Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

54
qwφιertyuiopasdfghjklzxερυ υξnmηqσwωψerβνtyuςiopasdρf ghjklzxcvbnmqwertyuiopasdf ghjklzxcvbnφγιmλιqπςπζαwωe τrtνyuτioρνμpκaλsdfghςjklz xcvλοπbnαmqwertyuiopasdfgh jklzxcvbnmσγqwφertyuioσδφp γρaηsόρωυdfghjργklαzxcvbnβ φδγωmζqwertλκοθξyuiύασφdfg hjklzxcvbnmqwertyuiopaβsdf ghjklzxcεrυtγyεuνiιoαpasdf ghjklzxcηvbnασφδmqwertασδy uiopasdfασδφγθμκxcvυξσφbnm σφγqwθeξτσδφrtyuφγςοιopaασ δφsdfghjklzxcvασδφbnγμ,mqw ertyuiopasdfgασργκοϊτbnmqw ertyσδφγuiopasσδφγdfghjklz Bασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας Επιμέλεια : Περήφανου Κλειώ

Transcript of Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Page 1: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

qw ertyuiopasdfghjklzx nmφι ερυυξ ηq w er tyu iopasd fghjklzxcvbσ ωψ βν ς ρnmqwertyuiopasdfghjklzxcvbn mφγι

q w e rt yu io p a sλι πςπζα ω τ ν τ ρνμ κ λdfgh jklzxcv bn mqwertyuiopasς λοπ αdfghjklzxcvbnm qw ertyuio pσγ φ σδφ

a s dfghj kl zxcvbnγρ η όρωυ ργ α βφδγm qwert yui dfghjklzxcω ζ λκοθξ ύασφ

vbnmqwertyuiopa sdfghjklzxc r tβ ε υ γy u i o pasdfghjklzxc vbn mqε ν ι α η ασφδwert yuiopasdf xcvασδ ασδφγθμκ υξ

bnm qw e rtyu oσφ σφγ θ ξτσδφ φγςοιpa sdfghjklzxcv bn ,mqασδφ ασδφ γμwertyuiopasdfg bnmqwertασργκοϊτy uiopas dfghjklzxσδφγ σδφγ σδδγσ

cvbnmqwertyuio pasdfghjkφγ βκσλπlzxcvbnmqwertyuiopasd lzxcvγαεορbnmqwertyuiopasdfghjkαεργαεργα

qwertyuiopasdfghjklzx mγρ ασδφ οιηuio vbnmqwertyuξηωχψφσ ψασεφγ

B ασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής

γλώσσας

Επιμέλεια :Περήφανου Κλειώ

Page 2: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας

ἄβατος = ο μη βατός, αδιάβατος, απαραβίαστος.ἀβέβαιος = ασταθής, άστατος.ἀβίωτος = ανυπόφορος× ἀβίωτόν ἐστι τινί = ο βίος είναι ανυπόφορος σε κάποιον.ἀβοητί = χωρίς βοή.ἀβουλεύω = δεν θέλω να…ἀβουλία = έλλειψη σκέψεως, απερισκεψία.ἄβουλος = αυτός που δεν θέλει, απερίσκεπτος.ἀβούλως = απερίσκεπτα, ασύνετα.ἁβρός = λεπτός, χαριτωμένος, κομψός.ἀγαθός = καλός, ευγενής, ανδρείος× ἀγαθά φρονῶ = έχω καλά αισθήματα× ἀγαθά πάσχω = ευεργετούμαι. ἄγαμαι = θαυμάζω, επαινώ.ἄγαν = πολύ.ἀγαπάω – ῶ= αγαπώ, αρκούμαι σε κάτι.ἀγαπητῶς = πρόθυμα, με χαρά, αρκετά.ἀγγελία (ἄγγελος) = είδηση, αγγελία.ἀγγέλλω = αναγγέλλω.ἄγγελος = αγγελιοφόρος.ἀγνοέω – ῶ = αγνοώ.ἄγνοια = άγνοια, αμάθεια.ἀγνωμονέω – ῶ = ενεργώ ασύνετα.ἀγνωμόνως = αναίσθητα.ἀγνωμοσύνη = αναισθησία, δυσμένεια.ἀγνώμων = αναίσθητος, απερίσκεπτος.ἀγνωσία = άγνοια, αφάνεια.ἀγνώς -ῶτος = άγνωστος.ἄγονος(ἀ+γονή) = άκαρπος, στείρος, άτεκνος.ἀγορά = συγκέντρωση, τόπος συνελεύσεως× ἀγοράν παρέχω = παρέχω τρόφιμα προς αγορά.ἀγορεύω = δημηγορώ× κακῶς ἀγορεύω = κακολογώ.ἀγχιστεία = συγγένεια.ἄγω = οδηγώ, φέρω× ἄγω εἰρήνην = έχω ειρήνη× σχολήν ἄγω = σχολάζω× ἡσυχίαν ἄγω = ησυχάζω× ἄγω καί φέρω = λεηλατώ.ἄγω εἰς δίκην = σύρω στο δικαστήριο.

Περήφανου Κλειώ2.

Page 3: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας

ἄγομαι φόνου = κατηγορούμαι για φόνο.ἀγών = αγώνας, μάχη, άμιλλα, στάδιο, δίκη.μέγας ἀγών = σπουδαία δίκη× καθίστημί τινα εἰς ἀγῶνα = μπλέκω κάποιον σε δίκη× ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής δυνάμεως.ἀγωνίζομαι = διεξάγω αγώνα.ἀγωνίζομαι περί τοῦ σώματος = διεξάγω δικαστικό αγώνα περί ζωής ή θανάτου.ἀγώνισμα = αγώνας, ανδραγάθημα, κατόρθωμα.ἄδηλος = μη φανερός, αφανής.ἀδιάλλακτος = αυτός που δεν συμφιλιώνεται.ἀδικέω – ῶ = αδικώ, βλάπτω.ἀδίκημα = άδικη πράξη.ἀδόκιμος = άσημος.ἀδολεσχῶ = φλυαρώἀδοξέω-ῶ = δεν έχω καλή φήμη.ἀδοξία = κακή φήμη, ασημότητα.ῦδοξος = αφανής, άσημος.ἀδυναμία & ἀδυνασία = αδυναμία.ἀδυνατέω – ῶ = δεν μπορώ.ἀδωροδόκητος & ἀδωροδόκος = αυτός που δεν δέχεται δώρα.Ἀθήναζε = προς Αθήνα× Ἀθήνηθεν = από την Αθήνα× Ἀθήνησι = στην Αθήνα (στάση).ἆθλον = έπαθλο, βραβείο× ἆθλα τίθεται = προκηρύσσονται βραβεία.ἀθρέω -ῶ = εξετάζωἀθροίζω = συγκεντρώνω.ἀθρόος = συγκεντρωμένος, πυκνός.ἀθυμέω – ῶ = χάνω το θάρρος μου, στενοχωρούμαι.ἀθυμία = απογοήτευση, έλλειψη θάρρους.ἀθύμως έχω = χάνω το θάρρος μου.αἰδέομαι-οῦμαι = ντρέπομαι, σέβομαι.αϊδιος = αιώνιος.αἰδώς = ντροπή, σεβασμός.αἰκίζομαι = κακοποιώ, βλάπτω.αἰνέω-ῶ = εγκωμιάζω, εγκρίνω.αἰνίττομαι = μιλώ αινιγματικά, υπονοώ.αἱρεσις = άλωση, κατάληψη, εκλογή, προτίμηση.αἱρεσιν δίδωμι = παρέχω το δικαίωμα της εκλογής.αἱρεσιν λαμβάνω = έχω το δικαίωμα της εκλογής.αἱρέω-ῶ = λαμβάνω, συλλαμβάνω, κυριεύω.

Περήφανου Κλειώ3.

Page 4: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας

αἱροῦμαι = εκλέγω, προτιμώ, εκλέγομαι× δίκην (γραφήν) αἱρῶ = κερδίζω δίκη.αἴρω = υψώνω, μεταφέρω, απομακρύνω.αἴρομαι = υψώνομαι.αἴρω τεῖχος = υψώνω τείχος× αἴρω τάς ναῦς = απομακρύνω τα πλοία× αἴρω ταῖς ναυσί= αποπλέω× αἴρω τῷ στρατῷ = ξεκινώ.αἴρομαι κίνδυνον (πόλεμον) = αναλαμβάνω τον κίνδυνο (τον πόλεμο).αἰσθάνομαι = αντιλαμβάνομαι, μαθαίνω.αἰσχρός = επονείδιστος.αἰσχύνη = ντροπή.αἰσχύνω = ασχημίζω, ντροπιάζω.αἰσχύνομαι = ντρέπομαι, σέβομαι.αἰτέω-ῶ & αἰτοῦμαι = ζητώ, παρακαλώ.αἰτία = αιτία, αφορμή, κατηγορία× αἰτίαν ἔχω (ὑπέχω) = κατηγορούμαι× τήν ατίαν ἔχω τινά =κατηγορώ× ἀπολύω τινά τάς αἰτίας = απαλλάσσω κάποιον από την κατηγορία.αἰτιάομαι-ῶμαι = κατηγορώ.αἰών = ζωή, αιώνας× ὁ σύμπας αἰών = αιωνιότητα.ἀκμάζω = είμαι ακμαίος× ὁ σῖτος ἀκμάζει = είναι ώριμος.ἀκμή = ακμή, αιχμή.ἀκολασία = ασωτία.ἀκονιτί/εί = χωρίς κόπο, χωρίς αγώνα.ἀκούω = ακούω× εὖ ἀκούω = επαινούμαι× κακῶς ἀκούω = κακολογούμαι.ἄκρα = ακρωτήριο.ἀκραιφνής (< ἀκεραιος + φαίνομαι) = ειλικρινής, ολόκληρος.ἀκρασία = ακολασία, ακράτεια.ἀκρατής = αχαλίνωτος, ο μη εγκρατής.ἀκρισία = σύγχυση.ἄκριτος = συγκεχυμένος.ἀκροάομαι-ῶμαι = ακούω.ἄκρον = κορυφή, ακρωτήριο.ἄκων = χωρίς τη θέληση.ἀλγέω-ῶ = πονώ, θλίβομαι.ἀλγηδών = πόνος, θλίψη.ἄλγος = πόνος, θλίψη.ἀλήτης = περιπλανώμενος.ἁλίσκομαι = κυριεύομαι, συλλαμβάνομαι, καταδικάζομαι.ἄλκιμος = ρωμαλέος, ανδρείος.ἀλλάτω = αλλάζω, μεταβάλλω, ανταλλάσσω.

Περήφανου Κλειώ4.

Page 5: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας

ἀλλαχῆ-ἀλλαχοῦ-ἀλλαχόθι-ἄλλοθι = αλλού.ἀλλαχόθεν = από αλλού.ἀλλαχόσε-ἄλλοσε = σε άλλο μέρος.ἅλλομαι = πηδώ.ἀλλότριος = ξένος× τα’ ἀλλότρια = ξένες υποθέσεις× ἀλλοτρίως ἔχω ή διάκειμαι πρός τινα = έχω εχθρικές διαθέσεις.ἀλλόφυλος = αλλοεθνής.ἄλογος = παράλογος, ακατανόητος.ἀλῶμαι = περιπλανιέμαιἅλωσις = κατάκτηση, καταδίκη.ἁλωτός (< ἁλίσκομαι) = αυτός που μπορεί να κυριευθεί, κατακτηθεί.ἅμα = αμέσως, συγχρόνως, μαζί.ἀμαθία & ἀμάθεια = άγνοια.ἁμαρτάνω = αποτυγχάνω, σφάλλομαι.ἁμάρτημα = σφάλμα, αδίκημα.ἁμαρτία = αποτυχία, σφάλμα.ἀμέλεια = αδιαφορία.ἀμελέω-ῶ = παραμελώ, αδιαφορώ.ἀμελής = αδιάφορος.ἀμηχανία = απορία, στενοχώρια.ἀμήχανος = δυσεύρετος, δύσκολος.ἄμιλλα = συναγωνισμός, αγώνας.ἀμνημονέω-ῶ = λησμονώ.ἀμνήμων -ονος = αυτός που λησμονεί.ἀμύνω = βοηθώ, αποκρούω, αγωνίζομαι για κάποιον.ἀμύνομαι = αποκρούω.ἀμφότεροι & ἄμφω = και οι δύο.ἀμβισβητῶ = φιλονικώ, διεκδικώ.ἀναβαίνω = ανεβαίνω.ἀναβάλλω = αναβάλλω.ἀναβολή = αναβολή, καθυστέρηση.ἀναγγέλλω = αναγγέλλω.ἀναγορεύω = ανακηρύττω, διακηρύττω.ἀνάγω = μεταφέρω, οδηγώ προς τα άνω× ἡ ναῦς ἀνάγεται = το πλοίο βγαίνει στο ανοικτό πέλαγος.ἀναγωγή = απόπλους, οδήγηση πλοίου στα ανοιχτά.ἀνάδοτος = ο επιστρεφόμενος.ἀναιρέω-ῶ & ἀναιροῦμαι = σηκώνω, λαμβάνω, περισυλλέγω και θάβω, καταστρέφω, αφαιρώ× ἀνεῖλεν (ἡ Πυθία ἤ ὁ θεός) = χρησμοδότησε.ἀναλγησία = αναισθησία.ἀνάλγητος = αναίσθητος, σκληρός.

Περήφανου Κλειώ5.

