Ο Κάφκα στην Ακτή Του Χαρούκι Μουρακάμι-Κεφάλαιο...

17

Click here to load reader

Transcript of Ο Κάφκα στην Ακτή Του Χαρούκι Μουρακάμι-Κεφάλαιο...

Page 1: Ο Κάφκα στην Ακτή Του Χαρούκι Μουρακάμι-Κεφάλαιο δέκατο

«Είναι καλά τότε ο Νακάτα να σε λέει Καουαμούρα;». Επαναλαμβάνει την ερώτηση στην καφετιά ραβδωτή γάτα ξαναλέγοντας τις λέξεις αργά, ώστε να τη διευκολύνει να καταλάβει. Αυτή η συγκεκριμένη γάτα είχε πει, νομίζει, πως συνάντησε κάπου εκεί κοντά τη Γκόμα, αυτή την αγνοούμενη γάτα ενός έτους με χρώμα στο καβούκι της χελώνας. Όμως κατά την άποψητου Νακάτα, ο γάτος μιλούσε πολύ παράξενα. Το συναίσθημα ήταν αμοιβαίο, αφού ο γάτος φάνηκε να έχει τα δικά του προβλήματα. Έτσι η στιχομυθία καρκινοβατούσε. «Δε με πειράζει καθόλου, ψηλότερε των κεφαλών» «Συγνώμη, αλλά ο Νακάτα δεν καταλαβαίνει τι λες. Συγχώρεσέ με δεν είμαι και τόσο έξυπνος.» «Σίγουρα είναι τόνος». «Μήπως, ίσως, λες ότι θα ήθελες να φας έναν τόνο;» «΄Οχι. Τα χέρια δεμένα, πριν.» Ο Νακάτα ποτέ δεν συζητούσε με τις γάτες προσδοκώντας ότι θα ήταν εύκολο πράγμα η επικοινωνία μαζί τους. Πρέπει να περιμένεις προβλήματα όταν γάτες και άνθρωποι προσπαθούν να μιλήσουν οι μεν στους δε. Και μετά υπήρχε και το άλλο: Τα βασικά προβλήματα του Νακάτα με την ομιλία---όχι μόνον με τις γάτες αλλά και με τους ανθρώπους. Η άνετη συνομιλία του με τον Οτσούκα, την περασμένη βδομάδα, ήταν πιο πολύ η εξαίρεση παρά ο κανόνας, αφού για να μεταδώσει στο συνομιλητή του και το απλούστερο νόημα έπρεπε να προσπαθήσει πάρα πολύ. Τις χειρότερες μέρες αυτή η προσπάθεια έμοιαζε σαν δύο άνθρωποι απ’τις αντιπέρα όχθες ενός καναλιού να προσπαθούν να συνεννοηθούν φωνάζοντας δυνατά ο ένας στον άλλο με τον αέρα να λυσομανά. Και σήμερα, ήταν μία απ’αυτές τις μέρες. Δεν ήταν πολύ σίγουρος γιατί, αλλά οι ριγωτές καφετιές γάτες ήταν οι δυσκολότερες στη συνεννόηση. Με τις μαύρες γάτες τα πράγματα πήγαιναν πολύ καλά. Ακόμη πιο εύκολη ήταν η επικοινωνία με τις γάτες Σιάμ, αλλά δυστυχώς δεν υπήρχαν και πολλές αδέσποτες τέτοιες γάτες που να τριγυρνούν στους δρόμους. Επομένως σπάνια είχε τέτοια ευκαιρία. Οι γάτες Σιάμ ζουν συνήθως στα σπίτια και τις φροντίζουν πολύ καλά. Όμως, για κάποιο λόγο οι περισσότερες αδέσποτες ήταν οι ραβδωτές καφετιές γάτες. Αν και ήξερε τι να περιμένει, ο Νακάτα βρήκε αδύνατο να αποκρυπτογραφήσει τον Καουαμούρα. Διάλεγε τις λέξεις του πολύ αδέξια και ο Νακάτα δεν μπορούσε να καταλάβει τι εννούσε με κάθε λέξη, ή τη σύνδεση μεταξύ τους. Αυτά που έλεγε ο γάτος έμοιαζαν πιο πολύ με αινίγματα παρά με προτάσεις. Ακόμη και έτσι, ο Νακάτα φαινόταν απίστευτα υπομονετικός και είχε άφθονο χρόνο στη διάθεσή του. Επαναλάμβανε την ίδια ερώτηση, ξανά και ξανά, και ο γάτος επαναλάμβανε τις απαντήσεις του. Και οι δυο τους κάθονταν σε μία

