τεχνοευγονικη της εργασιας

22
Κωνσταντίνος Κοσκινάς * , Σαραφίδης Θεόδωρος ** Το Τεχνο-Ευγονικό Όνειρο της Εργασίας: Από το Πανοπτικό στο Κυβερνοπτικό 1. Εισαγωγή Είναι γνωστό ότι το ζήτημα της οργάνωσης της εργασίας έχει απασχολήσει τους περισ- σότερους κλάδους των κοινωνικών επιστημών. Σχεδόν σε όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνα, οι περισσότερες κοινωνιολογικές αναλύσεις ξεκινώντας κυρίως από τη μαρξική και βεμπεριανή παράδοση προσπάθησαν – άλλες λιγότερο και άλλες περισσότερο – να συμβάλλουν στην υπόθεση της απελευθέρωσης της. Όλα αυτά μέχρι την αυγή της δεκαετίας του 90 κατά τη διάρκεια της οποίας η κοινωνιολογική προσέγγιση έδωσε τόπο στις θεωρήσεις για το τέλος της εργασίας και την αυγή μίας νέας εποχής, που τα ουτοπικά απελευθερωτικά οράματα υπο- χώρησαν για να δώσουν τη θέση τους στο τεχνο-ευγονικό όνειρο της διαρκούς ελαστικής ερ- γασιακής οργάνωσης. Αυτή η στροφή στο θεωρητικό προσανατολισμό συμβαδίζει με την ανάδυση τριών νέων δομικών παραμέτρων: την διαδικασία της παγκοσμιοποίησης την ανάδυση της δικτυακής εταιρείας ως νέα μορφή οργάνωσης της καπιταλιστικής συσσώρευσης την μετάλλαξη της Αρχιτεκτονικής των σχέσεων εξουσίας στα πλαίσια των νέων εται- ρειών και το πέρασμα από το Πανοπτικό στο Κυβερνοπτικό (Cyberopticon) 1 τη μετάλλαξη της εργασίας από τη δυαδική διαλεκτική μορφή ζωντανή/νεκρή εργασία στην κυβερνοεργασία (Cyberwork). Οι αλλαγές αυτές οδήγησαν την παραδοσιακή σκέψη στην αδυναμία ανάλυσης των νέων μορφών οργάνωσης των εργασιακών σχέσεων, όπως αυτές διαμορφώνονται ως πολύπλοκη * Αναπληρωτής Καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Τμήμα Ψυχολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου. * * Υποψήφιος Διδάκτορας, Τμήμα Ψυχολογίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο, Μέλος του Ερευνητικού Κέντρου “ΩΜΕΓΑ”. 1 Ο νεολογισμός Κυβερνοπτικό είναι δικός μας και επομένως η ανάλυση, και οποιαδήποτε ασάφεια και εννοιο- λογική αδυναμία είναι αποκλειστική μας ευθύνη.

Transcript of τεχνοευγονικη της εργασιας

Page 1: τεχνοευγονικη της εργασιας

Κωνσταντίνος Κοσκινάς*, Σαραφίδης Θεόδωρος**

Το Τεχνο-Ευγονικό Όνειρο της Εργασίας:

Από το Πανοπτικό στο Κυβερνοπτικό

1. Εισαγωγή

Είναι γνωστό ότι το ζήτημα της οργάνωσης της εργασίας έχει απασχολήσει τους περισ-

σότερους κλάδους των κοινωνικών επιστημών. Σχεδόν σε όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνα, οι

περισσότερες κοινωνιολογικές αναλύσεις ξεκινώντας κυρίως από τη μαρξική και βεμπεριανή

παράδοση προσπάθησαν – άλλες λιγότερο και άλλες περισσότερο – να συμβάλλουν στην

υπόθεση της απελευθέρωσης της. Όλα αυτά μέχρι την αυγή της δεκαετίας του 90 κατά τη

διάρκεια της οποίας η κοινωνιολογική προσέγγιση έδωσε τόπο στις θεωρήσεις για το τέλος

της εργασίας και την αυγή μίας νέας εποχής, που τα ουτοπικά απελευθερωτικά οράματα υπο-

χώρησαν για να δώσουν τη θέση τους στο τεχνο-ευγονικό όνειρο της διαρκούς ελαστικής ερ-

γασιακής οργάνωσης.

Αυτή η στροφή στο θεωρητικό προσανατολισμό συμβαδίζει με την ανάδυση τριών νέων

δομικών παραμέτρων:

– την διαδικασία της παγκοσμιοποίησης

– την ανάδυση της δικτυακής εταιρείας ως νέα μορφή οργάνωσης της καπιταλιστικής

συσσώρευσης

– την μετάλλαξη της Αρχιτεκτονικής των σχέσεων εξουσίας στα πλαίσια των νέων εται-

ρειών και το πέρασμα από το Πανοπτικό στο Κυβερνοπτικό (Cyberopticon)1

– τη μετάλλαξη της εργασίας από τη δυαδική διαλεκτική μορφή ζωντανή/νεκρή εργασία

στην κυβερνοεργασία (Cyberwork).

Οι αλλαγές αυτές οδήγησαν την παραδοσιακή σκέψη στην αδυναμία ανάλυσης των νέων

μορφών οργάνωσης των εργασιακών σχέσεων, όπως αυτές διαμορφώνονται ως πολύπλοκη

* Αναπληρωτής Καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Τμήμα Ψυχολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου.* * Υποψήφιος Διδάκτορας, Τμήμα Ψυχολογίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο, Μέλος του Ερευνητικού Κέντρου

“ΩΜΕΓΑ”.1 Ο νεολογισμός Κυβερνοπτικό είναι δικός μας και επομένως η ανάλυση, και οποιαδήποτε ασάφεια και εννοιο-

λογική αδυναμία είναι αποκλειστική μας ευθύνη.

Page 2: τεχνοευγονικη της εργασιας

διαδικασία σε παγκόσμιο επίπεδο.

Το παρόν άρθρο επιχερεί να εντοπίσει αυτές τις αλλαγές και να τις χαρτογραφήσει γνω-

στικά. Στο πρώτο κεφάλαιο προσδιορίζουμε τη παγκοσμιοποίηση ως διαδικασία στα πλαίσια

της οποίας αναδύεται μία νέα μορφή οργάνωσης της καπιταλιστικής συσσώρευσης αυτής της

δικτυακής εταιρείας. Η δικτυακή εταιρεία βασίζεται στην ελαστικότητα της οργάνωσης των

σχέσεων εργασίας, στη βάση της Διοίκησης Ολικής Ποιότητας και χαρακτηρίζεται από τη με-

τάλλαξη των σχέσεων εξουσίας, οι οποίες δομούνται πλέον σε πολύπλοκα δίκτυα επικοινωνί-

ας και ελέγχου με κύριο χαρακτηριστικό την εξομοίωση (simulation) της επιτήρησης. Οι αλ-

λαγές αυτές συμπυκνώνονται στην ανάδυση του Κυβερνοπτικού το οποίο αναλύεται στο δεύ-

τερο κεφάλαιο του παρόντος άρθρου.

2. Ο Νέος Δικτυακός Καπιταλισμός

2.1. Η Παγκοσμιοποίηση ως διαδικασία πολυπλοκοποίησης: Ο Δικτυακός Καπιταλισμός

και το περιβάλλον των σύγχρονων δικτυακών εταιρειών

Οι σύγχρονες εταιρείες καλούνται από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 να δράσουν στα

πλαίσια ενός νέου παγκοσμιοποιημένου/ παγκοσμιοποιήσιμου χώρου και χρόνου.2 Το πρώτο

μέρος – παγκοσμιοποιημένος χωροχρόνος – αναφέρεται στη συνταγματική διάσταση της δια-

δικασίας κοινωνικής θέσμισης και δημιουργίας σύμφωνα με την οποία η παγκοσμιοποίηση

μπορεί να κατανοηθεί ως το σύνολο των δομικών σχέσεων των επιμέρους κοινωνικών συστη-

μάτων που συμμετέχουν σ’ αυτή. Στο πλαίσιο αυτό η διαμόρφωση της καπιταλιστικής οικο-

νομίας συνδέεται στενά με μη-οικονομικά συστήματα (οικονομικά, νομικά, εκπαιδευτικά,

αθλητικά κλπ) σε μία διαδικασία συνεξέλιξης και συναρμογής, οι οποίες αυξάνουν την πα-

γκόσμια αλληλοεξάρτηση και αλληλοδιείσδυση μεταξύ οργανώσεων και θεσμών3. Η συνε-

ξέλιξη των επιμέρους συστημάτων μπορεί να δημιουργήσει ένα ιστορικό μπλοκ εξουσίας, δη-

λαδή ένα συσχετισμό δύναμης και εξουσίας, που δεν αντιστοιχεί μία βάση σε μία υπερδομή –

όπως θέλει ο Β. Jessop και η παραδοσιακή μαρξιστική θεωρία – αλλά αποτελεί ένα καθοδη-

2 Ο χαρακτηρισμός του νέου χώρου και χρόνου ως παγκοσμιοποιημένου/παγκοσμιοποιήσιμου, βασίζεται στην ανάλυση του Giddens για τη δυαδικότητα της διαδικασίας της δομοποίησης (structuration). Ο Giddens δια-μόρφωσε τη θεωρία της δομοποίησης, προκειμένου να ξεπεράσει τόσο τον ιμπεριαλισμό του κοινωνικού της δομολειτουργιστικής σκέψης όσο και τον ιμπεριαλισμό του ατομικού της ερμηνευτικής σκέψης. Όπως αναλύ-ει ο ίδιος «Σύμφωνα με τη θεωρία της δομοποίησης, βασικό στοιχείο της μελέτης κοινωνικών επιστημών, δεν είναι ούτε το βίωμα του ατομικού δρώντος, ούτε η ύπαρξη οποιασδήποτε μορφής κοινωνικής ολότητας, αλλά οι κοινωνικές πρακτικές διατεταγμένες στο χώρο και στο χρόνο». (Giddens, 1995: 2) Ο Β. Jessop ακολου-θώντας τον Giddens θα αναλύσει την παγκοσμιοποίηση σε δομικές – που κατά την άποψη μας αναφέρονται στον παγκοσμιοποιημένο χωροχρόνο – και στρατηγικές στιγμές – οι οποίες αναφέρονται στον παγκοσμιοποι-ήσιμο χωροχρόνο. Βλέπε την ανάλυση που ακολουθεί.

3 Ο Β. Jessop υϊοθετεί τον όρο συν-προσαρμογή (co-adaptation) αντί της συναρμογής που προτιμούμε εμείς. Βλέπε παρακάτω σημείωση 5.

– 2 –

Page 3: τεχνοευγονικη της εργασιας

γητικό (steering) κυρίαρχο δίκτυο σχέσεων. Έτσι η καπιταλιστική συσσώρευση εδραιώνεται

σε ένα ευρύτερο δίκτυο κοινωνικών σχέσεων, θεσμών και δυνάμεων που μπορεί είτε να

εμποδίζουν είτε να υποβοηθούν ρητά ή υπόρρητα την αναπαραγωγή, συστηματικοποίηση ή

διακυβέρνηση της.4 Οι διαδικασίες αυτές συμβαίνουν σε ποικίλες χωρικές κλίμακες, εγχειρη-

ματοποιούνται σε κάθε λειτουργικό υποσύστημα διαφορετικά, και περιλαμβάνουν πολύπλο-

κες ιεραρχίες. (B. Jessop 2000: 13, 22-23).

