«ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

76
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΤΜΗΜΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΠΜΣ «ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ» ΜΕΛΕΤΗ ΜΕΤΑΠΥΡΙΚΗΣ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗΣ ΤΡΑΧΕΙΑΣ ΠΕΥΚΗΣ ( Pinus brutia) ΣΕ ΚΑΜΕΝΗ ΕΚΤΑΣΗ ΤΗΣ ΛΕΣΒΟΥ ΦΕΒΡΑΝΟΓΛΟΥ ΠΕΤΡΟΣ ΑΜ:145/200428 ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ: ΕΥΓΕΝΙΑ ΚΟΥΤΣΙ∆ΟΥ, Λέκτορας Τμήμα Περιβάλλοντος Πανεπιστήμιο Αιγαίου ΜΥΤΙΛΗΝΗ ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2005

Transcript of «ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

Page 1: «ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΤΜΗΜΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

ΠΜΣ «ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ»

ΜΕΛΕΤΗ ΜΕΤΑΠΥΡΙΚΗΣ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗΣ

ΤΡΑΧΕΙΑΣ ΠΕΥΚΗΣ ( Pinus brutia) ΣΕ ΚΑΜΕΝΗ ΕΚΤΑΣΗ ΤΗΣ ΛΕΣΒΟΥ

ΦΕΒΡΑΝΟΓΛΟΥ ΠΕΤΡΟΣ

ΑΜ:145/200428 ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ:

ΕΥΓΕΝΙΑ ΚΟΥΤΣΙ∆ΟΥ, Λέκτορας Τµήµα Περιβάλλοντος Πανεπιστήµιο Αιγαίου

ΜΥΤΙΛΗΝΗ ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2005

Page 2: «ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

1

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΤΜΗΜΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ

ΠΜΣ «ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ» ΜΕΛΕΤΗ ΜΕΤΑΠΥΡΙΚΗΣ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗΣ

ΤΡΑΧΕΙΑΣ ΠΕΥΚΗΣ ( Pinus brutia) ΣΕ ΚΑΜΕΝΗ ΕΚΤΑΣΗ ΤΗΣ ΛΕΣΒΟΥ

ΦΕΒΡΑΝΟΓΛΟΥ ΠΕΤΡΟΣ ΑΜ:145/200428

ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ: ΕΥΓΕΝΙΑ ΚΟΥΤΣΙ∆ΟΥ, Λέκτορας

Τµήµα Περιβάλλοντος Πανεπιστήµιο Αιγαίου

ΜΥΤΙΛΗΝΗ ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2005

Page 3: «ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

2

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ

Θεωρώ υποχρέωση µου να ευχαριστήσω θερµά την υπεύθυνη Καθηγήτρια µου

και µέλος της Τριµελούς Επιτροπής, Λέκτορα του τµήµατος Περιβάλλοντος του

Πανεπιστηµίου Αιγαίου ∆ρ. Ευγενία Κουτσίδου, για την πολύτιµη βοήθεια της στην

προετοιµασία και οργάνωση της διπλωµατικής µου διατριβής, την πρόθυµη και

υποµονετική καθοδήγηση της καθ’ όλη τη διάρκεια της συγγραφής της και την αµέριστη

συµπαράσταση της. Ευχαριστώ ιδιαιτέρως την φίλη και συνάδελφο, µεταπτυχιακή

φοιτήτρια του Π.Μ.Σ ΄΄ Γεωργία και Περιβάλλον ΄΄, του τµήµατος Περιβάλλοντος του

Πανεπιστηµίου Αιγαίου, Ελένη Αλατζά για την πολύτιµη βοήθεια της κατά τη διάρκεια

των πειραµατικών µετρήσεων αυτής της διατριβής και για την ηθική συµπαράσταση της.

Εκφράζω την ευγνωµοσύνη µου στους γεωπόνους και φίλους µου Αναστάσιο

Κατσιλέρο και ∆ηµήτρη Βασιλόπουλο για την βοήθεια τους στην ανάλυση των

αποτελεσµάτων αυτής της εργασίας και τις χρήσιµες υποδείξεις τους για την χρήση του

στατιστικού προγράµµατος JMP SAS Institute που χρησιµοποίησα για την ανάλυση

αυτή. Τέλος ευχαριστίες αλλά και ευγνωµοσύνη θα ήθελα να εκφράσω σε όλους

εκείνους που µε στήριξαν υλικά και κυρίως ηθικά σε όλο το χρονικό διάστηµα που

απαιτήθηκε για την ολοκλήρωση της διατριβής αυτής.

Page 4: «ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

3

Στην οικογένεια µου

Page 5: «ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

4

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ 6

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 7 1.1 Η ΦΩΤΙΑ ΣΤΑ ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ 7

1.1.1 ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑ∆ΡΟΜΗ 7

1.1.2 ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ – ΚΛΙΜΑ 9

1.1.3 Η ΕΠΙ∆ΡΑΣΗ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ ΣΤΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ 11

1.1.4 ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΠΥΡΚΑΓΙΑΣ 13

1.1.5 Η ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΤΩΝ ΠΥΡΚΑΓΙΩΝ 14

1.2 ΑΝΑΚΑΜΨΗ ΤΩΝ ΚΑΜΕΝΩΝ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ 16

1.3 ΤΡΑΧΕΙΑ ΠΕΥΚΗ (Pinus brutia) 19

1.3.1 ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ 19

1.3.2 ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΤΩΝ ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΩΝ ΠΕΥΚΟ∆ΑΣΩΝ 20

1.3.3 ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΙΚΗ ΒΙΟΛΟΓΙΑ 24

1.3.4 ΥΠΕΡΓΕΙΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΣΠΕΡΜΑΤΩΝ 26

1.3.5 Ε∆ΑΦΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΣΠΕΡΜΑΤΩΝ 28

1.3.6. ΒΙΩΣΙΜΟΤΗΤΑ ΣΠΕΡΜΑΤΩΝ 29

1.3.7 ΒΛΑΣΤΗΣΗ ΣΠΕΡΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΩΝ ΑΡΤΙΒΛΑΣΤΩΝ 30

1.3.8 ΜΕΤΑΠΥΡΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΝΕΑΡΩΝ ΠΕΥΚΩΝ (Pinus brutia) 31

1.3.9 ΕΠΙΒΙΩΣΗ ΚΑΙ ΘΝΗΣΙΜΟΤΗΤΑ–ΚΛΙΜΑ, Ε∆ΑΦΟΣ ΚΑΙ

ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ 32

1.4 ΜΕΛΕΤΗ ΜΕΤΑΠΥΡΙΚΗΣ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗΣ ΠΕΥΚΟ∆ΑΣΟΥΣ 33

1.5 ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΑΣ ΜΕΛΕΤΗΣ 35

2. ΥΛΙΚΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟ∆ΟΙ 36

2.1 ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ 36

2.2 ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ 37

2.3 ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ 39

Page 6: «ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

5

2.4 ΜΕΘΟ∆ΟΛΟΓΙΑ 41

3. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ 44

3.1.1 ΈΚΘΕΣΗ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ – ΝΟΤΙΟΑΝΑΤΟΛΙΚΗ. 45

3.1.2. ΈΚΘΕΣΗ ∆ΥΤΙΚΗ. 47

3.1.3. ΈΚΘΕΣΗ ΒΟΡΕΙΑ. 49

3.2 ∆ΕΙΚΤΗΣ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗΣ 52

3.3 ΕΛΕΓΧΟΣ ΣΥΣΧΕΤΙΣΗΣ ΥΓΡΑΣΊΑΣ ΚΑΙ ΑΡΙΘΜΟΥ ΦΥΤΑΡΙΩΝ 54

3.4 ΥΨΟΣ ΦΥΤΑΡΙΩΝ 58

3.4.1 ΥΨΟΣ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΕΚΘΕΣΗ 58

3.4.2 ΥΨΟΣ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΖΩΝΗ ΕΠΙ ΤΗΣ ΠΛΑΓΙΑΣ 61

4. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ - ΣΥΖΗΤΗΣΗ 63

5. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 67

Page 7: «ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

6

ΠΕΡΙΛΗΨΗ Στην παρούσα εργασία µελετήθηκε η µεταπυρική αναγέννηση τραχείας πεύκης (Pinus

brutia), 13 χρόνια µετά από πυρκαγιά που αποτέφρωσε 4160 στρέµµατα πευκοδάσους

στην Λέσβο. Η µελέτη έλαβε χώρα τον Ιούνιο του 2005. Στην περιοχή µελέτης

ελήφθησαν συνολικά 90 δοκιµαστικές επιφάνειες (10 m x 10 m), από τρεις περιοχές µε

διαφορετική έκθεση (∆υτική, Ανατολική – Νοτιοανατολική, Βόρεια). Κάθε περιοχή

(πλαγιά) χωρίστηκε σε τρεις ζώνες (χαµηλή, µεσαία, υψηλή). Τα φυτάρια κατατάχθηκαν

σε τέσσερις κλάσεις ως προς το ύψος τους (1-30 cm, 31-60 cm, 61-100 cm και >100 cm).

Για κάθε θέση επί της πλαγιάς, σε κάθε περιοχή υπολογίστηκε ο δείκτης φυσικής

αναγέννησης. Στις περιοχές που µετρήθηκε η αναγέννηση υπολογίστηκαν µε ακρίβεια οι

κλίσεις του εδάφους για κάθε ζώνη επί της πλαγιάς. Επιπλέον προσδιορίστηκε η υγρασία

του εδάφους για πληρέστερη συσχέτιση του εδάφους και της αναγέννησης. Συνολικά, η

µέση πυκνότητα φυταρίων για την περιοχή µελέτης ήταν 0,25 φυτάρια/m2. Όπως

προέκυψε από την ανάλυση των αποτελεσµάτων της µελέτης, ο ∆είκτης Αναγέννησης

επηρεάζεται στατιστικά σηµαντικά από την θέση επί της πλαγιάς. Αντίθετα, η έκθεση της

περιοχής δεν επηρέασε στατιστικά σηµαντικά την φυσική αναγέννηση. Αναφορικά µε το

ύψος, δεν παρατηρούνται στατιστικά σηµαντικές διαφορές µεταξύ των εκθέσεων, αλλά

µόνο µεταξύ των ζωνών της κάθε πλαγιάς. Τα περισσότερα φυτάρια είχαν ύψος 61-100

cm (ποσοστό 44,8%), το 28% είχε ύψος 31-60 cm, ακολουθούν τα φυτάρια µε ύψος

µεγαλύτερο από ένα µέτρο (21,9%) και τέλος ένα µικρό ποσοστό (5,3%) είχε ύψος µέχρι

30 cm.

Page 8: «ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

7

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1.1 Η ΦΩΤΙΑ ΣΤΑ ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ

1.1.1 ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑ∆ΡΟΜΗ

Η φωτιά είναι ένα φυσικό φαινόµενο που συνοδεύει τα χερσαία οικοσυστήµατα

από τη στιγµή που εµφανίστηκαν στη γη (Komarex, 1973; Agee, 1974). Πολύ πριν µάθει

ο άνθρωπος να την χρησιµοποιεί, οι κυριότερες φυσικές αιτίες ανάφλεξης της βλάστησης

ήταν οι κεραυνοί και η ηφαιστειακή δραστηριότητα (Taylor, 1973). Σε ορισµένες

περιοχές, όπως στις κεντροδυτικές ΗΠΑ, οι κεραυνοί εξακολουθούν να διαδραµατίζουν

και σήµερα σηµαντικό ρόλο ως φυσικό αίτιο εκδήλωσης πυρκαγιών (Taylor, 1973).

Η φωτιά αποτελεί αναπόσπαστο κοµµάτι πολλών οικοσυστηµάτων,

συµπεριλαµβανοµένων και των Μεσογειακών. Ο άνθρωπος από πολύ νωρίς την

χρησιµοποίησε σαν διαχειριστικό µέσο. Έχει αναφερθεί ότι από την Παλαιολιθική εποχή

χρησιµοποιήθηκε εσκεµµένα για την διευκόλυνση του κυνηγιού και της συγκέντρωσης

της τροφής. Οι πρώτες µαρτυρίες για ανθρωπογενείς αλλαγές στα Μεσογειακά

οικοσυστήµατα µέσω της χρήσης της φωτιάς αναφέρονται στη Νεολιθική εποχή (Navef,

1975). Έκτοτε στη Μεσογειακή λεκάνη αναπτύχθηκαν πολλοί πολιτισµοί, ορισµένοι από

αυτούς µε µεγάλη πυκνότητα πληθυσµού, βασισµένοι στη χρήση της φωτιάς και στη

γεωργία.

Σύµφωνα µε την Ελληνική Μυθολογία, ο Προµηθέας έκλεψε τη φωτιά από τους

Θεούς και την δώρισε στον άνθρωπο. Η ιστορική αναδροµή στους προσωκρατικούς

φιλοσόφους αποκαλύπτει ότι στα στοιχεία του σύµπαντος, εκτός από τον αέρα, τη γη

(Αναξιµένης) και το νερό (Θαλής), συµπεριλαµβάνεται και η φωτιά (Ηράκλειτος).

Πλήθος αναφορών, σχετικών µε τις δασικές πυρκαγιές, στον Όµηρο και τους κλασσικούς

συγγραφείς αποδεικνύουν ότι η φωτιά είναι στοιχείο άµεσα συνδεδεµένο µε το

Μεσογειακό κλίµα. Στους προϊστορικούς χρόνους, η Ελλάδα πιστεύεται ότι ήταν πλήρως

καλυµµένη µε πυκνά δάση και µοναδική εξαίρεση αποτελούσαν οι ψηλές κορυφές.

Σύµφωνα µε την ίδια πηγή, η µείωση της δασοκάλυψης ήταν αποτέλεσµα της φωτιάς και

Page 9: «ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

8

ξεκίνησε από την εισβολή στη χώρα φυλών (Αχαιοί και ∆ωριείς) που την

χρησιµοποίησαν ως εργαλείο.

Υπάρχουν πολλά χαρακτηριστικά που κάνουν τα Μεσογειακά οικοσυστήµατα να

διαφέρουν από αυτά της υπόλοιπης Ευρώπης. Οι διαφορές αυτές σχετίζονται µε το

κλίµα, τις έντονες ανθρωπογενείς επιδράσεις και το ρόλο της φωτιάς (Pausas and

Vallejo, 1999). Η φωτιά θεωρείται ως ένας οικολογικός παράγοντας που συνόδευσε για

χιλιετίες το Μεσογειακό κλίµα και τα Μεσογειακά οικοσυστήµατα. Η συχνή παρουσία

της επέδρασε στην εξέλιξη της Μεσογειακής χλωρίδας, καθώς και στη

διαµόρφωση των Μεσογειακών τοπίων µε την παρούσα µορφή (Le Houerou, 1987;

Navef, 1991).

Η χρήση της από τον άνθρωπο έχει ανατρέψει σε πολλές περιπτώσεις την

ισορροπία που δηµιουργήθηκε από τη µακροχρόνια φυσική δράση της σε αυτά τα

οικοσυστήµατα (Traubaud, 1981). Από τη στιγµή που ο άνθρωπος κατάφερε να

προκαλέσει την εκδήλωση της φωτιάς, τη χρησιµοποίησε µε µεγάλη συχνότητα σε

συνδυασµό µε άλλες δραστηριότητες, όπως η κτηνοτροφία και η γεωργία, µε

καταστροφικά πολλές φορές αποτελέσµατα (Traubaud, 1981). Όταν η κανονική

συχνότητα εµφάνισης της πυρκαγιάς αυξηθεί από ανθρωπογενείς ενέργειες, τότε επιδρά

ως καταστρεπτικός παράγοντας, ακόµα και για αυτά οικοσυστήµατα. ∆ιαπλάσεις

φρυγάνων σε άγονα εδάφη είναι αποτέλεσµα επανειληµµένων πυρκαγιών. Την

κατάσταση αυτή επιτείνει ο συνδυασµός των κλιµατικών και τοπογραφικών συνθηκών

που επικρατούν στις παραµεσόγειες περιοχές, καθώς και η υπερβόσκηση που συνήθως

ακολουθεί και έχουν σαν αποτέλεσµα την έντονη διάβρωση, σοβαρή υποβάθµιση και

συχνά αποβράχωση του τόπου.

Οι διαφορές στην εµφάνιση των πυρκαγιών κατά τις τελευταίες δεκαετίες

αντανακλούν τις πρόσφατες κοινωνικοοικονοµικές αλλαγές που σηµειώθηκαν στις

Ευρωπαϊκές παραµεσόγειες χώρες. Η βιοµηχανοποίηση των χωρών αυτών οδήγησε σε

ερήµωση των αγροτικών περιοχών ή σταδιακή αστικοποίηση τους, αύξηση της

γεωργικής εκµηχάνισης και µείωση της βοσκητικής πίεσης και της υλοτοµίας (Le

Houerou, 1993). Οι αλλαγές στις παραδοσιακές χρήσεις γης και του τρόπου ζωής είχαν

σαν αποτέλεσµα την εγκατάλειψη µεγάλων καλλιεργούµενων περιοχών, οι οποίες

σταδιακά καλύφθηκαν εκ νέου µε φυσική βλάστηση, αυξάνοντας έτσι την καύσιµη ύλη

Page 10: «ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

9

(Rego, 1992). Στη Νότια Ευρώπη η ανθρώπινη δραστηριότητα αύξησε δραµατικά την

συχνότητα των πυρκαγιών σαν συνέπεια της εγκατάλειψης της γης και της τουριστικής

πίεσης. Οι Pinol και Terradas (1996) βρήκαν ότι υπάρχει σηµαντική συσχέτιση ανάµεσα

στην πυκνότητα του πληθυσµού και την συχνότητα εµφάνισης των πυρκαγιών στις

Μεσογειακές περιοχές της Ιβηρικής χερσονήσου. Αυτή η τάση δεν παρατηρήθηκε σε

περιοχές της λεκάνης της Μεσογείου όπου οι χρήσεις γης διατήρησαν το παλιότερο

κοινωνικοοικονοµικό σύστηµα.

1.1.2 ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ - ΚΛΙΜΑ

O Le Houerou (1987) επισηµαίνει πως η φύση, η δοµή και η σύνθεση των

Μεσογειακών δασών και θαµνώνων καθιστούν τα συγκεκριµένα οικοσυστήµατα

εύφλεκτα, αποδίδοντας ιδιαίτερη βαρύτητα στις µετεωρολογικές συνθήκες. Το

Μεσογειακό κλίµα χαρακτηρίζεται από χειµερινές βροχοπτώσεις µε µεγάλη διακύµανση

από έτος σε έτος (µέσο ετήσιο ύψος βροχής 275-975 mm) και ξηρό – θερµό καλοκαίρι.

Στη διάρκεια ενός τουλάχιστον από τους χειµερινούς µήνες η µέση θερµοκρασία πρέπει

να είναι µικρότερη από 15 οC και η συνολική διάρκεια παγετού µικρότερη του 3% του

έτους. Το Μεσογειακό κλίµα χαρακτηρίζει διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές της γης,

όπως η Καλιφόρνια, η κεντρική Χιλή, η νότια και νοτιοδυτική Αυστραλία και φυσικά η

λεκάνη της Μεσογείου. Οι περιοχές αυτές βρίσκονται µεταξύ 32ο – 42ο βόρεια και νότια

του Ισηµερινού (Αριανούτσου – Φαραγγιτάκη, 1979; Margaris, 1980).

Οι πυρκαγιές τείνουν να συγκεντρώνονται το καλοκαίρι, όταν οι θερµοκρασίες

είναι υψηλές και η υγρασία της ατµόσφαιρας χαµηλή. Οι υψηλές θερµοκρασίες που

επικρατούν στις Μεσογειακές χώρες κατά τους θερινούς µήνες, σε συνδυασµό µε την

εξαιρετικά χαµηλή διαθεσιµότητα νερού την ίδια περίοδο, προκαλούν ταχεία

αποξήρανση, τόσο στα ποώδη φυτά του υπορόφου των οικοσυστηµάτων, όσο και σε

δοµές των πολυετών θάµνων και δέντρων. Τα είδη αποβάλλουν µαζικά φύλλα και

κλαδιά, τα οποία µαζί µε τα νεκρά ποώδη φυτά συγκροτούν µια πολύ εύφλεκτη στρωµνή.

Τα ίδια φυτά εξάλλου παράγουν ουσίες που τα καθιστούν εύφλεκτα, όπως ρητίνη,

αιθέρια έλαια κλπ. Στην Ελλάδα το 90% της έκτασης που καίγεται κάθε χρόνο

αντιστοιχεί σε Μεσογειακά οικοσυστήµατα (24% σε πευκοδάση και 66% σε φρύγανα και

µακί, Αριανούτσου, 1998).

Page 11: «ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

10

Μελέτες σχετικές µε το κλίµα της Μεσογειακής λεκάνης προβλέπουν αύξηση της

θερµοκρασίας, µείωση των βροχοπτώσεων κατά τους καλοκαιρινούς µήνες και κατ’

επέκταση µελλοντική έλλειψη νερού (Hougthon et al., 1996). Οι αλλαγές αυτές θα

οδηγήσουν σε αύξηση της πιθανότητας εκδήλωσης και µετάδοσης των πυρκαγιών (Pinol

et al., 1998). Οι κλιµατικές αλλαγές που προβλέπεται να συµβούν στο µέλλον είναι

πιθανόν να προκαλέσουν αύξηση του κινδύνου πυρκαγιών, όχι µόνο στην περιοχή της

Μεσογείου, αλλά και σε άλλες περιοχές του πλανήτη (Torn and Friend, 1992).

Υπολογίστηκε ότι πριν από την εµφάνιση του ανθρώπου, τα µεσογειακά δάση

καίγονταν από φυσικές αιτίες κάθε 100-120 χρόνια. Από τα δασικά είδη, τα περισσότερο

εύφλεκτα είναι τα κωνοφόρα, διότι περιέχουν µεγάλες ποσότητες αιθέριων ελαίων και σε

µικρότερο βαθµό τα πλατύφυλλα είδη. Αναµφίβολα, οι πυρκαγιές των δασών της

χαλεπίου και τραχείας πεύκης είναι πιο συνηθισµένες, αλλά ταυτόχρονα και οι πιο

καταστρεπτικές, επικίνδυνες και δύσκολες στην αντιµετώπισή τους. Αυτό οφείλεται στο

ότι στα δάση αυτά υπάρχει συνήθως σωρευµένο στο έδαφος παχύ φυλλόστρωµα και

πυκνός υπόροφος από αείφυλλα πλατύφυλλα (πουρνάρι, σχίνος, φυλλίκι, κουµαριά) και

φρύγανα, στοιχεία που, αν συνδυαστούν µε τα χαρακτηριστικά της κλιµατικής και

εδαφικής ζώνης την οποία αναπτύσσονται τα πευκοδάση της χαλεπίου και τραχείας

πεύκης και την ανθρώπινη πίεση που δέχονται, ανεβάζουν σε πάρα πολύ υψηλά επίπεδα

τους δείκτες επικινδυνότητας εκδήλωσης, εξάπλωσης και καταστρεπτικότητας της

πυρκαγιάς. Τα είδη που αποτελούν τον υπόροφο των συστάδων είναι εξαιρετικά

εύφλεκτα και αποτελούν εστίες υψηλού κινδύνου πρόκλησης πυρκαγιών (Τσιτσώνη,

1991).

