Λαϊκά Παραμύθια της Κρήτης

133
document.doc Ο Ήλιος, το Φεγγάρι, κι ο Αυγερινός (Μαργαρίτες Γεροποτάμου Ρεθύμνης) Δώσ’ τσ’ ανέμης να γυρίσει παραμύθι ν’ αρχινίσει… Αρχή του παραμυθιού, Καλησπέρα σας… Μια φορά κι έναν καιρό, σ’ ένα χωριό ζούσανε τρεις όμορφες αδερφίδες. Ήτανε πολύ όμορφες κι οι τρεις αλλά η τελευταία ήτανε πεντάμορφη! Ήτανε όμως, ορφανές και φτωχές, δεν είχανε στον ήλιο μοίρα! Για να ζήσουνε, πηγαίνανε στα χωράφια και στα βουνά και βρίσκανε χόρτα και τα πουλούσανε στους πλούσιους και τώνε δίνανε κάτι τις κι έτσι εζούσανε κι αυτές. Μια μέρα, την ώρα που μαζεύανε οι τρεις αδερφίδες χόρτα στα χωράφια, περνά το βασιλιόπουλο με τη συνοδεία του. Τον είδανε οι κοπελιές και σταματήσανε. Λέει η πρώτη αδερφή: «Ας μ’ έπαιρνε τούτος γυναίκα του και γω ’θελα του κάνω μια φουρνισιά ψωμιά να ταΐσει ούλο του το στρατό και να του μείνει κιόλας». Λέει και η δεύτερη: «Εμένα αν έπαιρνε, ’θελα του υφάνω ένα τόπι πανί να ντύσει ούλο του το στρατό και να του μείνει κιόλας». Λέει κι η πιο μικρή, που ήτανε κι η πιο όμορφη: «Εμένα αν έπαιρνε, ’θελα του κάμω τρία παιδιά: δυο αγόρια κι ένα κορίτσι: το ’να αγόρι να ’χει τον ήλιο στο πρόσωπο, τ’ άλλο το φεγγάρι, και το κοριτσάκι να ’χει τον αυγερινό». Το βασιλιόπουλο τις άκουσε. Άμα πήε στο σπίτι του, έστειλε ένα δούλο να πει στα τρία κορίτσια να έρθουνε που τα θέλει. Τα κορίτσια επήγανε και τους λέει: «Τι λέγατε εκεί που μαζεύατε τα χόρτα;» Αυτές ντρεπότανε. «Δεν ελέγαμε τίποτα», απαντήσανε. Λέει αυτός: «Άμα δε μου πείτε, θα σας κουτσοκεφαλίσω». Οι κοπέλες φοβηθήκανε μην τους κόψει την κεφαλή, και οι δυο του είπανε τι λέγανε. «Εγώ, βασιλιά μου, είπα πως, αν μ’ έπαιρνες γυναίκα σου, θα σου έκανα μια φουρνισιά ψωμιά, να ταΐσεις ούλο σου το στρατό και να σου μείνει κιόλας» είπε η πρώτη. 1
  • Upload

    -
  • Category

    Documents

  • view

    1.830
  • download

    10

Transcript of Λαϊκά Παραμύθια της Κρήτης

Page 1: Λαϊκά Παραμύθια της Κρήτης

document.doc

Ο Ήλιος, το Φεγγάρι, κι ο Αυγερινός(Μαργαρίτες Γεροποτάμου Ρεθύμνης) Δώσ’ τσ’ ανέμης να γυρίσει παραμύθι ν’ αρχινίσει… Αρχή του παραμυθιού, Καλησπέρα σας…

Μια φορά κι έναν καιρό, σ’ ένα χωριό ζούσανε τρεις όμορφες αδερφίδες. Ήτανε πολύ όμορφες κι οι τρεις αλλά η τελευταία ήτανε πεντάμορφη! Ήτανε όμως, ορφανές και φτωχές, δεν είχανε στον ήλιο μοίρα! Για να ζήσουνε, πηγαίνανε στα χωράφια και στα βουνά και βρίσκανε χόρτα και τα πουλούσανε στους πλούσιους και τώνε δίνανε κάτι τις κι έτσι εζούσανε κι αυτές.

Μια μέρα, την ώρα που μαζεύανε οι τρεις αδερφίδες χόρτα στα χωράφια, περνά το βασιλιόπουλο με τη συνοδεία του. Τον είδανε οι κοπελιές και σταματήσανε. Λέει η πρώτη αδερφή:

«Ας μ’ έπαιρνε τούτος γυναίκα του και γω ’θελα του κάνω μια φουρνισιά ψωμιά να ταΐσει ούλο του το στρατό και να του μείνει κιόλας».

Λέει και η δεύτερη: «Εμένα αν έπαιρνε, ’θελα του υφάνω ένα τόπι πανί να ντύσει ούλο του το στρατό και να του μείνει κιόλας».

Λέει κι η πιο μικρή, που ήτανε κι η πιο όμορφη: «Εμένα αν έπαιρνε, ’θελα του κάμω τρία παιδιά: δυο αγόρια κι ένα κορίτσι: το ’να αγόρι να ’χει τον ήλιο στο πρόσωπο, τ’ άλλο το φεγγάρι, και το κοριτσάκι να ’χει τον αυγερινό».

Το βασιλιόπουλο τις άκουσε. Άμα πήε στο σπίτι του, έστειλε ένα δούλο να πει στα τρία κορίτσια να έρθουνε που τα θέλει. Τα κορίτσια επήγανε και τους λέει:

«Τι λέγατε εκεί που μαζεύατε τα χόρτα;»Αυτές ντρεπότανε. «Δεν ελέγαμε τίποτα», απαντήσανε.Λέει αυτός: «Άμα δε μου πείτε, θα σας κουτσοκεφαλίσω».Οι κοπέλες φοβηθήκανε μην τους κόψει την κεφαλή, και οι δυο του είπανε τι

λέγανε.«Εγώ, βασιλιά μου, είπα πως, αν μ’ έπαιρνες γυναίκα σου, θα σου έκανα μια

φουρνισιά ψωμιά, να ταΐσεις ούλο σου το στρατό και να σου μείνει κιόλας» είπε η πρώτη.

«Εγώ είπα πως, αν μ’ έπαιρνες γυναίκα σου, θα σου ύφαινα ένα τόπι πανί, να ντύσεις ούλο σου το στρατό και να σου μείνει κιόλας».

Η πιο μικρή ντρεπότανε να του πει πως ήθελε να του κάνει παιδιά. Αλλά ο βασιλιάς την απείλησε πως θα τση κάνει βασανιστήρια, και τελικά του τα ’πε κι αυτή.

«Είπα πως, αν μ’ έπαιρνες γυναίκα σου, θα σου έκανα τρία παιδιά: δυο αγόρια κι ένα κορίτσι: το ένα αγόρι να ’χει τον ήλιο στο πρόσωπο, τ’ άλλο το φεγγάρι και το κοριτσάκι να ’χει τον αυγερινό».

Ευχαριστήθηκε ο βασιλιάς και της λέει: «Εγώ θα σε κρατήξω στο παλάτι και θα σε πάρω γυναίκα μου».Εκράτηξέ τηνε στο παλάτι κι οι άλλες εφύγανε και γυρίσανε στο φτωχό τους

σπίτι. Ο βασιλιάς επήρε τη μικρή αδερφή γυναίκα του, η μάνα του όμως, δεν την

ήθελε, επειδή ήτανε φτωχιά, και συνέχεια έβρισκε δικαιολογίες να του βάνει λόγια. Μια μέρα του λέει:

«Εσύ είσαι του βασιλιά παιδί κι επήρες μια φτωχιά που εγύριζε και μάζευε χόρτα και τα έδιδε στους πλούσιους; Δεν τήνε θέλω για νύφη μου!»

1

Page 2: Λαϊκά Παραμύθια της Κρήτης

document.doc

Αλλά η κοπελιά ήτανε ήδη έγκυος και το βασιλόπουλο δεν ήθελε ν’ ακούσει κουβέντα για τη γυναίκα του.

Εκείνη την εποχή εγίνηκε πόλεμος και έφυγε το βασιλόπουλο να πάει να πολεμήσει στα σύνορα. Είχενε πει, όμως, τση μάνας του να περιποιείται τη γυναίκα του, ώσπου να γυρίσει αυτός από τον πόλεμο.

«Έγνοια σου, παιδί μου! Θα σ’ τήνε προσέχω!» του λέει αυτή, για να του κλείσει τα μάτια.

Φεύγει λοιπόν ο Βασιλιάς και πάει στον πόλεμο. Η πεθερά πληρώνει μια μαμή και τση λέει:

«Όταν θα γεννήσει η νύφη μου, να πάρεις το παιδί γρήγορα και να το πετάξεις στον ποταμό, και στη θέση του να βάλεις ένα σκύλο».

Η μαμή πήρε την πληρωμή, γιατί ήτανε φτωχιά γυναίκα, και συμφώνησε να κάνει ό,τι της είπε η βασίλισσα. Μετά από λίγους μήνες η κοπελιά γέννησε ένα αγοράκι που, όπως είχε τάξει του βασιλιά, είχε τον ήλιο στο πρόσωπο. Έλαμπε το προσωπάκι του μωρού σαν τον ήλιο. Η πεθερά όμως, που μισούσενε τη νύφη, μόλις το είδε θύμωσε. Ήτανε τόσο όμορφο το μωρό, που αν το έβλεπε ο βασιλιάς, θα αγαπούσε ακόμα πιο πολύ τη γυναίκα του. Και τότε, θα ήτανε ακόμα πιο δύσκολο να τήνε ξεφορτωθεί.

Μόλις λοιπόν γέννησε η κοπελιά, αρπάζει η μαμή το μωρό και χάνεται. Το βάζει σ’ ένα κασονάκι και πήγε και το πέταξε στο Νείλο ποταμό, να χαθεί. Στη θέση του έβαλε ένα σκυλάκι.

«Ετούτο έκανες κακομοίρα, είντα να σου κάμω;» την κορόιδεψε η πεθερά της. Είντα να πει η κακομοίρα η κοπελιά; Πεθερά ήτανε αυτή, μπορούσε να βγάλει

άχνα;Πέρασε λίγος καιρός, και ο έρχεται ο βασιλιάς από τον πόλεμο. Κι η μάνα του

βρήκε ευκαιρία να κακολογήσει τη γυναίκα του: «Αυτή ήτανε που ήθελε να σου κάνει τσ’ ήλιους και τσι αυγερινούς; Αυτή

ένα κουλούκι1 έκανε!» του λέει.Στεναχωρήθηκε ο βασιλιάς. Αυτός επερίμενε παιδί και του ήρθε σκυλάκι; Μα

τι να κάνει που αγαπούσε την κοπέλα; Τα πικρά γλυκά, που λένε.«Μάνα, δεν πειράζει, θα το παίρνω μαζί μου όταν θα πηγαίνω στο κυνήγι» της

είπενε.«Ε, ας είναι» είπε κι η μάνα του, που ήθελε να φανεί πως πάει με τα νερά του.

«Αφού σ’ αρέσει εσένα, εμένα μου περισσεύει!»Έπαιρνε λοιπόν ο βασιλιάς το σκυλάκι και πήγαινε στο κυνήγι. Με τη

βασίλισσα ήτανε αγαπημένοι, δεν της είπε κουβέντα για το παιδί που του είχε τάξει και δεν του το έκανε. Μένει πάλι η βασίλισσα έγκυος, μα ξαναγίνεται πόλεμος, φεύγει πάλι ο βασιλιάς. Παρακαλεί πάλι τη μάνα του να προσέχει τη γυναίκα του. Αυτή τον καθησύχασε.

Έμεινε πάλι η κοπελιά μόνη με την πεθερά. Περνάει ο καιρός, γέννησε και το δεύτερο παιδί, που είχε το φεγγάρι στο κούτελο. Το βλέπει η μαμή που έλαμπε το προσωπάκι του, το αρπάζει γερά-γερά2, πάει και το πετάει στο Νείλο ποταμό, και στη θέση του βάνει ένα γατάκι.

Έρχεται ο βασιλιάς, τρέχει να δει τη γυναίκα του, στο μεταξύ προλαβαίνει η μάνα του και του λέει καταστεναχωρημένη:

«Μην τρέχεις να δεις το παιδί σου, δε χρειάζεται. Δε εγέννησε κοπέλι, μόνο ένα κατσούλι3!»

1 το κουλούκι: το σκυλάκι2 γερά-γερά: γρήγορα-γρήγορα3 το κατσούλι: το γατάκι

2

Page 3: Λαϊκά Παραμύθια της Κρήτης

document.doc

Σταματά πάλι ο βασιλιάς, στεναχωρέθηκε πολύ, απού δεν πάει άλλο! Τη μια ένα σκυλάκι, την άλλη ένα γατάκι! Αυτή που του έταξε τον ήλιο και το φεγγάρι; Θύμωσε, μα έκανε πως δεν τον πείραξε, γιατί ήξερε, πως η μάνα του ευκαιρία ζητούσε να διώξει την όμορφη κοπελιά από το σπίτι και να πάρει για νύφη της όποια ήθελε αυτή.

«Ε, μάνα δεν πειράζει, θα πιάνει τους ποντικούς» μουρμούρισε ο βασιλιάς, και πήγε με βαριά καρδιά να δει το παιδί του. Κλάματα η γυναίκα του η βασίλισσα, στενοχώρια, που αντί να του κάνει όμορφα παιδιά, του έκανε τη μια σκυλάκι, την άλλη γατάκι! Αυτός ο κακομοίρης, πολεμούσε να την ησυχάσει.

«Δεν πειράζει, βρε γυναίκα» της έλεγε, «από το Θεό δεν είναι κι αυτά; Τι να κάνουμε; Μπορούμε εμείς να κάνουμε αλλιώς;»

Ο καιρός περνούσε και το ζευγάρι ήτανε αγαπημένο. Η γριά βασίλισσα έβραζε από το κακό της που δε μπορούσε να τους χωρίσει.

Μένει για τρίτη φορά η κοπελιά έγκυος, μα πάλι άναψε ο πόλεμος στα σύνορα και ο βασιλιάς έπρεπε να φύγει. Είπε της γυναίκας του να κάνει υπομονή, κι έφυγε, αφού άφησε παραγγελιά της μάνας του να προσέχει τη γυναίκα του και να μην τήνε κακοκαρδίζει. Τόνε βεβαίωσε αυτή πως θα τήνε προσέχει, κι έφυγε ο βασιλιάς ήσυχος.

Όταν, με το καλό, γέννησε η βασιλιοπούλα, έκανε το κοριτσάκι που είχε τάξει του βασιλιά. Έλαμπε στο πρόσωπο του ο αυγερινός κι ήτανε ένα καμάρι! Δε χάνει καιρό η μαμή, αρπάζει το μωρό, πριν να το δει η μάνα του, το πάει και το πετάει στο Νείλο ποταμό. Παίρνει ένα φίδι από το ποτάμι, και πάει και το βάζει στην κούνια του μωρού. Λέει η πεθερά τση νύφης της:

«Ε, κακομοίρα, ένα φίδι έκαμες! Τώρα που θα έρθει ο γιος μου, αλίμονό σου!»

Έρχεται ο βασιλιάς, τόνε προλαβαίνει η μάνα του στην πόρτα και του λέει: «Ένα φίδι έκαμε η γυναίκα σου, μόνο μην περιμένεις ήλιους και φεγγάρια

ούτε κι ετούτη τη φορά!»«Φίδι;» φώναξε αυτός.Ε, αυτή τη φορά θύμωσε πολύ. Δεν ήθελε ούτε να τήνε δει. «Αυτά ήτανε τα κοπέλια που μου έταξες; Να πάθω εγώ τέτοιο ρεζιλίκι, ο

βασιλιάς της χώρας; Ούλοι οι υπήκοοί μου έχουνε κοπέλια, κι εγώ έχω σκύλους και γάτες και φίδια; Όξω από το σπίτι μου!»

Πάει και σκάβει ένα λάκκο στον πάτο τση σκάλας και τήνε χώνει μέχρι τη μέση. Κι όποιος ήθελε να μπει στο παλάτι περνούσε πρώτα από τη σκάλα και την έφτυνε. Έκλαιγε αυτή, έκλαιγε, εφώναζε, μα αυτός δεν την άκουγε.

Επέρασε καιρός. Τα παιδιά που η κακιά πεθερά πέταξε στο Νείλο ποταμό, δεν είχανε πνιγεί, όπως ήθελε αυτή, αλλά είχανε σωθεί. Ένας καλός άνθρωπος, που είχε ένα περβόλι κοντά στον ποταμό, τα είχενε βρει και τα είχενε μαζέψει. Είχε κι αυτός τρία παιδιά και ζούσε με τη γυναίκα του εκεί δα στο περβόλι. Μαζί λοιπόν με τα τρία παιδάκια του είχε πάρει και είχε αναθρέψει και τα τρία βασιλιόπουλα χωρίς να ξέρει ποια είναι.

Περάσανε κοντά είκοσι χρόνοι. Μια μέρα ο βασιλιάς βγήκε για κυνήγι και έφταξε κοντά σ’ εκείνο το περιβόλι, όπου ζούσε ο φτωχός περβολάρης, που είχε σώσει τα παιδιά του. Βλέπει δυο παλικάρια ίσαμε εκεί πάνω, να λάμπουνε τα πρόσωπά τους σαν τον ήλιο και το φεγγάρι, κι ένα κορίτσι που έλαμπε σαν τον αυγερινό. Ήτανε τα παιδιά του που είχανε μεγαλώσει στο μεταξύ, αλλά αυτός πού να τα γνωρίσει; Σκέφτηκε στεναχωρημένος: ‘‘Εγώ, ένας βασιλιάς, κι η γυναίκα μου γέννησε κάτες και σκύλους. Κι αυτοί οι φτωχοί άνθρωποι, τι ωραία παιδιά που έχουν! Θα τα καλέσω στο παλάτι να τους κάνω τραπέζι.’’

3

Page 4: Λαϊκά Παραμύθια της Κρήτης

document.doc

Όταν ο βασιλιάς κάλεσε τα τρία παιδιά στο παλάτι, αυτά δέχτηκαν με ευχαρίστηση. Η κόρη του, με τον αυγερινό στο πρόσωπο, ήτανε μάγισσα και ήξερε πώς είχανε βρεθεί αυτή και τα δυο αδέρφια της στο σπίτι του περβολάρη. Λέει, λοιπόν, στα αδέρφια της:

«Αδέρφια μου, πριν να πάμε στο παλάτι, θα πάρουμε μυρωδικά και αρώματα. Στο παλάτι θα μας δείξουνε μια γυναίκα θαμμένη μέχρι τη μέση, και θα μας πούνε να τήνε φτύξομε. Εμείς δεν θα τήνε φτύξομε, αλλά θα πάρομε τα μυρωδικά και θα τήνε λούσομε για να μοσκοβολάει».

Τα αδέρφια της αγοράσανε τα αρώματα που τους είπενε, κι ύστερα όλοι μαζί πήγανε στο παλάτι. Όταν μπήκανε μέσα, οι υπηρέτες τούς περάσανε πρώτα από την τρύπα με τη βασίλισσα και τους είπανε να τη φτύξουνε. Τα παιδιά όμως, αντί να τη φτύξουνε, τη λούσανε με τα μυρωδικά που κρατούσανε. Οι υπηρέτες παραξενευτήκανε, και το είπανε του βασιλιά. Αυτός δεν ήθελε να χαλάσει την καρδιά των μουσαφίριδων, και δεν είπε τίποτα.

Τα αγόρια και το κορίτσι ανεβήκανε στα δωμάτια του βασιλιά, και καθίσανε στο τραπέζι και άρχισε το γλέντι. Μαζί τους έκατσε κι ο βασιλιάς, η βασιλομάνα και η μαμή. Σε μια στιγμή το κορίτσι είπε:

«Πολυχρονεμένε μου, θα πω ένα παραμύθι. Αλλά όσο θα το λέω, δεν θέλω να φύγει κανείς από το δωμάτιο».

Συμφωνήσανε όλοι να μη φύγουνε. Αρχίζει λοιπόν το κορίτσι να λέει το παραμύθι:

«Μια φορά κι έναν καιρό ήτανε τρεις αδερφίδες και μαζεύανε χόρτα. Αλλά ήτανε τόσο φτωχές που μαζεύανε χόρτα και τα πουλούσανε για να ζήσουνε. Μια μέρα, περνάει το βασιλιόπουλο από εκεί κοντά…»

Και είπε ούλη την ιστορία της μάνας της: πως είχε υποσχεθεί στο βασιλιά να του κάνει τρία παιδιά, που να λάμπουν σαν τον ήλιο, το φεγγάρι και τον αυγερινό. Μόλις ακούει η πεθερά την ιστορία, λέει ‘‘κάτι μυρίζει εδώ’’. Ρίχνει μια ματιά στη μαμή και σηκώνονται να φύγουνε, αλλά το κορίτσι είπε:

«Ε, αφού είπαμε να μη σηκωθεί κανένας!»Ξανακάτσανε οι δυο γυναίκες και περίμενανε ν’ ακούσουνε παρακάτω. Η

κόρη της βασίλισσας συνέχισε:«Η γυναίκα εγέννησε τον ήλιο, το φεγγάρι και τον αυγερινό, αλλά τα

παιδάκια τα πέταξε στο Νείλο ποταμό η μαμή, με εντολή της πεθεράς! Αυτά τα παιδιά ζήσανε, τα βρήκε ένας περβολάρης και τα μεγάλωσε. Αυτά τα παιδιά είμαστε εμείς! Κι η γυναίκα κάτω από τη σκάλα είναι η μάνα μας! Και δεν της αξίζει να τήνε φτύνετε, μόνο της αξίζει να γίνει βασίλισσα όπως ήτανε, και να τήνε προσκυνούνε όλοι!»

Μόλις άκουσε ο βασιλιάς την ιστορία, σηκώθηκε γερά-γερά, κατέβηκε κι έβγαλε τη γυναίκα του από ’κειδά που την είχενε φυλακίσει. Βάνει τσι δούλες και τηνε λούγουνε, τηνε κατασταίνουνε1 και τση βάνουνε πάλι τα βασιλικά ρούχα.

Ύστερα ερώτηξε το μεγάλο παιδί: «Είντα να κάνουμε της γιαγιά σου και της μαμής, που σας επέταξαν στο Νείλο

ποταμό;»«Να τις αλογοσύρεις, μπαμπά!» απαντάει το αγόρι που είχε τον ήλιο στο

πρόσωπο.Διατάζει τότε κι αυτός και δένουνε τη γριά βασίλισσα και τη μαμή σε δυο

άλογα από τον πόδα. Δώσανε τότε δρόμο των αλόγων και τις αλογόσυραν στα βράχια και στις κακοτοπιές μέχρι που τσι σκοτώσανε.

1 κατασταίνω: ετοιμάζω

4

Page 5: Λαϊκά Παραμύθια της Κρήτης

document.doc

Και ζήσανε ο βασιλιάς κι η βασίλισσα με τα παιδιά τους καλά, κι εμείς καλύτερα…

5

Page 6: Λαϊκά Παραμύθια της Κρήτης

document.doc

Η Τρουλίτα (Πέραμα Γεροποτάμου Ρεθύμνης)

Μια φορά, λέει, ήταν ένας βασιλιάς κι είχενε τρία αγόρια. Όταν ήρθανε σε ηλικία να παντρευτούνε, τους λέει ο βασιλιάς:

«Παιδιά μου, ήρθε η ώρα να διαλέξετε τη γυναίκα σας. Θα σας δώσω τρία μήλα. Ο καθένας θα πετάξει το μήλο του μακριά, και σε όποια γυναίκα θα πέσει αυτή θα πάρει γυναίκα. Αυτήν και καμιάν άλλη! Σύμφωνοι;»

Τα αγόρια συμφώνησαν. Ρίχνει το μήλο του ο πρώτος, τυχαίνει σε μια ωραία κοπέλα, αρχόντισσα, από καλή οικογένεια. Ευχαριστήθηκε ο βασιλιάς και το πρώτο βασιλόπουλο. Ύστερα ήρθε η σειρά του δεύτερου.

«Ρίξε και συ, παιδί μου, το μήλο σου» λέει ο βασιλιάς.Το πετάει κι αυτός και τυχαίνει στη μοίρα του μια ωραία κοπέλα, αρχόντισσα

κι αυτή. Ευχαριστήθηκε ο βασιλιάς και μ’ αυτό το τυχερό.Το τρίτο βασιλόπουλο πετάει το μήλο του, αλλά αυτό πάει και πέφτει σε μια

τρουλίτα. Η τρουλίτα ήτανε, λέει, πουλί. Βλέπει το παιδί το πουλί και βάζει τα κλάματα.

«Μα, βασιλέα και πατέρα μου, αυτό είναι άδικο! Το πουλί θα πάρω;»Λυπήθηκε ο βασιλιάς το γιο του, του λέει:«Θα σου δώσω άλλη μια ευκαιρία».Ξαναπετά το παιδί το μήλο του, λαχαίνει πάλι στην τρουλίτα. Αρχίζει πάλι τις

φωνές το βασιλιόπουλο. «Μα αυτό είναι πουλί! Πουλί θα πάρω για γυναίκα μου;»Ο βασιλιάς συμφώνησε πάλι με το παιδί του. Του λέει: «Άντε, πέταξέ το άλλη

μια φορά. Αλλά όπου πάει, αυτό είναι, δεν αλλάζει!»Ξαναπετά το βασιλιόπουλο το μήλο του, πάει πάλι στην τρουλίτα. Φως

φανερό πως αυτή έπρεπε να πάρει για γυναίκα του το βασιλιόπουλο. «Δεν έχεις άλλη ευκαιρία πια» του λέει ο πατέρας του. «Θα τήνε πάρεις».Το βασιλόπουλο στενοχωριότανε, αλλά ο λόγος του πατέρα του ήτανε

συμβόλαιο. Την ημέρα που κάνανε και τους τρεις γάμους, οι δυο γιοι παντρεύτηκαν τις γυναίκες τους, και το μικρότερο παιδί παντρεύτηκε το πουλί. Τόνε κοιτάζανε όλοι και κρυφογελούσανε. Τα αδέρφια του καμαρώνανε με τις νύφες τους, αλλά το βασιλόπουλο είχε μεγάλο καημό.

Αφού πέρασαν λίγες μέρες, ο βασιλιάς ήθελε να δει ποια από τις νύφες του είναι η πιο προκομμένη. Είχε αποφασίσει πως αυτή που θα αποδεικνυότανε η πιο εργατική και η πιο εμφανίσιμη γυναίκα αυτή θα γινότανε η επόμενη βασίλισσα του θρόνου, κι ο γιος του βασιλιάς και διάδοχός του. Αποφάσισε λοιπόν να τώνε βάλει δοκιμασίες.

«Θέλω να μου κάνει μια κουβέρτα η κάθε μια νύφη. Να δω ποια θα κάνει την καλύτερη» είπε στους γιους του. «Να τη φτιάξει όμως, με τα δικά της χέρια».

Οι δυο νύφες όταν το άκουσαν γελούσανε και κοροϊδεύανε: «Η τρουλίτα, η τρουλίτα θα κάνει την καλύτερη!»

Και μπαίνουνε η καθεμιά στον αργαλειό της, να υφάνουνε την κουβέρτα. Η τρουλίτα η κακομοίρα, στενοχωριότανε, δεν εκάτεχε1 είντα2 να κάνει. Έβλεπε και τον άντρα της να κάθεται στενοχωρημένος σε μια μεριά, και το πήρε απόφαση να κάνει ό,τι μπορεί για να τον ευχαριστήσει. Του λέει λοιπόν με ανθρώπινη φωνή:

«Μη στεναχωριέσαι, άντρα μου, θα τη φτιάξω την κουβέρτα που θέλει ο πατέρας σου».

1 κατέ(χ)ω: ξέρω2 είντα: τι

6

Page 7: Λαϊκά Παραμύθια της Κρήτης

document.doc

«Και πώς θα τήνε φτιάξεις εσύ, ένα πουλί;»«Τα πουλιά πλέκουνε όμορφες φωλιές. Έτσι θα πλέξω και την κουβέρτα του

πατέρα σου. Θα πάω και θα βρω τα καλύτερα χορταράκια, μαλλάκια, και ό,τι ταιριαστό βρω στα χωράφια.»

Πέταξε, και γύρισε μετά από λίγην ώρα με χορταράκια, και πολλά μαλλάκια. Στένει1 το τελάρο2 και φτιάχνει μια κουβέρτα όμορφη, ό,τι ήθελες είχε μέσα. Τα πλουμιά3 της μοιάζανε ζωντανά, λες και θα μιλήσουνε! Δίνει την κουβέρτα στον άντρα της.

«Πάρε τώρα την κουβέρτα, και πήγαινε την στο βασιλιά» του λέει.Πέρασε η διορία που είχε βάλει ο βασιλιάς, παρουσιάσανε κι οι άλλες δυο

νύφες τις κουβέρτες τους. Μα αυτές οι κουβέρτες δεν ήτανε όμορφες σαν της τρουλίτας!

«Την ευκή μου να έχουνε οι νυφάδες μου, μα πια4 καλά η τρουλίτα μου» είπε ο βασιλιάς.

Οι άλλες νυφάδες σκάσανε από τη ζήλια τους. Την άλλη μέρα ο βασιλιάς όρισε τη δεύτερη δοκιμασία. Καλεί τους γιους του

και τους λέει:«Θέλω οι νυφάδες μου να μου κάμουνε ένα γλυκό. Να δω ποια θα κάνει το

νοστιμότερο».Φεύγουνε οι δυο γιοι ευχαριστημένοι, μα ο τρίτος γιος ήτανε πάλι σκεφτικός.

Οι δυο νυφάδες κοροϊδεύανε την τρουλίτα και την ερωτούσανε: «Πώς θα το φτιάξεις το γλυκό, τρουλίτα;»Η τρουλίτα όμως, δεν έδινε σημασία στην κακία τους. Μόνο τον άντρα της

λυπότανε, που τονε στενοχωρούσανε οι κοροϊδίες τους.«Μη στεναχωριέσαι, άντρα μου, και θα φτιάξω εγώ ένα γλυκό που θα

τρίβουνε τα μάτια τους!»«Και πώς θα το φτιάξεις;»«Θα δεις!» Πετάει πάλι, σαν πουλί που ήτανε, και πάει στο δάσος. Μαζεύει βατόμουρα,

σταφύλια, και, δεν ξέρω πώς, τα φέρνει στο δωμάτιό της. Φωνάζει και τις υπηρέτριες να ζυμώσουνε το γλυκό, τους δίνει και τα φρούτα και γίνεται μια τούρτα πεντανόστιμη. Τη δίνει μετά του άντρα της και την πάει στο βασιλιά.

Δοκιμάζει ο βασιλιάς από τα γλυκά των τριών νυφάδων. Τα δυο πρώτα ήτανε νόστιμα, μα η τούρτα της τρουλίτας ήτανε ακόμα νοστιμότερη. Ευχαριστήθηκε ο βασιλιάς, έτρωγε, έτρωγε, δεν έλεγε να σταματήσει.

«Την ευκή μου να έχουνε και οι τρεις νυφάδες μου, μα πια πολύ η τρουλίτα μου» είπε στο τέλος.

Σκάσανε πάλι οι δυο νυφάδες από το κακό τους, και αρχίσανε να σκέφτονται πως η τρουλίτα πολύ τους είχε μπει στη μύτη με τις νοικοκυροσύνες της! Πώς μπορεί ένα πουλί να πλέκει τόσο ωραίες κουβέρτες και να κάνει τόσο νόστιμα γλυκά;

Σε λίγον καιρό, ο βασιλιάς ανακοίνωσε την τρίτη δοκιμασία. «Θα δώσω ένα χορό στο παλάτι, και θα στέψω βασίλισσα την πιο όμορφη από

τις νύφες, αυτή που θα έχει τους καλύτερους τρόπους» είπε στους γιους του. Και κοίταξε με στεναχώρια το μικρότερο γιο του. Γιατί μέχρι τώρα η πιο

προκομμένη νύφη είχε αποδειχτεί η τρουλίτα. Αλλά δε μπορούσε να στέψει βασίλισσα ένα πουλί! Η βασίλισσα έπρεπε να είναι η καλύτερη από όλες, όχι να την

1 στήνει2 ο αργαλειός3 τα πλουμιά: στολίδια4 πια: πιο

7

Page 8: Λαϊκά Παραμύθια της Κρήτης

document.doc

κοροϊδεύει όλο το βασίλειο! Δύσκολα λοιπόν θα γινότανε η τρουλίτα βασίλισσα, κι ας την αγαπούσε ο γέρο βασιλιάς.

«Φέρε κι εσύ τη γυναίκα σου, και δεν πειράζει» είπε στο μικρότερο γιο του. Αυτός στενοχωρέθηκε λίγο. Πάει και το λέει της τρουλίτας: «Σε λίγες μέρες ο πατέρας μου θα κάνει ένα χορό στο παλάτι. Θα καλέσει όλο

του το επιτελείο, και τις νύφες του για να κάνει βασίλισσα την πιο όμορφη, αυτή που θα έχει τους καλύτερους τρόπους, την πιο μεγάλη χάρη. Μας κάλεσε κι εμάς».

Η τρουλίτα όταν το άκουσε, στενοχωρήθηκε κι αυτή. «Εμάς; Τι να μας κάνουνε εμάς; Εγώ είμαι πουλί. Δεν είμαι όμορφη, ούτε και

έχω χάρη. Θα γελάνε όλοι μαζί μας».«Εμένα δε με νοιάζει. Είσαι η γυναίκα μου, και θέλω να έρθεις. Δεν πειράζει

που δεν θα γίνουμε εμείς οι διάδοχοι του θρόνου».«Πώς θα πάω; Εγώ είμαι πουλί! Θα με πατήσουνε και θα με σκοτώσουνε! Κι

ύστερα τι θα έρθω να κάνω εγώ εκεί; Να κελαηδώ να πηγαίνω να έρχομαι; Αδύνατο, άντρα μου, δεν έρχομαι».

Το βασιλόπουλο δεν είπε τίποτα άλλο. Λυπήθηκε που θα πήγαινε μόνο του στο χορό, αλλά κι η γυναίκα του δίκιο είχε.

Σαν έφυγε ο άντρας της, η τρουλίτα το ξανασκέφτηκε: ‘‘δεν πάω να καβαλικέψω έναν κόκορα; Αυτός είναι ψηλός, απάνω του δεν θα με πατήσουνε.’’

Φεύγει απ’ το δωμάτιο, και πάει και βρίσκει έναν κόκορα. Τόνε καβαλικεύει και δρόμο για το παλάτι. Στο δρόμο που πήγαινε πέρασε από ένα ποτάμι. Εκεί ζούσανε τρεις νεράγδες1. Αυτές, μόλις την είδανε, βάλανε τα γέλια. Γελούσανε τόσο που χαλάσανε τον κόσμο.

«Τι θες να σου δώσομε που μας έκανες να γελάσομε;» τήνε ρωτήσανε.«Τι να θέλω εγώ, ένα πουλί;»Λέει η μια: «Εγώ θα της δώσω την ομορφιά μου!»Και τη μεταμορφώνει σε μια γυναίκα πολύ όμορφη!Λέει η άλλη: «Εγώ θα της δώσω τη χάρη μου! Θα γελάει και θα πέφτουν από

το στόμα της λουλούδια, και θα ευωδιάζει ο τόπος!» Λέει κι η τρίτη: «Εγώ θα της δώσω το χρυσό μου άλογο και μια χρυσή

κλωσσού με τα πουλιά της! Εκεί που θα πας, θα έχεις σηκωμένη την ποδιά σου και θα τρως. Μια μπουκιά θα τρως εσύ, και μια μπουκιά θα δίνεις και στα πουλιά να τρώνε κι αυτά. Όταν θα σηκωθείς να χορέψεις, θα μολάρεις2 την ποδιά σου και θα πέσουνε τα πουλάκια κι η κλωσσού και θα σε συνοδεύουνε να χορεύεις».

Ανεβαίνει η τρουλίτα στο χρυσό άλογο, ντυμένη στα όμορφα ρούχα που της έδωσαν οι νεράγδες. Φτάνει στο παλάτι, και μπαίνει μέσα. Όταν την είδαν οι άλλοι τα χάσανε! Ρωτούσανε μεταξύ τους ποια είναι αυτή η όμορφη γυναίκα.

«Είμαι η γυναίκα του βασιλόπουλου!» είπε αυτή. «Η τρουλίτα!»Πήγε και κάθισε κοντά του, κι ο βασιλιάς αμέσως φώναξε: «Βάλετε και τση νύφης μου να φάει!»Σερβίρουνε και την τρίτη νύφη. Οι άλλες δυο τήνε κοιτάζανε και δεν

πιστεύανε στα μάτια τους. Το κακάσχημο πουλί έγινε αυτή η ωραία γυναίκα; Τήνε παρακολουθούσανε γεμάτες κακία. Βλέπανε και το βασιλιά που τήνε κοιτούσε με θαυμασμό. Αποφασίσανε να κάνουνε ό,τι κάνει κι αυτή, για να πάρουνε λίγη από τη χάρη της, να μη φανούνε κατώτερες.

Έτρωγε η τρουλίτα μια μπουκιά, έδινε μια μπουκιά και στην κλωσσού με τα κλωσσόπουλα στην ποδιά της. Τρώγανε κι αυτά. Βλέπανε οι άλλες δυο νυφάδες που

1 νεράγδες: νεράιδες2 αμολέρνω: αφήνω

8

Page 9: Λαϊκά Παραμύθια της Κρήτης

document.doc

έβαζε το φαΐ στην ποδιά της, βάζανε κι αυτές στη δικιά τους. Αλλά αυτές δεν είχανε κλωσσούδες, και η ποδιά τους γέμιζε φαγητά, λαδιές και κόκαλα.

Αφού έφαγαν όλοι, φωνάζει ο βασιλιάς:«Εμπρός! Όλοι να χορέψομε!»Σηκώνονται οι νύφες να χορέψουνε, βγάζει η τρουλίτα από την ποδιά της τα

χρυσά κλωσσόπουλα και την κλωσσού, τα αμολέρνει, γεμίζει ο τόπος χρυσάφια. Αμολέρνουνε κι οι άλλες δυο νυφάδες όσα είχανε στις ποδιές τους, φεύγουνε τα κόκαλα, τα λάδια, δίνουνε στην κεφαλή των ανθρώπων, γίνονται ρεζίλι οι νυφάδες. Γελούσανε όλοι, γελούσε κι η τρουλίτα, βγαίνανε ρόδα και λουλούδια από το στόμα της κι ευώδιαζε η σάλα.

«Την ευκή μου να έχουνε οι νυφάδες μου, μα πια πολύ η τρουλίτα μου» λέει πάλι ο βασιλιάς. «Βασίλισσα να γενεί και στο θρόνο μου να κάτσει!»

Και ζήσανε αυτοί καλά, και εμείς καλύτερα. Και μου δώκανε ένα κουλούρι, και μου το ’φαγε ο σκύλος ο Κουντούρης…

9

Page 10: Λαϊκά Παραμύθια της Κρήτης

document.doc

Το Αθοκάτσουλο (Μαργαρίτες Γεροποτάμου Ρεθύμνης)

Μια φορά κι έναν καιρό, ήτανε τρεις αδερφίδες κι η μάνα τωνε. Ο πατέρας είχε πεθάνει, και ζούσανε σε φτώχια μεγάλη. Αυτές για να ζήσουνε γνέθανε, πλέκανε, υφαίνανε, και τα ρούχα τα πουλούσανε. Από τις τρεις αδερφές η μικρότερη ήτανε η πιο χαϊδεμένη της μάνας, αλλά οι άλλες δυο αδερφές δεν τήνε χωνεύανε και τη βάζανε να κάνει όλες τις βαριές δουλειές του σπιτιού. Κι επειδή όλο μέσα στις σκόνες και στις στάχτες ήτανε, τήνε φωνάζανε «Αθοκάτσουλο».

Μια μέρα, λέει, καθότανε η μάνα με τις τρεις κόρες και κλώθανε, κι η κάθε μια παινευότανε πως ήτανε πιο καλή κλώστρια απ’ την άλλη. Και λέει η πια μεγάλη αδερφή:

«Βάζομε στοίχημα; οποιανής πέσει πρώτης το αδράχτι θα τήνε σφάξομε να τήνε φάμενε!»

Το δεχτήκανε οι άλλες. Κλώθανε και κλώθανε, και πέφτει το αδράχτι της μάνας!

«Χαρίζομέ σου τηνε, μάνα, γιατί μας εγέννησες» λένε οι κοπελιές.Εκλώθανε πάλι, εκλώθανε, πέφτει πάλι το αδράχτι της μάνας.«Χαρίζομέ σου τηνε, μάνα, γιατί μας ανάθρεψες!»Και της τη χαρίζουνε πάλι. Εκλώθανε, εκλώθανε, πέφτει πάλι της μάνας το

αδράχτι. Είντα να κάνουνε οι αδερφές; «Ε, μα ’δα δε σου τήνε χαρίζομε, μάνα!»Και πιάνουνε και τη σφάζουνε, τη βράζουνε κι ετοιμάζονται να τη φάνε!Η πιο μικρή όμως, που αγαπούσενε πολύ τη μάνα της, έκλαιγε, έκλαιγε, δεν

ήθελε να φάει. Οι άλλες τρώγανε και της δίνανε κι αυτηνής, μα αυτή έπαιρνε τα κομμάτια της μάνας της και, εκεί που καθότανε στο τζάκι, τα έθαβε στη στάχτη να μη δούνε οι αδερφές της πως δεν τα τρώει. Στο τέλος μάζεψε και τα κοκαλάκια της μάνας της από το τραπέζι. Τα φύλαξε όλα σε ένα μπαουλάκι. Τα θύμιαζε, λέει, σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες. Στις σαράντα μέρες ανοίγει το μπαουλάκι και τι να δει; Βλέπει μέσα χρυσά ρούχα, χρυσά παπούτσια, φλουριά! Αλλά δεν είπενε τίποτα στις αδερφές της.

Οι άλλες δυο αδερφίδες, την Κυριακή, βάλανε τα καλά τωνε ρούχα, στολιστήκανε να πάνε στην εκκλησία.

«΄Αντες, Αθοκάτσουλο, να πάμενε στην εκκλησία» του λένε. «Τη μάνα μας σφάξατε, και στην εκκλησία θα πάω; Δεν πάω!»Αυτές όμως, επήγανε. Είδανε κόσμο, της είδε ο κόσμος, εγυρίσανε πίσω.

Την άλλη Κυριακή, τα ίδια. «Αντες, Αθοκάτσουλο, να πάμενε στην εκκλησία».«Όχι, δεν πάω! Τη μάνα μας σφάξατε, και στην εκκλησία θα πάω; Δεν πάω!»Πήγανε πάλι μοναχές τους. Την τρίτη Κυριακή, λένε οι δυο αδερφίδες πάλι στο Αθοκάτσουλο: «Άντες, Αθοκάτσουλο, στην εκκλησία. Που σήμερο θα έρθει το βασιλιόπουλο

να διαλέξει ποια θα πάρει για γυναίκα του».Αυτές έτσι το λέγανε, γιατί το Αθοκάτσουλο δεν είχενε όμορφα ρούχα να

φορέσει στην εκκλησιά. Αλλά θέλανε να τήνε παιδέψουνε!«Δεν πάω, τη μάνα μας σφάξατε, και στην εκκλησία θα πάω; Δεν πάω!» είπε

πάλι αυτή. Αλλά μόλις φύγανε οι άλλες, πήγε και άνοιξε το μπαουλάκι με τα κόκαλα τση

μάνας τση κι έβγαλε από μέσα τα χρυσά ρούχα και τα χρυσά παπούτσια. Τα βάνει, λέει, γρήγορα-γρήγορα το Αθοκάτσουλο και γίνεται αγνώριστη!

10

Page 11: Λαϊκά Παραμύθια της Κρήτης

document.doc

Πάει στην εκκλησία, και λάμπει ο κόσμος! Όλοι εγυρνούσανε και τήνε κοιτάζανε, που έλαμπε σαν τον ήλιο! Την είδε και το βασιλιόπουλο και θαμπώθηκε!

Όταν, όμως, ήτανε κοντά η ώρα να τελειώσει η λειτουργία, το Αθοκάτσουλο φεύγει γρήγορα-γρήγορα να μην τήνε γνωρίσουνε οι αδερφές της. Το βασιλιόπουλο έψαχνε να τήνε βρει και δεν την έβρισκε.

Πάνε οι δυο αδερφίδες στο σπίτι. Βρίσκουνε το Αθοκάτσουλο να κάθεται κάτω από το τραπέζι ήσυχο-ήσυχο.

«Δεν ήρθες, Αθοκάτσουλο, στην εκκλησία, που ήρθενε μιαν όμορφη κοπελιά, μια βασίλισσα! Και φορούσενε χρυσά φουστάνια, χρυσά παπούτσια, κι έλαμπενε σαν τον ήλιο!»

«Δε με νοιάζει. Τη μάνα μας σφάξατε, κι εγώ ’θελα ’ρθω στην εκκλησία να δω τη βασίλισσα; Δε με νοιάζει!»

Την επόμενη Κυριακή ο βασιλιάς πήρε πάλι το βασιλιόπουλο και πήγανε στην εκκλησία. Θέλανε να ξαναδούνε την ωραία κοπέλα.