Page 6: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας

ἀναλίσκω & ἀναλόω-ῶ = δαπανώ.ἀναμένω = αναμένω, υπομένω.ἀναμιμνήσκω = υπενθυμίζω× ἀναμιμνήσκομαι = θυμάμαι.ἀνάντης = ανηφορικός.ἀναπείθω = μεταπείθω× ἀναπείθομαι = αλλάζω γνώμη.ἀνάριστος = νηστικός.ἀνασκοπέω-ῶ = επιθεωρώ, παρατηρώ.ἀνάστατος = ο διωγμένος από την πατρίδα× ἀνάστατος γίγνομαι = ερημώνομαι, καταστρέφομαι× ἀνάστατον ποιῶ = ερημώνω, καταστρέφω.ἀναστρέφω = ανατρέπω, γυρίζω πίσω× ἀναστρέφομαι = κάνω στροφή.ἀναστροφή = επιστροφή, περιστροφή.ἀναχωρέω-ῶ = υποχωρώ.ἀνεπιτήδειος = ακατάλληλος, εχθρικός.ἀνδραποδίζω = καθιστώ κάποιον δούλο.ἀνδράποδον = δούλος.ἀνείργω = εμποδίζω.ἀνεπιτήδειος = ακατάλληλος, ανίκανος.ἀνέχω = κρατώ ψηλά, ανυψώνω× ἀνέχομαι = ανέχομαι, τολμώ, υποφέρω.ἀνήκεστος = αγιάτρευτος, ανεπανόρθωτος.ἀνθίστημι = στήνω αντιθέτως× ἀνθίσταμαι = εναντιώνομαι.ἀνθρώπειος = ανθρώπινος.ἀνία = θλίψη, πόνος, πλήξη.ἀνιαρός = ενοχλητικός, θλιβερός.ἀνιάω-ῶ = προξενώ λύπη× ἀνιῶμαι = λυπούμαι, στενοχωρούμαι.ἀνίημι = αφήνω, χαλαρώνω.ἀνίστημι = σηκώνω, μετακινώ× ἀνίσταμαί τινι = σηκώνομαι για να επιτεθώ εναντίον κάποιου× ἀνίσταμαι ὑπό τινος = διώχνομαι.ἄνοια = μωρία, ανοησία.ἀνοικίζω = ανοικοδομώ, μετοικίζω κάποιον, ερημώνω.ἀνοικίζομαι = εγκαθίσταμαι στο εσωτερικό μιας χώρας, μετοικώ στα μεσόγεια.ἀνοιμώζω = στενάζω, θρηνώ.ἀνομία = παρανομία.ἄνομος = παράνομος, χωρίς νόμο.ἀνορθόω-ῶ = αποκαθιστώ, επανορθώνω.ἄνους = ανόητος.ἀνταγορεύω = αντιλέγω.ἀνταγωνίζομαι = συναγωνίζομαι.ἀντιδικέω-ῶ = ανταποδίδω την αδικία.

Περήφανου Κλειώ6.

Page 7: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας

ἀνταίρω = ανθίσταμαι.ἀντανάγω = εκπλέω, επιτίθεμαι, βγαίνω στο πέλαγος.ἀνταποδίδωμι = ανταποδίδω.ἀνταπόλλυμι = αντεκδικούμενος καταστρέφω.ἀντεκπέμπω = στέλνω κι εγώ εναντίον κάποιου.ἀντεξάγω = εξάγω στράτευμα εναντίον εχθρού.ἀντεπάγω = οδηγώ στρατό εναντίον εχθρού.ἀντεπιτίθημι = κάνω αντεπίθεση.ἀντέχω = διαρκώ, παρατείνομαι× ἀντέχομαί τινος = είμαι προσκολλημένος σε κάτι.ἀντιβαίνω = βαδίζω εναντίον.ἀντιβοηθέω-ῶ = ανταποδίδω τη βοήθεια.ἀντιδίδωμι = ανταποδίδω, ανταλλάσσω.ἀντιδικία = φιλονικία.ἀντίδικος = αντίπαλος σε δίκη.ἀντικαταλλάσσω = ανταλλάσσω, συμφιλιώνομαι.ἀντικόπτω = αντικρούω, αντιστέκομαι.ἀντιλέγω = αντιλέγω, φιλονικώ.ἀντίος = αντιμέτωπος.ἀντιπαραβάλλω = συγκρίνω.ἀντιπαρατάσσω = παρατάσσω απέναντι κάποιου.ἀντιπαρέρχομαι = πορεύομαι παράλληλα.ἀντιπάσχω = κι εγώ παθαίνω κακό.ἀντιπέμπω = στέλνω εναντίον.ἀντιποιέω-ῶ = ανταποδίδω κάτι καλό ή κακό× αντιποιοῦμαι τινος τινί = προβάλλω αξιώσεις σε κάποιον για κάτι, προβάλλω δικαιώματα.ἀντίπορος = αντικρινός.ἀντίπρωρος = αντιμέτωπος× νῆες ἀντίπρωροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχία.ἀντιτάσσω = παρατάσσω εναντίον κάποιου.ἀντιτίθημι = αντιτάσσω.ἀνυδρία = ξηρασία.ἀνυπόδητος = χωρίς υποδήματα.ἀνύτω & ἀνύω = τελειώνω, κατορθώνω, διανύω.ἄνωθεν = εκ των άνω× οἱ ἄνωθεν = οι πρόγονοι.ἀνωμοτί = χωρίς όρκο.ἀνώμοτος = αυτός που δεν ορκίσθηκε.ἀνωφερής = ανηφορικός.ἄξιος(< ἄγω) = άξιος× πολλοῦ ἄξιος = αξιόλογος× πλείονος ἄξιος = χρησιμότερος× οὐδενός ἄξιος = ασήμαντος× σῖτος ἄξιος = σίτος φθηνός.

Περήφανου Κλειώ7.

Page 8: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας

ἀξιόχρεως = αξιόπιστος.ἀξιόω-ῶ = θεωρώ κάποιον άξιο, έχω τη γνώμη.ἀξύμφορος = επιζήμιος.ἀπαγγέλλω = αναγγέλλω× ἀπαγγέλλω πόλεμον = κηρύττω πόλεμο.ἀπαγορεύω = απαγορεύω.ἀπαγορεύω + κατηγ. μετοχή = εξασθενώ, κουράζομαιἀπάγω = απομακρύνω, οδηγώ, προσάγω στο δικαστήριο ή δεσμωτήριο.ἀπαθής = αναίσθητος, αβλαβής, χωρίς ατύχημα.ἀπαλλάττω = απαλλάσσω, απολύω× ἀπαλλάττομαι = αποχωρώ.ἀπανίσταμαι = μεταναστεύω.ἀπαντάω-ῶ = συναντώ, αποκρίνομαι, ανθίσταμαι, αντιμετωπίζω.ἄπαξ = μία φορά.ἀπειθέω-ῶ = δεν υπακούω.ἀπειθής = ανυπάκουος.ἄπειμι = είμαι μακριά, απουσιάζω.ἄπειρος = χωρίς δοκιμή, άπειρος, αμαθής.μηδενός ἀπείρως ἔχω = τίποτε δεν αφήνω αδοκίμαστο.ἀπελαύνω = εξορίζω, απομακρύνω.ἀπεχθάνομαι = μισούμαι.ἀπέχθεια = αντιπάθεια.ἀπεχθής = μισητός, δυσάρεστος, εχθρικός.ἀπέχω-ομαι = απέχω.ἀπίθανος = απίστευτος, μη πειστικός.ἀπιστέω-ῶ = δυσπιστώ, αμφιβάλλω.ἀπιστία = δυσπιστία, καχυποψία.ὡς ἀπλῶς εἰπεῖν = για να πω γενικά.ἀποβάλλω = απορρίπτω.ἀπογιγνώσκω = απελπίζομαι, αθωώνω.ἀποδείκνυμι = καθιστώ γνωστό, αποδεικνύω.ἀποδίδωμι = επιστρέφω, ανακοινώνω× ἀποδίδωμι τά ὁνόματα = ανακοινώνω τα ονόματα.ἀποθνῄσκω = πεθαίνω, φονεύομαι.ἀποικίζω = ιδρύω αποικία.ἀποκάμνω = κουράζομαι, παραμελώ.αποκνέω-ῶ = διστάζω, φοβούμαι× ἀποκνῶ τόν πλοῦν = από φόβο αναβάλλω την εκστρατεία.ἀποκτείνω = σκοτώνω, θανατώνω.ἀπολαμβάνω = παίρνω, δέχομαι, αποκλείω.ἀπολαύω = καρπούμαι, απολαμβάνω.ἀπολείπω = αφήνω πίσω, εγκαταλείπω.

Περήφανου Κλειώ8.

Page 9: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας

ἄπολις,-ιδος = εξόριστος, ο χωρίς πατρίδα× ἄπολις γίγνομαι = χάνω την πατρίδα μου.ἀπόλλυμι = χάνω, φονεύω, καταστρέφω.ἀπολύω = λύνω, ελευθερώνω, αθωώνω× ἀπολύομαι αἰτίας ή βλασφημίας ή διαβολάς = ανασκευάζω κατηγορίες ή κακολογίες ή συκοφαντίες.ἄπονος = άκοπος, οκνηρός.ἀπορία = δυσκολία, έλλειψη× εἰς απορίαν καθίσταμαι = περιέρχομαι σε δύσκολη θέση× ἀπόρως ἔχω(διάκειμαι – διατίθεμαι) = βρίσκομαι σε αμηχανία.ἄπορος = δύσβατος, δύσκολος, ο μη έχων πόρους (φτωχός)ἀποσπάω-ῶ = αποχωρίζω, αποσπώ, αποσύρω.ἀπόστασις = αποστασία, επανάσταση.ἀποστάτης = δραπέτης, λιποτάκτης, επαναστάτης.ἀποτέμνω = αποκόπτω.ἀποφαίνω = φανερώνω, αποδεικνύω.ἀποφαίνομαι = λέγω τη γνώμη μου, προτείνω.ἀποψηφίζομαι = αθωώνω, λαμβάνω αντίθετη απόφαση.ἀπραγμοσύνη = νωθρότητα, οκνηρία.ἀπράγμων-ονος = νωθρός, φιλήσυχος.ἀπραξία = αδρανεια.ἀπροφάσιστος = πιστός, ειλικρινής.πόλεμος ἀπροφύλακτος = χωρίς τη δυνατότητα προφυλάξεως× ἄπτομαι τῶν πολιτικων πραγμάτων = αναμιγνύομαι στα πολιτικά× ἀπτομαι τοῦ πολέμου = αρχίζω τον πόλεμο.ἀργία = ανάπαυση, οκνηρία, απραξία.ἀργός = άεργος, αδρανής.ἀρέσκω = είμαι αρεστός× ἀρέσκομαι = είμαι ικανοποιημένος από κάτι.ἀρετή = ανδρεία, ικανότητα, υπεροχή.ἀριθμέω-ῶ = μετρώ, υπολογίζω.ἀριστάω-ῶ = προγευματίζω.ἀριστοκρατία = αριστοκρατικό πολίτευμα.ἀριστοποιοῦμαι = γευματίζωἄριστον = πρόγευμα.ἀρμόττω = συναρμόζω, αρμόζω.ἄρρηκτος = αδιάρρηκτος.ἀρρωστία = νόσος, ασθένεια, απροθυμία.ἄρρωστος = ασθενής, νωθρός, απρόθυμος× ἀρρωστότερος γίγνομαι = δείχνομαι λιγότερο πρόθυμος.ἀρχή = έναρξη, εξουσία, κράτος.

Περήφανου Κλειώ9.

Page 10: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας

ἄρχω = κάνω αρχή, αρχίζω, κυβερνώ× ὁ ἄρχων = ο αρχηγός× τό ἄρχειν = η εξουσία× ἄρχομαι = αρχίζω, εξουσιάζομαι.ἀρωγή = βοήθεια.ἀρωγός = βοηθός.ἀσθένεια = εξασθένηση, αδυναμία.ἄσμενος= (επιρρ. κτγρ) ευχαρίστως.ἀσινῶς = χωρίς ζημιάἄσιτος = νηστικός.ἄσπονδος = χωρίς συνθηκολόγηση.ἀσταθής = αβέβαιος, ασταθής.ἀστασίαστος = ο μη ταρασσόμενος από στάσεις.ἀτακτέω-ῶ = περνώ άτακτο βίο.ἀταξία = ακαταστασία, απειθαρχία.ἀτιμάζω = δεν τιμώ, βρίζω, προσβάλλω.ἄτιμος = αυτός που στερήθηκε τα πολιτικά του δικαιώματα.ἀτιμόω-ῶ = αφαιρώ από κάποιον δικαιώματα.ἀτραπός = οδός, μονοπάτι.ἀτυχέω-ῶ = αποτυγχάνω, νικιέμαι.αὐθάδεια = θράσος.αὐθάδης = θρασύς.αὖθις = πάλι, πίσω, στο μέλλον.αὐλίζομαι = κατασκηνώνω, διανυκτερεύω στην ύπαιθρο.αὐτίκα = αμέσωςαὐτοβοεί = με τον πρώτο αλαλαγμό της εφόδου.αὐτοκράτωρ = με πλήρη εξουσία.αὐτόματος = αυτόματα, αυθόρμητα× αὐτόματος θάνατος = ο φυσικός θάνατος.αὐτονομία = πολιτική ανεξαρτησία.αὐτόνομος = αυτοδιοίκητος.αὐτόχθων-ονος = γηγενής, ντόπιος.ἀφαιρέω-ω & ἀφαιροῦμαι = αφαιρώ.ἀφανής = αόρατος, άσημος, σκοτεινός.ἀφηγέομαι-οῦμαι = οδηγώ, εξηγώ.ἀφίημι = αφήνω, ελευθερώνω, αθωώνω.ἀφικνέομαι-οῦμαι = φθάνω, έρχομαι. ἀφικνοῦμαι σκοταῖος = φτάνω τη νύχτα, στο σκοτάδι.ἀφίστημι = απομακρύνω, εμποδίζω.ἀφίσταμαι = απέχω, αποφεύγω, αποστατώ, επαναστατώ.ἀφορμαί = τα μέσα, οι πόροι.ἀφροσύνη = απερισκεψία.ἄφρων-ονος = ανόητος, παράφρων.

