Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

162
ΤΜΗΜΑ ΠΡΩΤΟΝ ΓΕΝΙΚΟΝ ΜΕΡΟΣ

Transcript of Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

Page 1: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

ΤΜΗΜΑ ΠΡΩΤΟΝ

ΓΕ Ν ΙΚ Ο Ν ΜΕΡΟΣ

Page 2: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

8

! έρευνα την Εκκλησίαν κατ’ άμφοτέρας τάς 6ψεις, τ ήν τε όρατήν, κατά τά.\ «νωτέρ<ϋ, και τήν «πνευματικήν καί αόρατον . . . ώς φορέα θείων §ωρων κα.1 ϊ δυνάμεων, δι’ ών ή άνθρωπότης διαμορφοΰται είς βασιλείαν τοΰ θ εο ΰ »1 (Άνδρουτσο^’Ι. Κατά ταύτην ή Ε κ κλησία περιλαμβάνει ού μόνον τούς ζώ ν -\ τας χριστιανούς άλλά κα'ι τούς άποθανόντ ας.______

Γ· Σ κοπός της ’Εκκλησίας είναι, ώς έλέχθη, ή σωτηρία τοϋ άνθρωπίνου· γ ένους, μόνον έν αύτη και δι’ αύτης δυναμένη νά έπιτευγθη. E r t ra ecclesiam n ulla sa lu s ή, κατά τήν διατύπωσιν τοϋ Καρχηδόνος Κυπριανοϋ (D e u n ita te ecclesiae 6 ) , habere ja m n o n p o te st D eu m p atrem , qui E cclesiam non.

\ h ab et m atrem .\ Ε κ κλησία σημαίνει, κατά τήν άρχαίαν έλληνικήν φρασιολογίαν, τήν συνέ-

λευσιν τοϋ λαοΰ. Ό δρος, έκ τοΰ έκκαλεΐν, προέρχεται έκ της προδημοκρα- τικής (άριστοκρατικής) περιόδου των έλληνικών πολιτευμάτων, καθ’ ήν· ούχί πάντες οί πολϊται εκαλούντο καί μετεϊχον των συνελεύσεων 2. Εις τά-

: Εύαγγέλια καί δή τό τοΰ Ματθαίου ό Κύριος όμιλεϊ δίς (icf 18 καί ιη' 17 )■ | περί αύτης, ώς της κοινότητος των εις Αύτόν πιστευόντων. Είς τάς Πράξεις, ί τάς Έ πιστολάς καί τήν Ά ποκάλϋψ ιν ή χρήσις τοΰ δρου είναι συνηθεστάτη^.\ σημαίνοντος ότέ μέν τό σύνολον των χριστιανών καθ’ δλου, ότέ δέ ώ ρισμέ-

νης περιφερείας (κατωτ. IV ). Τ ά μέλη της ’Εκκλησίας έκλήθησαν τό π ρώ - τον χριστιανοί έν ’Α ντιόχεια ολίγον μετά τον λιθοβολισμόν τοΰ πρω τομάρτυ- ρος Στεφάνου καί τήν άποδοχήν της νέας θρησκείας ύπό τοΰ Παύλου 3.

Π. Γ. Κ ο ν ι δ ά ρ η : Διατί «Καθολική ορθόδοξος» καί διατί «Ρωμαιοκαθολική» ’Εκκλησία έν Γρηγόριος ό Παλαμας τ. 29 (1947) σ. 32-36, 90 -93 ,149-157 , 315-319. *F. Β 1 a n k e : Kirchen und Sekten. Fiihrer durch die religiosen Gruppen der G egen- wart, Zurich 1955. K. A l g e r m i s s e n : Konfessionskunde 7, Celle 1957. Hand- buch der Orientalistik έκδ. ύπό B. S p u 1 e r : Religionsgeschichte des Orients in der Zeit der Weltreligionen, L e id en -K o ln 1961. Διά τό άπό της δυτικής ’Εκκλησίας: σχίσμα βλ. τά γενικά έργα τής έκκλησιαστικής ιστορίας (κατωτ. § 6) καί τάς ένταΰθα: παραπομπάς. Έ κ τής νεωτέρας ειδικής βιβλιογραφίας βλ. Μ. J U g i e : Le schisme b y - zantin, Paris 1941, Fr. D v o r n i k : The Photian Schism, Cambridge 1948, J. K a r - m i r i s : The Schism of the Rom an Church έν Θεολογία τ. 21 (1950) σ. 400-438,. 557-587, St. R ii n c i m a n : The eastern Schism, Oxford 1955. Διά τάς ένωτικάς προσ- παθείας άπό έκατέρας πλευράς άπό των μέσων τοϋ ΙΘ' αίώνος καί έφεξής βλ. Π. Γ ρ η - γ ο ρ ί ο υ : Σχέσεις καθολικών καί ορθοδόξων, Άθήναι 1958 σ. 345 έπ.

2. G. Β u s ο 1 1 : Griechische Staatskunde τ. I 3, Miinchen 1920 σ. 443.3. Πράξ. ια' 26 «Χρηματίσαι τε πρώτον έν ’Αντιόχεια τούς μαθητάς χριστιανούς».

Πρβλ. J. Β. M a t t in g ly : The origin of the name Christiani έν The Journal of theo­logical studies N.S. τ. 9 (1958) σ. 26-37, E. P e t e r s o n : Christianus παρά τ ο> α ύ τ ω : Friihkirche, Judentum und Gnosis. Studien und Untersucnungen, R om , Freiburg, W ien 1959 σ. 64-87 καί τάς ένταΰθα παραπομπάς, C. S p i c q : Ce que- signifie le titre de chretien έν Studia theologica τ. 15 (1961) σ. 68-78, B. L i f - s c h i t z : L’origine du nom des chretiens έν Vigiliae Christianae τ. 16 (1962) σ. 65 -70 .

Page 3: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

9

"Ηδη λίαν ενωρίς δμ ω ς'ή αρχική ένατης έν τη χριστιανική διδβεσκαλίίί δ ιεσπάσθη διά της έμφανίσεως. πολυαρίθμ ω ν αΙρέσεων, αί πλεϊσται τών οποίων έξηφανίσθησαν μέ τήν πάροδον τοϋ χρόνου, χωρίς νά καταλίπουν ΐχνη εις τον σύγχρονόν χριστιανικον κόσμον. Έ κ των παλαιών αιρέσεων μικράν διάδοσιν έγει ετι νΰν ή ύπό της έν Έ φ έσω Γ' οικουμενικής συνόδου έν έτει 431 καταδικασθεϊσα τών νεστοριανών, άριθμοϋσα όλίγας μόνον χιλιάδας οπαδών, μεγαλυτέραν δε ή ύπο της έν Χαλκηδόνι Δ' οικουμενικής συνόδου έν έτει 451 άποδοκιμασθεΐσα τών μονοφυσιτών, άριθμοϋσα περί τά δώδεκα έκατομμύρια οπαδών, τασσομένων ύπο τέσσαρας_κυρίως μερικωτέρας θρη- σκευτικάς κοινότητας : την κοπτικήν της Α ΐγύπ του, της Α ιθιοπ ία ν τήν συ- ρικήν και τήν άρμενικήν. Ά συγκρίτω ς πολυαριθμότεροι είναι οί άπό της. ορθοδοξίας άπομακρυνθέντες δυτικοί ή ρωμαιοκαθολικοί καί διαμαρτυρόμε- νοι, έκάτεροι τών οποίων άνέρχονται εις πολλάς δεκάδας εκατομμυρίων.

'Η έπιδίωξις τών επισκόπων Ρώμης ήδη άπό τών πρώτων αιώνων, δπως τό άναγνωριζόμενον αύτοΐς πρωτείο ν τιμής (prim us in ter p ares) μεταβάλουν είς κυριαρχικήν έπί συμπάσης της Ε κκλησίας έξουσίαν, ήν έπρα- γματοποίησαν μέν έν τη Δύσει, έπωφεληθέντες τών έκ τών βαρβαρικών επιδρομών δημιουργηθεισών ένταΰθα πολιτικών καί έκκλησιαστικών συνθη­κών, άλλά τήν όποίαν τη άρωγή της ύπό τον βυζαντινόν αύτοκράτορα πολι­τείας έπιτυχώς άπέκρουσαν αί Έκκλησίαι της Α νατολή ς, έν συνδυασμω πρός τάς, άρχήθεν ύφισταμένας άλλά σύν τη παρόδω τοΰ χρόνου έντονώτερον έμφανιζομένας βασικώς διαφόρους φυλετικάς, πολιτικάς, πολιτιστικάς, γλω σ- σικάς καί έκκλησιαστικάς συνθήκας της έλληνικής ’Ανατολής καί τής λατινι­κής Δύσεως, ώδήγησε βαθμηδόν καί έν μέσω πολλών ιστορικών περιπετειών εις τό μεταξύ τών δύο τμημάτων τής «μιας, άγιας, καθολικής καί άποστολικής Εκκλησίας» σχίσμα εις τρόπον, ώστε ή τυπική τελείωσις αύτοΰ διά τοΰ υπό τών παπικών le g a ti άναθεματισμοΰ έν έτει 1054 τοΰ πατριάρχου Μιχαήλ Α ' Κηρουλαρίου ούδέν άλλο ύπήρξεν ή ή έπισφράγισις συνεχοΰς, εΐ καί ούχί άνευ παλινδρομήσεων, διασπαστικής πορείας.

Ά π ό τοΰ τον πάπαν άκολουθήσαντος τμήματος τής Ε κκλησίας άπεσπά- σθη ύπό τήν έπήρειαν τοΰ κηρύγματος τών μεταρρυθμιστών τοΰ 19' αΐώνος μέγας άριθμός πιστών ιδία έν Βορείω Γερμανία, ταϊς σκανδιναβικαϊς καί. άγγλοσαξωνικαϊς χώραις, άναπτυχθείσης οΰτω τής λεγομένης ευαγγελικής, διαμαρτυρομένης ή προτεσταντικής θρησκευτικής κινήσεως.

Έ κάστη τών οΰτω διαμορφωθεισών έν τοϊς κόλποις τοΰ Χριστιανισμού διαφόρων δογματικών τάσεων άποτελεϊ επίσης Ε κκλησίαν ύπό στενοτέραν έννοιαν, ώς τοιαύτης θεωρουμένου τοΰ συνόλου όμοδόξων χριστιανών, ε’ίτε ούτοι συνιστώσι καί νομικώς ένιαίαν θρησκευτικήν όργάνωσιν, ώς έν τη ύπό τον πάπαν δυτική ή λατινική ή ρωμαιοκαθολική Ε κκλησία , είτε είναι κατα­τετμημένοι είς πλείονας κατά τόπους ιδίας θρησκευτικάς κοινότητας, ώς συμ­βαίνει ου μονον παρά τοϊς διαμαρτυρομένοις, οίτινες καί δογματικώς διίσταν- ται εν πολλοΐς πρός άλλήλους είς τρόπον, ώστε νά μη δυνάμεθα νά όμίλώμεν

Page 4: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

■nsci ένι*ίας προτεσταντικής πίστεως, -.άλλά περί πολυαρίθμων καί ενίοτε ■σ-οβίβφώτ&τα άποκλινουσών δογματικώς καί λατρευτικώς άπ’ άλλήλων - δο­ξασιών, άλλά καί παρά τη δογματικώς ενιαία ελληνική ή ανατολική ή καθο­λική ορθοδόξω Ε κκλησία .

HI. Χ ρ υ σ ο σ τ ό μ ο υ Π α π α δ ο κ ο ύ λ ο υ : Αί ορθόδοξοι έκκΑΤ,σίχι Σέρβική καί Ρουμανική κατά τό ΐστορικόν αύτών παρελθόν καί τήν νέαν συγκρότησιν έν Νέα Σιών ■τ. 17. (1922) σ. 543-575, 625-654, 671-703, τ. 18 (1923) σ. 65-82. R. J a n i n : Les -eglises orientales et les rites orientaux 4, Paris 1955. Μ ε θ ο δ ί ο υ Φ ο ύ γ ι α : Ιστο­ρώ τής όρθοδόξου Εκκλησίας έν τή διασπορα, τ. Α', ’Αλεξάνδρεια 1956. *Γ. Κο ν ι δ ά ρ η: * Η άρσις τ ο ΰ βουλγαρικού σχίσματος2, ’Αθήναι 1958. Κ. Ο n a s C h : Einfuhrung in -die Konfessionskunde der orthodoxen Kirchen, Berlin 1962.

Π ράγματι ή ορθόδοξος Ε κκλησία , παρά την άνέκαθεν ύφισταμένην και ■διατηρουμένην δογματικήν ενότητα, ουδέποτε άπετέλεσε νομικώς ένιαΐον ορ­γανισμόν μέ αύστηράν διοικητικήν διάρθρωσιν καί πειθαρχίαν, ώς ή δυτική, άλλ’ ήτο πάντοτε κατατετμημένη άναλόγως τών έκάστοτε Ιστορικών συνθη­κώ ν είς πλείονας ή έλάσσονας ανεξαρτήτους, αύτοκεφάλους, ώς λέγομεν, -οργανώσεις, καλουμένας καί ταύτας Ε κκλησίας, ύπό τρίτην, έτι στενοτέραν, έννοιαν. Έ κ τών υφισταμένων έτι σήμερον ορθοδόξων αύτοκεφάλων Ε κ κ λ η ­σιών αΐ σπουδαιότεραι είναι αί άκόλουθοι : Τ ά πατριαρχεία ’Αλεξάνδρειάς, Α ντιόχεια ς, άναγνωρισθέντα ύπό της Α' οικουμενικής συνόδου (έτ. 3 2 5 ) καν. 6 , Κωνσταντινουπόλεως ύπό της Β' οικουμενικής συνόδου (έτ. 3 8 1 ) καν. 3 — είς ό υπάγονται νϋν οΐ ορθόδοξοι της κεντρικής καί δυτικής Εύρώ- πης, ’Αμερικής, Αύστραλίας, Δωδεκανήσου καί 'Αγίου ’Ό ρους — ή ’Εκκλη­σία της Κύπρου ύπό τής Γ' οικουμενικής συνόδου (έτ. 4 3 1 ) καν. 8 , τό πα- τριαρχεΐον 'Ιεροσολύμων ύπό τής Δ' οικουμενικής συνόδου (έτ. 4 5 1 ). 'Η 'Εκκλησία τής Ρωσίας, ανεξάρτητος έν τη πράξει άπό τοϋ έτους 1459, άνε- -γνωρίσθη ώς πατριαρχεΐον τώ 1589 ύπό τοϋ οικουμενικού πατριάρχου Ίερε-

L'H Ε κ κ λ η ­σία τής 'Ελλάδος άπό τοΰ 1833, άναγνωρισθεϊσα ύπό τοΰ Οικουμενικού Πατριαρχείου τώ 1850 (κατωτ. § 2 2 ) . Ή Ε κ κλησία τής Βουλγαρίας, ίδρυ- θεΐσα διά σουλτανικοΰ φιρμανίου τώ 1870, ού μόνον δεν άνεγνωρίσθη ύπό τοϋ Πατριαρχείου, άλλά καί έκηρύχθη ύπ’ αύτοΰ σχισματική- τό σχίσμα ήρθη τώ 1945, τώ δέ 1953 ή βουλγαρική Ε κκλησία άνεκηρύχθη είς πατριαρχεΐον. 'Η ’Εκκλησία τής Κρήτης, ής τάς πρός τό Οίκουμενικόν Πατριαρχεΐον σχέσεις διέπει ή άπό 14 ’Οκτωβρίου 1900 σύμβασις μεταξύ τούτου καί τής τότε κρητικής πολιτείας (πρβλ. κατωτ. § 2 8 ). Τό πατριαρχεΐον Σερβίας άπό τοΰ 1920,^άπβ?Ε8λεσθέν-- διά»·^ς·^«γχ«νεύ^(»^·τών^>κ^ά--^Γ·β;·̂ 4&$&?όφ ι«11 ΐΛμί,νων,

Ήου, Κάρλοβιτς* Ααλματκ»ξ7··^νσήας”̂ α ίϊ* Έ ^ ε γ & β ^ # ^ χ ΐ" ,̂ ^ ς ί̂ τ*πό^τοϋ ΙβΤΟ 'κδτοκέφάλου τής ΣερβίαςΤ^Τό πατριαρχεΐον Ρουμανίας άπό τόϋ 1925,

Page 5: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

11

lj£^ptt$sfm ir- τ ψ ̂1ϊ»3ί^^'τοκ·^η^οπολεις-4|>®ν^λβΐτνΜ ξ^Εϊ®®υϊ£θβίνας. Είς τάς αυτοκέφαλους ταύτας ’Εκκλησίας προσθετέον τάς μεταξύ· τών δύσ ■χνώτων παγκοσμίων πολέμων άνακηρυχθείσας, ώς της Γεωργίας, Π ολω- •νίας. Φ ιλανδίας, ’Αλβανίας, ώς καί τήν άρχιεπισκοπήν Σινα.

Ι \ . Σπανιώτερον ώς ’Εκκλησία νοείται ήδη κατά τούς πρώτους αιώνας .καί το σΰνολον τών (όμοδόξων) χριστιανών ώρισμένης πόλεως ή στενοτέραςπεριφερείας, υποκείμενον εις τον επιχώριον επίσκοπον π .χ . ’Εκκλησία Κορίν- >θου (Α' Κορινθ. α' 2 ) , Θεσσαλονίκης (Α' Θεσσ. α' 1 ).

Μή χριστιανικαι θρησκευτικά! κοινότητες π .χ . μωαμεθανών, Ισραηλιτών,

Μ. Π ο τ λ ή : Εισαγωγικών μάθημα εις τό έκκλησιαστικόν δίκαιον (1859) έν Νέοις Πανδέκταις τ. Ε' {1906) σ. 140 έπ. R. S o h m : Kirchenrecht τ. Ι-Η , Leipzig 1892- 1923. Γ. Λ a ο δ ο υ ν ι ώ τ ο υ : Νομική φύσις τοϋ εκκλησιαστικού δικαίου τής έλληνικής Εκκλησίας (1899) έν Νέοις Πανδέκταις τ. Ε' (1906) σ. 119 έπ. F r i e d r i c h : Zur ■Begriffsbestimraung des Kirchenrechts έν Deutsche Zeitschrift fiir Kirchenrecht τ. 16 (1906) a. 75-99. A. H a r n a c k ; Entstehung und Entwicklung der Kirchen- verfassung und des Kirchenrechts in den zwei ersten Jahrhunderten, Leipzig 1910. P. A. L e d e r : Das Problem der Entstehung des Katholizismus. Kritische Ausserungen j u Harnack und Sohm έν Savigny-Zeitschrift Kan. A bt. τ. 32 (1911) σ. 276-308. ~Az~·Β~α_μ_§Μ^ο ο 'j· : Εισαγωγή-είς τό έλληνικόν έκκλησιαστικόν δίκαιον τών ορθοδόξων, •έν Άθήναις 1911. R. S a h m : W esen und TJrsprung des Katholizismus a, 1912. Ε-.-Φ ιλ - i-τ. π ό τ ο υ -i—Ή έκκλησία ύπό-τό δίκαιον, έν ’Αθήναις 1915, Ε. F o e r s t e r : Rudolph Sohms Kritik des Kirchenrechtes, Haarlem 1942. E. K o h l m e y e r : Charisma oder Recht? Yom W esen des altesten Kirchenrechts έν Savigny - Zeit-

-schrift Kan. Abt. τ. 69 (1952) σ. 1 έπ. W. D. M a r s c h : 1st das Recht eine notwendige Funktion der Kirche ? Zur Auseinandersetzung m it Rudolf Sohm έν Zeitschrift fiir evangelisches Kirchenrecht τ. 5 (1956) σ. 117 έπ. W. M a u r e r : Yon Urspm ng und Wesen des kirchlichen R echts αυτόθι τ. 5 (1956) σ. 1 έπ. Κ. .Μ ο υ ρ ί. τ ί δ ο υ Σύγχρονοι κατευθύνσεις έν τη έπιστήμη τοϋ κανονικού δικαίου έν Έιεκλησνχ τ. 37 (1960) σ. 69-72, 89-90, 110-112, 135—136, καί τά κατωτέρω (§ 5) γενικά έπί τοϋ έκκλησιαστικοϋ δικαίου ϊργα.

’Εκκλησιαστικον δίκαιον_εΐναι σύνολον νομικών κανόνων, ρυθμιζόντων τον εκκλησιαστικον βίον, ιδία δέ την διοργάνωσιν της ’Εκκλησίας καϊ"τας •σχεσεις αύτης πρός τα μέλη της, τούς έκτος αυτης7'τό κράτος καί αλλας θρη- σνχϋτϊκας ή κοσμικάς κοινότητας. *........... ........................ ............

4. ’Α§>. Παγ. 97/1920 έν ©έμις τ. 31 (1920) σ. 418.

Page 6: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

12

Ό δρος Έ κκλησία λαμβάνεται ύπό έκάστην τών έν § 1 τριών εννοιών* είς τρόπον, ώστε ~το"~εκκΑη σ ι α σ τ ΐκό ν δίκαιον κατά τον άνώτέρω ορισμόν νοεί-- ται εΐτε ώς πρός τό σύνολον^τών-¥Ρΐστιανών, είτε ώς πρ.ός τούς χριστιανούς, ώρισμ^νόΰ δόγματος, είτε ώς πρός £κάστην τών αύτοκεφάλων Εκκλησιώ ν. 'Τπό την' πρώτην έννοιαν τ ο ~εκκλησιαστικον δίκαιον μόνον ώς συγκριτικό'/ δίκαιον δύναται νά νοηθη, καθ’ δσον, ώς εύνόητον, οϋτε κατά τάς πηγάς οΰτε- κατά τό περιεχόμενον συμπίπτουν πάντοτε — ουδέ κατά κανόνα — πρός αλ- ληλα τά δίκαια τών διαφόρων δογμάτων. Τό αύτό ισχύει διά τό έκκλησια- στικόν δίκαιον καί ύπό την δευτέραν έννοιαν, τουλάχιστον διά τούς ορθοδό­ξους καί τούς διαμαρτυρομένους, οΐτινες έκάτεροι είναι, ώς έλέχθη, κατατετμη­μένοι εις πλείονας άνεξαρτήτους νομικώς καί διοικητικώς άπ’ . άλλήλων θρη- σκευτικάς κοινότητας, έν ώ πάντες οί δυτικοί άδιαφόρως ίθαγενείας καί κατοι­κίας ύπάγονται ύπό την αύτην έκκλησιαστικήν ύπερεθνικήν όργάνωσιν μέ προϊστάμενον τον πάπαν. Κατά συνέπειαν, ύφίσταται μέν εκκλησιαστικον· δίκαιον κοινόν μέ επουσιώδεις διαφοράς διά πάντας τούς δυτικούς, ούχί δμως -λ διά τούς διαμαρτυρομένους καί τούς ορθοδόξους, παρ’ οίς έκάστη έπί μέρους αυτοκέφαλος Έ κκλησία άποτελεϊ ιδίαν έννομον τάξιν ούτως, ώστε_τό δίκαιον της ορθοδόξου Ε κκλησίας γενικώς — δπως καί τό τών διαμαρτυρομένων — / μόνον συγκριτικώς δύναται νά έρευνηθη, ενώ συστηματική άνάπτυξις δέν είναι δυνατή, εΐ μή διά τά δίκαιά τών έπί μέρους ορθοδόξων Ε κκλησιώ ν.

Τοϋτο βεβαίως δέν σημαίνει δτι δέν ύφίστανται διατάξεις κοιναί είς / · πάσας τάς χριστιανικάς — π .χ . αί άποδοκιμάζουσαι τάς έπ’ άνταλλάγματν' (σιμωνιακάς) χειροτονίας— πολλώ δέ μάλλον τάς όμοδόξους Ε κκλησίας — π .χ . αί έπιτρέπουσαι παρά τοϊς ορθοδόξους, άντιθέτως πρός τούς δυτικούς, τήν- χειροτονίαν εγγάμω ν εις πρεσβυτέρους καί διακόνους — άλλ’ αυται, άποτε- λοϋσαι τό κοινόν νομικόν ύπόστρωμα, διασπώνται πολλαχώς ύπό άνομοίων δι’ έκάστην αύτοκέφαλον Ε κκλησίαν κανόνων, καθιστώντων άναγκαίαν τήν κε- χωρισμένην δι’ έκάστην τούτων συστηματικήν διαπραγμάτευσιν. Τό παρόν* έγχειρίδιον σκοπεί τήν άνάπτυξιν τοϋ έν τη Έ κκλησία της Ε λλάδος, κατά. τά κατωτέρω (§ 2 8 ) διαγραφόμενα τοπικά αύτης δρια, ίσχύοντος δικαίου.

Ά π ό τοΰ κυρίως εΐπεϊν έκκλησιαστικοΰ δικαίου, περιλαμβάνοντος πάντας: τούς διέποντας τον νομικόν βίον της Ε κκλησίας κανόνας, άδιαφόρως της κρα­τικής ή εκκλησιαστικής των προελεύσεως 1, διακριτέον τό κανονικόν δίκαιον,, ο5 περιεχόμενον άποτελοΰσι μόνοι οί ύπό τής Ε κκλησίας τεθέντες, συμπερι­λαμβανομένων τών έν τη Α γ ία Γραφή καί τή Ίερα Παραδόσει. 'Η διάκρισις αΰτη, σπουδαιοτάτη διά την δυτικήν Ε κκλησίαν, έχουσαν ’ίδιον πλήρες σύ­στημα δικαίου, άνεξάρτητον καί άνεπηρέαστον άπό τής πολιτειακής νομοθε­σίας, στερείται παρ’ ήμϊν ουσιώδους πρακτικής σημασίας, καθ’ δσον, ώς θά- ϊδωμεν, ένεκα τοΰ έπικρατοΰντος τόσον έν Βυζαντίω δσον καί άπό τής άνα-

1. Κατ’ άλλους το εκκλησιαστικών δίκαιον περιλαμβάνει μόνους τούς ύπό της πολιτείας: τεθειμένους έπί εκκλησιαστικών θεμάτων κανόνας.

Page 7: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

13

•συστάσεως τοϋ έλληνικοϋ κράτους συστήματος τών μεταξύ- -πολιτείας καί ’Εκκλησίας σχέσεων (§§ 12, 22, 2 3 ) , ή πρώτη έξομοιοΐ πρός τούς ίδιους αυτής νόμους τούς εκκλησιαστικούς κανόνας καί ή δεύτερα άποδέχεται καί ύίόθέτεΐ τούς έπί εκκλησιαστικών θεμάτων πολιτειακούς νόμους, στενώς οΰτω -πρός τούς'κανόνας συμπλεκόμενους εις τρόπον, ώστε ή διάκρισις τοϋ κανονι­κού άπό τόΰ έκκλησιαστικοΰ δικαίου καθίσταται μόνον όρολογική. :

Τό εκκλησιαστικον δίκαιον, άφορών τον ΐδιότυπον καί έν πολλοΐς υπερ­κόσμιο ν οργανισμόν τής ’Εκκλησίας, εις ουδέτερον τών σκελών τής βασικής τοΰ δικαίου διοΰφίσεως εις δημόσιον καί ΐδιωτικόν υπάγεται άλλ’ άποτελεϊ, τουλάχιστον κατά τό παρ ήμϊν κρατοΰν σύστημα τών πρός τη ν; πολιτείαν σχέσεων (§ 2 3 ), ΐδιόμορφον (sui gen eris) κλάδόν δικαίου, παρό^ηλον^καί

■ούχί υπάλληλον πρός τινα εκείνων^ εί _καί τινες των διατάξεων αύτοΰ προσο­μοιάζουν πρός τάς τοΰ δημοσίου, ώς αί περί καθαιρέσεως, άντιστοιχούσης

•πρός την άπόλυσιν τών κρατικών λειτουργών, καί άλλαι πρός τάς τοΰ ιδιω­τικού κόσμικοΰ δικαίου, ώς αί διέπουσαι τάς έπί εκκλησιαστικών πραγμάτων• δικάιοπράξίας καί τήν διαχείρισιν έν γένέι τής εκκλησιαστικής περιουσίας.

"Οθεν ή ’Εκκλησία καθ’ αύτην. καίπερ άναγνωοιζοιιέννι καί πολλαχώ ς ένισχύομένη, άλλά καί έποπτευομένη ύπό τοΰ Κράτους, δέν άποτελεϊ νομικόν προσωπον οΰτε δημοσίου ουτε ΐδιωτικοϋ δικαίου 2, άλλ’ ΐδιόμορφον _όργανι- σαον' έκκλησιαστικοΰ δικαίου καί δέν έχει δικαιϊκήν καί δικαιοπράκτικήν ικανότητα, άντιθέτως πρός τμήματα ταύτης, ώς αί μητροπόλεις,· οί ένοριακοί νάοί, αί μονάί, άπολαύοντα τοιαύτης ίκανότητος, δυνάμει είτε .τών γενικών ορισμών εΐτε ειδικών διατάξεων τής πολιτειακής νομοθεσίας (κατωτ. §§3 8 ^ 3 9 , 4 0 ) . .......... J........ ........... ■ - ..... ........ ....... .......-■......·.-■ “

Κατά τήν τολμηράν καί πολλάς κατά τήν έμφάνισίν της συζητήσεις προκαλέσασαν θεωρίαν τοϋ R. S o h m (βλ. άνωτ. βιβλιογραφίαν) ή άνάπτυξις τοϋ έκκλησιαστικοΰ δι­καίου είναι ίστορικώς μεταγενέστερον φαινόμενον, καθ’ δσον ή άρχική μορφή καί. ή βα- 'θυτέρα ουσία τής έκκλησίας εύρίσκονται κατά τον συγγραφέα τοΰτον είς βασικήν άντίθεσιν πρός τήν έννοιαν τοΰ δικαίου. 'Ότι οι κανόνες τοΰ έκκλησιαστικοΰ δικαίου άνεπτύχθησαν ολίγον κατ’ ολίγον, καθ’ δσον διεδίδετο ό χριστιανισμός καί παρίστατο έπιτακτικωτέρα ή ανάγκη της διά θετικών ορισμών όργανώσεώς του, είναι βεβαίως αληθές. ’Αλλ’ δτι ή κατά δίκαιον όργάνωσις αΰτη άντιτίθεται πρός τήν άληθή ουσίαν τοΰ χριστιανισμοΰ καί δέν εμφανίζεται, εί και ύποτυπωδώς, ήδη άπό τών πρώτων άποστολικών χρόνων, άρνοΰν-

•ται όρθώς σήμερον πάντες σχεδόν οί συγγραφείς άδιαφόρως δογματικής κατευθύνσεως.

§ 3

Εκκλησιαστικον δίκαιον καί ήθική

'Η ήθική, καθ’ δ μέτρον άφορ^ την κοινωνικήν συμ,βίωσιν 1, συμπίπτει

2. ’Άλλως Π . Π ο υ λ ί τ σ α ς , 2νθα κατωτ. (§ 12) σ. 14 σημ. 1 καί οί παρ’ αύτώ.1. Οΐ κανόνες τής ήθικής έχουν εύρύτερον έδαφος έφαρμογής τών τοΰ δικαίου, καθ’

•δσον τείνουν νά ρυθμίσουν καί σχέσεις τοΰ άτόμου πρός τόν Θεόν, πρός έαυτό και γενικώ- •τερον πρός πάντα δνθρωπον.

Page 8: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

14

κατα r!τουτου,

.τά περιεχόμενον έν liigst- τουλάχιστον -2 πρός το δίκαιον, διαφέρει 8 ’ ύτου, άφ’ ενός μέν διότι έν εκείνη κρίνεται προεχόντως τό έσωτερικόν φρό-

ν'^μα," ένω~έν~τσύτω 'ή~έξώτερική έκδήλωσις, £νευ της οποίος ή ένδιάθετος σκέψις δέν εισέρχεται είς την σφαίραν τοϋ δικαίου, καί άφ’ ετέρου διότι αί έπιταγαί τοΰ τελευταίου άντιθέτως πρός τάς της ήΟικής είναι κατά κανόνα ΙξαναγκάσταΙ είτε m an u m ilitari (εξαναγκασμός έν στενή έννοια) εΐτε απειλής ύπό τής έννόμου τάξεως άλλων δυσαρέστων συνεπειών είς βάρος τοϋ κατά καταφρόνησιν τών έπιταγών...της ένεργήσαντος 3. Έ ν τούτοι;, τά δια­κριτικά ταϋτα γνωρίσματα πολύ άπέχουν άπό τοΰ νά είναι άπόλότα. Καθ’ δσον μέν άφορα τό πρώτον, παρατηροΰμεν ότι καί τό δίκαιον πλειστάκις ένδιαφέ- ρεται καί διά τό έσωτερικόν φρόνημα4 καί έξ ηθικής έπόψεως. παρά την όξεΐκν διατύπωσιν τοΰ Σωτήρος 5, δέν κρίνεται έξ ίσου αύστηρώς ή παράρασις, φερ’ εϊπεΐν, τής εντολής «ούκ έπιθυμήσεις τήν γυναίκα τοϋ πλησίον w j) ) (Έ ξο δ . ν! 17, Δευτερ. & 2 1 ) καί ή τελειωθεΐσα μοιχεία- καθ’ όσον δ3 άψϋρΒ. τό δε*>- τερον, 5τι ύφίστανται καί κανόνες δικαίου, ιδία τοΰ διεθνούς καί τοϋ συντα- γματικοΰ, μή έξαναγκαστοί. Έ μμένομεν δμως καί έξ έπόψεως εκκλησιαστι­κού δικαίου εις τήν κατά τά άνωτέρω διάκρισιν, διότι αΰτη άφ’ ενός μέν καλύ­πτει έπιτυχώς τάς πλείστας τών περιπτώσεων, άφ’ ετέρου δέ δέν Ιχει άντι- κατασταθή, καθ’ δσον βλέπω, ύπό άλλης έπιτυχεστέρας 6.

Κατά ταΰτα, ή έν τη κατά τά κατωτέρω ( § 3 8 ) ψηφοφορία πρός εκλογήν αρχιεπισκόπου ’Αθηνών ,ύπερψήφ.ισ'.ς, φερ’ εϊπεϊν, ύπό τίνος τών εκλογέων μητροπολιτών τοΰ Α ύποψηφίου άντί τοΰ Β , όν έν συνειδήσει κρίνει οδτος

2. Λέγω έν μέοει, διότι ή ήθική προβάλλει, ώς γνωστόν, μείζονας, ού μόνον χατά βαθμόν αύστηρότητος άλλά και κατ’ έκτασιν άπαιτήσεις ή τό δίκαιον. Non omne quod licet, honestum est, Ιλεγον ήδη οί Ρωμαίοι. Dig. L. 17. 144.

3. Συγγραφείς τινες διδάσκουν δτι στοιχεϊον τής έννοιας τοϋ δικαίου είναι ούχί τδ έξαναγκαστόν άλλά τδ ύποχρεωτικόν τών κανόνων του. Έάν τό τελευταΐον τοΰτο νοή- ται ύπό τήν έν τψ κειμένω ίννοιαν, ή διαφορά είναι άπλώς όρολογική και στερείται γενι- κωτέρας σημασίας. Έ ν εναντία περιπτώσει έξακολουθεΐ νά παραμένω άναϋτάντητον τό ερώτημα περί τοϋ κριτηρίου διακρίσεως. Πώς είναι υποχρεωτικός κανών χωρίς απειλήν κυρώσεων ; Είς τί συνίσταται ή ύποχρεωτικότης του ; Ά ρκεΐ δτι ττεριελήφθη εις τυπικόν νόμον διά νά διακριθή άπό τών έπίσης άνευ κυρώσεων ήθικών επιταγών ;

4. Π .χ. διάκρισις δόλου καί άμελείας έπί ά,ίιοποίνων άδικημάτων ή συμβατικών παρα­βάσεων, ή καλή ή κακή πίστις έν τώ ιδιωτικά) δικαίω.

5. Ματθ. ε' 28. «Έ γώ δέ λέγω ύμΐν δτι πας ό βλέπων γυναίκα πρός τό έπιθυμήσαι αύτήν ήδη έμοίχευσεν αυτήν έν τη καρδία αύτοϋ».

6. Ώ ς παρατηρεί ό Γ. Κ ο υ σ ο υ λ α κ ο ς : Ή καταγωγή τής περί δικαίου ώς τοΰ «ήθικοϋ minimum» διδασκαλίας έν Μελέταις φιλοσοφίας, γενικής θεωρίας καί τεχνική? τοϋ δικαίου τεϋχ. Α', ’Αθηναι 1948, σ. 135 «ή ειδοποιός διαφορά τών δύο τούτων συνόλων κανόνων [sc. τοϋ δικαίου και τής ηθικής] δέν καθωρίσθη είσέτι ύπό τής φιλοσοφίας κατά τρόπον τυγχάνοντα γενικής άναγνωρίσεως». Βλ. ένταΰθα σ. 135—19? έπί πλούσιας Βι­βλιογραφίας έρέιδομένην έπισκόπησιν τών έν τη φιλοσοφική . σκέψει προταθεισών μέχρι τοϋδε έπί τοΰ δυσχερεστάτου τούτου προβλήματος λύσεων. Πρβλ. τ ο ϋ α ύ τ ο ϋ : Ό ένδον βίος τοΰ άνθρώπου και ή ήθική, τό δίκαιον καί οί λοιποί κανόνες συμπεριφοράς, ’Αθη- ναι 1961 καί ιδία τήν ένταΰθα βιβλιογραφίαν.

Page 9: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

καταλληλότερον, άλλά πρός δν εύρίσκεται εις προσωπικής άντίθε®ιν, ε ΐ ν « μέν ηθικώς άξιοκατάκριτος, άλλά νομικώς ισχυρά- ώς επίσης δέν ΰπόκειτχι εις έκκλησιαστικην ποινήν ό έκ μόνου τοϋ προ ταύτης φόβου καί οΰχί έξ άγ-χ- θοϋ συνειδότος άρνηθείς νά ίερολογήση κεκωλυμένον γάμον κληρικός. ’Ε ξ άλλου ή συμμόρφωσις πρός τάς έπιταγάς τοϋ εκκλησιαστικού δικαίου σπα- νιώτερον καί μόνον ύπό καθ’ ώρισμένον τρόπον διαμόρφωσϊν τών προς τήν πολιτείαν σχέσεων, ώς φερ’ ,είπεΐν κατά τό παρ’ ήμϊν κρατούν σΰστημχ της νόμω κρατούσης πολιτείας ,(§ 2 3 ) , εξαναγκάζεται τη άρωγη της τελευταίας δι’ υλικής βίας 7, ενώ συνηθέστερον απειλούνται πνευματικαί μόνον ποιναί ή ή άρνησις της Ε κκλησίας, δπως άναγνωρίση τήν κατά παράβασή τών ορι­σμών της γενομένην πραξιν.

Καθ’ δσον, τέλος, άφορα τό περιεχόμενον της ήθικής κρίσεως, αΰτη εις τήν π^οκειμένην περίπτωσιν, καθ’ ήν οί φορεί ς της ώς μέλη .της Έκκλησίδις θεωρούνται έξ όρισμοΰ ώς αποδεχόμενοι τά δόγματα καί τά ηθικά παραγ­γέλματα τής, είς ήν ανήκουν, θρησκευτικής κοινότητος, οφείλει νά καθορί- ζηται καί νά σύμφωνη πρός τά τελευταία ταϋτα εις .τρόπο», .άσ τε.είς τό πε'- δίον τοΰ έκκλησιαστικοΰ^..άντιθέτως · πρός τό τών. λοιπών κλάδων δικαίου, δέν έχει απόλυτον εφαρμογήν τό τρίτον..τών διακριτικών γνωρισμάτων δικαίου καί ήθικης, καθ’ δ αί έπιτκγαί του πρώ του είναι ετερόνομοι, προσδιοριζόμενοι έκ της βουλήσεως τοΰ νομοθέτου, ενώ αί της τελευταίας είναι αυτόνομοι, πηγάζούσαι έκ τής ατομικής έκάστου άνθρώπου συνειδήσεως, δεδομένου ο τι ή τελευταία αδτη υποτίθεται προσδιοριζομένη, ώς έλέχθη, έκ τής επίσημον» ήθικής διδασκαλίας, τής, είς ήν ανήκει έκαστον άτομόν, ’Εκκλησίας.

§ 4

Σημασία τοΰ έκκλησιαστικοΰ δικαίου

Ή σημασία τοΰ εκκλησιαστικού δικαίου, έκτος τής έν γένει ώς κλάδοι της καθ’ ολΛί νομικής επιστήμης, είναι μεγίστη καί πολλαπλή.

£ α ^ Πρακτική κ α ΙΜ -α μ εα ο ς .καί , έμμεσος. ‘Ά μ χσ ος μέν, ώ; ρυθμίζοντος τον νομικόν βίον της ’Εκκλησίας καί δή τής ορθοδόξου, _ής οί πλεΐστοι. τών κατοίκων τής Ε λ λ ά δ ο ς είναι μέλη, σημαντικός δ’ άριθμός έξ αύτών Άειτουρτ- γο ί 'γηξ·' 2 μ ^ σ ο ς δέ, ώς συμπληροΰντος άλλους κλάδους δικαίου ρητώς ή σιωπηρώς είς έκεΐνο παραπέμποντας. Οΰτω π .χ . όρίζοντος τοΰ ’Αστικού Κω­δικός έν άρθρω 1 3 6 7 ότι «γάμος τών άνηκόντων εις τ ψ άνατολικήν ορθόδοξον ’Εκκλησίαν δέν ύφίσταται άνευ ιεροτελεστίας τελουμένης ΰπό ίερέως τής

7. Βλ. π.χ. ί , 5383/1932 αρθρ. 153 τροπ. ν. 898/1943 δρθρ. 18. «Πάσαι αί άκοφί- σεις τών εκκλησιαστικών δικαστηρίων, αί καταστασαι. . . όριστικαί και τελεσίδικοι, έκτε- λοϋνται τή συνδρομή τής άρμοδίας αστυνομικής άρχής τή εγγράφω εντολή τοϋ libsets» ιεράρχου, έφ’ δσον 6 καταδικασ6είς άρνεΐται ή δύστροπει νά συμμορφωθή πρός τήν ά-ό- φασιν τοΰ έιοΑησιαστικοϋ δικαστηρίου» κλκ.

Page 10: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

.’Εκκλησίας ταύτης», είς το εκκλησιαστικον δίκαιον θά άχοβλέψωμεν διά νά & .μοξφωμεν, τίς θεωρείται μέλος της όρθοδόξου Ε κκλησίας κα'ι πώ ς άποκτά- ται ή ίδιότης τοϋ. «ΐερέως» ταύτης.

f β-'f Δ ιά τούς χ ριστιανούς έν γένει,/έύλόγω ς ενδιαφερομένους διά. το διέπον την Εκκλησίαν δίκαιον, έκτος της όποιας δέν είναι δυνατή, ώς ε’ίπομεν (άνωτ.§ 1 ), κατά τήν. χριστιανική ν πίστιν ή σωτηρία τοΰ άνθρωπίνου γένους.

i'f'.y Δ ιά τό.ν έλληνισμόν, μεθ’ ού ή Έ κκλησία άρχήθεν στενότατα συνε- -δέθη, ίδρυθεϊσα είς την περιοχήν τής άπό τοΰ ’Αλεξάνδρου τοΰ μεγάλου και τώ Τ διαδόχων του πλήρως έξελληνισμένης ’Ανατολής, χρησιμοποιήσασα τήν έλληνικήν γλώσσαν, εις ήν έγράφη ή Καινή Διαθήκη καί μέχρι τών ήμερων μας έπί αιώνας ολοκλήρους τό μέγιστον μέρος της συγγραφικής παραγωγής -της., άνατολικής Ε κκλησίας \ άναδείξασα συγγραφείς εξέχοντας έν τη ιστο­ρία τών εκκλησιαστικών άλλά καί τών καθ’ δλου έλληνικών γραμμάτων, ένισχύσασα καί έμψυχώσασα έπί ένδεκα καί επέκεινα αιώνας τό κράτος τοΰ μεσαιωνικού ελληνισμού κατά τούς έθνικούς καί εκπολιτιστικούς του αγώνας, θερμάνασα. τήν ψυχήν καί , κηδεμονεύσασα τά συμφέροντα τοΰ έθνους κατά τούς χρόνους τής ξένης κατακτήσεως καί,, τέλος, πρωταγωνιστήσασα είς τήν ,άτίό τών άρχών τοΰ παρελθόντος αίώνος τμηματικώ ς πραγματοποιηθεϊσαν

, άπελευθέρωσιν καί κρατικήν του άποκατάστασιν.C.J?) Δ ’-ά τήν ιστορίαν τοϋ πολιτισμοΰ καθ’ δλου, ένθα ή Έ κκλησία κατείχε

καί κατέχει έξέχουσαν θέσιν, προκαλέσασα τόν σεβασμόν καί θαυμασμόν καί αύτών τών άδιαφόρως ή έχθρικώς πρός ταύτην διακειμένων, ώστε νά δύναται άνευ οΰδεμιάς υπερβολής νά λεχθή δτι χωρίς αυτήν ή μορφή τής άνθρωπό- τητος’ θά ήτο καί εις τό παρελθόν άλλά καί σήμερον τελείως διάφορος. Ταΰτα δέ πάντα έπέτυχεν ή Έ κκλησία έν μέσω παντοειδών καί παντοδαπών εξω τε­ρικών πιέσεων καί κινδύνων, τήν δύναμιν άντιστάσεως κατά τών οποίων οφείλει κατά μέγα μέρος είς τήν ίσχυράν άλλά καί ευπλαστον όργάνωσιν, δι’ ής έπροίκισεν έαυτήν. Ή ιστορική έξέλιξις, προσαρμοζομένη πρός τάς έκάσ- τοτε συνθήκας, καί ή σημερινή. μορφή τής όργανώσεως ταύτης άποτελοΰν τό άντικείμενον έρεύνης τοΰ έκκλησιαστικοΰ δικαίου ύπ’ άμφοτέρας αύτοΰ τάς όψεις, τήν τε ίστορικήν καί τήν δογματικήν.

§ 5

Συλλογαί πηγών καί γενικά βοηθήματα

Ν Ή φύσις τοΰ ίσχύοντος έκκλησιαστικοΰ δικαίου, ώς προϊόντος μακρας ιστορικής έξελίξεως μέ πηγάς, ών αί πλεϊσται έχουν ήλικίαν πολλών αιώνων, καθιστά άναγκαιοτέραν ή έφ’ ο'ιουδήποτε άλλου νομικοΰ κλάδου τήν γνώσιν

1. Καί έν τή Δύσει μόλις άπό τοϋ τέλους τοΰ Β' αίώνος ήρξατο χρησιμοποιούμενη ή λατινική, ένώ προηγουμένως έγένετο καί ένταΰθα άποκλειστική χρήσις τής ελληνικής.

Page 11: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

Κατά τό κανονικόν δίκαιον τής δυτικής εκκλησίας ή οικονομία (dispensatio), διεπο­μένη ύπο τών CC. 80-86 τοΰ Codex iuris canonici, ασκείται ύπό τοΰ νομοθετικού οργά­νου, δπερ είναι έκάστοτε αρμόδιον διά τήν θέσπισιν τοΰ κανόνος εκείνου, ούτινος διά τής άσκήσεως τής οικονομίας έμποδίζεται είς τήν συγκεκριμένην περίπτωσιν ή εφαρμογή. Τοΰτο δ’ είναι προκειμένου περί γενικών εκκλησιαστικών νόμων κατά κανόνα ό πάπας ή ή κατ’ έξουσιοδότησιν αύτοΰ ενεργούσα έκκλησιαστική άρχή.

§ 28

Έκτασις εφαρμογής τοΰ ελληνικού εκκλησιαστικού δικαίου

'Η εδαφική έκτασις τής ’Εκκλησίας τής Ε λλά δος συνέπιπτε κατά τήν έν έτει 1833 άνακήρυξίν της ώς αΰτοκεφάλου μέ τά όρια τοϋ νεοσυστάτου έλληνικοΰ βασιλείου, περιελαμβάνοντο δ’ έν αυτή πάντες οί έν τω κράτει κατοικοΰντες ορθόδοξοι χριστιανοί. Προσαρτηθείσης έν έτει 1864 τής Έ π τ α - νήσου1, ύπήχθη διά τοΰ άπό 9 ’Ιουλίου 1866 συνοδικοΰ τόμου έπί πατριάρ- χου Σωφρονίου Γ' είς τήν ’Εκκλησίαν τής Ε λλάδος ή τής Έ πτανήσου, ήτις άπό τοΰ 1577 μέχρι τέλους τής βενετικής κυριαρχίας έξηρτατο έκ τοΰ έν Β ε­νετία έδρεύοντος μέ τον τίτλον τοΰ μητροπολίτου Φιλαδέλφειας «έπιτρόπου καί πατριαρχικοΰ έξάρχου» διά πάντας τούς έν τω ένετικώ κράτει ορθοδόξους· κατά δέ τό διά τοϋ ύπό τής Μεγάλης Βρεταννίας, ώς προστάτιδος δυνάμεως,. έν έτει 1817 παραχωρηθέντος συντάγματος είσαχθέν σύστημα εκκλησιαστι­κής διοικήσεως, τυχόν τής έγκρίσεως τοΰ Οΐκουμενικοΰ Πατριαρχείου έπί· πατριάρχου ’Ανθίμου Γ' έν έτει 1823, προΐστατο ταύτης ώς «έξαρχος» εναλ­λάξ έπί πενταετίαν άνά εις τών μητροπολιτών της, διατηρουμένης χαλαρας τίνος άπό τοΰ Πατριαρχείου έξαρτήσεως.

Ή υπαγωγή τών έν Θεσσαλία καί νοτίω Ή πείρω προσαρτηθεισών έν έτει 1881 μητροπόλεων καί έπισκοπών ύπό τήν ’Εκκλησίαν της Ε λ λ ά δ ο ς ένεκρίθη κατά τό έπόμενον έτος διά πράξεως τοΰ πατριάρχου ’Ιωακείμ Γ'. Α ί διά τών πολέμων 1 9 1 2 - 1 9 1 3 καί 1916 —1918 άπελευθερωθεϊσαι περιοχαΐ τής ’Ηπείρου, Μακεδονίας, Θράκης καί νήσων τοΰ Αιγαίου ύπήχθησαν είς τήν ’Εκκλησίαν τής Ε λλάδος μόλις τώ 1928 διά τοΰ ν. 3615 τής 10 /12 ’Ιουλίου 1928 Περί έκκλησιαστικής διοικήσεως τών έν ταΐς νέαις χώραις τής Ε λ λ ά ­δος μητροπόλεων τοΰ Οΐκουμενικοΰ Πατριαρχείου καί τής άπό 14 Σ επτεμ ­βρίου 1928 πράξεως τοϋ Οΐκουμενικοΰ Πατριαρχείου έπί πατριάρχου Β α­σιλείου Γ'. Αυτοκέφαλος κατά μέγα μέρος μέ χαλαράν έκ τοΰ Πατριαρχείου· έξάρτησιν παραμένει κατ’ άρθρ. 4 τοΰ ν. 3615 ή Έ κκλησία τής Κρήτης (κατ. § 6 7 ) . 'Η Δωδεκάνησος έξακολουθεΐ ύπαγομένη έκκλησιαστικώς είς τό Οίκου- μενικόν Πατριαρχεΐον (κατωτ. § 6 9 ) , ένώ τό "Αγιον ’Ό ρος καί αί έν αύτώ

1. Διά τήν ’Εκκλησίαν τής 'Επτανήσου μέχρι τής ένώσεως βλ. Σάρδεων Γ ε ρ μ α­ν ο ΰ : Ή Ίόνιος έκκλησία κατά τούς τελευταίους ιδία αιώνας έν ’Ορθοδοξία τ. 13 (1938) σ. 111-118.

104

Page 12: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

μοναί άποτελοΰν αύτοδιοικουμένην ού μόνον έκκλησιαστικώς άλλ’ έν πολλοϊς καί πολιτικώς περιοχήν τοϋ κράτους (κατωτ. § 6 8 ).

Τό παρόν έγχειρ ίδιον σκοπεί τήν έν τω εΐδικώ αύτοΰ μέρει δογματικήν άνάπτυξιν μόνου τοΰ έν τη Έ κκλησία της Ε λλάδος ίσχύοντος έκκλησιαστι- κοϋ δικαίου, παραβλέπον συνεπώς τά έν Κρήτη, 'Α γίω Ό ρ ε ι καί Δω δεκα- νήσω κρατοΰντα, άτινα έκτίθενται διά βραχέων έν παραρτήματι.

Τό διέπον τήν Ε κκλησίαν της Ε λλάδος δίκαιον έχει έφαρμογήν έπί τών έν τη κατά τά ανωτέρω εις αύτήν ύποκειμένη έδαφική περιοχή τοΰ ελληνικού κράτους — έξαιρουμένων συνεπώς της Κρήτης, 'Αγίου ’Ό ρους καί Δωδεκα- νήσου — κατοικούντων ορθοδόξων χριστιανών κοίΐτω,ν ένταΰθα έδρευόντων έκκλησιαστικών οργανισμών, καί νομικών πρασώπων, μητροπόλεων, ναών, μονών κλπ. 2 Πώς άποκταται ή ΐδιότης τοΰ ορθοδόξου χριστιανοΰ, θά ίδωμεν κατωτέρω (§ 3 0 ) . Ή έν τ /j άνωτέρω εις τήν Ε κκλησίαν της Ε λλάδος ύποκει­μένη έδαφικη περιοχή κατοικία ιδρύεται διά της έν οίωδήποτε σημείω ταύτης κυρίας καί μονίμου έγκαταστάσεως κατά τούς είδικωτέρους ορισμούς καί διακρίσεις (έκουσία, άναγκαία κατοικία) τοϋ Ά στικ οΰ Κώδικος αρθρ. 5 1 -5 6 . "Υπαρξις τής έλληνικής ΐθαγενείας δέν άπαιτεΐται. Κατά συνέπειαν καί μέλος άλλης όρθοδόξου έκκλησίας έγκαθιστάμενον είς τινα τών άνωτέρω ελληνικών περιφερειών, καθίσταται μέλος τής Έ κκλησίας τής Ε λλάδος καί δή άδιαφόρως, έάν κατά τό διέπον τήν, έξ ής προέρχεται, Εκκλησίαν δίκαιον διατηρή τήν ιδιότητα μέλους τής τελευταίας, οπότε θά μετέχη συγχρόνως τής ελληνικής καί τής άλλοδαπής Έ κκλησίας.

Καθ’ δσον άφορα γενικώτερον τάς σχέσεις τής Έ κκλησίας τής Ε λλάδος πρός τάς λοιπάς όμοδόξους έκκλησίας, δέον νά παρατηρηθή δτι αΰτη άποδέ- χεται ώς έγκυρον έπί τή βάσει τής αρχής τής έκκλησιαστικής ένότητος, δι’ ής συνδέονται πρός άλλήλας δογματικώς καί λατρευτικώς αί διοικητικώς αυτο­κέφαλοι ορθόδοξοι έκκλησιαι, πάντα τά ύπό τίνος τούτων τελούμενα μυστή­ρια καί ίεράς τελετάς καί αναγνωρίζει, φέρ’ είπεΐν, ώς μέλη τής καθ’ δλου όρθοδόξου Έ κκλησίας, ώς κληρικούς καί μοναχούς, τούς ύπό λειτουργών μιας τών ορθοδόξων έκκλησιών νομίμως κατά τό έκκλησιαστικόν αύτής δίκαιον καί τυπικόν βαπτισθέντας, χειροτονηθέντας καί καρέντας. ’Αλλά καί άντι- στρόφως ό ύπό μιας ’Εκκλησίας άφορισθείς ή καθαιρεθείς θεωρείται ώς άπο- κοπείς άπό πασών εις τήν πρώτην περίπτωσιν 3 ή ώς άποβαλών έν σχέσει πρός πάσας τήν ιεροσύνην, είς τήν δευτέραν 4. Προκειμένης νομοθετικής ρυ- θμίσεως σπουδαίων ζητημάτων κατά τροποποίησιν προϊσχυουσών παλαιών διατάξεων, ιδία. ύπό οικουμενικών συνόδων έκδοθεισών ή κυρωθεισών ή έν γένει άπό μακροΰ έν τή καθ’ δλου όρθοδόξω Έ κκλησία ΐσχυουσών, σκόπιμος

2. Συμβ. Έπικρ. 533/1932.3. Καί συνεπώς καί έάν άποκτήση είς τήν έδαφικήν περιοχήν της Έκκλησίας της

Ελλάδος κατοικίαν, δέν καθίσταται μέλος της. Καν. 5 Α' Οίκ., 2 καί 6 ’Αντιοχ., 13 Σάρδ., 32 Ά ποστ., 9/9 Καρχ., 1 συνόδου έτ. 879.

4. Καν. 3 Ά ντιοχ., 1 συνόδου έτ. 879.

Page 13: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

106

καί άξιοσύστατος είναι ή προηγουμένη πασών τών ορθοδόξων εκκλησιών συνεννόησις έπί τώ σκοπώ έπιτεύξεως μερικής τουλάχιστον καί εις τούς θε­μελιώδεις κανόνας περιοριζομένης ένότητος έν τώ δικαίω. ’Α λλ’ ή παράλειψις τοιταύτης συνεννοήσεως δέν συνεπάγεται άκυρότητα ή άλλο ελάττωμα της δο- θείσης μονομερώς ύπό τίνος τών ορθοδόξων εκκλησιών νομοθετικής λύσεως, έφ’ δσον αΰτη δέν εύρίσκεται εις άντίθεσιν πρός δόγμα τι τής όρθοδόξου π ί- στεως ούδ’ έπηρεάζει την θέσιν τής ούτως ένεργησάσης ’Εκκλησίας έν τη οίκογενεία τών ορθοδόξων αύτοκεφάλων έκκλησιών, καθ’ δσον ή μεταξύ τούτων ένότης είναι, ώς έλέχθη, δογματική καί λατρευτική καί ούχί νομική.

’Αντιθέτως, τά μυστήρια καί αί ίεραί τελεταί τών ετεροδόξων δέν θεω­ρούνται κατ’ αρχήν ώς έγκυρα ύπό τής ήμετέρας ’Εκκλησίας καί οί δεχθέντες ταΰτα, προσερχόμενοι μεταγενεστέρως είς τ/)ν ορθοδοξίαν, οφείλουν νά τά έπαναλάβουν. Κατ’ έξαίρεσιν, άπαλλάσσονται τής ύποχρεώσεως ταύτης ιδία προκειμένου περί τών μυστηρίων τοΰ βαπτίσματος καί της χειροτονίας, άτινα άλλωστε έχουν καί την μεγαλυτέραν πρακτικήν σημασίαν, δυνάμει ειδικών δι’ ώρισμένας κατηγορίας έτεροδόξων έκκλησιαστικών νομοθετικών ορισμών άλλά γενικής διά πάντας τούς εις τάς κατηγορίας ταύτας άνήκοντας ισχύος, οί δεχθέντες τά μυστήρια έκ μέρους λειτουργών ώρισμένων αιρετικών έκ­κλησιών, ώς τών νεστοριανών καί τών μονοφυσιτών, καί τών σχισματικών έν γένει. ’Επίσης ή ’Εκκλησία δύναται κατ’ οικονομίαν καί εις συγκεκριμένας άτομικάς περιπτώσεις νά θεωρήστ] έγκυρα τά μυστήρια ταΰτα καί νά παραι- τηθή τής άξιώσεως πρός έπανάληψιν ιδία. τοΰ βαπτίσματος καί τής χειρο- τονίας, οσάκις κρίνει δτι ύφίσταται σπουδαίος πρός τοΰτο λόγος καί ύπό τήν προϋπόθεσιν δτι ή τελέσασα ταΰτα έκκλησία τά δέχεται ώς τοιαΰτα καί δτι ύφίσταται έν αύτη άδιάκοπος ή άποστολική διαδοχή (πρβλ. κατωτ. §§ 30, 4 5 ).

Γενικώτερον δέ, δέν επιδοκιμάζεται ή συμμετοχή ή παρουσία ορθοδό­ξων είς ιεροπραξίας έτεροδόξων (com m u n icatio in sacris a c tiv a ) καί άντι- στρόφως (com m u n icatio in sacris p a ss iv a ), έκτος έάν ύφίσταται επιτα­κτική άνάγκη (π .χ . κίνδυνος θανάτου καί έλλειψις όρθοδόξου ίερέως διά τήν θείαν μετάληψιν) ή άποχρών λόγος (π .χ . παρουσία είς κηδείαν ή γάμον) 5.

Page 14: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

Η ΣΥ ΝΘ ΕΣΗ ΤΗ Σ Ο ΡΘ Ο ΔΟ Ξ Η Σ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

4.1. Τα μέλη της Εκκλησίας και οι διακρίσεις τους. Ιστορική επισκό­πηση

Τα μέλη της Εκκλησίας διακρίνονται σε κληρικούς, μονάχους και λαϊκούς. Ακολουθεί η περιγραφή σε αδρές γραμμές της ιστορικής δια­δικασίας, που οδήγησε σε αυτή τη διάκριση.

4.1.1. Είσοδος στην ΕκκλησίαΓια την απόκτηση της ιδιότητας του χριστιανού από τα πρώτα χρόνια

μετά την ίδρυση της Εκκλησίας αναγκαία προϋπόθεση ήταν η τέλεση βαπτίσματος, του χρονικά αρχαιότερου από όσα μυστήρια μνημονεύο­νται στην Καινή Διαθήκη. Χαρακτηριστικό της βαπτίσεως στους πρώ­τους αιώνες ήταν η μακρά περίοδος κατηχήσεως - στην τελική της μορ­φή, τρία χρόνια - που προηγείτο. Στο διάστημα αυτό ο «κατηχούμενος» διδασκόταν το περιεχόμενο της χριστιανικής πίστης και ήταν κατά κά­ποιον τρόπο μέλος της Εκκλησίας «υπό δοκιμήν», μετέχοντας μέχρις ένα ορισμένο σημείο στη λατρευτική ζωή της κοινότητας. Το έργο της κατη­χήσεως περιλαμβανόταν στα κύρια καθήκοντα των λειτουργών της Εκ­κλησίας, δεν ήταν όμως άσχετος με αυτό και ο ανάδοχος. Το πρόσωπο αυτό, που οι πρώτες μαρτυρίες για την παρουσία του στη βάπτιση ανά­γονται στα τελευταία χρόνια του 2ου αιώνα, αποτελούσε στην πραγμα­τικότητα, ιδίως όσο διαρκούσαν οι διωγμοί, εγγυητή για την καλή πίστη και την ειλικρίνεια των προθέσεων του υποψήφιου χριστιανού.

Ο θεσμός των «κατηχουμένων» δεν διατηρήθηκε πολύ. Τα τελευταία του ίχνη εξαφανίζονται μέσα στον 6° αιώνα, όταν με την αθρόα προσέ­λευση του πληθυσμού στον Χριστιανισμό έγινε η κατήχηση για καθαρά πρακτικούς λόγους αδύνατη και γενικεύθηκε ο νηπιοβαπτισμός (πρώτη εμφάνιση στα τέλη του 2ου αιώνα και επικράτηση στον 5°). Ο ανάδοχος όμως εξακολούθησε να υπάρχει, έχοντας πια ως αποστολή τη θρησκευ­τική διαπαιδαγώγηση του μικρού χριστιανού. Εκτός από τους αιρετικούς

Page 15: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

210 Κεφ. 4ο - Η σύνθεση της Ορθόδοξης Εκκλησίας

και πολύ περισσότερο βέβαια τους μη χριστιανούς που αυτονόητα απο­κλείονταν ως ανάδοχοι, η κανονική και η πολιτειακή νομοθεσία επέβα­λαν ορισμένους περιορισμούς εξαιτίας της φύσης των έργων του αναδό- χου και της πνευματικής συγγένειας που δημιουργείτο από τη συμμετοχή του στο μυστήριο του βαπτίσματος. Έτσι οι κληρικοί, οι μοναχοί και οι γονείς του νεοφώτιστου δεν γίνονταν δεκτοί ως ανάδοχοι. Πολύ ενωρίς, όπως φαίνεται, από τους αποστολικούς κιόλας χρόνους, με το μυστήριο του βαπτίσματος συνδέθηκε η μετάδοση του μυστηρίου του χρίσματος. Με αυτό συμπληρώνεται και στερεώνεται η πνευματική ζωή που άρχισε με το βάπτισμα. Η χορήγηση του χρίσματος αρχικά συνίστατο σε επίθε­ση των χεριών των Αποστόλων ή των διαδόχων τους στα κεφάλια των βαπτιζομένων και αργότερα σε χρίση των μελών τους με άγιο μύρο.

4.1.2. Προσέλευση στην Ορθοδοξία

Μετά την εμφάνιση των πρώτων αιρέσεων, που οδήγησαν βαθμιαία στις μεγάλες δογματικές έριδες του 4ου και του 5ου αιώνα, στο θέμα της εισόδου στην Εκκλησία παρουσιάζεται ένα ειδικότερο πρόβλημα: πώς γίνονται μέλη της (Ορθόδοξης) Εκκλησίας οι αιρετικοί, οι σχισματικοί (αφού αποχωρίστηκαν εννοιολογικά από τους αιρετικούς) και γενικό­τερα οι ετερόδοξοι; Η απάντηση σε γενικές γραμμές με βάση τους κανόνες (κυρίως τον καν. 95 Πενθ. που συνόψισε προγενέστερους κα­νόνες) και την εκκλησιαστική πρακτική είναι ότι για τους αιρετικούς απαιτείται αναβαπτισμός (εκτός από μερικές περιπτώσεις αιρέσεων, στις οποίες η Εκκλησία για λόγους σκοπιμότητας δείχθηκε διαλλακτική και αρκέσθηκε σε έγγραφο «λίβελλο πίστεως», όπως στους νεστορια­νούς και τους μονοφυσίτες, ή σε χρίση με άγιο μύρο, όπως στους αρεια- νούς) και για τους σχισματικούς η υποβολή έγγραφης δηλώσεως πίστης («λιβέλλου»). Το θέμα όμως αυτό θα εξεταστεί εκτενέστερα στο επόμε­νο κεφάλαιο, λόγω της ενότητας στην αντιμετώπισή του και με τα σημε­ρινά νομικά δεδομένα.

4.1.3. Δημιουργία του κλήρου

Κάθε οργανισμός για να λειτουργήσει έχει ανάγκη από ορισμένα πρόσωπα με ειδικές γνώσεις ή γενικότερα δυνατότητες, που είτε ατομι­κά, είτε ως μέλη ενός συλλογικού οργάνου φροντίζουν για τη διεκπε­ραίωση των υποθέσεών του, με άλλα λόγια τον διοικούν. Από τον κανό­να αυτόν δεν μπορούσε να εξαιρεθεί ο εκκλησιαστικός οργανισμός,

Page 16: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

πολύ περισσότερο γιατί εκτός από την άσκηση της διοικήσεως υπήρχαν και οι λατρευτικές ανάγκες των πιστών, που η ικανοποίησή τους προϋ­πέθετε ειδικά όργανα - λειτουργούς. Τα καθήκοντα αυτά ασκούσαν κατά την πρώτη εποχή του Χριστιανισμού αρχικά οι Απόστολοι και μετά, ως διάδοχοί τους (το αργότερο μέχρι τον 2° αιώνα), ένας κύκλος πιστών, οι «προφήτες» και οι «διδάσκαλοι», που διέθεταν προφητικές και ιδιαί­τερες διδακτικές ικανότητες, τις οποίες είχαν αποκτήσει χωρίς τη μεσο­λάβηση ανθρώπινης ενέργειας. Τα πρόσωπα αυτά είναι γνωστά στην εκκλησιαστική ιστορία ως «χαρισματούχοι».

Αλλά οι λατρευτικές και οι διοικητικές ανάγκες των εκκλησιών με τη στενότερη έννοια του όρου, δηλαδή των κατά τόπους χριστιανικών κοι­νοτήτων, ημέρα με την ημέρα γίνονταν μεγαλύτερες, ύστερα από την ταχύτατη διάδοση της νέας πίστης πολύ πέρα από την κοιτίδα του Χρι­στιανισμού - συνέπεια της έντονης κηρυκτικής δραστηριότητας των Α­ποστόλων και των μαθητών τους - και πιεστικότερες. Και οι «χαρισμα- τούχοι», που άλλωστε βρίσκονταν κατά κανόνα σε συνεχή κίνηση, δεν ήταν δυνατό να καλύψουν τις ανάγκες αυτές σε όλη τους την έκταση. Έτσι γρήγορα δημιουργήθηκε σταδιακά η έννοια του «κλήρου» και των «κληρικών» με τη σημερινή έννοια του όρου.

Ο κλήρος, αφού ολοκληρώθηκε η διαμόρφωσή του, διακρίθηκε σε ανώτερο και σε κατώτερο. Χρονικά προηγήθηκε στη γένεση και στην εξέλιξη ο ανώτερος κλήρος, που περιλάμβανε, τότε όπως και τώρα, τους επισκόπους, τους πρεσβυτέρους και τους διακόνους. Η διάκριση όμως αυτή δεν καθιερώθηκε αμέσως από την αρχή. Ενώ για τον διακονικό βαθμό οι πληροφορίες της Καινής Διαθήκης είναι σαφείς (Πράξεις 6,Ι ­ό), επικρατεί αντίθετα αβεβαιότητα γύρω από την παράλληλη ύπαρξη επισκόπων και πρεσβυτέρων, συνδυασμένη μάλιστα με κάποια ορολο- γική σύγχυση ανάμεσα στους δύο βαθμούς. Φαίνεται πώς αρχικά η διοίκηση των εκκλησιών ήταν, στις περισσότερες τουλάχιστον περιπτώ­σεις, συλλογική, χωρίς να αποδίδεται ιδιαίτερη σημασία στην ονομασία των συλλογικών οργάνων και των μελών τους. Πάντως η διαδικασία που οδήγησε στην οριστική διάκριση των δύο βαθμών είχε συμπληρωθεί μέχρι τα μέσα του 2ου αιώνα.

Για την απόκτηση της ιδιότητας του (ανώτερου) κληρικού απαραίτητη προϋπόθεση ήταν η τέλεση ιδιαίτερης πανηγυρικής πράξης με μυστηρια- κό χαρακτήρα, της χειροτονίας. Τη χειροτονία στους πρώτους χρόνους τελούσαν οι Απόστολοι και αργότερα σι διάδοχοί τους, δηλαδή αρχικά οι άμεσοι μαθητές τους και μετά οι επίσκοποι. Εκτός από τη χειροτονία

4 1 Τα μέλη της Εκκλησίας και οι διακρίσεις τους. Ιστορική επισκόπηση 211

Page 17: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

212 Κεφ. 4ο - Η σύνθεση της Ορθόδοξης Εκκλησίας

που, όπως είδαμε, αποτελοΰσε το κύριο διακριτικό γνώρισμα ανάμεσα στους χαρισματούχους και στους κληρικούς με την τεχνική έννοια του όρου, μία πρόσθετη διαφορά συνιστούσε και το ότι οι τελευταίοι απο­κτούσαν με τη χειροτονία άρρηκτο σύνδεσμο με ορισμένο τόπο, αντίθε­τα από τους πρώτους, που η ειδικότερη μορφή του έργου τους απέκλειε τη μόνιμη εγκατάσταση.

Την τελευταία φάση της διαφοροποιήσεωςτων βαθμών του ανώτερου κλήρου διαδέχθηκε η πρώτη της δημιουργίας του κατώτερου. Η εξέλιξη αυτή ήταν αποτέλεσμα των συνεχώς αυξανόμενων αναγκών στην οργά­νωση και τη διοίκηση των εκκλησιών. Η καθιέρωση της κατώτερης εκ­κλησιαστικής ιεραρχίας απέβλεπε στην απαλλαγή των ανώτερων κληρι­κών από δευτερεύουσας σημασίας τελετουργικά και διοικητικά καθή­κοντα, ώστε να μπορέσουν να ανταποκριθούν καλύτερα στις απαιτήσεις των κύριων έργων τους.

Η διαδικασία αυτή δεν υπήρξε ούτε σύγχρονη για όλους τους βαθ­μούς, ούτε ομοιόμορφη στην Ανατολή και στη Δύση. Πάντως στις πηγές του δικαίου της Ανατολικής Εκκλησίας μαρτυρείται η παρουσία υποδια­κόνων, αναγνωστών, ψαλτών κ.ά.1. Η προσέλευση στον κλήρο ήταν δυ­νατή και/στις γυναίκες κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις ηλικίας και προσωπικής καταστάσεως. Έτσι στην πρώτη χιλιετία είναι βέβαιη στην Ανατολή η παρουσία διακονισσών, ως προς τις οποίες ωστόσο διατυπώ­νονται σοβαρές αντιρρήσεις για το αν ανήκαν στον ανώτερο κλήρο2. Μία από τις διαφορές ανάμεσα στον ανώτερο και στον κατώτερο κλήρο ανάγεται σήμερα στον τρόπο κτήσης της ιδιότητας: στη θέση της χειρο- τονίας έχουμε, επί των κατώτερων κληρικών, χειροθεσία, που είναι μία

1. Βλ. καν. 24 Λαοδ., όπου αναφέρονται εκτός από τους βαθμούς αυτούς εφορκιστές και θυρωροί.

2. Παράλληλα υπήρχαν και οι «χήρες», αλλά η ιδιότητά τους ως κατώτερων κληρικών δεν είναι βέβαιη. Πλούσιο βιβλιογραφικό υλικό για τη γυναικεία παρουσία στον κλήρο της Ανατολικής Εκκλησίας περιέχει ο τόμος του περιοδικού «Kanon» 16 (2000) (= Mutter, Nonne, Diakonin. Frauenbilder im Recht der Ostkirchen), και ιδίως τα άρθρα των Μ Metzger, Le diaconat feminin dans l’histoire (σ.144-166), H. Ohme, Frauen im niederen Klerus und als Ehefrauen von Klerikern in den ostlichen Traditionen (σ.167- 189) και Εν. Theodorou, Weibliche Kleriker aus orthodoxer Sicht unter besonderer Be- riicksichtigung der Empfehlungen der panorthodoxen Theologenkonferenz von 1988 (σ.190-212). Πρβλ. και I. Μ. Κονιδάρη, Η θέση της χήρας στη βυζαντινή κοινωνία. Από τους Πατέρεςστους Κανονολόγους του 12ου αιώνα, Βυζαντινά 16 (1991) 35-42.

Page 18: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

απλή ιερή τελετή χωρίς μυστηριακό χαρακτήρα. Πρόκειται όμως για λειτουργική διαφοροποίηση που πρέπει να τοποθετηθεί στα τέλη της ύστερης βυζαντινής περιόδου3.