Από την άλλη πλευρά ο δεύτερος όρος – παγκοσμιοποιήσιμος χωροχρόνος – αναφέρεται

σε μία δυνητική «τάξη» τρόπων μετασχηματισμού αλλά και διατήρησης των κοινωνικών συ-

στημάτων, που δρούνε προωθώντας την παγκόσμια συνεργασία μεταξύ τους. Η δράση αυτή

αναφέρεται στο στρατηγικό σχεδιασμό και προσανατολισμό των συστημάτων στο πλαίσιο

της μεταξύ τους αλληλόδρασης. Αυτό δεν απαιτεί τη φυσική τους παρουσία σε όλες τις δια-

στάσεις του παγκόσμιου χωροχρόνου.5 Έτσι η ένταξη και η συναρμογή των συστημάτων

στην παγκοσμιοποίηση μπορεί να γίνει κατανοητή ως μία «διαδικασία ή ένα σετ διαδικασιών

που περιλαμβάνει το μετασχηματισμό της χωρικής οργάνωσης των κοινωνικών σχέσεων και

συναλλαγών – οι οποίες αξιολογούνται με τις διαστάσεις της έκτασης, της έντασης, της ταχύ-

τητας και της επίδρασης – και ο οποίος γενικεύει τις διηπειρωτικές ή διηπεριφερειακές ροές

και τα δίκτυα δραστηριοτήτων, αλληλοδράσεων και άσκησης εξουσίας.» (Held D.& Mc

Grew 2000, 54-56).6

4 Α. Σύμφωνα με το Μαρξ συσσώρευση κεφαλαίου ονομάζεται «Η χρησιμοποίηση υπεραξίας σαν κεφάλαιο ή η ξαναμετατροπή της υπεραξίας σε κεφάλαιο». Το προτσές της συσσώρευσης του κεφαλαίου αναλύεται στο 7ο μέρος του 1ου τόμου του Κεφαλαίου.Β. Ο B. Jessop θεωρεί ότι τα συστήματα αυτά δε οδηγούνται (steering) από καθαρή οικονομική λογική. Ο Καστοριάδης στο έργο του «Η ορθολογικότητα του καπιταλισμού», αναφέρει ότι ένα από τα αιτήματα της σύγχρονης κοινωνίας είναι «το αίτημα της ορθολογικότητας του homo oeconomicus, που δεν αφορά μόνο στα άτομα, αλλά και στους οργανισμούς ... Αυτός ο άνθρωπος είναι αποκλειστικώς και πλήρως υπολογιστής. Η συμπεριφορά του είναι ακριβώς η συμπεριφορά ενός υλεκτρονικού υπολογιστή, ο οποίος ανά πάσα στιγμή μεγιστοποιεί /ελαχιστοποιεί τα αποτελέσματα των ενεργειών του.» (Καστοριάδης 1998:37-38) Σε άλλα ση-μεία επιτρέπει να φανεί ένας πολιτιστικός ιμπεριαλισμός του οικονομικού συστήματος στα άλλα μέρη της κοινωνίας, που κυριαρχεί ως η φαντασιακή θέσμιση του τον «Ορθό Λόγο». Από την άλλη θυμίζουμε τις απόψεις της αποδομιστικής σκέψης J.Baudrillard που αναφέρει «...το ίδιο το οικονομικό επιβάλλεται, με την αυτονομία του απέναντι στο θρησκευτικό, το πολιτιστικό κλπ, ως σφαίρα της κοινωνικής ορθολογικότητας, ως καθολική βαθμίδα της παργωγικότητας....και επομένως ως μύθος ισότητας....» και παρακάτω συνεχίζο-ντας την κριτική στην «υλιστική» θεώρηση της ιστορίας αναφέρει «Παντού το οικονομικό εμφανίζεται ως θε-ωρητικοποίηση της ρήξης με τη συμβολική ανταλλαγή, θέσμιση ενός διαχωρισμένου πεδίου που εν συνεχεία γίνεται φορέας μίας συνολικής αναδιοργάνωσης της κοινωνικής ζωής. Προσομοίωση μίας καθολικής τελι-κότητας του υπολογισμού και της παραγωγικής ορθολογικότητας, προσομοίωση ενός καθορισμού, εκεί όπου η συμβολική ανταλλαγή δε γνωρίζει ούτε καθορισμό ούτε τέλος.» (1990: 137-140, 1994: 75-78 κα).

5 Μολονότι ο Giddens προσπαθεί να εδραιώσει μία θεωρία που να ξεπερνά τις αδυναμίες της παραδοσιακής γραμμικής αντίληψης τελικά καταλήγει στη διαπίστωση τεσσάρων επιμέρους διαστάσεων της παγκοσμιοποί-ησης: α) της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας, β) του συστήματος εθνών-κρατών, γ) της παγκόσμιας στρατιωτικής τάξης πραγμάτων και δ) του διεθνούς καταμερισμού εργασίας. Με τον τρόπο αυτό οδηγείται σε ολιστικά σχήματα που ακυρώνουν τις διαδικασίες χωροχρονικής θέσμισης των κοινωνιών στο ατομικό επίπε-δο της ρουτινοποίησης (routinization) των θεσμών. (Giddens στο D. Held & Mc Crew, 2000: 94-96 – Giddens 1995: 36, 60-61 – Giddens 2001: 90-100)

6 Α. Χρησιμοποιούμε τον όρο συναρμογή αντί του προσφιλέστερου προσαρμογή προκειμένου να διαχωρίσου-με την άποψη μας από εκείνη που θέλει τα συστήματα να προσαρμόζουν τόσο τις εσωτερικές τους δομές και διαδικασίες όσο και τις πρακτικές τους στις απαιτήσεις του εξελισσόμενου περιβάλλοντος. Αντίθετα υϊοθε-

– 3 –

Page 4: τεχνοευγονικη της εργασιας

Από τα παραπάνω συνάγεται ότι το βασικότερο χαρακτηριστικό της παγκοσμιοποίησης

είναι η διαμόρφωση ενός νέου χωροχρόνου, στο πλαίσιο του οποίου η αλληλόδραση των κοι-

νωνικών και ψυχικών συστημάτων γίνεται σε δύο επίπεδα:

1. Το επίπεδο της χωροχρονικής αποστασιοποίησης (time-space distanciation) που περι-

λαμβάνει τη διαρκή επέκταση των κοινωνικών σχέσεων ώστε να γίνεται δυνατός ο

έλεγχος και η συνεργασία σε μεγαλύτερα χρονικά και χωρικά διαστήματα. Η διαδικα-

σία αυτή βασίζεται στην επέκταση των νέων υλικών και κοινωνικών τεχνολογιών των

μεταφορών, της επικοινωνίας, του ελέγχου, και της τεχνητής νοημοσύνης. Ο Giddens

διακρίνει τη χωροχρονική αποστασιοποίηση α) στο επιτόπιο επίπεδο ή τις κατα-

στάσεις συμπαρουσίας, όπως για παράδειγμα η οργάνωση της πειθαρχίας και των

σχέσεων εργασίας στα πλαίσια μίας παραγωγικής μονάδας σε κάποια περιοχή του

κόσμου και β) στο επίπεδο των εξ αποστάσεως σχέσεων ή των καταστάσεων παρουσί-

ας-απουσίας, όπως για παράδειγμα οι σχέσεις μεταξύ μονάδων της ίδιας ή διαφορετι-

κών εταιρειών σε διαφορετικές ηπείρους, περιφέρειες, ή μέρη του κόσμου.7 (Giddens

1995: 118, 2001: 84-85 – Gregory, Martin, Smith 1994: 95-101.

2. Το επίπεδο της χωροχρονικής συμπίεσης (time-space compression), που περιλαμβάνει

την εντατικοποίηση (intensification) διακριτών γεγονότων σε πραγματικό χρόνο και/ή

την αύξηση της ταχύτητας των υλικών ή άυλων ροών πέρα από μία συγκεκριμένη

απόσταση. (Harvey 1997: 284-293 – Jessop 2000)

Η χωροχρονική αποστασιοποίηση/συμπίεση οδηγεί στη μετάλλαξη της παγκόσμιας γεω-

μετρίας:

– από αυτή ενός γραμμικού χώρου ενότητας και συνέχειας δύο διαστάσεων (ανάπτυξη–

υπανάπτυξη)

– στη διάχυτη οργάνωση ενός πολυδιάστατου χώρου αλληλοδικτυώμενων και αλληλο-

διεισδυόμενων ασυνεχών κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών συστημάτων:

α) Με την ανάπτυξη τριών βασικών συνασπισμών – Ευρωπαϊκή Ένωση (EU),

τώντας τη θεωρία των αυτοποιητικών συστημάτων – βλέπε σχετικά το έργο του N. Luhmann, H. Willke και B. Jessop στην κοινωνιολογία, των Maturana-Varela στη βιολογία – αλλά αλλά και τις σύγχρονες προσεγγί-σεις της θεωρίας του Χάους – βλέπε σχετικά I. Prigozine και Ν. Ταμπάκη – δεχόμαστε τα κοινωνικά και ψυ-χικά συστήματα ως αυτόνομες οργανώσεις, τα οποία συνεξελίσσονται με το περιβάλλον, που πυροδοτεί και δεν καθορίζει τις δομικές μεταβολές τους.Β. Με την έννοια της ροής αναφερόμαστε στις «σκόπιμες, επαναλληπτικές, προγραμματισμένες ακολουθίες συναλλαγής και αλληλόδρασης ανάμεσα σε φυσικά ασυνεχείς θέσεις, που κρατούνται από τους κοινωνικούς δρώντες στις οικονομικές, πολιτικές και συμβολικές δομές της κοινωνίας» (Castells 1997: 412).

7 Ο Luhmann θεωρεί ότι η κύρια διαφορά ανάμεσα στα κοινωνικά και τα ψυχικά συστήματα είναι ότι τα πρώτα διαδικασιοποιούν το νόημα ως γλωσσικά διαμεσολαβοποιημένη επικοινωνία ενώ τα δεύτερα επεξερ-γάζονται το νοήμα ως αναπαράσταση και σκέψη (Willke 1996, 90). Το νόημα εξάλλου επιτρέπει την αλληλο-διείσδυση κοινωνικού-ψυχικού μέσω της διαδικασίας της συμβολικής γενίκευσης. (Luhmann1995, 65-66 και 92-97).

– 4 –

Page 5: τεχνοευγονικη της εργασιας

Βόρεια Αμερική (NAFTA) και Ανατολική Ασία (ASEAN) – και τη δόμηση των

μεταξύ τους δικτυακών σχέσεων όπως για παράδειγμα το φόρουμ για τη συνεργα-

σία Ασίας-Ειρηνικού (Acia-Pacific Cooperation forum), την Νεο-ατλαντική Αν-

τζέντα (New Transatlantic Agenda), και τις Ασιατικο-ευρωπαϊκές συναντήσεις

(Asia-Europe meetings).

β) Με την ανάπτυξη μίας «δυνητικής περιφέρειας» (virtual region) ανάμεσα σε συνε-

χείς ή ασυνεχείς τόπους διεθνικών οικονομικών θεσμών, όπως για παράδειγμα η

Παραευξύνεια Οικονομική Συνεργασία.

γ) Με την ανάπτυξη και επέκταση των πολυεθνικών επιχειρήσεων σε παγκόσμιο επί-

πεδο με την ταυτόχρονη προσαρμογή τους στις τοπικές πολιτικές και πολιτισμικές

ιδιαιτερότητες, όπως για παράδειγμα η μετακίνηση μονάδων κατασκευής μικρο-

-τσιπ στην Ινδία για την χρήση της παιδικής εργασίας με την ταυτόχρονη εργονο-

μική προσαρμογή της στη θρησκευτική συνήθεια του οκλαδόν καθίσματος.