Περήφανου Κλειώ10.

Page 11: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας

ἀχαριστία = αγνωμοσύνη.ἄχθομαι = αγανακτώ, στενοχωρούμαι.ἄχθος = βάρος, λύπη.

βαίνω = βαδίζω, πορεύομαι.βάλλω = ρίχνω, χτυπώ, ρίχνω(ακόντιο)από μακριά.βάρβαρος = ο μη ελληνικός, ο ξένος.βαρύς εἰμί τινι = είμαι ενοχλητικός σε κάποιον.βαρέως φέρω = δυσανασχετώ.βέβαιος = σταθερός, ασφαλής.βιάζομαι = πιέζομαι, καταβάλλομαι, εξαναγκάζομαι.βιάζομαι τόν ἔκπλουν = περνώ με βία το στόμιο του λιμένα.βίος = βίος, περιουσία, τα μέσα προς τη ζωή.βιοτεύω = ζω.βοηθέω-ῶ = βοηθώ, σπεύδω προς βοήθεια.βοτόν = βόσκημα, ζώο, κτήνος.βούλευμα = απόφαση.βουλευτήριον = δικαστήριο, βουλευτήριο.βουλεύω = είμαι βουλευτής, σκέπτομαι× βουλεύομαι = σκέπτομαι, συσκέπτομαι, αποφασίζω.βούλομαι = θέλω, επιθυμώ× το βουλόμενον = επιθυμία.βραχύς = κοντός, μικρός, σύντομος× διά βραχέων ή βραχύ τι = με λίγα λόγια.βρωτός =φαγώσιμος

γέμω = είμαι γεμάτος.γενναῖος = ευγενής, ανδρείος× τό γενναῖον = γενναιότητα.γέννημα = τέκνο, καρπός.γεραιός & γηραιός = γέροντας, σεβαστός.γεραίτεροι = πρεσβύτεροι.

Περήφανου Κλειώ11.

Page 12: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας

γῆρας = γηράματα.γηράσκω & γηράω-ῶ = γερνώ.γηροτροφέω-ῶ = γηροκομώ.γίγνομαί τινος = γεννιέμαι από κάποιον.γίγνομαι ἐπί τινι = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιου.γίγνομαι ὑπό τινι = υποτάσσομαι σε κάποιον.γίγνομαι ἐν τινι = φτάνω σε κάτι.γιγνώσκω = γνωρίζω, μαθαίνω, έχω τη γνώμη.γιγνώσκω + απαρέμφατο =κρίνω, αποφασίζω.ταῦτα γιγνώσκω = αυτή τη γνώμη έχω.οὔτω γιγνώσκω = τέτοια γνώμη έχω σχηματίσει.τά γνωσθέντα = οι αποφάσεις.γνώμη = σκέψη, κρίση.προσέχω τήν γνώμην = στρέφω την προσοχή× ἀποφαίνομαι γνώμην = διατυπώνω τη σκέψη μου× τοιαύταις γνώμαις χρώμενοι = έχοντας τέτοιες αντιλήψεις× ἀεί τῆς αὐτῆς γνώμης ἔχομαι = επιμένω πάντα στην ίδια γνώμη×τοιαύτη γνώμη παρίσταταί μοι = τέτοια σκέψη γεννιέται στο νου μου× γνώμην ποιοῦμαι = προτείνω× ὑπάγω τήν γνώμην = απομακρύνω τη σκέψη.γράφω νόμον = συντάσσω νόμο.γράφομαι νόμον = προσβάλλω νόμο.γράφομαί τινα δίκην (γραφήν) = καταγγέλλω κάποιον εγγράφως.ὁ γραψάμενος = ο κατήγορος.γυμνάσιον =γυμναστήριο.γυμνοπαιδίαι = Σπαρτιατική εορτή.

δαίμων = θεός, μοίρα, τύχη.δαψιλής =άφθονος.δέδοικα-δέδια = φοβούμαι× τό δεδιός = ο φόβος.δείκνυμι = επιδεικνύω, αποδεικνύω.δείλη (η) = βράδυ, δειλινό.δεῖμα = φόβος.δεινός = φοβερός, ικανός, επιδέξιος× τά δεινά = κίνδυνος, συμφορές.ἐν δεινῇ εἰμι = βρίσκομαι σε δύσκολη θέση.δεκάζω τινά = εξαγοράζω κάποιον

Περήφανου Κλειώ12.

Page 13: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας

δελεάζομαι = εξαπατώμαι με δόλωμα.δέλεαρ = δόλωμα.δενδροτομέω-ῶ = κατακόπτω τα δέντρα, ερημώνω.δέω = έχω ανάγκη, στερούμαι.ὀλίγου (μικροῦ ή παρά μικρόν) ἐδέησα + απρμφ. Αορ. = λίγο έλειψε να…δέομαι = έχω ανάγκη, παρακάλω.δῆλος = φανερός, σαφής.δηλόω-ῶ = φάνερώνω, αποδεικνύω.δημηγορέω-ῶ = αγορεύω στη συνέλευση του λαού.δημηγορία = αγόρευση.δῆμος = λαός, δημοκρατικό πολίτευμα, δημοκρατικοί πολίτες.δημόσιος = κοινός× δημοσίᾳ = με έξοδα του δημοσίου.δημοτικός= δημοκρατικός, δημοφιλής.δηόω-ῶ = λεηλατώ.διαβατήρια = θυσία προ της διαβάσεως της χώρας.διαβολή = συκοφαντία.διαγίγνομαι = ζω.διαγιγνώσκω = διαχωρίζω, εκφέρω γνώμη, αποφασίζω, διακρίνω.διάγω = ζω τη ζωή μου, διαρκώς κάνω κάτι, ζω.διαγωνίζομαι = αγωνίζομαι, μάχομαι, τελειώνω τον αγώνα.διάδηλος = ολοφάνερος.διαιθριάζω = παραμένωστο ύπαιθρο.δίαιτα = ζωή, τρόπος ζωής.διαιτησία = λύση διαφοράς.διάκειμαι = είμαι διατεθειμένος.διακριβόω-ῶ = εξακριβώνω.διαλέγω = εκλέγομαι× διαλέγομαι = συζητώ, μιλώ, συνεννοούμαι.διαλείπω = απέχω, μεσολαβώ× οὐ διαλείπω + κατηγ. μτχ. = διαρκώς.διαλείπω + μτχ. = παύω να…διαλλαγή = συμφιλίωση, συμφιλιωτική προσπάθεια.διαλαμβάνω =μοιράζω.διαλλάττω = συμφιλιώνω.διανέμω = μοιράζω.διάνοια = νους, πνεύμα, σκοπός, γνώμη.χρῶμαι νέαις ταῖς διανοίαις = έχω νεανικά φρονήματα.διαπλέω = (διά μέσου) πλέω.διάπλους = διάπλευση, ταξίδι, πορθμός.διαπράττομαι = διαπραγματεύομαι, πετυχαίνω, κατορθώνω, αποπερατώνω.διαπυνθάνομαι = ρωτώ, ζητώ να μάθω.

Περήφανου Κλειώ13.

Page 14: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας

διαρρήδην = ρητά, σαφώς.διασκεδάννυμι = διασκορπίζω.διατίθημι = τακτοποιώ, διαθέτω.διατρίβω = περνώ τον καιρό μου, παραμένω.διαφέρω = διαφέρω, υπερέχω, υπερισχύω.διαφθείρω = καταστρέφω, φονεύω.δίγλωττος = διερμηνέας, δόλιος.δίδωμι = δίνω, παρέχω× δίδωμί τινι + απρμφ. = αξιώνω κάποιον να× δίκην δίδωμι = τιμωρούμαι.δεξιάς δίδωμι = δίνω το χέρι, δίνω υπόσχεση.διεκπλέω = διαπλέω, διασπώ την εχθρική γραμμή πλέοντας δια μέσου της.διέκπλους = ο πλους δια μέσου, διάσπαση εχθρικής γραμμής.διέξειμι & διεξέρχομαι = διεξέρχομαι λεπτομερώς, εκθέτω× ὁ τόν λόγον διεξιών = ο ομιλητής.διέχω = απέχω, αποχωρίζομαι.διίστημι = διαχωρίζω× διίσταμαι = διαφωνώ, απομακρύνομαι.δίκη = δίκη, δίκαιο, δικαιοσύνη× δίκην φεύγω = δικάζομαι× δίκην ὑπέχω = υποβάλλομαι σε δίκη× δίκην δίδωμί τινι = τιμωρούμαι× δίκην ὀφλισκάνω = καταδικάζομαι× δίκην λαμβάνω παρά τινος = τιμωρώ× δίκην ἐπιτίθημι = τιμωρώ.διχῆ = κατά δυο τρόπους, στα δύο.διώκω = διώκω, καταδιώκω, κατηγορώ× ὁ διώκων = ο κατήγορος× ὁ διωκόμενος = ο κατηγορούμενος. δόγμα = η απόφασητά δόξαντα & τά δεδογμένα = οι αποφάσεις.ὡς ἐμοί δοκεῖ = κατά τη γνώμη μου× ἔδοξε ταῦτα = αυτά εγκρίθηκαν.δόκησις = γνώμη, ιδέα, υποψία.δοκιμάζω = ελέγχω, εγκρίνω, υποβάλλω σε δοκιμασία, εγκρίνω την εκλογή κάποιου ως βουλευτή.δόξα = ιδέα, υπόληψη, φήμη.δουλεύω = είμαι δούλος, υπήκοος.εὖ (κακῶς) δρῶ τινα = ωφελώ (βλάπτω) κάποιον.δύναμαι = μπορώ.δυναστεία = κυριαρχία, εξουσία.δυσκλεής = άδοξος.δύσκλεια = κακή φήμη.δύσνους = εχθρικός.δυσπραξία = αποτυχία, ατυχία, κακοτυχία.δυστυχέω–ῶ = υφίσταμαι ατυχίες.δωροδοκέω–ῶ = δέχομαι δώρα, δωροδοκούμαι.δωροδόκος = δωροδοκούμενος.

Περήφανου Κλειώ14.

Page 15: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας

ἔαρ & ἦρ, γενική ἦρος = άνοιξη.ἐάω -ῶ = αφήνω, επιτρέπω, παραλείπω.ἐγγίγνομαι = γεννιέμαι, είμαι έμφυτος.ἐγγυτέρω, ἐγγύτατα = κοντά, περίπου.ἐγείρω = σηκώνω, εξεγείρω.ἐγκαλέω -ῶ = κατηγορώ× ἐγκαλῶ τινί τι = καταγγέλλω κάποιον για κάτι.ἔγκλημα = κατηγορία, έγκλημα.ἐγκρατής = ισχυρός, κυρίαρχος, εγκρατής.ἐγχειρίζω = παραδίδω, εμπιστεύομαι.ἐγχωρεῖ = επιτρέπεται, είναι δυνατόν.ἐθίζω = συνηθίζω κάποιον να κάνει κάτι.ἔθος = συνήθεια, έθιμο.εἰκῇ = άσκοπα, τυχαία.εἴκω τινί = υποχωρώ, λυγίζω.τά ὄντα (< εἰμί) = τα υπάρχοντα, η περιουσία.εἰμί ἐν τινι = ασχολούμαι σε κάτι× ἐν τινί ἐστί = από κάποιον εξαρτάται× εἰμί ὑπό τινι & ἐπί τινι = είμαι στην εξουσία κάποιου.ἔστιν ὅστις = κάποιος× οὐκ ἔστιν ὅστις = κανένας× οὐκ ἔστιν ὅστις οὐ = καθένας, πάς.ἔστιν ὅτε = κάποτε× οὐκ ἔστιν ὅτε = ουδέποτε× οὐκ ἔστιν ὅτε οὐ = πάντοτε.ἔστιν ὅπως = κάπως× οὐκ ἔστιν ὅπως = με κανέναν τρόπο× οὐκ ἔστιν ὅπως οὐ = ασφαλώς.ἔστιν ὅπου = κάπου× οὐκ ἔστιν ὅπου = πουθενά× οὐκ ἔστιν ὅπου οὐ = παντού.εἶμι = έρχομαι, πηγαίνω.εἴργνυμι & εἰργνύω & εἴργω = εμποδίζω την έξοδο, αποκλείω, φυλακίζω.εἰρήνη = ειρήνη× εἰρήνην ἄγω (ἔχω) = διάγω ειρηνικά× εἰρήνην συντίθεμαι = συνάπτω ειρήνη× παντελής εἰρήνη ὑμῖν γίγνεται = επικρατεί πλήρης εσωτερική ειρήνη.εἰσαγγέλλω = καταγγέλλω, αναγγέλλω× εἰσαγγέλλω τινί τι = αναγγέλλω σε κάποιον κάτι.

Περήφανου Κλειώ15.