4.1-4. Γένεση του μοναχισμούΗ δεύτερη κατηγορία μελών της Εκκλησίας, που αποχωρίστηκε και

δ ια κ ρ ίθ η κ ε εννοιολογικά από το κΰριο σώμα των πιστών της, ήταν οι μοναχοί. Ο μοναχικός βίος συνίσταται στην αναζήτηση της ηθικής τε- λειώσεως με την εγκατάλειψη των εγκοσμίων και την απάρνηση των υλικών απολαύσεων κάθε μορφής. Η γένεση του μοναχισμού είναι φαι­νόμενο αρκετά μεταγενέστερο από τη δημιουργία του κλήρου- ο όρος «μοναχός» με την έννοια αυτού που διαβιώνει «κατά μόνας» εμφανίζε­ται στην εκκλησιαστική γραμματεία κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 2ου αιώνα. Αλλά πρέπει να φθάσουμε στον 4° αιώνα για να αποκτήσει ο όρος αυτός το συγκεκριμένο περιεχόμενο ως ονομασία ορισμένης κατηγορίας πιστών. Η εξέλιξη αυτή υπήρξε το αποτέλεσμα της εμφανί- σεως και διαδόσεως μίας νέας μορφής διαβιώσεως μέσα στις κοινότη­τες, αρχικά της Ανατολής. Αναζητώντας την τελειότητα της ζωής της επουράνιας βασιλείας, ενόσω βρίσκονταν ακόμη επάνω στη γη, επέλε- ξαν άνθρωποι και των δύο φύλων την άσκηση ως μέσο για την επίτευξη του στόχου τους. Με κύρια εκδήλωση των επιλογών τους την αγαμία, εξακολουθούσαν οι άνθρωποι αυτοί, κατά την πρώτη περίοδο, να ζουν μέσα στην οικογένειά τους και την κοινότητα. Η εμφάνιση αναχωρητι- κών κινήσεων, αρχικά μέσα στους κόλπους ορισμένων αιρέσεων (γνω­στικών, μαρκιωνιστών και μοντανιστών), υπήρξε η συνισταμένη πολλών τάσεων, μερτκές από τις οποίες είχαν τις ρίζες τους σε φιλοσοφικές διδασκαλίες των τελευταίων αιώνων της αρχαιότητας. Τους ασκητές με την παραπάνω μορφή δεν άργησαν να διαδεχθούν οι ερημίτες. Ο χρόνος της μεταβολής δεν μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια, αλλά περί τα τέλη του 3ου αιώνα και στις αρχές του 4ου είχε η κίνηση αυτή πλήρως διαμορφωθεί.

41 Τα μέλη της Εκκλησίας και οι διακρίσεις τονς. Ιστορική επισκόπηση 213

3. Για την κτήση της ιδιότητας του κληρικού κατά την πρώιμη εποχή βλ. προ- χείρως Η. Πατσαβον, Η είσοδος εις τον κλήρον κατά τους πέντε πρώτους αιώνας, Αθήνα 1973, αλλά και το πολύ κατατοπιστικό, παρά τη συντομία του, άρθρο του Ρ. Planck, Weihe. Β. Ostkirche, στο «Lexikon des Mittelalters» τ. VIII (1997) στ.2107-8 (με τη βασική βιβλιογραφία).

Page 19: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

214 Κεφ. 4 ο - Η σύνθεση της Ορθόδοξης Εκκλησίας

Μετά τον Παΰλο της Θηβαΐδας (f341), του οποίου ο από τον άγιο Ιερώνυμο γραμμένος βίος περιέχει και μυθικά στοιχεία, πραγματικός πατέρας του μοναχισμού θεωρείται ο Μέγας Αντώνιος (f356). Αποσυ- ρόμενος όλο και πιο βαθιά στην έρημο, δυτικά της Ερυθράς Θάλασσας, συγκέντρωσε γύρω του πολλούς μαθητές, στους οποίους μετέδωσε τις αρχές του που αντλούσε από τα Ευαγγέλια. Από την άλλη πλευρά του Νείλου, κατά την ίδια περίπου εποχή, άρχισαν να δημιουργούνται εγκα­ταστάσεις αναχωρητών υπό την πνευματική καθοδήγηση επιφανών α­σκητών, όπως ο Αμμούν, ο Μακάριος ο Αιγύπτιος κ.ά.

Οι αναχωρητές διαβιούσαν μεμονωμένα ή σε μικρές ομάδες, πάντως ο καθένας χωριστά, μέσα σε «κελλιά» που δεν απείχαν πολύ μεταξύ τους και πολλά μαζί συγκροτούσαν μία «λαύρα». Χαρακτηριστικό γνώρισμα του μοναχισμού αυτής της εποχής ήταν, εκτός από την ανυπαρξία νομι­κής οργανώσεως, η έλλειψη κοινής διαβιώσεως, αλλά πολύ πιθανόν με στοιχεία κοινής λατρείας για την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας, υπό την πνευματική καθοδήγηση των «Πατέρων». Σημαντικό επίσης στοιχείο αποτελούσε η σχεδόν παντελής έλλειψη ενδιαφέροντος για θεολογικές αναζητήσεις.

Έτσι μέσα σε λίγα χρόνια αναπτύχθηκε ο Αιγυπτιακός ή Κοπτικός μοναχισμός στην έρημο, στην κοιλάδα της Νιτρίας και αλλού. Εδώ απο- τραβήχθηκε τελικά, εγκαταλείποντας την κηρυκτική του δραστηριότητα στην πρωτεύουσα, και ο Ευάγριος ο Ποντικός (346-399), ο πρώτος μέσα στους μοναχικούς κύκλους που ανέπτυξε φιλολογική δραστηριότητα. Σε αυτόν τον χώρο γεννήθηκαν και τα περίφημα «Αποφθέγματα Πατέρων», διηγήσεις ή απαντήσεις των ασκητών σε ερωτήματα των μαθητών τους ή άλλων πιστών. λ

Διαφορετικό δρόμο από εκείνον που ακολουθούσαν οι αναχωρητές χάραξε ο Παχώμιος (ca.294-'346) που, μετά την απόλυσή του από το στράτευμα και την προσέλευσή του στον Χριστιανισμό, επινόησε ενιαία οργάνωση για τη χαλαρή αυτή κοινωνία. Γύρω στο 320 συγκέντρωσε στην Ταβέννησο της Άνω Αιγύπτου ερημίτες και αναχωρητές κάτω από την ίδια στέγη και την ίδια διοίκηση, εισάγοντας το κοινοβιακό σύστημα μοναχικής διαβιώσεως. Κύρια χαρακτηριστικά του παχωμιανού κοινο- βιτισμού, εκτός από την κοινή λατρευτική και καθημερινή ζωή, ήταν η απόλυτη υπακοή στον προϊστάμενο και τα άλλα διοικητικά όργανα της κοινότητας και η μοναχική κοινοκτημοσύνη, με φορέα τη μοναχική κοι­νότητα χωρίς ιδιαίτερα περιουσιακά δικαιώματα των μοναχών.

Η διαβίωση αυτής της μορφής είχε ως βάση της ρυθμίσεώς της τους

Page 20: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

4 1 Τα μέλη της Εκκλησίας και οι διακρίσεις τους. Ιστορική επισκόπηση 215

«μοναχικούς κανόνες» πρώτα του ίδιου του Παχωμίου και αργότερα τους «όρους κατά πλάτος» και τους «όρους κατ’ επιτομήν» του Μ. Βα­σιλείου (f378) (βλ. σχετικά πιο πάνω 1.2.3 γ'), οι οποίοι όμως δεν μπορεί να θεωρηθούν ως καταστατικές διατάξεις, γιατί περιείχαν γενικές μόνΓ κατευθύνσεις, χωρίς να υπεισέρχονται σε πολλές λεπτομέρειες.

Η μοναχική διαβίωση σε κοινόβια γρήγορα ξεπέρασε τα όρια τηι Αίγυπτου και επεκτάθηκε στη χερσόνησο του Σινά, στην Παλαιστίνη, στη Συρία, στη Μ. Ασία και τέλος στην πρωτεύουσα και στις ευρωπαϊκές επαρχίες του κράτους. Μέσα στα ίδια περίπου χρονικά πλαίσια εμφα­νίστηκε και εξαπλώθηκε ο μοναχισμός και στη Δύση, αλλά κάτω από διαφορετικές συνθήκες που σφράγισαν αποφασιστικά την όλη φυσιο­γνωμία του.

Στα πρώτα της βήματα η κίνηση των ερημιτών και των αναχωρητών είχε χαρακτήρα περιθωριακό, γιατί αποτελούσε προσπάθεια μερικών «επαναστατών» να αποκτήσουν πνευματική ελευθερία μακριά από τις δεσμεύσεις που επέβαλλαν οι κάθε είδους αρχές, είτε πολιτειακές ήταν αυτές, είτε εκκλησιαστικές. Αυτό το «κίνημα θρησκευτικού ατομισμού» κάμφθηκε από το παχωμιανό κοινόβιο, που καθιέρωσε κοινόν κανόνα ζωής με πρωτεύον στοιχείο την υπακοή, ως κατ’ εξοχήν αρετή του μο­ναχού. Πάντως γίνεται δεκτό, ότι η επικράτηση του κοινοβιακού συστή­ματος οφειλόταν περισσότερο σε λόγους πρακτικούς και λιγότερο ιδεο­λογικούς.

Η τάση ωστόσο των μοναχών για απόλυτη ανεξαρτησία δεν έπαψε να υπάρχει και οδήγησε στο αναπόφευκτο αποτέλεσμα της αντιπαραθέ- σεως της ήδη εμπεδωμένης επισκοπικής Εκκλησίας προς μία αναμφι­σβήτητα ανταγωνιστική νέα ισχυρή ομάδα με υπερβατική δύναμη. Πε­ραιτέρω η μεγάλη αίγλη αυτού του τρόπου ζωής προκαλούσε τον θαυ­μασμό των πολυάριθμων επισκεπτών και του εξασφάλιζε κάποια μορφή αυθεντίας. Δεν αποτελεί υπερβολή ότι οι σχέσεις των μοναχών με τον Κλήρο δεν ήταν ιδιαίτερα εγκάρδιες και είναι πολύ αμφίβολο, αν αι- σθάνθηκε ποτέ ο μοναχισμός την ανάγκη να ενσωματωθεί μέσα στην επίσημη Εκκλησία. Οι μοναχοί δεν προσπαθούσαν να κερδίσουν την εύνοιά της, αλλά με την πάροδο του χρόνου άρχισε εκείνη να επιδιώκει την εύνοια των μοναχών. Ίσως να μην ήταν τόσο ο φόβος, ότι μακρο­πρόθεσμα θα μπορούσε η αίγλη του μοναχικού ιδεώδους να αποτελέσει κίνδυνο για το γόητρο της Ιεραρχίας, όσο το ότι πολλοί μοναχοί, έχοντας συνείδηση πως αποτελούσαν ισχυρή ομάδα πιέσεως, φάνηκαν, περί τα μέσα του 5ου αιώνα, με πολλή αφέλεια πρόθυμοι να χρησιμοποιηθούν

Page 21: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

216 Κεφ. 4ο - Η σύνθεση της Ορθόδοξης Εκκλησίας

για την επίτευξη άλλων επιδιώξεων από επισκόπους που πρωταγωνι­στούσαν στις χριστολογικές έριδες της εποχής εκείνης. Αυτό ήταν μία κατάσταση, ενώπιον της οποίας η έννομη τάξη δεν μπορούσε να παρα- μείνει απαθής. Προηγήθηκε η Πολιτεία με την έκδοση νόμων (βλ. τις διατάξεις στον τίτλο 3 του 1ου βιβλίου του Κώδικα) και, αργότερα, Νεα­ρών (βλ. τις ιουστινιάνειες Ν. 5, 6, 76, 79, 123 και 133), παράλληλα δε κινήθηκε και η Εκκλησία με τη θέσπιση ιερών κανόνων, ειδικότερα των 4, 8, 23 και 24 Δ ' Οικουμ., 41 και 49 Πενθ., 13 και 17 Ζ ' Οικουμ., 2, 4 και 6 Πρωτοδ.

Το κοινοβιακό σύστημα, με ολοκληρωμένο το νομικό του καθεστώς από τους παραπάνω συνοδικούς κανόνες και τις διατάξεις της αυτοκρα- τορικής νομοθεσίας και από τους ορισμούς των μοναστηριακών «τυπικών» (βλ. 1.2.4 δ'), όπου υπογραμμιζόταν η λειτουργία του υπό την εποπτεία του επιχώριου επισκόπου, επικράτησε απόλυτα σε όλη τη βυζαντινή χιλιετία. Μόνο προς το τέλος της περιόδου αυτής, τον 14° αιώνα, εμφα­νίστηκε η «ιδιορρυθμία», συνέπεια των οικονομικών συνθηκών εκείνων των χρόνων, με πολλά καταλυτικά στοιχεία της κοινοβιακής ζωής. Η κοινή διαβίωση περιορίστηκε στο ελάχιστο και οι μοναχοί απέκτησαν οικονομική αυτοτέλεια. Κατάλοιπα του συστήματος αυτού απαντούν α­κόμη και σήμερα σε σκήτες του Αγίου Όρους (βλ. πιο κάτω 12.3.1)4.

4. Εκτός άπό τα οικεία κεφάλαια στα εγχειρίδια της Δογματικής και της Γενικής εκκλησιαστικής ιστορίας, βλ. προχείρως για τη γένεση και την εξέλιξη του μοναχισμού Αθ. Γερομιχαλσύ, Ο μοναχικός βίος, Θεσσαλονίκη 1972 και Σ. Αγουρίόη, Μοναχισμός, Αθήνα 1997. Ειδικώς για τις πρώτες εγκαταστάσεις μοναχών στην Αίγυπτο πρβλ. Ewa Wipszycka, Le monachisme egyptien et les villes, Travaux et Memoires 12 (1994) 1-44, ενώ για τις μεταρρυθμίσεις από τον 8° αιώνα και ύστερα Dagron, άρθρο «Formen und Reformen des Klosterlebens», στο συλλογικό έργο Die Geschichte des Christentums (ό.π. 2.1 σημ.2) σ.273 επ. Πολύ χρήσιμα, ιδίως λόγω της βιβλιογραφίας που παραθέτουν, είναι τα λήμματα Monch/Monchtum στο «Lexikon des Mittelalters» τ .ν ΐ (1993) στ.734-738 από τον Η. Μ. Biedermann (για την Ανατο­λική Εκκλησία) και στ.738-746 από τον A. de Vogiii (για τη Δυτική Εκκλησία), καθώς και Monchtum Π στην «Theologische Realenzyklopadie» τ.23 (1994) σ.150-193 από την Fairy ν. Lilienfeld (τόσο για την Ανατολική όσο και τη Δυτική Εκκλησία). Πρβλ. και Μητροπ. Δημητριάδος Χριστόδουλου Παρασκεναΐόη, Ο μοναχισμός εις την νεω- τέραν Ελλάδα, Αθήνα 1978.

Page 22: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

4 2. Τα απλά μέλη της Εκκλησίας (λαϊκοί) 217

4.2. Τα απλά μέλη της Εκκλησίας (λαϊκοί)

4.2.1. Γενική διάταξηΣύμφωνα με το άρθρο 1 § 3 Κ.Χ. η Εκκλησία της Ελλάδος έχει ως

μέλη όλους τους ορθόδοξους χριστιανούς που κατοικούν στην περιοχή της. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι μπορεί να αποκτήσει κανείς την ιδιότητα του μέλους της Εκκλησίας της Ελλάδος με δύο τρόπους: α) Αν γίνει μέλος μιας άλλης αυτοκέφαλης ή αυτόνομης ορθόδοξης Εκκλησίας, σύμφωνα με τις εκεί ισχύουσες (κανονικές) διατάξεις, και στη συνέχεια αποκτήσει κατοικία (άρθρο 51 ΑΚ) μέσα στην εδαφική περιοχή της Εκκλησίας της Ελλάδος. Στην περίπτωση αυτή, αν γεννηθούν αμφισβη­τήσεις για το έγκυρο της διαδικασίας, οι ελληνικές πολιτειακές αρχές θα απευθυνθούν στις εκκλησιαστικές, για να εξετάσουν τη συνδρομή των κανονικών προϋποθέσεων. Η έρευνα αυτή παρουσιάζει πολλές πρα­κτικές δυσκολίες, γι’ αυτό πιστεύουμε ότι στην πράξη θα αρκέσει η σχετική πιστοποίηση της ξένης εκκλησιαστικής αρχής - αν βέβαια υπάρ­χει. Αν οι αμφιβολίες είτε για την τέλεση, είτε για την εγκυρότητα του βαπτίσματος είναι βάσιμες, επιβάλλεται η κάλυψη της ελλείψεως. Αλ­λιώς απαγορεύεται απόλυτα η επανάληψη έγκυρου βαπτίσματος. β) Ε- φόσον δεν είναι ορθόδοξος χριστιανός, αν αποκτήσει την ιδιότητα αυτή ακολουθώντας τη διαδικασία που προβλέπουν οι διατάξεις του ελληνι­κού εκκλησιαστικού δικαίου1.

4.2.2. ΒάπτισμαΓια την είσοδο στην Εκκλησία της Ελλάδος των μη χριστιανών και

την απόκτηση της ιδιότητας του μέλους της απαιτείται κατά την πάγια ρύθμιση η τέλεση βαπτίσματος. Αναγκαία προϋπόθεση της εγκυρότητας του μυστηρίου είναι να τελεσθεί από (ορθόδοξο) κληρικό με βαθμό επισκόπου ή πρεσβυτέρου, που απέκτησβ την (αρχ)ιερωσύνη νόμιμα, δηλαδή σύμφωνα με τους κανόνες, και εξακολουθεί να τη διατηρεί. Σε περίπτωση ανάγκης (τέτοια περίπτωση είναι συνήθως ο κίνδυνος θανά­του του υποψηφίου) έγκυρα τελεί το μυστήριο και οποιοσδήποτε άλλος κληρικός, δηλαδή διάκονος κ.λπ., μοναχός ή λαϊκός, πάντως όμως χρι­στιανός. Επισκοπική άδεια για την τέλεση του βαπτίσματος δεν απαιτεί- ται. Το μυστήριο πρέπει να γίνει σύμφωνα με την ορθόδοξη δογματική

1. Βλ. για τη θρησκευτική «υπηκοότητα» Τρωιάνο - Λεονταρίτου σ.145 επ.

Page 23: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

218 Κεφ. 4ο - Η σύνθεση της Ορθόδοξης Εκκλησίας

διδασκαλία, δηλαδή με διαδοχική τριπλή κατάδυση του βαπτιζομένσυ σε αγιασμένο νερό και σύγχρονη επίκληση της Αγίας Τριάδος. Αν λεί- ψει μία από τις προϋποθέσεις αυτές, το «βάπτισμα» δεν παράγει κανένα αποτέλεσμα.

Ο θεσμός του αναδόχου (νονοΰ) διατηρήθηκε στο ορθόδοξο λειτουρ­γικό τυπικό, αλλά η παρουσία του δεν είναι αναγκαία για την εγκυρό- τητα του βαπτίσματος. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η παράσταση ανα­δόχου μένει χωρίς νομικές συνέπειες, γιατί με τη σύμπραξή του γεννιέ­ται πνευματική συγγένεια που στον θρησκευτικό γάμο δημιουργεί γαμι- κό κώλυμα (βλ. πιο κάτω 7.2.3)2. Ο ανάδοχος πρέπει να είναι ορθόδοξος χριστιανός, αλλ’ όχι απαραίτητα και μέλος της Εκκλησίας της Ελλάδος.

Από τον 5° αιώνα έχει επικρατήσει, όπως είδαμε, στην Ορθόδοξη Εκκλησία ο νηπιοβαπτισμός. Το έθιμο αυτό δημιουργεί ορισμένα προ­βλήματα εξαιτίας της ανυπαρξίας βουλήσεως στα νήπια. Το βάπτισμα είναι μυστήριο και όχι δικαιοπραξία. Μολαταύτα είναι ανάγκη να εξω- τερικευθεί η βούληση του υποψηφίου, cm θέλει να γίνει μέλος της Εκ­κλησίας. Τη «βούληση» αυτή του νηπίου δηλώνει σήμερα στον θρησκευ­τικό λειτουργό που τελεί το βάπτισμα ο ανάδοχος. Αυτό είναι από δογ­ματική άποψη αρκετό για την εγκυρότητα του μυστηρίου.

Από την πλευρά όμως του πολιτειακού δικαίου γεννιέται το ερώτημα, ποιος έχει το δικαίωμα να πάρει την απόφαση σχετικά με την είσοδο ενός ανήλικου παιδιού σε μία θρησκευτική κοινότητα. Το θέμα αυτό εξετάζεται στα πλαίσια του ατομικού δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας στο Γενικό Μέρος (2.2.3 ε'). Εδώ αρκεί να αναφερθεί ότι το δικαίωμα αυτό ανήκει κατά πρώτο λόγο στους γονείς του παιδιού, ως φορείς της γονικής μέριμνας, και γενικότερα σ’ αυτόν που έχει την επιμέλεια του προσώπου του ανηλίκου (νέα άρθρα 1510 επ. ΑΚ). Πά­ντως η τυχόν παραβίαση των διατάξεων του πολιτειακού δικαίου δεν επηρεάζει την εγκυρότητα του μυστηρίου - ανεξάρτητα βέβαια από άλλες συνέπειες, αστικές και ποινικές, σε βάρος του υπαιτίου της παρα- βιάσεως. Αν ο βαπτιζόμενος είναι ενήλικος ή έστω ανήλικος, αλλά σε ηλικία που επιτρέπει τη διαμόρφωση θρησκευτικής συνειδήσεως, πρέπει να δηλώσει ο ίδιος τη σχετική βούλησή του. Η βούληση αυτή δεν επιτρέ­

2. Βλ. για το κώλυμα αυτό Σπ. Ν. Τρωιάνου, Ζητήματα προκύπτοντα κατά την εφαρμογήν του άρθρου 1361 Α.Κ. Το κώλυμα του γάμου εκ του βαπτίσματος, ΕΕΝ 35 (1968) 428-433.

Page 24: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

4.2. Τα απλά μέλη της Εκκλησίας (λαϊκοί) 219

πεται να έχει ορισμένα ελαττώματα. Συγκεκριμένα δεν πρέπει το άτομο να βρίσκεται κάτω από την επίδραση βίας ή παραγόντων, που απο­κλείουν τη συνείδηση των πράξεων του, όπως τα ναρκωτικά, το οινό­πνευμα, η ψυχική νόσος κ.λπ. Η πλάνη αντίθετα και η εικονικότητα δεν λαμβάνονται υπόψη.

Στην περίπτωση, στην οποία ο υποψήφιος να δεχθεί το βάπτισμα διαθέτει κάποια πνευματική ωριμότητα, δηλαδή έχει εισέλθει στην εφη­βική τουλάχιστον ηλικία, υπάρχουν περιθώρια εφαρμογής και του θε­σμού της κατηχήσεως, για τον οποίο δεν μπορεί να γίνει λόγος στον νηπιοβαπτισμό. Η μετάδοση μερικών βασικών δογματικών εννοιών στον «κατηχούμενο» συμβάλλει ασφαλώς πέρα από όλα τα άλλα και στον σχηματισμό καθαρής και χωρίς ελαττώματα βουλήσεως. Αλλά κι αν ακόμη γίνει η κατήχηση με τέτοιο τρόπο, ώστε να εμπίπτει στην έννοια του προσηλυτισμού, σύμφωνα με τους ειδικούς ποινικούς νόμους που τον προβλέπουν (βλ. πιο πάνω 2.2.7 α'), πάλι δεν επηρεάζεται το κύρος του βαπτίσματος. Οι συνέπειες (για. τον προσηλυτιστή) περιορίζονται στο πεδίο του ποινικού δικαίου/γιατί ο (παράνομος) προσηλυτισμός είναι έγκλημα του πολιτειακού δικαίου και όχι εκκλησιαστικό αδίκημα.

4.2.3. Βάπτισμα και ονοματοδοσία

Το βάπτισμα καταχωρίζεται στα ληξιαρχικά βιβλία με βάση βε­βαίωση του ιερέα που το τέλεσε. Η καταχώριση αυτή συνδέεται με ένα θέμα, που μέχρι πριν μερικά χρόνια είχε προκαλέσει σοβαρή διάσταση τόσο στη νομολογία των δικαστηρίων της ουσίας όσο και στη θεωρία: το θέμα της σχέσης μεταξύ βαπτίσματος και ονοματοδοσίας και ειδικότερα η επίδραση αυτής της σχέσης στη διαδικασία της επιλογής, της δόσης και της μεταβολής του κύριου ονόματος. Για τη σχέση της ονοματοδο­σίας και του βαπτίσματος διατυπώθηκαν στο παρελθόν τρεις απόψεις. Κατά την πρώτη η αστική δικαιοπραξία της ονοματοδοσίας δεν έχει από πλευράς ουσίας σχέση με το μυστήριο του βαπτίσματος· κατά τη δεύτερη η ονοματοδοσία συνδέεται αναπόσπαστα με το βάπτισμα- κατά την τρί­τη, τέλος, (ορθότερη κατά τη γνώμη μας) η ονοματοδοσία, άσχετη αρχι­κά από το βάπτισμα, αφού κανένας κανόνας της Εκκλησίας δεν δημιουρ­γεί τέτοια σχέση, συνδέθηκε στην πάροδο των αιώνων εθιμικά με το μυστήριο αυτό.

Η σημασία της διαφωνίας δεν ήταν μόνο θεωρητική, αλλά και πρα­κτική, με άμεσες επιπτώσεις στη δυνατότητα ή μη και στη διαδικασία

Page 25: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

220 Κεφ. 4ο - Η σύνθεση της Ορθόδοξης Εκκλησίας

αλλαγής του κυρίου ονόματος των νηπίων. Τέτοιο ζήτημα ανέκυπτε συ­νήθως στην περίπτωση, στην οποία είχε προσβληθεί το δικαίωμα επιλο­γής του ονόματος, όπως το διαμόρφωναν οι διατάξεις του αστικού δι­καίου. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι για τον φορέα του δικαιώματος αυτού επικράτησε από τη γένεση του προβλήματος ομοφωνία στη θεω­ρία. Γίνεται δηλαδή γενικά αποδεκτό ότι η επιλογή του κύριου ονόματος του παιδιού ανήκει στις εξουσίες, που παρέχει η επιμέλεια του προσώ­που του ανηλίκου (πριν από τον Ν. 1329/83, άρθρο 1502 ΑΚ, τώρα νέα άρθρα 1510 επ. και 15183· βλ. και άρθρο 25 του Ν. 344/76, όπως αντικα- ταστάθηκε4). Η απάντηση όμως στο καίριο ερώτημα, αν ήταν δυνατή η αλλαγή του ονόματος και, αν ναί, με ποια διαδικασία έπρεπε να συντε- λεσθεί, βρισκόταν σε άμεση εξάρτηση από τη θέση, που θα έπαιρνε κανείς στο βασικό θέμα της σχέσης ονοματοδοσίας και βαπτίσματος.

Η αμφισβήτηση, που ξεκινούσε από την ασάφεια στη διατύπωση της τότε ισχύουσας νομοθεσίας για τις ληξιαρχικές πράξεις, λύθηκε με την απόφαση 240/75 της Ολομέλειας του Αρε ίου Πάγου5. Σ’ αυτήν επικρά­τησε η άποψη ότι η ονοματοδοσία των ανηλίκων ρυθμίζεται αποκλειστι­κά και μόνο από τις διατάξεις των (παλαιών) άρθρων 1500-1502 ΑΚ και ότι όποιος έχει την επιμέλεια του προσώπου του μπορεί, ακολουθώντας τη διαδικασία διορθώσεως των ληξιαρχικών πράξεων, να αλλάξει το όνομα που δόθηκε στο παιδί κατά το βάπτισμα, αν η επιλογή δεν έγινε από αυτόν. Η επιλογή του κύριου ονόματος ανήκει, όπως προαναφέρ-

3. Βλ Κουμάντο, ό.π. (2.2 σημ.33) παρατ. 3.4.1.3.2 στο άρθρο 1518, τ.Β' σ.202 επ.4. Σύμφωνα με το άρθρο 25 του Ν. 344/76, όπως αντικαταατάθηκε με τσ'αόβρο

15 του Ν. 1438/84: «Το όνομα του νεογνού καταχωρίζεται στη ληξιαρχική πράξη της γέννησης ύστερα από δήλωση των γονέων του που ασκούν τη γονική μέριμνα ή του ενός από αυτούς εφόσον έχει έγγραφη εξουσιοδότηση του άλλου (...).- Αν ο ένας από τους γονείς δεν υπάρχει ή δεν έχει τη γονική μέριμνα, η δήλωση του ονόματος γίνεται από τον άλλο γονέα.- Αν και οι δύο γονείς δεν υπάρχουν ή δεν έχουν γΰνική μέριμνα, το όνομα καταχωρίζεται με δήλωση αυτού που έχει την επιτροπεία του προσώπου του τέκνου.- Η γενομένη σύμφωνα με τα ανωτέρω δήλωση ονοματοδοσίας δεν ανακαλείται». Παρά την παραπάνω ρητή διάταξη, ορθώς δέχεται ο Κονμάντος, ό.π. σ.207 ότι, κι αν ακόμη η επιμέλεια του προσώπου του ανηλίκου έχει ανατεθεί στον ένα μόνο γονέα, αυτό αφορά τα τρέχοντα θέματα και όχι αποφάσεις που από τη φύση τους πρόκειται να επηρεάσουν όλη τη ζωή του παιδιού, όπως η ονοματοδο­σία. Τέτοιες αποφάσεις παραμένουν στον πυρήνα της γονικής μέριμνας που εξακο­λουθεί πάντα να ανήκει και στους δύο γονείς.

5. ΝοΒ 23 (1975) 655.

Page 26: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

στα θέματα που περιλαμβάνει η έννοια της επιμέλειας του προ- Ικδπου του παι,διού, την οποία μαζί με το σύνολο της γονικής μέριμνας ■■ασκούν από κοινού οι δύο γονείς. Επομένως μαζί πρέπει να επιλέξουν | (5νομα. Αν υπάρξει διαφωνία, θα πρέπει να αρθεί από το Δικαστήριοΐ0 ο 1512 ΑΚ).

ο'νόμος για τις ληξιαρχικές πράξεις ρητώς ορίζει, ότι η ονοματοδο- 0-α 5εν συνδέεται κατ’ αρχήν με το μυστήριο του βαπτίσματος5 και προβλέπει τη δυνατότητα αλλαγής του ονόματος, σύμφωνα και με την

1 πιο πάνω απόφαση του Ακυρωτικού (άρθρα 13 § 1, 22 § 1 εδ. δ ' και 25 ̂του Ν. 344/76, όπως έχουν τροποποιηθεί με τα άρθρα 14 και 15 του Ν.- 1438/84). Μετά την ενηλικίωσή του, αν συντρέχουν σπουδαίοι λόγοι7,

μπορεί κάθε άνθρωπος να επιδιώξει μεταβολή και αυτού του ονόματος κου επέλεξαν οι γονείς του ή ο επίτροπός του8.

g Γα πηλά βέλη της Εκκλησίας (λαϊκοί)__________________________________ 221

4.2.4. ΧρίσμαΣτην Ορθόδοξη Εκκλησία αμέσως μετά την τέλεση του μυστηρίου του

βαπτίσματος γίνεται η μετάδοση του χρίσματος. Το δεύτερο αυτό μυστή­ριο δεν αποτελεί μέρος της διαδικασίας για την είσοδο στην Εκκλησία, που με το βάπτισμα έχει πια συντελεσθεί, αλλά σύμφωνα με την ορθό­δοξη δογματική διδασκαλία είναι αναγκαία συμπλήρωση του βαπτίσμα­τος. Και των δύο μυστηρίων απαγορεύεται απόλυτα η επανάληψη - με τη προϋπόθεση φυσικά, ότι έχουν έγκυρα τελεσθεί. Το άγιο μύρο, με το οποίο γίνεται η χρίση των μελών του νεοφώτιστου, χορηγείται στην Εκκλησία της Ελλάδος σύμφωνα με τον Πατριαρχικό και Συνοδικό Τό­μο του 1850 (βλ. πιο πάνω 2.1.4) από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Το άγιο μύρο, που αποτελεί μίγμα λαδιού, κρασιού και πολλών αρωματικών

6. Πάντως, αν τελεσθεί βάπτισμα, πρέπει να καταχωριστεί στο περιθώριο της ληξιαρχικής πράξης γεννήσεως (άρθρο 26 του Ν. 344/76). Για την περίπτωση της υπάρξεως περισσότερων ονομάτων για το ίδιο πρόσωπο βλ. Α.Π. 896/81 (Τμ. Β'), ΝοΒ 30 (1982) 448 επ.

7. Βλ. Α.Π. 573/81 (Τμ. Γ'· ΝοΒ 30,1982, 422 επ.) και Κουμάντο, ό.π. σ.203.

8. Για λεπτομερή ανάλυση της προβληματικής στα θέματα της ονοματοδοσίας βλ. Σπ. Ν. Τρωιάνον, Επιλογή, κτήσις και μεταβολή του κυρίου ονόματος, ΝΔίκ 29 (1973) 175- 183 (πριν από τον Ν. 344/76) και I. Καρακατσάνη, Κτήσις και μεταβολή του κυρίου ονόματος, στα «Ζητήματα αστικού δικαίου», Αθήνα 1978, σ.201-285 (μετά τον Ν. 344/76).

Page 27: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

222 Κεφ. 4ο - Η σύνθεση της Ορθόδοξης Εκκλησίας

φυτών, καθαγιάζεται από τον πατριάρχη στη λειτουργία της Μ. Πέμπτης (ή και ενδιάμεσα, αν χρειαστεί)9.

4.2.5. Προσέλευση στην Ορθοδοξία

Για την προσέλευση στην Ορθοδοξία των ετεροδόξων καθιερώθηκε από τους πρώτους αιώνες, όπως είδαμε πιο πάνω (4.1.2), ιδιαίτερη ρύθ­μιση, που κατά βάση εξακολουθεί να ισχύει. Η ρύθμιση αυτή κάνει διάκριση μεταξύ αιρετικών και σχισματικών. Για τους πρώτους είναι εφαρμοστέος ο καν. 95 της Πενθέκτης Συνόδου, που επιβάλλει με ορι­σμένες εξαιρέσεις επανάληψη του βαπτίσματος από ορθόδοξο ιερέα. Οι εξαιρέσεις που προβλέπονται από τον κανόνα διατηρούν την ισχύ τους, εφόσον εξακολουθούν να υπάρχουν οπαδοί των αντίστοιχων αιρετικών ομάδων. Επομένως σήμερα οι νεστοριανοί και οι μονοφυσίτες (Κόπτες και Αρμένιοι) γίνονται δεκτοί ως μέλη της Ορθόδοξης Εκκλησίας με την υποβολή έγγραφης δηλώσεως πίστης. Σε όλους τους υπόλοιπους αιρετι­κούς, στους οποίους ανήκουν κυρίως όλες οι μερικότερες υποδιαιρέσεις και ομάδες των διαμαρτυρομένων, η επανάληψη του μυστηρίου είναι αναπόφευκτη.

Νέο βάπτισμα προβλεπόταν αρχικά και για τους σχισματικούς. Γρή­γορα όμως επικράτησε η σκέψη, ότι δεν είναι επιτρεπτό να τοποθετού­νται σε κατώτερη μοίρα από τις ομάδες των αιρετικών, στους οποίους εφαρμόζεται η εξαιρετική ρύθμιση. Έτσι εξομοιώθηκαν με αυτές (βλ. ιδίως τους κανόνες 1 και 47 Μ. Βασιλείου) και υποβάλλονται στην υποχρέωση να συντάξουν «λίβελλο» πίστης για την επανένταξή τους στους κόλπους της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Στην κατηγορία των σχισμα­τικών τοποθετούνται κυρίως, σύμφωνα με την κρατούσα άποψη10, οι ρωμαιοκαθολικοί, τόσο οι λατινόρρυθμοι όσο και οι ελληνόρρυθμοι («ουνίτες»). Η ένταση στις σχέσεις ανάμεσα στις δύο Εκκλησίες κατά

* 9. Πρβλ. Αρχιμ. Παύλου Μενεβίσογλον, Το Ά γιο ν Μΰρον εν τη Ορθοδόξω Ανατολική Εκκλησία. [Ανάλεκτα Βλατάδων, 14.] Θεσσαλονίκη 1972.

10. Μεμονωμένα υποστηρίχθηκε και η αντίθετη άποψη, ότι δηλαδή είναι αιρε­τικοί, εξαιτίας ορισμένων διαφορών ανάμεσα στην ανατολική και στη δυτική δογμα­τική διδασκαλία. Βλ. Εφ.ΑΘ. 2950/30, Θέμις 42 (1931) 103-105 (αντίθετη Εφ.Αθ. 260/51, ΝΔίκ 7 [1951] 211 επ. = Θέμις 62 [1951] 617). Η άποψη αυτή όμως δεν είναι σωστή, γιατί για να υπάρχει η έννοια της αιρέσεως πρέπει οι δογματικές διαφορές να είναι βασικές, θεμελιώδεις (βλ. τις διαφορές αιρέσεως και σχίσματος πιο κάτω 10.2.2), πράγμα που δεν συμβαίνει με τους Ρωμαιοκαθολικούς.

Page 28: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

ν περίοδο της οθωμανικής κατακτήσεως προκάλεσε την έκδοση δυο Ανοδικών πράξεων, που άλλαξαν σημαντικά το μέχρι τότε καθεστώς. Με την πρώτη (έτ. 1484) απαιτήθηκε χρίση με άγιο μύρο και με τη δεύτερη (έτ. 1755)11 η επανάληψη του βαπτίσματος. Μολονότι η πρώτη απόφαση καταργήθηκε από τη δεύτερη και η δεύτερη περιέπεσε γρήγο­ρα σε αχρησία και για τον λόγο αυτό δεν ισχύει, υποστηρίζονται κάποτε ακραίες απόψεις που δέχονται με διάφορα νομικά επιχειρήματα τη μία ή την άλλη από τις δύο συνοδικές πράξεις ως ισχυρές12. Πάντως η επίσημη θέση της Εκκλησίας της Ελλάδος είναι ότι για την προσέλευση των ρωμαιοκαθολικών στην Ορθοδοξία αρκεί έγγραφη δήλωση πίστης.

Περιπτώσεις αλλαγής δόγματος σε νηπιακή ή σε παιδική ηλικία είναι απίθανες, ίσως μάλιστα και ανεπίτρεπες, γιατί αυτός που έχει την επι­μέλεια του προσώπου του ανηλίκου μπορεί μεν να παίρνει αποφάσεις για τη θρησκευτική αγωγή του παιδιού, άρα του προσδιορίζει και τη θρησκεία, αλλά είναι πολύ συζητήσιμο, το αν και μέχρι ποιο χρονικό σημείο μπορεί να του την αλλάξει (βλ. πιο πάνω 2.2.3 ε ' και 2.2.7 α"). Με αυτά τα δεδομένα είναι αυτονόητο, ότι στη δήλωση βουλήσεως των ετεροδόξων που γίνονται μέλη της Ορθόδοξης Εκκλησίας πρέπει να συντρέχουν οι ίδιες προϋποθέσεις, όπως και στο βάπτισμα προσώπων με πνευματική ωριμότητα (βλ. πιο πάνω 4.2.2). Είναι επίσης αναγκαίο στις περιπτώσεις αυτές να προηγείται-κατήχηση (έστω και στοιχειώδης) του ετεροδόξου από τον ορθόδοξο θρησκευτικό λειτουργό, πρεσβύτερο ή επίσκοπο, που είναι αρμόδιος για τη διενέργεια των σχετικών πρά­ξεων, είτε διοικητικών είτε λειτουργικών. Η μεταβολή θρησκεύματος (φυσικά και δόγματος) καταχωρίζεται υποχρεωτικά στο περιθώριο της ληξιαρχικής πράξης γεννήσεως σύμφωνα με το άρθρο 14 § 1 του Ν. 344/76.

4.2.6. Έξοδος από την Εκκλησία

Με τον θάνατο ο νομικός δεσμός της Εκκλησίας από την ορατή της πλευρά και των μελών της διακόπτεται στα κύριά του σημεία. Ορισμένα κατάλοιπα αυτού του δεσμού, όπως π.χ. η στέρηση της εκκλησιαστικής

| βέλη της Εκκλησίας (λαϊκοί)___________________________________223

11. Οι δύο συνοδικές αποφάσεις είναι δημοσιευμένες στους Ρ. - Π. τ.Ε', σ.143 επ. και 614 επ.

12. Εφ.Αθ. 260/51 (πιο πάνω σημ.10). Ειδικά στο Ά γιον Ό ρ ος επικράτησε η πρακτική του αναβαπτισμού.

Page 29: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

224 Κεφ. 4 ο - Η σύνθεση της Ορθόδοξης Εκκλησίας

κηδεύσεως, εμφανίζονται στον χώρο του εκκλησιαστικού ποινικού δι­καίου και εξετάζονται εκεί (βλ. πιο κάτω 9.2.1). Πέρα όμως από αυτή τη διακοπή, που είναι ακούσια, υπάρχει και άλλη, που η επέλευσή της εξαρτάται απόλυτα από τη θέληση του μέλους. Η εκούσια διακοπή είναι μία από τις εκδηλώσεις του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας στην ειδικότερη μορφή του της ελευθερίας της θρησκευτικής συνειδήσεως (βλ. πιο πάνω 2.2.3 α').

Η εκούσια έξοδος από την Εκκλησία - εφόσον συντρέχουν οι προϋ­ποθέσεις της βουλητικής ικανότητας που αναπτύχθηκαν πιο πάνω σχε­τικά με την είσοδο στην Εκκλησία και την προσέλευση στην Ορθοδοξία- μπορεί να πραγματοποιηθεί με τους εξής τρόπους: α) Με την αποδοχή από τον μέχρι τότε ορθόδοξο χριστιανό άλλου δόγματος (περιλαμβάνε­ται και η προσχώρηση σε σχισματική εκκλησία) ή άλλου θρησκεύματος, σύμφωνα με τις διατάξεις του αντίστοιχου εκκλησιαστικού ή γενικότερα θρησκευτικού δικαίου, β) Με ρητή, αλλά όχι και τυπική, δήλωση απο- χωρήσεως προς την ορθόδοξη εκκλησιαστική αρχή (I. Σύνοδο, αρμόδιο Μητροπολίτη ή Εφημέριο), χωρίς η επέλευση του αποτελέσματος να εξαρτάται από την τήρηση κάποιας διατάξεως σχετικά με την καθ’ ύλην αρμοδιότητα, γ) Με τη γενική στάση και την όλη συμπεριφορά του μέλους, από τις οποίες να συνάγεται ανεπιφύλακτα η απομάκρυνσή του από την ορθόδοξη πίστη - ανεξάρτητα από την προσχώρηση σε άλλη θρησκευτική κοινότητα, στην αθεΐα ή στην αθρησκεία. Ενόψει των σο­βαρών νομικών συνεπειών της κρίσης στην τελευταία αυτή περίπτωση, πρέπει η αξιολόγηση των δεδομένων να γίνεται με μεγάλη προσοχή13.

Στις πιο πάνω περιπτώσεις η πρωτοβουλία για την αποβολή της ιδιό­τητας του μέλους της Εκκλησίας ανήκει στο ίδιο το μέλος. Η Εκκλησία από τη δική της πλευρά έχει τη δυνατότητα να επιβάλει αφορισμό. Με την ποινή αυτή, που η επιβολή της προβλέπεται από το άρθρο 4 περ. θ' Κ.Χ., αποχωρίζεται το μέλος από το σώμα της Εκκλησίας. Αν ο αφορι- σμός επιβληθεί, οε μία από τις περιπτώσεις α '-γ ', τότε δεν έχει πια

13. Το θέμα αυτό έχει αποκτήσει πρακτική σημασία εξαιτίας όσων έχουν τελέ- σει μόνο πολιτικό γάμο, που κατά την από 20.1.1982 απόφαση της Ι.Σ.Ι. «θέτουν εαυτούς μόνοι των εκτός Εκκλησίας». Με αφορμή τον αποκλεισμό αυτών από τα έργα αναδάχου εκδόθηκε η γνμδ. Εισ.Α.Π. 1576/86 (Κ. Σταμάτης), ΝοΒ 34 (1986) 924 επ. και Χριστιανός 25 (1986) 55 επ. (με σχόλιοΣπ. Ν. Τρωιάνου), που αμφισβητεί την αυτόματη έξοδο του πιστού από την Εκκλησία, χωρίς την επιβολή της ποινής του αφορισμού κατά τις διατάξεις του Κ.Χ. ή ρητή περί εξόδου δήλωσή του.

Page 30: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

4 2. Τα απλά μέλη της Εκκλησίας (λαϊκοί) 225

χαρακτήρα ποινής, αψού η αποχώρηση του μέλους έχει ήδη συντελεσθεί, και, επομένως, αποτελεί απλώς μέτρο διαπιστωτικό. Αν, αντιθέτως, ο ενδιαφερόμενος δεν έχει συνείδηση της αντικανονικής του συμπεριφο­ράς και θεωρεί τον εαυτό του μέλος της Εκκλησίας, τότε η αποβολή του πραγματοποιείται με την επιβολή του αφορισμοΰ, οπότε ο χαρακτήρας του ως ποινής είναι αναμφισβήτητος. Προϋπόθεση βέβαια είναι να συ­ντρέχει περίπτωση, στην οποία οι ι. κανόνες επιτρέπουν την επιβολή αυτής της ποινής. Τέτοιες περιπτώσεις είναι κυρίως η αίρεση και το σχίσμα (βλ. εκτενέστερα για την ποινή του αφορισμοΰ πιο κάτω 9.2.1).

Σε όλες τις περιπτώσεις αποβολής της ιδιότητας του μέλους της Ορ­θόδοξης Εκκλησίας ο νομικός δεσμός διακόπτεται, αλλά η δογματική σχέση μεταξύ της Εκκλησίας και του πρώην μέλους της δεν εξαφανίζε­ται, με την έννοια ότι, αν το τελευταίο αυτό θελήσει να αποκτήσει πάλι την ιδιότητα που απέβαλε - με την αυτονόητη προϋπόθεση της πραγμα­τικής μετάνοιας - , δεν απαιτείται επανάληψη της αρχικής διαδικασίας για την είσοδο στην Εκκλησία (όπως είδαμε το βάπτισμα είναι μυστήριο που δεν επαναλαμβάνεται)/αλλά τήρηση των συγκεκριμένων κανονικών διατάξεων σχετικά με την επιστροφή αποστατών, αιρετικών κ.λπ. και, αν είχε επιβληθεί ποινή αφορισμοΰ, άρση της από το όργανο που την είχε αποφασίσει. j

4.2.7. Το παλαιοημερολογιτικό ζήτημα

Αμεση σχέση με το θέμα της εξόδου από την Εκκλησία έχει το πρόβλημα της νομικής θέσης των παλαιοημερολογιτών. Αυτοί, διαφω­νώντας με την Εκκλησία της Ελλάδος που από το 1924 αποδέχθηκε το γρηγοριανό ημερολόγιο στον υπολογισμό των ακίνητων εορτών (στις κινητές δεν άλλαξε ο τρόπος υπολογισμού), εξακολουθούν και εφαρμό­ζουν το ιουλιανό ημερολόγιο. Οι παλαιοημερολογίτες, που αυτοαποκα- λοΰνται «Γνήσιοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί» (Γ.Ο.Χ.), έχουν ιδρύσει ιδιαί­τερες θρησκευτικές κοινότητες με δική τους διοικητική οργάνωση, στην οποία μάλιστα διακρίνονται περισσότερες από μία (προσωποπαγείς μάλλον) ομάδες, ανεξάρτητες μεταξύ τους.

Βασικό για τη λύση του προβλήματος της νομικής τους θέσης είναι το ερώτημα, αν οι Γ.Ο.Χ. εξακολουθούν να είναι μέλη της Εκκλησίας της Ελλάδος. Αλλά το ερώτημα αυτό έχει δύο όψεις. Από την πλευρά της Εκκλησίας της Ελλάδος, όπως πριν από 20 και πλέον χρόνια δέχθηκε η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου (378 και 379/80· πιο κάτω 4.2.9 I), οι

Page 31: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

226 Κεφ. 4ο - Η σύνθεση της Ορθόδοξης Εκκλησίας

παλαιοημερολογίτες εξακολουθούν να ανήκουν στο πλήρωμά της, αφού δεν υπάρχει απόφαση της αρμόδιας εκκλησιαστικής αρχής, η οποία να τους κηρύσσει αιρετικούς ή σχισματικούς. 'Αλλωστε είναι γνωστό πως το παλαιό ημερολόγιο ακολουθούν οι μονές του Αγίου Όρους, καθώς και πολλές ορθόδοξες εκκλησίες (όπως π.χ. το Πατριαρχείο Ιεροσολύ­μων), με τις οποίες η Ελληνική Εκκλησία βρίσκεται σε κανονική κοινω­νία. Από την πλευρά όμως των Γ.Ο.Χ. υπάρχει το αναμφισβήτητο πραγ­ματικό γεγονός της συμπήξεως ομάδων προσώπων, με τη νομική μορφή σωματείων που επιδιώκουν σκοπούς θρησκευτικούς. Αν οι σκοποί αυτοί περιορίζονταν στην προσπάθεια, να πεισθούν τα αρμόδια όργανα της Εκκλησίας της Ελλάδος για την επαναφορά του παλαιού ημερολογίου, το πράγμα δεν θα παρουσίαζε δυσκολίες. Αλλά εδώ βρισκόμαστε μπρο­στά σε μία πλήρη διοικητική οργάνωση, από «Μητροπόλεις» μέχρι «I.

Αυτή η ιδιαίτερη διοικητική οργάνωση διαφοροποιεί τους Γ.Ο.Χ. από την Εκκλησία της Ελλάδος, γιατί το Σύνταγμα γνωρίζει μία μόνον Εκ­κλησία με αυτήν την ονομασία, που την προσδιορίζει με απόλυτη σαφή­νεια στα άρθρα 3 § 1 και 72 § 1: Εκκλησία της Ελλάδος είναι η αυτοκέ­φαλη και αυτοδιοικούμενη Εκκλησία, η οργανωμένη σύμφωνα με τις διατάξεις ενός Καταστατικού Χάρτη, που αποτελεί νόμο του Κράτους και ψηφίζεται από την Ολομέλεια της Βουλής. Επομένως οποιαδήποτε θρησκευτική κοινότητα (άσχετα από τη δογματική της τοποθέτηση) δεν συγκεντρώνει αυτές τις προϋποθέσεις βρίσκεται αναγκαστικά έξω από την έννοια «Εκκλησία της Ελλάδος». Αυτό ακριβώς συμβαίνει με τις κοινότητες των Γ.Ο.Χ.

Το συμπέρασμα αυτών των συλλογισμών είναι ότι οι θρησκευτικοί λειτουργοί των παλαιοημερολογιτών, όταν εμφανίζονται ως «ορθόδοξοι κληρικοί» με διοικητική περιφέρεια μέσα στον ελλαδικό χώρο, εξαιτίας της αποκλειστικότητας που καθιερώνει το Σύνταγμα υποβάλλονται αυ­τόματα στις ρυθμίσεις που ισχύουν για τους λειτουργούς της επικρατού- σας θρησκείας (τόσο για την απόκτηση αυτής της ιδιότητας όσο και για την αποβολή της) και υπάγονται στη δικαιοδοσία των οργάνων της Εκ­κλησίας της Ελλάδος. Άμεσο επακόλουθο αυτής της υπαγωγής είναι ότι

Συνόδους» των Γ.Ο.Χ.14.

14. Η διοικητική αυτή οργάνωση λειτουργεί με βάση τους ιερούς κανόνες και τα καταστατικά των σωματείων που έχουν συσταθεί για τον σκοπό αυτό, και όχι τη νομοθεσία που διέπει την Εκκλησία της Ελλάδος.

Page 32: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

"Sir*” ' "

’ άσκηση της υπηρεσίας ορθόδοξου θρησκευτικού λειτουργού είτε χω- γα έχουν τηρηθεί οι κανονικές προϋποθέσεις για την απόκτηση

αυτής τηζ ιδιότητας σύμφωνα με το δίκαιο της Εκκλησίας της Ελλάδος,I ,χζ μεΧά χην απώλειά της ύστερα από ποινή καθαιρέσεως, που τυχόν | επέβαλε συνοδικό δικαστήριο της ίδιας αυτής Εκκλησίας, συνιστά πα- I ρ^βαση του άρθρου 175 § 2 ΠΚ (αντιποίηση· πιο πάνω 2.2.7 δ'). Η | επίκληση της συνταγματικής διατάξεως περί θρησκευτικής ελευθερίας15

σ’ αυτές τις περιπτώσεις δεν ωφελεί, ενόσω οι οπαδοί του παλαιού ημερολογίου δεν καθιστούν σαφές, ότι η κίνησή τους αποτελεί «γνωστή» θρησκεία, διαφορετική από την «επικρατούσα», πράγμα που επιτείνει την υπάρχουσα σύγχυση. Μία τέτοια διαφοροποίηση όμως θα επέβαλλε και αλλαγή στην εξωτερική εμφάνιση του κλήρου των Γ.Ο.Χ., για την αποφυγή των συνεπειών της παραβάσεως του άρθρου 176 ΠΚ.16.

4.2.8. Η Θέση των λαϊκών στην ΕκκλησίαΗ Ορθόδοξη ̂ Εκκλησία αξιώνει από τα λαϊκά μέλη της ενεργό και

τακτική συμμετοχή στη μυστηριακή και γενικότερα στη λατρευτική ζωή της κοινότητας, συμμόρφωση στις επιταγές της χριστιανικής ηθικής, κα­θώς και υλικές παροχές για την κάλυψη των δαπανών που η όλη λει­τουργία του εκκλησιαστικού οργανισμού δημιουργεί, χωρίς τις οποίες είναι αδύνατη η εκπλήρωση του έργου της Εκκλησίας. Αντίστοιχα είναι μεγάλα και τα περιθώρια συμμετοχής των λαϊκών στη διοίκηση της Εκ­κλησίας με την ευρεία έννοια του όρου. Η Εκκλησία στην Ανατολή δεν αντέδρασε στη συμμετοχή αυτή και δεν επέβαλε στα λαϊκά μέλη της καθαρά παθητική στάση, όπως έγινε στη Δύση. Η βυζαντινή και μετα­βυζαντινή παράδοση της συχνής παρουσίας λαϊκών στα συλλογικά όρ­γανα διοικήσεως της Εκκλησίας συνεχίζεται και στο ισχύον εκκλησια­στικό δίκαιο και αποτελεί ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του συ­στήματος, που επικρατεί στις σχέσεις μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας

15. Βλ. πιο κάτω (4.2.9 I) και την άποψη της μειοψηφίας στις Α.Π. 378 κα 379/80. Ιδιαίτερη σημασία έχει η δήλωση του Υφυπουργού Εθν. Παιδείας και Θρη σκευμάτων X. Καραπιπέρη σχετικά με την ελευθερία της λατρείας των Γ.Ο.Χ. κάτι τη συζήτηση του Συντάγματος 1975 στη συνεδρία ΟΣΤ' της 23.4.1975, ό.π. (2. σημ.154) σ. 2140.

16. Για τις διάφορες πτυχές του προβλήματος βλ. Μητρ. Δημητριάδος Χριστι δούλου Παρασκεναΐόη, Ιστορική και κανονική θεώρησις του παλαιοημερολογίτου ζητήματος κατά τε την γένεσιν και την εξέλιξιν αυτοΰ εν Ελλάδι, Αθήνα 1982.

Ta αΛΐά βέλη της Εκκλησίας (λαϊκοί)__________________________________ 227

Page 33: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

228 Κεφ. 4 ο - Η σύνθεση της Ορθόδοξης Εκκλησίας

στην Ελλάδα σε όλες του τις διαδοχικές μορφές από την ίδρυση του ελληνικού κράτους (βλ. πιο πάνω 2.1.4 και 2.2.2)17.

4.2.9. Επιλογή από τη νομολογία

I. Οι παλαιοημερολογίτες διατηρούν την ιδιότητα του μέλους, της Εκκλησίας της επικρατούσας θρησκείας. Παλαιοημερολογίτης κληρι­κός, που μετά την καθαίρεσή του Ιερουργεί, έστω και ως λειτουργός των Γ.Ο.Χ., διαπράττει αντιποίηση. Μειοψηφία.

Επειδή κατά το άρθρον 175 Π.Κ. όστις εκ προθέσεω ς αντιποιείται την άσκησιν υπηρεσίας τινός δημοσίας δημοτικής ή κοινοτικής τιμωρείται με φυλά- κισιν με'χρις 1 έτους ή με χρηματικήν ποινήν (παρ. 1). Η διάταξις αύτη εφαρ­μόζεται και εν αντιποιήσει ασκήσεως της δικηγορίας ως επίσης και εν αντιποιή- σει ασκήσεως υπηρεσίας λειτουργού της Ανατολικής Ο ρθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας ή άλλης θρησκείας γνωστής εν Ελλάδι (παρ. 2). Κατά το άρθρον 176 του ιδίου Κωδικός ν δ η μ ο σ ίω ς και άνευ δικαιώματος φέρων την στολήν ή άλλο διακριτικόν σημείον, μεταξύ άλλων, θρησκευτικού λειτουργού εκ των εν παρα- γρ. 2 άρθρου 175 αναφερομένω ν τιμωρείται με φυλάκισιν μέχρις 6 μηνών ή με χρηματικήν ποινήν. Ε ξ άλλου κατά τον Κ Α ' κανόνα της εν Τρούλλω ΣΤ' Οι­κουμενικής Συνόδου οι εγκλήμασι κανονικοίς υπεύθυνοι γενόμενοι και δια τούτο παντελεί και διηνεκεί καθαιρέσει υποβαλλόμενοι εν τω των λαϊκών απω- θούνται τόπω, κατά δε το σχόλιον Βαλσαμώνος «σημείωσαι από του παρόντος κανόνος ότι οι από τίνος εγκλήματος καθαιρούμενοι ως λαϊκοί λογίζονται και ου δύνανται μετά την καθαίρεσιν ενεργείν οιονδήποτε ανηκον κληρικώ». Εκ των διατάξεω ν τούτων, εν συνδυασμώ και προς τας τοιαύτας των άρθρων 54 του ν. 590/1977, 124 παρ. 3 και 151 του ν. 5383/1932, προκύπτει: α) ότι οι δι’ αποφάσεω ς του αρμοδίου Συνοδικού Δικαστηρίου, ένεκα παραπτώματος προ- βλεπομένου υπό των Ιερών Κ ανόνων, τιμωρούμενοι δια της ποινής της καθαι- ρέσεως κληρικοί, στερούνται, μεταξύ άλλων, του δικαιώματος να ιερουργούν, να τελούν τα ιερά μυστήρια και να φέρουν την δια τους κληρικούς οριζομένην στολήν, β) ότι η απόφασις του Συνοδικού Δικαστηρίου, η επιβάλλουσα την ποινήν της καθαιρέσεω ς εις πρεσβύτερον, δεν υπόκειται εις ένδικον μέσον, ούσα δε τελεσίδικος και εκτελεστή άμα τη εκδόσει της αποτελεί δεδικασμένον δια τα τακτικά δικαστήρια και γ) ότι οι καταδικασθέντες εις την ποινήν της καθαιρέσεω ς κληρικοί, ιερουργούντες ή τελούντες ιερά μυστήρια και επιμένο-

17. Βλ. για το θέμα αυτό I. Καρμίρη, Η θέσις και η διακονία των λαϊκών εν τη ορθοδόξω Εκκλησία, Θεολογία 47 (1976) 15-27, 218-234, 430-449,77. Τρεμπέλα, Οι λαϊκοί εν τη Εκκλησία, Αθήνα 1976, καθώς και όλα τα άρθρα του τόμου 3 (1977) του περιοδικού «Kanon», που αναφέρονται στη θέση των λαϊκών στην Εκκλησία.

Page 34: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

ί μέλη της Εκκλησίας (λαϊκοί) 229

να φέρουν την δια κληρικούς οριζομένην στολήν, διαπράττουν τα αδική- το μεν της αντιποιήσεως υπηρεσίας λειτουργού της Ανατολικής Ορθοδό-

του Χριστού Εκκλησίας, το δε του φέρειν παρανόμω ς την στολήν θρησκευ­τικού λειτουργού της Εκκλησίας ταύτης. Π εραιτέρω ,άρσις των συνεπειώ ν της καθαιρέσεως κατ’ ουδεμίαν διάταξιν νόμου επέρχεται δια πιστοποιητικού Επι­σκόπου βεβαιούντος ότι ο καθαιρεθείς έχει ακώλυτον την ιερωσυνην, δυνάμε- νος να ιερουργή προς εξυπηρέτησιν της θρησκευτικής κοινότητος των παλαιοη­μερολογιτών. Τέλος, δια της αποστερήσεως της εξουσίας από τον κ α θ α ιρ ε θ έ ν τ α κληρικόν να ιερουργή εις ναούς της ανατολικής ορθοδόξου εκκλησίας και να τελή ιερά μυστήρια, ως και από του να φέρη την δια κληρικούς της αυτής εκκλησίας καθιερωμένην στολήν, δεν προσβάλλεται η υπό του άρθρου 13 του Συντάγματος προστατευομέγη ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως, ο ύτε η υπό του άρθρου 9 της απρ 4.11.1950 Συμβάσεως δια την προάσπισιν των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, κυρωθείσης δια του ν.δ. 53/1974, προστατευομένη ελευθερία της θρησκευτικής εκδηλώσεως και της ασκήσεως των θρησκευτικών καθηκόντων και τελετουργιών. Η υπό του άρθρου 13 του Συντάγματος προστατευομένη ελευθερία αναφέρεται εις αυτήν την ελευθερίαν της θρησκευτικής συνειδήσεως, η οποία ουδόλως θίγεται εκ της καθαιρέσεως του υποπεσόντος εις παράπτωμα κληρικού, διότι ούτος και μετά την καθαίρεσιν διατηρεί απαραβίαστον το δικαίωμα της θρησκευτικής πίστεως και της συμμετοχής εις θρησκευτικός εκδηλώσεις, με μόνα κωλύματα την απα- γόρευσιν τελέσεω ς παρά ταύτα υπό του τιμωρηθέντος ιεροπραξιών και ιερών μυστηρίων, διότι ταύτα προβλέπονται υπό του νόμου και αποτελούν αναγκαία μέτρα εν δημοκρατική κοινωνία δια την προάσπισιν της δημοσίας τάξεως, μη προσκρούοντα κατ’ ακολουθίαν ουδ’εις τας διατάξεις της από 4.11.1950 διε­θνούς Συμβάσεως (βλ. άρθρ. 9 παρ. 2 αυτής). Εν προκειμένω, ως προκύπτει εκ της προσβαλλομένης αποφάσεως το δικάσαν Τριμελές Πλημμελειοδικείον εδέ- χθη τα εξής πραγματικά περιστατικά: Ο κατηγορούμενος πρεσβύτερος της Ανατολικής Ο ρθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας ενετάχθη από 2.5.1977 εις την κοινότητα των παλαιοημερολογιτών. Τούτο εγνωστοποίησε δια της από 2.5.1977 επιστολής του εις τον ιεραρχικώς προϊστάμενόν του Μ ητροπολίτην Δράμας. Δια της υπ ’ αριθ. 1/19.10.1977 αποφάσεω ς του Πρωτοβαθμίου Συνο­δικού Δικαστηρίου ούτος κατεδικάσθη εις την ποινήν της καθαιρέσεω ς δια την προσχώρησίν του εις την Κοινότητα των παλαιοημερολογιτών και δια καταφρό- νησιν της προϊστάμενης αυτού αρχής, προκυπτούσης και εκ του περιεχομένου της επιστολής του προς τον Μητροπολίτην Δράμας. Το αυτό Δικαστήριον εδέ- χθη ότι ο Επίσκοπος της θρησκευτικής Κοινότητος των παλαιοημερολογιτών, ο αποκαλούμενος Μητροπολίτης Θ. της Εκκλησίας των Γνησίων Ο ρθοδόξω ν Χ ρι­στιανών Ελλάδος επιστοποίησεν δια των υπ’ αριθ. 318/1977 και 343/1978 πιστο­ποιητικών του ότι ο κατηγορούμενος υπαγόμενος εις την εν λόγω κοινότητα έχει ακώλυτον την ιερωσύνην και ότι υπό του επισκόπου τούτου έχει δοθεί εις τον

Page 35: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

230 Κεφ. 4 ο - Η σύνθεση της Ορθόδοξης Εκχληαinr

κατηγορούμενον η εξουσία να ιερουργή προς εξυπηρέτησιν των πιστών της θρησκευτικής κοινότητος των παλαιοημερολογιτών. Επί τη βάσει των δεχτών γενομένω ν περιστατικών εκήρυξεν αθώ ον τον κατηγορούμενον του ότι εν Κ την 21.7.1978,28.6.1978,17.6.78,19.6.1978,7.6.1978 και 26.5.1978 εκ προθέσεως αντεποιήθη άσκησιν υπηρεσίας λειτουργοί) της Ανατολικής Ορθοδόξου του Χρίστου Εκκλησίας, ήτοι χρηματίσας ιερεύς μολονότι καθηρέθη δυνάμει της υπ’ αριθ. 1/19.10.1977 αποφάσεω ς του Πρωτοβαθμίου Συνοδικού Δικαστηρίου εξηκολούθει να φέρη την στολήν ιερέως. Οΰτω πράξαν, εσφαλμένως ηρμήνευ- σεν και εφήρμοσεν τας ουσιαστικός ποινικός διατάξεις του άρθρου 175 Ποιν. Κώδικος, εφ ’ όσον, κατά τα εμμέσως πλην σαφώς δεκτά γενόμενα δια της αποφάσεω ς του πλημμελειοδικείου, οι παλαιοημερολογίται, μη όντες ουδέ κη- ρυχθέντες δι’ αποφάσεω ς της αρμοδίας Εκκλησιαστικής Αρχής ετερόδοξοι, αιρετικοί ή σχισματικοί, εξακολουθούν να αποτελούν μέρος του συνιστώντος την αυτοκέφαλον Ανατολικήν Ο ρθόδοξον Εκκλησίαν πληρώματος, υπαγόμενοι εις την δικαιοδοσίαν της διοικούσης την Εκκλησίαν υπερτάτης εκκλησιαστικής αρχής. Επομένω ς, ο κατόπιν αποφάσεως του Συνοδικού Δικαστηρίου καθαιρε- θείς ιερεύς δεν δύναται να εμφανίζεται πλέον ως ιερεύς ή να ιερουργή ουδ’εις την θρησκευτικήν κοινότητα των παλαιοημερολογιτών, ούτε να φέρη στολήν ιερέως της Ανατολικής Ο ρθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας, δι’ ο και δέον, δεκτής καθισταμένης της παραπεμφθείσης εις την Ο λομέλειαν σχετικής αιτή- σεως του Εισαγγελέω ς Πλημμελειοδικών Δράμας, να αναιρεθή η προσβαλλο- μένη απόφασις. Κατά την γνώμην 9 (εννέα ) μελών του Δικαστηρίου τούτου έπρεπε να απορριφθή η υπό κρίσιν αίτησις του Εισαγγελέω ς Δράμας, διότι ναι μεν η επιβολή της ποινής της καθαιρέσεως αποστερεί τον κληρικόν του δικαιώ­ματος του ιερουργείν και του φέρειν την οριζομένην δια κληρικούς στολήν, οι περιορισμοί όμως ούτοι ισχύουν εντός του πλαισίου της ακολουθούσης το νέον ημερολόγιον Ανατολικής Ο ρθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας ουχί δε και δια την αναγνω ριζομένην ως υφισταμένην νομίμως κοινότητα των παλαιοημερολο­γιτών, η οποία απολαμβάνει της ελευθερίας των θρησκευτικών εκδηλώσεων κατά το παλαιόν (Ιουλιανόν) ημερολόγιον. Η αποστέρησις του δικαιώματος του τελείν ακωλύτως ιερουργίας εις ναούς παλαιοημερολογιτών και του φέρειν την αρμόζουσαν εις κληρικούς στολήν υπό ιερέως αναγνωριζομένου ως έχοντος την ιδιότητα ταύτην και την εξουσίαν του ιερουργείν υπό του προϊσταμένου της θρησκευτικής Κοινότητος των παλαιοημερολογιτών επισκόπου αυτής θα παρε- κώλυε την συνταγματικώς προστατευομένην ελευθερίαν της θρησκευτικής συ- νειδήσεω ς και εκδηλώσεως θρησκευτικής πίστεως. (...).

(Α.Π. 378 και 379/1980 [Ολομ.], ΠΧρ 30, 1980, 568 επ.).

II. Για την ίδρυση ναού από μέρους ετεροδόξων ή αλλοθρήσκων, απαιτείται πριν από την έκδοση της σχετικής οικοδομικής άδειας, που χορηγείται από την πολεοδομία, και έγκριση του ΥΠΕΠΘ, Δεν είναι

Page 36: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

»■-·

ετερόδοξοι ο ι π α λ α ιο η μ ερ ο λ ο γ ίτ ες κ α ι σ υ νεπ ώ ς γ ι ’ α υτού ς δ ε ν α π α ιτεί-

ται η έγκριση αυτή, α λλ ά ισ χύ ο υ ν ο ι δ ια τά ξεις γ ια την ίδρυση ν α ο ύ της Ο ρθόδοξη ς Ε κ κ λη σ ία ς. Μ ειοψ η φ ία .

( ). 8. Για την ανε'γερση ναών της Ανατολικής Ο ρθοδόξου Εκκλησίας, προνοείτο άρθρο 47 § 2 του νόμου 590/1977, όπου ορίζεται ότι τη σχετική άδεια χορηγεί ο Ο ΔΕΠ δια της εγκρίσεως της σχετικής μελέτης από την αρμόδια τεχνική του υπηρεσία, μετά από γνωμάτευση της επιτροπής έργων, και ότι τα κατά τόπους Γραφεία Σχεδίου Πόλεως έχουν αρμοδιότητα μόνο για την εφαρ­μογή των όρων δομήσεως. Το άρθρο 39 § 10 του ίδιου νόμου προβλέπει τα σχετικά με την ίδρυση ησυχαστηρίων της Ανατολικής Ο ρθοδόξου Εκκλησίας. Οι πιο πάνω διατάξεις αναφερόμενες στην Εκκλησία της Ελλάδος δεν εφαρ­μόζονται επί των παλαιοημερολογιτών, οι οποίοι έχουν συμπήξει ιδιαίτερη θρησκευτική κοινότητα, σχετικά με την οποία έχει καταχωρισθεί στα πρακτικά συζητήσεων του Συντάγματος 1975 ειδική δήλωση του αρμόδιου Υ φυπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων αναφερόμενη στην ελευθερία των μελών της κοι­νότητας αυτής για την άσκηση της θρησκευτικής τους λατρείας (Πρακτ. συνε- δριάσεως ΟΕ/22.4.75, σ. 421).

9. Εξάλλου, στο άρθρο 1 του αν. ν. 1672/1939 (...) ορίζεται ότι: « ......». Επίτη βάσει των διατάξεων του άρθρου αυτού εκδόθηκε το από 20.5/2.6.1939β.δ/γμα (ΦΕΚ 220) στο άρθρον 1 του οποίου ορίζονται τα εξής: «.....». Οιδιατάξεις αυτές ρυθμίζουν τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία ιδρύσεως και λειτουργίας ναώ ν και ευκτήριων οίκων των ετεροδόξων και ετεροθρήσκων, έχουν δε την έννοια ότι η προβλεπόμενη διαδικασία θεσπίζεται για την εξακρί­βωση της θρησκευτικής δοξασίας ως γνωστής και όχι κρύφιας, τη μη προσβολή της δημόσιας τάξης ή των χρηστών ηθών και τη μη άσκηση προσηλυτισμού, δηλαδή των προϋποθέσεω ν υπό τις οποίες, κατά την έννοια του άρθρου 13 § 2 του Συντάγματος!, κατοχυρώνεται το ατομικό δικαίωμα των οπαδώ ν των διαφό­ρων θρησκευτικών δοξασιών να ασκούν ελευθέρω ς τη λατρεία. Ερμηνευόμενες με την πιο πάνω έννοια, οι μνημονευόμενες διατάξεις του ν. 1672/39 και του εκτελεστικού του διατάγματος, εναρμονίζονται προς το άρθρο 13 § 2 του Συ­ντάγματος (ΣτΕ 231/1970,371,1942/1973, 200/1974,4936/1977 κ.ά.). Ειδικότερα η «άδεια» της «οικείας ανεγνωρισμένης εκκλησιαστικής αρχής», που προβλέ- πεται από την πιο πάνω διάταξη, έχει τον χαρακτήρα όχι εκτελεστής διοικητι­κής πράξεω ς, αλλ’ απλώς προπαρασκευαστικής-διαπιστωτικής ενέργειας από το όργανο της Ανατολικής Ο ρθοδόξου Εκκλησίας το οποίο βρίσκεται πιο κοντά στις τοπικές θρησκευτικές συνθήκες, η γνώμη του οποίου δεν δεσμεύει τον Υπουργό Εθνικής Π αιδείας και Θρησκευμάτων που έχει την αποφασιστική αρμοδιότητα για την ίδρυση ναού ή ευκτήριου οίκου (ΣτΕ 721/1969). Έ τσι, για την ίδρυση ναού από μέρους ετεροδόξων ή ετεροθρήσκων, απαιτείται, πριν από την έκδοση της σχετικής οικοδομικής αδείας που χορηγείται από την αρμόδια

I 42 Ta απλά μέλη της Εκκλησίας (λαϊκοί)___________________________________231

Page 37: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

232 Κεφ. 4ο - Η σύνθεση της Ορθόδοξης Εκκλησίας

πολεοδομική υπηρεσία και όχι από τον ΟΔΕΠ (όπως αβασΐμως υποστηρίζουν οι αιτούντες, επικαλούμενοι τις διατάξεις του άρθρου 47 § 2 του Ν. 590/1977, ΦΕΚ 146, και άλλες διατάξεις, που όλες έχουν εφαρμογή μόνο για ναούς της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας), εγκριτική πράξη του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων μετά από απλή γνώμη του οικείου οργάνου της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας. Οι πιο πάνω διατάξεις του άρθρου 1 αν.ν. 1672/1939 και του εκτελεστικού του διατάγματος της 20.5/2.6.1939, οι οποίες, σύμφωνα με όσα έχουν ήδη εκτεθεί, απαιτούν προηγούμενη άδεια του Υπουρ­γού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και «άδεια της οικείας αναγνωρι­σμένης εκκλησιαστικής αρχής» μόνο όταν πρόκειται για την ανέγερση ναού ετεροδόξων ή ετεροθρήσκων, δεν αναφέρονται, συνακόλουθα, στους ναούς και τα ησυχαστήρια των λεγομένων παλαιοημερολογιτών, των οποίων η ιδιαίτερη θρησκευτική κοινότητα, περί της οποίας έγινε και η μνημονευμένη δήλωση στα πρακτικά συζητήσεων του Συντάγματος, διαφέρει της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας στο ζήτημα του ημερολογίου και του χρόνου τελέσεως των θρησκευ­τικών εορτών και δεν είναι ούτε ετερόθρησκη ούτε ετερόδοξη. Δεν είναι δε, οι πιο πάνω διατάξεις, επιδεκτικές ανάλογης εφαρμογής σε περίπτωση ανεγέρ- σεως ναού ή ησυχαστηρίου από μέρους των παλαιοημερολογιτών, διότι περιο­ρισμοί ατομικών δικαιωμάτων, όπως η κατοχυρωμένη στο άρθρο 13 § 2 του Συντάγματος ελευθερία της θρησκευτικής λατρείας, δεν επιβάλλονται, αναλο- γικώς αλλά προκύπτουν από σαφή διάταξη του νόμου και υπό την περαιτέρω αυτονόητη προϋπόθεση ότι οι περιορισμοί, οι δια νόμου εισαγόμενοι, επιτρέ­πονται από τις οικείες συνταγματικές διατάξεις και είναι σύμφωνες προς αυτές. Συνεπώς ο περί του αντιθέτου λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο ειδικότερα προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη οικοδομική άδεια είναι παράνομη εφόσον δεν προηγήθηκε, κατά τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 1 αν.ν. 1672/39 και του εκτελεστικού του διατάγματος της 20.5/2.6.39, άδεια του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και του οικείου Μητροπολίτη της Εκκλησίας της Ελλάδος για την ανέγερση του ναού των παλαιοημερολογιτών είναι απορρι- πτέος ως αβάσιμος.

