιτιοΰ πού τόν Ικανέ νά ντρέπεται. Γιά νά πληρώσουν τόν άνταποκριτή τους στή Βενετία, οί τίμιοι Δαγατοραΐοι άναγκάστηκαν νά πουλήσουν τό σπίτι τους. Ό Ι'ουκάλης τούς έκαμε τήν εύκολία νά τό άγοράσει γιά ένα κομμάτι ψωμί. Καί τώρα τοΰ πλήρωναν νοίκι είκοσι δραχμές τό μήνα... Μποροΰσε νά μήν έρθει λόγος; Καί στόν πιό αόριστο υπαινιγμό, ό Πώπος θά κοκκίνιζε μπροστά στήν Κλεμεντίνα, μέ τήν ιδέα πώς τό πατρικό του σπίτι ήταν τώρα τοΰ πατέρα της.

Τό άνέβαλε λοιπόν δσο μπόρεσε. Μά δέν ήταν δυνατό νά τάποφύγει όλωσδιόλου. Νά είναι στή Ζάκυθο καί νά μήν πάει νά ιδεί τήν Κλεμεντίνα, δυό βήματα άπό τή χώρα, θάταν σά νά τά χαλοΰσε γιά πάντα, σά νά τής έλεγε καθαρά : «Μή μέ περιμέ-νεις πιά!»

— Αντώνη, είπε μιά μέρα τοΰ άδελφοΰ της" μεθαύριο φεύ-γουμε" πάμε τάπόγεμα στις Βαρές ;

— Λόξα σοι ό θεός ! άποκρίθηκε ό Αντώνης. Βαρές λέγεται ή τοποθεσία, δπου ήταν τό μικροσκοπικό χτη-

ματάκι τοΰ Ρουκάλη, ένα σπιτόπουλο ανάμεσα σέ βίλλες. Φάν-ταζε δμως ωραία, ώχροκίτρινο μέσα σέ ροδοδάφνες. Μπροστά είχε ένα άμπελάκι καί πίσω ένα δεντρόκηϊΐο. Τήν ώρα πού ό Πώπος κι ' ό 'Λντώνης μπήκαν στό στρατόνι, ή Κλεμεντίνα έβγαινε άπ' τό σπίτι γιά νά καθήσει στό πηγάδι.—Τό πηγάδι αύτό, έκεΐ στό πλάι, μέ μιά κληματαριά άπό πάνου, άντικαθι-στοΰ^ε τό κιόσκι. — Καί μόλις τούς είδε έτρεξε νά τούς προαπαν-τήσει.

"Εκεί, στή μέση τοΰ στρατονιοΰ, άνάμεσα στά χρυσοπρά-σινα κλήματα πού έγερναν άπό τό βάρος κάτι μεγάλιον μαύριον σταφυλιών, χαιρετίστηκαν. Δέν έδειξαν καμμιά έκτακτη συγκί-νηση" ούτε είπαν τίποτα περισσότερο άπ' δ,τι θάλεγαν δυό μα-κρινοί φίλοι, πού ςαναβλέπουνται ΰστερ' άπό τέσσερα χρόνια. Καί τράβηξαν σέ λίγο μαζί, καί κάθησαν στό κιόσκι - πηγάδι, κάτω άπ' τήν κληματαριά.

— Πώς μεγαλώσατε! είπε ό Πώπος. Δέ θά σάς γνώριζα,

άν σάς έβλεπα έξω, παρ' άπό τά μάτια. — Μά καί σεις! τοΰ άποκρίθηκε. Καί μοΰ φαίνεται πώς σεις άλλάξατε περισσότερο. Λυτό τό μουστάκι...

Καί τέλειωσε μ' ένα γέλιο—καθαρό πάντα, κρυστάλλινο, μά δχι σάν κι' έκεΐνο, τό παιδικό, πού θυμόταν ό Πώπος.

Ή Κλεμεντίνα, αλήθεια, είχε μεγαλώσει. "Εκλεινε τώρα τά εικοσιένα. Ψηλή πολύ δέν είχε γίνει. Τό μέστωμα δμως τοΰ

ΠΑΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 171

κορμιοΰ της τήν έδειχνε μεγαλύτερη κι ' άν τά ροδοκάλια της διατηρούνταν τόσο ζωηρά δσο τά παιδιάτικα, ή έκφραση τοΰ προσώπου της, πού είχε μακρύνει λιγάκι, καί προπάντων τών μα-τιών της, μαρτυροΰσε τή γυναίκα.

Ήταν πιό όμορφη τώρα παρά τότε πού έπαιζε τό ξεκούρ-διστο πιάνο καί πετιόταν κάθε τόσο στό παράθυρο;...

Στήν άρχή, ό Πώπος είπε όχι. Τοΰ φάνηκε λιγάκι χαλα-σμένη. "Επειτα δμως είπε ναι. Ή γυναίκα ήταν πολύ πιό όμορ-φη άπ' τήν παιδούλα!

"Ελεγαν τοΰτα καί κείνα, οί τρεις τους έκεΐ, δταν ήρθαν ή Ρουκάλαινα κι ' ή Φαραΐνα. Κι' αύτές ό Πώπος τίς βρήκε άγνώριστες. Τοΰ φάνηκαν σάν πιό άνθηρές, πιό καλοθρεμμένες τώρα. Κι ' άλήθεια, στό Ρουκαλέικο τρεφόνταν καλύτερα, άπό τότε πού έφτασε άπό τή Ρωσία ή προικούλα τής Κλεμεντίνας κι ' άρχισαν νά τήν έμπορεύονται μέ καλά κέρδη πατέρας καί

Έ συνομιλία έγινε άκόμα πιό άδιάφορη. "Επειτα δμως ή Φαραίνα μπήκε μέσα, νά ψήσει τοΰ Πώπου καφέ" ή Ρουκάλαινα πήγε στ' άμπέλι νά τοΰ κόψει σταφύλια" κι ' ό 'Λντώνης, πού δέν είχε σέ μεγάλη υπόληψη τά σταφύλια τοΰ άμπελιοΰ τους, πήγε στό δεντρόκηπο νά τοΰ κόψει βαροάτσες. "Ετσι, ξαφνικά κι ' άνέλπιστα, ό Πώπος κι ' ή Κλεμεντίνα έμειναν μονάχοι.

Στενοχωρήθηκαν τί] στιγμή έκείνη ; Καθόλου! Ί Ι Κλεμεν-τίνα κοίταξε άμέσως στά μάτια τόν Πώπο καί μ' ένα άλλιώτι-κο ύφος άπό κείνο πού είχε ώς τώρα, μ ' ένα χαμόγελο πονγ^ρού-τσικο, τόν ρώτησε :

— Λοιπόν ;... Ό Πώπος άποκρίθηκε κι ' αύτός μ" ένα εύγλιοττο γελάκι

κι ' ή Κλεμεντίνα έξακολούθησε : — Φεύγετε οικογενειακώς ; — Ναί, βέβαια... — Μά δέν είναι σκληρό γιά τούς καϊμένους τούς γέρους;... — Καί τί νά κάμουν έδώ ;... Δέν έχουν πιά ούτε σπίτι ! Νά τα ! Έτρεμε ό Πώπος μήν έρθει αύτή ή όμιλία καί τήν

έφερε ό ίδιος μόλις έμεινε μόνος μέ τήν Κλεμεντίνα. Τί παράξε-νο πού τοΰ φάνηκε ! /

— Γιατί ; έκαμε ή Ρουκαλοπούλα/κοιτάζοντας τώρα άλλοΰ. Ε π ε ι δ ή ό πατέρας μου τούς έκαμε τότε τήν εύκολία νάγοράσει τό σπίτι γιά νά πληρώσουν τά χρέη τους; Μά τό σπίτι είναι σά δικό τους.

—Αλήθεια, άποκρίθηκε ό ΙΙώπος" έγώ σάς εύγνωμονώ πολύ...

—Αφήστε τα τώρ' αύτά ! τόν έκοψε ή Κλεμεντίνα. Σήμερα

1 7 2 Γ. ΞΕΝΟΗΟΓΛΟΓ ΑΙΙΑΝΤΑ

τό σπίτι σας είναι· σά νά τδχετε' κι ' αύριο θά τδχετε πραγματι-κώς" ψέματα ;

Καί γελώντας έπρόσθεσε : — Δηλαδή θά τδχουμε μαζί. Ό πατέρας μου Οά μοΟ τό δώ-

σει προίκα καί στόν Αντώνη Οά μείνει τό δικό μας. Έ τ σ ι δέν πρέπει ;

Ό Πώπος τά σάστισε λιγάκι... άπ ' τή χαρά του. Ή Κλεμε-ντίνα, καλέ, τοΰ μιλοΟσε το')ρα έτσι ; Έκε ΐνο πού τό σκέφτηκε κι ' αύτός μιά φορά καί τό θεώρησε σάν τήν πιό παράτολμη έλ-πίδα, τοΟ τδλεγε κι ' ή ίδ ια ; Μά τί έλειπε λοιπόν γιά νά γίνει πράγμα ή έλπίδα αύτή ; Ναί, τό πατρικς του σπίτι θά ξαναγύ-ριζε σ' αύτόν. Καί θάχε πάλι στόν κόσμο ένα κομμάτι γής, μιά μικρή ιδιοκτησία, ένα σπίτι μ' ένα περιβόλι. Καί τό δικό του, τό ίδιο, στόν τόπο πού γεννήθηκε αύτός, ό πατέρας του, ό πάππος του. "£2, τί εύτυχία!

Νά λοιπόν πού ή Κλεμεντίνα τόν άγαπούσε πάντα καί τόν περίμενε! Τίποτ' άπ ' δσα είχε φοβηθεί δέν ήταν άλήθεια: Ούτε κάν ή άκτημοσύνη, πού τον έβάραινε τόσον καιρό σάν ή πιό άβά-σταχτη συμφορά...

Πέρασαν κάμποσες στιγμές, ώσπου νά μπορέσει νάπαντήσει στήν Κλεμεντίνα. Καί τής είπε σιγά, άργά, σά νά μετροΟσε τά λόγια του ή σά νά τά διάβαζε κάτω στό πατικωμένο χώμα:

— Ναί... βέβαια... έχετε δίκιο... έτσι θά γίνει.. . έτσι πρέ-πει νά γίνει... Έ γ ώ , νά σάς πώ τήν άλήθεια, πολλές φορές τό συλλογίστηκα καί μονάχος μου... Καί δέν άργεΐ, ξέρετε, ό και-ρός πού... τά δνειρά μας θά πραγματοποιηθούν...

Καί πάλι σώπασε. Τί διαφορά άπό τόν ΙΙώπο έκεΐνο, τόν παλιό, τό μαθητή, τόν προ)τοετή φοιτητή, στή μισοφώτιστη εί-σοδο τοΟ ρουκαλέικου ! "ίίς καί πληθυντικό μεταχειριζόταν τώρα μαζί της !

— Μπά ; έκαμε ή Ρουκαλοπούλα. "ϋστε πηγαίνουν καλά οί δικές σας δουλειές έκεΐ - πέρα στήν 'Αθήνα;

— Πολύ καλά, τής άποκρίθηκε. Φέτος, βλέπετε, πήρα καί τό δίπλωμα μου. Τώρα έχω περισσότερους μαθητές καί μέ πλη-ρώνουν καλύτερα... Κερδίζω άρκετά... Ετοιμάζω νά τυπώσω καί βιβλία γιά τά σχολεία...

— Ά ! — Βέβαια! 'Απ ' αύτή τή δουλειά έλπίζω νά κερδίσω χι-

λιάδες. "Ε, κάνω τώρα καί τήν οικονομία νά πάρω τούς γέρους μου μαζί, ώστε νάχω ένα σπίτι μόνο στό κεφάλι μου, ένα έξοδο...

— Μά δέ θά διοριστείτε καθηγητής; τον έκοψε ή Κλε-μεντίνα. — Νά σας πώ, δχι, άποκρίθηκε ό Πώπος. Μέ τις προγυ-

ΠΛΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 1 7 3

μνάσεις κερδίζω πολύ περισσότερα. Καί τής έξήγησε : καλό θά ήταν, άν μπορούσε νά κάνει καί

τά δυό μαζί. Μ' άν διοριζόταν καθηγητής σέ Γυμνάσιο, δέν ήταν συχωρεμένο νά κάνει καί ιδιαίτερα μαθήματα.—ΙΙραγματικώς, έκεΐνον τόν καιρό δέν ήταν' τό κράτος έννοοΰσε νά ζει ό καθη-γητής μέ τις διακόσιες πενήντα δραχμές τοΰ μισθού του ! — Έ τ σ ι προτιμούσε τά μαθήματα πού τοΰ έδιναν τά διπλά καί τά τριπλά.

—"Αν κάνατε δμως νά διοριστείτε στή Ζάκυθο ; ρώτησε ή Κλεμεντίνα. Δέν Οάταν άσχημα...

— Λέτε ; χαμογέλασε ό ΙΙώπος. Προτιμάτε νά ζήσουμε δώ ; — Ναί... άγαπώ τόν τόπο μου... Δέν θάθελα νάφήσω τή Ζά-

κυθο... Μέ τήν προίκα μου, μέ τό μισθό σας, μέ τά βιβλία σας, θά ζούσαμε καλύτερα παρά στήν 'Αθήνα. Πάλι δμως... άν προ-τιμάτε σεΐς, άν τό μέλλον σας είν' έκεΐ...

— Μά βέβαια πού τό μέλλον μου είν ' έκεΐ ! Μπορεί μιά μέρα νά γίνω καί καθηγητής στό Πανεπιστήμιο.

— Τότε καλά, έκαμε μέ χαμόγελο, σάν πολύ εύχαριστη-μένη, ή Κλεμεντίνα.

Σώπασαν πάλι λίγες στιγμές. Ό Πώπος αίστανόταν μιά με-γάλη εύτυχία. "Ολα τά είχε ξεχάσει. Είχε γίνει πάλι τό παιδί τό αισιόδοξο μέ τά μεγάλα δνειρα...

Κι ' άξαφνα ή Κλεμεντίνα τόν ρώτησε : — Καί πότε λοιπόν λογαριάζετε... νά γίνει αύτό; Ό Πώπος συλλογίστηκε γιά νάπαντήσει... μά δέν πρόφτασε.

Τήν ίδια στιγμή γύρισαν οί γριές, ή μιά μέ τόν καφέ κι ' ή άλλη μέ τά σταφύλια. Νά σέ λίγο κι ' ό Αντώνης μέ τις βαρδά-τσες—ένα είδος μπουρνέλες κιτρινοπράσινες, μεγάλες σάν αύγά, μέ χώριση στό πλάι σάν τοΰ ροδάκινου, έξοχες. Αδύνατο πιά νά μιλήσουν, ούτε μέ γνεψίματα.

Έβγαλαν κρύο - κρύο νερό άπ ' τό πηγάδι καί τδριξαν στό φαγοπότι. Γιατί ή Ρουκάλαινα έφερε άπό μέσα καί ψωμί, καί κρασί... Έκάθησαν άκόμα καμμιά ώρα. Καί έπειτα ό Πώπος, βλέποντας πώς δέν θά τόν ξανάφηναν μόνο μέ τήν Κλεμεντίνα, σηκώθηκε.

— Έ γ ώ , είπε, είναι ώρα νά σάς άποχαιρετήσιο... — Μπά ! άπό τώρα ; — Μά πώς θά γυρίσω στή χώρα μονάχος, άν νυχτωθώ ; — θ ά σέ πάω έγώ, είπε ό Αντώνης" κάθησε. — Καί σύ πότε θά γυρίσεις: — Μή σέ νιάζει γιά μένα! γέλασε ό Αντώνης" έγώ γυρί-

ζω καί τά μεσάνυχτα... "Ελα τώρα νά ίδεΐς καί τό χτήμα. Μπήκαν στό σπίτι, τριγύρισαν τό δεντρόκηπο καί τό άμπε-

λάκι. "Ολα τά θαύμαζε κ ι ' δλα τά έπαινοΰσε ό Πώπος. Μικρό

1 7 4 Γ. ΞΕΝΟΠΟΓΑΟΓ ΛΙΙΑΝΤΑ

τό χτήμα, μά πολύ όμορφο, πολύ περιποιημένο. Κι ' είχε άπ' δλα...

Έπε ι τα οί γριές έμειναν, κι ' οΕ δυό νέοι πήραν μαζί καί την Κλεμεντίνα—έτσι, χωρίς καπέλο, δπως ήταν—καί βγήκαν νά κά-μουν ένα μικρό περίπατο στή δημοσιά.

— Νά, 6»ς τήν έκκλησούλα Οά παμε, είπε ό Αντώνης - άπό κει Οά γυρίσουμε, θάφήσουμε τήν Κλεμεντίνα καί θά τραβήξουμε γιά τή χώρα.

"Ετσι έκαμαν. Μά κει στήν έκκλησούλα κάθησαν λίγο καί στό πεζούλι τής λόζας. Κι' έπειδή ό Αντώνης είδε πιό μακριά κάτι γνωστούς του κι' έπλησίασε νά τούς καλησπερίσει, ό Πώπος κι ' ή Κλεμεντίνα έμειναν πάλι γιά λίγο μονάχοι.

Γρήγορα ! νά προφτάσει νά τής άπαντήσει! Καί τόσην ώρα, είχε σκεφτεί πολύ καλά τήν άπάντηση...

— Γιά κείνο πού μ' έρωτήσατε, τής είπε άμέσως, μοΰ φαί-νεται πώς τοΰ χρόνου...

— Ά , να ί ; έκαμε ή Κλεμεντίνα, σά νά είχε ξεχάσει καί θυ-μήθηκε. Αλήθεια, τόσο γρήγορα ;

— Μά έλπίζω, άποκρίθηκε ό Πώπος. "£2ς τοΰ χρόνου θά έχω ταχτοποιημένη τή δουλειά μου καλά. Καί τότε...

— Καί τότε... ξανάπε ή Κλεμεντίνα μέ χαμόγελο. Καί σώπασαν. "Επειτα κείνος τή ρώτησε : — Έ γ ώ βέβαια θά σέ γυρέψω. Οί δικοί σου δμως Οά θε-

λήσουν ; —- Καί γιατί ; — Ξέχασες τί μοΰ είπες μιά φορά;... Ηέλουν γαμπρό

άπό σόι... — Ά , μπά! . . . Δέν έχουν πιά τέτοιες ιδέες... "Επειτα έγώ

τώρα είμαι αύτεξούσια... Ά μ α θέλω έγώ... κ ι ' ό Αντώνης.. . — Μά θέλει ό Αντώνης ; Αύτό είναι τό ζήτημα! Καί πάλι μιά έρώτηση σπουδαία έμεινε χωρίς άπάντηση,

μ ' αύτή τή φορά δέν πρόφτασε ή Κλεμεντίνα: Ό Αντώνης γύ-ρισε καί κάθησε κοντά τους.

Τίποτ' άλλο δέν είπαν ώς τήν ώρα πού χωρίστηκαν έκεΐ στήν είσοδο τοΰ άμπελιοΰ.

— Λοιπόν ; ρώ:ησε ό Αντώνης τόν ΙΙώπο, καθώς γύριζαν οί δυό τους στή χο>ρα. Τά είπατε μέ τήν Κλεμεντίνα;

— Ναί, κάτι είπαμε, όμολόγησε ό ΙΙώπος. θέλεις νά σοΰπώ; — "Οχι, δχ ι ! Αύτό δέν μ' ένδιαφέρει έμένα. — Γιατί μέ ρώτησες λοιπόν ; — Γιά νά μάθω απλώς άν μιλήσατε κι ' άν... έμεινες εύχα-

ριστημένο;. —"ίί, ναί, πολύ !

ΙΙΛΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 175

Αλήθεια, ό Πώπος—άδιάφορο άν κρυφογελοΰσε ό Αντώ-νης—έφευγ' ευχαριστημένος. Τά λίγα λόγια πού μπόρεσε νάλλά-ξει μέ τήν Κλεμεντίνα, τούδωσαν καινούργιο θάρρος γιά ν' άγω-νιστεΐ γιά τή ζωή.

Καί μά τά ναί, δέν τοΰ χρειαζόταν τώρα λίγο. Μόνο έκεΐνο τό ταξίδι, τό ξεσήκωμα των γέρων, τά κουβάλημα τοΰ σπιτικοΰ στήν Αθήνα, ήταν ίκανά νάπελπίσει καί δυνατότερο άνθρωπο άπό τόν Πώπο.

Φανταστείτε, οί γέροι έννοοΰσαν νά τά πάρουν μαζί τους δλα, νά μήν άφήσουν, άν ήταν τρόπος, τά παραμικρό. Εκτός άπό τά πολύ μεγάλα έπιπλα, πού ήθελαν μιά περιουσία γιά νά μπαλα-ριστοΰν καί πού γ ι ' αύτό άναγκάστηκαν μέ πολλή τους λύπη νά τά πουλήσουν—δ,τι άλλο είχε μέσα τά δαγατορέικο, διαμοιρα-σμένο σέ δέματα, σέ κάσες, σέ σεντούκια, σέ βαλίτσες, σέ κου-τιά, μπήκε στή μαούνα τής Εταιρείας καί φορτώθηκε στό βαπόρι.

— Τί ντελούβιο ! τί μπαραόντα ! έλεγε ό Πώπος πού είχε ξαναθυμηθεί τά ζακυθινά.

Ό 'Αντώνης έπρόκειτο νά μείνει ένα μήνα άκόμα στή Ζά-κυθο. Οί δυό φίλοι λοιπόν θάποχαιρετιόνταν καί πάλι. Μ' αύτή τή φορά, ό νέος Ρουκάλης δέν περιορίστηκε ν' άνεβεΐ στό βαπόρι τήν τελευταία στιγμή, παρά βοήθησε τόν Πώπο καί σ' δλη έκείνη τή φοβερή προετοιμασία. Μέρες έτρεξε, ί'δρωσε καί βασανίστηκε μαζί του. Καί κατάφερε νά τοΰ στοιχίσουν δλα πολύ λιγότερο παρ' άν τά έκανε μονάχος του, μόνο μέ τή βοήθεια τών γέρων του, πού κι ' αύτοί, άπό τή δυστυχία, είχαν καταντήσει άπραγοι καί δειλοί στά παζάρια σάν τόν Πώπο. Τή βοήθεια δμως πού τοΰ έδινε, ό Αντώνης τήν καυχιόνταν κιόλα κατά τό σύστημά του.

— Βλέπεις; τοΰ έλεγε κάθε τόσο- πάλι έγώ ! "Αν δέν ήμουν κι ' έγώ, τί θά γινόσουν ; Έσύ δέν ξέρεις τόν κόσμο, ούτε Οά τόν μάθεις ποτέ. .

Αύτό ό Πώπος τδχε άκούσει τόσες φορές άπ ' τό στόμα τοΰ Αντώνη, ώστε δέν τοΰ έκανε πιά έντύπωση. Έκεΐνο πού έβλεπε μόνο, ήταν πώς τόν βοηθούσε μ' ένα ζωηρότατο άδελφικό ένδια-φέρο. Είχε άκόμα τήν ώραία έντύπωση άπό τή συνομιλία του μέ τήν Κλεμεντίνα κι ' άπό τήν δψη της τήν ίδια. Κι ' ό Πώπος έφυγε πάλι άπό τή Ζάκυθο παρηγορημένος, αισιόδοξος, δσο σχε-δόν τήν πρώτη καί τή δεύτερη φορά. Ούτε ή «μπαραόντα» τών μπαούλων πού κουβαλοΰσε μαζί του, ούτε ή φασαρία τών γέρων του, πού άστειευόμενοι τοΰ έλεγαν πώς έπρεπε νά τούς βάλει κι ' αύτούς σέ τρία μπαούλα, τίποτα δέν ήταν Εκανό νά τοΰ σβύσει τή

176 Γ. ΞΕΝΟΠΟΓΛΟί ΛΠΛΝΤΑ

χαρά καί τήν έλπίοα γιά τό μέλλον*: τό γρήγορο μέλλον, έκεΐνο πού ό Ιδιος τό είχε προσδιορίσει σ' ένα χρόνο...

Στήν 'Αθήνα έκράτησε τήν υπόσχεση πού είχε δώσει στους γέρους του : Τούς έπιασε ένα σπιτάκι ψηλά, κοντά στή Δεξαμε-νή, στό τέλος ένός άπό τούς δρόμους πού άρχίζουν άπό τήν όδόν Σταδίου. Ή γειτονιά δέν ήταν καθαυτό «ζακυθινή»· δέν ήταν δμως καί καθαυτό «άθηναίικη». Τό πίσω μάλιστα μέρος τοΟ σπιτιοΟ έβλεπε σ' ένα πλάτωμα τού βουνού, πού είχε δέντρα, χαμηλά σπιτάκια, σχεδόν καλύβια, μπαράγκες, γρασίδι καί... μιά γίδα κάποιας γειτόνισσας, δεμένη άπό ένα κούτσουρο, νά βόσκει έδεκεΐ. Αύτό τό πλάτωμα θύμιζε, άλήθεια, μερικά ζακυθινά, άνοιγμένα στό τέλος κάποιων καντουνιών τής 'Απάνου Μερίας. Ήταν άκόμα «άληθινή έξοχή» μέσα στήν πόλη, δυό βήματα άπό τά καινούργια μαρμαρένια σπίτια τών μεγάλων δρόμων" κι ' ή κυρία Βιργινία ή Δαγατορίνα δέν έκρυβε τόν ένθουσιασμό της κι ' έβεβαίωνε πώς έκε ΐ -πάνω γ ρ ή γ ο ρ α θά μπορούσε νά έγκλιματισθεΐ.

Αλήθεια, ϋστερ' άπό λίγες μέρες, ή κυρία Βιργινία ^ ζούσε σά... στό σπίτι της. Ώρες - ώρες τής φαινόταν πώς θάνοίξει ή πόρτα καί θά παρουσιαστεί ό κύριος Ρουκάλης - Φαραός μέ τΙς ριβερέντσες του, γιά νά τήν παρακαλέσει νά τού κάνει ένα γαλ-λικό γράμμα στούς συγγενείς τής Ρωσίας. Κα! δσες φορές έπι-θυμοΰσε τό περιβολάκι της—κι' ήταν δά τό μόνο πράγμα πού τήν πονοΟσε—ή Δαγατορίνα δέν είχε παρά νά βγει στό πλάτωμα έκεΐνο, νά σταθεί κάτο) άπό κανένα δέντρο, νά κόψει άπ' τό γρασίδι κανένα άγριολούλουδο, νάνασάνει στόν καθαρό άέρα, μο-σχοβολισμένο άπό τά γύρω περιβολάκια καί τό δασάκι τών πεύ-κων τό γειτονικό, γιά νά φανταστεί πώς ήταν κάτω άπό τή για-σεμιά της...

Ό πατέρας κι ' ό μπάρμπας δμως—δ Κωσταντής προπάν-των—μουρμούριζαν διαρκώς.

Λιγότερο βέβαια δταν ήταν μπροστά ό Πώπος, μά κι ' ή πα-ρουσία του δέν τούς έμπόδιζε νά βρίσκουν δλα τά πράγματα τής Αθήνας άσχημα «μέχρι άπελπισίας». Δέν είχαν δουλειά αύτοί, δλη μέρα γύριζαν καί κάθε μεσημέρι ή κάθε βράδυ πού γύριζαν στό σπίτι μιλούσαν γιά τις άθλιες έντυπώσεις πού είχαν άπό τούς περιπάτους τους.

— Μά τίποτα πιά δέν σάς άρέσει; γελούσε φουρκισμένος ό Ηώπος. Ούτε τά σπίτια τής Αθήνας, τά παλάτια; "Η μήν έχου-με καλύτερα στόν τόπο μας ;

— Δέ βαριέσαι! έκαμε μιά μέρα ό Κωσταντής. Καλά είναι, μά νά ρωτάς καί πώς έγιναν.

— Πώς έγιναν; Μ' Ικατομμύρια! — Καί τά έκατομμύρια ; μέ κατεργαριές καί μέ κλεψιές!.. .

Π Λ Ο Γ Σ Ι Ο Ι ΚΑΤ Φ Τ Ω Χ Ο Ι 177

Ό ΙΙώπος θυμήθηκε τό σπίτι τοΟ κύρ - Γιάννη τοΰ Βενετή, μέ τά τρία πατώματα, πού ό νοικοκύρης κατοικοΰσε τώρα στό μεσαίο. ΙΙόσο νερό, άλήθεια, θά πουλήθηκε γιά γάλα, ώς νά χτι-στεί έκεΐνο τό παλάτι! . . . Έ π ε ι τ α δμως θυμήθηκε τών δικών του τά χάλια, τις έμπορικές τους άδεξιότητες, τά βερεσέδια πού έκα-ναν σέ άναξιόπιστους, τήν άθιοότητά τους καί τήν τιμιότητα καί μουρμούρισε :

— Τέτοιοι κλέφτες καί κατεργαραΐοι... μακάρι νάμαστε καί μεΐς !

Τάκουσε ό μπάρμπα - Διονυσάκης, ό λιγόλογος, κι ' άπο-κρίθηκε :

— Καί γιατί λοιπόν δέν γίνεσαι κλέφτης καί κατεργάρης τοΰ λόγου σου;

Ό Πώπος κοκκίνισε. Αλήθεια, αύτός έδούλευε μ' ευσυνειδησία καί ποτέ δέ θά

τοΰ περνοΰσε άπ ' τό νοΰ νά γελάσει ένα μαθητή του ή έναν έκ-δότη του. Τήν κακή σκέψη τήν είχε κάμει γιά τούς δικούς του. Εκείνους μόνο ήθελε άδικους κι ' άσυνείδητους, γιά νάχει αύτός σήμερα τήν άνεση του καί τήν Κλεμεντίνα. ΙΙολύ έγωιστικό βέ-βαια ! Καί κοκκίνισε έπειδή τό άναγνώρισε άμέσως.

—Άστειεύθηκα, τούς είπε. Καλύτερα φτωχοί μά άνθρωποι. "Εν ια σας καί δέν θά παραπονεθώ έγώ ποτέ. Έκάματε δ,τι μπορέσατε. Ά ν ή τύχη τάφερε άνάποδα, δέ φταΐτε σεις. Πουλή-σατε καί τό σπίτι σας, γιά νά μή σάς ποΰνε πώς φάγατε ξένα λεφτά. Μπορώ νά παινεύουμαι γιά σάς περισσότερο άπό μερικά πλουσιόπαιδα.

Καί θυμήθηκε πάλι τόν Κωστάκη καί τήν Αγλα ία , τά παι-διά τοΰ κύρ-Βενετή, πού μεγάλωσαν τώρα καί τριγύριζαν στά κέντρα, λουσαρισμένα σάν άρχοντόπουλα. Πόσο νερό πάλι χρειά-στηκε νά πουληθεί γιά γάλα, ώς νά γίνουν έτσι αύτά τά παιδιά;

Τό «σπιτάκι» πού είχε πιάσει, σάν οικογενειάρχης τώρα, ό Πώπος στή Δεξαμενή, ήταν ένα μεσαίο πάτωμα άπό πέντε δω-μάτια. Τούς χώρεσε καλά : Μιά κάμαρα γιά τό άντρόγυνο, μέ τό διπλό κρεβάτι, κουβα^^^νο άπό τή Ζάκυθο, πού μέ τόση συγκί-νηση τδβλεπε ό ΙΙώπος" μιά κάμαρα γιά τόν μπάρμπα - Διονυ-σάκη, ^πού γέμισε πάλι άπό παλαιικά θρησκευτικά βιβλία" άλλη μιά γιά τόν ΓΙώπο. μιά τραπεζαρία άκόμα καί, δίπλα της, γιά σαλόνι, τό σπουδαστήριο μέ τόν περίφημο μαυροπίνακα δπου ό μαθηματικός έκανε τις προγυμνάσεις του.

Μόνο τά έπιπλα δέν έχώρεσαν καλά. Γιατί έκτος άπό έκεΐνα πού ήρθαν άπό τή Ζάκυθο—οί Έφέστιοι, δπως έλεγε δ Πώπος

Τ ό μ ο ς δ·ε ύ τ β ρ ο ς 12

178 Γ. ΞΕΝΟΗΟΓΑΟΓ ΑΙΙΑΝΤΑ

κοροϊδεύοντας τήν άφοσίωση τών γέρων του σ' αύτά—ήταν καί τάλλα πού κατά καιρούς είχε άγοράσει στήν 'Αθήνα, γιά νά φαν-τάζει κάπως στούς μαθητάδες του. Έ τ σ ι , σ' δλα τά δωμάτια τοΟ μικρού σπιτιού έβλεπες μιά πλησμονή, ένα στίβαγμα άπελπιστι-κό. Ούτε τόσος δά τοίχος δέν έμενε άδειος άπό κάδρα, καθρέφτες, έταζέρες, ρολόγια, κλουβιά, κηροστάτες, έργόχειρα καί πάει λέ-οντας. Κατάντησε σέ μερικά πατώματα νά στρώνουν διπλά χαλιά. Καί στήν κουζίνα άκόμα είχαν βάλει πράγματα πού δέν ήταν γιά τήν κουζίνα, κι ' ή καμαρούλα τής υπηρέτριας ήταν τόσο γεμάτη άπό μπαούλα, κασέλες, σανίδια καί σχοινιά, πού μόλις έμενε τόπος γιά νά κοιμάται τό κορίτσι.

Ό ΙΙώπος αίστανόταν πώς τοΰ λείπει δ άέρας, πώς πνίγε-ται μέσα σ' έκεΐνο τό σπίτι, πού έμοιαζε μέ παλαιοπωλείο" καί πολλές φορές τρωγόταν τούς γέρους του πού είχαν έπιμείνει νά τά κουβαλήσουν δλα. Μά ή μητέρα του τοΰ έλεγε :

— Καί ποΰ τό ξέραμε μεϊς πώς οί κάμαρες στά σπίτια τής Αθήνας είναι σάν αύγά ; Γιά, νάταν μεγαλύτερο τό σπίτι, σάν τό δικό μας παραδείγματος χάρη... "Λς είναι, αργότερα, ποιός ξέρει... μπορεί νά πιάσεις μεγαλύτερο.

Τό τελευταίο αύτό τδλεγε, δταν δ ΙΙώπος έδειχνε διαθέσεις νά ξεκάμει τά πιό περιττά.

Κατά τάλλα, δέν ήταν καθόλου δυσαρεστημένος πού ζοϋσε τώρα μέ τήν οικογένεια. Τις πεντακόσιες του, άπάνω - κάτο), τις είχε κάθε μήνα καί περνούσαν καλούτσικα. Άλλωστε κανένας τους δέν ήταν φαγάς ούτε ιδιότροπος στό φαΐ. Τά παιδιά άνεβο-κατέβαιναν δλη - μέρα κι ' ή κυρία Βιργινία τά καθυποχρέιονε μέ περιποίησες καί κομπλιμέντα. Μά περισσότερο άπό τή γριά μη-τέρα τοΰ καθηγητή τους, τά παιδιά ήθελαν νά βλέπουν τή Ψλώρα, τή μικρή υπηρέτρια, πού ήταν μιά δμορφη νησιωτοπούλα κι ' είχε γ ι ' αύτά χίλια νάζια καί γελάκια.

Τ ' άπογέματα, τις περισσότερες φορές, δ Πώπος έβγαινε πε-ρίπατο μέ τή μητέρα του.

Τό βράδυ πάλι, τις περισσότερες φορές, καθόταν στό σπίτι μέ τούς γέρους του καί τάλεγαν καμμιά ώρα, πριν πάει στήν κάμαρα του νά εργαστεί. Γιατί δ Πώπος έργαζόταν κάθε μέρα. Μελετοΰσε τήν έπιστήμη του, γιά νά μάθει καλύτερα καί νά έπιδιώξει άργότερα πανεπιστημιακή έδρα" έγραφε άκόμα τά βι-βλία του, πού ήταν τιόρα ή κυριότερη του έλπίδα. Κι' αύτά, σχεδόν πάντα, τό βράδυ, τή νύχτα, γιατί τήν ήμέρα τόν άπασχο-λοΰσαν οί προγυμνάσεις καί τά μαθήματα πού είχε σ' ένα ιδιω-τικό Λύκειο καί σ' Ινα ΙΙαρΟεναγιογεϊο.

Μόνο πρωτότυπη έργασία δέν έκανε, ή αν έκανε γ}ταν όλωσ-διόλου ασήμαντη. Στήν έπιστήμη, ό Πώπος Δαγάτορας δέν είχε

ΙΙΛΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 179

τίποτα τό δημιουργικό. "Ενας καλός δάσκαλος, Ινας έρμηνευτής, Ινας έκλαϊκευτής, τίποτα περισσότερο... Αύτό τον πίκραινε κά-που-κάπου, δταν τό συλλογιζόταν. Μά δχι νά τόν κάνει δυστυ-χισμένο. Γιατί τά παιδικά έκεΐνα όνειρα τά είχε άφήσει. Δέν είχε πιά τήν ίοέα πώς θά γινόταν κάτι μεγάλο, κάτι έκτακτο. "Η, καλύτερα, τό μεγάλο αύτό καί τό έκτακτο τό είχε προσδιο-ρίσει : Καθηγητής μιά μέρα στό Πανεπιστήμιο. Τί άλλο ήθελε ό γιός τοΰ ζακυθινοΰ έμποράκου ;

Αύτό καί τήν Κλεμεντίνα του. Κι ' ήξερε καλά πώς ούτε γιά τό Ινα, ούτε γιά τό άλλο, ήταν άπαραίτν^τη ή δημιουργική δύναμη, ή πριοτοτυπία πού τοΰ έλειπε...

Τις πρώτες έβδομάδες, οί γέροι τις πέρασαν έτσι, τριγυ-ρίζοντας καί χαζεύοντας στήν Αθήνα. "Επειτα δμως βαρέθηκαν κι ' άρχισαν νά γυρεύουν τοΰ Πώπου δουλειά. /

— Σταθείτε ντε, τούς έλεγε, νά ξεκουραστείτε, νά συνέλ-θετε.

Μά έκεϊνοι επέμεναν πώς ξεκουράστηκαν καί πώς συνήλ-θαν. Κι ' δ Πώπος άρχισε νά ψάχνει δεξιά κι' αριστερά νά τούς βρει έργασία.

Έκεΐνο τόν καιρό, δέν ήταν πολύ εύκολο. 'Π Αθήνα ήταν άκόμα τόσο περιορισμένη ! "Αν είχε τό Μένη τό Μανιά καί τόν παρακαλοΟσε, ίσως θά τοϋκανε τίποτα. Μά άπό πέρσι, δ Μένης έλειπε στήν Ευρώπη, στό Μόναχο, δπου πήγε τάχα γιά νά «τε-λειοποιηθεί», μά πραγματικώς γιά νά διασκεδάσει σάν πλουσιό-παιδο. Κι' ό Πώπος πήγε καί βρήκε τόν κ. Γιάννη Μανιά. Μο-λονότι είχε πολύν καιρό νά τόν ίδεΐ, δ τραπεζίτης τόν δέχτηκε καλά, σά φίλο τοΰ άνιψιοΰ του. Μά δταν τοΰ ζήτησε καμμιά θέση, σοβαρεύτηκε πολύ καί τοΟ άποκρίθηκε πώς οϋτε έχει, ούτε ξέρει.—Μάλιστα ! γιά τούς γέρους τοΰ Πώπου είχε τις θέσεις του δ κ. Γιάννης Μανίας μέ τό άμέτρητο συγγενολόι.

«"Οποτε Εδώ καλό άπό Μανιά, νά μοΰ τρυπήσουν τή μύτη !» συλλογίστηκε ό Πώπος. Καί τό είπε τοΰ κύρ • Γιάννη τοΰ Βενετή, πού πάντα τόν είχε φίλο. Αύτός ό καϊμένος δείχτηκε πρόθυμος. Κι ' έπειδή ίσα - ίσα θά τούφευγε Ινας νέος πού τοΰ κρατούσε τά βιβλία, εύχαρίστο)ς θά δεχόταν στή θέση του τόν Κωσταντή ή τό Διονυσάκη.

— Ά μ ' άφοΰ ήταν έμποροι πρώτα, είπε, θά ξέρουν καλά. Στείλε μου διτοιον θέλεις καί συμφωνάμε.

Κι ' έπήγε ό Διονυσάκης. Γιατί αύτός ανακατευόταν περισ-σότερο μέ κατάστιχα. "Ηξερε μάλιστα καί λίγη διπλογραφία καί κάμποσα ιταλικά. Ασυνήθιστος δμως καί τόν τρόμαξε ή μεγάλη απόσταση τοΰ γαλακτοκομείου. Ιδιαίτερο, άλήθεια, γραφείο στήν Αθήνα ό κύρ - Βενετής δέν είχε - κ ι ' δ γραμμ.ατικός του έπρεπε

180 Γ. ΞΕΝΟΠΟΓΑΟΓ ΑΙΙΑΝΤΑ

νά πηγαίνει μέ τό τραμ τών Πατησίων ή μέ τό σιδηρόδρομο τής Κηφισιάς καί πάλι νά κάνει μισή ώρα μέ τά πόδια. Ή τ α ν βέ-βαια καί τό αμάξι πού κουβαλούσε τό γάλα, μ ' αύτό δέν μπο-ροΟσε νά τδχει στή διάθεση του δ γραμματικός. Μεγάλο βάσανο τέλος πάντων έκεΐ πέρα, «στή έξορία τοΟ Αδάμ» . Κι' ή δουλειά πολλή κι ' ό μισθός μικρός: ένενήντα δραχμές τό μήνα. Κι ' δ Διονυσάκης, άφοΟ συμφώνησε πρώτα, ϋστερ' άρνήθηκε.

— Νά ψάξουμε πουθενά άλλοΰ... μέσα στήν Αθήνα . Ναι, μά ποϋ ; Ό Πώπος έριξε τά μούτρα του καί τδπε σέ

μερικούς μαθητές πού οί πατέρες τους έκαναν έμπόριο. Οί θέσεις δλες πιασμένες! Καί σέ λίγο κατάλαβε δ βιοπαλαιστής πώς τό δυσκολώτερο τού κόσμου θάταν νά τοποθετήσει στήν Αθήνα τούς γέρους του.

«Νά μην έχω κι ' έγώ έναν πλούσιο συγγενή έδώ - πέρα !» συλλογιζόταν καμμιά φορά.

Μά πού νά τόν έβρισκε ; Ά π ό τό σόι τοΰ πατέρα του, στή Ζάκυθο, δλοι, καθώς ξέρουμε, ήταν φτωχοί καί σπουργίτες. Δέν έβγαιναν άπό τόν τόπο. Ψοφοζοΰσαν έκεΐ μέ μικρά έμπόρια—μα-γαζάκια πού πουλούσαν κι ' ένός λεφτοΰ πράμα— ή μέ βάναυσες τέχνες. Ά π ό τό σόι πάλι τής μητέρας του, τής Συριανής, δέν ήταν παρά ένας μπάρμπας ξεχασμένος στήν Πόλη. Τόν έλεγαν πλούσιο, μά ποιός τό ξέρει τί ήταν κι ' αύτός! "Οσο γιά τούς μπαρμπάδες καί τά ξαδέρφια πού ζοΟσαν στή Σύρα, ούτε λόγος. Ό πατέρας τής κυρίας Βιργινίας κάτι άξιζε - μά αύτός ήταν πε-θαμένος πρό πολλοΰ.

Μόνο κάποιος δεύτερος ή τρίτος του ξάδερφος, ό Μαθιός Άδάμης , ζοΰσε στόν Πειραιά δπου είχε μηχανουργείο. Μά ό Πώπος ποτέ δέν άποφάσισε νά πάει νά τόν βρει, άν κ ι ' ή μητέ-ρα του τόν τρωγόταν πάντα. Καί τώρ' άκόμα, πού ήρθε ή ίδια κι ' δλο έλεγε νά κατεβοΰν μιά μέρα στόν Πειραιά, ό ΙΙώπος κου-νοΰσε τό κεφάλι :

- Δέ βαριέστε ! Τόσο μακρινός συγγενής... θά γυρίσει νά μας ίόεΐ ;

— Μά είναι πλούσιος ! — Μά γ ι ' αύτό ίσα ίσα. Τδλεγε μέ πεποίθηση ό Πώπος. Ά π ό μέσα του δμως, υστερ'

άπό τις άποτυχίες των διαβημάτων του, άρχισε νά συλλογίζεται πώς, άλήθεια, μποροΰσε νά δοκιμάσει καί τό μακρινό συγγενή. Μιά θέση, στό μηχανουργείο του, μποροΰσε νά βρεθεί, άν δχι καί δυό. Κι ' έπιτέλους ήταν ό μόνος πλούσιος συγγενής πού είχε στόν κόσμο. "Επρεπε νάπελπιστεΐ χωρίς νά τόν δοκιμάσει; Ποιός ξέρει αν δεν ήταν Ινας λαμπρός άνθρωπος αύτός δ Μαθιός ό Ά -δάμης κι ' αν σέ πολλά δέ θά μποροΰσε νά τοΰ φανεί χρήσιμος,

ΠΛΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 181

έτσι δυνατός πού ήταν ; Άφοΰ καί Δημοτικός Σύμβουλος στόν Πειραιά είχε κάποτε βγει. . . Ή τ α ν μάλιστα στιγμές πού τό μετά-νοι,ωνε πώς, τόσον καιρό, τόσα χρόνια στήν Αθήνα, δέν άποφά-σισε ποτέ νά κάνει τήν ίσως πολύτιμη αυτή γνωριμία.

Καί δμως πάλι τό άνέβαλλε—λές καί βαριόταν, λές καί φο-βόταν, λές καί ντρεπόταν —ώσπου, ένα ώραϊο πρωί, άριβάρησε άπό τή Ζάκυθο δ Αντώνης, φέρνοντας τά πολλά χαιρετίσματα τής Κλεμεντίνας· καί τό πρώτο πού έμαθε, ήταν πώς οί γέροι τοΰ Πώπου ζητοΰσαν καί δέν έβρισκαν θέση.

— Μπά ! είπε" έγώ νά τούς βρώ άμέσως. — Δύσκολο... — Εύκολώτατο! Μά δέν είναι δική σου δουλειά, άφησε με

μένα. Κι ' δ Πώπος τόν άφησε... Πέρασαν έβδομάδες, δέν τοΰ ξανάκανε λόγο γ ι ' αύτό, οί

γέροι μουρμούριζαν πώς στενοχωριούνται, κ ι ' δ Πώπος δ ίδιος άρ-χισε νά ένοχλεΐται πολύ άπ ' χύτη τήν ιστορία, δταν, ενα ώραΐο πάλι πρωί, δ Αντώνης παρουσιάστηκε στό σπίτι τής Δεξαμενής κ ι ' έδωσε τήν είδηση πώς βρήκε δυό θέσεις, δυό!

Κι ' αυτή τή φορά ήταν καλές : Ή μιά στήν τράπεζα τοΰ κ. Γιάννη Μανιά. Μάλιστα! δ,τι άρνήθηκε στόν Πώπο, δ τραπε-ζίτης δέν μπόρεσε νά τό άρνηθεΐ στόν Αντώνη. Ή άλλη ήταν σ' ένα έμπορικό τής όδοΰ Έρμοΰ, πού ό καταστηματάρχης είχε κάνει κάποτε δουλειές μέ τόν Αντώνη. Καί παρουσιάστηκε τό ζήτημα : ποιά θάπαιρνε ό Κωσταντής καί ποια δ Δι ονυσάκης ;

ΙΙιό καλή καί πιό άξιόπρεπη βέβαια ήταν ή θέση στήν τράπεζα. Μά γ ι ' αύτό άκριβώς δ μπάρμπα - Διονυσάκης έπέμενε νά τήν πάρει δ Κωσταντής.

—'Εσύ, έλεγε, πού είσαι πατέρας... Γ ι ' άγάπη τοΰ Πώπου... Έ γ ώ , μονάχος μου, δέν έχω καί τόση άνάγκη άπό άξιοπρέπειες.

—"Οχι, άπαντοΰσε ό Κωσταντής' ίσα - ίσα έπειδή δέν έχεις παρά τόν έαυτό σου, δέν έχεις καμμιά υποχρέωση νά ξεπέσεις. Ά φ η σ έ με μένα.

Ή συζήτηση αυτή έκαμε μιά στιγμή τόν Πώπο νά δακρύ-σει. Οί κακόμοιροι οί γέροι του, τί ευγενικοί, τί άγαπημένοι πού ήταν καί πώς τόν άγαποΰσαν κ ι ' αυτόν ! Γιατί νά τούς κατατρέξει τόσο ή τύχη καί νά περνοΰν τόσο στενόχωρα ύστερνά ; Δέν τούς άξιζε ! δχι μά τήν άλήθεια, δέν τούς άξιζε !

Έπιτέλους συμβιβάστηκαν. Ό Διονυσάκης πήγε στήν τρά-πεζα μέ έκατόν είκοσι δραχμές τόν μήνα" κ ι ' δ Κωσταντής στό έμπορικό μέ όγδόντα.

Ά π ό τότε ή ζωή στό σπιτάκι τής Δεξαμενής άλλαξε στό καλύτερο. Οί αγαθοί γέροι, μέ τήν ίδέα πώς βγάζουν κι αυτοί

1 8 2 Γ. ΞΕΝΟΠΟΓΛΟΓ ΑΠΑΝΤΑ

ώστε νά μ ή ζοΰνε στήν καμπούρα τοΰ ΙΙώπου, έγιναν φαιδρό-τεροι. "Οσες ώρες τουλάχιστο ήταν στό σπίτι—γιατί τΙς περισσό-τερες τώρα έλειπαν—μιλούσαν και γελοΟσαν δπως στόν καλό τους καιρό. Για τίποτα πια δέν έγρίνιαζαν, ούτε για τις άναπο-οιές τής Αθήνας, πού στήν άρχή μέ κανένα τρόπο οέ μποροΰσαν νά τις χωνέψουν. Τώρα δλα τάβρισκαν καλά ή τουλάχιστο υπο-φερτά. Μια έξαίρεση μόνο έκαναν άκόμα : για τή λάσπγ;. Ό ΙΙώ-πος δμο)ς έλεγε πώς λίγο Ιλειπε νά τή συνηθίσουν κι ' αυτή. Άκόμα κι ' ό Λιονυσάκης, ό τόσο λιγόλογος και σκυθριοπός, τά βράδια τους έλεγε ιστορίες κι' έβγαζε κι ' αύτός τά σπίρτα του...

Ξαναγινόταν τέλος πάντων το θαϋμα πού κάνει πάντα ή έρ-γασία. Και δμως ό Πώπος δέν είχε άνακουφιστεΐ σημαντικά άπό τούς δυο μισθούς πού είχαν τώρα οί γέροι. Συνέβηκε ένα πολύ περίεργο: Μόλις βρήκαν θέση οί άεργοι, τοΰ έφυγαν δυό -τρεις μαθητές. Κι' έτσι τό σπίτι είχε πάλι τά ίδια. Ό Πωπος αυτό δέν μπορούσε νά τό έξηγήσει. Ήταν άπλή σύμπτωση, ή κανένας μυστηριώδης Νόμος, άμείλικτος, άναπόφευκτος, πού τον έμπόδιζε νά πάρει άπάνω του, νάνασάνει, νά ζήσει

Νά ένα ζήτημα πού πολλές φορές τδ είχε σκεφτεί ό ΓΙώπος, γιατί πολλές φορές τοΰ είχε συμβεί τό ίδιο. "Εβρισκε παραδείγ-ματος χάρη 5υδ καινούργιους μαθητές; Αμέσως, χωρίς κανένα λόγο, χωρίς καμμιά πρόβλεψη, όλο)σδιόλου ξαφνικά, τοΰ φεύγανε άλλοι δυό. Μα έντελως στά καλά καθούμενα ! θάλεγε κανείς πώς αυτό δέν γινόταν για κανένα άλλο λόγο, παρά μόνο γιατί είχαν προστεθεί οί δυό καινούργιοι. Ά λ λ η φορά πετύχαινε μιά δου-λειά, έκλεινε μιά συμφωνία, ήταν βέβαιος πώς θά είχε Ινα ει-σόδημα ; Αμέσως τοΰ χαλούσε μιά άλλη. "Ο,τι κέρδιζε άπό κει, τό έχανε άπό δω. 'Έτσι, για νά μένει πάντα στά ίδια, για νά μήν μπορεί νά προχωρήσει ούτε ένα βήμα έξω άπό κάποιον κύ-κλο πού τοΰ είχε χαράξει κάποιος θεός, κάποια μοίρα...

Κι ' δχι μόνο στά μικρά, άλλα και στά πιό μεγάλα τό πα-ρατηρούσε αυτό. "Ετσι ήταν ή ζωή του. Άξαφνα, μόλις μεγά-λωσε, μόλις άρχισε νά έργάζεται, νά κερδίζει αύτός, οί γέροι του καταστράφηκαν όλότελα. Έ καταστροφή βέβαια είχε άρχίσει άπό πρ ίν συμπληρώθηκε όμως άκριβώς τήν έποχή πού ό ΙΙωπος άρχισε νά δίνει τά πρώτα μαθήματα. Τότε άναγκάστηκαν νά που-λήσουν και τό σπίτι. Ένώ άν Εξακολουθούσαν νά πηγαίνουν καλά, νά ευημερούν στή Ζάκυθο, νά κερδίζει άπό τάλλο μέρος στήν Αθήνα ό Πώπος δσα έκέρδιζε, πόσο διαφορετική θά ήταν ή θέση του ! Μά θά ήταν πλούσιος, μά θά ήταν ευτυχισμένος, μά θά είχε τώρα τήν Κλεμεντίνα !... Κ ι ' ή ταν τόσο δύσκολο νά γίνει έτσι; Κι' δμως έγινε τό έναντίο ! Είχε άδικο λοιπόν νά μήν τό έξηγεΐ αλλιώτικα παρά μ' ένα Νόμο πού έτεινε πάντα νά φέρει τήν ΐσορ-

ΠΛΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 183

ροπία, τό ισοζύγιο, και νά τόν κρατεί στή θέση πού τοΰ όρίστηκε άπό τό Άγνίοστο ; Κάποτε μίλησε γ ι ' αύτό τό ζήτημα μέ τόν Αντώνη. Κι' 6 γιός τοΰ Γουκάλη, ό πρακτικός, σήκωσε πρώτα τούς ώμους του κι ' ϋστερα έβαλε τά γέλια.

Μά τοΰ φαινόταν τόσο άστεΐο νάνακατεύουν τύχες, μοίρες, θεούς και νόμους σέ τόσο απλά πράγματα τής ζωής !

— Μά νά σοΰ τό Εξηγήσω έγώ, ψυχούλα μου, τοΰ είπε. Τί θέλεις; Γιατί καταστράφηκαν οί γέροι σου ; Γιατί τό μαγαζί έπιασε φωτιά και τούς κάηκε πράμα πού τό χρωστοΰσαν, χωρίς νά τό έχουν άσφαλισμένο. θ ά μοΰ πεις τυχαίο. Έ πυρ-καγιά βέβαια. "Οχι δμως και ή έλλειψη τής άσφάλειας. Γιατί άν οί γέροι σου είχαν μυαλό, θ' άσφαλιζαν τό μαγαζί τότε πού τούς τδπε ό Καλοΰζος.

— Ναί, ψιθύρισε ό Πωπος· σ' αύτό έχεις δίκιο. •— Σέ δλα έχω δίκιο έγώ ! άποκρίθηκε ό Αντώνης. Και μή-

πως είναι μόνο ή ασφάλεια; Πολλές άλλες άνοησίες—Εμπορικές, έννοω, άνοησίες—έκαμαν οί γέροι σου. Και πρώτα - πρώτα, γέμισαν τή Ζάκυθο άπό βερεσέδια. Πού θά πει πώς δέν ήταν οί ά ν θ ρ ω -π ο ι . Τί σοΰ φταίει λοιπόν ή τύχη ή ή φωτιά ; Άλλοι μέ μιά φω-τιά έσώθηκαν. Οί δικοί σου κατάφεραν νά καταστραφούν. "Αλλοι μ.έ τό Εμπόριο τής ξυλείας έκαμαν εκατομμύρια. Οί δικοί σου κατάφεραν νά βγοΰν μέ χρέη. Ηοιός φταίει λοιπόν; ποιός φταίει;

Ό ΙΙωπος τάβρισκε αυτά σωστά. Δέν έννοοΰσε δμως νά πει-στεί άκόμα. Κι' ύστερα άπό λίγων στιγμών σιωπή, έφερε αύτή τήν άντίρρηση :

— Καλά, των γέρων μου ή καταστροφή είναι δπο>ς λές. Τά δικά μου δμως πως τά εξηγείς ; Πώς μοδφυγαν μαθητάδες, μόλις οί γέροι μου πήραν τις θέσεις ; Είναι τύχη έδω ή δέν είναι ; Κι άν είναι τύχη έδω, δέν είναι παντοΰ ;

— Τύχη μή πίστευε! μας έλεγαν μιά φορά οί δασκάλοι μας, άποκρίθηκε ό Αντώνης γελώντας. Μιά σύμπτωση δέ λέγεται τύχη δπιος έσύ τήν έννοεΐς. Αφήνω δά δτι μπορεί και νά μήν είναι μόνο σύμπτωση. Νά, μοΰ φαίνεται πώς σ' αύτές τις περι-στάσεις σοΰ συμβαίνει τό έξής: Ά μ α πετυχαίνεις μιά δουλειά, χο>ρίς νά τό θέλεις και χωρίς νά τό καταλαβαίνεις, παραμελείς τις άλλες. Σέ πιάνει, νά ποΰμε, μιά όκνηρία, μιά άδράνεια' ή δραστηριότη σου λιγοστεύει. Παραδείγματος χάρη, τώρα πού εί-δες τούς γέρους σου μέ θέση και λογάριασες πώς θάχεις άκόμα διακόσιες δραχμές τό μήνα, μπορεί έξαίρετα νά παραμέλησες τούς μαθητάδες σου και γ ι ' αύτό νά σοδφυγαν δυό - τρεις. Άκόμα βεβαιότερο είναι πώς δέν έφρόντισες νά τούς κρατήσεις, νά τούς ξαναφέρεις, ή νά τούς αντικαταστήσεις. Έ γ ώ τουλάχιστο έτσι τό Εξηγώ.

Γ. ΞΕΝΟΠΟΓΑΟΓ ΑΠΑΝΤΑ

Ό ΙΙώπος έμεινε συλλογισμένος... Μέ μεγάλη του έκπληξη, αυτή τήν αδράνεια πού τοΰ έλεγε ό Αντώνης, τήν έβλεπε, τήν αναγνώριζε στόν έαυτό του. Ναί, τόν έπιανε ϊσα - ϊσα άφοΟ πε-τύχαινε καμμιά δουλειά. Τοΰ φαινόταν πώς έδενε τό γάιδαρό του κι ' ήσύχαζε.

— Ναί, ψιθύρισε σέ λίγο' καμμια φορα ισως, δχι παντα

— Πάντα! έπέμεινε ό Αντώνης" δταν είναι καμμια φορα; είναι καΐ πάντα" δ άνθρωπος δέν άλλάζει... Αύτό είναι τό ίδίωμά σου και σέ τοΰτο διαφέρεις άπό τούς άνθρώπους πού είναι προο-ρισμένοι για μεγαλύτερα. Αυτοί, βλέπεις, ϋστερ' άπό κάθε Επιτυ-χία αίστάνονται τή δραστηριότη τους νά διπλασιάζεται. Δέν ησυ-χάζουν, άγωνίζουνται διπλά. Κι' έτσι φτάνουν &ς έκεΐ πού θέ-λουν, γιά νά ήσυχάσουν δικαιωματικά.

"Απ' αύτή τή συνομιλία, ό ΙΙώπος βγήκε μέ πολύ λιγότερη πεποίθηση στόν έαυτό του. Αναγνώριζε πώς ό Αντώνης, ώς ένα σημείο, είχε δίκιο. Δέν μποροΰσε δμως νά παραδεχτεί πώς ή θεωρία τοΰ πρακτικού έξηγοΰσε δλα τά φαινόμενα πού τόν άνη-συχοΰσαν κι' ή ίδέα κάποιου Νόμου, πού θά τά έξηγοΰσε στήν Εντέλεια, έμεινε στό νοΰ του καί ξαναγύριζε κάθε τόσο γιά νά τόν βασανίζει.

Β

οι καινουργιε ! παρεεσ του πωπου

|~ί κυρία Βιργινία Εξακολουθούσε νά θυμίζει τήν Επίσκεψη πού χρωστούσαν νά κάμουν στόν πλούσιο συγγενή τοΰ Πειραιώς. Κι ' Επιτέλους ό Πώπος, γιά νά ευχαριστήσει τή μητέρα του ή καί γιά νά δείξει πώς είχε δίκιο, δταν έλεγε πώς ό μεγάλος Ερ-γοστασιάρχης δέν θά γύριζε νά τούς ιδεί—τήν πήρε μιά μέρα καί πήγαν.

Γύρεψαν πρώτα τόν κ. Μαθιό 'Αδάμη στό γραφείο του" μά Ιλειπε. Άπό κεί, άμα άκουσαν πώς είναι συγγενείς, τούς έστει-λαν στό σπίτι, ένα νιόχτιστο παλατάκι, γεμάτο μάρμαρα, άπάνω στή Λεωφόρο. Τήν ώρα Εκείνη, 6 κ. Άδάμης έλειπε κι ' άπό τό σπίτι. 'Η κυρία Βιργινία Επέμεινε νά ίδεί τή γυναίκα του" κι ' αύτή, άν καί δέν ήταν ώρα γιά Επισκέψεις, άμα έμαθε πώς τή ζητούσε συγγένισσα τοΰ άντρός της άπό τή Ζάκυθο, άποφάσισε νά τή δεχτεί.

"Ετσι ό Πωπος κι ' ή μητέρα του, άφοΰ περίμεναν κάμποση ώρα στό μεγάλο κεφαλόσκαλο, καταστόλιστο μέ γάστρες καί μέ καθρέφτες, έδηγήθηκαν σ' έν' άπέραντο σαλόνι, Επιδειχτικότατα Επιπλωμένο, τέτοιο πού πρώτη φορά έβλεπαν στή ζωή τους κι ' οί δυό. Γιατί τά σαλόνια των Μανιάδων, τά μόνα «άριστοκρα-τικά» πού ήξερε ό Πώπος στήν Αθήνα, δέν ήταν ούτε τά μισά στήν έκταση καί τόν πλούτο, κι ' Εκείνα πάλι πού ήξερε ή κυρία Βιργινία στή Ζάκυθο, δέν ήταν ούτε τό τέταρτο...

'Εκάθησαν δειλά-δειλά σέ δυό μικρές πολυθρόνες καί πε-ρίμεναν χωρίς' νά τολμοΰν ούτε νά μιλήσουν μεταξύ τους, ούτε καλά - καλά νά κοιτάξουν γύρω τους.

Πέρασε σχεδόν ένα τέταρτο. Σ ' αύτό τό άναμεταξύ συνήλ-θαν κάπιος, άρχισαν νά περιεργάζονται τό σαλόνι καί χαμηλό-φωνα, μ' ευλάβεια σά σ' Εκκλησιά, νάλλάζουν τις Εντυπώσεις τους.

— Τί ώραίο αύτό !... — θαυμάσιο ! Ωστόσο δέν παρουσιαζόταν κανείς. Κι ' είχε περάσει σχεδόν

μισή ώρα πού περίμεναν. Μήπως τούς είχαν ξεχάσει; Μήπως

1 8 0 Γ. ΞΕΝΟΠΟΓΛΟΓ ΑΠΑΝΤΑ

δέν συνεννοήθηκαν καλά μέ τήν κυρία;. . . Δέν ήξεραν τί νά κάμουν, σέ ποιόν νάποταθοΟν, τί κουδούνι νά χτυπήσουν" ό Πώπος καταστενοχοιρέθηκε καί στό τέλος φουρκίστηκε.

— Πάμε νά φύγουμε! είπε στή μητέρα του. —"Οχι, καϊμένε... νά φωνάξουμε κανέναν άνθρωπο... Δέν πρόφτασε νά τό πει, καί μιά πόρτα στό βάθος τοΰ σαλο-

νιού άνοιξε σά μονάχη της. Διαπλατώθηκε μάλιστα. Τό οιαπλάτωμα αύτό δέν ήταν καθόλου περιττό, γιατί ή

κυρία πού πέρασε ήταν τόσο χοντρή, ώστε ήταν ζήτημα άν θά τή χωρούσε ή μισή πόρτα. Κι' δχι μόνο χοντρή, μά καί ψηλή, πρώτο μπόι, καί ϊσια, μέ τό κεφάλι σηκωμένο, λες κι ' ήθελε νά φανεί άκόμα ψηλότερη. Προχώρησε ίσα στούς ξένους της, πού είχαν σην.ωθεί σά φοβισμένοι, καί μ' Ινα σοβαρότατο χαμόγελο, σχεδόν άγριο, χωρίς νά σκύψει ούτε τόσο δά τό κεφάλι, έτεινε στήν κυρία Βιργινία ένα τετράπαχο χέρι, κάτασπρο καί γεμάτο δαχτυλίδια. Μά καί στό λαιμό της έλαμπαν μιά σειρά μαργαρι-τάρια, καί στ' αύτιά της δυό μεγάλα διαμάντια, καί στά μαλλιά της άλλα πετράδια, καί παντού. Φορούσε ένα βελουδένιο φόρεμα, μπλέ σκούρο, ντεκολτέ, μέ ούρά, ένα βαρύ φόρεμα συναναστρο-φής, στολισμένο μέ χρυσά γαλονάκια.

IV αύτό έκανε καί μισή ώρα νά παρουσιαστεί; Γιά νά δεχτεί μιά συγγένισσα τοΰ άντρός της άπό τή Ζάκυθο, Ενόμισε χρέος νά βάλει τό καλύτερό της φουστάνι. —Δηλαδή μπορεί νάχε καί καλύτερο, μ' αύτή ήταν ή έντύπωση τής φτωχής κυρίας Βιργινίας.—Γιατί τδκανε άραγε ; Γιά νά τιμήσει τή συγγένισσά της ή γιά νά επιδειχτεί ; Ποιός ξέρει τί γινόταν στό μυαλουδάκι μιας νιόπλουτης Εργοστασιάρχαινας του Πειραιώς, εδώ καί τριάντα χρόνια ! Τό βέβαιο είναι πώς ούτε ή φορεσιά της, ούτε ό τρόπος της, ούτε ή όμιλία της δέν ήταν τέτοια πού νά ξεθαρρευτούν ό Πώπος κι' ή μητέρα του. Τά είχαν καθαυτό χαμένα. Καί καθαυτό μεταβίας κατόρθωναν νά προφέρουν λίγα λόγια, γιά νάπαντούν στις άλλεπάλληλες καί ξερές κάποτε Ερωτήσεις τής κυρίας Άδάμη : Πότε ήρθαν άπό τή Ζάκυθο; Καί που καθόνταν στήν Αθήνα ; Καί τί έργασία κάνει ό νέος; Καί τί συγγένεια έχουν μέ τόν άντρα της; . . .

Είχε θρονιαστεί άντικρύ τους, λιγάκι μακριά, σ' έναν καναπέ πού μόλις τή χωρούσε, καί τούς άνέκρινε. Ήταν δμως όμορφη γυναίκα, άλήθεια. Κάτασπρη, άφράτη, μέ κατακόκκινα μάγουλα, πολύ άνθηρά, άν καί θά είχε περάσει βέβαια τά σαράντα. Τά μάτια της προπάντων μεγάλα, όλόμαυρα, στεφανωμένα μέ λεπτά κανονικότατα φρύδια, θύμιζαν πορτραίτα παλιών Ι ταλών ζωγρά-φων. Τό πάχος μόνο τήν άδικούσε, καί προπάντων ή έκφραση.

Γιατί τό πρόσωπό της Εξακολουθούσε νά μένει άγέλαστο,

ΠΛΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 183

σχεδόν άγριωπό! Κι' δσο προχωρούσε ή συνομιλία, τόσο μεγά-λο)νε κι ' ή σοβαρότη της. θάλεγες πώς οί λεπτομέρειες πού μάθαινε, δέν τήν Ενθουσίαζαν καθόλου. Ή Βιργινία πάλι Εννο-ούσε νά τής τά πει δλα: Πώς τούς κάηκε στή Ζάκυθο τό μαγαζί καί ζημιώθηκαν χιλιάδες, καί καταστράφηκαν πώς άναγκάστη-καν στό τέλος νά πουλήσουν καί τό σπίτι τους, έ'να παλατάκι" πώς ήρθαν στήν Αθήνα, γιά νά ζήσουν κοντά στόν Πώπο, πού δέν μπορούσε ό καϊμένος νά διατηρεί δυό σπίτια" πώς ό άντρας της κι ' ό άντράδελφός της, γιά λίγη βοήθεια, δποχρεώθηκαν νά γίνουν ύπάλληλοι μ' Εξευτελισμένους μιστούς, καί τά λοιπά.

Συνέβαινε μάλιστα καί τούτο τό περίεργο: δσο ή κυρία Βιργινία έβλεπε ψυχρή τή γυναίκα τοΰ Εργοστασιάρχη, τόσο τής έλεγε τέτοια, τόσο τής κλαιγόταν, νομίζοντας Ισως πώς μέ τή δυστυχία της θά τή συγκινούσε. Καί μόνο άφοΰ πέρασε πολλή ώρα κι ' είδε πώς μέ τήν κλάψα δέν έκανε τίποτα, γύ-ρισε τό φύλλο κι' άρχισε νάραδιάζει τις Ελπίδες της : Πώς θά προόδευε γρήγορα ό Πώπος της, πώς θά κέρδιζε χιλιάδες άπό τά διδακτικά βιβλία πού Ετοίμαζε όλοένα, πώς θάδινε Εξε-τάσεις γιά νά γίνει υφηγητής στό Πανεπιστήμιο κι ' άργότερα καθηγητής...

Μά ούτε μ' αυτά δέν συγκινήθηκε περισσότερο ή κυρία Άδάμη. Κι ' όπως στις κλάψες τής συγγένισσας δέν έκανε άλλο παρά νά σηκώνει Ελαφρά τό κεφάλι καί νά ζαρώνει τά φρύδια, έτσι καί στις Ελπίδες της μόλις καί μεταβίας έκαν' ένα νεΰμα Επιδοκιμαστικό, κοιτάζοντας άλλοΰ.;.

"Εδειχνε καθαρά πώς δέν τήν ένιαζε καθόλου άν θά έμενε αίώνια προγυμναστής ή άν θά καταντούσε καθηγητής στό Πανε-πιστήμιο δ γιός άνθρώπων πού κατάφεραν νά καταστραφοΰν... Καί μια στιγμή ξαναρώτησε μ'Επιμονή, σά νάθελε νά Εξακριβώ-σει καλά αύτό τό ζήτημα, τί συγγένεια έδενε τήν κυρία Βιργι-νία Δαγάτορα μέ τό μεγάλο Μαθιό Άδάμη.

— Μά δέν είμαστε καί τόσο κοντινοί συγγενείς, δμολόγησε ή μητέρα τοΰ Πώπου. Νά σας πώ μάλιστα τήν άλήθεια, δέν ξέρω καί καλά-καλά τό βαθμό... Έ χ ω μόνο άκουστά πώς Ινας Άδά-μης, στή Σύρα—ό πατέρας ύποθέτω τοΰ συζύγου σας—πήρε κόρη Φραγκομιχάλη. Κι' έγώ, ξέρετε, Φραγκομιχαλοπούλα είμαι. Στά σπίτι μας, τούς Άδάμηδες πάντα τούς θεωρούσαμε συγγε-νείς...

Ά , έτσι ; Αύτό ήταν δλο κι ' δλο ; Ή κυρία Άδάμη από-ρησε καί θύμωσε πολύ μέ τό θράσος. Χαρά στή συγγένεια ! Ά μ άν ήταν έτσι δλοι οί συγγενείς, τότε δέν θά υπήρχαν στόν κόσμο καί ξένοι!

Ινι' άπό τή στιγμή Εκείνη Εξαλείφτηκε κάθε ίχνος χαμόγε-

1 8 8 Γ . ΞΕΝΟΠΟΓΑΟΓ Α Π Α Ν Τ Α

λου άπό τ ' όλοστρόγγυλο πρόσωπο τής Εργοστασιάρχαινας. Έ π α -ψε μάλιστα καί τις Ερωτήσεις της. Σημάδι πώς ή άκρόαση είχε τελειώσει.

Πρώτος τό κατάλαβε ό Πώπος κι ' έγνεψε στή μητέρα του νά πηγαίνουν. Αύτή άργησε νά τό καταλάβει, δέν άποκρίθηκε στό νεΰμα κι' Ετοιμάστηκε γιά καινούργιες κουβέντες.