«Άντες, Αθοκάτσουλο, να πάμε στην εκκλησία, να δεις κι εσύ τη βασίλισσα!» είπανε οι αδερφές στο Αθοκάτσουλο.

«Δεν πάω, τη μάνα μας σφάξατε και στην εκκλησία θα πάω; Δεν έρχομαι».Πάνε πάλι αυτές, αξοπίσω το Αθοκάτσουλο, βάνει πάλι τα χρυσά φορέματα

που είχενε βρει στο μπαουλάκι, και τρέχει στην εκκλησία. Τήνε βλέπει πάλι το βασιλιόπουλο, χάνει το μυαλό του! Πού να γυρίσει να

κοιτάξει τον παπά; Όλο το Αθοκάτσουλο κοιτούσε. Πριν να τελειώσει πάλι η λειτουργία, φεύγει το Αθοκάτσουλο πριν από τις

άλλες κοπέλες. Μένει πάλι το βασιλιόπουλο με την απορία. Αλλά στο μεταξύ την είχε αγαπήσει και ήθελε να την πάρει γυναίκα του. Ρωτούσε λοιπόν όλους τους χωριανούς που ήτανε στην εκκλησία, αν γνωρίζανε ποια ήταν αυτή η όμορφη κοπέλα. Αλλά κανείς δεν την είχε ξαναδεί.

Γυρίζουνε κι οι δυο αδερφίδες στο σπίτι, και ρωτούνε η μια την άλλη: «Ποια να είναι αυτή η όμορφη κοπελιά; Αυτή θα πάρει γυναίκα του το

βασιλιόπουλο, μα πώς βρέθηκε στο χωριό μας;»Μιλιά το Αθοκάτσουλο!Έλα, όμως, που το βασιλιόπουλο το είχενε βάλει αμέτι-μουχαμέτη να πιάσει

την ωραία κοπέλα και να την κάνει γυναίκα του! Να κλαίει, να οδύρεται, ‘‘αυτή θέλω, αυτή θέλω!’’ Ο βασιλιάς τι να κάνει; Σκέφτεται, σκέφτεται και βρίσκει ένα κόλπο.

«Σώπα, βασιλιόπουλό μου, και θα στην πιάσω εγώ!»Είχενε παρατηρήσει πως η όμορφη κοπέλα, που ήθελε το βασιλιόπουλο,

ερχότανε τελευταία στην λειτουργία και έφευγε πρώτη, πριν από τους άλλους. Την άλλη Κυριακή, ντύνουνται πάλι οι δυο αδερφίδες του Αθοκάτσουλου,

γυρίζουνε και το κοιτάζουνε που καθότανε στην παραστιά1. «Άντες, μπρε αδερφή, στην εκκλησιά, να δεις κι εσύ την αρχόντισσα, που

είναι όμορφη σαν τη βιόλα!»«Δεν έρχομαι. Τη μάνα μας εφάγατε, και στην εκκλησία θα ’ρθω; Δεν

έρχομαι!»Νευριάζουνε οι δυο αδερφίδες, «τάχα πως αγαπούσενε τη μάνα μας καλύτερα

από εμάς!» λένε, και φεύγουνε για την εκκλησία. Πάνε λοιπόν ούλοι οι χωριανοί στην εκκλησία, και περιμένουνε να δούνε αν

θα φανεί η χρυσοντυμένη αρχόντισσα. Ο βασιλιάς, αφού είδε πως ήρθανε όλοι οι χωριανοί στην εκκλησία, και μόνο η αρχόντισσα έλειπε, διατάζει έναν υπηρέτη

1 η παραστιά: το τζάκι

11

Page 12: Λαϊκά Παραμύθια της Κρήτης

document.doc

και βάνει μέλι στο κατώφιλιο1. Και κάθονταν όλοι και περιμένανε. Σε λίγο να τηνε και προβάλει! Μέχρι κι ο παπάς, που λέει ο λόγος, έχασενε τα λόγια του από την ομορφάδα! Το βασιλιόπουλο κάνει να τήνε πλησιάσει, να της μιλήσει, μα εκείνη το κατάλαβε. Δεν ήθελε ακόμα να φανερωθεί. Δίνει μια να φύγει, και κολλά το χρυσό γοβάκι της στο μέλι που ήτανε χυμένο στο κατώφιλιο. Μα από την βιασύνη της να φύγει δεν γύρισε να το πάρει.

Παίρνει το βασιλιόπουλο το γοβάκι, γεμάτο παράπονο που δεν τα κατάφερε να πιάσει τη γυναίκα που αγαπούσε. Του λέει ο πατέρας του:

«Βάλε να ψάξουνε όλη τη χώρα, κι οποιανής κάνει το γοβάκι, πάει να πει πως είναι η γυναίκα που το φορούσε».

Την άλλη μέρα βγάνει διακήρυξη το βασιλιόπουλο, να μη φύγει καμιά γυναίκα από το σπίτι της. Ούτε στο νερό να μην πορίσει2. Γιατί θα περάσει από ούλα τα σπίτια και θέλει να δοκιμάσει το χρυσό παπούτσι σε ούλες τσι γυναίκες του βασιλείου!

Μπαίνει στο ένα σπίτι, χαρές οι γυναίκες! Έλεγε η καθεμιά: ‘‘δεν μπορεί, θα στριμώξω το πόδι μου να χωρέσει στο γοβάκι και θα γίνω εγώ η βασίλισσα!’’ Αλλά το βασιλιόπουλο έβλεπε πότε δε χωρούσε από μόνο του το γοβάκι στο πόδι της γυναίκας, το έπαιρνε και έφευγε. Πήγαινε σε άλλο σπίτι.

Μπαίνει και στου Αθοκάτσουλου. Πάει αυτό και χώνεται στην παραστιά. Έτσι μουτζουρωμένο και μαύρο που ήτανε, δεν το βλέπει. Μα και να το έβλεπε δεν θα το γνώριζε μέσα στους άθους3 και στις σκόνες. Λέει στις δυο αδερφίδες να κάτσουνε και να βάλουνε το παπούτσι. Το βάζει η μια, που είχενε λεπτό πόδι. Για να της χωρέσει είχενε βάλει δυο– τρία ζευγάρια κάλτσες. Βλέπει το βασιλιόπουλο την πονηριά της, της λέει «βγάλε τις κάλτσες, να φανεί ο πόδας σου!»

Βγάνει αυτή τις κάλτσες, φάνηκε ο πόδας της, ξαναβάνει το γοβάκι, της ήτανε φαρδύ! Πάει το βασιλιόπουλο στην άλλη αδερφή που είχενε χοντρό πόδα. Αυτή, για να ξεγελάσει το βασιλιόπουλο, είχενε κόψει το ένα της δαχτύλι, για να τση κάνει το γοβάκι. Μα βλέπει το βασιλιόπουλο τα αίματα στην κάλτσα, τση λέει κι αυτηνής: «Βγάλε κι εσύ την κάλτσα σου!» Βλέπει τα αίματα, τση παίρνει το γοβάκι.

«Έχετε άλλη γυναίκα στο σπίτι;» ρωτάει το βασιλιόπουλο. «Έχομε. Το Αθοκάτσουλο». του δείχνουνε γελώντας το Αθοκάτσουλο στην

παραστιά. «Θα το δοκιμάσει κι αυτή το γοβάκι; Και πώς θα το βάλει που είναι βρώμικο, όλη μέρα με τους άθους και τσι βρωμιές;…»

«Δεν πειράζει. Όλες θα το φορέσουνε» λέει το βασιλιόπουλο και δίνει στο Αθοκάτσουλο να βάλει το γοβάκι. Μόλις το βάζει, αστράφτει το παπούτσι, λάμπει κι η κοπελιά, και εμφανίζεται ντυμένη με τα χρυσά φορέματα και με τα δαχτυλίδια!

Χάρηκε το βασιλιόπουλο που τη βρήκενε, τήνε πήρε από το χέρι και την ανέβασε στην άμαξα τη βασιλική. Τήνε πήρε στο παλάτι και την έκανε γυναίκα του. Κι οι δυο αδερφίδες που δεν αγαπούσανε τη μάνα τους και το Αθοκάτσουλο εσκάσανε από τη ζήλεια τους!

1 το κατώφιλιο: το κατώφλι2 πορίζω: βγαίνω3 ο άθος: η στάχτη

12

Page 13: Λαϊκά Παραμύθια της Κρήτης

document.doc

Η μουσική της Μαινεμένης (Μαργαρίτες Γεροποτάμου Ρεθύμνης)

Μια φορά κι έναν καιρό ήτανε ένας γάιδαρος, που ο κακομοίρης είχε γεράσει και δεν εμπόρειε να σηκώνει φορτία. Το αφεντικό του λοιπόν αποφάσισε να τόνε σκοτώσει. Ο γάιδαρος, όταν το κατάλαβε, αποφάσισε να φύγει μακριά για να γλιτώσει. Και σκέφτηκε: ‘‘Εγώ θα φύγω να πάω στη Μουσική της Μαινεμένης’’.

Φεύγει λοιπόν. Στο δρόμο που επήγαινε θωρεί ένα σκύλο που καθότανε στην άκρη του δρόμου και ούρλιαζε λυπητερά.

«Είντα1 χαμπάρια, σκύλε;» του λέει ο γάιδαρος. «Γιάντα2 κάθεσαι και ουρλιάζεις;»

«Το αφεντικό μου είπενε πως εγέρασα και δε μπορώ πια να κουνηθώ, και θα με σκοτώσει».

«Δεν έρχεσαι να πάμε στη Μουσική τση Μαινεμένης;» του πρότεινε ο γάιδαρος.

Ο σκύλος το βρήκε καλή ιδέα, και τον ακολούθησε. Δρόμο παίρνουνε, δρόμο αφήνουνε, μετά από λίγες μέρες, θωρούνε ένα γάτη κι εκαθότανε σ’ έναν τοίχο απάνω, κι ενιαούριζε κι εφώναζε.

«Γιάντα, μωρέ, ’ποταυρίζεσαι3 ετσά;» τονε ρωτά ο γάιδαρος.«Επειδή εγέρασα και δε μπορώ να κυνηγώ τους ποντικούς,

εσκέφτηκεν τ’ αφεντικό μου να με σκοτώσει. Εσένα άμα θέλανε να σε σκοτώσουνε, δεν θα φώναζες;»

«Κι εμένα ήθελε το αφεντικό μου να με σκοτώσει, και το σκύλο από δω. Κι αποφασίσαμε φύγομε και να πάμενε στη Μουσική τση Μαινεμένης. Θα έρθεις μαζί μας;»

«Να έρθω!» είπε ο γάτης και πήδηξε από τον τοίχο. «Είντα έχω να χάσω;»

Πήρανε πάλι το δρόμο, και πηγαίνανε. Μετά από λίγες μέρες πάλι, θωρούνε έναν πετεινό, κι εκαθότανε σ’ ένα δώμα4 απάνω, κι έκραζε λυπητερά. Πάει πάλι κοντά ο γάιδαρος.

«Είντα ’χεις, πετεινέ, και κάθεσαι και ξελαρυγγίζεσαι;» τόνε ρωτά.«Είπενε τ’ αφεντικό μου στην κερά5 του ότι θα ’χει αύριο μια καλή

παρέα και να με σφάξει, λέει, να κάμει μια ωραία σούπα!» «Α, κι εσένα τα ίδια, ε; Κι εμάς τ’ αφεντικά μας είχανε αποφασίσει να

μας σκοτώσουνε, και φύγαμε κι εμείς. Θες να έρθεις μαζί μας, να πάμε στη Μουσική τση Μαινεμένης;»

Δεν το σκέφτηκε πολύ ο πετεινός, πεταρίζει, κατεβαίνει από το δώμα και λέει: «Να ’ρθω».

Πηγαίνανε αυτοί, πηγαίνανε, δεν είχανε και τίποτα να φάνε, κάποια στιγμή πεινάσανε. Ο σκύλος κι ο γάτης πολεμούσανε να πιάσουνε κανένα πουλάκι, κανένα λαγουδάκι να το φάνε, μα δύσκολο ήτανε με την κούραση που είχανε. Κι όσο για νερό, ούτε λόγος. Πού να βρεθεί βρύση ή πηγή σ’ αυτή την ερημιά;

1 είντα: τι2 γιάντα: γιατί3 αποταυρίζομαι: τεντώνομαι4το δώμα: η σκεπή5 η κερά: η κυρία

13

Page 14: Λαϊκά Παραμύθια της Κρήτης

document.doc

Μετά από μέρες δρόμο, κακοπαθισμένοι κι ελεεινοί, αφήνουνε τον αμαξωτό και μπαίνουνε σ’ ένα μεγάλο δάσος. Εκεί μέσα τους βρήκε η νύχτα κατακουρασμένους και δεν είχανε πού να κοιμηθούνε. Φοβούντανε κιόλας να μην περάσει και κανένα πεινασμένο λιοντάρι και τσι φάει τώρα που γλιτώσανε από τ’ αφεντικά τωνε. Απάνω στην έγνοια τους τι να κάνουνε, θωρούνε μέσα στα πεύκα, ένα φως κι άναβε. Λένε:

«Δεν πάμε να δούμε είντα ’ναι αυτό το φως; Μπορεί να είμαστε τυχεροί, να μένουνε καλοί άνθρωποι μέσα, να μας αφήσουνε να κοιμηθούμενε απόψε μαζί τους».

Πάνε κοντά στο σπίτι, αλλά αυτό δεν ήτανε σπίτι, μόνο ήτανε ένα παλάτι μεγάλο και πλούσιο! Το φως έβγαινε από ένα παράθυρο, κι ακουγότανε φωνές από μέσα. Μα το παραθύρι ήτανε ψηλό και δε μπορούσανε να δούνε ποιος ήτανε. Κοιτάζει ο ένας τον άλλο.

«Τι να κάνομε για να δούμε ποιος είναι μέσα;» αναρωτηθήκανε. Σταματά ο γάιδαρος από κάτω στο παραθύρι, βγαίνει στη ράχη του ο

σκύλος, απάνω στο σκύλο βγαίνει η γάτα, κι απάνω στου κάτη1 την κεφαλή βγήκεν ο κόκορας.

Βλέπουνε μέσα ανθρώπους καθισμένους γύρω-γύρω σ’ ένα τραπέζι, που είχε απ’ όλα τα καλά: φαγητά, κρασιά, νερό, κυνήγι, ό,τι καλύτερο στον κόσμο! Κι από τα ρούχα των ανθρώπων καταλάβανε πως αυτοί μέσα ήτανε κλέφτες!

Μόλις είδανε τα φαγητά οι τέσσερις φίλοι, θυμηθήκανε την πείνα τωνε και τη δίψα τωνε, που όλες ετούτες τσι μέρες στα χωράφια, μόνο χορταράκι τρώγανε και δεν είχανε πιει σταλιά νερό. Κοίταζε ο σκύλος κι ο γάτης το κυνήγι, ο πετεινός τα ζαρζαβατικά, κι όλοι μαζί τις κανάτες το νερό απάνω στο τραπέζι. Κατεβαίνουνε πάλι κι αρχίζουνε να κάνουνε συμβούλιο.

«Πώς θα τσι βγάλομε από μέσα να μπούμε εμείς να φάμε;» ρωτάει ο πετεινός. «Γιατί έχω μια πείνα, που δε θωρώ μπροστά μου!»

«Αυτοί μόνοι τους, μια φορά, δε βγαίνουνε!» λέει ο σκύλος. «Εγώ λέω να τους φοβερίσομε».

Σταματά πάλι ο γάιδαρος από κάτω στο παραθύρι, βγαίνει στη ράχη του ο σκύλος, απάνω στο σκύλο βγαίνει πάλι η γάτα κι απάνω στου κάτη την κεφαλή εστάθηκεν ο κόκορας. Κι αρχινούνε: ο γάιδαρος εγκάριζε, ο σκύλος εγάβγιζε, η γάτα ενιαούριζε, κι ο κόκορας έκραζε!

Οι κλέφτες εφοβηθήκανε, δεν εκαταλαβαίνανε και τι ήτανε αυτός ο σαματάς απ’ όξω και βάζουνε τις φωνές:

«Φάντασμα, φάντασμα!» Και δίνουνε όξω και φεύγουνε.Οι τέσσερις φίλοι σταθήκανε και τους βλέπανε ώσπου χαθήκανε στο

δάσος. Ύστερα κάμανε χαρές που τα καταφέρανε, και τρέξανε να μπούνε μέσα να φάνε. Μπαίνουνε μέσα, κάθουνται στο τραπέζι, φάγανε καλά, ήπιανε και νερό, κι ευχαριστηθήκανε. Ύστερα αρχίσανε να χασμουριούνται από την κούραση.

«Ας πάμενε ’δά να θέσομε2» είπανε, και βρήκε ο καθένας έναν τόπο να θέσει.

1 ο κάτης: η αρσενική γάτα2 θέτω: ξαπλώνω

14

Page 15: Λαϊκά Παραμύθια της Κρήτης

document.doc

Ο γάιδαρος έθεκε στην αυλή, ο σκύλος από πίσω από την πόρτα, ο κάτης επήε στην καμινάδα του τζακιού, κι ο πετεινός έπαιξεν έναν πήδο κι έκατσε σ’ ένα μεσοδόκι3. Ησυχάσανε, σβήσανε το φως και κοιμηθήκανε.

Οι κλέφτες όμως, αφού φτάξανε μακριά από το σπίτι, σταματήσανε. Ξανοίγει2 ο γεις3 τον άλλο, ντραπήκανε που φύγανε, και θέλανε τώρα να κάνουνε πάλι ούλοι τον παλικαρά. Και λένε:

«Να πάμε, μωρέ, να δούμε είντα ήτανε εκείνο το φάντασμα. Μα είντα κλέφτες είμαστε άμα δε μπορούμε να κάνομε καλά ένα φάντασμα; Κρίμας στα παντελόνια μας!»

Και γυρίζουνε πίσω. Άμα σιμώσανε4 στο σπίτι, λένε πάλι ο ένας τον άλλο:

«Να πάει ένας μέσα και να βγει να μας πει είντα είδε».Δεν ήθελεν ο ένας, δεν ήθελεν ο άλλος, στο τέλος αναγκάζεται ένας

και λέει: «Εγώ θα πάω».Μπαίνει μέσα. Θωρεί μέσα στο σκοτάδι του κάτη τα μάτια κι

εγυαλίζανε στην καμινάδα, πάει ν’ ακουμπήσει ένα σπίρτο ν’ ανάψει το λύχνο, και χύνεται η γάτα και του ξεσκίζει τα μούτρα του. Πάει να φύγει, τον αρπά ο σκύλος από τον πόδα5 και τόνε δακάνει. Όταν επόριζε6 στην αυλή τρέχοντας, ξυπνά κι ο γάιδαρος και του ρίχνει ένα τσινίδι7, και τον αφάνισενε. Ξυπνά κι ο πετεινός καταλαβαίνει πως τους κάνουνε επίθεση κι αρχινά κι έκραζε. Κι ούλα μαζί τα ζώα βάλανε πάλι τσι φωνές, και τόνε τροζάνανε8 από το φόβο!

Εβγήκε ο κλέφτης κατατρομαγμένος στο δρόμο. Βρίσκει τους άλλους και λέει:

«Επήγα μέσα! Κι είναι ένα στοιχειό στην καμινάδα και με ξέσκισε! Όταν έβγαινα από την πόρτα ήτανε ένα άλλο, πιο μεγάλο στοιχειό και μου έφαε τον πόδα μου! Όταν έβγαινα στην αυλή ήτανε εκεί ένα πιο μεγάλο θεριό και μου ’δωκε μια μ’ ένα ρόπαλο και μου ’σπασε τα κόκαλά μου! Δεν ξαναπάω μέσα, μόνο γλακάτε9 ποδαράκια μου!»

Και το βάνουνε ούλοι μαζί οι κλέφτες στα πόδια και όπου φύγει-φύγει! Και δεν ξαναπατήσανε ποτέ τους στο παλάτι. Εκάτσανε εκεί ο γάιδαρος, ο σκύλος, ο πετεινός κι η γάτα, κι επερνούσανε ζωή και κότα, που λένε, με τα πράματα που είχανε αφήσει οι κλέφτες.

Και ζήσανε αυτοί καλά, κι εμείς καλύτερα!

3 το μεσοδόκι: ξύλο που συγκρατεί το ταβάνι του σπιτιού2 ξανοίγω: κοιτάζω3 γεις: ένας4 σιμώνω: πλησιάζω5 ο πόδας: το πόδι6 πορίζω: βγαίνω7 το τσινίδι: η κλωτσιά8 τροζαίνω: τρελαίνω9 γλακώ: τρέχω

15

Page 16: Λαϊκά Παραμύθια της Κρήτης

document.doc

«Αντζί1 ήτονε η μάνα μου…» (Μαργαρίτες Γεροποτάμου Ρεθύμνης)

Μια φορά κι έναν καιρό, ήτανε σ’ ένα χωριό μια γυναίκα που δεν έκανε κοπέλια. Και αυτός ήτανε ο καημός τση. Κι όλο έλεγε:

«Κάμε, Θέ μου, να κάμω κι εγώ ένα κοπέλι2, κι ας μου το πάρει κι ο αετός!»

Μετά από λίγο καιρό, άρχισε και πρηζότανε το πόδι της, πρηζότανε, πρηζότανε, κι εγίνηκε σαν το μεσοδόκι3. Μια μέρα, εκεί που πήγαινε μπερδεύει σ’ ένα βάτο, σκίζει το πόδια της και κάνει ένα κοπέλι. Ήτανε κοριτσάκι. Κατεβαίνει, όμως, αμέσως ένας αετός και της το παίρνει. Είχενε την φωλιά του απάνω σ’ έναν πεύκο, και το πάει εκεί και το μεγάλωσε. Αυτό εγίνηκε μια κοπελιά όμορφη, που δεν υπήρχε ομορφότερη σ’ ολόκληρο τον κόσμο.

Από κάτω απ’ τον πεύκο ήτανε ένα πηγάδι. Ένα μεσημέρι πάει η βασιλιοπούλα να πάρει νερό. Θωρεί τη σκιά της όμορφης κοπελιάς στο νερό μέσα, νόμιζε πως ήταν η ίδια, και λέει:

«Έτσι όμορφη είμαι εγώ, και με πέμπουνε στο νερό;»Σπάει το σταμνί και φεύγει. Πάει η αδερφή της, η άλλη βασιλιοπούλα,

σκύβει να σύρει νερό από το πηγάδι, βλέπει μέσα τη σκιά της κοπελιάς, θαρρεί πως είναι η δική της η σκιά και πως είναι τόσο όμορφη, σπάει κι αυτή το σταμνί της και φεύγει.

Την άλλη μέρα είχε πάει το βασιλιόπουλο στο κυνήγι και δίψασε. Περνά με τη συνοδεία του από το πηγάδι να σύρουνε νερό. Να πιούνε και να δροσιστούνε, και να δώσουνε και στα άλογα. Πάει να κατεβάσει, λέει, το βασιλιόπουλο το σταμνί στο πηγάδι, θωρεί τη σκιά της κοπελιάς, και θαμπώθηκενε από την ομορφιά. Γυρίζει απάνω το κεφάλι του, τήνε βλέπει να κάθεται απάνω στην κορφή του δέντρου. Τέτοια ομορφάδα δεν είχανε ξαναδεί τα μάτια του.

«Καλημέρα, κοπελιά μου» της λέει. «Καλημέρα» του λέει κι αυτή.«Κατέβα από το δέντρο να σε δω από κοντά. Είμαι το βασιλιόπουλο κι

ήρθα να πιω νερό από το πηγάδι».«Δεν μπορώ να κατεβώ» του λέει αυτή. «Δε μ’ αφήνει ο πατέρας μου

ο αετός».Ούτε παρακάλια την πιάνανε, ούτε τίποτα. Δεν εκατέβηκε. Το

βασιλιόπουλο όμως, την αγάπησε, και το έπιασε πείσμα να τήνε κατεβάσει, να τήνε κάνει γυναίκα του. Ό,τι πονηριές όμως και να έκανε, αυτή δεν κατέβαινε. Μια μέρα, εκεί που προσπαθούσε το βασιλιόπουλο να τήνε κάνει να κατεβεί, περνάει μια γριά από το πηγάδι, και τόνε βλέπει.

«Θες να σ’ τήνε κατεβάσω εγώ, βασιλιόπουλο;» του λέει.«Κατέβασέ μου τηνε, κι ό,τι θες από μένα!»«Θα πας να μου φέρεις μια λεκανίδα4, ένα σακί αλεύρι και μια

κνισάρα5»

1 το αντζί: η γάμπα2 το κοπέλι: το παιδί3 το μεσοδόκι: ξύλο που συγκρατεί το ταβάνι του σπιτιού4 η λεκανίδα: η λεκάνη5 η κνισάρα: το κόσκινο

16

Page 17: Λαϊκά Παραμύθια της Κρήτης

document.doc

Πάει το βασιλιόπουλο, φέρνει τη λεκανίδα, τ’ αλεύρι, την κνισάρα και της τα δίνει. Βάνει η γριά την κνισάρα μπρούμυτα, βάνει τ’ αλεύρι απάνω κι έκαμε πως εκοσκίνιζε. Τήνε θωρεί η κοπελιά από πάνω, τση λέει:

«Αλλιώς, θειαδάκι, αλλιώς!»Η γριά έκαμε πως δεν την άκουσε, βάνει την κνισάρα όρθια, έβαλε το

αλεύρι απάνω στο γύρο της κνισάρας κι έκανε πάλι πως εκοσκίνιζε. «Αλλιώς, θειαδάκι, αλλιώς!» φωνάζει η κοπέλα πάλι, πιο δυνατά. Ξανοίγει η γριά απάνω, και τη βλέπει στον πεύκο. «Πώς, μωρέ παιδί μου, πώς; Κατέβα να μου δείξεις, γιατί δεν κατέω1».Κατεβαίνει, κι ήτανε το βασιλιόπουλο εκεί και την αρπά γρήγορα.

Τήνε πάει στο παλάτι, αλλά επειδή ήτανε πολύ όμορφη, και την αγαπούσε πολύ το βασιλιόπουλο, τη ζηλεύανε οι αδερφίδες του και η μάνα του, η βασίλισσα. Μια μέρα, το βασιλιόπουλο ήθελε να πάει ταξίδι, και λέει της μάνας του:

«Μάνα, εγώ θα πάω ταξίδι και θα λείπω λίγο καιρό, μόνο να βλέπετε τη γυναίκα μου, να μη στενοχωριέται».

«Καλά, παιδί μου, άμε στο καλό».Μόλις όμως έφυγε το βασιλόπουλο, η μάνα του η βασίλισσα κι οι

αδερφίδες του τήνε πέμπουνε και έβλεπε χοίρους! Το πρωί της κάνανε ένα πιταράκι με άθο2, το μεσημέρι άλλο ένα και το βράδυ άλλο ένα, και το έτρωγε στα χωράφια που την είχανε.

Η κοπελιά δεν άντεχε τέτοια ταλαιπωρία. Είχε όμως τα θάρρη της στο βασιλιόπουλο, ότι θα γυρίσει γρήγορα. Μα πέρναγε ο καιρός και το βασιλιόπουλο δε φαινότανε. Μια μέρα βαρέθηκε κι αυτή να περιμένει. Παραιτά τα γουρούνια και σηκώνεται και φεύγει μακριά, να μην τήνε βρούνε η πεθερά κι οι κουνιάδες.

Περνά ακόμα κάμποσος καιρός και γυρίζει το βασιλιόπουλο από το ταξίδι. Μόλις φτάνει στο σπίτι, τρέχει να βρει τη γυναίκα του, ψάχνει από δω, ψάχνει από κει, φωνάζει, τίποτα. Πάει στη μάνα του.

«Είντα γίνηκε η γυναίκα μου;»Αυτή έκανε την ανήξερη. «Δεν ξέρω, μωρέ παιδί μου, είναι τώρα δυο

τρεις μέρες που λείπει. Δε γατέμε είντα εγίνηκε, πουθενά φαίνεται τήνε σκοτώσανε…»

Αλλά το βασιλιόπουλο έγινε πυρ και μανία! «Εγώ θα πάω να τη βρω!» είπε και καβαλίκεψε πάλι στο άλογό του.Επέρασε χώρες και χωριά. Να ρωτά από τη μια, να ρωτά από την

άλλη, να μην τήνε βρίσκει. Περνά τέλος από το χωριό που είχε πάει κι η γυναίκα του. Είχε κουραστεί να ψάχνει, ήτανε και βράδυ, και σταματά σ’ ένα τσαγκάρικο που είδε στο δρόμο.

«Μήπως έχετε μέρος να μείνω;» ρώτησε τον τσαγκάρη. «Είμαι ξένος και δεν έχω πού να μείνω απόψε»

«Εγώ δεν έχω τόπο να σε βάλω, αλλά η γειτόνισσα ίσως να ’χει μέρος να σε κοιμίσει».

Φωνάζει της γειτόνισσας, προβαίνει αυτή. Ήτανε η γυναίκα του βασιλιόπουλου, αλλά μέσα στο σκοτάδι αυτό δεν τήνε γνώρισε. Εκείνη, όμως, μόλις τον είδε τόνε γνώρισε.

«Έχεις, γειτόνισσα, μέρος να κοιμήσεις τον ξένο;» ρωτά ο τσαγκάρης.«Έχω, μόνο πες του να μπει».

1 κατέ(χ)ω: ξέρω2 ο άθος: η στάχτη

17

Page 18: Λαϊκά Παραμύθια της Κρήτης

document.doc

Ώσπου να μπει το βασιλιόπουλο, βρήκε αυτή ένα βάτο1 από το διπλανό χωράφι, και τόνε βάνει στο κρεβάτι του, κι από πάνω στρώνει και το σεντόνι. Πάει το βασιλιόπουλο να κοιμηθεί, να το τσιτώνει2 ο βάτος, να μη μπορεί να κοιμηθεί. Σηκώνεται.

«Είντα ’χεις και δεν κοιμάσαι;» του λέει η γυναίκα.«Δε μπορώ να κοιμηθώ» απάντησε αυτός για να μην την προσβάλει.«Το ίδιο, μωρέ παιδί μου, κι εγώ. Δεν καθόμαστε να κουβεντιάσομε;»Κάθουνται και κουβεντιάζανε. Εκεί που κουβεντιάζανε, λέει αυτή:«Αντζί ήτανε η μάνα μου, βάτος η μαμή μου, αετός με πήρε, στον

πεύκο μ’ έβγαλε, γριά με κατέβασε, βασιλιόπουλο με πήρε, στο ταξίδι πήγαινε, χοίρους μ’ είχανε κι έβλεπα. Αθοπιτάρακο3 το πρωί, αθοπιτάρακο το μεσημέρι, αθοπιτάρακο το βράδυ, και μου κουγιούρντισεν4 και μένα και έφυγα».

«Ώχου, κουμπάρισσα, ωραίο παραμυθάκι! Ξαναπές το!» λέει το βασιλιόπουλο.

«Αντζί τονε η μάνα μου, βάτος η μαμή μου, αετός με πήρε, στον πεύκο μ’ έβγαλε, γριά με κατέβασε, βασιλιόπουλο με πήρε, στο ταξίδι πήγαινε, χοίρους μ’ είχανε κι έβλεπα. Αθοπιτάρακο το πρωί, αθοπιτάρακο το μεσημέρι, αθοπιτάρακο το βράδυ, και μου κουγιούρντισεν και μένα και έφυγα».

Στέκεται αυτός, κατάλαβε ποια είχε μπροστά του, και λέει: «Εγώ είμαι το βασιλιόπουλο, ο άντρας σου!»

Τήνε παίρνει, τη βάνει στ’ άλογο, γυρίζουνε στο παλάτι. Λέει της μάνας του:

«Ε, μάνα, αν παντρευτεί κανείς, και πάρει μιαν όμορφη, μιαν καλή κοπελιά, και έχει δουλειά να πάει ταξίδι, και λείπει λίγον καιρό, και βάλουνε τη γυναίκα του να βλέπει χοίρους και να μη της δίνουνε όξω ένα πιταράκι να το τρώει, της πεθεράς της είντα πρέπει να της κάμουνε;»

«Αυτή, παιδί μου, θέλει αλογόσερμα!» λέει η βασίλισσα που δεν κατάλαβε την παγίδα του βασιλιόπουλου.

«Ε, ετοιμάσου!»Και τη δένει στ’ άλογο, και μαζί δένει και ένα σακί κούφια καρύδια.

Κι όσο έτρεχε το άλογο, τόσο βροντούσανε τα καρύδια, τόσο φοβούντανε κι αυτό και έτρεχε πιο γρήγορα! Κι αξοπίσω να σέρνει την κακιά βασίλισσα, μέχρι που τήνε σκότωσε.

Κι έζησε το βασιλιόπουλο με τη γυναίκα του καλά, κι εμείς καλύτερα…

1 ο βάτος: αγκαθωτός κισσός2 τσιτώνω: καρφώνω3 το αθοπιτάρακο: η μικρή πίτα από στάχτη4 μου κουγιουρντίζει: μου μπαίνει στο μυαλό

18

Page 19: Λαϊκά Παραμύθια της Κρήτης

document.doc

Ο πολυροβυθάς (Μαργαρίτες Γεροποτάμου Ρεθύμνης)

Ήτανε, κάποτε, ένα παιδί δεκαέξι χρονώ, που ήτανε ορφανό, και δεν είχε πατέρα να σπέρνει και να θερίζει και να κουβαλεί τα καλά του Θεού στο σπίτι. Μια μέρα, εκεί που πήγαινε στο δρόμο, έβρηκεν ένα ρεβίθι. Δεν είχε ξαναδεί ρεβίθι, δεν ήξερε τι ήτανε, το παίρνει, το πάει στη μάνα του και τση λέει:

«Είντα είναι, μάνα, αυτό;»«Ρεβίθι είναι, παιδί μου. Μην το χάσεις».«Το τρώνε, μάνα, το ρεβίθι;»«Το τρώνε, αλλά εμείς θα το φυτέψουμε να βγάλουμε πολλά λεφτά».Φυτεύουνε, λοιπόν, το ρεβίθι στο χωράφι τους και εβγήκε ένα κλωνάρι που

είχε, λέει, είκοσι, εικοσιπέντε ρεβιθάκια. Επήγενε το παιδί στον κήπο και τα καμάρωνε. Άμα ήρθε η εποχή και τα μαζέψανε, τα ξεράνανε, κι ήτανε όλα κι όλα μια φούχτα.

«Τι θα τα κάνομε τώρα, μάνα;» ρωτάει το παιδί.«Ε, αυτά, παιδί μου, θα τα φυτέψομε πάλι, όταν είναι η εποχή τους. Και θα

βγάλομε πολλά ρεβίθια».Τα φυτεύουνε, τα βάνουν εις τον κήπο, τους βάζανε και κοπριά, έβγαινε το

παιδί και καμάρωνε τα ρεβίθια που μεγαλώνανε. Εβγάλανε από τη δεύτερη φορά δυο τρεις οκάδες ρεβίθια. Άμα τα μαζέψανε πάλι, λέει το παιδί:

«Τι θα τα κάνομε τώρα, μάνα;»«Ας τα φυτέψομε άλλη μια φορά, να βγάλομε ακόμα πιο πολλά ρεβίθια». Επί τέλους μετά από καιρούς, τα ρεβίθια γινήκανε διακόσες οκάδες. «Εγώ μάνα» λέει το παιδί, «θα πάω να νοικιάσω του βασιλιά τ’ αμπάρια να

βάλω μέσα τα ρεβίθια».«Ε, παιδί μου!» του λέει η μάνα του «Εμείς δε θα μαγειρέψουμε από αυτά τα

ρεβίθια; Αυτά τα μαγειρεύουνε κιόλας!»«Όταν θα βγάλουμε χίλια κιλά ρεβίθια, τότε θα μαγειρέψομε».Φεύγει λοιπόν το παιδί, πάει στο παλάτι και βρίσκει το βασιλιά. «Βασιλέα μου, πολυχρονεμένε» του λέει «θέλω να μου νοικιάσεις τ’ αμπάρια

σου γιατί έχω ρεβίθια και θέλω να τα βάλω μέσα».«Παναγία μου!» σκέφτηκε ο βασιλιάς. «Εγώ είμαι βασιλιάς και ρεβίθια δεν

έβαλα στ’ αμπάρια μου. Αυτός, φαίνεται, είναι πιο πλούσιος από μένα!»Ο βασιλιάς, λέει, είχε και μια κόρη που ήτανε σε ηλικία γάμου, και ήθελε να

τήνε παντρέψει. Καλοκοίταζε λοιπόν τον νεαρό για γαμπρό του, αφού του φάνηκε πως είναι πλούσιος. Ήθελε, όμως, να δει αν είναι και καλομαθημένος. Τόνε καλεί λοιπόν, να κοιμηθεί το βράδυ στο παλάτι του, για να συζητήσουνε την άλλη μέρα το ζήτημα με την ησυχία τους. Διατάσσει, όμως, τσι υπηρέτες του να του στρώσουνε να κοιμηθεί, μα σε παλιά και κουρελιασμένα σεντόνια. Και να σταθούν έξω από το δωμάτιο να ακούνε πώς θα κοιμηθεί ο φιλοξενούμενός του. Αν είναι καλομαθημένος, σκέφτηκε, δε θα μπορεί να κοιμηθεί στα παλιοσέντονα και στα σκισμένα ρούχα!

Το αγόρι έφαγε και ήπιενε στο ίδιο τραπέζι με τον βασιλιά, τη βασίλισσα και τη βασιλοπούλα. Ωραία περάσανε, και της βασιλοπούλας πολύ της άρεσε ο φιλοξενούμενος του πατέρα της. Αφού πέρασε η ώρα, ο νεαρός ευχαρίστησε το βασιλιά για τη φιλοξενία και πήγε στο δωμάτιο που του είχανε ετοιμάσει οι υπηρέτες. Ξαπλώνει να κοιμηθεί, έτσι φτωχό που ήτανε, και συνηθισμένο στα παλιόρουχα, ούτε που έδωσε σημασία στα κουρέλια που ήτανε στρωμένα στο κρεβάτι. Το μόνο που είχε στο νου του ήτανε να μη χάσει από το χέρι του το

19

Page 20: Λαϊκά Παραμύθια της Κρήτης

document.doc

ρεβίθι που κρατούσε. Το είχενε δει έτσι, σαν επάγγελμα, σα γούρι, και το είχε πάντα μαζί του. Την ώρα όμως που πάει να τόνε πάρει ο ύπνος, του πέφτει το ρεβίθι από το χέρι. Σηκώνεται να το βρει, κοιτάζει από επαέ1, κοιτάζει από εκειά2, μέσα στα κουρέλια που κρυβότανε πού να το βρει; Κάποια στιγμή το βρίσκει, ξαναξαπλώνει και κοιμάται. Μετά από λίγο του ξαναπέφτει το ρεβίθι από το χέρι του, ξανασηκώνεται. Να ψάχνει, να κοιτάει γύρω-γύρω στα σεντόνια, να το βρίσκει και να ξανακοιμάται. Αυτό γινότανε όλη νύχτα.

Το άλλο πρωί ρωτά ο βασιλιάς τους υπηρέτες του: «Κοιμήθηκε καλά ο καλεσμένος μου;»

«Όλη τη νύχτα, βασιλέα μου, εγύριζε και κοιτάζενε από ’παέ, και από ’κειά. Δεν εκοιμήθηκε καθόλου» του λένε εκείνοι.

«Ε, απόψε να του στρώσετε καλά σεντόνια και καλό στρώμα να κοιμηθεί. Να δούμενε: είναι καλομαθημενος; Γιατί θέλω να του δώσω την θυγατέρα μου. Και δεν θέλω η θυγατέρα μου να κακοπερνά μαζί του!»

Το αγόρι περίμενε πως θα συζητούσανε για τα αμπάρια με τον βασιλιά, αλλά εκείνος τον πήγαινε από δω κι από κει στο βασίλειο, κι ύστερα πάλι στρωθήκανε στο φαΐ και στο πιοτό, κι έτσι τράβηξε η μέρα, και ήρθε πάλι το βράδυ. Καθίσανε πάλι στο ίδιο τραπέζι με τον βασιλιά, τη βασίλισσα και τη βασιλοπούλα. Αυτή όμως, έτσι ομορφόπαιδο που ήτανε και με τσι καλούς του τρόπους, το αγάπησε.

Οι υπηρέτες, όπως τους είχε διατάξει ο βασιλιάς, στρώσανε αυτή τη φορά καλά σεντόνια στο δωμάτιο του αγοριού. Αφού φάγανε και ήπιανε, το αγόρι ευχαρίστησε, και πήγε στο δωμάτιό του να κοιμηθεί. Ξάπλωσε στα μεταξωτά σεντόνια που ήτανε καλοστρωμένα, και μόλις τον έπαιρνε ο ύπνος και του έπεφτε το ρεβίθι, έκανε αμέσως μια έτσι, και το έβρισκε. Κι όλο το βράδυ εκοιμήθηκε σαν άρχοντας.

Ρωτάει το πρωί ο βασιλιάς τους υπηρέτες πώς πέρασε τη νύχτα ο επισκέπτης του, «ωραία και καλά, βασιλέα μου, σαν πουλάκι κοιμήθηκε!» του είπανε αυτοί.

Χάρηκε ο βασιλιάς, χάρηκε πιο πολύ η βασιλοπούλα, που ήθελε πολύ να παντρευτεί το αγόρι που ήτανε όμορφο και με καλούς τρόπους. Καλεί ο βασιλιάς λοιπόν το νεαρό και του λέει:

«Βλέπω πως είσαι καλό παιδί. Και έχω κι εγώ μια κόρη και λέω να τήνε παντρέψω. Σε συμπάθησα πολύ, σε συμπάθησε κι η κόρη μου και λέω να σ’ τήνε δώσω. Ποιο είναι το χωριό σου;»

Τι να του πει το παιδί; Αν του έλεγε το χωριό του θα καταλάβαινε ο βασιλιάς πως δεν υπήρχε σ’ εκείνο το μέρος κανένας πλούσιος άρχοντας.

«Εγώ είμαι από πολύ μακρινό μέρος» απάντησε. Και βρήκε κι είπε ένα φανταστικό μέρος που να μην το ξέρει ο βασιλιάς. Εγίνανε οι γάμοι της βασιλοπούλας με το αγόρι, κι οι γιορτές κρατήσανε τρεις μέρες και τρεις νύχτες. Μετά, μαζεύει η βασιλοπούλα τα πράγματά της, να πάνε στο δικό τους σπίτι. Αποχαιρετήσανε τη βασιλική οικογένεια, κι ο βασιλιάς τους είπε πως μόλις ταχτοποιηθούνε, θα πάει να τους επισκεφτεί.

Ταξιδέψανε λίγες μέρες, και φτάνουνε στο σπίτι του αγοριού. Βλέπει η νύφη ένα φτωχό σπιτάκι, καπνισμένο, δαγκώθηκε.

«Βλέπεις, βασιλιοπούλα μου τη φτώχεια μας; Δύσκολα περνούμε στον τόπο μας γιατί είναι φτωχός.»

«Δεν πειράζει αυτό.» είπε η βασιλιοπούλα, και σκέφτηκε από μέσα της ότι άμα δεν περνάει καλά, θα σηκωθεί να φύγει και να πάει πάλι στου πατέρα της.

1 επαέ: εδώ2 εκειά: εκεί

20

Page 21: Λαϊκά Παραμύθια της Κρήτης

document.doc

«Δεν είναι μόνο η φτώχεια που μας τυραννά στο χωριό μας» της είπε το

αγόρι. «Έχουμε κι άλλο κακό: Έρχεται ένα θεριό κάθε βράδυ και χτυπά την πόρτα. ‘‘Τι θέλεις;’’ του λέμε. ‘‘Θέλω να μου πείτε τι είναι τα δυο στεκούμενα και τα δυο πορπατούμενα’’ λέει το θεριό. Πρέπει τότε εμείς να κρυφτούμε, γιατί άμα δεν βρούμε την απάντηση θα μας φάει».

«Κι όποιος το βρει;»«Δεν το έχει βρει κανένας ακόμα! Έχει φάει κάμποσους χωριανούς! Άμα βρει,

όμως, κανείς την απάντηση, ό,τι ζητήσει θα το έχει!»Η βασιλοπούλα ήτανε έξυπνη γυναίκα. Έρχεται το βράδυ το θεριό, αρχίζει

τους χτύπους στην πόρτα, λέει η βασιλοπούλα στον άντρα της: «Πήγαινε να κρυφτείς εσύ, κι εγώ θα απαντήσω στο θεριό»

Το αγόρι με κανέναν τρόπο δεν το δεχότανε. «Άμα σε φάει, τι θα γίνω εγώ;»Μα στο μεταξύ το θεριό εχτύπα την πόρτα. Του φωνάζει η βασιλοπούλα από μέσα: «Τι θέλεις;» «Θέλω να μου πεις τι είναι τα δυο στεκούμενα και τα δυο πορπατούμενα» «Αυτό θέλεις;»«Αυτό θέλω».«Κι άμα στο πω θα μου δώσεις ό,τι θέλω;»«Ό,τι θέλεις».«Ε, τα δυο στεκούμενα είναι ο ουρανός και η γη, και τα δυο πορπατούμενα

είναι ο ήλιος και το φεγγάρι. Και να σκάσει το θεριό να γίνει δυο κομμάτια, να γίνει το μισό θηρίο ασήμι, και το άλλο χρυσάφι!»