Page 2: Ο Κάφκα στην Ακτή Του Χαρούκι Μουρακάμι-Κεφάλαιο δέκατο

πέτρα που οριοθετούσε ένα παρκάκι για τα παιδιά της περιοχής. Μιλούσαν σχεδόν μία ώρα, κάνοντας κύκλους. «Το Καουαμούρα είναι απλώς ένα όνομα με το οποίο θα σε φωνάζω. Δε σημαίνει τίποτε. Ο Νακάτα βαφτίζει κάθε γάτα ώστε να είναι εύκολο να θυμάται. Δεν θα σου προκαλέσει κανένα πρόβλημα στο εγγυώμαι. Απλώς θα ήθελα να σε αποκαλώ έτσι, εάν δεν σε πειράζει». Προς απάντηση ο Καγαμούρα συνέχιζε να μουρμουράει κάτι ακατάληπτο και να βλέποντας πως αυτό δεν επρόκειτο να τελειώσει σύντομα, ο Νακάτα προσπάθησε να πάει την κουβέντα στην Γκόμα δείχνοντας στον Καουαμούρα τη φωτογραφία της. «Κύριε Καουαμούρα, αυτή είναι η Γκόμα. Η γάτα που ψάχνει ο Νακάτα. Είναι γάτα με χρώμα ταρταρούγας και είναι ενός έτους. Την είχαν οι Κοϊζούμι στο τρίτο διαμέρισμα της περιοχής Νογκάτα που έχασαν τα ίχνη της εδώ και λίγο καιρό. Η κυρία Κοϊζούμι άνοιξε το παράθυρο και η γάτα πήδηξε έξω και το σκάσε. Έτσι για μία ακόμη φορά θα σε ρωτήσω. Είδες αυτή τη γάτα;» Ο Καουαμούρα κοίταξε τη φωτογραφία ξανά και έγνεψε καταφατικά. «Εάν είναι τόνος, ο Καουα’μούρα δεμένος. Δεμένος καλά, προσπαθεί να ψάξει». «Λυπάμαι, αλλά όπως είπα πριν ένα λεπτό, ο Νακάτα δεν είναι τόσο έξυπνος και δεν μπορεί να καταλάβει πολύ καλά τι εννοείς. Θα σας πείραζε να το επαναλάβετε;» «Εάν πρόκειται για τόνο, ο Καουαμούρα προσπαθεί. Προσπαθεί να βρει και το έδεσε κόμπο». «Με τη λέξη τόνο, εννοείς το ψάρι;» «Προσπαθεί για τον τόνο, δέστο κόμπο, Καουαμούρα». Ο Νακάτα χάιδεψε τα γκρίζα του μαλλιά και για μία ακόμη φορά αναρρωτήθηκε τι εννοούσε ο γάτος. Τι μπορούσε να κάνει ώστε να λύσει αυτό το γρίφο με τον τόνο και να γλιτώσει απ’αυτή την υποτιθέμενη συζήτηση; Όπως και να το σκεφτόταν, όπως και να το δούλευε στο μυαλό του δε μπορούσε να βγάλει άκρη. Απ’την άλλη δεν ήταν στο φόρτε του το λογικό ξεκαθάρισμα των πραγμάτων. Εντελώς ανίδεος για όλα αυτά,ο Καουαμούρα σήκωσε το πισινό του πόδι και έξυσε καλά ένα σημείο κάτω απ’το πηγούνι του. Τότε ο Νακάτα σκέφτηκε ότι άκουσε ένα γερό γέλιο από πίσω του. Γύρισε και είδε να κάθεται σε ένα χαμηλό τσιμεντένιο τοίχο δίπλα σε ένα σπίτι, μία υπέροχη, γάτα Σιάμ κοιτώνοντας τον με τα σχιστά της μάτια. «Συγνώμη, αλλά μήπως παρ’ελπίδα είστε ο κύριος Νακάτα;» είπε η Σιαμέζα. «Ναι, σωστά. Το όνομά μου είναι Νακάτα. Χαίρομαι που σας συναντώ». «Το ίδιο, σας βεβαιώνω» απάντησε η Σιαμέζα.

Page 3: Ο Κάφκα στην Ακτή Του Χαρούκι Μουρακάμι-Κεφάλαιο δέκατο

«Έχει συννεφιά απ’το πρωί, αλλά δεν περιμένω πως θα δούμε σύντομα βροχή» είπε ο Νακάτα. «Πραγματικά ελπίζω η βροχή να καθυστερήσει». Η σιαμέζα ήταν ένα θηλυκό κοντά στη μέση ηλικία. Είχε την ουρά της ψηλά και ένα κολλάρο με το όνομά της. Είχε όμορφα χαρακτηριστικά και ήταν λεπτή, δίχως ούτε μία ουγγιά περιττού λίπους. «Σας παρακαλώ να με αποκαλείται Μιμί. Μιμί απ’την όπερα Λα Μποέμ. Υπάρχει και σχετικό τραγούδι, ξέρετε: Σι, μι κιάμο Μιμί» (σ.μ. Ναι, με λένε Μιμί). «Βλέπω» είπε ο Νακάτα, δίχως πραγματικά να αντιλαμβάνεται. «Απ’την όπερα του Πουτσίνι, ξέρετε. Ο ιδιοκτήτης μου τυχαίνει να είναι φανατικός της όπερας» είπε η Μιμί και χαμογέλασε φιλικά. «Θα σας το τραγουδούσα αλλά δυστυχώς δεν είμαι και τόσο καλή τραγουδίστρια».