Αύτή τή φορά δμως δέν Εμίλησε πια γιά τό σπίτι της καί τούς δικούς της. Μίλησε γιά τό σπίτι τοΰ Άδάμη καί φανέρωσε δλο τό θαυμασμό πού τής προξενούσε τό «μέγαρο», τό λοΰσο του, ή τάξη του, ή όμορφιά τής οικοδέσποινας, άκόμα καί τ ' ωραίο της φουστάνι... Νά ένα πράγμα πού έπρεπε νά τό κάμει άπ' τήν άρχή ! Τό πρόσωπο τής έργοστασιάρχαινας βρήκε τό χαμόγελο του—άγριωπό άκόμα, μά πάντα χαμόγελο—καί μιά στιγμή, πού σ' ένα δεύτερο νεΰμα τοΰ Πώπου ή μητέρα του έκαμε νά σηκω-θεί, ή οικοδέσποινα ευδόκησε νά τήν Εμποδίσει :

— Ά π ό τώρα;. . . Καθήστε άκόμα... Σέ λίγο θάρθει κι ' ό κύριος.

Καί νά, τή στιγμή πού τδλεγε, άκούστηκαν στό διάδρομο τά βήματα τοΰ κ. Μαθιοΰ Άδάμη.

Ήταν ένας κοντός, μαυροντυμένος, άδύνατος, μέ ψαρά γένια καί μέ μεγάλη μύτη. Ζωηρός δμως, νευροδεμένος κι ' ευκίνητος. Ή φυσιογνωμία του καί πρό πάντων τά μάτια του φανέρωναν τή χιώτικη καταγο>γή του. Ήταν μιά δύναμη ό άνθρωπάκος αύτός, πού μέ τήν παρουσία του, θάλεγες, γέμισε τό άπέραντο Εκείνο σαλόνι.

Καί στή συμπεριφορά του, στόν τρόπο του, τό άκρο άντί-θετο τής γυναίκας του : πολύ όμιλητικός, εύπροσήγορος, κομπλι-μεντόζος μάλιστα, έκαμε τήν καλύτερη δεξίωση στούς μακρινούς συγγενείς. Μά κι ' οί πιό κοντινοί νά ήταν, δέν θά τούς δεχόταν καλύτερα 6 άνθρωπος. Έφτασε μάλιστα, δταν άκουσε πώς ό II©-πος ζοΰσε χρόνια στήν Αθήνα, νά παραπονεθεί πώς δέν πήγε νά τόν γνωρίσει νωρίτερα.

— Ά μ καί τί άλλο έχει κανένας άπό τούς συγγενείς του ; είπε γλυκά καί μελαγχολικά, θ ά μοΰ κάνατε μεγάλη ευχαρί-στηση, αύτή δά πού μοΰ κάνατε σήμερα... Έ , κάλλιο αργά παρά ποτέ... ,

Ό ΙΙώπος κι ' ή μητέρα του αίστανόνταν άληθινή άνακού-φιση. Ένόμιζαν πιά πώς βρίσκουνται σέ σπίτι δικό τους. Κι ' ή συνομιλία Εξακολούθησε. Τώρα ρωτοΰσε ό Εργοστασιάρχης ^ κι ' άποκρίνονταν οί Επισκέπτες. Ή κυρία Άδάμη, θρονιασμένη πάντα στόν καναπέ, δέν έβγαζε μιλιά. Καί τά μεγάλα της μαΰρα μάτια, δπου καθρεφτιζόταν κάποια πλήξη, γύριζαν δλο προς τά ψηλά. Λές καί τά τραβούσε δ κρυστάλλινος πολυέλαιος, πού λαμποκο-

ΠΛΟΓΣΙΟΙ Κ Α Ι ΦΤΩΧΟΙ 1 8 9

ποΰσε, στή μέση άκριβώς, άνάμεσα παρκέτου καί ταβανιοΰ... Επιτέλους σηκώθηκαν νά φύγουν. Κανένας δέν τούς Εμπό-

δισε αύτή τή φορά' ό κ. Άδάμης Εξακολουθούσε τά κομπλιμέντα του. Κι' ή κυρία Άδάμη βρήκε στό τέλος νά πει ένα πού άξιζε πολλά...

— θάρθοΰμε καί μείς μιά μέρα νά σας ιδούμε στήν Αθήνα. . . —"Ω, μεγάλη τιμή κι ' ευχαρίστηση ! — Μά Εννοείται πώς θάρθοΰμε, πρόσθεσε κι ' ό κ. Άδάμης.

Χρέος μας!. . . Τήν πρώτη φορά πού θάνεβοΰμε στήν Αθήνα γιά Επισκέψεις, θάρθοΰμε.

Στό δρόμο, ή κυρία Βιργινία είπε τοΰ γιοΰ της θριαμβευτικά : — Είδες λοιπόν πού δέν ήθελες νά πάμε νά ίδοΰμε τούς

συγγενείς μας ; Οί άνθρωποι μας δέχτηκαν λαμπρά. Δέν πιστεύω νάχεις κανένα παράπονο;...

Ό Πώπος κούνησε τό κεφάλι του. Τήν ψυχρότητα τής κυρίας Άδάμη τήν αίστανόταν μέσα τοΰ βαθιά, κι ' άν οί τρόποι τοΰ Ερ-γοστασιάρχη στήν άρχή τόν είχαν ξεθαρρέψει, τώρα δυσπιστοΰσε πολύ καί τούς υποπτευόταν γιά ψεύτικους. Είχε δά τόση πείρα τοΰ κόσμου κι ' ό ΙΙώπος, ό άπραγος Πώπος, γιά νά ξέρει πώς τά πολλά κομπλιμέντα δέν παίρνουνται τοίς μετρητοίς. Κι' άποκρί-θηκε στή μητέρα του:

— Δέ βαριέσαι! Εκάναμε μιά τρύπα στό νερό... Ή κυρία Βιργινία διαμαρτυρήθηκε ζωηρότατα : — Ά , μά πολύ παράξενος ε ίσαι! Τί ήθελες Επιτέλους ; νά

μας κρατήσουν καί στό τραπέζι, πρώτη φορά πού μας έβλεπαν, ή νά βγάλουν νά μας δώσουν κανένα χιλιάρικο, ή νά μας χαρί-σουν κανένα διαμαντικό ;... Δέν άκουσες ; θάρθοΰν νά μας κά-μουν Επίσκεψη. Καί μεΐς θά ξαναπάμε, καί Εκείνοι θά ξαναρ'θοΰν, καί θά συνδεθούμε. Έ τ σ ι γίνουνται αυτά τά πράματα... Σ ι γά -σιγά.

— Καλά, .περίμενε, ψιθύρισε ό Πώπος. — Μά τί, έχεις τήν ίδέα πώς δέ θάρθοΰν ; — Έ γ ώ ; "Οχι! . . . μπορεί νάρθοΰν, δέν είναι δύσκολο... — Έ , κι ' άφοΰ θάρθοΰν, δέ θά ξαναπάμε μεΐς ; Καί δέ θά

ξαναρθούν καί κείνοι; . . . — Ά , μόνο αύτό μήν περιμένεις ! Μπορεί νάρθοΰν μιά φορά,

μά δεύτερη δχι. Κι ' Εδω θά κλείσει... ή τρύπα πού κάναμε στό νερό...

Λοιπόν δχι. Ό Πώπος βγήκε γελασμένος. Γιατί ούτε μιά φορά δέν πήγαν νά τούς κάμουν βίζιτα οί Άδάμηδες! Ή κυρία Βιργινία τούς περίμενε μέρες, Εβδομάδες, μήνες. Τίποτα! ποιός

1 9 0 Γ. 3.ΈΝΟΠΟΓΑΟΓ Α Π Α Ν Τ Α

ξέρει, στό διάστημα αύτό, πόσες φορές είχαν άνεβεΐ στήν Αθήνα γιά Επισκέψεις. Μά τό αμάξι τους δέν καταδέχτηκε νά πάρει τά Οψη τής Δεξαμενής. "Κ, δπως νά πεις καί κατσάβραχα... Κι ' δ ΙΙώπος Ιλεγε στή μητέρα του:

— Είδες λοιπόν, είδες ; Σά σοΰλεγα έγώ πώς δέν έχουμε στόν κόσμο κανένα...

Καί τέλειωνε τή φράση του μέ κούνημα τοΰ κεφαλιού. Ή κυρία Βιργινία, άφού άναγνώρισε τό άδικό της, έπαψε

σιγά-σιγά νά κάνει λόγο γ ι ' αύτό τό ζήτημα. 'Ό ΙΙώπος δμως δέν έπαψε νά τό συλλογιέται. Ήταν ένα πράγμα πού, άν καί τό περίμενε, τοΰ έκανε μεγάλη Εντύπωση. Αύτό σημαίνει πώς, μ' όλη τή βεβαιότητα πού φανέρωνε, άπό μέσα του είχε καί κάποια Ελ-πίδα. Μπορούσε, άλήθεια, νά μή τούς περιφρονούσαν τόσο οί πλούσιοι Εκείνοι συγγενείς...

'Αλλά τί συγγενείς ; Δέ βαριέσαι ! 'Απ ' τής συκιάς τό γά-λα... "Ενας Άδάμης, λέει, πήρε μιά φορά κάποια Φραγκομιχαλο-πούλα. Έ , αυτός ό Άδάμης πιθανό νά ήταν κι ' ό πατέρας τοΰ κ. Μαθιοΰ. Ή Φραγκομιχαλοπούλα δμως πού πήρε, τί σχέση είχε άραγε μέ τή Δαγατορίνα ; Νά ήταν άπό τήν οικογένεια τήν πατρική της, ή άπό άλλη συγγενική, ή απλώς ομώνυμη ; Τρέχα γύρευε!

Γιά ένα πράγμα μόνο ήταν βέβαιος τώρα ό Πώπος Δαγά-τορας : Πώς ό πλούσιος Εργοστασιάρχες τοΰ Πειραιώς δέν είχε καμμιά συγγένεια μαζί του. Στις φλέβες τους δέν έρρεε καθόλου τό ίδιο αίμα. Ούτε μιά σταγόνα κοινή. Κι' αύτό έξηγοΰσε πολλά.

Γιατί πως άλλιώτικα ό κ. Μαθιός Άδάμης θάταν τόσο διαφορετικός άπό δλους τούς Δαγατοραίους κι ' άπ ' δλους τούς Φραγκομιχαλαίους, τούς στενούς τουλάχιστο συγγενείς τής μητέ-ρας του ; Άλλο σόι, άλλη ράτσα, δπως θάλεγε πάλι ό γέρο - Ρου-κάλης. Καί «άλλα μάτια» πρόσθετε ό Πώπος.

Γιατί, πραγματικώς, καί τά μάτια τοΰ Μαθιοΰ Άδάμη φά-νηκαν στόν Ηώπο άλλιώτικα. Ήταν τά μάτια των άνθρώπων πού είναι ή γίνουνται πλούσιοι. Είχαν τό ιδιαίτερο Εκείνο, τό άνέκφραστο, πούχαν καί τά μάτια τών Γουκαλαίων, τών Μανιά-δων, τών Βενετήδων καί τόσων άλλων παραλήδων πού είχε γνω-ρίσει στή ζωή του καί προσέξει. Αύτό, βλέπετε, τοΰ είχε γίνει ψύχωση σωστή. Χρόνια όλάκερα τώρα παρατηρούσε τούς άνθρώ-πους στά μάτια, προσπαθώντας νά μαντέψει άν ήταν άπό τή μιά ράτσα ή άπό τήν άλλη. Καί Ενόμιζε πώς δέν γελιόταν ποτέ. "Ως τώρα δηλαδή ούτε μιά παρατήρηση δέν είχε διαψεύσει τήν ιδέα του, τή θεωρία του. Κι' αύτός ό κ. Άδάμης, μέ τά μεγάλα, τά φλογερά, τά παράξενα μάτια, πού έλαμπαν στό χλωμό του πρό-σωπο κι ' έκαναν άνθρωπο τόσο Επιβλητικό τό αδύνατο Εκείνο γε-

Π Α 0 Γ 2 Ι 0 Ι ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 1 9 1

ροντάκι, τήν Επικύρωνε άκόμα μιά φορά μέ τόν περιφανέστερο τρόπο. Γιατί ό άνθρωπάκος δέν είχε μόνο δυό άλλόκοτα μάτια, παρά καί δυό γερά Εκατομμύρια, έλεγαν.

Μιά μέρα ό Πώπος παραπονέθηκε γ ι ' σιύτά δλα στόν Αν-τώνη.

—"Επαθα μιά βρωμοοουλειά, τοΰ είπε, πού δέν ήθελα χει-ρότερη. Μ' έφαγε ή μητέρα μου νά πάμε νά γνωρίσουμε κάποιο συγγενή μας στόν Πειραιά. Τόν Άδάμη, πού έ/%ει τό μηχανουρ-γείο, θά τόν ξέρεις...

— Τον Άδάμη δέν ξέρω, καϊμένε ; τόν έκοψε ό Αντώνης. Μά είναι συγγενής σας αύτός;

—"Ετσι λέει ή μητέρα μου. Τέλος πάντων πήγαμε, γνωρι-στήκαμε, καί μ' αύτόν καί μέ τή γυναίκα του, μας είπαν πώς θάρθοΰν κι ' αύτοί νά μας Επισκεφθούν, είναι δυό - τρεις μήνες τώρα, κι ' άκόμα τούς περιμένουμε. Κατάλαβες δηλαδή περιφρό-νηση ;... Μά τί άνάγκη ε ^ α Εγώ, σέ παρακαλώ; Επιτέλους, άν Εκείνος είναι Εργοστασιάρχης, Εγώ είμαι διδάκτοιρ, Επιστήμων ! "Αχ, τί μοΰ κάνει Εκείνη ή μητέρα μου μέ τις ίδέες της ! Καί τής τδλεγα Εγώ, τής τδλεγα. Γιατί τούς ξέρω καλά αυτούς τούς πλούσιους, τούς πρόστυχους... Τέλος πάντων, φίλε μου, τό φυσώ καί δέν κρυώνει. 1Ιάο> νά σκάσο>, δταν τό συλλογιέμαι... Γιά νά ευχαριστήσω τή μητέρα μου, νά πάθω έγώ τέτοια δουλειά !

— Τίποτα δέν έπαθες, είπε ό Αντώνης ζωηρά. — Μπά, τό θεοιρείς μικρό έσύ αύτό ; —"Λκου πού σοΰ λέω, τίποτα δέν έπαθες. Τό άδικό σου

είναι πού περίμενες Επίσκεψη άπό τούς Άδάμηδες. Μ' αύτοί οί άνθριυποι δέν κάνουν Επισκέψεις σέ μας. Αύτό έπρεπε νά τό ξέ-ρεις. Ή μητέρα σου δμως έκανε πολύ καλά πού θέλησε νά γνω-ριστείτε. Σέ συμβουλεύω μάλιστα νά καλλιεργήσεις τή σχέση τών Άδάμηδων.

—"Ελα, Χριστέ! φώναξε ό Πώπος. Τί νά καλλιεργήσω ; τί ; Μήν Εννοείς νά ξαναπάο) νά τούς κάνω βίζιτα ;

— Ναί, άποκρίθηκε ό Αντώνης, κι ' αύτό. Ά μ α σουρθεί βολικά καί κατεβείς καμμιά μέρα στόν Πειραιά, πέρασε νά ίδεΐς τόν κ. Άδάμη, τουλάχιστο στό γραφείο του. Νά ιδείς πού τό πρώτο πού θά σοΰ πεί θά ε ίναι : «"Αχ, κύριε Δαγάτορα, πώς σας ντρέπομαι!... Νά μήν έρθουμε άκόμα νά σας άνταποδώσουμε τήν Επίσκεψη ;... Κάθε μέρα τό λέμε μέ τή γυναίκα μου». Αύτό, μοΰ φαίνεται, θά σέ ικανοποιούσε. Μά κι ' άν δέν θέλεις νά ξαναπάς, έστω, νοικοκύρης είσαι. Στέλνε τους δμως κάπου - κάπου τό μπιλιέτο σου. Τήν Πρωτοχρονιά, τό Πάσχα, στις γιορτές τους καί τά λοι-πά. Νά ιδείς πώς θά σού στέλνει κι ' δ κ. Άδάμης τό δικό του. "Ετσι καλλιεργούνται οί σχέσεις μέ τέτοιους άνθρο>πους. Καί μιά

1 9 2 Γ. ΞΕΝΟΠΟΓΛΟΓ Α Π Α Ν Τ Α

μέρα, άν τύχει νά λάβεις τήν άνάγκη του, θάχεις δλο τό θάρρος νά πάς νά τόν βρεις.

— Έ γ ώ ; ! έκαμε ό ΙΙώπος μέ φρίκη. Νά γυρέψω έγώ χάρη άπό τόν κ. Μαθιό Άδάμη ;... Καί νά τοΰ στέλνω κάθε τόσο τό μπιλιέτο μου, μ 'έγκάρδιες ευχές, γιά τέτοιο σκοπό;... Ά , δέ μ' έμαθες άκόμη Αντώνη! Μά πότε μέ είδες νά κάνω τέτοιο πράγμα στή ζωή μου;.. . "Οχι, δχι, ούτε τό μπιλιέτο μου θά τοΟ στείλω, ούτε θά τόν ξαναδώ στά μάτια μου. Εκτός άν έρθει νά μ' έπισκεφθεΐ, δπως πήγα κι ' έγώ. Έ τ σ ι μόνο τό έννοοΟσα. Κι' αύτό πάλι δχι μέ σκοπό. Μιά βοήθεια, μιά ύποστήριξη, μπο-ρούσε τότε νάρθει μονάχη της, δπως συμβαίνει μεταξύ συγγε-νών πού άγαπιοΰνται. Γιατί τί θά πει, σέ παρακαλώ, συγγενής; "Αν καί, σοΰ είπα, αύτός ό κ. Άδάμης δέν είναι καθόλου συγ-γενής μας.

— Ναί, έχεις δίκιο, ψιθύρισε ό Αντώνης, μέ Οφος άνθρω-που πού κρίνει περιττό νά Εξακολουθήσει ή συζήτηση.

Γιατί τόν τελευταίο αυτόν καιρό, ό νέος Ρουκάλης είχε άπελπισθεΐ τέλεια άπό τόν ύποψήφιο γαμπρό του. Τοΰ έκανε άκόμα παρατηρήσεις, τοΰ έδινε συμβουλές, έθύμωνε, μά χωρίς νά Επιμένει. Τόν θεοιροΰσε κεφάλι άγύριστο καί τόν άφηνε μέ τις ίδέες του. «Τέτοιος γεννήθηκε, τέτοιος θά πεθάνει», συλλογι-ζόταν.

Ό ΙΙώπος τό καταλάβαινε. Μά δέν Επέμενε ούτε αύτός. Κι' άν μιλούσε άκόμα μέ τόν Αντώνη γιά τέτοια, ήταν γιατί δέν είχε πιό στενό φίλο στήν Αθήνα.

Οί γνωριμίες του ήταν πάντα περιορισμένες. Τό Μένη Μανιά, πού έλειπε καθώς είπαμε στή Γερμανία, δέν τόν είχε άντικατα-στήσει κανεί;. Είχε γνωριστεί μέ κάμποσα σπίτια μαθητών του, μά συστηματικές σχέσεις δέν καλλιεργοΰσε σχεδόν μέ κανένα. Βίζι-τες ούτε έκανε ούτε δεχόταν. Μόνο άφοΰ έφερε τούς δικούς του, γιά νά ευχαριστήσει τή μητέρα του, τήν πήγε σέ δυό - τρία άπ' τά γνωστά του αύτά σπίτια, καί πρώτα - πρώτα στό σπίτι τοΰ κύρ - Γιάννη τοΰ Βενετή, πού τό θεωροΰσε πάντα τό καλύτερο. Τά παιδιά είχαν μεγαλώσει. Ή Α γ λ α ΐ α ήταν πιά κορίτσι τής παντρειάς, μέ τά γαλλικά της, μέ τό πιάνο της καί μέ μιά προίκα άπό διακόσιες τουλάχιστο χιλιάδες.

— Νά νύφη μιά φορά! έλεγε μέ ζήλεια ή Δαγατορίνα. Καί τί δμορφη !

Καί θάλεγε περισσότερα, άν δέν ήξερε καλά πώς ή ιδέα τοΟ Πώπου ήταν πάντα γιά τήν Κλεμεντίνα.

Ό Κωστάκης πάλι ήταν φοιτητής τής Νομικής. Σέ δυό - τρία χρόνια θά τελείωνε, κι' ό πατέρας του έλεγε πώς θά τόν έστελνε καί πάρα - δξω, γιά νά λουστραριστεί. Πραγματικώς τί άλλο άπό

ΠΛΟΓΣΙΟΙ Κ Α Ι ΦΤΩΧΟΙ 183

ένα λοΰστρο χρειαζόταν ό γιός τοΰ πλούσιου γαλατά; Άφοΰ πάντρευαν τήν Α γ λ α ΐ α , θά τούμενε κι ' αύτουνοΰ μιά γερή πε-ριουσία, γιά νά ζεϊ χωρίς νά κάνει τίποτ' άλλο παρά νά εισπράτ-τει εισοδήματα.

— Νά εύτυχισμένοι άνθρωποι! έλεγε μέ ζήλεια ή Δαγα-τορίνα.

Καί θάλεγε περισσότερα, άν δέν ήξερε πάλι πώς ό γιός της δέν έκτιμοΰσε πολύ αύτοΰ τοΰ είδους τις εύτυχίες...

"Οσο γιά τήν κυρία Τζούλια, τήν παλιά του σπιτονοικο-κυρά, ό Πώπος τή σύστησε μιά μέρα στή μητέρα του—άπαντή-θηκαν κατά τύχη στό δρόμο—μά δέν τήν πήγε καί στό σπίτι της.

Ή διαγωγή τής Ζηνοβίας πού είχε καταντήσει κοκότα, δέν τό συγχωροΰσε. Τόν Γιάννη Μανιά, τόν τραπεζίτη, τόν είχαν δια-δεχτεί κοντά της άλλοι πολλοί. Κι' δλο μεγαλουσιάνοι, παρα-λήδες, Επίσημοι. Άκόμα καί κάποιος πρεσβευτής. "Οσο γ ι ' αύτό, κανένα παράπονο δέν μποροΰσε νάχει ό άδελφός της ό Ζέππος, πού είχε γίνει κι ' αύτός ένας πολύ όμορφος νέος, τής μόδας, πολύ σίκ, πολύ ντιστεγκέ—ήταν ή συνηθισμένη λέξη Εκείνον τόν καιρό—καί ζοΰσε χωρίς νά κάνει άλλο τίποτα, παρά νά λουσά-ρεται καί νά γυρίζει στά κέντρα.

Τόν τελευταίο αύτόν καιρό, ό ΓΙώπος έκανε παρέα καί μέ κάποιους άλλους, πολύ παράξενους άνθρώπους, πού μαζευόνταν τά βράδια σέ μιάν άκρη τοϋ μεγάλου καφενείου Χαραμή στήν Όμόνοια.

Οί άνθρ(οποι αύτοί ήταν οί Μποέμ τής Αθήνας τοΰ καιροΰ Εκείνου. Φτωχοί, κακοντυμένοι, μισοπάλαβοι, καθένας μέ τή λόξα του, χωρίς δουλειά οί περισσότεροι, άποτελοΰσαν μιά μεγάλη συντροφιά, πού κινοΰσε τήν προσοχή δλου τοΰ καφενείου. Ά π ό τά κοντινά τουλάχιστο τραπεζάκια οί θαμώνες άφηναν τις δμι-λίες τους ή τό σκάκι τους, γιά νά προσέχουν τις κουβέντες καί τά καμώματα τών Μπ.οέμ.

Πώς γνωρίστηκε μ' αύτούς ό Πώπος Δαγάτορας καί πώς τραβήχτηκε τόσο ώστε νά τούς κάνει παρέα ;

Αξίζε ι νά τό διηγηθοΰμε. Έ ν α ν καιρό, λίγο πριν φέρει τήν οικογένεια στήν Αθήνα,

5 Πώπος έτρωγε μεσημέρι - βράδυ στό ξενοδοχείο τοΰ Καψή, καινούργιο τότε στά Χαυτεϊα. Έ κ ε ΐ τοΰ κίνησε τήν προσοχή, ταχτικός πελάτης σαν κι αύτόν, ένας μεσόκοπος μέ πολύ ευγε-νική φυσιογνωμία, πού πάντα δμως έκανε φασαρία μέ τά γκαρ-σόνια. Φαίνεται πώς ήταν πολύ ιδιότροπος στό φαΐ του. Δέν Εγύ-ρευε μόνο απόλυτη καθαριότητα στά σερβίτσια, παρά καί κάτι

Τόμος ίε,ύτερος ];{

1 9 1 Γ. ΞΕΝΟΠΟΓΑΟΓ ΑΠΑΝΤΑ

φαγιά πού δυσκολεύονταν νά τοΰ τά κάνουν. Παραδείγματος χάρη, τδ αύγδ άλά - κοκ έπρεπε νά είναι πηγμένο άκριβεστατα στο βαθμό πού ήθελε- λιγάκι πιό σφιχτό, λιγά*1 π ι ό νερουλό, τδδινε πίσω μέ φωνές. Οιοδήποτε πιάτο πού θά ε·ίχε λίγο πιπέρι, τήν ίδια σήκωνε τρικυμία. Ά π ' αύτά κι ' άπό *άτι μπουκαλάκια μέ φάρμακα, πού συνόδευαν πάντα τά γεύματιί του< ό ΙΙώπος κατα-λαβε πώς ό συμπαθητικός έκεΐνος άνθρ<.ιπ«ς 2έν ήταν κανένας παράξενος παρ' απλούστατα άρρωστος άπ ' ΐ ό στομάχι.

] Ιολλές φορές έτυχε νά καθήσουν στό ίδιο τραπέζι—τό πιό προφυλαγμένο τής σάλας, γιατί κι ' οί δυό ^οβόνταν τά ρεύματα.

Κι' ένα βράδυ, ύστερ' άπό κάποιο καυ'γά μέ τά γκαρσόνια, ό μεσόκοπος κύριος, θυμο^μένος άκόμα, γύρισε στόν Πωπο καί τοΰ είπε :

— Βλέπετε κατάσταση ;!... Είνε άδύ^ατο νά σας κάμουν Εκείνο πού τούς γυρεύετε !... Δέν καταλαβαίνουν ; Τό κάνουν Επί-τηδες γιά νά φουρκίζουν τόν πελάτη; Μυστήριο! Νά, άπόψε πάλι μοΰ φέρνουνε μέ τά ψητό τηγανισμένες πατάτες, Ινώ ξέρουν πώς έγώ θέλω βραστές.

Ό Πώπος τοΰ άποκρίθηκε άνάλογα μ£ τήν περίσταση κ ι ' ό μεσόκοπος κύριος Ενθαρρύνθηκε νά Εξακολουθήσει:

— Καί μήπως βρίσκει κανείς πουθενά καλύτερα ; 'Εγύρισα δλα τά Εστιατόρια τής Αθήνας · παντοΰ τί* Κ ι α ! Έ γ ώ , καθώς υποφέρω έτσι, έπρεπε νά τρώγω στό σπίτι. 'Αλλά δυστυχώς δέν έχω οικογένεια. Καί σεις βέβαια όμοιοπα(θής είστε, γιατί σας βλέπω πάντα στό ξενοδοχείο- άλλά τουλά/ .^το έχετε γερό τό στομάχι σας!

Καί στόν τόνο τής φωνής του, καθώιδ έλεγε τά τελευταία αύτά λόγια, καί στή ματιά πού έριξε στ>ό πιάτο τοΰ ΙΙωπου, διακρινόταν κάποιος φθόνος. Ναί, ό άνθρωπο; Εκείνος τοΰ φθο-νούσε τήν υγεία τοΰ στομαχιοΰ καί θάδινε βεβαιότατα τά μισά χρόνια τής ζωής του, άν μπορούσε κι ' αύτός νά χωνεύει τά παχιά, τά βαριά φαγητά πού γέμιζαν πάντα τά πι ιάτα τοΰ ΙΙώπου. Τοΰ το είπε μάλιστα :

— Έ γ ώ , άν έτρωγα άπόψε αύτό τό σιτιφάδο, μποροΰσε νά μήν ξημερωθώ.

— Μ' άπό τί υποφέρει τό στομάχι σα'ζ "> ρώτησε ό Πώπος. Τό Ενδιαφέρο του θάταν πολύ ευγενικοί γιατί ό μεσόκοπος

κύριος, πριν πει τδνομά του, πρίν τοΰ γυρέ ;Ψε ι δικό του, τοΰ μίλησε διεξοδικά γιά τήν άρρώστεια του. Περίεργη άρρώστεια, άλήθεια, γεμάτη ιδιοτροπίες- ό άνθρωπος δέ^ν Εχώνευε, παρά όρι-σμένα πράγματα. Τρία σπυριά πιπέρι στήΙ μπριζόλα του, ήταν ικανά νά τόν άφήσουν άγρυπνο δλη τή ν ί χ τ α . Τά ίδιο, άν ή μπριζόλα ήταν άψητη ή παραψημένη. Τό ί>διο, άν στό ριζόγαλο

ΠΛΟΓΣΙΟΐ ΚΑΤ ΦΤΩΧΟΙ 195

ή στήν κρέμα γελιόταν νά ρίξει καί λίγη κανέλα. Το κακό, τό μεγάλο βάσανο, ήταν πώς Εκείνα άκριβώς τά πράγματα τόν έβλα-βαν, πού έμπαιναν συνήθως σ' δλα τά φαγιά - Επίσης κ ι ' οί πιό συνγ;θισμένοι τρόποι τής μαγειρικής. Γι ' αύτό ούτε ό μάγειρος τοΰ ξενοδοχείου ούτε τά γκαρσόνια, κι ' άν ήθελαν άκόμα, δέν μπορούσαν νά τόν εύχαριστήσουν. 'Απ ' αύτό κι ' ή αίώνια φασα-ρία πού γινόταν γύρω στό τραπέζι του : θυμοί, φωνές, διαμαρτυ-ρίες, δικαιολογήσεις, σύρε κι ' έλα.

Πολλές φορές, ό ίδιος ό ξενοδόχος άναγκαζόταν νά πλη-σιάζει, νά ρωτά τί τρέχει, νά συμβιβάζει. Καί θά τον έδιωχναν Επιτέλους ώς άνυπόφορο, άν δέν ήταν καλός πελάτης—έτρωγε Εκλεκτά καί πλήρωνε τό λογαριασμό χωρίς άντιλογίες—καί άν προπάντο>ν δέν άφηνε γενναίο πουρμπουάρ στά γκαρσόνια.

Τό ίδιο κείνο βράδυ πού πρωτομίλησαν, ό Πώπος έμαθε πώς ό μεσόκοπος κύριος ήταν γραμματικός σέ κάποιο υπουργείο, δτι καταγόταν άπό τήν Κέρκυρα—έλειπε δμιος χρόνια—κι' δτι λεγό-ταν Σπύρος Καλούτης. Γνωρίστηκαν έτσι καί τυπικά, καί άπό τότε καθόνταν πάντα στά ίδιο τραπέζι.

"Γστερα άπό τήν άρρώστεια τοΰ στομαχιοΰ, ό Σπύρος Κα-λούτης μίλησε στόν Πώπο γιά κάποιο φίλο του. Μά μέ μεγάλο σεβασμό καί θαυμασμό.

— Είναι φιλόσοφος, τοΰ είπε, μά δέν ξέρεις τί φιλόσοφος! — Πώς λέγεται ; — Χαρίσης.. . Λέων Χαρίσης. — Κα! ποΰ βρίσκεται ; — Στήν Κέρκυρα. Δυστυχώς δέν ήρθε φέτος άκόμα. Αύτό

τό μήνα δμως τόν περιμένω. —"Ωστε θά τόν γνωρίσω κι ' έγώ.. . — Ά , καί θά κατενθουσιαστείς! Καθώς είσαι μάλιστα καί

μαθηματικός... Γιατί καί κείνος είναι. . . Πολύ σπουδαίος μάλι-στα ! Φαντάσου δτι κάνει πρωτότυπες Εργασίες πού τις θαυμά-ζουν οί καθηγηταί. Ρώτησε καμμιά φορά τό Αάκωνα ή τόν Κυζι-κηνό, νά σοΰ ποΰν τί Εστί Λέων Χαρίσης!

Μά δέν είχε κ ι ' άλλη κουβέντα ό Σπύρος Καλούτης. 'Ή γιά τό στομάχι του θά μιλούσε ή γιά τό φιλόσοφο. "Ετσι κατάντησε σιγά - σιγά νά Ενδιαφερθεί γ ι ' αύτόν κ ι ' ό ΙΙώπος καί ν' άνυπο-μονεί πότε νάρθει άπό τήν Κέρκυρα γιά νά γνωρίσει τό θαΰμα...

Επιτέλους , μιά μέρα, ό Καλούτης, μέ τή χαρά ζωγραφι-σμένη σ' δλο του τό πρόσωπο, τοΰ έδωσε τή μεγάλη είδηση :

— Ή ρ θ ε ό Χαρίσης ! — Μπά ! Καί πότε ; — Σήμερα τό πρωί. —"Ε, δέν θά τόν γνωρίσω κι ' έγώ ;

Γ. ΞΕΝΟΙΙΟΓΛΟΓ ΛΙΙΑΝΤΛ

—Απόψε κι ' δλα ! Ά ν θέλεις, μετά τό φαγητό, πάμε μαζί νά πάρουμε τόν καφέ στό καφενείο τοΟ Χαραμή. Έ κ ε ΐ έχουμε δώσει ραντεβού.

Επήγαν . Κι ' ό Πώπος έγνώρισε πραγματικώς έναν πολύ περίεργο τύπο. Θά ήταν καμμιά τριανταπενταριά χρονών. Φαι-νόταν δμιος πολύ μεγαλύτερος, γερασμένος πρόωρα άπό άγνυ>στα βάσανα. Τό κυριότερο βέβαια θάταν ή φτώχεια" γιατί καί τώρ' άκόμα τό έξωτερικό του, τά ροΰχα του, ό γιακάς του, τά πα-πούτσια του, δλα έδειχναν τόν άνθρωπο πού έχει πολύν καιρό νάρθει σέ σχέση μέ ράφτη ή παπουτσή. Τά μάγουλά του ήταν σκαμμένα καί τ* γένια του, άριά • άριά, έκαναν τό χλο)μό πρό-σωπο του νά φαίνεται άκόμα πιό άδύνατο. Ά ν ό άνθρωπος αύτός δέν είχε περάσει μιά μεγάλη άρρώστεια, όρισμένως θά είχε γνω-ρίσει ήμερες πείνας άληθινής. Τί μεγάλο δμως τό μέτωπό του, πλατύ, φουσκωτό, φωτεινό, καί τί ώραΐα τριγυρισμένο άπό τά λίγα έκεΐνα καστανά μαλλιά, πού θάλεγες πώς είχαν μείνει στις άκρες τοΰ φαλακροΰ ίου κρανίου μόνο γιά νά δείχνουν τό μέ-τωπο ! Μά καί τά μάτια συγκέντρωναν άκόμα πολλή ζωή καί, άν καί κουρασμένα, άχτινοβολοΰσαν κάτι σά μεγαλοφυία.

Μά βέβαια πού αύτός ό Λέων Χαρίσης δέν ήταν άνθρωπος κοινός! '() ΙΙώπος τό είδε μέ τό πρώτο βλέμμα καί, άμα έγιναν οί συστάσεις άπό τον Καλούτη, χαιρέτησε τόν άναμενόμενο μέ βαθύ σεβασμό καί σχεδόν μέ συγκίνηση. Μά κι ' ό Χαρίσης δε-ξιώθηκε τόν Πώπο σάν παλιό φίλο πού τόν ξανάβλεπε. Φαίνεται πώς θά τοΰ είχε μιλήσει πολύ κολακευτικά γι ' αυτόν τό πρωί ό Καλούτης. Μπορεί καί νά τοΰ είχε γράψει.

Στό καφενείο ό φιλόσοφος δέν περίμενε μόνος. Ήταν περι-στοιχισμένος άπό τρεις - τέσσερις φίλους. Μόνο έναν άπ' αύτούς, τόν λεγόμενο Πελοπίδα Ζάχο, σύστησε στόν Πώπο ό Καλούτης. Τούς άλλους, φαίνεται, δέν τούς θεο>ροΰσε άξιους γιά τόση τιμή. Κι ' άλήθεια, μόνο ό Πελοπίδας φαινόταν άνθρωπος: Καλοντυμέ-νος σχετικά, καθαρός τουλάχιστο καί περιποιημένος—άν έξαιρέ-σουμε τά νύχια του πού είχαν έλαφρό πένθος. Οί άλλοι δμως ήταν τόσο κακοντυμένοι καί ρυπαροί, πού λυπόταν κανείς τούς καναπέδες τοΰ καφενείου. Ένας μάλιστα μέ μακριά μαλλιά καί μέ καταλιγδωμένη παμπάλαιη ρεδιγκότα, χωρίς γραβάτα, χωρίς μανικέτια, έμοιαζε μέ ζητιάνο. Ήταν άκόμα ενας χοντρός, έπί-σης λιγδής, πού έπινε καί ταμπάκο καί σκουπιζόταν μέ κόκκινο χοντρομάντηλο" κι ' ένας άλλος λιγνός, πιό άδύνατος κι ' άπό τό Χαρίση, άλλοίθωρος, μέ κοντό πανταλόνι καί μέ ξεχειλωμένα καί στραβοπατημένα γοβάκια.

Τό δτι ό Καλούτης δέν τούς έσύστησε στόν ΙΙώπο, δέν τούς εμπόδισε καθόλου νά παίρνουν μέρος στήν δμιλία καί νάπευθύ-

ΠΑΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 197

νουνται μάλιστα καί στόν «κύριο καθηγητή», μέ οικειότητα σά σέ φίλο. Ό Πώπος σέ λίγο κατάλαβε : Ήταν οί δπαδοί, οί μα-θητάδες τοΰ φιλόσοφου, καί τούς έφτανε πού έβλεπαν τό δάσκαλο τους νά δεξιώνεται τόν καινούργιο τής παρέας τόσο φιλικά. Ήταν καί γ ι ' αύτούς φίλος, τελείιοσε !

Ό Χαρίσης τούς έδίδασκε σοσιαλισμό. Τόν είχε μάθει στήν Αγγλ ία , δπου είχε ζήσει λίγα χρόνια, κοντά σ' ένα θείο του έμπορο, καί προσπαθοΰσε τώρα νά τόν διαδώσει στήν Ελλάδα, πηγαινοερχόμενος άπ ' τήν Κέρκυρα στήν 'Αθήνα. Ήταν δμως ένας σοσιαλισμός έπιστημονικός, δπως τόν έλεγε, πού άποδειχνό-ταν άναγκαΐος σά μαθηματικό θεώρημα καί πού δέν είχε καμμιά σχέση μέ τις τσαρλατανιές κάποιων άλλων, άμαθών καί άκατάρ-τιστων κατά τό Χαρίση, πού είχαν φανεί άπό τότε στήν Ελλάδα.

Οί δπαδοί του ώστόσο δέν φαινόνταν άκόμα μπασμένοι βα-θιά στήν ούσία τής διδασκαλίας. Άλλοι παρεξηγούσαν, άλλοι είχαν άμφιβολίες, άλλοι δέν μποροΰσαν νά καταλάβουν διαφορές. Στό διάστημα πού ό Χαρίσης έμενε στήν Κέρκυρα, κατηχώντας τούς έκεΐ δπαδούς, οί έδώ μελετοΰσαν καί συζητοΰσαν μονάχοι τή θεωρία του, περιμένοντας πότε νάρθει, γιά νά τοΰ υποβάλουν καθένας τά πορίσματα καί τις άπορίες του. Γι ' αύτό άπόψε ή συζήτηση γ^ταν πολύ ζωηρή. Ή παρουσία τοΰ Πώπου δέν ήταν έμπόδιο : τόν έπαιρναν γιά μυημένο. "Οσο γιά τόν Καλούτη, αύτός ήταν πρό πολλοΰ καί τδξεραν δλοι.

Ά ν θέλετε μάλιστα, ό μόνος πού δέν είχε άντιλογίες καί άμφιβολίες—ό Πώπος τό παρατήρησε άμέσως — ήταν αύτός ό υπουργικός υπάλληλος μέ τό χαλασμένο στομάχι. Άκουγε τά λόγια τοΰ Χαρίση σά «λόγια τοΰ Κυρίου» καί πολλές φορές, άπάνω στή συζήτηση, τά ξανάλεγε απλούστερα, γιά νά τά κατα-λάβουν οί άλλοι. Ήταν , σά νά ποΰμε, ό έξηγητής, ό έκλαϊκευτής τοΰ «έπιστημονικοΰ σοσιαλισμοΰ» τοΰ φιλόσοφου. Τό ίδιο σχε-δόν πεισμένος γιά τήν άλήθεια τής διδασκαλίας φαινόταν κι ' ό ευπρεπής έκεΐνος Πελοπίδας Ζάχος. "Ωστε οί δισταχτικοί, οί μετέοιροι, οί άπιστοι άκόμα, ήταν οί κακοντυμένοι.

Φαίνεται, πώς έκεΐνο πού δέν μποροΰσαν νά καταλάβουν αύτοί, ήταν πώς θάλλαζε μιά μέρα ή κοινο>νία χο>ρίς βίαιες άνα-τροπές. Γιατί ό Λέων Χαρίσης προφήτευε μόνο μιά ειρηνική έπανάσταση. Σιγά - σιγά, μέ τόν καιρό, μέ τή διδασκαλία, οί άνθρωποι θά φωτιζόνταν, θά καταλάβαιναν τό συμφέρο τους, κι ' οί πλούσιοι δπως κι ' οί φτωχοί, θάρχόνταν σέ συνεννόηση, θ' άποφάσιζαν μιάν άλλαγή, θά τή νομοθετούσαν κι ' έτσι αύτό-ματα, ήσυχα, θά ξεπρόβαλλε ή καινούργια κοινωνία. Ούτε βία, ούτε σφαγές, ούτε αίματα, ούτε τρομοκρατία. "Ε, αύτό δέν μπο-ροΰσαν νά πιστέψουν γιά δυνατό οί κακοντυμένοι έκεΐνοι! Είχαν

198 Γ. ΞΕΝ01Ι0ΓΛ0Γ ΑΠΑΝΤΑ

ιήν ιδέα πώς μιά μέρα, άμα πλήθαιναν καί δυνάμωναν οί σοσια-λιστές, Οάπεφτε λεπίδι καί θά γινόταν ρεμούλα. Ή καινούργια κοινωνία θά ξεπρόβαλλε μόνο άπάνω στά Ερείπια τής παλιάς, αίματόβρεχτα γκρεμίσματα ή καπνίζοντα άποκα'ί'όια. "Οταν συλ-λογίζονταν μάλιστα τό μακρινό αύτό μέλλον, τά στυγνά καί χλωμά πρόσωπά τους έπαιρναν μιάν άγρια έκφραση καί τά μάτια τοΰ άλλοίθωρου έτόξευαν άστραπές. Αλλά τότε ό Δάσκαλος χα-μογελούσε, τό ειρηνικό πρόσωπο του φωτιζόταν γλυκά καί μέ τή σιγανή, τή σχεδόν άνάκουστη φιονή του, έλεγε :

—"Οχι βία, δχ ι ! Μέ τή βία τίποτα δέν γίνεται στόν κόσμο... "Ενα καρφί πάς νά βγάλεις μέ τήν τανάλια καί δέν τό καταφέρ-νεις, παρά δταν τό πιάσεις καλά, χωρίς φούριες, καί τό τραβή-ξεις μαλακά. Ναί, μαλακά. Έ γ ώ είμαι μαλακός δχι μόνο μέ τούς άνθρώπους καί μέ τά ζώα, άλλά καί μέ αύτά άκόμη τά άψυχα.

— Μά μήπως καί τά άψυχα έχουν... ψυχή ; ρώτησε δ χον-τρός, ρουφώντας μιά πρέζα ταμπάκο.

—"Ισως δχι, άποκρίθηκε δυναμώνοντας τό χαμόγελό του δ Δάσκαλος· μά μέ τά άψυχα άσκώ έγώ τήν ψυχή μου, γιά νά είναι μαλακή καί μέ τά έμψυχα.

- Ό κύριος καθηγητής τί ιδέα έχει γ ι ' αύτά ; ρώτησε άξαφνα ό άλλοίθωρος, κοιτάζοντας κατά τό φαινόμενο τόν κ. Καλούτη, ενώ δέν κοίταζε παρά τόν ΙΙώπο.

Ό ΙΙώπος, στενοχωρημένος λιγάκι, άποκρίθηκε: — Έ γ ώ ; . . . Μά δέν έσπούδασα ποτέ αύτά τά ζητήματα.

Έ γ ώ δέν είμαι παρά «πούρους ματεμάτικους». — Δέν τό πιστεύω, είπε ό γέρος μέ τά μακριά μαλλιά.

Καί γέλασε πονηρά, γιατί θά θυμήθηκε τό «πούρους άζινους» τής παροιμίας.

Ήταν δμως άλήθεια πώς ό ΓΙώπος Δαγάτορας, μ ' δλα τά βιβλία πούχε διαβάσει στή ζωή του, δέν ήξερε άπό τό σοσιαλι-σμό παρ* άκρες μέσες. Κι' έπειδή δέν μιλοΰσε παρά γιά δ,τι ήξερε καλά, άπόφευγε καί τώρα νά έκφράσει γνώμη, άν θάλλαζε μιά μέρα ή κοινωνία μέ τή βία ή μαλακά. Βέβαια καλύτερα νά γινόταν ή άλλαγή δπως έλεγε δ Χαρίσης· μά ήταν κανείς σέ θέση νά τό έγγυηθεΐ;

Ένας καθολικός φωτισμός, μιά γενική έξημέρωση τής άνθρω-πότητας, μπορούσε νά θεωρηθεί καί σά χίμαιρα. Τό άνθρώπινο κτήνος θά ξυπνοΰσε ίσως τήν καλύτερη στιγμή τής άλλαγής...

"Οπωσδήποτε δ Πώπος φυλάχτηκε νά διατυπώσει καί τήν αμφιβολία αύτή. Έδειξε γενικά πώς τά ζητήματα αύτά δέν τόν Ενδιαφέρουν καί τόσο. Ά π ό τή βραδιά δμως εκείνη, τόν σοσια-λισμό πού πολύν καιρό τόν είχε ξεχασμένο, σά νά μήν υπήρχε

ΠΛΟΓ2ΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ

στόν κόσμο τέτοιο πράγμα, άρχισε νά τόν ξαναθυμάται. Ήταν μιά θεωρία πού ταίριαζε στήν πνευματική του διάθεση καί στήν οικονομική του κατάσταση τήν τωρινή. Καταλάβαινε δτι θάντλοΰσε μιά μεγάλη παρηγοριά άπό τήν ίδέα, άπό τήν έλπίδα, άπό τό δνειρο δτι στό μέλλον δέν θά υπήρχαν φτωχοί καί πλούσιοι καί δτι δλοι αύτοί οί άνθρωποι μέ τά ρουκαλέικα μάτια καί τάρπα-χτικά ένστικτα, δέν θάκαναν τίποτα περισσότερο στον κόσμο άπό

•τούς μέτριους καί τούς δλιγαρκεΐς μέ τά δαγατορέικα μάτια... Αύτός κατά βάθος ήταν ό κυριότερος λόγος πού τόν τράβηξε

άπ' τήν άρχή δ Λέων Χαρίσης καί ή άλλόκοτη παρέα του. Κάθε βράδυ, σχεδόν ταχτικά, άκολουθοΰσε τό Σπύρο Καλούτη άπό τό ξενοδοχείο τοΰ Καψή στό καφενείο τοΰ Χαραμή. Έ κ ε ΐ καθόταν μιά-δυό ώρες μέ τούς σοσιαλιστές, κι ' ύστερα σ ιγά-σ ιγά , κου-βεντιάζοντας άκόμη, γύριζε στό σπίτι του συνοδευόμενος άπό τή μισή τουλάχιστο παρέα. Γιατί πολλοί έτυχε νά κάθουνται στις ψηλές έκεϊνες γειτονιές. Ό Χαρίσης μάλιστα τόν πήγαινε συχνά ώς τήν πόρτα του κι ' άπό κεί ξανακατέβαινε μονάχος, γιατί τοΰ άρεσε νά περιτριγυρίζει τή νύχτα καί νά σκέπτεται...

"Ας γνωρίσουμε τώρα καί τούς άλλους τής παρέας. Ό χοντρός έκεΐνος πού ρουφοΰσε ταμπάκο, όνομαζόταν

Κώστας Κουρουνας κι ' ήταν θυρωρός σ' ένα φιλανθροιπικό κατά-στημα. Δέν έκανε καμμιά δουλειά, στή θέση του πήγαινε μόνο λίγες ώρες καί ζοΰσε λιτότατα μέ τό μικρό του μιστό. "Ολο του τό έξοδο ήταν τό βραδινό έκεΐνο καφενείο, δπου έπαιρνε κάπου -κάπου καί άψέντι.

Ό άλλος, ό άδύνατος, άκουγε στδνομα Θωμάς. Ποτέ δέν τον είπε κανείς μέ τό έπίθετό του πού ήταν Ίωαννίδης. Εμπο-ροϋπάλληλος, κατά προτίμηση σέ χαρτοπωλεία ή βιβλιοπωλεία, τόν περισσότερο καιρό βρισκόταν χωρίς θέση. Οί φίλοι Εφρόντι-ζαν, τόν τοποθετοΰσαν, άλλά μέ τήν παραμικρή πρόφαση, Εκεί-νος έφευγε. Κι ' .ή μεγαλύτερη διασκέδαση τής παρέας ήταν νά τής διηγείται τά παθήματά του μέ τούς διαφόρους αύτούς κακούς καί σκληροτράχηλους παραφέντες.

Ό άλλοίθωρος, τέλος, λεγόταν Πλατής. Σπάνια τόν έφώναζε κανείς μέ τό μικρό του δνομα, Γιάννη. Κι ' αύτός ήταν δ πιό δραστήριος κι ' ό πιό πολυτεχνίτης. "Εκανε ένα σωρό δουλειές τοΰ ποδιοΰ.

Κυρίως μοίραζε προγράμματα θεάτρων, φυλλάδια περιοδι-κών, νέα βιβλία. Κι ' έκανε εισπράξεις συνδρομών Εφημερίδων, περιοδικών, σωματείων κτλ. Τίμιος στή διαχείριση του, είχε πάντα τήν προτίμηση. Καί κέρδιζε κάμποσα. Αύτός Εδάνειζε

Γ. ΞΕΝΟΠΟΓΑΟΓ ΑΠΑΝΤΑ

συχνά καί τό Θωμά καί τόν Κουρουνά. Πολλές φορές καί τό Χαρίση. Είχε δμως ένα περίεργο ελάττωμα: Κάθε τόσο τόν έπιανε μιά τέτοια τεμπελιά, πού βαριόταν καί νά μιλήσει. Τότε δέν έκανε καμμιά δουλειά καί, γιά νά ψευτοζεΐ, γύρευε πίσω τά δανεικά του.

"12στε οί μόνοι άξιοπρεπεΐς άπό τήν καινούργια παρέα τού ΙΙώπου, ήταν πρώτα ό Καλούτης, έπειτα ό Ζάχος καί τρίτος ό Χαρίσης—γιατί μέ 8λη του τή φτώχεια, μέ όλη του τήν κατάν-τια, ό φιλόσοφος διατηρούσε άπάνω του κάτι τό άρχοντικό. Αύτοί οί τρεις ήταν άκόμα κι ' οί πιο γνωστικοί, οί πιό φρόνιμοι. Πάντα μέ τή λόξα τους, εννοείται. Μά ή λόξα τών άλλων δπαδών ξεπερ-νούσε κάποιο μέτρο, καί φαίνεται πώς οί γνωστικοί τούς άνε-χόνταν στήν παρέα τους λιγάκι καί γιά νά διασκεδάζουν. Γιατί, άλήθεια, έλεγαν πράγματα άφάνταστα ! Στό ζήτημα άξαφνα τοΰ σοσιαλισμού, πού επέμεναν πώς δέν μπορούσε νά Εγκαθιδρυθεί χωρίς άναμπουμπούλα, ήταν άδύνατο νά περάσει βραδιά χωρίς νά παρουσιάσουν καινούργια άποψη πού γεννούσε άτελείωτα γέλια. "Ετσι, μιά βραδιά, επιχείρησαν σοβαρότατα νά μοιρα-στούν τούς άνθρώπους πού είχαν στό μάτι γιά ξεμπέρδεμα. Ό Θωμάς Εννοούσε νά τού αφήσουν τό Μητροπολίτη.

-"Λ, σά; παρακαλώ! φώναξε ό ΙΙλατής. Τό Μητροπολίτη θά μοΰ τόν αφήσετε Εμένα. Έ γ ώ θά πιάσω άπό τά γένια τό Μητροπολίτη ! Έ γ ώ !

Ό Ιδιος πάλι Επέμενε νά τοΰ παραδώσουν τό Συγγρό. Άλλά τόν ήθελε κι ' ό Πλάτης.

—"Α, ά ! τόν Συγγρό νά μοΰ τόν αφήσετε κε ι ! Είναι δική μου δουλειά ! Έ χ ω λογαριασμό μαζί του.

Καί διηγόταν : — Μιά φορά, κύριοι, πεινοΰσα. Γνωστός μου καί πατριώτης

μου, τούκαμα ένα γράμμα. Μά ένα γράμμα πού έβαλα μέσα τήν ψυχή μου !... Καί τί νομίζετε πώς τοΰ βάσταξε ή καρδιά νά μοΟ στείλει ; "Ενα πεντόγραγκο !...

— Καί πόσα ήθελες νά σοΰ στείλει; είπε ό Ζάχος. Ά μ ' άν έστελνε περισσότερο άπό ένα πεντόφραγκο γιά κάθε γράμμα πού λαβαίνει, θά είχε σήμερα σαράντα Εκατομμύρια;

— Μά γι ' αύτό τόν θέλιυ κι ' έγώ ! άποκρίθηκε ό άλλοίθω-ρος. θάρθει κι ' ή δική μας σειρά, ποΰ θά πάει! . . . Κι ' Εγώ ξέρω τί θά κάμω Εκείνη τήν ήμέρα !

— Ντίες ϊραι! γέλασε ό Χαρίσης. "Ετσι συζήτησαν, χωρίς νά συμφωνήσουν στή μοιρασιά.

ΚΓ άπό τότε τό ίδιο ζήτημα ξαναγύριζε. Τό ξανάφερνε κυρίως ό Καλούτης, γιά νά γελάσει μέ τούς άναρχικούς, δπως τούς έλεγε" μά άρπαζε τήν ευκαιρία δ Χαρίσης, γιά νά Επαναλάβει τήν είρη-

188 ΠΛΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 98

νική του διδασκαλία. Ό ΙΙώπος Δαγάτορας διασκέδαζε μ' αύτά πολύ. Μέ τό

Χαρίση δμως συζητούσε καί σοβαρά. Ήταν άλήθεια σοφός καί τόν Εμάθαινε πράγματα πού δέν τάξερε. Τώρα μάλιστα πού ό Πωπος, άφοσιωμένος στήν Επιστήμη του, είχε άφήσει τάλλα βιβλία, τδβρισκε πολύ χρήσιμο νάναπληρώνει τήν έλλειψη μέ τή ζωντανή διδασκαλία τοΰ Χαρίση. Μόνο γιά μαθηματικά δέν μιλοΰσαν πολύ. Γιατί άπ ' τις πρώτες όμιλίες, ό ΙΙωπος κατάλαβε πώς ό Χαρίσης δέν ήξερε παρά κάτι μαθηματικά δ ι κ ά τ ο υ . Μιά φορά, μπορεί νά ήταν καί καλός μαθηματικός. Τώρα δμως δέν έκανε παρά παίγνια καί σοφίσματα. "Οσο γιά τις σοβαρές πρωτό-τυπες μαθηματικές Εργασίες του, αύτές πιά ήταν φανερά ή λόξα του. Φανταστείτε δτι ήθελε νά λύσει μ α θ η μ α τ ι κ ώ ς τό... σκάκι ! Ό Πώπος άποροΰσε πώς δέν καταπιάστηκε καί μέ τόν τετραγωνισμό τοΰ κύκλου.

Μά είναι τάχα άρκετά αύτά, γιά νά Εξηγήσουν δλο τό θέλ-γητρο πού έβρισκε στήν άλλόκοτη αύτή παρέα ό Πώπος Δαγά-τορας; Τί νάταν Εκείνο πού ιόν είχε τραβήξει κοντά της ; Ά ν δέν ήταν κι ' -αυτός ένας μποέμ—καί βέβαια, ως τότε δέν ήταν— πώς μπορούσε νά τούς συναναστρέφεται μέ τόση ευχαρίστηση σχεδόν κάθε βράδυ ;—γιατί καί τώρ' άκόμα, πού είχε τήν οίκο-γένειά του, πολύ συχνά πήγαινε νά πάρει τά βραδινό καφέ του στοΰ Χαραμή.

«Μ' αρέσει καί τό καφενείο», έλεγε κάποτε, δταν άποροΰσε καί μονάχος του. Μά κι ' ή Εκλογή τού πιό άριστοκρατικοΰ καφε-νείου τής Εποχής Εκείνης άπό μιά παρέα φτωχών καί κακοντυ-μένων άνθρώπων, δέν ήταν κι ' αύτό άπ ' τά παράξενα ; Δέν θά τούς ταίριαζε καλύτερα κανέν' άπό τά λαϊκά Εκείνα καφενεία πού τότε άκόμα άφθονοΰσαν καί στά Χ αυτεϊα; Φαίνεται δμ.ϊος πώς μαζί μέ τόν άριστοκρατικό άέρα, ό Αέοιν Χαρίσης διατηρούσε καί τις άριστοκρατικές του συνήθειες. Ήταν καλογεννημένος καί καλομεγαλωμένος. Αργότερα μόνο δυστύχησε, άφοΰ έχασε τόν πατέρα του κι ' έμεινε χι»ρίς πόρο, άνίκανος καθώς ήταν άπό φύση καί χαρακτήρα, ίσιος κι ' άπό κάποια προχωρημένη νευρα-σθένεια, γιά Εργασία θετική... Αύτός λοιπόν είχε διαλέξει τό καφενείο τοΰ Χαραμή, Επιβάλλοντας τούς λαμπρούς βελουδένιους του καναπέδες στά ρυπαρά κουρέλια τών φίλιον του.

Κι ' ό Πώπος έμενε μέ τήν άπορία του : πώς τόν είχε τρα-βήξει τόσο ή παρέα Εκείνη ; Ό Αντώνης άξαφνα δέν θάκανε μαζί της ούτε στιγμή. "Ενα βράδυ πού μπήκε τυχαία στοΰ Χα-ραμή καί πλησίασε τόν Πώπο πού τόν Εφώναξε, έοειξε τόση έκ-πληξη βλέποντας τον μέ κείνους τούς άνθρώπους, ώστε ό φίλος του δέν Ετόλμησε νά τοΰ πει νά καθήσει. Καί τήν άλλη μέρα,

2 0 2 Γ. ΞΕΝΟΠΟΓΛΟΓ Λ Ι Ι Α Ν Τ Α

ξεκαρδισμένος άπό τά γέλια, τοΰ είπε : —Έψαχνες πολύν καιρό για νά βρεις αυτά τά μέμπρα;

-Μέμπρα, ατή Ζάκυθο, Ικεΐνο τόν καιρό, έλεγαν τούς ξεπεσμέ-νους και κακοντυμένους.

"Επειτα τον έμάλωσε : — Δέ ντρέπεσαι, καϊμένε, νά μήν έχεις καθόλου άξιοπρέ-

πε ια ; Είναι άνθρωποι αυτοί για νά φαίνεσαι μαζί τους στόν κόσμο ; Μά δέν συλλογίζεσαι πώς, άν σέ δει κανένας πατέρας μαθητή σου, δέν Οά σοΟ τον ξαναστείλει;

Ό Πώπος διαμαρτυρήθηκε : — Μέ συγχωρείς, φίλε μου ! " Εγώ πηγαίνω έκεΐ μέ τόν

κύριο Καλούτη, πού είναι γραμματεύς στο υπουργείο... — Μέμπρο κι ' αύτός ! τόν έκοψε 6 Αντώνης. — Πηγαίνω μέ τόν κύριο Χαρίση, «να σοφό άνθρωπο, φιλό-

σοφο αληθινό... — Μέμπρο ! — Μέ τόν κύριο Πελοπίδα Ζάχο, πού είναι υπάλληλος σέ

τράπεζα... — Μέμπρο κι ' αύτός! "Ολοι σοΟ λέω ! Δέν είναι άνθροιποι

αύτοί γιά νά τούς κάνεις έσύ παρέα. Είναι χαμένοι. Είναι άπό κείνους πού χάνουν τό δρόμο στή ζωή και δέν ξαναβλέπουν Βεοΰ πρόσωπο, χαμένοι σοϋ λέω. Κανένας άπ' αυτούς δέν είναι νέος. Ό νεώτερος θά είναι σαραντάρης. Κι ' δλοι τους σ' αύτη τήν ηλικία είναι φτωχοί κα'. κακομοιριασμένοι. Κανένας τους δέν Ικανέ περιουσία.

— Μά ποΰ τούς ξέρεις Ισύ ; — Τούς είδα, τούς ξέρω. ΙΙές μου, είναι κανένας άπό δαύ-

τους πλούσιος, άπλώς εύπορος ; Ό Καλούτης, δέ θάχει παρά τό μιστό του. Ό Ζάχος μόλις θά βγάζει τό ψωμί του. Κι ' οί άλλοι Οά ψοφούν της πείνας. Στοιχηματίζω. Καί σύ, νέος άνθρωπος, νά πηγαίνεις μ ' αύτούς ; 'Γί γούστο βρίσκεις : Εκτός άν σέ τραβάει τό αίμα σου... Εκτός άν Ιτσι θά είσαι καί σύ, δταν θά γίνεις σαράντα χρονών... "Α, Πώπο, καϊμένε Πώπο! Αποφεύγεις τούς άνθρώπους πού θά σοδδειχναν τόν καλό δρόμο καί κυνηγάς Ικεί-νους πού θά σέ μπάσουν στό τυφλοκάντουνο, στό άδιέξοδο !...

Ό Πώπος προσποιήθηκε άδιαφορία. Στά τελευταία δμως λόγια τοϋ Αντώνη, συλλογίστηκε, χωρίς νά θέλει, πώς δταν θά γινόταν σαράντα χρονώ, μπορεί κα' νά καταντούσε σαν κανέν' άπό κείνους—κι' άνατρίχιασε.

Αλήθεια, μην ήταν της Μοίρας του ; Μη τόν τραβούσε τό αίμα του ;

ΙΙΛΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 215

Μ' δλ' αύτά—τόν Αντώνη θάκουγε τώρα;-—σέ λίγον καιρό είχε κάνει τόν Λέοντα Χαρίση στενότατο φίλο. Τόν απαντούσε κι' άλλες ώρες, Ικτός άπό τις βραδινές της παρέας. ΤοΟ άρεσε ύπερβολικά νά μιλα μαζί του γιά τά «περίεργα της ζωης». Γιά δλα ό Χαρίσης είχε μιά έξήγηση άπρόοπτη, πρωτότυπη πού, τό κυριότερο, έπειθε τόν Πώπο στήν έντέλεια. ΤοΟ άρεσε άκόμα νά τοΰ μιλα καί γιά της δίκης του ζωης τά περίεργα. Πόσα πράγ-ματα πού δέν μπορούσε νά τά έξηγήσει ! Ούτε αύτός, ούτε, πολύ λιγότερο, ό Αντώνης, <5 μοναδικός ώς τότε Ιμπισ*ός του.

Έ ν α βράδυ, εκεί πού κουβέντιαζαν, στό καφενείο, ό Πώπος έλαβε άφορμή νά θυμηθεί τό φαινόμενο Ικεΐνο της ι σ ο ρ ρ ο π ί α ς . Ηώς δηλαδή, δταν Ιφτιανε μιά του δουλειά, τοΰ χαλούσε άμέσως μιά άλλη, ώστε νά βρίσκεται πάντα στά ίδια καί νά μη μπορεί νά πάρει άπάνω του. Κι'άφοΟ διατύπωσε τήν ά ρ χ ή , διηγήθηκε στό Χαρίση μερικά περιστατικά γιά παραδείγματι κι ' έπειτα τού είπε τήν εξήγηση πού έδινε σ' αύτά ό Αντώνης.

Ό Χαρίσης, κατά τή συνήθειά του, τάκουσε δλα μέ τη μεγαλύτερη προσοχή, μέ τό πιο ζωηρό ένδιαφέρο. Κάπου - κάπου κουνούσε τό κεφάλι του, χαμογελούσε... Κι ' άφοΟ σώπασε ό ΙΙώπος, έξακολούθησε κι ' αύτός νά σωπαίνει, μέ τά· μάτια ψηλά καί μέ τό χερούλι τού μπαστουνιοϋ του στό κλειστό στόμα, κου-νώντας κι ' ένα του πόδι ρυθμικά, σά νά λίκνιζε κάποια σκέψη.

— Λοιπόν; τόν ρώτησε σέ λίγο ό Πώπος. Πώς σοϋ φά-νηκε ;...

— Μά... συμβαίνει συχνά, άποκρίθηκε ό φιλόσοφος, χοιρίς νάλλάξει στάση.

— Κι' ή έξήγηση τού φίλου μου ; — Χμ! . . . κάτι άγγιξε, μά έπιπόλαια, άνάβαθα... Πραγμα-

τικώς, μπορεί νά πει κανείς, πώς δταν ή δραστηριότη, ή θέληση, είναι λίγη, περιορισμένη, άποκοιμιέται εύκολί, κουράζεται συχνά, προπάντων ΰστερ' άπό μιά έπιτυχία. Ένώ δταν είναι πολλή, δυνατή, άπεριόριστη, τή σκουντά όλοένα τόσο ή έπιτυχία δσο κι ' ή άποτυχία,

Αύτά ό Λέων Χαρίσης τά είπε σιγά - σιγά, στί)ν ίδια στάση, μέ τά μάτια ψηλά. "Αξαφνα δμως τά κατέβασε σΐδν Πώπο, γύ-ρισε σ' αύτόν ζωηρά καί τοΟ είπε :

— Μά δέν μας ένδιαφέρει τώρα ό φυσιολογικός, νά πούμε, μηχανισμός τών άνθρώπων, πού γεννήθηκαν στόν κόσμο γιά νά είναι πάντα φτωχοί. Μας ένδιαφέρει μόνο τό δτι υπάρχουν πραγ-ματικώς τέτοιοι άνθροιποι, πού ή ψυχοσύστασή τ<?υς είναι κλη-ρονομική, δπως υπάρχουν κι ' οί άλλοι, οί άντίθετοί, άνθρωποι δηλαδή πού γεννήθηκαν γιά νά είναι πλούσιοι, άκόμα κι ' δταν είναι... φτωχοί!

2 0 4 Γ. ΞΕΝΟΙΙΟΓΛΟΓ ΑΙ1ΑΝΤΑ

—"Α!! Ικαμε 6 ΙΙώπος κατάπληκτος. Αυτό πού άκουγε τώρα άπ ' το στόμα τοϋ φιλόσοφου, ήταν

κάτι πού το είχε μαντέψει πρό πολλού, μά πού δέν τολμοΟσε ακόμα νά τό διατυπώσει έτσι καθαρά καΐ ξεκομμένα στή συνεί-δηση του.

— Μά υπάρχουν λοιπόν φτωχοί και πλούσιοι έκ γενετής ; ρώτησε άφοΟ συνήλθε λιγάκι.

— Βεβαιότατα ! άποκρίθηκε μέ μεγάλη πεποίθηση ό Λέων Χαρίσης. Είναι πέντ' έξη χρόνια άφότου διάβασα μιά μελέτη ένός Αμερικάνου κοινωνιολόγου, πού τό υποστηρίζει. Μ* έπεισε σχεδόν άμέσως. Κι* άπό τότε, δλες οΕ παρατηρήσεις πού έκαμα, μοϋ έπικύρωσαν τή θεωρία. Τώρα είμαι τόσο βέβαιος γ ι ' αυτό, δσο καΐ γιά τό νόμο της έλξεως.

— Και τί ακριβώς υποστηρίζει αυτός ό Αμερικανός ; —Εκείνο πού είπες ωραιότατα προ όλίγου : δτι υπάρχουν

φτωχοί και πλούσιοι έκ γενετής. "Η άκόμη ώραιότερα, δτι φτω-χοί και πλούσιοι δέν γίνονται παρά γεννώνται.

—"Οπως οί ποιηταί... —Ακριβώς! Μέ άλλους λόγους, δτι τό άνθρώπινο γένος

διαιρείται σέ δυό ράτσες : στη ράτσα τών πλουσίων και στη ράτσα τών φτωχών. "Αν γεννηθείς στή δεύτερη, ποτέ, 8,τι και νά κάμεις στή ζωή σου, δέν θά μπορέσεις νά περάσεις στήν πρώτη. Κι ' αν πλουτίσεις άξαφνα, άπό μιά στραβομάρα, θά είναι προσωρινό· τά πλούτη σου θά τά χάσουν οΕ άπόγονοί σου, άν, έννοείται, σέ κληρονομήσουν δικοί σου άπόγονοί. Επ ίσης , άν γεννηθείς στήν πρώτη, ποτέ δέν θά περάσεις στή δεύτερη. Και νά φτωχύνεις κάποτε, θά είναι προσωρινό" θά ξαναπλουτίσεις, Ισύ ό ίδιος ή οί άπόγονοί σου.

Ό ΙΙώπος Δαγάτορας θυμήθηκε τούς Ρουκαλαίους. — Κι' άπό τί διακρίνονται οΕ δυό αυτές ράτσες; ρώτησε

σέ λίγο. — Ά π ό τίποτα ! άποκρίθηκε δ φιλόσοφος. Ό θεός δέν έβαλε

σφραγίδα στά μέτωπα τών άνθρώπο)ν. Ά π ό τά έργα τους κρί-νονται, άπό τά Εδιαίτερά τους περιστατικά κι ' άπό τά ιστορικά τών οικογενειών. Και κατατάσσονται άναλόγο)ς στή μιά ράτσα ή στήν άλλη. Τό ζήτημα είναι δτι τρίτη δέν υπάρχει.

— Ά ν είναι δμως άληθινή ή θεωρία, είπε ό ΙΙώπος, θά μπο-ρούσε κανείς νά παρατηρήσει και τίποτα ιδιαίτερα γνωρίσματα, στίγματα σά νά ποΰμε, δπως στον έκφυλισμό.

—"Ισως, έκαμε ό Χαρίσης, κοιτάζοντας πάλι ψηλά. Ό Αμερικανός δέν άναφέρει κανένα τέτοιο. Ούτ' έγώ παρατήρησα. Και δμως, βλέποντας Εναν άνθρωπο, θά μπορούσα νά πώ άν άνήκει στή μιά ράτσα ή στήν άλλη. "Εστω και μεταμφιεσμένο.

ΠΛΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 2 0 5

Δηλαδή πλούσιο τον φτωχό και φτωχό τον πλούσιο. — Ά π ό τί ; — Δέν ξέρω καλά... Αύτά τά πράγματα λανθάνουν άσύλ-

ληπτα. — Μήπως άπό τά μάτια ; ρώτησε μέ κάποια συγκίνηση ό

ΙΙώπος. Γιατί είχε θυμηθεί και τά ρουκαλέικα μάτια, κι ' άφορμή

•ζητούσε νά πει τήν παρατήρησή του και τήν Εδέα του, γιά νά Εδει μήπως είχε κάμει κάποια σπουδαία άνακάλυψη.

Μά ό Χαρίσης τόν έκρύωσε μ' ένα δύσπιστο και λιγάκι ειρωνικό χαμόγελο.

— Ά π ό τά μάτ ια ; ψιθύρισε. Δέ τό πιστεύω. Τά μάτια γελούν.

Μά κι ' δ ΓΙώπος δέν τό πίστευε πώς γελούν τά μάτια! Δέν έτόλμησε δμως νά έπιμείνει καί ρώτησε άλλο πράγμα :

—'Εγώ. . . πού νομίζεις πώς ανήκω έκ γενετής- στή ράτσα τών φτιοχών, ή στή ράτσα τών πλουσίιον;

— 2ίτών φτωχών ! άποκρίθηκε άδίστακτα ό Χαρίσης. — Πολύ καλά! Αυτό λοιπόν, γιά μένα, άπό πού τό κατά-

λαβες ; —"Οχι βέβαια άπό τά μάτια. — Ά λ λ ά άπό τί άλλο;.. . Δέν μέ γνωρίζεις καί πολύν καιρό,

ούτε τήν οΕκογένειά μου, καθόλου. — Νά σοΰ πώ, έκαμε χαμογελώντας ό Χαρίσης. 'Εμείς έδώ

είμαστε δλοι άπό τή ράτσα τών φτο>χών. Κι ' ό Καλούτης, κι ' ό Ζάχος, κι ' ό Κώστας, κι ' έγώ καί δλοι. Αποτελούμε καί μιά παρέα περίεργη, χτυπητή, έξ αίτιας πού είμαστε έξωτερικώς έτε-ρογενεϊς, άλλοι δηλαδή ευπρόσωποι, σάν τόν Καλούτη καί τό Ζάχο, κι ' άλλοι κουρελήδες σάν τόν ΙΙλατή. Λοιπόν, γιά νάρθεις έσύ στήν παρέα μας, καί νά κολλήσεις, νά γίνεις ταχτικός, άχώ-ριστος, αυτό μόνο μέ πείθει πώς είσαι άπό τή ράτσα ίή δική μας : έσωτερικώς όμογενής. θ ά μοΟ πεις, μά στήν παρέα μας δέν έρχουνται κι ' άπό τούς άλλους; Ό Καλούτης, ό Ζάχος, έγώ άκόμα, δέν έχουμε καί γνώριμους άπό τή ράτσα τών πλουσίου ; Ναί, βέβαια. Καί πολλές φορές θά είδες τέτοιους μαζί μας. Μά μιά γιά στιγμή, περαστικούς, στο πόδι.