Στην Ελλάδα τα Μεσογειακά οικοσυστήµατα καλύπτουν ένα ποσοστό 40%

περίπου της συνολικής έκτασης της χώρας (Arianoutsou – Faraggitaki, 1984). Τα

οικοσυστήµατα αυτά διακρίνονται σε τρεις µεγάλες κατηγορίες:

α. Φρύγανα (κυριαρχούνται από εποχιακά διµορφικούς θάµνους και ηµιθάµνους),

β. Μακί (θαµνώδη µε αείφυλλα, σκληρόφυλλα φυτά) και

γ. Μεσογειακά πευκοδάση, µε κυρίαρχα δασικά είδη τη χαλέπιο και την τραχεία

πεύκη (Pinus halepensis και P. Brutia, αντίστοιχα). Η τελευταία κατηγορία των

Μεσογειακών οικοσυστηµάτων συγκροτεί τα σηµαντικότερα και ίσως περισσότερο

ευπαθή δασικά οικοσυστήµατα της Νότιας Ευρώπης.

Page 12: «ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

11

1.1.3 Η ΕΠΙ∆ΡΑΣΗ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ ΣΤΑ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΑ

Η φωτιά προκαλεί σοβαρές άµεσες, έµµεσες και µακροχρόνιες επιπτώσεις τόσο

στο βιοτικό, όσο και στο αβιοτικό µέρος των οικοσυστηµάτων. Για ένα δασικό

οικοσύστηµα οι πυρκαγιές αποτελούν µια απότοµη και καταστρεπτική αλλαγή στην

κατάσταση της οικονοµίας των θρεπτικών στοιχείων. Οικοσυστήµατα που διατηρούνταν

για δεκάδες ή εκατοντάδες χρόνια µε µια ισορροπία ροής των θρεπτικών στοιχείων,

µετατοπίζονται βίαια σε κατάσταση πλήρους αποδιοργάνωσης τους. Ένα τµήµα του

οικοσυστήµατος, η ζώσα βιοµάζα και ο δασικός τάπητας, καταστρέφεται σχεδόν

ολοσχερώς, ελευθερώνοντας σε βραχύτατο χρονικό διάστηµα όλα τα στοιχεία θρέψης

και ενέργειας που ήταν εκεί αποθηκευµένα.

Οι σηµαντικότερες άµεσες συνέπειες της πυρκαγιάς συνοψίζονται στην αύξηση

της θερµοκρασίας του αέρα και της επιφάνειας του εδάφους, στην αποτέφρωση του

συνόλου ή µέρους του υπέργειου οργανικού υλικού, σε βαθµό ανάλογο της έντασης και

προώθησης του µετώπου και στην καταστροφή της πανίδας της περιοχής.

Μετά την εκδήλωση της πυρκαγιάς ακολουθεί µια αλληλουχία γεγονότων που

αναφέρονται ως έµµεσα αποτελέσµατα. Πρόκειται για τις διαδικασίες που οδηγούν στην

αποκατάσταση της αρχικής δοµής και δυναµικής των οικοσυστηµάτων. Στις αρχικές

φάσεις της διαδοχής κυριαρχούν στη βλάστηση τα ετήσια φυτά που σπερµοβλαστούν, τα

γεώφυτα των οποίων τα υπόγεια τµήµατα δεν επηρεάζονται από τη φωτιά και οι θάµνοι

που παραβλαστάνουν (Naveh, 1973; Αριανούτσου-Φαραγγιτάκη, 1979). Στη συνέχεια τα

ποώδη φυτά υποχωρούν καθώς τα ξυλώδη καλύπτουν το χώρο και σταδιακά η βλάστηση

επανακτά τη φυσιογνωµία που είχε πριν τη πυρκαγιά. Η φωτιά µεταβάλλοντας τα

χαρακτηριστικά της βλάστησης επηρεάζει έµµεσα την θερµοκρασία και την υγρασία του

εδάφους. Επιπλέον, η βλάστηση και οι οργανικοί ορίζοντες του εδάφους συνιστούν το

χώρο δραστηριότητας, αναζήτησης τροφής και καταφυγίου των ζώων. Κατά συνέπεια η

επιβίωση και η αναπαραγωγή των ζώων επηρεάζεται από τις µεταβολές που προκαλεί η

φωτιά στη βλάστηση. Στα αρχικά στάδια της πορείας επανάκαµψης της βλάστησης η

µικρή πυκνότητα του θαµνώδους ορόφου και η µείωση της κάλυψης του εδάφους

ευνοούν τις µετακινήσεις των µεγάλων θηλαστικών και πουλιών (Lyon et al., 1978;

Chandler et al., 1983). Από την άλλη πλευρά, η µείωση του όγκου των φυλλωµάτων και

των βλαστών έχει σαν αποτέλεσµα τη µείωση του αριθµού των ειδών της επιφυτικής

Page 13: «ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

12

πανίδας. Εξαιτίας των µεταβολών της φυσιογνωµίας της βλάστησης µεταβάλλεται

µακροχρόνια και η διαθεσιµότητα τροφής για τα περισσότερα ζώα.

Παρά τις καταστρεπτικές συνέπειες των πυρκαγιών, η φωτιά εµφανίζεται όπως

προαναφέρθηκε σαν ένας σηµαντικός οικολογικός παράγοντας για πολλά χερσαία

οικοσυστήµατα (De Bano et al., 1979). Οι πυρκαγιές, εµφανιζόµενες κατά τη διάρκεια

χιλιετηρίδων σε σχεδόν τακτά χρονικά διαστήµατα, δηµιούργησαν µια «πυρόφυλη»

σύνθεση βλάστησης και ένα αντίστοιχο «πυρόφυλο» οικοσύστηµα, στο οποίο η φωτιά

σαν οικολογικός παράγοντας βοηθά τη διατήρηση και ανανέωση του (Ντάφης, 1986). Η

φωτιά έχει παίξει σοβαρό ρόλο στη διαµόρφωση και τη δυναµική των Μεσογειακού

τύπου οικοσυστηµάτων, καθώς είναι καθοριστική παράµετρος στα πλαίσια του φυσικού

κύκλου διαδοχής της βλάστησης (Traubaud, 1981). Τα µεσογειακά ξηροθερµικά

πευκοδάση θα εξαφανίζονταν από το συναγωνισµό των πλατύφυλλων εάν η πυρκαγιά

δεν δηµιουργούσε την «πυριγενή» κλίµακα. Χαρακτηριστικές είναι οι ιδιότητες της

χαλεπίου και τραχείας πεύκης οι κώνοι των οποίων ανοίγουν ευκολότερα µετά την

επίδραση υψηλών θερµοκρασιών και τα σπέρµατα τους δεν βλαστάνουν αν δεν

προηγηθεί ένα ικανοποιητικό ύψος βροχής που θα εξασφαλίσει την επιβίωση των

αρτίφυτων (Ντάφης, 1986). Αυτά έχοντας µικρή ανταγωνιστική ικανότητα ευνοούνται

από τις συνθήκες έλλειψης συναγωνισµού που δηµιουργούνται στην καµένη έκταση.

Αποτέλεσµα αυτών είναι η φυσική αναγέννηση του δάσους χωρίς πλέον την

παρεµπόδιση του πυκνού υπορόφου.

Η επίδραση της πυρκαγιάς δεν είναι η ίδια σε όλες τις φυτοκοινωνίες των

Μεσογειακών οικοσυστηµάτων. Σηµαντικοί παράγοντες από τους οποίους εξαρτάται

είναι η εποχή και συχνότητα εµφάνισης της πυρκαγιάς, η αλληλεπίδραση της πυρκαγιάς

µε την βόσκηση και την υλοτοµία, η ευφλεκτικότητα της βλάστησης και η ποσότητα της

καύσιµης ύλης, οι µετεωρολογικές συνθήκες πριν και µετά την πυρκαγιά, καθώς και το

βιοτικό ιστορικό της καµένης περιοχής (Navef, 1994).

Αντίθετα µε τα Μεσογειακά οικοσυστήµατα, δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι η

φωτιά, σαν κυκλικά επαναλαµβανόµενο φαινόµενο, αποτέλεσε παράγοντα για την

εξέλιξη των δασικών οικοσυστηµάτων της Μεσευρώπης (Baumgartner et al., 1967).

Αλλά και στην Ελλάδα σε δάση άλλων ειδών, όπως οξιά, ελάτη, ερυθρελάτη, καστανιά,

Page 14: «ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

13

η πυρκαγιά έχει ως αποτέλεσµα να δηµιουργεί εκτός από το φαινόµενο της διάβρωσης,

έντονη έκπλυση θρεπτικών στοιχείων και προβλήµατα στην αναγέννηση.

1.1.4 ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΠΥΡΚΑΓΙΑΣ

Η φωτιά είναι ένα σύµπλοκο φυσικό φαινόµενο που µπορεί να περιγραφεί από

πλήθος παραµέτρων. Μεταξύ αυτών οι κυριότερες είναι η ένταση, η έκταση εξάπλωσης

σε σχέση µε την ποιότητα του ανάγλυφου και η συχνότητα (Walter, 1977). Η εποχή

εκδήλωσης της πυρκαγιάς είναι επίσης καθοριστικής σηµασίας παράµετρος στις περιοχές

που η βλάστηση ή η πανίδα εµφανίζουν έντονη εποχικότητα της δραστηριότητας τους,

κάτι που συµβαίνει στα Μεσογειακά οικοσυστήµατα.

Η ένταση της φωτιάς είναι το µέτρο της θερµότητας που αποδίδεται από την

καύση του οργανικού υλικού ανά µονάδα καιόµενης επιφάνειας και χρόνου. Η

παράµετρος αυτή είναι συνάρτηση της ποσότητας της καύσιµης ύλης, του θερµιδικού της

περιεχοµένου και της έντασης του ανέµου. Από την τελευταία εξαρτάται η παροχή

οξυγόνου και η ταχύτητα µετακίνησης του µετώπου της φωτιάς.

Η έκταση στην οποία εξαπλώνεται η φωτιά έχει ιδιαίτερη σηµασία για τους

µικρούς πληθυσµούς, µε περιορισµένη ικανότητα διασποράς. Αυτοί είναι δυνατόν να

καταστραφούν εξ ολοκλήρου εάν η έκταση της φωτιάς υπερβεί το χώρο εξάπλωσης τους.

Από την ίδια παράµετρο εξαρτάται και η ταχύτητα επανεποικισµού της καµένης περιοχής

από οργανισµούς µε µικρή ικανότητα διασποράς. Ωστόσο σε πολλές περιπτώσεις και

ιδιαίτερα όταν το ανάγλυφο είναι έντονο, το µέτωπο της φωτιάς δεν προωθείται οµαλά

και µε συνεχή τρόπο, µε αποτέλεσµα να µένουν άθικτα ορισµένα τµήµατα της

βλάστησης. Τα άκαυτα αυτά τµήµατα λειτουργούν ως κέντρα διασποράς των

οργανισµών προς τα γειτονικά καµένα (Walter, 1977).

Η συχνότητα εκδήλωσης των πυρκαγιών σε µια περιοχή είναι καθοριστικής

σηµασίας για την επανάκαµψη των διάφορων πληθυσµών, µιας και ρυθµίζει το

διαθέσιµο χρόνο για την ολοκλήρωση αυτής της διαδικασίας.

Στις περιοχές όπου η δραστηριότητα των οργανισµών εµφανίζει έντονες

εποχιακές διακυµάνσεις, τα αποτελέσµατα της φωτιάς εξαρτώνται σε κάποιο βαθµό και

από την εποχή εκδήλωσης της (Lyon et al., 1978). Από την εποχή εκδήλωσης της

Page 15: «ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

14

πυρκαγιάς είναι δυνατόν να εξαρτάται και η ένταση της, εάν µεταβάλλεται εποχικά η

ποσότητα του καύσιµου υλικού.

1.1.5 Η ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΤΩΝ ΠΥΡΚΑΓΙΩΝ

Από τη δεκαετία του ΄60 µέχρι σήµερα ο αριθµός των πυρκαγιών και η επιφάνεια

των καµένων εκτάσεων στις παραµεσόγειες χώρες (κυρίως στην Ιβηρική, Ιταλική και

Ελληνική χερσόνησο) παρουσιάζουν σηµαντική αύξηση. Στο διάστηµα 1960-1970

καίγονταν περίπου 200.000 ha δασών ετησίως. Κατά τις δύο επόµενες δεκαετίες οι

καιγόµενες εκτάσεις αυξήθηκαν σε 400.000 και 600.000 ha, αντίστοιχα (Le Houerou,

1987).

Οι βιοκλιµατικές συνθήκες που επικρατούν στη χώρα µας ευνοούν, ιδιαίτερα

κατά το θέρος, την εµφάνιση, πρόκληση και εξέλιξη πυρκαγιών µε αποτέλεσµα κάθε

χρόνο να καίγονται εκτεταµένες δασικές εκτάσεις. Σήµερα η δασοκάλυψη στην Ελλάδα

δεν υπερβαίνει το 18% της συνολικής έκτασης της, ενώ πριν από εκατό περίπου χρόνια

το ποσοστό αυτό ανερχόταν σε 48%. Από την ανάλυση πολυετών δεδοµένων για τις

πυρκαγιές στην Ελλάδα (1955-1999) προέκυψε ότι µέχρι το 1973 καίγονταν κατά µέσο

όρο 11.500 ha το χρόνο (Xanthopoulos, 2000). Από αυτά, περίπου το 1/3 αφορούσε

δασικές εκτάσεις, ενώ τα υπόλοιπα 2/3 θαµνώδεις εκτάσεις και βοσκότοπους. Το 1974

καταγράφηκε µια απότοµη αύξηση, τόσο στον αριθµό των πυρκαγιών, όσο και στην

έκταση των καµένων περιοχών. Από τη χρονιά αυτή η στατιστική των πυρκαγιών

παρουσιάζει αξιοσηµείωτη τάση αύξησης, τόσο του αριθµού των πυρκαγιών, όσο και της

συνολικής καιγόµενης επιφάνειας (Εικ. 1).

Page 16: «ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

15

Χρονική Περίοδος

Καµένη Έκταση

Αριθµός Πυρκαγιών

Αριθµ

όςΠυρκα

γιών

Καµ

ένηΈκτασ

η

Χρονική Περίοδος

Καµένη Έκταση

Αριθµός Πυρκαγιών

Αριθµ

όςΠυρκα

γιών

Καµ

ένηΈκτασ

η

Εικ. 1 Σύγκριση των δασικών πυρκαγιών στην Ελλάδα µεταξύ διαφορετικών χρονικών περιόδων (Πηγή: Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίµων, 2001)

Κύριες αιτίες των δασικών πυρκαγιών στην Ελλάδα αναφέρονται οι

ανθρωπογενείς. Η ανάλυση δεδοµένων από το 1968 – 1993 επιβεβαιώνει την σηµαντική

επίδραση των ανθρώπινων δραστηριοτήτων (Πίνακας 1). Οι περισσότερες εκούσιες

πυρκαγιές συνδέονται µε τη δηµιουργία ή την βελτίωση βοσκοτόπων και µε την αλλαγή

των χρήσεων γης. Ως πλέον εύφλεκτες διαπλάσεις αναφέρονται τα δάση Pinus

halepensis και P. brutia (Quezel and Barbero, 1992) και δευτερευόντως τα µακί και τα

φρύγανα (Kailidis, 1992). Οι διαπλάσεις αυτές συνήθως εντοπίζονται γύρω από αστικά

κέντρα ή κοντά σε τουριστικές περιοχές, γεγονός που τις καθιστά ιδιαίτερα σηµαντικές

για την εθνική οικονοµία.

Page 17: «ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

16

Πίνακας 1. Αίτια των δασικών πυρκαγιών στην Ελλάδα (Marcalas et al., 1996)

1.2 ΑΝΑΚΑΜΨΗ ΤΩΝ ΚΑΜΕΝΩΝ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ

Οι φυτοκοινωνίες των Μεσογειακών οικοσυστηµάτων ορίζονται ως πυρότυποι

(fire type) ή “καταληκτικές καταστάσεις” µετά από φωτιά (fire climax) εξ’ αιτίας της

τόσο συχνής δράσης της (Ντάφης, 1987). Τα καµένα οικοσυστήµατα αναγεννώνται

φυσικά µετά από τη φωτιά, µε την προϋπόθεση ότι δεν επαναλαµβάνεται επιπρόσθετη

δευτερογενής διατάραξη, όπως είναι η πιθανή επανεκδήλωση πυρκαγιάς ή η υποβάθµιση

εξ’ αιτίας της υπερβόσκησης (Arianoustou and Margaris. 1981, Trabaud et al., 1985;

Arianoutsou, 1985; Ντάφης, 1986; Trabaud, 1987; Thanos et al., 1989; Moravec, 1990;

Thanos and Marcou, 1991; Ne’eman et al., 1993; Saracino and Leone, 1993; Saracino et

al., 1993; Thanos and Marcou, 1993).

Η ικανότητα ανάκαµψης των Μεσογειακών οικοσυστηµάτων µετά από φωτιά

(fire resilience) πραγµατοποιείται χάρη στις στρατηγικές και στους επιµέρους

εξειδικευµένους προσαρµοστικούς µηχανισµούς που διαθέτουν τα διάφορα φυτικά είδη.

Οι µηχανισµοί αυτοί είναι:

α. Αναβλάστηση (resprouting) από ληθαργικούς οφθαλµούς οι οποίοι έµειναν

προστατευµένοι στο έδαφος, ή από υπόγειους κονδύλους ή βολβούς (θαµνώδη είδη των

Αίτια Πυρκαγιών Ποσοστό %

(1968-1993)

Κεραυνοί 2.4

Ατυχήµατα 3.5

Αµέλεια 36.0

Εκ προθέσεως 29.2

Άγνωστα 28.9

Page 18: «ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

17

γενών Quercus, Juniperus, Arbutus, Erica κλπ). Η αναβλάστηση δεν είναι κατ’ ανάγκη

προσαρµογή στην φωτιά αφού ο παγετός, η ξηρασία, η έντονη βόσκηση ή ο µηχανικός

τραυµατισµός µπορούν να προκαλέσουν την ίδια απόκριση από µέρους των φυτών

(Rundel, 1981). Τα είδη που αναγεννώνται υποχρεωτικά µε αναβλάστηση (obligate

resprouters) είναι ανθεκτικά σε περιοδικές φωτιές, αλλά δεν διαθέτουν εξειδικευµένες

προσαρµογές απέναντι σε τέτοιες διαταράξεις. Η εγκατάσταση των αρτιβλάστων και η

πιθανή επέκταση του πληθυσµού λαµβάνουν χώρα µόνο σε συνθήκες απουσία φωτιάς.

β. Φύτρωση σπερµάτων (reseeding). Αποτελεί έναν από τους πλέον

εξειδικευµένους µηχανισµούς προσαρµογής των φυτών απέναντι στη φωτιά. Στα

υποχρεωτικά σπερµατογενετικά είδη (obligate reseeders) η µαζική εµφάνιση και

εγκατάσταση των αρτιβλάστων γίνεται αποκλειστικά µετά από πυρκαγιά, ενώ στα

αντίστοιχα προαιρετικά (faculative reseeders) το γεγονός της φωτιάς αποτελεί συχνά µια

κατάλληλη ευκαιρία για εγκατάσταση των αρτιβλάστων κάτω από ευνοϊκές συνθήκες

(αυξηµένη διαθεσιµότητα θρεπτικών, ποσοτική και ποιοτική, µεταβολή του φωτός,

µειωµένος ανταγωνισµός κλπ). Η φύτρωση των σπερµάτων ενεργοποιείται σε πολλές

περιπτώσεις µε το θερµικό τραυµατισµό του σκληρού και αδιάβροχου σπερµατικού

περιβλήµατος π.χ. σε είδη των οικογενειών Cistaceae και Leguminosae (Arianoutsou

and Margaris, 1981; Thanos and Georgiou, 1988; Thanos et al., 1992; Doussi and

Thanos, 1993). Σε άλλες περιπτώσεις η ενεργοποίηση της φύτρωσης πιστεύεται ότι

οφείλεται στην απενεργοποίηση των αναστολέων, ενώ άλλοτε αποδίδεται στη βελτίωση

της ποιότητας του φωτός µε την αλλαγή του λόγου ανοικτού κόκκινου / σκοτεινό

κόκκινο φως που φτάνει στο έδαφος (Thanos and Skordilis, 1987).

H χαλέπιος και η τραχεία πεύκη δεν εξαρτώνται αποκλειστικά από τη φωτιά για

το άνοιγµα των κώνων τους. Η απελευθέρωση των σπερµάτων από τους κώνους

ελέγχεται από περιβαλλοντικές συνθήκες, όπως οι παρατεταµένης διάρκειας υψηλές

θερµοκρασίες και η χαµηλή σχετικά υγρασία αέρα (Panetsos, 1981). Οι συγκεκριµένες

περιβαλλοντικές συνθήκες απαντώνται συχνά στο Μεσογειακό κλίµα κατά τη διάρκεια

της ξηρής περιόδου ή , σε µεγαλύτερη ένταση αλλά µικρότερη διάρκεια, κατά και µετά

τη φωτιά. Ωστόσο η απελευθέρωση σπερµάτων που δεν λαµβάνει χώρα µετά από

πυρκαγιά καταλήγει συνήθως σε αµελητέα αναγέννηση. Το γεγονός αυτό οφείλεται στην

παρουσία ανταγωνιστικής βλάστησης στο άκαυτο πευκοδάσος που δηµιουργεί δυσµενές

Page 19: «ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

18

περιβάλλον για τη φύτρωση των σπερµάτων και την εγκατάσταση των αρτιβλάστων των

δύο ειδών πεύκης (Thanos and Skordilis, 1987). Το γεγονός αυτό συνηγορεί υπέρ της

άποψης ότι η φωτιά αποτελεί ίσως το µοναδικό ή τον πιο αποτελεσµατικό µέσο για την

ανανέωση του γερασµένου πληθυσµού (Navef, 1994).

Η έλλειψη όµως σωστής µεταπυρικής διαχείρισης των οικοσυστηµάτων και η

υπερβόσκηση, σε συνδυασµό µε άλλες δραστηριότητες του σύγχρονου ανθρώπου, έχουν

οδηγήσει σε δραµατική µείωση των πληθυσµών των ειδών αυτών στη Μεσόγειο. Τα

τελευταία χρόνια γίνονται συστηµατικές µελέτες τεχνητής αναδάσωσης των καµένων

πευκοδασών. Χαρακτηριστικό των δύο ειδών αποτελεί η µεγάλη αντοχή ξηρασία.

Παρότι η χαλέπιος πεύκη εµφανίζεται ανθεκτικότερη της τραχείας στην παρατεταµένη

ξηρασία, τα νεαρά της αρτίβλαστα σε κλιµατολογικά δυσµενής συνθήκες (ξηρασία,

χαµηλή θερµοκρασία) παρουσιάζουν µεγαλύτερη θνησιµότητα έναντι των νεαρών

αρτίβλαστων της τραχείας πεύκης. Αυτό καθιστά την τραχεία πεύκη καταλληλότερη για

αναδασώσεις (Ντάφης, 1987). Ωστόσο, το γεγονός ότι τα είδη αυτά, κυρίως λόγω της

ευρείας εξάπλωσης τους, εµφανίζουν διάφορους οικότυπους µε ξεχωριστά µορφολογικά

χαρακτηριστικά (Callaham, 1962), καθιστά τον κάθε οικότυπο καλύτερα προσαρµοσµένο

σε συγκεκριµένα περιβάλλοντα (Σκορδίλης, 1992). Έτσι, προκειµένου για αναδασώσεις,

ο καλύτερα προσαρµοσµένος οικότυπος θα πρέπει να επιλέγεται ύστερα από

επιστηµονική έρευνα για τις εκάστοτε κλιµατολογικές, εδαφολογικές ή όποιες άλλες

ιδιαίτερες συνθήκες της περιοχής.