δ) Με την ανάδυση παγκόσμιων οικονομικών ή πολιτικών οργανώσεων και τη

θέσμιση κανόνων για την ασφαλέστερη και ταχύτερη κεφαλαιοκρατική συσ-

σώρευση (G8, ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα, ΠΟΕ)

Οι σχέσεις αυτές είναι πολύπλοκες και απροσδιόριστες και διαμορφώνουν ένα νέο διεθνή

καταμερισμό της εργασίας σε τέσσερις άξονες συνεξέλιξης:

1ος άξονας: Συστήματα-παραγωγοί υψηλής αξία, βασισμένοι στην πληροφοριακή εργα-

σία

2ος άξονας: Συστήματα-παραγωγοί υψηλού όγκου, βασισμένοι στην εργασία χαμηλής

αξίας

3ος άξονας: Συστήματα-παραγωγοί πρώτων υλών, βασισμένοι στην φυσική κληρονομιά

4ος άξονας: Περιττοί παραγωγοί απαξιωμένης εργασίας

Οι θέσεις αυτές δεν συμπίπτουν με τον παραδοσιακό καταμερισμό εργασίας ανάμεσα σε

αναπτυγμένες, αναπτυσσόμενες και υπανάπτυκτες χώρες. Αντίθετα οργανώνονται γύρω από

«δίκτυα και ροές, που χρησιμοποιούν την τεχνολογική υποδομή της πληροφοριακής οικονο-

μίας.»8 (Castells 1997:107-108, 136 , 145-147)8 Ο Castells αναλύοντας το διεθνή καταμερισμό της εργασίας σε σχέση με την παραγωγή μικροηλεκτρονικών

συστημάτων και υπολογιστών διακρίνει τέσσερις αντίστοιχους τόπους: τον τόπο που συνδέετει με το σύγχρο-νο πυρήνα της ελαστικής συσσώρευσης και στον οποίο ανήκουν οι περιοχές που ασχολούνται με την καινο-τομία και πρωτοτυπία – τον τόπο της ειδικευμένης κατασκευής αλυσιδωτής παραγωγής σε νέες βιομηχανικές περιοχές που διαμορφώνονται στη χώρα προέλευσης – την ημι-ειδικευμένη μεγάλης κλίμακας αλυσιδωτής εργασίας, που διαμορφώνεται κυρίως στην Ν. Ασία – τον τόπο της καταναλωτικής προσαρμογής στην κατα-νάλωση, τη συντήρηση και την τεχνολογική υποστήριξη των συσκευών σε περιφερειακά κέντρα σε ολόκληρο τον κόσμο, αλλά κυρίως σε περιοχές με μεγάλη ζήτηση ηλεκτρονικών προϊόντων (Castells 1997: 387-388) Οι τόποι αυτοί δεν πρέπει να γίνουν κατανοητοί ως μία αρχιτεκτονική οργανωμένης ιεραρχίας αλλά ως δίκτυα

– 5 –

Page 6: τεχνοευγονικη της εργασιας

Οι πολύπλοκες διασταυρώσεις του χώρου και του χρόνου συμπυκνώνονται τελικά στον

προσδιορισμό του κυβερνοχώρου, τον οποίο μπορούμε να ορίσουμε ως το σύνολο των νέων

μορφών οργάνωσης της ζωής, η οποία διακυβερνάται στη βάση δικτυωμένων πληροφορια-

κών κοινωνικό-ψυχικό-βιολογικών συστημάτων, όπου τα όρια μεταξύ

οργανικού/μηχανικού/έμβιου είναι δυσδιάκριτα. Στο πλαίσιο του κυβερνοχώρου οι κοινωνι-

κές και οικονομικές σχέσεις ελέγχονται ή συνδυάζονται ανεξάρτητα από τις χωρικές και χρο-

νικές αποστάσεις μεταξύ των δρώντων κοινωνικών ή ψυχικών συστημάτων. Αυτό συμβαίνει

είτε μέσω της επέκτασης εσωτερικών οικονομικών λειτουργιών στο χωροχρόνο (εκπτώσεις,

ασφάλεια, διοίκηση ρίσκου,καπιταλιστική απογείωση, επανατοποθέτηση, κλπ) ή μέσω της

αποικιοποίησης των υπόλοιπων συστημάτων μέσω της διαφθοράς και της εμπορευματοποίη-

σης των λειτουργών τους.(Harvey 1990: 240, Jessop 2000)9

2.2. Η ανάδυση της σύγχρονης Δικτυακής εταιρείας

Στο πρώτο μέρος του κεφαλαίου εντοπίσαμε τις δομικές/ στρατηγικές στιγμές της πα-

γκοσμιοποίησης. Οι σύγχρονες εταιρείες προκειμένου να αντιμετωπίσουν την εξωτερική πο-

λυπλοκότητα του περιβάλλοντος και τις δομικές αδυναμίες του φορντικού μοντέλου συσ-

σώρευσης οργανώνονται σε δίκτυα οικονομικών σχέσεων με κύρια χαρακτηριστικά:

1. Την στρατηγική οργανωτική αρχή της Διοίκησης Ολικής Ποιότητας.(Total Quality

Management- ΔΟΠ), που βασίζεται στην παραγωγή του προϊόντος στον κατάλληλο

για τον πελάτη και την εταιρεία χρόνο (just in time) με την παράλληλη και διαρκή

βελτίωση της ποιότητας του.10 Το σύστημα της ΔΟΠ δίνει έμφαση στην επικοινωνία

και τον έλεγχο με την κατανομή των εργαζόμενων «σε μικρούς, εύχρηστους ομί-

λους» (τεσσάρων ως δέκα πέντε ανθρώπων), με στόχο την αποτελεσματικότερη δια-

χείριση των εσωτερικών και εξωτερικών διαταραχών της επιχείρησης (Flood &

Jackson 1996 : 38-46, Tapscott 1995: 60, 63-64, Thompson & McHugh 1994: 92,

111, κ.α)

παγκόσμιων ροών πληροφοριών και κεφαλαίων (Castells 1997: 393)9 Ο όρος κυβερνοχώρος εισάγεται στη cyberpunk λογοτεχνία από τον W. Gibson στο γνωστό έργο του Νευρο-

μάντης (Neuromancer). Ο Gibson οριζει ως κυβερνοχώρο τη «συναισθηματική παραίσθηση που ζουν κάθε μέρα δισεκατομμύρια νόμιμοι χρήστες... Μία γραφική αναπαράσταση δεδομένων βγαλμένη από τις μνήμες κάθε υπολογιστή στο ανθρώπινο σύστημα.» (Mark Dery 1999: 168, William Gibson 1989: 66) O Featherstone ορίζει τον κυβερνοχώρο ως «το πληροφοριακό διάστημα όπου τα δεδομένα διατάσσονται με τέτοιο τρόπο ώστε να δίνουν στο χειριστή την ψευδαίσθηση του ελέγχου, κίνησης και πρόσβασης στην πλη-ροφορία, όπου αυτός/η συνδέονται με ένα μεγάλο αριθμό χρηστών μέσω μίας προσομοίωσης.» (Featherstone & Roger 1996: 2) Η ίδια η προσομοίωση ως διαδικασία έχει κατά πολύ ξεπεράσει τον παραδοσιακό δυϊσμό μεταξύ ψευδούς/αληθούς, που ανηπαρήγαγε η συζήτηση για τις αναπαραστάσεις ή τις ιδεολογίες.

10 Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι με το σύστημα οργάνωσης της παραγωγής στον ακριβή χρόνο (Just in time production), οι καταναλωτές μπορούν να συμμετέχουν στην παραγωγή ενός αυτοκινήτου μέσω της διατύπω-σης των επιλογών τους διαμέσου μίας οθόνης υπολογιστή. Έτσι για παράδειγμα, η Crysler έχει τη δυνατότη-τα να παράγει οχήματα ειδικής παραγγελίας μέσα σε 16 ημέρες. (D. Tapscott 1995: 62-63)

– 6 –

Page 7: τεχνοευγονικη της εργασιας

2. Τη συστημική διαφοροποίηση τους σε δύο επίπεδα:

Α. Στο εσωτερικό μέσω της ελαστικής εξειδίκευσης, συνεξέλιξης και συναρμογής

των λειτουργιών των δύο κύριων μορφών των επιχειρήσεων, της πολυεθνικής

φορντικής εργασιακής οργάνωσης και της οργάνωσης εξειδικευμένης και μεσαί-

ας κλίμακας.11 Η διαδικασία αυτή γνωστή και ως δεύτερος βιομηχανικός κατα-

μερισμός ενίσχυσε τη συνεργασία ανάμεσα στους σχεδιαστές, τους παραγωγούς

και τους διευθυντές, βελτίωσε τη διανοητική συμμετοχή των εργαζομένων στο

τελικό προϊόν, επιτρέποντας στις εταιρείες να είναι ευαίσθητες τόσο στις διαφο-

ροποιήσεις της αγοράς (product flexibility) όσο και στις αλλαγές της τεχνολογί-

ας (process flexibility). Με τον τρόπο αυτό είναι δυνατή η συναρμογή των οικο-

νομιών κλίμακας με τις οικονομίες σκοπού και η ταυτόχρονη υπέρβαση των δο-

μικών αδυναμιών του φορντικού μοντέλου οργάνωσης της παραγωγής (Castells

1997: 147- 151,154-157 & 167 – Harvey: 189, Kumar 1997: 58-59 – Thompson

& McHugh 1994 : 192-194 κ.α).12

Β. Δεύτερο επίπεδο συστημικής διαφοροποίησης στο εξωτερικό μέσω της χωρο-

χρονικής αποστασιοποίησης σε διατοπικό, διεθνικό, διηπειρωτικό, διπεριφερεια-

κό επίπεδο

Ο Harvey θεωρεί ότι οι αλλαγές αυτές σηματοδοτούν τη μετάβαση του καπιταλισμού στη

διαδικασία της ελαστικής κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης (flexible accumulation)

11 Α. Χαρακτηριστική μορφή ελαστικής εξειδίκευσης είναι το κίνημα της Τρίτης Ιταλίας, που πραγματοποιήθη-κε τη δεκαετία του ’70 στις επιχειρήσεις του βόρειου τμήματος της χώρας κατά τη διάρκεια του κινήματος της αυτονομίας των εργαζομένων, οι οποίοι διεκδικούσαν τη συμμετοχή τους στη διοίκηση των εταιρειών.Β. O D. Tapscott αναφέρεται στη διαδικασία της ελαστικής εξειδίκευσης ως διαδικασία μοριοποίησης (molecularization). Στη νέα οικονομία η παλιά οργανωτική μορφή της εταιρείας αποσυντίθεται και αντικαθί-σταται από δυναμικά μόρια (molecules) και ταξινομήσεις (clusters) ατόμων και οντοτήτων, που διαμορ-φώνουν την οικονομική δραστηριότητα. Η διαδικασία αυτή βασίζεται στη συναρμογή μορίων σε «τάξεις», που με τη σειρά τους δικτυώνονται με άλλα για τη δημιουργία του πλούτου (D. Tapscott 1995: 51-54)Γ. Με τον όρο συστημική διαφοροποίηση προσδιορίζεται το σύνολο των τρόπων με τους οποίους ένα σύστη-μα αυτοπροσδιορίζεται σε σχέση με το περιβάλλον του στη βάση μίας διαφοράς. Τη διαφορά αυτή την πολ-λαπλασιάζει στο εσωτερικό του διαμορφώνοντας έτσι ένα εσωτερικό περιβάλλον για τα υποσυστήματα του. Από τη δεκαετία του ’60 ο όρος αντικαθίσταται από την έννοια της ιεραρχίας με την οποία τα υποσυστήματα διατάσσονται στο πλαίσιο ενός συστήματος. Ο Luhmann θεωρεί την ιεραρχία έναν τύπο συστημικής διαφο-ροποίησης. (Luhmann 1995: 18-19, 189-194 κ.α)

12 Α. Στο σημείο αυτό κρίνεται απαραίτητο να τονιστεί ότι η μετάλλαξη των πολυεθνικών εταιρειών σε δικτυα-κές εταιρείες δεν ακυρώνει τη συγκέντρωση του κεφαλαίου. Το μοντέλο των αποκεντρωμένων ελαστικών παραγωγικών μονάδων επιτρέπει τη γρήγορη αντίδραση τους στο διαρκώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον αλλά απαγορεύει τον έλεγχο λαθών που οφείλονται στη διαχείριση σκοπών και μέσων προς επίτευξη αυτών των σκοπών. Οι μεγάλες εταιρείες ως κάτοχοι και διαχειριστές τεράστιου όγκου πληροφοριών και πρώτων υλών έχουν τη δυνατότητα να ελέγχουν τέτοια λάθη (Castells 1997: 165). Από την άλλη πλευρά οι μικρότερες εται-ρείες δε φορτώνονται με τα μειονεκτήματα των μεγάλων εταιρειών - γραφειοκρατία, ιεραρχική καταπίεση, ανικανότητα για αλλαγές (D. Tapscott 1995: 54-55)Β. Τα βασικά χαρακτηριστικά της φορντικής επιχείρησης είναι: η ιεραρχική αλυσίδα ελέγχου και καθοδήγη -σης, η εξειδίκευση των λειτουργιών, η ομοιομορφία των πολιτικών στο εσωτερικό της εταιρείας ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις, η τυποποίηση των εργασιακών διαδικασιών, οι απρόσωπες σχέσεις (Pinchot G. & E. 1994: 23-29).