Αυτή ήταν η σωστή απάντηση, και ακούγεται ένα μπαμ, και σκα το θερίο. Ανοίγει η βασιλοπούλα την πόρτα, βλέπει το χρυσάφι απ’ τη μια μεριά, και το ασήμι απ’ την άλλη και κάμανε χαρές που γλιτώσανε από το θεριό και που γίνανε και πλούσιοι. Πήρανε λοιπόν τα χρυσάφια και τα ασήμια και κάμανε παλάτια, και μεγαλεία. Άμα, λέει, ταχτοποιηθήκανε στα παλάτια, εφέρανε το βασιλιά, που ως τα τότε του απαγόρευε, λέει, η κόρη του να έρθει να τους επισκεφτεί εκεί που έμενε. Ευχαριστήθηκε ο βασιλιάς με την καλοπέραση της κόρης του και τα μεγαλεία του γαμπρού του, και ζήσανε αυτοί καλά, κι εμείς καλύτερα!

21

Page 22: Λαϊκά Παραμύθια της Κρήτης

document.doc

Οι σαράντα δράκοι (Μαργαρίτες Γεροποτάμου Ρεθύμνης)

Μια φορά κι έναν καιρό, σ’ ένα χωριό, ζούσανε δυο αδέρφια. Ο ένας ήτανε πλούσιος, μα κακός. Ούτε οικογένεια είχενε κάνει, ούτε φίλους είχενε, και δεν αγαπούσε παρά μόνο τα πλούτη του. Ο άλλος ήτανε φτωχός ο κακομοίρης, μα καλός άνθρωπος. Είχε δυο γιους και μια κόρη, κι ήτανε όλη η οικογένεια αγαπημένη, μα φτωχιά. Έψαχνε αυτός να βρει καμιά δουλειά, να μη μένουνε νηστικά τα παιδιά του, μα δεν έβρισκε. Ο κακός αδερφός έκανε πως δεν έβλεπε τη φτώχεια του αδερφού του. Ούτε στο σπίτι του πήγαινε, ούτε τόνε βοηθούσε.

Μια μέρα ο φτωχός αδερφός, απελπισμένος από τη φτώχια του, το παίρνει απόφαση να φύγει από το χωριό, να πάει σε τόπο μακρινό, μήπως και βρει καμιά δουλειά, και μπορέσει να θρέψει τα παιδιά του. Εκειά που πήγαινε, μπαίνει σε ένα δάσος. Πορπάθιενε1, πορπάθιενε, όταν έφτασε η νύχτα, ανέβηκε σ’ ένα δέντρο να κοιμηθεί να μην τόνε φάνε τα θηρία. Σε μια στιγμή ακούει φασαρία από κάτω. Κοιτάζει και βλέπει σαράντα δράκους φορτωμένους με σακιά να σταματούνε κάτω από το δέντρο, μπροστά σ’ ένα βράχο. Δεν έβγαλε άχνα αυτός, να μην τον ακούσουνε και τόνε φάνε. Λένε λοιπόν οι σαράντα δράκοι:

«Άνοιξε, πέτρα, μα σαράντα ήμαστονε, και σαράντα θα μπούμενε»Κι ανοίγει μια πέτρα στο βράχο, μοναχή της, και μπαίνουνε οι σαράντα

δράκοι. Ο άνθρωπος δεν κουνήθηκε από τη θέση του γιατί φοβότανε. ‘‘Θα κάνω

υπομονή μέχρι να ξημερώσει’’ σκέφτηκε, ‘‘και μόλις ξημερώσει θα δούμε είντα θα γενεί.’’ Μόλις εξημέρωσε ο Θεός τη μέρα, οι σαράντα δράκοι ξυπνήσανε, και ετοιμαστήκανε να πάνε στη δουλειά τωνε. Λένε τση πέτρας:

«Άνοιξε, πέτρα, μα σαράντα ήμαστονε, και σαράντα θα πορίσομενε» Ανοίγει πάλι η πέτρα και πορίζουνε οι σαράντα δράκοι. Ακούει ο άνθρωπος

από πάνω από το δεντρό την πέτρα να κλείνει πάλι, κοιτάει, βλέπει τους σαράντα δράκους να φεύγουνε με αδειανά τα σακούλια τους. Περιμένει να φύγουνε οι σαράντα δράκοι, και κατεβαίνει. Πάει κοντά στην πέτρα και της λέει κι αυτός:

«Άνοιξε, πέτρα, μα σαράντα είμαστονε και σαράντα θα μπούμενε».Κι ανοίγει η πέτρα μοναχή της. Μπαίνει ο κακομοίρης ο φτωχός άνθρωπος

μέσα, κλείνει αξοπίσω του η πέτρα. Πίσσα σκοτίδι μέσα, δεν εθώριενε2 πράμα. Ανάβει ένα δαδί, και τι να δει; Στη μέσα μπάντα της σπηλιάς, ένα βουνό χρυσάφι! Πάει κοντά, βλέπει χρυσά φλουριά, δαχτυλίδια, κολιέδες, διαμάντια, μπριλάντια! Πιάνει κι αυτός ένα άδειο σακί, και το γεμίζει χρυσά κι ασημένια φλουριά. Το φορτώνεται και λέει τση πέτρας

«Ανοιξε, πέτρα μα σαράντα είμαστονε και σαράντα θα πορίσομενε».Ανοίγει η πέτρα και βγαίνει ο άνθρωπος. Κλείνει η πέτρα, και ούτε γάτα ούτε ζημιά. Δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει ο φτωχός άνθρωπος, πάει γρήγορα στο σπίτι του. Λέει της οικογένειάς του «Σωπάτε, και γίναμε πλούσιοι!» Κι ανοίγει το σακί και το αδειάζει στη μέση-μέση της κάμαρας. Πέφτουνε από μέσα τα χρυσάφια, τα ασήμια, τα φλουριά, κι η γυναίκα του η κακομοίρα να κλαίει από τη χαρά τση! Τα κοπέλια του να χορεύουνε, να πέφτουνε πάνω του και να τόνε φιλούνε!

Οι σαράντα δράκοι όμως, εγυρίσανε στη σπηλιά τους, φορτωμένοι πάλι με τα σακιά τους. Λένε τση πέτρας:

«Άνοιξε, πέτρα, μα σαράντα είμαστονε και σαράντα θα μπούμενε».

1 πορπατώ: περπατώ2 θωρώ: βλέπω

22

Page 23: Λαϊκά Παραμύθια της Κρήτης

document.doc

Ανοίγει η πέτρα, μπαίνουνε μέσα στη σπηλιά. Πάνε στο βουνό με τα φλουριά, να αδειάσουνε τα σακιά που φέρανε, που ήτανε κι αυτά γεμάτα με ασήμι και χρυσάφι, και βλέπουνε το βουνό αναχουμισμένο1 και να λείπει ένα σακί. Λείπανε και κάμποσα λεφτά. Μόλις το καταλάβανε, θυμώσανε. Λένε: «κανείς εμπήκε και μας έκλεψε! Μα ποιος να ’ναι;»

Λέει ένας από τους δράκους: «Πρέπει να έχομε το νου μας, όποιος και να ήτανε μπορεί να ξανάρθει».

Ο φτωχός άνθρωπος έφτιαξε ένα όμορφο σπίτι στο χωριό του για τα παιδιά και τη γυναίκα του, τους πήρε ωραία ρούχα, ωραία παπούτσια, και τρώγανε ό,τι τραβούσε η όρεξή τους. Και του πουλιού το γάλα, που λένε.

Τόνε βλέπει ο αδερφός του. ‘‘Πού, μωρέ, τα βρήκε τόσα πλούτη;’’ σκέφτηκε, και τόνε πιάνει η ζήλια. ‘‘Θα του κάνω τον καλό, και με το μαλακό θα τόνε βάλω να μου πει πού τα βρήκε, να πάω κι εγώ να πάρω!’’

Πάει, τον αγκάλιαζε, τόνε φίλιενε.«Αδερφέ μου, πάντα το έλεγα πως είσαι άξιος άνθρωπος, και σε αντάμειψε ο

Θεός. Μα, πες μου, πού βρήκες τόσανε πλούτη, κι έχτισες σπίτια, και πήρες χωράφια, και ντύνεσαι έτσι αρχοντικά;»

Ο φτωχός άνθρωπος, που τώρα πια δεν ήτανε φτωχός, μα ήτανε ακόμα καλός και απονήρευτος, πιάνει και του τα λέει όλα χαρτί και καλαμάρι. Πως είναι μια σπηλιά, μέσα στο δάσος, και έχει μιαν πέτρα που της λες ‘‘άνοιξε πέτρα, μα σαράντα είμαστονε και σαράντα θα μπούμενε’’ κι αυτή ανοίγει και μπαίνεις, κι είναι μέσα ένα βουνό χρυσάφια και σακιά, και παίρνεις όσα θες.

Σαν έμαθε ο άπληστος αδερφός αυτά που ήθελε, παραίτησε τις αγκαλιές και γλυκοφιλήματα, κι έφυγε γρήγορα. Έβαλε στο νου του να πάει να πάρει κι αυτός όσα σακιά μπορούσενε απ’ αυτή τη σπηλιά, να γίνει ακόμα πιο πλούσιος.

Πάει, λέει, παίρνει ένα καροτσάκι, βάνει μέσα κάμποσα άδεια σακιά, και δρόμο για το δάσος! Πήγαινε, πήγαινε, πέρασε κάμποση ώρα, κι ύστερα βλέπει τη μεγάλη πέτρα που του είχενε πει ο αδερφός του. Πάει κοντά, και της λέει:

«Άνοιξε, πέτρα, μα σαράντα είμαστονε και σαράντα θα μπούμενε!»Κι ανοίγει η πέτρα, και παίρνει αυτός το καροτσάκι του και μπαίνει. Κλείνει

η πέτρα ξοπίσω του. Πίσσα το σκοτίδι! Δεν εθώριε πράμα! Είντα να γενεί εδά2; Δεν εκάτεχε. Βλέπει τη θράκα πέρα-πέρα, λέει ‘‘ας ανάψω ένα δαυλό, να φέξει’’. Ανάβει το δαυλό, βλέπει τα χρυσάφια, και χάρηκε η καρδιά του. Γρήγορα-γρήγορα αρπά ένα φτυάρι που είχανε οι σαράντα δράκοι και αρχίζει να γεμώζει τα σακιά. Γέμιζενε, γέμιζενε, κι όσο γέμιζενε, τόσο να θέλει κι άλλα. Γεμώζει τα δικά του σακιά, βλέπει και τα σακιά των δράκων, λέει: ‘‘θα τα γεμώσω κι αυτά να τα πάρω, μα καρότσι έχω, ένα δρόμο θα κάνω!’’ Κι αρχίζει να γεμώζει πάλι. Μα τα σακιά ήτανε πολλά, κουράστηκενε. Έκατσε, ξεκουράστηκε λίγο, μα όσο να τα απογεμώσει, είχενε περάσει η μέρα και οι σαράντα δράκοι γυρίσανε από τη δουλειά τωνε.

Σε μια στιγμή ακούει ο άνθρωπος απ’ έξω: «Άνοιξε, πέτρα, μα σαράντα είμαστονε και σαράντα θα μπούμενε!» κι ανοίγει

η πέτρα και προβαίνουνε οι σαράντα δράκοι. Μόλις τόνε βλέπουνε λένε: «Α, εσύ είσαι που μας έκλεψες τα φλουριά μας!» Και τον αρπάνε, και τόνε κόψανε κομματάκια και τόνε φάγανε.

Ο καλός αδερφός περίμενε τον αδερφό του να γυρίσει, τόνε περίμενε, μα αυτός δεν εγυρνούσε. Άμα πέρασε πολύς καιρός κι ο αδερφός δεν ξαναγύρισε, ο άλλος αδερφός κατάλαβε πως θα τον είχανε φάει οι δράκοι, και πήρε τα πλούτη του και γίνηκε αυτός

1 αναχουμισμένος: ο ανακατεμένος2 εδά: τώρα

23

Page 24: Λαϊκά Παραμύθια της Κρήτης

document.doc

πάμπλουτος! Κι έζησενε αυτός κι η οικογένειά του καλά, κι ο άλλος που ήτανε αχόρταγος και κακός άνθρωπος, τον εφάγανε οι σαράντα δράκοι!

24

Page 25: Λαϊκά Παραμύθια της Κρήτης

document.doc

Η κυρά – Καλή κι η κυρά – Κακή (Μαργαρίτες Γεροποτάμου Ρεθύμνης)

Μια φορά σ’ ένα χωριό, ήτανε δυο γριές γυναίκες. Τη μια τήνε λέγανε κυρά Καλή, και ήτανε όνομα και πράμα, που λένε, γιατί ήτανε καλή γυναίκα και όλοι την αγαπούσανε. Μα κι αυτή όλους τους αγαπούσε κι είχενε πάντα να πει έναν καλό λόγο σε όλους. Την άλλη τη λέγανε κυρά –Κακή, και δεν έδινε μήτε του αγγέλου τση νερό. Δεν εχώνευε άνθρωπο, κι άνθρωπος δεν της εμίλιε.

Μια μέρα, χειμώνα καιρό, η κυρά Καλή ανέβηκε στο βουνό να μαζέψει δυο τρία χορταράκια να τα βράσει να τα φάει, και δυο τρία ξυλαράκια, που ήτανε η κακομοίρα μοναχή της, ν’ ανάψει τη φωτιά της να ζεσταθεί. Εκεί που μάζευε τα ξύλα, ακούει πέρα-πέρα, δώδεκα αδέρφια να μαλώνουνε. Πάει κοντά.

«Ώρα καλή, παλικάρια μου!»«Ώρα καλή, θεια!»«Γιάντα, μωρέ κοπέλια, μαλώνετε και δεν είστε αγαπημένα;»«Εμείς, γιαγιά, είμαστονε οι δώδεκα μήνες, και μαλώνομε γιατί θέλουμε να

βρούμε ποιος είναι ο πιο καλός μήνας απ’ ούλους! Εσύ είντα λες; Ποιος είναι ο καλύτερός μας;»

«Ε, ούλοι καλοί είσαστε! Μη μαλώνετε!»«Κι ο Γενάρης είναι καλός, γιαγιά;» ρώτησε ο Γενάρης που είχε ακούσει τα

σκολιανά του από τους ανθρώπους για το κρύο και τις βροχές του.«Καλός είναι, παιδί μου, γιατί φέρνει τ’ αγιού Βασιλιού, και τα Θεοφάνεια,

και φεύγουνε οι καλικάντζαροι, και καθόμαστε στο τζάκι και πυρωνόμαστε».«Κι ο Φλεβάρης είναι καλός, γιαγιά;»«Κι ο Φλεβάρης! Που έρχονται οι Αποκρές, και κάνομε τις κούνιες στα

σπίτια, και γλεντούμενε κάθε βράδυ, και περνούμενε καλά!»«Κι ο Μάρτης, γιαγιά;» ρώτησενε ο Μάρτης που εκάτεχενε πως δεν τόνε

χωνεύουνε οι ανθρώποι.«Κι ο Μάρτης, καλός είναι! Μπορεί να ’ναι λίγο άγριος για μας τις γριές, μα

αν δεν ήταν ο Μάρτης με τη Σαρακοστή, πώς θα καταλαβαίναμε το Πάσχα;»Ευχαριστήθηκε ο Μάρτης, που ως τότε μόνο άσχημες κουβέντες άκουγε από

όλους.«Ε, για τον Απρίλη, τι να πούμε;» γέλασε η κυρά Καλή. «Που είναι μες τσι

χάρες! Φέρνει την άνοιξη, και το Πάσχα, δεν κάνει κρύο, και ’μεις οι γριές ευχαριστιόμαστε να καθόμαστε στον ήλιο. Αμέ, κι ο Μάης με τα λουλούδια του, με τις πρασινάδες του;»

«Κι ο Ιούνης γιαγιά;»«Κι ο Ιούνης είναι καλός, που μεστώνουνε τα σπαρτά, τα στάρια, και τα

θερίζομε και τα βάζομε στο αλώνι και τα αλωνίζομε με τα γαϊδουράκια μας, και βγάζομε το αλεύρι μας, να φάμε οι κακομοίρηδες».

«Κι ο Δευτεροούλης;»«Κι ο Δευτεροούλης είναι καλός, που μεστώνουνε τα συκαλάκια, κι ο

Αύγουστος, που γυαλίζουνε τα σταφύλια! Κι ο Σετέμπρης, που τρυγούμε τ’ αμπέλια και έχομε μετά κρασάκι και πίνομε όλο το χειμώνα και ζεσταινόμαστε!»

«Κι ο Οκτώβρης γιαγιά;»«Κι ο Οκτώβρης παιδί μου! Που μαλακώνει η γης από τσι βροχές, και

σπέρνομε, και δένει ο σπόρος μέσα στο χώμα».«Κι ο Νοέμπρης;»«Κι ο Νοέμπρης, καλός κι ευλοημένος! Που μαζεύομε τις ελιές μας και έχομε

λαδάκι όλο το χρόνο!»

25

Page 26: Λαϊκά Παραμύθια της Κρήτης

document.doc

«Κι ο Δεκέμπρης;»«Κι ο Δεκέμπρης! Αυτός κι αν είναι καλός μήνας, που μας φέρνει τα

Χριστούγεννα και κάνομε τα χριστόψωμα, και τα γλυκά μας, και μυρίζει όλο το σπίτι, και χαίρουνται μικροί μεγάλοι!»

Όλοι οι μήνες χαρήκανε, και σταματήσανε να τσακώνουνται, και κοιτάζανε ο γεις1 τον άλλον με καμάρι. Για να ευχαριστήσουνε την κυρά Καλή της λένε:

«Σ’ ευχαριστούμε για τα καλά σου λόγια, γιαγιά. Δώσε μας εδά2 το σακούλι σου, και ’μεις θα στο γεμώσουμε ξύλα, να μην κουράζεσαι, που είσαι γριά».

«Να ’στε καλά, παιδιά μου, και την ευκή μου να έχετε!»Τους δίνει το σακούλι και κάθισε και περίμενε. Πάνε οι Δώδεκα Μήνες, και της το γεμώζουνε χρυσά φλουριά, ασήμια, μέχρι

απάνω! Το δένουνε σφιχτά, και μετά τση λένε:«Πάρε το σακούλι σου γιαγιά, και να μην το ανοίξεις, παρά άμα πας στο σπίτι

σου και κλείσεις καλά την πόρτα».Η κυρά Καλή τους ευχαρίστησε που της κάνανε τέτοια βοήθεια, φορτώνεται

το σακούλι της και κατεβαίνει από το βουνό. Κουρασμένη πια φτάνει στο σπίτι της, κλείνει την πόρτα, βάζει το μάνταλο, όπως της είχανε πει οι Δώδεκα Μήνες και ανοίγει το σακούλι. Και τι να δει; Φλουριά, λεφτά, χρυσάφια κι ασήμια! Άστραψε ο κόσμος!

Έγινε πλούσια η κυρά Καλή, και πήρε ένα καινούργιο σπίτι, που το δικό της ήτανε ετοιμόρροπο, επήρε φαγητά κι έτρωγε, κι όλοι χαιρότανε με την προκοπή της γιατί ήτανε καλή γυναίκα. Μόνο η κυρά-Κακή είχε σκάσει από τη ζήλια της, και κάθε φορά που περνούσε όξω από το σπίτι τση κυρά Καλής, εβλαστήμαγε. «Η παλιόγρια, πού τα βρήκενε τόσα λεφτά, και έκανε περιουσία από τη μια μέρα στην άλλη;» Και μια μέρα, πάει στης κυρά Καλής. Εγελούσε, έκανε την καλή, την αγκάλιαζε, η κακομοίρα η κυρά Καλή, που δεν ήτανε πονηρή, δεν έβαλε ο νους της την κακία της αλληνής. Την έβαλε στο σπίτι, τήνε τράταρε, ό,τι τραβούσε η όρεξή της, και κάτσανε να τα πούνε. Στην κουβέντα απάνω, ρωτά η κυρά-Κακή:

«Και πού τα βρήκες, τόσα πλούτη, κυρά-Καλή μου, καμιά κληρονομιά σου γράψανε;»

«Όχι, κυρά-Κακή μου. Εβγήκα μια μέρα στο βουνό, κι ήτανε εκεί οι Δώδεκα Μήνες και τσακωνότανε, και με ρωτούσανε ποιος είναι ο πιο καλός μήνας. Ε, των είπα ’δα και ’γω, και κείνοι επήρανε το σακούλι μου να μου το γεμώσουνε ξύλα, αλλά όταν ήρθα στο σπίτι, είδα πως ήτανε φλουριά!»

«Κατάλαβα!» λέει η κυρά Κακή και σηκώνεται. «Να πάω ’δα και ’γω στο σπίτι μου, να μαγερέψω».

«Στο καλό, κυρά Κακή μου!» λέει η κυρά Καλή που δεν επονηρόβαλε με το μυαλό της.

Φεύγει η κυρά Κακή, πάει στο σπίτι της, παίρνει το σακούλι της και ανεβαίνει γρήγορα-γρήγορα στο βουνό. Εκοιτούσε από δω, εκοιτούσε από κει, να βρει τους Δώδεκα Μήνες. Μια στιγμή, ακούει φωνές εκεί κοντά. Πάει, βλέπει δώδεκα παλικάρια όμορφα να τσακώνονται. Κατάλαβε πως είναι οι Δώδεκα Μήνες, πάει και μπαίνει στη μέση:

«Ε, σταματήστε!»«Ποια είσαι εσύ, που θα μας πεις να σταματήσουμε;»«Είμαι η κυρά-Κακή».«Και τι θέλεις τέτοια ώρα στο βουνό;»

1 ένας2 τώρα

26

Page 27: Λαϊκά Παραμύθια της Κρήτης

document.doc

Έδειξε η γριά το σακούλι της: «Εβγήκα να μαζέψω ξύλα, γιατί είμαι μοναχή μου, δεν έχω παιδιά, δεν έχω ανίψια, και ταλαιπωρούμαι ολομόναχη η κακομοίρα. Εσείς ποιοι είσαστε και γιάντα τσακώνεστε;»

«Εμείς, γιαγιά, είμαστε οι Δώδεκα Μήνες» τση λένε. «Και θέλουμε να βρούμε ποιος είναι ο πιο καλός μήνας απ’ ούλους! Εσύ είντα λες; Ποιος είναι ο καλύτερός μας;»

Εγέλασε η κυρά Κακή: «Ποιος είναι ο πιο καλός; Κακοί και ψυχροί είσαστε ούλοι σας! Και πρώτος και χειρότερος ο Μάρτης, που δεν υπολογίζει τσι γριές, και κάνει τόσα κρύα που τσι παγώνει μια ώρα αρχύτερα!»

«Μα κι ο Απρίλης είναι κακός γιαγιά;» ρωτά ο Απρίλης.«Και το ρωτάς; Δεν έχεις ακούσει που λένε, τον Απρίλη ψοφά ο γάιδαρος τη

νύχτα από το κρύο κι ως το μεσημέρι έχει βρωμέσει από τη ζέστη;»Μαγκωθήκανε οι Δώδεκα Μήνες. «Κι ο Μάης γιαγιά;»«Γιάντα; Είντα φέρνει ο Μάης που είναι καλό; Που μεστώνει τα σπαρτά; Κι

ύστερα πρέπει να βγούμε στα χωράφια και να κουραζόμαστε εμείς οι ανθρώποι; Δεν έχεις ακούσει που λέμε ‘‘θέρος – τρύγος –πόλεμος’’; Γι’ αυτό να μ’ αρέσουνε; Όχι, δε μ’ αρέσουνε! Και το αλώνισμα κακό, κι η ζέστη κακή, μη με ρωτήσετε λοιπόν, ούτε και για τον Αύγουστο!»

«Ε, καταλάβαμε, γιαγιά, δε θέλουμε τίποτα άλλο. Σίγουρα δεν θα σου αρέσει ούτε κι ο Οκτώβρης, ο Νοέμβρης, κι ο Δεκέμβρης».

«Ούτε κι ο Γενάρης κι ο Φλεβάρης. Γριά είμαι, κρυώνω, κουράζομαι! Δεν τα είπαμε;»

Οι Δώδεκα Μήνες κοιτάζανε συλλογισμένοι ο ένας τον άλλον. Τι να της κάνουνε αυτής της γριάς; Τέλος το αποφασίσανε μαζί:

«Δώσε μας, γιαγιά, το σακούλι σου να πάμε εμείς να σου μαζέψομε ξύλα».Έδωσε η γριά το σακούλι, δίχως να πει μηδέ «ευχαριστώ»! Το παίρνουνε

οι Δώδεκα Μήνες και φεύγουνε. Περίμενε η γριά, περίμενε, γελούσε μοναχή της, περίμενε πως τώρα που θα γυρίσουνε, θα της έχουνε γεμώσει το σακούλι με φλουριά, και χαιρότανε. Σε λίγο, να, και προβαίνουνε οι Μήνες. Της δίνουνε το σακούλι γεμάτο, και καλά κλεισμένο.

«Πάρε, γιαγιά, το σακούλι, και άμε στο σπίτι σου. Να κλείσεις πόρτες και παράθυρα καλά, και μετά να το ανοίξεις».

Παίρνει αυτή το σακούλι, το φορτώνεται στην πλάτη και δώσ’ του στον κατήφορο! Τρέχοντας πήγαινε! Φτάνει στο σπίτι της, μπαίνει μέσα, κλείνει την πόρτα, βάζει και το μάνταλο, κλείνει καλά και τα παράθυρα για να μη δούνε, λέει, οι γειτόνοι τα πλούτη της και τα ζηλέψουνε. Ύστερα ανοίγει το σακί, το αναποδογυρίζει μέσα στο δωμάτιο, και πετάγουνται από μέσα φίδια, λιακόνια1, οχιές, σκορπιοί, και αρχινούνε να τήνε τσιμπούνε, και να τήνε τρώνε. Φώναζε αυτή, μα πού να την ακούσουνε οι χωριανοί αφού είχενε τα παραθύρια κλειστά; Κι έτσι, η κυρά-Καλή που ήτανε καλή γυναίκα και τσι αγαπούσε ούλους έγινε πάμπλουτη, ενώ η κυρά-Κακή που δεν έλεγε καλό λόγο σε κανένα βρήκε κακό τέλος.

1 το λιακόνι: δηλητηριώδης σαύρα

27

Page 28: Λαϊκά Παραμύθια της Κρήτης

document.doc

Ο αρνητής της φύσης (Πέραμα Γεροποτάμου Ρεθύμνης)

Μια φορά κι έναν καιρό, ήτανε ένας βασιλιάς που δεν ήθελε να βλέπει στα μάτια του γυναίκα. Ο κακομοίρης είχε τραβήξει τα πάνδεινα στην αρχή από τη μάνα του, ύστερα που παντρεύτηκε από τη γυναίκα του, από τις αδερφές του, και ποιος ξέρει κι από πόσες άλλες γυναίκες. Έβγαλε λοιπόν το συμπέρασμα πως οι γυναίκες είναι κατάρα του Θεού, και κανείς άντρας δεν πρέπει να πέσει πια στα δίχτυα τους.

Όταν η γυναίκα του, που τόνε τυραννούσε, του γέννησε γιο, ο βασιλιάς το έβαλε σκοπό της ζωής του να προστατέψει το παιδί του από το ‘‘λάθος’’ της φύσης, τη γυναίκα. Ήθελε να τον απαλλάξει από αυτή την ταλαιπωρία, αν είναι δυνατό για όλη τη ζωή του. Μέχρι να πάει σαράντα, πενήντα χρονών, αν μπορεί και μέχρι τα γεράματά του! Δεν ήθελε ο μοναχογιός του να βασανιστεί όπως αυτός από τις γυναίκες, να τόνε τυραννά η μάνα του όταν είναι παιδί, κι η γυναίκα του όταν παντρευτεί. Έτσι το αποφάσισε, και μόλις το παιδί του μεγάλωσε λίγο, το χώρισε και από τη μάνα του, να μην τη βλέπει καθόλου! Και διέταξε να περνά τις μέρες του σε ιδιαίτερα δωμάτια, όπου γυναίκα απαγορευότανε να μπει. Έτσι, αφού θα μεγάλωνε χωρίς να γνωρίσει γυναίκα, δεν θα είχε επιθυμία ούτε και να παντρευτεί και θα γλίτωνε τα βάσανα του γάμου! Έτσι σκεφτότανε ο βασιλιάς…

Μεγάλωνε λοιπόν το βασιλόπουλο και γυναίκα δεν είχενε δει. Από τα δεκαπέντε του χρόνια όμως, έπρεπε να πηγαίνει μαζί με τον πατέρα του στο κυνήγι. Αλλά για να βγούνε στα χωράφια, έπρεπε να περάσουνε ολόκληρη την πόλη. Όλο και κάποια γυναίκα θα έβλεπε. Έπρεπε λοιπόν ο βασιλιάς να το φροντίσει κι αυτό. Διέταξε, για να έχει το κεφάλι του ήσυχο, κάθε φορά που θα έβγαινε για κυνήγι με το γιο του, όλες οι γυναίκες του βασιλείου να κλείνονται στα σπίτια τους και να μην κυκλοφορεί καμιά όξω. Έτσι και γινότανε. Κάθε φορά που έβγαινε το βασιλόπουλο από το παλάτι, στο δρόμο κυκλοφορούσανε μόνο άντρες. Χαιρότανε ο βασιλιάς που τα είχε καταφέρει, που το παιδί του μεγάλωνε ευτυχισμένο. Είχε γίνει τώρα είκοσι χρονών, μακριά από τη γκρίνια και τις φωνές των γυναικών.

Ο βασιλιάς του διπλανού βασιλείου είχε τρεις κόρες. Τις αγαπούσε πολύ, και τις μεγάλωνε όπως θα μεγάλωνε και τους γιους του, αν είχε. Από τις τρεις η πρώτη ήτανε κι η καλύτερη. Ήτανε όμορφη, ψηλή, αρχοντογυναίκα. Είχε μακριά μαύρα μαλλιά και μάτια μαύρα. Ο βασιλιάς είχε μεγάλη αδυναμία σ’ αυτή την κόρη και τη μάθαινε να καβαλικεύει τα άλογα, να κυνηγά, και όταν πήγε είκοσι χρονών, την έπαιρνε μαζί του στα δάση που κυνηγούσε.

Μια μέρα λοιπόν, βγαίνει ο βασιλιάς με το βασιλόπουλο στα δάση για κυνήγι. Την ίδια μέρα, έλαχε να βγει κι ο άλλος βασιλιάς με την κόρη του για κυνήγι κι αυτοί. Για κακή τύχη του πρώτου βασιλιά, κυνηγώντας, φτάσανε στα σύνορα με το άλλο κράτος, εκεί όπου την ίδια στιγμή βρισκότανε κι η όμορφη καβαλάρισσα. Βλέπει λοιπόν το βασιλόπουλο το πιο παράξενο πλάσμα, που όμοιό του δεν είχε ξαναδεί ποτέ, κι έμεινε να το κοιτάζει θαυμάζοντας. Τα μαύρα μαλλιά ανέμιζαν και γυάλιζαν στον άνεμο, το κορμί της ήταν λιγνό και στητό, το πρόσωπό της ροδοκόκκινο και τα μάτια της ήτανε τα πιο όμορφα μάτια που είχε δει! Γυρίζει στον πατέρα του και του λέει:

«Τι είναι πατέρα μου αυτό το πλάσμα με τα μακριά μαλλιά;»Νευρίασε ο γονιός του που έβλεπε το σχέδιό του να χαλάει, κι έψαξε να βρει

τρόπο να φοβίσει το γιο του για να μην την πλησιάσει.«Αυτό, παιδί μου, είναι ένα ανθρωπόμορφο τέρας με μακριά μαλλιά που

πάντοτε πατάσσει1 τον άνθρωπο!»1 πατάσσω: βάζω σε πειρασμό

28

Page 29: Λαϊκά Παραμύθια της Κρήτης

document.doc

Το βασιλόπουλο άκουσε τον πατέρα του, αλλά η φύση μέσα του τον οδηγούσε σε άλλο δρόμο. Δεν άντεχε να τραβήξει τα μάτια του από αυτό το όμορφο θέαμα. Αντί να κυνηγήσει, καθόταν και τη χάζευε, και αποθαμασμό δεν είχε. Τον είδε κι η βασιλοπούλα, και όλο τού έκανε νάζια πάνω από το άλογο, και τον αποτρέλανε. Τι να κάνει το βασιλόπουλο; Η φύση το οδηγούσε να μην αποχωριστεί αυτό το όμορφο πλάσμα, και λέει του πατέρα του:

«Μπαμπά, θέλω να πάρω μαζί μας αυτό το τέρας!»Και τότε ο βασιλιάς, που κατάλαβε πως είναι μάταιο να προσπαθεί κανείς να

ξεφύγει από τη φύση του είπε: «Ουδείς την φύσιν ενίκησεν, κι ο υπερβαίνων αυτήν, τρελός εστί!»

29

Page 30: Λαϊκά Παραμύθια της Κρήτης

document.doc

Η κυνηγημένη (Ρέθυμνο)

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα αντρόγυνο, κι είχε μια πεντάμορφη κόρη. Κάποτε, ο πατέρας πέθανε, κι η οικογένεια έπεσε στη φτώχεια. Ένας κακοποιός, που είχε δει την κόρη, σκέφτηκε ότι τώρα που έμεινε η οικογένεια χωρίς προστάτη, θα μπορούσε να μπει στο σπίτι και να πάρει την κοπελιά. Αλλά πώς θα έμπαινε; Σκέφτηκε, σκέφτηκε, στο τέλος το αποφάσισε: ‘‘Θα κάνω τον πραματευτή, πως πουλώ φορέματα, υφάσματα, να χτυπήσω την πόρτα, να δει τα φορέματα. Αυτή δεν θα μπορεί να τα αγοράσει, και θα της πω εγώ να την παντρευτώ. Αυτή καλύτερη τύχη δε μπορεί να έχει, και θα μ’ ακλουθήξει. Και μετά κατέχω εγώ είντα να τήνε κάνω!’’

Χτυπά την πόρτα της οικογένειας. «Έχω ωραία υφάσματα, φορέματα, ό,τι θέλετε! Ελάτε να δείτε».«Είντα να δούμενε» λέει η μάνα «που δεν έχομε να φάμενε. Τα υφάσματα μάς

απολείπανε».Η κόρη, όμως, βλέπει τα ωραία υφάσματα και σαν κοπελιά κι αυτή, άρχισε τα

παρακάλια:«Ώφου, μάνα, ωραία υφάσματα! πάρε μου ένα κομμάτι να κάμω ένα

φουστάνι!»«Αφού, μωρέ κόρη μου, δεν έχομε λεφτά, είντα μου γυρές;»«Τόσους καιρούς χωρίς φουστάνια, ας πάρω να κάμω ένα…» παρακαλούσε η

κοπελιά.Η γριά έβαλε τσι φωνές, τσακωθήκανε. Βρίσκει τότε ευκαιρία ο κακοποιός να πει κι αυτός το λόγο του: «Έλα, κοπελιά μου, να σε πάρω γυναίκα μου, να σου δώσω ό,τι θέλεις! Και

φορέματα, και υφάσματα, και του πουλιού το γάλα!»Κακοκαρδισμένη η κοπέλα από τη μάνα της, έβλεπε και την φτώχεια του

σπιτιού της, του συβάζεται1. Την ώρα που έφευγε πήγε μαζί του. Φώναζε η μάνα της χαλούσε τον κόσμο, μα η κόρη δεν εγύρισε πίσω. Ο κακοποιός την πήγε στο σπίτι του, αλλά αφού την είχε σίγουρη, δεν ήθελε να τήνε παντρευτεί, μόνο ήθελε να την έχει αστεφάνωτη. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά τήνε κακολαλούσε2 κιόλας. Πού να μιλήσει η κοπελιά; Άμα έλεγε καμιά κουβέντα τήνε χτυπούσε. Άσκημα περνούσε η κακομοίρα, ήθελε να φύγει μα δεν ήξερε πώς να γυρίσει στο σπίτι της.

Από τα πολλά όμως, δεν άντεξε άλλο. Όταν είδε κι απόδενε πως δε θα δει προκοπή μ’ αυτόν τον άνθρωπο, σηκώθηκε μια μέρα κι έφυγε. Βγήκε από το σπίτι κρυφά, να μην τήνε δει ο κακοποιός και έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε για να ξεμακρύνει.

Ένας γέρος και μια γριά, που έμεναν λίγο πιο μακριά από το σπίτι του κακοποιού, δεν είχανε παιδιά, κι η γριά παρακαλούσε το θεό να της πέψει3 ένα.

«Να είχα κι εγώ ένα παιδί, να μην είμαι μοναχή μου…» σκεφτότανε συνέχεια.Ο Θεός το κάνει, και περνά η κοπέλα όξω από το σπίτι τους. Κουρασμένη,

χτυπά την πόρτα τση γριάς, ανοίγει αυτή. «Σε παρακαλώ, καλή μου γιαγιά» της λέει, «βάλε με μέσα, πάρε με και κρύψε

με, θα με σκοτώσει αν με βρει!»«Ποιος παιδί μου;»«Ο τάδε!»

1 συβάζομαι: συμβιβάζομαι2 κακολαλώ: συμπεριφέρομαι άσχημα3 πέμπω: στέλνω

30

Page 31: Λαϊκά Παραμύθια της Κρήτης

document.doc

Φοβήθηκε η γριά, εκάτεχε1 πως αυτός ο άνθρωπος ήτανε κακοποιός, δεν ήθελε μπλεξίματα.

«Κοπέλα μου, και πού να σε κρύψω που θα σε βρει;»«Σε παρακαλώ, άμα με βρει θα με σκοτώσει! Με είχε εκεί και με έδερνε

συνέχεια, μην τον αφήσετε να με πάρει πάλι!»Τήνε λυπήθηκε στο τέλος η γριά και γυρίζει και λέει του γέρου:«Σκάψε στο καμίνι για τα κάρβουνα που έχεις κάνει, να την κρύψουμε. Εκειά2

δεν θα τη βρει. Δεν πιστεύω να ξεστελιώσει3 και το καμίνι!»«Εντάξει!» λέει κι ο γέρος και σκάβει μιαν τρύπα στο καμίνι. Βάλανε και μια

κουβέρτα να μην έρθουνε χώματα στο πρόσωπο της κοπελιάς και μετά της λένε: «Δε θα μιλήσεις! Άχνα δε θα βγάλεις! Γιατί αν σε βρει, μας έκαψες κι εμάς,

κακομοίρα μου!»Η κοπελιά συμφώνησε. Ρίχνουνε χώματα στην τρύπα και την κρύβουνε.

Απάνω στην ώρα περνά ο κακοποιός απ’ έξω. Είδε πως η πως η κοπελιά έφυγε από το σπίτι και την κυνηγούσε να τήνε πιάσει. Βλέπει τη γριά μέσα στο σπίτι. Τση λεει:

«Κυνηγώ μια κοπέλα, μήπως πέρασε από δω;»«Δεν την είδαμε, παλικάρι μου».«Μα από δω τράβηξε! Δε μπορεί να μην την είδατε! Μήπως τήνε κρύβετε και

δε μου το λέτε;»«Δεν κρύβουμε εμείς κανένα! Να, άμα θες, έμπα στο σπίτι να δεις πως δεν

είναι κανείς μέσα. Εγώ με το γέρο μου είμαστε μόνο».Ψάχνει γύρω-γύρω στο σπίτι, δε βλέπει τίποτα. Μα είχανε μπει ψύλλοι στ’

αυτιά του.«Πάμε και στον κήπο. Να ψάξω κι εκεί!»«Να πάμε και στον κήπο! Ορίστε!»Βλέπει ο κακοποιός το καρβουνοκάμινο. «Είντα είναι αυτό το βουναλάκι;»«Καμίνι για κάρβουνα» του λέει ο γέρος. «Θα το ανάψω αύριο, να κάνω

κάρβουνα, που είμαι φτωχός άνθρωπος».«Χάλασέ το αμέσως!» φωνάζει ο κακοποιός.Είντα να κάνει ο γέρος; Παίρνει το φτυάρι αλλά πήγε απ’ την άλλη μεριά, όχι

από κείνη που είχε θάψει το κορίτσι. Κι αρχίζει να σκάβει για να χαλάσει το καμίνι. Ο κακοποιός τον πίστεψε πως δεν είναι κανένας μέσα.

«Εντάξει, θείε, μην το χαλάσεις. Φεύγω να πάω να τήνε βρω!»Φεύγει ο κακοποιός, κάθονται λίγη ώρα για να σιγουρευτούνε, κι ύστερα

πιάνουνε πάλι ο γέρος κι η γριά το φτυάρι και ξεθάβουνε την κοπέλα που παραλίγο να σκάσει.

Βγαίνει η κοπέλα. Αρχίζει πάλι τα παρακάλια.«Σε παρακαλώ, θεια, άσε με να μείνω μαζί σας».Τι να κάνουνε οι δυο γέροι; Θέλανε κι αυτοί ένα παιδί, βλέπεις. «Εντάξει. Μα, κοίτα, περαστικός είναι ο δρόμος. Άμα περάσει ο κακοποιός

πάλι, θα σε δει!»Σκέφτουνται, σκέφτουνται, στο τέλος λένε: «Όταν έρθει επισκέπτης και χτυπά την πόρτα, εσύ θα μπαίνεις κατευθείαν στο

κοφίνι. Θα σε σκεπάζομε με ένα σεντόνι και δε θα μιλείς! Συμφωνείς;»Συμφώνησε η κυνηγημένη κοπελιά, και τήνε κράτηξαν στο σπίτι τους.

Πέρασε καιρός. Ο κακοποιός το φυσούσε και δεν κρύωνε μ’ αυτό που έπαθε να του

1 κατέχω: γνωρίζω2 εκειά: εκεί3 ξεστελιώνω: χαλάω

31

Page 32: Λαϊκά Παραμύθια της Κρήτης

document.doc

ξεφύγει η γυναίκα μέσα από τα χέρια του, και δεν εσταμάτησε να τήνε ψάχνει. Αλλά δεν την έβρισκε.

Μια μέρα, το βασιλιόπουλο της χώρας κυνηγούσε εκεί κοντά στο σπίτι των γερόντων. Έτυχε να διψάσει στα βουνά, περνά απ’ το σπίτι τους, να πιει λίγο νερό, να ξεκουραστεί κιόλας.

Χτυπά την πόρτα. Με το που ακούει το χτύπο η κοπελιά, μπαίνει γρήγορα μέσα στο κοφίνι. Η γριά της ρίχνει από πάνω ένα σεντόνι, και μετά άνοιξε την πόρτα.

«Είμαι ο γιος του βασιλιά, κυρούλα» της λέει αυτός απ’ έξω. «Κυνηγούσα στα μέρη σας και δίψασα. Θα μου βάλεις λίγο νερό;»

«Και το ρωτάς, βασιλιόπουλό μου; Να σου βάλω! Κάτσε να ξεκουραστείς!»Παίρνει μια καρέκλα το βασιλιόπουλο και τήνε βάζει κοντά στο κοφίνι. Η

κοπελιά βγάνει το χέρι της κρυφά και τόνε τσιμπάει. «Τι έχετε, κυρούλα, μέσα στο κοφίνι;» ρωτάει το βασιλιόπουλο ξαφνιασμένο.«Τίποτα, πολυχρονεμένε μου».Σε λίγο βγάνει πάλι το χέρι της η κοπελιά από το κοφίνι και τόνε ξανατσιμπά.«Τι έχεις στο κοφίνι, θεια;» ρωτά πάλι το βασιλιόπουλο.«Μια κλωσσού έχω βάλει, να μου κάμει μερικά πουλάκια και τσιμπάει η

άτιμη».Την τρίτη φορά τόνε τσίμπησε καλά η κοπελιά, κι αυτός σηκώνεται, σέρνει το

σεντόνι και βλέπει την κοπελιά μέσα στο κοφίνι. Θαμπώθηκε από την ομορφιά της κι έμεινε να την κοιτάει.

«Γιατί την έχετε την κοπελιά στο κοφίνι;» ρώτησε τη γριά. «Μια κυνηγημένη είναι, βασιλιά μου. Ήρθε μια μέρα και μας ζήτησε να τήνε

κρύψουμε, γιατί τήνε κυνηγούσε ένας κακοποιός. Την είχε στο σπίτι του και τήνε βασάνιζε. Ε, εμείς δεν είχαμε παιδιά, και τήνε κρατήξαμε. Αλλά για να μην τήνε δει κανείς και το πει του κακοποιού, όταν χτυπάει η πόρτα, τήνε κρύβουμε στο κοφίνι».

Το βασιλόπουλο παίρνει την κοπέλα από το χέρι, τη βγάζει από το κοφίνι και της λέει:

«Θα σε πάρω εγώ στο παλάτι να σε κάνω γυναίκα μου».Η κοπελιά ήθελε πολύ να πάει μαζί του αλλά φοβότανε μήπως τήνε βρει κι

εκεί ο κακοποιός. «Μη φοβάσαι» της λέει το βασιλιόπουλο. «Σε κάθε δωμάτιο έχω πολλά

σκυλιά, και δε μπορεί κανείς να περάσει να σου κάνει κακό».Η κοπελιά του είπε πως ήτανε πονηρός άνθρωπος και θα έβρισκε τρόπο να

τήνε κλέψει, αλλά το βασιλιόπουλο δεν το πίστευε, γιατί είχε εμπιστοσύνη στους υπηρέτες και στα σκυλιά του. Την παίρνει λοιπόν, την παντρεύεται, κι η κοπελιά έγινε βασιλιοπούλα στο παλάτι. Με τον καιρό κάνανε και δυο παιδιά. Ένα αγοράκι κι ένα κοριτσάκι.