Τα τελευταία χρόνια το P. brutia έχει χρησιµοποιηθεί ευρέως για αναδασώσεις

στη Νότια Γαλλία. Από το 1975, ένα διεθνές ερευνητικό πρόγραµµα έχει ξεκινήσει από

τον FAO για την εκτίµηση της προσαρµογής και καταλληλότητας διαφόρων οικοτύπων

των P. brutia και P. halepensis σε διάφορες συνθήκες τόσο στη Μεσογειακή ζώνη, όσο

και σε άλλες ηπείρους µε µεσογειακού τύπου οικοσυστήµατα. Τα αποτελέσµατα

δείχνουν ότι τα είδη αυτά θα µπορούσαν να χρησιµοποιηθούν για αναδασώσεις και σε

χώρες πέραν της φυσικής τους κατανοµής.

Page 20: «ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

19

1.3 ΤΡΑΧΕΙΑ ΠΕΥΚΗ (Pinus brutia)

1.3.1 ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ

Το γένος Pinus είναι το µεγαλύτερο και πιο σηµαντικό γένος των κωνοφόρων.

Απαρτίζεται από 95 είδη (Mirov, 1967) µε ευρύτατη εξάπλωση στο Βόρειο Ηµισφαίριο.

Τα πεύκα απαντούν σχεδόν σε όλες τις κλιµατικές ζώνες και οικοσυστήµατα, ενώ

υψοµετρικά απαντούν από την παραλιακή ζώνη µέχρι τα δασοόρια. Ορισµένα είδη

εξαπλώνονται ευρύτατα (π.χ. Pinus sylvestris), ενώ άλλα έχουν πολύ περιορισµένη

φυσική κατανοµή (όπως το P. torreyana). Τα είδη Pinus brutia Ten. (τραχεία πεύκη) και

Pinus halepensis (χαλέπιος πεύκη) είναι τα πιο σηµαντικά είδη πεύκων της Μεσογείου.

Εκτός από την τεράστια σηµασία από οικολογική άποψη, την προστασία που

προσφέρουν στο έδαφος και τη ρύθµιση της ροής του νερού, έχουν και µεγάλη

οικονοµική σηµασία για την παραγωγή ξύλου και άλλων προϊόντων (π.χ. ρητίνη, µέλι).

Από βιολογικής άποψης, είναι είδη φωτόφιλα, λιτοδίαιτα, θερµοξηρόβια, ολιγαρκή και

προτιµούν εδάφη αλκαλικά και ουδέτερα (Τσιτσώνη, 1991). Τα είδη αυτά είναι πυρόφιλα

γιατί έχουν αναπτύξει µηχανισµούς αντίδρασης στις πυρκαγιές που ξεσπούν στις

περιοχές της φυσικής τους εξάπλωσης. Έτσι δείχνουν µια µεγάλη ικανότητα

προσαρµογής στις συνθήκες που δηµιουργεί η πυρκαγιά (Ντάφης, 1986).

H χαλέπιος και η τραχεία πεύκη παρουσιάζουν σηµαντικές µορφολογικές

οµοιότητες, γεγονός που δηµιούργησε µέχρι πρόσφατα µεγάλη σύγχυση στη διάκριση

των δύο ειδών. Ιστορικά θεωρούνταν ως δύο ποικιλίες του Pinus halepensis (Duffield,

1952), ωστόσο µορφολογικές και βιοχηµικές αναλύσεις επιβεβαίωσαν ότι πρόκειται για

δύο διαφορετικά είδη (Mirov, 1967; Schiller, 2000). Σύµφωνα µε την Flora Europaea,

ανήκουν στο Υποτµήµα (Subsection) Pinae Shaw, του Υπογένους (Subgenus) Pinus, του

Γένους Pinus. Φυσικά υβρίδια P. halepensis x P. brutia έχουν βρεθεί σε πολλά µέρη

(Mirov, 1967; Nahal, 1983; Panetsos, 1986). To P. brutia περιλαµβάνει τέσσερα υποείδη:

brutia, pityousa, stankewiczii και eldarica. Στη συνέχεια ακολουθεί περιγραφή της

τραχείας πεύκης (Εικ. 2,3) όπως αναφέρεται από τον Frankis (1993):

Page 21: «ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

20

Pinus brutia:

∆έντρο ύψους 27-35 m, συνήθως µε κυκλική κόµη και ακανόνιστα κλαδιά. O

φλοιός του κορµού είναι χοντρός, µε σχισµές, ερυθροκάστανος και µετατρέπεται σε

λεπτό, πορτοκαλοκόκκινο στα υψηλότερα τµήµατα της κόµης. Κλαδίσκοι λεπτοί, πάχους

3-7 mm, γκρίζοι. Οφθαλµοί ωοειδείς, κοκκινοκάστανοι µε αιχµηρά άκρα. Φύλλα

βελονοειδή, ανά ζεύγη, µήκους 10-18 cm, πάχους 1mm, χρώµατος ανοιχτού πράσινου

έως κιτρινοπράσινου και διατηρούνται για 1.5-2.5 χρόνια. Κώνοι διαστάσεων 4-6 x 10-

12 cm, ευθυτενείς, αρχικά πράσινοι που µετατρέπονται σε στιλπνούς, καστανούς όταν

ωριµάσουν. Απόφυση 10-15 x 15-20 mm, κυρτή, ποδίσκος κυρτωµένος, πλάτους 5-7

mm, χρώµατος γκριζοκίτρινου. Σπέρµατα γκριζοκάστανα, διαστάσεων 7-8 x 5 mm και

πτερύγιο 15- 20 x 10 mm, κίτρινο µε καστανές ραβδώσεις.

Εικ.2 Πεύκο του είδους Pinus brutia

Εικ.3 Κώνος του είδους Pinus brutia

1.3.2 ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΤΩΝ ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΩΝ ΠΕΥΚΟ∆ΑΣΩΝ

Τα είδη P. halepensis και P. brutia κυριαρχούν στην περιοχή της Μεσογείου

(Panetsos, 1981; Nahal, 1983; Ντάφης, 1987; Quezel and Barbero, 1992). H P. brutia

εξαπλώνεται στην Ανατολική περιοχή – Ανατ. Ελλάδα, Τουρκία, Κύπρο, Β. Συρία και Β.

Page 22: «ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

21

Λίβανο -, ενώ η P. halepensis στις υπόλοιπες παραµεσόγειες περιοχές, καθώς και στη

ζώνη της Β∆ Αφρικής (Μαρόκο) που βρέχεται από τον Ατλαντικό Ωκεανό (Εικ. 4).

Η συνολική έκταση των δασών της χαλεπίου πεύκης στη Μεσογειακή λεκάνη

υπολογίζεται σε 3.5 εκατ. εκτάρια, ενώ της τραχείας σε 4 εκατ. εκτάρια περίπου

(Ντάφης, 1987). Η τραχεία πεύκη είναι πιο ευµετάβλητο είδος από την χαλέπιο και

παρουσιάζει πολύ µεγαλύτερη ενδοειδική ποικιλότητα (Mirov, 1967; Panetsos, 1981;

Skordilis and Thanos, 1995). H ποικιλότητα µεταξύ των διαφορετικών οικοτύπων

σχετίζεται κυρίως µε τις κλιµατικές συνθήκες, το υψόµετρο και το έδαφος, όµως ένα

σηµαντικό ποσοστό της έχει προσαρµοστική σπουδαιότητα και φαίνεται πως είναι

αποτέλεσµα γενετικού ελέγχου (Panetsos, 1981). Και τα δύο είδη συναντώνται σε

µεγάλη ποικιλία εδαφών και µπορούν να θεωρηθούν αδιάφορα ως προς το υπόστρωµα.

Παρόλα αυτά προτιµούν εδάφη µέσης σύστασης, µαλακά και βαθιά.

Τα είδη που αυτοφύονται στην ευρωπαϊκή ήπειρο είναι τα εξής 11: P. brutia, P.

cembra, P. halepensis, P. heldreichii, P. mugo, P. uncinata, P. nigra, P. peuce, P.

pinaster, P. pinea και P. sylvestris. Από αυτά, µόνο τέσσερα είδη (P. cembra, P. mugo,

P. uncinata, P. pinaster) δεν απαντώνται στη χώρα µας (Gaussen et al., 1993).

Page 23: «ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

22

Page 24: «ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

23

Εκτός από το γενικότερο χλωριδικό της πλούτο, η Ελλάδα συµπεριλαµβάνεται

στις περιοχές που χαρακτηρίζονται από µεγάλες συγκεντρώσεις ειδών πεύκου. Αξίζει να

αναφερθεί ότι η χώρα µας είναι η µοναδική στην οποία συναντώνται οι φυσικές

κατανοµές των δύο Μεσογειακών πεύκων (Pinus halepensis και P. Brutia). Στην Ελλάδα

η χαλέπιος πεύκη απαντά στον κορµό της ηπειρωτικής χώρας, την Εύβοια, τις Β.

Σποράδες και τα Επτάνησα, ενώ η τραχεία πεύκη στη Θράκη, τα νησιά του Αν. Αιγαίου

και την Κρήτη. (Σκορδίλης, 1992).

Τα δύο είδη έχουν διακριτή γεωγραφική κατανοµή (Εικ. 5), µε διαχωριστική

γραµµή από βορρά προς νότο: στη ΒΑ ηπειρωτική Ελλάδα, στο κεντρικό Αιγαίο

Πέλαγος και στη θάλασσα Κυθήρων. Σύµφωνα µε τα στοιχεία της πρώτης Εθνικής

Απογραφής ∆ασών (Υπουργείο Γεωργίας ΓΓ∆ΦΠ, 1992), τα δάση χαλεπίου και τραχείας

πεύκης καταλαµβάνουν συνολική έκταση 372.000 και 196.000 ha, δηλαδή περίπου 11%

και 6% του συνόλου των Ελληνικών δασών, αντίστοιχα. Παρά τη σχετικά µέτρια

συµµετοχή των δασών χαλεπίου και τραχείας πεύκης στη συνολική δασοκάλυψη της

Ελλάδας, ο εντοπισµός τους κοντά σε µεγάλα αστικά κέντρα και τουριστικές ζώνες τα

καθιστούν σπουδαία πηγή εθνικού πλούτου.

Οι βιοκλιµατικές περιοχές των δύο ειδών επικαλύπτονται µερικά, επισηµαίνεται

δε η ικανότητα επιβίωσης της χαλεπίου πεύκης σε αρκετά ξηρότερα και άρα

δυσµενέστερα περιβάλλοντα. Το P. brutia απαιτεί περισσότερη υγρασία από το P.

halepensis και έτσι απουσιάζει από την ξηρή βιοκλιµατική ζώνη, είναι πιο σπάνιο στην

ηµίξηρη, αλλά ευρέως διαδεδοµένο στην υγρή (Quezel and Barbero, 1992). Η

προσαρµοστικότητα του στην ξηρασία ποικίλει (Dirik, 2000), αλλά γενικά η βέλτιστη

ανάπτυξη επιτυγχάνεται σε περιοχές µε ετήσιο ύψος βροχής µεγαλύτερο από 900-1000

mm.

Page 25: «ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

24

Εικ. 5 Η γεωγραφική κατανοµή των ειδών Pinus brutia και P. halepensis στην Ελλάδα

1.3.3 ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΙΚΗ ΒΙΟΛΟΓΙΑ

Η χαλέπιος και η τραχεία πεύκη είναι υποχρεωτικά σπερµατογεννετικά φυτά (δεν

διαθέτουν δηλαδή την ικανότητα αναβλάστησης) σε αντίθεση µε τα είδη των

σκληρόφυλλων (µακί) και αρκετά των φρυγάνων. Για το λόγο αυτό η αναπαραγωγική

βιολογία του είδους Pinus brutia, ο τρόπος σχηµατισµού των κώνων, η διασπορά και

µακροβιότητα των σπερµάτων αποκτούν ιδιαίτερη σηµασία για τη µεταπυρική

αναγέννηση.

Η διάρκεια της νεανικής περιόδου, δηλαδή η στιγµή που τα νεαρά πεύκα που

εγκαθίστανται µετά την πυρκαγιά περνούν στο αναπαραγωγικό στάδιο, έχει βαρύνουσα

Page 26: «ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

25

σηµασία. Οι παραγόµενοι κώνοι, µε την προϋπόθεση ότι περιέχουν βιώσιµα σπέρµατα,

θα εξασφαλίσουν σε µεγάλο βαθµό την αναγέννηση του είδους (και κατά επέκταση του

δάσους) σε περίπτωση νέας πυρκαγιάς. H νεανική περίοδος, και κατά συνέπεια η αρχική

ηλικία παραγωγής σπερµάτων, σε διάφορους αντιπροσώπους του γένους Pinus ποικίλει

από είδος σε είδος, αλλά και από πληθυσµό σε πληθυσµό µέσα στο ίδιο στο ίδιο είδος,

ανάλογα µε το γεωγραφικό πλάτος, τις κλιµατικές συνθήκες και την πιθανή γενετική

διαφοροποίηση. Σε ορισµένα είδη, οι αναπαραγωγικές δοµές εµφανίζονται πολύ νωρίς,

όταν τα δέντρα είναι µόνο 5 έως 10 ετών, όπως στα είδη P. clausa και P. contorta στην

ηλικία των 5 και 4-8 ετών αντίστοιχα. Στο P. attenuata, είδος αντιπροσωπευτικό της

Νότιας Καλιφόρνιας, οι πρώτοι κώνοι αναπτύσσονται σε φυτάρια (που εµφανίσθηκαν

µετά από φωτιά) ηλικίας 12 ετών (Vogl, 1973). Σε άλλα είδη οι πρώτοι κώνοι

παρατηρούνται όταν τα δέντρα είναι πολύ µεγαλύτερα, π.χ. στα P. lambertiana και P.

resinosa σε ηλικία µεταξύ 40-80 και 25 ετών αντίστοιχα (Krugman and Jenkinson, 1974).

Η νεανική περίοδος της τραχείας πεύκης φαίνεται να είναι σχετικά µικρή (Selik,

1963; Thanos and Daskalakou, 2000). Σύµφωνα µε τoν Selik (1963) παρατηρήθηκε

κανονική ανάπτυξη κώνων σε νεαρά πευκόφυτα Pinus brutia ηλικίας τεσσάρων ετών,

ενώ ανάλογες παρατηρήσεις έγιναν από τους Thanos and Marcou (1991) σε δέντρα

ηλικίας επτά ετών. Αντίστοιχα η νεανική περίοδος στη χαλέπιο πεύκη φαίνεται πως είναι

σχετικά µικρή, αν και τα υπάρχοντα βιβλιογραφικά δεδοµένα είναι συχνά αντικρουόµενα

(∆ασκαλάκου, 1996). Σε φυτώρια οι πρώτες αναπαραγωγικές δοµές έχουν παρατηρηθεί

όταν τα πεύκα φτάσουν σε ηλικία τριών ετών (Panetsos, 1981). Στη φύση παρατηρείται

µια µικρή καθυστέρηση, προφανώς εξαιτίας των δυσµενέστερων συνθηκών της φυσικής

ανάπτυξης. Βασιζόµενοι σε παρατηρήσεις πεδίου οι Traubaud et al. (1985a) υποστήριξαν

ότι ο σχηµατισµός κώνων χαλεπίου πεύκης είναι δυνατόν να συµβεί σε δέντρα ηλικίας 7-

11 ετών. Οι παρατηρήσεις των Achenar (1981) και Boudy (1950) έδωσαν ανάλογες τιµές

ηλικίας 9.4 και 10-12 έτη, αντίστοιχα. Από παρατηρήσεις σε αναγεννώµενο δάσος της

Πάρνηθας (Thanos et al., 1996) φαίνεται ότι οι πρώτοι ώριµοι κώνοι παράγονται στο

έκτο έτος, σε πολύ µικρό όµως ποσοστό των νεαρών πευκόφυτων. Γενικά πάντως είναι

αποδεκτό ότι η διάρκεια της νεανικής φάσης της χαλεπίου πεύκης είναι σύντοµη, γεγονός

που θα µπορούσε να ερµηνευτεί σαν το αποτέλεσµα της φυσικής, επιλεκτικής πίεσης του

παράγοντα πυρκαγιά (∆ασκαλάκου, 1996).

Page 27: «ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

26

Οι κώνοι και τα σπέρµατα στα περισσότερα είδη πεύκων ωριµάζουν στη διάρκεια

του καλοκαιριού ή του φθινοπώρου του δεύτερου χρόνου από το σχηµατισµό τους,

ανοίγουν επάνω στο δέντρο και τα σπέρµατα διασπείρονται γρήγορα, σε µεγάλες

αποστάσεις χάρη στα πτερύγια που διαθέτουν. Η τραχεία και η χαλέπιος πεύκη, καθώς

και ελάχιστα είδη του γένους Pinus αποτελούν εξαίρεση του κανόνα. Οι θηλυκοί κώνοι

εµφανίζονται στην κορυφή των νεαρών βλαστών την άνοιξη. Η επικονίαση

πραγµατοποιείται την ίδια εποχή, ενώ η γονιµοποίηση των σπερµοβλαστών την επόµενη

άνοιξη όταν οι κώνοι αποκτούν πράσινο χρώµα. Οι κώνοι ωριµάζουν το µεθεπόµενο

καλοκαίρι (δηλαδή µετά από τρεις αυξητικές περιόδους από την εµφάνιση τους) και ο

χρωµατισµός τους µεταβάλλεται σε καστανός (Panetsos, 1981).

1.3.4 ΥΠΕΡΓΕΙΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΣΠΕΡΜΑΤΩΝ

Πολλά Μεσογειακά φυτά έχουν αναπτύξει προσαρµοστικούς µηχανισµούς

απέναντι στη φωτιά. Όπως προαναφέρθηκε, η µεταπυρική αναγέννηση των ειδών αυτών

επιτυγχάνεται µε αναβλάστηση ή µε φύτρωση σπερµάτων. Τα σπέρµατα επιβιώνουν από

τις υψηλές θερµοκρασίες της πυρκαγιάς εφ’ όσον βρίσκονται προστατευµένα στο έδαφος

ή σε υπέργειες τράπεζες σπερµάτων. Ο σχηµατισµός υπέργειας σπερµατικής τράπεζας

είναι αποτέλεσµα του φαινοµένου της βραδυχωρίας (serotiny), της παραµονής δηλαδή

κλάσµατος ή του συνόλου της ετήσιας παραγωγής των ώριµων αναπαραγωγικών δοµών

που εσωκλείουν τα σπέρµατα, κλειστών για αρκετά χρόνια πάνω στο δέντρο (Lamont,

1991).

Τα περισσότερα είδη πεύκου αναγεννώνται µε σπέρµατα. Εξαίρεση αποτελούν

ελάχιστα είδη, όπως για παράδειγµα τα πεύκα της Β. Αµερικής P. leilophylla, P. rigida

και P. virginiana, τα οποία διαθέτουν ικανότητα αναβλάστησης. Με την προσαρµογή

αυτή επιτυγχάνεται ταχύτερη εποίκιση του µεταπυρικού περιβάλλοντος, σε σύγκριση µε

το χρονικό διάστηµα που απαιτείται για την παραγωγή κώνων- σπερµάτων και την

εγκατάσταση των νεαρών αρτιβλάστων στις ίδιες περιβαλλοντικές συνθήκες (Stone and

Stone, 1954).

Σε βιβλιογραφική ανασκόπηση σχετική µε τη διατήρηση σπερµάτων ξυλωδών

ειδών σε υπέργειες τράπεζες, οι Lamont et al. (1991) αναγνωρίζουν ως ‘‘serotinous’’

(δηλαδή είδη µε καθυστερηµένη διασπορά) είδη των οικογενειών Pinaceae του Βορείου

Page 28: «ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

27

καθώς και Cupressaceae, Myrtaceae και Proteaceae του Νοτίου Ηµισφαιρίου, αντίστοιχα.

Οι πληροφορίες σχετικά µε την καθυστερηµένη διασπορά των σπερµάτων που

αναφέρονται διεθνώς, τόσο για τα ευρωπαϊκά όσο και τα ασιατικά κωνοφόρα δασικά

είδη είναι λίγες, αντίθετα δεδοµένα υπάρχουν για τα περισσότερα δασικά εiδη της Β.

Αµερικής (Volg, 1973; Barden, 1979; Borchert, 1985; Klaus, 1989; Frankis, 1991;

Fraver, 1992; Lev-Yadum, 1992, Lev-Yadum, 1995). Σε 23, από το σύνολο των 95 ειδών

του γένους Pinus εµφανίζεται καθυστερηµένη διασπορά των σπερµάτων από τους

κώνους (βραδυχωρία), ενώ µόνο σε έξι είδη οι κώνοι ανοίγουν αποκλειστικά και µόνο

µετά από φωτιά (Lamont et al., 1991).

Όσο αφορά τη Μεσόγειο, υπάρχουν βιβλιογραφικές αναφορές για βραδυχωρία

στη χαλέπιο και στην τραχεία πεύκη (Sefik, 1965; Klaus, 1989; Frankis, 1991; Naveh,

1991; Young and Young 1992; Neyisci, 1993), αλλά δεν τεκµηριώνουν επαρκώς το

φαινόµενο της βραδυχωρίας για τα δύο παραπάνω είδη. Σύµφωνα µε τους Daskalakou

and Thanos (1996), παρατηρήσεις πεδίου δείχνουν ότι ένα ποσοστό 40-80% της ετήσιας

παραγωγής κώνων παρουσιάζουν καθυστέρηση στο άνοιγµα τους. Το φαινόµενο της

βραδυχωρίας δεν έχει µελετηθεί λεπτοµερώς για την τραχεία πεύκη, αλλά είναι γενικά

αποδεκτό ότι συµβαίνει σε µικρότερη ένταση σε σχέση µε την χαλέπιο (Thanos, 1997).

Όπως προαναφέρθηκε, η τραχεία πεύκη είναι είδος που δεν αναβλαστάνει, αλλά

αναγεννάται υποχρεωτικά µε σπέρµατα. Τα σπέρµατα είναι ήδη ώριµα από το τέλος της

άνοιξης, αλλά οι κώνοι ανοίγουν βαθµιαία, προς το τέλος του καλοκαιριού και τις αρχές

φθινοπώρου (Selik, 1958; Ozdemir, 1977; Eler, 1990). Επιπλέον, έχει παρατηρηθεί πως

ένα ποσοστό των κώνων παραµένει κλειστό για µήνες, ή και για χρόνια (Sefik, 1965;

Neyisci, 1993). Σαν αποτέλεσµα του φαινοµένου της βραδυχωρίας, κάθε χρόνο

σηµειώνεται µετάθεση της διασποράς µέρους των σπερµάτων για το µέλλον. Εποµένως,

ένας σηµαντικός αριθµός σπερµάτων παραµένει στα δέντρα σαν µια υπέργεια τράπεζα

σπερµάτων (canopy) που θα χρησιµοποιηθεί σε περίπτωση πυρκαγιάς. Έτσι, κατά τη

διάρκεια του καλοκαιριού, δηλαδή την περίοδο που συµβαίνουν οι πιο καταστροφικές

πυρκαγιές, ένα σηµαντικό κλάσµα των κώνων είναι εντελώς ή µερικώς κλειστό. Εξαιτίας

των υψηλών θερµοκρασιών που αναπτύσσονται από τη φωτιά, οι κώνοι ανοίγουν

απότοµα και διασπείρεται µαζικά ένας µεγάλος αριθµός σπερµάτων .