Κατά τη γνώμη όμως πέντε μελών του δικαστηρίου με αποφασιστική ψήφο και ενός Παρέδρου, οι πιο πάνω διατάξεις του άρθρου 1 του Α.Ν. 1672/1939 και του από 20.5/2.6.1939 β.δ/τος εφαρμόζονται κατά το πνεύμα του νομοθέτη, όπως σαφώς προκύπτει από την αιτιολογική έκθεση του Ν. 1672/1939 και του από 20.5/2.6.1939 β.δ/τος όπου επισημαίνεται η ανάγκη ενασκήσεως κρατικής εποπτείας σε όλες ανεξαιρέτως τις θρησκευτικές δοξασίες, όχι μόνο όταν πρό­κειται να ιδρυθεί ναός άλλου δόγματος, αλλά σε κάθε περίπτωση ιδρύσεως ναού από οπαδούς οποιοσδήποτε ανεγνωρισμένης θρησκευτικής κοινότητας, όπως είναι και οι παλαιοημερολογίτες. Η άποψη αυτή ενισχύεται από τον συνδυασμό και την αντιπαραβολή των πιο πάνω διατάξεων προς το άρθρο 41 § 1 του Α.Ν. 1369/1938 «περί Ιερών Ναών και Εφημερίων» (ΦΕΚ 317), που

Page 38: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

0 . fa απλά μέλη της Εκκλησίας (λαϊκοί)__________________

fcxpov' αντικαταστάθηκε από το άρθρο 24 του Α .Ν . 2200/1940, επανήλθε σε ισχύ

w: το άρθρο 9 του Ν.Δ./τος 586/1941 (ΦΕΚ 350) που κυρώθηκε με την υπ’ αριθμ. ΐ ^ε .η οΐβ Π Υ.Σ. (ΦΕΚ 112) και ήδη ισχύει, το οποίον τάσσει την ίδια διαδικα- ! ' ια την ίδρυση οποιουδήποτε ναού, συμπεριλαμβανομένων και των ναών ΙΡ^επικρατούσης θρησκείας. Συνεπώς, σύμφωνα με την γνώμη αυτή, θα έπρεπε I f ακυρωθεί η προσβαλλομένη άδεια, εφ ’ όσον δεν προηγήθηκε πράξη του I Υπουργού Εθνικής Π αιδείας και Θρησκευμάτων, εγκριτική της ίδρυσης του εν ίχό γ ω ναού μετά από απλή γνώμη του οικείου οργάνου της κρατούσης θρη- I οχείας. Περαιτέρω, κατά την μειοψηφήσασα αυτή γνώμη, στις ως άνω διατάξεις

υπάγονται και τα υπό παλαιοημερολογιτών ιδρυόμενα παράλληλα με ναόν, Ησυχαστήρια, δοθέντος ότι και αυτά είναι τόποι λατρείας του Θεού (βλ. Σ.Ε. 866/74), όπου δεν αποκλείεται, κατά την άσκηση λατρευτικών εκδηλώσεων, να μετέχουν και τρίτοι. Συνεπώς, και για την ανοικοδόμηση του επιδίκου Η συχα­στηρίου έπρεπε να έχουν προηγηθεί οι αξιούμενες, κατά τα εκτεθέντα, και για την ίδρυση Ναού άλλες πράξεις, μη αρκούσης της προσβαλλομένης οικοδομι­κής αδείας, η οποία θα έπρεπε να ακυρωθεί και κατά το μέρος που επιτρέπει την ανοικοδόμηση Ησυχαστηρίου.

(Σ.τ.Ε. 1444/1991 [Ολομ.], ΕλλΔ 33, 1992, 450 επ.).

Page 39: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

234 Κεφ. 4ο - Η σύνθεση της Ορθόδοξης Εκκλησίας

4.3. Οι κληρικοί

4.3.1. Ανώτερος και κατώτερος κλήρος

Η διάκριση μεταξύ ανώτερων και κατώτερων κληρικών, μολονότι θεωρητικά εξακολουθεί να υπάρχει, έχει χάσει σχεδόν την πρακτική' της σημασία, γιατί σήμερα κληρικοί με κατώτερους ιερατικούς βαθμούς, δηλαδή υποδιάκονοι, αναγνώστες και ψάλτες1, σπάνια απαντούν. Γι’ αυτό και στη σύγχρονη νομική ορολογία ο όρος «κληρικός» καλύπτει μόνο τους τρεις ανώτερους βαθμούς . Στους ανώτερους αυτούς βαθμούς η ιδιότητα του κληρικού έχει στα πλαίσια της γενικότερης ιερατικής εξουσίας ως συνέπεια την ύπαρξη ορισμένων εξουσιών, που το περιε­χόμενό τους θα εξεταστεί πιο κάτω στο μέρος το σχετικό με τη διοίκηση της Εκκλησίας (7.1). Η ρύθμιση για την είσοδο στον κλήρο από τους πρώτους αιώνες μέχρι τη σημερινή εποχή παρουσιάζει ορισμένες αλλα­γές. Αλλά αυτές περιορίζονται σε ειδικά θέματα- οι βασικές γραμμές δεν έχουν υποστεί καμιά ουσιαστική μεταβολή. Έ τσι και σήμερα, όπως και τότε, για την απόκτηση της ιδιότητας του ανώτερου κληρικού απαι- τείται η τέλεση χειροτονίας και του κατώτερου, όποτε παρουσιαστεί ανάγκη, χειροθεσίας.

Η χειροτονία είναι το μυστήριο εκείνο, στο οποίο ο χειροτονών (ε­πίσκοπος) επιθέτει το χέρι του στο κεφάλι του χειροτονούμενου και επικαλείται τη θεία χάρη, που κατέρχεται και προχειρίζεται τον υποψή­φιο σε έναν από τους τρεις βαθμούς του ανώτερου κλήρου. Η χειροθεσία αντίθετα, όπως είδαμε πιο πάνω (4.1.3), δεν έχει μυστηριακό χαρακτήρα και είναι μία απλή ιερή τελετή. Ωστόσο οι δύο πράξεις έχουν μερικά κοινά χαρακτηριστικά. Και οι δύο τελούνται μόνον από επίσκοπο3 σύμ­φωνα με τον τύπο που επιβάλλει η ορθόδοξη λειτουργική και αποκλείε­ται η επανάληψή τους για τον ίδιο βαθμό - εκτός αν, όπως και στο

1. Ειδικά στους ψάλτες η χειροθεσία, αν έχει προηγηθεί, επηρεάζει την υπη­ρεσιακή τους κατάσταση στη σχέση τους με το Ν .Π .Δ.Δ. της ενορίας και τον ενοριακό ναό (βλ. πιο κάτω 6.3.4).

2. Ο παλαιότερος Κ.Χ., ο Ν. 671/43, το όριζε ρητώς στο άρθρο 64. Ο Ν. 590/77 δεν περιέχει αντίστοιχη διάταξη, χωρίς αυτό να σημαίνει διαφορετική αντιμετώπιση του θέματος.

3. Ειδικά για τη χειροθεσία υπάρχει μία εξαίρεση: ο αναγνώστης μονής έγκυ­ρα χειροθετείται από τον ηγούμενο, αν ο τελευταίος φέρει βαθμό πρεσβυτέρου (καν. 14 Ζ ' Οικουμ.).

Page 40: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

4.3. Οι κληρικοί 235

βάπτισμα, υπάρχουν βάσιμες αμφιβολίες ως προς την έγκυρη τέλεσή τους. Ουσιώδης τύπος της χειροτονίας (όχι της χειροθεσίας) είναι ο προσδιορισμός της θέσης που θα καταλάβει ο χειροτονούμενος, γιατί οι χειροτονίες δεν επιτρέπεται να γίνονται «απολελυμένως» (καν. 6 Δ ' Οικουμ.)· Η τέλεση της χειροτονίας αποδεικνύεται με το «χειροτονητή- ριο» έγγραφο, και της χειροθεσίας με το «γράμμα χειροθεσίας», χωρίς να αποκλείεται, αν αυτά έχουν χαθεί, η χρήση κάθε άλλου νόμιμου αποδεικτικού μέσου.

Κοινές σε γενικές γραμμές είναι οι προϋποθέσεις για την τέλεση των δύο πράξεων γι’ αυτό και η ανάπτυξη που ακολουθεί αναφέρεται τόσο στη χειροτονία όσο και στη χειροθεσία. Αν σε κάποιο σημείο η χειρο­θεσία υποβάλλεται σε ειδική ρύθμιση, τότε η παρέκκλιση επισημαίνεται ιδιαίτερα. Οι προϋποθέσεις για την έγκυρη τέλεση χειροτονίας και χει­ροθεσίας διακρίνονται σε δύο κατηγορίες: σε εκείνες που αναφέρονται στο πρόσωπο του χειροτονούντος και σε εκείνες που πρέπει να συντρέ­χουν στο πρόσωπο του χειροτονούμενου.

4.3.2. Ο λειτουργός της χειροτονίαςΗ χειροτονία στον τρίτο βαθμό της ιερωσύνης, δηλαδή τον επισκοπι­

κό, τελείται από τρεις ή, σε ανάγκη, από δύο τουλάχιστον επισκόπους (καν. 1 Αποστ. και 49 Καρχ.). Για τη χειροτονία στους άλλους δύο βαθμούς καθώς και για τη χειροθεσία αρκεί η παρουσία ενός επισκόπου (καν. 2 Αποστ.). Είναι αυτονόητο πως όρος απαράβατος για την εγκυ­ρότητα κάθε μυστηρίου, και κάθε ιεροπραξίας γενικότερα είναι η νόμι­μη υπόσταση του τελετουργικού οργάνου. Έτσι και στη συγκεκριμένη περίπτωση της χειροτονίας πρέπει ο επίσκοπος που τελεί το μυστήριο να απέκτησε νόμιμα και να διατηρεί τον επισκοπικό βαθμό. Προϋπόθε­ση για τη νόμιμη κτήση της αρχιερωσύνης είναι η ύπαρξη της «αποστο- λικής διαδοχής»4.

Σύμφωνα με την ορθόδοξη δογματική διδασκαλία οι επίσκοποι είναι οι διάδοχοι των Αποστόλων. Η σχέση αυτή της διαδοχής βασίζεται στη μετάδοση της θείας χάρης από τους Αποστόλους στους πρώτους επισκό­πους με τη χειροτονία τους και από αυτούς στους επόμενους, μέχρι τις ημέρες μας. Έτσι δημιουργήθηκε μία αδιάκοπη σειρά χειροτονιών, που

4. Περισσότερα για την ε'ννοια αυτή με βιβλιογραφία βλ. στον Γερ. Κονιόάρη, Διαδοχή Αποστόλων, Θ.Η.Ε. τ. 4 (1964) στ.1109-1121.

Page 41: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

236 Κεφ. 4ο - Η σύνθεση της Ορθόδοξης Εκκλησίας

συνδέει τον Ιδρυτή της Εκκλησίας με τους λειτουργούς της. Αν μεσολά­βησε μία χειροτονία από πρόσωπο που δεν είχε ποτέ ή δεν είχε πλέον (κατά τον κρίσιμο χρόνο) τον επισκοπικό βαθμό, τότε διακόπτεται η συνέχεια στην αλληλουχία των χειροτονιών και παύει να υπάρχει η «αποστολική διαδοχή». Το ελάττωμα αυτό, που λόγω της δογματικής του φύσης δεν μπορεί να καλυφθεί με την άσκηση εκκλησιαστικής οικονο­μίας (βλ. πιο πάνω 1.1.6), αποκλείει την περαιτέρω μετάδοση της θείας χάρης με οποιαδήποτε μορφή.

Η νόμιμη υπόσταση οργάνου με τη σχετική τελετουργική εξουσία δεν αρκεί για την έγκυρη τέλεση χειροτονίας. Απαιτείται ακόμα και αρμο­διότητα του οργάνου αυτού, τόσο τοπική (καν. 35 Αποστ., 13 και 22 Αντιοχ.) όσο και προσωπική (καν. 16 Α ' Οικουμ., 15 Σαρδ., 54, 80 και 90 Καρχ.)5. Αυτό σημαίνει πρώτον, ότι ο επίσκοπος πρέπει να τελεί τη χειροτονία μέσα στα όρια της επαρχίας του (τοπική αρμοδιότητα) και δεύτερον, ότι ο χειροτονούμενος, αν είναι ήδη κληρικός ή μοναχός (στους λαϊκούς δεν ασκεί επίδραση ο τόπος της κατοικίας τους)6, πρέπει να ανήκει στον κλήρο ή σε ι. μονή της επαρχίας του χειροτονούντος (προσωπική αρμοδιότητα). Και οι δύο μορφές αρμοδιότητας πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς. Το ελάττωμα όμως που δημιουργείται από την έλλειψη αρμοδιότητας δεν είναι αθεράπευτο. Η προηγούμενη συναίνε­ση του αρμόδιου μητροπολίτη ή η έγκρισή του μετά τη χειροτονία καλύ­πτουν την έλλειψη. Αν ο αρμόδιος μητροπολίτης αρνείται είτε να συναι- νέσει στη χειροτονία από αναρμόδιο επίσκοπο, είτε να την εγκρίνει εκ των υστέρων, το ελάττωμα δεν μπορεί να καλυφθεί με απόφαση της I. Συνόδου. Εφόσον όμως πρόκειται για κληρικό ή μοναχό άλλης ορθόδο­ξης εκκλησίας, τότε μόνο με συνοδική άδεια επιτρέπεται η χειροτονία7.

Ο μυστηριακός χαρακτήρας της χειροτονίας περιορίζει τη σημασία των τυχόν ελαττωμάτων της βουλήσεως του χειροτονούντος, αλλά δεν την εκμηδενίζει. Έτσι αν η βούληση αυτή ήταν αποτέλεσμα βίας ή

5. Τις ίδιες επιταγές επαναλαμβάνουν και πολλές εγκύκλιοι της I. Συνόδου, όπως 69/1.10.1935,285/5.6.1940, 354/28.11.41 (τ.Β' σ.76 επ., 269 επ., 335 επ. αντίστοι­χα), 891/11.2.1957 και 907 /17.6.1957 (Εκκλησία 34 [1957] 63, 264 αντίστοιχα).

6. Αν πρόκειται να χειροτονηθεί λαϊκός, κάτοικος άλλης επαρχίας, απαιτείται συγκατάθεση του οικείου μητροπολίτη, που δεν έχει την έννοια συναινέσεως για τη χειροτονία, αλλά πιστοποιήσεως ως προς την έλλειψη κωλυμάτων (Ε.Ι.Σ. 793/15.2. 1955, τ.Β' σ.760 επ.).

7. Βλ. Ε.Ι.Σ. 190/31.3.1938 (τ.Β' σ.183 επ.).

Page 42: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

4.3. Οι κληρικοί 237

απειλής, η χειροτονία είναι άκυρη. Στο κύρος της χειροτονίας είναι δυνατό να ασκήσουν επίδραση και τα παραγωγικά αίτια της βουλήσεως ίου επισκόπου που τελεί το μυστήριο και συγκεκριμε'να, αν στην από­φασή του οδηγήθηκε παίρνοντας από τον χειροτονούμενο ή τρίτο κά­ποιο αντάλλαγμα (σιμωνιακή χειροτονία- βλ. πιο κάτω 10.2.2 δ').

4.3.3. Οι προϋποθέσεις που αφορούν τον χειροτονούμενο και ο έλεγχος της συνδρομής τους

Οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο πρόσωπο του χειροτονούμε­νου μπορεί να διακριθούν (για καθαρά συστηματικούς λόγους, γιατί η διάκριση σε τελική ανάλυση είναι θέμα διατυπώσεως) σε θετικές και αρνητικές ή κωλύματα. Εκτός από τις γενικές προϋποθέσεις, που ανα- φέρονται στις επόμενες παραγράφους, υπάρχουν και ειδικές προϋποθέ­σεις για τον διορισμό σε θέση εφημερίου και για την εγγραφή στον κατάλογο των εκλόγιμων για αρχιερατεία (π.χ. ελληνική ιθαγένεια). Αυτές θα εξεταστούν πιο κάτω, στο κεφάλαιο για τα περιφερειακά όργανα της Εκκλησίας της Ελλάδος. Τη συνδρομή όλων των προϋποθέ­σεων είναι υποχρεωμένος να ελέγξει με προσωπική του ηθική και πει­θαρχική ευθύνη ο χειροτονών επίσκοπος, συγκεντρώνοντας τα ανα­γκαία στοιχεία για την προσωπικότητα του υποψηφίου από κάθε πρό­σφορη πηγή. Ιδιαίτερη σημασία έχει η γνώμη του μητροπολίτη της κα­τοικίας του χειροτονούμενου, αν πρόκειται για λαϊκό υποψήφιο, που δεν έχει την κατοικία του στην επαρχία του χειροτονούντος8.

Προκειμένου για χειροτονία στον επισκοπικό βαθμό ο έλεγχος αυτός συντελείται στο πλαίσιο της διαδικασίας για την κατάρτιση του καταλό­γου των εκλόγιμων για αρχιερατεία από τα αρμόδια όργανα, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κ.Χ. (Δ.Ι.Σ. και Ι.Σ.Ι.- βλ. πιο κάτω 6.2.3). Για τους άλλους όμως ιερατικούς βαθμούς η ευθύνη βαρύνει αποκλειστικά τον επίσκοπο που χειροτονεί. Γι’ αυτό και δεν δεσμεύεται από απόφαση της προϊσταμένης του συνοδικής αρχής, που τυχόν του επιβάλλει τη χειρο- τονία υποψηφίου, ακατάλληλου κατά την κρίση του. Σε μία όμως περί­πτωση η I. Σύνοδος παρεμβάλλεται αποφασιστικά στη διαδικασία της επιλογής. Σύμφωνα με το άρθρο 37 του Κ.2/70 απαγορεύεται η χειροτο- νία λαϊκού υποψηφίου για την κατάληψη εφημεριακής θέσης πριν περά-

8. Βλ. πιο πάνω τη σημ.6.

Page 43: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

238 Κεφ. 4ο - Η σύνθεση της Ορθόδοξης Εκκλησίας

σει η προσθεσμία για την προσβολή της αποφάσεως του οικείου μητρο­πολίτη στην I. Σύνοδο ή πριν να εκδικαστεί η σχετική προσφυγή.

4.3.4. Οι θετικές προϋποθέσεις

Επιτρέπεται η χειροτονία ενός προσώπου όταν συντρέχουν οι ακό­λουθες προϋποθέσεις: α) Αν είναι μέλος της Ορθόδοξης Εκκλησίας και η πίστη του είναι ορθή και υγιής. Για τη διαπίστωση της εισόδου στην Εκκλησία αρκεί, όπως είδαμε, η βεβαίωση, ότι έχει τελεσθεί έγκυρο βάπτισμα. Η διαπίστωση όμως του προσόντος της πίστης είναι θέμα λιγότερο απλό. Το κύριο βάρος φέρει ασφαλώς ο αρμόδιος ποιμένας, αλλά παράλληλα καθιέρωσε ο κανονικός νομοθέτης και ορισμένα τεκ­μήρια μη επαρκούς πίστης, σε όσες περιπτώσεις κριτήρια αντικειμενικά δικαιολογούσαν τη δυσπιστία στο πρόσωπο του υποψηφίου. Έτσι π.χ. αποκλείονται όσοι έχουν στο πολύ στενό τους περιβάλλον άπιστους ή αιρετικούς (καν. 36 Καρχ.).

β) Ο υποψήφιος πρέπει να ανήκει στο ανδρικό φύλο, γιατί, όπως προαναφέρθηκε (4.1.3), μετά την κατάργηση του θεσμού των διακονισ- σών δεν γίνονται δεκτές στον κλήρο οι γυναίκες.

γ) Είναι αναγκαία η συμπλήρωση για κάθε βαθμό του ελάχιστου ορίου ηλικίας, που προβλέπεται από τους κανόνες και την παλαιά και νεώτερη πολιτειακή νομοθεσία. Έτσι η νόμιμη·ηλικία για τη χειροθεσία σε αναγνώστη είναι το 18° έτος (Ν. 123.13 Ιουστινιανού = Βασιλικά 3.1.25), για τον υποδιάκονο το 20° (καν. 15 Πενθ.), για τον διάκονο το 25° (καν. 14 Πενθ. και 16 Καρχ.), για τον πρεσβύτερο το 30° (καν. 14 Πενθ. και 11 Νεοκαισ.) και για τον επίσκοπο το 34ο (άρθρο 18 § 1 εδ. ς' ΚΧ.· η ιουστ. Ν. 137.2 = Βασιλικά 3.1.8 όριζε το 30°). Ειδικά για τους διακόνους και τους πρεσβυτέρους νεώτερες αποφάσεις της Ι.Σ.Ι.9 επέ- τρεψαν παρέκκλιση από τις κανονικές αυτές διατάξεις «κατ’ οικονο­μίαν» στις περιπτώσεις ανάγκης. Τα όρια της επιτρεπόμενης παρεκκλί- σεως είναι για τους άγαμους διακόνους η είσοδος στο 23° έτος και για τους έγγαμους στο 24°, για τους πρεσβυτέρους γενικώς (χωρίς διάκριση οικογενειακής καταστάσεως) η συμπλήρωση του 26ου.

δ) Ο χειροτονούμενος πρέπει να διαθέτει τα μορφωτικά προσόντα, που καθορίζουν οι νεώτεροι νόμοι ανάλογα με τον ιερατικό βαθμό, για

9. Συνεδρίες Ζ' της 15.10.1937, ΙΓ' της 27.10.1937 και ΙΗ' της 28.11.1958- πρβλ. και Σ.τ.Ε. 770/39 (πιο πάνω 1.1.7 I).

Page 44: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

4.3. Οι κληρ^οί 239

tov οποίο προορίζεται. Η εγγραφή στον κατάλογο των εκλόγιμων για αρχΐερατεία προϋποθέτει σύμφωνα με το άρθρο 18 §§ 1 και 4 Κ.Χ. πτυχίο ορθόδοξης Θεολογικής Σχολής ή κατ’ εξαίρεση πτυχίο άλλης ανώτατης σχολής, εφόσον ο υποψήφιος έχει θεολογικές γνώσεις (βλ.6 2.3). Για τους βαθμούς του πρεσβυτέρου και του διακόνου οι απαιτή­σεις της ισχύουσας νομοθεσίας παρουσιάζουν μεγάλο άνοιγμα: από το ίπυχίο Θεολογικής Σχολής μέχρι το απολυτήριο δημοτικού σχολείου (ήδη με την έννοια της συμπληρώσεως των υποχρεωτικών ετών φοιτή- σεως). Από τον τίτλο σπουδών εξαρτάται η μισθολογική κατάταξη του κληρικού και η τοποθέτησή του σε ενορία, κατά τις ειδικότερες διακρί­σεις του νόμου (βλ. πιο κάτω 6.3.3).

4.3.5. Τα κωλύματα της χειροτονίας

Τα κωλύματα της χειροτονίας είναι είτε ανατρεπτικά, είτε αναβλητι­κά. Απαγορεύεται η τέλεση του μυστηρίου στις επόμενες περιπτώσεις: α) Αν ο υποψήφιος πάσχει από ψυχικό νόσημα (καν. 79 Αποστ.), ή έχει τέτοια σωματική αναπηρία, ώστε να εμποδίζεται η εκτέλεση των ιερα­τικών του καθηκόντων. Στον καν. 78 Αποστ. απαριθμείται (όχι περιορι- στικώς) η κώφωση και η τύφλωση. Ειδικά όμως για την κατάληψη εφη- μεριακής θέσης απαιτείται πιστοποιητικό υγείας και αρτιμελείας, όπως και για τον διορισμό στη δημόσια υπηρεσία (άρθρο 36 § 1 εδ. η ' Κ.2/70 σε συνδυασμό, τώρα, με τα άρθρα 7 και 165 επ. του Ν. 2683/99).

β) Αν ο υποψήφιος έχει τελέσει γάμο αποδοκιμαζόμενο από τους ι. κανόνες ή είχε ποτέ συνάψει εξώγαμες γενετήσιες σχέσεις οποιοσδήπο­τε μορφής. Ο γάμος έρχεται σε αντίθεση με τους ι. κανόνες, αν είναι δεύτερος για οποιονδήποτε από τους συζύγους, αν οι σύζυγοι συνδέο­νται με συγγενικό βαθμό απαγορευμένο από το ισχύον δίκαιο10, ή αν το επάγγελμα ή η γενικότερη συμπεριφορά της γυναίκας του υποψηφίου προκαλεί ηθική αποδοκιμασία (καν. 3 και 26 Πενθ., που επανέλαβαν άλλους παλαιότερους). Ο γάμος δεν αποτελεί στην Ανατολική Εκκλησία (αντίθετα από τη Δυτική) κώλυμα για την ιερωσύνη11, ούτε και υπήρξε

10. Υποστηρίζεται η άποψη ότι δημιουργεί κώλυμα η σύναψη άκυρου γάμου γενικώς. Βλ. Χριστοφιλόπονλο σ.147 σημ.43 (με παραπομπε'ς στις πηγές).

11. Ως προς την ιστορική εξέλιξη αντί για άλλους βλ. C. G. Pitsakis, Clerge marie et celibat dans la legislation du Concile in Trullo: le point de vue oriental, The Council in Trullo revisited. [Kanonika, 6.] (Roma 1995) 263-306. Στην Ορθόδοξη

Page 45: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

240 Κεφ. 4ο - Η σύνθεση της Ορθόδοξης Εκκλησίας

ποτέ, μολονότι στην Α' Οικουμενική Σύνοδο εκδηλώθηκε προσπάθεια προς την κατεύθυνση αυτή. Μόνο για την προαγωγή στον επισκοπικό βαθμό ασκεί η ύπαρξη γάμου επίδραση. Στο παρελθόν αποτέλεσε η αγαμία του υποψηφίου προϋπόθεση της αρχιερωσύνης12, με ορισμένες διακυμάνσεις στις ειδικότερες ρυθμίσεις13. Σήμερα σύμφωνα με το άρ­θρο 18 § 1 εδ. β' Κ.Χ. εγγράφονται στον κατάλογο των εκλόγιμων για αρχιερατεία όχι μόνον άγαμοι κληρικοί, αλλά και χήροι.

γ) Αν η διαγωγή του υποψηφίου σε οποιονδήποτε τομέα της δραστη- ριότητάς του μπορεί να χαρακτηριστεί ως επιλήψιμη. Με εξαίρεση ορι­σμένες πράξεις ή γενικότερα ορισμένη συμπεριφορά, που ρητώς ανάγο­νται από τους ι. κανόνες σε κωλύματα της ιερωσύνης14, κατά τα λοιπά η αξιολόγηση της διαγωγής του μελλοντικού κληρικού απόκειται στην κρίση του επισκόπου που έχει την ευθύνη τής χειροτονίας. Πάντως ορ- θώς υποστηρίζεται, ότι στην κρίση αυτή, που πρέπει να γίνεται με βάση τις κρατούσες εκκλησιαστικές και κοινωνικές συνθήκες και αντιλήψεις, δεσμευτικές ως προς τα ελάχιστα όρια των απαιτήσεων της Εκκλησίας από τους λειτουργούς της πρέπει να θεωρηθούν οι ποινικές διατάξεις για την αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων (άρθρα 59-66 ΠΚ)15. Η άποψη αυτή προκειμένου για τους διορισμούς εφημερίων και για την εγγραφή στον κατάλογο των εκλόγιμων για αρχιερατεία βρίσκει έρει­σμα στο θετικό δίκαιο, που αποκλείει όσους έχουν καταδικαστεί σε ποινή συνεπαγόμενη στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων (άρθρα 36 § 1 εδ. α Κ.2/70 και 18 § 1 εδ. ζ ' Κ.Χ.).

δ) Αναβλητικό κώλυμα για τη χειροτονία στον δεύτερο και στον τρίτο ιερατικό βαθμό συντρέχει, αν δεν έχει περάσει ένα ελάχιστο χρονικό---------------- ι

Εκκλησία, αντίθετα προς τη Δυτική (Ρωμαιοκαθολική), όπου οι κληρικοί είναι άγα­μοι, τον κανόνα αποτελεί ο έγγαμος κλήρος. Στην Εκκλησία της Ελλάδος, σύμφωνα με τις Ε.Ι.Σ. 870/13.6.1956 (τ.Β'σ.852) και 914/26.9.1957 (Εκκλησία 34 [1957] 391), για τη χειροτονία αγάμων κληρικών απαιτείται άδεια της I. Συνόδου.

12. Αυτό προέβλεπε και το άρθρο 18 § 2 εδ. β' του π ρ ο ϊσ χ υ σ α ν το ς Κ.Χ. (Ν. 671/43).

13. Πρβλ. Pitsakis, ό.π. σ.281 επ.14. Βλ. την απαρίθμηση στον Μαντζουνέα τΑ ' σ.11 επ. Ειδικά για τους υποψή­

φιους αρχιερείς το κώλυμα διευρύνεται στο άρθρο 18 § 1 εδ. ζ' Κ.Χ., που περιλαμ­βάνει κάθε καταδίκη από συνοδικό δικαστήριο σε ποινή αργίας ανώτερης από έξι μήνες.

15. Χριστοφιλόπουλος σ.149.

Page 46: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

4.3. Οι κληρικοί 241

διάστημα από τη χειροτονία στον αμέσως προηγούμενο βαθμό, δηλαδή οτου διακόνου προκειμένου για χειροτονία στον β' βαθμό και στου πρεσβυτέρου για τον γ ' (καν. 10 Σαρδ. και 17 Πρωτοδ.). Η διάρκεια αυτού του διαστήματος δεν καθορίζεται στους κανόνες, γι’ αυτό και ο προσδιορισμός του σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση καταλείπεται στην εκτίμηση του χειροτονούντος, με εξαίρεση τη χειροτονία σε επίσκοπο, για την οποία πρέπει να έχουν περάσει πέντε τουλάχιστον χρόνια από τη χειροτονία στον βαθμό του διακόνου (άρθρο 18 § 1 εδ. β' Κ.Χ.).

4.3.6. Συνέπειες των αντικανονικών ή παράνομων χειροτονιών

Οι συνέπειες της τελέσεως χειροτονίας κατά παράβαση των πιο πάνω προϋποθέσεων δεν είναι ίδιες για όλες τις περιπτώσεις. Αν η χειροτονία γίνει από όργανο χωρίς νόμιμη υπόσταση (π.χ. από πρόσωπο αντιποιού­μενο την επισκοπική ιδιότητα) δεν παράγει κανένα αποτέλεσμα. Στις περιπτώσεις των άλλων ελαττωμάτων (π.χ. αναρμοδιότητα οργάνου ή συνδρομή ανατρεπτικού κωλύματος) η χειροτονία δεν είναι ανυπόστα- ση, αλλά άκυρη, εκτός αν η σχετική διάταξη - νόμος ή κανόνας - προ­βλέπει διαφορετική κύρωση για την παράβασή της (π.χ. διατήρηση της ιερωσύνης, αλλά με ισόβια αργία, όπως στους καν. 26 Πενθ. και 27 Μ. Βασιλείου). Η ακυρότητα όμως αυτή δεν συνεπάγεται και τη χωρίς άλλο ακυρότητα των πράξεων του παρανόμως ή αντικανονικώς χειροτονηθέ- ντος, σύμφωνα με τη θεωρία για τα de facto ατομικά διοικητικά όργανα που διδάσκεται και ισχύει στο δημόσιο δίκαιο16. Η έλλειψη εγκυρότητας των πράξεων αρχίζει από τη στιγμή που το ελάττωμα της χειροτονίας θα διαπιστωθεί με απόφαση του αρμόδιου οργάνου της Εκκλησίας, με την οποία θα κηρύσσεται η ακυρότητα17. Για την ακυρωτική αυτή αρμοδιό­τητα δεν υπάρχει ειδική πρόβλεψη στην ισχύουσα εκκλησιαστική νομο­θεσία, γι’ αυτό νομίζουμε ότι, αν εμφανιστούν τέτοιες περιπτώσεις στην Εκκλησία της Ελλάδος, πρέπει να επιληφθεί η Ι.Σ.Ι., ως το όργανο που έχει γενική αρμοδιότητα, ή η Δ.Ι.Σ., αν στον συγκεκριμένο χρόνο δεν συνεδριάζει η Ι.Σ.Ι. (άρθρα 4 και 9 § 2 Κ.Χ.· βλ. 5.2.4 και 5.3.4). Η πιο πάνω θεωρία για τα de facto όργανα έχει πεδίο εφαρμογής, αν η χειρο- τονία είναι μεν αντικανονική ή παράνομη, αλλά έχει επίφαση κανονι­

16. Βλ. ενδεικτικώς Στασινόπονλο σ.194 επ., Παπαχατζή σ.702 επ., Σπηλιωτό- πονλο § 119 σ.134 επ., Δαγτόγλου, Διοικ. Δίκ. § 663 σ.307 επ.

17. Βλ. Χριστοφιλόπονλο σ.151 για την αντίστοιχη βυζαντινή πρακτική.

Page 47: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

242 Κεφ. 4ο - Η σύνθεση της Ορθόδοξης Εκκλησίας

κότητας ή νομιμότητας· αλλιώς, αν δηλαδή το ελάττωμα της χειροτονίας είναι τόσο φανερό, ώστε να γίνεται αντιληπτό από τον καθένα, τότε οι πράξεις του χειροτονηθέντος είναι άκυρες και χωρίς ακυρωτική απόφα­ση.

4.3.7. Η αποβολή της ιδιότητας του κληρικόν

Η αποβολή της ιδιότητας του κληρικού είναι ανεξάρτητη, κατά άμεσο τουλάχιστον τρόπο18, από τη βούληση του φορέα της, γιατί δεν χωρεί παραίτηση από την ιερωσύνη (πρβλ. και 7.1.3 γ'). Μόνον υστέρα από (εκκλησιαστική) ποινική διαδικασία με την τελεσίδικη19 επιβολή ποινής καθαιρέσεως στερείται ο κληρικός την (αρχ)ιερωσύνη του και επανέρ­χεται στην τάξη, στην οποία ανήκε πριν από τη χειροτονία, δηλαδή είτε των λαϊκών είτε των μοναχών20. Αυτό προκύπτει από τη σταθερή πρα­κτική που ακολούθησε στο πέρασμα των αιώνων η Ανατολική Εκκλησία, παρά το γεγονός ότι και εδώ υποστηρίχθηκε κατά καιρούς το ανεξίτηλο της ιερωσύνης21. Σύμφωνα με το δόγμα αυτό, που γίνεται αποδεκτό από τη Δυτική Εκκλησία, ο κληρικός δεν χάνει ποτέ τη θεία χάρη που απέ­κτησε με τη χειροτονία* επομένως και οι πράξεις, που επιχειρεί μετά την καθαίρεσή του είναι μεν αντικανονικές και παράνομες, πάντως όμως ισχυρές.

Στον χώρο της Ορθοδοξίας, όπου, όπως είπαμε πιο πάνω, δεν επι­κράτησε το δόγμα του ανεξίτηλου της ιερωσύνης, οι πράξεις των καθη- ρημένων θεωρούνται απόλυτα ανίσχυρες με όλες τις συναφείς συνέπειες από πλευράς εκκλησιαστικής και πολιτειακής νομοθεσίας (π.χ. άρθρο 175 § 2 ΠΚ). Οι συνέπειες αυτές παύουν (δεν ανατρέπονται αναδρομι-

18. Φυσικά μπορεί ο κληρικός να προκαλέσει την απομάκρυνση του από τον κλήρο, τελώντας πράξεις που συνεπάγονται την καθαίρεση του.

19. Ά ρθρο 151 του Ν. 5383/32. Η προθεσμία για την άσκηση του εκκλήτου στον Οικουμενικό Πατριάρχη και η άσκησή του δεν έχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα (άρ­θρο 44 § 2 Κ.Χ.* βλ. και πιο κάτω 11.2.7) και η αίτηση αναθεωρήσεως του άρθρου 4 εδ. Γ KLX. δεν έχει υποβληθεί ακόμα σε νομοθετική ρύθμιση. Μόνη η καταδικαστική απόφαση κοινού ποινικού δικαστηρίου, έστω κι αν επιβάλει αποστέρηση των πολι­τικών δικαιωμάτων, δεν συνεπάγεται απώλεια της ιερωσύνης. Βλ. Εφ. Αθ. 1356/49, Θέμις 61 (1950) 127.

20. Βλ. γνμδ. 37/71 Εισ.Πρ.Θεσσαλ. (Κ. Σταμάτης), ΝοΒ 20 (1972) 563 επ.21. Βλ. περισσότερες λεπτομέρειες και βιβλιογραφία στον Χριστοφιλόπονλο

σ.152.

Page 48: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

IP Ί αε την απονομή χάρης στον καταδικασμένο σε καθαίρεση σύμφω- §α^ιε το άρθρο 155 του Ν. 5383/32 (βλ. 11.2.7). Αν η απόφαση για τη ΙΡρη ε'χει ως περιεχόμενο την άφεση της ποινής, ο καθηρημένος ανακτά αυτόμ ατα την κληρική ιδιότητα που απέβαλε με την καθαίρεση. Είναι ίξ^ιονόητο ^τι αυτή η επάνοδος στην τάξη του κλήρου είναι αποτέλεσμα

χάρης *αι όχι εφαρμογή του δόγματος του ανεξιτήλου - όπως μερι­κο ί ισχυρίζονται.

Γ βάση την αρχή ότι στο μείζον περιέχεται και το έλασσον, υποστη­ρίζεται22 - ορθώς - ότι η εκούσια έξοδος από την Εκκλησία (και μάλιστα σηζ περιπτώσεις που έχει επιβληθεί αφορισμός) επιφέρει χωρίς άλλο και την αποβολή της ιδιότητας του κληρικού που τυχόν είχε το πρώην μέλος της Εκκλησίας. Η αντίθετη λύση θα ήταν τελείως παράλογη. Αλλά για λόγους εκκλησιαστικής τάξης σκόπιμο θα ήταν να προβαίνει η Εκ­κλησία και σε καθαίρεση του εξερχόμενου από τις τάξεις της, ώστε σε περίπτωση άρσης του αφορισμοΰ ή ενδεχόμενης επανόδου του τέως ορθοδόξου στους κόλπους της, να μην ανακτά αυτός αυτόματα και την ιδιότητα του κληρικού.

4.3.8. Επιλογή από τη νομολογία

I. Κτήση της ιδιότητας του κληρικού με χειροτονία από το αρμόδιο όργανο άλλης αυτοκέφαλης εκκλησίας.

(...). Επειδή κατά τας κανονικός διατάξεις της ορθοδόξου εκκλησίας, π ρο­χειρίζεται τις εις πρεσβύτερον (ιερέα) δια χειροτονίας, το δικαίωμα δε προς χειροτονίαν δεν έχουσι μόνον οι επίσκοποι ή οι μητροπολίται οι έχοντες την έδραν των εν Ελλάδι, αλλά και οι Π ατριάρχαι οι έχοντες την έδραν των εν τη αλλοδαπή δια τους εκεί χειροτονουμένους.

(Α.Π. 489/1972 [Τμ. Γ'], Ν οΒ 20, 1972, 1300).

22. Χριστοφιλόπουλος σ.154.

Page 49: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΚΕΦΑΛΑΙ Ο Α'

ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ

1. Γενικά

Το έγκλημα είναι το βασικό αντικείμενο ερεύνης τόσο της Εγκληματολογίας με ευρεία έννοια, όσο και της £γκληματολογίας με στενή έννοια (βλ. πιό κάτω σελ. 31 επ.)· Ακριβώς γι ' αυτό το λόγο έχουν γίνει πολλές προσπάθειες στον ευρύτερο χώρο των Εγκληματολογιών Επιστημών με στόχο τον προσδιορισμό του εγκλήματος κατά την ουσία του. Παρά ταύτα η οντολογική έννοια του εγκλήματος εξακολουθεί να παραμένει πρόβλημα ά λ υ τ ο . Το ερώτημα, τί είναι πραγματικό έγκλημα δεν έχει βρει ακόμη απάντηση ικανοποιητική ή αποδεκτή. Το συνήθως λεγόμενο, ότι έγκλημα είναι κάθε πράξη που τιμωρεί ο νόμος, δεν ικανοποιεί, γιατί δεν μπορεί να εξηγήσει, πώς είναι δυνατό μιά πράξη από την μιά στιγμή στην άλλη να αλλάζει φύση και ουσία μόνο και μόνο διότι έτσι θέλησε κάποιος νομοθέτης. Είναι δηλ. δυνατόν μιά πράξη που επί αιώνες εθεωοείτο κ α κ ή και^γΓ αυτό ετιμωρείτο με ποινή, να μεταβληθεί ξαφνικά κατά την ouda me ο ε κ α λ ή επειδή αποποινικοποιήθηκε; Και αντιστρόφως: είναι δυνατόν~μιύ πράξη που δεν εθεωρείτο κακή, να αλλάξει ξαφνικά φύση και ουσία και να γίνει κακή επειδή ποινικοποιήθηκε; Και ακόμη: μόνο οι πράξεις που τιμωρούνται από το νόμο είναι άξιες τιμωρίας, ή μήπως υπάρχουν και άλλες πράξεις που είναι πολύ χειρότερες από αυτές και όμως κατά τρόπο αδικαιολόγητο δεν τιμωρούνται; Σε τελική ανάλυση μιά πράξη

13

Page 50: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

είναι κατά την ουσία της κακή επειδή την τιμωρεί ο νόμος, ή μήπως αντιστρόφως θα έπρεπε να τιμωρείται από τον νόμο, μόνο εάν είναι κατά την ουσία της τόσο κακή, ώστε να πρέπει να αντιμετωπισθεί με ποινή;

Τα παραπάνω ερωτήματα και άλλα συναφή δημιούργησαν στο χώρο των εγκληματολογιών ή, όπως άλλως ονομάζονται, ποινικών επιστη­μών πολλές επιστημονικές διαμάχες, αντιγνωμίες και έριδες, χωρίς όμως τελικά να λυθεί το πρόβλημα. ’ Ετσι οι ειδικοί χωρίσθηκαν σε δύο κυρίως κατηγορίες: Σε εκείνους που πιστεύοντας ότι μπορούν να προσδιορίσουν το όντως έγκλημα, προσπάθησαν να το ορίσουν και σε εκείνους που έχουν παραιτηθεί από μιά τέτοια προσπάθεια, πιστεύο­ντας ότι το πραγματικό έγκλημα είναι αδύνατο να προσδιορισθεί και συγκεντρώνοντας το επιστημονικό ενδιαφέρον τους μόνο στο νομικό ή τυπικό έγκλημα, δηλ. μόνο σε ό,τι ο νόμος τιμωρεί σαν έγκλημα. Η μεταξύ των ειδικών σχετική διαμάχη είχε σαν αναγκαία συνέπεια την δημιουργία δύο εννοιών του εγκλήματος: Την έννοια του νομικού ή τυπικού εγκλήματος, που είναι το έγκλημα που τιμωρεΠΓνόμόςΤωπην έννοια του ουσιαστικού ή πραγματικού εγκλήματος, δηλαδή της συμπεριφοράς εκείνης που-είναι αληθινό, πραγματικό από πλευράς ουσίας έγκλημα, ανεξάρτητα από το εάν ο νόμος το τιμωρεί ή όχι με ποινή. Περί των δύο τούτων εννοιών του εγκλήματος ασχολούμεθα στα αμέσως επόμενα.

2. Το νομικό (τυπικό) έγκλημα

α . Έ ν ν ο ι α κ α ι ο ρ ι σ μ ό ς .

Η σύλληψη της νομικής (τυπικής) έννοιας του εγκλήματος δεν είναι δυσχερής γΓ αυτό και ως προς τον ορισμό του δεν υπάρχουν διαφωνί­ες, τουλάχιστο σοβαρές, μεταξύ των ειδικών. Έτσι θα μπορούσε κανείς να δεχθεί κατά τρόπο γενικό, ότι νομικό, ή άλλως τυπικό έγκλημα είναι κάθε συμπεριφορά που τιμωρείται από το νόμο με ποινή, κατά τα ειδικότερα από το νόμο οριζόμενα. Με αυτό το πνεύμα και ο ελληνικός Ποινικός Κώδικας ορίζει: «' Εγκλημα^ίναι πράξις άδικοςκαι καταλογιστή εις τον πράξαντα τιμωρουμένηυπό του νόμου» (Π.Κ. 14 παρ. 1). 0~1)^ίσμδζ'^ϋ̂ ς α,̂ ΐδέΤ^_άρϊστ(Γ και την σχετική περί εκκλησιαστικού εγκλήματος διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας.Οπου υπάρχουν διαφορές επισημαίνονται κατά την διαπραγμάτευση

των επί μέρους θεμάτων.

14

Page 51: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

' Οπως ήδη διαφαίνεται από όσα είπαμε πιό πάνω, το νομικό ή τυπικό έγκλημα είναι έννοια εντελώς σ υ μ β α τ ι κ ή . Υπάρχει κατά πλάσμα δικαίου, μόνο διότι έτσι αποφάσισε, πολλές φορές μάλιστα εντελώς αυθαίρετα και αντιδημοκρατικά και κατά τρόπο εσφαλμένο, κάποιος νομοθέτης. Είναι όμως σαφές ότι μετά από λίγο ο ίδιος ή άλλος νομοθέτης μπορεί να αποποινικοποιήσει ό,τι μέχρι τότε ετιμωρείτο ως έγκλημα, για να έλθει σε λίγο νέος νομοθέτης να το χαρακτηρίσει και πάλι ως έγκλημα. ' Ετσι μία πράξη ή παράλειψη μπορε στιγμή στην άλλη να μεταβάλλεται από πλευράς νόμου σαπό μή εγκληματική, ή αντιστρόφως από μη εγκληματικιτική, όχι διότι η ίδια η~ΠρόξΤΓαλλαξε φύση ή ουσία, aL._ ,___ ___άλλαξε η περί αυτής κρίση και απόφαση του συγκεκριμένου κάθε φορά νομοθέτηΓ"Ετσι όμως είναι όυνατό, όπως και συμβαίνει στην πράξη, τα * νΟμϊκά~εγκλήματα να διαφέρουν από χώρα οε χώρα, από νομοθέτη σε ν, νομοθέτη, από χρόνο σε χρόνο κλπ. Κάνεις δεν μπορεί ναγνωρίζει ποιές^από τις πράξεις, πού σήμερα τιμωρούνται από το νόμο, θα παύσουν αύριο να είναι νομικά εγκλήματα, ούτε, αντιστρόφως, τις πράξεις, που αν καΓδεν τιμωρούνται σήμερα με ποινή από το νόμο θα μεταβληθούν στο μέλλον σε νομικά εγκλήματα.

Τα νομικά εγκλήματα αποτελούν το κυρίως αντικείμενο του ουσιαστικού Ποινικού Δικαίου και της Ποινικής Δικονομίας, καθώς και του Σωφρονιστικού Δικαίου. Αυτοί οι επιστημονικοί κλάδοι ενδιαφέ- ρονται κυρίως για ό,τι ο νόμος ορίζει περί εγκλήματος και ποινής και δεν ασχολούνται με το γιατί ορίζει αυτές και όχι άλλες πράξεις ως εγκλήματα και επιβάλλει αυτές και όχι άλλες κυρώσεις για την διάπραξή των.

Οι ασχολούμενοι με το δόγμα του Ποινικού Δικαίου, ενδιαφέ­ροντα! κυρίως να βρουν ποιό είναι το αληθινό νόημα κάθε συγκε­κριμένης διατάξεως. Η βούληση του νομοθέτη τους ενδιαφέρει μόνο στο μέτρο που εξυπηρετείται ο σκοπός αυτός. Με αυτά βεβαίως δεν εννοούμε ότι οι δογματικοί ποινικολόγοι δεν έχουν ή δεν πρέπει να έχουν ενδιαφέροντα πέραν από το νομικό έγκλημα. Το αντίθετο μάλιστα. Κρίνομε ότι πρέπει να ενδιαφέρονται και για το πραγματικό έγκλημα και τα άλλα ζητήματα της Εγκληματολογίας. Επιβάλλεται σε ορισμένες περιπτώσεις να μεταβάλλονται σε εγκληματολόγους, δεδο- . μένου ότι δεν υπάρχουν στεγανά μεταξύ Εγκληματολογικής και δογματικής διερευνήσεως της εγκληματικής συμπεριφοράς. Αντιθέ- τως μάλιστα στο σημείο αυτό υπάρχει ένα είδος αλληλοπεριχωρήσεως, που όμως δεν καταργεί την επιστημονική αυτοτέλεια ούτε του δογματικού Ποινικού Δικαίου, ούτε της Εγκληματολογίας.

15

Page 52: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

γ β . Τ α σ τ ο ι χ ε ί α τ ο υ ν ο μ ι κ ο ύ ε γ κ λ ή μ α τ ο ς .

1) «Π ρ ά ξ η»

Για να έχομε έγκλημα πρέπει να υπάρχει κάποια «πράξη», που αποτελεί και τον πυρήνα του εγκλήματος. Ο όρος πράξη στο χώρο του ποινικού δικαίου, ως τεχνικός όρος περιλαμβάνει και την παράλειψη, διότι και δι' αυτής μπορεί να τελεσθεί έγκλημα. Κάθε πράξη όμως δεν έχει οπωσδήποτε και ποινικό ενδιαφέρον. Τότε μόνο ενδιαφέρει το ποινικό δίκαιο, όταν είναι:

α) Σ υ μ π ε ρ ι φ ο ρ ά α ν θ ρ ώ π ο υ . Μόνο ο άνθρωπος μπορεί να είναι υποκείμενο εγκλήματος και να οδηγηθεί σε δικαστήριο προς επιβολή ποινής. Τα ζώα ακόμη και όταν βλάπτουν, καταστρέφουν, ή θέτουν σε κίνδυνο έννομα αγαθά, δεν πράττουν ποινικώς και γι' αυτό ούτε δικάζονται, ούτε τιμωρούνται ποινικώς, δηλ. ως ένοχα εγκλήμα­τος, Το ίδιο ισχύει και για τα νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου. Ούτε αυτά εγκληματούν, διότι πρακτικώς δεν δύνανται να εγκληματήσουν, ούτε να δικασθούν, ούτε να εγκλεισθούν σε φυλακή (societas delinqere non potest). Έτσι για τα εγκλήματα που γίνονται στο όνομα και για λογαριασμό ενός νομικού προσώπου, τιμωρούνται τα φυσικά πρόσωπα, που τα τέλεσαν.

β) Σ υ μ π ε ρ ι φ ο ρ ά ε ξ ω τ ε ρ ι κ ή και κ ο ι ν ων ι κ ή . Η πράξη για να αποκτήσει ποινικό ενδιαφέρον πρέπει να είναι εξωτερική και κοινωνική. Ε ξ ω τ ε ρ ι κ ή είναι, όταν μπορεί να γίνει αντιληπτή δια των αισθήσεων. Κ ο ι ν ω ν ι κ ή είναι όταν απευθύνεται προς άλλο άνθρωπο ή το κοινωνικό σύνολο, όταν δηλ. έχει κοινωνικό χαρακτήρα, πράγμα που συμβαίνει όταν έχει ή μπορεί να έχει σημασία έστω και για ένα μέλος του κοινωνικού συνόλου. Το κοινό ποινικό δίκαιο δεν ενδιαφέ- ρεται για τις εσωτερικές σκέψεις, τα διανοήματα, ακόμη και εγκληματι­κές αποφάσεις, εφ' όσον δεν εκδηλωθούν δια εγκληματίας πράξεως. Στο χώρο της θεολογίας όμως τέτοιες αποφάσεις συνιστούν το κατά δ ι ά ν ο ι α αμ ά ρ τ η μ α , που μπορεί να αντιμετωπισθεί με επιτίμιο στο μυστήριο της εξομολογήσεως. Περί της θεολογικής αντιμετωπίσεως των εσωτερικών σταδίων του εγκλήματος, που για μας είναι η «προσβολή», ο «συνδυασμός», η «πάλη» και η «συγκατάθεση» διαλαμ­βάνομε πιό κάτω (για λεπτομέρειες βλ. Π. X ρ ι σ τ ι ν ά κ η, Η απόπειρα εκκλησιαστικού εγκλήματος, Αθήναι 1978, σελ. 360 επ.).

γ) Σ υ μ π ε ρ ι φ ο ρ ά ε ν σ υ ν ε ί δ η τ η κ α ι κ υ ρ ι α ρ χ ι κ ή . Η ανθρώπινη εξωτερική συμπεριφορά ενδιαφέρει ποινικώς, όταν είναι

16

Page 53: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

ενσυνείδητη και κυριαρχική. Ε ν σ υ ν ε ί δ η τ η είναι, όταν γίνεται με συμμετοχή της συνειδήσεως του πράττοντος. Κ υ ρ ι α ρ χ ι κ ή είναι, όταν αποτελεί εκδήλωση ανθρώπου, που κυριαρχεί στο σώμα του. Ο χαρακτηρισμός αυτός της συμπεριφοράς ως ενσυνείδητης και κυριαρ­χικής προτείνεται εδώ ως ορθότερος τόσο από τον καθιερωμένο χαρακτηρισμό της συμπεριφοράς ως «εκούσιας», όσο και από τον προτεινόμενο χαρακτηρισμό της ως «εξωτερικεύσεως του εσωτερικού κόσμου του δράστη». Τον τελευταίο χαρακτηρισμό προτείνει ο Καθ. Ανδρουλάκης (Ποιν. Δικ. σελ. 218-220, υποσ. 14) ως ορθότερον από το «εκούσιον» διότι κατ' αυτόν: 1) η έννοια της βουλήσεως και των αποτελεσμάτων της είναι προβληματική. 2) Πολλές πράξεις με ποινική έννοια δεν είναι εκούσιες και 3) διότι είναι δυνατόν να επέλθει σύγχυση μεταξύ «εκουσίου» της ανθρώπινης πράξεως και του «εκου­σίου» ως μορφής υπαιτιότητος. Οι παρατηρήσεις αυτές είναι κατά βάση ορθές. Όμως και ο προτεινόμενος χαρακτηρισμός δεν επιλύει το πρόβλημα. Πράγματι και ο όρος «εξωτερίκευση του εσωτερικού κόσμου του ανθρώπου», προϋποθέτει ότι και η εξωτερίκευση αυτή είναι προϊόν της βουλήσεώς του, άλλως δεν είναι πράξη με ποινική έννοια.' Ετσι το όλο θέμα δεν επιλύεται, αλλά απλώς μετατίθεται το πρόβλημα από το πότε έχομε εκούσια πράξη στο πότε έχομε εκούσια εξωτερί­κευση του εσωτερικού κόσμου του ανθρώπου. Αν δεν συμβεί αυτό υπάρχει κίνδυνος να θεωρηθούν ότι έχουν ποινικόν ενδιαφέρον και πράξεις που αποτελούν βέβαια εξωτερίκευση του εσωτερικού κόσμου του ανθρώπου, που όμως δεν είναι ούτε ενσυνείδητες ούτε κυριαρ­χικές. Τέτοιες πράξεις είναι π.χ. αυτές που γίνονται σε κατάσταση πλήρους ανυπαίτιας μέθης, ή κατά την διάρκεια ενός ταραγμένου από εφιάλτες ή τρομακτικά όνειρα ύπνου, κατά τον οποίο πολλές φορές μπορεί ο κοιμώμενος να εξωτερικεύει τον εσωτερικό του κόσμο με κραυγές, λιγμούς, ύβρεις, ακόμη και ονείρωξη. Η τελευταία μάλιστα, όταν προϋπάρχει του ύπνου επιθυμία γυναικός θεωρείται θεολογικώς ως εφάμαρτος συμπεριφορά (καν. 1 Μ. Αθαν.). Κατά τα λοιπά συμπεριφορά που δεν έχει το νομικό «εκούσιο» δηλαδή το «ενσυνεί­δητο» και «κυριαρχικό» δεν μπορεί να ενδιαφέρει το ποινικό δίκαιο. Πράγματι το μεν «ενσυνείδητο» εξασφαλίζει την απαραίτητη συμμετο­χή της συνειδήσεως εις τα πραττόμενα, το δε «κυριαρχικό» τη απαιτού- μενη κυριαρχία του πράττοντος επί του σώματός του. Διά τούτο και προτεϊνομε στην προκειμένη περίπτωση τον χαρακτηρισμό της πράξε­ως ως «ενσυνείδητης και κυριαρχικής συμπεριφοράς» και διότι ανταποκρίνεται στα πράγματα και διότι δεν έχει τα προβλήματα που

17

Page 54: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

έχουν οι χαρακτηρισμοί «εκούσιο» και «εξωτερίκευση» του εσωτερικού κόσμου του ανθρώπου».

δ) Μ η π ρ ά ξ ε ι ς . Μετά τα παραπάνω είναι σαφές ότι δεν αποτελούν πράξεις με ποινική έννοια, ούτε μπορούν να τιμωρηθούν, ενέργειες που γίνονται μετά από άσκηση α κ α τ α μ ά χ η τ η ς σ ω μ α τ ι κ ή ς β ί α ς , διότι στις περιπτώσεις αυτές ελλείπει το «κυριαρχικό» στοιχείο, περί του οποίου έγινε λόγος πιό πάνω. ' Ετσι π.χ. η βιασθείσα μετά από άσκηση ακαταμάχητης σωματικής βίας δεν τελεί μοιχεία, γιατί δεν μπορούσε να κυριαρχήσει επί του σώματός της και να αποφύγει τον βιασμό της. Από την ιστορία των διωγμών κατά των χριστιανών είναι γνωστό ότι όσοι έφαγον ειδωλόθυτα, αφού με άσκηση ακαταμάχητης σωματικής βίας τους είχαν ανοίξει το στόμα, εθεωρήθη ότι ουδέν έπραξαν και έμειναν ατιμώρητοι. Αντίθετα ε π ί α σ κ ή ­σ ε ω ς ψ υ χ ο λ ο γ ι κ ή ς β ί ας έ χ ο μ ε π ρ ά ξ η με ποινική έννοια, διότι στην περίπτωση αυτή υπάρχει και το «ενσυνείδητο» και το «κυριαρχικό».

Επί μή σ υ ν ε ι δ η τ ή ς σ υ μ π ε ρ ι φ ο ρ ά ς δεν έχομε πράξη με ποινική έννοια. Έτσι σε περιπτώσεις αντανακλαστικών κινήσεων επί υπνώσεως, επί σπασμών, γνωστών ως «τικ» δεν έχομε πράξη και συνεπώς ούτε έγκλημα ούτε ποινή. Μόνο εάν κάποιος υπαιτίως περιήλθε σε μιά τέτοια κατάσταση απαλείψεως της συνειδήσεώς του μπορεί να υπάρξει θέμα επιβολής κατ' αυτού ποινής μειωμένης. Και τούτο διότι η αρχική αφετηρία της συμπεριφοράς του οφείλεται σε ελεύθερη και συνειδητή πράξη. Έτσι πράξεις που γίνονται σε κατάσταση πλήρους μέθης, ή υπό την επήρεια ναρκωτικών φαρμάκων δεν μένουν ατιμώρητες, εάν ο δράστης από δική του υπαιτιότητα περιήλθε στις καταστάσεις αυτές.

Προς τις αντανακλαστικές κινήσεις που δεν είναι ποινικώς πράξεις, δεν πρέπει να συγχέονται οι π α ρ ο ρ μ η τ ι κ έ ς πράξεις, που είναι αποτέλεσμα ψυχικής αντιδράσεως, έστω καιταχυτάτης (π.χ. ασπασμός γυναικός πριν προλάβει ο δράστης να καταλάβει καλά τι κάνει). Οι παρορμητικές αυτές αντιδράσεις είναι πράξεις με ποινικό ενδιαφέρον. Το ίδιο ισχύει και για τις α υ τ σ μ α τ ο π ο ι η μ έ ν ε ς π ρ ά ξ ε ι ς , οι οποίες είναι αποτέλεσμα εκμαθήσεως και πείρας (π.χ. οι κινήσεις των ποδιών και των χεριών κατά το βάδισμα, οι κινήσεις του οδηγού αυτοκι­νήτου κατά την οδήγηση κ.α.). Ποινικό ενδιαφέρον έχουν και οι ο ρ μ η- τ ι κ έ ς π ρ ά ξ ε ι ς κατά τις οποίες η συνείδηση δεν λειτουργεί σωστά εξ αιτίας μίας πολύ έντονης ψυχικής παρορμήσεως, ως συμβαίνει π.χ. επί βρασμού ψυχικής οργής.

18

Page 55: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

2 ) ί Α δ ι κ η π ρ ά ξ η

Αδικη είναι η μη τυπικώς δικαία πράξη, δηλ. η πράξη που προσκρού­ει στον νόμο (τυπικό άδικο). Ο νόμος χρησιμοποιώντας επιτακτικούς ή απαγορευτικούς κανόνες δικαίου επιβάλλει, αναλόγως, την διενέργεια

ή την παράλειψη μιάς πράξεως. Έτσι π.χ. η εντολή «Ου φονεύσεις»

απαγορεύει το φόνο και συνεπώς είναι απαγορευτικός κανόνας δικαίου. Αντιθέτως η εντολή λυτρώσεως της ζωής του κινδυνεύο-

ντος, επιβάλλει να γίνει κάτι (η λύτρωση ζωής) και συνεπώς είναι επιτακτικός κανόνας δικαίου. Η μη συμμόρφωση λοιπόν προς τις

διατάξεις τέτοιων απαγορευτικών ή επιτακτικών κανόνων δικαίου, ή,

άλλως, η παράβαση αυτών των κανόνων συνιστούν την κατ' αρχή άδικη

πράξη.Στο σημείο αυτό πρέπει να διευκρινισθεί ότι μία τέτοια άδικη κ α τ '

α ρ χ ή πράξη είναι δυνατόν να μη είναι και τ ε λ ε ι ω τ ι κ ά ά δ ι κ η

πράξη, αν σε συγκεκριμένη περίπτωση επιτρέπεται κατ' εξαίρεση από το νόμο. Στην περίπτωση αυτή λέμε ότι αίρεται ο κατ' αρχήν άδικος χαρακτήρας της πράξεως, η οποία, επειδή δεν είναι και τελειωτικά

άδικη πράξη, μένει ατιμώρητη. Έτσι για να πάρουμε ένα παράδειγμα από τους ι. κανόνες «το φονεύειν ουκ έξεστι, αλλ' εν πολέμω αναιρείν

τους αντιπάλους και έννομον και επαίνου άξιον... ώστε το αυτό κατά τι μεν και κατά καιρόν ουκ έξεστι· κατά τι δε και ευκαίρως αφίεται και

συγκεχώρηται» (καν. I. Μ. Αθαν.). Ανάλογο είναι και το παράδειγμα του 69 Αποστολ. καν. ο οποίος απειλεί ποινή κατά του μη νηστεύοντος

«εκτός ει μη δι' ασθένειαν σωματικήν εμποδίζοιτρ». Συμπερασματικά λοιπόν μπορούμε να πούμε ότι μία πράξη είναι άδικη όταν προσκρούει

σε οποιοδήποτε ποινικό κανόνα δικαίου και δεν συντρέχει κατ' εξαίρεση λόγος άρσεως του αδίκου χαρακτήρος αυτής.

) Π ρ ά ξ η κ α τ α λ ο γ ι σ τ ή σ τ ο ν π ρ ά ξ α ν τ α

Ο καταλογισμός της άδικης πράξης σε ενοχή του δράστη είναι στοιχείο άνευ του οποίου δεν υπάρχει έγκλημα και ποινή. Ο καταλογι­σμός είναι μία αξιολογική κρίση, δια της οποίας μετά από αξιολόγηση

της όλης συμπεριφοράς και προσωπικότητος του δράστου εξάγεται το

συμπέρασμα ότι ο τελευταίος είναι πράγματι ένοχος του τελεσθέντος εγκλήματος και κατά συνέπεια άξιος μομφής και ψόγου, αλλά και τιμωρίας, εκτός αν συντρέχει λόγος που αίρει σε συγκεκριμένη περίπτωση τον καταλογισμό.

Ό ρο ι ή στοιχεία απαραίτητα για να υπάρξει καταλογισμός του

εγκλήματος εις ενοχή του δράστου είναι τα ακόλουθα:

19

Page 56: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

α) Ι κ α ν ό τ η τ α π ρ ο ς κ α τ α λ ο γ ι σ μ ό . Ικανός προς καταλογισμό είναι ο δράστης μίας άδικης πράξεως, όταν έχει τέτοια

ψυχοσωματική συγκρότηση, η οποία να επιτρέπει την κατ' αυτού

προσωπική μομφή για ό,τι έπραξε. Στο νόμο είναι δυνατό να προβλέ-

πονται λόγοι που αίρουν την ικανότητα προς καταλογισμό. Τέτοιοι λόγοι

είναι π.χ. η έλλειψη της νομίμου προς καταλογισμό ηλικίας, η ύπαρξη ψυχικής ασθενείας που να εμποδίζει την ικανότητα αντιλήψεως του

αδίκου χαρακτήρος της πράξεως (π.χ. σχιζοφρένεια) κ.α.

β) Υ π α ι τ ι ό τ η τ α . Η υπαιτιότητα διακρίνεται σε δόλο, άμεσο και

ενδεχόμενο και σε αμέλεια, βαρεία και ελαφρά.1 )Ά μ ε σ ο ς δ ό λ ο ς υπάρχει όταν ο δράστης προβλέπει σαν

αναγκαία συνέπεια της πράξεώς του το εγκληματικό αποτέλεσμα και

παρά ταύτα ενεργεί, είτε γιατί επιδιώκει ακριβώς την άμεση επίτευξή του, είτε γιατί το αποδέχεται.

Παραδείγματα: Ο Α ' πυροβολεί τον Β '1 ακριβώς επειδή θέλει να τον θανατώσει (επιδίωξη εγκληματικού αποτελέσματος). Ο Γ' ρίπτει μία χειροβομβίδα κατά αεροπλάνου που πρόκειται να απογειωθεί γιατί θέλει να καταστρέψει ενοχοποιητικά για τον ίδιο και την οργάνωσή του έγγραφα. Ξέρει όμως ότι αν επιτύχει το εγχείρημά του θα προκαλέσει κατ' ανάγκη και φθορά ξένης ιδιοκτησίας και όμως ενεργεί (αποδοχή αναγκαίου εγκληματικού αποτελέσματος).

2) Ε ν δ ε χ ό μ ε ν ο ς ή έ μ μ ε σ ο ς δ ό λ ο ς υπάρχει όταν ο

δράστης προβλέπει σ α ν ε ν δ ε χ ό μ ε ν η συνέπεια της πράξεώς του

το εγκληματικό αποτέλεσμα και παρά ταύτα ενεργεί.

Παράδειγμα: Ο Α ' βάζει φωτιά στο σπίτι του Β ' για να καταστρέψει ίχνη προηγηθέντος εγκλήματός τού. Προβλέπει όμως ότι ενδέχεται να καεί μαζί με το σπίτι και το παιδί του Β ' το οποίο βρίσκεται μόνο του στο σπίτι και λόγω σωματικής παθήσεως δεν μπορεί να κινηθεί γρήγορα και άρα υπάρχει το ενδεχόμενο να παγιδευθεί και να θανατωθεί. Παρά ταύτα ο Α ' εκτελεί το σχέδιό του αποδεχόμενος και το ενδεχόμενο τούτο.

3) Η β α ρ ε ί α α μ έ λ ε ι α ομοιάζει προς τον ενδεχόμενο δόλο κατά το ότι και εδώ ο δράστης προβλέπει το εγκληματικό αποτέλεσμα

σαν ενδεχόμενη συνέπεια της πράξεώς του, ενεργεί όμως παρά ταύτα,

διότι πιστεύει ή ελπίζει ότι τούτο δεν θα επέλθει.

Παράδειγμα: Ο Α ' οδηγεί στην εθνική οδό με υπερβολική ταχύτη­τα. Από μακρυά βλέπει ένα πεζό να διασχίζει καθέτως το οδόστρωμα. Ο οδηγός δεν ελαττώνει ταχύτητα αλλά «κορνάρει» συνεχώς, πιστεύο-

20

Page 57: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

ντας ότι ο πεζός θα τον ακούσει, θα τον δει και θα παραμερίσει, πράγμα όμως που δεν γίνεται, διότι ο πεζός είναι τυφλός και κωφός, με αποτέλεσμα να σκοτωθεί.

4) Ε λ α φ ρ ά α μ έ λ ε ι α υπάρχει όταν ο δράστης δεν πρόβλεψε το εγκληματικό αποτέλεσμα, επειδή δεν έδειξε την επιμέλεια που έπρεπε στη συγκεκριμένη περίσταση.

Παράδειγμα: Ο Α ' πωλεί 20 κιλά ψωμί στον Β ' χωρίς να το ζυγίσει, επειδή είχε ζυγίσει τη ζύμη κάθε ψωμιού και πιστεύει ότι αυτά που πωλεί έχουν το σωστό βάρος, πράγμα που δεν συμβαίνει.

γ) Δ υ ν α τ ό τ η τ α α υ μ μ ο ρ φ ώ σ ε ω ς π ρ ο ς τ ι ς ε π ι τ α γ έ ς ή α π α γ ο ρ ε ύ σ ε ι ς τ ο υ ν ό μ ο υ . Για να καταλογισθεί μιά πράξη σε ενοχή του δράστη πρέπει ο τελευταίος να είχε την δυνατότητα να ενεργήσει διαφορετικά από ό,τι έπραξε, να μπορούσε δηλ. ν α π ρ ά -

ξ ε ι ά λ λ ω ς . Το πρόβλημα αυτό σχετίζεται με την ελευθερία της βουλήσεως , περί της οποίας αρκούμεθα εδώ να παρατηρήσουμε ότι η μεγάλη διαμάχη μεταξύ των θεωριών της α ι τ ι ο κ ρ α τ ί α ς (απόλυτος προορισμός), και τηςυπάρξεως α π ο λ ύ τ ω ς ε λ ε υ θ έ ρ α ς β ο υ ­λ ή σ ε ω ς έχει θεολογικό υπόβαθρο, αφού ως γνωστόν άλλοι μεν

(κυρίως καθολικοί) δέχονται ότι ο άνθρωπος δρα ελευθέρως, ότι δηλαδή οι πράξεις του είναι προϊόν ελευθέρας βουλήσεως και γΓ αυτό

είναι ικανός προς καταλογισμό (ένοχος), ενώ άλλοι (Προτεστάντες) δέχονται τον απόλυτο προορισμό, κύριο στοιχείο του οποίου είναι η έλλειψη ελευθερίας κατά την επιλογή και πραγμάτωση της α ' κςι,β'

συμπεριφοράς.Η θεολογική αυτή διαμάχη της Δύσεως μετεφέρθη αν και όχι

πάντοτε συνειδητώς και εις το χώρο του Ποινικού Δικαίου και συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Το περίεργο μάλιστα είναι ότι η διαμάχη αυτή παρατηρείται και στον ελληνικό χώρο του Ποινικού Δικαίου, αν και η Ορθόδοξη Εκκλησία διδάσκει τη σ χ ε τ ι κ ή ε λ ε υ θ ε ρ ί α τ η ς α ν θ ρ ώ π ι ν η ς β ο υ λ ή σ ε ω ς , δογματική διδασκαλία, η οποία

επιλύει άριστα το όλο πρόβλημα όχι μόνο από πλευράς θεολογικής, αλλά και εγκληματολογικής, διότι εναρμονίζει της ύπαρξη της ελευθέ­ρας βουλήσεως, προς την ύπαρξη όλων εκείνων των στοιχείων που την περιορίζουν, χωρίς όμως και να την εξαλείφουν, εις τρόπον ώστε ο

άνθρωπος, αναπτύσσοντας καιαξιοποιώντας τις α ν τ ί ρ ρ ο π ε ς προς

το κακό δυνάμεις του, να είναι σε θέση κατά κανόνα να σχηματίσει βούληση σε τόσο βαθμό ελευθερίας, ώστε να δικαιολογείται ο

καταλογισμός στο πρόσωπό του των εγκλημάτων που τελεί.' Οπως είναι γνωστό, κατά την ορθόδοξη διδασκαλία με το βάπτισμα

21

Page 58: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

εξαλείφεται μεν το προπατορικό αμάρτημα, μένει όμως η ρ ο π ή προς

την αμαρτία (έγκλημα). Παράλληλα όμως ο διαπαιδαγωγούμενος

σωστά, αναπτύσσει ισχυρές α ν τ ί ρ ρ ο π ε ς η ' θ ι κ έ ς α ν α σ τ ο λ έ ς που του επιτρέπουν να παλεύσει κατά της ροπής προς το έγκλημα διαμορφώνοντας τη βούλησή του με σχετική ελευθερία, τέτοια, που από τη μία μεριά να επιτρέπει τον καταλογισμό των πράξεών του και από την άλλη να απαιτεί να ληφθούν υπ' όψη, ως ελαφρυντικοί παράγοντες όλα εκείνα τα στοιχεία, που ωθούν στο έγκλημα και δεν του επιτρέπουν να διαμορφώσει τη βούλησή του με εντελώς ελεύθερο

τρόπο.

4 ) Π ρ ά ξ η τ ι μ ω ρ ο υ μ έ ν η α π ό τ ο ν ό μ ο

Γ ια να έχομε νομικό (τυπικό) έγκλημα πρέπει η κατά τα ανωτέρω άδικη και καταλογιστή πράξη να τιμωρείται με ποινή από το νόμο. Αν ο νόμος δεν προβλέπει την επιβολή ποινής για μιά πράξη τότε δεν υπάρχει νομικό (τυπικό) έγκλημα. Την πεμπτουσία αυτής της προϋπο-

θέσεως, δηλαδή της ποινικής προβλέψεως από το νόμο μιάς συμπερι­φοράς εκφράζει σήμερα η περίφημη αρχή “ Nullum crimen nulla poena

sine lege" (όυδένα έγκλημα, ουδεμία ποινή άνευ νόμου) περί της οποίας διαλαμβάνομε κατωτέρω.

3. Η αρχή της νομιμότητος (Nullum crimen nulla poena sine lege)

α. Γε ν ι κ ά .

Κοινός τόπος της σημερινής επιστήμης του Ποινικού δικαίου είναι ότι τον ακρογωνιαίο λίθο αυτού αποτελεί η α ρ χ ή τ η ς ν ο μ ι μ ό ­

τ η τ ο ς , κεντρικός πυρήνας της οποίας είναι η ν ο μ ι κ ή π ρ ό β λ ε ­ψ η τ ο υ ε γ κ λ ή μ α τ ο ς πριν από την τέλεσή του. Η αρχή αυτή καθιερωμένη ήδη υπό την διατύπωση “ nullum crimen nulla poena sine

lege” έχει κατοχυρωθεί συνταγματικώς εις όλα τα δημοκρατικά συντάγματα του πολιτισμένου κόσμου και θεωρείται ως η ασφαλέστερη

διασφάλιση των πολιτών από αυθαιρεσίες τόσο του νομοθέτη όσο και του δικαστή. ,

Πολλοί αποδίδουν την αρχή αυτή στον F e u e r b a c h , ενώ είναι βέβαιο ότι αυτός απλώς διε μόρφωσε την λατινική γλωσσική διατύπωσή της, το λατινικό δηλ. ένδυμά της και όχι την ουσία της. ' Αλλοι δέχονται

ότι τη σημασία της αρχής της νομιμότητος σε σχέση με την προστασία των ατομικών ελευθεριών κατανόησαν πρώτοι οι εκπρόσωποι του

22

/

Page 59: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

Διαφωτισμού και την ανέγραψαν στα συντάγματα της Αμερικής του 1776 και της Γαλλικής Επαναστάσεως. Πολλοί θεωρούν ότι η αρχή αυτή διατυπώθηκε για πρώτη φορά στη Magna Gharta Libertatum του έτους 1215, χωρίς όμως τούτο να είναι αληθές. Αλλά και η άποψη ότι αυτή η αρχή επινοήθηκε και ενομοθετήθηκε από τους αρχαίους έλληνες είναι αναπόδεικτη γιατί στηρίζεται σε χωρία συγγραφέων αποσπασματικά

και όχι σε διασωθέντες νόμους.Το βέβαιο είναι ότι η αρχή της νομιμότητος ευρίσκεται κατά σαφή

διατύπωση και διδασκαλία εις τις χριστιανικές πηγές. Έτσι στην Καινή Διαθήκη ο απόστολος των Εθνών Παύλος διδάσκει ότι δεν υπάρχει παράβαση (έγκλημα), εκεί όπου δεν υπάρχει νόμος: « ο ύ γ α ρ ο υ κ

έ σ τ ι ν ν ό μ ο ς ο υ δ έ π α ρ ά β α σ ι ς » (Ρωμ. 4,15) και ότι πριν να

εμφανισθεί ο νόμος υπήρχε μεν η αμαρτία (έγκλημα), αλλά δεν εθεωρείτο, ούτε αντιμετωπίζετο ως αμαρτία, επειδή δεν υπήρχε νόμος: « ά χ ρ ι γ α ρ ν ό μ ο υ α μ α ρ τ ί α η ν ε ν τ ω κ ό σ μ ω , α μ α ρ τ ί α δ ε ο υ κ ε λ λ ο γ ε ί τ α ι μ η ό ν τ ο ς ν ό μ ο υ » (Ρωμ.