— Ναί, έκαμε ό Μώπος· δπως είχαμε προχτές τόν κ. Φα-τοϋρο, τό σπιτονοικοκύρη σας...

— Πού έχει άπάνω άπό δύο έκατομμύρια, συμπλήρωσε ό Χαρίσης. Φυσικά, αυτός ήρθε μόνο γιά νά μας θυμίσει τά νοί-κια του. Τοΰ χρωστούμε τρία, ό Πλάτης κι ' έγώ, πού καθόμαστε μαζί. Κι ' έπειδή μας κάνει χάζι, κάθησε λίγο στήν παρέα μας νά διασκεδάσει, άπάνω - κάτω δπως θά πήγαινε στό θηριοτροφεΐο

2 0 0 Γ. ΕΕΝΟΠΟΤΆΟΓ ΑΠΑΝΤΑ

τοΰ Μοντενέγρου. Γιατί μας θεωρεί σάν περίεργα ζώα. Έσύ δμως καταλαβαίνεις πολύ καλά, πώς δέν έρχεσαι μαζί μας σάν τόν κ. ΦατοΟρο. Μας είδες, μας γνώρισες, δίστασες λιγάκι κι ' έπειτα κόλλησες. θές δέ θες, είσαι δικός μας. Καί νά ξεκολλή-σεις άκόμα, καί νά φύγεις, δικός μας θά είσαι!

Ό Χαρίσης τώρα μιλούσε, μά ό Πώπος ήταν σοβαρός. Μιά στιγμή ξαναθυμήθηκε τά λόγια τοΟ Α ν τ ώ ν η : «θά καταντήσεις σάν κι ' αύτούς». Καί πάλι άνατρίχιασε.

Λύτή τή φορά δμως ή άνατριχίλα του δέν ήταν καί τόσο φριχτή. Τοϋκανε σχεδόν ευχαρίστηση, ήδονή. Επιτέλους γιατί δχι ; Μπορεί νά είναι κανείς ευτυχισμένος καί μέ κουρέλια, δταν μάλιστα περνά άκόμα τις βραδιές του στοΰ Χαραμή, πίνοντας κάπου - κάπου καί άψέντι... Κι' άν αύτή ήταν ή ράτσα του, σά νά λέμε ή μοίρα του, πώς μποροΰσε νά τήν άλλάξει; "Αν γεν-νήθηκε φτωχός, ποιά άνθρώπινη δύναμη θά τόν έκανε πλούσιο ; Μά φορά γεννιέται κανένας...

"Ηθελε δμως νά τό έξακριβώσει. Κι' άρχισε νά διηγείται στό Χαρίση τά οικογενειακά του : Πώς ό πατέρας του κι ' δ μπάρ-μπας του ήταν μιά φορά εύποροι, σχεδόν πλούσιοι, πώς κατα-στράφηκαν διαμιάς, πώς έχασαν τό σπίτι τους, πώς ήρθαν στήν 'Αθήνα κΓ έγιναν υπάλληλοι, καί πώς αύτός ό ίδιος, άγωνιζό-μενος χρόνια, μέ μιά άγάπη γιά κίνητρο, μ' ένα όρισμένο σκοπό, δέν μποροΰσε νά κερδίσει περισσότερο άπό πεντακόσιες δραχμές τό μήνα. Τοΰ μίλησε άκόμα γιά τούς συγγενείς του, πού ήταν δλοι φτωχοί, καί γιά τόν μόνο πλούσιο, τόν "Αοάμη, πού δέν τόν είδε παρά μιά φορά. "Ολ' αύτά έπικύρωσαν τή διάγνωση τοΰ Χαρίση : Ήταν κι ' οί Δαγατοραΐοι άπό τή ράτσα τών φτωχών ! Φτωχός γεννημένος, ό ΙΙώπος έπρεπε νά τό πάρει άπόφαση. Καί... νάφοσιωθεΤ στό σοσιαλισμό !

Τό είπαμε καί πρίν : Ό σοσιαλισμός τοΰ άρεσε τοΰ Πώπου Δαγάτορα, τόν τραβοΰσε. "Αξαφνα δμως τοΰ γεννήθηκε μιά με-γάλη άπορία. Καί χωρίς νά τή σκεφθεί περισσότερο, τή δια-τύπι»σε :

—'Αφοΰ έσύ πιστεύεις, είπε στό Χαρίση, δτι κάθε άνθρω-πος γεννιέται στόν κόσμο πλούσιος ή φτωχός κι ' έπομένοις δτι αύτή ή ά ν ι σ ό τ η ς θά έξακολουθεϊ πάντα, πώς μπορείς νά πιστεύεις καί στήν ι σ ό τ η τ α πού θά φέρει μιά μέρα ό σοσια-λισμός ; Δέν υπάρχει σ' αύτό μιά αντίφαση ;

— Καμμιά! άποκρίθηκε ζοιηρά ό φιλόσοφος. "Ισα - ίσα άφότου διάβασα τή μελέτη τοΰ 'Αμερικανοΰ, στηρίχθηκα περισ-σότερο στό σοσιαλισμό μου. Είναι ή μόνη σωτηρία. Ίσότης στήν κοινωνία δέν θάρθει βέβαια ποτέ. ΙΙάντα οί έκ γενετής πλούσιοι Οά έχουν περισσότερα άπό τούς έν. γενετής φτωχούς.

ΠΛΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 207

Τώρα δμΐϋς, δπως είναι ή κοινωνία, ή δυνατή ράτσα, άπεριόρι-στη, άχαλίνωτη, καταδυναστεύει τήν άλλη, τήν αδύνατη. Τής τά παίρνει δλα, ώς τό ψωμί, ώς τό πουκάμισο. Έ τ σ ι βλέπουμε άν-θρώπους νά πεθαίνουν τής πείνας γυμνοί. Ό σοσιαλισμός, καί μόνο ό σοσιαλισμός—γιατί δέν ύπάρχει άλλο μέσο—Οά βάλει ένα φραγμό, ένα χαλινό. Δέν θά έπιτρέπεται πιά νά μαζεύει ένας άνθρωπος χίλια έκατομμύρια, μά δ έ ν θά έ π ι τ ρ έ π ε τ α ι καί νά πεθαίνει ένας άλλος τής πείνας, γυμνός. Τό καταλαβαίνεις αύτό ;

— Ναί, ψιθύρισε ό Πώπος, πού τό καταλάβαινε τώρα στήν έντέλεια.

— Τό ιδανικό τοΰ σοσιαλισμοΰ, έξακολούθησε ό Χαρίσης, είναι νά έξασφαλίσει έπί ζωής σέ κάθε άνθρωπο, άπ ' όποιαδή-ποτε ράτσα—γιατί είναι στιγμές πού κι ' άνθρωποι άπό τή ράτσα τών πλούσιων έχουν άνάγκη άπό τέτοια έξασφάλιση— τροφή, κατοικία κι ' ένδυμασία. Δέν μπορεί δμως νά είναι τό ιδανικό του καί μιά τελεία ίσότης, δηλαδή μιά χίμαιρα. Μήν άκοΰς λόγια! Ό δυνατός θάχει πάντα κάτι περισσότερο. Μά δχι καί νά γυμνώνει τόν άδύνατο, δχι καί νά τόν καταδικάζει σέ θά-νατο. Μέ άλλους λόγους, άν δέν ύπήρχε αύτή ή φυσική άνισό-της, αύτές οί δυό ράτσες τών άνθρώπων, ό σοσιαλισμός θά ήταν περιττός. Γιατί καθένας, μέ λίγη θέληση, μέ λίγη προσπάθεια, θά έξασφάλιζε τή ζωή του ώς τά πιό βαθιά γηρατειά. Τώρα δέν μπορεί. Έξαφνα έσύ...

— Έ γ ώ , ναί... —Έκοπίασες τόσα χρόνια νά μάθεις μιά έπιστήμη, έργάζε-

σαι σάν τό σκυλί, άλλά μόλις καταφέρνεις νά ζεις καί δέν μπο-ρείς άκόμα νά πάρεις ένα κορίτσι πού άγαπας. Καί μεθαύριο, δταν δέν θά μπορείς νά έργάζεσαι τόσο, τί θά γίνεις ; Κατά τί έξασφάλισες τή ζωή σου, άφοΰ κάθε στιγμή κινδυνεύεις νά μεί-νεις χωρίς ψωμί καί χωρίς πουκάμισο ; Κι' δμως έκαμες δ,τι μπόρεσες. Έ , αύτή τή φυσική άνισότητα θά διορθώσει, δσο μπορεί, ό σοσιαλισμός. Αύτή τόν κάνει άναγκαΐο. Είσαι φτο>χός έκ γενετής ; Τό άναγνωρίζεις; βεβαιώθηκες πώς δσο κι ' άν θέ-λεις, δέν θά κάμεις τίποτα ; Γενοΰ σοσιαλιστής. Έ τ σ ι μόνο κάτι θά κάμεις !

Γ

η κ λ ε μ ε ν τ ι ν α κ λ η ρ ο ν ο μ ε ι

|~|έρασαν ακόμα δυό χρόνια, μά ό Πώπος δέν βρέθηκε σέ θέση νά ζητήσει τήν Κλεμεντίνα.

Στό εισόδημα πού είχε άπό τά ιδιαίτερα του μαθήματα —μικρό πάντα, περιορισμένο — είχαν προστεθεί καί τά κέρδη άπό τά διδακτικά του βιβλία. Μά κι ' αύτά άσήμαντα. Ούτε τό δέκατο άπ' δ,τι είχε όνειρευθεΐ ό Πώπος στήν άρχή. ΙΊρώτο, γιατί έκεΐνον τόν καιρό έγκρίνονταν άπό τό υπουργείο μέ τή μεγαλύτερη ευκο-λία πολλά βιβλία άπό κάθε είδος- κι ' ό συγγραφέας καθενός έπρεπε νά φροντίζει, νά ενεργεί ό ίδιος, γιά νά προτιμούν οί δασκάλοι τό δικό του. Έ , αυτή τήν ένέργεια, ό Πώπος—τόν ξέ-ρουμε δά—δέν μπορούσε νά τήν κάνει πάρα πολύ περιορισμένη. Μόλις καί μετά βίας άποφάσιζε νάποταθεΐ σέ κανένα πολύ στενό του φίλο, παλιό του συμμαθητή ή συνάδελφο.

«"Ωχ, άδελφέ, έλεγε, άν είναι καλύτερα τά βιβλία μου, έχουν χρέος νά τά προτιμήσουν. Ειδεμή, άς ζημιωθεί ό έκδοτης! Δέ θά γίνω έγώ γ ι ' άγάπη του... βιβλιοκάπηλος!»

Ά ν ζημιωνόταν δμως ό έκδότης, δέν έκέρδιζε οϋτε αύτός. Κι' έτσι συνέβαινε μέ τά περισσότερα βιβλία του. "Επειτα—τό δεύτερο— κι ' οί έκδότες τόν κατάκλεβαν. "Εβρισκαν, βλέπετε, τόν άνθρωπο πού τόν έκαναν δπως ήθελαν. Ά π ό βιβλίο άξαφνα πού ένας άλλος θά κέρδιζε σίγουρα δέκα χιλιάδες δραχμές, ό Πώπος μόλις κατάφερνε νά παίρνει χίλιες.

Ή ίδια ιστορία πού είχε συμβεί μέ τόν κυρ - Γιάννη τόν Βενετή, έπαναλαμβανόταν όλοένα. Ποτέ δέν έδιναν τού Πώπου δσο ζητούσε, δσο έπρεπε, δσο άξιζε, δσο έπιτέλους έδιναν σ' εναν άλλο. Ό Σταυρινίδης, παραδείγματος χάρη, πού έκανε κ ι ' αύτός προγυμνάσεις κι ' έκέρδιζε, καθώς ξέρουμε, τά διπλά καί τά τετραπλά άπό τόν Πώπο, ήταν τάχα καλύτερός του ; Κάθε άλλο! Μπορεί μάλιστα, σά δάσκαλος, νά μην είχε τό μεταδο-τικό τοΰ ΓΙώπου. Ήταν δμως καπάτσος. "Ηξερε νά γυρεύει δσα ήθελε καί νά επιβάλλεται ώστε νά τοΰ τά δίνουν. Κι' ό άλλος τόν έλογάριαζε, τόν έκρινε άξιο νά πάρει τόσα. 'Ενώ τόν Πώπο, δχι, ποτέ. Κι ' οί πλούσιο: ακόμα τοΰ έκαναν παζάρια σάν

ΠΛΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 209

Εβραίοι—οί πλούσιοι πού μόνο στούς δασκάλους φαίνονται γεν-νεαιόδωροι...

Πολλών άνθρώπων, άλήθεια, τδχει τό σκαρί τους, θάλεγε κανείς, νά μήν άμείβουνται ποτέ δσο άλλοι της ίδιας άξιας. Αύτό είναι παρατηρημένο. Ό Πώπος δμως, ποτισμένος πιά άπό τή θεωρία πού τοΰ είχε μάθει ό Χαρίσης, έλεγε : «Φαίνεται πώς κι ' αύτό είν' ένα άπό τά προνόμια τής ράτσας μου, τής ράτσας τών φτωχών...» Γιατ' ήταν βαθιά πεισμένος τώρα, δχι μόνο πώς υπήρχαν πράγματι οί δυό χωριστές ράτσες, άλλά καί πώς άνηκε στή δεύτερη, τή δυστυχισμένη. Έ τ σ ι έγκαρτεροΰσε καί γ ι ' αύτό

. τό προνόμιο, δπως τδλεγε εύφημιστικά, καί γ ι ' άλλα άκόμα πολλά...

Όπωσδήποτε, ή οικονομική του θέση δέν θάταν τόσο άσχημη, άν σ' αύτό τό διάστημα δέν τοΰ συνέβαιναν άλλα δυσάρεστα, έκτακτα. Ό μπάρμπα - Διονυσάκης, έξη μήνες άφότου μπήκε υπάλληλος στού κ. Μανία, έπεσε άρρωστος άπό μιά σοβαρότατη νεφρίτιδα. Αναγκάστηκαν νά τόν πάνε στόν Ευαγγελισμό καί νά τού κάνουν έγχείρηση. Έ ζ η σ ε ό άνθρωπος, γ ιατ ' είχε γερή κράση, μά πάντα σακατεμένος, μ' ένα νεφρό, ανίκανος πιά γιά έργασία. "Ολα τά έξοδα, έννοεϊται, τής μεγάλης άρρώστειας έπε-σαν στή ράχη τού Πώπου. Ό κ. Μανίας μόνο δυό μήνες πλήρωσε στόν άρρωστο ύπάλληλό του. Έ π ε ι τ α τόν έπαψε. Κι' άπό τότε ό φτωχός μπαρμπα - Διονυσάκης δέν ξανάπιασε έργασία.

Μά κι ' ό Κωσταντής δέν έπρόκοψε περισσότερο στό και-νούργιο του έπάγγελμα.

Ά π ό τούς πρώτους μήνες κατάφερε νά διαθέσει έναντίον του τόν προϊστάμενο, πού έπιτέλους μέ κάποια πρόφαση τόν έβγαλε. "Αν έφταιγε αύτός ή άν έφταιγε ό Κωσταντής πού μέ τήν ήλικία καί τή δυστυχία είχε γίνει κάμποσο παράξενος, αύτό πιά έμεινε ζήτημα άλυτο. Τό βέβαιο είναι πώς οί γέροι τοΰ Πώπου δέν ήταν πιά γιά καμμιά έργασία. Ό Αντώνης τουλά-χιστο δέν προσφέρθηκε νά τούς ξαναβρεί θέση. Παρά είπε στόν Πώπο : « Ά σ ' τους τώρα τούς κακόμοιρους νάναπαυθοΰν».

Κι ' ό Πώπος τούς άφησε. Έ χ α σ ε δμως έτσι—καί γιά πάντα—τις διακόσιες δραχμές

πού έπρόσφεραν στό σπίτι οί γέροι. Χωριστά δσα τού κόστιζαν τώρ' αύτοί μέ τις άρρώστειες, τις δίαιτες, τά δυναμωτικά καί τΙς γεροπαραξενιές τους... Ό Πώπος πήγαινε άπ ' τό κακό στό χειρότερο κι ' ήταν τέλεια άπελπισμένος πώς θά μπορούσε ποτέ νά σηκώσει κεφάλι. Κάθε φορά πού κατόρθωνε νά βάλει κατά μέρος λίγα έκατοστάρικα, μέ τό σκοπό πάντα νά γίνουν τά θεμέ-λια μιας μικρής περιουσίας—εκείνης πού τοΰ φαινόταν άπαραί-τητη γιά νά πάρει τήν Κλεμεντίνα—συλλογιζόταν πικρά: «Ποιός

Τ ό μ ο ς δ ε ύ τ ε ρ ο ς 14

210 Γ. ΪΈΝΟΗΟΓΛΟΓ ΑΠΑΝΤΑ

ξέρει γιά ποιά πάλι έγχείρηση ή.. . γιά ποιά κηδεία θά χρησι-μεύσουν αύτά!» Κι' άλήθεια έτσι πήγαιναν. Πότε γιά νά ξαρ-ρωστήσει άπό μιά καινούργια νεφρική προσβολή τόν μπάρμπα του, πότε γιά νά στείλει στα λουτρά τον πατέρα του, πού έπασχε άπό άρθρίτιδα, πότε νά βάλει τά δόντια της μητέρας του πού άρχισε νά υποφέρει πολύ άπ' τό στομάχι της κι ' οί γιατροί είπαν πώς έπρεπε νά μασα.

Πολλές φορές—καί μάλιστα σέ στιγμές πού άναγκαζόταν, άπό τις θλιβερές αύτές οικογενειακές άνάγκες, νά ξοδέψει καί τό τελευταίο πεντόδραχμο—6 Πώπος συλλογίστηκε νά δώσει ένα τέλος, νά πάρει μιάν άπόφαση, νά έλευθερώσει μέ δυό λόγια του τήν Κλεμεντίνα : «Δέν μπορεί νά γίνει αύτά. Μή μέ περιμένεις πιά». Περίεργο δμως πράγμα ! Τή στιγμή πού έπιανε νά κάνει τό γράμμα, κάποια έλπίδα, τελευταία, ποιός ξέρει σέ ποιά βάθη τής ψυχής του κρυμμένη, άνέβαινε άπάνω καί τόν έχάιδευε...

Συλλογιζόταν τότε πώς ήταν άνοησία του νάπελπίζεται έτσι, πώς ή θεωρία τού Αμερικάνου μπορούσε νά είναι άπλώς μιά θεωρία καί πώς τίποτα δέν έμπόδιζε τά πράγματα νάλλάξουν αύριο ξαφνικά. Κι άντίς γιά τό άπελπιστικό γράμμα πού σχε-δίαζε, έγραφε τότε στήν Κλεμεντίνα—γιατί άφότου ένηλικιώ-θηκε ή Γουκαλοπούλα, διατηρούσε μαζί του μιά άραιή καί λιγό-λογη άλληλογραφία—πώς λίγο άκόμα θά περίμεναν τήν ευτυχία...

Καί τήν ξανάδενε. Έκεΐνο τό χρόνο, ό Αντώνης Ρουκάλης - Φαραός έδωσε έξε-

τάσεις κα'. πήρε τό δίπλωμα του στά Νομικά. Άργησε λιγάκι—γιατ ' ήταν ό έκτος χρόνος τών σπουδών

του—μά κανένας δέ θά μπορούσε νά τόν κατηγορήσει" πρώτο, γιατί σ' ολο αύτό τό διάστημα, δέν είχε κοστίσει στόν πατέρα του πεντάρα" δλα του τά έξοδα τά είχε βγάλει μέ τά περίφημά του έμπόρια" δεύτερο, γιατ ' είχε μορφωθεί σιγά - σιγά σ' έναν πολύ καλό παραγγελιοδόχο καί μάλιστα, τόν τελευταίο καιρό, είχε στήν Αθήνα καί τό γραφείο του άρκετά γνωστό στήν άγορά: «Αντώνιος Φ. Ρουκάλης, παραγγελιοδόχος». Μόνο «νο-μικός» δέν έγινε, καί καλά - καλά δέν είχε ούτε τά βιβλία τής έπιστήμης του. Μά έξυπνος καθώς ήταν, πήρε αρπαχτά δ,τι τοΰ χρειαζόταν γιά τις διπλωματικές, έφοίτησε πέντ ' - έξη μήνες καί σ' ένα φροντιστήριο, κι ' έτσι μπόρεσε νά πάρει τό δίπλωμα μ' ένα κ α λ ώ ς.

— Δέν ήθελα τίποτα παραπάνω! είπε στόν Πώπο εκείνη τήν ήμέρα. Τό καλώς δέν είναι βέβαια κακώς. Καί κάνει τόσο καλώς τή δουλειά του, δσο καί τό δικό σου τό άριστα.

Τό ίδιο βράδυ πήρε τό φίλο του κι' έφαγαν μαζί στήν πε-ρίφημη τότε μπυραρία τοΰ Μπερνιουδάκη. Ήταν δλος χαρά καί

1ΤΛ.ΟΓ2ΗΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 211

διάχυση, τόσο πού πρώτη φορά τόν έβλεπε έτσι 6 Πώπος. Καί γ ι ' αύτό Ισως δέν έκαμε μεγάλο τραπέζι έκεΐνο τό βράδυ, παρά προτίμησε νά βρεθεί σέ μιάν άκρη μ' ένα, τόν πιό άγαπημένο του. Ναί, ό Πώπος αύτός, ό άπραγος, μέ τά τόσα έλαττώματα, ήταν πάντα γιά τόν Αντώνη ό άγαπημένος. Τόν περιφρονούσε σάν «έμπορο», μά τόν άγαποΰσε σάν Πώπο, δπως καί τότε πού τόν είχε συμμαθητή. Αύτό τό ξεχώρισμα δέν μποροΰσε νά κάμει καλά ό Πώπος κι ' είδαμε πώς πολλές φορές παρεξηγούσε τήν πε-ριφρόνηση τοΰ Αντώνη. Μά ήταν στιγμές, δπως άπόψε, πού αί-στανόταν τήν άγάπη καί... άποροΰσε.

Απορούσε γιατί, ένώ ό Αντώνης τόν άγαποΰσε πραγμα-τικά,^ ένώ έτοιμαζόταν μάλιστα νά τοΰ δώσει καί τήν άδελφή του, δέν τόν βοηθούσε στις δουλειές του δσο έπρεπε. Δέν μπο-ροΰσε, βλέπετε, νά παραδεχτεί, πώς ήταν τόσο «άνεπίδεκτος» σέ τέτοιες δουλειές καί πώς δ Αντώνης πρό πολλοΰ είχε άπελπιστεΐ πώς θά τόν έκανε... έμπορο. Καί προσπαθούσε νά τό έξηγήσει μέ τή θεωρία του : «Είναι γιατί στό βάθος μιλεί ή ράτσα, θέλει, μά δέν τόν άφήνει κάτι τί. Ου συγχρώνται Ιουδαίοι Σαμαρεί-ταις...»

Τρώγοντας καί πίνοντας εύθυμα, οί δυό τους στήν άκρη, έλεγαν πολλά καί διάφορα. Ό Αντώνης έγέμιζε κάθε τόσο τό ποτήρι τοΰ Πώπου καί τοΰ έλεγε :

—Άπόψε θέλω νά μεθύσεις!... θυμάσαι τό μεθύσι σου, δταν κέρδισες τό πρώτο σου είκοσιπεντάρικο, μέ τό γιαούρτι τοΰ κύρ - Γιάννη ; *

—"Οχι, καϊμένε, μέ τό γιαούρτι! Μέ τή ρετσίνα τού Γεωρ-γαντα μέθυσα... Ά , ήταν ή πρώτη μου κι ' ή τελευταία...

— Ά , μπά! θ ά μεθύσεις κι ' άπόψε. Τό θέλω. Ή μπύρα κάνει καλό μεθύσι. Δοκίμασέ το κι ' αύτό... Γέλια πού κάναμε κείνη τή βραδιά!... Αξέχαστα! . . . Καλή του ώρα τοΰ Μένη... Τί νά κάνει άραγε αύτή ή ψυχή ;

— Δέ σοΰ έγραψε, άλήθεια, καθόλου ό Μένης ; —"Οχι. Δυό-τρεις κάρτες μόνο μοΰ έστειλε, μέσα σέ τρία

χρόνια. 'Εγώ τοΰ έστειλα περισσότερες. —'Εμένα μοΰ έστειλε μόνο μία. — Γλεντάει κε ι -πέρα ό μασκαράς καί μας ξεχνάει... Ή

Ευρυδίκη μούοειξε μιά φωτογραφία του, πού έστειλε άπό τό Μόναχο πέρσι. Τί άδύνατος! άγνώριστος ξέρεις. Δέν καταγίνεται παρά στό 'Ερωτικόν Δίκαιον. Καί σύ; . . . Τοδγραψες καμμιά φορά ;

— Καμμιά ! — Γιατί ; Δέν χαίρει πιά τής εμπιστοσύνης σου ό αγαπη-

τός μας Μένης;

2 1 2 Γ. ΕΕΝΟΠΟΓΑΟΓ ΑΠΑΝΤΑ

—"Οχι δά ! άμέλεια... — Ά , ναί, ξέχασα. Ό πλούσιος φίλος... σάν -*τόν πλούσιο

συγγενή τοΰ Πειραιώς. Δέν καταδέχεσαι, μή σού ποΰν πώς έκλι-παρεϊς. Ό Μένης δμο>ς, ό φτωχός, σού έγραψε. Ά , Πώπο, τό παρακάνεις! ΙΙίνε τουλάχιστο. Άπόψε, σού είπα, θέλω νά με-θύσεις.

"Ετσι μιλούσαν. Μιά στιγμή, ό Πώπος ρώτησε: — Κι' αύτό τό δίπλωμα, τί θά τό κάνεις; — Γιά τήν ώρα., τίποτα ! άποκρίθηκε ζωηρά ό Αντώνης.

Άλλωστε μού κόστισε τόσο λίγο! Χάρισμα πές. Κόπο καθόλου. Μόνο λίγους παράδες πού τούς έπλήρωσαν άλλοι.

—- I ίο ιοί; — Οί πελάτες μου, κουτέ!

Μά άλήθεια, θά μείνεις έσύ παραγγελιοδόχος σ' δλη σου τή ζωή ;

— Τί θά μείνω, δέν τό ξέρω ούτε κι ' έγώ. Γιατί πρώτα πρέπει νά φτάσω κάπου, νά μάρέσει καί τότε νά μείνω. Καί δέν ξέρω, γιατί ό δρόμος μου βγάζει σέ πολλά. Ό έμπορος, φίλε μου, είναι ό καθαυτό τυχοδιώκτης. Ε κ ε ί πού είναι άπελπισμέ-νος πώς δέν Οά βγεί ποτέ του άπ ' τό μικρό του κύκλο, τού πα-ρουσιάζεται μιά ευκαιρία πού, άπό μιά μέρα σ' άλλη, τόν κάνει μεγάλο. Φτάνει νά ξέρει νά έπωφεληθεΐ. "Λ, έγώ θά κάμω έπι-χειρήσεις! Αγωνίζομαι τώρα νά μαζέψω τό πρώτο κεφάλαιο, τή μαγιά. Κι' έπειτα θά ιδείς.

Μά τό πρώτο σου κεφάλαιο, ή μαγιά, δέν ήταν τά έκα-τοστάρικα πού σοϋδωσε ό πατέρας σου, σάν σέ πρωτοατείλε στήν Αθήνα ;

—"Λ, έκεΐνα δέν έκαμαν τίποτα σπουδαίο! Τράβηξαν μόνο τή Ζηνοβία... "Λς είναι δμως, κι' αύτό δέν ήταν μικρό. Γι ' άγάπη τή: Ζηνοβίας—άλήθεια, είδες κόμματος πού έγινε ; Τώρα ήθελα νά τήν είχα, μά πού νά γυρίσει νά μέ ίδε ΐ ! Δοκίμασα, ξέρεις, νά τής κάνω μιά έπίσκεψη, μά δέ μέ δέχτηκε... κι' ό λαμπρός έκεΐνος Ζέππος πού έτυχε στήν πόρτα, μοΰ έκαμε κάτι μοϋτρα ! "Ας είναι, τί λέγαμε! "Α, ναί, γ ι ' άγάπη τής Ζηνοβίας έχω άπό τότε τή φιλία καί τήν υποστήριξη τοΰ Γιάννη τοΰ Μανία. "Ε, δέν είναι μικρό! Νάξερες τί έχω κερδίσει ώς τώρα άπ ' αύτόν, καί τί λογαριάζω άκόμα νά κερδίσω!...

—"Ωστ' έσύ θά κάμεις τώρα μεγάλες έπιχειρήσεις; — Ναί, ναί, θά ιδείς!. . ."θυμασαι, ΐϊώπο, δταν πρωτοήρθα,

τότε πού ντράπηκες γιά λογαριασμό μου, μέ τά ρούχα πού φο-ρούσα, σάν ξεφύτρωσα μπροστά σου... κι ' είδα τά παλάτια τής Αθήνας, τί σού είπα ; Τό μεγαλύτερο, τώραιότερο, θάναι μιά

ΠΑΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 2 1 3

μέρα τό δικό μου. θ ά ιδείς!. . . Στό τέλος άν δέν τά καταφέρω μονάχος μου, θά παντρευτώ καί θά πάρω προίκα. Νά τό κε-φάλαιο !

—"Εχεις άκόμα στό νοΰ σου τήν Ευρυδίκη ; —"Οχι! τήν έβγαλα πρό πολλοΰ. — Γιατ ί ; Μήπως σ' έβγαλε κείνη ;... —"Οχι, μά... νά στό έξομολογηθώ, φίλε μου; Μέ τραβα

περισσότερο έκείνη ή Α γ λ α ί α τοΰ Βενετή. Μάρέσει τό κορίτσι, πώς τό θές ! Έ π ε ι τ α έχει προίκα μεγαλύτερη. Ό γαλατάς είναι πιό παραλής άπό τό μηχανικό. Καί τώρα πού έχω καί δίπλωμα, κι ' άπόψε νά θέλω, μοΰ τή δίνει.

— Νά λοιπόν πού θά σοΰ χρησιμεύσει σέ κάτι καί τό πα-λιόχαρτο!

— Ά , ναί! ό γέρο - Βενετής τό θεωρεί μεγάλο πράμα. "Ως τώρα μέ είχε γιά χρήσιμο άνθρωπο, μ' έκτιμοΰσε, μά πάντα σάν κατώτερο του. Μέ τό δίπλωμα γίνουμαι άνώτερος. Μεγάλη του τιμή νά τοΰ γυρέψω τήν Αγλαία . Καί νά σού πώ τήν αλήθεια, τό συλλογιέμαι σοβαρά. Ά μ α παντρευτεί μέ τό καλό ή Κλεμεν-τίνα... στήν υγειά της!

Κι ' ό Αντώνης άδειασε τό ποτήρι του στήν υγειά τής αδελ-φής του, χωρίς νά προσθέσει άλλο τίποτα. "Ηπιε κι ' 6 Πώπος χωρίς νά μιλήσει κι ' αύτός. Τί νάλεγε ; Πώς σέ λίγο θά τελεί-ωνε κι ' αύτή ή υπόθεση πού βάσταξε τόσο πολύ; Τό έγραψε τής Κλεμεντίνας, μά δέν τό πίστευε πιά ό ίδιος. "Οσο άκουγε μάλιστα τό φίλο του νά τοΰ ξετυλίγει μέ τόση πεποίθηση τά με-γάλα του σχέδια, τόσο μικρότερο, άνικανότερο αίστανόταν τόν έαυτό του' κ ι ' ή ψυχή του ζάρωνε μέσα του, μολονότι γέλιο χα-ράς κι ' εύτυχίας έφώτιζε άπόψε τό πρόσωπό του.

Έπ ιναν καί μιλοΰσαν. Ό Πώπος, άκούγοντας τόν Αντώνη, θυμήθηκε πάλι τό Λέοντα Χαρίση, τό σοσιαλισμό του καί τή θεωρία του γιά τούς φτωχούς καί τούς πλούσιους.

«Νά ένας άπό τή ράτσα τών πλούσιων ! συλλογιζόταν. Ό γέρο-Ρουκάλης, μέ τά σόγια του, τδχε πεί χωρίς νά διαβάσει τή θεωρία τοΰ Άμέρικανοΰ... "Ωχ, άδερφέ ! τό αύγό τοΰ Κολόμβου κι ' αύτή ή θεωρία !... Σά νά μήν τό ξέραμε πώς ό κόσμος άπο-τελείται άπό ΙΊώπους κι ' άπ ' Άντώνηδες... Έδώ είναι πού άπο-κλείεται ό τρίτος ή ό μέσος. Ή Ηώπος θά είναι κανένας ή Αν-τώνης, τέλειωσε !»

Αλήθεια, δμορφο τό μεθύσι μέ τή μπύρα. Ό Πώπος είχε πιει δσα σχεδόν ποτήρια κι ' ό Αντώνης. Μά δέν άρρώστησε σάν τήν άλλη φορά. Ούτε πονοκέφαλος, ούτε άγωνία. Μόνο μιά γλυ-κιά ζάλη καί μιά μελαγχολία έπίσης γλυκιά. "Οχι αισιοδοξία, μά ούτε κι ' άπελπισία θανάτου. Χωρίς νά βλέπει ευχάριστα δλα

2 1 4 Γ. ΞΕΝΟΠΟΓΛΟΓ ΛΙΙΑΝΤΑ

έκεΐνα τά δυσάρεστα πού περνούσαν άπό τό νοΟ του, τάβλεπε δμως λιγότερο φοβερά κι ' έβρισκε περισσότερη δύναμη μέσα του νά έγκαρτερήσει ώσπου νά ιδεί τό τέλος. Στό μεθύσι του, θυ-μόταν μιά μοιρολατρική φράση τού Κωσταντή Ααγάτορα.

« 'Ό,τ ' είπε ό θεός, θά γίνει!» Καί συμπλήρωσε μέσα του : «θά σκάσω έγώ ; Λέ θά βιαστώ τώρα νά πάρω τήν Κλεμεν-

τίνα, νά γίνουμε δυστυχισμένοι κι ' οί δυό, γιά νά πάρει ό κύριος Αντώνης τήν Α γ λ α ΐ α του μέ τις χιλιάδες της ! Μή σώσει!»

Αύτό τό «μή σώσει!», άποψινό εύρημα, τόν έκανε σχεδόν εύθυμο. Καί σηκώνοντας μιά στιγμή τό ποτήρι του, είπε :

— Στήν υγειά τής Αγλα ΐας ! . . . Γειά σου, κεφαλαιοκράτη ! Ήταν μιά λέξη δχι κοινή τότε. Δέν τήν έλεγε παρά ό

Χαρίσης κι' ή παρέα του. Κι' ό Αντώνης, πού τήν πρωτάκουγε, έσκασε στά γέλια.

Έ ν ' άπόγεμα, ό Αντώνης άπάντησε στό δρόμο τόν ΙΙώπο καί τού είπε :

— Τάμαθες ; Ήρθε δ Μένης άπό τή Γερμανία ! — Μπά ! τόν είδες; —"Οχι, αλλά μού τδπε πρό όλίγου δ θείος του στήν τράπεζα.

Καί τώρα λογάριαζα νά πάω νά τόν ίδώ. Ιίαμε μαζί ; Ό ΙΙώπος έδίστασε. Χιορίς νά θέλει, θυμήθηκε τόν 'Αδάμη.

"Επειτα δμως δέχτηκε. Καί πήγαν. Στό σπίτι τοΰ Μανία, δπως τόν παλιό καιρό, ήταν μαζε-

μένοι μπαρμπάδες, θείες, άοελφοςάδελφα καί φίλοι. Γεμάτα τά σαλόνια, πού μοσχοβολούσαν άπό μενεξέδες κι ' άντηχοΰσαν άπό γέλια κι ' άλαλητό.

Ή Εύρυδίκη, μεγαλοκοπέλα τώρα πιά, υποδέχτηκε τούς φί-λους στό διάδρομο καί τούς έμάλωσε :

—"Ετσι, κύριε Δαγάτορα ; "Επρεπε νάρθεϊ δ Μένης γιά νά σας ιδούμε ; Καί σεις, κύριε Ρουκάλη, πόσον καιρό έχετε νά πατήσετε στό σπίτι μας ;

"Αν καί στό σαλονάκι μπήκαν μαζί, δ Μένης είδε κι ' άγκά-λιασε πρώτα τόν ΙΙώπο.

— Τί γίνεσαι, άγαπητέ μου ; τοΰ είπε διαχυτικότατα. Με-γάλη μου χαρά πού σέ ξαναβλέπω... Έ χ ω δμως κι ' ένα μεγάλο παράπονο : Σοϋ έγραψα μά δέν μού άπάντησες !

Αύτό κολάκεψε τόν ΙΙώπο πολύ. Νά τόν χαιρετήσει πρώτ' άπ' τόν Αντώνη—νά θυμηθεί πώς έδώ καί τρία χρόνια τοΰ είχε στείλει μιά κάρτα, πού έμεινε χωρίς άνταπόδοση—νά τί δέν περίμενε πιά άπό τό Μένη, "Ωστε δέν είχαν χαθεί δλα. Μπορούσε

ΙΙΛΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 2 1 5

άκόμα νά βασίζεται στήν παλιά φιλία, μπορούσε νά λέει πώς έχει ένα φίλο άδελφικό, ίκανό νά του συγχωρεί καί τήν άμέλεια.

Μά ή χαρά του δέν έβάσταξε πολύ. Πριν καλά-καλά νάκούσει τή δικαιολογία του, ό Μένης

έπεσε στήν άγκαλιά τοΰ Αντώνη. Κι' άπό τή στιγμή έκείνη δέν υπήρχε πιά Ηώπος γ ι ' αύτόν. Μόνο Αντώνης.

Μά καί γιά δλους τούς άλλους, μέσα στό σπίτι έκεΐνο, ό Πώπος δέν ήταν τίποτα. '() πατέρας τοΰ Μένη, οί μπαρμπάδες του, τόν είχαν ξεχάσει. Είχαν, άλήθεια, νά τόν ίδοΰν τόσον καιρό !... Τάδελφοξάδελφα. νέοι καί κορίτσια, έκαναν πώς δέν τόν θυμοΰνται. Καί τά μικρότερα άγόρια καί κοριτσόπουλα, μωρά σχεδόν τότε πού πήγαινε στό σπίτι δ Πώπος, δέν τόν θυμόνταν πραγματικώς. Κι ' ύστερα άπό μερικές άπόπειρες ξαναγνωριμίας, πού άπάντησαν μεγάλη ψυχρότητα, δ φτωχός μαθηματικός άναγ-κάστηκε νά τραβηχτεί σέ μιά γωνία, δπου δέ μιλοΰσε παρά μ' ένα μαθητή του, συνομήλικο φίλο ένός άπό τούς νέους Μα-νιάδες.

Μά κι ' αύτός, σέ λίγο, προτίμησε τήν παρέα του στό διπλανό σαλόνι κι ' δ κακόμοιρος δ Πώπος έμεινε στήν άκρη του όλομό-ναχος, ξεχασμένος, σάν έπιπλο πού τό παραμερίζουν γιά νά χορέψουν!

Έ τ σ ι τήν πάθαινε καί τόν παλιό καιρό, άφότου ήρθε στήν Αθήνα δ Αντώνης" καί γ ι ' αύτό έπαψε νά συχνάζει στοΰ Μανιά καί πριν φύγει άκόμα δ Μένης γιά τή Γερμανία.

Δέν ήταν δμως καθόλου άνεξήγητη ή τελική άποτυχία του στόν κύκλο έκεΐνο. "Οσο ό Πώπος ήταν νεαρός φοιτητής, συνά-δελφος καί φίλος τοΰ Μένη άγαπητός, κανένας δέν μπορούσε νά ξέρει τό μέλλον του. Κι ' έννοεΐτε τί έννοοΰσαν, στόν κύκλο αύτό, δταν έλεγαν «μέλλον»... Ποιός, άλήθεια, μποροΰσε νά βε-βαιώσει ή νάρνηθεϊ πώς ό νέος έκεΐνος, άν καί φοιτητής τών μαθηματικών, δέν θά γινόταν μιά μέρα ένας διάσημος καθηγητής, ένας διευθυντής Αστεροσκοπείου, ένας σπουδαίος συγγραφέας μέ μεγάλα κέρδη, μέ παράσημα, μέ τιμές; . . . Τώρα δμως πού μεγά-λωσε, πού τελείωσε καί δέν ήταν άκόμα παρά ένας απλός προ-γυμναστής κι ' ένας κοινός συγγραφέας διδακτικών βιβλίων, σέ τί θά βάσιζαν μιά καλή πρόγνωση ; Ούτε δημόσια θέση είχε, ούτε στήν Εύρώπη πήγε νά τελειοποιηθεί, ούτε κάν παντρεύτηκε άπό έρωτα... καμμιά μεγάλη προίκα. Ήταν πιά κάτι σταματισμένο. Τό μέλλον του τό ήξεραν δλοι : ένας φτιοχοδάσκαλος, ένας παρακα-τινός. Μεθαύριο θάπαιρνε τήν κόρη κανενός γέρου καθηγητή μέ καμμιά τριανταριά χιλιάδες τό πολύ, καί θάκανε δέκα παιδιά καί θά τραβομαλλιόταν...

Γι ' αύτό τόν περιφρονοΰσαν τώρα στοΰ Μανία, δπως καί σέ

2 1 6 Γ. ΞΕΝΟΙΙΟΓΛΟΓ ΑΠΑΝΤΑ

κάθε τέτοιο σπίτι. Άλλα καί γιά κάτι άλλο άκόμα : "Οταν πρω-τογνώρισαν τόν Πώπο, ό πρωτοετής φοιτητής πού είχε τά μέσα, ντυνόταν, καθώς ξέρουμε, σάν τά καλύτερα παιδιά της Αθήνας. Ό Μένης ήταν τό πρότυπό του καί τον αντίγραφε στήν έντέλεια. Ένόμιζαν λοιπόν πώς είναι άπό οικογένεια, άπό καλή ζακυθινή οικογένεια, μέ τίτλους ίσως καί μέ οίκόσημο. Άλλά τώρα πιά, μέ τις οικονομικές καί τις άλλες στενοχώριες, ό Πώπος είχε άφή-σει τις νεανικές κομψότητες. Ντυνόταν σάν «καθηγητής», καί μάλιστα δέν τδχε γιά τίποτα νά φορέσει καί μιά γραβάτα σάν έκεΐνες τοΰ Αντώνη πού τόν έθύμωναν τόσο άλλη φορά. Κι ' οί Μανιάδει, οί νέοι προπάντων, έβλεπαν τώρα στον Πώπο έναν άνθρωπο πού ολοφάνερα δέν ήταν άπό τούς δικούς τους.

Οά πείτε : Μά ό 'Λντώνης πού τόν έκτιμοΟσαν, είχε κομ-ψευθεΐ ; "Οχι καί τόσο. Πάντα τό ντύσιμο του διατηρούσε τήν παλιά έκείνη επαρχιώτικη άγαρμποσύνη. Τό ύφασμα δμως τής φορεσιάς του φώναζε πώς ήταν άπό τ' άκριβότερα" έπειτα ξέρουμε πώς έξαρχής ό Αντώνης είχε έναν άριστοκρατικό άέρα πού δυνά-μωσε άκόμα μέ τήν ήλικία καί τήν πρωτευουσάνικη ζωή. Έ τ σ ι , δποιος τόν έβλεπε, δέν τόν ξεχώριζε άπό τούς Μανιάδες, καί μάλιστα τούς μεγαλύτερους. Κι' ό Πώπος, πού πολλές φορές τό είχε παρατηρήσει, τό παρατηρούσε κι ' απόψε καί θαύμαζε: Πώς είχε γίνει έτσι αύτός ό Αντώνης! Πού έμαθε, πώς συνήθισε ! Οάπαιρνε κανείς ορκο πώς είχε γεννηθεί μέσα σ' έκεΐνο τό σπίτι. Μέ τόση έλευθερία κι ' άνεση τριγύριζε τις διάφορες παρέες, μέ τόσο θάρρος μιλούσε μ' δλους, καί μέ τούς πιό ξένους, άρσε-νικούς καί θηλυκούς, μέ τόση προσοχή κι' ευλάβεια άκουγόταν άπό νέους καί γέρους. Μά θριάμβευε ! Τό έναντίο άκριβώς άπό τόν Πώπο πού είχε κρυφτεί σέ μιά γωνιά, ό Αντώνης φαινό-ταν παντού, καί μάλιστα τόσο πολύ, πού θάλεγες πώς κοντά του δέν φαίνονταν κι' άλλοι !

Δίο - τρεις φορές τον πλησίασε ό Μένης καί μίλησε μαζί του πολύ... Ό Πώπος δέν άκουγε καλά τί έλεγαν, ή όμιλία τους δμως τού φάνηκε σπουδαία. Δέν μιλούσαν απλώς, συζητούσαν. Κάτι θά είχε ξεφυτρώσει στή μέση. Γιατί κι ' άλλοι άπό τούς Μανιάδες καί τούς φίλους τους, πήραν ύστερα μέρος σ' αύτή τή συζήτηση. Φαινόταν τέλος πάντων πώς ένα ήταν άπόψε τό θέμα τής γενικής όμιλίας. Καί γυναίκες άκόμα είπαν τή γνο'»μη τους γ ι ' αύτό. Μόνο ό Πώπος δέν άκουσε καί δέν κατάλαβε τίποτα. Μπήκε σέ περιέργεια. Μά ήταν βέβαιος πώς άν ρωτούσε έκείνη τήν ώρα τό Μένη ή τόν Αντώνη τί έτρεχε, δέν θά ήθελαν νά τού ποϋν...

Ή Ευρυδίκη κοίταζε τόν Άντιόνη κι ' άχτινοβολοΰσε... Γιατί άραγε τόση χαρά ; Μόνο γιατ' είχε γυρίσει ό αδελφός της άπό τά

ΙΙΛΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 2 1 7

ξένα; "Η μήπως ή χαρά της είχε σχέση μέ τό «άλλο» πού συνέβαινε ;...

Έμειναν ώς δυό ώρες κι ' έπειτα ό Αντώνης άρχισε νάπο-χαιρετά. Ό Πώπος τόν μιμήθηκε καί, τή στιγμή πού χαιρετούσε τό Μένη, τόν ρώτησε, έτσι γιά νά τόν δοκιμάσει :

— Έ , δέν θά πάμε κανένα βράδυ στοΰ Πελοπίδα, νά θυμη-θούμε τά παλιά ;

Ό Μένης έκοψε τό γέλιο του καί τόν κοίταξε στά μάτια. Τότε μόνο ό Πώπος είδε πόσο άλλαξε ό φίλος του σ' αύτά τά χρόνια: είχε άνδρωθεΐ· τό πρόσωπό του είχε γίνει σοβαρό κι 'αύ-στηρό' καί τά μάτια του είχαν άποχτήσει μιά καινούργια άγριάδα.

Τόν φοβήθηκε τή στιγμή έκείνη πού τόν κοίταζε μ' αύτά τά μάτια καί τοΰ έλεγε :

— Ναί, βέβαια... κανένα βράδυ... εύχαρίστως ! Μά τόσο ψυχρά, τόσο τυπικά, πού ή υπόσχεση αύτή ισοδυ-

ναμούσε μέ άρνηση. Τελείωσε! ό Μένης Μανιάς δέν ήταν πιά ό παλιός φίλος. Καί, τό χειρότερο, χωρίς νά είναι ούτ' έχθρός... Ή αδιαφορία, ή τρομερή άδιαφορία, πού τή συναντοΰσε πάντα ό Πώπος σ^ δλους αύτούς πού ένδιαφερόνταν τόσο γιά τόν Αντώνη.. .

Τό ήξερε, τό ήξ ερε καλά άπό καιρό. Καί γιά τό Μένη καί γ (ά τούς άλλους. Κι ' άν τόν πίκραινε άπόψε νά τό συλλογιέται, ήταν μόνο γιατί ή θερμή ύποδοχή τοΰ Μένη, στήν άρχή, τόν είχε κάνει μιά στιγμή νά ελπίσει.

Νά έλπίσει τί ; Πώς ή θεωρία τοΰ Αμερικάνου μπορεί νάταν καί ψεύτικη ;...

Λέ βαριέσαι! Πικρογέλασε μέσα του καί παρηγορήθηκε. Κι' άμα βρέθηκε

μέ τόν Αντώνη στό δρόμο, τόν ρώτησε : — Καλέ, γιά τί πράγμα μιλούσατε άπόψε δλοι, μέ τόση

σπουδαιότητα ; — Μπά, δέν τάκουσες ; άπόρησε ό Αντώνης. Μά ποΰ ήσουν

έσύ ; Καί τοΰ έδωσε τήν είδηση : — Πρόκειται νά γίνει μιά καινούργια μεγάλη τράπεζα. — Κι' άλλη ; έκαμε χωρίς νά θέλει ό Πώπος. Ό Αντώνης έβαλε τά γέλια. Μά τέτοια γέλια, πού κόντεψε

νά σκάσει. Τοΰ φάνηκε τόσο άστείος, τόσο άπρόοπτος ό λόγος τού άπραγου φίλου του !

— Μά τί, σοΰ φαίνονται πολλές; τόν ρώτησε άμα ξεγέλασε. — Βέβαια πολλές ! άποκρίθηκε πειραγμένος ό Πώπος. Γιά

τδν τόπο μας θά έφτανε ή Εθν ική κι ' ή Ιον ική. Κι ' έχουμε δέ*α! ' Λ ^

218 Γ. ΞΕΝΟΠΟΓΑΟΓ ΑΠΑΝΤΑ

Ό Άντώνής σοβαρεύτηκε : — Οί τράπεζες, φίλε μου, είναι σάν τις έφημερίδες. Νομί-

ζεις πώς βγαίνουν πολλές, πάρα πολλές καί πώς θάταν άδύνατο νά χωρέσει κι ' άλλη. Κι' δμως, βγαίνει μιά καινούργια, πιάνει μιά χαρά, καί κάνει μάλιστα νά λείψουν μερικές παλιές. Γιατί ήταν ή έφημερίδα πού χρειαζόταν. "Ετσι κι ' ή καινούργια τρά-πεζα Οά ευδοκιμήσει, φτάνει νά είναι έκείνη πού χρειάζεται, θ ά μοΟ πε ι ς : Μπορεί νά κλείσει μερικές άλλες. Ά λ λ α τί μας νιά-ζει έμας ;

—'Εσας δηλαδή, άποκρίθηκε ό ΙΙώπος. Δέν πιστεύω νά βά-ζεις τώρα καί μένα ;

—"Οχι βέβαια, ΙΙώπο μου!... "Αν καί πού το ξέρεις; Μπο-ρεί κάποτε νά χωθείς και σύ. Άσχημο θάταν ;

—Έσύ . . . θά χωθείς ; — Μ' αύτό ήταν δλος ό καυγάς ! θέλουν καλά καί σώνει νά

μέ πάρουν. Έ ν α ς άνθρωπος, λένε, σάν καί μένα, μέ δίπλωμα, μέ ικανότητα, μ' έξυπνάδα, μέ πείρα τής άγοράς, τούς είναι άπαραίτητος. Τού κάκου τούς έλεγα πώς μέ τραβα περισσότερο τό καθαυτό έμπορικό στάδιο. Επιμένουν. Ό Μένης, ό πατέρας του, ό μπάρμπας του, δλοι. "Ως καί ή Ευρυδίκη μοΰ είπε πώς τό θέλει καί τό άπαιτεί.

— Μά μού είπες πώς δέν σ' έπηρεάζει πιά ή Ευρυδίκη... —Αδιάφορο ! Μ' έφεραν σέ δύσκολη θέση, έτσι πού τό θέ-

λουν δλοι... Γιατί κι ' έγώ τούς θέλο) τούς Μανιάδες... Μήπως άπό λίγο δέ θάμπαινα στήν τράπεζα τοΰ Γιάννη Μανία; — Μά δέ θά μπορείς, άν είσαι υπάλληλος σέ τράπεζα, νά κάνεις καί δικές σου επιχειρήσεις;

— Αύτό θά έξετάσιο. Κι ' άν είναι νάχω δλη μου τήν έλευ-θερία, θά δεχτώ.

— Έ γ ώ λέω δτι θά κάμεις καλά. Καί τί θέση θά σού δώσουν ;

— ΙΙολύ καλή βέβαια! "Αν δχι άπ' τήν άρχή, άλλά σέ λίγον καιρό, θά μέ ιδείς τμηματάρχη.

— Κι' έχει μεγάλο μισθό ό τμηματάρχης ; — Καί μισθό, καί ποσοστά, κι ' έκτακτα έπιδόματα, μήν τά

ρωτάς. Ά , θά είμαι λαμπρά! Γιατί, ξέρεις, πρόκειται νά γίνει κάτι σοβαρό, μεγάλο. Ό Ζυγίδης αύτός, πού ήρθε τώρα άπό τήν Πόλη καί τούς έβαλε στά αίματα, φαίνεται τρομερός άνθρωπος. Ξεσήκωσε τούς πιό πλούσιους δμογενείς τού Εξωτερικού. Ε κ α -τομμύρια κεφάλαιο, πολλά, πολλά... Αύτή ή «ΙΙίστις» θά χα-λάσει κόσμο !

— «Πίστις» θά λέγεται ή καινούργια τράπεζα ; — Ναί. "Ισως «Ελληνική Πίστις». Σάρέσει;

ΠΑΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 219

—Ωραίο είναι. Ά ν καί δέν πιστεύω πολύ στήν έλληνική πίστη...

— Οί λέξεις, φίλε μου, στόν χρηματιστικό κόσμο, έχουν άλλη σημασία.

— Τό ξέρω... τό ξέρω καλά. Κι' 6 Μένης; θ ά μπεί στήν τράπεζα κι' αύτός ;

—Εννοε ί τα ι ! "Ολοι οί Μανιάδες ένιόνουν τά κεφάλαιά τους καί τις ίκανότητές τους. Ή τράπεζα τού Γιάννη Μανιά θά συγ-χωνευθεί. Συγγενείς, παρασυγγενεΐς, φίλοι, δλος δ κύκλος τέλος πάντων, θάφήσουν τις δουλειές πού κάνουν τώρα καί θά συμμα-ζευθοΰν έκεϊ.

— Κι' ό Ζυγίδης τί θά ε ίναι ; — Γενικός διευθυντής—Ά,τί άνθρωπος, φίλε μου !—Στή δι-

εύθυνση τής τραπέζης θά είναι άκόμα ένας ειδικός ή τοπικός, νά πούμε, διευθυντής, δύο ύποδιευθυνταί, ένας γενικός γραμμα-τεύς... Αλήθεια, ό Μένης μπορεί νά γίνει καί γενικός γραμ-ματεύς.

Ό Πώπος άκουγε έκστατικός. "Ωστε αύτά ήταν τάποψινά διαβούλια. "Ολοι μαζί οί Μανιά-

δες έμπαιναν σέ μιά μεγάλη έπιχείρηση μέ τόν «φοβερό» έκεΐνο Ζυγίδη έπί κεφαλής. Ποιός ξέρει τί θάβγαινε κι ' άπ ' αύτό! Πόσα καινούργια μέγαρα στήν Αθήνα, πόσες καινούργιες μεγάλες πε-ριουσίες, πόσες καινούργιες «προσωπικότητες»... Πρώτος ό Μέ-νης, ό χαϊδεμένος δλων τών Μανιάδων, πού δέν θά κοίταζαν παρά πώς νά τόν άναδείξουν. "Επειτα—γιατί δχι ;—ό Αντώνης. Λιγότερο τάχα τόν άγαπούσαν καί θά τόν υποστήριζαν κι ' αύτόν ;...

Κι' ό Πώπος θυμήθηκε τί τού είχε πει μιά φορά καί πρό δλίγων μηνών άκόμα : «Τό καλύτερο μέγαρο τής Αθήνας, μιά μέρα, θά είναι τό δικό μου». Νά το ! Μέ τήν «Έλληνική Πίστι» θά τδ-κανε. Ά π ό τώρα τδβλεπε ό Πώπος, μέ τά βαριά του μάρμαρα καί μέ τό χρυσό μονόγραμμα στή σκούρα καγκελόπορτα : Λ Ρ.

Ναί, μά καί πόσες καταστροφές, πόσες δυστυχίες, πόσα δράματα, πόσους σπαραγμούς θάφερνε ή καινούργια έπιχείρηση τών παραλήδων ! Αλίμονο στούς φτωχούς, πού ένώθηκαν δλοι γιά νά τούς γδύσουν ! Γιατί άπό πού θάβγαιναν τά πλούτη καί τά μέγαρα, παρ' άπό τή ράχη τοΰ κοσμάκη ;

Καί τό βράδυ, στό καφενείο τοΰ Χαραμή, ό Πώπος μίλησε γ ι ' αύτό μέ τό Χαρίση.

— Ή τράπεζα, τοΰ είπε ό φιλόσοφος, είναι ή δυνατότερη βεντούζα αύτοΰ τοΰ τέρατος, τής κεφαλαιοκρατίας. Βυζαίνει άσφα-λέστατα καί τήν τελευταία ίκμάδα τοΰ φτωχοΰ. Καί χωρίς νά φαίνεται καθόλου, γιατί άληθινά χρειάζεται μεγάλη φιλοσοφία γιά νά καταλάβει κανείς πόσο άνήθικο είναι τό έμπόριο μιας

2 2 0 Γ. ΞΕΝΟΠΟΓΑΟΓ ΑΠΑΝΤΑ

τράπεζας. «Δανε ίζομαι , σοϋ λέει, μέ τρία καί πέντε τοις έκατό καί δανείζω μέ όκτώ καί μέ δέκα». 'Ανάλυσέ το αύτό, νά ίδεϊς τί είναι. Συλλογίσου έπειτα ποιούς δανείζει μιά τράπεζα κι ' άπό ποιούς δανείζεται. . . Τό Εύαγγέλιο τό έξηγεί λαμπρά. «Τω έχοντι», λέει, δίνουν «τω μή έχοντι», κ ι ' έκεΐνο τό λίγο πού έχει, τοΟ τό παίρνουν. Κανείς δέν τό έφαρμόζει αύτό καλύτερα άπό μιά τράπεζα!

— Κι ' άπό έναν τοκογλύφο, συμπλήρωσε ό Πώπος. — Μά κι ' ή τράπεζα τί είναι ; είπε ό Χαρίσης. "Ενας μεγά-

λος, εύγενικός καί νόμιμος τοκογλύφος. Είπαν πολλά έκεΐνο τό βράδυ οί μποέμ. Καί στό τέλος ό

Πώπος — τόσο τόν έπηρέαζαν τώρα οί ιδέες έκείνων τών παλα-βών— έμακάρισε τόν έαυτό του πού δέν τόν άγαπούσαν καί αυτόν οί Μανιάδες καί δέν θά τόν έπαιρναν βοηθό στή βεντούζα πού έστηναν, γιά νά βυζαίνουν καί τήν «τελευταία ίκμάδα τοΰ φτωχού»...

Σέ λίγες μέρες, άρχισαν στις έφημερίδες οί ρεκλάμες. Πρώτα ό τίτλος :

ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ

μέ πελώρια γράμματα" έπειτα τό κεφάλαιο μ ' ένα πλήθος χον-τρά μηδενικά" έπειτα τό όνομα τοΰ γενικού διευθυντού Πέτρου Κ. Ζυγίδη—άπό τά γνωστότερα στούς χρηματιστικούς κύκλους δλης τής Ανατολής—έπειτα, μέ μικρότερα γράμματα, τό δνομα τού διευθυντού Ιωάννου Γ. Μανία, καί τέλος τά ονόματα τών συμβούλων, δπου έβλεπε κανείς δλους τούς έκατομμυριούχους τών Αθηνών.

Σέ κάθε έφημερίδα, ή ρεκλάμα αύτή έπιανε τή μισή σελίδα καί, κάθε φορά πού έπεφτε στά μάτια του, 6 Πώπος, χωρίς νά ξέρει κι ' αύτός γιατί , τή διάβαζε άπ ' τήν άρχή ως τό τέλος, πού τήν Ιμαθε πιά άπέξω.

Περίεργο πράγμα—άποροΰσε μονάχος του—νά τόν ένδιαφέρει τόσο πολύ, σά δική του, μιά τόσο ξένη έπιχείρηση ! Τί κοινόν, έλεγε, κυνί καί βαλανείω ; Ε π ε ι δ ή θάταν μέσα κι ' ό Αντώνης ; Μά τότε περισσότερο έπρεπε νά τόν ενδιαφέρει τό παραγγελιοδο-χικό του γραφείο, πού δμως γ ι ' αύτό δέν έδωσε ποτέ πεντάρα.

Μην ήταν κανέν' άόριστο, άγνώριστο προαίσθημα, πώς αύτό τό ί'δρυμα, πού μοιραία παρευρέθηκε στά γεννητούρια του καί στά βαφτίσια του, θά είχε κάποτε μιά μεγάλη, φοβερή έπίδραση στή ζωή του ;...

ΠΑΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 2 2 1

Μά κι ' ό Αντώνης , καθε φορά πού τόν έβλεπε, γιά τήν και-νούργια τράπεζα τού μιλούσε. Τό είχε άποφασίσεΐ' Οάμπαινε στήν υπηρεσία της. "Οσο γιά τό γραφείο του, είχε συνεταιριστεί κιόλα μ ' έναν άλλον παραγγελιοδόχο πού θά τόν άφηνε στό πόδι του. Έ τ σ ι θίκανε δυό δουλειές μαζί. Ηάταν καί τραπεζιτικός ύπάλληλος, θάταν κι ' έμπορος, μέ τό δνομα τοΰ συνεταίρου του : Α. Φ. Γεωργιάδης καί Σία.

— Πάμε καλά, πολύ καλά" έλεγε κατενθουσιασμένος ό Α ν -τώνης.

— Καί τό μέγαρο ; τόν πείραζε ό Πώπος. — Πές πώς τά θεμέλια μπήκαν κιόλα, άπαντοΰσε σοβαρά

ό νέος Ρουκάλης. Μιά μέρα πήρε τό φίλο του, γ ιά νά τοΰ δείξει τό κατάστημα

τής «Ελλην ικής Πίστεως». Ή τ α ν ένα μεγάλο σπίτι, παλάτι, στήν όδόν Σταδίου. Μπήκαν μέσα κ ι ' είδαν τις μεταρρυθμίσεις πού γίνονταν μέ πυρετώδικη δραστηριότητα. 'Λπό δώ έπεφταν μεσότοιχοι, άπό κει χωριζόνταν σάλες μέ κάγκελα. Καί στήν έξωτερική πόρτα, γιά ρεκλάμα, είχαν βάλει άπό τώρα μιά τε-ράστια έπιγραφή.

— Τό κατάστημα αύτό, έξηγοΰσε ό Αντώνης , είναι προσω-ρινό. Ή τράπεζα θά χτίσει δικό της πού Οά είναι πρότυπο. Είδα τά σχέδια κ ι ' έμεινα έκστατικός. Τό θησαυροφυλάκιο μόνο νά ίδεΐς, φτάνει.

"Από τότε ό Πώπος, δταν περνοΰσε άπό τήν «Έλλην ική Πίστι», στεκόταν άπέξω νά βλέπει τις έτοιμασίες. Κάποτ" έμπαινε καί μέσα. Έ τ σ ι , σιγά - σιγά, παρακολούθησε δλη τήν έγκατά-σταση. Τί πολυτέλεια ! Εκατομμύριο Οά είχαν στοιχίσει—λογά-ριαζε—έκεΐνα τά έπιπλα, τά ηλεκτρικά, τά τηλέφωνα, τά χρη-ματοκιβώτια, τά γκισέ καί τά μηχανήματα. Καί νά σοΰ λέει ό Αντώνης «προσωρινό». Τί θάταν λοιπόν καί τί θά κόστιζε τό «ίριστικό» ;

Ή άλήθεια είναι πώς ό Ζυγίδης γ}ταν έπιδεικτικός άνθρω-πος κ ι ' άγαποΰσε τό λοΰσο γιά ρεκλάμα. "Ετσι ή τράπεζά του έδω-σε έξαρχής καινούργιο τόνο—καί λαμπρό παράδειγμα—στά δμοια ιδρύματα τής πρωτεύουσας. "Ο,τι στάθηκε ή «Νέα Σκηνή» γ ιά τά θέατρα, στάθηκε κι ' ή «Έλλην ική Πίστις» γιά τις τράπεζες, " ίστερ ' άπ ' αύτή φάνηκαν τά τέλεια καταστήματα τής Εθν ικής , τής Αθηναϊκής , τής Λαϊκής, τής Ιον ικής . Μιά άνακαίνιση πού κόστιζε έκατομμύρια, μά πού κ ι ' έφερνε άλλα...

Τό άλλόκοτο, τό ανεξήγητο ένδιαφέρο τοΰ Πώπου δέν λιγό-στευε. Μιά μέρα τοΰ είπε 6 Αντώνης δτι τήν έπομένη θά γι-νόνταν τά έγκαίνια τής «Ελλην ικής Πίστεως» καί τοΰ πρότεινε νά τόν πάρει μαζί του. Δέχτηκε όλοπρόθυμα. Καί στή γιορτή

2 2 2 Γ. ΞΕΝΟΠΟΓΛΟΓ ΑΙΙΑΝΤΑ

έκείνη των εκατομμυρίων, οπού δ ρεκλαμαδόρος Ζυγίδης είχε προσκαλέσει το «άνθος της κοινωνίας», παρευρέθηκε κι ' <5 φτωχός Δαγάτορας, δ φίλος τοΟ Χαρίση, ό μισομποέμ κι ' ό μισοσοσιαλι-στής. Κάποιος γνωστός του τον εΖ5ε σέ μιαν άκρη τοΟ χώλ καΐ τοΟ άστειεύθηκε :

—"Ε ! τί γυρεύει ή άλεπού στο παζάρι ; "Αλήθεια, τί έγύρευε ; Οϋτε δ ίδιος δέν τδξερε... 'ίίστόσο άκουσε μ' ευλάβεια τόν αγιασμό, ήπιε ένα ποτήρι

σαμπάνια, έφαγε κι ' ένα σάντουιτς μέ χαβιάρι, είδε άπό κοντά καί το Ζυγίδη, που ήταν «ό άνθρωπος της ήμέρας»—και τί δμορφάνθρωπος! μέ τί μεγάλα, φοβερά, τέλεια ρουκαλέικα μά-τια ! - καί στό τέλος παραστάθηκε στην κωμωδία τών έγκαινίων : Οί υπάλληλοι μπήκαν στα κλουβιά τους, άνοιξαν τις θυρίδες καί δέχτηκαν τους πρώτους πελάτες, πού ήταν κάποιοι συνεννοημέ-νοι. '() Ινας έκαμε μιά κατάθεση τριών χιλιάδων δραχμών" 6 άλλος Ιξαργύρωσε ένα τσέκι" δ τρίτος έστειλε μιά τηλεγραφική έπιταγή καί... έπεσε γ") αυλαία: Ξανάκλεισαν τά γκισέ, ξανα-βγήκαν οί υπάλληλοι κι ' άρχισαν πια να φεύγουν οί προσκαλε-σμένοι. Ό Ζυγίδης στεκόταν στην έξοδο κι ' δλοι σχεδόν, φεύ-γοντας, τοΟ έσφιγγαν τό χέρι μ' ευχές καί συγχαρητήρια.

Ό ΙΙώπος—τί τοΟ ήρθε;—είπε στόν Α ν τ ώ ν η : — Νά τον χαιρετήσω κι ' Ιγώ ; Καί δ Αντώνης τοΟ είπε : — Ναί, ναι, χαιρέτα τον ! Είσαι φίλος των Μανιάδων. Καί

ποΰ ξέρεις ν.αμμιά φορά !... Ό ΙΙώπος, σαν αυτόματο, πήρε πόζα «γνωστοΟ», πλησίασε

τόν [ΐεγάλο χρηματιστή καί θαρρετά τοΰ έτεινε τό χέρι : — Σας συγχαίρω ! — Ευχαριστώ... Καί χωρίς καλά - καλά νά τελειώσει τή λέξη ό Ζυγίδης, πού

άγγιζε τώρα τυπικά το χέρι τοΰ ΙΙώπου, βιάστηκε νά τ ' άφήσει για νά χαιρετήσει κάποιον άλλον, έπίσημο, πού τον πλν;σίαζε έκείνη τή στιγμή.

«Την έπαθα κι ' αυτή ί—συλλογίστηκε δ φτωχός, ντροπια-σμένος—·μά νά μή γυρίσει νά μέ κοιτάξει οϋτε άπό περιέργεια ; Φαίνεται πώς οί άνθρωποι της ράτσας μου έχουν κι ' ίδιαίτερη μυρωδιά».

Καί το βράδυ, στό καφενείο, τά είπε δλα τοΟ Χαρίση, έκτός άπο τήν τελευταία ταπεινωτική λεπτομέρεια.

— Μά γιατί νά πας ; τον μάλωσε ό φιλόσοφος, πού τόν θεω-ρούσε πιά μαθητή του.

— Μέ πήρε 6 Ρουκάλης. πού διορίστηκε υπάλληλος έκεΐ. Μόνο γι" αγάπη τοΰ φίλου μου πήγα.

Π Λ 0 Γ 2 1 0 Ι ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 2 2 3

— Ό φίλος σου μπορούσε νά πάει έκεΐ, νά βοηθεϊ στό γδύ-σιμο τοΟ κόσμου, καί χιορίς τήν άγάπη σου.

— Μά ήθελα νά Ιδώ κ ι ' άπό κοντά τούς άνθρώπους τοΟ τραπεζιτικοί) κόσμου.

—"Λ μ α είδες ένα, τούς είδες δλους. Καί σύ γνώριζες ήδη τόν κ. Ιωάννη Μανιά.

— Καί δμως αύτός, ό Ζυγίδης, είναι άλλο πράγμα ! Ό Μα-νίας μπροστά του μοΟ φάνηκε σάν άναγνώστης μπροστά σέ μη-τροπολίτη.

Τάκουσε άπό τήν άκρη ό Γιάννης δ Πλατής καί ρώτησε ζωηρά:

— Ή τ α ν κι ' ό μητροπολίτης; — Ή τ α ν βέβαια. — Κι' δ πρωθυπουργός ; — Μέ δλο τό Συμβούλιο. — Κι ' ό Τσυγγρός ; — Κι ' δλοι οί έκατομμυριούχοι! — Κρίμα! Νά τδξερα θά πήγαινα κι ' έγώ. —' Γιατ ί ; — Για νά ιδώ άλλη μιά φορά τούς λαιμούς τους! Κι ' ό ΙΙλατής συνόδευσε τή φράση του μέ χειρονομία πού

κατάλαβαν δλοι τή σημασία της κι ' έβαλαν τά γέλια. Ό «άναρχικός» τής παρέας ήθελε νά ξαναϊδεΐ τούς λαιμούς

πού δνειροπολοΟσε νά τούς αρπάξει μιά μέρα καί νά τούς σφίξει μέ τά σιδερένια του δάχτυλα.

—"ί.2! άστειεύθηκε ό ΙΙώπος· μερικοί άπ ' αύτούς θέλουν τέσσερα χέρια. 'Άκουσέ με μένα πού τούς είδα καλά. Ό λαιμός μάλιστα Ικείνου τοΟ Ζυγίδη... ταύρειος, φίλε μου!

— Μά υπάρχουν καί μπαλτάδες, άποκρίθηκε ό ΙΙλατής. Ό Χαρίσης, γελώντας άγαθά, είπε : — Αδιόρθωτοι τέλος πάντιυν αύτοί οί δπαδοί μου! Νομίζουν

πώς σοσιαλισμός θά πει μπαλτάς καί κρεμάλα. "Α, είναι πιά καιρός νάρχίσω τήν έφημερίδα μου.

— Μπά ; έκαμε δ ΙΙώπος" σκοπεύεις νά βγάλεις έφημερίδα ; — Ναί. Δέν τό είπα άκόμη κανενός, άλλά σας το λέω άπόψε.