Page 16: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας

εἰσάγω = οδηγώ μέσα.εἰσβαίνω = επιβιβάζομαι.εἰσβολή = εισβολή, επίθεση, δίοδος.εἰσπίπτω = πέφτω μέσα, εισορμώ.εἰσφέρω = φέρνω μέσα, συνεισφέρω, προτείνω.εἴσω = μέσα.εἶτα = έπειτα.ἐκάς = μακριά.ἐκβαίνω = εξέρχομαι, αποβαίνω.ἐκβάλλω = εξορίζω, εκδιώκω.ἔκβασις = απόβαση, αποβίβαση, αποτέλεσμα.ἐκβολή = εκδίωξη, έξοδος.ἐκδιώκω = εξορίζω.ἐκλείπω = εγκαταλείπω, παραλείπω.ἐκλογίζομαι = σκέπτομαι, λογαριάζω.ἐκκηρύττω = εξορίζω.ἐκπέμπω = εξαποστέλλω.ἔκπεμψις= αποστολή.ἐκπίπτω = εξορίζομαι, διώχνομαι.ἔκπληξις = κατάπληξη, φόβος.ἐκπλήττω = φοβίζω, κτυπώ× ἐκπλήττομαι = σαστίζω.ἐκποδών γίγνομαι = παραμερίζομαι× ἐκποδών ποιοῦμαί τινα = βγάζω κάποιον από τη μέση.ἔκσπονδος = ο αποκλεισμένος από τις σπουδές.ἐκφαίνω = αποκαλύπτω, φανερώνω.ἐκφαίνω πόλεμον = κηρύττω πόλεμο.ἐκφέρω πόλεμον = κηρύττω ή επιχειρώ πόλεμο.ἐκφέρομαι δόξαν = αποκτώ φήμη.ἐκών, ἐκοῦσα, ἐκόν = θεληματικά.ἐλπίζω = αναμένω, ελπίζω.ἐμβάλλω = εισβάλλω, συγκρούομαι.ἐμβολή = εισβολή, επιδρομή, έφοδος.ἐμμένω = μένω σταθερός σε κάτι.ἐμπίπτω = επιτίθεμαι, εισορμώ.ἐμποδών (< ἐν ποσίν ὤν) = εμπόδιο.ἐμποδών γίγνομαι = εμποδίζω.ἐνάγω = παρακινώ, ενάγω σε δικαστήριο.ἐναντίος = ο απέναντι αντίθετος, αντίπαλος.ἐναργής = φανερός, σαφής.ἐνδεής = στερούμενος.ἔνδεια = έλλειψη, στέρηση, ανάγκη.

Περήφανου Κλειώ16.

Page 17: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας

ἐνδίδωμι = δίνω, υποχωρώ.ἔνδον = μέσα.ἔνειμι = είμαι μέσα, ενυπάρχω.ἔνεστι & ἔνι = είναι δυνατόν, επιτρέπεται.ἐνιαύσιος = ετήσιος.ἐνιαυτός (< ἕνος) = έτος.ἐννοέω-ῶ = εννοώ, σκέπτομαι.ἐνοικέω-ῶ = κατοικώ μέσα.ἐνοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει.ἔνσπονδος = περιλαμβανόμενος στις σπονδές, συνθήκες.ἐντυγχάνω = συναντώ.ἐξαγγέλλω = διακηρύττω.ἐξάγω = οδηγώ έξω.ἐξάγομαι = βγαίνω έξω.ἐξαμαρτάνω = πλανιέμαι, αποτυγχάνω.ἐξανίστημι = διώχνω, ερημώνω.ἐξανίσταμαι = εγείρομαι, ερημώνομαι.ἐξαρνός εἰμι = αρνούμαι.ἐξεστι = είναι δυνατόν.ἐξελαύνω = εκδιώκω, εξάγω, εκστρατεύω, εξορμώ,εξορίζω.ἐξελέγχομαι = αποδείχνομαι ένοχος ή ψεύτικος.ἐξεπίσταμαι = γνωρίζω καλά.ἐξηγέομαι-οῦμαι = είμαι αρχηγός, διοικώ.ἐξικνέομαι-οῦμαι = αρκώ, φθάνω σε…ἐξόμνυμι = αρνούμαι κάτι με όρκο.ἐπαγγέλλω = διατάζω, γνωστοποιώ.ἐπαγγέλλομαι = έχω ως επάγγελμα, υπόσχομαι.ἐπάγω = οδηγώ εναντίον× ἐπάγομαι = φέρνω κάποιον πίσω, προσκαλώ.ἐπαινέω-ῶ = επαινώ, επιδοκιμάζω.ἐπαίρω = σηκώνω, υψώνω, παρακινώ.ἐπαίρομαι = περηφανεύομαι.ἐπαιτιάομαι-ῶμαι = κατηγορώ, παραπονούμαι.ἐπανάγω = σύρω, επαναφέρω, βγάζω στο πέλαγος.ἐπανάγομαι = πλέω εναντίον του εχθρού.ἐπαναγωγή = επίθεση κατά θάλασσα.ἐπανίσταμαι = επαναστατώ.ἐπαρκέω-ῶ = αποκρούω, βοηθώ, υπερασπίζω.ἐπείγομαι = βιάζομαι.ἐπέλασις = επίθεση, επιδρομή.ἐπελαύνω = εκστρατεύω, εφορμώ.ἐπεξάγω = εκστρατεύω, βγάζω στρατό εναντίον.

Περήφανου Κλειώ17.

Page 18: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας

ἐπέξειμι & ἐπεξέρχομαι = εξέρχομαι εναντίον, διώκω δικαστικώς.ἐπέρχομαι = επιτίθεμαι, πλησιάζω× ἐπέρχεταί τινι = έρχεται στο νου κάποιου.ἐπέχω = κρατώ, αναβάλλω, εμποδίζω× ἐπέχω ὧν ὥρμηκα = αναβάλλω τα σχέδιά μου.ἔπηλυς-υδος = ο φερμένος πρόσφατα ή από αλλού.ἐπιβουλεύω = σχεδιάζω κακό× ἐπιβουλεύομαι = γίνομαι στόχος επιβουλής.ἐπιβουλή = εχθρικό σχέδιο, εχθρική ενέργεια.ἐπιδίδωμι = προοδεύω, αυξάνομαι.ἐπίδοξος = πιθανός, ενδεχόμενος.ἐπιθαλαττίδιος & ἐπιθαλάττιος = παραθαλάσσιος.ἐπιθορυβέω-ῶ= = επιδοκιμάζω ή αποδοκιμάζω με θόρυβο.ἐπιθυμέω-ῶ = επιθυμώ× τό ἐπιθυμοῦν = η επιθυμία.ἐπικαίριος & ἐπίκαιρος = επίκαιρος, κατάλληλος.ἐπικαίρια = τα σπουδαιότερα πρόσωπα (στον στρατό).ἐπικαλῶ = κατηγορώἐπίκειμαι = κείμαι επάνω σε κάτι, επιτίθεμαι, φέρομαι εχθρικά.ἐπικλινής = κατηφορικός.ἐπικουρία = προστασία, βοήθεια.ἐπίκουρος = βοηθός, προστάτης.ἐπιλέγω = εκλέγω.ἐπιλείπω = δεν επαρκώ, εξαντλούμαι, στερούμαι, εκλείπω.ἐπιλήσμων = αυτός που λησμονεί, ο ξεχασιάρης.ἐπίλοιπος = υπόλοιπος.ἐπιμαχέω-ῶ = συμφωνώ με κάποιον για αλληλοβοήθεια.ἐπιμαχία = αμυντική συμφωνία.ἐπιμείγνυμι = έρχομαι σε επικοινωνία, συναναστροφή.ἐπιμειξία, ἐπίμειξις = επικοινωνία, συναναστροφή.ἐπιμέλεια = φροντίδα, απασχόληση.ἐπιμελής = αυτός που φροντίζει για κάτι.ἐπίνειον (< ἐπί-ναῦς) = ναύσταθμος, λιμάνι.ἐπινοέω-ῶ = σκέπτομαι, σχεδιάζω, μηχανεύομαι.ἐπιορκέω-ῶ = ορκίζομαι ψευδώς.ἐπίορκος = αυτός που ψευδώς ορκίζεται.ἐπιπίπτω = επιτίθεμαι, προσβάλλω, πέφτω επάνω.ἐπιπλήσσω = χτυπώ, επιπίπτω, τιμωρώ με λόγια.ἐπίπλους = ναυτική επίθεση, επιδρομή.Ἐπιπολαί = περιοχή των Συρακουσών.ἐπίσκεψις = επιθεώρηση, σκέψη, έρευνα.ποιοῦμαι τήν ἐπίσκεψιν = εξετάζω, ερευνώ.

Περήφανου Κλειώ18.

Page 19: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας

ἐπισκήπτω = παραγγέλλω, εξορκίζω.ἐπισκοπέω-ῶ = επιθεωρώ, επισκέπτομαι.ἐπίσταμαι = γνωρίζω καλά.ἐπιστατέω-ῶ = είμαι επιστάτης, επόπτης, επιμελητής.ἐπιστέλλω = παραγγέλλω, διατάζω.τά ἐπιστελλόμενα = τα παραγγελλόμενα.ἐπιστήμη = γνώση, δεξιότητα.ἐπιστρεφής = προσεκτικός, έξυπνος.ἐπισφαλής = ασταθής, αβέβαιος.ἐπίσχω = εμποδίζω, σταματώ.ἐπίταξις = διαταγή.ἐπιτάσσω = διατάζω, διορίζω κάποιον ως αρχηγό.ἐπιτειχίζω = οικοδομώ φρούριο ή οχύρωμα.ἐπιτείχισμα = φρούριο, οχυρό.ἐπιτήδειος = κατάλληλος, χρήσιμος.τά ἐπιτήδεια = εφόδια, τα αναγκαία για τροφή.ἐπιτήδευμα = ασχολία, επάγγελμα.ἐπιτηδεύω = καταγίνομαι, έχω κάτι ως έργο μου, διαπράττω.ἐπιτίθημι = προσθέτω, επιφέρω× δίκην ἐπιτίθημι = τιμωρώ.ἐπιτιμάω-ῶ = κατακρίνω.ἐπίτιμος = αυτός που αποκτά πολιτικά δικαιώματα.ἐπιτρέπω = εμπιστεύομαι, αναθέτω.ἐπιτρέπω περί ἐμαυτοῦ τῇ τύχῃ = εμπιστεύομαι τον εαυτό μου στην τύχη.ἐπιτροπεία = κηδεμονία.ἐπιτροπεύω = κηδεμονεύω.ἐπιτυγχάνω = συναντώ, τυχαία βρίσκω.ἐπιφέρω = αποδίδω, καταλογίζω, ρίχνω.ἐπιφέρομαι = ορμώ, απειλώ.ἐπίφορος = κατηφορικός, με κατεύθυνση.ἐπιχαίρω = χαίρω για κάτι.ἐπιχειρέω-ῶ = επιτίθεμαι, επιχειρώ.ἐπιχειροτονία = ψηφοφορία με ανάταση του χεριού.ἐπιχώριος = εγχώριος, ντόπιος.ἐπιψηφίζω = θέτω σε ψηφοφορία.ἔποικος = άποικος, γείτονας.ἔπομαι = ακολουθώ, καταδιώκω.ἐπονείδιστος = επαίσχυντος, αισχρός.ὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσι.ἐπουρίζω = βοηθώ ως ούριος άνεμος, ευνοώ.ἔπουρος = ούριος.

Περήφανου Κλειώ19.

Page 20: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας

ἐράω-ῶ = αγαπώ, είμαι εραστής.ἐργάζομαι = κάνω, προξενώ, εργάζομαι.ἔργον = έργο, πόλεμος, δύσκολο πράγμα.ἐργώδης = κοπιαστικός.ἕρεισμα = στήριγμα.ἐρέσσω = κωπηλατώ.ἐρέτης = κωπηλάτης.ἐρῆμος = έρημος, μόνος.ἐρημόω-ῶ = ερημώνω, καταστρέφω.ἔρις = φιλονικία, άμιλλα.εἰς λόγους ἔρχομαί τινι = έρχομαι σε διαπραγματεύσεις.εἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συγκρούομαι.ἔρως = έρωτας, πόθος, επιθυμία.ἐρωτάω-ῶ = ρωτώ, ζητώ να μάθω.ἔσχατος = τελευταίος, απώτατος.ἑταῖρος = φίλος, σύντροφος.ἑτοῖμος & ἕτοιμος = έτοιμος.εὐβουλία = φρόνηση.εὔβουλος = συνετός.εὐγενής = ο καλής καταγωγής.εὐδαιμονία = ευτυχία.εὐδαίμων = ευτυχής.εὐδοκιμέω-ῶ = έχω καλή φήμη, προοδεύω, εκτιμώμαι.εὐδόκιμος = έντιμος, επαινετός.εὐδοξέω-ῶ = έχω φήμη καλή.εὔελπις-ιδος = αισιόδοξος.εὐεργέτημα = ευεργεσία, υπηρεσία.εὐήθης = αφελής, ανόητος.εὐθαρσέω-ῶ = είμαι θαρραλέος.εὐκλεής = περίφημος, ένδοξος.εὔκλεια = δόξα.εὐκοσμία = ευπρέπεια, τάξη.εὐλάβεια = προσοχή.εὐλαβέομαι-οῦμαι = προσέχω, φυλάγομαι.εὐμενής = ευνοϊκός.εὔνοια = ευμένεια× εὔνοιαν ἔχω τινί = δείχνω ευμένεια σε κάποιον.εὐνομέομαι-οῦμαι = έχω καλούς νόμους, κυβερνώμαι καλά.εὐνομία = καλή διοίκηση.εὔνους = ευνοϊκός, φιλικός.εὐορκῶ = μένω πιστός στον όρκο μου.εὐπάθεια = ευτυχία.