Περάσανε τα χρόνια, τα παιδιά μεγαλώσανε, αλλά ο κακοποιός, που ακόμα έψαχνε να βρει την κοπέλα, το έμαθε πως έγινε γυναίκα του βασιλιά, και θύμωσε πολύ. Έβαλε με το νου του να τη σκοτώσει. Επειδή όμως, στο παλάτι υπήρχανε πολλοί υπηρέτες και σκύλοι, έπρεπε να βρει τρόπο να περάσει χωρίς να τόνε δούνε. Πήγε και πήρε ναρκωτικό και τρύπωξε στο παλάτι. Σε κάθε κάμαρα που έμπαινε πετούσε το ναρκωτικό στους σκύλους, στους ανθρώπους μέχρι που τους νάρκωσε όλους. Το βασιλόπουλο, τα παιδιά της, κι οι σκύλοι κοιμηθήκανε με βαθύ ύπνο. Ύστερα κυνήγησε την κοπελιά μέσα στο παλάτι μέχρι που την έπιασε.

Φώναζε η κοπελιά, φώναζε, μα κανένας δεν άκουγε. Ο κακοποιός την πήρε αναμάσκαλα1 να βγούνε από το παλάτι. Έτσι όπως κρεμότανε τα πόδια της, χτυπά δυνατά ένα σκύλο κι αυτός ξυπνά.

1 αναμάσκαλα: στη μασχάλη

32

Page 33: Λαϊκά Παραμύθια της Κρήτης

document.doc

«Φάτε τονε, σκύλοι μου!» φωνάζει η κοπέλα.Ξυπνούνε όλοι οι σκύλοι και τόνε φάγανε. Και, για να τήνε πιστέψει το

βασιλόπουλο ότι παραλίγο να τήνε κλέψει ο κακοποιός, κράτηξε ένα κόκαλο για να του το δείξει. Όταν ξύπνησε ο άντρας της του είπε:

«Ορίστε, άντρα μου, που δεν το πίστευες ότι ο κακοποιός είναι πονηρός! Εκατάφερε και τρύπωξε στο παλάτι, έριξε ναρκωτικό και κοίμισε και τα σκυλιά και τσι υπηρέτες μας. Αν δεν εξυπνούσα τα σκυλιά, ένας Θεός κατέχει πού θα ήμουνα…»

Εκείνος φοβήθηκε για τη γυναίκα του αλλά ευχαριστήθηκε που τελικά την έσωσαν οι σκύλοι τους και που ο κακοποιός είχε πεθάνει. Τέλος καλό, όλα καλά. Κι από τότε κι ύστερα έζησαν ήσυχα και καλά, κι εμείς καλύτερα…

33

Page 34: Λαϊκά Παραμύθια της Κρήτης

document.doc

Το άσκημο βασιλόπουλο (Ρέθυμνο)

Μια φορά κι έναν καιρό, σ’ ένα μακρινό βασίλειο ήταν ένας βασιλιάς που είχενε τρεις γιους. Οι δυο ήτανε όμορφα παλικάρια, που ήτανε το καμάρι τους πατέρα τους. Ο τρίτος όμως, δεν ήτανε καθόλου όμορφος. Ήτανε κακοφτιαγμένος, καμπούρης, κι όλοι τόνε κοροϊδεύανε. Στενοχωριότανε ο κακομοίρης, μα τι να κάνει; Αυτά του είχενε δώσει ο Θεός, μ’ αυτά πορευότανε.

Μια μέρα, βγήκε στην εξοχή για κυνήγι. Αφού κυνήγησε κάμποση ώρα, και κουράστηκε, είπε να σταματήσει λίγο να φάει και να ξεκουραστεί. Βγάζει από το βουργιάλι1 του λίγο ψωμί, ελιές, τυράκι, και κάθεται να φάει. Πριν να βάλει μπουκιά στο στόμα του, εμφανίζονται τρεις μάγισσες. Του λένε:

«Γεια σου, παλικάρι!»«Γεια σας κι εσάς!» τους αποκρίθηκε το βασιλόπουλο, χωρίς να ξέρει ότι

αυτές οι τρεις γυναίκες ήτανε μάγισσες.«Θα μας δώσεις κάτι να φάμε;» «Να σας δώσω, ευχαρίστως!» τους είπε, και τους μοίρασε το ψωμί, το τυρί

και τις ελιές του. Για τον εαυτό του δεν κράτηξε τίποτα. Κάθισαν οι μάγισσες, τρώγανε και κοιτούσανε το βασιλόπουλο που καθότανε

ήσυχο πέρα-πέρα.«Κι εσύ είντα θα φας;» τόνε ρωτάνε. «Εγώ έχω φάει» τους είπε ψέματα. «Μη σας νοιάζει!»Αφού αποφάγανε οι γυναίκες, γυρίζουνε και του κάνουνε:«Πολύ μας ευχαρίστησες μ’ αυτό που έκανες! Είσαι καλός άνθρωπος! Εμείς

είμαστε μάγισσες, και ξέρομε ότι μας έδωσες όλο το φαγητό σου, κι ότι εσύ απόμεινες νηστικός. Για να σ’ ευχαριστήσομε κι εμείς, πες μας, τι θέλεις να κάνομε για σένα;»

«Τι να κάνετε εσείς; Τίποτα».«Μπορούμε να σου κάνομε ό,τι χάρη θέλεις. Πες μας μόνο τι θέλεις!»Άρχισε αυτός να σκέφτεται: «Τι να μου κάμετε; Να! Οι άλλοι άνθρωποι με

κοροϊδεύουνε γιατί είμαι έτσι άσκημος. Δε με υπολογίζει κανένας!»Τότε του λέει η μια μάγισσα: «Εγώ θα σου χαρίσω λεβεντιά! Δεν θα είσαι

άσκημος, αλλά θα είσαι όμορφο παλικάρι!»Του λέει η δεύτερη: «Εγώ θα σου χαρίσω ένα χρυσό σπαθί! Όταν θα λες ‘‘έλα

σπαθί μου’’ θα εμφανίζεται το σπαθί, και θα γίνεσαι ανίκητος σε κάθε μάχη!» Του λέει και η τρίτη: «Εγώ θα σου χαρίσω ένα χρυσό άλογο! Με τη λεβεντιά

που θα έχεις, με το ανίκητο σπαθί και το χρυσό άλογο, θα είσαι το καμάρι του πατέρα σου!»

Οι τρεις μάγισσες του δώσανε από μια τρίχα. «Όταν θα θέλεις να μεταμορφωθείς, ή όταν θα θέλεις να έρθει το σπαθί ή το άλογό σου, να κάψεις την τρίχα και αυτά θα έρθουν αμέσως στα χέρια σου!»

Το βασιλόπουλο γύρισε στο παλάτι. Δεν ήξερε αν ήταν αλήθεια όλα αυτά που του τάξανε οι μάγισσες. Γρήγορα όμως, το ανακάλυψε: ο πατέρας του ο βασιλιάς κήρυξε πόλεμο στη βασίλισσα του διπλανού κράτους. Τα πράματα ήτανε δύσκολα γιατί ο στρατός της βασίλισσας ήτανε μεγαλύτερος, και πιο καλά εκπαιδευμένος από τον εδικό του. Είντα να κάνει; Μάζεψε όσα στρατεύματα μπόρεσε, κι είπε στους γιους του να βοηθήσουνε κι αυτοί, όσο μπορούνε. Αλλά το είπε μόνο στους δυο του γιους, που τους θεωρούσε γενναίους και άξιους για πόλεμο. Τον τρίτο, τον

1 το βουργιάλι: υφαντό σακούλι

34

Page 35: Λαϊκά Παραμύθια της Κρήτης

document.doc

κακομοίρη, τον άφησε μόνο να κάθεται κοντά του και να περιμένουνε κι οι δυο μαζί είντα θα γίνει. Δεν τον είχενε, βλέπεις, αυτόν άξιο για μάχες.

Όμως, τα πράματα ζοριζότανε. Ο στρατός της βασίλισσας νικούσε τους στρατιώτες του. Φώναζε αυτός στους γιους του, που ήτανε επικεφαλής των στρατευμάτων, να δώσουνε όλες τους τις δυνάμεις, αλλά δε γινότανε τίποτα. Αποφασίζει τότε το τρίτο βασιλόπουλο και λέει στον πατέρα του.

«Πατέρα, άσε με κι εμένα να δοκιμάσω». Τι να κάνει ο πατέρας του; Ήθελε δεν ήθελε, τον άφησε. Τότε το

βασιλόπουλο, πάει σε μια γωνιά να μην τον βλέπουνε, πιάνει την τρίχα που του δώκανε οι μάγισσες, την τσουδίζει1 και λέει:

«Έλα, χρυσή μου λεβεντιά! Έλα, χρυσό μου άλογο! Έλα, χρυσό μου σπαθί!» Και μεταμορφώθηκε σ’ έναν λεβέντη πολεμιστή, με αστραφτερά άρματα και

δυνατό άλογο, που έπεσε μέσα στα στρατεύματα των εχθρών και τα θέριζε με το σπαθί του σα να ήτανε στάχυα! Έκοβε από δεξιά, έκοβε από αριστερά, στο τέλος δεν έμεινε κανένας τους!

Έτσι, καβαλάρης, έφτασε ως έξω από το παλάτι της βασίλισσας. Αυτή τον είδε που νίκησε όλους τους στρατιώτες της, κι έτσι όμορφος και λεβέντης που ήτανε, τόνε ρέχτηκε2. Πετά μια αμπούλα με μελάνι και του δίνει στην πλάτη την ώρα που έφευγε και γυρνούσε στον πατέρα του.

Έτσι ενίκησε ο πατέρας του, αλλά αυτός δεν εμφανίστηκε για να πει ‘‘εγώ ήμουνα που νίκησα τους εχθρούς’’, μόνο έγινε πάλι ο άσκημος τρίτος γιος.

Τα δυο βασίλεια κάνανε ειρήνη, αλλά κανείς δεν έμαθε ποιος ήταν αυτός ο ανίκητος καβαλάρης. Όσο κι αν ψάχνανε δεν τόνε βρίνανε. Η βασίλισσα είχε βάλει ανθρώπους να τόνε ψάξουνε γιατί ήτανε καιρός της να παντρευτεί, κι ήθελε να του στείλει προξενιά. Σαν αυτόν τον καβαλάρη δεν είχε ξαναδεί λεβέντη άντρα. Αυτός της ταίριαζε. Αλλά δεν τον έβρισκε κανείς, όπου κι αν ρωτούσαν.

Πεισμάτωσε η βασίλισσα και διατάζει τους υπηρέτες της: «Να περάσουνε όλοι οι άντρες των δυο βασιλείων γυμνοί απ’ τη μέση κι απάνω!»

Οι υπηρέτες κάνανε έναν κατάλογο και γράψανε τα ονόματα όλων των ανδρών των δυο βασιλείων για να μην ξεχάσουνε κανένα. Ύστερα καλέσανε τους άντρες να περάσουν μπροστά από τη βασίλισσα. Η βασίλισσα τους κοιτούσε καλά, κι έψαχνε να βρει στην πλάτη τους το σημάδι από το μελάνι που είχε πετάξει. Αλλά σημάδι δεν έβριχνε σε κανέναν! Αφού περάσανε όλοι και δεν είχε κανένας σημάδι από μελάνι, έπεσε σε συλλογή. Αλλά ήτανε έξυπνη γυναίκα και κατάλαβε ότι κάποιος δεν πρέπει να είχενε περάσει.

«Ένας πρέπει να λείπει. Είναι κανείς που δεν επέρασε;»Οι υπηρέτες γελάσανε. «Ε, κυρά μου, ο μόνος που δεν επέρασε, δεν αξίζει να

τόνε δεις. Ένας καμπούρης είναι, ένας παζαβός».«Θέλω να τον φέρετε μπροστά μου να τόνε δω!»Της τόνε φέρνουνε μπροστά της. Οι σύμβουλοί της γελούσανε κρυφά: ‘‘Τόσοι

άντρες περάσανε από μπροστά της, αυτόν τον παζαβό θα πάρει;’’«Βγάλε τα ρούχα σου» λέει του βασιλόπουλου η βασίλισσα. Τα βγάζει αυτός, και βλέπει στην πλάτη του το σημάδι από το μελάνι.«Αυτός είναι!» λέει η βασίλισσα. «Αυτόν θα πάρω!»«Είναι δυνατόν, κυρά μου, να είναι αυτός ο λεβέντης που νίκησε το στρατό

σου;» έβαλαν οι σύμβουλοί της τις φωνές. Τότε το βασιλόπουλο βγάζει την τρίχα, την τσουδίζει, και φωνάζει: «Έλα,

χρυσή μου λεβεντιά!»

1 τσουδίζω: τσουρουφλίζω2 ρέγομαι κάποιον: μου αρέσει κάποιος

35

Page 36: Λαϊκά Παραμύθια της Κρήτης

document.doc

Κι έγινε πάλι το όμορφο βασιλόπουλο που είχε δει η βασίλισσα. Τότε οι μάγισσες τού ευχηθήκανε να μείνει για πάντα όμορφος και να ζήσει ευτυχισμένος με τη βασίλισσά του. Κι αλήθεια ζήσανε αυτοί καλά, κι εμείς καλύτερα. Και μου ’δώκανε ένα κουλούρι, μα μου το ’φαγε ο σκύλος ο Κουντούρης…

36

Page 37: Λαϊκά Παραμύθια της Κρήτης

document.doc

Η καλόκαρδη κοπέλα (Πέραμα, Γεροποτάμου, Ρέθυμνο)

Ήτανε, μια φορά κι έναν καιρό, σ’ έναν μακρινό τόπο μια οικογένεια, όπου ο άντρας ήταν ξαναπαντρεμένος και είχε μια κόρη από τον πρώτο γάμο, και η γυναίκα του το ίδιο. Η κόρη του άντρα ήτανε μια καλή και όμορφη κοπέλα, αγαπούσε τους γονείς της και όλο τον κόσμο, ενώ η κόρη της γυναίκας ήτανε κακιά, και δεν έδιδε ούτε του αγγέλου της νερό, που λένε. Όμως, ο πατέρας της οικογένειας πέθανε, κι η κόρη του έμεινε μόνη της με την μητριά και την κόρη της. Αυτές οι δυο τώρα, μόλις πέθανε ο πατέρας, άρχισαν να τήνε παιδεύουνε. Να τη μεταχειρίζονται σα δούλα και να τη βάζουνε να κάνει τις πιο βαριές δουλειές του σπιτιού.

Η μητριά έδερνε την κοπελιά, της κακομιλούσε, κι όλο βασανιστήρια της έκανε. Της έδινε το σταμνί να πάει νύχτα στη βρύση του χωριού να το γεμώσει, κι όταν έφερνε το νερό, το έχυνε, για να την ξαναστείλει στη βρύση. Η κοπελιά έκλαιγε από το φόβο της γιατί ήτανε νύχτα κι η βρύση ήτανε μακριά, μέσα στο δάσος. Αλλά τι να κάνει;

Μια νύχτα, που η μητριά της πάλι είχε χύσει το νερό και την είχε στείλει να ξαναγεμώσει, έκλαιγε και πήγαινε μέσα στο σκοτάδι να ξαναγεμώσει το σταμνί της. Βρίσκει τη βρύση, γεμώζει το σταμνί της και ήτανε έτοιμη να γιαγείρει1 στο σπίτι. Στο δρόμο όμως, περνά η Μοίρα της, που ήτανε μεταμορφωμένη σε γριά.

«Κοπελιά μου, γιατί κλαις;» τήνε ρώτησε.«Γιατί φοβάμαι, θεία».«Θα μου βάλεις νερό να πιω, που είμαι κουρασμένη και διψασμένη;»«Να σου βάλω. Αλλά δεν έχω ποτήρι, θεια, και θα πιεις από το σταμνί μου».«Όχι, παιδί μου, εγώ είμαι γριά και θα λερώσω το νερό».«Δεν πειράζει, θεια, θα γυρίσω στη βρύση να βάλω άλλο νερό».«Και δε φοβάσαι που είναι νύχτα;»«Αφού είσαι εσύ εδώ δε φοβάμαι».Γέρνει το σταμνί και πίνει η Μοίρα της νερό. Αυτή, αφού ήπιε και ξεδίψασε,

λέει στην κοπελιά:«Την ευκή μου να έχεις, κι όταν θα κλαις να πέφτουνε διαμάντια από τα

μάτια σου, κι όταν θα γελάς να πέφτουνε τριαντάφυλλα από το στόμα σου!»Φεύγει η γριά, κι η κοπελιά πάει πάλι στη βρύση, γεμίζει το σταμνί της και

γυρίζει στο σπίτι. Μόλις μπαίνει μέσα την πιάνει η μητριά στο ξύλο.«Τεμπέλα, άργησες! θα σε κάνω εγώ να μην ξανααργήσεις!»Έκλαιγε η κοπελιά και όπως της το είχε ευχηθεί η Μοίρα της, γέμισε

διαμάντια το σπίτι! Τα βλέπει η μητριά, σταμάτησε να τη δέρνει. Την άφησε να πάει στο στρώμα της να κοιμηθεί. Την άλλη μέρα, σε μια στιγμή που άρχισε η κοπελιά να γελά, πέφτανε τριαντάφυλλα από το στόμα της. Μαθεύτηκε σ’ όλη τη γειτονιά πως η κοπελιά γελά και πέφτουνε τριαντάφυλλα από το στόμα της. Θύμωσε η μητριά της, τήνε πιάνει και τη ρωτά:

«Τι είναι αυτά τα καμώματα; Γελάς και πέφτουνε τριαντάφυλλα και κλαις και πέφτουνε διαμάντια; Από πότε γίνεται αυτό το πράμα;»

«Ένα βράδυ που πήγα στη βρύση, ήτανε εκεί κοντά μια γριά». Δεν ήθελε βέβαια να πει πως της έδωσε κι ήπιε νερό από το σταμνί, γιατί πάλι θα τήνε καταχέριζε2 η μητριά της. «Ε, αυτή η γριούλα μου είπε ότι, όταν θα γελάω θα πέφτουνε τριαντάφυλλα από το στόμα μου, κι όταν θα κλαίω θα πέφτουνε διαμάντια από τα μάτια μου».

1 γιαγέρνω: γυρίζω2 καταχερίζω: δέρνω

37

Page 38: Λαϊκά Παραμύθια της Κρήτης

document.doc

Η μητριά ήτανε ξιπασμένη, κι ήθελε η κόρη της να αποχτήσει κι αυτή τέτοια χάρη. Δε γινότανε το «δουλάκι» τους να είναι ανώτερο από αυτές! Κλειδώνει την καλή κόρη στο σπίτι να μην ξαναβγεί καθόλου στο δρόμο, και στέλνει την κόρη της στη βρύση τη νύχτα. Αυτή δεν ήθελε βέβαια να πάει, δεν την ενδιαφέρανε ούτε τα διαμαντικά ούτε τα τριαντάφυλλα μπροστά στην ησυχία της. Αλλά η μάνα της ήτανε έτοιμη να τήνε δείρει. Ξεκίνησε λοιπόν, πάει στη βρύση, γεμώζει τη στάμνα, και με μεγάλο φόβο ετοιμάστηκε να γιαείρει1 στο σπίτι.

Μέσα στη νύχτα εμφανίζεται πάλι η Μοίρα. Τήνε πλησιάζει.«Καλησπέρα, κοριτσάκι μου!» της λέει.«Καλησπέρα».«Από τη βρύση έρχεσαι; Θα μου δώσεις να πιω λίγο νερό απού είμαι

κουρασμένη και δε μπορώ να πορπατώ άλλο;»Μα αυτή ήτανε τόσο κακιά που δεν τήνε λυπήθηκε καθόλου:«Γιάε2!» της έδειξε πίσω τους τη βρύση. «Να πας απ’ την πηγή να πιεις! Που

θα μου μαγαρίσεις3 το σταμνί μου!»Νευριάζει η Μοίρα, αστράφτει και βροντά! «Καταραμένη να είσαι, κι όταν γελάς να πέφτουνε όφιδες4 απ’ το στόμα σου

κι όταν κλαις να πέφτουνε λιακόνια5!»Γυρίζει η κόρη στο σπίτι. Η μάνα της, που την περίμενε, μόλις την είδε να μπαίνει, τήνε ρωτά:«Εκεί στη βρύση που πήγες, είδες τίποτα;»«Είδα μια γριά! Κι ήθελε να τση δώσω να πιει νερό από το σταμνί μου! Κι

εγώ τσ’ είπα να πάει να πιει από τη βρύση! Δεν εκάτεχα να τση δώσω να μου μαγαρίσει το σταμνί!»

«Μωρή κακομοίρα, η Μοίρα σου ήτανε! Και δεν τση ’δωκες να πιει νερό; Μηδέ μια δουλειά τση προκοπής δεν είσαι άξια να κάμεις!»

Και την πιάνει στο ξύλο. Βάζει τα κλάματα η κόρη, να πετιούνται λιακόνια, να γεμώσει το σπίτι και να πορίζουνε από τα παράθυρα. Το βλέπει η μάνα της, κατάλαβε πως η γριά τήνε καταράστηκε.

Το άλλο απόγευμα βγήκανε στη γειτονιά να αποσπερίσουνε. Κάποια γυναίκα είπε φαίνεται καμιά κουβέντα αστεία, και γέλασε η κακιά κόρη. Κι αρχινούνε και πέφτουνε όφιδες από το στόμα της, που τρομάξανε οι γειτόνισσες κι όπου φύγει-φύγει.

«Σταμάτα και μην ξαναγελάσεις ποτέ!» τση λέει η μάνα της. «Μας έκαψες!»Την καλή κόρη, μπορεί να την είχε κλειδώσει στο σπίτι και να μην την άφηνε

να πορίσει στο δρόμο, αλλά η φήμη της έφτασε μέχρι τ’ αυτιά του βασιλιά: πως η τάδε γυναίκα έχει μια όμορφη κόρη που όταν γελάει σκορπάει τριαντάφυλλα, κι όταν κλαίει σκορπά διαμάντια. Ο βασιλιάς θέλησε να την κάνει νύφη του. Στέλνει προξενιά στη μητριά με έναν υπηρέτη. Πάει ο υπηρέτης του στη μητριά και της λέει:

«Ο βασιλέας μας άκουσε ότι έχεις μια όμορφη κόρη που όταν γελάει σκορπάει τριαντάφυλλα από το στόμα της. Θέλει να τήνε πάρει γυναίκα για το γιο του! Γιατί τέτοια γυναίκα ταιριάζει σ’ έναν βασιλιά».

Μόλις άκουσε το προξενιό η μητριά κάθισε και σκέφτηκε. «Εντάξει» του είπε. «Θα του τη δώσω. Μα όχι ακόμα. Στάσου να την

προετοιμάσω λίγες μέρες!»

1 για(γ)έρνω: γυρνώ πίσω2 γιάε: κοίτα3 μαγαρίζω: λερώνω4 ο οφις: το φίδι5 το λιακόνι: πράσινη δηλητηριώδης σαύρα

38

Page 39: Λαϊκά Παραμύθια της Κρήτης

document.doc

Συμφώνησε ο προξενητής κι έφυγε να πάει την απάντηση στο βασιλιά. Η μητριά μπήκε στα βάσανα. Το βρωμοκόριτσο να έχει τέτοια τύχη κι η δική της να μείνει παρακατιανή; Κι όχι τίποτα άλλο, μα θα πρέπει να την προσκυνούμε κιόλας την κυρά βασίλισσα! Αυτό είναι αδύνατο! Δεν θα την έδινε! Μήπως την είχε δει ο βασιλιάς; Όχι. Την είχε καλά κλειδωμένη. Αποφάσισε λοιπόν, να κάνει στο βασιλιά απάτη. Θα έδιωχνε την όμορφη κοπέλα, μακριά, στ’ αμπέλι τους, και θα έδινε τη δική της κόρη στη θέση της. Φωνάζει γρήγορα τσι δούλους της και τους λέει να πάρουνε την κοπελιά και να την πάνε στην εξοχή, στ’ αμπέλι. Κι εκεί να τη φυλάνε καλά, να μην τους φύγει.

Έπιασε ύστερα τη δική της κόρη, της χρύσωσε το δαχτύλι, και τήνε βάζει μέσα σε μια κασέλα να μην τήνε δούνε. Μόνο το δαχτύλι της άφησε απ’ όξω να φαίνεται. Της λέει:

«Μην αρχίσεις, κακομοίρα, να γελάς ή να κλαις, θα σε φάνε οι όφιδες! Κι από την κασέλα να μη βγεις, παρά μόνο άμα γίνουν οι γάμοι!»

Και σκέφτηκε να παραπλανήσει το βασιλιά, να κάνει γρήγορα τους γάμους, και μετά να βγάλει την κόρη της από μέσα. Κι ύστερα πια δεν θα μπορούσε να την διώξει!

Έρχεται το βασιλόπουλο με τσ’ υπηρέτες του να πάρουνε την κόρη. Η μητριά τους έδειξε την κασέλα.

«Εδώ είναι, αλλά δεν επιτρέπεται ν’ ανοίξομε την κασέλα» τους λέει.«Πώς θα πάρω τη νύφη;» λέει το βασιλόπουλο. «Έτσι; Σα γουρούνι στο

σακί;»«Απαγορεύεται να τη δει άλλο μάτι πριν να παντρευτεί! Εγώ τήνε φύλαγα

τόσα χρόνια και δεν την είδε άνθρωπος, και τώρα θα την κάνετε ολόκληρο ταξίδι, να τήνε δείξετε στον κόσμο; Όχι, δεν ντροπιάζω εγώ την κόρη μου! Πρώτα θα τη δει ο άντρας της!»

Όταν το βασιλόπουλο άκουσε τέτοια λόγια για τη νύφη, και είδε και το χρυσό δαχτύλι που φαινότανε από την κασέλα, δεν έφερε άλλη αντίρρηση. Είχε δίκιο η μάνα! Θα ντροπιαζότανε το κορίτσι της. Κι αφού δεν ήθελε να τη δει ο κόσμος, φαντάσου τι ανατροφή της είχε δώσει! Τέτοια γυναίκα δεν έπρεπε να τήνε χάσει!

Φορτώνουνε λοιπόν την κασέλα στο άλογο, και αποχαιρετάνε τη μάνα. Πηγαίνανε, πηγαίνανε, περάσανε κάποια στιγμή μπροστά από το αμπέλι που είχανε κρυμμένη την όμορφη κόρη. Οι δούλοι τση μητριάς δεν εβγάζανε άχνα, κοιτούσανε την κασέλα που έφευγε. Πού να μιλήσουνε; Που άμα μιλούσανε θα τσι σκότωνε η κερά τους! Επειδή όμως ό,τι γράφει δεν ξεγράφει, κι επειδή ήτανε γραφτό της καλής κοπέλας να γίνει βασίλισσα, έγινε κάτι θαυμαστό: τα σκυλιά που είχανε οι δούλοι στο κτήμα, βάλανε τις φωνές και φωνάζανε σαν άνθρωποι:

«Την κακή την κοπελιά τήνε πάνε του γαμπρού,κι η χρυσή βλέπει τ’ αμπέλι! κι η χρυσή θα παραμένει!»Στην αρχή κανείς δεν έδωσε σημασία. Μα όσο πλησιάζανε, όλο τα ίδια

ακούγανε, και στήσανε αυτί.«Την κακή την κοπελιά τήνε πάνε του γαμπρού,κι η χρυσή βλέπει τ’ αμπέλι! κι η χρυσή θα παραμένει!» Πολεμούσε το βασιλόπουλο να καταλάβει τι λένε.«Ακούτε εσείς τι λένε;» ρωτούσε τους υπηρέτες του.«Για μιαν κοπελιά λένε, που τήνε πάνε του γαμπρού. Λες να λένε για τη δικιά

μας;»Σταματάει το βασιλόπουλο με τη συνοδεία του και τους ρωτάει τι λένε.

Σ.τ.Ε. Στο σημείο αυτό παραδίδονται στίχοι με σεξουαλικό περιεχόμενο, που δεν κρίναμε σκόπιμο να τους συμπεριλάβουμε στην παρούσα έκδοση.

39

Page 40: Λαϊκά Παραμύθια της Κρήτης

document.doc

«Δεν είπαμε τίποτα εμείς, βασιλόπουλό μου!» απαντάνε φοβισμένοι οι δούλοι.Πάνε να φύγουνε, αρχίζουνε πάλι οι φωνές!«Την κακή την κοπελιά τήνε πάνε του γαμπρού,κι η χρυσή βλέπει τ’ αμπέλι! κι η χρυσή θα παραμένει!»Γυρίζει το βασιλόπουλο οπίσω. Βλέπει, οι δούλοι δε μιλάνε. Κατεβαίνει από

το άλογο, πάει κοντά, οι δούλοι τι να κάνουνε; «Δεν είμαστε εμείς που μιλήσαμε, βασιλόπουλό μου. Οι σκύλοι φωνάζουνε.

Φαίνεται είναι της μοίρας να μην πετύχει το κόλπο της μητριάς». Και αρχίζουνε και του λένε όλη την ιστορία. Πως αυτή που έχει μέσα στην

κασέλα είναι η κακιά κόρη που όταν γελάει βγάζει από το στόμα της όφιδες κι όταν κλαίει βγάζει λιακόνια. Και πως η μάνα της έκανε απάτη για να κρύψει την καλή κόρη, που όταν γελάει σκορπάει τριαντάφυλλα κι όταν κλαίει διαμάντια.

«Και πού είναι αυτή η κόρη;» ρωτάει το βασιλόπουλο.«Εδώ την έχουμε» του λένε. Και φέρνουνε την όμορφη κοπέλα. Τη βλέπει το βασιλόπουλο και θαμπώνεται. Του γελάει κι αυτή, και άρχισαν

να βγαίνουνε ρόδα και τριαντάφυλλα από το στόμα της. Το βασιλόπουλο δεν ήθελε άλλη απόδειξη, ούτε και άλλη γυναίκα. Την αγάπησε και τήνε πήρε από το χέρι να τήνε πάρει μαζί του στο παλάτι.

«Και την άλλη τι θα την κάνομε;» του φωνάξανε.«Πετάξετέ την! Μαζί με την κασέλα!» είπε αυτός, ανέβασε την κοπέλα στο

άλογό του και φύγανε για το παλάτι να γίνουνε οι γάμοι.Κι εζήσανε αυτοί καλά, κι εμείς καλύτερα. Και μου δώσανε κι εμένα ένα

κουλούρι, μα μου το ’φαγε ο σκύλος ο Κουντούρης…

40

Page 41: Λαϊκά Παραμύθια της Κρήτης

document.doc

Το μαγικό δαχτυλίδι(Ρέθυμνο)

Μια φορά, στα παλιά τα χρόνια, που τα ζώα είχανε μιλιά και μιλούσανε σαν και τους ανθρώπους, ζούσε μια γυναίκα που είχε ένα γιο. Ήτανε φτωχοί οι κακομοίρηδες, δεν είχανε να φάνε. Όταν ο γιος της έγινε 20 χρονώ, δεν άντεξε άλλο τη φτώχεια. Ήθελε να πάει να βρει την τύχη του, για να βοηθήσει και τη μάνα του που τόσο είχε ταλαιπωρηθεί στη ζωή της.

«Μάνα, θέλω να φύγω» της λέει μια μέρα.«Πού θα πας, παιδάκι μου;»«Όπου με βγάλει η τύχη. Να βρω δουλειά να δουλέψω. Δώσε μου τρεις

δραχμές για το δρόμο».Του δίνει η μάνα του τις τρεις δραχμές, φεύγει ο γιος της για την ξενιτιά. Στο

δρόμο που πήγαινε, ήτανε κάτι παλιόπαιδα που ήθελαν να σκοτώσουν μια γάτα. Το παλικάρι ήτανε πονετικό, τη λυπήθηκε τη γάτα.

«Γιατί τήνε βασανίζετε, την καημένη;» φώναξε στα παιδιά. «Να σας δώσω μια δραχμή να την αφήσετε να ζήσει;»

«Δώσε μας».Τους δίνει τη δραχμή, κι αυτά φεύγουνε τρέχοντας. Έμεινε μόνος του με τη

γάτα. Τότε η γάτα του λέει: «Ευχαριστώ, παλικάρι μου, για τη βοήθεια. Μια μέρα θα χρειαστείς και συ τη

δική μου. Πάρε μια τρίχα από τα μουστάκια μου κι όταν θα με χρειαστείς, κάψε την και θα έρθω».

Γέλασε από μέσα του το παλικάρι. Πού θα με βοηθήσει εμένα ένα κατσούλι1; σκέφτηκε. Αλλά δε βαριέσαι, πήρε την τρίχα και ευχαρίστησε τη γάτα. Δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει, συνεχίζει την περιπλάνησή του για να βρει την τύχη του.

Παρακάτω βλέπει να σκοτώνουν ένα σκυλάκι. Πάει πάλι αυτός κοντά στα παιδιά που βασανίζανε το ζώο.

«Μα γιατί το βασανίζετε; Να σας δώσω μια δραχμή να το αφήσετε ήσυχο;»Τους δίνει πάλι τη δραχμή και φεύγουν τα παιδιά. Πάλι μίλησε το ζώο: «Το καλό που μου έκανες, θα σου το ξεπληρώσω! Τι να σου δώσω; Να. Πάρε

μια τρίχα από τα μαλλιά μου, κι όταν με χρειαστείς, κάψε την κι αμέσως εγώ θα τρέξω να σε βρω».

Ευχαρίστησε το αγόρι και συνέχισε το δρόμο του. Λίγο παρακάτω, βλέπει να σκοτώνουν ένα φίδι.

«Γιατί, βρε παιδιά, να το σκοτώσετε; Θέλετε μια δραχμή να το αφήσετε;»Πήρανε κι αυτά τα παιδιά τη δραχμή και φύγανε. Έτσι πονετικός που ήτανε,

έμεινε χωρίς μία δραχμή. Το φίδι ευχαριστήθηκε.«Για το καλό που μου έκαμες, τι θες να σου δώσω;» ρωτάει το παλικάρι. «Τίποτα δε θέλω!»«Θέλω να σε ευχαριστήσω. Εγώ δεν έχω τίποτα να σου δώσω, αλλά έχουν οι

γονείς μου. Θα πάμε στο βασίλειό μου. Εκεί θα σου δώσουν πλούτη, αμάξια… Να μη δεχτείς τίποτα, μόνο να ζητήσεις το δαχτυλίδι της μάνας μου. Δε θα στο δώσουν, γιατί το φυλάνε σαν τα μάτια τους. Να επιμένεις όμως εσύ. Εντάξει;»

Ξεκινάνε να πάνε στο βασίλειο του φιδιού. Όταν φτάσανε, και τα άλλα φίδια είδανε άνθρωπο μπροστά τους, ορμήξανε να τόνε τσιμπήσουνε. Το φιδάκι τότε τους λέει:1 το κατσούλι: το γατάκι

41

Page 42: Λαϊκά Παραμύθια της Κρήτης

document.doc

«Μην τον πειράξετε! Είναι φίλος μου! Με έσωσε από το θάνατο. Με είχανε πιάσει κάτι παλιόπαιδα και θα με σκοτώνανε, κι αυτός τους έδωσε τα λεφτά του για να με σώσει!»

Του λένε τότε οι γονείς του φιδιού: «Τι θες να σου δώσουμε για το καλό που έκαμες του παιδιού μας;»

«Τίποτα» λέει πάλι αυτός.«Δε γίνεται, κάτι πρέπει να σου δώσουμε κι εμείς».«Τότε θέλω το δαχτυλίδι που έχει η μάνα του φιδιού!»Κοιταχτήκανε ξαφνιασμένα τα φίδια. «Δε μπορούμε να σου δώσουμε το

δαχτυλίδι αυτό!»«Ε, τότε δε θέλω τίποτε άλλο. Γεια σας». Και παίρνει πάλι το δρόμο του το

παλικάρι για να φύγει. Το φιδάκι έβαλε τις φωνές: «Θα πάω μαζί του άμα δεν του δώσετε το

δαχτυλίδι!» Τι να κάνει η μάνα του; δέχτηκε να δώσουν το δαχτυλίδι. Το παίρνει το παιδί,

και στο δρόμο που πήγαινε μουρμούριζε: «Τόσα καλά πράματα μου δώσανε, και δεν δέχτηκα. Και πήρα ένα

δαχτυλίδι… Τι να το κάνω;» Το φιδάκι, που τον οδηγούσε να βγει από το βασίλειο των φιδιών, του λέει: «Αυτό το δαχτυλίδι είναι μαγικό! Όταν θέλεις κάτι, θα το γλείφεις, κι ό,τι του

ζητήσεις θα γίνεται!» Ενθουσιάστηκε το παλικάρι, έκανε την τύχη του! Γυρίζει στη μάνα του.«Έκανες τίποτα, γιε μου;» ρώτησε αυτή. «Βρήκες καμιά δουλειά;»«Όχι, δε βρήκα. Αλλά μη σε νοιάζει. Θέλω να μου κάνεις μια χάρη. Να πας

στο βασιλιά, και να ζητήσεις τη βασιλοπούλα για γυναίκα μου».«Τι;» έβαλε η μάνα τις φωνές. «Τη βασιλοπούλα για γυναίκα σου;

Τρελάθηκες, γιε μου; Θα με σκοτώσουν αν πάω να πω τέτοιο πράμα!»«Δε θα σε σκοτώσουν, και μη φοβάσαι. Έχε εμπιστοσύνη στο γιο σου!

Πήγαινε και θα δεις!»Η μάνα δε χαλάει το χατίρι του γιου της. Πάει και βρίσκει το βασιλιά. «Μεγαλειότατε» του λέει «το παιδί μου μεγάλωσε και θέλει το κορίτσι σου

για γυναίκα του».«Φύγε, παλιόγρια, που θα σου δώσω την κόρη μου να τη δώσεις στον γιο σου!

Δεν την δίνω».Φεύγει η γυναίκα ντροπιασμένη. Πάει στο σπίτι.«Γιατί, μάνα, είσαι στενοχωρεμένη;» ρωτάει ο γιος.«Δε μας το δίνει το κορίτσι, γιε μου, δε στο είχα πει;»«Πήγαινε πάλι, μάνα. Άμα δε στο δώσει, ξέρω ’γω».Πάλι τόνε πίστεψε, πάει στο βασιλιά. Ο βασιλιάς θύμωσε με το θράσος του

γιου της. «Πες στο παιδί σου να χτίσει ως το πρωί έναν πύργο σαν τον εδικό μου! Τότε

μόνο θα του δώσω την κόρη μου για γυναίκα του».Στεναχωρημένη, σκυμμένη, φεύγει η μάνα, πάει στο σπίτι. Τη βλέπει το παιδί

και τη ρωτάει ποια ήταν η απάντηση του βασιλιά. Του λέει η γυναίκα: «Θέλει να του φτιάξεις, ως το πρωί, έναν πύργο σαν τον εδικό του».«Μη στεναχωριέσαι, μάνα». Γλείφει το μαγικό δαχτυλίδι κι αμέσως ακούγεται μια φωνή:«Τι θέλεις;»Λέει τότε το παλικάρι: «Θέλω ως το πρωί έναν πύργο μεγάλο σαν του

βασιλιά».

42

Page 43: Λαϊκά Παραμύθια της Κρήτης

document.doc

Ως το πρωί ήταν έτοιμος ο πύργος! Το βλέπει η μάνα και έμεινε με το στόμα ανοιχτό.

«Πώς έγινε αυτό, παιδάκι μου;»«Μη σε νοιάζει, μάνα. Από δω και πέρα ό,τι θέλουμε θα το έχουμε. Πήγαινε

τώρα στο βασιλιά να του πεις, ότι ο πύργος είναι έτοιμος».Πάει η μάνα του, το λέει στο βασιλιά, βγαίνει ο βασιλιάς στο μπαλκόνι του

παλατιού του, βλέπει τον πύργο: σαν τον δικό του και καλύτερος ήτανε! Τι να κάνει; Είχε δώσει το λόγο του.

«Εντάξει» λέει στη μάνα. «Θα δώσω την κόρη μου στο γιο σου».Κάνουν ένα γάμο όπως άξιζε σε βασιλιάδες! Κουβαλούσε το δαχτυλίδι

καζάνια με φαΐ να φάει στρατός ολόκληρος! Τρεις μέρες και τρεις νύχτες γιορτάζανε. Όταν πια το παλικάρι πήρε τη γυναίκα του και πήγανε στον πύργο τους, η κοπέλα είδε πως είχε όλα τα καλά. Ζούσε σαν βασίλισσα και καλύτερα. Ο άντρας της πήγαινε στη δουλειά, κι αυτή έμενε στο σπίτι και περνούσε τη μέρα της με τις υπηρέτριές της.

Μια μέρα του λέει:«Τι δαχτυλίδι είναι αυτό που φοράς; Θα μου το δώσεις;»«Αυτό δεν το βγάζω από το χέρι μου!»Αλλά η γυναίκα του τού έκανε γκρίνιες και μούτρα και στο τέλος τόνε,

κατάφερε να της το δώσει. «Γιάε1, θα στο δώσω, αλλά θα το προσέχεις».Του πήρε λοιπόν το δαχτυλίδι και το φόρεσε. Μετά από καιρό, περνά μια

μάγισσα από τον πύργο τους και πουλούσε πράματα. Βλέπει το δαχτυλίδι στο δαχτύλι της γυναίκας, κατάλαβε, σαν μάγισσα που ήτανε, πως είναι μαγικό, κι αποφάσισε να το πάρει. Λέει της γυναίκας:

«Ψώνισε ό,τι θέλεις! Δε χρειάζεται να με πληρώσεις, δώσε μου μόνο αυτό το παλιό δαχτυλίδι. Παλιό είναι, εσύ τι να το κάνεις; Εγώ αγοράζω τα παλιά πράγματα».

Ενθουσιάστηκε η γυναίκα. ‘‘Τι το θέλω το δαχτυλίδι; Θα πάρω άλλο’’ σκέφτηκε. Αγοράζει υφάσματα, χτένες, κορδελίτσες, φορέματα. Και βγάζει για πληρωμή και δίνει το δαχτυλίδι.

Το βράδυ έρχεται ο άντρας της.«Κοίταξε τι πήρα, άντρα μου, πόσα πράματα! Και έδωσα μόνο αυτό το παλιό

δαχτυλίδι!»Κάηκε αυτός! Κατάλαβε ότι χωρίς το δαχτυλίδι θα χαθούνε όλα όσα είχε

ζητήσει! Στη στιγμή, εξαφανίστηκε κι ο πύργος, και τα λούσα της γυναίκα του, τα πάντα! Έπεσε μεγάλη δυστυχία στην οικογένειά τους! Το μαθαίνει ο βασιλιάς που παρακολουθούσε πώς περνάει η κόρη του και θύμωσε τόσο πολύ με το παλικάρι, που το έπιασε και το έκλεισε φυλακή. Του λέει: «Ήρθε η ώρα σου! Θα σε εκτελέσω αύριο τα χαράματα!»

Καθότανε αυτός μέσα στη φυλακή, το φυσούσε και δεν εκρύωνε, που λένε. Ύστερα θυμήθηκε τα ζώα και τις τρίχες που του είχανε δώσει. ‘‘Η γάτα κι ο σκύλος μου δώσανε από μια τρίχα, δεν την καίω τώρα που είμαι στην ανάγκη;’’ Σκέφτηκε, και βγάζει, καίει τις τρίχες.

Να σου, και καταφτάνουν τα δυο ζώα. Τρύπωσε η γάτα μέσα στη φυλακή, πήγε κοντά του.

«Τι έπαθες, φίλε μου;» τόνε ρωτάει. «Έχασα το μαγικό δαχτυλίδι, που μου χάρισε το φιδάκι, και χάθηκαν τα

πάντα, κι η οικογένειά μου δεν έχει ούτε να φάει. Κι ο βασιλιάς είπε πως αύριο το πρωί θα με σκοτώσει».

1 γιάε: κοίτα

43

Page 44: Λαϊκά Παραμύθια της Κρήτης

document.doc

«Το δαχτυλίδι το έχει η μάγισσα, που ζει στο τάδε μέρος. Μη στεναχωριέσαι, θα στο φέρουμε εμείς».