– 7 –

Page 8: τεχνοευγονικη της εργασιας

Οι συνέπειες της συστημικής διαφοροποίησης των σύγχρονων εταιρειών είναι η δημιουρ-

γία ενός νέου εσωτερικού οργανωτικού καταμερισμού της εργασίας που συνίσταται από τρεις

τύπους ελαστικής απασχόλησης:

Λειτουργική ελαστικότητα (functional flexibility): των εργαζόμενων του πυρήνα της εταιρείας,

οι οποίοι εξασφαλίζουν τη μονιμότητα της εργασίας τους μέσω της αναδιοργάνωσης

της εργασίας τους από τους managers

Αριθμητική ελαστικότητα (numerical flexibility): αναφέρεται στην περιφερειακή ομάδα των

εργαζόμενων της εταιρείας, κυρίως part-timers, εργαζόμενους βραχυπρόθεσμων συμ-

βολαίων, εργαζόμενους που μοιράζονται μία θέση εργασίας, και τους εργαζόμενους

που χρηματοδοτούνται από το κράτος.

Οικονομική ελαστικότητα (financial flexibility): κυρίως εργαζόμενοι που δρουν υποστηρικτι-

κά στη αριθμητική και λειτουργική ελαστικότητα και προέρχονται από το χώρο της

αυτοαπασχόλησης, της υπεργολαβίας κ.α. (Castells: ο.π και αλλού, Thompson &

McHugh 1994 :196-202)

Η εσωτερική αυτή διαφοροποίηση και ο νέος καταμερισμός της εργασίας διαμορφώνει τη

δικτυακή καπιταλιστική επιχείρηση, που μπορούμε να ορίσουμε ως το οικονομικό σύστημα

τρόπων οργάνωσης που συνίσταται από την αλληλοδιείσδυση κοινωνικών και ψυχικών υπο-

συστημάτων αυτόνομων σκοπών, οι οποίοι συναρμόζονται στη διαδικασία της ελαστικής κε-

φαλαιοκρατικής συσσώρευσης13(Castells:194-195) Η αλληλόδραση και συνεξέλιξη των υπο-

συστημάτων της εταιρείας, οδηγεί σε μία διαρκή σύγκρουση και ενδεχομενικότητα στο εσω-

τερικό επίπεδο των επιμέρους δράσεων (λήψη αποφάσεων – συνεργασία – εκτέλεση του έρ-

γου). Παράλληλα οι εξωτερικές διαταραχές – κύκλος συσσώρευσης, διαφορά καταναλωτικών

προτύπων, διαφορές στο κανονιστικό πλαίσιο λειτουργίας, ανάγκη δράσης σε διατοπικό- διη-

περιφερειακό- διηπειρωτικό επίπεδο κλπ - οδηγούν στην ανάγκη συγκρότησης μίας νέας πο-

λιτικής στρατηγικής, που βασίζεται στην εφημεροποίηση της οργανωτικής κουλτούρας, η

οποία δυνητικοποιείται με τη σειρά της σε ένα μάγμα (patchwork) πολυπροσωποποιημένων

βιωμάτων και συμφερόντων, που λαμβάνουν χώρα στο πλαίσιο της αλληλόδρασης των δι-

κτυακών τόπων στον κυβερνοχώρο. Ο Schumpeter συναντά τον Weber στον κυβερνοχώρο

της δικτυακής εταιρείας.14 (Castells :198-199 & 462-3).

13 Ο ορισμός αυτός βασίζεται στο Castells που ως Δικτυακή επιχείρηση ορίζει εκείνη τη μορφή εταιρείας «...το σύστημα των τρόπων της οποίας συνίσταται από τη διασταύρωση (intersection) των τμημάτων αυτόνομων σκοπών». Χρησιμοποιούμε τον όρο αλληλοδιείσδυση που παραπέμπει στη συστημική θεωρία των Parsons και Luhmann για να τονίσουμε τόσο την αλληλοεξάρτηση όσο και την αυτονομία των συστημάτων, που απαρτίζουν ένα δίκτυο διαμορφώντας ένα μάγμα δυνητικών επιλογών για την αντιμετώπιση των θορύβων του περιβάλλοντος. Τις διαπιστώσεις αυτές δέχεται και ο Castells (Castells 1997: 171)

14 Δανειζόμαστε από το έργο του Καστοριάδη την έννοια του μάγματος για να αποδόσουμε τον όρο patchwork που η ακριβής του μετάφραση θα ήταν πατσαβούρα ή κουρελού.

– 8 –

Page 9: τεχνοευγονικη της εργασιας

Από την προηγούμενη ανάλυση μπορούμε να συμπεράνουμε τη σταδιακή μετάλλαξη της

καπιταλιστικής συσσώρευσης σε μία διαδικασία, που βασίζεται στη δικτυακή μορφή οργάνω-

σης της παραγωγής, κυκλοφορίας και κατανάλωσης με κύριο χαρακτηριστικό την έμφαση

στη διαρκή βελτίωση της επικοινωνίας μεταξύ των κοινωνικών- οικονομικών και ψυχικών

συστημάτων που συμμετέχουν σε αυτή. Στο στάδιο του δικτυακού καπιταλισμού οι εταιρείες

καλούνται να δράσουν στα πλαίσια του πολύπλοκου περιβάλλοντος της παγκοσμιοποίησης.

Προκειμένου να ανταπεξέλθουν στις συνθήκες απροσδιοριστίας και διαρκούς ρίσκου υϊοθε-

τούν τη ΔΟΠ, η οποία βασίζεται στην ελαστικότητα των εργασιακών σχέσεων, την καινοτο-

μία, την επικοινωνία και τον έλεγχο. Το γεγονός αυτό οδηγεί σε αύξηση της πολυπλοκότητας

στο εσωτερικό των επιχειρήσεων στο χώρο και στο χρόνο

3. Η Αρχιτεκτονική της Επιτήρησης στη Νέα Δικτυακή Οικονομία. Από το

Πανοπτικό στο Κυβερνοπτικό.

3.1. Εισαγωγή

Στο πρώτο κεφάλαιο διαπιστώσαμε ότι οι σύγχρονες εταιρείες καλούνται να δράσουν στα

πλαίσια των πολύπλοκων συνθηκών της παγκοσμιοποίησης. Στο κεφάλαιο αυτό θα δούμε τις

αλλαγές στο επίπεδο των σχέσεων εξουσίας στο εσωτερικό της οργάνωσης των εταιρειών.

Στο πρώτο μέρος του κεφαλαίου, θα εξετάσουμε βασιζόμενοι στη Φουκωϊκή ανάλυση τις βα-

σικές σχέσεις εξουσίας όπως αυτές διαμορφώνονταν στα πλαίσια του φορντικού καπιταλι-

σμού. Στο δεύτερο μέρος θα προχωρήσουμε σε μία συγκριτική παράθεση των μεταλλάξεων

που διαπιστώνονται στο επίπεδο του Πανοπτικού και θα προσδιορίσουμε τη νέα Αρχιτεκτονι-

κή του Κυβερνοπτικού και των αντίστοιχων σχέσεων κυβερνο-εργασίας.

3.2. Πανοπτικό και επιτήρηση. Δομή, οργάνωση, λειτουργίες.

Η παραδοσιακή εταιρεία μετέχει στη διαδικασία της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης ορ-

γανώντας πειθαρχικά την εργασία, με στόχο την ανάπτυξη μίας μεθοδολογίας «σχολαστικού

ελέγχου των δραστηριοτήτων του σώματος». Μέσω της πειθαρχίας αυξάνεται η καθυπόταξη

των εργασιακών δυνάμεων και εξασφαλίζεται η πολιτική μεγέθυνση της υπακοής τους.15 Οι

πειθαρχικές μέθοδες οργανώνονται:

15 Με βάση τα στοιχεία που παραθέτει στο έργο του ο J. P Gaudemar και στο οποίο βασίζουν τα στοιχεία τους για την κανονικοποίηση της εργασιακής δύναμης οι Κ. Robins & F. Webster , διαπιστώνουμε ότι και στην περίοδο του καπιταλισμού της αγοράς ο έλεγχος και η επιτήρηση μαζικοποιούνται και οργανώνονται τόσο από την πλευρά των επιχειρήσεων όσο και από την πλευρά του κράτους ήδη από τις αρχές του 19ου αι. Αυτό αποδεικνύεται εξάλλου τόσο από τις αναλύσεις του Μαρξ για την πρωταρχική συσσώρευση στη Μ. Βρεττα-νία όσο και τις αναλύσεις του Foucault για τη μαζική κανονικοποίηση των πληθυσμών. (Marx 1978 , Foucault 19).

– 9 –

Page 10: τεχνοευγονικη της εργασιας

Α) στο χώρο στη βάση:

– μίας σειρϊακής κωδικοποίησης των εργασιακών διαδικασιών στην καθετοποίηση

του καταμερισμού της εργασίας, που οδηγεί στη διάκριση ανάμεσα σε διευθυντές

και εκτελεστές της εργασίας (κανόνας λειτουργικών θέσεων)

– μίας σειρϊακής χωρικής ταξινομόμησης σε ένα σημείο διασταύρωσης μίας γραμ-

μής και μίας στήλης, που διαμορφώνει ένα δίκτυο χωρικών εξουσιαστικών

σχέσεων (θέση στη σειρά - σειριακός χώρος)16

– της αποσύνθεσης των ομαδοποιήσεων των εργαζόμενων για την αποφυγή της συ-

σπείρωσης, περιπλάνησης και λιποταξίας τους (Κανόνας του εντοπισμού)

– της τελικής οριοθέτησης και καθορισμού ενός χώρου πειθαρχικής μονοτονίας, με

σκοπό τη μεγιστοποίηση της παραγωγής μέσω της συγκέντρωσης των παραγωγι-

κών δυνάμεων (κανόνας της περίφραξης). (Foucault 1989: 183, 188-194)

Β) Από την άλλη πλευρά οι πειθαρχικές μέθοδες στο επίπεδο του χρόνου η απασχόλη-

ση προγραμματίζεται και ελέγχεται με τρεις βασικές μέθοδες:

– τον καθορισμό του ρυθμού της απασχόλησης,

– τον εξαναγκασμό της καθορισμένης εργασίας,

– και τη ρύθμιση των κύκλων της επανάληψης των επιμέρους εργασιακών καθη-

κόντων.

Η χωροχρονική ρύθμιση της εργασιακής πράξης μέσω της αποσύνθεσης της οδηγεί στη

σταδιακή ανάπτυξη ενός «ανατομο-χρονολογικού σχήματος της συμπεριφοράς», που ως απο-

τέλεσμα έχει τη σταδιακή εισχώριση του χρόνου και της εξουσίας στο σώμα, το οποίο σπον-

δυλώνεται με το αντικείμενο που χρησιμοποιεί. Σταδιακά οι στρατηγικές και τεχνικές αυτές

διαμορφώνονται στο γνωστικό κλάδο της Επιστημονικής Διοίκησης, που ως βασικές του αρ-

χές θέτει:

– τη διάσπαση του έργου σε επιμέρους εργασιακά καθήκοντα και τη λεπτομερή κα-

ταγραφή τους.

– την ανάλυση και το διαρκή εξορθολογισμό της εργασίας μέσω της μελέτης του

χρόνου και της κίνησης της διαδικασίας εκτέλεσης ενός συγκεκριμένου καθήκο-

ντος (Thompson & McHugh 1994: 61-62, 146-47, Dandeker 1990: 185-186,

16 Η ταξινόμηση αυτή παραπέμπει απευθείας σε έναν καρτεσιανό χώρο δύο διαστάσεων α*β όπου κάθε σημείο α προσδιορίζεται από δύο συντεταγμένες (x,ψ). Μερικά παραδείγματα του χώρου αυτού είναι η ομαδική κί-νηση των μαζικών στρατευμάτων, που γίνεται σε στοίχους και σειρές όπως και ο κλασσικός γεωγραφικός χώρος, που προσδιορίζεται από δύο συντεταγμένες γεωγραφικό μήκος και γεωγραφικό πλάτος. Ο Foucault θεωρεί την ταξινόμηση αυτή ως τη βάση της γνωστικής διαμόρφωσης του Πίνακα και της σταδιακής γενίκευ-σης της χρήσης του ως τεχνικής οργάνωσης της εξουσίας και της γνώσης με διττό σκοπό: α) ως ταξινόμηση, που περιορίζει τις ατομικές ιδιομορφίες και αποκλείει τους αριθμητικούς υπολογισμούς, και β) ως πειθαρχική κατανομή χειρίζεται και διοικεί την πολλαπλότητα. (M. Foucault 1989: 197).

– 10 –

Page 11: τεχνοευγονικη της εργασιας

Robbins & Webster 1999: 95-97,Foucault 1989: 201-204, Μουζέλης 1991:117-

118).