Περήφανου Κλειώ20.

Page 21: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας

εὔπορος = ο έχων πόρους, ευκολοδιάβατος, εύκολος. εὔπορον εστί =είναι εύκολο.εὐπραγέω-ῶ = ευτυχώ.εὐπραγία & εὐπραξία = ευτυχία.εὖρος = πλάτος.εὐρωστία = σωματική δύναμη.εὔρωστος = ρωμαλέος.εὔτακτος = τακτικός, πειθαρχικός.εὐταξία = πειθαρχία.εὐτρεπίζω = ετοιμάζω, τακτοποιώ, επισκευάζω.εὐφροσύνη = χαρά.ἐφεξής = κατά σειρά, διαδοχικά.ἐφέπτω & ἐφέπτομαι = ακολουθώ, καταδιώκω.ἐφηγέομαι-οῦμαι = οδηγώ, πληροφορώ.ἐφήδομαι = επιχαίρω. ἐφίημι = στέλνω, ρίχνω, απολύω.ἐφίεμαι = επιθυμώ, δίνω εντολές.ἐφικνοῦμαι τῷ λόγῳ = πλησιάζω την αλήθεια ή την πραγματικότητα με το λόγο μου.ἐφίστημι = τοποθετώ επάνω, διορίζω.ἐφοράω-ῶ = επιβλέπω.ἐφορμάω-ῶ = επιτίθεμαι, εξεγείρω.ἐφορμέω-ῶ = κάνω αποκλεισμό, πολιορκώ.ἐφόρμησις & ἔφορμος = αποκλεισμός, πολιορκία.ἐφορμίζω = φέρνω το πλοίο στην ακτή.ἐφορμίζομαι = αγκυροβολώ.ἔχθος = (το) μίσος.ἔχθρα = μίσος× οἰκεία ἔχθρα = προσωπική.ἐχυρός (< ἔχω) = οχυρός, ασφαλής.ἔχω = έχω, κατέχω, κρατώ, αντέχω.ἔχομαι = κατέχομαι, κρατούμαι, προσκολλώμαι.ἔχω + απαρέμφ.= μπορώ.ἕως(ἡ) = αυγή. ἅμα ἕῳ=πρωί –πρωί. .

ζεύγνυμι = ζεύω, δένω, συνδέω.

Περήφανου Κλειώ21.

Page 22: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας

ζεύγνυμι ναῦς = στερεώνω πλοία με σχοινιά.ζηλόω-ῶ = ζηλεύω.ζημία = βλάβη, πρόστιμο, ποινή, τιμωρία.ζημιόω-ῶ = βλάπτω, τιμωρώ.ζητέω-ῶ = ζητώ, επιθυμώ.ζήω-ῶ = ζω.ζωγρέω-ῶ = συλλαμβάνω ζωντανό, αιχμαλωτίζω.

ἡβάω-ῶ = βρίσκομαι στην ήβη.ἥβη = νεότητα.ἠγεμονία = αρχηγία, αρχή, κυριαρχία.ἠγεμών = αρχηγός, οδηγός.ἠγέομαι-οῦμαι = προηγούμαι, οδηγώ, είμαι αρχηγός, θεωρώ, νομίζω, πιστεύω× περί πολλοῦ (πλείονος, πλείστου) ἠγοῦμαί τι = αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη, μεγίστη) σημασία σε κάτι.ἥδομαι = ευχαριστούμαι.ἥδονή = ευχαρίστηση, τέρψη.ἡδυπάθεια = ηδονική ζωή, απολαύσεις.ἡδύς = γλυκός.ἡδέως = με ευχαρίστηση.ἥκιστα = καθόλου.ἥκω = έχω έλθει, έχω καταντήσει.ἡλικιώτης & ἥλιξ= συνομήλικος.ἡλίκος = πόσο μεγάλος, πόσο μικρός.ἡμέτερος = δικός μας.ἠμί = λέγω× ἦν δ’ ἐγώ = είπα εγώ× ἦ δ’ ὅς = είπε αυτός.ἠπειρος = στεριά.Ἤπειρος = η Ασία.ἡσυχία = ησυχία× ἡσυχίαν ἔχω ή ἡσυχίαν ἄγω = ησυχάζω.ἡττάομαι-ῶμαι = είμαι κατώτερος, νικιέμαι, υστερώ.

Περήφανου Κλειώ22.

Page 23: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας

θαλασσοκρατέω-ῶ = είμαι κύριος της θάλασσας.θάλπος = θερμότητα, ζέστη.θαμά= συχνά.θανατόω-ῶ = θανατώνω, φονεύω.θαρσέω-ῶ & θαρρῶ = παίρνω θάρρος.τό θαρσοῦν = το θάρρος.θάρσος-θάρρος-θράσος = θάρρος, τόλμη.θαρσύνω-θαρρύνω = δίνω θάρρος.θαυμάζω = απορώ, θαυμάζω, ζηλεύω, εκπλήττομαι.θαυμάσιος-θαυμαστός = παράδοξος, αξιοθαύμαστος.θεάομαι-ῶμαι = βλέπω, εξετάζω.θεῖος = θεϊκός.θέμις (< τίθημι)= νόμος, δίκαιο, ορθό.θεοφιλής = αγαπητός στους θεούς.θεραπεύω = υπηρετώ, λατρεύω, περιποιούμαι.θεράπων-οντος = υπηρέτης.θέω = τρέχω, πλέω× δρόμῳ θέω = προχωρώ τροχάδην.θεωρέω-ῶ = βλέπω, παρατηρώ, επιθεωρώ.θηράω-ῶ = κυνηγώ, συλλαμβάνω, αιχμαλωτίζω, σκοτώνω, επιδιώκω.θνῄσκω = πεθαίνω, σκοτώνομαι.θορυβέω-ῶ = προξενώ θόρυβο, θορυβοῦμαι = ταράζομαι, ενοχλούμαι.θροῦς(ὁ) = ψίθυρος.θυμοειδής = ζωηρός, ορμητικός.θυμόομαι-οῦμαι = εξοργίζομαι.θύω-θύομαι = θυσιάζω.θωπεία = κολακεία.θωπεύω = κολακεύω.θωρακίζω = οπλίζω με θώρακα.

ἰάομαι-ῶμαι = γιατρεύω.ἴαμα = θεραπεία

Περήφανου Κλειώ23.

Page 24: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας

ἴδιος = δικός μου, ιδιωτικός, προσωπικός, ατομικός.τά ἴδια = ιδιωτικές υποθέσεις.ἰδίᾳ = ιδιαίτερα, προσωπικά.ἰδιωτεύω = είμαι ιδιώτης.χώρα ἰδιωτεύουσα = ανάξια λόγου.ἰδρύω = ιδρύω, κτίζω× ἰδρύομαι = εγκαθίσταμαι κάπου με ασφάλεια.ἰερός = ιερός, αφιερωμένος× γίγνεται τά ἰερά = οι θυσίες αποβαίνουν ευνοϊκές.ἵημι = ρίχνω, εκπέμπω× ἵεμαι = ορμώ.ἱκετεύω = παρακαλώ.ἱκέτης = ικέτης.ἰκνέομαι-οῦμαι = έρχομαι.ἱππάσιμος = κατάλληλος για ιππασία.ἰσηγορία = ισότητα απέναντι του νόμου.ἰσόπεδον = ομαλό έδαφος.ἴστημι = στήνω, διεγείρω× ἴσταμαι = στέκομαι, κείμαι.ἰσχύς = δύναμη.ἰσχύω = είμαι (γίνομαι) ισχυρός.

καθαιρέω-ῶ = κατεβάζω, κατεδαφίζω, καταδικάζω, κυριεύω.καθαίρω = καθαρίζω.κάθαρσις = εξαγνισμός.καθίστημι = διορίζω, εγκαθιστώ, παρατάσσω, τακτοποιώ× καθίσταμαι = εγκαθίσταμαι× καθίσταμαι τήν πολιτείαν = τακτοποιώ τα πράγματα της πόλεως× καθίσταμαι εἰς λόγους = αρχίζω διαπραγματεύσεις× καθίσταμαί τι = τακτοποιώ κάτι.κάθοδος = επάνοδος στην πατρίδα.καινοτομέω-ῶ = επιφέρω καινοτομίας.καίριος = αξιόλογος, κατάλληλος.

Περήφανου Κλειώ24.

Page 25: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας

καιρός = ευκαιρία, κατάλληλη στιγμή× ἐν καιρῷ γίγνεταί τι = αποβαίνει προς όφελος× μετά καιροῦ = σε κατάλληλη περίσταση× παρά καιρόν = παράκαιρα.κακία = κακότητα, δειλία.κακοδαιμονία = ατυχία, δυστυχία.κακοδοξία = κακή φήμη.κακόνους = δυσμενής, ο σκεπτόμενος κακό.κακοπάθεια = αθλιότητα.κακοπραγέω-ῶ = αποτυγχάνω, δυστυχώ.κακοπραγία = αποτυχία, δυστυχία.κακουργέω-ῶ = πράττω κακά, βλάπτω.καλέω-ῶ = καλώ, προσκαλώ.κάμνω = κοπιάζω, ασθενώ, νικιέμαι.καρπόομαι-οῦμαι = καρπώνομαι, απολαμβάνω, έχω έσοδα από κάπου.καρτερέω-ῶ = υπομένω, αντέχω.καταβαίνω = κατεβαίνω.καταβάλλω = ρίχνω κάτω, ανατρέπω, νικώ, κατεδαφίζω.καταβοή = κατακραυγή.καταγιγνώσκω τινός τι=κατηγορώ κάποιον για κάτι× καταγιγνώσκεταί τις = καταδικάζεται× θάνατος καταγιγνώσκεται = γίνεται καταδίκη σε θάνατο.καταγορεύω = κατηγορώ.κατάγω = επαναφέρω κάποιον από την εξορία.κατάδηλος = ολοφάνερος.καταδουλόω-ῶ & καταδουλοῦμαί τινα = υποδουλώνω.καταισχύνω = ντροπιάζω.καταισχύνομαι = αισθάνομαι ντροπή.καταλέγω = καταγράφω στον κατάλογο, στρατολογώ, καταριθμώ, εκθέτω κατά τάξη.καταλείπω = κληροδοτώ, αφήνω πίσω, εγκαταλείπω, παραδίδω.καταλλαγή = ανταλλαγή, συμφιλίωση.καταλλάσσω = συμφιλιώνω.κατάλυσις = διάλυση, κατάργηση.καταλύω = λύνω, καταβάλλω, καταργώ.καταναυμαχέω-ῶ = κατανικώ σε ναυμαχία.καταπλέω = προσορμίζομαι.κατάπληξις = έκπληξη, φόβος.καταπλήσσω = κατατρομάζω κάποιον.καταπλήσσομαι = φοβάμαι.κατάπλους = κατάπλους σε λιμάνι.κατασήπομαι = σαπίζω.

Περήφανου Κλειώ25.

Page 26: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας

κατατρίβω = αφανίζω, καταστρέφω.καταφρονέω-ῶ = περιφρονώ, περηφανεύομαι.καταψηφίζομαι = καταδικάζω.κατηγορέω-ῶ = κατηγορώ, διατυπώνω κατηγορίες.κατοικέω-ῶ = κατοικώ.κατοικίζω = εγκαθιστώ κατοίκους.κατοικτείρω & κατοικτίρω = λυπάμαι πολύ.κατοκνέω-ῶ = διστάζω πολύ.καῦμα = καύσωνας.καῦσις = καύση, καυτηρίαση.κεῖμαι = είμαι ξαπλωμένος, έχω ταφεί.κελεύω = διατάζω, προτρέπω, συμβουλεύω, παρακαλώ.κενός = αδειανός, στερημένος.κεράννυμι = αναμειγνύω, συνδυάζω.κέρας = άκρο στρατιωτικής παρατάξεως, πτέρυγα, σάλπιγγα.κερδαίνω = αποκομίζω κέρδη.κερδαλέος = επικερδής.κηδεστής = συγγενής, γαμβρός.κηδεστία = συγγένεια.κήδομαι = φροντίζω.κινδυνεύω = διατρέχω κίνδυνο.ὁ κινδυνεύων = ο κατηγορούμενος.κίνησις = αναστάτωση, πόλεμος.κλαυθμός = θρήνος.κοινός = κοινός, δημόσιος, αμερόληπτος.τό κοινόν = το σύνολο των πολιτών.τά κοινά = διαχείριση των κοινών, δημόσιες υποθέσεις.κοινωνέω-ῶ = συμμετέχω, κάνω κάτι από κοινού, συμφωνώ.κοινωνός = συνεργάτης.κολάζω = τιμωρώ× κολάζομαί τινα = τιμωρώ.κουφίζω = ανακουφίζω.κρατέω-ῶ (τινός) = γίνομαι κύριος, κυριεύω, επικρατώ.κρατῶ (τινα) = νικώ.κράτος = δύναμη, εξουσία, κυριαρχία.κρείττων = ο πιο δυνατός.κρημνώδης = απόκρημνος.κρήνη = βρύση, πηγή.κρηπίς = θεμέλιο.κρίνω = διαχωρίζω, αποχωρίζω, αποφασίζω.κρίσιν ποιοῦμαί τινι = δικάζω κάποιον.κρούω & κρούομαι = χτυπώ, συγκρούω.