Η γάτα κι ο σκύλος, δρόμο παίρνουν και δρόμο αφήνουν, πάνε στον πύργο της μάγισσας. Σκαρφαλώνει η γάτα μέσα, ψάχνει στα δωμάτια, βλέπει τη μάγισσα να κοιμάται με το δαχτυλίδι στο στόμα. Γυρίζει, πάει στο σκύλο, του λέει:

«Το και το, η μάγισσα κοιμάται κι έχει το δαχτυλίδι στο στόμα της. Πώς θα της το πάρουμε;»

Σκεφτότανε, σκεφτότανε, στο τέλος, η γάτα βρήκε μια λύση. Σκαρφάλωσε πάλι μέσα στον πύργο, κυνήγησε ένα ποντίκι και το έπιασε. Τότε το ποντικάκι μίλησε και της είπε:

«Μη με τρως, σε παρακαλώ!»«Καλά» του λέει αυτή, «αλλά θέλω να μου κάνεις μια χάρη. Τη βλέπεις αυτή

που κοιμάται εκεί; Θα πας και θα χώσεις την ουρά σου στη μύτη της και θα τη γαργαλήσεις. Εντάξει;»

«Εντάξει»Πάει το ποντίκι εκεί που κοιμότανε η μάγισσα, ανεβαίνει στα ρούχα της,

φτάνει στο κεφάλι της, βάζει την ουρά του στη μύτη της και την κουνάει. Η μάγισσα κάνει αμέσως ένα

«ΑΑΑΑΑΑΑΨΟΥΟΥΟΥΥΥ!!!» και της φεύγει το δαχτυλίδι από το στόμα! Το παίρνει γρήγορα-γρήγορα η

γάτα και βγαίνει όξω. Εκεί τήνε περίμενε ο σκύλος. «Το πήρα! το πήρα! μόνο πάμε να του το δώσομε!»Τρέχουνε, τρέχουνε, φτάνουνε μπροστά σε μια θάλασσα. Πώς θα περάσουνε;Της λέει ο σκύλος: «Ανέβα στην ράχη μου να σε περάσω απέναντι!»Ανεβαίνει η γάτα στη ράχη του σκύλου, κι αυτός πέφτει στο νερό. Όταν

φτάσανε στη μέση της διαδρομής, λέει ο σκύλος της γάτας: «Άμα δε μου δώσεις το δαχτυλίδι, να το πάω εγώ στο φίλο μας, θα σε πετάξω

στη θάλασσα!»Τι να κάνει η γάτα; Αδικία ήτανε, μα μπορούσε και να κάμει αλλιώς; Ξέρουμε

όλοι ότι στη γάτα δε αρέσει καθόλου το νερό! Πάει να του το δώσει στόμα με στόμα, της πέφτει το δαχτυλίδι μέσα στη θάλασσα και το τρώει ένα ψάρι.

«Πω, πω, τι πάθαμε!»Τι να κάνουνε; Βγαίνουνε στη στεριά, και προχωρούσανε στεναχωρημένα.

Περνάνε από την ψαραγορά, νιαούριζε η γάτα, που πεινούσε η κακομοίρα, κι οι ψαράδες της ρίχνουν ένα ψάρι. Πάει να το φάει η γάτα και βρίσκει μέσα το δαχτυλίδι! Φαίνεται, οι ψαράδες είχανε πιάσει στα δίχτυα τους το ψάρι που είχε φάει το δαχτυλίδι, κι έτσι το δαχτυλίδι βρέθηκε πάλι στα χέρια της γάτας. Τρέχουνε γρήγορα τα δυο ζώα, μπαίνει πάλι η γάτα στη φυλακή, και το δίνει στο παλικάρι. Αυτό ευχαρίστησε τη γάτα, χάρηκε που ξαναπήρε το δαχτυλίδι του, και πιάνει αμέσως και το γλείφει.

«Να γίνουν όλα όπως ήταν πρώτα και καλύτερα ακόμα!» ζητάει το παλικαράκι από το δαχτυλίδι.

Και πραγματικά, εμφανίστηκε πάλι ο μεγάλος πύργος, τα όμορφα πράματα της γυναίκας του. Πάει ο βασιλιάς να τόνε κρεμάσει, του λέει ο γαμπρός του:

«Σας παρακαλώ, μη με κρεμάτε, πηγαίνετε στο σπίτι μου να δείτε. Κι αν δεν είναι όλα όπως πρώτα, τότε να με κρεμάσετε».

Πάει ο βασιλιάς, βλέπει τα μεγαλεία που είχε πάλι η κόρη του, χάρηκε, ματαιώνει την εκτέλεση, και βγάζει το γαμπρό του από τη φυλακή. Γυρίζει πάλι αυτός στο σπίτι και στη γυναίκα του, κι από τότε έζησαν αυτοί καλά, και εμείς πιο καλά.

44

Page 45: Λαϊκά Παραμύθια της Κρήτης

document.doc

Το χρυσό κλουβί (Ρέθυμνο)

Ήτανε μια φορά κι έναν καιρό, ένας άντρας με τη γυναίκα του, κι είχανε και

μια κόρη. Η γυναίκα όμως, αρρώστησε και πέθανε. Έμεινε ο άνθρωπος χήρος και είχε παρέα το κοριτσάκι του. Με τον καιρό, η κόρη του μεγάλωσε κι έγινε μια όμορφη κοπέλα. Ο πατέρας πήγαινε κάθε μέρα στη δουλειά, κι αυτή έμενε στο σπίτι και συγύριζε. Καλά περνούσανε, μέχρι που μπήκε στο μυαλό του πατέρα της να τήνε πάρει γυναίκα. Πάει και της το λέει. Πως αφού είναι μόνος του, κι αυτή έτσι κι αλλιώς είναι μαζί του, ήθελε να τήνε παντρευτεί. Το ακούει η κοπελιά, στεναχωρήθηκε, έκλαιγε… Αυτός δεν άκουγε τίποτα. Της το έλεγε και της το ξανάλεγε μέχρι που να τήνε κάνει να πει το ναι. Μαράζωνε η κοπελιά, κι αυτός για να τήνε καλοπιάσει δεν της χάλαγε χατίρι. Ό,τι ήθελε της το έδινε.

Έτσι όπως καθότανε η κοπελιά μια μέρα στην πόρτα στενοχωρημένη, περνάει μια μάγισσα.

«Τι έχεις, κόρη μου, κι είσαι λυπημένη;»«Η μάνα μου, θεια, πέθανε, κι ο πατέρας μου, τώρα που περάσανε τα χρόνια,

θέλει να με πάρει γυναίκα του».«Δε γίνεται αυτό, και μη στενοχωριέσαι».«Και πώς να μη στενοχωριέμαι; Μπορώ να του πω όχι; Θα με σκοτώσει, ή θα

με πετάξει από το σπίτι».«Πες του να σου αγοράσει ένα χρυσό κλουβί που πουλάνε στην αγορά. Είναι

ακριβό, αλλά, αν θέλει να σε παντρευτεί, πρέπει να σου κάνει τη χάρη. Αυτό το κλουβί είναι μαγικό: όταν θα μπαίνεις μέσα θα χάνεσαι, και δεν θα σε βρίσκει».

Έρχεται το βράδυ ο πατέρας, και η κόρη τού λέει: «Αποφάσισα να γίνω γυναίκα σου, αλλά με έναν όρο. Να μου αγοράσεις το

χρυσό κλουβί».«Μα αυτό έχει τόσα-να λεφτά! Δεν είμαι πλούσιος!»«Θα γίνω γυναίκα σου μόνο άμα μου το πάρεις,!» επέμενε αυτή. Τι να κάνει ο πατέρας; Πάει στην αγορά, βλέπει το χρυσό κλουβί. Πανάκριβο

ήτανε, αλλά το αγόρασε. Το φορτώνει στο γαϊδουράκι του, γυρίζει στο σπίτι και λέει της κόρη του:

«Ορίστε το χρυσό κλουβί! Τώρα θέλω κι εγώ να κάνομε το γάμο!»Ετοιμάζονται λοιπόν να γίνει ο γάμος. Την ημέρα, όμως, που θα

παντρευότανε, μπαίνει η κοπελιά στο μαγικό κλουβί, κρύβεται, και τη χάνει ο πατέρας της. Ψάχνει αυτός από δω, ψάχνει από ’κει, τίποτα. Κοιτούσε το κλουβί: άδειο του φαινότανε. Η κοπελιά από μέσα δεν έβγαζε μιλιά για να μην τήνε καταλάβει.

Απελπίστηκε ο πατέρας της να τήνε γυρεύει, στο τέλος τα παράτησε. ‘‘Ήτανε γραφτό φαίνεται να χαθεί…’’ σκέφτηκε και αποφάσισε να πουλήσει το κλουβί, να πάρει και τα λεφτά του πίσω.

Βγαίνει στην αγορά να το πουλήσει. Το βλέπει το βασιλόπουλο, του άρεσε.«Πόσα το πουλάς;» ρωτάει τον πατέρα.«Τόσα» του λέει αυτός.Το αγοράζει το βασιλόπουλο αλλά δεν εκάτεχε πως ήτανε κι η κοπελιά μέσα.

Το πάει στο παλάτι του και το κρεμά στο ιδιαίτερό του δωμάτιο για να το βλέπει, που ήτανε τόσο-να όμορφο.

Το μεσημέρι οι υπηρέτες τού φέρανε φαγητό. Το ακουμπήσανε στο τραπέζι και φύγανε. Πάει αυτός να πλύνει τα χέρια του για να φάει. Ώσπου να πλύνει τα χέρια του, όμως, κατεβαίνει η κοπελιά από το κλουβί, και τρώει γρήγορα-γρήγορα το μισό

45

Page 46: Λαϊκά Παραμύθια της Κρήτης

document.doc

φαγητό, γιατί πεινούσενε τόσες ώρες κλεισμένη μέσα στο χρυσό κλουβί. Πριν να γυρίσει ο βασιλιάς, ξανακρύφτηκε, να μην τήνε δει. Έρχεται ο βασιλιάς, κάθεται να φάει, βλέπει το φαγητό του πιο λίγο. Έφαγε, αλλά δεν εχόρτασε όπως άλλες φορές. Φωνάζει τους υπηρέτες και τους μαλώνει:

«Σήμερα δεν εχόρτασα καθόλου με το φαΐ που μου φέρατε!»«Μεγαλειότατε, η ίδια μερίδα ήτανε, όπως πάντα!»Παραξενεύτηκε το βασιλόπουλο. ‘‘Λες να άνοιξε η όρεξη μου;’’ σκέφτηκε. «Το βράδυ να μου φέρετε πιο πολύ!» είπε του υπηρέτη.Του πάνε πάλι το βράδυ το φαγητό, πάει αυτός να πλύνει τα χέρια του,

κατεβαίνει γρήγορα-γρήγορα η κοπελιά από το χρυσό κλουβί, και τρώει πάλι το μισό φαγητό. Μπαίνει το βασιλόπουλο να φάει. Έτρωγε, έτρωγε, κι όσο έτρωγε, τόσο του φαινότανε πως δεν εχόρταινε. Τέλειωσε το φαγητό, κι αυτός πεινούσε. Την άλλη μέρα πάλι τα ίδια.

Την τρίτη μέρα, το βασιλόπουλο παραξενεύτηκε τόσο-να πολύ, που αποφάσισε να παραφυλάξει, να δει τι γίνεται στο δωμάτιό του. Παραγγέλνει φαγητό, κι όταν του το φέρανε, έκανε πως φεύγει από το δωμάτιο. Κρύβεται πίσω από την πόρτα. Τότε βλέπει το πορτάκι του χρυσού κλουβιού να ανοίγει, και μια όμορφη κοπέλα να κατεβαίνει και να τρώει το μισό φαΐ του. Μπαίνει γρήγορα στο δωμάτιο και της παρουσιάζεται με τρόπο που να μην την τρομάξει.

«Αυτή τη φορά δεν θα κρυφτείς πάλι!» της είπε. Και της ζήτησε να του πει πώς βρέθηκε μέσα στο κλουβί.

Η κοπέλα έκατσε και του είπε χαρτί και καλαμάρι ό,τι έγινε. Πως ο πατέρας της ήθελε να τήνε πάρει γυναίκα του, κι αυτή πήρε το κλουβί για να μπαίνει μέσα και να εξαφανίζεται. Τόνε παρακάλεσε να την αφήσει να μένει μαζί του, κι αυτός σκέφτηκε να τήνε πάρει γυναίκα του. Της χάρισε μάλιστα και το δαχτυλίδι του. Της υποσχέθηκε ότι δεν θα πει σε κανέναν τίποτα. Μόνο στους υπηρέτες του είπε να του φέρνουνε φαΐ σε δυο σερβίτσια. Δυο πιάτα, δυο κουτάλια ή δυο πιρούνια, και δυο μαχαίρια. Οι υπηρέτες τού τα έφερναν, αλλά η μάνα του παραξενεύτηκε. Τι τα ήθελε ο γιος της τα δυο πιρούνια και τα δυο μαχαίρια;

Ύστερα από λίγον καιρό, γίνεται πόλεμος, και το βασιλόπουλο έπρεπε να φύγει. Είπε, όμως, στη μάνα του:

«Όλα τα δωμάτια μπορείτε να τα ανοίξετε, το δικό μου όχι. Αλλά το φαΐ να συνεχίσετε να το πηγαίνετε όπως το πηγαίνατε πάντα».

«Καλά» του λέει η μάνα του.Φεύγει το βασιλόπουλο στον πόλεμο. Όλα τα δωμάτια ήταν ανοιχτά και τα

καθάριζαν οι υπηρέτες. Του βασιλόπουλου όμως έμενε κλειστό. Πονηρεύτηκε η μάνα του. Σου λέει: ‘‘να μην το ανοίγουμε, αλλά να πηγαίνουμε το φαΐ, κάτι τρέχει’’. Μια μέρα πάει και ανοίγει το δωμάτιο, να δει τι είναι μέσα. Η κοπέλα, έτρεξε γρήγορα-γρήγορα να κρυφτεί στο κλουβί. Έμεινε, όμως, ένα κομματάκι από το φουστάνι της όξω από το πορτάκι. Η γυναίκα το είδε. Την άλλη μέρα κρύβεται και βλέπει την κοπέλα να κατεβαίνει για να φάει το φαγητό της. Την πιάνει και, ετσά1 θυμωμένη που ήτανε, βράζει νερό, τήνε λούζει και τήνε καίει. Τήνε τυλίγει σε μια κουβέρτα και πάει και τήνε πετάει στο δρόμο για να πεθάνει.

Από το μέρος όπου τήνε πέταξε, πέρασε ένας φτωχός μυλωνάς και βλέπει την κουβέρτα. Ωραία του φάνηκε. Ασφαλώς θα ήτανε ωραία, αφού ήτανε του βασιλιά.

«Θα την πάρω στη γριά μου» εσκέφτηκε και πήγε να τήνε σηκώσει στον ώμο του.

«Ωωωωχ!» κάνει μέσα από την κουβέρτα η κοπέλα, που πονούσε απ’ τις πληγές.

1 ετσά: έτσι

46

Page 47: Λαϊκά Παραμύθια της Κρήτης

document.doc

Τρόμαξε ο μυλωνάς. «Ποιος είναι;»«Πάρε με, παππού» του λέει η κοπέλα, «είμαι άρρωστη. Με πέταξε η

βασίλισσα να πεθάνω».Ο γέρος τήνε πήρε ευχαρίστως. Βλέπεις, αυτός κι η γριά του δεν είχανε παιδί,

και χάρηκε που τους έστειλε ο Θεός μια κόρη. Την έβαλε στον ώμο του και τήνε πήγε στο σπίτι του.

«Γριά, σου έφερα μια κοπέλα. Είναι άρρωστη βέβαια, αλλά θα τήνε γιατρέψομε και θα την έχομε σαν παιδί μας!»

Χάρηκε η γριά, πήρε την κοπέλα και τήνε φρόντιζε για να γίνει γρήγορα καλά. Περνάει ο καιρός, τελειώνει ο πόλεμος, γυρίζει και το βασιλόπουλο στο

παλάτι. Πάει στο δωμάτιό του να βρει την κοπέλα, πουθενά η κοπέλα! Περνάνε δυο τρεις μέρες, η κοπέλα δε φαινότανε. Αρρώστησε το βασιλόπουλο να πεθάνει από τον καημό του. Δεν είχε όρεξη να κάνει τίποτα, ούτε και να φάει. Αδυνάτισε, έγινε άλλος άνθρωπος από τη στενοχωρία του. Η μάνα του έβγαλε διαταγή να φέρουν όλοι οι υπήκοοι φαΐ, μήπως και βρεθεί κανένα φαγητό να αρέσει του γιου της και να το φάει.

Το ακούει και η κοπέλα. Φτιάχνει κι αυτή ένα φαΐ, και βάζει μέσα το δαχτυλίδι που της είχε χαρίσει το βασιλόπουλο. Το δίνει του γέρο μυλωνά να το πάει στο παλάτι. Και του είπενε να μη φύγει, αν δε δει το βασιλόπουλο να τρώει το φαγητό της.

Το πάει αυτός, αλλά οι υπηρέτες του βασιλιά δεν τον αφήνανε να περάσει.«Του πουλιού το γάλα του φέρνουνε και δεν τρώει» του είπανε, «και το δικό

σου το φαΐ θα καταδεχτεί; Φύγε από ’δω!» Δεν έφευγε ο παππούς, κι οι υπηρέτες αρχίσανε να φωνάζουνε. Ακούει το

βασιλόπουλο τις φωνές, σου λέει, ‘‘τι γίνεται;’’ «Ένας κουρελιάρης σού έφερε φαΐ» του λένε.«Αφού ήρθε μέχρι το παλάτι, αφήστε τονε» λέει το βασιλόπουλο.Μπαίνει ο μυλωνάς, του δίνει το φαγητό. Τρώει το βασιλόπουλο μια

κουταλιά, δυο κουταλιές, έρχεται το δαχτυλίδι στο στόμα του. Το κοιτάει, και γνωρίζει πως είναι το δαχτυλίδι που είχενε χαρίσει στην κοπέλα.

«Φύγετε» λέει στους υπηρέτες του, «θέλω να μιλήσω με τον παππούλη».Φεύγουν οι υπηρέτες και μένει μόνος με τον μυλωνά. «Παππού, πού το

βρήκες αυτό το δαχτυλίδι;» τόνε ρωτάει. «Η κόρη μου το έβαλε μέσ’ στο φαγητό». Και του λέει όλη την ιστορία: πώς βρήκε την κοπέλα, πώς την πήρε στο σπίτι

του και την έκανε καλά.«Να μου φέρεις την κοπελιά εδώ» του είπε το βασιλόπουλο. «Και πώς θα τήνε φέρω που δεν έχω ούτε ένα φόρεμα να βάλει;»Άνοιξε το βασιλόπουλο την ντουλάπα, έβγαλε μεταξωτά, έβγαλε χρυσαφένια

φορέματα και του τα έδωσε να της τα πάει. Τα παίρνει ο μυλωνάς και πάει στο σπίτι του.

«Ο βασιλιάς θέλει να σε πάω στο παλάτι» είπε της κόρη του. Τήνε ντύνει, τήνε στολίζει, τήνε πάει στο παλάτι, και το βασιλόπουλο έγινε καλά μόλις την είδενε. Εκάνανε και το γάμο τους, κι έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.

47

Page 48: Λαϊκά Παραμύθια της Κρήτης

document.doc

Το μαγεμένο αρνάκι (Ρέθυμνο)

Μια φορά ήτανε μια οικογένεια: ο πατέρας, η μάνα και τα δυο τους παιδιά. Ήτανε φτωχοί άνθρωποι, αλλά το χειρότερο κακό ήταν η αυστηρότητα του πατέρα. Όταν αγρίευε όλοι τον έτρεμαν. Μια φορά λοιπόν, ο πατέρας αγόρασε κρέας. Είχανε πολύ καιρό να φάνε κρέας και όλοι το περιμένανε με λαχτάρα. Εκεί που το έπλυνε η μάνα, έρχεται μια γάτα, της το άρπαξε κι έφυγε. Η γυναίκα στεναχωρήθηκε. Τι θα έλεγε του άντρα της που θα ερχότανε όπου να ’ναι από τη δουλειά; Επειδή φοβότανε πάρα πολύ, πιάνει και κόβει το βυζί της και το μαγειρεύει.

Όταν ήρθε από τη δουλειά ο άντρας της, κάθονται όλοι στο τραπέζι και τρώγανε. Του άντρα της του άρεσε πολύ το κρέας.

«Πάντα έφερνα στο σπίτι κρέας, αλλά νόστιμο σαν αυτό δεν έχω ξαναφάει. Γιάντα, γυναίκα, είναι τόσο-να νόστιμο; είντα του έκανες;»

«Φάε και μη ρωτάς» του απάντησε η γυναίκα του, που δεν ήθελε να πει το μυστικό.

Πέσανε όλοι με τα μούτρα στο φαΐ και δεν εξαναμίλησαν. Όταν πια νύχτωσε και τα παιδιά πήγανε να κοιμηθούνε, ο άντρας τήνε ξαναρώτησε.

«Μα είντα είχε αυτό το κρέας, μπρε γυναίκα, κι ήτανε τόσο-να νόστιμο;»«Θα στο πω, άντρα μου, αλλά μη με μαλώσεις. Το κρέας που αγόρασες, μου

το έκλεψε μια γάτα την ώρα που το έπλυνα. Επειδή θα με μάλωνες, έκοψα το βυζί μου και το μαγείρεψα».

«Τι λες, μπρε γυναίκα! Τόσο νόστιμο είναι το ανθρώπινο κρέας; Αφού είναι τόσο νόστιμο, γιατί δε σφάζουμε ένα παιδί να το φάμε;»

Η κόρη του όμως, δεν κοιμότανε, και άκουσε τον πατέρας της. Πάει και λέει στο αδερφάκι της:

«Ξύπνα και σήκω να φύγουμε, γιατί ο πατέρας θα σφάξει έναν απ’ τους δυο, να μας φάει!»

Σηκώνονται γρήγορα-γρήγορα τα παιδιά και φεύγουνε από το σπίτι. Μαζί τους παίρνουνε ένα ποτήρι, μια χτένα, κι ένα σαπούνι. Ο πατέρας τους, που δεν μπορούσε να κοιμηθεί αλλά καθόταν στο μπαλκόνι, τα είδε που φεύγανε! Λέει: ‘‘Τα δικά μου παιδιά είναι αυτά που φεύγουνε από το σπίτι;’’ Πάει, κοιτάζει στην κάμαρά τους, δεν ήταν εκεί.

Βάζει τις φωνές: «Γυναίκα, τα παιδιά ακούσανε αυτά που λέγαμε και φύγανε!» Βγαίνει όξω και τρέχει να τα φτάσει. Τους φώναζε: «Γυρίστε πίσω, παιδιά, μη φεύγετε!» Η κοπέλα λέει του αδερφού της:«Μην τον ακούς, θέλει να μας φάει!»Και για τόνε χασομερήσει, πετάει οπίσω τους τη χτένα που είχανε πάρει μαζί

τους. Γεμίζει ο τόπος αγκάθια! Τεράστια αγκάθια! Πέφτει ο πατέρας τους μέσα. Μέχρι να τα περάσει, τα παιδιά είχανε κάνει κάμποσο δρόμο και δεν τα έφτανε.

Φώναζε ακόμα ο πατέρας τους: «Γυρίστε πίσω, γυρίστε πίσω!» Τα δυο αδερφάκια τρέχανε όσο μπορούσανε, αλλά ο πατέρας τους ήτανε πιο

δυνατός και πιο γρήγορος. Κόντευε πάλι να τα φτάσει, και τότε βγάζει η κόρη και πετά οπίσω τους το σαπούνι. Γίνεται μια μεγάλη λίμνη. Μέχρι να κολυμπήσει ο πατέρας να περάσει τη λίμνη, ξεμάκρυναν πάλι τα παιδιά.

Βγαίνει ο πατέρας τους από τη λίμνη, φώναζε πάλι: «γυρίστε πίσω, γυρίστε πίσω!» Τίποτα τα παιδιά. Τα παίρνει πάλι στο κυνήγι.

48

Page 49: Λαϊκά Παραμύθια της Κρήτης

document.doc

Μετά από λίγη ώρα πάλι κόντεψε να τα φτάσει. Φοβήθηκε η κοπέλα και πετάει το ποτήρι. Γίνεται πίσω τους μια μεγάλη θάλασσα. Πέφτει μέσα ο πατέρας τους, μα η θάλασσα ήτανε μεγάλη, και δε μπόρεσε έτσι κουρασμένος που ήτανε να τήνε περάσει. Έμεινε λοιπόν οπίσω. Τότε τα καταράστηκε:

«Από όπου θα πιείτε νερό να γίνετε σαν το ζώο που είχε πιει πριν από σας!» Και έφυγε και γύρισε πίσω στο σπίτι του.

Τα παιδιά συνέχισαν το δρόμο τους κουρασμένα. Μετά από λίγο το αγόρι δίψασε.

«Αδερφή, διψώ».«Κάνε υπομονή, θα φτάσουμε σε κανένα χωριό, κι εκεί θα πιούμενε. Είδες

είντα είπε ο πατέρας;»Παρακάτω βλέπουνε ένα αυλάκι νερό κι έτρεχε. «Αδερφή, διψώ. Να πιω νερό;»«Κάνε υπομονή, αδερφούλη μου. Άνε1 πιεις από τούτο το αυλάκι ποιος ξέρει

είντα ζώο θα γενείς;»Περπατάνε, περπατάνε, μα χωριό δε φαινότανε. Απελπίστηκε το αγοράκι. «Δεν αντέχω, αδερφή μου, θα πιω νερό κι ό,τι θέλει ας γίνω!»Εκεί, πέρα-πέρα έτρεχε άλλο ένα ρυάκι. Έπεσε το αγοράκι κι ήπιε νερό.

Αμέσως η κατάρα τού πατέρα του το έπιασε, και μεταμορφώθηκε σε αρνάκι. Μιλούσε, όμως, ακόμα ανθρώπινα. Να κλαίει η αδερφή του, να οδύρεται:

«Αδερφέ μου και τι έπαθες…»«Δεν πειράζει αδερφούλα μου» την παρηγορούσε αυτό, «μαζί θα είμαστε

πάλι.»Αφού παρηγορήθηκε η κοπελιά, τα δυο αδέρφια συνέχισαν το δρόμο τους.

Μπροστά η κόρη, κι αξοπίσω την ακολουθούσε το αρνάκι. Μετά από αρκετό δρόμο, μπήκανε σ’ ένα χωριό.

«Να εδώ μια βρύση!» είπε η κοπέλα κι ήπιε κι αυτή νερό, που διψούσε πολύ. Αυτή δε μεταμορφώθηκε, αλλά έμεινε άνθρωπος, γιατί από εκείνη τη βρύση μόνο άνθρωποι έπιναν νερό. «Αχ, αδερφούλη μου, δεν περίμενες να πιεις κι εσύ από ’δώ;»

«Διψούσα, αδερφούλα μου, δε μπορούσαν να κάνω διαφορετικά» της είπε το αρνάκι. «Τώρα θα πάω εγώ στο χωριό, να φέρω ψωμί να φάμε. Εσύ να ανεβείς στο δέντρο για να μην περάσει κανείς και σε πειράξει. Και να μην κατεβείς, ό,τι και να σου λένε.»

Της έδειξε το ψηλό δέντρο δίπλα στη βρύση. Ανεβαίνει η κοπελιά στο δέντρο και φεύγει το αρνί.

Ύστερα από λίγο ήρθανε οι υπηρέτες του βασιλιά για να ποτίσουνε τα άλογά του. Κάτω από τη βρύση, το νερό έπεφτε σε μια γούρνα. Σκύβουνε τα άλογα να πιούνε νερό από τη γούρνα, βλέπουνε τη σκιά της κοπελιάς μέσα στο νερό και τρομάξανε. Πισωπατήσανε και δε θέλανε να πλησιάσουνε καθόλου το νερό. Οι υπηρέτες κοιτάζανε τα άλογα και παραξενευότανε ‘‘Γιατί δεν πίνουνε τα άλογα;’’ Δε μπορούσανε να καταλάβουνε.

Πάνε στο παλάτι, το λένε του βασιλιά. Αυτός αφού σκέφτηκε λίγο τους ρώτησε:

«Μήπως ήτανε τίποτα πάνω στο δέντρο;»«Δεν είδαμε, πολυχρονεμένε μου» του λένε.«Την άλλη φορά να δείτε». Την άλλη μέρα, ξαναπερνάνε από εκεί οι υπηρέτες με τα άλογα. Σκύβουνε

πάλι τα άλογα να πιούνε νερό, πάλι βλέπουνε τη σκιά και τρομάζουνε. Γυρίζουνε τα κεφάλια τους οι υπηρέτες, και βλέπουνε την κοπέλα να κάθεται πάνω στο δέντρο.

1 άνε: αν

49

Page 50: Λαϊκά Παραμύθια της Κρήτης

document.doc

«Κατέβα κάτω» της λένε. «Τι κάνεις εκεί απάνω;»«Δεν κατεβαίνω» τους λέει αυτή. «Λείπει ο αδερφός μου». «Βρε, κατέβα από κει!»Τίποτα αυτή! Δεν εκατέβαινε.Πάνε οι υπηρέτες και το λένε στο βασιλιά.«Απάνω στο δέντρο είναι μια όμορφη κοπέλα. Αυτή τρόμαξε τα άλογα. Της

είπαμε να κατεβεί, αλλά δεν εκατέβαινε γιατί έλειπε, λέει, ο αδερφός της. Ό,τι και να της λέγαμε, αυτή δεν άκουγε!»

‘‘Έτσι μού είσαι;’’ σκέφτηκε ο βασιλιάς. Διατάζει τους εργάτες του κι έρχονται με τα πριόνια να κόψουνε το δέντρο για να την κατεβάσουνε. Πριονίζανε αυτοί, πριονίζανε, έφτασε το βράδυ, αλλά το δέντρο ήτανε τόσο χοντρό που σκοτείνιασε, κι ακόμα δεν το είχανε κόψει.

«Δεν πειράζει» λένε οι εργάτες. «Λίγο έμεινε. Ας φύγουμε απόψε, κι αύριο που θα έρθουμε, θα του δώσουμε μια τσεκουριά και θα πέσει!» Και φεύγουνε.

Το αρνί, που έλειπε όλη μέρα, γύρισε το βράδυ κρατώντας φαγητό για την αδερφή του. Βλέπει το δέντρο μισοκομμένο.

«Τι έγινε, αδερφούλα μου;» τη ρώτησε.«Ήρθανε οι υπηρέτες του βασιλιά, και θέλανε να με κατεβάσουνε. Εγώ δεν

εκατέβαινα και φέρανε εργάτες να κόψουνε το δέντρο!»Το αρνάκι γλείφει με τη γλωσσίτσα του τον κορμό και το δέντρο έδεσε πάλι,

κι έγινε άλλο τόσο χοντρό απ’ όσο ήτανε. Ανεβαίνει στο δέντρο και κάθονται με την αδερφή του και τρώνε το φαγητό που είχε φέρει.

Πάνε την άλλη μέρα οι υπηρέτες, βλέπουνε διπλάσιο το δέντρο! Πάνε και το λένε στο βασιλιά:

«Βασιλιά μου, το δέντρο που ήτανε μισοκομμένο οψές, σήμερα έχει ξαναδέσει, κι έγινε και διπλάσιο απ’ ό,τι ήτανε! Μυστήριο πράμα!»

Απόρησε κι ο βασιλιάς. Και αποφάσισε να πάει να δει μόνος του το δέντρο. Να δει και την κοπέλα, που ό,τι και αν της λέγανε δεν τήνε καταφέρνανε να κατεβεί από το δέντρο. Πάει, λοιπόν, βλέπει τον κορμό του δέντρου που είχε γίνει τεράστιος, και στα κλαδιά την κοπελιά, να κάθεται και να τόνε κοιτάζει. Της φωνάζει κι αυτός:

«Κατέβα, κοπελιά μου, μα κανείς δεν θα σε πειράξει! Εγώ είμαι ο βασιλιάς, και σου δίνω το λόγο μου!»

«Δεν κατεβαίνω!»Της έταζε πράματα, θάματα, αυτή το χαβά της. Ο βασιλιάς όσο την έβλεπε,

τόσο του άρεσε, και ήθελε να τήνε πάρει γυναίκα του, αλλά πώς να γίνει αυτό, αφού η κοπελιά, ό,τι και να της έλεγε, δεν εκατέβαινε;

Μια γριά που περνούσε από κει κι άκουσε τι γινότανε, πιάνει το βασιλιά και του λέει:

«Εγώ μπορώ να τήνε κατεβάσω».«Κατέβασέ τηνε κι ό,τι θες!»«Φέρε μου ένα καζάνι και δυο τρία άπλυτα ρούχα, και φύγετε να μη σας

θωρεί. Όσο σας θωρεί, τόσο δεν θα κατεβαίνει.»Της φέρνουνε το καζάνι, το παίρνει η γριά στον ώμο, παίρνει και τα άπλυτα

ρούχα και πάει από κάτω από το δέντρο. Ανάβει τη φωτιά, βάζει το καζάνι ανάποδα κι έκανε πως ετοιμάζεται να ρίξει μέσα νερό από τη βρύση για να πλύνει τα ρούχα της. Η κοπέλα από πάνω να της φωνάζει:

«Όχι έτσι, γιαγιά, όχι έτσι!»«Πώς, παιδί μου;»«Ανάποδα έβαλες το καζάνι!»«Μα πώς, παιδί μου;»

50

Page 51: Λαϊκά Παραμύθια της Κρήτης

document.doc

«Θα χυθεί το νερό απ’ όξω, και θα σου σβήσει τη φωτιά!»Χύνει η γριά το νερό, σβήνει η φωτιά. Καθότανε η γριά κι έκανε πως έκλαιγε.

Τήνε λυπήθηκε η κοπελιά, κι από τα πολλά της λέει:«Κάτσε, γιαγιά, κι έρχομαι!»Κατεβαίνει να τήνε βοηθήσει, κι οι υπηρέτες που είχανε κρυφτεί, την

αρπάζουνε και τήνε πάνε μπροστά στο βασιλιά. Χάρηκε αυτός και αποφάσισε να τήνε παντρευτεί.

«Για να με παντρευτείς θα πρέπει να δεχτείς και τον αδερφό μου» του λέει η κοπελιά.

«Θα τόνε δεχτώ κι αυτόν».«Μα ο αδερφός μου είναι ένα αρνάκι».Και διηγείται στο βασιλιά την ιστορία της, πώς έφυγαν από το σπίτι και πώς

έγινε ο αδερφός της αρνάκι. «Έτσι, βασιλιά μου, δεν μπορώ να τον αποχωριστώ. Κι όπου κοιμηθώ εγώ, θα

κοιμάται και το αρνάκι μαζί μου. Μόνο να το ξέρεις».«Εντάξει» συμφώνησε ο βασιλιάς.Γίνονται οι γάμοι της κοπελιάς με το βασιλιά, και ζούσανε καλά στο παλάτι.

Το αρνάκι πραγματικά κοιμότανε στο ίδιο κρεβάτι με την αδερφή του και με το βασιλιά, κάτω-κάτω, στα πόδια τους.

Ο βασιλιάς όμως, είχε μερικές κακές υπηρέτριες. Μια από αυτές ζήλευε πολύ την τύχη της φτωχιάς κοπελιάς που έγινε βασίλισσα.

«Αφού ήτανε να μην πάρει βασίλισσα, γιατί να μην πάρει μια από εμάς;» έλεγε στις άλλες.

Και σκέφτηκε να τήνε σκοτώσει. Η βασίλισσα ήτανε και έγκυος, γι’ αυτό ό,τι ήτανε να κάνει έπρεπε να το κάνει γρήγορα, πριν να γεννήσει. Σκέφτηκε λοιπόν μια μέρα να παρασύρει τη βασίλισσα στη λίμνη που είχανε στον κήπο κι εκεί να τήνε ρίξει μέσα να πνιγεί και να τήνε φάνε τα ψάρια. Της λέει λοιπόν:

«Δε βαρέθηκες όλη μέρα μέσα στο παλάτι; Πάμε μια βόλτα στο περβόλι που έχουμε μια μικρή λίμνη».

«Πάμε» λέει κι η βασίλισσα που δεν πονηρεύτηκε. Η υπηρέτρια άρχισε να της δείχνει το περβόλι. Σε λίγο φτάσανε και στη λίμνη.«Έλα να δεις που έχει μεγάλα ψάρια!» λέει της βασίλισσας. Σκύβει η βασίλισσα να δει, τη σπρώχνει η υπηρέτρια και τη ρίχνει μέσα στα

νερά. Από κάτω περίμενε ένα μεγάλο ψάρι, την άρπαξε και τήνε κατάπιε. Μετά η υπηρέτρια έβαλε τα ρούχα της βασίλισσας, βάφτηκε πολύ για να μη

φαίνεται πως δεν είναι αυτή και πήρε τη θέση της. Το βράδυ που πήγε και κοιμήθηκε στο κρεβάτι της, ακούει το αρνάκι να μιλάει και να λέει:

«Αυτά είναι του βασιλιά τα πόδια, αυτά είναι της υπηρέτριας, πού είναι της αδερφής μου;»

Το άκουσε η υπηρέτρια και φοβήθηκε πως θα τήνε προδώσει. Σκέφτηκε λοιπόν να το σφάξει. Αλλά πώς να πει του βασιλιά να το σφάξει, αφού ήτανε αδερφός της βασίλισσας; Κάνει την άρρωστη λίγες μέρες, πιάνει κι ένα γιατρό και τόνε πληρώνει, για να πει πως δεν πρόκειται η βασίλισσα να γίνει καλά παρά μόνο αν φάει το κρέας του αρνιού.

Παίρνει λοιπόν ο γιατρός τα λεφτά, και λέει του βασιλιά ότι η γυναίκα του είναι τόσο άρρωστη, που μόνο άμα φάει το αρνί θα συνεφέρει. Αυτός παραγγέλνει στο χασάπη να πιάσουνε το αρνάκι και να το σφάξουνε. Το αρνάκι μόλις το άκουσε, ζήτησε άδεια από το βασιλιά:

«Σας παρακαλώ, μη με σφάξετε σήμερα. Αφήστε με μια μέρα κι αύριο, άμα θέτε, να με σφάξετε».

51

Page 52: Λαϊκά Παραμύθια της Κρήτης

document.doc

Ο βασιλιάς του έκανε το χατίρι. Το αρνάκι έτρεξε γρήγορα-γρήγορα άκρη της λίμνης. Βλέπεις, ήξερε ότι η αδερφή του ήτανε μέσα στη λίμνη, κι ότι την είχε καταπιεί το μεγάλο ψάρι. Τώρα, πώς το ήξερε; Παραμύθι είναι, όλα γίνουνται. Πάει λοιπόν και βάζει τις φωνές:

«Σε παρακαλώ, αδερφούλα μου, βγες από κει μέσα, γιατί θα με σφάξει ο βασιλιάς!1»

«Τι να σου κάνω αδερφέ μου; Δε μπορώ να βγω! είμαι στου ψαριού την κοιλιά!»

Στο μεταξύ είχε γεννήσει κιόλας μέσα στην κοιλιά του ψαριού. Το λυπότανε το αδερφάκι της αλλά δε μπορούσε να βγει.

Έρχεται η επόμενη μέρα, πάει ο χασάπης να το σφάξει, αρχίζει πάλι τα παρακάλια το αρνί.

«Μη με σφάξετε ακόμα, δώστε μου μια μέρα διορία!»Του δίνουνε πάλι μια μέρα διορία, πάει πάλι το αρνάκι στην άκρη της λίμνης

και έκλαιγε. «Βγες, αδερφούλα μου, από ’κει μέσα, σε παρακαλώ, δε με λυπάσαι που θα με

σκοτώσουνε;»«Σ’ αγαπάω αλλά δε μπορώ να βγω. Πώς θα βγω;»Λυπημένο το αρνί γύρισε πάλι στο παλάτι. Την άλλη μέρα έρχεται πάλι ο

χασάπης, πάλι έβαλε τα κλάματα το αρνί και ζήτησε διορία μια μέρα πριν να το σφάξουνε. Ο βασιλιάς του έδωσε ακόμα μια μέρα. Αλλά όταν το καλοσκέφτηκε πονηρεύτηκε με τις διορίες. Σηκώθηκε και το παρακολούθησε. Πάει το αρνί στη λίμνη, από πίσω αυτός. Κρύβεται κάπου και ακούει:

«Βγες, αδερφούλα μου, από τη λίμνη, βγες γιατί θα με σφάξουνε!»Κι ακούει τότε τη φωνή της γυναίκας του μέσα από τη λίμνη να λέει:«Δε μπορώ, αδερφέ μου, να βγω! Μ’ έχει στο στομάχι του το μεγάλο ψάρι!»Τότε ο βασιλιάς καταλαβαίνει ότι η γυναίκα του είναι μέσα στην κοιλιά του

ψαριού. Διατάζει να αδειάσουνε τη λίμνη και να βγάλουνε έξω το ψάρι. Σκίζουν την κοιλιά του ψαριού, και πετάγεται από μέσα η γυναίκα του με το μωρό στην αγκαλιά. Αγκαλιάζονται, την παίρνει και την πάει στο παλάτι. Ξαναπαντρεύουνται, γλιτώνει και το αρνί, και πιάνουν την υπηρέτρια και τη ρωτάνε.

«Τι θέλεις; Σαράντα μουλάρια ή σαράντα μαχαιριές;»Αυτή νόμιζε πως θα έπαιρνε τα σαράντα μουλάρια και θα έφευγε και θα

γλίτωνε την τιμωρία.«Το πρώτο» απαντάει.Τήνε πιάνουνε, λοιπόν, τήνε δένουνε στα μουλάρια, τρέχουν αυτά στα βράχια,

και την έκαναν κομμάτια. Κι έζησε καλά η βασίλισσα με το αρνάκι αδελφάκι της και με το βασιλιά, κι εμείς καλύτερα.

1 Τα λόγια αυτά και η απάντηση της κοπέλας, ήταν παλιότερα σε στίχους, τους οποίους η αφηγήτρια δεν τους θυμόταν. Πρβ. και Γιώργη Βενετούλια, Λαϊκά παραμύθια των Κυκλάδων, Εν Πλω, 2003, σελ. 104.

52

Page 53: Λαϊκά Παραμύθια της Κρήτης

document.doc

Η άπιστη (ευτράπελη διήγηση)

(Πέραμα, Γεροποτάμου, Ρέθυμνο)

Μια φορά σ’ ένα χωριό ήτανε ένα καφενεδάκι κι είχε ορισμένη πελατεία. Μες στην πελατεία ήτανε κι ένας άνθρωπος που είχε παράπονο γιατί η γειτονιά κουτσομπόλευε συνέχεια τη γυναίκα του πως δεν ήτανε και όσο τίμια θα έπρεπε. Αυτός υποστήριζε τη γυναίκα του και συχνά έλεγε:

«Η γυναίκα μου, εμένα, είναι καλή, μα η γειτονιά είναι κακή!»Μια μέρα του λέει ένας άλλος πελάτης που ήτανε και γείτονάς του, και τα

σπίτια τους ήτανε το ένα αντίκρυ στο άλλο. «Δεν ντρέπεσαι να λες πως η γυναίκα σου είναι καλή και η γειτονιά κακή; Η

γυναίκα σου έχει μια ντουζίνα αγαπητικούς!»«Απόδειξέ το μου!» λέει πεισματωμένος κι ο σύζυγος. «Πήγαινε να πεις στη γυναίκα σου ότι έχεις μεγάλη ανάγκη να πας στην Χώρα

και να φύγεις αμέσως. Να έρθεις μετά στο σπίτι μου να παρακολουθήσεις. Και θα δεις μόνος σου!»

Πάει και το λέει στη γυναίκα του. «Γυναίκα, θα πάω στο Ρέθυμνο και θα λείπω πέντε μέρες. Ετοίμασέ μου τα

πράγματα να φύγω».Η γυναίκα του χάρηκε, του ετοίμασε γρήγορα-γρήγορα τα πράματα σε ένα

βαλιτσάκι, και τον έστειλε στην ευχή του Θεού. Ο σύζυγος φεύγει και πάει απέναντι στου γειτόνου. Ο γείτονας τον έβαλε να καθίσει σ’ ένα παράθυρο που κοίταζε στην πλευρά του σπιτιού του, και μάλιστα στο μπαλκόνι του. Στήνει αυτί ο σύζυγος, σε λίγο ακούει τη γυναίκα του να φωνάζει στην υπηρέτρια της:

«Πήγαινε στου λαμπαντζή1 να του πεις πως είμαι μοναχή και να έρθει!»Πάει η υπηρέτρια και του το λέει, μα αυτός δε μπορούσε να πάει. Γυρίζει η

υπηρέτρια και λέει στην κυρά της: «Μου είπενε, πως δεν του βολεί2 να έρθει σήμερα, μα μου έδωσε αυτή τη

λαμπάδα να σου τη φέρω για χαιρετισμό».Το ακούει ο άντρας της από απέναντι.«Άμε να πεις του υφασματέμπορα να έρθει» λέει πάλι η γυναίκα του. Πάει η υπηρέτρια, γυρίζει πάλι κρατώντας ένα φόρεμα. Δίνει το φόρεμα της

κυράς της και της λέει:«Δεν του βολεί, λέει, να έρθει αλλά μου έδωσε αυτό το φόρεμα και είπε να σε

χαιρετώ».«Ε, τότε, άμε να πεις στον χρυσοχόο να έρθει».Πάει πάλι η υπηρέτρια και ξαναγυρίζει κρατώντας ένα δαχτυλίδι.«Δεν του βολεί, λέει, να έρθει σήμερα, αλλά μου έδωσε αυτό το δαχτυλίδι και

είπε να σε χαιρετώ, κι άλλη φορά θα σμίξετε3».«Άμε να πεις του χαλβατζή να έρθει».Ο άντρας της από το απέναντι παράθυρο είχενε μείνει στήλη άλατος, που

λένε. Βλέπει την υπηρέτρια και φεύγει. Ύστερα από λίγο, να τηνε πάλι να γυρίζει μοναχή, αλλά με γεμάτα πάλι τα χέρια. Αυτή τη φορά κρατούσενε ένα ντενεκέ.

«Δεν του βολεί, κυρά μου, ούτε αυτηνού, αλλά σου έστειλε αυτόν τον τενεκέ με τον χαλβά για χαιρετισμό».