«Ο Νακάτα χαίρεται πολύ που σας συναντάει, Μιμί-σαν». «Το ίδιο και εγώ κύριε Νακάτα». «Ζείτε εδώ κοντά;»

«Ναι, σε ένα διώροφο σπίτι εκεί πέρα. Είναι το σπίτι των Τανάμπε. Το βλέπετε, εκεί; Αυτό με την κρεμ BMW 530 παρκαρισμένη μπροστά;» «Βλέπω» επανέλαβε ο Νακάτα. Δεν είχε ιδέα τι ήταν η ΒMW, όμως εντόπισε ένα κρεμ αυτοκίνητο. Αυτό πρέπει να εννοούσε. «Κύριε Νακάτα» είπε η Μιμί «Με ξέρουν ως αυτάρκη, ή ίσως θα μπορούσατε να πείτε πως ανήκω σε ένα πολύ ιδιαίτερο είδος γάτας και δεν ανακατεύομαι κανονικά στις δουλειές των άλλων. Αλλά αυτός ο νεαρός--- αυτός στον οποίο πιστεύω πως αναφέρεστε σαν Καουαμούρα;-- δεν είναι αυτό που θα αποκαλούσατε πανέξυπνο γατί. Όταν ήταν ακόμη μικρό, ένα παιδί το χτύπησε με το ποδήλατο και ο καημένος χτύπησε το κεφάλι του στο τσιμέντο. Από τότε δε βγάζουν νόημα τα λόγια του. Επομένως ακόμη κι εάν έχετε υπομονή μαζί του, όπως βλέπω ότι έχετε, δε θα καταλάβετε τίποτε. Ξέρω πως είναι νωρίς να μιλήσω, αλλά πιστεύω πως έπρεπε να πω κάτι». «Όχι παρακαλώ δεν το πιστεύω. Χαίρομαι πολύ που μου το είπατε. Ο Νακάτα είναι χαζός σαν το Καουαμούρα και νομίζω πως δεν μπορώ να καταφέρω κάτι χωρίς τη βοήθεια των άλλων. Γι’αυτό και παίρνω εκείνο το επί δώμα απ’τον κυβερνήτη κάθε μήνα. Χαίρομαι πολύ που ακούω τη γνώμη σας Μιμί». «Καταλαβαίνω ότι ψάχνετε για μία γάτα» είπε η Μιμί. «Δεν είχα στήσει αυτί, συγγνώμη, απλώς έτυχε να ακούσω καθώς χαλάρωνα εδώ. Γκόμα, είναι το όνομά της;»

«Ναι, πολύ σωστά». «Και ο Καουαμούρα έχει δει τη Γκόμα;» «Αυτό μου είπε. Αλλά ο Νακάτα δεν μπορεί να καταλάβει τι είπε μετά απ’αυτό».

Page 4: Ο Κάφκα στην Ακτή Του Χαρούκι Μουρακάμι-Κεφάλαιο δέκατο

«Εάν δεν σας πειράζει κύριε Νακάτα, γιατί να μην έρθω και εγώ να του μιλήσω; Είναι πιο εύκολο να επικοινωνήσουν δύο γάτες και έχω συνηθίσει αρκετά τον τρόπο ομιλίας του. ΄Ετσι γιατί να μην μιλήσω μαζί του και μετά να σας τα πω εν περιλήψει;» «Θα με βοηθούσε πολύ κάτι τέτοιο, σίγουρα». Η Σιαμέζα έγνεψε ελαφρά και με τη χάρη μπαλαρίνας πήδηξε στον τσιμεντένιο τοίχο.. Η μαύρη ουρά της πρόβαλε ψηλά και περήφανα σαν σημαία, μετά περπάτησε καμαρωτά και κάθισε δίπλα στον Καουαμούρα. Αυτός άρχισε αμέσως να μυρίζει τα οπίσθιά της αλλά η Σιαμέζα του έδωσε ένα γρήγορο χτύπημα στο μάγουλο και το μικρό γατί τραβήχτηκε πίσω. Μετά η Μιμί του ξαναέδωσε ένα γρήγορο χτύπημα στη μύτη. «Τώρα πρόσεχε ανεγκέφαλε κουδουνοκέφαλε! Βρωμερέ ανίκανε!» είπε η Μιμί χιμώντας και μετά στράφηκε στον Νακάτα. «Πρέπει να του δείξεις ποιος κάνει κουμάντο εδώ αλλιώς δεν θα κάνεις τίποτε. Διαφορετικά θα χαραμίσεις το χρόνο σου μαζί του. Δεν είναι βέβαια λάθος του. Τον λυπάμαι. Αλλά τι να κάνουμε;» «Καταλαβαίνω» είπε ο Νακάτα δίχως να είναι βέβαιος σε τι ακριβώς συμφωνούσε μαζί της. Οι δύο γάτες άρχισαν τη συνομιλία, αλλά μιλούσαν τόσο γρήγορα και σιγά που ο Νακάτα δεν μπόρεσε να βγάλει ούτε λέξη. Η Μιμή ανέκρινε τον Καουαμούρα σε έντονο ύφος και το νεαρό γατί απαντούσε δειλά. Μπροστά σε οποιονδήποτε δισταγμό η Μιμή του απαντούσε με μία ανηλεή φάπα στο πρόσωπο. Αυτή η σιαμέζα γάτα δεν ήταν μόνον έξυπνη ήταν και μορφωμένη. Ο Νακάτα είχε συναντήσει πολλές γάτες μέχρι τότε, αλλά ποτέ δεν του είχε τύχει κάποια που άκουγε όπερα ή ήξερε μοντέλα αυτοκινήτων. Εντυπωσιασμένος, παρακολούθησε τη Μιμή να κάνει τη δουλειά με μεγάλη επιδεξιότητα. Όταν η Μιμή έμαθε όσα ήθελε, έδιωξε το νεαρό γατί. «Στο δρόμο σου» του είπε έντονα και αυτό έφυγε μελαγχολικά. Η Μιμή φώλιασε με θέρμη στην αγκαλιά του Νακάτα. «Νομίζω πως έβγαλα άκρη απ’όλα αυτά». «Σας είμαι βαθιά υποχρεωμένος» είπε ο Νακάτα. Αυτός ο γάτος---ο Καουαμούρα δηλαδή --- είπε πως έχει δει αρκετές φορές την Γκόμα σε μία περιοχή με γρασίδι εδώ πιο κάτω στο δρόμο. Εϊναι μία άδεια αποθήκη στην οποία σχεδίαζαν να γκρεμίσουν για να χτίσουν. Μία κτηματομεσιτική εταιρία αγόρασε μία αποθήκη ανταλλακτικών αυτοκινήτου και τη γκρέμισε με σκοπό να φτιάξει ένα συγκρότημα πολυτελών κτιρίων. Όμως μία κίνηση πολιτών αντέδρασε σ’αυτά τά σχέδια, ακολούθησε δικαστική μάχη και ανεστάλησαν τα σχέδια για οικοδομή. Αυτό δηλαδή που συμβαίνει συνέχεια στις μέρες μας. Στην εγκαταλελλειμένη αποθήκη το γρασίδι και τα αγριόχορτα μεγαλώνουν, οι άνθρωποι σπανίζουν, και το μέρος γίνεται η τέλεια κρυψώνα για όλες τις αδέσποτες γάτες της γειτονιάς. Δεν κάνω παρέα με