5,13). Διά τούτο «και όσοι εν νόμω ήμαρτον, δια νόμου κριθήσονται (Ρωμ. 2,12). «Οίδαμε δε ότι όσα ο νόμος λέγει τοις εν τω νόμω λαλεί, ίνα παν στόμα φραγή και υπόδικος γένηται πας ο κόσμος τω Θεω... δια

γαρ νόμου επίγνωσις αμαρτίας» (Ρωμ. 3,19-20)' «νόμος δε παρεισήλ- θεν, ίνα πλεονάση το παράπτωμα» (Ρωμ. 5,20), «ότι ο νόμος κυριεύει του ανθρώπου εφ ' όσον χρόνον ζη» (Ρωμ. 7,1).

Τα παραπάνω είνΰι ένα μικρό μέρος από το πλήθος των χωρίων της Καινής Διαθήκης, τα οποία διδάσκουν σαφώς και με εκλεπτυσμένες διακρίσεις την αρχή της νομιμότητος. Σαφώς άλλως τε διδάσκεται και εφαρμόζεται η αρχή αυτή και στην Παλαιά Διαθήκη. ' Ηδη οι Πρωτό­πλαστοι τιμωρούνται δια παράβαση νόμου, που προϋπήρχε της παραβά- σεώς των και τον εγνώριζον καλώς. Αργότερα ο ίδιος ο Θεός παραδίδει δια του Μωϋσέως γραπτό το νόμο του και απειλεί ποινές κατά των παραβατών. Οι πράξεις που τιμωρούνται με ποινές είναι μόνο οι εις τον

Νόμο περιγραφόμενες. Με πολλές λεπτομερείς περιγραφές και περιπτωσιολογία η Παλαιά Διαθήκη είναι ο πληρέστερος γραπτός ποινικός νόμος της προχριστιανικής αρχαιότητος.

Μετά τον Απόστολο Παύλο η αρχή της νομιμότητος βρήκε είσοδο στο ελληνορρωμαϊκό και βυζαντινό δίκαιο (Digestae, 50.16.131 § 1

Βασιλικά 2.2.126. Αρμενόπουλου, Append. Γ. 44 κ.α.). Στη χώρα μας η αρχή της νομιμότητος υπάρχει σε όλα τα συντάγματά της από της απελευθερώσεως από τον τουρκικό ζυγό μέχρι σήμερα. Το ίδιο ισχύει και για όλες σχεδόν τις πολιτισμένες χώρες. Επιβάλλεται συνεπώς να δούμε πολύ σύντομα το περιεχόμενο αυτής της αρχής, όπως εξειδι­κεύεται στις επί μέρους αρχές, που εκθέτομε κατωτέρω.

23

Page 60: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

β. N u l l u m c r i m e n n u l l a p o e n a s i n e l e g e s c r i p t a .

Η απαίτηση υπάρξεως γ ρ α π τ ο ύ ν ό μ ο υ (lex scripta) αποβλέπει

στον α π ο κ λ ε ι σ μ ό τ ο υ ε θ ί μ ο υ για την θεμελίωση ή επαύξηση

του αξιοποίνου. Γίνεται δηλαδή δεκτό ότι δεν μπορεί να επιβληθεί ή να

αυξηθεί μιά ποινή για παράβαση εθίμου.Η άκαμπτη όμως εφαρμογή της απαιτήσεως αυτής δημιουργεί

προβλήματα στην πράξη, διότι ο νόμος δεν είναι δυνατόν να προβλέψει

και να περιγράψει γραπτώς τα πάντα. Έτσι τιμωρεί π.χ. την «ασελγή

πράξη» (Π· Κωδ. 337 και 339), πουθενά όμως δεν ορίζει ποιά είναι αυτή. Εφαρμογή λοιπόν της αρχής n.c.n.p.s.l. scripta θα οδηγούσε

στην ατιμωρησία της ασελγούς πράξεως, όπερ άτοπο, αφού ο ίδιος ο

νόμος θέλει την τιμωρία της. Προ του αδιεξόδου τέτοιων περιπτώσεων

γίνεται πλέον δεκτό ότι το έθιμο μπορεί έμμεσα να θεμελιώσει ή επαυξήσει το αξιόποινο, όταν αποτελεί πρόκριμα εφαρμογής του

νόμου, με βάση διατάξεις άλλων κλάδων του δικαίου, που έχουν ως

πηγή τους το έθιμο.Η απόλυτος εφαρμογή της αρχής της νομιμότητος, που απαιτεί

γραπτό νόμο, μπορεί να δημιουργήσει και άλλα πρακτικά προβλήματα, όπως συνέβη με τους εγκληματίες του Β' παγκοσμίου πολέμου, οι

οποίοι κατά την περίφημη δίκη της Νυρεμβέργης ζήτησαν να αθω­ωθούν, γιατί δεν είχαν παραβεί κανένα γραπτό νόμο. Τελικώς όμως

καταδικάσθηκαν με βάση το «φυσικό δίκαιο», τους εθιμικούς κανόνες

του πολέμου, και το Διεθνές Δίκαιο.Στο θεολογικό χώρο το έθιμο (που είναι η περί δικαίου πεποίθηση

της εκκλησίας για κάποια πράξη που επαναλαμβάνεται μακροχρόνια και ομοιόμορφα) μπορεί να αποτελέσει λόγο θεμελιώσεως ή αυξήσεως του αξιοποίνου, διότι αναγνωρίζεται ως πηγή του Κανονικού Δικαίου.

γ. N u l l u m c r i m e n n u l l a p o e n a s i n e l e g e s t r i c t a.

Και η απαίτηση αυτή που θέλει την ανυπαρξία εγκλήματος και ποινής αν δεν προβλέπεται ρ η τ ά από το νόμο, δεν μπορεί να

απολυτοποιηθεί χωρίς απαράδεκτες πρακτικές συνέπειες. Πράγματι ο νόμος ούτε προβλέπει ούτε μπορεί να προβλέψει ρητώς κάθε συγκεκριμένη εγκληματική περίπτωση, αλλά έχει γενικές και αφηρη-

μένες ρυθμίσεις, στις οποίες με υ π α γ ω γ ή και ε ρ μ η ν ε ί α μπο­ρούν να ενταχθούν οι επί μέρους εγκληματικές πράξεις. Η ε ρ μ η - ν ε ί α π ο υ μ π ο ρ ε ί ν α γ ί ν ε ι π ρ ο ς τ ο σ κ ο π ό α υ τ ό δ ε ν

ε ί ν α ι π ά ν τ ο τ ε η ί δ ι α, αλλά μπορεί να είναι γραμματική, ιστορική, συστηματική, αλληγορική, τελολογική, αυθεντική κλπ. ή συνδυασμός

αυτών.

24

Page 61: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

Η χρήση α ν α λ ο γ ί α ς προς θεμελίωση ή επαύξηση του

αξιοποίνου δεν επιτρέπεται στο χώρο του κοινού ποινικού δικαίου, όταν

έχουμε άκαμπτη εφαρμογή της αρχής της νομιμότητος. Αντίθετα στο χώρο της Θεολογίας είναι επιτρεπτή κατ' εφαρμογήν της γνωστής

αρχής «εκ των ομοίων τα όμοια τέμνεσθαι δει».

δ. N u l l u m c r i m e n n u l l a p o e n a s i n e l e g e p r a e v i a .

Κατά την αρχή αυτή δεν υπάρχει έγκλημα ούτε επιβάλλεται ποινή άνευ νόμου προγενεστέρου της τελέσεως της πράξεως. Η θεμελίωση

ή επαύξηση του αξιοποίνου κατά αναδρομικό τρόπο δεν επιτρέπεται. Η αρχή αυτή αποτελεί και το ουσιαστικότερο μέρος της αρχής της

νομιμότητος. Μιά πράξη τότε μόνο είναι σωστό να τιμωρείται ως

έγκλημα, όταν πριν από την τέλεσή της υπήρχε νόμος που την περιέγραφε ως εγκληματική και απειλούσε κατ' αυτής ποινή. Μεταγε­

νέστερος νόμος μπορεί να εφαρμοσθεί επί πράξεως προγενεστέρας,

αλλά μόνο όταν είναι ηπιότερος, δηλαδή προς εξάλειψη ή μείωση του

αξιοποίνου.

ε. N u l l u m c r i m e n n u l l a p o e n a s i n e l e g e c e r t a .

Η αρχή αυτή απαιτεί την περιγραφή με σαφήνεια εις τον νόμο τόσο της εγκληματικής συμπεριφοράς, όσο και της απειλουμένης ποινής. Ο

αόριστος νόμος δεν μπορεί να χρησιμοποιείται προς θεμελίωση ή επαύξηση του αξιοποίνου. Αοριστία δεν υπάρχει, όταν δεν καταλείπε-

ται χώρος στον δικαστή να χαρακτηρίσει αυτός κατά την υποκειμενική

του αντίληψη αν μία πράξη είναι έγκλημα ή όχι.

4. Το πραγματικό (ουσιαστικό) έγκλημα

α. Τ ο π ρ α γ μ α τ ι κ ό έ γ κ λ η μ α κ α ι τ ο π ε ρ ί Θ ε ο ύ ε ρ ώ τ η - μ α.

Το πραγματικό έγκλημα είναι και θα παραμένει πρόβλημα άλυτο, όσο θα παραμένει άλυτο πρόβλημα και το περί Θεού ερώτημα. ' Ισως η θέση αυτή να ηχεί παράξενα στον παραδεδομένο εγκληματολογικό χώρο, που είναι κατά κύριο λόγο χώρος της παρατηρήσεως και του πειράματος. ’ Ισως ακόμη προκαλεί μιά τάση προς αυθόρμητη αντίδρα­

ση, που σε ήπια μορφή θα προβάλλει το εύλογο ερώτημα, περί του πως είναι δυνατό η επίλυση ενός προβλήματος επιστημονικού με θετικό

25

Page 62: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

χαρακτήρα να συσχετίζεται με ένα τόσο μεταφυσικό θέμα, όπως είναι

το περί Θεού ερώτημα. Ίσως, τέλος, σκεφθεί κανείς, ότι η θέση μας

αυτή είναι απλώς μιά θεολογική άποψη, χωρίς σημασία για την Εγκληματολογία. Παρά ταύτα επιθυμούμε από την αρχή να τονίσομε,

ότι δεν στηριζόμεθα, όπως εκ πρώτης όψεως φαίνεται, σε μεταφυσικά στοιχεία, αλλά σε εγκληματολογικά δεδομένα. Το αν τούτο είναι αληθές, μπορεί να κριθεί από όσα στη συνέχεια διαλαμβάνομε, αφού προηγουμένως λεχθούν τα αναγκαία περί του πραγματικού εγκλήμα­

τος.

β. Τ ο π ρ ό β λ η μ α τ ο υ π ρ α γ μ α τ ι κ ο ύ ε γ κ λ ή μ α τ ο ς κ α ι ο

ο ρ ι σ μ ό ς α υ τ ο ύ .

Η συμβατική, πλασματική, αυθαίρετη και πολλές φορές εσφαλμένη

και αντιδημοκρατική έννοια του νομικού εγκλήματος, όπως την

αναπτύξαμε πιό πάνω, δεν ικανοποιεί, γιατί είναι αδύνατο να γίνει δεκτό από πλευράς οντολογικής ότι μία πράξη μπορεί να αλλάζει ουσία και φύση από την μία στιγμή στην άλλη μόνο και μόνο γιατί έτσι θέλησε ο

νομοθέτης. Το μόνο που αλλάζει στην περίπτωση αυτή είναι η θέση που λαμβάνει ο νόμος απέναντι στην πράξη και όχι η ίδια η πράξη. Η

κάθε συγκεκριμένη πράξη είναι ένα πραγματικό γεγονός, που δεν

μπορεί να αλλάξει στην ουσία της με τις περί αυτής εκάστοτε διάφορες εκτιμήσεις τόυ νόμου. Συμβαίνει δηλαδή προκειμένου και περί της

«πράξεως» ό,τι συμβαίνει με όλα τα πραγματικά γεγονότα, που ποτέ. δεν αλλάζουν ουσία και φύση. Έτσι ο θάνατος, δεν παύει να είναι θάνατος ανεξάρτητα από το τί ο νόμος ορίζει περί αυτού. Γιατί σαν

πραγματικό γεγονός υπήρχε και προ του νόμου, συνυπάρχει με αυτόν και θα υπάρχει όσο θα υπάρχουν άνθρωποι θνητοί. Αφού όμως μιά πράξη δεν αλλάζει φύση και ουσία προκύπτει η άμεση ανάγκη να

ευρεθεί ποιές πράξεις είναι τόσο κακές, ώστε να πρέπει να θεωρηθούν πραγματικά εγκλήματα, ανεξάρτητα από το αν είναι ή όχι και νομικά εγκλήματα. ' Ετσι προκύπτει η ανάγκη προσδιορισμού του πραγματικού

εγκλήματος, που είναι και το βασικό αντικείμενο της Εγκληματολογίας. Από τις πολλές προσπάθειες πσυ έγιναν προς την κατεύθυνση του προσδιορισμού του πραγματικού εγκλήματος εκθέτομε παρακάτω πολύ

σύντομα τις σπουδαιότερες.

Κατά τον G a r ο f a I ο το πραγματικό έγκλημα συμπίπτει με το φυσικό έγκλημα και υπάρχει σε κάθε κοινωνία ανθρώπων ανεξαρτή­τως εποχής τόπου ή νομοθέτου. Κύριο χαρακτηριστικό αυτού του

πραγματικού εγκλήματος είναι ότι προσβάλλει, στο μέτρο που είναι

26

Page 63: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

απαραίτητα για την κοινωνική ζωή, τα συναισθήματα αλτοουΐσμού και ιδίως την αγαθότητα (pieta) και την οικαιότητα (probita), όπως υπάρχουν κατά μέσον όρο σε μιά κοινωνία (R. G a r ο f a I ο, Criminologia, Turin 1885).

Ο ορισμός αυτός του Garofalo, παρά τις επικρίσεις που δέχτηκε κυρίως επειδή οι έννοιες της α γ α θ ό τ η τ ο ς κ α ι δ ι κ α ι ό τ η τ ο ς που χρησιμοποιεί δεν είναι σαφώς ορισμένες, ούτε και καλύπτουν όλες τις εγκληματικές πράξεις, είχε και έχει ακόμη πολλούς οπαδούς. Ο Κ.Γ α ρ δ ί κ α ς, θεμελιωτής της Εγκληματολογίας στην Ελλάδα, βελτιώνοντας τον ορισμό του Garofalo καταλήγει εις το ακόλουθο

συμπέρασμα: «Πραγματικό λοιπόν έγκλημα είναι εν ωρισμένη τινι κοινωνία ανθρώπων η βλαβερά πράξις, ήτις τιτρώσκει το εν τη κοινωνία ταύτη υπάρχον κοινόν η θ ι κ ό ν συναίσθημα της φιλαλληλίας» (Κ.

Γ α ρ δ ί κ α, Εγκληματολογία, τομ. Α ', Αθήναι 1968, σελ. 40).Κατά τον ,Κ α ρ α ν ί κ α «πραγματικό έγκλημα είναι πάσα προσβολή

ή διακινδύνευση των εννόμων αγαθών» (Δ. Κ α ρ α ν ί κ α, Εγκληματο­λογία, Θεσσαλονίκη - Αθήναι, 1966, σελ. 14).

Πιό^αναλυτικός ο Δ α σ κ α λ ό π ο υ λ ο ς γράφει σχετικώς: «Ανακεφαλαιούντες εν συνόψει λέγομεν ότι το πραγματικόν έγκλημα

είνε κατά την βαθυτέραν αυτού φύσιν μόρφωμα διφυές είνε έκφαν- σις του ανθρωπίνου βίου και εν ταυτώ είνε αξία αρνητική (απαξία). Ως

έκφανσις της ζωής είνε φυσικώς μεν έκκεντρος απόκλισις (εκτροπή), οντολογικώς δε είνε προσβολή της σχέσεως νοηματικής κοινωνίας, εγκληματολογικώς δε είνε ανθρώπινη συμπεριφορά διεστραμμένη, αντικοινοβιακή και επικίνδυνος. Εξ επόψεως αξιολογικής το έγκλημα είνε αντίθεσις εις το σύστημα των αξιών και ανομία, διότι είνε παράβασις εντολής, της εντολής προς νοηματικήν κοινωνίαν, ήτις

εκπορεύεται εξ αυτής ταύτης της αξιολογικής υποστάσεως της

κοινωνίας. Εν ταυτώ το έγκλημα είνε εξ επόψεως μεν αισθητικής αισχρόν, εξ επόψεως δε συνειδήσεως ανήθικον και άδικον. Ουδέν

πραγματικόν έγκλημα, οπουδήποτε, οποτεδήποτε και οπωσδήποτε τελεσθέν, στερείται τινός των ειρημένων γνωρισμάτων. Συμπεριφορά ανθρώπινη μη συγκεντρούσα πάντα τα εν λόγω γνωρίσματα δεν είνε πραγματικόν έγκλημα» (I. Δ α σ κ α λ ό π ο υ λ ο υ , Περί της βαθυτέρας φύσεως του εγκλήματος, Αθήναι (χωρίς χρονολογία), σελ. 119. Τ ο υ

ί δ ι ο υ , Στοιχεία Εγκληματολογίας, τόμος Α", Αθήναι 1972, σελ. 9 και

175).Ο Α - λ ε ξ ι ά δ η ς ορίζει «ως πραγματικό έγκλημα κάθε εκδήλωση

ανθρώπινης δράσεως, η οποία είναι επικίνδυνα αντικοινωνική» (Σ. Α - λ ε ξ ι ά δ η, Εγκληματολογία, 1, Θεσσαλονίκη 1980, σελ. 75). Ως

27

Page 64: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

βασικά στοιχεία αυτής της έννοιας του πραγματικού εγκλήματος

θεωρεί την δράση, την αντικοινωνικότητα της δράσεως και την επικινδυνότητα της αντικοινωνικής δράσεως.

Η Α. Γ ι ω τ ο π ο ύ λ ο υ - Μ α ρ α γ κ ο π ο ύ λ ο υ βελτιώνοντας τον ορισμό του Garofalo τονίζει ότι κοινό χαρακτηριστικό γνώρισμα

κάθε εγκληματικής πράξης κάθε κοινωνίας και κάθε εποχής είναι το ότι

προσβάλλει τα στοιχειώδη ηθικά συναισθήματα μιάς συγκεκριμένης

κοινωνίας, απαραίτητα για την συμβίωση σ' αυτήν (Α. Γ ιωτοπούλου -

Μαραγκοπούλου, Παραδόσεις Εγκληματολογίας, α ’ , Αθήνα 1979, σελ.

30-31).Οι ορισμοί αυτοί και πολλοί άλλοι που έχουν δοθεί για το πραγματικό

έγκλημα, α π έ τ υ χ α ν, και θεωρούνται απλώς ως απόπειρες

προσδιορισμού του. Πολύ χαρακτηριστικά σημειώνει σχετικώς η Γ ι ω - τ ο π ο ύ λ ο υ - Μ α ρ α γ κ ο π ο ύ λ ο υ για το πραγματικό έγκλημα ότι «οι ως τώρα απόπειρες προσδιορισμού του κατά τρόπο γενικό (όπως ο

Garofalo) δ ε ν π έ τ υ χ α ν » ( Α . Γ ιωτοπούλου - Μαραγκοπούλου, ό.π.

σελ. 31). Αλλά και ο διά μακρών ερευνήσας το θέμα Δ α σ κ α λ ό - π ο υ λ ο ς, καταλήγει στο τέλος στο εξής συμπέράσμα: «Εκ της καθ' όλου προηγηθείσης ερεύνης κατέστη προφανές ότι η προσπάθεια

προς εντελή διευκρίνησιν της φ ύ σ ε ω ς του εγκλήματος και προς

εύστοχον προσδιορισμόν της ο ν τ ο λ ο γ ι κ ή ς αυτού έννοιας είνε

έ ρ γ ο ν π ε λ ώ ρ ι ο ν - ώστε δεν είνε. άπορον ό τ ι ο ι σ τ ό χ ο ι ο ύ τ ο ι δ ε ν ε π ε τ ε ύ χ θ η σ α ν και ότι πολύς καιρός θα παρέλθη

πριν ή η επιστήμη αχθή εις ικανοποιητικόν αποτέλεσμα» (I. Δ α σ κ α -

λ ό π ο υ λ ο υ , Στοιχεία Εγκληματολογίας, ό.π., σελ. 217).Η αποτυχία των προσπαθειών προς προσδιορισμό του ουσιαστικού

εγκλήματος έχει οδηγήσεις πολλούς να υποστηρίξουν ότι πραγματικό

έγκλημα δεν υπάρχει. Από τους έλληνες απόλυτος στο σημείο αυτό εμφανίζεται ο Χ ω ρ α φ ά ς , ο οποίος σημειώνει επί του θέματος: «Η έννοια του εγκλήματος, επομένως, δύναται μία και μόνον να είναι, ήτοι η νομική» (Ν. X ω ρ α φ ά, Ποινικόν Δίκαιον, Αθήναι 19789, σελ. 137).

Πιό απόλυτος, ο Α ν δ ρ ο υ λ ά κ η ς υποστηρίζει: «Το έγκλημα είναι κατά την ουσίαν του νομική έννοια - πέρα της νομικής ουδεμία άλλη

έννοια του εγκλήματος υπάρχει» ( Α ν δ ρ ο υ λ ά κ η , Ποινικόν Δίκαιον, σελ. 79-80).

Τα παραπάνω, ελάχιστα περί το θέμα, αρκούν, νομίζομε για να δείξουν ότι το πρόβλημα του προσδιορισμού του εγκλήματος μένει

μέχρι σήμερα ά λ υ τ ο . Και αυτό είναι ένα ε γ κ λ η μ α τ ο λ ο γ ι κ ό και όχι θεολογικό ή μεταφυσικό δ ε δ ο μ έ ν ο .

Εμβαθύνοντας κανείς λίγο περισσότερο εις το θέμα θα διαπιστώσει

28

Page 65: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

ένα ακόμη ε γ κ λ η μ α τ ο λ ο γ ι κ ό δ ε δ ο μ έ ν ο . ' Οτι το πρόβλημα

του προσδιορισμού του πραγματικού εγκλήματος παραμένει άλυτο,

διότι δεν έχει βρεθεί ακόμη απόλυτο κριτήριο διακρίσεως των πράξεων

σε όντως εγκληματικές και μη. Ό σ α κριτήρια έχουν χρησιμοποιηθεί

έχουν όλα ανεξαιρέτως μία σοβαρή αδυναμία, που αποτελεί και την αχίλλειο πτέρνα του όλου ζητήματος. Είναι το στοιχείο της μεταβλη-

τότητος των. Έτσι αν τεθεί ως κριτήριο η βούληση του νομοθέτου,

όπως δέχονται οι οπαδοί της ιδέας ότι το μόνο υπαρκτό έγκλημα είναι

το νομικό, η βούληση αυτή είναι από τη φύση της συνεχώς μεταβαλλο- μένη, αφού αλλάζει από νομοθέτη σε νομοθέτη, από εποχή σε εποχή,

από τόπο σε τόπο κλπ. Το ίδιο ισχύει και για όλα τα κοινωνιολογικά ή

ηθικά κριτήρια, αφού και αυτά υπόκεινται στις ίδιες μεταβολές. Ό ,τ ι

σήμερα θεωρείται ηθικό και κοινωνικώς αποδεκτό, αύριο μπορεί να θεωρηθεί ανήθικο και απαράδεκτο κοινωνικώς και αντιστρόφως.

Μετά τα παραπάνω νομίζομε ότι αρχίζει να διαγράφεται η αλήθεια

της θέσεως που υποστηρίξαμε πιό πάνω σχετικά με το άλυτο πρόβλημα του προσδιορισμού του ουσιαστικού ή πραγματικού εγκλήματος. Διότι

γίνεται φανερό από τα δεδομένα που αναπτύξαμε και τα οποία είναι εγκληματολογικού και όχι μεταφυσικού χαρακτήρος ότι τότε μόνο θα

μπορούσε να υπάρξει απόλυτο έγκλημα, δηλ. έγκλημα πραγματικό από

τη φύση του, εάν τούτο αποτελούσε προσβολή απολύτως δικαίων, αιωνίων και αναλλοίωτων επιταγών ή απαγορεύσεων. Τέτοιες όμως

επιταγές ή απαγορεύσεις δεν μπορούν να προέλθουν από τις ατελείς

δυνάμεις του πεπερασμένου ανθρώπου. Τούτο δεν αποτελεί μόνο

θεολογική ή μεταφυσική διδασκαλία, αλλ' είναι και εγκληματολογικό δεδομένο αποδεικνυόμενο από την νομοθετική παραγωγή του ανθρώ­

που δια μέσου των αιώνων, η οποία είναι αντικείμενο παρατηρήσεως, ερεύνης και επιστημονικής ενασχολήσεως.

Λογική και αναγκαία συνέπεια των ανωτέρω εγκληματολογικών

φαινομένων είναι τούτο: Μόνον εάν υπήρχε ένας νομοθέτης αιώνιος,

αναλλοίωτος, αμετάβλητος, αλάθητος, απολύτως δίκαιος, πάνσοφος και παντογνώστης, θα μπορούσε να έχει και βούληση με τις ίδιες

ιδιότητες. Τότε και μόνο τότε θα υπήρχε και ασφαλές και αμετάβλητο κριτήριο χαρακτηρισμού μιάς πράξεως ως πραγματικού εγκλήματος ή αμαρτήματος. Είναι δε σαφές ότι ο απόλυτος αυτός νομοθέτης, που

δεν μπορεί να είναι άλλος από τον αληθινό Θεό, δεν μπορεί σε καμμιά

περίπτωση να ταυτισθεί με ό,τι κατά καιρούς ο άνθρωπος πίστευσε ως Θεό. Από την άλλη όμως μεριά είναι σαφές ότι η ύπαρξη αυτού του

αληθινού Θεού, και πολύ περισσότερο η ανεύρεση του αληθινού

βουλήματός του, δεν μπορεί να διαπιστωθεί με εγκληματολογικό

29

Page 66: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

δεδομένα, δηλαδή εμπειρικώς. Έτσι όσο δεν έχει ευρεθεί τρόπος εμπειρικής αποδείξεως του Θεόυ του αιωνίου και αναλλοίωτου

νομοθέτου και του πραγματικού βουλήματός του, οι εγκληματολόγοι μάταια θα αναζητούν ασφαλές κριτήριο προσδιορισμού του απολύτου

εγκλήματος. Και το στοιχείο τούτο δεν είναι μετάφυσικό, αλλά ε μ π ε ι ­

ρ ι κ ό και ε γ κ λ η μ α τ ο λ ο γ ι κ ό , αφού η έλλειψη της πλήρους περί

Θεού και του βουλήματός του αποδείξεως είναι μία πραγματικότητα

την οποία ζει καθημερινώς ο άνθρωπος.

Με τα παραπάνω βεβαίως δεν εμπλεκόμεθα από εγκληματολογι- κής πλευράς με το μεταφυσικό ζήτημα, περί του αν υπάρχει ή όχι αληθινός θεός, καθώς και περί του ποιό είναι το αληθινό του βούλημα. Κάτι τέτοιο εκφεύγει, από τα όρια της Εγκληματολογίας. Απλώς επιθυμούμε να καταστήσομε συνειδητό ότι το απόλυτο ουσιαστικό έγκλημα δεν μπορεί να προσδιΟρισθεί, όσο παραμένει άλυτο το περί υπάρξεως απολύτου Οντος ερώτημα και κυρίως όσο παραμένει απροσδιόριστος η απόλυτη βούληση αυτού. Το όντως έγκλημα είναι απόλυτα συνδεδεμένο με το όντως δίκαιο και το τελευταίο με την όντως βούληση ενός όντως υπάρχοντος απολύτου 'Οντος. Η ύπαρξη όμως του τελευταίου αποτελεί μέχρι σήμερα ζήτημα μεταφυσικό, είναι σε τελική ανάλυση ζήτημα πίστεως και συνειδήσεως και κάθε ένας είναι ελεύθερος να τοποθετηθεί πάνω σ ' αυτό, όπως ο ίδιος νομίζει.

Τα παραπάνω, αρκούν, πιστεύομε, όχι μόνο για να δικαιολογήσουν την θέση μας ότι όσο χρόνο θα παραμένει άλυτο το περί Θεού ερώτημα, τόσο θα μένει άλυτο πρόβλημα και ο προσδιορισμός του ουσιαστικού εγκλήματος, αλλά και για να ερμηνεύσουν και την αποτυχία των μέχρι σήμερα προσπαθειών των εγκληματολόγων να προσδιορίσουν κατά τρόπο αποδεκτό το ουσιαστικό έγκλημα. Ακόμη με αυτά τα δεδομένα ερμηνεύεται άριστα και το γεγονός ότι στην Θεολογία δεν υπάρχει πρόβλημα περί την ύπαρξη του πραγματικού εγκλήματος, αλλά μόνο περιορισμένο πρόβλημα προσδιορισμού του με βάση το θείο θέλημα. Για τον πιστό όντως έγκλημα είναι μόνο ότι αντιβαίνει στη βούληση του Θεού. Ταυτίζεται με το όντως αμάρτημα. Ευρίσκεται δε με την ορθή ερμηνεία των πηγών της πίστεώς του, χωρίς βεβαίως τούτο να είναι πάντοτε εύκολη υπόθεση.

30

Page 67: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β'

ΤΑ ΣΤΑΔΙΑ ΤΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ

I 56‘Η π ο ρ ε ί α τ ο ϋ έ κ κ λ η σ ι α σ τ ι κ ο ΰ

ε γ κ λ ή μ α τ ο ς γ ε ν ι κ ώ ς

Άνεπτύξαμεν ήδη άνωτέρω1 έν έκτάσει τά περί τής πορείας τοϋ έγκλήματος (iter criminis) είς τό κοινόν Ποινικών Δίκαιον. "Οθεν καί πρός άποφυγήν έπαναλήψεων, παραπέμποντες είς τά έκεϊ έκτεθέντα, άρκούμεθα ένταΰθα νά άναφέρωμεν μόνον τά στοιχεία έκεϊνα, δι'ών διαφοροποιείται πως ή σχετική διδασκαλία τοϋ δι­καίου τής 'Εκκλησίας ημών άπό τής άντιστοίχου διδασκαλίας τοϋ κοινοϋ Ποινικοϋ Δικαίου.

Οϋτως έπί τή βάσει τοϋ σ υ ν ό λ ο υ τών σχετικών κανονικών διατάξεων, ώς καί τών έπ’αύτών σχετικών έρμηνειών,θά ήδυνάμεθα νά δεχθώμεν δτι τά στάδια τοϋ έκκλησιαστικοΰ έγκλήματος είναι βασικώς τά έξής:

α) ‘Η "προσβολή",β) *0 "συνδυασμός",γ) “Η "πάλη".δ) ‘Η "συγκατάθεσις" (αιχμαλωσία, πάθος, άπόφασις,σχέδιον).ε) Αί "προπαρασκευαστικοί" πράξεις τοϋ έγκλήματος.ς) Ή "άπόπειρα" τοϋ έγκλήματος.ζ) ‘Η "τέλεσις" τοϋ έγκλήματος.η) *Η ουσιαστική άποπεράτωσις τοϋ έγκλήματος.Τά στάδια ταϋτα, ένταΰθα τό πρώτον βάσει τών κανονικών πη­

γών, παρουσιαζόμενα είς ώλοκληρωμένον πίνακα, είναι αί δ ι α δ ο ­χ ι κ ο ί φ ά σ ε ι ς , τάς οποίας δύναται νά διέλθη έν έγκλημα έκκλησιαστικόν μέχρι τής ούσιαστικής άποπερατώσεως αύτοϋ.

Πλήν τής άνωτέρω διακρίσεως έγένοντο κατά καιρούς καί έτε- ραι διακρίσεις τών σταδίων τοϋ έγκλήματος. Οΰτω,π.χ. ό Β α λ -

1. "Ορα ανωτέρω, σελ.111 έπ.

Page 68: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

σ α μ ώ ν , έρμηνεΰων τήν πρός ΆμμοΟν μονάζοντα κανονικήν έπι- στολήν τοϋ Μ. ' Αθανασίου , όμιλε ϊ περ ί τ ρ ι ώ ν τ ρ ό π ω ν , δι'ών πολεμούμεθα ύπό τοϋ Σατανά, τ.έ. της " π ρ ο σ β ο λ ή ς", της

» 2"σ υ γ κ α τ α θ έ σ ε ω ς" και τοϋ "ά π ο τ ε λ έ σ μ α τ ο ς" . Ήδιάκρισις δμως αΰτη τότε μόνον είναι όρθή, έάν άπαντες οί όροι,"προσβολή", "συγκατάθεσις" καί "άποτέλεσμα" έκληφθοϋν,έν εύρυ-τέρςι πως έννοίςι, ούτως ώστε ή μέν "προσβολή" νά περ'ιλαμβάνητό στάδιον άπό τής συλλήψεως τής ίδέας τοϋ έγκλήματος μέχριτής λήψεως άποφάσεως, ή δέ "συγκατάθεσις" τήν ύποκειμενικήνπλευράν τοϋ έγκλήματος, καί τέλος, τό "άποτέλεσμα" τήν έξωτε-ρικήν συμπεριφοράν, τ.έ. τήν "πράξιν" ή "παράλειφιν", ήτις δυ-νατόν νά συνιστςί προπαρασκευαστικήν πραξιν ή-απόπειραν, ή τε-τελεσμένον ή ούσιαστικώς άποπερατωμένον έγκλημα.

Άναλυτικώτερόν πως ορίζει τά πράγματα ό άγιος ‘Ι ω ά ν ν η ςό Σ ι ν α ϊ τ η ς, ό καί τής Κλίμακος έπικαλούμενος, καθ'δν τάστάδια τής αμαρτίας είναι: προσβολή, συνδυασμός, συγκατάθεσις,αιχμαλωσία, πάλη καί πάθος, ένφ δέν διαφεύγει τής προσοχής αύ-τοϋ δτι "έστι παρά τοϊς άκριβεστέροις τών γνωστικών Πατέρων καίέτέρα τις τούτων λεπτοτέρα έννοια, ό π α ρ α ό ρ ι π ι σ μ ό ς νοός

» 3τινες όνομάζεσθαι λέγουσιν" . Έκ τών άνωτέρω άπάντων, πάντοτε κατά άγιον 'Ιωάννην τής Κλίμακος, "τό μέν πρότερον άναμάρτητον, τό δέ δεύτερον ού πάντως'τό δέ τρίτον, πρός τήν τοϋ άγωνιζομέ- νου κατάστασιν' ή δέ πάλη, ή στεφάνων, ή τιμωριών παραιτία' ή γάρ αιχμαλωσία έτέρως έν καιρφ προσευχής, καί έτέρως έν ού και- ρψ κρίνεται" καί άλλως έπί μέσοις, καί άλλως έπί πονηροΐς ένθυ- μήμασι' τό δέ ιάθος, άναμφιβόλως έν πάσιν, ή άντιζύγψ μετανοίςι ή τή μελλούσ'-. κολάσει ύπόκειται. Τοίνυν ό τό πρώτον άπαθώς λο- γιζόμενος, ντα τά έσχατα ύφ'έν περιέκοψεν"^.

Ούδέν έ, άλλου κώλυμα υπάρχει νά άποδεχθώμεν δύο γενικώτε- ρα στάδια, .έ. τό έσωτερικόν καί έξωτερικόν καί τήν ένταξιν είς μέν τό πρώτον, τής "προσβολής", τοϋ "συνδυασμού”, τής "πάλης"

2. Βαλ ,αμών , εις Μ.’Αίίανασ. ,1 (Σ.Δ',76): "Τριών γάρ δντων τρόπων, δι’ ων παρά ■οϋ Σατανδ πολεμούμεθα, προσθολης, συγχαταθέσεως, καί αποτελέσμα­τος". Π< ,ίλ. καί ca αΰνοθι άναφερόμενα παραδείγματα.

3. ’ ϊωάννου Σ' α ΐ το υ ,Κλϊμαξ, Λόγ.ΙΕ',ΟΓ', εκδ. ’ Αστέρος, ’Αθήναι 1970, σελ. 9(.

4·. Αυτόθι, σελ. 94.

Page 69: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

κάί τής"συγκαταθέσεως", είς δέ τό δεύτερον τήν ένταξιν τών προ­παρασκευαστικών πράξεων, της άποπείρας, της τελειώσεως καί της ουσιαστικής άποπερατώσεως τοϋ έγκλήματος.

Παρά ταΰτα προτιμώμεν τήν άναλυτικωτέραν διαπραγμάτευσιν αυτών, τό μέν ώς στηριζομένην εί£ τάς πηγάς ημών τό δέ ώς σαφέ- στέρον διακρίνουσαν τά στάδια ταΰτα.

Ένταΰθα άρκόύμεθα μόνον νά σημειώσωμεν ότι έν άντιθέσει πρός τό κοινόν Ποινικόν Δίκαιον, ένθα έχει σημασίαν κυρίως τό έξωτερικόν στάδιον, είς τόν χώρον τής 'Εκκλησίας ημών άπασαι αί άνωτέρω φάσεις έχουν κεχωρισμένως έκάστη καί όλαι άπό κοι­νού ιδιαιτέραν βαρύτητα καί σημασίαν κατά τά έν τοϊς εφεξής έκ- τιθέμενα.

I 57

‘Η " π ρ ο σ β ο λ ή "

Λέγοντες "προσβολή", ώς στάδιον τοΰ έκκλησιαστικοΰ έγκλή­ματος, έννοοΰμεν τήν οίανδήποτε καί καθ'οίονδήποτε τρόπον συλ- λ η φ θ ε ϊ σ α ν σ κ έ ψ ι ν π ρ ό ς δ ι ά π ρ α ξ ι ν έ γ κ λ ή μ α- τ ά ς τίνος. Ή τοιαύτη "προσβολή" δύναται νά όφείληται είς διάφορα αίτια, οίον: είς άπλοΰν λόγον5, ή είς εικόνα πράγματόςτίνος , "ήτις νεωστί καί κατά πρώτην φοράν φατίνεται είς τόν νοϋν

» « » ' r 7και είς την καρδιαν" , κ.λπ. Κατά τόν άγιον Ν ι κ ό δ η μ ο ν τόν‘Αγιορείτην "καθολικώς όλοι οί πονηροί λογισμοί προβάλλουσινείς τήν ψυχήν, ή έσωτερικώς ή έξωτερικώς. Καί έ σ ω τ ε ρ ι κ ώ ςμέν προσβάλλουσιν ή διά ιδέας καί είκόνος τυπουμένης έν τή φαν-τασίςι θεωρητικώς, ή διά τοΰ ένδιαθέτου λόγου τής καρδίας, τυπου-

Qμένου έν τή αύτή φαντασίςι άκουστικώς" . Έ ξ ω τ ε ρ ι κ ώ ς έξ άλλου ή "προσβολή" πραγματοΰται διά τών πέντε αισθήσεων διά πρα­γμάτων ο ρ α τ ώ ν , ά κ ο υ σ τ ώ ν , ό σ φ ρ α ν τ ώ ν , γ ε υ σ τ ώ ν

» % 9 ικαι ά π τ ώ ν " . Α ι τ ί α ν δέ τών τοιούτων "προσβολών" τό Πηδα-λιον θεωρε ϊ,πρώτον μέν τούς δαίμονας10, δεύτερον τά π ά θ η καί

5. Πηδάλιον, σελ. 701.6. Αυτόθι, σελ. 701.7. Αυτόθι, σελ. 701.8· Αυτόθι, σελ. 701.9. Αυτόθι, σελ. 701.10. Τηυ άποψιν ταυτην άπαντώμεν και είς την κανουικην έπι^στολην τοϋ Μ.’Αθα-

Page 70: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

τρίτον τήν έκ τής παρακοής διεφθαρμένην κατάστασιν τής άνθρω-11τιινης φυσεως

Κατά τόν άγιον ' Ιωάννη ν τής Κλίμακος " Π ρ ο σ β ο λ ή ν μένοί μακάριοι είναι ορίζονται, λ ό γ ο ν ψ ι λ ό ν ή ε'ίκόνα

* > 12 τοϋ τυχόντος, νεοφανώς εν τή καρδίςι έμφερομένων"Τό στάδιον τοϋτο τής "προσβολής" χαρακτηρίζεται ύπό τοϋ Ί-

ωάννου Νηστευτοΰ "ώς ά μ α ρ τ ί α μ ή π ω ά π ε ι ρ γ α σ μ έ ν η13καί ά ν ε π ι τ ί μ η τ ο ς τό π α ρ ά π α ν " .Μένει δέ κατά τό

Πηδάλιον ή "προσβολή"αΰτη "τελείως ά κ α ν ό ν ιστός, ω σ ά ν ό π ο υ α μ α ρ τ ί α ν ά κ ό μ η δ έ ν έ κ α μ ε"11+. Τό άτιμώρητοναύτής επιβάλλεται καί έκ τοϋ ότι αΰτη είναι ά κ ο ύ σ ι ο ς καί. . . , 15ουχι εκ προαιρεσεως

Έν τφ σημείψ τούτψ υπάρχει πλήρης συμφωνία Κανονικού καίκοινοϋ Ποινικού Δικαίου, ίσχυούσης παρ'άμφοτέροις τής γνωστήςρωμαϊκής άρχής"οοςίΐ3ΐ:ίοηί3 poenam nemo patitur"16, δι'ής άπα-γορεύεται ή τιμώρησις τών σκέφεων.

§ 58

Ό " σ υ ν δ υ α σ μ ό ς"Ύπό τόν όρον τοΰτον νοοϋμεν τήν μετά τήν σύλληψιν τής 'ιδέ­

ας τού έγκλήματος έ κ τ ί μ - η σ ι ν τ ή ς κ α τ α σ τ ά σ ε ω ς . Ό

θανασίου, προς ’Αμμοϋν μονάζοντα, ενθα τονίζεται οτι "ποικίλα καί πολύτρο­πα- τά τοϋ διαβόλου βέλη, καί τούς άκεραιοτέρους τήν γνώμην παρασκευάζειν ταράττεσθαι, κωλύει τε τής συνήθους γυμνασίας τούς αδελφούς, ϋποσπει'ρων αυ­τούς λογισμούς ακαθαρσίας χαί μολυσμοϋ" (Σ.Δ',67). Τοϋ α ϋ τ οϋ ,"”Αγαμαι δέ τοϋ διαβο'λου το' σόφισμα, δτι περ φθορά' καί λυμη ύπαρχων (sic )λογισμούς υπο­βάλλει.. (Σ.Δ ', 67).

11. Πηδάλιον, σελ. 701.12. ’ Ιωα'ννου Σιναϊτου, Κλϊμαξ, ΙΕ',ΟΓ', σελ. 94. Πρβλ. χαι τούς Ζωναραν

χαί Βαλσαμωνα,εις Ή . ’Αθανασίου 1 (Σ.Δ ' ,75-77).13.’ΐωάννου Νη σ τ ευτ ο ϋ , Κανονιχόν (Σ.Δ',436). Πρβλ. καί Πηδάλιον, σελ.

701.14. Πηδάλιον σελ. 701.15. Πηδα'λιον, σελ.701, ύποσ.Ι. 'Η αυτόθι διάκρισις μεταξύ "προσβολής"

πάντη ακουσίου,' έκ τοϋ διαβόλου προερχομένης καί τής οφειλομένης είς α ­μέλειαν χαί αργίαν τής ψυχής είναι ορθή. Έσφαλμένην έν τούτοις θεω- ροϋμεν τήν έπίσης αυτόθι άποψιν περί τιμωρήσεως τής δευτέρας. Τοιαύτη άντι- μετώπισις τής "προσβολής" ούδαμοϋ στηρίζεται είς τάς κανονικάς πηγάς. Έν έσχάττ} έξ άλλου αναλύσει έλλεόπει καί το' κριτήριον τής διακρίσεως μεταξύ τής έχ τοϋ διαβόλου καί έκ πάθους "προσβολής".

15. Dig. ,48 .19 .18 . Momm s en - Krii ger , ενθ’άν. , σελ. 867.

Page 71: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

- 364 -

ό υποψήφιος δράστης μελετά τά "ΰπέρ" καί τά "κατά" της μελλού-σης συμπεριφοράς αύτοϋ, άξιολογών καί σταθμίζων όσα έκ τοϋ έγ-

17κλήματος "άναμένει", πρός όσα έξ αύτοϋ "φοβείται"Κατά τόν άγιον 'Ιωάννην τής Κλίμακος καί τό τούτψ στιχοϋν

Πηδάλιον, "συν δ υ α σ μ ό ς" είναι ή " σ υ ν ο μ ι λ ί α τ ή ς ψυ-18 τ ·χ ή ς π ρ ό ς τ ό ν φ α ν έ ν τ α λ ο γ ι σ μ ό ν " " είναι ή "π α-

ρ α δ ο χ ή τοϋ ΰποβαλλομένου λογισμού παρά τοϋ έχθροϋ καί ήμετ'αύτοϋ μ ε λ έ τ η καί ομιλία ή παρά τή π ρ ο α ι ρ έ σ ε ι ή-

- ι· 19 μ ω νΚατά ταϋτα κύριον χαρακτηριστικόν τοϋ σταδίου τούτου είναι

ή μ ε λ έ τ η καί ή ά ξ ι ο λ ό γ η σ ι ς τοϋ εγκλήματος. ‘Η φάσις αϋτη ύπάρχει άπαραιτήτως είς πάσαν άπόπειραν, δι'ήν πάντοτε άπαιτεΐται ά π ό φ α σ ι ς - τ ε λ έ σ ε ω ς τοϋ έγκλήματος. Πράγμα­τι ά ν α γ κ α ϊ ο ν π ρ ο σ τ ά δ ι ο ν τής άποφάσεως ταύτης είναι ή έ κ τ ί μ η σ ι ς πρώτον τής μελετωμένης πράξεως. Οϋτω, π.χ. ό ληστής, πρίν ή ληστεύση, "μελετςί"τήν όλην ύπόθεσιν καί άξιολο- γεϊ τά ύπέρ καί τά κατά τής μελετωμένης ληστείας. Οϋτω σκ,έπτε- ται ότι, διά νά έπιτύχη τοϋ σκοποϋ αύτοϋ,πρέπει νά προβή είς ώ- ρισμένας ένεργείας, νά έχη καλάς πληροφορίας, νά στήση έπιτυ­χώς ένέδραν, νά άφαιρέση χρήματα ή άλλα πράγματα, ένδεχομένως νά κάνη χρήσιν τών όπλων κ.λπ. 'Εκτός άπό τά "κέρδη" τής λη­στείας σκέπτεται καί τάς τυχόν έξ αύτής ζημίας, ώς π.χ. ότι ί­σως διακινδυνεύση άδίκως, ότι ίσως μή έπιτύχη νά λάβη τό προϊ­όν τής ληστείας, ότι ίσως συλληφθή καί τιμωρηθή κ.λπ.

Τό στάδιον αύτό τοϋ " σ υ ν δ υ α σ μ ο ύ " , έπειδή δέν συνιστά• t ι 20 # »είσέτι έκουσίαν έξωτερικήν συμπεριφοράν ,δέν ένδιαφέρει το κοι-

• Λ I I I Μ I 21νόν Ποινικόν Δίκαιον, ύφ'ού καί παραμένει άτιμώρητονΕίς τήν σφαίραν όμως τοϋ κατά πολύ "πνευματικωτέρου" Κανο-

ι 22 „νικοϋ Δικαίου έχει όμως ίδιάζουσαν σημασίαν αύτή ή,θά έλέγομεν,

17. Κατσαντώνη ,Τό "σχέδι,ον" καί ή έγκληματι,κή"άπόφασις" τοϋ δράστου προσφόρου απόπειρας, έ'νθ’άν., σελ. 257.

18. ’Ιωάννου Κλ ί μακ ο ς , Κλϊμαξ , λόγ.ΙΕ', Ογ ': "Συνδυασμόν δε τό συλλα- λήσαι τψ φανέντι κατά πάθος, ή άπαθως". Πρβλ. καί Πηδάλιον, σελ. 701-702.

19. Φολοθεου Βρυεννίου, λόγ. ΙΕ', περί Τριάδος, Πηδάλιον σελ.702,ύπ.2.20. Περί τής άναγκαιότητος τής έκουσίας έξωτερικής συμπεριφοράς διά νά

ύπαρξη έγκλημα καί άρα καί απόπειρα αύτοϋ, δρα άνωτέρω, σελ.115 έπ.21. ”0ρα άνωτέρω, σελ.113 έπ.22. Χαρακτηρίζομεν οϋτω τό Κανονικόν Δίκαυον, διότι τελικός στόχος αύ^

τοϋ είναυ νά βοηθήστ} τους πιστούς εις τήν έπίτευξιν τής σωτηρίας τής ψυ­χής αύτων.

Page 72: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

- 365 -

"ο υ ζ ή τ η σ ι ς" μέ τ ό ν π ε ι ρ α σ μ ό ν ! Διότι ή "συζήτησις" αΰτη γίνεται έκ προαιρέσεως. *0 δέ χριστιανός πρέπει νά άπο- φεύγη τσιαύτας "συζητήσεις" μέ τόν Διάβολον, διότι δέν είναι βέβαιον ότι θά έξέλθη έξ αύτης νικητής. Ό καλός χριστιανός πρέπει νά άπορρίψη ο ΐ ο ν ε ί α υ τ ο μ ά τ ω ς πάσαν διαβολι- κήν "προσβολήν", πάσαν σκέφιν τελέσεως έγκλήματός τίνος. 'Η άπόρριψις γίνεται άποτελεσματικώς διά τών παρ'αύτψ ύπαρχόντων η θ ι κ ώ ν ά ν α σ τ ο λ ώ ν , αΐτινες,ώς οΐονεί "άντ ισώματα" , βοη­θούν είς τήν άπόρριψιν τής ιδέας τοϋ έγκλήματος, ώς "σώματος" ξένου πρός τήν ψυχήν αύτοϋ.

Έάν, άντιθέτως, αί "ή θ ι κ α ί ά ν α σ τ ο λ α ί" τοϋ χριστια­νού δέν"λειτουργήσουν" όρθώς, τότε πλέον ή ιδέα τοϋ έγκλήματος δέν άπορρίπτεται, άλλά γίνεται άντικείμενον μ ε λ έ τ η ς."0θεν καί "μετανοίας άποπλύνέται δώδεκα", ώς παρατηρεί ό ’Ιωάννης ό Νηστευτής2? Τό δέ μικρόν έπιτίμιον τών δώδεκα γονυκλισιών24 όφεί- λεται βεβαίως είς τό γεγονός ότι δέν έχει είσέτι παρά τφ ύπο- ψηφίψ δράστη σχηματισθή ή άπόφασις τελέσεως έγκλήματος.

‘Η σημασία τοϋ σταδίου τοϋ "συνδυασμοϋ" καταφαίνεται, ψρο- νοϋμεν, σαφώς ίδίςι είς τάς περί όνειρώξεως κανονικός διατάξεις. Οϋτω κατά τήν συνδεδυασμένην ερμηνείαν τών ΐ. κανόνων Τιμοθέου12, Διονυσ. 4 καί Μ.Άθανασ., Επιστολή πρός Άμμοϋν μονάζοντα,

1 25έπί " ά π ρ ο α ι ρ έ τ ο υ νυκτερινής ρύσεως" , ή κατ'άλλην έκψρα-ο cσιν, έπί " ά β ο υ λ ή τ ο υ φυσικής έκκρίσεως , ώς χαρακτηρίζε­ται ή όνείρωξις, τότε μόνον έπιβάλλεται ώς ποινή ή άποχή άπότής θείας κοινωνίας " ε ί ύ π ό κ ε ι τ α ι έ π ι θ υ μ ί α γ υ ν α ι -

# ,,27 κ ό ς"Ή άνωτέρω,βεβαίως,διδομένη ύπό τών ί.κανόνων λύσις δέν

πρέπει νά παρασύρη είς έσφαλμένην γενίκευσιν, τιμωρήσεως πάσης κακής επιθυμίας.

23. ’Ιωάννου Νηστ ε υτ οΰ , Κανονικόν (Σ.Δ',436). Πηδάλιον, σελ. 701.24. Ούτως εκλαμβάνει τάς "μετανοίας" τό Πηδάλιον (σελ. 702).25. Οϋτω χαρακτηρίζει τήν όνείρωξιν ό Διονύσιος ό ’Αλεξάνδρειάς, Κανών

4 (Σ.Δ',12).26. Μ.’Αθανασίου, ’Επιστολή πρός ’ΑμμοΟν μονάζοντα (Σ.Δ',67).27. Τιμοθέου ’Αλεξανδρείας, 12 (Σ.Δ',338). 'Η σχετική επ αύτοϋ θέσις τοϋ

Βαλσαμωνος, ότι μετά τής έπιθυμίας ύπάρχει καί "συγκατάθεσις" είναι όρθή μό­νον, έάν ή τελευταία δέν σημαίνη άπόφασιν τελέσεως εγκλήματος, αλλ’άπλήν ε­πιθυμίαν. Τό αύτό λεκτέον καί διά τό έν τη Συνάψει των κανόνων, διασωθέν, καθ’ό "ό όνειρασθείς, εΐ μέν έξ έ’ρωτος, ού μεταλήψεται" (Σ.Δ',338).

Page 73: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

- 366 -

Διότι ώς συνάγεται έξ άντιδιαστολής πρός δσα άνωτέρω άνε- πτύχθησαν, άκόμη καί έάν ύπόκηται έπιθυμία γυναικός, πλήν δέν συμβή όνείρωξις. ούδεμία κύρωσις έτιιβάλλεται. Τοϋτο δεικνύει, φρονοϋμεν, δτι ή όνείρωξις θά ήδύνατο νά χαρακτηρισθή ώς olo-

28 μ ι ·νεί έκ τοϋ άποτελέσματος έγκλημα , έν τή έννοίςι βεβαίως, δτι ό έπιθυμήσας γυναικός " ή δ ύ ν α τ ο " νά π ρ ο ί δ ί) ώς ένδεχό- μενον άποτέλεσμα της επιθυμίας ταύτης τήν "όνείρωξιν".

I 59

Ή "η ά λ η"

Μετά τό στάδιον τοϋ "συνδυασμού" άκολουθεϊ τό δύσκολον στά­διον της "πάλη ς" . Κατά τό στάδιον τοϋτο ό συλλαβών τή-ν ιδέαν τοΰ έγκλήματος ("προσβολή") καί μελετήσας τά ύπέρ καί τά κατά αύτοϋ ("συνδυασμός"), άρχιζε ι νά "π α λ α ί η" π ρ ό ς ε α υ τ ό ν , προκειμένου νά λάβη μίαν άπόφασιν. Έχει ήδη σχηματίσει τήν πα- ράστασιν τοϋ έγκλήματος καί ύπό τήν έπήρειαν διαφόρων αιτίων, συνήθως άντιθέτων, προσπαθεί νά άποφασίση.

Τό στάδιον τοΰτο εϋναι ίσως τό κρισιμώτερον, διότι έξ αύτοϋ έξαρτάται ή λήφις τελικώς τής άποφάσεως πρός τέλεσιν ή μή τοϋ έγκλήματος. ‘Υπάρχουν, ώς γνωστόν, περιπτώσεις καθ'άς έντός τοΰ χριστιανού κυριολεκτικώς παλαίουν δύο κόσμοι, ό κόσμος τοΰ κα­λού καί ό κόσμος τοΰ κακοΰ. Είναι δέ ένίοτε τόσον σκληρός ό ά­γων ούτος καί τόσον άμφίρροπος, ώστε έπί πολύν χρόνον βασανίζει καί ένίοτε έξουθενώνει τόν χριστιανόν.

Δικαίως λοιπόν τονίζεται είς τάς κανονικάς πηγάς δτι "ή π ά-29λη ή σ τ ε φ ά ν ω ν ή τ ι μ ω ρ ί α ς άξια" . Παρατηροΰμεν δη­

λονότι δτι καί τό στάδιον τοΰτο κρίνεται έκ τοϋ άπ ο τ ε λ έ σμα-

28. 1Ως τοιαΰτα χαρακτηρίζονται τά έγκληματα έκεϊνα,εΐς τά όποια,πλήν της συμπεριφοράς τοϋ δράστου, απαιτείται καί ή έπέλευσις ένός περαιτέρω ά­ποτελέσματος, όφειλόμενον τουλάχιστον είς άμέλειαν τοϋ δράστου. Κλασσικόν έγκλημα έκ τοϋ άποτελέσματος χαρακτηρίζεται ή συμπλοκή, δι’ην τότε μόνον τιμωρδϋνται ώς φονεϊς δ λ ο ι ο ϊ συμπλακέντες, έάν έκ τής συμπλοκής έφονεΰ- θη τις, Ιστω καί δι’ένός μόνον κτυπήματος, δπερ καθιστεί βέβαιον δτι τοϋτο έ- πε'φερενείς μόνον των συμπλακέντων. Περί των έκ τοϋ άποτελέσματος έγκλημά- των τοϋ κοινοϋ ποινικού δικαίου, δρα Β. I.Ζησ ιάδο υ , Τά έκ τοΰ άποτελέσμα­τος χαρακτηριζόμενα έγκλη'ματα, (1947). R.Maurach, Deutsches Strafrecht, Allgemeiner Teil, 19714, σελ.416 έπ . Ε . Schmidha'user, Strafrecht, Allgem. Teil, 1970, σελ.354 έπ. J . Bauamann , Strafrecht, Allg.Teil, 19685, σελ.190 επ. Η . Η . Jescheck , Lehrbuch des Strafrechts, Allg. Teil, Berlin 1972., σελ. 196 έπ.

29.’Ιωάννου Νηστευτοϋ, Κανονικόν (Σ.Δ ', 436).

Page 74: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

- 367 -

τ ο ς. Έάν ό χριστιανός κατορθώσηι νά άποκρούση τήν "π ρ ο σ β ο- λ ή ν " ,είναι,, ώς νικητής κατά τοϋ κακοΰ,άξιος σ τ έ φ α ν ω ν . Έάν τούναντίον ήττηθή ύπό τοϋ κακοΰ,τότε είναι άξιος τιμωρίας. Τό­σον τό εν όμως, όσον καί τό έτερον κρίνονται έκ τοΰ άποτελέσμα­τος, τ.£. έκ της λήψεως της τοιαύτης ή τοιαύτης ά π ο φ ά σ ε ω ς , ήτις είναι τό τελικόν άποτέλεσμα τής προηγηθείσης πάλης, μετα­ξύ καλοΰ καί κακοΰ, μεταξύ σαρκός καί πνεύματος, άφοΰ κατά τήν ρητήν μαρτυρίαν τοϋ άποστόλου Παύλου "ή σ ά ρ ξ ε π ι θ υ μ ε ίκ α τ ά τ ο ϋ π ν ε ύ μ α τ ο ς , τό δέ π ν ε ϋ μ α κ α τ ά τ ή ς

30σ α ρ κ ό ς , τ α ΰ τ α γ ά ρ ά λ λ ή λ ο ι ς ά ν τ ί κ ε ι τα ι" 'Ακριβώς αύτή ή άντίθεσις μεταξύ σαρκός καί πνεύματος συνιστά τήν "πάλην", ήτις είναι άξια μέν στεφάνων, έάν νικήση τό πνεϋμα, άξια δέ τιμωρίας, έάν τό τελευταϊον ήττηθή ύπό τής σαρκός. "Οθεν καί πρέπει νά θεωρήσωμεν έπιτυχεστέραν τήν άποψιν, καθ'ήν "πάληέστιν ά ν θ ί σ τ α σ ι ς , ή πρός άναίρεσιν τοΰ λογισμού τοΰ πρός

# 3 1τό πάθος έρεθίζοντος, ή πρός αύτόν συγκατάθεσις"

% 60

Ή " σ υ γ κ α τ ά θ ε σ ι ς "

Κατά τό Κανονικόν 'Ιωάννου τοΰ Νηστευτοΰ, "ή σ υ γ κ α τ ά-32θεσις, α ι τ ί α κα ι ά ρ χ ή τώ ν Ε π ι τ ι μ ί ω ν " . Ή πε-

•ριεκτική αϋτη διατύπωσις δεικνύει άναμφιβόλως ότι καί ή "συγ- κ α τ ά θ ε σ ι ς " έχει ιδιαιτέραν σημασίαν εις τό Ποινικόν Δίκαι­ον τής Έκκλησίας ήμών\

‘Η "σ υ γ κ α τ ά θ ε σ ι ς" αϋτη δύναται, φρονοϋμεν, νά διακρι- θή είς έν στενή έννοίςι "συγκατάθεσιν", ότε αϋτη είναι "ή τ ο ΰλ ο γ ι ο μ ο ΰ π ρ ό ς τό π ά θ ο ς έ ν δ ο σ ι ς κ α ί κ α τ ά -

33 ·ν ε ύ σ ι ς " καί είς έν εύρυτέρςι έννοίςι "συγκαταθεσιν", ήτις πε­ριέχει καί τήν ά π ό φ α σ ιν τελέσεως έγκλήματος, "διότι άπό

30. Γαλατ. 5,17.31. ’ I. Β ρ υ ε ν ν C ου , Περυ 'Αγόας Τριάδος, ΙΕ'(παρά Πηδαλίψ, σελ. 702). "Ορα

καί ’Ιωάννην τής Κλίμακος, καθ’ον (Κλϊμαξ, ΙΕ', ΟΓ') "Πάλην δέ ορίζονται είναι ίσοσθενή πρός τόν μαχόμενον δΰναμιν, έκσυσίως η νιχωσαν, η τήν ίτταν ύπομε'νουσαν".

32. ’Ιωάννου Νηστευτοΰ, Κανονικόν (Σ.Δ',436).33. ’I. Β ρ υεν ν ί ου , Περί τοΟ 'Αγίου Πνεύματος, ΙΕ'(παρά Πηδαλίψ, σελ.702).

Page 75: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

- 368 -

τήν συγκατάθεσιν, παρευθύς έρχεται ό Ανθρωπος νά κάμη καί έμ-t r 34πράκτως διά τοϋ σώματος την άμαρτιαν"

Ύπό τήν τελευταίαν αύτήν έννοιαν, ή "συγκατάθεσις", ή πε­ρ ιέχουσα τόν δόλον, τήν θ έ λ η σ ι ν , τήν π ρ ο α ί ρ ε σ ι ν , τήν ά π ό φ α σ ι ν τ ε λ έ σ ε ω ς έκκλησιαστικοΰ τινός έγκλήμα­τος, ούσιωδώς έπηρεάζει τό Κανονικόν Δίκαιον, τό όποιον άναμφι- βόλως κυριαρχείται ύπό τής π ρ ο α ι ρ έ σ ε ω ς . Τούΐου ένεκεν καί τό στάδιον τής "συγκαταθέσεως" εϋναι έκεϊνο, έκ τοϋ όποιου έξαρτάται τελικώς ό χαρακτηρισμός μιας πράξεως ώς έγκλήματος ή όχι.

Ή αύτή πράξις άναλόγως τής ύπάρξεως ή μή δόλου, ώς καί τοϋ περιεχομένου αύτοϋ δύναται νά άποτελή, είτε έκκλησιαστικόν ίδε- ώδες,είτε έγκληματικήν συμπεριφοράν. Λίαν χαρακτηριστικώς έν προκειμένψ ό Γάγγρ.9, διδάσκει ότι: "Ε ϊ τ ι ς π α ρ θ ε ν ε ύ ο ι ή έ γ κ ρ α τ ε ύ ο ι τ ο , ώς άν β δ ε λ υ κ τ ώ ν τ ώ ν γάμων,ά ν α χ ω ρ ή σ α ς κα ί μή δ ι ' α ύ τ ό τό κ α λ ό ν κ α ί ά -

35 .γ ι ο ν τ ή ς π α ρ θ ε ν ί α ς , ά ν ά θ ε μ α έ σ τ ω " . Κατα τόν κανόνα τοϋτον, έκφράζοντα τήν έπ'αύτοϋ θέσιν τής 'Εκκλησίας ημών, ή π α ρ θ ε ν ί α ε ί ν α ι τι τό κ α λ ό ν καί ά γ ι ο ν " έπομένως τι, τό έπιδιωκτέον καί έπαινετέον. "Αν όμως τις παρθε- νεύη,ούχί διότι πιστεύει είς τήν παρθενίαν ώς τι καλόν καί άγι­ον, άλλά "τόν γάμον ώς άκάθαρτον βδελυττόμενος καί σωφρονεϊ καί έγκρατεύεται μίξεως άπεχόμενος τοϋ γάμου, ώς τίνος τάχα μιάσμα-

OC ο *7τος" ,καί "μή δι'άρετήν καί εύλάβειαν , ουτος τυγχάνει άξιος άναθέματος.

Παραδείγματα ώς τό άνωτέρω υπάρχουν πλεϊστα όσα είς τούς ΐ. κανόνας. Είς έκαστον έγκλημα σκοπεϊται πάντοτε ή δ ι ά θ ε σ ι ς τοϋ άμαρτήσαντος. Ποία εϋναι ή σημασία ταύτης διαλαμβάνομεν έκ-

34. Πηδάλιον, σελ. 702,ύποσ.2. Κατά τόν ’Ιωάννην της Κλίμακος (Κλϊμαξ λογ.ΙΕ',ΟΓ') "Συγκατάθεσιν δέ νεΟσιν ένηδονον της ψυχής πρός τό όφθε'υ γινομένη..." . Πρβλ. χαί Βαλσαμωνα, είς Μ.’Αθανασ.,1 (Σ.Δ',76)"Εί, δέ συν τί} προσβολή γε'γονε χαί συγκατάθεσις ήμερι,νη... έπί πλέον χολα- σθη'σεται χατά τό γράμμα τό ΐερόν τό λέγον 1 '0 έπιθυμησας γυναίκα έν τη καρ­διά αύτοϋ ήδη έμούχευσεν αύτην"'.

35. Γάγγρ. 9 (Σ.Γ ', 106).36. Ζωναρας,εϊς Γάγγρ.9 (Σ.Γ', 106).37. Βαλσαμών,είς Γάγγρ.,9 (Σ.Γ', 106).

Page 76: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

- 369 -

, τενώς κατωτέρω έξετάζοντες τά της προθέσεως έκκλησιαστικοΰ έγ­κλήματος 38.

'Ενταΰθα έν τούτοις πρέπει νά τονίσωμεν,δτι τό στάδιον τοϋ­το τοϋ έγκλήματος ένδιαφέρει ού μόνον τό Ποινικόν Δίκαιον τής Έκκλησίας ήμών, άλλά καί τό κοινόν Ποινικόν Δίκαιον, ένθα ά-ποτελεϊ τήν βάσιν τής οϋτω καλουμένης υ π ο κ ε ι μ ε ν ι κ ή ς* · β 39υ π ο σ τ ά σ ε ω ς τοϋ έγκλήματος

Όρθώς παρατηρεϊται σχετικώς δτι "ή έγκληματική άπόφασιςείναι μία άπό τάς πλέον βαρείας καί έπικινδύνους έκδηλώσεις

4-0διά τό κοινωνικόν σύνολον" . Τούτου ένεκεν ού μόνον ή Έκκλη­σία, ώς τά μάλα ένδιαφερομένη διά τόν έσω άνθρωπον, άλλά άκόμη καί αύτό τό κράτος, κατά τήν κρατοϋσαν έν ταϊς Ποινικαΐς Έπι- στήμαις γνώμην "δέν δύναται νά μείνη μέ έσταυρωμένας τάς χεϊ-ρας, είς άς περιπτώσεις αΰτη προβάλλει άπειλητική διά τήν έννο-

41μον τάξιν" . "Οθεν καί ή μέν Έκκλησία συχνότερον, ή δέ Πολι­τεία σπανιώτερον τιμωρούν τήν έγκληματικήν άπόφασιν. Κλασσικόν παράδειγμα τό τιμωρούμενον ΰπ'άμφοτέρων έγκλημα τής σ υ ν ω μ ο ­σίας, ύπαρχούσης οσάκις "δύο ή περισσότεροι σ υ ν α π ο φ α σ ί-σ ω σ ι περί πράξεώς τίνος έσχάτης προδοσίας ή συνυποχρεωθώσι

42μετ'άλλων πρός ταύτην" . Παρατηροϋμεν, δηλαδή δτι είς τήν προ- κειμένην περίπτωσιν τόσον ό έκκλησιαστικός, δσον καί 6 πολιτει­ακός νομοθέτης έπιβάλλει ποινήν χωρίς νά άναμένη έξωτερίκευσιντής έγκληματικής αποφάσεως διά πράξεων, έστω καί προπαρασκευα-

43στικών . Τοϋτο βεβαίως, έστω καί κατ'έξαίρεσιν έφαρμοζόμενον,

38. “Ορα κατωτέρω, σελ. 372 έπ.39. Περί ταΰτης πλήν των γενικών έγχειριδίων Ποινικού Δικαίου δρα καί Ε.

Schmidhauser, Vorsatzbegriff und Begriffsjurisprudenz in Strafrecht,1968 . Schroder , Aufbau und Grenzen des Vorsatzbegriffs , Sauer-Festschrift, 1949, σελ. 207 έπ. v.Hippel,Die Grenze von Vorsatz und Fahrlassigkeit, 1903. Engisch, Untersuchungen iiber Vorsatz und Fahrlassigkeit im Strafrecht, 1930. Τζωρ τ ζοπ ούλ ου , Περί ένοχης η περί δσλίας καί άμελοϋς αιρέσεως έν τφ πουνυκψ ουσιαστικοί δικαίψ, ’Εν ’Αθήναις 1926 (διατριβή έπί διδακτορίςι).Τ ο υσ η - Γ ε ω ργ ί ο υ , σελ. 69 έπ. ’ Η λιοπουλ ου ,σελ. 210 έπ. ’Ανδρουλάκη, Zurechnung, Schuldbemessung und personale Identitat, έν Zeitschrift fur gesamte Strafrechtswissenschaft 82, 1970, σελ.493 έπ. Γ . Μαγκά κ η, '0 καταλο­γισμός εις τό Ποι,νικόν Δίκαιον, 1962. Τοΰ αύτοΰ,Uber das verhaltnis von Strafrechtsschuld und Willensfreiheit, έν ZSTW 75(1963), σελ. 499.

40. Β . Ζησιάδου ,Τό έγκλημα ώς τετελεσμένον καί έν απόπειρα, σελ.58.41. Αυτόθι, σελ. 58.42. "Αρθρ. 135 § 4 Π.Κ. Β . Ζη σ ι ά δ ο υ , έ’νθ’άν. , σελ. 58.43. Οϋτω Β . Ζησ ιάδ ο υ , ενθ’άν. , σελ. 59. Καραν ίκα , Ποινικόν Δίκαιον,Εί-

δικόν Μέρος, τόμ.Β', 1954, σελ. 82. Contra Γάο ου ,Ποινικόν Δίκαιον, Είδ.Μέρος,

Page 77: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

- 370 -

δεικνύει δτι ή άπόφασις τελέσεως ένός έγκλήματος ένέχει με- γάλον βαθμόν ά π α Ε ί α ς διό καί καταπολεμείται.

1 6 1

‘Η "π ρ ο π α ρ α σ κ ε υ ή"

Περί του σταδίου τούτου^διαλαμβάνομεν ικανά είς τούς οι­κείους τόπους τής παρούσης έργασίας45. “Οθεν καί ένταΰθα άρκού- μεθα νά τονίσωμεν,δτι,ένψ αί προπαρασκευαστή καί πράξεις μόνον κατ'έξαίρεσιν ένδιαφέρουν τό κοινόν Ποινικόν Δίκαιον46 , είς τό Κανονικόν Δίκαιον έχουν π ά ν τ ο τ ε μεγάλην σημασίαν είτε ώς άξιόποινοι πράξεις, είτε ώς έργψ αμαρτήματα, δι'ά κατά τό μυ­στήριον τής έξομολογήσεως έπιβάλλεται τό άρμόζον έπιτίμιον.Άλλως τε καί μόνον τό γεγονός δτι αί προπαρασκευαστικοί πρά­ξεις άποτελουν τ ε κ μ ή ρ ι ο ν ύ π ά ρ ξ ε ω ς έ γ κ λ η μ α τ ι - κ ή ς ά π ο ψ ά σ ε ω ς είναι άρκετόν,διά νά ύποχρεώση τόν έκκλη- σιαστικόν νομοθέτην, νά μή άδιαφορήση δι'αύτάς.

£ 62

‘Η "ά π ό π ε ι ρ α" έ κ κ λ η σ ι α σ τ ι κ ο ΰ έ γ κ λ ή μ α τ ο ς .Περί τοΟ σταδίου τούτου διαπραγματευόμενοι έν τή παρούση

έργασίςι,παραπέμπομεν ώς πρός τά έπί μέρους θέματα είς τάς οΐ- κείας παραγράφους αυτής.

g 6 3

Ή "τ έ λ ε σ ι ς" έ κ κ λ η σ ι α σ τ ι κ ο ΰ έ γ κ λ ή μ α τ ο ς .Κατά τό στάδιον τούτο ό δράστης διά τής συμπεριφοράς αύτοϋ

τ.Α'1957, σελ. 150 έπ.,ενθα θεωρεί καί την άπλήν συναπόφασιν ώς προπαρασκευ­αστικών πραξιν.

44. Προ τοΰ σταδίου τούτου δυνατόν νά υπάρχουν κατά ’Ιωάννην της Κλίμακος καί αλλα στάδια οίον "αιχμαλωσία" η "πάθος". Κατ*αύτόν,άποδίδοντα προυπάρχου- σαν διδασκαλίαν:"Αιχμαλωσίαν δέ βιαίαν, καί ακούσιον της καρδίας απαγωγήν η ε­πίμονον συνουσίαν πρός τό τυχόν,καί τής άρίστης ήμών καταστάσεως άφανιστικήν" (Κλιμαξ,ΙΕ' ,ΟΓ '). "Πάθος δέ κυρίως είναι λέγουσυ, τό χρόνω μακρψ τ^ ψυχ?) έμ- παθώς έμφωλεϋον, καί ώσπερ είς εξιν αυτήν λοιπόν έν τ^ πρός έαυτό συνηθείςι άγαγόν, ώς αύθαυρέτως καί οίκείως αύτομολειν".