θά βγάλω τό «Νέον Φώς», έφημερίδα σοσιαλιστική, έβδομαδιαία. θ ά τή γράφω έγώ, έν άνάγκη μονάχος μου, κι ' δποιος θέλει θά μέ βοηθεϊ. 'Από χρόνια πού τό σχεδιάζω, έχω έτοιμο τό πρό-γραμμα, τήν Ολη, πολλά άρθρα, πολλές μελέτες, άκόμα καί τό μυθιστόρημα. Είν ' ένα έγγλέζικο, σοσιαλιστικό καί πνευματι-στικό μαζί, πού τό έχω μεταφράσει άπό τότε πού ήμουν στήν Αγγλ ία . Δέν μοϋ λείπουν παρά λίγα παραδάκια. Μόλις τά βρω κι ' αύτά, άρχίζω άμέσως.

224 Γ. ΞΕΝΟΙΙΟΓΛΟϊ" ΑΠΑΝΤΑ

— Νά πού οέν γίνεται τίποτα χωρίς κ ε φ ά λ α ι ο , άστειεύ-θηκε σοβαρά 6 Πώπος. Κι' ως πόσα χρειάζονται γιά νά βγουν τά πρώτα φύλλα ;

— Μά... κανένα πεντακοσάρικο, άποκρίθηκε ό φιλόσοφος, κοιτάζοντας στά μάτια τόν ΙΙώπο.

Ούτε πολλά, οϋτε λίγα... Κι' ό φτωχός προγυμναστής συλ-λογίστηκε, πώς ίσα - ίσα έκεΐνο τόν καιρό είχε φυλαγμένα, γιά μιά άνάγκη, τέσσερα - πέντε έκατοστάρικα. Γιά μιά στιγμή τοΟ ήρθε ή μεγαλόψυχη σκέψη νά τά προσφέρει γιά τήν έφημε-ρίδα. Μά έδίστασε κι ' έπειτα τό μετάνοιωσε. Τί υποχρέωση είχε αυτός ; Γιατί θά θυσίαζε τό μικρό του απόθεμα, δλη του τήν πε-ριουσία, γιά μιά ιδέα πού δέν τόν γέμιζε άκόμα όλόκληρο ; Καί ψιθύρισε :

— Εύχομαι νά βρεθούν γρήγορα. —'() Σπυράκης θά μπορέσει ίσως νά μοΰ τά οικονομήσει,

είπε ό Χαρίσης, κοιτάζοντας τόν Καλούτη. Ό υπουργικός γραμματέας, χωρίς νάπαντήσει κούνησε κάμ-

ποσες φορές τό κεφάλι χαμογελώντας στενοχωρημένα, σά νάλεγε : «Καί τί είμαι έγώ ; "Ετσι εύκολο τδχετε σεις νά βρεθεί τόσος παράς γιά πέταμα ;»

— Δέν κάνουμε μιά αναφορά νά γυρέψουμε άπό τόν κ. Ζυ-γίδη ; άστειεύθηκε ό Κώστας ό Κουρουνας.

— Ά , μπράβο ! φώναξαν δλοι. Μιά ιδέα ! —Αδύνατο νά μας τάρνηθεΐ ! πρόσθεσε ό Θωμάς μέ πεποί-

θηση πού μπορεί νά μην ήταν κι ' άστεία. — Βέβαια, θά φοβηθεί τούς φοβερούς αναρχικούς, ψιθύρισε

ειρωνικά ό φιλόσοφος. Έκείνη τή στιγμή μπήκε στήν όμιλία κι ' ό Γιάννης δ

Πλατήςπού άκουγε αυτά γιά τήν έφημερίδα σκεπτικός. —"Ενια σου, κύριε Χαρίση, είπε, κι ' αύτό τό μικρό κεφά-

λαιο έγώ θά σοΰ τό οικονομήσω. Μήν περιμένεις ούτε άπό τόν κ. Καλούτη οϋτε άπό κανένα. Είμαι αλήθεια δ πιο φτωχός, μά έχω ένθουσιασμό έγώ. Κι' αύτές τις ήμέρες πού έχω στά σκαριά μιά δουλειά, έλπίζω νά πετύχουμε τό ποθούμενο.

— Ναί, άποκρίθηκε δ Χαρίσης μέ συγκαταβατικό χαμόγελο1

μά μήν ξεχνάς πώς είναι τώρα πέντε χρόνια πού μού λές τά ίδια" μά φώς γιά τό «Νέο Φως» δέν είδ' άκόμη !

'Εγέλασαν δλοι κι ' δ Γιάννης Πλάτης έγινε κατακόκκινος. Ό Πώπος δμως δέν έγέλασε. Ή άποκάλυψη αύτή τόν συγκίνησε αλλόκοτα, σαν κάτι βαθιά τραγικό, πού τοΰ κάκου προσπαθούσαν νά τό σκεπάσουν μέ γέλια...

" Ω π ε τό «Νέο Φώς» ήταν όνειρο πέντε χρονών! Ποιός ξέρει πόσα θα πεινούσαν ακόμα ώς νά πραγματοποιηθεί... Ό ν.αϊμέ-

Ι ΙΛ0Γ2Ι0Ι ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 225

νος δ φιλόσοφος γ^ταν κίνδυνος νά γεράσει, νά ξεκουφαθεΐ, νά πεθάνει ίσιος, χωρίς νά βρει τό πεντακοσάρικο πού θά τοΟ συγ-χωρούσε νά φωτίσει τήν Ελλάδα μέ τόν έπιστημονικό του σοσια-λισμό. Καί δμως, σά νά μήν είχε καμμιά συναίσθηση τοΰ καιρού πού περνούσε σ' αύτή τήν παθητική άναμονή, μιλοΰσε γιά τ ' δνειρό του σάν γιά κάτι χτεσινό, πού σέ άλλες δυό - τρεΤς ήμέ-ρες θά γινόταν πράγμα.

Κι ' δ Πώπος τόν λυπήθηκε τόσο πολύ πού ξανασυλλογί-στηκε πάλι νά θυσιάσει τό άπόθεμα. Μά καί πάλι, πριν νά τό βγάλει άπ ' τό στόμα του, έδίστασε καί τό μετάνοιωσε.

Είπαμε, πώς ποτέ του δ Πώπος δέν είχε ίδεΐ τόν Αντώνη τόσο χαρούμενο, δσο τό βράδυ έκεΐνο στό τραπέζι πού τοΰ έκαμε γιά τό δίπλωμά του. "Γστερα δμιος άπό λίγους μήνες, τόν ξανα-εΐδε άκόμα πιό πολύ.

Ήταν ένα πρωί, πού οί δυό φίλοι άπαντήθηκαν κατά τύχη στό δρόμο. Ό Αντώνης πήγαινε στήν τράπεζα, δ Πώπος στό παρθεναγωγείο πού έδινε μάθημα. Κι ' οί δυό ήταν πολύ βια-στικοί, δ Αντώνης μάλιστα περισσότερο. Καί γ ι ' αύτό, φαίνε-ται, τοΰ έδωσε τήν είδηση άμέσως καί χωρίς περιστροφές:

— Τάμαθες; Πέθανε δ Καπνιστής καί μας άφησε έκατό χιλιάδες ρούβλια!

— Ποιός Καπνιστής;. . . — κ α ϊ μ έ ν ε , ξέχασες τό δνομα; Ό θείος μου... στή

Ρο)σία... — Ά , έκαμε δ Πώπος, πού θυμόταν πάντα τούς πλούσιους

συγγενείς τής Ρωσίας, άν καί ξεχνούσε τδνομα. Σέ συγχαίρω ! — Εύχαριστώ πολύ, άποκρίθηκε δ Αντώνης. Ή άλήθεια

είναι πώς 6 μασκαράς μποροΰσε νά μας άφήσει πολύ περισσότερα. Γιατί είχε άπάνω άπό δέκα έκατομμύρια... δχι φράγκα... ρού-βλια. Μά γιά μας στάθηκε πάντα του τσιγγούνης... "Ας είναι δμω£, κι ' έκατό χιλιάδες δέν είναι λίγα. Ξέρεις πόσα μας κάνουν τώρα πού είναι τόσο Οψωμένο τό χρυσάφι; Κοντά τρακόσιες.

— Μπράβο;! έκαμε δ Πώπος. Νά λοιπόν καί τό κεφάλαιο πού γύρευες! Μοΰ φαίνεται δτι τώρα πιά δέν είναι άνάγκη νά πάρεις τήν Α γ λ α ΐ α .

Ό Αντώνης προσποιήθηκε μιά στιγμή τό δύσθυμο. — Τό κακό είναι πού τά άφησε τοΰ πατέρα μου, είπε" καί

θά μοΰ τά δώσει έμενα δ γέρος νά τά κάνω δ,τι θέλο) ; Αμέσως δμως ή χαρά ξανάλαμψε στά μάτια του. Καί

πρόσθεσε χαμογελώντας: —"Ε, άμα πεθάνει...

Τ ό μ ο ς 5 ε ύ τ β ρ ο ς 15

Γ. ΕΕΝΟΠΟΓΛΟΓ Α Π Α Ν Τ Α

— Μά είναι κ·χί ή Κλεμεντίνα πού θά πάρει τά μισά... '() Πώπος, καλέ, το είπε αύτό ; Ναι ό Πώπος, ό ίδιος. 'Ι'οΟ έφυγε άπ ' το στόμα, χωρίς νά

τό καταλάβει. Κι ' ίσως γιατί τό πρώτο - πρώτο πράγμα πού συλλογίστηκε, μόλις άκουσε πώς οί Ι'ουκαλαϊοι κληρονόμησαν τόσο β ιός, ήταν πώς δέν υπήρχε πιά γι* αύτόν Κλεμεντίνα ! "Ετσι τό είπε, σά νά μιλούσε άπλνώς γιά τήν άδελφή ένός φίλου...

Ό Αντώνης δμως, φυσικά, τό πήρε άλλιώτικα. ΤοΟ φάνηκε πώς ό ΙΙώπος, σάν άρραβιονιαστικός τής άδελφής του, διατύπωνε ευθύς - ευθύς τήν άπαίτηση νά πάρει τά μισά γιά προίκα. Κι' άποκρίθηκε μ' ένα μορφασμό σά γέλιο άπό φούρκα :

—"Οχι πάλι, καΐμένε, καί τά μισά! . . . Βέβαια κάτι θά πάρει κι ' ή Κλεμεντίνα, δέ θά τήν άφήσουμ' έτσι... Συλλογίσου δμως πώς αύτά τά λεπτά είναι άποκλειστικώς τοΟ πατέρα μου καί πώς έμείς στήν Επτάνησο δέν λογαριάζουμε τά κορίτσια σάν τάρσενικά παιδιά. Ό γιός θά κληρονομήσει" τό κορίτσι θά πάρει ένα παραμικρό. Γιατί ή οικογένεια πρέπει νά είναι δυνατή, κι ' άμα μοιράζεται ή περιουσία, ή οικογένεια άδυνατίζει.

Καθώς μιλοΟσε έτσι ό Αντώνης, ό ΙΙώπος έκανε δυό-τρεις φορές νά τόν διακόψει: "Οχι, βρέ άδερφέ ! δέν τδπε μέ τέτοια ίδέα!. . . Μά έκεΐνος έτρεχε, βιαστικός καθώς ήταν, καί τάπε δλ' αύτά χωρίς ν' άφήσει τόν ΙΙώπο νά βγάλει λέξη. Στό τέλος ξεστόμισε κ ι ' ένα :

— Θά τά ξαναπούμε ! Γειά σου ! Κα! μ ' ένα ζωηρό χτύπημα στόν ώμο, άφησε τό φίλο του

κι ' έφυγε τρέχοντας, δλος χαρά. —"Οχι , βρέ άδερφέ!.. . Δέ σού γύρεψα τίποτα έγώ! . . . Μά ούτε πού τάκουσε ό Αντώνης. Κι ' ό Πώπος, έκπληκτος

καί φουρκισμένος, τράβηξε άντίθετα τό δρόμο του. Σ ' δλο τό διάστημα, ώς νά φτάσει τό παρθεναγωγείο, συλ-

λογιζόταν. Καί στό μάθημα άκόμα, έκεΐ πού βοηθούσε τις μαθή-τριες νά λύσουν κάτι δύσκολα προβλήματα, είχε τό νοΟ του άλλου κι ' έκανε δλο λάθη...

"Ε, μά δέν είναι άσήμαντη ή ε ίδηση! Μικρή ή μεγάλη, ή Κλεμεντίνα τώρα είχε μιά προίκα. Καί μόνο τό τρίτο άπό τήν κληρονομιά νά τής έδιναν, νά εύθύς έκατό χιλιάδες.. . Διάβολε, μ ' έκατό χιλιάδες στή Ζάκυθο, μπορούσε νά πάρει τό καλύτερο αρχοντόπουλο ! Μά καί στήν Αθήνα άκόμα έτσι δμορφη πού ήταν μπορούσε νά καλοπαντρευτεί, θ ά τήν έδιναν πιά τοΰ Πώπου ; Δέν τρελάθηκαν...

Α λ λ ά έστω. Ή Κλεμεντίνα τόν άγαποΰσε" κ ι ' ό Αντώνης τόν ήθελε" κι ' ό γέρο - Ρουκάλης δέν ήταν δύσκολο νά πεισθεί. Τοΰ τήν έδιναν. Μά ήταν σωστό νά τήν πάρει τώρα αυτός; Δέν

ΠΛΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 2 2 7

θάδικοΰσε τό κορίτσι, τή στιγμή πού ήταν σέ θέση νά πάρει έναν άλλο, μέ περιουσία, άπό οικογένεια ;

Γιατί τί ήταν, τί είχε γίνει ώς τώρα αύτός ; Τίποτα ! Ά π ό τό κακό πήγαινε στό χειρότερο. "Οσο περνοΰσαν τά

χρόνια, τόσο κατέβαιναν τά φόντα του. "Ενας φτοιχός, πού θάμενε αιώνια τέτοιος. "Ενας φίλος τοΰ Λέοντα Χαρίση καί τών δπαδών του, πού λίγο τοΰ έλειπε νά καταντήσει σάν κι ' αύτούς... Τώρα τό συλλογιζόταν χωρίς νάνατριχιάζει. . .

Κι ' δσο έπεφτε, δσο χαμήλωνε αύτός, τόσο άνέβαινε ή Κλε-μεντίνα. Πρώτα μέ τήν «προικούλα» πού τής έστειλαν οί Καπνί-στηδες καί πού χρησιμοποιήθηκε γ ιά νά σπουδάσει ό Αντώνης καί νά ξαναγίνει έμπορος ό γέρο - Ρουκάλης. "Επειτα μέ τήν έργασία τοΰ πατέρα της καί τοΰ άδελφοΰ τγ]ς. Τώρα μέ τή μεγάλη κληρονομιά...

Ή μοίρα τούς είχε βάλει σέ δρόμους διαφορετικούς. Έκε ί νη σ' άνήφορο, αύτόν σέ κατήφορο. "Οσο κ ι ' άν άγωνιζόταν, μπο-ροΰσε ποτέ νά τή φτάσει ; Ή τ α ν τό άφταστο.

Καί συλλογίστηκε : «Γιά νά τήν έπαιρνα τώρα μ' έκατό χιλιάδες προίκα, έπρεπε

νάχω κι ' έγώ άλλες διακόσιες, άλλες έκατό. Άλλ ιώτ ικα δέν θάδικοΰσα μόνο τό κορίτσι, παρά θά ταπείνωνα, στά μάτια μου, καί τόν έαυτό μου. Γιατί ό γάμος μου δέν θάταν παρά μιά έκμε-τάλλευση τής άγάπης καί τής τύχης τής Κλεμεντίνας. "Α ! μόνο έτσι δέν θά γίνω έγώ πλούσιος!...»

Έ π ε ι τ α συλλογίστηκε : « Ά ν μοΰ λάχαινε καί μένα καμμιά κληρονομιά... μάλιστα!» Μά εύθύς, πικρογελώντας, έπρόσθεσε : « Ά π ό ποΰ; . . . Έ χ ω έγώ κανένα πλούσιο συγγενή στή Ρω-

σία ή άλλοΰ;. . . Καί μπορεί έγώ νά έχω πουθενά ; . . . ' Ά μ τότε δέ θάμουν άπό τή ράτσα τών φτωχών ! Κι ' ό Χαρίσης είναι τόσο βέβαιος πώς ε ίμαι!»

Ά π ό τή στιγμή αύτή, πού τού παρουσιάστηκε πάλι ή περί-φημη θεωρία, δέν συλλογιζόταν παρά τή διαίρεση αύτή τών άνθρώπων σέ πλούσιους καί σέ φτωχούς. Νά κι ' άλλο σχετικό μυστήριο άνεξιχνίαστο, πού τό έξιχνίαζε τώρα: Πόσες φορές δέν είδε στή ζωή του φτωχούς νά πλουτίζουν άξαφνα, άπρόοπτα, μέ μιά κληρονομιά ! Καί πόσες φορές δέν έσκέφθηκε πώς καί γ ι ' αύτόν μπορούσε κάποτε νά γίνει τό ίδιο, ή δέν θεώρησε άπλώς άτυχο τόν έαυτό του, πού δέν είχε πλούσιους συγγενείς νά πεθαίνουν καί νά τόν θυμούνται... Μά τώρα έβλεπε πώς ή άτυχία του αύτή ήταν γενικότερη, βαθύτερη. Στή ράτσα πού άνηκε, δέν ήταν δυ-νατό νά τοΰ συμβεί τέτοιο πράγμα ! Κι ' έβλεπε άκόμα πώς δέν

231 Γ. ΞΕΝΟΠΟΓΑΟΓ ΑΠΑΝΤΑ

έπρεπε ν' άπορεΐ καθόλου μέ κάποιους φτωχούς πού πλούτιζαν έτσι άξαφνα άπό κληρονομιά. Φαινόταν άπρόοπτο, μά ήταν προ-αποφασισμένο. Ή φτώχεια τών άνΟρώπο>ν έκείνων ήταν προσω-ρινή. Έ τ σ ι ή άλλιώς, πάντα Οά πλούτιζαν μιά μέρα, γιατί άνη-καν στή ράτσα τών άνΟρώπων πού πλουτίζουν.

Δέν θυμόταν πιά ούτε Κλεμεντίνα, ούτε Αντώνη. Είχε βυθι-στεί δλος στή θεωρία. ΤοΟ φαινόταν πώς μ' αύτήν έξηγοΟνται δλα τά κοινωνικά φαινόμενα, δλα τά μυστήρια τοΟ κόσμου. "Εβλεπε τή Ζωή μ' ένα καινούργιο, ζωηρότατο φώς. Κι ' ήταν τόσο ευτυχισμένος μ' αύτό τό έκπαγλο, τό άποκαλυπτικό θέαμα, ώστε ή δυστυχία του δέν τούκανε πιά καμμιά λύπη. ΆποκτοΟσε δλη τήν έγκαρτέρηση πού δίνει ή τελεία άναγνώριση τοΟ Μοι-ραίου. Καί τό ίδιο βράδυ μίλησε γ ι ' αύτά μέ τόν Χαρίση, σάν άνθρωπος πού τά βλέπει δλα άπό ψηλά—καί τά άτομικά του άκόμα—σά φιλόσοφος άληθινός.

Απάνω σ' αύτή τήν όμιλία, θυμήθηκε πώς κάποτε κέρδισε ένα μικρό ποσό σέ λαχείο κι ' είπε :

—Αλήθεια, γιά νά πλουτίσει ένας φτωχός γεννημένος, δέν υπάρχει άλλος τρόπος παρά νά κερδίσει τό λαχείο.

— Ούτε αύτό ! άποκρίθηκε άμέσως ό Χαρίσης. — Γιατί; . . . Ή τύχη καμμιά φορά;... — Δέν ύπάρχει τύχη ! Μόνο μοίρα, πού τή δουλεύει πιστά

κι ' έκεΐνο πού λέμε τύχη. "Η άν θές καλύτερα, υπάρχουν πολ-λές καί διάφορες μικρές τύχες, θεραπαινίδες τής μεγάλης Μοίρας.

Ό ΙΙώπος έδειξε άπορία. Δέν μπορούσε νά τό καταλάβει τό καινούργιο αύτό μυστήριο. Κι' ό Χαρίσης τόν ρώτησε :

— Έ σ ύ κέρδισες ποτέ σου λαχείο ; — Ναί! Μιά φορά κέρδισα πεντακόσιες δραχμές. — Τί τις έκαμες ; — Μέ αύτές ί σ α - ί σ α μπόρεσα νά κουβαλήσο) τούς δικούς

μου στήν Αθήνα. —Έπλούτισες ; —"Οχι βέβαια ! "Λν κέρδιζα δμως, άντί τόν δέκατο, τόν

πρώτο άριθμό, θάπαιρνα δγδόντα χιλιάδες... — Πού τις πήρε κάποιος άλλος, έ ;... Μά νά, αύτό είναι.

'Π μοίρα έβαλε τότε τήν τύχη σου νά σου χαρίσει πεντακόσιες δραχμές, γιά νά γίνεις... φτωχότερος. Γιατί φτωχότερο σ' έκαμε βέβαια τό κουβάλημα τών δικών σου στήν Αθήνα. Καί τις δγδόντα χιλιάδες τις χάρισε σέ κάποιον άλλον, πού ίσως είχε άλλες τόσες. Καταλαβαίνεις, πιστεύω, τή διαφορά.

Ό Ηώπος έμεινε άφωνος. Πειθόταν. Νά κι' άλλο μυστήριο ανεξιχνίαστο, πού τό έξιχνίαζε τώρα. "Εφευγε άπ' τήν ψυχή του

1ΊΛΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 235

κι ' ή κατατελευταία του έλπίδα κι ' ορκιζόταν νά μήν ξαναγο-ράσει ποτέ στή ζωή του λαχείο.

Καί σά νά μάντεψε τί γινόταν μέσα του, ό Χαρίσης έσκυψε σταύτί του καί τοΰ ψιθύρισε :

— Ό σοσιαλισμός!... Δέν υπάρχει άλλος τρόπος!... Δέν ύπάρχει άλλη έλπίδα.

\

Δ

Ο Χ Ι !

Αύτόν τόν καιρό, μερικά πρόσωπα της ιστορίας μας είχαν μιά ζωηρή άλληλογραφία. Ό Αντώνης έγραψε δυό - τρία γράμ-ματα τοΟ πατέρα του, στή Ζάκυθο, κι ' έλαβε άπό αύτόν άλλα τόσα. Ό ίδιος έγραψε τής άδελφής του κι ' ή Κλεμεντίνα τού άποκρίθηκε. Τέλος, ή Κλεμεντίνα έγραψε δυό λόγια τοΟ ΙΙώπου Δαγάτορα, αύτός δμως δέν άποκρίθηκε στό γραμματάκι τής Κλε-μεντίνας...

"Οχι, ό σκοπός του δέν ήταν νά τήν άφήσει χωρίς άπάντηση. Μόνο πού δέν ήξερε, δέν άποφάσιζε άκόμα τί νά τής πει. Γιατί καί πρίν λάβει άκόμα τό γραμματάκι της, τ!ς πρώτες ήμέρες πού έμαθε τήν είδηση τής κληρονομιάς, λογάριαζε νά τής γράψει αύτός:

«Κλεμεντίνα μου, τώρα πού είσαι πλούσια, πάρε καί σύ έναν πλούσιο. Δέν ήταν γραφτό νά ένωθούμε !»

Έδίσταζε μόνο καί τό άνέβαλλε, γιατί φοβόταν μήν πάθει έκεΐνο πού έπαθε καί τήν άλλη φορά. Τό θυμάστε : Καί τότε είχε σκοπό νάπαλλάξει μ ' ένα γράμμα τήν άρραβιονιαστικιά του" μά δταν έπιασε τήν πένα, τής έκαμε άλλο πού τήν έδεσε σφι-χτότερα...

Τώρα, άπό τήν ήμέρα πού έλαβε τά δυό της λόγια—καί τοΟ τάγραψε ίσα- ίσα ή Ρουκαλοπούλα, γιά νά μή νομίσει δτι έπειδή έπλούτισε, έβαλε στό νοΟ της νά τόν άφήσει—ό δισταγμός τού ΙΙώπου είχε άλλο λόγο. Δέν φοβόταν νά μή γράψει άλλ' άντ' άλλων—καταλάβαινε πώς ή σκληρή βιοπάλη είχε άμβλύνει άρκετά τό αίσθημά του, ώστε νά μή τόν κυριεύει δπως άλλοτε" σ' αύτό δμως τό διάστημα είχε άναθεωρήσει τήν άπόφασή του νά παραιτηθεί άσυζήτητα κι ' είχε άρχίσει νά συλλογίζεται μήπως δλες οί σκέψεις του ώς τότε ήταν λανθασμένες, μήπως είχε πα-ρασυρθεί σέ συμπεράσματα άστήρικτα καί μήπως είχε άκόμα κάθε δικαίωμα στή ζωή καί τήν εύτυχία...

Γιατί δχ ι ; ΙΙοΰ ήταν ή σφραγίδα τής ράτσας του ; Τί τόν έπειθε πώς ήταν «γεννημένος» φτωχός; Γιατί δέν ήταν τής τύ-χης του νά πάρει τώρα τήν Κλεμεντίνα καί νά γλιτώσει; Αφού

ΠΛΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 231

τήν άγαποΰσε τόσον καιρό, άφού τόν άγαποϋσε κι ' έκείνη, δέν μπορούσε νά θεωρήσει τήν κληρονομιά σάν ένα δώρο τής τύχης καί σ' αύτόν ; Δέν κληρονομούσε αύτός, κληρονομοΟσε δμως ή άρραβωνιαστικιά του. Τό ίδιο δέν ήταν ; θάκανε τρέλα νά κλω-τσήσει τό δώρο, γιά νά χτυπά τό κεφάλι του δταν θά ήταν άργά...

Ήταν έτσι στιγμές πού δ,τι πίστεψε ώς τότε, τοΟ φαινόταν πλάνη καί παραλογισμός. Άκόμα κι ' ή θεωρία τού Αμερικάνου. "Οχι, κανένας κύκλος, κανένας φραγμός δέν τόν περιόριζε ! Ήταν έλεύθερος νά προχωρήσει, νά προοδεύσει, νά ύψωθεΐ, δσο τουλά-χιστο κι ' ό Ζυγίδης. "Οχι, δέν ήταν άλήθεια πώς άμα έφτιανε μιά του δουλειά, έπρεπε άφευκτα νά τού χαλάσει μιά άλλη. "Ολες θά μπορούσε νά τΙς κάνει, φτάνει νά ήθελε καί νά τούρ-χόταν βολικά. Καί τήν Κλεμεντίνα άξαφνα νά πάρει, καί καθη-γητής στό Πανεπιστήμιο νά γίνει, κ ι ' άπό τά βιβλία του άκόμα νά πλουτίσει. Καί ψέματα πώς οί άνθρωποι δέν έννοούσαν ποτέ νά τόν άνταμείβουν κατά τήν άξία του καί τήν έργασία του, νά τοΟ δίνουν δσα καί σ' έναν άλλο πού θά τούς παρείχε τά ίδια. Πόσες φορές δέν τού έδωσαν κι ' αύτουνού δσα έζήτησε—άδιά-φορο άν ήθελε νά ζητεί πάντα λίγα—καί νά τώρα πού τού έδι-ναν καί τήν Κλεμεντίνα μ' έκατό χιλιάδες προίκα ! Μέ τήν άδεια τών δικών της δέν τού έγραψε ή ίδ ια ; Κι ' ό Αντώνης δέν έξα-κολουθούσε νά τόν θεωρεί γαμπρό του καί μετά τήν κληρονομιά ;

Αύτά δλα συλλογιζόταν τώρα κι ' έδίσταζε νάπαντήσει τής Κλεμεντίνας πώς «δέν ήταν γραφτό»... Γιατί δμως δέν τής άπαν-τούσε καί τό έναντίο, νά τελειώνει;

Απλούστατα, γιατί άκόμα δέν ήταν βέβαιος γιά τίποτα. Οί παλιές του ιδέες είχαν κλονιστεί, χωρίς δμως νά στηθούν στή θέση τους άκλόνητες οί καινούργιες. Έκε ΐνο προπάντων πού τόν έκανε νά διστάζει πολύ ήταν ή άξιοπρέπεια, ή περηφάνεια. Δέν κατόρθωνε νά πείσει τόν έαυτό του, πώς ήταν σωστό, τίμιο, νά πλουτίσει άπό μιά προίκα, πού δέ θά τήν έπαιρνε ποτέ, άν δέν ήταν στή μέση ένα αίσθημα... Καθένας θά είχε τό δικαίωμα νά τόν πει έκμεταλλευτή κι ' ό Πώπος, πού είχε τόν μεγαλύτερο αυτοσεβασμό, δέν θά τό καταδεχόταν ποτέ.

Πάλι δμως, ήταν βέβαιος πώς είχε δίκιο καί σ' αύτό ; Τό άτομό του, ή άξία του, τό δίπλωμά του, ή σεμνότη του, οί κόποι του, ή άρετή του—δλ' αύτά μαζί δέν άξιζαν οϋτε έκατό παλιο-χιλιάδες; Κι' έπρεπε νάχει άλλες τόσες κι ' αύτός γιά νά δεχτεί τήν προίκα τής Κλεμεντίνας; Καί τόσοι άλλοι λ,οιπόν πού παίρ-νουν έκατομμύρια γιά ένα δνομα, μιά θέση, μιά δμορφιά, έναν άέρα ; Διάβολε! ούτε ό πρώτος θάταν ούτε ό τελευταίος.

2 3 2 Γ . ΞΕΝΟΠΟΓΛΟΓ Α Π Α Ν Τ Α

Απάνω στό δισταγμό του τόν βρήκε ή πρόταση τοΰ Αντώνη. — Έ λ α ! τοΟ είπε ό νέος Ρουκάλης, μιά μέρα πού πήγε καί

τόν βρήκε έπίτηδες στό σπίτι του" Ιλα νά σοΟ δώσω τήν άδελφή μου. Μοΰ φαίνεται πώς είναι πιά καιρός. Συνεννοηθήκαμε καί μέ τό γέρο μου κι ' είναι έντελώς σύμφωνος, γιατί σ' Ικτιμα πολύ. Ηά σοΰ δώσουμε τήν Κλεμεντίνα, τά σπίτι σου στή Ζάκυθο καί δεκαπέντε χιλιάδες μετρητές. Είσαι εύχαριστημένος;

— Καθόλου ! άποκρίθηκε ό Πώπος, κι ' άπό κόκκινος πού είχε γίνει στήν άρχή, χλώμιασε σάν τόν άνθρωπο πού άκούει μιά θανάσιμη βρισιά.

Καί μήπιος δέν ήταν ή πρόταση πού μέ τόση άφέλεια τού έκανε τώρα ό Αντώνης ; Τριακόσιες χιλιάδες είχαν κληρονομή-σει οί Ρουκαλαΐοι, κι ' άλλες έκατό πού θάχαν κερδίσει τουλά-χιστο άπό τά έμπόριά τους, τετρακόσιες. Καί μόνο δεκαπέντε ψωροχιλιάδες έδιναν τής Κλεμεντίνας, γιά νά τήν πάρει αύτός;.. . Ά , καί τό σπίτι. Μά πόσο άξιζε, πόσο τούς στοίχισε αύτό τό σπίτ ι ; Αδιάφορο άν γιά τόν ΙΙώπο ήταν άνεκτίμητο τό πατρικό του. Γιά κείνους δέν άντιπροσώπευε παρά δέκα - δώδεκα χιλιά-δες. Δηλαδή τό τίποτα κι ' ή προίκα τής Κλεμεντίνας, ένα καί τό αύτό ! Ή Ιδια ίστορία ! Μάποτέ λοιπόν δέν θά τοϋδιναν αύτου-νοΰ δ,τι άξιζε, δ,τι έπρεπε, δ,τι τοΰ άνήκε ; θ ά τόν άδικοΰσαν κι ' οί Ρουκαλαΐοι άκόμα, τή στιγμή πού ήθελαν νά τόν κάνουν δικό τους; Γιατί σέ κανέναν άλλον δέν θά τολμούσαν βέβαια νά προ-τείνουν τέτοια μιζέρια ! Μόνο γιατί ήταν αύτός, ό ΙΙώπος, ό πε-ριφρονημένος, ό άδικημένος, άποφάσιζαν ν' άδικήσουν τώρα καί τό κορίτσι τους, μέ τό νά μή του δώσουν ούτε τό τέταρτο άπ ' δ,τι είχε δικαίωμα νά πάρει.

"Α, μά δχι, ποτέ ! Ό Αντώνης είχε σωπάσει μέ κάποια έκπληξη. Ήταν δυ-

νατό νά μήν είναι κατευχαριστημένος ό Πώπος, τή στιγμή πού τοΰ πρόσφεραν δ,τι άγαποΰσε στόν κόσμο περισσότερο : τό σπίτι του καί τήν Κλεμεντίνα ;

— Έ ; . . . — Καθόλου ! ξανάπε δυνατότερα. Ό Αντώνης συλλογίστηκε λίγες στιγμές. "Επειτα ψιθύρισε : — Δέν σοΰ φτάνει λοιπόν ή προίκα ;... — "Οχι! άποκρίθηκε άκόμα χλωμότερος ό Πώπος. — Κι' άν οί δεκαπέντε χιλιάδες γίνουν είκοσι;. . . — Οϋτε ! — Εικοσιπέντε;... 'Αντί νάπαντήσει, δ Πώπος ρώτησε : — Μά ό γέρος σου θάταν σύμφωνος; — Τί σέ νιάζει! έκαμε ό Αντώνης. ΙΙές μου μόνο, δέχεσαι

ΙΙΛΟΠΠΟΙ ΚΑΊ ΦΤΩΧΟΙ 2 3 3

μέ είκοσιπέντε ; Ό Πώπος πήρε ύφος σαρκαστικό καί είπε : — Ά ! ώστε είσαι συνεννοημένος μέ τό γέρο σου νά παζα-

ρέψεις ! "Αρχισες άπό δεκαπέντε. "Ως ποΰ μείνατε σύμφωνοι νά φτάσεις ; ΙΙές το άμέσιυς γιατί σιχαίνουμαι τά παζάρια. Πόσα μοΰ δίνετε τό τελευταίο ;

Ό Αντώνης γέλασε καί ψιθύρισε μέ σκέρτσο : — Τριάντα!.. . Έ λ α ! κάνε τό σταυρό σου καί μήν τό πεις

ούτε τοΰ παπά. —"Οχι! έπρόφερε σταθερά ό Πώπος. —Άκόμα σοΰ φαίνουνται λίγα ; — Ναί. — Μά πόσα θά ήθελες έσύ ; Μέ θάρρος πού σέ κανένα άλλο παζάρεμα τής ζο)ής του δέν

είχε βρει ποτέ, ό Πώπος άποκρίθηκε : — Έκατό! . . . θ ά μοΰ δώσετε έκατό χιλιάδες καί τό σπίτι.

Άλλιώτικα δέν γίνεται. Ό Αντώνης άνοιξε τό στόμα του, μά πριν προφτάσει νά-

παντήσει, ό Πώπος έπρόσθεσε : —Άφοΰ θέλετε παζάρια, νά κάμω κι ' έγώ παζάρια! Τί

ένόμισες ; πώς θά τάχανα καί τώρα, δπως τότε πού ήρθε στήν κάμαρά μας ό κύρ - Γιάννης ό Βενετής καί μέ κατάφερε νά κάνω μάθημα τοΰ γιοΰ του γιά ένα είκοσιπεντάρικο καί μιά βεδούρα γιαούρτι;

Ό Άντο')νης, καθώς είχε άνοικτό άκόμα τό στόμα, έκάγ-χασε:

— Μά, καϊμένε Δέ συλλογίζεσαι λοιπόν λ ιγάκι ; . . . "Αν άποφασίζαμε νά θυσιάσουμε γιά τήν Κλεμεντίνα έκατό χιλιάδες, έσένα θά κάναμε γαμπρό ;

— Ά λ λ ά ; ψιθύρισε ό Πώπος μέ βία συγκρατώντας τό θυμό του. — Τόν υπουργό ! Ό Πώπος ξέσπασε : — Νά τής δώσετε λοιπόν τόν υπουργό καί νά μ' άφήσετε

ήσυχο !... Όρίστ ' έκεΐ πού θέλετε νά έκμεταλλευθεΐτε τά αϊσθημά μου γιά νά φατε τήν προίκα τοΰ κοριτσιοΰ σας!... Ναί, μά αί-σθημα δέν υπάρχει πιά, αύτό νά τό ξέρετε. Κι ' άν υπάρχει, καλύ-τερα νά τό πνίξω γιά πάντα, παρά νά γίνω συνένοχος τής άτι-μίας σας. Κεφαλαιοκράτες, πλουτοκράτες, μασκαράδες, άγιογδύ-τες!. . . Νά πάτε νά βρείτε τόν υπουργό καί νά μέ ξεφορτώνεστε. Ά ϊ ν τ ε ! Μάρς!...

θύμωσε κι ' ό Αντώνης στις φοβερές αύτές βρισιές; Σήκωσε καμμιά καρέκλα νά χτυπήσει τον Πώπο ; Κρατήθηκε μέ κόπο, θυμούμενος πώς βρίσκεται σπίτι του κι ' έφυγε νά δώσει τόπο

231 Γ. ΞΕΝΟΠΟΓΑΟΓ ΑΠΑΝΤΑ

τής δργής; Τίποτ' άπ' δλ' αύτά! Γαλήνιος, ατάραχος, απαθέστατος, θαυμάσιος, μόνο ίσιος τά

γέλια του κρατώντας μέ κόπο, ό νέος Ρουκάλης άποκρίθηκε : 'Λμ' άν δέν υπάρχει πιά αίσθημα, τότε δλα είναι περιττά.

Γιατί δέν μοΰ τδλεγες άμέσως ; Έγό) ό καιμένος ένόμιζα πώς άγαπας άκόμα τήν Κλεμεντίνα καί πώς τδνειρό σου είναι αύτός ό γάμος. Κι' έχάλασα τόν κόσμο γιά νά καταφέρω τό γέρο μου... Ναί, ναί, έχάλασα τόν κόσμο ! Καί δέν τόν κατάφερα παρά μόνο μέ τή συμφωνία νά σοΰ προτείνουμε λίγα, κι ' άν δεχτείς, πάει καλά. Δέν ήταν, βλέπεις, στό χέρι μου. ΣοΟ το είπα καί στό ξαναλέω, πώς ή κληρονομιά αύτή είναι τού πατέρα μου. "Αν ήταν δική μου, ξέρω τί Οάκανα. "Ας είναι. Ό γέρος δέν δίνει γιά σένα παρά τριάντα χιλιάδες καί τό σπίτι. "Ελα, άφησε τά πείσματα, τούς θυμούς καί τΙς παραφορές. Έ γ ώ δέν τό πιστεύω πώς έπαψες νάγαπας τήν Κλεμεντίνα. Γιατί τί σοϋκαμε ή καϊ-μένη ; Πού σέ περίμενε τόσα χρόνια;.. . Λοιπόν, ΙΙωπο, γιά τελευταία φορά. Τριάντα καί τό σπίτι. Δέχεσαι;. . .

"Ωσπου νά τού πει δλ' αύτά ό Αντώνης, ό Πώπος σιγά-σιγά κατευνάστηκε. Τώρα μπορούσε νά σκέπτεται ψυχρά, δπως άν έπρόκειτο νά λύσει ένα μαθηματικό πρόβλημα. Καί κατάλαβε πώς τή στιγμή αύτή έπρόκειτο νά προφέρει τό μεγάλο ναί ή τό μεγάλο δχι τής ζωής του. Φοβερές, άνυπολόγιστες συνέπειες μπορούσε νάχει τό ένα ή τό άλλο. Κι' δμως έπρεπε τώρα νάπαντήσει.

Νά έλεγε ναί ; θάρνιόταν τόν έαυτό του, θά γυμνιονόταν άπό άνθρωπισμό. Γιατί κανείς δέν τοϋβγαζε πιά άπ ' τό νοΟ, πώς γινόταν ό συνένοχος μιας άδικίας, μιας άτιμίας. "Επειτα, άπό τή στιγμή πού άκουσε τήν πρόταση τών Ρουκαλαίων, τοΟ έφυγε κάθε δισταγμός άπό έκείνους πού είχε τόν τελευταίο καιρό. Κι' είχε πειστεί πάλι βαθύτατα πώς ήταν άπό τή ράτσα τών φτωχών, πώς άμα έφτιανε μιά δουλειά, τοΟ χαλούσε μοιραία μιά άλλη, καί πώς τό είχε τό σκαρί του νά τοΰ δίνουν πάντα λιγότερο άπ' δσο άξιζε. Δέν θάδικοϋσαν μόνο τήν Κλεμεντίνα, παρά κι ' αύτόν.

Νά έλεγε λοιπόν δ χ ι ; θά έθανάτωνε όριστικά καί τήν τελευ-ταία του έλπίδα! θ ά έκοβε μονομιάς τό μόνο γεφύρι πού τοϋμενε γιά νά περάσει μπροστά καί θάναγκαζόταν νά σταματήσει έκεΐ γιά πάντα, σ' έν' άδιέξοδο. Μέ τά ίδια του τά χέρια θά χαλούσε τή ζωή του. θάταν τό ίδιο σά ναύτοκτονοϋσε!

Μά στήν ψυχή του, πού γινόταν τέτοια πάλη, νίκησε τέλος τό θυμωμένο κι ' άπελπισμένο πείσμα, έκεΐνο πού φέρνει στήν αυτοκτονία. "Ετσι μερικοί άνθρωποι, γιά νά έκδικηθούν, αύτο-

1ΊΛΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 235

κτονούν. 'Απ ' αυτούς ήταν ό ΓΙώπος. Κι ' έπρόφερε : - " Ο χ ι ! "Εγινε σιωπή. Οί δυό νέοι κοιταζόνταν σάν άντίπαλοι.

Έ π ε ι τ α ό Αντώνης χαμήλωσε τά μάτια του καί είπε : — Καλά, παιδί μου, δέ θά σέ βιάσω περισσότερο. Έ γ ώ τό

χρέος μου έκαμα. Κατάλαβα δμως πώς σοΟ έχουν χαλάσει τό κε-φάλι έκεΐνοι οί παλαβοί πού τούς κάνεις παρέα.

— Σέ παρακαλώ ! τόν έκοψε ό Πώπος. Δέν σοΰ έπιτρέπω νά μιλάς έτσι γιά τούς φίλους μου καί τούς άδερφούς μου. Εμένα βρίσε με, δπως σ' έβρισα κι ' έγώ. Έκείνους δμως άσ' τους! Δέν είσαι ίκανός έσύ νά κρίνεις, οϋτε νά καταλάβεις τις ίδέες τους καί προπάντων τά αΐσθήματά τους. Είναι φίλοι αύτοί.

— Κι' έγώ είμαι φίλος άποκρίθηκε μέ τήν πρώτη του γα-λήνη ό Αντώνης. Κι ' άπόδειξη δτι ένώ μ' έβρισες σήμερα καί μ' έξευτέλισες, έγώ δέν θά σοΰ κρατήσω κάκια. θ ά σέ παρακα-λέσω μάλιστα νά ξεχαστούν δλ' αύτά καί νάμαστε, έμεΐς οί δυό, έκεΐνοι πού είμαστε πάντα. Δέν μέ νιάζει άν δέν θά πάρεις τήν άδερφή μου, οϋτε θεωρώ πώς παραβαίνεις καμμιά υπόσχεση. Νά σού πώ δλη τήν άλήθεια ; Τό χρέος μου έκαμα" μά ήταν ένα πράγμα αύτός ό γάμος, πού κάτι μού έλεγε μέσα μου πώς δέν θά γινόταν ποτέ.

— Ναί, ψιθύρισε ό Πώπος, στήν έντέλεια κατευνασμένος" δέν ήτανε γραφτό... Ού συγχρώνται Ιουδαίοι. . .

—"Ελα! τόν έκοψε ό Αντώνης, μήν άρχίσεις τά ίδια. Καί πρέπει νά πηγαίνω. ΙΙές μου μόνο : θά είμαστε φίλοι σάν καί πρώτα;

Ό Πώπος τόν κοίταξε στά μάτια καί συλλογίστηκε : «Φί-λοι ;... Καί πότε ήμαστε ; "Ωστε γιατί δέν θά είμαστε καί τώρα ;» Κι' άποκρίθηκε σιγά, σά νάλεγε τό πιό άδιάφορο πράγμα :

— Ναί. — Καλά, είπε ό Αντώνης. Φεύγω τώρα γιατί έχω καί

δουλειά. Γειά σου, ΙΙώπο ! — Στά καλό. Κι ' ό νέος' Ρουκάλης έφυγε μ' ένα ϋφος πού έμοιαζε λιγάκι

μέ νικημένου. Ήταν πραγματικό ; Ήταν προσποιητό ; Δέν μπορούσε κανείς

νά τό βρίσει. Ό Πώπος δμως τό είδε καί καμάρωσε. Νά μιά νίκη, μιά μεγάλη νίκη τής άρετής του, τού άνθρω-

πισμοΰ του ! "Ε, δέν ήταν μικρό πράγμα νά πει «δχι» σέ μιά τέτοια στιγμή. Καί στή χαρά του, στό καμάρι του, καμμιά κακή συνέπεια δέν στοχαζόταν τώρα ό νικητής... Τί θάλεγε κι ' ό Χα-ρίσης, άν μάθαινε δλ' αύτά ; θ ά τόν συγχαιρόταν βέβαια μέ τήν καρδιά του.

Γ. ΞΕΝΟΠΟΓΛΟΓ ΑΠΑΝΤΑ

Εύγε του ! ώραία ! θαυμάσια ! έξοχα ! "Ετσι έπρεπε νά φέρνουνται δλοι οί φτωχοί, γιά νά ρίξουν

λίγο τή μύτη τους αυτοί οί πλούσιοι !...

. . .Άξαφνα, άπό τό γραφείο του, άκουσε τή φωνή τής μητέ-ρας του. Ή κυρία Βιργινία, άπό τήν κάμαρά της, ρώτησε :

— Καλέ, ό Αντώνης ήταν τώρα έδω ; — Ναί... — Μά τί σέ ήθελε ; — Τίποτα! Έφτανε αύτό, γιά νά πέσει δλο τό καμάρι τού ΙΙώπου. Ή

γεροντική φωνή τής μητέρας του, τόσο θλιμμένη τά τελευταία αύτά χρόνια τής στενοχώριας, τοΟ τά θύμισε διαμιάς δλα. ΤοΟ έδειξε προπάντων τή δυστυχία έκείνη πού ήταν στό χέρι του—πρό δλί-γου—νά τή διώξει, καί προτίμησε άπό ένα φιλότιμο, νά τήν κρατήσει ίσως γιά πάντα.

Καϊμένη μητέρα ! καϊμένε γέρο πατέρα ! καϊμένε μπάρμπα -Διονυσάκη ! Βά μπορούσε νά σας ξαναστείλει στήν πατρίδα σας, στό σπίτι σας τό ίδιο, νά τελειώσετε κει τις ήμέρες σας ή'συχοι, εύτυχισμένοι, καί δέν τδκανε!... Έδώ, στά ξένα, μαζί του, χωρίς χαρά, χωρίς άνάπαυση, θυσιασμένοι!

Κι ' ή Κλεμεντίνα;... τδνειρο όλόκληρης ζωής, χαμένο τώρα κι ' αύτό ;...

Ό Πώπος έπεσε σέ μιά καρέκλα καί, γιά πρώτη φορά στή ζο)ή του μεγάλος, έκλαψε σάν παιδί.

Μά ό θρήνος αύτός τόν άνακούφισε καί τούδιοσε δύναμη νά μή μετανοιώσει γιά τή μεγάλη θυσία.

Μ Ε Ρ Ο Σ Τ Ε Τ Α Ρ Τ Ο Ν

Α

καινουργια ζωη

Ε χ ο υ ν περάσει άλλα τρία χρόν ια . Ό Π ώ π ο ς κ ι ' ό Α ν τ ώ ν η ς ε ίναι άκόμα φίλοι . Τ ι ς σπάνιες

τουλάχιστο φορές πού άπαντιοΟνται στό δρόμο, χαιρετιοΟνται φιλ ικότατα καί κάποτε , στό πόδι , άλλάζουν τ ά σπουδαιότερα νέα τους.

Ή Κλεμεντίνα λυπήθηκε πολύ δταν έμαθε πώς ό Πώπος δέν έσυμφώνησε μέ τούς δικούς της στήν προίκα. Αρρώστησε μάλιστα—άπό τή λύπη της ή κατά σύμπτωση ;—μά δταν σηκώ-θηκε άπ ' τήν άρρώστεια, ήταν πιά γιατρεμένη κι ' άπ ' τό αί-σθημα. Καί τόση ήταν ή άδιαφορία της, ώστε χωρίς κανένα δισταγμό έπιδοκίμασε τό σχέδιο τού γέρο - Ρουκάλη νά μετανα-στεύσουν δλοι στήν Αθήνα.

Γ ι α τ ί οί δουλειές τοΟ Α ν τ ώ ν η π ή γ α ι ν α ν π ε ρ ί φ η μ α κ ι ' ό πατέρας , μέ τήν περιουσία του, δέν ε ί χ ε ά ν ά γ κ η νά κάνει καμ-μιά δουλειά. " Ε τ σ ι ή Κ λ ε μ ε ν τ ί ν α , μέ τήν ο ίκογένε ιά τ η ς — μ έ τούς γονε ίς της δηλαδή καί μέ τόν άδελφό της, γ ιατ ί ή Οειά της , ή Φ α ρ α ΐ ν α , ε ί χε πεθάνει τόν περασμένο χ ρ ό ν ο — ζούσε τώρα στήν Α θ ή ν α . Ό Α ν τ ώ ν η ς , ώσπου νά χ τ ι σ τ ε ί τό δικό του, ε ί χ ε νοι-κιάσει ένα καλό σπίτι στήν άριστοκρατική γε ιτον ιά τών Μαν ιά -δων' καί στό μ ε γ ά λ ο μπαλκόνι αύτοΟ τοΟ σπιτιοΟ συχνά μποροΟσε νά βλέπει κανείς καί τή Ρ ο υ κ ά λ α ι ν α όλάκερη, πού έδώ π ι ά δέν ε ί χ ε κανένα λόγο νά ντρέπεται καί νά κρύβεται , δπως ά λ λ η φορά στή Ζάκυθο , άμα έβλεπε στό παράθυρο τή Δ α γ α τ ο ρ ί ν α . . .

Τήν πρώτη φορά πού ό Πώπος άπάντησε στό δρόμο τήν Κλεμεντίνα—δέκα φορές πιό δμορφη άπ' δ,τι τήν ήξερε—αίστάν-θηκε ένα μεγάλο κλονισμό. Μά καί τής Κλεμεντίνας τά ροδομά-γουλα χλώμιασαν μιά στιγμή κάτω άπό τό άσπρο βέλο. Ύστερα δμως συνήθισαν κι ' οί δυό. Κι ' δταν τύχαινε, άργά καί πού, νά βλέπουνται στό δρόμο, άλλαζαν άπό μακριά ένα ψυχρό, τυπικό-τατο κι ' εύγενικότατο χαιρετισμό. Έ τ σ ι άπαράλλαχτα χαιρε-τιόνταν τώρα ό Πώπος καί μέ τό Μένη Μανιά, γενικό γραμ-ματέα τής «Ελληνικής Πίστεως».

Στά βάθη τής ψυχής του, χωρίς νά ξέρει γιατί, έταύτιζε

Γ. ΞΕΝΟΠΟΤΛΟΓ ΑΠΑΝΤΑ

τούς δυό αυτούς ανθρώπους. "Ισως γιατί τό ίδιο τρυφερά τούς είχε άγαπήσει στήν άρχή, τό ϊδιο είχε στηριχτεί στή φιλία τοΰ ένό'ς καί στήν άγάπη τής άλλης, καί τό ϊδιο είχε άπογοητευθεϊ στό" τέλος κι ' άπό τούς δυό. "Οσο γ ι ' αύτή τήν άπογοήτευση, ή Κλεμεντίνα τοϋφταιγε βέβαια λιγότερο άπό τό Μένη. Μά οϋτε ή διάκριση αύτή, πού τήν έκανε σά δίκαιος άνθριοπος, τόν έμπό-διζε νά τούς ταυτίζει. Τοΰ έφτανε πώς μιά φορά άγαποΰσε τόσο καί τούς δυό, καί τώρα ήταν καί μέ τούς δυό ψυχραμένος. Τοΰ έφτανε άκόμα πώς κι ' οί δυό ήταν σήμερα γ ι ' αύτόν ή ένσάρ-κωση τής κοινωνικής του άποτυχίας, τά δυό ψηλά έκεΐνα σημεία δπου όνειρεύτηκε κάποτε νά φτάσει καί—άδιάφορο γιά ποιο λόγο—δέν τό κατόρθωσε.

Ή έντύπωση αύτή τονώθηκε στήν ψυχή τοΰ ΙΙώπου, άπό μιά μέρα πού είδε στό δρόμο τό Μένη μέ τήν Κλεμεντίνα μαζί. Γιατί, χάρη στόν Αντώνη, είχαν σχετισθεί οί δυό οικογένειες καί φαίνεται πώς ό κ. γενικός συμπάθησε έξαρχής τήν δμορφη άδελφή τοΰ κ. τμηματάρχη τής « Έ λ λ . Πίστεως». Τήν ήμέρα έκείνη, στόν περίπατο τής όδοΰ Κηφισιάς, ό Μένης κι ' ή Κλε-μεντίνα πήγαιναν πλάι - πλάι. Κι ' άπό πίσιο τους ό Αντώνης μέ τήν Εύρυδίκη Μανιά καί μέ μιά τους ξαδέλφη. Μά πώς ταίριαζε τό μπροστινό ζευγάρι! Είχαν κι ' οί δυό τό ϊδιο μπόι, τό ίδιο χρώμα καί—αύτό πιά τό ξέρουμε—τά ίδια μάτια. Καί μιλοΰσαν οί δυό τους μέ τόση σπουδαιότητα, μέ τόση προσήλωση ό ένας στόν άλλον, ώστε ούτε είδαν καθόλου τόν ΓΙωπο πού περνώντας τούς έβγαλε τό καπέλο.

Χωρίς νά θέλει, γύρισε τό κεφάλι του καί τούς είδε μιά στιγμή κι ' άπό πίσο). Καί συλλογίστηκε : «"Εχει γοΰστο νά πάρει τώρα ό Μένης τήν Κλεμεντίνα !»

Γιατί δχ ι ; Ά π ό τήν ίδια ράτσα δέν ε ίναι ; Άφοΰ μάλιστα ό Αντώνης δέν είχε καμμιά διάθεση γιά τήν Ευρυδίκη, καθόλου άπίθανο νά ύποβοηθοΰσε κάποιο αίσθημα μεταξύ τοΰ Μένη καί τής άδελφής του...

Ό Πώπος δέν έζήλεψε οϋτε στιγμή. «Μπά! είπε μέ τό νοΰ του, μακάρι. Τής Κλεμεντίνας τής άξίζει τέτοια τύχη, καί καλύ-τερη !» Καί τούτο δχι μόνο γιατί ό Πωπος, άπό φυσικό του, δέν ήταν ζηλιάρης—τό ξέρουμε—παρά καί γιατί τοΰ συνέβαινε αύτό τόν καιρό κάτι άλλο, πού δέν θά τόν άφηνε νά ζηλέψει. "Ε, αύτό δέν τό ξέρουμε :

Ήταν λιγάκι έρωτευμένος. Ή , καλύτερα, είχε άποφασίσει νά παντρευτεί.

Ή έκλε/τή του ήταν μιά παλιά του μαθήτρια, στό παρθε-

ΠΑΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 239

ναγωγείο πού, έκεΐνο τόν καιρό, έδίδασκε μαθηματικά. Τήν έλε-γαν Αργυράκη, ήταν τότε ώς δεκάξη χρονών καί καταλάβαινε πολύ τή γεωμετρία. Ό Πώπος συχνά τήν έσυμβούλευε : « Έ χ ε ι ς κλίση έσύ. Νά τελειώσεις τό γυμνάσιο καί νά πάς στό πανεπι-στήμιο νά γίνεις μαθηματικός». Κι' έκείνη κατακοκκίνιζε καί τοΰ άπαντοΰσε. «θά ήθελα πολύ, μά δέν μ' αφήνει ό μπαμπάς !»

Τότε άκόμα οί φοιτήτριες μετριόνταν στά δάχτυλα τοΰ ένός χεριοΰ κι ' ό κ. Αργυράκης, ένας άνώτερος υπάλληλος τοΰ Υπουρ-γείου τής Δικαιοσύνης, άγαθός άνθρωπάκος, δέν ήταν βέβαια πλασμένος γιά καινοτομίες. Στήν κλίση τής κόρης του άντιτά-χτηκε ώς τό τέλος. "Οταν πέθανε, ή Ελένη είχε πιά τήν έλευ-θερία της, μά ήταν άργά γιά νά τή μεταχειριστεί δπο>ς δνειροπο-λοΰσε τότε πού είχε καθηγητή τόν ΙΙώπο. Κι ' έμεινε στό σπίτι, νά ζήσει μέ τή μητέρα της καί τά μικρότερά της άδέλφια μέ τή σύνταξη πού είχαν άπό τό μακαρίτη, ώσπου θά βρισκόταν κα-νένας νά τήν πάρει.

Δύσκολο λιγάκι αύτό, γιατ ' ήταν άσχημούλα ή καϊμένη κι ' άπροικη. Συμπαθητική μόνο, άγαθή, θετική, λογική—άφοΰ δά καταλάβαινε καί μαθηματικά !—καί καλοαναθρεμμένη. Ά π ό τό σχολείο άκόμα είχε συμπαθήσει τόν ΙΙώπο. Τό πρώτο της αίσθημα, πού θάμενε ίσως καί τό τελευταίο, ήταν ό νέος αύτός καθηγητής πού έκτιμοΰσε κι ' έκολάκευε τόσο τήν κλίση της. Μπορούμε νά πούμε, πώς τόν άγάπησε άπό φιλαυτία κι ' άπό ευ-γνωμοσύνη.

Τόσο είναι άλήθεια πώς ό έρωτας δέν κρύβεται ποτέ, ώστε ό Πώπος ό ίδιος, άν καί τόσο λίγο πρέσεχε τ!ς μαθήτριές του άπ' αύτή τή μεριά, κατάλαβε πώς ή συμπαθητική έκείνη άσχη-μούλα έτρεφε γι ' αύτόν κάτι ίδιαίτερο. Δέν τήν ένθάρρυνε δμως καθόλου, γιατί τότε άκόμα θεωρούσε τόν έαυτό του δεμένο μέ τήν Κλεμεντίνα. Αργότερα πάλι, δταν λύθηκε αύτός ό δεσμός, θεωροΰσε τόν έαυτό του σάν άπόκληρο, σάν χωρισμένο γιά πάντα άπό τις χαρές καί τις εύτυχίες αύτοΰ τοΰ κόσμου. Καί μολονότι έβλεπε κάπου - κάπου τήν Ελένη—πήγαινε μάλιστα καί στό σπίτι της—καί καταλάβαινε πώς ή παλιά του μαθήτρια δέν είχε πάψει νά τόν θαυμάζει καί νά τόν ξεχωρίζει, δέν θέλησε ποτέ νά τής φερθεί άλλιώτικα παρά σά φίλος τού σπιτιοΰ, σοβαρός καί σεβαστός...

Ή ψυχική δμως διάθεση πού τοΰ γεννήθηκε άπό τό σβύσιμο τοΰ νεανικοΰ του δνείρου, δέν έβάσταξε. Σ ι γά -σ ι γά τοΰ πέρασε ή μεγάλη άπελπισία. Δέν θεωροΰσε πιά τόν έαυτό του τέλεια άπόκληρο, οϋτε χωρισμένο γιά πάντα άπό τή χαρά... Καί στήν καινούργια αύτή διάθεση, έτυχε μιά μέρα'νάπαντήσει σ' ένα φι-λικό του σπίτι τήν Ελένη . Τοΰ φάνηκε—πολύ φυσικό!—χίλιες

2 1 0 Γ. ΕΕΝ0Π0ΓΛ0Γ ΑΠΑΝΤΑ

φορές συμπαθητικότερη άπό άλλοτε. Και συλλογίστηκε για πρώτη φορά : «Γιατί τάχα ; Μόνο μιά Κλεμεντίνα υπάρχει στόν κόσμο ;»

Ά π ό τή σ τ γ μ ή πού τό είπε αυτό, τελείωσε ! Τά μάτια του μίλησαν ευθύς μέ μιά γλώσσα πού ή παλιά του μαθήτρια, πάντα κρυφοερωτευμένη μαζί του, τήν κατάλαβε άμέσως στην έντέλεια. "Επειτα μίλησε καί τό στόμα. Δειλά, αόριστα, διφορούμενα, άνα-ποφάσιστα, μά μίλησε... Κι* ή Ελένη , γεμάτη χαρά, τό είπε της μητέρας της. Κι' ή μητέρα τό είπε στ' άοέλφια καΐ στούς συγγενείς. Καί τήν πρώτη φορά πού ξαναπήγε στής χήρας Αρ-γυράκη ό ΙΙώπος, τον δέχτηκαν σά γαμπρό.

Λοιπόν αύτό τοΰ άρεσε τοΟ ΙΙώπου πολύ! Έφρόντισε άμέ-σο>ς να γνοιριστεΤ ή Ελένη μέ τή Δαγατορίνα κι ' έπειτα ρώτησε τή μητέρα του πώς της φαίνεται.

— ίίολύ καλή κόρη ! άποκρίθηκε ή κυρία Βιργινία. "Αν έχει καί προικούλα, πάρε τη.

— Δυστυχώς, δέν έχει πεντάρα... —"Α, τότε δέ σέ συμβουλεύω. Σένα σούδιναν τριάντα χιλιά-

δες καί τό σπίτι, καί σοΟ φάνηκαν λίγα" καί κορίτσι μάλιστα πού τάγαποΟσες άπό μικρός. Καί τώρα θά παντρευτείς χωρίς πεντάρα, μέ κορίτσι πού δέν τό άγαπάς βέβαια τόσο πολύ ;

—"Οχι, δχι, μητέρα! φώναξε ό ΐίώπος. Τό ίδιο άγαπώ καί τήν Ε λ έ ν η ! "Ισως καί περισσότερο...

— Δέν τό πιστεύω, ψιθύρισε ή Δαγατορίνα, συλλογιζόμενη βέβαια τή μεγάλη διαφορά άπό τήν δμορφη Κλεμεντίνα.

Ό ΙΙώπος μάντεψε τή σκέψη της κι ' άποκρίθηκε : — Δέν κοιτάζω ίγώ «ίμορφιές. Ί Ι Ελένη είναι πολύ πιό

άνθρωπος άπό τήν Κλεμεντίνα. θ ά μέ καταλαβαίνει σ' 8λα μου, άκόμα καί στήν έπιστήμη. 'Έχει μυαλό αύτη !

— Τό παραδέχουμαι, είπε ή Δαγατορίνα, άφοϋ τό λές έσύ. Καί θά σούλεγα πάρ' τη - καιρός σου είναι καί σένα, Πώπο μου, νά παντρευτείς καί νά ήσυχάσεις. Μά πώς θά τά καταφέρεις μέ τά λίγα πού κερδίζεις; Καλά 8σο θά είσαστε οι δυό. Μά θάρ-θουν άργότερα καί παιδιά...

—"Εχω τό σχέδιό μου, ψιθύρισε ό Πώπος. — θ ά ένεργήσεις νά μετατεθείς στή Ζάκυθο ; —-"Οχι, κάτι άλλο... "Αφησε, δέν είν' ωρα άκόμα. "Οταν

είναι, θά σοΟ π®. "ΙΙΘελα μόνο νά πάρω τήν ίδέα σου γιά τό κορίτσι.

— Ή ίδέα μου γιά τό κορίτσι, σοΰ είπα, είναι λαμπρή. Κι' αν βολεύουνται καί τάλλα, νά τήν πάρεις, παιδί μου, μέ τήν ευχή μου.

«"Λν βολεύουνται καί τ ' άλλα»... Γι' αύτό ό Πώπος δέν μπορούσε άκόμα νά είνάι βέβαιος, είχε δμως, πραγματικώς, Ινα

Π Α 0 Γ 2 Ι 0 Ι ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 241

σχέδιο κι ' Ιλπίδες πολλές. Ά π ό τήν πρώτη ώρα πού έβαλε στό νοΟ του νά πάρει τήν

Ε λ έ ν η χωρίς προίκα, αύτό τοΟ ήρθε σαν έμπνευση : Νά τυπώνει μονάχος του, γιά λογαριασμό του, τά διδαχτικά βιβλία του, χωρίς έκδότη, πού έπαιρνε πάντα τή μερίδα τοΟ λέοντος, θ ά τοΟ χρεια-ζόταν μόνο ένα μικρό κεφάλαιο, ίσαμε δέκα χιλιάδες δραχμές έλογάριαζε. Μά καί πέντε νά έβρισκε, καί τρεις, θά μποροΟσε νά κάμει τήν άρχή κι ' ϋστερα,|μέ τά πρώτα κέρδη, νά έξακολου-θήσει.

Καί νά πάλι ό Πώπος σέ καινούργια ζωή. Νά πάλι ό άπελ-πισμένος, ό άπογοητευμένος φτωχός μ' Ινα δνειρο : νά πλουτί-σει, γιά νά πραγματοποιήσει έν' άλλο τής καρδίας... Τ ' είχες, ΙΙώπο, τ ' είχα πάντα! . . .

ΙΙοιός θά τόν δάνειζε δμως ένα τέτοιο μεγάλο ποσό ; Καί γ ι ' αυτόν ήταν μεγάλο ! Δέν είχε ούτε σπίτι γιά υποθήκη, ούτε διαμαντικά γιά ένέχυρο. Μιά θέση σ' ένα γυμνάσιο των Αθηνών —γιατί τώρα τελευταία, έχοντας άρκετά άπό τά βιβλία του, άπο-φάσισε νάφήσει τις προγυμνάσεις καί νά διοριστεί γιά νά είναι πιό ήσυχος καί πιό έξασφαλισμένος—μ' ένα μικρό μισθό πού ό δανειστής δέν θά τόν λογάριαζε...

ΙΙάλι, άφοϋ ή επιχείρηση πού θάκανε ήταν τόσο σίγουρη, κι ' άφοϋ δλος ό κόσμος τόν ήξερε γιά τίμιο άνθρωπο, δέν θάταν άδύνατο νά βρει κάποιο γνιοστό, Ινα φίλο, ένα καλόν άνθρα>πο έπιτέλους, νά τοΰ δώσει τρεις ώς πέντε χιλιάδες. 'Γί διάβολο ! μόνο άν πέθαινε μπορεί νά μή τις ξεπλήρωνε. Μά δέν είχε κανένα φόβο νά πεθάνει, νέος άνθρωπος καί τόσο γερός. Καί νά πέθαινε πάλι, ό δανειστής μποροΰσε νά πάρει τά βιβλία. ΊΙταν τρόπος νά τόν έξασφαλίσει.

Εννοείται πώς ό πρώτος πού συλλογίστηκε, ήταν ό Αντώ-νης ό Ρουκάλης. Αμέσως δμιος τόν άφησε... γιά τελευταίο. Γιατί μέ τόν Αντώνη δέν είχε τώρα πια παρά ένα χαιρετισμό- κι' άς έλεγε έκεΐνος πώς ήταν πάντα «οί πρώτοι φίλοι». Μπορεί ποτέ νά ξέχασε πώς ό Πώπος δέ στάθηκε νά τόν κάνει δπως ήθελε ; Κι' δταν φάνηκε τόσο περήφανος σ' έκείνη τήν περίσταση, κατα-δεχόταν τώρα νά πάει νά τοΟ γυρέψει παράδες ;

"Επειτα συλλογίστηκε τόν κύρ - Γιάννη τόν Βενετή, έπειτα τόν κ. Μαθιό 'Αδάμη. Γιατί κάποτε, άκολουθώντας τή συμβουλή τοΟ Αντώνη, τοΟ είχε στείλει στή γιορτή του ένα μπιλιέτο' κι ' άπό τότε, ταχτικά, κάθε Πρωτοχρονιά καί κάθε Δεκαπενταύγουστο πού γιόρταζε, δ πλούσιος συγγενής τόν θυμόταν καί τόν ευχόταν. Μιά φορά μάλιστα άπαντήθηκαν σ' ένα θέατρο, στήν 'Αθήνα, καί του ΙΙώπου τοΰ φάνηκε πώς ό κ. 'Αδάμης τόν καταδεχόταν άρκετά.

Τ ό μ ο ς δ ε ύ τ ε ρ ο ς 16

242 Γ. ΕΕΝΟΠΟΓΛΟΓ ΑΠΑΝΤΑ

«Δίκιο είχε ό Αντώνης, συλλογίστηκε- νά πού αύτός ξέρει τόν κόσμο καλύτερα !»

"&2στε σ' έναν άπ' χυτούς τούς δυό θά κατάφευγε. ΚαΙ σαν πιο πρόχειρο, πιό κοντινό, μά και πιό γνώριμο, έπροτίμησε τόν κύρ - Γιάννη.

«"Αν μοΟ αρνηθεί αύτός, συλλογίστηκε, τότε πάω στον Πειραιά».

Ό ΙΙώπος βγήκε πολύ πρωί καΐ πήρε τό τραμ των Ιΐατη-σίων. Μόνο στις δέκα είχε μάθημα, έκείνη τήν ήμέρα, καΐ θά πρόφταινε νά πάει στο γαλατοκομεϊο τοΰ Βενετή, έκεΐ • κάτω στον ΙΙοδονίφτη, νά κάμει τήν πρόταση του.

Τό τραμ τόν άφησε στόν "Αγιο Αουκά κι ' άπό κει πηρε τό δρόμο πεζός.

"Οσο ήταν μέσα, συλλογιζόταν τό δάνειο. "Αμα βγήκε δμως έξω, στόν καθαρό άέρα, στήν άνοιξιάτικη πρωινή έξοχη, γεμάτη ευωδιές και κελαδήματα, άρχισε νά συλλογίζεται άλλα... Σέ λίγο ε[Χε ξεχάσει γιά ποιό σκοπό Ικανέ κείνο τόν ωραίο περίπατο. Κι' δταν πλησίασε στο γαλατοκομεϊο, δταν τό μούγγρισμα μιας άγελάδας τόν ξανάφερε στήν πραγματικότητα, αίστάνθηκε πώς τοΰ είχε φύγει τό θάρρος νά γυρέψει λεφτά.

Αναγκάστηκε νά βραδύνει τό βήμα, γιά νά λάβει καιρό νά ξαναθυμηθεί δσα λογάριαζε νά πει στόν κύρ - Γιάννη. "Ετσι ξα-ναμπήκε στήν υπόθεση, ξανάκανε λίγο θάρρος καΐ πέρασε τό κατώφλι τής ξώπορτας.

"Οταν βρέθηκε μπροστά στόν κύρ-Γιάννη, κατάπληκτο πού τόν έβλεπε πρωί - πρωί στό γαλατοκομεϊο μά και χαρούμενο γ ι ' αύτό και γελαστό και περιποιητικότατο, έχασε πάλι όλωσδιόλου τό θάρρος του. 'Επρόβλεπε τή στιγμή πού τό πρόσωπο τοΟ νοι-κοκύρη θά σοβαρευόταν, θάγρίευε ίσως μέ τήν πρόταση του καί, άπό τό φόβο του, προσπάθησε νά τήν άναβάλει.

— Καί πώς αύτό, κύριε ΙΙώπο μου ; — Μά... έτσι... έκανα τόν περίπατό μου άπό δώθες καί πέ-

ρασα νά σας πω καλημέρα. — Καλά έκανες... ναί, ωραία ήμέρα σήμερα... Κάθησε...

Έ ν α ποτηράκι γάλα φρέσκο, έ ; — « Ά π ό τόν μαστόν τής άγελάδος», καθώς γράφεις στις

ρεκλάμες σου, κύρ - Γιάννη ; — Ναί, παιδί μου, ναί... Μά κι ' άπό ποΰ άλλου βγαίνει

γάλα; Έ γ ώ δέν ξέρω καί καμμιά άλλη πηγή. —"Ε, κι ' άπό τήν πηγή τοΰ Κρυονεριοϋ καμμιά φορά,

άστειεύθηκε ό ΙΙώπος.

ΙΙΛΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 243

—"Α, αύτή είναι άλλη κουβέντα!... Μά καί γιά νά νερώ-σεις τό γάλα, πρέπει πρώτα νάχεις γάλα. Αλλιώτικα δέ γίνε-ται. Ψέματα ;

Κι ' ό άγαθός κύρ - Γιάννης έβαλε τά γέλια τρανταχτά. Γελούσε κι ' ό ΙΙώπος, άν κι ' αίστανόταν σαν ένα χέρι νά

τοΟ σφίγγει τήν καρδιά... Τό παιδί τοΟ σταύλου είχε πάει στή χώρα μέ τάμάξι καί μέ

τό πρώτο φορτίο. Ό κύρ - Βενετής τό περίμενε γιά νά φορτώσει τό δεύτερο καί νά πάει στή χώρα κι ' αύτός. Ό γραμματικός, καθισμένος στή θέση πού λίγο έλειψε νά τήν πάρει μιά φορά ό καϊμένος ό μπάρμπα - Διονυσάκης, δέν ήταν βέβαια γιά ν' άρμέ-γει τις άγελάδες. Κι ' ό κύρ - Βενετής άναγκάστηκε νά περιποιη-θεί τόν έπισκέπτη του ό ίδιος.