Ο Foucault θεωρεί ότι οι πειθαρχίες ανάλυσης του χρόνου οδηγούν στην κεφαλαιοποίηση

του με τέσσερις τρόπους:

– τη διαίρεση της διάρκειας σε διαδοχικά και παράλληλα τμήματα με προκαθορι-

σμένο τέρμα πχ σε χρόνο κατάρτισης, χρόνο πρακτικής, επίπεδα εκπαίδευσης κλπ

– την οργάνωση αυτών των διαδοχών σε ένα αναλυτικό σχήμα και το συνδυασμό

τους σε περίπλοκους τρόπους

– τον καθορισμό ενός τέλους-σκοπού με στόχο: την αξιολόγηση του επιπέδου και

τη διαφοροποίηση των ικανοτήτων ενός ατόμου και την οργανωτική του συ-

μπόρευση με τα υπόλοιπα

– μέσω του καθορισμού αυτού την καθιέρωση σειρών μέσα στις σειρές των

ατόμων. (Foucault 1989: 208-212) Η κεφαλαιοποίηση οδηγεί στη σταδιακή αυτο-

νόμηση και οργάνωση τόσο της εκπαιδευτικής διαδικασίας όσο και της διαδικα-

σίας επιλογής του κατάλληλου προσωπικού, γεγονός που αποτελεί και τη δεύτερη

βασική αρχή της Επιστημονικής Διοίκησης.

Από τα παραπάνω διαφάνεται ότι οι σχέσεις εξουσίας των συστημάτων εργασίας οργα-

νώνονται χρονικά στη βάση ενός γραμμικού προσανατολισμού προς ένα «τερματικό και στα-

θερό σημείο», το οποίο συνδέεται με την κατασκευή μίας εξελικτικής γραμμής – επιλογή, εκ-

παίδευση, διοίκηση και εκτέλεση της εργασίας. Το ανώτατο επίπεδο της είναι αυτό της σύν-

θεσης των επιμέρους δυνάμεων σε μία πολυτμηματική μηχανή, που οργανώνεται ενιαία στο

χωροχρόνο και απαιτεί ένα αποτελεσματικό ακριβολόγο σύστημα διοίκησης. Η συναρμογή

των επιμέρους σωμάτων τα καθιστά εξαρτήματα της μηχανής αυτής, γεγονός που παρατηρεί

και ο ίδιος ο Marx σε διάφορα σημεία του έργου του όταν διαπιστώνει από τα μέσα του 19ου

αιώνα την ανάπτυξη ενός συστήματος εσωτερικής εργοστασιακής πειθαρχίας με στόχο την

αύξηση της παραγωγικότητας και της αντλούμενης υπεραξίας. Οι αλλαγές αυτές βαθαίνουν

και συνεξελίσσονται με τις αλλαγές που προέρχονται από την ανάπτυξη του συστήματος των

μηχανών στην παραγωγική διαδικασία.(Marx 1978: 386-523) Οι οργανωτικές επιπτώσεις των

παραπάνω αλλαγών ήταν: α) η ένταξη νέων εργατικών δυνάμεων στην παραγωγή – γυναίκες

και παιδιά, β) η παράταση της εργάσιμης μέρας και η εντατικοποίηση της εργασίας, η μετα-

τροπή του εργαζόμενου σε ενσυνείδητο μέρος της μηχανής και η σταδιακή αποειδίκευση της

εργασίας του (Marx 1978: 415,436-438 – Foucault 1989: 216-217)

Η άσκηση της εργοστασιακής πειθαρχίας οργανώνεται σε ένα «δίκτυο σχέσεων» ιεραρχι-

– 11 –

Page 12: τεχνοευγονικη της εργασιας

κής επιτήρησης τόσο από πάνω προς τα κάτω, όσο και πλαγίως αλλά και αντίστροφα, που δί-

νει «σταθερότητα στο σύνολο», το οποίο «καλύπτει ολότελα με στοιχεία εξουσίας, που στη-

ρίζονται το ένα στο άλλο: επιτηρητές συνέχεια επιτηρούμενοι.» (Foucault 1989: 235) Οι

σχέσεις αυτές συμπυκνώνονται στην Αρχιτεκτονική του Πανοπτικού, που συντελεί στη «ανα-

μόρφωση» και «μεταμόρφωση των ατόμων» μέσω της διαρκούς ταξινόμησης, παρακολούθη-

σης, μέτρησης και κανονικοποίησης της προσωπικότητας τους.17 Στο πλαίσιο του Πανοπτι-

κού η πειθαρχική εξουσία λειτουργεί με δύο τρόπους: τη μορφή της δυαδικής αξιολόγησης,

καταγραφής και κανονικοποίησης των ατόμων (τρελός – μη-τρελός, φυσιολογικός – μη-φυ-

σιολογικός, επικίνδυνος – ακίνδυνος, κλπ) και τη μορφή του «καταναγκαστικού προσδιορι-

σμού» (ποιος είναι, που πρέπει να βρίσκεται, πως αναγνωρίζεται, πως επιτηρείται κλπ). Οι

πρακτικές αυτές θεσμίζονται σταδιακά στον κλάδο της οργανωτικής ή βιομηχανικής κοινω-

νιο-ψυχολογίας που προσεγγίζει τις εργασιακές οργανώσεις ως κοινωνικο-ψυχικά συστήματα

παρά ως τα μηχανοποιημένα τμήματα του εργοστασίου της Επιστημονικής Διοίκησης.

Μέσω της γεωμετρικής εγκατάστασης των σωμάτων στο χώρο η εξουσία τελειοποιείται

μεγιστοποιώντας τόσο τη δύναμη επιτήρησης όσο και τον αριθμό αυτών οι οποίοι επιτηρού-

νται. Το γεγονός αυτό επιτρέπει στην εξουσία να δρα προληπτικά, αδιάλλειπτα και αυτόματα

οδηγώντας στη διαρκή εσωτερίκευση της. (Foucault 1989: 264-271) Έτσι ο απομονωμένος,

διαρκώς ορατός επιτηρούμενος αποτελεί «αντικείμενο μίας πληροφόρησης, ποτέ υποκείμενο

μίας επικοινωνίας».18

3.3. Κυβερνοπτικό και επιτήρηση. Δομή, οργάνωση, λειτουργίες

Όπως τονίστηκε στο 1ο κεφάλαιο οι σύγχρονες δικτυακές εταιρείες δρούνε στο πολυπλο-

κοποιημένο περιβάλλον της παγκοσμιοποίησης. Η πολυπλοκότητα αυτή συνίσταται από τις

ποσοτικά και κατηγορικά διάφορες δικτυακές ροές. Οι σύγχρονες οικονομικές οργανώσεις

προκειμένου να ελέγξουν τις συνθήκες αυτές, να αναπαράγουν και να επεκτείνουν τις διαδι-

κασίες συσσώρευσης δίνουν έμφαση στις διαδικασίες επικοινωνίας και ελέγχου των σχέσεων

παραγωγής, κατανάλωσης, και κυκλοφορίας των προϊόντων. Το αποτέλεσμα είναι η διαμόρ-

17 Α. Σύμφωνα με το Foucault οι πειθαρχικές μέθοδες οδηγούν στην ανάπτυξη τεσσάρων τύπων ατομικότητας ή ατομικότητας με τέσσερα χαρακτηριστικά: Κυψελική ατομικότητα, που διαμορφώνεται στο επίπεδο της χω-ρικής κατανομής των δραστηριοτήτων – Οργανικής ατομικότητας, η οποία διαμορφώνεται στο επίπεδο της κωδικοποίησης των δραστηριοτήτων – Γεννετικής, που καθορίζεται στο επίπεδο της οργάνωσης και συσ-σώρευσης του χρόνου και της Συνδυαστικής που σχετίζεται με τη σύνθεση των δυνάμεων. Στους τύπους αυ-τούς αντιστοιχούν αντίστοιχες τεχνικές εξουσίας: οι Πίνακες, η Άσκηση και το Γυμνάσιο, οι Τακτικές. Οι τα-κτικές είναι η επιστήμη της οργάνωσης, διάταξης και κίνησης των στρατευμάτων. Θα λέγαμε στον 20ο αιώνα αυτές οργανώθηκαν κάτω από τον κλάδο του Επιστημονικού Μανατζμεντ.Θυμίζουμε ότι ο Foucault εντάσσει την ιεραρχική επιτήρηση (πειθαρχικό σύστημα), την τιμωρία (δικαστικό σύστημα) και την εξέταση (επιστή-μη) στα τρία μέσα ορθής εκγύμνασης των σωμάτων. (Foucault 1989: 227-258).

18 Αυτή είναι και μία από τις διαφορές του Κυβερνοπτικού το οποίο στοχεύει στην επικοινωνία και τον έλεγχο των συστημάτων όχι απλά τη διαρκή παρακολούθηση του. Βλέπε την ανάλυση που ακολουθεί στη συνέχεια.

– 12 –

Page 13: τεχνοευγονικη της εργασιας

φωση ενός νέου μηχανισμού επιτήρησης που ορίζουμε ως Κυβερνοπτικό.19 Οι δύο βασικές

στρατηγικές αρχές του είναι η ΔΟΠ και η εξομοίωση – αντί της επιτήρησης – της εργασιακής

διαδικασίας.

Κύριος στόχος της ΔΟΠ είναι η διαρκής συναινετική προσαρμογή των λειτουργιών των

υποσυστημάτων της οργάνωσης μέσω της στρατηγικής χάραξης των επιλογών της στο επίπε-

δο των ομάδων εργασίας. Οι τελευταίες επιτρέπουν την μεγιστοποίηση της επιτήρησης με την

ταυτόχρονη ελαχιστοποίηση του κόστους της. Η προσαρμογή αυτή βασίζεται στην αυτοεπι-

τήρηση και τον αυτοέλεγχο των εργαζομένων μέσω της γενίκευσης της χρήσης των τεχνολο-

γιών του εαυτού, «οι οποίες επιτρέπουν στα άτομα να επηρεάζουν μόνα τους ή με τη βοήθεια

άλλων ένα συγκεκριμένο αριθμό των λειτουργιών των σωμάτων τους, των ψυχών τους, των

σκέψεων, επαφών, και των τρόπων της ζωής τους, με αποτέλεσμα να μετασχηματίζουν τους

εαυτούς τους, ώστε και να αποκτούν ένα συγκεκριμένο επίπεδο ευτυχίας, καθαρότητας, πνεύ-

ματος ή αθανασίας».20 Έτσι επιτυγχάνεται η σύγκριση, η ταξινόμηση και η αξιολόγηση των

εργατικών αποδόσεων και των μικροδεδομένων της δράσης στα πλαίσια των ομάδων εργασί-

ας, οι οποίες ασκούν τελικά το κανονιστικό βλέμμα της οργάνωσης (A. McKinlay & P.

Taylor και B. Townley στο A. Kinlay & K. Starley 1998: 179, 197 – Castells 1997: 412-415 -

Flood & Jackson 1996: 39-40)

Στο επίπεδο της επιτήρησης η γλώσσα των νέων συστημάτων ελέγχου της εργασίας βασί-

ζονται στην ψηφιοποίηση – αντί της απλής κωδικοποίησης των Πανοπτικών συστημάτων –

και την εξομοίωση της εργασιακής διαδικασίας21. Τα βασικά χαρακτηριστικά της επιτήρησης

στα πλαίσια των δικτύων είναι:

Α. Η χωροχρονική αποστασιοποίηση και συμπίεση της επιτήρησης, με αποτέλεσμα την

υπέρβαση των ασυνεχειών του παγκοσμιοποιημένου/ παγκοσμιοποιήσιμου χώρου

μέσω της ψηφιοποίησης του. Αυτό επιτυγχάνεται μέσω της θέσμισης μίας δυνητικής

19 Στο σημείο αυτό κρίνουμε σκόπιμο να παρατηρήσουμε ότι 1. το πρώτο συνθετικό Κυβερνο- αναφέρεται στον κλάδο της Κυβερνητικής επιστήμης, η οποία δίνει έμφαση τις διαδικασίες της επικοινωνίας και του ελέγχου (Wiener 1970).