45. ”θρα πλήν των έν τψ Είδυκψ Μέρει έγκλημάτων καί σελ. 393,344·.46. "Ορα άνωτέρω, σελ.116 έπ.

Page 78: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

- 371 -

πραγματώνει τήν αντικειμενικών ύτιόστασιν ένός έγκλήματος,ώς τοϋτο περιγράφεται έν τφ δικαίφ τής 'Εκκλησίας47.

i 64

‘Η " ο υ σ ι α σ τ ι κ ή " ά τ ι ο τ ι ε ρ ά τ ω σ ι ς

Ούσιαστικήν άποπεράτωσιν ένός έγκλήματος έχομεν, όσάκις, πλήν τής τελέσεως ένός έγκλήματος, έπιτυγχάνεται καί εις πρόσ­θετος σ κ ο π ό ς , δι'όν προέβη είς τήν πραξίν του ό δράστης.

Έπί άφαιρέσεως, π.χ. ξένου κινητού πράγματος έπί σκοπψ παρανόμου ίδιοποιήσεως έχομεν τετελεσμένον μέν τό έγκλημα τής κλοπής, έάν έγένετο ή άφαίρεσις τοϋ ξένου κινητοϋ πράγματος, ούσιαστικώς άποπερατωμένον δέ, έάν μετά τήν άφαίρεσιν έγένετο καί ίδιοποίησις του ξένου κινητοϋ πράγματος.

Τό στάδιον τοϋτο έχει ιδιαιτέραν σημασίαν διά τό θέμα η­μών, διότι δεικνύει ότι ώρισμένα έγκλήματα,τών όποιων δέν έπι- τυγχάνεται ό σκοπός,άποτελοϋν κατ'ούσίαν απόπειραν.

47. Πλείονα όρα άνωτέρω, σελ.121.48. Πλείονα δρα άνωτέρω, σελ.122.

Page 79: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ

ΤΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ

ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

I. ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ

9.1. Το εκκλησιαστικό αδίκημα

9.1.1. Γενικά

Οι κανόνες δικαίου που συνθέτουν το ουσιαστικό ποινικό δίκαιο της Εκκλησίας περιέχονται στο μεγαλύτερο μέρος τους σε ιερούς κανόνες ή άλλες εκκλησιαστικής προελεΰσεως διατάξεις και κατά ένα μικρό ποσοστό σε πολιτειακούς νόμους, είτε βυζαντινούς, είτε νεώτερους. Η προσπάθεια ταξινομήσεως των ι. κανόνων σύμφωνα με το περιεχόμενό τους με σκοπό τον αποχωρισμό εκείνων που έχουν σαφώς ποινικό χα­ρακτήρα, θα ήταν από πριν καταδικασμένη σε αποτυχία, γιατί ελάχιστοι είναι οι κανόνες που βγαίνουν έξω από τον χώρο του εκκλησιαστικού ποινικού δικαίου. Η εξήγηση είναι απλή: "Ολοι σχεδόν οι κανόνες πε­ριέχουν μία επιταγή ή μία απαγόρευση και συγχρόνως απειλούν άμεσα ή έμμεσα όποιον δεν συμμορφώνεται με το περιεχόμενό τους με (ορι­σμένες ή αόριστες) κανονικές κυρώσεις (εκκλησιαστικές ποινές). Επο­μένως σε κάθε τέτοιον κανόνα περιέχονται τα στοιχεία της αντικειμενι­κής υποστάσεως ενός, τουλάχιστον, εκκλησιαστικού αδικήματος. Αυτό που δεν περιέχουν οι ι. κανόνες, παρά σε ελάχιστες περιπτώσεις, είναι γενικές ποινικές διατάξεις. Το φαινόμενο είναι ευεξήγητο, γιατί αντα- ποκρίνεται απόλυτα στη νομική σκέψη της εποχής, μέσα στην οποία διαμορφώθηκαν οι κανόνες της Εκκλησίας. Όπως είναι γνωστό, την τακτική της περιπτωσιολογικής αντιμετώπισε ως των νομικών προβλημά­των κληροδότησαν οι Ρωμαίοι στους Βυζαντινούς που επάξια τη συνέ­χισαν. -̂----

Page 80: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

554 Κεφ. 9ο - Ουσιαστικό Ποινικό Δίκαιο /

Το αποτέλεσμα είναι να σπανίζουν μέσα στους ι. κανόνες διατάξεις, απ’ αυτές που αντιστοιχούν, σύμφωνα με τις σημερινές αντιλήψεις, στο γενικό μέρος των ποινικών νομοθεσιών. Το κενό αυτό καλυπτόταν στη βυζαντινή και - στο μέτρο που υπήρχαν - μεταβυζαντινή περίοδο με προσφυγή στους γενικούς ορισμούς του κοσμικού ποινικού δικαίου, δη­λαδή του βυζαντινορρωμαϊκού. Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδος κατά τον 19° αιώνα τη θέση του βυζαντινορρωμαϊκού δικαίου για την κάλυψη των κενών του εκκλησιαστικού πήρε το χρονικά αντίστοιχο κοι­νό ποινικό δίκαιο, δηλαδή ο Ποινικός Νόμος του 1834, και από το 1950, σύμφωνα με την αρχή της εφαρμογής του εκάστοτε ίσχύοντος πολιτεια­κού ποινικού δικαίου, η κάλυψη των κενών γίνεται με βάση τον ΠΚ - εφόσον βέβαια οι συγκεκριμένες διατάξεις δεν έρχονται σε αντίθεση με την ιδιαίτερη φύση είτε του εκκλησιαστικού δικαίου γενικά, είτε του ποινικού δικαίου της Εκκλησίας ειδικά.

Ωστόσο το πρόβλημα που ανακύπτει είναι ότι, αν στο εκκλησιαστικό ποινικό δίκαιο είναι εφαρμοστέες οι διατάξεις του γενικού μέρους του ΠΚ, θα πρέπει και η έννοια του εκκλησιαστικού ή κανονικού αδικήμα­τος να ταυτιστεί δογματικώς με την έννοια της αξιόποινης πράξης στο άρθρο 14 § 1 ΠΚ. Συγκεκριμένα: το γενικό μέρος του ΠΚ ακολουθεί ορισμένες δογματικές κατασκευές, είναι δομημένο συστηματικούς κυ­ρίως με βάση την τρίβαθμη δομή του εγκλήματος* όλη αυτή η συστημα­τική θεωρία θα μεταφερθεί αυτούσια στο εκκλησιαστικό ποινικό δίκαιο; Προδήλως δεν υπάρχει άλλη δυνατότητα. Η εφαρμογή των διατάξεων του γενικού μέρους του ΠΚ στο ποινικό δίκαιο της Εκκλησίας είναι δυνατή μόνο με την ενύλωση του ποινικού δόγματος στο εκκλησιαστικό ποινικό δίκαιο. Για τον λόγο αυτόν προβαίνουμε σε μία σύντομη σκια­γράφηση της θεωρίας του εγκλήματος ως «προθεωρίας» του εκκλησια­στικού αδικήματος.

Για το έγκλημα - αλλά και για το εκκλησιαστικό ή κανονικό αδίκημα- κάνουμε λόγο από δύο σκοπιές που σχετίζονται μεν, αλλά δεν ταυτί­ζονται.

Από την πρώτη αναζητούμε στον νόμο - και στον κανόνα της Εκκλη­σίας - με ποια συνήθως στοιχεία συνθέτει ο νομοθέτης τον τύπο της κάθε εγκληματικής συμπεριφοράς και από την περιγραφή αυτή συνάγουμε επαγωγικά, ότι ακολουθεί αυτός στην τυποποίηση των εγκλημάτων ορι­σμένο τύπο, ο οποίος περιλαμβάνει: α) μία λέξη γι’ αυτόν που πράττει, δηλαδή τον δράστη, τον οποίο στη δογματική του ποινικού δικαίου κα-

^ —λούμε υποκείμενο τελέσεως τη«; πράξης. Για να τον διακρίνουμε στο

Page 81: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

9.1. Το εκκλησιαστικό αδίκημα 555

εκκλησιαστικό ποινικό δίκαιο θα τον ονομάσουμε υπαίτιο, β) Πάντοτε παρατηρούμε ότι αυτός κάτι κάνει. Τότε λέμε ότι έχουμε την πράξη που πολΰ συχνά έχει και ένα αποτέλεσμα. Ενδεχομένως αντί για πράξη να έχουμε παράλειψη. Παρόλο που στον νόμο δεν αναφέρονται πουθενά αυτές οι έννοιες περιγραφής του εγκλήματος, στην επιστήμη καθιερώ­θηκαν και έτσι μιλάμε για αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, νο- μοτυπική μορφή του εγκλήματος, η οποία περιλαμβάνει βέβαια και την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος.

Ο νομοθέτης δεν αρκέσθηκε σ’ αυτόν τον τυπικό ορισμό και θέλησε να δώσει ένα νομικό- δογματικό ορισμό που περιλαμβάνει περισσότερα στοιχεία, από τα οποία άλλα μεν αφορούν την πράξη, δηλαδή το άδικο και άλλα τον δράστη, δηλαδή τον καταλογισμό. Πρόκειται για τη δεύτε­ρη έννοια, υπό την οποία γίνεται λόγος για το έγκλημα. Αυτή ουσιαστικά δεν περιγράφει, αλλά υποχρεώνει τον δικαστή σε κάθε περίπτωση που διαπιστώνει την πλήρωση της νομοτυπικής μορφής, να αναζητήσει και άλλα στοιχεία. Σύμφωνα με αυτόν τον ορισμό στο άρθρο 14 ΠΚ, έγκλη­μα (εννοείται, όσα υπάρχουν στη νομοθεσία μας) είναι πράξη άδικη και καταλογιστή στον δράστη της που τιμωρείται από τον νόμο. Βλέπουμε ότι στον ορισμό αυτόν υπάρχει μία σειρά. Πρώτα διαπιστώνουμε αν υπάρχει πράξη. Έπειτα, αν η πράξη αυτή είναι άδικη. Έως εδώ η έρευνα αφορά την πράξη. Όταν τελειώσει αυτό το στάδιο της έρευνας, τότε το ενδιαφέρον μας στρέφεται στον καταλογισμό της πράξης στον συγκεκριμένο δράστη. Ό λο αυτά πιο κάτω θα επιχειρήσουμε να τα προσαρμόσουμε και στο εκκλησιαστικό ποινικό δίκαιο. Αναγκαία όμως πρέπει να διευκρινιστούν τα παρακάτω.

Αρχικά άδικη μπορούμε να θεωρήσουμε μια πράξη ή παράλειψη, η οποία περιγράφεται στην αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος. Ο­ρισμένοι συγγραφείς που δέχονται την θεωρία των πρωταρχικών κανό­νων δικαίου (π.χ. ου φονεύσεις) γράφουν, ότι η πράξη αυτή αντιφάσκει στον πρωταρχικό κανόνα δικαίου. Η θεωρία αυτή έχει ξεχωριστή σημα­σία για το εκκλησιαστικό ποινικό δίκαιο. Ειδικότερα:

Οι κανόνες δικαίου εκφέρονται ως προτάσεις, που έχουν το σχήμα της υποθετικής δεοντολογικής πρότασης του τύπου: εάν Α, τότε Β. Στο Α - το πραγματικό του κανόνα δικαίου - ο νομοθέτης περιγράφει μιά πράξη ή παράλειψη, για την οποία, στο Β, τάσσει ορισμένη έννομη συνέπεια για όποιον με τη συμπεριφορά του (πράξη ή παράλειψη) υλο­ποιήσει την περιγραφόμενη Α πράξη (ή παράλειψη), προκειμένου ο δικαστής με τη διαδικασία της υπαγωγής να αποφανθεί, εάν η συγκε­

Page 82: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

556 Κεφ. 9ο - Ουσιαστικό Ποινικό Δίκαιο I

κριμένη πράξη (ή παράλειψη) πραγματώνει το πραγματικό του κανόνα δικαίου.

Από την περιγραφόμενη στο πραγματικό του κανόνα δικαίου συμπε­ριφορά συνάγεται ο απαγορευτικός (ή προστακτικός) κανόνας, ως νοη­τό ον, στην τήρηση του οποίου απέβλεψε ο νομοθέτης με την περιγραφή της πράξης στο πραγματικό του κανόνα δικαίου. Παράδειγμα: Στην εκκλησιαστική μας νομοθεσία, προδήλως για την ορθή απονομή της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης, ορίζεται ότι όποιος στη διαδικασία της εκκλησιαστικής δίκης, ενώ εξετάζεται ως μάρτυρας δίνει εν γνώσει του ψευδή όρκο, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών (άρθρο 81 Ν. 5383/32). Στον αποστολικό κανόνα 59, προς επίρρωση της ευαγγελι­κής εντολής της αγάπης, τυποποιήθηκε η παράλειψη αρωγής σε πτωχό κληρικό: «Εί τις επίσκοπος ή πρεσβΰτερος, τινός των κληρικών ενδεούς όντος, μη επιχορηγεί τα δέοντα, αφοριζέσθω* επιμένων δε καθαιρείσθω, ως φονευς του αδελφού αυτού».

Και στους δύο αυτούς γραπτούς κανόνες δικαίου είναι φανερό το σχήμα που αναφέρεται παραπάνω* το πραγματικό του πρώτου είναι η ψευδορκία του μάρτυρα στην εκκλησιαστική δίκη και έννομη συνέπεια η φυλάκιση από έξι μήνες μέχρι πέντε χρόνια/J o πραγματικό του δεύ­τερου συνιστά η παράλειψη αρωγής και έννομη συνέπεια ο μικρός αφο- ρισμός και ενδεχομένως η καθαίρεση. Και από τους δύο κανόνες απορ­ρέει, συνάγεται (ή και προϋπάρχει) ένας άλλος κανόνας δικαίου που δεν έχει το σχήμα της δεοντολογικής πρότασης, δεν είναι γραπτός, αλλά οντολογικώς ύφίσταται ως νοητό ον με δύο πτυχές: μία αξιολογικού καί μία επιτακτικού χαρακτήρα. Πρόκειται για τον πρωταρχικό κανόνα δι­καίου* λειτουργεί δε ως εξής: Η αναγωγή της ψευδορκίας σε έγκλημα σημαίνει ότι ο νομοθέτης αξιολόγησε ότι κάθε μάρτυρας σε εκκλησια­στική δίκη οφείλει να καταθέτει ό,τι υπέπεσε στην αντίληψή του και ανταποκρίνεται στην αλήθεια* για τον λόγο αυτό επιβάλλει σε κάθε κοινωνό του δικαίου, που καταθέτει ενόρκως, να μην δίνει εν γνώσει του ψευδή όρκο* αυτή ακριβώς η αξιολόγηση και επιταγή που απευθύ­νεται σε κάθε κοινωνό του δικαίου συνθέτει τον πρωταρχικό κανόνα δίκαιον, για την τήρηση του οποίου θεσπίζεται, τυποποιείται η παραβία­σή του σε έγκλημα στον γραπτό κυρωτικό κανόνα του άρθρου 81 του Ν. 5383/32.

Αντίστοιχα σκεπτόμαστε και για τον αποστολικό κανόνα 59. Το αρ­μόδιο δικαιοπαραγωγικό όργανο της Εκκλησίας αξιολόγησε ότι κάθε επίσκοπος και πρεσβύτερος οφείλει να «επιχορηγεί τα δέοντα» σε ενδεή

Page 83: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

9.1. Το εκκλησιαστικό αδίκημα 557

κληρικό και για τον λόγο αυτό επιβάλλει σε κάθε επίσκοπο και πρεσβύ- τερο την υποχρέωση αρωγής προς πτωχό κληρικό. Και εδώ ο πρωταρ­χικός κανόνας συναποτελείται από την αξιολόγηση και την επιταγή, την παραβίαση της οποίας τυποποίησε ο κανονικός νομοθέτης ως εκκλησια­στικό αδίκημα στον αποστολικό κανόνα 591.

Έτσι ο υπαίτιος αυτού του εκκλησιαστικού αδικήματος δεν παραβαί­νει τον γραπτό κυρωτικό κανόνα (δηλαδή τον αποστολικό κανόνα 59), αντίθετα με την παράλειψή του τον πραγματώνει, αλλά τον πρωταρχικό κανόνα, στην τήρηση του οποίου αποσκοπεί η θέσπιση του γραπτού κυρωτικού, δηλαδή του αποστολικού κανόνα 59.

Η διάκριση είναι σημαντική, γιατί η επισήμανση του πρωταρχικού κανόνα δικαίου μας οδηγεί στην αναζήτηση του προστατευόμενού εκ­κλησιαστικού έννομου αγαθού, το οποίο συναρτάται με τη θεολογία της Εκκλησίας και αποτέλεσε καθοριστικό στοιχείο για την τυποποίηση των εκκλησιαστικώς αξιόποινων προσβολών του. Έτσι η ρύθμιση αρχικώς αναφέρεται στη γνώση των μελών της Εκκλησίας και της κοινωνίας, αντίστοιχα, των συνεπειών που συνεπάγεται μια αποδοκιμαστέα συμπε­ριφορά από την έννομη τάξη, είτε της Εκκλησίας, είτε της Πολιτείας. Περαιτέρω οι πιστοί, ως δέκτες του πρωταρχικού κανόνα αποκτούν συνείδηση του άδικου χαρακτήρα της πράξης, ενυλώνουν δηλαδή στό συνειδός τους τις αξιολογήσεις του κανονικού νομοθέτη και έτσι μέσα (και) από το δίκαιο της Εκκλησίας δημιουργείται μια συνείδηση αξιών που καθοδηγεί όχι μόνο τις πράξεις τους (και παραλείψεις τους), αλλά καί το ενδιάθετο φρόνημά τους και εν τέλει συγκαθορίζει υπαρξιακά μια στάση ζωής* το ότι λ.χ. στην έννομη τάξη της Εκκλησίας αποδοκιμά- ζεται η άμβλωση, αποδοκιμασία που συνάγεται από την τυποποίησή της

-λ στους ιερούς κανόνες, τούτο συνεπάγεται όχι μόνο την υποχρέωση των μελών της Εκκλησίας να μην προβαίνουν στην πράξη, αλλά και την αποδοχή της απόλυτης αξίας που έχει η ανθρώπινη ζωή και στην εμ- βρυακή της μορφή.

Αμέσως όμως μετά εξετάζουμε αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συ­νέτρεξε κάποιος λόγος (που αναγνωρίζει ο νόμος), ο οποίος δικαιολο­γούσε τη συγκεκριμένη προσβολή. Να μην υπάρχει δηλαδή κάποιος

1. Γ. Πονλή, Ο κοινωνικός χαρακτήρας των κανόνων της Εκκλησίας. Με ανα­φορά στους κανόνες 59 αποστολικό και 14 του Μ. Βασιλείου, Χριστιανός 31 (1992) 49-61.

Page 84: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

558 Κεφ. 9ο - Ουσιαστικό Ποινικό Δίκαιο I

λόγος που να αίρει τον αρχικά άδικο χαρακτήρα της πράξης, ο οποίος προκύπτει από την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως κά­ποιου εγκλήματος. Αυτοί οι λόγοι άρσης του αδίκου ή λόγοι δικαιολο- γήσεως υπάρχουν στον ποινικό κώδικα και στη λοιπή νομοθεσία.

Σύμφωνα με τα παραπάνω για το άδικο εκφέρουμε δύο κρίσεις: μια Θετική (η τάδε πράξη πληρεί την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήμα­τος) και μια αρνητική (στην τάδε πράξη δεν συνέτρεχε κάποιος λόγος άρσης του αδίκου).

Ό πως πιο πάνω αναφέρουμε, ο δικαστής θα πρέπει με δύο κρίσεις- μια θετική και μια αρνητική - να διαπιστώσει, ότι η συγκεκριμένη πράξη του δράστη ήταν τελικά άδικη. Αμέσως μετά στρέφεται πλέον προς το πρόσωπο του δράστη, προκειμένου να διαπιστώσει εάν αυτή η τελικά άδικη πράξη μπορεί να καταλογιστεί σ’ αυτόν. Εδώ πρέπει να διευκρινίσουμε ότι τον όρο «καταλογισμός» χρησιμοποιεί ο νομοθέτης με δύο έννοιες. Μια πλατιά και μια στενή. Με τη στενή έννοια ο όρος συμπίπτει με την κοινή του σημασία στον κοινωνικό χώρο. Όπως λέμε δηλαδή στον καθημερινό μας λόγο, «αυτός είναι τρελός, ακαταλόγι­στος», έτσι και με την στενή του έννοια ο καταλογισμός αφορά την ικανότητα του δράστη να αντιληφθεί τι κάνει. Η πλατιά σημασία περι­λαμβάνει όσα στοιχεία αναφέρονται στο πρόσωπο του δράστη, προκει­μένου να του αποδοθεί προσωπική μομφή για την πράξη του. Δηλαδή έφταιξες, γιατί μπορούσες να αποφύγεις την πράξη σου. Συνεπώς, ο δικαστής μετά την απόφανση για την πράξη πρέπει να στραφεί στον δράστη και το πρώτο που ψάχνει είναι, αν αυτός ήταν ανίκανος είτε λόγω ηλικίας, είτε λόγω νοσηρής διαταράξεως των πνευματικών λει­τουργιών να αντιληφθεί τι κάνει (στενή έννοια του καταλογισμού). Αυ­τός λοιπόν είναι ο πρώτος όρος ή το πρώτο στοιχείο τον καταλογισμού με τη δογματική σημασία που αναφέραμε πριν. Αφ’ ης στιγμής ο δικα­στής διαπιστώσει ότι δεν συνέτρεξε κανένας λόγος που καθιστά τον δράστη ανίκανο για καταλογισμό, τότε (μετά δηλαδή το βιολογικό στοι­χείο) ερευνά το ψυχολογικό στοιχείο της ενοχής, δηλαδή την υπαιτιότη­τα που αντιστοιχεί στην υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος. Η υ­παιτιότητα έχει δύο μορφές, τον δόλο και την αμέλεια. Ιδιαίτερη προ­σοχή στο εκκλησιαστικό ποινικό δίκαιο χρειάζεται για την έννοια του δόλου και τούτο, γιατί ο όρος δεν συμπίπτει με την συνηθισμένη κοινω­νική σημασία του. Ο ΠΚ ορίζει τον δόλο έτσι, ώστε δεν μπορεί ο ερμη­νευτής να δώσει την προσωπική του εκδοχή. Το τι είναι δόλος δηλαδή συνάγεται ερμηνευτικά από το άρθρο 27 ΠΚ σε συνδυασμό με το άρθρο

Page 85: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

9.1. Το εκκλησιαστικό αδίκημα 559

30 ΠΚ. Το άρθρο 27 αναφέρει ότι με δόλο (με πρόθεση) πράττει όποιος θέλει την παραγωγή των περιστατικών που κατά τον νόμο απαρτίζουν την έννοια κάποιας αξιόποινης πράξης. Εδώ ο νομοθέτης δεν ακριβο- λογεί. Η έννοια δηλαδή της αξιόποινης πράξης εδώ σημαίνει την αντι­κειμενική υπόσταση και, το κυριότερο, η θέληση αυτή του δράστη να παραχθοΰν τα περιστατικά αυτά δεν περιλαμβάνει και τη γνώση του δράστη, ότι αυτά τα συγκεκριμένα περιστατικά συνιστοΰν την αντικει­μενική υπόσταση κάποιου εγκλήματος. Ο δόλος δηλαδή αναλύεται σε γνώση και θέληση να πραγματωθοΰν τα στοιχεία κάποιας αντικειμενι­κής υποστάσεως, χωρίς τη γνώση του δράστη ότι αυτά συνθέτουν την τυποποιημένη μορφή ενός εγκλήματος. Για τη συνδρομή του δόλου του μας αρκεί αυτό και μόνο. Γι’ αυτό ορθά επισημαίνουν οι συγγραφείς, ότι ο δόλος δεν είναι ούτε καλός ούτε κακός. Είναι ηθικά ουδέτερος. Με άλλα λόγια «η συνείδηση του άδικου χαρακτήρα της πράξης δεν αποτελεί στοιχείο του δόλου», γιατί, όπως πιο κάτω αναφέρεται, έχει αναχθεί σε αυτοτελές στοιχείο του τρίτου όρου του καταλογισμού. Ω­στόσο ορθά τονίζεται στη θεωρία, ότι ο δόλος ενδεικννει τη συνείδηση τον άδικον χαρακτήρα της πράξης, ότι δηλαδή ο ικανός για καταλογισμό δράστης που είχε δόλο είχε κατά κανόνα και συνείδηση του άδικου χαρακτήρα της πράξης. Το ότι η συνείδηση του άδικου χαρακτήρα της πράξης δεν αποτελεί στοιχείο του δόλου ξενίζει, εφόσον το να γνωρίζει και να θέλει κάποιος να «αποκτείνει έτερον», δεν συνεπάγεται ανα­γκαίος ότι είχε συνείδηση του άδικου χαρακτήρα της πράξης. Ωστόσο αυτή η κατασκευή γίνεται κατανοητή από την αντιστοιχία, που θα περι­γράφουμε πιο κάτω, δόλου και πραγματικής πλάνης, συνειδήσεως του άδικου χαρακτήρα της πράξης και νομικής πλάνης. Συνακόλουθα και στο εκκλησιαστικό ποινικό δίκαιο θα θεωρούμε τον δόλο ή την πρόθεση του υπαιτίου εκκλησιαστικού αδικήματος ως αξιολογικά ουδέτερο.

Ο νόμος την άγνοια ή την εσφαλμένη παράσταση των περιστατικών που συνιστούν κάποια αντικειμενική υπόσταση θεωρεί πραγματική πλά­νη. Ό ταν δηλαδή δεν υπάρχει γνωστική και βουλητική επικάλυψη, έστω και ως προς ένα μόνο στοιχείο της αντικειμενικής υποστάσεως του ε­γκλήματος, τότε θεωρούμε ότι δεν θεμελιώνεται η υποκειμενική υπόστα­ση του εγκλήματος και συνεπώς αίρεται ο αρχικός καταλογισμός. Η ελλείπουσα‘γνώση ενός στοιχείου της αντικειμενικής υποστάσεως που αντικειμενικά πραγματώνεται, χωρίς όμως να καλύπτεται και υποκειμε­νικά, επειδή ακριβώς οφείλεται σε εσφαλμένη αντίληψη της πραγματι­κότητας, σε λανθασμένη παράσταση των πραγμάτων και των γεγονότων

Page 86: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

560 Κεφ. 9ο - Ουσιαστικό Ποινικό Δίκαιο 1

στον νου του δράστη, συνεπάγεται πραγματική πλάνη. Ενδεχομένως, αν αυτή η εσφαλμένη παράσταση γεγονότων ή πραγμάτων αναφέρεται σ’ ένα περιστατικό που δημιουργεί διακεκριμένη μορφή εγκλήματος, αυτό ωφελεί τον δράστη, γιατί τιμωρείται για τη βασική μορφή του εγκλήμα­τος. Ο δράστης λ.χ. που βρίσκεται σε πραγματική πλάνη ως προς πράγμα θρησκευτικής σημασίας (άρθρο 374 περίπτ. α ΠΚ), θα τιμωρηθεί για απλή κλοπή. Επειδή λοιπόν ο δόλος είναι γνώση και η πλάνη άγνοια, συνήθως οι συγγραφείς ονομάζουν την πραγματική πλάνη ανάστροφη μορφή του δ ό λ ο υ .------ - — ——

Αποτελεί πολιτιστική κατάκτηση του ποινικού δικαίου, και για τον λόγο αυτόν συνάδει απόλυτα στο εκκλησιαστικό ποινικό δίκαιο, η ανα­γνώριση των ορίων του ανθρώπου να αποφΰγει την άδικη πράξη του παρόλο που είναι ικανός για καταλογισμό και είχε και δόλο. Εν τοΰτοις το δίκαιο τον συγχωρεί. Το στοιχείο αυτό είναι το τρίτο στοιχείο (ή όρος) του καταλογισμού με πλατιά έννοια. Και επειδή στεγάζει διαφο­ρετικές περιπτώσεις αποδίδεται περιφραστικά ως «το ανθρωπίνως φευ- κτόν της υπαιτιότητος» («ανθρώπινη δυνατότητα αποφυγής του αδί­κου»).

Στον ΠΚ δεν απαντά μία γενική διάταξη αναφερόμενη στην ανθρώ­πινη δυνατότητα αποφυγής του αδίκου, αλλά ο νομοθέτης προτίμησε να τυποποιήσει σε επιμέρους διατάξεις ειδικές περιπτώσεις αδυναμίας α­ποφυγής του αδίκου περιγραφόμενες με σαφείς προϋποθέσεις. Για να είναι τελικώς καταλογιστή μία πράξη προϋποτίθεται ότι ο ικανός για καταλογισμό δράστης γνώριζε τον άδικο χαρακτήρα της, δηλαδή την αντίθεσή της προς την έννομη τάξη. Αυτό το στοιχείο στη θεωρία ονο­μάστηκε συνείδηση του άδικου χαρακτήρα της πράξης και εντάσσεται στον τρίτο όρο του καταλογισμού με πλατιά έννοια (δεοντολογικό). Ορισμένοι συγγραφείς θεωρούν τη συνείδηση του άδικου χαρακτήρα της πράξης υποπερίπτωση του τρίτου όρου του καταλογισμού με πλατιά έννοια (δεοντολογικό), γιατί στις προηγούμενες (κατάσταση ανάγκης του άρθρου 32 ΠΚ κ.λπ.) υπάρχει μια αδυναμία βουλητική του δράστη να συμμορφωθεί με το δίκαιο, ενώ στην περίπτωση της ελλείψεως συ- νειδήσεως του άδικου χαρακτήρα της πράξης η εξαιτίας της μη συμμόρ­φωση του δράστη με το δίκαιο οφείλεται σε νοητικό σφάλμα.

Είναι δυνατόν συνεπώς ο ικανός για καταλογισμό (με τη στενή έν­νοια) δράστης και έχοντας δόλο να είχε λανθασμένη γνώση είτε του δέοντος σε συγκεκριμένη περίπτωση, είτε του χώρου απαξίας για ορι­σμένη πράξη. Σύμφωνα με τον ΠΚ (άρθρο 31 § 2), η πράξη δεν κατα­

Page 87: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

9.1. Το εκκλησιαστικό αδίκημα 561

λογίζεται στον δράστη, αν αυτός πίστεψε λόγω πλάνης ότι είχε δικαίωμα να τελέσει την πράξη και η πλάνη του αυτή είναι συγγνωστή. Εξυπα- κοΰεται και εδώ ότι αίρεται ο αρχικός καταλογισμός, όταν ο δράστης εσφαλμένα νόμιζε ότι μπορούσε να τελέσει την πράξη του γιατί δεν την θεώρησε αντίθετη με το δίκαιο ως σύνολο. Εδώ ιδιαίτερη σημασία έχει ότι αντικείμενο της πλάνης είναι το δέον. Κατά μία άποψη ειδικό αντι­κείμενο αυτής της πλάνης είναι ο πρωταρχικός κανόνας (λ.χ. «μη δανεί­ζεις με τόκο»). Για όσους δηλαδή συγγραφείς δέχονται την περί πρω­τευόντων κανόνων θεωρία, ο δράστης δεν κατάλαβε τον πρωταρχικό κανόνα. Αυτή η νοητική σύγχυση που ονομάζεται νομική πλάνη πρέπει να κριθεί από το δικαστήριο και ως συγγνωστή. Δεδομένο είναι το συγγνωστό, όταν η πληροφόρηση από αρμόδιο πρόσωπο ήταν ανακρι­βής και με βάση αυτήν ο επιμελής δράστης σχημάτισε εσφαλμένη συνεί­δηση του αδίκου. Συνήθως οι συγγραφείς αυτή την πλάνη την ονομάζουν άμεση πλάνη για το δίκαιο.

Παρόμοιο φαινόμενο όμως μπορεί να εμφανιστεί και για τους λόγους άρσης του αδίκου. Την περίπτωση αυτή οι συγγραφείς θεωρούν έμμεση πλάνη για το δίκαιο. Συνήθως η πλάνη αυτή εμφανίζεται με τρεις μορ­φές: 1) Ως πλάνη για την ύπαρξη λόγου άρσης του αδίκου, όταν ο δράστης εσφαλμένα νομίζει ότι μπορεί να πραγματώσει κάποια αντικει­μενική υπόσταση, ενώ στην πραγματικότητα το δίκαιο δεν έχει καθιε­ρώσει λόγο άρσης του αδίκου. 2) Πλάνη ως προς την έκταση του λόγου άρσης του αδίκου υπάρχει, όταν ο δράστης παρανοεί τα όρια ή την έκταση ενός λόγου άρσης του αδίκου που αναγνωρίζεται μεν από την έννομη τάξη, όχι όμως στην έκταση που εκλαμβάνει ο δράστης. 3) Πλάνη ως προς τις πραγματικές προϋποθέσεις λόγου άρσης του αδίκου, η οποία εξομοιώνεται ως προς τις συνέπειές της με την πραγματική πλάνη. Από τις τρεις αυτές μορφές έμμεσης πλάνης για το δίκαιο ιδιαίτερη σημασία για το εκκλησιαστικό ποινικό δίκαιο έχει η τελευταία. Ο κληρικός λ.χ. που εκτίει ποινή αργίας δικαιολογείται, αν συντρέχουν έκτακτες περι- στάσεις, να τελέσει ένα μυστήριο (ενδεχομένως εξομολόγηση προσώπου στην επιθανάτια κλίνη)· εφόσον ακριβώς βρισκόταν σε πλάνη για τις πραγματικές προϋποθέσεις του λόγου άρσης του αδίκου, δηλαδή για τους όρους συνδρομής των έκτακτων περιστάσεων, η πράξη του θα μείνει ατιμώρητη ένεκα πλάνης για τους λόγους που συγκροτούν τον λόγο άρσης του αδίκου.

Για το εκκλησιαστικό ποινικό δίκαιο τεράστια σημασία έχει η άμεση πλάνη για το δίκαιο και τούτο επειδή υπάρχουν κυρωτικοί κανόνες, των

Page 88: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

562 Κεφ. 9ο - Ουσιαστικό Ποινικό Δίκαιο /

οποίων η σημασία αποδυναμώθηκε με το πέρασμα των αιώνων και έτσι οι πιστοί δεν έχουν συνείδηση του άδικου χαρακτήρα της πράξης.

Συμπερασματικά για τις δύο μορφές πλάνης: Η πραγματική πλάνη σημαίνει άγνοια ή εσφαλμένη παράσταση πραγμάτων ή γεγονότων και παρόλο που πληρούται η αντικειμενική υπόσταση αίρεται ο αρχικός καταλογισμός και αθωώνεται ο δράστης. Για τον λόγο αυτόν λέμε ότι αποτελεί ανάστροφη μορφή τον δόλον. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε το ιδιόρρυθμο φαινόμενο της απρόσφορης απόπειρας, η οποία έχει κοινό στοιχείο με την πραγματική πλάνη το ότι ο δράστης από πραγματική πλάνη εσφαλμένα εκλαμβάνει ότι τα μέσα που χρησιμοποιεί ή το αντι­κείμενο της πράξης, εναντίον του οποίου στρέφεται, μπορούν να επιφέ­ρουν την πραγμάτωση της αντίστοιχης αντικειμενικής υποστάσεως. Δια­φοροποιείται όμως ως προς το ότι, ενώ ο δράστης που βρίσκεται σε πραγματική πλάνη πραγματώνει την αντικειμενική υπόσταση του εγκλή­ματος, στην απρόσφορη απόπειρα, αυτό είναι απολύτως αδύνατο. Και επειδή ακριβώς στην πραγματική πλάνη πραγματώνεται το έγκλημα, ενώ στην απρόσφορη απόπειρα είναι απολύτως αδύνατο, οι συγγραφείς ονομάζουν συνήθως την απρόσφορη απόπειρα αντίστροφη μορφή πραγ­ματικής πλάνης. Και έτσι έχουμε μία τριάδα εννοιών.

Δόλος: γνώση ή εσφαλμένη παράσταση των στοιχείων της αντικειμε­νικής υποστάσεως του εκκλησιαστικού αδικήματος.

Πραγματική πλάνη: άγνοια ή εσφαλμένη παράσταση των στοιχείων της αντικειμενικής υποστάσεως του εκκλησιαστικού αδικήματος (ανά­στροφη μορφή τον δόλον).

Απρόσφορη απόπειρα: εσφαλμένη εντύπωση των στοιχείων της αντικει­μενικής υποστάσεως του εκκλησιαστικού αδικήματος - μη επέλευση απο­τελέσματος - άρα αντίστροφη μορφή πραγματικής πλάνης. Ο υπαίτιος λ.χ. του κανονικού αδικήματος της αμβλώσεως εκλαμβάνει εσφαλμένος ένα αναψυκτικό ος παρασκεύασμα που επιφέρει τον θάνατο του εμβρύου* θα τιμορηθεί από τον εκκλησιαστικό δικαστή με μειομένη ποινή, που θα εφαρμόσει εν προκειμένο τις διατάξεις του άρθρου 43 § 1 ΠΚ

Ανάλογα διαμορφώνεται με την ίδια δομική σχέση και η νομική πλάνη. Και εδώ έχουμε μία τριάδα εννοιών:

Σννείδηση τον άδικον χαρακτήρα της πράξης σημαίνει ότι ο υπαίτιος του εκκλησιαστικού αδικήματος αντιλαμβάνεται ότι το δίκαιο της Εκ­κλησίας απαγορεύει την πράξη του· λ.χ. την εξύβριση επισκόπου. "Οταν δεν το αντιλαμβάνεται αυτό σημαίνει ότι ο δράστης είχε νοητικό σφάλ­μα, ος προς το αν η πράξη του απαγορεύεται στην έννομη τάξη, και

Page 89: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

ΡI 7Ο εκκλησιαστικό αδίκημα 563

βρισκόταν σε νομική πλάνη. Αυτό το νοητικό σφάλμα οδηγεί στην άρση του αρχικού καταλογισμού, όταν το δικαστήριο το κρίνει συγγνωστό. Για τον λόγο αυτόν και δεχόμαστε, όπως ακριβώς και πιο πάνω, ότι η νομική πλάνη συνιστά ανάστροφη μορφή της συνειδήσεως του άδικου χαρακτή­ρα της πράξης.Το αντίστοιχο της απρόσφορης απόπειρας στη νομική πλάνη είναι το νομιζόμενο έγκλημα, γιατί το υποκείμενο τελέσεως ε­σφαλμένος εκλαμβάνει ότι η πράξη του στο δίκαιο της Εκκλησίας έχει άδικο χαρακτήρα, ενώ κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. "Αρα πρόκειται για αντίστροφη μορφή νομικής πλάνης.

Σημειώνεται τέλος ότι τα πιο πάνω στοιχεία της γενικής θεωρίας του ποινικού δικαίου είναι απολύτως αναγκαία, όχι μόνον για το εκκλησια­στικό ποινικό δίκαιο, αλλά και για το εκκλησιαστικό δίκαιο στο σύνολό του, γιατί στο επιστητό του - και σε διάφορους τομείς του - περιλαμβά­νεται πλήθος αξιόποινων πράξεων, η ερμηνεία των οποίων κατά παρά­δοση επαφίεται στους εκκλησιαστικολόγους. Ενδεικτικώς αναφέρουμε την κατάχρηση εκκλησιαστικού αξιώματος του άρθρου 196 ΠΚ και την παραβίαση του αβάτου του Αγίου "Ορους (άρθρα 186 Κ.Χ.Α.Ο. και 43 β' Ν.Δ. της 16.9.1926), γιατί και στα δύο η ιδιότητα του υποκειμένου τελέσεως θεμελιώνει το αξιόποινο (στο πρώτο του θρησκευτικού λει­τουργού, όταν τελείται κατ’ ιδίαν, στο δεύτερο της γυναίκας), συνακό­λουθα πρόκειται για γνήσια ιδιαίτερα εγκλήματα, η ερμηνευτική των οποίων προϋποθέτει στέρεα θεμέλια του ποινικού δόγματος.

9.1.2. Τα στοιχεία τον εκκλησιαστικού αδικήματος

Σύμφωνα λοιπόν με τα παραπάνω τα στοιχεία του εκκλησιαστικού αδικήματος είναι: α) ορισμένη πράξη (ή παράλειψη), β) άδικος χαρα­κτήρας της πράξης, γ) το καταλογιστό με πλατιά έννοια της πράξης στον

^—υπαίτιο εκκλησιαστικού αδικήματος (που ήταν δηλαδή ικανός για κατα­λογισμό και είχε δόλο), και δ) το τιμωρητό της πράξης. Για την έννοια της πράξης γίνεται παραπομπή στα εγχειρίδια του (κοινού) ποινικού δικαίου με την αυτονόητη παρατήρηση ότι εδώ δεν ενδιαφέρει οποια- δήποτε ανθρώπινη συμπεριφορά, αλλά μόνο των μελών της Εκκλησίας (τουλάχιστον κατά τον χρόνο τελέσεως της πράξης). Ιδιαίτερα πρέπει να τονιστεί ότι και στο εκκλησιαστικό δίκαιο δεν εμπίπτουν στην έννοια της «πράξης» οι ενδιάθετες σκέψεις ή άλλες εσωτερικές καταστάσεις του ανθρώπου που δεν εξωτερικεύθηκαν (καν. 4 Νεοκαισ.), ακόμη κι αν συνιστούν παράβαση των επιταγών της χριστιανικής ηθικής.

Page 90: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

564 Κεφ. 9ο - Ουσιαστικό Ποινικό Δίκαιο I

Για τον τόπο και τον χρόνο τελέσεως της πράξης θα εφαρμοστούν οι διατάξεις των άρθρων 16 και 17 ΠΚ. Ειδικά για τον τόπο πρέπει να παρατηρηθεί, ότι δεν έχει ιδιαίτερη σημασία για το ουσιαστικό εκκλη­σιαστικό ποινικό δίκαιο (για το δικονομικό βλ. πιο κάτω), επειδή οι διατάξεις του εφαρμόζονται σε όλα τα μέλη της Ορθόδοξης Εκκλησίας, όπου κι αν αυτά ενέργησαν, ακόμη και έξω από τα εδαφικά όρια αυτής της Εκκλησίας.

Ο άδικος χαρακτήρας της πράξης αίρεται και στο εκκλησιαστικό ποινικό δίκαιο κατ’ αρχήν για τους ίδιους λόγους, όπως και στο κοινό. Στους λόγους αυτούς ανήκουν η ενάσκηση δικαιώματος ή η εκπλήρωση καθήκοντος που επιβάλλεται από τον νόμο (άρθρο 20 ΠΚ), η συμμόρ­φωση σε νομότυπη προσταγή αρμόδιας (εκκλησιαστικής ή πολιτειακής) αρχής (άρθρο 21 ΠΚ και καν. 49 Μ. Βασιλείου) με την επιφύλαξη ότι η σύγκριση των έννομων αγαθών θα γίνει όχι με τα συνηθισμένα κριτήρια, αλλά σύμφωνα με την ιεράρχηση των αξιών που ισχύει στον χώρο της Εκκλησίας (πρβλ. καν. 62 Αποστ. για το αδίκημα της αποστασίας). Α­ντίθετα δεν φαίνεται στους λόγους αυτούς να περιλαμβάνεται η άμυνα (βλ. καν. 43 Μ. Βασιλείου, όπου αποδοκιμάζεται η ανθρωποκτονία σε κατάσταση άμυνας)2. Για τη συναίνεση του παθόντος ως λόγου άρσης του άδικου χαρακτήρα της πράξης θα μπορούσε να γίνει λόγος και πέρα από την περίπτωση της παραβιάσεως του απορρήτου της εξομολογή- σεως3. Πάντως στην εφαρμογή των κανονικών διατάξεων, με τις οποίες εισάγεται ή, αντιθέτως, αποκλείεται ένας λόγος άρσης του αδίκου της πράξης, δεν πρέπει ποτέ να παραβλέπεται ο περιπτωσιολογικός χαρα­κτήρας της σχετικής ρυθμίσεως.

Η ύπαρξη καταλογισμού με στενή έννοια προϋποθέτει και στο εκ­κλησιαστικό δίκαιο τη συμπλήρωση ενός κατώτατου ορίου ηλικίας. Ο καθορισμός αυτού του κατώτατου ορίου είναι θέμα πραγματικό (και εδώ περιπτωσιολογική αντιμετώπιση· βλ. την απόκριση 50 του Θεοδώρου Βαλσαμώνος)4, αλλά πάντως όχι πριν από τη συμπλήρωση του 10ου έτους

2. Βλ. τον καν. 43 Μ. Βασιλείου: «Ος θανάτου πληγήν τω πλησίον έδωκε, φονεύς εστίν, είτε ήρξε της πληγής, είτε ημύνατο» και σχετικώς Γ. Πουλή, Η άσκηση βίας στην άμυνα και στον πόλεμο κατά το Εκκλησιαστικό Δίκαιο, Θεσσαλονίκη ^1990, σ.99.

3. Γ. Πουλή, Η λειτουργική σημασία της συναίνεσης του παθόντος στο εκκλη­σιαστικό ποινικό δίκαιο, Χριστιανός 23 (1984) 59-68.

4. P.- Π. τ.Δ ' σ.484 επ.

Page 91: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

njjr o εκκλησιαστικό αδίκημα_____________________________________________________565

(καν. 18 Τιμοθέου). Η διατάραξη των πνευματικών λειτουργιών, ανάλο­γα με τον της (άρθρα 34-36 ΠΚ) αποκλείει ή ελαττώνει τον καταλογισμό (βλ. καν. 14 Τιμοθέου για τον καταλογισμό στην αυτοκτο­νία). Η υπαιτιότητα είναι στοιχείο του καταλογισμού με πλατιά έννοια και στο ποινικό δίκαιο της Εκκλησίας, με τις γνωστές από το κοινό δίκαιο μορφές του δόλου και της αμελείας και τις ενδιάμεσες βαθμίδες τους (ενδεχόμενος δόλος και ενσυνείδητη αμέλεια)5. Τα εκκλησιαστικά αδικήματα διώκονται πάντα όταν διαπράττονται με δόλο και μόνο κατ’ εξαίρεση, αν ρητώς ορίζεται, από αμέλεια6.

Ο αρχικός καταλογισμός αίρεται επίσης και σε περίπτωση πραγμα­τικής πλάνης (άρθρο 30 ΠΚ), ενώ στην περίπτωση της (συγγνωστής) νομικής πλάνης (άρθρο 31 § 2) αίρεται και πάλι ο αρχικός καταλογισμός του ικανού για καταλογισμό και με δόλο πράξαντος υπαιτίου εκκλησια­στικού αδικήματος7. Εκδήλωση αποδοχής της αντιλήψεως, ότι η συνεί­δηση του αδίκου είναι στοιχείο του καταλογισμού με πλατιά έννοια αποτελεί η προϋπόθεση που θεσπίζεται από τους κανόνες για τη δίωξη ορισμένων αδικημάτων, να επιμένει δηλαδή ο υπαίτιος στην αντικανο­νική συμπεριφορά του μετά από προειδοποίηση (βλ. π.χ. καν. 15 και 31 Αποστ., 5 Αντιοχ.).

Για το τιμωρητό της πράξης πρέπει να παρατηρηθεί ότι, μολονότι η αρχή «κανένα έγκλημα, καμία ποινή χωρίς νόμο» πρωτοδιατυπώθηκε από τον Απόστολο Παύλο (Ρωμ. 4,15 και 5,13), η ποινική πρόβλεψη των εκκλησιαστικών αδικημάτων γίνεται μερικές φορές από τους ι. κανόνες με έμμεσο τρόπο ή αόριστα, χωρίς σαφή προσδιορισμό της επιβλητέας ποινής. Οι εκκλησιαστικές ποινικές διατάξεις δεν έχουν κατ’ αρχήν αναδρομική δύναμη σύμφωνα με γενική αρχή που ισχύει στο δίκαιο (βλ. άρθρο 2 ΑΚ). Αν όμως υποτεθεί ότι με ειδικό νόμο προσδίνεται τέτοια δύναμη σε εκκλησιαστική ποινική διάταξη είτε για να θεμελιωθεί, είτε

5Γ Βλ. τις εξαιρετικά ενδιαφέρουσες διακρίσεις στον καν. 8 Μ. Βασιλείου και τις παρατηρήσεις του Κ Τριανταφυλλόπουλου, Ελληνικαί νομικαί ιδέαι εν τω βυζα- ντινώ ποινικώ δικαίω, ΑΙΔ 16 (1953) 151 επ.

6. Βλ. για την αμέλεια στην ανθρωποκτονία Σπ. Ν. Τρωιάνου, Η έκτασις της κανονικής ευθύνης των κληρικών εκ θανατηφόρων τροχαίων ατυχημάτων, Απόστ. Τίτος, περ. Β' τεύχ. 2 (1980) 131-135 καθώς και Γ. Πουλή, Ο ακούσιος φόνος κατά το εκκλησιαστικό δίκαιο, Θεσσαλονίκη 1993.

7. Βλ. Πουλή, Ο δόλος σ.60 και σημ.141· πρβλ. Χριστοφιλόπουλου, Θέματα κ.λπ. (ό.π. 1.1 σημ.35) σ.66.

Page 92: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

566 Κεφ. 9ο - Ουσιαστικό Ποινικό Δίκαιο /

για να επαυξηθεί το αξιόποινο, ο νόμος αυτός δεν θα προσκρούει στο άρθρο 7 του Συντάγματος, επειδή, όπως γίνεται γενικά δεκτό, η συνταγ­ματική αυτή διάταξη αναφέρεται στις ποινές του κοινού ποινικού δι­καίου, όχι δε και σε πειθαρχικές, διοικητικές ή εκκλησιαστικές. Πάντως, αν δεν υπάρχει αντίθετη ρύθμιση, εφαρμόζεται και εδώ το άρθρο 2 § 1 ΠΚ, σύμφωνα με το οποίο, αν από την τέλεση της πράξης μέχρι την τελεσίδικη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες ποινικές διατάξεις, επι­κρατεί η ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο.

Από τους λόγους που εξαλείφουν το αξιόποινο, η παραγραφή ανα­γνωριζόταν και για τα εκκλησιαστικά αδικήματα με τα άρθρα 163-168 του Ν. 5383/32, αλλά οι διατάξεις αυτές δεν ισχύουν σήμερα, επειδή καταργήθηκαν με τα άρθρα 13 του Α.Ν. 1996/39 και 9 του Ν.Δ. 1714/42. Η διαφοροποίηση αυτή μεταξύ πολιτειακού και εκκλησιαστικού ποινι­κού δικαίου ενδέχεται να δημιουργήσει παράδοξες καταστάσεις στη σχέση κοινής και εκκλησιαστικής δίκης. Ο θάνατος του υπαιτίου δεν εξαλείφει οπωσδήποτε το αξιόποινο, γιατί υπάρχουν περιπτώσεις, στις οποίες η ποινή επιβάλλεται μετά τον θάνατο του δράστη, ειδικότερα δε πάντοτε η στέρηση της εκκλησιαστικής κηδεύσεως και μερικές φορές ο αφορισμός.

Το εκκλησιαστικό αδίκημα δεν εμφανίζεται πάντα με τη μορφή της ολοκληρωμένης πράξης, αλλά μπορεί να μείνει στο στάδιο της απόπει­ρας, οπότε οι κυρώσεις είναι επιεικέστερες σε σύγκριση με τις ποινές του τελειωμένου αδικήματος8.

8. Βλ. σχετικά Π. Χριστινάκη, Η απόπειρα εκκλησιαστικού εγκλήματος, Αθή­να 1978.

Page 93: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

q 7 Qi εκκλησιαστικές ποινές 567

9.2. Οι εκκλησιαστικές ποινές

9.2.1. Ποινές για όλα τα μέλη της Εκκλησίας

| Οι κυρώσεις που προέβλεπε η έννομη τάξη της Εκκλησίας ήδη, από to πρώτο στάδιο της διαμορφώσεώς της, συνίσταντο στον αποκλεισμό και την αποβολή από την κοινότητα, που έλαβε την ονομασία «αφορι-

I ομός» υπό τις διάφορες ειδικότερες μορφές του. Το περιεχόμενο τηςΙ· ποινής αυτής προκύπτει από χωρία του κατά Ματθαίον ευαγγελίου

(18,15-17) και των αποστολικών επιστολών προς Τιμόθεον (Α ' Τιμ. 1,18- 20) και προς Κορινθίους (Α" Κορ. 6,1-6). Η έκφραση «παραδίδωμι τω σατανά», ειδικότερα, στις αποστολικές επιστολές είναι χωρίς καμία αμ­φιβολία ισοδύναμη με το «αφορίζω». Ο αφορισμός παρέμεινε η συνη- θέστερη ποινή για όλα τα μέλη της Εκκλησίας. Ο όρος όμως αυτός δεν εμφανίζεται πάντα, στην περαιτέρω διαμόρφωσή του, με το ίδιο περιε­χόμενο. Μπορεί να σημαίνει τον αποκλεισμό από τις ιερές τελετές και, κυρίως, τη στέρηση της θείας κοινωνίας, οπότε φέρει τον ειδικότερο χαρακτηρισμό «μικρός αφορισμός» (ακοινωνησία), άλλοτε όμως συνε­πάγεται την ολοκληρωτική αποκοπή από το σώμα*της Εκκλησίας και τη στέρηση της ιδιότητας του μέλους της (βλ. 4.2.6). Με τη δεύτερη αυτή σημασία ονομάζεται «μεγάλος αφορισμός» ή «ανάθεμα». Εκτός από τις βασικές αυτές ονομασίες, στα (βυζαντινά και μεταβυζαντινά) εκκλησια­στικά κείμενα απαντά και πλήθος άλλων όρων1, πράγμα που καθιστά τη διάκριση των δυο μορφών αφορισμοΰ μερικές φορές δύσκολη. Πάντως σε τελική ανάλυση η διάγνωση του τύπου της προβλεπόμενης ποινής είναι θέμα ερμηνείας της σχετικής διατάξεως. Των δύο μορφών αφορι- σμού η εμφάνιση οφείλεται, ήδη από τον πρώτο αιώνα του βίου της Εκκλησίας, σε λόγους τόσο κοινωνιολογικούς όσο και εκκλησιαστικούς. Αλλ’ ενώ η επιβολή του αναθέματος είναι καθαρή άσκηση της δικαστι­κής εξουσίας της Εκκλησίας, η επιβολή του απλού (μικρού) αφορισμού συνδέθηκε με το μυστήριο της εξομολογήσεως ή της μετανοίας, χωρίς βέβαια να αποξενωθεί εννοιολογικά από το γενικότερο έργο των δι-

/καιοδοτικών οργάνων της Εκκλησίας.Για το δογματικό περιεχόμενο του μυστηρίου της μετανοίας έγινε πιο

πάνω (7.2.4) λόγος. Η εξουσία για την άφεση των αμαρτημάτων των πιστών δόθηκε από τον Ιησού Χριστό στους μαθητές Του και Αποστό­

1. Βλ. Παναγιωτάκο τ.Γ' σ.321 επ., 335.

Page 94: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

568 Κεφ. 9ο - Ουσιαστικό Ποινικό Δίκαιο /

λους (Ματθ. 18,18) και από αυτούς στους διαδόχους τους με την «απο- στολική διαδοχή» (βλ. 4.3.2). Στο πλαίσιο αυτής της εξουσίας οι διάδοχοι των Αποστόλων, οι επίσκοποι, επέβαλλαν την ποινή του μικρού αφορι- σμοΰ στα μέλη της κοινότητας για πράξεις (ή παραλείψεις) τους που έρχονταν σε αντίθεση με τις εκκλησιαστικές επιτακτικές ή απαγορευτι­κές διατάξεις. Αρχικά τα παραπτώματα αυτά μπορούσαν να έχουν πε- ριέλθει σε γνώση του επισκόπου με ποικίλους τρόπους: Είτε να υπέπε­σαν απευθείας στην αντίληψή του, είτε να τα έμαθε από ασφαλείς πλη­ροφορίες τρίτων, είτε να τα εξομολογήθηκε ο ίδιος ο χριστιανός. Αργό­τερα, με την οριστική διαμόρφωση του μυστηρίου της εξομολογήσεως, που έγινε πια μυστική, η ποινή του αφορισμοΰ επιβάλλεται από αυτόν που τελεί το μυστήριο, δηλαδή τον επίσκοπο ή -συνηθέστερα - τον ορισμένο για τον σκοπό αυτό πρεσβΰτερο, τον «πνευματικό».

Τον πρώτο καιρό ο αφορισμός ήταν αόριστης διάρκειας και έληγε με την ειλικρινή μετάνοια του τιμωρημένου. Από τον 4° αιώνα και ΰστερα όμως η κανονική νομοθεσία (ιδίως οι κανόνες των Πατέρων) άρχισαν να δημιουργοΰν πιο συγκεκριμένα πλαίσια για την επιμέτρηση.της ποι­νής αυτής. Κυκλοφόρησαν μάλιστα στους επόμενους αιώνες και συλλο­γές ειδικών διατάξεων, που ήταν σε ευρΰτατη χρήση μεταξΰ των κληρι­κών. Με τη βοήθεια αυτών των συλλογών οι πνευματικοί κατά το μυστή­ριο της εξομολογήσεως επέβαλλαν στους πιστοΰς, ανάλογα με τα εξο­μολογούμενα παραπτώματα, την ποινή του μικροΰ αφορισμοΰ, που κατά κανόνα συνοδευόταν και από διάφορες πρόσθετες υποχρεώσεις, όπως αυστηρότερη νηστεία, γονυκλισίες, ελεημοσύνες κ.λπ., που στο σύνολό τους είναι γνωστές με τον όρο «επιτίμια» (γι’ αυτό και οι πιο πάνω συλλογές ονομάζονται «συλλογές επιτιμίων»). Η ποινή έληγε, αν μεν ήταν αόριστης διάρκειας, με τη διαπίστωση της πραγματικής μετάνοιας του πιστοΰ, κι αν ήταν συγκεκριμένης διάρκειας, με την πάροδο του ορισμένου χρόνου (πάλι βέβαια και εδώ με την προϋπόθεση της ειλικρι­νούς μετάνοιας). Στην πρώιμη βυζαντινή περίοδο είχαν διαμορφωθεί και ορισμένες ενδιάμεσες βαθμίδες σταδιακής άρσης του αποκλεισμού του τιμωρημένου από τη λειτουργική ζωή της κοινότητας. Ήταν οι λε­γάμενες «στάσεις» (των «προσκλαιόντων», των «ακροωμένων», των ««υ- ποπιπτόντων» και των «συστάντων) που σχετικά γρήγορα περιέπεσαν σε αχρησία.

Το μυστήριο της μετανοίας τελείται σήμερα από τον οικείο επίσκοπο ή - πολύ συνηθέστερα - από πρεσβΰτερο εφοδιασμένο με «ενταλτήριο γράμμα» του επισκόπου. Άλλος κληρικός (ποτέ απλός μοναχός) μόνο

Page 95: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

92. Οι εκκλησιαστικές ποινές 569

οε περίπτωση ανάγκης είναι δυνατό να ασκήσει αυτό το έργο. Παράλ­ληλα, διατηρώντας ο επίσκοπος (μια και δεν καταργήθηκε ποτέ) τη δικαστική του εξουσία στην αρχική της μορφή, μπορεί να επιβάλει (μι­κρό) αφορισμό, άσχετα από το μυστήριο της μετανοίας, σε μέλη του ποιμνίου του που υπέπεσαν σε παραπτώματα, αφοΰ προηγουμένως τα καλέσει να «απολογηθοΰν»2. Η εξουσία αυτή του επισκόπου, που είναι αμεταβίβαστη, μόνο σε λαϊκούς έχει πρακτική σημασία, γιατί στους κληρικούς και τους μοναχούς μπορεί η βελτιωτική επίδραση να επιτευ­χθεί με τις ειδικές γι’ αυτούς ποινές. Σε παλαιότερες εποχές είχε επι­κρατήσει το έθιμο να εξαπολύουν οι επίσκοποι αυτόν τον μικρό αφορι- σμό αορίστως, δηλαδή εναντίον προσώπων αντικειμενικά μεν ορισμέ­νων, αλλά όχι γνωστών. Συνήθως αυτό γινόταν σε περιπτώσεις διαπρά-

2. Η εκκλησιαστική πρακτική των τελευταίων ετών του 20ου αιώνα δείχνει ότι - κατά μείζονα λόγο - μπορεί να επιβληθεί η ποινή αυτή από την I. Σύνοδο. Συγκε­κριμένα, στις 19.8.1987 επέβαλε η Δ.Ι.Σ. με απόφασή της αφορισμό διετούς διάρ­κειας (χωρίς όμως προηγούμενη κλήση σε απολογία) στα επτά μέλη του Κ.Δ.Σ. του Ο.Δ.Ε.Π., επειδή δέχθηκαν να μετάσχουν στο συμβούλιο αυτό που συγκροτήθηκε με απόφαση του ΥΠΕΠΘ κατ’ εφαρμογή του Ν. 1700/87. Η απόφαση αυτή (που η Δ.Ι.Σ. αργότερα ανεκάλεσε με νεώτερη απόφαση της) προσβλήθηκε με αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Σ.τ.Ε., το οποίο με την απόφαση του Δ' Τμήματος 2154/88 (ΝοΒ 36,1988, σ.976 επ., όπου και η ακυρωτική εισήγηση του τότε συμβούλου Β. Μποτόπουλου- 9.2.41) έκρινε κατά πλειοψηφία, ότι η αίτηση ακυρώσεως ασκήθηκε απαραδέκτως, επειδή στρεφόταν κατά πράξης της Εκκλησίας που αφορούσε θέμα πνευματικό και, κατά συνέπεια, δεν είχε εκτελεστό χαρακτήρα. Βλ. σχετικώς Αν. Μαρίνου, Έννοια και είδη κυρώσεων εις το εκκλησιαστικό δίκαιο, στου ίδιου, Εκκλησία και Δίκαιον σ.137-151 (145 επ.). Το ίδιο θέμα αντιμετώπισε το Σ.τ.Ε. λίγα χρόνια αργότερα εξαιτίας αποφάσεως που έλαβε η Δ.ΙΣ. στις 10.8.93, με την οποία επιβλήθηκε επιτίμιο ακοινωνησίας σε μητροπολίτες (βλ. πιο πάνω 2.1.4 και 6.2.5 ς'). Και εδώ κρίθηκε, ότι η απόφαση της Δ.ΙΣ. απαραδέκτως προσβάλλεται με αίτηση ακυρώσεως (Σ.τ.Ε. 2979/96 [Ολομ.], ΕλλΔ 38 [1997] 714 επ.- 6.2.6 V). Μετά την απορριπτική απόφαση του Σ.τ.Ε. κατέφυγαν οι ενδια­φερόμενοι μητροπολίτες στα πολιτικά δικαστήρια, με αίτημα να καταδικασθούν το Ελληνικό Δημόσιο και η Εκκλησία της Ελλάδος στην καταβολή αποζημιώσεως λόγω ^ροσβολής της προσωπικότητάς τους, επειδή η επιβολή του επιτιμίου και η συνεπεία αυτής ανάκληση του'ΤΤτΔίατάγματος καταστάσεως ήταν παράνομες. Με την απόφαση Εφ,ΑΘ. 4242/98 (ΕλλΔ 42 [2001] 192-194) κρίθηκε, ότι πρόκειται για διοικητική διαφο­ρά ουσίας, για την επίλυση της οποίας είναι αρμόδια τα διοικητικά δικαστήρια, επειδή η επιβολή του επιτιμίου της ακοινωνησίας, παρά τον πνευματικό της χαρα­κτήρα, δεν παύει να αποτελεί ενέργεια του νομικού προσώπου της Εκκλησίας, τελε­σθείσα σε συνάρτηση με την οργάνωση και τη λειτουργία του.

Page 96: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

570 Κεφ. 9ο - Ουσιαστικό Ποινικό Δίκαιο /

ξεως κλοπής από άγνωστο δράστη, για να υποχρεωθεί κάτω από την ηθική πίεση ο κλέφτης να επιστρέφει τα κλοπιμαία3. Ρητή κατάργηοη του εθίμου αυτοΰ δεν υπάρχει, αλλά το μέτρο έχει χάσει έτσι ή αλλιώς την πρακτική του σημασία.

Για την ειδικότερη νομική φΰση αυτής της δραστηριότητας του επι­σκόπου, δηλαδή της απαγγελίας αφορισμοΰ ανεξάρτητα από την εξομο­λόγηση, δεν μπορεί να υπάρξει αμφιβολία ότι πρόκειται για την άσκηση δικαστικής αρμοδιότητας. Πολλές αντιρρήσεις, αντίθετα, διατυπώθηκαν- κυρίως από εκκλησιαστικής πλευράς - για την ιδιότητα του «πνευμα­τικού» ως δικαστή. Τελικά έχει επικρατήσει η άποψη που δέχεται αυτή την ιδιότητα, μια και ο χαρακτήρας του αφορισμοΰ ως ποινής στις κα­νονικές πηγές βρίσκεται πέρα από κάθε αμφιβολία4.

Για τη χρονική διάρκεια της ποινής εξακολουθούν να ισχύουν οι σχετικοί κανόνες, όπως είχαν στο παρελθόν διαμορφωθεί. Η ποινή μπο­ρεί να επιβληθεί είτε για ορισμένο, είτε για αόριστο χρόνο - ακόμη και για όλη τη διάρκεια της ζωής του τιμωρημένου. Και στις δύο περιπτώσεις αίρεται με την προϋπόθεση της ειλικρινούς μετάνοιας του μέλους της Εκκλησίας. Αν διαπιστωθεί η βελτίωση που επιδιώκεται με την επιβολή της ποινής, είναι δυνατή ακόμη και η σύντμηση του προκαθορισμένου χρόνου. Αρμόδιος για την άρση της ποινής είναι αυτός που την επέβαλε ή ο διάδοχός του στο εκκλησιαστικό λειτούργημα (π.χ. στην περίπτωση επισκόπου που απεβίωσε στο μεταξύ) ή, ακόμα, και η προϊσταμένη του εκκλησιαστική αρχή, δηλαδή ο Μητροπολίτης ή η Ι.Σύνοδος (καν. 13 Α' Οικουμ., 32 Αποστ., 16 Αγκύρας, 4, 5 και 7 Γρηγ. Νύσσης).

Έγινε πιο πάνω η διάκριση μεταξύ του μικρού και του μεγάλου αφορισμού. Οι προϋποθέσεις για την επιβολή της δεύτερης αυτής ποινής ρυθμίζονται σήμερα στο άρθρο 4 περίπτ. θ ' Κ.Χ. Αποκλειστική αρμο­διότητα για την επιβολή της ποινής έχει η Ι.Σ.Ι. (βλ. 5.2.4) και η σχετική απόφαση πρέπει να ληφθεί με την αυξημένη πλειοψηφία των 2/3 όλου του αριθμού των μελών της (όχι των παρόντων* άρθρο 6 § 3 Κ.Χ.). Η

3. Βλ. τις σχετικές μονογραφίες των 77. Μιχαηλάρη, Αφορισμός. Η προσαρμο­γή μιας ποινής στις αναγκαιότητες της Τουρκοκρατίας. [Ε.Ι.Ε./Κέντρο Νεοελληνι­κών Ερευνών. Θεσμοί κοίΐδεολογία στη νεοελληνική κοινωνία, 60.] Αθήνα 1997 και A. Geroula, Les excommunications a Corfou, XVIIe et XVIIIe siecles: Criminalite et attitudes mentales. [Forschungen zur byzant. Rechtsgeschichte. Athener Reihe, 12.] Athenes κ.λπ. 1998.

4. Βλ. Χριστοφιλόπουλο σ.271.

Page 97: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

wm

pfw

iiwm

^διάταξη αναφέρεται απλώς οτον αφορισμό, χωρίς ειδικότερο προσδιο­ρισμό, αλλά από τη σύγκριση με τους παλαιότερους ΚΧ., από τις εργα­σίες της συντακτικής επιτροπής και από τις συζητήσεις στη Βουλή προ­κύπτει σαφώς, ότι εδώ εννοείται ο μεγάλος ή ο προσωπικός (κατά την ορολογία των προγενέστερων Κ.Χ.* βλ. άρθρα 13 του Ν.Δ. της 31/31.12.1923, 9 του Α.Ν. 2170/40, 8 του Ν. 671/43, 41 του Ν.Δ. 126/69) αφορισμός. Μέχρι το 1977 ήταν αναγκαία η έγκριση της σχετικής απο­φάσεως από την Πολιτεία (άρθρο 8 του Ν. 671/43), πράγμα που δεν ισχύει σήμερα. Οι προηγούμενες διατάξεις επέβαλλαν επίσης περιορι­σμούς ως προς τους λόγους, για τους οποίους επιτρεπόταν η επιβολή αυτής της ποινής, αναφέροντας μόνον την αίρεση (με ερμηνευτική διεύ­ρυνση και την αποστασία). Κατά την ψήφιση του νέου Κ.Χ. επικράτησε η άποψη να γίνει απλώς αναφορά στους ι. κανόνες, χωρίς καθορισμό των περιπτώσεων επιβολής της ποινής, που έτσι ή αλλιώς θεωρείται ως το έσχατο μέσο στο εκκλησιαστικό ποινικό δίκαιο και που συχνά έχει διαπιστωτικό μόνο χαρακτήρα (βλ. 4.2.6).

Πρέπει να σημειωθεί ότι ο αφορισμός αυτός μπορεί να επιβληθεί από την Εκκλησία και μετά τον θάνατο του μέλους της, οπότε η σημασία του μέτρου εντοπίζεται πιο πολύ στην πανηγυρική και επίσημη αποδοκιμασία της αιρετικής διδασκαλίας που αποτέλεσε την αιτία για την επιβολή της ποινής. Ο μεγάλος αφορισμός ή ανάθεμα συνεπάγεται τη διακοπή κάθε νομικού δεσμού του αφορισμένου με την Εκκλησία με όλες τις ειδικό­τερες συνέπειες που απορρέουν από την απώλεια της ιδιότητας του μέλους της. Η ποινή είναι δυνατό να ανακληθεί οποτεδήποτε από το όργανο που την επέβαλε, αν αυτό διαπιστώσει ότι έχει στο μεταξύ εκλεί- ψει η αιτία της επιβολής της5. Στην περίπτωση αυτή ο τέως αφορισμένος ξαναγίνεται μέλος της Εκκλησίας, χωρίς να απαιτείται (ούτε και επιτρέπε­ται) επανάληψη του βαπτίσματος (βλ. τους λόγους πιο πάνω 4.2.6).

Εκτός από την ποινή του αφορισμού (μεγάλου ή μικρού) οι κανόνες προβλέπουν ακόμα μία ποινή, που μπορεί να επιβληθεί σε όλα τα μέλη της Εκκλησίας. Πρόκειται για τη στέρηση της εκκλησιαστικής κηδεύ- σεως (με παράλληλη απαγόρευση τελέσεως μνημοσύνων)6, που απειλεί-

p2. Οι εκκλησιαστικές ποινές___________________________________________571

5. Με την ανάκληση της ποινής του αφορισμοΰ συνδέονται και τα «συγχωρο- χάρτια» που εμφανίζονται στην πρακτική και της Ανατολικής Εκκλησίας από τον 15° αιώνα. Βλ. σχετικά Φ. Ηλιου, Συγχωροχάρτια, Τα Ιστορικά 1 Q983) 35-84 και 3 (1985) 3-44.

6. Πρβλ. Γ. Πουλή, Η στέρηση εκκλησιαστικής κήδευσης, Αρμ 38 (1984) 272-278.

Page 98: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

572 Κεφ. 9ο - Ουσιαστικό Ποινικό Δίκαιο I

ται εναντίον αυτών που αυτοκτόνηοαν ή σκοτώθηκαν σε μονομαχία, με την απαραίτητη βέβαια προϋπόθεση, ότι η πράξη τους εμφανίζει και τα υπόλοιπα στοιχεία του εκκλησιαστικού αδικήματος, γιατί στην περίπτω­ση της αυτοκτονίας το καταλογίσω της πράξης έχει ιδιαίτερη σημασία7.

9.2.2. Ποινές για κληρικούς και μοναχούς

Οι πιο πάνω ποινές μπορεί να επιβληθούν σε οποιοδήποτε μέλος της Εκκλησίας, ακόμη και σε κληρικούς ή μοναχούς. IV αυτούς όμως υπάρ­χουν και ειδικές ποινές, άλλες μόνο για τους κληρικούς (και ιερομονά­χους) και άλλες κοινές. Οι ποινές αυτές προβλέπονται είτε από τους ιερούς κανόνες, είτε, κυρίως, από τη νεώτερη νομοθεσία.

Μετά την ανακήρυξη του αυτοκεφάλου της Ελλαδικής Εκκλησίας το 1833 αρμόδια για την επιβολή ποινών σε κληρικούς και μοναχούς ήταν η Ι.Σύνοδος. Από το άρθρο 5 του Διατάγματος «Περί του τρόπου των εργασιών της Συνόδου» συνάγονται οι ποινές, που είχε τη δυνατότητα η Σύνοδος να επιβάλει: «Καθόσον ανάγεται εις την εκτέλεσιν των δικα­στικών αποφάσεων της Συνόδου, δίδεται η επικύρωσις: α'. Παρά του Βασιλικού Επιτρόπου, όταν πρόκειται λόγος περί ποινής ασημάντων σφαλμάτων περί την πειθαρχίαν, π.χ. περί απλών επιπλήξεων, χρηματι­κών προστίμων κατωτέρων των 50 δραχμών ή περί σωματικού περιορι­σμού, διαρκούντος ολιγώτερον των 3 ημερών, β'. Παρά της επί των Εκκλησιαστικών κ.τ.λ. Γραμματείας δια σημαντικωτέρας πειθαρχικός ποινάς, δια χρηματικά πρόστιμα 50-500 δρχ., δια σωματικόν περιορι­σμόν από 3 ημερών μέχρις 6 εβδομάδων, δια προσωρινήν παύσιν χρεών, μη υπερβαίνουσαν τας 6 εβδομάδας, δι’ εκκλησιαστικά μη δημόσια επι­τίμια, και τέλος γ'. Παρά του ιδίου Βασιλέως, δι’ όλας τας ανωτέρας ποινάς δηλ. δια παύσεις χρεών υπερβαινούσας τας 6 εβδομάδας, δια καθαιρέσεις1!, δι’ εκπτώσεις του υπουργήματος, δια δημόσια επιτίμια και άλλας δημοσίας ποινάς, αναγομένας εις την τιμήν του τιμωρουμένου, δι’ αφορισμούς, χρηματικά πρόστιμα, υπερβαίνοντα τας 500 δρχ., και δια σωματικόν περιορισμόν επέκεινα των 6 εβδομάδων»8. Διαπιστώνουμε ε£ώ> ότι προβλέπονταν και ποινές άγνωστες στους ιερούς κανόνες (π.χ. πρόστιμα).

Μετά την έκδοση του Συνοδικού Τόμου του 1850 τα των ποινών

7. Βλ. καν. 14 Τιμοθέου και τις σχετικές Ε.Ι.Σ. στον Γιαννόπουλο σ.575-578.8. Βλ. Τζωρτζάτο σ.86.