Page 5: Ο Κάφκα στην Ακτή Του Χαρούκι Μουρακάμι-Κεφάλαιο δέκατο

πολλές γάτες, γιατί δε θέλω να κολλήσω ψύλλους, έτσι σπάνια πηγαίνω εκεί. Και να μην έχετε αμφιβολία---οι ψύλλοι είναι σαν μία κακή συνήθεια---τρομερά δύσκολο να απαλλαχθείς από δαύτη.» «Καταλαβαίνω» είπε ο Νακάτα. «Μου είπε ότι η γάτα είναι όπως και αυτή στη φωτογραφία---μία δειλή, όμορφη νεαρή στο χρώμα της ταρταρούγας με ένα κολλάρο για ψύλλους. Δεν φαίνεται επίσης να μιλά πολύ καλά. Εϊναι σαφές ότι πρόκειται για μία αφελή σπιτόγατα που δεν μπορεί να βρει το δρόμο για να επιστρέψει στο σπίτι». «Αναρρωτιέμαι πότε έγιναν αυτά;» «Η τελευταία φορά που είδε τη γάτα πρέπει να ήταν πριν τρεις ή τέσσερις μέρες. Δεν είναι και τόσο έξυπνος, έτσι δεν είναι και τόσο σίγουρος για τις μέρες. Αλλά είπε όμως ότι ήταν μία μέρα μετά τη βροχή, επομένως θεωρώ πως πρέπει να ήταν η Δευτέρα. Απ’ό,τι θυμάμαι έβρεξε πολύ την Κυριακή». «Ο Νακάτα δεν ξέρει για τις μέρες της βδομάδας όμως θαρρώ κι εγώ πως έβρεξε μάλλον τότε. Δεν την έχει δει από τότε;» «Αυτή ήταν η τελευταία φορά. Ούτε οι άλλες γάτες την έχουν ξαναδεί, λέει. Είναι ένα γατί ανίκανο για ο,τιδήποτε, αλλά τον πίεσα πολύ και πιστεύω αυτά που λέει». «Θέλω πραγματικά να σας ευχαριστήσω». «Δε χρειάζεται---ευχαρίστησή μου. Τις περισσότερες φορές έχω τριγύρω μου ένα μάτσο άχρηστες γάτες με τις οποίες σπάνια μιλώ και όταν αυτό γίνει ποτέ δεν φαίνεται να συμφωνούμε σε κάτι. Το βρίσκω τρομερά ενοχλητικό. Έτσι ήταν μεγάλη χαρά να μπορέσω να μιλήσω με έναν λογικό άνθρωπο όπως εσείς». «Καταλαβαίνω» είπε ο Νακάτα. «Υπάρχει όμως κάτι που ο Νακάτα δεν καταλαβαίνει. Ο κύριος Καουαμούρα έλεγε συνέχεια κάτι για έναν τόνο, και αναρωτιέμαι μήπως εννοούσε το ψάρι...»¨ Η Μιμή σήκωσε σβέλτα το μπροστινό αριστερό της πόδι, επιθεωρώντας τη ροζ πατούσα της, και κάγχασε ελαφρά. «Η ορολογία του νεαρού δεν είναι ιδιαίτερα πλούσια, φοβάμαι». «Η τερματολογία;» «Ο αριθμός των λέξεων με τις οποίες είναι εξοικιωμένος είναι περιορισμένος. Αυτό εννοώ. Έτσι γι’αυτόν ό,τι είναι καλό για φαί είναι ο τόνος. Γι’αυτόν ο τόνος είναι το απαύγασμα της τελειότητας όσον αφορά την διατροφή. Δεν γνωρίζει πράγματα όπως τα θαλασσινά των υφάλων, τον ιππόγλωσσο, ή τον κιτρινοπτέρυγο». Ο Νακάτα καθάρισε τη φωνή του. «Πραγματικά, ο Νακάτα λατρεύει τον τόνο. Βέβαια, και τα χέλια». Και εγώ λατρεύω τα χέλια. Αν και δεν είναι το είδος των πραγμάτων που μπορείς να φας συνέχεια». «Σίγουρα. Δεν μπορείς να τα τρως όλη την ώρα».