1 ο λαμπατζής: τεχνίτης που κατασκευάζει λαμπάδες2 δε μου βολεί: δεν μου είναι εύκολο3 σμίγω: συναντώ

53

Page 54: Λαϊκά Παραμύθια της Κρήτης

document.doc

Να τα ακούει από απέναντι ο σύζυγος, και να του έρχεται λιγομαριασμός1! Ακούει πάλι τη γυναίκα του:

«Πήγαινε να πεις του κυνηγού να έρθει».Πάει η υπηρέτρια και γυρίζει μοναχή της.«Ούτε αυτηνού δεν του βολεί να έρθει, αλλά μου είπε να σου φέρω αυτή την

πέρδικα και να σε χαιρετώ».Έχασε την υπομονή του ο σύζυγος, και κατέβηκε από του γείτονα. Πάει στο

σπίτι και χτυπά στην γυναίκα του. Αυτή όμως, τον είδε από το παράθυρο και ήθελε να κάνει την τίμια. Έκανε πως δεν ήξερε ποιος είναι και του λέει:

«Ποιος είναι; Ο άντρας μου λείπει, και δεν ανοίγω σε κανέναν!»«Άνοιξε, γυναίκα, εγώ είμαι». της λέει αυτός. Του ανοίγει την πόρτα, μπαίνει ο μέσα άντρας και της λέει: «Άστα, καημένη γυναίκα!»«Τι έπαθες, ανδρούλη μου;»«Τι έπαθα; Στο δρόμο που πήγαινα μου απάντηξε2 ένα φίδι, μεγάλο! Μα

μεγάλο!»«Πόσο μεγάλο, ανδρούλη μου;»«Σαν την λαμπάδα που σου έστειλε ο λαμπατζής, και έκανε πάνω κλάδες3 σαν

το φόρεμα που σου έστειλε ο υφασματέμπορος! Και τα μάθια του γυαλίζανε σαν το δαχτυλίδι που σου έστειλε ο χρυσοχόος! Κι αν δεν έκανα φτερά να πετάξω σαν την πέρδικα που σου έστειλε ο κυνηγός, θα με ρούφανε4 σαν το χαλβά που σου έστειλε ο χαλβατζής!»

1 ο λιγομαριασμός: η λιποθυμία2 απαντώ: συναντώ3 κλάδες: σχέδια με κλαδιά4 ρούφανε: ρούφαγε

54

Page 55: Λαϊκά Παραμύθια της Κρήτης

document.doc

Ο παπάς και τα κίγδαλα (ευτράπελη διήγηση)

(Μελισσουργιό Κισσάμου Χανίων)

Ήτανε μια φορά ένας παπάς με μια παπαδιά που ήτανε πολύ τσαχπίνα και της αρέσανε οι άντρες. Είχενε κιόλας πιάσει φίλο κρυφά από τον παπά. Κάθε φορά που ο παπάς έφευγε από το σπίτι η παπαδιά έβαζε τον αγαπητικό μέσα.

Κάποια στιγμή, η παπαδιά σκαρφίστηκε κάτι για να τον ξεφορτωθεί πολλές μέρες. Του λέει:

«Παπά μου, είμαι σε ενδιαφέρουσα και θέλω να φάω κίγδαλα».«Και πού θα τα βρω πάλι αυτά τα κίγδαλα;»«Δε γατέω1, αλλά να πας να γυρίσεις όλο τον κόσμο να τα βρεις, και να μη

γυρίσεις χωρίς κίγδαλα γιατί θ’ αποβάλω!»Ξεκινά ο παπάς και βάζει το δρόμο μπροστά του για να πάει να βρει αυτά τα

κίγδαλα, που δεν ήξερε ούτε τι ήτανε! Στο δρόμο, πολύ μακριά από το χωριό του, συναντά ένα ζητιάνο.

«Ώρα καλή, τέκνο μου!»«Ώρα καλή, παπά μου. Πώς από τα μέρη μας;»«Η παπαδιά μου είναι σ’ ενδιαφέρουσα, και μου ζήτησε να της φέρω, λέει,

κίγδαλα».«Και τι είναι αυτά τα κίγδαλα;»«Δεν ξέρω, αλλά ρωτώντας πας στην πόλη, έτσι δε λένε; Θα ρωτήσω και θα

μάθω, γιατί μου είπε να μην γυρίσω άμα δεν τα βρω».«Έτσι σου είπε; Να μη γυρίσεις;»«Έτσι. Πως άμα δεν της πάω τα κίγδαλα, μπορεί και να αποβάλει».Πονηρός ο ζητιάνος τον ρωτάει:«Κι από πού είσαι, παπά;»«Από τον τάδε τόπο».«Και πορπατείς τόσες μέρες;»«Αφού δεν τα βρήκα πουθενά θα πορπατώ ίσαμε να τα βρω, γιατί μου είπε να

μη γυρίσω άμα δεν τση τα βρω».‘‘Κάτι βρωμάει εδώ.’’ σκέφτηκε ο ζητιάνος.«Άμε στο καλό, παπά μου, και με καλό να τα βρεις» του λέει.Μια και δυο, πάει ο ζητιάνος στο χωριό του παπά. Τα χρόνια εκείνα άμα

νυχτωνότανε κανένας ξένος σ’ ένα χωριό ή στου πρόεδρου το σπίτι ή στου παπά ’θελά κονέψει2. Χτυπάει μια πόρτα:

«Είμαι ξένος και νυχτώθηκα» λέει, «πού να πάω να περάσω τη νύχτα μου;» Του δείχνουνε του παπά το σπίτι. Πάει και χτυπά την πόρτα. «Ποιος είναι;» φωνάζει από μέσα η παπαδιά.«Άνοιξε, καλή μου παπαδιά, είμαι περαστικός ζητιάνος. Δεν έχω κατάλυμα3

αλλού. Κάνει κρύο και βροχή, άνοιξέ μου να περάσω εδώ τη νύχτα μου να μην πεθάνω».

Του ανοίγει η παπαδιά. Ο ζητιάνος έδεσε το γάιδαρό του απ’ έξω, πήρε το τσουβάλι με τα ρουχαλάκια του, τα πράγματά του, μπαίνει μέσα, βλέπει τον αγαπητικό. Εκατάλαβε ποιος ήτανε, αλλά έκανε τον παλαβό.

1 γατέ(χ)ω ή κατέ(χ)ω: ξέρω2 κονεύω: καταλύω, διαμένω για λίγο3 κατάλυμα: καταφύγιο

55

Page 56: Λαϊκά Παραμύθια της Κρήτης

document.doc

«Εγώ θα κάτσω εδώ στο τζάκι» τους είπε, «και το πρωί θα πάω στη στραθιά1

μου».«Κάτσε να κοιμηθείς στην πατιτά2» του λέει η παπαδιά. Ξαπλώνεις αυτός στο τζάκι, όλο το βράδυ άκουγε τα όργια της παπαδιάς με

τον αγαπητικό. Το πρωί φεύγει. Πάει και βρίσκει γραμμή τον παπά και του λέει:«Κακομοίρη παπά, κίγδαλα δεν υπάρχουνε! Η παπαδιά σε περιπαίζει για να

γυρίζεις στα χωριά!» «Σώπα! Είντα είναι αυτά που λες;»«Αυτό που σου λέω!»«Ανέ3 μου λες αλήθεια, θα σου χαρίσω το δικό μου γάιδαρο που είναι πιο νέος

από τον εδικό σου, και θα σου δώσω και χίλια τσιτσίνια4». «Εντάξει. Θα σε βάλω σ’ ένα τσουβάλι, και θα γυρίσω στο σπίτι σου. Θα

ζητήσω κατάλυμα για το βράδυ, και θα σε βάλω μέσα να τα δεις και να τα ακούσεις ούλα μοναχός σου. Με τ’ αυτιά σου!»

Τονε βάνει μέσα σ’ ένα τσουβάλι και δρόμο για το σπίτι. Η παπαδιά ήτανε πάλι με τον αγαπητικό. Χτυπά πάλι την πόρτα ο ζητιάνος.

«Ανοίξετέ μου. Ένας φτωχός ζητιάνος ήρθε και ζητάει τη βοήθειά σας! Άνοιξέ μου, καλή μου παπαδιά».

Του ανοίγει η παπαδιά να μπει και να περάσει εκεί τη νύχτα του. Παίρνει μέσα και το τσουβάλι του και το ακουμπά στο χερόμυλο.

«Είντα κουβαλείς, χριστιανέ μου;» τόνε ρωτάει η παπαδιά.«Την πραμάτεια μου και τα ρούχα μου, να μη γραθούνε5 όξω, θα τα

ακουμπήσω επαέ6 στο χερόμυλο, να ξημερώσει ο Θεός να φύγω».Τον άφησε η παπαδιά να ξεκουραστεί και πήγε πάλι να περάσει τη βραδιά της

με τον αγαπητικό. Όλη τη νύχτα να κάνουν όργια! Ο παπάς τα άκουε από το τσουβάλι και έφριττε! Οι δυο αγαπητικοί λέγανε τραγουδάκια ο ένας στον άλλο. Λέει τότε κι ο ζητιάνος.

«Να πω κι εγώ, παπαδιά μου, ένα τραγουδάκι;»«Να πεις».

«Άκου τα κι εσύ, καημένε,χειρομυλοκουμπισμένε.Τα χίλια τσιτσινια θέλω

και το γάιδαρο να πηαίνω».«Αυτό ήτανε;» τόνε ρωτά η παπαδιά.«Αυτό ήτανε!»Ξημερώνει ο Θεός, παίρνει ο ζητιάνος το τσουβάλι του και φεύγει. Πριν να

φύγει, πρόλαβε να δει την παπαδιά που έκρυψε τον αγαπητικό της μέσα σε ένα πιθάρι. Κατάλαβε πως εκεί τον έκρυβε όλη μέρα, για να μην τόνε δούνε οι χωριανοί, και το βράδυ τον έβγαζε και γλεντούσανε. Παίρνει λοιπόν το τσουβάλι ο ζητιάνος, το βάζει στο γάιδαρο και πάει πιο πέρα. Βγάζει τον παπά από το τσουβάλι.

«Τα άκουσες, παπά μου; Τα είδες;»«Ναι, παιδί μου, δίκιο είχες. Πώς να το κάνουμε;»«Δεν ξέρω εγώ, παπά μου, εγώ θέλω τα χίλια τσιτσίνια και τον γάιδαρο τον

καλό, να φύγω. Εγώ σου άνοιξα τα μάτια, εσύ κάνε ό,τι θέλεις».

1 η στραθιά: ο δρόμος 2 η πατιτά: το τζάκι3 ανέ: αν4 τα τσιτσίνια: χρήματα εκείνης της εποχής5 γραίνομαι: υγραίνομαι6 επαέ: εδώ

56

Page 57: Λαϊκά Παραμύθια της Κρήτης

document.doc

Του δίνει ο παπάς τα λεφτά, και φεύγει. Γυρίζει ο παπάς στο σπίτι του. Είχε δει το πιθάρι που έκρυβε η γυναίκα του

τον αγαπητικό της. Τόνε βλέπει η γυναίκα του.«Γύρισες;» τόνε ρωτά.«Γύρισα. Δεν εβρήκα κίγδαλα, και θα ξαναπάω στη χώρα. Εκεί μπορεί να

βρω. Αλλά γύρισα, γιατί μου παραγγείλανε να σφάξω το χοίρο που έχω, γιατί αν παραμεγαλώσει δεν θα το αγοράζουνε μετά το κρέας. Βάλε μια μεγάλη τετζερέδα1 να βράσει νερό, για να μαδήσω το χοίρο».

Πιάνει η παπαδιά και βάζει φωθιά, και την ώρα που έβραζε το νερό, τση λέει:«Άντες εδά2, παπαδιά, να πιάσεις το χοίρο από το χωράφι, να μου τόνε φέρεις

να τόνε σφάξω».Μέχρι να γυρίσει η παπαδιά, πιάνει το νερό ο παπάς, και ξεσκεπάζει το

πιθάρι. Ο αγαπητικός ενόμιζε ότι ήτανε η παπαδιά, λέει «α, ήρθες;» Με το «α, ήρθες» του ρίχνει ο παπάς την τετζερέδα το βραστό νερό, και καίγεται ο άλλος και μένει με το στόμα ανοιχτό. Γυρνά η παπαδιά, της δείχνει ο παπάς τον αγαπητικό που είχε καεί μέσα στο πιθάρι.

«Τι είναι αυτά;» την αρχίζει στις παρατηρήσεις. «Τέτοιες δουλειές έκανες όσο έλειπα;»

«Συχώρα με, παπά μου!» πέφτει στα πόδια του αυτή.«Σε συγχωρώ, γιατί κι ο Θεός συγχωρεί. Μα πρέπει να τόνε ξεφορτωθούμε

για να μην πάρει κανείς μυρωδιά».«Τι να κάνουμε;» ρώτησε η παπαδιά που χάρηκε, γιατί ο παπάς την είχε

συγχωρήσει τόσο εύκολα.«Να τόνε εξαφανίσουμε. Θα πάμε να τόνε πετάξομε στο γκρεμό, να μην τόνε

βρει κανείς. Μα εγώ είμαι παπάς και δε μπορώ να κάμω τέτοια πράξη, ούτε να τόνε ξαποστείλω άψαλτο. Θα σηκώσεις εσύ το πιθάρι. Εγώ θα βαστώ το θυμιατό, και θα τόνε ψέλνω».

Άμα ήθελε η γυναίκα, ας έκανε κι αλλιώς. Της έζωσε ο παπάς το πιθάρι στη μέση.

«Μα είντα κάνεις, παπά; Με δένεις;»«Για να μην πέσει το πιθάρι και σπάσει και ξεμασκαρωθούμε3!»Πήγαινε η παπαδιά μπρος με το πιθάρι που είχε τον αγαπητικό, από πίσω

πήγαινε ο παπάς με το λιβανιστήρι του κι έψαλε:«Τρεις πάνε κι ένας γαέρνει4,τρεις πάνε κι ένας γαέρνει!»

«Μα είντα είναι αυτά που λες, παπά μου;» ρώτησε η παπαδιά.«Σώπα, γυναίκα, μα στους αδικοσκοτωμένους τέτοιο ξόδι κάνουνε!»Φτάνουνε στο γκρεμό.«Έλα, παπά, να λύσεις το πιθάρι» λέει η παπαδιά.«Γύρισε να το ξεφορτώσουμε» της λέει κι αυτός.Γυρίζει αυτή προς το γκρεμό, τση δίνει τη σπρωξιά ο παπάς και τήνε γκρεμίζει

μαζί με το πιθάρι. «Παπά, παπά, στη μαρμαρόλα5 είναι τα κλειδιά και στην καλάθα τα ψωμιά!»

του φωνάζει πέφτοντας η παπαδιά.

1 η τετζερέδα: χάλκινη κατσαρόλα2 εδά: τώρα3 ξεμασκαρώνομαι: φανερώνομαι4 γαέρνω: γυρίζω5 η μαρμαρόλα: το ντουλάπι

57

Page 58: Λαϊκά Παραμύθια της Κρήτης

document.doc

«Άμε στο γέρο το διάολο, μα εγώ θα βρω πού είναι και τα κλειδιά και τα ψωμιά!»

Ήθελε δηλαδή η παπαδιά να του θυμίσει πως του ήτανε χρήσιμη, μα ο παπάς τέτοια γυναίκα τι να τήνε κάνει;

58

Page 59: Λαϊκά Παραμύθια της Κρήτης

document.doc

Η γριά και το κριάρι (Μελισσουργιό Κισσάμου Χανίων)

Μια φορά ήτανε μια γριά κι ένας γέρος κι είχανε ένα κριάρι. Ο γέρος δεν την αγαπούσε τη γριά κι ήθελε να τήνε τυραννά. Της έλεγενε συνέχεια:

«Πήαινε, γριά, να φέρεις χόρτα στο κριάρι!»Η κακομοίρα μέρα-νύχτα έτρεχε και κουβάλαγε χόρτα. Το κριάρι έτρωγε,

έτρωγε ασταμάτητα, κι ο γέρος ασταμάτητα την έστελνε να του φέρει χόρτα. «Μα, γέρο μου, να το σφάξουμε πια το κριάρι!» του είπε μια μέρα. «Δε

μπορώ άλλο να κουβαλώ χόρτα!»«Θα κουβαλάς!» της λέει «γιατί εγώ το κριάρι δεν το σφάζω, μέχρι να βγει το

ξύγκι από τον πισινό του!»Απογοητεύτηκε η γριά. Άμα δεν κουβάλαγε τα χόρτα, ο γέρος την έδερνε. Σου

λέει ‘‘τι να κάνω; θα κουβαλάω όσο να μπορώ.’’ Ο χασάπης του χωριού όμως, τήνε λυπήθηκε. Της λέει μια μέρα:

«Κακομοίρα γριά, ακόμα βασανίζεσαι μ’ αυτό το κριάρι;»«Τι να κάνω; Ο γέρος δεν θέλει να το σφάξει και τυραννιέμαι. Δε μπορώ

άλλο, θα πεθάνω!»«Είσαι μπουνταλού! Ο άντρας σου δε βλέπει καλά! Πάρε βαμβάκι και βάλε το

στην ουρά του, και πες στο γερο ‘‘γερο επόρισενε το ξύγκι από τον πισινό του κριαριού, φώναξε το χασάπη!’’ Αυτός θα δει το βαμβάκι και θα το περάσει για ξύγκι. Θα έρθω εγώ τότε γρήγορα-γρήγορα να το σφάξω!»

Καλή της φάνηκε η ιδέα του χασάπη. Πιάνει κι αυτή και βάνει το βαμβάκι στην ουρά του κριαριού, και μετά μπήγει τις φωνές:

«Ώφου, γέρο, και εγίνηκε αυτό που περίμενες! Εβγήκενε το ξύγκι από τον πισινό του κριαριού! Έλα γρήγορα γιατί το ξύγκι θα βρωμέσει!»

«Φώναξε του χασάπη!» της λέει αυτός και πολεμούσε να δει το ξύγκι στον πισινό του κριαριού.

Ήρθε ο χασάπης που ήτανε μέσα στο κόλπο, έβγαλε το βαμβάκι από τον πισινό του κριαριού, το έσφαξε γρήγορα-γρήγορα.

«Πήγαινε τώρα, γρα, στον ποταμό, να πλύνεις τα άντερα του κριαριού» της λέει ο γέρος.

Πάει στον ποταμό κι εκεί που τα έπλενε, κατεβαίνει ένας αετός και της λέει: «Γριά μου, θα μου δώσεις κι εμένα ένα κομματάκι;»«Αχ, αϊτέ μου, που άμα σου δώσω τ’ αντέρι, θα με σκοτώσει ο γέρος την

καημένη!»Κρύφτηκε ο αϊτός και μέχρι να πάει η γριά να φέρει νερό, πάει και της παίρνει

τα άντερα. Του λέει η γριά: «Δώσε μου, αϊτέ τ’ αντέρι, για θα με δείρει ο γέρος την καημένη!»«Έφερές μου, εσύ, πουλί;» τση λέει ο αετός.«Να το βρω πού το πουλί;» λέει αυτή.«Στην κλωσσού!»Πάει η κακομοίρα η γριά στην κλωσσού: «Δώσ’ μου κλωσσού πουλί, να το

πάω τ’ αετού, κι αϊτός τ’ αντέρι, να μη με δείρει ο γέρος την καημένη!»«Έφερές μου, εσύ, στάρι;»«Να το βρω πού, το στάρι;»«Στον αλωνάρη».Πάει η γριά στον αλωνάρη.

59

Page 60: Λαϊκά Παραμύθια της Κρήτης

document.doc

«Δώσ’ μου, αλωνάρη, στάρι, να το πάω στην κλωσσού, κι η κλωσσού πουλί, να το πάω τ’ αετού, κι αετός τ’ αντέρι, να μη με δείρει ο γέρος την καημένη!»

Λέει: «Έφερές μου παρασύρα;»«Είντα πού θα τηνε βρω την παρασύρα;»«Στη βουρλιά1!»Πάει η γριά στη βουρλιά: «Δώσ’ μου, βουρλιά, παρασύρα, να την πάω τ’

αλωνάρη, κι ο αλωνάρης στάρι, να το πάω στην κλωσσού, κι η κλωσσού πουλί, να το πάω τ’ αετού, κι αετός τ’ αντέρι, να μη με δείρει ο γέρος την καημένη!»

«Έδωσές μου, εσύ, νερό;» Γιατί η βουρλιά χωρίς νερό δε ζει.«Πού να το βρω το νερό;»«Στο σύννεφο!»Πάει πάλι η γριά στο σύννεφο.«Δώσε μου, σύννεφο, νερό, να το πάω της βουρλιάς, κι η βουρλιά παρασύρα,

να την πάω τ’ αλωνάρη, κι ο αλωνάρης στάρι, να το πάω στην κλωσσού, κι η κλωσσού πουλί, να το πάω τ’ αετού, κι αετός τ’ αντέρι, να μη με δείρει ο γέρος την καημένη!»

«Μου ’φερες, εσύ, λιβάνι;»«Πού να το βρω το λιβάνι;»«Στον μπακάλη!»Πάει στον μπακάλη: «Δώσε μου, μπακάλη, λιβάνι, να το πάω στο σύννεφο,

και το σύννεφο νερό, να το πάω της βουρλιάς, κι η βουρλιά παρασύρα, να την πάω τ’ αλωνάρη, κι ο αλωνάρης στάρι, να το πάω στην κλωσσού, κι η κλωσσού πουλί, να το πάω τ’ αετού, κι αετός τ’ αντέρι, να μη με δείρει ο γέρος την καημένη!»

Λέει της ο μπακάλης: «Έφερές μου, εσύ, φιλί;»«Πού να το βρω εγώ το φιλί;»«Στην κοπελιά!»Πάει η γριά στην κοπελιά: «Δώσ’ μου, κοπελιά, φιλί, να το πάω του μπακάλη,

κι ο μπακάλης λιβάνι, να το πάω στο σύννεφο, και το σύννεφο νερό, να το πάω της βουρλιάς, κι η βουρλιά παρασύρα, να την πάω τ’ αλωνάρη, κι ο αλωνάρης στάρι, να το πάω στην κλωσσού, κι η κλωσσού πουλί, να το πάω τ’ αετού, κι αετός τ’ αντέρι, να μη με δείρει ο γέρος την καημένη».

«Έφερές μου, εσύ, παπούτσια;»«Να τα βρω πού τα παπούτσια;»Λέει της η κοπελιά: «Στον τσαγκάρη!»Πάει η γριά στον τσαγκάρη: «Δώσε μου, τσαγκάρη, παπούτσια, να τα πάω τση

κοπελιάς, κι η κοπελιά φιλί, να το πάω του μπακάλη, κι ο μπακάλης λιβάνι, να το πάω στο σύννεφο, και το σύννεφο νερό, να το πάω της βουρλιάς, κι η βουρλιά παρασύρα, να την πάω τ’ αλωνάρη, κι ο αλωνάρης στάρι, να το πάω στην κλωσσού, κι η κλωσσού πουλί, να το πάω τ’ αετού, κι αετός τ’ αντέρι, να μη με δείρει ο γέρος την καημένη!»

Λέει ο τσαγκάρης: «Έφερές μου, εσύ, πετσί για να φτιάξω τα παπούτσια;»«Πού να το βρω εγώ το πετσί;»«Στο γουρούνι!»«Δώσε μου, γουρούνι, πετσί, να το πάω στον τσαγκάρη, κι ο τσαγκάρης

παπούτσια, να τα πάω τση κοπελιάς, κι η κοπελιά φιλί, να το πάω του μπακάλη, κι ο μπακάλης λιβάνι, να το πάω στο σύννεφο, και το σύννεφο νερό, να το πάω της βουρλιάς, κι η βουρλιά παρασύρα, να την πάω τ’ αλωνάρη, κι ο αλωνάρης στάρι, να το πάω στην κλωσσού, κι η κλωσσού πουλί, να το πάω τ’ αετού, κι αετός τ’ αντέρι, να μη με δείρει ο γέρος την καημένη!»

1 η βουρλιά ή βρουλιά: το φυτό που κάνει τα βούρλα

60

Page 61: Λαϊκά Παραμύθια της Κρήτης

document.doc

Τση λέει και το γουρούνι: «Μου έφερες εσύ βελανίδια;»«Πού να τα βρω τα βελανίδια;»«Στη βελανιδιά».Πάει η γριά στη βελανιδιά. Λέει: «Δώσε μου, βελανιδιά, βελανίδια, να τα πάω

στο γουρούνι, και το γουρούνι πετσί, να το πάω του τσαγκάρη, κι ο τσαγκάρης παπούτσια, να τα πάω τση κοπελιάς, κι η κοπελιά φιλί, να το πάω του μπακάλη, κι ο μπακάλης λιβάνι, να το πάω στο σύννεφο, και το σύννεφο νερό, να το πάω της βουρλιάς, κι η βουρλιά παρασύρα, να την πάω τ’ αλωνάρη, κι ο αλωνάρης στάρι, να το πάω στην κλωσσού, κι η κλωσσού πουλί, να το πάω τ’ αετού, κι αετός τ’ αντέρι, να μη με δείρει ο γέρος την καημένη!»

Λέει της η βελανιδιά: «Ανέβα πάνω να τα πάρεις!»Κι ανεβαίνει η γριά στη βελανιδιά και σπάνε τα κλωνάρια, και πέφτει και

σκοτώνεται.

61

Page 62: Λαϊκά Παραμύθια της Κρήτης

document.doc

Ο πειρασμός (ευτράπελη διήγηση)(Μαργαρίτες Γεροποτάμου Ρεθύμνης)

Μια φορά ήτανε μια γυναίκα, νέα, πολύ όμορφη και πολύ θρήσκα. Κάθε Κυριακή πήγαινε στην εκκλησία. Όμως, τη βάλανε στο μάτι οι παπάδες κι οι δεσποτάδες. Συχνά-πυκνά περνούσανε από μπροστά της, τάχα πως λειτουργούνε, και της εκλείνανε το μάτι. Περνούσε ο παπάς από μπροστά της με το θυμιατό, και τη ρωτούσε ψιθυριστά:

«Πότε θα είσαι μοναχή να έρθω σπίτι σου;» Περνά ο διάκος, πάλι την ερωτά:«Πότε θα είσαι μοναχή να έρθω στο σπίτι σου;»Περνά ο δεσπότης, τα ίδια. Αυτό γινότανε δυο-τρεις Κυριακές στη σειρά, κι η γυναίκα απελπίστηκε,

νευρίασε, και αποφάσισε να μην ξαναπατήσει στην εκκλησία. Ο άντρας της τήνε ρώτησε τι έπαθε και δεν πηγαίνει πια στη λειτουργία, αυτή, που δεν έχανε ούτε εσπερινό ως τότε!

«Αυτό κι αυτό έγινε, άντρα μου. Τη μια περνά ο διάκος, την άλλη ο παπάς, την άλλη ο δεσπότης, κι όλο με ρωτούνε πότε θα είμαι μοναχή να έρθουνε στο σπίτι μου!»

«Α, τσι θεομπέχτες!» θύμωσε κι ο άντρας της. «Θα τους φτιάξω εγώ! Θα πας το Σάββατο βράδυ στον εσπερινό, σαν και πρώτα. Αν αρχίσουνε πάλι τα ίδια, θα τώνε ορίσεις ώρες. Αν περάσει ο Δεσπότης και σε ρωτήξει πότε να έρθει στο σπίτι σου, θα του πεις να έρθει στις οχτώ. Αν περάσει ο παπάς θα του πεις στις εννιά. Κι αν σε ρωτήξει κι ο διάκος, πες του στσι δέκα. Και ’γω θα τους κανονίσω».

Πάει η γυναίκα το Σάββατο στη λειτουργία, κι ο άντρας έμεινε στο σπίτι κι έβαλε σ’ ένα καζάνι νερό κι έβραζε. Έβαλε και τρία πιθάρια στη σειρά, και περίμενε.

Η γυναίκα λοιπόν, στάθηκε ωραία-ωραία εκεί όπου στεκότανε πάντα, κανέναν δεν πείραζε, τη βλέπουνε πάλι παπάς και δεσπότης, έρχονται ο καθένας με τη σειρά του.

Τήνε πλευρίζει πρώτος ο δεσπότης: «Πότε θα είσαι μοναχή να έρθω στο σπίτι σου;»

«Στις οχτώ!» του λέει αυτή.Έρχεται σε λίγο ο παπάς: «Πότε θα είσαι μοναχή να έρθω στο σπίτι σου;»«Στις εννιά!»Έρχεται και ο διάκος. «Πότε να έρθω στο σπίτι σου;»«Στις δέκα!»Ευχαριστηθήκανε όλοι! Πάει η γυναίκα στο σπίτι, λέει του άντρα της «Πάλι

τα ίδια αρχίξανε, και τους είπα ό,τι μου είπες. Από τις οχτώ θ’ αρχίσουνε να έρχονται».

Ο άντρας της τήνε κατήχησε πώς να συμπεριφερθεί, κι ύστερα κάτσανε και περιμένανε. Πάει οχτώ η ώρα, καταφτάνει ο δέσποτας. Του ανοίγει η γυναίκα την πόρτα, τόνε βάνει στο σπίτι. Ώστε να τραταριστούνε, να κουβεντιάσουνε λίγο, πέρασε η ώρα, πήγε εννιά. Ακούνε πατές1 από όξω από το σπίτι!

«Κακομοίρη, ο άντρας μου έρχεται!» λέει η γυναίκα του δεσπότη «Είντα να σε κάνω να μη σε δει; Μπες μέσα στο πιθάρι!»

Τόνε βάζει στο πιθάρι. Απ’ όξω όμως δεν ήτανε ο άντρας της αλλά ο παπάς. Χτυπάει την πόρτα, ανοίγει η γυναίκα.

«Καλώς τονε, καλώς τον!» τόνε καλοσώριζε. 1 η πατέ: η πατημασιά

62

Page 63: Λαϊκά Παραμύθια της Κρήτης

document.doc

Τόνε βάζει μέσα. Ώσπου να τραταριστούνε πάλι, και να καθίσουνε να κουβεντιάσουνε λίγο, περνάει πάλι η ώρα, πάει δέκα. Ακούνε πάλι πατές απ’ όξω.

«Για το Θεό τον ένα!» λέει η γυναίκα τρομαγμένη. «Ο άντρας μου! Πού να σε κρύψω; Μπες στο πιθάρι να μη σε δει!»

Μπαίνει κι ο παπάς στο δεύτερο πιθάρι, τόνε σκεπάζει από πάνω. Έρχεται κι ο διάκος, χτυπά την πόρτα. Η γυναίκα έκανε και σ’ αυτόν τα ίδια. Απάνω στα τραταρίσματα και στις κουβέντες ακούγονται στ’ αλήθεια οι πατές του άντρα της, βάνει η γυναίκα και το διάκο στο τρίτο πιθάρι. Μπαίνεις το σπίτι ο άντρας, το νερό στο καζάνι είχε βράσει, γεμώζει μια κατσαρόλα, ρίχνει μια δόση του ενούς, μια του αλλουνού, και τους έκαψε και τους τρεις!

Πώς ’θελα τους βγάλει, όμως, όξω για να μην τόνε δει κανένας χωριανός και βρει και το μπελά του; Πάει και βρίσκει ένα φαμέγιο1.

«Πόσα θες να πετάξεις αυτόν τον παπά στη θάλασσα;»Και του δείχνει τον έναν παπά. Τους άλλους δυο δεν τους έδειξε, γιατί ήτανε

πονηρός κι είχενε σκοπό να βάλει το φαμέγιο να κουβαλήσει και τους τρεις παπάδες αλλά να πλερώσει μόνο τον ένα.

«Θέλω τόσα» του λέει αυτός. «Καλά. Πήγαινε να τόνε πετάξεις στη θάλασσα, κι ύστερα έλα πλερωθείς. Το

νου σου!»Φορτώνεται ο φαμέγιος τον παπά με το πιθάρι στην πλάτη του, πάει στη

θάλασσα, τόνε πετά από τα βράχια. Πάει στον πάτο ο παπάς. Γυρίζει ο φαμέγιος να πλερωθεί, ο άντρας του δείχνει τον δεύτερο παπά:

«Κακομοίρη, εγύρισε ο παπάς! Δεν τον επέταξες φαίνεται στα βαθιά, και βρήκε το δρόμο και γύρισε! Να τόνε πάρεις πάλι και να τόνε πας, να τόνε γκρεμίσεις! Άμα δεν κάνεις καλή δουλειά, λεφτά δεν έχει!»

Απορημένος ο φαμέγιος, δεν έβαλε με το νου του την πονηριά του άλλου. Φορτώνεται το δεύτερο πιθάρι και δρόμο για τη θάλασσα. Πάει σε άλλη μεριά με πιο βαθιά νερά, πετάει το πιθάρι, και γυρίζει πίσω να πλερωθεί.

«Ήρθες;» του κάνει ο άντρας. «Είντα ήρθες; Να πλερωθείς; Μια δουλειά σου βάνω να κάνεις, και δεν είσαι άξιος!» Και του δείχνει τον τρίτο παπά μέσα στο πιθάρι. «Εγύρισε πριν να γυρίσεις του λόγου σου!»

Τι να πει ο κακομοίρης ο φαμέγιος; Μιλιά κι αχνιά! Φορτώνεται πάλι το πιθάρι και ξεκινά για τη θάλασσα. Διάλεξε μια μεριά με πιο βαθιά νερά ακόμα. Γκρεμίζει το πιθάρι και καθότανε και κοίταζε. Αφού δεν είδε κανέναν να βγαίνει από το νερό, παίρνει το δρόμο να γυρίσει να πλερωθεί.

Ωστόσο, με τόσους δρόμους πήγαινε-έλα, πέρασε η νύχτα και ξημέρωσε Κυριακή. Ένας παπάς από το διπλανό χωριό, καβάλα στο γαϊδουράκι του, πήγαινε πρωί-πρωί στην εκκλησία του να λειτουργήσει. Μόλις τον βλέπει ο φαμέγιος, νόμιζε πως ήτανε ο παπάς που πολεμούσε τόσες ώρες να πνίξει και δεν τα κατάφερνε! Χύνεται, και τον αρπά από τα μαλλιά!

«Α, εγώ σε πάω σηκωτό, κι εσύ γυρίζεις καβαλάρης;» του λέει, τον αρπά κι αυτόν και πήγε και τόνε γκρέμισε στη θάλασσα!

1 ο φαμέγιος: ο εργάτης

63

Page 64: Λαϊκά Παραμύθια της Κρήτης

document.doc

Ο αράπης

(Μαργαρίτες Γεροποτάμου Ρεθύμνης)

Μια φορά κι έναν καιρό ήτανε ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα που είχανε μια κόρη. Όταν εγεννήθηκε η βασιλοπούλα, ήρθανε οι Μοίρες να τήνε μοιράνουνε. Της είπανε πως όταν θα μεγαλώσει, θα παντρευτεί τον αράπη που είχενε ο πατέρας της για σκλάβο. Αυτό το άκουσε μόνο ο βασιλιάς, και πολύ του κακοφάνηκε

Τα χρόνια περνούσανε κι η βασιλοπούλα μεγάλωσε. Ήρθε σε ηλικία να παντρευτεί, αλλά όσα προξενιά και να τση κάνανε, ο ένας τση μύριζε, ο άλλος τση βρωμούσενε, δεν ήθελε κανένα. Η βασιλοπούλα μεγάλωνε, κι η βασίλισσα είχε πάθος, στεναχώρια γιατί δεν παντρεύγεται η κόρη της. Τα έβαζε λοιπόν η βασίλισσα με το βασιλιά.

«Δεν ενδιαφέρεσαι καθόλου εσύ να δεις τι θα απογίνει η θυγατέρα μας;»Ο βασιλιάς δεν της αποκρινότανε. Τι να πει; Ότι η κόρη τους θα παντρευτεί

τον αράπη; Μια μέρα του λέει η βασίλισσα:«Εγώ θα πάω στις Μοιράδες να ρωτήσω γιατί δεν παντρεύγεται η κόρη μου!» Πάει και βρίσκει τις Μοιράδες. «Μοιράδες, που μοιράζετε τις μοίρες των ανθρώπων, πέστε μου και την κόρη μου εμένα ποιος θα πάρει;»«Τον αράπη που έχετε στο παλάτι σας θα παντρευτεί!» της είπανε αυτές.Τρόμαξε η βασίλισσα, γυρίζει στο παλάτι, πάει και βρίχνει το βασιλιά. «Οι Μοίρες μού είπανε πως είναι γραφτό τση κόρης μας να πάρει τον αράπη!

Αυτό όμως, δεν γίνεται!»«Και τι θες να κάνομε;»«Να τόνε σκοτώσομε!»Ο βασιλιάς όμως δεν ήθελε να τόνε σκοτώσει. Σκέφτηκε και βρήκε έναν

άλλον τρόπο: «Θα του δώσω ένα γράμμα, ένα φάκελο άγραφο, και θα του πω να πάει να βρει το Θεό να του τόνε δώσει. Θα χαθεί στο δάσος, στα βουνά, και δε θα γυρίσει οπίσω».

Συμφωνεί η βασίλισσα. Φωνάζει ο βασιλιάς τον αράπη και του δίνει τον φάκελο.

«Πάρε αυτόν τον φάκελο και να πας στον Θεό να του τόνε δώσεις».Παίρνει ο αράπης τον φάκελο και φεύγει. Περπατούσε, περπατούσε, περνούσε

βουνά και λαγκάδια, στο δρόμο που πήγαινε, συναντά έναν άνθρωπο ξαπλωμένο. Έκλαιγε, πονούσε φοβερά, ήτανε άρρωστος. Του λέει ο αράπης που είχε καλή ψυχή:

«Είντα έχεις, άνθρωπέ μου;»«Είμαι άρρωστος, και πονώ, και δεν υποφέρω τσι πόνους! Εσύ πού πάς;»«Να βρω το Θεό. Ο βασιλιάς μου έδωσε ένα γράμμα να του πάω».«Άμα βρεις το Θεό, πες του να μου πάρει τσι πόνους γιατί δεν υποφέρω

άλλο!»«Εντάξει» του λέει ο αράπης, και πήρε δρόμο να πάει να βρει το Θεό.Παρακάτω που πήγε, συνάντησε μια γυναίκα κι αυτή τόνε ρώτησε: «Πού πας, παλικάρι μου;»«Πάω να βρω το Θεό».«Σε παρακαλώ. Αν τόνε βρεις, ρώτησέ τονε γιατί τση γειτόνισσας οι κότες

κάνουν αυγά κι εμένα όχι;»«Εντάξει, θεια» είπε ο αράπης και έβαλε πάλι μπροστά τη στράτα.

64

Page 65: Λαϊκά Παραμύθια της Κρήτης

document.doc

Περπατούσε μέρες, και στο τέλος φτάνει στα βουνά. Εκεί πάνω βλέπει το Θεό και καθότανε ψηλά. Δεν εχρειάστηκε βέβαια να του πει ο αράπης για ποιο λόγο είχενε έρθει, αφού ο Θεός το ήξερε. Βγαίνει απάνω στο βουνό ο αράπης, και του λέει: «Έτσι κι έτσι, ο βασιλιάς μού έδωσε αυτό το γράμμα να σου το φέρω».

Παίρνει ο Θεός το γράμμα. Θυμήθηκε ο αράπης τσι παραγγελίες που του είχενε δώσει ο άντρας και η γυναίκα που συνάντησε στο δρόμο.

«Να σε ρωτήσω κάτι, Θεούλη μου; Είδα έναν άνθρωπο στο δρόμο και πονούσενε πολύ. Μου είπενε να σου πω, αν γίνεται, να πάρεις τσι πόνους του, γιατί δεν υποφέρει άλλο. Θα σταματήσει ποτέ να πονάει αυτός ο άνθρωπος;»

«Αυτός ο άνθρωπος που λες, ήτανε κακός άνθρωπος, και γι’ αυτό του έστειλα λέπρα. Θα υποφέρει ακόμα περισσότερα απ’ όσα υποφέρει».

Στεναχωρήθηκε ο αράπης, αλλά τι να κάνει; Λέει πάλι στο Θεό:«Και μια γυναίκα συνάντησα στο δρόμο μου, και μου είπε να σε ρωτήξω:

γιατί οι κότες της γειτόνισσας κάνουν αυγά, κι οι δικές της όχι;»«Δεν έχει καλή ψυχή, γι’ αυτό δεν κάνουν αυγό οι κότες της».Ύστερα, ο Θεός πιάνει το γράμμα του βασιλιά, το ανοίγει, και βλέπει πως

είναι άγραφο. Πιάνει και γράφει απάνω: «Τα γραμμένα δε λειώνουνε».Κλείνει το φάκελο και τόνε δίνει του αράπη. «Πάρε αυτόν τον φάκελο, κι

όταν πρέπει θα τόνε φανερώσεις. Τώρα που θα γυρνάς πίσω, θα συναντήσεις ένα ποτάμι. Θα μπεις μέσα στο νερό που τρέχει και θα σταθείς λίγη ώρα. Θα γίνεις άσπρος. Θα μείνει μόνο ένα σημάδι μαύρο για να θυμίζει ότι ήσουνα αράπης. Δεξιά κι αριστερά σου θα δεις μερικά σακιά με κάρβουνα. Μόλις θα τα αγγίξεις θα γίνουνε χρυσάφι. Θα τα πάρεις μαζί σου όταν θα φύγεις και θα αγοράσεις ό,τι θέλεις εσύ».

Ευχαρίστησε ο αράπης το Θεό και έφυγε. Στο δρόμο που πήγαινε, βλέπει το ποτάμι. Μπαίνει μέσα και στάθηκε λίγη ώρα κι από μαύρος που ήτανε, έγινε άσπρος. Μόνο ένα σημάδι μαύρο έμεινε απάνω του για να φανερώνει πως είναι ο αράπης. Βλέπει και τα σακιά, και μόλις τα άγγιξε, τα κάρβουνα που είχανε μέσα γίνανε χρυσάφι. Τα παίρνει και φεύγει.

Πάει και χτίζει σπίτια, μέγαρα, απέναντι από του βασιλιά το παλάτι. Η βασίλισσα, όταν τα είδε από το παράθυρό της, στεναχωρέθηκε:

«Αυτός είναι πιο πλούσιος από μας! Θα του δώσω την κόρη μου!» Πιάνει τη νένα και της λέει: «Να πας να πεις στον κύριο που έφτιαξε εκείνα τα μέγαρα για τη βασιλοπούλα. Άνε θέλει να τήνε πάρει γυναίκα του. Να τηνε παντρέψουμε, γιατί σάικα1 είναι πολύ πλούσιος άνθρωπος».

Πηγαίνει η νένα, και βρίσκει τον αράπη που είχε γίνει άσπρος. Του λέει για τη βασιλοπούλα, πως είναι καλή και όμορφη και πως του στέλνει προξενιά, κι αν θέλει να τήνε παντρευτεί. Ο αράπης που ήξερε την υπόθεση δέχτηκε το γάμο αμέσως. Πραγματικά, έγινε ο γάμος. Ο βασιλιάς έκανε γιορτή μεγάλη, να χαρεί όλο το βασίλειο στους γάμους της κόρης του.

Την ώρα που όλοι διασκεδάζανε, βγάζει το γράμμα ο αράπης και το δίνει στο βασιλιά. Αυτός το ανοίγει και βλέπει μέσα

«Τα γραμμένα δε λειώνουνε» «Γιατί το γράφει αυτό;» ρώτησε ο βασιλιάς.Ο αράπης τότε του είπε όλη την ιστορία. Πως ήτανε ο παλιός του υπηρέτης, ο

αράπης, που του έδωσε το γράμμα να το πάει στο Θεό. Και πως ο Θεός του έδωσε πίσω αυτό το γράμμα, και τόνε βοήθησε να γίνει άσπρος.

Ο βασιλιάς δεν πίστεψε τίποτα. «Αδύνατο να είσαι ο αράπης!»

1 σάικα: ασφαλώς

65

Page 66: Λαϊκά Παραμύθια της Κρήτης

document.doc

Βγάζει τότε εκείνος το ποκάμισό του και του δείχνει το μαύρο σημάδι που είχενε στην πλάτη του.

«Ο υπηρέτης σας είμαι! Με πιστεύετε τώρα;»Τι να κάνουνε κι αυτοί; Τόνε πιστέψανε, και μαζί μ’ αυτό πιστέψανε πως «ό,τι

γράφει, δεν ξεγράφει!» Κι έζησε ο αράπης με τη βασιλοπούλα καλά, κι εμείς καλύτερα...