Γελώντας πάντα καί φλυαρώντας, τοΰ έφερε ένα ποτήρι ώραΐο γάλα καί τόν έβαλε νά καθήσει έκεΐ άπέξω άπό τό μικρό διαμέρισμα τοΰ σταύλου, πού χρησίμευε γιά γραφείο. "1 στερα κάθησε κοντά του κι ' αύτός. Οί δυό τους.

— Καί πώς πηγαίνουν οί δουλειές, κύριε ΙΙώπο μου ; Αύτό περίμενε κι ' ό ΙΙώπος γιά νά κάνει τήν προεισαγωγή. —Ώραϊα, κύριε Βενετή μου, λαμπρά, δόξα σοι ό θεός! . . .

Είμαι εύχαριστημένος... Κι ' άρχισε νά τοΰ λέει πώς τώρα ήταν διορισμένος καθηγη-

τής, πώς έκανε άκόμα μάθημα καί σ' ένα παρθεναγωγείο καί πώς τοΰ είχαν έγκριθεΐ πρό όλίγου τέσσερα σχολικά βιβλία, γιά πέντε χρόνια τό καθένα, άπό τό έρχόμενο.

— Μπράβο ;! έκαμε ό κύρ - Βενετής, πού είχε άναθρέψει παιδιά καί θυμόταν τί κόστιζαν τά βιβλία τους" ώστε θά κερδί-σεις πολλά...

—Ελπ ίζω . . . "Αν δέν ήταν μάλιστα στή μέση αυτοί οί έκδότες, πού τά θέλουν δλα δικά τους, θάκανα περιουσία, φίλε μου !

Κι ' ό Πώπος άρχισε τώρα λεπτομέρειες: πόσα κόστιζε τό τύπωμα τοΰ τάδε βιβλίου, πόσο κέρδος έδιναν κάθε χίλια άντί-τυπα, τί έπαιρνε άπ ' αύτό ό συγγραφέας, τί κρατοΰσε ό έκδότης, κτλ. κτλ. Στήν άρχή, ό κύρ - Βενετής άκουγε μέ μεγάλη προ-σοχή. "ϊ'στερα δμως άρχισε νά βαριέται. Τί τόν ένιαζαν δλ' αύτά ; Ούτε έκδότης ήταν, ούτε συγγραφέας. Μιά δυό φορές χασμουρή-θηκε1 κι ' άλλη μιά φορά, μέ τρόπο, κοίταξε τό ρολόι του. ΙΙώς άργοΰσε κι ' αύτό τάμάξι!. . . Ό ΙΙώπος δμως, πάντα του άπρα-γος, δέν κατάλαβε τίποτα. 'Ενόμιζε πώς δσο τόν πονοΰσε αυτόν, τό ίδιο θά ένδιαφερόταν κι ' δ άλλος. Καί στό θυμό του έναντίον ιών έκδοτών — ένα είδος ενθουσιασμού —έξακολούθησε νά ρητό-ρεύει άτελείωτα. "Επειτα, άφοϋ σώπασε μιά στιγμή, κοιτάζον-

244 Γ. ΕΕΝΟΠΟΓΑΟΓ ΑΠΑΝΤΑ

τας τό πρόσωπο τοΰ Βενετή πού πραγματικώς είχε σοβαρέψει, άξαφνα είπε :

— Ά ν είχα έγώ ένα μικρά κεφάλαιο... άν βρισκόταν ένας καλός άνθρωπος, φίλος, νά μέ δανείσει, μέ κάθε του άσφάλεια, γιά νά τυπώσω μονάχος μου αυτά τά βιβλία, χωρίς νά μπει σ ΐή μέση έκδότης, θά μ' έσωζε μιά γιά πάντα !

— θάλεγες καί σύ δξω φτώχεια, έ ; άποκρίθηκε μέ άπάθεια 6 κύρ - Βενετής. Μά νά βρεις, κύριε ΙΙώπο μου, νά βρεις ! Δέν είναι κανένα δύσκολο... Μά πώς άργησε έτσι τό παιδί ; Ό χ τ ώ -μιση κοντεύει...

Αύτό ήταν δλο; Ό καϊμένος 6 Πώπος περίμενε πιά νά τοΰ π ε ι : «Καί

πόσα θέλεις; έδώ είμαι!» Καί νά τόν άκούει νά τοΰ λέε ι : «Νά βρεις!»

Αίστάνθηκε πάλι δλο του τό θάρρος νά τόν άφήνει. Μά είχε μπει στό χορό κι ' έπρεπε νά χορέψει. Έ π ε ι τ α , πότε θά ξανάβλεπε τόν κύρ · Βενετή ; Δέν μποροΟσε νά βρίσκεται κάθε πρωί έξω στόν Ποδονίφτη! Εμπρός κι ' δ,τι β γ ε ι ! "Ετσι, χωρίς πεποίθηση, χωρίς θέρμη, χωρίς θάρρος τελοσπάντων,—τό θάρρος έκεϊνο πού γεννά ένα είδος μαγνητικοΰ ρευστοΰ καί τραβά τόν άλλον, καί τόν πείθει,—ό ΙΙώπος ε ίπε :

—"Αν ήθελες νά μοΰκανες τή χάρη έσύ, κύριε Βενετή... "Ισαμε πέντε χιλιάδες θά μοΰ έφταναν... Τί λες ; Μοΰ τις δανεί-ζεις ;

Ό κύρ - Γιάννης άνατινάχτηκε. — Έ γ ώ ; ! έκαμε. Καί τί σχέση έ / ω έ γ ώ ; Αλήθεια , άν ό Πώπος είχε περισσότερη πείρα, θά ήξερε

πώς τό δυσκολώτερο πράγμα είναι νά βάλει στό νοΰ του ένας γαλατάς αύτό τό άσχετο, δηλαδή πώς μπορεί νά κάμει μιά έκδο-τική έπιχείρηση ή νά δανείσει ένα συγγραφέα γιά νά τυπώσει τά βιβλία του. Ένόμιζε πώς έφτανε μόνο νάχει παράδες, καλή θέληση καί τήν πεποίθηση πώς είναι σίγουρη δουλειά. Καί γ ι ' αύτό άρχισε πάλι τούς λογαριασμούς του : Τόσο τά έξοδα, τόσες οί εισπράξεις· άπ ' αυτές θάβγαιναν πρώτα - πρώτα τό κεφά-λαιο καί οί τόκοι... Κανένας φόβος... Χαρτί ταχτικό, συνάλ-λαγμα.. . Κι' ενέχυρο τά βιβλία τά ίδια... ΜποροΟσε ποτέ νά χάσε ι ; Ό κόσμος νά χαλούσε!. . . Μέ τό άζημίωτο, θά τού-κανε τή μεγαλύτερη χάρη άπό δσες τούκαμε ποτέ άνθρωπος, θ ά τόν ευγνωμονούσε σ' δλη του τή ζωή. Καί γιά νά τόν συγκινήσει, άκόμα, ό Πώπος έπρόσθεσε :

—"Ελα, κύρ - Βενετή ! Μήν ξεχνάς πώς έσύ μοΰ έδωσες τά πρώτα - πρώτα λεφτά πού κέρδισα στή ζωή μου. Είναι γραφτό νά μοΰ δώσεις τώρα καί τή βοήθεια σου, γιά νά πλουτίσω !

ΠΛΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 245

Μά τίποτα δέν συγκινούσε τόν κύρ - Βενετή ! Μόνο άπό με-γάλη ευγένεια άφησε τόν ΙΙώπο νά τοΰ τά πει δλα, χωρίς νά τόν διακόψει—έτσι κ ι ' έτσι δέν είχε γυρίσει καί τάμάξι. . . Τό πρό-σιοπό του δμως είχε κατσουφιάσει, σχεδόν αγριέψει, κ ι ' δταν ό Πώπος στάθηκε έπιτέλους, περιμένοντας μέ άγωνία τήν Απάντηση, 6 κύρ - Βενετής σήκωσε μάτια καί κεφάλι ψηλά, σ' έν' άρνητικό νεϋμα ζωηρότατο. Κι' έπειτα είπε :

—"Οχι ! . . . Δέν άνακατεύουμαι έγο> σέ τέτοιες δουλειές. Δέν τά ξέρω αύτά τά πράματα, παιδί μου.

— Μά είναι απλούστατα, κύρ - Βενετή ! — Μά δέν είναι γιά μένα! "Επειτα, στή ζωή μου, έχω

κ ι ' έγώ μιά άρχή : Ούτε δανείζουμαι, ούτε δανείζω. Μικρός, ήμουνα υπηρέτης. Πεντάρα • πεντάρα μάζεψα τά λεφτά κι ' άγό-ρασα τήν πρώτη μου άγελάδα. Τήν είχα μάλιστα σέ ξένο σταΰλο... Ή δουλειά πήγε καλά κι ' άγόρασα δεύτερη. "Επειτα τρίτη, καί πάει λέοντας. Κανένας ποτέ δέ μέ βόηθησε μέ λεφτά μένα. Ούτε βόηθησα κι ' έγώ. Έκράτησα τήν άρχή μου καί τήν κρατώ. Δέ βάζω στό κεφάλι μου σκοτοΰρες. Τελείωσε !

Ό Πώπος—δέν είχε μπει στό χορό ;—έτοιμάστηκε νάντι-κρούσει: Καμμιά σκοτούρα δέ Οάβαζε στό κεφάλι του, σέ τίποτα δέ θάχε άνάγκη νάνακατευθεΐ. Τά λεφτά του θάπαιρνε Οστερα μέ τόν τάκο. "Επειτα, τί άρχή ήταν αύτή πού τόν έμπόδιζε νά κάμει ένα καλό, νά βοηθήσει ένα φίλο ;

Μά δέν πρόφτασε νά πει σχεδόν τίποτα : Τό άμάξι γύρισε μέ τούς τενεκέδες άδειους κι ' ό κύρ - Βενετής πετάχτηκε, μαλώ-νοντας τόν υπηρέτη :

— Τί έπαθες; . . . Γιατί άργησες; . . . Έ λ α καί μεσημέριασε ! 'Από μακριά, πέταξε καί στόν ΙΙώπο ένα βιαστικό : — Μέ συγχωρείς τώρα έμένα ! Καί χάθηκε στό σταΰλο. Ό Πώπος έμεινε άκόμα λίγο, μέ τήν έλπίδα πώς θά μπο-

ρούσε νά έξακολουθήσει. Μά είδε πώς δέν ήταν δυνατό: Ό κύρ-Βενετής, καθώς πηγαινορχόταν μέ φούρια, φωνάζοντας, όδηγών-τας, μαλώνοντας, φοβερά βιαστικός κι ' άπασχολημένος—τδκανε βέβαια κι ' έπίτηδες—δέν έπαιρνε πιά κουβέντα. Ό Πώπος, μέ τό ταπεινό ύφος τοΰ άνθρώπου πού παρακαλεί γιά νά πάρει ένα ναί, είχε σηκωθεί άπό τήν καρέκλα του καί τριγύριζε, καιροσκόπος, άπό τό σταΰλο ώς τό μικρό πλάτωμα, πού ήταν σταματισμένο τάμάξι. Κάθε φορά πού περνοΰσε άπό κοντά του, ό κύρ · Γιάννης τοΰ έγνεφε άπελπιστικά σά νά τούλεγε: «άσε με τώρα, έχω πολλές σκοτοΰρες!» ή έκανε, άπό τή βία του, πώς δέν τόν βλέπει. . .

Κι ' άξαφνα ό ΙΙώπος... συνήλθε!

24<; Γ. ΞΕΝΟΠΟΓΛΟΓ ΑΠΑΝΤΑ

Τί ήταν αύτό πού έκανε τώρα ; Πώς καταδεχόταν αύτός, δ καθηγητής, ό έπιστήμων, ό άνθρωπος, νά παίρνει τέτοια στάση μπροστά σ' ένα βρωμογαλατά ; Ντροπή του !

Ξύπνησε 5λη του ή άξιοπρέπεια καί τόν έκαμε νά σηκώσει τό κεφάλι. Καί μιά στιγμή πού ό κύρ - Γιάννης περνούσε πάλι άπό κοντά του τρεχάτος, τοΰ φώναξε :

Λοιπόν, κύρ - Γιάννη, έγώ πηγαίνω. Ό γαλατάς σταμάτησε σά χαρούμενος. — Στό καλό, παιδί μου, τοΰ είπε, άντίο, κύριε ΙΙώπο μου ϊ Καί τοΰ έτεινε τό χέρι, αφού τό σκούπισε στήν ποδιά του. '() Πώπος δμο>ς, μέ τό κεφάλι ψηλά, έκαμε πώς δέν τό είδε

κι" απλώς χαιρέτησε άγγίζοντας τό καπέλο του. —"ϋστ ' έκεΐνο πού είπαμε, πρόσθεσε μ' άδιάφορο ϋφος, δέν

γίνεται, έ ; —"Οχι, κύρ:ε ΙΙώπο μου... Δέ μπορώ... Μακάρι νά μπο-

ρούσα... 'Ο θεός τήν ξέρει τήν καρδιά μου... Μά ή άρχή μου, βλέπεις...

— Καλά, κύρ-Γιάννη, δέν πειράζει, τόν έκοψε δ Πώπος. Μέ συγχωρείς πού σ' ένόχλησα.

— Ά , μπά ! τίποτα ! — θ ά κοιτάξω νά βρώ άλλου. — Ναί, παιδί μου, νά κοιτάξεις. Είναι αμαρτία νά χάσεις

τήν περίσταση... στήν έποχή πού ζούμε... — Ευχαριστώ, κύρ - Γιάννη, τόν έκοψε ό Πώπος. Χαιρετί-

σματα στο σπίτι. Καί μέ τήν ίδια άξιοπρέπεια, άπομακρύνθηκε. "Αν κρατούσε μαύρη πέτρα, θά τήν έριχνε πίσω του. Νά χαθεί ό παλιάνθρωπος κι ' αύτός καί τό γαλατοκομεϊο

του!. . . Ά μ βέβαια! δποιος πουλάει νερό γιά γάλα, μπορεί νά κάνει τόν καμπόσο ! Τέτοια είναι ή κοινωνία μας κ ι ' «ή έποχή πού ζούμε»...

Συλλογιζόταν ό Πώπος στό δρόμο κι ' άφριζε... "Οπως τοΰ φέρθηκε δ βενετής, έτσι κ ι ' οί άλλοι. Δέν βαριέσαι πού θά πή-γαινε πιά σέ κανένα! Αύτό δέν μπορούσε νά γίνει, τελείωσε Γ «Ί'ω έχοντι δοθήσεται», έλεγε κατά τό Εύαγγέλιο δ Χαρίσης. Αύτός δέν είχε καί δέν τούδιναν. Ούτε προίκα, ούτε δάνειο, ούτε διάβολο ! "Επρεπε νά τό πάρει απόφαση πώς έτσι θά τσιτσιρι-ζόταν σ' δλη του τή ζωή : Φτωχός, δυστυχισμένος, μέσα στήν κόλαση δπου έβραζε δλη του ή ράτσα, άντικρύ στόν παράδεισο, δπου γλεντούσαν τή ζωή τους, νιάτα ή γεράματα, οί προνομιούχοι αύτού τοΰ κόσμου, οί δυνατοί μέ τά ρουκαλέικα μάτια.. .

Κι' ώσπου νά φτάσει στό γυμνάσιο—ήταν ώρα γιά τό μά-θημα του — είχε πάρει τήν απόφαση: Οάδινε τά βιβλία του στόν

ΙΙΛ0ΓΣΙ01 ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 247

έκδότη καί δέν θά κέρδιζε πάλι παρά τά ψίχουλα πού θά τοΰ άφηνε αύτός γιά έλεημοσύνη... "Ας έκανε κ ι ' άλλιώς !

Μά ήταν άπό τήν έντύπωση τής πρώτης άποτυχίας. Συνη-θίζει κανείς καί τόν έξευτελισμό, δπως δλα... "Ετσι, Οστερ' άπό λίγο, δ Πώπος δέν έβρισκε πιά τόσο φοβερό νά υποστεί καί δεύ-τερο σάν τόν πρώτο. "Επειτα πού τδξερε ; Ό Μαθιός δ 'Αδάμης είχε έκατομμύρια καί μπορεί νά μήν είχε τήν άρχή τοΟ κύρ -Γιάννη. Καί πάντα πιό άνθρωπος δ μεγάλος έργοστασιάρχης τοΟ Πειραιώς, θάταν σέ θέση νά ξέρει—τί διάβολο !—πώς δέν φέρ-νουνται έτσι σ' έναν ΙΙώπο Δαγάτορα, δταν αύτός δέν γυρεύει παρά πέντε - δέκα ψωροχιλιάδες γιά μιά τόσο σίγουρη δουλειά... Είχε ξαναθυμηθεί καί τήν Ε λ έ ν η του. Κι' αύτή ή ένθύμηση, περισσότερο άπό κάθετι άλλο, τόν έπεισε νά ξαναδοκιμάσει.

Κι ' ΰστερα άπό τρεις μέρες, ένα πρωί, τήν ίδια πάλι ώρα, πήρε τό τραίνο καί κατέβηκε στόν Πειραιά.

ΓΙήγε ίσια στό γραφείο έκεΐνο πού τό ήξερε άπό τήν άλλη φορά πού κατέβηκε μέ τή μητέρα του, γιά τήν περίφημη έπί-σκεψη, ζήτησε τόν κ. 'Αδάμη «γιά υπόθεση», έδωσε τήν κάρτα του, καί σέ λίγο τόν έμπασαν στό ίδιαίτερο, δπου δ Εργοστα-σιάρχης τόν δέχτηκε κυριολεκτικά μέ άνοιχτές τις άγκάλες. Γιατί—τό ξέρουμε κι ' άπό τήν άλλη φορά—δ κ. Μαθιός ήταν διαχυτικότατος καί πάντα συνόδευε τά γλυκά του λόγια μέ μεγά-λες χειρονομίες :

—"Ω, καλώς μου τον !... Καί πώς ήταν αύτό ; Τί κάνουν στό σπίτι ; . . . Πώς πάνε οί δουλειές;. . . Καλά; Κ α λ ά ; . . . Χαίρω πολύ πού σέ ξαναβλέπω!. . . Κάθησε, κάθησε... Τί θέλεις νά σέ τ ρ α τ ά ρ ω ; . . . Σέ τί μπορώ νά σού φανώ χρήσιμος; . . . Τί «ύπό-θεσις» είν' αύτή ; . . . Μίλα μου, λέγε μου... Είμαι στις δια-ταγές σου !

Σ ' δλ' αύτά, έννοεΐται, ό Πώπος άπαντούσε" μά είναι ζήτημα άν δ κ. 'Αδάμής τόν άκουγε, γιατί έξακολουθοΟσε νάραδιάζει μέ όρμή χειμάρρου τις έρωτήσεις του, τις προτροπές του καί τις δια-βεβαιώσεις του. Επιτέλους εύδόκησε νά σωπάσει κ ι ' ό Πώπος έτοιμάστηκε νά μιλήσει. Μά καί πάλι άναγκάστηκε νά περιμένει, γιατί τή στιγμή έκείνη δ κ. 'Αδάμης κουδούνισε καί μπήκε ό ύπηρέτης.

— Λοιπόν; ένα καφεδάκι ; ένα λουκούμι; ένα κονιάκ; . . . — Εύχαριστώ πολύ... άς μού φέρει έναν καφέ. Ό υπηρέτης πήρε τήν παραγγελία καί βγήκε. Τότε μόνο ό

Πώπος μπόρεσε νά έκθέσει τήν «υπόθεση». Τό έκαμε μέ δλο τό θάρρος πού τού είχε δώσει ή θερμή

248 Γ. ΕΕΝΟΠΟΓΛΟΓ ΑΠΑΝΤΑ

αύτή ύποδοχή καί μ' δλη τήν πεποίθηση πώς αύτή τή φορά δέν μιλούσε πρός «γαστέρα μή έχουσαν ώτα». Είπε τά Ιδια, άπαράλ-λακτα, δπως τά είχε πει καί στόν κύρ - Γιάννη τόν Βενετή. Καί στό τέλος—ό κ. 'Αδάμης δέν τόν είχε διακόψει καθόλου— διατύπωσε καθαρά τήν έρώτηση :

— θ ά είχατε τήν καλοσύνη νά μοΰ δανείσετε σείς αύτές τις πέντε χιλιάδες;

— Χμ ! έκαμε ό κ. Μαθιός 'Αδάμης. Καί κοίταξε ψηλά. Ήταν φανερό πως ήθελε νά σκεφθεί γιά ν' άπαντήσει. Αύτό

άπογοήτευσε λιγάκι τον ΙΙώπο, πού έπερίμενε ένα ν α ί χωρίς καμμιά σκέψη. Αδιάφορο δμως· καί μέ σκέψη τό ίδιο ήταν. Δέν τό σκεπτόταν δσο ήθελε ; φτάνει νά τούλεγε ναί... Καί στάθηκε, άποφασισμένος νά τό περιμένει κι ' ώς αύριο.

'Αλλ' άξαφνα κτυπούν τήν πόρτα. Είναι ό ύπηρέτης μέ τόν καφέ... Κι ' δ κ. 'Αδάμης άφήνει άμέσως τή σκέψη του καί κοι-τάζει νά περιποιηθεί τόν έπισκέπτη.

— θέλεις καί νερό ;... Είναι καλός ό καφές σου ;... Δοκί-μασε τον... "Αν δέν είναι τού γούστου σου, νά σοΰ φέρει άλλον... Ελεύθερα !... Ά ! είναι καλός ; ΙΙολύ καλά ΙΙήγαινε, Γιάννη !... Καπνίζεις;. . . Δέν πιστεύω νά κάνεις κατάχρηση... Έ γ ώ , δυστυ-χώς, καπνίζω πολύ... Ό γιατρός μοΰ λέει πώς θά τά μετανοιώ-σω... Μά δέ βαριέσαι! Μιά ζωή είναι αύτή! Τί ώφελεϊ νά κερδίσω δέκα χρόνια μέ χΟιες στερήσεις; Καλύτερα λιγότερα μά άπολαυστικά. Δέ συμφωνείς ;

Ό Πώπος άπαντοΰσε πάλι ευσυνείδητα. Μά είναι ζήτημα πάλι άν τόν άκουγε ί κ. 'Αδάμης, πού Ιξακολουθοΰσε νά μιλά άκράτητος, χειμαρρώδης, γιά χίλια δυό. Είχαν βγει πιά όλωσδι-όλου άπό τό θέμα, πού μόνο ό ΙΙώπος, φαίνεται, τά θυμόταν άκόμα... IV αύτό έπαψε σιγά · σιγά νάπαντά, μέ τήν έλπίδα πώς θά έπαυε κι ' ό άλλος νά ρωτα, γιά νά ξαναγυρίσουν.

Μά πού ! Ό κ. 'Αδάμης λές καί τδκανε ξεπίτηδες. Μπορεί δμως νά τόν παρέφερε κι ' ή φυσική του φλυαρία... Τό βέβαιο είναι πώς ό Πώπος ήπιε δλο τόν καφέ του, ήπιε κι ' δλο τό νερό του, ήπιε άκόμα κι ' ένα τσιγάρο, χωρίς νάκούσει έκείνο πού πε-ρίμενε.

«—ΤΙ άνθρωποι, θ έ μου! τί άνθρωποι!» συλλογιζόταν. Καί δέν ήξερε τί νά κάμει: Νά ξαναθυμίσει τήν υπόθεση

του; θάδειχνε ίσως μιά άπρεπη άνυπομονησία. Νάφήσει τόν κ. Άδάμη νά τήν ξαναθυμηθεί μονάχος του ; "Ηταν κίνδυνος νά μή συμβεί αύτό ούτε ώς αύριο.

Καί βρήκε μιά λύση : Κοίταξε τό ρολόι του καί είπε : —Εμένα μέ συγχωρείτε. "Εχω μάθημα τώρα στις δέκα

ΙΙΛΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 243

κι ' ώσπου νάνεβώ στήν 'Αθήνα... — Στό καλό ! τόν έκοψε δ κ. 'Αδάμης. "Αντε, άντε, μή χά-

σεις τό μάθημά σου!... Ή συντροφιά σου είναι λαμπρή, άλλά δέν σέ κρατώ περισσότερο. Ή έργασία προπαντός !...

Ό Πώπος είχε σηκωθεί, δ κ. 'Αδάμης τοΰ έτεινε κιόλα τό χέρι. — Λοιπόν;... ψιθύρισε ό Πώπος. Ό κ. 'Αδάμης δμως δέν έφάνηκε νά κατάλαβε τόν έρωτη-

ματικά τόνο αύτοΰ τοΰ «λοιπόν». Κι ' άποκρίθηκε μ' έν' άλλο, κατηγορηματικότατο :

— Λοιπόν ;... ώρεβουάρ !.. μεγάλη ευχαρίστηση πού σέ είδα !.. Κόκκαλο ό ΙΙώπος! Μ' άλήθεια ; ό κ. Μαθιός τά είχε ξεχάσει δλα; Καί θά τόν

άφηνε νά φύγει, χωρίς νάπαντήσει στήν πρότασή του ούτε ναί ούτε δ χ ι ;

Αναγκάστηκε νά βάλει τή ντροπή κατά μέρος. — ΙΙαρντόν, έκαμε" γιά κείνο πού σας είπα ;... τί λέτε Ό κ. 'Αδάμης τόν κοίταξε λίγες στιγμές στά μάτια μέ άπο-

ρία. Έ π ε ι τ α , άξαφνα, χτύπησε τό μέτωπό του δυνατά: Είχε θυ-μηθεί !

— Ί δ έ ς , ίδές, καλέ, τί άφηρημένος πού είμαι! φώναξε... Μά μέ συγχωρείς πολύ. Έσύ νά περιμένεις, νά βιάζεσαι, κι ' έγώ νά σοΰ φλυαρώ τόσην ώρα!. . .

— Δέν πειράζει, κύριε Άδάμη. . . Έ χ ω άκόμη λίγα λεπτά... — Ναί, μά δυστυχώς, δέν έχω πιά έγώ... Πέρασε ή ώρα

καί δέκα άνθρωποι μέ περιμένουν άπόξω γιά υποθέσεις... Τώρα είναι άδύνατο γιά νά τά ποΰμε...

— Δέν πειράζει... Ξανάρχομαι δταν θέλετε... —"Οχι, δχι, είναι περιττό... Έσύ έχεις τις δουλειές σου...

δέν μπορείς νά κατεβαίνεις καθεμέρα στόν Πειραιά... "Λφησέ με μένα νά σκεφθώ... καί θά σοΰ άπαντήσω... θά σοΰ γράψω!

— Πολύ καλά, άποκρίθηκε ό Πώπος. "Οπως θέλετε... Μπορώ δμως νά έλπίζω;

— Τί ; νά έλπίζεις μόνο ; Καί βιαστικά, σφίγγοντάς του τό χέρι, δ κ. Άδάμης έπρό-

σθεσε : — Μά νά είσαι βέβαιος! βεβαιότατος! Είναι δυνατό νά μήν

κάμω δ,τι μπορώ γιά σένα;.. . "Ισως καί περισσότερο άπό δ,τι γυρεύεις. Φτάνει νά γίνεται. Άφησέ με λοιπόν νά σκεφθώ. Καί θά σοΰ γράψω, ένια σου, θά σοΰ γράψω !

"Α, τί ευτυχία! —"Ως πότε, κύριε Άδάμη ; — Μά... τό γρηγορώτερο! "Αντε τώρα στό καλό καί βασίσου

σέ μένα.

Γ. ΕΕΝΟΠΟΓΛΟΓ ΑΠΑΝΤΑ

Αύτό έκαμε κι ' ό Πώπος: Πήγε στό καλό καί βασίστηκε στό λόγο τοΰ συγγενή του.

Γιατί τώρα πιά—πάνε τά ψέματα!—αύτός 6 Μαθιός ό Άδάμης ήταν συγγενής. Καί κάτι καλύτερο. Τδδειξε. ΙΙοιός συγ-γενής, άλήθεια, θά τοΰ φερνόταν έτσι ; «θά σοΰ δώσω Ισως πε-ρισσότερα κι' άπ' δ,τι γυρεύεις !» τοΟ είπε. Καί τόν έβεβαίωσε πώς γι ' αύτό έπρεπε νάναι βεβαιότατος !

Πολύν καιρόν είχε νά αίστανθεί ό φτωχός ό Πώπος τή χαρά,, τήν παρηγάρια, τήν άνακούφιση πού αίστανόταν τώρα στό τραίνο. "Εβλεπε τή φύση καί τοΰ φαινόταν ώραιότερη, γοητευτι-κότερη παρά ποτέ. Ό άνοιξιάτικος άέρας τόν μεθοΰσε κι ' άρχισε νά κάνει χίλια δνειρα χρυσά... Δική του πιά ή Ελένη , δική του ή ζωή, δική του ή εύτυχία!... ΠοΟ ήταν τώρα ό Αντώνης, πού τοΟ έλεγε πώς θά καταντοΰσε μιά μέρα σάν τούς μποέμ τοΰ καφε-νείου Χαραμή ; Τώρα κι ' άλλη μιά φορά ! Λύτούς θά τούς άφηνε νά κουρεύουνται. Ούτε ό Ιδιος ό Χαρίσης δέν θά τόν ξανάβλεπε πιά ! Κι' <2ς τούδινε δποιος ήθελε λεπτά, γιά νά βγάλει τό «Νέον Φως» του. Αΰτός δέν θάβγαζε παρά τά βιβλία του.

Μά δχ ι ! ή χαρά του ήταν τόση, πού άμέσως μετάνοιωσε γιά τή σκληρή αύτή σκέψη. Καί συλλογίστηκε : « Έ , τώρα πού θά πλουτίσω, θά δώσω κι ' ένα πεντακοσάρικο στό φτωχό τό Χαρίση, νάρχίσει τήν έφημερίδα του...»

Έ χαρά αύτή, ή μέθη, κράτησε κι ' δλη τήν άλλη μέρα. Γιατί ούτε στιγμή δέν αμφέβαλλε ό Πώπος γιά τήν ειλικρίνεια τοΰ Άδάμη, ούτε στιγμή δέν έπαψε νά β α σ ί ζ ε τ α ι... Ήταν τόσο βέβαιος, πώς άμα σκεπτόταν λιγάκι, θάβρισκε πώς «γίνε-ται», θάκρινε όλοσίγουρη τήν έπιχείρηση καί θά τοΰ έγραφε «ναί» ! Καί τότε ό Πώπος δέν θάχε, παρά νά κατεβεί άλλη μιά φορά στόν Πειραιά, νά κάμει τό χαρτί καί νά πάρει τις χιλιάδες...

Κ α ι ν ά το! Τό βράδυ τής άλλης ήμέρας, δταν πήγε σπίτι του νά φάει, βρήκε ένα γράμμα πού τόν περίμενε.

Ό φάκελος είχε τήν έτικέτα τοΰ κ. Μαθιοΰ Άδάμη, έρ-γοστασιάρχου. Τόν έσχισε μέ άγωνία κι ' έβγαλε άπό μέσα τό ακόλουθο γράμμα :

«Φίλτατε κ. Δαγάτορα, «'Εσκέφθην διά τήν ύπόθεσίν σας άλλ' είδα, δυστυχώς, δτι

έγώ δέν είμπορώ νά κάμω τίποτε. Άποταθήτε είς άλλον είδικώ-τερον. Ουδέποτε άνεμίχθην είς τοιούτου είδους έπιχειρήσεις καί λυποΰμαι πολύ.

Σας άσπάζομαι Υμέτερος

Μ. Άδάμης»

ΠΑΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 251

Τά ίδια δηλαδή τοΰ κύρ - Γιάννη τοΰ Βενετή! Μπα τό μασκαρά! Τόν παλιάνθρωπο! Τόν ψεύτη ! Τόν άπα-

τεώνα ! Τόν αγύρτη ! Άφρισε ό Πώπος, λύσσαξε κι* έσκισε τό γράμμα κομμα-

τάκια - κομματάκια. Ά ν είχε μπροστά του κείνη τήν ώρα τόν έργοστασιάρχη, θά τόν έφτυνε. Άκοΰς έκεΐ νά τόν άποκοιμίσει μέ τόσες υποσχέσεις, μέ τόσες βεβαιώσεις, καί ύστερα νά τοΰ άπαντήσει μέ μιά τέτοια ψυχρή, άδικαιολόγητη καί πρόστυχη άρνηση !... Τό θεομπαίχτη !

Ήταν ή πρώτη φορά στή ζωή του πού ό Πώπος θύμωνε έτσι. Ούτε τότε μέ τόν Αντώνη δέν τόν κυρίεψε τέτοιος θυμός. Συνήθως, αύτές τις άποτυχίες τις δεχόταν μέ λύπη, μέ συντριβή, μ' έγκαρτέρηση. Μά τό γράμμα τοΰ κύρ - Μαθιοΰ δέν ήταν πράγμα γιά νά τό χωνέψει. Τοΰ στάθηκε κόμπος στό λαιμό καί τόν έπνιγε. Παράφορα σουλατσάριζε μές στό γραφείο του, σπρώ-χνοντας καρέκλες, σκοντάβοντας σέ τραπέζια. Μιά στιγμή, ή μη-τέρα του, άπό μέσα, τόν ρώτησε :

— ΙΙώπο, τί κάνεις έκεΐ ; . . . θέλεις τ ίποτα; — Ά σ ε με! τής άποκρίθηκε άγρια" μή μοΰ μιλείς! δέν

θέλω τίποτα ! άφήστε με ! Κι ' άρπαξε μιά πένα, δπως θάρπαζε ένα μαχαίρι, κι ' έκά-

θησε στό τραπέζι του νάποτελειώσει τόν Άδάμη μ' ένα γράμμα. «Κύριε !» άρχισε νά γράφει. Καί στάθηκε πάλι νά συλλογιστεί, ποιά νά γράψει καί ποιά

νάφήσει άπό τις μύριες βρισιές πού τούρχόνταν στό νοΰ. Εξακολούθησε :

^ «Τό γράμμα σας μοΰ έπροξένησε κατάπληξη ! Ποτέ δέν περίμενα άπό σας τέτοια...»

Τί τέτοια ; Ατ ιμ ία ; διπροσωπία ; παλιανθριοπιά ; προστυ-χ ι ά ; "Η άπλώς διαγωγή; . . .

Άξαφνα, ή μητέρα του τοΰ ξαναφώναξε : — Πώπο !.., Έτοιμο τό τραπέζι! . . . Έ λ α ! Μπά ! πέρασε τόση ώρα χωρίς νά τό καταλάβει;.. . Πόση θά

περνούσε άκόμη ώς νά τελειώσει τό γράμμα πού θά τσάκιζε κόκ-καλα; "Γστερα, καλύτερα θά τδγραφε ύστερα... Δέν έπρεπε νά κρυώσει καί τό φαΐ. . . Αναστέναξε, πέταξε τήν πένα καί ση-κώθηκε.

Ά π ό τή στιγμή αύτή ό θυμός του κατευνάστηκε. Μπήκε στήν τραπεζαρία μέ υφος τσακισμένο, περίλυπο. Κι ' ή Δαγατο-ρίνα τόν ρώτησε :

— Τί έχεις, παιδί μου;.. . Κουρασμένος ή άδιάθετος ; — Κουρασμένος! ψιθύρισε ό ΙΙώπος, καθώς καθόταν μπρο-

στά στή σούπα του.

Γ. ΕΕΝ01Ι0ΓΛ0Γ ΑΠΑΝΤΑ

Φαινόταν Αποφασισμένος νά μή βγάλει άλλη μιλιά. Κι ' οί γέροι σεβάστηκαν τή δυσθυμία του κι ' δλο τό γεΟμα πέρασε βουβό καί μελαγχολικότατο.

Πρώτος σηκώθηκε 6 μπάρμπα - Λιονυσάκης καί, μέ τή βοή-θεια τής υπηρέτριας, γιατ ' ήταν τώρα μισοπαράλυτος, πήγε στήν κάμαρά του νά πλαγιάσει. Τόν άκολούθησε σέ λίγο, κούτσα - κού-τσα κι ' αύτός, ό Κωσταντής. Κι ' έμειναν μητέρα καί γιος μο-νάχοι.

— Ξέρεις, μητέρα, άπό ποιόν ήταν τό γράμμα πού έλαβα ;

— Μά είχε τδνομά του άπέξω. — Δέν παρατήρησα... ήταν σκοτεινά δταν τδφερε ό ταχυ-

δρόμος. — Ά π ό τό μεγάλο συγγενή μας, τόν κ. Μαθιό Άδάμη. — Μπά ; μπά ; καί τί σού γράφει ; Ή κυρία Βιργινία δέν ήξερε τίποτα άπό τά τελευταία δια-

βήματα τοΟ ΙΙώπου. Δέν τής τάχε πεί ό γιός της γιά νά τής κά-μει ύστερα μιά ευχάριστη έκπληξη : «Μητέρα, πλουτίσαμε!» Μ' άπόψε τής τά είπε δλα. Αίστανόταν τήν άνάγκη νά παραπο-νεθεί, νά ξεσπάσει, νά ξεθυμάνει. Καί τδκαμε τόσο πικρά, τόσο άπελπιστικά, πού στό τέλος ή Δαγατορίνα έβαλε τά κλάματα.

Τί δυστυχία, τί κατάρα, νά μή μπορούν κι ' αύτοί νά ίδοΰν θεού πρόσωπο!... Ά π ό μέ^α της, μόνο αίτιο θεωρούσε τόν Πώπο. Αύτός, ό παράξενος, κλωτσούσε πάντα τήν τύχη του. Μά δέν τολμούσε σήμερα νά τοΰ τό ξαναπεί. Καί τάβαλε μέ τούς άλλους. Μέ τόν Άντο')νη πού δέ ντράπηκε νά παζαρέψει τότε τήν άδελφή του" μέ τόν κύρ - Βενετή πού φιλαργυρεύθηκε τόσο σέ τέτοια περίσταση" μέ τόν Άδάμη, πού φέρθηκε χειρό-τερα. Τί κρίμα ! Έ ν α μόνο καταφύγιο είχαν οί φτωχοί, καί νά τώρα !...

Καί οώσ' του κλάματα ή Δαγατορίνα. Ό Πώπος βρέθηκε στήν άνάγκη νά τήν παρηγορήσει. — Πρέπει νά τό πάρουμε άπόφαση, μητέρα! τής είπε. Δέν

θά ιδούμε ποτέ θεού πρόσιοπο, δπιος τό λές. Τέτοιος είναι ό κλήρος μας σ' αύτό τόν κόσμο. Ούτε μεϊς είμαστε ί κ α ν ο ί νά κάμουμε κάτι τί, ούτε υ π ο σ τ ή ρ ι ξ η έχουμε άπό άλλους. Τί έκαμαν ό μπάρμπας μου κι' ό πατέρας μου ; Τούς βλέπεις. "Αν δέν είχαν έμενα, στά γεράματα θά ζητιάνευαν. Τί έκαμαν ό πάππος μου ή ό μεγάλος μου θειός ; Τά ίδια. Δέν άφησαν πεν-τάρα στά παιδιά τους καί στό τέλος ζούσαν άπ' αύτά. Τά ίδια κι' έγώ. "Ας μή γελιόμαστε, μητέρα, περισσότερο. Αύτά είναι κ λ η ρ ο ν ο μ ι κ ά . "Οπως ή όμορφιά, ή άσχήμια, τό ταλέντο ή ή κλίση στό έγκλημα.

1ΙΑΟΓ2ΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 2 5 3

Παρηγορεί, άλήθεια, κι ' ή φιλοσοφία ; Έ τ σ ι φαίνεται. Γιατ' ή κυρία Βιργινία, ή γραμματισμένη,

έπαψε σιγά - σιγά τά κλάματα, ένδιαφέρθηκε παράξενα κι ' άρ-χισε νά κάνει στό γιό της έρωτήσεις : Μά πώς έτσι; Γ ιατ ί ;

"Επαψε μάλιστα καί νά τόν θεωρεί άπό μέσα της ώς τό μόνο αίτιο. Μπά, ίσως νά μήν έφταιγε τό παιδί... Ά ν ήταν κλη-ρονομικό ;...

Τότε ό Πώπος, γιά πρώτη φορά, έξέθεσε στή μητέρα του τή θεωρία του γιά τούς Πλούσιους καί τούς Φτωχούς.

Τό ένδιαφέρο τής Δαγατορίνας μεγάλωσε, ό Πώπος αίστάν-θηκε μι ' άληθινή εύχαρίστηση κι ' έξακολούθησε έτσι νά μιλά, νά έξηγεί, νά διδάσκει.

"Ολόκληρη ώρα έμειναν έκεΐ στήν τραπεζαρία οί δυό τους, μέ τήν αλλόκοτη αύτή δμιλία, πού τήν άκομπανιάριζε ό κρότος τών πιατικών άπό τήν κουζίνα δπου τάπλενε ή υπηρέτρια...

— Καί δμως, είπε άξαφνα 6 Πώπος· υπάρχει, μητέρα, μιά έλπίδα.

Τό βλέμμα τής Δαγατορίνας ζωήρεψε άπό περιέργεια καί χαρά.

— Τί, παιδί μου ; — Ό σοσιαλισμός, μητέρα ! —"Α ! Ή Δαγατορίνα δέν ήξερε παρά μόλις καί μεταβίας τή λέξη.

Έ τ σ ι , άπάνω - κάτω, δπως ήξερε καί τό μασωνισμό. Κι' άθέ-λητα, τραβήχτηκε λίγο - πίσο), κάνοντας έκεΐνο τό άπροσδιόρι-στο «ά !»

Ό Πώπος δμιος δέν πρόσεξε τήν άπογοήτευσή της καί τής μίλησε τώρα μ' ένθουσιασμό, διεξοδικά, γ ι ' αύτή τήν έλπίδα, γιά τό μόνο μέσο τής σωτηρίας, γιά τό μόνο τρόπο πού θά έξου-δετέριονε μιά μέρα τά κακά τοΟ μοιραίου χωρισμοϋ τών άνθρώ-πων σέ δυό ράτσες διαφορετικές.

Τάκουσε δλα ή Δαγατορίνα—πόσα κατάλαβε, άλλο ζήτημα— καί στό τέλος τόν ρώτησε :

— Μά είσαι σοσιαλιστής ; — Ναί, άποκρίθηκε ό Πώπος. Κι ' άν δέν είμαι, θά γίνω.

Κάθε φορά πού βλέπω καί πιό καθαρά τή ματαιοπονία μου στό συνηθισμένο άγώνα, μούρχεται καί πιό δυνατή ή έπιθυμία νάνα-λάβω τόν άλλον, τό σωτήριο. "Οχι βέβαια γιά μένα, παρά γιά κείνους πού θά έλθουν. ΆφοΟ δέν μπορώ νά κάμω καλό στόν έαυτό μου, σέ σας, άς κάμω τουλάχιστο στόν κόσμο. Τόν ξέρεις τό Χαρίση, τόν είδες, μοΰ φαίνεται, μιά μέρα πού ήρθε έδώ... Αύτός είναι ό άρχηγός στήν Ελλάδα. "Ε, θά τόν άκολουθήσω σάν ό πιό πιστός του στρατιώτης!

254 1\ ΞΚΝΟΙΙΟΓΑΟΓ ΑΠΑΝΤΑ

— Κάμε, παιδί μου, δ,τι σέ φωτίσει ό Θεός ! άποκρίθηκε ή Δαγατορίνα, πού αύτή τίποτα άκόμα δέν έβλεπε έτσι καθαρά.

Ούτε τόν κίνδυνο πού άπειλούσε τόν «καθηγητή» της άν άνα-κατευόταν σέ τέτοιες δουλειές...

Καί δέν είπε τίποτ' άλλο. Ήταν άργά. Ό ΙΙώπος γύρισε στό γραφείο του νά έργαστεί.

Απάνω στό τραπέζι του, βρήκε άτέλειωτο τό γράμμα πού είχε άρχίσει γιά τόν Άδάμη. Τό πήρε χωρίς θυμό, καί τδσκισε ψιθυ-ρίζοντας :

— Περιττό!... θ ά λογαριαστούμε άλλιώτικα !

Β

ι τ η ν τραπεζα τησ «ελλην ικησ πιστεωσ»

£ ν α βράδυ, στό καφενείο τοΰ Χαραμή, ό ΙΙώπος κουβέντιαζε μέ τούς φίλους του. Εκείνες τις ήμέρες—καμμιά έβδομάδα μετά τις σκηνές πού διηγηθήκαμε—είχε έρθει πάλι ό Αέων Χαρίσης άπό τήν Κέρκυρα κι ' οί πιστοί του είχαν άρχίσει νά μαζεύουνται γύρω του, στήν ίδια πάντα γωνία τοΰ μεγάλου καφενείου. Ήταν ό Σπύρος Καλούτης, ό Πελοπίδας Ζάχος, ό Κώστας Κουρουνάς, ό Θωμάς Ίωαννίδης κι ' ό Γιάννης Πλατής. Σ ' αυτούς είχαν προ-στεθεί τά τελευταία χρόνια καί δυό-τρεις άλλοι : ένας γέρος μέ κοτσίδα, μισότρελος, μισοζητιάνος καί φιλόσοφος" ένα παιδί, άρχοντόπουλο, φοιτητής τής Νομικής, πού τρελαινόταν γιά θεω-ρίες" κι ' ένας μεσόκοπος, πρώην άξιωματικός τής Οικονομίας, διωγμένος άπό τό στρατό γιά καταχρήσεις.

Ό ΙΙώπος, πού είχε μπει τόσο καλά στό σοσιαλισμό ώστε •νά τούς θεωρεί δλους «άδελφούς», διηγόταν στο Χαρίση μπρο-στά τους, έκείνο τό βράδυ, τά πρόσφατα παθήματά του μέ τούς κεφαλαιοκράτες. Ό κατευνασμένος θυμός του είχε ξανανειοθεϊ καί ξεθύμαινε στολίζοντας δσο μποροΰσε τόν κύρ - Γιάννη τό Ηε-νετή—τόν κλέφταρο, τό λωποδύτη, πού πουλοΰσε νερό γιά γάλα καί πού τόλμησε νά τοΰ άρνηθεΐ, δστερ' άπό τόσες υποχρεώσεις, ένα τιποτένιο γ ι ' αυτόν ποσό—καί τόν Μαθιό τόν Άδάμη, τόν δ ή θ ε ν συγγενή, τόν παλιάνθριοπο, τό λαοπλάνο, τόν άχαρα-κτήριστο, πού δέν ντράπηκε νά τόν κοροϊδέψει μέ τέτοιο έλεεινό τρόπο.

Ό θυμός τοΰ ΙΙώπου είχε μεταδοθεί σ' δλους τού άδελφούς, πού κουνοΰσαν τά κεφάλια τους άπειλητικά κι ' έλεγαν :

— Ά μ ' έτσι είν ' αύτοί δλοι τους!... Μά έμείς ξέρουμε τί τούς χρειάζεται!

Κι ' οί άναρχικοί τής παρέας, πού έπέμεναν τόσα χρόνια νά μήν καταλαβαίνουν γρύ άπό τόν «έπιστημονικό» σοσιαλισμό τοΰ Χαρίση, προσπαθούσαν τώρα νά παρηγορήσουν τόν ΙΙώπο, θυμί-ζοντας πώς δέν θάργοΰσε ή ήμέρα, ή μεγάλη ήμέρα «τής κρίσεως καί τής άνταποδόσεως». "Κ, καί τί θά γινόταν τότε !... «Αμαρ-τωλοί ποΰ φύγομεν !...» Μά ποΰ θά τούς πήγαιναν! Ά π ό δώ

257 Γ. ΕΕΝΟΠΟΓΛΟΓ ΑΠΑΝΤΑ

θάρπαζόταν ό μητροπολίτης, άπό κει ό Τσυγγρός. Κι* οί δυό άπό τά γένια! "Οσο γιά τόν Άδάμη καί τόν Βενετή, αύτούς πιά θά τους άφηναν στόν ΙΙώπο, νά τούς τσακώσει καί νά βγάλει τό άχτι του.

— Μά δέν έχουν γένια, οί άτιμοι!. . . είπε ό Πώπος φαιδρά. — Κι' έσύ τσάκωσέ τους άπ' τά μαλλιά ! Γέλασαν δλοι. Πάντα οί φοβέρες τών άναρχικών, πού προ-

καλούσαν στήν άρχή τις διαμαρτυρίες τοΰ Χαρίση καί τών άλλων μετριοπαθών, τελείοίναν μέ γέλια. Τδριχναν στ' άστεΐο καί περ-νούσε τό ζήτημα, άφοΰ οί κακοκέφαλοι έκείνοι ήταν τόσο άμετά-πειστοι. Έτσ ι κι ' άπόψε. Ό Πώπος, φαιδρότατος πιά, υποσχέ-θηκε πώς θάκανε τό χρέος του τήν «ήμέρα έκείνη». Καί δέν είχε σκοπό νά ξαναγυρίσει στά παθήματά του, δταν άξαφνα, άφοΰ πέρασαν καί τά γέλια, ό Σπύρος ό Καλούτης τοΰ είπε :

—"Ας είναι δμως. Κρίμα νάφήσεις αύτή τή δουλειά. Ά ν δέν σούδωσε ό Βενετής ή ό Άδάμης, μπορούσες νά βρεις άλλον πού νά σοΰ δώσει. Κρίμα είναι!

— Τό ξέρω, άποκρίθηκε ό Πώπος. Μά δέν έχω άλλον. Δυστυχώς!

— Πώς δέν έχεις ; έκαμε πάλι ό Καλούτης. Ό Μένης ό Μανίας δέν είναι φίλος σου; Ό Αντώνης ό Γουκάλης δέν είναι φίλος σου καί πατριώτης σου ! "Ε, αυτοί οί δυό είναι δυνατοί. Κάνουν δ,τι θέλουν στήν τράπεζα τής Ελληνικής Πίστεως. Πήγαινε, ζήτησε τους ένα δάνειο καί—δέν είσαι κανένας χαμέ-νος—θά σοΰ τό κάμουν.

— Βέβα ια ! έπιδοκίμασαν οί άλλοι. Τί κάθεσαι; Έχουν υποχρέωση νά σοΰ τό κάμουν ! είπε καί ό Χαρίσης,

πού ήξερε καλύτερ' άπ ' δλους τις σχέσεις τοΰ ΙΙώπου μέ τούς δυό έκείνους «δυνατούς».

— Ναί, ψιθύρισε ό Πώπος, τό σκέφτηκα κι ' έγώ... μά δέν είμαστε πιά τόσο φίλοι...

— Ά δ ιάφορο ! άποκρίθηκε ό Καλούτης. Σέ τέτοιες περι-στάσεις, ή παλιά φιλία, γιά μιά στιγμή έστω, ξαναγυρίζει. Είναι ή άνάγκη σου καί σένα ή μεγάλη. Είναι ή κρίσιμη ώρα τής ζωής σου. Μιά μικρή βοήθεια περιμένεις, ένα χέρι νά σέ στη-ρίξει μόλις καί νάνεβεΐς, νά σωθείς, νά ζήσεις. Φίλος σου παι-δικός, πού θά μποροΰσε νά σοΰ δώσει τό χέρι καί δέν θά τδκανε, θάδε ιχνε πώς δέν έχει άνθρωπισμό. Μή βάζεις τό Βενετή καί τόν Άδάμη. Αυτοί, άπέναντί σου, είναι άλλο. Ό Μανίας δμως κι' ό Γουκάλης δέν θά μπορέσουν εύκολα νά σοΰ άρνηθοΰν, άρκεΐ νά τούς μιλήσεις δπως πρέπει... ΙΙές τους τα δλα, κάμε, μέ τρόπο, μιά έκκληση στόν άνθρωπισμό τους, καί είμαι βέβαιος πώς ή. δουλειά σου θά γίνει.

ΙΙΛΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 243

— Αές ; ψιθύρισε σκεπτικός ό Πώπος, ίσως... μά... Ό Χαρίσης μόνο κατάλαβε τό δισταγμό του. — Μά θά έχεις τό θάρρος νά τούς μιλήσεις; έπρόσθεσε

ζωηρά. Γιατί αύτό είναι δλο τό ζήτημα ! Φοβάμαι μήπως έξαν-τλήθηκε ή θέληση σου μέ τις δυό άπόπειρες πού έκαμες. "Ελα ! βάλε άκόμα λίγη καί κατανίκησε τή δειλία πού σοΰ προξενεί ή ιδέα δτι οί άνθρωποι αύτοί δέν είναι πιά οί πρώτοι σου φίλοι καί δέν μποροΰν νά ένδιαφέρονται τόσο γιά σένα. "Εχεις λάθος: τό θάρρος σου θά τούς κάμει πάλι νά ένδιαφερθοϋν. Πάντα άν είναι άνθρωποι, πού δέν πιστεύω νά μήν είναι. Λοιπόν, θά βρεις αύτό τό θάρρος ;

Πολύ δύσκολο, άλήθεια... Ό Χαρίσης ήταν άριστος ψυχο-λόγος- δσους σχετιζόταν, τούς ήξερε κατά βάθος" καί τόν ΙΙώπο ίσως καλύτερα άπ' δλους.

— Ξέρω κι ' έγώ ; άποκρίθηκε αύτός. θ ά προσπαθήσω. — Μά πρέπει ! φώναξε τότε ό Σπύρος ό Καλούτης. Στή

ζωή τοΰ άνθρώπου μιά φορά παρουσιάζεται ή περίσταση πού χρειάζεται νά βάλει δλα του τά δυνατά. Καί στή ζωή σου, μπο-ρεί νά είναι αύτή.

Ό ΙΙώπος κούνησε τό κεφάλι του. Κάτι άλλο θυμήθηκε άξαφνα :

— Κι' ή θεωρία μας ; ψιθύρισε στό Χαρίση. Ά ν είναι άλή-θεια, δέν είναι μοιραίο ν' άποτύχει δ,τι κι ' άν κάμω ;

Ό φιλόσοφος χαμογέλασε παράξενα : — " Ε ! είπε σιγά. Αύτά δέν είναι μαθηματικώς άποδειγ-

μένα. Δέ λέω γιά τή θεωρία, παρά γιά τήν έφαρμογή της. Γιά κανέναν άνθρωπο δέν μποροΰμε νά είμαστε βέβαιοι πώς άνήκει στή μιά ράτσα ή στήν άλλη. Ποΰ ξέρεις καί γιά σένα; Προσπά-θησε άκόμα, πειραματίσου, καί μπορεί ν' άποδειχτεΐ τό έναντίο άπ' δ,τι πιστεύουμε τώρα.

— Μπορεί, άποκρίθηκε 6 Πώπος. Μά... συμφέρει στήν ίδέα νά πετύχω αύτό τό δάνειο καί νά πλουτίσω άπό τά βιβλία μου ;

Ό φιλόσοφος έβαλε τά γέλια. — Μά βεβαιότατα! είπε γελώντας άκόμα. Φτάνει νά μή

μας φύγεις.... Τί νομίζεις, πώς μόνο άπένταρους πρέπει νάχουμε μαζί μας; Κάθε ίδέα, γιά νά πραγματοποιηθεί, χρειάζεται ύλικό, κι ' ό δπαδός πού θά τύχει νά έχει, θά τό δώσει. Έσύ άξαφνα, άν πλουτίσεις μεθαύριο, δέν θά βάλεις τά χρήματα γιά νά έκδοθεΐ τό «Νέον Φώς» ;

—"Οσο γ ι ' αύτό, άποκρίθηκε ό Πώπος, πολύ εύχαρίστιος ! Τιμή μου καί χαρά μου, άν μπορέσω ποτέ...

Είπαμε πώς ή όμιλία αύτή, άπ' τήν άρχή, γινόταν μπροστά σ' δλους δυνατά. Μόνο κάπου - κάπου ό Πώπος χαμήλωνε τή

Τ ό μ ο ς δβύτερος 17

2 5 8 Γ. ΕΕΝΟΠΟΓΛΟΓ ΑΠΑΝΤΑ

φωνή καί τάλεγε "μόνο στο Χαρίση. Μ' άπ' αύτή τή στιγμή, ή όμιλία γενικεύθηκε. Οί άλλοι κι ' άκουγαν μά καί μιλούσαν, σχεδόν δλοι. Γιατ' ήθελαν νά πείσουν καλά καί σώνει τόν ΙΙώπο, πώς ήταν υποχρεωμένος νά δοκιμάσει τό διάβημα πού συμβού-λευαν ό Καλούτης κι ' ό Χαρίσης.

Καί βέβαια, άφοΰ δέ Οάταν μόνο γιά τόν ΙΙώπο σωτηρία, παρά καί γ ι ' αύτούς δλους, γιά τήν ίδέα, γιά τον κόσμο, γιά τήν άνθρωπότητα ! Μικρό πράγμα, άλήθεια, νάρχίσει τήν έκδοσή του τό «Νέον Φώς» ;

Καί τούλεγαν, τούλεγαν ένα σωρό... "Ενας • ένας, δυό-δυό, δλοι μαζί... Στήν άρχή σοβαρά—πολύ σοβαρά μάλιστα—στό τέλος κι ' άστεΐα. "Εν' άπ' τά σοβαρά ήταν αύτό, πού είπε ό γέρος μέ τήν κοτσίδα :

—"Αν δέ σοΰ κάμουν τή χάρη, είπαμε, θά δείξουν έκεΐνοι πώς δέν έχουν ά ν θ ρ ω π ι σ μ ό . Μά καί σύ θά τό δείξεις άλλο τόσο, άν δέν κάνεις τό θάρρος πού χρειάζεται γιά τό σωτήριο διάβημα !

Κι' έν' άπό τάστεία αύτό, πού τό είπε ό Κώστας ό Κουρουνάς : — Νά μάς πάρεις καί μας δλους μαζί σου. θ ά περιμένουμε

άπέξω. Κι ' άμα βγεις καί μάς πείς «έγινε», έχει καλώς. "Αν μάς πεις δμως «δέν έγινε», κάνουμε γιουρούσι στήν τράπεζα κι ' αρχίζουμε αμέσως τή ρεμούλα.

Μά σοβαρά ή άστεΐα, τό ίδιο πιά έπηρέαζαν τόν Πώπο. Είχε άρχίσει νά τό συλλογίζεται μέ τά σωστά του. Καί κάθε λόγος πού άκουγε, είτε άπό τόν Χαρίση, είτε άπό τό Γιάννη ΙΙλατή, τοΰ έχωνε βαθύτερα τήν ίδέα καί τούδινε περισσότερο θάρρος νά δοκιμάσει.

Στό τέλος πιά τάποφάσισε. Δέν καταδέχτηκε δμως νά τίμο-λογήσει. Καί στις τελευταίες έρωτήσεις, φεύγοντας μέ τό Χαρίση καί μέ τόν Καλουτά, άπαντοΰσε στούς άλλους:

— θ ά σκεφτώ... κ ι ' έλπίζω ! Μόνο σάν βρέθηκε μονάχος μέ τόν φιλόσοφο, τοΰ είπε : — θ ά πάω!. . . Αύριο κιόλα, θά πάω νά βρώ τό Γουκάλη !

Καί πήγε. Μέ |'.εγάλη του έκπληξη τον είδε ό Αντώνης στό γραφείο

του, στήν «Ελληνική ΙΙίστι», έκεϊνο τό πρωί. Κι' ή έκπληξη αύτή ήταν τόσο χαρούμενη, πού ό ΙΙώπος δέν ήξερε πώς νά τήν έξηγήσει.

«Μ' άλήθεια, συλλογίστηκε, μ' άγαπά άκόμα;...» "Οχι, δέν ήταν αύτό. Σέ λίγο ό ΙΙώπος φωτίστηκε. Ό

Αντώνης τοΰ ε ίπε:

ΙΙΛΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 243

—"Ισα ίσα πού σέ γύρευα, θ ά σοΰ άναγγείλω κάτι τί, πού δέν μπορεί παρά νά σέ χαροποιήσει. Μή μέ παρεξηγήσεις, δέν τό λέω πειραχτικά. Ξέρω πολύ καλά πώς έσύ είσαι άνιότερος άνθρω-πος. Καί θά χαρείς!

— Μά τί συμβαίνει; ρώτησε 6 ΙΙώπος, πού άρχισε νά μαν-τεύει...

— Νά, ή άδερφή μου άρραβωνιάστηκε μέ τό Μένη ! Αύριο θά τό γράψουν οί έφημερίδες.

Ήταν άκριβώς δ,τι είχε μαντέψει ό ΙΙώπος. ΙΙρό καιροΰ μά-λιστα. Καί είτε άνώτερος άνθρωπος ήταν, είτε κοινός, μά τήν άλήθεια καταχάρηκε !

Δέν ήξερε μέ τί τρόπο, δέν έβρισκε μέ τί λόγια νά φανε-ρώσει τή μεγάλη χαρά του. Τή φανέριονε δμως, τόσο μέ τούς άδέξιους, σαστισμένους τρόπους του, δσο καί μέ τά κομμένα, τάσυ-νάρτητα λόγια του.

Ό 'Αντο'ινη; τόν ενθάρρυνε κατευχαριστημένος. Καί σέ λίγο δ ΙΙώπος συνήλθε καί μπόρεσε νά τοΰ πει.

— Τώρα λοιπόν, αγαπητέ μου, καί στά δικά σου ! — Μά κι ' αύτό δέ θάργήσει, πιστεύω, άποκρίθηκε δλος

γέλιο ό Αντώνης. — Ά , έτσι; Καί μέ ποιά ; άν έπιτρέπεται... —"Ω, είναι σχεδόν τελειωμένο! Κι' έπειδή τήν ξέρεις...

Μέ τήν Αγλα ΐα , φίλε μου, τή Βενετή. — Μπά; μπά ;... Μά έσύ όρκίστηκες σήμερα νά μέ κάνεις

ευτυχισμένο!... Τί (ί>ραΐα!... Καί πώς αύτό; Τή ζήτησες; Ό Αντώνης τοΰ έξήγησε μέ λίγα λόγια: Φαίνεται πώς ή

Α γ λ α ΐ α δέν μίΐόρεσε πιά νά βαστάξει καί τό είπε τής μάνας της : «Τό Γουκάλη θέλω !». Ή μάνα πάλι τό είπε τοΰ πατέρα κι ' δ κύρ - Γιάννης δ Βενετής άρχισε νά έξετάζει μέ πόση προίκα θάταν εύχαριστημένος νά παντρευτεί δ Αντώνης.. . Τότε αύτός έβαλ' ένα φίλο νά πει τοΰ γέρου, πώς τήν Α γ λ α ΐ α θά τήν έπαιρνε μέ δσα - δσα. Κι ' άπό στιγμή σέ στιγμή περίμενε τήν άπάντηση, γιά·νά παραγγείλει... τά δαχτυλίδια.

— Εννοείς, έπρόσθεσε, φρόντισα νά μάθει ό γέρος πώς τήν άδερφή μου τήν παίρνει ό Μένης καί πώς τοΰ λόγου του θά συγγενέψει έτσι μέ τούς Μανιάδες. Δέν χρειάζεται καί τίποτ' άλλο. Αύτό θά τόν φιλοτιμήσει νά δώσει τής Αγλα ΐας τη μεγα-λύτερη προίκα πού μπορεί !

— Λαμπρά ! έκαμε ό ΙΙώπος. Καί μ' ώς πόσα τή λογαριά-ζεις τήν κόρη τοΰ Βενετή ;

— Μά... ίσως καί μέ μισό έκατομμύριο. — Μπράβο ; ! Ό ΙΙώπος αίστανόταν μιαν άλλόκοτη χαρά πού τόν κυρίευε

2 0 0 Γ. Ξ Ε Ν 0 1 1 0 Γ Λ 0 Γ Α Π Α Ν Τ Α

σχεδόν σά μέθη. "Επεφτε μέσα σέ μιά διπλή ευτυχία καί δέν μπορούσε παρά νάχει τό μερτικό του κι ' αυτός. Κι ' ήταν τόσο λίγο τό μερτικό που θά ζητοΰσε ! Αδύνατο νά τοΰ τό άρνηθοΟν σήμερα, ένας Μένης κι ' ένας Αντώνης τόσο ευτυχισμένοι! Ά.τό τά έκατομμύριά τους, τωρινά καί μελλούμενα, πέντε ψωροχιλιά-' δες, κ ι 'αύτές δανεικές! Κι' δχι άπό τήν τσέπη τους, παρ" άπό τήν τράπεζα!.. . 'Έ μά δέ θάταν άνάγκη οϋτε νά παρακαλέσει: Μιά φιλική διαταγή, δπως λέμε σ' ένα φίλο μας «δώσ' μου ένα τσιγάρο, καί'μένε !» καί θά τελείωνε...

Ό Αντώνης, δταν έλαβε μέ τόν κλητήρα τό μπιλιέτο τοΰ ΙΙώπου, βγήκε άπ' τό γραφείο του καί τάλεγαν οί δυό τους έκεΐ έξω, σέ μιαν άκρη τοΰ μεγάλου διαδρόμου. Μπροστά τους πηγαι-νορχόνταν διάφοροι υπάλληλοι, μέ βιβλία καί μέ χαρτιά~ πού τά κουβαλούσαν άπό τμήμα σέ τμήμα. Οί περισσότεροι άπ' αυτούς ήταν νέοι, σχεδόν παιδιά. Κι' άξαφνα ό ΙΙώπος είδε νά περνά μιά στιγμή, ξεσκούφωτος καί βιαστικός, κι ' ό Κωστάκης τοΰ Ηενετή.

Καλημέρα σας, κύριε Δαγάτορα! τοΰ πέταξε περνώντας, μέ μιά γοργή υπόκλιση.

— Καλημέρα, Κωστάκη ! Καί ρώτησε τόν Αντώνη : — Μπά; εδώ τον έχετε κι ' αυτόν ; — τ ό ν "ήΡ*!-15 ά ΐ ΐ ° πέρσι... Απαίτηση τοΰ πατέρα

του, πού θέλει νά τόν κάμει τραπεζίτη. Καλό παιδί δμως. θ ά προοδέψει στόν κλάδο.

Καθώς τδλεγαν αυτά, νά μπροστά τους κι' άλλος νέος υπάλ-ληλος, πολύ γνωστός κι ' αύτός στόν ΙΙώπο: '() Ζέτιπος, ό άδελ-φός τής περίφημης Ζηνοβίας, μ' ένα λοΰσο φοβερό.

— Μπρέ! κι ' αύτόν τόν παστρικό τόν μαζέψατε ; άπόρησε ό Νώπος.

- 'Γί να κάναμε ; Απαίτηση τής Ζηνοβίας καί τοΰ Γιάννη Μανία ! άποκρίθηκε εύθυμα ό Αντώνης.

— Νά φυλάγεστε... Είναι ικανός νά σηκώσει τήν τράπεζα καί νά φύγει.

— Δύσκολο λιγάκι, μά ή άλήθεια είναι πώς δέν κάνει τί-ποτα τό παλιόπαιδο... "Ερχεται δποτε θέλει, κάθε δεύτερη μέρα τό σκάζει... θάταν διωγμένος πρό πολλού, άν... δέν ήταν ό Ζέπ· πος τής Ζηνοβίας... Ή μόνη μας ελπίδα είναι πώς θά βαρεθεί καί θά φύγει μόνος του.

Σ ' άλλη περίσταση, ό Πώπος θάκανε πολύ πικρές σκέψείς γΓ αυτό τό περιμάζεμα στήν τράπεζα, σα σέ άσυλο, δλων τών γνωστών τοΰ Μένη καί τοΰ Αντώνη έκτός άπ' αύτόν. Σήμερα δμως, μέ τή χαρά καί μέ τήν έλπίδα πού είχε, κι ' αυτό άκόμα

Π Λ 0 Ϊ 2 2 Ι 0 Ι ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ

τδβρισκε φυσικό, λογικό, ώραϊο. Τί ; ξένους θάπαιρναν οί άνθρω-ποι ; Τούς δικούς τους βέβαια! Ή ένωση κάνει τή δύναμη. Καί νά πού άπ' αύτή τή δύναμη θά δυνάμωνε τώρα κι' αύτός.

"£2σπου νά τά ποΰν δλα εκείνα, πέρασαν σχεδόν δέκα λε-πτά τής ώρας. Ό ΙΙώπος άρχισε νά στενοχωριέται π'.ύ έβγαλε τόν Αντώνη άπ' τή δουλειά του καί βιαζόταν τώρα νά τοΰ πει τί τόν ήθελε. Ό άλλος δμως δέν φαινόταν καθόλου βιαστικός, θάλεγες μάλιστα πώς είχε ξεχάσει δτι ό ΙΙώπος τόν ζήτησε γιά δουλειά του. Κι' εξακολουθούσε νά τοΰ λεέι τοΰτο κι ' έκεΐνο, δρθιος μπροστά του, μέ τδνα χέρι στηριγμένο στόν γυαλιστερό τοίχο τοΰ διαδρόμου, ένώ ό Ιΐώιτος είχε καθήσει σ' ένα στενό ντιβανάκι, πού βρέθηκε σ' έκείνη τήν άκρη.

Άξαφνα σηκώθηκε : —"Ε, μά νά μή σέ κρατώ περισσότερο... θάχεις καί δου-

λειά... Νά σοΰ πώ τί σέ ήθελα... —"Α, μπά! τόν έκοψε ό Αντώνης. Έ δ ώ δέν έχω ποτέ

δουλειά βιαστική... Κάθησε ! Τόν άνάγκασε νά ξανακαθίσει, κάθησε μάλιστα κι ' έκεΐνος

κοντά του στό ντιβανάκι. — Καί τώρα λέγε μου... μέ τήν ήσυχία σου... τί σοΰ συμ-

βαίνει ; Καί μέ τήν ήσυχία του, χαμηλόφωνα μά ζωηρά, ό Πώπος

τοΰ τό είπε : — θ ά μέ σώσεις!... Μά πρώτα - πρώτα, θέλο) νά μοΰ πεις

δλη τήν άλήθεια. Αντώνη, σέ δρκίζω σ' δ,τι έχεις ίερό : Μοΰ κρατείς καμμιά έχθρα ;

— Τί λές, καλέ! άρχισε νά διαμαρτύρεται ό Γουκάλης. Αστειεύεσαι;

Μά σά νά μήν άκουσε, ό Πώπος έξακολούθησε. — Τά ξέχασες άλήθεια έκεΐνα τά δυσάρεστα ; "Οχι βέβαια

πώς δέ πήρα τήν άδερφή σου, άφοΰ έμελλε νάχει τέτοια τύχη, παρά τά κακά λόγια πού σοΰ είπα τότε.

— Καλά ε ίσαι ; Μά αύτά τά ξέχασα άπό τήν ίδια στιγμή ! — Α λ ή θ ε ι α ; Στήν τιμή σου ; Καί τώρα πού είναι στό χέρι

σου, θά μέ σώσεις, σά νά ήμουν άκόμα ό φίλος τοΰ καιροϋ έκεί-νου, ό γείτονας, ό συμμαθητής, ό σύνοικος ;

— Ούφ!... Αές τώρα λόγια περιττά!. . . Μά ναί, σοΰ λέω, ναί, ναί ! Καί πότε είδες κακό άπό μένα έσύ ;... Τί μπορεί νά σέ κάνει νά νομίζεις πώς σοΰ κρατώ τήν έλάχιστη κακία; . . . "Ελα, μήν είσαι άνόητος!... Καλά σέ δλους, μά καί σέ μένα; Λέγε μου. Τί θέλεις;

Καί σά νά ήθελε νά κάμει τόν ΙΙώπο νά βιαστεί, ό Αντώνης κοίταξε τό ρολόι του.

2β2 Γ. ΕΕΝΟΙΙΟΓΛΟΓ ΑΠΑΝΤΑ

Ό άλλος ανησύχησε πάλι. — Μή δέν έχεις ώρα ;... Νάρθω αύριο;... Νά ίδωθοΟμε τό

βράδυ;... —"Οχι. Τώρα Οά μοΰ πεις !... Μά είσαι άπελπισία, καϊμένε !

Τό ξέρεις πώς μ' έσκασες ; "Ε, μά δέν τον έσύμφερε καθόλου τον Μώπο νά σκάζει τόν

άνθρωπο πού Οά τον έσωζε! Και φοβισμένος, μετανοιωμένος γιά τους περιττούς προλόγους, ήλθε τέλος πάντο^ν στό θέμα.

Αυτό κΓ αυτό, Αντωνάκη μου : ΙΙέντε χιλιάδες δραχμές, άπό τήν τράπεζα μέ συνάλλαγμα, γιά τρεις μήνες, μέ τή συμφω-νία νά πληρώνει τόκο καΐ χρεωλύσιο κάθε φορά και νά τό άνανε-ώνει. "Έτσι ώσπου νά εξοφληθεί σιγά - σιγά δλο. Γιά νά τυπώσει δ ίδιος τα βιβλία του και νά μήν έχει άνάγκη τους έκδότες, τους κλέφτες, τους λωποδύτες, τούς άγιογδύτες, καΐ τά λοιπά και τά λοιπά, δπως τάκούσαμε τόσες φορές άπ' τό στόμα τοΟ ΙΙώπου.