Page 6: Ο Κάφκα στην Ακτή Του Χαρούκι Μουρακάμι-Κεφάλαιο δέκατο

Οι δυο τους έμειναν σιωπηλοί για κάμποση ώρα με τη σκέψη τους απορροφημένη στα χέλια. «Τέλος πάντων, αυτά εννοούσε το γατί» είπε η Μιμή σαν να θυμήθηκε ξαφνικά. «Όμως, λίγο αφότου οι γάτες της γειτονιάς άρχισαν να σεργιανίζουν σ’αυτή την εγκατελειμένη αποθήκη, εμφανίστηκε στην περιοχή ένας κακός άνθρωπος που πιάνει γάτες. Οι άλλες γάτες πιστεύουν πως πρέπει να πήρε την Γκόμα μακριά. Ο άνδρας της δελεάζει με κάτι νόστιμο και μετά τις τσουβαλιάζει σε ένα μεγάλο σάκο. Ο άνδρας είναι σίγουρα αρκετά έμπειρος στο να πιάνει γάτες και μία πεινασμένη αθώα γάτα σαν την Γκόμα θα έπεφτε εύκολα στην παγίδα του. Ακόμη και οι αδέσποτες γάτες που ζουν εδώ, που φυσικά είναι αρκετές, έχουν χάσει κάνα δυο απ’αυτόν τον άνδρα. Το όλο πράγμα είναι τουλάχιστον ειδεχθές, αφού δεν υπάρχει τίποτε χειρότερο για μία γάτα απ’το να την ρίξουν μέσα σε ένα σάκο». «Καταλαβαίνω» είπε ο Νακάτα, και ξαναχάιδεψε τα μαλλιά του με την παλάμη. «Αλλά τι κάνει αυτός ο άνδρας αφού τις πιάσει;» «Αυτό δεν το γνωρίζω. Τις παλιές μέρες συνήθιζαν να φτιάχνουν τις παραδοσιακές γιαπωνέζικες κιθάρες, σάμισεν, από το τομάρι της γάτας, αλλά σήμερα δεν υπάρχουν πολλοί άνθρωποι να θέλουν να παίξουν σάμισεν. Και πέραν αυτού, μαθαίνω πως τώρα χρησιμοοποιούν κυρίως πλαστικό. Σε ορισμένα μέρη του κόσμου, οι άνθρωποι τρώνε γάτες, αλλά όχι στην Ιαπωνία, δόξα τω Θεώ. Έτσι νομίζω ότι μπορείς να αποκλείσεις αυτά τα δύο κίνητρα. Συνεπώς απομένουν, για να σκεφθώ...Οι άνθρωποι που χρησιμοποιούν γάτες σε επιστημονικά πειράματα. Οι γάτες χρησιμοποιούνται ευρέως σε πειράματα. Μία απ’τις φίλες μου, στην πραγματικότητα, χρησιμοποιήθηκε σε ένα ψυχολογικό πείραμα στο πανεπιστήμιο του Τόκιο. Τρομερό πράγμα, αλλά αυτή είναι μία άλλη, μεγάλη ιστορία, που δεν είναι της ώρας να την πω. Υπάρχουν βέβαια και οι ανώμαλοι---όχι πολλοί--- που απλώς διασκεδάζουν βασανίζοντας γάτες. Με το να πιάνουν μία γάτα και να της κόβουν την ουρά, για παράδειγμα.» «Και μετά τι κάνουν αφού τους πετσοκόψουν την ουρά;» «Τίποτε. Απλώς θέλουν να βασανίζουν και να πληγώνουν τις γάτες. Για κάποιο λόγο αυτό τους κάνει και αισθάνονται καλά. Φοβάμαι πως υπάρχουν διεστραμμένοι άνθρωποι εκεί στον κόσμο». Ο Νακάτα το ξανασκέφθηκε. Πώς θα μπορούσε κανείς να θεωρεί διασκέδαση το κόψιμο μίας γατίσιας ουράς; «Επομένως, λες πως πρέπει κάποιος διεστραμμένος να έχει αρπάξει την Γκόμα;» ρώτησε. Η Μιμή έτριψε τα μακριά λευκά μουστάκια της και συνοφρυώθηκε. «Θα προτιμούσα να μην το σκέφτομαι αυτό, ούτε καν να το φανταστώ, αλλά είναι μία πιθανότητα. Κύριε Νακάτα, δεν έχω ζήσει πολλά χρόνια αλλά έχω δει τρομερά πράγματα που δεν θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ. Οι περισσότεροι άνθρωποι βλέπουν στις γάτες και