Page 99: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

ίστηκαν στο άρθρο Θ ' του Ν. Σ '. Σύμφωνα με αυτό, το επισκοπικό •δικαστήριο μπορούσε να επιβάλει: «α'. Επίπληξιν. β". Αργίαν πάσης ;£ροπραξίας μετά στερήσεως των δικαιωμάτων της εφημερίας του τιμω­ρημένου. γ '. Έκπτωσιν του αξιώματος (...). δ '. Σωματικόν περιορισμόν Ιντός διατηρούμενου μοναστηριού (...). ε'. Απότισιν ποσού διπλάσιου ?των όσα χρήματα έλαβεν ο τιμωρούμενος πλέον του νενομισμένου (...). ! ' Αφορισμόν προσωπικόν κατά Κληρικού μοναχού»9. Τις ίδιες περίπου

ινές, αλλά στο μέτρο που προέβλεπε το άρθρο ΙΔ ' του Ν. ΣΑ ', είχε Ιρμοδιότητα να επιβάλει η I. Σύνοδος. Οι ρυθμίσεις αυτές ίσχυσαν και

Ικατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα.Στον πίνακα των κυρώσεων της εκκλησιαστικής έννομης τάξης περιλαμ­

βάνονται, κατά τη σειρά της βαρύτητάς τους, οι παρακάτω ποινές που δεν Ιπροβλέπονται ωστόσο όλες από τον ισχύοντα Ν. 5383/32, όπως έχειτροπο- Ιποιηθεί με τον Α.Ν. 1230/38, το Ν.Δ. 1714/42 και τον Ν. 898/43:

α) Η καθαίρεση. Με την επιβολή της ποινής αυτής αποβάλλεται η |ιδιότητα του κληρικού και ο καταδικασμένος επανέρχεται στην τάξη των ! μελών της Εκκλησίας, στην οποία ανήκε πριν από τη χειροτονία του, ^δηλαδή ξαναγίνεται είτε λαϊκός, είτε μοναχός (4.3.7). Η αποβολή της |ΐδιότητας του κληρικού συνεπάγεται την απώλεια κάθε εξουσίας που Ι'πηγάζει από αυτή την ιδιότητα. Αν ωστόσο ο καθηρημένος ασκήσει μία ίαπό τις αρμοδιότητες που είχε προηγουμένως (είτε τελετουργική, είτε ^διοικητική) η σχετική πράξη είναι ανίσχυρη και ο ίδιος διαπράττει αντι­ποίηση ασκήσεως υπηρεσίας λειτουργού της Ανατολικής Ορθόδοξης ^Εκκλησίας (άρθρο 175 ΠΚ* πρβλ. και άρθρα 176 ΠΚ και 54 Κ.Χ. γ ια ]την περίπτωση που εξακολουθεί να φέρει την αμφίεση κληρικού).

β) Η αφαίρεση της μοναχικής ιδιότητας και ο αποσχηματισμός. Η ποινή αυτή προβλεπόταν στο αρχικό κείμενο του Ν. 5383/32, το οποίο

^αργότερα τροποποιήθηκε με κατάργηση των σχετικών διατάξεων. Επει- ^δή όμως εξακολουθεί να επιβάλλεται από το Οικουμενικό Πατριαρχείο • και, σποραδικώς, από τα δικαιοδοτικά όργανα της Εκκλησίας της Ελλά- ' δος, δεν στερείται πρακτικής σημασίας10.| γ) Ο υποβιβασμός. Η ποινή αυτή απειλείται από τον καν. 20 Πενθ. ji μόνον εναντίον επισκόπων, που υποβιβάζονται σε πρεσβΰτερο, αν ασκή­

9. Βλ. Τζωρτζάτο σ.100.10. Βλ. πιο πάνω 4.4 οημ.20 το κείμενο μίας αποφάσεως που επιβάλλει την

ποινή αυτή.

U Οι εκκλησιαστικές ποινές _________________________________573

Page 100: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

574 Κεφ. 9ο - Ουσιαστικό Ποινικό Δίκαιο I

σουν τη διδακτική τους εξουσία μέσα στα όρια ξένης εκκλησιαστικής επαρχίας. Ο υποβιβασμός δεν αναφέρεται στην ισχυουσα εκκλησιαστι­κή ποινική νομοθεσία και επομένως δεν έχει πρακτική σημασία.

δ) Η αργία. Με την επιβολή της ποινής αυτής δεν στερείται ο κληρι­κός την ιδιότητά του, οΰτε τις εξουσίες που απορρέουν από αυτήν, αλλά του απαγορεύεται η άσκησή τους για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα - όσο διαρκεί η ποινή. Η συνέπεια είναι ότι αν ο κληρικός, παρά την απαγόρευση, ασκήσει με οποιονδήποτε τρόπο την ιερατική του εξουσία, οι μεν πράξεις του είναι έγκυρες, αλλά η συμπεριφορά του συνεπάγεται την επιβολή νέας ποινής - εκτός βέβαια αν προβάλλεται λόγος που αίρει τον άδικο χαρακτήρα ή το καταλογιστό της πράξης, π.χ. μετάδοση της Θείας Κοινωνίας σε ετοιμοθάνατο, εφόσον δεν υπήρχε άλλος ιερέας. Τα χρονικά όρια της ποινής αυτής, όπως προβλέπονται στους ισχΰοντες νόμους, κλιμακώνονται ως εξής: α) επί των αρχιερέων μπορεί να είναι μέχρι και δεκαετούς διάρκειας ή ισόβια (οπότε αποβάλλουν και τον θρόνο τους· βλ. 6.2.5), β) στους έγγαμους κληρικούς μπορεί να επιβληθεί μέχρι επτάμισυ χρόνων αργία και γ) στους άγαμους μέχρι πέντε.

ε) Η απώλεια της αρχαιότητας στην (αρχ) ιεροσύνη. Είδαμε ότι σε πολλές περιπτώσεις η αρχαιότητα στον ιερατικό βαθμό έχει σημαντικές έννομες συνέπειες (π.χ. για τη συγκρότηση διαφόρων συλλογικών οργά­νων, άρθρο 25 § 3 Κ.Χ. κ.λπ.). Η επιβολή αυτής της ποινής συνεπάγεται τη μετακίνηση του κληρικού στον οικείο πίνακα αρχαιότητας από τη θέση που κατέχει στο αριστερό όλων των ομοιοβάθμων του. Και η ποινή αυτή, όπως και ο υποβιβασμός, προβλέπεται μόνον από τους κανόνες (καν. 7 Πενθ., 5 Ζ ' Οικουμ.) και επομένως δεν υπάρχει η δυνατότητα να καταγνωσθεί σήμερα, με την ισχυουσα εκκλησιαστική νομοθεσία.

ς) Η έκπτωση από τον θρόνο. Είναι αυτονόητο πως η ποινή αυτή απειλείται μόνον εναντίον μητροπολιτών. Ο καταδικασμένος σε έκπτω­ση αρχιερέας διατηρεί την αρχιερωσύνη του και την τελετουργική του εξουσία, αλλά αποβάλλει τη διοικητική. Επομένως έγκυρα τελεί ιερο­πραξίες, αλλά επειδή δεν έχει πλέον δική του επαρχία, θα πρέπει να παίρνει την άδεια του σε κάθε περίπτωση επιχώριου μητροπολίτη, για να μην είναι η πράξη του εκκλησιαστικώς αξιόποινη.

ζ) Η απώλεια του αξιώματος. Η ποινή αυτή είναι συναφής με την αμέσως πιο πάνω αναφερόμενη και αφορά τόσο κληρικούς όσο και μοναχούς. Προκειμένου για τους εφημερίους εμφανίζεται με την ειδι­κότερη μορφή της παύσης από την εφημεριακή θέση. Η ποινή αυτή

Page 101: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

g 2 Οι εκκλησιαστικές ποινές 575

μπορεί να επιβληθεί είτε αυτοτελώς, είτε ως παρεπόμενη ποινή (μαζί με αργία).

η) Η χρηματική ποινή. Η ποινή αυτή προβλέπεται στον νόμο μόνο για τους έγγαμους κληρικούς, είτε αμέσως, με τη μορφή της υποχρεώσεως καταβολής στο Τ.Α.ΚΕ. (ενόσω υπήρχε) ενός ορισμένου ποσοΰ, είτε εμμέσως, με τη μορφή της στερήσεως των αποδοχών (μισθού ή συντά­ξεως, πάλι υπέρ του Τ.Α.ΚΕ.) για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα. Με τη μορφή της στερήσεως των αποδοχών η ποινή έχει παρεπόμενο χαρα­κτήρα, αν ως κύρια ποινή επιβάλλεται αργία.

θ) Η αναγκαστική μετάθεση. Η ποινή αυτή μπορεί να επιβληθεί τόσο σε μοναχούς (πρβλ. και 4.4.4) όσο και σε κληρικούς, και ειδικότερα σε εφημερίους. Στους τελευταίους συνίσταται στην τοποθέτηση σε μικρό­τερη και λιγότερο σημαντική ενορία, από αυτή που είχαν μέχρι την επιβολή της ποινής (βλ. και άρθρο 37 § 7 εδ. γ" Κ.Χ.), αλλά πάντως μέσα στα όρια της ίδιας μητροπόλεως, γιατί η χορήγηση απολυτηρίου δεν προβλέπεται ως ποινή και τελεί υπό ειδικές προϋποθέσεις (βλ. 6.3.3)Π. Η αναγκαστική μετάθεση των εφημερίων είναι παρεπόμενη ποινή.

ι) Ο σωματικός περιορισμός. Η ανώτατη διάρκεια της ποινής αυτής για μεν τους έγγαμους κληρικούς είναι μέχρι 75 μέρες και εκτίεται στην κατοικία τους, ενώ για τους άγαμους και τους απλούς μοναχούς μπορεί να φθάσει στα 15 χρόνια* αν δεν ξεπερνά τους 10 μήνες εκτίεται στο σωφρονιστήριο της μονής τους, πέρα από το όριο αυτό σε ειδικό σωφρο­νιστήριο ή σε άλλη μονή. Για τον υπολογισμό του χρόνου της ποινής εφαρμόζεται αναλογικά η διάταξη του άρθρου 51 §§ 2 και 3 ΠΚ Ως προς το κατά πόσο η ποινή αυτή, εφόσον απειλείται κατά κληρικών (όχι μοναχών), είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα μπορεί να διατυπωθούν πολ­λές επιφυλάξεις.

ια) Η μομφή, για τους αρχιερείς ή η επίπληξη, για τους υπόλοιπους κληρικούς και τους μοναχούς.

ιβ) Μικρότερης σημασίας ποινές προβλέπουν για τους μοναχούς κα­θεμιάς μονής τα οικεία μοναστηριακά τυπικά (ξηροφαγία, πρόσθετες εργασίες κ.λπ.). Οι ποινές αυτές επιβάλλονται σύμφωνα με τη διαδικα­σία που προβλέπουν οι σχετικές διατάξεις των τυπικών από τον ηγού­μενο ή άλλο διοικητικό όργανο της μονής.

Τέλος πρέπει να διευκρινιστεί ότι όλες οι πιο πάνω ποινές, τόσο οι

11. Βλ. και Σ.τ.Ε. 3291/76 (Βλ. 6.3.7 IV).

Page 102: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

576 Κεφ. 9ο - Ουσιαστικό Ποινικό Δίκαιο I

προβλεπόμενες για όλα τα μέλη της Εκκλησίας, όσο και οι επιβαλλόμε­νες μόνο σε κληρικούς και μοναχούς, έχουν καθαρά πνευματικό περιε­χόμενο και σαφώς διακρίνονται από τις πειθαρχικές ποινές που επιβάλ­λονται σύμφωνα με τη διαδικασία του υπαλληλικού δικαίου από τα εκεί προβλεπόμενα αρμόδια όργανα σε πρόσωπα (κληρικούς, μοναχούς ή λαϊκούς) που ανήκουν στο προσωπικό της Εκκλησίας της Ελλάδος (άρ­θρα 92-129 Κ5/78).

9.2.3. Επιβολή και επιμέτρηση των εκκλησιαστικών ποινών

Σύμφωνα με το ορθόδοξο εκκλησιαστικό δίκαιο η επιβολή των ποι­νών συντελείται πάντοτε με δικαστική απόφαση. Αυτό τονίζεται για να γίνει διαστολή από το σύστημα που επικρατεί οτη Δυτική Εκκλησία, όπου οι ποινές επιβάλλονται αυτόματα με την τέλεση του εκκλησιαστι­κού αδικήματος και η, μεταγενέστερη, απόφαση εκκλησιαστικού δικαιο- δοτικού οργάνου έχει μόνο διαπιστωτικό χαρακτήρα (poenae latae sententiae). Στην Ανατολή δεν φαίνεται να εφαρμόστηκε ποτέ αυτός ο τρόπος επιβολής των εκκλησιαστικών ποινών12. Μοναδική παρέκκλιση από την πιο πάνω αρχή συνιστά στην ορθόδοξη Εκκλησία η ποινή της στερήσεως εκκλησιαστικής κηδεύσεως, για λόγους καθαρά πρακτικούς.

Για τον τρόπο επιμετρήσεως των εκκλησιαστικών ποινών δεν περιέ­χουν οι ι. κανόνες ειδικές επιταγές. Αλλά ο εκκλησιαστικός δικαστής, στον οποίο οι ι. κανόνες με την αοριστία τους στην πρόβλεψη των ποινών αφήνουν μεγάλη ελευθερία, αναγκαστικά θα κάνει χρήση των κριτηρίων του άρθρου 79 ΠΚ που είναι καθιερωμένα σε όλες τις ποινικές νομοθε­σίες, δηλαδή^της βαρύτητας του παραπτώματος και της προσωπικότητας του υπαιτίου. Επίσης οι ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 ΠΚ μπορεί να ασκήσουν σημαντική επίδραση στη διαμόρφωση της κρίσης για το είδος και το μέτρο της ποινής, με την αυτονόητη προϋπόθεση της προσαρμογής του στην ηθική διδασκαλία της Εκκλησίας. Πάντως από τις ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 ιδιαίτερη σημασία έχει για

12. Βλ. Ε.Herman, Hat die byzantinische Kirche von selbst eintretende Strafen (poenae latae sententiae) gekannt? Byzantinische Zeitschrift 44 (1951) 258-264, όπου αποκρουεται κατ’ αρχήν η ύπαρξη τέτοιων ποινών στη βυζαντινή Εκκλησία. Πρβλ. ωστόσο τις παρατηρήσεις τουΣπ. Ν. Τρωιάνου, Ένα λησμονημένο ευρετήριο κανό­νων του έκτου (;) αιώνα, «Αναδρομή». Τιμητ. αφιέρωμα εις τον αρχιεπίσκοπον πρ. Αθηνών (...) Ιάκωβον Βαβανάτσον (Μέγαρα 1991) 431-448 (447).

Page 103: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

92. Οι εκκλησιαστικές ποινές 577

την επιμέτρηση των εκκλησιαστικών ποινών η ειλικρινής μετάνοια του δράστη (βλ. καν. 74 Μ.Βασιλείου). Αντίθετα, λόγο για την επίταση της ποινής αποτελεί ή~υποτροπή, όπως σε πολλούς κανόνες ιδιαίτερα επι- σημαίνεται (καν. 16 Α" Οικουμ, 62 Πενθ., 5 και 18 Ζ' Οικουμ., 58 και 59 Αποστ., 3 και 5 Αντιοχ.).

Για το ειδικότερο ζήτημα της δυνατότητας επιβολής διπλής ποινής, ο καν. 25 Αποστ. δίνει αρνητική λύση. Η σημασία ωστόσο της απαγορευ­τικής αυτής διατάξεως για τη διπλή ποινή μειώνεται από το γεγονός, ότι σε αρκετούς κανόνες ορισμένα εκκλησιαστικά αδικήματα απειλούνται αθροιστικά με δύο ποινές13. Εξυπακούεται ότι δεν τίθεται θέμα διπλής ποινής σε περίπτωση επιβολής εκκλησιαστικής ποινής από τις προβλε- πόμενες στον Ν. 5383/32 και πειθαρχικής υπό στενή έννοια, κατ’ εφαρ­μογή του υπαλληλικού δικαίου της Εκκλησίας.

Σε περίπτωση συρροής εκκλησιαστικών αδικημάτων, αν στον υπαίτιο της τελέσεώς τους επιβληθούν περισσότερες ομοειδείς ποινές (π.χ. αρ­γίας), δεν υπάρχει λόγος να μην εφαρμοστεί αναλογικά η διάταξη των άρθρων 94 και 96 ΠΚ για την κατάγνωση μιας συνολικής ποινής.

9.2.4. Επιλογή από τη νομολογία

I. Απόφαση της Δ.Ι.Σ., με την οποία επιβάλλεται ποινή ακοινωνησίας σε λαϊκούς, έχει καθαρά πνευματικό περιεχόμενο και δεν ελέγχεται ακυρωτικώς. Μειοψηφία.

(...). Επειδή με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμά­των (Α1/431/ 16.7.1987, ΦΕΚ 366 Β") και σύμφωνα με το άρθρο 8 του νόμου 1700/1987 (ΦΕΚ 61 Α ') που έχει τον τίτλο «ρύθμιση θεμάτων εκκλησιαστικής περιουσίας» συγκροτήθηκε το Κεντρικό Διοικητικό Συμβούλιο του Οργανισμού Διοίκησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας (Ο.Δ.Ε.Π.). Το συμβούλιο συγκροτηθη- κε από επτά μέλη, ο δε αϊτών ορίσθηκε πρόεδρος. Ο διορισμός του συμβουλίου προκάλεσε την αντίδραση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία, στη συνεδρίασή της της 19ης Αυγούστου 1987, εξέδωσε πράξη με το ακόλουθο περιεχόμενο: «Λυπείται η Εκκλησία δια την αχαρακτήριστόν και άστοργον συμπεριφοράν των επτά μελών του Κεντρικού Διοικητικού Συμβου­λίου του Κρατικού Οργανισμού Διοικήσεως Εκκλησιαστικής Περιουσίας, τα

Λ οποία, παρά πάσαν έννοιαν δικαίου, ήδη συμμετέχουν εις την υλοποίησιν λη­στρικών και ιερόσυλων σχεδίων δια των οποίων πραγματώνονται άνομοι και

13. Βλ. παραδείγματα και βιβλιογραφία στον Χριστοφιλόπουλο ο.280 επ.

Page 104: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

578 Κεφ. 9ο - Ουσιαστικό Ποινικό Δίκαιο I

άθεσμοι στόχοι κατά της μητρός Εκκλησίας. Η Ιεραρχία αποστρέφει το πρό- σωπόν της με οδύνην από των 7 μελών και επιβάλλει εις αυτά αποχήν από της θείας Ευχαριστίας, επί 2 έτη, ελπίζουσα ότι το παιδαγωγικόν τοΰτο μέτρον θα οδηγήσει αυτά εις συναίσθησιν και μετάνοιαν». Με την κρινόμενη αίτηση ζη­τείται να ακυρωθεί η πράξη αυτή.

Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 95, παρ. 1, του Συντάγματος και το άρθρο 45, παρ. 1, του νομοθετικού διατάγματος 170/1973 «περί του Συμβουλίου της Επι­κράτειας» (όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 27 του νόμου 702/1977, ΦΕΚ 268), σε αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επι­κράτειας υπόκεινται οι εκτελεστές πράξεις των διοικητικών αρχών. Η ποινή που επέβαλε στον αιτοΰντα η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, το επιτίμιο ακοινωνησίας, είναι καθαρώς θρησκευτική. Συνδέεται με το μυστήριο της εξομολόγησης που είναι το μυστήριο της μετανοίας. Έ χει, η ποινή αυτή, καθαρώς πνευματικό χαρακτήρα, σύμφωνα δε με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, οι πράξεις της Εκκλησίας που αναφέρονται σε ζητήματα πνευμα­τικά δεν είναι εκτελεστές πράξεις διοικητικής αρχής και δεν προσβάλλονται παραδεκτώς με αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας (Σ.τ.Ε. 491/40, 2336, 2635, 4120/80). Βέβαια, με την προσβαλλόμενη πράξη της, η Εκκλησία επικαλείται ως λόγο επιβολής του επιτιμίου την από μέρους του αιτούντος αποδοχή αξιώματος που προβλέπει νόμος της Πολιτείας (άρθρ. 8 νόμου 1700/1987). Η αιτιολογία αυτή αντίκειται στο Σύνταγμα, γιατί το δικαίω­μα συμμετοχής του πολίτη στη δημόσια ζωή είναι συνταγματικώς κατοχυρωμένο (άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος). Η μη νομιμότητα της αιτιολογίας της προ­σβαλλόμενης πράξης δεν επηρεάζει, όμως, τη φύση της ποινής, ως επιτιμίου καθαρώς πνευματικού, και συνακόλουθα δεν αλλοιώνει το χαρακτήρα της πρά­ξης αυτής ως καθαρώς πνευματικής και άρα μη εκτελεστής, αφού κατά το ρυθμιστικό της μέρος (αποχή από της Θείας Ευχαριστίας), από το οποίο θα κριθεί και η εκτελεστότητά της, η πράξη αυτή ανάγεται σε ζήτημα καθαρώς πνευματικό.

Ακύρωση δε από το Συμβούλιο της Επικρατείας αυτής της ρύθμισης, που δεν έχει κανένα νομικό αποτέλεσμα, θα ήταν στερημένη από κάθε νομική συνέπεια. Επομένως η κρινόμενη αίτηση προσβάλλει πράξη που δεν είναι εκτελεστή και πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Δύο όμως μέλη του Δι­καστηρίου με αποφασιστική ψήφο μειοψήφησαν ως προς την κρίση ότι η προ­σβαλλόμενη πράξη δεν είναι εκτελεστή, με τη γνώμη τους δε συντάχθηκε και ο ένας από τους Παρέδρους. Η γνώμη της μειοψηφίας είναι η ακόλουθη. Η εκτελεστότητά της προσβαλλόμενης πράξης έπρεπε να κριθεί ενόψει του συνό­λου του περιεχομένου της. Πνευματικό είναι το εκκλησιαστικό επιτίμιο όταν επιβάλλεται για θρησκευτικό παράπτωμα, για πράξη που ανάγεται αποκλειστι­κά στην πνευματική σχέση της Εκκλησίας με τα μέλη της και που αποδοκιμά- ζεται από την Εκκλησία κατ’ εφαρμογή κανόνων πνευματικών, δηλαδή κανό-

Page 105: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

Οι εκκλησιαστικές ποινές 579

jv που ανάγονται στην πραγμάτωση της εσωτερικής ζωής της Εκκλησίας ως αστικού σώματος του Χριστού. Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Συντάγματος, όπως )ύτο έχει παγίως ερμηνευθεί από το Συμβούλιο της Επικρατείας, μόνο στον νευματικό αυτό χώρο των δογματικών κανόνων η Εκκλησία ενεργεί ως πνευ- ατικός οργανισμός και όχι ως νομικό πρόσωπο δημόσιου δικαίου και συνακό- Όυθα μόνο στο χώρο αυτό, τον πνευματικό, δεν υπόκειται σε κανενός είδους Όμικό έλεγχο από μέρους των οργάνων της πολιτείας. Στην επίδικη όμως τερίπτωση, η κύρωση εκφράζει την ηθική αποδοκιμασία της Εκκλησίας για το /εγονός ότι ο πολίτης άσκησε δικαίωμα που του παρέχει το Σύνταγμα (άρθρ. 5 παρ. 1) και ο νόμος (άρθρ. 8 ν. 1700/1987), το δικαίωμα να συμμετέχει στη δημόσια ζωή (καταλαμβάνοντας τη θέση του μέλους νομικού προσώπου δημό­σιου δικαίου όπως είναι ο Ο.Δ.Ε.Π.). Έτσι το αποτέλεσμα που παράγει η προσβαλλόμενη πράξη δεν είναι πια επιτίμιο πνευματικής φύσης. Η πράξη εισβάλλει στο χώρο των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων των πολιτών. Παραβιάζει ευθέως το Σύνταγμα και καμιά πράξη της Εκκλησίας που παρα­βιάζει το Σύνταγμα της πολιτείας δεν μπορεί να θεωρηθεί πράξη πνευματική και ανέλεγκτη. Παραβιάζεται δε το Σύνταγμα, στην προκειμένη περίπτωση, όχι μόνο γιατί η πράξη προσβάλλει το δικαίωμα της προσωπικότητας (το οποίο καθιερώνεται στο άρθρ. 5, παρ. 1 του Συντάγματος) αλλά και γιατί, αποδοκι- μάζοντας τη συμπεριφορά του αιτούντος και επιβάλλοντας σε βάρος του κύρω­ση, έχει το νόημα, έμμεσο αλλά φανερό, ότι η Εκκλησία, με τη συγκεκριμένη αυτή απόφασή της, δεν επιτρέπει στους πολίτες να τηρήσουν ορισμένο νόμο (άρθρ. 8 ν. 1700/87) μιας δημοκρατικής πολιτείας. Η απαγόρευση αυτη εξοπλί­ζεται μάλιστα με το ηθικό δίλημμα που το επιτίμιο προκαλεί στη συνείδηση των πιστών, ενώ, κατά την έννοια των συνταγματικών διατάξεων που κατοχυρώνουν τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, η Εκκλησία δεν επιτρέπεται να προκαλεί στους πολίτες τέτοιου είδους διλήμματα στο πεδίο της άσκησης των συνταγμα­τικών τους δικαιωμάτων και γενικότερα στην εφαρμογή του δημοκρατικού Συ­ντάγματος της χώρας. Πρέπει δε συναφώς να σημειωθεί ότι το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζει ότι όλα τα όργανα του Κράτους, άρα και τα δικαιο- δοτικά, έχουν υποχρέωση να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη άσκηση των δι­καιωμάτων του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου. Η ακυρωτική απόφαση τούτο ακριβώς το αποτέλεσμα θα είχε: την άρση της προσβολής που ο αϊτών έχει υποστεί στην προσωπικότητά του καθώς και την άρση του εμποδίου που η προσβαλλόμενη πράξη έχει θέσει στη λειτουργία του Συντάγματος και του νόμου. Η αντίθεση, λοιπόν, της προσβαλλόμενης πράξης στο Σύνταγμα αναιρεί τον πνευματικό χαρακτήρα του επιτιμίου. Για τους λό­γους που έχουν πιο πάνω εκτεθεί (σε σχέση με το περιεχόμενο και το νόημα της πράξης αυτής), η προσβαλλόμενη απόφαση (που προέρχεται από το όργανο που διοικεί την Εκκλησία όχι μόνο ως πνευματικό οργανισμό αλλά και ως νομικό πρόσωπο δημόσιου δικαίου) έπρεπε, κατά τη γνώμη της μειοψηφίας, να

Page 106: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

580 Κεφ. 9ο - Ουσιαστικό Ποινικό Δίκαιο I

θεωρηθεί πράξη εκτελεστή (και βέβαια μη νόμιμη), η δε κρινόμενη αίτηση έπρεπε να θεωρηθεί παραδεκτή.

Επειδή σύμφωνα με τη γνώμη που επικράτησε η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

(Σ.τ.Ε. 2154/1988 [Τμ. Δ'], ΝοΒ 36, 1988, 976 επ.).

Page 107: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ

ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

II. ΕΙΔΙΚΟ ΜΕΡΟΣ

10.1. Κατάταξη των εκκλησιαστικών αδικημάτων σε κατηγορίες

10.1.1. Τα κριτήρια της διακρίσεως

Όπως επισημάνθηκε προηγουμένως, το μεγαλύτερο μέρος από τους ι. κανόνες ανήκει στην ύλη του ειδικού εκκλησιαστικού ποινικού δι­καίου, γιατί οι πιο πολλοί απ’ αυτούς προβλέπουν ένα ή και περισσότερα εκκλησιαστικά αδικήματα. Η ταξινόμηση των αδικημάτων αυτών σε κα­τηγορίες δεν είναι εύκολη, γιατί δεν υπάρχει γενικά αποδεκτή διαίρεσή τους και ο κάθε συγγραφέας επιχειρεί άλλη διάκριση, εφαρμόζοντας, δικά του κριτήρια. Έτσι ο Ν. Μίλας1 διακρίνει γενικά εκκλησιαστικά παραπτώματα και παραπτώματα των κληρικών, με κριτήρια το υποκεί­μενο του αδικήματος. Ο Κ. Ράλλης2 διακρίνει, με βάση το προσβαλλό­μενο έννομο αγαθό3, πλημμελήματα κατά του σώματος, σαρκικά, κατά της περιουσίας, κατά της πίστης και τα συγγενή, πειθαρχικά παραπτώ­ματα των κληρικών, και παραβάσεις των ειδικών υποχρεώσεων που

1. Μίλας σ.696 επ.2. Κ Ράλλη, Ποινικόν Δίκαιον της Ορθοδ. Ανατολικής Εκκλησίας, Αθήνα

1907 (ανατύπ. Θεσσαλονίκη 1985), σ.210-458.3. Βλ. γι’ αυτό Λ. Βαρβιτσιώτη, Έννοια και λειτουργικότητα του εννόμου

αγαθού, ΝοΒ 33 (1985) 565-575, Ν. Γ. Αημητράτου, Έννομο αγαθό και διδασκαλία περί εγκλήματος στο ποινικό δίκαιο. [Ποινικά, 53.] Αθήνα-Κομοτηνή 1998, ιδίως σ.277 επ., Δ. Σπινέλλη, Το έννομον αγαθόν και η σημασία του εις την σύγχρονον διδασκαλίαν του ποινικού δικαίου, ΠΧρ 21 (1971) 721-738 και 801-813, Δ. Σπυρά- κον, Η κριτική λειτουργία της έννοιας του εννόμου αγαθού. [Μελέτες, 4.] και, κυ­ρίως, I. Μανωλεόάκη, Το έννομο αγαθό ως βασική έννοια του ποινικού δικαίου, Θεσσαλονίκη 1998.

Page 108: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

582 Κεφ. 10ο - Ουσιαστικό Ποινικό Δίκαιο //

απορρέουν από την ιερατική τους ιδιότητα. Με παρεμφερές κριτήριο ο Γ. Ράμμος4 κατατάσσει τα αδικήματα σε αξιόποινες εκκλησιαστικές παραβάσεις και σε εκκλησιαστικά πειθαρχικά παραπτώματα. Ο 77. /7α- ναγιωτάκος επιχειρεί δύο διακρίσεις. Η μία ανταποκρίνεται απόλυτα στις διακρίσεις του κοινού ποινικού δικαίου (τελέσεως και παραλεί- ψεως, στιγμιαία και διαρκή, απλά και πολύπρακτα κ.λπ.). Η άλλη έχει ως βάση το προσβαλλόμενο έννομο αγαθό και διακρίνει τα αδικήματα σε στρεφόμενα κατά της ορθόδοξης πίστης, κατά της θρησκείας, κατά της εκκλησιαστικής τάξης, κατά του κατά Χριστόν βίου, κατά του ηθικού βίου5. Με το ίδιο κριτήριο κατατάσσει τα αδικήματα και ο π. Ευάγγελος Μαντζουνέας6 σε στρεφόμενα κατά της ορθόδοξης πίστης, κατά του Θεού, κατά του εκκλησιαστικού καθεστώτος, κατά της συνοχής της διοι- κήσεως, κατά της κανονικής ευταξίας, κατά της ανθρώπινης ζωής, κατά των ηθών, κατά του θεσμού του γάμου, κατά της προσωπικότητας, κατά της ιδιοκτησίας και κατά ορισμένων καθηκόντων. Εύκολα παρατηρεί κανένας από τις ονομασίες των διαφόρων κατηγοριών ότι δεν έχουν απόλυτη συνέπεια και ότι σε μεγάλο μέρος διασταυρώνονται μεταξύ τους.

Διαφορετική είναι η διάκριση που κάνει ο Αν. Χριστοφιλόπουλος7 ανάλογα με την προέλευση του αξιοποίνου των αδικημάτων. Σύμφωνα με τη διάκριση αυτή εκκλησιαστικά αδικήματα είναι: α) Κάθε πράξη (ή παράλειψη) που απειλείται από έναν κανόνα δικαίου (όχι μόνο γραπτό αλλά και εθιμικό, μια και το άρθρο 7 του Συντάγματος αφορά μόνο τις ποινές του κοινού ποινικού δικαίου* βλ. πιο πάνω 9.1.2) με εκκλησιαστι­κή ποινή. Η ποινή μπορεί να είναι ορισμένη, ενδέχεται όμως να μην προσδιορίζεται σε είδος και μέτρο, β) Κάθε παράβαση οποιασδήποτε επιτακτικής ή απαγορευτικής διατάξεως του εκκλησιαστικού δικαίου ή μη συμμόρφωση στις νόμιμες και νομότυπες επιταγές των προϊσταμένων εκκλησιαστικών αρχών, ακόμη και όταν δεν προβλέπεται η επιβολή κυρώσεων. Δικαιολογητικός λόγος για την πρόσδοση του χαρακτήρα εκκλησιαστικού αδικήματος σ’ αυτή την κατηγορία πράξεων είναι η ανάγκη διατηρήσεως της εκκλησιαστικής πειθαρχίας με την τιμωρία των

4. Ράμμος, ό.π. (1.1 σημ.34) σ.112-125.5. Παναγιωτάκος τ.Γ' σ.108 επ. και σ.341 επ.6. Ευ. Μαντζουνέα, Εκκλησιαστικον ποινικόν δίκαιον, Αθήνα 1979, σ.145-305.7. Χριστοφιλόπουλος σ.282 επ.

Page 109: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

10.1. Κατάταξη των εκκλησιαστικών αδικημάτων σε κατηγορίες 583

κρουσμάτων απείθειας στους ιεραρχικά προϊσταμένους, γ) Κάθε έγκλη­μα του κοινού ποινικού δικαίου σε βαθμό πλημμελήματος ή κακουργή­ματος, εξαιτίας των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας που επικρατούν στη χώρα μας. Συνέπεια της μορφής των σχέσεων αυτών είναι ότι κάθε πράξη που στρέφεται εναντίον της έννομης τάξης της Πολιτείας κλονίζει και την έννομη τάξη της Εκκλησίας - μολονότι η προοδευτικά αυξανό­μενη τάση «ποινικοποιήσεως» στη σύγχρονη νομοθεσία μπορεί να οδη­γήσει σε ανεπιεικείς λύσεις στον εκκλησιαστικό χώρο και για τον λόγο αυτόν δεν είναι δυνατό αυτή η κατηγορία να γίνει δεκτή. Αλλά για το θέμα αυτό, ιδιαίτερα για τα κακουργήματα, θα ξαναγίνει λόγος πιο κάτω, στις σχέσεις μεταξύ κοσμικής και εκκλησιαστικής ποινικής δι­καιοδοσίας.

Page 110: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

584 Κεφ. 10ο - Ουσιαστικό Ποινικό Δίκαιο II

10.2. Τα επιμέρους εκκλησιαστικά αδικήματα

10.2.1. Τα εκκλησιαστικά αδικήματα γενικώς

Από το περιεχόμενο των προηγούμενων παραγράφων προκύπτει κα­θαρά ότι το ειδικό μέρος του εκκλησιαστικού ποινικού δικαίου αποτε- λείται από όλους τους ορισμούς του δικαίου της Ορθόδοξης Εκκλησίας, που υπαγορεύουν ορισμένη συμπεριφορά στα μέλη της είτε με επιτακτι­κή, είτε με απαγορευτική διατύπωση, και μάλιστα ανεξάρτητα από το αν συνοδεύονται ή όχι από την απειλή κυρώσεων. Στη συνέχεια αναφέ- ρονται ενδεικτικά ορισμένα εκκλησιαστικά αδικήματα, ανάλογα με την κατάταξη της ύλης που ακολουθείται σ’ αυτό το βιβλίο.

Σύμφωνα με τις διατάξεις που αναφέρονται στην οργάνωση της Εκ­κλησίας συνιστούν εκκλησιαστικά αδικήματα οι ενέργειες που διασπούν την ενότητά της, όπως το σχίσμα, η μη αναγνώριση νόμιμης ενέργειας του αρμόδιου οργάνου άλλης αυτοκέφαλης ή αυτόνομης εκκλησίας ή αντίθετα η αναγνώριση νομικών συνεπειών σε ενέργειες που προήλθαν από ομάδες με αντικανονική άσκηση αυτοδιοικήσεως* παραβάσεις ανα- φερόμενες στην τέλεση του βαπτίσματος, π.χ. η επανάληψή του ή η τέλεσή.του κατά τρόπο διαφορετικό απ’ ό,τι ορίζει το ορθόδοξο λειτουρ­γικό τυπικό, ή στην τέλεση της χειροτονίας ή χειροθεσίας ή μοναχικής κουράς, π.χ. η τέλεσή τους από λειτουργό αναρμόδιο ή σε πρόσωπο που δεν είχε τα νόμιμα προσόντα ή χωρίς να τηρηθεί κάποια από τις κανο­νικές προϋποθέσεις* παραβάσεις κατά τη διαδικασία για την ανάδειξη των ατομικών διοικητικών οργάνων της Εκκλησίας ή κατά τη λειτουργία των συλλογικών της οργάνων, π.χ. εκλογή ως εφημερίου προσώπου που δεν διαθέτει τα νόμιμα προσόντα ή παράλειψη συμμετοχής στις εργα­σίες των συνοδικών οργάνων.

Από τον χώρο της διοικήσεως της Εκκλησίας αδικήματα αποτελούν οι παραλείψεις στην άσκηση εποπτείας, είτε σε πρόσωπα, είτε σε πράγ­ματα και γενικότερα κάθε παράβαση στην άσκηση της εκκλησιαστικής διοικητικής εξουσίας, παράλειψη του επισκόπου να ελέγχει τη νομιμό­τητα της οικονομικής διαχειρίσεως στα μοναστήρια της επαρχίας του, άρνηση εφημερίου να μεταβεί στην ενορία, στην οποία μετατίθεται, εκτέλεση εκκλησιαστικού έργου χωρίς να τηρηθούν οι νόμιμες διατυπώ­σεις. Μία μεγάλη κατηγορία εκκλησιαστικών αδικημάτων προέρχεται από την παραβίαση των ειδικών υποχρεώσεων διαβιώσεως και συμπε­ριφοράς που οι ι. κανόνες επιβάλλουν στους κληρικούς, και στους μο­

Page 111: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

10.2. Τα επιμέρους εκκλησιαστικά αδικήματα 585

ναχούς, όπως η υποχρέωση να φέρουν ορισμένη αμφίεση1, η απαγόρευ­ση δανεισμού με τόκο, συμμετοχής σε τυχερά παιχνίδια, αναλήψεως δημοσίων αξιωμάτων, διατηρήσεως «συνεισάκτων» για τους άγαμους κληρικούς, δηλαδή η συνοίκηση με γυναίκες, με τις οποίες δεν έχουν στενή συγγένεια κ.λπ.2.

10.2.2. Τα σπουδαιότερα εκκλησιαστικά αδικήματα

Με την πιο πάνω ενδεικτική απαρίθμηση ορισμένων εκκλησιαστικών αδικημάτων δεν μπορεί να θεωρηθεί ολοκληρωμένη η εικόνα του ειδι­κού μέρους του εκκλησιαστικού ποινικού δικαίου, αν δεν συμπληρωθεί με την ειδικότερη εξέταση μερικών αδικημάτων που ξεχωρίζουν σε σπουδαιότητα ανάμεσα στα υπόλοιπα.Τα αδικήματα αυτά είναι:

α) Η αποστασία. Το αδίκημα συνίσταται στην εγκατάλειψη της χρι­στιανικής θρησκείας με την προσχώρηση σε άλλη (όχι χριστιανική) θρη­σκευτική κοινότητα ή με την αποδοχή της αθεΐας ή της αθρησκείας. Στη βυζαντινή περίοδο η συμπεριφορά αυτή στοιχειοθετούσε και έγκλημα του κοινού ποινικού δικαίου, αλλά σήμερα η αλλαγή θρησκεύματος αποτελεί εκδήλωση της ελευθερίας της θρησκευτικής συνειδήσεως που κατοχυρώνεται στο πλαίσιο της θρησκευτικής ελευθερίας άπδ^ο άρθρο 13 του Συντάγματος (βλ. πιο πάνω 2.2.3 α'). Το αδίκημα της αποστασίας απειλείται στο ισχύον δίκαιο με την ποινή του μεγάλου αφορισμοΰ (καν. 62 Αποστ., 73 Μ. Βασιλείου, 2 Γρηγ. Νύσσης), που, εφόσον η έξοδος του μέλους από την Εκκλησία έχει ήδη συντελεσθεί, θα έχει πιο πολύ τον χαρακτήρα μέτρου διαπιστωτικού παρά ποινής (βλ. 4.2.6).

Από τους πιο πάνω κανόνες συνάγεται ότι η νομοτυπική μορφή του αδικήματος πραγματώνεται με δύο τρόπους: είτε με την προσχώρηση σε άλλη θρησκευτική κοινότητα, είτε με την «έξοδο» από την κοινότητα των πιστών («Όποιος από διάθεση αρνήσεως της ορθόδοξης πίστης αποχω­ρεί από την Εκκλησία...»). Ο δόλος του υπαιτίου αναλύεται στη γνώση

1. Η κανονική περιβολή του ελληνικού ορθοδόξου κλήρου καθορίζεται με το Π.Δ. της 21.1.1931. Βλ. και άρθρο 54 Κ.Χ.

2. Για τα ειδικότερα εκκλησιαστικά αδικήματα, συμπεριλαμβανομένων και των σπουδαιότερων, όπως η αποστασία, η αίρεση κ.λπ., βλ. τους συγγραφείς που παραπέμπονται στις υποσημειώσεις της προηγούμενης παραγράφου, όπου και η σχετική βιβλιογραφία. Πρόσθεσε, από ιστορική άποψη, Τρωιάνου, Τα περί την θρη­σκείαν εγκλήματα κ.λπ. (ό.π. 1.2 σημ.16).

Page 112: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

586 Κεφ. 10ο - Ουσιαστικό Ποινικό Δίκαιο II

και θέλησή του, να αποχωρήσει από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Προσα- παιτείται όμως και το πρόσθετο υποκειμενικό στοιχείο της αρνήσεως της ορθόδοξης πίστης. Προβλήματα είναι ενδεχόμενο να δημιουργήσει η υποκειμενική επικάλυψη του στοιχείου της αντικειμενικής υποστά­σεως «Εκκλησία», όρου με αξιολογικό περιεχόμενο, που ο υπαίτιος μπορεί να εννοεί εσφαλμένως* λ.χ. να εκλαμβάνει τη θρησκευτική κοι­νότητα, στην οποία προσχωρεί, ως την «αληθινή» Εκκλησία. Έτσι η πλάνη του αυτή θα κριθεί ως πραγματική, παρόλο τον προεχόντως δεο- ντικό της χαρακτήρα (άρθρο 30 § 1 ΠΚ). Άμεση πλάνη για το δίκαιο (άρθρο 31 § 2 ΠΚ) υπάρχει, εάν ο υπαίτιος κατά τον χρόνο τελέσεως του αδικήματος δεν μπόρεσε - και δεν θα μπορούσε όσο κι αν ενέτεινε τις ψυχοπνευματικές του δυνάμεις - να αντιληφθεί, ότι η πράξη του αποδοκιμάζεται από την εκκλησιαστική δικαιοταξία. Η νομική αυτή πλάνη θα πρέπει - στις πιο πολλές περιπτώσεις - να κριθεί ως συγγνω­στή, αφού η πράξη είναι δισήμαντη: αφενός αποτελεί άσκηση θεμελιώ­δους ατομικού δικαιώματος και αφετέρου ενέχει στίγμα κανονικού αδί­κου. Η αντίστροφη ακριβώς αξιολόγησή της στις δύο δικαιοταξίες συ­νηγορεί υπέρ του συγγνωστού της νομικής πλάνης του υπαιτίου.

β) Η αίρεση. Το αδίκημα τελείται με την άρνηση ενός θεμελιώδους δόγματος της ορθόδοξης πίστης, χωρίς, εννοείται, απομάκρυνση από τη χριστιανική θρησκεία, οπότε θα είχαμε την αντικειμενική υπόσταση της αποστασίας. Κατά συνέπεια η νομοτυπική μορφή του αδικήματος εμφα­νίζεται ως εξής: «Όποιος με λόγια ή έργα αποκλίνει από τη βασική διδασκαλία της Εκκλησίας ή εντάσσεται σε (ήδη καταδικασμένο ως) αιρετικό3 χριστιανικό θρήσκευμα τιμωρείται...». Στον πρώτο τρόπο πραγματώσεως της αντικειμενικής υποστάσεως του αδικήματος ο δόλος του υπαιτίου περιλαμβάνει τη γνώση του, ότι με λόγια ή έργα αποκλίνει από τη βασική διδασκαλία της Εκκλησίας και τη θέληση της αποκλίσεως αυτής. Εάν εσφαλμένως εκλαμβάνει, ότι δεν αποκλίνει, αλλ’ απλώς δια­φοροποιείται, ή ότι αποκλίνει μεν, αλλά όχι από καίρια σημεία της βασικής διδασκαλίας της Εκκλησίας, βρίσκεται σε πραγματική πλάνη, γιατί ο δόλος του δεν καλύπτει πλήρως όλα τα στοιχεία της αντικειμενι­κής υποστάσεως. Άμεση πλάνη για το δίκαιο είναι νοητή, αν ο υπαίτιος εσφαλμένως θεωρεί ότι η πράξη του δεν προσκρούει σε απαγορευτικό

3. Πρβλ. Σπ. Ν. Τρωιάνου, Τινά περί του αδικήματος της αιρέσεως, ΑΕΚΔ 18 (1963) 20-25.

Page 113: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

10.2. Τα επιμέρους εκκλησιαστικά αδικήματα 587

κανόνα της Εκκλησίας. Ενόψει της διαχρονικής πάλης της Εκκλησίας με τους αιρετικούς, η πλάνη αυτή θα είναι στις περισσότερες περιπτώσεις ασύγγνωστη. Έμμεση πλάνη για το δίκαιο, ως πλάνη για την ύπαρξη λόγου άρσης του αδίκου, είναι νοητή, όταν ο υπαίτιος εσφαλμένα νομί­ζει ότι δικαιούται να πραγματώσει την αντικειμενική υπόσταση του α­δικήματος - λόγο που στην πραγματικότητα το δίκαιο της Εκκλησίας δεν έχει καθιερώσει, φρονώντας ότι η πράξη του επιτρέπεται για λόγους συνειδησιακούς. Ό ταν η αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος πλη- ρούται με την ένταξη του υπαιτίου σε αιρετικό χριστιανικό θρήσκευμα, ο δόλος του περιλαμβάνει τη γνώση και θέληση της εντάξεως αυτής.

Τους πρώτους αιώνες αποτελούσε αίρεση η οποιαδήποτε - ακόμη και σε επουσιώδες σημείο - απομάκρυνση από την ορθόδοξη δογματική διδασκαλία. Αργότερα όμως, όταν σταθεροποιήθηκαν τα αρχικώς ρευ-

- στά όρια μεταξύ αιρέσεως και σχίσματος και διαμορφώθηκε η έννοια του σχίσματος πίστης (βλ. αμέσως πιο κάτω), περιορίστηκε η αίρεση στα παραπάνω πλαίσια. Στο Βυζάντιο η αίρεση, όπως και η αποστασία, αποτελούσε παράβαση και του κοινού ποινικού δικαίου4. Σήμερα τιμω­ρείται με την ποινή του μεγάλου αφορισμού (καν. 7 Γ" Οικουμ., 1 Πενθ.), που και εδώ θα έχει μόνο διαπιστωτικό χαρακτήρα, αν έχει προηγηθεί η προσχώρηση του αιρετικού σε άλλη (ετερόδοξη) θρησκευτική κοινό­τητα.

γ) Το σχίσμα και η παρασυναγωγή. Η αντικειμενική υπόσταση του σχίσματος συνίσταται στην οργανωμένη άρνηση υπακοής και πειθαρ­χίας στη νόμιμη εκκλησιαστική αρχή με τη σύμπηξη ιδιαίτερης (νέας) θρησκευτικής κοινότητας ή με την προσχώρηση σε ήδη υφιστάμενη. Έτσι η νομοτυπική μορφή του αδικήματος εμφανίζεται με τα ακόλουθα σχήματα: α) «Όποιος χωρίζεται από τον επιχώριο επίσκοπο με τη σύ­σταση άλλης εκκλησιαστικής κοινότητας τιμωρείται...», ή β) «Όποιος προσχωρεί σε σχισματική κοινότητα τιμωρείται...». Ο δόλος του πρώτου αδικήματος περιλαμβάνει τη γνώση και θέληση του υπαιτίου να ιδρύσει άλλη θρησκευτική κοινότητα με ρήξη προς την υφιστάμενη νόμιμη και τον επίσκοπό της. Ο δόλος της δεύτερης μορφής του υπό συζήτηση κανονικού αδικήματος αναλύεται στη γνώση και βούληση του υπαιτίου να αποσπασθεί από την υφιστάμενη νόμιμη εκκλησιαστική κοινότητα και να ενταχθεί σε άλλη, ήδη ιδρυμένη σχισματική. Στην τελευταία αυτή

4. Πρβλ. Τρωιάνου, Τα περί την θρησκείαν εγκλήματα κ.λπ. (ό.π.) σ.172 επ.

Page 114: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

588 Κεφ. 10ο - Ουσιαστικό Ποινικό Δίκαιο II

περίπτωση, αν ο υπαίτιος εσφαλμένως υπολαμβάνει, ότι η άλλη κοινό­τητα δεν είναι σχισματική, βρίσκεται σε πραγματική πλάνη (άρθρο 30 §1 ΠΚ). Αν ο υπαίτιος εσφαλμένως εκλαμβάνει την άλλη κοινότητα ως σχισματική χωρίς αυτή πράγματι να είναι, έχουμε απρόσφορη απόπειρα.

Αν λείπει το στοιχείο της οργανώσεως, τότε πρόκειται για απλή α­πείθεια. Το σχίσμα, αφοΰ εννοιολογικώς αποχωρίστηκε από την αίρεση, διακρίθηκε σε σχίσμα διοικήσεως και σχίσμα πίστης. Στην τελευταία μορφή υπάρχουν και δογματικές διαφορές, αλλά πάντως επουσιώδεις. Παράδειγμα σχίσματος διοικήσεως αποτέλεσε το βουλγαρικό σχίσμα (βλ. 3.3.3) και σχίσματος πίστης το σχίσμα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλη­σίας. Αν πρόκειται για σχίσμα πίστης, είναι νοητή η πλάνη του υπαιτίου, έμμεση πλάνη για το δίκαιο, ως πλάνη για τις πραγματικές προϋποθέσεις λόγου άρσης του αδίκου, η οποία εξομοιώνεται ως προς τις συνέπειές της με την πραγματική. Έτσι στην περίπτωση που ο υπαίτιος διαπράττει το αδίκημα νομίζοντας εσφαλμένως, ότι ο επιχώριος επίσκοπος είναι αιρετικός5, βρίσκεται σε πλάνη για τον όρο δικαιολογήσεως και η πράξη του που αρχικώς είναι καταλογιστή τελικώς δεν θα του καταλογιστεί.

Στενή σχέση με το σχίσμα έχει το αδίκημα της παρασυναγωγής. Στο πρώτο είναι αναγκαία η παρουσία μεταξύ των δραστών ενός τουλάχι­στον επισκόπου, ενώ το δεύτερο διαπράττεται από πρεσβΰτερο6. Οι ποινές και για τα δυο αδικήματα είναι καθαίρεση για τους κληρικούς και μεγάλος αφορισμός για τους λαϊκούς - μετά την αντικατάσταση του άρθρου 8 του Ν. 671/43 από το άρθρο 4 περίπτ. θ ' ΚΧ. (βλ. πιο πάνω 9.2.1 και τους καν. 31 Αποστ., 5 Αντιοχ., 10,11 Καρχ., 13,14,15 Πρωτοδ. και 1 Μ.Βασιλείου). Συναφή είναι και τα αδικήματα της συνωμοσίας, φατρίας και τυρείας, αλλά εδώ λείπει το στοιχείο της συμπήξεως ή γενικότερα της υπάρξεως ιδιαίτερης κοινότητας (καν. 18 Δ" Οικουμ. και 34 Πενθ.).

δ) Η σιμωνία. Με τον όρο αυτό, που προέρχεται από τη διήγηση στις Πράξεις των Αποστόλων 8,9 επ., χαρακτηρίζεται η άσκηση της ιερατικής εξουσίας, είτε τελετουργικής, είτε διοικητικής (η διδακτική δεν προσφέ- ρεται για τέλεση σιμωνίας) με αντάλλαγμα. Το αδίκημα εμφανίζεται συνηθέστερα στις χειροτονίες και στις εκλογές για την κατάληψη εκκλη­

5. Για τον ειδικόν αυτό λόγο άρσης του αδίκου βλ. Πουλή, Ο δόλος σ.133 και σημ.76.

6. Μαντζουνέας, Εκκλ. ποιν. δίκαιο (ό.π. 10.1 σημ.6) σ.171.

Page 115: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

10.2. Τα επιμέρονς εκκλησιαστικά αδικήματα 589

σιαστικών διοικητικών θέσεων. Ο δόλος του αδικήματος περιλαμβάνει τη γνώση και θέληση του υπαιτίου της «επ’ ανταλλάγματι» τελέσεως της πράξης, ενο5 η συνείδηση του άδικου χαρακτήρα της πράξης συνίσταται στη γνώση της αποδοκιμασίας της στον χώρο της Εκκλησίας. Το εκκλη- σιαστικώς αξιόποινο περιλαμβάνει και την προσφυγή σε «κοσμικούς άρχοντες» για την απόκτηση εκκλησιαστικής θέσης ή εκκλησιαστικού αξιώματος7.

Το αντάλλαγμα μπορεί να είναι τόσο υλικό (π.χ. παροχή χρημάτων, προσφορά υπηρεσιών) όσο και ηθικό (π.χ. απονομή παρασήμου). Ως ποινή προβλέπεται για τους κληρικούς καθαίρεση και αφορισμός (με­γάλος μετά τον Ν. 590/77* βλ. 9.2.1) και για τους λαϊκούς μόνον αφορι- σμός, με την προϋπόθεση της υπάρξεως δόλου (καν. 2 Δ ' Οικουμ., 22, 23 Πενθ., 5, 19 Ζ ' Οικουμ., 29 Αποστ., Επιστολαί Γενναδίου και Ταρα- σίου). Αν επομένως το πρόσωπο, για χάρη του οποίου γίνεται η συναλ­λαγή, την αγνοεί, ως προς αυτό δεν υπάρχει αδίκημα και η ποινή θα επιβληθεί μόνο στους υπόλοιπους συμπράξαντες. Αν ο εκκλησιαστικός λειτουργός που δέχεται την παροχή έχει την ιδιότητα υπαλλήλου με την έννοια του άρθρου 13 ΠΚ (βλ. στα προηγούμενα 8.1.4), τότε η πράξη εμπίπτει και στις διατάξεις των άρθρων 235 και 236 ΠΚ (δωροδοκία). Εδώ πρέπει να σημειωθεί, ότι συχνά αναφέρεται ως περίπτωση σιμω- νίας η είσπραξη φιλοδωρημάτων από τους κληρικούς στην τέλεση δια­φόρων ιεροπραξιών (τυχερά). Αυτή η σύνδεση όμως δεν είναι ορθή, γιατί τα φιλοδωρήματα αυτά εισπράττονται με την ευκαιρία της τελέ­σεως των ιεροπραξιών και όχι ως αντάλλαγμα για την τέλεσή τους (βλ. και 7.3.7).

ε) Η ιεροσυλία. Αυτό το εκκλησιαστικό αδίκημα αντιστοιχεί στο έ­γκλημα της διακεκριμένης κλοπής (άρθρο 374 περίπτ. α ΠΚ) του κοινού ποινικού δικαίου, χωρίς να ταυτίζεται μαζί του ως προς την αντικειμε­νική υπόσταση (βλ. πιο πάνω 2.2.7 γ ') . Ιεροσυλία είναι η κλοπή (ή υπεξαίρεση) ιερού πράγματος (βλ. 7.3.5)8 ή η ανίερη χρήση του. Στη θεωρία δεν τονίζεται, ότι η εμβέλεια του εκκλησιαστικού αξιοποίνου καλύπτει και την ανίερη χρήση, η αντικειμενική υπόσταση της οποίας στοίχειοθετείται με τη μεταβολή της χρήσης του ιερού πράγματος. Από

7. Πρβλ. Πουλή, Ο δόλος σ.134 επ.8. Αντίθετα ο Ράλλης, ό.π. (10.1 σημ. 2) σ.357 επ., επεκτείνει το αδίκημα και

στα άγια.

Page 116: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

590 Κεφ. 10ο - Ουσιαστικό Ποινικό Δίκαιο //

συστηματική άποψη όμως είναι αναγκαίο να γίνει η διάκριση, γιατί πρόκειται για διαφορετικές αντικειμενικές υποστάσεις και, επομένως, διαφορετική βουλητική και γνωστική επικάλυψη. Έτσι ο δόλος της πρώ­της μορφής του αδικήματος περιλαμβάνει τη γνώση του υπαιτίου, ότι πρόκειται για ξένο και ιερό πράγμα και τη θέληση ιδιοποιήσεώς του. Αν ο υπαίτιος βρίσκεται σε πλάνη ως προς την ιδιότητα του πράγματος ως ιερού, θα τιμωρηθεί για απλή κλοπή. Στη δεύτερη μορφή του αδική­ματος ο υπαίτιος πρέπει να γνωρίζει και να θέλει τη μεταβολή της χρήσης του ιερού πράγματος σε ανίερη.

Δεν έχει σημασία από πού αφαιρέθηκε το ιερό πράγμα, από τον ναό δηλαδή ή από άλλον τόπο - αντιθέτως προς το κοινό ποινικό δίκαιο που τιμωρεί την αφαίρεση ως διακεκριμένη κλοπή, μόνον αν διαπράχθηκε σε τόπο προορισμένο για τη θεία λατρεία. Υποκείμενα του αδικήματος είναι τα μέλη της Εκκλησίας, που απειλούνται με τις ποινές καθαιρέ­σεως (οι κληρικοί) ή αφορισμού (οι μοναχοί και οι λαϊκοί).

Page 117: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΔΕΚΑΤΟ

ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

11.1. Οι φορείς της εκκλησιαστικής δικαστικής εξουσίας

11.1.1. ΕισαγωγικάΤις βάσεις για την απονομή της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης, την

πρόβλεψη δηλαδή οργάνων μέσα στην Εκκλησία, εξοπλισμένων με ε­ξουσία να εξασφαλίζουν την τήρηση των επιταγών της σε συνδυασμό με την επιβολή κάποιων κυρώσεων, έθεσε ο ίδιος ο Ιδρυτής της Εκκλησίας: «Εάν δε αμαρτήση εις σε ο αδελφός σου, ύπαγε και έλεγξον αυτόν μεταξύ σου και αυτού μόνου· (...) εάν δε μη ακούση, παράλαβε μετά σου έτι ένα ή δύο, ίνα επί στόματος δύο μαρτύρων ή τριών σταθή παν ρήμα. Εάν δε παρακούση αυτών, ειπέ τη εκκλησία (...)» (Ματθ. 18,15-17). Η τελική ωστόσο διαμόρφωση της διοικητικής εξουσίας υπό την ευρείατης έννοια, στην οποία υπάγεται και η εξουσία των δικαιοδοτικών οργάνων της Εκκλησίας, η δικαστική δηλαδή εξουσία, υπήρξε το αποτέλεσμα προσπαθειών που απαίτησαν πολύ χρόνο και πέρασαν από διάφορες φάσεις1.

Ο προσδιορισμός των πρώτων φορέων αυτής της εξουσίας συνδέεται άρρηκτα με το πρόβλημα του αρχικού πολιτεύματος της Εκκλησίας. Ενόσω οι Απόστολοι και οι άμεσοι συνεργάτες τους βρίσκονταν στη ζωή, στο πλαίσιο της γενικής εξουσίας που ασκούσαν μέσα στην Εκκλη­σία, φρόντιζαν, όταν παρουσιαζόταν ανάγκη, να επιλύουν διαφορές ανάμεσα στα μέλη των πρώτων χριστιανικών κοινοτήτων και να επιβάλ­λουν ποινές σε όσα παρεκτρέπονταν2. Εξυπακούεται ότι το έργο αυτό ανέλαβαν στη συνέχεια οι προϊστάμενοι των κοινοτήτων, ανεξάρτητα

1. Πρβλ. γενικότερα για την απονομή της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης κατά τους πρώτους αιώνες Τρωιάνον, Η εκκλ. δικονομία κ.λπ. (ό.π. 5.1 σημ.5) σ.21 επ.

2. Μνεία προσωπικής του παρεμβάσεως κάνει ο Απόστολος Παύλος στην πρώτη επιστολή του προς τον Τιμόθεο μαζί με σχετικές υποδείξεις (Α' Τιμ. 1,18-20).

Page 118: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

592 Κεφ. 11ο - Διχονομικό Ποινικό Δίκαιο

από την ονομασία, υπό την οποία εμφανίζονται στις πρώιμες πηγές Στους αποστολικούς χρόνους θα επιλαμβανόταν κάποτε, σε ιδιαίτερα σοβαρές περιπτώσεις, ίσως ολόκληρη η κοινότητα3. Η επίλυση των δια- φορών μέσα στις κοινότητες μαρτυρείται και από τη σύσταση του Απο­στόλου Παΰλου προς τους Χριστιανούς της Κορίνθου, να προσφεύγουν για την άρση των μεταξύ τους διαφορών προς τους ομοθρήσκους τους και όχι προς τα κοσμικά δικαστήρια (Α" Κορ. 6,1-6).

Με την πάροδο των χρόνων, σε μερικές πόλεις ταχύτερα, σε άλλες με βραδύτερο ρυθμό, συντελέσθηκε η διαμόρφωση της εκκλησιαστικής ιεραρχίας και οι επίσκοποι, ως διάδοχοι των αποστόλων, αναδείχθηκαν σε ύπατους φορείς της εκκλησιαστικής εξουσίας, τελετουργικής, ποιμα­ντικής και διοικητικής (βλ. πιο πάνω 4.3.1, 6.2.1). Αυτό βέβαια ίσχυσε και στην απονομή της δικαιοσύνης, ώστε τα δικαιοδοτικά όργανα, στα οποία το κύριο πρόσωπο ήταν ο επιχώριος επίσκοπος, σύντομα αποτέ- λεσαν τη βάση στο όλο οικοδόμημα της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης4.

Ως προς τη διαδικασία που τα όργανα αυτά - τα οποία, σημειωτέον, από τους πρώτους ήδη αιώνες αποκλήθηκαν «δικαστήρια» - ακολούθη­σαν, καταβλήθηκε προσπάθεια να αποδειχθεί, ότι αυτή (μαζί και η εκκλησιαστική δικονομία στο σύνολό της) διαμορφώθηκε έχοντας ως πρότυπο το ιουδαϊκό δικονομικό δίκαιο. Τους θιασώτες αυτής της θεω­ρίας αντέκρουσε πριν από αρκετές δεκαετίες ο Arthur Steinwenter*, α- ποδεικνύοντας με πειστικά επιχειρήματα, ότι το ρωμαϊκό δίκαιο άσκησε πολύ βαθύτερη επίδραση κατά τη γένεση και εξέλιξη των δικονομικών θεσμών της Εκκλησίας από το ιουδαϊκό.

Στην παραπάνω διαπίστωση ανταποκρίνεται σε γενικές γραμμές και η πορεία της διαμορφώσεως των διοικητικών δομών της Εκκλησίας.

3. Έ να τέτοιο περιστατικό προκύπτει από την πρώτη επιστολή προς Κοριν- θίους (Α' Κορ. 5,1-5).

4. Ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες για τη λειτουργία αυτών των οργάνων περιέ­χουν οι «Αποστολικές Διαταγές» 2.47.1-2 (βλ. 1.2.4). Βλ. το χωρίο αυτό στην έκδοση Metzger, ό.π (1.2 σημ.24) τ.Ι σ.288. Από το εν λόγω κείμενο συνάγεται, ότι μετείχαν στο δικαστήριο και άλλοι, εκτός από τον επίσκοπο, κληρικοί, προφανώς όμως με συμβουλευτική μόνο ψήφο, εφόσον ρητώς γίνεται λόγος περί της «αποφάσεως της του επισκόπου». Επίσης προκύπτει ότι, επί των ιδιωτικών τουλάχιστον διαφορών, έπρεπε να προηγηθεί ένα στάδιο συνδιαλλαγής των διαδίκων.

5. A. Steinwenter, Der antike kirchliche Rechtsgang und seine Quellen, Zeit­schrift der Savigny-Stiftung fiir Rechtsgeschichte, Kan. Abt. 23 (1934) 1-116.

Page 119: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

1 1 1, Οι φορείς της εκκλησιαστικής δικαστικής εξουσίας 593

Σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν πιο πάνω, μετά την αναδιάρθρωση της κρατικής διοικήσεως επί Διοκλητιανοΰ, οι πολιτικές επαρχίες που προέ- κυψαν από τη νέα διαίρεση αποτέλεσαν και εκκλησιαστικές διοικητικές ενότητες με κέντρο την πολιτική πρωτεύουσα (μητρόπολη). Επομένως, στην πυραμίδα των εκκλησιαστικών δικαστηρίων, η επόμενη βαθμίδα μετά τα επισκοπικά δικαστήρια ήταν τα επαρχιακά ή μητροπολιτικά (συνοδικά) δικαστήρια. Σε αυτά προστέθηκαν τα πατριαρχικά, όταν ολοκληρώθηκε η δευτεροβάθμια υποδιαίρεση στις εκκλησιαστικές διοι­κητικές δομές.

Τα παραπάνω δικαστήρια μπορούν να χαρακτηριστούν, με βάση τον χρόνο λειτουργίας τους, ως τακτικά. Είναι δηλαδή εκείνα που είτε βρί­σκονταν σε συνεχή λειτουργία, έστω κι αν δεν συνεδρίαζαν συνεχώς, είτε συγκαλούνταν περιοδικώς σε τακτά χρονικά διαστήματα. Για να συμπληρωθεί ωστόσο η συνοπτική αυτή παρουσίαση πρέπει να σημειω­θεί ότι παράλληλα, ιδίως κατά τους πρώτους αιώνες, έκαναν την εμφά­νισή τους και έκτακτα δικαστήρια. Συλλογικά δηλαδή όργανα που χωρίς καμία περιοδικότητα συγκροτήθηκαν για την εκδίκαση ορισμένης υπο- θέσεως. Σ’αυτή την κατηγορία πρέπει κυρίως να ενταχθούν οι οικουμε­νικές και οι τοπικές σύνοδοι στο μέτρο που άσκησαν δικαστική εξουσία.

Έχοντας ως κριτήριο τον βαθμό δικαιοδοσίας θα μπορούσαμε να διακρίνουμε τα τακτικά δικαστήρια σε πρωτοβάθμια, δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια, δοθέντος ότι ήταν επιτρεπτή η άσκηση και δεύτερης εφέσεως. Πρωτοβάθμια ήταν πάντοτε τα επισκοπικά δικαστήρια. Τα υπόλοιπα δίκαζαν κατά περίπτωση ως δικαστήρια πρώτου ή δεύτερου βαθμού. Είναι αυτονόητο, ότι η διάκριση αυτή δεν ήταν δυνατό να ε- φαρμοσθεί στα έκτακτα δικαστήρια.

Με βάση το παραπάνω σχήμα λειτούργησαν σε γενικές γραμμές τα δικαιοδοτικά όργανα της Εκκλησίας σε όλη τη βυζαντινή και μεταβυζα­ντινή περίοδο. Κάμψη παρατηρήθηκε στους ύστερους αιώνες ως προς τη σύγκληση των επαρχιακών συνόδων, επομένως και των αντίστοιχων δικαστηρίων6.

Μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους και την ανακήρυξη σε αυ­

6. Πρβλ. και την εκτεταμένη επισκόπηση της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης στη βυζαντινή και μεταβυζαντινή νομική παράδοση από τον Γ. Α. Πουλή, Εκκλησιαστική Δικαιοσύνη και Δικαστικός Έλεγχος, «Δίκαιο και Πολιτική» τ.15 (Θεσσαλονίκη 1988) 205-232 (206 επ.).

Page 120: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

594 Κεφ. 11ο - Δικονομικό Ποινικό Δίκαιο

τοκέφαλη της Εκκλησίας της Ελλάδος η αρμοδιότητα για τη διατήρηση της εκκλησιαστικής πειθαρχίας περιήλθε στην Ιερά Σύνοδο που - ελλεί­ψει άλλων διατάξεων - θα την ασκούσε με βάση τους ιερούς κανόνες. Η «Διακήρυξις περί της ανεξαρτησίας της Ελληνικής Εκκλησίας» όρισε στο άρθρο 9 ότι: «Εις όλα τα εντός της Εκκλησίας ενεργεί η Σύνοδος ανεξαρτήτως από πάσης κοσμικής εξουσίας»7. Στη συνέχεια του κειμέ­νου όμως διευκρινίζεται ότι καμία απόφαση δεν μπορεί να εκτελεσθεί χωρίς έγκριση της Κυβερνήσεως. Η εξειδίκευση των «εντός της Εκκλη­σίας» συντελέσθηκε με το άρθρο 10: «Εις τα εσωτερικά της Εκκλησίας ανάγονται (...): α'.- δ'. ... ε". Η Εκκλησιαστική πειθαρχία (la discipline de Γ Eglise)....»8. Μετά την έκδοση του Συνοδικού Τόμου του 1850 συ- στάθηκαν εκκλησιαστικά δικαστήρια που λειτούργησαν σύμφωνα με τις ειδικές διατάξεις του εκάστοτε ίσχύοντος Καταστατικού Χάρτη της Εκ­κλησίας. Τις πρώτες σχετικές ρυθμίσεις περιέλαβαν οι νόμοι Σ" και ΣΑΧ. Το δικονομικό δίκαιο της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος στην πρώτη του μορφή θεσπίστηκε με το άρθρο Θ ' του Ν. Σ" και το άρθρο ΙΔ ' του Ν. ΣΑ'. Κατά το άρθρο Θ': «Ο Επίσκοπος (...) δικάζει μετά τεσσάρων εκ των αξιωματικών της εαυτού Επισκοπής, διοριζομένων εφάπαξ δια βασιλικού διατάγματος, επί τη γνωμοδοτήσει της Ιεράς Συ­νόδου, τας εκκλησιαστικός παραβάσεις και παρεκτροπάς των υπό την ποιμαντορίαν αυτού κληρικών, και επιβάλλει εκκλησιαστικός ποινάς εις τον περιπεσόντα αποδεδειγμένως εις αμάρτημα ως προς τα χρέη και καθήκοντα της επαγγελίας του, (...)». Στη συνέχεια, μετά την απαρίθμη­ση των ποινών, ρυθμίστηκαν τα θέματα της εκτελέσεως και της ασκή­σεως του ενδίκου μέσου της εφέσεως ενώπιον της I. Συνόδου. «Η Σύνο­δος αποφαίνεται κατά τους κανόνας και τας εκκλησιαστικός διατάξεις και τον καταστατικόν αυτής Νόμον, επικυρούσα, τροπολογούσα ή ακυ- ρούσα την εκδοθείσαν απόφασιν». Αδικήματα για τα οποία προβλεπό- ταν καθαίρεση εκδικάζονταν σε πρώτο βαθμό από την I. Σύνοδο.

Στο άρθρο ΙΔ ' του Ν. ΣΑ' καθορίζονται οι ποινές, τις οποίες μπορεί να επιβάλει η Σύνοδος, όταν λειτουργεί ως δικαστήριο, καθώς και το πολιτειακό όργανο που είναι αρμόδιο για την έγκριση των αποφάσεών της. Ειδικώς όμως προβλέπεται για τον καταδικασθέντα σε καθαίρεση ότι «εάν εντός δέκα ημερών δι’ αναφοράς του προς τον Βασιλέα εξαι-

7. Βλ. Τζωρτζάτο σ.78.8. Βλ. Τζωρτζάτο σ.78 επ.

Page 121: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

H i, Οι φορείς της εκκλησιαστικής δικαστικής εξουσίας 595

τήσηται την αναθεώρησιν της δίκης, ο Βασιλεύς έχει το δικαίωμα να διατάξη εις την Ιεράν Σύνοδον την αναθεώρησιν αυτής, προσκαλουμέ- νων κατ’ αυτήν και άλλων Επισκόπων»9.

Πέρα από την αναθεώρηση αυτή, που μπορούσε να προκληθεί με αίτηση προς τον ανώτατο άρχοντα, φαίνεται πως αρκετά ενωρίς τέθηκε το θέμα, κατά πόσον αποφάσεις των δικαιοδοτικών οργάνων της Εκκλη­σίας ήταν δυνατό να προσβληθούν ενώπιον των κοσμικών δικαστικών αρχών. Σε γνωμοδότησή του που προκλήθηκε το 1906 από τον Υπουργό των Εκκλησιαστικών υποστήριξε ο καθηγητής του Εκκλησιαστικού Δι­καίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών Ιωάννης Ευταξίας, ότι κατά τις οικείες διατάξεις του Ν. ΣΑ', του από 18 Σεπτεμβρίου 1835 Β. Διατάγματος «περί συστάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας» και του ΣΤ' Ψηφίσματος της Εθνικής Συνελεύσεως του 1844 χωρούσε προ­σφυγή και κατά των δικαστικών αποφάσεων των εκκλησιαστικών αρχών και δικαστηρίων - προσφυγή, για την εκδίκαση της οποίας μετά την κατάργηση του Συμβουλίου'της Επικρατείας από το πιο πάνω Ψήφισμα αρμόδιο κοσμικό δικαστήριο ήταν ο Άρειος Πάγος10.

Οι ρυθμίσεις των νόμων Σ" και ΣΑ' παρέμειναν σε ισχύ 70 και πλέον χρόνια. Μόλις το 1923 μεταβλήθηκε το καθεστώς. Ο Καταστατικός Νό­μος του 1923 περιέλαβε στο άρθρο 33 διάταξη για την ατομική δικαστική εξουσία του επισκόπου και επί πλέον ένα ολόκληρο κεφάλαιο αποτε- λούμενο από 23 άρθρα (κεφ. η" άρθρα 43-65) με αντικείμενο τα «Εκ- κλη-σιαστικά δικαστήρια»11. Αυτά, κατά το νέο σύστημα, διαρθρώθηκαν

9. Βλ. Τζωρτζάτο σ.112.10. Τη γνωμοδότηση αυτή μνημονεύει ο Πουλίτσας, Σχέσις κ.λπ. (ό.π. 1.1 σημ.8)

σ.13 σημ.3.11. Βλ. το κείμενο των άρθρων αυτών στον Τζωρτζάτο σ.143-150. Για τη διατύ­

πωση αυτών των διατάξεων δεν γνωρίζουμε, αν χρησιμοποιήθηκε το σχέδιο νόμου «περί εκκλησιαστικών δικαστηρίων» της κληρικολαϊκής επιτροπής του 1914. Η επι­τροπή αυτή στο σχέδιο Καταστατικού Νόμου που συνέταξε, προέβλεψε μεν στο άρθρο 84 τη σύσταση εκκλησιαστικών δικαστηρίων, αλλά δεν περιέλαβε τις σχετικές ρυθμίσεις στο σχέδιο εκείνο, επειδή προφανώς έκρινε ότι η κατά εξαντλητικό τρόπο αντιμετώπιση όλων των συναφών θεμάτων απαιτούσε την έκδοση ειδικού νόμου, πράγμα που ανέγραψε στο άρθρο 85. Βεβαιώνεται, ότι κατάρτισε και το σχέδιο του ειδικού αυτού νόμου με εισήγηση του καθηγητή Ιωάννη Σημαντήρα. Β \.Λ . Αλιβιζά- του, Οι Ιεροί Κανόνες και οι Εκκλησιαστικοί Νόμοι, Αθήνα 21949, σ.570 και Τζωρ­τζάτο σ.369. Με βάση αυτό το σχέδιο, όπως μαρτυρούν οι Αλιβιζάτος, ό.π. και Μητροπ. Λαρίσηςζΐ ωρόθεος, Νομοκανονικαί έρευναι, Αθήνα 1951, σ.66, συντάχθη­

Page 122: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

596 Κεφ. 1 1 ο - Δικονομικό Ποινικό Δίκαιο

σε τρεις βαθμίδες: Έ να (πρωτοβάθμιο) επισκοπικό δικαστήριο σε κάθε Μητρόπολη, πέντε δευτεροβάθμια εκκλησιαστικά δικαστήρια, στην Αρ­χιεπισκοπή Αθηνών και στις έδρες τεσσάρων μεγάλων Μητροπόλεων, και ένα Ανώτατο Εκκλησιαστικό Δικαστήριο στην Αθήνα.