20 Θυμίζουμε ότι ο Foucault προσδιόρισε τέσσερις τύπους τεχνολογίας της αυτοκατανόησης στο παιχνίδι της εξουσίας: τις τεχνολογίες της παραγωγής, «που μας επιτρέπουν να παράγουμε, να μετασχηματίζουμε και να χειριζόμαστε τα πράγματα», τις τεχνολογίες των συμβολικών συστημάτων, «που μας επιτρέπουν να χρησιμο-ποιούμε σημεία, νοηματικά σύμβολα ή σημασιοδοτήσεις», τις τεχνολογίες της εξουσίας, «οι οποίες προσδιο-ρίζουν τις επαφές των ατόμων μέσω της υποταγής τους σε συγκεκριμένους σκοπούς ή σχέσεις κυριαρχίας αντικειμενοποιώντας το υποκείμενο» και τις τεχνολογίες του εαυτού. (Foucault 1988:18, McKinley & Starkey 1998: 152).

21 Ο Baudrillard διακρίνει σε τέσσερα στάδια της δυνητικοποίησης της κοινωνίας τα οποία ταυτίζει με την εξέλιξη των διαδικασιών εξομοίωσης (simulation):1ο στάδιο: της εικόνας ως αντανάκλασης της πραγματικότητας2ο στάδιο: της ιδεολογικής αναπαράστασης, της μαρξικής φετιχοποίησης και των ψευδαισθήσεων3ο στάδιο: της απουσίας βασικής πραγματικότητας4ο στάδιο: της προσομοίωσης, της δυνητικής τάξης, της συμβολοποίησης, της αλληλοδιείσδυσης πραγματι-

κού και φαντασιακού, της σύγχισης προσώπων/ολογραμμάτων – κοινωνιών και δικτυακών εν-σαρκώσεων τους. (Bogard 1996: 9-12, 71-72, 109).

– 13 –

Page 14: τεχνοευγονικη της εργασιας

εξομοιωτικής πραγματικότητας, που αποτελείται από την συλλογή, καταγραφή, σύ-

γκριση των γεγονότων-πληροφοριών σε μία επικοινωνιακή διαδικασία εισροών-επε-

ξεργασίας-εκκροών. Οι τεχνολογίες της εξομοίωσης (simulation) συναρμόζουν και

ενσωματώνουν επικοινωνία και έλεγχο σε διεπιφάνειες (interfaces) ανθρώπων-μηχα-

νών. Ο έλεγχος δομείται σε δικτυακές δυνητικές χωροχρονικές σχέσεις παρά στις εξω-

τερικές σχέσεις παρατηρητή/παρατηρούμενου – επιτηρητή-επιτηρούμενου. (Bogard

1996: 32) Στο πλαίσιο αυτό η εξουσία υλικοποιείται σε ένα δρομολόγιο, μία διαρκή

κούρσα παρακολούθησης και αστυνόμευσης όπου η ταχύτητα της εκάστοτε θεσμι-

σμένης δικτυακής επιτήρησης επιτρέπει τον έλεγχο των υλικών και των πληροφοριών

μέσω της εξομοίωσης των παρατηρησιακών διαδικασιών. Η προσομοιωμένη επιτήρη-

ση διαμορφώνεται ως βιο(νικό)-μηχανική συναρμογή όπου δίκτυα, υπολογιστές,

οθόνες, αισθητήρες, εργονομικών συσκευών, software και hardware μερών, σωμάτων

δένονται σε πληροφοριακές αλυσώσεις δεδομένων. (Bogard 1996:30)

B. Με τον τρόπο αυτό η επιτήρηση διαχέεται στα πλαίσια των δικτύων σε κόμβους ελέγ-

χου και δεν εδραιώνεται σε μία απλή πανοπτική παρατήρηση. Το γεγονός αυτό σε

συνδυασμό με την οργάνωση της εργασίας σε δίκτυα και ομάδες οδηγεί στην εφαρμο-

γή της αναμορφωτικής δράσης στο επίπεδο του στόχου της επιμέρους οργάνωσης ή

ομάδας και όχι στο επίπεδο του ατομικού εργασιακού καθήκοντος. Έτσι διαμορφώνε-

ται μία νέα αρχιτεκτονική, που αναφέρεται στο χώρο των ροών και συνίσταται από

τρία επίπεδα (layers) επικοινωνιακών ενεργημάτων:

– Το επίπεδο του κυκλώματος των ηλεκτρονικών ταλαντώσεων (circuit of

electronic impulses) ή της τεχνολογικής υποδομής (μικροηλεκτρονική, τηλεπικοι-

νωνίες, PC, ραδιοτηλεοπτικά συστήματα κλπ), στο πλαίσιο της οποίας χτίζεται το

δίκτυο της εταιρείας και «κατοικούν» οι δυνητικές περσόνες – βλέπε παρακάτω

για τη μετάλλαξη του σώματος

– Το επίπεδο των κόμβων (nodes) και των κέντρων συμφέροντος (hubs). Ο χώρος

των ροών δεν είναι άτοπος αντίθετα από τη δομική λογική του. Στο πλαίσιο του

δικτύου μερικοί τόποι είναι επικοινωνιακά κέντρα, που διαδραματίζουν το ρόλο

του συντονισμού με σκοπό την ομοιόμορφη αλληλόδραση όλων των στοιχείων

που εντάσσονται στο δίκτυο. Άλλοι τόποι συγκροτούνται ως κόμβοι του δικτύου,

όπου βρίσκονται οι τοποθεσίες στρατηγικών λειτουργιών. Οι τόποι αυτοί δομούν

σειρές οργανώσεων και δραστηριοτήτων γύρω από μία συγκεκριμένη λειτουργία

και σε μία συγκεκριμένη τοπικότητα. Η δόμηση του δικτύου είναι «ιεραρχική»

αλλά όχι κατακόρυφη. Η ιεραρχία τους δεν βασίζεται σε μία πυραμίδα αλλά στα

– 14 –

Page 15: τεχνοευγονικη της εργασιας

ειδικά βάρη που έχουν στο πλαίσιο της οργάνωσης του δικτύου. Έτσι προκύπτει

ένας οριζόντιος καταμερισμός της εργασίας, που διαφοροποιεί:

1. σε δικτυωτές (networkers), οι οποίοι πραγματοποιούν συνδέσεις, κυβερνούν

τις τροχιές της εταιρείας και διαχειρίζονται – μέσω ενός κεντρικού συστήμα-

τος πληροφοριών – τις συνολικές διαδικασίες των εσωτερικών δικτύων της

εταιρείας, αξιολογώντας και ελέγχοντας στατιστικά τη συχνότητα των λαθών,

τους χρόνους εργασίας, το κόστος και την ποιότητα, τις προσδοκίες και τις

αντιλήψεις των ομάδων κλπ.

2. σε δικτυώμενους (networked), οι οποίοι πραγματοποιούν συνδέσεις αλλά δεν

αποφασίζουν το χρόνο, τον τρόπο , την αιτία και το δέκτη της διάδρασης και

τέλος

3. τους εργαζόμενους εκτός δικτύου (switched-off workers), οι οποίοι ασχολού-

νται αποκλειστικά με καθήκοντα μονόδρομων οδηγιών.

4. Η οριζόντια διαφοροποίηση διασταυρώνεται δομικά με τον κλασσικό καταμε-

ρισμό της εργασίας σε διοίκηση και εκτέλεση της εργασίας με το στρώμμα

των κυρίαρχων διευθυντικών ελίτ, να έχουν τη δυνατότητα της διαρκούς ανα-

διοργάνωσης των κοινωνικών ομαδοποιήσεων αντιπροσωπεύοντας τα συμ-

φέροντα της πλειοψηφίας (Castells ο.π: 243-244 & 412-415)22

Τα δύο επίπεδα κύκλωμα/κόμβων και δικτυωτών/δικτυώμενων δομούνται σε ένα κυβερ-

νοχώρο (cyberspace), που κυρίαρχο χαρακτηριστικό του είναι η εξομοίωση όλων των χωρο-

χρονικών αλληλοδρασιακών επαφών στα πλαίσια του δικτύου ανεξάρτητα από την κλασσική

γεωγραφική κατανομή στην υδρόγειο των δύο ή πιο σύγχρονα τριών διαστάσεων.23 Ο κυβερ-

νοχώρος δομείται σε ένα χώρο ν+1 διαστάσεων, όπου ν το σύνολο των κομβικών αλληλο-

δράσεων των οργανώσεων και 1 η διάσταση του χρόνου, η οποία με τη σειρά της μπορεί να

διαδικασιοποιηθεί, μέσω των απεριόριστων δυνητικών συσχετίσεων του τόσο με το χώρο όσο

και με τον εαυτό του- χωροχρονική αποστασιοποίηση/συμπίεση. Το σύνολο των αλληλο-

διεισδυόμενων χωροχρονικών δρασιακών καταστάσεων διαμορφώνει μία νέα πραγματικότη-

τα αυτή της δυνητικοποίησης ή αλλιώς της γενικής απροσδιοριστίας24. Στο σημείο αυτό δια-22 Ο Castells θεωρεί ότι στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης οι δικτυακές οργανώσεις διαδικασιοποιούν τις λει-

τουργίες σε δύο χρονικά επίπεδα: το επίπεδο της διαδικασιοποίησης των ροών και του άχρονου χρόνου, και το επίπεδο των χρονο-οριοθετημένων τόπων και του πειθαρχημένου βιολογικοκοινωνικά καθορισμένου χρόνου (Castells 1997: 464-465).

Θεωρούμε ότι μολονότι η δυαδική αυτή κατηγοριοποίηση επιτρέπει στον Castells να αναλύσει τη διαμόρ-φωση του παγκοσμιοποιημένου χωροχρόνου αναιρεί τη θεώρηση του για τη χωρο-χρονική διαδικασιοποίηση δόμησης της παγκοσμιοποίησης.

23 Για τη γεωγραφία της παγκοσμιοποίησης βλέπε στο 1ο κεφάλαιο.24 A. Ακολουθώντας τον Levy μπορούμε να ορίσουμε τη δυνητικότητα ως το σύνολο των πιθανοκρατικών κα-

ταστάσεων που θεσμίζονται ως εν δυνάμει διέξοδοι στην προσπάθεια ενός συστήματος να αυτοοργανωθεί,

– 15 –

Page 16: τεχνοευγονικη της εργασιας

κρίνουμε τη διαφορά ανάμεσα στην επιτήρηση και την εξομοίωση. Η πρώτη παρατηρεί μέσω

μίας διαπερατής επιφάνειας ενώ η δεύτερη δομεί ένα αυτοαναφορικό σύστημα που παρατηρεί

σε επίπεδο 2ης τάξης όπου αυτό που παρατηρεί– δίκτυο, ομάδα, άτομο – είναι μέρος μίας δια-

δικασίας παρατήρησης που δυνητικά υπόκειται σε παρατήρηση. Η πρώτη αναφέρεται στην

πραγματικότητα ως αναπαράσταση ενώ στη δεύτερη πραγματικότητα και εικόνα ταυτίζονται

στα πλαίσια της δυνητικής αναπαραγωγής της. (Bogard 1996: 34, 35) Η παρατήρηση 1ης

τάξης δε διακρίνει έναν επιτηρητή εμπλεκόμενου με τη δράση του στη θέσμιση της παρατή-

ρησης, αλλά διαχέει το μύθο της ανεξαρτησίας τόσο από το περιβάλλον όσο και από την αυ-

τοαναφορά του. (Bogard 1996: 26, Luhmann 2000)

Οι Kinlay & Taylor θεωρούν ότι «το κυριότερο χαρακτηριστικό της αρχιτεκτονικής του

σύγχρονου εργοστασίου είναι οι εξωτερικοί και εσωτερικοί γυάλινοι τοίχοι. Οι εξωτερικοί

του τοίχοι δεν είναι αντανακλαστικοί: το εξωτερικό του δηλώνει την παρουσία του κτιρίου,

όχι τις αντανακλάσεις του περιβάλλοντος... Το γυαλί έχει επιλεγεί για το συμβολισμό της ορ-

γανωτικής διαφάνειας.» Η άποψη αυτή ενισχύεται από το αρχιτεκτονικό έργο Facsimile

Project των Diller+Scofidio, και αφορά τη μόνιμη εγκατάσταση για το Moscone Convention

Center στο Σαν Φραντσίσκο, που αποτελείται από ένα τεράστιο γυάλινο κτίριο μπροστά από

το οποίο κινείται μία μεγάλη οθόνη, στην οποία μεγεθύνονται άλλοτε σε ζωντανή μετάδοση

και άλλοτε σε μαγνητοσκόπηση, αληθινές ή φανταστικές ιστορίες που συμβαίνουν μέσα στο

κτίριο.25 Η εγκατάσταση αυτή αναδεικνύει τη δημόσια έκθεση των επιτηρησιακών διαδικα-

σιών με δυνητικό αποτέλεσμα τη διαμόρφωση των αυτορυθμιζόμενων συμπεριφορών των ερ-

γαζομένων, οι οποίοι κάτω από την πίεση του «Μαζικού Αδερφού» ενισχύουν την οργανωτι-

κή τους πειθαρχία.