66

Page 67: Λαϊκά Παραμύθια της Κρήτης

document.doc

Το πιο μεγάλο ψέμα (Ευτράπελη διήγηση)

(Μαργαρίτες Γεροποτάμου Ρεθύμνης)

Μια φορά, λέει, ήταν ένας μυλωνάς. Ένα κοπέλι πήγε λίγο στάρι στο μύλο να το αλέσει. Άμα τ’ άλεσε, του λέει ο μυλωνάς:

«Συμφωνάς, κοπέλι, να βάλομε τ’ αλεύρι να κάμομε μια πίτα;»«Συμφωνώ».«Είντα θα βάλεις; Τ’ αλεύρι ή την πλάση;»Σκέφτηκε τότε το κοπέλι: ‘‘Αν βάλω τ’ αλεύρι θα βάλω πολύ, ας βάλω την

πλάση που θα βάλω μια χαχαλιά1.’’ Λέει του μυλωνά:«Την πλάση θα βάλω».Βάνει ο μυλωνάς μια λεκανίδα νερό και αλεύρι, το ταράσσει2. Και λέει του

κοπελιού: «Κουβάλιε, κοπέλι, πλάση! Κουβάλιε, κοπέλι, πλάση!» μέχρι που έβαλε όλο

τ’ αλεύρι του κοπελιού. Φτιάξανε λοιπόν μια μεγάλη πίτα. Λέει πάλι ο μυλωνάς:«Συμφωνάς όποιος πει το μεγαλύτερο ψέμα να φάει την πίτα;»«Συμφωνώ».«Ποιος πρώτος;» «Εσύ».Κοιτάζει ο μυλωνάς όξω από το μύλο, βλέπει ένα βράχο 1000 κιλά. Λέει του

κοπελιού:«Θωρείς εκείνο το βράχο; Από τον ποταμό τον σήκωσα και τον έφερα εκεί». Λέει το κοπέλι: «Είπες τηνε την ψευτιά σου;»Λέει ο μυλωνάς: «Την είπα»«Να πω κι εγώ». Κι αρχινά το κοπέλι: «Όταν εγέννησε ο πατέρας μου τη μάνα

μου, μ’ έπεψε να πάω να γυρέω τη μαμή. Στο δρόμο που πήγαινα συναντώ έναν και του λέω: «από πού θα πάω πού;» Μου λέει: «από πέρα είναι το χωριό, και από πόδε3

τα σπίθια». Πάω κι εγώ, και μου ’παντήχνει4 μια ελιά, κι είχενε μια κουφάλα μέσα γεμάτη πουλιά. Εγώ τα ζήλεψα. Πολεμώ να βάλω τη χέρα μου να τα πιάσω, δε χωρεί. Πολεμώ να βάλω τον πόδα5 μου, δε χωρεί, και παίζω κι εγώ έναν πήδο και μπαίνω ούλος μέσα. Μπήκα μέσα κι έπιασα τα πουλιά, αλλά δεν μπορούσα να πορίσω6. Και σφίγγω και πάω από το σπίτι μας και παίρνω μια μανάρα7, και κόβω την ελιά και πορίζω. Η ελιά άρχισε κι έτρεχε λάδι. Λέω ‘‘πού θα το βάλω;’’ Και κάνω έτσι στα στήθη μου και βρίχνω έναν ψύλλο. Τόνε σκοτώνω και βγάνω τ’ ασκί, το γεμίζω λάδι, αλλά δε μπορούσα να το πάω στο σπίτι. Και πάω πιο πέρα και βρίχνω ένα γάιδαρο κι ήτανε σαράντα χρόνους ψοφισμένος. Και τόνε παίρνω, φορτώνω το λάδι, ο δρόμος όμως, ήτανε με σκαλοπατάκια. Σε κάθε σκαλοπάτι, έπαιζε ο γάιδαρος κι ένα πορδαλάκι και τελικά βγαίνει απ’ τον πισινό του ένα γραμματσάκι και το διαβάζω κι έγραφε:

«Άλφα βήτα, να χέσει ο μυλωνάς, μα του κοπελιού είναι η πίτα!»

1 η χαχαλιά: η χούφτα2 ταράσσω: χτυπώ3 πόδε: από την άλλη μεριά4 μου (α)παντήχνει: βρίσκεται μπροστά μου5 ο πόδας: το πόδι6 πορίζω: βγαίνω7 η μανάρα: το τσεκούρι

67

Page 68: Λαϊκά Παραμύθια της Κρήτης

document.doc

Το μαγικό μαντιλάκι (Ρέθυμνο)

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας παππούς και μια γιαγιά, κι είχαν ένα χωραφάκι και το σπέρνανε και ζούσανε φτωχικά. Μια μέρα ο παππούς ακούμπησε σ’ ένα βράχο κι αναστέναξε κουρασμένος από το σκάψιμο. Βγαίνει τότε μέσα από το βράχο ένας αράπης και λέει του γέρου:

«Είντα φωνάζεις;»«Δε φώναξα! Εγώ είπα μόνο ‘‘ωχ!’’»«Εγώ είμαι το Ωχ!»«Δεν το ήξερα!»«Και μια και μου φώναξες, είντα θες να σου φέρω; Ό,τι θες πες μου!»«Είντα να θέλω; Φτωχός άνθρωπος είμαι. Να φάω θέλω!»Τότε ο αράπης έβγαλε και του έδωσε ένα μαντίλι.«Πάρε αυτό το μαντηλάκι. Κι όταν θα θέλεις να φας, θα του λες ‘‘Να σε δω,

μαντιλάκι μου!’’ και αυτό θα γεμίζει φαγητά».Ο γέρος ευχαρίστησε τον αράπη Ωχ, και πήρε το μαντιλάκι. Πήγε στο σπίτι

του. Εκείνη την ημέρα η γριά είχε στην κατσαρόλα κουκιά. Της λέει ο γέρος γελώντας:

«Πέταξε, γριά, τα κουκιά! Σήμερα θα φάμε καλό φαΐ!»Και στρώνει το μαντιλάκι στο τραπέζι. Η γριά τόνε κοίταζε καλά-καλά. Από

μέσα της έλεγε: ‘‘πάει, τρελάθηκε ο γέρος μου!’’ Ο γέρος τότε λέει:«Να σε δω μαντιλάκι μου!»Κι αμέσως το μαντιλάκι φέρνει απ’ όλα τα καλά. Χάρηκε η γριά! Καθίσανε,

φάγανε, ήπιανε, χορτάσανε. Στο τέλος η γριά ρωτάει το γέρο πού βρήκε αυτό το μαγικό μαντίλι. Της εξήγησε αυτός για τον αράπη Ωχ που βγήκε από το βράχο. Όταν άκουσε πως ο αράπης μπορούσε να τους δώσει ό,τι κι αν ήθελαν, της γριάς πήραν τα μυαλά της αέρα!

«Βρε αθεόφοβε, μπορούσες να πάρεις ό,τι ήθελες, κι εσύ του είπες να σου δώσει να φας;»

«Ε, είντα να του έλεγα;»«Θα πας πάλι αύριο και θα του πεις να σου δώσει μεγάλο σπίτι, καλά ρούχα,

τέτοια πράματα!»Είντα να κάνει ο γέρος; Την άλλη μέρα πάει πάλι στο βράχο. Ακουμπάει και

αναστενάζει: «Ωχ!» Βγαίνει ο αράπης και του λέει: «Εδώ είσαι πάλι, γέρο; Είντα θέλεις;»«Εγώ δε θέλω τίποτα, η γριά θέλει πλούτη, μεγάλο σπίτι, καλά ρούχα!»«Πήγαινε και τα έχεις!» του λέει ο αράπης.Πραγματικά, πήγε στο σπίτι του και τι να δει; Μεγάλα παλάτια, ωραία ρούχα!

Ευχαριστήθηκε ο γέρος με όλα αυτά. Η γρια όμως, δεν ησύχαζε. Ήθελε ακόμα μεγαλεία. Σκέφτηκε λοιπόν μια μέρα:

«Τώρα μπορώ να κάνω τραπέζι και στο βασιλιά. Να πας να του φωνάξεις να έρθει με όλους τους υπηρέτες του! Να τους κάνω ένα τραπέζι να το θυμούνται ώσπου να ζουν!»

Πάει ο κακομοίρης ο γέρος στο παλάτι, και λέει στο βασιλιά: «Η γριά μου κι εγώ σας καλούμε να σας κάνουμε τραπέζι και να φέρετε και όλους τους υπηρέτες σας!»

«Όλους; Είναι πολλοί!»«Δεν πειράζει, να τους φέρετε όλους!»

68

Page 69: Λαϊκά Παραμύθια της Κρήτης

document.doc

Την άλλη μέρα έρχεται ο βασιλιάς στο σπίτι του γέρου και της γριάς, μαζί με όλο του το επιτελείο. Κάθονται, κοιτάζανε δεξιά, κοιτάζανε αριστερά.

«Ωραίο σπίτι!» λέγανε. Μα ούτε καζάνια βλέπανε, ούτε υπηρέτες, ούτε ετοιμασίες. ‘‘Τι τραπέζι θα

μας κάνουνε;’’ αναρωτήθηκε ο βασιλιάς, αλλά δε μίλησε. Όταν ήρθε η ώρα, στρώνει ο γέρος το μαντιλάκι στο τραπέζι και του λέει:

«Να σε δω, μαντιλάκι μου!»Και γεμίζει το τραπέζι με τόσα καλά, που κι ο βασιλιάς απόρησε! Του κόσμου

τα φαγητά και τα γλυκά και τα πιοτά! Έφαγαν, ήπιαν, ευχαριστήθηκαν. Ο βασιλιάς άρχισε να σκέφτεται πονηρά.

«Καλά τα καταφέρνουνε αυτοί με το μαντιλάκι! Τόσο ωραίο τραπέζι χωρίς κούραση, κι εγώ έχω τόσους υπηρέτες και σκοτώνονται στη δουλειά!»

Είχε στην τσέπη του ένα μαντιλάκι με το ίδιο χρώμα. Πήρε το μαντίλι του γέρου κρυφά και το άλλαξε με το δικό του. Όταν πέρασε η ώρα, έφυγε για να πάει στο παλάτι του, κι ευχαρίστησε το γέρο και τη γριά για το πλούσιο τραπέζι που του έκαναν.

Την άλλη μέρα στρώνει ο γέρος το μαντιλάκι στο τραπέζι του, του λέει όπως κάθε φορά: «Να σε δω μαντιλάκι μου!» Αλλά αυτό…τίποτα!

«Είδες γριά; Το μαντιλάκι δε μας φέρνει τίποτα!» λέει. «Θα το πήρε ο βασιλιάς που ήρθε χτες! Εμείς εδά1 είντα θα φάμε;»

Παίρνει το σκαλιστήρι του να πάει να σκαλίσει, να φέρει να φάνε κουκιά. Μετά το σκάλισμα, πάει πάλι στο βράχο. Ακούμπησε και χωρίς να το θέλει αναστέναξε: «Ωχ!»

Βγαίνει ο αράπης θυμωμένος.«Δεν είσαστε ευχαριστημένοι πάλι;»«Η γριά μου εφώναξε το βασιλιά να του κάνει το τραπέζι, κι ο βασιλιάς μάς

πήρε το μαντίλι και μας άφησε πάλι φτωχούς. Δεν έχομε να φάμε».«Δε λυπάμαι τη γριά αλλά εσένα. Πάρε αυτά τα τσοκαράκια. Και πήγαινε στο

βασιλιά. Να του πεις να σου δώσει το μαντίλι. Άμα δε σου το δώσει να πεις ‘‘Να σας δω, τσοκαράκια μου!’’ και τα τσοκαράκια θα χτυπάνε το βασιλιά στο κεφάλι και θα σας δώσει το μαντίλι που σας έκλεψε».

Ο γέρος πήρε τα τσοκαράκια και πάει στο βασιλιά. «Δώσε μου, βασιλιά, το μαντίλι που μου πήρες».

«Δεν πήρα κανένα μαντίλι εγώ!» «Δώσε μού το γιατί θα το μετανιώσεις!»«Δεν το πήρα, σου λέω! Είντα να σου δώσω;»«Δεν το πήρες, ε; Να σας δω, τσοκαράκια μου!» φωνάζει ο γέρος, και

αρχίζουνε τα τσοκαράκια και χτυπάνε την κεφαλή του βασιλιά. Φώναζε αυτός, φώναζε, μα ο γέρος δεν τόνε λυπότανε. Ο βασιλιάς

απελπίστηκε στο τέλος, έβγαλε το μαντίλι και το έδωσε του γέρου.«Πάρε και το μαντίλι και τα καλά του!»Ο γέρος το πήρε και γύρισε στο σπίτι του. Κι έζησαν αυτός κι η γριά καλά κι

εμείς καλύτερα!

1 εδά: τώρα

69

Page 70: Λαϊκά Παραμύθια της Κρήτης

document.doc

Ο Πουλερής. (Μάραθος Ηρακλείου)

Κάποτε σ’ ένα παλάτι, ζούσανε τρία αδέρφια. Ήτανε και τα τρία υπηρέτες του βασιλιά. Τα δυο πρώτα αδέρφια βλέπανε τα γουρούνια και τα βόδια του βασιλιά. Ο τρίτος και μικρότερος, που τόνε λέγανε Πουλερή, έμενε μέσα στο παλάτι και βοηθούσε στις δουλειές του παλατιού. Σαν μικρότερος, ήτανε ο χαιδεμένος της μάνας του και του πατέρα του και του είχανε δώσει την ευχή τους για να του πηγαίνουνε όλα καλά στη ζωή του. Οι μεγαλύτεροι αδερφοί του όμως, που ζούσανε στην εξοχή και ταλαιπωρούντανε, τόνε ζηλεύανε για την τύχη του. Μια μέρα λοιπόν, λένε:

«Γιατί να περνούμενε εμείς τόσο άσχημα, κι ο αδερφός μας ο Πουλερής να ζει στο παλάτι, σαν τον άρχοντα;» Κι αποφασίσανε να τόνε ξεβγάλουνε1.

«Πουλερή» του λέει ο μεγάλος του αδερφός «θα πας να κάνεις μια εργασία».«Τι εργασία;» ρωτάει αυτός.«Ο βασιλιάς μού είπε να πας να πάρεις το πάπλωμα του Αράπη». Ο Αράπης ήτανε φοβερός και τρομερός γίγαντας, που όποιον έπιανε τον

έτρωγε. Χώρια που κανείς δε μπορούσε να του πάρει το πάπλωμα γιατί είχε κουδουνάκια πάνω, κι ο Αράπης θα τον άκουγε και θα τον άρπαζε στη στιγμή. Ο Πουλερής εσκεφτότανε μήπως τα αδέρφια του του λένε ψέματα, γι’ αυτό πήγε και βρήκε το βασιλιά.

«Ναι» του λέει κι ο βασιλιάς, «τα αδέρφια σου μου ζητήξανε αυτή τη χάρη. Να πας να φέρεις το πάπλωμα του Αράπη!»

«Να πάω» είπε ο Πουλερής και έφυγε να πάει να φέρει το πάπλωμα.Στο δρόμο όλο σκεφτότανε πώς θα πάρει αυτό το πάπλωμα με τα

κουδουνάκια. Εκεί που περπατούσε, έφταξε σε ένα γκρεμό, και δε μπορούσε να περάσει απέναντι για να πάει στον τόπο όπου έμενε ο Αράπης. Τότε λέει:

«Ευκή τση μάνας μου και του πατέρα μου, κάμετε καμάρα να περάσω!»Και γίνεται μια γέφυρα κι ανεβαίνει ο Πουλερής και εξακολούθησε το δρόμο

του για να πάει στου Αράπη το σπίτι. Όταν έφτασε, βλέπει τον Αράπη να κοιμάται και να φορά το πάπλωμα πάνω του. Πώς να του το πάρει; Λέει πάλι:

«Ευκή τση μάνας μου και του πατέρα μου, βοηθήσετέ με να πάρω το πάπλωμα!»

Παρουσιάζεται τότε ένα κουτί ψείρες κι ένα πακέτο μπαμπάκι. Πετά τσι ψείρες στον Αράπη, τόνε πιάνει φαγούρα, ξύσε από δω, ξύσε από κει, πέφτει το πάπλωμα κάτω, το αρπά ο Πουλερής! Πιάνει γερά-γερά2 το μπαμπάκι, το βάζει μέσα στα κουδουνάκια, να μη χτυπούνε, και φεύγει. Όταν έφταξε πάλι στο γκρεμό, λέει:

«Ευκή τση μάνας μου και του πατέρα μου, κάμετε γέφυρα να περάσω!»Γίνεται πάλι η καμάρα και περνά. Αφού βγήκενε στην πέρα πάντα της

γέφυρας, βγάνει το μπαμπάκι από τα κουδουνάκια. Δεν εφοβότανε πια, γιατί ο Αράπης δε μπορούσε να τόνε φτάσει πέρα από το γκρεμό. Φαίνεται πως η γέφυρα μόλις περνούσε ο Πουλερής εξαφανιζότανε, ποιος ξέρει; Πάντως ο Αράπης δεν εμπορούσε να περάσει και να τόνε κυνηγήσει.

Ακούει τώρα ο Αράπης τα κουδουνάκια από το πάπλωμά του και χτυπούσανε, ξυπνά, τρέχει να προλάβει τον κλέφτη μα δεν τόνε πρόλαβε! Με την ησυχία του τώρα ο Πουλερής πάει το πάπλωμα στο παλάτι, στο βασιλιά. Το βλέπει ο βασιλιάς και θαύμασε. Τα αδέρφια του όμως, θυμώσανε πολύ που τα κατάφερε ο αδερφός τους. Και λένε του βασιλιά:

«Τώρα να του πεις να πάει να σου φέρει και το άλογο του Αράπη!»

1 ξεβγάζω: εδώ μεταφορικά: σκοτώνω2 γερά-γερά: γρήγορα-γρήγορα

70

Page 71: Λαϊκά Παραμύθια της Κρήτης

document.doc

Το άλογο όμως ήτανε μαγικό κι είχενε ανθρώπινη μιλιά. Άμα πήγαινε κανείς να το πάρει, θα φώναζε τον αφέντη του και ο Αράπης θα τον έτρωγε!

Το λέει ο βασιλιάς του Πουλερή, πως θέλει το άλογο του Αράπη.Αμάν και πώς θα πάω να πάρω το ίδιο το άλογο; σκέφτηκε ο Πουλερής. Αλλά

τι να κάνει; Σηκώνεται και πάει. Έφτασενε στο γκρεμό, λέει πάλι:«Ευκή τση μάνας μου και του πατέρα μου, κάμετε καμάρα να περάσω!»Εμφανίζεται πάλι η καμάρα. Περνά και πάει στου Αράπη. Στο δρόμο

σκεφτότανε πώς να πάρει το άλογο χωρίς να ακουστούνε οι πεταλιές του αλόγου. Λέει πάλι:

«Ευχή τση μάνας μου και του πατέρα μου, βοηθήστε με να πάρω το άλογο!»Κι εμφανίζεται ένα κουτί μπαμπάκι, για να βάλει στα πέταλα του αλόγου, να

μην ακουστούν οι πατές1 του την ώρα που θα το παίρνει. Πάει στο στάβλο του Αράπη, βλέπει το άλογο. Την ώρα που το έλυνε για να φύγει, το άλογο μίλησε και είπε:

«Αφεντικό, αφεντικό! Πέρνουνέ με!» Ο Πουλερής φοβήθηκε πως θα τόνε πιάσει στα πράσα ο Αράπης. Λέει πάλι: «Ευκή τση μάνας μου και του πατέρα μου, βοήθησέ με να μη με δει ο

Αράπης!»Κι από άνθρωπος που ήτανε γίνεται βελόνα και πέφτει μέσα στην κοπρά2.

Μπαίνει ο Αράπης να δει ποιος παίρνει το άλογό του, δε βλέπει κανένα. Φεύγει από το στάβλο. Ξαναγίνεται ο Πουλερής άνθρωπος και πάει δεύτερη φορά να λύσει το άλογο. Αυτό βάζει πάλι τις φωνές:

«Αφεντικό, αφεντικό! Πέρνουνέ με!» Πάει πάλι ο Αράπης να δει ποιος του παίρνει το άλογο, ξαναλέει ο Πουλερής

την ευχή και γίνεται βελόνα, πέφτει πάλι στην κοπρά. Δε βλέπει κανένα ο Αράπης, φεύγει από το στάβλο. Τρίτη φορά πάει ο Πουλερής να λύσει το άλογο, βάζει πάλι το άλογο τις φωνές, ξαναγίνεται βελόνα ο Πουλερής και πέφτει στην κοπρά. Αυτή τη φορά όμως ο Αράπης ενευρίασε που δεν έβλεπε κανένα, και χτύπησε το άλογο όσο μπορούσε! Ύστερα έφυγε από το στάβλο. Όταν ο Πουλερής έγινε πάλι άνθρωπος και έλυσε το άλογο, αυτό δεν ξαναμίλησε, γιατί φοβήθηκε πως θα τις φάει πάλι. Καβαλικεύει ο Πουλερής το άλογο, αφού πρώτα του έβαλε μπαμπάκι στα πέταλα να μη χτυπάνε, και πάει στο παλάτι. Βλέπει το άλογο ο βασιλιάς, κατάλαβε την αξιοσύνη του υπηρέτη του.

Τα αδέρφια του Πουλερή πεισματώσανε και ξαναλένε στον βασιλιά:«Να του πεις, αυτή τη φορά, να σου φέρει τον ίδιο τον Αράπη!»Το λέει ο βασιλιάς του Πουλερή. Αυτός, αφού σκέφτηκε λίγο, του έβαλε έναν

όρο:«Όταν θα σου φέρω τον Αράπη, θα πάρω την κόρη σου γυναίκα μου.

Δέχεσαι;»«Άμα τόνε φέρεις, πάρε τη!» είπε κι ο βασιλιάς.Φεύγει για τρίτη φορά ο Πουλερής. Περπατούσε, περπατούσε, έφτασε στο

γκρεμό, φώναξε πάλι την ευχή της μάνας του και του πατέρα του να τόνε βοηθήσουνε. Εμφανίστηκε η καμάρα και πέρασε ο Πουλερής να πάει στου Αράπη. Στο δρόμο έψαχνε να βρει τρόπο να πιάσει τον Αράπη πριν να τόνε πιάσει αυτός. Εκεί που περπατούσε βλέπει ένα δάσος. Μπαίνει μέσα, έσκισε στους βάτους τα χέρια του, αιματώθηκε, γρατζούνισε το πρόσωπό του, τα πόδια του, για να φανεί πως τον είχανε ταλαιπωρήσει. Έτσι καταματωμένος πάει στον Αράπη. Όταν τον είδε ο Αράπης δεν τόνε γνώρισε. Τότε του λέει ο Πουλερής:

1 η πατέ: η πατημασιά2 η κοπρά: η κοπριά

71

Page 72: Λαϊκά Παραμύθια της Κρήτης

document.doc

«Αράπη!»«Ορίστε».«Σήκω να δεις πώς μ’ έκανε ο Πουλερής!»«Ε, να τον έπιανα να τόνε κάνω μαύρο! Το πάπλωμά μου και το άλογό μου

έκλεψε!» «Ξέρεις τι σκέφτηκα, Αράπη; Να τόνε πιάσομε να τόνε τιμωρήσομε. Να

κάνομε ένα κασόνι να τόνε βάλομε μέσα! Αυτός είναι δυνατός και πρέπει να το κάνομε πολύ στέρεο για να μην το σπάσει και φύγει! Εσύ που είσαι το ίδιο δυνατός θα μπεις μέσα να το δοκιμάσεις. Αν μπορείς να το σπάσεις, πάει να πει πως θα μπορεί κι αυτός. Τότε θα ξανακάνομε άλλο. Τι λες κι εσύ;»

«Εντάξει» λέει κι ο Αράπης. Πιάνει ο Πουλερής και φτιάχνει ένα κασόνι. Αλλά το κάρφωσε ψεύτικα,

χαλαρά, και τα καρφιά δεν πιάσανε καλά. Λέει του:«Μπες, Αράπη, να δούμε, θα τόνε βαστάξει τούτο το κασόνι;»Μπαίνει ο Αράπης, δίνει μια και το σπάει. «Θα κάνομε άλλο» λέει ο Πουλερής.Κάνει το δεύτερο κανονικό, στέρεο, που όσο και να χτυπιέται ο Αράπης να μη

μπορεί να το σπάσει. Μπαίνει ο Αράπης μέσα. Το μπροκώνει1 γερά-γερά ο Πουλερής, το δένει, και το φορτώνει στο άλογο. Να φωνάζει από μέσα ο Αράπης:

«Βγάλε με, μα το κασόνι είναι γερό!»Τίποτα ο Πουλερής! Γελούσε με το πάθημα του Αράπη. Και πήγαινε για το

παλάτι. Να φωνάζει ο Αράπης να τόνε βγάλει, ο Πουλερής τίποτα. Φτάνουνε στη γέφυρα, λέει πάλι ο Πουλερής την ευκή, περνούνε. Όταν περάσανε, λέει:

«Αράπη!»«Ορίστε».«Ξέρεις ποιος είμαι;»«Ποιος ;»«Ο Πουλερής!»«Πού θα μου πας; Δε θα βγω από την κασόνα;»Φτάνουνε στο παλάτι, ξεφορτώνει το κασόνι ο Πουλερής, και λέει του

βασιλιά πως μέσα έχει τον Αράπη. Αλλά πρέπει να βρούνε τρόπο να τόνε σκοτώσουνε, γιατί όταν θα βγει, θα τσι φάει ούλους! Έβαλε τους υπηρέτες ο Πουλερής και ανάβανε το φούρνο τρεις μέρες και τρεις νύχτες να κάψει καλά. Μετά τους είπε:

«Εγώ θα φύγω από το δωμάτιο. Εσείς θα λευτερώσετε τον Αράπη και μόλις βγει και σας ρωτήξει ‘‘πού είναι ο Πουλερής;’’ θα πείτε πως είμαι στο φούρνο».

Φεύγει ο Πουλερής κι οι υπηρέτες ανοίγουνε το κασόνι. Βγαίνει ο Αράπης νευριασμένος και τους ρωτά:

«Πού είναι ο Πουλερής;» «Στο φούρνο μέσα!»Από το ζόρε του να πιάσει τον Πουλερή, μπαίνει στο φούρνο και καίγεται.

Έτσι γλιτώσανε από τον Αράπη, παντρεύτηκε ο Πουλερής τη βασιλοπούλα, και είχε τους αδερφούς του φαμέγιους2 για όλα τα χρόνια μετά. Κι επεράσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

1 μπροκώνω: καρφώνω2 ο φαμέγιος: ο υπηρέτης, ο εργάτης

72

Page 73: Λαϊκά Παραμύθια της Κρήτης

document.doc

Το αλάτι (Μάραθος Ηρακλείου)

Μια φορά ήτανε ένας βασιλιάς κι είχενε τρεις κόρες. Τις μεγάλωσε πλούσια, όμορφα, σωστά, με δασκάλους, με ντάντες. Όταν μεγαλώσανε αρκετά κι εγίνανε ενήλικες, τις φωνάζει για να δει ποια από τις τρεις τον αγαπούσε περισσότερο για να της δώσει το βασίλειό του. Φωνάζει την πρώτη κόρη και της κάνει την πρώτη ερώτηση. Λέει:

«Κόρη μου, πόσο με αγαπάς;»Λέει αυτή: «Σε αγαπάω, πατέρα μου, όπως τον ήλιο και την ημέρα, και όπως

αγαπώ τη ζωή μου».Φωνάζει και τη δεύτερη: «Εσύ πόσο με αγαπάς;»«Εγώ σε αγαπώ όπως το φεγγάρι και τη ζωή μου».Ευχαριστήθηκε ο βασιλιάς. Ας ρωτήσω και την τρίτη, σκέφτηκε. Φωνάζει και

την τρίτη: «Εσύ, παιδί μου, πόσο με αγαπάς;»«Εγώ, πατέρα μου, σε αγαπώ όπως αγαπώ το αλάτι».Αυτός ετσατίστηκε, γιατί ήτανε ασήμαντη η αγάπη της προς τον πατέρα και

διάταξε δυο στρατιώτες να την εξορίσουνε, να μην τήνε βλέπει καθόλου. Τους λέει:«Θα πάρετε την κόρη μου και λίγο φαγητό, και θα πάτε να την αφήσετε στο

δάσος να πεθάνει από την πείνα, γιατί δε με αγαπά καθόλου!»Παίρνουνε την άλλη μέρα οι στρατιώτες την κόρη τη μικρή και λίγο φαγητό,

και παίρνουνε δρόμο για το δάσος. Όταν πήγανε βαθιά στο δάσος, αφήνουν την κοπέλα και γυρίζουνε πίσω. Μένει αυτή μοναχή μέσα στο δάσος. Βραδιάζει, ξημερώνει, ξαναβραδιάζει και ξαναξημερώνει. Ούτε άνθρωπο έβλεπε η κοπελιά, ούτε τίποτα. Ξαφνικά εμφανίζεται ένας καβαλάρης που ερχότανε από μακριά. Σκέφτηκε η κοπελιά να του μιλήσει για να τη βοηθήσει. Όταν ο καβαλάρης τήνε σίμωσε τήνε ρώτηξε τι γυρεύει μόνη της σε τέτοια ερημιά.

Είπε η κοπέλα την ιστορία της, πως ήτανε η κόρη του βασιλιά και πως τήνε ξόρισε γιατί του είπενε πως τον αγαπά σαν και το αλάτι. Ο καβαλάρης της είπε πως ήτανε βασιλιάς και πως είχε έρθει στο δάσος για να κυνηγήσει. Και τήνε πήρε στο παλάτι του για να την κάνει γυναίκα του.

Η βασιλοπούλα του λέει: «Θα γίνω γυναίκα σου, αλλά θα στο γάμο θα καλέσεις και τον πατέρα μου. Και θα φορώ ένα νυφικό με πέπλο γιατί δεν θέλω να με δει μέχρι που να το αποφασίσω εγώ».

Συμφώνησε ο βασιλιάς και πήρε τη βασιλοπούλα στο άλογό του και πήγανε στο παλάτι. Έγιναν οι ετοιμασίες του γάμου, και στείλανε καλεσμένους σε όλη τη χώρα και στις γειτονικές χώρες να καλέσουν τους βασιλιάδες. Στο μεταξύ, η βασιλοπούλα δασκάλεψε τους υπηρέτες της:

«Σε όλα τα φαγητά να βάλετε αλάτι, στου πατέρα μου το φαγητό να μη βάλετε».

Έρχονται οι καλεσμένοι, έρχεται κι ο πατέρας της βασιλοπούλας με τη βασίλισσα και με τις άλλες κόρες της, γίνεται ο γάμος. Κοιτάζανε οι καλεσμένοι να δούνε τη νύφη, αλλά το πέπλο δεν τους άφηνε να δούνε το πρόσωπό τους. Ύστερα ξεκίνησε το γλέντι. Κάθουνται οι καλεσμένοι να φάνε, τρώγανε όλοι με όρεξη. Πάει ο πατέρας της βασιλοπούλας να φάει, του φαινότανε όλα άνοστα. Έβλεπε όλον τον κόσμο γύρω του να τρώει και να λέει ‘‘νόστιμο, νόστιμο!’’ αλλά το δικό του το φαΐ δεν ετρωγότανε καθόλου!

Τονε ρωτάνε: «Βασιλιά μου, γιατί δεν τρως το φαγητό; δε σ’ αρέσει;»Τι να πει ο βασιλιάς; «…Ωραίο είναι αλλά δεν τρώγεται».«Μήπως δεν έχει αλάτι;»

73

Page 74: Λαϊκά Παραμύθια της Κρήτης

document.doc

Δοκιμάζουνε, βλέπουνε πως δεν έχει αλάτι. Διατάζει το βασιλόπουλο τους υπηρέτες να μαζέψουνε τα φαγητά του, και να του φέρνουνε από τα φαγητά που είχανε βάλει και για τον υπόλοιπο κόσμο. Τόνε ρωτά ύστερα:

«Τώρα πώς σου φαίνεται;»«Τώρα είναι να τρώμε και να μη χορταίνομε από τη νοστιμιά!»Τότε η κόρη του έβγαλε το πέπλο, παρουσιάστηκε μπροστά του και του είπε

πως ο γάμος ήτανε δικός της και του θύμισε ότι τον αγαπούσε όπως το αλάτι, γιατί κανείς δεν μπορεί να φάει χωρίς αλάτι, όπως και ο κόσμος δε μπορεί να υπάρξει χωρίς ήλιο και χωρίς πλούτη. Αλλά ο πατέρας δεν το είχε καταλάβει. Και τότε το κατάλαβε ότι οι κόρες του τον αγαπούσανε εξίσου καλά και μοίρασε εξίσου τα πλούτη στσι κόρες του.

74

Page 75: Λαϊκά Παραμύθια της Κρήτης

document.doc

Η έξυπνη κόρη (Μάραθος Ηρακλείου)

Μια φορά ήτανε μια γριά φτωχή και βαριά άρρωστη, που είχενε τρεις κόρες. Μια μέρα λέει τση μεγάλης κόρης να πάει να μαζέψει ραδίκια από το περιβόλι για να φάνε. Πριν να φύγει όμως, τη συμβούλεψε να μη μαζέψει ραδίκια από τη μεγάλη ραδικιά που είναι στη δεξιά μεριά του περβολιού, γιατί κάτω από κει, βαθιά μέσα στη γη, έχει το βασίλειό του ένας βασιλιάς, που όποιον πέσει στο βασίλειό του δεν τον αφήνει να ξανανέβει στη γη αλλά τον κρατάει για πάντα υπηρέτη του.

Πάει η πρώτη κόρη στο περιβόλι, κι αρχίζει να μαζεύει ραδίκια. Αλλά όσο και να μάζευε, το καλάθι δε γέμιζε. Τι θα τρώγανε το βράδυ; Αποφασίζει λοιπόν να μαζέψει λίγα ραδίκια κι από τη μεγάλη ραδικιά. Βέβαια δεν είχε πολυπιστέψει τη μάνα της, ότι από κάτω ήτανε ένα βασίλειο και έτσι την παράκουσε. Πήγε λοιπόν κοντά στη μεγάλη ραδικιά. Κάνει να κόψει το πρώτο ραδίκι και ξαφνικά νιώθει μια δύναμη να την τραβάει μέσα στα βάθη της γης! Έπεφτε, έπεφτε, κι αφού σηκώθηκε, βλέπει μπροστά της τον ίδιο τον βασιλιά! Αυτός τήνε ρώτηξε:

«Τι γυρεύεις εσύ εδώ; Δεν ξέρεις ότι όποιος πέσει στο βασίλειό μου δεν τον αφήνω να ξανανέβει στη γη;»

«Ναι, το ξέρω» είπε η κοπελιά. «Μου το είπε η μάνα μου πριν να φύγω, αλλά δεν την πίστεψα. Κι επειδή έβλεπα ότι το καλάθι μου δεν εγέμιζε, ήρθα να κόψω ραδίκια απ’ τη μεγάλη ραδικιά».

«Τώρα όμως, θα μείνεις για πάντα εδώ!»Η κοπελιά άρχισε να τόνε παρακαλάει να την αφήσει, γιατί ή μάνα της ήτανε

πολύ άρρωστη και τήνε χρειαζότανε. Τότε ο βασιλιάς τής λέει: «Θα σ’ αφήσω να φύγεις μόνο άμα μπορέσεις να φας αυτό το λαστιχένιο

γάντι! Εντάξει;»«Εντάξει».«Μέχρι να γυρίσω να το έχεις φάει!»Της δίνει το γάντι και φεύγει. Προσπαθεί αυτή να το φάει, προσπαθεί, δεν τα

καταφέρνει. ‘‘Τι θα το κάνω τώρα;’’ Σκέφτηκε να το κρύψει κάτω από το κρεβάτι και να πει ότι το έφαγε. Πάει λοιπόν και το κρύβει κάτω από το στρώμα. Γυρίζει ο βασιλιάς και της λέει:

«Έφαγες το λαστιχένιο γάντι;»«Το έφαγα!»«Για να δούμε!» Και φωνάζει: «Γάντι μου, γαντάκι μου, πού είσαι;»«Κάτω από το στρώμα μ’ έχει χώσει η χαζούλα! Και με πληγώνουνε οι

λάμες!»Βγάζει ο βασιλιάς το λαστιχένιο γάντι κάτω από το στρώμα και λέει της

κόρης:«Αφού δεν μπόρεσες να φας το γάντι, θα μείνεις για πάντα εδώ στην υπηρεσία

μου».Η μάνα της στο σπίτι άρχισε να ανησυχεί, που η κόρη δε γύριζε από το

περιβόλι, και έστειλε τη δεύτερη κόρη για να τήνε ψάξει. Πήγε κι αυτή στο περβόλι, άρχισε να ψάχνει και δεν την έβρισκε. Κάποια στιγμή βλέπει το καλάθι της αδερφής της δίπλα στη μεγάλη ραδικιά. Κατάλαβε τότε τι έπαθε η αδερφή της. Αποφάσισε όμως, να μη γυρίσει στο σπίτι παρά μόνο άμα τήνε βρει. Τραβάει κι αυτή ένα ραδίκι και ανοίγει η γη και πέφτει η κοπελιά μέσα. Έπεφτε, έπεφτε, και στο τέλος έφτασε στο βασίλειο του βασιλιά. Σηκώνεται και βλέπει μπροστά της τον ίδιο το βασιλιά. Τήνε ρωτά κι αυτή:

75

Page 76: Λαϊκά Παραμύθια της Κρήτης

document.doc

«Τι γυρεύεις εδώ; δεν ξέρεις ότι όποιος πέσει στο βασίλειό μου τον κρατάω για πάντα υπηρέτη μου;»

Του απαντά η κοπελιά: «Το ξέρω, αλλά ήρθα να πάρω την αδερφή μου, γιατί η μάνα μας είναι πολύ άρρωστη και μας χρειάζεται».

Της λέει τότε ο βασιλιάς:«Είπα της αδερφής σου να φάει αυτό το λαστιχένιο γάντι και δεν τα κατάφερε.

Αν μπορέσεις εσύ θα σας αφήσω να φύγετε. Να το έχεις φάει μέχρι να γυρίσω».Ο βασιλιάς έφυγε. Η κοπελιά παίρνει το γάντι και πάει να βρει την αδερφή

της. Όταν τη βρήκε να κάθεται στενοχωρημένη σε μια γωνιά, έτρεξε, την αγκάλιασε και της είπε για το γάντι. Κούνησε το κεφάλι της αυτή. «Κι εγώ πήγα να το φάω αλλά δεν τα κατάφερα. Το έκρυψα κάτω από το κρεβάτι, αλλά αυτό είναι μαγικό και με μαρτύρησε».

Προσπαθεί κι η δεύτερη αδελφή να το φάει αλλά δεν τα κατάφερε. Τι να κάνουνε τώρα για να ελευθερωθούνε από το βασιλιά; Σκέφτηκε και είπε της αδελφής της:

«Αφού μιλάει το γάντι, θα το ρίξω μέσα στο πηγάδι που άμα μιλήσει να μην ακουστεί».

Το ρίχνει λοιπόν στο πηγάδι. Γυρίζει ο βασιλιάς και ρωτά:«Έφαγες το γάντι;»«Το έφαγα». «Για να δούμε… Γάντι μου, γαντάκι μου, πού είσαι;»«Μέσα στο πηγάδι με πέταξε, και βρίσκομαι στον πάτο του!» απαντά το

γάντι.Ο βασιλιάς λέει και στην δεύτερη αδερφή πως, αφού δεν μπόρεσε να φάει το

γάντι, θα τήνε κρατήξει κι αυτήν για υπηρέτρια στο βασίλειό του.Εν τω μεταξύ βράδιαζε, κι η μάνα έστειλε τη μικρότερη κόρη να ψάξει να

βρει τις αδερφές της. Πάει κι αυτή στο περβόλι και έψαχνε. Σε μια στιγμή βλέπει το καλάθι δίπλα στη ραδικιά. Κατάλαβε κι αυτή πως οι αδερφές της θα έχουνε πέσει στο βάθος της γης. Κόβει κι αυτή ένα ραδίκι και ανοίγει η γη και τήνε βάζει μέσα. Έπεφτε κι αυτή, έπεφτε, ώσπου σταμάτησε στα πόδια του βασιλιά. Της λέει αυτός όπως και στις άλλες δυο:

«Τι γυρεύεις στο βασίλειό μου; δεν ξέρεις ότι όποιος έρθει εδώ δεν ξαναπάει απάνω;»

«Το ξέρω» του απάντησε αυτή, «αλλά ήρθα να ψάξω τις αδελφές μου, γιατί η μάνα μας είναι πολύ άρρωστη και μας χρειάζεται».

«Θα σε αφήσω να φύγεις μόνο άμα μπορέσεις να φας το λαστιχένιο μου γάντι. Μέχρι να γυρίσω να το έχεις φάει!»

Παίρνει η κοπελιά το γάντι, πάει και βρίσκει τις αδελφές της. Εκείνες της λένε ότι δοκιμάσανε κι αυτές να το φάνε αλλά δεν τα καταφέρανε. Κι όταν προσπαθήσανε να κοροϊδέψουνε τον βασιλιά, πάλι δεν τα καταφέρανε, γιατί το γάντι μιλάει και μαρτυράει πού βρίσκεται. Δοκιμάζει κι η μικρή αδερφή να το φάει αλλά δεν τα κατάφερε.

«Μην ανησυχείτε» λέει στις αδερφές της «κάτι θα σκεφτούμε για να φύγουμε».

Η μικρή αδερφή ήτανε η εξυπνότερη από τις τρεις τους. Σκέφτεται, σκέφτεται, της ήρθε η ιδέα: πιάνει και δένει το γάντι στην κοιλιά της με ένα σπάγκο και το σκεπάζει με τα ρούχα της. Έρχεται ο βασιλιάς. Τήνε ρωτά:

«Έφαγες το γάντι;»«Το έφαγα, βασιλιά μου!»«Για να δούμε. Γάντι μου, γαντάκι μου, που βρίσκεσαι;»

76

Page 77: Λαϊκά Παραμύθια της Κρήτης

document.doc

Απαντά το γάντι: «Βρίσκομαι στην κάτω πάντα της κοιλιάς της!»Ο βασιλιάς ξαφνιάστηκε πολύ, γιατί ήξερε ότι αυτό το γάντι δε μπορούσε να

το φάει κανένας. Αλλά, για να κρατήσει το λόγο του, έπρεπε να αφήσει τις τρεις αδερφές να γυρίσουνε στη μάνα τους. Τους είπε λοιπόν ότι είναι ελεύθερες να φύγουνε. Τότε η μικρή κόρη σηκώνει τα ρούχα της, και του γυρίζει πίσω το γάντι.

«Πάρε το γάντι σου, βασιλιά μου, κι άσε μας να πάμε στη μάνα μας».Ο βασιλιάς θαύμασε την εξυπνάδα της κοπελιάς και της ζήτησε να

παντρευτούνε. Εκείνη δέχτηκε. Έγιναν οι γάμοι του ζευγαριού, και η μικρή κόρη φρόντισε και για τη μάνα της και για τις αδερφές της. Τους έδωσε χρήματα και πλούτη για να ζήσουνε χωρίς φτώχεια. Από τότε άνοιξαν οι πύλες του παλατιού του βασιλιά για όλους του ανθρώπους και έμπαινε κι έβγαινε όποιος ήθελε.

Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

77

Page 78: Λαϊκά Παραμύθια της Κρήτης

document.doc

Άσπρη σαν το χαρτί - κόκκινη σαν το ρόδο(Μαργαρίτες Γεροποτάμου Ρεθύμνης)

Ήτανε μια φορά κι έναν καιρό, ένας βασιλιάς και είχε δυο κόρες κι ένα γιο. Σαν μεγαλώσανε τα παιδιά του, οι κόρες παντρευτήκανε αλλά ο γιος δεν ήθελε να παντρευτεί. Αυτός έλεγε στον πατέρα του:

«Εγώ, βασιλιά και πατέρα μου, δεν παντρεύομαι. Μόνο θέλω να μου πάρεις μια σαΐτα1 να παίζω».

Ο βασιλιάς, έναν γιο τον είχενε, του έκανε το χατίρι. Επήγε και του πήρε τη σαΐτα. Μια μέρα, λέει, παίρνει το βασιλιόπουλο τη σαΐτα και πάει στη βρύση και έπαιζε. Ήτανε όμως, μια γριά εκεί, που ήθελε να γεμίσει το λαήνι της. Την ώρα που γέμιζε το λαήνι από τη βρύση, πάει το βασιλιόπουλο και της το σπάει με τη σαΐτα.

Του λέει η γριά: «Ώχου, παιδί μου, που είμαι φτωχιά γυναίκα και δεν έχω να πάρω άλλο

λαήνι..».«Σώπα, θειαδάκι, μα γω είμαι το βασιλιόπουλο και θα σου δώσω όσα λεφτά

θες, να πας να πάρεις άλλο».Και βγάνει και τση δίνει λεφτά να πάρει πολλά λαήνια. Η γριά ευχαριστήθηκε, και του λέει: «Την ευκή μου, παιδί μου, να έχεις, και

να πάρεις μιαν κοπελιά, άσπρη σαν το χαρτί, κόκκινη σαν το ρόδο!»Περάσανε οι μέρες, και το βασιλιόπουλο καθότανε και σκεφτότανε: ‘‘Καλή η

ευχή της γριάς, μα πού θα πάω εγώ να τήνε βρω, άσπρη σαν το χαρτί, κόκκινη σαν το ρόδο;’’

Μιαν άλλη μέρα, εκεί, λέει, που πήγαινε στα δάση για κυνήγι, συναντά μιαν άλλη γριά και τη ρωτά:

«Ε, θεια, εσύ που είσαι πολλώ χρονώ, μπορεί να ξέρεις: πού θα βρω μιαν κοπελιά άσπρη σαν το χαρτί, κόκκινη σαν το ρόδο;»

Κι αυτή του λέει: «Θα περάσεις, παιδί μου, το δάσος, και θα βγεις στον κάμπο. Εκεί είναι ένας

πύργος. Εκεί μένει αυτή η κοπέλα, αλλά ο πατέρας της είναι θεριό, κι άμα σε προλάβει εκεί θα σε φάει! Εσύ, όμως, όταν θα πας, να φωνάξεις τρεις φορές: ‘‘άσπρη σαν το χαρτί , κόκκινη σαν το ρόδο, ρίξε κάτω τα μαλλιά σου, πάρε με και μένα πάνω!’’»