Page 29: «ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

28

Η παραπάνω θεωρία επιβεβαιώθηκε µετά από την πυρκαγιά του 1983 στη Σάµο,

όταν από την µελέτη των καψαλισµένων κώνων που συλλέχθηκαν από τα καµένα δέντρα

ή το έδαφος, βρέθηκε ότι περιείχαν υγιή, γόνιµα σπέρµατα (Thanos et al., 1989). Οµοίως,

η αναγέννηση του Pinus brutia µετά από πυρκαγιά στην περιοχή του Αιγαίου

επιτεύχθηκε χάρη σε σπέρµατα που υπήρχαν σε καψαλισµένους κώνους στο έδαφος

(Eron and Sarigul, 1992).

1.3.5 Ε∆ΑΦΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΣΠΕΡΜΑΤΩΝ

Ο καθοριστικός ρόλος που παίζει η εδαφική τράπεζα σπερµάτων στη µεταπυρική

ανάκαµψη των Μεσογειακών οικοσυστηµάτων είναι καθολικός και καλά τεκµηριωµένος

(Arianoutsou and Thanos, 1996; Ferrandis et al., 1996; Trabaud et al.,1997). Τα

σπέρµατα της εδαφικής τράπεζας χαρακτηρίζονται από πρωτογενή λήθαργο ο οποίος

αίρεται, είτε από τη θερµότητα της φωτιάς (Stone and Juhren, 1951; Musil and de Witt,

1991), είτε από κάποιο άλλο φυσικό ή χηµικό ερέθισµα του µεταπυρικού περιβάλλοντος

(Brown et al., 1994).

Οι διαθέσιµες πληροφορίες σχετικά µε τις εδαφικές τράπεζες των Μεσογειακών

πευκοδασών δείχνουν ότι το µέγεθος της τράπεζας διαφέρει ανάλογα µε την χρονική

περίοδο, ιδιαίτερα µεταξύ της προ- και µεταπυρικής περιόδου (Izhaki and Ne’eman,

2000). Η χαλέπιος πεύκη, ηλικίας άνω των δέκα ετών, διασπείρει τα σπέρµατα της κατά

τη διάρκεια του καλοκαιριού, ανεξάρτητα από την ύπαρξη πυρκαγιάς. Ένα δέντρο

απελευθερώνει κατά µέσω όρο 10.290 σπέρµατα το χρόνο δηµιουργώντας µια ετήσια

‘‘βροχή’’, πυκνότητας 240 σπερµάτων ανά m2 (Nathan et al., 1999). Ανάλογες τιµές

παρατηρήθηκαν στην Γαλλία (Τrabaud et al., 1985a), αλλά πολύ µικρότερες στην

Ελλάδα (Τhanos et al., 1996). Η ‘‘βροχή’’ σπερµάτων αναµένεται να είναι πιο έντονη

µετά την φωτιά, καθώς η θερµότητα προκαλεί το άνοιγµα των κώνων. Η παραπάνω

υπόθεση επιβεβαιώνεται από πειραµατικά δεδοµένα σε διάφορες περιοχές της

Μεσογειακής λεκάνης (Trabaud et al., 1985b; Saracino and Leone, 1994; Thanos et al.,

1996; Henig-Sever, 1997; Nathan et al. 1999; Izhaki et al., 2000; Eshel et al.,2000).

Σύµφωνα µε αναφορές των Ιzhaki and Ne’eman (2000), λιγότερο από το 1% της

σπερµατικής ‘‘βροχής’’ που ακολουθεί την πυρκαγιά της χαλεπίου πεύκης

ενσωµατώνεται στην εδαφική τράπεζα και µόνο το 9-12% των σπερµάτων βλαστάνει,

Page 30: «ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

29

ενώ το υπόλοιπο 87-90% χάνεται. Η διαφορά µεταξύ της πυκνότητας των σπερµάτων

µετά την πυρκαγιά και την πυκνότητα των αρτιβλάστων, θα µπορούσε να αποδοθεί στην

µαζική αρπαγή των σπερµάτων και στην δυσµενή επίδραση της στάχτης κάτω από τα

καµένα δέντρα (Ne’eman, 1997). Κυριότεροι άρπαγες των σπερµάτων θεωρούνται τα

πουλιά (Saracino et al., 1997; Nathan et al., 1999; Izhaki, 2000; Nathan and Ne’eman,

2000), τα τρωκτικά (Acherar et al., 1984; Nathan et al., 1999) και τα µυρµήγκια (Acherar

et al., 1984; Schiller, 1978).

Σύµφωνα µε τους Daskalakou and Thanos (2004) σχεδόν αποκλειστικά υπεύθυνη

για την µεταπυρική αναγέννηση του πευκοδάσους είναι η υπέργεια τράπεζα σπερµάτων,

εξαιτίας του παροδικού χαρακτήρα της εδαφικής τράπεζας και της καταστροφής όλων

των σπερµάτων που πιθανόν βρεθούν πάνω ή κοντά στην επιφάνεια του εδάφους κατά τη

διάρκεια της φωτιάς

1.3.6. ΒΙΩΣΙΜΟΤΗΤΑ ΣΠΕΡΜΑΤΩΝ

Όπως προαναφέρθηκε, η φυσική αναγέννηση της τραχείας πεύκης µετά από

πυρκαγιά εξαρτάται από την ετήσια παραγωγή κώνων, καθώς και από τη διαθεσιµότητα

και τη διατήρηση βιώσιµων αναπαραγωγικών µονάδων στις τράπεζες σπερµάτων

(Thanos, 2000). Είδη που διατηρούν βιώσιµα σπέρµατα σε υπέργειες αναπαραγωγικές

δοµές (κώνους) αντεπεξέρχονται στις καταστροφικές συνέπειες της φωτιάς. Η υπέργεια

αποθήκευση σπερµάτων προσδίδει στα συγκεκριµένα είδη την ικανότητα να

επανεποικίσουν ταχύτατα το µεταπυρικό περιβάλλον και µάλιστα χωρίς ή µε µειωµένο

ανταγωνισµό (Lamont et al., 1991).

Βιώσιµα σπέρµατα παραµένουν στην υπέργεια τράπεζα για περισσότερο από 20-

30 έτη σε διάφορα είδη Pinus. Βιώσιµα σπέρµατα Pinus concorta βρέθηκαν ακόµα και

σε κώνους ηλικίας 150 ετών (Lamont et al., 1991). Επίσης η βιωσιµότητα των

σπερµάτων P. coulteri φαίνεται πως δεν επηρεάζεται από την ηλικία των κώνων

(Borchert, 1985). Όσο αφορά στην τραχεία πεύκη, σχετικές έρευνες απέδειξαν πως η

ηλικία των κώνων δεν επηρεάζει σηµαντικά την βλάστηση: τα ποσοστά βλάστησης από

κώνους ηλικίας 4, 5, 6, 7 και 9 ετών ήταν 89.9 %, 84.4 %, 83.0 %, 94.0 % και 73.3 %

αντίστοιχα (Sefik, 1965).

Page 31: «ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

30

H θερµότητα που εκλύεται κατά την πυρκαγιά λιώνει τη ρητίνη η οποία και

διατηρεί τους κώνους κλειστούς σε πολλά κωνοφόρα είδη (Ahlgren, 1974). Η αντοχή

των κώνων και των σπερµάτων της τραχείας πεύκης στη θερµότητα αυτή είναι ζωτικής

σηµασίας. Πιθανόν ένα ποσοστό των σπερµάτων να επιβιώσει µετά από την πυρκαγιά,

προστατευµένο µέσα στους κλειστούς κώνους. Το ερευνητικό αυτό ερώτηµα µελετήθηκε

στη Σάµο από τους Thanos et al. (1989). Σπέρµατα που συλλέχθηκαν από την επιφάνεια

του καµένου εδάφους βρέθηκε ότι ήταν βιώσιµα σε σηµαντικό ποσοστό. Η βλαστική

τους ικανότητα συγκρίθηκε µε αυτή σπερµάτων που εξήχθησαν από κώνους που δεν

είχαν καεί. Το ποσοστό βλάστησης στο σκοτάδι, στους 15-20 οC ήταν 80 % και 83 %,

αντίστοιχα.

Το ποσοστό αναβλάστησης των σπερµάτων µειώνεται σηµαντικά όταν τα

απογυµνωµένα σπέρµατα εκτίθενται σε υψηλές θερµοκρασίες της τάξης των 70 οC και

ιδιαίτερα των 90 οC (Neyisci, 1988). Η ικανότητα επιβίωσης και η ανάπτυξη των

αρτίβλαστων P. brutia µειώθηκε όταν τα σπέρµατα είχαν εκτεθεί σε θερµοκρασίες που

υπερέβαιναν τους 90 οC (Hanley and Fenner, 1998). Αντίθετα, όταν τα σπέρµατα

παρέµειναν µέσα στους κώνους και αυτοί θερµάνθηκαν στους 125 οC, τα σπέρµατα

διατηρήθηκαν βιώσιµα (Cengiz, 1993). Εποµένως η προστατευτική ιδιότητα των κώνων,

και όχι τα ανατοµικά χαρακτηριστικά των σπερµάτων, είναι αυτή που διασφαλίζει την

επιβίωση τους και συµβάλλει στην µεταπυρική εγκατάσταση του είδους. Σχετικά µε την

µακροβιότητα των σπερµάτων, µελέτες έδειξαν ότι τα σπέρµατα που παραµένουν σε

κλειστούς κώνους έχουν υψηλή ικανότητα βλάστησης (Eler, 1990). O Selik (1958)

αναφέρει πως κώνοι ηλικίας εννέα ετών περιέχουν σπέρµατα ικανά να βλαστήσουν.

Αντίθετα, η ζωτικότητα των σπερµάτων της χαλεπίου πεύκης βρέθηκε πως µειώνεται

καθώς αυξάνεται η ηλικία των κώνων (Cuccui et al., 1996; Daskalakou and Thanos,

1996).

1.3.7 ΒΛΑΣΤΗΣΗ ΣΠΕΡΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΩΝ ΑΡΤΙΒΛΑΣΤΩΝ

Πειραµατικά δεδοµένα φύτρωσης σπερµάτων, σε εναλλασσόµενες θερµοκρασίες

και φωτεινές συνθήκες που προσοµοιάζουν µε τις φυσικές, οδηγούν στο συµπέρασµα ότι

η φύτρωση στο πεδίο πραγµατοποιείται κατά τη βροχερή περίοδο του Μεσογειακού

κλίµατος (Thanos and Skordilis, 1987). Τα δεδοµένα αυτά ταιριάζουν µε τις

Page 32: «ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

31

παρατηρήσεις πεδίου, σχετικά µε την φυσική αναγέννηση: αρχικά, ένα µικρό τµήµα του

πληθυσµού αναβλαστάνει κατά τους χειµερινούς µήνες (Νοέµβριο µε Φεβρουάριο), ενώ

µια ‘‘έκρηξη’’ βλάστησης παρατηρείται από τον Μάρτιο ως τον Απρίλιο (Thanos et al.,

1989; Eler and Senergin, 1990). Η εµφάνιση λοιπόν και η εγκατάσταση των αρτιβλάστων

µετά από φωτιά προσδιορίζεται χρονικά αµέσως µετά την έναρξη της πρώτης

µεταπυρικής βροχερής περιόδου (Skordilis and Thanos, 1995; Thanos et al., 1996;

Daskalakou and Thanos, 1996). Κατά τη διάρκεια της δεύτερης µεταπυρικής βροχερής

περιόδου, συνήθως δεν παρατηρούνται νέα αρτίβλαστα.

Όσο αφορά στην τραχεία πεύκη, µελέτες έχουν δείξει ότι το παραπάνω πρότυπο

πιθανόν να διαφοροποιείται σε περιοχές µε πιο δριµύ χειµώνα. Κάτω από τέτοιες

κλιµατικές συνθήκες η εγκατάσταση των αρτίβλαστων µετατίθεται για τους τελευταίους

µήνες του χειµώνα ή για τους πρώτους της άνοιξης, πιθανόν σαν ένας µηχανισµός

αποφυγής του ψύχους (Skordilis and Thanos, 1995). Αν και η παραπάνω υπόθεση δεν

είναι επαρκώς τεκµηριωµένη, υπάρχουν πολλά δεδοµένα και παρατηρήσεις πεδίου που

την ενισχύουν. Ο Eron (1987) αναφέρει ότι η βλάστηση του P. brutia ξεκινάει τον

Νοέµβριο στα χαµηλά υψόµετρα (200-300 m), τον Φεβρουάριο στα µέσα υψόµετρα

(350-650 m) και τον Απρίλιο στα υψηλότερα (700-800 m). Ο Οznemir (1977) βρήκε ότι

η βλάστηση του P. brutia στην περιοχή της Αντάλιας ξεκινάει στα µέσα Ιανουαρίου στα

κατώτερα υψόµετρα και στα µέσα Μαρτίου στα υψηλότερα. Το πλεονέκτηµα της

φθινοπωρινής – ανοιξιάτικης βλάστησης είναι η δυνατότητα ανάπτυξης επαρκούς

ριζικού συστήµατος.

1.3.8 ΜΕΤΑΠΥΡΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΝΕΑΡΩΝ ΠΕΥΚΩΝ (Pinus brutia)

Η κύρια περίοδος ανάπτυξης διαρκεί από τα τέλη χειµώνα έως τα τέλη της

άνοιξης ή τις αρχές καλοκαιριού, όταν δηλαδή η θερµοκρασία του περιβάλλοντος είναι

ήπια και η υγρασία του εδάφους επαρκής. Στις περισσότερες περιπτώσεις παρατηρείται

ένας µέσος όρος ανάπτυξης 5-20 εκ. το χρόνο για τα πρώτα 5-15 χρόνια, µε εξαίρεση

κάποιες σπάνιες περιπτώσεις πολύ πλούσιων εδαφών (Neyisci 1989; Thanos et al., 1989;

Spanos, 1994; Spanos et al., 2000). Μελέτες σχετικές µε την ανάπτυξη της τραχείας

πεύκης µετά από πυρκαγιά έδειξαν ότι, σε µια συγκεκριµένη αυξητική περίοδο, η αύξηση

του ύψους ακολουθεί µια τυπική σιγµοειδή καµπύλη (οµοίως συµβαίνει και στην

Page 33: «ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

32

περίπτωση της χαλεπίου πεύκης, Thanos et al., 1995). Αναφορικά µε την ετήσια αύξηση,

το ύψος των νεαρών αρτίβλαστων φαίνεται να ακολουθεί µια γραµµική αύξηση,

τουλάχιστον για τα πρώτα δέκα χρόνια µετά από την πυρκαγιά (Thanos and Markou,

1993; Spanos et al., 2000).

Παρά την αργή και µάλλον φτωχή υπέργεια ανάπτυξη (ακόµη και σε συνθήκες

εργαστηρίου), παρατηρείται µια ιδιαιτέρως εντυπωσιακή ανάπτυξη του ριζικού

συστήµατος. Το φαινόµενο αυτό θα µπορούσε να θεωρηθεί σαν ένας προσαρµοστικός

µηχανισµός για την επιτυχή εγκατάσταση των αρτίβλαστων σε συνθήκες έλλειψης νερού,

που πολύ συχνά απαντώνται στο Μεσογειακό κλίµα.

Στο παρελθόν έχουν γίνει έρευνες σε ελεγχόµενες συνθήκες (δενδροκοµεία) που

µελετούσαν µεταξύ άλλων τα χαρακτηριστικά της ανάπτυξης νεαρών φυτών και δέντρων

(Panetsos, 1981; Matziris and Cooling, 1982; Eccher et al., 1987; Τsitsoni et al., 2004).

Από τις έρευνες αυτές προέκυψε ότι η ετήσια αύξηση ήταν σηµαντικά υψηλότερη σε

σχέση την αντίστοιχη κάτω από ‘‘φυσικές συνθήκες’’.

1.3.9 ΕΠΙΒΙΩΣΗ ΚΑΙ ΘΝΗΣΙΜΟΤΗΤΑ – ΚΛΙΜΑ, Ε∆ΑΦΟΣ ΚΑΙ

ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ

Έχει βρεθεί ότι το πρώτο καλοκαίρι µετά την πυρκαγιά είναι η πιο κρίσιµη

περίοδος για την επιβίωση των αρτιβλάστων της τραχείας πεύκης (Thanos et al., 1989).

Εξίσου καθοριστική είναι η πρώτη βροχερή περίοδος µετά την φωτιά, όταν λαµβάνει

χώρα η βλάστηση, η ανάπτυξη και η εγκατάσταση των αρτιβλάστων. Έχουν αναφερθεί

πολλοί λόγοι που οδηγούν στην θνησιµότητα των αρτίβλαστων και των νεαρών

µεσογειακών πεύκων. Οι σπουδαιότεροι από αυτούς είναι η έλλειψη εδαφικής υγρασίας,

οι χαµηλές θερµοκρασίες, ο ανταγωνισµός µε άλλα φυτά, η προσβολή από µύκητες και

έντοµα και η κατανάλωση από ζώα (Thanos et al., 1989).

Σε πέντε καµένες περιοχές της Νότιας Γαλλίας η θνησιµότητα κυµάνθηκε σε

πολύ χαµηλά επίπεδα: µόλις 11% για τα τρία πρώτα χρόνια µετά την πυρκαγιά και 20%

για τον πέµπτο χρόνο (Trabaud, 1988). Αντίθετα σε καµένα πευκοδάση στην Ιταλία η

θνησιµότητα των αρτίβλαστων ήταν σηµαντικά υψηλότερη, φθάνοντας το 65% (Saracino

et al., 1993). Εξίσου υψηλά ποσοστά θνησιµότητας (60%)καταγράφηκαν στο όρος

Carmel στο Ισραήλ κατά τα δύο πρώτα µεταπυρικά έτη (Ne’eman et al.,1993).

Page 34: «ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

33

Αξιοσηµείωτο χαρακτηριστικό των αρτίβλαστων ηλικίας 1-2 ετών είναι η αντοχή

στη βόσκηση. Μετά από πυρκαγιά στη Σάµο ένα ιδιαίτερα υψηλό ποσοστό αρτιβλάστων

είχε δεχθεί την επίδραση βόσκησης, αλλά συνέχιζε να αναπτύσσεται. Η επιβίωση και

ανάκαµψη των αρτιβλάστων επιτεύχθηκε χάρη στην ανάπτυξη ενός ή δύο πλάγιων

βλαστών, που επηρέασαν όµως αρνητικά το σχήµα του δέντρου (Thanos et al., 1989). Οι

Hening-Sever et al. (1996, 2000) αναφέρουν το υψηλό pH και οι υψηλές συγκεντρώσεις

νιτρικών και αµµωνίας στο καµένο έδαφος επηρεάζουν σηµαντικά την βλάστηση και την

αναγέννηση του δάσους. Οι ίδιοι συγγραφείς (και παλαιότερα οι Thanos and Skordilis,

1987) αναφέρουν την σχετικά υψηλή ανθεκτικότητα των σπερµάτων της πεύκης στο

οσµωτικό στρες. Παρόλα αυτά και παρά την έλλειψη ισχυρών αποδείξεων, θεωρείται ότι

η κύρια αιτία της θνησιµότητας είναι η καλοκαιρινή ξηρασία. Σχεδόν όλα τα αρτίβλαστα

που δεν κατάφεραν να επιβιώσουν µετά από πυρκαγιά τραχείας πεύκης στη Θάσο

βρέθηκαν ξερά, αλλά ανέπαφα από ζώα (Spanos, 1994; Spanos et al., 2000).

1.4 ΜΕΛΕΤΗ ΜΕΤΑΠΥΡΙΚΗΣ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗΣ ΠΕΥΚΟ∆ΑΣΟΥΣ

Η οικολογική και οικονοµική σηµασία των Μεσογειακών πεύκων (Pinus brutia

και P. halepensis) προσδίδει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στη µελέτη της µεταπυρικής τους

αναγέννησης. Τα τελευταία χρόνια πολλοί ερευνητές ασχολήθηκαν µε την µεταπυρική

αναγέννηση των πευκοδασών σε διάφορες Μεσογειακές χώρες. Η πυκνότητα των

αρτίβλαστων µετά την πυρκαγιά θεωρείται ένας αξιόπιστος δείκτης της

προσαρµοστικότητας στην φωτιά και έχει υιοθετηθεί σε πολλές µελέτες (Trabaud et al.,

1985; Trabaud, 1988; Richardson, 1988; Thanos et al., 1989; Moravec 1990; Thanos and

Marcou, 1991,(1993); Saracino et al., 1993; Saracino and Leone, 1993; Thanos et al.,

1996; Daskalakou and Thanos, 1997; Tsitsoni, 1997; Trabaud, 2000; Arianoutsou and

Ne’eman 2000; Thanos and Daskalakou, 2000; Verroios and Georgiadis, 2002;

Daskalakou and Thanos, 2004).

Η πυκνότητα των αρτίβλαστων που έχει αναφερθεί µετά από πυρκαγιά

παρουσιάζει µεγάλες διακυµάνσεις. Οι κυριότεροι λόγοι είναι τα χαρακτηριστικά του

Page 35: «ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

34

ίδιου του πευκοδάσους (ηλικία, θέση κλπ), η ένταση της πυρκαγιάς και οι συνθήκες που

επικρατούσαν κατά τη διάρκεια της µεταπυρικής αναγέννησης (Thanos et al., 1996).

Σε µελέτες µεταπυρικής αναγέννησης που πραγµατοποιήθηκαν σε δάση χαλεπίου

πεύκης της Νότιας Γαλλίας (Trabaud et al., 1985) η πυκνότητα των αρτιβλάστων

βρέθηκε εξαιρετικά χαµηλή (0,1 αρτίβλαστα/m2) και συσχετίστηκε µε την πυκνότητα τω

καµένων ‘‘µητρικών’’ δέντρων ή των δέντρων στις παρακείµενες περιοχές που δεν

κάηκαν. Σε άλλη περίπτωση καµένου πευκοδάσους στη Nότια Γαλλία (Montpellier) η

µέση πυκνότητα αρτιβλάστων που καταγράφηκε τον πρώτο µεταπυρικό Ιούνιο ήταν

εξίσου χαµηλή, 0,07 αρτίβλαστα/m2 (Trabaud, 1988). Σε καµένες εκτάσεις χαλεπίου

πεύκης στη Νότια Αφρική, η πυκνότητα των αρτιβλάστων κυµάνθηκε µεταξύ 6,6 – 13,4

αρτίβλαστα/m2 (Richardson, 1988). Πιο χαµηλές τιµές έλαβε η πυκνότητα των

αρτιβλάστων σε πευκοδάσος της Βορειοδυτικής Αλγερίας (0,16-0,23 αρτίβλαστα/m2)

δύο χρόνια µετά την πυρκαγιά, αλλά ήταν πολύ υψηλότερη (15,8 αρτίβλαστα/m2) εντός

των προστατευτικών αντιπυρικών ζωνών. Πέντε χρόνια αργότερα η µέση πυκνότητα

ανήλθε σε 3,6 αρτίβλαστα/m2, αλλά το εικοστό έτος µετά την πυρκαγιά παρατηρήθηκε

σηµαντική µείωση (Moravec, 1990). Η φυσική αναγέννηση χαλεπίου πεύκης µελετήθηκε

τα δύο πρώτα χρόνια µετά τη φωτιά σε αµµώδη παράλια της Ιταλίας. Η πυκνότητα των

αρτιβλάστων ήταν εντυπωσιακή τον πρώτο µεταπυρικό χειµώνα (14-20 αρτίβλαστα/m2),

αλλά µειώθηκε σηµαντικά κατά την θερινή περίοδο (Saracino and Leone, 1993; Saracino

et al., 1993). Στο όρος Carmel (Ισραήλ) η πυκνότητα υπολογίστηκε περίπου στα 10

αρτίβλαστα/m2 (κυµάνθηκε µεταξύ 5 και 22) την πρώτη χρονιά µετά την πυρκαγιά

(Ne’eman et al., 1992). Στην Κασσάνδρα Χαλκιδικής κατά την χρονική περίοδο από το

πρώτο έως το όγδοο έτος µετά την πυρκαγιά η πυκνότητα των αρτιβλάστων κυµάνθηκε

µεταξύ 0,6-14,26 αρτίβλαστα/m2 (Tsitsoni, 1997). Ο Zagas (1987) µελέτησε την

αναγέννηση της χαλεπίου πεύκης στο όρος Πατέρας της Αττικής και βρήκε ότι ο αριθµός

στον αρτιβλάστων ανά τετραγωνικό µέτρο κυµάνθηκε µεταξύ 8,7 και 18,5, δύο χρόνια

µετά την εκδήλωση της φωτιάς. Σε µια πολυετή έρευνα στην Νοτιοανατολική Ισπανία

(Herranz et al., 1997) καταγράφηκε πυκνότητα αρτιβλάστων 0,66/m2 εννιά µήνες µετά

την πυρκαγιά, αλλά µειώθηκε σε 0,24 τριάντα µήνες αργότερα. Εξίσου χαµηλές τιµές

αναφέρθηκαν σε πρόσφατη έρευνα στην Ανατολική Ισπανία (Pausas et al., 2003). Η

Page 36: «ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

35

µέση πυκνότητα ήταν 0,45 και 0,27 αρτίβλαστα/m2, εννιά µήνες και 2,5 χρόνια µετά την

φωτιά αντίστοιχα.