Ό Αντώνης έγινε σκεπτικός—θάλεγες πώς δέν θυμόταν πιά κανέν' άπό τά εύχάριστα πού πρωτύτερα τόν γέμιζαν χαρά—και κούνησε τό κεφάλι του.

— Δύσκολο, είπε, πολύ δύσκολο... Μά θά προσπαθήσω! Μπά ;... Δέν έφτανε λοιπόν μιά φιλική διαταγή ; — Γιατί δύσκολο; ψιθύρισε ό Πώπος. "Αμα θέλει δ Μένης,

δέν γ ίνεται ; — Χ μ ! Δέν αρκεί νά θέλει ό Μένης... Πάντα δμως, αυτός

είναι τό παν. Γιατί μπορεί νά πείσει καΐ τούς άλλους. — Ποιους άλλους ; — Τούς συμβούλους. — Μά θά περάσει άπό τό συμβούλιο ;

Φυσικά. ΙΙρόκειται νά γίνεις «πιστοϋχος» τής τραπέζης. Βά σοΟ άνοιχτεϊ μιά πίστωση πέντε χιλιάδων δραχμών άς ποΟμε καί, άπάνω σ' αύτη, θά δανείζεσαι, θά προεξοφλείς δηλαδή συναλ-λάγματα, υπογραμμένα άπό σένα και άπό έναν άλλον όποιονδή-ποτε. Εννοείς λοιπόν πώς γιά νά γίνει αυτό, πρέπει νά τό προ-τείνει ό Μένης καί νά τό έγκρινε ι τό συμβούλιο.

— Μά... ή έγκριση δέν θά είναι μάλλον τυπική ; "Αν θέλει κι ' έπιμένει ό Μένης στούς συμβούλους...

— Αυτό, φίλε μου, έξαρτάται... Τέλος πάντων, άσε νά ίδοΟμε...

— θά του τό πεις έσύ τοΟ Μένη, ή πρέπει νά τόν ιδώ έγώ; Ό Αντώνης σκεφτηκε λίγο—μά πολύ σοβαρός, σχεδόν

άγριος—κι' άποκρίθηκε : — Καλύτερα νά τόν ίδεΐς έσύ. — Πότε ; —"Οποτε θέλεις.

ΠΛΟΙ'ΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 2 6 3

— Πάμε τώρα μιά στιγμή μαζί ; — Τώρα ;... Ό Αντώνης σκέφτηκε πάλι κι ' άξαφνα ζο>ηρά : — Ναί !... Πάμε τώρα!.. . Περίμενε μιά στιγμή. Σηκώθηκε, μπήκε στο γραφείο του, άρπαξε κάτι χαρτιά,

ξαναβγήκε βιαστικός καί, περνώντας κοντά άπ' τόν ΙΙώπο, τοΟ φώναξε :

—'Έρχου !

Μπροστά ό Αντώνης, πίσω ό ΓΙώπος, πού ή καρδιά του χτυ-πούσε τώρα δυνατά—πλησίαζε, βλέπετε, ή στιγμή τής «φιλικής διαταγής»—κατέβηκαν τή μαρμαρένια σκάλα, μπήκαν σ' ένα διάδρομο τοΰ πρώτου πατώματος καί σταμάτησαν έκεΐ άπέξο) άπό μιά κλειστή πόρτα, δπου φύλαγε ένας γέρος κλητήρας.

— Ό κύριος γενικός είναι μόνος; ρώτησε ό ΙΙώπος. —"Οχι, άποκρίθηκε ό γέρος. Είναι μέσα δυό σύμβουλοι...

περιμένετε μιά στιγμή... Καί συγχρόνως άνοιξε την πόρτα. Ό Αντώνης κι ' ό Πώπος—τί δυνατά πού χτυπούσε τώρα ή

καρδιά του! —μπήκαν, γιά νά περιμένουν, στή μεγάλη σάλα πού ήταν δίπλα στό γραφείο τοΟ κ. γενικού.

Ήταν ή σάλα δπου συνεδρίαζε τό συμβούλιο. Τήν ήξερε δ Πώπος. "Ενα μακρύ, άπέραντο τραπέζι, στή μέση, μέ πετσοδε-μένα στυπόχαρτα ένα-γύρο, καλαμάρια καί βαριές πέτσινες πο-λυθρόνες. Στούς τοίχους θαυμάσιοι καναπέδες καί άπό πάνω τους διάφορες έλαιογραφίες σέ χρυσές κορνίζες. Δυό μεγάλα ήλεκτρικά πολύφωτα κι ' ένα θεόρατο τζάκι. Τό τζάκι δμως ήταν κλειστό, ή άπέραντη σάλα άδειανή κι ' ή άτμοσφαίρα της κρύα, σχεδόν παγωμένη. Ούτε τή ζέσταιναν καθόλου μιά μαυροφόρα κυρία κι ' ένα δμορφο κορίτσι μ ' έλαφρότερο πένθος, πού καθόνταν σέ μιάν άκρη καί περίμεναν βέβαια κι ' αυτές τόν κ. γενικό.

Ό ΙΙώπος μέ τόν Αντώνη κάθησαν στην άλλη άκρη. Κι ' ένώ δ δεύτερος κρυφοκοίταζε έξεταστικά τις δυό γυναίκες, άγνωστές του όλωσδιόλου, ό πρώτος προσπαθούσε νά κατατάξει τις ιδέες του καί νά ξαναθυμηθεί τί άκριβώς θάλεγε στόν παλιό του φίλο Μένη. Φαίνεται πώς μιά παράξενη, άπρόοπτη συγκίνηση τόν έμπόδιζε—ήταν, βλέπετε, κ ι ' έκείνη ή κρύα σάλα τοΰ συμβουλίου πού τόν έπάγωνε—καί σέ λίγο φοβισμένος, ρώτησε τόν Αντώνη :

—'Εσύ θά τοΟ τά πεις ή έγώ ; — Καλά ντε ! τοΰ άποκρίθηκε δ Αντώνης, πού κατάλαβε

τό φόβο του. "Η Ισύ ή έγώ, τό ίδιο είναι. Τό Μένη τώρα θά φο-βηθείς ; Μίλησέ του δπως μοΰ μίλησες καί μένα κι ' άν γίνεται,

2 0 4 Γ. ΕΕΝΟΙΙΟΓΛΟΓ ΑΠΑΝΤΑ

θά γίνει, ένια σου ! Και σιγότερα έπρόσθεσε : — Μωρέ, ϊδές μπούτια πού έχει αυτό τό κορίτσι!... Πρώτης

τάξεως κόμματος Καί τά |ΐ.άτια του δέν ήσυχάζουν στιγμή. Πολύ σκανταλιάρικο!

Μρήκε κι ' άνθρωπο νά τού μιλήσει γιά κορίτσι, καί μάλιστα σέ τέτοια ώρα!... Μόλις γύρισε ό Πώπος μηχανικά κι ' έριξε μιά ματιά—έτσι, γιά νά εύχαριστήσει τό φίλο του—στίς θαυμά-σιες έκεΐνες γάμπες, πού χρύσιζαν σταυρωτές μέσα σέ λεπτές διάφανες κάλτσες, κάτω άπ' τό χοντρό μαύρο ϋφασμα τοΟ φου-στανιοϋ. Κι' άπόρησε πώς ό άλλος μπορούσε νάχει δρεξη γιά τέτοια αυτή τή στιγμή. Ή «υπόθεση» λοιπόν τού φίλου του δέν τόν κατείχε όλάκερο ; Τόσο άψήφιστα τήν είχε πάρει ;

Επιτέλους τί παλμός!—άνοιξε ή πόρτα πού συγκοινωνούσε ή σάλα μέ τό γραφείο καί βγήκαν δυό κύριοι πού τούς έπρόπεμπε μέ χίλια κομπλιμέντα ό Μένης ό ίδιος.

Ήταν οί δυό σύμβουλοι πού είχε πεί ό γέρος, πρόσιοπα πολύ σημαντικά... Χωρίς νά ιδεί κανένα άπ' δσους περίμεναν στή σάλα, ό κ. γενικός μιλώντας τούς συνόδεψε Άς τήν πόρτα τοΟ διαδρόμου. Καί σά φωνή, καί σάν υφος, καί σαν άνάστημα καί σα φυσιογνωμία άκόμα, στόν ΙΙώπο, πού είχε νά τόν Εδει καί καιρό, ό Μένης φάνηκε άλλος, άγνώριστος, ξένος.

" ίστερ' άπό δυό βαθειές ύποκλίσεις σ' έκείνους πού έφευγαν μέ τόσες τιμές, ξαναγύρισε ίσιος, ντούρος, σοβαρός, έριξε μιά ματιά στόν Αντώνη πού είχε σηκωθεί, δέν πρόσεξε καθόλου τόν ΙΙώπο, δρθιο κι ' αυτόν δίπλα του—δέν τον είδε άραγε;—κι ' είπε στή μαυροφόρα κυρία ευγενικά :

—'Ορίστε, σας παρακαλώ! Καί ξαναμπήκε στό γραφείο του, δπου τόν άκολούθησαν οί

δυό γυναίκες, κι ' έκλεισε πίσω τους τήν πόρτα ό ίδιος. Ό Αντώνης είχε μείνει έκστατικός μπροστά στό κορίτσι

πού πέρασε, δείχνοντας έν' άνάστημα περήφανο κι ' ένα βήμα χαριτωμένο.

—"Αχ, ψυχή μου ! έκαμε ό παλιός έραστής τής Ζηνοβίας. Ό ΙΙώπος άναστέναξε, γ ι ' άλλο λόγο βέβαια αυτός, καί

ξανακάθησε. — Φαίνεται πώς θάργήσουμε, ψιθύρισε, κι ' έσύ Οάχεις

δουλειά. — Σύχασε, άποκρίθηκε δ Αντώνης. "Γστερ' άπό τις κυρίες,

είμαστε μείς. Ό Μένης μέ είδε καί τοϋγνεψα. —Εμένα δμως δέ μ.έ είδε... — Σέ είδε, ένια σου ! — Ποιος ξέρει δμως πόση ώρα θά καθήσουν οί κυρίες... Καί

Π Α 0 Γ 2 Ι 0 Ι ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 265

στίς έντεκα έχω μάθημα. — Οΰφ ! καϊμένε, άνυπόρορος είσαι ! "Ασε επιτέλους κι ' ένα

μάθημα γιά τή δουλειά σου!... Μά δχι σου λέω. '() .Μένης θά τις διώξει άμέσως, γιά μένα. Εκτός πιά.. . άν τοΰ άρέσει αύτή ή μικρή. Γιατί ξέρεις τί μουρντάρης είναι. Ί1 αδερφή μου δέν θά καλοπεράσει καθόλου μαζί του. "Από τόν πρώτο μήνα θά τής κάνει άπιστίες!

— Μ' άν είν' έτσι, μήν τού τήν δώσεις, είπε ό ΙΙώπος στά-στεΐα μά καί σοβαρά.

— Τί λές έκεϊ "Ενας άνθρωπος σάν τό Μένη, δέν κατα-λαβαίνεις λοιπόν πώς έχει πολλά προνόμια;... Έ γ ώ Οά τοΰ τήν Ιδινα κι ' άν ήξερα πώς θά διατηρούσε όλάκερο χαρέμι

Ό ΙΙώπος δέν άποκρίθηκε πιά. Συλλογιζόταν τά δικά του κι ' έβρισκε πώς καλό Οάταν—καί καλά πού τό θυμήθηκε—νάρ· χιζε τήν όμιλία του μέ συγχαρητήρια γιά τούς άρραβώνες...

Ό Αντώνης δμως δέν έγελάστηχε. Μισή ώρα σχεδόν έκρά-τησε ό Μένης στό γραφείο του τις δυό γυναίκες ! Κι' ΰστερα, δταν .ους άνοιξε τήν πόρτα γιά νά φύγουν καί βγήκε λίγο κι ' αυτός, φάνηκε τόσο ευχαριστημένος, τόσο χαρούμενος, σά νά είχε τελειώσει τήν καλύτερη υπόθεση... Μά κι ' οί μαυροφόρες έφευγαν άνάλαφρες καί γελαστές. Ήταν φανερό πώς κι ' αύτές είχαν τελειώσει τήν ύπόθεσή τους...

Μέ τό γέλιο άκόμα στό στόμα, δ Μένης γύρισε τότε στόν Αντώνη καί, αύτή τή φορά, είδε, πρόσεξε κοντά του καί τόν ΙΙώπο.

— Μπά! άπόρησε, δυναμώνοντας τό χαμόγελό του" πώς αύτό, άγαπητέ ΙΙώπο;

Κι ' έτρεξε κοντά του_καί. τοδδωσε τό χέρι μ ' ευγένεια, σχε-δόν μέ διάχυση.

Άμέσως έγκαρδιώθηκε ό ΙΙώπος. Τοΰ φάνηκε πώς στόν κ. γενικό γραμματέα, πού τόν είδε πρό δλίγου τόσο ξένο, ξανάβρισκε τόν παλιό του φίλο, τό Μένη του.

— Ή ρ θ α νά σ' ένοχλήσω γιά μιά υπόθεση, τοΰ άποκρίθηκε θαρρετά. Ό φίλτατος Αντώνης θά σοΰ πεί. Πρωτύτερα δμως θά μοΰ έπιτρέψεις νά σέ συγχαρώ μέ τήν καρδιά μου γιά τούς ευτυ-χισμένους άρραβώνες.

Τοΰ ξανάσφιξε πιό θερμά τό χέρι καί, ένώ δ Μένης, μέ καινούργια όλόχαρα γέλια, τοΰ άποκρινόταν ένα σωρό εύχαριστώ, ό Πώπος έξακολούθησε νά τοΰ λέει πόσο χάρηκε δταν τάκουσε, πόσο τέλειο ήταν τό κορίτσι πού έπαιρνε—γιατί τδξερε άπό μι-κρό—κι' άπό πόσο βαθιά έβγαινε τώρα ή ευχή του γιά τήν παν-τοτέινή ευτυχία τους... Λόγια πού κι ' δ ίδιος άποροΰσε ποϋ τά-βρισκε !

131 Γ. Ξ Ε Ν Ο Π Ο Γ Λ Ο Γ ΑΠΑΝΤΑ

'() Μένης, εννοείται, δέν είχε μάθει ποτέ πώς ή Κλεμεντίνα Ι'ουκάλη 7Τ;ταν μιά φορά μισαρραβωνιασμένη μέ τόν ΙΙώπο. Ούτε έβρισκε ό ϊοιος καμμιά ομοιότητα μαζί της, γιά νά μαντέψει πώς αύτή Οάταν τό κορίτσι πού άγαποΟσε δ Πώπος στήν πατρίδα του καί πού, καθώς τοΰ έλεγε τότε, έμοιαζε τοΰ Μένη σάν άοελφή του. Πάντα δμως κάποια υποψία τοΰ είχε περάσει, γιατί πώς στή Ζάκυθο τά σπίτια του: ήταν άνικοιστά, αυτό τδξερε καί τό θυμόταν. 'Λλλά, φυσικά, δέν έδειξε τό παραμικρό. Τί τόν ένιαζε έπιτέλους, δ,τι κι' άν είχε συμβεί μεταξύ τους στό παρελθόν, άφοϋ ήταν βέβαιος πώς ή Κλεμεντίνα σήμερα τόν έλάτρευε καί, ξέροντας καλά τόν δειλό καί τίμιο χαρακτήρα τοΰ ΙΙώπου, πώς οί σχέσεις τους δέν Οά είχαν βγει ποτέ άπό τά δρια ένός άγνοΰ, ΐδανικοΰ όλωσδιόλου αισθήματος.

— Πέρασε λοιπόν μέσα νά μοΰ πεις τί θέλεις, είπε σέ λίγο, δείχνοντας τήν πόρτα τοΰ γραφείου του.

Καί πέρασαν, πρώτος ό Πώπος, κατόπι του ό Μένης κι ' άπό πίσω τους, μέ τά χαρτιά στό χέρι, ό Αντώνης, πού στόν θαρρα-λέο ΙΙώπο φαινόταν τώρα περιττός. "Αν δέν ήταν κι ' έκείνα τά χαρτιά, θά μποροΰσε νά πάει άπάνω στή δουλειά του...

Τό γραφείο τοΰ κ. γενικοΰ γραμματέα, έπιπλωμένο μέ τήν ίδια πολυτέλεια τής σάλας, ήταν φωτεινότερο καί πολύ πιό ζεστό. Μιά κομψή άσπρη σόμπα, πού έκαιγε ξύλα, τό ζέσταινε γλυκά. Ό Πώπος αΐστάνθηκε άληθ'.νή εύεξία δταν βρέθηκε στήν και-νούργια αύτή άτμόσφαιρα, καθισμένος άνετα στήν παχιά πολυ-Ορονίτσα πού τοΰ είχε δείξει, κοντά στό στιλπνό τραπέζι του, τό φορτωμένο χαρτιά, ό Μένης. "ϊ'στερα είδε πώς έκεί - μέσα δέν ήταν μόνο οί τρείς : Στήν άκρη, σ' ένα ντιβάνι, κοντά στό παρά-θυρο, ήταν ξαπλωμένος ένας ευγενικός κύριος μάσπρα γένια καί χρυσά γυαλιά, κι ' έδιάβαζε μιάν έφημερίοα. Δίπλα του, στό ντι-βάνι, είχε άφημένη τή σταχτιά του ρεπούμπλικα. Ό Πώπος τόν έγνώριζε : "ΙΙταν ένας πολύ γνωστός γιατρός, καθηγητής τοΰ πα-νεπιστημίου.

Τί, μπροστά του θά μιλοΰσε ό Πώπος γιά τήν υπόθεση ; "Η Οά περίμενε ως νά φύγεί 'κι ' αυτός;... Μά ό γιατρός δέν τό είχε σκοπό, καλοκαθισμένος έκεί καί βυθισμένος, καθώς φαινόταν, στήν έφημερίδα του. Κι ' ό Μένης πάλι δέν τοΰ μίλησε καθόλου, δέν τόν κοίταξε κάν, παρά προχώρησε ίσια στό τραπέζι του, πήρε τά χαρτιά πού τοΰ παρουσίασε δ Αντώνης, τά διάβασε άκρες - μέσες, άλλαξε μέ τόν κ. τμηματάρχη λίγα λόγια σιγά καί υστέρα τά μονόγραψε καί τοΰ τά ξανάδωσε.

"Ολ' αυτά τάκανε γρήγορα, βιαστικά, σά νά ανυπομονούσε

ΠΛΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 209

νάκούσει τόν ΙΙώπο. Κι' ευθύς γυρίζοντας τό πρόσιοπό του σ" αύτόν, τοΰ είπε :

— Λοιπόν! Διάταξέ με ! Νά το ! «Φιλική διαταγή» έννοοΰσε κι ' ό Μένης. Ό Πώπος

δέν περίμενε πιό ένθαρρυντικό λόγο. Μά γύρισε κι ' έριξε μιά ματιά στό γιατρό.

Ό Μένης παρακολούθησε τό βλέμμα του καί τόν ήσύχασε : — Μή σέ νιάζει γ ι ' αύτόν... δέν άκούει Ιδώ. Λέγε ! Καί συγχρόνως, σά νά θυμήθηκε κάτι, πάτησε ένα κουμπί

κουδουνιού, άπό τά είκοσι πού ήταν άραδιασμένα στό πλάι τοΰ τραπεζιοΰ του.

Τοΰ ΙΙώπου τοΰ ήρθε σάν άσχημα: όποχρεωμένος νά μιλεί σιγά, δέν θά τάλεγε θερμά κι ' υποβλητικά δπο>ς ήθελε. Τοϋγνεψε δμως ό Αντώνης κι ' άρχισε. Τότε, άπό τά πρώτα λόγια, είδε τήν προσοχή τοΰ Μένη νά έντείνεται καί—ή ίδια πάντα ιστορία ! — τό πρόσωπο του νά κατσουφιάζει.

— Καί πόσα, είπες, θά σοΰ χρειαστοΰν;... τόν έκοψε μιά στιγμή.

— Μά... ώς πέντε χιλιάδες. Τή στιγμή έκείνη μπήκε ό υπάλληλος πού είχε προσκαλέσει

τό κουδούνισμα. — Διατάξτε! Ό Μένης τοΰ έδειξε τό γιατρό καί τοΰ είπε : —Άκόμα ;... — Γίνεται, γίνεται, άποκρίθηκε δ υπάλληλος. Άμέσως θά

σας τά φέρω. — Τελειώνετε γρήγορα λοιπόν! Ό γιατρός περιμένει μισή

ώρα! — Δέν πειράζει! είπε άπό τή θέση του ί γιατρός, βυθισμέ-

νος πάντα στό διάβασμά του. «Νά λοιπόν πού άκούει!» συλλογίστηκε έ Πώπος. Ό υπάλληλος βγήκε. Ό Μένης, πολύ σοβαρός, ξαναγύρισε

στόν ΙΙώπο. —"Εχεις κανένα πιστοΰχο τής τραπέζης, νά σοΰ δώσει τήν

υπογραφή του ; τόν ρώτησε. —"Οχι, δέν γνωρίζω κανένα, άποκρίθηκε 5 Πώπος. — θέλει νά γίνει πιστοΰχος αύτός, είπε δ Αντώνης. — Ά ! έκαμε ό Μένης. Καί τά ρουκαλέικα μάτια του, άφοΰ κοίταξαν μιά στιγμή

τόν Αντώνη, προσηλώθηκαν έταστικά στόν ΙΙώπο. Τί άγρια πού ήταν ! Ό φτωχός Δαγάτοραξ έτρόμαξε. — Είσαι τώρα διορισμένος ; τόν ρώτησε ό κ. γενικός μ' άνα-

κριτικό όλωσδιόλου υφός.

208 Γ. ΞΕΝΟΠΟΓΛΟΓ ΑΠΑΝΤΑ

— Ναι . Στό Β ' γυμνάσιο καί στό παρθεναγωγείο τοΟ Σκορ-δέλη.

— Καί τί σοΟ δίνουν άπάνο) - κάτω αυτές οί δυό θέσεις ; — Τετρακόσιες πενήντα. — Έ χ ε ι ς άκίνητη περιουσία ; — Δυστυχώς... — Δέν είχες, νομίζω, ένα σπίτι στή Ζάκυθο, μέ περιβόλι; Ό Ιίώπος αϊστάνθηκε το αίμα νά τοΟ άνεβαίνει στό κε-

φάλι... Τό σπίτι του στή Ζάκυθο!.. πού τό είχε αγοράσει ό Ρου-κάλης γιά ένα κομμάτι ψωμί!.. πού ήταν τώρα στήν προίκα τής Κλεμεντίνας καί πού αύριο ίσως θάνήκε στό Μένη τον ίδιο!. .

Τού ήρθε νάπαντήσει «εύχαριστώ ! δέ θέλω τίποτα !» Καί νά σηκωθεί νά φύγει, βροντώντας καί τήν πόρτα.

Μά τή στιγμή έκείνη ξαναμπήκε ό υπάλληλος, κρατώντας Ινα μάτσο χαρτονομίσματα. Ό Μένης σηκώθηκε άμέσως, τά πήρε καί πήγε κοντά στό γιατρό.

— Γιατρέ μου ;... Καί τοΰ τάδωσε ένα - ένα. Ήταν πέντε χιλιάρικα σιδερω-

μένα, κατακαίνουργα, λαχταριστά. Ακριβώς δσα γύρευε κι ' ό φτωχός ό ίΐώπος... Νά, έτσι, μέ τήν ίδια εύκολία, μέ τήν ίδια περιποιητική προθυμία, ήθελε κι ' δνειρευόταν νά τοΰ τά έδινε ό παιδικός του φίλος. Μά ποΰ ! Αυτός τόν ρωτούσε άν είχε σπίτι...

'ίίστόσο δ γιατρός μέ κακοφανισμό του άφησε τήν έφημε-ρίδα, σηκώθηκε άπρόθυμα, πήρε τά χιλιάρικα έκεΐνα δπως ό Πώπος θάπαιρνε πέντε πεντόδραχμα, τάχωσε στό πορτοφόλι καί, παίρνοντας τή ρεπούμπλικά του καί τό μπαστούνι του :

— Εύχαριστώ πολύ, είπε. Χρειάζεται άλλο τίποτα ; Τίποτα, τίποτα, τού άποκρίθηκε ό Μένης. "Ολα είν' έν

τάξει. — Καί πάλι ευχαριστώ, 'ίίρεβουάρ, Μένη μου ! Χαιρετίστηκαν μέ θερμή χειραψία κι ' ό Μένης ξέβγαλε τό

γιατρό ώς τήν πόρτα τοΰ διαδρόμου, άπό τή σάλα, δπως πρωτύ-τερα καί τούς συμβούλους.

Ό γιατρός έκεΐνος, φίλτατος τών Μανιάδων, είχε χρήματα στήν τράπεζα, σ' άνοικτό λογαριασμό. Τήν ήμέρα έκείνη χρειά-στηκε νά σηκώσει πέντε χιλιάδες καί πήγε ίσια στό γραφείο τοΰ Μένη. Αύτός, άπό μεγάλη περιποίηση, γιά νά μήν τόν άφήσει νάνακατευτεΐ μέ τόν κόσμο στα γκισέ, έπιφόρτισε έναν υπάλληλο νά φροντίσει γιά δλα. Ό ΙΙώπος δμως, ό άπραγος πάντα, πού δέν είχε ίδεϊ τά χαρτιά πού ήλθαν πριοτύτερα καί τις υπογραφές πού έβαλε ό γιατρός, φαντάστηκε πώς τά λεπτά έκεΐνα τοΰ τάδι-ναν, τοΰ τά δάνειζαν, τοΰ τά χάριζαν ίσως, έτσι, χωρίς καμμιά διατύπωση, μ' ένα «όρίστε» καί μ' ένα «ευχαριστώ» ! Γιαύτό οί

ΠΛΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 2 0 9

δυσκολίες πού τοΰ έκαναν αύτουνοΰ, τόν πείραζαν άκόμα περισ-σότερο, τόν πλήγωναν, τόν θύμωναν... Κι ' δταν ξαναγύρισε ό Μένης μ' ένα «λοιπόν;», δ Πώπος, άπότομα κάπως, τοΰ άπο-κρίθηκε :

— Μέ ρωτούσες άν έχω κανένα σπίτι στή Ζάκυθο. "Οχι, φίλε μου, δέν έχω πιά ούτε στή Ζάκυθο ούτε πουθενά. Είμαι δμως τίμιος άνθρωπος—τό ξέρεις καλά, γιατί είμαστε φίλοι— τά λεπτά αύτά τά θέλω γιά σίγουρη δουλειά, ή τράπεζα δέν θά τά χάσει ποτέ, κι ' έννοώ νά μοΰ τά δώσεις.

Ό Μένης χαμογέλασε σ' αύτό τό «έννοώ». —-Άν είχα έγώ, είπε, θά σοΰ τάδινα. Νά τά πάρω δμως

άπό τήν τράπεζα, είναι άλλο... Καί σύ άν ήσουν στή θέση μου κι ' έρχόμουν έγώ νά ζητήσω μιά πίστωση, θά έκανες τό ίδιο.

—"ίΐστε δέν γίνεται;.. —"Οχι, δέν λέω πώς δέν γίνεται. Μπορεί καί νά γίνει.

Ακριβώς γιατί ξέρω πώς είσαι τίμιος άνθρωπος, πώς ή τράπεζα δέν έχει νά χάσει άπό σένα καί μπορώ νά σέ συστήσω μ' δλη μου τήν καρδιά...

— Στό συμβούλιο ; — Ναί. Καί σοΰ υπόσχομαι, νά είσαι βέβαιος, πώς θά τό

κάμω. Τό θέλω, πώς νά στό πώ ;.. Μόνο φοβοΰμαι μήπ<ος οί πέντε χιλιάδες φανοΰν πολλές... "Αν συμβιβαζόσουν μέ κάτι λιγό-τερο ;...

Κι ' έδώ παζάρια ; ! Ό Πώπος έριξε μιά ματιά στόν Αντώνη πού σιωποΰσε αινιγματικά, δαγκάνοντας μάλιστα καί τάχείλι. θυμήθηκε τάχα τά παζάρια πού τοΰ είχε κάμει τότε κι ' αύτός μέ τήν προίκα τής άδελφής του ;..

— Μά τί λιγότερο ; ψιθύρισε. — Λιγότερο, πώς τό λένε ; άνυπομόνησε κάπως ό Μένης.

Δέν μπορείς νά κάμεις τή δουλειά σου καί μέ τέσσερις χιλιάδες, μέ τρεις ;

— Πέντε μοΰ χρειάζουνται ! άποκρίθηκε σταθερά, πεισμα-τωμένος πιά ό ΙΙώπος. Μά τί νομίζετε σεις ; Ά ν είμαι τίμιος γιά τρεις, δέν θά είμαι καί γιά πέντε ; Κι ' έπρεπε νά σοΰ γυρέ-ψω δέκα, γιά νά κατεβούμε σιγά - σιγά, δπως στά Έβραιοπά-ζαρα ;

Γέλασε μέ τό στανιό, γιά νά γλυκάνει λίγο τήν τελευταία του φράση. Ό Μένης δμως δέν έγέλασε καθόλου. Τοΰ ήρθε μά-λιστα νά διώξει αύτόν τον άναιδή πού τόσο λίγο ήξερε τή θέση του...—Τήν οικονομική του θέση εννοούσε βέβαια" μά στόν κόσμο τοΰ Μένη δέν κοιτάζουν άλλη.

Α λ λ ά κρατήθηκε. Είχε θυμηθεί πάλι πώς ό «αναιδής» αυ-τός μιά φορά στάθηκε τρυφερός του φίλος. Καί τόν λυπήθηκε, καί

2 7 0 Γ. ΞΕΝΟΠΟΓΛΟΓ Α Π Α Ν Τ Α

μετάνοιωσε, κι ειλικρινέστατα υποσχέθηκε στόν έαυτό του νά τόν συχωρέσει καί νά τοΰ κάμει τή χάρη. Μά δσο μποροΟσε. Γιατί άληθινά, τό έβρισκε υπερβολικό, παράνομο, νά πάρει άπό τήν τράπεζα Ινας απλός καθηγητής, χωρίς υποθήκη, χωρίς έγγυητή, μιά πίστ«»ση άπό πέντε χιλιάδες.

—"Ελα τώρα, τοΟ άποκρίθηκε έπιπληκτικά μαζί καί μαλα-κά, άφησ' τ 'αυτά κι ' εγώ ξέρω... καλύτερ' άπό σένα! Κι έκεΐνο πού γίνεται, θά τό κάμω. 'ΛκοΟς ;

Τό φιλικό αυτό ϋφος άφόπλισε άμέσως τόν Πώπο. Ένόμισε μάλιστα πώς ό Μένης αϊστάνθηκε τόν σκληρό του λόγο, ντράπη-κε κι ' άποφάσισε νά τοΰ τά δώσει δλα!

— Καλά λοιπόν, ψιθύρισε. Καί πότε θέλεις νά ξανάρθω νά μοΰ πεΐς ;

—Εντός τής ήμέρας θά κάνεις μιά αίτηση στή διεύθυνση τής τραπέζης καί θά μοΰ τή στείλεις. Ό Αντώνης θά σέ βοηθή-σει. Τήν Παρασκευή είναι συμβούλιο, θ ά τήν υποβάλω. Καί τό Σάββατο, τέτοιαν ώρα, ΟάρΟεΐς νά σοΰ πιο.

—'ίίραΐα ! φώναξε ό ΙΙώπος κατενθουσιασμένος. Καί τώρα φεύγω. Αντίο Μένη μου ! Καί σ' ευχαριστώ πολύ-πολύ ! Μ' έσκλά-βωσες, μέ καθυποχρέωσες!... Νά τί Οά πεί φίλος!... Καλά τό έλε-γα έγώ πώς μόνο ό Μένης Μανίας Οά μέ σώσει!

Μά δταν ξαναβρέθηκε, φεύγοντας μέ τον Αντώνη, στούς δια-δρόμους, έ ενθουσιασμός του άλλαξε σέ τρόμο. Ό φίλος του, πού στό γραφείο τοΰ Μένη δέν είχε βγάλει σχεδόν μιλιά, τόν έμάλω-νε τώρα άπελπισμένος :

—"Αχ ! άχ !... "Ετσι μοΰ τά κάνεις πάντα !... Μά ήταν λόγια έκεΐνα νά τοΰ τά πεις!... Κι' Εβραίο άκόμα; μωρέ, κι ' Εβραίο άκόμα νά τόν πεις τόν χριστιανό!.. Καί πότε; Τή στιγμή πού πήγαινες νά σέ σώσει !... 'Αμή τώρα ; Τί θέλεις νά τοΰ πώ έγώ; Μέ τί μούτρα νά υπερασπιστώ τήν ύπόθεσή σου ; πώς νά ξεστο-μίσω μπροστά του τδνομά σου ;

— Μά, καϊμένε, τί λές ;... Ό Μένης δέν έδωσε σημασία. — "Ετσι νομίζεις ! Επε ιδή δέν σ' έδιωξε ;.. — Δηλαδή ;... Λές τώρα πώς δέν θά κάμει τίποτα ;... — Μά έτσι πού έκανες, φυσικά!... Κι' ό άνθρωπος μέ τό δί-

κιο του. — Μά μοΰ είπε νά κάμω αίτηση, δέν άκουσες ; — Κολοκύθια !... Τδπε γιά νά σέ ξεφορτωθεί. Έ γ ώ ξέρω

ποϋ θά πάει ή αίτησή σου. — "ίί, δυστυχία μου ! — Δυστυχία σου, βέβαια !... Τέτοιος κακοκέφαλος πού είσαι,

1 1 Λ 0 Γ Σ Ι 0 Ι ΚΑΤ ΦΤΩΧΟΙ 2 7 1

καί ήσουν πζντα σου... — 'Αμή τώρα ; — Μ' αύτό λέω κι ' έγώ. 'Αμή τώρα ; Μιλώντας, είχαν άνεβεΐ στό άπάνω, κι ' ό Πώπος έπεσε τώ-

ρα στό διβανάκι πού ήταν στο διάδρομο. Ό Αντώνης στάθηκε μπροστά του, σκοτεινός, φουρκισμένος, άμίλητος...

"Αν ήταν άλλη στιγμή, θά τοΰκανε μεγάλη έντύπωση τοΰ ΙΙώπου τό καινούργιο αύτό ένδιαφέρο τοΰ παλιοΰ του φίλου. Μά τώρα δέν έβλεπε παρά τις πέντε χιλιάδες πού τις έχανε έτσι άπό τή φούρια του καί τήν κακοκεφαλιά του—καί μ' αυτές τήν Ελένη καί τήν ευτυχία.

Πάντα ή ίδια ιστορία, ή αιώνια! —"ί2στε, είπε σέ λίγο, νά μήν κάμω τώρα ούτε τήν αί-

τηση ; Μέ τό λόγο αύτό, ό Αντώνης βγήκε άπό τή συλλογή καί

τήν άφασία του. —"Οχι, είπε, τήν αίτηση Οά τήν κάνουμε... "Ελα μέσα, νά

σοΰ ύπαγορέψω μιά στιγμή νά τή γράψεις... Μά δέν σοΰ ύπό-σχουμαι τίποτα ! θά κάμω άγώνα, μεγάλο άγώνα ! Καί νά ίδοϋμε πιά τί θά βγει έξω... "Αχ, τί μοΰ κάνεις !..

Ό ΙΙώπος κοίταξε τό ρολόι του. — Έ χ ω μάθημα, ψιθύρισε. Ό 'Λντώνης θύμωσε γιά καλά : — Ά σ ' το νά πάει στό διάβολο καί τό μάθημα κι ' δλα !

Έ λ α ! έμπρός ! Τόν σήκωσε σχεδόν μέ τή βία, δπως καμμιά φορά τότε πού

ήταν παιδιά, καί τόν έσπρο>ξε στό γραφείο του. Στό γραφείο αύτό, ευρύχωρο, φωτεινό, μά δχι αυστηρό,

ούτε μέ τήν κάτω βαριά πολυτέλεια έπιπλωμένο, δπου έργαζόν-ταν καί δυό τρεις άλλοι υπάλληλοι κατώτεροι, ό ΙΙώπος ξανα-βρήκε σχεδόν τόν έαυτό του. Δέν αίστανόταν τουλάχιστο τή σα-στισμάρα έκείνη καί τή δειλία, πού τοΰ είχε προξενήσει ή αί-θουσα τοΰ συμβουλίου—έκεί πού θά κρινόταν ίσως ή τύχη του— καί τό γραφείο τοΰ κ. γενικοΰ πού, ΰστερ' άπό δσα τοΰ είπε ό Αντώνης, τόν έβλεπε πάλι πιό ξένο κι ' άπό πρίν...

Ό Αντώνης τόν έβαλε νά καθήσει στό τραπέζι του, στό πλάι, τοΰ έδωσε χαρτί καί πένα, κι ' άρχισε νά τοΰ υπαγορεύει τήν αίτηση :

« Ό υποφαινόμενος καθηγητής τών μαθηματικών παρά τψ Β' Γυμνασίφ... συγγραφεύς διδακτικών βιβλίων, εγκεκριμένων δπό τοΰ υπουργείου...» τάγραψες ; έμπρός ! «έπιθυμών νά έκδώσω ταΰ-τα διά λογαριασμόν μου...» τάγραψες; γράφε! «λαμβάνω τήν τιμήν...»

272 Γ. ΞΕΝΟΙΙΟΓΛΟΓ ΑΠΑΝΤΑ

Υπαγόρευε ό ένας κ ι ' ό άλλος έγραφε χωρίς μιλιά. Μιά στιγμή ό Αντώνης είπε :

— Λόγια χαμένα !... Ούτε Οά τά διαβάσουν !... — Μά τότε νά τάφήσουμε ! έκαμε ό ΙΙώπος, μέ κίνημα σά

νάθελε νάφήσει τήν πένα. —"Οχι, γράφε ! άποκρίθηκε έπιταχτικά ό Αντώνης, θ ά τά

μπαλώσω... θ ά προσπαθήσιο νά τά μπαλώσω... "Λξαφνα τοΰ ΙΙώπου τοΰ ήρθε μιά ιδέα: — θέλεις νά σέ βοηθήσω έγώ ; είπε. — Πώς; — Νά κάμω ένα γράμμα στό Μένη, νά τοΰ ζητήσω συγ-

γνώμη γιά τό λόγο πού μοΰ ξέφυγε καί νά έπικαλεσθώ τήν παλιά μ.ας φιλία, πού...

Ό Αντώνης τόν έκοψε ένθουσιασμένος: — Ναί ! ναι ! καλή ιδέα!. . . "Ισως είναι τό μόνο... Στείλε

τό γράμμα σου μαζί μέ τήν αίτηση. Κι ' έγώ θάχω περισσότερο θάρρος νά μιλήσω αύριο.

"Ενθουσιάστηκε πάλι κι ' ό Πώπος. Κι ' έγραψε στό φτερό τήν αίτηση του, μέ πεποίθηση τώρα πού δέν τήν είχε στήν άρχή καί πού τήν έδειχνε ένα γράψιμο σταθερότερο, άνετότερο, ώστε νά υπάρχει μεγάλη διαφορά άπό τις πρώτες στις τελευταίες άράδες τοΰ εγγράφου... "Επειτα συγκεφαλαίωσε στό πόδι, άπο-χαιρέτησε διαχυτικά τόν Αντώνη, ξέχασε νά τόν εύχαριστήσει, ξέχασε άκόμη καί τό μπαστούνι του σέ μιάν άκρη τοΰ γραφείου, καί τδόαλε στά πόδια γιά τό γυμνάσιο.

"Εφτασε κει άργά, έντεκα καί δέκα. Οί μαθητές της τρίτης ήταν μαζεμένοι κάτι>> ττό προαύλιο,

μ.έ τήν έλπίδα πώς θά τδσκαζε σήμερα ό μαθηματικός. Απογοητεύτηκαν φοβερά δταν τόν είδαν άπό τό δρόμο νάρ-

χεται πηλάλα. Καί κάποιος είπε : — Ά ε ι στό διάβολο! Δέ θά λείψει έπιτέλους κ ι ' αύτός μιά

φορά ; Μιά φορά μόνο ; Αλίμονο! ή μεγάλη αύτή ευσυνειδησία

τοΰ μαθηματικού, πού έπίεζε τόσο τούς «αμελείς», γρήγορα θά έξαφανιζόταν. Ή τ α ν οί παραμονές μιας άνέλπιστης άλλαγής στή ζωή τοΰ δυστυχισμένου ΙΙώπου Δαγάτορα...

Δέν έκαμε γράμμα μόνο τοΰ Μένη παρά καί τοΰ Αντώνη. Καί στούς δύο «άνοιγε τήν καρδιά του». Τούς θύμιζε τά περα-σμένα, τούς διεκτραγωδούσε τά τωρινά καί τούς εξόρκιζε νά έξαν-τλήσουν τήν επιρροή τους γιά νά τόν σώσουν. Καί τά δυό αυτά γράμματα, μέ τό αίμα τοΟ καί μέ τό δάκρυ του γραμμένα, ήταν

ΠΛΟΓΣίΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 2 7 3

άκριβώς ή έκκληση στόν άνθρωπισμό των παλιών του φίλων, πού τοΰ είχαν συμβουλεύσει οί καινούργιοι. Λές νά μήν πετύχαινε ούτ' έτσι νά τούς συγκινήσει! Έ π ρ ε π ε νά χαλάσει πρώτα ό κόσμος!

Μά δχι, δέν ήταν δυνατό... Κατευχαριστημένος άπό τήν εύγλωττία του—ποΰ τά βρήκε πάλι τόσα δμορφα καί συγκινητικά λόγια!—ό ΙΙώπος ήταν βέβαιος πώς θάφερνε τά καλύτερο άποτέ-λεσμα. "Οχι πέντε, μά καί δέκα χιλιάδες νά είχε ζητήσει, τώρα θά τοΟ τις έδιναν. "Ολο τό ζήτημα ήταν νά βιάσει τόν έαυτό του, τή θέληση του, σ ' αύτή τήν ταπείνωση. Γιατί είχε ίδεί πιά πώς ή «φιλική διαταγή» δέν περνοΰσε. Τουλάχιστο δέν ήταν ό άνθρωπος πού μποροΰσε νά τή δώσει καί νά τήν άκούσουν. Χρεια-ζόταν έδώ μιά φιλική «ζητιανιά». Δύσκολη βέβαια, πολύ πιό δύσκολη γιά τόν χαρακτήρα τοΰ ΙΙώπου, μά νά πού ή άνάγκη τόν έκαμε νά βρει τό θάρρος καί γ ι ' αύτή. Ζητιάνεψε! Τέλειωσε! Τή δουλειά του τή θεωροΰσε καμωμένη.

"Ετσι, μέ τήν ήσυχία άνθρώπου πού δέν είχε πιά παρά νά πάει μιά μέρα στήν τράπεζα καί νά πάρει τά λεπτά άπό τά χέρια τοΰ Μένη, τόσο εύκολα δσο τά πήρε τό πρωί κ ι ' 6 γιατρός, έστειλε τό ίδιο άπόγεμα τά γράμματά του : Τό ένα στόν κ. γε-νικό γραμματέα, μαζί μέ τήν αίτηση. Τό άλλο στόν Αντώνη, μέ τήν παράκληση νά τοΰ στείλει καί τό ξεχασμένο του μπαστούνι.

Έ ν α παιδί, μαθητής του, πού τόν έπιφόρτισε μ ' αύτή τήν άποστολή, γύρισε μετά μισή ώρα καί τοΰ είπε πώς δλα τά έδωσε άσφαλώς, στά χέρια τους, καί γιά σημάδι τοΰ έφερε τό μπαστούνι. « 'Ωραΐα! συλλογίστηκε ό Πώπος. "Ως τό Σάββατο δέν έχω νά φροντίσω γιά τίποτα. Έ γ ώ έκανα τό χρέος μου, άς τό κάμουν κι ' αυτοί».

Τό βράδυ, δλος χαρά, έδωσε τήν είδηση στούς φίλους του. — Τέλειωσε ! Τό Σάββατο τά παίρνω. — Μ π ά ; μπά ; . . . "Ε, νά λοιπόν... δέν σοΰ τά λέγαμε ; Ή χαρά τοΰ Πώπου μεταδόθηκε σ' δλους. Κι ' αύτοί θεω-

ρούσαν τή δουλειά τους τελειωμένη : θάβγαινε τό «Νέον Φώς» ! Ό φοιτητής μάλιστα άχτινοβολοΰσε, γιατί ό Χαρίσης τοΰ είχε όποσχεθεΐ τήν άρθρογραφία, πού αύτός θά περιοριζόταν νά έμ-πνέει ή καί νά τήν υπαγορεύει. Ή τ α ν τόσο τεμπέλης στό γρά-ψιμο ό Χαρίσης κ ι ' είχε τέτοια μανία γιά θεωρίες ό νεαρός φοι-τητής !

— Μά είναι βέβαιο, ή μόνο λόγια, ρώτησε κάποιος τόν Πώπο.

— Βεβαιότατο! άποκρίθηκε ό Δαγάτορας, αισιόδοξος δσο ποτέ.

Καί γελώντας τόν ίδιο τόν έαυτό του, γέλασε καί τούς φί-λους του πώς ή υπόσχεση τοΰ είχε δοθεί ρητή.

Τ ό μ ο ς δ ε ύ τ ε ρ ο ς 18

2 7 4 Γ. ΕΕΝΟΠΟΓΛΟΓ ΑΠΑΝΤΑ

—Εκτός άν ώς τό Σάββατο... χρεωκοπήσει ή τράπεζα, άστειεύθηκε.

— 11ου είναι αδύνατο, πρόσθεσε σοβαρά ό Καλούτης, γιατί ή «Ελληνική ΙΙΕστις» πηγαίνει λαμπρά!

Χαλάλι της ! σκέφθηκαν οί σοσιαλιστές. ΆφοΟ άπ' τά χρη-ματοκιβώτιά της θάβγαιναν τά φόντα τοΟ «Νέου Φωτός», χα-λάλι της !

Καί ξημέρωσε τό Σάββατο. Μετά τις δέκα, ό Πώπος, μέ λιγότερους παλμούς άπ' τήν

άλλη φορά, πήγε ϊσια στό γραφείο τοΟ Μένη. Ό γέρο - θυρω-ρός, πού τόν θυμήθηκε γιά φίλο τοΟ κ. γενικού, τόν έμπασε άμέ-σως στή σάλα τοΰ συμβουλίου κι ' ϋστερ' άπό λίγο παρουσιά-στηκε ό Μένης, ξεβγάζοντας κάποιον έπίσημο.

Ό Πώπος σηκώθηκε κι ' έτοιμάστηκε νά τόν άκολουθήσει σάν τήν άλλη φορά στό γραφείο του. Μά ό Μένης σήμερα τό έκρινε, φαίνεται, περιττό. Στό πόδι, βιαστικός, έκεί άνάμεσα στις Ουό πόρτες, τού είπε :

— Τό γράμμα σου, φίλε μου, μέ συγκίνησε πολύ. Αλλά δυστυχώς χτές δέν έγινε συμβούλιο. Τήν Τρίτη τώρα. "Ωστε θά λάβεις τόν κόπο νά ξανάρθεις τήν Τετάρτη.

Κάτι έκαμε νά πεί δ ΙΙώπος, μά ό Μένης δέν στάθηκε ν' άκούσει:

— ΙΙαρντόν, καϊμένε, τώρα, τού είπε, μά έχω πολύ δουλειά. Ώρεβουάρ τήν Τετάρτη κι ' ένια σου! νά είσαι ήσυχος!...

Καί ξαναμπήκε κλείνοντας τήν πόρτα. Ό ΙΙώπος έφυγε ήσυχος. Δέν έχάθηκε ό κόσμος άν τό δά-

νειο άναβάλλουνταν γιά πέντε μέρες. Φτάνει πού ό Μένης συγ-κινήθηκε άπό τό γράμμα του...

Αλλά τήν Τετάρτη πού ξαναπήγε, δέν τόν βρήκε έκεί. —"Εχει έργασία στήν Εθν ική τράπεζα, τοΰ είπε ό θυρω-

ρός. ΙΙέρασε τάπόγεμα... ϊσο>ς τόν πετύχεις. Α λ λ ά τάπόγευμα ό Ηώπος είχε μαθήματα ώς τις έξη, κι '

δταν πήγε στήν τράπεζα, ό κ. γενικός είχε φύγει. — Έ γ ι ν ε χτές συμβούλιο, άν ξέρεις; ρώτησε τόν θυρωρό. — Δέν ξέρω. "Επρεπε νά ξαναϊδεΐ τόν Αντώνη. Ανέβηκε καί τόν ρώτησε. Μά κι ' αύτός δέν ήξερε άν χτές

έγινε άπαρτία. Άρχ ισε νά ρωτά: Άλλοι έλεγαν ναί, άλλοι δχι. Κι ' ό ΙΙώπος έφυγε χωρίς νά μάθει. Μόνο πού κι ' ό Αντώνης τόν έβεβαίωσε πώς τό γράμμα του ήταν όλωσδιόλου περιττό, γιατί πριν τό ίάβει, είχε κιόλα μιλήσει τοΰ Μένη δπως έπρεπε.

Τήν άλλη μέρα τά ίδ ια: άθέατοΰ ό κ. γενικός. Τήν άλλη, ό ΙΙώπος δέν εύκαίρησε καθόλου τις ώρες πού θά

ΗΛΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 2 7 5

τόν έβρισκε. Τήν άλλη ήταν Σάββατο, ήμέρα έκτάκτου, καθώς τοΰ είχαν πεί, συμβουλίου. Καί τάφησε—δέν έχάθηκε ό κόσμος — γιά τή Δευτέρα. Μόνο πού σ' αύτό τό διάστημα δέν πήγαινε στοΰ Χαραμή καθόλου, γιατί ντρεπόταν νά πεί στούς φίλους του πώς ή δουλειά δέν είχε τελειώσει άκόμα, ένώ τούς τήν είχε πα-ραστήσει γιά τελειωμένη.

Τέλος πάντων, τή Δευτέρα βρήκε τό Μένη, άφοΰ άνέβηκε πρώτα στοΰ Αντώνη πού τοΰ είπε πώς δέν ήξερε τίποτα. Μά κι ' ό Μένης δέν ήξερε περισσότερα !

— Ναί, τοΰ είπε, συμβούλιο έγινε τό Σάββατο. Μά ήταν τόσα άλλα έπείγοντα, ώστε δέν πρόφτασα νά υποβάλω τις αι-τήσεις.

— Καί τώρα ; — Τώρα... Ό Μένης σκέφτηκε λίγο. Στό πρόσωπό του ήταν φανερή

σχεδόν ή ένόχληση πού άρχισαν νά τοΰ προξενοΰν οί ζητιάνικες έπισκέψεις τοΰ ΙΙώπου.

— Ά φ η ί ε , τοϋ είπε. "Οταν είναι, θά πώ έγώ τοΟ Αντώνη, νά σέ ειδοποιήσει. Γιά νά μήν έρχεσαι κάθε λίγο άδικα. Έ χ ε ι ς δουλειές έσύ...

— Πολύ καλά... "Ηθελα δμως νά σέ παρακαλέσω... — Έ ν ι α σου ! ξέρω έγώ !... Πήγαινε τώρα ! Καί στό πρόσωπο τοΰ Μένη ιχνογραφήθηκε ένα βιαστικό

χαμόγελο, ψυχρότατο. «θά μοΰ βγάλουν τήν πίστη, συλλογίστηκε δ Πώπος, μά θά

μοΰ δώσουν». Καί μέ τήν ίδια έλπίδα, περίμενε τώρα τήν ειδοποίηση τοΰ

Αντώνη. Μά περνοΰσαν οί μέρες χωρίς τίποτα. Επιτέλους έχασε τήν

υπομονή. Κι' ένα πρωί, μιά Τρίτη, τρεις έβδομάδες σχεδόν μετά τήν πρώτη του έπίσκεψη, πήγε πάλι καί βρήκε τόν Αντώνη.

Ήταν λιγάκι άγριεμένος αύτή τήν φορά δ ήμερος Πώπος. — Μά τί κατάσταση είν' αύτή ; τόν άρχισε. Έ τ σ ι λοιπόν

σας συγκίνησαν έσας τά γράμματά μου ; — Μπά ! άπόρησε ό Αντώνης. Δέν έτελείωσε άκόμη ή δου-

λειά σου ; Αλήθεια ; Δέν σ' έβλεπα καί νόμιζα... —- Κοροϊδεύεις τώρα ; τόν έκοψε ό Πώπος. Δέκα μέρες πε-

ριμένω νά μοΰ μηνύσεις!... Μά δέν σοΰ είπε τίποτα δ Μένης; —"Οχι. Ά π ό τότε, δέν ξαναμιλήσαμε γιά τήν υπόθεσή σου.

Καί νόμιζα... — Ά σ ' τα ! Δέν ένόμιζες τίποτα !... Μέ είχες ξεχάσει όλωσδι-

όλου ! Μόνο—ή τελευταία χάρη πού θά σοΰ ζητήσω—παμε μιά στιγμή νά ίδοΰμε μήπως μέ θυμήθηκε τουλάχιστο δ Μένης...

II ·2<6 Γ. ΞΕΝ01Ι0ΓΛ0Γ ΑΠΑΝΤΑ

ΚΙΙαμε νά τον ρωτήσεις'έσύ, γιατί μοΰ είπε νά μήν ξανάρθω πρίν μέ ειδοποιήσει, καί φοβαμαι μή δέν μέ δεχτεί.

Κατέβηκαν. Ό Αντώνης έδειχνε τώρα μιά μεγάλη προθυμία, σά νά

| | ήθελε νά έξιλεωθεί γιά τήν ένοχη άδιαφορία του. — Στάσου έδώ, είπε τού ΙΙώπου, νά τόν ρωτήσω πρώτα έγώ. Καί μπήκε στο γραφείο τοΰ Μένη, ένώ ό ΙΙώπος έμεινε νά τόν «περιμένει, δχι πιά στή σάλα τοΰ συμβουλίου, άλλά έκεί έξω στό

διάδρομο.

Αδύνατο νά σταθεί σ' ένα μέρος ! Σουλατσάριζε μέ μικρά, γοργά, νευρικά βήματα, μπροστά στόν γαλήνιο θυρωρό. Ή άνυ-

Ηπομονησία του είχε φτάσει σέ άγωνία. ΙΙροαιστανόταν πώς ήταν πιά τό τέλος : Ή θά τοΰ έδιναν, ή θά τόν έδιωχναν...

Διάφοροι ύπάλληλοι, μέ χαρτιά καί βιβλία στό χέρι, έφτα-ναν κάθε τόσο βιαστικοί, έμπαιναν στό γραφείο τοΰ Μένη έλεύ-

I θερα κι ' έβγαιναν σέ λιγάκι. Μιά στιγμή, άπό τό άνοιγμα τής | | πόρτας, τό μάτι τοΰ ΓΙώπου πήρε τόν γενικό δρθιο μπροστά στό

τραπέζι του, απαθέστατο καί δίπλα του τόν Αντώνη μέ τά χέ-ρια πίσω. Τί νά είχαν π ε ι ; «Πέρασαν έτσι ώς δέκα λεπτά. Ό Πώπος θά όρκιζόταν πώς είχε περάσει μιά ώρα.

Επιτέλους! Ή πόρτα άνοιξε πάλι καί παρουσιάστηκε ό «Αντώνης. Τό πρόσωπο του ήταν σκοτεινό. Έγνεψε ζωηρά τοΰ ΙΙώπου καί τοΰ είπε :

— Έ λ α μέσα! Μπήκε κι' έτοιμάστηκε νά χαιρετήσει δπως πάντα. Μά ό

Η Μένης σοβαρότατος, τοΰ έκοψε τόν χαιρετισμό σάν άνθρωπος πού οέν έχει καιρό νά πεί ούτε μισή περιττή λέξη :

— Ή δουλειά σου τελείωσε, τοΰ είπε άμέσως. Έφτυσα αίμα μά τά κατάφερα... "Εχεις μιά πίστωση άπό χίλιες δραχμές... » Μπορείς νά τις πάρεις, μέ μιά δεύτερη υπογραφή όποιαδήποτε, καί νά τις έξοφλήσεις βαθμηδόν μέ τόν τρόπο πού είπες. Φέρε αύριο, ή καί σήμερα ένα συνάλλαγμα τρίμηνο. Ό Αντώνης θά σοΰ δείξει... Έ ; τ ί ; . . .

Ό ΙΊώπος άκουγε άφωνος, μέ τό στόμ' άνοιχτό. Αύτό λοιπόν ήταν; Ζητοΰσε πέντε χιλιάδες δραχμές καί

τούδιναν χίλιες ! Λιγότερες κι ' άπ' δσες τοΰ είχαν πεί, παζα-» ρεύοντας;... Κι ' είχε έξαντλήσει δλη του τή δύναμη, δλη του τήν έπιρροή ό δυστυχισμένος, είχε ρίξει καί τά τελευταία του άτού —έκεΐνα τά δυό γράμματα, μέ τό αίμα του καί μέ τό δάκρυ του γραμμένα, πού είχε στείλει στούς δυό παιδικούς του φίλους!...

Ϊ Πολλή έντύπωση τούς έκαμαν, πολύ τούς συγκίνησαν, μά τήν άλήθεια ! Κι' οί δυό συγκίνησες μαζί, δέν κατάφεραν παρά νά τοΰ

ί

ΠΑΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 277

δώσουν τό ένα πέμπτο άπ ' δ,τι χρειαζόταν—χίλιες ψωροδραχμές ! Τί νά τις έκανε ; Ούτε τοΰ έφταναν, μά ούτε καί τις ήθελε

πιά ! "Ας τις κρατοΰσαν ! Χάρισμά τους ! Ή κατάπληξή του γύρισε άμέσως σέ θυμό. Μά ένα θυμό,

μεγαλύτερο άπ' δσους τόν είχαν πιάσει ποτέ. Ήταν σχεδόν ή τρέλα. Χλώμιασε, κοκκίνησε, ξαναχλώμιασε καί, πρίν προφέρει λέξη, έκαμε ένα σωρό άταχτες χειρονομίες. Τόν κοίταζαν μέάπο-ρία. Τί έπαθε ;... Επιτέλους μπόρεσε νά ξεστομίσει:

— Κλέφτες!... Τ ί ; κλέφτες ; Τούδιναν λεφτά καί τούς έβριζε κλέφτες ;...

Ά , μά ήταν τρελός!... Ό Αντώνης άπλωσε τά χέρια του μέ οίκτο κι ' έκαμε ένα βήμα πρός τόν Πώπο. Ό Μένης, άπό ένστι-κτο, έφερε τό χέρι πρός τά κουδούνια του, έτοιμος νά φωνάξει βοήθεια.

Ήταν πάρα πολύ ! Μ' δλο του τό θυμό, ό Πώπος τό συναι-στάνθηκε καί τό μπάλωσε :

— Ναί, έξακολούθησε, δσοι κλέφτες έρχουνται δώ καί σας γυρεύουν, τούς γεμίζετε λεφτά πού σας τά τρώνε. Κι' έρχεται μιά φορά ένας τίμιος άνθρωπος, πού ξέρετε καλά πώς δέ θά σας τά φάει, γιατί δέν είναι κλέφτης αύτός, καί τόν διώχνετε !...

— Μά, φίλε μου, τόν έκοψε ό Μένης, πού τόν συγκίνησε αύτή ή παραφορά, άμα είδε πώς τό «κλέφτες» δέν ήταν γ ι ' αύ-τούς· μά, φίλε μου, δέ σέ διώχνουμε !...

— Τό ίδιο ε ίναι! φ<5ναξε δ Πώπος. Μοΰ δίνετε χίλιες δραχ-μές έτσι γιά νά μέ ξεφορτωθείτε, άπό έλεημοσύνη. Μά αύτές καί τό τίποτα, γιά μένα είναι τό ίδιο. Δέν τις θέλω ! Νά τις κρατή-σετε ! Καί σας ευχαριστώ πολύ, πάρα πολύ, γιά τή μεγάλη σας υποστήριξη. Ποτέ δέν τό περίμενα, ΰστερ' άπό δσα σας έγραψα κι ' άπ ' δσα μοΰ είπατε. Μά ένια σας καί θάρθει καί μένα ή σειρά μου. Σ ' αύτή τήν βεντούζα πού στήσατε έδώ, γιά νά βυζαί-νετε τό αίμα τοΰ φτωχοΰ, έγώ θά βάλω φουρνέλο καί θά τήν άνα-τινάξω!.. . Έ ν ι α σας! περιμένετε! Καί σύ, κύριε Ρουκάλη, πού μοΰ πήρες τό σπίτι μου γιά ένα κομμάτι ψωμί! Καί σύ, κύριε Μένη Μανία, πού θά τό πάρεις τώρα προίκα!

Τά είπε άκράτητος. Δυό - τρεις φορές έκεΐνοι δοκίμασαν νά τόν διακόψουν. Άλλά ό Πώπος δέν άκουγε πιά τίποτα, ίσως ούτε τά ίδια του τά λόγια. Στό τέλος έκεΐνοι κοιτάζονταν σαστι-σμένοι, σά νά ζητοΰσαν δ ένας άπ ' τόν άλλον βοήθεια: Τί νά τόν κάμουν; Τρελός γιά δέσιμο, καλέ!. . . Μά ό οίκτος τοΰ Μένη υπο-χώρησε γρήγορα σέ θυμό. Έ , μά δέν ήταν λόγια έκεΐνα, γιά νά τ ' άκοΰνε μέ σταυρωμένα χέρια. Ά ν τρελάθηκε ό Πώπος άς πή-γαινε στό φρενοκομείο ! Καί άγριος, έπιταχτικός, περήφανος, δ κ. γενικός τοΰ έδειξε τήν πόρτα :

2 7 8 Γ. ΞΕΝΌΙΙΟΓΛΟΓ ΑΙΙΑΝΤΑ

— Φτάνει! τοΰ φώναξε. 'Έβγα έξω εύθύς, γιά νά μή φω-νάξω τούς υπηρέτες νά σέ πετάξουν!... Έ λ α , μάρς!

Κι' έτοιμάστηκε πάλι νά κουδουνίσει. Ό Αντώνης, ήρεμότερος λιγάκι, σπλαχνικότερος, δοκίμασε

νά πιάσει τόν Πώπο μέ τό καλό, νά τόν ήσυχάσει καί νά τόν βγάλει έξι» μέ τρόπο. "Λπλιοσε τά χέρια του παρακαλεστά :

— Πώπο !... γιά τό θεό ! Πώπο !... Μά ό Δαγάτορας τόν έσπρωξε μέ δύναμη. — Μή μ' άγγίζεις, κλέφτη !... τοΰ φώναξε μέ παραφορά με-

γαλύτερη. Κλέφτες δλοι σας! Μέ τή βεντούζα σας!... Μά θά σας τή συγυρίσω έγώ, ένια σας!.,, θ ά μέ ξαναϊδεΐτε καί θά τά ξα-ναπούμε !

Κι' άνοιξε τήν πόρτα κι ' έφυγε τρεχάτος, χωρίς νά γυρίσει νά ΐδεϊ πίσω του, άν τόν κυνηγούσαν οί κλητήρες τής τράπεζας, ξεσηκωμένοι άπό τά κουδουνίσματα τού Μένη.

Μά δχ ι ! Κανείς δέν κουνήθηκε. Ό Μένης, βλέποντας τόν τρελό νά φεύγει, έκρινε πιά περιττό νά κουδουνίσει. Κι ' ό Πώ-πος ροβόλησε τή σκάλα καί βρέθηκε στό διάδρομο άνενόχλητος.

Μιά στιγμή, 6 Μένης πλησίασε στό παράθυρο καί τόν είδε νά τρέχει στήν όδόν Σταδίου. "Επειτα γύρισε στόν Αντώνη.

— Πάει κι' αύτός! τοΟ είπε. Παλάβωσε! Καί χλωμοκίτρινος, μέ γουρλωμένα μάτια, δακρύβρεχτα, δ

Ρουκάλης άποκρίθηκε : — Μά δέν ήταν ποτέ του καλά, ό δυστυχισμένος. Ά π ό παι-

δί τδδειχνε. Τό περίμενα έγώ αύτό, τό περίμενα!

Ωστόσο ό ΙΙώπος έξακολουθούσε νά τρέχει. Καί δέν έστά-θηκε καθόλου, παρ' άμα έφτασε στό σπίτι πού κατοικούσε ό Λέων Χαρίσης.

Ήταν έκεί - ψηλά, στή γειτονιά του, ένα λαϊκό σπιτάκι ισόγειο, βαμμένο γαλάζιο, μέ γρίλλιες πράσινες καί μέ κισσό στήν αυλόπορτα.

Ή θέα του άνακούφισε τόν Πώπο. Τού φάνηκε σάν ένα ήσυ-χο λιμάνι, σάν ένα γαλαζοπράσινο καταφύγιο, δπου κανένας δέν Οάφτανε νά τόν ένοχλήσει.

Γιατί τώρα τόν κατείχε φόβος γιά δ,τι είχε κάμει. Τούς έβρι-σε τούς δυό έκείνους έλεεινούς καί δέν θά τόν άφηναν έτσι" θά τόν κυνηγούσαν νά τον έκδικηθοϋν... Ούτε μπορούσε τώρα νά συλλο-γιστεί πώς θά τόν περιφρονούσαν, γιατί τόν πήραν γιά τρελό...

Μά κι ' ό παιδιάτικος αύτός φόβος τόν άφησε, άμα βρέθηκε στήν καμαρούλα πού κρατούσε δ Χαρίσης σ' έκεΐνο τό σπιτάκι. Ό φιλόσοφος ήταν μέσα καί, μέ τά ίδια τριμμένα ρούχα πού

ΠΑΟΓ2ΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 279

φορούσε κι ' έξω, έσκυβε σέ κάποιο βιβλίο. Μόνο πού δέν φορούσε γιακά καί γραβάτα.

Συνήθιζε νά δείχνει μιά μεγάλη έκπληξη καί γιά τό παρα-μικρότερο άπό τάνέλπιστα τής ζωής. Μά σήμερα είχε τό λόγο του νά έκπλαγεί ζωηρά. Δέν ήταν ώρα έκείνη γιά νά παρουσια-στεί στό σπίτι του ό Πώπος Δαγάτορας. Κάτι θάτρεχε, βέβαια, σπουδαίο.

— Μπά! έκαμε. Καλώς τον !... Τί έγινες; . . . Πώς αύτό; Δέν έχεις γυμνάσιο σήμερα ;

—"Εχω, άποκρίθηκε ό Πώπος, μά ήταν άνάγκη νά έρθω πρώτα κάτι νά σοΰ πώ...

— Τ ί ; — Βγαίνει τό «Νέον Φώς!» — Ά ! Α λ ή θ ε ι α ; . . . Σοΰ έδωσαν έπιτέλους τις χιλιάδες

έκείνες; —"Οχι, δέν μοΰ έδωσαν πεντάρα. Άλλά γ ι ' αύτό άκριβώς. Ό Χαρίσης άνοιξε τώρα τό στόμα του. Μά ό Πώπος τοΰ έξήγησε άμέσως : — Έ χ ω στήν άκρη καμμιά έξακοσαριά δραχμές, θυσιάζω τά

μισά γιά νά ιδρύσουμε τήν έφημερίδα. Φτάνουν πιστεύω, γιά τήν άρχή καί, παραμπρός, έλπίζω νά βγάζουμε τά έξοδά μας. θέλω νά τούς δείξω αύτονών μέ τήν βεντούζα τους. Καί γ ι ' αύτό άφο-σιώνουμαι κι ' έγώ στό σοσιαλισμό σου.

— Ά ! γιά νά έκδικηθεΐς ; —"Οχι γιά νά έκδικηθώ, δχι ! Άλλά γιά τήν ιδέα ! Ό

τρόπος τους, τά παζάρια τους, ή περιφρόνηση τους, ή άδικία τους, μοΰ έδειξαν πιά τί γίνεται στόν κόσμο καί τό χρέος πού έχω σάν άνθρωπος. "Ολα, στήν άνάγκη, θά τάφήσω καί θάφοσιω-θώ ! Αύριο, άπόψε θά σοΰ φέρω τά λεπτά καί θάρχίσουμε. Σύμ-φωνοι ;

Είτε άπό έκδίκηση τδκανε, είτε γιά τήν Εδέα, άδιάφορο" ό Χαρίσης δέν έβλεπε παρά τδνειρό του πραγματοποιημένο. Κι ' έδωκε τό χέρι του στόν Πώπο μέ χαρά :

—"Ελα λοιπόν νά έργαστοΰμε ! Τό «Νέον Φώς» είχε ιδρυθεί.

Γ

" ν ε ο ν φωσ,,

Υ σ ι ε ρ ' άπό ένα μήνα, βγήκε τό πρώτο φύλλο τής πρώτης σοσιαλιστικής έλληνικής έφημερίδας. Διευθυντής ό Λέων Χαρί-σης καί ύπεύθυνος ό Πελοπίδας Ζάχος. Κανέν' άλλο δνομα δέν φιγουράριζε στή μετωπίδα. "Ολοι δμως οί όπαδοί τοΟ φιλόσοφου, ή περίφημη παρέα τοΟ καφενείου Χαραμή, ήταν συντάχτες, συ-νεργάτες, βοηθοί, υποστηριχτές. Πρώτος - πρώτος ό Πώπος Δαγά-τορας, ό «κεφαλαιούχος», πού έβαλε τά χρήματα. Έ π ε ι τ α ό νεαρός φοιτητής—Παναγιώτη Άγγελακόπουλο τόν έλεγαν—πού έγραφε κατ' έμπνευση τού Χαρίση τά κύρια άρθρα. Άκόμα κι* ό Σπύρος Καλούτης, ό υπουργικός γραμματέας μέ τό άρρωστο στομάχι, έφρόντιζε κρυφά - κρυφά γιά συνδρομητές καί γ ι ' άγ · γελίες:

Ά ν θέλετε τώρα, γ ι ά π ε ρ ι έ ρ γ ε ι α , ιδού κ α ί τ ά π ε ρ ι ε χ ό μ ε ν α τοΟ πρώτου φύλλου , τοΟ ιστορικού :

«Τό πρόγραμμά μας»—κύριο άρθρο, χωρίς υπογραφή, υπα-γορευμένο άπό τόν Χαρίση στόν Άγγελακόπουλο.

« Ή τυραννία τοΟ κεφαλαίου», δεύτερο άρθρο, άνώνυμο έπί-σης, τοΟ Πελοπίδα Ζάχου.

« Τ ό μ έ λ λ ο ν τοΟ Ε ρ γ ά τ ο υ » , υπό θ . — τ ο Ο θ ω μ α Ί ω α ν ν ί δ η , δ ιορθωμένο ά π ό τόν Χ α ρ ί σ η .

« Ό Κροπότκιν πρός τούς νέους», άπόσπασμα, μετάφρασις Α.—Άγγελακοπούλου.

« Έ ώρα έγγίζε ι !» χωρίς υπογραφή κι ' αύτό, μά πολύ βί-αιο, «άναρχικό» άρθρο, πού δέν μπορούσε νά τδγραφε άλλος άπό τόν Γιάννη τόν Πλατή—άν κι ' άρκετό νερό είχε ρίξει στό κρασί του ό Χαρίσης.

Μ' αυτά γέμιζε ή μόλις τετρασέλιδη έφημεριδούλα. Κι* έμενε μιά μόνο στήλη γιά «Διάφορα», μέ ψιλά στοιχεία, γραμ-μένα κι ' αυτά άπό τόν Πλατή.

"Ισως άν δέν ήταν στή μέση αυτός ό Πλατής, τό «Νέον Φώς» δέν θάκανε κακή έντύπωση. Έ λ ε γ ε καινούργια γιά τήν Ελλάδα πράγματα, καλά στηριγμένα καί μέ σεμνότητα γραμ-μένα. Τό άρθρο δμως « Ή ώρα έγγίζει», πού έπρόσταζε τούς

ΠΛΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ

«ένόχους» νά «τρέμουν», καθώς καί τά «Διάφορα» στό τέλος —κάποια πρόσφατα περιστατικά, προπάντων μιά άποπλάνηση φτωχοκόριτσου άπό ένα γιό «χρυσοκανθάρου», πολύ άγρια σχο-λιασμένα—αυτά χτύπησαν άσχημα καί παρέσυραν καί τάλλα. "Οσοι νοικοκυραίοι έτυχε νά διαβάσουν τήν έφημεριδούλα, είπαν : « Ά , αύτά δέν είναι γιά μδς! Μηδενιστάς θά έχουμε τώρα καί στήν Ε λ λ ά δ α ; » Καί ό καθημερινός τύπος, κρίνοντας τό «Νέον Φώς», έγνωμάτευσε δτι «άνακινεΐ ζητήματα άνύπαρκτα είς τόν τόπον μας, τά όποια μάλιστα δέν συμφέρει κατ ' ούδένα τρόπον νά γεννηθούν».