Γ. Ένα άλλο χαρακτηριστικό του κυβερνοπτικού είναι η μετάλλαξη του υλικού σώματος

του εργαζόμενου σε κυβερνοσώμα – ένα υβρίδιο μηχανής και οργανισμού, ένα δη-

μιούργημα τόσο κοινωνικό όσο και φαντασιακό (Haraway 1991: 149) – και των προ-

σωπικοτήτων σε δυνητικοποιήσιμες περσόνες, που κατοικούν στις τράπεζες δεδο-

μένων ως προσομοιωμένες ηλεκτρονικές κοινότητες ή γενετικοί αλγόριθμοι.

Σύμφωνα με την Haraway τo κυβερνοσώμα δεν υπόκειται στις βιοπολιτικές του

Foucault αλλά στις πολιτικές πειθαρχίας και υποταγής της διαρκούς αυτορρύθμισης

προκειμένου να ελέγξει την τάση του προς αταξία. Η δόμηση των διεξόδων αυτών – που θυμίζουν το φαι -νόμενο των διχάλων διακλάδωσης στον κλάδο της χημείας – διαμορφώνουν ένα νέο περιβάλλον αυξανόμε-νης ελευθερίας και γενικής απροσδιοριστίας. (P. Levy 1999: 26, Prigozine: 1986, 1997).Β. Όπως αναφέρει ο Levy «Κάθε νέα διευθέτηση, κάθε τεχνοκοινωνική μηχανή, προσθέτει ένα χωροχρόνο, μία ειδική χαρτογραφία, ένα χρώμα ιδιαίτερο σε ένα είδος ελαστικής και πολύπλοκης αλληλοεπικάλυψης, όπου οι εκτάσεις αλληλοεμφιλοχωρούν, αλληλοπαραμορφώνονται και συνδέονται μεταξύ τους» (P. Levy 1999: 31)

25 Η εγκατάσταση αυτή εκτέθηκε στο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στα πλαίσια της έκθεσης Μεγάλος Αδερφός: Αρχιτεκτονική και Παρακολούθηση.

– 16 –

Page 17: τεχνοευγονικη της εργασιας

και της δικτυακής εξομοίωσης. (Bogard 1996: 13-15, 43) Το νέο κυβερνο-σώμα

υλοποιείται – κατοικεί και δρα – στα δύο προηγούμενα επίπεδα των

κυκλωμάτων/κόμβων.

Το Κυβερνοπτικό αντίθετα από το Πανοπτικό αναγάγει την πολλαπλότητα των ατομικών

διαφορών αλλά και ομοιοτήτων σε βασικούς ψηφιοποιημένους κώδικες, αντικαταστώντας τη

σειριακή χωροποίηση και αναπαραγωγή τους με την κυβερνητική εγχειρηματοποίηση, δυνη-

τικοποιώντας όλα τα επίπεδα της εμπειρίας, μέσω της διάχυσης των σχέσεων εργασίας στο

χώρο και στο χρόνο (Bogard 1996: 30, 71-72).26 Ο κοινωνικός έλεγχος οργανώνεται γύρω

από τις διαδικασίες της εξομοίωσης, «του προγραμματισμού και της απροσδιόριστης μετάλ-

λαξης που καθοδηγείται από τον κώδικα», που σύμφωνα με τον Baudrillard χαρακτηρίζει

«την αλλαγή από την καπιταλιστική παραγωγική κοινωνία στην νεό-καπιταλιστική κυβερνη-

τική τάξη, που στοχεύει στον απόλυτο έλεγχο» (Bogard 1996: 72, 109) Ο χώρος του σώματος

μεταλλάσεται από γραμμικό και αντικειμενοποιημένο σε μοριακό, μη-γραμμικό και ψηφια-

κό.27

Είναι μέσω αυτής της μοριοποίησης που η χωροχρονική συμπύκνωση σωματοποιείται.

Το σώμα κατοικεί είτε στον έξω χώρο(διάστημα), είτε στο μικροχώρο (που αποικίζεται από

την νανο-τεχνολογία), είτε στον κυβερνοχώρο (το προσωμοιωμένο σύμπαν των δυνητικών

τεχνολογιών), ή στο συμβολικό σώμα (το υψηλό έδαφος των Πλατωνιστών, της ανθρώπινης

φαντασίας, της προέλευσης των cyborg). Ο χώρος αυτός διαμορφώνεται από την ταχύτητα

(δράση), τη μάζα (παρουσία) και την εξομοίωση (σκέψη) (Gray 2001: 194) Στην περίπτωση

όμως της κυβερνητικής συναρμογής του το σώμα αποδομείται σε νευρωνικά δίκτυα, σε εργο-

νομικά μόρια, και μέσω της ψηφιακής κωδικοποίησης του γίνεται όχι ένα απλό εξάρτημα της

μηχανής – όπως συμβαίνει στο κλασσικό εργοστάσιο – αλλά μέρος ενός «έξυπνα δικτυω-

μένου δυνητικοποιημένου και βιο(νικού) εργοστασίου» ( Baldry C., Bain P. & Taylor P. στο

26 Το πειθαρχικό σύστημα των νεωτερικών κοινωνιών εξατομικεύει της πρακτικές κανονικοποιήσης – μέσω της σύγκρισης, της διαφοροποίησης, της ιεραρχίας, της εξομοίωσης και του αποκλεισμού – της εξέτασης αλλά και του σειριακού χώρου, ενώ παράλληλα οργανώνει την ομοιογενοποίηση των εξατομικευμένων πρακτικών υποταγής με στόχο τη μεγιστοποίηση των δυνάμεων του σώματος. «Το πλήθος – μάζα συμπαγής, τόπος πολ-λαπλών συναλλαγών, ατομικότητες που συγχέονται, ομαδικά φαινόμενα – καταργείται προς όφελος μίας σύ-ναξης χωριστών ατομικοτήτων. Από την άποψη του φύλακα, το πλήθος αντικαθίσταται από μία πολλαπλότη-τα αριθμήσιμη και ελέγξιμη˙ από την άποψη των κρατουμένων από μία μοναξιά εγκάθειρτη και επιτηρούμε-νη (Foucault 1989: 239,242, 244,265-66 κ.α – Bogard 1996: 30).

27 Στο σημείο αυτό διατυπώνουμε μία συμφωνία και μία διαφωνία με τον Baudrillard. Η συμφωνία είναι με τη διαπίστωση του για τη μετατροπή του χώρου και τη μοριακή και ψηφιακή δομοποίηση του. Η διαφωνία μας έγκειται στη διαπίστωση της εισόδου μας σε ένα νέο κόσμο των δυαδικών δομών. Θεωρούμε ότι η δυαδι-κότητα είναι χαρακτηριστικό της παραδοσιακής κοινωνίας και της φαντασιακής αναπαράστασης της πολυ-πλοκότητας του. Αντίθετα πιστεύουμε ότι ένα νέο φαντασιακό διαμορφώνεται αυτό της γενικευμένης αναπα-ραστασιακής πολυπλοκότητας. Το γεγονός αυτό αποδεικνύουν όλα τα σύγχρονα ρεύματα της επιστήμης, της πολιτικής, της κοινωνίας και της έμφασης τους στη διαφορετικότητα, στην πολυπολιτισμικότητα, στη δια-κλαδική επιστημονική προσέγγιση κ.λπ.

– 17 –

Page 18: τεχνοευγονικη της εργασιας

Thompson Paul & Warhurst Chris 1998: 163-181). Το αποτέλεσμα της διαδικασίας αυτής εί-

ναι η ρευστοποίηση των ορίων ανάμεσα στη ζωντανή και τη νεκρή εργασία (Bogard 1996:

98-100).28

Οι αλλαγές στις διαδικασίες επιτήρησης στο πλαίσιο των δικτυακών οργανώσεων είναι η

μετάλλαξη της παραγωγής και της αναπαραγωγής της εργασιακής διαδικασίας σε κυβερνοερ-

γασία, που βασίζεται στην αυτοοργάνωση του ελέγχου της και την αναπαραγωγή της τόσο σε

πληροφοριακό όσο και διοικητικό επίπεδο. Στον κυβερνοχώρο παραγωγή και έλεγχος επικοι-

νωνούνται ως πληροφορία στα αυτορυθμιζόμενα δίκτυα των σύγχρονων επιχειρήσεων. «Τε-

χνικά ένας κυβερνοεργάτης δεν εργάζεται αλλά λειτουργεί.» Η ακριβής λειτουργία του συ-

ναρμόζεται μέσω της εργονομικής ανάλυσης στα σημεία επαφής ανάμεσα στο σώμα και την

ψηφιοποιημένη επιφάνεια, ανάμεσα στα δάκτυλα και τα πλήκτρα, τα μάτια και την οθόνη, τε-

λικά ανάμεσα στη ζωντανή και τη νεκρή εργασία. (Bogard 1996: 103, 109-110, 117)

4. Συμπέρασμα

Στα πλαίσια των σύγχρονων δικτυακών εταιρείων η έμφαση που δίνεται στην αλληλοδρα-

σιακή επικοινωνία μεταξύ επιτηρητή-επιτηρούμενου οδηγεί στη μετάλλαξη των συστημάτων

επιτήρησης. Το γεγονός αυτό οδηγεί στη σταδιακή θέσμιση μίας νέας μορφής κοινωνικού

ελέγχου, που προεκτείνεται πέρα από την απλή ιδέα της επιτήρησης και ρύθμισης της συμπε-

ριφοράς τόσο των ατόμων όσο και των μεταξύ τους σχέσεων. Αν οι διάφοροι εγκλεισμοί και

οι πειθαρχικές κοινωνίες στόχευαν στο κονφορμισμό και την κανονικοποίηση των ατομικών

διαφορών, οι κοινωνίες του ελέγχου στοχεύουν σε έναν διαρκή μετατονισμό των εξουσιαστι-

κών σχέσεων, μία διαρκή επαναπροσαρμογή και αναδιοργάνωση τους, μέσω της ψηφιοποίη-

σης και δυνητικοποίησης τους. «Δε βρισκόμαστε πια μπροστά στο ζεύγος μάζα/άτομο. Τα

άτομα δημιουργούνται από τις «διαιρέσεις» και οι μάζες από τα στατιστικά δείγματα, τα δε-

δομένα, τις αγορές ή τις τράπεζες πληροφοριών» (Deleuze 2001:11-12) Η γλώσσα τους είναι

ψηφιακή και η επιτηρησιακή διαδικασία εξομοιωτική.29

Στην παραδοσική οργάνωση της εξουσίας το Πανοπτικό χωροποιεί τις χρονικές σχέσεις

σε ρουτίνες, καθήκοντα, προγραμματισμένα καθήκοντα κλπ μέσω των διακανονιστικών ρυθ-

28 Θυμίζουμε τη σημασία που παίζει η ζωντανή εργασία – η πώληση της εργασιακής δύναμης – στην παραγωγή της υπεραξίας και της διαδικασίας συσσώρευσης, στη μαρξική ανάλυση σε σχέση με τη νεκρή εργασία που είναι ενσωματωμένη στα μέσα παραγωγής. Έτσι εαν η πρώτη συνδέεται με τη χρονική της επιμήκυνση και εκμετάλλευση είτε απόλυτα είτε σχετικά, η δεύτερη βρίσκεται παρούσα στο χώρο. Αντίθετα η μεταλλαγμένη κυβερνοεργασία βασίζεται στη χωροχρονική διαδικασία – χωροχρονική αποστασιοποίηση και χωροχρονική συμπίεση – της εκμετάλλευσης της.

29 Το γεγονός αυτό έχει επιπτώσεις και στις αντιστάσεις των εργαζόμενων. Έτσι αν οι πειθαρχικές κοινωνίες εμπεριέχουν τον κίνδυνο της εντροπίας και του σαμποτάζ οι σύγχρονες κοινωνίες του ελέγχου εμπεριέχουν το θόλωμα του μυαλού, την πειρατεία και της εισαγωγής ιών. (Robins & Webster 1999 53-56 κ.α).