Παρά το πλήθος µελετών που έχουν δηµοσιευτεί για την µεταπυρική αναγέννηση

της χαλεπίου πεύκης, δεν υπάρχει ανάλογος αριθµός µελετών για την τραχεία. Σε καµένο

δάσος τραχείας πεύκης στην Σάµο η µέση πυκνότητα ήταν 0,30 αρτίβλαστα/m2 18 µήνες

µετά την πυρκαγιά. Κατά τη διάρκεια του έκτου µεταπυρικού έτους η πυκνότητα

µειώθηκε σε 0,15 φυτάρια/m2. Έκτοτε και µέχρι το δέκατο µεταπυρικό έτος δεν

παρατηρήθηκε πρόσθετη θνησιµότητα φυταρίων (Thanos et al., 1989; Thanos and

Marcou, 1991,1993). Από παρατηρήσεις σε καµένο δάσος τραχείας πεύκης της Θάσου

(Spanos et al., 2000) διαπιστώθηκε ότι, παρά την σχετικά καθυστερηµένη εµφάνιση των

αρτιβλάστων (Μάιος) εξαιτίας της παρατεταµένης ξηρής περιόδου, η πυκνότητα κατά το

πρώτο µεταπυρικό έτος ήταν σηµαντική (1,8-5,9 αρτίβλαστα/m2).

1.5 ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΑΣ ΜΕΛΕΤΗΣ

Η τραχεία πεύκη είναι ένα είδος εξαιρετικής οικολογικής και οικονοµικής

σηµασίας για την Ανατολική Μεσόγειο (Nahal, 1983) και ειδικότερα για τα νησιά του

Ανατολικού Αιγαίου (Spanos et al., 2000). Η τάση για αλλαγή των χρήσεων γης που

παρατηρείται τις τελευταίες δεκαετίες στα νησιά αυτά έχει συµβάλλει στην αύξηση της

συχνότητας των δασικών πυρκαγιών. Το φαινόµενο, πέρα από τις περιβαλλοντικές

διαστάσεις, συχνά λαµβάνει κοινωνικές, οικονοµικές και εθνικές προεκτάσεις. Τα

Μεσογειακά οικοσυστήµατα έχουν µηχανισµούς που εξασφαλίζουν την ανάκαµψη τους

µετά από πυρκαγιά µε την προϋπόθεση ότι δεν θα ακολουθήσει δευτερογενής διατάραξη

(επανεκδήλωση πυρκαγιάς, βόσκηση κλπ). H παρούσα µελέτη έλαβε χώρα σε

πευκοδάσος Pinus brutia της Λέσβου που κάηκε το 1992. Η επιλογή της συγκεκριµένης

περιοχής έγινε µε βάση την αυξηµένη συχνότητα των πυρκαγιών στην Λέσβο, αλλά και

την ιδιαίτερη σηµασία της διατήρησης του είδους για την οικολογία του νησιού. Σκοπός

ήταν η µελέτη της φυσικής αναγέννησης της τραχείας πεύκης µετά από πυρκαγιά και η

διερεύνηση των παραγόντων που την ευνοούν, καθώς και η σύγκριση των

αποτελεσµάτων που θα προκύψουν µε τα αποτελέσµατα παλαιότερων ερευνών.

Page 37: «ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

36

2. ΥΛΙΚΑ ΚΑΙ ΜΕΘΟ∆ΟΙ

2.1 ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ

Η Λέσβος καλύπτει µια έκταση 1672 Km2 και παρουσιάζει µεγάλες

διαφοροποιήσεις στην γεωλογία, τις κλιµατικές συνθήκες και τους τύπους βλάστησης.

Το κλίµα της περιοχής ανήκει στον Μεσογειακό τύπο και χαρακτηρίζεται ξηρό ως

ηµίξηρο. Το καλοκαίρι είναι θερµό και ξηρό, ενώ ο χειµώνας είναι ήπιος. Η ξηροθερµική

περίοδος διαρκεί περίπου πέντε µήνες (µέσα Μαΐου έως τέλος Σεπτεµβρίου) µε µέση

θερµοκρασία 26.1 οC και ύψος βροχής 14.7 mm (Εικ.6). Η µέση ετήσια βροχόπτωση

κυµαίνεται από 725 mm, στο ανατολικό τµήµα του νησιού, έως 415 mm στο δυτικό.

0

20

40

60

80

100

120

140

Ι Φ Μ Α Μ Ι Ι Α Σ Ο Ν ∆

Μήνας του Έτους

Μέση Θερ

µοκρασία

(C)

0

20

40

60

80

100

120

140

'Yψος

Βροχής

(mm

)

Θερµοκρασία Βροχόπτωση

Εικ. 6 Οµβροθερµικό διάγραµµα της νήσου Λέσβου (Πηγή: Άτλας των πυρκαγιών της νήσου Λέσβου,

2002)

Η Λέσβος συγκαταλέγεται ανάµεσα στα πιο δασοσκεπή νησιά του Αιγαίου. Τα

πεύκα, οι βελανιδιές και οι καστανιές καλύπτουν περίπου το 1/6 της επιφάνειας της.

Σύµφωνα µε τον Μαυροµάτη (1974) κύριο χαρακτηριστικό της δασικής βλάστησης της

Page 38: «ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

37

Λέσβου είναι η στενή σύνδεση των διαφόρων τύπων βλάστησης µε τη γεωλογική δοµή

του νησιού. Η ανατολική πλευρά του νησιού καλύπτεται από δάση τραχείας πεύκης και

ελαιώνες. Προς τα δυτικά, όπου κυριαρχούν τα ηφαιστειακά πετρώµατα, η βλάστηση

αραιώνει και σταδιακά κυριαρχούν φρυγανικά οικοσυστήµατα. Όπως αναφέρει ο ίδιος,

παρατηρείται ασύµµετρη εµφάνιση της βλάστησης µεταξύ βόρειου και νότιου τµήµατος

του νησιού, που αποδίδεται σε εδαφολογικούς, κλιµατολογικούς και ανθρωπογενείς

παράγοντες.

To ανάγλυφο είναι λοφώδες µε υψηλότερη κορυφή στα 967 m από την επιφάνεια

της θάλασσας. Οι κλίσεις άνω του 18% κυριαρχούν καλύπτοντας το 63% του νησιού. Σε

περιοχές µε εδάφη βαθιά και όξινα, που έχουν προέλθει από αποσάθρωση

µαρµαρυγιακών σχιστόλιθων, απαντώνται η τραχεία και η µαύρη πεύκη και µικρές

συστάδες από καστανιές, καρυδιές και κερασιές. Η αστοιβή καλύπτει εδάφη που

προέρχονται από τριτογενείς αποθέσεις και ιδιαίτερα εκείνα που έχουν προκύψει από

ηφαιστειακούς τόφους (Γιαλαµάς και Ψώµος, 1987).

2.2 ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ

Κατά το διάστηµα 1970 - 2001 και σε σύνολο 420 πυρκαγιών, το 57,6%

123

7

57

233

58.510

674

17.419

3.5180

50

100

150

200

250

1-9 10-99 100-999 >1000

Μέγεθος Πυρκαγιών (Στρ.)

Αριθµός

Πυρκαγιών

0

10000

20000

30000

40000

50000

60000

70000Καµένη Έκταση

(Στρ

.)

Αριθµός Πυρκαγιών Καµένη Έκταση

Εικ. 7 Αριθµός πυρκαγιών σε σχέση µε την καµένη έκταση της Νήσου Λέσβου (1970-2001).

Πηγή: Άτλας των πυρκαγιών της νήσου Λέσβου, 2002

Page 39: «ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

38

εκδηλώθηκε στην ανατολική πλευρά του νησιού. Αντιθέτως, περιορισµένος είναι ο

αριθµός των πυρκαγιών που έχουν καταγραφεί στο υπόλοιπο τµήµα της Λέσβου και

ιδιαίτερα στους υποβαθµισµένους βοσκότοπους που βρίσκονται στα δυτικά

(Καλαµποκίδης, 1996). Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά το παραπάνω διάστηµα

αναφέρονται µόλις επτά πυρκαγιές (1,6% επί του συνολικού αριθµού των πυρκαγιών)

που ξεπερνούσαν σε έκταση τα 1000 στρέµµατα, αλλά έκαψαν το 73% της συνολικής

καµένης έκτασης (Εικ.7).

Τα δάση της τραχείας πεύκης αντιπροσωπεύουν το 47% (Εικ. 8) των καµένων

εκτάσεων της Λέσβου και ακολουθούν οι θαµνώδεις και οι χορτολιβαδικές εκτάσεις

(22% και 13%, αντίστοιχα). Τα αίτια εκδήλωσης των µισών περίπου πυρκαγιών

παραµένουν άγνωστα (ποσοστό 44 %), ενώ είναι εξακριβωµένο πως ένας σηµαντικός

αριθµός των πυρκαγιών ξεκίνησε από ανθρώπινη αµέλεια ή εµπρησµό (15% και 10%,

αντίστοιχα, Εικ. 9).

Πρίνος1%

Αείφυλλα-Πλατύφυλλα

1%

Χορτολιβαδική Έκταση

13%

∆ρυς1%

Αστοιβή1%

Ελαιόδεντρα5%

Καλαµιές3%

Τραχέια Πεύκη47%

Αγροτική Έκταση6%

Ξηρά Χόρτα-Θάµνοι22%

Εικ. 8 Σύσταση καµένων εκτάσεων Νήσου Λέσβου (1970-2001). Πηγή: Άτλας των πυρκαγιών της

νήσου Λέσβου, 2002

Page 40: «ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

39

Βολή Στρατού4%

Αµέλεια15%

Σπινθηρισµός1%

Άγνωστα44%

Καύση Ξηρών Χόρτων 9%

Εργασίες Κτηνοτρόφων

1%

Κεραυνός5%

Τσιγάρο7%

Εµπρησµός10%

Αυτανάφλεξη Σκουπιδιών

3%

Βραχυκύκλωµα1%

Εικ. 9 Αίτια εκδήλωσης των πυρκαγιών της Νήσου Λέσβου (1970-2001). Πηγή: Άτλας των πυρκαγιών

της νήσου Λέσβου, 2002

2.3 ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ

Στην παρούσα έρευνα µελετήθηκε η φυσική αναγέννηση τραχείας πεύκης, µετά

από πυρκαγιά που σηµειώθηκε στις θέσεις «Πασπαλάς» - «Στραβολάγγαδα» -

«Καβουροπόταµος» - «Αύκας», της Κοινότητας Λάµπου Μύλων του Νοµού Λέσβου. Η

περιοχή οριοθετείται ως εξής (Εικ. 10):

• Ανατολικά: Με µη καέν δάσος «Τεκές», Κοινότητας Λ. Μύλων

• ∆υτικά: Με δασική οδό δηµοσίου δάσους «Πασπαλάς»

• Βόρεια: Με µη καέν δάσος «Πασπαλάς» - «Χαλακιές» - «Άυκας», Κοινότητας

Λ. Μύλων

• Νότια: Με µη καέν δάσος «Πασπαλάς» - «Τεκές» - «Ριζώνας».

Η πυρκαγιά εκδηλώθηκε στις 16 Μαΐου 1992 και αποτέφρωσε 4160 στρέµµατα

τραχείας πεύκης. Η µέση ηλικία του δάσους ήταν 40 έτη. Τα αίτια της πυρκαγιάς

αποδίδονται σε εµπρησµό και οι προξενηθείσες ζηµιές ανέρχονται σε (τιµές 2001)

2208707,28 ευρώ (752.617.007 δρχ.).

Page 41: «ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

40

Εικ. 10 Οριοθέτηση της καµένης έκτασης (Πηγή: Εφηµερίς της Κυβερνήσεως της Ελληνικής ∆ηµοκρατίας, 30 Ιουλίου 1992)

Page 42: «ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

41

Κατά τον µήνα Μάιο του 1992 οι κλιµατικές συνθήκες στην περιοχή µελέτης

καταγράφονται ως εξής: βροχόπτωση 31.4 mm, µέση θερµοκρασία 18.9 οC και σχετική

υγρασία 65.6% (Άτλας των πυρκαγιών της Νήσου Λέσβου, 2002).

Σύµφωνα µε τα στοιχεία της ∆ιεύθυνσης ∆ασών Νοµού Λέσβου, πλησίον της

περιοχής µελέτης έχουν εκδηλωθεί άλλες τέσσερις πυρκαγιές από το 1980 έως σήµερα.

Συγκεκριµένα, τον Οκτώβριο του 1980 αποτεφρώθηκαν 65 στρέµµατα τραχείας πεύκης,

τον Μάιο της επόµενης χρονιάς 20 στρέµµατα, τον Αύγουστο του 1984 κάηκαν 310

στρέµµατα και τον Σεπτέµβριο του 2000 ένα στρέµµα. Όλες οι πυρκαγιές οφείλονταν σε

ασκήσεις του Ελληνικού Στρατού.

2.4 ΜΕΘΟ∆ΟΛΟΓΙΑ

Η µελέτη για την φυσική αναγέννηση της τραχείας πεύκης έλαβε χώρα τον Ιούνιο

του 2005. Στην περιοχή µελέτης ελήφθησαν συνολικά 90 δοκιµαστικές επιφάνειες, από

τρεις περιοχές µε διαφορετική έκθεση (∆υτική, Ανατολική – Νοτιοανατολική, Βόρεια).

Κάθε περιοχή (πλαγιά) χωρίστηκε σε τρεις ζώνες (χαµηλή, µεσαία, υψηλή). Οι

δοκιµαστικές επιφάνειες ελήφθησαν από όλες τις ζώνες επί της πλαγιάς (δέκα επιφάνειες

σε κάθε ζώνη). Η κάθε επιφάνεια είχε σχήµα τετραγώνου µε διαστάσεις 10 m x 10 m,

δηλαδή εµβαδόν 100 τετραγωνικών µέτρων. Σε κάθε επιφάνεια µετρήθηκε ο αριθµός και

το ύψος των φυταρίων. Τα φυτάρια κατατάχθηκαν σε τέσσερις κλάσεις ως προς το ύψος

τους. Στην πρώτη ανήκουν αυτά που έχουν ύψος 1-30 cm, στη δεύτερη τα φυτάρια µε

ύψος 31-60 cm, στην τρίτη τα φυτάρια ύψους 61-100 cm και στην τέταρτη κλάση όσα

είναι ψηλότερα από 100 cm. Για κάθε θέση επί της πλαγιάς, σε κάθε περιοχή

υπολογίστηκε ο δείκτης φυσικής αναγέννησης. Ως δείκτης φυσικής αναγέννησης

ορίζεται ο µέσος αριθµός φυταρίων ανά τετραγωνικό µέτρο.

Στις περιοχές που µετρήθηκε η αναγέννηση υπολογίστηκαν µε ακρίβεια οι

κλίσεις του εδάφους για κάθε ζώνη επί της πλαγιάς µε τη χρήση κλισιµέτρου. Επιπλέον

προσδιορίστηκε η υγρασία του εδάφους για πληρέστερη συσχέτιση του εδάφους και της

αναγέννησης. Ως υγρασία του εδάφους θεωρείται η εκατοστιαία κατά βάρος

περιεκτικότητά του σε νερό. Αυτή αποτελεί το σηµαντικότερο παράγοντα στην ανάπτυξη

των φυτών. Στα µεσογειακού τύπου κλίµατα η έλλειψη υγρασίας αποτελεί περιοριστικό

παράγοντα για την αύξηση των φυτών, γι' αυτό η µέτρηση της αποτελεί βασική

Page 43: «ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

42

προϋπόθεση για την εκτίµηση τόσο της ποσότητας του νερού που είναι διαθέσιµη για τα

φυτά, όσο και της καταλληλότητας του τόπου για την ανάπτυξη τους.

Για τη µέτρηση της υγρασίας του εδάφους υπάρχουν διάφορες µέθοδοι, άµεσες

και έµµεσες. Στην παρούσα εργασία εφαρµόστηκε η σταθµική µέθοδος. Η µέθοδος αυτή

είναι άµεση και εύκολη, απαιτεί κατάλληλη δειγµατοληψία του εδάφους και γίνεται

συνήθως σε διαταραγµένα δείγµατα. Επειδή η υγρασία του εδάφους ποικίλει πολύ από

σηµείο σε σηµείο, η δειγµατοληψία του εδάφους για τη µέτρηση της µέσης υγρασίας

εφαρµόστηκε σε τρία τυχαία σηµεία σε κάθε θέση επί της πλαγιάς. Τα δείγµατα εδάφους

τοποθετήθηκαν αµέσως σε σακούλες πολύ καλά σφραγισµένες, για να εµποδιστεί η

απώλεια υγρασίας και µεταφέρθηκαν στο εργαστήριο.

Τα δείγµατα ζυγίστηκαν και τοποθετήθηκαν σε γυάλινα τριβλία Petri, των οποίων

το βάρος είχε ήδη υπολογιστεί. Ακολούθησε ξήρανση των δειγµάτων σε φούρνο, σε

θερµοκρασία 104 οC. Επειδή ο χρόνος ξήρανσης εξαρτάται από πολλούς παράγοντες

(περιεχόµενη υγρασία, µηχανική σύσταση, οργανική ουσία κ.λ.π.) δεν είναι δυνατόν να

δοθεί ακριβής διάρκεια ξήρανσης. Πάντως αυτή πρέπει να είναι περισσότερη από 12

ώρες (Αλιφραγκής και Παπαµίχος, 1995). Στη συγκεκριµένη περίπτωση τα δείγµατα

εδάφους παρέµειναν στο φούρνο για περίπου 21 ώρες. Ακολούθησε τοποθέτηση των

δειγµάτων σε ξηραντήρα για την απόκτηση της θερµοκρασίας του περιβάλλοντος και

ζύγιση αυτών.

Το βάρος της υγρασίας του χώµατος εκφράζεται πάντοτε σε σχέση µε το ξηρό

βάρος του χώµατος. Η διαφορά βάρους του ξηρού από του υγρού δείγµατος χώµατος,

διαιρούµενο µε το βάρος του ξηρού χώµατος και πολλαπλασιαζόµενο επί 100, δίνει την

εκατοστιαία αναλογία της περιεχόµενης στο δείγµα υγρασίας προς το βάρος του ξηρού

χώµατος. Εάν Β1 είναι το βάρος του δείγµατος του χώµατος πριν την ξήρανση και Β2

είναι το βάρος του δείγµατος µετά από την ξήρανση τότε: (Αλιφραγκής και Παπαµίχος,

Ν., 1995)

Υγρασία εδάφους % = 2

21

BBB −

x 100

Page 44: «ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

43

Εικ. 11 Οι περιοχές όπου έλαβε χώρα η µελέτη (Έκθεση: Ανατολική-Νοτιοανατολική, Βόρεια και

∆υτική, αντίστοιχα)

Page 45: «ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

44

3. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ

Στο Κεφάλαιο αυτό παρουσιάζονται τα αποτελέσµατα της µελέτης. Αρχικά

παρουσιάζονται οι ∆είκτες Αναγέννησης (∆Α) και η κατάταξη των δέντρων στις

τέσσερις κλάσεις του ύψους (όπως αυτές αναφέρονται στο Κεφάλαιο Υλικά και

Μέθοδοι, παρ. 2.4), για κάθε περιοχή που µελετήθηκε.

Ακολούθως µελετήθηκαν:

α) Ο ∆είκτης Αναγέννησης σε σχέση µε την έκθεση της περιοχής και τις ζώνες

επί της πλαγιάς

β) Η συσχέτιση της εδαφικής υγρασίας µε τον ∆είκτη Αναγέννησης.

γ) Το ύψος των φυταρίων σε σχέση µε την έκθεση της περιοχής και τις ζώνες επί

της πλαγιάς

Η ανάλυση των αποτελεσµάτων έγινε µε την βοήθεια του στατιστικού

προγράµµατος JMP IN (SAS Institute Inc., 2001).

Page 46: «ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

45

3.1.1 ΈΚΘΕΣΗ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ – ΝΟΤΙΟΑΝΑΤΟΛΙΚΗ.

Στον Πίνακα 3.1 παρουσιάζονται τα χαρακτηριστικά της φυσικής αναγέννησης

(Μέσος ∆είκτης Αναγέννησης, µέσος αριθµός φυταρίων ανά κλάση ύψους και κλίση

εδάφους), ανά ζώνη επί της πλαγιάς. Ο συνολικός ∆είκτης Αναγέννησης για την περιοχή

µε Ανατολική – Νοτιοανατολική έκθεση ήταν 0.25 φυτάρια/m2. Όπως φαίνεται και από

το ∆ιάγραµµα 3.1, ο ∆είκτης Αναγέννησης είχε την µικρότερη τιµή στην υψηλή ζώνη

επί της πλαγιάς (0.11) και αυξάνεται προς την χαµηλότερη ζώνη (0.42).

Πίνακας 3.1 Τα χαρακτηριστικά της φυσικής αναγέννησης στην περιοχή µε Ανατολική – Νοτιοανατολική έκθεση, ανά ζώνη επί της πλαγιάς.

ΥΨΟΣ (cm) ΖΩΝΗ ∆. Α. ΤΥΠΙΚΗ

ΑΠΟΛΚ. 1-30 31-60 61-100 >101 ΚΛΙΣΗ

(%)

ΧΑΜΗΛΗ 0.42 0,13 0,8 8,3 20 12 22

ΜΕΣΑΙΑ 0.23 0,17 0,3 6,2 9,9 6,4 20

ΥΨΗΛΗ 0.11 0,05 0,5 4,3 5 1,4 18 ΣΥΝΟΛΙΚΟ

Σ ∆. Α.

0,25

∆ιάγραµµα 3.1 Ο ∆είκτης Αναγέννησης στην περιοχή µε Ανατολική – Νοτιοανατολική

έκθεση, ανά ζώνη επί της πλαγιάς.