Το βασιλιόπουλο ευχαρίστησε τη γριά και ξεκίνησε να βρει τον πύργο. Δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει, βγαίνει από το δάσος. Ύστερα από πολύ περπάτημα βλέπει τον πύργο. Πάει από κάτω, και κοίταζε να δει μη βγει ο πατέρας της κοπελιάς και τόνε φάει. Όταν είδε πως ήτανε μόνος, φωνάζει τρεις φορές:

«Άσπρη σαν το χαρτί, κόκκινη σαν το ρόδο, ρίξε κάτω τα μαλλιά σου, πάρε με και μένα πάνω!»

Στις τρεις φορές απάνω, βγαίνει η κοπέλα. Ο πατέρας της έλειπε στα χωράφια, κι αυτή ήτανε μοναχή. Όταν είδε τον άνθρωπο χάρηκε, γιατί τόσον καιρό ήτανε χωρίς παρέα. Επειδή ο πατέρας τση ήτανε θεριό κι έτρωγε ανθρώπους, κανείς δεν ερχότανε ως τον πύργο τους. Ρίχνει λοιπόν τα μαλλιά της και τόνε τραβάει απάνω. Εκάτσανε και συζητάγανε ώρες ατελείωτες. Ξεχαστήκανε, και βράδιασε. Σε μια στιγμή, ακούει η κοπελιά τα βήματα του πατέρα της που ερχότανε από τα χωράφια. Εφοβήθηκε πως θα βρει ο πατέρας της το βασιλιόπουλο, και πως θα το φάει.

1 η σαΐτα: τόξο

78

Page 79: Λαϊκά Παραμύθια της Κρήτης

document.doc

Του λέει: «Ο πατέρας μου έρχεται και θα ’ναι πεινασμένος. Άμα σε βρει, αλίμονό σου, θα σε κάνει μια μπουκιά. Τι να σε κάνω τώρα;»

Παίζει του, λέει, μια, και τόνε κάνει σκούπα και τήνε βάνει στην άκρη. Πάει, λέει, το θεριό, βάνει του η κοπελιά να φάει. Έφαγε αυτό καλά, και μετά πάει να θέσει. Εκειά που θέτει, κάνει:

«Μμμμ… ανθρώπινη μυρωδιά ακούω…»Λέει η κοπέλα: «ω, μπαμπά, πού να βρεθεί εδώ άνθρωπος;»Την επίστεψε το θεριό, γυρίζει στον τοίχο και κοιμάται. Επέρασε όπως-όπως

η νύχτα, το πρωί σηκώνεται πάλι το θεριό και φεύγει για τα χωράφια. Παίζει πάλι μια του βασιλιόπουλου η κοπελιά, και τόνε κάνει άνθρωπο. Καθίσανε πάλι όλη μέρα και λέγανε, λέγανε, λέγανε. Πέρασε πάλι η ώρα ακούνε πάλι τα βήματα του θεριού στσι σκάλες. Λέει πάλι η κοπελιά:

«Ώφου, και είντα θα σε κάμω πάλι;» Του παίζει πάλι μια και τόνε κάνει βελόνα και τόνε τσιτώνει1 στη βελονοθήκη.

Πάει πάλι ο πατέρας τση, του βάνει και τρώει κι εκεί που έτρωε κάνει:«Μμμμ… ανθρώπινη μυρωδιά ακούω!»«Αχ, εδά2 μπαμπά! Πού να βρεθεί άνθρωπος εδώ; Πώς να σταθεί άνθρωπος

στον πύργο μας που σε φοβούνται όλοι;»Έφαε πάλι το θηρίο και κοιμήθηκε. Το άλλο πρωί σηκώθηκε πρωί-πρωί κι

έφυγε. Η κοπελιά καθότανε τώρα και στενοχωριότανε. «Μια, δυο φορές με πίστεψε ο πατέρας μου. Την τρίτη όμως, δεν θα με

πιστέψει».«Δεν φεύγω» της λέει το βασιλιόπουλο «παρά μόνο να σε πάρω μαζί μου.

Έρχεσαι στο παλάτι μου να σε κάνω γυναίκα μου;»Η κοπελιά δέχτηκε μετά χαράς. Παρά να ζει μοναχή στην ερημιά, καλύτερα

το παλάτι.«Νομίζεις, όμως, ότι είναι εύκολο να φύγουμε; Ο πατέρας μου θα μας

κυνηγήσει να μας φάει. Άκου να δεις τι θα κάνουμε. Θα πάρουμε το χτένι μου, τ’ αποχτενίδια μου, και το άσπρο σαπούνι. Θα με πάρεις να φύγουμε, κι όπου θα σου πω, θα ρίχνεις και κάτι. Μόνο έτσι θα γλιτώσουμε».

Πάει, λέει, το βασιλιόπουλο, παίρνει το χτένι, τ’ αποχτενίδια και το άσπρο σαπούνι και φεύγουνε. Αλλά, ωστόσο, πάει ο πατέρας, το θεριό, και βλέπει πως έλειπενε η κόρη του, και καταλαβαίνει πως κάποιος την έκλεψε. Και τρέχει, λέει, να τσι φτάσει. Τους πρόλαβε, έφτασε κοντά τους και θα τους άρπαζε.

Φωνάζει τότε η κοπελιά:«Ρίξε τ’ αποχτενίδια, βασιλιόπουλο!»Βρίσκει τ’ αποχτενίδια το βασιλόπουλο, τα ρίχνει πίσω του, και γίνεται δάσος

πυκνό. Ώσπου να πάει το θεριό να καθαρίσει το δάσος, επροχωρήσανε αυτοί. Όμως, το θεριό ήτανε δυνατό, πέρασε το δάσος και χύθηκε πίσω τους. Όταν τους έφτασε πάλι, φωνάζει η κοπελιά:

«Ρίξε το χτένι, βασιλιόπουλο!»Ρίχνει αυτός πίσω τους το χτένι, γίνεται πάλι δάσος. Ώσπου να καθαρίσει πάλι

το θεριό να περάσει, επροχωρήσανε αυτοί. Τέλος, λέει η κοπέλα: «Ρίξε τώρα το σαπούνι μου». Ρίχνει το σαπούνι και γίνεται θάλασσα. Το θεριό δεν μπορούσε να περάσει τη

θάλασσα και της φωνάζει:

1 τσιτώνω:καρφώνω2 εδά: τώρα

79

Page 80: Λαϊκά Παραμύθια της Κρήτης

document.doc

«Την κατάρα μου να έχετε και να κάμεις του σκύλου τη μούρη κι ένα τσατσάκι1 να σου ακλουθά2!»

Κι ώσπου να το πει, η κοπέλα είχε κάνει του σκύλου τη μούρη και το σκυλάκι την ακλουθούσε. Πάνε στο σπίτι του βασιλόπουλου, και το βασιλόπουλο σκεφτότανε: ‘‘Τι να κάνω τώρα; Πώς θα τήνε παρουσιάσω να πω πως πήρα άσπρη σαν το χαρτί, κόκκινη σαν το ρόδο, αφού έχει του σκύλου τη μούρη;’’

Ο πατέρας του ο βασιλιάς όμως, που ήθελε να γνωρίσει την κοπέλα που θα πάρει γυναίκα ο γιος του, τους καλεί να τους κάμει τραπέζι. Τότε η κοπέλα λέει στο βασιλόπουλο.

«Δε μπορώ να παρουσιαστώ στο τραπέζι έτσι! Να πεις του πατέρα σου να περιμένει λίγο, γιατί πρέπει να του ετοιμάσω ένα δώρο. Θα του φτιάξω ένα ποκάμισο. Κι όταν θα τελειώσω το ποκάμισο θα πάμε να μας κάνει το τραπέζι».

Τι να κάνει ο βασιλιάς; Δέχτηκε να περιμένει να τελειώσει η νύφη του το δώρο. Μα το ποκάμισο αργούσενε, πάρα πολύ αργούσενε. Οι αδερφές του βασιλόπουλου ενομίζανε ότι η κοπέλα εκουρεύονταν για να κάμει το ποκάμισο. Αλλά αυτή δεν εκουρευότανε, μόνο δεν ήξερε πώς να το κάμει να αλλάξει τη μούρη της. Στο τέλος το αποφάσισε κι έστειλε το τσατσάκι στον πατέρα τση.

Λέει του: «Άμε, τσατσάκι, στον πύργο μας, και να κάτσεις απ’ όξω να κλαις, μέχρι να βγει ο πατέρας μου. Άμα θα σου πει ‘‘Είντα έχει και κλαίει τση σκυλομούρας το κουλούκι3;’’ να του πεις εσύ: ‘‘Χαιρετά σε η θυγατέρα σου, και να της δώσεις την ευκή σου, να ξαναγίνει άσπρο χαρτί, κόκκινη σαν το ρόδο’’. Άμα δε σου τη δίνει να μου τη φέρεις, να του πεις να σου δώσει τουλάχιστον το καρύδι που έχει στο ράφι, να μου το φέρεις».

Πάει το τσατσάκι έξω απ’ τον πύργο και έκλαιγε όπως του είχενε πει η βασιλιοπούλα. Προβαίνει ο πατέρας τση και του κάνει:

«Τι έχει και κλαίει τση σκυλομούρας το κουλούκι;»Λέει το κουλούκι: «Χαιρετά σε η θυγατέρα σου, και να της δώσεις την ευκή

σου, να ξαναγίνει άσπρο χαρτί, κόκκινη σαν το ρόδο».«Δε δίνω εγώ την ευκή μου, γιατί έφυγε και με παράτησε».«Ε, να μου δώσεις, λέει, τουλάχιστον, το καρύδι που ’χεις στο ράφι να τση το

πάω».Βγαίνει, λέει, αυτός, του δίνει το καρύδι και φεύγει. Ακούει η κοπελιά τα

παράπονα του πατέρα της από το σκυλάκι, μα τι να κάνει; Να ξαναγυρίσει πίσω δεν ήθελε. Σπάει, όμως, το καρυδάκι, βγαίνει το πουκάμισο του βασιλιά.

Μα ο καιρός περνούσε, και έπρεπε να παρουσιάσει επιτέλους το ποκάμισο. Για να κερδίσει χρόνο να μην παρουσιαστεί στο τραπέζι, λέει πως μαζί το ποκάμισο, πρέπει να κάμει και μια ζώνη. Στέλνει πάλι το τσατσάκι και του λέει:

«Να πας πάλι όξω από τον πύργο μας. Να κλαις και να οδύρεσαι, και θα βγει ο πατέρας μου να σου πει: ‘‘τι έχει και κλαίει τση σκυλομούρας το κουλούκι;’’ Εσύ να του πεις πως θέλω την ευκή του, να ξαναγίνω άσπρη σαν το χαρτί, κόκκινη σαν το ρόδο. Και πως αγάπησα το βασιλιόπουλο κι ήθελα να το παντρευτώ. Κι άμα δε σου δίνει πάλι την ευκή, να του πεις να σου δώσει τα μύγδαλα που έχει στο ράφι».

Πάει πάλι το κουλούκι, κι έκλαιγε όξω από τον πύργο. Βγαίνει το θεριό, και λέει:

«Τι έχει και κλαίει τση σκουλομούρας το κουλούκι;»

1 το τσατσάκι: το σκυλάκι (;)2 ακλουθώ: ακολουθώ3 το κουλούκι: το σκυλάκι

80

Page 81: Λαϊκά Παραμύθια της Κρήτης

document.doc

Λέει το τσατσάκι: «Χαιρετά σε η θυγατέρα σου, και σου μηνά να της δώσεις την ευκή σου να ξαναγίνει σαν και πρώτα, γιατί αγάπησε, λέει, το βασιλιόπουλο κι ήθελε να το παντρευτεί, γι’ αυτό έφυγε από τον πύργο σας».

«Δε δίνω εγώ την ευκή μου και να το ξεχάσει!» λέει πάλι το θεριό νευριασμένο.

«Ε, σα δε μου δίνεις την ευκή σου, δώσε μου τα μύγδαλα που ’χεις στο ράφι να της τα πάω»

Δίνει του τα μύγδαλα, και τα πάει στο παλάτι. Σπάει η κοπελιά τα μύγδαλα και βγαίνει η ζώνη.

Δείχνει τη ζώνη στο βασιλιόπουλο. Μα ο καιρός περνούσε, κι ο βασιλιάς συνέχεια ρωτούσε το βασιλιόπουλο πότε θα γνωρίσει την κοπελιά του που ήτανε άσπρη σαν το χαρτί, κόκκινη σαν το ρόδο. Κι όλο δικαιολογίες έβρισκε το βασιλιόπουλο πως πρώτα πρέπει να ετοιμάσουνε κι αυτοί τα δώρα τους, να ’ναι αντάξια του βασιλιά.

Ε, μια μέρα, αφού είδε και τη ζώνη το βασιλιόπουλο, λέει της γυναίκας του: «Εγώ λέω να πάμενε στο τραπέζι, και να του πούμενε για το θεριό, κι ό,τι

θέλει ας γίνει».«Όχι, άντρα μου, όχι ακόμα. Ο πατέρας μου μ’ αγαπά, και δε θ’ αντέξει για

πολύ. Άσε ακόμα λίγον καιρό». Λέει πάλι στο κουλούκι: «Θα πας πάλι όξω από τον πύργο μας. Θα κλαις και να οδύρεσαι και θα βγει ο πατέρας μου να σου πει, ‘‘τι έχει και κλαίει τση σκυλομούρας το κουλούκι;’’ Εσύ να του πεις πως θέλω την ευκή του, να ξαναγίνω άσπρη σαν το χαρτί, κόκκινη σαν το ρόδο. Και πως ο βασιλιάς θέλει να με γνωρίσει και δε μπορώ να του παρουσιαστώ με τα χάλια που έχω. Θα ντροπιαστώ. Κι άμα δε σου δίνει πάλι την ευκή, να του πεις να σου δώσει το κάστανο που έχει στο ράφι».

Πάει πάλι το τσατσάκι στον πατέρα της. Στέκεται όξω από τον πύργο, κι έκλαιγε. Βγαίνει, λέει, το θεριό και ξαναρωτά:

«Τι έχει και κλαίει τση σκυλομούρας το κουλούκι;»«Χαιρετά σε η θυγατέρα σου. Μα να της δώσεις, λέει, την ευκή σου, να

ξαναγίνει άσπρη σαν το χαρτί, κόκκινη σαν το ρόδο, γιατί θα παρουσιαστεί, λέει μπροστά στο βασιλιά και θα ντροπιαστεί. Κι άμα πάλι δε θες να της δώσεις την ευκή σου, να της δώσεις τουλάχιστον το κάστανο πού έχεις στο ράφι».

Αυτός το καλοσκέφτηκε. Είδε κι απόειδε πως η κόρη του δεν ξαναγυρίζει στο σπίτι τους, τι να κάνει; Δίνει, λέει, του κουλουκιού το κάστανο και μια βίτσα και του λέει:

«Να πας να τση δώσεις το κάστανο και μετά να δώσεις τρεις βιτσές1 στην πόρτα και να χαθείς από ’κει».

Επήρε το κάστανο και τη βίτσα το σκυλάκι, πάει στο παλάτι. Δίνει της κοπελιάς το κάστανο, και παίζει και τρεις βιτσές στην πόρτα, κι εξαφανίζεται. Έγινε πάλι η κοπέλα άσπρη σαν το χαρτί, κόκκινη σαν το ρόδο. Σπάει και το κάστανο και βγαίνει από μέσα μια χρυσή κότα με τα κλωσσόπουλά τση.

Χαρούμενη η κοπέλα και το βασιλιόπουλο στείλανε μήνυμα στο βασιλιά να γίνει το τραπέζι, γιατί τέλειωσε η βασιλιοπούλα τα δώρα.

Γίνεται η κάλεση, πάνε οι αδερφές του, οι γαμπροί του, τήνε βλέπουνε και θαυμάζουνε τι όμορφη που είναι! Δίνει τα δώρα του βασιλιά, το ποκάμισο και τη ζώνη, πολύ χάρηκε κι αυτός. Έρχεται η ώρα, καθίζουνε να φάνε. Η βασιλιοπούλα που ήτανε άσπρη σαν το χαρτί, κόκκινη σαν το ρόδο είχε βάλει την κότα με τα κλωσσόπουλά της μέσα στο μπέτη2 της. Κι όση ώρα τρώγανε οι άλλοι, έβαζε

1 οι βιτσές: οι βιτσιές2 ο μπέτης: το στήθος

81

Page 82: Λαϊκά Παραμύθια της Κρήτης

document.doc

αυτή και μια μπουκιά στο στήθος της που είχε την κότα. Τη βλέπουνε κι οι άλλοι κι αναρωτηθήκανε γιατί το κάνει ετούτο. Και λένε: «Κοίτα! Αυτή βάνει φαΐ να φάει κι ύστερα βάνει και στο μπέτη της… Φαίνεται πως είναι κανένα συνήθειο της χώρας της. Ας βάλομε κι εμείς, να μη νομίζει πως είμαστε χειρότεροι από αυτήν». Βάζουνε κι αυτοί που δεν είχανε κότα στο μπέτη.

Ύστερα αφού φάγανε σηκώνουνται και χορεύουνε. Σε κάθε βόλτα του χορού έβγανε η κοπέλα ένα χρυσό κλωσσόπουλο και το πέτανε κι έλαμπε το σπίτι. Κι αυτηνών επέφτανε τα φαγιά τους από το μπέτη τους. Τελευταία η κοπελιά επέταξε τη χρυσή κότα κι έλαμψε το σπίτι.

Μετά τους λέει ο βασιλιάς:«Τώρα θα πάμε στο περβόλι. Κι όποια νύφη κάνει τρεις βόλτες τα μαλλιά

της στο μποτζά1 του πηγαδιού, αυτή θα κάτσει στο θρονί μου». Βγάνει η μια το μαντίλι της, δεν είχενε τόσο μακριά μαλλιά, βγάνει η άλλη το

μαντίλι της, ούτε αυτή δεν είχενε τόσα μαλλιά, βγάνει, λέει, κι η άσπρη σαν το χαρτί-κόκκινη σαν το ρόδο, το μαντίλι της κι έκανε τρεις βόλτες τα μαλλιά της στο μποτζά του πηγαδιού, και ο βασιλιάς την έκατσε στο θρονί του βασίλισσα και αφέντισσα σε ούλη τη χώρα.

Κι εζήσανε αυτοί καλά, κι εμείς πιο καλά.

1 ο μποτζάς: τα χείλη

82

Page 83: Λαϊκά Παραμύθια της Κρήτης

document.doc

Το Χρυσό Ρουμπί . (Μαργαρίτες Γεροποτάμου Ρεθύμνης)

Μια φορά ήτανε ένα αντρόγυνο αγαπημένο, μα η γυναίκα δεν ήξερε του αντρός της τ’ όνομα. Ήθελε όμως, να το μάθει και του ’λεγε συνέχεια:

«Θέλω, άντρα μου, να μου πεις τ’ όνομά σου».«Δε σου το λέω» απαντούσε αυτός, «άμα θα σου το πω θα με χάσεις».Περνούσανε τα χρόνια, κι η γυναίκα συνέχεια ρώταγε τον άντρα της, και

αυτός συνέχεια το ίδιο πράμα της έλεγε: «Δε σου λέω το όνομά μου, γιατί, άμα θα σου το πω, θα με χάσεις».Ε, μια μέρα κουράστηκε η γυναίκα να ρωτά και να ξαναρωτά κι απάντηση να

μην παίρνει, και του λέει:«Ε, πες μου, άντρα μου, το όνομά σου, κι ας σε χάσω!»«Θα με χάσεις και δε θα με βρεις, παρά μόνο αν καταλύσεις1 σαράντα

ζευγάρια παπούτσα!» την προειδοποίησε αυτός. «Πές μου το κι ας σε χάσω!» «Χρυσό Ρουμπί με λένε, κι αν με χάσεις, γύρευέ με!» Κι ώσπου να το πει,

εξαφανίστηκε από μπροστά της. Στενοχωρήθηκε αυτή που έχασε τον άντρα της. Πού να τόνε βρει τώρα; Πάει,

λέει, βρίσκει τα σαράντα ζευγάρια τα παπούτσια. Έβαλε το ένα ζευγάρι, άμα σκιζότανε λίγο το πετούσε, και έτσι κατάλυσε τα σαράντα ζευγάρια. Εκειά που πορπατούσε βρίχνει μια μάγισσα και τση λέει:

«Ε, κερά μάγισσα, τον άντρα μου γυρέω, και πού θα τόνε βρω;»«Και ποιος είναι, κερά μου, ο άντρας σου;»«Χρυσό Ρουμπί τόνε λένε, και μου είπενε το όνομά του, που ήτανε

απαγορευμένο, και τον έχασα. Εκατάλυσα σαράντα ζευγάρια παπούτσια, μα δεν τον βρήκα ακόμα. Μήπως κατές2 εσύ πού βρίσκεται;»

«Ο άντρας σου είναι μακριά, στο παλάτι που είναι στον τάδε τόπο, κοντά στον ποταμό» τση λέει η μάγισσα. «Αλλά η μάνα του είναι μάγισσα και θα σε φάει άμα πας κοντά της. Δε σ’ αφήνει να τόνε πάρεις, με καμιά δύναμη!»

«Μα εγώ τον άντρα μου τον αγαπώ και τόνε θέλω! Δεν υπάρχει κανένας τρόπος να ξεγελάσουμε τη μάγισσα;»

Άμα είδενε η καλή μάγισσα πως η γυναίκα ήτανε αποφασισμένη να βρει τον άντρα τση, της είπενε:

«Άκουσε καλά είντα θα σου πω: η μάγισσα έχει ένα σκύλο και του έχει βάλει για να φάει άχερα, κι ένα γαϊδούρι και του έχει βάλει να φάει κόκαλα. Έχει και μια σκούπα στην άκρη, αλλά η σκάλα της είναι ασκούπιστη. Κι έχει και δυο κοπέλες και καθαρίζουνε το φούρνο που φουρνίζουνε τα ψωμιά, αλλά δεν έχουνε πάνιστρο3, και τονε πανίζουνε με τα στήθια τους. Εσύ θα πας και μόλις θα μπεις, θα πιάσεις τη σκούπα να σκουπίσεις τη σκάλα. Μετά θα βρεις το σκύλο, θα του βγάλεις τα άχυρα να τα βάλεις στο γαϊδούρι, και τα κόκαλα να τα βάλεις στο σκύλο. Θα κρατάς και πάνιστρα να τα δώσεις στις κοπέλες να πανίζουνε το φούρνο. Αν τα κάνεις αυτά, όλα θα πάνε καλά!»

Χιλιοευχαρίστησε η γυναίκα την καλή μάγισσα, και δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει, ψάχνει να βρει το παλάτι κοντά στον ποταμό. Το βρίχνει. Μπαίνει μέσα και πρώτη της δουλειά ήτανε να κάνει ούλα εκείνα που της είπενε η μάγισσα. Πρώτα εσκούπισε με τη σκούπα, κι ύστερα τήνε κρέμασε στον τοίχο σ’ ένα

1 καταλύω: χαλάω2 κατέ(χ)ω: γνωρίζω3 το πάνιστρο: εργαλείο για το σκούπισμα

83

Page 84: Λαϊκά Παραμύθια της Κρήτης

document.doc

καρφί. Ύστερα βρήκε το σκύλο που πεινούσενε ο κακομοίρης και κοιτούσενε τα άχερα και δε μπορούσε να τα φάει. Παίρνει τα άχερα και τα δίνει του γαϊδουριού, και παίρνει από το γαϊδούρι τα κόκαλα και τα δίνει του σκύλου, κι έπεσε ο κακομοίρης με τα μούτρα στο φαΐ. Τέλος, βρίχνει και τις κοπελιές, τους δίνει τα πάνιστρα, και αρχίζουνε να πανίζουνε με τούτα το φούρνο.

Άμα τα έκανε όλα αυτά, ύστερα πάει και βρίσκει τον άντρα της, το Χρυσό Ρουμπί που ήτανε με τη μάνα του. Μόλις την είδενε ο άντρας της εχάρηκε, αλλά η μάνα του εχίμηξε να τήνε φάει.

«Όχι, μάνα, μην τήνε φας, μα εγώ τήνε θέλω τη γυναίκα μου!» είπε το Χρυσό Ρουμπί.

Γυρίζει η κακιά μάγισσα, και λέει τση γυναίκας: «Εγώ το γιο μου δε στον αφήνω να τόνε πάρεις, εκτός να μου κάμεις τρεις

δουλειές: Θα πάρεις αυτά τα ρούχα –της δίνει την άμαξα με τα ρούχα- να τα πας στον ποταμό. Σε μια ώρα μέσα τα θέλω πλυμένα, στεγνωμένα και στο σπίτι πηγαιμένα. Κι άμα δεν τα φέρεις, αλίμονό σου!»

Η γυναίκα σάστισε. Πώς να κάμει τόση δουλειά σε μια ώρα; Αλλά το Χρυσό Ρουμπί που ήθελε να τήνε βοηθήσει, τήνε πήρε πέρα-πέρα και

της λέει: «Θα πας στο ποτάμι και θα φωνάξεις τρεις φορές ‘‘ε, νεράιδες του γιαλού και στοιχειά του ποταμού, χαιρετά σας του Χρυσού Ρουμπιού η μάνα, και σε μια ώρα μέσα θέλει αυτά τα ρούχα πλυμένα, στεγνωμένα και στο σπίτι πηγαιμένα!’’ Και θα βγούνε οι νεράιδες που είναι φιλενάδες τση μάνας μου και θα σε βοηθήσουνε, και θα μπορέσουμε τότε να φύγουμε».

Πάει η γυναίκα, βάζει τις φωνές στον ποταμό: «Ε, νεράιδες του γιαλού και στοιχειά του ποταμού, χαιρετά σας του Χρυσού

Ρουμπιού η μάνα, και σε μια ώρα μέσα θέλει αυτά τα ρούχα πλυμένα, στεγνωμένα και στο σπίτι πηγαιμένα!»

Ώσπου να το πει, παρουσιαστήκανε οι νεράιδες. Η μια έπλυνε τα ρούχα, η άλλη τα κοπάνιζε, η άλλη τα έτριβε, η άλλη τα ξέπλυνε, η άλλη τα τίναζε, η άλλη τα άπλωνε στα δεντρά να στεγνώξουνε. Ώσπου να πλυθούνε τα τελευταία, μια άλλη νεράιδα μάζευε τα πρώτα που είχανε στεγνώξει, κι έτσι με το μαγικό τους τρόπο, τα στεγνώξανε, τα δώσανε τση γυναίκας, κι αυτή σε μια ώρα τα είχε πηγαιμένα στο σπίτι, και τα παραδίδει τση μάγισσας.

Αλλά αυτή κατάλαβε το κόλπο, και τση λέει: «Εσύ ’σαι μάγισσας παιδί, μάγισσας θυγατέρα κι ο γιος μου το Χρυσό Ρουμπί σου τ’ αρμηνεύγει εσένα!» «Δεν είμαι μάγισσας παιδί, μάγισσας θυγατέρα, κι ο γιος σου το Χρυσό Ρουμπί δε μου τα λέει εμένα».

Η κακιά μάγισσα εχίμηξε να τηνε φάει, μα το Χρυσό Ρουμπί αρπά τη γυναίκα του και όπου φύγει-φύγει! Βάζει τις φωνές η κακιά μάγισσα, να μαζευτούνε όλοι της οι βοηθοί, να τήνε βοηθήσουνε να πιάσει την κλέφτρα του γιου της. Λέει:

«Πιάσε μου τηνε, σκάλα!»«Όχι, λέω, δε σου τήνε πιάνω! Και τόσο καιρό μ’ είχες ασκούπιστη κι ήρθενε

αυτή και με σκούπισε!» «Πιάσε μου τηνε, σκούπα!»

84

Page 85: Λαϊκά Παραμύθια της Κρήτης

document.doc

«Όχι, λέω, δε σου τηνε πιάνω! και τόσο καιρό μ’ είχες χάμαι1, κι αυτή ήρθε και με κρέμασε!»

«Πιάσε μου τηνε, γαϊδούρι!»«Δε σ’ τηνε πιάνω, τόσον καιρό μ’ είχες κι έτρωγα κόκαλα και ήρθενε αυτή

και μου ’βαλε άχυρα!» «Πιάσε μου τηνε, σκυλί!»«Όχι, λέω, δε σ’ τηνε πιάνω, όλο τον καιρό μ’ είχες κι έτρωγα άχερα, κι ήρθε

αυτή και μου έβαλε κόκαλα!»Κι έτσι βρήκανε την ευκαιρία το Χρυσό Ρουμπί κι η γυναίκα του και φεύγουνε. Επήγανε στο σπίτι τους και ζήσανε αυτοί καλά, κι εμείς πιο καλά.

1 χάμαι: κάτω

85

Page 86: Λαϊκά Παραμύθια της Κρήτης

document.doc

Ο Μόσκος (Μαργαρίτες Γεροποτάμου Ρεθύμνης)

Μια φορά κι έναν καιρό ήτανε ένας βασιλιάς κι είχενε τρεις κόρες. Οι δύο παντρευτήκανε αλλά η τρίτη δεν ήθελε να παντρευτεί. Δεν της άρεσε κανένας απ’ τους γαμπρούς που της προξενέψανε. Λέει του πατέρα της:

«Εγώ δεν παντρεύομαι, μόνο θέλω να μου πάρεις μυρωδικά: μοσχοκάρυδο, κανέλα, γαρύφαλλα, να τόνε κάνω μόνη μου τον άντρα που θα πάρω».

Τση τα παίρνει. Άρχιξε αυτή, εκοπάνιζε, εκοσκίνιζε, εζύμωνε. Σε σαράντα μέρες έκανε έναν άνθρωπο. Παρακαλούσε κι άλλες σαράντα μέρες την Παναγία Θεοτόκο να του δώσει στόμα να μιλήσει. Σε σαράντα μέρες απάνω του ’δωκε και το στόμα και μίλησε. Η βασιλοπούλα τόνε ονόμασε Μόσκο και τόνε παντρεύτηκε. Μετά από πολύ καιρό, ο Μόσκος έφυγε για να πάει ταξίδι. Έμεινε μόνη της η βασιλοπούλα. Περιμένει πως θα γυρίσει, περιμένει, τίποτα ο Μόσκος. Άφαντος. Τι είχε συμβεί; Εκεί στα ξένα μέρη απού πήγε, τον αγάπησε μια άλλη γυναίκα και τόνε κράτηξενε και δεν τον άφηνε να φύγει.

Η βασιλοπούλα το αποφασίζει να πάει να τόνε βρει. Περπάτηξε, περπάτηξε, πέρασε χώρες και χωριά, και στο τέλος, κουρασμένη, φτάνει σε ένα χωριουδάκι. Εκεί, βλέπει τον άντρα της το Μόσκο να ζει με την άλλη γυναίκα. Τι να κάνει; Αποφάσισε να μείνει εκεί και να τον πάρει πίσω. Ντύνεται καλογριά και μπαίνει σ’ ένα μαραγκούδικο. Λέει:

«Μήπως έχετε ένα δωμάτιο να νοικιάσω;»«Έχομενε». Νοικιάζει ένα δωμάτιο στην ίδια γειτονιά που έμενε ο Μόσκος και κάθεται

μέσα. Η γειτόνισσα που είχε τον άντρα της την επισκεπτότανε συχνά. Μια μέρα, η βασιλοπούλα που ήτανε μεταμφιεσμένη σε καλογριά σπάει ένα καρύδι και βγάνει ένα χρυσό ζευγάρι παπούτσια. Πάει η γειτόνισσα και τα βλέπει.

«Ώφου, γειτόνισσα ωραία παπούτσια! Θα μου τα δώσεις; Μα εσύ είσαι καλογριά και δεν τα χρειάζεσαι!»

«Θα σου τα δώσω. Αλλά θα μου δώσεις κι εσύ τον άντρα σου μια βραδιά;»«Θα σου τόνε δώσω».Πάει η γειτόνισσα το βράδυ, κάνει καφέ του Μόσκου, του ρίχνει μέσα ύπνο1,

τόνε πάνε σηκωτό στην καλόγρια. Η βασιλοπούλα η κακομοίρα, όταν τόνε ξαπλώσανε στο κρεβάτι της, άρχιξε κι έκλαιγε από τη στενοχώρια της.

«Ώχου, άντρα μου, απού εκοσκίνιζα, απού εκοπάνιζα, απού εζύμωνα, απού έπλαθα, σαράντα μέρες, και παρακαλούσα κι άλλες σαράντα μέρες την Παναγία Θεοτόκο να σου δώσει στόμα να μιλήσεις. Και ’δα σε χαίρονται άλλοι!»

Έτσι πέρασε όλη τη βραδιά η βασιλοπούλα. Την άλλη μέρα, σπάει άλλο καρύδι, και βγάζει από μέσα ένα χρυσό φόρεμα. Πάει η γειτόνισσα, το βλέπει, το ζήλεψε.

«Θα μου δώσεις, γειτόνισσα, το φόρεμα; μα του λόγου σου είσαι καλόγρια και δεν το βάνεις».

«Άμα μου δώσεις τον άντρα σου μια βραδιά, θα σου το δώσω».«Να σου τόνε δώσω, γειτόνισσα».Πάει πάλι η γυναίκα που είχενε το Μόσκο, του δίνει τον ύπνο, τόνε πάνε πάλι

κοιμισμένο στης καλογριάς. Τόνε ξαπλώνει πάλι η βασιλοπούλα στο κρεβάτι, και καθότανε από πάνω του και τόνε κοίταζε κι έκλαιγε.

1 Ο ύπνος: το υπνωτικό

86

Page 87: Λαϊκά Παραμύθια της Κρήτης

document.doc

«Ώχου άντρα μου, απού εκοσκίνιζα, απού εκοπάνιζα, απού εζύμωνα, απού έπλαθα, σαράντα μέρες, και παρακαλούσα κι άλλες σαράντα μέρες την Παναγία Θεοτόκο να σου δώσει στόμα να μιλήσεις. Και ’δα σε χαίρονται άλλοι!»

Αυτός δεν την άκουγε γιατί κοιμότανε. Μετά από ώρες, έρχεται η γυναίκα που τον είχε και τόνε παίρνει κοιμισμένο πίσω.

Από το μαραγκούδικο όμως, παρακολουθούσανε αυτή την κίνηση και την άλλη μέρα τόνε πιάνουνε και του τα λένε: «Κάθε βράδυ, κακομοίρη μου, σε παίρνουνε κοιμισμένο και σε πάνε στης καλόγριας. Κι αυτή κάθεται και σε κοιτάει και κλαίει και οδύρεται και λέει «Ώχου, άντρα μου, απού εκοσκίνιζα, απού εκοπάνιζα, απού εζύμωνα, απού έπλαθα, σαράντα μέρες, και παρακαλούσα κι άλλες σαράντα μέρες την Παναγία Θεοτόκο να σου δώσει στόμα να μιλήσεις. Και ’δα σε χαίρονται άλλοι!»

Η βασιλοπούλα-καλογριά σπάει πάλι ένα αμύγδαλο, και βγάνει μια χρυσή μπόλια για τα μαλλιά. Τήνε βλέπει η γειτόνισσά της, τήνε ζήλεψε τέτοια όμορφη μπόλια, πάει πάλι και της τήνε ζητά.

«Ώφου, γειτόνισσα, θα μου δώσεις τη χρυσή τη μπόλια; Μα δεν τήνε χρειάζεσαι εσύ, αφού είσαι καλόγρια».

«Θα σου τήνε δώσω, άμα μου φέρεις πάλι απόψε τον άντρα σου».Συμφώνησε πάλι η γειτόνισσα. Το βράδυ, κάνει πάλι του Μόσκου καφέ με

ύπνο και του τόνε πάει. Αυτός που κάτι είχενε καταλάβει τση λέει: «Πήγαινε να μου φέρεις και νερό μαζί με τον καφέ». Κι ώστε να γυρίσει η γυναίκα έχυσε τον καφέ από το παραθύρι κι έκανε τον

κομισμένο. Έρχεται η γυναίκα, τόνε βλέπει, θαρρεί πως εκοιμήθηκε. Τόνε πιάνουνε πάλι και τόνε πάνε στης καλογριάς. Άρχιξε πάλι αυτή:

«Μόσκο μου, απού εκοσκίνιζα, απού εκοπάνιζα, απού εζύμωνα, απού έπλαθα, σαράντα μέρες, και παρακαλούσα κι άλλες σαράντα μέρες την Παναγία Θεοτόκο να σου δώσει στόμα να μιλήσεις. Και ’δα σε χαίρονται άλλοι!»

Αυτός όμως, που δεν εκοιμότανε, σηκώθηκε, την πήρε, πήρε και τα ρούχα που είχανε δώσει και της γειτόνισσας και γυρίσανε στο σπίτι τους. Και ζήσανε αυτοί καλά, κι εμείς πιο καλά.

87

Page 88: Λαϊκά Παραμύθια της Κρήτης

document.doc

Ο έξυπνος γάτος (Μαργαρίτες Γεροποτάμου Ρεθύμνης)

Μια φορά ήταν ένας άνθρωπος και είχενε τρία παιδιά, ένα γάτη, ένα μύλο και ένα γαϊδουράκι. Όταν εγέρασε και κατάλαβε πως ήρθε ο καιρός του να ποθάνει, κάλεσε τα παιδιά του να τους μοιράσει ό,τι έχει. Του μεγάλου γιου έδωσε το μύλο, του μεσαίου έδωσε το γάιδαρο, και του μικρού το γάτη.

«Να τον έχεις, να τόνε περιποιείσαι, και τούτος θα ’ναι η μοίρα σου» του είπενε.

Το παιδί δεν εδιαμαρτυρήθηκε. Έπιασε, όμως, χειμώνας και δε μπορούσε να πάει να δουλέψει. Νιαούριζε ο γάτης στα πόδια του. «Είντα θα σου δώσω να φας, που βρέχει και δεν έκαμα μεροκάματο, δεν έχω ψωμί».

Αλλά αυτός είχε ανθρώπινη εμιλιά και μίλιε: «Μη στενοχωράσαι, αφέντη, θα πάω στου βασιλιά, να του πω να σου δώσει την κόρη του γυναίκα, να πάμε να ζήσομε στο παλάτι».

Εγέλασε το παιδί. «Εμένα θα δώσει την κόρη του;»«Ναι, εγώ θα του το πω, και θα σου τήνε δώσει».Σηκώνεται την άλλη μέρα ο γάτης και φεύγει. Στο δρόμο τού απαντήχνουνε1

ένα κοπάδι πέρδικες. «Πού πας, γάτη;»«Στου βασιλιά. Να του πω να δώσει την κόρη του του αφεντικού μου. Ελάστε

και σεις που ο βασιλιάς έχει στάρι να σας ταΐζει, να μη σας σκοτώνουνε οι κυνηγοί».«Καλή ιδέα. Να σου ’κλουθούμε2».Πέρα-πέρα του ’παντήχνουνε λαγοί. «Πού πας, γάτη με τσι πέρδικες;»«Στου βασιλιά να του πω να δώσει την κόρη του του αφεντικού μου. Ελάστε

και σεις απού έχει κήπους, περβόλια, να τρώτε άφοβα, να μη σας σκοτώνουν οι κυνηγοί».

«Ερχόμαστε». Κάτω-κάτω τόνε βλέπει ένα κοπάδι περιστέρια. «Πού πας, γάτο με τσι πέρδικες και με τσι λαγούς;»«Στου βασιλιά πάω, να του πω να δώσει την κόρη του του αφεντικού μου.

Ελάστε κι εσείς που έχει τροφές να μη σας σκοτώνουν οι κυνηγοί».Του ακλουθούσανε και τα περιστέρια. Πάει στου βασιλιά, αλλά δεν τον

αφήνουν οι δούλοι του παλατιού να μπει μέσα. Γροικά3 τη μουρμούρα ο βασιλιάς, και πορίζει4 όξω. Θωρεί τα πουλιά, τσι λαγούς και τσι πέρδικες και σκέφτηκε, πως τ’ αφεντικό ετούτου του γάτη ειναι πλούσιος άνθρωπος. Έρχεται μπροστά ο γάτης και του λέει:

«Βασιλιά μου, ήρθα να σου πω να δώσεις την κόρη σου του αφεντικού μου. Μου έδωσε αυτά τα πουλιά και τσι λαγούς να στα φέρω δώρο».

Ο βασιλιάς τόνε πίστεψε και του είπε: «Άμε να πεις του αφεντικού σου να έρθει να του δώσω την κόρη μου».

Πάει ο γάτης στο αφεντικό του και του λέει: «Ο βασιλιάς μου είπε να πας, μα θα σου δώσει την κόρη του!»

Το παιδί κι ο γάτης ξεκινήσανε για το παλάτι. Στο δρόμο ακουμπήσανε σε βράχο να ξεκουραστούνε από την πεζοπορία. Αναστέναξε το παιδί και είπενε «Αχ!»

1 απαντήχνω: συναντώ2 ακλουθώ: ακολουθώ3 γροικώ: ακούω4 πορίζω: βγαίνω

88

Page 89: Λαϊκά Παραμύθια της Κρήτης

document.doc

Πορίζει απ’ το βράχο ένας δράκος και του λέει:«Τι με θέλεις;»«Δε σε θέλω! Είπα εγώ ότι σε θέλω;»«Μα με φώναξες., είπες Άχη!»«Εγώ αναστέναξα, δεν το ήξερα πως σε λένε Άχη!» «Και γιατί αναστέναξες;»«Στου βασιλιά πάω, να πάρω την κόρη του γυναίκα μου, αλλά δεν έχω λεφτά

να της πάρω ρούχα, ούτε να πάρω εδικά μου, και γι’ αυτό αναστέναξα».«Άσου1, κι εγώ θα σου δώσω».Βγάνει από την τσέπη του και του δίνει εκατό κλειδιά και του λέει: «Γιάε2, έναν πύργο εκεί κάτω! Άμε ν’ ανοίξεις, και εκεί είναι ρούχα και λεφτά

όσα θες! Να πας να πάρεις τη βασιλοπούλα γυναίκα σου, και να έρθετε να καθίσετε σ’ αυτό τον πύργο εφτά μέρες. Μετά τις εφτά μέρες όμως, θα έρθω να σε ρωτήξω κάτι, και, άμα δεν ξέρεις να μ’ απαντήσεις, θα την κρατήξω εγώ για γυναίκα μου».

Συμφώνησε αυτός, πήρε τα κλειδιά, πήγε στον πύργο, ντύθηκε, πήρε χρυσαφικά και βάσταγε της νύφης. Κάμανε το γάμο, γιορτάσανε και μετά το ζευγάρι έφυγε να πάει να ζήσει στον πύργο του δράκου. Περάσανε οι εφτά μέρες. Αναστέναζε πάλι το παιδί. Ο γάτης του λέει:

«Μη στενοχωράσαι, αφεντικό, μα δε στην παίρνει ο δράκος την κοπελιά».«Δεν μου τήνε παίρνει; Άμα έρθει και με αρωτά και δεν κατέχω να του

απαντήσω, θα μου τήνε πάρει!»«Εγώ θα σε βοηθήσω. Όταν θα έρθει ο δράκος, θα κλείσω την πόρτα να μη

βλέπει ποιος του μιλεί. Θα μιλεί αυτός και θα μιλώ κι εγώ. Εσύ δεν θα μιλείς». «Καλά» λέει το παιδί. Περνούν οι εφτά μέρες, πάει ο δράκος. Σφαλίζουν την πόρτα να μην τους

βλέπει. Λέει ο δράκος απ’ όξω:«Ένας λόγος είναι, είντα λέει;»«Ένας είναι ο Κύριος!»«Δυο λόγια είντα λένε;»«Δυο πόδια έχει η κότα!»«Τρία λόγια είντα λένε;»«Τρισυπόστατος σταυρός!»«Τέσσερα λόγια είντα λένε;» «Τέσσερα πόδια έχει η γάτα!»«Πέντε λόγια είντα λένε;»«Πέντε δάχτυλα το χέρι!»«Έξε3 λόγια είντα λένε;»«Έξι πόδια έχει η μύγια!»«Εφτά λόγια είντα λένε;»«Εφτά άστρα έχει η πούλια!»«Οχτώ λόγια είντα λένε;»«Οχτώ μέρες έχει η εβδομάδα!»«Εννιά λόγια είντα λένε;»«Εννιά μήνες κάνει το παιδί στην κοιλιά τση μάνας του!»«Δέκα λόγια είντα λένε;»«Δεκαμήνι το πουλάρι!»«Έντεκα λόγια είντα λένε;»

1 άσου: στάσου2 γιάε: κοίτα3 έξε: έξι

89

Page 90: Λαϊκά Παραμύθια της Κρήτης

document.doc

«Εντεκαμήνι το μοσχάρι!»«Δώδεκα λόγια είντα λένε;»«Δώδεκα μήνες έχει ο χρόνος! Και να σκάσει ο δράκος να γενεί ο μισός

μάλαμα κι ο άλλος ασήμι!»Και σκα ο δράκος και γίνηκε ο μισός ασήμι κι ο άλλος μάλαμα. Και κράτηξε

το παιδί και τον πύργο και όλα. Κι έζησε με την βασιλοπούλα και με τον γάτη του καλά, κι εμείς καλύτερα.

90