Ό Χαρίσης δμως κι ' οί όπαδοί του δέν έδωσαν σημασία. Τδξεραν πώς είχαν «νά παλαίσουν». Κι ' έξακολούθησαν μέ τόν ίδιο τρόπο τό έργο τους, προσπαθώντας μόνο νά χαλιναγωγούν λιγάκι τόν άφηνιασμένο έκείνο Γιάννη Πλατή.

"Οσο γιά τόν Πώπο Δαγάτορα, αύτός δέν έγραφε τίποτα. Με-λετούσε μόνο γιά νά γράψει ένα άρθρο πού θά έκανε μεγάλη έν-τύπωση : «Οί βεντούζες». Περιττό νά πούμε τί θά πραγματευό-ταν αύτό τό άρθρο καί ποιά «κοινωνική πληγή» θά έστηλίτευε... Καί μελετώντας όλοένα, ό νεοφώτιστος σοσιαλιστής μέ τήν πιό μεγάλη πίστη, έξόδευε τΙς μικρές του οικονομίες.

Γιατί άν τό πρώτο φύλλο τοΟ «Νέου Φωτός», άπό περιέρ-γεια τό άγόρασαν καμμιά πεντακοσαριά άνθρωποι, άπό τό δεύτερο δέν πουλήθηκαν ούτε έκατό, κι ' άπό τό τρίτο ούτε πενήντα. Μόλις καί μεταβίας άλλοι τόσοι θά ήταν οί συνδρομητές πού κα-τάφεραν νά στρατολογήσουν δλοι μαζί οί όπαδοί. Δυό, μόνο δυό είχαν γραφτεί άπευθείας, «έθελοντές» δπως τούς έλεγε ό Ζάχος. Έ τ σ ι οί τρακόσιες δραχμές πού είχε άποφασίσει ό ΓΙώπος, πλη-σίαζαν νά τελειώσουν καί σέ λίγο θάβαζε χέρι καί στις άλλες τρακόσιες πού τοΟ έμεναν στήν «άκρη».:*.

Μά δέν τόν ένιαζε! Κι ' αύτές, κι ' άλλες άκόμα θά θυ-σίαζε· φτάνει νά έξακολουθοΟσε ή έφημερίδα έκείνη, γιά νά φω-τιστεί δ λαός καί νά γίνει πιό γρήγορα ή νέα κοινωνία, δπου δέν θά υπήρχε πιά τό ξεχώρισμα τών άνθρώπων σέ Πλούσιους καί σέ Φτωχούς παρά ώς ένα βαθμό, κι ' δπου κανένας έκδότης άγιογδύτης δέν θάχε τό δικαίωμα νά πάρει τό βιβλίο τοΟ άλλου γιά ένα κομμάτι ψωμί...

Πρός τό παρόν—μπορούσε νά περιμένει ώς νά γίνει ή νέα κοινωνία;—δ φτωχός δ Πώπος, άπελπισμένος νά τά βγάλει μόνος του, έδωσε τά βιβλία του σ' έναν έκδότη, μέ τή συμφωνία νά πάρει τό Ινα τρίτο άπό τά κέρδη, δταν θά πραγματοποιούν-ταν, καί μέ μιά μικρή προκαταβολή, άσήμαντη, πού πήγε δλη σχεδόν σέ χρέη.

Μά καί κάτι άλλο έκαμε δ άπελπισμένος ΙΙώπος: Ε π ε ι δ ή

2 8 2 Γ. ΞΚΝΟΙΙΟΓΛΟΓ ΑΠΑΝΤΑ

πάλι δεν ήταν δυνατό νά περιμένει ώς νά γίνει ή νέα κοινωνία για νά παντρευτεί, έγραψε της Ελένης Αργυράκη πώς ήταν έλεύθερη.

Τό κακόμοιρο τό κορίτσι πήγε νά παλαβώσει. Κι* δταν άντά-μωσε κάπου τόν ΙΙώπο και τόν Ικαμε νά έξηγηθεί, τότε σχημά-τισε την ιδέα πώς είχε παλαβώσει αυτός. Γιατί άντί νά της όμο-λογήσει δλη τήν αλήθεια—πώς ήταν φτωχός, πώς τοΟ χάλασε μιά βάσιμη δουλειά, πώς δέν είχε άλλη έλπίδα νά πλουτίσει καί πώς λυπόταν νά τήν άναγκάσει νά συμμεριστεί τή φτώχεια του— της μίλησε κάπο)ς άσυνάρτητα καί μέ μιά δυσανάλογη, άνεξή-γητη συγκίνηση, γιά καινούργια ίδανικά, γιά καινούργιους προο-ρισμούς πού τοΟ έπέβαλλαν θυσίες...

— Ή κοινιονία, Ιπρόσθεσε, είναι ανάγκη νάλλάξει κι ' έγώ θά βοηθήσω στό άλλαγμα. Αλλά γιά νά τό κάμω, πρέπει νά είμαι όλωσδιόλου έλεύθερος. Ή οικογένεια θά μοΟ ήταν μεγάλο έμπόδιο, καί άφοΰ μπορώ, τό άποφεύγω. Έ π ε ι τ α καί σύ, ύπ' αυ-τούς τούς δρους, έννοείς καλά πώς δέν θά ήσουν μαζί μου ευτυ-χισμένη.

Έ , μά δχ ι ! ή Ελένη αυτό δέν τό έννοούσε καθόλου. Έ ν α μόνο πράγμα Ιβλεπε : πώς ήταν άδύνατο πια νά συνεννοηθεί μέ τό μόνο άνθρωπο πού ένόμιζε πώς συνεννοείται. Γιατί άξαφνα κάτι είχε πάθει. Καί μέ τήν έγκαρτέρηση πού συνήθισε νάχει στή ζωή της, γυρίζοντας στή μητέρα της, Οστερ' άπό τή ρήξη, της είπε :

— Είναι της μοίρας μου νά μήν παντρευτώ ! Έ ν α ς άνθρο»-πος μ' άγάπησε καί μένα κι* αυτός στό τέλος βγήκε τρελός!

Κι ' δμως, γιά τό διάβημά του αύτό, ό ΙΙώπος δέν αίστάν-θην,ε ούτε λύπη, ούτε τύψη. Ένόμιζε πώς ήταν υποχρεωμένος νά τό κάμει, γ·ατ' είχε πάρει τήν άπόφαση ν' άφοσιωθεί στήν ιδέα μέ κάθε Ουσία. Έ π ε ι τ α ή Ελένη δέν ήταν Κλεμεντίνα. Μπορεί νά τήν άγάπησε κι ' αύτή, μά δχι βέβαια μέ τή σφοδρότητα τής πρώτης άγάπης.

Στήν κατάσταση πού βρισκόταν σήμερα, θά λυπόταν καί θά ντρεπόταν μόνο άν Ινα αίσθημα όποιοδήποτε τόν έκυρίευε τόσο πολύ, ώστε πρός χάρη του νά έγκαταλείψει τήν Ι δ έ α , ή έστω νά χαλαρώσει τό ζήλο του. Κι' αύτό βέβαια θά συνέβαινε, άν παντρευόταν τώρα χωρίς προίκα κι ' Ικανέ παιδιά καί δημιουρ-γούσε καινούργια, άπαιτητική οικογένεια...

Τέλος πάντων, ό ΙΙωπος ό Δαγάτορας σκεπτόταν τώρα δπως δλοι οί άνθρωποι πού πιστεύουν στόν προορισμό τους. Κάποτε θυμόταν τά φιλόδοξα όνειρα τής έφηβικής του ήλικίας, δταν έπί-στευε πώς θά γίνει «κάτι μεγάλο» χωρίς νά ξέρει τί άκριβώς, κι ' ελεγε :

ΠΛΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 2 8 3

—«"Εγινα ! καί μεγαλύτερο άπ ' δ,τι φανταζόμουν. Έ γ ι ν α . . . άνθρωπος!»

Κι ' ήταν κατενθουσιασμένος.

Στό λαϊκό σπίτι δπου κατοικούσε ό Λέων Χαρίσης, είχε έγκαθιδρυθεί καί τό γραφείο τοΟ «Νέου Φωτός». Γι ' αύτό ό διευ-θυντής νοίκιασε άκόμα Ινα δωματιάκι," τόσο δά, πού ήταν δίπλα στό δικό του, κι ' έκεϊ τοποθετήθηκαν δυό τραπέζια, άγορασμένα άπό τό Δημοπρατήριο, γιά τήν έργασία καί μερικά ράφια γιά τά περισσεύοντα φύλλα, πού δυστυχώς ήταν πάρα πολλά.

—"Αν πάει Ιτσι ή δουλειά μας, Ιλεγε γελώντας ό Ζάχος, θάναγκαστοΟμε νά νοικιάσουμε κι άποθήκη.

— Μπά, άπαντοΰσε ό Γιάννης ΙΙλατής, κάθε τρείς μήνες θά πουλοΟμε τά φύλλα μέ τήν όκά.

—Εκτός δσα θά χρησιμοποιούμε γιά τό ταχυδρομείο, πρό-σθετε ό Κουρουνάς, πού Ικανέ τή διεκπεραίωση.

Κι ' άλήθεια, τά καινούργια φύλλα τοΟ «Νέου Φωτός» στέλ-νουνταν διπλωμένα μέ παλιά. Μά πόσα ήταν ; Μέ τά «δωρεάν» ούτε έκατό. Τό πρόβλημα των «περισσευόντων» όρθωνόταν πάντα άπειλητικό, γιατί ό Χαρίσης δέν άκουγε πολύ ευχάριστα πώς ή έφημερίδα του μπορούσε νά πουλιέται καί μέ τήν όκά, γιά νά τυλίγει έλιές καί σαρδέλες.

— Κι' αύτή ρεκλάμα ! μουρμούριζε ό Πλατής. ΙΙόσες φορές έγό) διάβασα τό τυπωμένο χαρτί, πού μοΟ Ιδο>σε ό μπακάλης μέ τό τουλουμοτύρι μου!...

Ήταν πολύ φαιδροί τώρα οί σοσιαλιστές καί τήν περισσό-τερη ώρα Ιλεγαν άστεία. Ά μ ' βέβαια, τί άνάγκη είχαν αύτοί; Έγραφαν, έτύπωναν κι ' 6 Πίόπος έπλήριονε... "Οσο γιά τήν άλλη έργασία, τή μοιραζόνταν τόσο καλά, τόσο σοσιαλιστικά, ώστε δέν έβάρυνε πολύ κανένα. Μόνο στις διορθώσεις των τυπογραφι-κών δοκιμίων τά Ιμπλεξαν, γιατί κανένας δέν ήξερε καλά καί κανένας δέν ήθελε αύτή τή σκοτούρα. Έ γ ι ν ε μάλιστα λόγος νά πάρουν διορθωτή μέ μισθό. Ύστερα δμως ό ΙΙωπος, πού Ικρινε τό έξοδο βαρύ, βάλθηκε μέ τή συνηθισμένη του έπιμονή—κάτι ήξερε κιόλα άπό τά βιβλία του—καί σέ λίγο συνήθισε νά διορ-θώνει στήν έντέλεια. Έ τ σ ι τις διορθώσεις τοΟ «Νέου Φωτός» τΙς Ικανέ σχεδόν μόνος του κι ' ΰστερ' άπό τά πρώτα πέντ' Ιξη φύλλα, δέν Ιβλεπε κανείς ούτ' Ινα τυπογραφικό λάθος στήν καλοτυπω-μένη άλλωστε έφημεριδούλα.

Ή έργασία, είπαμε, γινόταν στό δωματιάκι. Οί συγκεντρώ-σεις δμως κι ' οί συζητήσεις στό δωμάτιο τοΰ Χαρίση, πού ήταν πιό ευρύχωρο καί πιό περιποιημένο. Ε κ ε ί , σχεδόν καθεμέρα,

2 8 4 Γ. ΞΕΝΟΠΟΚΆΟΓ ΑΠΑΝΤΑ

σχεδόν κάθε ώρα, μαζευόνταν δλοι. Κι' Ινας άπό τους πιό τακτι-κούς ήταν ό ΙΙωπος. Μόνο πού αυτός σπανιότερα λάβαινε μέρος στή συζήτηση, σκυμμένος πάντα σ' Ινα βιβλίο. Μελετούσε γιά τό περίφημο άρθρο του. Κι ' δχι μόνο γ ι ' αύτό, παρά καί γιά δσα λογάριαζε νά γράψει κατόπι... Μέ τήν εύσυνειδησία Ικείνη πού έβαζε σ' δ,τι έκανε στή ζωή του, έννοοΟσε, τώρα πού πήρε τή μεγάλη άπόφαση, νά μορφωθεί σέ τέλειο σοσιαλιστή, μελετώντας δλη τή σοσιαλιστική φιλολογία, άπό τό «Κοινωνικό Συμβόλαιο» ώς τόν Μπέμπελ. Διάβασε σιγά - σιγά δσα βιβλία είχε ό Χαρί-σης· προμηθεύτηκε άκόμα άπό βιβλιοθήκες καί βιβλιοπωλεία κι ' άλλα πολλά.

Φυσικά είχε παραμελήσει τά μαθηματικά του. Οί μαθητές του στό γυμνάσιο κι ' οί μαθήτριές του στό παρθεναγωγείο, μέ μεγάλη τους έκπληξη τόν έβλεπαν άνόρεχτο στήν παράδοση, χα-λαρό στήν έξέταση, όλιγαρκή στά ζητήματα καί έπιεική στή βαθμολογία. Μά τό πιό έκπληκτικό ήταν πού συχνά δέν πήγαινε καθόλου νά τούς κάνει μάθημα, αύτός πού δέν είχε λείψει ούτε μιά φορά! Στό γυμνασιάρχη καί στή διευθύντρια προφασιζόταν πότε άσθένεια καί πότε σπουδαία έργασία. Τά παιδιά δμως, πού έβλεπαν τόν καθηγητή τους τόσο άλλαγμένο, χωρίς καμμιά δι-καιολογία—γιατί φυσικά δέν μπορούσαν νάκούνε τί έλεγε στό γυμνασιαρχεΐο, ούτε νά ξέρουν πώς τόν άπορροφούσε ό σοσιαλι-σμός κ ι 'ή Εφημερίδα του—έβρισκαν τήν άλλαγή, εύτυχισμένη βέβαια, συμψερτική γιά τούς πιό άμελείς, μά παράξενη κι ' άνε-ξήγητη.

Ήρθε δμως καί καιρός πού μπόρεσαν νά τήν έξηγήσουν: «Οί ΒεντοΟζες» τοΟ ΙΙώπου Δαγάτορα φάνηκαν τέλος σέ

τρία συνεχή φύλλα τοΟ «Νέου Φωτός» μέ τ ' άρχικά του II. Δ. Ό Ιδιος ό συντάχτης πήρε μερικά καί τά έμοίρασε στούς πιό δια-λεχτούς μαθητές του. Καί τούς φανέρωσε πώς ή μελέτη ήταν δική του καί τούς έσύστησε νά διαβάζουν τό «Νέον ΦίΤις», γιατί έγραφε πράγματα «χρήσιμα γιά κάθε άνθρωπο καί προοδευτικά».

Αύτό λοιπόν ήταν ! ; Ό μαθηματικός είχε έπιδοθεί στή δη-μοσιογραφία καί παραμελούσε τώρα - ύστερα τά καθήκοντα του ; "Ασχημο πράμα, έλεγαν τά παιδιά. Γιατί δέν μποροΟσαν βέβαια νά φανταστούν πώς τή «δημοσιογραφία» έκείνη δ καθηγητής τους τή θεωρούσε «καθήκον ύπέρτερον» καί σκοπό τής ζωής του στό έξής...

Ωστόσο, στό γυμνάσιο, άρχισε κάποια προπαγάνδα γιά τό «Νέον Φως». Αποτέλεσμα ήταν ναύξήσει άμέσως ή κυκλοφορία τής έφημερίδας καί σιγά - σιγά νά διπλασιαστεί. Γιατί ά'μα είδε τήν πρώτη έπιτυχία, δ Δαγάτορας δέν έδίστασε νά συστήσει τό «Νέον Φως» κι' άπό τήν Ιδρα σ' δλες τις τάξεις πού έδίδασκε.

ΙΙΛΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 285

—«Οί νέες ίδέες, τούς είπε άνάμεσα στ' άλλα, είναι γιά τή νεολαία. Κι ' ή έφημερίδα αύτή, πού γράφεται άπό είδικούς, θά σας άνοιξε ι τά μάτια δσον άφορα τό μέλλον τής κοινωνίας, πού αύριο θά τήν άποτελέσετε σεις!»

Ά π ό τούτο δ Δαγάτορας είχε καί τις πρώτες ένοχλήσεις. Γιατί ή ήχώ τής προπαγάνδας έφτασε καί στό γυμνασιαρχεΐο κι' ό γυμνασιάρχης, έκπληκτος λιγάκι, Ιζήτησε νά διαβάσει με-ρικά φύλλα τοΟ «Νέου Φωτός». Εννοείται πώς δέν έμεινε κα-θόλου εύχαριστημένος ούτε άπό τις ίδέες ούτε άπό τήν σύνταξη. Καί μιά μέρα πήρε κατά μέρος τόν μαθηματικό καί, σά φίλος, τοΟ είπε :

— Δέ μού λές, σέ παρακαλώ, ένδιαφέρεσαι πολύ γ ι ' αύτή τήν έφημερίδα πού σύστησες στά παιδιά ;

— ΙΙολύ, όμολόγησε ό Δαγάτορας. Ανήκω στή σύνταξή της καί μάλιστα συντρέχω καί ύλικως.

— Λυπούμαι, άποκρίθηκε δ γυμνασιάρχης, άλλά ξέρεις δέν Ιπιτρέπεται.

— Ιίοιό ; άπόρησε ό Δαγάτορας· νά γράφω σέ μιά έφημε-ρίδα καί νά τήν συντρέχω ;

—"Οχι δά! έκαμε ό γυμνασιάρχης. Είσαι έλεύθερος καί νά γράφεις καί νά βοηθεΐς δπου θέλεις. Δέν έπιτρέπεται μόνο νά συνιστάς στά παιδιά ένα έντυπο άσχετο δλωσδιόλου μέ τά μαθή-ματά τους. Τό παίρνουν γιά υποχρεωτικό καί μείς δέν μπορούμε νά τούς υποχρεώνουμε.

— Μά δέν υποχρέωσα κανένα! τόν έκοψε δ Δαγάτορας. Είπα δποιος θέλει...

— Ναί, τόν έκοψε κι ' ό γυμνασιάρχης" μά δταν δ καθηγη-τής λέει «δποιος θέλει», οί μαθηταί έννοούν «πρέπει νά θελήσετε δλοι». 'Εκ τούτου τό άτοπο, ή φορολογία, τό φόρτωμα. Μ' έν-νοείς, άγαπητέ μου;

ΤοΟ Δαγάτορα τοΟ ήρθε νά θυμώσει. Γιατί άπό τήν ημέρα πού έκαμε τή σκηνή έκείνη στήν τράπεζα, θύμωνε πολύ εύκολα. —Ποιόν είχε άνάγκη τώρα ; μήπως δέν ήταν άποφασισμένος νά θυσιαστεί γιά τήν Ι δ έ α ;—Έπροτίμησε δμως νά κρατηθεί καί, άν ήταν τρόπος, νά προσηλυτίσει καί τόν γυμνασιάρχη.

— Μά γιατί, καϊμένε ; τοΰ είπε παρακαλεστικά καί φιλικό-τατα* σπουδαίο πράγμα νά δίνουν τά παιδιά μιά δεκάρα κάθε Σάββατο ; Έ π ε ι τ α έστω καί πώς τούς υποχρεώνω" μά γιά ίδές καί τί τούς βάζω στά χέρια! Διάβασε, σέ παρακαλώ, λίγα φύλλα τού «Νέου Φωτός». Σέ βεβαιώ δτι καί σύ θά ώφεληθεϊς. Γιατί θά μάθεις τί θά πεί σοσιαλισμός, πού δέν θά σοΰ δόθηκε ποτέ ευκαιρία...

"Ε, μόνο τέτοια δέν άκουγε ό γυμνασιάρχης.

2 8 0 Γ. ΞΕΝΟΠΟΓΛΟΓ ΑΠΑΝΤΑ

—Έδιάβασα! φώναξε μέ ανυπομονησία. Έδιάβασα και ξέρω. Αύτές οί θεωρίες δέν μοΰ άρέσουν καθόλου ! Καί κάθε άλλο είναι παρά γιά παιδιά. Τί θά πει, σέ παρακαλώ, «ή τυραννία τοϋ κεφαλαίου» ; "Οίίοιος έχει χρήματα, κεφάλαια καί τά μετα-χειρίζεται σέ χρήσιμα έργα είναι ευεργέτης τής κοινωνίας ! ΙΙώς έσύ δνομάζεις τίς τράπεζες «βεντούζες» ; Μπορεί νά υπάρξει τράπεζα χωρίς νά τραβά τόκο ; Καί τί θά γινόταν ό έμπορικός κόσμος, άν δέν υπήρχαν τράπεζες νά τοΰ εύκολύνουν τίς έργα-σίες ; Ά , φίλε μου ! Αυτά είναι άνο) ποταμών. Καί άπορώ πολύ πώς έσύ, ένας μαθηματικός, θετικός άνθρωπος, χάνεσαι μέ τέ-τοιες μπουρμπουλήθρες !...

Ό Δαγάτορας αίστάνθηκε τώρα τήν άνάγκη νάπολογηθεί. "Οχι, δέν ήταν μπουρμπουλήθρες αύτά τά πράγματα, άλλά τόσο έπιστημονικά, τόσο θετικά, δσο τουλάχιστο καί τά μαθηματικά του. "Ισα - ίσα έπειδή τά έγκολπώθηκε ένας άνθρωπος σάν κι' αύτόν, ό κ. γυμνασιάρχης έπρεπε νά συμπεράνει όλωσδιόλου τά ένάντια. Καί νά ένδιαφερθεί, νά τά εξετάσει καλύτερα καί νά τά μάθει. Γιά νά ιδούμε λοιπόν... Αλήθεια τό κεφάλαιο δέν είναι τυραννικό ;

Κι' άρχισε ή συζήτηση. Γιατί <5 γυμνασιάρχης φιλοτιμή-θηκε μιά στιγμή νά προσέξει στά έπιχειρήματα καί νά τάντι-κρούσει... Άλλά είπε «άνοησίες», πού ό Δαγάτορας δέν έδίστασε νά τίς χαρακτηρίσει. Καί τότε ό γυμνασιάρχης έγινε κόκκινος άπό θυμό. Έθύμωσε κι ' 6 ΙΙώπος. Έ τ σ ι , θυμωμένοι κι ' οί δυό Ιξακολούθησαν τήν συζήτηση πού κατάντησε σέ φιλονεικία. Καμμιά συνεννόηση. "Οσο προσπαθούσαν νά συμφωνήσουν, τόσο έβλεπαν ποιά άβυσσο τούς έχώριζε. Καί στό τέλος ό γυμνασιάρ-χης, πού μιλοΰσε ώς τώρα σά φίλος, βρέθηκε στήν άνάγκη νά μι-λήσει σάν προϊστάμενος :

— Κύριε καθηγητά ! φώναξε· δέν έπιθυμώ νά εισχωρήσει ό σοσιαλισμός είς τό γυμνάσιον ! Σας άπαγορεύο) άπολύτως νά όμιλήσετε πλέον εις τούς μαθητάς σας περί τής έφημερίδος σας!

Ό Δαγάτορας, αύτή τή φορά, δέν έκράτησε τό θυμό του. — Κι' άν όμιλήσω ; είπε προκλητικά. Ό γυμνασιάρχης θύμωσε περισσότερο. —"Αν όμιλήσετε, άποκρίθηκε, θ' άναφερθώ στό υπουργείο. — Ν' αναφερθείτε ! φώναξε ό Δαγάτορας. θά μοΰ κάμετε καί

χάρη. Γιατί δταν έγώ άφοσιώθηκα στήν Ιδέα , τά έλαβα ύπ' δψη μου δλα, δλα ! Τί μπορεί νά μοΰ κάμει ό κ. όπουργός ; Νά μέ πάψει ; "Ας μέ πάψει! Άνάγκη πού έχω ! θ ά ζήσω μέ τά βι-βλία μου, πού είν' έγκεκριμένα—δέν μπορεί βέβαια νάνακαλέσει καί τήν έγκριση—καί μέ ιδιαίτερα μαθήματα δπως πρώτα.

— Δικαίωμά σας!

Π Α 0 Γ 2 Ι 0 Ι ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 287

— Μάλιστα, δικαίωμά μου ! Τό ξέρετε δτι έζησα δέκα χρό-νια, χο^ρίς ποτέ νά ζητήσω διορισμό, χωρίς νά μέ ιδεί στά μάτια του ύπουργός; "Ετσι μπορώ νά ζήσω άλλα δέκα. Έ π ε ι τ α , άς πεθάνω ! Μακάρι κι ' άπό τήν πείνα. Ούτε γυναίκα έχω, οϋτε παι-διά. Τούς γέρους μου; ΙΙόσο θά τούς έχω κι ' αύτούς ; Μοναχός άνθρωπος είμαι στόν κόσμο καί μπορώ νά διαθέσω τόν έαυτό μου δπως θέλω. Βεβαιωθείτε, κύριε γυμνασιάρχα, δτι δέν ύπάρχει ώραιότερο πράγμα άπό τήν θυσία. Σεις δέν μπορείτε νά τό κατα-λάβετε ίσως, άλλά πιστέψετέ με πού σας τό λέω έγώ !

Ό κ. γυμνασιάρχης τάκουσε αύτά χωρίς νά πει λέξη. Κά-που • κάπου κουνοΰσε μόνο τό κεφάλι του μέ οίκτο... Έ π ε ι τ α πήρε τό καπέλο του καί τό μπαστούνι του, μουρμουρίζοντας :

— ΙΙολύ καλά... πολύ καλά... δπως άγαπάτε. —"Οχι, θά σας ρωτήσω ! έκαμε ό Δαγάτορας. Καί βγήκε πρώτος άπό τό γυμνασιαρχείο, χωρίς νά χαι-

ρετήσει.

Ά π ό τήν ήμερα έκείνη, ό καθηγητής δέν τά πήγαινε καθό-λου καλά μέ τό γυμνασιάρχη του. Στό παραμικρό, αύτός τοϋκανε τήν παρατήρηση κι ' έκείνος άποκρίνόταν μέ πνεΰμα άνταρσίας.

Δέν έπρόκειτο πιά γιά τό «Νέον Φώς» καί γιά τό σοσιαλι-σμό, γιατί μέ δλες του τίς φοβέρες, ό Δαγάτορας, κάμποσο καιρό, άπέφυγε νά ξαναμιλήσει στά παιδιά γιά τήν έφημερίδα του. Ζη-τηματάκια δμως, υπηρεσιακά κι ' άλλα, παρουσιάζονταν κι ' ή διάσταση μεταξύ τών δυό τάκανε πάντα μεγάλα κι ' άλυτα. "Επειτα, ό κ. γυμνασιάρχης δέν συγχωρούσε πιά στό Δαγάτορα καμμιά άπουσία, καμμιά καθυστέρηση. "Επρεπε νάρχίζει καί νά τελειώνει τό μάθημά του μέ τό κουδούνι. Λίγα λεπτά άν άργοΰσε, λίγα λεπτά άν έφευγε νιορίτερα, έπρεπε νά γίνει καυγάς...

Τά πράγματα χειροτέρεψαν πολύ, δταν αργότερα ό Δαγά-τορας ξαναμίλησε γιά τό «Νέον Φώς» στούς μαθητές του. Είχε δημοσιεύσει έν' άλλο άρθρο, μιά σπουδαία μελέτη περί τών Πα-τέρων τοΰ σοσιαλισμοΰ—κι' αύτός μάλιστα πρώτον έβαζε τό Χρι-στό—καί δέ βάσταξε νά μήν τή συστήσει στά παιδιά. Τδμαθε ό κ. γυμνασιάρχης καί σκύλιασε. Διάβασε καί τό άρθρο καί τό βρήκε άντιθρησκευτικό. Κι' άν δέν είπε τίποτα στόν Δαγάτορα —δέν είχε δρεξη γιά «συζητήσεις»—είπε δμως στά παιδιά : "Οτι μέ μεγάλη του έκπληξη έμαθε αυτό κι ' αύτό, δτι δέν έπιθυμοΰσε νά διαβάζουν οί μαθηταί τ ί π ο τ ε ά λ λ ο άπό τά σχολικά βιβλία, καί δτι καλά θά έκανε ό κ. καθηγητής τών μαθηματικών νά περιορισθεί στήν άλγεβρά του.

Τδμαθε αύτό ό Δαγάτορας. Καί τότε ήρθ' έκεϊνο πού περι-

2 8 8 Γ. ΞΕΝΟΗΟΓΑΟΓ ΑΠΑΝΤΑ

μενόταν πρό πολλ'οϋ σάν άναπόφευκτο: Μίλησε κι ' αυτός στά παιδιά έναντίον το0 κ. γυμνασιάρχη καί τόν δνόμασε δπισθοδρο-μικό, σχολαστικό, στενοκέφαλο καί φωτοσβέστη. Έ π ε ι τ α ξανα-μίλησε ό κ. γυμνασιάρχης κατά τοΟ μαθηματικού πού τόν έχαρα-κτήρισε «καλόν μέν ώς έπιστήμονα, άλλα δνειροπόλον, καινό-σπουδον καί ύπερβατικόν»... "Ετσι ό πόλεμος άνοίχτηκε φανερά καί τά παιδιά είχαν τώρα μιά μεγάλη διασκέδαση στό μάθημα : νά κάνουν πότε τό γυμνασιάρχη νά τούς μιλά γιά τό μαθηματικό, καί πότε τό μαθηματικό γιά τό γυμνασιάρχη.

Ά λ λ ' αύτό καταντούσε σκάνδαλο. Ό κ. γυμνασιάρχης είχε άκόμα τήν έλπίδα δτι σάν υφιστάμενος, ό Δαγάτορας θά Ιβαζε κάτω τά δπλα καί, τουλάχιστο, δέν θά ξαναμιλούσε στά παιδιά έναντίο του. Άλλά έκεΐνος έξακολουθούσε άτρόμητος: Μόλις μάθαινε δτι κάτι είπε ό γυμνασιάρχης, έπρεπε νά πει κι ' αυτός κάτι άλλο : «Μία σου καί μία μου» ! δπως τδλεγαν στήν πατρίδα του. Έ , μ' αύτό δέν μπορούσε νά έξακολουθήσει. Κι ' ό γυμνα-σιάρχης, άν καί μέ μεγάλη του λύπη, άποφάσισε νά λάβει μέτρα δραστήρια.

Αλήθεια μέ λύπη του. Γιατί τό Δαγάτορα αυτόν είχε συνη-θίσει νά τόν εκτιμά καί νά τόν άγαπά. Ήταν τόσο καλός άνθρω-πος, τόσο ήμερος, τόσο άφοσιωμένος ώς τότε στό καθήκον του, τόσο πειθαρχικός ! Ή άπότομη άλλαγή του, ή έκπληκτική, μπο-ροΟσε νάταν καί παροδική. Μιά τρέλα πού έρχεται ξαφνικά καί φεύγει γρήγορα... Γι' αύτό έκανε υπομονή ό γυμνασιάρχης καί φοβέριζε μόνο, χωρίς νά ένεργεΐ τίποτα, γιά πολύν καιρό. Ά λ λ ά τώρα φάνηκε πιά πώς ή «τρέλα» τοΰ Δαγάτορα δέν ήταν άπό κείνες πού περνούν.

Κι' άν ό κ. γυμνασιάρχης, παραμερίζοντας κάθε άνθρώπινη λύπη, δέν έπαιρνε σάν προϊστάμενος τά μέτρα του έναντίον τοΟ έπαναστάτη, θά παραμελοΟσε κι ' αύτός τό καθήκον του δσο του-λάχιστο κι ' ό Δαγάτορας.

"Ετσι έκαμε τήν καταγγελία του στό υπουργείο.

Αμέσως ό κ. υπουργός έκάλεσε τό Δαγάτορα «νά έμφανι-σθεί Ινώπιόν του».

Εκείνο τόν καιρό, ούτε συμβούλια ύπήρχαν, ούτε έπόπτες. Ό υπουργός είχε κάθε έξουσία. Μπορούσε νά διορίζει καί νά παύει έναν καθηγητή δποτε ήθελε. Μόνο μετάθεση στή μέση τοΰ χρόνου τήν άπαγόρευε κάποιος νόμος. Μά κι ' αύτόν τόν κατα-στρατηγούσε ή ρωμέικη έξυπνάδα. Ά μ α ό κ. δπουργός ήθελε νά μεταθέσει έναν καθηγητή στή μέση τοΰ χρόνου, πρώτα τόν έπαυε κατά τό νόμο, καί... κατά τό νόμο πάλι τόν διόριζε !

Ψ

ΗΑΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 2 8 9

Μέ τέτοιους ορούς, ό Δαγάτορας μπορούσε νά φοβαται τά πάντα. Άλλά δ τότε υπουργός τής παιδείας, καθηγητής κΓ αύ-τός άλλη φορά, τόν ήξερε, τόν έκτιμοΰσε άπό τά βιβλία του, πού τά τελευταία τά είχε έγκρινε ι ό ίδιος, κι ' είχε γ ι ' αύτόν τις κα-λύτερες πληροφορίες. Περισσότερο λοιπόν λυπήθηκε παρά θύμωσε, δταν διάβασε τήν καταγγελία τού κ. γυμνασιάρχη κι ' άκουσε κι ' άπό τό στόμα του τά «τεκταινόμενα». Καί δέν έκάλεσε τό Δαγά-τορα παρά μέ τήν άγαθή πρόθεση «νά τούς συμβιβάσει».

"Λν καί τό ΰφος τοΰ «κατηγορουμένου» δταν μπήκε στό υπουργικό γραφείο καί ρώτησε άμέσως : «Μ' έκαλέσατε, κύριε υπουργέ;» δέν ήταν καθόλου ταπεινό καί σεμνό,—ό Πώπος ό Δα-γάτορας είχε πάρει πιά τό υφος «κοινωνικού Ιπαναστάτου»,—δ κ. υπουργός δέν άλλαξε καθόλου διάθεση. Καί μέ γέλιο ένθαρυν-τικό, δίνοντας τό χέρι του στόν καθηγητή, τοΰ είπε :

— Ναί, ναί... έχουμε κάτι νά πούμε... καθήστε, σας παρα-καλώ.

Ό Δαγάτορας έκάθησε στήν καρέκλα πού τού έδειξε δίπλα του κι ' δ κ. υπουργός άρχισε νά τοΰ τά ψάλλει... φιλικά. Τί ήταν αυτά ; "Εβγαζε, άλήΟεια, σοσιαλιστική έφημερίδα ; Κι ' υποχρέω-νε τά παιδιά νά τήν αγοράζουν ; Καί τούς έλεγε νά μήν άκοΰνε τόν γυμνασιάρχη, γιατί ήταν στενοκέφαλος κι ' όπισθοδρομικός ;...

Ό «κατηγορούμενος» άρχισε νάπολογεΐται γιά τό τελευταίο : Ναί, «έν τή ρύμη τοΰ λόγου» μεταχειρίσθηκα κάποτε κι ' αυτά τά επίθετα. Άλλά , σας παρακαλώ, δέν είναι στενοκέφαλος ένας άνθρωπος πού δνομάζει πομφόλυγες καί μπουρμπουλήθρες τις θεω-ρίες των πιό μεγάλιον κοινωνικών φιλοσόφων, άπό τόν Σωκράτη ώς τόν Τολστόι; Καί δέν είναι όπισθοδρομικός, δταν άποφαίνεται δτι ένας καθηγητής τών μαθηματικών πρέπει νά περιορίζεται στήν άλγεβρα του, σα νά μήν ήταν μέλος τής κοινωνίας κι ' δ καθηγγ;-τής καί νά μή τόν ένοιέφερε τό ξετύλιγμά τγ;ς καί τό μέλλον της ;

— Έ γ ώ μάλιστα, έπρόσθεσε δ Δαγάτορας, νά σας πω τήν άλήθεια, τόν όνόμασα καί φωτοσβέστη.

— ΙΙολύ σωστά! τόν έκοψε ό κ. ύπουργός. Άφοΰ άπαγο· ρεύει τό «Νέον Φώς», είναι σά νά θέλει νά τό σβύσει.

Κι ' έβαλε τά γέλια, κατευχαριστημένος άπό τό καλαμ-πούρι του.

Ό Δαγάτορας δμως μόλις χαμογέλασε. Αύτός δέν γε-λούσε π ι ά ! Ούτε τοΰ άρεσε καθόλου τό «ρωμέικο σύστημα» νά τελειώνουν τά ζητήματα μ' Ινα εύφυολόγημα καί νά πνίγουνται στό άψήφιστο, τό άνόητο γέλιο. "Οχι, δχι, εννοούσε νά βρεί τήν άκρη: Ποιος είχε δίκιο ; αύτός ή δ γυμνασιάρχης του; Κι' εξα-κολούθησε σοβαρότατα τήν άπολογία του :

Είχε κάμει κανένα κακό πού έβοήθησε νά ιδρυθεί καί στήν

Τόμος" δ ε ύ τ ϊ ρ ο ζ

2 9 0 Γ. ΞΕΝΟΠΟΓΛΟΓ ΑΠΑΝΤΑ

Ελλάδα μια έφημερίδα μέ τέτοιες άρχές, μέ τέτοιο σκοπό ; Ό «έπιστημονικός σοσιαλισμός» ήταν Ιγκλημα ; Καί δέν είχε κάθε δικαίΐϋμα νά σκέπτεται γ ι ' αύτόν καί, σύμφωνα μ' αύτόν, νά κά-νει καί νά δημοσιεύει ; ΙΙοιός νόμος τό άπαγόρευε ; Καί γιατί δέν μποροΟσε νά συστήσει ατούς μαθητές του~νά συστήσει, δχι νά έπιβάλει, αύτό ήταν συκοφαντία—κάτι πού είχε τήν πεποίθηση πώς θά τούς ώφελοϋσε ; ΙΙοΟ στηριζόμενος ό κ. γυμνασιάρχης έννοοΰσε νά τοΰ τό άπαγορεύει ; "Εκανε, σάν προϊστάμενος, μιάν αυθαιρεσία. Κι' έναντίον τής αύθαιρεσίας τοΰ προϊσταμένου, τής ύπερβασίας, ό υφιστάμενος είχε δικαίωμα νά έξεγερθεΐ. Γι ' αύτό, άν καί μέ λύπη του, άναγκάστηκε νά μιλήσει έτσι στά παιδιά γιά τόν κ. γυμνασιάρχη. Μά ποιός φταίε ι ; Εκείνος βέβαια πού έκαμε τήν άρχή.

Μ' αύτό τό πνεύμα μίλησε ό Δαγάτορας κάμποση ώρα. Ό υπουργός τόν άφησε νά τά πει δλα, δλα. Καί φάνηκε σά νά πειθόταν καί νά συμφωνοΰσε... "Ε, δπως νά πεις, καθηγητής πού γίνεται βουλευτής κι ' έπειτα υπουργός, πάντα έχει μέσα του κάτι πού τόν κάνει ίκανό νά καταλάβει, νά δικαιολογήσει έναν «έπαναστάτη» περισσότερο παρά ένας απλός γυμνασιάρχης. Καί στό τέλος είπε μαλακά καί ήσυχα :

— Ναί, καλά καί άγια δλ' αύτά. Κανείς δέν αρνείται πώς έχετε δλα τάνθρώπινα δικαιώματα πού έπικαλεΐσθε. Μήν ξεχνάτε δμως δτι είσθε καθηγητής, δημόσιος υπάλληλος. Επομένως έχετε καί άλλα καθήκοντα, πού δέν σας έπιτρέπεται νά τά πα-ραμελείτε.

Καί τοΰ παραπονέθηκε, δτι δέν ήταν πιά τακτικός στό μά-Οημά του, δτι άπουσίαζε άπό τό γυμνάσιο συχνά κι' δτι πολλήν ώρα τοΰ έτρωγαν οί «δημηγορίες» του. "Επειτα ήταν κι ' ή φα-νερή πιά διάστασή του μέ τόν κ. γυμνασιάρχη, ένα σωστό σκάν-δαλο—άδιάφορο ποιός έφταιγε τώρα—πού δέν μποροΟσε νά έςα-κολουθήσει. Τί παράδειγμα θάπαιρναν τά παιδιά, καί τί χρω-στούσε νά κάμει αύτός, ό υπουργός, μπροστά σέ τέτοια άνωμα-λία ; Σέ πολύ, μά σέ πολύ δύσκολη θέση τόν έφερνε ό κ. Δαγά-τορας, μ ' δλη τή συμπάθεια καί τήν έκτίμηση πού τοΰ είχε...

Ή γλώσσα αύτή μαλάκωσε λίγο τόν άντάρτη μας. Κι ' υπο-σχέθηκε στόν κ. ύπουργό νά έκφράσει τή λύπη του στά παιδιά γιά δσα τάχα τοΟ είχαν ξεφύγει, σέ μιά στιγμή θυμοΰ, έναντίον τοΰ κ. γυμνασιάρχη καί νά μήν ξαναμιλήσει ούτε γ ι ' αύτόν, ούτε γιά τό «Νέον Φως». Στό έξης Οάταν καί τακτικότερος στό γυμνάσιο. Μέ τή συμφωνία δμως, πρώτο, δτι θάταν έλεύθερος νά γράφει στήν έφημερίδα του χωρίς καμμιά ένόχληση άπό κανένα· καί δεύτερο δτι θά τόν ίκανοποιοΰσε ό κ. γυμνασιάρχης μιλών-τας ν.'.' αύτός στά παιδιά.

ΙΙΑΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 291

— Σύμφωνοι ! είπε ό κ. υπουργός, σηκωνόμενος καί δίνον-τας τό χέρι στό Δαγάτορα. θάπαιτήσω άπό τόν κ. γυμνασιάρχη νάνακαλέσει δσα είπε. Καί σεΤς μπορείτε νά έξακολουθήσετε τό δημοσιογραφικό σας έργο, φτάνει νά μήν παραμελείτε γ ι ' αύτό τό καθήκον σας. θ ά σας συστήσω μόνο, φιλικώς, νά μήν ξεχνάτε τό πάν μέτρον άριστον !

— Ευχαριστώ πολύ, άποκρίθηκε φεύγοντας δ Δαγάτορας, γιά τή συμβουλή σας καί σας βεβαιώ δτι θά προσπαθήσω νά συμ-βιβάσιο καί τά δυό μου καθήκοντα. Δέν σας κρύβω δμως, δτι έπίσης σπουδαία θεωρώ καί τά δυό, γιά νά μήν πώ σπουδαιό-τερο τό δημοσιογραφικό. Γι' αύτό, άν παρουσιαστεί κανέν' άσυμ-βίβαστο, θά σπεύσω νά παραιτηθώ άπό καθηγητής, γιά νά μή σας φέρω στή δύσκολη θέση νά μέ πάψετε.

— Καί πώς θά ζήσετε ; ρώτησε μέ συμπάθεια δ υπουργός. — θ ά πεθάνω τής πείνας! άποκρίθηκε περήφανα δ Δαγά-

τορας. Ό κ. υπουργός έκαμε ένα σκεπτικό μορφασμό κι ' έπειτα

χαιρέτησε μέ τό κεφάλι χωρίς άλλη λέξη. «Γιά βουλευτής θά πηγαίνει κι ' αύτός—συλλογίστηκε άμα

έφυγε δ καθηγητής. Μά δέν πιστεύω νά πετύχει. Είναι πάρα πολύ ειλικρινής!»

Ωστόσο ή συμφωνία κρατήθηκε : Ιξέφρασαν τή λύπη τους στά παιδιά, πρώτα ό Δαγάτορας κι' έπειτα δ γυμνασιάρχης. Γιά τό «Νέον Φώς» δέν ξανάκαναν λόγο, ούτε δ ένας ούτε ό άλλος. Καί τό σκάνδαλο πού είχε αναστατώσει τό γυμνάσιο, κατευνά-στησε γιά λίγον καιρό.

Ά λ λ ά γιά νά ξεσπάσει κατόπι χειρότερα. Είχε διαδοθεί, φαίνεται, πώς ό δείνα καθηγητής, στό τάδε

γυμνάσιο, έκανε αύτά κι ' αύτά" καί βρέθηκαν μερικοί άνθρωποι μέ συμφέρο νά κάμουν θόρυβο. Λύτοί ήταν ένα - δυό μαθηματικοί χωρίς θέση, πού σκέφτηκαν νά ωφεληθούν άπό τήν ευκαιρία γιά νά πάρουν τή θέση τοΰ Δαγάτορα" καί δυό - τρεις δημοσιογράφοι, άντιπολιτευομενοι, πού άρπαξαν τό σκάνδαλο γιά νά χτυπήσουν τήν κυβέρνηση.

"Ετσι άρχισαν νά γράφουν οί έφημερίδες: «Τί κατάστασις είν' αύτή ; Ή κυβέρνησις άνέχεται υπαλ-

λήλους σοσιαλιστάς, μηδενιστάς, άναρχικούς καί ήμιπαράφρονας ; 'Γ' είναι αύτά πάλι πού άκούομεν διά τόν κ. II. Δαγάτοραν, καθη-γητήν τών μαθηματικών ; Είναι άληθές δτι διατελεί καί αρχι-συντάκτης τής σοσιαλιστικής έφημερίδος «Νέον Φώς», τής διά ρωσικών ίσως ρουβλίων διατηρουμένης ; δτι διαπληκτίζεται κα-

2'.1! Γ. ΞΕΝΟΙΙΟΓΑΟΓ ΑΙΙΑΝΤΑ

θημερινώς μέ τόν κ. γυμνασιάρχην ένώπιον τών μαθητών καί δτι δέν διδάσκει, τήν οίρα τοΰ μαθήματος, παρά μηδενισμόν καί άΟεΐαν ;! Μάλιστα καί άΟεΐαν ! Διότι τί άλλο είναι, δταν κατα-τάσση μεταξύ τών κοινωνικών φιλοσόφων καί τόν ΊησοΟν Χρι-στόν ;! Τά γνωρίζει αύτά ό κ. ύπουργός ; Έλαβε τά μέτρα του ; <->ά τά λάβη ; Πότε (Γ άκούσωμεν έπιτέλους δτι έπέπεσε βαρύς δ πέλεκυς τής τιμωρίας κατά τού αυθάδους αύτοϋ καθηγητοΰ, τόσον έπιλήσμονος τών καθηκόντων του;. . . 'Γψώνομεν φωνήν! Πρός Οεοϋ, πού ζώμεν ;!»

Κι' αύτά καθεμέρα. Πότε στή μιά έφημερίδα, πότε στήν άλλη, καί πότε σέ δυό - τρεις μαζί. "Εβλεπες διατριβές μέ άρχικά στοιχεία, άρθράκια, πλαγιότιτλα, σατιρικά επιγράμματα καί μό - ντέ - λά · φέν, δλα γιά τόν Δαγάτορα. Αύτός άπαντοΟσε μέ τό «Νέον Φώς», βρίζοντας τούς «άναξίους δημοσιογράφους» καί στη-λιτεύοντας τούς «νεήλυδας» πού ήθελαν νά τοΰ πάρουν τή θέση. Εκείνοι άνταπαντούσαν, άναδημοσίευαν κομμάτια άπό τήν έφημε-

ρίδα του—καί «Διάφορα» τοΰ ΙΙλατή άκόμα, τάχα πώς τά έγραψε 6 Δαγάτορας - έπαιρναν συνεντεύξεις άπό δασκάλους καί μαθητές, έκαναν τελοσπάντων δσα θόρυβο μπορούσαν.

Εννοείται, πώς ΰστερ' άπό λίγον καιρό, ό καθηγητής είχε γίνει τό ζήτημα, δηλαδή τό σκάνδαλο τής ημέρας.

Ό ύπουργός δμως δέν έδινε πεντάρα γιά τά θόρυβο. «"Ας γράφουν δ,τι θέλουν οί αντιπολιτευόμενοι καί οί θεσι-

θήρα:», έλεγε στό συμβούλιο καί στούς φίλους του. «"Οσο έχω πληροφορίες δτι ό Δαγάτορας κάνει το χρέος του, δεν τόν παύω». Αλήθεια. Ό Δαγάτορας, έπειδή τού είχε δώσει τό λόγο του,

έκανε τά μαθήματα του ταχτικά καί γιά σοσιαλισμό δέν έλεγε στά παιδιά ούτε λέξη. Κι' δταν τόν ρωτοΟσαν άκόμα, τούς άπαν-τοΟσε μέ ένα νεϋμα πού έσήμαινε : «Παρακαλώ σιωπή, δέν έπι-τρέπεται» .

Τό περίεργο είναι πού ό ίδιος γυμνασιάρχης, Οστερ' άπό τή μεταστροφή τοΰ Δαγάτορα, ξαναβρήκε γ ι ' αύτόν δλη του τή συμ-πάθεια. Είχαν γίνει πάλι φίλοι. Γι ' αύτό δ κ. ύπουργός είχε τόσο καλές πληροφορίες καί γ ι ' αύτό ό άντάρτης μας δέν φοβό-ταν νά παυθεί ούτε άπό τό γυμνάσιο, ούτε άπό τό παρθεναγωγείο.

«Καί τί μέ μέλει μένα; άπαντοΟσε ή κ. διευθύντρια δταν τής έλεγαν γιά τό σκάνδαλο. Ό κ. Δαγάτορας είναι λαμπρός καθηγητής* κι ' δσο τόν διατηρεί ή κυβέρνηση στή θέση του, δέν βλέπω γιά ποιό λόγο πρέπει νά τόν πάψω έγώ».

Άλλά έκεϊνες τις ήμερες άνοιξε ή Βουλή κι ' ένας βουλευ-τής αντιπολιτευόμενος, πατριώτης ενός άπό τούς μαθηματικούς πού ήθελαν τή θέση τοΰ Δαγάτορα, έκαμε έπερώτηση. Ό κ. ύπουργός υπερασπίστηκε τόν καθηγητή του. Ό θόρυβος δμως

ΙΙΛΟΪΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ

στις έφημερίδες άναζωογονήθηκε. "Ε, αύτό δέν ήταν πολύ ευχά-ριστο ! Κι' ό κ. ύπουργός άρχισε νά πιέζεται άπό τούς συναδέλ-φους του : "Επρεπε νά λείψει ή πέτρα τοΰ σκανδάλου, έπρεπε νά ικανοποιηθεί ή κοινή γνώμη, έπρεπε νά παυθεί ό «άθεος» καθηγητής.

— Μά δέν ε ίναι! δέν ε ίναι! διαμαρτυρόταν ό κ. ύπουργός. —Αδιάφορο ! φτάνει πού τόν πιστεύουν γιά τέτοιο. Τότε οί ένδιαφερόμενοι άρχισαν νά διαδίδουν πώς θά παυθεί.

Μιά έφημερίδα μάλιστα έγραψε πώς τό διάταγμα τής άπόλυσής του είχε σταλεί κιόλα στό Παλάτι. Στό μεταξύ, οί έπίδοξοι διά-δοχοι δέν έπαυαν νά στέλνουν τούς βουλευτές τους στόν υπουργό.

— Μά τί κάθεσαι; είπε ό γυμνασιάρχης στόν Δαγάτορα, δταν μαθεύτηκαν αύτές οί ένέργειες. Δέν πας κχί σύ στόν βου-λευτή σου ;

— Δέν έχω βουλευτή... — Πώς δέν έχεις ; Ή πατρίδα σου δέν βγάζει βουλευτά-

δες; . . . Πατριώτες σου είναι, κάποιον ()ά ξέρεις... φτάνει νά είναι μέ τήν κυβέρνηση...

— Δυστυχώς, αύτόν τόν καιρό, κι ' οί πέντε είναι άντιπο-λιτευόμενοι.

— Τί άτυχία!. . . — Δέν είναι ή πρώτη πού άπαντώ στή ζωή μου ! ψιθύρισε

μελαγχολικά ό Δαγάτορας. Κι ' αποφάσισε, άφοΰ δέν είχε βουλευτή, νά ξαναπάει στόν

κ. υπουργό, άν δχι γιά νά τόν παρακαλέσει, τουλάχιστο γιά νά μάθει άν θά τόν έπαυε...

Ή άλήθεια είναι πώς μόνος του, άφ' έαυτοΰ του, ούτε αύτό δέν θά τδκανε ποτέ. θάφηνε τά πράγματα νά τραβήξουν. Μά έκτός άπό τόν γυμνασιάρχη, τόν έσπρωχναν κι ' οί δικοί του. Τί θά γινόταν άν τόν έπαυαν; Ά π ό τό «Νέον Φώς» μόνο ψωμί δέν έβγαινε...

Ό πατέρας του έλεγε : « Ά ν δέν ήμουν πιασμένος, θά πή-γαινα έγώ». Ό μπάρμπα - Διονυσάκης τόν συμβούλευε : «Πήγαινε, παιδί μου· δέν άξίζει νάναι κανείς τόσο περήφανος». Κι ' ή μη-τέρα του τόν παρακαλοΟσε : «Πήγαινε, νά σέ χαρώ...» Τό φάσμα τής πείνας τούς είχε άλαλιάσει τούς κακόμοιρους τούς γέρους. Νά πάρει ή δργή καί τό σοσιαλισμό καί πού τόν βρήκε ! Στό κεφάλι τους θά ξεσποΟσε ; Αύτοί θά πέθαιναν τώρα γιά νά σωθεί δ κό-σμος ; Ποΰ νά φανταζόταν ή κυρία Βιργινία, δταν δ γιός της τής μιλοΰσε, κι ' αύτή άκουγε μέ τόσο ένθουσιασμό, γιά τις καινούργιες θεωρίες!... Σωτηρία, λέει. Αύτή είναι ή σωτηρία; δ θάνατος;...

Τούς λυπήθηκε ό ΙΊώπος καί πήγε. Αύτή τή φορά, άναγκά-στηκε νά περιμένει πολύ ώς νά τόν δεχτεί δ κ. ύπουργός. Τόν

2 9 4 Γ. ΞΕΝΟΠΟΪΛΟΓ ΑΠΑΝΤΑ

δέχτηκε δμως καί, νά ποϋμε τήν αλήθεια, δχι πολύ άσχημα. — Έ χ ω πολλές ενοχλήσεις έξ αιτίας σας, κύριε Δαγάτορα,

τοΟ είπε μέ τό γέλιο του πάντα, μά δέν ()ά σάς παραπονεθώ. Σεις τήν ύπόσχεσή σας τήν κρατήσατε. Φταίω έγώ πού δέν σάς έζήτησα τότε νά παραιτγ;Οεϊτε κι ' άπό τήν έφημερίδα.

"12! έκαμε τρομαγμένος ό Δαγάτορας· μ ' αύτό θάταν άούνατο !...

— Τό ξέρω, τό ξέρω... τό κατάλαβα έκείνη τήν ήμέρα πού μιλήσαμε. Έσε ΐ ς πάτε γ ι ' άλλα, άνώτερα...

Εννοούσε τό βουλευτηλίκι. Ό ΙΙώπος δμως ένόμισε πώς έν-νοοϋσε τή σωτηρία τής Ανθρωπότητας καί δέν διαμαρτυρήθηκε καθόλου. Κι' ό κ. ύπουργός έξακολούθησε :

— Ναί, μά έλάτε καί στή θέση τή δική μου... Κατάντησε νά μαλώσω καί μέ τούς συναδέλφους μου.

— Λυποϋμαι πολύ, κύριε ύπουργέ... Καί τί μέ ώφελεί ή λύπη σας ; Μπορείτε νά μού κατα-

σιγάσετε τό θόρυβο, τό σκάνδαλο; — Δυστυχώς δέν έξαρτάται άπό μένα. "Οταν έπωφελοΟνται

άνθριοποι άχαρακτήριστοι, γιά νά μού πάρουν τή θέση ή νά ρί-ξουν τήν κυβέρνηση, έγώ τί άλλο είχα νά κάμιο παρά νά τούς ξεμασκαρέψω ; Κι' δταν μέ συκοφαντοϋν ώς άθεο, ώς άπατρι, κ ι ' έγώ δέν ξέρω τί άλλο, δέν έπρεπε νά ύπερασπιστώ τόν έαυτό μου ; Καί τδκανα μέ τήν έφημερίδα μου.

— Καλύτερα νά μήν τό κάνατε... καλύτερα νά μήν τούς δί-νατε καμμιά απάντηση. "Ισως θά βαριόνταν κι ' αυτοί καί θά σώπαιναν.

— Δέν τό πιστεύω!... Λύτοί, κύριε ύπουργέ, δέν θά ήσυχά-σουν άν δέν πετύχουν τό σκοπό τους. Εννοώ τούς Οεσιθήρες.

—"Λ ένια σου καί πάτησαν στήν άγκινάρα. Καί σας άν άναγκαζόμουν ποτέ νά πάψω, κάθε άλλον θά διόριζα, σάς δίνω τό λόγο μου, παρά Εναν άπ ' αύτούς.

— Μέ τό δίκιο σας. Εμένα δμως... τί θά μέ κάμετε ; Αυτοί διαδίδουν πώς τό διάταγμα είναι έτοιμο...

— Μήν άκούτε ! Τ ό δ ιάταγμα τ ή ς άπολύσεώς σας ε ίναι δνειρο τών ένδιαφερομένων. Δέν θά τό ίδοΟν ποτέ καί στόν ξύπνο. Γ ι α τ ί δέν θέλω έγώ.

— Σάς εύχαριστώ πολύ, κύριε ύπουργέ, πάρα πολύ... Δέν θά ξεχάσω ποτέ τήν πατρική σας προστασία...

— Έ , ποιός ξέρει πώς έρχονται καμμιά φορά τά πράγματα ! Μπορεί μιά μέρα νά μού τό ξεπληρώσετε.

Ό ύπουργός είχε πάλι τήν ίδέα του, τήν έμμονή του ίδέα. Ό Δαγάτορας δμως δέν κατάλαβε πάλι τίποτα καί ψιθύρισε έκ-πληκτος :

Γ ΗΑΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 2 9 5

— Έ γ ώ !... πώς ;... — Ναί, ναί, έσεϊς, έξηγήθηκε λίγο ό κ. ύπουργός. Ή δη-

μοσιογραφία κάποτε δέν όδηγεΐ πουθενά* κάποτε δμως όδηγεί σέ δλα. Σεις είστε νέος. Κι' έχετε στά χέρια μιά έπιστήμη καί μιά πένα. Πώς;

Ό Δαγάτορας άποκρίθηκε μ' ένα μορφασμό άπορίας καί με-τριοφροσύνης. 'Από μέσα του δμως αίστάνθηκε μιά μεγάλη χαρά γιά τήν προφητεία. Αλήθεια, ποτέ του δέν είχε σκεφθεί πού μποροΟσε νά τόν όδηγήσει ή δημοσιογραφία. Μήν είχε δίκιο ό κ. ύπουργός; Μή θάρχόταν μιά μέρα σέ θέση νά προστατεύει κι ' αύ-τός, νά συμβουλεύει, νάνταμείβει ; Καί νά τιμωρεί ;

"£2, θά τό μάθαινε πολύ γρήγορα π ο Ο ό δ η γ ε ΐ καμμιά φορά ή δημοσιογραφία—καί μάλιστα έκείνη πού κάνει κανείς, δχι γιά νά ώφελήσει τόν έαυτό του, παρά κατά τήν ίδέα του τούς άλλους...

Πήρε άκόμα μιά φορά τό λόγο τοΰ κ. ύπουργοΟ πώς δέν έτρεχε κανένα κίνδυνο, τόν εύχαρίστησε άκόμα μιά φορά μέ τήν καρδιά του κι ' έφυγε τόσο εύχαριστημένος, τόσο περήφανος, ώστε πήγε ίσια στό γραφείο τοΟ «Νέου Φωτός» κι ' έγραψε τό δριμύ-τερο άρθρο έναντίον τών έχθρων του.

ΙΙοιόν είχε άνάγκη τώρα πού τοΟ έδωσε τό λόγο του ό ύπουργός;

— Έ ν ί κ η σ α ! έλεγε στό Χαρίση καί στούς συντρόφους του. Έφτυσα αίμα, άλλά ένίκησα! Τώρα δέν μέ κουνά κανένας. Καί νά πέσει ή κυβέρνηση, πάλι δέ φοβάμαι, γιατί οί άνταγωνιστές μου είναι σήμερα κυβερνητικοί καί γιατί θάρθουν στά πράγματα οί βουλευτές τής πατρίδας μου.

"Ετσι ό Δαγάτορας βασιζόταν, τρεφόταν μ' έλπίδες. Κι ' άξαφνα, έκεϊ πού κάθε άλλο περίμενε, είδε μιά μέρα στήν έφη-μερίδα... τήν παύση του!

Ένόμισε πώς ήταν λάθος, ψέμα, κι ' έτρεξε νά μάθει. Μά έμαθε πώς ήταν ή μαύρη άλήθεια : Ό κ. ύπουργός είχε πιεστεί τόσο πολύ άπό πολιτευομένους, ώστε άναγκάστηκε νά βάλει κατά μέρος καί λόγους τιμής, καί συμπάθειες, κι' έκτίμησες, κι ' δλα.

Κι ' δχι μόνο έπαψε τό φτωχό Δαγάτορα, παρά καί διόρισε στή θέση του έναν άπό τούς δυό έκείνους μαθηματικούς πού δέν ήθελε ούτε νά τούς άκούσει!

Τοΰ ΙΙώπου τού ήρθε σάν κεραυνός. Πήγε νά σκάσει ό άνθρωπος, νά τρελαθεί. "Οχι τόσο γιά τήν παύση του —στό διά-βολο έπιτέλους!—δσο γιά τόν τρόπο πού τοΰ έγινε. 'ΑκοΟς έκεϊ νά τόν γελάσει κοτζάμ - ύπουργός ! Μά ήταν φρίκη νά συλλογί-

2 9 0 Γ. 3 .ΈΝ0Π0ΓΛ0Γ ΑΠΑΝΤΑ

ζεται κανείς τέτοια ατιμία ! Τό εν α δυστύχημα έφερε κι ' άλλο, κι ' άλλα : ΤοΟ γέρου

Δαγάτορα, άπό τή στενοχώρια, φαίνεται, άπό τή σύγχιση, τοΰ ήρθε προσβολή άποπληξίας. Γιατροί, γιατρικά, άγωνία, φασαρία, τρεχάματα, δλα γιά τόν ΙΙώπο. Κι ' ό γέρος του έγινε τότε καλά. Σέ λίγο δμως τοΰ ήρθε δεύτερη προσβολή κι ' αύτή τή φορά έμεινε νεκρός. Ά λ λ α πάλι! Τόν τελευταίο του μισθό ό ΙΙώπος τόν ξόδεψε δλον γιά τή φτωχή κηδεία. Κι' είχε τό σπαραγμό νά θάβει τόν άγαπημένο του πατέρα καί νά συλλογίζεται πώς δέν είχε πιά έξα-σφαλισμένο τής γριάς μητέρας του καί τοΟ παράλυτου μπάρμπα του το ψωμί...

Γιατί δταν παύτηκε άπό τό γυμνάσιο, τόν κράτησαν άπό φιλανθρωπία στό παρθεναγωγείο ώς τό τέλος τοΰ χρόνου—δυό -τρεις μήνες έλειπαν —κι' έπειτα τόν πέταξαν κι ' άπό κει. Δέν τοΰ έμενε παρά ή παλιά του τέχνη, τά μαθήματα, οί προγυ-μνάσεις των άμελών μετεξεταστέων κι ' εκείνων πού θάδιναν έξε-τάσεις γιά νά μποΰν σιίς στρατιωτικές σχολές. Μά δέν έβρισκε πιά μαθητές μέ τήν πρώτη εύκολία. Τόν είχαν ξεχάσει τόσα χρόνια πού άφησε τά ιδιαίτερα, είχαν βγει κι ' άλλοι προγυμνα-αιές. Έ π ε ι τ α ήταν καί τό στίγμα τοΰ σοσιαλιστή, τοΰ άθεου, τού συντάχτη τοΰ «Νέου Φωτός». Ποιός άποφάσιζε νά τόν πάρει στό παιδί του ; Μπορόΰσε νάχει έμπιστοσύνη πώς θά τοΰ μάθαινε μόνο μαθηματικά ;

Έτσ ι οί μαθητές του μετριόνταν στά δάχτυλα. Καί δέν είχε για νά ψευτοζεί μέ τούς γέρους του, παρά τήν έλεημοσύνη τοϋ έκδοτη του. Γιατί, αλήθεια, σάν έλεημοσύνη τοΰ έδιναν δσα ήθελαν, δσα τούς βαστοΰσε ή ψυχή, άπό τά κέρδη των βιβλίων του. Τό μόνο καλό ήταν πού τό «Νέον Φώς» έβγαζε τώρα τά έξοδά του. Ί" ώφέλησε ό θόρυβος καί τό σκάνδαλο. Τά παιδιά τοΰ γυ-μνασίου, δσα είχαν άρχίσει νά τό παίρνουν μέ τις συστάσεις τοΰ μαθηματικοί», έξακολουθοΟσαν νά είναι ταχτικοί άγοραστές. Καί σ" αυτούς προστέθηκαν πολλοί άλλοι, είτε "άπό κείνους πού τούς τραβοΰν πάντα οί νεωτερισμοί, είτε άπό κείνους πού έχουν τήν περιέργεια νά τά βλέπουν, ν ά τ ά π α ρ α κ ο λ ο υ θ ο ύ ν δλα. Κι ' ό Δαγάτορας δέν ήταν τουλάχιστο υποχρεωμένος νά πληρώ-νει, δ πω ς άλλοτε, έλλείμματα.

Ή άλήθεια είναι πώς καί τώρ' άκόμα πού οί πόροι του ήταν τόσο περιορισμένοι, θά προτιμούσε νά μή φάει ψωμί, παρά νά μή βγει ένα Σάββατο τό «Νέον Φώς». Είχε γίνει ή μανία του, ή ψύχωση του κι ' ή ζωή του αύτή ή έφημεριδούλα. Μά πάλι ή άλήθεια είναι, πώς κι ' ό Χαρίσης θά προτιμούσε νά τήν διακόψει παρά νά έπιβαρύνεται ό Δαγάτορας καί τώρα πού ήταν παυσανίας. Μά δχι, τέτοιος φόβος, γιά τήν ώρα, δέν ήταν. Τό «Νέον Φώς»

ΙΙΛΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 1?97

είχε «πάρει φωτιά», δπως έλεγε παίζοντας δ Καλούτης. Καί μάλιστα ό Ζάχος, ό διαχειριστής, είχε τήν έλπίδα πώς σέ λίγο θάφηνε καί κέρδη. Πράγμα πού μέ μεγάλη άνυπομονησία τό περί-μενε προπάντων ό Κώστας ό Κουρουνάς, ό θυρωρός, ό πιό φου-καράς άπ ' δλους. Συχνά έλεγε :

— Μά γίνεται νά σπάει κανείς στή δουλειά, χωρίς νά παίρνει ένα δίδραχμο κάπου - κάπου ;

Κι' αύτό τό «σπάσιμο στή δουλειά», ήταν πού κολλοΰσε κά-που - κάπου γραμματόσημο σέ είκοσι φύλλα τών έπαρχιών!

Αύτό τόν καιρό, οί μαθητές τοΰ Δαγάτορα ήταν μόνο τρεις. Ά π ό σαράντα δραχμές ό ένας, τοΰ έδιναν έκατόν είκοσι τό μήνα. Άλλες έκατό, τό πολύ, κατόρθωνε νά ξεκολλά άπό τούς έκδότες του. Καί μ' αύτές τις διακόσιες είκοσι έπρεπε νά διατηρεί σπίτι. ΙΙοΟ νά τοΟ φτάσουν ! Άρχισε νά καθυστερεί νοίκια καί νά χρω-στά δεξιά κι ' άριστερά. Έρχονταν μέρες πού δέν είχε νά ψωνίσει γιά νά φάνε, ή πού άμα ψώνιζε, δέν τοΟ έμεναν λίγες δεκάρες γιά τσιγάρα ή γιά καφέ. Καί τώρα έπινε πολλούς καφέδες τήν ήμέρα καί πολλές ώρες τις περνοΰσε μέ τήν παρέα του στό καφενείο. Τί νάκανε ; Μαθήματα δέν είχε. Ί Ι έπιστήμη του δέν τόν τραβοΟσε πιά. Καί τή «σοσιαλιστική φιλολογία», σ' ένα χρόνο πού έπεσε μέ τά μοΰτρα, τήν είχε ξεσκολίσει. Έ π ε ι τ α , ή φτώχεια, ή καθημερινή στενοχώρια, τόν έκανε νά τά βαριέται δλα... Μιά μόνη εύχαρίστηση, μιά χαρά είχε τώρα στή ζωή του : "Οταν έγραφε γιά τήν έφημερίδα του. Μ' αύτή δέν κρατοΰσε παρά λίγες ώρες τήν έβδομάδα. "Αν τό «Νέον Φώς» μποροΟσε νά βγαίνει συχνότερα! "Αξαφνα δυό - τρεις φορές τήν έβδομάδα—ά, τί εύτυχία! "Η καθεμέρα—ά, τί δνειρο!...

Είχε δμως καί κάποιες άλλες χαρές ό σοσιαλιστής μας: "Οταν τοΟ δινόταν ή εύκαιρία νά έπιδείξει τό σοσιαλισμό του άφοβα, χωρίς ντροπή, παρ' άπεναντίας μέ περηφάνεια, μέ καμάρι καί μέ πείσμα. Άξαφνα, μιά μέρα ένας πλούσιος πατέρας τόν βρήκε καί τοΰ είπε πώς έπιθυμοΟσε πολύ νά τοΰ έμπιστευθεί τό παιδί του, μά .έδίσταζε, γιατί είχε άκούσει γ ι ' αύτόν κάποια πράγματα...

— Σάν τί ; τόν ρώτησε δ Δαγάτορας. — Μά νά, άποκρίθηκε ό πατέρας. Λένε πώς είσαστε σοσια-

λιστής καί άθεος. Σάς παρακαλώ... είναι άλήθεια αύτό ; Ό Δαγάτορας τινάχτηκε φωνάζοντας : — Μά δέν μοΰ λέτε άπό ποΰ σάς φέρανε σάς ; Άθεος δχι,

αύτό είναι συκοφαντία. Δέν ξέρετε δμως πώς έγώ έκδίδω τή σο-σιαλιστική έφημερίδα «Νέον Φώς» καί πώς γ ι ' αύτό μ' έπάψανε άπό τό γυμνάσιο;

— Ναί, έκαμε δειλά δ πατέρας. Μά είναι καλό πράγμα δ

2 9 8 Γ. ΞΕΝΟΠΟΓΛΟΓ ΑΙΙΑΝΤΑ

σοσιαλισμός ; — Ά , όρισμένως έπέσατε άπό τό φεγγάρι! άποκρίθηκε ό

Δαγάτορας. Μά δέν ξέρετε πώς στόν τόπο μας μόνο τό καλό κα-ταδιώκεται ; Ά ν ήταν κακό ό σοσιαλισμός, Οά μ' έπαυαν ; Λοι-πόν μάΟετέ το, είμαι σοσιαλιστής κι ' είναι τό μόνο μου καύχημα ! Μακάρι νάταν καί τό δικό σας !

Κι ' ό πατέρας έφυγε, χωρίς βέβαια νά πεισθεί καί νά τοΰ έμπιστευθεί τά γιό του.

Ά ν ό Δαγάτορας δέν άπαντοΰσε έτσι, θάχε άκόμη άρκετούς μαθητές. Μά δέν καταδεχόταν, δέν τό έβρισκε τίμιο, γενναίο, νά κρύβεται καί νά λέει ψέματα. "Επειτα, τό είπαμε, ήταν κι ' ή εύχαρίστηση πού δοκίμαζε δταν κάπου - κάπου κεραυνοβολοΰσε έτσι κανένα νοικοκύρη.

Ωστόσο ή φτώχεια του όλοένα μεγάλωνε. Κι' έν' άπό τά χίλια μαρτύριά του ήταν δταν έπρεπε νά πάει σέ κάποιον έκδό-τη^του νά τοΰ γυρέψει παράδες. Τόν πείραζε τόσο πολύ, ώστε μια φορά πού έφτασε άργά καί βρήκε τό βιβλιοπωλείο κλειστό, χάρηκε άν καΐ^πνιγμένος. Τις περισσότερες δμως φορές τό έβρι-σκε άνοιχτό κι ' άναγκαζόταν νά μπαίνει.