Ως προς τη συγκρότηση, το Επισκοπικό Δικαστήριο αποτελείτο «εκ του οικείου Αρχιερέως ως Προέδρου και τεσσάρων ιερέων της Επισκο­πής διοριζομένων και παυομένων υπό του ιδίου, του διορισμού ή της παύσεως αναφερομένης τη Ιερά Συνόδω». Στα επισκοπικά δικαστήρια αποφασιστική ψήφο είχε μόνον ο επίσκοπος, ενώ οι ιερείς μόνο συμ­βουλευτική (άρθρο 44). Τα δευτεροβάθμια δικαστήρια συγκροτούνταν από τους επισκόπους, των οποίων οι μητροπόλεις ανήκαν στην περιφέ­ρεια του δικαστηρίου (άρθρο 50). Τέλος, το ανώτατο δικαστήριο αποτε­λείτο από τον Αρχιεπίσκοπο και δώδεκα αρχιερείς που ορίζονταν με έξι αναπληρωτές κάθε χρόνο από την I. Σύνοδο εκ περιτροπής με βάση τα πρεσβεία της αρχιερωσύνης, δηλαδή της αρχαιότητας στον επισκοπικό βαθμό (άρθρο 55). Τα επισκοπικά δικαστήρια πρώτου και δεύτερου βαθμού δίκαζαν υποθέσεις κληρικών και μοναχών, το ανώτατο πρωτο- δίκως μεν υποθέσεις επισκόπων, σε δεύτερο δε βαθμό εφέσεις κατά πρωτόδικων αποφάσεων των δευτεροβαθμίων επισκοπικών, αν επέβά- λαν ορισμένες ποινές (π.χ. καθαιρέσεως). Του ανώτατου δικαστηρίου οι πρωτόδικες αποφάσεις ήταν δυνατό, κατά το άρθρο 56, να προσβλη­θούν με έφεση ενώπιον ενός δικαστηρίου με ειδική σύνθεση (από τα μέλη του δικάσαντος δικαστηρίου με την προσθήκη τόσων νέων μελών, όσα είχαν δώσει καταδικαστική ψήφο). Παρά τη σύγχυση που προκαλεί η εναλλαγή στο κείμενο του νόμου (από παραδρομή ή από τυπογραφικό λάθος) των όρων «ανώτερο» και «ανώτατο» δικαστήριο, είναι προφανής η πρόθεση του νομοθέτη, να αναθέσει την εκδίκαση της εφέσεως σε ένα δικαστήριο που κατά ένα μέρος του μόνον διέφερε από εκείνο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.

Ο νόμος προβλέπει πέρα από την έφεση και ένα ακόμη ένδικο μέσο, την αναθεώρηση, χωρίς ωστόσο να καθορίζει τους λόγους, για τους οποίους μπορεί αυτή να ασκηθεί: «Ως αναθεωρητικόν Δικαστήριον χρη­σιμεύει η Ιερά Σύνοδος. Εις αναθεώρησιν υπόκειται πάσα τελεσίδικος απόφασις, επιβάλλουσα οιανδήποτε μεν ποινήν εις Επισκόπους καθαί- ρεσιν δε εις άλλους κληρικούς» (άρθρο 57).

κε αργότερα ο Ν. 5383/32.

Page 123: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

11.1. Οι φορείς της εκκλησιαστικής δικαστικής εξουσίας 597

Με τις υπόλοιπες διατάξεις του νομοθέτηματος αυτού, που αποτέλε- σε τον δεύτερο κατά σειρά δικονομικό «κώδικα» στην Αυτοκέφαλη Εκ­κλησία της Ελλάδος, ρυθμίστηκαν κατά στοιχειώδη τρόπο θέματα δια­δικαστικά. Ο βίος ωστόσο αυτών των διατάξεων δεν επέπρωτο να είναι μακρός. Δύο χρόνια αργότερα εκδόθηκε το Ν.Δ. της 26 Σεπτεμβρίου 1925, με το οποίο καθιερώθηκε η Δ.Ι.Σ., και έτσι τροποποιήθηκε σε ουσιαστικά σημεία ο προηγούμενος νόμος. Με το άρθρο 5 ορίστηκε ότι η Δ.Ι.Σ. είναι εφεξής το μόνο δευτεροβάθμιο εκκλησιαστικό δικαστήριο, που ασκεί τις αρμοδιότητες του νόμου του 1923. Για το ανώτερο και το αναθεωρητικό δικαστήριο και τη ρύθμιση των λεπτομερειών για τη δι­καστική δικαιοδοσία της Συνόδου προβλέφθηκε η έκδοση σχετικού δια­τάγματος, για τον ενδιάμεσο δε χρόνο επανατέθηκαν σε ισχύ οι διατά­ξεις των Ν. Σ" και ΣΑ '12.

11.1.2. Οι βασικές διατάξεις της νομοθεσίας

"Αρθρο 44 § 1 Κ.Χ.: Τα παραπτώματα των κληρικών και μοναχών τα σχετικά προς τα καθήκοντα και τας επαγγελίας της ομολογίας αυτών, τα συνεπαγόμενα κανονικάς κυρώσεις, εκδικάζονται υπό των εκκλησιαστικών δικαστηρίων. Ε ι­δικός νόμος ρυθμίζει τα της ιδρύσεως, συγκρότησε ως, αρμοδιότητος και λει­τουργίας των δικαστηρίων τούτων, μέχρι της εκδόσεως του οποίου εξακολουθεί ισχύων ο Ν. 5383/1932 «περί εκκλησιαστικών δικαστηρίων και της προ αυτών διαδικασίας».

11.1.3. Τα εκκλησιαστικά δικαστήρια κατά το ισχνον δίκαιο

Από τον ειδικό νόμο για την εκκλησιαστική δικαιοσύνη, τον Ν. 5383/32 (με τις τροποποιήσεις του* βλ. σχετικώς πιο κάτω 11.2.6), που διατηρείται σε ισχύ με το άρθρο 44 § 1 Κ.Χ. μέχρι την έκδοση νέου νόμου13, προβλέπονται τα ακόλουθα δικαστήρια.

12. Πρβλ. τη συνοπτική παρουσίαση των διαφόρων εξελικτικών φάσεων του δικονομικού δικαίου της Εκκλησίας κατά τον 19° αιώνα από τον Μητροπ. Λαρίσης Δωρόθεο, ό.π. σ.47-67.

13. Ο Ν. 5383, όπως έχει ήδη παρατηρηθεί (Χριστοφιλόπουλος σ.302), δεν διακρίνεται για τη νομοτεχνική του αρτιότητα, γι’ αυτό και κατά περιόδους έγιναν προσπάθειες για την αντικατάσταση του με νεώτερο - και, βεβαίως, αρτιότερο - νομοθέτημα. Ήδη το Ν.Δ. 126/69 προέβλεπε (άρθρο 40) την έκδοση νέου ειδικού νόμου που δεν εκδόθηκε όμως ποτέ. Με την απόφαση 5274/2344/22.12.1977 της Δ.Ι.Σ. συστηθηκε μία επιτροπή υπό την προεδρία του Μητροπολίτη Κίτρους Βαρνάβα

Page 124: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

598 Κεφ. 11ο - Δικονομικό Ποινικό Δίκαιο

α) Το επισκοπικό δικαστήριο. Συγκροτείται σε κάθε I. Μητρόπολη από τον οικείο Μητροπολίτη, ως Πρόεδρο, και δυο εν ενεργεία εφημε­ρίους της Μητροπόλεως που διορίζονται με ισάριθμους αναπληρωτές για τριετή θητεία από τη Δ.Ι.Σ. ύστερα από πρόταση του Μητροπολίτη. Τον Πρόεδρο αναπληρώνει ο Πρωτοσύγκελλος ή ο Γενικός Αρχιερατι­κός Επίτροπος. Στο δικαστήριο έργα γραμματέα ασκεί ο γραμματέας της Μητροπόλεως με αναπληρωτή έναν κληρικό ή μοναχό που ορίζει ο Μητροπολίτης.

β) Το Πρωτοβάθμιο Συνοδικό Δικαστήριο. Το δικαστήριο αυτό είναι πενταμελές και συγκροτείται από τον πρώτο στην τάξη Μητροπολίτη - μέλος της Δ.Ι.Σ., ως Πρόεδρο, και από τέσσερις άλλους συνοδικούς αρχιερείς που ορίζονται με κλήρωση στην αρχή κάθε συνοδικής περιό­δου (κάθε Σεπτέμβριο) για θητεία ίση με τη θητεία της Δ.Ι.Σ., δηλαδή για ένα χρόνο. Τον Πρόεδρο, αν απουσιάζει ή κωλύεται, αναπληρώνει το επόμενο στα πρεσβεία της αρχιερωσύνης μέλος του δικαστηρίου και τα μέλη ο νεώτερος στη χειροτονία συνοδικός Μητροπολίτης· αν οι απόντες είναι περισσότεροι, καλούνται ως αναπληρωτές τα υπόλοιπα έξι μέλη της Δ.Ι.Σ. - μάλλον κατά την αντίστροφη τάξη των πρεσβειών14. Γραμματέας του δικαστηρίου είναι ένας από τους Γραμματείς της I. Συνόδου που ορίζεται από αυτήν με τον αναπληρωτή του.

(Τζωρτζάτου), στην οποία, εκτός από εκπροσώπους της Εκκλησίας, μετείχαν από πλευράς μεν Πανεπιστημίου Αθηνών ο αείμνηστος καθηγητής Ηλίας Γάφος (μέχρι του θανάτου του) και ο Σπύρος Τρωιάνος, από πλευράς δε Πανεπιστημίου Θεσσα­λονίκης ο καθηγητής Κωνσταντίνος Βαβούσκος. Η επιτροπή μετά από εργασία που διήρκεσε μέχρι τον Μάρτιο 1983 κατάρτισε πλήρες σχέδιο νόμου, το οποίο ωστόσο δεν προωθήθηκε ποτέ από την Εκκλησία προς τους αρμόδιους πολιτειακούς φορείς. Από τα κύρια χαρακτηριστικά του σχεδίου ήταν η καθιέρωση της δυνατότητας εξε- τάσεως των μαρτύρων στο ακροατήριο και η ρύθμιση πολλών θεμάτων σχετικά με τα ένδικα μέσα. Λίγα χρόνια αργότερα η «Διαρκής Επιτροπή για τη μελέτη των Εκκλησιαστικών Θεμάτων», που λειτουργούσε από το 1987 στο Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, ανέθεσε στον καθηγητή X. Παπαστάθη, τότε Γεν. Γραμματέα Θρησκευμάτων, την εκπόνηση ενός αντίστοιχου σχεδίου νόμου, το οποίο μετά την κατάρτισή του υποβλήθηκε μαζί με τις παρατηρήσεις της Επιτροπής (βλ. X. Παπαστάθη, Σχέδιο νόμου για την εκκλησιαστική δικαιοσύνη, Επιστ. Επετηρίδα Δικηγ. Συλλόγου Θεσσαλονίκης «Αρμενόπουλος» 19 [1998] 49-77) στον αρμόδιο Υπουργό, χωρίς και πάλι να υπάρξει συνέχεια. Τέλος, το 2001 συνέστησε η Δ.Ι.Σ. μία Ιίμελή επιτροπή, η οποία προχωρεί στην εκτέλεση της συνοδικής εντολής.

14. Βλ. Χριστοφιλόπουλο σ.298 επ. (ιδίως τη σημ.6).

Page 125: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

111 Οι φορείς της εκκλησιαστικής δικαστικής εξουσίας 599

γ) Το Δευτεροβάθμιο Συνοδικό Δικαστήριο. Αυτό συγκροτείται από τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών, ως Πρόεδρο, και από τους έξι συνοδικούς Μητροπολίτες που απέμειναν μετά την κλήρωση των τεσσάρων μελών του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου. Σ’ αυτούς δεν υπολογίζεται ο νεώτερος στην τάξη, που είναι αναπληρωματικό μέλος και σ’ αυτό το δικαστήριο (όπως και στο Πρωτοβάθμιο). Αν τα κωλυόμενα μέλη του δικαστηρίου είναι περισσότερα από ένα, καλούνται σε αναπλήρωσή τους από τη Δ.Ι.Σ. άλλοι εν ενεργεία μητροπολίτες, είτε τυχαία ευρισκόμενοι στην Αθήνα, είτε όμοροι. Τον Πρόεδρο, αν απουσιάζει ή κωλύεται, αναπλη­ρώνει το αρχαιότερο από τα μέλη του δικαστηρίου. Γραμματέας είναι ο Αρχιγραμματέας της I. Συνόδου, αναπληρούμένος από ένα Γραμματέα.

δ) Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο για τους Αρχιερείς. Συγκροτείται από τα 12 μέλη της Δ.Ι.Σ. (χωρίς συμμετοχή του Αρχιεπισκόπου) και προεδρεύεται από τον αρχαιότερο συνοδικό Μητροπολίτη. Σε περίπτω­ση κωλύματος ενός ή περισσότερων μελών καλούνται ως αναπληρωμα­τικοί άλλοι Μητροπολίτες κατά την τάξη των πρεσβειών της αρχιερωσύ- νης, έτσι ώστε να διατηρηθεί ο ίσος αριθμός μελών μεταξύ των Μητρο­πολιτών της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος και των Νέων Χωρών (βλ. 5.3.3). Αν δηλαδή κωλύονται δύο μέλη που συμπτωματικά ανήκουν στην ίδια κατηγορία, η αναπλήρωσή θα γίνει με δύο Μητροπολίτες της ίδιας κατηγορίας και όχι με έναν από τη μία και έναν από την άλλη. Ο τρόπος αυτός αναπληρώσεως δεν προκύπτει σαφώς από τις σχετικές διατάξεις του Ν. 5383/32· συνάγεται όμως από το άρθρο 1 περίπτ. β' του Ν. 3615/2815. Τα έργα του γραμματέα ασκούνται από ένα Γραμματέα της I. Συνόδου που ορίζει το δικαστήριο μαζί με τον αναπληρωτή του.

ε) Το Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο για τους Αρχιερείς. Το δικαστήριο αυτό είναι 15μελές και αποτελείται από τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών, ως Πρόεδρο, και από τους 14 αρχαιότερους στην αρχιερωσύνη μη συνοδι­κούς Μητροπολίτες, επτά από την Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος και επτά από τις Νέες Χώρες. Η αναπλήρωσή των κωλυομένων γίνεται με την ίδια σειρά και τάξη. Η ατέλεια στη διατύπωση του άρθρου 24 του Ν. 5383/32, ότι τα 14 μέλη του δικαστηρίου λαμβάνονται «εκ των εκτός της I. Συνόδου Αρχιερέων του Κράτους των εχόντων Μητροπόλεις» οδήγησε σε προβλήματα σχετικά με τη συγκρότηση του δικαστηρίου

15. Την ίδια λύση υποστηρίζει και ο Μητροπ. Λαρίσης Δωρόθεος, ό.π. (σημ.11) σ.79 επ.

Page 126: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

600 Κεφ. 11ο - Δικονομικό Ποινικό Δίκαιο

αυτοΰ. Στην πράξη επικράτησε η τακτική να αρχίζει η κλήση των μελών του δικαστηρίου μετά από τον τελευταίο συνοδικό μητροπολίτη σε κάθε έναν από τους δυο πίνακες, δηλαδή της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος και των Νέων Χωρών, με αποτέλεσμα να κρίνονται πολλές φορές οι αποφάσεις του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου από δευτεροβάθ­μιους δικαστές πολΰ νεώτερους στην αρχιερωσύνη (και στην πείρα) απ’ ό,τι οι πρωτοβάθμιοι. Κατά τη γνώμη μας ορθότερη θα ήταν η λΰση να καλούνται οι δικαστές από την αρχή κάθε πίνακα, με παράλειψη βέβαια των μελών της Δ.Ι.Σ.16. Στο Δικαστήριο χρέη γραμματέα ασκεί ο Αρχι- γραμματέας της I. Συνόδου, αναπληροΰμένος από ένα Γραμματέα της.

ς) Το Δικαστήριο για τα μέλη της I. Συνόδου. Συγκροτείται από το 1/3 των εν ενεργεία Μητροπολιτών υστέρα από κλήρωση μεταξύ όλων των μελών της Ιεραρχίας, εκτός από τα μέλη της Δ.Ι.Σ. στη συνοδική περίοδο, στην οποία άσκησαν τα συνοδικά τους καθήκοντα οι δικαζό­μενοι. Το δικαστήριο πρέπει να είναι τουλάχιστον Ιόμελές. Αν ο αριθ­μός που προκύπτει από την κλήρωση του 1/3 είναι μικρότερος (πράγμα δυνατό μεν κατά τη δημοσίευση του Ν. 5383/32, αλλά αδύνατο σήμερα, μετά από τις ιδρύσεις νέων μητροπόλεων κατά την τελευταία 30ετία), τότε κληρώνεται το 1/2. Τα μέλη του δικαστηρίου προσκαλούνται με Π. Διάταγμα που ορίζει τον τόπο των συνεδριών και τον ακριβή χρόνο της πρώτης συνεδρίας. Με το ίδιο Διάταγμα πρέπει να οριστεί και ο γραμ­ματέας του δικαστηρίου, για τον οποίο δεν προβλέπει τίποτε ο νόμος.

Η συμμετοχή στα συνοδικά δικαστήρια είναι για τα αρχιερατικά τους μέλη υποχρεωτική. Ο Ν. 5383/32 προβλέπει στα άρθρα 42-44 την επιβο­λή εκκλησιαστικών ποινών (στέρηση αποδοχών ενός μηνός και, ενδεχο­μένως, αργία μέχρι 15 μέρες) εναντίον των συνοδικών δικαστών, που αρνούνται να εκπληρώσουν χωρίς νόμιμη δικαιολογία (ασθένεια ή άλλο σπουδαίο λόγο) τα δικαστικά τους καθήκοντα.

11.1.4. Η αρμοδιότητα των εκκλησιαστικών δικαστηρίων

Από τα πιο πάνω δικαστήρια, επισκοπικά λειτουργούν σε όλες τις I. Μητροπόλεις (και στην I. Αρχιεπισκοπή), ενώ τα συνοδικά μόνο στην έδρα της I. Συνόδου, δηλαδή στην πρωτεύουσα του Κράτους. Επομένως

16. Για το ειδικότερο πρόβλημα του ποιας συνοδικής περιόδου τα μέλη θα αποκλεισθούν, δηλαδή της παρούσας ή εκείνης, στην οποία δικάστηκε η υπόθεση σε πρώτο βαθμό, αν υπάρχει διαφορά, βλ. Μητροπ. Ααρίσης Δωρόθεο, ό.π. σ.81 επ.

Page 127: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

2 ΐ ί. Οι φορείς της εκκλησιαστικής δικαστικής εξουσίας 601

μόνο στα πρώτα είναι αναγκαίος ο καθορισμός της τοπικής τους αρμο­διότητας. Σύμφωνα με το άρθρο 7 του Ν. 5383/32 κάθε επισκοπικό δικαστήριο δικάζει τα εκκλησιαστικά αδικήματα, α) που διαπράχθηκαν από οποιονδήποτε κληρικό (μη αρχιερέα) ή μοναχό μέσα στην εδαφική περιοχή της οικείας Μητροπόλεως, ή β) που διαπράχθηκαν οπουδήποτε από κληρικό ή μοναχό του κλήρου ή μονής της οικείας Μητροπόλεως, δηλαδή εκείνης, στην οποία λειτουργεί το δικαστήριο. Από τη ρύθμιση αυτή προκύπτει, ότι είναι δυνατό για το ίδιο αδίκημα να είναι αρμόδια συγχρόνως δύο (σε σπάνιες περιπτώσεις και περισσότερα) επισκοπικά δικαστήρια. Σε τέτοια περίπτωση προτιμάται το δικαστήριο εκείνο που κάλεσε πρώτο τον κατηγορούμενο για ανάκριση. Αν προκύψει σχετική αμφισβήτηση, ο κανονισμός της αρμοδιότητας γίνεται από τη Δ.Ι.Σ. μετά από αίτηση ενός των μητροπολιτών ή του κατηγορουμένου. Από την υποβολή της αιτήσεως και μέχρι την έκδοση αποφάσεως αναστέλλεται οποιαδήποτε διαδικαστική ενέργεια των επισκοπικών δικαστηρίων (άρ­θρα 8-9 του Ν. 5383/32).

Για την καθ’ ύλην αρμοδιότητα των εκκλησιαστικών δικαστηρίων ισχύουν οι ακόλουθοι κανόνες. Στα επισκοπικά δικαστήρια υπάγονται πρεσβύτεροι, διάκονοι και μοναχοί, εφόσον το αδίκημα, για το οποίο δικάζονται, συνεπάγεται την επιβολή εκκλησιαστικής ποινής μέσα στα όρια που διαγράφουν τα άρθρα 10 και 11 του Ν. 5383/32 (με τις μετα­γενέστερες τροποποιήσεις τους), δηλαδή επίπληξη, στέρηση μισθού ή συντάξεως μέχρι τρεις μήνες ή χρηματική ποινή, αργία μέχρι ενάμισυ χρόνο για κληρικούς ή ένα χρόνο για ιερομονάχους, σωματικό περιορι­σμό μέχρι 15 μέρες για έγγαμους κληρικούς ή μέχρι τρία χρόνια για άγαμους, έκπτωση από το αξίωμα. Αν στην πρόοδο της διαδικασίας κρίνει το δικαστήριο, σύμφωνα με τις αρχές που διέπουν την επιμέτρηση της ποινής (βλ. πιο πάνω 9.2.3), ότι η επιβλητέα ποινή υπερβαίνει τα παραπάνω μέτρα, κυρύσσει εαυτό αναρμόδιο και παραπέμπει την υπό­θεση στο Πρωτοβάθμιο Συνοδικό Δικαστήριο.

Τα δύο συνοδικά δικαστήρια είναι καθ’ ύλην αρμόδια για τα αδική­ματα των πρεσβυτέρων, διακόνων και μοναχών, αλλά το μεν Πρωτοβάθ­μιο είναι άλλοτε α' βαθμού δικαστήριο (όταν δικάζει ύστερα από πα­ραπομπή της υποθέσεως από επισκοπικό δικαστήριο) και άλλοτε β" βαθμού (όταν εκδικάζει τις εφέσεις κατά αποφάσεων επισκοπικού δι­καστηρίου), ενώ το Δευτεροβάθμιο είναι πάντα δικαστήριο βΧ βαθμού, γιατί η μοναδική του αρμοδιότητα είναι η εκδίκαση των εφέσεων κατά των αποφάσεων του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου.

Page 128: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

602 Κεφ. 11ο - Δικονομικό Ποινικό Δίκαιο

Τα δυο συνοδικά δικαστήρια για τους Αρχιερείς είναι αρμόδια για τα αδικήματα των κληρικών με επισκοπικό βαθμό, το ένα σε α' βαθμό με δυνατότητα επιβολής όλων των ποινών που απειλούνται εναντίον των αρχιερέων (άρθρο 23 του Ν. 5383/32, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 του Α.Ν. 1230/38) και το άλλο σε β' βαθμό (εκδίκαση των εφέσεων).

Το ειδικό, τέλος, δικαστήριο δικάζει σε πρώτο και τελευταίο βαθμό τα αδικήματα που ετέλεσαν ο Πρόεδρος και τα μέλη της Δ.Ι.Σ. κατά την άσκηση των συνοδικών τους καθηκόντων και μπορεί να επιβάλει όλες τις ποινές που προβλέπονται για τους επισκόπους, όπως και το Πρωτο­βάθμιο Δικαστήριο για τους Αρχιερείς.

Διατάξεις για αρμοδιότητα των εκκλησιαστικών δικαστηρίων λόγω συναφείας ή λόγω συναιτιότητας δεν περιέχει ο Ν. 5383/32. Για τους ίδιους λόγους, που έχει καθιερωθεί αυτή η αρμοδιότητα στην κοινή ποινική δικονομία, επιβάλλεται η εισαγωγή της με την ερμηνευτική οδό και στην εκκλησιαστική, όπως ορθά παρατηρείται17. Για την ειδικότερη ρύθμιση πρέπει να εφαρμοστούν οι διατάξεις των άρθρων 128-131 ΚΠοινΔ προσαρμοζόμενες στις συνθήκες που επικρατούν στο εκκλησια­στικό ποινικό δίκαιο. Δηλαδή το εκκλησιαστικό δικαστήριο που είναι αρμόδιο για την εκδίκαση του βαρύτερου αδικήματος θα μπορεί να δικάσει και όλα τα συναφή. Επίσης σε περίπτωση συμμετοχής περισσό­τερων εκκλησιαστικών προσώπων στην τέλεση ενός αδικήματος, το δι­καστήριο που είναι αρμόδιο να δικάσει εκείνον τον συμμέτοχο, του οποίου η πράξη επισύρει τη βαρύτερη ποινή ή, αν τα δικαστήρια είναι διαφορετικού βαθμού, το ανώτερο (τα δικαστήρια για τους αρχιερείς θεωρούνται ανώτερα από τα άλλα συνοδικά δικαστήρια) θα είναι αρ­μόδιο για όλους τους συναιτίους.

11.1.5. Η νομική φύση των εκκλησιαστικών δικαστηρίων και ο ακυρωτικός έλεγχος των αποφάσεών τους από το Συμβούλιο της Επικρατείας.

Δέκα χρόνια μετά την ίδρυσή του αντιμετωπίζει για πρώτη φορά το Συμβούλιο της Επικρατείας το θέμα του παραδεκτού της προσβολής ενώπιον του αποφάσεων των εκκλησιαστικών δικαστηρίων. Η απόφαση ήταν απορριπτική18 με βάση το ακόλουθο σκεπτικό: Υποβάλλονται στον έλεγχό του οι πράξεις οργάνων της επικρατούσας θρησκείας στην Ελ­

17. Χριστοφιλόπουλος σ.303.18. Σ.τ,Ε. 830/40.

Page 129: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

11.1. Οι φορείς της εκκλησιαστικής δικαστικής εξουσίας 603

λάδα, τα οποία ασκούν διοίκηση. Τα εκκλησιαστικά δικαστήρια συνι- στούν βέβαια κατηγορία οργάνων της Εκκλησίας, δια των οποίων ασκεί­ται κρατική λειτουργία, πλην όμως δεν αποτελοΰν διοικητικά, αλλά δι­καστικά όργανα. Επομένως, εφόσον δεν ασκούν διοίκηση, αποκλείεται ο ακυρωτικός έλεγχος των αποφάσεών τους. Επί 15 χρόνια δεν απομα­κρύνθηκε το δικαστήριο από τη θέση αυτή19. Έ να μόνο βήμα προχώρη­σε το Συμβούλιο με την απόφασή του 2279/53, η οποία περιέλαβε ιδιαί­τερη σκέψη για τον δικαιοδοτικό χαρακτήρα των εκκλησιαστικών δικα­στηρίων και για τον αποκλεισμό, ειδικότερα, της δημοσιότητας της δια­δικασίας20.

Με αφετηρία το περιεχόμενο του άρθρου 1 του Ν. 5383/32, σύμφωνα με το οποίο συστήθηκαν εκκλησιαστικά δικαστήρια «προς διατήρησιν της εκκλησιαστικής πειθαρχίας», ασκήθηκε έντονη κριτική κατά της πιο πάνω νομολογίας και αμφισβητήθηκε η ιδιότητα των δικαιοδοτικών ορ­γάνων της Εκκλησίας ως δικαστηρίων. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, εφόσον αυτόν τον σκοπό εξυπηρετούν τα εκκλησιαστικά δικαστήρια, οι ποινές που αυτά επιβάλλουν είναι ποινές πειθαρχικές, ήτοι ποινές διοι­κητικές, επομένως και οι σχετικές αποφάσεις δεν είναι δικαστικές κρί­σεις, αλλά πράξεις διοικητικές. Περαιτέρω επισημάνθηκε, ότι τα όργα­να αυτά δεν εμφανίζουν τα χαρακτηριστικά των πολιτειακών δικαστη­ρίων, όπως τη δημοσιότητα των συνεδριάσεων, ούτε οι ποινές που αυτά επιβάλλουν μπορεί να παραβληθούν με τις ποινές που επιβάλλουν τα κοινά ποινικά δικαστήρια. Το συμπέρασμα του συλλογισμού αυτού ήταν ότι πρόκειται για «συλλογικά όργανα της διοικήσεως της Εκκλησίας», κατά των πράξεων των οποίων χωρεί αίτηση ακυρώσεως21. Στο, κατά τη γνώμη μας, λανθασμένο αυτό συμπέρασμα οδήγησε ο παραπλανητικός χαρακτηρισμός των εκκλησιαστικών ποινών ως πειθαρχικών, ενώ άλλες είναι οι υπό του εκκλησιαστικού δικαίου προβλεπόμενες πειθαρχικές ποινές, που αφορούν τους εκκλησιαστικούς υπαλλήλους (πειθαρχικό δίκαιο της Εκκλησίας)22.

19. Βλ. τις σχετικές αποφάσεις στα Πορίσματα σ.101.20. Βλ. ΝοΒ 2 (1954) 305 (περίληψη).21. Βλ. Δ. Λαζαρίμου, Τα εκκλησιαστικά δικαστήρια δεν είναι δικαστήρια,

ΝοΒ 8 (1960) 1257-1259.22. Πρβλ. Ράμμο, ό.π. (1.1 σημ.34) σ.96 επ. και Παναγιωτάκο τ.Γ' σ.258 επ.

Παρ’ όλα αυτά υποστηρίζεται στη θεωρία, ότι η εφαρμογή των ίδιων κανόνων δι­καίου οδηγεί σε αδυναμία διακρίσεως των δύο εννοιών. Βλ. Χριστοφιλόπονλο σ.293,

Page 130: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

604 Κεφ. 11ο - Δικονομικό Ποινικό Δίκαιο

Η κριτική που ασκήθηκε κατά της νομολογίας του δεν επτόησε το Συμβούλιο που ενέμεινε στην κατεύθυνση που είχε εξαρχής χαράξει και έκρινε, ότι τα προβλεπόμενα από τον Ν. 5383/32 εκκλησιαστικά δικα­στήρια αποτελούν ειδικά ποινικά δικαστήρια, των οποίων οι αποφάσεις, αφού δεν έχουν τον χαρακτήρα εκτελεστής διοικητικής πράξης δεν προ­σβάλλονται με αίτηση ακυρώσεως. Συγχρόνως όμως αποκλείσθηκε στο σκεπτικό των αποφάσεων αυτών το ενδεχόμενο της προσβολής των α­ποφάσεων των εκκλησιαστικών δικαστηρίων με αίτηση αναιρέσεως με τη φράση, ότι αυτό το ένδικο μέσο χωρεί μόνον κατά των αποφάσεων των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων που εκδίδονται επί διοικητικών διαφορών23.

Ό ταν εκδόθηκε ο Α.Ν. 214/67 που τροποποιούσε και συμπλήρωνε τον Ν. 5383, δημιουργήθηκαν ενδοιασμοί ως προς τον δικαιοδοτικό χαρακτήρα των οργάνων που αυτός ο νόμος συνιστούσε24, παρά το ότι ο νομοθέτης ρητώς τα χαρακτήριζε ως δικαστήρια. Η Επιτροπή Αναστο­λών του Συμβουλίου της Επικρατείας ωστόσο, χωρίς να παρεκκλίνει από τη νομολογία των ετών 1965-1969, έκρινε ότι το Εκκλησιαστικό Συνοδι­κό Δικαστήριο του Α.Ν. 214/67 αποτελεί ειδικό ποινικό δικαστήριο25. Το ίδιο φαίνεται να δέχθηκε και ο Ά ρειος Πάγος, όπως τουλάχιστον εμμέσως συνάγεται από απόφασή του, με την οποία απορρίφθηκε αναί­ρεση, που στρεφόταν κατ’ αποφάσεως του παραπάνω Δικαστηρίου. Σύμ­φωνα με το σκεπτικό της αποφάσεως26, η απόρριψη στηρίχθηκε στη μη πρόβλεψη της προσβολής των αποφάσεων των εκκλησιαστικών δικαστη­ρίων με αναίρεση, και όχι στο ότι δεν επρόκειτο για απόφαση ποινικού δικαστηρίου.

Ο χαρακτηρισμός των δικαιοδοτικών οργάνων της Εκκλησίας ως «ειδικών ποινικών δικαστηρίων» αντί να άρει την εννοιολογική σύγχυση ορισμένων κύκλων την επέτεινε, έτσι ώστε, όπως προαναφέρθηκε, άρ­

τον οποίο επαναλαμβάνει ο Κονιόάρης, Η διαπάλη κ.λπ. (ό.π. 1.1 σημ.25) σ.253 και ο ίδιος, Εγχειρίδιο σ.227.

23. Βλ. Σ.τ.Ε. 2024 και 2298/65, 2565/69.24. Βλ. την απόφαση της Επιτροπής Αναστολών Σ.τ.Ε. 153/68. Επειδή όμως

μεσολάβησε παραίτηση του αιτούντος δεν εκδόθηκε απόφαση του δικαστηρίου και παρέμειναν τότε οι ενδοιασμοί.

25. Βλ. την απόφαση της Επιτροπής 39/71 (με σχόλια Σπ. Ν. Τρωιάνον), ΝΔικ 27 (1971) 323 επ.

26. Α.Π. 120/69, ΠΧρ 19 (1969) 265 επ.

Page 131: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

11.1. Οι φορείς της εκκλησιαστικής δικαστικής εξουσίας 605

χισαν μερικοί μελετητές να αναζητούν στα όργανα αυτά χαρακτηριστι­κά, τα οποία με βάση τις διατάξεις της πολιτειακής εννόμης τάξης προ­σιδιάζουν μόνο στα κοσμικά δικαιοδοτικά όργανα. Ενόψει δε της - αυτονόητης -απουσίας των ζητούμενων χαρακτηριστικών, διατυπώθηκε το συμπέρασμα, ότι τα συγκεκριμένα όργανα της Εκκλησίας δεν είναι δικαστήρια, οΰτε καν διοικητικά. Κατά τη διατύπωση της απόψεως αυ­τής παρείδαν οι υποστηρικτές της, ότι η Εκκλησία, έχοντας ήδη από τους πρώτους χρόνους της εμφανίσεώς της ιδιαίτερη έννομη τάξη με βάση τους κανόνες του δικοΰ της δικαίου, κατέστησε ειδικά όργανα που ε­ξαρχής ονομάστηκαν «δικαστήρια» για να διατηρήσει μέσα στους κόλ­πους της την πειθαρχία των μελών της. Σε περίπτωση, κατά την οποία τα μέλη παραβίαζαν τους κανόνες του δικαίου της Εκκλησίας, μη τηρώ­ντας τη συμπεριφορά που εκείνοι υπαγόρευαν, τα παραπάνω όργανα επέβαλλαν τις προβλεπόμενες κυρώσεις. Τα όργανα αυτά των πρώτων χριστιανικών αιώνων, των οποίων η σύνθεση - συλλογική κατά κανόνα- δεν μεταβλήθηκε ουσιωδώς στο πέρασμα των χρόνων, εξακολουθούν πάντοτε να ασκούν την ίδια δικαιοδοσία που είχαν από την ίδρυσή τους. Το αναλλοίωτο της φύσης αυτών των οργάνων δεν επηρεάζεται από το γεγονός,·ότι στο παρελθόν η Πολιτεία ανέθεσε σ’ αυτά κατά καιρούς, παράλληλα προς τα καθήκοντά τους, και την άσκηση έργων, που ανήκαν στον χώρο της κοσμικής δικαιοσύνης. Έτσι έχουμε τόσο στο Βυζάντιο όσο και στην περίοδο της Τουρκοκρατίας την επίλυση ιδιωτικών διαφο­ρών αρχικώς από τα επισκοπικά, αργότερα δε τα εκκλησιαστικά δικα­στήρια γενικώς27. Στις περιπτώσεις αυτές, ως προς τις οποίες δεν χωρεί σήμερα κανένας παραλληλισμός, τα εκκλησιαστικά δικαστήρια, δοθέ- ντος ότι ασκούσαν δικαιοδοσία δυνάμει των διατάξεων δύο εννόμων τάξεων, εμφάνιζαν διττό χαρακτήρα.

Κατά την απονομή της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης, μάλιστα δε κατά την ικανοποίηση της ποινικής αξιώσεως της Εκκλησίας, τα δικαιοδοτικά της όργανα εφάρμοζαν διάφορους νομικούς κανόνες, κάποτε δε και εκ διαμέτρου αντίθετους (όπως π.χ. κατά τη θεμελίωση του αξιοποίνου επί εθίμου) προς τους χρονικώς αντίστοιχους του κοσμικού δικαίου, χωρίς ωστόσο αυτό να εμποδίζει την επιβοηθητική, για τη συμπλήρωση κενών, προσφυγή στις διατάξεις του τελευταίου, όταν η φύση των δικαίων που

27. Πρβλ. Χριστοφιλόπουλο σ.293 επ. (με βιβλιογραφία) και Παπαγιάννη, Η νομολογία κ.λπ. (ό.π. 1.2 σημ.53).

Page 132: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

606 Κεφ. 11ο - Δικονομικό Ποινικό Δίκαιο

ανήκαν σε διαφορετικές έννομες τάξεις δεν αποκλείει αυτή την εφαρ- μογή.

Η σαφής διάκριση ανάμεσα στα δικαιοδοτικά όργανα της Πολιτείας αφενός και της Εκκλησίας αφετέρου προβάλλεται και από αυτή τη φύση των ποινών που τα τελευταία επιβάλλουν. Οι ποινές αυτές, παράλληλα προς τον χαρακτήρα μερικών (κατεξοχήν του μεγάλου αφορισμοΰ ή αναθέματος) ως μέτρων προστασίας των λοιπών μελών της Εκκλησίας28, αποσκοποΰν κυρίως στη «θεραπεία» του υπαιτίου της τελέσεως εκκλη­σιαστικού αδικήματος (μολονότι συγκλίνουν σήμερα οι τάσεις της σύγ­χρονης σωφρονιστικής) και για τον λόγο αυτόν έχουν αποκλειστικώς πνευματικό χαρακτήρα, έστω κι αν εμφανίζουν κάποτε, εκ πρώτης του­λάχιστον όψεως, ομοιότητα προς τις ποινές που απειλούνται στο κοινό ποινικό δίκαιο, όπως π.χ. οι χρηματικές ποινές ή η ποινή του σωματικού περιορισμού (άρθρα 10 σιοιχ. γ ' και ς', 11 στοιχ. γ ' και δ" του Ν. 5383/32, όπως έχει τροποποιηθεί). Έτσι στις εκκλησιαστικές ποινές δεν προέχει το στοιχείο του «κακού» (χωρίς όμως και να ελλείπει τελείως), αλλά το στοιχείο του κατάλληλου μέσου για την επίτευξη του επιδιωκό- μενου θεραπευτικού αποτελέσματος.• Εκτός από τις παραπάνω διαφορές, πρέπει να επισημανθεί το γεγο­

νός, ότι ενώ με κανένα (νόμιμο) τρόπο δεν μπορεί κανείς να αποφύγει αυτοδυνάμως την εκτέλεση ποινής, που καταγνώσθηκε από κοσμικό δικαστή, αυτό είναι δυνατό επί των εκκλησιαστικών ποινών με την εκού­σια αποβολή της ιδιότητας του μέλους της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκ­κλησίας που, ως γνωστόν, είναι απολύτως ελεύθερη με βάση την από το Σύνταγμα κατοχυρωμένη ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως29. Η βούληση του ατόμου να έχει αυτή την ιδιότητα περιλαμβάνει και την εκούσια υπαγωγή του στο σύστημα των ποινών της Εκκλησίας αυτής, καθώς και στη δικαιοδοσία των δικαστηρίων της.

Λαμβάνοντας υπόψη τα πιο πάνω δεδομένα, δέχθηκε το 1972 η Ολο­μέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, ότι οι αποφάσεις των «εκκλη­σιαστικών δικαστηρίων» διαφεύγουν τον ακυρωτικό του έλεγχο επειδή πρόκειται για όργανα, με τα οποία η Εκκλησία ενεργεί όχι ως Ν.Π.Δ.Δ. που ασκεί διοίκηση, αλλά ως καθαρά πνευματικός οργανισμός. Συνεπώς ανήκουν στην έννομη τάξη της Εκκλησίας και δεν είναι δικαστήρια της

28. Πρβλ. και Παναγιωτάκο τ.Τ' σ.259.29. Βλ. αντί άλλων Χριστοφιλόπονλο σ.72 και 122 επ.

Page 133: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

11.1. Οι φορείς της εκκλησιαστικής δικαστικής εξουσίας 607

Πολιτείας, όπως αυτά που προβλέπουν τα άρθρα 95 επ. του Συντάγμα­τος, εφόσον δεν απονέμουν την κατά κόσμον δικαιοσύνη. Έτσι οι απο­φάσεις τους, μη δημιουργώντας αμέσως σχέσεις δημοσίου δικαίου, ούτε αποφάσεις πολιτειακών δικαστηρίων είναι, ούτε εκτελεστές διοικητικές πράξεις30.

Μία παραχώρηση στον απόλυτο αυτόν αποκλεισμό έκανε με μία απόφασή του το Γ" Τμήμα του Συμβουλίου, που δέχθηκε ότι μπορεί να ερευνηθεί το υποστατό αποφάσεως εκκλησιαστικού δικαστηρίου, αν αποτελεί προϋπόθεση του κύρους εκτελεστής διοικητικής πράξης, η ο­ποία προσβάλλεται για ακύρωση. Έθεσε ωστόσο η απόφαση έναν πε­ριορισμό: Ο λόγος αυτός δεν μπορεί να οδηγήσει σε έρευνα δικονομι- κών παραβάσεων του εκκλησιαστικού δικαστηρίου, που, και αληθείς υποτιθέμενες, δεν καθιστούν την απόφασή του ανύπαρκτη31. Στη συνέ­χεια όμως έδειξε το Δικαστήριο κάποια ακαμψία δεχόμενο το 1980, ότι το απαράδεκτο της αιτήσεως ακυρώσεως ισχύει και όταν ακόμη προ­βάλλονται λόγοι, που αναφέρονται σε παράβαση όχι ιερού κανόνα, αλλά διατάξεως του νόμου περί εκκλησιαστικών δικαστηρίων32.

Το γενικότερο θέμα ωστόσο δεν έπαψε να απασχολεί τους θεωρητι­κούς. Δεκαπέντε χρόνια μετά την απόφαση του 1972 αντιμετωπίζεται το ενδεχόμενο, να ανήκουν τα θρησκευτικά δικαστήρια γενικώς στα διοι­κητικά, ως μία υποκατηγορία εντός των, εν ευρεία εννοία, ειδικών διοι­κητικών δικαστηρίων, οπότε το συνταγματικό τους έρεισμα θα ήταν το άρθρο 94 § 2 του Συντάγματος33.

Τέλος, τίθεται το 1988 και πάλι το θέμα ενώπιον της Ολομέλειας του Συμβουλίου που, τη φορά αυτή, απομακρύνεται από τη μέχρι τότε νομο­λογία του δικαστηρίου δεχόμενη, ότι η ελληνική έννομη τάξη δεν ανέ­χεται την ύπαρξη άλλων δικαστηρίων εκτός από αυτά που παρέχουν τις εγγυήσεις του Συντάγματος. Συνεπώς τα εκκλησιαστικά δικαστήρια δεν

30. Σ.τ.Ε. 2800/72 (βλ. 11.2.9 II), ΝοΒ 21 (1973) 109 (με σχόλια Σπ. Ν. Τρωιά- νον). Η απόφαση εκδόθηκε επί της υποθέσεως που είχε απασχολήσει το 1971 την Επιτροπή Αναστολών. Παρόμοιο περιεχόμενο έχει και η Σ.τ.Ε. 2548/73. Πρβλ. και Σ.τ,Ε. 368/77.

31. Σ.τ.Ε. 36/75 (Τμ. Γ'· βλ. 11.2.9 I).32. Σ.τ,Ε. 4120-4122/1980 (Τμ. Δ"· βλ. 11.2.9 III).33. Βλ. Δ. Κλ. Τσονρκα, Τα έκτακτα δικαστήρια. Συμβολή στην ερμηνεία και

εφαρμογή του άρθρου 8 § 2 του Συντάγματος, Θεσσαλονίκη 1987, σ.5 επ. και 108 επ., με περαιτέρω σκέψεις του συγγραφέα.

Page 134: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

608 Κεφ. 11ο - Δικονομικό Ποινικό Δίκαιο

είναι φορείς δικαστικής εξουσίας, αλλά με αυτά ασκεί η Εκκλησία την πειθαρχική της αρμοδιότητα, άλλοτε μεν επιβάλλοντας πνευματικής μό­νο φΰσης ποινές, που σαν τέτοιες διαφεύγουν τον δικαστικό έλεγχο, άλλοτε δε με ποινές που επηρεάζουν αμέσως την υπηρεσιακή σχέση κληρικού-Εκκλησίας και τα δικαιώματα που προκύπτουν από αυτή (π.χ. στέρηση μισθού). Στην τελευταία αυτή περίπτωση τα πειθαρχικά όργανα της Εκκλησίας, όταν λειτουργούν συλλογικά, έχουν τον χαρακτήρα πει­θαρχικών συμβουλίων, που για την εξασφάλιση των αρχών του κράτους δικαίου και της χρηστής διοίκησης, πρέπει να ακολουθούν τουλάχιστον ως προς τη σύνθεσή τους και την πειθαρχική διαδικασία τις βασικές αρχές του πειθαρχικού δικαίου. Γι’ αυτό οι αποφάσεις τους, ως εκτελε­στές πράξεις διοικητικών αρχών, προσβάλλονται με αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Η μειοψηφία ενέμεινε στο σκεπτικό της αποφάσεως του 197234.

Επισημάνθηκε ότι η απόφαση οδηγεί σε αδιέξοδο35. Σε αδιέξοδο ωστόσο μπορούσε κάποιες φορές να οδηγήσει και η άποψη, ότι οι εκ­κλησιαστικές δικαστικές αποφάσεις δεν δημιουργούν - αμέσως τουλά­χιστον - σχέσεις δημοσίου δικαίου, κάτι που επιδέχεται πολλή συζήτηση. Είναι γνωστό, ότι κατά την πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επι- κρατείας οι εφημέριοι είναι προεχόντως θρησκευτικοί λειτουργοί και ότι το γεγονός πως μισθοδοτούνται από το Δημόσιο δεν τους προσδίδει την ιδιότητα δημοσίου υπαλλήλου ή υπαλλήλου νομικού προσώπου δη­μοσίου δικαίου36. Πολύ περισσότερο ισχύει αυτό ασφαλώς για τους -

34. Σ.τ.Ε. 825/88, ΝοΒ 36 (1988) 615 επ. (με σχόλια των Ν. Ρώτη και I. Μ. Κονιόάρη), ΕλλΔ 29 (1988) 781 επ. (με σχόλιο Σπ. Ν. Τρωιάνον), Χριστιανός 27 (1988) 120 επ. και «Δίκαιο και Πολιτική» (ό.π.) σ.293 επ., όπου (σ.218 επ.) εκτετα­μένη ανάλυση της αποφάσεως με εξαντλητική παράθεση της βιβλιογραφίας από τον Πουλή, Εκκλησ. Δικαιοσύνη κ.λπ. Η απόφαση της Ολομέλειας εκδόθηκε ύστερα από την παραπεμπτική απόφαση 195/87 (Τμ. Γ"), Χριστιανός 27 (1988) 62 (με σχόλιο I. Μ. Κονιόάρη μαζί με την 825/88 στη σ.153 επ.).

35. Βλ. Αν. Μαρίνου, Η πρόσφατη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας για τα εκκλησιαστικά δικαστήρια, στου ίδιον, Εκκλησία και Δίκαιον σ.116-125 (124) που επισημαίνει το αδιέξοδο, ενόψειτης μεταγενέστερης Σ.τ.Ε. 2979/96 (Ολομ.· 6.2.6 VI), με την οποίαν έγινε δεκτό, ότι το επιτίμιο της «ακοινωνησίας» είναι πράξη «πνευματικού περιεχομένου» που δεν προβλέπεται από πολιτειακό νόμο και γι’ αυτό «δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη» - παρά το γεγονός, ότι συνεπάγεται γενική απαγόρευση για τον ιεράρχη να ασκεί τα διοικητικά του καθήκοντα.

36. Βλ. Σ.τ,Ε. 507/83 (Τμ. Γ'· βλ. 6.3.7 IV).

Page 135: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

11.1. Οι φορείς της εκκλησιαστικής δικαστικής εξουσίας 609

έστω και ολιγάριθμους - κληρικούς που δεν έχουν εφημεριακή θέση. Ενόψει όμως της κατά τα τελευταία χρόνια έκδηλης τάσης ουσιαστικής εξομοιώσεως των εφημερίων (που αποτελούν τη συντριπτική πλειονότη­τα των κληρικών στις Εκκλησίες του ελλαδικού χώρου) με τους δημο­σίους υπαλλήλους37, οι αποφάσεις των εκκλησιαστικών δικαστηρίων, στις περιπτώσεις που με αυτές επιβάλλεται καθαίρεση, αργία με ή χωρίς στέρηση αποδοχών, παύση από την εφημεριακή θέση η αναγκαστική μετάθεση, έχουν οπωσδήποτε επιπτώσεις σε σχέσεις δημοσίου δικαίου. Δεν μπορεί ωστόσο να περάσει απαρατήρητο, ότι αυτές οι επιπτώσεις δεν προκαλούνται πάντοτε από αποφάσεις που επιβάλλουν την ίδια ποινή σε κληρικούς του ίδιου βαθμού. Συγκεκριμένα: Απόφαση που επιβάλλει ποινή αργίας σε πρεσβύτερο, κάτοχο εφημεριακής θέσης, ελέγχεται ακυρωτικώς επειδή επηρεάζει την υπηρεσιακή κατάσταση του ιερέα, ενώ άλλη απόφαση που επιβάλλει την ίδια ποινή σε άλλον πρε­σβύτερο, συνταξιούχο εφημέριο, δεν ελέγχεται ακυρωτικώς, επειδή η ποινή που καταγνώσθηκε «έχει μόνο πνευματικό περιεχόμενο»38. Εισά- γεται με τον τρόπο αυτόν μία διαφοροποίηση στο σύστημα των εκκλη­σιαστικών ποινών, την οποία η θεωρία του εκκλησιαστικού δικαίου δεν θα μπορέσει ποτέ να κατανοήσει.

Ανεξάρτητα όμως από τις πιο πάνω επιφυλάξεις, πρέπει να γίνει αντιληπτό, ότι ο ίδιος ο Ν. 5383/32 καθιερώνει σε ορισμένες περιπτώσεις πολιτειακό έλεγχο νομιμότητας των αποφάσεων που εκδίδονται κατ’ εφαρμογή του. Αυτό ισχύει για τις αποφάσεις που έχουν εκδοθεί ενα­ντίον αρχιερέων οι οποίες, αδιάφορα από το είδος της επιβαλλόμενης ποινής, σύμφωνα με το άρθρο 152 εκτελούνται αφού εκδοθεί Π. Διάταγ­μα με πρόταση του Υπουργού Εθν. Παιδείας \α ι Θρησκευμάτων. Εξυ- πακούεται ότι ο Υπουργός θα προβεί προηγουμένως σε έλεγχο της τυπικής νομιμότητας της καταδικαστικής αποφάσεως39, γιατί αυτό επι­βάλλεται από τις γενικές αρχές που διέπουν τη δράση της δημόσιας

37. Ιδιαίτερη σημασία έχει, ότι η τάση αυτή επικρατεί στο Ελεγκτικό Συνέδριο. Βλ. π.χ. το πρακτικό με αριθμό 7/1997 του Α ' Κλιμακίου, όπου απορρίπτεται ο ισχυρισμός του ενισταμένου εφημερίου, ότι οι εφημέριοι δεν είναι δημόσιοι υπάλλη­λοι και τονίζεται, αντιθέτως, η μισθολογική εξομοίωσή τους από την ισχυουσα νομο­θεσία προς τους δημοσίους υπαλλήλους.

38. Βλ. τις αποφάσεις του Σ.τ.Ε. 2438-2439/01 (Τμ. Γ').39. Βλ. Σ.τ.Ε. 4123/80 (Τμ. Δ'), κατά την οποία το Δικαστήριο δεν μπορεί να

υπεισέλθει σε κατ’ ουσίαν έλεγχο της αποφάσεως του εκκλησιαστικού δικαστηρίου.

Page 136: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

610 Κεφ. 11ο - Δικονομικό Ποινικό Δίκαιο

διοικήσεως. Δεν θα πρέπει δε να λεχθεί, ότι η ανάγκη να εκδοθεί διά­ταγμα είναι απόρροια του ότι και η αναγνώριση και κατάσταση των μητροπολιτών γίνεται επίσης με διάταγμα, γιατί, εφόσον ο νόμος δεν διακρίνει, απαιτείται έκδοση διατάγματος και για την εκτέλεση καταδι- καστικής αποφάσεως εναντίον σχολάζοντος αρχιερέως, που δεν είναι πλέον φορέας εκκλησιαστικής διοικητικής εξουσίας. Παρατηρείται εδώ, κατά συνέπεια, μία φανερή ανισότητα στην αντιμετώπιση των αποφά­σεων των εκκλησιαστικών δικαστηρίων ως προς τον έλεγχο της νομιμό- τητάς τους, με βάση την ιδιότητα του καταδικασθέντος, αν πρόκειται δηλαδή για κληρικό με επισκοπικό βαθμό ή όχι.

Στους παραπάνω λόγους πρέπει να προστεθεί και το ότι έρχονται κάποτε στη δημοσιότητα αποφάσεις εκκλησιαστικών δικαστηρίων, με τις οποίες παραβιάζονται τόσο ιεροί κανόνες όσο και διατάξεις του κοσμι­κού δικαίου40.

Κάτω από την επίδραση αυτών των διαπιστώσεων ωρίμαζε η πεποί­θηση, ότι οι απόψεις ως προς τη γενική εξαίρεση των εκκλησιαστικών δικαστικών αποφάσεων από τον ακυρωτικό έλεγχο του Συμβουλίου της Επικρατείας, έπρεπε να αναθεωρηθούν με την εισαγωγή ορισμένων διακρίσεων. Ήδη πριν από ένα τέταρτο αιώνος είχε τονιστεί η ανάγκη, να ελέγχεται η τήρηση των δικονομικών διατάξεων ή ακόμα και των ουσιαστικών, όταν επιβάλλεται ποινή μη προβλεπόμενη από τον νόμο41. Η άποψη αυτή βρήκε ανταπόκριση στη μειοψηφούσα γνώμη που περιέ- λαβαν οι αποφάσεις 4120-4122/80 του Δ" Τμήματος, σύμφωνα με την οποία οι αποφάσεις των εκκλησιαστικών δικαστηρίων προσβάλλονται παραδεκτώς με αίτηση ακυρώσεως, εφόσον προβάλλονται λόγοι που αναφέρονται σε παράβαση κανόνων όχι πνευματικής φύσης, αλλά κα­νόνων που αφορούν την εφαρμογή διαδικαστικών διατάξεων. Η γνώμη αυτή της μειοψηφίας υπήρξε μάλλον ο πρόδρομος της στροφής που παρατηρήθηκε στη νομολογία του Συμβουλίου.

Η απόφαση του 1988 προκάλεσε αναταραχή στους εκκλησιαστικούς κύκλους, όπου εκφράστηκαν φόβοι, ότι στο εξής θέματα πνευματικού καθαρά χαρακτήρα θα υποβάλλονται στην κρίση κοσμικών αρχών. Αυτό θα το δείξει το μέλλον. Με βάση πάντως το σκεπτικό της αποφάσεως,

40. Βλ. π.χ. το βούλευμα 206/86 του Συμβ.Εφ.Πειρ., Χριστιανός 25 (1986) 66-78 (με σχόλια Σπ. Ν. Τρωιάνου στις σ.78-80).

41. Βλ. Τρωιάνου, Πορίσματα σ.550. Πρβλ. και Τσούρκα, ό.π. σ.107.

Page 137: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

11.1. Οι φορείς της εκκλησιαστικής δικαστικής εξουσίας 611

εξαιρούνται οι περιπτώσεις, στις οποίες το αδίκημα έχει καθαρά θρη­σκευτικά χαρακτήρα, το δε αντικείμενο του ελέγχου περιορίζεται ρητώς σπς δικονομικές μόνο διατάξεις και ειδικότερα στις διατάξεις ως προς τη σύνθεση και τη διαδικασία. Τονίζεται δε ότι αυτές πρέπει να εναρ­μονίζονται προς τις βασικές αρχές του πειθαρχικού δικαίου. Αυτό το τελευταίο είναι ενδεχόμενο να δημιουργήσει προβλήματα, γιατί, μολο­νότι γίνεται δεκτό στη θεωρία, ότι κενά του νόμου περί εκκλησιαστικών δικαστηρίων καλύπτονται με ανάλογη εφαρμογή του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας42, δεν είναι καθόλου βέβαιο πως όλες οι δικονομικές διατά­ξεις που περιέχονται στον παραπάνω νόμο ανταποκρίνονται στις βασι­κές αρχές του πειθαρχικού δικαίου - κάτι που καθιστά ιδιαίτερα επιτα­κτική την ανάγκη, να αντικατασταθεί το νομοθέτημα του 1932.

Εκείνο όμως που οπωσδήποτε ξενίζει θεωρητικά, είναι ο χαρακτηρι­σμός των εκκλησιαστικών δικαστηρίων ως «πειθαρχικών συμβουλίων». Αυτός δεν αναιρεί ασφαλώς την ιδιότητα των οργάνων αυτών ως δικα­στηρίων από της πλευράς της έννομης τάξης της Εκκλησίας, αλλά από της πλευράς της πολιτειακής έννομης τάξης δεν κατέστη προφανώς δυ­νατό να εντοπισθούν άλλα όργανα, τα οποία από λειτουργικής απόψεως παρουσίαζαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, κοινά χαρακτηριστικά, ώστε να δικαιολογείται η κατ’ αρχήν εφαρμογή των ίδιων διαδικαστικών αρχών. Πρέπει, κατά συνέπεια, να θεωρηθεί η κατασκευή, στην οποία κατέφυγε το Συμβούλιο της Επικρατείας ως μία λύση ανάγκης που επι­βλήθηκε - και αυτή - από την ιδιομορφία των σχέσεων Πολιτείας και Εκκλησίας στη χώρα μας, μολονότι πιθανότατα η σκέψη της μειοψηφίας των αποφάσεων 4120-4122/80 θα εκάλυπτε την ανάγκη με λιγότερους θεωρητικούς συμβιβασμούς.

11.1.6. 'Αλλα δικαιοδοτικά όργανα της Εκκλησίας

Στο παρελθόν η δικαιοδοσία των «δικαστικών» οργάνων της Εκκλη­σίας ήταν πολύ εκτεταμένη και κάλυπτε και χώρους, όπου σύμφωνα με τις σημερινές αντιλήψεις μόνο τα αρμόδια πολιτειακά όργανα μπορούν να κινηθούν, όπως π.χ. η επίλυση ιδιωτικών διαφορών στο πλαίσιο της επισκοπικής δικαιοδοσίας, ακόμη και η απονομή της κοινής ποινικής δικαιοσύνης σε περιπτώσεις παροχής ασύλου κ.ά.43. "Ολες αυτές τις

42. Βλ. Χριστοφιλόπουλο σ.303.43. Βλ. σχετικά Τρωιάνου, Η εκκλ. δικονομία (ό.π. 5.1 σημ.5), σ. 8 και Ν.

Page 138: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

612 Κεφ. 11ο - Δικονομικό Ποινικό Δίκαιο

αρμοδιότητες ασκούσαν τα όργανα που ήταν επιφορτισμένα με τη διε­ξαγωγή της εκκλησιαστικής διοικήσεως στο σύνολό της* με άλλα λόγια δεν υπήρχε σαφής διάκριση ανάμεσα σε κυρίως διοικητικά και κυρίως δικαστικά όργανα. Σήμερα τα όργανα της Εκκλησίας είναι περιορισμέ­να στην απονομή της εκκλησιαστικής και μόνο δικαιοσύνης και το έργο αυτό ο νεώτερος πολιτειακός νομοθέτης το έχει αναθέσει στα εκκλησια­στικά δικαστήρια, που εξετάστηκαν αμέσως πιο πάνω. Ωστόσο συναντά­με και περιπτώσεις οργάνων με καθαρά διοικητικές (με στενή έννοια) αρμοδιότητες, που παράλληλα είναι επιφορτισμένα και με έργα δικαιο- δοτικά. Τέτοια όργανα στην Εκκλησία της Ελλάδος είναι:

α) Η Ι.Σ.Ι. στις περιπτώσεις θ', ι'και ιγ' του άρθρου 4 Κ.Χ., δηλαδή στην επιβολή της ποινής του αφορισμού, στην εκδίκαση αιτήσεων ανα- θεωρήσεως κατά τελεσιδίκων αποφάσεων που έχουν εκδοθεί εναντίον πρεσβυτέρων, διακόνων ή μοναχών και στην εκδίκαση προσφυγών σχε­τικά με εγγραφές, παραλείψεις ή διαγραφές στον πίνακα των εκλόγιμων για Αρχιερατεία (βλ. πιο πάνω 5.2.4 αριθμ. 2).

β) Η Δ.Ι.Σ. ως αρμόδιο όργανο για την άσκηση της εκκλησιαστικής ποινικής αγωγής εναντίον αρχιερέων (άρθρο 143 του Ν. 5383/32* πρβλ. και άρθρο 9 § 1 περίπτ. η" Κ.Χ.)44. Στην περίπτωση αυτή δεν ενεργεί ως Πρωτοβάθμιο για τους Αρχιερείς Δικαστήριο, γι* αυτό και έγκυρα παίρ­νει αποφάσεις ακόμα και όταν δεν παρίστανται όλα τα μέλη της, αλλά μόνον η νόμιμη απαρτία. Δικαιοδοτικά χαρακτήρα μπορεί κατά τις πε­ριστάσεις να προσλάβει η άσκηση της αρμοδιότητας της Δ.Ι.Σ. για τη διενέργεια διαγραφών στον πίνακα των εκλόγιμων για Αρχιερατεία (βλ. πιο πάνω 6.2.3).

γ) Ο μητροπολίτης στις ακόλουθες περιπτώσεις: αα) Όταν επιβάλλει μικρό αφορισμό, σύμφωνα με την πιο πάνω (9.2.1) ανάπτυξη, ββ) Όταν ασκεί την εκκλησιαστική ποινική αγωγή εναντίον κληρικών (πρεσβυτέ­ρων και διακόνων) ή μοναχών, γγ) Όταν κρίνει ότι το αδίκημα, για το οποίο διώκεται ένας κληρικός, είναι ελαφρό και περιορίζεται στην επι­

Μάτση, Το οικογενειακόν δίκαιον κατά την νομολογίαν του Πατριαρχείου Κωνστα­ντινουπόλεως των ετών 1315-1401, Αθήνα 1962, σ.7 επ.

44. Πρβλ. και Σ.τ.Ε. 1983/79, με την οποία κρίθηκε ότι η Δ.Ι.Σ. δεν είχε αρμο­διότητα να αποφανθεί για το εφικτό ή μη της αναψηλαφήσεως καταδικαστικής απο-

' φάσεως εναντίον αρχιερέα, μετά την προσβολή της με έκκλητο στον Οικουμενικό Πατριάρχη, γιατί αρμοδιότητα για την εκδίκαση αναψηλαφήσεως έχει πάντα το ίδιο δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.

Page 139: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

H i Οι φορείς της εκκλησιαστικής δικαστικής εξουσίας 613

βολή ποινής αργίας μέχρι 30 μέρες ή μέχρι έξι μήνες, σύμφωνα με τις διακρίσεις του άρθρου 11 του Ν. 5383/32, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 του Ν. 898/43 (βλ. την ερμηνευτική διεύρυνση της διατάξεως πιο κάτω 11.2.2). δδ) Όταν δικάζει σε β" βαθμό διαφορές μεταξύ των μοναχών και της μονής σχετικά με τις οφειλόμενες σ’ αυτούς παροχές (άρθρο 17 Ν. ΓΥΙΔ709). Επισημαίνεται σωστά45, ότι εδώ δεν πρόκειται για αναγνώριση της υποχρεώσεως για διατροφή ή για άλλες απαιτήσεις κατά της μονής (που υπάγονται στα τακτικά πολιτικά δικαστήρια), αλλά για διαφορές στην εσωτερική διανομή των συγκεκριμένων παροχών μέσα στη μονή.

δ) Ο πνευματικός όταν επιβάλλει μικρό αφορισμό στο μυστήριο της μετανοίας.

ε) Το ηγουμενοσυμβούλιο όταν εκδικάζει σε α' βαθμό τις διαφορές μεταξύ μονής και μοναχών για τις παροχές (βλ. αμέσως πιο πάνω γ ' περίπτ. δδΧ).

45. Χριστοφιλόπουλος σ.295.

Page 140: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

614 Κεφ. 11ο - Δικονομικό Ποινικό Δίκαιο

11.2. Η εκκλησιαστική δικονομία

11.2.1. Οι βασικές διατάξεις της νομοθεσίας

Άρθρο 44 Κ.Χ.: 1. (βλ. πιο πάνω 11.1.1).- 2. Το δικαίωμα εκκλήτου ενώπιον του Οικουμενικού Πατριάρχου κατά τελεσιδίκων αποφάσεων επιβαλλουσών ποινήν αργίας, εκπτώσεως από του θρόνου ή καθαιρέσεως, το οποίον παρέχε­ται δια του ΣΤ ' όρου της από 4.9.1928 Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξεως εις τους Μητροπολίτας των Νέων Χωρών, έχουν και οι Μητροπολίται της Αυ­τοκέφαλου Εκκλησίας της Ελλάδος. Το έκκλητον ασκείται εντός προθεσμίας 30 ημερών από της επιδόσεως της καταδικαστικής αποφάσεως δια καταθέσεως δικογράφου εις τον Γραμματέα του εκδόντος την απόφασιν δικαστηρίου, όστις ανακοινοί αυθημερόν τούτο εις τον Πρόεδρον της Δ.Ι.Σ., υποχρεούμενον όπως εντός 30 ημερών διαβίβαση το κατατεθέν δικόγραφον μετά της δικογραφίας προς το Οικουμενικόν Πατριαρχεΐον. Η προθεσμία προς άσκησιν του εκκλήτου και η άσκησις αυτού δεν έχουν ανασταλτικόν αποτέλεσμα, μη επιτρεπομένης όμως της ενάρξεως διαδικασίας πληρώσεως του θρόνου προ της παρελεύσεως έτους, αφ’ ης διεβιβάσθη η δικογραφία.

"Αρθρο 11 του Ν. 1700/87: Κληρικοί κάθε βαθμού και μοναχοί κατηγορού­μενοι ενώπιον οιουδήποτε Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου του ν. 5383/1932 πα- ρίστανται με συνήγορο κληρικό ή δικηγόρο.- Τις συνεδρίες των Εκκλησιαστι­κών Δικαστηρίων επιτρέπεται να παρακολουθούν κληρικοί και μοναχοί.- Κάθε αντίθετη σχετική διάταξη καταργείται.

11.2.2. Η προδικασία

Αρμόδια όργανα για την άσκηση εκκλησιαστικής ποινικής δίωξης είναι ο Μητροπολίτης, αν αυτή στρέφεται κατά πρεσβυτέρου, διακόνου ή μοναχού, και η Δ.Ι.Σ., αν ο υπαίτιος του εκκλησιαστικού αδικήματος είναι επίσκοπος1. Και στις δύο περιπτώσεις η ενέργεια του οργάνου μπορεί είτε να είναι αυτεπάγγελτη, είτε να προκληθεί από την υποβολή μηνύσεως. Η μήνυση είναι έγγραφη και υποβάλλεται, ανάλογα με την περίπτωση, στον γραμματέα της Μητροπόλεως (εναντίον κληρικών ή μοναχών) ή στη γραμματεία της Δ.Ι.Σ. (εναντίον αρχιερέων) ή επιδίδε­ται στον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών, αν στρέφεται εναντίον μελών της Δ.Ι.Σ. για αδικήματα που διέπραξαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους (άρθρα 28, 100, 101 και 143 του Ν. 5383/32, όπως έχουν τροποποιηθεί με τα άρθρα 5 του Ν.Δ. 1814/42 και 8 του Ν. 898/43). Δεν γίνεται δεκτή

1. Βλ. όμως και παραπάνω 6.2 σημ.8.

Page 141: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

11.2. Η εκκλησιαστική δικονομία 615

η μήνυση, αν προέρχεται από α) μη μέλος της Ορθόδοξης Εκκλησίας, β) πρόσωπο που έχει καταδικαστεί για ψευδορκία, γ) γυναίκα που απο­δεδειγμένα είναι πόρνη, δ) πρόσωπο που έχει καταδικαστεί ως προα- γωγός (πρβλ. και πιο κάτω 11.2.3 για τη μαρτυρική ανικανότητα των ίδιων προσώπων). Η μήνυση όμως γίνεται δεκτή και εξετάζεται, αν τα πρόσωπα αυτά είναι οι παθόντες από το αδίκημα.

Η περαιτέρω διαδικασία διαφοροποιείται ανάλογα με την ιδιότητα του προσώπου, εναντίον του οποίου ασκείται η δίωξη. Εφόσον πρόκει­ται για πρεσβΰτερο, διάκονο ή ιερομόναχο παρέχονται στον Μητροπο­λίτη δΰο δυνατότητες: Αν το αδίκημα δεν είναι σοβαρό και τα πραγμα­τικά περιστατικά γνωστά, μπορεί να επιβάλει ο ίδιος (χωρίς να εισαχθεί η υπόθεση στο επισκοπικό δικαστήριο) ποινή αργίας μέχρι 30 μέρες ή μέχρι έξι μήνες σε περίπτωση που η πράξη προκάλεσε σκάνδαλο (11.14 γ ' περίπτ. γγ'). Αν δεν συντρέχουν αυτές οι προϋποθέσεις, τότε θα διατάξει ένορκη ανάκριση. Αυτή διεξάγεται είτε από τον ίδιο, είτε από ένα μέλος του επισκοπικού δικαστήριου ή άλλο κληρικό που αυτός θα ορίσει. Ο ανακριτής ασκεί τα καθήκοντά του μόνο μέσα στην περιοχή της Μητροπόλεως. Για τη διενέργεια ανακριτικών πράξεων στην περιο­χή άλλης Μητροπόλεως, ο Μητροπολίτης που άσκησε τη δίωξη παρακα- λεί τον εκεί προϊστάμενο αρχιερέα, να αναθέσει τη διενέργεια των πράξεων σε δικό του κληρικό, που στη συνέχεια θα στείλει τη σχετική έκθεση.

Αν η δίωξη ασκείται εναντίον επισκόπου, διεξάγεται υποχρεωτικά ανάκριση από ανακριτή (οπωσδήποτε αρχιερέα και μάλιστα, αν είναι δυνατό, αρχαιότερο) που ορίζει η Δ.Ι.Σ. Στην περίπτωση μηνύσεως κατά συνοδικών αρχιερέων, η Δ.Ι.Σ. ορίζει με κλήρωση πενταμελή επιτροπή από μη συνοδικούς μητροπολίτες, που αποφαίνεται αν πρέπει να διε- νεργηθεί ανάκριση και, σε καταφατική απάντηση, ορίζει τον ανακριτή.

Η ανάκριση αποβλέπει στην ανεύρεση της αλήθειας και στη συγκέ­ντρωση του αναγκαίου αποδεικτικού υλικού, όχι μόνο σε βάρος, αλλά και υπέρ του κατηγορουμένου. Για να πετύχει τον σκοπό αυτόν ο ανα­κριτής προσφεύγει σε όλα τα αποδεικτικά μέσα, που προβλέπει η εκ­κλησιαστική δικονομία. Αν παρουσιαστεί ανάγκη να διενεργηθεί έρευ­να σε κατοικία ή να κατασχεθούν πειστήρια, ο εκκλησιαστικός ανακρι­

β ή ς απευθύνεται στον αρμόδιο εισαγγελέα, που ενεργεί τις πράξεις αυτές και στη συνέχεια στέλνει τη σχετική έκθεση (άρθρα 105-107 του Ν. 5383/32 με τις τροποποιήσεις του άρθρου 9 του Ν. 898/43). Ένα από τα κύρια καθήκοντα του ανακριτή είναι η εξέταση του κατηγορουμένου,

Page 142: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

616 Κεφ. 11ο - Δικονομικό Ποινικό Δίκαιο

που διεξάγεται σύμφωνα με τις ειδικότερες διατάξεις του νόμου (άρθρα 109-114 με τις προσθήκες του άρθρου 11 του Ν. 898/43). Αν υπάρξουν διαφωνίες ή αμφισβητήσεις μεταξύ ανακριτή και κατηγορουμένου, επι­λύονται από την εκκλησιαστική αρχή που διόρισε τον ανακριτή, δηλαδή τον Μητροπολίτη ή τη Δ.Ι.Σ. (άρθρα 104 και 144). Οι ανακριτικές πρά­ξεις δεν διεξάγονται δημοσία, αλλά σ’ αυτές παρίσταται πάντοτε και ο γραμματέας του ανακριτή (κληρικός ή μοναχός). Για την τήρηση της τάξης στον τόπο διεξαγωγής της ανακρίσεως, ο ανακριτής έχει τα δι­καιώματα που προβλέπονται στο άρθρο 115 του ίδιου νόμου.

Αν η ανάκριση διεξάγεται εναντίον πρεσβυτέρου, διακόνου ή ιερο- μονάχου, ο Μητροπολίτης που έδωσε τη σχετική εντολή έχει το δικαίωμα (όχι την υποχρέωση) να θέσει τον κατηγορούμενο σε αργία χωρίς στέ­ρηση μισθού μέχρι την έκδοση αποφάσεως από το εκκλησιαστικό δικα­στήριο, αν συντρέχει μια από τις εξής προϋποθέσεις: α) αν η ίδια πράξη στοιχειοθετεί παράβαση και του κοινού ποινικού δικαίου και η αρμόδια δικαστική αρχή έχει διατάξει την προσωρινή κράτηση (άλλοτε: προφυ- λάκιση) του κληρικού, ή β) αν το εκκλησιαστικό αδίκημα, για το οποίο διεξάγεται αυτή η ανάκριση επισύρει ποινή καθαιρέσεως και η τέλεσή του προκάλεσε δημόσιο σκάνδαλο (άρθρο 102). Η αργία αυτή δεν απο­τελεί ποινή, αλλά μόνο διοικητικό μέτρο* ωστόσο λόγοι επιείκειας υπα­γορεύουν τον συνυπολογισμό αυτού του χρόνου στην ποινή της αργίας, που τυχόν θα επιβάλει το δικαστήριο μετά την εκδίκαση της πράξης.