Περήφανου Κλειώ26.

Page 27: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας

κρούομαι πρύμναν = οπισθοδρομώ.κρύφα = κρυφά.κτάομαι-ῶμαι = αποκτώ, προμηθεύομαι.κτείνω = σκοτώνω.κώλυμα = εμπόδιο.κωλύμη = παρακώλυση, εμπόδιση.κωλύω = εμποδίζω, απαγορεύω.κώμη = χωριό, οικισμός.

λαγχάνω = λαμβάνω με κλήρο ή από την τύχη.λάθρα = κρυφά.λανθάνω & λήθω = διαφεύγω την προσοχή.λανθάνω ἐμαυτόν = λησμονώ.λέγω = λέγω, προτείνω, παραγγέλλω.εὖ λέγω = επαινώ× κακῶς λέγω = κακολογώ.οἱ λέγοντες = οι ρήτορες.ὡς ἔπος εἰπεῖν = για να πω έτσι× ὡς ἀπλῶς ή ὡς συντόμως εἰπεῖν = για να πω γενικά× συνελόντι εἰπεῖν ή ὡς ἐν κεφαλαίῳ εἰρῆσθαι = για να πω με λίγα λόγια.λείπω = αφήνω, εγκαταλείπω× λείπομαι = καταλείπομαι, υπολείπομαι, είμαι κατώτερος, υστερώ.λεκτικός = ικανός στο λέγειν.λεπτόγεως = άγονος.λῄζομαι = ληστεύω, διαρπάζω.

Περήφανου Κλειώ27.

Page 28: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας

λιμός = πείνα.λιπαρέω-ῶ = επιμένω, ικετεύω.λιπαρής = επίμονος, πείσμων.λιπαρός = χαρούμενος, λαμπρός.λόγος = λόγος, επιχείρημα, πρόταση, δικαιολογία, λογικό.ἡ τῶν λόγων παιδεία = ρητορική μόρφωση.εἰς λόγους ἄγω τινά = φέρνω κάποιον σε συνομιλία ή σε επαφή με κάποιον× ἔρχομαι εἰς λόγους τινί = έρχομαι σε διαπραγματεύσεις με κάποιον× τούς λόγους ποιοῦμαι = μιλώ× λόγον δίδωμι = λογοδοτώ× λόγοι γίγνονται = διεξάγονται διαπραγματεύσεις× ἐκφέρω λόγον = διαδίδω την πληροφορία.λοιμός = νόσος.λοιπός = υπόλοιπος× λοιπόν ἐστι = απομένει, υπολείπεται× τό λοιπόν = στο εξής.λυμαίνομαι = κακοποιώ, βλάπτω.λυσιτελέω-ῶ = ωφελώ× τό λυσιτελοῦν = ωφέλεια, πλεονέκτημα.λύω = λύνω, διαλύω, παραλύω, απαλλάσσω.λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες.

μακρηγορέω-ῶ = μακρολογώ.μακρηγορία = μακρολογία.μάλα – μαλλον - μάλιστα = πολύ, περισσότερο, πάρα πολύ.μανία = παραφροσύνη, μανία.μαρτυρέω-ῶ = βεβαιώνω, καταθέτω.μαρτυρῶ τά ψευδῆ = δίνω ψευδείς μαρτυρίες.μάτην = μάταια, άσκοπα, απερίσκεπτα.μάχην νικῶ = κερδίζω μάχη× μάχῃ νικῶ = νικώ μαχόμενος.μεγαλοφρονέω-ῶ= έχω μεγάλη πεποίθηση σε κάτι, είμαι μεγαλόψυχος.μεγαλοφροσύνη = μεγαλοψυχία.μέγας = μεγάλος, ψηλός, εκτεταμένος.μέγα φρονῶ = περηφανεύομαι.μεθίστημι = μεταβάλλω.μεθίστημι τήν πολιτείαν = μεταβάλλω το πολίτευμα.μεθίσταμαι = παραμερίζω, μετακινούμαι.μειονεκτέω-ῶ = υστερώ.μελέτη = φροντίδα, επιμέλεια.

Περήφανου Κλειώ28.

Page 29: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας

μέλλησις = βραδύτητα, αναβολή.μέλλω = σκοπεύω, σκέπτομαι, βραδύνω, αναβάλλω, διστάζω, πρόκειται να…μέλει τινί τινος = φροντίζει, ενδιαφέρεται κάποιος για κάτι.μέμφομαι = κατηγορώ.μερίζω = κόβω σε μερίδια, διαμοιράζω.μεστός = γεμάτος.μεστόω-ῶ = γεμίζω.μεταβάλλω = αλλάζω, τροποποιώ.μεταβολή = αλλαγή.μεταβουλεύω = μεταβάλλω γνώμη, μετανοώ.μεταδίδωμι = δίνω ένα μέρος από κάτι.μεταλαμβάνω = λαμβάνω ένα μέρος από κάτι.μεταλλαγή = ανταλλαγή.μεταλλάττω = μεταβάλλω, ανταλλάσσω.μεταμέλει τινί = μετανοεί κάποιος.μεταμέλομαι = μετανοώ.μεταμέλεια = μετάνοια.μετάστασις = μετακίνηση, μετανάστευση, μετοίκηση.μετανίστημι = μετακινώ κάποιον από τη χώρα του.μετανίσταμαι = μετοικώ, μεταναστεύω.μεταπείθω = μεταβάλλω την πεποίθηση κάποιου.μεταπέμπω = προσκαλώ, ανακαλώ× μεταπέμπομαι = στέλνω και προσκαλώ.μέτειμι (< μετά+εἰμί) = είμαι μεταξύ.μέτεστί τινί τινος = κάποιος μετέχει σε κάτι.μετέρχομαι = καταδιώκω, επιδιώκω, εκδικούμαι.μετέωρος = ο υψούμενος πάνω από το έδαφος.μετοικέω-ῶ = αλλάζω κατοικία, είμαι μέτοικος.μετοίκησις = αλλαγή κατοικίας.μετοικίζω = οδηγώ κάποιον σε άλλο τόπο.μετουσία (μέτεστι) = συμμετοχή.μηδαμῇ = πουθενά, καθόλου, με κανέναν τρόπο× μηδαμόθεν = από πουθενά× μηδαμοῦ = πουθενά× μηδαμῶς = καθόλου, με κανέναν τρόπο× μηδέποτε = ουδέποτε.μηκύνω = εκτείνω, παρατείνω.μηνύω = φανερώνω, προδίδω, καταγγέλλω.μητρόπολις = η πόλη που ίδρυσε την αποικία.μεῖον ἔχω τι = μειονεκτώ σε κάτι.περί ἐλάττονος ποιοῦμαι = θεωρώ μικρότερης αξίας.μιμνῄσκω = υπενθυμίζω× μιμνῄσκομαι = θυμάμαι, κάνω μνεία.μισθοφορέω-ῶ = λαμβάνω μισθό, υπηρετώ έναντι μισθού.

Περήφανου Κλειώ29.

Page 30: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας

μισθοφόρος = μισθωτός.ἐλλιπής μνήμης γίγνομαι = λησμονώ.μνημονεύω = θυμάμαι.μόρα (μείρομαι) = σπαρτιατικό στρατιωτικό τμήμα 400 ανδρών, τάγμα.μορία (εννοείται ἐλαία) = ιερή ελιά.μῦθος = λόγος, συμβουλή, διήγημα.μύριοι = δέκα χιλιάδες× μυρίοι = αμέτρητοι.μωρία = ανοησία.μωρός & μῶρος = ανόητος.

ναυκληρέω-ῶ = είμαι ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης πλοίου.ναυκρατέω-ῶ = είμαι κύριος στη θάλασσα με τον στόλο μου.ναυμαχέω-ῶ = συνάπτω ναυμαχία.ναυπηγέω-ῶ = κατασκευάζω πλοία.ναῦς = πλοίο× νῆες μακραί = πλοία πολεμικά× νῆες στρογγύλαι = πλοία εμπορικά× πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίο× νῆες ἀντίπρῳροι = πλοία έτοιμα προς ναυμαχία.νέμω = διαμοιράζω, βόσκω× νέμω χώραν (γῆν, χωρίον) = κατέχω.νεώριον = ναύσταθμος.νεωστί = πρόσφατα, προ ολίγου.νεωτερίζω = επιχειρώ πολιτικές αλλαγές.νεωτερισμός = επαναστατική κίνηση.νικάω-ῶ = νικώ, επικρατώ× νικῶ μάχῃ (ναυμαχίᾳ, πολιορκίᾳ) = νικώ μαχόμενος, ναυμαχώντας, πολιορκώντας.νομίζω = νομίζω, πιστεύω, θεωρώ× τά νομιζόμενα - τά νενομισμένα = τα έθιμα, οι καθιερωμένες τιμές.νόμος = νόμος, συνήθεια× νόμος κύριος = έγκυρος× νόμος ἐπιτήδειος = κατάλληλος.νόμον τίθημι = ως νομοθέτης θεσπίζω νόμο× νόμον τίθεμαι = ως λαός θέτω νόμους μέσω νομοθέτη× λύω τον νόμον = καταργώ το νόμο×

Περήφανου Κλειώ30.

Page 31: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας

γράφω νόμον = συντάσσω νόμο× εἰσφέρω νόμον = προτείνω νόμο× ἀποδείκνυμι νόμους = δημοσιεύω νόμους.νουθετέω-ῶ = συμβουλεύω.ὁ νοῦν ἔχων = γνωστικός× προσέχω τόν νοῦν = στρέφω την προσοχή μου.

ξενηλασία = απέλαση.ξενία = φιλοξενία.ξενικόν = μισθοφορικό στράτευμα.ξένιος = φιλόξενος× ξένιος Ζεῦς = προστάτης των ξένων.ξένια = δώρα φιλοξενίας.ξένος = φιλοξενούμενος, ξένος, φίλος.

οἶδα = γνωρίζω, κατανοώ.χάριν οἶδά τινι = χρωστώ ευγνωμοσύνη σε κάποιον× κακῶς οἶδα = δεν γνωρίζω καλά ότι.οἴκαδε = προς την οικία, προς την πατρίδα× οἴκοθεν = από τον οίκο, από την πατρίδα× οἴκοθι = στον οίκο× οἴκοι = στον οίκο.οἰκεῖος = δικός, οικιακός, συγγενικός, οικογενειακός φίλος× τά οἰκεῖα = ατομικές υποθέσεις.οἰκείως = ευνοϊκά, φιλικά× οἰκείως ἔχω πρός τινα = συνδέομαι φιλικά με κάποιον× οἰκείως χρῶμαί τινι = έχω φιλικές σχέσεις με κάποιον.οἰκέτης = δούλος, υπηρέτης.

Περήφανου Κλειώ31.

Page 32: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας

οἰκέω-ῶ = κατοικώ.οἰκήτωρ = κάτοικος, άποικος.οἰκίζω = χτίζω οικία, ιδρύω αποικία.οἰκιστής = ιδρυτής αποικίας.οἰκτίρω = λυπάμαι κάποιον.οἰμωγή = θρήνος.οἰμώζω = θρηνώ.οἴομαι = νομίζω, φαντάζομαι, σκοπεύω.οἷόν τ’ ἐστί = είναι δυνατόν.οἷός τ’ εἰμι = δύναμαι, μπορώ.οἴχομαι = έχω φύγει, αφανίζομαι.οἰωνός = μαντικό πτηνό, σημείο, οιωνός.ὀλιγαρχία = ολιγαρχικό πολίτευμα.οὐ ὀλίγοι = οι ολιγαρχικοί.ὀλιγωρέω-ῶ = παραμελώ, αδιαφορώ.ὀλιγωρία = αδιαφορία, παραμέληση.ὄλλυμι & ὀλλύω = χάνω, καταστρέφω.ὀλοφυρμός = θρήνος.ὀλοφύρομαι = θρηνώ.ὀμιλέω-ῶ = συναναστρέφομαι.ὄμνυμι = ορκίζομαι, βεβαιώνω με όρκο.ὀμογνωμονέω-ῶ = συμφωνώ.ὀμογνώμων = σύμφωνος.ὀμόθυμος = ομόφωνος.ὀμολογέω-ῶ = συμφωνώ, παραδέχομαι.ὄμορος (ὀμοῦ-ὅρος) = γειτονικός.ὀμοσκηνέω-ῶ = μένω με άλλον στην ίδια σκηνή.ὀμοῦ = μαζί.ὀμόφυλος = ομοεθνής.ὀνειδίζω = κατηγορώ, προσβάλλω.ὄνειδος = κατηγορία, ντροπή× καθίστημί τινα εἰς ὀνείδη = ρίχνω κάποιον στην καταισχύνη.ὀνομάζω = ονομάζω, καλώ ονομαστικά× φοβερῶς ὀνομάζω = μεταχειρίζομαι φοβερές εκφράσεις.τό ὀπλιτικόν = οι οπλίτες.τίθεμαι τά ὄπλα = παρατάσσομαι, στρατοπεδεύω.ὁπότερος = όποιος απ’ τους δύο.ὀρέγω = προτείνω, προσφέρω × ὀρέγομαι = επιθυμώ.ὄρεξις = επιθυμία, κλίση.ὀρθόω-ῶ = ανορθώνω, ανεγείρω× ὀρθοῦμαι = σηκώνομαι.ὁρμάω-ῶ = παρακινώ, ορμώ× ὁρμῦμαι = εξορμώ, είμαι πρόθυμος.

Περήφανου Κλειώ32.