Page 7: Ο Κάφκα στην Ακτή Του Χαρούκι Μουρακάμι-Κεφάλαιο δέκατο

σκέφτονται: Τι ζωή---το μόνον που κάνουν είναι να κάθονται και να λιάζονται και να μην σηκώνουν ούτε το δακτυλάκι τους. Αλλά οι ζωές των γάτων δεν είναι τόσο ειδυλιακές. Οι γάτες είναι ανίσχυρες, αδύναμα μικρά πλάσματα που τραυματίζονται εύκολα. Δεν έχουμε καβούκια όπως οι χελώνες, ούτε φτερά όπως τα πουλιά. Δεν μορούμε να φωλιάσουμε στο υπέδαφος όπως οι τυφλοπόντικες ή να αλλάξουμε χρώματα όπως οι χαμαιλέοντες. Ο κόσμος δεν έχει ιδέα πόσες πολλές γάτες τραυματίζονται καθημερινά, πόσες πολλές από εμάς έχουν ατυχές τέλος. Τυχαίνει να είμαι πολύ τυχερή και να ζω με τους Τανάμπε, μία θαυμάσια και φιλική οικογένεια, όπου τα παιδιά μου φέρονται καλά και έχω ο,τιδήποτε χρειάζομαι. Αλλά η ζωή μου δεν ήταν πάντα εύκολη. ΄Οσον αφορά στις αδέσποτες, αυτές πραγματικά ζουν μία σκληρή ζωή». «Είστε πραγματικά πολύ έξυπνη, Μιμί» είπε ο Νακάτα εντυπωσιασμένος απ’την ευγλωττία της Σιαμέζας. «Όχι, καθόλου» απάντησε η Μιμή, μισοκλείνοντας τα μάτια της από αμηχανία. «Απλώς περνάω αρκετό χρόνο μπροστά απ’την TV με αποτέλεσμα να γεμίζει το κεφάλι μου με άχρηστα γεγονότα. Δεν βλέπετε ποτέ τηλεόραση κύριε Νακάτα;» «Όχι, ο Νακάτα δεν βλέπει τηλεόραση. Οι άνθρωποι στην τηλεόραση μιλούν πολύ γρήγορα και δεν μπορώ να τους παρακολουθήσω. Είμαι χαζός, δεν μπορώ να διαβάσω και όταν δεν μπορείς ούτε καν να διαβάσεις τότε η τηλεόραση δεν βοηθάει και πολύ. Μερικές φορές ακούω ραδιόφωνο, αλλά οι λέξεις και εκεί λέγονται πολύ γρήγορα και αυτό με κουράζει. Πραγματικά προτιμώ να κάνω αυτό--- να απολαμβάνω τη συνομιλία με μία γάτα, έξω στο ύπαιθρο, κάτω απ’τον ουρανό». «Πράγματι» είπε η Μιμή. «Ακριβώς» απάντησε ο Νακάτα. «Πραγματικά ελπίζω να είναι εντάξει η Γκόμα». «Μιμί, ο Νακάτα θα πάει να ψάξει σ’αυτή την άδεια αποθήκη». «Σύμφωνα με τον νεαρό, αυτός ο άνθρωπος είναι πανύψηλος, φοράει ένα παράξενο ημίψηλο καπέλο και ψηλές δερμάτινες μπότες. Και περπατά γρήγορα. Φαίνεται πολύ ασυνήθιστος, έτσι θα τον αναγνωρίσεις αμέσως μόλις τον δεις, μου είπε. Όποτε τον βλέπουν οι γάτες να πλησιάζει εκεί, σκορπίζουν προς κάθε κατεύθυνση. Αλλά ένας καινούριος μπορεί να μην ξέρει αρκετά και να...» Ο Νακάτα αποθήκευσε αυτές τις πληροφορίες στο κεφάλι του, βάζοντάς τες προσεχτικά σε ένα μπροστινό συρτάρι για να μην τις ξεχάσει. Ο πολύ ψηλός άνδρας, που φοράει παράξενο ημίψηλο καπέλο και ψηλές δερμάτινες μπότες... «Ελπίζω να βοήθησα...» είπε η Μιμή.

Page 8: Ο Κάφκα στην Ακτή Του Χαρούκι Μουρακάμι-Κεφάλαιο δέκατο

«Ο Νακάτα εκτιμά όλα όσα κάνατε. Εάν δεν ήσασταν τόσο ευγενική για να μιλήσετε μαζί του, ακόμη θα μιλούσα για τόνους. Είμαι ευγνώμων». «Απ’ό,τι νομίζω» είπε η Μιμή κοιτώντας σταμάτια τον Νακάτα «είναι ότι ο άνδρας αυτός είναι μπελάς. Πολύ μεγάλος μπελάς. Είναι πιο επικίνδυνος απ’ό,τι φαντάζεστε. Εάν ήμουν στη θέση σας, δεν θα πήγαινα ποτέ σ’εκείνη την αποθήκη. Αλλά είστε άνθρωπος και αυτή είναι η δουλειά σας, στο κάτω-κάτω, αλλά ελπίζω να είστε πολύ προσεχτικός». «Σας ευχαριστώ θερμά. Θα προσέχω όσο περισσότερο μπορώ». «Κύριε Νακάτα, αυτός ο κόσμος είναι ένα πραγματικά βίαιο μέρος. Κανείς δεν μπορεί να γλιτώσει απ’την βία. Παρακαλώ, έχετέ το στο μυαλό σας. Δεν μπορείς να προσέχεις τα πάντα. Αυτό ισχύει και για τις γάτες και για τους ανθρώπους». «Θα το θυμάμαι» είπε ο Νακάτα. Όμως δεν είχε ιδέα πού και πώς θα μπορούσε να γίνει βίαιος ο κόσμος. Ο κόσμος ήταν γεμάτος από πράγματα που ο Νακάτα δεν μπορούσε να κατανοήσει, και τα περισσότερα πράγματα που ήταν συνδεδεμένα με τη βία ανήκαν σ’αυτή την κατηγορία.