– 18 –

Page 19: τεχνοευγονικη της εργασιας

μίσεων των τόπων, της εδαφικοποίησης και της πειθαρχικής αρχιτεκτονικής γεωπολιτικής

του διαίρε και βασίλευε. Αντίθετα το Κυβερνοπτικό βασίζεται

1. στη στρατηγική απολυτοποίηση της ταχύτητας και επεξεργασίας της ροής

των πληροφοριών

2. στη χωροχρονική διαδικασιοποίηση τους μέσω της επικοινωνίας. (Bogard

1996:43-44, Strank 1983: 61- 63, 65)

Το παραδοσιακό πειθαρχικό σώμα της πολιτικής εξουσίας είναι μηχανιστικό και διαμορ-

φώνεται από υποκείμενα που υπόκεινται σε ντεντερμινιστικούς νόμους, οι οποίοι επιτρέπουν

την προβλεψιμότητα των μελλοντικών τους θέσεων. Οι πειθαρχικές μηχανές χρησιμοποιούν

αυτούς τους νόμους για τη διαμόρφωση μίας «αλυσίδας δράσεων που θεωρούσαν

επιθυμητή». Έτσι οι κοινωνίες θεσμίζονταν φαντασιακά ως μαζικές κοινωνίες των πολλα-

πλών συμπεριφορών, οι οποίες πειθαρχούσαν στους «νευτώνειους νόμους» της διατήρησης

και της κίνησης, θέσης, αντίθεσης και σύνθεσης. Στις κυβερνητικές κοινωνίες η επιστημολο-

γία ξεπερνάει τη δυαλιστική προσέγγιση της νεωτερικότητας και η σύνθεση ακολουθείται

από την πρόσθεση (Gray & Mentor 1995: 453-457, Gray 2001: 12, 193).30

Το νέο πειθαρχικό σώμα της δικτυακής πολιτικής οργάνωσης αποτελείται από τη ραχο-

κοκκαλιά (backbone) της εξουσίας και ένα πολύπλοκο δίκτυο δεντριτών (dendtrite), το οποίο

παράγεται και αναπαράγεται όχι μηχανιστικά αλλά κυβερνητικά μέσα από επικοινωνιακά δί-

κτυα σχέσεων (Gray & Mentor 1995: 457).31 Η κύρια μορφή επιτηρησιακού επικοινωνιακού

ελέγχου των κοινωνικών σχέσεων είναι η εξομοίωση (simulation), όπου φαντασιακός και

πραγματικός έλεγχος συμπίπτουν με αποτέλεσμα να εξαφανίζεται η ασυνέχεια μεταξύ πραγ-

ματικού-δυνητικού, παρελθοντικού/παροντικού/μελλοντικού, αρχής και τέλους.32

Η εξομοίωση του εργασιακού περιβάλλοντος επιτρέπει την στατιστική απόδοση εκατομ-

μύρια εργαζόμενων «κατά μήκος» κόμβων και δικτύων σε εκατοντάδες επαγγέλματα και οι-

κονομικούς τομείς. Κάθε εισροή, ακόμα και το χτύπημα ενός πλήκτρου στον υπολογιστή εί-

ναι και μία πιθανή καταγραφή της εργασιακής απόδοσης (αποδοτικότητας-παραγωγικότητας-

ποιότητας), και αποτελεί μία μελλοντική κλασματοποίηση του εργασιακού παρελθόντος, που

μαζί με άλλες πληροφορίες μπορούν να ανακληθούν ως εκκροές σε ένα μελλοντικό παρόν.

Μία ολόκληρη βιομηχανία σκαναρίσματος των παρελθοντικών εργασιακών, υγειονομικών

καταγραφών, των οικογενειακών και ιδεολογικών αξιών, της ψυχολογικής σταθερότητας και

30 Πρόσθεση μηχανών, πρόσθεση ορμονών, πρόσθεση μελών, πρόσθεση, νανοτεχνικών κλπ. Βλέπε και στο Chris Hablew Gray (2001).

31 Στο σημείο αυτό εκφράζουμε τη διαφωνία μας με το σύνολο των τεχνοντεντερμινιστών όπως και ο Gray που θεωρούν ότι το σύγχρονο σώμα αναπαράγεται στην οθόνη. (Gray & Mentor 1995: 457).

32 Η σύμπτωση φαντασιακού και πραγματικού, δυνητικού και πραγματικού φαίνεται και από τις νέες τάσεις της αρχιτεκτονικής βλέπε πιο πάνω.

– 19 –

Page 20: τεχνοευγονικη της εργασιας

του εργασιακού προφίλ του κάθε δυνητικά εργαζόμενου προσφέρει τη δυνατότητα διάγνωσης

της εκάστοτε «παθολογικής» οργανωτικής αταξίας. Αυτά σε συνδυασμό με την επιβολή των

εργασιακών υπορουτίνων και της ισχυρής εποπτείας διαμορφώνουν ένα δυνητικό εργασιακό

περιβάλλον όπου το τέλος (σκοποθετικά) κυβερνά τη διαδικασία πριν καν αρχίσει. Έτσι, το

«μέλλον της εργασίας αποτελεί παράλληλα και ένα τεχνο-ευγονικό όνειρο» (Bogard 1996:

117)

5. Ενδεικτική Βιβλιογραφία

Aronowitz Stanley & Martisons Barbara & Menser Michael, Edition (1996): Technoscience and

cyberculture. London, Routledge.

Baudrillard Jean (1990, 1973): Ο καθρέφτης της παραγωγής ή η κριτική αυταπάτη του ιστορικού υλι-

σμού. Αθήνα, Αλεξάνδρεια.

Baudrillard Jean (1997, 1981): Simulacra and simulation. USA, University of Michigan Press.

Bogard William (1996): The simulation of surveillance. Hypercontrol in telematic societies. G.

Britain, Cambridge University Press.

Casson Mark, (1997): Information and organization. A new perspective on the theory of the firm. New

York, Oxford University Press.

Castells Manuel (1997): The rise of the network society. Volume 1. Great Britain, Blackwell

Publishers.

Checkland Peter & Scholes Jim (1999): Soft systems methodology in action. West Sussex, England,

Wiley & Sons Ltd.

Dandeker Christopher (1990): Surveillance, Power and Modernity. Bureaucracy and Discipline from

1700 to the present day. Oxford Polity Press.

Deleuze Gilles (2001): Η κοινωνία του ελέγχου. Αθήνα, Ελευθεριακή Κουλτούρα.

Derek Gregory, Ron Martin & Graham Smith (1994): Human geography. Society, Space and Social

Science. London, MacMillan Publications.

Featherstone Mike & Burrows Roger edition (1996,1995): Cultures of technological embodiment.

Sage Publications.

Featherstone Mike (1995): Undoing Culture, Postmodernism and Identity, Sage Publications.

Flood R.L – Jackson M.C (1996): Δημιουργική επίλυση οργανωσιακών προβλημάτων. Ολική Συστη-

μική Παρέμβαση. Αθήνα,Παπαζήσης.

Foucault M. (1982, 1978): Η ιστορία της σεξουαλικότητας. Η δίψα της γνώσης. Αθήνα, Ράππας.

Foucault M. (1989, 1976): Επιτήρηση και τιμωρία, η Γέννηση της Φυλακής. Αθήνα, Ράππας .

Gibson William (1989, 1984): Νευρομάντης.Αθήνα, Aquarius Pub.

Giddens Adony (1995): The constitution theory. Outline of the theory of structuration theory.

Cambridge, Polity Press.

– 20 –

Page 21: τεχνοευγονικη της εργασιας

Giddens Adony (2001, 1990): Οι συνέπειες της νεωτερικότητας.Αθήνα, Κριτική.

Gray Hables Chris (2001): Cyborg Citizen. Politics in the posthuman age. N. York & London,

Routledge.

Gray Hables Chris edition (1995):The cyborg handbook. N. York & London, Routledge.

Harington John (1991): Organizational structure and information technology, Great Britain, Prentice

Hall International.

Harvey David (1997): The conditions of postmodernity. 1st printed 1990. Blackwell Publishers.

Hasard J. (1994, 1993): Postmodernism and organizations. Sage Publications.

Held & Grew (2000): The global transformation reader, Polity press.

Jameson Fredric (1992, 1991): Postmodernism or, the cultural logic of late capitalism. USA, Duke

University Press (1994): The seeds of time. Columbia University Press.

Jameson Fredric (1998): The cultures of globalization. USA, Duke University Press.

Jameson Fredric (1998, 1983): The cultural turn. Selected Writings on the Postmodern. Verso

Publications.

Jessop Bob (1999): Reflections on globalization and its (II) logic(s), http://lancs-iee.comp.lancs.ac.

uk/sociology/soc016rj.html [ημερομηνία επίσκεψης: 16/05/2002].

Jessop Bob (1999): The social embeddedness of the economy and its implications for economic

governance, http://lancs-iee.comp.lancs.ac.uk/sociology/soc016rj.html [ημερομηνία επίσκεψης: 22-

05-2000].

Kumar Krishan (1997): From post-industrial to postmodern society. 2nd edition. Blackwell Publishers.

Lash Scott & Urry John (1999, 1st 1994): Economies of signs and space.London, Sage Publications.

Levy Piere (1999):Δυνητική πραγματικότητα. Αθήνα, Κριτική.

Luhmann N. (1992): Observations on modernity, California, Stanford University Press.

Luhmann N. (1995): Social systems, California, Stanford University Press.

Luhmann N. (2000): Art as a social system, California, Stanford University Press, 1st Published 1995

in German.

Marx Karl (1978): Το Κεφάλαιο. 1ος Τόμος. Αθήνα, Συγχρονη Εποχή.

Maturana H & Varela F (1992): To δέντρο της γνώσης, Αθήνα, Εκδόσεις Κάτοπτρο.

May Jon & Thrift Nigel (2001): timespace: geograpies of temporality. London, Routledge.

McHugh David & Thompson Paul (1994):Work organizations: a critical introduction. 4th edition.

Hong Kong, McMillan Press.

McKinlay Alan & Starkey Ken (1998): Foucault, management and organization theory. From

Panopticon to Technologies of Self. London, Sage Publications.

Negri Antonio (1989): The politics of subversion. Polity press.

Parsons T. (1967): The social system. 5th edition. London, Lowe & Brydone.

Parsons T. (1971):The systems of modern societies. Englewood Cliffs, NJ: Prentice Hall.

Perelman Michael (1998): Class warfare in the information age. London, McMillan Press Ltd.

– 21 –

Page 22: τεχνοευγονικη της εργασιας

Pinchot Elizabeth & Gifford (1994): The end of bureaucracy and the rise of the intelligent

organization. San Francisco, Berrett-Koehler Publishers.

Prigozine Ilya & Stengers Isabelle (1986, 1984): Τάξη μέσα από το χάος.Αθήνα, Κέρδος.

Prigozine Ilya (1997): To τέλος της βεβαιότητας. Αθήνα, Κάτοπτρο.

Robins K. & Webster F. (1999): Times of the technoculture. From the information society to the

virtual reality. London, Routledge.

Sklair Leslie (1995) Sociology of the global system. 2nd edition. Baltimore Maryland, John Hopkins

University Press.

Tapscott D. (1995): Digital Economy. Promise and Peril in the Age of Networked Intelligence. N.

York, McGraw Hill.

Thompson E. P. (1994): Χρόνος, εργοστασιακή πειθαρχία και βιομηχανικός καπιταλισμός, Μετάφρα-

ση Βασίλης Τομανάς, Θεσσαλονίκη, Νησίδες.

Thompson Paul & Warhurst Chris (1998): Workplaces of the future, London, MacMillan Press LTD.

Welge K. Martin (2000): An evolutionary perspective on the globalization of enterprises in the global

network competition. http://www.sm.umist.ac.uk/eiba99/Tuesday/10.30-12.30/Cp%20K/paper%

2097.html. [Ημερομηνία επίσκεψης 18-10-2000).

Wiener R. (1970): Κυβερνητική και έλεγχος και επικοινωνία στα ζώα και στις μηχανές. Αθήνα, Κα-

στανιώτης.

Wilke H. (1996): Εισαγωγή στη συστημική θεωρία, Αθήνα, Εκδόσεις Κριτική.

Τσιβάκου Ιωάννα (2000): Το οδοιπορικό του εαυτού στο χώρο της εργασίας. Αθήνα, Θεμέλιο.

– 22 –