0

0,05

0,1

0,15

0,2

0,25

0,3

0,35

0,4

0,45

ΧΑΜΗΛΗ ΜΕΣΑΙΑ ΥΨΗΛΗ

ΖΩΝΗ

∆ΕΙΚΤΗ

Σ ΑΝΑΓΕ

ΝΝΗΣΗ

Σ

∆Α

Page 47: «ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

46

∆ιάγραµµα 3.2 Κατάταξη των φυταρίων στις τέσσερις κλάσεις ύψους, ανά ζώνη επί της πλαγιάς.

ΚΛΑΣΕΙΣ ΥΨΟΥΣ

>101 cm61-100 cm31-60 cm1-30 cm

ΑΡΙΘ

ΜΟΣ ∆ΕΝΤΡ

ΩΝ

300

200

100

0

ΖΩΝΗ

ΧΑΜΗΛΗ

ΜΕΣΑΙΑ

ΥΨΗΛΗ

Αναφορικά µε το ύψος, όπως προκύπτει από το ∆ιάγραµµα 3.2 τα περισσότερα

φυτάρια είχαν ύψος από 61-100 cm (ποσοστό 46,8%), ενώ µόλις το 2,11% των δέντρων

κατατάσσεται στην κλάση 1-30 cm και βρίσκονταν στην χαµηλή ζώνη. Στην κλάση

ύψους 31-60 cm κατατάσσεται το 24,8% των φυταρίων, ενώ το 26,1% είχε ύψος πάνω

από ένα µέτρο.

Page 48: «ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

47

Εικόνα 3.1 Φυσική αναγέννηση Pinus brutia µετά από πυρκαγιά.

3.1.2. ΈΚΘΕΣΗ ∆ΥΤΙΚΗ.

Στον Πίνακα 3.2 παρουσιάζονται τα χαρακτηριστικά της φυσικής αναγέννησης

(Μέσος ∆είκτης Αναγέννησης, µέσος αριθµός φυταρίων ανά κλάση ύψους και κλίση

εδάφους) , ανά ζώνη επί της πλαγιάς. Ο συνολικός ∆είκτης Αναγέννησης για την περιοχή

µε ∆υτική έκθεση ήταν 0.25 φυτάρια/m2. Όπως φαίνεται και από το ∆ιάγραµµα 3.3, ο

∆είκτης Αναγέννησης είχε την µικρότερη τιµή στην υψηλή ζώνη επί της πλαγιάς (0.19)

και αυξάνεται προς την χαµηλότερη ζώνη (0.32).

Πίνακας 3.2 Τα χαρακτηριστικά της φυσικής αναγέννησης στην περιοχή µε ∆υτική

έκθεση, ανά ζώνη επί της πλαγιάς.

ΥΨΟΣ (cm) ΖΩΝΗ ∆. Α. ΤΥΠΙΚΗ

ΑΠΟΛΚ. 1-30 31-60 61-100 >101

ΚΛΙΣΗ (%)

ΧΑΜΗΛΗ 0.32 0,16 0,7 7,8 15 8,7 15

ΜΕΣΑΙΑ 0.25 0,07 0,1 7 12 6,3 15

ΥΨΗΛΗ 0.19 0,08 1,1 6,9 7,4 3,5 20

ΣΥΝΟΛΙΚΟΣ ∆. Α. 0.25

Page 49: «ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

48

∆ιάγραµµα 3.3 Ο ∆είκτης Αναγέννησης στην περιοχή µε ∆υτική έκθεση, ανά ζώνη επί της πλαγιάς.

0

0.05

0.1

0.15

0.2

0.25

0.3

0.35

ΧΑΜΗΛΗ ΜΕΣΑΙΑ ΥΨΗΛΗ

ΖΩΝΗ

∆ΕΙΚ

ΤΗΣ

ΑΝΑΓΕ

ΝΝΗΣΗ

Σ

∆Α

∆ιάγραµµα 3.4 Κατάταξη των φυταρίων στις τέσσερις κλάσεις ύψους, ανά ζώνη επί της

πλαγιάς.

ΚΛΑΣΕΙΣ ΥΨΟΥΣ

>101 cm61-100 cm31-60 cm1-30 cm

ΑΡΙΘΜΟΣ ∆ΕΝΤΡ

ΩΝ

160

140

120

100

80

60

40

20

0

ΖΩΝΗ

ΧΑΜΗΛΑ

ΜΕΣΑΙΑ

ΥΨΗΛΗ

Page 50: «ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

49

Από τον Πίνακα 3.2 και το ∆ιάγραµµα 3.4 προκύπτει ότι τα περισσότερα φυτάρια

(ποσοστό 44.8%) κατατάσσονται στην κλάση ύψους 61-100 cm, ενώ τα λιγότερα

(ποσοστό 2,5%) είχαν ύψος από 1-30 cm. Το 24,2% των δέντρων είχε ύψος µεγαλύτερο

του ενός µέτρου.

Εικόνα 3.2 Φυσική αναγέννηση Pinus brutia µετά από πυρκαγιά.

3.1.3. ΈΚΘΕΣΗ ΒΟΡΕΙΑ.

Στον Πίνακα 3.3 παρουσιάζονται τα χαρακτηριστικά της φυσικής αναγέννησης

(Μέσος ∆είκτης Αναγέννησης, µέσος αριθµός φυταρίων ανά κλάση ύψους και κλίση

εδάφους) , ανά ζώνη επί της πλαγιάς. Ο συνολικός ∆είκτης Αναγέννησης για την περιοχή

µε ∆υτική έκθεση ήταν 0.24 δέντρα/m2. Όπως φαίνεται και από το ∆ιάγραµµα 3.5, ο

είκτης Αναγέννησης είχε την µικρότερη τιµή στην υψηλή ζώνη επί της πλαγιάς (0.19) και

αυξάνεται προς την χαµηλότερη ζώνη (0.32).

Page 51: «ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

50

Πίνακας 3.3 Τα χαρακτηριστικά της φυσικής αναγέννησης στην περιοχή µε Βόρεια

έκθεση, ανά ζώνη επί της πλαγιάς.

ΥΨΟΣ (cm) ΖΩΝΗ ∆. Α. ΤΥΠΙΚΗ

ΑΠΟΛΚ. 1-30 31-60 61-100 >101

ΚΛΙΣΗ (%)

ΧΑΜΗΛΗ 0,32 0,16 6,4 10 11 4,3 12

ΜΕΣΑΙΑ 0,27 0,2 0,8 5,8 13 4,9 15

ΥΨΗΛΗ 0,19 0,08 1,4 7,3 7,8 2,4 15

ΣΥΝΟΛΙΚΟΣ ∆. Α. 0,24

∆ιάγραµµα 3.5 Ο ∆είκτης Αναγέννησης στην περιοχή µε Βόρεια έκθεση, ανά ζώνη επί

της πλαγιάς.

0

0.05

0.1

0.15

0.2

0.25

0.3

0.35

ΧΑΜΗΛΗ ΜΕΣΑΙΑ ΥΨΗΛΗ

ΖΩΝΗ

∆ΕΙΚ

ΤΗΣ ΑΝΑΓΕ

ΝΝΗΣΗ

Σ

∆Α

Page 52: «ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

51

∆ιάγραµµα 3.6 Κατάταξη των φυταρίων στις τέσσερις κλάσεις ύψους, ανά ζώνη επί της πλαγιάς.

ΚΛΑΣΕΙΣ ΥΨΟΥΣ

>101 cm61-100 cm31-60 cm1-30 cm

ΑΡΙΘΜΟΣ ΦΥΤΩ

Ν

140

120

100

80

60

40

20

0

ΖΩΝΗ

ΧΑΜΗΛΗ

ΜΕΣΑΙΑ

ΥΨΗΛΗ

Στην περιοχή µε βόρεια έκθεση το 42,6% των φυταρίων είχε ύψος από 61-100 cm

(Πίνακας 3.3 και ∆ιάγραµµα 3.6). Άξιο προσοχής είναι το γεγονός ότι ένα σηµαντικό

ποσοστό (11,4%) δέντρων είχε ύψος µέχρι 30 cm. Μάλιστα τα περισσότερα από αυτά

βρίσκονταν στην χαµηλότερη ζώνη της πλαγιάς.

Page 53: «ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

52

Εικόνα 3.3 Φυσική αναγέννηση Pinus brutia µετά από πυρκαγιά.

3.2 ∆ΕΙΚΤΗΣ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗΣ

Ο ∆είκτης Αναγέννησης για κάθε περιοχή (∆υτική, Ανατολική-Νοτιοανατολική,

Βόρεια) και για κάθε ζώνη επί της πλαγιάς παρουσιάζονται στον Πίνακα 3.4. Στο

∆ιάγραµµα 3.7 απεικονίζεται η µεταβολή του αριθµού των φυταρίων ανάλογα µε τη θέση

τους επί της πλαγιάς.

Πίνακας 3.4 Ο ∆είκτης Αναγέννησης για κάθε περιοχή και για κάθε ζώνη επί της

πλαγιάς

Έκθεση

∆υτική Ανατολική- Νοτιοανατολική Βόρεια Σύνολο

Χαµηλή 0.32 0.42 0.32 0.35 Μεσαία 0.27 0.23 0.25 0.24 Υψηλή 0.19 0.11 0.19 0.16

Ζώνη

επί

της Πλαγιάς

Σύνολο 0.25 0.25 0.25

Page 54: «ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

53

∆ιάγραµµα 3.7 Η µεταβολή του αριθµού των φυταρίων ανάλογα µε τη θέση τους επί της

πλαγιάς.

100

150

200

250

300

350

400

450

Χαµηλή Μεσαία Υψηλή

Ζώνη

Αριθµός

∆έντρων ∆υτική

Ανατολική-Νοτιοανατολική

Βόρεια

Πίνακας 3.4 Τα αποτελέσµατα της ανάλυσης διασποράς για τον αριθµό των φυταρίων.

ΠΗΓΗ ΠΑΡΑΛΛΑΚΤΗΚΟΤΗΤΑΣ ΒΕ ΑΘΡΟΙΣΜΑ

ΤΕΤΡΑΓΩΝΩΝ ΜΕΣΟ

ΤΕΤΡΑΓΩΝΟF

ΠΕΙΡΑΜΑΤΟΣ ΠΙΘ. > F

ΜΟΝΤΕΛΟ 17 7343.21 431.95 2.2756

ΕΚΘΕΣΗ 2 25.48 12.5 0.0671 0.9351 ns

ΖΩΝΗ 2 5491.62 2745.81 14.4651 <.0001 *

ΕΚΘΕΣΗ * ΖΩΝΗ 4 1063.64 265.91 1.4008 0.2424 ns

ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ 9 762.45 84.66 0.4463 0.9050

ΥΠΟΛΟΙΠΟ 72 13667.24 189.82

ΣΥΝΟΛΟ 89 21010.45

ns = Μη στατιστικά σηµαντική διαφορά * = Με στατιστικά σηµαντική διαφορά

Page 55: «ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

54

Από την ανάλυση διασποράς (Πίνακας 1.3) προκύπτει ότι ο αριθµός των

φυταρίων επηρεάζεται στατιστικά σηµαντικά από την θέση τους επί της πλαγιάς

(χαµηλή, µεσαία ή υψηλή ζώνη). Αντίθετα, η έκθεση της περιοχής δεν επηρέασε τον

αριθµό των φυταρίων. Επιπλέον, δεν παρατηρείται στατιστικά σηµαντική

αλληλεπίδραση της έκθεσης και των ζωνών. Η έλλειψη αλληλεπίδρασης δείχνει ότι η

επίδραση της θέσης επί της πλαγιάς ήταν ίδια σε όλους τους προσανατολισµούς.

Ακολούθησε σύγκριση των µέσων µε τη µέθοδο της Ελάχιστης Σηµαντικής

∆ιαφοράς (P = 0 ,05, t = 1,99):

Τα επίπεδα που δεν συνδέονται µε το ίδιο γράµµα διαφέρουν στατιστικά

σηµαντικά. Εποµένως ο αριθµός των φυταρίων στην χαµηλή ζώνη ήταν µεγαλύτερος, µε

στατιστικά σηµαντική διαφορά από την µεσαία και την υψηλή ζώνη.

3.3 ΕΛΕΓΧΟΣ ΣΥΣΧΕΤΙΣΗΣ ΥΓΡΑΣΊΑΣ ΚΑΙ ΑΡΙΘΜΟΥ ΦΥΤΑΡΙΩΝ

Οι µέσες τιµές της υγρασίας (%) για όλες τις περιοχές και όλες τις ζώνες

παρουσιάζονται στον Πίνακα 3.5, ενώ στο ∆ιάγραµµα 3.8 απεικονίζεται η διακύµανση

των µέσων τιµών της υγρασίας, ανάλογα µε την έκθεση της περιοχής και την ζώνη.

ΖΩΝΗ ΜΕΣΟΣ

ΧΑΜΗΛΗ A 35.23

ΜΕΣΑΙΑ B 23.29

ΥΨΗΛΗ B 16.33

Page 56: «ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

55

Πίνακας 3.5 Οι µέσες τιµές της υγρασίας για όλες τις περιοχές και όλες τις ζώνες επί των πλαγιών.

ΕΚΘΕΣΗ

Ανατολική-Νοτιοανατολική ∆υτική Βόρεια

Χαµηλή 20% 20.66% 19.66%

Μεσαία 18% 19.66% 19.66%

ΖΩΝΗ

Υψηλή 16.33% 15.66% 16.66% ∆ιάγραµµα 3.8 Η διακύµανση των µέσων τιµών της υγρασίας, ανάλογα µε την έκθεση

της περιοχής και την ζώνη.

0

5

10

15

20

25

Ανατ.-Νοτιοαν. ∆υτική Βόρεια

ΕΚΘΕΣΗ

ΥΓΡ

ΑΣΙΑ

(%)

ΧαµηλήΜεσαίαΥψηλή

Στον Πίνακα 3.6 παρουσιάζονται τα στοιχεία του προτύπου της ανάλυσης. Η

υψηλή τιµή του R2 (0,84) σηµαίνει που χρησιµοποιήθηκε εξηγεί ένα πολύ µεγάλο

ποσοστό της παραλλακτικότητας που παρατηρήθηκε στην υγρασία του εδάφους.

Page 57: «ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

56

Πίνακας 3.6 Η περίληψη του προτύπου της ανάλυσης

R2 0.871013

R2 ΠΡΟΣΑΡΜΟΣΜΕΝΟ 0.790397

ΤΥΠΙΚΗ ΑΠΟΚΛΙΣΗ 0.917928

ΜΕΣΟΣ ΠΕΙΡΑΜΑΤΟΣ 18.59259

ΠΑΡΑΤΗΡΗΡΣΕΙΣ 27

Η ανάλυση διασποράς (Πίνακας 3.7) δείχνει η υγρασία δεν διαφέρει στατιστικά

σηµαντικά στις τρεις εκθέσεις. Αντίθετα παρατηρείται στατιστικά σηµαντική διαφορά

της υγρασίας ανάµεσα στις τρεις ζώνες. Επίσης δεν παρατηρείται στατιστικά σηµαντική

αλληλεπίδραση των εκθέσεων και των ζωνών.

Πίνακας 3.7 Τα αποτελέσµατα της ανάλυσης διασποράς για την υγρασία του εδάφους.

ΠΗΓΗ ΠΑΡΑΛΛΑΚΤΗΚΟΤΗΤΑΣ ΒΕ ΑΘΡΟΙΣΜΑ

ΤΕΤΡΑΓΩΝΩΝ ΜΕΣΟ

ΤΕΤΡΑΓΩΝΟ F

ΠΕΙΡΑΜΑΤΟΣ ΠΙΘ. > F

ΜΟΝΤΕΛΟ 10 91.03 9.1 10.8

ΕΚΘΕΣΗ 2 3.18 1,59 1.89 0.1833 ns

ΖΩΝΗ 2 77.85 38,9 46.19 <.0001 *

ΕΚΘΕΣΗ * ΖΩΝΗ 4 9.48 2,37 2.81 0.0607 ns

ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ 2 0.518 0,25 0.30 0.7394

ΥΠΟΛΟΙΠΟ 16 13.48 0,83

ΣΥΝΟΛΟ 26 104.51 ns = Μη στατιστικά σηµαντική διαφορά * = Με στατιστικά σηµαντική διαφορά

Page 58: «ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

57

Οι συγκρίσεις των µέσων τιµών της υγρασίας έγιναν µε τη µέθοδο της Ελάχιστης

Σηµαντικής ∆ιαφοράς (P =0,05, t = 2,12):

ΖΩΝΗ ΜΕΣΟΣ

ΧΑΜΗΛΗ A 20.11

ΜΕΣΑΙΑ A 19.11

ΥΨΗΛΗ B 16.21

Τα επίπεδα που δεν συνδέονται µε το ίδιο γράµµα διαφέρουν στατιστικά

σηµαντικά. Εποµένως η εδαφική υγρασία ήταν χαµηλότερη στην υψηλή ζώνη της

πλαγιάς µε στατιστικά σηµαντική διαφορά από τις άλλες δύο ζώνες. Αντίθετα, η χαµηλή

και η µεσαία ζώνη δεν διέφεραν στατιστικά σηµαντικά ως προς την υγρασία.

Ακολούθησε έλεγχος συσχέτισης της υγρασίας του εδάφους και του αριθµού των

φυταρίων. Όπως προέκυψε από την ανάλυση, υπάρχει ισχυρή συσχέτιση, σε ποσοστό

80%.

100

200

300

400

500

Col

umn

1

15 16 17 18 19 20 21Column 3ΥΓΡΑΣΙΑ (%)

ΑΡΙΘΜΟΣ∆ΕΝ

ΤΡΩΝ

100

200

300

400

500

Col

umn

1

15 16 17 18 19 20 21Column 3ΥΓΡΑΣΙΑ (%)

ΑΡΙΘΜΟΣ∆ΕΝ

ΤΡΩΝ

Εικόνα 3.4 Συσχέτιση υγρασίας και αριθµού δέντρων

y = -477.0473 + 39.463744 x

Page 59: «ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

58

3.4 ΥΨΟΣ ΦΥΤΑΡΙΩΝ

Τα φυτάρια κατατάχθηκαν σε τέσσερις κλάσεις ύψους (1-30 cm, 31-60 cm, 61-

100 cm και >101cm). Στον Πίνακα 3.8 παρουσιάζεται ο µέσος αριθµός των φυταρίων

που αντιστοιχούν σε κάθε κλάση ύψους, ανά έκθεση και ανά ζώνη επί της πλαγιάς.

Πίνακας 3.8 Μέσος αριθµός των φυταρίων που αντιστοιχούν σε κάθε κλάση ύψους, ανά

έκθεση και ανά ζώνη επί της πλαγιάς.

ΕΚΘΕΣΗ ΖΩΝΗ ΥΨΗΛΗ ΜΕΣΑΙΑ ΧΑΜΗΛΗ

ΑΝΑΤ. – ΝΟΤΙΑΝΑΤ.

ΥΨΟΣ 1-30 cm 0,5 0,3 0,8

31-60 cm 4,3 6,2 8,3

61-100 cm 5 9,9 20,5

>101 cm 1,4 6,4 12

∆ΥΤΙΚΗ ΥΨΟΣ 1-30 cm 1,1 0,1 0,7

31-60 cm 6,9 7 7,8

61-100 cm 7,4 11,9 14,9

>101 cm 3,5 6,3 8,7

ΒΟΡΕΙΑ ΥΨΟΣ 1-30 cm 1,4 0,8 6,4

31-60 cm 7,3 5,8 10

61-100 cm 7,8 13,1 11,3

>101 cm 2,4 4,9 4,3 3.4.1 ΥΨΟΣ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΕΚΘΕΣΗ

Στο ∆ιάγραµµα 3.9 απεικονίζεται η κατανοµή των φυταρίων στις τέσσερις

κλάσεις του ύψους, ανάλογα µε την έκθεση της περιοχής και ανεξάρτητα από την ζώνη

επί της πλαγιάς.

Page 60: «ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

59

∆ιάγραµµα 3.9 Κατανοµή των φυταρίων στις τέσσερις κλάσεις του ύψους, ανάλογα µε την έκθεση της περιοχής και ανεξάρτητα από την ζώνη επί της πλαγιάς.

ΒΟΡΕΙΑΑΝΑΤ.-ΝΟΤΙΟΑΝΑΤ.∆ΥΤΙΚΗ

1000

800

600

400

200

0

ΥΨΟΣ

>101 cm

61-100 cm

31-60 cm

1-30 cm

Στον Πίνακα 3.9 παρουσιάζονται τα στοιχεία του προτύπου της ανάλυσης που

ακολουθήθηκε.

Πίνακας 3.9 Η περίληψη του προτύπου της ανάλυσης

R2 0.81 R2 ΠΡΟΣΑΡΜΟΣΜΕΝΟ 0.70 ΤΥΠΙΚΗ ΑΠΟΚΛΙΣΗ 25.55 ΜΕΣΟΣ ΠΕΙΡΑΜΑΤΟΣ 63.16 ΠΑΡΑΤΗΡΗΡΣΕΙΣ 36

Page 61: «ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

60

Πίνακας 3.10 Τα αποτελέσµατα της ανάλυσης διασποράς

ΠΗΓΗ ΠΑΡΑΛΛΑΚΤΗΚΟΤΗΤΑΣ ΒΕ ΑΘΡΟΙΣΜΑ

ΤΕΤΡΑΓΩΝΩΝ ΜΕΣΟ

ΤΕΤΡΑΓΩΝΟ F

ΠΕΙΡΑΜΑΤΟΣ ΠΙΘ. > F

ΜΟΝΤΕΛΟ 13 62093.16 4776.4 7.3126

ΕΚΘΕΣΗ 2 3.16 1.58 0.0024 0.9976 ns

ΥΨΟΣ 3 45743.66 15247.88 23.3443 <.0001 *

ΕΚΘΕΣΗ * ΥΨΟΣ 6 2830.83

471.8

0.7223 0.6361 ns

ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ 2 13515.5 6757.75 10.3460 0.0007 ΥΠΟΛΟΙΠΟ 22 14369.83 653.17 ΣΥΝΟΛΟ 35 76463

ns = Μη στατιστικά σηµαντική διαφορά * = Με στατιστικά σηµαντική διαφορά Από την ανάλυση διασποράς (Πίνακας 3.10) προκύπτει ότι η έκθεση της περιοχής

δεν επηρεάζει στατιστικά σηµαντικά την κατάταξη των φυταρίων στις τέσσερις κλάσεις

του ύψους. Επιπλέον, δεν παρατηρείται στατιστικά σηµαντική αλληλεπίδραση της

έκθεσης και του ύψους. Το παραπάνω συµπέρασµα απεικονίζεται παραστατικά στο

∆ιάγραµµα 3.10.

∆ιάγραµµα 3.10 Σχηµατική απεικόνιση της κατάταξης των δέντρων στις τέσσερις

κλάσεις του ύψους, ανά έκθεση

0

50

100

150

200

∆ΥΤΙΚΗ

ΑΝΑΤ.- ΝΟΤΙΟΑΝ

ΒΟΡΕΙΑ

1-30 cm 31-60 cm 61-100 cm >101 cm

ΥΨΟΣ

Page 62: «ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

61

Ακολούθησε σύγκριση των µέσων για τις κλάσεις του ύψους µε τη µέθοδο της

Ελάχιστης Σηµαντικής ∆ιαφοράς (P = 0,05, t = 2,07):

ΚΛΑΣΗ ΜΕΣΟΣ61-100 cm A 113,1131-60 cm B 70,66> 101 cm B 55,441-30 cm C 13,44

Τα επίπεδα που δεν συνδέονται µε το ίδιο γράµµα διαφέρουν στατιστικά

σηµαντικά. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι σε όλες τις εκθέσεις τα περισσότερα δέντρα

κατατάσσονται στην κλάση 61-100 cm και τα λιγότερα στην κλάση 1-30 cm, µε

στατιστικά σηµαντική διαφορά.