Page 33: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας

ὁρμίζω = προσορμίζω, αγκυροβολώ.ὀρύττω = σκάβω.ἐφ’ ᾧ & ἐφ’ ᾧ τε (+ απαρ.) = υπό τον όρο.ὀφείλω (ὄφελος) = οφείλω.ὀφλισκάνω = οφείλω× ὀφλισκάνω δίκην = καταδικάζομαι.ὀχλώδης = ταραχώδης.ὀψέ = αργά.ὀψία = εσπέρα.

πάθος = πάθημα, συμφορά, ατύχημα.παιδεύω (< παῖς) = εκπαιδεύω.παμπληθής = πάρα πολύς.πανδημ(ε)ί = με όλο το λαό ή τον στρατό.παντάπασιν = εντελώς.πανταχῆ = παντού.πανταχόθεν = από παντού.παντελής = τέλειος, ολόκληρος, πλήρης.παραβάλλω = συγκρίνω, τοποθετώ.παραγγέλλω = διατάζω, αναγγέλλω.παραγίγνομαι = παρευρίσκομαι, φθάνω.παράγω = παρασύρω, οδηγώ πλησίον.παρακαλέω-ῶ = προσκαλώ, παρακινώ× παρακαλοῦμαι = επικαλούμαι, προτείνω.παρακατοικίζω = βάζω κάποιον να κατοικήσει πλησίον κάποιου.παραλλάττω = μεταβάλλω, αλλοιώνω.παραλύω = λύνω, καταλύω, ελευθερώνω.παραπλέω = πλέω παραλιακά, παραπλεύρως.παρασκευή =(πολεμική) ετοιμασία.παραυτίκα = αμέσως.πάρειμι (< παρά+εἰμί) = είμαι παρών.παρέρχομαι = διέρχομαι πλησίον× παρέρχομαί τινα = παραβλέπω κάποιον× τό παρεληλυθός = το παρελθόν.οἱ παριόντες = οι ρήτορες, οι διαβάτες.

Περήφανου Κλειώ33.

Page 34: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας

παρέχω = δίνω, προξενώ, παράγω× παρέχω πράγματα = ενοχλώ× τοιοῦτον ἐμαυτόν παρέχω = δείχνω τέτοια διαγωγή.παρίσταταί τινι = έρχεται στο νου κάποιου.παροικέω-ῶ = κατοικώ πλησίον.παροινία = συμπεριφορά μεθυσμένου.παρρησιάζομαι = μιλώ ελεύθερα.πάσχω = παθαίνω, υποφέρω, τιμωρούμαι× εὖ πάσχω = ευεργετούμαι× κακῶς πάσχω = κακοποιούμαι.πατρῷος = ο ανήκων στον πατέρα× τά πατρῷα = πατρική κληρονομιά.παύω = παύω, διακόπτω, τελειώνω.πεδίον (< πέδον) = πεδιάδα.πειράω-ῶ = δοκιμάζω, επιχειρώ× πειρῶμαι = δοκιμάζω, προσπαθώ, επιτίθεμαι.πένης = φτωχός, άπορος, στερημένος.περιάγω = περιφέρω.περιαιρέω-ῶ = αφαιρώ, κατεδαφίζω.περιγίγνομαι = υπερέχω, νικώ, επικρατώ.περιίστημι = περικυκλώνω.περίλοιπος = υπόλοιπος.περίλυπος = λυπημένος.περιμάχητος = περιζήτητος.περιοράω-ῶ = βλέπω ολόγυρα, περιφρονώ, επιτρέπω, ανέχομαι, περιμένω, βλέπω με αδιαφορία× περιορῶμαι = διστάζω.περιουσία = αφθονία, περιουσία.περιπλέω = πλέω γύρω.περίπλεως & –πλεος = κατάμεστος.περιτείχισμα = οχύρωμα.πιθανός = πιστικός, πιστευτός.πίπτω = πέφτω, σκοτώνομαι.πιστά λαμβάνω τινός = λαμβάνω ένορκες διαβεβαιώσεις για κάτι.πλήθω = είμαι γεμάτος.πλημμελέω-ῶ = κάνω σφάλμα× πλημμέλημα = σφάλμα.πλήρης = γεμάτος, επαρκής.πληρόω-ῶ = γεμίζω, εξοπλίζω πλοίο× πληρῶ ναῦν = επανδρώνω πλοίο.πλώιμος = πλωτός, κατάλληλος για θαλάσσια ταξίδια.πνιγηρός = αυτός που αποπνίγει.πνῖγος (τό) = υπερβολική ζέστη.ποιῶ πόλεμον = προκαλώ πόλεμο, είμαι αίτιος πολέμου.

Περήφανου Κλειώ34.

Page 35: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας

εὖ ποιῶ = ευεργετώ× κακῶς ποιῶ = κακοποιώ, βλάπτω.ποιοῦμαι = κατασκευάζω, θεωρώ× τήν κρίσιν ποιοῦμαι = κρίνω× γνώμην ποιοῦμαι = προτείνω× ποιοῦμαι διαλλαγάς = συμφιλιώνομαι× εἰρήνην ποιοῦμαι = ειρηνεύω× ποιοῦμαι πόλεμον = πολεμώ× ποιοῦμαι υἱόν = αποκτώ γιο× ποιοῦμαί τινα υἱόν = υιοθετώ κάποιον× ποιοῦμαι τινά ἐκποδών = απομακρύνω, εξοντώνω, εξουδετερώνω× περί πολλοῦ (περί πλείονος, περί πλείστου) ποιοῦμαι = θεωρώ σπουδαίο (σπουδαιότερο, σπουδαιότατο), αποδίδω μεγάλη (μεγαλύτερη, μεγίστη) σημασία× περί ὀλίγου (περί ἐλάττονος, περί ἐλαχίστου, περί οὐδενός) ποιοῦμαι = αποδίδω λίγη (λιγότερη, ελάχιστη, καμία) σημασία× περί παντός ποιοῦμαί τι = θεωρώ κάτι ως ανεκτίμητο αγαθό.πολέμιος = εχθρός.πολιτεία = πολίτευμα, δημοκρατία× πολιτείαν κατασκευάζομαι = θεσπίζω πολίτευμα.πολιτεύω = είμαι πολίτης, ζω ως πολίτης× πολιτεύομαι = αναμειγνύομαι στα πολιτικά× πόλεις εὖ πολιτευόμεναι = καλά κυβερνώμενες.πολλάκις = πολλές φορές.πολλαχόθεν = από πολλές πλευρές× πολλαχοῦ = πολλές φορές, σε πολλά μέρη.πολυπράγμων = πολυάσχολος, περίεργος.ὡς ἐπί τό πολύ = ως επί το πλείστον× πλέον ἔχω = πλεονεκτώ× οὐδέν πλέον = κανένα όφελος, κέρδος× πλέον φέρομαί τινος = πλεονεκτώ.πονέω-ῶ = κοπιάζω, στενοχωριέμαι.πονηρός = κακός, φαύλος, βλαβερός.πόνος = κόπος, αγώνας.πράγματα ἔχω = ενοχλούμαι× ἔρχομαι ἐπί τά πράγματα = αποκτώ δύναμη.πραγματεύομαι = ασχολούμαι με κάτι.πράσσω = πράττω, κατορθώνω, διαπραγματεύομαι.εὖ πράττω = ευτυχώ× κακῶς πράττω = δυστυχώ× πράττω μετά τινος = συμπράττω× ἐκ πολλοῦ πράσσοντες = ύστερα από πολλές διαπραγματεύσεις.πρεσβεία = πρέσβεις, αποστολή πρέσβεων.πρεσβεύω = είμαι πρεσβύτερος, είμαι πρεσβευτής, πηγαίνω ή διαπραγματεύομαι ως πρεσβευτής.πρεσβεύομαι = διαπραγματεύομαι, στέλνω πρέσβεις, πηγαίνω ως πρεσβευτής.

Περήφανου Κλειώ35.

Page 36: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας

προαγορεύω = προειδοποιώ, δηλώνω απερίφραστα.προάγω = παρακινώ× προάγομαι = παρακινούμαι.προαίρεσις = προτίμηση, εκλογή.προαιροῦμαι = εκλέγω, προτιμώ.προαισθάνομαι = εκ των προτέρων αντιλαμβάνομαι, προβλέπω.προαπεχθάνομαι = εκ των προτέρων γίνομαι μισητός.προβολή = προεξοχή, καταγγελία.προβουλεύω = προμελετώ, καταρτίζω σχέδιο νόμου.πρόδηλος = ολοφάνερος.προθυμέομαι-οῦμαι = είμαι πρόθυμος ή έτοιμος, επιθυμώ.προθυμία = προθυμία, ζήλος.προϊεμαι = εγκαταλείπω, περιφρονώ, παραμελώ.προϊσταμαι = είμαι επί κεφαλής, είμαι αρχηγός.οἱ προεστῶτες = αρχηγοί.προλέγω = προτιμώ, προφητεύω δημόσια, διακηρύσσω, διατάζω.προνοέω-ῶ = προβλέπω, φροντίζω.προνομή = επιδρομή, διαρπαγή.προπετής = ορμητικός, βίαιος, επιρρεπής.προσάγω = οδηγώ, προσκομίζω.προσάντης = ανηφορικός, δύσκολος, δυσάρεστος.προσδοκάω-ῶ = περιμένω, ελπίζω.προσδοκέω-ῶ= φαίνομαι, θεωρούμαι.πρόσειμι (< πρός + εἶμι< προσέρχομαι) = προσέρχομαι, επέρχομαι, πλησιάζω.πρόσειμι (πρός + εἰμί) = είμαι παρών, προσθέτομαι.προσέχω τόν νοῦν (τήν γνώμην) = έχω στραμμένη την προσοχή μου.προσκοπέω-ῶ = εξετάζω εκ των προτέρων.προσοικέω-ῶ = κατοικώ πλησίον.πρόσοικος = γειτονικός.προσπίπτω = πέφτω επάνω σε…, προσκρούω, επέρχομαι ξαφνικά.προσπλέω = πλησιάζω, πλέω προς, πλέω εναντίον.πρόσφορος = χρήσιμος, ωφέλιμος, κατάλληλος, πρέπων.πρότερος = πιο μπροστά, προηγούμενος.προὔργου (< πρό + ἔργου) = χρήσιμος, ωφέλιμος× μηδέν προὔργου ἐστί = κανένα όφελος δεν υπάρχει.πρύμναν κρούομαι = κωπηλατώ προς τα πίσω, οπισθοχωρώ× πρύμναν λύω = αποπλέω.πυνθάνομαι = ζητώ να μάθω, πληροφορούμαι, ακούω.πώποτε = ποτέ μέχρι τώρα.

Περήφανου Κλειώ36.

Page 37: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας

ῥᾶδιος (παραθ.ῥᾴων-ῥᾷστος) = εύκολος, πρόθυμος, έτοιμος.ῥαθυμέω-ῶ = αμελώ, αδιαφορώ.ῥαστώνη = ευχέρεια, ανάπαυση.ῥώμη = δύναμη, θάρρος× ἐρρωμένως = με θάρρος, με σθένος.

σεμνός (σέβω) = σεβαστός, σπουδαίος.σθένος = δύναμη.σιγήν ἔχω = σιωπώ, διάγω ειρηνικά.σῖτος & πληθ. τά σῖτα = σιτάρι, αλεύρι× σῖτος τακτός = ορισμένη ποσότητα τροφίμων× σῖτος ἐσπλεῖ = εισάγονται τρόφιμα× περί σίτου ἐκβολήν = περίπου όταν σχηματίζονται τα πρώτα στάχυα των σιτηρών× ὁ σῖτος ἐν ἀκμῇ ἐστι = τα σιτηρά ωριμάζουν.σκεδάννυμι = διασκορπίζω.σκευάζω = παρασκευάζω, κατασκευάζω.σκευή = ετοιμασία, ενδυμασία, στολή.σκευοφόρος = αχθοφόρος× τά σκευοφόρα = τα υποζύγια, οι αποσκευές.σκέψις = σκέψη, εξέταση.σκηνόω-ῶ (< σκῆνος) = κατασκηνώνω.σκοπέω-ῶ & σκοποῦμαι = παρατηρώ, προσέχω, κατασκοπεύω, κρίνω, εννοώ, σκέπτομαι× σκέψασθε παρ’ ὑμῖν αὐτοῖς = σκεφθείτε μέσα σας.σκοταῖος = σκοτεινός, με το σκοτάδι.σπένδομαι = κάνω σπονδές, συνθηκολογώ, ειρηνεύω.σπεύδω = επιταχύνω, επιδιώκω, βιάζομαι.

Περήφανου Κλειώ37.