— Καλημέρα σας, κύριε Προκόπη ! Ό έκδοτης—ένας γέρος μέ γενάκια, τύπος Εβραίου.. . Χρι-

στιανού,^ έκανε πώς δέν τόν βλέπει καί πώς δέν τόν άκούει, σκυμ-μένο: τάχα στά τεφτέρια του ή σκοτισμένος άπό τή συνεργασία μέ τόν γραμματικό του. Καί περίμενε ό δυστυχισμένος Δαγάτο-ρας, περίμενε ώρα όλόκληρη πολλές φορές, ώς νά κάμει δλους του τούς λογαριασμούς ό κ. ΙΙροκόπης ή νά δώσει δλες του τις παραγγελίες, γιά νά ευδοκήσει έπιτέλους νά προσέξει στόν κ. συγγραφέα καί νά τοΰ πεί ύπεροπτικότατα :

— Μπά ! έδω είστε; . . . δέν σάς είδα!. . . Μέ συγχοιρείτε... —'Εδώ είμαι, άπαντοΰσε ό Δαγάτορας, καί ξέρετε γιατί.. . Τότε άρχιζαν τά κλαψίματα καί—δ,τι σιχαίνουνταν περισ-

σότερο ό Δαγάτορας—τά παζάρια : Είχε σήμερα πολλές πληρω-μές... ξετινάχτηκε... δέν εισέπραξε τίποτα... ή έποχή άγονη... τά τρώνε οί άνταποκριτές... νά τούδινε μόνο ένα είκοσιπεντάρι-κο... ας είναι τριάντα δραχμές... έλα, τριανταπέντε... νά, σαράν-τα, μά ούτε λεφτά παραπάνιο !

— Φέρτε τις νά τελειώνουμε, έλεγε βαριεστισμένος ό Δα-γάτορας.

Κι ' έτοίμαζε κεί σ' ένα τραπέζι τήν άπόδειξη γιά σαράντα δραχμές, ένώ είχε ζητήσει έκατό...

Μά τά βάσανά του δέν τελείωναν. Ό έκδότης, πριν νά πά·

ΙΙΑΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 2 9 9

ρει τήν άπόδειξη καί νάνοίξει τήν κάσα του, έννοοΰσε νά κάμει πρώτα δλες του τΙς δουλειές, νά περιποιηθεί δλους του τούς πελά-τες, νά δώσει άκόμη καί στούς ζητιάνους πού έμπαιναν στό μα-γαζί—γιατί μ' δλη του τή φιλαργυρία, ήταν πολύ φιλάνθρω-πος . . .—Κι '6 φτωχός ό Δαγάτορας υποχρεωνόταν πάλι νά περιμέ-νει... Ούφ, τί μαρτύριο! Τέλος πάντων έπαιρνε τά λεφτά—τά πιό παλιά, τά πιό λερωμένα χαρτονομίσματα πού ήταν στήν κά-σα τοΰ Εβραίου—κι ' έφευγε μέ τήν υπόσχεση στόν έαυτό του νά τόν βρίσει τήν άλλη φορά, άν τοΰ ξανάκανε τά ίδια.

Μά δέν τόν έβριζε ποτέ. Ούτε αύτόν, ούτε τόν άλλον του έκ-δοτη πού τόν βασάνιζε χειρότερα. Γιατί άν ό Δαγάτορας είχε άποχτήσει τώρα τή συνήθεια νά θυμώνει καί νά τά λέει όρθά-κο-φτά, έξαιροΰσε δμως τούς δυό του έκδοτες καί τούς φέρνουνταν ταπεινά κι ' ύπομονητικά. Ά π ό τή στιγμή πού δέν μπόρεσε νά τυπώσει μόνος του τά βιβλία του, τό είχε πάρει άπόφαση πώς ήταν σκλάβος τους. Κι ' ήθελε νά τάχει καλά μαζί τους, γιά νά τοΰ δίνουν τουλάχιστο δσο περισσότερα μπορούσαν. "Επειτα αύτά τά βιβλία ήταν τώρα πιά κι ' δ μόνος του βέβαιος πόρος. "Αν τόν έχανε κι ' αύτόν, τί θά γινόταν ; "Επρεπε λοιπόν νά τούς πηγαί-νει μέ τό καλό. Γιατί άν έκανε πώς θυμώνει, Οά ψοφοΰσε τής πείνας, πριν νά πάρει τά δικαιώματά του μέ τά δικαστήρια.

Μιά μέρα ώστόσο βρέθηκε σέ πολύ μεγάλη άνάγκη κι ' άμη-χανία : Απένταρος, μέ τή μητέρα του άρρωστη, μέ τό κελλάρι άδειανό—ούτε κάρβουνα δέν είχαν στά σπίτι γιά λίγη φωτιά— περίμενε δλο τό πρωί ένα μαθητή του, πού Οά τούφερνε τό μη-νιάτικο. Μά τό παιδί, ποιός ξέρει τί τούτυχε, δέν έφάνηκε κα-θόλου. "Ω δυστυχία ! Ά μ ή τώρα, άπό ποιόν νά γυρέψει ; Προχτές άκόμη ό ένας του έκδότης τοΰ είχε δώσει ένα είκοσιπεντάρικο, μέ χίλια στανιά. Ά ν ξαναπήγαινε σήμερα, θά τόν έδιωχνε σίγου-ρα. Δέν τοΰ έμενε παρά ό άλλος, έκείνος πού τόν έβασάνιζε χει-ρότερα, έκείνος πού γιά νά τοΰ ξεκολλήσει λίγα λεπτά, έπρεπε νά πάει δέκα φορές...

«Δέν θά μοΰ δώσει, συλλογίστηκε, καί τί θά γίνω!. . . Ά ς μήν τοΰ γυρέψω παρά δέκα δραχμές. " Ισα- ίσα γιά νά περά-σουμε δυό μέρες καί μεθαύριο ό μαθητής μου θά μοΰ φέρει τις σαράντα, δέ γίνεται!»

Ά λ λ ά δ βιβλιοπώλης έλειπε. — Τί ώρα Οά γυρίσει; — Μά... κατά τις δώδεκα.., — θ ά τόν περιμένω. Στάθηκε λίγο χωρίς νά κάνει τίποτα, έπειτα άρχισε νά τρι-

γυρίζει, ξεφυλλίζοντας βιβλία καί περιοδικά. Μιά στιγμή πλησίασε τό γραφείο τοΰ βιβλιοπώλη κι ' είδε

3 0 0 Γ. ΞΕΝΟΠΟΓΛΟΓ ΑΠΑΝΤΑ

κει πάνω μιαν έφημερίδα. Τήν πηρε— ήταν ή «Νέα Έφημερίς»_— κι' άρχιζε νά τή διαβάζει μγ;χανι;ιά.

Άξαφνα τό μάτι του έπεσε σέ μιάν είδηση τυπωμένη μέ πιό χοντρά στοιχεία. Κι" έδιάβασε :

«Έτελέσθησαν μεγαλοπρεπώς οί γάμοι τοΰ κ. Μένη Μανία, Γενικού Γραμματέως παρά τή Τραπέζη τής Ελληνικής Πίστεως, μετά τής δεσποινίδος Κλεμεντίνας Γουκάλη, άδελφής τοΟ παρά τή αύτή Τραπέζη τμηματάρχου κ. Αντωνίου Ρουκάλη. Τούς νυμφικούς στεφάνους άντήλλαξεν ό Γενικός Διευθυντής κ. II. Ζωγίδης...»

Ό Πώπος πικρογέλασε. Νά τώρα κι ' ή Κλεμεντίνα, ή γειτονοπούλα του, ή φιληνάδα

του, τδνειρο τής μισής του ζωής... παντρεμένη, εύτυχισμένη, τε-τράπλουτη, μέ τόν παιδικό του φίλο καί τό σημερινό του έχθρό... ΚΓ αύτός; Νά μήν έχει, τή στιγμή πού τό μάθαινε, ούιε γιά νάγοράσει δυό κάρβουνα καί νά ψήσει ένα ζεστό τής άρρωστης μητέρας του !...

Τήν ίδια στιγμή, άρριβάρησε ό βιβλιοπώλης βιαστικός, φου-ριόζος, θυμωμένος.

Τρέχει ίσια στό γραφείο του, αρπάζει βλαστημώντας κάτι χαρτιά—τά είχε, φαίνεται, ξεχάσει κι ' είχε κάνει άδικα τό δρό-μο—καί προστάζει άγρια :

— Κλείστε ! Ό Δαγάτορας συνέρχεται κι ' άρχίζε ι : — Κύριε Νικολαΐδη... Τόν βλέπει το')ρα ό βιβλιοπώλης κί^ί... γίνεται έξω φρενών.

Λύτός τοΟ έλε ιπε ! —"Λ ! ξεφωνίζει- κύριε Δαγάτορα, μόνο γιά λεφτά νά μή

μοΟ πεΤς σήμερα!... "Ο,τι άλλο θέλεις... νά ζεις! Κύριε Νικολαΐδη, δέκα δραχμές μόνο ! κατορθώνει νάρ-

θρώσει ό Δαγάτορας. — Τσεντέζιμο !... πεντάρα!.. . Αδύνατο!. . . — Δέκα δραχμές! — Μωρέ, λεφτό τσακισμένο ! άκούς ; Χλιομός άπό τό κακό του, διπλώνει τά χαρτιά, τά χώνει στήν

τσέπη του καί χύνεται στήν πόρτα: — Κλείστε! φευγάτε ! "Ετρεχε σά νά τόν κυνηγούσαν. Κι ' άλήθεια, ό Δαγάτορας, στήν άπελπισία του, τόν είχε

πάρει τό κατόπι: — Κύριε Νικολαΐδη !... έχω άνάγκη ! Ό βιβλιοπώλης δέν τοΰ άποκρινόταν πιά παρά υψώνοντας

Π Α 0 Γ 2 Ι 0 Ι ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 301

χέρια, ώμους καί μπαστούνι. Σά νά τούλεγε : Άφησέ με, δέν έχω, δέν μπορώ, τί νά σοΟ κάμω ; Ινι' δλο έτρεχε...

Έτρεξε ώς ένα διάστημα άπό πίσω του κι ' ό Δαγάτορας, ζητώντας, παρακαλώντας. "Αξαφνα, τά πόδια του κόπηκαν καί σταμάτησε.

Ό βιβλιοπώλης έξακολουθοϋσε νά τρέχει, νά φεύγει, παίρ-νοντας μαζί του καί τήν τελευταία έλπίδα τοϋ δυστυχισμένου έκείνου, πού απόμεινε κει στή μέση τοΰ δρόμου, άκίνητος, σαστι-σμένος, οικτρός...

ΙΪΟΟ νά πάει τώρα ; Τί νά κάμει ; Νά γυρίσει πάλι τάπό-γεμα; Μά δέν ήταν καθόλου βέβαιος πώς Οά τούκαναν καλύτερη ύποδοχή. Κι ' ή άρρωστη μητέρα του, πώς μπορούσε νά μείνει ώς τάπόγεμα, ώς τό βράδυ, χωρίς φάρμακο, χωρίς φωτιά, χωρίς φα ΐ ; . . .

Ό πνιγμένος άπό τά μαλλιά του πιάνεται. Κι' ό Δαγάτορας θυμήθηκε πώς τήν περασμένη έβδομάδα, ό Πελοπίδας Ζάχος, ό διαχειριστής τού «Νέου Φωτός», είχε μοιράσει στούς πιό φτω-χούς συνεργάτες μερικά δίδραχμα πού έμειναν, άφού βγήκαν τά έξοδα έκείνου τού φύλλου.

«—Μπορεί νάφησε τίποτα καί τοΰτο», συλλογίστηκε. Καί μέ τήν άμυδρή αύτή έλπίδα, ξεκίνησε γιά τό σπίτι τού

Χαρίση, γιά τό γραφείο τού «Νέου Φωτός». Δέν ήταν έκεϊ, έκείνη τήν ώρα, παρά μόνο ό Χαρίσης, ό

Άγγελακόπουλος κι ' ό Πλάτης. Ό διευθυντής υπαγόρευε στά φοιτητή κάποιο άρθρο.

Ό διανομέας έγραφε σ' ένα τεφτέρι τις διευθύνσεις μερικών καινούργιων συνδρομητών.

Ξέρουμε πώς ό Χαρίσης έδειχνε γιά τό τίποτα μιά έκπληξη μεγάλη. "Ετσι καί τώρα πού είδε μεσημεριάτικα τόν Δαγάτορα:

Μπά ; !... Πώς ήταν αύτό ; Μέ τήν έρώτηση, πού είχε άκριβώς τόν ίδιο τόνο, ό Δαγά-

τορας θυμήθηκε τήν ήμέρα έκείνη, πού είχε πάει γιά νά δώσει στό Χαρίση τή μεγάλη είδηση, δτι έπρόσφερε τρακόσιες δραχμές γιά νά έκδοθέϊ τό «Νέον Φώς»... Άλλά σήμερα πήγαινε γιά τό «έκ διαμέτρου έναντίον» : θά ζητούσε λεπτά.

Ά , πώς ντρεπόταν! Ά , πώς θά προτιμούσε δ,τι δ,τι, μά δχι νά βγάλει άπ ' τά στόμα του τέτοιο λόγο!... Ή άνάγκη δμως, ή μεγάλη άνάγκη, τόν έκαμε νά βρεϊ τό πιό μεγάλο θάρρος πού βρήκε στή ζωή του. Κι' άποκρίθηκε μπροστά σ' δλους, μ ' ένα μορφασμό σά χαμόγελο παρακλητικό, άπό τά τραγικότερα πράγ-ματα πού θά παρουσίασε ποτέ αύτός ό κόσμος :

— Καϊμένε Λέον... ή μητέρα μου είναι άρρωστη... Καί σή-μερα δέν έχω πεντάρα... Ό μαθητής μου δέν μού έφερε, ό έκ-

3 0 2 Γ. ΞΕΝΟΠΟΓΛΟΓ ΑΠΑΝΤΑ

δότης μου δέν μοΰ έδωσε... "Αν μοΰ κάνατε τή χάρη—καί τούς κοίταξε τώρα δλους ένα-ένα — νά μοΰ δανείζατε λίγα. . . μά πολύ λίγα.. . άπό τό ταμείο τοΰ «Νέου Φωτός»...

"Εγινε σιωπή. Οί τρεις έκεΐνοι κοιταζόνταν σαστισμένοι. Κι ' ό Δαγάτορας, πιό σαστισμένος, τούς κοίταζε κ ι ' αύτός. Κι ' άπο-ροΰσε, δέν ήξερε άν ήταν ξύπνος ή άν έβλεπε όνειρο.

Επιτέλους—ϋστερ' άπό δευτερόλεπτα ή άπό ώρες ;—6 Χα-ρίσης είπε στόν Πλατή:

— Γιάννη, δέν εισέπραξες σήμερα μιά συνδρομή ; — Ναί, ψιθύρισε ό διανομέας, βάζοντας άπό ένστικτο τό

χέρι στήν τσέπη τοΰ γιλέκου του. — Δώσε, σέ παρακαλώ, τό δεκάρικο στόν κύριο Δαγάτορα ! — Μά... δέν τδχω δλο... Ξόδεψα δυό δραχμές. — Καλά, δώσε τίς όκτώ. — Μά... θέλω κι ' έγώ άλλες τρεις... — Καλά, δώσε τίς πέντε.

'Πς πέντε, μάλιστα. — Κι' έβγαλε άπό τήν τσέπη ένα ζαρωμένο πεντόδραχμο

καί τό έδωσε τοΰ Δαγάτορα. "Απλωσε κι ' αύτός τό χέρι του καί τό πήρε. Ναί, τό πήρε. Φεύγοντας, ξαναθυμήθηκε τόν παλιό λόγο, τήν προφητεία

τοΰ Αντώνη τοΰ Ρουκάλη : « θ ά καταντήσεις κι ' έσύ ένας άπ ' αυτούς!»

Νά πού κατάντησε ! Κι' αύτή τή φορά, ή θύμηση τοΰ έφερε άνατριχίλα.

Δ

τ ο πρωτο ο υ μ α τησ ιδεασ

]ν \«λιστα, κύριε άνακριτά! 'Εγώ τό έγραψα κι ' έγώ έχω δλη τήν ευθύνη.

Επρόκειτο γιά κάποιο διαφοράκι τοΰ «Νέου Φωτός», σατι-ρικό, τσουχτερό, άπό κείνα πού έγραφε συνήθως ό ΙΙλατής. Αύτό δμως τόχε γράψει ό Δαγάτορας ό ίδιος μέ τό χέρι του. Τό είχε πει δ Ζώρας, τό είχε αλατίσει δ ΙΙλατής, είχαν γελάσει δλοι κ ι ' δ Χαρίσης είχε προτείνει, έτσι γιά νά δοκιμάσει τό θάρρος τους :

— Τό γράφουμε, παιδιά ; — Μά... γιά τό βασιλέα... δέν κάνει. — Δέ βαριέστε ! είπε τότε άσυλλόγιστα ό Δαγάτορας· γιά

τό Γεώργιο έχουν γράψει πολλά. — Μά δέν κάνει... πάει πολύ... θά βροΰμε τό μπελά μας... —"Ωχ άδερφέ, μ ' έσκοτίσατε ! Τό γράφω καί παίρνω τήν

εύθύνη. — Μά υπεύθυνος γιά δλα είναι ό Γιάννης. —"Ε ! ό Γιάννης θά πει πώς αύτό τδγραψα έγώ. Τελείωσε ! Καί πεισματωμένος, ό Δαγάτορας έκάθησε στή θέση τοΰ

ΙΙλατή, πού μόλις είχε σηκωθεί, κ ι ' έγραψε τό διαφοράκι. Δέν ήταν καί τίποτα φοβερό. Στά σατιρικά φύλλα τής

Αθήνας , έκείνο τόν καιρό, γράφονταν γιά τόν Γεώργιο Α' καί άσεβέστερα. Ή τ α ν κάποιοι «δημοκράτες» πού έκαναν κάπου -κάπου πνεΰμα κι ' είς βάρος τοΰ βασιλιά. Ό Ραμπαγάς, δ Χοϊ-δάς καί άλλοι. Άκόμα κι ' ό Σουρής. Κι ' αύτά τά μικρά «έγκλή-ματα καθοσιώσεως» πότε περνοΰσαν έτσι, σάν άθώα τάχα παι-χνιδάκια, πότε καταδιωκόνταν αύστηρά, κατά τήν περίσταση, κατά τόν άνεμο. "Οταν π .χ . δ κόσμος τά είχε μέ τήν βασιλεία καί φυ-σοΰσε άνεμος δημοκρατικός, τό Παλάτι, γιά νά μήν τόν δυνα-μώνει, έκανε τήν άνάγκη φιλοτιμία κ ι ' έκλεινε τά μάτια καί τ ' αύτιά. "Οταν πάλι ή πολιτική άτμόσφαιρα ήταν πιό φιλοβασι-λική, τό Παλάτι άφοβα έδινε διαταγή στόν εισαγγελέα νά κάμει τό χρέος του.

Γιά κακή τύχη τοΰ Δαγάτορα, έκείνο τόν καιρό, δ Δελη-γιάννης δέν ήταν άντιπολιτευόμενος γ ιά νά κεραυνοβολεί καί τό

Γ. ΞΕΝΟΠΟΓΛΟΓ ΑΙΙΑΝΤΑ

«Στέμμα». Ήταν στήν έξουσία. Δέν υπήρχε λοιπόν κανένας φό-βος για νά μήν κάμει τό χρέος του ό εισαγγελέας. "Αλλωστε το «Νέον Φως» τό είχαν στο στομάχι δλοι οι επίσημοι γιά τις σοσιαλιστικές του ιδέες κι' άφορμή ζητοϋσαν νά τοΟ κάμουν κά-ποιο κακό. Τήν άφορμή τους τί,ν έδωσε τό έπιλήψιμο διαφοράκι. Κα! μιά μέρα, κατά διαταγή τοΟ εισαγγελέα, πήγαν άστυνόμοι και χωροφύλακες στό γραφείο της έφημερίδας κι ' έπιασαν δλους δσους βρήκαν έκεϊ : τό Δαγάτορα, τόν Πλατή, τόν φοιτητή'Αγγε-λακόπουλο και τόν Πελοπίδα.

"Οση κι ' άν ήταν όμως ή επιθυμία τους, όέν μπορούσαν, φυσικά, νά τούς κόψουν όλους γιά ένα άστεΐο άπό πέντε αράδες. Έκράτησαν λοιπόν μόνο τόν Δαγάτορα, τόν συντάχτη τοΟ δια-φόρου, και τόν Γιάννη Πλατή, τόν ύπεύθυνο. Τους άλλους, μετά τήν πρώτη ανάκριση στήν αστυνομία, τούς άφησαν, μέ τή σύ-σταση μόνο «ν' άλλάξουν δρόμο», γιατί δέν έπαιζε ή έξουσία...

Άλλα ΰστερ' άπό τή δεύτερη ανάκριση, στήν εισαγγελία, δπου ήταν τότε και τό γραφείο τοϋ ανακριτή, άφοΰ 6 Δαγάτο-ρας όμολόγησε τόσο γενναία μπροστά τους πώς αύτός έγραψε τό διάφορο κι ' αύτός είχε δλη τήν ευθύνη, ό εισαγγελέας έκρινε πώς ένας κατηγορούμενος ήταν άρκετός γιά Ινα «άστεΐο άπό πέντε άράδες» κι ' δτι ενα θύμα έφτανε, πρός τό παρόν, γιά νά δώσει ίνα καλό πρώτο μάθημα στους σοσιαλιστές. Κι ' άφήνον-τας τόν ΙΙλατή—πού δέν τοΰ γέμιζε και τό μάτι γ ι ' άνθρωπος σοβαρός—έπρόσταξε νά προφυλακιστεί μόνο ό «Παναγιώτης Δα-γάτορας, πρώην καθηγητής των μαθηματικών—αυτός μάλιστα ! — πού τόν παρέπεμψε στό κακουργοδικειο, νά δικαστεί «επί έξυ-βρίσει της Α. Μ. τοΰ Ι5ασιλέ;ι>ς».

"Ετσι, ένα δειλινό χειμωνιάτικο — ενάμιση χρόνο ΰστερ' άπό τά συμβάντα πού διηγηθήκαμε στό προηγούμενο κεφά-λαιο—οΕ χωροφύλακες, άπό τήν εισαγγελία, τόν πήγαν ίσια στή φυλακή τοΰ ΙΙαλαιοΟ Στρατώνα, πεζό και χειροδεμένο.

Ό ΙΙωπος Δαγάτορας δέν είχε πιά στόν κόσμο κανένα, έξόν άπό τήν γριά του μητέρα. Πρό τριών μηνών δ μπάρμπα - Διονυ-σάκης είχε πεθάνει, και γιά νά τόν θάψει δίπλα στόν πατέρα του, ό δυστυχισμένος δημοσιογράφος άναγκάστηκε νά έκχωρήσει δλα τά δικαιώματα μιας "Αλγεβρας του—τελευταίο του καταφύγιο, γ ιατ ' είχε πάψει πιά νά γράφει καί σχολικά βιβλία—γιά πεντα-κόσιες μόνο δραχμές. 'Από τότε τόν έδερνε φτώχεια μεγάλη, φριχτή. Πότε είχε δυό - τρεις μαθητές, πότε δέν είχε κανένα. Πότε έπαιρνε άπό τό ταμείο τοΰ «Νέου Φωτός» ενα πεντόδραχμο, καί πότε δανειζόταν ενα δίδραχμο άπό κανένα σοσιαλιστή. Καί πότε έτρωγε, πότε πήγαινε στό καφενείο ή στό σπίτι τοΰ Χα-ρίση νηστικός, νά τόν τρατάρουν έναν καφέ μ' ενα κουλουράκι...

ΗΑΟΓ2ΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 3 0 5

Κι' έφοροΰσε κάτι παλιόρουχα τόσο λερωμένα καί ξεχαρβαλω-μένα, ώστε μιά φορά πού άπάντησε στό δρόμο τόν Αντώνη Ρου-κάλη—τόν τετράπλουτο τώρα γαμπρό τοϋ κύρ - Γιάννη τοΟ Βε-νετή, πού έχτιζε όλοένα καί τ ' όνειρευτό του παλάτι στήν 'Αθήνα—κρύφτηκε νά μή τόν ίδεϊ.

Καί τώρα πού τόν πήγαιναν οί χωροφύλακες μέ τις χειρο-πέδες—γιά νά μή τούς φύγει!—μέ τά μαϋρα του γένια τ ' άπε-ριποίητα, μέ τό βλοσυρό του Οφος καί μέ τά παλιόρουχα, δσοι τόν έβλεπαν, θά τόν έπαιρναν βέβαια γιά κανένα κακοΟργο, φο-νιά, ληστή, κλέφτη, έμπρηστή, πού βιαζόνταν νά τόν κλείσουν στή φυλακή, νά τοΟ βάλουν τά σίδερα, γιά νά προφυλάξουν τήν κοινωνία...

Ή μητέρα του τόν άκολουθοΟσε. Τόν περίμενε στήν εισαγγελία, στό διάδρομο, άπόξω άπ' τό

άνακριτικό γραφείο, μέ άγωνία νά μάθει τήν τύχη του. «Μέ παραπέμπουν καί μέ προφυλακίζουν», τής είπε μέ συγκίνηση πού έμοιαζε μέ χαρά. Καί θέλησε νά τήν άποχαιρετήσει έκεϊ. Μά ή μητέρα έπέμενε νά τόν συντροφέψει ώς τήν πόρτα του-λάχιστο τής φυλακής. Κι' έμεγάλωνε τήν άθλιότητα τής πομ-πής ή παρουσία τής μαυροφόρας έκείνης γριάς μέ τά ξέθωρα φουστάνια, τό μίζερο καπελίνο καί τήν κοντή μπέρτα, πού τ ' άταχτα κρόσια της έμοιαζαν σάν ξεσκλίδια.

Πότε πήγαινε μπροστά, πότε άπό πίσω, πότε στό πλάι, σάν ξερό φύλλο ή άμοιρη, πού τό γυρίζει ό άνεμος έδω κι ' έκεϊ. Κι' δλο έλεγε τοϋ γιοϋ της :

— Μά χάθηκε έν' άμάξι νά σέ πανε ; Αυτό τό ρεζίλεμα ήταν περιττό.

— Τ' αμάξι θά τό πλήρωνα έγώ, τής άπαντοϋσε, κι ' αύτό τό έξοδο ήταν περιττό. Γιατί τί άνάγκη έχω τόν κόσμο ; Μή μέ πάρει γιά κακοΟργο ; Δέν ε ίμαι! Οί μεγαλύτεροι άνθρωποι πή-γαν στή φυλακή καί στήν έξορία, γιά έγκλήματα πολιτικά.

Τά φώναζε γιά νά τάκοϋνε κι ' οΕ χωροφύλακες κι ' οΕ δια-βάτες. Μερικοί τόν άναγνώριζαν στό δρόμο καί σάστιζαν : «Μπά, δ Δαγάτορας !» Κι ' άξαφνα θυμόνταν—γιατί οί έφημερίδες είχαν γράψει γιά τή σύλληψη των συντακτών τοϋ «Νέου Φωτός» — κι ' έλεγαν: « Ά , τόν πανε φυλακή!»

Τάγουγε κείνος καί προσπαθούσε τότε νά κάνει τό βήμα του πιό σταθερό καί τό δφος του περήφανο. Μόνο ή μητέρα του τόν έκανε νά ντρέπεται. Καί τήν άπομάκρυνε άπό κοντά του καί τής έλεγε :

— Ούφ ! άφησε πιά τις κλάψες ! Έσύ μέ ρεζιλεύεις περισ-σότερο... Μάτερ ντολορόζα, άπό μακριά, άπό μακριά ! Δέ θέλω νά μέ λυπαται <5 κόσμος! θέλω νά μέ ζηλεύει

Τ ό μ ο ς 5 εύ τ 3 ρ ο ς 20

3 0 6 Γ. ΞΕΝΟΙΙΟΓΛΟΓ ΑΠΑΝΤΑ

Κι' άπό μέσα του, γιά νά κρατεί τήν περηφάνεια του έπρό-σθετε :

«Τό διαφοράκι ήταν ή πρόφαση. Μέ καταδιώκουν γιά τις ιδέες μου !»

"Εφτασαν τέλος στή φυλακή καί, έπειδή έκείνη τήν ώρα ή μητέρα του δέν μποροΟσε νά μπεί μαζί του, οί χωροφύλακες τόν άφησαν νά τήν άποχαιρετήσει άπέξω.

Τήν έγκαρδίωσε δσο μποροΟσε : — Μήν έχεις καμμιά άνησυχία γιά μένα, τής είπε. Λίγον

καιρό θά μείνω στή φυλακή. Γιατί οί ένορκοι θά μέ άθωώσουν. "Εχω τόση πεποίθηση στήν άπολογία πού θά κάμω! Ά , θά είναι γιά μένα θρίαμβος έκείνη τήν ήμέρα στό δικαστήριο. Φρόντισε μόνο μέ τούς φίλους μας, φροντίστε δλοι νά γίνει ή δίκη μου τό γρηγορώτερο. Τίποτ ' άλλο ! Κι' δταν βγω άπ' τή φυλακή, θά ιδείς τί άξίζει ό γιός σου !

"Επειτα τής έδωσε δσα σχεδόν λεπτά κρατοΟσε άπάνω του —τόσο λίγα!. . .—τήν όδήγησε πώς θάπαιρνε κι' άλλα, πότε άπό τόν κ. ΙΙροκόπη καί πότε άπό τόν κ. Νικολα'ίδη— στή φυλακή ήταν, μποροΟσαν νά τόν άφήσουν έτσι;—καί στό τέλος τής έσύ-στησε γενναιότητα, υπομονή καί περηφάνεια.

Εκε ίνη έσκυψε τότε στ' αυτί του καί τοΰ είπε : — Παιδί μου, έκείνο τό διαμαντένιο δαχτυλίδι πού μοϋ μέ-

νει... στήν άνάγκη θά τό πουλήσω. Τί τό θέλω ;... Μήν έχεις τήν έγνια μου στή φυλακή. Θά οικονομηθώ Ιγώ. Κι' οί φίλοι σου δέ θά μάφήσουν έτσι. Μή σέ νιάζει, άκοΟς ;

Είχε κι ' ή μητέρα τόν τρόπο της γιά νά έγκαρδιώσει τόν φυλακισμένο...

Ά π ό τήν πρώτη έκείνη νύχτα πού κακοκοιμήθηκε στή φυ-λακή, ό ΙΙώπος Δαγάτορας άρρώστησε.

"Οσο φτωχός κι' άν ήταν τώρα - υστέρα, έξακολουθοΟσε δμως νά έχει τό σπιτάκι τ ο υ — γ ι ά οικονομία, ε ί χ ε μετοικήσει στό ύπό-γειο τοΟ ίδιου έκείνου σπιτιοϋ τής Δ ε ξ α μ ε ν ή ς — τ ή ν καμαρούλα του, τό κρεβάτι του, λείψανα δλα τοΟ καλοΟ καιροϋ, πού, π α λ ι ά - ξε-παλιά , έκαναν τή δουλειά τους. Κ ι ' ήταν άνθρωπος μέ τΙς συνή-θειές του, μέ τά συστήματά του, μέ κάποια πράγματα , πού χω-ρίς αυτά δέν μποροΟσε νά ζήσει ούτε μιά μέρα. . . Δυό νύχτες , στήν άστυνομία, τ ί ς πέρασε ντυμένος, σ' έναν παλ ιοκαναπέ . Δέν κοιμήθηκε, μά τουλάχιστο δέν έκρύωσε. Σ τ ή φυλακή δμως, σά σέ μιά κατοικία μόνιμη π ιά—μποροΟσε νά μείνει καί μήνες , κα ί χρόνο—άποφάσισε νά γδυθεί καί νά ξαπλωθεί σ' ένα στρα-τιωτικό κρεβάτι πού βρήκαν νά τοΟ δώσουν. Μά έκανε κρύο δυ-

ΠΛΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 313

να τό, ένα - δυό τζάμια τής κάμαρας ήταν σπασμένα κι ' δσο κι ' άν κουκουλώθηκε μέ τό χράμι, στόν ϋπνο του πούντιασε. Τό πρωί έξύπνησε μουδιασμένος, κομμένος, άνόρεχτος, έλεεινός.

«Καλύτερα νά μήν κοιμόμουν κι ' άπόψε, συλλογίστηκε. Νάφηνα σήμερα πού θά φέρουν τό στρώμα μου καί τά πάπλωμά μου... "Ας είναι, δέν πιστεύω νάναι τίποτα. Εύκολα άδιαθετώ έγώ, μά δύσκολα άρρωσταίνω. Είμαι σκυλοπέτσι!...»

Καί μέ τήν παρήγορη σκέψη, σηκώθηκε, ντύθηκε, βγήκε μάλιστα κι ' έξω νά πλυθεί.

Κι' άλήθεια, ήπιε ϋστερα τόν καφέ του καί συνήλθε. Οί φίλοι του θά πήγαιναν σέ λίγο νά τόν ίδοΟν. Κι ' άγόρασε μιά έφημερίδα, νά διαβάζει καί νά τούς περιμένει...

Είχε καθήσει κοντά στό παράθυρο, στόν ήλιο, τόν χειμωνιά-τικο ήλιο πού ζέσταινε τόσο καλά μέσ' άπό τίς πρωινές, παγω-μένες καταχνιές. Κι ' ήρθε στιγμή πού συλλογίστηκε πώς δέν ήταν τόσο άσχημη κι ' ή ζωή τοΟ φυλακισμένου.

Σέ λίγο δμιος άρχισε νά αίστάνεται πονοκέφαλο. "Αφησε τήν έφημερίδα καί τραβήχτηκε άπό τόν ήλιο, πού τόν έκαψε ίσιος πολύ. Τότε τόν έπιασε τό πρώτο ρίγος.

«"Εχει χάζι νά μου μπεί πυρετός, συλλογίστηκε. Κι ' αύτοί πού άργοΟν έτσι ;... Μήπως δέν τούς άφησαν ;...»

Μά δχι. Σέ λίγο νά τους. Ό Χαρίσης, ό Καλούτης, ό Ζά-χος, ό μικρός Άγγελακόπουλος καί μαζί τους ένας ζωηρός νέος, άγνωστος στόν Πώπο. Ήταν ό δικηγόρος. "Ενας πρωτόβγαλτος, μέ μεγάλες φιλοδοξίες, πού άναλάμβανε τήν υπεράσπιση τοϋ «έξυβριστοϋ τοϋ βασιλέως» γιά ρεκλάμα. Ό Καλούτης τόν έγνώ-ριζε καί τόν παρακάλεσε. Ό ίδιος είχε ζητήσει καί τήν άδεια τοϋ εισαγγελέως, νά έπικοινωνεί ό Δαγάτορας μέ τούς φίλους του, καί τήν πέτυχε χωρίς πολλές δυσκολίες. Διάβολε ! δέ ήταν καμμιά συνιομοσία, κανένα έγκλημα μέ άγνωστους άκόμα συνέ-νοχους, γιά νά κρατοϋνε τόν υπόδικο άπομονωμένο !...

Τοϋ πήγαν καπνό, σιγαρέτα, πορτοκάλια—τί πανε ατούς φυλακισμένους ;—κι' άκόμα παξιμάδια, τσοκολάτες, βιβλία καί χαρτί γιά νά γράφει... Ό Δαγάτορας δέν ήξερε μέ τί λόγια νά τούς ευχαριστήσει καί θυμήθηκε τά λόγια τοϋ Χριστοϋ : « Έ ν φυλακή ήμην καί ήλθατε πρός με !...»

Έκάθησαν δπως μπόρεσαν κι ' άρχισαν νά τά λένε. Ό δικη-γόρος έβεβαίωσε τόν υπόδικο πώς θάθωωνόταν «πανηγυρικώς». Κι ' άφοΰ μίλησαν γιά τήν υπόθεση καί συμφώνησαν δσα είχαν νά κάμουν καί νά ένεργήσουν, άρχισαν νά μιλούν γιά τήν άλλη όπόθεση, τή μεγάλη—γιά τήν έφημερίδα τους καί γιά τό σοσια-λισμό τους. Ό Δαγάτορας είχε ζωηρέψει, περδίκι! Ήταν στιγμές πού

308 Γ. ΞΕΝΟΠΟΓΛΟΓ ΑΠΑΝΤΑ

ξεχνούσε πώς ήταν φυλακισμένος κι ' ένόμιζε πώς βρίσκεται άκόμα στό γραφείο τοΟ «Νέου Φωτός», έλεύθερος νά πάρει τό καπε-λάκι του καί νά φύγει... Κι' έπειδή ό νέος δικηγόρος έξέφρασε μερικές άμφιβολίες γιά τήν άλήθεια τών σοσιαλιστικών άρχών, ό Δαγάτορας βάλθηκε νά τοΟ άποδείξει τήν «έπιστημονικότητά» τους. Στό τέλος δέν μιλοΰσε παρ' αύτός. Καί μέ μιά ζωηρότητα, μέ μιά θέρμη, πού προπη φορά τήν έβλεπαν στό Δαγάτορα. Κι ' ήταν άναψοκοκκινισμένος, καί τά μάτια του έλαμπαν, λές κι ' ή συζήτηση τοΰ είχε φέρει πυρετό...

Μά δχι, ό πυρετός τοΟ Δαγάτορα δέν ήταν άπό τή συζήτηση παρ' άπό τήν άρρώστεια... Μόνο πού, συζητώντας έτσι θερμά, δέν τόν πολυκαταλάβαινε. Μά Οστερ' άπό μερικά ρίγη, τοΟ είχε μπει γιά καλά. Ή κακοπάθεια τών τελευταίων ήμερών, ή συγ-κίνηση, ή άγωνία καί τό νυχτερινό κρυολόγημα—άκόμα πιό σο-βαρό, γιατί έβρισκε τό σώμα κουρασμένο καί δηλητηριασμένο άπό πίκρα—ξεσπούσε το>ρα σέ μιά όρμή πού τίποτα καλό δέν προμηνούσε...

Κατά τό μεσημέρι, έφυγαν οί φίλοι καί τόν άφησαν μονάχο. Τότε άρχισε νά συλλογιέται δυσάρεστα καί τότε κατάλαβε δλη του τήν άδιαθεσία.

"Εκαιγε, φωτιά. Ά π ό τά πορτοκάλια πού τοΰ είχαν πάει, έκοψε ένα καί τδφαγε μ' εύχαρίστηση. Μά τίποτ' άλλο. Δέν είχε δρεξη γιά φαί. Μόνο γιά κρεβάτι. Καί ξανάπεσε.

«—"Ασχημα έκαμα, συλλογίστηκε, πού δέν τούς είπα πι^ς είμαι άρρωστος. Τώρα είμαι ύποχρειομένος νά τό πώ στή μητέρα μου καί θά τήν άνησυχήσω».

Τάπομεσήμερο πήγε ή Δαγατορίνα μ' ένα κοριτσάκι φορ-τωμένο πράγματα γιά τόν φυλακισμένο της.

— Ά χ , γιατί άργησες;.. . — Μά, παιδί μου, ώσπου νά ετοιμάσω δ,τι σοΰ χρειαζό-

ταν... Κι' άπέ είχα μυαλό στό κεφάλι μου; Κοιμήθηκα δλη νύχτα ; Σάν τήν ούρια είμαι άπό χτές τό βράδυ. 'Εσύ πώς πέρα-σες ; Είσαι τουλάχιστο καλά ;

— Ξέρω κι ' έγώ ;... Μοΰ φαίνεται σά νάχω λίγο πυρετό. — Πυρετό ;! Τρόμαξε ή μητέρα, τόν έπιασε κι ' έβαλε τις φωνές. —"£2χ, δυστυχία μου ! ώχ, μεγάλη μου συμφορά ! "Αρρω-

στος έδώ • μέσα ; Καί τί θά γίνεις ; Προσπάθησε νά τήν ήσυχάσει... δέν ήταν τίποτα... ή κακο-

πάθεια... άπόψε θά κοιμόταν καί θά ξυπνούσε καλά... Μά "πού νάκούσει έκείνη ! 'Εχάλασε τόν κόσμο. Τοΰ έτοίμασε τό κρεβάτι του, τόν έγδυσε μέ τό στανιό, τόν έτριψε, πήγε καί τούφερε για-τρικά, τόν κουκούλωσε, τόν χουχούλισε, τούδεσε άκόμα καί τό

ΪΙΛΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 3 0 9

κεφάλι-μ' ένα σαλάκι. "Επειτα φώναξε τόν δεσμοφύλακα καί τόν οώτησε άν μπορούσε νά φέρει γιατρό. . * η ! _ Τώρα δχι, τής είπε κείνος. Δέν πιστεύω να είναι και τόση άνάγκη. 'Εμεΐς έχουμε γιατρό. Αύριο που θάρθει, θα

^ κί·" ή Δαγατορίνα έφυγε τό βράδυ - βράδυ-μήπως την άφη-ναν νά καθήσει περισσότερο ; - μ έ τή σπαραγμένη καρδία μη-τέρας πού αφήνει άρρωστο τό παιδί της σέ μια φυλακή.

Ρ Πρωί-πρωί ξαναπήγε. Τή λυπήθηκαν και την άφησαν να μπει άν καί δέν ήταν ή ώρα. Βρήκε τόν Πώπο χειρότερ άπό χτές. Είχε περάσει πολύ άσχημα τή νύχτα του. Κι ό πυρετός δέν τοΰπεφτε στιγμή. , , , „ η Έκάθησε μαζί του, νά τόν περιποιείται και να τον έγκαρ-•διώνει—γιατ' είχε χαμένο καί τό ήθικό του ό άρρωστος φυλα·

κ ί σ , ^ ( Γ γ Τ ^ ό ς ° % Γ ν γ ; υ Ι γ Γ ν Ρ 0 δ ς έ ν ήταν βέβαια καμμιά έπιστη-μονική έ οχότης, ήξερε δμως τή δουλειά του. Κι άφοΟ έ ξ ε τ α σ ε

μιά στιγμή τόν Πώπο, κούνησε τό κεφάλι του κι είπε της μητέ-ρας του κρυφά :

— Δέν είναι καλά... Πούντα δυνατή. — Ά χ , θεέ μου!... Κι' έδώ - μέσα, στή φυλακή, πως θα

Ύ ΐ ν £ 1 ^ Α ν ! ε ί ν α ι νά γίνει, γίνεται κι ' έδώ μέσα, αποκρίθηκε ό γιατρός.

— Δέν μπορούμε νά τόν βάλουμε στό νοσοκομείο , - Δ υ σ τ υ χ ώ ς ή φυλακή αύτή δέν έχει νοσοκομείο. Οί φυλα-

κισμένοι νοσηλεύονται στά κελλιά τους. — Μά σέ κανένα άλλο... άπέξω .. — Ναί, μπορούσε νά μεταφερθεί στό Δημοτικό. Μα δέν

έξαρτάται άπό μένα. — Ά λ λ ' άπό ποιόν ; , , — Ά π ό τόν κ. εισαγγελέα. Έ γ ώ δέν έχω να καμω παρα

τί.ν πιστοποίηση. . , , Κι ' ή Δαγατορίνα έτρεξε στόν είσαγγελεα, να τόν παρακα-

λέσει μέ κλάματα νά σώσει τό παιδί της, νά προστάξει να με-ταφερθεί στό Δημοτικό νοσοκομείο. Ουτε ναι της είπε, ούτε Τ χ ί Νά ιδούμε, νά έξετάσουμε... κι ' δ,τι είναι άνάγκη, θο

Ά π ό τήν εισαγγελία, ή φτωχή μητέρα έτρεξε στοΰ Χαριση καί βρήκε τούς φίλους τοΰ γιοΰ της. Απόρησαν άκουγοντας πως είναι άρρωστος, άφοΰ χτές τόν είχαν άφήσει «ετσι καλά», κι υπο-σχέθηκαν στή Δαγατορίνα νά έξαντλήσουν δλα τους τα μέσα για νά πεισθεί ό κ. εισαγγελέας. βιι<1 -

Κι' αύτό έκαμαν πραγματικώς μέ τη μεγαλύτερη προθυμία.

3 1 0 Γ. ΕΕΝΟΠΟΓΑΟΓ ΑΠΑΝΤΑ

Μά τά μέσα τους-ήταν τόσο φτωχά—ένας Καλούτης, ένας σπιτο-νοικοκύρης τοϋ Χαρίση—κι' ό κ. εισαγγελέας τόσο έπίμονος, τόσο κακότροπος, ώστε περνοΟσαν οί μέρες χωρίς νά γίνεται τίποτα. Ό ΙΙωπος Δαγάτορας, άρρωστος βαριά, έξακολουθοϋσε νά ψήνεται καί νά λιώνει στή φυλακή. Δέν ήταν τρόπος νά έπι-τραπεϊ ή μεταφορά του σ' ένα νοσοκομείο, δπου μποροΟσ' έπι-τέλους νά σωθεί, θάλεγε κανείς πώς ό κ. εισαγγελέας, προβλέ-ποντας τήν άθώωσή του στό δικαστήριο, τόν καταδίκαζε ό ίδιος σέ θάνατο.

— Ά μ βέβαια! φώναζε ό Ζάχος. Είναι ό σοσιαλιστής, ό έχθρός. Τον άφήνουν αύτοί μιά πού τόν έβαλαν στό χέρι ;

— Πολύ δύσκολο... άπαντοΟσε σκεπτικός ό Χαρίσης. Κι' οί φίλοι άπελπίστηκαν πώς μποροΟσαν νά κάμουν τίποτα.

Τό ίδιο κι ' ή Δαγατορίνα, πού δέν έκανε άλλο, παρ' άπό τή φυλακή νά τρέχει στήν εισαγγελία. Μά του κάκου. Ό κ. εισαγ-γελέας ούτε τή δεχόταν πιά.

Ή άλήθεια είναι πώς κι' αύτός δέν τδκανε άπό κακία. Δέν είχε πεποίθηση στό γιατρό κι ' ένόμιζε πώς οί φίλοι του φυλα-κισμένου τόν έβαλαν νά πιστοποιήσει άρρώστεια σοβαρή, γιά νά γλιτώσει ό «υβριστής τοϋ βασιλέως» καί τήν προφυλάκιση δπως τδκαναν «όλοι αύτοί». Πραγματικως, δσες φορές φυλακι-ζόταν δημοσιογράφος ή άνθρο>πος κάποιας περκοπής, τό πρώτο πού έκανε γ^ταν νά κάμει τόν άρρωστο γιά νά πάει στό νοσο-κομείο. Ό κ. εισαγγελέας τάξερε καλά αύτά τά τερτίπια. Καί πριν δώσει τήν άδεια γιά τόν Δαγάτορα, ήθελε νά πάει μόνος ίου στή φυλακή, μέ τό γιατρό τής εισαγγελίας, γιά νά ίδεΐ άν ήταν άρρωστος ή όχι.

Μά δέν έβρισκε καιρό, νά ! "Ετσι περνούσαν οί μέρες καί χειροτέρευε ό ΙΙωπος, πεταγ-

μένος σέ μιά φυλακή, χωρίς καμμιά σχεδόν περιποίηση. Γιατί πως μπορούσαν νά τόν ξαρρωστήσουν έκεϊ · μέσα, πού κι ' άπό τό παράθυρο άκόμα έλειπαν τζάμια ; Καί ποιός ; Ή μητέρα του κι ' οί φίλοι του δέν μπορούσαν νά πηγαίνουν παρά σέ ώρες όρι-σμένες. Κι ' ό δεσμοφύλακας δέν ήταν καθόλου καλός νοσοκόμος.

"Ασχημα, πολύ άσχημα τήν είχε ό άρρωστος φυλακισμένος. Τό καταλάβαινε κι ' ό ίδιος, άπό τή φοβερή έκείνη έξάντληση καί δυσθυμία πού αίστανόταν, καί δέν είχε κι ' αύτός τΙς έλπίδες του παρά στό θεό καί στό νοσοκομείο. Κι ' δμως μιά μέρα πού-ή Δαγατορίνα, άπελπισμένη άπ' δλους, τοϋ είπε :

— Έ γ ώ λέω νά πάω νά βρω τόν Αντώνη τό Ρουκάλη. Αύτός έχει τά μέσα γιά...

— Ποτέ! τήν έκοψε δ Πωπος μ' δλη του τή δύναμη. Μητέρα, σοΰ τό άπαγορεύιο! 'Ακοΰς; Καλύτερα νά πεθάνω Γ

ΠΑΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 311

καλύτερα!... Καί τόν έπιασε τέτοιος βήχας, κι ' έγινε τόσο έλεεινός, ώστε

ή κακομοίρα ή μητέρα του δέν τόλμησε νά τοΰ ξαναπεί τίποτα. Τής βγήκε μάλιστα κι ' ή ίδέα νά πάει νά βρεϊ τόν Ρουκάλη κι ' έπροτίμησε νά καταφύγει—τελευταία έλπίδα—στόν αίώνιο βουλευτή...

Καί δμως, άπό μιά σύμπτωση, ό Αντώνης ό Ρουκάλης τά έμαθε δλα.

"Οταν άκουσε πώς φυλάκισαν τόν Πώπο, ζήτησε τό φύλλο έκεΐνο τοΰ «Νέου Φωτός», περίεργος νά ίδεΐ τί είχε γράψει ό κουτεντές. Αύτό τό έκαμαν πολλοί. Ό Αντώνης δμως έκαμε καί κάτι άλλο : Αγόρασε καί τό έπόμενο φύλλο τής σοσιαλιστικής έφημερίδας, έτσι, χωρίς νά ξέρει κι ' αύτός καλά - καλά γιατί. . .

Στό φύλλο λοιπόν αύτό, ό Γιάννης ό Πλατής, ό «δριμύτερος» συντάχτης, έγραφε γιά τήν «άπηνή καταδίωξιν τοΰ Νέου Φωτός». Κι ' έξιστοροΰσε «τά μαρτύρια» τοΰ κ. Π. Δαγάτορα, πού ρίχτηκε, άρρωστος άνθρωπος, μέ διπλή περιπνευμονία, σ' ένα μπουντρούμι, γιά νά πεθάνει βέβαια, έπειδή έτσι τό ήθελε ό κ. είσαγγελεύς, πού μέ κανένα τρόπο δέν έννοεϊ νά έπιτρέψει τήν μεταφοράν του σ' ένα νοσοκομείο κτλ. κτλ.

'Από τόν καιρό πού τούς έβρισε στήν τράπεζα, καί προ-πάντων άπό τόν καιρό πού τούς έβρισε στήν έφημερίδα του μέ τή «Βεντούζα» καί τούς έστειλε μάλιστα καί τό φύλλο σέ φά-κελο, ό Αντώνης έπαψε όλωσδιόλου νά ένδιαφέρεται γιά τόν Ηωπο. Δέν αίστανόταν παρά τήν περιέργεια έκείνη, τήν άνακα-τωμένη μέ κάποια χαιρεκακία, πού αΐστανόμαστε κάποτε γιά κείνους πού στάθηκαν φίλοι μας στενοί. Γι ' αύτό τά «μαρτύρια» τοϋ Πώπου δέν συγκίνησαν σέ μεγάλο βαθμό τόν Αντώνη, ούτε τόν έκαμαν νά θυμηθεί μερικά πράγματα καί νά ξεχάσει μερικά άλλα. Καί κατά βάθος, ή στενοχώρια του, ή συμπόνεσή του ήταν προσποιητή δταν, τήν ίδια μέρα, μίλησε γ ι ' αύτά στό σπίτι τοϋ Μένη Μανία μπροστά στήν άδελφή του.

Ή Κλεμεντίνα δμως έγινε άνω - κάτω. — Τό κακόμοιρο ! είπε. Τόσο άρρωστο καί τόν έχουν στή

φυλακή; "Ο,τι κι ' άν έκαμε, αύτό είναι άπάνθρωπο. Οί φίλοι του δέν ξέρουν νά ένεργήσουν. Αντώνη μου, πρέπει νά ένεργή-σουμε μεΐς.

—'Εγώ ; έκαμε ό Αντώνης. Μέ συγχωρείς ! "Επαψα πρό πολλοΰ νά ένεργώ γ ι ' αυτόν τόν άνθρωπο...

Επέμενε ή Κλεμεντίνα, μά έπέμεινε κι ' ό Αντώνης : —"Εχει φίλους, μαθητές κι ' όπαδούς, είπε. "Ας ένεργή-

3 1 2 Γ. ΞΕΝΟΙΙΟΓΛΟΓ ΑΠΑΝΤΑ

σουν αύτοί. "Λν δέν μποροΰν, τόσο τό χειρότερο γιά τό βλάκα πού κλώτσησε μας γιά νάγκαλιάσει έκείνους. Καθένας είναι άξιος τής τύχης του.

'Όχι , ή Κλεμεντίνα δέν τό παραδεχόταν. Γι' αύτήν, ό Πώ· πος Δαγάτορας ήταν πάντα ό άντρας, πού μιά φορά τόν άγα-ποΟσε. Καί σέ μιά τέτοια περίσταση ή γυναίκα, πιό γενναιό-ψυχη, κατάφερε εύκολώτατα νά θυμηθεί μερικά πράγματα καί νά ξεχάσει μερικά άλλα...

«Καλά λοιπόν, συλλογίστηκε" θά ένεργήσο) έγώ !» Κα; χωρίς νά πει τίποτα σέ κανένα, μπήκε στάμάξι της

κι ' άρχισε νά τρέχει. Ή ώραία κυρία Κλεμεντίνα Μένη Μανία ήταν πιά στήν

Αθήνα πρόσωπο σημαντικό. Ευτυχία του τό θειυροΰσε καθένας νά τής κάμει μιά χάρη, ένα ρουσφέτι. ΙΙήγε πρώτα σ' ένα βου-λευτή Άττικάρχη, οικογενειακό φίλο, τόν πήρε μαζί της κι ' έπι-σκέφθηκαν τόν κύριον εισαγγελέα καί τόν κύριον ύπουργό. Δέν έχρειάστηκε καί τίποτα περισσότερο. Σέ τρεις ώρες, καί μέ τρία τηλέφωνα πού μπήκαν σ' ένέργεια, ή δουλειά ήταν τελειωμένη : Ό διευθυντής των φυλακών κι' ό διευθυντής τοϋ Δημοτικού νο-σοκομείου έλαβαν συγχρόνως τή διαταγή, ό πρώτος νάφήσει κι ' ό δεύτερος νά δεχτεί τόν υπόδικο Δαγάτορα.

Μά ή Κλεμεντίνα δέν περιορίστηκε σ' αύτό. Ά π ό τήν όμι-λία μέ τόν άδελφό της, άκουσε κάποια πράγματα γιά τόν Πώπο κι ' έμάντεψε άλλα πολλά. Παυμένος, κατατρεγμένος, φυλακισμέ-νος, άρρωστος, έρημος, ό άνθρωπος δέν θάχε Ισως πεντάρα. Καί· γιά νά γίνει καλά, έστω καί σ' ένα νοσοκομείο δπου δέν θά πλή-ρωνε τίποτα, έπρεπε νάχει νά ξοδεύει... Ούτε ήταν άνάγκη νά έξακριβώσει τή φτώχεια του, γιά νά κάμει ή Κλεμεντίνα δ,τι τής έλεγε ή καρδιά της : "Εκλεισε σ' ένα φάκελο ένα πεντακο-σάρ.κο — άπό τά έξη πού τής είχε δώσει χτές ό Μένης γιά τουα-λέτες της—κι' άφοΰ δρκισε τόν Άττ ικάρχη νά μή φανερώσει τήν έλεημοσύνη της ούτε... στή γυναίκα του, τόν έβαλε κι ' έγραψε μέ τό χέρι του σ' ένα χαρτί :

«"Ενας κρυφός σοσιαλιστής, πιστός άναγνώστης τής έφημε-ρίδος σας, σάς παρακαλεί νά δεχθείτε τό μικρό αύτό φόρο τοΟ με-γάλου θαυμασμού του».

Κι' δταν—εύθύς τάλλο πρωί—ό άρρωστος φυλακισμένος κουβαλήθηκε στό νοσοκομείο, τό πρώτο πού έλαβε ήταν ό μυστη-ριώδης αύτός φάκελος, μέ τό πεντακοσάρικο καί τό άνώνυμο γράμμα.

— ΙΙοιός τδφερε ; ψιθύρισε κατασυγκινημένος. —"Ενα παιδί... Ήταν δ δπηρέτης τοϋ Άττικάρχη, άγνωστος όλωσδιόλου

ΠΛΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 3 1 3

στό νοσοκομείο. "Ετσι ό Πώπος δέν έμαθε ποτέ τήν προέλευση τών χρημάτων. Κι ' έπειδή ήταν πάντα παιδί, πίστεψε άμέσως πώς κάποιος όπαδός, κρυφός διά τόν φόβον τών Ιουδαίων, έκανε τό χρέος του στό δάσκαλο, θυσιάζοντας ίσως δλη του τήν πε-ριουσία.

«Ναί! συλλογίστηκε- αύτός, αύτός, έν φυλακή ήμην καί ήλθε πρός με !»

Ά π ό τδνα μέρος ή μεταφορά του στό νοσοκομείο πού, μή φανταζόμενος ποιός ένέργησε γ ι ' αύτή, τήν έπαιρνε γιά ένα μι-κρό θρίαμβο τών φίλων του σοσιαλιστών, τής Ιδέας καί τοΰ δι-καίου" άπό τάλλο μέρος ή προσφορά τοΰ γενναίου έκείνου πο-σοΰ—άλλος θρίαμβος !—τοϋ έδωσαν τόση χαρά, ώστε άμέσως ή άρρώστεια του ξεγύρισε.

Ό πυρετός βέβαια έξακολουθοϋσε, μά ούτε πόνους, ούτε βά-ρος κάν στό στήθος αίστανόταν. θαυμάσιο ήταν προπάντων τό ηθικό του. Καί τήν ήμέρα έκείνη μπόρεσε νά δεχτεί τούς φί-λους του καί νά μιλήσει μαζί τους μέ τή μεγαλύτερη ζωηρότητα κι ' αισιοδοξία. Τό μοτίβο του ήταν αύτό :

« — θ ά γίνω καλά. θάθωωθώ στό δικαστήριο. Ή δίκη θά γίνει γρήγορα. Δέν είδατε πού ό κ. εισαγγελέας άρχισε νά υπο-χωρεί ; "Οπως έκαμε τό ένα, θά κάμει καί τό άλλο. 'Εσείς νά μή πάψετε νά τοΰ γίνεστε κουνούπι κι ' ένια σας. Είδε κι ' αύτός πώς δέν τά βάνει κανείς εύκολα μέ τήν Ι δ έ α καί μέ άνθρώπους τής Ιδέας . Κι' ή Ι δ έ α μας θριαμβεύει. Άφοΰ βρίσκουνται άγνω-στοι, άνώνυμοι, νά στέλνουν άπό τώρα πεντακοσάρικα στά θύ-ματα τής ιδέας, φανταστείτε τί θά γίνεται αύριο - μεθαύριο !...»

Τόν ένθουσιασμό τοΰ Δαγάτορα τόν συμμεριζόνταν κι ' δλοι οί άλλοι σοσιαλιστές. Γιατί κι ' αυτοί δέν φανταζόνταν τήν έπέμ-βαση τής Κλεμεντίνας Μανιά κι ' ένόμιζαν πώς ή μεταφορά τοΰ φυλακισμένου ήταν άποτέλεσμα τών ένεργειών τους—«μέ τά κρομμυδάκια τόν κάναμε τόν κύριο εισαγγελέα!» φώναζε ό Πλα-τής—καί πώς τό πεντακοσάρικο έκείνο τό είχε στείλει πραγμα-τικώς κάποιος ένθουσιασμένος όμοϊδεάτης.

Τά ίδια κι ' ή Δαγατορίνα. "Αν κι ' ή μητέρα είχε άκόμη ένα λόγο γιά νάναι τρελή άπ ' τή χαρά της : έβλεπε σήμερα τό γιό της καλά.

— Αύτό ήταν ! έλεγε. Σηκώθηκε ! "Εδωσε δ θεός κι ' ή Πα-ναγία... Έ τ σ ι , τήν ήμέρα έκείνη, τήν πέρασαν δσο μπορούσαν πιό εύτυχισμένη.

Μά ήταν ή τελευταία τής ψεύτικης εύτυχίας.

314 Γ. ΞΕΝΟΠΟΓΑΟΓ ΑΠΑΝΤΑ

Γό ίδιο βράδυ δ άρρωστος έβάρυνε. Ό πυρετός άνέβηκε στά σαρανταένα κι ' ό γιατρός τοΟ νοσοκομείου είπε πώς βγάζει δέν βγάζει τή νύχτα του.

"Οπωσδήποτε τήν πέρασε πολύ άσχημα, άγρυπνος, άνήσυ-χος, μέ παραισθήσεις, μέ παραληρήματα.

Ανύποπτοι, είχαν φύγει δλοι καί τόν άφησαν μονάχο. Ά , τί φοβερή νύχτα! Γιά πρώτη φορά, άπό τήν ήμέρα πού άρρώστησε, ό Δαγά-

τορας φοβήθηκε σοβαρά πώς θά πεθάνει. ,» ^ τ α ν ! συλλογίστηκε μ ι ά στιγμή· πάει τώρα ! Ας έρθει άλλος...» ^

Τά χαράματα, ό πυρετός τοΟ έπεσε λίγο κι ' δ άρρωστος μπο-ροΟσε νά συλλογίζεται πιό ήρεμα καί μέ κάποιο είρμδ. Καί προ-σπάθησε τότε στή μόνωση έκείνη τοΟ νοσοκομείου πού τοΰ φαι-νόταν σάν τό προμήνυμα τοΰ θανάτου, νά έξετάσει τή ζωή του την ψυχη του, τή συνείδησή του.

Γιατί είχε σά μιά άμφιβολία καί σάν ένα βάρος. « Γ ι α τ ί - έ λ ε γ ε - έ γ ι ν α έγώ σοσιαλιστής ;... Ά ν μοΰ έδιναν

τότε τα λεπτά πού τούς ζήτησα, θά έφευγα θυμιομένος άπό τήν τράπεζα καί θά πήγαινα στοΰ Χαρίση νά ιδρύσω τό Νέον Φώς · Οχι. θ α γινόμουν κ ι ' έ γ ώ ένας άπ' αύτούς καί θά ήσύχαζα»'

^ ? δ έ α τ δ ν βασάνιζε πολύ. Δέν άξιζε τίποτα λ ο ι π ό ν υλα τα έκαμε άπό ένα συμφέρο, άπό μιά προσωπική εκδίκηση ;

Κι αν_ πέθαινε τωρα, άδικα οί δικοί του θά τόν έκλαιγαν καί θά τόν δόξαζαν γιά τό πρώτο θύμα τής Ιδέας ;...

Οχι, δ χ ι ! Ήταν ! Ά ξ ι ζ ε ! Δέν είχε γελάσει ούτε τόν έαυτό του ούτε κανένα !

«Τήν Ι δ έ α —έλεγε τήν είχα πάντα μου. Ήταν βαθιά ρι-ζομενη μεσα μου. Κι ' άν δέν άφοσιωνόμουν άκόμα σ' αυτή ποτέ ομως οέν ήμουν σάν ένας άπ'αύτούς. Ά , έγώ τραβοΟσα άλλο ορόμο, πολυ οιαφορετικό. "Οπως καί νάρχόνταν τά πράγματα, ποτέ δέν θα γινομουν ένας Αντώνης Ρουκάλης ή ένας Μένης Μανίας.^ Ειχα άλλες άρχές έγώ, ήμουν τίμιος. Κι ' έπερίμενα την περίσταση γιά νά σηκώσω τή σημαία κατά τής άτιμίας. Μοΰ έδόθηκε ! Αν δέν ηταν αύτή μέ τήν τράπεζα, θάταν μιά άλλη. Η ζωη παρουσίαζε ι καθεμέρα. Πάντα θά μοΰ δινόταν ή ευκαιρία

Καί παντα θά γινόμουν... ένας άπ ' αύτούς!» Λέγοντας «άπ' αύτούς», τώρα έννοοΰσε τούς άλλους, τούς

φίλους του, τούς σοσιαλιστές. Ό συλλογισμός πού τόν έβρισκε ακλόνητο, τοΰ έδωσε δλη έκείνη τή γαλήνη τής ψυχής καί της συνείδησης πού ζητούσε γιά νά πεθάνει σάν τίμιος άνθρωπος Και τη στιγμή έκείνη τήν ύπέρτατη, ό νοΰς του άνέβηκε στό

κ α 1 ^ λ ό ϊ ' α έπρόφερε ή ψυχή του, χωρίς κάν νάνα-

ΠΑΟΓΣΙΟΙ ΚΑΙ ΦΤΩΧΟΙ 3 1 5

δεύουνται τά χείλη του, έκαμε τήν τελευταία του^ προσευχή: —«θεέ μου, σ' ευχαριστώ πού μέ άξιωσες να γινω ένας

άπ ' αύτούς κι ' δχι ένας άπό έκείνους τούς άλλους ναλύτερη εύτυχία πού μπορούσες νά μοΰ δώσεις! Κι άν ήρθε ή ώρα νά μέ καλέσεις κοντά Σου, θά πεθάνω εύχαριστημένος πως έκαμα τό χρέος μου σάν άνθρωπος, γιά νά μήν υπάρχουν πια στόν κόσμο πλούσιοι καί φτωχοί!»

Ά π ό τή στιγμή έκείνη, ό νοΰς τοΰ Δαγάτορα έχασε γιά πάντα τή διαύγειά του.

ΤοΟ άνέβηκε πάλι δ πυρετός κι ' άρχισαν οί παραισθήσεις. Δέν κοιμόταν. Ήταν ένα δνειρο μεγάλο, άτελείωτο, άσυ-

νάρτητο, πού τδβλεπε μέ τά μάτια άνοιχτά. Τοΰ φαινόταν πώς βρίσκεται στή Ζάκυθο, στό πατρικό του

σπίτι, κι ' άπό τό παράθυρο τής κάμαράς του κουβέντιαζε άντι-κρυ μέ τήν Κλεμεντίνα, δπως σάν ήταν παιδί. Μ' άξαφνα, οίπλα στήν Κλεμεντίνα, παρουσιαζόταν δ Χαρίσης. Καί γελώντας τοΟ έλεγε : « Έ ! δέν είναι πιά καιρός νά τήν πάρεις ;»

"Γστερα βρισκόταν στήν πλατεία τής πατρίδας του κι έκανε τόν περίπατό του μέ τόν Αντώνη, δπως σάν ήταν παίδι. Μα δ Πώπος δέν είχε πιά τό ταπεινό παιδιάτικο ΰφος. Λαζήδες, Μαρκε-τηδες, Καρότσηδες, οί πλούσιοι καί οί δυνατοί του τόπου,γερ-νούσαν άπό μπροστά του χωρίς νά τόν τρομάζουν. Γους κοίταζε περήφανα κι ' άπό μέσα του έλεγε: «Είδατε; Νά πού έγινα κι ' έγώ δμοιος σας καί καλύτερος!»

"Επειτα, σά νάχασε άπό μπρός του τόν κόσμο, βρέθηκε κάπου όλομόναχος καί δέν έβλεπε παρά έναν ούρανό που άντί γ ι ' άστέρια, είχε μάτια. Πώς έμοιαζαν μεταξύ τους! Καί τα γνώρισε άμέσως: Ήταν δλα τά ρουκαλέικα μάτια που είχε άπαντήσει στή ζωή του. Προσηλωνόταν σ' ένα - ένα ζευγάρι καί προσπαθοΰσε νά θυμηθεί τίνος ήταν. Καί τό έβρισκε :

Νά τά μάτια τοΰ Αντώνη ! Νά τοΰ γέρο - Ρουκάλη ! Να καί τής Κλεμεντίνας! Νά καί τοΰ Μένη Μανιά, άπαράλλαχτα! Να καί τής 'Ελίζας Καρότση, τής «άντάρτισσας»! Νά καί τοΟ κύρ - Γιάννη τοΟ Βενετή! Νά καί του Μαθιοΰ τοΰ Αδαμη !... Πώς τόν κοίταζαν ! Μά τί ήθελαν άπ' αύτόν ; Νά τόν φάνε ; Ε, μά δέν τρώγεται τόσο εύκολα ένας Πώπος Δαγάτορας!

Ωστόσο άρχισε νά φοβάται: Έσκυβε νά μήν τά βλέπει, καί πάλι έκεΐνα τά μάτια τόν τραβοΰσαν σά μαγνήτες... Αύτό καταν-τοΰσε σά μαρτύριο. Ό Πώπος άρχισε νά φωνάζει: «Μα τι σας έκαμα; τί σας έκαμα;.. .» Κι ' άξαφνα νά κι ' ένας σωτήρας: α κ ύπουργός βρέθηκε κοντά του καί τόν έπιασε άπ' τό μπράτσο.

3 1 0 Γ. ΞΕΝΟΠΟΓΑΟΓ ΑΠΑΝΤΑ

«Μή φοβασαι! τοΟ είπε -δσο έχεις εμένα, δεν σέ πειράζει κανείς !» Κι' άμέσιος σβύστηκαν τά μάτια κι* ό ουρανός Ιμεινε άδειος μά καί φωτεινός!

Σϊ λίγο νά κι ' <5 ήλιος. ΙΙώς βρέθηκε έτσι στή μέση του, χωρίς νάνατείλει, χωρίς νάνεβεϊ ; Καί τί ήλιος! Δέκα φορές, χίλιες φορές λαμπρότερος άπό τό λαμπρότερο πού είδε ό ΙΙώπος στη ζωή του ! Κι' 8μυ>ς μπορούσε νά τον άτενίζει χωρίς νά θαμ-πώνεται. "Α, τί γλυκό έκεΐνο τό φως ! Τί καλό πού τοΰ έκανε καί στά μάτια καί στήν ψυχή ! Ί2ραϊα ! ωραία ! Δέν συλλογιζό-ταν πια παρά τή μητέρα του πού έλειπε, λέει, στήν πατρίδα1

καί την έφημερίδα του πού είχε πάψει προσωρινά την έκδοσή της. Μά δχι ! Καί τή μητέρα του θάφερνε πίσω καί τήν έφημε-

ρίδα του Οά ξανάρχιζε ό ΙΙώπος. Ά π ό αϋριο, άμέσως. Ομως, τό γλυκό φως τοΰ ήλιου άρχισε νά λιγοστεύει...

Σέ λίγο δέν ήταν παρά ένας ήλιος κοινός, συνηθισμένος. "Επειτα, σα νά πάθαινε έκλειψη, άρχισε νά μαυρίζει... Νά, έμαύρισε δλος. Δέν ήταν πιά παρά ένα δίσκος όλόμαυρος. Ό ουρανός δμως φω-τιζόταν άκόμα γαλάζιος. Ά π ό ποΟ ;

Σέ λίγο σκοτείνιασε κι ' ό ουρανός... Σέ μιά στιγμή, ό μαύ-ρος δίσκος μεγάλωσε, θέριεψε καί τόν σκέπασε δλον. Ό ΙΙώπος δέν έβλεπε πιά τίποτα. Ήταν μέσα σ* ένα πυκνό σκοτάδι. Είχε δμως τήν αίσθηση πώς είναι, πώς υπάρχει μέσα στο σκοτάδι.

"Αξαφνα έχασε καί τήν αίσθηση αυτή. Ούτε είδε πιά τίποτα, ούτε σκέφθηκε, ούτε αίστάνθηκε. Είχε περάσει στήν Ανυπαρξία, προσωρινή σάν τή Ζωή πού

Ι^ησε—προσωρινή καί σάν τή Ζωή πού θά ξαναζούσε...

Σ Η Μ Ε Ι Ω Μ Α

Τ ό μυθιστόρημα τούτο γράφτηκε καί δημοσιεύτηκε στό «Έθνος» τό 1919.

ΙΙολλοί τό πήραν τότε γιά έργο μ έ θ έ σ η . Μπορεί, άλή-θεια, νά φαίνεται τέτοιο, άλλά δέν είναι καθαυτό. Γιατί άν δέν άντικρούει ό συγγραφέας, μά ούτε καί συμμερίζεται πέρα - πέρα τις ιδέες τοΟ ήρωά του καί τδν συντρόφων του. Ούτε δηλαδή πώς υπάρχει ρ ά τ σ α φτωχών καί πλουσίων, ούτε πώς τήν άδικία αύτή της φύσης θά διορθώσει μιά μέρα ό σοσιαλισμός. Μέ άλλους λόγους, σκοπός αύτοΟ τοΰ βιβλίου δέν είναι—δπως θάταν άν τό βιβλίο είχε θέση — νάποδείξει αληθινή τή Οει.ιρία τοΟ Αμερικανού κοινωνιολόγου. Τήν έκθέτει μόνο, γιατί είχε τόση έπίδραση στή ζωή καί στή διαμόρφοιση τοΟ ΙΙώπου Δαγάτορα. Ή ψυχογραφία αύτοΟ τοΟ άνθρώπου είναι δ κύριος σκοπός τοΰ βιβλίου κι ' ή άπεικόνιση τοΰ περίγυρου μέ τήν ιδεολογία του. Είναι λοιπόν ένα μυθιστόρημα ψυχολογικό καί κοινωνικό, πού δέν υποστηρίζει καμμιά ιδεολογία. Γι' αύτό δέν θά εύχαριστήσει ούτε τούς σοσιαλιστές ούτε τούς συντηρητικούς. Θά εύχαριστήσει δμως, Ιλπίζω, τόν άναγνώστη, τόσο σάν έν' άμερόληπτο έργο Τέχνης, δσο καί σά μιά ζωγραφιά τής άθηναϊκής άστικής κοινω-νίας τοΰ καιροΰ έκείνου, δταν πριοτοφάνηκε—κι' είναι βέβαια μιά περίεργη ιστορία—ό σοσιαλισμός. ΓΡ·