3.4.2 ΥΨΟΣ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΖΩΝΗ ΕΠΙ ΤΗΣ ΠΛΑΓΙΑΣ Στο ∆ιάγραµµα 3.11 απεικονίζεται η κατανοµή των φυταρίων στις τέσσερις

κλάσεις του ύψους, ανάλογα µε την ζώνη επί της πλαγιάς και ανεξάρτητα από την

έκθεση της περιοχής, ενώ στον Πίνακα 3.11 παρουσιάζονται τα στοιχεία του προτύπου

της ανάλυσης που ακολουθήθηκε.

∆ιάγραµµα 3.11 Κατανοµή των φυταρίων στις τέσσερις κλάσεις του ύψους, ανάλογα µε την ζώνη επί της πλαγιάς και ανεξάρτητα από την έκθεση της περιοχής.

ΧΑΜΗΛΗΜΕΣΑΙΑΥΨΗΛΗ

1200

1000

800

600

400

200

0

ΥΨΟΣ

>101 cm

61-100 cm

31-60 cm

1-30 cm

Page 63: «ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

62

Πίνακας 3.11 Η περίληψη του προτύπου της ανάλυσης

R2 0.84

R2 ΠΡΟΣΑΡΜΟΣΜΕΝΟ 0.75

ΤΥΠΙΚΗ ΑΠΟΚΛΙΣΗ 23.05

ΜΕΣΟΣ ΠΕΙΡΑΜΑΤΟΣ 63.16

ΠΑΡΑΤΗΡΗΡΣΕΙΣ 36 Πίνακας 3.12 Τα αποτελέσµατα της ανάλυσης διασποράς

ΠΗΓΗ ΠΑΡΑΛΛΑΚΤΗΚΟΤΗΤΑΣ ΒΕ ΑΘΡΟΙΣΜΑ

ΤΕΤΡΑΓΩΝΩΝ ΜΕΣΟ

ΤΕΤΡΑΓΩΝΟ F

ΠΕΙΡΑΜΑΤΟΣ ΠΙΘ. > F

ΜΟΝΤΕΛΟ 13 64772.16 4982.47 9.3761

ΖΩΝΗ 2 13515.5 6757.75 12.7168 0.0002 *

ΥΨΟΣ 3 45743.66 15247.88 28.6937 <.0001 *

ΖΩΝΗ * ΥΨΟΣ 6 5509.83 918,3 1.7281 0.1615 ns

ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ 2 3.16 1,58 0.0030 0.9970 ns

ΥΠΟΛΟΙΠΟ 22 11690.83 531.40

ΣΥΝΟΛΟ 35 76463

ns = Μη στατιστικά σηµαντική διαφορά * = Με στατιστικά σηµαντική διαφορά

Από την ανάλυση διασποράς (Πίνακας 3.12) προκύπτει ότι οι διαφορές που

εµφανίζονται µεταξύ των ζωνών στην κατάταξη των φυταρίων στις τέσσερις κλάσεις του

ύψους είναι στατιστικά σηµαντικές. Αντίθετα, δεν παρατηρείται στατιστικά σηµαντική

αλληλεπίδραση των ζωνών και του ύψους. Αυτό σηµαίνει ότι και στις τρεις ζώνες τα

δέντρα κατατάσσονται µε τον ίδιο τρόπο στις κλάσεις του ύψους.

Page 64: «ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

63

4. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ - ΣΥΖΗΤΗΣΗ

Από την ανάλυση των αποτελεσµάτων προκύπτει ότι η αναγέννηση της τραχείας

πεύκης στην περιοχή µελέτης ήταν ικανοποιητική, γεγονός που αποδίδεται αφενός στους

προσαρµοστικούς µηχανισµούς που διαθέτει το συγκεκριµένο είδος και αφετέρου στις

ευνοϊκές συνθήκες ανάπτυξης που επικρατούν στην περιοχή. Συνολικά, η µέση

πυκνότητα φυταρίων για την περιοχή µελέτης ήταν 0,25 φυτάρια/m2, δεκατρία χρόνια

µετά την εκδήλωση της πυρκαγιάς. Οι παλαιότερες αναφορές σχετικές µε την πυκνότητα

αρτίβλαστων χαλεπίου και τραχείας πεύκης παρουσιάζουν µεγάλες διαφοροποιήσεις, που

οφείλονται κυρίως στα χαρακτηριστικά του πευκοδάσους και στις επικρατούσες

συνθήκες κατά την µεταπυρική περίοδο. Οι Thanos et al. (1989) αναφέρουν ότι 15 µήνες

µετά από πυρκαγιά στην Σάµο η µέση πυκνότητα αρτιβλάστων τραχείας πεύκης ήταν

0.30 αρτίβλαστα/m2 και θεωρούν ότι η τιµή αυτή είναι ικανοποιητική για την πλήρη

φυσική αναγέννηση του µεγαλύτερου τµήµατος της καµένης έκτασης. Παρόµοιες τιµές

αναφέρουν οι Thanos and Marcou (1993) σε πιο πρόσφατη µελέτη στη Σάµο. Κατά τη

διάρκεια του έκτου έτους µετά την πυρκαγιά η πυκνότητα µειώθηκε στο µισό (0,15

αρτίβλαστα/m2) και παρέµεινε σταθερή έως και το δέκατο έτος µετά την πυρκαγιά. Σε

καµένο δάσος Pinus brutia στη Θάσο (Spanos et al., 2000) η εµφάνιση των αρτίβλαστων

καθυστέρησε εξαιτίας της µακράς ξηροθερµικής περιόδου. Παρά την καθυστερηµένη

εµφάνιση, η πυκνότητα των αρτίβλαστων ήταν σηµαντική, 1.8- 5.9 αρτίβλαστα/m2.

Όπως προέκυψε από την ανάλυση των αποτελεσµάτων της µελέτης, ο ∆είκτης

Αναγέννησης επηρεάζεται στατιστικά σηµαντικά από την θέση επί της πλαγιάς. Το

συµπέρασµα αυτό έρχεται σε απόλυτη συµφωνία µε τα αποτελέσµατα της Tsitsoni

(1996), που µελέτησε την µεταπυρική αναγέννηση χαλεπίου πεύκης στην Κασσάνδρα

Χαλκιδικής. Ο αυξηµένος ∆είκτης Αναγέννησης στα χαµηλότερα τµήµατα της πλαγιάς

συνδέεται µε το γεγονός ότι τα σπέρµατα παρασύρονται µετά την πυρκαγιά από τα νερά

της βροχής µαζί µε το έδαφος και συγκεντρώνονται στα τµήµατα αυτά. Επιπλέον,

σύµφωνα µε τον Hatzistathis (1975), στα κατώτερα τµήµατα µιας πλαγιάς το έδαφος

είναι βαθύτερο και συνθήκες υγρασίας καλύτερες. Αυτό επιβεβαιώθηκε και στην

παρούσα µελέτη, αφού η εδαφική υγρασία ήταν σηµαντικά υψηλότερη στην χαµηλή

ζώνη σε σχέση µε τις άλλες δύο, σε όλες τις εκθέσεις. Πιθανόν όµως η υγρασία αυτή να

Page 65: «ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

64

µην ήταν αρκετή για να ευνοήσει την έντονη ανάπτυξη του υπορόφου, ο οποίος µπορεί

να είναι ανταγωνιστικός ως προς την αναγέννηση της τραχείας πεύκης.

Στην µελέτη της Tsitsoni (1996), αλλά και άλλες µελέτες (Kailidis, 1990; Pausas

et al., 1999), αναφέρεται ότι η κλίση του εδάφους είναι ένας σηµαντικός παράγοντας που

καθορίζει την φυσική αναγέννηση. Οι κλίσεις στην περιοχή που µελέτησε η Tsitsoni

κυµαίνονταν από 5-80%, και βρέθηκε ότι η φυσική αναγέννηση ήταν ικανοποιητική στις

περιοχές µε κλίσεις µέχρι 50% και µειωνόταν σηµαντικά στις περιοχές µε κλίση άνω του

50%. Ο Kailidis (1990) έκανε ανάλογες παρατηρήσεις στην Βόρεια Εύβοια και στην

Αττική και αναφέρει ότι στις µεγαλύτερες κλίσεις η αναγέννηση είναι µικρότερη ή και

ανύπαρκτη, οδηγώντας πολλές φορές στην εµφάνιση του µητρικού πετρώµατος. Ο

Μουλόπουλος (1933) αναφέρει ότι η φυσική αναγέννηση χαλεπίου πεύκης ηλικίας άνω

των δέκα ετών σε κλίσεις εδάφους πάνω από 50% είναι προβληµατική. Στην παρούσα

µελέτη οι κλίσεις χαρακτηρίζονται µέτριες (15-22%). Επειδή οι κλίσεις δεν διέφεραν

σηµαντικά, τόσο ανάµεσα στις ζώνες της κάθε πλαγιάς, όσο και ανάµεσα στις πλαγιές µε

την διαφορετική έκθεση, δεν µπορεί να θεωρηθεί ότι ο παράγοντας αυτός επηρέασε την

φυσική αναγέννηση.

Η έκθεση της περιοχής δεν επηρέασε στατιστικά σηµαντικά την φυσική

αναγέννηση. Το γεγονός αυτό έρχεται σε αντίθεση µε όσα αναφέρουν οι Spanos et al.

(2000). Σύµφωνα µε τους παραπάνω, ο προσανατολισµός µιας περιοχής σχετίζεται,

κυρίως το καλοκαίρι, µε τη διαθέσιµη υγρασία και συνεπώς την επιβίωση των

αρτίβλαστων. Επιπλέον αναφέρουν ότι η πυκνότητα χαλεπίου πεύκης µετά από πυρκαγιά

στην Θάσο ήταν µεγαλύτερη στις περιοχές µε βόρεια έκθεση, ακολουθούµενη από τις

περιοχές µε ανατολική και δυτική έκθεση, ενώ ήταν στατιστικά σηµαντικά µικρότερη

στις περιοχές µε νότια έκθεση. Ωστόσο, η Τσιτσώνη (1991) αναφέρει ότι η έκθεση δεν

έπαιξε σηµαντικό ρόλο στην αναγέννηση στην χερσόνησο της Κασσάνδρας. Μόνο σε

περιοχές µε αµµώδη εδάφη παρατηρήθηκε καλύτερη αναγέννηση στις βόρειες εκθέσεις.

Όπως αναφέρει η ίδια, το γένος Pinus φύεται σε χαµηλό έως µέτριο υψόµετρο και κατά

συνέπεια πρακτικά όλες οι εκθέσεις έχουν την ίδια υγρασία. Πράγµατι, όπως

προαναφέρθηκε, στην παρούσα µελέτη η υγρασία του εδάφους δεν διέφερε σηµαντικά

στις τρεις εκθέσεις. Πάντως το αποτέλεσµα αυτό χρήζει βαθύτερης, περαιτέρω έρευνας.

Page 66: «ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

65

Αναφορικά µε το ύψος, το γενικό συµπέρασµα είναι ότι δεν παρατηρούνται

στατιστικά σηµαντικές διαφορές µεταξύ των εκθέσεων, αλλά µόνο µεταξύ των ζωνών

της κάθε πλαγιάς. Τα περισσότερα φυτάρια είχαν ύψος 61-100 cm (ποσοστό 44,8%), το

28% είχε ύψος 31-60 cm, ακολουθούν τα φυτάρια µε ύψος µεγαλύτερο από ένα µέτρο

(21,9%) και τέλος ένα µικρό ποσοστό (5,3%) είχε ύψος µέχρι 30 cm. Για την χαλέπιο

πεύκη έχει παρατηρηθεί ότι αναπτύσσεται κατά µέσο όρο κατά 5-20 cm χρόνο, µε

εξαίρεση µόνο στα πολύ πλούσια εδάφη (Daskalakou and Thanos, 1996; Traubaud et al.

1985a, Traubaud, 1988). Για την τραχεία πεύκη, αν και θεωρείται ότι έχει πιο αργή

ανάπτυξη (Panetsos, 1981), έχουν αναφερθεί ανάλογες τιµές. Για παράδειγµα κατά τη

διάρκεια των δέκα πρώτων χρόνο µετά από πυρκαγιά στην Σάµο η µέση ετήσια

ανάπτυξη ήταν 10 cm (Thanos and Marcou, 1991, 1993). To ίδιο έχει αναφερθεί σε

έρευνα στη Θάσο (Spanos, 1992). Εποµένως, τα δέντρα που ανήκουν στην κλάση 1-30

cm είναι πολύ νεαρής ηλικίας (µέχρι τριών ετών). Αυτό σηµαίνει ότι 13 χρόνια µετά την

πυρκαγιά η φυσική αναγέννηση συνεχίζεται. Σύµφωνα µε τους Thanos et al. (1996) τα

υψηλότερα φυτάρια επιβιώνουν καλύτερα από τα λιγότερο ανεπτυγµένα, µε στατιστικά

σηµαντική διαφορά. Εποµένως η παρουσία περισσότερων υψηλών φυταρίων θα

µπορούσε να αποδοθεί στην αυξηµένη θνησιµότητα των µικρών φυταρίων. Αυτή µπορεί

να οφείλεται στην µεγαλύτερη ευπάθεια, τόσο στις δυσµενείς περιβαλλοντικές συνθήκες

(ξηρασία το καλοκαίρι, χαµηλές θερµοκρασίες τον χειµώνα), όσο και στον ανταγωνισµό.

Στην Πάρνηθα (Thanos et al., 1996) ένα σηµαντικό ποσοστό πολύ µικρών αρτίφυτων

παρέµενε ζωντανό 39 µήνες µετά την πυρκαγιά: το 3,3% αυτών ανήκε στην κλάση 5-10

cm, ενώ το 16,6% ήταν µεταξύ 10-15 cm. Αυτά τα µικρά αρτίφυτα είναι δυνατόν να

αποτελέσουν µια τράπεζα αρτίφυτων που θα αρχίσει να αναπτύσσεται πιο ζωηρά όταν οι

περιοριστικοί παράγοντες (πχ ανταγωνιστική βλάστηση ή έλλειψη θρεπτικών στοιχείων)

εκλείψουν. Μια τέτοια τράπεζα αρτίφυτων Pinus brutia έχει αναφερθεί σε αναγεννόµενα

δάση στην Σάµο (Thanos and Marcou, 1991, 1993).

Κατά τις τελευταίες δεκαετίες στην Ελλάδα και στη Μεσόγειο γενικότερα, η

συχνότητα των δασικών πυρκαγιών παρουσιάζει µια συνεχή τάση αύξησης. Το

φαινόµενο αυτό, πέρα από τις αυτονόητες περιβαλλοντικές διαστάσεις, λαµβάνει συχνά

κοινωνικές και οικονοµικές προεκτάσεις. Παρά τη σοβαρότητα του προβλήµατος, η

έρευνα µέχρι πρόσφατα εστιαζόταν στην πρόβλεψη της εκδήλωσης των πυρκαγιών και

Page 67: «ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

66

στη µελέτη της συµπεριφοράς τους. Αντίθετα, πολλά κρίσιµα ερωτήµατα σχετικά µε την

µεταπυρική αναγέννηση παραµένουν ως ένα βαθµό αναπάντητα. Οι παράγοντες που

επηρεάζουν τη φυσική αναγέννηση, ο χρόνος εµφάνισης των αρτίβλαστων πεύκου µετά

από πυρκαγιά, η διαχρονική πορεία της πυκνότητας των αρτιβλάστων τα πρώτα

µεταπυρικά έτη και οι αιτίες που προκαλούν την θνησιµότητα τους, είναι ορισµένα από

τα ζητήµατα που πρέπει να ερευνηθούν βαθύτερα. Αυτό θα οδηγήσει σε ορθότερη

διαχείριση των καµένων εκτάσεων. Μόνο ένα ορθά διαχειριζόµενο φυσικό δάσος µπορεί

να καλύψει όλες τις εγειρόµενες από αυτό ωφέλειες.

Page 68: «ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

67

5. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Achenar M. 1981. La colonisation des friches par le pin d’ Alep (Pinus halepensis Mill.)

dans les basses garrigues du Montpellierais. Theses Doct. 3eme cycle, Ecologie, Univ. Sci. Tech. Languedoc, Montpellier, pp.210.

Achenar M., Lepart J. and Debussche M. 1984. La colonisation des frishes par le pin d’ Alep (Pinus halepensis Miller) en Languedoc Mediterraneen. Acta Oecologia, Oecologia Plantarum, 5 : 179-189.

Agee J.K. 1974. Environmental impacts from fire management alternatives from National Park Service, San Francisco, California.

Ahlgren C.E. 1974. Effects of fire on temperate forests: North Central United States, 195-223. In: Fire and Ecosystems, Koslowski T.T. and Ahlgren C.E. (eds.), Academic Press, New York, pp. 450.

Αριανούτσου-Φαραγγιτάκη Μ. 1979. Βιολογική δραστηριότητα µετά από φωτιά σε φρυγανικό οικοσύστηµα. ∆ιδακτορική ∆ιατριβή. Πανεπιστήµιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη, σ. 136.

Αριανούτσου Μ. 1996. Ο ρόλος της φωτιάς στη διαµόρφωση των Μεσογειακών τοπίων. Πρακτικά 7ου Επιστηµονικού Συνεδρίου Ελληνικής Βοτανικής Εταιρείας, Αλεξανδρούπολη, 1-4 Οκτωβρίου 1998, σ. 164-168.

Arianoutsou M. and Margaris N. 1981. Early stages of regeneration after fire in aphryganic ecosystems (East Mediterranean) I. Regeneration by seed germination. Biologie-Ecologie Mediterraneenne, 8: 119-128.

Arianoutsou M. and Ne’eman G. 2000. Postfire regeneration o natural Pinus halepensis forests in the East Mediterranean basin, In: Ecology, Biogeography and Management of Pinus halepensis and P. brutia Forest Ecosystems in the Mediterranean Basin, G. Ne’eman and L. Trabaud (eds.), Backhuys Publishers, Leiden, The Netherlands, pp. 269-289.

Arianoutsou M. and Thanos C.A. 1996. Legumes in the fire prone Mediterranean regions: an example of Greece. International Journal of Wildland Fire, 6: 77-82.

Arianoutsou-Faraggitaki M. 1985. Desertification by overgrazing in Greece: the case of Lesvos Island. Journal of Arid Environments, 9: 237-242.

Arianoutsou-Faragitaki M. 1984. Post fire successional recovery of a phryganic (East Mediterranean) ecosystem. Acta Oecologica / Oecologia Plantarum, 5: 378-394.

Βαγενάς Α. 2002. Άτλας των πυρκαγιών της Νήσου Λέσβου. Πανεπιστήµιο Αιγαίου, Μυτιλήνη, σ. 135.

Barden L.S. 1979. Serotiny and seed viability of Pinus pungens in the Southern Appalachians. Castaneae, 44: 44-47.

Baumgartner A., Rackie E., Klemmer L. and Waldmann G. 1967. Waldbraede in Bayern, 1950-1959, All. Eorzt, pp. 22.

Borchert M. 1985. Serotiny and cone-habit variation in populations of Pinus coulteri (Pinaceae) in the Southern coast ranges of Callifornia. Madrono, 32: 29-48.

Boundy P. 1950. Economie forestriere Nord-Africaine, II. Monographie et traitement du pin d’ Alep, Larose, Paris, 639-690.

Page 69: «ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

68

Brown N.A.C., Jamieson H. and Botha P.A. 1994. Stimulation of sedd germination in Souht African species of Restionaceae by plant derived smoke. Plant growth regulation, 15: 93-100.

Γιαλαµάς Π. και Ψώµος Ε. 1987. Μελέτη Αντιπυρικής Προστασίας ∆ασών Νοµού Λέσβου, Νοµαρχία Λέσβου, Τµήµα µελετών της ∆ιεύθυνσης ∆ασών, Μυτιλήνη, σ. 1-46.

Callahan R.Z. 1962. Geographic variability in growth of forest trees. In: Tree growth, T.T. Kozlowiski (ed), Roland Press Co. New York, pp. 311-325.

Cengiz Y. 1993. Heat and ash effects on germination ability and subsequent seedling growth of Pinus brutia Ten. seeds (in Turkish). In: Papers of International Symposium on Pinus brutia Ten., Ministry of forestry (Turkey), Marmaris, 18-23 October, 1993, pp. 90-98.

Chandler C., Cheney P., Thomas P., Traubaud L. and Williams D. 1983. Fire effects on wildfire. In: Fire in forestry. Vol I, Forest fire behavior and effects. John Willey and Sons, pp. 203-248.

Cuccui I., Maltoni A. and Tani A. 1996. Indagini su semi e semenzali di provenienze di Pinus halepensis Mill. Monti e Boshi, 47 : 56-62.

Daskalakou E.N. and Thanos C.A. 1996. Aleppo pine (Pinus halepensis) postfire regeneration: the role of canopy and soil seed banks. Int. J. Wildland Fire, 6: 59-66.

Daskalakou E.N. and Thanos C.A. 1997. Post fire establishment and survival of Aleppo pine seedlings. In: Forest Fire Risk and Managenent, Proceedings of the European School of Climatology and Natural Hazards Course, Balabanis P., Eftichidis G. and Fantechi R. (eds.), Porto Carras (Chalkidiki), Greece, May 27-June 6, 1992, European Commission, Directorate General XII, Luxembourg, pp. 357-368.

Daskalakou E.N. and Thanos C.A. 2004. Postfire regeneration of Aleppo pine – Density, survival and early growth of Pinus halepensis seddlings, Proceedings 10th MEDECOS Conference, April 25-May 1, 2004, Rhodes, Greece.

De Bano L.F., Eberlein G.E. and Dunn P.H. 1979. Effects of burning on chaparral siols: Soil nitrogen, Soil Sci. Soc. Am. J., 43: 504-509.

Dirik H. 2000. Analsis of pressure volume (P-V) curves within dry season of Calabrian pine (Pinus brutia Ten.) provenances from different boiclimatic zones. I.C. Orman Fakultesi Dergisi, A: 50: 100-103.

Doussi M.A. and Thanos C.A. 1993. The ecophysiology of fire-induced germination in hard-seeded plants. In: Fourth International Workshop on Seeds. Basic and Applied Aspects of Seed Biology, Angers, France, 20-24 July 1992. Come D. and Corbineau F. (eds), ASFIS, Paris, 2: 455-460.

Duffield J. W. 1952. Relationship and species hybridization in the Genus Pinus. Zeitschrift fur Forstgenetic und Forstplanzenzuchtung, 1: 93-100.

Eccher A., Fusaro E. and Pelleri F. 1987. Resultats de l’ experimentation italienne sur les principales provenences de pins de la section halepesis dix ans apres la plantation. Foret Mediterraeenne, 9 : 147-168.

Eler U. 1990. The conditions of the seeds unshed but remained in the mature cones during the following years in Calabrian pine (Pinus burtia Ten.), Turkish Forest Research Institute, Technical Report, 55: 147-168.

Eler U. and Seregin S. 1990. Possibilities of making use of unripe Pinus brutia cones (in Turkish). Turkish Forest Research Institute, Technical Bulletin, 223: 9-28.