Page 38: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας

σπονδή (< σπένδω) = σπονδή, συνθήκη, ειρήνη× λύω τάς σπονδάς = παραβιάζω τις συνθήκες× σπονδάς ποιοῦμαι = κλείνω ειρήνη, υπογράφω συνθήκη.σποράδην & σποράδες = σκορπιστά, σποραδικά.σπουδάζω = επιδιώκω, φροντίζω.στέλλω = αποστέλλω.στέργω = αγαπώ, αρκούμαι.στρατοπεδεία & στρατοπέδευσις = στρατοπέδευση.συγγίγνομαι = συναναστρέφομαι, συναντώ, συνενώνομαι.συγγιγνώσκω = συμφωνώ, ομολογώ, συγχωρώ× συγγνώμην ἔχω τινί = δικαιολογώ κάποιον× συγγνώμης τυγχάνω = συγχωρούμαι.σύγκειμαι = αποτελούμαι από.συκοφαντέω-ῶ =συκοφαντώ.συλλαμβάνω = συλλαμβάνω.συλλέγω = συγκεντρώνω, στρατολογώ.σύλλογος = συνέλευση, συγκέντρωση.συμβαίνω =έρχομαι σε διαπραγμάτευση ή σε συμβιβασμό ή σε συμφωνία.συμβάλλω = συνενώνω, συντελώ.συμβολή = συνάντηση, ένωση.συμπεριάγω = περιφέρω μαζί.συμπίπτω = πέφτω με ορμή, πέφτω μαζί× συμπίπτει = συμβαίνει.συμπράττω = συνεργώ, βοηθώ.συναγείρω = συγκαλώ, συναθροίζω.συνάγω = συγκεντρώνω, συνάπτω.συναλλαγή = ανταλλαγή, συμφιλίωση.συναλλάττω = συμφιλιώνω, ανταλλάσσω.σύνδικος = συνήγορος.συνέχω = συγκρατώ, διαφυλάττω.συνηγορέω-ῶ = είμαι συνήγορος.συνίστημι = στήνω μαζί, συνδυάζω, συνενώνω, συγκροτώ.συνίσταμαι = συμπλέκομαι, συνδέομαι, έρχομαι σε συνεννόηση× συνιστάμενον (τό συνεστηκός) = συνωμοσία, συνωμότες.σύνοιδα = γνωρίζω καλά× σύνοιδα ἐμαυτῷ = συναισθάνομαι× σύνοιδά τινι = γνωρίζω όσα και κάποιος άλλος.συνουσία (σύνειμι) = συναναστροφή× ποιοῦμαι τήν συνουσίαν = επικοινωνώ.σφάλλω = βλάπτω.σφάλλομαι = κάνω σφάλμα, πλανώμαι, απατώμαι, παθαίνω.

Περήφανου Κλειώ38.

Page 39: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας

σφάλμα = αποτυχία, ζημία, λάθος.σφόδρα = πολύ.σχολή = οκνηρία, ευκαιρία, απραξία× σχολήν ἄγω = ευκαιρώ, αδρανώ.σῶζω = σώζω, διατηρώ, διαφυλάττω.ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων = καθιερώνω αγώνα επιδείξεως σωματικής δύναμης.

τακτός = καθορισμένος.τάττω = τακτοποιώ, παρατάσσω.τείχισμα = οχύρωμα.τειχομαχέω-ῶ = μάχομαι κατά τείχους.τειχομαχία = επίθεση εναντίον τείχους.τελευτάω-ῶ = τελειώνω, καταλήγω× τελευτῶ (τόν βίον) = πεθαίνω× τελευτῶν-οῦσα-ῶν (μτχ. ως επιρ.) = τελικά.τελευτή = θάνατος, τέλος.τελέω-ῶ = εκτελώ, πληρώνω.τέλος = αποτέλεσμα, τέλος, σκοπός, πληρωμή, φόρος× οἱ ἐν τέλει (οἱ τά τέλη ἔχοντες - τό τέλος, τά τέλη, τά οἴκοι τέλη) = οι άρχοντες (στην πατρίδα).τέμνω = κόβω, διαιρώ, χωρίζω× τέμνω τόν σῖτον (τήν χώραν) = καταστρέφω τα σπαρτά (την ύπαιθρη χώρα).τίθημι = τοποθετώ, θέτω, κατατάσσω× τίθημι ἀγῶνα = προκηρύσσω, διοργανώνω αγώνα× τίθημι νόμον = εισάγω, προτείνω νόμο× ψῆφον τίθεμαι = ψηφοφορώ× τά ὄπλα τίθεμαι = στρατοπεδεύω, παρατάσσω.τιμάω-ῶ = τιμώ, σέβομαι, ανταμείβω× τιμῶ τινί τινος (ως δικαστής) = ορίζω για κάποιον ως ποινή κάτι.τιμωρέω-ῶ (τινί) = βοηθώ× τιμωρῶ ὑπέρ τινος = βοηθώ, λαμβάνω εκδίκηση για λογαριασμό για τον φόνο κάποιου× τιμωρῶ τινα = τιμωρώ× τιμωροῦμαί τινά = τιμωρώ, εκδικούμαι.τιμωροῦμαι = τιμωρούμαι.τριταῖος = τριών ημερών, κατά την τρίτη ημέρα.τριχῇ = σε τρία μέρη, κατά τρεις τρόπους.τυγχάνω = πετυχαίνω, βρίσκω, συναντώ

Περήφανου Κλειώ39.

Page 40: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας

υἱόν ποιοῦμαι (τίθεμαι) = υιοθετώ.ὑπάγω = υποτάσσω, αποσύρω κρυφά× ὑπάγω εἰς δίκην = σύρω στα δικαστήρια.ὑπάρχω = κάνω την αρχή, υπάρχω× ὑπάρχω εὖ ποιῶν = κάνω την αρχή ευεργεσίας.ὑπεξάγω = κρυφά εξάγω, διασώζω.ὑπεξαιρέω-ῶ = κρυφά αφαιρώ.ὑπεξανάγομαι = ανοίγομαι με προφυλάξεις στο πέλαγος.ὑπερβάλλω = υπερτερώ, είμαι υπερβολικός.ὑπερήδομαι = δοκιμάζω μεγάλη χαρά.λόγον ὑπέχω = λογοδοτώ.ὑπέχω αἰτίαν τινός = κατηγορούμαι για κάτι.υπισχνέομαι-οῦμαι = υπόσχομαι.ὑποπτεύω = υποψιάζομαι, φοβάμαι, προαισθάνομαι.ὑποπτεύομαι = θεωρούμαι ύποπτος.ὑπόσπονδος = κατόπιν ανακωχής, με προστασία σπονδών× ἀπέδοσαν (ἀνείλοντο) τούς νεκρούς ὑποσπόνδους = έδωσαν πίσω (περισυνέλεξαν) τους νεκρούς κατόπιν ανακωχής προς ενταφιασμό.ὑποτίθημι = θέτω υποκάτω.ὑποτίθεμαι = θέτω ως βάση, υποθέτω.ὑποχείριος = ο κάτω από την εξουσία× ὑποχείριος γίγνομαι = υποτάσσομαι× ὑποχείριόν τινα ποιοῦμαι = υποτάσσω.ὕστατος = τελευταίος. ὑστεραία (ἡμέρα) = η επόμενη μέρα.ὕστερος = επόμενος, μεταγενέστερος, κατώτερος.ὑφηγέομαι-οῦμαι = υποδεικνύω, δείχνω το δρόμο.ὑφίστημι = τοποθετώ από κάτω.ὑφίσταμαι = υποτάσσομαι, υπόσχομαι.

Περήφανου Κλειώ40.

Page 41: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας

φαιδρός = λαμπρός, εύθυμος.φαίνω = φανερώνω, δείχνω× φρουράν φαίνω = κηρύττω επιστράτευση.φαῦλος = ασήμαντος, χυδαίος.φείδομαι = λυπάμαι, λογαριάζω.φειδώ = φροντίδα, οικονομία.φέρω = φέρνω, μεταφέρω× χάριν φέρω = χαρίζομαι, ευγνωμονώ× τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω× ἄγω καί φέρω = αρπάζω, βλάπτω, λεηλατώ× βαρέως φέρω = αγανακτώ× εὖ φέρομαι = αποβαίνω καλά, πετυχαίνω, εκτιμώμαι× κακῶς φέρομαι = έχω αποτυχίες× πλέον φέρομαί τινος = υπερέχω κάποιου, πλεονεκτώ.φεύγω = φεύγω, καταφεύγω, εξορίζομαι× ὁ φεύγων = ο κατηγορούμενος, ο εξόριστος.φθάνω = προλαβαίνω× οὐ φθάνω(+ κατηγ. μετοχή)…και…μόλις, αμέσως.φθείρω = καταστρέφω, εξοντώνω.φθονέω-ῶ = αρνούμαι, φθονώ× φθονῶ τινί τινος = από φθόνο αρνούμαι κάτι σε κάποιον.φιλέω-ῶ = αγαπώ, φιλοξενώ.φιλικῶς χρῶμαί τινι = έχω φιλικές διαθέσεις.φιλονικέω-ῶ = είμαι φιλόνικος.φιλονικία = φιλονικία, αντιζηλία.φιλοπονία = εργατικότητα.φιλόπονος = εργατικός, κοπιαστικός.φίλος = φίλος, αγαπητός, σύμμαχος.φιλοτιμέομαι-οῦμαι = φιλοδοξώ, ανταγωνίζομαι.φιλοτιμία = φιλοδοξία, ανταγωνισμός.φιλότιμος = φιλόδοξος.φοβέω-ῶ = εκφοβίζω.φοιτάω-ῶ (< φοῖτος) = συχνάζω.φορά = μεταφορά, εισφορά.φράζω = λέγω, συμβουλεύω.φρονέω-ῶ = σκέπτομαι, νομίζω× οἱ εὖ φρονοῦντες = συνετοί× κακῶς φρονῶ = δεν σκέπτομαι ορθά× μέγα φρονῶ =

Περήφανου Κλειώ41.

Page 42: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας

υπερηφανεύομαι× ἀγαθά (φίλα-κακά) φρονῶ = έχω καλές (φιλικές-εχθρικές) διαθέσεις.φρουρά = φρουρά, φρούρηση× φρουράν φαίνω = κηρύττω τον πόλεμο, κάνω επιστράτευση.φυγάς = εξόριστος, δραπέτης× κατάγω φυγάδα = επαναφέρω στην πατρίδα× ὁ φυγάς κατέρχεται = ο εξόριστος επανέρχεται στην πατρίδα.φυλακή = φρούρηση, φρουρά, φρούριο, σωματοφυλακή× φυλακάς ἔχω (φυλάττω) = φρουρώ× ἐν φυλακῇ εἰμι = είμαι σε επιφυλακή.φυλάττω = φυλάω, φρουρώ.φυλάττομαι = αποφεύγω, προφυλάττομαι.φύσις = φύση, χαρακτήρας, οργανισμός.πέφυκα = είμαι εκ φύσεως× φύσει πεφυκότα = τα φυσικά στοιχεία.

χαλεπαίνω = αγανακτώ, οργίζομαι.χαλεπός = δύσκολος, φοβερός× χαλεπῶς ἔχω = οργίζομαι, βρίσκομαι σε δύσκολη θέση× χαλεπῶς φέρω = αγανακτώ, δυσφορώ, το φέρνω βαριά.χαρίεις = χαριτωμένος× χαριέντως = με χάρη.χαρίζομαι = κάνω χάρη× δίκαια (ῥᾶδια) χαρίζομαι = κάνω χάρη δίκαιη (εύκολη)× κεχαρισμένος = ευχάριστος.χάρις = χάτη, εύνοια, ευχαρίστηση, ευγνωμοσύνη× χάριν οἶδά τινι (χάριν ἔχω τινί - χάριν ἀποδίδωμι) = χρωστώ ευγνωμοσύνη, ευχαριστώ, ευγνωμονώ.χειμών,-ῶνος = χειμώνας, κακοκαιρία.εἰς χεῖρας ἔρχομαί τινι = συμπλέκομαι× ἔρχομαι εἰς χεῖράς τινος = περιέρχομαι στην εξουσία κάποιου× ἄρχω χειρῶν ἀδίκων = κάνω αρχή της αδικίας.χειρόομαι-οῦμαι = κυριεύω, υποτάσσω, αιχμαλωτίζω.χειροτονέω -ῶ = εκλέγω, διορίζω, ψηφίζω, αποφασίζω (με ανάταση χεριού).χρεία (χρῶμαι) = χρήση, ανάγκη, χρησιμότητα.χρή = είναι ανάγκη, πρέπει.

Περήφανου Κλειώ42.

Page 43: Βασικό Λεξιλόγιο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

Βασικό λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής γλώσσας

χρήομαι-χρῶμαι = μεταχειρίζομαι× οἰκείως χρῶμαί τινι = συμπεριφέρομαι λογικά.χρηστήριον = μαντείο, χρησμός.χώρα = χώρα, πατρίδα, χώρος.χωρέω-ῶ = προχωρώ, έρχομαι.χωρίον = τοποθεσία.χωρίς = χωριστά.

ψέγω = κατηγορώ.ψευδομαρτυρέω-ῶ = είμαι ψευδομάρτυρας.ψεύδω = διαψεύδω, απατώ.Ψεύδομαί τινος = αποτυγχάνω, απατώμαι σε κάτι.ψεύδομαι τῆς ἐλπίδος = διαψεύδομαι στις ελπίδες μου.ψηφίζω = ψηφίζω.ψηφίζομαι = ψηφίζω, αποφασίζω, εγκρίνω.ψήφισμα = απόφαση, ψήφισμα.τήν ψῆφον φέρω = αποφασίζω, εκδίδω απόφαση× ψῆφον ὑπάγω = προτείνω ψηφοφορία.ψιλός = γυμνός, ακάλυπτος, άδενδρος.ψῦχος = ψύχος, χειμώνας.

ὠθέω-ῶ = σπρώχνω, απωθώ.ὠμότης = σκληρότητα.ὠνέομαι-οῦμαι = αγοράζω.ὠνή = αγορά.ὠνητός = αγοραστός.ὥρα = ώρα, εποχή, κατάλληλος χρόνος.ὧραι = εποχές του έτους.ὠφελέω-ῶ = βοηθώ, ωφελώ.ὠφέλιμος = ωφέλιμος, χρήσιμος.

Περήφανου Κλειώ43.