Αφού αποχαιρέτισε την Μιμή, πήγε να δει την άδεια αποθήκη, που απεδείχθη πως είχε το μέγεθος μικρής παιδικής χαράς. Περιτριγυριζόταν από ψηλό φράκτη φτιαγμένο με κοντραπλακέ και είχε μία πινακίδα που έλεγε: «ΜΑΚΡΙΑ: ΠΡΟΣΕΧΩΣ ΟΙΚΟΔΟΜΗ» (την οποία φυσικά ο Νακάτα δεν μπορούσε να διαβάσει). Η είσοδος ήταν κλειδωμένη και έφερε μία βαριά αλυσίδα αλλά λίγο πιο πέρα έχασκε ένα κενό στο φράκτη με αποτέλεσμα ο οποιοσδήποτε να μπορεί πανεύκολα να μπει μέσα. Κάποιος πρέπει να είχε προσπαθήσει να τη διαρρήξει με λοστό. Όλες οι πρώην αποθήκες, που βρίσκονταν αρχικά εκεί, είχαν κατεδαφιστεί αλλά το έδαφος δεν είχε καθαριστεί ενόψει της έναρξης των οικοδομικών εργασιών και ήταν καλυμένο με γρασίδι. Το γρασίδι, ποικιλίας γκόλντενροντ, είχε το ύψος παιδιού, ενώ μία δύο πεταλούδες πετούσαν από πάνω του. Οι σωροί με το χώμα είχαν πετρώσει απ’τη βροχή και σε ορισμένα σημεία ξεπρόβαλλαν σαν μικροί λόφοι. Ήταν τέλειο σημείο για γάτες. Οι άνθρωποι δεν έμπαιναν μέσα και υπήρχαν πάσης λογής πλασματάκια να κυνηγήσουν και να πιάσουν και άφθονα μέρη για να κρυφτούν. Ο Καουαμούρα δεν φαινόταν πουθενά. Δύο κάτισχνες γάτες με τραχύ τρίχωμα βρίσκονταν εκεί αλλά όταν ο Νακάτα τις κάλεσε με έναν φιλικό χαιρετισμό αυτές των κοίταξαν ψυχρά και εξαφανίστηκαν μέσα

Page 9: Ο Κάφκα στην Ακτή Του Χαρούκι Μουρακάμι-Κεφάλαιο δέκατο

στα αγριόχορτα. Αυτό βέβαια ήταν λογικό—καμία απ’αυτές δεν ήθελε να πιαστεί και να της κόψουν την ουρά. Ο ίδιος ο Νακάτα δεν ήθελε βέβαια να του συμβεί, όχι βέβαια πως είχε ουρά. Αλλά δεν ήταν άξιο απορίας γιατί οι γάτες ανησύχησαν με τον που τον είδαν. Ο Νακάτα στάθηκε σε ένα πιο ψηλό σημείο του εδάφους και έριξε μία καλή ματιά τριγύρω. Κανείς δεν ήταν εκεί, μόνον οι πεταλλούδες που έψαχναν κάτι, πετώντας πάνω απ’τα αγριόχορτα. Βρήκε ένα καλό σημείο για να καθίσει κάτω, άφησε κατά μέρους την πάνινη τσάντα που κρεμόταν απ’τον ώμο και έβγαλε δύο σαντουιτσάκια με φασόλια, που ήταν και το συνηθισμένο του γεύμα. Ήπιε ζεστό τσάι απ’το θερμός με τα μάτια μισόκλειστα από ευχαρίστηση καθώς το απολάμβανε ήσυχα. Ήταν ένα ήσυχο απογευματάκι. Όλα ήταν ήσυχα, ήρεμα, αρμονικά. Ο Νακάτα δυσκολεύτηκε να πιστέψει πως κάποιος μπορεί να στεκόταν εκεί παραμονεύοντας για να πιάσει και να βασανίσει γάτες. Χάιδεψε με το χέρι τα γκρίζα του μαλλιά, που ήταν στο χρώμα του αλατοπίπερου καθώς μασουλούσε. Εάν κάποιος άλλος ήταν μαζί του θα μπορούσε να του εξηγήσει---ο Νακάτα δεν είναι έξυπνος--- αλλά δυστυχώς ήταν μονάχος. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να γνέφει καταφατικά μερικές φορές και να μασουλάει. Με το που τελείωσε τα ψωμάκια δίπλωσε το σελοφάν με τα οποία ήταν τυλιγμένα, τα έκανε ένα τετράγωνο, και το έβαλε μέσα στην τσάντα του. Μετά έκλεισε σφικτά το θερμός με το τσάι και το ξαναέβαλε στην τσάντα. Ο ουρανός είχε σκεπαστεί με πυκνά σύννεφα, αλλά απ’το χρώμα τους μπορούσε να μαντέψεις ότι ο ήλιος ήταν έτοιμος να ξαναβγεί. Ο άντρας ήταν πολύ ψηλός και φορούσε ένα παράξενο ημίψηλο καπέλο και μακριές δερμάτινες μπότες. Ο Νακάτα προσπάθησε να φανταστεί την εικόνα αυτού του άντρα αλλά δεν είχε ιδέα με τι θα μπορούσε να μοιάζουν ένα παράξενο ψηλό καπέλο και μακριές δερμάτινες μπότες. Σε όλη του τη ζωή δεν είχε ποτέ δει καθόλου ημίψηλα καπέλα και ψηλές δερμάτινες μπότες. Ο Καουαμούρα είχε πει στην Μιμή ότι θα τον καταλάβεις όταν τον δεις. Έτσι ο Νακάτα αποφάσισε πως απλώς θα πρέπει να περιμένει μέχρις ότου τον συναντήσει. Αυτό είναι σίγουρα το καλύτερο σχέδιο. Στάθηκε όρθιος και κατούρισε στα αγριόχορτα--- για ώρα--- και μετά πήγε πίσω σε μία συστάδα με αγριόχορτα στη γωνία μίας άδειας αποθήκης, όπου θα ήταν πιο καλά κρυμμένος και κάθισε εκεί όλο το υπόλοιπο απόγευμα περιμμένοντας να εμφανιστεί εκείνος ο περίεργος άντρας. Η αναμονή είναι βαρετή δουλειά. Δεν είχε ιδέα πότε θα μπορούσε να εμφανιστεί αυτός ο άντρας—ίσως αύριο, ίσως σε καμία βδομάδα. Ή ίσως να μην ξαναφαινόταν ποτέ ξανά--- αυτό ήταν πιθανό. Αλλά ο Νακάτα συνήθιζε την άσκοπη αναμονή και να περνά την ώρα του μονάχος και άπρακτος. Δεν βαριόταν καθόλου.