Page 70: «ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

69

Eron Z. 1987. Ecological factors restricting the regeneration of Pinus brutia in Turkey, Ecologia Mediterranea, 13: 57-67.

Eron Z. and Sarigul M. 1992. Natural regeneration of Pinus brutia achieved bt laying out cone bearing branches in fire burned sites in the Aegean region, Turkish Forest Research Institute, Technical Report, 48: 7-37.

Eshel A., Henig-Sever N. and Ne’eman G. 2000. Spatial variation of seedling distribution in an East Mediterranean woodland at the beginning of post fire succesion. Plant Ecologie.

Ferrandis P., Herranz J.M. and Martinez-Sanchez J.J. 1996. The role of soil seed bank in the aerly stages of plant recovery after fire in Pinus pinaster forest in SE Spain. International Journal of Wildland Fire, ^: 31-35.

Frankis M. P. 1993. Morphology and affinities of Pinus brutia. In: O. Tashkin (ed.) Papers International Symposium Pinus brutia. Marmaris / Ankara, pp. 11-18.

Frankis M.P. 1991. Fire-climax pines: There’s more to it than you thougth! Newsletters Conifer Society of Australia, 9: 8-9.

Fraver S. 1992. The insulating value of serotinous cones in protecting pitch pine (Pinus rigida) seeds from high temperatures. Journal of the Pennsylvania Academy of Science, 65: 112-116.

Gaussen H., 1993. Heywood V.H. and Chater A.O.. Pinus L. Tutin et al. (eds), Flora Europeaeae, Second Edition, Cambridge University Press, 1: 40-44.

Hatzistathis A. 1975. Soil and reforestations. Giaoudis-Gialoupis, Thessaloniki, pp.31. Hanley M.E. and Fenner M. 1998. Pre-germination temperature and the survivorship

and onward growth of Mediterranean fire-following plant species. Acta Oecologica, 19: 181-187.

Henig-Sever N. 1997. Regulation of germination by Ash and its ecological significance in post fire germination of Mediterranean vegetation. Ph.D. Dissertation, Tel Aviv University, Tel Aviv (in Hebrew with an English abstract).

Henig-Sever N., Eshel A. and Ne’eman G. 1996. pH and osmotic potential of pine ash as post – fire germination inhibitors. Physiologia Plantarum, 96: 71-76.

Henig-Sever N., Eshel A. and Ne’eman G. 2000. Regulation of germination of Aleppo pone (Pinus halepensis Mill.) by nitrate, ammonium and gilberelin and its role in post fire forest regeneration. Physiologia Plantarum, 97: 43-51.

Herranz J.M., Martinez-Sanchez J.J., Marin A. And Ferrandis P. 1997. Postfire regeneration of Pinus halepensis Miller in a semi-arid in Albacete province (southern Spain). Ecoscience, 4: 86-90.

Houghton J.T., Meiro Filho L.G., Callander B.A., Kattenburg A. and Maskell K. (eds) 1996. Climate Change 1995. The Second Assessment Report of the IPCC. Cambridge University Press, Cambridge.

Izhaki I. 2000. Passerine bird communities in mediterranean pine forests. In: Ecology, Biogeography and Management of Pinus halepensis and P. brutia Forest Ecosystems in the Mediterranean Basin, G. Ne’eman and L. Trabaud (eds.), Backhuys Publishers, Leiden, The Netherlands, pp. 237-250.

Izhaki I. and Ne’eman G. 2000. Soil seed banks in Mediterranean pine forests. In: Ecology, Biogeography and Management of Pinus halepensis and P. brutia Forest Ecosystems in the Mediterranean Basin, G. Ne’eman and L. Trabaud (eds.), Backhuys Publishers, Leiden, The Netherlands, pp. 177-181.

Page 71: «ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

70

Izhaki I., Henig-Sever N. and Ne’eman G. 2000. The effect of heat exposure, ash cover and microhabitat type on the germinable seed bank in Mediterranean Aleppo pine forests. Journal of Ecologie, 13: 134-141.

Καλαµποκίδης Κ. 1996. ∆ασικά Οικοσυστήµατα και Πυρκαγιές στα νησιά του Αιγαίου, Ελληνική ∆ασολογική Εταιρεία, Αξιοποίηση δασικών πόρων, Πρακτικά 7ου Πανελλήνιου Συνεδρίου, Καρδίτσα, 11-13 Οκτωβρίου 1995, σ. 552-555.

Kailidis D.S. 1990. Forest fires. Giahoudis-Giapoulis, Thessaloniki, pp. 31. Kailidis D.S. 1992. Forest fires in Greece. Seminar of Forest Fire Prevention, Land Use

and People, ECE-FAO-ILO, Athens 1991. Greek Ministry of Agriculture, General Secretariat for Forests and Natural Environment, 27-40.

Klaus W. 1989. Mediterranean pines and there history. Plant Systematics and Evolution, 162: 133-163.

Komarex E.V. 1973. Introduction to lighting ecology, Tall Timbers Fire Ecol. Conf. Proc, 13: 421-428.

Lamont B.B. 1991. Canopy seed storage and release-whats a name? Oikos, 60: 266-268. Lamont B.B., Le Maitre D.C., Cowling R.M. and Enright N.J. 1991. Canopy seed

storage in woody plants. The Botanical Review, 57: 277-317. Le Houerou H. N. 1987. Vegetation wildfires in the Mediterranean Basin: evolution and

trends. Ecologia Mediterraneae, 13: 13-24. Le Houerou H. N. 1993. Land degradation in Mediterranean Europe: can agroforestry be

apart of the solution? A prospective review. Agrofor Sys, 21: 43-61. Lev-Yadum S. 1992. Aggregated cones in Pinus halepensis. Aliso. 13: 475-485. Lev-Yadum S. 1995. Living serotinous cones in Cupressus sempervirens. International

Journal of Plant Science, 156: 50-54. Lyon L.J., Crawford H.S., Czuhai E., Frenriksen R.L., Harlow R.F., Metz L.J. and

Pearson H.A. 1978. Effects of fire on fauna. A state of knowledge review USDA, Forest Service Washington, pp. 22.

Marcalas S. and Pantelis D. 1996. Forests fires in Greece in 1993. Aristotelian University of Thessalonica. Laboratory of Forest protection. No 3/1996. Thassalonica.

Margaris N.S. 1980. Structure and dynamics of Mediterranean type vegetation. Portugaliae Acta Biologica, 16: 45-58.

Matziris D. and Cooling N.E. 1982. Differences among ten year old provenences of Pinus brutia (in Greek). Forest Research (Greece), 3: 97-121.

Μαυροµάτης Γ. 1974. Παρατηρήσεις επί της οικολογίας της ∆ασικής Βλαστήσεως της Νήσου Λέσβου. Το ∆άσος, 63-64.

Mirov N.T. 1967. The Genus Pinus. Ronald Press Co., N.Y., pp. 602. Moravec J. 1990. Regeneration of N.W. African Pinus halepensis forests following fire.

Vegetatio, 87: 29-36. Moreno J.M., Vanquez A. And Velez R.1998. Recent history of forest fires in Spain.

In: Moreno J.M. (eds), Large Fires. Backhuys Publishers, Leiden, The Netherlands, pp. 159-185.

Μουλόπουλος Χ. 1933. Παρατηρήσεις και έρευναι επί της αναγεννήσεως καοµένων δασών Pinus Halepensis Mill. (χαλεπίου πεύκης), Θεσσαλονίκη, σ.24.

Musil C.F. and de Witt D.M. 1991. Heat stimulated germination in two Restionaceae species. S.Afr. J. Bot., 57: 175-176.

Page 72: «ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

71

Nahal I. 1983. Le pin brutia (Pinus brutia Ten. Subsp. brutia), Premeiere partie. Foret Mediterranneenne, 5 : 165-172.

Nahal I. 1983. Le Pin Brutia (Pinus brutia Ten. Subsp. brutia). Premiere partie. Foret Mediterrannenne, 5: 165-171.

Nathan R. and Ne’eman G. 2000. Serotiny, seed dispersal and seed predation in Pinus halepensis. Ecology, Biogeography and Management of Pinus halepensis and P. brutia Forest Ecosystems in the Mediterranean Basin, G. Ne’eman and L. Trabaud (eds.), Backhuys Publishers, Leiden, The Netherlands, pp. 105-118.

Nathan R., Safriel U.N., Noy-Meir I. and Schiller G. 1999. Seed release without fire in Pinus halepensis, a Mediterranean serotinous wind-dispersed tree. Journal of Ecology, 87: 659-669.

Navef Z. 1973. The ecology of fire in Israel. Proc. 3rd Annu. Tall Timbers Fire Ecole Conf., pp. 131-170.

Navef Z. 1991. The role of fire in Mediterranean vegetation. Botanika Chronika, 10: 385-405.

Navef Z. 1994. The role of fire and its management in the conservation of Mediterranean ecosystems and landscapes, In: The role of fire in Mediterranean-type Ecosystems, Moreno J.M. and Oechel W.C.(eds). Ecological Studies, Springer –Verlag, 107: 163-185.

Ne’eman G. 1997. Regeneration of natural pine forest- a review of work done after 1989 fire in Mount Carmel, Israel. International Journal of Wildland, 7: 295-306.

Ne’eman G., Lahav H. and Izhaki I. 1992. The effect of burned pine trees on post fire germination and establishment. In: Plant-animal interactions in Mediterranean type ecosystems, Thanos C.A. (ed.), Proceedings of the 6th International Conference on Mediterranean Climate Ecosystems, University of Athens, Athens, Greece, pp. 361-366.

Ne’eman G., Lahav H. and Izhaki I. 1993. The resilience of vegetation to fire in an East-Mediterranean pine forest on Mount Carmel, Israel: the effect of post-fire management. In: Fire in Mediterranean ecosystems. Traubaud L. and Prodon R. (eds), Commision of the European Communities, Brussels, 127-140.

Neyisci T. 1988. A study on the germination ecology of the seeds of Pinus brutia Ten. (in Turkish). Ormancilik Arastrima Enstitusu Yanyilari, 34: 81-89.

Neyisci T. 1989. Effects of prescribed burning on soil chemical properties and subsequent seedling growth in Pinus brutia Ten. ecosystems (in Turkish). Turkish Forest Research Institute, Technical Bulletin, 225: 1-56.

Neyisci T. 1993. Ecological adaptive traits of Pinus brutia Ten. to fires. In: Papers of International Symposium on Pinus brutia Ten. Secreteriat of the Organazing Committee (eds), Ministry of Forestry (Turkey), Marmaris, 18-23 October 1993, 79-84.

Ντάφης Σ. 1986. ∆ασική οικολογία. ∆άσος και φωτιά, 214-218. Θεσσαλονίκη, σ. 443. Ντάφης Σ. 1987. Οικολογία των δασών χαλεπίου και τραχείας πεύκης. Πρακτικά

Ελληνικής ∆ασολογικής Εταιρείας. ∆άση χαλεπίου και Τραχείας πεύκης (Οικολογία – ∆ιαχείριση – Αξιοποίηση), 30/9 – 2/10/87, Χαλκίδα, 17-25.

Oznemir T. 1977. Studies on the possibilities of natural regeneration of Pinus brutia Ten. in Antalya region, Review of the Faculty of Forestry (Turkey), Marmaris, 18-23 October 1993, pp. 79-84.

Page 73: «ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

72

Panetsos C.P. 1981. Monograph of Pinus halepensis Mill. and Pinus brutia Ten., Annales Forestales (Zagreb), 9: 39-77.

Panetsos C.P. 1986. Genetics and breeding in the group halepensis. Options Mediterraneennes. Seminaire: Le pin D; Alep Et le pin brutia dans la sylviculture Meditrraneennes (15-19 April 1985, Tunisia): 81-88.

Pausas J.G. and Vallejo V.R. 1999. The role of fire in European Mediterranean ecosystems. In: Chuvieco, E. (eds), Remote Sensing of Large Wildfires in the European Mediterranean Basin. Springer, Berlin, pp. 3-16.

Pausas J.G., Ouadah N., Ferran A., Gimeno T. and Vallejo R. 2003. Fire severity and seedling establishment in Pinus halepensis woodlands, eastern Iberian Peninisula, Plant Ecology, 169: 205-213.

Piñol J. and Terradas J. 1996. Els incendis forestals al litoral mediterrani catalano-valencià en el període 1968-1995. Butlletí del Centre d'Estudis Selvatans, 4:69-96.

Piñol J., Terradas J. and Lloret F. 1998. Climatic warming hazard, and wildfire occurrence incoastal eastern Spain. Clim Change 38: 345-357.

Quezel P. and Barbero M. 1992. Le pin d’ Alep et les especes voisines: repartition et characteres ecologiques generaux, sa dynamique recent en France mediterraneenne. Foret Mediterraneenne, 12 : 158-170.

Rego F.C. 1992. Land use changes and wildfires. In: Teller A, Mathy P, Jeffers JNR (eds) Response of forest fires to environmental change. Elsevier, London, pp. 367-373.

Richardson D.M. 1988. Age structure and regeneration after fire in a self-sown Pinus halepensis forest on the Cape Peninsula, South Africa, South African Journal of Botany, 54: 140-144.

Roxo M.J., Cortesao Casimiro P., Soeiro de Brito R. 1996. Inner Lower Alentejo field site: Cereal cropping, soil degradation and desertification. In: Brandt CJ, Thornes J (eds) Mediterranean desertification and land use. J Wiley & Sons, Chichester, pp.111-135.

Rundel P.W. 1981. Fire as an ecological factor. In: Encyclopedia of plant physiology. New Series Vol. 12A. Physiological plant ecology I. Lange O.L., nobel P.S., Osmond C.B. & Ziegler H. (eds), Springer-Verlang, Berlin, Heindelberg, New York, 501-538.

Saracino A. and Leone V. 1993. Natural regeneration 2 and 4 years after fire of Pinus halepensis Miller in dunal environment. In: Fire in Mediterranean Ecosystems. Traubaud L. and Prodon R. (eds), Commission of European Communities, Brussels, 141-150.

Saracino A. and Leone V. 1993. The ecological role of fire in aleppo pine forests: overview of recent research. Proceedings of the 2nd International Conference on Forest Fire Research, Vol. II, Coimbra, Portugal, pp. 887-897.

Saracino A., Leone V. and De Natale F. 1993. Permanent plots for the study of natural regeneration after fire of Pinus halepensis Miller in dunal environment. Annali di Botanica (Roma), 51: 209-217.

Saracino A., Pacella R., Leone V. and Borghetti M. 1997. Seed dispersal and changing seed characteristics in a Pinus halepensis Mill. Forest after fire. Plant Ecologie, 130: 13-19.

Page 74: «ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

73

Schiller G. 1978. Factors involved in natural regeneration of Aleppo pine. Ph.D. Thesis, Tel Aviv University, Tel Aviv, Israel (in Hebrew with English abstract).

Schiller G. 2000. Inter-and intra-spesific genetic diversity of Pinus halapensis Mill. and P. brutia Ten. In: Ne’eman G. and Traubaud L. (eds), Ecology Biogeography and Management of Pinus halepensis and P. brutia Forest Ecosystems in the Mediterrenean Basin, Backhuys Publishers, Leiden, pp. 13-35.

Scordilis A. and Thanos C.A. 1995. Seed stratifactin and germination strategy in the Mediterranean pines Pinus brutia and P. halepensis. Seed Science Research, 5: 151-160.

Sefik Y. 1965. Studies on the cone and the seed of Pinus brutia (Pinus brutia Ten. ) (in Turkish), Orman Genel Mudurlugu Yayinlaridan, 420: 1-93.

Selik M. 1958. Botanical investigations on Pinus burtia Ten., especially in comparison with Pinus halepensis Mill. Review of the faculty of Forestry, University of Istanbul, 8: 161-198.

Σκορδίλης Α.Ι. 1992. Εργαστηριακή και Οικοφυσιολογική µελέτη της φύτρωσης των σπερµάτων και της ανάπτυξης των αρτίβλαστων στα είδη Pinus brutia και P. halepensis. ∆ιδακτορική ∆ιατριβή. Πανεπιστήµιο Αθηνών. Αθήνα, σ. 199.

Spanos I.A. 1994. Natural regeneration of Pinus brutia in north-west areas of Thasos Island, burned in 1989 (in greek). Geotechnika Epistimonika Themata (Greece), 4: 33-39.

Spanos I.A., Daskalakou E.N. and Thanos C.A. 2000. Postfire, natural regeneration of Pinus brutia forests in Thasos Island, Greece. Acta Oecologica, 21:13-20.

Stone E.C. and Juhren G. 1951. The effect of fire on the germination of the seed of Rhus ovata Wats. Amer. J. Bot., 38: 386-372.

Stone E.L. and Stone M.H. 1954. Root collar sprouts in pine. Journal of Forestry, 52: 487-491.

Taylor A.R. 1973. Ecological aspects of lighting in forests, Proc. 3rd Annu. Tall Timbers Fire Ecole Conf., pp 455-482.

Thanos C.A. 2000. Ecophysiology of seed germination in Pinus halepensis and P. brutia. In: Ecology, Biogeography and Management of Pinus halepensis and P. brutia Forest Ecosystems in the Mediterranean Basin, G. Ne’eman and L. Trabaud (eds.), Backhuys Publishers, Leiden, The Netherlands, pp. 37-50.

Thanos C.A. and Daskalakou E.N. 2000. Reproduction in Pinus halepensis and P. brutia. In: Ne’eman G. and Trabaud L. (eds), Ecology, Biogeography and management of P. halepensis and P. brutia forest ecosystems in the Mediterranean basin, Backhuys Publisher, Leiden, pp. 79-90.

Thanos C.A. and Georghiou K. 1988. Ecophysiology of fire-stimulated seed germination in Cistus incanus ssp. creticus (L.) Heywood and C. salvifolius L., Plant Cell and Environment, 11: 841-849.

Thanos C.A. and Marcou S. 1991. Post-fire regeneration in Pinus brutia forest ecosystems of Samos island (Greece): 6 years after. Acta Oecologica/Oecologia Plantarum, 12: 633-642.

Thanos C.A. and Marcou S. 1993. Natural regeneration of Pinus brutia forests in Samos island. Key events during the first 10 years of the postfire period. In: Papers of international Symposium on Pinus brutia Ten. Secretariat of the Organizing

Page 75: «ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

74

Committee (eds), Ministry of Forestry (Turkey), Marmaris, 18-23 October 1993, 176-183.

Thanos C.A. and Skordilis A. 1987. The effects of light, temperature and osmotic stress on the germination of Pinus halepensis and P. brutia seeds. Seed Science and Technologie., 15: 163-174.

Thanos C.A. and Skordilis A. 1987. The effects of light, temperature and osmotic stress on the germination of Pinus halepensis and P. brutia seeds. Seed Science and Technology, 15: 163-174.

Thanos C.A., Daskalakou E.N. and Nikolaidou S. 1996. Early postfire regeneration of Pinus halepensis forest at Mount Parnes Attica, Greece, Journal of Vegetation Science 7: 273-280.

Thanos C.A., Georghiou K., Kadis C. and Pantazi C. 1992. Cistaceae: A plant family with hard seeds. Israel Journal of Botany, 41: 251-263.

Thanos C.A., Marcou S., Christodoulakis D. and Yannitsaros A. 1989. Early post-fire regeneration in Pinus brutia forest ecosystems of Samos island (Greece). Acta Oecologica/Oecologia Plantarum, 10: 79-94.

Thanos C.A., Skordilis A. and Daskalakou E.N. 1995. Comperative ecophysiological study of the postfire regeneration of Mediterranean pines (in Greek). Technical Report of Research Project PENED 91/824, Athens.

Torn M.S. and Fried J.S. 1992. Predicting the impacts of global warming on wildland fire. Clim Change, 21: 257-274.

Trabaud L. 2000. Post-fire regeneration of Pinus halepensis forests in the West Mediterranean. In: Ecology, Biogeography and Management of Pinus halepensis and P. brutia Forest Ecosystems in the Mediterranean Basin, G. Ne’eman and L. Trabaud (eds.), Backhuys Publishers, Leiden, The Netherlands, pp. 257-268.

Trabaud L., Martinez-Sanchez J.J., Ferrandis P., Gonzalez-Ochoa A.I. and Herranz J.M. 1997. Above-ground vegetation and soil seed bank-The contribution to the cyclical stability of a mixed pine forest of Pinus halepensis and P. pinaster. Canadian Journal of Botany, 75: 1012-1021.

Traubaud L., 1987. Fire and survival traits of plants. In: The role of fire in ecological systems. Traubaud L. (eds), SPB Academic Publishing. The Hague, pp.65-89.

Traubaud L., 1988. Survie de jeunes plantule de pin d’ Alep apparues apres incendie. Studia oecologica, 5: 161-170.

Traubaud L., Grosman J. and Walter T. 1985a. Recovery of burnt Pinus halepensis Mill. Forests. I. Understorey and litter phytomass development after wildfire. Forest Ecology and Management, 12: 269-277.

Traubaud L., Michels C. and Grosman J. 1985b. Recovery of burnt Pinus halepensis Mill. Forests. II. Pine reconstitution after wildfire. Forest Ecology and Management, 13: 167-179.

Traudaud L. 1981. Man and fire: impacts on Mediterranean vegetation. In: Mediterranean type shrublands, F. di Castri, D.W. Goodall and K.L. Specht (eds), Elsevier Science Publ. Co. Amsterdam, pp. 523-537.

Τσιτώνη Θ. 1991. Ανάλυση δοµής και συνθήκες φυσικής αναγέννησης µετά από πυρκαγιά στα δάση χαλεπίου πεύκης της Κασσάνδρας Χαλκιδικής. ∆ιδακτιρική ∆ιατριβή. Πανεπιστήµιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη, σ. 144.

Page 76: «ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

75

Tsitsoni T. 1997. Conditions determining natural regeneration after wildfires in the Pinus halepensis (Miller 1768) forests of Kassandra Peninsula (North Greece). Forest Ecology and Management, 92: 199-208.

Tsitsoni T., Ganatsas P., Zagas T. and Tsakadimi. 2004. Dynamics of postfire regeneration of Pinus brutia Ten. in an artificial forest ecosystem of northern Greece. Plant Ecology, 171: 165-174.

Verroios G. and Georgiadis T. 2002. Postfire vegetation succession: The case of Aleppo pine (Pinus halepensis Miller) forests of Northen Achaia (Greece), Fresenius Environmental Bulletin, 11: 186-193.

Vogl R.J. 1973. Ecology of knobcome pine in the Santa Ana mountains, California. Ecological Monographs, 43: 125-143.

Walter H. 1977. Effects of fires on wildfire communities, In: H.A. Mooney and C.E. Conrad (eds.), Proc. Symp. On the environmental consequences of fire and fuel management in Mediterranean ecosystems, USDA forest Service, Washington, pp. 183-192.

Xanthopoulos G. 2000. The 1998 forest season in Greece: A forest fire expert account. International Forest Fire News. No. 20. March 1999.

Young J.A. and Young C.G. 1992. Seeds of woody plants in North America. Diocsorides Press, Portland, Oregon, pp. 407.

Υπουργείο Ανάπτυξης και Τροφίµων, ΓΓ∆ΦΠ. 1992. Αποτελέσµατα πρώτης Εθνικής Απογραφής ∆ασών, Αθήνα, σ.134.

Zagas T. 1987. Research of the natural regeneration of Pinus halepensis after a forest fire in the Mountain Pateras area (in Greek), Sci. Ann. Dept. For. Nat. Envir. Aristotle Univ. Thessaloniki, 30: 301-327.