Μετά την ολοκλήρωση του έργου του ο ανακριτής υποβάλλει τη δι­κογραφία στον Μητροπολίτη ή στη Δ.Ι.Σ., ανάλογα με το ποιος τον διόρισε. Η οικεία αρχή είτε α) θα διατάξει παύση της δίωξης, αν διαπι­στώσει ότι δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία για στήριξη της κατηγορίας, είτε β) θα διατάξει συμπληρωματική ανάκριση, είτε γ) θα προωθήσει την υπόθεση προς το αρμόδιο κατά περίπτωση δικαστήριο (άρθρα 116, 117 και 146). Ο Μητροπολίτης έχει ατη διάθεσή του και μία τέταρτη λύση: Αν από την ανάκριση προκύψει ότι το παράπτωμα του κατηγορου­μένου κληρικού δεν ήταν σοβαρό, μπορεί να επιβάλει την ποινή αργίας μέχρι 30 ημερών ή μέχρι έξι μηνών του άρθρου 116 σε συνδυασμό με το άρθρο 11, χωρίς να στείλει την υπόθεση στο δικαστήριο (πιο πάνω 11.1.6 γ ' περίπτ. γγ'). Ουσιώδη τύπο της διαδικασίας αποτελεί πάντως η - σε κάθε περίπτωση -προηγούμενη κλήση του κατηγορουμένου σε απολο­γία. Το άρθρο 11, στο οποίο προβλέπεται η δυνατότητα αυτή φέρει την επικεφαλίδα «Ποιναί επιβλητέαι εις μοναχούς». Δεν υπάρχει ωστόσο η παραμικρή αμφιβολία, ότι η διάταξη αφορά όχι απλούς μοναχούς, αλλά

Page 143: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

11.2. Η εκκλησιαστική δικονομία 617

κληρικούς εγγάμους και αγάμους (ιεροδιακόνους και ιερομονάχους) και ότι η ένταξή της στο άρθρο 11, ενώ έπρεπε να αποτελέσει το περιε­χόμενο ιδιαίτερου άρθρου, οφείλεται σε αβλεψία - μία από τις πολλές -του συντάκτη του Ν. 5383/322.

11.2.3. Τα αποδεικτικά μέσα

Σύμφωνα με το ισχύον εκκλησιαστικό δικονομικό δίκαιο τα αποδει­κτικά μέσα στην εκκλησιαστική δίκη είναι οι μάρτυρες, η αυτοψία, η πραγματογνωμοσύνη και τα έγγραφα (άρθρα 56-94 του Ν. 5383/32). Σ’αυτά πρέπει να προστεθεί και η απολογία του κατηγορουμένου, αλλά πάντως αποκλείεται η επιβολή όρκου σ’ αυτόν. Ό λα τα στοιχεία που προκύπτουν από τα αποδεικτικά αυτά μέσα γίνονται αντικείμενο ελεύ­θερης εκτιμήσεως από τον δικαστή που δεν δεσμεύεται στην αξιολόγησή τους από νομικούς κανόνες, εκτός από έναν: Δεν επιτρέπεται να στηρι- χθεί καταδικαστική απόφαση στην κατάθεση ενός μόνο μάρτυρα. Πρό­κειται για καθιερωμένη στην εκκλησιαστική συνείδηση παλαιότατη δι- κονομική αρχή, που επαναλαμβάνει ο νόμος στο άρθρο 573.

Από όλα τα αποδεικτικά μέσα, στην πιο αναλυτική ρύθμιση υποβάλ­λεται από τον Ν. 5383/32 (άρθρα 58-86) η μαρτυρία. Οι καλούμενοι να εξεταστούν ως μάρτυρες είτε από έναν εκκλησιαστικό ανακριτή, είτε από ένα εκκλησιαστικό δικαστήριο (το τελευταίο είναι σπανιότατο στην πράξη) έχουν υποχρέωση να εμφανιστούν. Από αυτή την υποχρέωση απαλλάσσονται οι αρχιερείς, οι γέροντες και οι ασθενείς που εξετάζο­νται στην κατοικία τους. Ορισμένα πρόσωπα που ανήκουν στην ανώτατη κρατική ιεραρχία (ο νόμος αναφέρει μόνον υπουργούς, στρατηγούς, εισαγγελείς και νομάρχες) έχουν περιορισμένη υποχρέωση εμφανί- σεως: μόνον αν καλούνται από αρχιερέα στον τόπο της έδρας τους ή της διαμονής τους. Επίσης στον τόπο της διαμονής τους εξετάζονται όσοι μένουν στο εξωτερικό. Πέρα από τις εξαιρέσεις αυτές η παράβαση της

2. Την ερμηνεία αυτή δέχθηκε η απόφαση του Σ.τ.Ε. 1534/92 (Τμ. Γ'), Χρι­στιανός 32 (1993) 29 επ. Βλ. σχετικά Γ. Πουλή, Ο νομικός χαρακτήρας των πράξεων που εκδίδει ο Μητροπολίτης σύμφωνα με το άρθρο 11 εδάφ.3-4 του Ν. 5383/1932, στο ίδιο περιοδ. σ.17-21.

Γ" 3. Πρβλ. στην Π. Διαθήκη Αριθ. 35,30, Δευτ. 17,6, 19,15 και στην Κ. Διαθήκη Ματθ. 18,16, Α ' Τιμοθ. 5,19. Βλ. από ιστορικής απόψεως Τρωιάνου, Η εκκλ. δικονο­μία (ό.π. 5.1 σημ.5) σ. 99 και του ίδιου, Η εκκλ. διαδικασία κ.λπ. (ό.π. 1.2 σημ.20) σ. 89.

Page 144: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

ο18 Κεφ. 11ο - Δικονομικό Ποινικό Δίκαιο

υποχρεώσεως για εμφάνιση, εφόσον έχει προηγηθεί νομότυπη κλήση, συνεπάγεται την επιβολή προστίμου και, σε τριπλή άρνηση, βίαιη προ­σαγωγή (άρθρα 58-67).

Ανίκανα να εξεταστούν ως μάρτυρες είναι τα εξής πρόσωπα: α) Ό σοι δεν συμπλήρωσαν το 14ο έτος της ηλικίας ή β) πάσχουν από πνευματική (ενν. ψυχική) νόσο, γ) οι μη χριστιανοί, οι αιρετικοί και οι σχισματικοί, δ) οι καταδικασμένοι για ψευδορκία, ανεξάρτητα από το ΰψος της ποινής ή από το είδος του δικαστηρίου που την επέβαλε, ε) οι «αποδεδειγμένος πορνευόμενες γυναίκες» (η γενική διατύπωση αυτής της κατηγορίας δημιουργεί ερμηνευτικά προβλήματα), ς) οι καταδικα­σμένοι ος προαγογοί, αν διατελούν κάτο από αστυνομική επιτήρηση (αμφίβολο αν μπορεί να εφαρμοστεί η διάταξη, γιατί το μέτρο της επι- τηρήσεος έχει καταργηθεί)4, ζ) οι στενοί συγγενείς (σε ευθεία γραμμή απεριόριστα, προς τα πλάγια εξ αίματος μέχρι τον 3°, εξ αγχιστείας μέχρι τον 2° βαθμό), καθώς και η σύζυγος (και μετά τη λύση του γάμου) του κατηγορουμένου, και η) οι κληρικοί για όσα ξέρουν από το μυστήριο της μετανοίας (άρθρο 68).

Οι (ικανοί) μάρτυρες έχουν υποχρέοση να καταθέσουν και, αν αρ- νούνται χορίς νόμιμο λόγο απαλλαγής, τιμορούνται από τον ανακριτή ή το δικαστήριο με πρόστιμο. Τέτοιος λόγος απαλλαγής συντρέχει για α) τους συνηγόρους του κατηγορουμένου, καθώς και για δικηγόρους, γιατρούς κ.λπ., για όσα έμαθαν με την επαγγελματική τους ιδιότητα (οι δημόσιοι υπάλληλοι σε θέματα που έχουν υποχρέοση υπηρεσιακής εχε­μύθειας πρέπει να πάρουν άδεια της προϊσταμένης τους αρχής), β) τους αρχιερείς (κατά λογική συνέπεια και τους νόμιμους αναπληροτές τους), για θέματα που γνορίζουν από την απόπειρα συνδιαλλαγής τον συζύ- γον στις δίκες διαζυγίου5, γ) κάθε μάρτυρα σε εροτήσεις, που η απά­ντηση θα δημιουργούσε κίνδυνο ποινικής του δίοξης. Ειδικά από την υποχρέοση τον μαρτύρον να καταθέσουν ενόρκος απαλλάσσονται μό­νον όσοι έχουν ήδη καταδικαστεί από κοινό ή εκκλησιαστικό δικαστήριο για σύμπραξη με τον κατηγορούμενο στο ίδιο αδίκημα και εκείνοι, για τους οποίους υπάρχει βάσιμη υπόνοια για τέτοια σύμπραξη (άρθρα

4. Επάνω σ’ αυτά βλ. Χριστοφιλόπονλο σ.307.5. Η εφαρμογή της διατάξεως αυτής περιορίζεται, μετά την κατάργηση της

απόπειρας συνδιαλλαγής με το άρθρο 5 του Ν. 1250/82, σε γεγονότα που ανάγονται στο παρελθόν.

Page 145: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

11.2. Η εκκλησιαστική δικονομία 619

69-75). Η εξέταση των μαρτύρων γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 76-80, όπου αντιμετωπίζονται και οι ειδικές καταστάσεις (μάρ­τυρες κωφάλαλοι, ξενόγλωσσοι κ.λπ.).

Η αυτοψία συνίσταται στην άμεση αντίληψη (με οποιοδήποτε αισθη­τήριο) από τον ανακριτή ή από ολόκληρο το δικαστήριο ορισμένου γε­γονότος ή ορισμένης πραγματικής καταστάσεως. Ο νόμος (άρθρο 87) περιορίζεται στον πιο πάνω ορισμό χωρίς ειδικότερες διατάξεις για τον τρόπο διεξαγωγής της αυτοψίας. Για την κάλυψη του κενού μπορεί, νομίζουμε, να γίνει προσφυγή στις διατάξεις των άρθρων 180 επ. ΚΠοι- νΔ, εφόσον συμβιβάζονται με την ιδιαίτερη φύση της εκκλησιαστικής δίκης.

Στο αποδεικτικό μέσο της πραγματογνωμοσύνης καταφεύγει ο ανα­κριτής ή ο δικαστής, όταν για την εκτίμηση πραγματικών γεγονότων ή καταστάσεων απαιτούνται ειδικές γνώσεις, που ο ίδιος δεν διαθέτει. Για τον διορισμό των πραγματογνωμόνων, την εξαίρεσή τους, την υποχρέω­σή τους για γνωμοδότηση και τον τρόπο υποβολής του πορίσματος πε­ριέχει ο Ν. 5383/32 αρκετά λεπτομερή ρύθμιση στα άρθρα 88-94. Κενό, αντίθετα, παρατηρείται στον νόμο σχετικά με τα έγγραφα, την αποδει­κτική τους δύναμη και τα ειδικότερα προβλήματα που μπορεί να ανα- κύψουν από τη χρήση τους ως αποδεικτικών μέσων. Για όλα αυτά τα θέματα επιβάλλεται η αναλογική εφαρμογή των διατάξεων του ΚΠοινΔ.

11.2.4. Ειδικά διαδικαστικά θέματα. Εξαίρεση και επιδόσεις εγγράφων

Η αμεροληψία και η αντικειμενικότητα που πρέπει να χαρακτηρί­ζουν την κρίση του εκκλησιαστικού δικαστή, αλλά και η ανάγκη να πιστεύουν οι δικαζόμενοι στην ύπαρξη αυτών των στοιχείων, επέβαλαν την καθιέρωση του θεσμού της εξαιρέσεως στην εκκλησιαστική δίκη από τους πρώτους κιόλας αιώνες6. Στο ισχύον δίκαιο (άρθρα 32-40 του Ν. 5383/32) η εξαίρεση εμφανίζεται με δύο μορφές: ως νόμιμος αποκλει­σμός και ως κυρίως εξαίρεση. Και οι δύο μορφές αφορούν δικαστές, ανακριτές και γραμματείς (οι ίδιοι λόγοι εφαρμόζονται κατ’ αρχήν και στους πραγματογνώμονες). Αποκλείεται στα πιο πάνω πρόσωπα η άσκη­ση των καθηκόντων τους, αν α) υπήρξαν οι παθόντες από το δικαζόμενο αδίκημα, β) συνδέονται με τον κατηγορούμενο ή τον παθόντα με συγγέ­

6. Βλ. Τρωιάνο στα δύο έργα που παραπέμπονται πιο πάνω στη σημ.3, σ.88 επ. και 70 επ. αντιστοίχως.

Page 146: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

620 Κεφ. 11ο - Δικονομικό Ποινικό Δίκαιο

νεια (εξ αίματος ή αγχιστείας) σε ευθεία γραμμή απεριόριστα ή προς τα πλάγια μέχρι και τον 3° βαθμό, γ) εξετάστηκαν στη δικαζόμενη υπό­θεση ως μάρτυρες ή παραστάθηκαν ως συνήγοροι, δ) δίκασαν την ίδια υπόθεση ως δικαστές κατώτερου βαθμού (ο λόγος αυτός μόνο σε αρχιε­ρείς μπορεί να προκύψει). Ο κατηγορούμενος μπορεί να υποβάλει αί­τηση εξαιρέσεως (κυρίως εξαίρεση) για τους ίδιους λόγους - αν υποτε­θεί ότι αυτός, στο πρόσωπο του οποίου συντρέχουν, τους παρασιώπησε- και επί πλέον, αν υπάρχουν (βάσιμες) υπόνοιες για μεροληψία.

Ειδικά για την αίτηση εξαιρέσεως επιβάλλει ο νόμος να αναφέρονται στο έγγραφο ακριβώς οι λόγοι και τα μέσα για την απόδειξή τους, να υποβάλλεται η αίτηση έγκαιρα (αν προβάλλεται υπόνοια μεροληψίας, πριν να αρχίσει ο εξαιρούμενος την άσκηση των καθηκόντων του) και, αν αφορά περισσότερα πρόσωπα, συγχρόνως για όλους (με επιφύλαξη βέβαια της περιπτώσεως, που ο λόγος ανέκυψε μεταγενέστερα ή περιήλ­θε αργότερα σε γνώση του αιτούντος).

Σε δύο περιπτώσεις, ακόμη κι αν συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις εξαιρέσεως, δεν μπορεί αυτή να ζητηθεί: του Μητροπολίτη ως προέδρου του επισκοπικού δικαστηρίου, ή ως φορέα αυτοτελούς δικαστικής εξου­σίας (πιο πάνω 11.1.4 γ") και τόσων μελών οποιουδήποτε εκκλησιαστι­κού δικαστηρίου, ώστε να καθίσταται αδύνατη η συγκρότησή του, ακόμη και με χρησιμοποίηση όλων των αναπληρωματικών του μελών.

Αρμόδιο να κρίνει, αν συντρέχει λόγος αποκλεισμού ή κυρίως εξαι­ρέσεως, είναι το δικαστήριο, στο οποίο ανήκει ή υπάγεται ο εξαιρούμε­νος, εκτός αν πρόκειται για τον ανακριτή ή τον γραμματέα του στην προδικασία υποθέσεως του επισκοπικού δικαστηρίου, οπότε αρμόδιος είναι ο οικείος Μητροπολίτης. Το δικαστήριο αποφαίνεται χωρίς τη συμμετοχή του εξαιρουμένου (του ζητούνται μόνον εξηγήσεις επί της αιτήσεως), που στο μεταξύ πρέπει να απέχει από την άσκηση των καθη­κόντων του στη συγκεκριμένη υπόθεση. ΓΓσχετική απόφαση (λεπτομέ­ρειες για τη λήψη και το περιεχόμενό της περιέχονται στα άρθρα 36-38) δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα.

Οι επιδόσεις των εκκλησιαστικών διαδικαστικών εγγράφων πραγμα­τοποιούνται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 45-55 από κληρικούς, από εκκλησιαστικούς κλητήρες ή από την αστυνομική αρχή· ειδικά στους αρχιερείς οι επιδόσεις γίνονται μόνο με κληρικούς. Το επιδοτέο έγγρα­φο πρέπει να παραδίδεται στα χέρια αυτού, προς τον οποίο απευθύνεται ή, αν αυτός απουσιάζει, σε έναν από τους συνοίκους (ηλικίας πάντως πάνω από 16 ετών). Σε περίπτωση αρνήσεως παραλαβής γίνεται θυρο-

Page 147: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

11.2. Η εκκλησιαστική δικονομία 621

κόλληση του εγγράφου. Αν όμως δεν βρεθεί κανείς στην κατοικία του αποδέκτη, τότε ο επιφορτισμένος με την επίδοση, αφού αφήσει στο σπίτι σχετικό σημείωμα, καταθέτει το έγγραφο είτε στο ταχυδρομείο, είτε στην αστυνομία, είτε στο γραφείο του Δήμου ή της Κοινότητας, είτε το παραδίδει σε έναν από τους δασκάλους - κατά την κρίση του. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις το όργανο που ενεργεί την επίδοση συντάσσει (για αποδεικτικούς λόγους) αποδεικτικό επιδόσεως (επιδοτήριο). Αν ο αποδέκτης του εγγράφου μένει στο εξωτερικό, η επίδοση γίνεται μέσω του προξενείου μετά από παρακλητικό διάβημα της αρμόδιας εκκλησια­στικής αρχής προς το Υπουργείο Εξωτερικών. Για την επίδοση σε πρό­σωπα άγνωστης διαμονής, δημοσιεύεται το επιδοτέο έγγραφο στο δελτίο «Εκκλησία» (βλ. άρθρο 9 § 1 περίπτ. ια" Κ.Χ.) και σε μία οποιαδήποτε εφημερίδα. Μετά την παρέλευση δύο εβδομάδων από την τελευταία δημοσίευση θεωρείται ότι η επίδοση έχει συντελεσθεί.

11.2.5. Η κυρία διαδικασία

Βασικά χαρακτηριστικά της κύριας διαδικασίας στα εκκλησιαστικά δικαστήρια υπήρξαν ανέκαθεν η έλλειψη δημοσιότητας, λόγω των συνε­δριάσεων «κεκλεισμένων των θυρών»7, και η περιορισμένη προφορικό- τητα. Στο θέμα της δημοσιότητας παρενέβη ο νομοθέτης το 1987, εισά- γοντας με το άρθρο 11 εδ. 2 του Ν. 1700 τη δυνατότητα να παρακολου­θούν τις συνεδριάσεις κληρικοί και μοναχοί.

Η περιορισμένη προφορικότητα συνίσταται στο ότι ο κατηγορούμε­νος παρίσταται (μόνος ή με συνήγορο, ποτέ όμως «δια συνηγόρου») και απολογείται προφορικώς, οι δε μάρτυρες δεν εξετάζονται ενώπιον του δικαστηρίου (μολονότι το άρθρο 58 κάνει νύξη για τέτοια δυνατότητα), αλλ’ απλώς διαβάζονται οι καταθέσεις τους που δόθηκαν κατά την ανά­κριση. ΕίναΓ ευνόητο πως με τον τρόπο αυτό, ένα μεγάλο μέρος της ευθύνης για την ορθή απονομή της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης πέφτει στους ώμους των εκκλησιαστικών ανακριτών, που πρέπει να διαθέτουν μεγάλη πείρα και να ασκούν το έργο τους με εξαιρετική προσοχή. Ως συνήγοροι στα εκκλησιαστικά δικαστήρια προβλέπονται από τον Ν.

7. Η έλλειψη δημοσιότητας δεν αντίκειται στο άρθρο 93 § 2 του Συντάγματος, γιατί η διάταξη αυτή αφορά μόνο τα δικαστήρια με τη στενή έννοια του όρου (πολι­τικά, ποινικά, στρατιωτικά), όχι όμως και αυτά που επιβάλλουν ποινές εκκλησιαστι­κές (πρβλ. Σ.τ.Ε. 2279/53, Θέμις 65 [1954] 202).

Page 148: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

622 Κεφ. 11ο - Δικονομικό Ποινικό Δίκαιο

5383 μόνον κληρικοί (συνήθως με νομική κατάρτιση). Η άσκηση των έργων συνηγόρου υπό την παραπάνω έννοια δεν προϋποθέτει κατ’ αρ­χήν γενικό διορισμό ή άδεια από την εκκλησιαστική αρχή8. Ο κατηγο­ρούμενος, αν δεν έχει συνήγορο, μπορεί να ζητήσει από τον πρόεδρο του δικαστηρίου να του ορίσει έναν κληρικό ως συνήγορο (άρθρο 119 του Ν. 5383/32)9. Προ δεκαπενταετίας επέτρεψε ο Ν. 1700/87 (άρθρο 11 εδ. 1) την παράσταση ενώπιον των εκκλησιαστικών δικαστηρίων ως συνηγόρων και των δικηγόρων, αλλά η Εκκλησία σε πολύ σπάνιες περι­πτώσεις εφάρμοσε τη διάταξη αυτή, με αποτέλεσμα να εκδοθούν και ακυρωτικές αποφάσεις από το Συμβούλιο της Επικρατείας10.

Το δικαστήριο, αν μετά την ανάγνωση του φακέλου καταλήξει στη γνώμη ότι το αποδεικτικό υλικό δεν είναι αρκετό, μπορεί να ορίσει εισηγητή για την εξέταση και άλλων μαρτύρων ή για τη συγκέντρωση και άλλων αποδεικτικών στοιχείων, αναβάλλοντας τη συζήτηση για άλλη δικάσιμο (άρθρο 120).

Οι δικαστικές αποφάσεις λαμβάνονται με απόλυτη πλειοψηφία. Σε αδυναμία σχηματισμού της ο Πρόεδρος διαιρεί τα θέματα και επανα­λαμβάνει την ψηφοφορία, σύμφωνα με τις ειδικότερες διατάξεις του άρθρου 95. Σε περίπτωση ισοψηφίας επικρατεί η επιεικέστερη γνώμη

8. Είναι όμως δυνατό να απαγορευθεί σε έναν κληρικό η παράσταση του ως συνηγόρου στα εκκλησιαστικά δικαστήρια. Στην περίπτωση αυτή η σχετική απόφαση της εκκλησιαστικής αρχής εκφεύγει του ακυρωτικού ελέγχου του Σ.τ.Ε. λόγω της αποκλειστικά πνευματικής της φύσης (Σ.τ.Ε. 866/81, Τμ. Δ'). Με την απόφαση 233/80 της Επιτροπής Αναστολών του Σ.τ.Ε. κρίθηκε, ότι το λειτούργημα του συνηγόρου - κληρικού δεν αποτελεί άσκηση βιοποριστικού επαγγέλματος.

9. Βλ. γνμδ. Εισ.Α.Π. 18/1961 (Μ. Καλλιμόπουλος), ΝοΒ 10 (1962) 133 επ.10. Σ.τ,Ε. 2928/96, ΝοΒ 46 (1998) 1345 (με σχόλιο Σ. Κατσέλη). Για να εξασφα­

λιστεί η δυνατότητα προσβολής ενώπιον του Σ.τ.Ε. της αρνήσεως να γίνει δεκτός ο συνήγορος-δικηγόρος, υποβάλλεται συνήθως το σχετικό αίτημα με την κοινοποίηση εξωδίκου εγγράφου πριν από την έναρξη της διαδικασίας. Ο δισταγμός των εκκλη­σιαστικών αρχών απέναντι στην παράσταση δικηγόρων είναι εν μέρει κατανοητός, γιατί η παρουσία ενός επαγγελματία νομικού θα μπορούσε ασφαλώς να συμβάλει αποτελεσματικά στην καλή λειτουργία των δικαιοδοτικών οργάνων της Εκκλησίας, αλλά υπό έναν απαράβατο όρο, ότι ο νομικός αυτός θα είναι εξοικειωμένος με τις διατάξεις του κανονικού δικαίου και την ερμηνεία τους, αλλιώς είναι ορατός ο κίνδυνος να μεταφερθούν στις αίθουσες των εκκλησιαστικών δικαστηρίων αντιλή­ψεις ξένες προς τον σκοπό που επιδιώκει η άσκηση της ποινικής εξουσίας της Εκκλησίας.

Page 149: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

11.2. Η εκκλησιαστική δικονομία 623

για τον κατηγορούμενο. Η γενική αυτή αρχή θα πρέπει να εφαρμοστεί και στο Πρωτοβάθμιο για τους Αρχιερείς καθώς και στο Δικαστήριο για τα μέλη της Δ.Ι.Σ., μολονότι οι ειδικές για τα δικαστήρια αυτά διατάξεις των άρθρων 20 και 28 ορίζουν ότι σε περίπτωση ισοψηφίας υπερισχύει η ψήφος του Προέδρου11. Στα επισκοπικά δικαστήρια κατά παρέκκλιση από την αρχή της πλειοψηφίας, αποφασιστική ψήφο έχει μόνον ο Μη­τροπολίτης, όταν προεδρεύει ο ίδιος. Σε περίπτωση αναπληρώσεώς του έχουν αποφασιστική ψήφο και τα τρία μέλη του δικαστηρίου.

Το έγγραφο της αποφάσεως πρέπει να αναγράφει τα στοιχεία που απαριθμοΰνται στο άρθρο 123, δηλαδή τα ονόματα των δικαστών, του γραμματέα και του κατηγορουμένου, τον τόπο και τον χρόνο της συζη- τησεως κ.λπ. Ιδιαίτερη σημασία έχει η υποχρέωση λεπτομερούς αναγρα­φής των ι. κανόνων και των ποινικών εν γένει διατάξεων, επάνω στις οποίες στηρίχθηκε η επιβολή της ποινής. Η απόφαση πρέπει επίσης να περιέχει ειδική διάταξη για τα έξοδα της διαδικασίας, που βαρύνουν σε περίπτωση καταδίκης τον κατηγορούμενο και σε περίπτωση αθωώσεως το Τ.Α.Κ.Ε. (ήδη Τ.Π.Ο.Ε.Κ.Ε.) ή τον μηνυτή, αν η μήνυσή του κρίθηκε συκοφαντική (άρθρο 124* πρβλ. και άρθρα 116 και 131).

11.2.6. Τα ένδικα μέσα

Ο Ν. 5383/32 προβλέπει δύο ένδικα μέσα, την ανακοπή ερημοδικίας και την έφεση. Οι ερήμην του κατηγορουμένου εκδοθείσες καταδικα- στικές αποφάσεις υπόκεινται σε ανακοπή ερημοδικίας για τους εξής λόγους: α) Αν ο κατηγορούμενος δεν είχε νόμιμα κλητευθεί στη δίκη και β) αν η μη εμφάνισή του στο δικαστήριο οφείλεται σε ανώτερη βία ή σε άλλο ανυπέρβλητο εμπόδιο. Η ανακοπή ασκείται στον γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την ερήμην απόφαση* για την άσκηση του ένδικου μέσου συντάσσεται έκθεση. Η προθεσμία της ανακοπής είναι δέκα ημέρες από την επίδοση της αποφάσεως στον καταδικασθέντα και παρεκτείνεται μέχρις 60 ημέρες ανάλογα με τον τόπο της κατοικίας του. Εκπρόθεσμη ανακοπή γίνεται δεκτή, μόνον αν η πάροδος της προθε­σμίας οφείλεται σε ανώτερη βία. Τόσο η προθεσμία όσο και η άσκηση της ανακοπής αναστέλλουν την εκτέλεση της ερήμην αποφάσεως. Το ένδικο αυτό μέσο δικάζεται από το ίδιο δικαστήριο που εξέδωσε την ερήμην απόφαση. Αν γίνει δεκτό, εξαφανίζεται η απόφαση και η υπό­

11. Βλ. την αιτιολόγηση της γνώμης αυτής στον Χριστοφιλόπουλο σ.311 επ.

Page 150: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

624 Κεφ. 11ο - Δικονομικό Ποινικό Δίκαιο

θεση δικάζεται πάλι κατ’ ουσίαν (άρθρα 125-131, με την τροποποίηση του άρθρου 13 του Ν. 898/43).

Σε έφεση υπόκεινται οι αποφάσεις (είτε ερήμην, είτε κατ’ αντιμω­λίαν) των εξής δικαστηρίων: α) Του επισκοπικού δικαστηρίου, αν επέ­βαλε στέρηση μισθού (ή συντάξεως) πάνω από δύο μήνες ή χρηματική ποινή πάνω από 1.000 δραχμές, ποινή αργίας πάνω από έξι μήνες, σω­ματικό περιορισμό πάνω από τρεις μήνες ή παύση από το αξίωμα, β) Του Πρωτοβάθμιου Συνοδικού Δικαστηρίου ανεξάρτητα από το ύψος της ποινής, εφόσον δίκασε σε α' βαθμό, γ) Του Πρωτοβάθμιου Δικα­στηρίου για τους Αρχιερείς, αν επέβαλε αργία οποιασδήποτε διάρκειας, έκπτωση από τον θρόνο ή καθαίρεση.

Οι προϋποθέσεις αυτές για την άσκηση της εφέσεως περιλαμβάνο­νται στα άρθρα 133 (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 15 του Ν. 898/43) και 147 του Ν. 5383/32. Σχετικά με τις τροποποιήσεις του νόμου αυτού πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα. Μετά τη δημοσίευση του Ν. 590/77 δημιουργήθηκε η παρανόηση, ότι με το άρθρο 44 § 1 τίθεται πάλι σε ισχύ ο Ν. 5383/32, όπως είχε αρχικά δημοσιευθεί, χωρίς δηλαδή τις τροποποιήσεις του. Η παρανόηση αυτή είχε τις ρίζες της στο άρθρο 1 του Ν.Δ. 87/74 που πραγματικά επανέφερε σε ισχύ τον Ν. 671/43 μετά την ολοσχερή κατάργησή του από το Ν.Δ. 126/69. Στην περίπτωση όμως του Ν. 5383/32 η «αναλογική» αυτή ερμηνεία δεν έχει^έση, γιατί αυτός δεν είχε ποτέ καταργηθεί* απλώς ορισμένες του διατάξεις είχαν ανα­σταλεί με τον Α.Ν. 214/67. Το συμπέρασμα είναι ότι όλες οι τροποποιή­σεις του Ν. 5383/32 διατηρούνται ανέπαφες και εξακολουθούν να ι­σχύουν - πράγμα που σε πολλές περιπτώσεις έχει σημαντικές πρακτικές επιπτώσεις.

Η έφεση ασκείται όπως και η ανακοπή, δηλαδή με δήλωση προς τον γραμματέα του πρωτόδικου δικαστηρίου και ταυτόχρονη σύνταξη εκθέ- σεως, μέσα σε προθεσμία δέκα ημερών (που με παρέκταση λόγω απο- στάσεως της κατοικίας του εκκαλούντος μπορεί να φθάσει στις 60 ημέ­ρες) από την επίδοση ή από τη δημοσίευση της αποφάσεως, ανάλογα με το αν πρόκειται για απόφαση ερήμην ή κατ’ αντιμωλίαν. Από τη διατύ­πωση του νόμου δεν προκύπτει ότι η προθεσμία της εφέσεως αναστέλ­λεται από την προθεσμία της ανακοπής. Γι’ αυτό στην πράξη ακολουθεί­ται η τακτική, οι ερήμην αποφάσεις των δικαστηρίων α" βαθμού να προσβάλλονται συγχρόνως και με τα δύο ένδικα μέσα, ώστε να μη χαθεί η προθεσμία της εφέσεως, αν τυχόν δεν ευδοκιμήσει η ανακοπή. Η προθεσμία για έφεση καθώς και η άσκησή της αναστέλλουν την εκτέλε-

Page 151: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

11.2. Η εκκλησιαστική δικονομία 625

αη της αποφάσεως, εκτός αν με αυτήν επιβάλλεται ποινή αργίας (βλ. 11.2.7). Για τους λόγους της εφέσεως που μπορεί να αναφέρονται σε κάθε μορφής σφάλμα ή ελάττωμα της αποφάσεως κρίνει το αρμόδιο κατά περίπτωση δευτεροβάθμιο δικαστήριο (βλ. πιο πάνω 11.1.3).

Το δικαστήριο αυτό εξετάζει πρώτα το από τυπικής πλευράς παρα­δεκτό της εφέσεως και στη συνέχεια, αν η απάντηση είναι καταφατική, εισέρχεται στην ουσία της υποθέσεως. Ο κατηγορούμενος καλείται να παρουσιαστεί, αλλά μπορεί να παραστεί και «διά συνηγόρου» (αντίθετα από την πρωτόδικη δίκη) και όχι αυτοπροσώπως. Το δικαστήριο περιο­ρίζεται στην έρευνα των στοιχείων του φακέλου και δεν φαίνεται να έχει τη δυνατότητα, να διατάξει συμπληρωματική ανάκριση. Η απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου είτε θα είναι απορριπτική, οπότε επι­κυρώνεται η πρωτοβάθμια απόφαση, είτε θα δέχεται την έφεση, οπότε η πρώτη απόφαση τροποποιείται εν μέρει ή στο σύνολό της. Πάντως σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να καταστήσει χειρότερη υπό οποιαδήποτε έννοια τη θέση του κατηγορουμένου (άρθρα 133-142 και 147-149).

Ειδική μορφή εφέσεως αποτελεί το έκκλητο στον Οικουμενικό Πα­τριάρχη, που προβλέπεται από το άρθρο 44 § 2 Κ.Χ. Το έκκλητο είχε εισαχθεί με τον ΣΤ'όρο της Πατριαρχικής και Συνοδικής Πράξης της 4.9.1928 μόνο για τους Μητροπολίτες των Νέων Χωρών, αλλά η απουσία σχετικής διατάξεως στον Ν. 3615/28 και, ιδίως, στον ειδικό Ν. 5383/32 είχε δημιουργήσει πολλές αμφιβολίες ως προς την ισχΰ του. Με τον Ν. 590/77 το έκκλητο επεκτάθηκε σε όλους τους Μητροπολίτες της Εκκλη­σίας της Ελλάδος και μπορεί να ασκηθεί κατά τελεσιδίκων αποφάσεων που επιβάλλουν ποινή αργίας οποιοσδήποτε διάρκειας, έκπτωση από τον θρόνο ή καθαίρεση μέσα σε προθεσμία 30 ημερών από την επίδοσή τους. Το ένδικο αυτό μέσο που αποτελεί δεύτερη έφεση, γιατί οδηγεί σε νέα κατ’ ουσίαν κρίση της υποθέσεως και όχι μόνο σε διερεΰνηση των τυχόν νομικών σφαλμάτων της καταδικαστικής αποφάσεως, ασκείται με κατάθεση δικογράφου στον γραμματέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση. Ο γραμματέας αυθημερόν οφείλει να ανακοινώσει την άσκηση του εκκλήτου στον Πρόεδρο της Δ.Ι.Σ., που είναι υποχρεωμένος να διαβιβάσει μέσα σε 30 μέρες ολόκληρη τη δικο­γραφία στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Επισημαίνεται ότι οΰτε η προ­θεσμία, ούτε η άσκηση του εκκλήτου έχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα (βλ. για τις συνέπειες 11.2.7)· αν όμως η επιβληθείσα ποινή συνεπάγεται χηρεία του θρόνου που κατείχε ο καταδικασμένος αρχιερέας, η διαδι­κασία για την πλήρωσή του δεν μπορεί να αρχίσει πριν περάσει ένας

Page 152: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

626 Κεφ. 11ο - Δικονομικό Ποινικό Δίκαιο

χρόνος, αφότου διαβιβάστηκε η δικογραφία στο Πατριαρχείο, για να μην δημιουργηθούν περιπλοκές σε περίπτωση, κατά την οποία το ένδικο μέσο γίνει (κατ’ ουσίαν) δεκτό.

Συγκεκριμένο νομοθετικό πλαίσιο για την εκδίκαση του εκκλήτου δεν υπάρχει. Το Πατριαρχείο κρίνει σύμφωνα με τους ιερούς κανόνες και τη διαδικασία που η μακροχρόνια εκκλησιαστική πρακτική έχει διαμορφώσει και μπορεί να επεκτείνει τον έλεγχό του σε όλα τα στοι­χεία της προσβαλλόμενης αποφάσεως, τόσο τα τυπικά όσο και τα ουσια­στικά. Αν ο έλεγχος αυτός περιοριστεί στα τυπικά στοιχεία και οδηγήσει σε εξαφάνιση της αποφάσεως, τότε η υπόθεση επανέρχεται αναγκαστι­κά στο αρμόδιο δικαστήριο της Εκκλησίας της Ελλάδος (Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο για τους Αρχιερείς ή Δικαστήριο για τα μέλη της Δ.Ι.Σ.) για να κριθεί πάλι στην ουσία της12. Στην πράξη σκόπιμο θα είναι να κρίνει το Πατριαρχικό δικαστήριο πάντα και ως δικαστήριο ουσίας, γιατί το αντίθετο μπορεί να οδηγήσει σε φαύλο κύκλο, εφόσον και η νέα από­φαση των αρμόδιων οργάνων της Εκκλησίας της Ελλάδος θα υπόκειται πάλι στο ίδιο ένδικο μέσο του εκκλήτου.

Εκτός από τα ένδικα μέσα που αναφέρθηκαν προηγουμένως, το άρ­θρο 4 περίπτ. ι' Κ.Χ. καθιέρωσε ακόμη ένα: την αίτηση αναθεωρήσεως. Αυτή θα ασκείται κατά τελεσιδίκων αποφάσεων που επιβάλλουν οποια- δήποτε ποινή σε πρεσβυτέρους, διακόνους ή μοναχούς - εξαιρέθηκαν οι επίσκοποι, γιατί αυτοί έχουν το δικαίωμα του εκκλήτου στον Οικου­μενικό Πατριάρχη. Η διάταξη αυτή του Κ.Χ. δεν εφαρμόζεται ακόμα, γιατί πρέπει να προηγηθεί η ρύθμιση των σχετικών διαδικαστικών λε­πτομερειών στον υπό κατάρτιση νόμο για τα εκκλησιαστικά δικαστήρια. Είναι άγνωστο ποιο περιεχόμενο θα δοθεί τελικά στο ένδικο αυτό μέσο, αλλά η πρόθεση της συντακτικής επιτροπής του Κ.Χ. ήταν να καθιερωθεί μία δυνατότητα διορθώσεως νομικών μόνο σφαλμάτων στις καταδικα- στικές αποφάσεις.

11.2.7. Η εκτέλεση των αποφάσεων

Η εκτελεστότητά της καταδικαστικής αποφάσεως ενός εκκλησιαστι­κού δικαστηρίου προϋποθέτει την τελεσιδικία της. Τελεσίδικες δε είναι οι αποφάσεις που δεν υπόκεινται σε ανακοπή ερημοδικίας ή σε έφεση (άρθρο 151 του Ν. 5383/32). Στην αρχή αυτή όμως ο νόμος εισάγει

12. Βλ. Σ.τ.Ε. 1983/79 (Τμ. Δ').

Page 153: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

11.2. Η εκκλησιαστική δικονομία 627

ορισμένες εξαιρέσεις. Όπως είδαμε, οι ποινές αργίας εκτελοΰνται και με οριστική μόνον απόφαση. Αλλά και σ’ αυτές, αν παρέλθει εξάμηνο και η καταδικαστική απόφαση δεν έχει γίνει ακόμα τελεσίδικη, η εκτέ­λεσή τους αναστέλλεται και ο καταδικασμένος επαναλαμβάνει την ά­σκηση των καθηκόντων του, μέχρις ότου κριθεί η υπόθεση και σε δεύ­τερο βαθμό. Για την εκτέλεση αποφάσεων εναντίον αρχιερέων δεν αρ­κεί η τελεσιδικία, αλλά απαιτείται και η έκδοση Π. Διατάγματος, ανε­ξάρτητα από το είδος και το ύψος της επιβληθείσας ποινής (άρθρο 152). Είναι αυτονόητο ότι στην περίπτωση αυτή η Διοίκηση θα ασκήσει έλεγχο νομιμότητας της καταδικαστικής αποφάσεως, τουλάχιστον ως προς τα εξωτερικά της στοιχεία (βλ. και 11.1.3)13. Ειδικά για την περίπτωση των αρχιερέων, που έχουν ασκήσει έκκλητο στον Οικουμενικό Πατριάρχη πρέπει να σημειωθεί, ότι η άσκηση αυτού του ένδικου μέσου δεν εμπο­δίζει την έκδοση του Διατάγματος για την εκτέλεση της ποινής, αφού σύμφωνα με τη ρητή διάταξη του άρθρου 44 § 2 Κ.Χ. η άσκηση του εκκλήτου δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα. Οι καταδικαστικές αποφά­σεις σε χρηματικές ποινές ή όσες επιβάλλουν δικαστικά έξοδα εκτελού- νται, όπως και των κοινών ποινικών δικαστηρίων (άρθρο 154). Για την εκτέλεση των ποινών σωματικού περιορισμού ειδική πρόβλεψη περιέχει το άρθρο 153 του Ν. 5383/32, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 18 του Ν. 898/43 (πρβλ. και το άρθρο 57 Κ.Χ.).

Η εκτέλεση των ποινών διακόπτεται στις εξής περιπτώσεις: α) Αν αποβιώσει ο καταδικασμένος. Αυτό δεν ισχύει στην ποινή του μεγάλου αφορισμού (και στη στέρηση εκκλησιαστικής κηδεύσεως που, ούτως ή άλλως, επιβάλλεται μεταθανατίως). β) Αν μετά την επιβολή της ποινής η πράξη χαρακτηρίστηκε με νεώτερη διάταξη ως ανέγκλητη14, γ) Με την απονομή χάρης. Σύμφωνα με το άρθρο 155 του Ν. 5383/32, όπως αντι- καταστάθηκε με το άρθρο 19 του Ν. 898/43, με τη χάρη η ποινή μπορεί είτε να αφεθεί τελείως, είτε να ελαττωθεί, είτε να μεταβληθεί σε ελα­φρότερο είδος ποινής. Η χάρη απονέμεται με Π. Διάταγμα που εκδίδε- ται ύστερα από πρόταση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευ­μάτων. Οι προϋποθέσεις διαφοροποιούνται στον νόμο, ανάλογα με το αν πρόκειται για ποινή καθαιρέσεως ή για άλλη ποινή. Για την απονομή

13. Ο έλεγχος όμως αυτός δεν επεκτείνεται και στην ουσία της αποφάσεως (Σ.τ.Ε. 4123/80, Τμ. Δ')·

14. Χριστοφιλόπουλος σ.315, με επίκληση του άρθρου 2 § 2 ΠΚ.

Page 154: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

628 Κεφ. 11ο - Δικονομικό Ποινικό Δίκαιο

χάρης σε καθηρημένο κληρικό πρέπει το αδίκημα, για το οποίο τιμωρή- θηκε, να μην ήταν κωλυτικό15 για την ιερωσύνη, να μην ήταν δηλαδή πράξη που αν την τελούσε ως λαϊκός (ή μοναχός) θα εμπόδιζε τη χειρο- τονία του. Απαιτείται επίσης εκτός από τη γνώμη του οικείου Μητροπο­λίτη (για μη επισκόπους) και πρόταση της Δ.Ι.Σ., για την οποία είναι αναγκαία ειδική απαρτία (3/4 των μελών της) και αυξημένη πλειοψηφία (2/3 των παρόντων). Για τις άλλες ποινές αρκεί γνώμη του Μητροπολίτη και της Δ.Ι.Σ., με την προϋπόθεση ότι ο καταδικασμένος έχει ήδη κατά το ήμισυ εκτίσει την ποινή του (η εφαρμογή της προϋποθέσεως είναι νοητή μόνο στις ποινές αργίας και σωματικού περιορισμού). Σχετικά με την «πρόταση» της Δ.Ι.Σ. ή τη διατύπωση «γνώμης», όπως αναφέρει το κείμενο της σχετικής διατάξεως, πρέπει να σημειωθεί ότι κατά τη νομο­λογία του Σ.τ.Ε.16 πρόκειται για απόφαση που δεσμεύει τον Υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και μόνο σε έλεγχο νομιμότητας υπόκειται17.

11.2.8. Σχέση εκκλησιαστικής και κοινής ποινικής ή πειθαρχικής δίκης

Δεν είναι σπάνιες οι πράξεις που συνιστούν προσβολή τόσο της πο­λιτειακής όσο και της εκκλησιαστικής έννομης τάξης. Στις περιπτώσεις αυτές κάθε μία δικαστική αρχή ασκεί τη σχετική ποινική δίωξη και οι δύο διαδικασίες προχωρούν παράλληλα, χωρίς η μία να επηρεάζει κατ’ αρχήν την άλλη (άρθρο 156 του Ν. 5383/32). Για τις ειδικότερες σχέσεις τους ισχύουν οι εξής ρυθμίσεις: Η (κοινή) ποινική δίωξη που ασκείται εναντίον κληρικού ή μοναχού, καθώς και η σχετική με τη δίωξη αυτή απόφαση ή το βούλευμα γνωστοποιούνται παραχρήμα στην προϊσταμένη αρχή του κληρικού από τον εισαγγελέα που άσκησε τη δίωξη ή τον γραμματέα του ποινικού δικαστηρίου (στις αποφάσεις) ή του δικαστικού συμβουλίου (στα βουλεύματα) (άρθρα 57 § 3 Κ.Χ. και 158 του Ν. 5383/32). Στην περίπτωση της ανακοινώσεως για την άσκηση δίωξης εναντίον κληρικού ή μοναχού η αρμόδια εκκλησιαστική αρχή (Μητρο­πολίτης ή Δ.Ι.Σ., ανάλογα με τον βαθμό του διωκομένου) δικαιούται να ζητήσει από την πολιτειακή, μετά την απολογία του κατηγορουμένου,

15. Ο νόμος από παραδρομή γράφει «πολιτικά της ιερωσύνης».16. Σ.τ,Ε. 2548/73, ΝοΒ 21 (1974) 279 επ. (11.2.9 V).17. Βλ. γενικώς για τον θεσμό της χάρης I. Μ. Κονιόάρη, Τινά περί χάριτος των

εκκλησιαστικών ποινών, ΝΔικ 30 (1974) 88-96.

Page 155: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

I I 2. Η εκκλησιαστική δικονομία 629

την ανακοίνωση της δικογραφίας και αντίγραφα του περιεχομένου της. Αντίστοιχος και η εκκλησιαστική αρχή οφείλει υστέρα από αίτηση της πολιτειακής να της ανακοινώσει τη δικογραφία που έχει σχηματιστεί εναντίον κληρικού ή μοναχού και να της χορηγήσει αντίγραφα.

Το εκκλησιαστικό δικαστήριο μπορεί (δεν είναι όμως υποχρεωμένο) να αναστείλει τη διαδικασία εναντίον κληρικού ή μοναχού, που είναι κατηγορούμενος και ενώπιον της κοινής ποινικής δικαιοσύνης, μέχρις ότου περατωθεί η διαδικασία στα κοινά δικαστήρια (άρθρα 157-158 του Ν. 5383/32). Πάντως, όπως τονίστηκε πιο πάνω, οι δύο διαδικασίες δεν επηρεάζονται αμοιβαίος* το ίδιο ισχύει και για τις αποφάσεις που εκ- δίδονται στις διαδικασίες αυτές, με μία εξαίρεση: Αν μία απόφαση, με την οποία κληρικός καταδικάστηκε σε «εγκληματική ποινή», γίνει αμε- τάκλητη, ο εισαγγελέας τη γνωστοποιεί μέσω του Προέδρου της Δ.Ι.Σ., στο αρμόδιο εκκλησιαστικό δικαστήριο, που προβαίνει αμέσως και χω­ρίς άλλη έρευνα της υποθέσεως στην καθαίρεση του αμετακλήτως κα- ταδικασθέντος από το κοινό ποινικό δικαστήριο (άρθρα 159-162 του Ν. 5383/32). Εδώ δημιουργεί ένα πρόβλημα η έννοια της «εγκληματικής ποινής» του Ποινικού Νόμου (που ίσχυε, όταν δημοσιεύτηκε ο Ν. 5383/32), επειδή ο όρος αυτός δεν απαντά στον ΠΚ. Συγκρίνοντας τις αντιστοιχίες των ποινών στα δύο ποινικά κείμενα (ΠΝ και ΠΚ) καταλή­γουμε στο συμπέρασμα ότι ως «εγκληματική ποινή» για την εφαρμογή του άρθρου 160 του Ν. 5383/32 πρέπει να νοηθεί η ποινή της καθείρξεως (και κατά μείζονα βέβαια λόγο η θανατική, ενόσω προβλεπόταν)18.

Θέμα σχέσης μεταξύ εκκλησιαστικής και πειθαρχικής δίκης ανακύ­πτει στην περίπτωση, κατά την οποία η ίδια πράξη αποτελεί εκκλησια­στικό αδίκημα και πειθαρχικό παράπτωμα, με την προϋπόθεση ότι ο υπαίτιος συγκεντρώνει στο πρόσωπό του την ιδιότητα τόσο κληρικού όσο και υπαλλήλου του Δημοσίου ή Ν.Π.Δ.Δ. Σχετικά ούτε ο Ν. 538.3/32, ούτε οι εκάστοτε ισχύοντες «δημοσιοϋπαλληλικοί Κώδικες» (σήμερα ο Ν. 2683/99) προέβλεψαν τη δυνατότητα κάποιας αλληλεπιδράσεως των δύο διαδικασιών. Το θέμα όμως αυτό αντιμετωπίστηκε ειδικά για τους εκκλησιαστικούς υπαλλήλους στο άρθρο 98 του Κ.5/78. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή ο πειθαρχικός δικαστής δεν είναι μεν υποχρεωμένος, αλλά μπορεί να αναστείλει την πειθαρχική δίκη για εξαιρετικούς λόγους, αν

18. Βλ. γνμδ. Εισ.Α.Π. 5/71 (Σ. Τούσας), ΝοΒ 19 (1971) 958 και Ν.Σ.Κ. 443/1955, ΑΕΚΔ 10 (1955) 129-134.

Page 156: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

630 Κεφ. 11ο - Δικονομικό Ποινικό Δίκαιο

υπάρχει εκκρεμής εκκλησιαστική δίκη για την ίδια πράξη. Το δεδικα- σμένο από αμετάκλητη απόφαση εκκλησιαστικού δικαστηρίου δεσμεύει τον πειθαρχικό δικαστή μόνο για την ύπαρξη ή ανυπαρξία πραγματικών γεγονότων, αλλά όχι και ως προς την αξιολογική του κρίση γι’ αυτά. Αν προηγηθεί η πειθαρχική δίκη και επακολουθήσει η έκδοση αμετάκλητης αποφάσεως εκκλησιαστικού δικαστηρίου, η πειθαρχική δίκη επαναλαμ­βάνεται σε δύο περιπτώσεις: Αν η εκκλησιαστική απόφαση είναι αθωω­τική19 ή αν είναι καταδικαστική για πράξη που δικαιολογεί την οριστική παύση του υπαλλήλου.

11.2.9. Επιλογή από τη νομολογία

I. Οι αποφάσεις των εκκλησιαστικών δικαστηρίων διαφεύγουν τον έ­λεγχο του Σ.τ.Ε. Παραδεκτώς όμως προβάλλεται και ερευνάται από το Σ.τ.Ε. το υποστατό μιας τέτοιας αποφάσεως, αν αποτελεί προϋπόθεση του κύρους εκτελεστής διοικητικής πράξης που προσβάλλεται για ακύρωση.

Επειδή, καθ’ α εκρίθη ήδη (ΣΕ 2800/72, 2548/73), τα εκκλησιαστικά δικα­στήρια είναι όργανα δια των οποίων η Εκκλησία ενεργούσα ουχί ως νομικόν πρόσωπον δημοσίου δικαίου ασκούν διοίκησιν, αλλά υπό την ιδιότητά της ως πνευματικού καθαρώς οργανισμού, πειθαναγκάζει τα μέλη αυτής να εκπληρούν τα χρέη και τα καθήκοντα τα απορρέοντα εκ της επαγγελίας αυτών και καθο­ριζόμενα υπό των διεπόντων αυτήν ιερών Κανόνων δι’ επιβολής εκκλησιαστι­κών ποινών, αίτινες έχουσι χαρακτήρα καθαρώς πνευματικόν και συνεπώς τα δικαστήρια ταύτα δεν είναι Δικαστήρια της Πολιτείας, ως τα υπό του Συντάγ­ματος προβλεπόμενα, αι δε αποφάσεις αυτών ούτε αποφάσεις πολιτειακών δικαστηρίων είναι ούτε εκτελεσταί διοικητικοί πράξεις. Εκ τούτων παρέπεται ότι το κύρος των αποφάσεων των δικαστηρίων τούτων δεν υπόκειται εις τον έλεγχον του Συμβουλίου της Επικρατείας ούτε ευθέως ούτε παρεμπιπτόντως. Κατ’ ακολουθίαν, άπαντες οι λόγοι της υπό κρίσιν αιτήσεως, δι’ ων προβάλλο­νται αιτιάσεις ευθέως κατά της από 12 Νοεμβρίου 1970 αποφάσεως του Συνο­δικού Δικαστηρίου της Ορθοδόξου Εκκλησίας Κρήτης, είναι απορριπτέοι ως απαράδεκτοι.

Επειδή ο λόγος ακυρώσεως ό τ ι^ μνησθείσα απόφασις του Συνοδικού Δι­καστηρίου είναι ανύπαρκτος, παραδεκτώς, κατ’ αρχήν, προβάλλεται, καθ’ όσον, ως εκ της εν τη ηγούμενη σκέψει παρατεθείσης διατάξεως του άρθρου 46 περ. α' του κανονισμού «περί ιερών ναών και εφημερίων» προκύπτει, η ύπαρξις αποφάσεως του εκκλησιαστικού δικαστηρίου, δι’ ης επιβάλλεται η ποινή της

19. Βλ. και Σ.τ.Ε. 14/76.

Page 157: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

11.2. Η εκκλησιαστική δικονομία 631

αργίας, ανωτέρας του έτους, μετά παΰσεως από της θέσεως αυτοΰ, είναι απα­ραίτητος προϋπόθεοις δια την παρά του αρμοδίου Αρχιεπισκόπου (ή Μητρο­πολίτου) έκδοσιν της οικείας διοικητικής πράξεως περί παΰσεως του εφημερίου από της θέσεως αυτοΰ. Ερευνητέον, όθεν, αποβαίνει το κατ’ ουσίαν βάσιμον των προβαλλομένων ισχυρισμών, εφ’ ων ο αϊτών στηρίζει τον περί ανυπαρξίας της αποφάσεως του έκκλησιαστικοΰ δικαστηρίου λόγον ακυρώσεως.

Επειδή η έλλειψις εγκλήσεως προς παραπομπήν εις το εκκλησιαστικον δι- καστήριον, ως και συγκεκριμένου κατηγορητηρίου, η μη ακρόασις του εγκα- λουμένου και η εκδίκασις της υποθέσεως παρά του δευτεροβαθμίου δικαστη­ρίου αντί του αρμοδίου επισκοπικοΰ δικαστηρίου συνιστώσι μεν διαδικαστικός παραβάσεις, πλην, αι παραβάσεις αΰται κατ’ αναλογίαν των εν τη επιστήμη και τη νομολογία κρατοΰντων εν σχέσει προς τας αποφάσεις των πολιτειακών δι­καστηρίων, δεν καθιστώσιν ανύπαρκτον την ειρημένην απόφασιν του εκκλησια­στικού δικαστηρίου. Εξ άλλου, η απόφασις αΰτη δεν δΰναται να θεωρηθή ανυ­πόστατος εκ του γεγονότος ότι δεν προκΰπτει δημοσίευσις αυτής εν δημοσία συνεδριάσει, καθ’ όσον αι περί απαγγελίας της δικαστικής αποφάσεως εν δη­μοσία συνεδριάσει ορισμοί του Συντάγματος, η μη τήρησις των οποίων άγει εις ανυπαρξίαν της αποφάσεως, αφορώσιν εις τας αποφάσεις των πολιτειακών δικαστηρίων και ουχί των εκκλησιαστικών δικαστηρίων, ως η φΰσις αυτών καθορίζεται εν τοις άνω, ο δε ειδικός περί αυτών νόμος ορίζει αντιθέτως εν άρθρω. 118, ότι η ενώπιον αυτών διαδικασία διεξάγεται κεκλεισμένων των θυρών και δεν προβλέπει την δημοσία απαγγελίαν των αποφάσεών των.

(Σ.τ.Ε. 36/1975 [Τμ. Γ"]).

II. Τα εκκλησιαστικά δικαστήρια ανήκουν στην έννομη τάξη της Εκ­κλησίας και οι αποφάσεις τους, επειδή δεν δημιουργούν αμέσως σχέση δημοσίου δικαίου, δεν υπόκεινται σε έλεγχο από το Σ.τ.Ε.

Εκ της διατάξεως ταύτης [ενν. το άρθρο 1] του ν. 5383/1932 (...) σαφώς συνάγεται ότι τα υπό των εν λόγω νομοθετημάτων προβλεπόμενα όργανα της Εκκλησίας της επικρατοΰσης εν Ελλάδι θρησκείας, τα ούτως εν αυτοίς αποκα- λοΰμενα «εκκλησιαστικά δικαστήρια», είναι όργανα δια των οποίων η Εκκλη­σία, ενεργούσα ουχί ως νομικόν πρόσωπον δημοσίου δικαίου ασκούν διοίκησιν, αλλ’ υπό την ιδιότητά της ως θρησκευτικού και, συνεπώς, ως πνευματικού καθαρώς οργανισμού, πειθαναγκάζει τους εκ των μελών της κληρικούς και μοναχούς, και εφ’ όσον χρόνον φέρουν ούτοι τας εν λόγω ιδιότητας, να εκπλη- ροΰν τα χρέη και τα καθήκοντα τα απορρέοντα εκ της επαγγελίας αυτών και καθοριζόμενα υπό των διεπόντων αυτήν ιερών κανόνων, δι’ επιβολής εκκλη­σιαστικών ποινών, αίτινες έχουν χαρακτήρα καθαρώς πνευματικόν και απόσκο- πούν αποκλειστικώς εις την κατά τας επιταγάς της θρησκείας βελτίωσιν των ανωτέρω. Συνεπώς τα «εκκλησιαστικά δικαστήρια», ανήκοντα εις την έννομον τάξιν της Εκκλησίας της επικρατοΰσης εν Ελλάδι θρησκείας, δεν είναι δικα­

Page 158: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

632 Κεφ. 11ο - Δικονομικό Ποινικό Δίκαιο

στήρια της Πολιτείας, ως τα υπό των άρθρων 95 επ. του Συντάγματος προβλε- πόμενα, εφ’ όσον δεν απονέμουν την κατά κόσμον δικαιοσύνην, αι δε αποφά­σεις αυτών, μη δημιουργοΰσαι αμέσως σχέσεις δημοσίου δικαίου, ούτε αποφά­σεις πολιτειακών δικαστηρίων είναι, υπό την έννοιαν των δικαστικών αποφά­σεων των άρθρων 116 και 117 του Συντάγματος, ούτε εκτελεσταί διοικητικοί πράξεις εν τη εννοία του ν. 3713/1928 περί Συμβουλίου της Επικρατείας, εφ’ όσον δεν εκδίδονται εις εφαρμογήν διοικητικού τίνος νόμου, αλλ’ εις εφαρμο­γήν των διεπόντων την εκκλησιαστικήν πειθαρχίαν ιερών κανόνων και προς εξασφάλισιν της πιστής τηρήσεως αυτών.

(Σ.τ.Ε. 2800/1973, ΝοΒ 21, 1973, 109).

III. Κατά τη μειοψηφούσα γνώμη, οι αποφάσεις των εκκλησιαστικών δικαστηρίων προσβάλλονται με αίτηση ακυρώσεως, όταν προβάλλονται λόγοι που αφορούν διαδικαστικούς κανόνες δικαίου.

(...). Κατά την γνώμην όμως δύο μελών του Δικαστηρίου ναι μεν αι πνευμα­τικής φύσεως πράξεις της Εκκλησίας δεν προσβάλλονται παραδεκτώς δι’ αιτή- σεως ακυρώσεως, τοιαύται όμως είναι αι εκδιδόμεναι κατ’ εφαρμογήν κανόνων πνευματικής φύσεως, ήτοι κανόνων αναγομένων εις την κατά την διδασκαλίαν της Εκκλησίας πραγμάτωσιν της εσωτερικής ζωής αυτής ως μυστικού σώματος του Χριστού, οι οποίοι και κατοχυρούνται υπό του άρθρου 3 παρ.1 του Συντάγ­ματος. Τοιούτοι κανόνες είναι βεβαίως οι ουσιαστικού δικαίου κανόνες οι καθιερούντες πειθαρχικά παραπτώματα των κληρικών και αντιστοίχους ποινάς, όχι όμως και οι αφορώντες εις την οργάνωσιν διαδικασίας κρίσεως των παρα­πτωμάτων και επιβολής των πειθαρχικών ποινών, οι οποίοι είναι κανόνες διοι­κητικής φύσεως και δια τούτο ακριβώς δεν αντίκειται εις το ρηθέν άρθρον 3 παρ.1 του Συντάγματος η δια νόμου της Πολιτείας θέσπισις και τροποποίησις αυτών. 'Αλλως ο ν. 5383/1932 θα ήτο ανίσχυρος. Όθεν, κατά την γνώμην ταύτην, αι αποφάσεις των εκκλησιαστικών δικαστηρίων, αποτελούντων συλλο­γικά όργανα της Διοικήσεως της Εκκλησίας, προσβάλλονται παραδεκτώς δι’ αιτήσεως ακυρώσεως, εφ’ όσον δι’ αυτής προβάλλονται λόγοι αφορώντες εις παράβασιν κανόνων όχι πνευματικής φύσεως, αλλά κανόνων αφορώντων εις την εφαρμογήν διατάξεων διαδικαστικών.

(Σ.τ.Ε. 4120-4122/1980 [Τμ.Δ']).

IV. Τα πολυμελή εκκλησιαστικά δικαστήρια έχουν χαρακτήρα πει­θαρχικών συμβουλίων και οι αποφάσεις τους, όταν επηρεάζουν την υπηρεσιακή σχέση κληρικού-Εκκλησίας, υπόκεινται σε ακυρωτικό έλεγ­χο. Μειοψηφία.

[Προηγείται παράθεση των σχετικών διατάξεων των νόμων 590/1977, 5383/1932 και του Συντάγματος.] Από τις διατάξεις αυτές του Συντάγματος

Page 159: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

11.2. Η εκκλησιαστική δικονομία 633

προκύπτει ότι η απονομή της δικαιοσύνης ανατίθεται αποκλειστικώς στα τακτι­κά δικαστήρια που συγκροτούνται όπως αναφέρθηκε και λειτουργούν με τις εγγυήσεις που επίσης συνταγματικά καθιερώνονται (άρθ. 93 επ.). Κανενός άλλου δικαστηρίου δεν είναι ανεκτή από την ελληνική έννομη τάξη η ύπαρξη και υπαγωγή σε αυτό, λόγω της ασκήσεως λειτουργήματος ή επαγγέλματος, ορισμένης κατηγορίας πολιτών. Κάτω από αυτό το πρίσμα ερμηνευόμενες οι εκτεθείσες διατάξεις του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος και του Ν. 5383/1932, έχουν την έννοια ότι τα παραπάνω εκκλησιαστικά δικαστή­ρια, που συγκροτούνται από κληρικούς, δεν είναι φορείς δικαστικής εξουσίας, η δε από τον Νόμο απονομή της ονομασίας αυτής, δεν μπορεί να μεταβάλει τη φύση τους, όπως αυτή καθορίζεται από τους βασικούς κανόνες οργανώσεως του Κράτους. Τα όργανα αυτά της Εκκλησίας ιδρύθηκαν για τη διατήρηση της εκκλησιαστικής πειθαρχίας και την τιμωρία των υποπεσόντων σε παράπτωμα κλη­ρικών (άρθ. 1 Ν. 5383/1932). Την πειθαρχική της αυτή αρμοδιότητα ασκεί η Εκ­κλησία με τα όργανά της αυτά, άλλοτε μεν επιβάλλουσα πνευματικής μόνο φύσεως ποινές, που σαν τέτοιες διαφεύγουν τον δικαστικό έλεγχο, άλλοτε δε με ποινές που επηρεάζουν αμέσως την υπηρεσιακή σχέση κληρικού-Εκκλησίας και τα από αυτή προκύπτοντα δικαιώματα (στέρηση μισθού, χρηματική ποινή, αργία, έκπτωση κ.λπ). Στην τελευταία αυτή περίπτωση τα πειθαρχικά όργανα της Εκκλησίας, όταν λειτουργούν συλλογικά, έχουν το χαρακτήρα πειθαρχικών συμβουλίων, που για την εξασφάλιση των αρχών του κράτους δικαίου και της χρηστής διοίκησης, πρέπει να ακολουθούν τουλάχιστον ως προς τη σύνθεσή τους και την πειθαρχική διαδικα­σία τις βασικές αρχές του πειθαρχικού δικαίου. Οι εκδιδόμενες από αυτά αποφά­σεις, ως εκτελεστές πράξεις διοικητικών αρχών, προσβάλλονται με αίτηση ακυ­ρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας.

[Μειοψηφία:] (...) τα υπό των ως άνω διατάξεων χαρακτηριζόμενα ως «εκ­κλησιαστικά' δικαστήρια» είναι όργανα της Ορθόδοξης Χριστιανικής Εκκλη­σίας πνευματικού καθαρά χαρακτήρα, με τα οποία η Εκκλησία αυτή πειθανα­γκάζει τους κληρικούς της και τους μοναχούς της να εκπληρώνουν τα χρέη και τα καθήκοντα της επαγγελίας τους, όπως τούτο σαφώς συνάγεται: πρώτον εκ του ότι ήδη από του έτους 1833 με τη Διακήρυξη «περί της Ανεξαρτησίας της Ελληνικής Εκκλησίας» ορίσθηκε ότι (άρθρο 10 περίπτ. ε ') μεταξύ των άλλων καθαρώς εσωτερικών (πνευματικών) ζητημάτων που απαριθμούνται στη διάτα­ξη αυτή (δόγμα, λατρεία κ.λπ.) είναι και το ζήτημα της «εκκλησιαστικής πει­θαρχίας», δεύτερον εκ του ότι τόσον ο ν. 5383/32 όσον και ο ν. 590/77 ορίζουν ότι τα εκκλησιαστικά δικαστήρια επιβάλλουν «κανονικός» κυρώσεις για παρά­βαση των ως άνω χρεών της επαγγελίας δηλαδή για «κανονικά» παραπτώματα, και τρίτον εκ του ότι ο ν. 590/77 ορίζει ότι ανώτατο ουσιαστικό εκκλησιαστικό δικαστήριο για τους αρχιερείς είναι ο Οικουμενικός Πατριάρχης, ενώπιον του οποίου ασκείται το έκκλητο, το οποίο είναι ένα από τα μέσα με τα οποία εξασφαλίζεται η και συνταγματικά κατοχυρωμένη πνευματική ένωση της Ελ-

Page 160: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

634 Κεφ. 11ο - Δικονομικό Ποινικό Δίκαιο

λαδικής Εκκλησίας με το Πατριαρχείο. Με τα δεδομένα αυτά τα εκκλησιαστικά δικαστήρια ούτε πολιτειακά δικαστήρια είναι ούτε διοικητικά (πειθαρχικά) όργανα μπορούν να λογισθούν (ΣτΕ Ολομ. 2800/72 κ.ά.) οι δε αποφάσεις τους εκτελούνται σε βάρος των κληρικών και μοναχών μόνο εφόσον αυτοί εξακο­λουθούν να συμφωνούν με τη διδασκαλία της Εκκλησίας, σε περίπτωση δε αρνήσεώς τους προς τούτο η Πολιτεία δεν δικαιούται να παράσχει στην Εκκλη­σία τη συνδρομή της προς εκτέλεση αυτών γιατί τούτο θα ήταν αντίθετο με το άρθρο 13 του Συντάγματος. Οι κληρικοί, ακόμη και όσοι κατέχουν οργανικές θέσεις εφημερίων κ.λπ., δεν είναι μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι και δεν απο­λαύουν των εγγυήσεων μονιμότητας, που καθιερώνονται από το άρθρο 103 του Συντάγματος. Συνέπεια αυτού είναι ότι δεν επιβάλλεται από το Σύνταγμα η συγκρότηση υπηρεσιακών γι’ αυτούς συμβουλίων, που γνωμοδοτούν ή αποφα­σίζουν για τις υπηρεσιακές μεταβολές της μεταθέσεως ή παύσεως.

(Σ.τ.Ε. 825/1988, ΝοΒ 36, 1988, 615 επ., ΕλλΔ 29, 1988, 781 επ.).

V. Η «γνώμη» της Δ.Ι.Σ., που προβλέπει το άρθρο 155 του Ν. 5383/32 για την απονομή χάρης σε καταδικασμένο κληρικό, είναι δεσμευτική για τον Υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, υποκείμενη μόνο σε έλεγχο νομιμότητας.

Επειδή υπό του άρθρου 155 του ν. 5383/32 «Περί των Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων κλπ.» (φ. 110) ως τούτο ετροποποιήθη υπό του άρθρου 19 του Ν. 898/1943 «Περί τροποποιήσεως κλπ. του ν. 5383/32» (φ. 373), διατηρηθέντος δε εν ισχυι και μετά τον Α.Ν. 214/67 ορίζονται περί των υπό των εκκλησιαστικών δικαστηρίων επιβαλλόμενων ποινών τα εξής: «Η καταγνωσθείσα ποινή δύναται να αφεθή ή ελαττωθή ή μεταβληθή δια χάριτος, το περί χάριτος Διάταγμα εκδίδεται τη προτάσει του Υπουργού Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας μετά προτέραν γνώμην της Ιεράς Συνόδου περί αφέσεως, ελαττώσεως ή μετα­βολής της ποινής εφ’ όσον εξέτισε πλέον του ημίσεος. Επί χάριτος εις τινα των υπό Επισκοπικών Δικαστηρίων καταδικασθέντων κληρικών ή μοναχών η Ιερά Σύνοδος γνωμοδοτεί μετά γνώμην του οικείου Ιεράρχου. Προκειμένου περί χάριτος εις καταδικασμένον εις καθαίρεσιν, εφ’ όσον όμως αύτη κατεγνώσθη δι’ εγκλήματα μη πολιτικά της ιερωσύνης, η πρότασις χάριτος δέον να αποφα- σισθή υπό της Ιεράς Συνόδου παρόντων των τριών τετάρτων του συνόλου των μελών αυτής, της αποφάσεως λαμβανομένης δια των δύο τρίτων των ψήφων των παρόντων μελών. Ίνα δοθή χάρις απαιτείται η γνώμη του οικείου Ιεράρχου».

Επειδή εκ των αρχών αίτινες διέπουν, επί τη βάσει των κειμένων διατάξεων, τας σχέσεις της επικρατούσης εν Ελλάδι θρησκείας και της Πολιτείας συνάγε­ται ότι η απονομή της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης ανάγεται εις εκείνον τον τομέα δράσεως της Εκκλησίας εις ον αύτη ενεργεί, ως ήδη εκρίθη (βλ. Σ.τ.Ε. 456/39, 297/42), κυριαρχικώς και ανεξαρτήτως πάσης κοσμικής εξουσίας, του-

Page 161: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο

11.2. Η εκκλησιαστική δικονομία 635

τέστιν εις τον καθαρώς πνευματικόν, δοθέντος ότι δια της απονομής της εκκλη­σιαστικής δικαιοσύνης συνισταμένης εις την υπό των εκκλησιαστικών δικαστη­ρίων επιβολήν εις τους εκ των μελών της Εκκλησίας κληρικούς και μοναχούς και εφ’ όσον χρόνον φέρουν ούτοι τας ιδιότητας ταύτας, εκκλησιαστικών ποι­νών εχουσών ως ήδη εκρίθη (Σ.τ.Ε. 2800/73) πνευματικόν καθαρώς χαρακτήρα, σκοπέίται η διασφάλισις της εκκλησιαστικής πειθαρχίας δια του πειθαναγκα­σμού των ανωτέρω όπως τηρούν τα χρέη και τα καθήκοντα τα απορρέοντα εκ της επαγγελίας αυτών ως ταύτα καθορίζονται υπό των Ιερών Κανόνων. Συνε­πώς, η προπαρατεθείσα διάταξις του άρθρ. 155 ν. 5383/32, ερμηνευομένη εν όψει των ανωτέρω και της εν γένει διατυπώσεώς της, έχει την έννοιαν ότι η αρμοδιότης προς άφεσιν, ελάττωσιν ή μεταβολήν της υπό εκκλησιαστικού δικα­στηρίου καταγνωσθείσης ποινής, συνδεομένη στενώς προς την απονομήν της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης, ανήκει εις την Ιεράν Σύνοδον, η πράξις της ο­ποίας περί αφέσεως κλπ. της ποινής είναι υποχρεωτική δια τον Υπουργόν, όσης, εφ’ όσον συντρέχουν αι υπό του νόμου τιθέμεναι προϋποθέσεις, οφείλει να προκαλέση την έκδοσιν του περί χάριτος διατάγματος, μη δυνάμενος να αρνηθή την έκδοσιν αυτού δια λόγους αναγομένους εις την ορθότητα της ου­σιαστικής κρίσεως και εκτιμήσεως της Ιεράς Συνόδου. Υπό τα δεδομένα ταύτα η έκδοσις του περί χάριτος διατάγματος αποβλέπουσα εις την δια πράξεως της Πολιτείας γνωστοποίησιν ότι συνέτρεξαν αι νόμιμοι προϋποθέσεις της αφέ­σεως, ελαττώσεως ή μεταβολής της καταγνωσθείσης εις κληρικόν ή μονάχον ποινής, δεν συνάπτεται προς την εις τα όργανα της Εκκλησίας ανήκουσαν αποκλειστικώς αρμοδιότητα απονομής της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης, αλλά συνιστά διοικητικήν πράξιν, η παράλειψις, συνεπώς, εκδόσεως της οποίας είναι δεκτική προσβολής δι’ αιτήσεως ακυρώσεως, δι’ ο και η υπό κρίσιν αίτησις εμπροθέσμως και κατά τα λοιπά νομοτύπως ασκηθείσα είναι τύποις δεκτή.

Επειδή, εν προκειμένω, ο Υπουργός Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας υπ’ όψιν του οποίου ετέθη η από 18.10.1972 πράξις της Ιεράς Συνόδου (Συνε­δρία 190ή, Περίοδος 116η), δι’ ης εχορηγήθη εις τον αιτούντα χάρις δια το εναπομένον ήμισυ της επιβληθείσης αυτώ εκκλησιαστικής ποινής, το έτερον ήμισυ της οποίας είχεν ούτος εκτίσει, ηρνήθη δια του υπ’ αρ. (...) εγγράφου ναεκδώση το όπερ εζήτει παρ’ αυτού η Ιερά Σύνοδος (...... ) διάταγμα χάριτος«λόγω της φύσεως του υπό του αιτούντος διαπραχθέντος παραπτώματος». Ού­τως όμως έχουσα η άρνησις του Υπουργού, ήτοι επικαλουμένη λόγους αναγο­μένους εις την ορθότητα της ουσιαστικής κρίσεως της Ιεράς Συνόδου ότι εν προκειμένω δικαιολογείται η άφεσις του υπολοίπου της ποινής τυγχάνει κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, μη νόμιμος και τω λόγω τούτω, βασίμως προβαλλομένω, δέον να ακυρωθή και να αναπεμφθή η υπόθεσις εις την Διοίκησιν δια την, εν όψει των ανωτέρω εκτεθέντων, νόμιμον ενέργειαν.

(Σ.τ.Ε. 2548/1973 [Ολομ.], ΝοΒ 22, 1974, 279 επ.).

Page 162: Εκκλησία και Εκκλησιαστικό Δίκαιο