Page 10: Ο Κάφκα στην Ακτή Του Χαρούκι Μουρακάμι-Κεφάλαιο δέκατο

Ο χρόνος δεν ήταν σπουδαίο ζήτημα γι’αυτόν. Δεν είχε καν ρολόι. Ο Νακάτα είχε τη δική του αίσθηση του χρόνου. Το πρωί έχει φως, το βράδυ ο ήλιος δύει και σκοτεινιάζει. Με το που σκοτείνιασε θα πήγαινε στα παρακείμενα δημόσια λουτρά και αφού θα επέστρεφε σπίτι του απ’το μπάνιο θα πήγαινε για ύπνο. Τα δημόσια λουτρά ήταν κλειστά συγκεκριμένες μέρες της βδομάδας και όταν αυτό συνέβαινε θα σταματούσε να περιμένει και θα πήγαινε σπίτι. Το στομάχι του του έλεγε πότε ήταν ώρα να φάει και όταν ερχόταν η ώρα για να πάρει το επί δώμα του (μιας που πάντα κάποιος καλός άνθρωπος θα του έλεγε πότε πλησίαζε εκείνη η μέρα) ήξερε τότε ότι είχε περάσει ένας ακόμη μήνας. Την επόμενη μέρα θα πήγαινε πάντα για κούρεμα στο κοντινό κουρείο. Κάθε καλοκαίρι κάποιος απ’την επιτήρηση της πρόνοιας θα τον κέρναγε χέλι και κάθε Πρωτοχρονιά θα του έφερναν κέικ ρυζιού. Ο Νακάτα άφησε το κορμί του να χαλαρώσει, το μυαλό του να ηρεμήσει, αφήνοντας τα πράγματα να τον διαπεράσουν. Αυτό του ήταν φυσικό, κάτι που το έκανε από παιδί, δίχως δεύτερη σκέψη. Πριν καιρό, τα σύνορα της συνείδησής του τρεμόπαιζαν, όπως ακριβώς πετούσαν οι πεταλούδες. Πέρα απ’αυτά τα όρια υπάρχει μία σκοτεινή άβυσσος. Σποραδικά η συνείδησή του θα πετούσε πάνω απ’αυτά τα σύνορα και θα πλανιόταν πάνω απ’αυτή τη μαύρη ρωγμή που έφερνε παραζάλη. Αλλά ο Νακάτα δεν φοβόταν το σκοτάδι ή το πόσο βαθιά ήταν. Και γιατί θα έπρεπε; Αυτός ο κόσμος της ανερμάτιστης σκοτεινιάς, αυτή η βαριά ησυχία και το χάος, ήταν παλιός φίλος, ένα παλιό κομμάτι του εαυτού του. Ο Νακάτα το καταλάβαινε καλά αυτό. Σ’αυτόν τον κόσμο δεν υπήρχε ούτε γραφή, ούτε μέρες της βδομάδας, ούτε ο τρομερός Κυβερνήτης, ούτε όπερα, ούτε BMW. Ούτε ψαλίδια, ούτε ημίψηλα καπέλα. Απ’την άλλη πλευρά, δεν υπήρχαν ούτε τα νόστιμα χέλια, ούτε τα εύγευστα ψωμάκια με τα φασόλια. Όλα ήταν εδώ, αλλά δίχως κομμάτια. Και αφού δεν υπάρχουν μέρη, δεν υπάρχει λόγος να αντικαταστήσεις ένα κομμάτι με ένα άλλο. Δεν χρειάζεται να μετακινήσεις τίποτε, ή να προσθέσεις κάτι. Δεν χρειάζεται να σκέφτεσαι δύσκολα πράγματα. Μόνον να αφήνεις τον εαυτό σου να μουλιάζει μέσα σ’όλα αυτά. Και για τον Νακάτα δεν υπήρχε τίποτε καλύτερο. Πού και πού λαγοκοιμόταν. Ακόμη και όταν κοιμόταν, όμως, οι αισθήσεις του παραφύλαγαν, εποπτεύοντας την άδεια αποθήκη. Εάν κάτι συνέβαινε, εάν κάποιος ερχόταν, θα μπορούσε να ξυπνήσει και να κάνει ό,τι χρειαζόταν να κάνει. Ο ουρανός ήταν σκεπασμένος μέ μία λεπτή γραμμή γκρίζα σύννεφα, αλλά τουλάχιστον δεν θα έβρεχε. Όλες οι γάτες το ξέρουν αυτό. Το ίδιο και ο Νακάτα.